Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 222

ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ

Νεοελληνική απόδοση του βίου του

από μεσαιωνικούς κώδικες

ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΚΑΤΗ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

ΩΡΩΠΟΣ

Εισαγωγή

«Με την εμφάνιση του Θεανθρώπου στον επίγειο κόσμο μας», γράφει ο
μακαριστός αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς, «εδόθηκαν στο γένος των
ανθρώπων όλες οι θείες ενέργειες, για να μπορέση να ζήση την θεανθρώπινη ζωή
του πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, που λέγεται γη. Οι θείες αυτές ενέργειες και
δυνάμεις… ευρίσκονται ιδιαιτέρως ισχυρές, πανίσχυρες, στις προσωπικότητες των
αγίων ανθρώπων του Θεού, όπως είναι οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες, οι
άγιοι Πατέρες και όλοι οι άγιοι Ομολογηταί του ονόματος του Κυρίου».1

1
Πανίσχυρες, πράγματι, ήταν οι θείες ενέργειες και δυνάμεις, με τις οποίες
χαρίτωσε ο Κύριος και τον όσιο Νήφωνα, επίσκοπο Κωνσταντιανής «της κατ’
Αλεξάνδρειαν» (4ος αιώνας).

Μετά από μία ταραγμένη και άσωτη νεανική ζωή, μετανόησε βαθιά,
ευαρέστησε το Θεό με σκληρές ασκήσεις, πνευματικούς αγώνες και ενάρετη
πολιτεία, αξιώθηκε θεϊκών χαρισμάτων και αποκαλύψεων και, τέλος, χειροτονήθηκε
επίσκοπος Κωνσταντιανής της Αιγύπτου, όπου διακρίθηκε για την αγιοπρεπή
ποιμαντορία του.

Η πολιτεία και το έργο του αναγνωρίστηκαν «δια της κατατάξεως αυτού εν τω


χορώ των αγίων της αποστολικής Αλεξανδρινής Εκκλησίας, εκ των διπτύχων της
οποίας, δια τας καιρικάς περιστάσεις, εξέπεσε και περιήλθεν εις λήθην και
αφάνειαν».2 Έτσι δεν αναφέρεται ούτε στα Μηναία ούτε στους Συναξαριστές.

Ο βίος του, ωστόσο, έχει περισωθεί σε πολλούς ελληνικούς κώδικες. 3 Η


μετάφρασή του, εξάλλου, στη σλαβική γλώσσα τον έκανε τόσο δημοφιλή στον
σλαβικό ορθόδοξο κόσμο, ώστε, όπως παραδέχτηκε και ο σοβιετικός καθηγητής Π.
Ο. Ποτάπωφ, «έχει την πρώτη θέση ανάμεσα στα έργα εκείνα, που διαμόρφωσαν
τη θρησκευτική συνείδηση του λαού».4 Και αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ ο
αρχαιότερος σωζόμενος ελληνικός κώδικας ανήκει στον 12ο αιώνα,5 ο αντίστοιχος
σλαβονικός έχει γραφεί το 1219 στο Ροστώφ. 6 Αλλά και τμήμα Ακολουθίας του
οσίου (ένας κανόνας του όρθρου σε ήχο πλ. δ’.) σώζεται σε περγαμηνό κώδικα του
13ου αι. της μονής Κρυπτοφέρρης (Δ. δ’. Π).7

Ο βιογράφος του οσίου Νήφωνος σε άλλα χειρόγραφα παραμένει


ανώνυμος, ενώ σε άλλα αυτοαποκαλείται Πέτρος ιερομόναχος (ή μοναχός και
πρεσβύτερος) και παρουσιάζεται μάλιστα ως μαθητής του αγίου. Στοιχεία όμως
γλωσσικά, γραμματολογικά και ιστορικά, κοινά σε όλους τους κώδικες, πείθουν ότι ο
βίος, στη μορφή που μας παραδίδεται, γράφτηκε πολύ μετά τον 4 ο αιώνα. Ο
μητροπολίτης πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Ευστρατιάδης τοποθετεί τη σύνταξή
του στον 8ο ή 9ο αιώνα, αν και το πιθανότερο είναι πώς έγινε ακόμη αργότερα, «επί
τη βάσει πάντως αρχαίου υπομνήματος, γραφέντος ίσως υπό τίνος ακολούθου και
μαθητού του Νήφωνος».8 Αναμφίβολο είναι, ότι ο βίος μας μεταφέρει σε
πνευματική ατμόσφαιρα και σε σκηνικό ζωής, που δεν μπορούν να τοποθετηθούν
πριν από τη χρονική περίοδο 9ου – 12ου αι. την εποχή εκείνη αντανακλούν τα

2
θεολογικά, τα ιστορικά, τα γεωγραφικά, ακόμα και τα λαογραφικά και κοινωνικά
στοιχεία του βίου, και όχι τα αντίστοιχα της εποχής του οσίου.9

Για τον προσδιορισμό του χρόνου συγγραφής του πρώτου υπομνήματος, στο
οποίο στηρίχθηκε ο μεταγενέστερος βιογράφος του οσίου, τη μεγαλύτερη
δυσχέρεια αποτελεί η απουσία από το βίο αξιόλογων ιστορικών δεδομένων, εκτός
από τα ονόματα των αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας αγίων Αλεξάνδρου και
Αθανασίου του Μεγάλου.

10
Ο τίτλος, επίσης, της επισκοπής Κωνσταντιανής είναι άγνωστος στις
ιστορικές πηγές, οι οποίες πάντως μας παρέχουν πολύ λίγα στοιχεία για τη
δοικητική διαίρεση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας κατά τον 4 ο αιώνα. Γνωρίζουμε
μόνο πώς η Εκκλησία αυτή είχε τότε πάνω από εκατό επισκοπές, κατανεμημένες
σε δέκα επαρχίες (αντίστοιχες των ρωμαϊκών πολιτικών επαρχιών), 11 και πώς η
επαρχία Αιγύπτου Α’, με έδρα την Αλεξάνδρεια, είχε δεκατρείς επισκοπές. 12 Δεν
φαίνεται να ευσταθεί η γνώμη του πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Ευστρατιάδη, 13
ότι η Κωνσταντιανή ήταν πιθανότατα επισκοπή της μητροπόλεως Μαρεώτιδος,
επειδή αφενός δεν αναγράφεται στους σχετικούς καταλόγους μητρόπολη μ’ αυτόν
τον τίτλο κατά τον 4ο αιώνα, και αφετέρου, όπως ρητά αναφέρει ο Μέγας Αθανάσιος
στον δεύτερο απολογητικό λόγο του, στη Μαρεώτιδα «ουδέποτε γέγονεν επίσκοπος
ουδέ χωρεπίσκοπος, αλλά τω της Αλεξανδρείας επισκόπω αι εκκλησίαι πάσης της
χώρας υπόκεινται».14 Η άγνοια επισκοπής με τον τίτλο Κωνσταντιανή έκανε
μερικούς αντιγραφείς χειρογράφων να την ταυτίσουν εσφαλμένα με εκείνη της
Κωνσταντίας (Κύπρου).15

Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα όμως, ο βίος του οσίου Νήφωνος «αποκαλύπτει
ημίν αρχαίον ιεράρχην της Αλεξανδρινής Εκκλησίας τέως άγνωστον, εν αγιότητι
βίου διαπρέψαντα, πολλών αξιωθέντα θείων οπτασιών και μαρτυρηθέντα ως άγιον
υπό του Μεγάλου Αθανασίου, όστις, κατά τας υστάτας του οσίου στιγμάς,
παρεκάλει αυτόν να μνησθή και αυτού «εν ή ώρα προσκυνήση τω Θεώ και πάσι
τοις αγγέλοις αυτού».16

Όλοι οι άγιοι κατακτούν χαρισματικά την ανθρώπινη τελειότητα. Ορισμένοι όμως,


κατά έναν ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο, διακρίνονται για την επίδοσή τους σε
κάποιον συγκεκριμένο τομέα της πνευματικής ζωής. Αυτό συμβαίνει και με τον όσιο

3
Νήφωνα, που αποτελεί για κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό υπόδειγμα θάρρους,
θάρρους πρωτοφανούς και καταπληκτικού, στον πόλεμο εναντίον των δαιμόνων.
Οι νοητοί εχθροί του έκαναν σφοδρές επιθέσεις με ποικίλους πειρασμούς. Και
εκείνος, μολονότι αρκετές φορές ηττήθηκε, δεν απελπίστηκε. Τον βλέπει κανείς με
θαυμασμό «όχι απλώς σε παρεμπίπτουσες και λανθάνουσες καταστάσεις, που του
προκαλούσαν τρόπον τινά ήττα, αλλά και στις προφανέστερες, να μην υποχωρή και
χάνη το θάρρος του. Ευρίσκομεν αυτόν τον φωστήρα να μεγαλουργή και βλέπομε
την ανταπόκριση της χάριτος του Θεού, στο πόσο εναγκαλίζεται και θεωρεί αθλητή
αυτόν, ο οποίος, αν και ημαγμένος, δεν παραδίδεται». 17 Έτσι, κατατρόπωσε τελικά
τους δαίμονες και αναδείχθηκε νικητής με την άσκηση και την αρετήν του˙
προπαντός μάλιστα με τα τρία πανίσχυρα πνευματικά όπλα, που χρησιμοποίησαν
όλοι οι άγιοι: την ταπείνωση, την προσευχή και τη νηστεία.18

Η υπερβολή του υπερφυσικού στοιχείου και το πλήθος των οραμάτων, που


χαρακτηρίζουν το βίο του οσίου Νήφωνος, ερεθίζουν ίσως την ορθολογιστική,
υλόφρονα και προσγειωμένη στην πρόσκαιρη πραγματικότητα διάνοιά μας. Είναι
όμως γνωστό, πώς «οι άγιοι γίνονται πέτρα σκανδάλου συχνά για τους
ανθρώπους. Διότι, μόλις οι άνθρωποι με τον σαρκικό νου προσπαθήσουν να
ερμηνεύσουν τα θαυμαστά έργα τους, σκανδαλίζονται μ’ αυτούς, τους
παραμορφώνουν και τους παραποιούν. Αυτό συμβαίνει, διότι τους Θεοφόρους
αγίους θέλουν να τους ερμηνεύσουν χωρίς τον Θεό, τους Χριστοφόρους χωρίς το
Χριστό, τους θαυματουργούς χωρίς τον Κύριο, που θαυματουργεί δι’ αυτών… Μόνο
εν Πνεύματι Αγίω ημπορεί να κατανοηθή και να εξηγηθή και να γίνη παραδεκτός ο
άγιος βίος των αγίων του Θεού. Διότι το παν σ’ αυτούς είναι εκ του Θεού…
Ολόκληρη η ψυχή τους πηγάζει από τον Θεό, καθώς επίσης ο νους και η λογική
τους, η θέλησι και η συνείδησί τους, η δύναμι και όλη η ζωή τους». 19 Γι’ αυτό
ακριβώς «εις τους βίους των αγίων όλα είναι συνηθισμένα, όπως και εις το
Ευαγγέλιον, αλλά και όλα είναι παράδοξα, όπως εις το Ευαγγέλιον˙ εν τούτοις και
εις τας δύο περιπτώσεις είναι όλα πραγματικά και αληθινά κατά ένα μοναδικόν
τρόπον».20

Οι σοφές αυτές σκέψεις αποτελούν αναγκαίο όρο για την ανάγνωση του βίου του
οσίου Νήφωνος.

4
Από το 1972, που πρωτοεκδόθηκε μεταφρασμένος ο βίος, ίσαμε σήμερα
γνώρισε δεκαπέντε επανεκδόσεις και οικοδόμησε πνευματικά μυριάδες ευλαβών
αναγνωστών σ’ όλο τον κόσμο.

Η απόδοσή του στη νεοελληνική είχε στηριχθεί τότε αποκλειστικά στον κώδικα
198 (14ου αι.) της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους.

Στην παρούσα έκδοση επιχειρήσαμε μια ριζική αναμόρφωση και ανάπλαση του
βίου χρησιμοποιώντας, συνολικά ή αποσπασματικά, αρκετούς χειρόγραφους
κώδικες, κυρίως όμως τρεις αγιορειτικούς, τον 79 (12 ου αι.) της Ιεράς Μονής Αγίου
Παντελεήμονος, τον Β 81 (13ου αι.) της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας και τον 198
(14ου αι.) της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου, που προαναφέραμε.

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται και από τη θέση αυτή στους οσιολογιωτάτους


Σιμωνοπετρίτες ιερομονάχους π. Μακάριο, για τη χορήγηση φωτοαντιγράφου
αρχαίου κειμένου του βίου, και π. Αθανάσιο, Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού
Εκκλησίας, για τη σύνταξη της Ακολουθίας και του Παρακλητικού Κανόνος του
οσίου.

Κατά την επεξεργασία του κειμένου διορθώσαμε σιωπηρά αρκετά γραμματικά,


συντακτικά, λογικά ή και θεολογικά σφάλματα. Επιπλέον αποκαταστήσαμε κάποιες
ιστορικές ανακρίβειες και εσωτερικές ασυνέπειες του κειμένου, συνήθεις σε
μεσαιωνικά, και μάλιστα αγιολογικά, έργα.

