Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 8

1.

Πασχάλιον χρονικόν
Τον πέμπτο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, τον Ιανουάριο, έγινε η ανταρσία του
λεγόμενου Νίκα, ως εξής: αφού συγκεντρώθηκαν οι οπαδοί των δήμων στον ιππόδρομο, οι
Πράσινοι φώναξαν:

«Ἄκτα διὰ Καλοπόδιον τὸν κουβικουλάριον καὶ σπαθάριον.

-Πολλά τα έτη σου Ιουστινιανέ, του βίγκας. Μας αδικούν, μόνε αγαθέ, δεν αντέχουμε άλλο, ο
θεός το ξέρει. Φοβούμαστε να πούμε το όνομά του, γιατί μπορεί να προαχθεί σε υψηλότερο
αξίωμα και να κινδυνεύσουν οι ζωές μας. Ο Καλοπόδιος, ο σπαθαροκουβικουλάριος, είναι που
μας αδικεί.»
[…]
Κι αφού οι δυο ομάδες, Βένετοι και Πράσινοι, αντάλλαξαν πολλές ύβρεις και απηύθυναν πολλές
προσβολές προς τον αυτοκράτορα, οι Πράσινοι αποχώρησαν από τον ιππόδρομο, αφήνοντας
τον αυτοκράτορα και τους Βένετους να παρακολουθούν τις αρματοδρομίες. Τότε ο
αυτοκράτορας έστειλε κάποιον να δει γιατί φωνάζουν όπως να ναι.
[…]
…αλλά όποτε η ανάγκη είναι μεγάλη, τότε κάνεις ό,τι έχεις αποφασίσει. Και τους είπε ο
αυτοκράτορας:
-Πηγαίνετε έξω να μάθετε για ποιο λόγο εξεγείρονται.
Και βγήκε από το παλάτι ο πατρίκιος Βασιλείδης, ο οποίος αντικαθιστούσε στην
Κωνσταντινούπολη τον μάγιστρο Ερμογένη, και ο Κωνσταντίολος. Αφού συγκέντρωσαν τα
πλήθη που συνέρρεαν έξω από το παλάτι, τους ζήτησαν να κάνουν ησυχία και τους μίλησαν:
-Γιατί στασιάζετε; Ποιο είναι το αίτημά σας;
Και το πλήθος φώναξε συνθήματα εναντίον του επάρχου των πραιτωρίων Ιωάννη του
Καππαδόκη, του κοιαίστωρα Ρουφίνου και του επάρχου της πόλης Ευδαίμονα. Οι απεσταλμένοι
τα άκουσαν και τα μετέφεραν στον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός αμέσως καθαίρεσε τον
έπαρχο των πραιτωρίων Ιωάννη και έβαλε στη θέση του τον πατρίκιο Φωκά, γιο του Κρατερού.
Καθαίρεσε και τον κοιαίστωρα Ρουφίνο και τον αντικατέστησε από τον πατρίκιο Βασιλείδη ο
οποίος, όπως είπαμε πιο πριν, αντικαθιστούσε τον μάγιστρο. Καθαίρεσε και τον έπαρχο της
πόλης Ευδαίμονα και στη θέση του έκανε έπαρχο της πόλης τον Τρύφωνα, αδελφὸ του πρώην
επάρχου Θεοδώρου. Ο λαός όμως εξακολούθησε να συρρέει έξω από το παλάτι. Όταν έγινε
γνωστό αυτό, βγήκε από το παλάτι ο πατρίκιος Βελισάριος, ο στρατηλάτης, με ένα στράτευμα
Γότθων, και έσφαξε πολλούς μέχρι που βράδιασε. Στη συνέχεια οι εξεγερμένοι έβαλαν φωτιά
στην είσοδο του παλατιού, με την χάλκινη στέγη, κι αυτή κάηκε μαζί με τη στοά των σχολαρίων,
των προτηκτόρων και των κανδιδάτων. Κάηκε επίσης και το Σενάτον, στο λεγόμενο
Αυγουσταίο, κι ολόκληρη η μεγάλη εκκλησία, με τους φοβερούς και θαυμάσιους κίονες κάηκε
απ’άκρη σ’άκρη. Από κει ο λαός κατέβηκε στο λιμάνι του Ιουλιανού, στον οίκο του Πρόβου, και
ζητούσαν να τους δώσει όπλα, φωνάζοντας:
-Πρόβον βασιλέα τη Ρωμανία!
