Professional Documents
Culture Documents
Άγιος Νήφων- Ένας ασκητής επίσκοπος. Όσιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής faq 110 PDF
Άγιος Νήφων- Ένας ασκητής επίσκοπος. Όσιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής faq 110 PDF
Άγιος Νήφων- Ένας ασκητής επίσκοπος. Όσιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής faq 110 PDF
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΚΑΤΗ
ΩΡΩΠΟΣ
Εισαγωγή
«Με την εμφάνιση του Θεανθρώπου στον επίγειο κόσμο μας», γράφει ο
μακαριστός αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς, «εδόθηκαν στο γένος των
ανθρώπων όλες οι θείες ενέργειες, για να μπορέση να ζήση την θεανθρώπινη ζωή
του πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, που λέγεται γη. Οι θείες αυτές ενέργειες και
δυνάμεις… ευρίσκονται ιδιαιτέρως ισχυρές, πανίσχυρες, στις προσωπικότητες των
αγίων ανθρώπων του Θεού, όπως είναι οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες, οι
άγιοι Πατέρες και όλοι οι άγιοι Ομολογηταί του ονόματος του Κυρίου».1
1
Πανίσχυρες, πράγματι, ήταν οι θείες ενέργειες και δυνάμεις, με τις οποίες
χαρίτωσε ο Κύριος και τον όσιο Νήφωνα, επίσκοπο Κωνσταντιανής «της κατ’
Αλεξάνδρειαν» (4ος αιώνας).
Μετά από μία ταραγμένη και άσωτη νεανική ζωή, μετανόησε βαθιά,
ευαρέστησε το Θεό με σκληρές ασκήσεις, πνευματικούς αγώνες και ενάρετη
πολιτεία, αξιώθηκε θεϊκών χαρισμάτων και αποκαλύψεων και, τέλος, χειροτονήθηκε
επίσκοπος Κωνσταντιανής της Αιγύπτου, όπου διακρίθηκε για την αγιοπρεπή
ποιμαντορία του.
2
θεολογικά, τα ιστορικά, τα γεωγραφικά, ακόμα και τα λαογραφικά και κοινωνικά
στοιχεία του βίου, και όχι τα αντίστοιχα της εποχής του οσίου.9
Για τον προσδιορισμό του χρόνου συγγραφής του πρώτου υπομνήματος, στο
οποίο στηρίχθηκε ο μεταγενέστερος βιογράφος του οσίου, τη μεγαλύτερη
δυσχέρεια αποτελεί η απουσία από το βίο αξιόλογων ιστορικών δεδομένων, εκτός
από τα ονόματα των αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας αγίων Αλεξάνδρου και
Αθανασίου του Μεγάλου.
10
Ο τίτλος, επίσης, της επισκοπής Κωνσταντιανής είναι άγνωστος στις
ιστορικές πηγές, οι οποίες πάντως μας παρέχουν πολύ λίγα στοιχεία για τη
δοικητική διαίρεση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας κατά τον 4 ο αιώνα. Γνωρίζουμε
μόνο πώς η Εκκλησία αυτή είχε τότε πάνω από εκατό επισκοπές, κατανεμημένες
σε δέκα επαρχίες (αντίστοιχες των ρωμαϊκών πολιτικών επαρχιών), 11 και πώς η
επαρχία Αιγύπτου Α’, με έδρα την Αλεξάνδρεια, είχε δεκατρείς επισκοπές. 12 Δεν
φαίνεται να ευσταθεί η γνώμη του πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Ευστρατιάδη, 13
ότι η Κωνσταντιανή ήταν πιθανότατα επισκοπή της μητροπόλεως Μαρεώτιδος,
επειδή αφενός δεν αναγράφεται στους σχετικούς καταλόγους μητρόπολη μ’ αυτόν
τον τίτλο κατά τον 4ο αιώνα, και αφετέρου, όπως ρητά αναφέρει ο Μέγας Αθανάσιος
στον δεύτερο απολογητικό λόγο του, στη Μαρεώτιδα «ουδέποτε γέγονεν επίσκοπος
ουδέ χωρεπίσκοπος, αλλά τω της Αλεξανδρείας επισκόπω αι εκκλησίαι πάσης της
χώρας υπόκεινται».14 Η άγνοια επισκοπής με τον τίτλο Κωνσταντιανή έκανε
μερικούς αντιγραφείς χειρογράφων να την ταυτίσουν εσφαλμένα με εκείνη της
Κωνσταντίας (Κύπρου).15
Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα όμως, ο βίος του οσίου Νήφωνος «αποκαλύπτει
ημίν αρχαίον ιεράρχην της Αλεξανδρινής Εκκλησίας τέως άγνωστον, εν αγιότητι
βίου διαπρέψαντα, πολλών αξιωθέντα θείων οπτασιών και μαρτυρηθέντα ως άγιον
υπό του Μεγάλου Αθανασίου, όστις, κατά τας υστάτας του οσίου στιγμάς,
παρεκάλει αυτόν να μνησθή και αυτού «εν ή ώρα προσκυνήση τω Θεώ και πάσι
τοις αγγέλοις αυτού».16
3
Νήφωνα, που αποτελεί για κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό υπόδειγμα θάρρους,
θάρρους πρωτοφανούς και καταπληκτικού, στον πόλεμο εναντίον των δαιμόνων.
Οι νοητοί εχθροί του έκαναν σφοδρές επιθέσεις με ποικίλους πειρασμούς. Και
εκείνος, μολονότι αρκετές φορές ηττήθηκε, δεν απελπίστηκε. Τον βλέπει κανείς με
θαυμασμό «όχι απλώς σε παρεμπίπτουσες και λανθάνουσες καταστάσεις, που του
προκαλούσαν τρόπον τινά ήττα, αλλά και στις προφανέστερες, να μην υποχωρή και
χάνη το θάρρος του. Ευρίσκομεν αυτόν τον φωστήρα να μεγαλουργή και βλέπομε
την ανταπόκριση της χάριτος του Θεού, στο πόσο εναγκαλίζεται και θεωρεί αθλητή
αυτόν, ο οποίος, αν και ημαγμένος, δεν παραδίδεται». 17 Έτσι, κατατρόπωσε τελικά
τους δαίμονες και αναδείχθηκε νικητής με την άσκηση και την αρετήν του˙
προπαντός μάλιστα με τα τρία πανίσχυρα πνευματικά όπλα, που χρησιμοποίησαν
όλοι οι άγιοι: την ταπείνωση, την προσευχή και τη νηστεία.18
Οι σοφές αυτές σκέψεις αποτελούν αναγκαίο όρο για την ανάγνωση του βίου του
οσίου Νήφωνος.
4
Από το 1972, που πρωτοεκδόθηκε μεταφρασμένος ο βίος, ίσαμε σήμερα
γνώρισε δεκαπέντε επανεκδόσεις και οικοδόμησε πνευματικά μυριάδες ευλαβών
αναγνωστών σ’ όλο τον κόσμο.
Η απόδοσή του στη νεοελληνική είχε στηριχθεί τότε αποκλειστικά στον κώδικα
198 (14ου αι.) της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους.
Στην παρούσα έκδοση επιχειρήσαμε μια ριζική αναμόρφωση και ανάπλαση του
βίου χρησιμοποιώντας, συνολικά ή αποσπασματικά, αρκετούς χειρόγραφους
κώδικες, κυρίως όμως τρεις αγιορειτικούς, τον 79 (12 ου αι.) της Ιεράς Μονής Αγίου
Παντελεήμονος, τον Β 81 (13ου αι.) της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας και τον 198
(14ου αι.) της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου, που προαναφέραμε.
Η εργασία αυτή δεν έχει επιστημονικές αξιώσεις. Αποβλέπει κυρίως στην ψυχική
ωφέλεια των αναγνωστών, προς τους οποίους – και προς όλους – ο υμνογράφος
απευθύνει τη σωτήρια προτροπή: «Δεύτε τον ποιμένα τον καλόν. Νήφωνα τον
θείον, λαβόντες ώσπερ υπόδειγμα μετανοίας, δράμωμεν και επιστρέψωμεν προς
Χριστόν τον φιλάνθρωπον, αιτούντες την χάριν, ήν κατηναλώσαμεν ποικίλοις
πταίσμασιν, όπως, ενδυθέντες και αύθις της υιοθεσίας χιτώνα, αιωνίαν εύρωμεν
ανάπαυσιν».21
5
Ο Βίος
Επισκόπου Κωνσταντιανής
Τα μυστικά του βασιλιά είναι καλό να κρύβονται˙ τά έργα όμως του Θεού πρέπει
να διακηρύσσονται με δόξα.22 Όποιος μάλιστα γνωρίζει τα θεία έργα και από
ραθυμία δεν τα διηγείται, θα κινδυνέψει πολύ την ώρα εκείνη, που θα έρθει ο
6
Κύριος καθισμένος πάνω στις νεφέλες,23 για ν΄ αποδώσει στον καθένα κατά τα
έργα του.24
Είν’ αλήθεια παράδοξη η ζωή του και θαυμαστή. Γιατί, παιδί ακόμα,
κατατρόπωσε τον πονηρό διάβολο και τον αφάνισε ολότελα. Έπειτα, όταν ήταν πια
νέος παλικάρι, ο σατανάς τον ξεγέλασε και τον πλήγωσε φοβερά. Πέλαγος
αμαρτίας έγινε τότε! Όμως και πάλι, σαν στρατιώτης γενναίος, πετάχτηκε πάνω με
ορμή και κατάφερε πλήγμα συντριπτικό στον αλαζόνα δράκοντα.
Σαν έφτασε στη χώρα εκείνη και πλησίαζε στην πόλη, βγήκαν να τον
προϋπαντήσουν όλοι οι προύχοντες. Τον καλωσόρισαν με πολλές τιμές στην
πατρίδα τους, κάνοντάς του επίσημη υποδοχή. Ανάμεσα στους άρχοντες εκείνους
ήταν και ο πατέρας του Νήφωνος, που λεγόταν Αγαπητός.
Μια μέρα λοιπόν παίρνει ο Αγαπητός τον οκτάχρονο τότε γιό του Νήφωνα κι
έρχεται στην παραθαλάσσια έπαυλη του στρατηλάτη. Ο Σαββάτιος τους
7
υποδέχθηκε με χαρά, και φιλόφρονα τους έβαλε να καθίσουν κοντά του. Το βλέμμα
του έπεσε στον μικρό.
-Γράμματα μαθαίνει;
-Ε, λοιπόν, δεν μου τον αφήνεις να τον στείλω στην Κωνσταντινούπολη; Του
προτείνει ο στρατηλάτης. Εκεί υπάρχουν πολλοί και καλοί δάσκαλοι. Μπορεί να
μένει στο σπίτι μου, ώσπου να μάθει και γραφή και ό,τι άλλο θέλει.
-Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ να σου ζητήσω, στρατηγέ μου. Γι’ αυτό κι έφερα το
παιδί εδώ. Μα να, ο Θεός σε φώτισε και μου το πρότεινες εσύ… Λοιπόν, δικός σου
είν’ ο γιός μου! Κάνε όπως νομίζεις.
-Ότι ποθείς εσύ θα κάνω, είπε. Κι ας μη χάνουμε χρόνο. Μείνε εδώ λίγο καιρό,
ώσπου να συνηθίσει το παιδί μακριά από το σπίτι σας, κι έπειτα φεύγεις και μου τ’
αφήνεις. Εγώ θα του δώσω ό,τι του χρειαστεί για το ταξίδι.
Τρεις εβδομάδες έμεινε στην έπαυλη του στρατηγού ο Αγαπητός με το γιό του.
Ύστερα γύρισε μόνος στο σπίτι του, αφήνοντας το Νήφωνα στα έμπιστα χέρια του
Σαββάτιου. Εκείνος τότε κάθισε κι έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του.
Αφού συμπλήρωσε την επιστολή και με διάφορα προσωπικά του θέματα, την
παρέδωσε σ’ έναν πιστό του υπηρέτη.
8
-Φεύγεις για την Κωνσταντινούπολη, του λέει. Ετοιμάσου. Ετοίμασε και τον μικρό
Νήφωνα. Θα τον παραδώσεις στη γυναίκα μου μαζί μ’ αυτό το γράμμα. Πρόσεξε!
Να μην ταλαιπωρηθεί το παιδί στο μακρυνό ταξίδι! Ο Θεός μαζί σας.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο, που θα τους έφερνε
στην Πόλη. Είχε μπει το φθινόπωρο, αλλά το ταξίδι τους έγινε κάτω από αφόρητο
καύσωνα. Έτσι, ο Νήφων, που δεν είχε άλλωστε ξαναταξιδέψει με πλοίο,
ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους, όντας
μάλιστα φιλάσθενος και ευαίσθητος.
Φρόντισε να μην του λείψει τίποτα, όσο θα έμενε κοντά της. Και τακτικά τον
νουθετούσε, καθοδηγώντας τον στου Θεού το δρόμο με συμβουλές και ωφέλιμες
διηγήσεις. Ο Νήφων πάλι, δεκτικός καθώς ήταν και καλοπροαίρετος, ρουφούσε σαν
σφουγγάρι τις νουθεσίες της και πολιτευόταν με σεμνότητα και φρονιμάδα.
Τα πρώτα γράμματα
Η καλή εκείνη γυναίκα τον άφησε λίγες μέρες να ξεκουραστεί, να συνέλθει από
την ταλαιπωρία του ταξιδιού και να συνηθίσει τον τόπο. Γιατί από τη μια το μακρύ
θαλασσινό ταξίδι κι από την άλλη η λύπη για το χωρισμό από τους γονείς, τον είχαν
καταλάβει πολύ. Ύστερα αποφάσισε να τον αναθέσει σ’ έναν καλό κι ενάρετο
δάσκαλο για να του μάθει τα ιερά γράμματα, όπως της είχε παραγγείλει ο σύζυγός
της. Σαν πιο κατάλληλο σκέφτηκε τον πρεσβύτερο Πέτρο, που ήταν εφημέριος στο
ναό του αρχοντικού της. Του πήγε λοιπόν το παιδί και τον παρακάλεσε να το διδάξει
ό,τι έπρεπε, και πρώτα- πρώτα το Ψαλτήρι – αυτό συνηθιζόταν τότε.
Έτσι κι έγινε. Μέρα με τη μέρα ο Νήφων πρόκοβε στα θεία μαθήματα, ενώ
βοηθούσε και τον πρεσβύτερο στην εκκλησία, εκτελώντας πρόθυμα κάθε διακονία.
9
Ο ζήλος του για μάθηση ήταν πολύ μεγάλος τόσος, που και τις νύχτες συχνά τις
περνούσε μελετώντας μέσα στην ησυχία, με το φώς του κεριού ή του λυχναριού. Κι
έτσι μέσα σε λίγο καιρό έμαθε πολλά.
Στο δάσκαλό του – μα και σ’ όλους – φερόταν με βαθύ σεβασμό, ευλάβεια και
συστολή.
Για ένα πράγμα όμως λυπόταν πολύ ο Νήφων: Γιατί ήταν μικρός ακόμα και δεν
μπορούσε να κατανοήσει πολλά χωρία της Γραφής, παρόλο που πήγαινε στους
όρθρους και άκουγε το δάσκαλό του να διαβάζει. Καταλάβαινε πάντως τα πιο απλά
και εύκολα. Τότε η ψυχή του φλογιζόταν και ποθούσε να μοιάσει στους αγίους.
Σύντομα έμαθε το Ψαλτήρι. Έπειτα έβαλε τα δυνατά του να μάθει και την τάξη
των εκκλησιαστικών ακολουθιών.
Μια μέρα, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, του δίνει κάποιος ένα βιβλίο και του λέει:
Ο Νήφων όμως, από επήρεια του δαίμονα, δεν έπαιρνε στα χέρια του το βιβλίο.
Του λέει τότε ένας άλλος, που στεκόταν δίπλα του:
-Γιατί, παιδί μου, κάνεις παρακοή; Πάρε και μάθε ό,τι σου λένε. Κι αν σου
φαίνεται δύσκολο ακόμα να μάθεις, θα έρθει καιρός που θα ευγνωμονείς αυτούς
που σε διδάσκουν τώρα.
Στα λόγια αυτά ο Νήφων πήρε αμέσως το βιβλίο. Από τότε του δόθηκε το
χάρισμα να μελετάει με τόσο ζήλο, που, ό,τι διάβαζε το αποστήθιζε με ευκολία.
Πιο πολύ όμως τον έθελγαν οι βίοι των αγίων. Όταν άκουγε να διαβάζονται στις
ιερές συνάξεις τα κατορθώματα και τα μαρτύριά τους, θαύμαζε τη φλογερή πίστη,
την υπομονή και τη γενναιοψυχία τους. Αν πάλι έβρισκε ο ίδιος κάπου σχετικά
κείμενα, τα έπαιρνε και τα διάβαζε άπληστα.
Οι πρώτες αρετές.
Χάρη στον πνευματικό του ζήλο, έφτασε σε βαθειά ταπείνωση και πραότητα. Κι
ήταν μόλις δώδεκα χρόνων! Ξεχώριζε επίσης και για την ελεημοσύνη του. Όποτε
10
έβλεπε φτωχό, τον σπλαχνιζόταν και του έδινε ψωμί ή χρήματα ή ό,τι άλλο είχε
πρόχειρο.
Μια φορά, χειμώνα καιρό, είδε στο δρόμο έναν φτωχό, γυμνό κι πεινασμένο. Δεν
είχε τίποτα να του δώσει… Πήγε τότε σε μια άκρη και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! Έλεγε. Πώς υποφέρει γυμνός ο Χριστός μέσα
στην παγωνιά! Και δεν του φτάνει αυτό˙ μα και πεινάει και διψάει και στέγη δεν
έχει!...
Από τότε το ‘ βαλε σκοπό να φροντίζει, όσο μπορούσε, τους ανθρώπους της
ανάγκης.
Κάποτε άκουσε στην εκκλησία κάποιον σεβάσμιο ιερέα να διδάσκει το λαό ότι
όποιος δεν έχει ελεημοσύνη και αγνεία μάταια κοπιάζει, γιατί δεν πρόκειται να μπει
στη βασιλεία των ουρανών.
Ταράχθηκε ο Νήφων απ’ αυτά τα λόγια. Στο τέλος πήγε και συνάντησε τον ιερέα.
-Γέροντα, τον ρώτησε, τί είναι αυτή η αγνεία, για την οποία μίλησες;
-Αγνεία, παιδί μου, είναι η αποφυγή της πορνείας και του ρύπου της.
-Ναι, παιδί μου. Γιατί λέει ο απόστολος Παύλος: «πόρνους και μοιχούς κρίνει ο
Θεός».25 Και αλλού: «το σώμα ού τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω».26
«Θα μπορέσω εγώ άραγε να κατορθώσω αυτή την αρετή; Γιατί χρειάζεται
σκληρός αγώνας για να ξεφύγει κανείς από την πύρωση της σάρκας. Και γιατί οι
δαίμονες γκρεμίζουν τους ανθρώπους στα βάραθρα της σαρκικής αμαρτίας
ευκολότερα απ’ ό,τι σε άλλα παραπτώματα. Τί να κάνω, που είμαι αδύνατος… Αλλά
με τη βοήθεια του Θεού, ποτέ δεν θα κοιτάξω στο πρόσωπο γυναίκα! Στα χέρια του
Κυρίου αφήνομαι, κι ας γίνει το θέλημά Του…».
Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σπίτι. Κι όλη εκείνη τη μέρα ήταν σιωπηλός και
σκεφτικός – μάλλον ολότελα εκστατικός και σαν αλλοπαρμένος. Κουβέντα δεν
έβγαζε από το στόμα του. Σε κανένα δεν μιλούσε.
11
Από τότε πήγαινε συχνότερα στην εκκλησία κα είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί
από τη μελέτη των ιερών βιβλίων. Γι’ αυτό πάντα επιζητούσε τη μόνωση, τη σιωπή
και την ησυχία. Τα γήινα τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο τα ουράνια στοχαζόταν. Όλοι
όσοι τον έβλεπαν, απορούσαν κι έλεγαν:
-Τί συμβαίνει μ’ αυτόν το νεαρό; Σαν άγγελος ζει πάνω στη γη!...
Η πτώση
Πέρασε καιρός. Ο Νήφων είχε προκόψει όχι μόνο στα γράμματα, μα και στην
αρετή. Βλέποντας τα κατορθώματά του ο διάβολος, έγινε θηρίο. Λύσσαξε…
-Ακούς εκεί! Τόσο νέος και να μ’ αγνοεί! Έννοια σου, παλικάρι μου… Θα σε
περιποιηθώ εγώ…
Και πράγματι – αλίμονο! Ο Νήφων δεν είχε πείρα στον πνευματικό πόλεμο. Κι
αυτό ακριβώς ήταν που εκμεταλλεύτηκε ο πονηρός. Αλλά και κάτι ακόμα: Την
αστάθεια της νιότης, που εύκολα γλιστράει στην αμαρτία…
12
-Πώ πώ! Τι αδιάντροπος! Τι ταραξίας! Στην οικουμένη δεν έχει τον όμοιό του!
Έλεγαν οι άνθρωποι, και φρόντιζαν να τον αποφεύγουν.
Τάχα για να ξεχάσει τους γονιούς και τον καϋμό της ξενιτιάς, άρχισε να
συχνάζει και στα θέατρα και στα καπηλειά και στα κακόφημα νυχτερινά κέντρα. Το
ξημέρωμα τον έβρισκε να πίνει, να χορεύει, να τραγουδάει, να αισχρολογεί…
Μέρα με τη μέρα σκοτιζόταν, καθώς βούλιαζε μέσα στην αμαρτία. Όλο και
παρασυρόταν από τις πανουργίες του σατανά. Και όλο πιο θρασύς γινόταν.
Κουβέντα δεν σήκωνε. Όποιος αποτολμούσε να του πει κάτι, δεχόταν βρισιές και
χτυπήματα.
-Μά την αλήθεια, ο διάβολος κι αυτός εδώ δεν έχουν καμιά διαφορά μεταξύ
τους! Έλεγαν με αγανάκτηση όσοι έβλεπαν τα καμώματά του.
Και πράγματι, τόσο πολύ κυλιόταν μες στην αμαρτία, που όλα τα δαιμόνια
έτρεχαν ξοπίσω του με γέλια και χαρές. Και τόσο εφευρετικός ήταν σε κάθε είδος
ασωτίας, που οι νέοι τον είχαν σαν πύλη προς την απώλεια!
Σιγά – σιγά έβγαλε κακό όνομα σ’ ολόκληρη την πόλη. Οι παλιοί γνωστοί του
και όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί λυπόντουσαν με το κατάντημά του. Ένας απ΄
αυτούς, που λεγόταν Βασιλεύς,27 του έλεγε συχνά – πυκνά:
Μερικές φορές, όταν άκουγε τέτοια λόγια ο Νήφων, συναισθανόταν τις αμαρτίες
του. Έπεφτε σε συλλογή, αναστέναζε, ξεσπούσε σε δάκρυα. Δεν μπορούσε όμως ν’
αφήσει τα πονηρά του έργα, γιατί πολύ γρήγορα η δύναμη της συνήθειας τον
έσερνε στα ίδια, σαν άλογο χαλινωμένο. Και τότε η απόγνωση, το μεγαλύτερο απ’
όλα τα κακά, ερχόταν να συμπληρώσει το έργο της ψυχικής καταστροφής του νέου:
¨ Τώρα πια δεν υπάρχει για σένα μετάνοια¨, του ψιθύριζε, ¨Κοίταξε να μη στερηθείς
τουλάχιστον τα επίγεια…¨.
13
Τόσο σφιχτοδεμένο κοντά του τον είχε ο διάβολος, που, όχι μόνο προσευχή
δεν μπορούσε να ψελλίσει, μα ώρες – ώρες ένιωθε αβάσταχτη δυσφορία, σα να
του είχαν ακουμπήσει μια βαριά πλάκα πάνω στο στήθος.
Η καλή γυναίκα του στρατηλάτη, βλέποντάς τον σε τέτοια χάλια, έκλαιγε και
οδυρόταν.
-Αχ, τι έπαθα, η αμαρτωλή! Τι πειρασμός είναι τούτος που με βρήκε; Έλεγε και
ξανάλεγε.
Πολλές φορές τον έπιανε με το καλό και τον συμβούλευε. Άλλοτε τον έπιανε με
το άγριο, κάποτε μάλιστα τον ξυλοκοπούσε! Μα όλες της οι προσπάθειες έμεναν
χωρίς αποτέλεσμα. Ο Νήφων ήταν αδιόρθωτος.
Μια φορά πήγε να δει κάποιον παλιό γνωστό του, το Νικόδημο, άνθρωπο
ευσεβή και ενάρετο.
-Τί συμβαίνει; Τον ρώτησε αμήχανα. Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος; Πρώτη φορά
με βλέπεις;
-Πίστεψέ με, αδελφέ μου, δεν ξέρω τι να πώ… Να, το πρόσωπό σου μου
φαίνεται κατάμαυρο, σαν του αράπη! Πώς να το εξηγήσω;…
14
ο άθλιος! Τί θα κάνω; Θα μπορέσω τάχα να μετανοήσω και να σωθώ;… Ποιός θα
με βοηθήσει; Ποιός θα με βεβαιώσει πώς θα βρώ πραγματικά έλεος, αν
μετανοήσω;… Μα πώς να πώ στο Θεό «ελέησον με», μετά από τόσες βρωμερές
αμαρτίες, που έκανα μπροστά στα μάτια Του;…¨
Η μετάνοια.
Τέτοιοι λογισμοί στριφογύριζαν στο νού του, ώσπου έφτασε στο σπίτι. Μπήκε
μέσα με την καρδιά πλακωμένη από τη θλίψη κι έπεσε στο κρεβάτι. Μα πού να τον
πάρει ο ύπνος…
«Ας κάνω καμιά προσευχή, μήπως με βοηθήσει ο Θεός», σκέφτηκε και πήγε
να σηκωθεί.
«Αν σηκωθείς τώρα, μέσα στη νύχτα, να προσευχηθείς, θα πέσεις στα χέρια
του διαβόλου. Και αντί για καλό, θα σε βρει κακό μεγάλο. Θα τρελαθείς, θα
δαιμονιστείς, κι όλοι θα γελάνε μαζί σου!».
Αυτή η σκέψη αρχικά αναστάτωσε και φόβισε πολύ το Νήφωνα. Σύντομα όμως
κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον πονηρό λογισμό, λέγοντας με το νού του:
«Μα καλά, τότε που ξενυχτούσα στις ακολασίες, κανένα κακό δεν έπαθα. Και
θα πάθω τώρα, που θέλω να προσευχηθώ στο Θεό; Ανάθεμά σε, πνεύμα πονηρό
και ακάθαρτο!».
-Ώ Θεέ μου, βογγούσε με πόνο ψυχής. Τί ήμουνα και που κατάντησα! Μακάρι
να ‘χα πεθάνει τότε, που ζούσα μέσα στην ευσέβεια και την αρετή. Τώρα, να,
γέμισα τραύματα και πληγές την ταλαίπωρη ψυχή μου. Αλλά, Κύριέ μου, «επί σοι
ήλπισα˙ σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαί με, μη ποτέ αρπάση ως
λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος!». 28
15
Και μ’ αυτήν την ικετευτική κραυγή, πετάχτηκε από το κρεβάτι του γεμάτος
πόθο προσευχής. Μα μόλις στράφηκε στ’ ανατολικά, ένα μαύρο σύννεφο τον
τύλιξε! Τρομοκρατήθηκε και παρέλυσε. Δειλία και φόβος κυρίεψαν πάλι την ψυχή
του. Πήδησε πάνω στο κρεβάτι του κι έμεινε εκεί, πεσμένος μπρούμυτα,
στενάζοντας από τη μια για τις αμαρτίες του και συλλογιζόμενος από την άλλη τα
εμπόδια που του έφερνε ο διάβολος…
-Ελέησέ με,
η Κεχαριτωμένη,
η Πανάχραντη,
δοξασμένη,
πλουσιόφωτη,
«Τι φιλάνθρωπος που είναι ο Θεός!», σκέφτηκε. «Πόσο μεγάλο το έλεός Του!
Πόση η αγάπη και η ευσπλαχνία Του! Και πόση η στοργή κι η φροντίδα της
Υπεραγίας Θεοτόκου για τους αμαρτωλούς που μετανοούν!».
16
Ήθελε να καταφιλήσει αυτή την αγία εικόνα, να τη σφίξει μέσα στη αγκαλιά του
και να μην την αποχωριστεί. Τόσος ήταν ο ιερός πόθος, που είχε ανάψει γι’ αυτήν
μέσα στην καρδιά του!
Κάθισε στο κρεβάτι του και μονολογούσε: «Είδες, άθλια ψυχή μου, πόσο μας
αγαπάει ο Θεός; Κι εμείς Τον εγκαταλείψαμε!... Και η Θεοτόκος; Πώς μας βοήθησε
αμέσως κι εκείνη, η προστασία όλων των χριστιανών και η παρηγοριά των
μετανοούντων;».
Αποκαμωμένος, καθώς ήταν, τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και να! Ο διάβολος
μπροστά του, μεταμορφωμένος σε κάποιο παιδί, που μαζί του είχε συνηθίσει ν’
αμαρτάνει. Κάθισε καταντικρύ του και, με το σαγόνι στηριγμένο στο ένα του χέρι,
τον κοίταζε επίμονα, με βλέμμα λυπημένο, σκυθρωπό, μα και οργισμένο μαζί.
-Πές μου, γιατί είσαι έτσι θλιμμένος και κατσούφης; Ρώτησε ο Νήφων.
-Γιατί έχεις τρεις μέρες που πήγες στον αγαπητό σου φίλο Νικόδημο,
αποκρίθηκε εκείνος ξεφυσώντας. Τρείς μέρες… Και σε ξανακέρδισε η Εκκλησία…
Αυτό το βλέπω, και δεν μπορώ να το ανεχθώ. Να γιατί είμαι σε τέτοιο χάλι…
-Και για τούτο έχεις πέσει σε τόση θλίψη; Μα αυτό δεν είναι κακό.
Τότε ο Νήφων ξύπνησε. Αμέσως κατάλαβε πώς ο διάβολος ήταν που του
φανερώθηκε στον ύπνο, και πως τον έκαιγε η μετάνοιά του.
Την ίδια στιγμή σηκώθηκε και κίνησε πάλι για την εκκλησία. Πήγε κατευθείαν
τώρα στη σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου. Μόλις έριξε πάνω της τα μάτια του, εκείνη
ανταποκρίθηκε με το γνωστό και γλυκύτατο χαμόγελό της! Τι γλύκα ξεχύθηκε στα
σπλάχνα του απ’ το χαμόγελο εκείνο! Αυθόρμητα άρχισε να κάνει εδαφιαίες
μετάνοιες, προσκυνώντας τη χάρη της. Μα, όποτε ανασηκωνόταν και την ατένιζε,
την έβλεπε να του χαμογελάει, σα να ήταν ζωντανή…
Μια άλλη μέρα, καθώς ερχόταν πάλι στην εκκλησία, βλέπει στο δρόμο κάποιον
άνθρωπο ν’ αμαρτάνει. Ευθύς τον κατέκρινε μέσα του γι’ αυτό. Όταν όμως,
17
φτάνοντας στο ναό, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας, είδε την Πανάχραντη να τον
παρατηρεί πρώτα βλοσυρά, κι έπειτα να στρέφει το βλέμμα της μακριά του.
Στέναξε βαθιά.
-Θεέ μου, ικέτεψε με δάκρυα, ομολογώντας την αμαρτία του. Συγχώρεσέ με, με
τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Σου. Σου άρπαξα, Κύριε, τη δόξα και την αξία,
κατακρίνοντας τον πλησίον για μια μικρή του αμαρτία. «Ελέησόν με, ο Θεός,
ελέησόν με, ότι επί σοι πέποιθεν η ψυχή μου!» 29
Μετά από πολλή προσευχή και δάκρυα και συντριβή, παρατηρεί πάλι την
εικόνα, και τη βλέπει χαμογελαστή όπως πρώτα. Έτσι, παρηγορημένος και
ανακουφισμένος, ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο και βγήκε από το ναό.
Από τότε πολλές φορές, όποτε έπεφτε σε κάποιο ακούσιο σφάλμα, ελεγχόταν
από τη Θεοτόκο με τον ίδιο τρόπο. Και μετανοούσε, έπαιρνε συγχώρηση κι
αγωνιζόταν να διορθωθεί.
Κάποια μέρα, καθώς αντλούσε νερό από ένα πηγάδι, γλίστρησε, από
δαιμονική ενέργεια, κι άρχισε να κατρακυλάει μέσα! Θα σκοτωνόταν σίγουρα… Μα
καθώς έπεφτε, κρατώντας στα χέρια κα το σταμνί, φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη:
18
Από τότε βεβαιώθηκε πως η Θεοτόκος τον προστάτευε παντού και πάντοτε, γι ‘
αυτό και τ’ όνομα της το άγιο δεν έλειπε από το στόμα του.
Σώπασε κι αποκοιμήθηκε.
19
Βλέπει τότε σε όνειρο δυο γυναίκες σεμνές, με ποδήρεις χιτώνες, σαν τις
μυροφόρες, να πλησιάζουν στο κρεβάτι του. Η μία, που πήγαινε μπροστά, ήταν
πορφυροντυμένη και κρατούσε ένα λιόκλαδο. Η άλλη που την ακολουθούσε, ήταν
ντυμένη πιο απλά και βάσταγε στο ένα χέρι μπουκαλάκι με αγίασμα και στο άλλο
παπύρους ποτισμένους με άγιο έλαιο.
Σαν έφτασαν μπροστά του, γυρίζει η πρώτη και λέει στη δεύτερη:
-Αυτός, Κυρία μου, έχει αρρωστήσει εξαιτίας της γλώσσας του. Όταν ήταν
καλά, η αθυροστομία και η ματαιολογία του δεν είχαν όρια. Γι’ αυτό λοιπόν τώρα,
σύμφωνα με τη δικαιοκρισία του Θεού, παιδεύεται με την αρρώστια εδώ, «ίνα μη
συν τω κόσμω κατακριθή»31 στην άλλη ζωή. Τον τιμωρεί παιδαγωγικά ο Θεός,
επειδή τον αγαπάει πολύ. Εσύ όμως Κυρία μου, αν θέλεις να τον ελεήσεις, κάνε το
και μην αργοπορείς.
-Ας τον πάρουμε μαζί μας, εκεί που πάμε, κι ας του μεταδώσουμε πλούσιο το
έλεος του Θεού, είπε η πρώτη γυναίκα.
Η άλλη τον έπιασε από το χέρι και δεν τον άφησε, ώσπου ήρθαν σ’ έναν
τεράστιο ναό, αφιερωμένο στους Αγίους Αποστόλους.
-Βγάλε του όλα τα ρούχα και στήσε τον γυμνό μπροστά στο άγιο Βήμα.
-Μπές στο Ιερό και φέρε μου το ακοίμητο καντήλι, που καίει πάνω στο άγιο
θυσιαστήριο.
-Σήκωσε τώρα τα μανίκια σου, και άλειψέ τον με λάδι απ’ το κεφάλι ως τα
πόδια.
Αμέσως εκείνη έχυσε πάνω στο Νήφωνα το λάδι του καντηλιού και το άπλωσε
με τα χέρια της σ’ όλο του το σώμα. Έπειτα τον έντυσε πάλι με τα ρούχα του.
20
-Τούτος εδώ είναι άνθρωπος ελεημοσύνης, είπε εκείνη χαμογελώντας. Γι’ αυτό
κι εμείς τον ελεήσαμε. Ας είναι από τώρα υγιής.
Στράφηκε κατόπιν στο Νήφωνα και του πρόσφερε το κλαδί της ελιάς, που
κρατούσε ως τότε.
-Συλλογίσου καλά την ευεργεσία, που αξιώθηκες. Ποτέ μην την ξεχάσεις. Και
τούτο το κλαδί, που σου δίνω, είναι σημάδι και ένδειξη της ευεργεσίας αυτής.
Σήμερα ξεχύθηκε πάνω σου το έλεος του πανάγαθου Θεού. Από τώρα θα
βρίσκεσαι σε πόλεμο. Θ’ αγωνίζεσαι εναντίον των δαιμόνων και θα τους συντρίβεις
σαν το χορτάρι και τις καλαμιές.
Ο Νήφων έπεσε στα πόδια της και την προσκύνησε. Μα παρευθύς ξύπνησε…
Την άλλη μέρα σηκώθηκε, έφαγε με όρεξη και περπάτησε άνετα μέσα στο
σπίτι.
Μόλις μπήκε στο ναό, μια υπερκόσμια, άρρητη ευωδία τον τύλιξε και τον γέμισε
γλυκύτητα και χαρά.
Στάθηκε αντίκρυ στο Ιερό. Από τα χείλη του βγήκαν αυθόρμητα λόγια
ευχαριστίας στον πανάγαθο και πολυεύσπλαχνο Θεό:
21
να μεταλάβω αξίωσέ με
Πέρασαν αρκετές ημέρες. Κάποια νύχτα βλέπει ο μακάριος στ’ όνειρό του ότι
βρισκόταν μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο στενόμακρο σπίτι. Ξαφνικά, εκεί που στεκόταν
σε μιαν άκρη, βλέπει δυο μαύρους και αγριωπούς άνδρες να ορμούν εναντίον του,
θέλοντας να τον σκοτώσουν. Για να γλυτώσει, άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος προς
την άλλη άκρη του σπιτιού, ενώ οι μαύροι τον κυνηγούσαν από πίσω. Τη στιγμή
που άπλωναν τα χέρια τους να τον αρπάξουν, έφτασε απέναντι. Βρήκε μια πόρτα,
την άνοιξε σαν τρελός, χώθηκε μέσα και την έκλεισε πίσω του με δύναμη.
Είδε πώς είχε μπει σ’ ένα ναό του Θεού. Ένιωσε ασφαλισμένος. Πράγματι, οι
διώκτες του δεν τόλμησαν να μπουν εκεί. Ξαλάφρωσε και ηρέμησε.
Μετά από λίγο άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και βγήκε έξω. Προχώρησε
αρκετά, οπότε οι μαύροι εκείνοι, που παραφύλαγαν σε κάποιες γωνίες του σπιτιού,
εμφανίστηκαν ξαφνικά και άρχισαν πάλι να τον κυνηγούν. Μόλις του είδε ο Νήφων,
το ξανάβαλε στα πόδια, προς την άλλη άκρη τώρα. Κι εκεί βρήκε μια πόρτα, που
τον έφερε και τον ασφάλισε σ’ έναν ιερό ναό. Οι μαύροι, απελπισμένοι, έπιασαν
πάλι τις γωνίες.
Όταν λίγο αργότερα βγήκε δειλά – δειλά κι από εκεί, επαναλήφθηκε η πρώτη
σκηνή.
Αυτό το όνειρο το έβλεπε κάθε νύχτα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Και ενώ
προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία του, το Άγιο Πνεύμα μίλησε μυστικά μες
στη διάνοιά του και του είπε:
22
-Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τις παγίδες των δαιμόνων, αν δεν καταφεύγεις
στους ναούς του Θεού κι αν δεν αγωνίζεσαι με προσευχές και με νηστείες.
Από τότε ο Νήφων σύχναζε στις εκκλησίες – ενώ συνάμα παραδόθηκε στην
προσευχή και τη νηστεία.
«Μήπως, αντί να τρέχω στους ναούς, είναι καλύτερα να κάθομαι σ’ ένα μέρος
και να ζητάω το έλεος του Θεού;».
Δεν άργησε ο φιλάνθρωπος Θεός να του αποκαλύψει και πάλι, ότι κάθε φορά
που ένας άνθρωπος πάει σε εκκλησία για να προσευχηθεί, είτε μέρα είτε νύχτα, τα
βήματά του μετριούνται από τους αγίους αγγέλους, για να μετατραπούν σε ουράνιο
μισθό την ημέρα της Κρίσεως. Κι ακόμα, πώς οι φύλακες άγγελοι των ιερών ναών,
σημειώνουν ποιοι μπαίνουν μέσα, και κάθε βράδυ δίνουν αναφορά στις αγγελικές
Δυνάμεις, που κυκλώνουν το ουράνιο Θυσιαστήριο. Τότε οι άγγελοι του ουρανού με
περισσότερη προθυμία και χαρά ψάλλουν τους δοξολογικούς τους ύμνους,
λέγοντας: «Πόσο μεγάλο και τιμητικό είναι γι’ αυτούς τους ανθρώπους το ότι δεν
παύουν νύχτα και ημέρα να δοξάζουν τον υπεράγαθο Θεό, μολονότι ζουν μέσα στη
ματαιότητα του κόσμου! Ας σπεύσουμε λοιπόν κι εμείς πρόθυμα να λατρεύσουμε
την Παναγία Τριάδα, ψάλλοντάς Της τον τρισάγιο ύμνο».
-Χαίρε, δούλε του Θεού Νήφων! Του λέει. Καλή είναι η ζωή σου, μόνο που τη
μολύνεις με βρισιές και λόγια αισχρά. Σου υπόσχομαι όμως, παιδί μου, πώς, αν
πολεμήσεις με ανδρεία το δαιμόνιο της αισχρολογίας, εγώ θα είμαι στο πλευρό σου,
βοηθός σου και συναγωνιστής σου.
23
Ο Νήφων ξύπνησε και μουρμούρισε αναστενάζοντας:
-Αλίμονό σου, άκαρπη κι ακάθαρτη ψυχή! Ακόμα και οι άγιοι νοιάζονται για το
άθλιο κατάντημά σου, ενώ εσύ ζεις με φοβερή αμέλεια.
Σηκώθηκε αμέσως, πήρε μαζί του μια λαμπάδα και κίνησε για το ναό του αγίου
Στεφάνου. Άναψε τη λαμπάδα μπροστά στην εικόνα του και προσευχήθηκε ώρα
πολλή με δάκρυα, ζητώντας τη βοήθειά σου.
Φτάνοντας, πήρε από το δρόμο μια μικρή πέτρα και την έβαλε στο στόμα του,
λέγοντας στον εαυτό του:
Εκείνη την πέτρα την κράτησε πολλές μέρες μέσα στο στόμα του,
εμποδίζοντάς το να αισχρολογεί.
Αν ποτέ ξεχνιόταν και ξεστόμιζε καμιά βρισιά, πήγαινε παράμερα και χτυπούσε
το στόμα του μ’ όλη του τη δύναμη, λέγοντας:
-Ακάθαρτε, κανείς μέχρι τώρα δεν σε τιμώρησε έτσι, γι’ αυτό αποθρασύνθηκες.
Τώρα θα σε σωφρονίσω εγώ!
-Αθυρόστομε! Δεν φτάνει που ο λογισμός σου κινείται ανεξέλεγκτος προς την
οργή, βρίζεις κιόλας τον αδελφό σου, κι ανοίγεις χάσμα μίσους ανάμεσα σ’ εκείνον
και σ’ εσένα; Έννοια σου, και θα σου μάθω εγώ πραότητα και σιωπή! Όχι να
γίνεσαι θηρίο από το θυμό και να βρίζεις…
Επιπλέον έβαλε κανόνα να δίνει κάθε μέρα σαράντα ραπίσματα στο πρόσωπό
του.
-Άθλιε, δεν λυπάσαι το ίδιο σου το πρόσωπο, που είναι φτιαγμένο «κατ’ εικόνα
Θεού»; Πώς το χτυπάς έτσι ανελέητα;…
24
-Βρωμιάρη, ήρθες κι εδώ, για να μου πεις τί θα κάνω στον εαυτό μου; Αχ! Άς
είχες κι εσύ σάρκα, κι ας έπεφτες στα χέρια μου… Και τότε θα σου έδειχνα πώς
περιποιείται ο Νήφων!... Οι άρχοντες δεν έχουν εξουσία να τιμωρούν τους κακούς
δούλους τους; Γιατί κι εγώ να μην τιμωρήσω το δικό μου δούλο; Δούλος μου είναι
το σώμα μου. Παρανομεί και το τιμωρώ!
Επειδή όμως για λίγο μόνο υποχωρούσε κι έπειτα ξανάρχιζε σκληρότερα τον
πόλεμο, ο μακάριος Νήφων έγινε πια αμείλικτος με το σώμα του: Γρονθοκοπιόταν
με μανία, ενώ τα ραπίσματα έφταναν στα εκατό και στα διακόσια κάθε μέρα.
Ήταν ένα παράδοξο θέαμα: Μάρτυρας, που αθλούσε και βασανιζόταν φρικτά
χωρίς τύραννο, χωρίς δήμιο!
Από τα πολλά που έκανε στη σάρκα του, έρεψε κυριολεκτικά. Προπαντός το
πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τα πολλά χτυπήματα και τον πονούσε
αφόρητα. Έβλεπες ένα ζωντανό νεκρό, που με δυσκολία έσερνε τα πόδια του και
συχνά σωριαζόταν λιπόθυμος στη γη. Όταν όμως συνερχόταν, έλεγε στον εαυτό
του:
-Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Αν αυτό τον μικρό πόνο δεν υποφέρεις, πώς
θ’ αντέξεις την αιώνια φωτιά της γέεννας;… Μη χάνεις όμως το θάρρος σου! Γιατί
«ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και
ημέρα».32
Στο σημείο αυτό θ’ αναφέρω κάτι θαυμαστό, που μου αποκάλυψε ο ίδιος. 33
Είχαμε, βλέπετε, στενό πνευματικό σύνδεσμο, γι’ αυτό και δεν μου έκρυβε τίποτα.
Πήγαινα συχνά και τον έβλεπα. Κι όταν αλλάζαμε τον ασπασμό της αγάπης,
μια άρρητη ευωδία, που ερχόταν από το πρόσωπό του, με τύλιγε και με μεθούσε. Τι
ήταν αυτή η γλυκύτατη ευωδία; Για πολύ καιρό δεν τολμούσα να τον ρωτήσω. Μια
μέρα όμως δεν άντεξα.
-Για τον Κύριο, είπα δειλά, κάτι θα σε ρωτήσω και, σε παρακαλώ, μη μου
κρύψεις την αλήθεια.