Η εργασία αυτή δεν έχει επιστημονικές αξιώσεις. Αποβλέπει κυρίως στην ψυχική
ωφέλεια των αναγνωστών, προς τους οποίους – και προς όλους – ο υμνογράφος
απευθύνει τη σωτήρια προτροπή: «Δεύτε τον ποιμένα τον καλόν. Νήφωνα τον
θείον, λαβόντες ώσπερ υπόδειγμα μετανοίας, δράμωμεν και επιστρέψωμεν προς
Χριστόν τον φιλάνθρωπον, αιτούντες την χάριν, ήν κατηναλώσαμεν ποικίλοις
πταίσμασιν, όπως, ενδυθέντες και αύθις της υιοθεσίας χιτώνα, αιωνίαν εύρωμεν
ανάπαυσιν».21

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

5
Ο Βίος

Του Οσίου Νήφωνος

Επισκόπου Κωνσταντιανής

της κατ’ Αλεξάνδρειαν.

Από την Αίγυπτο στη Βασιλεύουσα

Τα μυστικά του βασιλιά είναι καλό να κρύβονται˙ τά έργα όμως του Θεού πρέπει
να διακηρύσσονται με δόξα.22 Όποιος μάλιστα γνωρίζει τα θεία έργα και από
ραθυμία δεν τα διηγείται, θα κινδυνέψει πολύ την ώρα εκείνη, που θα έρθει ο

6
Κύριος καθισμένος πάνω στις νεφέλες,23 για ν΄ αποδώσει στον καθένα κατά τα
έργα του.24

Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ, ο ελάχιστος, γνωρίζοντας, με ακρίβεια τα ψυχωφελή


περιστατικά της ζωής του μακαρίου Νήφωνος, που θα διαβάσετε παρακάτω,
κάθισα και έγραψα – για όσους θέλουν να τα μάθουν και να ωφεληθούν – την
ενάρετη πολιτεία του και τα θεία του αγωνίσματα.

Είν’ αλήθεια παράδοξη η ζωή του και θαυμαστή. Γιατί, παιδί ακόμα,
κατατρόπωσε τον πονηρό διάβολο και τον αφάνισε ολότελα. Έπειτα, όταν ήταν πια
νέος παλικάρι, ο σατανάς τον ξεγέλασε και τον πλήγωσε φοβερά. Πέλαγος
αμαρτίας έγινε τότε! Όμως και πάλι, σαν στρατιώτης γενναίος, πετάχτηκε πάνω με
ορμή και κατάφερε πλήγμα συντριπτικό στον αλαζόνα δράκοντα.

Άλλ’ ας πάρω τα πράγματα με τη σειρά και ας τα διηγηθώ με λεπτομέρειες.

Στα χρόνια που βασίλευε ο ευλαβέστατος και θεοφιλής αυτοκράτορας Μέγας


Κωνσταντίνος, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη κάποιος αξιωματούχος του παλατιού
με τ’ όνομα Σαββάτιος. Ήταν άνθρωπος με ευσέβεια και φόβο Θεού, αλλά και
εξαίρετος στρατιωτικός. Τον διόρισε λοιπόν ο βασιλιάς στρατηλάτη, δηλαδή
στρατιωτικό διοικητή, στη χώρα «των Πλαγίων», όπως λέγεται, που βρίσκεται στην
Αίγυπτο κι έχει πρωτεύουσα την Αλμυρούπολη.

Σαν έφτασε στη χώρα εκείνη και πλησίαζε στην πόλη, βγήκαν να τον
προϋπαντήσουν όλοι οι προύχοντες. Τον καλωσόρισαν με πολλές τιμές στην
πατρίδα τους, κάνοντάς του επίσημη υποδοχή. Ανάμεσα στους άρχοντες εκείνους
ήταν και ο πατέρας του Νήφωνος, που λεγόταν Αγαπητός.

Εξαρχής ο Αγαπητός συμπάθησε πολύ το Σαββάτιο. Μα και ο στρατηλάτης,


εκτιμώντας τη συμπεριφορά και το ήθος του άρχοντα, τον αγάπησε πολύ. Είχαν,
εξάλλου, κάτι κοινό: Ήταν κι οι δυο ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Κι αυτό τους
ένωσε περισσότερο.

Ο στρατηλάτης ήταν υπερβολικά ταπεινός και συμπαθητικός. Δεν ήξερε τι θα πει


υπερηφάνεια ή έπαρση. Ο άλλος πάλι, όνομα και πράγμα Αγαπητός, είχε το
χάρισμα της αγάπης και της απλότητας.

Μια μέρα λοιπόν παίρνει ο Αγαπητός τον οκτάχρονο τότε γιό του Νήφωνα κι
έρχεται στην παραθαλάσσια έπαυλη του στρατηλάτη. Ο Σαββάτιος τους

7
υποδέχθηκε με χαρά, και φιλόφρονα τους έβαλε να καθίσουν κοντά του. Το βλέμμα
του έπεσε στον μικρό.

-Γιός σου είναι τούτος εδώ; Ρωτάει τον Αγαπητό.

-Ναι, στρατηγέ, γιός μου.

-Γράμματα μαθαίνει;

-Όχι, δυστυχώς… Πού να βρεθεί δάσκαλος εδώ…

-Ε, λοιπόν, δεν μου τον αφήνεις να τον στείλω στην Κωνσταντινούπολη; Του
προτείνει ο στρατηλάτης. Εκεί υπάρχουν πολλοί και καλοί δάσκαλοι. Μπορεί να
μένει στο σπίτι μου, ώσπου να μάθει και γραφή και ό,τι άλλο θέλει.

Συγκινήθηκε ο Αγαπητός από το ενδιαφέρον του στρατηλάτη και τον


ευχαρίστησε ολόψυχα.

-Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ να σου ζητήσω, στρατηγέ μου. Γι’ αυτό κι έφερα το
παιδί εδώ. Μα να, ο Θεός σε φώτισε και μου το πρότεινες εσύ… Λοιπόν, δικός σου
είν’ ο γιός μου! Κάνε όπως νομίζεις.

Χαμογέλασε με ικανοποίηση ο Σαββάτιος.

-Ότι ποθείς εσύ θα κάνω, είπε. Κι ας μη χάνουμε χρόνο. Μείνε εδώ λίγο καιρό,
ώσπου να συνηθίσει το παιδί μακριά από το σπίτι σας, κι έπειτα φεύγεις και μου τ’
αφήνεις. Εγώ θα του δώσω ό,τι του χρειαστεί για το ταξίδι.

Τρεις εβδομάδες έμεινε στην έπαυλη του στρατηγού ο Αγαπητός με το γιό του.
Ύστερα γύρισε μόνος στο σπίτι του, αφήνοντας το Νήφωνα στα έμπιστα χέρια του
Σαββάτιου. Εκείνος τότε κάθισε κι έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του.

¨…Κοίταξε, γυναίκα, -έγραφε – να δεχθείς αυτό το παιδί με καλοσύνη, γιατί είναι


γιος πολύ αγαπητού μου φίλου. Δείξε του πολλή αγάπη, σα να ήμουνα εγώ ο ίδιος.
Στείλε το και σ’ έναν άξιο δάσκαλο, για να του μάθει τα ιερά γράμματα…¨

Αφού συμπλήρωσε την επιστολή και με διάφορα προσωπικά του θέματα, την
παρέδωσε σ’ έναν πιστό του υπηρέτη.

8
-Φεύγεις για την Κωνσταντινούπολη, του λέει. Ετοιμάσου. Ετοίμασε και τον μικρό
Νήφωνα. Θα τον παραδώσεις στη γυναίκα μου μαζί μ’ αυτό το γράμμα. Πρόσεξε!
Να μην ταλαιπωρηθεί το παιδί στο μακρυνό ταξίδι! Ο Θεός μαζί σας.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο, που θα τους έφερνε
στην Πόλη. Είχε μπει το φθινόπωρο, αλλά το ταξίδι τους έγινε κάτω από αφόρητο
καύσωνα. Έτσι, ο Νήφων, που δεν είχε άλλωστε ξαναταξιδέψει με πλοίο,
ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους, όντας
μάλιστα φιλάσθενος και ευαίσθητος.

Τέλος πάντων, κάποτε έφτασαν στη Βασιλεύουσα. Η γυναίκα του στρατηλάτη,


ευσεβής και εκείνη, υποδέχθηκε με χαρά το Νήφωνα. Όταν μάλιστα
πληροφορήθηκε πώς είναι γιος ενάρετου ανθρώπου, του έδειξε περισσή αγάπη –
δεν είχε, βλέπετε, δικά της παιδιά.

Φρόντισε να μην του λείψει τίποτα, όσο θα έμενε κοντά της. Και τακτικά τον
νουθετούσε, καθοδηγώντας τον στου Θεού το δρόμο με συμβουλές και ωφέλιμες
διηγήσεις. Ο Νήφων πάλι, δεκτικός καθώς ήταν και καλοπροαίρετος, ρουφούσε σαν
σφουγγάρι τις νουθεσίες της και πολιτευόταν με σεμνότητα και φρονιμάδα.

Τα πρώτα γράμματα

Η καλή εκείνη γυναίκα τον άφησε λίγες μέρες να ξεκουραστεί, να συνέλθει από
την ταλαιπωρία του ταξιδιού και να συνηθίσει τον τόπο. Γιατί από τη μια το μακρύ
θαλασσινό ταξίδι κι από την άλλη η λύπη για το χωρισμό από τους γονείς, τον είχαν
καταλάβει πολύ. Ύστερα αποφάσισε να τον αναθέσει σ’ έναν καλό κι ενάρετο
δάσκαλο για να του μάθει τα ιερά γράμματα, όπως της είχε παραγγείλει ο σύζυγός
της. Σαν πιο κατάλληλο σκέφτηκε τον πρεσβύτερο Πέτρο, που ήταν εφημέριος στο
ναό του αρχοντικού της. Του πήγε λοιπόν το παιδί και τον παρακάλεσε να το διδάξει
ό,τι έπρεπε, και πρώτα- πρώτα το Ψαλτήρι – αυτό συνηθιζόταν τότε.

Έτσι κι έγινε. Μέρα με τη μέρα ο Νήφων πρόκοβε στα θεία μαθήματα, ενώ
βοηθούσε και τον πρεσβύτερο στην εκκλησία, εκτελώντας πρόθυμα κάθε διακονία.

9
Ο ζήλος του για μάθηση ήταν πολύ μεγάλος τόσος, που και τις νύχτες συχνά τις
περνούσε μελετώντας μέσα στην ησυχία, με το φώς του κεριού ή του λυχναριού. Κι
έτσι μέσα σε λίγο καιρό έμαθε πολλά.

Στο δάσκαλό του – μα και σ’ όλους – φερόταν με βαθύ σεβασμό, ευλάβεια και
συστολή.

Για ένα πράγμα όμως λυπόταν πολύ ο Νήφων: Γιατί ήταν μικρός ακόμα και δεν
μπορούσε να κατανοήσει πολλά χωρία της Γραφής, παρόλο που πήγαινε στους
όρθρους και άκουγε το δάσκαλό του να διαβάζει. Καταλάβαινε πάντως τα πιο απλά
και εύκολα. Τότε η ψυχή του φλογιζόταν και ποθούσε να μοιάσει στους αγίους.

Σύντομα έμαθε το Ψαλτήρι. Έπειτα έβαλε τα δυνατά του να μάθει και την τάξη
των εκκλησιαστικών ακολουθιών.

Μια μέρα, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, του δίνει κάποιος ένα βιβλίο και του λέει:

-Πάρε, και μάθε να κανοναρχείς στους ψάλτες.

Ο Νήφων όμως, από επήρεια του δαίμονα, δεν έπαιρνε στα χέρια του το βιβλίο.
Του λέει τότε ένας άλλος, που στεκόταν δίπλα του:

-Γιατί, παιδί μου, κάνεις παρακοή; Πάρε και μάθε ό,τι σου λένε. Κι αν σου
φαίνεται δύσκολο ακόμα να μάθεις, θα έρθει καιρός που θα ευγνωμονείς αυτούς
που σε διδάσκουν τώρα.

Στα λόγια αυτά ο Νήφων πήρε αμέσως το βιβλίο. Από τότε του δόθηκε το
χάρισμα να μελετάει με τόσο ζήλο, που, ό,τι διάβαζε το αποστήθιζε με ευκολία.

Πιο πολύ όμως τον έθελγαν οι βίοι των αγίων. Όταν άκουγε να διαβάζονται στις
ιερές συνάξεις τα κατορθώματα και τα μαρτύριά τους, θαύμαζε τη φλογερή πίστη,
την υπομονή και τη γενναιοψυχία τους. Αν πάλι έβρισκε ο ίδιος κάπου σχετικά
κείμενα, τα έπαιρνε και τα διάβαζε άπληστα.

Οι πρώτες αρετές.

Χάρη στον πνευματικό του ζήλο, έφτασε σε βαθειά ταπείνωση και πραότητα. Κι
ήταν μόλις δώδεκα χρόνων! Ξεχώριζε επίσης και για την ελεημοσύνη του. Όποτε

10
έβλεπε φτωχό, τον σπλαχνιζόταν και του έδινε ψωμί ή χρήματα ή ό,τι άλλο είχε
πρόχειρο.

Μια φορά, χειμώνα καιρό, είδε στο δρόμο έναν φτωχό, γυμνό κι πεινασμένο. Δεν
είχε τίποτα να του δώσει… Πήγε τότε σε μια άκρη και ξέσπασε σε λυγμούς.

