Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 27

Χριστός, το αιώνιο Ταό

Δημοσιεύθηκε σε ειδικό ένθετο στο περιοδικό Τρίτο Μάτι, τ. 170, Απρίλιος


2009.

Επιμέλεια: Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

ΑΝ ΚΑΙ ΟΧΙ με την ίδια δύναμη όπως στον λαό του Θεού (τους Ιουδαίους),
ωστόσο η παρουσία του Πνεύματος του Θεού ενεργούσε επίσης στους
εθνικούς που δεν γνώριζαν τον αληθινό Θεό, διότι ακόμη και ανάμεσα από
αυτούς ο Θεός βρήκε γι’ Αυτόν εκλεκτούς. […] Αυτό γινόταν από την πτώση
του Αδάμ μέχρι την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον κόσμο εν
σαρκί.

Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ


(προμετωπίδα στο Ιερομονάχου Δαμασκηνού, Χριστός, το αιώνιο Ταό)

Μέρος πρώτο

Α΄

Οι αρχαίοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, και εκείνοι που συνέχισαν την


παράδοσή τους, διδάσκουν ότι η πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα
είναι άρρηκτα δεμένη με τη σχέση του προς το Υπέρτατο Ον, τον απόλυτα
Αγαθό Δημιουργό και «Τροφοδότη» (συντηρητή) του κόσμου μας και όλων
των υπαρκτών κόσμων.
Το Ον αυτό η χριστιανική παράδοση Το ονομάζει Θεό, χρησιμοποιώντας, με
νέο περιεχόμενο, έναν όρο από τις προχριστιανικές θρησκείες. Ξέρουμε ότι το
όνομα αυτό δεν εξαντλεί «αυτό που πράγματι είναι» το Υπέρτατο Ον (την
«ουσία» Του), είναι όμως το πιο κοντινό σ’ αυτή την ουσία όνομα που μπορεί
να χρησιμοποιήσει η ανθρώπινη σκέψη (και, ανάλογα, το αντίστοιχο όνομα σε
όλες τις γλώσσες). Όλοι οι μεγάλοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, που είχαν
προσωπική γνώση του Υπέρτατου Όντος, αποδέχτηκαν αυτό το όνομα,
παρόλο που τόνισαν ότι η ουσία Του είναι άρρητη, δηλαδή δεν εκφράζεται με
ανθρώπινες λέξεις.
Επίσης, λόγω της ανάγκης του ανθρώπου για συλλογισμό και επικοινωνία,
χρησιμοποίησαν ανθρώπινους όρους και εικόνες για να δώσουν σε όλους να
καταλάβουν περίπου αυτά που εκείνοι είχαν μάθει από το Υπέρτατο Ον,
τονίζοντας πάντα ότι οι λέξεις και οι εικόνες δεν πρέπει να απολυτοποιούνται –
αλλιώς κινδυνεύουμε να αποδώσουμε στο Υπέρτατο Ον ανθρώπινα
χαρακτηριστικά, που δεν Του ανήκουν. Η παραπάνω θεμελιώδης χριστιανική
διδασκαλία (ότι η αλήθεια δεν εξαντλείται στη γλωσσική της έκφραση)
ονομάζεται «αποφατισμός».
Την ουσία του Θεού («τι ακριβώς είναι ο Θεός») δεν τη γνωρίζουμε.
Γνωρίζουμε όμως γι’ Αυτόν ό,τι ο ίδιος έχει αποκαλύψει για τον εαυτό Του, και
αυτά (κατά τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους και εκείνους που τους
ακολούθησαν) μπορούμε να τα συνοψίσουμε σε τρία κυριότερα
χαρακτηριστικά:
1. Ο Θεός είναι Πρόσωπο. Δεν είναι μια απρόσωπη δύναμη που
«δημιούργησε το σύμπαν», αλλά ένα λογικό Ον, με συνείδηση της ύπαρξής
Του, που επικοινωνεί ελεύθερα με τα άλλα όντα, τα αγαπά και τα καλεί να Το
αγαπήσουν κι εκείνα και έτσι να ενωθούν μ’ Αυτό. Η λέξη πρόσωπο στο
χριστιανισμό σημαίνει λογικό και ελεύθερο ον, που διατηρεί σχέση αγάπης με
τα άλλα όντα. Προέρχεται από τις λέξεις προς+ωψ (=μάτι) και σημαίνει αυτόν
που είναι στραμμένος προς τον άλλο, όχι προς τον εαυτό του. Το αντίθετο
(αυτό που στρέφεται προς τον εαυτό του και ουσιαστικά κλείνεται σ’ αυτόν)
είναι το άτομο (αυτό που «δεν τέμνεται», δεν κόβεται παραπέρα).
2. Ο Θεός είναι Τριάδα. Όταν λέμε «Θεός», δεν εννοούμε μόνο τον Πατέρα,
αλλά και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και οι Τρεις μαζί, σε απόλυτη
συνεργασία, δημιούργησαν τον κόσμο και τον άνθρωπο. Είναι Ένας Θεός και
όχι Τρεις Θεοί, έχοντας αιτία αυτής της ενότητας τον Πατέρα (ο Οποίος, με
τρόπο άγνωστο σε μας, «γεννά» τον Υιό και «εκπορεύει» το Άγιο Πνεύμα),
καθώς Τους ενώνει η κοινή ουσία και η απόλυτη αγάπη που έχουν μεταξύ
Τους.
3. Ο Θεός είναι Αγάπη. Από αγάπη δημιούργησε τους κόσμους των αγγέλων
και το δικό μας κόσμο, από αγάπη, κατόπιν κοινής συμφωνίας, το Ένα από τα
Τρία Πρόσωπα μίκρυνε και έγινε άνθρωπος (ο Ιησούς), σταυρώθηκε και
αναστήθηκε, ακούει τις προσευχές μας και είναι πάντα σε ετοιμότητα να μας
σώσει από το μεγαλύτερο εχθρό μας, το θάνατο. Μόνο που «θάνατος» εδώ
σημαίνει το χωρισμό μας από το Θεό και η σωτηρία απ’ αυτόν το θάνατο
μπορεί να είναι ο ίδιος ο σωματικός μας θάνατος (όχι η αυτοκτονία, αλλά η
αυτοθυσία από αγάπη).
Επειδή ο Θεός είναι αγάπη, ο άνθρωπος που ζει με αγάπη ζει με τον τρόπο
ζωής του Θεού. Έτσι, όσο πιο πολύ θεμελιώνει τη ζωή του στην αγάπη, τόσο
πιο πολύ «μοιάζει» με το Θεό, επομένως τόσο πιο πολύ ενώνεται μαζί Του
(πλησιάζει στο περίφημο «καθ’ ομοίωσιν» της Αγίας Γραφής). Κι όσο πιο πολύ
πλησιάζει στο Θεό, ο άνθρωπος πλησιάζει και τα άλλα όντα της Δημιουργίας.
«Ο κόσμος είναι ένας κύκλος» λέει ο άγιος Δωρόθεος, «ο Θεός είναι το κέντρο
του κι εμείς στεκόμαστε στην περιφέρειά του. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε
προς το κέντρο, τόσο πλησιάζουμε και μεταξύ μας. Όσο απομακρυνόμαστε
από το κέντρο, απομακρυνόμαστε και μεταξύ μας». Αυτή είναι η γεωμετρία του
αγίου Δωρόθεου, ενός από τους μεγαλύτερους δασκάλους της χριστιανικής
ο
αγάπης, που έζησε στην έρημο της Παλαιστίνης τον 6 αιώνα μ.Χ.