25
-Πές μου, γιατί από το πρόσωπό σου έρχεται τόση ευωδία;
Η πίστη σου σε κάνει να νιώθεις αυτή την ευωδία. Εγώ ξέρω πώς είμαι
ολόκληρος μια δυσωδία.
-Δώσε μου υπόσχεση πώς δεν θα το αποκαλύψεις σε κανένα, και θα σου πώ.
-Σου το υπόσχομαι.
-Άκου, λοιπόν: Στις ώρες του πειρασμού, όταν χτυπάω τον εαυτό μου, έρχεται
άγγελος, σταλμένος από τον Κύριο, μ’ ένα θυμιατήρι. Με θυμιάζει συνέχεια. Τόσο
πολύ με συνεπαίρνει τότε η ευωδία του ουράνιου αυτού θυμιάματος, που δεν
νιώθω τον πόνο. Αντίθετα μάλιστα, η ψυχή μου ευφραίνεται και χαίρεται
υπερβολικά από την αγγελική επίσκεψη και τη άρρητη ευωδία. Αυτή ακριβώς σε
τυλίγει, όταν με πλησιάζεις.
Έμεινα έκπληκτος με την αποκάλυψη του οσίου και δόξασα τον φιλάνθρωπο
Θεό για το θαύμα Του.
Πόλεμος με τη λαιμαργία.
-Όλα αυτά, μόνο μέχρι το φάρυγγα χαρίζουν ηδονή. Πιο κάτω ευχαρίστηση
καμιά δεν δίνουν! Μόνο ανυπόφορη δυσωδία αναδίνουν! Πήγαινε λοιπόν διάβολε,
εκεί που οι άνθρωποι κάνουν την ανάγκη τους και δες, τι είναι κείνα που μου λές να
φάω! Γεύσου τα εσύ, να ευχαριστηθείς…
Μ’ αυτά τα λόγια χλεύαζε τον πονηρό. Κι όταν εκείνος του ξαναριχνόταν και τον
πολεμούσε αγριότερα, του έλεγε:
-Σήμερα θα φάω και θα πιω με το παραπάνω! Για να σου δείξω, πώς ούτε κι
έτσι θα μπορέσεις να μ’ εμποδίσεις από την προσευχή.
26
Τη μέρα εκείνη έτρωγε ακόμα και κρέας κι έπινε κρασί μπόλικο.
Κι ευθύς πήγαινε στην εκκλησία, σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό κι έλεγε:
και τα επουράνια!
Και συνέχιζε την προσευχή για πολλήν ώρα, μ’ όλο και μεγαλύτερη θέρμη.
-Δές, αδιάντροπε σκύλε, πόσο έφαγα και ήπια! Έ, και τι μ’ αυτό; Από την
εκκλησία κανείς δεν μπορεί να με διώξει. Ο Θεός δεν μ’ αποστράφηκε, ούτε κι οι
άγιοι Του. Ρεζίλι έγινες, πονηρέ και ακάθαρτε! Φύγε μακριά! Χάσου στο σκοτάδι!
Μην ελπίζεις πια σ’ εμένα!
-Αχάριστε δούλε! Δεν σου έδωσα να φάς και να πιείς; Τώρα θέλεις και ύπνο;
Θα σε μάθω εγώ να νυστάζεις!
Τέτοια λέγοντας, χτυπούσε όλο και δυνατότερα το σώμα του. Τόσο, που η
νύστα τελικά υποχωρούσε! Και τότε άρχιζε ν’ αγρυπνεί και να προσεύχεται…
27
-Κοίταξε, Νήφων! Έφαγες και ήπιες. Αν τώρα υπηρετήσεις ανύσταχτα τον
Κύριό σου, θα σε ξαναχορτάσω με τις δωρεές Του. Αν όμως αρχίσεις να λυγάς στον
ύπνο, θα σε πεθάνω στην πείνα και τη δίψα!
-Αλιτήριε, Νήφων! Τσύριξε μια μέρα. Πιο πανούργος κι απ’ τους δαίμονες είσαι!
Ποιός σου τις έδειξε τούτες τις κατεργαριές; Πού τα έμαθες αυτά τα κόλπα, μου λές;
… Αλίμονό μου! Με πάμπολλους πάλεψα ως τώρα, μα τέτοιο σκληρό καρύδι ποτέ
μου δεν συνάντησα! Δεν φτάνει που με βρίζει και με κοροϊδεύει, διαλαλεί κι από
πάνω πώς δεν φοβάται τους δαίμονες. Κακό που με βρήκε! Τον ρίχνω μια φορά,
σηκώνεται, με ρίχνει δυο και τρείς! Και μου λέει ειρωνικά: «Δεν βλάπτει κανέναν να
κρατάμε τις ισορροπίες!». Άλλοτε πάλι με απειλεί: «Μα κι αν πέσω, τι λές, δεν
μπορώ να ξανασηκωθώ;». Τί να κάνω πια… Μά έννοια σου! Νέος είναι ακόμα! Κι
εγώ ξέρω χίλια τεχνάσματα! Θα τον τραβήξω πάλι στο βούρκο της ακολασίας…
Πόλεμος με τη σάρκα
Δεν έχασε καιρό ο πονηρός. Σε λίγες μέρες ρίχνεται πάλι στο Νήφωνα,
φλογίζοντας κι ερεθίζοντάς τον τώρα με πορνικούς λογισμούς. Ο όσιος όμως,
καταλαβαίνοντας πώς ήταν δαιμονικός πόλεμος, μονολογούσε:
Κι από εκείνη τη μέρα άρχισε να τρώει μονάχα ξερό ψωμί, εκτός από τα
Σαββατοκύριακα. Έπειτα έτρωγε μόνο φρούτα ολόκληρη την εβδομάδα. Και μετά
έτρωγε μέρα παρά μέρα. Κάποτε έμεινε νηστικός μέχρι και μία εβδομάδα, χωρίς να
πίνει ούτε νερό. Μ’ αυτόν τον τρόπο δάμαζε σκληρά και ταπείνωνε τη σάρκα του.
Συνήθιζε μάλιστα να λέει:
-Ας υποθέσουμε, πώς ένας άνθρωπος νηστεύει σαράντα μέρες. Ένας άλλος
πάλι τρώει κανονικά όλη την εβδομάδα, δεν πίνει όμως καθόλου νερό. Ε, λοιπόν, ο
δεύτερος κάνει σκληρότερη άσκηση από τον πρώτο. Γιατί, όποιος τρώει χωρίς να
πίνει νερό, βασανίζεται φοβερά. Καμίνι ανάβει στα σπλάχνα του! Όποιος όμως
νηστεύει και το ψωμί και το νερό, έχει αγώνα ευκολότερο. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να
συγκριθεί με τον πρώτο.
28
Πότε – πότε, παρόλο που καιγόταν ο μακάριος από τη δίψα, ήθελε να
περιγελάσει το διάβολο. Έβαζε τότε νερό στο ποτήρι και έλεγε:
-Ώ, τι ωραίο και δροσερό νερό θα πιούμε, ψυχή μου! Μα μόλις που άγγιζε με
τη γλώσσα του το ποτήρι, κι ευθύς έχυνε το νερό στη γη!
-Αχ, Νήφων! Όλες μου τις δυνάμεις τις τσάκισε η χάρη του Σταυρωμένου, και
τα τεχνάσματά μου τ’ αχρήστεψε η θεϊκή δύναμη, που ‘χεις μέσα σου!
Μ’ όλες τις ήττες του, δεν το έβαλε κάτω ο παγκάκιστος. Οπλίστηκε πάλι με
τους σαρκικούς πειρασμούς και όρμησε στον άγιο την ώρα που κοιμόταν. Τον
ερέθισε μέσα στον ύπνο του και τον έκανε να δει στ’ όνειρό του πώς αμάρτησε μ΄
ένα παιδί!
Ζύγιασε με το νού του το βάρος της αμαρτίας, που διέπραξε τάχα στ’ όνειρό
του, κι έβγαλε την απόφαση:
Πιάνει τη στη στιγμή ένα κοντό ξύλο κι αρχίζει να χτυπάει άγρια τα πόδια του.
Τα χτύπησε τόσο, που για καιρό μετά ήταν μελανιασμένα.
29
και οδήγησέ με στο δρόμο των εντολών Σου,
Κοιμόταν κάποτε, και του φάνηκε πως βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο κάμπο. Κι ήτανε,
λέει, τ΄ απόκρυφα μέρη του γεμάτα βρωμερές ακαθαρσίες που τον βάραιναν πολύ.
Επιπλέον η αφόρητη δυσοσμία τους ανέβαινε ως το πρόσωπό του και τον αηδίαζε.
Δεν ήξερε όμως τι να κάνει.
Εκεί που στεκόταν αμήχανος, τον πλησιάζει ξαφνικά ένας λευκοντυμένος και
του λέει:
Στάθηκαν μπροστά σ’ ένα λάκκο γεμάτο βούρκο. Στράφηκε τότε ο άγγελος και
λέει στο Νήφωνα:
Κι έγινε άφαντος.
30
Από το γεγονός αυτό και στο εξής, καθώς ομολογούσε ο ίδιος, δεν είχε πια
καμιά εξουσία επάνω του το πνεύμα της πορνείας. Μα κι όταν τον πολεμούσε,
πάντα έβγαινε δυνατότερος απ’ αυτό, λέγοντάς του:
Τα έχανε ο διάβολος με την εξυπνάδα του και μαζευόταν από φόβο. Κι όταν ο
Νήφων τον έβλεπε να φεύγει ντροπιασμένος, στεκόταν και τον παρατηρούσε
κοροϊδευτικά, χλευάζοντας την αδυναμία του. Μολαταύτα, ο πονηρός δεν άφηνε
ήσυχο τον άγιο. Πάλι και πάλι ριχνόταν εναντίον του, με νέες κάθε φορά επινοήσεις
και επιβουλές.
Μια μέρα, εκεί που καθόταν αμέριμνος αλλά και άγρυπνος, στράφηκε και
ρώτησε το Θεό:
Μα πριν αποσώσει καλά –καλά το λόγο του, βλέπει λίγο μακρύτερα απ’ το κελί
του, πάνω σε κάτι ακαθαρσίες, ξαπλωμένο ένα μαύρο σκύλο.
Εκείνος τότε πετάχτηκε πάνω και χύμηξε στον όσιο, θέλοντας, θαρρείς, να τον
ξεσκίσει. Μα σαν έφτασε κοντά του, στάθηκε.
Άλλοτε πάλι, καθώς κοιμόταν καθισμένος σ’ ένα στασίδι της εκκλησίας, έρχεται
ο διάβολος, ανεβαίνει στα πόδια του κι αρχίζει να τον τρομάζει.
31
Εκείνος ξύπνησε αμέσως και δοκίμασε να σηκωθεί, μα δεν μπορούσε. Λες κι
ήταν δεμένος. Κατάλαβε. Ο πονηρός είχε κάνει πάλι το «θαύμα» του! Τον έφτυσε
κατάμουτρα και τον επιτίμησε:
-Ώ αδιόρθωτε εχθρέ του Θεού! Τόσα έπαθες από τον Κύριο μου Ιησού Χριστό,
κι ακόμα μυαλό δεν έβαλες.
Τότε κατόρθωσε να κουνήσει λίγο το δεξί του πόδι. Το σήκωσε με κόπο και,
δίνοντας τάχα μια κλωτσιά στο σατανά, του είπε:
-Ο Θεός, πονηρέ, να σ’ αφανίσει εντελώς! Όσο για μένα, δεν φοβάμαι τις
αισχρές επιβουλές σου.
Εσύ, που κρατάς όλη την κτίση μες στη χούφτα Σου,
(Παροιμ. 3-34)
Και να! Ξάφνου το Πνεύμα του Θεού άστραψε μπροστά του, πλημμυρίζοντας
την καρδιά του μ’ ευφροσύνη και χαρά μεγάλη.
-Νήφων, Νήφων, του λέει. Εγώ θα σου δώσω δύναμη κι εξουσία κατά των
ακαθάρτων δαιμόνων. Πρόσεξε μόνο, να μείνεις πάντα ταπεινός. Γιατί όσο αγαπώ
32
τους ταπεινούς, τόσο αποστρέφομαι τους υπερήφανους. Αν θές λοιπόν να σ’
αγαπώ, να ΄χει ταπείνωση. Μα να θυμάσαι και τούτα: Ποτέ μην ορκιστείς. Κανένα
μη περιγελάσεις. Ψέμα μην ξεστομίσεις. Ποτέ μην οργιστείς μήτε να κατακρίνεις
άνθρωπο, κι αν αμαρτήσει ακόμα. Πρόσεξε, γιατί θα ΄ναι βαριά η τιμωρία για όλα
αυτά. Εσύ λοιπόν να μη μοιάσεις στους αμαρτωλούς. Βαδίζεις, βέβαια, μέσα στις
παγίδες του διαβόλου. Μα να έχεις το νού σου, για να μην πιαστείς σε καμιά…
Κουράγιο! Εγώ είμαι μαζί σου!
Μόλις είπε τα λόγια αυτά το Πνεύμα του Θεού, έφερε τον όσιο σε έκσταση.
Βλέπει τότε εκείνος ένα μακρύ δρόμο, που οδηγούσε προς την ανατολή. Τον
φύλαγαν κάποιοι άνδρες, θεόρατοι και μαύροι σαν Αιθίοπες, μ’ αρματωσιά βαριά
και δόρατα στα χέρια. Στην αρχή του δρόμου στριμώχνονταν πλήθος ανθρώπων,
που ήθελαν να προχωρήσουν. Φοβόντουσαν όμως τους φοβερούς φύλακες.
-Φοβάμαι κι εγώ…
33
-Προχώρησε τώρα στο δρόμο. Οι μαύροι θα παραλύουν στο πέρασμά σου.
Κανένας δεν θα ακουμπήσει χέρι πάνω σου.
-Ζητήστε το κι εσείς με προσευχή και νηστεία από το Θεό, και χωρίς άλλο θα
σας το δώσει. Αν δεν το ζητήσετε, δεν θα το πάρετε. Κι αν δεν το πάρετε, δεν θα
μπορέσετε να περάσετε κι απ’ τη στράτα τούτη – τη μόνη που οδηγεί στη ζωή!
Αυτός που είδατε, πήρε «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», 36 επειδή
χρόνια πολλά τη ζητούσε από το Θεό. Και μόλις τώρα την αξιώθηκε… Κοιτάξτε τον
λοιπόν πώς βαδίζει!
Έριξαν όλοι τα βλέμματά τους πάνω στο Νήφωνα, και τον είδαν να προχωράει
στο δρόμο ανεμπόδιστα. Έφτασε στην πρώτη σκοπιά, όπου στέκονταν δύο
Αιθίοπες. Στο πλησίασμά του, τράβηξαν τα σπαθιά τους. Τα σήκωσαν για να τον
χτυπήσουν, αλλά μεμιάς τα χέρια τους κοκάλωσαν!
-Ποιός έστησε εδώ πέρα τα βδελύγματα τούτα, που μας φράζουν το δρόμο
προς τη ζωή;…
34
-Θέλεις εξήγηση σε όσα είδες; Πρόσεξε: Η στράτα που πήρες, είναι η «στενή
και τεθλιμμένη οδός».37 Οι αιθίοπες είναι οι πονηροί δαίμονες, που πασχίζουν να
εμποδίσουν όσους θέλουν να τη βαδίσουν. Τώρα πια σου φανερώθηκε καθαρά, ότι
κανένας δεν μπορεί να την περάσει, αν δεν μου ζητήσει πρώτα να του δώσω
καρδιά ταπεινή και συντετριμμένη. Εσύ τη ζήτησες και την πήρες. Από δω και πέρα
δεν έχεις να φοβηθείς «από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας,
από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τον Ύψιστον έθου καταφυγήν
σου».38 Έχε το νού σου όμως! Μεγάλος πειρασμός θα σηκωθεί εναντίον σου. Μα
δεν θα νικηθείς, γιατί εγώ είμαι μαζί σου.
Αυτά είπε το Άγιο Πνεύμα του Θεού κι έλυσε την οπτασία. Μια άρρητη ευωδία,
που συνόδευε την παρουσία Του, τύλιγε ακόμα τον όσιο.
Στην εκκλησία, μετά την ακολουθία, έβαζε σ’ όλους μετάνοια. Ο ίδιος όμως
έκλεινε τα μάτια, για να μη δει κανένα να του την ανταποδίδει – τόσο πολύ μισούσε
κι απωθούσε την ανθρώπινη δόξα.
εκτίμηση ή σεβασμό.
35
Αντί για τούτα, χάρισέ μου
-Τί έκανες. Άθλιε; Ήρθες κι εδώ, για να μολύνεις αυτούς τους αγίους
ανθρώπους; Αλίμονό σου, ακάθαρτε! Φαίνεσαι άνθρωπος, μα στα έργα είσαι
πονηρός δαίμονας!
-Θεέ μου, ελέησέ με, γιατί δεν έχω κάνει κανένα καλό. Έτσι ταπείνωνε τον
εαυτό του, θεωρώντας τον χώμα στα πόδια των αδελφών.
-Ψυχή μου, μονολογούσε συχνά, θαρρώ πώς είσαι στ’ αλήθεια χειρότερη κι
από το χώμα, που έχουν οι αδελφοί στα παπούτσια τους. Γιατί εκείνο τουλάχιστον
τινάζεται και πέφτει, καθώς τρέχουν. Ενώ εσύ, ταλαίπωρη, ξεπέρασες κάθε
δαιμονική βρωμιά. Αλίμονό σου την ημέρα της Κρίσεως!...
Έτσι ταλανίζοντας τον εαυτό του, λάτρευε τον Κύριο μ’ ευσέβεια κι αγάπη.
-«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν Κύριε, κατά πάντα και δια πάντα». 40
-Δεν φτάνει που έρχεται ο Χριστός μπροστά στα πόδια μας να ζητιανέψει;
Πρέπει να μας προσκυνάει και να παρακαλάει και να μας ικετεύει με δάκρυα; Όχι
δα! Αντίθετα, εμείς οφείλουμε όχι μόνο την εντολή της ελεημοσύνης να τηρούμε,
αλλά και να παρηγορούμε και να υπηρετούμε και σεβασμό να δείχνουμε στον
36
φτωχό συνάνθρωπό μας. Μακάριος είναι όποιος φροντίζει για τα πλάσματα του
Χριστού!
Έτσι λοιπόν, μες στη βαθειά ταπείνωση, κυλούσε η ζωή του οσίου. Κι αν
συνέβαινε καμιά φορά ν’ αμαρτήσει, αμέσως έτρεχε στην εκκλησία να
εξομολογηθεί. Και με στεναγμούς παρακαλούσε το Θεό να συγχωρέσει την αμαρτία
του. Γιατί, όπως έλεγε, αφού ο άνθρωπος κάθε μέρα αμαρτάνει, κάθε μέρα πρέπει
και να μετανοεί. Κι έτσι, ό,τι ράβει ο σατανάς, εμείς θα του το ξηλώνουμε!
Ο μεγάλος πειρασμός.
Όπως τον είχε προειδοποιήσει το Πνεύμα του Θεού, ήρθε κι η ώρα του
μεγάλου πειρασμού…
Ας δούμε όμως τώρα, τι έγινε με τον μεγάλο πειρασμό που τον βρήκε.
Πάγωσε…
37
«Τί να είναι αυτό;», αναρωτήθηκε.
Νύχτες και μέρες συνέχιζε να τον βασανίζει μ’ αυτόν τον τρόπο. Το είχε βάλει
σκοπό να του σαλέψει ολότελα τα λογικά!
Την ίδια στιγμή έριξε στο νου του σκοτάδι και σύγχυση, τριβελίζοντάς τον
ασταμάτητα με τα φρικτά τούτα λόγια:
38
Να ποιός ήταν λοιπόν ο τελικός του σκοπός. Αποκαλύφθηκε τώρα. Ήθελε να
ρίξει τον όσιο ολότελα στην απιστία! Και το καταχθόνιο σχέδιό του ήταν χωρισμένο
σε τρεις διαδοχικές φάσεις˙ Πρώτα, επίθεση και αιχμαλώτιση της διάνοιας του
Νήφωνα. Έπειτα, σκοτισμό και αποχαύνωσή του. Και τέλος, το γκρέμισμά του στο
θανάσιμο βάραθρο της απιστίας και της παραφροσύνης.
Σκιζόταν η καρδιά του οσίου, σαν άκουγε τον φαρμακερό λόγο του νοητού
φιδιού. Και μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει, αντίλεγε:
Άρχιζε, λόγου χάρη, να λέει, όπως συνήθιζε, ένα ψαλμό. Ενώ όμως τα χείλη
του ψέλλιζαν τα λόγια του ψαλμού, ο σκοτισμένος νους του δεν τα καταλάβαινε.
Αυτή η κατάσταση τον στενοχωρούσε και τον φαρμάκωνε.
Αυτός ο φρικιαστικός λόγος βύθιζε το νου του σε πηχτό σκοτάδι και την καρδιά
του σ’ απαρηγόρητη θλίψη. Τόση ήταν η λύπη κι η ταραχή του απ’ τον σατανικό
πόλεμο, που και στο δρόμο ακόμα τον έβλεπες να περπατάει σαν απελπισμένος κι
αδιάφορος για όλα.
-Άκου δω! Του λέει. Δεν θα σου ζητήσω πια τίποτα άλλο, παρά μόνο να κόψεις
την προσευχή που κάνεις πρωί και μεσημέρι.
39
Α, η αναίδειά του ξεπερνούσε κάθε όριο…
-Άκου κι εσύ! Του απαντάει ο Νήφων. Και στην πορνεία να πέσω… και φονιάς
να γίνω… κι ό,τι άλλο να κάνω… απ΄ τα πόδια του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν
φεύγω. Πάρε το απόφαση!
-Τί λές; Και υπάρχει Χριστός; Χριστός δεν υπάρχει! Ποιός πάλι σε πλάνησε,
πως υπάρχει τάχα Χριστός;… Όχι, δεν υπάρχει! Εγώ μόνο κυριαρχώ στα
σύμπαντα. Εσύ λοιπόν γιατί μ’ απαρνήθηκες;
-Υπάρχει Χριστός, άθλιε! Ναι, υπάρχει, Θεός μαζί και άνθρωπος! Μα… ως
πότε θα τυραννάς το πλάσμα του Θεού, αχρείε; Δεν πρόκειται να με πλανέψεις,
κατάλαβέ το, πανούργε και σκοτεινέ! Ναι, σκοτάδι είσαι και στο σκοτάδι ζεις και με
το σκοτάδι πολεμάς τους ανθρώπους. Αλλά και στο σκοτάδι θα βασανίζεσαι στους
ατέλειωτους αιώνες. Χάσου από δω, εχθρέ του Θεού και των αγίων Του!
Ήταν να θαυμάζει κανείς την υπομονή και την καρτερία, που έδειχνε ο δίκαιος!
Μα κι από τα χείλη του δεν έλειπε η δοξολογία του Θεού.
Εκείνος όμως ο κακούργος δεν ξεκολούσε από κοντά του, λέγοντας και
ξαναλέγοντας αδιάκοπα:
-Τί δηλαδή; Νομίζεις πώς υπάρχει Θεός; Και πού τον είδες το Θεό μου λές;
Ποιός σου τον έδειξε; Και πού μένει;… Δείξε μού τον, και θα πιστέψω κι εγώ!
Τέσσερα χρόνια, όπως είπα, τον βασάνιζε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ό,τι κι αν έκανε
– έτρωγε, κοιμόταν, προσευχόταν… αυτόν τον λογισμό του έβαζε, αναγκάζοντάς
τον να πιστέψει πως δεν υπάρχει Θεός. Του έπαιρνε το μυαλό μ’ αυτή την
εξοντωτική επανάληψη. Κι ήταν να κλαίς, βλέποντας τον δίκαιο να γκρεμίζεται στη
δυσπιστία…
Άλλοτε έλεγε: «Υπάρχει Θεός!». Και άλλοτε, κάτω από την επήρεια του
διαβόλου: «Όχι… μάλλον Θεός δεν υπάρχει…».
Έφτασε στην απόγνωση. Ένιωθε την ψυχή του γυμνή και κούφια. Δεν άφηνε
όμως την προσευχή και τη μελέτη του.
Ένα βράδυ πήγε στην εκκλησία και στάθηκε να προσευχηθεί μπροστά στην
εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. αλλά, … νάτος πάλι ο διάβολος!
40
-Θεός δεν υπάρχει! Άρχισε να τον τριβελίζει, όπως πάντα.
Σηκώνει τότε τα μάτια του ο δίκαιος και κοιτάζει πονεμένα τη μορφή του
Χριστού. Ένας βαθύς στεναγμός βγήκε από τα βάθη της καρδιάς του. Άπλωσε
ικετευτικά τα χέρια του στην εικόνα και φώναξε:
-«Ο Θεός ο Θεός μου, πρόσχες μοι˙ ίνατί εγκατέλιπές με;» 43. Βεβαίωσέ με, Θεέ
μου, πώς υπάρχεις, γιατί αλλιώς θα σταματήσω όσα κάνω γι’ το άγιο όνομά Σου,
και θα υπακούσω στις ορμήνειες του διαβόλου!
Σώπασε και περίμενε… Ενώ είχε στυλωμένη τη ματιά του στο ιερό εικόνισμα,
το βλέπει ξάφνου ν’ αστράφτει! Τι πρόσωπο του οσίου λούστηκε στο φως. Μια
άρρητη ευωδία τον τύλιξε…
Πατέρα, παντοκράτορα,
41
Εσύ δα ξέρεις, Κύριε,
Βυθίζοντάς με ολότελα
Ήταν ακόμα πεσμένος με το πρόσωπο στη γη. Ανασηκώθηκε λίγο και κοίταξε
δειλά τη σεβάσμια εικόνα.
Τί ήταν αυτό που αντίκρισε! Το πρόσωπο του Κυρίου έλαμπε σαν ήλιος! Ο
Νήφων μαγνητίστηκε από την απερίγραπτη γλυκύτητα και την υπερκόσμια χάρη
Του. Μα το πιο θαυμαστό ήταν τούτο: Σαν άνθρωπος ζωντανός γύριζε τα μάτια Του
ο Χριστός εδώ κι εκεί, έπαιζε τα φρύδια και σάλευε τα χείλη!
Είπε και άλλες πολλές ευχαριστήριες προσευχές στον Κύριο, κι έφυγε από την
εκκλησία. Πήγε στο κελί του και, ήρεμος πια, αποκοιμήθηκε λιγάκι. Η καρδιά του
ήταν γεμάτη χαρά πνευματική…
42
Από τότε άλλαξε. Τώρα περπατούσε με ζωντάνια και χάρη, χαμογελαστός κι
ευδιάθετος πάντα. Με όλους τους ανθρώπους ήταν πρόσχαρος και γλυκομίλητος.
Όσοι λοιπόν τον ήξεραν, αναρωτιόντουσαν απορημένοι:
-Τόσα χρόνια ήταν απλησίαστος. Βαρύς και σκυθρωπός. Πώς έγινε τώρα έτσι
χαρωπός κι εγκάρδιος; μήπως είδε κανένα όραμα;…
Και οι άνθρωποι έκαναν, βέβαια, τις υποθέσεις τους. Ο Νήφων πάλι, κάθε
φορά που αντίκριζε εκείνη την εξαίσια μορφή του Κυρίου, άπλωνε τα χέρια, άνοιγε
διάπλατα τα μάτια και προσευχόταν δοξολογικά:
-Πού είναι εκείνος ο κακούργος, που έλεγε πώς δεν υπάρχει Θεός; Ρεζίλι έγινε
ο ανόητος, ο φλύαρος, ο βρωμερός, ο σκοτεινός και μισόκαλος! Μου φανερώθηκε ο
Κύριός μου και μου έδωσε σημείο, όπως στον μακάριο Θωμά, όταν απίστησε.
«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω
σωτήρι μου».
Κάποτε ο Νήφων άκουσε έναν σοφό γέροντα να λέει, πώς οι πόνοι γεννάνε
δόξα. Σκίρτησε η ψυχή του την ώρα εκείνη, και θέλησε να ασκηθεί στην υπομονή
του πόνου.
43
Όταν τέλειωνε την προσευχή του κι έκανε να σηκωθεί, ίσα που μπορούσε να
κουνηθεί. Και τα δυό του πόδια, πιασμένα και μουδιασμένα, ήταν λές κολλημένα
πάνω στην πέτρα. Με μεγάλη βία και αργές κινήσεις τα άπλωνε ένα- ένα. Οι
αρθρώσεις έτριζαν οδυνηρά. Εκείνος όμως έλεγε παρηγορητικά στον εαυτό του:
«Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Αφού δεν αντέχεις αυτόν τον μικρό πόνο,
πώς θ’ αντέξεις τη φλόγα της κολάσεως…».
44
Ξαφνικά όμως, χωρίς να το καταλάβει κι ο ίδιος, αποτόλμησε το πήδημα και…
βρέθηκε καθισμένος στο θρόνο! Ώ, τι χαρά ένιωσε, αγναντεύοντας από κει το
πανόραμα που τον τριγύριζε! Ωστόσο απορούσε:
Η απορία του κορυφώθηκε, όταν είδε το ίδιο όνειρο όχι μόνο την επομένη,
αλλά και την Τρίτη νύχτα. Ζήτησε τότε τη βοήθεια του Θεού.
Και ο Θεός, πράγματι, του φώτισε το νου, κι έτσι μπόρεσε να εξηγήσει μόνος
του το όραμα:
«Η ανάβαση στο στύλο είναι ο τραχύς δρόμος των αρετών, που οδηγεί στην
ουράνια βασιλεία. Το τελευταίο εκείνο σημείο, που δυσκολεύτηκα να περάσω,
σημαίνει, ότι πολλές φορές ξαναγυρνάμε στα γήινα κι έτσι δυσκολευόμαστε να
φτάσουμε ως την απάθεια. Γιατί ο θρόνος, όπου κάθισα κι ατένισα τα πάντα, είναι η
απάθεια. Αυτή βρίσκεται πάνω απ’ όλες τις αρετές, σαν θρόνος. Κι όποιος καθήσει
σ’ αυτόν το θρόνο, βλέπει καθαρά τα πάντα – και τα θεία και τα ανθρώπινα και τα
δαιμονικά».
Μόλις ξεδιάλυνε το όνειρο ο δίκαιος, δόξασε μ’ όλη του την καρδιά το Θεό, που
τόσο νοιάζεται γι’ αυτόν και τον φροντίζει.
Συνήθιζα να τον επισκέπτομαι συχνά. Μια μέρα λοιπόν, όταν πήγα, τον βρήκα
να διαβάζει. Χάρηκε, όπως πάντα, που με είδε. Σηκώθηκε, με ασπάσθηκε κι έκανε
να ξαναπιάσει το βιβλίο. Εγώ όμως είχα πάει εκεί για ν’ ακούσω λόγο ψυχωφελή
απ’ το στόμα του. Γι΄ αυτό τον παρακάλεσα να διακόψει τη μελέτη του κα να μου
μιλήσει για τη μετάνοια.
45
-Πίστεψέ με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός μας δεν θα κρίνει το χριστιανό επειδή
αμάρτησε.
Χαμογέλασε αινιγματικά.
-Άκου, παιδί μου, να σου το εξηγήσω: Δεν κρίνει ο Θεός το χριστιανό που
αμαρτάνει, αλλά γιατί δεν μετανοεί. Τον ν’ αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί, είναι
ανθρώπινο. Το να μη μετανοεί, όμως, είναι γνώρισμα του διαβόλου και των
δαιμόνων του. Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, θα κριθούμε: Γιατί δεν ζούμε συνεχώς
μέσα στη μετάνοια.
Και παίρνοντας αφορμή από τη συζήτησή μας εκείνη, μου διηγήθηκε με πολλή
ενάργεια ένα θαυμάσιο γεγονός, που ακούγοντάς το και μόνο, τα χάνει κανείς με
την άφατη φιλανθρωπία του Κυρίου.
Λίγο καιρό αφότου η χάρη του Θεού τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στη
μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σε μια περιοχή, που λέγεται «του Αριστάρχου», και
αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ένιωσε όπως ο άσωτος γιος της παραβολής.
Ξαφνικά, από μια εσωτερική παρόρμηση, λέει στον εαυτό του:
Δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στο ναό. Λες και είχαν φτερά τα πόδια του.
Στάθηκε στα πρόθυρα. Στράφηκε στ’ ανατολικά, σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι
έκραξε με στεναγμούς:
46
Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών,
Μη μ’ αποστέρξεις, Δέσποτα˙
47
έλεος δείξε, σώσε με!
Δεν είπε μόνο αυτά, μα και πολλά άλλα, με την ψυχή φαρμακωμένη…
Ξάφνου, μια βροντή ακούστηκε απ’ τον ουρανό, κι ένα φως, ακτινωτό και
φοβερό, έλαμψε. Κι εκείνο το φως έγινε σαν αγκαλιά, που έκλεισε μέσα της τον
όσιο και τον ασπάσθηκε τρυφερά! Συνάμα μια γλυκιά, ουράνια φωνή ακούστηκε να
λέει:
-Καλώς όρισε ο γιός μου! Καλώς το, το παιδί μου, το πικραμένο μου!
ξαναζωντάνεψε το παλικάρι μου. Ξαναβρέθηκε το χαμένο μου. Πώς αναστέναζα, γιε
μου, για σένα! Πώς καιγόταν η καρδιά μου κι αδημονούσε κι έλεγε: «Να, ώρα την
ώρα θα γυρίσει. Κι αν όχι το πρωί, σίγουρα όμως ως το βράδυ…» Πώς μ’ έλιωνε η
έγνοια σου!... Χαρά σ’ εμένα τώρα, που φωτίστηκαν τα μάτια σου, ξανάνιωσε η
ψυχή σου, και από μόνος σου πια θα μ’ ομολογείς χωρίς δισταγμό!
Με τα λόγια αυτά τον ασπάσθηκε πάλι και χάθηκε στον ουρανό. Κι ό δίκαιος,
απ’ τη γλυκύτητα του ασπασμού, έπεσε σαν σε έκσταση.
Μόλις συνήλθε λίγο, άλλο τίποτα δεν μπόρεσε να κάνει ή να πει, παρά μόνο να
ψελλίσει:
Και πάλι:
48
Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από εκείνο τον ανέκφραστο ασπασμό. Ύστερα
κίνησε για το κελί του σαν χαμένος απ’ την έκσταση, που του προκάλεσε η θεϊκή
επίσκεψη. Από τότε, καθώς έλεγε, με πολλή ευκολία και προθυμία βάδιζε στο
δρόμο του Θεού.
Σαν έφτασε λοιπόν στο κελί του, το ίδιο εκείνο βράδυ, πυρπολημένος από θείο
πόθο, άρχισε πάλι να προσεύχεται:
και που
κι εμένα καταστόλισε
49
για το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης Σου.
και να ζωογονούνται,
Με τα τελευταία τούτα λόγια, έλαμψε και πάλι φως ουράνιο. Την ίδια στιγμή του
παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, κρατώντας ένα δοχείο γεμάτο μύρο. Όλο εκείνο το
μύρο του το άδειασε στο κεφάλι. Από κει κύλησε και μούσκεψε όλο του το σώμα. Ο
τόπος πλημμύρισε ευωδία…
Τα ρούχα του μοσχομύριζαν αρκετές μέρες, πράγμα που έκανε τους άλλους ν’
απορούν. Μερικοί ξεθάρρεψαν και τον ρώτησαν:
Μα εκείνος απαντούσε:
50
-Κύριε και Θεέ μου,
51
μήτε ένας που θα πει πώς είμαι άγιος,
φιλάνθρωπε!
εύσπλαχνε!
Μια μέρα είχε επισκέπτες – ήμουνα κι εγώ εκεί – και τους μιλούσε για την
κενοδοξία και την ταπείνωση. Πρίν φύγουν, του έβαλαν βαθειά μετάνοια. Μετά την
αναχώρηση των ξένων λοιπόν, τον ρωτάω:
-Για ποιό λόγο, πάτερ μου, στυλώνεις το βλέμμα σου στη γη, όταν κάποιος σου
βάζει μετάνοια;
-Συγχώρεσε με, αδελφέ μου, αλλά όταν κάποιος μου βάζει μετάνοια, την ίδια
στιγμή εγώ κατεβαίνω με το νου στον άδη, και κάθομαι εκεί μέχρι που να σηκωθεί ο
άλλος. Και όταν εκείνος σηκωθεί, τότε μονάχα σηκώνομαι κι εγώ και τον
κατευοδώνω. Είμαι άξιος εγώ, ένας βρωμερός σκύλος, ένα συντρίμμι σώματος και
ψυχής, να πέφτουνε στα πόδια μου τα τέκνα του Θεού;
Με τόσο θαυμασμό άκουσα την απόκρισή του, που μου ξέφυγε ένας
αναστεναγμός κι ένα αυθόρμητο «Κύριε, ελέησον!».
-Γιατί θαυμάζεις; Μου είπε. Καλύτερα να ζηλέψεις και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.
-Αν δεν μπορείς να κατέβεις στον άδη, τότε μπές νοερά κάτω απ΄ τα πόδια του
αδελφού. Αν κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, λέγε τουλάχιστον: «Εγώ είμαι ο
αμαρτωλότερος απ΄ όλους τους ανθρώπους». Αν ούτε κι αυτό μπορείς, τότε
καταδίκαζε και εξευτέλιζε τον εαυτό σου. Αν και τούτο σου φαίνεται βαρύ, σκύβε το
κεφάλι σου στη γη και λέγε: «Γη ειμί και εις γην απελεύσομαι». 49 Το βρίσκεις
52
δύσκολο ακόμα κι αυτό; Λέγε λοιπόν ακατάπαυστα τον θείο λόγο: «Ο Θεός,
ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσόν με».50
Ο σωστός εκκλησιασμός
-Μα είναι άραγε αμαρτία, να κάνει κανείς όσα είπες; Τον ρώτησα επίτηδες, για
να τον αναγκάσω να μου πει περισσότερα.
-Άκουσε, παιδί μου. Πάνω απ’ τους ανθρώπους που στέκονται στην εκκλησία
βρίσκονται πολύ περισσότεροι άγγελοι και ψάλλουν αόρατα μαζί τους. Αν όμως
κάποιος από το εκκλησίασμα αρχίσει να χωρατεύει ή να κουτσομπολεύει ή να
συζητάει για βιοτικές υποθέσεις, οι άγγελοι, που τον βλέπουν, αφήνουν την
υμνωδία και πιάνουν τη θρηνωδία για την κατάντια του, λέγοντας: «Αχ, πώς
αιχμαλωτίστηκε έτσι η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που στέκεται μέσα στην
εκκλησία με τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεού, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ο
Θεός έσκυψε απ’ τα ουράνια για ν’ ακούσει προσευχή ταπεινή και λόγια
παρακλητικά, κι αντί γι’ αυτά ακούει αστεία και κουτσομπολιά».
Τα λόγια του με τρόμαξαν. Από τότε, αν ποτέ μου ξέφευγε στην εκκλησία
κανένας μάταιος λόγος, τα θυμόμουνα και ντρεπόμουνα τους αγγέλους του Θεού.
(Σειράχ 35:17)
Ένα απόγευμα ήμουν πάλι κοντά του κι ευφραινόμουν από τις διδαχές του.
Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, με πήρε να πάμε στο ναό του αγίου
μεγαλομάρτυρος Αναστασίου για να προσευχηθούμε.
53
ενοχλημένος. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, ψιθύρισε κάτι και συνέχισε την
πορεία του. Την ίδια στιγμή έπαψε όλη εκείνη η δαιμονική φασαρία. Περάσαμε
ατάραχοι, χωρίς να ακούσουμε καμιάν αισχρολογία. Μόλις όμως ξεμακρύναμε,
άρχισαν πάλι τα ίδια.
Με θαυμασμό κατάλαβα τι είχε γίνει: Όταν δυσφόρησε και κοίταξε τον ουρανό,
θα είπε, φαίνεται, κάτι τέτοιο: «Κύριε, φράξε τα στόματά τους για να μη φλυαρούν,
μέχρι να περάσουμε». Έτσι κι έγινε.
Στο ναό του αγίου Αναστασίου προσευχήθηκε θερμά πολλή ώρα, κι έπειτα
φύγαμε. Προχωρήσαμε λίγο και ήρθαμε στο δρόμο του Χαλκουργείου, όπως
λέγεται. Εκεί είναι ένα αρχοντικό, που πάνω από την πύλη του έχει μια εικόνα της
Θεοτόκου με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά της και τους τρεις Μάγους να
προσφέρουν τα δώρα τους. Κάτω απ’ αυτή την εικόνα υπάρχει ένα υπέροχο
ψηφιδωτό, που απεικονίζει εκφραστικότατα τη μορφή του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού. Την εικόνα αυτή την ευλαβούνται πολύ οι κάτοικοι της πόλης. Πάνε κι
έρχονται ασταμάτητα, άλλοι μέρα κι άλλοι νύχτα, κάνοντας μπροστά της προσευχές
και δεήσεις.
54
κρυφά κι απ’ τις ουράνιες Δυνάμεις.
Θαύμα πρωτάκουστο!
-άσαρκος μπαίνοντας,
55
την άχραντη Θεότητά Σου.
με έλεος, με ευσπλαχνία
Αυτή η προσευχή στον Κύριο και άλλες όμοιες ξεχύθηκαν από το στόμα του
οσίου.
Φεύγοντας από κει, περάσαμε έξω από ένα πορνείο. Στο κατώφλι του καθόταν
κάποιος νέος ωραίος και ευγενικός. Φαινόταν πολύ λυπημένος, κυριολεκτικά
απελπισμένος. Πότε σκέπαζε το πρόσωπό του με τις παλάμες και ξεσπούσε σε
56
λυγμούς πότε έγερνε το κεφάλι στο στήθος και στέναζε πονεμένα˙ πότε σήκωνε τα
χέρια στον ουρανό και προσευχόταν με δάκρυα˙ πότε στήριζε το σαγόνι στα χέρια
και βυθιζόταν σε μιαν απελπισμένη σιωπή.
Βλέποντάς τον ο όσιος σ’ αυτή την κατάσταση, τον συμπόνεσε τόσο, που τον
πήραν κι αυτόν τα κλάματα. Σκούπισε όμως τα μάτια του, τον πλησίασε και του είπε
στοργικά:
-Εγώ, τίμιε Νήφων, είμαι άγγελος του Θεού, αποκρίθηκε εκείνος. Και καθώς
όλοι οι χριστιανοί παίρνουν την ώρα του βαπτίσματός τους από έναν άγγελο
φύλακα της ζωής τους, έτσι κι εγώ προστάχθηκα από το Θεό να φυλάω κάποιον
άνθρωπο. Αυτός όμως με καταπικραίνει, γιατί κυλιέται μέσα στις ανομίες. Να, και
τώρα βρίσκεται σ’ αυτό το καταγώγιο και αμαρτάνει με μια πόρνη. Βλέποντας
λοιπόν αυτό το κατάντημα, πώς να μην κλάψω; Πώς να μη θρηνήσω την εικόνα του
Θεού, που ξέπεσε και βυθίστηκε σε τέτοιο σκοτάδι;
-Και γιατί δεν τον νουθετείς να εγκαταλείψει τη ζοφερά αυτή αμαρτία; Ρώτησε ο
Νήφων.
-Επειδή δεν μπορώ πια να τον πλησιάσω. Από τότε που άρχισε ν’ αμαρτάνει,
έγινε δούλος των δαιμόνων κι εγώ δεν έχω καμιά εξουσία πάνω του.
-Καλά, πώς δεν έχεις εξουσία; Δεν σου τον εμπιστεύθηκε ο Θεός;
-Άκουσε με, δούλε του Χριστού. ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και
τον άφησε ελεύθερο ν’ ακολουθήσει το δρόμο που του αρέσει. Του έδειξε τη στενή
οδό, του έδειξε και την πλατειά. Και του είπε: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η
απάγουσα εις την ζωήν».25 «Πλατεία και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την
απώλειαν».26 Αφού λοιπόν τον όπλισε με τον θείο νόμο Του και με τις διδαχές των
αγίων Του, τον άφησε να πορεύεται όπως θέλει, με οδηγό τη συνείδησή του,
έχοντάς τον βέβαια προειδοποιήσει για την έκβαση του κάθε δρόμου: Ο ένας δίνει
λίγη πρόσκαιρη ηδονή, μα οδηγεί στη αιώνια κόλαση. Ο άλλος έχει λίγο πρόσκαιρο
κόπο, μα φέρνει στην αιώνια ανάπαυση. Λοιπόν, ποιά νουθεσία μπορώ να δώσω
εγώ στον άνθρωπο, που μου έδωσε ο Θεός να φυλάω; Ο ίδιος ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός, με το δικό Του στόμα, νουθετεί και παρακαλεί και διδάσκει όλους
57
τους ανθρώπους ν’ απέχουν από ακάθαρτα έργα. Μα εκείνοι, που προσέχουν τα
λόγια Του και τα εφαρμόζουν, είναι τόσο λίγοι!...
-Γιατί όμως κάθε τόσο σήκωνες τα χέρια σου στον ουρανό στενάζοντας;
Ρώτησε τον άγγελο ο άγιος.
Καθώς φεύγαμε κι εμείς, ο όσιος βρήκε την ευκαιρία να μου μιλήσει για το
πάθος και την αμαρτία της πορνείας.
-Πιο βρωμερή αμαρτία απ’ αυτή δεν υπάρχει, έλεγε. Αν όμως ο ακόλαστος
άνθρωπος θελήσει να μετανοήσει, ο Θεός τον δέχεται πιο πρόθυμα και πιο θερμά
απ’ όλους τους άλλους αμαρτωλούς. Γιατί ξέρει πόσο δυνατό είναι το πάθος τούτο,
αφού και από τη φυσική γενετήσια ορμή του ανθρώπου τρέφεται, αλλά και από
τους δαίμονες επιπλέον κεντρίζεται με τους διάφορους πειρασμούς. Όποιος θέλει
να το νικήσει, θα το κατορθώσει μόνο αν αγωνιστεί να λιγοστέψει τον ύπνο του και
το φαγητό του.
