Ηλίας Μάζος Η αποδεικτική διαδικασία στο άσυλο από τη σκοπιά του συγκριτικού δικαίου

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 5

Ηλίας Μάζος (Πάρεδρος ΣτΕ): Η αποδεικτική διαδικασία στο άσυλο από την σκοπιά του

συγκριτικού δικαίου

----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ομιλία σε Ημερίδα του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες στον Δικηγορικό
Σύλλογο Αθηνών στις 27.6.2011
----------------------------------------------------------------------------------------------------

Στην ερώτηση ποια είναι τα σημαντικότερα ερμηνευτικά προβλήματα του δικαίου του
ασύλου υπάρχουν αναμφίβολα περισσότερες απαντήσεις. Θα μπορούσε κάποιος να
επισημάνει τα προβλήματα που δημιουργεί η διατύπωση του ορισμού του πρόσφυγα που
περιλαμβάνεται στην Σύμβαση της Γενεύης, ενός ορισμού που επέτρεψε για πολύ καιρό
διαφορετικές προσεγγίσεις των εθνικών δικαστηρίων σε ζητήματα μεγάλης πρακτικής
σημασίας, όπως είναι η έννοια της δίωξης και η σχέση της με τις δυσμενείς διακρίσεις, η
έννοια του νόμου γενικής εφαρμογής, του φορέα της δίωξης ή ακόμη η έννοια της ιδιαίτερης
κοινωνικής ομάδας. Τα περισσότερα από τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται σήμερα σε
μεγάλο βαθμό από τους κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι με την
σειρά τους δημιούργησαν, όπως ήταν φυσικό, νέα ζητήματα προσδιορισμού του ακριβούς
ρυθμιστικού περιεχομένου τους, της δυνατότητας να γίνει επίκλησή τους ενώπιον των
εθνικών δικαστηρίων ή ενδεχομένως και της άρσεως των τυχόν αντιθέσεών τους με την
Σύμβαση της Γενεύης. Μπορούν ακόμη να επισημανθούν τα προβλήματα που συναρτώνται
με την θέσπιση της «επικουρικής προστασίας» ως θεσμού διεθνούς προστασίας. Δεν είναι
ασφαλώς τυχαίο ότι η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που
ασχολείται με την ερμηνεία της οδηγίας 2004/83/ΕΚ, η γνωστή ως απόφαση Elgafaji,
αφορά ακριβώς την επικουρική προστασία κατά το κοινοτικό δίκαιο και την σχέση της με
την ρήτρα μη επαναπροώθησης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ούτε είναι ίσως εσφαλμένη η
αυστηρή παρατήρηση σχολιαστών, που απολαμβάνουν κύρους στον κύκλο των
ασχολουμένων περισσότερο συστηματικά με το δίκαιο της διεθνούς προστασίας, ότι το
Δικαστήριο δεν αξιοποίησε όσο έπρεπε την ευκαιρία που του δόθηκε στην υπόθεση αυτή
(όσοι ενδιαφέρονται, θα βρούν χρήσιμο το σχετικό άρθρο του Roger Errera στο τεύχος
1/2011 του International Journal of Refugee Law, σελ. 93-112). Μεγάλη σημασία
εξακολουθούν ακόμη να έχουν τα ερμηνευτικά προβλήματα που γεννά το άρθρο 3 της
ΕΣΔΑ τόσο όσον αφορά τη σχέση του με το κοινοτικό δίκαιο (και ιδίως τον Κανονισμό
Δουβλίνο II) όσο και την έκταση της εφαρμογής του (πριν από λίγες ημέρες, στις 22
Ιουνίου, συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η υπόθεση
Hirsi και λοιποί κατά Ιταλίας που αφορά την επαναπροώθηση στη Λιβύη προσώπων
προερχομένων από την Σομαλία και την Ερυθραία που η ιταλική ακτοφυλακή σταμάτησε
σε διεθνή ύδατα).