Β΄

Κατά τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους, επίσης, η σχέση του


ανθρώπου προς το Θεό, με την οποία είναι άρρηκτα δεμένη η πορεία του
ανθρώπου προς την τελειότητα, πέρασε από μερικά οδυνηρά στάδια:
• Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού (λογικός, ελεύθερος,
πρόσωπο, που ενώνεται με τα άλλα όντα διά της αγάπης), καλεσμένος
να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν» (να γίνει όμοιος με το Θεό, δηλαδή
άγιος).
• Οι πρώτοι άνθρωποι γνώριζαν το Θεό και ζούσαν με αγάπη και
αρμονία μαζί Του, με τους άλλους ανθρώπους και τα υπόλοιπα όντα
της δημιουργίας. Φυσικά και κάθε άνθρωπος σε αρμονία με τον εαυτό
του, δηλ. με ψυχική και σωματική ισορροπία. Αυτή η αρμονία και η
αγάπη είναι ο πρωταρχικός παράδεισος.
• Όμως, με υποκίνηση πονηρών αγγέλων (ισχυρότερων όντων από άλλο
κόσμο, επίσης δημιουργημένων από το Θεό, που όμως ελεύθερα είχαν
απομακρυνθεί από Αυτόν), οι άνθρωποι πίστεψαν πως είναι καλύτερα
να γίνουν θεοί με τις «δικές τους δυνάμεις», κόβοντας το δεσμό αγάπης
τους με το Θεό. Η προσπάθειά τους αυτή όμως ήταν καταδικασμένη σε
αποτυχία, γιατί μόνο σε σχέση με την Πηγή της Ζωής και της Αγιότητας
(τον Αγαθό και Άγιο Δημιουργό) ο άνθρωπος μπορεί να είναι ζωντανός
και άγιος. Έτσι, επιχειρώντας την αυτοθέωση, έχασαν τη θέωση, γιατί η
καρδιά τους έκλεισε αφήνοντας το Θεό απ’ έξω (προπατορικό
αμάρτημα). Η επιλογή αυτή συμβολίζεται με το «δέντρο της γνώσης του
καλού και του κακού», που δεν σημαίνει «συνειδητοποίηση της
διαφοράς του καλού από το κακό», αλλά εμπειρία είτε του καλού είτε
του κακού, ανάλογα με την επιλογή του ανθρώπου απέναντι στο Θεό.
• Συνέπεια των παραπάνω ήταν η διάσπαση του ανθρώπου από το Θεό,
το συνάνθρωπο, τη φύση και τον εαυτό του – γι’ αυτό η βία κυριαρχεί
στην ιστορία της ανθρωπότητας και ο άνθρωπος καταστρέφει τον
πλανήτη, σα να έχει τρελαθεί. Η διάσπαση αυτή συμβολίζεται στο
βιβλίο της Γένεσης με την έξωση από τον παράδεισο και εμφανίζεται
εκεί σαν «τιμωρία από το Θεό», για να δοθεί έμφαση στην ηθική
παράμετρο της επιλογής του ανθρώπου και στις ολέθριες συνέπειές της
(ας έχουμε υπόψιν ότι η Γένεση γράφτηκε στη διάρκεια της σκοτεινής
αρχαιότητας και απευθύνθηκε σε ανθρώπους που κατανοούσαν
καλύτερα την έννοια του Νόμου και περιβάλλονταν από σκληρούς
ειδωλολατρικούς πολιτισμούς).

Γ΄

Ποια ήταν στη συνέχεια η πορεία της ανθρωπότητας;


