You are on page 1of 110

Σο Κδρυμα Ποιμαντικήσ Επιμορφώςεωσ

Το Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ, είναι ζνα Επιμορφωτικό και Ερευνθτικό Εκκλθςιαςτικό


Κδρυμα τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν, ςυνεςτικθ διά τθσ τθσ υπ’ αρικμ. 1631/896/28−5−2009 (ΦΕΚ
Β’ 1011) Aποφάςεωσ τθσ Διαρκοφσ Ιεράσ Συνόδου τθσ Εκκλθςίασ τθσ Ελλάδοσ και κατζςτθ Αυτόνομο
Εκκλθςιαςτικό Νομικό Ρρόςωπο Ιδιωτικοφ Δικαίου μθ κερδοςκοπικοφ χαρακτιρα δια τθσ υπ’ αρικμ.
22/Διεκπ.128/14-1-2015 (ΦΕΚ Β’ 269) Aποφάςεωσ τθσ Διαρκοφσ Ιεράσ Συνόδου τθσ Εκκλθςίασ τθσ
Ελλάδοσ.
Το κεςμικό πλαίςιο λειτουργίασ του Ιδρφματοσ Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) κακορίςτθκε
με το άρκρο 64 του Ν. 4415/2016 (ΦΕΚ Α' 159) ςφμφωνα με το οποίο:
α) Η διά βίου εκπαίδευςθ, κατάρτιςθ και ποιμαντικι επιμόρφωςθ των Κλθρικϊν, των
εκκλθςιαςτικϊν υπαλλιλων και των λοιπϊν ςτελεχϊν των φορζων του άρκρου 1 παρ. 4 του ν.
590/1977 (Α' 146) παρζχεται από το Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) τθσ Ιεράσ
Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν. Για τθν εκπλιρωςθ του ωσ άνω ςκοποφ το Ι.Ρ.Ε. ςυνάπτει ςφμφωνα
ςυνεργαςίασ με άλλα νομικά πρόςωπα του άρκρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146) ςτισ οποίεσ
εξειδικεφονται τα προγράμματα, οι διδάςκοντεσ και κάκε άλλθ ςχετικι λεπτομζρεια.
β) Το Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν είναι φορζασ
παροχισ υπθρεςιϊν διά βίου μάκθςθσ τθσ παρ. 3 του άρκρου 3 του ν. 3879/2010 (Α' 163), όπωσ
τροποποιικθκε και ιςχφει Ραρζχει υπθρεςίεσ μθ τυπικισ εκπαίδευςθσ και κατάρτιςθσ ωσ Κζντρο Διά
Βίου Μάκθςθσ Επιπζδου Δφο τθσ παρ. 6 του άρκρου 10 του ν. 3879/2010 (Α' 163), όπωσ τροποποιικθκε
και ιςχφει και τθσ περίπτωςθσ 2 τθσ υποπαραγράφου Θ3 τθσ παραγράφου Θ' του άρκρου πρϊτου του ν.
4093/2012 (Α' 222), όπωσ τροποποιικθκε και ιςχφει.
γ) Το Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν αποτελεί
Ριςτοποιθμζνθ Εκπαιδευτικι Δομι παροχισ πιςτοποιθμζνων επιμορφωτικϊν προγραμμάτων κατά τα
προβλεπόμενα ςτισ περιπτϊςεισ δ' και ε' τθσ παραγράφου 7 του άρκρου 1 του Ρ.δ. 57/2007 (Α' 59). Η
κατά τα ωσ άνω παρεχόμενθ επιμόρφωςθ των Κλθρικϊν, των εκκλθςιαςτικϊν υπαλλιλων και του
λοιποφ προςωπικοφ των φορζων του άρκρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α'146) που παρζχεται από το
Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν, μοριοδοτείται, ωσ
κριτιριο επιλογισ προϊςταμζνων οργανικϊν μονάδων ςτουσ εν λόγω φορείσ, ςφμφωνα με τα
προβλεπόμενα ςτθν περίπτωςθ ηη' τθσ παρ. 3 του άρκρου 85 του ν. 3528/2007 (Α' 26), όπωσ
τροποποιικθκε με το άρκρο 29 του ν. 4369/2016 (Α' 33) και ιςχφει.
δ) Οι δράςεισ του Ιδρφματοσ Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ
Ακθνϊν μποροφν να χρθματοδοτοφνται από πόρουσ τθσ Εκκλθςίασ ι των ςυνεργαηόμενων φορζων ι

1
κοινωφελϊν ιδρυμάτων ι δωρεζσ, κακϊσ και από εκνικοφσ πόρουσ, ευρωπαϊκά προγράμματα και
ςυγχρθματοδοτοφμενα προγράμματα τθσ Ευρωπαϊκισ Ζνωςθσ.
ε) Το Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Ρ.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν, για τθν
εκπλιρωςθ των ςκοπϊν του μπορεί να ςυνάπτει ςυμφωνίεσ με Ανϊτατα Εκπαιδευτικά Ιδρφματα τθσ
θμεδαπισ ι τθσ αλλοδαπισ, με εκκλθςιαςτικοφσ οργανιςμοφσ και φορείσ του άρκρου 1 παρ. 4 του ν.
590/1977 (Α' 146), με Ιερζσ Μθτροπόλεισ ι εκκλθςιαςτικοφσ οργανιςμοφσ ι φορείσ άλλων
εκκλθςιαςτικϊν κλιμάτων που εδρεφουν εντόσ χϊρασ ι και ςτο εξωτερικό, κακϊσ και με οργανιςμοφσ ι
φορείσ άλλων κρθςκευτικϊν δογμάτων.

Η Πράξη: «Ανάπτυξη ικανοτήτων ανθρώπινου δυναμικοφ ςε υπηρεςίεσ κοινωνικήσ πρόνοιασ με


ζμφαςη ςτισ δομζσ τησ Εκκληςίασ»
Στο πλαίςιο αυτό το Κδρυμα Ροιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ πρόκειται να υλοποιιςει, για τθν
Ρερίοδο 2017-2020, τθν Ρράξθ με τίτλο: «Ανάπτυξη ικανοτήτων ανθρώπινου δυναμικοφ ςε υπηρεςίεσ
κοινωνικήσ πρόνοιασ με ζμφαςη ςτισ δομζσ τησ Εκκληςίασ» και MIS 5004190 ςτο Επιχειρθςιακό
Ρρόγραμμα «Ανάπτυξθ Ανκρϊπινου Δυναμικοφ, Εκπαίδευςθ και Διά βίου Μάκθςθ». Αντικείμενο τθσ
Ρράξθσ αποτελεί θ επιμόρφωςθ κλθρικϊν και λαϊκϊν ςτελεχϊν, ςυνεργατϊν και εκελοντϊν τθσ
Εκκλθςίασ (περί τισ 7.200 ςυμμετοχζσ ςε 10 διάφορεσ κεματικζσ ενότθτεσ), που βρίςκονται ςτα
γεωγραφικά όρια τθσ ελλθνικισ επικράτειασ για τθν υποςτιριξθ του ζργου που προςφζρεται ςτισ
κοινωνικοπρονοιακζσ και λοιπζσ εκκλθςιαςτικζσ δομζσ, με ςκοπό τθν βελτίωςθ και ενίςχυςθ των
επαγγελματικϊν και κοινωνικϊν δεξιοτιτων τουσ, προκειμζνου να αντιμετωπίςουν πιο αποτελεςματικά
τισ προκλιςεισ που διζπουν τισ ςφγχρονεσ κοινωνικζσ, πολιτιςμικζσ, πολιτικζσ, τεχνολογικζσ,
κρθςκευτικζσ και πνευματικζσ εξελίξεισ.
Η υλοποίθςθ τθσ Ρράξθσ προβλζπει τθ λειτουργία 240 Τμθμάτων ςτισ 13 Ρεριφζρειεσ τθσ χϊρασ.
Η εκπαιδευτικι διαδικαςία κα ςτθριχκεί ςτισ βαςικζσ αρχζσ τθσ εκπαίδευςθσ ενθλίκων και τθσ ενεργοφσ
ςυμμετοχικισ μάκθςθσ. Στουσ κφριουσ ςτόχουσ των κεματικϊν ενοτιτων εντάςςονται θ αναβάκμιςθ
των γνϊςεων των κλθρικϊν και λαϊκϊν ςτελεχϊν τθσ Εκκλθςίασ, θ ςτιριξθ των διακονουμζνων και των
δομϊν ςτισ οποίεσ παρεμβαίνει θ Εκκλθςία (ενορίεσ, νοςοκομεία, προνοιακοί φορείσ, φυλακζσ κ.λπ.),
κακϊσ επίςθσ και ο εκςυγχρονιςμόσ του επιμορφωτικοφ ζργου του Ι.Ρ.Ε.
Κατά τθν ζναρξθ τθσ πρϊτθσ περιόδου υλοποίθςθσ (Ιανουάριοσ-Ιοφνιοσ 2018), το επιμορφωτικό
ζργο περιλαμβάνει 4 κεματικζσ ενότθτεσ: α) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι παρζμβαςθ ςε
προβλιματα του γάμου και τθσ οικογζνειασ. β) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι υποςτιριξθ ςε
προβλιματα τθσ παιδικισ και τθσ εφθβικισ θλικίασ. γ) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι υποςτιριξθ
των νοςοφντων και των οικείων τουσ. δ) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι παρζμβαςθ ςε
προβλιματα πζνκουσ. Στα υπόλοιπα δφο επιμορφωτικά ζτθ (Σεπτζμβριοσ 2018-Ιανουάριοσ 2020), κα
υλοποιθκοφν ζξι ακόμθ κεματικζσ ενότθτεσ. Ενδεικτικϊσ, αναφζρονται: α) Διαχείριςθ προβλθμάτων
οικογενειακοφ βίου. β) Θζματα πρόλθψθσ και αντιμετϊπιςθσ ενδοοικογενειακισ και ενδοςχολικισ βίασ.
γ) Σφγχρονεσ προςεγγίςεισ προβλθμάτων ψυχικισ υγείασ. δ) Θζματα διαχείριςθσ χρονίωσ παςχόντων. ε)

2
Κοινωνικοπρονοιακά ηθτιματα. ςτ) Η ενορία ωσ κφτταρο τθσ τοπικισ ανάπτυξθσ και
κοινωνικοπρονοιακισ ςτιριξθσ.
Σα αναμενόμενα οφζλη τησ Πράξησ αναμζνεται να είναι:

 Η ενίςχυςθ των επαγγελματικϊν δεξιοτιτων μζςω προγραμμάτων επιμόρφωςθσ των


ςτελεχϊν, ςυνεργατϊν και εκελοντϊν, κλθρικϊν και λαϊκϊν ςτελεχϊν αλλά και άλλων φορζων
που παρζχουν ανάλογεσ υπθρεςίεσ, για τθν υποςτιριξθ του ζργου που προςφζρεται ςτισ
κοινωνικοπρονοιακζσ και λοιπζσ εκκλθςιαςτικζσ δομζσ.
 Η αναβάκμιςθ των γνϊςεων και των ποιμαντικϊν δεξιοτιτων των Κλθρικϊν και Λαϊκϊν
Στελεχϊν τθσ Εκκλθςίασ.
 Η ςτιριξθ των διακονουμζνων και των δομϊν ςτισ οποίεσ παρεμβαίνει θ Εκκλθςία (ενορίεσ,
νοςοκομεία, προνοιακοί φορείσ, φυλακζσ κλπ).
Η εκπαιδευτικι διαδικαςία ςτο ςφνολό τθσ κα διζπεται από τισ βαςικζσ αρχζσ τθσ εκπαίδευςθσ
ενθλίκων και κα πραγματοποιθκεί μζςω των εκπαιδευτικϊν τεχνικϊν τθσ ενεργοφσ ςυμμετοχικισ
μάκθςθσ.

Βεβαίωςη πιςτοποιημζνησ επιμόρφωςησ

Πλοι οι ςυμμετζχοντεσ ςτα Εκπαιδευτικά Ρρογράμματα μετά από επιτυχι παρακολοφκθςθ κα


λαμβάνουν Βεβαίωςθ Επιμόρφωςθσ.

Οι μιςκοδοτοφμενοι εκ του Δθμοςίου Ταμείου μετά τθν επιτυχι ολοκλιρωςθ τθσ διαδικαςίασ
πιςτοποίθςθσ κα λαμβάνουν Βεβαίωςθ Ριςτοποιθμζνθσ Επιμόρφωςθσ και μοριοδότθςθ με βάςθ το
κακεςτϊσ μοριοδότθςθσ των Δθμοςίων Υπαλλιλων.

«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΡΟΝΟΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑ΢Η


΢Ε ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΑ ΠΕΝΘΟΤ΢»

1. ΢φντομη περιγραφή του επιμορφωτικοφ προγράμματοσ


Ο ςφγχρονοσ πολιτιςμόσ ζχει «περικωριοποιιςει» τον κάνατο και κατά προζκταςθ το πζνκοσ.
Συγχρόνωσ, οι χαλαρζσ οικογενειακζσ και διαπροςωπικζσ ςχζςεισ που προάγει ο ςφγχρονοσ αςτικόσ
κυρίωσ τρόποσ ηωισ ζχει εξαςκενιςει ςθμαντικά τουσ παραδοςιακοφσ παράγοντεσ, που ςυντελοφςαν
ςτθν ομαλότερθ και χωρίσ ψυχοπακολογικζσ επιπτϊςεισ διεργαςία του πζνκουσ.
Η Εκκλθςία παραμζνει ο κφριοσ φορζασ υποςτιριξθσ, παρθγοριάσ και ςυμπαραςτάςεωσ ςτουσ
πενκοφντεσ ενϊ, λόγω των νεκρικϊν εκίμων, οι πενκοφντεσ ζρχονται ςε άμεςθ και διαπροςωπικι
επαφι με τθν Εκκλθςία και τα ςτελζχθ αυτισ. Το πολφ απαιτθτικό αυτό ζργο απαιτεί κεολογικι και
κοινωνικι κατάρτιςθ, δεξιότθτεσ διαλόγου και γνϊςεισ ςχετικά με τισ ιδιαιτερότθτζσ του.
Το πζνκοσ και οι ψυχοκοινωνικζσ διαδικαςίεσ που ςχετίηονται με τθν απϊλεια αγαπθμζνων
προςϊπων ι γενικότερα τισ «απϊλειεσ» (π.χ. διαηφγιο, απόλυςθ, χωριςμοί κ.λπ.) ςυμπεριλαμβάνονται

3
ςτθ διεκνι βιβλιογραφία μεταξφ των ςθμαντικότερων παραγόντων που επθρεάηουν αρνθτικά τθν
ψυχικι υγεία (stressful life events) και δθμιουργοφν τθν ανάγκθ προλθπτικϊν και υποςτθρικτικϊν
παρεμβάςεων προσ αποφυγι ι μείωςθ των αρνθτικϊν ςυνεπειϊν τουσ.
Στο επιμορφωτικό πρόγραμμα οι ςυμμετζχοντεσ κα ενθμερωκοφν και κα ευαιςκθτοποιθκοφν
ςχετικά με το πζνκοσ κακϊσ και με πιο εξειδικευμζνεσ περιπτϊςεισ πζνκουσ, όπωσ θ αυτοκτονία, θ
ζκτρωςθ, τα δυςτυχιματα, οι μείηονεσ καταςτροφζσ κ.α., και κα εκπαιδευτοφν ςε υποςτθρικτικζσ
μεκόδουσ ςυμπαράςταςθσ και παρζμβαςθσ.

2. ΢κοπόσ του Προγράμματοσ


Το επιμορφωτικό πρόγραμμα ςτοχεφει να:

I. Παρουςιάςει τθ διδαςκαλία τθσ Εκκλθςίασ για το κάνατο και τθν υποςτιριξθ των πενκοφντων, ϊςτε οι
παρεμβάςεισ να ερείδονται επί ορκοφ κεολογικοφ εδάφουσ.

ΙΙ. Καταρτίςει ςτθ ςωςτι διαχείριςθ και αντιμετϊπιςθ των προβλθμάτων που ςχετίηονται με το πζνκοσ,
ςτθν καλλιζργεια δεξιοτιτων όςον αφορά ςτθν προςζγγιςθ, τθ ςυμπαράςταςθ και τθν υποςτιριξθ των
πενκοφντων και τθν αντιμετϊπιςθ ειδικϊν ποιμαντικϊν ηθτθμάτων που ςχετίηονται με το πζνκοσ.

ΙΙΙ. Να ευαιςκθτοποιιςει ςχετικά με τουσ ψυχολογικοφσ και κοινωνικοφσ παράγοντεσ που ςχετίηονται με
τθν ομαλι ι όχι αντιμετϊπιςθ του πζνκουσ και να προςφζρει γνϊςεισ προσ κατανόθςθ των
ψυχολογικϊν διαδικαςιϊν που διζρχονται οι πενκοφντεσ,

IV. Να ευαιςκθτοποιιςει ςχετικά με τισ ιδιαιτερότθτεσ των ειδικϊν καταςτάςεων που ςχετίηονται με το
πζνκοσ (αυτοκτονία, απϊλεια παιδιοφ, χρονίωσ πάςχοντεσ καταλθκτικοί αςκενείσ κ.α.) κακϊσ και τουσ
τρόπουσ και τα ςθμεία αναγνϊριςθσ των επιπλοκϊν του πζνκουσ.

IV. Καταρτίςει ςτθν αντιμετϊπιςθ των ιδιαιτεροτιτων που παρουςιάηει θ ζκφραςθ και θ βίωςθ του
πζνκουσ ςτθν εποχι μασ, κακϊσ ο κοινωνικόσ βίοσ ενιςχφει τθν απομόνωςθ και τθν μείωςθ των
διαπροςωπικϊν υποςτθρικτικϊν ςχζςεων.

3. Πληροφορίεσ για τουσ ςυμμετζχοντεσ

 Κάκε εκπαιδευόμενοσ οφείλει να ςυμπλθρϊςει το απογραφικό δελτίο ςυμμετεχόντων ειςόδου


που κα του δοκεί από τον τοπικό Συντονιςτι κατά τθν ζναρξθ του προγράμματοσ και το απογραφικό
δελτίο ςυμμετεχόντων εξόδου τθν τελευταία θμζρα ςυμμετοχισ του.

 Η Αξιολόγηςη - Πιςτοποίηςη γνώςεων και δεξιοτήτων των εκπαιδευόμενων. κα γίνει ςτο τζλοσ
του προγράμματοσ με τθν εκπόνθςθ μιασ γραπτήσ εργαςίασ. Συγκεκριμζνα, μετά τθν ολοκλιρωςθ του
50% του προγράμματοσ, ςτουσ μετζχοντεσ κα δοκεί από τον επιςτθμονικά υπεφκυνο ςε ςυνεργαςία με
τουσ εκπαιδευτζσ ζνα κζμα ςχετιηόμενο με τισ διδαχκείςεσ ενότθτεσ, επί του οποίου κα πρζπει κάκε
ςυμμετζχων να ςυγγράψει μια εργαςία, εμβακφνοντασ ςτο προσ μελζτθ ηιτθμα. Ο κάκε
εκπαιδευόμενοσ οφείλει, επομζνωσ, να παρουςιάςει μια γραπτι εργαςία, τθν οποία διορκϊνει και

4
βακμολογεί ο επιςτθμονικά υπεφκυνοσ του προγράμματοσ ι ο προσ αυτό οριςκείσ εκάςτοτε διδάςκων
του επιςτθμονικοφ πεδίου ςτο οποίο υπάγεται θ εν λόγω εργαςία. Η εν λόγω εργαςία μπορεί να
παρουςιαςτεί και προφορικά κατά τθν διάρκεια τθσ τελευταίασ διδακτικισ ενότθτασ ενϊπιον όλθσ τθσ
ομάδασ.

 Η Αξιολόγηςη του Προγράμματοσ και η διαδικαςία ανατροφοδότηςησ. Οι εκπαιδευόμενοι


καλοφνται μετά το πζρασ των εργαςιϊν του προγράμματοσ, να διακζςουν λίγα λεπτά και να
ςυμπλθρϊςουν ζνα φφλλο αξιολόγθςθσ. Οι απόψεισ τουσ για τθν αποτελεςματικότθτα τθσ
επιμορφωτικισ διαδικαςίασ, οι πικανζσ δυςκολίεσ που αντιμετϊπιςαν, όπωσ και οι προτάςεισ τουσ
είναι πολφ ςθμαντικζσ για τθν ανατροφοδότθςθ και βελτίωςθ του προγράμματοσ.

 Επιτρεπτό όριο απουςιών είναι το 10% των ςυνολικών ωρών του προγράμματοσ.

4. Αναλυτικό Πρόγραμμα

Α/Α ΘΕΜΑΣΙΚΗ ΕΝΟΣΗΣΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

1.1 ΕΝΑ΢ΞΗ – ΡΕ΢ΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ Ρ΢ΟΓ΢ΑΜΜΑΤΟΣ 1 ϊρα


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ Ρ΢ΟΓ΢ΑΜΜΑ
1.2 ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ Ρ΢ΟΫΡΟΘΕΣΕΙΣ ΥΡΟΣΤΗ΢ΙΞΗΣ ΤΩΝ 3 ϊρεσ
ΡΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

2 Ρ΢ΑΚΤΙΚΕΣ ΡΑ΢ΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΡΟΣΤΗ΢ΙΞΗ ΤΩΝ 4 ϊρεσ


ΡΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

3. ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΕΝΘΟΥΣ 4 ϊρεσ

4. Η Χ΢ΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚ΢ΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕ΢ΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ ΓΙΑ 4 ϊρεσ
ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΡΟΣΤΗ΢ΙΞΗ ΤΩΝ ΡΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

5. ΡΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΡΟΣΤΗ΢ΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗ΢ΕΙΑΣ 4 ϊρεσ

6. ΡΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΑ΢ΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 4 ϊρεσ


ΡΕΝΘΟΥΣ

7. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΡΑΙΔΕΥΟΜΕΝΩΝ 4 ϊρεσ

ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ Ω΢ΩΝ 28

5
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

1η ΕΝΟΤΗΤΑ

Η οδύνη που προξενεί η εμπειρία του θανάτου είναι ένας πόνος αφύσικος και
αλλότριος, που μοιάζει συχνά να ξεπερνά τα φυσικά όρια αντοχής των ανθρώπινων
συναισθηματικών δυνατοτήτων. Στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία, μεταξύ των
σημαντικότερων ψυχοπιεστικών γεγονότων του βίου («stressfullifeevents»), που δυνητικά
μπορεί να ευοδώσουν ή και να προκαλέσουν την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας
συγκαταλέγονται: ο θάνατος αγαπημένου προσώπου, που θεωρείται μάλιστα από τα
σοβαρότερα, η προσωπική ασθένεια ή η ασθένεια κάποιου μέλους της οικογένειας, ο
χωρισμός και το διαζύγιο, η οικονομική καταστροφή, η φυσική καταστροφή και η απώλεια
της εργασίας1. Καταστάσεις δηλαδή, οι οποίες αφενός εμπεριέχουν άμεσα ή έμμεσα στα
βασικά τους χαρακτηριστικά το πένθος αφετέρου βρίσκονται στο επίκεντρο της
καθημερινής ποιμαντικής πράξης.
Η θεολογική προσέγγιση της οδύνης που συνεπάγεται το «ὄντως φοβερώτατον»2
μυστήριο του θανάτου, η ποιμαντική συμπαράσταση προς τους πενθούντες, η πνευματική
τους καθοδήγηση και η ποιμαντικοψυχολογική διαχείριση των ψυχολογικών επιπτώσεων
του πένθους κατέχουν κεντρική θέση στην καθημερινή ποιμαντική πράξη.
Βασική προϋπόθεση μιας ορθής και αποτελεσματικής ποιμαντικής παρουσίας στο
πλευρό των πενθούντων είναι η γνώση και η κατανόηση της ορθόδοξης θεολογικής
παράδοσης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας σχετικά με το θάνατο. Βεβαίως, η
προσέγγιση των πενθούντων δεν πρέπει να έχει κηρυκτικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος που
συγκλονίζεται ψυχικά από μια μεγάλη απώλεια έχει περισσότερη ανάγκη να αισθανθεί
την παρουσία του ελέους και της αγάπης του Θεού. Να αισθανθεί τις δωρεές της Χάριτος,
πού κάνουν τις καρδιές να πλατύνονται πέρα από τα φυσικά τους όρια, για να χωρέσουν
τον ανθρώπινο πόνο και να παρηγορήσουν εαυτούς και αλλήλους.

1
B. S. DOHRENWEND, B. P. DOHRENWEND,Stressfullifeeventsandtheircontext, Rutgers University Press, New
Brunswick, 1984. J. G. RABKIN, E. L. STRUENING, «Life events, stress and illness», Science 194 (1976) 1013-
1020.Μ. ΜΑΔΙΑΝΟΣ, Όλγα ΖΑΡΝΑΡΗ, Υγεία και Ελληνική Κοινωνία: Εμπειρική Έρευνα σε Πανελλήνιο Δείγμα
πληθυσμού, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 1988. Μ. ΜΑΔΙΑΝΟΣ, Κοινωνία και Ψυχική Υγεία,
Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχιατρική, Καστανιώτης, τ. Α΄, Αθήνα, 1989, 296-303.
2
Ο.π.: «Ὄντως φοβερ ώτατον, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ
τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμὸς, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται».

6
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Ο ιερέας καλείται να προσλάβει την οδύνη των πενθούντων και να βοηθήσει ώστε
να μετατρέπεται το πένθος σε χαρμολύπη, προγευστική της Βασιλείας του Θεού. Να
υποδείξει διακριτικά, πως η ελπίδα πού αναδύεται από την πίστη στο Θεό στηρίζει τη
βεβαιότητα ότι όλοι, πού μένουν πίσω κάθε φορά που κάποιος πεθαίνει, δεν τον
αποχωρίζονται μόνιμα, αλλά περιμένουν «περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ
Κυρίου»3. Παραμένουν, την ενότητα της πίστεως αιτησάμενοι καί εγκαρτερώντας, τότε
πού ο ίδιος ο Κύριος «ἐν κελεύσματι͵ ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι θεοῦ͵
καταβήσεται ἀπ΄ οὐρανοῦ͵ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον»4. Η ποιμαντική
των πενθούντων δεν είναι μια εναλλακτική μορφή ψυχολογικής ανακούφισης αλλά
εδράζεται στην πίστη «ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανεν καὶ ἀνέστη»5 και πως «οὕτως καὶ ὁ θεὸς τοὺς
κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ»6.΄Ετσι, μετά την έξοδο και την απομάκρυνση
του τεθνεώτος από τα μάταια και τα φθαρτά, οι οικείοιχρειάζεται να υπομείνουν τον βίαιο
αποχωρισμό. Όμως, άχρι καιρού. Μέχρι τότε πού και οι άλλοι, «ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ
περιλειπόμενοι» 7 , μαζί με το τεθνεώτα και όλους τούς άλλους, τούς αναστημένους,
«ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ κυρίου εἰς ἀέρα· καὶ οὕτως πάντοτε σὺν
κυρίῳ ἐσόμεθα»8.
Καμιά παρηγορητική προσέγγιση δεν είναι επαρκής αν δεν στηρίζεται πάνωστα
ακρογωνιαία θεμέλια της παραδεδομένης σε μας αληθείας από τον ίδιο τον Χριστό: «ὁ
τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον͵ κα ὶ εἰς κρίσιν οὐκ
ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»9. Η δυνατότητα που έχουμε να
παρηγορήσουμε πραγματικά και ουσιαστικά τους πενθούντες στηρίζεται στο γεγονός ότι
«Ἰησοῦς ἀπέθανεν καὶ ἀνέστη»10. Αλλιώς, αν ο Χριστός δεν είναι αναστημένος, «Εἰ Χριστὸς
οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»11.

3
Α΄Θεσ. 4, 15.
4
Α΄ Θεσ. 4, 16.
5
Α΄ Θεσ. 4, 14.
6
Α΄ Θεσ. 4, 14.
7
Α΄ Θεσ. 4, 17.
8
Α΄ Θεσ. 4, 17.
9
Ἰωαν. 5, 24: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαν τί με ἔχει ζωὴν
αἰώνιον ͵ καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν ».
10
Α΄ Θεσ. 4, 14.
11
Α’ Κορ. 15-14.

7
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Είναι, επομένως σημαντικό, η ποιμαντική προσέγγιση του πένθους να οικοδομείται


επί σωστού θεολογικού εδάφους και ο ποιμένας να γνωρίζει την θεολογική προσέγγιση
του μυστηρίου του θανάτου. Μια τέτοια, συνοπτική αναφορά στο «μυστήριο του θανάτου
στην Ορθόδοξη Θεολογία», όπως πολύ περιεκτικά καταγράφεται από την πένα του
πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Καλιακμάνη, καθηγητή Ποιμαντικής και Ηθικής στη
Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης παραθέτουμε στη
συνέχεια:
1. Ἡ ἔλευση τοῦ θανάτου στόν κόσμο
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ
θάνατος δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀγαθή θεία βούληση. «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν
οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων»12 ἀναφέρει τό βιβλικό λόγιο.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο δεκτικό τῆς θνητότητας καί τῆς ἀθανασίας γράφει ὁ
Καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης στηριζόμενος στήν πατερική παράδοση. Τόν τοποθέτησε στό
μεθόριο τῆς θνητῆς καί τῆς ἀθάνατης φύσης ʺδεκτικόν ἀμφοτέρωνʺ. Ἀκόμα καί ἡ ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει φυσική ἀλλά κατά χάριν καί μετοχήν ἀθανασία. Δέν εἶναι δηλαδή
ἀφ’ ἑαυτῆς ἀθάνατη, ἀλλά κτίσθηκε νά γίνει ἀθάνατη. Μόνο ὁ Θεός εἶναι ἀπό τή φύση
του ἀθάνατος, ὡς αὐτοζωή καί πηγή τῆς ζωῆς. Ἡ φυσική ζωή, στήν ὁποία μετέχει ὁ
ἄνθρωπος, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔνθεη ὅμως ζωή
εἶναι μετοχή στή θεοποιό ἐνέργειά του. Ἡ τελείωση στή ζωή αὐτήν, πού θά
πραγματοποιοῦνταν μέ τήν τήρηση τῆς θείας ἐντολῆς, δηλαδή μέ τή διατήρηση τῆς
μετοχῆς του στή θεία ἐνέργεια, ματαιώθηκε μέ τήν παρακοή13.
Ἡ αἰτία τῆς ἔλευσης τοῦ θανάτου στόν κόσμο βρίσκεται στόν ἄνθρωπο καί
εἰδικότερα στήν κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του. «Δι̉ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν
κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ
θάνατος διῆλθεν»14. Ὁ Θεός δέν δημιούργησε ἐξαρχῆς τό θάνατο, ἐμπόδισε μάλιστα καί
τή γένεσή του, χωρίς ὡστόσο νά παραβιάζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ ποιόν ὅμως τρόπο ὁ Θεός ἐμπόδισε τήν ἔλευση τοῦ θανάτου; Στό ἐρώτημα
αὐτό δίνει ἀπάντηση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι, ὁ Θεός φανέρωσε πρίν

12
Σοφ. Σολ. 1,13.
13
Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσαλονίκη 2004, σ. 637.
14
Ρωμ. 5,12.

8
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

τήν πτώση τό θέλημά του, πού ὁδηγοῦσε στήν ἀθανασία. Καί προεῖπε φανερά καί
ἀπείλησε ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς ζωοποιοῦ θείας ἐντολῆς θά ἦταν θάνατος. Τρεῖς δρόμους θά
μποροῦσαν νά ἀκολουθήσουν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά ἀποφύγουν τό θάνατο. Τόν πόθο
κοινωνίας μέ τό Θεό, πού ὁδηγοῦσε στό δεύτερο δρόμο, τήν ἀληθινή θεογνωσία, ἤ ἀκόμη
καί τό δρόμο πού ἐμπνέει ὁ θεῖος φόβος15, γιά τήν ἀπώλεια τῶν θείων χαρισμάτων.
Ἡ παράβαση ὅμως τῆς ἐντολῆς καί ἡ ἁμαρτία ἔφεραν τό θάνατο. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς
προγονικῆς ἀπόφασης ἦταν καταλυτικές γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ διακοπή τῆς
κοινωνίας μέ τόν Θεό νέκρωσε τά πνευματικά αἰσθητήρια καί ὁδήγησε στόν ψυχικό
θάνατο. Ἀκολούθησε ὁ σωματικός θάνατος. Ἡ θνητότητα τοῦ σώματος ἀποκαλύπτεται ὡς
παρατεταμένος θάνατος, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἤ καλύτερα ὡς μύριοι
διαδοχικοί θάνατοι μέχρι νά ἐπέλθει ὁ ὁριστικός θάνατος. Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ σώματος
δέν ἐπῆλθε ταυτόχρονα μέ τήν παρακοή. Τό βάθος τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς σοφίας τοῦ
Θεοῦ τόν ἀνέβαλε γιά τό μέλλον. Ἔτσι ὁ ζωοδότης Θεός δέν ὁδήγησε σέ ἀπόγνωση τό
πλάσμα του. Παρηγόρησε μέ διαδοχικές γεννήσεις τή λύπη πού προξενεῖ ὁ θάνατος.
Αὔξησε τό ἀνθρώπινο γένος μέ πολλούς ἀπογόνους ἔτσι ὥστε ὁ ἀριθμός τῶν γεννήσεων
νά ὑπερβαίνει τόν ἀριθμό τῶν θανάτων. Παράλληλα προετοίμαζε τή θεραπεία τοῦ
θανάσιμου τραύματος διά μέσου τῶν ἐκλεκτῶν του ἀπό γενεά σέ γενεά, ὥστε νά
ἀναδειχθεῖ ἡ πολυύμνητη ράβδος, ἡ Παρθένος Μαρία, ἀπό τήν ὁποία θά ἄνθιζε τό ἄνθος
τῆς ἀφθαρσίας, ὁ Ζωοδότης Χριστός16.
Ἑπομένως, γιά τήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση ὁ βιολογικός θάνατος εἶναι
ἀπόροια τῆς πτώσεως καί τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος κάνοντας κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, εἰσπράττει ὡς τίμημα τή φθορά
καί τό θάνατο. Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή στέρηση τῆς
ζωῆς. Καί στέρηση τῆς ζωῆς σημαίνει θάνατος. «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον
προσήγγισε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος» διδάσκει ὁ Μ.
Βασίλειος 17 . Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός. Τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς
ἁμαρτίας κληρονομεῖ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα

15
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά 150, 47, PG 150,1153D.
16
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά 150, 52-53, PG150, 1160Α
17
Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31,345A.

9
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

διακρίνονται εὐκρινέστερα στή γέννηση καί τό θάνατό του. Μέ πόνους καί ὠδίνες ἔρχεται
ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο. Μέ ἀγωνία καί ὀδύνη τόν ἐγκαταλείπει.
Αἴτιος τοῦ θανάτου δέν εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πού ἐχθρεύεται
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος ὡς τίμημα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἔνδειξη θείας
φιλανθρωπίας. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε τό θάνατο, γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο, σημειώνει
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί καταλήγει: «Καί γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία. Οὕτω
γάρ πείθομαι κολάζειν Θεόν»18. Ἐξάλλου ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ὅτι δέν χρειάζεται
νά φοβόμαστε καί νά τρέμουμε τό θάνατο, ἀλλά τήν ἁμαρτία: «Οὐ γάρ θάνατος ἁμαρτίας
ἔτεκεν, ἀλλά ἁμαρτία θάνατον ἡμῖν ἐγέννησε· θάνατος δέ ἁμαρτίας γέγονε φάρμακον»19.
2. Ὁ θάνατος καί τά ἔσχατα
Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική παράδοση διαπιστώνει ὁ μελετητής δύο κυρίως
τάσεις ἑρμηνείας τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τῶν ἐσχάτων. Ὁ θάνατος
θεωρεῖται ὡς τιμωρία ἤ καλύτερα αὐτοτιμωρία τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἴδιο νόημα
προσλαμβάνει καί ἡ αἰώνια κόλαση. Δίδεται δηλ. ἰδιαίτερη βαρύτητα στή δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁρισμένοι Πατέρες ἤ καί οἱ ἴδιοι μέ τούς προηγούμενους, ἀλλά
σέ διαφορετικά σημεῖα τῶν ἔργων τους, τονίζουν τή φιλανθρωπία, τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ. Ἡ διπλή-ἀντιθετική σκέψη τους πάνω στό θέμα αὐτό διαχέεται στή
ἐκκλησιαστική παράδοση ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὡριγένη, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ
Μαξίμου Ὁμολογητοῦ καί τῶν ἄλλων πατέρων.
Σέ κάθε περίπτωση οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις γιά τά ἔσχατα στήν Ἀνατολή εἶναι
διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῆς Δύσης. Στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή καταρχήν, ὅπως εὔστοχα
ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ σωτηρία εἶναι θεραπεία τραυμάτων τοῦ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ
ἀθανασία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέθεξης στίς θεῖες ἐνέργειες. Ἡ παραδείσια ζωή εἶναι
φιλία καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ κόλαση ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, «ἀμεθεξία»,
«ἀκοινωνισία», ἀφιλία καί ἀνέραστη ζωή. Τέλος βασικὸ ρόλο ὡς πρός τήν ἀποδοχή τῆς
δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ διαδραματίζει τὸ αὐτεξούσιο 20 . Ἀντίθετα στή Δύση ἡ θεώρηση τοῦ
παραδείσου καί τῆς κόλασης μέσα ἀπό τό δικαιϊκὸ σχῆμα τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας
ὁδήγησε στό καθαρτήριο πῦρ καί τόν ἀπόλυτο προορισμό. Εἶναι σαφές ὅτι μία

18
Λόγος 45, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, PG 36,633Α.
19
Ἐγκώμιον εἰς τήν Μεγαλομάρτυρα Δροσίδα, καί εἰς τό μεμνῆσθαι θανάτου, PG 50, 693.
20
Ν. Ματσούκα, Δογματική καί συμβολική θεολογία Β΄, ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 21988, σ. 549 -550.

10
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

σωφρονίζουσα ποιμαντική θεολογία τῶν ἀπαγορεύσεων, τῶν ἀφορισμῶν, τῶν ἀπειλῶν


καί τῶν τιμωριῶν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Βρίσκεται ὅμως ἔξω ἀπό τήν ἁγιοπνευματική μας
παράδοση μιά ποιμαντική θεολογία, ἑνός γλυκεροῦ χριστιανισμοῦ πού μέ τό πρόσχημα
τῆς ἀγάπης ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἀθεράπευτο καί δοῦλο τῶν παθῶν, ἕρμαιο τῆς φθορᾶς
καί τοῦ θανάτου.
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικός κόσμος ἄρχισε νά ἀποδέχεται μέ σχετική
εὐκολία τήν εὐθανασία. Ὅταν ἐγκλωβισθεῖ στόν παρόντα βίο, ἀποθεώσει τό ἄτομο καί τά
λεγόμενα ἀτομικά δικαιώματα, δέν ἀπομένει παρά νά δεχθεῖ ὡς ὥριμο καρπό τή
σύγχρονη ἐκδοχή τῆς εὐθανασίας. Ἔτσι, ἡ καρτερία στήν ἀσθένεια καί ἡ προσμονή τῆς
διαδικασίας τοῦ θανάτου δέν ἔχουν γι’ αὐτόν κανένα νόημα.
Γιά τήν στρέβλωση αὐτή φέρει μεγάλη εὐθύνη ἡ δυτική θεολογία, ἡ ὁποία
στηριζόμενη σέ ὁρισμένες ἀπόψεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας δογμάτισε τήν περί
ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης διδασκαλία 21 . Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ἡ
ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου προσβάλλει τή θεία Δικαιοσύνη καί τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἐνοχή εἶναι τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία αὐτοῦ πού προσβάλλεται. Ὁ θάνατος, ὡς τιμωρία
πού κληρονομεῖται στό ἀνθρώπινο γένος, δέν ἀρκεῖ γιά τήν ἐξιλέωση καί τήν
ἀποκατάσταση τῆς τάξης πού διασαλεύθηκε. Χρειάζεται νά τιμωρηθεῖ καί νά χύσει τό αἷμα
του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιά νά ἱκανοποιήσει τόν ὀργισμένο οὐράνιο Πατέρα.
Γιά τήν δυτική χριστιανοσύνη ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὡς τιμωρία,
πρόσφερε ἄπειρη ἱκανοποίηση, ὥστε νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά δοθεῖ
νομική συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο στή Δύση δίδεται ἰδιαίτερη
βαρύτητα στόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ παρά στήν Ἀνάστασή του. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι
ἔνδειξη τῆς θεότητάς Του καί ὄχι νίκη πάνω στό θάνατο. Ἄν αὐτό ἰσχύει σέ θεολογικό
ἐπίπεδο κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο. Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί
ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό
μεσαίωνα. Λ.χ ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Μέ τόν τρόπο
αὐτό ὅμως ὁδηγήθηκαν οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπόγνωση ἤ τήν ἀθεΐα. Ἔτσι φθάσαμε σέ αὐτό

21
Βλ. περισσότερα Β. Ἰ. Καλλιακμάνη, «Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στή
νεοελληνική θεολογία», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τεῦχος 732, τόμ. 71 (1988).

11
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

πού σήμερα ὀνομάζεται ἐξατομίκευση τοῦ θανάτου 22 καί κατ᾿ ἐπέκταση στό λεγόμενο
«ἀτομικό δικαίωμα» σέ ἕναν «ἀξιοπρεπή θάνατο», ἤ ἀπό τό ἄλλο μέρος στήν ἀπώθηση
καί τήν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου.
Γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση καί δέν
ἀποσιωπεῖται. Δέν ἀφορᾶ μόνο τό ἄτομο. Ἔχει κοινωνικό, κοινοτικό καί ἐκκλησιολογικό
χαρακτήρα μέ διπλή ἔννοια. Πρῶτον: «Θάνατος σημαίνει ἀπώλεια τοῦ προσώπου,
διαπροσωπικῶν καί κοινωνικῶν σχέσεων, μιᾶς δημιουργικῆς ζωῆς ὁποιασδήποτε
μορφῆς» 23 . Καί δεύτερον: Ὁ ἑτοιμοθάνατος δέν ἐγκαταλείπεται μόνος. Εἰσπράττει τήν
ἀγάπη τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καί γνωστῶν καί περνάει στή χώρα τῶν
«συγχωρημένων». Ὁ λαός μας λέει πολύ σωστά ὁ τάδε «συγχωρέθηκε». Δέν έχουμε
κρατούμενα μαζί του.
3. Ὑπέρβαση τοῦ θανάτου
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει μέ τήν
ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἡ ἀγάπη νικᾶ καί αὐτόν ἀκόμη τό θάνατο διδάσκει
ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν,
ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς˙ ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μένει ἐν τῷ θανάτῳ»24.
Παράλληλα μέ τά μυστήρια διατηρεῖ ζῶσα τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τή Χάρη τοῦ
Θεοῦ.
Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα συναποθνήσκει ὁ «παλαιός ἄνθρωπος». Γεννιέται ὁ νέος καί
ἀνακαινίζεται «κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» 25 . Ὁ βαπτιζόμενος χρίεται μέ λάδι.
Προετοιμάζεται γιά τούς ἱερούς ἀγῶνες. Ἀκολουθεῖ τόν Χριστό στό μαρτύριο.
Συναποθνήσκει μυστικά γιά τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Καλεῖται νά ζήσει τή ζωή τῆς ἀρετῆς. Νά
ἀναστηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά καταργήσει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου. "Θάνατος
αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει"26. Τό βάπτισμα εἶναι σύμβολο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι
ταυτόχρονα πνευματική γέννηση καί χάρισμα, δῶρον Θεοῦ. Ἡ χρίση τοῦ Χριστιανοῦ μέ
λάδι κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καλοῦσε τόν νεοφώτιστο στήν πορεία

22
Πρωτ. Ν. Λουδοβίκου, «Ἡ ἐξατομίκευση τοῦ θανάτου καί ἡ εὐθανασία: Ἀναζητώντας τό θεολογικό μῖτο»,
στόν τόμο, Τό πρόβλημα τῆς εὐθανασίας, ἐκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθήνα 2003, σ. 197 κ.ἑ.
23
Νίκου Ματσούκα, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 21986, σ.95.
24
Α΄ Ἰωάν. 3.14.
25
Εὐχή Ἀκολουθίας ἁγίου Βαπτίσματος.
26
Ρωμ. 6,9.

12
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

τῶν ἀγώνων τῆς τελείωσης. Ἡ ἔκχυση ἐλαίου στους κεκοιμημένους ἐπισφραγίζει τό τέλος
τῶν ἀγώνων αὐτῶν27.
Μέτρο καί κριτήριο τοῦ κατά πόσο ζεῖ κανείς χριστιανικά, εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ
φόβου τοῦ θανάτου, ἡ «χριστιανική εὐθανασία». Γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ:
«Εἶναι ἀδύνατον νά ζήσῃ τις χριστιανικῶς. Χριστιανικῶς δύναταί τις μόνον νά ἀποθάνῃ,
διά θανάτου ὅμως κατά τήν γηΐνην μορφήν τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν. Ἐν τούτοις καί ὁ θάνατος
οὗτος δέν εἶναι οὔτε εὔκολος, οὔτε ἁπλοῦς: Εἶναι ἡ “στενή πύλη”, ἡ “τεθλιμμένη ὁδός ἡ
ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν”, τήν ὁποίαν ὅμως «ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες»28.
Ὅπως ἔγινε ἀντιληπτό στήν σύντομη αὐτή εἰσήγησή μόνο σπαράγματα
ἀναφέρθηκαν, γιά τό τεράστιο αὐτό θέμα. Σταχυολόγησα ὁρισμένες μόνο θέσεις τῆς
χριστιανικῆς παράδοσης. Αὐτό ὅμως πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση εἶναι ὅτι μελετώντας τή
ἐξόδιο ἀκολουθία σέ κληρικούς συνάντησα μιά φράση, πού ἤθελα νά πιστεύω πώς δέν
ὑπάρχει, διότι πάντοτε ἔχουμε τήν τάση νά ὡραιοποιοῦμε μέ γλυκερούς λόγους τήν
τραγικότητα τοῦ θανάτου καί νά ἐφησυχάζουμε τή συνείδησή μας καί τίς συνειδήσεις τῶν
χριστιανῶν μας. Ἐκεῖ λοιπόν ἀναφέρεται:
«Μία ὥρα καί πάντα παρέρχεται˙ ο ὐ γάρ ἔστιν εἰς Ἅδην μετάνοια, οὐδέ ἔστιν ἐκεῖ
λοιπόν ἄνεσις»29.
Μήπως ἡ γνώση μᾶς καθιστᾶ καί περισσότερο ὑπεύθυνους; Μήπως ἡ
ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό εἶναι τό κύριο ἔργο μας, ἀφού
καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό μέχρι τόν Ἅδη γιά νά ἀνασύρουμε τόν
νεκρωθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στή ζωή τῆς ἀναστάσεως; Σέ κάθε περίπτωση τό
δικό μας ἔργο εἶναι πιό εὔκολο μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστός ἄνοιξε
τήν ὁδό τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου μέ τόν Σταυρό, τήν κάθοδό του στόν Ἅδη καί τήν
ἔνδοξη Ἀνάστασή του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως μέ τό
εὐαγγελικό πνεῦμα πού διασώζει, τό λειτουργικό χρόνο καί τά μυστήριά της νοηματοδοτεῖ
πνευματικά τή ζωή καί συνδέει τούς πιστούς μέ τό Ζωοδότη Χριστό.