-Κάποτε συνάντησα έναν άνθρωπο που πορευόταν στον ευρύχωρο δρόμο της
αμαρτίας. Και να! Άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου, και είδα ίσαμε τριάντα δαίμονες
να θορυβούν ολόγυρά του. Άλλοι βούιζαν σαν μύγες στο πρόσωπό του, άλλοι
ζουζούνιζαν σαν κουνούπια στ’ αυτιά του, ενώ τρεις τον είχαν δέσει με σκοινιά από
το λαιμό, τα πόδια και τη μέση και τον έσερναν βάναυσα πότε εδώ και πότε εκεί.
Μπροστά στο αξιοθρήνητο εκείνο θέαμα, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Ποιοί να
είναι αυτοί οι τρείς, που σέρνουν τον άνθρωπο με τα σκοινιά;», συλλογίστηκα. Και
μου αποκαλύφθηκε, πώς ο ένας ήταν ο δαίμονας της πορνείας, ο άλλος της
μοιχείας και ο τρίτος της αρσενοκοιτίας. Εκείνοι πάλι που ζουζούνιζαν σαν
κουνούπια στ’ αυτιά του, προσπαθούσαν να τον ρίξουν στην απόγνωση. Κι αυτοί
που βούιζαν σαν μύγες στο πρόσωπό του, τον έκαναν αναίσθητο και αδιάντροπο.
58
Αυτά μου φανέρωσε ο Κύριος. Μόλις τότε παρατήρησα, ότι από μακριά
ακολουθούσε ο άγγελός του, κρατώντας στο χέρι κάτι σαν ψιλό ραβδί, που στην
άκρη του είχε ένα υπέροχο κρίνο. Βάδιζε σκυθρωπός, περίλυπος, απελπισμένος,
βλέποντας τον άνθρωπο εκείνο να βρίσκεται μέσα στο στόμα του άδη,
υποδουλωμένος καθώς ήταν στο τρίπτυχο αυτό της σαρκολατρίας. Τότε κι εγώ
σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό, θέλοντας να κάνω μια μικρή έστω προσευχή γι’
αυτόν. Μα οι πονηροί δαίμονες μεμιάς ρίχτηκαν πάνω μου σαν κουνούπια και
άρχισαν να κατατσιμπούν τα χέρια μου, νομίζοντας πώς θα μ’ εμπόδιζαν έτσι να
προσευχηθώ για το θύμα τους.
Με φόβο και τρόμο άκουσα τη διήγηση του οσίου. Πραγματικά, ποτέ δεν είχα
ξανακούσει τέτοια καταπληκτικά πράγματα.
Το αγιασμένο λάδι
Όταν ο άγιος ήθελε να κοιμηθεί λίγο, έστρωνε κοφτερές πέτρες στη γη και
πάνω τους έριχνε ένα σάγισμα. Ύστερα έψαλλε νεκρώσιμα τροπάρια, σα να
ετοίμαζε τον εαυτό του για ταφή, και έλεγε τέσσερα αποστολικά και τέσσερα
ευαγγελικά αναγνώσματα, όλα απ’ έξω. Έτσι έπεφτε να κοιμηθεί, βάζοντας ένα
λιθάρι για προσκεφάλι και σταυρώνοντας τρεις φορές το στρωσίδι του.
Συχνά τη νύχτα του έκαναν επίθεση οι δαίμονες και δεν τον άφηναν να
κοιμηθεί. Εκείνος τότε, μη δύναμη θεϊκή, άρπαζε το ραβδί του και τους χτυπούσε
άγρια, βρίζοντάς τους και χλευάζοντας την αδυναμία τους.
-Τί θα κάνουμε μ’ αυτόν τον σκληροτράχηλο, έλεγαν μεταξύ τους, που μας
χτυπάει και μας βρίζει και ρεζιλεύει το σόι μας;
Μια νύχτα είχε πάρει λιγάκι ο ύπνος το δούλο του Θεού. Ξαφνικά φάνηκε ο
διάβολος κρατώντας μιαν αξίνα! Τη σήκωσε ψηλά για να τον χτυπήσει, μα, πριν
προλάβει να την κατεβάσει, κυριεύτηκε από φρίκη και τρόμο, τραβήχτηκε πίσω και
χάθηκε σαν καπνός, ξεφωνίζοντας και κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ενώ ο Νήφων,
ξύπνιος πια, τον άκουσε να τρίζει τα δόντια και να λέει:
-Άχ Μαρία! Εσύ, όπως πάντα, με καις! Εσύ, που προστατεύεις αυτό το
αγύριστο κεφάλι!
59
Από τα θυμωμένα εκείνα λόγια του σατανά, ο δίκαιος κατάλαβε ότι η Παναγία
τον υπερασπιζόταν και τον σκέπαζε με τη χάρη της, επειδή κάθε βράδυ, πριν
κοιμηθεί, συνήθιζε να παίρνει λάδι από το καντήλι της και να αλείφεται με πολλή
ευλάβεια στο μέτωπο, στον αυχένα, στην καρδιά και σ’ όλα του τα αισθητήρια. Η
μυστική δύναμη, που είχε το άγιο εκείνο λάδι, έτρεψε το διάβολο σε φυγή.
Από τότε, διαπιστώνοντας τη δύναμη που έχει το λάδι από το καντήλι της
Θεοτόκου και των αγίων, συμβούλευε τους γνωστούς του να παίρνουν κάθε βράδυ
απ’ αυτό, ν’ αλείφονται με πίστη και μετά να κοιμούνται.
Άλλοτε πάλι, ενώ καθόμασταν και συζητούσαμε για την κενοδοξία και άλλα
πνευματικά θέματα, μου λέει:
-Το πονηρό πνεύμα της κενοδοξίας είναι πολύμορφο, και χρειάζεται πολλή βία
για να ξεφύγει κανείς από αυτό. Γιατί κάνει τον ενάρετο να καμαρώνει για τα
κατορθώματά του. Αν λ. χ. είναι εξαντλημένος από τη νηστεία, του λέει: «Κοίταξε
στο νερό το πρόσωπό σου. Πόσο λιπόσαρκο είναι! Πώς να μη σ’ έχουνε μετά οι
άνθρωποι για μεγάλο νηστευτή;». Άλλοτε τον ορμηνεύει: «Περπάτα σκυφτός. Μίλα
ψιθυριστά. Βάδιζε αργά. Έτσι θα σε τιμούν οι άνθρωποι». Και άλλοτε τον κεντρίζει:
«Καθώς προχωράς, αναστέναζε πότε –πότε. Σήκωνε και τα μάτια σου ικετευτικά
στον ουρανό, ώστε να προκαλείς την προσοχή των άλλων. Έτσι θα λένε: Να ένας
μεγάλος άγιος!» Τέτοια και άλλα παρόμοια του ψιθυρίζει το πνεύμα της κενοδοξίας,
για να καταλήξει σε κάτι σαν κι αυτό: «Σου πρέπει λοιπόν να γίνεις επίσκοπος ή
τουλάχιστον ιερέας ή αρχιδιάκονος, αφού όλοι σε λένε και σε θεωρούν άγιο.
Φρόντισε μόνο να κάνεις και μερικά θαύματα για να δοξαστείς πιο πολύ. Άρχισε να
λές στους ανθρώπους τα μελλούμενα – ε, από τα πολλά που θα πεις, θα βγει και
κανένα αληθινό, οπότε θα σε θεωρήσουν σπουδαίο- , επιτίμα τα δαιμόνια – ίσως κι
αυτά, με την επίκληση του Ιησού, να φυγαδευτούν, οπότε θα δοξαστείς κι εσύ σαν
προφήτης ή απόστολος»… Αλλά γιατί να πολυλογώ; Συνέχισε ο όσιος. Τότε που
άρχισα να μετανοώ για τις αμέτρητες αμαρτίες μου, μου επιτέθηκε ο πνεύμα της
κενοδοξίας, γεμίζοντας την καρδιά μου με χαρά και αγαλλίαση. Μου έδιωξε κάθε
θλίψη. Μ’ έκανε να νιώθω ειρηνικός και ευτυχισμένος. Και μου έβαζε το λογισμό:
«Εσύ πια έφτασες σε ψηλά μέτρα αρετής! Που να βρεθεί όμοιός σου πάνω στη
γη!». Πότε – πότε μου έφερνε στη μύτη υπέροχες ευωδίες θυμιαμάτων και με
60
απατούσε λέγοντας: «Κοίτα πώς σε παραστέκουν οι άγγελοι, θυμιάζοντας την
αγιοσύνη σου και την αρετή σου!». Κι έπειτα, χωρίς εγώ να το καταλαβαίνω, με
κορόιδευε για τα καλά: «Μακάριος είσαι, Νήφων, γιατί νίκησες το διάβολο!». Όλα
αυτά τα έπαιρνα στα σοβαρά, ο ανόητος, και πλανούσα τον εαυτό μου, νομίζοντας
πως είναι όπως μου τον έδειχνε το δαιμόνιο της κενοδοξίας. Ο Θεός όμως, που δεν
θέλει την απώλεια του αμαρτωλού, μου χάρισε διάκριση λογισμών και αγαθή
σκέψη. Όταν λοιπόν ερχόταν ο διάβολος και μου έλεγε, «Μα εσύ από τώρα είσαι σ’
αλήθεια ο άγιος Νήφων! Ποιός άλλος πάνω στη γη καλλιεργεί τόσες αρετές ζώντας
μέσα στους θορύβους;», τότε εξουδετέρωνα τις πανουργίες του με τη διάκριση.
Μια φορά, όπως μου είπε ο όσιος, το δαιμόνιο της κενοδοξίας έπεσε πάνω του
ορμητικά, φουσκώνοντάς τον με βροχή επαίνων:
-Να, ο πιο διάσημος απ’ τους ανθρώπους! Να, ο μεγάλος φωστήρας! Να, ο
γενναίος αγωνιστής! Να, ο πιο ενάρετος της οικουμένης!...
61
Μια φορά ο ακάθαρτος δαίμονας, για να σπείρει μέσα του την έπαρση, του
παρουσιάστηκε σαν άγγελος και είπε:
-Να, από τώρα θ΄ αρχίσεις να κάνεις και θαύματα. Το όνομά σου θα δοξαστεί
και στη γη και στον ουρανό. Γιατί πραγματικά έχεις ευαρεστήσει πολύ το Θεό, που
σου στέλνει μ’ εμένα αυτό το χάρισμα.
Τ΄ απατηλά τούτα λόγια δεν ξεγέλασαν το δούλο του Θεού, που κατάλαβε την
πλεκτάνη του σκοτεινού πνεύματος. Του λέει λοιπόν ειρωνικά:
Και βλέποντας κοντά στα πόδια του μια πέτρα, της λέει με στόμφο:
-Σε προστάζω, πέτρα, με το χάρισμα που μου έφερε αυτός εδώ, να φύγεις και
να πάς αλλού!
Γέλασε τότε με την πλάνη του διαβόλου και του είπε χλευαστικά:
Μιαν άλλη φορά, καθώς προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα, στάθηκε πίσω του
το πνεύμα της κενοδοξίας και του ψιθύρισε ύπουλα:
Κι ενώ ρίζωνε μέσα του αυτή η σκέψη, ο νους του αρπάχθηκε από το Άγιο
Πνεύμα και υψώθηκε στους ουρανούς. Και είδε εκεί, με τα πνευματικά του μάτια,
πόσο μεγάλος και φοβερός είναι ο Θεός και πως κυβερνάει ολόκληρο τον κόσμο
και πώς συγκρατεί στη δεξιά Του παλάμη «τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν
62
και πάντα τα εν αυτοίς».56 Θαμπωμένος από το μεγαλειώδες αυτό θέαμα, άκουσε
φωνή να του λέει:
-Πρόσεξε καλά, Νήφων! Μήπως κι εσύ ορίζεις έτσι τον ουρανό και τη γή; Δες
και στοχάσου, πόσο μεγάλος είναι ο Θεός πόσο δυνατός, πόσο φοβερός, πόσο
δοξασμένος – όσο μπορείς να το καταλάβεις. Δες και στοχάσου μετά, πόσο μικρός
είναι ο εαυτός σου. Και μην τολμήσεις να τον ξανασυγκρίνεις με τον Πλάστη σου. Ο
δαίμονας σε βάζει να το κάνεις, κι έχε το νου σου μην πλανευτείς.
Η φωνή εκείνη τον συγκλόνισε και τον συνέφερε. Αφού αναλογίστηκε τι είδε και
τι έπαθε, έφτυσε με αηδία τον εαυτό του και άρχισε να τον ξεφτιλίζει:
-Θεέ μου,
Μη μ’ αποστραφείς,
63
την ανθρώπινη ασθένεια
Από τότε πρόσεχε το νου και τους λογισμούς του με πολλή επιμέλεια. Όταν
έβλεπε το διάβολο να τον πλησιάζει για να του υποβάλει κάποια πονηρή σκέψη,
του φώναζε με οργή:
Δεν έπαυε, ωστόσο, ο πανούργος να του στήνει παγίδες μέρα και νύχτα. Το ΄χε
σκοπό να τον ρίξει σε κάποιο αμάρτημα, οποιοδήποτε – ή στην καταλαλιά ή στην
οργή ή στην επιορκία ή στο χλευασμό ή σ’ οτιδήποτε άλλο. Μα δεν τα κατάφερνε.
64
-Ά τους πανούργους! Γίνανε αφεντικά, οι άθλιοι, και δίνουν προσταγές στους
ανθρώπους! Αυτοί πάλι, νομίζοντας πως όλες οι σκέψεις γεννιούνται από το δικό
τους μυαλό, τις πραγματοποιούν αδιάκριτα στο άψε σβήσε… Να γιατί δεν πρέπει
ποτέ να κάνουμε κάτι, πριν καλοεξετάσουμε τους λογισμούς μας.
-Ά, τους απατεώνες, τους βρωμερούς! Κοίτα πώς σπέρνουν διχόνοιες ανάμεσα
στους ανθρώπους! Μα κι αυτοί πάλι, τόσο ανόητοι είναι; Να κάνουν αναντίρρητα
και απερίσκεπτα ό,τι τους συμβουλεύουν οι δαίμονες!...
Κάποτε, καθώς περνούσε έξω από ένα σπίτι, είδε από το ανοιχτό παράθυρο το
νοικοκύρη να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει με την γυναίκα του και τα παιδιά του.
Φαίνονταν πολύ φτωχοί. Παρατήρησε όμως, ότι δίπλα σε καθένα από τα μέλη της
οικογένειας παραστεκόταν κι από ένας ωραίος και λαμπροφορεμένος νέος.
Την απορία του έλυσε ο Κύριος, που του εξήγησε το παράδοξο θέαμα: οι νέοι
ήταν άγγελοι. Αυτοί στέλνονται από το Θεό για να παραστέκουν τους χριστιανούς
την ώρα του φαγητού. Αν, τρώγοντας, λένε λόγια ωφέλιμα και κατανυκτικά, οι
άγγελοι χαίρονται και ευφραίνονται μαζί τους. Αν όμως ακουστεί στο τραπέζι
αισχρολογία ή κατάκριση, παρευθύς, όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, έτσι και
65
ο κακός λόγος διώχνει τους αγγέλους του Θεού. Και μόλις φύγουν οι άγιοι άγγελοι,
έρχεται ο ζοφερός δαίμονας και κυλιέται ανάμεσα στους φλύαρους και λοίδορους
συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω του καπνιά και δυσωδία.
Από τα λόγια λοιπόν και τις συζητήσεις των χριστιανών στο τραπέζι, εξαρτάται
η παρουσία είτε των αγγέλων του φωτός είτε των πνευμάτων του σκότους.
Χάρη σ’ όλες αυτές τις διδαχές και αποκαλύψεις του, ο όσιος είχε γίνει γνωστός
σε αρκετούς, που έτρεχαν να τον ακούσουν και να ωφεληθούν. Μερικοί μάλιστα τον
τιμούσαν σαν άγιο.
Κάποια μέρα λοιπόν τον επισκέφθηκε κι ένας αδελφός, που διψούσε να μάθει
πολλά γι’ αυτόν. Και σε μια στιγμή, καθώς συζητούσαν, του λέει:
-Πάτερ, απορώ μαζί σου, πώς δεν υπερηφανεύεσαι, που τόσοι σε τιμούν και
σε παινεύουν;
-Έ τότε άκουσε: Δυο και τρεις και τέσσερις φορές κάθε μέρα φέρνω στο νου
μου τις αμαρτίες, που έκανα τον καιρό της αποστασίας μου. και όσο τις σκέφτομαι,
τόσο σπαράζει η ψυχή μου, γιατί, χωρίς αμφιβολία, δεν βρίσκω πώς έκανα ποτέ
κάτι αρεστό στο Θεό. Όταν πάλι ακούω κανένα έπαινο για μένα, εξουθενώνω και
τον εαυτό μου και τον έπαινο. Εσύ, λόγου χάρη, μ’ επαινείς μια- δυο φορές την
εβδομάδα; Εγώ όμως, από την άλλη, αδιάκοπα βρίζω τον εαυτό μου και τον
εξευτελίζω και τον σιχαίνομαι σαν ψόφιο σκυλί, σκουληκιασμένο και βρωμισμένο.
Να γιατί λοιπόν δεν υπερηφανεύομαι.
Πές μου, πάτερ, σε παρακαλώ, και κάτι άλλο: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι
άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί
τους; Αντίθετα, λίγοι είναι εκείνοι που τους τιμούν…
66
-Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων.
Τους ταιριάζει, θα έλεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα
ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μια μέρα από τις κακολογίες των
άλλων.
-Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι
σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ΄ άλλους όχι.
67
άλλος, αντίθετα: «Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδιά!». Αν πάλι ο Θεός στείλει
βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: «Άχ,
γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;». Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς
απολαμβάνουν περισσότερη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και
θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που
αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και
ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: «Ο χειμώνας
είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς». Και,
κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν
γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά;
φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος,
συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευεργέτησε με μύρια καλά
– δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε,
παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με
λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος
δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποιά ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; ο
φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα
και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σ’ όλους τους
ανθρώπους, πώς θα τους αρέσει ο δίκαιος συνάνθρωπός τους; Ξέρεις, παιδί μου,
ότι ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και
παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάιν, αυτός,
σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν
τότε, που υπήρχαν μονάχα δυο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να
ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπορέσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε
τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν
Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν».60
Σ’ ευχαριστώ, πάτερ, για όσα μου εξήγησες ως εδώ, είπε ο αδελφός. Πές μου
όμως κάτι ακόμα. Πώς δηλαδή, μολονότι υπάρχουν ενάρετοι που δεν έκαναν ποτέ
κακό σε κανέναν, οι άνθρωποι σκανδαλίζονται μαζί τους και βαρυγγωμούν και λένε:
«Τί κάθονται αυτοί ανάμεσά μας και μας παριστάνουν τους ευλαβείς; Ας πάνε στην
έρημο ν’ αγιάσουν! Αλλά, να! Όσοι είναι κενόδοξοι και ανθρωπάρεσκοι, μένουν
στον κόσμο για ν’ απολαύσουν τη δόξα των ανθρώπων».
68
-Δεν είναι, παιδί μου, ο τόπος που σώζει, αλλά ο τρόπος, η επιμέλεια, η
προθυμία και η εγρήγορση του καθενός. Πρόσεξε, και θα σου το αποδείξω με
πολλά παραδείγματα: Πρώτα – πρώτα ο Ενώχ, όπως μαρτυρεί και η Γραφή,61
ευαρέστησε το Θεό, μολονότι και στον κόσμο ήταν και οικογένεια είχε και – το πιο
αξιοθαύμαστο – ανάμεσα σε ασεβείς ανθρώπους ζούσε. Θυμήσου έπειτα τον
Αβραάμ. Τι φίλος του Θεού αναδείχθηκε! Και να σκεφτείς, ότι κι αυτός είχε γυναίκα
και τριακόσιους δεκαοκτώ συγγενείς και δούλους και κοπάδια και χρυσάφι και ασήμι
πολύ.62 Ωστόσο, τίποτε απ’ αυτά δεν στάθηκε εμπόδιο στην ευσέβειά του και στην
αγάπη του στο Θεό και, τελικά, στη σωτηρία του. Τί να πούμε όμως και για το Λώτ;
Πού κατοικούσε; Μέσα στα σκάνδαλα του διαβόλου, ανάμεσα στους Σοδομίτες! 63
Και μολονότι τους έβλεπε ο δίκαιος ν’ αμαρτάνουν συχνά μπροστά στα μάτια του,
ποτέ δεν κατέκρινε κανένα. Γι’ αυτό τον αγάπησε ο Θεός και δεν του στέρησε τη
βασιλεία Του. Για σκέψου και τον Ιώβ, που ήταν «ευγενής των αφ’ ηλίου
ανατολών».64 Και πλούτη είχε και δόξα ασύγκριτη και γυναίκα και παιδιά και
δούλους και δούλες. Μα πέτυχε κι αυτός τη σωτηρία του, όπως οι άλλοι. Το ίδιο και
ο Ισαάκ65 και ο Ιακώβ 66 και ο Ιωσήφ67 και αναρίθμητοι άλλοι, που ευαρέστησαν το
Θεό με τη ζωή τους. Ο Μωυσής πάλι, σε ποιόν τόπο επικαλέστηκε το Θεό; Εκεί,
στην Ερυθρά Θάλασσα. Και ο Θεός αμέσως του απάντησε: «Μωυσή, Μωυσή, τί με
φωνάζεις;».68 Ο Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες που προσευχήθηκαν; Ο ένας στο
λάκκο, οι άλλοι στο καμίνι.69 Και ο Θεός τους άκουσε και έστειλε τον άγγελό Του
και τους έσωσε. Κοίταξε και τον Ιωνά, που εισακούστηκε μεσ’ από την κοιλιά του
κήτους,70 και το ληστή, που από το σταυρό του άνοιξε με δυο μονάχα λόγια
προσευχής τον παράδεισο.71 Αφήνω από την Παλαιά Διαθήκη τον Εζεκία,72 το
Μανασσή,73 το Δαβίδ,74 τη Ραάβ75 και τόσους άλλους. Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ μου,
πώς ευαρέστησαν το Θεό όλοι αυτοί σε διάφορους τόπους, λάμποντας με ποικίλες
αρετές; Α, και ο μακαριστός Παύλος τί έκανε; Καθόταν στο εργαστήρι του κι έραβε
σκηνές.76 Ξέρεις όμως ποιός ήταν, πώς κήρυξε και τί έγραψε! Αλλά νομίζω πώς
είπα ήδη αρκετά. Πιστεύω να έχεις πια πεισθεί, ότι σε κάθε τόπο μπορεί να
ευαρεστήσει κανείς το Θεό. Παντού υπάρχει σωτηρία γι’ αυτόν που προσέχει. Γιατί
και ο Θεός παντού είναι παρών.
69
ρωτήσω τώρα: Πίστεψέ με, πονάει η ψυχή μου για το βασιλιά Σολομώντα. Γιατί
άλλοι λένε πώς κολάστηκε και άλλοι πως όχι.77 Μπορεί όμως τόση σοφία να την
κατάπιε ο άδης και να χάθηκε;
-Αυτό δεν το ξέρει κανείς, παιδί μου, παρά μόνο ο Θεός. Γιατί δεν
αποκαλύφθηκε ποτέ σε κανέναν από τους αγίους.
-Ωστόσο εγώ έχω μια διαίσθηση, ότι από σένα θα μάθω την αλήθεια. Για το
Θεό, μη μου την κόψεις.
-Έ, λοιπόν, σου ομολογώ ότι κι εγώ ήμουνα πολύ λυπημένος για το Σολομώντα
και απορούσα πάντα πώς μπορεί να χάθηκε ένας τέτοιος δίκαιος. Ο καλός Θεός
όμως, για να μ’ απαλλάξει από τη θλίψη αυτή, μου μίλησε με το ίδιο Του το στόμα
και μου φανέρωσε την πραγματικότητα: «Δεν χάθηκε η ψυχή του βασιλιά, όπως οι
περισσότεροι νομίζετε. Γιατί δεν με αρνήθηκε τελείως. Παρασύρθηκε, βέβαια, από
τις ασεβείς εκείνες γυναίκες και έχτισε ναούς στα είδωλα και πρόσφερε θυμίαμα σ’
αυτά, σύμφωνα με το θέλημά τους. Ποτέ όμως δεν με αρνήθηκε ρητά. Μάλιστα,
μετά το θάνατό του και μέχρι τη σταύρωσή μου, καθόταν τόσα χρόνια «εν σκότει και
σκιά θανάτου»,78 υποφέροντας φοβερά. Όταν εγώ λοιπόν κατέβηκα στον άδη και
ανέστησα τους νεκρούς από τα καταχθόνια, λύτρωσα και τη δική του ψυχή και την
αξίωσα ν’ απολαύσει τη μακαριότητα. Αποφάσισα δηλαδή να τον ελεήσω, με την
άπειρη φιλανθρωπία μου, επειδή, παραβάλλοντας τις πολλές του αρετές και τα
μακροχρόνια βάσανά του μέσα στο σκοτάδι με το αμάρτημά του, έκρινα ότι αυτός
ξεπλύθηκε. Έτσι τον ελευθέρωσα από τα ζοφερά δεσμά του άδη. Γιατί είμαι Θεός
των θεών και κάνω ό,τι θέλω τα πλάσματά μου και σώζω όποιους νομίζω με το
άπειρο έλεός μου και δεν μπορεί κανείς να κρίνει τις βουλές μου!». Αυτά μου
φανέρωσε ο Κύριος και χάθηκε στους ουρανούς. Και από τότε είμαι γεμάτος χαρά
για τη σωτηρία του σοφού βασιλιά και για την ευσπλαχνία του Θεού.
70
ΠΑΤΕΡ, είπε με δισταγμό, θέλω κι άλλα να σε ρωτήσω, μα δεν τολμώ. Φοβάμαι
μη σε κουράσω… Αλλά να, ανέκαθεν οι άνθρωποι διψούσαν για πνευματικές
συζητήσεις με τους πατέρες. Έτσι κι εγώ τώρα…
-Ρώτα, παιδί μου, ό,τι θέλεις χωρίς δυσκολία. Και ο Θεός θα μου δώσει λόγο
για την ωφέλεια της ψυχής σου.
-Πώς στους παλαιούς καιρούς οι πρόγονοί μας ζούσαν και πέθαιναν ειρηνικά,
ενώ εμείς σήμερα, όπως ξέρεις, τελειώνουμε τη ζωή μας πολυτάραχα, περνώντας
από θλίψη σε συμφορά και από ανάγκη σε κακοπάθεια;
-Θα σου το εξηγήσω κι αυτό, όσο μπορώ. Λοιπόν, οι παλαιοί άνθρωποι είχαν
μεταξύ τους πολλή αγάπη. Οι σχέσεις τους ήταν βασισμένες στην ευθύτητα και στη
δικαιοσύνη. Και η αγάπη τους στο Θεό ήταν τόσο βαθειά, που δεν έκαναν ποτέ
θυσία ή άλλη προσφορά στο ναό Του, αν το δώρο τους δεν ήταν άριστο. Στον
Κύριο έδιναν ό,τι εκλεκτότερο είχαν. Εμείς όμως τώρα δεν κάνουμε το ίδιο. Έχουμε
θεοποιήσει την κοιλιά μας και προσφέρουμε σ’ αυτήν τα καλύτερα, ενώ στις
εκκλησίες του Χριστού τα χειρότερα. Και γενικά, εκείνοι με κάθε τρόπο
υπηρετούσαν το Θεό, και γι’ αυτό Τον είχαν βοηθό και σωτήρα σ’ όλες τις
περιστάσεις της ζωής τους, μέχρι την ώρα του θανάτου. Αντίθετα, εμείς έχουμε
θεοποιήσει την κοιλιά μας και της κάνουμε όλα τα χατίρια, τη στιγμή που αυτή η
αχόρταγη καμιά ωφέλεια και σωτηρία δεν μας παρέχει, αλλά μονάχα θλίψεις.
-Επειδή, όπως βλέπω, ο σοφότατος νους σου έχει φωτιστεί από το Θεό,
πάτερ, για να λες στο δούλο σου ό,τι τον ωφελεί, λύσε μου, σε παρακαλώ, και μιαν
άλλη απορία: Όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, βγαίνει με πόνο και βία ή με
γαλήνη και ευκολία;
-Δεν ξέρω βέβαια από πείρα, γιατί… δεν πέθανα ακόμα, είπε χαμογελώντας ο
όσιος. Θα σ’ ενημερώσω όμως θεωρητικά. Πρόσεξε: Υπάρχουν ενάρετοι που έχουν
πικρό θάνατο, και υπάρχουν αμαρτωλοί που έχουν γλυκό θάνατο. Ο πικρός όμως
θάνατος του ενάρετου ξεπλένει τις αμαρτίες, που σαν άνθρωπος έκανε στη ζωή
του, αφού κανένας δεν είναι αναμάρτητος παρά μόνο ο Θεός. Αντίθετα, ο γλυκός
θάνατος του αμαρτωλού αντισταθμίζει τα λίγα καλά, που έτυχε να κάνει. Έτσι, ο
ενάρετος φεύγει από τη ζωή αυτή ολοκάθαρος, ενώ ο αμαρτωλός εντελώς
ακάθαρτος. Και σε βεβαιώνω, αδελφέ μου, ότι ο παροδικά πικρός θάνατος του
71
δικαίου, του εξασφαλίζει αιώνια χαρά και αγαλλίαση. Ενώ ο παροδικός γλυκός
θάνατος το αμαρτωλού, τον στέλνει στο άσβεστο πυρ και στην αιώνια κόλαση.
-Καλά, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί που και πικρά πεθαίνουν και στην κόλαση
πηγαίνουν;
-Υπάρχουν βέβαια και πολλοί αμαρτωλοί, που έχουν πικρό θάνατο και
στέλνονται στην κόλαση. Όπως υπάρχουν και δίκαιοι, που έχουν γλυκό θάνατο και
μετά οδηγούνται στην αιώνια μακαριότητα. Τί να πει κανείς; Είναι διάφορα τα
κρίματα του Θεού. Στον καθένα δίνει θάνατο ανάλογο με τη ζωή του. Πάντως ο
θάνατος δεν είναι τόσο φοβερός, παιδί μου, όσο η κρίση που γίνεται εκείνη την
ώρα. Γιατί μόλις βγει η ψυχή από το σώμα, έρχονται άγγελοι να την παραλάβουν.
Τότε όμως μαζεύονται και πλήθη δαιμόνων. Και οι άγγελοι παρουσιάζουν τα καλά
έργα της ψυχής ενώ οι δαίμονες τα κακά. Ύστερα στέκονται και περιμένουν όλοι να
έρθει από τον ουρανό η απόφαση της σωτηρίας ή της καταδίκης. Μέχρι να φτάσει
όμως η φρικτή αυτή απόφαση, τι αγωνία περνάει η ψυχή! Τη μια στιγμή θαρρεί πώς
θα ριχτεί στην κόλαση, και λιώνει από το φόβο. Την άλλη ελπίζει πώς θα της
χαριστεί η σωτηρία, και σκιρτάει από χαρά και ευφροσύνη. Ύστερα πάλι
αμφιβάλλει, και σηκώνει τα χέρια στον ουρανό και ικετεύει να μην παραδοθεί σ’
αυτούς που τρίζουν τα δόντια τους εναντίον της. Μα και οι άγγελοι έχουν τότε
μεγάλη αγωνία, καθώς και οι δαίμονες. Οι πρώτοι ελπίζουν σε απόφαση σωτηρίας.
Όπου λοιπόν προστάξει ο δίκαιος Κριτής, εκεί και παραδίνεται η ψυχή – ή στους
αγγέλους του Θεού και τη λύτρωση ή στους δαίμονες του σκότους και την απώλεια.
Αυτό, παιδί μου, είναι ο φόβος και ο τρόμος, το να μην καταδικαστεί δηλαδή η ψυχή
στην απώλεια, να μην πέσει στα χέρια των ακάθαρτων δαιμόνων… Κατά τα άλλα, ο
θάνατος είναι κάτι φυσικό, που μας περιμένει όλους…
Δεύτερος Παύλος
72
χείλη του μουρμούριζαν περικοπές ολόκληρες απ’ τις επιστολές του αγίου
αποστόλου Παύλου!
Ναι, απέραντη αγάπη έτρεφε ο όσιος στον κήρυκα των εθνών και με πολλή
ευλάβεια αναφερόταν στο πρόσωπό του. Μα κι εκείνος ερχόταν συχνά στον ύπνο
του, τον παρηγορούσε και τον δίδασκε.
Ποτέ δεν έσβηνε η θεία φλόγα, που έκαιγε μέσα του, για τον κορυφαίο
απόστολο του Χριστού. εξάλλου – τι παράξενο! – και στην όψη έμοιαζε
καταπληκτικά με τον άγιο Παύλο, μόνο που δεν ήταν φαλακρός, όπως εκείνος.
Ήταν κι ο όσιος γλυκόλαλος και μειλίχιος και ζηλωτής της σωτηρίας των ανθρώπων
και φλογισμένος από το θείο έρωτα… Δεύτερος Παύλος!
Κάποια μέρα – ήμουνα κι εγώ εκεί, καθώς και δυο – τρεις ακόμα- τον
επισκέφθηκε στο κελί του ένας άλλος αδελφός για ν’ ακούσει λόγο ωφέλιμο. Μετά
τον συνηθισμένο ασπασμό, ο επισκέπτης κάθισε και ρώτησε τον όσιο:
-Σε παρακαλώ, πάτερ, πες μου, ποιός είναι ο μισθός αυτών που μοιράζουν τα
πλούτη τους ελεημοσύνη στους φτωχούς;
-Πολλά έχω ακούσει και διαβάσει. Αλλά να, θέλω να ακούσω κάτι κι από το
στόμα σου.
-Ο Θεός του ουρανού και της γης να σου δώσει απόκριση με το στόμα μου,
σύμφωνα με την πίστη σου. Γιατί εγώ είμαι αδύνατος και ανάξιος. Άκουσε λοιπόν…
73
-Στα χρόνια του επισκόπου Ιεροσολύμων Κυριακού,79 ζούσε ένας πολύ
ευσεβής και ελεήμων άνθρωπος, ο Σώζων. Αυτός περνώντας κάποτε από το
κεντρικό δρόμο της πόλης, βλέπει έναν φτωχό, που ήταν σχεδόν γυμνός κι έτρεμε
από το κρύο. Τόσο τον ψυχοπόνεσε, που έβγαλε το πανωφόρι του και του το
φόρεσε. Όταν γύρισε στο σπίτι του, είχε πια βραδιάσει, κι έπεσε να κοιμηθεί. Μόλις
τον πήρε ο ύπνος, είδε στ΄ όνειρό του ότι βρέθηκε σ’ έναν θαυμαστό, φωτόλουστο
κήπο. Ήταν γεμάτος λουλούδια υπέροχα και μοσχομύριστα, τριαντάφυλλα και κρίνα
και άλλα αμέτρητα, καθώς και λογής – λογής δέντρα, τόσο φορτωμένα με εξαίσιους
καρπούς, που τα κλαδιά τους έγερναν ως τη γη. Μέσα σ’ αυτά χωμένα, αναρίθμητα
πουλιά κελαηδούσαν με ουράνια γλυκύτητα, ενώνοντας αδιάκοπα τους
δοξολογικούς τους ύμνους με το απαλό θρόισμα των φύλλων. Το άκουσμα και το
θέαμα του κήπου εκείνου ήταν, πραγματικά, πέρα από κάθε περιγραφή. Ενώ
λοιπόν ο Σώζων κοίταζε ολόγυρα εκστατικός, παρουσιάζεται μπροστά του ένας
άγνωστος νέος και του λέει: «Έλα μαζί μου». Τον ακολούθησε, και σε λίγο έφτασαν
σ΄ ένα φράχτη με χρυσά κάγκελα. Ρίχνοντας το βλέμμα του πίσω από το φράχτη,
είδε μιαν αυλή κι ένα υπέροχο παλάτι. Καθώς το θαύμαζε και το περιεργαζόταν,
βγαίνουν από μέσα δεκαέξι φτερωτοί άνδρες, λαμπεροί σαν τον ήλιο, χωρισμένοι
σε τέσσερις τετράδες. Κάθε τετράδα βάσταζε στους ώμους κι από ένα χρυσό
κιβώτιο. Προχώρησαν με γοργά βήματα προς το μέρος που στεκόταν ο Σώζων.
Μόλις πλησίασαν στα χρυσά κάγκελα, απέναντί του, στάθηκαν, κατέβασαν τα
κιβώτια από τους ώμους και τα ακούμπησαν καταγής. Έδειχναν σα να περίμεναν
κάποιον ανώτερό τους. Και πράγματι, μετά από λίγο βλέπει ο Σώζων έναν
πανέμορφο άνδρα να βγαίνει από το παλάτι και να κατευθύνεται προς τους
αγγέλους. «Ανοίξτε τα κιβώτια», τους πρόσταξε, «και δείξτε σ’ αυτόν τον άνθρωπο
τι του φυλάω, για το πανωφόρι που μου χάρισε πριν από λίγο διαμέσου εκείνου του
φτωχού». Αμέσως άνοιξαν το ένα χρυσό κιβώτιο και άρχισαν να βγάζουν χιτώνες
και φορεσιές βασιλικές, άλλες κατάλευκες, άλλες κεντητές, περίλαμπρες και
ανεκτίμητες. Τις άπλωσαν μπροστά του. «Σώζων, σου αρέσουν;» τον ρώτησαν. «
Δεν είμαι άξιος ούτε τη σκιά τους να δω!», αποκρίθηκε θαμπωμένος εκείνος. Μα οι
άγγελοι συνέχισαν να του παρουσιάζουν λαμπρούς, περίτεχνους και
χρυσοποίκιλτους βασιλικούς χιτώνες. Ίσαμε χίλιους, πάνω –κάτω, θα του δείξανε!
Όταν πια ο Κύριος των αγγέλων του φανέρωσε έτσι παραστατικά, ότι για το ένα
πανωφόρι που έδωσε θα πάρει πολλαπλάσια και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή,
του λέει: «Σε βεβαιώνω, Σώζων, όλα τούτα τ΄ αγαθά τα ετοίμασα για σένα, επειδή,
όταν με είδες γυμνό, με σπλαχνίστηκες κα μ’ έντυσες. Πήγαινε λοιπόν και συνέχισε
74
να κάνεις το ίδιο, για να κάνω κι εγώ το ίδιο: Όταν δίνεις εσύ σε κάποιο φτωχό ένα
ρούχο, σου ετοιμάζω εγώ εκατό». Γεμάτος χαρά και δέος ο Σώζων ρώτησε: «Κύριέ
μου, ήθελα να ήξερα, το ίδιο κάνεις σ’ όλους όσοι ελεούν τους φτωχούς; Τους
ετοιμάζεις εκατονταπλάσια αγαθά και ζωή αιώνια;». Κι Εκείνος απάντησε: «Πάς
όστις αφήκεν οικίας ή αγρούς ή πλούτον ή δόξαν ή πατέρα ή μητέρα ή αδελφούς ή
αδελφάς ή γυναίκα ή τέκνα ή τι των επιγείων, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν
αιώνιον κληρονομήσει».80 Μη μετανιώσεις λοιπόν ποτέ για κάποια ελεημοσύνη
σου. Ούτε να ταπεινώσεις τον φτωχό που του έδωσες κάτι. Γιατί τότε, αντί για
μισθό, θα πάθεις διπλή ζημιά: Και την αμοιβή σου θα χάσεις και στη μέλλουσα
Κρίση θα κατακριθείς». Τότε ακριβώς ο Σώζων ξύπνησε. Ήταν όλος έκπληξη και
θαυμασμό για όσα είδε. Πετάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι – δεν είχε πια καμιά
όρεξη για ύπνο-, πήρε και το δεύτερο πανωφόρι του και το πήγε σε κάποιον άλλο
φτωχό. Μόλις όμως γύρισε πίσω, αργά τη νύχτα, κι έπεσε να ξανακοιμηθεί, είδε το
ίδιο όραμα! Το πρωί λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο κι έγινε μοναχός αγωνιστής και
ενάρετος. Αυτά έχοντας υπόψη σου, παιδί μου, κάνε κατά τη δύναμή σου κι εσύ το
ίδιο, συμβούλεψε ο όσιος τον επισκέπτη του. Έτσι θα θησαυρίσεις στον ουρανό
εκατονταπλάσια.
75
πίσω. Έτσι και οι λογισμοί της βλασφημίας. Ξεκινούν από το διάβολο και χτυπάνε
στην ανθρώπινη διάνοια. Για ποιό λόγο; Προφανώς για να ρίξουν στην απόγνωση
τους δούλους του Θεού. Και αφού ο πονηρός κατορθώσει να φέρει μια ψυχή σε
απόγνωση, της ετοιμάζει έπειτα και την κρεμάλα! Ναι, πολλούς θανάτωσε έτσι ο
λυμεώνας και παρέδωσε τις ψυχές τους στην απώλεια. Αν πάλι δεν μπορέσει ν’
απελπίσει τον άνθρωπο, πασχίζει τουλάχιστο να τον κλονίσει. Κι αν αυτός μείνει
εντελώς ακλόνητος, τότε ο διάβολος νικιέται και ρεζιλεύεται και οι πανουργίες του
γυρίζουν στο κεφάλι του. Ο άνθρωπος πάλι που δοκίμασε τον πειρασμό, όχι μόνο
δεν κατακρίνεται, αλλά μάλλον στεφανώνεται και δοξάζεται από το Θεό. Κι εσύ
λοιπόν, παιδί μου, κάνε υπομονή, θερμαίνοντας το ζήλο σου με προσευχή και
νηστεία, και θα φύγει μακριά σου ο πονηρός. Γιατί, όπως είπε ο Κύριος, «τούτο το
γένος ούκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία».81
Μ’ αυτά του τα λόγια ενίσχυσε πολύ τον αδελφό, που έφυγε παρηγορημένος
και ειρηνικός. Μόλις όμως τον ξεπροβόδισε και ξαναγύρισε στη θέση του, μας είπε
και τούτο:
-Θα προσθέσω κάτι που δεν μπορούσα να το πώ μπροστά του, εσείς όμως
πρέπει να το ξέρετε: Η βλασφημία γεννιέται από την κατάκριση και την οργή.
(Ψαλμ. 76-14).
Τις τρείς εποχές από τις τέσσερις του χρόνου – την άνοιξη, το καλοκαίρι και το
φθινόπωρο – η πρωινή προσευχή του μακάριου Νήφωνα άρχιζε με την αυγή και
διαρκούσε ως την Τρίτη ώρα της ημέρας.
Ενώ είχε παραδοθεί σ’ αυτή τη φρικτή θεωρία, ήρθε πάλι στον εαυτό του.
Αναλογίστηκε τι είχε δει, και συγκλονίστηκε ολόκληρος. Εκστατικός και έντρομος,
πετάχτηκε έξω από το κελί του και άρχισε να τρέχει σαν κυνηγημένος. Μόλις
76
έφτασε στην εκκλησία, χώθηκε μέσα και ζάρωσε πίσω από τις θύρες της,
ψελλίζοντας αδιάκοπα με τρεμουλιαστή φωνή το «Κύριε, ελέησον».
Όταν συνήλθε λίγο από το θάμπος εκείνο, σηκώθηκε αργά – αργά και
ξαναπήρε το δρόμο για το κελί του μουρμουρίζοντας:
Από τότε τον έβλεπαν συχνά να πηγαίνει στην εκκλησία σκυφτός και
μουδιασμένος από το φόβο.
Μια μέρα πήγα στο κελί του και τον βρήκα μόνο. Τον ικέτεψα τότε να μου
αποκαλύψει γιατί περπατάει έτσι. Κι εκείνος, έχοντάς μου απόλυτη εμπιστοσύνη,
μου είπε:
-Άχ, παιδί μου, μεγάλο φόβο έχει η ψυχή μου. Γιατί αντικρίζοντας, όσο είναι
δυνατό, το μεγαλείο του δημιουργού μας Θεού, νιώθω τον εαυτό μου σαν σιχαμερό
σκουλήκι, που σέρνεται στη γη. Αλήθεια, όσο ο άνθρωπος γνωρίζει με τη θεωρία
τον Πλάστη του, τόσο αισθάνεται τον εαυτό του αμαρτωλό και αχρείο. Γι’ αυτό και ο
προφήτης Ησαΐας, βλέποντας τον Κύριο «καθήμενον επί θρόνου υψηλού και
επηρμένου» 83 και τα Σεραφείμ γύρω Του να ψάλλουν τον τρισάγιο ύμνο, με φόβο
και τρόμο αναφώνησε: «Ώ τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ών, και
ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ, και τον
βασιλέα Κύριον σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». 84 Τόσο μεγάλος και φοβερός
είναι, παιδί μου, ο Θεός μας, που δεν Τον χωράνε ούτε ο ουρανός ούτε η γη ούτε οι
αιώνες των αιώνων. Και μόνο που θα Τον φαντασθείς, έστω και για λίγο, κυριεύεσαι
από φόβο και τρόμο.
Το δαιμόνιο αποκαλύπτει.
77
Στο θέαμα εκείνο ο όσιος αγανάκτησε. Κάρφωσε το πονηρό πνεύμα μ’ ένα
οργισμένο βλέμμα και του φώναξε:
-Θα σου πώ, του αποκρίθηκε ο διάβολος. Δεν θα κερδίσω, βέβαια τίποτα.
Θέλω δεν θέλω όμως, η ανάγκη με κάνει να πολεμώ συνεχώς τους χριστιανούς.
Έχουμε κι εμείς, βλέπεις, τα’ αφεντικά μας, που μας παρακολουθούν και ελέγχουν
αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, αν δηλαδή σας πολεμάμε νύχτα – μέρα ή
σταματάμε έστω και για λίγο. Κι αλίμονο στο δαίμονα, που οι άρχοντές μας θα
πιάσουν να κάθεται! Τον μαστιγώνουν άγρια, τον βασανίζουν ανελέητα και τον
εξορίζουν μακριά. Γιατί πρέπει να ξέρεις, ότι κι εμείς έχουμε ανάμεσά μας τους
αμελείς, τους ράθυμους και τους νωθρούς, όπως κι εσείς. Ο φόβος λοιπόν της
τιμωρίας μας κάνει να μη σας αφήνουμε ποτέ σε ησυχία!