Φαίνεται πως, στο βάθος της συλλογικής μνήμης, οι άνθρωποι θυμούνταν την
ύπαρξη του Θεού και τη γνώση Του από τους αρχαίους προγόνους τους.
Έτσι, δεν έπαψαν να Τον αναζητούν, παρακινημένοι από τη νοσταλγία του
παραδείσου. Στη συλλογική μνήμη παρέμειναν (και διασώθηκαν στους
μύθους) θραύσματα του «πρωτόκτιστου κάλλους», όπως η ανάμνηση της
τριαδικότητας του Θεού και της απώλειας της σχέσης του ανθρώπου με Αυτόν.
Γι’ αυτό η τριαδικότητα του Θεού (αλλά και ότι Ένας είναι ο Θεός) και η
προπατορική πτώση είναι συνηθισμένα θέματα, με διάφορες παραλλαγές,
στους θρησκευτικούς μύθους των αρχαίων λαών, ανεξάρτητα από τη θρησκεία
τους.
Συνηθισμένο θέμα επίσης είναι και η προσδοκία ενός θεόσταλτου Σωτήρα της
ανθρωπότητας, και μάλιστα συχνά προοιωνίζεται ένας Σωτήρας που θα
πεθάνει – ίσως λόγω ανάμνησης της άμεσης υπόσχεσης του Θεού, που
καταγράφεται και στη Γένεση, ότι «από το σπέρμα της γυναίκας» (δηλαδή
χωρίς τη μεσολάβηση άνδρα) θα προέλθει κάποιος που «θα συντρίψει το
κεφάλι του όφεως» και ο όφις «θα του τραυματίσει τη φτέρνα» (Γέν. 3, 15).
Όμως, παρά την αγωνιώδη αναζήτηση του Θεού, οι άνθρωποι δε γνώριζαν
πια πώς θα Τον βρουν, κι έτσι θεοποίησαν στη συνείδησή τους και στα έθιμα
των φυλών και των κοινοτήτων τους ό,τι τους προξενούσε δέος, τρόμο ή
γοητεία. Έτσι ξεκίνησε στην ανθρωπότητα το φαινόμενο της θρησκείας.
Αμέσως η θρησκεία συνδέθηκε με τη μαγεία, τον πνευματισμό και την
ειδωλολατρία και φαίνεται πως ενεπλάκησαν οι σκοτεινοί άγγελοι, που είχαν
παραπλανήσει τους πρώτους ανθρώπους και είχαν προκαλέσει την πτώση
τους. Γι’ αυτό στις θρησκείες ανακατεύτηκαν πολλά σκοτεινά στοιχεία, όπως η
λατρεία μοχθηρών και επικίνδυνων ή έστω ηθικά διφορούμενων πνευμάτων
(«θεών»), που συχνά γινόταν με πρακτικές άκρως αιματηρές.
Όμως ο Θεός δεν ξέχασε την ανθρωπότητα. Η εικόνα Του εντός του
ανθρώπου «μαύρισε, αλλά δεν εξαλείφθηκε» και ο άνθρωπος εξακολουθούσε
να μπορεί να Τον προσεγγίσει και να μάθει κάτι γι’ Αυτόν με τον μόνο έγκυρο
τρόπο: την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν
της ταπεινής αγάπης για όλους και για όλα, της αγάπης που χαρακτηρίζεται
από τη συγχώρεση των εχθρών. Έτσι, ο άνθρωπος θα μπορούσε να
αναγνωρίσει κομμάτια της αποκάλυψης του Θεού, που συνέβαινε διαρκώς
στον κόσμο, και να συλλάβει τα μηνύματα που Εκείνος έστελνε διαρκώς σε
κάθε έναν άνθρωπο προσωπικά – που όμως τα εγωιστικά πάθη και οι
σκοτεινές λατρείες εμπόδιζαν τους περισσότερους να τα εντοπίσουν.
Παρατηρούμε έτσι ένα παράδοξο: άνθρωποι από πολλούς λαούς και
πολιτισμούς, πιστοί διαφορετικών θρησκειών, να συγκλίνουν σε βασικές ιδέες,
όσον αφορά στο Θεό και την ηθική. Και οι ιδέες αυτές να θυμίζουν σ’ εμάς σε
εντυπωσιακό βαθμό χριστιανικές ιδέες.
Σύμφωνα με τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους, και εκείνους που τους
ακολούθησαν, η αποκάλυψη αυτή του Θεού εκτείνεται σε όλους τους λαούς
και τις εποχές: «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν» ο Θεός (απόστολος Παύλος,
βλ. Πράξεις των αποστόλων, 17, 22-31). Την ονομάζουν «σπερματικό λόγο»,
χρησιμοποιώντας έναν όρο που καθιέρωσε με αυτή την έννοια (στις δύο
Απολογίες του υπέρ των χριστιανών) ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και
ου
μάρτυρας ήδη τα μέσα του 2 αιώνα μ.Χ. Έτσι, κατά τον άγιο Ιουστίνο, όλοι οι
«μετά λόγου βιώσαντες» ενάρετοι άνθρωποι, στους οποίους εντάσσει το
Σωκράτη, τον Ηράκλειτο «και τους ομοίους» (τους παρόμοιους με αυτούς),
«χριστιανοί εισί, καν άθεοι ενομίσθησαν». Ο Μέγας Βασίλειος, στην επιστολή
του Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων (Προς τους
νέους, πώς να ωφεληθούν από τα [προχριστιανικά] ελληνικά κείμενα), φέρνει
δεκάδες ηθικά παραδείγματα από βιογραφίες αρχαίων Ελλήνων, ξεκινώντας
από τα ομηρικά έπη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναγνωρίζει ότι οι «τα
τελεώτερα φιλοσοφούντες» αρχαίοι Έλληνες μίλησαν για τον Ένα Θεό ( Λόγος
ος
Θεολογικός 5 , κεφ. ιδ΄), ενώ ο άγιος Αυγουστίνος θεωρεί ότι οι νεοπλατωνικοί
θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και χριστιανοί. Παρόμοιες αναφορές υπάρχουν
στα κείμενα πολλών από τους αρχαίους αγίους χριστιανούς διδασκάλους. Γι’
αυτό και σε χριστιανικούς ναούς αγιογραφήθηκαν ενίοτε μη χριστιανοί Έλληνες
σοφοί, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης, ο Αισχύλος κ.π.ά.
Γνωστά παραδείγματα η μονή Φιλανθρωπινών, στο νησάκι της λίμνης των
Ιωαννίνων, οι αγιορείτικες μονές Ιβήρων και Βατοπεδίου κ.λ.π.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική έκφραση αυτού του πνεύματος είναι, κατά τη γνώμη
μου, η σειρά προσωπογραφιών που φιλοτέχνησε στο δημαρχείο Αθηνών ένας
από τους γνησιότερους σύγχρονους εκφραστές της χριστιανικής
αυτοσυνειδησίας, ο Φώτης Κόντογλου. Η σειρά αυτή ξεκινά από τους
πανάρχαιους Έλληνες (όπως ο Ιαπετός), περνάει από διάφορες
προσωπικότητες της κλασικής και βυζαντινής περιόδου (περιλαμβάνοντας
αγίους, φιλοσόφους, καλλιτέχνες και πολεμιστές) και καταλήγει στους
αγωνιστές του 1821, σε μια αδιάσπαστη ενότητα.
Η Αγία Γραφή υποστηρίζει φανερά αυτή την ιδέα, αξιολογώντας ως πιστούς
του αληθινού Θεού δίκαιους ανθρώπους που δεν ανήκαν στην παράδοση του
ιουδαϊκού μονοθεϊσμού, όπως οι πανάρχαιοι προπάτορες Άβελ και Σηθ, ο
Ενώχ, ο Νώε, ο Μελχισεδέκ και ο Ιώβ, αλλά ακόμη και ο Αβραάμ, που
προσκλήθηκε από το Θεό ενώ ζούσε στο περιβάλλον της χαλδαϊκής
ειδωλολατρίας – όλοι τιμώνται ως άγιοι από τη χριστιανική παράδοση. Στην
Καινή Διαθήκη αναφέρονται οι Τρεις Μάγοι των Χριστουγέννων, η Χαναναία
του Ματθ. 15, 21-28, καθώς και τρεις Ρωμαίοι εκατόνταρχοι, ο ανώνυμος του
Ματθ. 8, 5-13, ο Λογγίνος του Μάρκ. 15, 39 (δεν κατονομάζεται στα ευαγγέλια
– ούτε και ταυτίζεται με τον ανώνυμο στρατιώτη που λόγχισε τον Ιησού, όπως
κακώς θεώρησαν οι μεταγενέστεροι), και ο Κορνήλιος των Πράξεων των
αποστόλων, κεφ. 10. Οι δύο τελευταίοι στη συνέχεια έγιναν χριστιανοί και
αγίασαν.
Ο σύγχρονος μεγάλος πνευματικός Πατέρας της Σερβίας άγιος Νικόλαος
Βελιμίροβιτς (1880-1956), που αιχμάλωτος στο Νταχάου είχε απευθύνει ένα
συγκλονιστικό χριστιανικό κείμενο σε όλους τους λαούς της Ευρώπης (το
οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός του
καθηγητή του Παν/μίου Βελιγραδίου π. Ιουστίνου Πόποβιτς), αναφερόμενος
στη χριστιανική διδασκαλία για τη μετά θάνατον ζωή επισημαίνει:
«Και στην καρδιά μας, όπως και στην καρδιά των αδελφών μας αρχαίων
Αιγυπτίων και των Ινδιάνων, υπάρχει αυτή η ενστικτώδης προαίσθηση, η
φλόγα μέσα μας από την αρχή σαν μέγιστη προφητεία της μέγιστης
πραγματικότητας που θα έρθει. Και στο νου μας, όπως και στο νου των
αδελφών μας, των αρχαίων φιλοσόφων όλων των λαών, μπορεί να χωρέσει
τούτη η ίδια λογική των πραγμάτων: ο θάνατος δεν σημαίνει συντόμευση αλλά
αλλαγή και επιμήκυνση της ζωής» (αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Αργά βαδίζει ο
Χριστός, εν Πλω, 2008, σελ. 114-115).
Γνωστοί και συγκινητικοί για πολλούς χριστιανούς είναι και οι στίχοι της σούφι
ποιήτριας Rabi’a al Adawiya: «Αν σε λατρεύω για να γλιτώσω την κόλαση,
ρίξε με στην κόλαση! Αν σε λατρεύω με την ελπίδα του παραδείσου, κλείσε
μου τις πόρτες! Αν όμως σε λατρεύω μόνο για χάρη Σου, μη μου στερήσεις το
αιώνιο κάλλος Σου». Το πιο συγκινητικό όμως για μας είναι ότι απηχούν με
ακρίβεια τη θεμελιώδη ηθική διδασκαλία των αρχαίων χριστιανών διδασκάλων
(Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Μάξιμου Ομολογητή κ.ά.) για τις τρεις
βαθμίδες ηθικής ωριμότητας, την πρώτη («δούλοι»), που κινείται από το φόβο
της κόλασης, τη μεσαία («μισθωτοί»), που κινείται από τον πόθο του
παραδείσου, και την τρίτη και υψηλότερη («υιοί» ή «φίλοι»), που κινείται μόνο
από την αγάπη προς το Θεό και την επιθυμία πραγματοποίησης του
θελήματος του Αγαπημένου (βλ. π.χ. αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, στο J. Migne,
Patrologia Graeca, τόμος 31, στήλες 1384Β-1385Α, M. Βασιλείου, στο ίδιο,
τόμ. 32, στ. 1216).
ου
Ο μεγάλος Ρώσος χριστιανός διδάσκαλος του 19 αιώνα άγιος Ιννοκέντιος
Βενιαμίνωφ, που μετέφερε (με ταπείνωση και αυτοθυσία και ενάντια σε κάθε
ιμπεριαλιστική διάθεση) το φως του ευαγγελικού μηνύματος της αγάπης στην
Αλάσκα, δίνει ανάλογες εκτιμήσεις μεταφέροντας τα λόγια ενός από τους
ιθαγενείς του παγωμένου Βορρά: «“Ο Τούγκος προσεύχεται πάντα. Ξέρει ότι
τα πάντα προέρχονται από το Θεό. Αν κατορθώσω να σκοτώσω μια πέρδικα,
σημαίνει ότι ο Θεός μού την έδωσε. Προσεύχομαι σ’ Αυτόν και Τον ευχαριστώ.
Αν δεν τη σκοτώσω, τότε ο Θεός δεν θέλει να μου την δώσει, γιατί είμαι κακός,
και πάλι προσεύχομαι”. Κάθε φορά που θυμάμαι ή προφέρω αυτά τα λόγια,
αισθάνομαι συγκίνηση, που γίνεται ακόμη πιο βαθιά, όταν σκεφθώ ότι
ελέχθησαν από ένα πρόσωπο, που οι φιλόσοφοί μας με δυσκολία θα έκριναν
άξιο να φέρει το όνομα άνθρωπος» (από το Γεωργίου Εμμ. Πιπεράκι, Άγιοι
της Αλάσκας – Ορθόδοξο συναξάρι, Μυριόβιβλος 2004, σελ. 51-52).
Δεν αγνοώ ότι αυτή η εξήγηση για την έκβαση του κυνηγιού θα
αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση από κάθε μοντέρνο «σκεπτόμενο
άνθρωπο». Όμως η νηπιακή αθωότητα, που προϋποθέτει, είναι αυτό που
σώζει τα τελευταία ανθρώπινα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, όταν όλα τα
περήφανα διανοητικά επιτεύγματα καταρρέουν.