Υπάρχουν, επομένως, πολλές δυνατές απαντήσεις στην ερώτηση που έθεσα στην αρχή της
εισήγησης. Στο μέτρο, όμως, που η σημερινή συζήτηση δεν εξαντλείται στην αφηρημένη
εργασία του σχηματισμού της μείζονος προτάσεως ενός δικανικού συλλογισμού, αλλά
αφορά και τους προβληματισμούς των νομικών της πράξης σχετικά με την υπαγωγή στον
προσήκοντα κανόνα δικαίου της συγκεκριμένης περίπτωσης εκάστου αλλοδαπού που
αιτείται διεθνή προστασία, όλα τα παραπάνω ζητήματα αποκτούν, αν μπορώ να
χρησιμοποιήσω την έκφραση, υλικό αντίκρυσμα, μόνον εφ' όσον αποδειχθεί η αλήθεια των
ισχυρισμών του ενδιαφερομένου. Όσοι έτυχε να κληθούν να αποφανθούν για ζητήματα
προσφυγικού δικαίου και ιδίως για την υπαγωγή ενός προσώπου στο καθεστώς της διεθνούς
προστασίας θα αναγνωρίσουν και δικές τους εμπειρίες στην αφήγηση ενός Καναδού ειδικού.
Γράφει τα ακόλουθα: «Όταν έγινα μέλος της αρμόδιας για θέματα προσφύγων αρχής,
έφερνα μαζί μου ακαδημαϊκές γνώσεις του ορισμού του πρόσφυγα κατά τη Σύμβαση της
Γενεύης και των αρχών που διέπουν την οιονεί δικαιοδοτική διαδικασία. Γρήγορα
συνειδητοποίησα ότι σε σχετικά λίγες από τις υποθέσεις που θα αντιμετώπιζα, θα ανέκυπταν
τα ζητήματα που με είχαν απασχολήσει ως πανεπιστημιακό - η έννοια της ιδιαίτερης
κοινωνικής ομάδας, η εφαρμογή της ρήτρας παύσεως και της αλλαγής των περιστάσεων, τα
εννοιολογικά όρια της κρατικής προστασίας, η ερμηνεία των διατάξεων περί αποκλεισμού
κ.ο.κ. Αντιθέτως θα διέθετα τον περισσότερο χρόνο μου σε ελέγχους αξιοπιστίας - πίστευα
την ιστορία που διηγήθηκε ο αιτών άσυλο ή μάλλον πίστευα την ιστορία του τόσο ώστε να
δεχθώ το αίτημά του; Τελικά ανακάλυψα ότι αυτή ήταν η πιο απαιτητική πλευρά της
δουλειάς μου όχι γιατί τα νομικά ζητήματα (όταν ανέκυπταν) ήταν τόσο εύκολα αλλά διότι ο
έλεγχος της αξιοπιστίας με απασχόλησε τόσο πνευματικά όσο και συναισθηματικά με τρόπο
που τα νομικά ζητήματα δεν μπορούσαν να με απασχολήσουν» (Macklin: «Truth and
consequences: Credibility Determination in the Refugee Context», Διεθνής Ένωση
Δικαστών Προσφυγικού Δικαίου, Συνέδριο 1998).