-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! Έλεγε. Πώς υποφέρει γυμνός ο Χριστός μέσα
στην παγωνιά! Και δεν του φτάνει αυτό˙ μα και πεινάει και διψάει και στέγη δεν
έχει!...

Από τότε το ‘ βαλε σκοπό να φροντίζει, όσο μπορούσε, τους ανθρώπους της
ανάγκης.

Κάποτε άκουσε στην εκκλησία κάποιον σεβάσμιο ιερέα να διδάσκει το λαό ότι
όποιος δεν έχει ελεημοσύνη και αγνεία μάταια κοπιάζει, γιατί δεν πρόκειται να μπει
στη βασιλεία των ουρανών.

Ταράχθηκε ο Νήφων απ’ αυτά τα λόγια. Στο τέλος πήγε και συνάντησε τον ιερέα.

-Γέροντα, τον ρώτησε, τί είναι αυτή η αγνεία, για την οποία μίλησες;

-Αγνεία, παιδί μου, είναι η αποφυγή της πορνείας και του ρύπου της.

-Αγαπάει λοιπόν ο Θεός εκείνον που αποφεύγει μια τέτοια πράξη;

-Ναι, παιδί μου. Γιατί λέει ο απόστολος Παύλος: «πόρνους και μοιχούς κρίνει ο
Θεός».25 Και αλλού: «το σώμα ού τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω».26

Φεύγοντας από την εκκλησία ο Νήφων συλλογιζόταν:

«Θα μπορέσω εγώ άραγε να κατορθώσω αυτή την αρετή; Γιατί χρειάζεται
σκληρός αγώνας για να ξεφύγει κανείς από την πύρωση της σάρκας. Και γιατί οι
δαίμονες γκρεμίζουν τους ανθρώπους στα βάραθρα της σαρκικής αμαρτίας
ευκολότερα απ’ ό,τι σε άλλα παραπτώματα. Τί να κάνω, που είμαι αδύνατος… Αλλά
με τη βοήθεια του Θεού, ποτέ δεν θα κοιτάξω στο πρόσωπο γυναίκα! Στα χέρια του
Κυρίου αφήνομαι, κι ας γίνει το θέλημά Του…».

Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σπίτι. Κι όλη εκείνη τη μέρα ήταν σιωπηλός και
σκεφτικός – μάλλον ολότελα εκστατικός και σαν αλλοπαρμένος. Κουβέντα δεν
έβγαζε από το στόμα του. Σε κανένα δεν μιλούσε.

11
Από τότε πήγαινε συχνότερα στην εκκλησία κα είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί
από τη μελέτη των ιερών βιβλίων. Γι’ αυτό πάντα επιζητούσε τη μόνωση, τη σιωπή
και την ησυχία. Τα γήινα τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο τα ουράνια στοχαζόταν. Όλοι
όσοι τον έβλεπαν, απορούσαν κι έλεγαν:

-Τί συμβαίνει μ’ αυτόν το νεαρό; Σαν άγγελος ζει πάνω στη γη!...

Η πτώση

Πέρασε καιρός. Ο Νήφων είχε προκόψει όχι μόνο στα γράμματα, μα και στην
αρετή. Βλέποντας τα κατορθώματά του ο διάβολος, έγινε θηρίο. Λύσσαξε…

-Ακούς εκεί! Τόσο νέος και να μ’ αγνοεί! Έννοια σου, παλικάρι μου… Θα σε
περιποιηθώ εγώ…

Και πράγματι – αλίμονο! Ο Νήφων δεν είχε πείρα στον πνευματικό πόλεμο. Κι
αυτό ακριβώς ήταν που εκμεταλλεύτηκε ο πονηρός. Αλλά και κάτι ακόμα: Την
αστάθεια της νιότης, που εύκολα γλιστράει στην αμαρτία…

Πρώτα λοιπόν σκόρπισε το νού του σε ανώφελες μέριμνες. Ύστερα τον


έσπρωξε προς τη μέθη και τη γαστριμαργία. Τέλος έσπειρε μέσα του τη νοσταλγία
των γονιών και της πατρίδας. Σπάραζε η καρδιά του στη θύμηση της μάνας και του
πατέρα. Οι λογισμοί άρχισαν να τον πνίγουν. Μα που να φανταστεί πώς όλα τούτα
ήταν πόλεμος δαιμονικός…

Στη αρχή αντιστεκόταν γενναιόψυχα στους λογισμούς. Μα τελικά η θλίψη κι η


βαρυθυμία του πλάκωσαν τελείως την καρδιά. Τον έκαναν κουρέλι.

Η γυναίκα του στρατηγού, μη βρίσκοντας άλλο τρόπο για να τον παρηγορήσει,


άρχισε να τον περιποιείται υπερβολικά και να του ετοιμάζει πλούσια γεύματα, με
φαγητά ποικίλα και κρασιά εκλεκτά.

Αυτό κράτησε καιρό. Ο Νήφων συνήθισε τα φαγοπότια, που εξελίχθηκαν σιγά


– σιγά σε κραιπάλες. Από τις καταχρήσεις σκοτίστηκε ο νούς του. Κι έτσι το ένα
κακό έφερε το άλλο, αφού ο κατήφορος της αμαρτίας, όπως ξέρουμε, σταματημό
δεν έχει: Ο σιωπηλός πρώτα και ήσυχος, έγινε τώρα αυθάδης και αθυρόστομος.
Όλους τους έβριζε και τους διέσυρε με το παραμικρό. Καβγάδιζε για το τίποτα.
Έβαζε σκάνδαλα κι έσπερνε διχόνοιες…

12
-Πώ πώ! Τι αδιάντροπος! Τι ταραξίας! Στην οικουμένη δεν έχει τον όμοιό του!
Έλεγαν οι άνθρωποι, και φρόντιζαν να τον αποφεύγουν.

Τάχα για να ξεχάσει τους γονιούς και τον καϋμό της ξενιτιάς, άρχισε να
συχνάζει και στα θέατρα και στα καπηλειά και στα κακόφημα νυχτερινά κέντρα. Το
ξημέρωμα τον έβρισκε να πίνει, να χορεύει, να τραγουδάει, να αισχρολογεί…

Μα το πιο αξιοθρήνητο ήταν, πώς έπεσε στο βούρκο των σαρκικών


αμαρτημάτων. Έσμιξε με νέους ακόλαστους κι έφτασε στο σημείο να λερώνει, μαζί
μ’ αυτούς, την καθαρότητα της ψυχής του, πέφτοντας σε πορνείες, μοιχείες, ακόμα
και σε σοδομίες!...

Μέρα με τη μέρα σκοτιζόταν, καθώς βούλιαζε μέσα στην αμαρτία. Όλο και
παρασυρόταν από τις πανουργίες του σατανά. Και όλο πιο θρασύς γινόταν.
Κουβέντα δεν σήκωνε. Όποιος αποτολμούσε να του πει κάτι, δεχόταν βρισιές και
χτυπήματα.

-Μά την αλήθεια, ο διάβολος κι αυτός εδώ δεν έχουν καμιά διαφορά μεταξύ
τους! Έλεγαν με αγανάκτηση όσοι έβλεπαν τα καμώματά του.

Και πράγματι, τόσο πολύ κυλιόταν μες στην αμαρτία, που όλα τα δαιμόνια
έτρεχαν ξοπίσω του με γέλια και χαρές. Και τόσο εφευρετικός ήταν σε κάθε είδος
ασωτίας, που οι νέοι τον είχαν σαν πύλη προς την απώλεια!

Σιγά – σιγά έβγαλε κακό όνομα σ’ ολόκληρη την πόλη. Οι παλιοί γνωστοί του
και όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί λυπόντουσαν με το κατάντημά του. Ένας απ΄
αυτούς, που λεγόταν Βασιλεύς,27 του έλεγε συχνά – πυκνά:

-Αλίνονό σου, ταλαίπωρε Νήφωνα! Έτσι που κατάντησες, είσαι ζωντανός


νεκρός! Διορθώσου πια…

Μερικές φορές, όταν άκουγε τέτοια λόγια ο Νήφων, συναισθανόταν τις αμαρτίες
του. Έπεφτε σε συλλογή, αναστέναζε, ξεσπούσε σε δάκρυα. Δεν μπορούσε όμως ν’
αφήσει τα πονηρά του έργα, γιατί πολύ γρήγορα η δύναμη της συνήθειας τον
έσερνε στα ίδια, σαν άλογο χαλινωμένο. Και τότε η απόγνωση, το μεγαλύτερο απ’
όλα τα κακά, ερχόταν να συμπληρώσει το έργο της ψυχικής καταστροφής του νέου:
¨ Τώρα πια δεν υπάρχει για σένα μετάνοια¨, του ψιθύριζε, ¨Κοίταξε να μη στερηθείς
τουλάχιστον τα επίγεια…¨.

13
Τόσο σφιχτοδεμένο κοντά του τον είχε ο διάβολος, που, όχι μόνο προσευχή
δεν μπορούσε να ψελλίσει, μα ώρες – ώρες ένιωθε αβάσταχτη δυσφορία, σα να
του είχαν ακουμπήσει μια βαριά πλάκα πάνω στο στήθος.

Η καλή γυναίκα του στρατηλάτη, βλέποντάς τον σε τέτοια χάλια, έκλαιγε και
οδυρόταν.

-Αχ, τι έπαθα, η αμαρτωλή! Τι πειρασμός είναι τούτος που με βρήκε; Έλεγε και
ξανάλεγε.

Πολλές φορές τον έπιανε με το καλό και τον συμβούλευε. Άλλοτε τον έπιανε με
το άγριο, κάποτε μάλιστα τον ξυλοκοπούσε! Μα όλες της οι προσπάθειες έμεναν
χωρίς αποτέλεσμα. Ο Νήφων ήταν αδιόρθωτος.

Μια φορά πήγε να δει κάποιον παλιό γνωστό του, το Νικόδημο, άνθρωπο
ευσεβή και ενάρετο.

Ο Νικόδημος τον υποδέχθηκε με φανερή αγάπη.

-Ώ καλώς ώρισε ο αδελφός μου εν Κυρίω! Αναφώνησε.

-Η χάρη του Θεού να είναι μαζί σου, αποκρίθηκε ο Νήφων, κι αμέσως


σκέφτηκε πώς είχε καιρό να πει τέτοιο χαιρετισμό.

Μα μόλις ο Νικόδημος ήρθε κοντά του, κοντοστάθηκε. Στήλωσε το βλέμμα


πάνω του κι έμεινε να τον κοιτάζει σαν αφηρημένος για κάμποση ώρα. Ο Νήφων τα
έχασε.

-Τί συμβαίνει; Τον ρώτησε αμήχανα. Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος; Πρώτη φορά
με βλέπεις;

Ο άλλος τότε σα να συνήλθε.

-Πίστεψέ με, αδελφέ μου, δεν ξέρω τι να πώ… Να, το πρόσωπό σου μου
φαίνεται κατάμαυρο, σαν του αράπη! Πώς να το εξηγήσω;…

Ο Νικόδημος σώπασε πάλι, μα ο Νήφων κατάλαβε πολύ καλά, πώς το πλήθος


των αμαρτιών του είχαν κάνει την όψη του να φαίνεται μαύρη! Συγκλονίστηκε.
Γεμάτος ντροπή και συντριβή, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του κι έφυγε
μονολογώντας: ¨Αλίμονο σ’ εμένα τον αμαρτωλό! Και σ’ αυτή τη ζωή έγινα
περιγέλασμα των ανθρώπων, και στη άλλη θα καίγομαι στη γέεννα του πυρός. Ώχ,

14
ο άθλιος! Τί θα κάνω; Θα μπορέσω τάχα να μετανοήσω και να σωθώ;… Ποιός θα
με βοηθήσει; Ποιός θα με βεβαιώσει πώς θα βρώ πραγματικά έλεος, αν
μετανοήσω;… Μα πώς να πώ στο Θεό «ελέησον με», μετά από τόσες βρωμερές
αμαρτίες, που έκανα μπροστά στα μάτια Του;…¨

Η μετάνοια.

Τέτοιοι λογισμοί στριφογύριζαν στο νού του, ώσπου έφτασε στο σπίτι. Μπήκε
μέσα με την καρδιά πλακωμένη από τη θλίψη κι έπεσε στο κρεβάτι. Μα πού να τον
πάρει ο ύπνος…

«Ας κάνω καμιά προσευχή, μήπως με βοηθήσει ο Θεός», σκέφτηκε και πήγε
να σηκωθεί.

Μα ο διάβολος, καταλαβαίνοντας το σκοπό του, θέλησε να τον εμποδίσει. Και τί


έκανε; Άρχισε να σπέρνει στην ψυχή του μεγάλο φόβο, τριβελίζοντάς του το μυαλό
με την εξής παράδοξη σκέψη:

«Αν σηκωθείς τώρα, μέσα στη νύχτα, να προσευχηθείς, θα πέσεις στα χέρια
του διαβόλου. Και αντί για καλό, θα σε βρει κακό μεγάλο. Θα τρελαθείς, θα
δαιμονιστείς, κι όλοι θα γελάνε μαζί σου!».

Αυτή η σκέψη αρχικά αναστάτωσε και φόβισε πολύ το Νήφωνα. Σύντομα όμως
κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον πονηρό λογισμό, λέγοντας με το νού του:

«Μα καλά, τότε που ξενυχτούσα στις ακολασίες, κανένα κακό δεν έπαθα. Και
θα πάθω τώρα, που θέλω να προσευχηθώ στο Θεό; Ανάθεμά σε, πνεύμα πονηρό
και ακάθαρτο!».

