Professional Documents
Culture Documents
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ Β1 2013 Α
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ Β1 2013 Α
Σχ. ετος2012-2013
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ TOY B1:
1.Αβδαρμάνης Ευάγγελος
2.Αθανασίου Χαριζάνης
3. Αντωνίου Δημήτριος
4. Γιούρος Δημοσθένης
5. Γουδούσης Βασίλειος
6. Εμμανουηλίδου Ελένη Βασιλική
7. Ευθυμιάδης Ευάγγελος
8. Ιωνάς Τιμολέων
9. Κιμπίρης Σταμάτιος
10. Κουνετά Στυλιανή
11. Κυνηγοπούλου Ερμιόνη
12. Κύρτσου Αικατερίνη
13. Λάτμος Γεώργιος
14. Λουτζούδης Γεώργιος
15. Μητάνη Χριστίνα
16. Μιχαηλίδης Ηρακλής
17. Παπαχρήστου Μαρία Αικατερίνη
18. Ρίζου Αλεξάνδρα
19. Σουγλέρης Χρήστος
20. Σταφυλίδης Κωνσταντίνος
21. Φιλιώκη Σοφία
22. Ασλανίδου Αικατερίνη
Ημερολόγιο ερευνητικής εργασίας .
Μέθοδος εργασίας
Η περιοχή του Πόντου ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από τους
μυθικούς χρόνους. Εκεί πίστευαν ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες. Στην πεδιάδα της
Αμισού ο Ηρακλής απέσπασε από την Αμαζόνα βασίλισσα Ιππολύτη την περίφημη
ζώνη της, ενώ αργότερα ο Ιάσων κατά την Αργοναυτική εκστρατεία προσάραξε την
πενηντάκωπη Αργώ στα παράλια της Σινώπης, όπου γνώρισε τους γηγενείς
κατοίκους της περιοχής, τους Χάλυβες.
Η ευρύτερη περιοχή του Πόντου ανήκε κατά την αρχαιότητα στην επικράτεια
της περσικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε
μέρος του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών.
Θάλαττα, Θάλαττα !!
Το 401 π.Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντικρίζουν μετά από πολύμηνη πορεία
στα βάθη της Ασίας τη θάλασσα του Πόντου με τα παράλια διάσπαρτα από φιλόξενες
πόλεις ελληνικές : Τραπεζούντα, Κοτύωρα, Σινώπη, Ηράκλεια, από όπου και θα
πάρουν τα πλοία για την πατρίδα.
Τυραννίων από την Αμισό (λόγιος και γραμματικός του 1. π.Χ. αι.)
Η περίοδος της ιστορίας του βυζαντινού Πόντου εκτείνεται χρονικά από την
βασιλεία του Διοκλητιανού (284-305) και τη μονοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου (306-
337), περίοδο κατά την οποία ο εκχριστιανισμός της περιοχής έχει παγιωθεί, μέχρι την
ίδρυση του κράτους των Μεγαλοκομνηνών, λίγο πριν την Α’ άλωση της
Κωνσταντινούπολης (Απρίλιος 1204) από την Δ’ Σταυροφορία.
`Η μακρόχρονη εποχή της Ρωμαιοκρατίας στον Πόντο (6263 π.Χ.-τέλη 3ου αι.
μ.Χ.) οπωσδήποτε καθιέρωσε στην περιοχή μια εκτεταμένη ειρηνική περίοδο εμφανούς
ευημερίας για τους πληθυσμούς της περιοχής, η οποία λείανε το έδαφος για τη σταδιακή
επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες
συνέχισε να λατρεύεται σε περιοχές του Πόντου ο Μίθρας, που ως τόπο λατρείας του
είχαν το όρος «Μιθρίος βουνός» (σημ. Μποζ Τεπέ), λίγο έξω από την Τραπεζούντα. Η
ουσιαστική νίκη του χριστιανισμού επί του παγανισμού συνδέεται με την επίθεση των 4
θαρραλέων νεαρών Χριστιανών, των Ευγένιου, Ουαλεριανού, Κανίδιου και Ακύλα, στον
τόπο λατρείας του Μίθρα, του οποίου το άγαλμα και το βωμό κατάστρεψαν, με
αποτέλεσμα να υποστούν μαρτυρικό θάνατο κατά διαταγή του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.). Ο
πρώτος από τους προαναφερόμενους εισβολείς, ο Ευγένιος, που μερικές παραδόσεις
τον θέλουν πρώτο χριστιανό επίσκοπο Τραπεζούντας, έμελλε σύντομα να αγιοποιηθεί
και να γίνει Προστάτης- Άγιος της πόλης ως πραγματικό σύμβολο της επικράτησης της
χριστιανικής θρησκείας στην περιοχή, καθώς μαρτυρούν πολλά μεταγενέστερα
σωζόμενα εγκωμιαστικά κείμενα περί της προσωπικότητας και της δράσης του.