Αντικείμενο της παρούσης εισήγησης είναι ακριβώς η παρουσίαση ορισμένων από τα


προβλήματα της αποδεικτικής διαδικασίας στο άσυλο, από την σκοπιά του συγκριτικού
δικαίου. Η αναφορά στο συγκριτικό δίκαιο επιτρέπει την αξιοποίηση των στατιστικών
ερευνών που έχουν γίνει σε άλλες χώρες και αναδεικνύουν την πρακτική σημασία της
αποδεικτικής διαδικασίας στο άσυλο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες μια έρευνα του
Πανεπιστημίου του Stanford, που δημοσιεύθηκε το έτος 2007, διαπίστωσε τόσο σημαντικές
διαφορές στην αντιμετώπιση των υποθέσεων ασύλου μεταξύ των ομοσπονδιακών εφετείων
που αποφαίνονται επί των σχετικών προσφυγών και ασκούν οιονεί ακυρωτικό έλεγχο, ώστε
περιέγραψε το δικαστικό σύστημα του ασύλου ως «refugee roulette» (Nogales κ.λπ.
«Refugee Roulette: Disparities in Asylum Adjudication», Stanford Law Review, 2007).
Αλλά και σε επίπεδο ενεργού Διοικήσεως παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των
αρμοδίων για την εξέταση αιτημάτων ασύλου οργάνων: ενδεικτικά αναφέρω έρευνα από την
οποία προκύπτει ότι δύο διοικητικά όργανα που εξέτασαν αιτήματα ασύλου (στις Ηνωμένες
Πολιτείες ονομάζονται immigration judges, είναι όμως κρατικοί διοικητικοί υπάλληλοι και
όχι δικαστικά όργανα) το ίδιο χρονικό διάστημα (2000 - 2005) στην ίδια πόλη (Μαϊάμι),
είχαν ο μεν πρώτος ποσοστό απορρίψεων 96,7%, η δε δεύτερη 22,3% (Galloni: «Keeping it
real: Judicial Review of Asylum Credibility Determinations in the Eleventh Circuit after
the Real ID Act», University of Miami Law Review, 2008). Είναι προφανές ότι οι
αποκλίσεις αυτές δεν οφείλονται σε διαφορετικές απόψεις για την έννοια του νόμου·
οφείλονται κυρίως στην διαφορετική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού.

Η ιδιαιτερότητα της αποδεικτικής διαδικασίας στο άσυλο αφορά κατ' αρχάς το αντικείμενο
της απόδειξης. Συνήθως στο δίκαιο αντικείμενο της απόδειξης είναι ένα ή περισσότερα
πραγματικά γεγονότα. Στο δίκαιο του ασύλου η αρμόδια αρχή καλείται να κρίνει εάν
συντρέχει στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου αντικειμενικώς δικαιολογημένος φόβος δίωξης
για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης (φυλή, θρησκεία,
εθνικότητα, πολιτικές πεποιθήσεις, συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα). Συναφής είναι
και η δεύτερη ιδιαιτερότητα της αποδεικτικής διαδικασίας του ασύλου: είτε λόγω του
αντικειμένου της απόδειξης είτε λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών που συντρέχουν σε κάθε
περίπτωση, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να υπάρχουν ή, ακόμη και εάν υπάρχουν, ότι
μπορούν να προσκομισθούν αποδεικτικά στοιχεία. Για τους λόγους αυτούς, δεν είναι λίγες οι
περιπτώσεις που αντί για την εκτίμηση αποδείξεων η εξέταση ενός αιτήματος ασύλου
συνίσταται κυρίως στον έλεγχο της αξιοπιστίας του αιτούντος άσυλο, ο οποίος δεν
προσκομίζει κανένα στοιχείο προς επίρρωση των ισχυρισμών του (είναι ενδεικτικό ότι στις
αγγλοσαξωνικές χώρες παρατηρείται ότι στα νομοθετικά κείμενα, τις κανονιστικές πράξεις ή
εγκυκλίους που αφορούν την διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, στη νομολογία
των δικαστηρίων και στη θεωρία δεν γίνεται λόγος για κανόνες απόδειξης αλλά για κανόνες
και μηχανισμούς ελέγχου («διαπίστωσης») της αξιοπιστίας του αιτουμένου διεθνή προστασία
[credibility determination ή assessment]). Δεν αποκλείεται, στις περιπτώσεις αυτές,
αλλοδαπός, ο οποίος πράγματι διατρέχει κίνδυνο δίωξης στην πατρίδα του, να μην
καταφέρει να πείσει τις αρχές ενώ αντιθέτως να τύχει προστασίας αλλοδαπός, ο οποίος δεν
την δικαιούται, με ενδεχόμενη συνέπεια να πλήττεται το κύρος του θεσμού του ασύλου.
Όπως παρατήρησε ένας σχολιαστής, όχι μόνο η ομορφιά αλλά και η αλήθεια βρίσκεται στα
μάτια του θεατή (Kagan: «Is Truth in the Eye of the Beholder? Objective Credibility
Assessment in Refugee Status Determination», Georgia Immigration Law Journal, 2003).