Κι εκεί, σωριασμένος στο κρεβάτι του, μέσα στο σκοτάδι, ήρθε σε


συναίσθηση… Τα μάτια του έγιναν βρύσες, απ’ όπου έτρεχαν δάκρυα πικρά.

-Ώ Θεέ μου, βογγούσε με πόνο ψυχής. Τί ήμουνα και που κατάντησα! Μακάρι
να ‘χα πεθάνει τότε, που ζούσα μέσα στην ευσέβεια και την αρετή. Τώρα, να,
γέμισα τραύματα και πληγές την ταλαίπωρη ψυχή μου. Αλλά, Κύριέ μου, «επί σοι
ήλπισα˙ σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαί με, μη ποτέ αρπάση ως
λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος!». 28

15
Και μ’ αυτήν την ικετευτική κραυγή, πετάχτηκε από το κρεβάτι του γεμάτος
πόθο προσευχής. Μα μόλις στράφηκε στ’ ανατολικά, ένα μαύρο σύννεφο τον
τύλιξε! Τρομοκρατήθηκε και παρέλυσε. Δειλία και φόβος κυρίεψαν πάλι την ψυχή
του. Πήδησε πάνω στο κρεβάτι του κι έμεινε εκεί, πεσμένος μπρούμυτα,
στενάζοντας από τη μια για τις αμαρτίες του και συλλογιζόμενος από την άλλη τα
εμπόδια που του έφερνε ο διάβολος…

Με το ξημέρωμα, έτρεξε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μια μισοσκότεινη γωνιά και


βυθίστηκε στην προσευχή και την ικεσία. Σε μια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μάτια και
είδε πάνω από το κεφάλι του την εικόνα της Παναγίας μας. Στέναξε βαθιά και
ψέλλισε:

-Ελέησέ με,

η ευωδία των χριστιανών,

η Κεχαριτωμένη,

η Πανάχραντη,

και βοήθησέ με,

δοξασμένη,

πλουσιόφωτη,

η ελπίδα των μετανοούντων,

«δια το μέγα σου έλεος».

Μ’ αυτά τα λόγια, η Θεοτόκος – παράδοξο! Τον κοίταξε και χαμογέλασε! Ο


Νήφων έμεινε σαν εκστατικός, ενώ η καρδιά του πλημμύρισε ευφροσύνη κι άρχισε
να σκιρτάει γλυκά.

«Τι φιλάνθρωπος που είναι ο Θεός!», σκέφτηκε. «Πόσο μεγάλο το έλεός Του!
Πόση η αγάπη και η ευσπλαχνία Του! Και πόση η στοργή κι η φροντίδα της
Υπεραγίας Θεοτόκου για τους αμαρτωλούς που μετανοούν!».

16
Ήθελε να καταφιλήσει αυτή την αγία εικόνα, να τη σφίξει μέσα στη αγκαλιά του
και να μην την αποχωριστεί. Τόσος ήταν ο ιερός πόθος, που είχε ανάψει γι’ αυτήν
μέσα στην καρδιά του!

Ώρα πολλή προσευχήθηκε κι έκλαψε κι απόλαυσε της Θεοτόκου την αισθητή


παρουσία. Ύστερα βγήκε και κίνησε για το σπίτι του.

Κάθισε στο κρεβάτι του και μονολογούσε: «Είδες, άθλια ψυχή μου, πόσο μας
αγαπάει ο Θεός; Κι εμείς Τον εγκαταλείψαμε!... Και η Θεοτόκος; Πώς μας βοήθησε
αμέσως κι εκείνη, η προστασία όλων των χριστιανών και η παρηγοριά των
μετανοούντων;».

Αποκαμωμένος, καθώς ήταν, τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και να! Ο διάβολος
μπροστά του, μεταμορφωμένος σε κάποιο παιδί, που μαζί του είχε συνηθίσει ν’
αμαρτάνει. Κάθισε καταντικρύ του και, με το σαγόνι στηριγμένο στο ένα του χέρι,
τον κοίταζε επίμονα, με βλέμμα λυπημένο, σκυθρωπό, μα και οργισμένο μαζί.

-Πές μου, γιατί είσαι έτσι θλιμμένος και κατσούφης; Ρώτησε ο Νήφων.

-Γιατί έχεις τρεις μέρες που πήγες στον αγαπητό σου φίλο Νικόδημο,
αποκρίθηκε εκείνος ξεφυσώντας. Τρείς μέρες… Και σε ξανακέρδισε η Εκκλησία…
Αυτό το βλέπω, και δεν μπορώ να το ανεχθώ. Να γιατί είμαι σε τέτοιο χάλι…

-Και για τούτο έχεις πέσει σε τόση θλίψη; Μα αυτό δεν είναι κακό.

Ο άλλος γύρισε αλλού το πρόσωπό του και δεν είπε τίποτα.

Τότε ο Νήφων ξύπνησε. Αμέσως κατάλαβε πώς ο διάβολος ήταν που του
φανερώθηκε στον ύπνο, και πως τον έκαιγε η μετάνοιά του.

Την ίδια στιγμή σηκώθηκε και κίνησε πάλι για την εκκλησία. Πήγε κατευθείαν
τώρα στη σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου. Μόλις έριξε πάνω της τα μάτια του, εκείνη
ανταποκρίθηκε με το γνωστό και γλυκύτατο χαμόγελό της! Τι γλύκα ξεχύθηκε στα
σπλάχνα του απ’ το χαμόγελο εκείνο! Αυθόρμητα άρχισε να κάνει εδαφιαίες
μετάνοιες, προσκυνώντας τη χάρη της. Μα, όποτε ανασηκωνόταν και την ατένιζε,
την έβλεπε να του χαμογελάει, σα να ήταν ζωντανή…

Μια άλλη μέρα, καθώς ερχόταν πάλι στην εκκλησία, βλέπει στο δρόμο κάποιον
άνθρωπο ν’ αμαρτάνει. Ευθύς τον κατέκρινε μέσα του γι’ αυτό. Όταν όμως,

17
φτάνοντας στο ναό, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας, είδε την Πανάχραντη να τον
παρατηρεί πρώτα βλοσυρά, κι έπειτα να στρέφει το βλέμμα της μακριά του.

Ο Νήφων συγκλονίστηκε. Τα πόδια του κόπηκαν. Γονάτισε και είπε με το νού


του:

«Αλίμονό μου! Τί κακό έκανα;… Φαίνεται πώς η αμαρτία τόσο πολύ με


κυρίεψε, που δεν έχω συναίσθηση των παραπτωμάτων μου. Σε τί έφταιξα, και μ’
αποστρέφεται η Μητέρα του Κυρίου μου;…».

Έστιβε το μυαλό του για να θυμηθεί σε τι αμάρτησε. Ώσπου το θυμήθηκε: Είχε


κατακρίνει με το λογισμό του εκείνον το διαβάτη.

Στέναξε βαθιά.

-Θεέ μου, ικέτεψε με δάκρυα, ομολογώντας την αμαρτία του. Συγχώρεσέ με, με
τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Σου. Σου άρπαξα, Κύριε, τη δόξα και την αξία,
κατακρίνοντας τον πλησίον για μια μικρή του αμαρτία. «Ελέησόν με, ο Θεός,
ελέησόν με, ότι επί σοι πέποιθεν η ψυχή μου!» 29

Μετά από πολλή προσευχή και δάκρυα και συντριβή, παρατηρεί πάλι την
εικόνα, και τη βλέπει χαμογελαστή όπως πρώτα. Έτσι, παρηγορημένος και
ανακουφισμένος, ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο και βγήκε από το ναό.

Από τότε πολλές φορές, όποτε έπεφτε σε κάποιο ακούσιο σφάλμα, ελεγχόταν
από τη Θεοτόκο με τον ίδιο τρόπο. Και μετανοούσε, έπαιρνε συγχώρηση κι
αγωνιζόταν να διορθωθεί.

Η προστασία της Παναγίας.

Κάποια μέρα, καθώς αντλούσε νερό από ένα πηγάδι, γλίστρησε, από
δαιμονική ενέργεια, κι άρχισε να κατρακυλάει μέσα! Θα σκοτωνόταν σίγουρα… Μα
καθώς έπεφτε, κρατώντας στα χέρια κα το σταμνί, φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη:

-Παναγία Δέσποινα, βοήθησέ με!

Την ίδια στιγμή βρέθηκε όρθιος έξω από το πηγάδι.

18
Από τότε βεβαιώθηκε πως η Θεοτόκος τον προστάτευε παντού και πάντοτε, γι ‘
αυτό και τ’ όνομα της το άγιο δεν έλειπε από το στόμα του.

Κάποτε αρρώστησε βαριά. Ο καιρός περνούσε, μα δεν καλυτέρευε. Κι όμως,


δεν απελπιζόταν και δεν βαρυγγωμούσε. Μόνο έλεγε και ξανάλεγε:

-Δόξα τω Θεώ!... Δόξα τω Θεώ!...

Στις προσευχές του πάντως καλούσε ικετευτικά την Υπεραγία Θεοτόκο σε


βοήθειά του.

Ήρθε η μεγάλη εορτή της Αναστάσεως κι αυτός βρισκόταν ακόμη άρρωστος


στο κρεβάτι. Πέρασε η Κυριακή των Αρτοκλασιών 30 , πέρασε και η Κυριακή των
Μυροφόρων, μα η κατάσταση του παρέμενε στάσιμη…

Έφτασε η Δευτέρα πριν η Μεσοπεντηκοστή. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του


πόνου, δόξαζε, όπως πάντα, το Θεό. Μέσα του όμως θέριεψε ο πόθος να
κοινωνήσει ανήμερα τη Μεσοπεντηκοστή. Σε μια στιγμή, λοιπόν σήκωσε ψηλά τα
μάτια, αναστέναξε βαθιά και είπε:

-Κύριε ο Θεός μου,

Εσύ που κάνεις θαύματα,

Εσύ, ο μοναδικός Θεός,

σήκωσέ με από τούτη την αρρώστια,

για ν’ αξιωθώ κι εγώ να κοινωνήσω

τα άγια Σου Μυστήρια.

Γιατί πολύ το πόθησε η ψυχή μου

απ’ την άχραντη Σάρκα Σου να χορτάσει

κι απ’ το τίμιο Αίμα Σου να ξεδιψάσει.

Δυό δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.

Σώπασε κι αποκοιμήθηκε.

19
Βλέπει τότε σε όνειρο δυο γυναίκες σεμνές, με ποδήρεις χιτώνες, σαν τις
μυροφόρες, να πλησιάζουν στο κρεβάτι του. Η μία, που πήγαινε μπροστά, ήταν
πορφυροντυμένη και κρατούσε ένα λιόκλαδο. Η άλλη που την ακολουθούσε, ήταν
ντυμένη πιο απλά και βάσταγε στο ένα χέρι μπουκαλάκι με αγίασμα και στο άλλο
παπύρους ποτισμένους με άγιο έλαιο.

Σαν έφτασαν μπροστά του, γυρίζει η πρώτη και λέει στη δεύτερη:

-Αναστασία, κάνε τη διάγνωση. Από τί υποφέρει ο νέος;

-Αυτός, Κυρία μου, έχει αρρωστήσει εξαιτίας της γλώσσας του. Όταν ήταν
καλά, η αθυροστομία και η ματαιολογία του δεν είχαν όρια. Γι’ αυτό λοιπόν τώρα,
σύμφωνα με τη δικαιοκρισία του Θεού, παιδεύεται με την αρρώστια εδώ, «ίνα μη
συν τω κόσμω κατακριθή»31 στην άλλη ζωή. Τον τιμωρεί παιδαγωγικά ο Θεός,
επειδή τον αγαπάει πολύ. Εσύ όμως Κυρία μου, αν θέλεις να τον ελεήσεις, κάνε το
και μην αργοπορείς.

-Ας τον πάρουμε μαζί μας, εκεί που πάμε, κι ας του μεταδώσουμε πλούσιο το
έλεος του Θεού, είπε η πρώτη γυναίκα.

Η άλλη τον έπιασε από το χέρι και δεν τον άφησε, ώσπου ήρθαν σ’ έναν
τεράστιο ναό, αφιερωμένο στους Αγίους Αποστόλους.

Τότε λέει η πορφυροντυμένη στην άλλη:

-Βγάλε του όλα τα ρούχα και στήσε τον γυμνό μπροστά στο άγιο Βήμα.

Όταν η προσταγή της εκτελέστηκε, ξαναλέει:

-Μπές στο Ιερό και φέρε μου το ακοίμητο καντήλι, που καίει πάνω στο άγιο

θυσιαστήριο.

Η γυναίκα το έκανε πρόθυμα και αυτό.

-Σήκωσε τώρα τα μανίκια σου, και άλειψέ τον με λάδι απ’ το κεφάλι ως τα
πόδια.

Αμέσως εκείνη έχυσε πάνω στο Νήφωνα το λάδι του καντηλιού και το άπλωσε
με τα χέρια της σ’ όλο του το σώμα. Έπειτα τον έντυσε πάλι με τα ρούχα του.

-Να, Δέσποινα μου, έκανα ό,τι με πρόσταξες.