Δ΄

Η θεϊκή αυτή αποκάλυψη ωστόσο, και η συνακόλουθη γνώση, είναι


αποσπασματική και απλώς προετοιμάζει τον κόσμο για την τελική κίνηση του
Θεού: την ενσάρκωσή Του σε άνθρωπο (τον Ιησού Χριστό), που «γκρέμισε το
τείχος» ανάμεσα σε Θεότητα και ανθρωπότητα και έδωσε ξανά στους
ανθρώπους τη χαμένη ευκαιρία, να ενωθούν με το Θεό. Η ένωση αυτή ήταν
πια εφικτή, αφού ο Θεός δεν ήταν μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος – και
συντελείται διά του Χριστού. Οι άνθρωποι που αποδέχονται τη διδασκαλία του
Χριστού για το Θεό και κινούνται προς ένωση με Αυτόν διά του Χριστού είναι
οι χριστιανοί.
Όλα όσα περιλαμβάνει η «εκκλησιαστική ζωή» των χριστιανών (βάπτισμα,
νηστείες, προσευχές, τελετές στους ναούς, συμμετοχή στη θεία Μετάληψη
κ.τ.λ.) αποσκοπούν ακριβώς σε αυτή την ένωση. Για την ακρίβεια,
αποσκοπούν στο άνοιγμα της πνευματικής καρδιάς του ανθρώπου και στην
αποδοχή εντός του της θείας χάριτος, της αγαθοποιού ενέργειας του Θεού,
που κρίνεται απαραίτητη για την τελειοποίηση της αγάπης και της αγαπητικής
ένωσης με το Θεό, που είναι και ένωση με όλα τα υπόλοιπα όντα –
«παναγάπη» και «πανενότητα» (όροι του μεγάλου σύγχρονου Σέρβου
χριστιανού διδασκάλου π. Ιουστίνου Πόποβιτς).
Από όλες τις θρησκείες ο άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει προς το Θεό. Όμως
σε πολλές περιπτώσεις συναντά εμπόδια, που δεν τα συναντά στο
χριστιανισμό: συχνά οι πνευματικές παραδόσεις είναι νοθευμένες με
υποτίμηση της αγάπης, με άρνηση της προσωπικής ύπαρξης του Θεού (και
υποβιβασμό Του σε στοιχείο του «εσώτερου είναι» του ανθρώπου) ή ακόμη
και με ξεκάθαρες λατρείες πονηρών πνευμάτων. Συχνά επίσης η ανάπτυξη
«ανώτερης συνειδητότητας», η επίτευξη «πληρέστερης κατανόησης» του
εαυτού μας και του κόσμου ή ακόμη και η «ένωση με τα όντα» (τα
δημιουργήματα του Θεού, τα όντα του δικού μας σύμπαντος) θεωρείται τέρμα
της πορείας του ανθρώπου προς την πνευματική τελειότητα. Κατά τους
χριστιανούς διδασκάλους αυτό είναι σφάλμα. Ένα τέρμα της πορείας υπάρχει,
η ένωση με τον προσωπικό και Τριαδικό Θεό – μάλιστα, στην πραγματικότητα
δεν υπάρχει «τέρμα», γιατί η πνευματική πρόοδος είναι αέναη, όπως ο Θεός,
προς τον Οποίο τείνουμε, είναι άπειρος.
«Ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος.
Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους
δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο
το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η
τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι
δυνατή (Ματθ. 11, 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα
δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης
απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα,
δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η
αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες
τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» [π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ,
σύγχρονος άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας (1896-1993), Ο Άγιος Σιλουανός
ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ.
242-243].
Αυτό είναι, με λίγα φτωχά λόγια, το χρονικό της πορείας του ανθρώπου προς
την τελειότητα, όπως τη διδάσκουν οι μεγάλοι χριστιανοί διδάσκαλοι, που
έφτασαν στα ανώτατα στάδια πνευματικής προόδου, μπόρεσαν να
αξιολογήσουν επαρκώς την εγκυρότητα των πνευματικών βιωμάτων,
διακρίνοντας την αλήθεια από την πλάνη, και κατέστησαν διδάσκαλοι της
ανθρωπότητας.

Μέρος δεύτερο

Ένας από τους σημαντικότερους προφήτες του προχριστιανικού κόσμου, στα


πέρατα της ανατολής, υπήρξε, καθώς φαίνεται, και ο μεγάλος πνευματικός
δάσκαλος της Κίνας Λάο Τζου (Lao Tzu), γνωστός στην ελληνική βιβλιογραφία
ως Λάο Τσε.
Τον 20ό αιώνα, καθώς οι χριστιανοί συναντήθηκαν με την κινέζικη σκέψη, η
προσφορά του Λάο Τσε αξιολογήθηκε από τους σύγχρονους συνεχιστές της
αρχαίας και αυθεντικής χριστιανικής παράδοσης και εκτιμήθηκε βαθιά. Ο
πρώτος σχεδόν που το συνειδητοποίησε ήταν ο ορθόδοξος Αμερικανός
διδάσκαλος π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982), γνώστης της κινέζικης γλώσσας,
προσεχτικός μελετητής της ανατολικής φιλοσοφίας και βοηθός στην αγγλική
μετάφραση του Ταό Τε Κινγκ από τον Κινέζο καθηγητή του Πανεπιστημίου της
Καλιφόρνιας Τζι Μινγκ Τσιεν.
Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ εκτιμούσε τη γνήσια σκέψη όλων των πολιτισμών,
ιδιαίτερα της Κίνας (ταοϊσμό και κομφουκιανισμό). Οι σκέψεις του
περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο του The Chinese Mind, που
προήλθε από ένα ειδικό μάθημα στη μονή του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας
(στην Πλατίνα της Καλιφόρνιας) το 1981 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τhe
Orthodox Word το 1991. «Όταν γίνεσαι χριστιανός» είχε πει, «καμιά
πραγματική αλήθεια που είχες διδαχτεί μέχρι τότε δεν χάνεται».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ από τον ιερομόναχο Δαμασκηνό, μαθητή
του π. Σεραφείμ, η μελέτη Christ the Eternal Tao («Χριστός, το αιώνιο Ταό»),
ένα βιβλίο εξαιρετικής σπουδαιότητας για τη σωστή, από χριστιανική άποψη,
1
κατανόηση της διδασκαλίας του Λάο Τσε .
Από τα πολλά θεμελιώδη κοινά σημεία της διδασκαλίας του Κινέζου σοφού με
το χριστιανισμό, ας επιλέξουμε να δούμε λίγα, με οδηγό το βιβλίο του π.
Δαμασκηνού. Οι στίχοι του Ταό Τε Κινγκ που θα παραθέσουμε είναι σε
μετάφραση του Τζι Μινγκ Τσιεν και της Μάνιας Σεφεριάδη.

Για το Ταό

Οι πιο βασικές ιδιότητες του Ταό που συνέλαβε ο Λάο Τσε είναι ότι το Ταό
είναι Ένα, ότι είναι απόλυτα αγαθό και ανιδιοτελές και ότι η πλήρης
κατανόησή του ξεφεύγει από τις αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου.

«Κάποτε παλιά», είπε ο Αρχαίος Σοφός,

«Το Ένα εναρμόνισε τα πάντα:

Ο Ουρανός χάρη στο Ένα έγινε διαυγής.

Η Γη χάρη στο Ένα έγινε σταθερή.

Τα πνεύματα χάρη στο Ένα έγιναν θεϊκά.


i
Τα όντα χάρη στο Ένα άρχισαν να ζουν.

«Ο Lao Tzu δεν ήταν ο πρώτος που έφτασε στη συνειδητοποίηση του
Απολύτου Ενός. Βρίσκουμε την ίδια αντίληψη, για παράδειγμα, στον
Έλληνα προσωκρατικό φιλόσοφο Παρμενίδη. Αυτό που ήταν
1
Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προμηθευτεί το βιβλίο, παραγγέλλοντάς το ηλεκτρονικά στη διεύθυνση:
http://www.amazon.com/exec/obidos/tg/detail/-/1887904239/qid=1126189587/sr=8-1/ref=pd_bbs_1/00
2-8054021-4621611?v=glance&s=books&n=507846.
καινούργιο στον Lao Tzu, ή τουλάχιστον πιο αναπτυγμένο παρά σε
οποιοδήποτε φιλόσοφο πριν από αυτόν – ήταν η μεταφυσική ενόραση
ότι το Tao, ο Δημιουργός και Συντηρητής του σύμπαντος, ήταν εντελώς
ανιδιοτελές» (π. Δαμασκηνός, Christ the Eternal Tao, μέρος 2, κεφ. 2,
7).

Όλα τα πράγματα το Tao τα γεννά

Η δύναμή του Tao (το Teh) τ’ ανατρέφει,

Τα τελειοποιεί και τα ωριμάζει,

Τα σκεπάζει και τα αναπαύει,


ii
Τα θρέφει και τα προστατεύει.

iii
Το Tao του Ουρανού ωφελεί, δεν βλάπτει.

Το Tao του Ουρανού δεν ξέρει εύνοιες.


iv
Πάντα ελεεί τον ελεήμονα.

Ο Λάο Τσε επισημαίνει ότι το Ταό είναι στην ουσία του άγνωστο στους
ανθρώπους. Ο ίδιος του δίνει το όνομα Ταό:

Υπάρχει ένα Ον αδιαφοροποίητο και πλήρες


Γεννημένο πριν από τον Ουρανό και τη Γη.
Ήρεμο, απεριόριστο,
Υπάρχει μοναχό του, αναλλοίωτο,
Κυκλοφορεί παντού αδιάκοπα,
Απροσδιόριστο, φαίνεται να είναι η πηγή των πάντων
Δεν γνωρίζω το όνομά του
Αλλά το αποκαλώ Taο.
Αν έπρεπε να το προσδιορίσω
v
Θα το έλεγα Μέγα…

Η ουσία του Θεού για τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους είναι επίσης
άγνωστη. Γνωρίζουμε μόνο τις ενέργειές Του, με τις οποίες κάνει τα όντα να
υπάρχουν και να μετέχουν στην άκτιστη θεία χάρη Του.