Η Σύμβαση της Γενεύης δεν αντιμετωπίζει ειδικώς το ζήτημα της αποδεικτικής διαδικασίας
ούτε ρυθμίζει άλλωστε διαδικαστικά ζητήματα, τα οποία καταλείπονται στον εθνικό
νομοθέτη. Μια σειρά υποδείξεων χωρίς όμως δεσμευτικό χαρακτήρα περιλαμβάνονται στο
«Εγχειρίδιο» της Υπάτης Αρμοστείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους
πρόσφυγες· εκεί γίνονται χρήσιμες επισημάνσεις για τις δυσχέρειες μεταφοράς των εννοιών
και κανόνων του δικονομικού δικαίου στην αποδεικτική διαδικασία του ασύλου, για την
ιδιόρρυθμη κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ του ενδιαφερομένου και της αρχής ή
ακόμη για τις συνέπειες της δυσχέρειας απόδειξης των ισχυρισμών με τυπικά αποδεικτικά
στοιχεία. Στο εθνικό δίκαιο πρέπει κατ' αρχάς να παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχουν γενικοί
κανόνες σχετικοί με την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των διοικητικών αρχών. Η
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει διαπλάσει ορισμένους κανόνες που
αφορούν ιδίως την έκταση της εφαρμογής στην διοικητική διαδικασία των σχετικών με την
απόδειξη διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή ορθότερα του κατά πόσον οι
διατάξεις αυτές αποδίδουν γενικές αρχές που εφαρμόζονται και στην διοικητική διαδικασία.
Κανόνες απόδειξης συναντώνται σε επί μέρους τομείς της διοικητικής νομοθεσίας. Π.χ. στις
διατάξεις που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία ορισμένων οργανισμών κοινωνικής
ασφάλισης απαντώνται διατάξεις για την διαδικασία και τα επιτρεπτά μέσα απόδειξης της
ύπαρξης και της διάρκειας της δραστηριότητας που υπάγεται στην ασφάλιση. Κανόνες
απόδειξης περιελάμβανε το π.δ. 61/1999: όριζε ρητώς ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του
πρόσφυγα δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων,
τόνιζε ότι ερευνάται η συνοχή και η αληθοφάνεια των κατατεθέντων, θέσπιζε δε ένα
τεκμήριο προβλέποντας ότι σε κάθε περίπτωση η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του αιτούντος.
Από τις ρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις για τη συνέντευξη του αιτούντος
άσυλο και τη λειτουργία της δευτεροβάθμιας επιτροπής, το Συμβούλιο της Επικρατείας
συνήγαγε ορισμένους κανόνες σχετικούς αφ' ενός με το βάρος επίκλησης συγκεκριμένων
ουσιωδών ισχυρισμών εκ μέρους του ενδιαφερομένου και αφ' ετέρου με το περιεχόμενο του
πρακτικού της επιτροπής.