27
«Μετά δέ τόν ἀσπασμόν ἐπιχέει τῷ κεκοιμημένῳ ἔλαιον ὁ ἱεράρχης. Μέμνησο δέ, ὅτι κατά τήν ἱεράν
θεογενεσίαν πρό τοῦ θειοτάτου βαπτίσματος πρώτη μέθεξις ἱεροῦ συμβόλου δωρεῖται τῷ τελουμένῳ,
μετά τήν ὁλικήν τῆς προτέ ρας ἐσθῆτος ἀπαμφίασιν, τό τῆς χρίσεως ἔλαιον˙ ἐν τέλει δέ νῦν ἁπάντων ἐπί τῷ
κεκοιμένῳ τό ἔλαιον ἐπιχέεται. Καί τότε μέν ἡ τοῦ ἐλαίου χρίσις ἐπί τούς ἱερούς ἀγῶνας ἐκάλει τόν
τελούμενον˙ νῦν δέ τό ἐπιχεόμενον ἔλαιον ἐμφαίνει κατά τούς αὐτούς ἱερούς ἀγῶνας ἀθλήσαντα καί
τελειωθέντα τόν κεκοιμημένον». Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (;), Μυστήριον ἐπί τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων PG
3,565A.
28
Ματθ. ζ΄ 13-14.
29
Ἀκολουθία Νεκρώσιμος εἰς ἱερεῖς, Τροπάριον μετά τήν στ’ ᾠδήν.

13
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Μια από τις δυσκολότερες και συνήθως επώδυνες διαστάσεις της καθημερινής
ποιμαντικής διακονίας του λαού του Θεού είναι η πνευματική, ψυχολογική και πρακτική
υποστήριξη των πενθούντων. Ο θάνατος είναι η μόνη σίγουρη, αναπόφευκτη και οδυνηρή
βεβαιότητα της ζωής του ανθρώπου. Ο κάθε πενθών, η κάθε οικογένεια που βιώνει την
απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου βιώνει αυτή την τραγική διάσταση του βίου με
διαφορετικό αλλά εξίσου οδυνηρό τρόπο. Ο ποιμένας καλείται να σταθεί στο πλευρό
αυτών των ανθρώπων όχι ως απλός τελετουργός της εξόδιου ακολουθίας αλλά ως πατέρας,
αδελφός, φίλος, συμπάσχων και συνοδυνόμενος.
Όσα αναπτύσσονται στο κείμενο που ακολουθεί, προέρχονται από τις σημειώσεις
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ιωαννίνων κ. Μαξίμου, τις οποίες ευγενικά
παραχώρησε προς επεξεργασία για τους εκπαιδευτικούς σκοπούς του Ιδρύματος
Ποιμαντικής Επιμορφώσεως. Το κείμενο ασχολείται με μια απαιτητική μορφή ποιμαντικής
διακονίας, προσεγγίζοντας πρακτικές πτυχές της ποιμαντικής διακονίας των πενθούντων,
αξιοποιώντας την θεολογική παράδοση της εκκλησίας και τις θύραθεν επιστημονικές
πληροφορίες σε μια αρμονική και πολύ χρηστική σύζευξη.

1. ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΤΟ ΡΙΖΙΚΟ ΑΙΤΙΟ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ.


Στην ενότητα αυτή περιγράφεται μια ποιμαντική προσέγγιση του πένθους, η οποία
στηρίζεται στις παρατηρήσεις επί των γνωρισμάτων του φαινομένου, σε συζητήσεις πάνω
σε διάφορες αντιλήψεις περί πένθους προερχόμενες από τις θύραθεν επιστήμες, στην
προσέγγιση των διαφορετικών μορφών που το βιώνει ο άνθρωπος, και βεβαίως σε σύνδεση
με την απώλεια των προσφιλών του προσώπων.
«Εκάθησεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και έκλαυσεν πικρώς». Στην Εκκλησία
ακούμε και συμψάλλουμε αυτούς τους στίχους που περιγράφουν την οδύνη των
πρωτοπλάστων, όταν, από δική τους λάθος επιλογή, αναγκάστηκαν να εξέλθουν του
παραδείσου, χάνοντας το πολυτιμότερο:. Τη ζωή μέσα στον Παράδεισο με όλα τα αρχέγονα
χαρίσματα και δωρεές που είχαν λάβει από το Θεό και άρα απολάμβαναν ως δώρα, χωρίς

14
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

κόστος και προσπάθεια. Το βασικότερο ήταν η δυνατότητα να μην αποθάνουν, μένοντας σε


κοινωνία με την πηγή της όντως Ζωής, το Θεό ή πιο σωστά, για να ακριβολογούμε, την
άκτιστη ενέργεια του Θεού.
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η απώλεια κονωνίας με το Θεό, η αποσύνδεση από την
πηγή της άκτιστης ενέργειας του Θεού είχε πολλαπλά αποτελέσματα, τα οποία δεν είναι
ασύνδετα με την αίσθηση και τη διαδικασία του πένθους, τόσο σε αντικειμενικό όσο και σε
ψυχολογικό εσωτερικό επίπεδο.
Ο Θεός είχε βεβαίως προειδοποιήσει τους Πρωτοπλάστους ότι, έαν έτρωγαν από τον
καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού οπωσδήποτε θα πέθαιναν, όπως
μπορούμε να μεταφράσουμε ελεύθερα τον εβραϊσμό «θανάτω αποθανείσθε». Ήταν
δηλαδή γνωστό το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης του θελήματος του Θεού, το οποίο δεν
ήταν βεβαίως απλώς μια απαγόρευση, αλλά μια μέθοδος παιδαγωγική για την ωρίμανση
της σχέσης του ανθρώπου με το Δημιουργό του και οικείωσης της ενεργείας Του με σκοπό
την ενεργοποίηση και εκδήλωση των χαρακτηριστικών και ιδιωμάτων του ιδίου του Θεού
στον άνθρωπο. Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε πέρασμα από το κατ’ εικόνα στο καθ’
ομοίωσιν. Τη στιγμή της παρακοής, της αμφισβήτησης του θελήματος του Θεού και της
αυτονόμησης του ανθρώπου από το Θεό, γεννούνται στον άνθρωπο οι συνέπειες της
επιλογής του και σταδιακά συνειδητοποιούνται σε πρακτικό και ψυχολογικό επίπεδο,
κυρίως δε στο επίπεδο των σχέσεων με τα πρόσωπα και τα πράγματα. Και η Αγία Γραφή
μας δίνει με συμβολικό και ουσιαστικό τρόπο μια σειρά από δείγματα αυτών των
συνεπειών. Ο άνθρωπος κατανοεί τη γύμνια του, αποκτά το αίσθημα της ντροπής, της
ενοχής, αποκτά την αίσθηση της ατομικότητας, ενδύεται τους δερματίνους χιτώνες, δηλαδή
απεκδύεται στην ουσία τον ολόφωτο χιτώνα της Θείας Δόξης και μένει απλώς χοϊκός,
διασπάται η ενότητα στις σχέσεις με το περιβάλλον, ο κόσμος, η φύση γίνεται
ανταγωνιστική, αντί για δώρα δίνει πλέον άκανθας και τριβόλους, η διαβίωση γίνεται πια
δύσκολη και διεκδικείται με κόπο, μόχθο και ιδρώτα και η διαδοχή του ανθρωπίνου γένους
συνδέεται με τον πόνο, αίσθημα που δεν είχε ο άνθρωπος στην παραδείσια κατάσταση.
Ο άνθρωπος γίνεται μόνος, γυμνός, φθαρτός στην πράξη και θνητός, ένοχος θανάτου,
νοιώθει ντροπή, κρύβεται, γίνεται αντίπαλος αυτού που θεωρούσε μέρος του εαυτού του,
αποκτά αντίπαλο την ίδια τη φύση που τον περιβάλλει, ως αποτέλεσμα της απωλείας της
βασικής δωρεάς της κοινωνίας της χάριτος και ακτίστου ενεργείας του Τριαδικού Θεού.
15
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Όλο αυτό γίνεται θρήνος! Γίνεται πόνος! Γίνεται αίσθημα απωλείας! Γίνεται μοναξιά!
Γίνεται ενοχή! Γίνεται πένθος δηλαδή, με όλες τις επιμέρους εκφάνσεις του, όπως τις
συναντούμε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων του χθες και του σήμερα.
Θα δούμε ότι όλη αυτή η διαδικασία είναι συνδεδεμένη με την πνευματική
κατάσταση του προσώπου, με το βίωμα της παρουσίας του Θεού στη ζωή ή όχι, με την
πνευματική ωριμότητα, την αντίληψη περί ζωής και θανάτου, τέλος με τον τρόπο του
πένθους και τα ψυχολογικά και πνευματικά επακόλουθα που συνοδεύουν την απώλεια και
μάλιστα την απώλεια αγαπημένων προσώπων του στενού οικογενειακού και φιλικού
περιβάλλοντος.
Επίσης με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου και των κοινωνιών είναι
συνδεδεμένη και η ακολουθία των τελετουργικών πράξεων που καθιερώνονται και
θεωρούνται έθος ή απαραίτητες για τον ίδιο το νεκρό, είναι όμως οπωσδήποτε
συνδεδεμένες ψυχολογικά και παιδαγωγικά με τους ίδιους τους πενθούντες, ως μια
διαδικασία αντιμετώπισης τους φαινομένου του θανάτου και της απώλειας των
αγαπημένων προσώπων (πένθος). Αυτές οι τελετουργίες γίνονται, συνδιαμορφώνονται
πάντοτε συνδεδεμένες με την πνευματική κατάσταση και τα πιστεύω των ανθρώπων που
συνδιαμορφώνουν και το έθος, τί δηλαδή είθισται να κάνουμε για τους νεκρούς.

2. ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.


Στην καθημερινότητα των ανθρώπων έχουμε διάφορες μορφές και αφορμές πένθους.
Η πρώτη και βασική μορφή πένθους, είτε έχουμε συνείδηση αυτής της διεργασίας
είτε όχι, είναι το αίσθημα απώλειας της σχέσης με την πηγή της ζωής. Γι αυτό έχουμε και το
φόβο του θανάτου. Ο άνθρωπος, μένοντας ασύνδετος με το δημιουργό του αυτόματα
νιώθει μικρός και αδύναμος, νιώθει δέος μπροστά στις κοσμικές και φυσικές δυνάμεις που
αντιλαμβάνεται και ανήμπορος μπροστά σ' αυτές τις δυνάμεις που δεν μπορεί, αν και τόσο
πολύ το επιθυμεί, να τις κατανοήσει. Ο φόβος της αγνοίας, του αγνώστου, το σκοτάδι
μπροστά στο άγνωστο, η αγωνία για τη συνέχεια, μαζί με την εμπειρία του φυσικού
θανάτου των ανθρώπων, αλλά και το μεγαλείο των φυσικών δυνάμεων και φαινομένων,
γεμίζει τον άνθρωπο με άγχος και ερωτηματικά. Κάπου εσωτερικά μπορεί να μένει μια
μορφή μνήμης για το δημιουργό και τη σχέση μαζί Του, αλλά ο άνθρωπος της πτώσεως
αδυνατεί να φτάσει με τη δική του δύναμη στη γνώση της όντως αλήθειας.
16
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Αυτό είναι θεμελιώδης διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν
μπορεί με τη δική του δύναμη να φτάσει στη γνώση της αλήθειας. Δεν το μπορεί δια της
φιλοσοφίας. Η θέση των ορθοδόξων σε αυτό το σημείο είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη
θέση των δυτικών και ειδικά με τη σχολαστική σκέψη, η οποία θεωρούσε ότι ο άνθρωπος
μπορεί με τη δική του προσπάθεια να αναχθεί στα θεία, στη γνώση του Θεού. Μάλιστα
υπάρχουν και κάποιοι που συνδέουν όλη αυτή τη φιλοσοφία, το πώς δηλαδή ο άνθρωπος
μπορεί να φτάσει το θεό με τη δική του προσπάθεια ακόμα κα με τη ναοδομία. Ισχυρίζονται
ότι οι δυτικοί ναοί γοτθικού τύπου -αυτά τα τόξα που υψώνονται προς τα πάνω- εκφράζουν
ακριβώς αυτήν ορμή της ψυχής και την δυνατότητα του ανθρώπου να φτάσει το θείο από
κάτω προς τα επάνω. Αυτή η διάσταση δεν υπάρχει στην ορθόδοξη ναοδομία. Υπάρχουν οι
καμπύλες αυτές που δείχνουν μια ταπείνωση. Την υποταγή στο θείο θέλημα και την
αποδοχή της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, ότι μπορούμε να φτάσουμε στην αλήθεια μόνο
με την αποκάλυψη.
Κάπου λοιπόν εσωτερικά υπάρχει μια μνήμη του ανθρώπου για το δημιουργό του, γι
αυτό έχει και αυτήν την ορμή να ερευνήσει να εξερευνήσει την όντως αλήθεια. Όλη αυτή η
συνειδητή ή ασυνείδητη αναζήτηση είναι από μόνη της μια μορφή πένθους, μια μορφή
αγωνίας και μια εκδήλωση έμπρακτης αποδοχής του σχίσματος με την αληθινή ζωή τη
γνώση και την αλήθεια, που συνδέεται με το αίσθημα της απωλείας (έννοια της απωλείας
του παντός, της όντως ζωής, της αληθούς γνώσεως, της κοινωνίας με το Θεό και τον
πλησίον, με το περιβάλλον-δημιουργία).
Ο άνθρωπος που βιώνει προσωπικά, με το δικό του ο καθένας τρόπο, αυτές τις
εσωτερικές καταστάσεις φέρει επίσης μέσα του τη φυσική ροπή για κοινωνία με άλλα
πρόσωπα. Είναι, ακόμα, αναγκασμένος να δημιουργεί σχέσεις με άλλα πρόσωπα που
συναποτελούν το κοινωνικό του περιβάλλον, αλλά και σχέσεις με τα πράγματα που
διαχειρίζεται κατά πρόσωπο και περίπτωση, ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες και
δυνατότητες της ζωής του, όπως επίσης ανάλογα με την αντίληψη που έχει για τον κόσμο,
τα πρόσωπα, τα πράγματα, τις σχέσεις με αυτά, τον τρόπο ιεράρχησης των σχέσεως κλπ.
Αναφερόμαστε σε όλα αυτά διότι, όλες αυτές οι σχέσεις μπορούν δυνητικά να καταστούν
αφορμές πένθους κάτω από ορισμένες συνθήκες. Επίσης, διότι στην ποιμαντική πράξη θα
κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το πένθος που προκύπτει από πολύ διαφορετικές αφορμές
στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Πάντως στο σημείο αυτό μπορούμε πλέον να επισημάνουμε
17
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

ότι το πένθος είναι πάντοτε συνδεδεμένο με την απώλεια, με κάποια απώλεια. Η απώλεια
αυτή μπορεί να είναι πνευματική, μπορεί να είναι απώλεια προσώπου ή προσώπων,
απώλεια πραγμάτων, αντικειμένων ή άλλων αγαθών, συνθηκών ζωής, σχέσεων κλπ. Ας μη
φαίνεται παράξενο αυτό. Πολλές φορές ακόμα και η απώλεια προσώπων και το πένθος για
την απώλεια προσώπων είναι συνδεδεμένα και με άλλα πράγματα. Δεν πενθούμε δηλαδή
απλώς γιατί χάσαμε το πρόσωπο αλλά πενθούμε γιατί η σχέση μας με το πρόσωπο είναι
συνδεδεμένη και με άλλα πράγματα, είτε είναι εσωτερικά, πνευματικά, ψυχολογικά, είτε
είναι συμφέροντα, συναισθήματα κλπ.
Επισημαίνουμε εκ των προτέρων ότι βασική αιτία κάθε μορφής πένθους είναι το
έλλειμμα στην κοινωνία με το Θεό, είτε αυτό το γνωρίζουμε και το δεχόμαστε είτε όχι. Τα
άλλα είναι δεύτερες αιτίες ή αφορμές. Η πληρότητα που δημιουργεί στον άνθρωπο η
βιωμένη παρουσία του Θεού ξεπερνά κάθε πρόβλημα, κάθε έλλειμμα, κάθε χαρά και κάθε
ηδονή. Επίσης βοηθά στην εντελώς διαφορετική βίωση κάθε μορφής σχέσης και κάθε
μορφής απωλείας. Αυτό είναι καταγεγραμμένο στη συνείδηση της Εκκλησίας και ιδιαίτερα
στους ερευνητές της ανθρωπίνης υπάρξεως και του ανθρωπίνου βιώματος, που είναι οι
νηπτικοί πατέρες. Η επισήμανση αυτή δεν παραβλάπτει καθόλου την έρευνα για το βίωμα
του πένθους σε κάθε έκφανση, δεν αποκλείει την ενδελεχή εξέταση των διαφόρων μορφών
του πένθους. Από την άλλη μεριά οπωσδήποτε βοηθά στην ποιμαντική αντιμετώπιση του
πένθους, αλλά και στην πρόληψη και την θεραπευτική αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων
του πένθους, που βιώνουν οι συνάνθρωποί μας και κάθε άνθρωπος σε κάθε απώλεια.

3. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΠΕΝΘΟΥΣ


Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώον κοινωνικόν και πολιτικόν. Μόνος του ο
άνθρωπος είναι ή θεός ή θηρίο. Ο άνθρωπος υπάρχει ως τέτοιος σε σχέση κοινωνίας με
τους άλλους συνανθώπους του. Δημιουργεί σχέσεις, δεσμούς ισχυρούς. Κάνει οικογένεια,
γεννά παιδιά, συνδέεται με συγγενείς, αποκτά φίλους, γνωστούς, σχέσεις εργασίας,
συναλλαγών, δημιουργεί δομές και σχέσεις σημαντικές για την ισορροπία της ζωής, για την
ασφάλεια, για την ευημερία, για τον πολιτισμό. Σε όλες αυτές τις σχέσεις μπορούν να
δημιουργηθούν προβλήματα, ρωγμές, σχίσματα, συνθήκες ανισορροπίας, αίσθημα
ανασφάλειας, αντιπαλότητας, απώλειας, ενοχής, μίσους. Ο εκτροχιασμός κάθε σχέσεως
μπορεί να δημιουργήσει στη ζωή μας αίσθημα πένθους. Η αλλαγή και μάλιστα η απότομη ή
18
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

η βίαιη αλλαγή σχέσεων με πρόσωπα και πράγματα μπορεί να συνεπιφέρει αίσθημα


πένθους. Αυτό το πένθος πρέπει οπωσδήποτε να βιωθεί και να θεραπευθεί. Ας δούμε δύο
τέτοια παραδείγματα. Πρώτο παράδειγμα είναι ο χωρισμός, το διαζύγιο. Άλλο παράδειγμα
είναι ο αιφνίδιος θάνατος. Ότι χάνουμε απότομα, ξαφνικά ένα οικείο πρόσωπο από την
οικογένεια ή το περιβάλλον. Πρέπει λοιπόν το πένθος αυτό που δημιουργείται από την
απώλεια και να βιωθεί και να θεραπευτεί. Σημαντική είναι η κατανόηση του πένθους, η
καταγραφή του είδους του πένθους και των ιδιαιτεροτήτων του προσώπου που το βιώνει
την κάθε φορά, η αντιμετώπισή του με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα προσωπικά
χαρακτηριστικά και την πραγματική ζωή κάθε προσώπου, η εφαρμογή θεραπείας για την
αποκατάσταση της ισορροπίας της ζωής του συγκεκριμένου προσώπου, εσωτερικής και
εξωτερικής, του πενθούντος, στο μέτρο του δυνατού.
Βεβαίως το πένθος ως ψυχική κίνηση και βιωματική εμπειρία είναι κάτι που μπορεί
να περιγραφεί γενικά, αλλά βιώνεται πάντοτε προσωπικά από τον συγκεκριμένο άνθρωπο.
Έτσι μπορούμε μεν να διατυπώσουμε κάποιες βασικές αρχές για το πένθος, κάποια βασικά
χαρακτηριστικά όπως αυτά κατηγοριοποιούνται εμπειρικά και επιστημονικά. Όμως κάθε
άνθρωπος βιώνει το πένθος με το δικό του τρόπο. Σε κάθε περίπτωση η ποιμαντική
αντιμετώπιση οφείλει να εφαρμόζεται με τρόπο αυστηρά προσαρμοσμένο στο κάθε
πρόσωπο. Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να επισημάνουμε την ουσιώδη διάφορά ανάμεσα
στο χαροποιό πένθος της ασκητικής του προσώπου και σε κάθε άλλο πένθος. Χρειάζεται,
επίσης, να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στο πένθος εξαιτίας της απωλείας ανθρωπίνων
προσώπων και μάλιστα στο πένθος των γονέων για την απώλεια νέων τέκνων τους. Αυτή
είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση.
Α. Το χαροποιό πένθος είναι μια κατάσταση πνευματική, συνδεδεμένη με το μυστήριο
της μετανοίας. Ο άνθρωπος που κινείται σε μετάνοια βιώνει την κατάσταση κατανόησης
της απώλειας της Χάριτος κατά την πτώση, βιώνει τις συνέπειες της αμαρτίας, ενώ
ταυτόχρονα βιώνει και την ελπίδα της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, στην Εκκλησία.
Αισθάνεται το βάρος της προσωπικής αμαρτίας και το βάρος της ανθρώπινης αμαρτίας,
αλλά δεν απελπίζεται («κράτα το νου σου στον Άδη και μη απελπίζου», Αγ. Σιλουανός),
έχοντας τη βεβαιότητα της αγάπης και του ελέους του Θεού. Το χαροποιό πένθος είναι μια
υγιής πνευματική κατάσταση, όπου -όπως κάθε πνευματική κατάσταση-δεν έχει στεγανά
και μπορεί να εξελίσσεται ομαλά, ισορροπημένα και κατά το θέλημα του Θεού, να οδηγεί
19
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

τον άνθρωπο στην κάθαρση και το φωτισμό, στην κατά Θεό ατέλεστη τελειότητα. Μπορεί
όμως και να εξελίσσεται διαστροφικά και να γίνει διαδρομή διαδοχικών πτώσεων και
παθογενειών. Αν δεν προσέξουμε μπορεί δηλαδή και αυτό το χαροποιό πένθος να
οδηγήσει σε πτώση. Στην εμπειρία της Εκκλησίας έχουν καταγραφεί και οι δύο αυτές
πιθανές διαδρομές και εξελίξεις. Στην κατάσταση αυτή του χαροποιού πένθους δεν μπορεί
ο άνθρωπος να είναι αποίμαντος και αβοήθητος! Και εδώ χρειάζεται ποιμαντική του
πένθους, του χαροποιού πένθους. Έχει ανάγκη στήριξης και πνευματικής καθοδηγήσεως.
Αυτό είναι κοινό στοιχείο με κάθε άλλο πένθος, όπως επίσης και το γεγονός ότι κάθε μορφή
πένθους- και αυτή του χαροποιού- έχει ως βασική αρχή και αιτία την πτώση και την
απώλεια των αρχέγονων δωρεών του παραδείσου με όλες τις συνέπειες που αυτά
συνεπέφεραν. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι αυτό το πένθος είναι η αρχή και η βάση
της αποκαταστάσεως της σχέσεως του ανθρωπίνου προσώπου που το βιώνει με το Θεό.
Ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις σχετικές με το θέμα που μας απασχολεί εδώ βρίσκουμε
στην διδακτορική διατριβή του κ. Θεοφάνη Ραυτόπουλου, που κατετέθη στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών, με θέμα «Η στάση του ανθρώπου έναντι του θανάτου και η ποιμαντική του
αντιμετώπιση κατά το Μέγα Βασίλειο».
Στη εν λόγω διατριβή τίθενται τέσσερα βασικά ερωτήματα. Στο πρώτο ερώτημα,
σχετικά με το ποιό είναι το πνευματικό επίπεδο του ποιμνίου γενικότερα και η στάση του
μπροστά στο βιολογικό θάνατο ο συγγραφέας καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα. Στο
ποίμνιο του μεγάλου Βασιλείου εμφανίζεται μια ανομοιογένεια. Παρ' ότι είναι ευσεβές
ποίμνιο στην καθημερινότητα δείχνει πνευματικά νωθρό, επιρρεπές σε διάφορα πάθη,
χωρίς όμως να απουσιάζει και η συνειδητή κατά Χριστό ζωή.
Αυτή την πνευματική διαφοροποίηση την παρατηρούμε κατά αναλογία και στην
αντιμετώπιση του βιολογικού θανάτου. Κατά συνήθεια οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με
εκκοσμικευμένο και αλαζονικό τρόπο, οι νέοι και οι αρχάριοι κινδυνεύουν να παρασυρθούν
προς τα εκεί καθώς υπολείπονται σε αυτοσυνειδησία και υψηλούς στόχους, εν' όσο
απαθανατίζουν τα επίγεια. Ως πενθούντες δε εκφράζονται πάλι κατά συνήθεια, δηλαδή, με
ανέλπιδες υπερβολές προερχόμενες από τα προχριστιανικά νεκρικά έθιμα. Οι αγωνιζόμενοι
χριστιανοί από την άλλη ίστανται ενώπιον του επερχομένου σωματικού τους θανάτου με
πίστη, ανδρεία και υπομονή, ενώ πενθούν ευπρεπώς, με εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια και
με αναστάσιμη ελπίδα. Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι η ποιότητα της χριστιανικής ζωής σε
20
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

θέματα σχετιζόμενα με το θάνατο είναι ανάλογη της σοβαρότητας με την οποία


διαχειρίζονται οι πιστοί την πνευματική τους ζωή. Δεν αποδέχεται το θάνατο με τον ίδιο
τρόπο και δεν πενθεί με τον ίδιο τρόπο ένας άνθρωπος ο οποίος έχει πνευματικό βίωμα και
ένας άνθρωπος που δεν έχει πνευματικό βίωμα. Γι αυτό έχει σημασία για την ποιμαντική
αντιμετώπιση του πένθους η προληπτική αντιμετώπιση, όπως προαναφέραμε.
Στο δεύτερο ερώτημα, σχετικά με το ποιά είναι η αυτοσυνειδησία του Μεγάλου
Βασιλείου ως ποιμένα και η προσωπική του στάση μπροστά στο βιολογικό θάνατο, και πώς
πενθεί τους αγαπημένους του, τα συμπεράσματα είναι τα εξής: «Ο Άγιος Βασίλειος είναι
υπεύθυνος, βαθιά συνειδητοποιημένος και ταπεινός ποιμένας. Ως πνευματικός πατέρας
αγωνίζεται με αγάπη και πίστη να κατευθύνει τα τέκνα του προς τη θέωση, γεγονός το
οποίο μοχθεί να επιτύχει πρώτα ο ίδιος. Η τοποθέτησή του ενώπιον του επικειμένου
σωματικού του θανάτου είναι υποδειγματική. Με καθολική αγάπη για το Χριστό, με διακαή
την επιθυμία να πολιτευτεί στην άνω Ιερουσαλήμ και με απόλυτη εμπιστοσύνη στη θεία
Πρόνοια ο Άγιος Βασίλειος αξιολογεί την επίγεια τελευτή ως τη νικηφόρα ολοκλήρωση της
συνειδητής ασκητικής του πορείας. Έτσι και παραδίδει ειρηνικά τη ζωή του σ' Εκείνον, που
πάνω απ' όλους αγάπησε. Ως πενθών δε, βιώνει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην
ανθρώπινη (εντός των ορίων) εξωτερίκευση της θλίψης και την αμετακίνητη πίστη του στις
θείες Βουλές, εμποτισμένα και τα δύο από την αναστάσιμη ελπίδα».
Δεν καταργείται η θλίψη. Το γεγονός ότι είναι πνευματικός άνθρωπος, ότι ζει τον
αγιασμό, δεν καταργεί αυτή τη ψυχική κατάσταση της θλίψης. Όμως ο τρόπος που
εκδηλώνεται και η ποιότητα αυτής της κατάστασης είναι εντελώς διαφορετικά σε έναν
άνθρωπο ο οποίος είναι δοσμένος στο Θεό και ζει την όντως ζωή, ζει τη σχέση με το θείο,
την αιώνια ζωή.
Απαντώντας στο τρίτο ερώτημα, σχετικά με το ποιό είναι το θεολογικό υπόβαθρο των
ποιμαντικών παρεμβάσεων του Αγίου Βασιλείου διαφαίνεται ότι η θεολογία του θανάτου
κατά τον Ιερό Βασίλειο αποτελεί, ουσιαστικά, τη βάση του τρόπου διαποίμανσης. Η
αποκεκαλυμμένη αλήθεια του Θεού και η ποιμαντική οδός που ακολουθεί δεν είναι δύο
ξεχωριστά πράγματα. Αντίστοιχες τοποθετήσεις συναντάμε στο έργο του καθηγητή Ν.
Ματσούκα, όπου γίνεται εκτεταμένη αναφορά στους δύο δρόμους της ορθόδοξης
θεολογίας: Τη βιωματική αποκαλυπτική δογματική θεολογία και αλήθεια και την πρακτική

21
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

έκφραση αυτής της βιωμένης αποκαλυμμένης αλήθειας που είναι η πράξη στην
καθημερινή ζωή και η ποιμαντική.
Ο καθηγητής τονίζει το γεγονός ότι μόνο ο πνευματικός θάνατος είναι το όντως κακό,
άρα πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί. Ο βιολογικός θάνατος σηματοδοτεί το πέρας της
παρούσας ζωής, η οποία ανάλογα με την πνευματική της ποιότητα μπορεί να τον
μετατρέψει σε αγαθό ή πονηρό. Ως ακολούθως, αποκτά ο θάνατος νέα δυναμική, ενώ
παράλληλα απομυθοποιείται η τραγικότητά του. Άρα η εδώ ζωή κατέχει μοναδική
σωτηριολογική σπουδαιότητα καθώς μόνο εάν κανείς την ζήσει κατά Χριστόν θα μπορέσει
να μεταβεί στην όντως ζωή. Από την πλευρά των πενθούντων ο Άγιος Βασίλειος θεμελιώνει
την ποιμαντική του στην αποδοχή της ανεξιχνίαστης, πάντως αγαπητικής, προνοίας του
Θεού, η οποία επιτρέπει τον βιολογικό θάνατο με προσωπικά και σωτηριολογικά κριτήρια,
παρά το επίπονο του πράγματος.
Στο τέταρτο ερώτημα που θέτει η διατριβή, σχετικά με την Ποιμαντική, αναδεικνύεται
ότι «κατά τον Καππαδόκη Ιεράρχη, Ποιμαντική είναι η προσωπική και αγαπητική
χειραγωγία των πιστών κατ' εντολήν και μίμησιν του αρχιποίμενος Ιησού Χριστού, με στόχο
την υπέρβαση των προς σωτηρία εμποδίων, την τήρηση των ευαγγελικών διαταγμάτων και
την πνευματική καρποφορία. Αναφορικά με τις γενικότερες προϋποθέσεις της ποιμαντικής
πράξης του Ιερού Πατέρα παρακολουθήσαμε τη στενή αλληλεξάρτηση και
αλληλοπεριχώρηση των τριών δεδομένων, τα οποία θέσαμε ως βάση της έρευνάς μας,
δηλαδή του ποιμνίου, του ποιμένα και της διαποίμανσης. Από αυτά διαπιστώσαμε ότι οι
περί ποιμαντικής αντιλήψεις του Μεγάλου Βασιλείου δεν παρέμειναν ποτέ θεωρίες.
Εφαρμόστηκαν, τόσο από τον ίδιο όσο και στην καθοδήγηση του ποιμνίου του, με
παραδειγματική συνέπεια και ευθύτητα. Διαπιστώσαμε τη σύζευξη θεωρίας και πράξης σε
μια αδιαχώριστη ροή. Ο Άγιος Βασίλειος συνειδητοποιεί τη χριστιανική του ιδιότητα και
αποστολή, την κάνει στόχο ζωής και αγωνίζεται διαρκώς με ταπείνωση και εξάρτηση από το
θείο Έλεος, να την πραγματώσει. Έπειτα, αποδέχεται μέσα στο ίδιο πνεύμα την κλήση του
ως ποιμένα και την βιώνει με απαράμιλλη σταθερότητα. Κατόπιν, διαμορφώνει τις θέσεις
του για το τί σημαίνει ποιμαντική με κριτήρια καθαρά εκκλησιαστικά και την υλοποιεί
χωρίς να αποκλίνει καθόλου από το βιωματικό και θεωρητικό του οικοδόμημα.
παρουσιάζει δηλαδή μια θαυμαστή συνέχεια και συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος της
χριστιανικής του διαδρομής. Το πρωτεύον κριτήριο για την άσκηση της ποιμαντικής,
22
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

σύμφωνα με τον Άγιο Βασίλειο είναι το πώς θα εφευρεθεί κάθε φορά ο καταλληλότερος
τρόπος για τον καθένα πιστό (επιστολική ποιμαντική) ή την πολύμορφη εκκλησιαστική
κοινότητα (κηρυγματική ποιμαντική) και ανάλογα με τις εκάστοτε πνευματικές τους
ανάγκες, έτσι ώστε με τη στάση τους έναντι του θανάτου να οδηγηθούν στην αληθινή
κοινωνία με το Χριστό, που είναι κα ο μοναδικός σκοπός της χριστιανικής ζωής». Δηλαδή η
πνευματική αντιμετώπιση του πένθους δεν στοχεύει απλώς να απαλύνουμε τον πόνο, δεν
κάνουμε μια ψυχοθεραπεία αποκομμένη από την υπόλοιπη ζωή της Εκκλησίας, αλλά είναι
συνδεδεμένη με την κοινωνία με το Χριστό. Είναι συνδεδεμένη στην αλυσίδα όλων των
αγιαστικών πράξεων που, μέσα στην Εκκλησία, μεταμορφώνουν τον άνθρωπο και τον
κάνουν να κοινωνεί με το Χριστό και να γίνεται κατά Χάριν Χριστός.
Υπάρχουν μερικά ακόμη ενδιαφέροντα σημεία από τα συμπεράσματα της εν λόγω
διατριβής, που παρατίθενται στη συνέχεια. «Ο Άγιος Βασίλειος εννοούσε την αληθινή
διαποίμανση θεολογικά και αγιογραφικά θεμελιωμένη, βιωματική (μιλώ για πράγματα για
τα οποία έχω βίωμα και όχι απλά θεωρητικά), επιστημονική (ενδελεχής έρευνα των αιτίων
και των αποτελεσμάτων των γεγονότων και της καταστάσεως που βιώνουμε), έντεχνη
(εφαρμόζοντας κάθε τέχνη και επιστήμη συμβατή με την Αγία Γραφή και το πνευματικό
βίωμα ή διδασκαλία της εκκλησίας), ταπεινή, προσωποκεντρική (δεν έχουμε έναν
τυφλοσούρτη –«τόσες ασπιρίνες σου χρειάζονται» κλπ, αλλά βλέπουμε τον άνθρωπο ως
πρόσωπο και ποιές είναι οι πραγματικές του ανάγκες για να τον βοηθήσουμε) και
εκκλησιοκεντρική (δεν θέτουμε την ποιμαντική έξω από το όλο μυστήριο της Εκκλησίας, τη
συμμετοχή στην κοινή λατρεία και σε όλο αυτό το σύστημα των αγιαστικών δράσεων,
πράξεων και της ασκητικής του προσώπου που συναποτελούν το απόσταγμα, το
καταστάλαγμα της δισχιλιετούς εμπειρίας της Εκκλησίας), διακριτική, με κατά περίπτωση
μεθοδολογία και στόχους αποκλειστικά σωτηριολογικούς (δεν γίνεται η ποιμαντική
αποκομμένα για να κάνουμε απλώς ψυχοθεραπεία και να λύσουμε ένα μεμονωμένο
πρόβλημα, όπως το αίσθημα του εσωτερικού πόνου για την απώλεια, αλλά όλο αυτό
γίνεται με στόχο να οδηγήσουμε τον άνθρωπο με τα εργαλεία που έχουμε στην κοινωνία με
το Χριστό).
Ο Άγιος Βασίλειος λοιπόν, ποίμαινε το ποίμνιο θεοκεντρικά, ανθρωποκεντρικά και
θεραπευτικά συγχρόνως, αφού πρώτα είχε αντιληφθεί και συναισθανθεί τη ψυχική
κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν τα πνευματικά του τέκνα. Βλέπουμε πόσο ευρείς
23
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

ορίζοντες είχε στην ποιμαντική του διακονία. Βλέπουμε όμως επίσης και επισημαίνουμε ότι
και οι ποιμένες χρειάζονται, χρειαζόμαστε και θα χρειάζονται πάντα ποιμαντική
καθοδήγηση (ποιμαντική του ποιμένος, όλοι χρειαζόμαστε διαποίμανση).
Και μία ακόμα επισήμανση: Όσον αφορά στις εξωτερικές επιδράσεις επί του ποιμνίου
έναντι του θανάτου, συμπεράναμε ότι, οι εξωχριστιανικές επιρροές ήταν αντιστρόφως
ανάλογες της πνευματικότητάς του. Όσο περισσότερη συνειδητή χριστιανική ζωή, τόσο
λιγότερες θύραθεν επιδράσεις (άρα και φοβίες, δεισιδαιμονίες κλπ.)».
Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι, πώς θα μπορέσουμε, μέσα από
την δισχιλιετή εμπειρία της Εκκλησίας μας και τις καταγραφές αυτής της εμπειρίας, να
οδηγήσουμε κάθε άλλη μορφή πένθους στο ίδιο μονοπάτι, στο δρόμο δηλαδή της
αποκαταστάσεως της σχέσεως του πενθούντος προσώπου με το Θεό και μέσω αυτής της
σχέσεως στην ορθή σχέση με τα πρόσωπα και τα πράγματα.
Ο τρόπος με τον οποίο πενθούμε έχει σαφώς κάποια κοινά χαρακτηριστικά που
καθορίζονται από πνευματικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, μορφωτικά κριτήρια, παραμένει
όμως και βαθιά προσωπικός. Γι αυτό τον λόγο ο κάθε άνθρωπος βιώνει την απώλεια με το
δικό του ξεχωριστό τρόπο και αντιδρά στο θάνατο και στην απώλεια επίσης με τον
προσωπικό του τρόπο. Φυσικά ρόλο θα διαδραματίσει και ο τρόπος και ο λόγος της
απώλειας.
Σημασία λοιπόν έχουν οι εξής παράμετροι:
-Ποιός είναι για εμάς ο άνθρωπος που χάνεται, ποια είναι η σχέση με το πρόσωπο
που χάνουμε;
-Με ποιο τρόπο συμβαίνει η απώλεια; (π.χ. αιφνίδιος θάνατος, απώλεια μετά από
μακροχρόνια ασθένεια)
-Πιο είναι το μέχρι τώρα βίωμα της απώλειας, ο αριθμός και η συχνότητα απώλειας
κοντινών και αγαπημένων προσώπων;
-Ποιος ο τρόπος με τον οποίο γίνεται γνωστή η απώλεια (π.χ. το σοκ μιας εμπειρίας
ατυχήματος που συνδέεται με απώλεια προσώπου ή προσώπων)
-Ποιές οι σχέσεις με τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντος μας;
-Η πιθανή υποστήριξη από συγγενείς, φίλους και γνωστούς ή η απουσία στήριξης.
-Ποια είναι η ποιότητα των σχέσεων του προσώπου που φεύγει με τους κοινούς
συγγενείς και η σύνδεσή των σχέσεων αυτών με συμφέροντα.
24
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

-Ποιο το πνευματικό βίωμα, η πίστη, η κοσμοθεωρία που αποδέχεται ή ακολουθεί


αυτός που βιώνει την απώλεια;

4 . Η ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.


Τί είναι η βιωματική σχέση με τη ζωή; Σημαίνει ότι για κάποιον ζωή είναι
καλοπέραση, ηδονές, χρήματα και συμφέροντα, σχέσεις εκμεταλλεύσεως, αλλά για κάποιον
άλλον είναι σχέσεις αγιασμού, προσφοράς, θυσίας, σχέση αγαπητική κλπ. Εντελώς
διαφορετικά βιώνει τη ζωή ο κάθε άνθρωπος, εντελώς διαφορετικά τις σχέσεις και εντελώς
διαφορετικά θα βιώσει και το θάνατο, την κάθε απώλεια και την απώλεια προσώπων.
Η βιωματική σχέση με το θάνατο τί είναι; η βιωματική σχέση με το θάνατο έχει να
κάνει και με τη μνήμη θανάτου, έχει να κάνει και με τη μετάνοια, πόσο δηλαδή πεθαίνει ο
άνθρωπος για την αμαρτία, -πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα για την κατανόηση της ζωής
και του θανάτου-, έχει να κάνει όμως και με την εξοικείωση με το φυσικό φαινόμενο της
απωλείας κοντινών προσώπων. Δηλαδή, η εντύπωση, η ιδέα που έχει ένας άνθρωπος για το
θάνατο, ο οποίος έζησε σε ένα χωριό και όταν πέθαινε κάποιος τον τοποθετούσαν στο σπίτι
του, έρχονταν όλη η γειτονιά ή όλο το χωριό, του διάβαζαν το ψαλτήριο, τον ξενυχτούσαν,
τον τραγουδούσαν, κοιμόταν τα παιδιά δίπλα του σαν να μην συνέβαινε τίποτα, διηγούνταν
ιστορίες από τη ζωή του, άρχιζαν μοιρολόγια, συνέχιζαν με διηγήσεις, είναι εντελώς
διαφορετική και υπάρχει εντελώς άλλη θέση έναντι του βιολογικού θανάτου από έναν
αστό, ο οποίος βλέπει ξαφνικά ένα σκέπασμα φέρετρου στην είσοδο της πολυκατοικίας και
παθαίνει σοκ! Διότι δεν έχει δει νεκρό άνθρωπο, δεν γνωρίζει τί είναι αυτό το πράγμα!
Προσπαθεί να απωθήσει αυτό το βίωμα διότι δεν έχει εξοικειωθεί με το φαινόμενο του
θανάτου. Του είναι ξένο και αποτρόπαιο. Δεν θέλει να βλέπει αυτό το πράγμα. Για τον έναν
λοιπόν είναι μια φυσιολογική διαδικασία που την έχει βιώσει από μικρό παιδί και έχει
βιωματική σχέση με το φαινόμενο του θανάτου. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, αν είναι πνευματικός
άνθρωπος και έχει κάνει την προσπάθειά του να πεθάνει για την αμαρτία, και πολύ
περισσότερο αν με τη μετάνοια ζει την πνευματική ανάσταση, ζει τη Χάρη του Αγίου
Πνεύματος, έχει την πνευματική εμπειρία της αναστάσεως. Αυτά λοιπόν είναι πολύ
σημαντικά για τον τρόπο με τον οποίο θα βιώσει κάποιος την απώλεια κοντινών του
προσώπων, αλλά και γενικότερα τις απώλειες, θα βιώσει δηλαδή το πένθος.

25
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Όσο μεγαλύτερο είναι το έλλειμμα βαθιάς, πνευματικής, βιωματικής κοινωνίας τόσο


μεγαλύτερο μπορεί να είναι το αίσθημα της απωλείας, το αίσθημα του θυμού, της ενοχής
κλπ. Όσο περισσότερο έχει εκπληρωθεί μια οποιαδήποτε σχέση με πνευματικό και
πρακτικό τρόπο και όσο ομαλά έχει εξελιχθεί μια σχέση, τόσο μικραίνει η απόσταση και
τόσο διαφοροποιείται το αίσθημα της απωλείας.
Μια αιτία λοιπόν που επιτείνεται το πένθος είναι η ενοχή, η εσωτερική αίσθηση ότι
δεν έχουμε εκπληρώσει το καθήκον μας σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα, αλλά και στη σχέση
μας με το Θεό, την κοινωνία, το καλό και αγαθό και στην εν γένει σχέση μας με τον κόσμο.

5. ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΕΝΘΟΥΜΕ; ΓΙΑΤΙ ΠΕΝΘΟΥΜΕ;


Το πένθος βεβαίως και στην περίπτωση της απώλειας αγαπημένου προσώπου δεν
έχει να κάνει μόνο με την σωματική - αισθητή παρουσία των αγαπημένων ή κοντινών μας
προσώπων, αλλά και με τις κοινές δραστηριότητες, τα συναισθήματα που νοιώθαμε κατά
την επικοινωνία με αυτά, την αίσθηση ότι μαζί με το πρόσωπο χάνονται και οι δυνατότητες
βίωσης των στιγμών και των αισθημάτων που είχαν συνδεθεί με την παρουσία των
προσώπων αυτών στη ζωή μας. Η επίδραση της απώλειας των αγαπημένων προσώπων
είναι τόσο ψυχολογική, όσο και σωματική. Γι αυτό δεν υποφέρουμε μόνο ψυχικά, αλλά και
σωματικά, όταν ζούμε αυτήν την κατάσταση.
Σήμερα, μας προσφέρονται πολύ χρήσιμες και ποιμαντικά αξιοποιήσιμες
πληροφορίες από τις θύραθεν επιστήμες, ιδιαιτέρως όσον αφορά στη συναισθηματική
κατάσταση των πενθούντων. Μερικές από αυτές τις πληροφορίες παραθέτουμε στη
συνέχεια.

Α. Αίσθημα απώλειας
Οι άνθρωποι που χάνουν έναν κοντινό τους άνθρωπο, πολλές φορές βιώνουν και οι
ίδιοι προσωπικά, για λόγους ψυχολογικής και συναισθηματικής ευαισθησίας, αίσθημα
απώλειας της ίδιας της δικής τους ζωής. Μερικές φορές, βεβαίως, αυτό μπορεί να
συμβαίνει για πρακτικούς λόγους, συνδεδεμένους με την ίδια την καθημερινότητα της
ζωής, τις δραστηριότητες και ανάγκες που κάλυπτε ο άνθρωπος που έφυγε. Εκείνος που
πενθεί μπορεί να έχει ένα βαθύ αίσθημα πως καταστράφηκε, ανετράπη η ίδια του η ζωή
και να βιώνει ένα υποκειμενικό αίσθημα απωλείας των πάντων. Επίσης μια σημαντική
26
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

υποχρέωση σε εξέλιξη, όπως το μεγάλωμα των παιδιών, ένα βαρύ χρέος, μια ιδιαίτερα
απαιτητική κοινή με τον εκλιπόντα εργασία και άλλες τέτοιες καταστάσεις μπορούν να
δημιουργήσουν σε έναν άνθρωπο πολύ σοβαρές αντικειμενικές δυσκολίες και
υποκειμενικό αίσθημα απώλειας. Η βοήθεια στην πρακτική αντιμετώπιση αυτών των
αντικειμενικών δυσκολιών σε συνδυασμό με την πνευματική κατάσταση του πενθούντος,
την πίστη, την αποφασιστικότητα και το δυναμισμό του χαρακτήρα του είναι παράγοντες
που θα βοηθήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να εξελιχθεί το πένθος σε
κατάθλιψη, απογοήτευση και να έχει καταστροφικές συνέπειες στην μετέπειτα πορεία του
προσώπου.