Έβαλαν φωτιά στον οίκο του πατρικίου Πρόβου, η οποία έκαψε λίγα πράγματα, και μετά
έσβησε. Την Παρασκευή, 16 του μηνός, ήρθε ο λαός στο πραιτώριο των επάρχων, έβαλε κι εκεί
φωτιά, και κάηκαν μόνο οι στέγες των δύο βασιλικών του πραιτωρίου, εκεί όπου βρίσκονται τα
σκρίνια, γιατί φύσηξε βοριάς και απομάκρυνε τη φωτικά από το πραιτώριο. Κάηκε το λουτρό
της συνοικίας των Αλεξάνδρου, και το νοσοκομείο της συνοικίας του Ευβούλου εν μέρει, και η
αγία Ειρήνη, που την είχε χτίσει ο Ιλλούς ο Ίσαυρος, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον του
αυτοκράτορα Ζήνωνα. Κάηκε και το μεγάλο νοσοκομείο του Σαμψών και χάθηκαν οι άρρωστοι
που βρίσκονταν σε αυτό. Το Σάββατο, δηλαδή στις 17 του μήνα Αυδυναίου, συγκρούστηκαν με
το λαό οι στρατιώτες που είχαν φτάσει από το Έβδομον, το Ρήγιον, τον Αθύρα και την
Καλαβρία, επειδή οι οπαδοί των δήμων σκότωναν κόσμο στην τύχη, και τους έσερναν και τους
έρριχναν στη θάλασσα ως επαναστάτες. Σκότωναν επίσης και γυναίκες, και πέθαναν πολλοί
οπαδοί των δήμων. Κι όταν ο όχλος είδε ότι τους έριχναν βέλη, ήρθαν στο Οκτάγωνο που
βρισκόταν ανάμεσα στην βασιλική των Γουναρίων και τη δημόσια λεωφόρο Ρηγία. Σαν είδαν οι
στρατιώτες ότι δεν μπορούν να μπουν, έβαλαν φωτιά και έκαψαν το Οκτάγωνο, κι από τη φωτιά
αυτή κάηκε η περιοχή γύρω από τον άγιο Θεόδωρο της γειτονιάς του Σφωρακίου, εκτός από το
σκευοφυλάκιο του φούρνου της εκκλησίας. Όλος ο δρόμος των αργυροπρατών και ο οίκος του
πρώην υπάτου Σύμμαχου, και η αγία Ακυλίνα μέχρι την αψίδα της άλλης λεωφόρου στο φόρο
του Κωνσταντίνου κάηκαν. Οι δήμοι έφυγαν από κει και έβαλαν φωτιά στο Λίβυρνο, στην
πλευρά της Μαγναύρας, αλλά έτρεξαν πολλοί και την έσβησαν αμέσως.
Την Κυριακή, δηλαδή στις 18 του ίδιου μήνα, ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε μόλις ξημέρωσε
στον ιππόδρομο, στο βασιλικό θεωρείο, κρατώντας το άγιο Ευαγγέλιο. Μόλις μαθεύτηκε αυτό
ήρθε όλος ο λαός και ο ιππόδρομος γέμισε κόσμο. Ο αυτοκράτορας τότε ορκίστηκε λέγοντας:
-Μα τη δύναμη το Ευαγγελίου, σας συγχωρώ για αυτό που κάνατε και διατάζω να μη συλληφθεί
κανείς από σας, αρκεί να σταματήσετε την εξέγερση. Πράγματι, δεν φταίτε σεις, αλλά εγώ. Οι
αμαρτίες μου με έκαναν να μην σας παραχωρήσω αυτά που μου είχατε ζητήσει στην
αρματοδρομία.
Πολλοί από το λαό φώναξαν:
-Αύγουστε Ιουστινιανέ, του βίγκας!
Άλλοι όμως φώναζαν:
-Είσαι επίορκος γαϊδούρι!
Τότε ο αυτοκράτορας τους άφησε και αποχώρησε από τον ιππόδρομο. Έδωσε αμέσως εντολές
στο προσωπικό του παλατιού και είπε στους συγκλητικούς:
- Φύγετε, ο καθένας να πάει να φυλάξει το σπίτι του.
Καθώς αυτοί έβγαιναν από το παλάτι, ο λαός είδε τον Υπάτιο και τον Πομπήιο, τους πατρικίους,
και φώναξαν:
-Υπάτιε Αύγουστε, του βίγκας!
Και πήραν οι δήμοι τον πατρίκιο Υπάτιο στον φόρο του Κωνσταντίνου, ντυμένο με λευκό
χιτώνα, τον σήκωσαν ψηλά στα σκαλοπάτια του βάθρου του κίονα με το άγαλμα του
αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, έφεραν από το λεγόμενο παλάτι των Πλακιλλιανών βασιλικά
εμβλήματα που βρίσκονταν εκεί, και τα έβαλαν στο κεφάλι του Υπάτιου, και στο λαιμό του του
φόρεσαν χρυσό μανιάκιο. Σαν το έμαθε αυτό ο αυτοκράτορας οχυρώθηκε στο παλάτι, ενώ τα
πλήθη πήραν τον Υπάτιο, τον πατρίκιο Πομπήιο και τον πρώην έπαρχο των πραιτωρίων
Ιουλιανό, και ανέβασαν τον Υπάτιο στο βασιλικό θεωρείο, θέλοντας να πάρουν από το παλάτι
βασιλική πορφύρα και διάδημα και να τον στέψουν αυτοκράτορα. Κι όλος ο λαός που ήταν
συγκεντρωμένος στον ιππόδρομο φώναξε:
-Αύγουστε Υπάτιε, του βίγκας!
Ο Υπάτιος, ο οποίος προέβλεπε ότι οι άνθρωποι του λαού αλλάζουν εύκολα γνώμη και ο
Ιουστινιανός θα υπερίσχυε ξανά, έστειλε κρυφά έναν έμπιστό του, τον κανδιδάτο Εφραίμιο, και
μήνυσε στον βασιλέα Ιουστινιανό:
-Ορίστε, μάζεψα όλους τους εχθρούς σου στον ιππόδρομο. Κάνε όπως διατάζεις.
Όταν όμως ο Εφραίμιος πήγε στο παλάτι και θέλησε να μπει για να μεταφέρει το μήνυμα στον
αυτοκράτορα, τον συνάντησε κάποιος Θωμάς, ασηκρήτις, που ήταν γιατρός του βασιλέως κι
εκείνος τον αγαπούσε πολύ. Λέει στον κανδιδάτο:
-Για πού το βαλες; Δεν υπάρχει κανείς μέσα. Ο αυτοκράτορας έφυγε.