Ομοίως, κατά το Λάο Τσε ο άνθρωπος μπορεί να έχει κάποια γνώση του Ταό,
και αυτό θα τον κάνει να αποχτήσει και την ουσιαστική γνώση για τον
άνθρωπο:

Το να γνωρίζεις την αρχή (του ανθρώπου)


vi 
Θα πει «να έχεις βρει το νήμα της Οδού».

Το Ταό είναι απόλυτα ειρηνικό και ταπεινό:

Το μεγάλο Tao ρέει παντού...

Όλα τα όντα Του χρωστούν την ύπαρξή τους.

Κι αυτό δεν τ’ απαρνιέται.

Τελειώνει το έργο του. Δεν γυρεύει ανταμοιβή.

Ντύνει και τρέφει όλα τα όντα, χωρίς να γυρεύει να τα


κυριαρχήσει.

Είναι πάντα χωρίς επιθυμίες,

Γι’ αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε μικρό.

Καθώς όμως όλα τα όντα σ’ αυτό επιστρέφουν,’

αν και δεν γυρεύει να τα κυριαρχήσει,


vii
μπορούμε να το ονομάσουμε μέγα.

∗
Η φράση σε παρένθεση (του ανθρώπου) προστέθηκε από τον Gi-ming Shien ως επεξήγηση.
Το Tao του Ουρανού δεν ανταγωνίζεται, κι όμως νικά.

Δεν λέει τίποτα, κι όμως παίρνει απάντηση.

Δεν ζητάει, κι όμως τα πράγματα έρχονται μόνα τους προς


viii
αυτό.

Το «νήμα της Οδού»

Το όνομα Ταό (=Οδός), που ο Κινέζος σοφός απέδωσε στο Μεγάλο Αγαθό
και Ανιδιοτελές Ένα, φανερώνει ένα βαθύτερο νόημα: ότι το Ένα δίνει στον
άνθρωπο ένα υπόδειγμα, του απευθύνει ένα είδος πρόσκλησης για να Το
ακολουθήσει.

Ακολουθώντας την Οδό (το Ταό), δηλαδή εναρμονίζοντας τη διάθεσή του με


τη διάθεση του Ταό απέναντι στον κόσμο, ο άνθρωπος επιστρέφει στην
πρωταρχική απλότητα, την οποία είχε χάσει κατά την αυγή της ιστορίας:

«Ο Lao Tzu επιζητούσε να επιστρέψει όχι απλά στην πρώτη περίοδο της
κινέζικης ιστορίας, η οποία χρονολογείται από την εποχή του μεγάλου
Κατακλυσμού κατά τον εικοστό τέταρτο π.Χ. αιώνα, γιατί αυτή η περίοδος ήταν
2
σχετικά αργά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εν τέλει, ανέτρεχε πίσω στην
κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος είχε κατ’ αρχήν δημιουργηθεί, πριν
πρωτοαπομακρυνθεί από την Οδό. […] Ο Lao Tzu γνώριζε ότι στην αρχή ο
άνθρωπος βρισκόταν σε μια κατάσταση αδιαφοροποίητης συνείδησης, σε μια
κατάσταση όπου μπορούσε να συλλαμβάνει άμεσα την Πραγματικότητα. Αυτό
το ονόμαζε “πρωταρχική απλότητα”, “απελέκητο κούτσουρο”, “επιστροφή στην
κατάσταση του βρέφους”» (π. Δαμασκηνός, ό.π., μέρος 2, κεφ. 2, 4).

Το αίτημα για «επιστροφή στην κατάσταση του βρέφους» έντονα υπενθυμίζει


λόγια του Ιησού όπως: «Αλήθεια σας λέω, αν δε στραφείτε και γίνετε σαν τα
παιδιά, δε θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών. Όποιος κάνει τον εαυτό του

2
Τα αρχαιότερα κινέζικα ιστορικά στοιχεία κάνουν λόγο για μια μεγάλη πλημμύρα που έλαβε χώρα
κατά τον εικοστό τέταρτο π.Χ. αιώνα, δηλαδή την ίδια εποχή κατά την οποία έγινε ο κατακλυσμός
κατά τη βιβλική χρονολογία.
ταπεινό σαν αυτό το παιδί, αυτός θα είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των
ουρανών» (Ματθ. 18, 3-4).

Χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης είναι, κατά το Λάο Τσε (όπως και κατά
τους χριστιανούς), η ταπείνωση και η αγάπη, που το έσχατο όριό της είναι η
αγάπη προς τους εχθρούς, η «ανταπόδοση καλού στο κακό».

3
Ο Σοφός δεν έχει δικό του νου.
ix
Κάνει δικό του το νου των ανθρώπων.

Όποιος παίρνει πάνω του την ταπείνωση – τη βρωμιά – των


ανθρώπων
x
Είναι κατάλληλος να γίνει ο κύριος των ανθρώπων.

Ο άνθρωπος της ανώτερης αρετής

Είναι σαν το νερό που κυλά στα πιο χαμηλά μέρη.

Η θέση του είναι σαν τη γη, κάτω από όλους,

Η προσφορά του γενναιόδωρη,


xi
Η καρδιά του άμετρη.

Έχω Τρεις Θησαυρούς και τούς φυλάω καλά.

Ο πρώτος είναι η συμπόνια,

Ο δεύτερος η λιτότητα,

Και ο τρίτος να μην είμαι πρώτος και καλύτερος.

Αν είμαι συμπονετικός μπορώ να είμαι γενναίος.

Αν είμαι λιτός μπορώ να είμαι γενναιόδωρος.

Αν δεν τολμώ να πάρω την πρώτη θέση,

3
Ή, «δεν έχει αμετάβλητο νου (ή καρδιά)». (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη)
Μπορώ να κάνω τον εαυτό μου δοχείο κατάλληλο για τις πιο
xii
διακεκριμένες υπηρεσίες.

Αντίστοιχα, ο Ιησούς δίδαξε: «Όταν σε καλέσουν σε γάμο, μην καθίσεις


στην πρώτη θέση, για να μη σε σηκώσουν για να καθίσει κάποιος
επισημότερος. Κάθισε στην τελευταία θέση, για να σου ζητήσουν να
καθίσεις σε καλύτερη θέση. Γιατί κάθε ένας που υψώνει τον εαυτό του
θα ταπεινωθεί και όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί» ( Ματθ.
14, 8-11 – βλ. και Ματθ. 20, 26-28).

Μονάχα το έλεος μπορεί να σε βοηθήσει να νικήσεις στον


πόλεμο.

Μονάχα το έλεος μπορεί να σε βοηθήσει να υπερασπιστείς το


κράτος σου.

Γιατί ο Ουρανός θα έρθει να σώσει τον ελεήμονα.

Και να τον προστατέψει με το Έλεός του.

Αυτό είναι γνωστό ως η αρετή της μη-διαμάχης...

Αυτό από τον παλιό καιρό είναι γνωστό ως η υπέρτατη ένωση με


τον Ουρανό.

Με τον καλό να είσαι καλός,

Με τον κακό να είσαι επίσης καλός.

Έτσι αποκτάται η καλοσύνη.

Με τον ειλικρινή να είσαι ειλικρινής,

Με τον ψεύτη να είσαι επίσης ειλικρινής.


xiii
Έτσι αποκτάται η ειλικρίνεια.
Πράττει χωρίς πράξη,

Ενεργεί χωρίς να κάνει τίποτα,

Γεύεται το χωρίς γεύση,

Κάνει το μικρό μεγάλο

Και το λίγο πολύ,


xiv
Πληρώνει το κακό με το καλό.