Β. Μοναξιά
Όσο ποιο απομονωμένος είναι ο άνθρωπος από τον κοινωνικό του περίγυρο και όσο
απέχει από μια βιωματική πνευματική σχέση κοινωνίας με το Θεό, τα πρόσωπα και τα
πράγματα, τόσο κινδυνεύει με την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου να αισθανθεί
έντονη μοναξιά και εγκατάλειψη. Είναι πολύ σημαντικό σε τέτοιες στιγμές να υπάρχουν
άνθρωποι με αγάπη και πίστη που θα ψάξουν και θα δημιουργήσουν αφορμές
επικοινωνίας, ώστε τέτοια πρόσωπα να μην απομονωθούν και γίνουν έρμαια της
απομόνωσής τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η απώλεια μπορεί να δώσει την ευκαιρία για μια
νέα αρχή στον τρόπο που βιώνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις, μπορεί όμως και να γίνει η
αφορμή για την απόλυτη απομόνωση και την παντελή έλλειψη κοινωνίας. Είναι σημαντικό
να εξετάσουμε κατά περίπτωση πέραν του χαρακτήρος του προσώπου και τις
αντικειμενικές συνθήκες ζωής. Κάποια πρόσωπα μπορεί να απομονωθούν για λόγους
ανέχειας, αξιοπρέπειας και πολλούς άλλους διαφορετικούς λόγους βίωσης υποκειμενικών
ή αντικειμενικών προβλημάτων και συναισθημάτων.

Γ. Θυμός
Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι το πρόσωπο που απώλεσαν για κάποιο λόγο και με
κάποιο τρόπο τους εγκατέλειψε! Αυτό το αίσθημα μπορεί να συνδέεται και με αιτίες όπως
αυτές που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Νοιώθουν λοιπόν θυμό και αποστροφή ταυτόχρονα με
την αγάπη και την αναζήτηση του απολεσθέντος προσώπου. Βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε
ένα δίπολο, όπου η θλίψη για την απώλεια εναλλάσσεται με το θυμό. Αυτή η κατάσταση
27
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

είναι συνδεδεμένη και εξαρτάται τόσο από την πνευματική και ψυχολογική κατάσταση του
πενθούντος, όσο και από τις πραγματικές σχέσεις με το εκλιπόν πρόσωπο και τις
αντικειμενικές δυσκολίες της ζωής. Στην ποιμαντική αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων
πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν όλες αυτές τις παραμέτρους και να βοηθούμε με διάκριση
σε όλες αυτές τις κατευθύνσεις με τη βοήθεια καταλλήλων προσώπων, φίλων, συγγενών,
με φανερό ή αφανή τρόπο.

Δ. Εγκατάλειψη
Πολλοί άνθρωποι, όταν πενθούν για την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου
παραπονούνται ότι τους εγκατέλειψε ο Θεός, ότι δεν έχουν πλέον κανένα αληθινό στήριγμα
και καμιά ελπίδα, εφόσον και αυτός ο Θεός είναι εναντίον τους και οπωσδήποτε δεν τους
αγαπά και τους έχει εγκαταλείψει. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να ερευνηθούν τα
πραγματικά αίτια μιας τέτοιας στάσης που μπορεί να συνδέεται με την έλλειψη πίστης,
αλλά επίσης και με ψυχολογικά αίτια ή ακόμα και με την υστεροβουλία και την επιθυμία
κάποιου να τον λυπούνται και έτσι να ασχολούνται μαζί του. Και σ’ αυτήν την περίπτωση
χρειάζεται διάκριση και ποιμαντική μέριμνα προσωπική, ανάλογα με την περίπτωση.

Ε. Κατάθλιψη
Αυτή η κατάσταση μπορεί να συνδέεται με παθολογικά αίτια, με δύσκολα βιώματα,
με το έλλειμμα πίστης, με αντικειμενικές δυσκολίες, με κοινωνικά αίτια, με ηθικές
προκλήσεις ιδιαίτερα σε κλειστές κοινωνίες ή ακόμα και με ενοχές που οφείλονται σε
υποκειμενικά ή σε αντικειμενικά αίτια.

6. ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
Σε σχέση με όσα προαναφέραμε χρειάζεται να λάβουμε υπ’ όψιν πόσο
ανακουφιστικά επιδρά στις ψυχές των ανθρώπων το αίσθημα του σεβασμού στον
κεκοιμημένο, η ιεροπρεπής τέλεση της εξόδιου ακολουθίας. Στο επίπεδο της ψυχολογικής
προσέγγισης και επίδρασης γίνεται σύνδεση της διδασκαλίας περί του θανάτου και της
ζωής (αυτών δηλαδή που ακούγονται μέσω των ύμνων και των αναγνωσμάτων κατά τη
διάρκεια της ιερολογίας της εξοδίου ακολουθίας) με τη σοβαρότητα, την ιεροπρέπεια και
την ευσέβεια τέλεσης των ακολουθιών.
28
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Ανακεφαλαιώνοντας, υπογραμμίζουμε ότι ο πραγματικός θάνατος είναι ο


πνευματικός θάνατος. Η πραγματική ζωή είναι η εν Χριστώ πνευματική ανάσταση, η
μετάνοια που μεταμορφώνει τον άνθρωπο, νοηματοδοτεί τη ζωή του και τον κάνει αιώνιο
συνοδοιπόρο του Χριστού, των Αποστόλων, των Αγίων, των ζώντων και των κεκοιμημένων,
μέσα από την κοινή λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, εκεί όπου ζώντες και
κεκοιμημένοι ζουν και υπάρχουν εν Χριστώ αιωνίως. Αυτό μαρτυρεί το παράδειγμα των
Αγίων που κεκοιμημένοι όντες ζουν εν Χριστώ και προσεύχονται για τον κόσμο και τη
σωτηρία του.
Σημειώνουμε τέλος, ότι όσα αναπτύχθηκαν στις προηγούμενες ενότητες δεν
αποτελούν γενικές συνταγές για την ποιμαντική διακονία των πενθούντων αλλά αναφορές
σε σημεία και ζητήματα που θεωρήσαμε ότι μπορούν να φανούν χρήσιμα σε εκείνους που
επιθυμούν να διακονήσουν τους αδελφούς μας όταν οι απώλειες και ο θάνατος δοκιμάζουν
τις πνευματικές, τις ψυχολογικές και τις σωματικές τους αντοχές, μεταφέροντας σε αυτούς
την αγάπη του θεού κι τη γεύση της νίκης επί του θανάτου δια της Αναστάσεως του
Χριστού.

Σεμινάρια, βιβλιογραφία, φυλλάδια, βοηθήματα, ομιλίες για το ποίμνιο.

Κείμενα από Ενορίες της Ρωμαιοκαθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας για σεμινάρια σχετικά
με την ποιμαντική του πένθους

Πένθος - εγκατάλειψη, ανησυχία, οργή, φόβος, θυμός, απώλεια, τελειωμός, α-παρηγορία,


απελπισία, εκτροχιασμός από τη ζωή, αυτά και πολλά άλλα συναισθήματα παρουσιάζονται όταν
κάποιος πενθεί! Ο απώτατος αποχωρισμός από αγαπημένα αντικείμενα, από κατοικίδια ζώα, από
ενότητες της ζωής, από τη θέση εργασίας, από αγαπημένους ανθρώπους...

Κάθε άνθρωπος, νέος ή ηλικιωμένος βιώνει πένθος.

Το πένθος πάντως στην δική μας κοινωνία, της παραγωγικής αποδοτικότητας, της
κατανάλωσης και της διασκέδασης, απωθείται στο περιθώριο και εξορίζεται από τον κοινό δημόσιο
βίο. Το πένθος απωθείται στην ιδιωτική σφαίρα, ώστε να μην παρενοχλεί τη ''φυσιολογική''
καθημερινότητα. Μ' αυτόν τον τρόπο αφαιρείται από τον πενθούντα η δυνατότητα να επεξεργαστεί
την απώλεια. Οι πενθούντες δεν ενσωματώνονται πλέον μέσω των κάποτε αυτονόητων

29
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

τελετουργικών, αλλά απομονωμένα, ώστε να μην ενοχλήσουν την κοινωνία ''χωρίς να παρίσταται
ανάγκη''!

Αποχωρισμοί στις κοινωνικές ομάδες κοινότητες κλίνουν ενάντια στις κοινωνικές τάσεις.
Όπως τα μουσικά κομμάτια στο ραδιόφωνο όλο και σπανιότερα φτάνουν μέχρι το τέλος,
αποκρύπτονται από το φως.

Είμαι ο ων, είμαι εδώ Εξ. 3,14

Αυτή την διακοίνωση κάνει ο Θεός στον λαό Του τον Ισραήλ. Αυτή η διαβεβαίωση ισχύει και8
για εμάς διότι μια αξιόπιστη εκκλησία είναι τότε μόνο εκκλησία, όταν είναι παρούσα για άλλους!

Στην κοινότητά μας θέλουμε να είμαστε παρόντες ο ένας για τον άλλον. Η εκκλησία μας είναι
θεμελιωμένη στην επάνοδο του Χριστού και στην πίστη στην Ανάσταση.

Συνοδεύουμε ανθρώπους στο δρόμο για τη ζωή (Βάπτισμα, Θεία Κοινωνία, Χρίσμα), διαμέσω
της ζωής( Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιο) μέχρι και το θάνατο (Εξόδιο Ακολουθία, Ενταφιασμό).

Για εκείνους που μένουν πίσω προσφέρουμε συλλυπητήριες επισκέψεις, ποιμαντικές


πνευματικές συζητήσεις, τεσσαρακονθήμερα, λειτουργικές ακολουθίες.

Πέραν αυτών θέλουμε να βγάλουμε το θέμα Πένθος από την ιδιωτική σφαίρα και να
συνδέσουμε νέο και παλιό.

Κατά τα περασμένα έτη προσφέραμε θεματικές εβδομάδες, τις οποίες θα συνεχίσουμε, ώστε
το πένθος να μην μείνει μόνο ιδιωτική υπόθεση, αλλά ο καθένας να αντιπαρατεθεί με το θέμα
πονώ-υποφέρω, πεθαίνω, θάνατος και πένθος, πριν αλλά και άν βρεθεί σ' αυτήν την κατάσταση
ζωής.

Πένθος - άντληση ελπίδας, καινούργια αρχή, ανακάλυψη νέας προοπτικής, ενθύμηση -μνήμη,
φύλαγμα στην καρδιά, φτάσιμο μέχρι το τέλος - ολοκλήρωση, συμφιλίωση, ανάπτυξη εσωτερικής
δύναμης, υπερνίκηση φόβων, ο δρόμος προς τη ζωή1!

Η συνοδεία του νεκρού είναι λειτουργία και διακονία. (παλαιότερα κατά τη διάρκεια της
νύκτας, εθελοντές της ενορίας που προσφέρονται να βρίσκονται κοντά στο νεκρό και στους
συγγενείς του νεκρού για συμπαράσταση)

Συνοδεία του νεκρού σημαίνει έχω στο οπτικό μου πεδίο, στα μάτια μου τους συγγενείς.

1 2012, Ρωμαιοκαθολική Ενορία Αγίου Παγκρατίου Δυτικής Κολωνίας.


30
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Η ψυχή των ανθρώπων που πενθούν είναι σ' αυτή τη δύσκολη περίοδο πολύ ευαίσθητη και
πληγώνεται εύκολα. Χρειάζονται ανθρώπους που θα τους κάνουν καλό, που σέβονται τον πόνο και
το πένθος τους. Η έχουσα το λόγο έφερε τους παρόντες κοντά στο τί προσφέρει η συνοδευτική των
πενθούντων και πως βοηθά τους πενθούντες.

Ο πνευματικός υπεύθυνος για το θέμα αναφέρθηκε στο ευαίσθητο έργο που επιτελεί ο
υπεύθυνος της ακολουθίας. Τί θα ήθελε η οικογένεια και πως θα καταστεί δυνατό ο πόνος να έχει
τη θέση του πλάι στην ελπίδα;

Στη διάρκεια της διάλεξης εξετάστηκαν τα πιο διαφορετικά μοντέλα συνοδευτικής του
νεκρού. Έγινε γνωστό τί γίνεται αποδεκτό και βοηθά την οικογένεια που έχει πένθος και ποιων
ιδιαιτέρων επιθυμιών των οικογενειών που πενθούν γίνονται δέκτες οι συνοδοί λειτουργοί.

Σ' αυτή τη βραδιά ετέθη το θέμα της διαμόρφωσης του περιεχομένου των μνημοσύνων. Η
συνάντηση θα κοινοποιηθεί εγκαίρως2.

Υποστήριξη στην χριστιανική σχέση - επαφή με το θάνατο και το πένθος

Μέσα στην ελπίδα για ένα αντάμωμα

Η ταφή των νεκρών και η συνοδευτική των πενθούντων είναι υπηρεσίες που κατά τη
χριστιανική κατανόηση ανήκουν έκπαλαι στα έργα της ελεημοσύνης.

Επιθυμούμε να ενισχύσουμε και να ενθαρρύνουμε ανθρώπους με διάφορες προσφορές στον


τόπο τους (συναντήσεις, διαλέξεις, συζητήσεις), ώστε να ασχοληθούν με την ποιμαντική του
πένθους.

Σε πολλές ενορίες αναλαμβάνουν συγκεκριμένοι άνθρωποι την υπηρεσία του τελετουργού


για τους κεκοιμημένους. Μέσω της τοποθέτησης εθελοντών συνεργατών στις τελετές για τους
κεκοιμημένους, δίνει η υπηρεσία της ενορίας το σήμα ότι αυτό δεν είναι μόνο καθήκον του ιερέως,
αλλά το γεγονός του θανάτου το σηκώνει μαζί ολόκληρη η ενορία.

Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες λαμβάνουν χώρα συναντήσεις σε διάφορες ιερατικές
περιφέρειες, που έχουν ως περιεχόμενο: ανταλλαγή (απόψεων), πρόκληση παλμού, εκτιμήσεις επί
του θέματος3.

2
Katholische Kirche Kärnten, Totenwäche ist Liturgie und Diakonia Astrid Panger, Διευθ. Σεμιναρίου.
31
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Ενωμένοι στο πένθος


Ευλογία στους πενθούντες
Ας είναι ευλογημένοι όλοι
εκείνοι που δεν μ' αποφεύγουν.
Είμαι ευγνώμων στον καθ' έναν
που μια φορά μου χαμογελά
και μ' απλώνει το χέρι,
σαν νιώθω εγκαταλειμμένος.
Ας είναι ευλογημένοι όλοι
που μ' επισκέπτονται ακόμα
αν και φοβούνται
μή και πουν κάτι λάθος
Ας είναι ευλογημένοι όλοι,
όσοι μου επιτρέπουν να μιλώ για τους νεκρούς.
δεν θέλω να αποσιωπήσω ολοκληρωτικά
τις θύμησές μου.
Ψάχνω να βρω ανθρώπους,
στους οποίους να μπορώ να πω
αυτό που μου συμβαίνει.
Ας είναι ευλογημένοι αυτοί που με ακούν,
ακόμα και όταν αυτό που έχω να πω
είναι δύσκολο να το αντέξεις.
Ας είναι ευλογημένοι όλοι,
όσοι δεν θέλουν να με αλλάξουν,
αλλά με αποδέχονται υπομονετικά
όπως είμαι τώρα.
Ας είναι ευλογημένοι,
αυτοί που με παρηγορούν
και μου λένε πως σίγουρα
ο Θεός δεν με έχει εγκαταλείψει4.

3
Επισκοπή Γκούρκ, Επισκοπική Υπηρεσία Πνευματικής Διακονίας, Σεμινάρια, Σεμινάριο-Διάλεξη για την
Ποιμαντική του Πένθους.
4
Der Segen der Trauernden, Marie Luise Wölfling.
32
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

ΕΝΟΤΗΤΑ 3Η

Η ψυχολογική προσέγγιση του πένθους αποτέλεσε, και αποτελεί, σημείο αιχμής


του προβληματισμού των σύγχρονων ανθρωπολογικών επιστημών. Από την εποχή που η
Elisabeth Kübler-Ross δημοσίευσε μία από τις πρώτες εργασίες οι οποίες αναφέρονται,
με επιστημονικό τρόπο, στις ψυχολογικές διεργασίες που προκαλεί στον ασθενή και
στους οικείους του ο επερχόμενος θάνατος ενός καταληκτικού ασθενούς 1, συνεχίζεται
αμείωτος ο προβληματισμός, η έρευνα και οι ποικίλες καταγραφές και ψυχολογικές
προσεγγίσεις του εν λόγω ζητήματος.
Στην παρούσα ενότητα η προσοχή επικεντρώνεται στις δυνατότητες ποιμαντι-
κής αξιοποίησης όλων των προσφερόμενων γνώσεων, ώστε ο ποιμένας και οι συνεργά-
τες του, που ασχολούνται με την ποιμαντική των πενθούντων, να είναι σε θέση να ανα-
γνωρίσουν τι κρύβεται πίσω από τα λόγια, τις συμπεριφορές και τις συναισθηματικές
εκδηλώσεις των πενθούντων (ή του καταληκτικού ασθενούς και των οικείων του) ώστε
οι ποιμαντικές παρεμβάσεις, η παρηγοριά και η πνευματική καθοδήγηση να ανταποκρί-
νονται στην πνευματική και ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους α-
πευθυνόμαστε.
Στόχος της ποιμαντικής προσέγγισης δεν είναι, απλώς, η ψυχολογική ανακού-
φιση των πενθούντων αλλά η σταθερή προσπάθεια να στηριχθεί η πίστη του δοκιμαζό-
μενου ανθρώπου, η διατήρηση της εμπιστοσύνης του στην πρόνοια του Θεού και η
προσφορά εν Χριστώ παρηγοριάς, ώστε αυτός να βιώσει το πένθος όχι «καθὼς καὶ οἱ
λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»2.
Το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο προέρχεται από την πένα του
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρα, και
το επεξεργαστήκαμε ώστε να προσαρμοσθεί στις εκπαιδευτικές ανάγκες της παρούσας
ενότητας, παρουσιάζει διεξοδικά τόσο τον ψυχολογικό προβληματισμό όσο και την ποι-
μαντική αξιοποίηση του.

Α. ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

1
El. Kübler-Ross, Αυτός πού πεθαίνει (On death and Dying), μτφρ. Κ. Μιχαηλίδης, Ταμασός, Λευκωσία,
1979.
2
Θεσ. Α΄, 4, 13.

33
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

Για τη συστηματοποίηση της μελέτης του περίπλοκου φαινόμενου της θλίψης


και του πένθους επιχειρήθηκε από τους μελετητές ψυχολόγους και ψυχιάτρους του δυ-
τικού κόσμου η διάκριση σε διάφορα στάδια. Οι δυτικοί αυτοί μελετητές γνωρίζουν ότι
υπάρχουν και μη δυτικές κοινωνίες, στις οποίες η διαδικασία του πένθους έχει μια εντε-
λώς διαφορετική δομή3. Παρόλο που οι διάφοροι μελετητές έχουν διαφορετικές από-
ψεις για τα στάδια διαδικασίας του πένθους, μπορούμε, όμως, να διακρίνουμε τα ακό-
λουθα4:

α) Το στάδιο του συγκλονισμού5


Αυτό αρχίζει με την αναγγελία του θανάτου και κρατά μερικές ώρες. Αμέσως,
μετά την αναγγελία, ακολουθούν ενδείξεις ψυχολογικής οπισθοδρόμησης. Παρατηρεί-
ται, συχνά, ψυχολογική κατάρρευση, και ο θλιμμένος δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται τί
συμβαίνει γύρω του. Κατά την διάρκεια αυτού του σταδίου ο θλιμμένος κινείται μηχανι-
κά6, ακολουθώντας τυποποιημένους τρόπους συμπεριφοράς7 και είναι πειθήνιος, επει-
δή πονάει για να διαμαρτυρηθεί8. Νοιώθει μια αόριστη οργή9. Στο στάδιο αυτό υπάρχει
ένα χάσμα μεταξύ της λογικής και των συναισθημάτων του θλιμμένου 10, που είναι και το
πιο θετικό του στοιχείο11.

3
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns. Analyse und Beratung, Gütersloh, München, 1973, σελ. 61. Και στην
πατρίδα μας υπάρχει διαφοροποίηση στην διαδικασία βιώσεως του πένθους μεταξύ των ανθρώπων των
λαϊκοτέρων τάξεων και της υπαίθρου από τη μια μεριά και των αστών από την άλλη. Βλ. και Φάρος Φιλό-
θεος, (ἀρχιμ.), Τό πένθος, Ὀρθόδοξη, Λαογραφική καί Ψυχολογική Θεώρηση, Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1981, όπου
αναφέρονται οι πολλές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην λαϊκή-παραδοσιακή γνώση του θανάτου
και του πένθους και σε αυτή των αστών.
4
Ο αριθμός και η ονομασία των σταδίων παρατίθενται σύμφωνα με τον καθορισμό τους από τον Y.
Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 60 κ. εξ.
5
Το αναφέρουν οι εξής από τους ερευνητές: α) B. Kreis, A. Pattie, Up from Grief, Seabury Press, New York,
1969, σελ. 11, β) G. H. Polloc, «Mourning and adaptation» (1961), στο: R.V. Frankiel (Ed.), Essential papers
on object loss, New York University Press, N.Y., 1994, σελ. 142-179, γ) W. Oates, Anxiety in Christian Experi-
ence, Westminster Press, Philadelphia PA, 1955, σελ. 52, και δ) Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …,
σελ. 60-66.
6
B. Kreiss, A. Pattie, Up from Grief,…, σελ. 6.
7
Ό.π., σελ. 22.
8
Ό.π., σελ. 6.
9
Ό.π., σελ. 16.
10
Ό.π., σελ. 12.
11
Ό.π., σελ. 13.

34
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

Μερικές φορές, ο θλιμμένος μουδιάζει τόσο πολύ από τον συγκλονισμό, που
δεν παρουσιάζει σημεία ψυχολογικής οπισθοδρόμησης12. Η συναισθηματική αυτή αναι-
σθητοποίηση του οργανισμού προστατεύει το εγώ από την εναντίον του απειλή 13. Ένα
παράδειγμα από τον εκκλησιαστικό χώρο αυτού του φαινομένου, δηλαδή του μουδιά-
σματος, έχουμε από τον Άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων, που στον επικήδειο για τον θάνα-
το του αδελφού του Σατύρου γράφει: «το μυαλό μου έχει μουδιάσει, έτσι που πιστεύω
ότι δεν τον έχω χάσει, αλλά μπορώ να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου»14.

β) Το στάδιο της συγκρατήσεως15


Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από δύο μορφές συναισθηματικής συγκρατή-
σεως. Αυτή, που επιβάλλει ο ίδιος ο θλιμμένος στον εαυτό του και αυτή που του επι-
βάλλουν η οικογένεια, οι φίλοι και «οι τεχνικοί της μεταβατικής περιόδου»16, για να ε-
ξασφαλίσουν μια κοινωνικά αξιοπρεπή διεξαγωγή της κηδείας. Τελειώνει με την κηδεί-
α.
Στο στάδιο αυτό χρησιμοποιείται κάθε μέσο που μπορεί να δώσει ανακούφιση
στο θλιμμένο και να διευκολύνει την αυτοσυγκράτησή του. Στην εποχή μας, χρησιμο-
ποιούνται για τον σκοπό αυτό αφειδώς τα ηρεμιστικά με αποτελέσματα να δημιουργεί-
ται μια εκρηκτική κι επικίνδυνη κατάσταση για το θλιμμένο, επειδή δεν του δίδεται η
ευκαιρία να ζήσει τη διεργασία της θλίψης και έτσι ο νεκρός γι’ αυτόν παραμένει άτα-
φος με φυσικό αποτέλεσμα να «βρικολακιάσει».
Γνωστή θανατολόγος δηλώνει απερίφραστα ότι δεν πρέπει να χορηγούνται από
του γιατρούς ηρεμιστικά και καταπραϋντικά φάρμακα σε κάθε περίπτωση πένθους, πα-
ρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που το άγχος οδηγεί στα όρια του πανικού, καθώς το
εγώ προσπαθεί να αποφύγει την ολοκληρωτική κατάρρευση. Στις περισσότερες των πε-
ριπτώσεων θα πρέπει να αφήνεται ο θλιμμένος να κλάψει, να φωνάξει ή να κάνει οτι-

12
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 62.
13
W. Oates, Anxiety in Christian Experience, …, σελ. 52.
14
Αμβροσίου Μεδιολάνων, In fatrem suum Satirum, I, 18, σελ. 167.
15
Το αναφέρουν οι εξής από τους ερευνητές: α) G. H. Polloc, «Mourning and Adaptation»…, σελ. 142-179,
β) W. Oates, Anxiety in Christian Experience,…, σελ. 52-54, γ) D. M. Fulcomer, The Adjustive Behavior of
some recently bereaved spouses ,…, σελ. 92-93 και δ) Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 60-66.
16
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 66. Ως “τεχνικοί της μεταβατικής περιόδου” αναφέρονται οι
εργολάβοι κηδειών, αλλά μπορεί να είναι και οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ιερείς κλπ.

35
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

δήποτε θα τον βοηθήσει να ξεθυμάνει. Έτσι, η βίωση του πόνου θα οδηγήσει τον θλιμ-
μένο στις ενέργειες εκείνες που θα του περιορίσουν την ίδια την αιτία του πόνου 17.
Αλλά και άλλος μελετητής σημειώνει πως το φάρμακο περιορίζει μόνο την αί-
σθηση του πόνου κα όχι τον ίδιο τον πόνο. Η ανεξέλεγκτη χορήγησή του, μπορεί να αμ-
βλύνει την αιχμή της θλίψης, που ζητά να βρει έκφραση σε ένα κρίσιμο στάδιο και έτσι ο
θλιμμένος εμποδίζεται να κάνει εκείνα τα αναγκαία πρώτα βήματα στην διαδικασία της
θλίψης, να διαπιστώσει, δηλαδή, ξεκάθαρα την πραγματικότητα του θανάτου με την βί-
ωση του πόνου, με το κλάμα και την συζήτηση γύρω από τον νεκρό, καθώς και την συζή-
τηση για τη σχέση που είχε με αυτόν18.

γ) Το στάδιο της οδύνης και της ψυχολογικής οπισθοδρόμησης19.


Το τρίτο αυτό στάδιο περιλαμβάνει την παρατεταμένη αργή προσαρμογή, που
οφείλει να κάνει ο θλιμμένος στη ζωή του, χωρίς το πρόσωπο που αγάπησε, αισθανόμε-
νος πια πλήρως την θλίψη του20. Χαρακτηρίζεται από κύματα πόνου, που συνεχώς έρχο-
νται και φεύγουν. Άλλοι από τους πενθούντες αισθάνονται τον πόνο, αλλά δεν μπορούν
να τον εκφράσουν. Άλλου νομίζουν ότι, αν συγκρατήσουν τα συναισθήματά τους, θα
αισθανθούν καλύτερα. Τέλος, άλλοι αισθάνονται κάποια ανακούφιση, μόνον όταν εκ-
φράσουν τα οδυνηρά τους συναισθήματα. Ο δρόμος προς τη ανάρρωση γι’ αυτούς τους
τελευταίους είναι πιο εύκολος21.
Ένα από τα συναισθήματα, που συχνά κυριαρχούν στον θλιμμένο, είναι η οργή
που θα πρέπει να εκφέρεται με το πραγματικό της όνομα, γιατί, έτσι, ο πόνος της απώ-
λειας ανακουφίζεται, ενώ, κρυμμένη κάτω από τη μάσκα της θλίψης, μόνο σύγχυση
μπορεί να προκαλέσει στον πενθούντα22. Πολλοί θλιμμένοι στο στάδιο αυτό απομακρύ-

17
E. Kubler – Ross, Questions and Answers on death and dying, Touchstone, N.Y., 1974, σελ. 63.
18
D. K. Switzer, The Dynamics of Grief, Abingdon Press, Nashville and New York, 1970, σελ. 190-191. Πρβλ.
και Φάρος Φιλόθεος, (ἀρχιμ.), Τό πένθος,…, σελ. 219-220 και 328-329.
19
Το αναφέρουν οι εξής από τους ερευνητές: α) G. H. Polloc, «Mourning and Adaptation»…, σελ. 142-179,
β) W. Oates, Anxiety in Christian Experience, σελ. 53 γ) D. M. Fulcomer, The Adjustive Behavior of some re-
cently bereaved spouses ,…, σελ. 92-93, δ) Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 60-66, ε) J. Bowlby,
«Process of Mourning», International Journal of Psychoanalysis 42 (1961), σελ. 333-338, και στ) B. Kreiss, A.
Pattie, Up from Grief, …, σελ. 24-37.
20
B. Kreiss, A. Pattie, Up from Grief, …, σελ. 24.
21
Ό.π., σελ. 27.
22
Ό.π., σελ. 35.

36
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

νονται από τους άλλους σε μια αλύτρωτη μοναξιά, ενώ άλλοι αναπτύσσουν μια υπερ-
δραστηριότητα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη μέγγενη της θλίψης. Χωρίς καμιά
εξαίρεση, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι η συμπαράσταση ενός φίλου είναι αποφασι-
στικής σημασίας κατά το στάδιο αυτό, για την ανάρρωση του θλιμμένου. Είναι πολύ ση-
μαντικό για τον θλιμμένο να βρει έναν ακροατή, που θα τον ακούσει με πραγματική συ-
μπάθεια23.
Κατά το στάδιο αυτό εκφράζεται και μια διαφορετική σχέση με τον νεκρό. Ενώ
ο θλιμμένος μπορεί να αισθάνεται ότι ο νεκρός τον εγκατέλειψε και άρα τον πρόδωσε,
εντούτοις τις περισσότερες φορές αποθεώνει τον νεκρό, παραβλέποντας όλες τις αρνη-
τικές του πλευρές. Οι λόγοι αυτής της ανεπιφύλακτης δικαιώσεως είναι πολλοί. Ο θάνα-
τος, αίφνης, δείχνει πόσο ασήμαντες ήταν οι καθημερινές συγκρούσεις σε σχέση με την
ποιότητα του δεσμού, που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον θλιμμένο και τον νεκρό. Ακό-
μη, μπορεί ο θλιμμένος με τους επαίνους του για τον νεκρό να θέλει να πνίξει τα συναι-
σθήματα ενοχής, που αισθάνεται και τα οποία προσπαθούν να βγουν στην επιφάνεια 24.
Πάντως, η διαδικασία του πένθους είναι περίπλοκη. Έτσι, μια γυναίκα που έχα-
σε τον άνδρα της έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα: τη θλίψη της, τις οικονομι-
κές δυσκολίες που δημιουργούνται με τον περιορισμό του εισοδήματός της, την απο-
κλειστική ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών. Ταυτόχρονα μέσα της βιώνει τάσεις
αλληλοσυγκρουόμενες: να θυμάται τον νεκρό, να τον ξεχάσει, να τον πενθήσει, να ανα-
ζητήσει μια νέα ζωή, να κατηγορήσει τον εαυτό της ή τους άλλους για το κακό που την
βρήκε25. Ακόμη, στο στάδιο αυτό, ο θλιμμένος μπορεί να αρνείται το γεγονός του θανά-
του και να φαντάζεται τη σύντομη επιστροφή του νεκρού.
Άλλη συνηθισμένη αντίδραση είναι η επίμονη ενασχόληση με λεπτομερειακές
αναμνήσεις για τον νεκρό. Είναι και αυτή μια προσπάθεια του θλιμμένου να αναστήσει
τον νεκρό στη σκέψη του, μια κι έχασε τη φυσική του παρουσία. Όλα αυτά πολλές φορές
δημιουργούν και σωματικά συμπτώματα -ρευματισμούς, αϋπνία, πόνους στο στήθος-,
με αποτέλεσμα οι χήροι και οι χήρες να πεθαίνουν πολύ συχνότερα στα χρόνια που α-

23
Ό.π., σελ. 38.
24
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 75.
25
P. Marris, Widows and their families, Routledge and Kegan Paul, London, 1958, σελ. IX.

37
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

κολουθούν τον θάνατο του προσφιλούς τους, παρά οι έγγαμοι της ίδιας με αυτούς ηλι-
κίας και τάξης26.
Συχνά παρατηρείται και το φαινόμενο άνθρωποι που εμφορούνται από θρη-
σκευτική πίστη να την χάνουν, αφού με την διακοπή της επικοινωνίας με τους ανθρώ-
πους παύει και η επικοινωνία τους με τον Θεό. Αντίθετα, παρατηρείται ένα ασυνήθιστο
θρησκευτικό ενδιαφέρον από μη θρησκευόμενους που συνήθως είναι πρόσκαιρο, αλλά
που μπορεί με κατάλληλη ποιμαντική αντιμετώπιση να μονιμοποιηθεί 27. Στο στάδιο της
οδύνης, παρατηρούνται και συμπτώματα ψυχολογικής οπισθοδρόμησης. Με την απώ-
λεια της σχέσης που ο θλιμμένος είχε με τον νεκρό και με την προοδευτική συναίσθηση
αυτής της απώλειας, η ψυχική οργάνωση του θλιμμένου, που πριν ήταν συντονισμένη
με εκείνη του νεκρού, αρχίζει να καταρρέει28. Ο πατέρας της Ψυχανάλυσης διακρίνει
τρία στάδια ψυχολογικής οπισθοδρόμησης:
α) την τοπική ψυχολογική οπισθοδρόμηση, όπου από ένα υψηλότερο σύστημα
οργάνωσης το άτομο μεταβαίνει σε ένα κατώτερο. Το εγώ παραδέχεται την αδυναμία
του και είναι έτοιμο να καταρρεύσει.
β) την προσωρινή ψυχολογική οπισθοδρόμηση, όταν καταφεύγει κάποιος σε
μια νηπιακή φάση, που κλινικά αναγνωρίζεται με την απομόνωση και τον εγωκεντρισμό
του θλιμμένου και
γ) την ψυχολογική οπισθοδρόμηση σε αρχαϊκά σχήματα φαντασίας και μαγι-
κούς τρόπους σκέψης, τα οποία δημιουργούν ένα μείγμα δεισιδαιμονιών, υποσυνείδη-
της πίστης του ατόμου στην παντοδυναμία του και πρωτόγονου φόβου τιμωρίας 29.
Η ψυχολογική οπισθοδρόμηση προκαλεί απροσδόκητες εκρήξεις κλάματος, πα-
ραπόνων και οργής, συνήθως για πράγματα μηδαμινής σημασίας και τα οποία δε συν-
δέονται με τον θάνατο. Όμως, έχει διπλή λειτουργία, γιατί δεν είναι μόνο αντίδραση σε
ένα τραυματικό γεγονός, αλλά ταυτόχρονα και ένας μηχανισμός αντιμετώπισης αυτού
του γεγονότος. Ο θλιμμένος με αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι, ενώ έχει χάσει τον έλεγχο

26
D. Hendin, Death as a fact of life, Norton, New York, 1973, σελ. 170.
27
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 76.
28
Ό.π., σελ. 70.
29
S. Freud, Die Traumdeutung (1900), Gesanmelte Werke, τομ. 2 και 3, Frankfurt 1968, σελ. 554 και του
ιδίου Vorlesungen zur Einfuhrung in die Psychoanalyse (1916-1917) Gesanmelte Werke, τόμ. 11, Frankfurt
1964, σελ. 373.

38
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

του εαυτού του, ζητεί ταυτόχρονα από το περιβάλλον του να του προσφέρει εκείνη την
ανακούφιση και την υποστήριξη, που θα τον απελευθερώσει από τον εναγκαλισμό του
νεκρού30. Το στάδιο αυτό διαρκεί από τέσσερεις έως έξι31 ή έξι ως δέκα εβδομάδες32.

δ) Το στάδιο της ανάρρωση και της προσαρμογής33


Η έναρξη του σταδίου της αναρρώσεως και της προσαρμογής εξαρτάται από τη
σχέση του θλιμμένου με τον νεκρό34, από την διάρκεια της αρρώστιας, από την δυνατό-
τητα που είχε από πριν να διαλεχθεί με τον επερχόμενο θάνατο του προσφιλούς προ-
σώπου κλπ. Όταν ο θλιμμένος μπει σε αυτό το στάδιο, τότε παύει να ενεργεί μηχανικά.
Παρουσιάζει σχέδια και ιδέες για μελλοντική δράση. Βέβαια, στην αρχή η ανάρρωση εί-
ναι περισσότερο θεωρητική και λιγότερο πρακτική. Αν οι συγγενείς και οι φίλοι δε συ-
μπαρασταθούν στον θλιμμένο και δε δείξουν προθυμία να τον ακούσουν να εκφράζει
την θλίψη του, βοηθώντας τον να βρει διέξοδο στην πλημμυρίδα των συναισθημάτων
του, τότε, για τα προηγούμενα στάδια τουλάχιστον, η ανάρρωση θα καθυστερήσει 35. Στο
τελευταίο αυτό στάδιο ο ρόλος τους είναι πια περιορισμένος και ο θλιμμένος μπορεί να
καλύψει, το κενό, ξέροντας πια ότι το πένθος προσφέρει μια ευκαιρία αναπτύξεως, που
αξιοποιείται κυρίως από τον εσωτερικό του κόσμο.
Πρέπει, βέβαια, να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι, έστω και αν η ομαλή και σωστή
βίωση του πένθους φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αυτό δε σημαίνει ότι η θετική

30
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 73 και 78.
31
E. Lindermann, «Symptomatology and management of acute grief», Pastoral Psychology 14, 6 (1963),
σελ. 8-18, (σελ. 12).
32
Paula J. Clayton, et al., «A Study of Normal Bereavement», Αmerican Journal of Psychiatry 125 (1968),
σελ. 168-178. Πρβλ. και Φάρος Φιλόθεος, (ἀρχιμ.), Τό πένθος, …, σελ. 220-226.
33
Το αναφέρουν οι εξής από τους ερευνητές: α) G. H. Polloc, Mourning and Adaptation…, σελ. 346-355, β)
W. Oates, Anxiety in Christian Experience, …, σελ. 53, γ) D. M. Fulcomer, The Adjustive Behavior of some
recently bereaved spouses ,…, σελ. 92-93, δ) Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 60-66, ε) J. Bowl-
by, «Process of Mourning»,…, σελ. 333-338 και στ) B. Kreiss, A. Pattie, Up from Grief, …, σελ. 24-37.
34
Μια ερευνητική ομάδα υπό την εποπτεία του John Schewab, που εργάστηκε με 45 θλιμμένους έδειξε ότι
η ποιότητα της σχέσης με τον νεκρό είναι ο παράγοντας εκείνος που σχετίζεται πιο πολύ με την ένταση και
την διάρκεια της θλίψης: J. J. Schewab, J. M. Chalmers, Sh. J. Conroy, P. B. Farris, R. E. Markush, «Studies in
Grief: Α Preliminary Report», στο: Bereavement, it’s Social Aspects, B. Schoenberg et al Eds), Columbia Uni-
versity Press, N. Y. and London, 1975, σελ. 86.
35
Κάποιοι από τους θλιμμένους της έρευνας, της προηγούμενης σημείωσης, ανέφεραν ότι οι φίλοι και οι
συγγενείς τους έδειξαν ενδιαφέρον να συζητήσουν την απώλεια μόνο για λίγες βδομάδες, αφήνοντάς τους
στην ταλαιπωρία μιας αξεδιάλυτης θλίψης, που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη κοινωνικών
στηριγμάτων, Πρβλ. John J. Schewab, …, «Studies in Grief: Α Preliminary Report», …, σελ. 87.

39
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

αντιμετώπιση δεν την ακολουθούν κάποιες κρίσεις απάθειας κι απελπισίας. Τέτοιες πα-
λινδρομήσεις μπορούν να συμβούν, όταν ο νεκρός ξαναζωντανέψει στη μνήμη του
θλιμμένου από διάφορα περιστατικά, που είχαν σχέση με αυτόν, όπως για παράδειγμα
η ονομαστική του γιορτή, η ημέρα του θανάτου του, μια επέτειος, ένα αγαπημένο τρα-
γούδι, που μεταδίδει το ραδιόφωνο, ένα βιβλίο ή μια τοποθεσία, επίσκεψη στους χώ-
ρους κοινών διακοπών. Την πιο δραματική, όμως, ψυχολογική οπισθοδρόμηση στο στά-
διο αυτό την προκαλεί ένας άλλος θάνατος.
Τα διάφορα στάδια του πένθους τα γνωρίζει το κοινωνικό περιβάλλον του
θλιμμένου από τα σύμβολα ή τις συμβολικές κινήσεις με τις οποίες τα κάνει φανερά έ-
νας που πενθεί. Φορώντας, για παράδειγμα, το μαύρο περιβραχιόνιο ο θλιμμένος, που
αρχίζει να συμμετέχει στις συνηθισμένες δραστηριότητες της ζωής, ζητά από τους αν-
θρώπους, που έρχονται σε επαφή μαζί του, την κατανόησή τους για την κατάσταση του
πένθους στο οποίο βρίσκεται, δηλαδή για τις αμφιθυμίες του, για τις μεγάλης διάρκειας
σιωπές του ή την παράκαιρη ευθυμία του. Καθ’ όμοιο τρόπο, όταν αρχίζει να αποβάλλει
τα σύμβολα του πένθους, πληροφορεί το περιβάλλον του ότι εισέρχεται στο στάδιο της
αναρρώσεως και της προσαρμογής36.
Η έναρξη του τελευταίου αυτού σταδίου, όπως άλλοτε και η διάρκεια των άλ-
λων, διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Θεωρητικά το στάδιο αυτό τελειώνει μετά
παρέλευση έξι έως δώδεκα μηνών από τον θάνατο του προσφιλούς προσώπου 37.

Β. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥΣ


Οι θλιμμένοι έχουν την ανάγκη συμπαράστασης από τους συνανθρώπους
τους38 για να σηκώσουν το βάρος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου 39. Αν δεν

36
Y. Spiegel, Der Prozess des Trauerns , …, σελ. 104.
37
J. Hinton, Dying, Penguin Books, Baltimore, 1967, σελ. 171. Πρβλ. και Φάρος Φιλόθεος, (ἀρχιμ.), Τό πέν-
θος,…, σελ. 226-228.
38
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει περιπτώσεις που οι συμπαραστάτες δεν πληροφορούν συγγενείς για το
θάνατο δικού τους προσώπου, ενώ τους εμποδίζουν να παρευρεθούν στην ταφή του εξαιτίας κάποιας α-
σθενείας τους και κανείς δεν τους κατηγορεί για σκληρότητα ή απανθρωπία: Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις
κατά το Ματθαίον Ευαγγέλιον , Ομιλία ΚΖ’ , PG 57, 353: «ότι πολλοί τους κακώς έχοντας, καν πατήρ, καν
μήτηρ ή, καν παιδίον, καν άλλος οστισούν των προσηκόντων ο τελευτηκώς, ουκ αφιάσι μαθείν , ουδέ επί
το μνήμα ακολουθήσαι. Και ουκ εγκαλούμεν ταύτη αυτής ωμότητα, ουδέ απανθρωπίσαν. Και μάλα εικό-
τως».

40
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

υπάρχει κάποιος δίπλα τους το βάρος αυτό μπορεί να τους τσακίσει40. Ανακουφίζονται
ιδιαίτερα όταν αυτός που τους συμπαρίσταται βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση 41. Θέ-
λουν κάποιος να τους κρατήσει το χέρι και να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν το μέλ-
λον42. Συμπεριφέρονται σαν μικρά παιδιά που χρειάζονται ασφάλεια και αισθάνονται
ωραία όταν τους την παρέχουν, ενώ την ζητούν επίμονα μέχρις ότου, μετά την ευεργετι-
κή βίωση του πένθους, την αντικαταστήσουν με την ανεξαρτησία43.
Αυτός που πρόκειται να συμπαρασταθεί σε θλιμμένο πρέπει να έχει υπ’ όψιν
του κάποιες πρακτικές, που θα τον διευκολύνουν στο έργο του, το οποίο, έτσι, θα απο-
βεί αποδοτικό για τον θλιμμένο. Κατ’ αρχάς ο συμπαραστάτης πρέπει να αντισταθεί
στον πειρασμό να καθοδηγήσει το θλιμμένο στο πως πρέπει να αισθάνεται. Πρέπει ο
θλιμμένος να αφεθεί ελεύθερος να εκφράσει τα συναισθήματα του με το δικό του τρό-
πο, ώστε να μπορέσει να δεχθεί και την απώλεια, αλλά και τον πόνο που αυτή προκα-
λεί44. Ο συμπαραστάτης οφείλει να ξέρει ότι ο ρόλος του είναι να ακούει και όχι να μι-
λάει για τον θάνατο45. Με τη σιωπή του ενθαρρύνει το θλιμμένο να εκφράσει τη θλίψη
του46, να μιλήσει για το νεκρό και για τα γεγονότα που συνδέονται με το θάνατό του 47. Η
σιωπή παρηγορεί περισσότερο από οποιοδήποτε λόγο. Όποιος έχει χάσει αγαπημένο

39
Γρηγόριος Θεολόγος, Επικήδειος εις Καισάριον, PG 35, 776-777. Στη μελέτη των D. Maddison, Ρ.
Beverlay, πολλά από τα άτομα που συμπεριελήφθησαν στην έρευνα με κακή έκβαση στο πένθος τους,
παραπονέθηκαν ότι τους έλειψε κάποιος συμπονετικός άνθρωπος για να συζητήσουν την ζωή τους για τον
νεκρό σύζυγό τους και τα γεγονότα γύρω από το θάνατό του: D. Maddison, Ρ. Beverlay, «Conjural Be-
reavement and the Social Networks», στο: Bereavement, it’s Social Aspects, B. Schoenberg et al Eds), Co-
lumbia University Press, N. Y. and London, 1975, σελ. 30,
40
Πρβλ. και Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την Β’ προς Κορινθίους Επιστολή, Ομιλία Ε’ α, PG 61, 471: «Δεινόν
μεν γαρ και ικανόν καταβαλείν την ψυχήν … όταν δε και ο παραμυθούμενος μη ή, και δυνάμενος το φορ-
τίον συνδιενεγκείν, μείζων γίνεται ο χειμών».
40
J. J. Pelikan, The Shape of Death: Life, Death and Immortality in the Early Fathers, Abingdon Press, Nash-
ville, 1961, σελ. 57.
42
B. Kreiss and A. Pattie, Up from Grief , …, σελ. 21
43
Ό.π., σελ. 26.
44
C. Ch. Backmann, Ministering to the Grief Sufferer, Prentice Hall Inc., New Jersey, 1964, σελ. 31.
45
Fr. Culter, Coming to Terms with Death: How to Face the Inevitable with Wisdom and Dignity, Nelson-Hall
Co, Chicago, 1974, σελ. 186
46
Au. Gordon, «The Jewish View of Death: Guidelines for Mourning», στο: Death: The Final Stage of Growth,
Elizabeth Kϋbler-Ross (Ed.), Prentice Hall, Inc., New Jersey, 1975, σελ. 50.
47
N. Autton, The Pastoral Care of the Bereaved , S.P.C.K., London, 1967, σελ. 60.