Έτσι, ο Εφραίμιος επέστρεψε στον Υπάτιο και του είπε:
-Αφέντη μου, μάλλον ο θεός το θέλησε να γίνεις αυτοκράτορας. Ο Ιουστινιανός έφυγε και δεν
υπάρχει κανείς στο παλάτι.
Σαν το άκουσε ο Υπάτιος φάνηκε πως ξεθάρρεψε και καθόταν στο βασιλικό θεωρείο του
ιπποδρόμου και άκουγε τις επευφημίες του λαού και τις βρισιές που φώναζαν για τον
αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την Αυγούστα Θεοδώρα. Ήρθαν από τις Κωνσταντινιανές κάτι
παλικάρια Πράσινοι, 250 τον αριθμό, φορώντας θώρακες, οπλισμένοι, νομίζοντας πως μπορούν
να μπούν με τη βία στο παλάτι και να βάλουν μέσα τον Υπάτιο. Ο θειότατος βασιλέας
Ιουστινιανός, μόλις άκουσε τα σχετικά με τον λαό και όσα αποτόλμησαν ο Υπάτιος και ο
Πομπήιος, ανέβηκε αμέσως από τον λεγόμενο Κοχλία στα Πούλπιτα, πίσω από το Κάθισμα,
στην αίθουσα με τις χάλκινες πόρτες, οι οποίες ήταν κλειδωμένες. Μαζί του είχε τον Μούνδο,
τον Κωνσταντίολο, τον Βασιλείδη, τον Βελισάριο και κάποιους άλλους συγκλητικούς, καθώς και
το στρατιωτικό σώμα που υπήρχε στο παλάτι, μαζί με τους δικούς του σπαθάριους και
κουβικουλάριους. Ενόσω γίνονταν αυτά, ο κουβικουλάριος και σπαθάριος Ναρσής βγήκε κρυφά
και, τόσο ο ίδιος όσο και οι άνθρωποί του, δωροδόκησαν με χρήματα μερικούς Βένετους, που
χωρίστηκαν από το πλήθος κι άρχισαν να φωνάζουν:
-Αύγουστε Ιουστινιανέ, του βίγκας, Κύριε σώσε τον Ιουστινιανό και την Θεοδώρα!
Όλο το πλήθος στον ιππόδρομο ούρλιαξε. Μερικοί ταραχοποιοί από τη μεριά των Πράσινων
όρμηξαν καταπάνω τους και τους πήραν με τις πέτρες. Έτσι κέρδισαν χρόνο εκείνοι που ήταν
μέσα στο παλάτι και συγκέντρωσαν το στρατό που βρισκόταν εκεί, ενώ πήραν πάλι με το μέρος
τους αρκετούς εξκουβίτορες και σχολάριους που είχαν ενωθεί με τον επαναστατημένο λαό.
Έκαναν λοιπόν έξοδο με τους δικούς τους ανθρώπους κι επιτέθηκαν στον ιππόδρομο, ο μεν
Ναρσής από τις πύλες, ο γιος του Μούνδου από την σφενδόνη, άλλοι από τη μοναδική πόρτα
στη βάση του βασιλικού Καθίσματος, άλλοι από την περιοχή των Αντιόχου και τη λεγόμενη
νεκρά πόρτα. Άρχισαν να σφάζουν τους οπαδούς των δήμων στην τύχη, ώστε δεν γλίτωσε
κανένας από τους πολίτες ή τους ξένους που βρίσκονταν στον ιππόδρομο. Μαζί τους σφάχτηκε
κι ο Αντίπατρος, βίνδικας της Αντιοχείας-Θεουπόλεως. Παρευθύς, οι δυνάμεις του στρατηλάτη
Βελισάριου άνοιξαν τις πόρτες και όρμησαν μαζί με σπαθάριους στο βασιλικό θεωρίο, όπου
συνέλαβαν τον Υπάτιο μαζί με τον εξάδελφό του, τον πατρίκιο Πομπήιο, και τους οδήγησαν
στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Μόλις βρέθηκαν μπροστά του έπεσαν στα πόδια του λέγοντας:
-Αφέντη μας, κοπιάσαμε πολύ για να συγκεντρώσουμε τους εχθρούς του κράτους σας στον
ιππόδρομο.
Κι ο αυτοκράτορας τους είπε:
-Καλά κάνατε. Αφού όμως υπάκουαν τις εντολές σας, γιατί δεν το κάνατε αυτό πριν να καεί
ολόκληρη η πόλη;
Και λέει στους ευνούχους του και τους σπαθαρίους και στον βαρβάτο Ευλάλιο και σους
κανδιδάτους:
-Πάρτε τους και φυλακίστε τους.
Τους πήραν λοιπόν κάτω στο παλάτι και φυλάκισαν τον Υπάτιο και τον Πομπήιο σε απομόνωση.
Τη μέρα εκείνη σφαγιάστηκαν στο παλάτι, όπως λένε όσοι το υπολόγισαν, 35.000 πολίτες και
ξένοι. Και δεν ξαναφάνηκε πουθενά οπαδός των δήμων, αλλά έπεσε σιωπή ως το βράδυ.
Την επομένη, Δευτέρα 19 Αυδηναίου, σφάχτηκαν οι πατρίκιοι Υπάτιος και Πομπήιος και τα
πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα. Το σώμα του Υπάτιου βγήκε στην όχθη, κι ο
αυτοκράτορας πρόσταξε να το παραχώσουν μαζί με τους εκτελεσθέντες καταδίκους και να
τοποθετηθεί από πάνω του μια πλάκα με την επιγραφή:
«Ενθάδε κατάκειται ο βασιλεύς της Λούππας»
Μετά από κάποιες μέρες πρόσταξε τους δικούς του να πάρουν το σώμα του και να το θάψουν.