Η αγάπη προς τους εχθρούς και τους αμαρτωλούς είναι θεμελιώδες


χαρακτηριστικό της χριστιανικής διδασκαλίας, που μάλιστα την ξεχωρίζει από
κάθε άλλη διδασκαλία περί αρετής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η παραβολή
του ασώτου, με τον «ενάρετο» γιο να στέκει στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού
αρνούμενος να μπει μέσα, επειδή εκεί βρίσκεται ο άσωτος –αλλά διασωθείς–
αδελφός του, είναι μόνιμο σκάνδαλο για τη βεβαιότητά μας περί της
προσωπικής μας αρετής και δικαιοσύνης.
«Όπως σημειώνει ο μεγάλος μελετητής της κινέζικης παράδοσης, ο James
Legge: “Το συναίσθημα της ανταπόδοσης καλού έναντι κακού ήταν καινούργιο
στην Κίνα, και προερχόταν από τον Lao Tzu… Κάποιος από τη σχολή του
Κομφούκιου άκουσε αυτό το ρητό, τον εξέπληξε, και συμβουλεύτηκε γι’ αυτό
τον Κομφούκιο. Ο σοφός, λυπάμαι πού το λέω, δεν ήταν σε θέση να το
συλλάβει. Απάντησε: Τότε τι θα ανταποδώσει κανείς έναντι του καλού;
Αντάμειψε την προσβολή με δικαιοσύνη, και ανταπόδωσε καλό έναντι
xv
καλού” .
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον Κομφούκιο ότι ήταν ο πρώτος πού
διατύπωσε ξεκάθαρα στην Κίνα τον “χρυσό κανόνα”: “Ό,τι δεν θέλεις να
xvi
κάνουν σε σένα” είπε, “μην το κάνεις σε άλλους”. Αυτό εκφράζει την
τελειότητα της φυσικής ανθρώπινης αρετής, την οποία ο Κομφούκιος
ενσάρκωσε θαυμάσια. Αλλά στον ανώτερο, στον θεϊκό νόμο του ν’ αγαπάει
κανείς ακόμη και τους εχθρούς του και αυτούς που τον καταδιώκουν, μπορεί
να φτάσει κανείς μόνον αν βρει την πρωταρχική εικόνα της φύσης του
ανθρώπου, όπως έκανε ο Lao Tzu. Έτσι λοιπόν, ο Lao Tzu και όχι ο
Κομφούκιος ήταν αυτός πού έφτασε σε αυτή την ανακάλυψη» (π.
Δαμασκηνός, ό.π.).

«Η ανώτερη αρετή δεν ξέρει ότι είναι αρετή

Γι’ αυτό και είναι αρετή.

Η κατώτερη αρετή ξέρει ότι είναι αρετή


xvii
Γι’ αυτό και δεν είναι αρετή.»

Το Ταό είναι Πρόσωπο;

Αντιλαμβανόμενος ο Λάο Τσε ότι το Ταό είναι Ένα (και όχι πολλά), κατάλαβε
επίσης ότι υπήρχε μια σοβαρή δυσκολία στο να θεωρηθεί πρόσωπο: δε θα
ήταν απόλυτα ανιδιοτελές. «Γιατί αν το Tao ή το ένα ήταν απλά μονάδα, θα
βρισκόταν σε αιώνια μεταφυσική απομόνωση, δεν θα μπορούσε να είναι
ολοκληρωτικά ανιδιοτελές, και πολύ προσωπικό ταυτόχρονα» (π.
Δαμασκηνός, ό.π., μέρος 2, κεφ. 2, 11). Έτσι, όπως είναι γνωστό, το θεώρησε
απρόσωπο.

Υπάρχουν όμως μερικά σημεία στη διδασκαλία του, στα οποία φαίνεται να
αποδίδει στο Ταό ένα είδος πρόθεσης, τέτοιας που ταιριάζει μόνο σε ένα
προσωπικό Ον.

Το Tao του Ουρανού δεν ανταγωνίζεται, κι όμως νικά.

Δεν λέει τίποτα, κι όμως παίρνει απάντηση.

Δεν ζητάει, κι όμως τα πράγματα έρχονται μόνα τους προς


xviii
αυτό.

xix
Κάποια πράγματα ο Ουρανός δεν τα ευνοεί.
Όταν, δηλαδή, το Ταό θεωρείται αγαθό και ανιδιοτελές, αμερόληπτο και
ταπεινό, γεμάτο έλεος για τους ανθρώπους, του αποδίδονται χαρακτηριστικά
που δεν έχει νόημα να αποδίδονται σε κάτι απρόσωπο.

«Για τον Lao Tzu, λοιπόν, το Tao, το οποίο αποκαλούσε Tao του Ουρανού ή
απλώς Ουρανό – δεν ήταν εντελώς απρόσωπο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι
σύγχρονοι μελετητές. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ο Lao Tzu είχε μια
“σχέση” με το Tao, όπως ακριβώς ο Κομφούκιος είχε μια σχέση με τον
Ουρανό. Αυτή τη “σχέση” την εξέφραζε με τη συνεχή παρατήρηση των έργων
του Tao του Ουρανού, καθώς επίσης και φροντίζοντας συνεχώς να ζει
ενάρετα, σε συμφωνία με το Tao, συλλαμβάνοντας κάθε παρέκκλιση αν
συνέβαινε και ευθυγραμμίζοντας ξανά τον εαυτό του» (π. Δαμασκηνός, ό.π.,
μέρος 2, κεφ. 2, 9).

Η συνειδητοποίηση ότι το Ταό είναι Πρόσωπο δε μπορεί να επιτευχθεί από


τον άνθρωπο με τη βοήθεια της δικής του ενόρασης, διαίσθησης ή σοφίας.
Μπορεί μόνο να αποκαλυφθεί από το Θεό, πράγμα που συνέβη, κατά τους
διδασκάλους του χριστιανισμού, αρχικά στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης
και στη συνέχεια, στην πληρότητά του (ως αποκάλυψη Τριαδικού Θεού
πλέον), με την ενσάρκωση και τη διδασκαλία του Χριστού.

Η τριαδικότητα του Θεού (το, κατ’ ουσίαν, «τριαδικό μυστήριο» της ύπαρξής
Του) είναι και η απάντηση στο πρόβλημα πώς το Ένα μπορεί να είναι
Πρόσωπο και συνάμα απόλυτα αγαθό και ανιδιοτελές. Επειδή δεν είναι Ένα
Πρόσωπο, αλλά Τριάδα Προσώπων, που ενώνονται σε Ένα με την απόλυτη,
ταπεινή και ανιδιοτελή αγάπη Τους. Έτσι υπερβαίνεται κάθε διδασκαλία για το
Θεό προγενέστερη του Χριστού, ακόμη και η κατανόησή Του από τους
ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι επίσης δεν ήταν σε θέση να
βιώσουν το τριαδικό μυστήριο στην πληρότητά του χωρίς να υποπέσουν στον
κίνδυνο του πολυθεϊσμού.

Εδώ πρέπει να επισημάνω ότι οι άγιοι διδάσκαλοι τους αρχαίου


χριστιανισμού, καθώς και οι νεώτεροι που τους ακολούθησαν, δεν έφτασαν σε
αυτό το συμπέρασμα μελετώντας βιβλία ή θεμελιώνοντας συλλογισμούς, αλλά
επικοινωνώντας με το Απόλυτο Αγαθό και Δημιουργικό Ένα, μέσω της
τριπλής πορείας της κάθαρσης της καρδιάς, του φωτισμού του νου και της
θέωσης. Έλεγξαν τα συμπεράσματά τους με τη νοερά επιστήμη της
«διάκρισης των πνευμάτων», για να τα καθαρίσουν και να τα απαλλάξουν από
ενδεχόμενες πλάνες της φαντασία τους ή των πονηρών πνευμάτων, και πάλι
απέφυγαν να τα παρουσιάσουν στην ανθρωπότητα, εκτός μόνο από τις
περιπτώσεις όπου αμφισβητήθηκε ο αληθινός τρόπος γνώσης του Θεού, και
αντικαταστάθηκε με «μεθόδους πρόκλησης βιωμάτων» ή συστήματα
φιλοσοφικών συλλογισμών.

Κλείνοντας αυτή την ενότητα δε μπορώ να μην αναφερθώ στο στίχο του Λάο
xx
Τσε «Τα Τρία γέννησαν όλα τα όντα και τα πράγματα του κόσμου». Δεν
ισχυρίζομαι βέβαια ότι αποτελεί αναφορά στην Αγία Τριάδα (έστω και
σκιώδη), όμως ακόμη κι αναφέρεται στο τρία ως αριθμό που συμβολίζει «τη
συμφιλίωση των αντιθέτων» (άποψη του Τζι Μινγκ Τσιεν, που αναφέρεται από
τον π. Δαμασκηνό), δεν είναι μακριά από τη χριστιανική κατανόηση της
οντολογικής και ηθικής τελειότητας, που συνιστά η θεία τριαδικότητα.

Πώς ανακάλυψε ο Λάο Τσε το Ταό;

Ο ίδιος ο Λάο Τσε αναφέρεται ρητά στην αρχαία κινεζική παράδοση,


σύμφωνα με την οποία στο απώτατο παρελθόν κάποιοι άνθρωποι
ακολουθούσαν την Οδό.

Οι άνθρωποι του Tao τον παλιό καιρό

ήταν τόσο λεπτοί, διεισδυτικοί, νοήμονες και βαθιοί


xxi
πού δεν τους γνώριζαν οι άνθρωποι.