41
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

πρόσωπο δεν αγγίζεται από ρηχά και τετριμμένα λόγια παρηγοριάς, που μπορούν μόνο
να επιτείνουν το αίσθημα της μοναξιάς48.
Τον συμπαραστάτη συνοδεύουν δυο ακόμη πειρασμοί που πρέπει να αποφύ-
γει. Κάποιος, προφανώς καλοπροαίρετος, πιέζει παράκαιρα το θλιμμένο να αντιμετωπί-
ζει ευθέως την απώλεια και να εκφράσει ανεμπόδιστα τα συναισθήματά του, με σίγου-
ρο αποτέλεσμα την σοβαρή κατάθλιψη ή την άμεση άρνηση του θλιμμένου να δεχθεί
οποιαδήποτε βοήθεια. Κάποιος άλλος, προφανώς για να φανεί συμπαθητικός, διαιωνί-
ζει την κατάσταση του πένθους, αφού ενθαρρύνει την παθολογική της αντιμετώπιση, με
το να αρνείται τη συζήτηση για το θάνατο και την απώλεια. Η σωστή στάση βρίσκεται
προφανώς στο μέσο όλων αυτών των υπερβολών49. Ο συμπαραστάτης πολλές φορές
καταφεύγει σε στερεότυπες φράσεις για να καλύψει την δική του αγωνία, καθώς συ-
μπαρίσταται στο θλιμμένο. Πιστεύει, ίσως, πως με αυτόν τον τρόπο προστατεύει το
θλιμμένο από τον πόνο της απώλειας. Το μόνο που καταφέρνει είναι να παρατείνει ή να
αναβάλει τη βίωση αυτού του πόνου50.
Τέλος ο συμπαραστάτης πρέπει να έχει υπ’ όψιν του, ότι οι θλιμμένοι δεν δέχο-
νται πάντα την συμπαράσταση, που τους προσφέρεται. Με τον τρόπο τους πολλές φο-
ρές του δείχνουν ότι είναι ανεπιθύμητος. Ο συμπαραστάτης οφείλει με καλό τρόπο να
παραμείνει και να μην υποχωρήσει στην παρόρμηση της στιγμής, έχοντας την βεβαιότη-
τα πως με την στάση του αυτή βοηθά το θλιμμένο, έστω και αν αυτός δείχνει ότι απλώς
ανέχεται την παρουσία του51. Βέβαια, ανάλογα με τα στάδια του πένθους απαιτείται και
κατάλληλη αντιμετώπιση του θλιμμένου από το συμπαραστάτη.
Έτσι, κατά το στάδιο του συγκλονισμού, θα πρέπει αυτός που παρευρίσκεται
δίπλα στο θλιμμένο να τον αφήσει να κλάψει, να φωνάξει, ίσως να καταραστεί, να εκ-
φράσει την οργή του52. Στο θλιμμένο πρέπει να δοθεί κάθε δυνατή υποστήριξη και να
απαλλαγή αμέσως από τις καθημερινές του υποχρεώσεις και ευθύνες53. Κάθε παραίνε-
ση για αυτοκυριαρχία δεν είναι σωστή, γιατί μπορεί να αναστείλει το κλάμα, που στο

48
B. Kreiss, A. Pattie, Up from Grief , …, σελ. 8.
49
C. M. Parkes, «Grief as an Illness», New Society 3, 80 (1964), σελ. 12.
50
E. A. Grollman, Concerning Death: A Practical Guide for Living, Beacon Press, Boston, 1974, σελ. 1.
51
E. Lindermann, «Symptomatology and management of acute grief», …, σελ. 202.
52
E. Kϋbler-Ross, Questions…, σελ. 63.
53
F. Culter, «Coming to Terms with Death :How to Face the Inevitable with Wisdom and Dignity», Nelson –
Hall Co, Chicago, 1974, σελ. 209.

42
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

στάδιο αυτό είναι απόλυτα απαραίτητο54. Ας αποφύγει, ακόμη, ο συμπαραστάτης σ’


αυτό το πρώιμο στάδιο να μιλήσει για την αγάπη του Θεού. Ο θλιμμένος αισθάνεται μέ-
σα του απελπισία και οργή, με αποτέλεσμα αυτή η υπόμνηση ή να του αυξήσει τα αι-
σθήματα ενοχής ή να τον κάνει να κλεισθεί στον εαυτό του, φοβούμενος την απόρρι-
ψη55.
Προσεκτικός πρέπει να είναι ο συμπαραστάτης και κατά το στάδιο της συγκρα-
τήσεως. Το κλάμα είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος έκφρασης της λύπης και έχει κα-
θαρτικό αποτέλεσμα56. Ποτέ δεν πρέπει να εμποδίσουμε τον θλιμμένο να κλάψει, ούτε
να του καθορίσουμε εμείς το πόσο πρέπει να κλάψει57 ή με οποιοδήποτε τρόπο να επι-
σπεύσουμε τη διαδικασία του πένθους58. Ας μη ξεχνά, ακόμη, ο συμπαραστάτης ότι δεν
έχουν την ίδια ιδιοσυγκρασία όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είναι πιο συναισθηματικοί, άλλοι
πιο φλεγματικοί. Ο βαθμός της συναισθηματικής τους έκφρασης ακολουθεί, συνήθως,
την ιδιοσυγκρασία τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει ο συμπαραστάτης να
λαμβάνει υπόψη και τις δυνάμεις που κρύβει ένας άνθρωπος μέσα του και που μπορεί
να τον οδηγήσουν σε μια μη αναμενόμενη, σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, αντίδρα-
ση59.
Κατά το στάδιο της οδύνης και της ψυχολογικής οπισθοδρόμησης ο συμπαρα-
στάτης θα πρέπει να ανεχθεί την οργή του θλιμμένου, όπου και αν στρέφεται, στο Θεό,
δηλαδή, ή στο νεκρό ή και στον ίδιο τον συμπαραστάτη, γιατί με αυτόν τον τρόπο ο
θλιμμένος διευκολύνεται να αποδεχθεί τα συναισθήματά του χωρίς ενοχή. Στην αντίθε-
τη περίπτωση, αν εμποδιστεί η έκφραση των κοινωνικώς απαράδεκτων αυτών συναι-

54
N. Autton, The Pastoral Care of the Bereaved,…, σελ. 61.
55
E.Kϋbler-Ross, On Death…, σελ. 177.
56
N. Autton, The Pastoral Care of the Bereaved,…, σελ. 61.
57
Ό.π., σελ. 63. Για την περίπτωση αυτή είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου «κλαίετε
μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15) και όχι προτρέπετε τους άλλους να μην κλαίνε. Παρόμοιες αναφορές βρί-
σκουμε σε πολλές παραμυθητικές επιστολές των Πατέρων της Εκκλησίας μας.
58
Με ένα ωραίο τρόπο η Marjory Crosby περιγράφει τη θεραπευτική αξία των δακρύων: «Τίποτε στον κό-
σμο δεν μπορεί να απομακρύνει την παγωμένη θλίψη, την έρημο της απελπισίας, όπως τα δάκρυα. Ποτέ
μη φοβάσαι να χύσεις δάκρυα ή να δεις κάποιον να ανοίγει τους καταρράκτες της θλίψης του. Στον παγω-
μένο φόβο του θανάτου… η θεραπευτική διαδικασία των δακρύων ξεπλένει πολύ από το δηλητήριο της
πίκρας. Κανένα γιατρικό, καμία στοργική και πρόθυμη φροντίδα, κανένα ισχυρό τονωτικό δεν έχει τόσο
δυνατή επίδραση στον άνθρωπο που υποφέρει, όσο η ροή των δακρύων. Ποτέ μην ντραπείς γιατί δάκρυ-
σες και να θυμάσαι ότι τα δάκρυα που τρέχουν για τους άλλους είναι τόσο πολύτιμα στα μάτια του Θεού,
όσο η σμύρνα και ο λίβανος»: M. Crosby, The Lamps still Burn, Cornish Bross, 1945, σελ. 25.
59
P. Irion, The Funeral and the Mourners, Abingdon Press, Nashville, 1979, σελ. 45.

43
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

σθημάτων, μπορεί να προκληθεί παράταση της θλίψης, της οργής και της ενοχής του
θλιμμένου, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε σωματική ή ψυχική αρρώστια60. Δεν υπάρχει
λόγος να ψάχνει ο συμπαραστάτης να βρει μια εξήγηση ή κάποια δικαιολογία για τον
θάνατο, γιατί αυτή του ακριβώς η προσπάθεια εκφράζει την δική του συναισθηματική
ανεπάρκεια61. Όσο υπερβολικές και αν είναι οι διατυπώσεις του θλιμμένου, ας αποφύ-
γει ο συμπαραστάτης κάθε κρίση για αυτές62.
Ένα άλλο στοιχείο στο στάδιο αυτό είναι και η τάση που έχει ο θλιμμένος να ε-
ξιδανικεύει τον νεκρό. Η εξιδανίκευση αυτή μπορεί να είναι ένας απλός τρόπος για να
αντιμετωπίσει ο θλιμμένος τα συναισθήματα ενοχής που έχει για το νεκρό (μήπως δεν
έκανε όλες τι απαραίτητες ενέργειες, δεν βρήκε τον κατάλληλο γιατρό, μήπως αν πήγαι-
ναν στο εξωτερικό) ή γιατί ο θάνατος δικαιολογεί οποιαδήποτε σφάλματα του νεκρού
(μια παρερμηνεία της φράσης του Αποστόλου Παύλου «ο αποθανών δεδικαίωται»63).
Οι συζητήσεις με θέμα τον νεκρό διευκολύνουν το θλιμμένο να απελευθερωθεί
το συντομότερο δυνατό από το δεσμό του με τον νεκρό 64. Αν και ο νεκρός δεν είναι πα-
ρών σωματικά, πολλοί από τους ψυχολογικούς δεσμούς με αυτόν εξακολουθούν να υ-
πάρχουν και δεν επιτρέπουν στον θλιμμένο να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Έτσι ο θλιμμένος
πρέπει να βοηθηθεί να αντιμετωπίσει την απώλεια, όσο και αν αυτό είναι οδυνηρό και ο
συμπαραστάτης πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, με όση διάκριση και σύ-
νεση μπορεί να διαθέσει. Αλλιώς η απόγνωση θα οδηγήσει το θλιμμένο στην κατάθλι-
ψη65.

60
E. Kϋbler-Ross, On Death,…, σελ. 180.
61
E. Kϋbler-Ross, Questions, …, σελ. 97.
62
F. Culter, Coming to Terms with Death, …,σελ. 210.
63
Ρωμ. 6, 7.
64
Η αλήθεια αυτή εκφράζεται στα νεκρικά έθιμα πολλών λαών. Ο Norman Autton αναφέρει ότι στην εβρα-
ϊκή Shiva που αρχίζει αμέσως μετά την επιστροφή των θλιμμένων από το νεκροταφείο και κρατάει εφτά
ημέρες, οι θλιμμένοι κάθονται στο σπίτι, διαβάζουν το βιβλίο του Ιώβ και επαινούν τον νεκρό: N. Autton,
The Pastoral Care of the Bereaved ,…, σελ. 65. Ανάλογο έθιμο υπάρχει και στην ελληνική πολιτιστική παρά-
δοση και συνδέεται συνήθως με τα νεκρόδειπνα. Ο στην Κωνσταντινούπολη, στο βίο του αγίου Ανδρέα του
δια Χριστόν Σαλού, αναφέρει τα εξής: «Ταφέντος ούν του σώματος αυτού και τινών παραγενομένων προς
την γυναίκα αυτού χάριν παραμυθίας, καθεζόμενοι εκίνουν λόγον περί του βίου αυτού»: Νικηφόρος, πρε-
σβύτερος, Βίος Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Σαλοῦ, PG 111, 836A.
65
W. Rogers, «Needs of the Bereaved», στο: Bereavement-Death-The Funeral, Simon Doninger, Pastoral
Psychology Press, N. Y., 1955, σελ. 22.

44
«ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»

Για να αποφευχθεί η κατάθλιψη θα πρέπει ο συμπαραστάτης να γνωρίζει ότι


δεν ωφελεί η υπενθύμιση στο θλιμμένο, ότι ο θάνατος είναι κοινή πραγματικότητα και
ότι μετά από λίγους μήνες θα βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Αυτά τα λόγια εκφρά-
ζουν μία αλήθεια, αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι ο θλιμμένος έρχεται για πρώτη φορά
σε επαφή με το θάνατο. Αν ο θλιμμένος ενθαρρυνθεί να αποβάλλει γρήγορα τη θλίψη
του, τότε θα αναπτυχθεί μέσα του ένα αίσθημα απιστίας προς το νεκρό, μια και θα πρέ-
πει να χάσει την αγάπη που τον ενώνει μαζί του για να αναρρώσει, με αποτέλεσμα να
αυξηθεί η αγωνία του. Ο χωρισμός από ένα αγαπημένο πρόσωπο δεν έχει τίποτα να κά-
νει με την πίστη στην αθανασία66. Αντίθετα, μια γρήγορη προώθηση αυτής της πίστης
μπορεί να καθυστερήσει τη συναισθηματική προσαρμογή στο πένθος67. Έργο λοιπόν του
συμπαραστάτη στο στάδιο αυτό είναι, αντί να βοηθά το θλιμμένο να βγει από το πένθος
του, να τον βοηθήσει να μπει σε αυτό, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα βαδίσει και
αυτός μαζί με το θλιμμένο στη σκοτεινή κοιλάδα του θανάτου68, προσπαθώντας να του
μεταδώσει το ελπιδοφόρο μήνυμα ότι ο πόνος, που τώρα αισθάνεται, κάποτε θα περά-
σει69.
Ο καλός συμπαραστάτης γνωρίζει ότι κάποια στιγμή πρέπει να βάλει όρια στο
πένθος του θλιμμένου. Απλά πρέπει να το κάνει, όταν η ψυχολογική διαδικασία του
πένθους θα έχει ολοκληρωθεί70.

66
Ό.π., σελ. 22
67
Ο C. Wise υπογραμμίζει τον κίνδυνο αυτό παραθέτοντας τα λόγια μιας μητέρας, που θρηνούσε τον χαμό
του υιού της: «όσο πιο πολύ σκεπτόταν τον γιό της στους ουρανούς, τόσο πιο πολύ υπέφερε που δεν ήταν
στη γη»: C. Wise, Pastoral Counseling, its Theoty and Practice, Harper, N. Y., 1951, σελ. 215
68
Ψαλμ. 22, 4.
69
F. Culter, Coming to Terms with Death,…, σελ. 210. Επίσης ο C. S. Lewis γράφει για τη περίπτωση αυτή:
«ακόμη και τώρα η ανάμνηση στιγμών ψεύτικης παρηγοριάς σφίγγει την καρδιά πιο πολύ από την ανά-
μνηση της απελπισίας… Αντί να φωτίζω την σκοτεινή κοιλάδα στην οποία βρίσκεσαι τώρα, τη σκοτεινιάζω
ακόμη περισσότερο… Νομίζω ότι, όταν εσύ και εγώ μοιραζόμαστε το σκοτάδι, αντιμετωπίζουμε το παρόν .
όταν το μοιραζόμαστε μεταξύ μας και με τον Κύριο, που είναι και το πιο σπουδαίο, δεν βρισκόμαστε σε
ένα απάτητο μονοπάτι, αλλά μάλλον στον κεντρικό δρόμο»: C. S. Lewis, Letters to Malcom, Harcourt, Brace
& World, N.Y., 1964, σελ. 60.
70
Πρβλ. και Φάρος Φιλόθεος, (αρχιμ.), Τό πένθος,…, όπου καταγράφονται γενικές αρχές της συμπαραστά-
σεως των θλιμμένων, σελ. 316-329.

45
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

4Η ΕΝΟΤΗΤΑ
Μέρος Α΄
Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ
ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

Εισαγωγή
Το κείμενο που ακολουθεί συνιστά απόπειρα καταθέσεως ενός δείγματος γραφής,
όπου η ποιμαντική αξιοποίηση της νεκρώσιμης ακολουθίας επιχειρείται υπό τις προϋπο-
θέσεις αυτού που ορίζουμε ως «παραμυθητική θεολογία». Ένα από τα ζητούμενα αυτής
της προσέγγισης είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης να καλλιεργήσουμε και πάλι, μέσα
στο πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας, τη δική μας παραδεδομένη αλλά παραμελημένη
«αφηγηματική θεολογία». Να ξαναβρούμε, για παράδειγμα, τον τρόπο που ο άγιος Κο-
σμάς ο Αιτωλός «αφηγείτο» ως «παραμύθι» - παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά και ελπίδα,
την αλήθεια της Εκκλησίας. Τον τρόπο δηλαδή που διηγείτο τα της πίστεως με τις δικές
του λέξεις, που δεν ήταν πια δικά του λόγια αλλά σαρκωμένος αγιοπνευματικός λόγος,
θρεμμένος από το ασκητικό του βίωμα1. Με άλλα λόγια, να ξαναδώσουμε τη θέση που
της ταιριάζει -αλλά και να αναπτύξουμε περαιτέρω- μια ορθόδοξη «παραμυθητική» θεο-
λογία, ανταποκρινόμενοι στη δίψα του σύγχρονου ανθρώπου για ποιμαντικό λόγο άμεσο,
βιωματικό και παρηγορητικό.
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσέγγιση του θέματος βασίζεται στην ποιμαντική
αξιοποίηση της θεολογίας της εξόδιας ακολουθίας με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο ενός
ιερέα.

«Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα»


Η είδηση ταξίδεψε με την ταχύτητα μιας αστραπής, γεμάτης πικρό χυμό αντί για
φως. Και μας βρήκε ανυποψίαστους. Με τη γλυκιά γεύση του αντίδωρου ακόμα νωπή. Και

1
Ἰ. ΜΕΝΟΥΝΟΣ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ διδαχές , Τῆνος, Άθήνα, 1979, Α1, 5, σελ. 117: «Ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν
πατρίδα μου – εἶναι ἕως σαράντα πενῆντα χρόνους - ἐπεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρη, χῶρες καὶ χωρία
καὶ μάλιστα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μὰ περισσότερον ἐκάθισα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δεκαεπτὰ χρόνους καὶ
ἔκλαια διὰ τὲς ἁμαρτίες μου».

46
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

πίκρανε το στόμα μας, βουβάθηκε η φωνή μας, κι̉ η σκέψη μας αγκιστρώθηκε στην απέλ-
πιδα παρηγοριά της στιγμής, ότι κάποιο λάθος θα έγινε.
Δύσκολο να αποδεχτούμε την οδύνη που μας κατέκλυσε αναπάντεχα. Όπως άλλω-
στε συμβαίνει σε κάθε συμφορά.
Ο πατήρ Ν. νεκρός.
Πριν ακόμα ...Τώρα πώς να τον αντικρίσουμε «ἄφωνον καὶ ἄπνουν προκείμενον»2;
Aυτόν, τον αενάως κινούμενο και εν ταις διακονίαις όντα; Πώς να αντικρίσεις «ἐν τοῖς τά-
φοις κειμένην τὴν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον ἄδοξον, μὴ
ἔχουσαν εἶδος»3;
Υπάρχουν κάποιες οριακές στιγμές, που κανένας λόγος δεν μπορεί να εκφράσει με
πληρότητα την οδύνη που περιέχουν. Όπως όταν βρεθείς αιφνίδια και απροσδόκητα, δη-
λαδή χωρίς καιρό για τα φτιασιδώματα που αμυντικά επινοεί η ανθρώπινη λογική, μπρο-
στά στο «ὄντως φοβερώτατον»4 μυστήριο του θανάτου. Τότε μόνο η θλιμμένη σιωπή μπο-
ρεί να εκφράσει το βίωμα. Και τον συγκλονισμό από την αίσθηση πως ό,τι προφταίνουμε
πια είναι ένας τελευταίος ασπασμός. Πικρός αποχαιρετισμός εν σαρκί. Κι̉ ύστερα ένα ό-
νομα στα δίπτυχα.
Πριν ακόμα...

«Ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι»

Υπάρχει ένας πόνος αφύσικος και αλλότριος, μεγαλύτερος από τα φυσικά όρια της
ανθρώπινης καρδιάς. Και είναι αυτός η οδύνη του θανάτου. Υπάρχει το έλεος του Θεού.
Και οι δωρεές της Χάριτος, πού κάνουν μερικές καρδιές να πλατύνονται πέρα από τα φυ-
σικά τους όρια, για να χωρέσουν τον ανθρώπινο πόνο και να παρηγορήσουν εαυτούς και
αλλήλους. Υπάρχει και το χάρισμα της ιεροσύνης, ώστε να θεραπεύονται τα ασθενή και

2
J. GOAR, Euchologion, sive Rituale Graecorum (1730), Akademische Druck- u. Verlagsanstalt, Graz 1960, σελ.
432: «Ὁρῶντες με ἄφωνον καὶ ἄπνουν προκείμενον, κλαύσατε πάντες ἐπ ᾿ ἐμοί, ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, συγγενεῖς
καὶ γνωστοί».
3
Ο.π.: «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον, καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ ᾿ εἰκόνα
Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος».
4
Ο.π.: «Ὄντως φοβερώτατον, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ
τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται».

47
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

να αναπληρώνονται τα ελλείποντα5. Αυτό το δώρημα πού αναλαμβάνει να παραθέτει όλα


«Χριστῷ τῷ Θεῷ»6, για να μεταμορφώνεται κάθε πένθος σε χαρμολύπη, προγευστική της
Βασιλείας του Θεού.
«Τί άλλο είναι λοιπόν ένας ιερέας, παρά η θυσία ενός ανθρώπου» 7;
Τί άλλο υπήρξες σ΄ αυτό το απρόσμενα σύντομο πέρασμα από αυτή τη ζωή, πατέρα
Ν., παρά, αποκλειστικά και απαρέγκλιτα, ιερέας και μόνον;
Τί άλλο μπορεί να έσπασε το οστράκινο σκεύος σου8 τόσο πρόωρα, παρά η αδυνα-
μία σου να σταθείς αδιάφορος σε κάθε ανθρώπινο ταλανισμό, πού ερχόταν να κοσμήσει,
τότε με οδύνη και σήμερα με λαμπρότητα, το πετραχήλι σου;
Όλοι γνώριζαν ότι μπορούσαν να ακουμπήσουν σ΄ αυτό τούς πόνους και τις αγωνίες
τους, τη θλίψη και τούς προβληματισμούς τους, τις αμαρτίες και τα πνευματικά τους σκιρ-
τήματα. Κι̉ εσύ ήξερες να κλαις μετά κλαιόντων και να χαίρεις μετά χαιρόντων9. Ίσως γιατί
είχες ανακαλύψει ένα μοναδικό, προσωπικό τρόπο να είσαι ανθρώπινα παρών και συ-
νάμα παντελώς διάφανος, για να μην κρύβεται ποτέ από το οπτικό πεδίο ο Χριστός.
Τώρα καλείσαι εσπευσμένα επί του φοβερού βήματός Του. Όμως, γνωρίζουμε καλά,
ότι τον είχες ακούσει πραγματικά τον λόγο Του και πίστευες σε Αυτόν που Τον απέστειλε.
Πόσες φορές άραγε επανέλαβες μεγαλοφώνως: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων

5
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, «Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου», Μικρὸν Εὐχολόγιον , Άδελφότης Θεο-
λόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1988, σελ. 84.
6
Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, στο: Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας,
Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι, 1982, σελ. 26: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
7
Πρβλ. Κ. Β. ΓΚΕΩΡΓΚΙΟΥ, Ἀπὸ τὴν 25 η στὴν αἰώνια ὥρα , Ἔλαφος, μτφρ. Ε. Στύλιος, Άθῆναι χ.χ., σελ. 95: «Ὁ
ἱερεὺς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ θυσία ἑνὸς ἀ νθρώπου, ποὺ προστίθεται στὴ θυσία τοῦ Θεοῦ. Κι ᾿ αὐτὸ
εἶναι ἡ ἱερωσύνη».
8
Πρβλ. Β’ Κορ. 4, 7: «Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν͵ ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς
δυνάμεως ᾖ τοῦ θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν».
9
Πρβλ. Ρωμ. 12, 15-16: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων͵ κλαίειν μετὰ κλαιόντων. Τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες͵
μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι». ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Περὶ φιλοπτω-
χίας, ιδ΄, Στ΄, PG 35, 864C-865C: «Πᾶσι μὲν δὴ πτωχοῖς ἀνοικτέον τὰ σπλάγχνα͵ καὶ τοῖς καθ΄ ἡντιναοῦν
αἰτίαν κακοπαθοῦσι͵ κατὰ τὴν͵ χαίρειν μετὰ χαιρόντων͵ καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων͵ κελεύουσαν ἐντολήν·
καὶ προεισενεκτέον ἀνθρώπους ὄντας ἀνθρώποις τὸν ἔρανον τῆς χρηστότητος͵ εἴτε διὰ χηρείαν χρῄζοιεν
ταύτης͵ εἴτε δι΄ ὀρφανίαν͵ εἴτε ἀποξένωσιν πατρίδος͵ εἴτε ὠμότητα δεσποτῶν͵ εἴτε ἀρχόντων θράσος͵ εἴτε
φορολόγων ἀπανθρωπίαν͵ εἴτε λῃστῶν μιαιφονίαν͵ εἴτε κλεπτῶν ἀπληστίαν͵ εἴτε δήμευσιν͵ εἴτε ναυάγιον».

48
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον͵ καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τὴν ζωήν»; 10.
Ξέρουμε ότι έτσι ζούσες τον Λόγο Του, διότι το αποτέλεσμα, εκχεόμενο αβίαστα και
αυθόρμητα από μέσα σου, επηρέαζε άμεσα τις ζωές των ανθρώπων. Και τώρα, εμείς «οἱ
ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι»11, αισθανόμαστε παρηγοριά στη λύπη μας και ανακούφιση
στην οδύνη μας. Πενθούμε βαθύτατα, όμως όχι «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες
ἐλπίδα»12.
Τη διάδοση του Ευαγγελικού λόγου δεν έβαλες άλλωστε κύριο στόχο της διακονίας
σου; Από τα χείλη σου τον άκουσαν και άλλοι πολλοί. Και ευεργετήθηκαν απ̉ αυτόν. Άγνω-
στο πόσοι οδηγήθηκαν έτσι «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»13, ώστε να μη χρειάζεται τώρα
να κοπιάσεις για την απολογία σου.
Διότι θα κραυγάζει υπέρ σού, με τη μεγαλοφωνότατη σιγή της πένθιμης χαρμολύπης
του, το νέφος των ανθρώπων πού οδηγήθηκαν στον Χριστό, αναγνωρίζοντάς Τον μέσα
από την ιερατική σου διαφάνεια.
Θα μαρτυρεί περί της διακονίας σου το πλήθος των πιστών που στερεώθηκε και κρα-
τήθηκε στην πίστη χάρη στη βεβαιότητα πού μετέδιδες αδιαλείπτως, πως ο Θεός μας α-
γαπά πέρα και πάνω από τις μικρότητες, τις πτώσεις, τα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Διότι θα σε συνοδεύουν οι καρδιακές και ολόψυχες προσευχές των ιερέων, ιερομο-
νάχων, ιεροδιακόνων, μοναχών και μοναζουσών πού γεννήθηκαν από την καρποφόρα ιε-
ρατική και μοναχική σου αφοσίωση.

10
Ἰωαν. 5, 24: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν
αἰώνιον ͵ καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν ».
11
Α΄ Θεσ. 4, 13-17: «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν ͵ ἀδελφοί͵ περὶ τῶν κεκοιμημένων ͵ ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς
καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα . Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανεν καὶ ἀνέστη ͵ οὕτως καὶ ὁ Θεὸς
τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ . Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου ͵ ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες
οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας· ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν
κελεύσματι͵ ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ͵ καταβήσεται ἀπ΄ οὐρανοῦ͵ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ
ἀναστήσονται πρῶτον ͵ ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις
εἰς ἀπάντησιν τοῦ κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα».
12
Ο.π.
13
Ἰωαν. 5, 24.

49
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

Είναι αλήθεια, πάτερ Ν., ότι υπέφερες σ̉ αυτήν τη ζωή. Όμως δεν έπαυσε ποτέ η
ποιμαντική σου δύναμη και ευαισθησία εν ασθενεία να τελειούται. Αυτό δεν μαρτυρεί το
μέγα πλήθος πού σε περιστοιχίζει στο εξόδιό σου;
Και φτάσαμε τώρα, αιφνιδιασμένοι, θρηνούντες και οδυνώμενοι, να προσπαθούμε
την κατανόηση του όντως φοβερότατου μυστηρίου του θανάτου. Πρέπει πια να μεταφέ-
ρουμε το όνομά σου από τα δίπτυχα των ζώντων σ̉ αυτά των τεθνεώτων, κι΄ η ανθρώπινη
αδυναμία μας δυσκολεύεται να το περιχωρήση.
Όμως μας δίδαξες ότι όλοι, πού μένουν πίσω κάθε φορά, δεν αποχωρίζονται μόνιμα,
αλλά περιμένουν «περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου»14. Παραμένουν, την ε-
νότητα της πίστεως αιτησάμενοι καί εγκαρτερώντας, τότε πού ο ίδιος ο Κύριος «ἐν κε-
λεύσματι͵ ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι θεοῦ καταβήσεται ἀπ΄ οὐρανοῦ͵ καὶ οἱ
νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον»15.
Η αλήθεια της πίστης πού μετέδωσες δεν μπορεί να εξαλείψει εύκολα την ανθρώ-
πινη οδύνη. Όμως η ελπίδα πού αναδύεται απ΄ αυτή την πίστη θα αποτελεί εσαεί θησαυρό
αδαπάνητο και στήριγμα ακλόνητο.
Διότι οι άνθρωποι κοντά σου έμαθαν να πιστεύουν «ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ
ἀνέστη»16 και πως «οὕτω καὶ ὁ θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ»17.
Τώρα, μετά την έξοδο και την απομάκρυνσή σου από τα μάταια και τα φθαρτά, τα
παιδιά σου πρέπει να υπομείνουν τον βίαιο αποχωρισμό.
Άχρι καιρού. Μέχρι τότε πού και «ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι»18, μαζί με σένα
και όλους τούς άλλους, τούς αναστημένους, «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν
τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα»19.
Τέτοιες στιγμές, σαν κι΄ αυτή πού μοιραζόμαστε τώρα μαζί σου, αναδεικνύουν τη
σιωπή -ακόμα και αυτή την άκρα του τάφου σιωπή- λάλο και αποκαλυπτική. Μπορούμε
τώρα να ψηλαφίσουμε τα ακρογωνιαία θεμέλια της παραδεδομένης σε μας αληθείας και

14
Α΄ Θεσ. 4, 15.
15
Α΄ Θεσ. 4, 16.
16
Α΄ Θεσ. 4, 14.
17
Α΄ Θεσ. 4, 14.
18
Α΄ Θεσ. 4, 17.
19
Α΄ Θεσ. 4, 17.

50
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

να κατανοήσουμε έμπρακτα και βιωματικά ότι, αν ο Χριστός δεν είναι αναστημένος, «Εἰ
δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»20.

«Πάντοτε σὺν κυρίῳ ἐσόμεθα»


Mόλις επιστρέψαμε από την εξόδιό σου ακολουθία. Τη λαμπρότερη κι απ' τη χειρο-
τονία σου. Όμως ήταν κηδεία. Και θύμιζε ό,τι πάντοτε θέλουμε να ξεχνάμε: Πως δεν υπάρ-
χει «τοῦ βίου τρυφὴ λύπης ἀμέτοχος»21 ούτε «δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος»22.
Τώρα πενθούμε. Σιωπηλά και έντονα. Όμως, ευτυχώς, όχι «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ
μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»23. Πενθούμε την απώλεια. Και συνάμα αναγνωρίζουμε τη γεύση του
προσωρινού. Μέχρι τότε που «πάντοτε σὺν κυρίῳ ἐσόμεθα»24.
Τώρα...
«...Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά
κι εσένα.
Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ᾿ την καρδιά μας;»25.
Μόνον Εκείνος.
Ο Αχώρητος που ξενοδοχήθηκε σε τάφο μικρό. Που ξέρει αυτόν τον πόνο καλύτερα από
όλους και μας αναμένει «κύκλῳ τῆς τραπέζης» Του26.

20
Α’ Κορ. 15-14.
21
J. GOAR, Euchologion, sive Rituale Graecorum..., σελ. 428: «Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος;
Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα · μία ῥοπή,
καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται».
22
Ο.π.
23
Α΄ Θεσ. 4, 13: «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν ͵ ἀδελφοί͵ περὶ τῶν κεκοιμημένων ͵ ἵνα μὴ λυπῆσθε καθ ὼς καὶ
οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
24
Ο.π. 4, 17.
25
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, «Μυθιστόρημα», Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1982, σελ. 50-51.
26
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολήν, PG 62, 30: «Οἱ υἱοί σου γὰρ ͵ φησίν͵
ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου. Μηδὲν τοίνυν ἔστω παλαιόν ͵ μηδὲν ἄγριον ͵ μηδὲν ἀνήμερον ͵
μηδὲν ὠμόν. Τοιαῦτα γὰρ τὰ νεόφυτα πρὸς καρπόν ἐστιν ἐπιτήδεια ͵ καρπὸν δὲ τὸν θαυμαστὸν ͵ τὸν τῆς
ἐλαίας λέγω ͵ καὶ ἰσχυρὰ ὥστε πάντας γενέσθαι κύκλῳ τῆς τραπέζης ͵ καὶ μὴ εἰκῆ μηδὲ ὡς ἔτυ χεν ἐνταῦθα

51
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

Προς το παρόν αντίο πατέρα Ν., πατέρα, αδελφέ καί συλλειτουργέ.


Ή μάλλον: Χριστός Ανέστη.

ΜΕΡΟΣ Β΄
Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ
Στο πλαίσιο της ενότητας που εστιάζεται στη μέριμνα της Εκκλησίας όσον αφορά τη
συμπαράσταση στους πενθούντες με επίκεντρο τη λειτουργική ζωή, και ιδιαίτερα τα ιερά
μνημόσυνα, επιλέγουμε να παραθέσουμε δύο κείμενα, που προσφέρουν χρήσιμο υλικό
και πληροφορίες στον ποιμένα ο οποίος καλείται να σταθεί στο πλευρό των μελών του
ποιμνίου του, όταν βιώνουν την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου
Στο Πρώτο μέρος παραθέτουμε μερικές σημειώσεις που παρεχώρησε ο Λέκτορας
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρωτοπρ. Θεόδωρος Κουμαριανός,
αφού τις επεξεργαστήκαμε ώστε να πάρουν μορφή κειμένου, οι οποίες αναφέρονται κυ-
ρίως στη θεολογική προσέγγιση του θανάτου και του πένθους. Στο Δεύτερο μέρος παρα-
θέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμ. Αθηναγόρου Καραμαντζάνη, Οι πα-
τέρες και τα προβλήματα της ζωής, (τ. Β, εκδ. Ι. Μ. Αγ. Αθανασίου Κολινδρού, 1988), το
οποίο ασχολείται, κυρίως, με την απάντηση στο ερώτημα: «Γιατί τελούμε τα μνημόσυνα;
Τί προσφέρουν στις ψυχές των νεκρών;».

Ἡ μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπου


Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος». Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν κόσμο γιὰ νὰ δημιουρ-
γηθεῖ ὁ ἄνθρωπος· κάθε ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο σὲ κοινωνία μὲ
τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ὄχι μόνον ὁλοκληρώνεται ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ
τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντὶ νὰ λέγουμε, ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν κόσμο, μπο-
ροῦμε νὰ λέγουμε ἁπλῶς, ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκστατική. Ἀπὸ ἀγάπη ἐπιθυμεῖ ὁ Θεὸς τὴν δημιουργία μίας
μεγάλης κοινωνίας προσώπων, τὰ ὁποῖα θὰ εὑρίσκονται «πλάϊ» στὰ τρία πρόσωπα τῆς

συνέρχεσθαι͵ ἀλλὰ μετὰ φόβου καὶ δέους. Οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸν ὄψεσθε ἐκεῖ τὸν Χριστὸν μετὰ παῤῥησίας ͵
καὶ τῆς οὐρανίου ἀξιωθήσεσθε βασιλείας».

52
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

Ἁγίας Τριάδος. Δημιουργεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο χαρίζοντάς του τὴν ζωή, ποὺ μόνον ὁ Θεὸς
ἔχει. Ζωὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας
Τριάδος.
Δὲν νοεῖται δημιουργία τοῦ κόσμου χωρὶς τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρ-
χει λόγος νὰ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος χωρὶς τὸν ἄνθρωπο. Ποῖο νόημα θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει
μία δημιουργία τοῦ κόσμου, ἐὰν ὁ Θεὸς σταματοῦσε τὸ δημιουργικό Του ἔργο πρὶν ἀπὸ
τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου; Μία δημιουργία τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ συμπερι-λαμβάνεται
ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὴν κατασκευὴ μίας «μηχανῆς». «Μηχανὲς» εἶναι ὅλα τὰ ἄλλα δη-
μιουργήματα ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Μὲ τὴν δημιουργία του ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ συμμετέχει στὴν ζωή, στὴν κοινωνία
τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ κατὰ πάντα, ὥστε νὰ
μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ μὲ τὸν Θεὸ ὡς ἴσος πρὸς ἴσον, ὡς «φίλος», ὅπως στὴν Ἁγία Γραφὴ
χαρακτηριστικὰ ἀποκαλεῖται, μὲ μία μόνη διαφορά, ὅτι εἶναι διαφορετικῆς, κτιστῆς, φύ-
σεως.
Λόγω ἀκριβῶς τῆς κτιστῆς του φύσεως ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη τὸ περιβάλλον, μέσα
στὸ ὁποῖο θὰ κινεῖται, ἔχει ἀνάγκη τὸν κόσμο. Δημιουργεῖται στὸ τέλος τῆς δημιουργίας
μὲ ὑλικὰ προερχόμενα ἀπὸ τὴν δημιουργία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ συμπερίληψη τῆς δη-
μιουργίας, καὶ προικίζεται μὲ διπλῆ κληρονομία: συγκεφαλαιώνει καὶ ἐκπροσωπεῖ τὴν
κτίση ὅλη, δηλαδὴ αὐτὸς ὁδηγεῖ τὴν δημιουργία πρὸς τὸν Θεό, καὶ κατὰ ἀντίστροφη κί-
νηση ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο, δηλαδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ «ἀπεσταλμέ-
νος» τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (ζ΄ αἰ.) παραλληλίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν κόσμο: «τὸν
κόσμον ὅλον, τὸν ἐξ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων συνιστάμενον, ἄνθρωπον ὑπέβαλλεν εἶναι· καὶ
κόσμον αὖθις, τὸν ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος ἄνθρωπον», (Μυσταγωγία, κεφ. Ζ΄). Ὁμοίως, ὁ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀποκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο «κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν», (Λόγος
ΜΕ΄, εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, ζ΄, ΒΕΠΕΣ 60, 189).
Ὁ χωματένιος ἄνθρωπος περιλαμβάνει «ἐν ἑαυτῷ» ὅλον τὸν κόσμο καὶ διὰ μέσου
τοῦ χωματένιου ἀνθρώπου ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως μετέχουν στὴ πνευματικὴ ζωή.
Αὐτὸς μπορεῖ νὰ φέρει σὲ σχέση τὸν κόσμο μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀναφέρει τὸν κόσμο στὸν Θεὸ
καὶ νὰ τὸν προσφέρει στὸν Θεό, νὰ τὸν ἁγιάσει, καὶ αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀπομακρύνει τὸν

53
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

κόσμο ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ τὸν δαιμονοποιήσει καὶ νὰ τὸν καταστρέψει ὁδηγώντας τον στὸν
θάνατο.

Ὁ θάνατος
Ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ δὲν καταστρέφεται ποτέ. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο
μὲ σκοπὸ ἡ δημιουργία Του νὰ παραμένει «εἰς τὸν αἰῶνα». Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ Ἀδὰμ
εἶναι φιαγμένος νὰ εἶναι ἀθάνατος, νὰ μὴ γνωρίσει θάνατο ἢ οἱουδήποτε εἴδους ἐπι-
στροφὴ στὸ μηδέν. Μετὰ τὴν παρακοὴ ὁ θάνατος ἐπινοεῖται ὡς ἡ καλύτερη λύση γιὰ τὸν
ἄνθρωπο. Ὁ θάνατος συνδιάζει τὴν ἐπιτροφὴ στὴν γῆ καὶ τὴν ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
θάνατος εἶναι ἡ ἀπόθεση τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιβίωση τῆς ψυχῆς (ἀθανασία τῆς ψυχῆς,
διότι τὸ θέλει ὁ Θεὸς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ἀθάνατη). Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Μάξιμο
τὸν Ὁμολογητή: «τῇ δὲ τῶν ὄντων οὐσίᾳ εἶναι μὲν τὸ μὴ ὂν ἐνάντιον καὶ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ
κυρίως ὄντος ὑπάρχειν, τὸ ἀεὶ εἶναι αὐτὴν ἢ μὴ εἶναι, ἀμεταμέλητα δὲ εἶναι τὰ χαρίσματα
αὐτοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἔστι ἀεὶ καὶ ἔσται τῇ παντοκρατορικῇ δυνάμει διακρατουμένη, εἰ
καὶ ἔχει τὸ μὴ ὂν ἐνάντιον ὡς εἴρηται ὡς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραχθεῖσα καὶ ἐν τῇ
βουλήσει αὐτοῦ ἔχουσα τὸ εἶναι αὐτὴν ἢ μὴ εἶναι», (Κεφάλαια περὶ ἀγάπης Γ´, κη´, PG 90,
1025). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει, ἐπίσης: «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ
κλῆσις τοῦ Θεοῦ», (Ρωμ. 11, 29).
Ὁ θάνατος εἶναι ἡ καλὴ λύση, τὴν ὁποία ἐφηῦρε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν
νέα κατάσταση ποὺ παρουσιάσθηκε στὴν δημιουργία Του, αὐτὴν τῆς παρακοῆς καὶ ἀσυμ-
φωνίας μὲ τὸ θέλημά Του. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα μὲ σκοπὸ
καὶ ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν καταστρέφεται (δὲν ἐπιστρέφει στὸ ἀπόλυτο μηδέν, μὴ
ὄν, ὁ ἄνθρωπος), καὶ ἡ κακὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ διαιωνίζεται (ὁ ἄνθρωπος φέ-
ρεται σὲ μία ἀνενεργὸ κατάσταση «ἀναμονῆς», κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας δὲν ἁμαρ-
τάνει).
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπογραμμίζει ὅτι: «Κερδαίνει μέν τι κἀνταῦθα, τὸν θάνατον
καὶ τὸ διακοπῆναι τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν. Καὶ γίνεται φιλανθρωπία ἡ
τιμωρία! Οὕτω γὰρ πείθομαι κολάζειν Θεόν», (Λόγος ΜΕ΄, εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, ζ΄, ΒΕΠΕΣ
60, 189).
Ὅμοίως, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι: «Εἰ γὰρ καὶ ἐξ ἁμαρτίας ὁ θάνατος

54
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

εἰσενήνεκται, ἀλλ᾽ ὅμως εἰς εὐεργεσίαν ἡμῶν ὁ Θεὸς ἐχαρίσατο», (Εἰς τὸν ΡΙΔ´ Ψαλμόν,
ΕΠΕ 6, 528-530).
Στὸ ἴδιο πλαίσιο κατανοεῖται καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀθα-
νασία τῆς ψυχῆς. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει περὶ ψυχῆς, ὅτι αὐτὴ εἶναι «τὴν φύσιν εὐκίνη-
τος … παύσασθαι γὰρ καθόλου τοῦ κινεῖσθαι οὐ δύναται» (Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Λό-
γος κατὰ Ἑλλήνων, 4, ΒΕΠΕΣ 30, 34). Καὶ ἀκόμη: «Ὅτι δὲ καὶ ἀθάνατος γέγονεν ἡ ψυχὴ καὶ
τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διδασκαλίᾳ πρὸς ἔλεγχον τῆς τῶν εἰδώλων
ἀναιρέσεως. … Καὶ πάλιν εἰ ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα κινεῖ … καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἄλλων αὐτὴ κινεῖται,
ἀκόλουθόν ἐστιν ὑφ᾽ ἑαυτῆς κινουμένην τὴν ψυχὴν καὶ μετὰ τὴν εἰς γῆν ἀπόθεσιν τοῦ
σώματος κινεῖσθαι πάλιν αὐτὴν ἀφ᾽ ἑαυτῆς. Οὐ γὰρ ἡ ψυχή ἐστιν ἡ ἀποθνῄσκουσα, ἀλλὰ
διὰ τὴν ταύτης ἀναχώρησιν ἀποθνῄσκει τὸ σῶμα. … Ἡ γὰρ κίνησις τῆς ψυχῆς οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν ἢ ἡ ζωὴ αὐτῆς, ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὸ σῶμα τότε ζῆν λέγομεν, ὅτε κινεῖται, καὶ τότε
θάνατον αὐτοῦ εἶναι, ὅτε τῆς κινήσεως παύεται», (Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατὰ
Ἑλλήνων, 33, ΒΕΠΕΣ 30, 59).