Το πήραν λοιπόν και το έθαψαν στο μαρτύριον της αγίας Μαύρας. Το σώμα του Πομπήιου δεν
βρέθηκε πουθενά. Οι περιουσίες τους δημεύθηκαν εξ ολοκλήρου. Οι υπόλοιποι πατρίκιοι που
είχαν βρεθεί μαζί τους κατέφυγαν σε μοναστήρια και εκκλησίες, ενώ τα σπίτια τους
σφραγίστηκαν. Πολλοί εξορίστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν, κι ο αυτοκράτορας
σκόρπισε τον τρόμο. Όταν έμαθε την απάντηση που είχε δώσει ο ασηκρήτις Θωμάς στον
κανδιδάτο Εφραίμιο, τον Θωμά τον αποκεφάλισε και τον Εφραίμιο τον εξόρισε στην μεγάλη
Αλεξάνδρεια.
Στις 20 Αυδηναίου, ημέρα Τρίτη, επικράτησε ησυχία σε όλη την Κωνσταντινούπολη, και κανείς
δεν τόλμησε να βγει έξω, παρά άνοιξαν μόνο τα καταστήματα που πουλούσαν τρόφιμα και ποτό
σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Η οικονομική δραστηριότητα σταμάτησε και στην
Κωνσταντινούπολη για πολλές μέρες δεν έγιναν αγοραπωλησίες.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός γνωστοποίησε αμέσως την νίκη του σε όλες τις πόλεις της
αυτοκρατορίας του, καθώς και τη θανάτωση των σφετεριστών που είχαν εξεγερθεί εναντίον
του, ενώ αποφάσισε να ανοικοδομήσει γρήγορα και καλύτερα την μεγάλη εκκλησία και το
παλάτι και όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης που είχαν καεί. Ακόμη κατασκεύασε μέσα στο
παλάτι φούρνους και σιταποθήκες για να αποθηκεύσει σιτάρι, καθώς και μια δεξαμενή με νερό
για την περίπτωση μελλοντικών ταραχών από τους δήμους. Τέλος, πρόσταξε τον έπαρχο της
πόλης να τιμωρήσει τους οπαδούς των Βενέτων που είχαν ενωθεί εναντίον του με τους
Πρασίνους και τους άλλους δύο δήμους.

2. Θεοφάνης
Αυτό το χρόνο, τον πέμπτο της βασιλείας του Ιουστινιανού, τον Ιανουάριο της δέκατης
ινδικτιώνας έγινε η εξέγερση του λεγόμενου Νίκα. Οι οπαδοί των δήμων έστψαν αυτοκράτορα
τον Υπάτιο, τον συγγενή του αυτοκράτορα Αναστασίου, και κάηκε μεγάλο μέρος της πόλης, και
η μεγάλη εκκλησία, και η αγία Ειρήνη, και το νοσοκομείο του Σαμψών, και το Αυγουσταίον, και
η κιονοστοιχία της βασιλικής στοάς, και η Χαλκή πύλη του παλατιού. Επικράτησε ο τρόμος και
πολλοί πού έτυχε να βρεθούν στον ιππόδρομο μαζί με τον Υπάτιο, 35.000 όπως λένε,
σκοτώθηκαν. Οι ταραχές του Νίκα ξεκίνησαν ως εξής: σαν οι ομάδες μπήκαν στον ιππόδρομο, οι
Πράσινοι άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα.

΄Ακτα (πρακτικά) για τον Καλοπόδιο, τον κουβικουλάριο και σπαθάριο.


Οι Πράσινοι: «Πολλά τα έτη σου Ιουστινιανέ αύγουστε! Τούβικας! Με αδικούν, μόνε
αγαθέ, δεν αντέχω άλλο, ο θεός το ξέρει. Φοβάμαι να πώ το όνομά του, γιατί μπορεί να
προαχθεί σε υψηλότερο αξίωμα και να κινδυνεύσει η ζωή μου.»
-Μανδάτωρ: « δεν ξέρω για ποιον μου μιλάς.»
-Οι Πράσινοι: «Αυτός που με αδικεί τρισαύγουστε βρίσκεται στα τσαγκαράδικα.»
-Μανδάτωρ: «Κανείς δεν σας αδικεί.»
-Οι Πράσινοι: «Ένας και μόνο με αδικεί, Παναγιά μου, μη σώσει να σηκώσει κεφάλι!»
-Μανδάτωρ: «Δεν ξέρουμε ποιος είναι.»
-Οι Πράσινοι: «Το ξέρεις και μόνος σου τρισαύγουστε ποιος με αδικεί σήμερα.»
-Μανδάτωρ: «Αν υπάρχει κάποιος, δεν το γνωρίζουμε.»
-Οι Πράσινοι: «Ο σπαθάριος Καλοπόδιος με αδικεί, αφέντη των πάντων!»
-Μανδάτωρ: «Σε τίποτα δεν έφταιξε ο Καλοπόδιος.»
-Οι Πράσινοι: «Όποιος κι αν είναι, να χει το τέλος του Ιούδα, απ’ το θεό να το βρει
σύντομα, αυτός που με αδικεί!»
-Μανδάτωρ: «Εσείς δεν έρχεστε εδώ να δείτε τους αγώνες, μόνο για να βρίσετε τους
άρχοντες.»