Από τις απαρχές ίδρυσης της μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας
(Βυζαντίου) ο Πόντος, χωρισμένος στις επαρχίες του Πολεμωνιακού Πόντου (κέντρα:
Νεοκαισάρεια, Τραπεζούντα, Κερασούντα, Πολεμώνιο, Κόμανα) και του Ελενοπόντου
(κέντρα: Αμάσεια, Ζήλα, Άνδραπα, Αμισός, Σινώπη), αποτελούσε το βοριοανατολικό
άκρο της εκτενούς διοίκησης της Ανατολής, η οποία με τη σειρά της αποτελούσε τμήμα
της αχανούς επαρχίας της Ανατολής. Αρχικά, μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού Α’ τον 6ο
αι., ποντιακό κέντρο ήταν η πόλη της Νεοκαισάρειας (σημ. Νικσάρ), ενώ επίσης η
Ευδοκιάς (Τοκάτ) αναφέρεται ως ακμάζον κέντρο. Και η Τραπεζούντα, όμως, σύμφωνα
με το Ζώσιμο, αποτελούσε το άκρο της εξουσίας της Αυτοκρατορίας επί Μ.
Κωνσταντίνου, οπότε διορίστηκαν εκεί ως διοικητές (ανθύπατοι) οι Αγρίκολας και Λυσίας,
καθώς επίσης και ο ανιψιός του αυτοκράτορα, ο Αννιβαλιανός.
Σημαντικότατη και καθοριστική υπήρξε η ανάπτυξη του Πόντου —και ιδιαίτερα
της Τραπεζούντας— την εποχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Α’ (527-565). Έχοντας
διαβλέψει ορθά τη μεγάλη στρατιωτική σημασία της περιοχής (ήδη από τον 5ο αι. έδρευε
στον Πόντο η πρώτη ποντιακή λεγεώνα), ο αυτοκράτορας με ειδική «Νεαρά» την αρ. 31
της Ι8ης Μαρτ. 536, κατάργησε τον παλαιό χωρισμό του Πολεμωνιακού Πόντου (και της
παλαιάς Αρμενίας Α’), ενώνοντάς τα σε μια κοινή Αρμενία Α’ με έδρα-πρωτεύουσα την
Τραπεζούντα, που στο εξής αντικαθιστά τη Νεοκαισάρεια ως ποντιακή πρωτεύουσα. Η
σημαντική αυτή διοικητική αναδιοργάνωση, έφερε την πόλη του Αγ. Ευγένιου στο
πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και οικονομικό προσκήνιο της ιστορίας του
μεσαιωνικού ποντιακού Ελληνισμού. Στο «Περί Πολέμων» έργο του ο Προκόπιος
αναφέρει τη μεγάλη σημασία που απέκτησε η Τραπεζούντα (μαζί με την ανατολικά της
κείμενη οχυρή πόλη της Ριζούντας) ως στρατιωτική βάση και λιμάνι προώθησης του
πολύχρονου αγώνα με το Σασανιδικό βασίλειο των Περσών γύρω από την ανατολικά
κείμενη περιοχή της Λαζικής, στη σημερινή Δυτική Γεωργία. Ο στρατηγός Πέτρος και ο
Βελισσάριος πολέμησαν για μεγάλο διάστημα κατά των Περσών στα ποντιακά εδάφη,
κατά την παραμονή του μάλιστα στην Τραπεζούντα ο τελευταίος έκτισε το ναό του Αγ.