20
-Τούτος εδώ είναι άνθρωπος ελεημοσύνης, είπε εκείνη χαμογελώντας. Γι’ αυτό
κι εμείς τον ελεήσαμε. Ας είναι από τώρα υγιής.

Στράφηκε κατόπιν στο Νήφωνα και του πρόσφερε το κλαδί της ελιάς, που
κρατούσε ως τότε.

-Συλλογίσου καλά την ευεργεσία, που αξιώθηκες. Ποτέ μην την ξεχάσεις. Και
τούτο το κλαδί, που σου δίνω, είναι σημάδι και ένδειξη της ευεργεσίας αυτής.
Σήμερα ξεχύθηκε πάνω σου το έλεος του πανάγαθου Θεού. Από τώρα θα
βρίσκεσαι σε πόλεμο. Θ’ αγωνίζεσαι εναντίον των δαιμόνων και θα τους συντρίβεις
σαν το χορτάρι και τις καλαμιές.

Ο Νήφων έπεσε στα πόδια της και την προσκύνησε. Μα παρευθύς ξύπνησε…

Ήταν συνεπαρμένος από το όνειρο. Η Παναγία! Και η αγία Αναστασία η


Φαρμακολύτρια! Τον είχαν επισκεφθεί, σταλμένες από τον Κύριο!

Αμέσως ένιωσε θαυμάσια. Δυνατός και υγιής.

Την άλλη μέρα σηκώθηκε, έφαγε με όρεξη και περπάτησε άνετα μέσα στο
σπίτι.

Την ημέρα της Μεσοπεντηκοστής πήγε στην εκκλησία. Ένιωθε βαθειά


κατάνυξη και πνευματική θέρμη.

Μόλις μπήκε στο ναό, μια υπερκόσμια, άρρητη ευωδία τον τύλιξε και τον γέμισε
γλυκύτητα και χαρά.

Στάθηκε αντίκρυ στο Ιερό. Από τα χείλη του βγήκαν αυθόρμητα λόγια
ευχαριστίας στον πανάγαθο και πολυεύσπλαχνο Θεό:

-Δοξασμένος να’ σαι, άγιε, τρισάγιε,

υπερουράνιε και παντοκράτορα Θεέ,

που μ’ άκουσες, τον αμαρτωλό,

και την υγεία μου χάρισες

του σώματος και της ψυχής.

Και τώρα, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,

21
να μεταλάβω αξίωσέ με

τα φρικτά Σου και αθάνατα

και ζωοποιά μυστήρια,

για ν’ αφεθούν οι αμαρτίες μου,

να ξανανιώσει η ψυχή μου…

Έμεινε εκεί, βυθισμένος στην προσευχή, ώσπου κοινώνησε κι ένιωσε αισθητά


την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, γεμίζοντας με ουράνια γλυκύτητα.

Η δύναμη της προσευχής και της νηστείας.

Πέρασαν αρκετές ημέρες. Κάποια νύχτα βλέπει ο μακάριος στ’ όνειρό του ότι
βρισκόταν μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο στενόμακρο σπίτι. Ξαφνικά, εκεί που στεκόταν
σε μιαν άκρη, βλέπει δυο μαύρους και αγριωπούς άνδρες να ορμούν εναντίον του,
θέλοντας να τον σκοτώσουν. Για να γλυτώσει, άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος προς
την άλλη άκρη του σπιτιού, ενώ οι μαύροι τον κυνηγούσαν από πίσω. Τη στιγμή
που άπλωναν τα χέρια τους να τον αρπάξουν, έφτασε απέναντι. Βρήκε μια πόρτα,
την άνοιξε σαν τρελός, χώθηκε μέσα και την έκλεισε πίσω του με δύναμη.

Είδε πώς είχε μπει σ’ ένα ναό του Θεού. Ένιωσε ασφαλισμένος. Πράγματι, οι
διώκτες του δεν τόλμησαν να μπουν εκεί. Ξαλάφρωσε και ηρέμησε.

Μετά από λίγο άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και βγήκε έξω. Προχώρησε
αρκετά, οπότε οι μαύροι εκείνοι, που παραφύλαγαν σε κάποιες γωνίες του σπιτιού,
εμφανίστηκαν ξαφνικά και άρχισαν πάλι να τον κυνηγούν. Μόλις του είδε ο Νήφων,
το ξανάβαλε στα πόδια, προς την άλλη άκρη τώρα. Κι εκεί βρήκε μια πόρτα, που
τον έφερε και τον ασφάλισε σ’ έναν ιερό ναό. Οι μαύροι, απελπισμένοι, έπιασαν
πάλι τις γωνίες.

Όταν λίγο αργότερα βγήκε δειλά – δειλά κι από εκεί, επαναλήφθηκε η πρώτη
σκηνή.

Αυτό το όνειρο το έβλεπε κάθε νύχτα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Και ενώ
προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία του, το Άγιο Πνεύμα μίλησε μυστικά μες
στη διάνοιά του και του είπε:

22
-Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τις παγίδες των δαιμόνων, αν δεν καταφεύγεις
στους ναούς του Θεού κι αν δεν αγωνίζεσαι με προσευχές και με νηστείες.

Από τότε ο Νήφων σύχναζε στις εκκλησίες – ενώ συνάμα παραδόθηκε στην
προσευχή και τη νηστεία.

Κάποτε τον βασάνισε ο εξής λογισμός:

«Μήπως, αντί να τρέχω στους ναούς, είναι καλύτερα να κάθομαι σ’ ένα μέρος
και να ζητάω το έλεος του Θεού;».

Δεν άργησε ο φιλάνθρωπος Θεός να του αποκαλύψει και πάλι, ότι κάθε φορά
που ένας άνθρωπος πάει σε εκκλησία για να προσευχηθεί, είτε μέρα είτε νύχτα, τα
βήματά του μετριούνται από τους αγίους αγγέλους, για να μετατραπούν σε ουράνιο
μισθό την ημέρα της Κρίσεως. Κι ακόμα, πώς οι φύλακες άγγελοι των ιερών ναών,
σημειώνουν ποιοι μπαίνουν μέσα, και κάθε βράδυ δίνουν αναφορά στις αγγελικές
Δυνάμεις, που κυκλώνουν το ουράνιο Θυσιαστήριο. Τότε οι άγγελοι του ουρανού με
περισσότερη προθυμία και χαρά ψάλλουν τους δοξολογικούς τους ύμνους,
λέγοντας: «Πόσο μεγάλο και τιμητικό είναι γι’ αυτούς τους ανθρώπους το ότι δεν
παύουν νύχτα και ημέρα να δοξάζουν τον υπεράγαθο Θεό, μολονότι ζουν μέσα στη
ματαιότητα του κόσμου! Ας σπεύσουμε λοιπόν κι εμείς πρόθυμα να λατρεύσουμε
την Παναγία Τριάδα, ψάλλοντάς Της τον τρισάγιο ύμνο».

Αφού πληροφορήθηκε ο Νήφων όλ’ αυτά από το Άγιο Πνεύμα, αγωνιζόταν να


προσεύχεται αδιάλειπτα, καταφεύγοντας κάθε τόσο στις εκκλησίες.

Πόλεμος με την αισχρολογία

Μα ο πονηρός διάβολος, που γεμίζει τα στόματα των ανθρώπων με


αισχρολογίες, βάλθηκε να πολεμήσει και το Νήφωνα μ’ αυτόν τον τρόπο. Εκείνος
αγωνιζόταν με την προσευχή ν’ αποδιώξει το φοβερό κακό. Και μια φορά, μόλις
αποκοιμήθηκε, βλέπει στ’ όνειρό του τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.

-Χαίρε, δούλε του Θεού Νήφων! Του λέει. Καλή είναι η ζωή σου, μόνο που τη
μολύνεις με βρισιές και λόγια αισχρά. Σου υπόσχομαι όμως, παιδί μου, πώς, αν
πολεμήσεις με ανδρεία το δαιμόνιο της αισχρολογίας, εγώ θα είμαι στο πλευρό σου,
βοηθός σου και συναγωνιστής σου.

23
Ο Νήφων ξύπνησε και μουρμούρισε αναστενάζοντας:

-Αλίμονό σου, άκαρπη κι ακάθαρτη ψυχή! Ακόμα και οι άγιοι νοιάζονται για το
άθλιο κατάντημά σου, ενώ εσύ ζεις με φοβερή αμέλεια.

Σηκώθηκε αμέσως, πήρε μαζί του μια λαμπάδα και κίνησε για το ναό του αγίου
Στεφάνου. Άναψε τη λαμπάδα μπροστά στην εικόνα του και προσευχήθηκε ώρα
πολλή με δάκρυα, ζητώντας τη βοήθειά σου.

Φτάνοντας, πήρε από το δρόμο μια μικρή πέτρα και την έβαλε στο στόμα του,
λέγοντας στον εαυτό του:

-Τρώγε πέτρες, αισχρέ, για να μη βρίζεις τους ανθρώπους!

Εκείνη την πέτρα την κράτησε πολλές μέρες μέσα στο στόμα του,
εμποδίζοντάς το να αισχρολογεί.

Αν ποτέ ξεχνιόταν και ξεστόμιζε καμιά βρισιά, πήγαινε παράμερα και χτυπούσε
το στόμα του μ’ όλη του τη δύναμη, λέγοντας:

-Ακάθαρτε, κανείς μέχρι τώρα δεν σε τιμώρησε έτσι, γι’ αυτό αποθρασύνθηκες.
Τώρα θα σε σωφρονίσω εγώ!

Κι αν τύχαινε να οργιστεί με κάποιον άνθρωπο και να τον βρίσει, πήγαινε πάλι


σε τόπο μοναχικό και γρονθοκοπούσε το σώμα του, λέγοντας:

-Αθυρόστομε! Δεν φτάνει που ο λογισμός σου κινείται ανεξέλεγκτος προς την
οργή, βρίζεις κιόλας τον αδελφό σου, κι ανοίγεις χάσμα μίσους ανάμεσα σ’ εκείνον
και σ’ εσένα; Έννοια σου, και θα σου μάθω εγώ πραότητα και σιωπή! Όχι να
γίνεσαι θηρίο από το θυμό και να βρίζεις…

Επιπλέον έβαλε κανόνα να δίνει κάθε μέρα σαράντα ραπίσματα στο πρόσωπό
του.

Έλιωνε απ’ το κακό του ο διάβολος, βλέποντας το Νήφωνα να πολεμάει τόσο


σκληρά, και του έλεγε με πονηρία:

-Άθλιε, δεν λυπάσαι το ίδιο σου το πρόσωπο, που είναι φτιαγμένο «κατ’ εικόνα
Θεού»; Πώς το χτυπάς έτσι ανελέητα;…

24
-Βρωμιάρη, ήρθες κι εδώ, για να μου πεις τί θα κάνω στον εαυτό μου; Αχ! Άς
είχες κι εσύ σάρκα, κι ας έπεφτες στα χέρια μου… Και τότε θα σου έδειχνα πώς
περιποιείται ο Νήφων!... Οι άρχοντες δεν έχουν εξουσία να τιμωρούν τους κακούς
δούλους τους; Γιατί κι εγώ να μην τιμωρήσω το δικό μου δούλο; Δούλος μου είναι
το σώμα μου. Παρανομεί και το τιμωρώ!

Ο πονηρός δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί κι έφευγε.

Επειδή όμως για λίγο μόνο υποχωρούσε κι έπειτα ξανάρχιζε σκληρότερα τον
πόλεμο, ο μακάριος Νήφων έγινε πια αμείλικτος με το σώμα του: Γρονθοκοπιόταν
με μανία, ενώ τα ραπίσματα έφταναν στα εκατό και στα διακόσια κάθε μέρα.

Ήταν ένα παράδοξο θέαμα: Μάρτυρας, που αθλούσε και βασανιζόταν φρικτά
χωρίς τύραννο, χωρίς δήμιο!

Από τα πολλά που έκανε στη σάρκα του, έρεψε κυριολεκτικά. Προπαντός το
πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τα πολλά χτυπήματα και τον πονούσε
αφόρητα. Έβλεπες ένα ζωντανό νεκρό, που με δυσκολία έσερνε τα πόδια του και
συχνά σωριαζόταν λιπόθυμος στη γη. Όταν όμως συνερχόταν, έλεγε στον εαυτό
του:

-Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Αν αυτό τον μικρό πόνο δεν υποφέρεις, πώς
θ’ αντέξεις την αιώνια φωτιά της γέεννας;… Μη χάνεις όμως το θάρρος σου! Γιατί
«ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και
ημέρα».32

Στο σημείο αυτό θ’ αναφέρω κάτι θαυμαστό, που μου αποκάλυψε ο ίδιος. 33
Είχαμε, βλέπετε, στενό πνευματικό σύνδεσμο, γι’ αυτό και δεν μου έκρυβε τίποτα.

Πήγαινα συχνά και τον έβλεπα. Κι όταν αλλάζαμε τον ασπασμό της αγάπης,
μια άρρητη ευωδία, που ερχόταν από το πρόσωπό του, με τύλιγε και με μεθούσε. Τι
ήταν αυτή η γλυκύτατη ευωδία; Για πολύ καιρό δεν τολμούσα να τον ρωτήσω. Μια
μέρα όμως δεν άντεξα.

-Για τον Κύριο, είπα δειλά, κάτι θα σε ρωτήσω και, σε παρακαλώ, μη μου
κρύψεις την αλήθεια.