-Ανόητε! Καλά, δεν ξέρεις ότι σε περιμένει φωτιά για τις τόσες σου αμαρτίες;
Γιατί λοιπόν δεν κάθεσαι φρόνιμα; Γιατί δεν αποτραβιέσαι να κλάψεις για την
αναπόφευκτη κόλαση που σου έχει ετοιμαστεί;
Τη στιγμή εκείνη περνούσε από κει ένας μοναχός. Ήταν νέος, ξανθός και
αγγελόμορφος. Παρατηρώντας τον ό όσιος, είδε πώς απ’ το στόμα του έβγαιναν
φλόγες κι ανέβαιναν ως τον ουρανό – ήταν η φλογερή προσευχή του! Τον
ακολουθούσε ένας άγγελος, σαν πύρινος στύλος, που του προστάτευε την ψυχή
και το σώμα. Με τη ρομφαία στο χέρι σκόρπιζε τους δαίμονες, που τριγύριζαν τον
καλό εκείνο μοναχό, απειλώντας και τρομοκρατώντας τους.
Ένα Σάββατο πήγε για τον εσπερινό στην εκκλησία του αγίου Αναστασίου.
78
Την ώρα της ακολουθίας, βλέπει έξαφνα την Υπεραγία Θεοτόκο! Ήρθε και
στάθηκε ανάμεσα στο λαό. Πίσω της φάνηκαν οι θείοι Απόστολοι και μερικοί ακόμη
άγιοι. Σχεδόν αμέσως άρχισε να περνάει μπροστά από κάθε χριστιανό και να
εξετάζει την πνευματική του κατάσταση. Από αρκετούς φαινόταν ευχαριστημένη και
χαρούμενη, γιατί εξακρίβωνε ότι με πολύ μόχθο αγωνίζονταν για τη σωτηρία τους.
Από άλλους όμως απογοητευόταν, γιατί παραμελούσαν την ψυχή τους. Μπροστά
σ’ αυτούς στεκόταν περισσότερο, κουνούσε με λύπη το κεφάλι της, ύψωνε τα χέρια
στον Υιό της και με δάκρυα Τον ικέτευε να τους ελεήσει.
-Αφού πέρασε απ’ όλους η Θεοτόκος, είδε τέλος στην πόρτα έναν ευνούχο.
Κάποιοι φτωχοί τον πλησίαζαν και του ζητούσαν βοήθεια, μα δεν τους έδινε τίποτα.
Σκύβει τότε η Παναγία στον φύλακα άγγελό του και τον ρωτάει:
-Πές μου, Ευθεήλ, έχει πολύ χρυσάφι αυτός ο άνθρωπος στο σπίτι του;
-Έχει, Δέσποινα, γιατί είναι φιλάργυρος και χαλάει τον κόσμο για έναν οβολό. 86
Τους δούλους του τους χτυπάει άγρια και τους αφήνει νηστικούς, πιέζοντάς τους,
ωστόσο, να του δουλεύουν σκληρά.
-Έρχεται, Παναγία μου, συχνά ο διάβολος και του λέει: «Θα γεράσεις, θ’
αρρωστήσεις και θα καταπέσεις. Μη δίνεις λοιπόν τίποτε από τα πλούτη σου, γιατί
τότε, καθώς θα λιώνεις μέσα στη στέρηση, θα μετανιώνεις πικρά και θα λές: «Τί
ήθελα και τα μοίρασα στους φτωχούς;. Μα θα ‘ναι πια αργά». Αυτά του
συχνοψιθυρίζει, Δέσποινα μου, ο αδιάντροπος και απατεώνας διάβολος. Κι αυτός
τα πιστεύει και δεν δείχνει καμιά συμπάθεια στις ανάγκες των φτωχών.
-Έ, αφού είναι έτσι, θα πάθει αυτό που πιστεύει, είπε αυστηρά η Θεοτόκος. Και
ας μην τα βάζει με τον πανάγαθο Θεό, αλλά με τον εαυτό του. «Ο γαρ Θεός
απείραστος εστί κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα. Έκαστος δε πειράζεται υπό της
ιδίας επιθυμίας»,87 γιατί δεν προσέχει, παρά πιστεύει στις υποβολές του διαβόλου.
79
Και μ’ αυτά τα λόγια η Θεοτόκος εξαφανίστηκε μαζί με τους Αποστόλους και
τους άλλους αγίους.
Ο ευνούχος σε λίγες μέρες αρρώστησε βαριά κι έπεσε στο κρεβάτι, όπως είχε
πιστέψει. Η αρρώστια του ήταν οδυνηρή και ανίατη. Όλο του το χρυσάφι το ξόδεψε
στους γιατρούς, μα καλυτέρευση δεν είδε. Αντίθετα μάλιστα, η κατάστασή του
χειροτέρεψε και οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Έτσι βασανίστηκε για καιρό, ώσπου
έλιωσε και έσβησε και χάθηκε σαν καπνός. Πέθανε και σωματικά και ψυχικά. Έτσι
εκπληρώθηκε και σ’ αυτόν το γραμμένο: «Ιδού άνθρωπος, ός ούκ έθετο τον Θεόν
βοηθόν αυτού, άλλ’ επήλπισεν επί το πλήθος του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη
επί τη ματαιότητι αυτού».88
Πάντα είχα την απορία, αν οι άνθρωποι που ανήκουν στη μαύρη φυλή έχουν
τις ίδιες προϋποθέσεις με τους λευκούς να ευαρεστήσουν το Θεό. Γιατί δεν ήξερα
κανένα μαύρο που να έγινε γνωστός για τους πνευματικούς του αγώνες και την
αγιότητά του. Μήπως, σκεφτόμουνα, το χρώμα του σώματός τους έχει επιπτώσεις
στην ψυχή τους; Ή μήπως ο Θεός τους έχει αποδοκιμάσει; Αλλά γιατί;
Κάποτε λοιπόν, που βρέθηκα στο κελί του μακαρίου Νήφωνα, σκέφτηκα να τον
ρωτήσω γι’ αυτό το ζήτημα. Ο δίκαιος με βεβαίωσε, ότι και από τους μαύρους ο
Θεός κάλεσε πολλούς στη βασιλεία Του, αφού κι αυτοί είναι πλάσματά του, που
κατάγονται γενεαλογικά από τον Σήμ και τον Χάμ, τους γιους του Νώε. Αρκετοί
μάλιστα, είπε, έλαμψαν με τις αρετές και τα θαύματά τους. Και για να μου αποδείξει
τα λόγια του, μου διηγήθηκε δυο – τρεις σχετικές περιπτώσεις.
Ζούσε, λέει, παλαιότερα στα μέρη της Πανεφώς90, στην Αίγυπτο, ένας ληστής
μαύρος σαν το κάρβουνο, θεόρατος, θηριόμορφος και αιμοβόρος. Τόσο φοβερός
80
ήταν, που ένα βρουχητό του – γιατί βρυχιόταν σα λιοντάρι – έφτανε για να κόψει το
αίμα και του πιο θαρρετού ανθρώπου.
Μια νύχτα όμως είδε όνειρο τρομακτικό: Σα να βρέθηκε ξαφνικά στη μέση μιας
απέραντης πεδιάδας. Στρέφοντας ολόγυρα τα μάτια του, βλέπει ένα πύρινο ποτάμι,
που κυλούσε ορμητικά, κάνοντας δυνατό θόρυβο και τρώγοντας στο πέρασμά του
ακόμα και τις πέτρες και το χώμα. Με βήματα μικρά και διστακτικά ο ληστής σίμωσε
κοντύτερα για να δει. Μόλις όμως έφτασε στην ακροποταμιά, τέσσερα φλόγινα
πνεύματα τινάχτηκαν μεσ’ από τη φωτιά, τον άρπαξαν απ’ τα μαλλιά κι έκαναν να
τον ρίξουν στο ποτάμι. Καθώς τον τραβούσαν, ένα από τα πνεύματα του είπε:
«Ταλαίπωρε, αν γινόσουν μοναχός, δεν θα σε καταποντίζαμε εδώ μέσα».
Την ίδια κιόλας στιγμή πέταξε τα ληστρικά του όπλα και πήρε το δρόμο για την
Πανεφώ. Μετά από λίγο, διέκρινε σε κάποιαν απόσταση ένα κελί αναχωρητικό.
Τράβηξε βιαστικά για κει. Χτύπησε την πόρτα. Ένας γέροντας του άνοιξε αμέσως,
λές και τον περίμενε.
-Καλώς ήρθες! Καλώς ήρθες, παλικάρι μου! πώς από δω; Μήπως
αναστατώθηκες μ’ εκείνο το πύρινο ποτάμι και με τα τέσσερα πονηρά πνεύματα,
που σ΄ έσερναν απ’ τα μαλλιά για να σε ρίξουν μέσα στη φωτιά; Αλήθεια, παιδί μου,
τι φοβερή απειλή του ποταμιού εκείνου! Μέχρι και τις πέτρες έτρωγε!... Αν όμως
εσύ θέλεις να γλυτώσεις από τις φλόγες του, υπάρχει τρόπος: Μετανόησε για τις
ληστείες και όλες τις ανομίες σου και γίνε μοναχός. Έτσι θα σωθείς. Γιατί το ποτάμι
εκείνο έχει ετοιμαστεί για τους αμαρτωλούς, που δεν μετανοούν…
Δεν πρόλαβε καλά – καλά να τελειώσει τα λόγια του ο γέροντας, και ο ληστής
βρέθηκε πεσμένος στα πόδια του, κλαίγοντας σα μικρό παιδί.
-Ελέησέ με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο και στο σώμα και στη ψυχή, φώναξε μέσα
στους λυγμούς του. Ελέησέ με, τον άθλιο, και κάνε με ό,τι σε προστάξει ο Θεός.
81
μοναστικής ζωής, του άφησε το κελί του και ο ίδιος αναχώρησε στη βαθύτερη
έρημο, για ν’ ασκητέψει ανάμεσα στη θηρία.
Ο μαύρος λοιπόν εκείνος έφτασε με την άσκηση σε τέτοια μέτρα αρετής, ώστε,
την ώρα που προσευχόταν, φαινόταν ν’ αστραποβολάει ολόκληρος σα σπιθοβόλο
σύφλογο κι ολόφωτη στήλη. Αναρίθμητοι δαίμονες έπεφταν πάνω του, μα αυτός με
την προσευχή του τους έκαιγε και τους αφάνιζε ολότελα. Τόση σοφία μάλιστα του
έδωσε ο Θεός, που και πνευματικές διδαχές έγραφε και συμβουλευτικές επιστολές
έστελνε συχνά στους πατέρες της σκήτης και σε πολλούς άλλους. Τελικά, όταν
πέθανε, το τίμιο λείψανό του, όπως διηγούνται όσοι ζούσαν στα μέρη εκείνα,
ανάβλυσε μύρο πολύ, που θεράπευε τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους.
Ένας άλλος πάλι μαύρος, γέρος και φτωχός, ζούσε σε μια πόλη, που λεγόταν
Υσία. Αυτός περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, σιγοψιθυρίζοντας πάντα κάτι, άγνωστο τι. Γι’
αυτό πολλοί νόμιζαν ότι δεν ήταν στα καλά του.
Μια νύχτα λοιπόν ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του έναν άγγελο, που του
λέει: «Να τι προστάζει ο Θεός. Πάρε τους κληρικούς σου και πήγαινε αύριο πρωί –
πρωί στη νότια πύλη της πόλης. Τον πρώτο που θα δεις να μπαίνει μέσα,
σταμάτησέ τον και παρακάλεσέ τον να προσευχηθεί στο Θεό, για να σας στείλει
βροχή».
Πραγματικά, την αυγή της άλλης μέρας, μετά τον όρθρο, παίρνει ο επίσκοπος
τον κλήρο του και πηγαίνει στην πύλη που του είχε πει ο άγγελος. Δεν χρειάστηκε
να περιμένουν πολύ. Σύντομα ένας μαύρος φάνηκε να πλησιάζει. Ήταν πολύ
γέρος, και στους κυρτωμένους ώμους του κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα.
Ο επίσκοπος τον σταμάτησε και τον βοήθησε να κατεβάσει τα ξύλα στη γη.
-Γέροντα, τον παρακάλεσε, προσευχήσου στο Θεό να κάνει έλεος και να στείλει
βροχή σ’ εμάς και σ’ αυτή τη γη!
82
Μέσα σε λίγα λεπτά – τι θαυμαστό! – άρχισε ν’ αστράφτει και να βροντά!
Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε κι έπιασε ραγδαία βροχή. Μά
τι βροχή ήταν αυτή! Κατακλυσμός! Τα σπίτια άρχισαν να πλημμυρίζουν και οι αγροί
να γίνονται θάλασσα!
-Βλέπεις, δέσποτα, πως είμαι ένας μαύρος, ένας αράπης. Τί αρετή ζητάς σ’
εμένα; Έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι.
-Για το Θεό του ουρανού και της γης! Φώναξε επιτακτικά ο επίσκοπος.
Φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια, για να δοξαστεί έτσι το όνομα του Κυρίου μας!
-Συγχώρεσέ με, δέσποτά μου! να, τίποτα σπουδαίο δεν έχω κάνει. Μόνο που,
αφότου βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δεν έφαγα ούτε έγινα βάρος δε
κανένα. Πάω κάθε μέρα στο βουνό, μαζεύω ένα δεμάτι ξύλα, τα φορτώνομαι και
κατεβαίνω στην πόλη. Εδώ τα πουλάω, και από το αντίτιμό τους κρατάω μονάχα
δυο οβολούς, ίσα για το φαΐ της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα μοιράζω στους φτωχούς
σαν κι εμένα. Όταν χαλάει ο καιρός και δεν μπορώ να πάω στο βουνό, νηστεύω
μέχρι να καλοσυνέψει. Και τότε ανεβαίνω πάλι στο βουνό και κατεβάζω το μικρό
μου φορτίο, για να το πουλήσω και να οικονομηθούμε κι εγώ και οι φτωχοί μου.
Χωρίς άλλη λέξη ο γέρος χαιρέτησε με σεβασμό τον επίσκοπο και τους άλλους
κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τα ξύλα του και μπήκε στην πόλη για να τα πουλήσει.
Για να με βεβαιώσει όμως απόλυτα ο θείος Νήφων, ότι ο πανάγαθος Θεός έχει
καλέσει και πλήθη μαύρων στη βασιλεία των ουρανών, μου διηγήθηκε άλλη μια
σχετική περίπτωση, που την έζησε ο ίδιος.
83
μαύρους. Όλοι παραδέχτηκαν, ότι κι απ’ αυτούς πολλοί έχουν ευαρεστήσει το Θεό.
Ένας αδελφός μάλιστα, που λεγόταν Χαρισήθης, είπε:
-Σας βεβαιώνω, αδελφοί , ότι εγώ ο ίδιος γνώρισα κάποιον μαύρο, που ήταν
μεγάλος ασκητής.
-Δούλευα ένα διάστημα στ’ αμπέλι του κοινοβίου μας, αυτό ήταν το διακόνημά
μου. Μια μέρα βλέπω κάποιον μαύρο καθισμένο κάτω από ένα μεγάλο κλήμα. Δεν
τον ήξερα, πρώτη φορά τον έβλεπα. Μπροστά του είχε ένα φλασκί με νερό για να
πίνει, και λίγα άγρια χόρτα για να τρώει. Μου έκανε πολλή εντύπωση. Δεν τον
ενόχλησα ούτε τον έδιωξα. Έμεινε εκεί, στο ίδιο μέρος, έναν ολόκληρο μήνα. Όλη
τη μέρα κρατούσε το στόμα του κλειστό, σε απόλυτη σιωπή, και όλη τη νύχτα
έψαλλε και προσευχόταν. Το νερό του φλασκιού δεν το άλλαξε σ’ όλο αυτό το
διάστημα ούτε πρόσθεσε φρέσκο. Έτσι γλίτσιασε και βρωμούσε. Παρ’ όλα μου τα
παρακάλια, δεν δέχτηκε να του αλλάξω εγώ το νερό ή να του φέρω λίγο ψωμί. Τις
μέρες που έκανε αφόρητη ζέστη, πήγαινε στην ακτή, καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο
και ψηνόταν ολημερίς μέσα στο λιοπύρι. Κι αν τον πλησίαζε κανείς για να δει τι
κάνει, παρίστανε τον τρελό. «Ναι, ναι», έλεγε, «ήρθες να με σκοτώσεις! Μα ο Θεός
από πάνω σε βλέπει!», κι έδειχνε τον ουρανό.
-Όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα και άσπρα σταφύλια, είπε ο όσιος
τελειώνοντας, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους και μαύρους και
ερυθρόδερμους και κίτρινους και λευκούς, ανάλογα με τον τόπο, όπου ζούνε. Γιατί
και η γη είναι πολύμορφη.
Αυτά μου είπε ο δούλος του Θεού, και αποσύρθηκε για να προσευχηθεί.
Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και άρχισε να ζητάει το έλεος του Κυρίου για
την ώρα του θανάτου και της εξόδου της ψυχής:
84
-Κύριε, ο Θεός των Δυνάμεων,
85
Κύριέ μου, Χριστέ μου, Ιησού μου,
86
κι αποζητάει να τους αρπάξει, να τους καταπιεί
να με περιφρουρήσει με ρομφαία
87
τους λυσσασμένους και ακάθαρτους δαίμονες.
γλυκοπλημμυρισμένα,
88
την καθαρότητα και αγιότητα.
89
Ναι, Αθάνατε, άκουσέ με τον αμαρτωλό
τα βρωμερά δαιμόνια.
90
ρομφαία δίστομη, αιώνια και επουράνια,
Συγχώρεσέ τον.
91
Δώσε της την άχραντη αγάπη Σου.
92
Αμήν.
Μόλις τέλειωσε ο μακάριος την προσευχή του, έλαμψε ξάφνου ένα φώς εξαίσιο
μπροστά του.
-«Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ»! 91 Άκουσα τη δέησή σου και πρόθυμα θα δώσω
αυτά που ζήτησες για τη σωτηρία του γένους των χριστιανών. Και σ’ όποιον
μνημονεύει τ΄ όνομά σου, είτε στην εκκλησία είτε στην ατομική του προσευχή, θα
παραστέκω βοηθός στους πειρασμούς και τους κινδύνους και τις θλίψεις του,
προπαντός όμως στο ψυχομαχητό και την αποδημία του για την άλλη ζωή. Πλούσια
θ’ απολαύσουν το έλεός μου, όσοι στ’ όνομά σου θα με δοξάζουν. Κι εκείνους που
θα μ’ επικαλούνται με τις πρεσβείες σου, θα τους στερεώσω και θα τους δυναμώσω
και θ’ αφανίσω από μπροστά τους, για χάρη σου, κάθε δαιμονική παράταξη. Όταν
πάλι θα φτάσει η ώρα να φύγεις κι εσύ απ’ τη ζωή αυτή, θα έρθω με τα τάγματα των
αγίων αγγέλων μου, θα παραλάβω την ψυχή σου στα ίδια μου τα χέρια και θα σ’
αναπαύσω ειρηνικά στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ.
93
ο πιο ευφρόσυνος από την κάθε ευφροσύνη!
κι αθάνατης φιλανθρωπίας.
Μόλις ο άγιος τέλειωσε τον δοξολογικό του ύμνο, ο Κύριος τον κοίταξε
στοργικά, του χαμογέλασε γλυκά, και του είπε:
94
-Ειρήνη σ’ εσένα, Νήφων, παιδί μου!
Όταν ο δίκαιος ήρθε πάλι να με βρει, στο πρόσωπό του, που λες κι άστραφτε,
ήταν απλωμένη μια απέραντη γλυκύτητα. Από το σώμα του ξεχυνόταν τέτοια
ουράνια, αγιοπνευματική ευωδία, που νόμιζα ότι βρισκόμουν μέσα στον
παράδεισο…
(Παροιμ. 19 -17).
Μια μέρα την ώρα που περνούσα μαζί με τον όσιο από την πλατεία της πόλης,
βλέπω στα δεξιά μου έναν άνθρωπο, που κάτι σιγομουρμούριζε. Τον
ακολουθούσαν ένα σμάρι φτωχοί και ζητιάνοι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Κι
εκείνος, ενώ έκανε πως τους απόδιωχνε τάχα, τους έβαζε κρυφά στα χέρια τα ελέη
της αγάπης του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυβε από τους ανθρώπους τις αγαθοεργίες
του.
Εγώ όμως το πήρα είδηση. Σκούντησα λοιπόν τον όσιο και του φανέρωσα
χαμηλόφωνα την αρετή του διαβάτη. Αυτός δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε.
-Τον ξέρω, παιδί μου, είπε. Πολλές φορές έχουμε ανταμώσει. Εσύ μάθε μόνο
τούτο, ότι για το Θεό είναι μέγας.
Λίγες μέρες αργότερα του ζήτησα να μου πει κάτι γι’ αυτή την αρετή, και μου
διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
-Ήμουνα μικρό παιδί, είπε, ίσαμε δέκα χρονών, και είχα πάει στην εκκλησία του
αγίου αποστόλου Θωμά για να προσευχηθώ. Εκεί βρήκα ένα γέροντα να διδάσκει
το λαό. Ανάμεσα στ’ άλλα μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε μάλιστα, ότι αυτός
που δίνει κάτι στους φτωχούς, είναι σα να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του
Κυρίου. Με κάποια δυσφορία άκουσα τα λόγια εκείνου του κήρυκα. Μου φάνηκαν
υπερβολικά. «Μα αφού ο Χριστός, όπως μου λένε, είναι στους ουρανούς, στα δεξιά
του Πατέρα Του», συλλογιζόμουν με το παιδικό μυαλό, «πώς θα βρεθεί στη γη, για
να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς;». Με τέτοιες σκέψεις προχωρούσα στο
δρόμο, όταν, ξάφνου, βλέπω να περνάει ένας φτωχός κουρελής, που – ώ του
θαύματος! – πάνω απ’ το κεφάλι του είχε την εικόνα της μορφής του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού. η εικόνα, αόρατη βέβαια στους άλλους, στεκόταν όρθια και
95
ακολουθούσε το ζητιάνο παντού. Καθώς λοιπόν αυτός περπατούσε, συναντήθηκε
μ’ έναν καλό άνθρωπο, που του έδωσε ψωμί. Τη στιγμή όμως που ο φιλάνθρωπος
εκείνος διαβάτης άπλωσε το χέρι του, άπλωσε κι ο Χριστός το δικό του μεσ’ από τη
μετέωρη εικόνα, πήρε το ψωμί και, αφού ευχαρίστησε, το έδωσε στο φτωχό. Μα
ούτε εκείνος ούτε κι ο διαβάτης κατάλαβαν τι έγινε. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτό που
είδα δεν περιγράφεται. Ε, από τότε πια πίστεψα ακράδαντα, πώς όποιος δίνει
στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού,
που τη μορφή Του βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς. Όσο μπορώ
λοιπόν ασκώ την αρετή της ελεημοσύνης. Και ο Χριστός μου μ’ ευχαριστεί για κάθε
φτωχό που βοηθάω.
Προσκύνημα σε μοναστήρια.
Με πήρε λοιπόν κι εμένα και κατεβήκαμε μαζί στο λιμάνι του Βοσπόρου.
Μπήκαμε σ’ ένα πλοίο και σε λίγο σαλπάραμε.
Όταν βράδιασε, μας έβγαλαν σε μια τοποθεσία που λέγεται Αχύρας, για να
ξεκουραστούμε λίγο από το ταξίδι. Ο Νήφων δεν φαινόταν καθόλου να
προσεύχεται, όπως συνήθιζε, άλλ’ αδιάκοπα σάλευε τα χείλη του και χαμογελούσε
ελαφρά.
Όσες φορές οι ναύτες ετοίμαζαν τραπέζι, καλούσαν κι εμάς να φάμε μαζί τους.
Και ο δίκαιος, μη θέλοντας να φανερώσει την εγκράτειά του, πήγαινε στο τραπέζι
τους κι έτρωγε απ’ όλα τα φαγητά. Αυτό, άλλωστε, συνήθιζε πάντα να κάνει, να
τρώει «παν το παρατιθέμενον μηδέν ανακρίνων», όπως συμβουλεύει ο μακάριος
Παύλος.93 Όταν όμως βρισκόταν μόνος στο κελί του, η δίαιτά του ήταν διαφορετική,
πολύ λιτή και ασκητική.
96
Εκείνο τι βράδυ λοιπόν, σαν κοιμήθηκαν οι ναύτες, τον ρώτησα:
-Πές μου, παιδί μου αποκρίθηκε, πώς να μην είμαι ευχαριστημένος και
χαρούμενος, αφού, από την ώρα που μπήκαμε σ’ αυτό το πλοίο, ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός δεν έφυγε καθόλου από κοντά μας; τον έβλεπα συνέχεια να
πορεύεται δίπλα μας, πάνω στη θάλασσα, και να μας προστατεύει. Με κοίταζε, μου
χαμογελούσε στοργικά, Του χαμογελούσα κι εγώ… Έχε θάρρος και χαρά λοιπόν,
παιδί μου! Ο Χριστός είναι πάντα κοντά μας, σαν πολυεύσπλαχνος και πανάγαθος!
Αφού πήγαμε στο ναό του αγίου Φωκά, όπου προσκυνήσαμε και
προσευχηθήκαμε, περιοδεύσαμε και σε πολλά κοινόβια. Απολαύσαμε τους
σεβάσμιους ναούς τους. Πήραμε πλούσιες τις άγιες ευχές των οσίων πατέρων, που
αγωνίζονταν εκεί θεάρεστα. Κι έπειτα γυρίσαμε στην πόλη μας.
(Ματθ. 5 – 11).
Εδώ, είν’ αλήθεια, σχεδόν κανένας δεν έδινε σημασία στον μακάριο Νήφωνα.
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αναγνώριζαν την αγιότητά του. Αυτό, βέβαια, είχε
ζητήσει κι ο ίδιος από το Θεό: Να τον θεωρούν οι άνθρωποι μηδενικό. Κι Εκείνος
τον άκουσε. Έτσι, όχι μόνο άγιο δεν τον θεωρούσαν, αλλά και πολλοί, άσωτοι
μάλιστα και ακόλαστοι οι ίδιοι, τον κορόιδευαν και τον κακολογούσαν απερίφραστα.
-Τίποτα φοβερό δεν μπόρεσε να κάνει ως τώρα κανείς στο Νήφωνα, παρά
μόνο ο διάβολος. Αυτός κι εγώ, όσο θα είμαστε σε τούτο τον κόσμο, θα
τρωγόμαστε…
97
-Ελέησε, Κύριε, όσους με περιγελούν,
-Ας έρθουν εδώ, έλεγε αλλοιωμένος. Ας έρθουν εδώ να τους φιλήσω τα πόδια!
Χωρίς να το καταλαβαίνουν, μου πλέκουν μεγάλα στεφάνια. Γι’ αυτό τους αποζητάει
η ψυχή μου «όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων». 94
Και πρόσθετε:
98
-Αυτός που μισεί τις βρισιές και τις κακολογίες και τους εξευτελισμούς των
ανθρώπων, δεν βρίσκεται μέσα στη δόξα του Θεού ούτε θα κληρονομήσει τη
βασιλεία Του. Όποιος θέλει να σωθεί, ας το ξέρει: Όπου οι άνθρωποι μας
περιφρονούν και μας εξουθενώνουν, εκεί να μένουμε, κάνοντας υπομονή, και θα
στεφανωθούμε από το Θεό με μεγάλη δόξα. Αντίθετα, όπου απολαμβάνουμε τιμή
και επαίνους από τους ανθρώπους, να μην καθόμαστε, αλλά να φεύγουμε σ’ άλλο
τόπο. Έτσι θα μπορέσουμε να σωθούμε και να κερδίσουμε επάξια τη βασιλεία των
ουρανών. Στους δούλους του Θεού λοιπόν είναι απαραίτητη η εξουθένωση, όπως
απαραίτητα είναι η εκκλησία το ιερό ευαγγέλιο και η κατανυκτική ψαλμωδία. Γιατί –
πράγμα θαυμαστό – όταν μας κατηγορούν οι άνθρωποι, τότε είναι που βαδίζουμε
στο δρόμο του Θεού με πολλή ταπείνωση, τηρώντας με επιμέλεια τις εντολές του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όταν όμως, αντίθετα, αρχίσουν να μας παινεύουν, τότε
μας κυριεύει η αλαζονεία, η ματαιοδοξία, η κενοδοξία. Κι έτσι φεύγουμε μακριά από
το Θεό.
Η μέλλουσα κρίση.
Είχε βραδιάσει για τα καλά. Ο όσιος είχε μόλις τελειώσει την τακτική του
νυχτερινή προσευχή. Ξάπλωσε πάνω στις πέτρες, όπως συνήθιζε, για να κοιμηθεί.
Μα δεν τον έπιανε ύπνος. Η ώρα περνούσε. Έφτασαν μεσάνυχτα, και με τα μάτια
ακόμη ανοιχτά παρατηρούσε στον απέραντο ουρανό τ΄ αστέρια και το φεγγάρι.
Εκεί που ήταν έτσι μονάχος, σκέφτηκε τη φοβερή ώρα της κρίσεως,
αναλογίστηκε τις αμαρτίες του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Ο Κύριος έγνεψε στον αρχηγό ενός τάγματος, κι εκείνος ήρθε κοντά Του
γεμάτος θάμπος και φρίκη.
-Μιχαήλ, άρχοντα της Διαθήκης, του είπε. Σήκωσε με το τάγμα σου τον
πυρίμορφο θρόνο της δόξας μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί να
τον στήσεις, για να είναι έτοιμος στην παρουσία μου. Ναι, γιατί δεν θ΄ αργήσει η
ώρα της κρίσεως, οπότε ο καθένας θα πάρει την ανταπόδοση για τα έργα του. Κάνε
99
γρήγορα, πλησίασε η μέρα. Θα πληρώσουν όσοι προσκύνησαν τα είδωλα κι
αρνήθηκαν εμένα, τον πλάστη τους, όσοι ονόμασαν θεούς τις πέτρες και τα ξύλα,
που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι αυτοί θα συντριβούν «ως σκεύη
κεραμέως».95 Το ίδιο και οι εχθροί μου οι αιρετικοί, αυτοί που τόλμησαν να με
χωρίσουν από τον Πατέρα μου, αυτοί που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το
Παράκλητό μου Πνεύμα. Αλίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!
«Θα φανερωθώ τώρα και στους Ιουδαίους, που δεν πίστεψαν και με
σταύρωσαν. Όταν ήμουνα πάνω στο Σταυρό, έλεγαν: «Ουά, ο καταλύων τον
ναόν… σώσον σεαυτόν!» 96 Τώρα θ’ ασκήσω την εξουσία μου και θα κρίνω δίκαια.
»Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω!». 97 Θα δικάσω, θα ελέγξω, θα στιγματίσω και
θα τιμωρήσω αυστηρά το διεστραμμένο και πονηρό γένος, γιατί τους έδωσα
ευκαιρίες να μετανοήσουν και δεν τις χρησιμοποίησαν. Τώρα λοιπόν θα πάρω
εκδίκηση.
»Και τους σοδομίτες, που μόλυναν τον αέρα και τη γη με τη βρωμιά τους,, εγώ,
που τους έκαψα, θα τους ξανακάψω. Γιατί αποστράφηκαν την ηδονή του Αγίου
Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.
»Θα τιμωρήσω και τους κλέφτες και τους φονιάδες και όλους τους κακοποιούς.
Στα τάρταρα θα τους ρίξω. Τώρα θα τους δείξω πόσο ζημιώθηκαν, που δεν
υπάκουαν στο Θεό και στα προστάγματά Του. Πού είναι τα καλά τους έργα; Πού
είναι η μεταμέλειά τους; Τους έδωσα σαν υπόδειγμα τον άσωτο γιο, αλλά και
πολλούς άλλους, για να μην πέφτουν στην απόγνωση. Αυτοί όμως καταφρόνησαν
τιε εντολές μου. Εμένα μίσησαν και την ασωτία αγάπησαν. Εμένα απαρνήθηκαν και
στην αμαρτία δουλώθηκαν. Ας πέσουνε, λοιπόν, μες στη φωτιά που οι ίδιοι
άναψαν.
100
»Θ’ αφανίσω ακόμα τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους,
αυτούς τους ειδωλολάτρες, που στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι και
εγκατέλειψαν εμένα, σα να μη φρόντιζα γι’ αυτούς.
»Θα καταδικάσω επίσης και τους τάχα χριστιανούς, που λένε ότι δεν υπάρχει
ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση. Όλους αυτούς θα τους λιώσω σαν το
κερί στη γέεννα και θα τους κάνω στάχτη στη φωτιά. Τότε θα τους δείξω αν υπάρχει
ή όχι ανάσταση των νεκρών.
»Οι μέθυσοι και οι γλεντοκόποι θα ριχτούν μέσα στην άβυσσο. Αλίμονό τους,
οπού τραγουδούν και χορεύουν και αισχρολογούν ξετσίπωτα και ξιπασμένα. Με τον
ίσκιο τους παίζουνε. Δίκαια και αμερόληπτα θα τους κρίνω. Τους κάλεσα, και όχι
μόνο δεν μ’ άκουσαν, αλλά με περιγελούσαν κιόλας. Σ’ όλους πρόσφερα έλεος και
μετάνοια, κανένας όμως δεν μου έδωσε σημασία. Τώρα το σκουλήκι θα τους
κατατρώει την καρδιά.
»Εκείνους που περιφρόνησαν τις θείες Γραφές, τις γραμμένες απ’ το Πνεύμα
μου με τα χέρια των αγίων μου, θα τους ρίξω μέσα στο σκοτάδι και την αφεγγιά. Και
επειδή δεν τήρησαν τις εντολές μου, αλλά τις χλεύασαν, εγώ τώρα θα τους
χλευάσω, θα τους καταντροπιάσω και θα τους παραδώσω στη φωτιά.
»Μα και αυτούς που καταφεύγουν στα γητέματα και τα μαγικά για να
γιατρευτούν, αυτούς που πιστεύουν πως θα τους κάνουν καλά τα μαχαίρια και οι
αξίνες και τα δρεπάνια και τ΄ άλλα μαγικά εργαλεία, θα τους ελέγξω αυστηρά. Και
τότε θα μάθουν, ότι έπρεπε να ελπίζουν στο Θεό και όχι στα δημιουργήματά Του.
Αυτοί βέβαια θ ‘ αντιδρούν, θα διαμαρτύρονται και θα βρίσκουν δικαιολογίες. Μα
δεν θα μπορούν να πετύχουν τίποτα, γιατί θα έχει φτάσει πια η ώρα για την
ανταπόδοση.
»Θα τιμωρήσω, βέβαια, και τους βασιλιάδες και τους άρχοντες, που συνεχώς
με καταπίκραιναν με τις αδικίες τους. Οι αποφάσεις τους ήταν άνομες και αθέμιτες
και αλαζονικές και εξουθενωτικές για τους ανθρώπους. Έπαιρναν δώρα και έκριναν
μεροληπτικά, χρησιμοποιώντας το δίκαιο για να καλύπτουν τη αδικία. Η δική μου
κρίση όμως δεν εξαρτάται από δώρα. Σαν Κύριος και Θεός λοιπόν θα τους
αφανίσω σύμφωνα με την πονηρία τους. Και τότε θα καταλάβουν, ότι εγώ είμαι «ο
101
φοβερός και αφαιρούμενος πνεύματα αρχόντων, φοβερός παρά τοις βασιλεύσι της
γης».100 Συμφορά τους! Τί κόλαση τους περιμένει! Γιατί «έβρυξαν τους οδόντας
αυτών»101 και «εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων»!102
»Σε ποιά οργή θα παραδώσω και εκείνους τους κληρικούς που δεν ήταν
αληθινοί ποιμένες, αλλά μισθωτοί! Εκείνους, που «διέφθειραν τον αμπελώνά
μου»,103 που «διεσκόρπισαν τα πρόβατά μου», 104 που κυνήγησαν το χρυσάφι και
το ασήμι, που ανάξια έλαβαν την ιερωσύνη… Πόσο φοβερή θα είναι η τιμωρία
τους! Πόση η οδύνη τους! «Εν οργή μου και εν τω θυμώ μου ταράξω αυτούς» 105!
Πρόβατα και βόδια φθαρτά κοίταξαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά
πρόβατα δεν τα πόνεσαν. Γι’ αυτό «επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και
εν μάστιξι τας αδικίας αυτών».106 Όσο για τους ιερείς που χωρατεύουν ή φιλονικούν
μέσα στις άγιες εκκλησίες μου, στη φωτιά θα τους λιώσω, στον τάρταρο θα τους
βυθίσω και σαν πλίθρες θα τους συντρίψω!
»Εγώ είμαι ο ερχόμενος. Ήρθα και πάλι έρχομαι! Κι όποιος βρει τη δύναμη, ας
σταθεί απέναντί μου!
»Αλίμονο στους ανόμους που θα πέσουν στα χέρια μου! Γιατί θα σταθούν
μπροστά μου «γυμνοί και τετραχηλισμένοι».107 Πού θα πάει τότε η αναίδειά τους;
Πώς θ’ αντικρύσουν το πρόσωπό μου; Πώς θα κρύψουν τη ντροπή τους, αφού θα
ρεζιλευτούν μπροστά σ’ όλους τους αγίους αγγέλους μου;
»Θα καταδικάσω όμως και τους μοναχούς που έζησαν με αμέλεια, κι έτσι δεν
τήρησαν τις υποσχέσεις που έδωσαν μπροστά στο Θεό, τους αγγέλους και τους
ανθρώπους. Άλλα έταξαν κι άλλα έκαναν. Αυτούς λοιπόν θα τους αρπάξω και θα
τους εκσφενδονίσω στην άβυσσο. Γιατί δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά
σκανδάλισαν και κόλασαν κι άλλους. Καλύτερα θα’ ήταν γι’ αυτούς να μην είχαν
απαρνηθεί τον κόσμο, παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αμαρτωλά και άσωτα.
-Φέρε μου τους επτά αιώνες της συστάσεως του κόσμου! Πρόσταξε τώρα τον
αρχάγγελο.
102
Ο Μιχαήλ πήγε αμέσως στον οίκο της Διαθήκης και τους πήρε. Ήταν σαν
μεγάλα βιβλία. Τους έβαλε μπροστά στον Κύριο και παραμέρισε,
παρακολουθώντας με δέος πως Εκείνος γυρίζει τις σελίδες της ιστορίας και
διαβάζει όλα όσα έγιναν διαμέσου των αιώνων.
Πήρε λοιπόν ο Κριτής το βιβλίο του πρώτου αιώνα, το άνοιξε και είπε:
-Εδώ πρώτα – πρώτα γράφει: Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας
Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός, ο δημιουργός των
αιώνων. Γιατί από το Λόγο του Πατρός έγιναν οι αιώνες˙ από το Λόγο του Πατρός
δημιουργήθηκαν οι ουράνιες δυνάμεις˙ από το Λόγο του Πατρός στερεώθηκαν οι
ουρανοί και η γη και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτά˙ «τω πνεύματι δε του στόματος
αυτού πάσα η δύναμις αυτών».108
-Εδώ γράφει: Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με
τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε από τον παντοκράτορα Θεό, το
δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων, μια προσταγή, ένας νόμος. Η τήρηση
του νόμου τούτου θα είναι η ασφάλεια της μακάριας ζωής του ανθρώπου, γιατί θα
του θυμίζει πάντα πως υπάρχει ο Θεός από πάνω του.
-Εδώ γράφει για την παράβαση, που έκανε η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος.
Εξαπατήθηκε και έπεσε. Ή μάλλον έπεσε από δική του αμέλεια και απροσεξία.
Διώχτηκε λοιπόν από τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού, γιατί,
σαν αχρείος παραβάτης, δεν έπρεπε να ζει μέσα σε τόσα αγαθά.
-Ο Κάιν, είπε, έκανε τη βουλή του διαβόλου και σκότωσε τον Άβελ. Θα κατακαεί
εξάπαντος στη φωτιά της γέεννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ο Άβελ όμως θα ζήσει
αιώνια.
-Μορφή της ευλογίας ο Σήθ. Εικόνα του αγιασμού ο Ενώς. Και προτύπωση της
αναλήψεώς μου η ανάληψη του Ενώχ.109
103
Γυρίζοντας έτσι μια – μια σελίδα, έφτασε στο τέλος του βιβλίου και είπε:
-Βιβλίο του πρώτου αιώνα: Εδώ έχουν γραφτεί η ζωή και ο θάνατος, η
δικαιοσύνη και η ανομία, η ταπείνωση και η έπαρση των ανθρώπων, που
γεννήθηκαν στα χρόνια του. Ο καθένας τους θα κριθεί σύμφωνα με τα έργα του.
Με τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε και τα βιβλία των επόμενων πέντε αιώνων. Μετά
πήρε στα χέρια Του το τελευταίο και είπε:
-Αρχή του έβδομου αιώνα: Τέλος των αιώνων και αρχή της κακίας, της
πονηρίας, της φιλαργυρίας και της ασπλαχνίας. Οι άνθρωποι γίνονται τώρα
περισσότερο από ποτέ πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, υποκριτές, φιλόδοξοι, φιλήδονοι
και σ’ όλα τα κακά υποδουλωμένοι.
-Αλήθεια, μονολόγησε, ο έβδομος αυτός αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την
πονηριά τους προηγούμενους έξι!
-Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλιά, είπε, λευκοί σαν το φως, τάραξαν τη
θάλασσα, εξουδετέρωσαν θηρία, έπνιξαν δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν
πεινασμένους, φτώχυναν πλούσιους και, προπαντός, ψάρεψαν και αναγέννησαν
πολλούς ανθρώπους. Μεγάλος ο μισθός τους!
Παρακάτω διάβασε:
-Εγώ, ο Αγαπητός, διάλεξα και μάρτυρες για μένα. Η φιλία τους ανέβηκε ως τον
ουρανό. Η αγάπη τους έφτασε ως το θρόνο μου. ο πόθος τους μπήκε στην καρδιά
μου. ο έρωτάς τους με φλογίζει. Η δόξα μου κα η δύναμή μου είναι μαζί τους!
104
-Ο άνθρωπος που κράτησε μ’ ευλάβεια το πηδάλιο της Επτάλοφης και πήρε τη
βασιλεία της, έγινε υπηρέτης της αγάπης μου και στάθηκε ζηλωτής, κα μιμητής μου.
Γι’ αυτό του πρέπει η βασιλεία των ουρανών.
Μετά πέρασε κι άλλα φύλλα βιαστικά. Με σε μια σελίδα στάθηκε και φώναξε:
-Εδώ είναι γραμμένα όλα τα λόγια των ανθρώπων, και τα καλά και τα κακά,
όσα πρόλαβε ο θάνατος να μην έχουν σβηστεί με τη μετάνοια.
Είχε φτάσει πια στη μέση του έβδομου αιώνα, όταν έβγαλε μια φωνή
αγανακτήσεως.
-Φτάνει πια! Τούτο εδώ τα τελευταίο βιβλίο είναι γεμάτο από δυσωδία
αμαρτιών. Τι ψεύδη, τι κακίες, τι έχθρες, τι φόνοι!... Βρώμα και ακαθαρσία. Φτάνει!
Θα το κόψω στη μέση! Να καταργηθεί μια για πάντα η αμαρτία!
-Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». 111
105
Κι από τη φοβερή εκείνη μυριόστομη αγγελική υμνωδία σείονταν ο ουρανός και
η γη.
-«Εις άγιος, είς Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».112
-«Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι
δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού˙ ο Θεός εμφανώς ήξει, ο
Θεός ημών, και ου παρασιωπήσεται˙ πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται και κύκλω
αυτού καταιγίς σφόδρα…», και τους υπόλοιπους στίχους το ψαλμού. 113
Έπειτα έφεραν μπροστά στον Κύριο τον δοξασμένο Του Σταυρό, που έλαμπε
σαν αστραπή και ευωδίαζε άρρητα. Τον κρατούσαν με πολλή ευλάβεια και τιμή δύο
τάγματα, οι Εξουσίες και οι Δυνάμεις. Το θέαμα ήταν φοβερό, συγκλονιστικό.
-«Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου, και ευλογήσω το όνομά σου εις τον
αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος».116
-«Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε το υποποδίω των ποδών
αυτού, ότι άγιός εστι».117 Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!
106
«ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» και στην εσωτερική «ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΣ
ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ».
Την πήρε ο Κύριος στα χέρια Του, σάλπισε τρεις φορές και είπε τρεις μυστικούς
λόγους. Μετά την έδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ και του είπε:
-Πάρε τούτη τη σάλπιγγα και πήγαινε στο Γολγοθά, όπου άπλωσα στο Σταυρό
τ΄ άχραντα χέρια μου. Εκεί να σαλπίσεις τρεις φορές και να περιμένεις.
Έπειτα κάλεσε άλλο τάγμα. Τις Αρχές, και λέει στον αρχηγό τους.
-Πάρε το ιερό τάγμα σου και σκορπιστείτε σ’ όλο τον κόσμο. Σηκώστε πάνω σε
νεφέλες τους αγίους, απ΄ την ανατολή και τη δύση, το βορρά και τον νότο, και φέρτε
τους να με προϋπαντήσουν μόλις ακουστεί η σάλπιγγα.
Έριξε μετά τη ματιά Του στη γη ο δίκαιος Κριτής και παρατήρησε προσεκτικά:
Ομίχλη και σκοτάδι παντού, θρήνος και οδυρμός πολύς, ανθρώπινες φωνές και
στεναγμοί απ΄ τη βαριά τυραννία του σατανά. Φρύαζε και μάνιαζε ο δράκοντας.
Κατέστρεφε τα πάντα, τσαλαπατώντάς τα σαν χορτάρι, καθώς έβλεπε τους
αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πύρ.