Βασιλείου με ζωγραφισμένο στην έξω πόρτα του το πορτραίτο του ως εφίππου.
Και για την ποντιακή ιστορία του 7ου αι. η συμβολή του Α. Vasiliev είναι βασική.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος Α’ (610-641) χρησιμοποίησε επίσης την Τραπεζούντα ως
χειμερινό κατάλυμα, ναυτική-στρατιωτική βάση και λιμάνι προώθησης των αγώνων του
κατά των Σασανιδών την περίοδο 622- 627, έχοντας παράλληλα στο πλευρό του τους
εκχριστιανισμένους πλέον λαούς του Καυκάσου και της Λαζικής. Η συνεχής επιλογή της
Τραπεζούντας υπήρξε εύλογη, αφού ήταν το μοναδικό ελληνικό λιμάνι στον Εύξεινο που
βρισκόταν κοντά στο πολεμικό μέτωπο.
Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά στα πλαίσια της βυζαντινής αντεπίθεσης στα
ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας μετά το θρίαμβο του Λαλακάοντα (863) υπήρξε η
σταδιακή προσάρτηση των αρμενικών ενδιάμεσων κρατιδίων της περιοχής. Οι
χρονικογράφοι Σκυλίτζης και Κεδρηνός κάνουν λόγο για τις πολεμικές συγκρούσεις
ανάμεσα στο στρατηλάτη-ηγεμόνα Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο (976-1025) και στο
Γεωργιανό μονάρχη Γεώργιο Α’ (1014-1027), κατά τις οποίες η Τραπεζούντα
χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως σταθμός και κύριο στρατόπεδο του τελικά νικητή
αυτοκράτορα (1022). Η τελική ενσωμάτωση, όμως, του Βασπουρακάν την ίδια αυτή
χρονιά, όπως επίσης και οι μελλοντικές ενσωματώσεις των αρμενικών βασιλείων-
κρατιδίων του Ανί (1047) και του Καρς (1064), συνοδεύτηκαν εντελώς κοντόφθαλμα και
από εξόντωση πολλών ηγετικών στελεχών των Αρμενίων καθώς και από
εξανδραποδισμούς και βίαιες μεταφορές αρμενικών πληθυσμών, κάτι που σαν
αποτέλεσμα είχε να ευνοηθεί η συστηματική (από τα μέσα του 11ου αι.) εισβολή και
εγκατάσταση μεγάλου τμήματος της μικρασιατικής χερσονήσου από τα νεοφερμένα
τουρκόφωνα φύλα, τους Σελτζούκους και τους ημινομάδες Τουρκομάνους. Παρά την
ηρωική προσπάθεια του τελευταίου αξιοπόλεμου εκπροσώπου της δυναστείας των
Κομνηνο-Δουκών, του Ρωμανού Δ’ Διογένη (1067-1071), να τους αντιμετωπίσει, τελικά η
βυζαντινή συντριβή στο Μαντζικέρτ (19/26 Αυγ. 1071) σφράγισε την τύχη της Μ. Ασίας
και η τουρκική προέλαση πήρε πλέον φρενήρη ρυθμό. Μέσα σε μια δεκαετία μετά το
Μαντζικέρτ μεγάλο τμήμα της χερσονήσου είχε κατακλυστεί από τους νέους εισβολείς,
και αργά μεν αλλά σταθερά άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός της μέχρι πρότινος
«σπονδυλικής στήλης του Βυζαντίου. Η ίδρυση του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του
«Ρουμ» (δηλ. των πρώην «ρωμαϊκών» = βυζαντινών κτήσεων στη Μ. Ασία) πρώτα στη
Νίκαια και κατόπιν στο Ικόνιο, καθώς επίσης και η ίδρυση του Εμιράτου των
Ντανισμεντιδών με έδρα την ποντιακή Νεοκαισάρεια, χάρασσε με ενάργεια τη μελλοντική
τύχη της ελληνικής Μ. Ασίας.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, πάντως, συνάντησαν σφοδρή αντίσταση στον Πόντο και
ιδιαίτερα στο θέμα Χαλδίας. Είναι η εποχή που στο προσκήνιο εμφανίζεται η
ονομαστότερη ίσως ανάμεσα στις μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες του Πόντου, οι
Γαβράδες ως «δούκες Χαλδίας», με χρόνους μεγάλης ακμής την εποχή της δυναστείας