-Ρώτησε εσύ, αποκρίθηκε, κι αν πρέπει να σου το πώ, θα το μάθεις. Αλλιώς


όχι.

25
-Πές μου, γιατί από το πρόσωπό σου έρχεται τόση ευωδία;

Η πίστη σου σε κάνει να νιώθεις αυτή την ευωδία. Εγώ ξέρω πώς είμαι
ολόκληρος μια δυσωδία.

Η υπεκφυγή του με λύπησε. Καθώς επέμενα λοιπόν να μάθω την


πραγματικότητα, μου λέει:

-Δώσε μου υπόσχεση πώς δεν θα το αποκαλύψεις σε κανένα, και θα σου πώ.

-Σου το υπόσχομαι.

-Άκου, λοιπόν: Στις ώρες του πειρασμού, όταν χτυπάω τον εαυτό μου, έρχεται
άγγελος, σταλμένος από τον Κύριο, μ’ ένα θυμιατήρι. Με θυμιάζει συνέχεια. Τόσο
πολύ με συνεπαίρνει τότε η ευωδία του ουράνιου αυτού θυμιάματος, που δεν
νιώθω τον πόνο. Αντίθετα μάλιστα, η ψυχή μου ευφραίνεται και χαίρεται
υπερβολικά από την αγγελική επίσκεψη και τη άρρητη ευωδία. Αυτή ακριβώς σε
τυλίγει, όταν με πλησιάζεις.

Έμεινα έκπληκτος με την αποκάλυψη του οσίου και δόξασα τον φιλάνθρωπο
Θεό για το θαύμα Του.

Πόλεμος με τη λαιμαργία.

Ο πονηρός δεν άργησε να τον πολεμήσει και με άλλο τρόπο: με τη λαιμαργία.


Του προκαλεί λοιπόν, από το πρωί κιόλας, ένα βασανιστικό αίσθημα πείνας,
σπρώχνοντάς τον να φάει κρέατα και ψάρια και άλλα πλούσια φαγητά. Μα ο
μακάριος Νήφων αντιστεκόταν στο διάβολο με τον διακριτικό του λογισμό,
λέγοντας:

-Όλα αυτά, μόνο μέχρι το φάρυγγα χαρίζουν ηδονή. Πιο κάτω ευχαρίστηση
καμιά δεν δίνουν! Μόνο ανυπόφορη δυσωδία αναδίνουν! Πήγαινε λοιπόν διάβολε,
εκεί που οι άνθρωποι κάνουν την ανάγκη τους και δες, τι είναι κείνα που μου λές να
φάω! Γεύσου τα εσύ, να ευχαριστηθείς…

Μ’ αυτά τα λόγια χλεύαζε τον πονηρό. Κι όταν εκείνος του ξαναριχνόταν και τον
πολεμούσε αγριότερα, του έλεγε:

-Σήμερα θα φάω και θα πιω με το παραπάνω! Για να σου δείξω, πώς ούτε κι
έτσι θα μπορέσεις να μ’ εμποδίσεις από την προσευχή.

26
Τη μέρα εκείνη έτρωγε ακόμα και κρέας κι έπινε κρασί μπόλικο.

Ύστερα σηκωνόταν κι έλεγε στον εαυτό του:

-Πρόσεχε Νήφων! Ο σκύλος, μόλις χορτάσει, γαβγίζει μ’ ευχαρίστηση. Κι εσύ


τώρα έφαγες από τα δώρα του Θεού. Εμπρός, λοιπόν, να Τον ευχαριστήσεις, που
σε χόρτασε από τα επίγεια αγαθά.

Κι ευθύς πήγαινε στην εκκλησία, σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό κι έλεγε:

-Σε δοξάζω, Χριστέ ο Θεός,

που με χόρτασες απ’ τα αγαθά Σου˙

μη μου στερήσεις, πολυέλεε,

και τα επουράνια!

Και συνέχιζε την προσευχή για πολλήν ώρα, μ’ όλο και μεγαλύτερη θέρμη.

Ύστερα γύριζε κι έλεγε στο διάβολο:

-Δές, αδιάντροπε σκύλε, πόσο έφαγα και ήπια! Έ, και τι μ’ αυτό; Από την
εκκλησία κανείς δεν μπορεί να με διώξει. Ο Θεός δεν μ’ αποστράφηκε, ούτε κι οι
άγιοι Του. Ρεζίλι έγινες, πονηρέ και ακάθαρτε! Φύγε μακριά! Χάσου στο σκοτάδι!
Μην ελπίζεις πια σ’ εμένα!

Πόλεμος με τον ύπνο.

Μ’ αυτά τα λόγια όμως ο διάβολος μάνιαζε περισσότερο. Κι αμέσως δοκίμαζε


άλλο όπλο: του έφερνε αφόρητη νύστα και ασταμάτητα χασμουρητά,
προσπαθώντας έτσι να τον αποχαυνώσει. Αλλά εκείνος, μόλις ένιωθε νύστα,
άρπαζε το ραβδί του και άρχιζε να χτυπάει το σώμα του, λέγοντας:

-Αχάριστε δούλε! Δεν σου έδωσα να φάς και να πιείς; Τώρα θέλεις και ύπνο;
Θα σε μάθω εγώ να νυστάζεις!

Τέτοια λέγοντας, χτυπούσε όλο και δυνατότερα το σώμα του. Τόσο, που η
νύστα τελικά υποχωρούσε! Και τότε άρχιζε ν’ αγρυπνεί και να προσεύχεται…

Μετά την προσευχή έλεγε πάλι:

27
-Κοίταξε, Νήφων! Έφαγες και ήπιες. Αν τώρα υπηρετήσεις ανύσταχτα τον
Κύριό σου, θα σε ξαναχορτάσω με τις δωρεές Του. Αν όμως αρχίσεις να λυγάς στον
ύπνο, θα σε πεθάνω στην πείνα και τη δίψα!

Ακούγοντας ο διάβολος αυτά τα λόγια, λύσσαγε.

-Αλιτήριε, Νήφων! Τσύριξε μια μέρα. Πιο πανούργος κι απ’ τους δαίμονες είσαι!
Ποιός σου τις έδειξε τούτες τις κατεργαριές; Πού τα έμαθες αυτά τα κόλπα, μου λές;
… Αλίμονό μου! Με πάμπολλους πάλεψα ως τώρα, μα τέτοιο σκληρό καρύδι ποτέ
μου δεν συνάντησα! Δεν φτάνει που με βρίζει και με κοροϊδεύει, διαλαλεί κι από
πάνω πώς δεν φοβάται τους δαίμονες. Κακό που με βρήκε! Τον ρίχνω μια φορά,
σηκώνεται, με ρίχνει δυο και τρείς! Και μου λέει ειρωνικά: «Δεν βλάπτει κανέναν να
κρατάμε τις ισορροπίες!». Άλλοτε πάλι με απειλεί: «Μα κι αν πέσω, τι λές, δεν
μπορώ να ξανασηκωθώ;». Τί να κάνω πια… Μά έννοια σου! Νέος είναι ακόμα! Κι
εγώ ξέρω χίλια τεχνάσματα! Θα τον τραβήξω πάλι στο βούρκο της ακολασίας…

Πόλεμος με τη σάρκα

Δεν έχασε καιρό ο πονηρός. Σε λίγες μέρες ρίχνεται πάλι στο Νήφωνα,
φλογίζοντας κι ερεθίζοντάς τον τώρα με πορνικούς λογισμούς. Ο όσιος όμως,
καταλαβαίνοντας πώς ήταν δαιμονικός πόλεμος, μονολογούσε:

-Πάλι τα ίδια, ταλαίπωρε Νήφων! Απ’ την αρχή πάλι!...

Κι από εκείνη τη μέρα άρχισε να τρώει μονάχα ξερό ψωμί, εκτός από τα
Σαββατοκύριακα. Έπειτα έτρωγε μόνο φρούτα ολόκληρη την εβδομάδα. Και μετά
έτρωγε μέρα παρά μέρα. Κάποτε έμεινε νηστικός μέχρι και μία εβδομάδα, χωρίς να
πίνει ούτε νερό. Μ’ αυτόν τον τρόπο δάμαζε σκληρά και ταπείνωνε τη σάρκα του.
Συνήθιζε μάλιστα να λέει:

-Ας υποθέσουμε, πώς ένας άνθρωπος νηστεύει σαράντα μέρες. Ένας άλλος
πάλι τρώει κανονικά όλη την εβδομάδα, δεν πίνει όμως καθόλου νερό. Ε, λοιπόν, ο
δεύτερος κάνει σκληρότερη άσκηση από τον πρώτο. Γιατί, όποιος τρώει χωρίς να
πίνει νερό, βασανίζεται φοβερά. Καμίνι ανάβει στα σπλάχνα του! Όποιος όμως
νηστεύει και το ψωμί και το νερό, έχει αγώνα ευκολότερο. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να
συγκριθεί με τον πρώτο.

28
Πότε – πότε, παρόλο που καιγόταν ο μακάριος από τη δίψα, ήθελε να
περιγελάσει το διάβολο. Έβαζε τότε νερό στο ποτήρι και έλεγε:

-Ώ, τι ωραίο και δροσερό νερό θα πιούμε, ψυχή μου! Μα μόλις που άγγιζε με
τη γλώσσα του το ποτήρι, κι ευθύς έχυνε το νερό στη γη!

Ο πονηρός διάβολος, σαστισμένος από την εφευρετική αγωνιστικότητα του


οσίου, απομακρυνόταν γρυλίζοντας.

-Αχ, Νήφων! Όλες μου τις δυνάμεις τις τσάκισε η χάρη του Σταυρωμένου, και
τα τεχνάσματά μου τ’ αχρήστεψε η θεϊκή δύναμη, που ‘χεις μέσα σου!

Μ’ όλες τις ήττες του, δεν το έβαλε κάτω ο παγκάκιστος. Οπλίστηκε πάλι με
τους σαρκικούς πειρασμούς και όρμησε στον άγιο την ώρα που κοιμόταν. Τον
ερέθισε μέσα στον ύπνο του και τον έκανε να δει στ’ όνειρό του πώς αμάρτησε μ΄
ένα παιδί!

Εκείνος ξύπνησε και πετάχτηκε όρθιος. Καταλαβαίνοντας αμέσως πως ήταν


πειρασμός, βάσει φωνή:

-Αλίμονο στον υπναρά το Νήφωνα! Τί κάνουμε τώρα; Τίποτ’ άλλο από το


«ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν».34

Ζύγιασε με το νού του το βάρος της αμαρτίας, που διέπραξε τάχα στ’ όνειρό
του, κι έβγαλε την απόφαση:

-Θα δοκιμάσεις τώρα δα, αντί για ηδονή, πικρή οδύνη!

Πιάνει τη στη στιγμή ένα κοντό ξύλο κι αρχίζει να χτυπάει άγρια τα πόδια του.
Τα χτύπησε τόσο, που για καιρό μετά ήταν μελανιασμένα.

Όταν απόκαμε πια να δέρνεται, στράφηκε στο Θεό. Προσευχόταν με


στεναγμούς κι έλεγε:

-Ελέησέ με, Κύριε,

που αμάρτησα βαριά.

Συγχώρεσε με, τον άσωτο,

τον αισχρό, τον μολυσμένο,

29
και οδήγησέ με στο δρόμο των εντολών Σου,

που τόσο πόθησα.35

ωστόσο συνέχισε να παλεύει πολύ σκληρά με το πνεύμα της πορνείας, που


δεν υποχωρούσε. Αναγκαζόταν κάποτε να χτυπάει το σώμα του και με πέτρες! Με
τόση μανία πολεμούσε τους γαργαλισμούς της ακολασίας.

Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια έδωσε φοβερές μάχες με τη σάρκα. Ύστερα πιο


ο Θεός τον λύτρωσε απ΄ αυτή τη δοκιμασία, παύοντας τον πόλεμο. Και να πώς:

Κοιμόταν κάποτε, και του φάνηκε πως βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο κάμπο. Κι ήτανε,
λέει, τ΄ απόκρυφα μέρη του γεμάτα βρωμερές ακαθαρσίες που τον βάραιναν πολύ.
Επιπλέον η αφόρητη δυσοσμία τους ανέβαινε ως το πρόσωπό του και τον αηδίαζε.
Δεν ήξερε όμως τι να κάνει.

Εκεί που στεκόταν αμήχανος, τον πλησιάζει ξαφνικά ένας λευκοντυμένος και
του λέει:

-Έλα μαζί μου.

Ο Νήφων τον ακολούθησε, συγκρατώντας με το ένα χέρι το βρωμερό φορτίο –


τόσο ήταν το βάρος του.

Στάθηκαν μπροστά σ’ ένα λάκκο γεμάτο βούρκο. Στράφηκε τότε ο άγγελος και
λέει στο Νήφωνα:

-Άδειασε εδώ μέσα ό,τι έχεις στ’ απόκρυφά σου.

Το έκανε, κι αμέσως ξαλάφρωσε. Το βρωμερό βάρος έφυγε από πάνω του, μα


ταυτόχρονα ένιωσε σα να ξεριζώθηκαν μαζί και τ’ απόκρυφα μέλη του και να
έπεσαν κι αυτά μέσα στο λάκκο. Απ’ τον φρικτό πόνο ξύπνησε. Στο μεταξύ ο
λευκοντυμένος του είπε:

Ειρήνευε, εξαίσιε Νήφων!