Βλέποντας όλο τούτο το κακό ο Ιησούς, καλεί έναν άγγελο φλογερό. Είχε όψη
αυστηρή, βλέμμα σκληρό και έκφραση ανελέητη. Ήταν αρχηγός των αγγέλων που
επιβλέπουν τη φωτιά της κολάσεως,. Και του λέει:
-Πήγαινε και πάρε το ραβδί μου που συντρίβει και δένει. Πάρε και μύριους
αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο ικανούς και διαλεχτούς, αυτούς που τάχθηκαν
να επιβάλλουν τις τιμωρίες. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, θα βρείτε τα ίχνη του
Δράκοντα, θα τον αρπάξετε εξουσιαστικά και θα τον δείρετε με το ραβδί αλύπητα,
μέχρι να σας παραδώσει το τάγμα των ακάθαρτων πνευμάτων του. Και τότε θα
τους σφιχτοδέσετε όλους με τη δύναμη του ραβδιού μου και θα τους ρίξετε στα πιο
σκληρά βασανιστήρια!
Όταν το αγγελικό τάγμα έφυγε για να συλλάβει τον άρχοντα του σκότους,
δόθηκε θεϊκή προσταγή στον αρχάγγελο, που κρατούσε τη σάλπιγγα, να σαλπίσει.
107
Απόλυτη σιγή απλώθηκε παντού, σα να νεκρώθηκαν τα πάντα.
Όλος ο λαός και η αναρίθμητη αγγελική παράταξη στάθηκαν και κοίταζαν ψηλά,
περιμένοντας με φρίκη και δέος να κατέβει στη γη η φοβερή θεία εξουσία.
Ξάφνου όμως βροντές και αστραπές έσκισαν τον αέρα, ενώ σεισμός τρομερός
συγκλόνισε την κοιλάδα της Δίκης. Σάστισαν όλοι κι άρχισαν να τρέμουν.
Και να! Φάνηκε πίσω του ο Τίμιος Σταυρός, λάμποντας σαν τον ήλιο και
σκορπίζοντας θεϊκές μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οι άγιοι άγγελοι, ανοίγοντας το
δρόμο για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Κριτή της οικουμένης.
108
Θρηνούσαν πικρά, που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχτούν κι αυτοί απ’ τις νεφέλες, κι
ήταν φαρμακωμένες οι ψυχές τους από τη λύπη και την οδύνη. Έπεσαν στα
γόνατα, μπροστά στον Κύριο, μα ξανασηκώθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.
Γύρω από το θρόνο της Ετοιμασίας, όπου ήταν καθισμένος ο Μέγας Κριτής,
παρατάχθηκαν όλες οι ουράνιες δυνάμεις με φόβο και τρόμο. Στα δεξιά Του
στάθηκαν όλοι όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τις νεφέλες. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’
αριστερά Του, κι ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλιάδες και πολύ
πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ταλανίζοντας τους
εαυτούς τους και θρηνολογώντας για την απώλειά τους. Στα πρόσωπά τους ήταν
ζωγραφισμένη η καταισχύνη, η συντριβή, η αγωνία, η φρίκη… Πένθος βαρύ είχε
απλωθεί ανάμεσά τους. Άλλοι αναστέναζαν βαθιά. Άλλοι βογγούσαν με σπαραγμό.
Άλλοι οδύρονταν, χύνοντας ποτάμι τα δάκρυα. Και άλλοι είχαν βυθιστεί σε μιαν
απελπισμένη, νεκρική σιωπή. Δεν φαινόταν από πουθενά παρηγοριά, από
πουθενά ελπίδα…
Αντίθετα, όσοι στέκονταν στα δεξιά του Κριτή, ήταν όλοι φαιδροί και φωτεινοί
σαν τον ήλιο, όλοι σεμνοί, δοξασμένοι και λαμπεροί σαν το φως, όλοι φλογισμένοι,
θαρρείς, από μια θεόφωτη αστραπή, που τους έκανε να φεγγοβολούν πραγματικά
– αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους.
Παρευθύς ο φοβερός Κριτής έριξε το βλέμμα Του κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη
μεριά. Στα δεξιά κοίταξε με ικανοποίηση, κι ένα γλυκό χαμόγελο άνθισε στα χείλη
Του. Ύστερα γύρισε και σ’ αυτούς που ήταν στ’ αριστερά. Αμέσως ταράχτηκε και
πήρε βιαστικά τη ματιά Του από πάνω τους.
109
Και Αυτός τους αποκρίθηκε:
-«Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».124
Ύστερα στράφηκε οργισμένος στους άλλους στ’ αριστερά Του, και τους είπε με
αυστηρότητα και αποστροφή:
-«Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ούκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ούδέ
εμοί εποιήσατε».127 Χαθείτε από μπροστά μου, «οι εσκοτισμένοι της γης»!128 Στον
τάρταρο! Εκεί που είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων»! 129 Εκεί που θα
τυραννιέστε και θα θρηνείτε αιώνια!
Πρώτα μπήκαν αυτοί που στέκονταν στα δεξιά. Πέρασαν όλοι και
δοκιμάστηκαν και βγήκαν σαν χρυσάφι καθαρό μεσ’ από τις φλόγες. Τα έργα τους
όχι μόνο δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο λαμπερά και καθαρά με τη δοκιμασία.
Με απερίγραπτη αγαλλίαση είδαν οι δίκαιοι να μη βρίσκεται στα καλά τους έργα
κανένας ρύπος.
Μετά ακολούθησαν αυτοί που στέκονταν στ’ αριστερά, για να δοκιμααστούν και
τα δικά τους έργα. Μα σαν περνούσαν μεσ’ από τη φωτιά, οι φλόγες τους έκαιγαν,
επειδή ήταν αμαρτωλοί, και τους παγίδευαν καταμεσίς του ποταμού. Τα έργα τους
110
λαμπάδιασαν αμέσως σαν άχυρα. Αλλά τα σώματά τους, έμειναν απείραχτα, για να
καίγονται αιώνια μαζί με το διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας τους δεν
κατόρθωσε να βγεί από το πύρινο εκείνο ποτάμι. Σαν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας,
αιχμαλωτίστηκαν όλοι από τη φωτιά.
Αφού οι αμαρτωλοί ρίχτηκαν στην κόλαση και πετάχτηκαν από τις φλόγες
στους διάφορους τόπους των τιμωριών, ο φοβερός Κριτής σηκώθηκε από το θρόνο
Του και κίνησε για τον επουράνιο νυμφώνα Του. Τον ακολουθούσαν όλοι οι άγιοί
Του. Και τον περικύκλωναν με φόβο και τρόμο οι δυνάμεις των ουρανών,
ψάλλοντας:
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν, 131 μαζί με τους υιούς της νέας Σιών, αυτούς
που αξιώθηκαν να γίνουν χαρισματικά παιδιά του Θεού!
Και οι αρχάγγελοι, που πήγαιναν μπροστά απ’ τον Κύριο έψαλλαν κι εκείνοι
αντιφωνικά ένα ουράνιο μέλος:
-«Ότι Θεός μέγας Κύριος και βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην˙ ότι εν τη χειρί
αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν»!133
Ψάλλοντας έτσι λοιπόν μπήκαν μαζί με τον Κύριο και τους αγίους Του στους
επουράνιους θαλάμους του θεϊκού νυμφώνα, σκιρτώντας από χαρά. Και παρευθύς
οι πύλες κλείστηκαν.
111
Τότε κάλεσε ο Ιησούς τους αρχηγούς των αγγελικών ταγμάτων. Πρώτοι
παρουσιάστηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ, κι έπειτα οι άλλοι.
Έφεραν μετά μπροστά στον ουράνιο Βασιλιά τους εβδομήντα μαθητές και
αποστόλους Του. Δόθηκαν και σ’ αυτούς όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα
στεφάνια τους ήταν λιγότερο λαμπρά από τ΄ άλλα, των δώδεκα.
Τώρα ήρθε η σειρά των ευλαβών μοναχών. Από την οσιακή χορεία τους
ξεχυνόταν μια ευωδία πνευματική. Και τα δοξασμένα πρόσωπά τους άστραφταν
σαν ήλιοι, σκορπίζοντας θεόφωτες μαρμαρυγές. Δόθηκαν στον καθένα από έξι
φτερά, κι έτσι, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, έγιναν όλοι σαν τα φρικτά
Χερουβείμ και Σεραφείμ. Άρχισαν τότε να ψάλλουν δυνατά:
112
-«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». 134
Πίσω από τους οσίους μοναχούς μπήκε ο χορός των αγίων προφητών. Σ’
αυτούς δόθηκαν το άσμα των ασμάτων, η ψαλμική κινύρα του Δαβίδ με τύμπανα
και με χορούς, φως αστραποβόλο, κάλλος ουράνιο, αγαλλίαση απέραντη και η
δοξολογία του Αγίου Πνεύματος. Τα δικά τους στεφάνια ήταν ολόχρυσα κι
αστραφτερά. Ο Δεσπότης του θείου νυμφώνα τους ζήτησε να ψάλουν κάτι. Κι
εκείνοι Τον ύμνησαν μ’ ένα άσμα τόσο τερπνό, που σκίρτησαν από ευφροσύνη όλοι
οι συναγμένοι άγιοι.
Αφού όλοι πια είχαν πάρει τα δώρα τους από τ΄ άχραντο χέρι του Σωτήρα,
περίμεναν ακόμη τ΄ αγαθά εκείνα, «α οφθαλμός ούκ είδε και ους ούκ ήκουσε και επί
καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη».135
Τότε όμως μπήκε ο χορός των ανθρώπων που σώθηκαν μέσα στον κόσμο –
φτωχοί και πλούσιοι, κυβερνήτες και υπήκοοι, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι
μπροστά στον θείο Νυμφίο, και Κύριο.
Πρώτα –πρώτα Εκείνος ξεχώρισε αυτούς που ήταν ελεήμονες, 136 και τους
χάρισε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια κι ολόφωτα,
στεφάνια πολύτιμα, αγιασμό ευφρόσυνο, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους
φωτεινούς να τους υπηρετούν.
Ήρθαν έπειτα «οι πενθούντες»,138 αυτοί που έκλαψαν για τις αμαρτίες τους με
μετάνοια θερμή, και τους δόθηκαν η μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος και η
πάντερπνη χαρά του παραδείσου.
113
Μετά απ’ αυτούς ήρθαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνη». 140 Τους
δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης πλούσιος, για να χορτάσουν. Και με την αγαθή
προαίρεση ευφράνθηκαν, βλέποντας το βασιλιά Χριστό να υμνείτε και να τιμάται και
να δοξάζεται από τους αγίους αγγέλους. Τα δικά τους στεφάνια ήταν περίλαμπρα
και καλαίσθητα, καμωμένα με πολλή τέχνη.
Ύστερα ξεχωρίστηκαν από τον Κύριο «οι καθαροί τη καρδία». 141 Σ’ αυτούς
έδωσε πανίσχυρα μυστικά μάτια και όραση πνευματική, πιο δυνατή κι από το φως,
για να βλέπουν καθαρά το πρόσωπο του Θεού στους αιώνες των αιώνων. Τους
έδωσε και στεφάνια ιδιόμορφα, που πίσω και μπροστά είχαν κρυστάλλινους
σταυρούς, ενώ δεξιά κι αριστερά ζωγραφισμένους χερουβικούς οφθαλμούς.
Έπειτα μαζεύτηκαν σε μια ομάδα «οι ειρηνοποιοί». 142 Τους δόθηκαν η ειρήνη
και η σοφία και το Πνεύμα του Θεού και ευδοκία και έλεος και φωτισμός από το
φως του Χριστού. ένα αόρατο χέρι, που κρατούσε μιαν ουράνια γραφίδα, τους
πλησίασε κι έγραψε στα μέτωπά τους: Ι η σ ο ύ ς Χ ρ ι σ τ ό ς, Υ ι ό ς τ ο υ
Μετά ήρθαν «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». 143 Τους δόθηκαν θείος αίνος
και πολυθαύμαστη ζωή και θρόνοι άφραστοι της βασιλείας των ουρανών. Τα
στεφάνια τους ήταν από θεϊκό, άυλο χρυσάφι, που η λάμψη του έκανε τους χορούς
των αγγέλων να ευφραίνονται.
Ύστερα απ΄ όλους αυτούς, οδηγήθηκαν μπροστά στον Κύριο εκείνοι που από
τη μια μετανόησαν για τις αμαρτίες τους, από την άλλη όμως δεν έκαναν συνεπή
πνευματική ζωή, με προσευχές και με νηστείες και μ’ ό,τι άλλο ορίζει η Εκκλησία
μας. Ξεμάκρυναν βέβαια από τα πονηρά έργα, δεν εργάστηκαν όμως με ζήλο και
ακρίβεια τ’ αγαθά.
114
-Και που γλυτώσατε την κόλαση, πολύ σας είναι, τους είπε ο Νυμφίος, και τους
έδωσε μονάχα από μια βέργα – το σημάδι ότι δεν θα κολάζονταν – για να μη
ριχτούν στο πυρ, αλλά να ταχθούν σε τόπο άφεγγο, ούτε φωτεινό ούτε ζοφερό.
Πίσω τους ήρθαν άλλοι, που είχαν κάνει πολλές αγαθοεργίες κι αμέτρητες
ελεημοσύνες, επειδή όμως έπεφταν είτε σε κατάκριση και καταλαλιά των
συνανθρώπων τους είτε σε σαρκικά αμαρτήματα, τάχθηκαν κι αυτοί στο κατώτατο
σκότος, με την ομίχλη και την υγρασία, όπου μόλις φτάνουν κάποιες αμυδρές
ανταύγειες φωτός.
Μετά απ’ αυτούς μπήκαν οι ειδωλολάτρες, πλήθος πολύ, που δεν γνώρισαν το
νόμο του Χριστού, αλλά οδηγήθηκαν από τη συνείδησή τους και τον τήρησαν
ανεπίγνωστα. Ήταν εκείνοι, που είχαν να δείξουν «το έργον του νόμου γραπτόν εν
ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως». 145 Πολλοί απ’
αυτούς έλαμπαν σαν τον ήλιο από την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Αυτοί
αξιώθηκαν να κληρονομήσουν την ουράνια βασιλεία και την απόλαυση του Θεού.
Στεφανώθηκαν και με στεφάνια υπέροχα, πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Ένα μονάχα
έφερναν βαριά το ό,τι σαν αβάπτιστοι, ήταν τυφλοί, και δεν μπορούσαν να δουν τη
δόξα και το φως του Θεού – γιατί είναι φως και μάτι της ψυχής το άγιο βάπτισμα, κι
όποιος το στερηθεί, όσα καλά και αν κάνει, κληρονομεί βέβαια τον παράδεισο και
κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητά του, αλλά δεν βλέπει τίποτα.
-Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά Σου. Μη μας στερήσεις τουλάχιστο και
τα επουράνια.
Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα αιώνια αγαθά. Τους έδωσε στεφάνια
πίστεως και αγνείας και ακακίας και μακαριότητας. Με πολύ θαυμασμό τους
κοίταζαν οι ουράνιες στρατιές. Μα και οι ίδιοι με χαρά φορούσαν τ΄ άφθαρτα
στεφάνια τους.
115
Ήταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγγέλους, που, βλέποντας συγκεντρωμένα
τα τάγματα όλων των αγίων, έψαλλαν άσματα πανευφρόσυνα, γεμάτοι αγαλλίαση
και θάμπος και θεία ηδονή.
Όταν λοιπόν όλοι αυτοί είχαν πια μπεί στο νυμφώνα κι είχαν στεφανωθεί, είδε ο
δίκαιος Νήφων να πλησιάζει το Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Είχε όψη αστραφτερή
και φοβερή και σεβάσμια μαζί. Μόλις την είδαν οι άγιοι άγγελοι, σκίρτησαν από
χαρά κι ευδαιμονία. Από τα πόδια της, καθώς βάδιζε, ξεχύνονταν αστραποβολιές.
Τα μάτια της φεγγοβολούσαν. Στο πέρασμά της σκόρπιζε ουράνια ευωδία, σαν από
θεϊκά αρώματα. Ήταν ντυμένη με φορέματα βασιλικά, απ’ έξω κατακόκκινη
πορφύρα και από μέσα λευκό λινό χιτώνα. Στην πανώρια κεφαλή της φορούσε
στέμμα θεϊκό, που όμοιό του δεν είχε σε λαμπρότητα και ομορφιά. Κατάπληκτοι οι
άγγελοι και θαμπωμένοι οι άγιοι παρατηρούσαν τις θείες ακτίνες, που σκορπίζονταν
ολόγυρα από το ουράνιο εκείνο διάδημα.
Καθώς η Νύμφη μπήκε στο νυμφώνα, φάνηκε πίσω της πλήθος αναρίθμητο
παρθένων, που την ακολουθούσαν ψάλλοντας και δοξολογώντας τα μεγαλεία του
Θεού.
Όταν πια ήρθε κοντά στο Νυμφίο, Τον προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις
άγιες εκείνες παρθένες. Κι Αυτός, χαμογελώντας ευφρόσυνα, έσκυψε το κεφάλι Του
και την τίμησε σαν άσπιλη Μητέρα Του. Τότε εκείνη, σταυρώνοντας τα χέρια της με
συστολή, Τον πλησίασε με πολλή ευλάβεια και χάρη και φίλησε τα αθάνατα κι
ακοίμητα μάτια Του, καθώς και τα σπλαχνικά Του χέρια.
Μετά τον θείο εκείνο ασπασμό, ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά
φορέματα και άχραντα στεφάνια. Έπειτα ήρθαν οι νοερές δυνάμεις και οι χοροί των
αγίων, προσκύνησαν όλοι πασίχαροι τη Θεομήτορα και της έψαλλαν ύμνους και
μακαρισμούς και μεγαλυνάρια, με τα χέρια υψωμένα από ιερό ενθουσιασμό.
Ύστερα σηκώθηκε ο Νυμφίος απ’ το θρόνο Του, και, έχοντας στα δεξιά την
πανάχραντη Μητέρα Του και στ΄ αριστερά τον μεγάλο και θαυμαστό προφήτη και
Πρόδρομο, πέρασε από το νυμφώνα στον θεϊκό θάλαμο, εκεί όπου βρίσκονται τα
άγνωστα κι ανήκουστα και άφραστα αγαθά, τα ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν το
Θεό. Μαζί Του μπήκαν στον ολοφώτεινο και θαυμαστό εκείνο θάλαμο όλοι οι άγιοι,
που, μόλις είδαν τα αγαθά εκείνα, κυριεύθηκαν από ανείπωτη αγαλλίαση και
ευθυμία. Άρχισαν τότε, μέσα σ’ ένα παραλήρημα ουράνιας χαράς, να χορεύουν και
να τραγουδούν και να πανηγυρίζουν…
116
(Αυτά όμως δεν μπόρεσε ο φιλόθεος Νήφων να μου τα περιγράψει. Μολονότι
τον πίεσα πολύ, δεν μου είπε το παραμικρό.
Όταν λοιπόν ο Κύριος μοίρασε στους αγίους Του τα αγαθά που ήταν εκεί,
πρόσταξε τα Χερουβείμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο, όπως κυκλώνει το τείχος
μια πόλη. Έδωσε έπειτα διαταγή, τα Σεραφείμ να κυκλώσουν τα Χερουβείμ, οι
Θρόνοι τα Σεραφείμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι
Εξουσίες τις Αρχές και οι Δυνάμεις τις Εξουσίες. Έτσι, όπως το τείχος κυκλώνει μια
πόλη, το ένα τάγμα κύκλωσε το άλλο, σχηματίζοντας επτά επάλληλα διαζώματα.
Στα δεξιά του αιώνιου θαλάμου στάθηκαν, σε τέλεια παράταξη, ο Μιχαήλ και το
τάγμα του. Στ’ αριστερά παρατάχθηκαν με πολλή ευλάβεια ο Γαβριήλ και το δικό
του τάγμα. Ο Ραφαήλ στ’ ανατολικά και ο Ουριήλ στα δυτικά με τα δικά τους. Τις
θέσεις αυτές πήραν με την προσταγή του Κυρίου. Οι παρατάξεις τους ήταν
τεράστιες, και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων κύκλωναν το θάλαμο
του Θεού με πολλή λαμπρότητα.
Μετά απ’ όλα αυτά, και ο Κύριος, ο Υιός του Θεού, υποτάχθηκε στον Πατέρα
Του, που είχε υποτάξει σ’ Αυτόν τα πάντα, και Του παρέδωσε όλη τη βασιλεία και
την κυριαρχία και την εξουσία, που Εκείνος Του είχε δώσει. 146 Ο ίδιος πάλι μπήκε
στον θείο και απρόσιτο θάλαμο, κληρονόμος του Πατέρα Του και Βασιλιάς και
Αρχιερέας αιώνιος, μαζί με όλους τους συγκληρονόμους Του αγίους.
Στο τέλος των μυστηρίων, που αξιώθηκε ν’ αντικρύσει ο δίκαιος Νήφων, είδε
και τούτη τη φοβερή αποκάλυψη:
Ο ίδιος ο Πατέρας και Γεννητής του μονογενούς Υιού, το Φως το απρόσιτο και
ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά, λάμποντας πάνω από τον απέραντο εκείνο θάλαμο
της θείας ευπρέπειας και πάνω από τις κυκλικές παρατάξεις των αγγελικών
ταγμάτων. Φώτιζε το θάλαμο όπως ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο, ευφραίνοντας με την
άφραστη θεότητά Του και τη γλυκιά θερμότητά του φωτός Του όλους τους αγίους.
Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το νερό, έτσι και οι άγιοι
117
απορροφούσαν την Πατρική θεότητα και ενώνονταν μαζί Της, για να ζήσουν αιώνια
με το Θεό στη βασιλεία Του.
Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Υπήρχε μόνο Θεός
και Πατέρας, Υιός και Πνεύμα, φως και τρυφή, ζωή και αίγλη, ηδονή και τέρψη.
Στα μάτια του μακάριου Νήφωνα δόθηκε όραση ουράνια, για να δει τα έσχατα
μυστήρια:
Το πρώτο τάγμα που κύκλωνε το θάλαμο, έλαβε σαν κληρονομιά αιώνια ένα
άσμα πάντερπνο, πανίερο, μεθυστικό. Παρευθύς λοιπόν το θείο και φοβερό εκείνο
τάγμα άρχισε την άφραστη δοξολογία του, ενώ οι άγιοι σκιρτούσαν από χαρά και
παρακινούνταν κι αυτά σε ευχαριστία και αίνεση του Κυρίου.
Έπειτα μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος από το δεύτερο στο τρίτο κι από το
τρίτο στο τέταρτο και σ’ όλα τα επόμενα με τη σειρά, ώσπου έγινε απειρόστομος.
Μα δεν μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια για τη μελιχρότητα και την
αρμονικότητα και την ευρυθμία και τη μεγαλοπρέπεια της μελωδίας εκείνης, Το πιο
εξαίσιο ήταν, ότι δεν έψαλλαν τον ίδιο ύμνο όλα τα τάγματα, αλλά πολλούς και
ποικίλους, άγνωστους και πρωτάκουστους, επουράνιους και θεσπέσιους ύμνους –
το κάθε τάγμα τον δικό του – που συμπλέκονταν όμως και δένονταν μεταξύ τους
τέλεια. Έτσι καλοταίριαστα συνάρμοζαν τα μέλη τους τ΄ αγγελικά στρατεύματα
δοξολογώντας το Θεό και τέρποντας τους αγίους Του.
118
υμνολογούσε το άλλο, του Ραφαήλ, και ολοκλήρωνε εκείνο του Ουριήλ. Και η δική
τους ψαλμωδία ήταν υπέροχη και πρωτάκουστη. Οι φωνές των τεσσάρων
αρχιστρατήγων ξεχώριζαν μεσ’ από τις αναρίθμητες άλλες των δυνάμεών τους, κι
ήταν πιο γλυκειές μα και πιο επιβλητικές.
Παρακινημένοι από την άπειρη εκείνη ευφροσύνη και τρυφή οι Άγιοι Πάντες,
άρχισαν τότε κι αυτοί μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλλουν και να υμνούν τα
μεγαλεία του Θεού.
Έτσι λοιπόν, αντηχούσαν ύμνοι μέσα, ύμνοι έξω, ύμνοι παντού, ύμνοι που
φλόγιζαν τις καρδιές των αγίων με τη πάναγνη και τρισμακάρια ηδονή. Και τα
υπέρλογα και υπέροχα εκείνα άσματα ξεχύνονταν στα επουράνια σκηνώματα
ακατάπαυστα, στους ατελεύτητους αιώνες…
Μετά απ’ όλα αυτά που είδε ο μακάριος Νήφων, έχοντας πέσει σε έκσταση,
άκουσε την φωνή του Θεού να του λέει:
-Νήφων, Νήφων! Ωραία ήταν η προφητική σου οπτασία και θεωρία. Γράψε
λοιπόν με κάθε ακρίβεια όσα είδες και άκουσες, γιατί έτσι θαυμαστά θα γίνουν όλα.
Τα φανέρωσα σ’ εσένα, σαν πιστό φίλο και αγαπητό γιο και κληρονόμο της
βασιλείας μου, για να καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Διαπίστωσε λοιπόν τώρα, που
γνώρισες τούτα τα φρικτά μυστήρια όπως ακριβώς θα πραγματοποιηθούν, τη
μεγάλη μου φιλανθρωπία για σένα και όλους όσοι προσκυνούν με ταπείνωση τη
βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί εγώ πάντα χαίρομαι να «επιβλέπω επί τον
ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου».148
Και μ’ αυτά τα λόγια τον έλυσε ο Κύριος από τη φοβερή και πολυθαύμαστη
θεωρία, που κράτησε δυο ολόκληρες εβδομάδες!
Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, σωριάστηκε κάτω τρομοκρατημένος κι άρχισε
να κλαίει και να οδύρεται και να ταλανίζει τον εαυτό του, λέγοντας:
119
πού να πιαστώ για να σωθεί η ψυχή μου; το βάπτισμα το μίανα, το χιτώνα μου τον
λέρωσα, την ψυχή μου τη βύθισα στο βούρκο, το νου μου τον σκότισα, την καρδιά
μου την πώρωσα με την κραιπάλη… Ωιμένα, τον αμαρτωλό! Τί να κάνω, δεν ξέρω.
Τα μάτια μου βλέπουν τις αισχρότητες. Τ’ αυτιά μου γλυκαίνονται με τα δαιμονικά
τραγούδια. Η μύτη μου ζητάει γαργαλιστικές μυρωδιές. Το στόμα μου ορμάει στην
πολυφαγία. Τα χέρια μου οδηγούνται στην αμαρτία. Το σώμα μου τρέχει να κυλιστεί
στο βόρβορο της ακολασίας κι αποζητάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία. Η
προαίρεσή μου ποθεί την ασωτία. Άχ, ο άνομος, ο σκοτισμένος, ο βρωμερός! Πού
να πάω, δεν ξέρω. Ποιός θα με βγάλει, τον ταλαίπωρο, από την πικρή εκείνη
φωτιά; Ποιός θα με γλυτώσει απ’ το ζοφερό σκοτάδι και τον φρικτό τάρταρο; Ποιός
θα μ’ απαλλάξει απ’ το βρυγμό των οδόντων; Αλίμονο, αλίμονο σ’ εμένα, τον
σιχαμερό! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!... Πώ πώ! Τί δόξα θα στερηθώ, ο
μαύρος! Τι τιμή, τι στεφάνια, τι χαρά, τι ηδονή θα χάσω, επειδή έγινα δούλος της
αμαρτίας!... Ταλαίπωρη ψυχή μου! Πού είναι η κατάνυξή σου; Πού είναι η μετάνοιά
σου; Πού είναι οι αρετές σου; Κακόμοιρε! Που θα τοποθετηθείς τη φοβερή εκείνη
μέρα; Έκανες κανένα καλό, που ν’ αρέσει στο Θεό; Πώς θα μπεις στο καμίνι; Πώς
θα αντέξουν τα ελεεινά σου μάτια το ατέλειωτο κλάμα και τον αιώνιο θρήνο; Πώς θ’
αντέξει η συνείδησή σου την άπειρη πίκρα της θεϊκής καταδίκης… Ω ρυπαρή ψυχή,
που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που υπηρετούσες πάντα την κοιλιά!
Με τί μάτια θ’ αντικρίσεις, άνομη και διεφθαρμένη, το γλυκύτατο πρόσωπο του
Χριστού; Πώς θα παρουσιαστείς μπροστά Του; Πές μου! Πές μου!... Είδες όλα
εκείνα τα φοβερά, που θα πραγματοποιήσει στις έσχατες ημέρες ο Κύριος. Πές μου
λοιπόν, ψυχή, έχεις έργα αντάξια της θείας εκείνης δόξας; Πώς θα μπεις εκεί, αφού
μόλυνες το άγιο βάπτισμα; Αλίμονό σου τότε, μιασμένη ψυχή μου! Έχεις να
κληρονομήσεις το αιώνιο πύρ. Και πού θα ‘ναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της, ο
διάβολος, για να σε σώσουν; Αλλά…
…Κύριε, Κύριε,
120
Τις επόμενες μέρες τον έβλεπες να βαδίζει με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια
του, χύνοντας ποταμούς πικρών δακρύων και στενάζοντας βαθιά. Αναλογιζόταν τα
φοβερά μυστήρια που είχε δει και βιαζόταν να τα κατακτήσει, αφήνοντας τον κόσμο
και τα γήινα. Πολλές φορές, που ξανάφερνε καθαρά και ζωντανά στο νου του τη
θεωρία εκείνη, λες και του σάλευαν τα λογικά απ’ την αβάσταχτη πύρωση του Αγίου
Πνεύματος.
Ο Θεός είχε χαρίσει τόση αγάπη στον όσιο, ώστε και για τους ειδωλολάτρες και
για τους αιρετικούς και για τους Εβραίους προσευχόταν με παρρησία. Ικέτευε τον
φιλάνθρωπο Κύριο να τους ανοίξει τα μάτια της ψυχής, για να δουν και να
κατανοήσουν το τρισήλιο φως της Αγίας Τριάδος. τόση ταπείνωση του δώρισε η
χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πίστευε ότι αυτός είναι μόνο που μολύνει τον
κόσμο. Κι όταν συζητούσε με κάποιον ψυχωφελή θέματα ή οτιδήποτε άλλο, μιλούσε
με συντριμμένη καρδιά και ταπεινό φρόνημα, βάζοντας νοερά τον εαυτό του κάτω
από τα πόδια του συνομιλητή του. Μα κι αν ακόμα, για κάποια αιτία, έδειχνε
οργισμένος, το στόμα του μόνο έλεγε ένα σκληρό λόγο, ενώ η καρδιά του ήταν
γεμάτη πνευματική γλυκύτητα.
Βρεθήκαμε κάποτε στο σπίτι ενός άρχοντα, που είχε πολλή ευλάβεια στον
όσιο. Αυτός, όπως το συνηθίζουν άλλωστε οι μεγιστάνες, έτρεφε στο κτήμα του
πολλά ελάφια. Ένα από αυτά ήταν πολύ άγριο και επιθετικό. Αν τύχαινε μπροστά
του άνθρωπος, σηκωνόταν στα πισινά του πόδια και τον χτυπούσε κατακέφαλα με
τα μπροστινά.
Πήγαμε λοιπόν εκεί, περάσαμε την αυλόπορτα και, ενώ διασχίζαμε το κτήμα,
να το ελάφι! Παραφύλαγε σε μια γωνιά, απ’ όπου θα διαβαίναμε! Μόλις μας είδε,
όρμησε καταπάνω μου, μια και ήμουνα μπροστά από τον όσιο. Εκείνος,
121
καταλαβαίνοντας πως το ζώο ήταν εξαγριωμένο, όρμησε να με γλυτώσει. Μπήκε
στη μέση, το χτύπησε με το χέρι του, κι αυτό ημέρεψε αμέσως σαν πρόβατο.
-Πές μου, πάτερ, γιατί το έκανες αυτό, και πρόσπεσες σ’ ένα ζώο;
Την ώρα εκείνη που μου μιλούσε ο όσιος, μας πλησίασε μια γριά γυναίκα, με
το μάγουλο πρησμένο απ’ τον πονόδοντο, και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει.
-Εμείς, μητέρα, της αποκρίθηκε, είμαστε άνθρωποι αμαρτωλοί και στα έργα και
στα λόγια. Ο Θεός όμως θα σ’ ελεήσει.
Μπήκε στην κοντινή εκκλησία, έκανε μια σύντομη προσευχή και πήρε λάδι απ’
το καντήλι της Παναγίας.
Ύστερα βγήκε έξω και άλειψε με το λάδι το πρησμένο μάγουλο της γυναίκας.
Την ίδια στιγμή εκείνη γιατρεύτηκε κι έφυγε χαρούμενη, δοξάζοντας το Θεό και
ευχαριστώντας το δούλο Του.
122
Κάποιος ευλαβής άνθρωπος μου διηγήθηκε κι άλλο θαυμαστό γεγονός, που θα
το γράψω για να δοξαστεί το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ο μακάριος Νήφων, αφού πρώτα έδινε κι έπαιρνε αρκετά χτυπήματα από τον
υπερφίαλο εχθρό, σήκωνε έπειτα τα χέρια του στον ύψιστο Θεό κι ανέβαινε νοερά
ως Εκείνον με τον καθαρό του νου. Έμενε έτσι, ζητώντας Του να επέμβει ενάντια
στον νοητό δράκοντα. Κι ο σατανάς, βλέποντάς τον σ’ αυτή την στάση και
τρέμοντας την οργή του Θεού, έλεγε φοβισμένος στη δαιμονική του συμμορία:
-Πάμε, παιδιά, να φύγουμε από τούτον εδώ, γιατί ανέβηκε στους ουρανούς και
προσεύχεται εναντίον μας. Πρίν λοιπόν ξεσπάσει η οργή του Θεού στα κεφάλια
μας, ας εξαφανιστούμε.
Ο δίκαιος, μετά την ικεσία του, κατέβαινε πάλι στη γη, ερχόταν στον εαυτό του
και, μη βλέποντας κανέναν εχθρό, ευχαριστούσε το Θεό που τον σκέπασε. Τότε και
οι άγγελοι έφευγαν χαρούμενοι για τον ουρανό, ενώ οι τίμιοι Σταυροί πλέκονταν
πάλι, κλείνοντας μέσα τους προστατευτικά τον όσιο.
123
Πολλές φορές, πρόσθεσε ο ευλαβής εκείνος χριστιανός, τον πλησίαζε ο
διάβολος με πλήθος δαιμόνων για να τον ρίξει σ’ ένα πάθος, μα δεν μπορούσε,
γιατί ο μακάριος, περιτειχισμένος με τη δύναμη του Σταυρού, ήταν απρόσβλητος.
Έτσι τους περιγελούσε και τους έφτυνε. Τότε οι σκοτεινοί δαίμονες εξαφανίζονταν
καταντροπιασμένοι, ενώ αυτός ακόμα πιο θερμά ευχαριστούσε το Θεό, που του
χάρισε τέτοια δύναμη κατά των αοράτων εχθρών.
Σε λίγο, βλέπει ο άγιος τις πύλες τ’ ουρανού ν’ ανοίγουν και τους αγγέλους του
Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σαν μέλισσες, μεταφέροντας τις ψυχές των
ανθρώπων που πέθαιναν. Βλέπει και αρκετούς μαύρους – τα εναέρια τελώνια –
που πάσχιζαν ν’ αρπάξουν και να γκρεμίσουν κάτω τις ψυχές. Οι άγγελοι όμως
αντιστέκονταν δυναμικά στα πονηρά πνεύματα του αιθέρα, μαστιγώνοντάς τα και
σώζοντας τις ψυχές.
Κάποια στιγμή βλέπει δυο αγγέλους ν’ ανεβάζουν μια ψυχή στον ουρανό.
Μόλις όμως πλησιάζουν στο τελώνιο της πορνείας, ο άρχοντας του τελωνίου άρχισε
να ταράζεται και ν’ αγανακτεί.
-Με ποιό δικαίωμα, κραύγασε, παίρνετε την ψυχή αυτή, που ανήκει σ’ εμάς;
-Φανέρωσέ μας, ποιάν εξουσία έχεις επάνω της, του λένε οι άγγελοι.
-Ναι, είπαν, ξέρουμε πως ήταν υποδουλωμένη σ’ αυτά τα πάθη, αλλά τα έκοψε
λίγο πριν πεθάνει.
124
-Όχι, δεν είναι όπως τα λέτε! Διαμαρτυρήθηκε αγριεμένο το πονηρό πνεύμα.
Αυτός ο άνθρωπος πέθανε αμετανόητος. Μέχρι την τελευταία του πνοή αμάρτανε.
Ούτε εξομολογήθηκε ποτέ, μα ούτε και σταμάτησε να παρανομεί. Ξεψύχησε δούλος
της αμαρτίας. Γι’ αυτό είναι ολότελα δικός μου!
-Δεν θα πιστέψουμε βέβαια εσένα, ακάθαρτε, που είσαι εχθρός του Θεού και
πρωτοψεύτης. Θα καλέσουμε τον άγγελό του, αυτόν που του δόθηκε στο άγιο
βάπτισμα σαν φύλακας και προστάτης. Εκείνος θα μας πει την αλήθεια.
Τον κάλεσαν λοιπόν – γιατί παραστεκόταν ακόμα στο σώμα μέχρι την ταφή του
– και του λένε:
-Πες μας, αδελφέ, αυτή η ψυχή μεταμελήθηκε για τις αμαρτίες της ή πέθανε
μαζί τους; Θέλουμε την καθαρή αλήθεια.
-Εγώ δεν είμαι ούτε άνθρωπος ούτε πονηρό πνεύμα για να λέω ψέματα,
απάντησε ο άγγελος. Ενώπιον λοιπόν του Θεού σας βεβαιώνω ότι απ’ την ώρα
που αυτός εδώ αρρώστησε και πριν ακόμα βαρύνει, συλλογίστηκε – δεν ξέρω πως
– το θάνατο. Και άρχισε να κλαίει και να μετανοεί και να εξομολογείται στον Κύριο
τις αμαρτίες του, σηκώνοντας συχνά – πυκνά τα χέρια του ικετευτικά στον ουρανό.
Αν τώρα τον συγχώρεσε ο Θεός με την εξουσία που έχει – και μακάρι να τον
συγχώρεσε, αφού και θέλει και μπορεί – δεν ξέρω. Αν πάλι όχι, δόξα στη
δικαιοκρισία Του!
Σκληρές ήταν γι’ αυτόν οι κατηγορίες και οι έλεγχοι των δαιμόνων. Του
αράδιαζαν ένα – ένα τα αισχρά λόγια και τις βαριές βρισιές που ξεστόμιζε, όσο
ζούσε, καθώς και όλα τ΄ άλλα κακά που έκανε.
125
πραγματοποιούσε, ενώ κατηγορούσε κι ελεεινολογούσε τον εαυτό του. Άλλοτε πάλι
ερχόταν σε συναίσθηση και κατάνυξη, στέναζε πικρά και δάκρυζε. Καμιά φορά
έδινε και λίγη ελεημοσύνη στους φτωχούς.
-Μά αυτός, ξέσπασαν, απ’ τα νιάτα του έκανε… και τι δεν έκανε! Πράγματα
που δεν πρέπουνε σε χριστιανό! Δεν ήταν που πόρνευε μονάχα, μα και σοδομιτικές
αμαρτίες έφτασε να κάνει! Πού να βάλουμε μετά τις βρισιές και τα ξεσπάσματα της
οργής του; Αλλά τί είναι όλα τούτα μπροστά στα χειρότερα και φοβερότερα; Γιατί
έκανε – ακούστε και φρίξτε – ακόμα και φόνους!... Τι λέτε λοιπόν τώρα; Αν ταιριάζει
σωτηρία σ’ ένα τέτοιο υποκείμενο τότε πάρτε όλο τον κόσμο και όλους τους
αμαρτωλούς της γης, και σώστε τους τζάμπα. Κι εμείς να το ξέρουμε πια, πώς
άδικα ταλαιπωρούμαστε και συγχυζόμαστε!
-Ακούστε, άθλιοι! Τους λένε οι άγγελοι. Όλες αυτές οι αμαρτίες της νιότης τους
τις έκοψε. Γι’ αυτό και ο Θεός τον συγχώρεσε. Μα και πάλι, αν καμιά φορά, από
κακή συνήθεια, έπεφτε σε κανένα σφάλμα, το ξέπλενε με τα δάκρυα και τη μετάνοια
και την αυτομεμψία, καθώς και με πολλές ελεημοσύνες. Τί θέλετε λοιπόν, ανήμερα
θηρία; Να κολαστεί αυτή η ψυχή; Όχι! Το ξέρετε δα, πονηροί, πως ο Θεός τιμωρεί
μονάχα για τις αμαρτίες εκείνες που δεν φανερώθηκαν με την εξομολόγηση. Όσες
όμως τις εξομολογηθούν οι άνθρωποι με δάκρυα και ταπείνωση και δεν τις
ξανακάνουν, τις εξαφανίζει η θεία ευσπλαχνία.
Σε λίγο βλέπει πάλι ο μακάριος ν’ ανεβάζουν άλλη ψυχή, που ήταν πολύ
ευλαβής και θεοφοβούμενη. Σ’ όλη της τη ζωή δεν έκανε άλλο από καλοσύνες κι
ελεημοσύνες. Αγαπούσε αδιάκριτα όλους τους ανθρώπους, φίλους, και εχθρούς. Κι
ως την έξοδό της έζησε με αγνεία, σωφροσύνη και σεμνότητα.
126
Στο μεταξύ, άλλοι άγγελοι, που κατέβαιναν για να παραλάβουν ψυχές, την
πλησίαζαν και την ασπάζονταν με στοργή.
Όταν, τέλος πάντων, η αγία εκείνη ψυχή έφτασε στην πύλη τ’ ουρανού βλέπει ο
όσιος να ξεπροβάλλουν απ’ όλα τα σημεία του στερεώματος αναρίθμητοι άγγελοι,
φωτεινοί και πασίχαροι, που την αγκάλιαζαν και τη γλυκοφιλούσαν, λέγοντας:
-Δόξα να ‘χει ο Θεός, που λύτρωσε και τούτη την ψυχή απ’ τον φοβερό
δράκοντα!
Και όσο προχωρούσε στα ενδότερα των επουρανίων σκηνωμάτων, τόσο και
πλήθαιναν οι άγγελοι που έτρεχαν κοντά της για να την ασπασθούν με χαρά. Έτσι
πάντα χαίρονται οι ουράνιες δυνάμεις για κάθε άνθρωπο που σώζεται.
Όταν πια άγγελοι έφεραν την ψυχή στο θρόνο του Θεού, την παρέδωσαν στα
χέρια του Υιού, και Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνος τη μακάρισε και την
πρόσφερε σαν άγια θυσία στον Πατέρα Του. Κι αμέσως την τύλιξε με τη χάρη Του
στο Άγιο Πνεύμα και την πλημμύρισε με την αθάνατη ηδονή της βασιλείας των
ουρανών.
Και να! Βλέπει τώρα ο όσιος θέαμα θλιβερό: Τους δαίμονες να σέρνουν
βάναυσα μια ψυχή στα καταχθόνια. Ήταν κάποιου δούλου, που πριν από λίγο είχε
αυτοκτονήσει. Είχε κρεμαστεί!
Ο άγγελός του ακολουθούσε πιο πίσω, κλαίγοντας πικρά για την απώλειά του:
-Αχ, τους πανούργους δαίμονες, έλεγε μέσα στα δάκρυά του, που βάζουν τους
ανθρώπους να κάνουν τόσα κακά! Να, ο κύριος του δούλου αυτού, με δαιμονική
υποκίνηση, εξαγριωνόταν χωρίς σοβαρό λόγο μαζί του, τον χτυπούσε αλύπητα και
τον άφηνε νηστικό. Κι αυτός ο ταλαίπωρος, απ’ την απόγνωση που του έσπειραν οι
δαίμονες, πήρε σκοινί και κρεμάστηκε. Κι έτσι προσφέρθηκε ολόκληρος θυσία στο
διάβολο, και μάλιστα με τα ίδια του τα χέρια. Αλίμονό μου! Αυτόν που μου έδωσε ο
Θεός να φυλάω, μου τον άρπαξε αναπάντεχα ο σιχαμερός δράκοντας και τον
κατάπιε! Συμφορά μου! Πώς θα παρουσιαστώ στον Κύριο; Και πώς θ’ αντικρίσω
τον Πλάστη μου λυπημένο για το χαμό της ταλαίπωρης τούτης ψυχής;…
127
Ενώ θρηνούσε έτσι ο άγγελος, κατέβηκε άλλος άγγελος από τον ουρανό, που
τον πλησίασε και του είπε:
-Ο πατέρας μας, ο Κύριος Σαβαώθ, σου δίνει αυτή την προσταγή: «Πήγαινε
στη Ρώμη, όπου την ώρα τούτη βαπτίζεται το παιδί ενός στρατιώτη. Θ’ αναλάβεις
να το φυλάς με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που έλαβε με το βάπτισμα. Κι εγώ
θα τιμωρήσω τον κύριο του δούλου και θα τον μάθω να μην οργίζεται μ’ αυτούς
που του δουλεύουν, ούτε να τους χτυπάει ούτε να τους αφήνει νηστικούς. Και
μάλιστα, όταν δεν του φταίνε σε τίποτα».
Αυτά είπε ο άγγελος στον όμοιό του κι ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Ο άλλος
τότε έφυγε χωρίς αργοπορία για τη Ρώμη, εκπληρώνοντας την προσταγή του Θεού.
Τότε όμως βλέπει ο όσιος ν’ ανεβαίνει μια ψυχή στον αιθέρα μέσα σε πολλή
ταραχή και φασαρία. Τί συνέβαινε; Πλήθη δαιμόνων, με φωνές και θορύβους
αγωνίζονταν ν’ αρπάξουν την ταλαίπωρη εκείνη ψυχή, που – αλίμονο – ανήκε σε
κληρικό!