των Κομνηνών στο Βυζάντιο. Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν να καταλάβουν προσωρινά την
έδρα του θέματος, Τραπεζούντα (περίπου 1071), αλλά το 1075 ο πρώτος σημαντικός
Γαβράς, ο «δουξ» Θεόδωρος (Α’), οργάνωσε την αντίσταση και τους έδιωξε,
πετυχαίνοντας μάλιστα να επεκτείνει την κυριαρχία του ανατολικά σε βάρος των
νεοφερμένων Τουρκομάνων μέχρι τη Βαϋβερδώνα (Πάιπερτ) και την Κολώνεια. Ο
Αλέξιος Α’ Κομνηνός του Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει τον άμεσο νορμανδικό κίνδυνο
και δεν μπόρεσε να απασχοληθεί με τη Μ. Ασία. Έτσι ο Θεόδωρος Α’ άρχισε σταδιακά να
ανεξαρτητοποιείται, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία, λίγο αργότερα, επικίνδυνη εισβολή
από το Γεωργιανό μονάρχη Δαβίδ Γ’ (1089-1125). Όταν το 1095/6 ο Αλέξιος Α’ ευκαίρησε
να ασχοληθεί με τη Μ. Ασία και τον Πόντο, βρήκε στο πρόσωπο του Θεόδωρου Α’ έναν
ημιαυτόνομο τοπάρχη. Πάντως η κυριαρχία της σημαντικής αυτής μορφής δεν κράτησε
για πολύ ακόμη, αφού ο Θ. Γαβράς τελικά συνελήφθη και εκτελέστηκε από τον εμίρη των
Τουρκομάνων της Θεοδοσιούπολης και Βαϋβερδώνας, τον Αλί («Αμιράλη»), αρνούμενος
να ασπαστεί το Ισλάμ, στις 2 Οκτωβρίου 1098, ημέρα κατά την οποία αργότερα
θεσπίστηκε ο εορτασμός της μνήμης του αγιοποιημένου ήρωα του μεσαιωνικού
ποντιακού Ελληνισμού.
Αλλά τα κινήματα αποστασίας στον Πόντο συνεχίστηκαν και στο πρώτο μισό
του 12ου αι., αφού οι διάδοχοι του Θεόδωρου Α’ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την
επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης. Ο Γρηγόριος Γαβράς-Ταρωνίτης κήρυξε την
ανεξαρτησία της περιοχής του, αλλά τελικά νικήθηκε σε μάχη στην Κολώνεια από τις
δυνάμεις του Αλέξιου Α’ και μεταφέρθηκε δέσμιος στην Κων/πολη. Πολύ σύντομα, όμως,
το 1107/8 ο Αλέξιος Α’ τον ξαναδιόρισε «δούκα Χαλδίας», γεγονός που δείχνει αφενός
μεν τη μεγάλη αξία του Γρηγόριου αφετέρου δε την αδυναμία του Βυζαντινού
αυτοκράτορα να επιβάλει μια σιδηρά πειθαρχία στον Πόντο. Μετά το 1119/20 εμφανίζεται
και ο τρίτος ανάμεσα στους κυριότερους Γαβράδες, ο Κωνσταντίνος, γιος ή αδελφός του
Γρηγόριου, άρα απευθείας απόγονος του θρυλικού Άγιου Θεόδωρου Γαβρά. Είχε μόλις
απελευθερωθεί αντί μεγάλων λύτρων και μερικά χρόνια αργότερα ανεξαρτητοποιήθηκε
και αυτός από το νέο Βυζαντινό Κομνηνό, τον Ιωάννη Β’. Η αποστασία του Κωνσταντίνου
χρονολογείται ανάμεσα στα χρόνια 1123 ή 1124/26 και 1138/40, γεγονός που σημαίνει
ότι για πάνω από 15 χρόνια το Βυζάντιο έχασε και πάλι τον έλεγχο της περιοχής, κάτι
που κατόρθωσε να κάνει ο Ιωάννης Β’ μόλις λίγα χρόνια προ του θανάτου του, με
οργανωμένη εκστρατεία. Έκτοτε, κατά τη μακρόχρονη βασιλεία του Μανουήλ Α’
Κομνηνού (1143-1180) η Τραπεζούντα —και γενικότερα η Χαλδία— παρέμεινε σε γενικές
γραμμές υπό την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης μετά τη σταδιακή παρακμή και
παραγκώνιση της ημιανεξάρτητης δυναστείας των Γαβράδων, αν και συχνά οι ποντιακές
επαρχίες γνώρισαν μεγάλες αναταραχές λόγω των τουρκικών επιδρομών, όπως κατ’
επανάληψη μαρτυρούν οι ιστοριογράφοι Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης.