Κι έγινε άφαντος.

Τότε μόλις συνειδητοποίησε ο μακάριος πως τον επισκέφθηκε άγγελος Κυρίου,


και δόξασε τον Πανάγαθο.

30
Από το γεγονός αυτό και στο εξής, καθώς ομολογούσε ο ίδιος, δεν είχε πια
καμιά εξουσία επάνω του το πνεύμα της πορνείας. Μα κι όταν τον πολεμούσε,
πάντα έβγαινε δυνατότερος απ’ αυτό, λέγοντάς του:

-Έννοια σου, πονηρέ, και ξέρω σε τι με σπρώχνεις: Να ποθήσω γυναίκα και ν’


αμαρτήσω μαζί της. Όμως τί είναι η γυναίκα; Σάρκα, που φοράει ρούχα. Σάρκα,
που καταλήγει στον τάφο, όπου σαπίζει και βρωμίζει. Κι η σάρκα αυτή τί έχει; Αίμα
και λίπη και νεύρα. Και παραμέσα είναι η κοιλιά, γεμάτη δύσοσμα κόπρανα…

Ποιά ηδονή να βρει κανείς σ’ αυτά; Αδιάντροπε σκύλε! Κοπροφάγε! Τέτοια με


βάζεις να ποθήσω; Μα όλα τούτα είναι φθαρτά κι ανυπόφορη δυσωδία. Πώς
μπορώ λοιπόν να τα γευθώ; Χάσου από μπροστά μου, ακάθαρτο πνεύμα!

Τα έχανε ο διάβολος με την εξυπνάδα του και μαζευόταν από φόβο. Κι όταν ο
Νήφων τον έβλεπε να φεύγει ντροπιασμένος, στεκόταν και τον παρατηρούσε
κοροϊδευτικά, χλευάζοντας την αδυναμία του. Μολαταύτα, ο πονηρός δεν άφηνε
ήσυχο τον άγιο. Πάλι και πάλι ριχνόταν εναντίον του, με νέες κάθε φορά επινοήσεις
και επιβουλές.

Μια μέρα, εκεί που καθόταν αμέριμνος αλλά και άγρυπνος, στράφηκε και
ρώτησε το Θεό:

-Κύριε, έφυγε τάχα ολότελα από κοντά μου ο διάβολος;

Μα πριν αποσώσει καλά –καλά το λόγο του, βλέπει λίγο μακρύτερα απ’ το κελί
του, πάνω σε κάτι ακαθαρσίες, ξαπλωμένο ένα μαύρο σκύλο.

«Λές να είναι δαίμονας αυτός ο σκύλος», συλλογίστηκε, ενώ τον έδειχνε


μηχανικά με το δάκτυλό του.

Εκείνος τότε πετάχτηκε πάνω και χύμηξε στον όσιο, θέλοντας, θαρρείς, να τον
ξεσκίσει. Μα σαν έφτασε κοντά του, στάθηκε.

-Εμένα θέλεις; Τον ρώτησε μ’ ανθρώπινη λαλιά. Να, λοιπόν, ήρθα!

Ο άγιος όμως τον έκανε άφαντο μ’ ένα του φύσημα.

Άλλοτε πάλι, καθώς κοιμόταν καθισμένος σ’ ένα στασίδι της εκκλησίας, έρχεται
ο διάβολος, ανεβαίνει στα πόδια του κι αρχίζει να τον τρομάζει.

31
Εκείνος ξύπνησε αμέσως και δοκίμασε να σηκωθεί, μα δεν μπορούσε. Λες κι
ήταν δεμένος. Κατάλαβε. Ο πονηρός είχε κάνει πάλι το «θαύμα» του! Τον έφτυσε
κατάμουτρα και τον επιτίμησε:

-Ώ αδιόρθωτε εχθρέ του Θεού! Τόσα έπαθες από τον Κύριο μου Ιησού Χριστό,
κι ακόμα μυαλό δεν έβαλες.

Τότε κατόρθωσε να κουνήσει λίγο το δεξί του πόδι. Το σήκωσε με κόπο και,
δίνοντας τάχα μια κλωτσιά στο σατανά, του είπε:

-Ο Θεός, πονηρέ, να σ’ αφανίσει εντελώς! Όσο για μένα, δεν φοβάμαι τις
αισχρές επιβουλές σου.

Αμέσως σηκώθηκε και προσευχήθηκε.

-Κύριε ο Θεός μου,

Εσύ, που σοφά όλα τ΄ αρίθμησες,

Εσύ, που με την άπειρή Σου δύναμη

ξεδίπλωσες τον ουρανό και κατασκεύασες τη γη,

Εσύ, που κρατάς όλη την κτίση μες στη χούφτα Σου,

δώσε μου εξουσία κατά των πονηρών πνευμάτων,

για ν’ αξιωθώ να τα συντρίψω

δυναμωμένος από το Άγιο Σου Πνεύμα.

Με σηκωμένα τα χέρια του στον ουρανό ο δούλος του Θεού, συνέχισε να


προσεύχεται για ώρα…

«Κύριος ταπεινοίς δίδωσι χάριν»

(Παροιμ. 3-34)

Και να! Ξάφνου το Πνεύμα του Θεού άστραψε μπροστά του, πλημμυρίζοντας
την καρδιά του μ’ ευφροσύνη και χαρά μεγάλη.

-Νήφων, Νήφων, του λέει. Εγώ θα σου δώσω δύναμη κι εξουσία κατά των
ακαθάρτων δαιμόνων. Πρόσεξε μόνο, να μείνεις πάντα ταπεινός. Γιατί όσο αγαπώ

32
τους ταπεινούς, τόσο αποστρέφομαι τους υπερήφανους. Αν θές λοιπόν να σ’
αγαπώ, να ΄χει ταπείνωση. Μα να θυμάσαι και τούτα: Ποτέ μην ορκιστείς. Κανένα
μη περιγελάσεις. Ψέμα μην ξεστομίσεις. Ποτέ μην οργιστείς μήτε να κατακρίνεις
άνθρωπο, κι αν αμαρτήσει ακόμα. Πρόσεξε, γιατί θα ΄ναι βαριά η τιμωρία για όλα
αυτά. Εσύ λοιπόν να μη μοιάσεις στους αμαρτωλούς. Βαδίζεις, βέβαια, μέσα στις
παγίδες του διαβόλου. Μα να έχεις το νού σου, για να μην πιαστείς σε καμιά…
Κουράγιο! Εγώ είμαι μαζί σου!

Μόλις είπε τα λόγια αυτά το Πνεύμα του Θεού, έφερε τον όσιο σε έκσταση.
Βλέπει τότε εκείνος ένα μακρύ δρόμο, που οδηγούσε προς την ανατολή. Τον
φύλαγαν κάποιοι άνδρες, θεόρατοι και μαύροι σαν Αιθίοπες, μ’ αρματωσιά βαριά
και δόρατα στα χέρια. Στην αρχή του δρόμου στριμώχνονταν πλήθος ανθρώπων,
που ήθελαν να προχωρήσουν. Φοβόντουσαν όμως τους φοβερούς φύλακες.

Ανάμεσα στο πλήθος εκείνο ήταν, λέει, κι ο Νήφων. Ζητούσε κι αυτός να


περάσει, μα δεν ήξερε πώς.

Καθώς λοιπόν στέκονταν όλοι αμήχανοι, παρουσιάζεται ανάμεσά τους ένας


λευκοφόρος άνδρας και λέει δυνατά:

-Τί δειλία είναι αυτή που σας κυρίεψε όλους;

-Φοβόμαστε τους Αιθίοπες, αποκρίθηκαν.

Εκείνος τότε στράφηκε στο Νήφωνα.

-Κι εσύ; … Γιατί δεν προχωράς;

-Φοβάμαι κι εγώ…

-Προσευχήθηκες ποτέ να σου δοθεί ταπείνωση; Τον ρώτησε απροσδόκητα ο


άγγελος.

-Μα… αυτή ζητάω συνεχώς από το Θεό μου!

-Έ, λοιπόν, σου την έστειλε! Κοίταξε τί θα γίνει…

Και τι να δει ο Νήφων! Με μια γρήγορη κίνηση ο άγγελος σα να του έσκισε το


στήθος. Κι εκεί, μπροστά σε όλους, του έβγαλε την καρδιά, την πέταξε στη γη κι
έβαλε στη θέση της μιαν άλλη, διαφορετική. Ύστερα του είπε:

33
-Προχώρησε τώρα στο δρόμο. Οι μαύροι θα παραλύουν στο πέρασμά σου.
Κανένας δεν θα ακουμπήσει χέρι πάνω σου.

Τότε και οι άλλοι άρχισαν να εκλιπαρούν τον άγγελο:

-Σε παρακαλούμε, κάνε και σ’ εμάς το ίδιο, για να μπορέσουμε ελεύθερα να


βαδίσουμε αυτόν το δρόμο!

Μα οι ικεσίες τους δεν έφεραν αποτέλεσμα.

-Ζητήστε το κι εσείς με προσευχή και νηστεία από το Θεό, και χωρίς άλλο θα
σας το δώσει. Αν δεν το ζητήσετε, δεν θα το πάρετε. Κι αν δεν το πάρετε, δεν θα
μπορέσετε να περάσετε κι απ’ τη στράτα τούτη – τη μόνη που οδηγεί στη ζωή!
Αυτός που είδατε, πήρε «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», 36 επειδή
χρόνια πολλά τη ζητούσε από το Θεό. Και μόλις τώρα την αξιώθηκε… Κοιτάξτε τον
λοιπόν πώς βαδίζει!

Έριξαν όλοι τα βλέμματά τους πάνω στο Νήφωνα, και τον είδαν να προχωράει
στο δρόμο ανεμπόδιστα. Έφτασε στην πρώτη σκοπιά, όπου στέκονταν δύο
Αιθίοπες. Στο πλησίασμά του, τράβηξαν τα σπαθιά τους. Τα σήκωσαν για να τον
χτυπήσουν, αλλά μεμιάς τα χέρια τους κοκάλωσαν!

Ο Νήφων προχώρησε ελεύθερα. Με τον ίδιο τρόπο πέρασε και τη δεύτερη


σκοπιά και την Τρίτη και την τέταρτη και τις υπόλοιπες όλες.

Τελικά έφτασε σ’ έναν τόπο, όπου είχαν στρατοπεδεύσει ολόκληρα τάγματα


αιθιόπων. Αμέσως ρίχτηκαν επάνω του για να τον χτυπήσουν. Μα να, έμειναν κι
αυτοί ξεροί κι αναίσθητοι. Ήταν μάλιστα τόσο πολλοί, που έκλεισαν τον τόπο, κι ό
Νήφων δεν μπορούσε να περάσει. Για ν΄ ανοίξει λοιπόν δρόμο, άρχισε άλλους να
σπρώχνει, άλλους να ποδοπατεί, και συνάμα να φωνάζει:

-Ποιός έστησε εδώ πέρα τα βδελύγματα τούτα, που μας φράζουν το δρόμο
προς τη ζωή;…

Κι ενώ οι άλλοι άνθρωποι τον ατένιζαν με θαυμασμό, εκείνος διάβηκε όλο το


δρόμο κι έφτασε με ευκολία ως το τέρμα.

Όταν ο μακάριος συνήλθε λίγο από την οπτασία, αναρωτιόταν τι να σήμαιναν


όλα αυτά. Τότε το Άγιο Πνεύμα, που τον συνείχε ακόμα, τον πληροφόρησε:

34
-Θέλεις εξήγηση σε όσα είδες; Πρόσεξε: Η στράτα που πήρες, είναι η «στενή
και τεθλιμμένη οδός».37 Οι αιθίοπες είναι οι πονηροί δαίμονες, που πασχίζουν να
εμποδίσουν όσους θέλουν να τη βαδίσουν. Τώρα πια σου φανερώθηκε καθαρά, ότι
κανένας δεν μπορεί να την περάσει, αν δεν μου ζητήσει πρώτα να του δώσω
καρδιά ταπεινή και συντετριμμένη. Εσύ τη ζήτησες και την πήρες. Από δω και πέρα
δεν έχεις να φοβηθείς «από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας,
από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τον Ύψιστον έθου καταφυγήν
σου».38 Έχε το νού σου όμως! Μεγάλος πειρασμός θα σηκωθεί εναντίον σου. Μα
δεν θα νικηθείς, γιατί εγώ είμαι μαζί σου.

Αυτά είπε το Άγιο Πνεύμα του Θεού κι έλυσε την οπτασία. Μια άρρητη ευωδία,
που συνόδευε την παρουσία Του, τύλιγε ακόμα τον όσιο.

-Μα την αλήθεια, μονολόγησε συνεπαρμένος, καμιά ανθρώπινη αίσθηση δεν


μπορεί να νιώσει μεγαλύτερη γλυκύτητα, απ’ αυτή που δίνει η ευωδία του Αγίου
Πνεύματος. Ναι, ξεπερνάει κάθε απόλαυση, κάθε τέρψη. Αχ, να την απολάμβανα
για πάντα! Δεν θα ήθελα πια τις ηδονές του κόσμου!

Η τελευταία σκέψη του θύμισε τις αμαρτίες του.