Ήταν ένας ιερέας που λεγόταν Ελευθέριος και είχε περάσει τη ζωή του μέσα σε
φρικτές σαρκικές αμαρτίες. Μέχρι και φόνους είχε κάνει! Παραφύλαγε τις νύχτες
στους δρόμους και σκότωνε διαβάτες. Μετά έπαιρνε τα ρούχα τους και τα
πουλούσε, για να ταΐζει τις παράνομες συντρόφισσές του!
Γυρίζοντας πίσω στη θέση τους οι ζοφεροί δαίμονες, φούσκωναν από καμάρι κι
έλεγαν μεταξύ τους:
-Βλέπεις; Ακόμα και κληρικό του Ναζωραίου νικήσαμε και τσακίσαμε κάτω απ’
τα πόδια μας! (Με άλλο όνομα δεν τολμάμε ν’ αποκαλέσουμε τον Κύριο, παρά
Ναζωραίο ή Ιησού).
Ένας τους όμως κούνησε με καϋμό το κεφάλι και τους θύμισε μια πικρή
αλήθεια:
128
-Και τί καυχιόμαστε που ξεπαστρέψαμε έναν ταλαίπωρο παπά; Έχω εγώ να
σας δείξω αναρίθμητους άλλους, που λάμπουν από αρετή και δεν μπορούμε ούτε
να τους αγγίξουμε…
-Ας μην είχαν το σημάδι του Ιησού, τον διέκοψαν οι άλλοι, που τους
προστατεύει απ’ όλες τις πλευρές σαν οχυρό τείχος, και θα ‘βλεπες τη δύναμή μας!
-Δεν είναι ο φόβος του ξύλου, το ξέρεις καλά, μη της φοβερής φωτιάς που
ξεχύνει.
-Και να ‘βγαινε μονάχα απ’ το ξύλο η φωτιά, θα ήταν μικρό το κακό. Μα κι όταν
ακόμα οι χριστιανοί σχηματίζουν με το χέρι τους αυτό το σημείο και σφραγίζουν το
σώμα τους, και τότε… πώ πώ πώ, τι φλόγες είναι αυτές που πετάγονται και μας
καίνε!...
Οι άλλοι κατάλαβαν πως είχε θυμηθεί κάποιο μεγάλο πάθημά του. Για να τον
πιάσουν λοιπόν, του λένε:
-Και που τάχα τα δοκίμασες εσύ όλα αυτά που λές και μας απελπίζεις
129
είδε λοιπόν να μπαίνει γρήγορα στην εκκλησία, να βάζει τρεις μετάνοιες στο Θεό
και να λέει:
«Κύριε,
«Μετά απ’ αυτή την ικεσία – συνέχισε το δαιμόνιο – άγγελος κατέβηκε και τον
στεφάνωσε για τη μετάνοια και τη συντριβή του. Και όμως, έξαλλος εκείνος με τη
σάρκα του, άρχισε να χαστουκίζει το πρόσωπό του μ’ όλη του τη δύναμη, ώσπου
εξαντλήθηκε. Μετά, σηκώνοντας με πολλή δυσκολία τα χέρια στον ουρανό,
παρακαλούσε το Θεό λέγοντας:
130
ο ρυπαρός και διεφθαρμένος».
«Και να! Ευθύς ο άγγελος, που τον στεφάνωσε, έριξε από ψηλά ένα
σπαρτόσκοινο και μας έδεσε όλους μαζί. Ύστερα άρχισε να μας βγάζει έναν – έναν
και να μας δίνει από χίλιους ραβδισμούς. Εκεί και ν’ ακούγατε τα βογγητά μας, τα
«άχ!» Και «βάχ!»… Εκείνος όμως απτόητος μας χτυπούσε κι έλεγε: «Να! Έτσι! Για
να μην αναγκάζετε τους δούλους του Θεού να χτυπάνε το σώμα τους!». Το πόσο
μας τυράννησε εκείνος ο άσπλαχνος άγγελος, δεν λέγεται. Και αφού μας ρήμαξε
στο ξύλο, με τα χίλια βάσανα μας άφησε ελεύθερους… Από τότε λοιπόν, όταν
αντικρίζω αυτόν το Νήφωνα, γίνομαι άφαντος. Τρέμω μην πάθω τα ίδια…
Στο μεταξύ ο δίκαιος Νήφων, που μέσα στη θεωρία του άκουγε όσα έλεγαν τα
πονηρά πνεύματα, άρχισε κι αυτός να γελάει μαζί τους.
Ήρθε λοιπόν ο άγγελος και στάθηκε πλάι στο κρεβάτι του με το βλέμμα
στραμμένο στον ουρανό, περιμένοντας κάτι. Και πραγματικά, ακούστηκε μια φωνή:
-Πάταξε τον αντίχριστο! Μην τον λυπάσαι τον ακάθαρτο! Κόψε οδυνηρά την
άσωτη ψυχή του απ’ τα δεσμά του σώματος! Όσο έζησε στη γη, ανάπαυση δεν μου
έδωσε αυτός ο αλητήριος! Τολμούσε μάλιστα να κατακρίνει και τον δούλο μου
Νήφωνα. Χτύπα τον ανελέητα! Για να μην πνίγει πια τους φτωχούς με τις
τοκογλυφίες του…
131
δόντια. Ό άγγελος πήρε την ψυχή του, που βασανιζόταν φοβερά, και την οδήγησε
προς την άβυσσο.
Εδώ τέλειωσε η θεωρία του οσίου. Ήρθε στον εαυτό του και συλλογιζόταν
σαστισμένος, έκθαμβος και συγκλονισμένος τα όσα είχε δει.
για να τη λευτερώσεις
για να τη σώσει…150
132
απ’ τα διεφθαρμένα πνεύματα της πονηρίας,
αδιάκοπα πικραίνουν.
Σαν τέλειωσε την προσευχή του, σκέφτηκε πάλι τον γνωστό του εκείνο
τοκογλύφο, που τόσο σκληρά του πήρε την ψυχή ο πύρινος άγγελος με τη
ρομφαία, και δάκρυσε.
«Για φαντάσου!», συλλογίστηκε. «Τι πικρό κι αξιοθρήνητο θάνατο είχε! Δεν του
έδειξε κανένα έλεος ο Θεός, μολονότι πρέπει να έδινε κάτι και στους φτωχούς απ’
τους τόκους που κέρδιζε…».
Γιατί, όπως μας έλεγε αργότερα ο όσιος, την ώρα που βασανιζόταν απ’ το
ψυχομαχητό ο άνθρωπος εκείνος, φώναξε:
133
-Ναι, άθλιε! Έπινες το αίμα των φτωχών και πότιζες μ’ αυτό άλλους φτωχούς!
Γι’ αυτό θέλεις να σ’ ελεήσω; Ή γιατί συκοφαντούσες εκείνον που αγαπώ; Αυτός
μέρα –νύχτα προσεύχεται για τους αμαρτωλούς. Ακόμα και για σένα δεν
σταματούσε να με παρακαλεί. Εσύ λοιπόν γιατί τον κατηγορούσες; Τώρα – αν και
αργά για σένα πια – μάθε ότι δεν έπρεπε να κρίνεις και να κακολογείς κανέναν.
-Προσέχετε, παιδιά μου, να μην κρίνετε κανένα, και μάλιστα όταν είναι
άνθρωπος του Θεού. Φυλαχτείτε, σας παρακαλώ, απ΄ αυτή την αμαρτία. Να έχετε
συναίσθηση και επίγνωση της αμαρτωλότητός σας. Κι απ΄ αυτή την επίγνωση θα
μπορέσουμε να φτάσουμε στη μετάνοια… Πόσοι, αλήθεια, είναι οι αφοσιωμένοι
δούλοι του Θεού! Κι απ΄ αυτούς άλλοι είναι φανεροί και άλλοι κρυφοί. Τους
φανερούς τους κατηγορούν πολλοί άνθρωποι. Αλλά θα δώσουν λόγο γι’ αυτό την
ημέρα της Κρίσεως. Γιατί όσους ξέρει ο Θεός ότι περιφρονούν την ανθρώπινη
δόξα, τους φανερώνει και τους προβάλλει μπροστά σε όλους, για να ομολογούν
θαρραλέα την πίστη τους και να ωφελούν έτσι πολλούς. Αυτούς τους πρόσταξε:
«Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα
καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». 118 Σ’ αυτούς,
πάλι, που ξέρει ότι έχουν τάσεις κενοδοξίας, λέει: Όποιοι φανερώνουν τα έργα της
δικαιοσύνης τους για ν’ αρέσουν στους ανθρώπους και όχι σ’ εμένα, αυτοί, «αμήν
λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών». 152 Παίρνουν, δηλαδή, εδώ ό,τι είχαν να
πάρουν και δεν πρέπει να περιμένουν αμοιβή στην άλλη ζωή. Γιατί εκείνος που
κενοδοξεί συνειδητά, δεν θα ελεηθεί. Ας μην κρίνουμε λοιπόν, παιδιά μου, κανένα.
Και να μη δίνουμε προσοχή σ’ εκείνους που καταλαλούν. Ο Κύριος το είπε: «Μη
κρίνετε ίνα μη κριθήτε».153 Ακόμα και σε θρόνο βασιλικό να κάθεσαι, μην
εξουθενώνεις τον κατώτερό σου. Γιατί, που ξέρεις; Μπορεί να κλείνει μέσα του το
Πνεύμα του Θεού, οπότε θα γίνεις, χωρίς να το καταλάβεις, θεομάχος!
134
Θαυματουργικές θεραπείες.
-Τα έμαθες, πάτερ; Η τάδε ψυχοκόρη της γυναίκας του Σαββάτιου, αυτής που
σ’ ανέθρεψε, κείτεται βαριά άρρωστη. Αν μπορείς, τρέξε να την ελεήσεις, γιατί είναι
στα τελευταία της…
-Τί λές, παιδί μου; διαμαρτυρήθηκε ο όσιος. Εγώ θα την ελεήσω; Δεν είναι δική
μου δουλειά αυτό. Ο Θεός μόνο έχει το έλεος. «Μήτι δύναται τυφλός τυφλόν
οδηγείν;».154 Δεν θα πέσουν κι οι δύο στον γκρεμό; Όμως … ας πάμε, για να μην
ακούσουμε από τον Κύριο το «ασθενής ήμην, και ούκ επεσκέψασθέ με».155
Με φόβο θαυμαστό όλοι, όσοι της παραστέκονταν, ευχαρίστησαν τον άγιο Θεό.
Φεύγοντας από κει ο Νήφων, πήγε να δει κάποιαν άλλη αδελφή, που τον
σεβόταν πολύ και τον υπηρετούσε συχνά. Ήταν κι αυτή βαριά άρρωστη, και
παρακαλούσε το Θεό να τη γιατρέψει με τις ευχές του οσίου.
-Αντί να ζητάς τη γιατρειά σου, καλύτερα να ευχαριστείς το Θεό, κόρη μου, γιατί
«ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται». 156 Αφού
όμως τόσο ποθείς να βρείς την υγεία σου, να, το πρωί θα είσαι καλά και θα
135
σηκωθείς. Να ευχαριστήσεις μόνο τον μεγάλο γιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που
σ’ ευεργέτησε.
Η ευεργετική αρρώστια
Όταν ο Νήφων γύρισε στο κελί του, του χτύπησε κάποιος άνθρωπος, που τον
έλεγαν Νίκωνα. Ήταν ο καϋμένος σε κακό χάλι, σχεδόν παράλυτος. Μόλις που
σερνόταν.
-Κοίτα πώς είμαι, είπε με παράπονο στον όσιο. Ένα κουρέλι… Τα χέρια μου
τρέμουν. Τα πόδια μου δεν με βαστάνε. Έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα στους
γιατρούς, μα καλό δεν είδα. Σε παρακαλώ, προσευχήσου να γιατρευτώ, για να
παρηγορηθεί η ψυχή μου…
-Η γλώσσα σου, παιδί μου, και η κακή σου γνώμη σε κατάντησαν έτσι! Γιατί και
πανούργος είσαι και κακότροπος… Αυτά μονάχα; Είσαι ακόμα επιρρεπής στη μέθη,
στην κατάκριση και στη συκοφαντία. Επιπλέον, είχες υποσχεθεί παλαιότερα στο
Θεό ότι θα γινόσουν μοναχός, και δεν κράτησες την υπόσχεσή σου. Έκανες αρχή,
μα γύρισες πίσω. Δεν είναι αλήθεια; Για όλα αυτά λοιπόν σου έστειλε ο
φιλάνθρωπος Θεός την αρρώστια, σαν παιδαγωγική τιμωρία. Αν την υπομείνεις
αγόγγυστα, με μετάνοια και εξομολόγηση, ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον Κύριο,
τότε θα ελεηθείς την ημέρα της Κρίσεως από τον δίκαιο Κριτή. Δεν σε συμφέρει,
παιδί μου, να γιατρευτείς εδώ, γιατί τότε υπάρχει φόβος να γίνεις στάχτη εκεί, στο
πυρ της γέεννας. Να, βλέπω γραμμένη στο κεφάλι σου μιαν αόρατη φράση: Γ ρ ή γ
ο ρ ο ς θ ά ν α τα ο ς, β ό η θ α Κ ύ ρ ι ε !
-Βόηθα, για να μη χαθεί η ψυχή σου, του εξήγησε ο όσιος. Γιατί αν δεν
μετανοήσεις και δεν εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, παρ’ το απόφαση, θα
136
κολαστείς, μια και δουλεύεις ακόμα στα ίδια πάθη… Μην κακιώσεις παιδί μου, για
όσα σου λέω. Στα λέω, γιατί θέλω τη διόρθωσή σου και τη σωτηρία σου.
-Έχεις δίκιο σ’ όλα, πάτερ, ομολόγησε εκείνος. Αλλά τί να κάνω, δεν ξέρω.
χρειάζεται, βλέπεις, μεγάλη βία για να κοπούν όλα αυτά. Κι εγώ είμαι αδύναμος και
στο σώμα και στην ψυχή.
-Καλά δεν ξέρεις ότι «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν
αυτήν»;157 Άφησε τις δικαιολογίες και καταπιάσου με νηστείες και προσευχές. Γιατί
τα πάθη στην πραγματικότητα είναι δαιμόνια. Και όπως είπε ο Κύριος, «τούτο το
γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία». 158 Μ’ αυτά τα δυο
λοιπόν οπλίσου κι εσύ εναντίον τους, και θα τα νικήσεις. Άκουσε… Θα σου πώ
ξεκάθαρα: Λίγο καιρό έχεις ακόμα μπροστά σου. Σε πλησιάζει ο θάνατος. Γνωρίζω
όμως την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, και γι’ αυτό ελπίζω πως θα έχεις καλό
τέλος…
Πραγματικά, σε λίγες μέρες, μετανοημένος και ειρηνικός, έφυγε για τον ουρανό.
Ο κακοθάνατος αμαρτωλός
Μια φορά, που ο δίκαιος ήταν στην εκκλησία –είχε τελειώσει η ακολουθία και
καθόταν παράμερα, σ’ ένα στασίδι – μαζεύτηκαν γύρω του μερικοί χριστιανοί για ν’
ακούσουν τα ωφέλιμα λόγια του.
-Μίλησέ μας, πάτερ, τον ρώτησε κάποιος, για τις διαφορές των θανάτων. Γιατί
άλλοι έχουν θάνατο οδυνηρό και άλλοι ειρηνικό; Και γιατί άλλοι πεθαίνουν στην
ξενιτιά, άλλοι στην ερημιά και άλλοι στην θάλασσα; Λένε μάλιστα μερικοί, πως είναι
γραμμένο για τον καθένα το πώς και που θα πεθάνει.
137
εργάζεσθαι».159 Πρίν λοιπόν φτάσουν, ας εργαζόμαστε το αγαθό, για να ζήσουμε
αιώνια.
-Καλός και άγιος ο λόγος σου, πάτερ, του αποκρίθηκαν. Μια και δεν σε ρωτάμε
όμως κακόβουλα, σε παρακαλούμε, δώσε μας κάποιαν απάντηση.
-Σας το ξαναλέω, αυτά είναι κρίματα του Θεού, και καλύτερα θα ήταν να μην τα
συζητούσαμε. Όμως… σκέφτομαι το «δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου», 160 γι’
αυτό θα σας πώ δυο λόγια. Και ο Θεός, που εξετάζει την προαίρεσή μας, ας μας
δώσει, ό,τι μας χρειάζεται.
Άρχισε λοιπόν ο όσιος να διηγείται για κάποιον γνωστό του, που τον έλεγαν
Θεόφιλο. Αυτός δούλευε σ’ ένα εργαστήριο, όπου ζύγιζε τα εμπορεύματα. Μα ήταν
πανούργος και έκλεβε στο ζύγι τους πελάτες. Αλίμονο όμως, δεν έκανε μονάχα
αυτό το κακό, κρυφοτρώγοντας τον κόπο των φτωχών ανθρώπων. Ήταν επιπλέον
και μνησίκακος και οξύθυμος και τρομερά αισχρολόγος. Απύλωτο στόμα!... Τι θα
πει φόβος Θεού δεν ήξερε. Η αμαρτία βασίλευε πάνω του πέρα για πέρα.
Απ΄ τα νιάτα του ο Νήφων συζήτησε πολλές φορές μαζί του. Τον συμβούλεψε.
Έσπειρε μέσα στην καρδιά του λόγους ωφέλιμους. Μα δεν κατόρθωσε να τον
τραβήξει στο αγαθό. Ο Θεόφιλος άκουγε μ’ ευχαρίστηση όσα του έλεγε ο όσιος, τον
καλοτύχιζε για τη ζωή και την αρετή του – «μακάριζε τη σαπίλα μου», έλεγε με
ταπείνωση ο άγιος – «μην ξέροντας ότι οι ανομίες μου ξεπέρασαν και των
δαιμόνων»-, μα ο ίδιος δεν άλλαζε.
Να όμως που έφτασε η ώρα να τον θερίσει το δρεπάνι του θανάτου και να τον
πάρει απ΄ αυτόν τον κόσμο.
Ένα μήνα πρωτύτερα τον έπιασε δυσεντερία, και μετά τρομερή δυσκοιλιότητα
και δυσφορία. Έπειτα, λες και χώθηκε μέσα του ένα αόρατο λεπίδι, που
καταξέσκισε τα σωθικά του. Τότε η κοιλιά του λύθηκε και τα σπλάχνα του χύθηκαν
έξω. Από τη στιγμή εκείνη κειτόταν μισοπεθαμένος, σ’ ένα αδιάκοπο και
βασανιστικό ψυχομαχητό.
Τόση ήταν η αποδοκιμασία του από το Θεό, που για δεκαεφτά μέρες χτυπιόταν
και βογγούσε κι΄ έτριζε τα δόντια πάνω στο κρεβάτι σαν μανιακός. Δάγκωνε τη
γλώσσα του με τόση δύναμη, που τελικά την έκοψε και την έφτυσε μαζί με σάλια
και αίματα! Ξερίζωνε τρίχα – τρίχα τα γένια του, ώσπου τα μάδησε τελείως.
Μετρούσε κάθε λίγο και λιγάκι τα δάχτυλά του. Κουνούσε αινιγματικά το κεφάλι του.
138
Γούρλωνε αγριεμένος τα μάτια του. Ζητούσε λίγη ανακούφιση, λίγη παρηγοριά…
Μα δεν έβρισκε!... Και άρχιζε πάλι τα ίδια – να κουνάει το κεφάλι του, να μαδάει τα
μαλλιά του, να μετράει τα δάχτυλά του, να βογγάει… Ελεεινό θέαμα! Αλλά και
φρικτό μαρτύριο!... πώς άντεχε, αλήθεια, το φοβερό εκείνο μαρτύριο; Στο τέλος
έφαγε και τα χείλη του! Μάδησε το κεφάλι του, δεν άφησε ούτε τρίχα! Ωστόσο
συνέχισε να κείτεται βογγώντας σπαραχτικά, τρίζοντας τα δόντια του και μετρώντας
τα δάχτυλά του… όλο και μετρώντας τα δάχτυλά του… προσπαθώντας μάταια να
λογαριάσει τις αδικίες που είχε κάνει με τη ζυγαριά!
Ένας άγγελος, που στεκόταν αόρατα εκεί, βασάνιζε με την πύρινη ρομφαία
του τον ελεεινό Θεόφιλο, λέγοντάς του:
-Άθλιε, γιατί ήσουνα τόσο ασυνείδητος; Γιατί τους έκαιγες όλους με την
καταραμένη ζυγαριά σου; Γιατί περιφρόνησες την πίστη και το νόμο του Χριστού;
Γιατί ορκιζόσουν απερίσκεπτα στο φοβερό όνομα του Θεού; Γιατί έβριζες και
κακολογούσες τους τίμιους ανθρώπους; Να τώρα τι σου προξένησαν όλα αυτά!...
Και γιατί κοινωνούσες ανάξια, κι έπειτα έφτυνες αθεόφοβα στη γη; Γιατί έπινες το
αίμα των φτωχών, κλέβοντάς τους κρυφά στο ζύγισμα; Γι’ αυτό τώρα, αν δεν έρθει η
ζυγαριά εδώ, μπροστά σε όλους, για να γίνει φανερή η παρανομία σου, δεν
πρόκειται να βγει η ψυχή σου. Θα τυραννιέσαι συνέχεια!
Εκείνος όμως, καθώς είχε κομμένη τη γλώσσα του, δεν μπορούσε να ζητήσει
τη ζυγαριά. Μετρούσε μονάχα τα δάχτυλά του και έκανε νοήματα με το κεφάλι του.
Αλλά που να καταλάβουν οι άλλοι τι θέλει;
Τελικά ένας άγιος και διορατικός άνθρωπος, που βρέθηκε εκεί, είδε με τα
φωτισμένα μάτια του όλη τη σκηνή, άκουσε τον άγγελο και ζήτησε να φέρουν μια
ζυγαριά.
Μόλις την είδε ο Θεόφιλος, άρχισε να κουνάει πιο δυνατά το κεφάλι του και να
τη δείχνει με τα χέρια του, σα να ομολογούσε ότι μ’ αυτήν έκανε όλες του τις
παρανομίες. Ύστερα έβγαλε ένα αναστεναγμό και ξεψύχησε. Ο τιμωρός άγγελος
πήρε την ψυχή και την παρέδωσε στην κρίση του Θεού.
-Τί συμπέρασμα βγάζουμε λοιπόν από ένα τέτοιο θάνατο; Ρώτησε ο όσιος τους
ακροατές του μετά τη διήγηση. Ανάλογη με τις πράξεις του ήρθε και η θεία δίκη.
Επειδή ήταν πολύ αμαρτωλός και παράνομος –σαν κι εμένα, τον ταλαίπωρο –
τιμωρήθηκε τόσο σκληρά εδώ, για να δοκιμάσει μικρότερη οδύνη στην άλλη ζωή.
139
Όσοι άκουγαν τον άγιο, φοβήθηκαν από τα λόγια του και άρχισαν ν’
αναστενάζουν, καθώς συλλογίζονταν τις δικές τους αμαρτίες.
-Φοβηθήκατε τα κρίματα του Θεού; Τους είπε. Αυτό έπαθε και ο πραότατος
Δαβίδ, και μάλιστα πολλές φορές. Αν θέλετε, ακούστε τώρα κι άλλο ένα παρόμοιο
περιστατικό – γιατί εμένα δεν με κουράζει να σας διηγούμαι ωφέλιμες ιστορίες.
Πριν αρχίσει όμως, σηκώθηκε, έπεσε καταγής και τους έβαλε βαθειά μετάνοια.
-Συγχωρέστε με, αδελφοί, που σας μολύνω με τις ανομίες μου, είπε με το
πρόσωπο κολλημένο στο έδαφος. Ενώ δεν είμαι άξιος ούτε να κάθομαι κοντά σας,
όχι μόνο αυτό τολμάω, αλλά και να καθοδηγώ αναίσθητα, εγώ ο τυφλός, εσάς που
βλέπετε.
Θάνατος εξιλεωτικός.
Αφού τους σήκωσε ο όσιος και τους έβαλε να καθίσουν στα σκαμνιά τους,
άρχισε να τους διηγείται το περιστατικό που τους είχε υποσχεθεί.
Ζούσε, λέει, πριν από καιρό στη Βασιλεύουσα ένας νεαρός, που τον έλεγαν
Βασίλειο. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, ήδη όμως πολύ πονηρός, αισχρολόγος και
ακόλαστος. Συχνά ξημερωνόταν σε κακόφημα κέντρα. Αυτός λοιπόν ο Βασίλειος
δούλευε σ΄ ένα ραφτάδικο – γιατί ήταν χιτωνοράφτης, τεχνίτης καλός, μολονότι
τόσο νέος. Το αφεντικό του, που λεγόταν Πατρίκιος –χρυσός άνθρωπος,
καλοσυνάτος, «οικτείρων και κιχρών»,161 όπως λέει η Γραφή, όσους βρίσκονταν σε
ανάγκη – τον έστελνε πολλές φορές σε εξωτερικές εργασίες, κι εκείνος
εκμεταλλευόταν τις ευκαιρίες για να κυλιέται στη λάσπη της ασωτίας, μολύνοντας
την ομορφιά της ψυχής και του σώματός του. Είχε όμως κι ένα μεγάλο καλό, μιαν
αρετή, όπως θα δούμε στο τέλος, που κίνησε την ευσπλαχνία του Θεού. Κι έτσι ο
Πανάγαθος οικονόμησε τη σωτηρία του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη
σειρά:
140
Ήταν τότε που είχε πέσει πείνα σ’ όλη τη χώρα. Μαζί με την πείνα είχε πιάσει
και τέτοια βαρυχειμωνιά, που καθημερινά πέθαιναν στην πόλη μας ίσαμε χίλιοι
άνθρωποι. Ούτε να τους θάβουν δεν προλάβαιναν.
Μαζί με τους άλλους, όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε σε δεινή θέση και ο
Πατρίκιος. «Πώς θα εξασφαλίσω τα αναγκαία και για μένα και για τα παιδιά μου και
για το προσωπικό μου;», σκέφτηκε. Γιατί είχε πολλούς υπαλλήλους. Θέλοντας και
μη λοιπόν αναγκάστηκε τελικά να τους απολύσει.
Ο Βασίλειος βρέθηκε στο δρόμο. Την πρώτη κιόλας μέρα πούλησε το χιτώνα
του σ’ ένα καπηλειό κι έφαγε τα λεφτά. Ύστερα, σιγά – σιγά, πούλησε και ό,τι άλλο
είχε. Στο τέλος άρχισε να ζητιανεύει, γυρνώντας μισόγυμνος πέρα – δώθε,
θρηνώντας για την κατάντια του και τρέμοντας από το κρύο. Τόσο φαρμακερή ήταν
η παγωνιά, που τα χέρια και τα πόδια του άνοιξαν κι άρχισαν να τρέχουν αίμα.
Ποιός μπορεί να περιγράψει τους θρήνους και τους οδυρμούς του; Ποιός το
μαρτύριο της πείνας του; Και ποιός τους αφόρητους πόνους από τις πληγές του
παγετού, που υπέμενε γενναία, ευχαριστώντας το Θεό;
Η καρτερία του και η αντοχή του κράτησαν για πολύ. Μια μέρα όμως,
εξαντλημένος, σωριάστηκε σ’ ένα σοκάκι της πόλης στενάζοντας, τρέμοντας,
σβήνοντας από την πείνα…
141
Φυσικά, μέσα σ’ εκείνη τη γενική δυστυχία, που να βρεθεί άνθρωπος για
βοήθεια. Όλοι θρηνούσαν τη δική τους πείνα και στενοχώρια.
Μετά από μέρες, ένα πρωί, ενώ ο Βασίλειος περίμενε πια από στιγμή σε
στιγμή το θάνατο, πέρασε από κει κάποιος ευλαβής άνθρωπος, που λεγόταν
Νικηφόρος. Ράγισε η καρδιά του, σαν τον είδε σε τέτοιο χάλι. Χωρίς δισταγμό
πρόσταξε τους δούλους του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στο σπίτι του.
Εκεί ο Νικηφόρος του έστρωσε ένα κρεβάτι με τα ίδια του τα χέρια και τον
έβαλε να ξαπλώσει μαλακά. Ο ίδιος του πρόσφερε στοργικά κάθε περιποίηση και
ανάπαυση. Όρισε και δυο δούλες να τον διακονούν, γιατί ήταν ανίκανος να κινηθεί,
καθώς η σάρκα του όλη είχε ψηθεί απ’ το φρικτό κρύο.
Έμεινε στο σπίτι δυο εβδομάδες, ώσπου ήρθε πια η ώρα να φύγει για τον
Κύριο.
-Κι εγώ σας παρακαλώ, δούλοι του Χριστού, μονάχα για τούτο… Να… Ο τάδε
μου δάνεισε δέκα οβολούς… και πρέπει να τους δώσω πίσω… Σας ικετεύω
λοιπόν, περιμένετε… Περιμένετε, ώσπου να επιστρέψω το χρέος μου… Μην το
βρει σαν πρόφαση ο πονηρός άρχοντας του αέρα… και με γκρεμίσει στην
άβυσσο… και χαθεί η ψυχή μου!...
Και παρευθύς εκείνος σήκωσε τα χέρια του ψηλά, δόξασε τον φιλάνθρωπο Θεό
μ’ όση δύναμη είχε ακόμα, και παρέδωσε το πνεύμα του στους αγγέλους.
142
-Βλέπετε λοιπόν, παιδιά μου, πρόσθεσε ο δίκαιος Νήφων τελειώνοντας τη
διήγησή του, βλέπετε πώς οικονομεί τα πράγματα ο δικαιοκρίτης Κύριος ανάλογα
με την προαίρεση του καθενός; Εκείνο που εξετάζει ο Θεός είναι ο εσωτερικός
αγώνας του ανθρώπου. Και όλους τους αμείβει ανάλογα μ’ αυτόν τον αγώνα τους.
Γιατί πολλές φορές είναι κανείς απρόσεκτος στην εξωτερική του συμπεριφορά, έχει
όμως εσωτερική, αφανέρωτη στους ανθρώπους, πνευματική εργασία. Καταδικάζει
τον εαυτό του, κλαίει, στενάζει, ταπεινώνεται, δείχνει συμπάθεια στους άλλους και
τους θεωρεί όλους καλύτερους από αυτόν. Ναι, πολλοί ζουν μέσα τους και στα
κρυφά όπως θέλει ο Θεός, κι ας είναι εξωτερικά αμαρτωλοί. Και ο καρδιογνώστης
Κύριος, που βλέπει τα κρυφά, δεν τους αφήνει στο τέλος να χαθούν. Όσοι όμως,
αντίθετα, είναι εσωτερικά αιχμάλωτοι στην κακία και την πονηρία και τη δολιότητα
και τ΄ άλλα πάθη, αυτοί, κι αν εξωτερικά κάνουν κάτι καλό, που φαίνεται σαν αρετή,
δεν κερδίζουν τίποτα. Εκείνο λοιπόν, το παιδί, ο Βασίλειος, είχε μέσα του ένα καλό:
την ολόκαρδη συμπάθεια και συμπόνια για όσους θλίβονται. Να ποιά ήταν η αρετή
της ψυχής του, ενώ αμάρτανε με το σώμα του. Να ποιά ήταν η μυστική λάμψη της
καρδιάς του, με την οποία, όπως σας είπα στην αρχή, κέρδισε την ευσπλαχνία και
το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό κι Εκείνος δεν τον άφησε τελικά να χαθεί, αλλά τον
έσωσε με τον τρόπο που ακούσατε.
-Πολύ ψηλά στοχεύετε! Τους είπε ο όσιος. Αυτά μόνο ο Θεός τα ξέρει και το
Πνεύμα Του το Άγιο. Με τη βοήθειά Του θα σας διηγηθώ ακόμα κάτι σχετικό.
Και άρχισε να τους διηγείται για κάποιον καραβοκύρη, που τον έλεγαν
Θεόγνωστο. Αυτός είχε ένα πλοίο μεγάλο, με πλήρωμα ίσαμε τριάντα άντρες.
Μετέφεραν εμπορεύματα και ταξιδιώτες, κι έκαναν, γενικά, όλες τις δουλειές των
143
ναυτικών. Έκαναν όμως και πολλές παρανομίες, που δεν άρεσαν στο Θεό.
Νέρωναν τα κρασιά, νόθευαν τ΄ άλλα εμπορεύματα, συχνά μάλιστα δεν δίσταζαν,
αν έπαιρναν είδηση πως ταξίδευε με το πλοίο τους κανένας πλούσιος, να τον
ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα! Τόσο αθεόφοβοι και ανάλγητοι ήταν.
Μια μέρα λοιπόν έπιασαν στο λιμάνι του Σέριδου. Πούλησαν εκεί το φόρτωμα
του πλοίου τους με μεγάλο κέρδος και κίνησαν πάλι για τα σπίτια τους. Σαν
έφτασαν στον τόπο τους, τράβηξαν το πλοίο στη στεριά, για να κάνουν τις
συνηθισμένες μικροεπισκευές, που γίνονται μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους ότι θα έφευγαν για τη
Βασιλεύουσα. Ένας όμως – ήταν εκείνος που ελεγχόταν λιγάκι από τη συνείδησή
του μετά από κάθε παρανομία – δεν ήθελε αυτή τη φορά να μπαρκάρει μαζί τους,
επειδή η γυναίκα του πριν από τρεις μήνες του είχε χαρίσει γιο, κι έπρεπε να τον
βαφτίσει. Μα οι σύντροφοί του τον πίεζαν αφόρητα, γιατί ήταν απαραίτητος ένας
ακόμη άνθρωπος στο πλοίο. Αναγκάστηκε τότε να πληρώσει άλλον ναύτη, για να
μπαρκάρει στη θέση του.
Έτσι σαλπάρισε.
Καθώς ταξίδευαν στο πέλαγος, ακούστηκε ξάφνου από ψηλά μια φοβερή
βροντή. Τρομοκρατημένοι συνέχισαν την πορεία τους. Μέσ’ από τη βροντή όμως
λές και ξεπήδησε αμέσως ένα τεράστιο ραβδί, που χτύπησε με τόση δύναμη το
πλοίο, ώστε μεμιάς το τσάκισε και το βούλιαξε αύτανδρο!
144
Πνίγηκαν όλοι, εκτός από έναν: τον μισθωτό ναύτη, που – θαυμαστό! - Άρπαξε
μια σανίδα και σώθηκε. Αυτός ήταν που διηγήθηκε μετά το πώς χάθηκε το καράβι.
Το απίστευτο – και όμως αληθινό – είναι ότι την ώρα ακριβώς που πνίγηκαν οι
ναυτικοί, έπεσε νεκρός κι ο σύντροφός τους, που είχε μείνει πίσω για να βαφτίσει το
παιδί του. Ξεψύχησε αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, ενώ έτρωγε κι έπινε μαζί
με μερικούς φίλους του!
-Τί να σκεφτούμε τώρα για όλα αυτά; ρώτησε τους ακροατές του ο δίκαιος
Νήφων. Γιατί χάθηκαν όλοι μονομιάς; Νομίζω πως είναι φανερό: Οι ναυτικοί
καταδικάστηκαν από το Θεό γιατί δούλευαν συνειδητά και αμετανόητα στην
αμαρτία. Και επειδή παρανομούσαν όλοι μαζί, γι’ αυτό και πνίγηκαν έτσι φρικτά όλοι
μαζί. Αυτός πάλι που πέθανε στο σπίτι του, ήταν επειδή έδειχνε λίγη μετάνοια. Να
γιατί ξεψύχησε τουλάχιστο στη στεριά και κοντά στους δικούς του. Η δικαιοκρισία
του Θεού δεν τον άφησε να πνιγεί μαζί με τους υπόλοιπους, αφού είχε λίγη
μεταμέλεια. Αυτή, βέβαια, δεν ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει τη σωτηρία. Του
εξασφάλισε όμως έναν καλύτερο θάνατο. Και το σώμα του αξιώθηκε να ταφεί στη
γη, αντί να χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Όσο για τον μισθωτό ναύτη, που σώθηκε
με τη σανίδα, ο Θεός έκρινε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τους άλλους στην
παρανομία. Γι’ αυτό και τον απάλλαξε από την καταδίκη τους… λοιπόν, παιδιά μου,
ας αποφεύγουμε την αμαρτία, που τόσες οδύνες προξενεί και κανένα καλό δεν
φέρνει. Πόσο πόνο, πόσο θρήνο και τι πέλαγος συμφορών γέννησε και γεννάει στο
γένος των ανθρώπων!...
-Άνθρωπος που δεν είναι ένοχος για κάτι, σπάνια θα πνιγεί στη θάλασσα,
απάντησε ο όσιος. Συχνά, βέβαια, γλυτώνουν τον πνιγμό και πολλοί αμαρτωλοί,
που κινδυνεύουν ή και ναυαγούν στα πέλαγα. Το οικονομεί έτσι ο φιλάνθρωπος
Θεός, ώστε, ξεφεύγοντας το θάνατο, να έρθουν σε συναίσθηση των αμαρτιών τους
και να μετανοήσουν. Άλλες φορές πάλι ο πανούργος διάβολος υπολογίζει, από
διάφορες εξωτερικές ενδείξεις, ότι πλησιάζει το τέλος ενός ανθρώπου. Και τότε
αγωνίζεται να τον θανατώσει μια ώρα αρχύτερα και με τρόπο βίαιο – είτε πνίγοντάς
τον σε πηγάδι, είτε ρίχνοντάς τον σε γκρεμό, είτε ερεθίζοντας θηρία να τον
κατασπαράξουν είτε βάζοντας άλλους ανθρώπους για να τον σκοτώσουν με
145
γρονθοκόπημα ή πετροβόλημα ή δηλητήριο κ.ο.κ. και όλα αυτά τα κάνει ο σατανάς
μαζί με τους υπηρέτες του- πάντα, βέβαια με παραχώρηση του Θεού – για να
καυχηθεί, ο ανόητος, πώς είναι κύριος του θανάτου των ανθρώπων…
Μεγάλη δέηση
Όταν γύρισε στο κελί του – βρισκόταν εκεί κοντά, στην περιοχή των μεγάρων
της Υπατίας, όπου αργότερα έγινε κοινόβιο- ήταν δακρυσμένος κι αναστέναζε με
θλίψη.
-Αχ, παιδί μου… Φεύγοντας από την εκκλησία, είδα έναν άνθρωπο να χτυπάει
άσπλαχνα το ζώο του. Τόσο άγρια το χτύπησε, που βόγγηξε, το δύστυχο,
παραπονεμένα βαρυγγωμώντας ενάντια στον ανελέητο κύριό του. Και θρήνησα…
Γιατί αν μας καταδικάζουν τώρα ακόμη και τ΄ άλογα ζώα, τι θα κάνουμε, οι
ταλαίπωροι, την ημέρα της Κρίσεως, που θα δώσουμε λόγο για κάθε πράξη μας; Θ’
ακούσουμε τότε: «Δεν έδειξες έλεος, και δεν θα ελεηθείς!»… Αχ!...
Αποσύρθηκε κατόπιν στο βάθος του κελιού του, στράφηκε στ’ ανατολικά κι
έκανε μια θερμή ικεσία στο Θεό, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό:
146
με την αθάνατή Σου τη γλυκύτητα
έκχεον ρομφαίαν
όσοι ζητάτε
147
έτσι και τώρα, που Σε ικετεύω ο αμαρτωλός εγώ,
οδηγήσει με εν τη ευθεία»165˙
148
μέσα μου ας κατασκηνώσουν,
149
σώσε με απ’ των οδόντων τον τριγμό,
Αυτά είπε κι έγινε άφαντος ο πονηρός. Ο Νήφων τότε συνέχισε και τέλειωσε με
λυγμούς την προσευχή του:
150
Πατέρα άγιε, τρισάγιε και πολυδοξασμένε,
Παντοτινά να με θυμάσαι
Στα λόγια αυτά της προσευχής του, ένα ουράνιο φως άστραψε γύρω του και
μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε το κελί του. Και να! Φανερώνεται μπροστά του ο
ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός και του λέει με ιλαρότητα:
151
Μεγάλη δοξολογία
το κάλλος το μακάριο!
152
που Σε τρέμουνε τα σύμπαντα,
Η Αγάπη η αθάνατη,
το γέννημα το φοβερό,
153
ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα,
τα γένη τ΄ αναρίθμητα
154
«ουρανόν καινόν και γην καινήν»!168
Πώς να Σ’ ονομάσω,
Ύστερα απ’ αυτή τη δοξολογία, η καρδιά του οσίου γέμισε ευφροσύνη και
γλυκύτητα. Και πιο πολύ, επειδή άκουσε από τον Κύριο, πώς είχε προστάξει τις
ουράνιες ταξιαρχίες να τον μνημονεύουν στις αδιάκοπες αναίμακτες θυσίες τους.
Ένα πρωινό, κινήσαμε για να λειτουργηθούμε στο ναό του αγίου Νικολάου,
που βρίσκεται δίπλα στο παλάτι της Αφθονίας, καθώς το λένε.
Την ώρα που το εκκλησίασμα έψαλλε, ο όσιος ήταν όρθιος, με το βλέμμα του
καρφωμένο επίμονα στο άγιο θυσιαστήριο. Έλαμπε από ευφροσύνη και ιλαρότητα.
155
Η όψη του είχε αλλοιωθεί. Το πρόσωπό του ήταν λαμπερό και ρόδινο σαν φρέσκο
τριαντάφυλλο.
Όταν γινόταν η μεγάλη είσοδος, ο όσιος άπλωσε με πόθο τα χέρια του στ’ άγια
και φάνηκε να προσεύχεται με συγκλονιστική ένταση. Η καρδιά του χτυπούσε
δυνατά, πήγαινε λες να σπάσει. Πλημμυρισμένος απ’ τη χάρη του Πνεύματος και
κυριευμένος από τον θείο έρωτα, λαχταρούσε να τρέξει πίσω απ’ τ΄ άγια, να πέσει
πάνω τους, να τα καταφιλήσει… Μα για να μη σκανδαλίσει κανένα και από
σεβασμό στην τάξη, συγκρατούσε την ένθεη ορμή του κι έμενε στη θέση του,
δοξολογώντας το Θεό.
Φεύγοντας, μετά την απόλυση, από την εκκλησία, τον παρακάλεσα να μου
αποκαλύψει με ποιόν μιλούσε εκεί, νωρίς το πρωί, και τι θεωρία είχε. Κι εκείνος,
σαν πατέρας φιλόστοργος, τίποτα δεν μου έκρυψε. Γι’ αυτό κι εγώ τώρα
καταγράφω εδώ όσα άκουσα, για να δοξαστεί το όνομα του Θεού και να
ευφρανθούν όσοι ελπίζουν σ’ Αυτόν.
Ο όσιος απόρησε.
-Καλά, που με ξέρεις, θειότατε; Και γιατί είχες τόσο πόθο να συναντήσεις
εμένα, ένα γέρο σαπισμένο απ’ την αμαρτία;
-Να, γι’ αυτό ακριβώς είχα ένα τέτοιο πόθο: για να γνωρίσω αυτή σου την
ταπείνωση. Γιατί είχα ακούσει στον ουρανό, πώς σου τη χάρισε ο Κύριος με το ίδιο
Του το χέρι.
-Άκουσες εσύ τέτοιο πράμα; Μα είναι δυνατό να γίνεται λόγος στον ουρανό για
ένα σίχαμα σαν κι εμένα;
-Αλήθεια σου λέω, αγαπημένε του Θεού, αποκρίθηκε μ’ ένα ιλαρό χαμόγελο ο
άγγελος. Δόλος σ΄ εμένα δεν υπάρχει. Άκουσε, λοιπόν: Όποτε πηγαίνω στο
επουράνιο θυσιαστήριο, για να μεταφέρω στο Θεό από τούτο, το επίγειο, τις ικεσίες
156
και τις προσφορές των χριστιανών, φτάνουν στ’ αυτιά μου όσα λένε οι άλλοι
άγγελοι για σένα – ότι ο Νήφων είναι ευάρεστος στον Ύψιστο, γιατί με τη βαθειά
του ταπείνωση κάνει στάχτη τους δαίμονες˙ ότι θυμάται στις προσευχές του τις
ουράνιες δυνάμεις, και γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταξε κάθε άγγελο να τον μνημονεύει
αδιάκοπα… και άλλα παρόμοια. Να γιατί επιθυμούσα τόσο να σε γνωρίσω. Και
τώρα ευχαριστώ το Θεό, που πραγματοποίησε την επιθυμία μου…
Άγγελοι συλλειτουργοί
157
Μετά είπε πως, μόλις έβαλε ο λειτουργός το «Ευλογημένη η βασιλεία…», είδε
φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον
ιερέα, χωρίς εκείνος να καταλάβει τίποτα.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξάφνου ο όσιος ν’ ανοίγει
ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν
από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, το Χριστό και Υιό του
Θεού.
Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου. Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα
χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο
κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Παιδί.
Μόλις βγήκαν τ’ άγια, και ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, ο όσιος είδε
αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από το κεφάλι του λειτουργού, δυο
Χερουβείμ και δυο Σεραφείμ να προχωρούν μπροστά του, και άπειρους άλλους
αγγέλους να τον τριγυρίζουν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους.
Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία τράπεζα κι απόθεσε εκεί τα τίμια Δώρα, οι
άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δυο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά
του λειτουργού και τα δυο Σεραφείμ στ΄ αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα
βλέπει.
158
Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» και έφτασαν στον
καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «…
μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω. Αμήν, αμήν, αμήν». Τότε βλέπει ο δίκαιος
έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Το Αίμα Του το έχυσε στο
άγιο πορήριο, ενώ το θείο σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.
Ύστερα αποτραβήχτηκε πάλι στη θέση του και στάθηκε σεμνά και ευλαβικά.
Όταν ο λειτουργός ύψωσε τον άγιο Άρτο, εκφωνώντας «Τα άγια τοις αγίοις»,
και ο λαός έψαλλε «Εις άγιος, εις Κύριος…», κάποιος από το εκκλησίασμα
στράφηκε στον όσιο και τον ρώτησε σιγανά:
-Για μας όλους το λέει, παιδί μου. και σημαίνει: Στα άγια μέλη του Χριστού να
προσέλθει όποιος είναι άγιος!