Αυτή και άλλες αναφορές του, φανερώνουν ότι ο Κινέζος διδάσκαλος εντόπισε
τα σπέρματα της διδασκαλίας για το Ταό στα βάθη του ίδιου του πολιτισμού
του. Όμως αυτή τη διδασκαλία ο ίδιος την ανέπτυξε και την εφάρμοσε στη ζωή
του. Ομολογεί άλλωστε ότι εκείνος έδωσε στο Ταό το όνομά του.
«Ο Lao Tzu πρώτα συνειδητοποίησε την ανιδιοτέλεια του Tao, και μετά
ανέλαβε να διαμορφώσει τη ζωή του σύμφωνα με την Οδό του Ουρανού; Ή
έφτασε πρώτα σε ένα ορισμένο επίπεδο ανιδιοτέλειας το οποίο τον έκανε να
δει την Πραγματικότητα αντικειμενικά, και από αυτή την καθαρότητα της
ενόρασης άρχισε να μιλάει για την ανιδιοτέλεια του Tao; Δεν μπορούμε να
πούμε, αλλά από το Tao Teh Ching ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο Lao Tzu είδε
την ανιδιοτέλεια, την αυταπάρνηση και την αμεσότητα του πρωταρχικού
ανθρώπου ως εικόνα και αντανάκλαση του ίδιου του Tao – Δημιουργού. Κατ’
αυτή την έννοια, και όχι μόνο, ο άνθρωπος έχει πλαστεί κατ’ εικόνα του Θεού»
(π. Δαμασκηνός, ό.π., μέρος 2, κεφ. 2, 8).

Τι είναι το Ταό;

Στην εποχή μας, εποχή που αγαπά το ανακάτεμα των θρησκειών και συχνά
βλέπει υπεροπτικά την παραδοσιακή ευλάβεια, είναι εύκολο να εκτιμηθεί ο
Λάο Τσε ως ένας διδάσκαλος αντίστοιχος του Ιησού. Αν όμως προσέξουμε
περισσότερο, θα δούμε ότι το θέμα της διδασκαλίας του Ιησού δεν είναι μόνο
η ταπείνωση και η αγάπη, αλλά κάτι πολύ πιο παράξενο και βαθύ: ο ίδιος ο
Ιησούς.

«Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει
μη δι’ εμού» (Ιω. 14, 6). «Εγώ ειμί το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου
μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει [=θα έχει] το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12).
«Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. Ο ερχόμενος προς με ου μη πεινάση, και ο
πιστεύων εις εμέ ου μη διψήση πώποτε» (Ιω. 6, 35). «Εγώ ειμί η θύρα. Δι’
εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν
ευρήσει» (Ιω. 10, 9). «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ,
καν αποθάνη, ζήσεται. και πας ο πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον
αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (Ιω. 11, 25-26).

Αφήνοντας κατά μέρος την αυθαίρετη υπόθεση ότι αυτές οι ευθείες αναφορές
του Ιησού στο Πρόσωπό Του δεν είναι δικά Του λόγια, αλλά επινοήσεις των
μαθητών Του (τότε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τη διδασκαλία
Του περί αγάπης), πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ιησούς –ο γεννημένος στο
στάβλο, που δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνη», που έπλυνε τα πόδια των
μαθητών Του και συγχώρεσε τους σταυρωτές Του– δεν περιαυτολογεί για να
νιώσει εγωιστική ικανοποίηση, αλλά αποκαλύπτει την αλήθεια για το
Πρόσωπό Του στους ακροατές Του, με σκοπό την ένωσή τους με το Θεό,
δηλαδή (όπως λέμε) τη σωτηρία τους (από το θάνατο, δηλαδή από την αιώνια
ζωή μακριά από το Θεό). Τούτο φανερώνει ότι η αποστολή Του στον κόσμο
ήταν η αποκάλυψη του εαυτού Του και η πρόσκληση προς τους ανθρώπους
να ενωθούν με Αυτόν: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και
πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). «Λάβετε, φάγετε,
τούτο εστί το σώμα μου…» (Ματθ. 26, 26).

Κατά τη διάρκεια των αιώνων, πολλοί μεγάλοι διδάσκαλοι μας κάλεσαν να


ενωθούμε με το Θεό, όπως Τον αντιλαμβάνονταν. Ο Ιησούς όμως μας κάλεσε
να ενωθούμε με τον εαυτό Του και δίδαξε ότι αυτή η ένωση συνεπάγεται
ένωση με το Θεό: «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ εμού» ( Ιω. 14,
6), «Εγώ και ο Πατήρ έν εσμέν» (=είμαστε ένα, Ιω. 10, 30), «Ο εωρακώς εμέ
εώρακε τον Πατέρα» (=όποιος είδε εμένα, είδε τον Πατέρα, Ιω. 14, 8-9).

Ποιος είναι λοιπόν στ’ αλήθεια ο Ιησούς; Οι μαθητές Του, έχοντας


πραγματοποιήσει την ένωση με Αυτόν και μεταμορφωμένοι από τη χάρη του
Τρίτου Προσώπου, του Παρακλήτου (Αγίου Πνεύματος), που τους δίδασκε
μετά την αποχώρηση του διδασκάλου τους (βλ. Ιω. κεφ. 14, 15, 16, Πράξεις
των αποστόλων, κεφ. 2, αλλά και 8, 29. 10, 19-20. 13, 2-3, κ.α.), γράφουν γι’
Αυτόν:

«Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν [=δίπλα στο Θεό] και
Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι’ αυτού εγένετο,
και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το
φως των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου
κατέλαβεν […] Ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον
εις τον κόσμον. εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος
αυτόν ουκ έγνω [=δεν τον αναγνώρισε]. […] και ο Λόγος σαρξ εγένετο και
εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα [=είδαμε] την δόξαν αυτού [=το φως Του],
δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας. […] Θεόν
ουδείς εώρακε πώποτε [=κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό]. ο μονογενής υιός ο ων
εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 1-5. 9-10. 14. 18).

Η παραπάνω αναφορά έρχεται σε διάλογο με τους αρχαίους Έλληνες


φιλοσόφους, που ονόμαζαν Λόγο τη δύναμη που δημιούργησε και συντηρεί το
σύμπαν, αλλά και με την Παλαιά Διαθήκη, που αναφέρει ότι ο Θεός «διά του
Λόγου Του» δημιούργησε τον κόσμο. Αυτός ο Λόγος δεν είναι κάτι
απρόσωπο, αλλά ένα Πρόσωπο – πράγμα απόλυτα φυσικό, αφού ο Θεός
είναι το Απόλυτο Πρόσωπο, επομένως και ο Λόγος και το Πνεύμα Του είναι
φυσικό να είναι Πρόσωπα.

Σε απόλυτη συνάφεια ο απόστολος Παύλος αναφέρει για τον Υιό:

«…ός εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως
[=γεννημένος πριν από κάθε δημιούργημα], ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα
εν ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε
κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι. τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται.
και αυτός εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε, και αυτός εστίν η
κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας, ός εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των
νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων, ότι εν αυτώ ευδόκησε παν το
πλήρωμα κατοικήσαι […]» (προς Κολοσσαείς, 1, 15-19).

Στην Παλαιά Διαθήκη, ο προφήτης Σολομώντας και κάποιοι άλλοι προφήτες,


που συνέχισαν τη διδασκαλία του παραμένοντας ανώνυμοι, μιλούν για ένα
θεϊκό ον, τη Σοφία, που προέρχεται «από το στόμα του Θεού» και που Εκείνη
δημιούργησε τον κόσμο και πρόκειται να αποσταλεί από το Θεό σ’ αυτόν:

«Εγώ από στόματος υψίστου εξήλθον και ως ομίχλη κατεκάλυψα γην. εγώ εν
υψηλοίς κατεσκήνωσα, και ο θρόνος μου εν στύλω νεφέλης. γύρον ουρανού
εκύκλωσα μόνη και εν βάθει αβύσσων περιεπάτησα. εν κύματι θαλάσσης και
εν πάση τη γη και εν παντί λαώ και έθνει εκτησάμην… έτι διδασκαλίαν ως
προφητείαν εκχεώ [=θα αναβλύσω] και καταλείψω αυτήν εις γενεάς αιώνων.
ίδετε ότι ουκ εμοί μόνω εκοπίασα, αλλά πάσι τοις εκζητούσιν αυτήν» ( Σοφία
Σειράχ, κεφ. 24. βλ. και Ιώβ, Παροιμίες, Σοφία Σολομώντος).
«…και μετά σου η σοφία η ειδυία τα έργα σου και παρούσα, ότε εποίεις τον
κόσμον… Εξαπόστειλον αυτήν εξ αγίων ουρανών και από θρόνου δόξης σου
πέμψον αυτήν…» (Σοφία Σολομώντος, 9, 9-10).