Ἡ πτῶσις καὶ ἡ ἐνανθρώπησις


Ἕνα σοβαρὸ ἐρώτημα εἶναι ἄν ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἁμάρ-
τησε, ἢ θὰ γινόταν ἔτσι καὶ ἀλλοιῶς ὁ Θεὸς ἄνθρωπος ἀκόμη κι ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ὁ
ἅνθρωπος. Εἶναι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου μία σημαντικὴ ὑπόθεση ἀπέναντι στὸν Θεὸ ἢ
ἀποτελεῖ μία δευτερεύουσα ὑπόθεση;
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μία τόσο σημαντικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τόσο καθο-
ριστικὴ γιὰ τὴν δημιουργία, γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πράγματι δὲν
μπορεῖ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ δευτερεύουσες συνθῆκες. Τὸ ἐρώτημα δηλαδὴ μετατίθεται στὸ
κατὰ πόσον ἡ παρακοὴ καὶ ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δευτερεύουσα ἢ πρωτεύουσα
συνθήκη. Μία τόσο σημαντικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ (ἡ ἐνανθρώπησή Του) δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ προκαλεῖται ἀπὸ μία ἀποτυχία ἢ μία σχετικὰ ἀσήμαντη ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου.
Τίθενται λοιπὸν δύο ἐρωτήματα:
Πρῶτον: Ποία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι σημαντικὴ καὶ ποία δὲν εἶναι;
Καί, δεύτερον: Ποία ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σημαντικὴ καὶ ποία δὲν εἶναι, καὶ
κατὰ συνέπειαν πόσο σημαντικὴ ἢ πόσο ἀσήμαντη εἶναι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου;

55
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

Στὸ πρῶτο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση εἶναι φαινομενικὰ εὔκολη. Ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ εἶναι πάντα πολὺ σημαντικές, ὅπως π.χ. ἀκόμη καὶ ἡ ἀρίθμηση τῶν τριχῶν τῆς κε-
φαλῆς μας: «Καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυνα-
μένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν
γεέννῃ. Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν
ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν. Ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. Μὴ
οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς», (Ματθ. 10, 28-31).
Εἶναι σαφές, ὅτι τὸ κριτήριο περὶ τοῦ τί ἔχει μεγάλη σημασία ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ
τί δὲν ἔχει δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ κατανοήσουμε μὲ σχολαστικὲς ἢ φιλοσοφικὲς πρατηρή-
σεις. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν κόσμο εἶναι πολὺ σημαντικὰ γιὰ τὸν
Θεό.
Ἄραγε, ἡ παρακοὴ καὶ ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο ἀσήμαντη καὶ δευτερεύ-
ουσα, ὅσο κάποιοι θέλουν νὰ τὴν θεωροῦν, σύμφωνα μὲ τὰ σχολαστικὰ κριτήρια;
Μὲ τὰ σχολαστικὰ κριτήρια θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι στὸν Θεὸ ὡς ἕνα
φθαρτὸ καὶ πεπερασμένο δημιούργημα, τοῦ ὁποίου οἱ ἐνέργειες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐπηρέαζουν τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν δημιουργία. Ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
ἐτοποθέτησε τὸν ἄνθρωπο σὲ μία πολὺ περίοπτη θέση ἀπέναντί Του. Σύμφωνα μὲ τὸν
ἀπόστολο Παῦλο: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ
ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος. Καὶ
σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου,
θανάτου δὲ σταυροῦ», (Φιλιπ. 2, 6-8). Δηλαδή, ὁ Υἱὸς δὲν ἐθεώρησε ὑποτιμητικό, δὲν ἐθε-
ώρησε ἀφορμὴ νὰ ἁρπαχτεῖ, τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ θὰ γινόταν ἄνθρωπος. Ἀντιθέ-
τως δέχθηκε μὲ χαρὰ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ λάβει «μορφὴν δούλου» καὶ νὰ γίνει ἄνθρωπος
γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων καὶ ὑπήκουσε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μέχρι νὰ φθάσει στὸν
σταυρικὸ θάνατο.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε τελικὰ ἐμεῖς ἐδῶ, ὅτι ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη ὁδηγεῖ στὸν
«ἁρπαγμόν», ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση καὶ στὴν συγκατάβασή Του.
Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἀνάποδα, δηλαδὴ ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ τέλος, τότε
θὰ διαπιστώσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Οἴδαμεν γάρ, ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν
οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν οἰκίαν ἀχειροποίητον, αἰώνιον ἐν

56
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

τοῖς οὐρανοῖς. Καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύ-
σασθαι ἐπιποθοῦντες, εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα. Καὶ γὰρ οἱ ὄντες
ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν βαρούμενοι ἐφ᾽ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ᾽ ἐπενδύσασθαι,
ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς. Ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ
καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος. Θαρροῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες ὅτι
ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου· διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν,
οὐ διὰ εἴδους», (Β´ Κορ., 5, 1-7)

«Γιατί τελούμε τα μνημόσυνα; Τί προσφέρουν στις ψυχές των νεκρών;»


Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν πολλούς Χριστιανούς. Και είναι απολύτως δικαιο-
λογημένα. Γιατί κάθε ορθόδοξος, τελώντας το μνημόσυνο κάποιου προσφιλούς του, επι-
θυμεί να βεβαιωθεί, αν αυτό που κάνει έχει αντίκρισμα και αν μπορεί να προκαλέσει ευ-
εργετικά αποτελέσματα στους κεκοιμημένους.
Από την αρχή πρέπει να τονισθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεωρεί, τις επιμνη-
μόσυνες δεήσεις, ως απλές αναμνηστικές τελετές, ή απλές κοινωνικές υποχρεώσεις των
επιζώντων.
Η Εκκλησία του Χριστού είναι χώρος κοινωνίας και ζωής και επομένως τα μνημόσυνα
είναι πραγματική και ουσιαστική επικοινωνία εν Χριστώ ζώντων και κεκοιμημένων, μέσω
της προσευχής και μάλιστα της θείας λειτουργίας.
Η Εκκλησία μας πιστεύει ότι ο θάνατος δεν αφανίζει την προσωπική ύπαρξη του αν-
θρώπου και επομένως και τους φυσικούς ή πνευματικούς δεσμούς της αγάπης με τους
ζώντες. Η αγάπη των μελών της Εκκλησίας ως «σύνδεσμος τελειότητας» συνεχίζεται και
πέραν του τάφου και μάλιστα θερμότερη και καθαρότερη, ως απαλλαγμένη των ανθρώ-
πινων μάταιων συμφερόντων. Οι ζώντες στη γη και οι απελθόντες, διά της πίστεως και του
θείου βαπτίσματος, αποτελούμε την μία επί γης στρατευόμενη και εν ουρανοίς θριαμβεύ-
ουσα Εκκλησία. «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν»τονίζει κατηγο-
ρηματικά ο Απ. Παύλος, φανερώνοντας τις επίγειες και ουράνιες διαστάσεις της Εκκλη-
σίας.
Στην αγαπητική αυτή εν Χριστώ σχέση ζώντων και τεθνεώτων κορυφαία θέση παίρ-
νει η προσευχή υπέρ αλλήλων. Εμείς προσευχόμαστε γι’ αυτούς και εκείνοι για μας. Η

57
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

προσευχή δε αυτή έχει και την έννοια της αλληλοσυγχωρήσεως. (π. Στανιλοάε). Προσευ-
χόμαστε ως άτομα και ως Εκκλησία για τους νεκρούς μας και τους συγχωρούμε για ό,τι
τυχόν μας έχουν κάνει και με αυτό τον τρόπο τους ζητούμε να μας συγχωρήσουν και αυτοί.
Στο χώρο της Εκκλησίας προσευχόμαστε όλοι για όλους…
Για το λόγο αυτό, η Αγία μας Εκκλησία ευθύς εξ αρχής καθιέρωσε ειδικές προσευχές
για τους κεκοιμημένους και όρισε σε τακτές ήμερες να τελούνται μνημόσυνα. Η πράξη της
αυτή στηρίζεται τόσο σε μαρτυρίες της Αγ. Γραφής, όσο και σε σαφή διδασκαλία των θε-
όπνευστων Πατέρων.
Από την Π. Διαθήκη πληροφορούμαστε ότι οι Ισραηλίτες παρεκάλεσαν το Θεό να
συγχωρήσει τις ανομίες των προγόνων τους. Όταν δε στους χιτώνες νεκρών Ισραηλιτών
στρατιωτών, βρέθηκαν ειδωλολατρικά φυλακτά, πράγμα που εθεωρείτο αμαρτία για έναν
Ισραηλίτη, ο λαός προσευχήθηκε στο Θεό, για τις ψυχές των νεκρών αυτών, όπως συγχω-
ρηθεί το αμάρτημά τους. Στην Κ. Διαθήκη ο Απ. Παύλος εύχεται όπως ο Κύριος δώσει στον
πιστό Ονησιφόρο -πού ήταν πλέον νεκρός- να βρει έλεος «παρά Κυρίου εν εκείνη τη η-
μέρα» (Β’. Τιμ. 1).
Αποστολική διδασκαλία θεωρούν και οι Αγ. Πατέρες τα μνημόσυνα. Κατά τον Ι. Χρυ-
σόστομο οι προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων είναι καθορισμένες από το Άγιο Πνεύμα
διά των Αγ. Αποστόλων. Ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης γράφει: «τίποτε δεν έχει παραδοθεί χω-
ρίς λόγο και χωρίς κέρδος από τους κήρυκες και μαθητές του Χριστού και έχει διατηρηθεί
στη Εκκλησία του Θεού, αλλά πάντως είναι επωφελές και θεάρεστο, το να μνημονεύονται,
κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας, τα ονόματα όσων κοιμήθηκαν με ορθή πίστη».
Ο Αγ. Δαμασκηνός θεωρεί τα μνημόσυνα ως «επωφελή και θεάρεστα και πολύ ωφέλιμα
και προξενούν μεγάλη σωτηρία», οι δε Αποστολικές Διαταγές συνιστούν να επιτελούμε
μνημόσυνα «εν ψαλμοίς και αναγνώσει και προσευχαίς» την τρίτη, την ενάτη και την τεσ-
σαρακοστή ημέρα, καθώς και ετήσια.
Αλλά το ερώτημα είναι: ωφελούνται οι νεκροί από τις προσευχές μας; Και τί είδους
ωφέλεια τους προσγίνεται;
Ο Άγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων διακηρύσσει: «Πιστεύουμε ότι γίνεται μεγάλη ωφέλεια
στις ψυχές για τις οποίες γίνεται η δέηση» και μάλιστα καθ’ ον χρόνο είναι εκτεθειμένη
στην Αγ. Τράπεζα «η φρικωδέστατη θυσία». Την αυτή θέση λαμβάνουν ομόφωνα και όλοι

58
«Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ»

οι άλλοι Πατέρες.
Είναι φανερό ότι οι επιμνημόσυνες ή νεκρώσιμες προσευχές της Εκκλησίας (τρισά-
για, μνημόσυνα, κηδείες κ.λπ.) γίνονται υπέρ εκείνων, που έφυγαν από τη ζωή αυτή, σε
κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και αμαρτωλοί «ως σάρκα φορούντες και τον κό-
σμον οικούντες». Οι δεδηλωμένοι άθεοι ή οι αιρετικοί και όσοι εκούσια και συνειδητά
αποκόπτονται από το Άγιο Σώμα της Ζωοποιού Μητέρας Εκκλησίας, παραμένοντες μέχρι
θανάτου αμετανόητοι, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν να ωφεληθούν από τις προσευχές αυ-
τές.
Η Εκκλησία μας, βασιζόμενη στην άπειρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Πανά-
γαθου Θεού, τον ικετεύει να παραβλέψει και συγχωρήσει όλα εκείνα τα ανθρώπινα ολι-
σθήματα και παραπτώματα τα οποία κάποιος «εν λόγω ή έργω ή διάνοια», «εξ υφαρπαγής
ή εξ αμελείας, φθόνω και συνεργεία του Διαβόλου» διέπραξε και για τα οποία, από αμέ-
λεια και ραθυμία δεν φρόντισε ή δεν πρόλαβε να μετανοήσει πράττοντας «άξια της μετα-
νοίας έργα».
Και πιστεύει για τις περιπτώσεις αυτές βασίμως -χωρίς βέβαια να προεξοφλεί και τη
βούληση του καρδιογνώστη και δίκαιου Θεού, συγχωροχάρτια η Ορθοδοξία δεν έδωσε
ποτέ – ότι οι ψυχές αισθάνονται το έλεος του Θεού και «αναπαύονται». Όταν μάλιστα η
προσφορά της αναίμακτης θυσίας, συνοδεύεται και από ελεημοσύνες και αγαθοεργίες
για τους κεκοιμημένους, τότε, σύμφωνα πάντα με τη διδασκαλία των Θεοφόρων Πατέρων
μας, η ωφέλεια είναι μεγαλύτερη.
Παρά ταύτα η Εκκλησία μας δεν παύει να τονίζει την αναγκαιότητα της μετανοίας
από την παρούσα ζωή. «Μετανοείτε» «έως το σήμερον καλείται». Γιατί «έρχεται νυξ, ότε
ουδείς δύναται» να μετανοήσει. Η μετάνοια για τη ζωή αυτή είναι ασφαλώς ακατανίκητη
δύναμη, ικανή να μεταβάλει σε αγίους και τους αγρίους. Εκεί επάνω όμως φαίνεται ότι
παύουν οι δυνατότητες της. Έτσι, στην άλλη ζωή, δεν μπορεί ο καθένας να βοηθήσει τον
εαυτό του. Η δυνατότητα υπάρχει στην προσευχή της Εκκλησίας και στο Αίμα του Κυρίου
που χύθηκε για τη ζωή και σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν θα παύσει να
δέεται και να τελεί τα μνημόσυνα. Τον τελικό όμως λόγο τον αναθέτει στο Θεό.

59
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η

Ένα ζήτημα, το οποίο χρειάζεται ευαισθησία, λεπτούς ποιμαντικούς χειρισμούς,


καλή θεολογική κατάρτιση και προσεκτικά βήματα είναι η ποιμαντική προσέγγιση της χη-
ρείας. Οι σύγχρονες ανθρωπολογικές επιστήμες προσφέρουν πλούσιο υλικό σχετικά με το
εν λόγω ζήτημα. Όμως, η ποιμαντική συμπαράσταση κινείται σε περιοχές ευρύτερες των
ψυχολογικών και των κοινωνιολογικών συντεταγμένων. Πολύτιμος οδηγός του σύγχρονου
ποιμένα είναι η κατασταλαγμένη πατερική παρακαταθήκη. Βεβαίως, η σύγχρονη κοινωνι-
κή πραγματικότητα διαφέρει σημαντικά από αυτήν των πατερικών χρόνων. Όμως, εάν ε-
ντρυφήσουμε στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας, κατανοήσουμε τις θεολογικές και
εκκλησιολογικές τους προϋποθέσεις και προσαρμόσουμε τις συμβουλές και το παράδειγ-
μά τους στο σήμερα, τότε εξασφαλίζουμε πολύτιμες οδηγίες και κατευθύνσεις.
Μεταξύ των πατέρων της Εκκλησίας που προσέφεραν καταγεγραμμένο μεγάλο
πλούτο ποιμαντικής εμπειρίας και συμβουλών υψηλή θέση κατέχει ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυ-
σόστομος. Στο κείμενο που ακολουθεί, το οποίο ευγενικά παρεχώρησε ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως, κ. Αθηναγόρας, και το επεξεργαστή-
καμε, ώστε να προσαρμοσθεί στις ανάγκες της παρούσας θεματικής ενότητας, σχολιάζο-
νται διεξοδικά τρείς πραγματείες περί χηρείας του ιερού Χρυσοστόμου. Οι πληροφορίες
που προκύπτουν από αυτή τη μελέτη προσφέρουν πολύτιμες οδηγίες και ποιμαντικές κα-
τευθύνσεις για τον ποιμένα της εποχής μας, ο οποίος θα κληθεί να συμπαρασταθεί στο
πένθος των χηρευόντων. Το κείμενο ασχολείται με τρία κείμενα του αγίου πατρός. Τα δύο
πρώτα γράφτηκαν ως έκφραση της ποιμαντικής φροντίδας του ιερού Χρυσοστόμου προς
ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, τη χήρα του Θηράσιου, για να της προσφέρουν παρηγοριά
στο πένθος της και διέξοδο στη θλίψη της. Το τρίτο είναι ερμηνευτικό των προϋποθέσεων
της χηρείας, όπως τίθενται από τον Απόστολο Παύλος στην Α’ προς Τιμόθεο επιστολή.

α) Eίς νεωτέραν χηρεύσασαν


Η πραγματεία αυτή, όπως και η επόμενη, έχουν σαν αντικείμενο τους τον έπαινο
της χηρείας και απευθύνονται στο ίδιο πρόσωπο1. Γράφτηκαν μεταξύ των ετών 380 και

1
Πρβλ. Στ. Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμ. Α΄, σελ. 133, και Εισαγωγές στις δύο αυτές
πραγματείες του Ελευθερίου Μερεμετάκη στην ΕΠΕ, τόμ. 30 ος, σελ. 5 και του Ιω. Σακαλή, στη Βιβλιοθήκη
των Ελλήνων, Άπαντα των Αγίων Πατέρων (ΙΧΑΠ), τομ. 8 ος, σελ. 11.

60
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

381, ενώ ακόμη ο ιερός Χρυσόστομος ήταν διάκονος. Σύζυγος της νεαρής χήρας υπήρξε ο,
άγνωστος από αλλού, Θηράσιος, επιφανής νέος της εποχής, με λαμπρή σταδιοδρομία και
σίγουρη προοπτική για την άνοδο του σε υψηλά κρατικά αξιώματα. Ο ιερός Χρυσόστομος
άφησε να παρέλθει αρκετό χρονικό διάστημα από το θάνατο του Θηράσιου, προτού να
προσπαθήσει και αυτός, παράλληλα με συγγενείς, γειτόνισσες και υπηρετικό προσωπικό
να προσπαθήσει και αυτός, παράλληλα με συγγενείς γειτόνισσες και υπηρετικό προσωπι-
κό, να απευθύνει παρηγορητικούς λόγους προς τη νεαρή χήρα, πιστεύοντας ότι αυτή θα
έδινε μεγαλύτερη προσοχή στα λόγια του τον κατάλληλο χρόνο2.
Από την αρχή, ακόμη, της πραγματείας αποδέχεται ο ιερός πατέρας πλήρως το
βαρύ πένθος της χήρας από την απώλεια τέτοιου συζύγου, καθώς αναγνωρίζει ότι η νεαρή
γυναίκα δέχτηκε βαρύ πλήγμα και χτυπήθηκε σε ευαίσθητο σημείο από το βέλος του θα-
νάτου3. Όλοι όμως όσοι πενθούν δεν πρέπει να αφήνονται επί μακρόν μέσα στα δάκρυα
και την απελπισία που προκαλεί ένας θάνατος, αλλά οφείλουν να φροντίζουν για τη θε-
ραπεία των τραυμάτων, που τους προκάλεσε το πένθος, επιτρέποντας στους άλλους να
τους παρηγορούν4.
Πάντως όσοι θέλουν να παρηγορούν τους πενθούντες πρέπει να ‘ναι προσεκτικοί
και να διαλέγουν τον κατάλληλο χρόνο για να προσφέρουν τους παρακλητικούς τους λό-
γους. Γιατί, όταν το πένθος βρίσκεται στην ακμή του, μοιάζει με τεράστια πυρκαγιά, που
έχει βρει μεγάλη ποσότητα καύσιμης ύλης, με αποτέλεσμα τα λόγια να μην ωφελούν.

2
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48, 599: «Διά γαρ τοι τούτο και ημείς ου παρ’ αυτήν του πένθους την ακμήν,
ουδ’ άμα τω κατανεχθήναι τον σκηπτόν ηνωχλήσαμεν· αλλ’ αναμείναντες τον εν μέσω τουτονί χρόνον, και
συγχωρήσαντες εμπλησθήναι σε των οδυρμών, ότε λοιπόν και διαβλέψαι μικρόν από της αχλύος εκείνης και
τας ακοάς παρανοίξαι δεδύνησαι τοις σε παρακαλείν πειρωμένοις, τότε και αυτοί μετά τους των θεραπαινί-
δων λόγους και τα παρ’ εαυτών προστεθείκαμεν».
3
Ό.π., 599: «ότι μεν χαλεπήν έλαβες την πληγήν, και εν καιρίω το πεμφθέν και άνωθεν εδέξω το βέλος άπα-
ντες αν σοι συνομολογήσαιεν και ουδέ των σφόδρα φιλοσοφούντων ουδείς αντερεί».
4
Ό.π. : «επεί δε τους πληττομένους ουκ εις πένθος και δάκρυα τον άπαντα χρόνον αναλίσκειν δει, αλλά και
της θεραπείας των τραυμάτων πολλήν ποιείσθαι την πρόνοιαν, ώστε μη παροφθέντα μείζονα τοις δάκρυσι
παρασχείν την πληγήν, και της οδύνης σφοδροτέραν την φλόγα εργάσασθαι καλόν και της δια των λόγων
ανασχέσθαι παρακλήσεως, και τους κρουνούς μικράν ανασκούσαν των δακρύων χρόνον νουν βραχύν και
τοις παραμυθείσθαί σε επιχειρούσι παρασχείν σεαυτήν».

61
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

Αντίθετα, στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται τέτοιες αντιστάσεις, ώστε μπο-


ρεί να προκληθεί και μίσος ακόμη από τον πενθούντα προς τους παρηγορητές του 5. Μό-
νον, όταν σιγάσουν, κάπως, τα κύματα του άλγους από την απώλεια, που προκάλεσε ο
θάνατος, τότε αυτός που θέλει να παρηγορήσει το θλιμμένο μπορεί να ασκήσει την τέχνη
του, προσφέροντας πραγματική βοήθεια και ανακούφιση 6. Τώρα, λοιπόν, που ο ιερός
Χρυσόστομος έχει πληροφορίες από τον θείο της 7 ότι αυτή ακούει πλέον τους παρηγορη-
τικούς λόγους που της απευθύνουν όσες από τις υπηρέτριές της εκτιμά, καθώς και οι γυ-
ναίκες συγγενείς ή και γειτόνισσες, αποφάσισε να επικοινωνήσει και αυτός μαζί της, με τη
βεβαιότητα πια, ότι δεν θα αρνηθεί να τον ακούσει8.
Στη συνέχεια, ο ιερός πατέρας προβαίνει σε μια εύστοχη ψυχολογική παρατήρη-
ση σχετικά με την έντονη συναισθηματική φόρτιση, που ενυπάρχει ως δομικό στοιχείο
στην προσωπικότητα της γυναίκας. Αν σε αυτή τη φόρτιση προστεθεί η νεαρή ηλικία, η
πρώιμη χηρεία, η απειρία της ζωής, η αύξηση των φροντίδων μετά την απώλεια του συζύ-
γου, καθώς και το γεγονός ότι, πριν από το τραγικό συμβάν, η σημερινή χήρα ζούσε μια
ζωή ανέμελη μέσα στην καλοπέραση, τη χαρά και τον πλούτο, όλα αυτά που έχασε και η
δυσκολία προσαρμογής στη νέα κατάσταση, μπορούν να οδηγήσουν σε μια ψυχολογική
κατάρρευση ή ακόμη και στη βαριά μελαγχολία9.

5
Ό.π., 599 : «έτι γάρ του χειμώνος όντος σφοδρού, και πολλού του πένθους πνέοντος, ο παρακαλών απο-
σχέσθαι της λύπης πλέον αν παρώξυνε προς τας οιμωγάς, και το μισηθήναι κερδάνας μόνον ύλην αν πολλήν
τοις τοιούτοις λόγοις παρέσχε τω πυρί μετά του και εχθρού και ανοήτου δόξαν λαβείν».
6
Ό.π.: «επεί δε λοιπόν ήρξατο λήγειν η ζάλη, και το των κυμάτων άγριον κατεστόρεσεν ο Θεός, ευκόλως του
λόγου τα ιστία αναπετάσομεν. Εν συμμέτρω μεν γαρ χειμώνι δυνήσεται ίσως η τέχνη ποιήσαι το εαυτής·
όταν δε άμαχος η των πνευμάτων η προσβολή, της εμπειρίας όφελος ουδέν».
7
Ο οικείος τρόπος που ομιλεί ο ιερός Χρυσόστομος μας δίδει την δυνατότητα να σκεφθούμε ότι υπήρχε
κάποια οικογενειακή σχέση με το ζευγάρι.
8
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48,: «δια ταύτα πάντα τον έμπροσθεν χρόνον σιγήσαντες, μόλις και νυν επε-
χειρήσαμεν ρήξαι φωνήν, επειδή παρά του θείου ηκούσαμεν του σου, ότι λοιπόν χρη θαρρείν· και γαρ και
των θεραπαινίδων τας εν τιμή κατατολμάν υπέρ τούτων μακρούς αποτείνειν λόγους, τας τε έξωθεν γυναί-
κας, και τας εν γένει προσηκούσας, και τας άλλως πώς επιτηδείως εχούσας. Ότι δε τους παρ’ εκείνων δεχο-
μένη λόγους ουκ ατιμάσεις τους παρ’ ημών, αλλά και ησυχίαν και αταραξίαν παρέξεις αυτοίς κατά δύναμιν,
σφόδρα θαρρούμεν και πεπιστεύκαμεν».
9
Ό.π., 599-600: «και άλλως μεν ουν το γυναικείον γένος επιρρεπέστερον πώς έστι προς συμπάθειαν, όταν
δε και νεότης προσή και χηρεία άωρος και πραγμάτων απειρία και φροντίδων όχλος πολύς και το εν τρυφή
και ευθυμία και πλούτω τον έμπροσθεν άπαντα τετράφθαι χρόνον, πολλαπλάσιον γίνεται το δεινόν, καν η
τούτο παθούσα μη της άνωθεν τύχη ροπής, και ο τυχών αυτήν λογισμός καταλύσαι δυνήσεται, όπερ πρώτον
και μέγιστον της πολλής περί σε του Θεού κηδεμονίας τίθεμαι είναι τεκμήριον».

62
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

Το ότι δεν συνέβη κάτι παρόμοιο με τη χήρα, στην οποία απευθύνει το παρόν του
δοκίμιο ο ιερός συγγραφέας, πρέπει να αποδοθεί στην πολλή φροντίδα του Θεού για αυ-
τήν. Είναι έργο παντοδυνάμου χειρός και όχι αποτέλεσμα ανθρώπινης βοήθειας, λοιπόν,
το γεγονός ότι η νεαρή χήρα δεν καταβροχθίσθηκε από την λύπη και δεν έχασε το λογικό
της από το άφατο πένθος10. Πάντως, η νεαρή χήρα δεν πρέπει να στεναχωριέται, επειδή
δεν υπάρχει στη ζωή τώρα πια ο υπέροχος εκείνος άνθρωπος, από τον οποίον απολάμβα-
νε τιμή και φροντίδα, γιατί την έχει αναλάβει ο Θεός11. Ό,τι της γράφει για να την παρηγο-
ρήσει δεν είναι δικά του λόγια, αλλά προέρχονται από την προφητάνακτα Δαβίδ, ο οποίος
αποκαλεί τον Θεό «πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών» 12, που έχει υποσχεθεί ότι
«ορφανόν και χηραν αναλήψεται»13.
Έχοντας, λοιπόν, ελκύσει με αυτή την εισαγωγή όλη την προσοχή της νεαρής χή-
ρας, προχωρά στην διαπραγμάτευση του θέματός του, προσπαθώντας να την ανακουφί-
σει από τη θλίψη και να απαντήσει σε κάποιες απορίες ή ερωτηματικά της. Έτσι, για να
μην ταράζει τον ψυχικό της κόσμο και συγχέει στο λογικό της το όνομα της χηρείας, καθώς
την βρήκε στο άνθος της ηλικίας της 14, οφείλει να το θεωρεί «ου συμφοράς, αλλά τιμής
όνομα και τιμής μεγίστης»15. Και για επίρρωση του ισχυρισμού του αυτού, επικαλείται τη
μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου, που αναφέρεται στις προϋποθέσεις για την εγγραφή
στην τάξη των χηρών16. Η προϋπόθεση της ηλικίας που θέτει για της χήρες δεν υπάρχει για
τους επισκόπους! Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι η κατάσταση της χηρείας είναι ανώτερη
από την ιεροσύνη, αλλά, επειδή οι χήρες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πόνο και οδύνη από

10
Ό.π.: «Το γαρ τοσούτον συνδραμόντων εξαίφνης κακών μη αποπνιγήναι τη λύπη, μηδέ των κατά φύσιν
εκστήναι φρενών, ουκ ανθρωπίνης τινός βοηθείας ην, αλλά της τα πάντα δυναμένης χειρός, της συνέσεως,
ης ουκ έστιν αριθμός, της φρονήσεως, ης ουκ έστιν εξεύρεσις του Πατρός των οικτιρμών και Θεού πάσης
παρακλήσεως».
11
Ό.π., 600: «έως συνήν ο μακάριος εκείνος ανήρ, απέλαυες τιμής και φροντίδος και σπουδής … επειδή δε
εκείνον έλαβε προς εαυτόν ο Θεός, αντ’ εκείνου σοι γέγονεν αυτός».
12
Ψαλμ. 67, 6.
13
Ψαλμ. 145, 9.
14
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48, 600: «ίνα μη συνεχώς λεγόμενον στρέφη σου την ψυχήν και συγχέη σου
τον λογισμόν, εν αυτώ της ηλικίας τω άνθει επελθόν».
15
Ό.π.
16
Α΄ Τιμ. 5, 9.

63
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

τους επισκόπους, αφού κατακλύζονται από σωρεία προβλημάτων δημόσιων και ιδιωτι-
κών17.
Πόσους κίνδυνους κρύβει μια χηρεία! Όπως κινδυνεύει μια ατείχιστη πόλη από
τις επιδρομές των εχθρών, έτσι και η νεαρή χήρα έχει πολλούς, που την επιβουλεύονται,
επιθυμώντας να καρπωθούν όχι μόνον τη χρηματική της περιουσία, αλλά και τη σωφρο-
σύνη και την ηθική της τιμιότητα18. Και ακόμη, πρέπει να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση
των υπηρετών, που γνωρίζουν ότι έπαψε πια ένα στιβαρό χέρι να κυβερνά τα πράγματα
του σπιτιού και έτσι αφήνονται οι ποικίλες υποθέσεις και τα συμφέροντά του στην τύχη
τους19. Αλλά και η ευτυχία των συνομηλίκων τους εγγάμων γυναικών προκαλεί πόνο στις
χήρες, με αποτέλεσμα να επιζητούν την τρυφή και καλοπέραση, που οδηγεί αναπόφευκτα
στη σύναψη δεύτερου γάμου20. Μάλιστα υπάρχουν και κάποιες χήρες που δεν θέλουν να
συνάψουν δεύτερο γάμο, αλλά συζούν με κάποιον κρυφά 21. Και αυτό το κάνουν «ίνα τα
εγκώμια της χηρείας καρπώσωνται»22.
Με όλα αυτά καθίσταται, πια, φανερό ότι η κατάσταση της χηρείας δεν είναι ούτε
ντροπή ούτε κατηγόρια, αλλά αντίθετα, θεωρείται άξια θαυμασμού και τιμής από όλους
τους ανθρώπους, πιστούς και απίστους23. Τα εγκώμια, λοιπόν, που είναι εγκατεσπαρμένα
στην Καινή Διαθήκη για τη χηρεία, τη φέρνουν σε ίση σχεδόν μοίρα θαυμασμού με την
παρθενία, η οποία τότε, όπως και στην εποχή του ιερού Χρυσόστομου, διέλαμπε.
Ένας, ακόμη, λόγος που δεν πρέπει να την τρομάζει το όνομα της χήρας, είναι α-
κριβώς το γεγονός ότι απολαμβάνει τουλάχιστον παραπλήσιας τιμής με εκείνης της παρ-
θένου. Αφού, οι άνθρωποι θαυμάζουν εκείνες, που απέχουν από τους άνδρες τους, όταν
αυτοί βρίσκονται στη ζωή, πολύ περισσότερο θα θαυμάζουν όσες και μετά το θάνατό τους

17
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48, 600: «η χηρεία μείζων ιερωσύνης εστίν, αλλ’ ότι μείζονα αύται πόνον
εκείνων έχουσι, πραγμάτων αυτάς πολλών πολλαχόθεν περιρρεόντων, δημοσίων και ιδιωτικών».
18
Ό.π. Πρβλ. και όσα παρόμοια με τα ανωτέρω αναφέρονται στον ερμηνευτικό του υπόμνημα Εις την Α΄
προς Θεσσαλονικείς επιστολήν, Ομιλία Στ’, 3, PF, 62, 423 κ. ε.
19
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48, 600.
20
Ό.π.
21
Ό.π., 601.
22
Ό.π.
23
ό.π.π: «ουκ επονείδιστον, αλλά θαυμαστόν και τιμής άξιον το πράγμα παρά ανθρώποις είναι δοκεί, ου
παρ’ ημίν μόνον τοις πιστοίς, αλλά και τοις απίστοις αυτοίς». Στο σημείο αυτό ο Χρυσόστομος αναφέρει ως
παράδειγμα τον θαυμασμό του δασκάλου του Λιβάνιου για την χήρα μητέρα του.

64
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

τούς τιμούν μη επιζητώντας τη σύναψη άλλου γάμου24. Αν, λοιπόν, ξεπερασθεί η απέ-
χθεια την οποία προκαλεί η προσφώνηση προς αυτήν των άλλων με το όνομα της χήρας,
τότε το ότι έχασε ένα τέτοιο σύζυγο, που ακόμη και ο ιερός Χρυσόστομος μπορεί να συ-
νομολογήσει μαζί της ότι σε ολόκληρη τη γη λίγους παρόμοιους με αυτόν θα βρει κανείς,
δεν χρειάζεται να τη γεμίσει ντροπή. Το αντίθετο μάλιστα 25.
Όμως, το γεγονός ότι άφησε τον επίγειο βασιλέα και τους κινδύνους που προέρ-
χονται από τις διάφορες αποστολές ή και από τον φθόνο των ανθρώπων και ανήκει πια
στο ασφαλές στράτευμα του ουρανίου βασιλέως, θα πρέπει να την παρηγορεί, γιατί είναι,
τουλάχιστον, παράξενο να ομολογεί κάποιος ότι η ουράνια Βασιλεία είναι ασυγκρίτως κα-
λύτερη από οποιαδήποτε γήινη, και όμως να πενθεί όσους έχουν αναχωρήσει για τον ου-
ρανό26. Εξάλλου ο σύζυγός της ανήκε στους φίλους του Θεού και όχι σε αυτούς που πέρα-
σαν την εδώ ζωή τους με αισχρό τρόπο. Είναι γνωστό, ότι ο θάνατος είναι μια μετάθεση
από τα λυπηρότερα προς τα ευτυχέστερα: «ου γαρ θάνατος ο θάνατος ούτος, αλλ’ αποδη-
μία και μετάστασίς τις από των χειρόνων επί τα βελτίω, από της γης προς τον ουρανόν»27.
Βέβαια, μπορεί να τη θλίβει το γεγονός ότι, παρόλο που το επιθυμεί πάρα πολύ,
δεν μπορεί πια να ακούσει τη φωνή του ανδρός της, να απολαύσει τη φιλία και την επαφή
μαζί του, καθώς και την τιμή, τη λαμπρότητα και την ασφάλεια που της προσέφεραν το
καλό του όνομα και το αξίωμά του. Για την προσπάθεια για επαφή με τον αποθανόντα σύ-
ζυγό της ο ιερός Χρυσόστομος προτείνει δύο τρόπους. Ο ένας είναι να διαφυλάξει τη συ-
ζυγική τους κλίνη αμίαντο από άλλον άνδρα και να επιδείξει μια πνευματική κατάσταση
ζωής, όμοια με αυτή που είχε ο νεκρός.
Ο δεύτερος τρόπος, που προτείνει για να έχει η χήρα επαφή με τον αποθανόντα
σύζυγό της, μας ξαφνιάζει. Μιλάει στη νεαρή χήρα για την παρηγοριά που προσφέρουν τα
όνειρα, όπου κανείς μπορεί να συζητάει με τον αποθανόντα, όσα συνήθιζε, όταν βρισκό-

24
Ό.π., 602: «όπου γαρ τας έτι περιόντων απεχομένας των ανδρών θαυμάζομεν άπαντες και απεδεχόμεθα,
τας και απελθόντων αυτών την αυτήν περί αυτούς επιδεικνυμένας εύνοιαν, πως ουκ εκπλήττεσθαι δει και
επαινείν;».
25
Ό.π.: «πανταχού γης ολίγους γεγενήσθαι τοιούτους εν ανδράσι βιωτικοίς φιλοστόργους, επιεικείς, ταπει-
νούς, απλάστους, συνετούς, ευλαβείς;».
26
Ό.π., 602.
27
Ό.π.

65
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

ταν στη ζωή και ταυτόχρονα να απολαμβάνει την όψη του και να ακούει τη φωνή του 28. Η
ανάκληση στη μνήμη του προσώπου του θανόντος δια των ονείρων, όταν χρησιμοποιείται
με μέτρο αποτελεί δυνατό βάλσαμο παρηγοριάς. Αντίθετα, χρειάζεται προσοχή στη χρή-
ση, επειδή η διαρκής και επίμονη ανάκληση δημιουργεί εθισμό, που μπορεί να προκαλέ-
σει την κατάθλιψη.
Όσον αφορά, τώρα, τον φόβο της ότι δεν θα έχει πια την ασφάλεια και προστα-
σία που της παρείχε ο νεκρός σύζυγός της, της θυμίζει δια πολλών παραδειγμάτων 29 ότι
σε τούτη τη ζωή «πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου»30. Γιατί, ακριβώς, η δόξα και η
φήμη που αποκτά κανείς στην εδώ ζωή, και που προέρχεται κυρίως από τα αξιώματα,
μοιάζει με το εφήμερο άνθος του χόρτου που ξηραίνεται, καθώς και με τις θεατρικές σκη-
νές, πάνω στις οποίες οι ηθοποιοί για σύντομο χρονικό διάστημα εμφανίζονται μπροστά
στον θεατή και ύστερα χάνονται31. Πάντως, ας μην απελπίζεται γιατί, όπως της υπενθυμί-
ζει για μια ακόμη φορά, όσο ζούσε ο Θηράσιος απολάμβανε κάθε τιμή, φροντίδα και πρό-
νοια. Τώρα τη φροντίδα της έχει ο ίδιος ο Θεός. Απόδειξη αυτής της φροντίδας του είναι
ότι διαφυλάχθηκε μέσα από το καμίνι του πένθους υγιής και ανέπαφη από κάθε κακό 32,
ενώ χειρότερο απ’ αυτό το κακό δεν πρόκειται πια να της συμβεί.
Το θέμα της διαχείρισης της περιουσίας και της καλύτερης εξασφάλισης των χρη-
μάτων έχει μια εύκολη λύση, που είναι η επένδυσή τους δια της ελεημοσύνης στον ουρα-
νό. Στο θέμα αυτό, της ελεημοσύνης, δηλαδή, ως της καλύτερης επένδυσης των χρημάτων
στην Τράπεζα του ουρανού, θα επανέλθει εκτενέστερα ο ιερός συγγραφέας σε άλλη ομι-

28
Ό.π., 604: «ει δε σφόδρα αφορήτως έχεις προς το του χρόνου μακρόν, εικός αυτόν και δι’ ονειράτων επι-
στήναί σοί ποτε και διαλέγεσθαι τα εν συνηθεία, και δείξειν όψιν την ποθουμένην· τούτό σοι αντί των επι-
στολών έστω παραμύθιον … εκεί μεν γαρ γράμματα μόνον εστίν ιδείν, ενταύθα δε και τύπον όψεως και γέ-
λωτα προσηνή και σχήμα και βάδισιν και ηχής ακούσαι και φωνήν επιγνώναι την φιλτάτην»
29
Ό.π., 604-605, όπου αναφέρονται ο Θεόδωρος από την Σικελία και η Αρτεμισία, πρόσωπα για τα οποία
δεν έχουμε πληροφορίες από αλλού. Καταγράφεται επίσης και η τραγική κατάληξη εννέα αυτοκρατόρων της
εποχής του ιερού Χρυσοστόμου, οι οποίοι παρά τη δύναμη και την εξουσία την οποία κατείχαν δεν μπόρε-
σαν να αποτρέψουν το μοιραίο από τη ζωή τους.
30
Ησ. 40, 6.
31
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48, 606.
32
Ό.π., 602: «και της πολλής αυτού προνοίας ου μικρόν … τεκμήριον έδειξεν ημίν ήδη, εν τοσαύτη καμίνω
φροντίδων και λύπης υγιή και ανέπαφόν σε διαφυλάξας και μηδέν αφείς των αβουλήτων παθείν» και 608 :
« ει δε την ασφάλειαν ποθείς την δι’ εκείνόν σοι γεγενημένην», τότε «ο γαρ την συμφοράν την ούτως αφό-
ρητον παρενεγκών και ποιήσας είναι εν γαλήνη νυν, ούτος και τα επερχόμενα αποκρούσεται». Και βέβαια
«ότι ταύτης της πληγής ουδεμίαν ετέραν χαλεπωτέραν λήψη λοιπόν, και αυτή συνομολογήσαις ημίν».

66
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

λία του33. Τέλος, αν την απασχολεί ότι δεν πρόλαβε ο σύζυγός της να ανέλθει στο αξίωμα
του Υπάτου, ας ενθυμείται την αρχαία παροιμία «πολλά μεταξύ κύλικος και χείλεος άκρου
πέλει»34 και πόσο ευμετάβολη είναι η ζωή. Γιατί τίποτα δεν μας βεβαιώνει ότι, αν ζούσε,
θα πετύχαινε αυτό το στόχο και δεν θα έβαζαν εμπόδια στο δρόμο του κάποιοι ανταγωνι-
στές ή κακόβουλοι.
Τελικά, την προτρέπει, αφού σταματήσει πια το θρήνο και τις κραυγές, να σταθ-
μίσει τη ζωή της σύμφωνα με τις προδιαγραφές του αποθανόντα, ώστε όχι μόνον να τον
συναγωνισθεί στην αρετή, αλλά και να τον ξεπεράσει. Με τον τρόπο αυτό θα κατορθώσει
να βρεθεί μαζί του στον ουρανό για πάντα. Η σχέση που είχαν εδώ ήταν απλή συμπλοκή
σωμάτων, ενώ εκεί θα είναι ένωση ψυχών35.
Τελειώνοντας την παρουσίαση της πραγματείας αυτής του ιερού Χρυσοστόμου
σημειώνουμε και ένα κομμάτι της, που αναφέρεται στις νεκρώσιμες συνήθειες της επο-
χής, οι οποίες καθόλου δεν διαφέρουν από όσα τηρούμε και εμείς σήμερα. Θέλοντας να
στηρίξει τη νεαρά χήρα της υπενθυμίζει το προνόμιο το οποίο είχε με την κηδεία του αν-
δρός της. Προνόμιο το οποίο πολλές χήρες, που απολάμβαναν τιμή από τους συζύγους
τους, στερήθηκαν, αφού τους έχασαν σε μακρινούς πολέμους και έτσι δε μπόρεσαν να
κλάψουν πάνω στα νεκρά τους σώματα ή να βρουν παρηγοριά περιποιούμενες τους τά-
φους τους. Το αντίθετο συνέβη σε αυτή και αυτό φανερώνει για άλλη μια φορά ακόμη την
εύνοια που της έδειξε ο Θεός36. Πάντως, από την άμεση επαφή της με τον τάφο και τις νε-
κρώσιμες συνήθειες έχει και ένα άλλο κέρδος. Μαθαίνει σιγά-σιγά ότι υπάρχει δυνατότη-
τα να τον ξανασυναντήσει στην άλλη ζωή, αν, όπως της συνέστησε και πριν, θελήσει να
επιδείξει σε τούτη τη ζωή τρόπο συμπεριφοράς ανάλογο με το δικό του. Γιατί, τότε, θα τον

33
Βλ. παρακάτω την ομιλία του «Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελάττων ετών εξήκοντα» σελ. 98 κ.έ.
34
Πρβλ. και Σοφ. Σειρ. 18, 25 : «από πρωΐθεν έως εσπέρας μεταβάλλει καιρός» και αυτ. 11,5.
35
Εις νεωτέραν χηρεύσασαν, PG 48, 610: «τούς θρήνους αφείσα και τας οιμωγάς έχου της αυτής πολιτείας,
μάλλον δε και ακριβεστέρας, ίνα προς την ίσην αυτώ φθάσασα αρετήν, την αυτήν εκείνω κατοικήσης σκηνήν
και συναφθήναι πάλιν αυτώ δυνηθής εις τους αθανάτους αιώνας εκείνους, ου ταύτην την του γάμου συνά-
φειαν, αλλ’ ετέραν πολλώ βελτίονα. Αύτη μεν γαρ σωμάτων εστί συμπλοκή μόνον, τότε δε ψυχής έσται προς
ψυχήν ένωσις ακριβεστέρα και ηδίων πολλώ και βελτίων».
36
Ό.π., 605: «Σύ μέν γάρ, ώ θαυμασία, και κείμενον επί της κλίνης είδες τον καλόν εκέινον, και εσχάτης ή-
κουσας φωνής, και τίνα χρή πράξαι υπέρ των πραγμάτων της οικίας έμαθες επισκήπτοντος, και δια των δια-
θηκών άπασαν τοις πλεονέκταις και συκοφάνταις αποτειχίζοντος έφοδον. Και ου τούτο μόνον, αλλά και νε-
κρώ έτι κειμένω πολλάκις επέπεσες και κατεφίλησας οφθαλμούς και περιεχύθης και εκώκυσας και προπεμ-
φθέντα είδες μετά πολλής της τιμής και τα προς την ταφήν πάντα έπραξας, ως προσήκον ήν, και προς τον
τάφον πολλάκις ερχομένη τον εκείνου παραμυθίαν έχεις της οδύνης ου μικράν».

67
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

συναντήσει πάλι, όχι βέβαια με την ομορφιά του σώματος, που είχε, όταν τον έχασε, αλλά
διαφορετικό, γεμάτο μαρμαρυγές και λαμπρότητα, επειδή τέτοια δόξα θα ενδυθεί η ύ-
παρξη μας, όση ποτέ δεν μπόρεσαν να αντέξουν τα μάτια μας ή να αποκτήσει το σώμα
μας με όλες τις προσπάθειές του37. Και με τα λόγια αυτά ο ιερός Χρυσόστομος μας πα-
ρουσιάζει ανάγλυφη τη θέση του για το θάνατο και τη μετά θάνατον ζωή .

β) Περί μονανδρίας
Στη δεύτερη αυτή πραγματεία του, που την απευθύνει στο ίδιο πρόσωπο, ο ιερός
Χρυσόστομος τονίζει την αξία του ενός γάμου έναντι του δευτέρου, αναλύοντας το έβδο-
μο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου. Το δοκίμιο αυτό
περιέχει και πολλά στοιχεία, που μαρτυρούν τη στάση, αλλά και τις ποιμαντικές θέσεις
του ιερού πατέρα απέναντι στη χηρεία ως κατάσταση και στις χήρες ως πρόσωπα. Και η
πραγματεία αυτή, όπως και η προηγούμενη, γράφτηκε το 380 ή 381, όταν υπηρετούσε
διάκονος στην Αντιόχεια38.
Ένα γεγονός, που προβλημάτισε και απασχόλησε τον ιερό Χρυσόστομο ήταν ο
δεύτερος γάμος μετά από χηρεία. Μπορεί να αντιληφθεί – μας λέγει αρχίζοντας τη δια-
πραγμάτευση του θέματός του39 – την έντονη διάθεση για αναζήτηση ανδρών προς σύ-
ναψη γάμου από εκείνες τις γυναίκες, που δεν έχουν την εμπειρία των ανδρών και των
ωδίνων του τοκετού40. Και αυτό, επειδή σε αυτές μπορεί να εφαρμοσθεί η αρχαία παροι-
μία που λέγει ότι «γλυκύς απείρω πόλεμος». Όποιος δεν έχει πολεμήσει, φαντασιώνεται
ότι είναι ευχάριστη υπόθεση ο πόλεμος, καθώς κινείται «επί χάρτου», χωρίς να γνωρίζει ή

37
Ό.π., 603: « και σε μετά του καλού Θηρασίου ο της ανέσεως εκδέξεται τόπος, αν εκείνω τον βίον θέλης
επιδείξασθαι τον αυτόν· και τότε αυτόν ουκ εν τούτω τω κάλλει του σώματος, όπερ έχων απήλθεν, απολήψη
πάλιν, αλλ’ εν ετέρα τινί μαρμαρυγή και φαιδρότητι μάλλον των ηλιακών ακτίνων απολαμπούση. Τούτο γαρ
το σώμα, καν εν ύψει τρέχη πολλώ, φθαρτόν όμως εστί, τα δε σώματα των ευηρεστηκότων τω Θεώ τοσαύ-
την ενδύσεται δόξαν, όσην ουδέ ιδείν ένι τούτοις τοις οφθαλμοίς».
38
Πρβλ. Στ. Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμ. Α΄, σελ. 133, και Εισαγωγές στις δύο αυτές
πραγματείες του Ελευθερίου Μερεμετάκη στην ΕΠΕ, τόμ. 30ός, σελ. 6 και του Ιω. Σακαλή, στη Βιβλιοθήκη
των Ελλήνων, Άπαντα των Αγίων Πατέρων (ΙΧΑΠ) τόμ. 8ος σελ. 11.
39
Εκτιμά ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης τις χήρες, που από σεβασμό και αγάπη στο Θεό υπομένουν τα δεινά
της χηρείας, χωρίς να δεσμευθούν με δεύτερο γάμο. Πρβλ. και Ιωάννου Χρυσοστόμουμ, Εις το κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιον, Ομιλία Ο΄, 3, PG 59, 386: «και γάρ παρόν δευτέροις ομιλήσαι γάμοις, δια τον του Θεού φόβον
τα από της χηρείας υπομένουσι δεινά».
40
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 610 : «απείρους ομιλίας ανδρών και ωδίνων και των άλλων απά-
ντων, άπερ επισυρόμενος ο γάμος εις τας των ανθρώπων εισέρχεται οικίας».