159
Όταν τέλειωσε η λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, τότε
παρουσιάστηκε πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των αγίων αγγέλων! Η στέγη
του ναού λες και σκίστηκε στα δύο. Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδί στους
ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως Το είχαν κατεβάσει, ενώ μια υπέροχη
ευωδία ξεχύθηκε και τώρα ολόγυρα.
Αυτά λοιπόν ήταν που είχε δει στην εκκλησία ο δίκαιος, και μου τα διηγήθηκε
στο δρόμο, καθώς γυρίζαμε στο κελί μας.
Πολλά μυστήρια, είναι αλήθεια, του αποκάλυπτε ο Θεός, «άτινα εάν γράφηται
καθ’ έν», όπως λέει και το Ευαγγέλιο, «ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα
γραφόμενα βιβλία». Θα προσθέσω, ωστόσο, λίγα ακόμα, για να δοξαστεί μ΄ αυτά ο
Θεός.
Πολλές φορές ο δίκαιος έφευγε μόνος του και πήγαινε έξω από την πόλη, στις
βορεινές ερημικές περιοχές, όπου αφιερωνόταν στην προσευχή και τη μυστική
συνομιλία με το Θεό. Πάντα αγαπούσε την ησυχία και επιζητούσε τη μόνωση.
Κάποτε μου είπε χαμογελώντας:
-Μεγάλη χάρη έχει η ησυχία, παιδί μου. Και πολλές πνευματικές ηδονές
προσφέρει. Μα να, που εμείς την αφήνουμε και κατοικούμε μέσα στο στόμα του
σατανά, στερώντας έτσι τον εαυτό μας από τόση απόλαυση…
-Καλά, πάτερ, του αντέτεινα εγώ, κι εσύ που, με τη χάρη του Θεού, μεγάλωσες
και μένεις ως τώρα μέσα στην πόλη, τι κακό έπαθες;
160
πάθη. Έτσι, λίγο – λίγο και με πολλή δυσκολία, γλύτωσα απ΄ τα δόντια του νοητού
δράκοντα… Ποτέ να μη δώσει ο παντοδύναμος Θεός, παιδί μου, να γνωρίσεις τις
αμαρτίες που έκανα, όταν ήμουν νέος.
-Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, βρέθηκε μια μέρα σε κάποια εκκλησία της
Θεοτόκου. Ξάφνου, με κυριεύει μια παράξενη ταραχή, ενώ ακούω φωνή από τον
ουρανό να μου λέει: «Νήφων! Ως πότε; Φτάνει πια! Πολλά κακά έκανες!». Τόσο
βροντερή και φοβερή ήταν η φωνή εκείνη, που πετάχτηκα από το στασίδι μου
έντρομος.
-Αν ο ίδιος, ο Θεός βεβαίωσε τότε πως είμαι τόσο αμαρτωλός, τί έχω να πω
εγώ για τον εαυτό μου; Κι αν ακόμα μου δώσει ο Κύριος τη δύναμη – πράγμα
αδύνατο, βέβαια – να δημιουργήσω άλλον ουρανό κι άλλη γη, και να λένε
θαυμάζοντας οι άνθρωποι «να, όλα τούτα τα ‘χει φτιάξει ο Νήφων!», και πάλι εγώ,
έχοντας στο νου τις ανομίες μου, δεν πρόκειται αν ξεγελαστώ και να πιστέψω πως
είμαι κάτι. Δαιμόνιο πονηρό και στα έργα και στην προαίρεση είμαι!... Να, λοιπόν,
πώς μου βγήκε σε κακό που ανατράφηκα στην πόλη. Αχ, παιδί μου! Αν ήξερες τι
και τι έκανα στα νιάτα μου, θα μ’ έφτυνες και θα το έβαζες στα πόδια!...
Και αμέσως αναλύθηκε σε δάκρυα, γιατί θυμήθηκε ότι κάποτε, που είχε πέσει
σε μια βαριά αμαρτία κι ύστερα είχε πάει στην εκκλησία, ο ίδιος ο Κύριος του
παρουσιάστηκε και τον έδιωχνε με αυστηρότητα από το ναό Του.
-Άκου δω! Τον απείλησε. Έτσι που πας, δεν έχεις σωτηρία!
Ο Νήφων τότε έπεσε στα πανάχραντα πόδια Του, τ΄ αγκάλιασε με πόθο και τα
καταφιλούσε κλαίγοντας πικρά.
-Κύριε…, έλεγε ανάμεσα στ’ αναφυλλητά του, ούτε στο μεγάλο Σου έλεος… δεν
θα βρω σωτηρία;
-Ναι! Θα βρείς σωτηρία στο έλεός μου! Γι’ αυτό μη φοβάσαι. Από τώρα κανείς
δεν θα σε πάρει πια από κοντά μου. Μόνο, όσες φορές πέφτεις, να προστρέχεις σ’
161
εμένα με ταπείνωση και μετάνοια, ομολογώντας το σφάλμα σου και φωνάζοντας το
«ήμαρτον!». Κι εγώ θα σου γιατρέψω την πληγή και θα σου παραστέκομαι.
-Σαν τα θυμάμαι λοιπόν όλα αυτά, σχολίαζε ταπεινά ο όσιος, βαραίνει η καρδιά
μου. Τί καλό έχω κάνει για να με δικαιώσει απ’ τα έργα μου ο Θεός; Τίποτα! Μόνο
στο έλεός Του ελπίζω…
-Άθλιε! Δεν σου φτάνει που στην πόλη μόλυνες τους ανθρώπους με την αισχρή
σου πολιτεία, ήρθες τώρα και στην ερημιά για να τη βρωμίσεις κι αυτή; Να ξεράνεις
και τα φυτά με τις αμαρτίες σου;
Μαστιγώνοντας με τέτοια λόγια τον εαυτό του, τον κατέβαζε νοερά στον άδη και
τον αλυσόδενε κάτω απ’ το σατανά, μονολογώντας:
-Έτσι σου πρέπει, βρωμερέ! Σφιχτοδέθηκες πιο κάτω κι απ’ τους δαίμονες, για
να καταλάβεις πώς αμάρτησες χειρότερα απ΄ αυτούς!
Με δάκρυα πρόφερε τις τελευταίες λέξεις, γιατί φοβόταν μη χαθεί η ψυχή του
και κολαστεί αιώνια. Γιατί, όπως έλεγε, η πίκρα του άδη θα είναι φοβερή. Εκεί θα
βασιλεύουν το πηχτό σκοτάδι και η αφόρητη δυσωδία, που θα ξεχύνεται απ’ το
σατανά. Αλλά και οι ταλαίπωρες ψυχές των κολασμένων αμαρτωλών, δεμένες κι
αυτές μέσα στο αιώνιο σκοτάδι, θα κλαίνε και θα σπαράζουν, ζητώντας μάταια λίγο
φως, λίγη παρηγοριά…
Φρίκη τον κυρίευε, όταν μιλούσε για τη σκοτεινή κόλαση ο δίκαιος, και ικέτευε
με θέρμη τον ελεήμονα Θεό να τον λυτρώσει απ΄ την καταδίκη εκείνη.
162
Μια μέρα, που ο ίδιος βρισκόταν πάλι σ’ έναν ερημικό τόπο, η προσευχή του
ξεχείλιζε από δοξολογίες και αίνους και ικεσίες στον Κύριο Ιησού Χριστό και στους
αγίους αγγέλους Του.
-Να, ο Νήφων! Ο αγαπημένος μας φίλος είναι εδώ! Τι αγάπη μας έχει, αλήθεια!
Μα γι’ αυτό κι εμείς τον μνημονεύουμε στις μυστικές ιερουργίες μας!
-Ω, πόσο αγαπούν οι άγιοι άγγελοι το γένος των χριστιανών! Αν ξέραμε πόσο
κοπιάζουν για χάρη μας!... Πόσο λοιπόν πρέπει κι εμείς να τιμάμε και να
ευγνωμονούμε αυτούς τους μεγάλους ευεργέτες μας, αυτά τα πολύτιμα πετράδια, τ΄
αστραφτερά μαργαριτάρια, τα επουράνια στολίσματα, τ΄ αθάνατα λουλούδια! Γιατί
πρεσβεύουν ακατάπαυστα για μας στον Πανάγαθο και Τον ικετεύουν να μας
λυπηθεί και να μας σώσει απ’ την αιώνια κόλαση. Χώρια που μας παραστέκουν
νύχτα – μέρα: Όταν τρώμε, στέκονται δίπλα μας φρουροί. Όταν κοιμόμαστε, μας
σκεπάζουν προστατευτικά με τις φτερούγες τους. Μα κι όταν δουλεύουμε κι όταν
βαδίζουμε στο δρόμο κι όταν ταξιδεύουμε στη θάλασσα, παντού και πάντα, είναι
δίπλα μας, προστάτες και βοηθοί μας σε όλα!
163
Στη Βασιλεύουσα υπάρχει ένας ναός αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο,
που τον έχτισε κάποιος ευλαβής πλούσιος, ο Αρεώβινδος. Είναι πολύ ωραίος,
κατανυκτικός, χτισμένος με υλικά εκλεκτά και στολισμένος με καλαισθησία – άξιος
της Παναγίας μας.
Ένα πρωί λοιπόν, που ο όσιος ήταν εκεί κι ο λαός έψαλλε τον όρθρο, βλέπει
ξαφνικά με τα μάτια της ψυχής του να περνάει απ’ τον πλαϊνό δρόμο, σκυφτός και
κατσουφιασμένος, κάποιος άρχοντας των πονηρών πνευμάτων. Τον ακολουθούσε
ένα πλήθος από δαίμονες.
-Βλέπεις πώς δοξάζεται ο Ιησούς από τους δούλους Του; Ακόμα κι αυτούς που
είχαμε πρώτα μαζί μας, αυτούς που προσκυνούσαν τα είδωλα κι έψαλλαν τα δικά
μας τραγούδια, μας τους άρπαξε ο Ναζωραίος. Πού είναι λοιπόν η μεγάλη τάχα
δύναμή μας; Πάει! Νικηθήκαμε! Ρεζιλευτήκαμε!... Τέλειωσε η κυριαρχία μας!
Καταλύθηκε η βασιλεία του πατέρα μας. Ναι, όσο αυτός ήταν λυτός και πολεμούσε
μαζί μας, είχαμε κι εμείς θάρρος κι ενθουσιασμό, γι’ αυτό υποδουλώναμε εύκολα
τους ανθρώπους. Από τότε όμως που τον έδεσε ο Ιησούς στον άδη και τον πατάει
σαν σταφύλι, περιορίστηκε η εξουσία μας και ταπεινώθηκε το γόητρό μας! Αν
μάλιστα είναι κοντά και η συντέλεια, όπως φοβόμαστε, τότε τί θ’ απογίνουμε, οι
ταλαίπωροι;
-Σας κακοφάνηκε που ακούσατε να δοξάζεται ο Ιησούς στο σπίτι της Μαρίας;
Αυτό είναι μικρό αγκάθι. Με άλλους τρόπους μας πληγώνουν χειρότερα… Μα γιατί
χολοσκάτε; Τούτοι εδώ, που τώρα ψάλλουν ύμνους στον Ιησού, άλλες φορές
δοξολογούν εμάς, με τα τραγούδια τα δικά μας. Στο κάτω – κάτω, αν θέλετε, και
τώρα μπορώ να σας δείξω άλλους, που μας λατρεύουν πιστά και αφοσιωμένα.
Ελάτε μαζί μου και θα δείτε… Έτσι, για να ξεσκάσετε από τη λύπη, που δοκιμάσατε
με τούτη τη συμμορία…
Τους πήρε και τους έφερε στη πλατεία του Βοός. Μόλις βρέθηκαν εκεί και
ετοιμάστηκαν να προκαλέσουν φασαρίες και καβγάδες, ξάφνου φτάνουν καμιά
τριανταριά ταξιδιώτες απ΄ την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Πλησίασε λοιπόν ο
164
αρχηγός των δαιμόνων τον μεγαλύτερο της παρέας και του έβαλε στο νου
πονηρούς λογισμούς. Εκείνος αμέσως άναψε, κι άρχισε να λέει δυνατά ένα αισχρό
τραγούδι. Παρακινημένοι κι οι άλλοι από το σύντροφό τους, άρχισαν να
επαναλαμβάνουν τους στίχους του, να χορεύουν καταμεσίς του δρόμου και να
χτυπάνε δυνατά τα πόδια τους στη γη. Άλλο που δεν ήθελαν οι δαίμονες! Ολόχαροι,
έστησαν κι αυτοί μαζί τους το χορό!
-Τί σας έλεγα; Φώναξε θριαμβευτικά ο αρχηγός τους. Βλέπετε πού υπάρχουν
και άνθρωποι δικοί μας; Που μας λατρεύουν και μας τιμούν; Πανηγυρίστε, λοιπόν!
Έχουμε κι εμείς δόξα!
Στη μέση της πλατείας συνάντησαν έναν άνθρωπο καμπούρη, που έπαιζε
λύρα. Υπτίολο τον έλεγαν. Όχλος πολύς τον τριγύριζε και διασκέδαζε με το παίξιμό
του. Αλλά ο μακάριος Νήφων είδε με τα διορατικά του μάτια ένα δαίμονα να τους
έχει όλους δεμένους πισθάγκωνα και να τους σέρνει πίσω απ’ τον οργανοπαίχτη.
-Θα πας στον μεγάλο πατέρα μας, που τον έχει δεμένο ο Ναζωραίος εκεί κάτω,
και θα του πεις: Αυτό το ασημένιο νόμισμα σου το στέλνει ο τελετάρχης σου ο
Υπτίολος, και είναι προσφορά θυσίας σ’ εσένα από έναν πλούσιο άρχοντα, το
Λαζίωνα. Η εξουσία σου, πατέρα μας, δεν θα καταλυθεί, γιατί εμείς, τα παιδιά σου,
αγωνιζόμαστε ενάντια στους εχθρούς μας, τους χριστιανούς.
165
Μαζί με το ασήμι του έδωσε και πολλούς οβολούς, που ο Υπτίολος είχε
μαζέψει απ’ τη φτωχολογιά. Αυτά τα λεφτά οι πονηροί δαίμονες τα δέχονταν σαν
θυσίες, και γι’ αυτό φούσκωναν από καμάρι.
Κατέβηκε λοιπόν ο απεσταλμένος των δαιμόνων στα έγκατα του άδη, κι έδωσε
στο δράκοντα τις μάταιες προσφορές των ταλαίπωρων ανθρώπων. Εκείνος τις
πήρε γεμάτος ικανοποίηση.
-Να σκληρύνουν τον αγώνα τους όλοι οι δικοί μου! Ν’ αφανίσουν τους άθλιους
Ναζωραίους!
Το δαιμόνιο ανέβηκε βιαστικά να φέρει στους συντρόφους του τις εντολές του
δράκοντα. Η πρώτη δουλειά ήταν να ξαναβάλει τα λεφτά του Υπτίολου στον κόρφο
του, χωρίς εκείνος να το πάρει είδηση. Έπειτα έτρεξε να πει τα καθέκαστα στους
άλλους. Σε λίγο σκόρπισαν πάλι για να συνεχίσουν τα πειρασμικά τους έργα.
Έλεγε λοιπόν γι’ αυτούς που αγαπούν τα παλιοτράγουδα ότι, όπως η σάλπιγγα
συγκεντρώνει τους στρατιώτες και όπως ο άνθρωπος που προσεύχεται συνάζει
ολόγυρά του τους αγγέλους του Θεού, έτσι και αυτός που τραγουδάει, μαζεύει
αόρατα τους ζοφερούς δαίμονες. Και όποιος αγαπάει τις κιθάρες και τις λύρες και
διασκεδάζει μ’ αυτά, αυτός τιμάει έτσι τους ιερείς του μεγάλου δράκοντα.
-Τι θα κάνουμε, ρωτούσε, την ημέρα της Κρίσεως, όσοι είμαστε δούλοι σε
τέτοιες συνήθειες, τότε που θα σηκωθεί ο Θεός να καταστρέψει τη γη και ν’
αποδώσει στον καθένα μας ανάλογα με τα έργα του;
166
Συμβούλευε λοιπόν όλους, και μάλιστα εκείνους που πρόθυμα προσφέρουν τα
χρήματά τους θυσία στο σατανά, να μην ξεγελιούνται απ’ τα δολώματα των
πονηρών δαιμόνων. Αλλιώς θα έχουν την τύχη των ειδωλολατρών – την αιώνια
κόλαση.
-Έχεις οβολό; Δάνεισέ τον στον Χριστό, και θα πάρεις αμοιβή εκατονταπλάσια
και ζωή αιώνια. Γιατί προσφέρεις τα λεφτά σου θυσία το διάβολο, και του δίνεις έτσι
τόση χαρά, αφού δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις, παρά μόνο την ίδια μ’ εκείνον
καταδίκη και τιμωρία; Γιατί κάνεις ότι και οι Εβραίοι, που, όπως γράφει ο προφήτης
Μωϋσής, «έθυσαν δαιμονίοις και ου Θεώ»;170
-Ας μην εγκαταλείπουμε, αδελφοί, το Θεό, που μας αναγέννησε «εξ ύδατος και
Πνεύματος»171 και που φροντίζει για όλες μας τις ανάγκες. Ας προσφέρουμε σ’
Αυτόν, που πέθανε και αναστήθηκε για μας, τους καρπούς της ψυχής και του
σώματος και του νου και της καρδιάς μας, δηλαδή τις πρακτικές αρετές. Κι άς
ευαρεστήσουμε έτσι τον Κύριο και Πατέρα μας, που με τη βοήθειά Του μπορούμε
κάθε καλό έργο να πραγματοποιήσουμε.
Όταν ακόμα ο δίκαιος ήταν στην αρχή της μετάνοιάς του – δεν είχε κλείσει τρία
χρόνια – δέχτηκε από απροσεξία έναν κενόδοξο λογισμό. «Έχω τόσον καιρό που
ικετεύω θερμά το Χριστό», είπε με το νου του, «και το παραμικρό χάρισμα δεν μου
έδωσε ακόμα!... Φαίνεται πώς δεν μ’ ακούει, επειδή μόλυνα το άγιο βάπτισμα με
την άσωτη ζωή μου».
Οι σκέψεις αυτές του έφεραν κάποια ατονία και, χωρίς να το καταλάβει, έγειρε
εκεί που καθόταν κι αποκοιμήθηκε.
Βλέπει λοιπόν στον ύπνο του ότι βρέθηκε σ’ έναν τεράστιο ναό και
προσευχόταν στον Κύριο όρθιος, στραμμένος στ΄ ανατολικά και με τα χέρια
υψωμένα.
Έξαφνα φανερώθηκε μπροστά του ένας ένδοξος θρόνος, που τον κύκλωναν
Χερουβείμ, Σεραφείμ και πλήθος λευκοντυμένων αγγέλων. Στο θρόνο καθόταν ο
Χριστός, φωτεινός, ολόλαμπρος, γλυκύτατος…
167
Ο Νήφων σκίρτησε μόλις Τον αντίκρισε.
-«Ενώτισαι, ο Θεός, την προσευχήν μου και μη υπερίδης την δέησίν μου,
πρόσχες μοι και εισάκουσόν μου…», αναφώνησε αυθόρμητα, με τα χέρια
τεντωμένα προς το μέρος Του, και συνέχισε τον υπόλοιπο ψαλμό 172 «… η καρδία
μου εταράχθη εν εμοί, και δειλία θανάτου επέπεσεν επ’ εμέ…».
Ικέτευε τον Κύριο να συντρίψει το πνεύμα της δειλίας, που τον είχε τότε
κυριέψει, και να το διώξει μακριά του. Κι Εκείνος είχε γείρει το κεφάλι Του, το είχε
γυρίσει από το δεξί αυτί και άκουγε την προσευχή του δούλου Του.
Όταν ο Νήφων τέλειωσε τον ψαλμό, ο Χριστός τον κοίταξε με συμπάθεια και
κίνησε καταφατικά το κεφάλι Του, σα να ήθελε να του πει: «Άκουσα τη δέησή σου».
168
Ο Νήφων, γεμάτος φόβο και ντροπή απ’ όσα του είπε ο Κύριος, γύρισε δειλά-
δειλά το κεφάλι του προς το μέρος που Εκείνος του έδειξε. Και τι να δει! Έναν
ταύρο δεμένο γερά σ’ ένα παλούκι απ΄ τα πόδια και τα κέρατα. Ήταν τόσο
σφιγμένος, που δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Μόνο τ΄ αγριεμένα μάτια του
γύριζε πέρα –δώθε και μούγκριζε μανιασμένα, λές και ήθελε να ξεσκίσει το
Νήφωνα.
Κατάλαβε ο δίκαιος πως αυτό ήταν το σκοτεινό πνεύμα, που τόσες φορές τον
γέμιζε δειλία απ’ τα παιδικά του χρόνια. Έφτασε στο σημείο να τον πλημμυρίζει μ’
έναν ανεξήγητο παράλογο φόβο, όταν ήθελε να πάει στην εκκλησία ή σε κάποια
δουλειά. Αλλά και στον ύπνο του παρουσίαζε μύρια εφιαλτικά όνειρα.
Από τότε, όπως έλεγε, δεν ξανάνιωσε φόβο ή δειλία, γιατί ο Κύριος ήταν ο
παντοδύναμος βοηθός του.
Υποθήκες ζωής.
Μια μέρα είχε πάει στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, που βρίσκεται στην
περιοχή των Χαλκουργείων. Εκεί τον πλησίασε ένα παιδί, που ξεχώριζε για την
αρετή του κι έτρεχε ακούραστα στις ακολουθίες της εκκλησίας. Τον έλεγαν Νεόφυτο,
κι ήταν γιος ενός απ’ τους ονομαστούς άρχοντες.
169
-Πώς εσύ, ένα αγνό παιδί, ζητάς τη συμβουλή ενός γέρου, που σάπισε μέσα
στην αμαρτία;
-Η Γραφή, πάτερ, λέει: «Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους
πρεσβυτέρους σου, και ερούσί σου». 173 Γι’ αυτό λοιπόν ζητάω ν’ ακούσω κι εγώ ένα
καλό λόγο από σένα, και μην περιφρονήσεις την αναξιότητά μου.
-Τώρα σκέφτομαι να ζήσω στον κόσμο, πάτερ… έ, και αργότερα… ό,τι θέλει ο
Θεός.
-Όσα μου είπες, πάτερ, είναι για τους φτασμένους αγωνιστές, παρατήρησε με
κάποια θλίψη το παιδί. Πότε θα φτάσω κι εγώ, ο ταλαίπωρος, σε τέτοια μέτρα, για
να ευαρεστήσω το Θεό;
-Μην απελπίζεσαι, παιδί μου, τον παρηγόρησε ο όσιος. Από τα νιάτα δεν ζητάει
ο Θεός παρά ταπείνωση και αγνεία. Αυτά φτάνουν. Κι εσύ λοιπόν, μαζί με την
αγνότητά σου, ν΄ αγωνίζεσαι και για την ταπείνωση: Να είσαι γλυκύς και
καλοσυνάτος με κάθε άνθρωπο, πράος, ειρηνικός σπλαχνικός. Να θεωρείς τον
εαυτό σου χειρότερο απ’ όλους και να τον βάζεις κάτω απ’ όλους. Έτσι θα είσαι
πραγματικά κοντά στο Θεό. Αγωνίσου ακόμα να μην φαντάζεσαι ότι έφτασες στην
αρετή τον ένα ή τον άλλο άγιο, αλλά συνεχώς να λες στον εαυτό σου: «Ξέρεις,
170
ψυχή μου, ότι ξεπεράσαμε και τους δαίμονες στις αμαρτίες; Και ότι δεν κάναμε ούτε
μια τόσο καλή πράξη; Αλίμονό μας, δύστυχη! Τι θ΄ απολογηθούμε την ημέρα της
Κρίσεως;»…
-Και την προσευχή σου, παιδί μου, να την έχεις σαν του χειρότερου
αμαρτωλού. Γιατί αμαρτάνουμε βαριά όταν νομίζουμε πως η προσευχή μας είναι
άγια και καθαρή. Ακόμα κι αν κάνει κανείς σημεία και τέρατα, πρέπει να θεωρεί τον
εαυτό του αναπολόγητο, γιατί, όταν προσεύχεται, δίχως άλλο αμαρτάνει με τις
εσωτερικές αισθήσεις, με τις κινήσεις της καρδιάς και με τους άτοπους λογισμούς.
Συχνά το στόμα μιλάει στο Θεό και ο νους τρέχει αλλού. Να γιατί πρέπει πάντα να
θεωρείς τον εαυτό σου αμαρτωλό και να λες με ταπείνωση στον Κύριο: «Εκ των
κρυφίων μου καθάρισόν με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου»… 175
Πρόσεξε όμως, παιδί μου, και κάτι άλλο: Ποτέ να μην ευχαριστιέσαι με τα καλά σου
έργα ούτε να υπολογίζεις σ’ αυτά, γιατί δεν ξέρεις αν είναι ευάρεστα ή όχι στο Θεό.
Γι’ αυτό καλύτερα να στηρίζεσαι στη δύναμη και το έλεος του Κυρίου, θεωρώντας
τον εαυτό σου χώμα. Αχ! Πόσες αμαρτίες κάνουμε και δεν τις ξέρουμε!... Λοιπόν, με
τον εαυτό σου να τα βάζεις, ακόμα κι όταν βλέπεις κάποιον άλλο ν’ αμαρτάνει! Κι αν
κανείς σε βρίσει, σε κατακρίνει ή σε κοροϊδέψει, όχι μόνο να μην αντιδράσεις, αλλά
να προσθέσεις κι εσύ περισσότερες βρισιές και κατηγορίες εναντίον του εαυτού
σου!... Να, τούτα όλα αν εφαρμόσεις, έφτασες στην τελειότητα!
171
αυτού πήχυν ένα;».176 Πές ότι συνάξαμε μέσα στις αποθήκες μας όλα τα καλά του
κόσμου. Τί κερδίσαμε; Έρχεται ξαφνικά ο σκληρός απαιτητής, ο θάνατος, και τότε;
Τα αφήνουμε όλα εδώ και πάμε να κατοικήσουμε στον τάφο! Και το μόνο που θα
μας έχουν εξασφαλίσει θα είναι η αιώνια κόλαση!... Αυτά στου τα λέει, παιδί μου, ο
Θεός με το στόμα ενός αμαρτωλού ανθρώπου. Κόψε λοιπόν από δω και πέρα τις
περιττές φροντίδες, και ζήσε όπως θέλει Εκείνος.
Από τότε ο Νεόφυτος περνούσε τον περισσότερο καιρό του μαζί με τον όσιο.
Πήγαινε συχνά και στο κελί του, ρουφώντας αχόρταγα τη θεϊκή διδαχή του, τη
γλυκιά σαν το μέλι. Μ’ αυτά ανατράφηκε και μεγάλωσε κι έγινε άνθρωπος του Θεού.
Και τόσο οσιακά έζησε, ώστε, όταν ήρθε η ώρα, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του
στα χέρια Εκείνου που υπηρέτησε από τα παιδικά του χρόνια.
172
τον μολυσμένο στην ψυχή και στο σώμα,
Μη με αφήσεις απροστάτευτο,
173
αλλά βοήθησέ με, τον νωθρό και τιποτένιο,
Δέσποτα ελεήμων.
174
ο ίδιος είσαι, Κύριε, και τώρα,
κι ευλόγησέ με Συ,
175
Αντί για το Μωυσή,
Τα
176
μαλάκωσε και ημέρωσε την πωρωμένη μου ψυχή,
η δε πέτρα ήν ο Χριστός».180
177
Εσύ, που τον αγιώτατο Παύλο ανέδειξες
178
και σοφία και γνώση Θεού.
Ελεήμων, άγιε,
αρχιερεύς γενόμενος»,181
θανάτου δε σταυρού»,182
179
Δέσποτα Κύριε, ο Θεός,
180
πύρωσε, φιλάνθρωπε, και τη δική μου την καρδιά
μεγάλες προφητείες,
181
για να σωθεί.
182
«Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν».185
Αμήν!...
Τελειώνοντας την προσευχή του ο μακάριος, ακούει ξαφνικά μια φωνή να του
λέει:
Εκεί λοιπόν που στέκονταν χωρισμένοι σε τάγματα, ένα για κάθε αμαρτία,
ήρθαν κάποιοι άλλοι δαίμονες. Έφεραν απ’ τον άδη όπλα και πολεμικές στολές,
διαφορετικά για κάθε τάγμα. Τριακόσια εξηνταπέντε ήταν τα είδη και τα χρώματα
των στολών. Γιατί τόσες περίπου είναι και οι αμαρτίες που γεννιούνται απ’ τα πάθη,
με τις οποίες παροργίζουμε το Θεό εμείς, οι ταλαίπωροι άνθρωποι.
183
Ήρθε όμως η στιγμή να στείλει και μερικούς στο Βυζάντιο. Τότε το ζοφερό του
πρόσωπο μαύρισε πιο πολύ και ζάρωσε από την ταραχή και την αμηχανία.
Ο όσιος ήρθε στον εαυτό του και , κατάπληκτος απ’ όσα είχε δει, κουνούσε το
κεφάλι του μονολογώντας:
-Αχ, πόσα μυστήρια συμβαίνουν, και δεν τα ξέρουμε! Πόση βοήθεια μας δίνει
αόρατα ο φιλάνθρωπος Κύριος απ’ τον ουρανό! Κι εμείς, οι άθλιοι, κυλιόμαστε
μέσα στη αμέλεια και τη ραθυμία …
184
και δύναμη και εξουσία
Κάνε να τα συντρίψουμε
Κι αφού στεφανωθούμε
Καθώς ψέλλιζε ο δίκαιος αυτά τα λόγια της προσευχής, δάκρυζε και στέναζε
πικρά, γιατί φοβόταν μη νικηθεί από τους δαίμονες, μη χάσει την ψυχή του από
κανένα σκάνδαλο «των εργαζομένων την ανομίαν».186
Παντοτινή του έγνοια ήταν να σκέφτεται τις κακουργίες των δαιμόνων και να
κρατιέται προσκολλημένος στο Θεό. Γιατί, μολονότι Εκείνος του είχε φανερώσει
πολλά και υπερφυσικά μυστήρια, μολονότι τον είχε αξιώσει να δει θαυμαστές
οπτασίες, μολονότι τον είχε βεβαιώσει, σαν στρατιώτη και φίλο Του αγαπημένο, ότι
ποτέ πια δεν θα «προσκόψη προς λίθον τον πόδα αυτού», 187 αλλά «επί ασπίδα και
βασιλίσκον επιβήσεται και καταπατήσει λέοντα και δράκοντα», 188 ωστόσο ο
μακάριος Νήφων ζούσε και αγωνιζόταν πάντα με πολλή προσοχή και ταπείνωση,
γιατί φοβόταν τη γέεννα του πυρός και την πανουργία των πονηρών πνευμάτων.
185
«Πρόσεχε σεαυτώ»
(Δευτ. 4-9)
Μια μέρα που ο όσιος καθόταν στο κελί του και μελετούσε το λόγο του Θεού,
ήρθε κάποιος για να του αναγγείλει τον ξαφνικό και πρόωρο θάνατο κάποιου
παλιού φίλου του. Γυρίζοντας, λέει απ΄ το κτήμα του στην πόλη, σωριάστηκε
ακαριαία στο δρόμο νεκρός!
Όταν τ΄ άκουσε ο μακάριος, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γι’ αυτόν, γιατί
ήξερε ότι ζούσε μέσα στις αμαρτίες και πέθανε αμετανόητος. Τούτο ήταν που τον
έθλιβε πιο πολύ.
Με την καρδιά γεμάτη οδύνη και συντριβή, συλλογίστηκε και του δικού του
θανάτου την άγνωστη ώρα, και βάλθηκε να νουθετεί τον ίδιο του τον εαυτό,
παρακινώντας την ψυχή του σε σκληρό αγώνα:
-Σ’ εξορκίζω, ψυχή μου, μπροστά στο Θεό τ΄ ουρανού και της γης, να
προχωράς με σύνεση. Κι εσύ, αισχρό σώμα, πρόσεχε! Να βαδίζεις με σωφροσύνη.
Σας παρακαλώ να κάνετε πάντα πρόθυμα το καλό, αλλιώς θα σας βασανίσω όπως
ξέρω… Ταλαίπωρε Νήφων, «βλέπε πώς ακριβώς περιπατείς».189 Κοίτα, καϋμένε,
μη χαθούμε! Πρόσεχε, άθλιε, μην πλανηθούμε! Σε ικετεύω, περιφρόνησε τα επίγεια.
Τίποτα δεν έχουμε εμείς εδώ στη γη. Ξένα είναι όλα, φθορά και απάτη, όνειρο και
σκιά, καπνός και στάχτη… Πρόσεχε, ψυχή μου! Τί θα κερδίσουμε από τον κόσμο
και τα καλά του; Κοπριά είναι ο πλούτος! Καπνός η δόξα! Εκείνα που θα αποκτήσει
εδώ κανείς, γίνονται δεσμά και δίχτυα και σκοινιά, που τον παγιδεύουν και τον
σφίγγουν. Μη ζητάς ν’ αποκτήσεις λοιπόν γήινα αγαθά! … Διώξε μακριά σου την
αλαζονεία, την έπαρση, την υπερηφάνεια. Μη σκεφτείς ποτέ πως έκανες τάχα
κανένα καλό. Να θυμάσαι μόνο πώς αμάρτησες πολύ. Και να το ξέρεις, δεν θα
είχαμε ελπίδα σωτηρίας, αν δεν ήταν τόσο μεγάλο το έλεος του Θεού… Γίνε,
ταλαίπωρη ψυχή μου, «καινή κτίσις».190 Ντύσου με την αδιάλειπτη προσευχή. Βάλε
στην καρδιά σου τη βαθειά ευσπλαχνία για όλους τους ανθρώπους. Μα τον εαυτό
σου να τον κατηγορείς, να τον ταπεινώνεις και να τον εξευτελίζεις. Μην ξεχνάς ότι
πενήντα χρόνια είσαι βυθισμένη στον άδη, πενήντα χρόνια είσαι δεμένη μέσα στο
βούρκο και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Τί σου μένει λοιπόν; Η αναπόφευκτη αιώνια
κόλαση! Γιατί «εί ο μεν δίκαιος μόλις σώζεται, ημείς οι αμαρτωλοί που φανύμεθα»…
191
186
Ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυα απ’ του οσίου τα μάτια, καθώς μελετούσε τις
αμαρτίες του, το θάνατο, την κόλαση…
Αυτά είπε στον εαυτό του ο δίκαιος, και από τότε άρχισε να μνημονεύει στις
προσευχές του το φίλο του, που πέθανε ξαφνικά, για να λυπηθεί ο φιλάνθρωπος
Θεός τη δύστυχη ψυχή του.
Εκείνο τον καιρό έπεσε φοβερό θανατικό στη γη. Οι άνθρωποι πέθαιναν
ξαφνικά και με φρικτό τρόπο.
Ένας φίλος του οσίου, που λεγόταν Γρηγόριος, ήρθε στο κελί του και τον
ρώτησε:
-Σε παρακαλώ, πάτερ, πές μου, πώς έγινε και μας βρήκε τούτο το κακό;
187
έλεγε: «Όλους τους ακόλαστους που ζούνε πάνω σου, όλους τους μέθυσους και
τους κοιλιόδουλους, όλους τους φιλάργυρους και τους τοκογλύφους, όλους τους
ψεύτες και τους συκοφάντες, μα προπαντός όλους τους σοδομίτες, που δεν
μετανοούν, εγώ θα τους εξολοθρεύσω!... »Αν λοιπόν, παιδάκι μου, δεν είχαμε
παροργίσει τον Πλάστη και προστάτη μας, δεν θα παθαίναμε ότι πάθαμε. Αλλά που
ν’ αντέξεις… Απείλησε πως θα μας θερίσει με δρεπάνι και θα μας περάσει από
λεπίδι, γιατί δεν βλέπει να έχουμε καθόλου μετάνοια, ούτε την παραμικρή
διόρθωση. Η δοξασμένη Του Μητέρα στεκόταν δίπλα Του περίλυπη και Τον ικέτευε
ν’ αναβάλει την τιμωρία. Το ίδιο κι ένας ιεράρχης – δεν μπόρεσα να καταλάβω
ποιος, μόνο θυμάμαι πως ήταν λευκότριχος και λίγο φαλακρός. Αλλά μάταια.
«Μήπως εσείς είστε πιο σπλαχνικοί από μένα;», τους έλεγε. «Μήπως πονάτε
περισσότερο;… Δεν βλέπετε τί κακό γίνεται; Όλοι σχεδόν περιφρονούν τον άγιο
νόμο μου! Κανείς δεν με σέβεται!...
-Εγώ όμως, πάτερ, έχω δει πολλά νήπια να είναι κατάκοιτα πολύ καιρό και να
βασανίζονται από φοβερές αρρώστιες. Είχαν κι αυτά τα αθώα παιδάκια
υπερηφάνεια, κι έτσι ο Θεός «κατέβαλεν αυτά εν τω επαρθήναι», όπως είπες; Τι να
σκεφτούμε γι’ αυτό;
188
-Επειδή οι γονείς έπεσαν σε πολλές αμαρτίες, παιδεύονται τα παιδιά τους, για
ν’ αποκτήσουν έτσι συναίσθηση της κακίας τους, και να μετανοήσουν.
-Βασανίζονται, βέβαια, εδώ για την αποστασία και την αμαρτία των γονιών
τους, αλλά στην μέλλουσα ζωή θα κερδίσουν στεφάνια και δόξα αιώνια. Τότε ο
καθένας θα κριθεί σύμφωνα με τα έργα του, μολονότι τώρα, για τον ένα ή τον άλλο
λόγο, αλλιώς οικονομούνται του Θεού τα κρίματα. Βλέπεις, αμαρτάνει κάποιος, και
ο Θεός καταστρέφει τ΄ αμπέλια του και τα χωράφια του. Κι αν δεν έρθει σε
μετάνοια, εξολοθρεύει τα ζώα του. Αν ούτε έτσι συναισθανθεί τις ανομίες του,
θανατώνει τα παιδιά του, που δεν έφταιξαν φυσικά σε τίποτα. Μ’ αυτούς τους
τρόπους ο Θεός κεντρίζει τους ανθρώπους, που πνίγονται μέσα στις βιοτικές
μέριμνες και δεν σκέφτονται καθόλου την ψυχή τους. Ούτε που τους περνάει από
το νου πως είναι αμαρτωλοί και πως έχουν ανάγκη τη μετάνοια. Νύχτα – μέρα με
επίγειες υποθέσεις ασχολούνται, συνεχώς σε καινούργιες αμαρτίες πέφτουν, μα για
την ψυχή τους δεν σκοτίζονται. Γι’ αυτό χτυπάει ο Θεός πολλούς αθώους –
στεφανώνοντάς τους όμως για το χτύπημα – και ξυπνάει τους υπόλοιπους από τον
θανάσιμο πνευματικό λήθαργο. Όσοι δεν συνέρχονται και δεν μετανοούν ούτε και μ’
αυτόν τον τρόπο, θα είναι εντελώς αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως.
189
Η παρουσία των αγίων
-Σε παρακαλώ λοιπόν, πες μου και κάτι ακόμα: Γιατί στην εποχή μας
φανερώθηκαν τόσοι άγιοι σ’ όλο τον κόσμο; Πολλοί λάμπουνε σήμερα σαν τον ήλιο
και τα ονόματά τους διαλαλούνται παντού. Και πρώτα – πρώτα ο Αντώνιος, ο
Ιλαρίων, ο Συμεών, ο Παύλος ο απλούστατος και τόσοι άλλοι, που τους ξέρει ο
Κύριος…
-Πρέπει να ξέρεις, αδελφέ μου, ότι μέχρι τη συντέλεια του κόσμου δεν θα
λείψουν οι άγιοι του Θεού, όπως δεν θα λείψουν, βέβαια, και οι εργάτες του
σατανά. Στις έσχατες ημέρες, ωστόσο, όσοι θα είναι αληθινά ευάρεστοι στον Κύριο,
θα κρύβονται έξυπνα από τους ανθρώπους. Δεν θα κάνουν σημεία και τέρατα,
όπως οι σημερινοί, αλλά θα βαδίζουν στο δρόμο των πρακτικών αρετών με πολλή
ταπείνωση. Έ, λοιπόν, αυτοί θα δοξαστούν στη βασιλεία των ουρανών πιο πολύ κι
απ’ τους θαυματουργούς αγίους! Και ξέρεις γιατί; Επειδή τότε δεν θα υπάρχει
κανείς που να τονώνεται το αγωνιστικό τους φρόνημα. Ακόμα και εκείνοι που θα
έχουν το αξίωμα της ιεροσύνης, θα είναι άνθρωποι ασήμαντοι οι περισσότεροι,
ανίδεοι από αρετή. Μα και των μοναχών οι πρόκριτοι δεν θα είναι καλύτεροι.
Κενόδοξοι, και γαστρίμαργοι, θ΄ αποτελούν όχι υπόδειγμα αλλά μάλλον σκάνδαλο
για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και θα παραμεληθεί γενικά η αρετή. Θα βασιλεύει
παντού η φιλαργυρία και η πλεονεξία. Μοναχοί και λαϊκοί θα συνάζουν χρήματα και
θα τα τοκίζουν. Δεν θα τα προσφέρουν στο Θεό, δίνοντάς τα ελεημοσύνη στους
φτωχούς. Και οι περισσότεροι, από άγνοια, θα πλανηθούν μέσα στο χάος του
άνετου δρόμου της απώλειας… Αλλά είπα κιόλας πολλά, παιδί μου, σαν φλύαρος
που είμαι. Συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό, και μην ξεχνάς να προσεύχεσαι για μένα,
τον άθλιο που σπατάλησα μέσα στις ανομίες και τα νιάτα και τα γερατειά μου…
Θαυμάζοντας την ταπείνωση του γέροντα ο Γρηγόριος, έπεσε στα πόδια του,
ζητώντας αυτός μάλλον τις προσευχές του.
190
Η χάρη του αναδόχου
Άλλοτε πάλι, καθώς ο όσιος ησύχαζε στο κελί του, ήρθε να τον συναντήσει
κάποιος αυτοκρατορικός αξιωματούχος.
-Σε παρακαλώ, πάτερ, βοήθησέ με, του είπε με φανερή θλίψη. Ήρθα να
ρωτήσω κάτι την αγιωσύνη σου, ελπίζοντας πως θα ωφεληθώ και θα ηρεμήσω…
γιατί μ’ έχει ταράξει ένας λογισμός…
191
Όταν συνήλθε κάπως από την έκπληξή του, τον ξαναρώτησε:
-Σε παρακαλώ, γέροντα, μια και γνωρίζεις όλες τις σκέψεις μου, πές μου: Από
πού ήρθε αυτός ο λογισμός; Από μένα γεννήθηκε ή ήρθε απ’ αλλού;
-Απ’ το διάβολο γεννήθηκε, που ήθελε να διαστρέψει τη σωστή σου άποψη και
να σου δημιουργήσει σύγχυση. Αλλά καλά έκανες και τον φανέρωσες αμέσως, γιατί
αλλιώς θα χωνόταν βαθιά μέσα στην καρδιά σου και δύσκολα θα ξεριζωνόταν. Ο
άνθρωπος, βλέπεις, έχει τους φυσικούς του λογισμούς, με τους οποίους διακρίνει
τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Έχει όμως και δυο λογιών ακόμα λογισμούς, που τον
διατάζουν: Τους δαιμονικούς (πονηρούς) και τους αγγελικούς (αγαθούς). Πρέπει
λοιπόν να εξετάζει προσεκτικά όλους τους λογισμούς που μπαινοβγαίνουν στο νου
του, να ξεχωρίζει αυτούς που του βάζει ο πονηρός και να τους διώχνει. Αυτό όμως
μπορεί να το κάνει μόνο όταν έχει νου καθαρό και αμέριμνο. Ο νους που είναι
θολωμένος απ’ τις πολλές βιοτικές φροντίδες και σκοτισμένος απ’ τις απολαύσεις
και τις ηδονές, εύκολα γλιστράει στο κακό, μη μπορώντας να ξεχωρίσει το ψωμί
από την πέτρα. Αυτός ποτέ δεν μπορεί να νιώσει τι λογής είναι τα έργα του, καλά ή
πονηρά, γιατί ο σατανάς εύκολα τον ξεγελάει. Το γλυκό απ’ το πικρό δεν μπορεί να
το ξεχωρίσει. Ανακατεύει άκριτα το μέλι με το αψίνθι… Και ποιός μπορεί να φάει
τέτοιο παρασκεύασμα;
-Άκουσε, παιδί μου… Ναι, είναι αδύνατο να σωθούμε μόνοι μας. Αλλά ο Θεός
τα πάντα μπορεί να κάνει για τη σωτηρία μας. 199 Βλέπεις ότι πολλοί άνθρωποι,
μολονότι προσφέρουν δώρα και υπηρεσίες στον επίγειο βασιλιά, με μεγάλη
δυσκολία πετυχαίνουν αυτό που του ζητάνε. Άλλοι πάλι, χωρίς να του προσφέρουν
τίποτα, κερδίζουν τη συμπάθεια και τη βοήθειά του. Έτσι και ο Θεός άλλους δοξάζει
για τα έργα τους, άλλους ελεεί για τη βαθειά τους μετάνοια και άλλους σπλαχνίζεται
χάρη τις πρεσβείες των αγίων Του. Πολλούς πάλι τους χτυπάει και τους παιδεύει
εδώ, ενώ εκεί τους χαρίζει την αιώνια μακαριότητα, φτάνει να μη γογγύσουν για όσα
υποφέρουν.