Το ισχύον θετικό δίκαιο περιλαμβάνει πλέον σειρά διατάξεων σχετικών με την αποδεικτική
διαδικασία στο άσυλο. Οι διατάξεις είναι γνωστές: πρόκειται για το άρθρο 4 του π.δ/τος
96/2008, με το οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο το αντίστοιχο άρθρο της οδηγίας
2004/83/ΕΚ, και για τις διατάξεις του περί μεταφοράς της οδηγίας 2005/85/ΕΚ π.δ/τος
114/2010 που αφορούν κυρίως τη συνέντευξη του αιτούντος άσυλο. Για τις ανάγκες της
σημερινής συζήτησης θα περιορισθώ στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί του ενδιαφερομένου
ότι διατρέχει κίνδυνο δίωξης δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Προβλέπεται ότι στην περίπτωση αυτή, οι ισχυρισμοί του αλλοδαπού δεν χρειάζονται
επιβεβαίωση όταν έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,
έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία διαθέτει και έχει δώσει ικανοποιητική
εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών αποδεικτικών στοιχείων, οι δηλώσεις του
θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με ειδικά και γενικά
στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του, αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το
ταχύτερο δυνατόν, εκτός αν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το
πράξει, και, τέλος, η γενική αξιοπιστία του είναι αποδεδειγμένη. Εξ άλλου, προβλέπεται
προσωπική συνέντευξη του ενδιαφερομένου και ορίζεται ότι στο σχετικό πρακτικό
αναφέρονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος, οι ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν και οι
απαντήσεις του.

Όπως παρατηρήθηκε, το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83/ΕΚ είναι ενδιαφέρον όχι μόνο για
τις ρυθμίσεις που περιέχει αλλά και για τα θέματα που δεν αντιμετωπίζει (Gregor Noll,
«Evidentiary assessment and the EU qualification directive», UNHCR, New Issues in
Refugee Research, Working Paper 117). Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τις συναφείς
διατάξεις του εθνικού δικαίου. Δεν ρυθμίζεται λ.χ. ευθέως το ζήτημα του βαθμού
βεβαιότητας που πρέπει να έχει το αρμόδιο όργανο για τον κίνδυνο που διατρέχει ο
αλλοδαπός να υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Απαιτείται
πλήρης απόδειξη ή αρκεί απλή πιθανολόγηση; Ένα άλλο από τα ζητήματα που δεν
ρυθμίζονται είναι η επιρροή, που ασκούν στην εκτίμηση της αξιοπιστίας του
ενδιαφερομένου, οι αντιφάσεις του κατά τα διάφορα στάδια της διοικητικής διαδικασίας.
Αντιθέτως, σε άλλες έννομες τάξεις τέτοιες ρυθμίσεις συναντώνται σε κανονιστικά ή οιονεί
κανονιστικά κείμενα. Οι νομικές υπηρεσίες της αρμόδιας για την εξέταση αιτημάτων ασύλου
καναδικής αρχής εξέδωσαν το 2004 μία εγκύκλιο 125 σελίδων για τον έλεγχο της
αξιοπιστίας των αιτούντων άσυλο με ειδική αναφορά στους αντιφατικούς ισχυρισμούς.
Ρυθμίσεις για τους αντιφατικούς ισχυρισμούς περιέχονται και στις οδηγίες για τον έλεγχο
της αξιοπιστίας των ενδιαφερομένων, που εξέδωσε τον Οκτώβριο του 2006 η αντίστοιχη
αρχή της Αυστραλίας. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως η ρύθμιση που ισχύει
στις Ηνωμένες Πολιτείες: εισήχθη με νόμο του 2005 (REAL ID Act) που προκάλεσε
πολλές αντιδράσεις, κυρίως κατά το μέρος που προβλέπει ότι νομίμως στηρίζεται κρίση περί
ελλείψεως αξιοπιστίας του αιτούντος άσυλο σε αντιφάσεις, ανακρίβειες ή ψευδείς δηλώσεις
του, ασχέτως του εάν αυτές αφορούν την ουσία του αιτήματός του. Παρατηρήθηκε ότι με τη
ρύθμιση αυτή αναβιώνει το αξίωμα του ρωμαϊκού δικαίου «όποιος ψεύδεται σε ένα ζήτημα,
ψεύδεται σε όλα» (γνωστό ως «falsus in uno, falsus in omnibus»), που τα αμερικανικά
δικαστήρια είχαν αποδοκιμάσει με την σκέψη ότι αποδίδει μία «πρωτόγονη» απλουστευμένη
αντίληψη για την ψυχολογία. Σε ένα πολύ πρόσφατο άρθρο (Rempell: «Gauging credibility
in immaterial proceedings: immaterial inconsistencies, demeanor and the rule of reason»,
Georgetown Immigration Law Journal, 2011) αναφέρεται ότι τα ομοσπονδιακά εφετεία,
καλούμενα να ερμηνεύσουν τον νόμο, διέκριναν τις αντιφάσεις των αιτούντων άσυλο σε
«όλως ασήμαντες» και «ήσσονες». Οι πρώτες, σε αντίθεση με τις δεύτερες, δεν μπορούν να
στηρίξουν την κρίση περί ελλείψεως αξιοπιστίας του αιτούντος άσυλο.