Επηρεασμένοι από τέτοιες αναφορές, κάποιοι αρχαίοι γνωστικοί διδάσκαλοι,


όπως ο Ουαλεντίνος, αλλά και σημερινοί μιμητές τους, θεωρούν ότι η Σοφία
είναι ένα άλλο Ον, διαφορετικό από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Όμως οι
χριστιανοί άγιοι (ξεκινώντας από τον απόστολο Παύλο, «Χριστός, Θεού
δύναμις και Θεού σοφία», Α΄ προς Κορινθίους 1, 24) διδάσκουν ότι το
Πρόσωπο αυτό είναι ο Υιός. Άλλωστε, το όνομα Λόγος (=λογική) είναι
νοηματικά συγγενές με το όνομα Σοφία. «Νους, Λόγος, Σοφία, Υιός του
ο
Πατρός» γράφει ήδη το 2 αι. για τον Ιησού ο απολογητής άγιος Αθηναγόρας
ο Αθηναίος (Πρεσβεία περί χριστιανών, κεφ. 24).

Το όνομα Σοφία για το Χριστό είναι τόσο βασικό, που η κολοσσιαία,


πανέμορφη και γεμάτη θεολογικούς συμβολισμούς (μικρογραφία του
σύμπαντος) καθεδρική εκκλησία των βυζαντινών, η αφιερωμένη σ’ Αυτόν,
ονομάζεται Ναός της του Θεού Σοφίας, Αγία Σοφία.

Όλα τα παραπάνω έρχονται να συναντήσουν τη διδασκαλία του Λάο Τσε για


το Ταό. Θα μιλήσουμε λοιπόν ξεκάθαρα. Για τη χριστιανική κατανόηση του
κόσμου, το Ταό είναι ένα Πρόσωπο, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που σε
δεδομένη χρονική στιγμή «εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη
[=έγινε ορατός] αγγέλοις, εκηρύχθη εν ένθεσιν, επιστεύθη εν κόσμω,
ανελήφθη εν δόξη» (Α΄ προς Τιμόθεον, 3, 16). Ο Λάο Τσε είναι ένας
προφήτης του σπερματικού λόγου, που μετείχε στην προ Χριστού αποκάλυψη
του Θεού, στην προετοιμασία του κόσμου για να υποδεχτεί το ενσαρκωμένο
Ταό.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Ιησούς χαρακτήρισε τον εαυτό Του «η οδός» (Ιω. 14,
6), χρησιμοποιώντας το ίδιο όνομα που, σε άλλο τόπο και χρόνο, αλλά στο
ίδιο πνευματικό «μήκος κύματος», είχε δώσει στο απόλυτο αγαθό Ένα ο Λάο
Τσε. Επίσης, ότι σε μια καντονέζικη έκδοση της Καινής Διαθήκης, που
πραγματοποιήθηκε στην Κίνα από την Αμερικανική Βιβλική Εταιρία το 1911,
μερικές δεκαετίες πριν τη μελέτη του Ταό Τε Κινγκ από τον π. Σεραφείμ
Ρόουζ, οι πρώτοι στίχοι του κατά Ιωάννην ευαγγελίου (που παρατίθενται και
από τον π. Δαμασκηνό) αναφέρονται στον Ιησού μεταφράζοντας το όνομα
Λόγος ως Ταό: «Εν αρχή ην το Ταό και το Ταό ην προς τον Θεόν και Θεός ην
το Ταό… και το Ταό σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν…».

Σε ανύποπτο χρόνο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και


ορθόδοξος επίσκοπος π. Κάλλιστος Ware πρόσθεσε στην εικόνα μας την
τελευταία ψηφίδα, γράφοντας:
«Ένα από τ’ αρχαιότερα ονόματα για τον Χριστιανισμό ήταν απλώς “η Οδός”.
[…] Είναι μια ονομασία που δίνει έμφαση στον πρακτικό χαρακτήρα της
χριστιανικής πίστης. Ο Χριστιανισμός είναι κάτι περισσότερο από μια θεωρία
για το σύμπαν, κάτι περισσότερο από διδασκαλίες γραμμένες στα χαρτιά.
Είναι ένα μονοπάτι που παίρνουμε ταξιδεύοντας – με τη βαθύτερη και
ουσιαστικότερη έννοια, η οδός της ζωής.
»Υπάρχει μόνο ένα μέσο για ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή φύση του
Χριστιανισμού. Πρέπει ν’ ανοίξουμε το βήμα μας σ’ αυτό το μονοπάτι, να
συντονιστούμε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και μετά θ’ αρχίσουμε ν’
αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας. Όσο παραμένουμε έξω, δεν μπορούμε να
κατανοήσουμε σωστά. Βέβαια είναι ανάγκη να μας δοθούν οδηγίες πριν
ξεκινήσουμε, είναι ανάγκη να μας πουν ποιους δείκτες ν’ αναζητήσουμε, και
πρέπει να έχουμε και συντρόφους. Πράγματι, χωρίς καθοδήγηση από άλλους
είναι σχεδόν αδύνατο ν’ αρχίσουμε το ταξίδι. Αλλά οδηγίες που έδωσαν άλλοι
ποτέ δεν μπορούν να μας μεταδώσουν πώς είναι στην πραγματικότητα η
οδός. Δεν μπορούν να είναι υποκατάστατο για την άμεση, την προσωπική
εμπειρία...» (επισκόπου Κάλλιστου Ware, Ο Ορθόδοξος Δρόμος, Ίδρυμα
Γουλανδρή – Χορν, εκδ. Επτάλοφος 1984, σελ. 9-10).

Σαν επίλογος

Η κατανόηση του Λάο Τσε ως ενός «χριστιανού προ Χριστού» δεν είναι
εγωιστική από πλευράς μας, αλλά γεμάτη αγάπη και σεβασμό. Ο
χριστιανισμός δεν μας ανήκει, ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. «Δεν ξέρω
τίποτα πιο παγκόσμιο από το Χριστό», «ο χριστιανός είναι παγκόσμιος
άνθρωπος» (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ), καθώς, όσο πιο προοδευμένος
πνευματικά είναι, τόσο περισσότερο μετέχει στη χαρά και την λύπη όλων των
ανθρώπων και των πλασμάτων.

Σύμφωνα με το χριστιανισμό, υπάρχει μια αρχαία σοφία, κοινή σε όλους τους


πολιτισμούς. Είναι η σοφία που μιλάει για την πρωταρχική απλότητα και τη
γνώση του Θεού, που απολάμβανε η ανθρωπότητα στην αυγή της αλλά
χάθηκε στην πορεία. Αυτή η απλότητα και η γνώση μπορεί να ξαναβρεθεί
μέσω της αγάπης προς το Θεό, το συνάνθρωπο και τα άλλα πλάσματα του
κόσμου. Και ο άνθρωπος μπορεί πλέον, μέσω αυτής της αγάπης, να ενωθεί
με το Θεό, που δεν είναι πια απρόσιτος, αόρατος και αψηλάφητος, αλλά
άνθρωπος σαν εμάς. Είναι ο Υιός, ο Λόγος, η Σοφία, ο Αμνός του Θεού, ο
Υιός της Μαρίας, ο Χριστός, το αιώνιο Ταό.
i
Tao Teh Ching, κεφ. 39, (μτφρ. Gi-ming Shien).
ii
Tao Teh Ching, κεφ. 51, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Gia-fu Feng & English).
iii
Tao Teh Ching, κεφ. 81, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Wu).
iv
Tao Teh Ching, κεφ. 79, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη ).
v
Tao Teh Ching, κεφ. 25, (μτφρ. Gi-ming Shien).
vi
Tao Teh Ching, κεφ. 14: (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Gi-ming Shien).
vii
Tao Teh Ching, κεφ. 34, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Gi-ming Shien).
viii
Tao Teh Ching, κεφ. 47, 73 (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη,Wu, Gia-fu Feng & English).
ix
Tao Teh Ching, κεφ. 15, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη).
x
Στό ἴδιο, κεφ. 78, (μτφρ. Lin Yutang, Ch’u Ta-kao, Gia-fu Feng and English).
xi
Στό ἴδιο, κεφ. 8, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Gi-ming Shien καί Rose).
xii
Στό ἴδιο, κεφ. 67, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Wu καί Legge).
xiii
Στό ἴδιο, κεφ. 49, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Mair).
xiv
Στό ἴδιο, κεφ. 63, (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη, Wu καί Red Pine).
xv
James Legge, The Religions of China, pp.143, 223-24.
xvi
Στό ἴδιο, σ. 137.
xvii
Tao Teh Ching κεφ. 38 (μτφρ. Gi-ming Shien).
xviii
Tao Teh Ching, κεφ. 47, 73 (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη,Wu, Gia-fu Feng & English).
xix
Στό ἴδιο, κεφ. 59, 67, 68, 73 (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη,Wu, Gia-fu Feng &
English).
xx
Tao Teh Ching, κεφ.42 (μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη).
xxi
Tao Teh Ching, κεφ. 15, μτφρ. Μάνιας Σεφεριάδη.

You might also like