Θα δούμε την προσπάθεια διατήρησης της ελληνικής γλώσσας από το 1461 και
μετέπειτα, μετά την οθωμανική κατάκτηση του νότιου Εύξεινου Πόντου έως σήμερα,
καθώς επίσης και την παρουσία αυτής της ιδιαίτερης εθνοτικής και γλωσσικής ομάδας
στην οθωμανική και τουρκική κοινωνία. Μιας ομάδας, ενός πληθυσμού, ο οποίος
υπέστη διωγμούς και τελικώς τη βίαιη αλλαγή των θρησκευτικών του πιστεύω.
Οι διώξεις για το ζήτημα της γλώσσας και της εθνοτικής καταγωγής, είναι το
κύριο χαρακτηριστικό, παρά τα κατά καιρούς μικρά διαλείμματα, λόγω εσωτερικών ή
εξωτερικών δεδομένων, που χαρακτηρίζουν την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου,
μετά την οθωμανική κατάκτηση. Στην περίοδο από το 1916 έως το 1924 αυτές οι
διώξεις εντάθηκαν.
Η Οθωμανική κυριαρχία
Από τα τέλη του 17ου αιώνα ξεκίνησε η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο, όπως
και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα εξελίχθηκε σε κέντρο των
ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο ήταν το Φροντιστήριον Τραπεζούντος, το
οποίο ιδρύθηκε το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675. Στην
Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733, ενώ στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία
στην Σαμψούντα και την Κερασούντα. Τον 19ο αιώνα ιδρύθηκαν στον Πόντο
εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία.
Οι εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών δεν έγιναν μόνο με την πειθώ και τον
προσηλυτισμό. Η βία υπήρξε μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. Είναι
γνωστή η τακτική του παιδομαζώματος που εφαρμόστηκε κατά τις πρώτες φάσεις
τουρκικής επέκτασης, καθώς και η υποχρεωτική αλλαγή θρησκείας ορισμένων
ομάδων του πληθυσμού στις κατακτημένες περιοχές. Γνωρίζουμε ότι μετά την άλωση
της Τραπεζούντας υποχρεώθηκαν να εξισλαμισθούν οι επιφανείς οικογένειες και
πλήθος νέων.
Οι Κρυπτοχριστιανοί
Ωστόσο οι Νεότουρκοι ανέπτυξαν μία εθνικιστική πολιτική και δεν επέτρεψαν την
ανάπτυξη της γλώσσας και της θρησκείας των Ελλήνων του Πόντου. Σύντομα αυτό το
κίνημα καθώς και το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) οργάνωσε τη γενοκτονία
των Ελλήνων του Πόντου καθώς και τη γενοκτονία των Ελλήνων της Θράκης και της
Μικράς Ασίας (Ιωνίας), που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο
διωγμός του μεγαλύτερου μέρους των ελληνόφωνων του Πόντου ολοκληρώθηκε το
1924 και στον Πόντο έμειναν μόνο οι μουσουλμάνοι Έλληνόφωνοι, αφού η
ανταλλαγή των πληθυσμών η οποία ακολούθησε τις διώξεις έγινε με βάση το
θρήσκευμα.