Πες μου, πάτερ, ρώτησε πάλι ο επισκέπτης, πώς μερικοί, αν και λιώνουν τα
σώματά τους από την εγκράτεια, κυριεύονται ωστόσο από τα πάθη; Την οργή
192
πρώτα – πρώτα, κι έπειτα την έχθρα, τη μνησικακία, το φθόνο, την ασπλαχνία; Ενώ
υπάρχουν, αντίθετα άνθρωποι, που και τρώνε απ’ όλα και πίνουν κρασί, κι όμως
είναι πολύ ενάρετοι και δεν τους βρίσκεις ψεγάδι. Πώς γίνεται αυτό;
-Νομίζω, παιδί μου, πως όσοι δεν διορθώνονται, μολονότι νηστεύουν πολύ,
είναι γιατί δεν προσέχουν τη γλώσσα τους. Όποιος δεν κλείνει το στόμα του, κι αν
ακόμη νηστεύει όλο το χρόνο, προκοπή δεν κάνει. Ενώ όποιος ξέρει να σωπαίνει,
μπορεί εύκολα να νικήσει όλα τα πάθη. Σε κάνει λ. χ. ο διάβολος να οργιστείς; Μη
μιλήσεις, και νίκησες. Σε σπρώχνει σε φθόνο; Μην κατακρίνεις και ντρόπιασες τον
πονηρό˙ γιατί η κατάκριση γεννιέται απ’ το φθόνο. Αν πάλι ο εχθρός σε ανάψει και
σε σπρώχνει στη σαρκική αμαρτία, κλείσε γι’ άλλη μια φορά το στόμα σου. Μη
μιλήσεις σε γυναίκα, μη φας και μην πιείς πολύ. Έτσι θα τον κατατροπώσεις. Στην
ανάγκη, πάρε μια βέργα και χτύπα το κορμί σου αλύπητα. Ο πόνος θα διώξει τον
πόλεμο. Το ξέρεις, άλλωστε, ότι «συμφέρει σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και
μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν»… 200 Αν κανείς σε βρίσει, θυμήσου πόσο
βρωμάνε τα νεκρά σώματα μέσα στους τάφους. Η παράβασή μας φταίει που
καταλήγουμε εκεί. Σκέψου, λοιπόν, ότι και το δικό σου σώμα θα είναι μέσα στον
τάφο μια σαπίλα και δυσωδία, και θ΄ αξίζει όσο και ένα σωρός κοπριά. Εύκολα θ’
αγνοήσεις έτσι αυτόν που σ’ έβρισε… Αν ένας φτωχός σου ζητήσει βοήθεια, μην
τσιγγουνευτείς να του δώσεις απ’ τα επίγεια και φθαρτά αγαθά σου, για να μη
στερηθείς τα ουράνια και άφθαρτα, «ά οφθαλμός ούκ είδε και ούς ούκ ήκουσε και
επί καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη»… 201 Αν ο πανούργος διάβολος σε φουσκώνει
με κενοδοξία, έπαρση, αλαζονεία, ρίξε μια ματιά στις παλαιότερες γενιές, και δες:
Ποιοί εγωιστές πήγαν ποτέ καλά; Όλοι τους ήρθαν σε ρήξη με το Θεό και είχαν
κακό τέλος. Γιατί «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», 202
λέει η Γραφή. Και αλλού: «Ο Θεός διεσκόρπισεν οστά ανρθωπαρέσκων». 203 Αλλού
πάλι: «Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς και τον τρίβον των ποδών
υμών ταράσσουσιν».204 Αυτά να τα κρατάς πάντα μέσα στο νου σου, και θα σε
βοηθάνε να μένεις ταπεινός… Αν πάλι ο πονηρός σου ανοίξει την όρεξη για
πλούσια φαγητά, πήγαινε στο αποχωρητήριο, κι εκεί θα νιώσεις καλά την ευωδία
τους!...
-Αλλά μου μίλησες για κάποιους ενάρετους, που πίνουν κρασί και τρώνε απ’
όλα. Πρόσεξε, παιδί μου! Σ’ όσους το είδες αυτό, είναι γενναίοι στρατιώτες του
Χριστού. Καταπάτησαν πρώτα τις αμαρτίες και τα πάθη. Και τώρα είναι κυρίαρχοι
193
των παθών, στολισμένοι απ’ το Θεό με το χάρισμα της απαθείας. Γι’ αυτό και τρώνε
και πίνουν χωρίς εμπάθεια. Εγκρατεύτηκαν. Αγωνίστηκαν σκληρά. Πέτυχαν το
σκοπό που έχουμε όλοι μας. Ντύθηκαν με την πανίσχυρη πανοπλία του Θεού. Και
κανείς πια δεν μπορεί να τους νικήσει… Πάντως, η νηστεία είναι μεγάλο όπλο της
ψυχής, αλλά χρειάζεται να συνδυαστεί με την αδιάλειπτη προσευχή, την ησυχία και
τη σιωπή. Τότε έχει τα καλύτερα αποτελέσματα. Όλα αυτά πάλι έχουν ανάγκη τη
μελέτη. «Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μού εστί, τότε αν απωλόμην εν τη
ταπεινώσει μου».205 Πήγαινε λοιπόν, παιδί μου, και αγωνίσου ν’ αποκτήσεις κι εσύ
το χάρισμα της απαθείας με την εγκράτεια. Τότε θα μπορείς, ακόμα κι αν τρώς και
πίνεις, να βρίσκεσαι έξω από τα πάθη. Πρέπει πάντως να ξέρεις πως οι ενάρετοι
άνθρωποι το κάνουν αυτό μόνο μπροστά στους άλλους, όταν το απαιτήσει κάποια
ανάγκη. Όταν όμως είναι μόνοι τους, ακολουθούν τους νόμους της ευσεβείας και
αναπληρώνουν με αυστηρότερη νηστεία την κατάλυση που έκαναν μπροστά στους
ανθρώπους.
Αλήθεια, γέροντα, ποτέ δεν έχω ακούσει τόσο σοφές διδαχές και εξηγήσεις,
είπε με έκπληξη ο άρχοντας. Θα ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω και κάτι τελευταίο,
αλλά, να, φοβάμαι μη σε κουράσω…
-Όχι, παιδί μου, δεν είναι αυτό κόπος! Ρώτησέ με ό,τι θέλεις.
-Άκουσα δυο ανθρώπους να συζητάνε για την ανάσταση των νεκρών. Ο ένας
έλεγε ότι θα αναστηθούν οι νεκροί όλων των αιώνων και ο καθένας θα πάρει
αμοιβή ανάλογη με τα έργα του. Ο άλλος όμως ισχυριζόταν το αντίθετο, και πειστικά
μάλιστα. Σαν αγιογραφική μαρτυρία έφερε και το προφητικό χωρίο: «Οι δε νεκροί
ζωήν ού μη ίδωσιν, ουδέ ιατροί ου μη αναστήσουσι». 206 Τελικά έκανε και το
συνομιλητή του ν’ αλλάξει γνώμη… Από τότε λοιπόν κλονίστηκε και η δική του
πίστη στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να μου πεις κάτι, δούλε
του Θεού, πάνω σ’ αυτό το θέμα, για να στηρίξεις την ψυχή μου, που παραδέρνει
μέσα στην ταραχή των λογισμών της ολιγοπιστίας.
194
«Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και
ευφρανθήσονται οι εν τη γη».207 Αυτό το πιστεύεις;
-Πιστεύω, γέροντα, σ’ ό,τι κι αν μου πεις, γιατί σήμερα διαπίστωσα πως είσαι
προφήτης και γνωρίζεις των ανθρώπινων καρδιών τα βάθη.
-Τέτοιος λοιπόν είσαι; Μ’ ένα λόγο γκρεμίζεσαι και μ’ ένα άλλο ξανασηκώνεσαι;
Αυτό δεν είναι καλό πράγμα! Τον μάλωσε ο όσιος.
-Να, πάτερ, επειδή δεν γνωρίζω σε βάθος την αγία Γραφή, όσα ακούω τα
πιστεύω, δικαιολογήθηκε εκείνος. Εξήγησέ μου λοιπόν δούλε του Θεού, πως τη μια
φορά λέει ο προφήτης, «οι δε νεκροί ζωήν ου μη ίδωσιν», ενώ την άλλη,
«αναστήσονται οι νεκροί»; Αυτό μ’ έβαλε πάλι σε απορία.
-Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, παιδί μου, ότι οι νεκροί θ’ αναστηθούν. Ναι,
«αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις», αλλά και
«ευφρανθήσονται οι εν τη γη», γιατί μετά την ανάσταση οι δίκαιοι θα ευφραίνονται
αιώνια. Από την άλλη πάλι, όταν λέει πως οι νεκροί «ζωήν ου μη ίδωσιν», εννοεί
τους νεκρούς στην ψυχή, αυτούς που προσκυνούν τις πέτρες και τα ξύλα, αυτούς
που δουλεύουν στα πάθη τους, αυτούς που είναι βουτηγμένοι στην αμαρτία. Αυτοί,
βέβαια, «ζωήν ου μη ίδωσιν» - και ζωή είναι ο Χριστός. Τί ζωή να δουν, αλήθεια, οι
ασεβείς, που δεν πρόκειται ν’ αναστηθούν για τη βασιλεία του Κυρίου, αλλά για την
αιώνια κόλαση. Λοιπόν, παιδί μου, να έχεις ακράδαντη πίστη, ότι με τη συντέλεια
των αιώνων θα γίνει και η ανάσταση των νεκρών.
195
σταφύλια του. Έτσι, γύρω στον Ιούλιο, έχει ξαναβρεί όλη τη ζωντάνια, τη
θαλερότητα και την προηγούμενη ομορφιά του… Έπεσαν λοιπόν τα φύλλα και
σάπισαν. Αλλά να που ξαναβγήκαν! Τρυγήθηκε και ο καρπός. Αλλά νάτος ακέραιος
κι αυτός τον άλλο χρόνο πάνω στο κλήμα!... Πες μου τώρα εσύ, ποιός τα κάνει όλα
αυτά και με ποιά δύναμη; Εξήγησέ μου, πώς απ’ το ξερό κούτσουρο βγαίνει το
ζουμερό σταφύλι; Και πώς το σταφύλι είναι γλυκό, ενώ το φυτό και τα φύλλα του
στυφά; Πώς γίνονται λοιπόν αυτά; Με ποιανού τη φροντίδα και την πρόνοια;…
Στοχάσου τα τούτα και πληροφορήσου, ότι Αυτός που ντύνει το κλήμα με τόση
ομορφιά, Αυτός που χαρίζει στο νεκρό ξύλο νέα ζωή και πλούσιο φύλλωμα και
ολόδροσους καρπούς, ο Ίδιος είναι που θ’ αναστήσει, όταν θα έρθει η ώρα, και τα
σώματα των νεκρών, ακέραια και ζωντανά – ο παντοδύναμος Κύριος της ζωής και
του θανάτου! Σ’ αυτό να πιστεύεις ακλόνητα, γιέ μου, μα και σ’ όλα τα θεόπνευστα
δόγματα των αγίων αποστόλων. Έτσι θα κερδίσεις τη βασιλεία των ουρανών.
Ο άρχοντας, με την πίστη του δυναμωμένη, έπεσε στα πόδια του οσίου,
λέγοντας:
-Πιστεύω, πάτερ, σ’ όλα όσα μου είπες, γιατί το στόμα σου λαλεί την αλήθεια
του Θεού. Σε παρακαλώ, να με θυμάσαι πάντα και στις άγιες προσευχές σου, για
να μπορέσω κι εγώ να κάνω κάτι καλό στη ζωή μου, απ’ όσα μας ζητάει ο Κύριός
μας Ιησούς Χριστός.
-Είναι αλήθεια, παιδί μου, πως όλοι μας χρωστάμε να προσευχόμαστε στον
άγιο Θεό όχι μονάχα για τον εαυτό μας, αλλά και για τους συνανθρώπους μας.
Αλίμονο στο χριστιανό που ούτε για τους άλλους προσεύχεται ούτε για την ψυχή
του νοιάζεται. Μα και αν αγωνιστούμε για την ψυχή μας, δεν κάνουμε όμως κάτι –
ό,τι μπορεί ο καθένας – για να σωθεί ο αδελφός μας, πάλι είμαστε ένοχοι, γιατί δεν
αξιοποιήσαμε το τάλαντο της χάριτος… Πήγαινε τώρα, παιδί μου, στο καλό. Ας
προσευχόμαστε, εσύ για μένα και εγώ για σένα. Ίσως η φιλανθρωπία του Θεού να
συγχωρέσει και των δυο μας τις αμαρτίες! Γιατί πολλές φορές και μια μικρή
προσευχή φτάνει, για να σώσει ο πανάγαθος και πολυεύσπλαχνος Κύριος το
πλάσμα του από κάθε κακό. Το βλέπουμε καθαρά στους βίους των αγίων.
Μ΄ αυτά τα λόγια ο όσιος ευλόγησε τον επισκέπτη του και τον ξεπροβόδισε με
αγάπη.
196
Τώρα πια, αδελφοί μου, αφού σας διηγήθηκα μέχρις εδώ ό,τι θεώρησα καλό
για τον μακάριο πατέρα μας Νήφωνα, θα προσθέσω ακόμα λίγες σελίδες για τα
τελευταία χρόνια της ζωής του. Γιατί είμαι βέβαιος ότι κι απ’ αυτά μεγάλη θα είναι η
ψυχική σας ωφέλεια.
Ο όσιος τα έβλεπε μέσα στον ύπνο του και απορούσε, πώς άφησαν αφύλαχτα
τόσα πρόβατα. Αν έπεφταν πάνω τους λύκοι;…
-Τί στέκεσαι και κοιτάζεις τα πρόβατα του βασιλιά; Ρώτησε τον όσιο.
-Τα κοιτάζω, πάτερ, γιατί είναι τόσο ωραία! Αλλά παραξενεύομαι, πώς βόσκουν
μόνα τους, χωρίς τσοπάνο.
-Όπως σου είπα, είναι πρόβατα του βασιλιά. Εκείνος μ’ έστειλε για να βάλω
εσένα βοσκό τους.
-Μην είμαι τάχα δούλος του βασιλιά, για να του βόσκω τα πρόβατα; Τόλμησε
και είπε ο όσιος. Ιδέα δεν έχω από τέτοια δουλειά. Άλλωστε, όπως βλέπεις, είμαι
πολύ αδύναμος. Όπου να ‘ναι φεύγω απ’ αυτή τη ζωή. Πώς ν΄ αναλάβω λοιπόν τη
βοσκή βασιλικών προβάτων;
-Εγώ αυτή την προσταγή έχω: Να παραδώσω στα χέρια σου το κοπάδι που
βλέπεις, είπε ο άνδρας. Άφησε λοιπόν τις προφάσεις. Ο βασιλιάς αποφάσισε ν’
αναθέσει για λίγο τα πρόβατά του σ’ εσένα. Κι έπειτα θα σε πάρει κοντά του και θα
σε δοξάσει. Θα σε κάνει άρχοντα του παλατιού του. Θα σου δώσει μάλιστα και
μεγάλη αμοιβή, αν του βοσκήσεις καλά το κοπάδι.
Μ’ αυτά τα λόγια έβαλε στο χέρι του οσίου ένα ποιμενικό ραβδί και,
παραδίνοντάς του τα πρόβατα και το μαντρί, έγινε άφαντος.
197
Ο μακάριος Νήφων ξύπνησε απορημένος και ανήσυχος. Τι να σήμαιναν όσα
είδε… Εκεί που προσπαθούσε να δώσει κάποιαν εξήγηση, ξαφνικά ο νους του
φωτίστηκε. Ναι! Εκείνος που παρουσιάστηκε στ’ όνειρό του, ήταν ο άγιος
απόστολος Παύλος! Τα πρόβατα πρέπει να συμβόλιζαν το λαό του Θεού. Το μαντρί,
την Εκκλησία. Και το ραβδί που του έδωσε, την ποιμαντική τέχνη.
Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Εκείνο τον καιρό λάμπρυνε το θρόνο της
Βασιλεύουσας ο αγιότατος Αλέξανδρος, διάδοχος του μακαρίου Μητροφάνη, 208 ήταν
όμως πολύ ηλικιωμένος. Μήπως πλησίαζε η κοίμησή του, και ο Θεός προόριζε το
Νήφωνα για διάδοχό του;…
Στη στιγμή βγήκε από το κελί του και με φώναξε. Κατεβήκαμε στο λιμάνι.
Μπήκαμε σ’ ένα πλοίο, που έφευγε για την Αίγυπτο. Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, κι έτσι
σε λίγες μέρες πιάσαμε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Την ίδια κιόλας νύχτα βλέπει στον ύπνο του έναν σεβάσμιο άνδρα να του λέει:
198
-Ο Θεός λοιπόν θα σου δείξει ποιόν διάλεξε. Μόνο να έχεις το νου σου αύριο
στην εκκλησία. Θα δεις κάποιον, που θα μου μοιάζει στη μορφή, αλλά δεν θα είναι
φαλακρός, όπως εγώ. Αυτόν να χειροτονήσεις επίσκοπο, θέλει δε θέλει.
Την άλλη μέρα ο αρχιεπίσκοπος πήγε νωρίς –νωρίς στην εκκλησία. Το βλέμμα
του έπεφτε μια πάνω στους χριστιανούς που έμπαιναν, μια στην εικόνα του
αποστόλου Παύλου – γιατί αυτός ήταν που είδε στον ύπνο του. Και προσπαθούσε
να δει κανέναν που να του μοιάζει…
Στο μεταξύ ο δίκαιος Νήφων, ανύποπτος – γιατί δεν του αποκάλυψε τίποτα ο
Θεός – μου λέει:
-Ας πάμε, παιδί μου, στο ναό του Θεού να προσευχηθούμε, μια κι εδώ
τουλάχιστον είμαστε άγνωστοι.
Όταν φτάσαμε, κοντοστάθηκε στην πύλη της εκκλησίας και μου είπε
χαμηλόφωνα:
-Παράξενο πράγμα… Η καρδιά μου ξαφνικά γέμισε λύπη. Αλλά και πάλι στη
στιγμή πλημμύρισε μ’ ευφροσύνη ανέκφραστη… Τί θα μου συμβεί άραγε σήμερα;
Τότε ο αρχιεπίσκοπος κάλεσε τον όσιο, τον ασπάσθηκε μ’ αγάπη και τιμή και,
χωρίς να του δώσει καμιά εξήγηση, του είπε:
199
-Ευλόγησον, πάτερ, να καθήσουμε.
-Χωρίς να το ξέρεις, πάτερ Νήφων, ήρθες κι έπεσες μέσα στην παγίδα! Ό,τι
θέλησες ν’ αποφύγεις, αυτό βρήκες! Έτσι οικονόμησε ο Κύριος, επειδή από την
πολλή σου ταπείνωση μισείς τ΄ αξιώματα. Τώρα όμως δεν πρέπει να
περιφρονήσεις την απόφασή Του. Δούλοι Του είμαστε, και δεν έχουμε δικαίωμα ν’
απειθούμε στα προστάγματά Του.
-Τίμιε δέσποτα, είπε τότε ο όσιος, εγώ βέβαια δεν είμαι άξιος γι’ αυτό που λες.
Αλλά και δεν τολμώ να εναντιωθώ στο Θεό. Κάνε ό,τι σε πρόσταξε Εκείνος.
Τον χειροτόνησαν αμέσως διάκονο. Την άλλη μέρα τον έκαναν πρεσβύτερο και
την επομένη επίσκοπο.
200
Τι ουράνια χαρά ήταν αυτή, που είχε απλωθεί μέσα στην εκκλησία! Ο μακάριος
Αθανάσιος έβλεπε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει σαν φωτιά πάνω στους δύο
ιεράρχες, τον Αλέξανδρο και το Νήφωνα. Σκιρτούσαν όλων οι καρδιές από
απέραντη ευφροσύνη και αγαλλίαση.
Ποιμενάρχης
Τρεις μέρες μείναμε στην Αλεξάνδρεια μετά τη χειροτονία του οσίου, που
καθημερινά κήρυσσε στους ανθρώπους το λόγο του Θεού. Και όλοι άκουγαν με
θαυμασμό τις θεόσοφες διδαχές του.
Την τρίτη μέρα ξεκίνησε για την επισκοπή του μαζί με τον αρχιδιάκονο
Αθανάσιο και άλλους σεβάσμιους κληρικούς, που ο αρχιεπίσκοπος έστειλε για να
τον ενθρονίσουν. Έτσι κι έγινε.
Αφού πρόσφεραν στον Κύριο την αναίμακτη θυσία, τον ενθρόνισαν επίσημα
στον μεγάλο ναό της Κωνσταντιανής. Ήταν 4 Σεπτεμβρίου.
Οι κληρικοί έμειναν λίγες μέρες ακόμα κοντά στον όσιο, ευφράνθηκαν απ’ τα
γλυκύτατα πνευματικά του λόγια, κι έφυγαν για την Αλεξάνδρεια, αφού τον
θερμοπαρακάλεσαν να τους θυμάται στις άγιες προσευχές του.
Στο μεταξύ, όλο το πλήρωμα της τοπικής Εκκλησίας πανηγύριζε για τον ερχομό
του νέου επισκόπου τους. Η αρετή του και η θαυματουργική του δύναμη δεν
άργησαν να γίνουν γνωστές. Πολλοί άρρωστοι, που πρόσεχαν σ’ αυτόν με βαθειά
πίστη, γιατρεύονταν! Πώς να μη χαίρονταν, λοιπόν, που η χάρη του Θεού τους είχε
στείλει έναν τέτοιο ποιμένα;
Από τότε ο άγιος αφιερώθηκε ολόψυχα στο ποιμαντικό του έργο. Φρόντιζε με
πολύ ζήλο το ποίμνιό του. Δίδασκε ακούραστα το λαό στις κοινές συνάξεις. Κι όταν
ήταν μόνος, έγραφε λόγους κατηχητικούς και ερμηνευτικούς στην Παλαιά και στην
Καινή Διαθήκη. Τα συγγράμματά του αυτά σώζονται μέχρι σήμερα στην
Κωνσταντιανή και ευωδιάζουν Πνεύμα Άγιο.
201
Προπαντός όμως δεν σταματούσε να προσεύχεται νύχτα και μέρα στον αγαθό
Θεό για τα λογικά του πρόβατα, ζητώντας Του να τα φυλάει απ’ τους
προβατόσχημους λύκους, τους αιρετικούς, κι από τους άγριους δαίμονες. Μα και ό
ίδιος ακούραστα καθοδηγούσε τους χριστιανούς στο δρόμο του Χριστού,
δείχνοντας πάντα σ’ όλους απεριόριστη αγάπη.
Εκείνοι πάλι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, τόσο τον λάτρευαν και τον
τιμούσαν, που, αν τους άφηνε, θα τον σήκωναν στα χέρια κάθε φορά που τον
συναντούσαν στην πόλη, για να μην πατάει στη γη τα οσιακά του πόδια.
-Στ’ αλήθεια, ο Χριστός μας χάρισε το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού, που
στολίζει και καταφωτίζει την Εκκλησία μας! έλεγαν ευχαριστημένοι, δοξάζοντας το
Θεό.
Ο όσιος φρόντιζε ιδιαίτερα για τους φτωχούς και τα ορφανά της επαρχίας του.
Κι όπου μάθαινε πως είχαν πένθος, δυστυχία, θλίψη ή αρρώστια, έτρεχε να
παρηγορήσει, να βοηθήσει, και να γιατρέψει ακόμα με τη χάρη του Θεού.
Μια μέρα λοιπόν, καθώς παρακαλούσε στο κελί του το Θεό να προστατεύει το
ποίμνιό του από την επιβουλή του διαβόλου, κάνει μια μικρή διακοπή και ρίχνει
ασυναίσθητα το βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο. Μα τι να δει! Καταμεσίς στην
άδεια πλατεία – επειδή ήταν περασμένο μεσημέρι, όλοι είχαν φάει και
ξεκουράζονταν – περπατούσε ένας γιγαντόσωμος μαύρος, βουτηγμένος ολόκληρος
μες στη βρωμιά. Κρατούσε ένα μεγάλο ραβδί και πήγαινε σκυφτός, παραπατώντας.
Έδειχνε κατάκοπος ή άρρωστος. Κάθε τόσο σταματούσε και στηριζόταν πάνω στο
ραβδί, λες και ήθελε να ξεκουραστεί.
-Έ, βρωμερή σαπίλα! Φώναξε αγριεμένος. Εσένα λέω!... Για πού το ‘βαλες;
Πώς τόλμησες να έρθεις ως εδώ;
202
Μόλις ο πονηρός άκουσε τη φωνή του οσίου, στάθηκε και τον κάρφωσε με το
βλέμμα του. Και τι βλέμμα! Άγριο, βλοσυρό… Αν μπορούσε, θα τον κατάπινε με μια
χαψιά.
-Να, έμαθα πως έφτασε κι εδώ η χάρη σου! Αποκρίθηκε φαρμακερά. Ήρθα
λοιπόν για να συντρίψω με το ραβδί μου κι εσένα και το κοπάδι σου!
-Μα εσύ δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου! Και τολμάς να μ’ απειλείς κι από
πάνω;
-Αχ, ναι! Από τότε που έκανα την ανοησία κι έπεισα τους Ιουδαίους να
σταυρώσουν το Ναζωραίο, μου τσακίστηκαν τα κόκκαλα. Δεν έχω πια την παλιά
μου δύναμη. Αν την είχα… Αυτή τη στιγμή θα σ’ είχα ρίξει καταγής και θα σ’ είχα
κομματιάσει!
-Να, όμως, που και πάλι δεν το βάζεις κάτω… Αφού και εγώ το βλέπω κι εσύ
το παραδέχεσαι πως είσαι σακατεμένος, πώς έχεις το θράσος ν’ απειλείς εμένα και
το ποίμνιό μου, βρωμερέ απατεώνα, και να λες αδιάντροπα πως θα μας συντρίψεις
με το ραβδί σου;…
Έννοια σου, και θα σου δείξω! Αυτή τη στιγμή θα παρακαλέσω το Θεό μου να
στείλει πύρινους αγγέλους, που θα σε περιλάβουν, θα σε μαστιγώσουν άγρια και
θα σε ρίξουν στη φωτιά!
Όταν μου διηγήθηκε το γεγονός εκείνο, πρόσθεσε και τούτα, θέλοντας να μου
δείξει την αδυναμία του σατανά:
-Γνώρισα έναν άνθρωπο συνετό, που, όταν κατάλαβε ότι το χασμουρητό στην
προσευχή είναι από τους δαίμονες, πήρε απόφαση να μη χασμουρηθεί ποτέ πια.
Μόλις το αντιλήφθηκαν τα πονηρά δαιμόνια, σήκωσαν άγριο πόλεμο εναντίον του.
203
Όμως κι αυτός αμυνόταν μ’ εξυπνάδα και δεν έσκυβε το κεφάλι στο θέλημά τους. Έ,
τι να σου πώ! Ήταν να γελάς με τους δαίμονες… Άλλος πήγαινε κι άλλος ερχόταν,
πασχίζοντας με μύριους τρόπους να κάνουν τον άνθρωπο να χασμουρηθεί.
Φούσκωναν, ξεφούσκωναν, ιδρωκοπούσαν, αλλά τίποτα! Πώς να μη γελάσεις,
αλήθεια, με την αδυναμία τους; Κάθε μέρα άλλαζαν βάρδια ίσαμε τριάντα δαίμονες!
Και κανείς τους δεν μπόρεσε να τον νικήσει.
Προσευχόταν πάλι μια μέρα, όταν ο νους του πήγε στο θάνατό του και στην
αναχώρησή του για την άλλη ζωή. Κι ενώ συλλογιζόταν εκείνη τη μεγάλη και
φοβερή ώρα, έπεσε σε έκσταση.
204
Απ΄ αυτούς που κολυμπούσαν, οι περισσότεροι σταματούσαν πότε – πότε,
γιατί, καθώς φαίνεται, κουράζονταν. Πολλοί, ενώ κινδύνευαν να πνιγούν από το
βάρος του φορτίου τους, μάζευαν κι άλλα πράγματα. Αντίθετα, κάποιοι
βαρυφορτωμένοι, θέλοντας να σωθούν, τα πετούσαν λίγα – λίγα από πάνω τους
και ξαλαφρωμένοι κολυμπούσαν γρήγορα προς την ακτή. Όσα όμως πετούσαν
εκείνοι, τα μάζευαν άλλοι, που έρχονταν από πίσω.
Θλιβερό θέαμα… Ένας έσπρωχνε τον μπροστινό του. Άλλος έπνιγε το διπλανό
του. Και οι περισσότεροι, ενώ είχαν τη δυνατότητα να μπουν σε πλοία,
προτιμούσαν να θαλασσοπνίγονται σφιχταγκαλιασμένοι με τα φορτία τους…
Οι δυο γυναίκες
Μετά απ’ όσα άκουσε ο όσιος, κατάλαβε πια καθαρά τη σημασία του οράματος.
Τη γνώση του όμως συμπλήρωσε άλλη μια θεωρία, που τον αξίωσε ο Θεός να δει
αμέσως μετά:
Κοιτάζει στ’ αριστερά του και βλέπει μια μεγάλη κοιλάδα γεμάτη κόσμο –
άνδρες και γυναίκες, παιδιά και νέους, κληρικούς και μοναχούς. Μια πλανεύτρα
γυναίκα στεκόταν στη μέση της κοιλάδας. Ήταν ντυμένη με χρυσοΰφαντη φορεσιά
και στολισμένη με μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα πετράδια. Σωροί ήταν δίπλα της
205
το χρυσάφι και το ασήμι. Κι ολόγυρά της τραπέζια στρωμένα, γεμάτα με χίλια δυο
φαγητά και ποτά. Όλα τα καλά της γης είχε αυτή η γυναίκα.
Τα μάτια της ήταν ωραία και μεγάλα. Κανέναν όμως δεν κοίταζε συγκεκριμένα.
Κοίταζε το πλήθος και σ’ όλους έταζε: «Εσύ θα με κληρονομήσεις… εσύ… εσύ…».
Έτσι πλάνευε πολλούς και τους τραβούσε κοντά της. Μα ποτέ δεν κρατούσε το
λόγο της. Όσοι την πλησίαζαν, έχαναν το νου τους και γίνονταν σκλάβοι της. Κι ενώ
τσακίζονταν να την περιποιηθούν και να την ευχαριστήσουν, έρχονταν κάθε τόσο οι
στρατιώτες ενός μεγάλου βασιλιά, τους έσφαζαν όλους με τα σπαθιά τους και,
σκάβοντας στο χώμα, έχωναν μέσα τα πτώματά τους. Έπειτα η γυναίκα πλάνευε
άλλους, που είχαν κι αυτοί την ίδια τύχη…
Ήταν όμως και αρκετοί που δεν ξελογιάζονταν από την πλανεύτρα.
Καταλαβαίνοντας πόσο ύπουλες ήταν οι υποσχέσεις της, την έφτυναν
καταπρόσωπο και περιφρονούσαν όλα όσα ήταν γύρω της. Αυτούς τους τιμούσαν
πολύ οι βασιλικοί εκείνοι στρατιώτες.
Την ίδια στιγμή, γυρίζοντας στα δεξιά του, βλέπει έναν τόπο μεγάλο,
ολοφώτεινο και ευωδιαστό. Ένας θρόνος λαμπροστόλιστος κι ακτινοβόλος σαν τον
ήλιο ήταν στημένος εκεί. Και πάνω στο θρόνο αναπαυόταν μια γυναίκα πανώρια κι
αστραφτερή, που με τη λάμψη της καταύγαζε τα πάντα. Φορούσε νεφελωτή
εσθήτα, λουσμένη στις μαρμαρυγές. Κι ήταν στολισμένη με υπέροχα παραδεισένια
λουλούδια, που σκόρπιζαν ολόγυρα το ουράνιο άρωμά τους. Αμέτρητοι νέοι,
πανέμορφοι και λευκοντυμένοι, τριγύριζαν το θρόνο και υμνούσαν τη γυναίκα.
Ένα στενό πέρασμα οδηγούσε από την κοιλάδα στο θρόνο. Όσοι λοιπόν
περιφρονούσαν κι έφτυναν την πρώτη γυναίκα, έπαιρναν έπειτα το στενό μονοπάτι
κι έρχονταν σε τούτη. Την ασπάζονταν σεμνά κι ευλαβικά. Κι εκείνη τους έντυνε με
φωτεινούς χιτώνες, τους στεφάνωνε με θεϊκά στεφάνια και τους έστελνε σε κήπους
βασιλικούς, με μεγαλόπρεπους, υπέροχους ναούς, όπου βασίλευε απέραντη
ευφροσύνη και απερίγραπτη μακαριότητα.
Όταν ο όσιος ήρθε στον εαυτό του, άρχισε να στοχάζεται τί τάχα να σήμαιναν
τα οράματα. Και ο Θεός μυστικά τον πληροφόρησε.
206
τους σέρνει μακριά από το Θεό. Όταν λοιπόν έρθει ο θάνατος, τους βρίσκει
απροετοίμαστους. Τους παίρνει την ψυχή και τη στέλνει στον άδη. Και το σώμα
τους το παραδίνει στη γη.
Μια μέρα, μετά την απόλυση της εκκλησίας τον είδα πολύ βαρύθυμο και
σκεφτικό. Καθόταν απόμερα, αμίλητος, «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». 210
Το πρόσωπό του τη μια στιγμή ρόδιζε σαν τριαντάφυλλο και την άλλη σκοτείνιαζε.
Πρώτα χαμογελούσε κι έπειτα σοβάρευε. Ήταν φανερό πως τον απασχολούσε
κάποιο πολύ σπουδαίο ζήτημα. Λες κι έκανε συμβούλιο με τον εαυτό του.
Πολύ παραξενεμένος απ΄ αυτό, τον πλησίασε δειλά και τον ρώτησε τί του
συμβαίνει. Δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σε δεύτερη ερώτησή μου, σήκωσε αργά τα
μάτια του, με κοίταξε επίμονα και είπε ήρεμα:
207
-Να, παιδί μου… Ο πατέρας σου, που τόσο αγαπάς… σύντομα θα φύγει
σωματικά από κοντά σου…
-Μη, πάτερ μου, μην αφήσεις το παιδί σου! Το ξέρεις πώς, από τότε που σε
γνώρισα, δεν σ’ αποχωρίστηκα, για να βρώ κι εγώ λίγη χάρη και έλεος Θεού κοντά
σου.
-Μη φοβάσαι, παιδί μου, με καθησύχασε. Αν βρώ παρρησία στον αγαθό και
φιλάνθρωπο Θεό, να ξέρεις ότι θα σε πάρω σύντομα εκεί που θα βρίσκομαι κι εγώ.
Αν όμως δεν βρω παρρησία,… έ, τότε! Τότε αγωνίσου, παιδί μου, μ΄ όλη σου τη
δύναμη, για να μπορέσεις και τον πατέρα σου να γλυτώσεις απ’ τη γέεννα και στην
ψυχή σου να εξασφαλίσεις το στεφάνι της ουράνιας δόξας.
-Καλά, πάτερ, και πως κατάλαβες ότι πλησιάζει το τέλος σου; Πές μου, σε
παρακαλώ.
Έπειτα, εκεί που στεκόταν – συνέχισε τη διήγησή του -, άκουσε μια ήρεμη
φωνή από τον πύρινο θρόνο να λέει:
-Μιχαήλ, Μιχαήλ, δείξε στον αγαπημένο μας Νήφωνα τον τόπο της
καταπαύσεώς του.
Αμέσως ένας πύρινος στύλος, μεγάλος και φοβερός, πήρε το γέροντα και τον
πήγε σ’ ένα τόπο με αναρίθμητα παλάτια. Η ομορφιά τους ήταν απερίγραπτη,
208
ουράνια. Ο όσιος οδηγήθηκε σε κάποιο απ’ αυτά μεσ’ από μια πύλη ψηλή,
περίτεχνη και με πολύτιμα πετράδια στολισμένη, που ήταν όμως σαν άυλη και
ουρανόφωτη. Απότομα η πύλη άνοιξε, και ο όσιος με τον οδηγό του μπήκαν μέσα.
Τι φως και τι αρώματα θεσπέσια ήταν εκείνα που τους τύλιξαν! Συνάμα πολλοί
λευκοντυμένοι νέοι τους πλησίασαν.
-Δέσποτα Μιχαήλ, έλεγαν στον οδηγό του γέροντα, ως πότε θα κρατάς μακριά
μας τον αγαπητό μας Νήφωνα, που μας τον χάρισε ο Θεός για πάντα;
Η βουλή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απάντησε εκείνος,
είναι να σας χαρισθεί μετά από τρεις μέρες.
-Να, εδώ είναι ο τόπος της καταπαύσεώς σου, του είπε ο οδηγός του. Εδώ σε
έταξε η αγαθή πρόνοια και η άφατη φιλανθρωπία του Θεού. Αλλά ας
προχωρήσουμε πιο μέσα…
Μπήκαν σε ένα πάντερπνο θάλαμο, και μετά σ’ άλλον και σ’ άλλον… κι ήταν
όλοι γεμάτοι με ομορφιές καταπληκτικές, απερίγραπτες, που έκαναν τα μάτια να
θαυμάζουν και το νου να τα χάνει – θρόνους ολόφωτους, ανάκλιντρα θεϊκά, άνθη
αμάραντα, φορεσιές χρυσοποίκιλτες, στέμματα διαμαντοστόλιστα και θεόφωτα!...
Ξεπερνούσαν όλα κάθε φαντασία.
-Αυτά σου τα χάρισε ο Χριστός, επειδή αγάπησες κι Εκείνον κι εμάς, είπε στον
όσιο ο αρχάγγελος οδηγός του. Να, έχεις θρόνους ανθοστόλιστους, φεγγοβόλες
φορεσιές και στρώματα ανάλαφρα, γιατί όλη σου τη ζωή την πέρασες ξαπλώνοντας
κατάχαμα. Τα μάτια σου θα βλέπουν σημεία και τέρατα, κατανοητά μόνο απ’ τους
σοφούς και συνετούς. Κοίτα! Κοιτώνες και θάλαμοι αμέτρητοι! Όλα αυτά τα έχει
ετοιμάσει με το ίδιο Του το χέρι ο Θεός!
209
Μόλις λοιπόν ο όσιος είδε εκείνο το φαντασμαγορικό θέαμα, και κατανόησε, με
τη βοήθεια του αρχαγγέλου που τον οδηγούσε, το μυστικό του νόημα, ξύπνησε…
-Κι έτσι είναι φανερό πια, παιδί μου, συμπλήρωσε, ότι σε τρεις μέρες πηγαίνω
κοντά στο Χριστό. Αλλά μετά από λίγο θα έρθω ο ίδιος να παραλάβω κι εσένα, για
να είσαι μαζί μου. Γι’ αυτό μην κλάψεις που φεύγω. Καλύτερα να χαίρεσαι και να
ευφραίνεσαι.
-Να, χαίρεστε, τους έλεγε, και να σκιρτάτε από πνευματική αγαλλίαση. Γιατί
τώρα, που θα βρεθώ πιο κοντά στο Θεό, θα Τον παρακαλώ για τη σωτηρία όλων
σας, αν βέβαια βαδίζετε κι εσείς στο δρόμο της ευσέβειας που σας έδειξα.
-Κι εσύ, παιδί μου, τον παρακάλεσε ο όσιος όταν θα τελείς τη θεία λειτουργία,
μην ξεχνάς να μνημονεύεις και το όνομα του αμαρτωλού και τιποτένιου Νήφωνος,
προσκομίζοντας πάντοτε για την ψυχή μου στο Θεό. Είναι πολύ ευεργετικό για τον
μεταστάντα, να τον μνημονεύουν στην αγία πρόθεση! Όποιος λοιπόν θα μου κάνει
αυτή την ευεργεσία, όποιος θα δέεται για την άφεση των αμαρτιών μου με πίστη
ειλικρινή, αυτός, την ώρα της εξόδου του από τη ζωή αυτή, θα δει να τον
επισκέπτεται η βοήθεια του Θεού. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα θα
καλύψουν το πλήθος των παραπτωμάτων του και θα τον καλέσουν στη βασιλεία
210
των ουρανών. Γιατί δεν θα τον ξεχάσω στον τόπο της καταπαύσεώς μου και δεν θα
ησυχάσω, ώσπου να τον φέρω κι αυτόν κοντά μου.
211
Θυμήσου, πώς Εσύ με γλύτωσες
Θυμήσου, Κύριε,
να μη μ’ αποστραφείς,
Θυμήσου, Κύριε,
Θυμήσου, Κύριε,
212
αλλά δικό Σου είναι, όχι δικό μου,
τούτο το κατόρθωμα.
Θυμήσου, Κύριε,
Θυμήσου, Κύριε,
Θυμήσου, Κύριε,
213
κι εκείνους που το δούλο Σου θα μνημονεύουν.
το ποίμνιο τούτο
άτρωτο διατήρησέ το
Θυμήσου, Κύριε,
214
Θυμήσου, Κύριε,
Θυμήσου, Κύριε,
α’ ανάγκες, σ’ οδυρμούς,
Θυμήσου, Κύριε,
215
κόπους και πόνους,
Θυμήσου, Κύριε,
συγχώρεσε το πλήθος
Θυμήσου, Κύριε,
Θυμήσου, Κύριε,
Ανάπαυσε, Κύριε,
216
και όσους αναχώρησαν απ’ τους παλιούς καιρούς
Δέξου, Δέσποτα,
αρρεύστως, απαθώς,
217
τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια˙
Εσύ, Δέσποτα,
Το τέλος.
-Ευφραίνου, ευφραίνου! Αυτός, που υποσχέθηκε πως θα έρθει κοντά σου, είναι
αψευδής.
218
-Στρώσε, παιδί μου, χάμω το ψαθί.
Μόλις το έστρωσα, εκείνος έγειρε εκεί και άρχισε να μουρμουρίζει κάτι που δεν
το καταλάβαινα.
-Ναι, δέσποτα. Όπως το χρυσάφι που μπαίνει στη φωτιά καθαρίζεται από τα
ξένα σώματα, έτσι και ο άνθρωπος με την αρρώστια καθαρίζεται από τις αμαρτίες.
Φτάνει να μη γογγύζει, αλλά να δοξάζει και να ευχαριστεί το Θεό.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια δάκρυσε. Ύστερα πάλι χαμογέλασε, ενώ συνάμα το
πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο!
Για τρίτη φορά η μορφή του άστραψε τόσο, που πολλοί άρχισαν να τρέμουν
απ’ το φόβο.
Την ώρα εκείνη αρπάχθηκε σε έκσταση και ο ιερός Αθανάσιος, κι έβλεπε τους
αγίους ν’ ασπάζονται ένας – ένας τον όσιο.
219
Σώπασε για μερικές στιγμές. Και ξαφνικά, πλημμυρισμένος από άπειρη χαρά,
αναφώνησε:
-Θείοι προστάτες μου, σας δοξάζει του ταπεινού και αμαρτωλού Νήφωνος η
ψυχή, που είναι γεμάτη πόθο για σας!
-Έλα κοντά μου, ψυχή, που φόρεσες την ταπείνωσή μου. Εγώ είμαι ο Χριστός
σου! Πάντοτε με πολύ πόθο έλεγες: «Ο Χριστός μου, ο Χριστός μου!». Να, λοιπόν,
ο Χριστός σου! Έλα κοντά μου!...
Κι ενώ όλοι πάγωσαν στο άκουσμα εκείνης της φωνής, ο όσιος άπλωνε τα
χέρια του ψηλά και αναφωνούσε μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει:
-Στα χέρια Σου, Δέσποτα, παραδίνω το πνεύμα μου!... Εσύ είσαι ο Χριστός, ο
Υιός του Θεού του ζώντος!
Από τη μεγάλη ευλάβεια που του είχαν, ήθελαν ν’ αρπάξουν τα ρούχα που
φορούσε. Ο ιερός Αθανάσιος όμως δεν τους άφησε. Αφού έκανε γρήγορα τη
νεκρώσιμη ακολουθία, σύμφωνα με την τάξη της Εκκλησίας, έθαψε τον όσιο στο
μεγάλο ναό των αγίων Αποστόλων, όπως ήταν η επιθυμία του.
220
Από τότε γίνονται εκεί πολλές θεραπείες αρρώστων, με τη δύναμη του Θεού
και με τις πρεσβείες του οσίου Νήφωνος. Αναρίθμητες ανίατες ασθένειες
θεράπευσε ο Χριστός, δοξάζοντας το δούλο Του, που δεν τις αναφέρω όμως,
επειδή το βιβλίο τούτο θα έπαιρνε πολύ όγκο. Και όσα πάντως διηγήθηκα ως εδώ,
ήταν για μένα ένα πέλαγος πλατύ, που το πέρασα με την ευχή και την καθοδήγηση
του οσίου, για να μην παραδοθεί ολότελα στη λήθη ο ψυχωφελής βίος του.
Αλλά τί επιθέσεις και απειλές δέχτηκα γι’ αυτό από τους άγριους δαίμονες, που
πάντοτε φθονούν τους δούλους του Θεού! Όταν τελείωσα τη βιογραφία, έφτασαν
να πούνε φανερά:
-Αχ, τι καρφί μας έμπηξε ο μαθητής του σκληροτράχηλου εκείνου! Δεν έφταναν
τα κακά που μας έκανε όσο ζούσε, έρχεται τώρα, με τη συγγραφή του βίου του, να
κάνει τον δικό μας βίο αβίωτο!... Γι’ αυτό ας πνίξουμε τον πονηρό αυτόν συγγραφέα
κι ας εξαφανίζουμε από τη γη την ανάμνησή του!...
Μόλις όμως είχαν αποφασίσει την εξόντωσή μου, ένα δαιμόνιο, το πιο θρασύ,
που βγήκε πρώτο μπροστά για να με θανατώσει, έσυρε ξαφνικά μια θρηνητική
κραυγή:
-Αχ, ο ανελέητος Νήφων! Ήρθε κι εδώ να μας μαστιγώσει με την ευχή του!
Σ’ όλους όσοι διαβάζεται ή αντιγράφετε τον ψυχωφελή βίο του, είθε να χαρίσει
το έλεός Του ο Θεός και, την ημέρα της Κρίσεως, να σας δώσει το βραβείο της
καλής απολογίας ο βραβευτής Χριστός, ο Κύριος και Σωτήρας των ψυχών μας, που
Του πρέπει η δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
221
222