68
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

να έχει εμπειρία για τις συνέπειές του, που είναι η απώλεια ανθρώπων, οι υλικές κατα-
στροφές και ο θρήνος, που ακολουθεί το θάνατο προσφιλών προσώπων στις μάχες.
Του προξενεί, όμως, μεγάλη έκπληξη και απορία το γεγονός ότι επιδιώκουν με έ-
ντονη επιθυμία τη σύναψη δευτέρου γάμου, όσες κατά τον πρώτο τους γάμο υπέφεραν
άπειρα κακά41 και πολλές φορές μακάρισαν όσες δεν είχαν εμπλακεί, ενώ καταριόντουσαν
τις προξενήτρες και δεν ήθελαν να θυμούνται το στολισμό του νυφικού δωματίου 42. Μετά,
όμως, από πολλή σκέψη43 βρίσκει ποιες είναι οι αιτίες, για τις οποίες οι χήρες ενεργούν
κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιζητώντας δηλαδή τη σύναψη δευτέρου γάμου.
Πρώτη αιτία είναι η λήθη στην οποία παραδίδουν τις δυσκολίες του πρώτου γά-
μου, καθώς πιέζονται από τις δυσχέρειες της χηρείας44, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ο
δεύτερος γάμος δεν θα λύσει αυτόματα και μαγικά τα προβλήματα που σώρευσε η χηρεί-
α. Η κατάληξη είναι να καταλαμβάνονται και πάλι από την αθυμία και τους προβληματι-
σμούς, που είχαν κατά την αντιμετώπιση των δυσχερειών του πρώτου τους γάμου. Δεύτε-
ρη αιτία είναι η θεώρηση από κάποιες ότι η χηρεία είναι «επονείδιστον πράγμα»45, επειδή
οι χήρες αυτές είναι απορροφημένες από τον κόσμο και προσκολλημένες στη νοοτροπία
του, με αποτέλεσμα να προτιμούν τις ταλαιπωρίες του γάμου για χάρη της μάταιης δόξας
ή της ανώφελης υπερηφάνειας46.
Τρίτη αιτία είναι η ακρασία και η έντονη διάθεση για σεξουαλικές ικανοποιήσεις,
που πολλές τις αναγκάζει να συνάπτουν δεύτερο γάμο, προσπαθώντας με διάφορες προ-
φάσεις να αποκρύψουν την πραγματική αιτία της επιλογής τους47. Στο σημείο αυτό, όμως,
ο ιερός πατέρας αισθάνεται την ανάγκη να προβεί σε μια διευκρίνηση, γράφοντας ότι,
όπως, όταν μιλούσε για τα καλά της παρθενίας, δεν ήθελε να μειώσει το γάμο, έτσι και
εδώ, όταν εκθειάζει τη διατήρηση της κατάστασης της χηρείας, δεν το κάνει επειδή απορ-
ρίπτει το δεύτερο γάμο, τον οποίο θεωρεί καθόλα νόμιμο και θεμιτό, αλλά επειδή θέλει

41
Πρβλ και Εις την Α΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολήν, Ομιλία Στ΄, 3, PG 62, 424.
42
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 610: «μυρία ανασχομένας κακά, πολλάκις δε υπό της των πραγ-
μάτων ανάγκης αναπεισθείσας, μακαρίσαι μεν τας απηλλαγμένας των του κόσμου πραγμάτων, επαράσθαι
δε μυριάκις εαυταίς και ταις προμνηστευτρίαις και τη ημέρα καθ’ ην αι παστάδες επλέκοντο».
43
Ό.π., 610 : «μυρίους άνω και κάτω στρέφων παρ’ εμαυτώ λογισμούς».
44
Ό.π.: «παραδούσαι τα πρότερα και τα εν χερσί μνημονεύουσαι μόνον, έρχονται μεν επί τον γάμον ως επί
λύσιν των της χηρείας κακών, ευρίσκουσιν δε έτερα πολλώ χαλεπώτερα εν αυτώ».
45
Ό.π., 611.
46
Ό.π.: «αιρούνται τας εν τω γάμω ταλαιπωρίας, υπέρ της δόξης της κενής και του τύφου του περιττού».
47
Ό.π.: «και την όντως αιτίαν πειρώνται ταις ειρημέναις αποκρύπτειν προφάσεσιν».

69
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

να τονίσει την υπεροχική του αξία σε σχέση με το δεύτερο, ακριβώς όπως η παρθενία υ-
περέχει του γάμου48 . Και αναφέρει τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος θεωρεί
ότι η γυναίκα δεσμεύεται από το νόμο, όσο χρόνο ζει ο άνδρας της. Αν, όμως, αυτός πεθά-
νει, τότε είναι ελεύθερη να παντρευτεί όποιον θέλει49.
Έτσι, λοιπόν, αν κατηγορούσε, όσες παντρεύονται αυτό θα ήταν δείγμα της χειρό-
τερης μορφής ανοησίας και μανίας, καθώς θα καταδίκαζε αυτές ακριβώς, που ευσπλαχνί-
σθηκε ο Απόστολος Παύλος50. Διότι, ενώ έχουμε εντολή να μην κρίνουμε για να μην κρι-
θούμε και να μη γινόμαστε αυστηροί κριτές των άλλων, δεν θα μπορούμε να ζητήσουμε
συγγνώμη για τους εαυτούς μας, αν κατακρίνουμε κάποιους για κάτι που δεν είναι καν
αμάρτημα51 . Εκείνο, πάντως, που πρέπει να τονισθεί είναι ότι, ενώ, ο πρώτος γάμος απο-
τελεί δείγμα σεμνότητας και σωφροσύνης, ο δεύτερος, χωρίς να μπορεί να χαρακτηρισθεί
ως ασελγής, είναι δείγμα ασθενούς ψυχής, που είναι προσκολλημένη στο γήινο φρόνημα
και δεν έχει κουράγιο να αγωνισθεί για τίποτε υψηλό 52 .
Συνεχίζοντας, εξάγει ένα ωραίο συμπέρασμα από τη γνωστή φράση «έσονται οι
δύο εις σάρκαν μίαν»53. Αυτή η γυναίκα, που παραμένει πιστή στον ένα άνδρα και μετά το
θάνατόν του μοιάζει να τον νιώθει πραγματικά σαν δική της σάρκα και να τον θεωρεί δια-
παντός κεφαλή της54 . Αντίθετα, εκείνη που έρχεται σε δεύτερο γάμο, κανένα από τους
δύο δεν θεωρεί δική της σάρκα, επειδή ο πρώτος εκτοπίσθηκε από τη σωματική παρουσία
του δευτέρου. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με το δεύτερο που τον εκτοπίζει η ανάμνηση
του πρώτου. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί η χήρα, που έρχεται σε δεύτερο γάμο, ξεχνά τον
πρώτο σύζυγο, επειδή τον επισκιάζει η διαρκής παρουσία του δευτέρου, ενώ δεν είναι

48
Ό.π., 611: «τον δεύτερον γάμον εν τοις απειρημένοις τιθέντες τω προτέρω στέργειν παρακαλούμεν, αλλ’
ομολογούμεν μεν και τούτον είναι κατά νόμον τον δεύτερον, πολλώ δε τον ένα του δευτέρου βελτίονα».
49
Α’ Κορ. 7, 39: «γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής· εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευ-
θέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι, μόνον εν Κυρίω».
50
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 611: «της εσχάτης απονοίας τε και μανίας, ας ουκ εκόλασεν ο
μακάριος εκείνος, αλλ’ εφείσατο, ταύτας ημάς καταδικάζειν αφειδώς εξ εναντίας, και ταύτα μυρίων εμπε-
πλησμένους κακών».
51
Ό.π.
52
Ό.π., 612: «πολλής σεμνότητος και σωφροσύνης ο γάμος εκείνός εστιν, ούτως ούτος ασελγείας μεν ουκ αν
είποιμι, μη γένοιτο, ασθενούς δε ψυχής και σαρκικωτάτης και τη γη προσδεδεμένης και μέγα και υψηλόν
ουδέν δυναμένης φαντασθήναί ποτε».
53
Γεν. 2, 24 και τα παράλληλα στην Καινή Διαθήκη: Ματθ. 19, 5· Μαρκ. 10, 7· Α΄ Κορ. 6, 16· Εφ. 5, 31.
54
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 612: «ώσπερ σαρκός αληθώς οικείος αντείχετο και ουκ επελάθε-
το της άπαξ δοθείσης αυτή κεφαλής».

70
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

τόσο φιλόστοργη με τον δεύτερο, επειδή μοιράζει την προσοχή της ανάμεσα σε αυτόν και
την ανάμνηση του πρώτου55. Η περίπλοκη αυτή κατάσταση είναι που κάνει τους άνδρες,
που παντρεύονται χήρες, να μην είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτόν τον γάμο. Επειδή ουσια-
στικά και οι δύο, ο πρώτος δηλαδή σύζυγος, που έχει αποθάνει και ο δεύτερος, που είναι
στη ζωή, έχουν εκτοπισθεί από την αγάπη και την τιμή της γυναίκας τους 56.
Έτσι, όσο σκληρός και χωρίς συναισθήματα και αν είναι ο δεύτερος σύζυγος, θα
μπει στην κρεβατοκάμαρα του πρώτου με άσχημη και δυσάρεστη ψυχική διάθεση, καθώς
θα συναντήσει τη γυναίκα του να γελά και να χαριεντίζεται στο κρεβάτι του πρώτου. Δεν
θα γνωρίζει αν αυτό το κάνει για να τον ευχαριστήσει ή αν πράγματι έχει ξεχάσει τον πρώ-
το της σύζυγο57. Και στις δυο, πάντως, περιπτώσεις θα αισθάνεται άσχημα, καθώς θα α-
ντιλαμβάνεται ότι τα αισθήματα της γυναίκας του προς αυτόν δεν είναι εντελώς γνήσια
και ξεκάθαρα, αφού, έτσι ή αλλιώς, πίσω τους υπάρχει η σκιά του πρώτου άνδρα, που τα
επηρεάζει.
Όμως, το πένθος στο οποίο ήδη έχει βυθισθεί το σπίτι εμποδίζει την εμφάνιση
της χαράς και της ευφροσύνης58. Και συμβαίνει και εδώ το ίδιο, που γίνεται, όταν σε κά-
ποιο μέρος των τοίχων ενός σπιτιού αφεθούν έντονα σημάδια από πυρκαγιά. Το βαθύ
σκούρο ή μαύρο χρώμα καταστρέφει τη λευκότητα των τοίχων και παρουσιάζει ένα άσχη-
μο θέαμα. Έτσι και στην περίπτωσή μας, η χήρα, που συνάπτει δεύτερο γάμο «κάν μυρίοις
και εαυτήν και τον οίκον περιβάλλη καλλωπισμοίς»59, δεν μπορεί να εξαλείψει το πένθος,
που, ήδη, υπάρχει διασκορπισμένο στην ατμόσφαιρα της οικίας. Αλλά, και οι υπηρέτες και
όσοι ασχολούνται με τα κτήματα και οι υπόλοιποι, που μένουν στο σπίτι και οι γείτονες
και οι συγγενείς του ανθρώπου, που πέθανε, αναστενάζουν κυριευμένοι από τη στεναχώ-
ρια τους γι’ αυτόν, που έφυγε και διατηρούν με αυτό τον τρόπο βαριά την ατμόσφαιρα
στο περιβάλλον60 .

55
Ό.π., 613: «ούτε του προτέρου μεμνήσθαι δύναιτ’ αν καλώς τω ετέρω μετ’ εκείνον προσέχουσα, ούτε τού-
τον μετά της προσηκούσης φιλοστοργίας όψεται, σχιζομένης εις τον απελθόντα της διανοίας αυτής».
56
Ό.π.: «εκβεβλήσθαι της ανδρί προσηκούσης και τιμής και φιλίας παρά γυναικός».
57
Ό.π.: «εις την ευνήν αναβαίνοντα την εκείνου, και γελώσα και χαριεντιζομένην επί τούτοις ορώντα την
εκείνου γυναίκα».
58
Ό.π., 613: «το καταλαβόν ήδη πένθος την οικίαν ουκ αφίησι καθαράν γενέσθαι την ευφροσύνην».
59
Ό.π.
60
Ό.π., 613.

71
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν ο σύζυγος που πέθανε άφησε πίσω


του παιδιά. Αυτά, αν είναι μικρά στην ηλικία, νιώθουν, όσα μπορούν να αντιληφθούν τι
γίνεται, σφοδρό μίσος για τη μητέρα τους61, ενώ τα πιο μεγάλα αηδία. Θα δυσκολευθεί
πολύ η μητέρα τους να τα αναθρέψει και να τα προστατέψει, όταν θα βλέπουν όλα τα υ-
πάρχοντα του πατέρα να τα έχει άλλος και προπαντός την ίδια τη μητέρα τους. Αλλά και η
ίδια θα ζει μια «σχιζοφρενική» κατάσταση, καθώς θα πρέπει να μοιράζει τη φιλοστοργία
της και στα παιδιά, που θα αποκτήσει από το δεύτερο γάμο62.
Όσοι, λοιπόν, νομοθέτησαν το δεύτερο γάμο, γιατί ήθελαν να παρηγορήσουν ε-
κείνους που πονούν από την απώλεια αγαπημένου τους προσώπου, έλαβαν υπ ‘όψιν τους
και όλους αυτούς τους λόγους. Αλλά, επειδή ήθελαν και να δικαιολογηθούν, αφού οι ίδιοι
όρισαν το γάμο αυτό, φοβούμενοι μήπως η γαμική στέρηση οδηγήσει σε κάποιο χειρότε-
ρο κακό, απέκλεισαν από το δεύτερο αυτό γάμο τη χαρούμενη τελετουργία του πρώτου,
όπως τους νυμφικούς στεφάνους, τους χορούς, τα άσματα, τους αυλούς και ό,τι άλλο κο-
σμεί την ημέρα του γάμου και οδήγησαν αστεφάνωτο τον άνδρα προς τη χήρα γυναίκα 63.
Προφανώς, την ίδια σκέψη έκανε και ο Απόστολος Παύλος όταν προτρέπει τις
νεώτερες χήρες σε δεύτερο γάμο64. Συγκαταβαίνει, λοιπόν, στην ασθένεια και αδυναμία
τους, «ασθένειαν ου δυνάμεως, αλλά προαιρέσεως»65. Έτσι, απαγορεύει να παραμείνουν
στην κατάσταση της χηρείας και να εγγραφούν στην τάξη των χηρών, όχι όποιες προτι-
μούν να παραμείνουν χήρες, αλλά εκείνες που προτιμούν να παντρευτούν. Αν πρόκειται
να παντρευτούν ξανά, να μην υπόσχονται ότι θα ασκήσουν την κατάσταση της χηρείας,
γιατί η αθέτηση μιας υπόσχεσης είναι η χειρότερη αγνωμοσύνη 66 . Και υπάρχει και ένας
ακόμη λόγος, που οδηγεί τον Απόστολο Παύλο να προτείνει το δεύτερο γάμο. Επειδή πολ-
λές από τις χήρες επιδείκνυαν μια προπέτεια και αυθάδεια, διότι, κατά κάποιο τρόπο, α-

61
Ό.π.
62
Ό.π., 618: «ου χαλεπώτερον εκείνοι βιώσονται τα του πατρός ορώντες άπαντα έτερον έχοντα… και το πά-
ντων κεφάλαιον την γυναίκα; πώς δυνήσονται ως προς μητέρα διακείσθαι εκείνοι; πώς δε αύτη ως προς
παίδας, ους αισχύνεσθαι και ερυθριάν αναγκάζεται, και οις πάσαν απονείμαι την μητρικήν ουκ έχει φιλο-
στοργίαν, εις τους εξ εκείνου παίδας σχιζομένης αυτή της διανοίας;».
63
Ό.π., 613: « πάντα του δευτέρου γάμου τα φαιδρά παρητήσαντο και ούτε αυλός, ούτε κρότοι, ούτε υμέ-
ναιος, ούτε ορχήματα, ούτε στέφανοι νυμφικοί, ούτε άλλο τι των τοιούτων την εσπέραν κοσμούσιν εκείνην,
αλλά πάντων αυτήν αποκοσμήσαντες, ούτως αστεφάνωτον άγουσιν τον άνδρα προς την χήρα γυναίκα».
64
Α’ Τιμ. 5, 14: «Βούλομαι τας νεωτέρας γαμείν, τεκνοποιείν, οικοδεσποτείν».
65
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 614.
66
Ό.π.: «Ει γάρ μέλλοις, φησί, δευτέροις γάμοις ομιλείν, μηδέ επαγγείλη χηρείαν· του γαρ μηδ’ όλως υπο-
σχέσθαι το μετά την υπόσχεσιν αγνωμονήσαι πολλώ χείρόν έστιν».

72
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

παλλάχθηκαν από την εξουσία του συζύγου τους, τις προτρέπει σε δεύτερο γάμο, ώστε
αφήνοντας τη θρασύτητα που θα τις προσπόριζε κακή φήμη, να οδηγηθούν πάλι υπό ζυ-
γό67.
Βέβαια, τόσο η σεμνή χηρεία, όσο και η παρθενία είναι δύσκολα πράγματα. Γι’
αυτό και ὁ Απόστολος Παύλος απαιτεί και από τις δύο την προσήλωση στα πνευματικά και
την προσευχή και την αποχή από τις φλυαρίες, την περιέργεια και τις πολλές και ανούσιες
επισκέψεις στα σπίτια68. Όταν, λοιπόν, χάνουν τον καιρό τους σε περιττά και ανωφελή και
ξένα προς την ευαγγελική διδαχή, είναι εύλογο ότι τις προτρέπει σε δεύτερο γάμο 69. Γιατί
πρέπει και η παρθένος και η χήρα, που προτιμούν τη ζωή της αποχής, να το κάνουν όχι
απλώς για να μη συνάψουν σαρκική σχέση με άνδρα, αλλά για να μείνουν προσηλωμένες
εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία του Θεού.
Στη συνέχεια της πραγματείας του αυτής, ο ιερός Χρυσόστομος αντικρούει τους
λόγους εκείνους, οι οποίοι συνήθως προβάλλονται για να στηρίξουν την απόφαση κά-
ποιων για τη σύναψη δεύτερου γάμου. Ο πρώτος λόγος, που συνήθως προβάλλεται, έχει
σχέση με την απειρία μιας γυναίκας στη διαχείριση των βιοτικών πραγμάτων. Θα μπει στη
δίνη της καθημερινότητας, αλλά θα χάσει από άλλους, πού είναι εξασκημένοι στις πονη-
ριές της ζωής. Γι’ αυτό και έχει ανάγκη από ένα σύντροφο δίπλα της, πού θα ασχολείται με
τις εξωτερικές υποθέσεις.
Τη στάση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος τη χαρακτηρίζει ως πρόφαση για να δικαιο-
λογηθεί η ακράτεια περί τα ερωτικά: «σκήψις ταύτα και πρόφασις καί της οικείας ασθε-
νείας προκαλύμματα»70. Γιατί η πείρα μας δείχνει ότι πολλές γυναίκες κυβέρνησαν το σπί-
τι τους γενναιότερα από τούς άνδρες και ανέθρεψαν σωστά τα ορφανά τους 71 και τις πε-
ριουσίες πού παρέλαβαν, αν δεν τις αύξησαν, τουλάχιστον δεν τις ελάττωσαν. Το σπου-

67
Ό.π., 614: «Εἰ γάρ μέλλοι τις, φησί, χήρα οὖσα λάθρα πορνεύειν καί καταισχύνειν ἑαυτήν, πολλώ βέλτιον
γαμεῖν ... ὥστε μή παρέχειν τάς ἀφορμάς τῆς λοιδωρίας καί βίον ἐφύβριστον ζῆν καί πορνικόν».
68
Α΄ Τιμ. 5, 13: «άμα δὲ και ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύ-
αροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα».
69
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 614: «Ὅταν οὖν τήν σχολήν ἥν ἐν τοῖς εὐαγγελικοῖς πράγμασιν
ἀναλίσκειν χρή, ταύτην μή μόνον εἰς τά περιττά καί ἀνωφελῆ, ἀλλά καί εἰς τά σφόδρα ἐπιβλαβῆ παρά πάντα
δαπανῶσι τόν βίον, εἰκότως αὐτάς ἐπί τόν γάμον ἄγει».
70
Ό.π., 615.
71
Πρβλ. καί Εἰς τήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολήν, Ὁμιλίαν Στ΄, 4, PG 62, 424: «Ἀλλ’οὐκ ἔστι λαμπρά
ὁμοίως τά παιδία τοῦ πατρός τελευτήσαντος ... Πόσους σοι ὑποδείξω ὑπό χηρῶν ἀνατραφέντας καί γενομέ-
νους δοκίμους; πόσους δέ υπό πατράσιν ὄντας καί ἀπολωλότας;».

73
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

δαιότερο όμως είναι –και εδώ ο ιερός Χρυσόστομος παρουσιάζει μία βασική σκέψη της
θεολογίας του, την οποία αργότερα θα αναπτύξει περισσότερο - ότι ὁ Θεός από την αρχή
της Δημιουργίας δεν ανέθεσε το παν στους άνδρες, ούτε άφησε όλα να εξαρτώνται από
αυτούς, αλλά έδωσε ένα όχι ευκαταφρόνητο μερίδιο στη γυναίκα και αυτό το δήλωσε α-
ποφασίζοντας να δημιουργήσει τη γυναίκα ως βοηθό του άνδρα72.
Με αυτό τον τρόπο έδειξε ότι οι υποθέσεις τούτου εδώ του κόσμου, ιδιωτικές και
δημόσιες, χρειάζονται και τούς δύο: και τη γυναίκα και τον άνδρα. Βέβαια, ο Θεός διαμοί-
ρασε έτσι τα πράγματα ώστε «τα μέν επ’ αγοράς πάντα ενεχείρισε τοις ανδράσι, τα δέ κα-
τά την οικίαν ταις γυναιξί»73. Όμως, όσο δύσκολη είναι η απόκτηση των αγαθών, άλλο τό-
σο δύσκολη είναι και η διατήρησή τους. Και επειδή αυτό το έργο -τη διατήρηση, δηλαδή,
των αποκτηθέντων -η γυναίκα το γνωρίζει πολύ καλά, δεν έχει τίποτα να φοβάται η χήρα
μήπως μετά την απώλεια του άνδρα της δε διαχειρισθεί σωστά εκείνα τα πράγματα της
οικιακής οικονομίας που, έτσι ή αλλιώς, τα διαχειριζόταν με επιτυχία, όταν εκείνος ήταν
στη ζωή74.
Ένας δεύτερος λόγος είναι οι κατηγορίες που θα ακούσει, όταν προσπαθήσει με
σκληρό τρόπο –με βασανισμούς, μαστιγώσεις και φυλακίσεις- να συνετίσει τούς δούλους,
τούς διαχειριστές και τους επιτρόπους οι οποίοι, όταν ζούσε ο άνδρας της εξ αιτίας του
φόβου που τους προκαλούσε, εκτελούσαν με μεγάλη υπακοή τις εντολές του75, ενώ, τώ-
ρα, που έχει φύγει από τη μέση αυτός, ο οποίος προκαλούσε το φόβο και τούς συγκρα-
τούσε έτσι από τις παρεκτροπές, οι ίδιοι αυτοί συμπεριφέρονται με άσχημο και θρασύ
τρόπο στη χήρα του, επεμβαίνοντας και καταστρέφοντας τις υποθέσεις της 76.
Όμως, κατηγορίες και κακολογίες προκαλεί και η χήρα, όταν συνάπτει δεύτερο
γάμο και ανοίγει την πόρτα του σπιτιού με τη νυφική της παστάδα σε άλλον, σε αντικατά-

72
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 615: «ὁ Θεός ἐξ ἀρχῆς οὐ τό πᾶν τοῖς ἀνδράσιν ἐπέτρεψεν, οὐδέ
ἐν πᾶσιν αὐτῶν ἐκκρέμασθαι τά ἐν τῷ βίῳ πράγματα μόνο ἀφῆκεν· ἦ γάρ ἄν εὐκαταφρόνητος ἡ γυνή ἦν,
μηδέν συντελοῦσα πρός τόν βίον ἡμῖν. Ὅπερ οὖν εἰδώς ὁ Θεός ἀπένειμεν αὐτῇ μοῖραν οὐκ ἐλάττονα· καί
τοῦτο δηλῶν ἄνωθεν ἔλεγε, «ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν».
73
Ό.π., 615.
74
Ό.π., 616: «μή παρά τήν ἀπουσίαν τοῦ ἀνδρός χεῖρον διαθῇ τά κατά τήν οἰκίαν, ἧς καί ζῶντος ἐκείνου τήν
ἐπιμέλειαν εἶχεν αὐτή».
75
Ό.π., 616: « διά τόν ἐκείνου φόβον ... πάντες κατεπτήχασιν καί μετά πολλῆς ὑπακούουσι τῆς πειθοῦς καί ὁ
ἀντιλέγων οὐδείς».
76
Ό.π. «άπαντες ἐπεμβαίνουσι τη χήρᾳ, κακουργούσι, καταθρασύνονται, πάντα συγχέσουιν καί διασπώσι».
Πρβλ. καί Εἰς τήν Α’ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολήν, Ὁμιλία Στ΄, 3, PG 62, 423.

74
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

σταση εκείνου που απέθανε. Με την όμορφη και παραστατική γλώσσα ο ιερός Χρυσόστο-
μος περιγράφει την κατάσταση, που δημιουργείται, από τη σύναψη του δεύτερου γάμου.
Ἡ χήρα θα καταπατήσει τις συμφωνίες προς το σύζυγο που έφυγε και θα ξεχάσει την αγά-
πη του και τούς πρώτους εναγκαλισμούς και τα γαμήλια άσματα και τούς χορούς και τα
όμορφα λόγια, πού της έλεγε και όσα αγαθά απόλαυσε μαζί του 77. Έτσι, ο δεύτερος γάμος
που με συγκατάβαση προς την ανθρώπινη αδυναμία και ακρασία 78, πρότεινε ο Απόστολος
Παύλος δεν είναι απαλλαγμένος από την κατάκριση των πολλών. Γι’ αυτό, ας μη φοβάται
ἡ χήρα τόσο να μην κατηγορηθεί για την επιτίμηση των υπηρετών, όσο να μη θεωρηθεί
ότι διάλεξε το δεύτερο γάμο για λόγους λαγνείας και ασωτίας79.
Πάντως, ο μόνος εξασφαλισμένος τρόπος καλής διαχείρισης των χρημάτων είναι
η κατάθεσή τους στην Τράπεζα του Ουρανού. Γιατί, κανείς δεν της εξασφαλίζει ότι ο και-
νούριος σύζυγος της θα έχει την ικανότητα να αυξήσει την περιουσία80. Και, αν ανήκει
στους ισχυρούς και πλουσίους της κοινωνίας, τότε, μπορεί να την αναγκάσει να κάνει
πράγματα, που δεν θέλει, παραχωρώντας του δηλαδή μέρος η και ολόκληρη την περιου-
σία της και έτσι ό, τι φοβόταν μήπως χάσει παραμένοντας χήρα, θα της συμβεί χειρότερα
τώρα με το δεύτερο γάμο της81. Αλλά και αν δεν συμβεί αυτό μπορεί να έρθει κάτι χειρό-
τερο. Διότι, ενώ αν μείνει χήρα, και αν ακόμη χάσει κάτι από τα πολλά, θα της μείνουν τα
υπόλοιπα σε ασφάλεια, αν παντρευτεί με ισχυρό άνδρα πού ασχολείται με την πολιτική ή
ασκεί κάποιο επάγγελμα, μπορεί να τα χάσει όλα σε μία στιγμή, γιατί τις συμφορές των
ανδρών ακολουθούν και οι γυναίκες τους82. Άρα, συμφέρει τη χήρα να έχει λίγα και δικά
της, παρά τα αγαθά όλης της οικουμένης, χωρίς να ελέγχει τίποτε.

77
Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 616: «τάς πρός τόν ἀπελθόντα συνθήκας πατήσῃ καί της φιλίας
ἐπιλάθηται της εκείνου, καί τήν εσπέραν καθ’ ήν πρῶτον αυτή συνήπτετο, και τον κρότον και τον υμέναιον
καί τάς γαμηλίους δᾷδας καί τάς πρῶτας περιπλοκάς καί τάς τραπέζας και των αλών ων αυτή παρά πάντα
τον χρόνον εκοινώνησε, και ρημάτων ων εἰκός γυναίκα απολαύειν παρά ανδρός».
78
Ό.π., 617: «Καί γάρ τό κατωφερή τινα καί λάγνον είναι, καί μήτε εν καιρώ της νηστείας, μήτε εν αλλῳ τινι
της γυναικός απέχεσθαι, κολάσεως μέν καί αυτό πόρρῳ καί μακράν, οὐ μήν ἐπαίνων εγγύς· αυτό γάρ το συ-
γκαταβήναι τοσούτον, ουδέν ετερόν εστιν, ή σημείον ασθενείας και απροσεξίας πολλής».
79
Ό.π.: «Ὥστε εἰ δέδοικας μὴ θρασύτητος δόξαν λάβῃς διὰ την των οἰκετῶν ἐπιτίμησιν, πρό τούτου δεδοικέ-
ναι χρή μή λαγνείας και ἀσωτίας δόξαν προστρίψῃ τοσαύτην».
80
Ό.π., 617: «προσθήναι τοις ούσιν»
81
Ό.π., 617: «ὅπερ ἐπί χηρείας εδεδοίκει, τούτο μετά πλείονος ανάγκης υποστήσεται νύν».
82
Ό.π.: «ἀνδρί συναφθείσα δυνατώ και τά της πόλεως πράττοντι ἤ και ετέραν τινά μετιόντι φροντίδα, πολ-
λάκις ἀθρόον πάντα ἀποβαλεῖται· ταις γάρ των ανδρών συμφοραίς ανάγκη καί τάς συνοικούσας αυτοις κοι-
νωνεῖν».

75
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

Ένας τρίτος λόγος πού πρέπει ἡ χήρα να αποφύγει το δεύτερο γάμο είναι ότι συ-
νήθως οι άνθρωποι αγαπούν πρόσωπα και πράγματα, πού πρώτοι αυτοί τα απέκτησαν και
δεν τα μοιράζονται με άλλους. Και αν αυτό συμβαίνει με τα σπίτια, τα σκεύη, τα φορέμα-
τα και τα άλλα αποκτήματα, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει με τα πρόσωπα. Και με
εξαιρετική διεισδυτικότητα περιγράφει τη διαφορά έντασης των συναισθημάτων του αν-
δρός προς τη γυναίκα του αν είναι παρθένα, απ’ εκείνα πού δείχνει σε αυτή, αν είναι χή-
ρα. Έτσι, τη χήρα την ανέχεται σαν γυναίκα μόνο και επειδή γνώρισε και άλλον άνδρα δεν
θα την αγκαλιάσει και δεν θα την φιλήσει με όλο του το πάθος. Αντίθετα, αν η γυναίκα
του είναι παρθένος, τότε ο έρωτας θα είναι σφοδρότερος και μανιακότερος, επειδή θα
είναι ο πρώτος άνδρας της ζωής της83.
Πάντως, είτε νεώτερη στην ηλικία είναι ἡ χήρα είτε μεγαλύτερη, περισσότερα έχει
να κερδίσει, αν παραμείνει χήρα. Όλα όμως αυτά πού ανέφερε προηγουμένως δεν τα επι-
βάλλει, ούτε θα κατηγορήσει, όσες δεν τα ακολουθήσουν. Τα έγραψε για να τις προτρέψει
και να τις παρακαλέσει να παραμείνουν στην κατάσταση της χηρείας και αφού απελευθε-
ρώθηκαν μια φορά να επιζητούν πια την ουράνια Βασιλεία, έτσι ώστε επιδεικνύοντας σω-
στή διαγωγή να αρμοσθούν στο νυμφίο Χριστό84.

γ) Εις το «χήρα καταλεγέσθω μη ελάττων ετών εξήκοντα»


Στην πραγματεία85 του αυτή ο ιερός Χρυσόστομος ασχολείται εκτός από τις υπο-
χρεώσεις της χήρας γυναίκας και με την ανατροφή των παιδιών και την ελεημοσύνη. Σχε-

83
Ό.π., 617 καί 618: «Μετά πλείονος ομιλήσει της παρρησίας και της ελευθερίας η παρθένος γαμηθείσα της
μετά την χηρείαν. Ταύτην μεν γάρ καν ως γυναικα στέργῃ, άλλ’ ούχ ως παρθένον λαβών· ότι δε πολλω εκεί-
νοι τούτων οι έρωτες σφοδρότεροι και μανικώτεροι, παντί δηλόν έστιν· εκείνην δε ατε μή παντός ανδρός
ἀπειρον οὐ παντί θυμῷ καί ἀσπάσεται και φιλήσει ...πάσῃ προθυμία προσίεται· την δέ ἑτέρῳ πρότερον συ-
ναφθείσαν ου μετά της αὐτῆς φιλίας όψεται καί ευνοίας».
84
Ό.π., 620: «προτρέποντες καί παρακαλούντες, μη επί τοσούτον προσδεθήναι τη γη, άλλ’ άπαξ λυθείσας
μένειν ελευθέρας, καί τόν ουράνιον ἐπιζητεῖν καί τήν πολιτείαν επιδείκνυσθαι τήν εκει, καί αρμοσθείσας τῷ
Χριστώ ουτως άπαντα πράττειν, ως προσήκε τας τον τοιούτον έχούσας νυμφίον».
85
Από όσα αναφέρει ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος στην αρχή της ομιλίας του αυτής [«Εις καιρόν η του Πνεύ-
ματος ωκονόμησε χάρις ταύτην… αναγνωσθήναι την περικοπήν˙ έχει γαρ τινά προς τα πρώην ειρημένα συγ-
γένειαν και ακολουθίαν πολλήν, ει και μη εν τοις ρήμασι, αλλ’ εν τοις νοήμασι»] συμπεραίνει κανείς ότι εκ-
φωνήθηκε μετά την πέμπτη ομιλία του «Εις το ρητόν του αποστόλου, περί των κεκοιμημένων…». Οι επτά
αυτές ομιλίες «… Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον…» (PG 48, 963-1054) ακολούθησαν την ομιλία

76
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

τικά τώρα με το θέμα μας, σημειώνει την γνωστή και από τις προηγούμενες ομιλίες άπο-
ψή του ότι, ενώ το όνομα της χηρείας σε πολλούς φαίνεται πως είναι «συμφοράς όνο-
μα»86, στην πραγματικότητα όμως είναι «αξίωμα και τιμή και δόξα μεγίστη· ουκ όνειδος,
αλλά στέφανος»87. Και ο θάνατος παλιά ήταν κατάρα, με την ενανθρώπηση, όμως, του
Χριστού «γέγονε τιμή και αξίωμα της γενναίως αυτόν φέρουσιν επιόντα. Ούτω γουν και οι
μάρτυρες στεφανούνται»88. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χήρα, γιατί μπορεί να μην συμ-
βιώνει πλέον με τον αποθανόντα άνδρα της, έχει όμως τον Χριστό που μπορεί να την ανα-
κουφίσει από όλα τα δεινά. Αρκεί μόνον αυτή να τηρήσει την πρακτική της Εκκλησίας που
τη θέλει άτομο κατ’ εξοχήν προσευχόμενο. Όπου κι αν βρίσκεται, είτε στην κοινή προσευ-
χή στον Ναό, είτε κατ’ ιδίαν στο σπίτι, ας γονατίζει και ας αναφέρει με δάκρυα και στε-
ναγμούς -αυτά είναι τα όπλα της- τα αιτήματά της στον Θεό, για να βρει λύτρωση από ό-
σους θέλουν να την βλάψουν89. Έτσι, η χήρα μένει αποδεσμευμένη από τα βιοτικά πράγ-
ματα και έχει την δυνατότητα να πορεύεται προς τον ουρανό, όταν επιδεικνύει για την
πνευματική άθληση τόσο σπουδή, όση έδειχνε και για την φροντίδα του άνδρα της 90.
Ο ιερός Χρυσόστομος θεωρεί ότι η χήρα έχει μεγάλη αξία στα μάτια του Θεού και
είναι αξιαγάπητη από Αυτόν για τα παθήματά της. Συγχρόνως όμως είναι και καλή συνή-
γορος για όλους όσους προσεύχεται. Έτσι, όσοι κουβαλούν βαριές αμαρτίες και είναι α-
πελπισμένοι, επειδή έχουν χάσει την παρρησία τους προς τον Θεό και έγιναν εχθροί του,
μπορούν να βρουν στην προσευχόμενη χήρα ένθερμο συμπαραστάτη και υποστηρικτή
στην προσπάθειά τους για να κερδίσουν τη συγγνώμη του Θεού και να ξεπλύνουν τις α-
μαρτίες τους91.

που εκφώνησε «Εις τας Καλένδας… κατά των παρατηρούντων τας νεομηνίας…» (PG 48, 953-962) και χρονο-
λογούνται όλες το χειμώνα του 387, δεύτερο έτος της χειροτονίας του σε πρεσβύτερο. Για την χρονολόγησή
τους βλ. και την εισαγωγή του Βασ. Φανουργάκη στη Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των Αγίων Πατέρων,
τόμ. 14ος, xx, σελ. 9-10 και 25-26. Η παρούσα, λοιπόν, ομιλία έπεται χρονικά των δύο πραγματειών του, που
προαναφέρθηκαν, γι’ αυτό και υπάρχουν κοινά σημεία στην διαπραγμάτευση του θέματος.
86
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 321.
87
Ό.π.
88
Ό.π.,, 322.
89
Ό.π.: «εισελθείν και γόνυ κλίναι, και στενάξαι πικρόν, και δάκρυα προχείν, και πάσαν αποκρούσασθαι των
επηρεαζόντων την επιβουλήν˙ τα γαρ όπλα της χήρας τοιαύτ α, δάκρυα, και στεναγμοί, και ευχαί διηνεκείς».
90
Ό.π.
91
Ό.π., 322: «εστί τιμία τω Θεό και επέραστος και συνήγορος μεγίστη, και τους καταδικασθέντας και τους
απεγνωσμένους και τους παρρησίαν ουκ έχοντας και τους εκπεπολεμωμένους τω Θεώ και πάσης εστερημέ-

77
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

Για να αποδείξει την ορθότητα της άποψής αυτής, αναφέρει τα όσα σημειώνει ο
προφήτης Ησαΐας92 για την συμφιλίωση του Θεού με όσους έχουν αμαρτήσει ενώπιον
Του. Η μόνη προϋπόθεση που τους ζητείται είναι να κάνουν έργα ευποιίας και να περι-
θάλψουν τους αδικημένους, τα ορφανά και τις χήρες, έτσι ώστε «εάν ώσιν αι αμαρτίαι
υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ»93. Η ένθερμη προσευχή, λοιπόν, της χήρας μπορεί
όχι μόνον να αφανίσει την οργή του Κυρίου και να συμφιλίωση τους αμαρτάνοντας με αυ-
τόν, αλλά μπορεί και να σώσει από αβάσταχτη τιμωρία μια ψυχή που βάφθηκε με το ρύπο
της αμαρτίας, ξεπλένοντάς την από την κηλίδα αυτή. Συμφέρει σε όλους να μην περιφρο-
νούν τις χήρες, αλλά να φροντίζουν με προθυμία να καλύπτουν τις ανάγκες της, επειδή
αποδεικνύεται, τελικά, ότι «προστάτης ημών εστίν η όντως χήρα»94 . Και αυτή τη δύναμη
η «όντως χήρα» δεν την έχει από κάποια γήινης εξουσίας, αλλά από τον ίδιο τον Θεό.
Στην συνέχεια της ομιλίας του αναφέρεται πάλι95, πιο διεξοδικά εδώ, στις προϋ-
ποθέσεις που απαιτούνται, ώστε κάποια να εγγραφεί στην τάξη των χηρών μετά τη συ-
μπλήρωση των εξήντα χρόνων της ηλικίας της. Βεβαίως, χήρες είναι και αυτές που βρί-
σκονται σε κατάσταση έσχατης φτώχειας και τρομερής εξαθλίωσης και τρέφονται από εκ-
κλησιαστικά χρήματα96, όπως συνέβαινε και κατά την εποχή των αποστόλων 97. Δεν είναι,
όμως, μόνον αυτές που θεωρούνται χήρες, αλλά και εκείνες που, ενώ δεν έχουν καμιά υ-
λική ανάγκη και έχουν εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη συντήρησή τους και προΐστανται
σπιτιών που ευπορούν, έχουν χάσει τον άνδρα τους98.
Έχουμε, λοιπόν, εδώ την πληροφορία από τον ιερό Χρυσόστομο ότι στον κατάλο-
γο των χηρών γράφονταν όχι οι άπορες, αλλά όσες είχαν επαρκώς όλα εκείνα που χρειά-

νους απολογίας φανείσα εξαρπάζει και καταλλάττει και ουχί συγγνώμης αυτοίς κομίζει μόνον, ουδέ απαλ-
λαγήν τιμωρίας, αλλά και πολλήν την παρρησίαν και την λαμπρότητα, και των ηλιακών ακτίνων καθαρωτέ-
ρους εργάζεται, καν απάντων ωσι κατερρυπωμένοι μάλλον ανθρώπων».
92
Ησ. 1, 15-20.
93
Ησ. 1, 18.
94
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 322.
95
Βλ. και πιο πριν τις θέσεις του αυτές στα υπομνήματά του στην Α’ προς Τιμόθεο επιστολή.
96
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 322: «και εκείναι λέγονται, αι εις ευτέλειαν εσχάτην καταπεσούσαι, και εγγεγραμμέναι, και
εκ των εκκλησιαστικών τρεφόμεναι χρημάτων».
97
Πραξ. 6, 1-7.
98
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 321: «αλλά κακείναι αι μηδενός μεν δεόμεναι, αλλ’ ευπορίας απολαύουσαι και οικίας προ-
εστώσαι, τον δε άνδρα αποβαλούσαι μόνον».

78
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

ζονταν για τη συντήρησή τους. Γι’ αυτές, λοιπόν, τις δεύτερες απαιτούνται όλες εκείνες οι
προϋποθέσεις, που προτείνονται από τον Απόστολο Παύλο, ενώ για τις πρώτες δεν απαι-
τείται κάτι παρόμοιο, γιατί μια τέτοια απαίτηση θα ήταν δείγμα «απανθρωπίας τούτο ε-
σχάτης»99. Γι’ αυτόν, ακριβώς το λόγο, και όταν απευθύνεται σε αυτές που λιμοκτονούν
δεν τους ζητεί το χρόνο της ηλικίας ή ακριβή συμπεριφορά 100.
Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι, όπως υπάρχει από παλιά η τάξη των παρθένων
«ούτω και χηρών το παλαιόν ήσαν χοροί, και ουκ εξήν αυταίς απλώς εις τας χήρας εγγρά-
φεσθαι»101. Δεν αποτελούσε, λοιπόν, για την πρώτη Εκκλησία η εγγραφή στον κατάλογο
των χηρών ένα είδος απογραφής των μελών της, που ανήκαν σ’ αυτή την κατηγορία. Άρα,
όταν ο Απόστολος Παύλος θέτει πνευματικούς όρους και προχωρημένη ηλικία για την εγ-
γραφή σε αυτό τον κατάλογο, το κάνει για να περιληφθούν εκεί, όσες είναι ανενδεείς και
πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε κάποια εκκλησιαστική διακονία. Οι όροι και οι προϋπο-
θέσεις εγγραφής χρειάζονται για να αποδεικνύεται ο ανεπίληπτος βίος των εγγεγραμμέ-
νων, ώστε να μη σκανδαλίζουν και να είναι πιο εποικοδομητική η άσκηση της διακονίας
τους.
Αφού, λοιπόν, ξεκαθάρισε ότι ο Απόστολος Παύλος μιλώντας για τη χήρα δεν α-
ναφέρεται σε αυτή που ζει μέσα στη φτώχεια και χρειάζεται βοήθεια, αλλά σε αυτή που
παραμένει στην κατάσταση της χηρείας επιλέγοντας έτσι ένα τρόπο ζωής102, αναφέρεται
διεξοδικά στους λόγους για τους οποίους ο Απόστολος προτείνει στον μαθητή του Τιμό-
θεο να προτρέπει τις νεώτερες χήρες σε δεύτερο γάμο.
Πρώτος λόγος είναι για να προφυλαχθεί ο ίδιος ο Απόστολος Τιμόθεος από κατη-
γορίες που μπορούν να προσάψουν όσοι από τους χριστιανούς εύκολα διαδίδουν διάφο-
ρα103, ιδιαίτερα για τους κληρικούς, χωρίς να εξακριβώνουν την αλήθεια των λεγομένων.
Γι’ αυτό, θα πρέπει η χήρα να αφεθεί ελεύθερη να επιλέξει η ίδια αν θέλει να παραμείνει
στην κατάσταση της χηρείας ή να παντρευτεί. Και αυτό για να μην κατηγορηθεί ο ίδιος ότι

99
Ό.π., 323.
100
Ό.π.: «Δια τούτο, όταν μεν λιμόν παραμυθήσασθαι δέοι, ουδέν περί χρόνων και της κατά ψυχήν αρετής
ακριβολογείται».
101
Ό.π.
102
Ό.π.: «ου περί εκείνης ούν λέγει της εν πενία ζώσης και δεομένης βοηθείας, αλλά περί ταύτης της ελομέ-
νης χηρείαν».
103
Ό.π., 323: «πολλοί των ανθρώπων ευχείρωτοι περί κατηγορίας εισί και τας γλώσσας κατά των της Εκκλη-
σίας προεστώτων ηκονήσασι».