-Οι Πράσινοι: «Όποιος με αδικεί, να χει το τέλος του Ιούδα!»
-Μανδάτωρ: «Σιωπή, Ιουδαίοι, Μανιχαίοι, Σαμαρείτες!»
-Οι Πράσινοι: «Μας αποκαλείς Ιουδαίους και Σαμαρείτες; Η Παναγία να ναι μαζί με
όλους έμας!»
-Μανδάτωρ: «Ως πότε θα ρίχνετε κατάρες στο κεφάλι σας;»
-Οι Πράσινοι: «Όποιος δεν λέει ότι ο αφέντης μας είναι ορθόδοξος, να ναι
αναθεματισμένος σαν τον Ιούδα!»
-Μανδάτωρ: «Εγώ σας λέω ότι βαπτίζεσθε στο όνομα ενός θεού.»
Οι Πράσινοι τότε άρχισαν να φωνάζουν ο ένας πάνω στον άλλο, και να λένε, το σύνθημα που
τους έδωσε ο Άντλας: -«Στο όνομα ενός θεού βαπτίζομαι!»
-Μανδάτωρ: «Αλήθεια, αν δεν σωπάσετε θα σας πάρω τα κεφάλια.»
-Οι Πράσινοι: «Ο καθένας σπεύδει να πάρει κάποιο αξίωμα για να σωθεί. Κι αν λέμε
κάποια λόγια επειδή μας καταπιέζουν, ας μην αγανακτήσει η μεγαλειότητά σου. Το θείο
ανέχεται τα πάντα.»
-Οι Πράσινοι: «Όταν μας δίνεται ο λόγος αυτοκράτορα, τα λέμε όλα με το όνομά τους.
Εμείς δεν ξέρουμε που βρίσκεται, ούτε από παλάτι ξέρουμε τρισαύγουστε, ούτε από
οργάνωση του κράτους. Μια φορά στις τόσες έρχομαι στην πόλη, αν έχω μουλάρι για να
καβαλήσω. Ας μην ερχόμουν ούτε τότε τρισαύγουστε.»
-Μανδάτωρ: «Ο καθένας είναι ελεύθερος να κυκλοφορεί όπου θέλει χωρίς κίνδυνο.»
-Οι Πράσινοι: « Μου λέτε ότι είμαι ελεύθερος, αλλά δεν μου επιτρέπεται να εμφανιστώ
πουθενά. Κι ελεύθερος αν είναι κάποιος, αν είναι γνωστό πως είναι πράσινος, τον
τιμωρούν ανοιχτά.»
- Μανδάτωρ: «Ετοιμοθάνατοι, δεν λυπάστε ούτε τη ζωή σας;»
-Οι Πράσινοι: «Θέλετε μόνο να χαθεί τούτο το χρώμα και δεν σας νοιάζει η δικαιοσύνη.
Όποτε σκοτώνεται κάποιος τιμωρούμαστε εμείς (;) . Ορίστε η πηγή του κακού, τιμώρησε
όσους θες. Στ’ αλήθεια, δεν αντέχει η ανθρώπινη φύση αυτά τα δύο (τον αυτοκράτορα
και τους Βένετους; ). Που να μην έσωνε να γεννηθεί ο Σαββάτης, να μη γεννούσε ένα
φονιά. Ο φόνος που έγινε στο Ζεύγμα είναι ο έκτος στη σιρά. Το πρωί είδε τους αγώνες
και το δείλι τον έσφαξαν, αφέντη όλων!¨
-Οι Βένετοι: «Απ’ όλο το στάδιο, οι δολοφόνοι βρίσκονται ανάμεσά σας!»
-Οι Πράσινοι: «Σφάζεις και εξαφανίζεσαι!»
-Οι Βένετοι: «Εσύ σφάζεις κι εξακολουθείς να κυκλοφορείς. Οι φονιάδες στο στάδιο
βρίσκονται ανάμεσά σας!»
-Οι Πράσινοι: «Αφέντη Ιουστινιανέ, αυτοί μας προκαλούν, αλλά δεν τους σκοτώνει
κανείς. Όποιος θέλει το καταλαβαίνει, τον ξυλοπώλη στο Ζεύγμα ποιος τον σκότωσε,
αυτοκράτορα;»
-Μανδάτωρ: «Εσείς τον σκοτώσατε.»
-Οι Πράσινοι: «Το γιο του Επάγαθου ποιος τον σκότωσε, αυτοκράτορα;»
-Μανδάτωρ: «Κι αυτόν εσείς τον σκοτώσατε, και πάτε να μπλέξετε τους Βένετους!»
-Οι Πράσινοι: «Όλο τα ίδια. Κύριε ελέησον! Ταλαιπωρείται η αλήθεια. Ήθελα να
ρωτήσω αυτούς που λένε ότι η εξουσία προέρχεται από το θεό, από πού προέρχεται τόση
δυστυχία;»
-Μανδάτωρ: «Δεν έχει σχέση με κακά ο θεός.»
-Οι Πράσινοι: «Δεν έχει σχέση; Κι εμένα τότε ποιος με αδικεί; Αν υπάρχει κανένας
φιλόσοφος ή ερημίτης ας μας εξηγήσει τη διαφορά.»
-Μανδάτωρ: «Βλάσφημοι, προξενοι της οργής του θεού, πότε θα σωπάσετε επιτέλους;»
-Οι Πράσινοι: «Αν έτσι βολεύει τη βασιλεία σου, υπακούω κι ας μη θέλω, τρισαύγουστε.