Μετά την αναγκαστική προσφυγιά των Ποντίων από τις εστίες τους το 1922,
σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν ακόμη άτομα που είναι κρυπτοχριστιανοί, ενώ μιλούν
ή καταλαβαίνουν την ποντιακή διάλεκτο. Τα μέλη αυτής της πληθυσμιακής ομάδας
βρίσκονται σε διάφορα μέρη της Τουρκίας καθώς και στο εξωτερικό ως μετανάστες
(κυρίως Γερμανία).
Η διάλεκτος των Ελλήνων του Πόντου είναι μια από τις σημαντικότερες ελληνικές
διαλέκτους η οποία προέρχεται από τα ελληνιστικά χρόνια, με πλήθος λέξεων
προέλευσης από την περίοδο του Όμηρου.
Σήμερα εξακολουθεί να μιλιέται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπου
κατέφυγαν οι Πόντιοι μετά το διωγμό, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου οι Πόντιοι
έφυγαν σαν μετανάστες και σήμερα στην Τουρκία όπου ζουν συμπαγείς ποντιακοί
πληθυσμοί. Η ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την αρχαία Ιωνική, κυρίως της
καταγωγής των αποίκων του Πόντου, δηλαδή από την Ιωνική Μίλητο. Οι επιδράσεις
που δέχτηκε στο πέρασμα των 26 αιώνων ζωής, προέρχονται από την κοινή των
Αλεξανδρινών Χρόνων και από τη Μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου. Επηρεάστηκε
επίσης από τους Γενουάτες και τους Βενετσιάνους της Τραπεζούντας, τους Πέρσες
και τους Γεωργιανούς καθώς και από τους Τούρκους. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι
παρά τις προσμίξεις με ξένες λέξεις αυτές δεν έμειναν αναφομοίωτες αλλά
εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής, συμμετέχοντας
έτσι στην εξέλιξη της γλώσσας.
Πολλά χωριά, ολόκληρες περιοχές, στην Τόνια και τον Όφι, συνεχίζουν να έχουν
ως μητρική γλώσσα την ποντιακή. Τα παιδιά μαθαίνουν τα τουρκικά μόνο όταν πάνε
σχολείο κι εκεί τα ακούνε για πρώτη φορά. Γιατί η γλώσσα της οικογένειας, η γλώσσα
του χωριού και των συναναστροφών του, η μητρική τους ντοπιολαλιά, είναι η
ποντιακή.
Γέροι και γριές θυμούνται τους ομοεθνείς τους Ρωμιούς, με τους οποίους ζούσαν
ειρηνικά, αλλά ο Τούρκος δυνάστης τους χώρισε. Αν και τώρα η πολιτική του
τουρκισμού είναι στην ημερήσια διάταξη, αυτοί αντιστέκονται και ξεχωρίζουν. Δεν
διστάζουν να πουν, σε Τούρκους δημοσιογράφους που τους επισκέπτονται, ότι «τα
ποντιακά δεν τα μάθαμε από τον αέρα. Ρωμιοί είμαστε, γιατί να αρνηθούμε τον
εαυτό μας;».
Τραγουδούν και χορεύουν υπό τους ήχους της ποντιακής λύρας, του γαβάλ
και του νταουλιού. Το τίκ, το κότσιαρι, η σέρα, το διπάτ είναι οι αγαπημένοι τους
χοροί.
Προσπάθεια αφανισμού
Μέχρι το διωγμό των ελληνικών πληθυσμών από τον Πόντο και τις άλλες
περιοχές του οθωμανικού κράτους όπου ζούσαν Έλληνες, οι ελληνόφωνοι του Πόντου
διατηρούσαν ζωντανές και διαρκείς τις σχέσεις με τους Έλληνες χριστιανούς. Το 1914
σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καταχωρημένη
στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, υπολόγισε ότι οι ελληνόφωνοι
μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 190.000. Η απομάκρυνση όμως των Ελλήνων
χριστιανών (αλλά και μουσουλμάνων) μετά το 1923, μετά τις διώξεις, άφησε αυτούς
τους πληθυσμούς χωρίς επαφή τόσο με το ελληνικό στοιχείο όσο και με την Εκκλησία,
με εξαίρεση αυτούς που μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και
δημιούργησαν ισχυρές κοινότητες, οι οποίες διατήρησαν και διατηρούν τις παραδόσεις
και κυρίως την ποντιακή διάλεκτο.