79
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

την επηρέασε στην απόφασή της, καθώς αυτή ήταν νεαρή. Ας μη την γράψει, λοιπόν, στον
κατάλογο, ώστε, αν υποκύψει στην αδυναμία της φύσης της, να μη μπορεί κανείς να τον
κατηγορήσει. Αν, πάλι, αγωνισθεί, να έχει τη δυνατότητα να την εγγράψει στον κατάλληλο
χρόνο104.
Δεύτερος λόγος είναι η ακρασία των ανθρώπων και ειδικότερα των νεαρών στην
ηλικία χηρών105, που γρήγορα θα τις οδηγήσει να παραβούν τις υποσχέσεις, που έδωσαν
στο Χριστό να παραμείνουν μετά τη χηρεία αγνές για χάρη Του. Ο Απόστολος Παύλος σε
άλλη ευκαιρία106, επειδή γνωρίζει πόσο ακρατείς στα ερωτικά και ευάλωτοι είναι οι άν-
θρωποι, τους προτρέπει στην ερωτική συνομιλία. Και εδώ στην περίπτωση των νεαρών
κατά την ηλικία χηρών, επειδή γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να φέρουν εις πέρας νεαρά
άτομα το δύσκολο δρόμο της χηρείας, τις προτρέπει να στραφούν στην αναζήτηση δευτέ-
ρου συζύγου107.
Πάντως, ο Απόστολος προσδιορίζει με ακρίβεια ποιες από τις νεώτερες χήρες θε-
ωρεί ότι οφείλουν να παντρεύονται για δεύτερη φορά. Όσες, δηλαδή, είναι φλύαρες και
δεν κλείνουν καθόλου το στόμα τους, αλλά τριγυρίζουν εδώ και κει μεταφέροντας κου-
τσομπολιά και ανυπόστατες πολλές φορές κατηγορίες από σπίτι σε σπίτι και δημιουργώ-
ντας, έτσι, πολλά προβλήματα108. Για άλλη μια φορά, όπως και σε προηγούμενες ομιλίες
του, ο ιερός Χρυσόστομος επανέρχεται στο άσχημο θέαμα, που προκαλούν οι χήρες, που

104
Ό.π., 323: «αν αυτή βούληται οίκοθεν και παρ΄εαυτής αιρείσθαι ταύτα, ποιείτω˙ συ μέντοι μη καταδέξη
μηδέπω, ίνα μη λέγωσιν ότι νεωτέραν ούσαν, γήμασθαι βουλομένην, οικίας προστήναι, ο δείνα κατηνάγκα-
σε˙ δια τούτο έπεσε και υπεσκελίσθη. Συ μη καταλέξης αυτήν, ίνα καν πέση, των εγκλημάτων ης απηλλαγμέ-
νος˙ καν μη πέση, μετά πλείονος ασφαλείας τω προσήκοντι καιρώ καταλέξης».
105
Η ηλικία, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, παίζει σπουδαίο ρόλο, επειδή όλοι γνωρίζουν ότι τα νιάτα
είναι φωτιά και ένα τρικυμιώδες πέλαγος γεμάτο επαναστάσεις. Αντίθετα η μεγαλύτερη ηλικία μοιάζει με
λιμάνι, όπου πια οι όποιες επιθυμίες έχουν σβεσθεί, Ό.π., 323.
106
Α’ Κορ. 7, 1-6: «… δια δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα…
μη αποστερείτε αλλήλους… ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς δια την ακρασίαν υμών».
107
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 323: «ώσπερ εκεί ταύτα διαλέγεται, αλλά τοις ακρατεστέροις των ανθρώπων και ευαλώ-
τοις, ούτω και ενταύθα τοις ευχειρώτοις των γυναικών και μη δυναμένοις ενεγκείν τον μετά ακριβείας βίον
της χηρείας, ταύταις παραινεί και συμβουλεύει δεύτερον επεισάγειν νυμφίον».
108
Ό.π., 324: «άκουσον ποίας φησί νεωτέρας, τας, μετά το καταστρηνιάσαι του Χριστού βουλομένας γαμείν,
τας φλυάρους, τας περιέργους, τας περιερχομένας τας οικίας, τας λαλούσας τα μη δέοντα, τας εκτραπείσας
οπίσω του σατανά».

80
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

περιτριγυρίζουν εδώ και εκεί, θέμα, που θίχτηκε και στηλιτεύθηκε και από τους συγγρα-
φείς της Διδασκαλίας των Αποστόλων και των Αποστολικών Διαταγών109.
Για την εγγραφή όμως στον κατάλογο των χηρών χρειάζονται και άλλες προϋπο-
θέσεις εκτός από την ηλικία και τον αγώνα για να μη συναφθεί δεύτερος γάμος. Γιατί
συμβαίνει εδώ κάτι αντίστοιχο με την κατάταξη των στρατιωτών. Όπως εκεί χρειάζεται η
καλή υγεία και ευεξία του σώματος, έτσι και εδώ, όπου θα διεξαχθούν πνευματικές μάχες,
χρειάζεται η ψυχική ευεξία και η διαρκής προθυμία για την άσκηση καλών έργων 110. Και
μπορεί να φαίνεται ότι οι προϋποθέσεις που ζητούνται από τον Απόστολο είναι απλές λέ-
ξεις, κρύβουν όμως μέσα τους υψηλή φιλοσοφία και ζωή111.
Όταν, λοιπόν, ζητά ο Απόστολος από την χήρα να έχει τεκνοτροφήσει, δεν μιλάει
βέβαια για την παροχή των αναγκαίων για τη σωματική ανάπτυξη των παιδιών 112, γιατί
αυτό από μητρικό ένστικτο θα το κάνει κάθε μητέρα και δεν χρειάζεται καμία τέτοια προ-
τροπή. Αντίθετα αναφέρεται στην φροντίδα που οφείλει να επιδείξει η χήρα για την ισορ-
ροπημένη ψυχική ανάπτυξη των παιδιών με την διδασκαλία των διδαγμάτων του Ευαγγε-
λίου και την προτροπή σε άσκηση καλών έργων113. Με εξαιρετική δεινότητα στο σημείο
αυτό ο ιερός Χρυσόστομος διακόπτει την αναφορά του στις χήρες και επί μακρόν ο λόγος
του συνεχίζεται με προτροπές προς τους πατέρες για την σωστή ανατροφή των παιδιών
τους με φόβο Θεού, όπως έκαμαν ο Αβραάμ, ο Δαβίδ και ο Ιώβ, γιατί στην αντίθετη περί-
πτωση, αν δεν εμφυτευθεί αυτός ο φόβος θα ωθηθούν σε άσχημα πράγματα και θα απο-
βούν πατροκτόνοι όπως συνέβη με τα παιδιά του Ηλί 114.
Επανερχόμενος στο θέμα του ο ιερός πατέρας αναφέρεται στον άλλο όρο που θέ-
τει ο Απόστολος και ο οποίος έχει σχέση με την παροχή φιλοξενίας. Ο λόγος για τον οποίο
ζητιέται κάτι τέτοιο από μια χήρα είναι προφανής. Αφού απήλθε εκείνος στον οποίο ε-

109
Πρβλ. και Διδασκαλία… 3, 6, 3-7, 5 (Funk, 190, 17 – 194, 17∙ Connolly, 133, 23 – 136, 24 – 135, 1 – 137,
21), καθώς και Διαταγαί …, Βιβλίον Γ΄, VI, 4, Β.Ε.Π, τόμ. 2ος, σ. 61-62.
110
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 326: «Και καθάπερ οι τους στρατιώτες καταλέγοντες σώματος ζητούσιν ευεξίαν, ούτω και
ούτος εις το του Χριστού στρατόπεδον αυτήν καταλέγων, ψυχής ευεξίαν εζήτησε και ευτονίαν και την εν
άπασι τοις αγαθοίς έργοις σπουδήν».
111
Ό.π., 326: «τούτων έκαστον δοκεί μεν είναι ρήμα ψιλόν, πολλήν δε εν εαυτώ συνέχει την ζωήν».
112
Ό.π.: «τροφήν ενταύθα λέγει ου ταύτην την ψιλήν και παρά τοις πολλοίς νομιζομένην, το μη λιμώ φθει-
ρομένους περιιδείν τους παίδας».
113
Ό.π., 326: «την της δικαιοσύνης επιμέλειαν, την ανατροφήν την μετ’ευλαβείας».
114
Ό.π., 326-331 και Γεν. 18, 19, Α’ Βασ. 2, 12-36 και 4, 4-11, Σοφ. Σειρ. 30, 7.

81
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

στρέφοντο οι φροντίδες της, ας μη χάσει το μισθό της και ας συνεχίσει να προσφέρει τις
υπηρεσίες της με την ίδια διάθεση στους ξένους115. Έπειτα, επειδή ακριβώς φροντίζει για
την καλή ανατροφή των παιδιών της, οφείλει και να προσφέρει φιλοξενία. Με αυτό τον
τρόπο δίνει μια καλή ευκαιρία στα παιδιά της να μάθουν να ενδιαφέρονται για τις δυσκο-
λίες των άλλων ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη δική τους οικονομική κατάσταση ή ψυχική
διάθεση. Και βέβαια, ας μη δικαιολογείται ότι έχει αρκετά παιδιά να φροντίσει, διότι όσο
περισσότερα παιδιά υπάρχουν, τόσο περισσότερα χέρια βοηθείας υφίστανται για να α-
σκηθεί η φιλοξενία116.
Στο τμήμα αυτό της ομιλίας του φέρνει ο ιερός Χρυσόστομος, κατά την προσφιλή
του συνήθεια, ως ισχυρά παραδείγματα τις δύο γνωστές από την Παλαιά και την Καινή
Διαθήκη χήρες, δηλαδή τη χήρα από τα Σαρεπτά και τη χήρα με το δίλεπτο. Δεν είναι ε-
παρκής δικαιολογία να προβάλλει κάποια χήρα τη φτώχεια της και τις δύσκολες συνθήκες
της ζωής της, ως δικαιολογία για μην παρέχει φιλοξενία στους ξένους. Γιατί, προφανώς,
δεν υπήρξε φτωχότερη από τη χήρα, που φιλοξένησε τον Ηλία. Και αυτή είχε παιδιά και
ελάχιστο αλεύρι, ενώ ο θάνατος παραμόνευε. Όμως, τίποτε απ’ αυτά δεν την εμπόδισε να
φιλοξενήσει τον προφήτη117.
Έπειτα, εκείνο που μετράει στα μάτια του Θεού, δεν είναι η ποσότητα της πε-
ριουσίας, αλλά η πλούσια διάθεση. Γιατί εκείνος που είναι μεγαλόψυχος, και αν ακόμα
είναι ο πτωχότερος των ανθρώπων, θα βρει τρόπο να ασκήσει τη φιλοξενία, σε αντίθεση
με το μικροπρεπή, που, και αν ακόμη είναι πλούσιος, θα διστάζει και θα υποχωρήσει. Εύ-
γλωττο παράδειγμα είναι και η χήρα που έριξε το δίλεπτο στο ταμείο του ναού. Το αξιο-
θαύμαστο στην περίπτωση της ήταν ότι, ενώ όλη η περιουσία της αποτελείτο μόνο από

115
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 331: «απήλθεν ο ανήρ· πάσαν την περί εκείνον σπουδήν περί τους ξένους ανάλωσον».
116
Ό.π., 332: «δι’ αυτό μεν ούν τούτο ευκολώτερον τούτο εργάσεται, κοινωνούς έχουσα της θεραπείας τους
υιούς, συναντιλαμβανομένους και συνεφαπτομένους αυτή της καλής ταύτης πραγματείας. Ώστε ου κώλυμα,
αλλά βοήθεια της φιλοξενίας έσται των παίδων το πλήθος, και η πολυχειρία πολλήν τη διακονία παρέξει την
ευκολίαν».
117
Ό.π., 331: «ουκ έστιν εκείνης της χήρας πενεστέρα της εν αλεύρω μικρώ και ελαίου κυάθω τον μέγαν
προφήτην υποδεξαμένης τον Ηλίαν. Και γαρ και εκεί παιδία παρήν· αλλ’ ούτε η σπάνις των όντων, ούτε η
του λιμού τυραννίς, ούτε ο προσδοκώμενος θάνατος, ουχ η των παίδων φροντίς, ουχ η χηρεία, ουκ άλλο
ουδέν εγένετο κώλυμα τη φιλοξένω γυναικί».

82
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

τους δύο αυτούς οβολούς, δεν δίστασε να τους διαθέσει για τους άλλους. Και με αυτή της
την κίνηση υπερακόντισε την αδιαφορία πολλών πλουσίων118.
Όσον αφορά τώρα τον τρίτο όρο που αναφέρεται στη νίψη των ποδών των αγίων
δεν πρέπει να θεωρείται ταπεινωτικός, ακόμη και από όσες κατάγονται από ευγενή οικο-
γένεια. Ας θυμούνται ότι και ο ίδιος ο Χριστός ένιψε τα πόδια των μαθητών του και αυτού
ακόμη του Ιούδα. Αν είναι, λοιπόν, πρόθυμες να προσφέρουν κάθε εξυπηρέτηση σε ό-
ποιον τι βοήθησε ή τους συμπαραστάθηκε, θα πρέπει να σπεύδουν κυριολεκτικά να προ-
σφέρουν φιλοξενία στον ίδιο το Χριστό, που έρχεται να τις συναντήσει στα πρόσωπα των
πτωχών και των καταφρονεμένων. Στη στάση τους αυτή απέναντι στους φιλοξενούμενους,
ας τις βοηθήσει η εικόνα που παρουσιάζει τους ανθρώπους να προστρέχουν στους αν-
δριάντες των αυτοκρατόρων. Αν και το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένοι οι αν-
δριάντες είναι άψυχος χαλκός, οι προστρέχοντες προσδοκούν να βρουν ανταπόκριση στα
αιτήματά τους. Οι χήρες, λοιπόν, που περιποιούνται τα πόδια των έμψυχων εικόνων του
Θεού, των συνανθρώπων τους, σίγουρα θα αποκομίσουν το έλεος και τη βοήθεια του Θε-
ού119. Πάντως η ανταπόκριση των Αγίων σε αυτή την συμπεριφορά θα είναι άμεση με την
επίλυση των διαφόρων προβλημάτων, που τις βασανίζουν. Έτσι, ακριβώς, συνέβη και με
τη χήρα από τα Σαρεπτά, που η προθυμία της να φιλοξενήσει τον Ηλία της έλυσε το πρό-
βλημα του λιμού120.
Τελειώνοντας την αναφορά μας στην ομιλία αυτή του ιερού Χρυσοστόμου, να
σημειώσουμε ότι σε μια αποστροφή του λόγου του απευθύνεται και προς τους άνδρες
χήρους και τους προτρέπει και αυτοί να υπομένουν τη χηρεία μετά το θάνατο της συζύγου

118
Ό.π., 332: «Ούτως ουκ έστι χρημάτων πλούτος, αλλά πλούτος διανοίας ο παρέχων ημίν ευκολίαν περί την
ελεημοσύνην· επεί και η χήρα εκείνη δια δύο μόνον οβολών μυρίους πλουσίους υπερηκόντισε και ουκ εγέ-
νετο κώλυμα η πενία … ου γαρ τούτο χρη σκοπείν, ότι δύο κατέβαλεν οβολούς, αλλ’ ότι μόνους έχουσα τού-
τους, ουκ εφείσατο, αλλ’ ολόκληρον την ουσίαν εισήνεγκε, θαυμάζειν αυτήν χρη και στεφανούν. Ου τοίνυν
της περιουσίας, αλλά προθυμίας ημίν δει, όταν υποδεχώμεθα ξένους».
119
Ό.π., 333: «Ουχ οράς πόσοι των επηρεαζομένων εις ανδριάντων κατέφυγον πόδας; Καίτοι γε αναίσθητος
η ύλη και άψυχος ο χαλκός, αλλ’ όμως επειδή βασιλέων εισίν εικόνες, προσεδόκησάν τινα καρπώσασθαι
παρά των ποδών εκείνων ωφέλειαν. Συ δε ουκ αναισθήτους πόδας, ουδέ άψυχον ύλην, αλλ’ εικόνα ένδον
έχουσαν τον βασιλέα θεωρούσα προς σε εισιούσαν, ου προστρέχεις, ειπέ μοι, και τους πόδας κατέχεις, και
παντί θεραπεύη τρόπω;».
120
Ό.π., 334: «ούτω και οι πόδες του Ηλίου εις την οικίαν της χήρας εισελθόντες καινόν τινα και παράδοξον
ευετηρίας επεδείξαντο τρόπον. Άρουραν την οικίαν της χήρας εποίησε, και την υδρίαν άλωνα. Καινός τις
τρόπος σίτου και αμητού εγίνετο τότε· έσπειρεν εις το του δικαίου στόμα, και τα καταβληθέντα μετά πολλής
της αφθονίας εκ της υδρίας εθέριζεν».

83
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

τους και να μην παντρεύονται κάποια, που θα είναι μητριά για τα παιδιά τους 121. Και προ-
τείνει αυτή τη στάση για να αποφευχθούν οι ποικίλες καθημερινές αφορμές, που δίνει
ένας δεύτερος γάμος και οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε μάχες και προστριβές με απο-
τέλεσμα να δημιουργούν μια άσχημη ατμόσφαιρα στη νέα οικογένεια. Μια από τις αφορ-
μές αυτές είναι και η ανάμνηση της προηγούμενης γυναίκας που μπορεί να κάνει τον χήρο
να δακρύσει μπροστά στη δεύτερη, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την αθυμία ή την οργή
της, αλλά και την άμεση απαίτηση για έκφραση φιλοστοργίας από τον άνδρα της για την
πικρία που της προκάλεσε122. Μια δεύτερη αφορμή μπορεί να είναι ο έπαινος της προη-
γούμενης και η αυτόματη σύγκριση, που προκαλείται και έχει σαν αποτέλεσμα πάλι να
βαρύνει η ατμόσφαιρα στις σχέσεις του ζευγαριού123. Μια τρίτη είναι η απόκτηση ή η α-
δυναμία γέννησης νέων παιδιών από την δεύτερη γυναίκα. Αν δεν αποκτήσει κλαίει συνε-
χώς και δεν συμπεριφέρεται σωστά στα παιδιά της προηγούμενης σα να φταίνε αυτά για
την δική της ατεκνία. Αν πάλι αποκτήσει παιδιά και αντιληφθεί ότι ο άνδρας της «φέρεται
καλύτερα στα παιδιά της άλλης επειδή την αγαπούσε, τότε συμπεριφέρεται άσχημα σε
αυτά σαν να είναι δούλοι και όχι αδέρφια με τα δικά της. Και βέβαια κάνει αβίωτο τον βίο
του συζύγου της με την ζήλια της124. Και όλα αυτά συμβαίνουν για να επιβεβαιώσουν την
καθημερινή, αλλά και την εκκλησιαστική πείρα, οι οποίες βεβαιώνουν ότι «ώσπερ καλόν
μεν ο γάμος, κρείσσων δε η παρθενία, ούτω καλόν μεν και ο δεύτερος γάμος, κρείσσων δε
αυτού ο πρώτος και μόνος»125.

121
Ό.π., 335: «ίνα και αυτοί στέργωσι τας εαυτών και απελθούσας, και μη λέαινας συγκατοικίζωσι τοις παι-
δίοις, μητρυιάς επεισάγοντες και την ασφάλειαν την εαυτών άπασαν ανατρέποντες».
122
Ό.π., 325: «πολλάκις γουν ανήρ επί τραπέζης καθήμενος, της προτέρας γυναικός αναμνη-σθείς επί της
δευτέρας, εδάκρυσεν ηρέμα, η δε ευθέως ηγρίανε και καθάπερ θηρίον επεπήδησε, της φιλοστοργίας αυτόν
της προς εκείνην απαιτούσα δίκην».
123
Ό.π.: «καν επαινέσαι την απελθούσαν θελήση γίνεται πολέμου και μάχης πρόφασις η των εγκωμίων υπό-
θεσις».
124
Ό.π., 325-326: «μη γενομένων μεν γαρ οδυνάται μειζόνως, και δια τούτο, καθάπερ πολεμίους και τα μέ-
γιστα ηδικηκότας τους της προτέρας ορά, δια της εκείνων ζωής της οικείας απαιδείας σαφεστέραν λαβούσα
αίσθησιν. Αν δε γένωνται, πάλιν ουκ έλαττον το δεινόν. Ο μεν γαρ ανήρ πολλάκις φιλοστόργως προς την
απελθούσαν διακείμενος αντέχεται τούτων, φίλων τε ομού και ελεών της ορφανίας αυτούς· εκείνη δε πα-
νταχού τους αυτής προτιμάσθαι βούλεται, και ουδέ εν αδελφών τάξει, αλλ’ εν οικετών απερριμμένων είναι
βούλεται τούτους· άπερ άπαντα οικίαν ανατρέψαι δύναιτ’ αν, και τω γεγαμηκό τι ποιήσαι τον βίον αβίωτον».
Πρβλ. και του ίδιου, Προς την αυτήν περί μονανδρίας, PG 48, 618.
125
Εις το χήρα καταλεγέσθω μη ελλάτων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων ανατροφής και περί ελεη-
μοσύνης, PG 51, 325.

84
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

Εξετάζοντας κανείς αυτές τις τρεις πραγματείες του ιερού Χρυσοστόμου, που έ-
χουν θέμα τους την χηρεία μπορεί να παρατηρήσει ότι οι δύο πρώτες γράφτηκαν σαν έκ-
φραση της ποιμαντικής φροντίδας του ιερού πατέρα για ένα πρόσωπο, τη χήρα του Θη-
ράσιου, για να της προσφέρουν παρηγοριά στο πένθος της και διέξοδο στη θλίψη της. Η
τρίτη είναι καθαρά ερμηνευτική των προϋποθέσεων της χηρείας, που θέτει ο Απόστολος
Παύλος στην Α’ προς Τιμόθεο επιστολή του. Πέρα από τα ερμηνευτικά στοιχεία, που πε-
ριέχουν και οι τρεις, άλλη λιγότερα, άλλη περισσότερα, και τα οποία σχετίζονται με την
ευρύτερη ποιμαντική φροντίδα του συγγραφέα τους, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε
ότι η πρώτη -«Προς νεωτέραν χηρεύσασαν» - έχει και πολλά στοιχεία ψυχογραφίας, από
τα οποία μπορεί κανείς πολλά να αντλήσει για να συγκρίνει θέσεις του ιερού Χρυσοστό-
μου με αντίστοιχες τις σύγχρονης ψυχολογίας σχετικά με την προσπάθεια, που καταβάλ-
λει ο συμπαραστάτης μιας χήρας για να απαλύνει τη θλίψη, να προσδιορίσει πιθανά πα-
θολογικά συμπτώματα στην εκδήλωση του πένθους και στην εύρεση τρόπων στην υγιή
υπέρβασή του κα την ομαλή επανένταξη του πενθούντα στον κοινωνικό κορμό, από τον
οποίο πολλές φορές αποκόπτεται εξ αιτίας της απώλειας αγαπημένου προσώπου και της
απορρύθμισης που προκαλεί αυτή η απώλεια και στις πιο απλές δραστηριότητες της κα-
θημερινής ζωής του ανθρώπου που πενθεί.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα, διαπιστώνουμε ότι από τις μέχρι τώρα αναφορές
μας στις απόψεις και θέσεις του ιερού Χρυσοστόμου για το ρόλο της γυναίκας και ειδικό-
τερα της χήρας μέσα στην οικογένεια, στην κοινωνία και στην εκκλησιαστική κοινότητα
φαίνεται καθαρά η υψηλή εκτίμηση που τρέφει για το γυναικείο γένος. Ο χαρακτηρισμός
του από πλειάδα φεμινιστριών συγγραφέων126 ως «μισογύνη», αποδεικνύει ότι παρερμή-

126
Έτσι έχουν χαρακτηρίσει τον ιερό Χρυσόστομο σε διάφορα έργα τους οι Kari Borresen (K. Borresen, Sub-
ordination and Equivalence in Augustine and Aquinas, μτφρ. Ch. H. Talbot, University of America Press, Wash-
ington, D.C., 1981), Rosemary Ruether (R. Ruether, Sexism and God-Talk, Beacon Press, Boston, 1983), Eliza-
beth Schlusser-Fiorenza (El. Schlusser-Fiorenza, In memory of Her, Crossroad, New York, 1985) και η Elizabeth
Clark (El. Clark, «Early Christian Women: Sources and Interpretation», στο: That Gentle Strength: Histororical
Perspectives on Women in Christianity, L. L. Coon, K. J. Haldane, El. W. Sommer (Eds), Univercity of Virginia
Press, Charlottesville, 1990). Για όλες αυτές η Monique Alexandre σημειώνει ότι αριθμούνται «μεταξύ εκεί-
νων οι οποίοι έχουν μια επιθετική όσο και ιστορική προσέγγιση για το παρελθόν … Οι εργασίες των συγγρα-
φέων αυτών, αν και ανολοκλήρωτες και γεμάτες προκατάληψη και μεροληψία, δεν ήσαν χωρίς επιτυχία,
παρ’ όλο που δεν έχει ακόμη αναδυθεί μια σταθερή συνολική άποψη», («Among those who have taken a
polemical as well as a historical approach to the past … Their work, incomplete and biased thought it is, has
not been without success, although a consistent overall view has not yet to emerge»): Mon. Alexandre, «Early
Christian Women», στο: History of Women in the West, Volume I: From Ancient Goddesses to Christian Saints,

85
«ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΧΗΡΕΙΑΣ»

νευσαν τη ζωή και τη σκέψη του ιερού πατέρα, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει μια μελε-
τήτρια του έργου του: «Είναι δύσκολο και, κατά την γνώμη μου, αδύνατο να μιλά κάποιος
για έμφυτο και μόνιμο αντιφεμινισμό ή μισογυνισμό στο έργο του ιερού Χρυσοστό-
μου»127.
Μια Ορθόδοξη θεολόγος συμπληρώνει με έμφαση: «Θα ήθελα να αντικρούσω -
και πιστεύω να κάνετε κι εσείς το ίδιο- κάποιους πρόσφατους επικριτές, που προέρχονται
είτε από χώρους εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας είτε είναι μέλη της και οι οποίοι χαρα-
κτηρίζουν τον ιερό Χρυσόστομο ως μισογύνη. Αν πρόκειται να μείνει στη μνήμη σας κάτι
από τις σημερινές μου επισημάνσεις και τα σχόλια γύρω από το θέμα μας, αυτό ας είναι η
κατηγορηματική μου άρνηση και η γεμάτη έμφαση αποκήρυξη ενός τέτοιου ισχυρισμού…
Κανείς από τους Πατέρες και θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχει γράψει τόσα
πολλά κείμενα που να περιέχουν τόσο θετική τοποθέτηση και θεώρηση για την αξία της
γυναίκας, καθώς και για την δύναμη της σεξουαλικότητας και του γάμου, απ’ όσο έγραψε
ο ιερός Χρυσόστομος. Τα έργα του αξίζουν μια προσεκτική ανάγνωση αλλά και μια ενδε-
λεχή επανάληψη της πρώτης ανάγνωσης από τους ανθρώπους της γενιάς μας» 128.

P. Sch. Pantel (Ed.), μτφρ. A. Goldhammer, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, Mass.,
1992, σελ. 416.
127
C. Militello, Donna e Chiesa, Edi Oftes, Palermo, 1985, σελ. 236: «E difficile ed e, a mio avviso, impossibile
parlare di antifeminismo e di misogenia come congeniali e permanenti in Crisostomo».
128
Ευθ. Μακρή-Walsh, «Loving God – Woman’s Service in the Church», Greek Orthodox Theological Review
38, 1-4 (1993), σελ. 329-330: «I’ d like to refute – and for you to refute – the recent critics outside, and even
inside, the [Orthodox] Church who claim that Chrysostom was a misogynist – a woman hater. If it is the only
thing you remember from my remarks today, I hope it is my vehement denial and even denunciation of that
assessment … No single theologian of our Church has written such a vast quantity of work that is so positive
about women, and about the goodness of sexuality and marriage, as did Chrysostom. His work merits a close
reading and rereading by our generation». Ενδιαφέρουσα θεώρηση των θέσεων αυτών με διευκρινιστική
καταγραφή των απόψεων του ιερού Χρυσοστόμου παρουσιάζεται στο: D. Ford, Women and Men in the Early
Church: The Full Views of St. John Chrysostom, St Tikhons Seminary Press, N.Y., 1996, σελ. 238-246.

86
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ 6Η

Στη νεότερη βιβλιογραφία αυξάνουν συνεχώς οι αναφορές σχετικά με το λεγόμε-


νο αναμενόμενο πένθος, δηλαδή με όσα διαδραματίζονται στο ψυχολογικό επίπεδο του
ασθενούς και των οικείων του, όταν ο ασθενής βρίσκεται στα τελικά στάδια της νόσου
του και ο θάνατος είναι προ των θυρών. Ο τρόπος που οι συγγενείς, το ιατρικό –
νοσηλευτικό προσωπικό και οι κληρικοί θα διαχειριστούν τα συναισθήματα που προκύ-
πτουν σε σχέση με όσα διαδραματίζονται στα τελικά στάδια της ζωής του καταληκτικού
ασθενούς και το πώς θα βιώσει όλη αυτή τη διαδικασία ο ίδιος ο ασθενής που πεθαίνει
προδιαγράφουν την ποιότητα και την υγιή διεργασία του πένθους που ήδη έχει αρχίσει
να υφίσταται και που θα εξελιχθεί αναλόγως στη συνέχεια. Συνεπώς, η προσέγγιση του
θνήσκοντος ασθενούς και η κατανόηση των ψυχολογικών και συναισθηματικών κατα-
στάσεων που προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία συνιστούν μια ειδική κατάσταση πέν-
θους και ως τέτοια εξετάζεται στη συνέχεια. Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται στην
συνοπτική προσέγγιση του θέματος που ευγενικά παραχώρησε ο Δρ. Αθανάσιος Καρ-
κανιάς, Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής, (Δ/ντής Ε.Σ.Υ., Ψυχιατρικός Τομέας Γ.Ν. «Σωτηρί-
α»).

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ


Η αντιμετώπιση του αρρώστου που πεθαίνει, αποτελεί πρόκληση για τον γιατρό.
Θεωρώντας τον άνθρωπο ως μία βιοψυχο-κοινωνική οντότητα, που βρίσκεται σε αλλη-
λεξάρτηση και αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, η προσέγγι-
σή μας γίνεται πολυεπίπεδη και εκτείνεται πέρα από τη διάγνωση και τη θεραπεία, στη
γενικότερη φροντίδα του αρρώστου και της οικογένειάς του. Μέλημά μας επίσης είναι
και η επίλυση των διαφόρων ηθικών και νομικών θεμάτων, που ανακύπτουν από τον ε-
περχόμενο θάνατο.

Εισαγωγή
Συναισθήματα θλίψης, πένθους, απελπισίας, φόβου, άγχους, απώλειας και μονα-
ξιάς είναι συνήθως παρόντα κάποιες στιγμές σχεδόν σε όλους τους αρρώστους που α-
ντιμετωπίζουν το τέλος της ζωής τους. Εξάλλου η ιατρική εκπαίδευση είναι προσανατο-

87
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

λισμένη στην προσπάθεια αναβολής και απομάκρυνσης του φυσικού θανάτου για το
απώτερο μέλλον ενώ η φροντίδα του θεράποντος ιατρού στοχεύει στην ανακούφιση των
συμπτωμάτων του αρρώστου και στην αποφυγή της ταλαιπωρίας του.
Μέσα από την διαπροσωπική σχέση γιατρού και ασθενούς δίνεται η δυνατότητα
να κατανοήσουμε γνωστικά και συναισθηματικά την κατάσταση του θνήσκοντος και να
εξασφαλίσουμε μια καλή συνεργασία με τον ασθενή, που θα μας επιτρέψει να «μοιρα-
στούμε» και τα πιο δυσάρεστα μηνύματα κατά την πορεία του αρρώστου προς το τέλος
του.
Ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση στην οποία βρίσκεται ο ασθενής, οι ψυχολο-
γικές αντιδράσεις του διαφέρουν όταν αντιμετωπίζει τον θάνατο. Οι νεαροί ενήλικες π.χ.
αισθάνονται θυμό και αδικία επειδή αρρώστησαν όπως και πόνο και θλίψη για τις ε-
μπειρίες που δεν θα μπορέσουν να έχουν στη ζωή.
Όταν πρόκειται για αρρώστους που είναι νέοι γονείς με μικρά παιδιά, η ανησυχία
τους σχετίζεται με τον αντίκτυπο που θα έχει η ασθένεια και ο θάνατός τους στα παιδιά
τους. Το δε ενδεχόμενο να μην δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, τους προξενεί θλί-
ψη και πόνο.
Όταν πρόκειται για μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες, που τα ενδιαφέροντά τους
συγκεντρώνονται περισσότερο στα προσωπικά και επαγγελματικά τους επιτεύγματα, το
επερχόμενο τέλος συνοδεύεται από δυσφορία λόγω της ματαίωσης των στόχων τους.
Εξάλλου, ασθενείς προχωρημένης ηλικίας μπορεί να αντιμετωπίσουν τον επικείμενο θά-
νατο είτε με ανακούφιση είτε όχι, ανάλογα με το είδος ζωής που έζησαν και την πληρό-
τητα ή μη που αισθάνονται ως άνθρωποι.

Αίτια ψυχιατρικής εξέτασης


Τα συνηθέστερα αίτια ψυχιατρικής εξέτασης στους θνήσκοντες ασθενείς είναι:
α) Κατάθλιψη.
Πρόσφατες μελέτες που χρησιμοποίησαν δομημένη κλινική εξέταση κατά DSM-IV
έδειξαν ότι 39% των ασθενών με προχωρημένο καρκίνο ή πληρούσαν τα κριτήρια μιας
μείζονος ψυχιατρικής διαταραχής ή κατέφευγαν σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας για ψυχο-
λογική υποστήριξη, μετά την αναγγελία των «κακών νέων». Το 12% αυτών των ασθενών

88
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

πληρούσαν τα κριτήρια μείζονος ψυχιατρικής διαταραχής. 7% Μείζονος Καταθλιπτικής


Διαταραχής, 3% Διαταραχής Γενικευμένου Άγχους, 5% Διαταραχής Πανικού και 2% Δια-
ταραχής Στρες μετά Ψυχοτραυματισμό. Επιπροσθέτως ένα 11% των ασθενών πληρούσε
τα κριτήρια Ελάσσονος Κατάθλιψης.
Η κατάθλιψη σχετίζεται με μειωμένη συμμόρφωση στη θεραπεία, παρατεταμένη
παραμονή στο νοσοκομείο και κακή ποιότητα ζωής. Ως εκ τούτου αποτελεί σημαντικό
παράγοντα κινδύνου αυτοκτονίας ή παρακλήσεως για υποβοηθούμενο θάνατο μεταξύ
ασθενών τελικού σταδίου.
Ο Lloyd-Williams πραγματοποίησε μία μελέτη σε ασθενείς που βρισκόντουσαν σε
τελικό στάδιο και λάμβαναν παρηγορητική φροντίδα και ήλεγξε την παρουσία αυτοκτο-
νικών σκέψεων. Βρήκε ότι το 3% των ασθενών είχαν συχνά τέτοιες σκέψεις, το 10% το
σκέπτονταν μερικές φορές, 17% ελάχιστες φορές και το 70% δεν είχε καθόλου αυτοκτο-
νικό ιδεασμό. Πάντως οι νεότεροι σε ηλικία ασθενείς ανέφεραν πιο συχνά αυτοκτονικές
σκέψεις.
Θα πρέπει βεβαίως να επισημάνουμε ότι μερικές φορές είναι ιδιαίτερα δύσκολο
να διακρίνουμε την κατάθλιψη από μια φυσιολογική «θλίψη» και πόνο σε έναν ασθενή
που πεθαίνει.
β) Delirium
γ) Ψυχιατρικές εκδηλώσεις σχετιζόμενες με φάρμακα
δ) Η ανησυχία
ε) Η ανορεξία
στ) Η αδυναμία
ζ) Ο πόνος
η) Σεξουαλικές δυσλειτουργίες

Προβλήματα που αφορούν τον ίδιο τον ασθενή


Πρώτη και βασική προϋπόθεση για την φροντίδα του θνήσκοντος ασθενούς είναι
η εξασφάλιση άνετων συνθηκών νοσηλείας. Η αντιμετώπιση του πόνου, είναι βασικό
στοιχείο σε κάθε πρόγραμμα παρηγορητικής φροντίδας και θα πρέπει να επιτυγχάνεται
τουλάχιστον στο 90% των περιπτώσεων. Αν και ο έλεγχος του πόνου φαίνεται ότι είναι

89
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

απλός, οι γιατροί δεν αντιμετωπίζουν σωστά το μεγάλο αυτό πρόβλημα, είτε πρόκειται
για πόνο καρκινοπαθών, ασθενών με AIDS είτε αρρώστων που πεθαίνουν στην εντατική.
Ο πόνος είναι ένα από τα πιο ισχυρά συμπτώματα κατά την διάρκεια της καταλη-
κτικής ασθένειας. Στην περίπτωση ασθενών που πεθαίνουν από κάποια κακοήθη ασθέ-
νεια, το 70-90% υποφέρουν από πόνους και το 50% αυτών των ασθενών πεθαίνουν χω-
ρίς να λάβουν ανακούφιση στον πόνο τους.
Ο πόνος, συν τοις άλλοις, περιορίζει και τις διάφορες ψυχοκοινωνικές λειτουργί-
ες, προκαλώντας άγχος και κατάθλιψη και περιορίζει την δυνατότητα του ανθρώπου να
χαίρεται κατά το τέλος της ζωής του.
Η καλή κλινική εκπαίδευση στη χρήση συνδυασμού αναλγητικών φαρμάκων και
επίτευξης της βέλτιστης δοσολογίας, καθώς επίσης η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και οι
διάφορες συμπεριφορικές παρεμβάσεις μπορούν να βελτιώσουν την παρηγορητική
φροντίδα. Όμως μεγάλο εμπόδιο στην εφαρμογή των μέσων που έχουμε για την ανα-
κούφιση του πόνου, είναι οι λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με την εξάρτηση και τον
εθισμό, κίνδυνοι που σχετίζονται με την υπερβολική κατανάλωση αυτών των ουσιών και
τα διάφορα προβλήματα που σχετίζονται με την χρήση οπιοειδών.
Εκτός από τον πόνο, στον θνήσκοντα άρρωστο καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε
και άλλα συμπτώματα όπως ναυτία, εμέτους, ανορεξία, δυσκοιλιότητα, δύσπνοια, βήχα,
διαταραχές από το ουροποιητικό, δερματολογικά προβλήματα, αφυδάτωση, οιδήματα,
ασκήτη, αδυναμία, φλεγμονές, πυρετό και πολλά άλλα συμπτώματα που η επιτυχής ή μη
αντιμετώπισή τους έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής του.
Μεγάλη, επίσης, ανακούφιση προσφέρει στον ασθενή η εξασφάλιση ικανοποιη-
τικού ύπνου.
Η χρήση βενζοδιαζεπινών (αγχολυτικών) και υπναγωγών συστήνονται στην περί-
πτωση αυτή. Η χορήγηση των αντικαταθλιπτικών, επίσης μπορεί να συμβάλλει τόσο στη
βελτίωση του ύπνου όσο και στην αντιμετώπιση του πόνου.
Η αντιμετώπιση της ανορεξίας, που πολλές φορές εκλαμβάνεται ως καταθλιπτικό
σύμπτωμα, είναι ένα από τα πλέον συχνά συμπτώματα της καταληκτικής φάσης της αρ-
ρώστιας, και αποτελεί συχνή αιτία επίκλησης της ψυχιατρικής παρέμβασης στο πλαίσιο
της Διασυνδετικής Ψυχιατρικής. Η οικογένεια κυρίως, αλλά και το νοσηλευτικό προσω-

90
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

πικό, στηρίζουν υπερβολικές προσδοκίες στην καλή διατροφή του αρρώστου, συνδέο-
ντάς την με την επιθυμητή παράταση της ζωής.

Η επικοινωνία με τον άρρωστο.


Ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, του οποίου η σημασία συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη
όσο πρέπει, είναι η επικοινωνία με τον άρρωστο. Είναι σημαντικό να αφιερώνουμε χρό-
νο για να ακούμε τον άρρωστο ανά τακτά διαστήματα. Όπως πολύ ωραία γράφει ο
Saunders, «το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι λες στους ασθενείς αλλά τι τους αφήνεις
να σου πούνε οι ίδιοι».
Η επικοινωνία δεν πραγματοποιείται μόνο με λέξεις. Ένα χτύπημα στο χέρι, ένα
νεύμα, ένα χαμόγελο μπορεί να είναι έντονα καθησυχαστικά.
Η σιωπηλή παρουσία μας που συνοδεύεται από βλεμματική επαφή μπορεί να εί-
ναι πιο χρήσιμη από μια καλοπροαίρετη συμβουλευτική συνεδρία για τους περισσότε-
ρους ασθενείς.

Η σημασία των επισκέψεων των οικείων προσώπων.


Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι επισκέψεις των οικείων προσώπων, ακόμη
και των μικρών παιδιών, εφόσον και τα ίδια το επιθυμούν. Αναμφίβολα ανακουφίζουν
τον ασθενή και βοηθούν στην βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας
και του ασθενούς και ελαφραίνουν το συναισθηματικό βάρος της αρρώστιας. Μεγάλη
αξία έχει η ποιότητα της παρουσίας μας στον άρρωστο και όχι υποχρεωτικά η διάρκειά
της. Η παρουσία ενός υγιούς δίπλα σε έναν θνήσκοντα ασθενή απαιτεί δύναμη εκ μέ-
ρους του υγιούς, για να μπορέσει να ακούσει όσα ο θνήσκων θέλει να πει.
Η Kübler-Ross με την πολύχρονη ενασχόλησή της με τους θνήσκοντες επισημαίνει
την ανάγκη που έχει ο άρρωστος να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες πριν το τέλος,
όπως: η συμφιλίωση με το περιβάλλον του και με τον Θεό, εφ’ όσον το επιθυμεί, η επί-
λυση των διαφορών του με άλλους και η επίτευξη στο χρόνο που του απομένει συγκε-
κριμένων στόχων που τυχόν επιθυμεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρειάζεται πολύ προ-
σοχή και φροντίδα για να συντονίσουμε τις ενέργειές μας με τις επιθυμίες του ασθενή.

91
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

Η εμπειρία μας με τους θνήσκονες υποδεικνύει ότι κάθε άρρωστος που πεθαίνει
χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως μια ξεχωριστή περίπτωση. Ο κανόνας αυτός επιβάλλει
καλή γνώση των αναγκών και των επιθυμιών του συγκεκριμένου ανθρώπου, σεβασμό
της ελευθερίας του στο να αποφασίζει – εφ’ όσον φυσικά είναι σε θέση να το πράττει.
Είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια και να πεθαίνει αξιο-
πρεπώς. Βεβαίως, δύσκολα μπορούμε να ορίσουμε τον «αξιοπρεπή» θάνατο, διότι η α-
ντίληψη της έλλειψης αξιοπρέπειας συχνά συσκοτίζεται από διάφορους προσωπικούς
φόβους και προκαταλήψεις.

Ενημερώνοντας τον ασθενή


Κεντρικό σημείο στην εξασφάλιση καλής ποιότητας ζωής στον καταληκτικό άρ-
ρωστο αποτελεί η λειτουργική επικοινωνία μεταξύ γιατρού, ασθενούς και οικογένειας. Η
ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση αυτών των σχέσεων. Ο Osler είχε πει: «Ο άρ-
ρωστος όσο δικαίωμα έχει στην αλήθεια που υπάρχει στο μυαλό μου, άλλο τόσο έχει και
στα φάρμακα που υπάρχουν στην τσάντα μου». Γενικά, οι εμπειρικές μελέτες υποστηρί-
ζουν την ιδέα ότι η αλήθεια είναι επιθυμητή από τους ετοιμοθάνατους ασθενείς και συ-
νήθως δεν τους βλάπτει.
Όμως, στους θνήσκοντες η ανάγκη για ειλικρίνεια μπορεί να συνυπάρχει σε έντο-
νο βαθμό με την τάση αποφυγή της αλήθειας, γι’ αυτό δεν πρέπει όλοι οι ασθενείς να
αντιμετωπίζονται αδιακρίτως με την ίδια ευθύτητα.
Η σχέση ασθενούς-ιατρού, είναι αυτή που στηρίζει το ηθικό του ασθενούς, μετα-
δίδοντάς του το αίσθημα της συνέχειας και της μη εγκατάλειψης μέχρι το τέλος. Η σχέση
αυτή κατέχει πιο σημαντική θέση από την ενημέρωση. Και όπως λέγουν και οι Mager
and Andry Kowski σημασία δεν έχει τόσο η επικοινωνιακή ικανότητα του θεράποντος,
όσο το εάν ο άρρωστος αισθάνεται ότι ο θεράπων τον κατανοεί.

Ευθανασία - Υποβοηθούμενη Αυτοκτονία


Υπάρχουν άνθρωποι, που στην τελική φάση της ζωής σκέπτονται την αυτοκτονία
ή την ευθανασία ως τη «μόνη λύση». Σε μια έρευνα στην Ολλανδία, οι πιο συχνοί λόγοι
που έκαναν τους αρρώστους να επιζητούν την ευθανασία, ήσαν: η απώλεια της αξιο-

92
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

πρέπειας (57%), ο πόνος (46%), ο φρικτός θάνατος (46%), η εξάρτηση από τους άλλους
(33%) και η κούραση από τη ζωή (23%). Είναι σαφές ότι όλοι αυτοί οι λόγοι είναι ψυχο-
κοινωνικοί και όπως φαίνεται είναι ισχυρότεροι από την σωματική ταλαιπωρία. Συνεπώς
απαιτούν δραστική παρέμβαση.
Η ιατρική εκπαίδευση έχει εμποτίσει το γιατρό με αίσθημα ευθύνης για τη διατή-
ρηση της ζωής και του καθήκοντος ανακούφισης από τον πόνο και την ψυχική και σωμα-
τική ταλαιπωρία. Οπότε αιτήματα από την πλευρά των αρρώστων για ευθανασία, βά-
ζουν τον θεράποντα σε ηθικό δίλημμα. «Ευθανασία» στην κυριολεξία σημαίνει «καλός
θάνατος». Στην κλινική πρακτική όμως, υπονοείται μια ενεργητική προσπάθεια διακοπής
της ζωής του ασθενούς.
Όταν ο γιατρός επιχειρεί να θανατώσει τον ασθενή που υποφέρει, αποσκοπεί
στην ενεργητική ευθανασία. Στην περίπτωση πάλι που αποφεύγει να αντιμετωπίσει μια
δυνητικά θεραπεύσιμη κατάσταση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του καταλη-
κτικού ασθενούς, πρόκειται για παθητική ευθανασία.
Μια άλλη περίπτωση που πρέπει να εξετάζεται σοβαρά, είναι όταν το αίτημα του
αρρώστου για ευθανασία εντάσσεται στα πλαίσια κλινικής κατάθλιψης με ιδέες αυτοκα-
ταστροφής, ποσοστό που ανέρχεται στο 59%. Οι γιατροί συχνά παραβλέπουν τη διάγνω-
ση της κατάθλιψης στους θνήσκοντες, διότι την θεωρούν αναμενόμενη και δικαιολογη-
μένη κατάσταση, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο γιατρός που
ενδίδει στο αίτημα του ασθενούς, ίσως επηρεασμένος και από την έννοια της «δικαιολο-
γημένης αυτοκτονίας», θα πρέπει να έχει κατά νου ότι η πράξη της ενεργητικής ευθανα-
σίας είναι μη αναστρέψιμη.