Όλα τα ξέρω, όλα, αλλά σιωπώ. Φύγε δικαιοσύνη να σωθείς, δεν έχεις πια θέση εδώ.
Φεύγω και πάω να γίνω Ιουδαίος. Ακόμα και Έλληνας καλύτερα να γίνω, παρά Βένετος,
ο θεός το ξέρει.»
-Οι Βένετοι: «Δεν θέλω να βλέπω το μίσος, με ενοχλεί ο φθόνος.»
-Οι Πράσινοι: «Να ξεθαφτούν τα κόκκαλα όσων μένουν και βλέπουν τους αγώνες!»

Έτσι αυτοί αποχώρησαν κι άφησαν τον αυτοκράτορα και τους Βένετους να παρακολουθούν τις
αρματοδρομίες. Κι αμέσως μετά κάποιοι μαϊστορες προκάλεσαν ταραχή μεταξύ των δήμων με
τον εξής τρόπο: ο έπαρχος της πόλης συνέλαβε τρεις οπαδούς που προξενούσαν επεισόδια και
τους φούρκισε. Ο ένας πέθανε αμέσως, οι άλλοι δυο όμως έπεσαν από τη φούρκα, τους
ξανακρέμασαν κι έπεσαν πάλι. Βλέποντάς τους ο συγκεντρωμένος όχλος φώναξε: « Πηγαίντε
τους στην εκκλησία!» Το άκουσαν οι μοναχοί του Αγίου Κόνωνος, τους άρπαξαν, τους έβαλαν σε
ένα βαρκάκι και τους πέρασαν στον Άγιο Λαυρέντιο, εκκλησία που είχε το προνόμιο να μην
αποβάλλεται κανείς από κει μέχρι να αποφασιστεί η υπόθεσή του. Σαν το έμαθε ο έπαρχος
έστειλε στρατιώτες για να τους φρουρούν· το έμαθαν οι δήμοι και μαζεύτηκαν στο πραιτώριο
απαιτώντας να απομακρύνει ο έπαρχος τους στρατιώτες. Εκείνος δεν τους έδωσε απάντηση.
Εξοργίστηκαν κι έβαλαν φωτιά στο πραιτώριο, και κάηκαν οι λεωφόροι από την αψίδα του
φόρου (του Κωνσταντίνου) μέχρι τη Χαλκή πύλη, ενώ οι συνοικίες των αργυροπρατείων και των
Λαύσου έγιναν ολοκληρωτικά παρανάλωμα του πυρός. Όσους στρατιώτες συνάντησαν τους
έσφαξαν αλύπητα. Έμπαιναν στα σπίτια κι άρπαζαν τις περιουσίες, και έβαλαν φωτιά στην
είσοδο του παλατιού με τη χάλκινη στέγη, και την στοά των προτηκτόρων και το ένατο του
Αυγουσταίου. Κι ο λαός κατέβηκε στο λιμάνι του Ιουλιανού, δηλαδή της Σοφίας, στον οίκο του
Πρόβου, ζητώντας όπλα και φωνάζοντας: «άλλον βασιλέα στην πόλη!» Κι έβαλαν φωτιά στα
Πρόβου και ο οίκος καταστράφηκε. Και ήρθαν κι έκαψαν το λουτρό του Αλεξάνδρου και το
μεγάλο νοσοκομείο του Σαμψών, και κάηκαν οι άρρωστοι, και την μεγάλη εκκλησία με τους δύο
κίονες. Και καταστράφηκε ολόκληρη απ’ άκρη σ’άκρη.
Ο αυτοκράτορας φοβήθηκε και θέλησε να βάλει σ’ ένα δρόμωνα τα χρήματα και να φύγει στη
Θράκη, στην Ηράκλεια, αφήνοντας να προσέχει το παλάτι τον στρατηλάτη Μούνδο μαζί με τον
γιό του και 3.000 άνδρες, τον Κωνσταντίολο και τους κουβικουλαρίους. Οι δήμοι έσερναν τους
νεκρούς και τους έριχναν στη θάλασσα, σκοτώνοντας και πολλές γυναίκες. Σαν διέρρευσε η
φήμη πως ο αυτοκράτορας είχε πάρει την αυγούστα και είχαν φύγει στη Θράκη, οι δήμοι
αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον πατρίκιο Υπάτιο, κι αυτός πήρε τη θέση του στον ιππόδρομο,
δεχόταν τις ευφημίες των δήμων και άκουγε τις βρισιές που φώναζαν για τον βασιλέα
Ιουστινιανό. Ήρθαν κι από τις Φλακιανές διακόσια παλικάρια Πράσινοι με θώρακες, με την
πρόθεση να παραβιάσουν το παλάτι και να βάλουν μέσα τον Υπάτιο. Ο αυτοκράτορας, σαν
άκουσε τι είχαν τολμήσει ο λαός και ο Υπάτιος, μπήκε στο παλάτι και ανέβηκε στα λεγόμενα
Πούλπιτα, πίσω από το θεωρείο στον ιππόδρομο, στην αίθουσα που έχει τις χάλκινες πόρτες,
έχοντας μαζί του τον Μούνδο, τον Κωνσταντίολο και τον Βελισάριο και άλλους συγκλητικούς,
και μια ένοπλη στρατιωτική δύναμη και κουβικουλαρίους και σπαθαρίους. Ο κουβικουλάριος
Ναρσής βγήκε στον ιππόδρομο και παρέσυρε με το μέρος του κάποιους από την ομάδα των
Βένετων, δίνοντάς τους χρήματα. Αυτοί άρχισαν να φωνάζουν: «Ιουστινιανέ αύγουστε,