Όμως παρά την απουσία επαφής και την σχεδιασμένη πολιτική βίαιης
ενσωμάτωσή τους στην τουρκική κοινωνία, αυτοί οι πληθυσμοί διατηρούν σήμερα
στοιχεία της διαλέκτου τα οποία, αρχίζουν να αναζητούν από τη δεκαετία του 1960,
όταν συμμετείχαν με μεγάλο αριθμό στο μεταναστευτικό κύμα από την Τουρκία προς
τη Δυτική Ευρώπη. Εκεί συναντούνται με τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής
μετανάστες και σταδιακά αποκαθίστανται οι πρώτες επαφές, μέσω της κοινής στους
αιώνες ελληνικής γλώσσας, των εθίμων, των παραδόσεων, του χορού και του
τραγουδιού και άλλων στοιχείων.
Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου (μέσα 17 ου αιώνα μέχρι τη λήξη του
ρωσοτουρκικού πολέμου) η ουδέτερη διάθεση δίνει τη θέση της στην εχθρική και βίαιη
συμπεριφορά εις βάρος των χριστιανικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα επιχειρούνται και
ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.
Η τρίτη περίοδος, που λαμβάνει χώρα από τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου μέχρι
το 1922, χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους.
Στόχος της πολιτικής αυτής των Τούρκων ήταν να εκτοπίσουν το μεγαλύτερο μέρος
του πληθυσμού και να προβούν σε πυρπολήσεις χωριών έτσι ώστε να πετύχουν την
αλλοτρίωση του χαρακτήρα των ελληνικών αυτών περιοχών με αποτέλεσμα να γίνει
ευκολότερος ο εκτουρκισμός όσων έμεναν πίσω.
Η σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων ξεκινά στις 19 Μαΐου με την άφιξη
του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα. Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού
Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος
εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού
ελληνισμού. Αυτό που δεν πέτυχε
το σουλτανικό καθεστώς στους
πέντε αιώνες της τυραννικής
διοίκησής του, το πέτυχε μέσα σε
λίγα χρόνια ο Κεμάλ, εξόντωσε
τον ελληνισμό του Πόντου και της
Ιωνίας. Είναι σημαντικό να
αναφερθεί πως ο αριθμός των
θυμάτων θα ήταν πολύ
μεγαλύτερος αν η ύπαρξη του
ποντιακού ανταρτικού δεν ήταν τόσο ισχυρή και αξιόλογη. Η επικράτηση του
Μουσταφά είχε ως αποτέλεσμα οι διωγμοί να συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση και
βιαιότητα. Οι Έλληνες του Πόντου μειώνονται με γεωμετρική πρόοδο, καθώς στις
πόλεις του Πόντου έχουν στηθεί δικαστήρια τα οποία ανελλιπώς καταδικάζουν τους
Έλληνες σε θάνατο.
Επίλογος :
Οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα την παραμονή του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα.
Το Φεβρουάριο του 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της
19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό
Πόντο την περίοδο 1916-1923. Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή
καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο
ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.
Βιβλιογραφία – Πηγές
http://www.epm.gr/w2_2_0.htm
http://www.kromnaioi.gr/pages/pontos_byz.htm
http://www.pontosnet.gr/Page.aspx?pageID=133&lang=gr
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82
http://www.gophoto.it/view.php?i=http://totalpress365.gr/wp-
content/uploads/2012/11/byzantinospontos_226928004.jpg
http://4.bp.blogspot.com/-
yXDwwAdtW6s/TWofw6GJ94I/AAAAAAAACO0/83bQe3FW9J4/s1600/%CE%98%CE%
AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1%20%CE%92%CF%85%CE%B6%CE%B1%
CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF%CF%85%207%CE%BF%CF%82%20%CE%B1
%CE%B9.jpg