Ο ρόλος των προσωπικών αξιών και της πίστης


Οι προσωπικές αξίες, η πίστη, η θρησκεία, η πνευματικότητα, αποτελούν σημα-
ντικές πηγές δύναμης για κάποιους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια καταληκτική
ασθένεια.
Τα συστήματα αξιών που πηγάζουν από θρησκευτικά διδάγματα ή από προσωπι-
κή πνευματικότητα και καλλιέργεια, δίνουν συνήθως στους θνήσκονες ασθενείς τη δυ-

93
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

νατότητα να κατανοήσουν καλύτερα το νόημα της ασθένειας και να αντιμετωπίσουν ει-


ρηνικά την ταλαιπωρία και τα βάσανα του θνήσκειν.
Αν και η γενική ψυχιατρική μας παιδεία, στέκεται αμήχανα, καχύποπτα ή ακόμη
και εχθρικά απέναντι στο θέμα της πίστης, ο σύμβουλος ψυχίατρος οφείλει να στέκεται
με σεβασμό και να ερευνά προσεκτικά το πεδίο της θρησκευτικής ζωής του θνήσκοντος.
Οι ασθενείς (σε ποσοστό 41% με 94%), επιθυμούν οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσω-
πικό, να υπολογίζουν τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα και αισθάνονται ευγνώμονες
όταν τους δίδεται η ευκαιρία να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, γύρω
από την πίστη τους.

Η οικογένεια του αρρώστου που πεθαίνει


Το συναισθηματικό φορτίο της γνώσης του επερχόμενου θανάτου, και η εγκατά-
λειψη κάθε ελπίδας για θεραπεία, είναι ικανά να μεταβάλουν τη δυναμική της οικογέ-
νειας και να της φέρουν μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινή της ζωή.
Η οικογένεια, επωμίζεται σημαντικές ευθύνες όταν αναλαμβάνει την φροντίδα
του ετοιμοθάνατου μέλους της. Υφίσταται σημαντικές οικονομικές απώλειες και εμφανί-
ζει αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και χρονίων ασθενειών. Αυτοί που φροντί-
ζουν ένα δικό τους άρρωστο που πεθαίνει στο σπίτι, βιώνουν μια κατάρρευση της σωμα-
τικής και ψυχικής τους υγείας. Τα στοιχεία αυτά, επισημαίνουν ότι η φροντίδα μας πρέ-
πει να είναι εξίσου στραμμένη και στον θνήσκοντα και στην οικογένειά του.
Η οικογένεια χρειάζεται έγκαιρη, συχνή και συνεχή επικοινωνία με το γιατρό, ο
οποίος θα πρέπει να αναγνωρίζει τις ανάγκες της, να την ενθαρρύνει στη λήψη αποφά-
σεων, να βοηθά στην επίλυση των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων με τρόπο διακριτικό
και στην απάλυνση του πένθους, να συντηρεί την ελπίδα μέχρι τέλους και να είναι δια-
θέσιμος οσάκις η οικογένεια τον χρειάζεται.
Καθώς το αναπόφευκτο τέλος του αρρώστου πλησιάζει, η οικογένεια έχει ανάγκη
για περισσότερη συναισθηματική υποστήριξη και συχνά ειδική βοήθεια για την αντιμε-
τώπιση του θανάτου. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ότι η φροντίδα για την οικογένεια
του θνήσκοντος, έχει συσχετισθεί θετικά με μειωμένα επίπεδα κατάθλιψης και καλύτερη
αντιμετώπιση του αρρώστου που πεθαίνει.

94
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

Και ενώ οι ανάγκες του αρρώστου σταματούν με τον θάνατο, η οικογένεια θα


χρειαστεί την φροντίδα και τη συμπαράστασή μας για αρκετό διάστημα και μετά τον θά-
νατο.

Συμπεράσματα
Η φροντίδα των ψυχολογικών προβλημάτων του καταληκτικού αρρώστου, απο-
τελεί πολυδιάστατη διαδικασία.
Ο ψυχίατρος, ως σύμβουλος, παίζει σημαντικό ρόλο στη φροντίδα της ανακούφι-
σης της ζωής του αρρώστου.
Προς τούτο απαιτείται να προσεγγίζει τον άρρωστο με ενσυναίσθηση, κάνοντας
προσεκτική εκτίμηση των προβλημάτων του και παρεμβαίνοντας επιδέξια.
Με τον τρόπο αυτό μειώνει τον πόνο και την ταλαιπωρία και βελτιώνει την ποιό-
τητα ζωής του.
Η ανακούφιση, δεν περιλαμβάνει μόνο τις ιατρικές συνθήκες αλλά και τις ψυχια-
τρικές νόσους και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.
Η θεραπεία στο τέλος της ζωής, δημιουργεί ανησυχίες και προβλήματα που θέ-
τουν τον θεράποντα εμπρός σε ηθικά διλήμματα.
Η οικογένεια του ασθενούς, πρέπει επίσης να γίνεται αντικείμενο της φροντίδας
μας.
Αν και το ενδιαφέρον μας, για τον άρρωστο που πεθαίνει είναι εντονότερο απ’ ότι
στο παρελθόν, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για να βελτιώσουμε τις παρεμβάσεις
μας στο κλινικό επίπεδο, να οργανώσουμε την έρευνά μας, για καλύτερη αξιολόγηση
των παρεμβάσεών μας και να εκπαιδεύσουμε συστηματικότερα τους ειδικούς υγείας
στα θέματα φροντίδας του καταληκτικού ασθενούς.

95
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Το κείμενο που ακολουθεί προσεγγίζει ένα από τα ευαίσθητα πρακτικής φύσεως


ζητήματα της ποιμαντικής των πενθούντων. Ο τρόπος και οι συνθήκες συνεργασίας της
ενορίας με τα κοιμητήρια χαρακτηρίζονται σήμερα από δυσκολίες και περιπλοκές, οι
οποίες δεν είναι άμοιρες αρνητικών συνεπειών τόσο από πλευράς εκκλησιολογικής όσο
και από την πλευρά των ποιμαντικών παρεμβάσεων και της ορθής παρουσίας των
κληρικών στο πλευρό των πενθούντων. Όσα αναπτύσσονται ή παρατίθενται στη συνέχεια
προέρχονται από την επεξεργασία του κειμένου και των λοιπών Νομικών και Κανονικών
αναφορών που ευγενικά παραχώρησε προς επεξεργασία ώστε να χρησιμοποιηθεί για τις
εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμόρφωσης ο Πανοσολογιώτατος
Αρχιμανδρίτης π. Ιερώνυμος Νικολόπουλος, Α´ Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ένα από τα σημεία τριβής στις σχέσεις Εκκλησίας και Ελληνικής Πολιτείας από
της ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους είναι το ζήτημα της διοικήσεως και διαχειρίσεως
των Κοιμητηρίων και συνακόλουθα του προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων των
εκπροσώπων του κάθε φορέως μέσα στον ευαίσθητο χώρο των Κοιμητηρίων. Εξ αρχής να
τονισθεί ότι στις σχέσεις ως προς τα κοιμητήρια κυριαρχεί αμοιβαία καχυποψία και
περιχαράκωση πίσω από Νόμους και Κανονισμούς, γιατί πλειάδα περιστατικών έχουν
δώσει εκατέρωθεν αφορμή.
Η κακή αρχή έγινε το 1833, όταν ο εκ των μελών της Αντιβασιλείας Λουδοβίκος
φον Μάουρερ, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει νομοθεσία για το νεοσύστατο
βασίλειο της Ελλάδος, με σαφή προσανατολισμό προς τη δυτική νομική σκέψη και μάλιστα
της Γερμανορωμανικής κατευθύνσεως του Δικαίου, και εμφορούμενος από
πολιτειοκρατικής αντιλήψεως νοοτροπία, παραθεώρησε τη νομική παράδοση και
συνέχεια του τόπου αντιγράφοντας νόμους του βαυαρικού βασιλείου και περιμένοντας
αυτομάτως να εφαρμοσθούν στην ελληνική κοινωνία. Εισάγοντας, για πρώτη φορά στα
Βαλκάνια, τη θεωρία περί Φυσικών και Νομικών Προσώπων, αναγνώρισε Προσωπικότητα
Δημοσίου Δικαίου στους τότε Δήμους και τις Κοινότητες, όχι όμως, και στα Εκκλησιαστικά

96
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Μορφώματα (Μονές, Ναούς κλπ). Έτσι, όταν εφαρμόσθηκε ο Νόμος περί


Υποθηκοφυλακείων, οι Μονές, οι Ενορίες κλπ, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν μερίδα και
να καταγράψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία γιατί δεν τους είχε απονεμηθεί νομική
προσωπικότητα. Στηριζόμενος στην, οικεία για τους Έλληνες, παράδοση της Κοινότητος,
αλλά διαστρέφοντάς την, ο Μάουρερ, όρισε πως περιουσιακά στοιχεία Ναών εντός των
ορίων των Δήμων και των Κοινοτήτων θα μεταγράφονταν στο Υποθηκοφυλακείο, στην
οικεία μερίδα του αντίστοιχου Δήμου ή της Κοινότητος. Με τον τρόπο αυτό η περιουσία
των Ενοριών μεταβιβάστηκε αυτομάτως στους Δήμους και τις Κοινότητες, χωρίς μάλιστα
η Διοικούσα Εκκλησία να συνειδητοποιήσει τί έπαθε! Έκτοτε, όταν γίνεται λόγος για
Εκκλησιαστική περιουσία νοείται η περιουσία των Μονών, μιας που η περιουσία των
Ενοριών, τουλάχιστον στην Παλαιά Ελλάδα, υφαρπάχθηκε με τον τρόπο που
περιγράψαμε.
Νομική Προσωπικότητα, και μάλιστα Δημοσίου Δικαίου, θ' αποκτήσουν οι
Ενορίες με το Νόμο περί Ενοριών του 1910, μετά την Επανάσταση στο Γουδί και τα βήματα
εκδημοκρατισμού της Ελληνικής Κοινωνίας. Από τότε και μετά εμφανίζονται στα
Υποθηκοφυλακεία μερίδες επ' ονόματι Ναών και καταγράφονται περιουσιακά στοιχεία,
χωρίς βεβαίως να μεταβιβασθούν τα δολίως υφαρπαχθέντα, τα οποία προσκυρώθηκαν ως
δημοτική και κοινοτική περιουσία.
Συναφώς, με την υφαρπαγή της περιουσίας των Ενοριών, μετεβιβάσθηκαν ως
ιδιοκτησία στους Δήμους και τις Κοινότητες και τα γήπεδα τα οποία χρησιμοποιούνταν ως
κοιμητήρια ή νεκροταφεία. Έκτοτε με πρόταγμα το ιδιοκτησιακό δικαίωμα, οι Δήμοι και οι
Κοινότητες φρόντιζαν συστηματικά να μην αναγνωρίζουν τα δικαιώματα της Εκκλησίας και
των Εφημερίων στο χώρο του Κοιμητηρίου, περιορίζοντάς τους αποκλειστικά στο
ιεροτελεστικό μέρος και αποκλείοντάς τους από οποιαδήποτε μορφή διοικήσεως και
διαχειρίσεως.
Για να περιορίσουμε την ιστορική αναδρομή, θα πάμε στο βασικό νομοθέτημα το
οποίο διοικεί την όλη οργάνωση και λειτουργία των Κοιμητηρίων ως τις ημέρες μας. Είναι
ο Αναγκαστικός Νόμος 582 της 28.9.1968, περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων.
Είναι ένα νομοθέτημα της εποχής της επταετίας, το οποίο επιβιώνει και στη

97
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Μεταπολίτευση ως τιμωρία της Εκκλησίας, αν όχι και αντεκδίκηση, για τη νομιζόμενη


στάση της έναντι της χούντας. Έτσι, αν και η χούντα «πέταξε» οριστικά την Εκκλησία εκτός
Κοιμητηρίων, προκαλώντας ζημία στο ηθικό της κύρος και περιορίζοντας τις δυνατότητες
ποιμαντικής των πενθούντων εντός του Κοιμητηρίου, η κατάσταση αυτή, κρινόμενη ως
συμφέρουσα, διατηρήθηκε και παγιώθηκε εντέχνως.
Με το άρθρο 1 του Ν. 547/1977, «Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των μη
ενοριακών ναών των κοιμητηρίων», χωρίς να επέρχονται ουσιαστικές τροποποιήσεις, ρητά
ορίζεται: «Η διοίκησις και διαχείρησις των εν κοιμητηρίοις μη ενοριακών ναών, ως και της
περιουσίας αυτών, (...) των δήμων πληθυσμού άνω των 50.000 κατοίκων, (...) ως και των
δήμων εδρών Νομών και των περιλαμβανομένων εις την περιφέρειαν της τέως διοικήσεως
πρωτευούσης και πρώην Δήμου Θεσσαλονίκης, ασχέτως πληθυσμού, ασκείται κατά τας
περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της δημοτικής και κοινοτικής περιουσίας κειμένας
διατάξεις». Με τη διάταξη αυτή, η οποία μεταπολιτευτικά επικαιροποιούσε και κωδικοποι-
ούσε διατάξεις νομοθετημάτων της επταετίας, υπήχθησαν όλα τα κοιμητήρια σε Δήμους
πληθυσμού άνω των 50.000 κατοίκων, συνεπώς και τα κοιμητήρια αρμοδιότητος της Ιεράς
Αρχιεπισκοπής Αθηνών, τα οποία μας ενδιαφέρουν, στα νομικά πρόσωπα των Δήμων, με
αυτονόητο το δικαίωμα των Δήμων να καρπούνται τα σχετικά έσοδα εκ κηροπωλησίας, τα
οποία στα κοιμητήρια είναι ιδιαίτερα υψηλά. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ίδιου
νόμου, ο νομοθέτης διασαφηνίζει ότι: «Τα έσοδα των εν κοιμητηρίοις μη ενοριακών ναών,
ως και της περιουσίας αυτών ων η διοίκησις και διαχείρησις ανήκει εις τους δήμους ή τας
κοινότητας, διατίθενται πρωτίστως δια την επισκευήν, συντήρησιν, βελτίωσιν, επέκτασιν
και εν γένει διατήρησιν εις καλήν κατάστασιν του ναού, ως και δια πάσας τας ανάγκας του
κοιμητηρίου, περιλαμβανομένης και της επεκτάσεως τούτου (...). Τυχόν περισσεύματα των
εσόδων τούτων διατίθενται υπό του δήμου ή της κοινότητος δι' άλλους σκοπούς.».
Θλιβερή διαπίστωση είναι ότι πολλοί δήμοι, αντιπαρερχόμενοι την πρώτη πρόταση της
παραπάνω διάταξης, πηγαίνουν κατευθείαν στη δεύτερη, διαθέτοντας τα έσοδα των
κοιμητηρίων «δι' άλλους σκοπούς».
Με άλλες διατάξεις κατοχυρώνεται το δικαίωμα των δήμων στα κοιμητήρια, εκτός
του να εισπράττουν τα παγκάρια, να εκποιούν συνάμα ή να ενοικιάζουν τάφους, καθώς

98
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

και να παρατείνουν τις σχετικές μισθώσεις, καθιερώνοντας συνολικά ένα καθεστώς, το


οποίο αν και αφορμάται από τα ταφικά έθιμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ουσιαστικά Την
αποκλείει από την όποια συμμετοχή, πλην της λειτουργικής, παραδίδοντας τα πάντα στους
Ο.Τ.Α.. Απόρροια αυτού είναι ο θεσμικός χαρακτηρισμός των νεκροταφείων ως
«Δημοτικών Επιχειρήσεων Α.Ε.», με ορισμένους ειλικρινείς δήμους να τα αναγράφουν και
στην προμετωπίδα της εισόδου των κοιμητηρίων τους ως «Δημοτική Επιχείρηση (τάδε)
Κοιμητηρίου Α.Ε.».
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η προσέγγιση των Δήμων στα Κοιμητήρια
είναι τελείως ωφελιμιστική και οικονομιστική. Τα κριτήρια αυτά καθορίζουν και το μέτρο
των ενεργειών τους, ενώ σπεύδουν να αποδώσουν παρόμοια κίνητρα και σε όποιον άλλον
εργάζεται μέσα στα Κοιμητήρια ή ενδιαφέρεται γι' αυτά. Γι' αυτό και η παρουσία του
Εφημερίου στα Κοιμητήρια πρέπει να είναι τέτοια που κατ' αρχήν ν' αποκρούει αυτήν την
υφέρπουσα θεώρηση. Στο παρελθόν η Ιερά Αρχιεπισκοπή αναγκάσθηκε να διεξάγει Ε.Δ.Ε.
και μάλιστα κατά Εφημερίου όχι μισθοδοτούμενου από αυτήν, αλλά από τις ειδικές
μισθοδοτικές καταστάσεις του Δήμου, επειδή υπήρξαν υπόνοιες συνεργασίας του με
δημοτικούς υπαλλήλους με αντικείμενο την παράνομη παράταση εκμισθώσεων τάφων.
Ουσιαστικά κατηγορήθηκε ο Ιερεύς επειδή λυπούμενος τους συγγενείς του ταφέντος
νεκρού, παρακλητικώς παρενέβαινε στους αρμόδιους υπαλλήλους προκειμένου να τους
διευκολύνει με οξύ κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Την ίδια περίοδο διεξήχθη
Ε.Δ.Ε. μεταξύ των Δημοτικών υπαλλήλων που απεκάλυψε χρηματισμό τους από ενέργειές
τους στα Κοιμητήρια. Έγινε δυστυχώς, προσπάθεια να χαρακτηρισθούν ως συναφείς οι
περιπτώσεις, αλλά η Αρχιεπισκοπή με στοιχεία προστάτευσε τον Ιερέα της. Γεγονός όμως,
είναι ότι εύκολα παρεξηγείται η οποιαδήποτε απόπειρα συμπαραστάσεως με ο-
ποιονδήποτε τρόπο στους πενθούντες ως σκοπούσα σε προσπορισμό ιδίου οφέλους. Γι'
αυτό χρειάζεται σύνεση και αυξημένη διάκριση στον τρόπο με τον οποίον κινείται ο
Εφημέριος στο Κοιμητήριο.
Περαιτέρω, η Ιερά Σύνοδος με τον Κανονισμό της υπ΄ αριθ 8/1979 «περί Ιερών
Ναών και Ενοριών», προσπάθησε να εισάγει διατάξεις που οριοθετούν τη συνύπαρξη στα
Κοιμητήρια Δήμων και Τοπικής Εκκλησίας. Δυστυχώς, οι διατάξεις αυτές έχουν

99
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

περιφρονηθεί και δεν εφαρμόζονται, καθώς οι Δήμοι δεν αναγνωρίζουν άλλη δέσμευση
πέραν του Κώδικος περί Δήμων και Κοινοτήτων και των συναφών πολιτειακών
νομοθετημάτων. Έτσι, δεν αναγνωρίζονται πλην των ιεροτελεστικών, αλλά δικαιώματα
στους Εφημερίους των Κοιμητηρίων, οι οποίοι είναι χρήσιμοι ως προσπορίζοντες οφέλη
στα δημοτικά ταμεία, ανεπιθύμητοι όμως, όταν διεκδικούν έστω τα αυτονόητα για τη
συντήρηση και ορθή λειτουργία των Κοιμητηριακών Ναών.
Συναφές είναι και το ζήτημα ότι κινούμενοι στο χώρο των Κοιμητηρίων οι
Εφημέριοι έρχονται αντιμέτωποι με φαινόμενα νεοπαγή, ρυθμιζόμενα από τη νομοθετική
εξέλιξη, όπως οι πολιτικές κηδείες ή και οι απόπειρες δημιουργίες αποτεφρωτηρίου. Αν
και δεν είναι θέματα άμεσης αρμοδιότητός τους, οι Εφημέριοι οφείλουν να ενημερώνουν
σχετικώς την Προϊσταμένη τους Εκκλησιαστική Αρχή, αλλά και να περιφρουρούν τα
καθαγιασμένα τμήματα των Κοιμητηρίων ως χώρων αποκλειστικής ταφής Ορθοδόξων.
Τυχόν πρόταξη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από τους δημοτικούς υπαλλήλους,
κάμπτεται προ του σεβασμού στα ταφικά έθιμα της κρατούσης Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε
συνδυασμό με το σεβασμό στα θρησκευτικά πιστεύματα του θαπτομένου. Η εξασφάλιση
του σεβασμού αυτού είναι επίσης, καθήκον του Εφημερίου.
Είναι γεγονός, ότι η διακονία των κοιμητηρίων, ιδιαίτερα μάλιστα στα μεγάλα
αστικά κέντρα και υπό τις συνθήκες που διαμορφώνεται η σύγχρονη κοινωνική πραγματι-
κότητα, συνιστά ένα πεδίο ποιμαντικών παρεμβάσεων δύσκολο, περίπλοκο, απαιτητικό
και συχνά επώδυνο. Ωστόσο δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής, ότι το κέντρο της
εκκλησιαστικής ζωής είναι η ενορία και οι άνθρωποι που ενταφιάζονται στα κοιμητήρια
ανήκουν σε κάποια ενορία, και αν είναι πιστοί έχουν σχέση με αυτή την ενορία, τους
ποιμένες της και τον λαό του Θεού που ανήκει σε αυτήν.

Παράρτημα: Βασικές διατάξεις Νόμων και Κανονισμών:

1. Α.Ν. 582 της 28/28.9.1968 Περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων (ΦΕΚ Α΄
225/28.9.1968): «Άρθρον 1. 1. Η ίδρυσις και συντήρησις κοιμητηρίων (νεκροταφείων)
ανήκει εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων. 2. Οι δήμοι και αι

100
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

κοινότητες υποχρεούνται να φρονίζουν εγκαίρως δια την εξασφάλισιν των απαιτουμένων


χώρων, κειμένων κατ’ αρχήν εκτός σχεδίου πόλεως και μακράν κατωκημένων περιοχών δια
κοιμητήρια, να περιβάλλουν δε πάντοτε ταύτα δια φυτείων (δένδρων και θάμνων), επί
ζώνης επαρκούς πλάτους. Εφ’ οιουδήποτε χώρου απαλλοτριουμένου προς ίδρυσιν νέου
κοιμητηρίου επιβάλλεται να δημιουργηθή απαραιτήτως εντός της προοριζομένης δια τον
σκοπόν τούτον εκτάσεως η ως άνω ζώνη πρασίνου, το υπόλοιπον δε κεντρικόν μέρος να
χρησιμοποιήται μόνον ως κοιμητήριον. Πέραν της ζώνης πρασίνου δημιουργείται οδός
περιβάλλουσα το κοιμητήριον. Τας λεπτομερείας ως προς την εκλογήν των θέσεων των
κοιμητηρίων, την τοπικήν αυτών διάταξιν και εν γένει παν σχετικόν ζήτημα, ρυθμίζει το
δημοτικόν ή κοινοτικόν συμβούλιον δι’ αποφάσεώς του, εγκρινομένης υπό του Νομάρχου
μετά σύμφωνον γνώμην επιτροπής εκ του Διευθυντού Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού,
του προϊσταμένου της παρά τη Νομαρχία Τεχνικής Υπηρεσίας Δήμων και Κοινοτήτων και
του νομιάτρου. Προκειμένου περί περιοχών κειμένων πλησίον κυρίων οδικών αρτηριών
και παραλιακών ή εν γένει τουριστικών χώρων είναι απαραίτητος και η γνώμη του
Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού. *[Κατά το άρθρο μόνο, παρ.1, περ. Β΄ εδαφ. κγ΄ του
Π.Δ. 22/1982 (ΦΕΚ Α’ 3) «Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από το νομάρχη
επί των πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και προβλέπεται από τη
διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 ως «έγκριση»]. 3. Παλαιά δι’ οιονδήποτε λόγον
αχρηστευθέντα κοιμητήρια, ων η μεταφορά αποκλείεται δια θρησκευτικούς λόγους
δενδροφυτεύονται και εξωραΐζονται, μεταβαλλόμενα εις άλση. Άρθρον 2. 1. Κοιμητήρια
ιδρύονται υπό των δήμων και κοινοτήτων εντός της διοικητικής περιφερείας αυτών,
προτάσει του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου νομιά-
τρου. Πάντα τα κοιμητήρια ανήκουν ως προς την διοίκησιν και διαχείρισιν εις τους δήμους
και τας κοινότητας. 2. Εν αδυναμία, εξευρέσεως καταλλήλου δια την ίδρυσιν ή επέκτασιν
του κοιμητηρίου χώρου εντός της διοικητικής περιφερείας του οικείου δήμου ή κοινότητος
επιτρέπεται υπέρ αυτού κατά τας οικείας διατάξεις απαλλοτρίωσις, επιλεγομένης, κατά το
άρθρ. 1 του παρόντος, εκτάσεως κειμένης εντός της διοικητικής περιφερείας πλησιοχώρου
δήμου ή κοινότητος. 3. Απαγορεύεται η ταφή εκτός της περιοχής των κοιμητηρίων και εις
ιδιωτικούς χώρους, εξαιρέσει των Μοναστηρίων και Ησυχαστηρίων, καθώς και των

101
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

περιβόλων ιδρυμάτων προκειμένου για τον ενταφιασμό προσωπικοτήτων που


προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στο ίδρυμα. *[Στο τέλος της παρ. 3 προστέθηκε φράση
με το άρθρο 52 παρ. 3 του ν. 1416/1984, ΦΕΚ Α΄ 18]. 4. Η περιουσία των κοιμητηρίων
παραμένει εις την κυριότητα των ιδρυσάντων αυτά δήμων και κοινοτήτων. Άρθρον 3. 1. Τα
κοιμητήρια χαρακτηρίζονται ως πράγματα εκτός συναλλαγής, εφ’ ων κατά το άρθρον 970
του Αστικού Κώδικος δύναται να αποκτάται ιδιωτικόν δικαίωμα ιδιαίτερον (ειδικόν
δικαίωμα) επί ωρισμένου χώρου ταφής. 2. Η παραχώρησις ιδιαιτέρου δικαιώματος ταφής
εκ μέρους του διοικούντος το νεκροταφείον δήμου ή κοινότητος αποτελεί διοικητικής
φύσεως παραχώρησιν αδείας χρήσεως δημοτικού πράγματος των σχετικών πράξεων του
δήμου ή κοινότητος συνιστασών εκτελεστάς διοικητικάς πράξεις. Ο εφ’ ου παρέχεται
δικαίωμα χρήσεως χώρος δεν αποτελεί περιουσιακόν στοιχείον του προς ον η
παραχώρησις και δεν είναι επιδεικτικός οιασδήποτε μεταβιβάσεως προς τρίτους δια
πράξεων εν ζωή ή αιτία θανάτου. 3. Δια της συστάσεως οικογενειακού τάφου παρέχεται
αποκλειστικόν δικαίωμα ταφής εν αυτώ μόνον του προς όν η παραχώρησις, του συζύγου
ή της συζύγου αυτού, των κατ’ ευθείαν γραμμήν ανιόντων και κατιόντων αυτού νομίμων,
θετών, νομιμοποιηθέντων και αναγνωρισθέντων μετά των συζύγων και κατιόντων αυτών,
του πατρός ή μητρός του συζύγου ή της συζύγου του προς ον η παραχώρησις, ως και των
μη εχόντων ιδίαν οικογένειαν αδελφών αυτού, εφ’ όσον συγκατατίθεται εγγράφως ούτος
και μη υπάρχοντος αυτού ο σύζυγος ή η σύζυγος και οι κατιόντες αυτού. Κατ’ εξαίρεσιν, δι’
αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου δύναται να επιτραπή η αναγνώρισις
δικαιώματος ταφής εις οικογενειακόν τάφον και προσώπων συνδεομένων μετά του
αρχικού δικαιούχου και του συζύγου ή της συζύγου αυτού και δι’ ετέρου βαθμού
συγγενείας εξ αίματος ή αγχιστείας τη προηγουμένη εγγράφω συγκαταθέσει του
δικαιούχου ή τούτου μη υπάρχοντος της συζύγου και των κατιόντων αυτού επί τη
καταβολή ιδιαιτέρου δικαιώματος ουχί ελάσσονος του ημίσεος του απαιτουμένου δια την
παραχώρησιν δικαιώματος συστάσεως οικογενειακού τάφου. Άρθρον 4. 1. Τα δικαιώματα
ταφής και η εν γένει λειτουργία των δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων ρυθμίζονται
δια κανονισμού ψηφιζομένου υπό του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, κατά τας περί
αυτών ισχυούσας ειδικάς διατάξεις. 2. Αι εκ των κοιμητηρίων πρόσοδοι είναι δικαιώματα

102
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

ή τέλη επιβαλλόμενα προς κάλυψιν εν μέρει ή εν όλω των δαπανών της συντηρήσεως και
εν γένει λειτουργίας αυτών. 3. Η βεβαίωσις και η είσπραξις των δικαιωμάτων τούτων
ενεργείται βάσει της κειμένης νομοθεσίας «περί βεβαιώσεως και εισπράξεως δημοτικών
προσόδων». Άρθρον 5. Τα επί των τάφων μνημεία, τα αφιερωμένα εις μνήμην τεθνεώτων,
έχοντα την έννοιαν εκδηλώσεως θρησκευτικού σκοπού, χαρακτηρίζονται ως πράγματα
εκτός συναλλαγής μη επιτρεπομένης ενταύθα της εκποιήσεως, υποθηκεύσεως ή κα-
τασχέσεως αυτών ως και της μεταβολής του προορισμού των. Η επ’ αυτών ασκουμένη
νομή είναι θρησκευτικού περιεχομένου και δεν έχει περιουσιακόν χαρακτήρα. Άρθρον 6.
Τα κοιμητήρια είναι προωρισμένα δια τον εντός αυτών ενταφιασμόν παντός νεκρού,
ασχέτως θρησκεύματος ή εθνικότητος. Οι δήμοι και αι κοινότητες υποχρεούνται όπως
παραχωρούν εντός των ανηκόντων εις αυτούς κοιμητηρίων, χώρον δια τον ενταφιασμόν
παντός θανόντος δημότου ή μη και παντός άλλου εν τη περιφερεία των θανόντος
ανθρώπου, ανεξαρτήτως αν ο θανών ήτο ημεδαπός ή αλλοδαπός χριστιανός ή μη. Δια τον
ενταφιασμόν των μη ορθοδόξων ή των αλλοθρήσκων υποχρεούνται όπως κατόπιν συμφώ-
νου γνώμης της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως καθορίσωσιν ιδιαίτερον χώρον εντός του
δημοτικού ή κοινοτικού κοιμητηρίου. Άρθρον 7. Πάσα διάταξις γενική ή ειδική ρυθμίζουσα
τα δια του παρόντος διεπόμενα θέματα καταργείται.».

2. Ν. 547/1977 (ΦΕΚ Α΄ 56/1977). «Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των μη ενοριακών


ναών των Κοιμητηρίων». «Άρθρο 1. Η διοίκησις και διαχείρισις των εν τοις Κοιμητηρίοις
μη ενοριακών ναών, ως και της περιουσίας αυτών,(...), των δήμων πληθυσμού άνω των
50.000 κατοίκων, κατά την εκάστοτε ισχύουσαν επίσημον απογραφήν του πληθυσμού του
Κράτους, ως και των δήμων εδρών Νομών (...), ασκείται κατά τας περί διοικήσεως και
διαχειρίσεως της δημοτικής και κοινοτικής περιουσίας κείμενας διατάξεις, των δε λοιπών
μη ενοριακών ναών των Κοιμητηρίων και της περιουσίας αυτών υπό του πλησιέστερου
ενοριακού ναού, κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις (...). Άρθρο 3. 1. Τα έσοδα των εν
Κοιμητηρίοις μη ενοριακών ναών, και της περιουσίας αυτών ών η διοίκησις και διαχείρισις
ανήκει εις τους δήμους ή τα κοινότητας, διατίθενται πρωτίστως δια την επισκευήν,
συντήρησιν, βελτίωσιν, επέκτασιν και εν γένει διατήρησιν εις καλήν κατάστασιν του ναού,

103
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

ως και δια πάσας τα ανάγκας του Κοιμητηρίου, περιλαμβανομήνης και της επεκτάσεως
τούτου, υπό των ασκούντων την διοίκησιν και διαχείρισιν των ναών τουτων. Τυχόν
περισσεύματα των εσόδων τούτων διατίθενται υπό του δήμου ή της κοινότητος για άλλους
σκοπούς. 2. (...). 3. Έσοδα των εν κοιμητηρίοις μη ενοριακών ναών, πλην των υπαγομένων
εις Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, κατατεθέντα μέχρι της ισχύος του παρόντος εις ιδίους παρά
Τραπέζαις λογαριασμούς, περιέρχονται εις τους δήμους ή τας κοινότητας (...).».

3. Κανονισμός Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος υπ' αριθ. 8/1979 (Φ.Ε.Κ. 1/1980, τ.
Α΄). «Άρθρον 14. Ιεροί Ναοί Κοιμητηρίων. 1) Η διοίκησις και διαχείρισις των εν τοις
Κοιμητηρίοις ενοριακών Ναών ασκείται υπό εκκλησιαστικού συμβουλίου
συγκροτουμένου καθ' ον και τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια των λοιπών ενοριακών Ναών,
τρόπον, συμφώνως τω άρθρω 6 του παρόντος Κανονισμού. 2) Η Διοίκησις και διαχείρισις
των εν τοις Κοιμητηρίοις μη ενοριακών Ναών ασκείται ως κάτωθι: α) Των Ιερών Ναών
Κοιμητηρίων υπαγομένων εις Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, υπό των Ιδρυμάτων τούτων,
βαρυνομένων δι' όλων των εξόδων συντηρήσεως και λειτουργίας τούτων. Τον Εφημέριον
ή τους Εφημερίους ορίζει ο οικείος Μητροπολίτης τη αιτήσει των. β) Των Ιερών Ναών
Κοιμητηρίων ανηκόντων εις Δήμους ή Κοινότητας μέχρι 50.000 κατοίκων υπό του
πλησιεστέρου Ενοριακού Ναού, εφαρμοζομένων κατ' αναλογίαν των διατάξεων του
άρθρου 6 του παρόντος. γ) Των Ιερών Ναών Κοιμητηρίων ανηκόντων εις Δήμους ή
Κοινότητας μέχρι 50.000 κατοίκων, κατά την εκάστοτε ισχύουσαν επίσημον απογραφήν
του πληθυσμού του Κράτους, των Πρωτευουσών των Νομών ως και των Δήμων και
Κοινοτήτων της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, από κοινού υπό του Μητροπολίτου και
των Δήμων, κατά τα ειδικώτερον υπό των διατάξεων της παρ. 3 και επομένων του
παρόντος άρθρου οριζόμενα. 3) α) Οι υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των Δήμων
τελούντες Ιεροί Ναοί Κοιμητηρίων διοικούνται υπό πενταμελούς Επιτροπής
αποτελουμένης εκ του Εφημερίου του Ναού ή επί πλειόντων Εφημερίων εκ του υπό του
οικείου Μητροπολίτου οριζομένου, ως Προέδρου και τεσσάρων λαϊκών μελών, εκ των
οποίων το μεν εν διορίζεται υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, τα δε έτερα τρία υπό
του Δημοτικού Συμβουλίου επί τριετεί θητεία. β) Η Επιτροπή αύτη, καλούμενη Κοσμητεία

104
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

του Ναού, επιμελείται της ευκοσμίας και ευπρεπείας αυτού και των εν αυτώ. γ) Τα έσοδα
των Ναών τούτων, των οποίων η διαχείρισις γίνεται κατά τας περί διοικήσεως και
διαχειρίσεως της Δημοτικής και Κοινοτικής περιουσίας κειμένας διατάξεις, διατίθενται
αποκλειστικώς και μόνον δια την λειτουργίαν και συντήρησιν και εις καλήν κατάστασιν
διατήρησιν του Ναού και τας ανάγκας αυτού. Εν περιπτώσει, καθ' ην υπάρχουσι
περισσεύματα, ταύτα διατίθενται υπέρ Δημοτικών ή Εκκλησιαστικών Ευαγών Ιδρυμάτων
της περιφερείας του Δήμου ή της Κοινότητος, τοιούτων δε μη υπαρχόντων εντός της
περιφερείας του Δήμου ή της Κοινότητος, διατίθενται υπέρ των Ιδρυμάτων της Ι. Μητρο-
πόλεως. 4) Ο αριθμός των θέσεων των Εφημεριών, Ιεροψαλτών και Νεωκόρων των υπό
την διοίκησιν και διαχείρισιν των Δήμων ή Κοινοτήτων τελούντων μη Ενοριακών Ιερών
Ναών των Κοιμητηρίων καθορίζεται δια κοινής αποφάσεως των οικείων Μητροπολίτου και
Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητας. 5) Η πλήρωσις των κατά την προηγουμένην
παράγραφον θέσεων ενεργείται προκειμένου περί των Εφημεριών και Διακόνων δι'
αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου, προκειμένου δε περί των λοιπών (Ιεροψαλτών και
Νεωκόρων) δια κοινής αποφάσεως του Μητροπολίτου και του οικείου Δημάρχου ή του
Προέδρου της Κοινότητας. Ο βασικός μισθός μετά των προσαυξήσεων και των επιδομάτων
του κατά την παρούσαν παράγραφον προσωπικού καθορίζεται κατά τας εκάστοτε περί
μισθοδοσίας Εφημερίων, ιεροψαλτών και νεωκόρων, των ενοριακών Ναών ισχύουσας
διατάξεις και καταβάλλεται εκ των εσόδων των Ιερών Ναών των Κοιμητηρίων. 6) Η
απόλυσις των Εφημερίων, Διακόνων, ιεροψαλτών και νεωκόρων, τα των αδειών και ποινών
και η καθ' όλου επ' αυτών δικαιοδοσία ως και η όλη εποπτεία της εκκλησιαστικής τάξεως
και ευκοσμίας εις τα Κοιμητήρια και τους Ναούς αυτών, ασκείται υπό του οικείου
Μητροπολίτου. 7) Εάν, κατά την κρίσιν του οικείου Μητροπολίτου, δύνανται Εφημέριοι
Ενοριακών Ναών να ανταποκρίνωνται εις τα ανάγκας των Κοιμητηρίων, δεν διορίζονται
Ειδικοί Εφημέριοι. Εις την περίπτωσιν ταύτην Πρόεδρος της Κοσμητείας είναι ο υπό του
οικείου Μητροπολίτου οριζόμενος Εφημέριος. 8) Κοιμητήρια τελούνται υπό την διοίκησιν
και διαχείρισιν Δήμων και Κοινοτήτων ή Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων, τίθενται υπό την
Διοίκησιν και Διαχείρισιν Ενοριακού τινος Ναού κατ' απόφασιν του οικείου
Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εφ' όσον οι οικείοι Δήμοι ή Κοινότητες ή τα Φιλανθρωπικά

105
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Ιδρύματα δεν εκπληρούσι τας υπό του παρόντος άρθρου επιβαλλομένας υποχρεώσεις
των. Η απόφασις αυτή λαμβάνεται, είτε κατόπιν αιτήσεως του οικείου Μητροπολίτου ή
του οικείου Δήμου ή Κοινότητος ή Φιλανθρωπικού Ιδρύματος και βεβαιωτικής αποφάσεως
του αρμόδιου Πρωτοδίκου. Εις την περίπτωσιν ταύτην, ο αναλαμβάνων την διοίκησιν και
διαχείρισιν του Κοιμητηρίου Ενοριακός Ναός αναλαμβάνει και τας βαρύνουσας τους
Οργανισμούς τούτους υποχρεώσεις. 9) Εφημέριοι Κοιμητηρίων πόλεων άνω των 100.000
κατοίκων συμπληρώσαντες ή μη το υπό του Νόμου οριζόμενον όριον ηλικίας εξόδου των
εκ της υπηρεσίας, μη δυνάμενοι να ανταποκριθώσιν εις τα καθήκοντά των, δύνανται είτε
τη αιτήσει των είτε τη προτάσει του οικείου Μητροπολίτου μετ' απόφασιν της
Υγειονομικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου και έγκρισιν του οικείου Μητροπολίτου, να
αποχωρήσωσιν εκ της υπηρεσίας των Κοιμητηρίων και τα τεθώσιν εις την δίαθεσιν της
οικείας Ιεράς Μητροπόλεως. Κτηθέντα δικαιώματα υπό εφημερίων Κοιμητηρίων του
προηγούμενου εδαφίου, δυνάμει των κειμένων διατάξεων δεν καταργούνται. 10) Τα
δικαιώματα εξ ιεροπραξιών εν τοις μη ενοριακοίς Ναοίς των Κοιμητηρίων, καθορίζονται
δι' αποφάσεως του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου μετά σύμφωνον γνώμην του
οικείου Μητροπολίτου.».

4. Πολεοδομικός Σχεδιασμός και Δόμηση. Περιορισμοί για την προστασία του φυσικού,
πολιτιστικού και οικιστικού περιβάλλοντος. «Άρθρο 190. Ίδρυση κοιμητηρίων και
περιορισμοί στη δόμηση γύρω από αυτά. (άρθρο 1 α.ν. 445/1968, άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3
α.ν. 582/1968, άρθρο 1 και 2 π.δ. 1128/1980). 1. Ο τρόπος ίδρυσης και λειτουργίας
κοιμητηρίων από άποψη υγιεινής και πολεοδομίας καθορίζεται με π. δ/γματα που
εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας
και Δημοσίων Έργων. 2. Η ίδρυση και συντήρηση κοιμητηρίων ανήκει στην αποκλειστική
αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να φροντίζουν
έγκαιρα για την εξασφάλιση των απαιτούμενων χώρων. Οι χώροι αυτοί πρέπει να
ευρίσκονται κατ' αρχήν εκτός σχεδίου πόλεως και μακριά από κατοικημένες περιοχές. Τα
κοιμητήρια περιβάλλονται πάντα με φυτείες (δέντρα και θάμνους) που καλύπτουν ζώνη
με επαρκές πλάτος. Σε οποιονδήποτε χώρο απαλλοτριώνεται για να ιδρυθεί νέο

106
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

κοιμητήριο πρέπει απαραίτητα να δημιουργείται μέσα στην έκταση που προορίζεται για
το σκοπό αυτό η προαναφερόμενη ζώνη πρασίνου ενώ το υπόλοιπο κεντρικό μέρος να
χρησιμοποιείται μόνο ως κοιμητήριο. Μετά τη ζώνη πρασίνου δημιουργείται οδός η οποία
περιβάλλει το κοιμητήριο. 3. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου η
οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη επιτροπής που αποτελείται από το διευθυντή
τεχνικών υπηρεσιών του νομού, τον προϊστάμενο της τεχνικής υπηρεσίας Δήμων και
Κοινοτήτων της νομαρχίας και το νομίατρο ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες ως προς την
επιλογή των θέσεων των κοιμητηρίων και την τοπική τους διάταξη καθώς και, γενικά, κάθε
σχετικό ζήτημα. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού γνωμοδοτεί όσον αφορά περιοχές
που ευρίσκονται κοντά σε κύριες οδικές αρτηρίες και παραλιακούς ή τουριστικούς γενικά
χώρους. 4. Παλαιά κοιμητήρια που για οποιοδήποτε λόγο έχουν αχρηστευθεί και
αποκλείεται να μεταφερθούν για θρησκευτικούς λόγους δενδροφυτεύονται και
εξωραίζονται μεταβαλλόμενα σε άλση. 5. Τα ιδρυόμενα ή επεκτεινόμενα κοιμητήρια
πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 250 μ. από το άκρο του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως,
100 μ. από μεμονωμένες κατοικίες, 100 μ. από φρέατα και 50 μ. από πηγές πόσιμου νερού.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να μη δημιουργείται κίνδυνος να ρυπανθεί ή να μολυνθεί ο
υδροφόρος ορίζοντας από τον οποίο τροφοδοτούνται τα προαναφερόμενα φρέατα και
πηγές. Τα κοιμητήρια πρέπει επίσης να απέχουν τουλάχιστον 1500 μ. από νοσοκομεία και
κλινικές γενικά. Η απόσταση αυτή μπορεί να περιοριστεί μέχρι 500 μ. στις περιπτώσεις
που τα κοιμητήρια δεν είναι αμέσως ορατά από τα νοσοκομεία ή τις κλινικές γενικά και
ταυτόχρονα η κυρία οδός προσπέλασής τους δεν περνά μπροστά από τα κοιμητήρια. 6.
Απαγορεύεται να εγκρίνεται νέο και να επεκτείνεται υφιστάμενο σχέδιο πόλεως, να
ανορύσσεται φρέαρ πόσιμου νερού και να ιδρύονται νέα νοσοκομεία ή κλινικές σε
αποστάσεις από υφιστάμενα κοιμητήρια που να είναι μικρότερες από τις καθοριζόμενες
στην προηγούμενη παράγραφο. 7. Τα κοιμητήρια πρέπει να ευρίσκονται σε ευάερες
θέσεις όπου οι επικρατούντες άνεμοι να μην κατευθύνονται προς τις κοντά σε αυτά
κατοικημένες περιοχές. Η περιοχή τους πρέπει να μην πλημμυρίζει και να αποστραγγίζεται
καλά. Τα αποστραγγιζόμενα όμβρια νερά πρέπει να μην ρυπαίνουν ή μολύνουν φρέατα ή
άλλες πηγές πόσιμου νερού που ευρίσκονται σε μικρή απόσταση. 8. Οι διατάξεις των παρ.

107
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ –
ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΡΙΑΣ – ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

5 έως 7 εφαρμόζονται και στους χώρους ταφής των μονών και των ησυχαστηρίων. Κατ'
εξαίρεση, με απόφαση του νομάρχη που εκδίδεται μετά σύμφωνη γνώμη της Υγειονομικής
Υπηρεσίας επιτρέπεται να μειωθούν οι αποστάσεις από εγκεκριμένα σχέδια οικισμών,
κατοικίες ή πηγές υδροληψίας.».

Συναφή κείμενα:
1. Συνηγόρου του Πολίτη, Ανεξάρτητης Αρχής, ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ,
ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ «ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ», Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη:
Ανδρέα Τάκη, Επιμέλεια έκθεσης: Ανδριανή Παπαδοπούλου, Γρηγόρης Τσιούκας, Ιούλιος
2008.
2. Έγγραφο υπ' αριθ. 35535/14-12-2011, Γενικής Διευθύνσεως Τοπικής Αυτοδιοικήσεως,
Διευθύνσεως Οικονομικῶν Ο.Τ.Α., Φορολογικού Τμήματος.
3. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ.
4. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 31: «Προϋποθέσεις καθορισμού των χώρων
δημιουργίας Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών, όροι και έλεγχος της λειτουργίας τους και
ειδικότερες προϋποθέσεις για την αποτέφρωση νεκρών.», ΦΕΚ 49/23-3-2009, τ. Α΄.
5. «Το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 582/1968 ουδόλως αντίκειται στις περί προστασίας της
ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, για το λόγο ότι οι χώροι των
κοιμητηρίων δεν εμπίπτουν στην έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας που προστατεύεται από
το Σύνταγμα, αλλά υπόκεινται στη μονομερή και εξουσιαστική επέμβαση του νομοθέτη ο
οποίος δύναται να προβεί ελευθέρως στη θέσπιση συστήματος οργανώσεως της
διοικήσεως και διαχειρίσεως των χώρων αυτών προς το σκοπό της προσαρμογής τους προς
τις εκάστοτε υφιστάμενες ανάγκες και συνθήκες και ειδικότερα, δύναται ελευθέρως να
μεταβάλει τον φορέα της διοικητικής λειτουργίας των ως άνω χώρων, χωρίς ως εκ τούτου
να θίγεται το τυχόν υφιστάμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς.», ΣτΕ4850/1997.
6. Ε.Σ. 128/2009, passim.

108
6Bll
JI
III

You might also like