Ένα άλλο συναφές ζήτημα, που απασχόλησε τα δικαστήρια της αλλοδαπής, είναι το κατά
πόσον η αρχή που εξετάζει τα αιτήματα ασύλου, έχει την υποχρέωση, επί ποινή ακυρότητος
της διαδικασίας, να επισημαίνει στον αιτούντα άσυλο τις αντιφάσεις, στις οποίες υπέπεσε, και
να του δίνει τη δυνατότητα να παράσχει εξηγήσεις και να άρει τις αντιφάσεις. Κατά τη
σχετική νομολογία, το ζητούμενο είναι να μην αιφνιδιασθεί ο αλλοδαπός με την απόρριψη
του αιτήματός του διότι υπέπεσε σε αντιφάσεις των οποίων δεν μπορούσε να φαντασθεί την
βαρύτητα. Επομένως, η αρχή έχει την ανωτέρω υποχρέωση μόνο στην περίπτωση που δεν
πρόκειται για ουσιώδεις αντιφάσεις, την σημασία των οποίων μπορούσε να γνωρίζει και να
προβλέψει ο ενδιαφερόμενος. Στην διαφοροποίηση αυτή κατέληξαν τα μεν αμερικανικά
δικαστήρια ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, ενώ δικαστήρια
άλλων κρατών υιοθέτησαν αντίστοιχες λύσεις κατ' εφαρμογήν αρχών που διέπουν την
διοικητική διαδικασία («procedural fairness»).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο τα βρετανικά δικαστήρια αντιμετώπισαν


ρύθμιση του 2004 που όρισε ότι πλήττουν την αξιοπιστία του αιτούντος άσυλο ορισμένες
ενέργειες του, όπως η καταστροφή χωρίς εύλογη εξήγηση ενός διαβατηρίου. Κρίθηκε
ειδικότερα ότι λόγοι συνταγματικής τάξεως (και ειδικότερα προστασίας της ανεξαρτησίας
της δικαιοσύνης) επιβάλλουν να αναγνωσθεί ή διάταξη ως εισάγουσα μαχητό τεκμήριο
[απόφαση του England and Wales Court of Appeal της 28.7.2008, JT (Cameroon) κατά
Υπουργού Εσωτερικών].

Όλα όσα ελέχθησαν αφορούν νομικές πλευρές της αποδεικτικής διαδικασίας του ασύλου και
ειδικότερα του ελέγχου της αξιοπιστίας του αιτούντος άσυλο. Ένα από τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα του έργου της ενεργού διοικήσεως είναι, όμως, ότι η δραστηριότητα που ασκεί,
συχνά χρειάζεται τις εξειδικευμένες γνώσεις περισσοτέρων επιστημονικών κλάδων. Από τον
κανόνα αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση η εκτίμηση της αξιοπιστίας των αιτούντων άσυλο, στην
οποία μπορούν να συνεισφέρουν τα πορίσματα περισσοτέρων επιστημών. Είναι ακόμη
αυτονόητο ότι απαιτείται ένα υψηλό επίπεδο Διοίκησης για την επιτυχή διεξαγωγή του
έργου αυτού, κάτι που μόνο η Πολιτεία μπορεί και πρέπει να διασφαλίσει.

You might also like