τούβικας! Κύριε, σώσον τον βασιλέα Ιουστινιανό και την αυγούστα Θεοδώρα!» Τότε έπεσε
διχόνοια στο πλήθος κι όρμησαν οι μεν εναντίον των δε. Βγήκαν τότε εκείνοι από το παλάτι με
τη στρατιωτική δύναμη που είπαμε, και απέκοψαν ένα μέρος από τον υπόλοιπο λαό, και
όρμησαν στον ιππόδρομο. Ο Ναρσής επιτέθηκε από τις θύρες, ο γιος του Μούνδου από τη
Σφενδόνη, άλλοι από το πέρασμα στη βάση του Καθίσματος, κι άρχισαν να σκοτώνουν τους
οπαδούς των δήμων, είτε με βέλη, είτε σφάζοντάς τους, ώστε τελικά δεν γλίτωσε κανένας από
τους πολίτες που βρέθηκαν στον ιππόδρομο, είτε ήταν Βένετοι είτε Πράσινοι. Ο Βελισάριος
εισέβαλε με σπαθαρίους στο βασιλικό θεωρείο, συνέλαβε τον Υπάτιο, τον οδήγησε στον
αυτοκράτορα, και στη συνέχεια τον έρριξαν στη φυλακή. Τη μέρα εκείνη σκοτώθηκαν 35.000
άνθρωποι. Δεν ξαναφάνηκε ούτε ένας δημότης, αλλά τη μέρα εκείνη επικράτησε ησυχία. Την
επομένη σφάχτηκαν ο Υπάτιος και ο Πομπήιος, ο αδελφός του, τα σώματά τους ρίχτηκαν στη
θάλασσα και οι οίκοι τους δημεύθηκαν, μαζί με τις περιουσίες άλλων 18 πατρικίων και
ιλλουστρίων και υπατικών, που θεωρήθηκαν συνεργάτες του Υπατίου. Κι έπεσε μεγάλος τρόμος
και η πόλη έμεινε σε ησυχία, και δεν ξανάγιναν ιπποδρομίες για αρκετό καιρό.
3. Μαλάλας
Εκείνο το χρόνο, τη δέκατη ινδικτιώνα, έτυχε κάποιοι αλάστορες δαίμονες να δώσουν
αφορμή να ξεσπάσουν ταραχές στην Κωνσταντινούπολη. Έπαρχος της πόλης ήταν ο
Ευδαίμων, ο οποίος έχοντας συλλάβει κάποιους ταραξίες κι από τις δυο παρατάξεις
ανέκρινε διάφορα άτομα και βρήκε ότι επτά από αυτούς ήταν εμπλέκονταν σε φόνους.
Τέσσερις από αυτούς τους καταδίκασε σε αποκεφαλισμό και τρεις σε ανασκολοπισμό.
Αφού τους διαπόμπευσαν σε όλη την πόλη και τους πέρασαν απέναντι, όταν τους
κρέμασαν τα ξύλα έσπασαν και δύο από αυτούς έπεσαν, ένας Βένετος κι ένας Πράσινος.
Σαν το είδε ο συγκεντρωμένος λαός επευφήμησαν τον αυτοκράτορα. Το άκουσαν οι
μοναχοί του Αγίου Κόνωνος που βρισκόταν κοντά, βγήκαν έξω και βρήκαν τους δυο
κρεμασμένους να κείτονται στο έδαφος ζωντανοί. Τους κατέβασαν στη θάλασσα τους
έβαλαν σ’ ένα σκάφος και τους έστειλαν στον Άγιο Λαυρέντιο, τοποθεσία που είχε
άσυλο. Σαν τα έμαθε αυτά ο έπαρχος της πόλης έστειλε ένα στρατιωτικό σώμα και τους
φρουρούσε εκεί. Μετά από τρεις ημέρες έγινε η ιπποδρομία η λεγόμενη των ειδών.
Αυτές λέγονται ειδοί γιατί τότε ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων παραθέτει γεύμα στο
παλάτι προς τιμήν όσων διακρίνονται στον πόλεμο και δωρίζει σε καθένα ένα ποσό. Ενώ
λοιπόν γινόταν η ιπποδρομία στις δεκατρείς Ιανουαρίου, και οι δυο ομάδες
παρακαλούσαν τον αυτοκράτορα να δείξει φιλανθρωπία. Επέμεναν να φωνάζουν
συνθήματα μέχρι το εικοστό δεύτερο βάιο, αλλά δεν τους δινόταν καμιά απάντηση. Τότε
ο διάβολος τους έβαλε μια κακή ιδέα στο νου, και άρχισαν να φωνάζουν οι μεν στους δε:
«Φιλανθρώπων Πρασίνων και Βενέτων πολλά τα έτη!» Σαν τέλειωσε ο αγώνας, τα
πλήθη έφυγαν από τον ιππόδρομο έχοντας συμφιλιωθεί μεταξύ τους και διέδωσαν
μεταξύ τους το μήνυμα να λένε το σύνθημα «Νίκα» για να μην αναμειχθούν μαζί τους
στρατιώτες ή εξκουβίτωρες. Έτσι προχώρησαν. Σαν νύχτωνε ήρθαν στο πραιτώριο του
επάρχου της πόλης ζητώντας μια απάντηση για τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στον
Άγιο Λαυρέντιο. Κι επειδή απάντηση δεν τους δόθηκε, έβαλαν φωτιά στο πραιτώριο και
κάηκε και το πραιτώριο, και η Χαλκή πύλη του παλατιού μέχρι τις Σχολές, και η μεγάλη
εκκλησία και ο δημόσιος έμβολος. Κι ο δήμος συνέχισε να συγκεντρώνεται άτακτα. Σαν
ξημέρωσε, ο αυτοκράτορας πρόσταξε να γίνει η ιπποδρομία. Κρεμάστηκε το
συνηθισμένο υφασμάτινο καταπέτασμα, αλλά πάλι οι οπαδοί των δήμων έβαλαν φωτιά
στα καθίσματα του ιπποδρόμου και κάηκε κι ένα μέρος της δημόσιας λεωφόρου μέχρι
τον Ζεύξιππο. Βγήκαν τότε από το παλάτι ο Μούνδος, ο Κωνσταντίολος και ο Βασιλείδης
με στρατιωτική δύναμη για να καταστείλουν το εξεγερμένο πλήθος. Ο λαός φώναζε
συνθήματα εναντίον του Ιωάννη του λεγομένου Καππαδόκη, του κοιάστορα
Τριβωνιανού και του επάρχου της πόλης Ευδαίμονα. Τους άκουσαν οι συγκλητικοί που
είχαν σταλεί, το ανέφεραν στον αυτοκράτορα, κι αμέσως καθαιρέθηκαν ο Ιωάννης, ο
Τριβωνιανός κι ο Ευδαίμων. Κι ο Βελισάριος βγήκε με στράτευμα αποτελούμενο από
Γότθους, έγινε μάχη και σφάχτηκαν πολλοί οπαδοί των δήμων. Τότε το πλήθος
εξοργίστηκε κι άρχισε να πυρπολεί κι άλλα μέρη, και άτακτα να σκοτώνει κάποιους. Στις
δεκαοχτώ του μηνός ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε στον ιππόδρομο κρατώντας το άγιο
Ευαγγέλιο, και ο όχλος όταν το έμαθε συγκεντρώθηκε εκεί. Ο Ιουστινιανός τους έδωσε
διάφορες ένορκες υποσχέσεις, και πολλοί από τον λαό φώναζαν προσφωνώντας τον
βασιλέα, άλλοι όμως συνέχισαν να στασιάζουν επευφημώντας τον Υπάτιο. Οι δήμοι
πήραν αυτόν τον Υπάτιο και τον πήγαν στον φόρο του Κωνσταντίνου, τον σήκωσαν
ψηλά στα σκαλοπάτια και παίρνοντας από το παλάτι βασιλικά σύμβολα κι ένα χρυσό
μανιάκιο, τα φόρεσαν στο κεφάλι του. Έπειτα τον πήραν και τον οδήγησαν στον
ιππόδρομο, θέλοντας να τον ανεβάσουν στο βασιλικό θεωρείο. Το πλήθος προσπαθούσε
να βγάλει γι αυτόν από το παλάτι μια βασιλική στολή, γιατί ο Υπάτιος είχε
πληροφορηθεί ότι ο αυτοκράτορας είχε φύγει από την πόλη, έτσι θρονιάστηκε στο
Κάθισμα και ασκούσε την παράνομη εξουσία του με θράσος.
Μετά ανέβηκαν πίσω από το Κάθισμα ο Μούνδος, ο Κωνσταντίολος, ο Βασιλείδης, ο
Βελισάριος κι άλλοι συγκλητικοί μαζί με ένοπλη δύναμη, ενώ ο κουβικουλάριος και
σπαθάριος Ναρσής βγήκε κρυφά και πήρε με το μέρος του κάποιους Βένετους, δίνοντάς
τους χρήματα. Έτσι κάποιοι μέσα στο πλήθος διαχωρίστηκαν και φώναζαν: «τον
Ιουστινιανό αυτοκράτορα στην πόλη!» Στο λαό επικράτησε διχόνοια κι άρχισαν να
συγκρούονται μεταξύ τους, και τότε οι στρατηλάτες με το στρατό τους εισέβαλαν στον
ιππόδρομο κι από τις δύο εισόδους κι άρχισαν να σκοτώνουν το πλήθος. Άλλοι έριχναν
βέλη, άλλοι έσφαζαν. Ο Βελισάριος βγήκε κρυφά και συνέλαβε με τα ίδια του τα χέρια
τον Υπάτιο και τον Πομπήιο και τους οδήγησε στον βασιλέα Ιουστινιανό. Αυτοί έπεσαν
στα πόδια του αυτοκράτορα απολογούμενοι λέγοντας: «αφέντη μας, κοπιάσαμε πολύ
για να συγκεντρώσουμε τους εχθρούς της βασιλείας σου στον ιππόδρομο.» Ο
αυτοκράτορας τους απάντησε: «καλά κάνατε. Αν όμως υπάκουαν στις εντολές σας, γιατί
δεν το κάνατε προτού καεί όλη η πόλη;» Κι έδωσε εντολή στους σπαθαρίους να πάρουν
και να φυλακίσουν τον Υπάτιο και τον Πομπήιο.
Όσοι σφαγιάστηκαν στον ιππόδρομο ήταν πάνω-κάτω τριανταπέντε χιλιάδες. Την
επομένη σφάχτηκαν ο Υπάτιος και ο Πομπήιος και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη
θάλασσα. Ο αυτοκράτορας ανακοίνωσε τη νίκη του και τον θάνατο των σφετεριστών σε
όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, και έβαλε σκοπό να ξαναχτίσει όσα κάηκαν. Έχτισε
κοντά στο παλάτι σιταποθήκη και δεξαμενές νερού για να έχει αποθέματα σε
αντίστοιχες καταστάσεις.

You might also like