-Αλίμονο σ’ εμένα, άρχισε να θρηνεί, τον αμαρτωλό, τον πονηρό, το βρωμερό,


τον ακόλαστο, τον αισχρό, το βλάσφημο! Και τους δαίμονες ξεπερνάω στις
αμαρτίες! Τι να κάνω, Θεέ μου, για να γλυτώσω απ΄ αυτούς; Αλίμονό μου!

Συνήθειά του ήταν να λέει και να ξαναλέει:

-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό!...

Στην εκκλησία, μετά την ακολουθία, έβαζε σ’ όλους μετάνοια. Ο ίδιος όμως
έκλεινε τα μάτια, για να μη δει κανένα να του την ανταποδίδει – τόσο πολύ μισούσε
κι απωθούσε την ανθρώπινη δόξα.

Πολλές φορές μάλιστα τον άκουγα να προσεύχεται με στεναγμούς και να λέει:

-Θεέ μου, Θεέ μου,

μην επιτρέψεις να με δοξάζουν οι άνθρωποι.

Μην τους αφήσεις να μου δείχνουν

εκτίμηση ή σεβασμό.

35
Αντί για τούτα, χάρισέ μου

τη δόξα Σου, που μένει στους αιώνες.

Γιατί το πνεύμα μου θ’ αναπαυθεί μονάχα

Όταν θ’ αγάλλεται κοντά Σου.

Ξέρεις δα, Κύριε, πώς η φιλία του κόσμου

είν’ η έχθρα σ’ Εσένα, το Θεό μου.39

Είχε και μιαν άλλη θεάρεστη συνήθεια ο μακάριος. Όποτε δηλαδή


προσευχόταν στην εκκλησία, κάκιζε και μεμφόταν τον εαυτό του, λέγοντας:

-Τί έκανες. Άθλιε; Ήρθες κι εδώ, για να μολύνεις αυτούς τους αγίους
ανθρώπους; Αλίμονό σου, ακάθαρτε! Φαίνεσαι άνθρωπος, μα στα έργα είσαι
πονηρός δαίμονας!

Κι έστρεφε τα μάτια του στον ουρανό, λέγοντας:

-Θεέ μου, ελέησέ με, γιατί δεν έχω κάνει κανένα καλό. Έτσι ταπείνωνε τον
εαυτό του, θεωρώντας τον χώμα στα πόδια των αδελφών.

-Ψυχή μου, μονολογούσε συχνά, θαρρώ πώς είσαι στ’ αλήθεια χειρότερη κι
από το χώμα, που έχουν οι αδελφοί στα παπούτσια τους. Γιατί εκείνο τουλάχιστον
τινάζεται και πέφτει, καθώς τρέχουν. Ενώ εσύ, ταλαίπωρη, ξεπέρασες κάθε
δαιμονική βρωμιά. Αλίμονό σου την ημέρα της Κρίσεως!...

Έτσι ταλανίζοντας τον εαυτό του, λάτρευε τον Κύριο μ’ ευσέβεια κι αγάπη.

Όταν ήθελε να δώσει σε φτωχό κανένα νόμισμα ή τίποτα άλλο, έλεγε:

-«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν Κύριε, κατά πάντα και δια πάντα». 40

Κι έσκυβε πρώτος το κεφάλι του, προσκυνώντας ευλαβικά το ζητιάνο. Αν τον


ρωτούσε κανείς γιατί το έκανε αυτό, αποκρινόταν:

-Δεν φτάνει που έρχεται ο Χριστός μπροστά στα πόδια μας να ζητιανέψει;
Πρέπει να μας προσκυνάει και να παρακαλάει και να μας ικετεύει με δάκρυα; Όχι
δα! Αντίθετα, εμείς οφείλουμε όχι μόνο την εντολή της ελεημοσύνης να τηρούμε,
αλλά και να παρηγορούμε και να υπηρετούμε και σεβασμό να δείχνουμε στον

36
φτωχό συνάνθρωπό μας. Μακάριος είναι όποιος φροντίζει για τα πλάσματα του
Χριστού!

Έτσι λοιπόν, μες στη βαθειά ταπείνωση, κυλούσε η ζωή του οσίου. Κι αν
συνέβαινε καμιά φορά ν’ αμαρτήσει, αμέσως έτρεχε στην εκκλησία να
εξομολογηθεί. Και με στεναγμούς παρακαλούσε το Θεό να συγχωρέσει την αμαρτία
του. Γιατί, όπως έλεγε, αφού ο άνθρωπος κάθε μέρα αμαρτάνει, κάθε μέρα πρέπει
και να μετανοεί. Κι έτσι, ό,τι ράβει ο σατανάς, εμείς θα του το ξηλώνουμε!

Ο μεγάλος πειρασμός.

Όπως τον είχε προειδοποιήσει το Πνεύμα του Θεού, ήρθε κι η ώρα του
μεγάλου πειρασμού…

Κάθε Σάββατο, τη νύχτα, ο Νήφων ξαγρυπνούσε. Ούτε κοιμόταν ούτε καθόταν.


Ως το πρωί της Κυριακής προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες ο μιμητής του Δανιήλ, ή
μάλλον των αγγέλων, που ανταποκρίνονται στην προφητική προτροπή:
«προσκυνήσατε αυτώ πάντες άγγελοι αυτού». Αυτή την τάξη κρατούσε όχι μόνο τις
Κυριακές, μα και τις δεσποτικές εορτές, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση.
Ανάλογα προσευχόταν κι όλες τις άλλες μέρες και νύχτες. Το πρωί μάλιστα έλεγε
μια προσευχή, που την επαναλάμβανε και αποβραδίς. Αλλά τι προσευχή ήταν
εκείνη! Ξέχειλη από σοφία και χάρη και θεογνωσία. Έκλεινε μέσα της όλη την
άφατη θεολογία – τη γέννηση του Υιού, τη δημιουργία των ασωμάτων Δυνάμεων, τα
φρικτά και άρρητα μυστήρια, τα θαύματα της θείας οικονομίας και του φυσικού
κόσμου, τα τωρινά και τα έσχατα, τα επίγεια και τα καταχθόνια… - μα τι να
πρωτογράψω;-… τα εγκόσμια και τα υπερκόσμια, τα ορατά και τ΄ αόρατα, τα
καταληπτά και τ’ ακατάληπτα, τα νοητά και τ΄ ακατανόητα… Ίσως παρακάτω να
καταχωρίσουμε, αν μπορέσουμε, κάποιο τμήμα από τη θεσπέσια προσευχή του.

Ας δούμε όμως τώρα, τι έγινε με τον μεγάλο πειρασμό που τον βρήκε.

Κάποιο Σάββατο, καθώς σουρούπωνε, άρχισε, όπως πάντα, να προσεύχεται.

Ξαφνικά ακούει ένα τρομερό κι ανατριχιαστικό συριγμό, που του τρύπησε τ΄


αυτιά!

Πάγωσε…

37
«Τί να είναι αυτό;», αναρωτήθηκε.

Μα δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο, και να ο διάβολος… Άρχισε να βρυχάται


και ν’ αφρίζει και να φοβερίζει το Νήφωνα.

Εκείνος τα χρειάστηκε… Ο νους του σκοτίστηκε. Ο φόβος κι η ταραχή τον


παρέλυσαν. Έκανε να προσευχηθεί, μα δεν μπορούσε να μαζέψει το νού του.
Μύρια κακά τον κυρίεψαν: χασμουρητά και υπνηλία, κομμάρα και ραθυμία,
ακατάσχετη φλυαρία, αφόρητη λύπη… Σωπαίνω γι’ άλλα χειρότερα…

Νύχτες και μέρες συνέχιζε να τον βασανίζει μ’ αυτόν τον τρόπο. Το είχε βάλει
σκοπό να του σαλέψει ολότελα τα λογικά!

Κάποια στιγμή, αποκαμωμένος ο μακάριος από την τυραννία του διαβόλου,


άφησε φωνή:

-Άχ, αμαρτωλέ Νήφων!... Τώρα πληρώνεις τις αμαρτίες σου! Κι ο πειρασμός,


που φοβόσουνα, είναι στ’ αλήθεια φοβερός. Ο δράκοντας είναι μανιασμένος μαζί
σου. Ήδη σου σκότισε το νου. Πρόσεχε!... Πρόσεχε, μη σε καταπιεί ζωντανό!...

Αυτά είπε και σταυροκοπήθηκε.

Στο μεταξύ ο αναίσχυντος διάβολος συνέχιζε να τον τυραννάει δίχως


σταματημό, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο.

Δεν δίσταζε ακόμα και να τον εκβιάσει.

-Λοιπόν, ή σταματάς την προσευχή, του είπε κάποτε ορθά – κοφτά, ή


στρογγυλοκάθομαι εδώ δίπλα σου μέχρι να σκάσεις! Δεν φεύγω, κι ό,τι θέλει ας
γίνει!

-Δεν θα σου κάνω το χατίρι, ακάθαρτε δαίμονα, του ξέκοψε ο Νήφων. Κι αν ο


Θεός μου σε πρόσταξε να με σκοτώσεις, ας γίνει το θέλημά Του. Αν πάλι δεν το
θέλει αυτό ο Θεός, τότε… τι να πώ… γελάω με τα τεχνάσματά σου!

-Μα… υπάρχει Θεός; Θεός δεν υπάρχει! Του σφύριξε ο διάβολος.

Την ίδια στιγμή έριξε στο νου του σκοτάδι και σύγχυση, τριβελίζοντάς τον
ασταμάτητα με τα φρικτά τούτα λόγια:

Υπάρχει Θεός; Θεός δεν υπάρχει!...

38
Να ποιός ήταν λοιπόν ο τελικός του σκοπός. Αποκαλύφθηκε τώρα. Ήθελε να
ρίξει τον όσιο ολότελα στην απιστία! Και το καταχθόνιο σχέδιό του ήταν χωρισμένο
σε τρεις διαδοχικές φάσεις˙ Πρώτα, επίθεση και αιχμαλώτιση της διάνοιας του
Νήφωνα. Έπειτα, σκοτισμό και αποχαύνωσή του. Και τέλος, το γκρέμισμά του στο
θανάσιμο βάραθρο της απιστίας και της παραφροσύνης.

Σκιζόταν η καρδιά του οσίου, σαν άκουγε τον φαρμακερό λόγο του νοητού
φιδιού. Και μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει, αντίλεγε:

-«Είπεν άφρων εν καρδία αυτού˙ ούκ έστι Θεός».42

Αφανίσου, ζοφερέ, και μη βλαστημάς! Γκρεμίσου στο σκοτάδι! Τσακίσου από


μπροστά μου, γιατί εγώ πιστεύω βαθιά πως ο Θεός και υπάρχει και θα υπάρχει
αιώνια!

Μα ο μισόκαλος διάβολος είχε βάλει σκοπό να τον νηκήσει, και μάλιστα το


γρηγορότερο. Του θόλωνε λοιπόν όλο και περισσότερο το μυαλό. Παρέλυε τη
σκέψη του και τον έκανε να ξεχνάει ό,τι ήξερε από την Αγία Γραφή.

Άρχιζε, λόγου χάρη, να λέει, όπως συνήθιζε, ένα ψαλμό. Ενώ όμως τα χείλη
του ψέλλιζαν τα λόγια του ψαλμού, ο σκοτισμένος νους του δεν τα καταλάβαινε.
Αυτή η κατάσταση τον στενοχωρούσε και τον φαρμάκωνε.

-Συμφορά μου! Δεν καταλαβαίνω τι λέω! Στέναζε, όταν συνερχόταν λίγο.

Κι άρχιζε πάλι από την αρχή την προσευχή με πολύ κόπο.

Τέσσερα χρόνια παράδερνε έτσι! Κι ο διάβολος δεν σταματούσε να τον


σφυροκοπάει κάθε μέρα:

-Θεός δεν υπάρχει!... Θεός δεν υπάρχει!...

Αυτός ο φρικιαστικός λόγος βύθιζε το νου του σε πηχτό σκοτάδι και την καρδιά
του σ’ απαρηγόρητη θλίψη. Τόση ήταν η λύπη κι η ταραχή του απ’ τον σατανικό
πόλεμο, που και στο δρόμο ακόμα τον έβλεπες να περπατάει σαν απελπισμένος κι
αδιάφορος για όλα.

Ο διάβολος, ωστόσο, δεν σταματούσε να τον πειράζει.

-Άκου δω! Του λέει. Δεν θα σου ζητήσω πια τίποτα άλλο, παρά μόνο να κόψεις
την προσευχή που κάνεις πρωί και μεσημέρι.

39
Α, η αναίδειά του ξεπερνούσε κάθε όριο…

-Άκου κι εσύ! Του απαντάει ο Νήφων. Και στην πορνεία να πέσω… και φονιάς
να γίνω… κι ό,τι άλλο να κάνω… απ΄ τα πόδια του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν
φεύγω. Πάρε το απόφαση!

-Τί λές; Και υπάρχει Χριστός; Χριστός δεν υπάρχει! Ποιός πάλι σε πλάνησε,
πως υπάρχει τάχα Χριστός;… Όχι, δεν υπάρχει! Εγώ μόνο κυριαρχώ στα
σύμπαντα. Εσύ λοιπόν γιατί μ’ απαρνήθηκες;

-Υπάρχει Χριστός, άθλιε! Ναι, υπάρχει, Θεός μαζί και άνθρωπος! Μα… ως
πότε θα τυραννάς το πλάσμα του Θεού, αχρείε; Δεν πρόκειται να με πλανέψεις,
κατάλαβέ το, πανούργε και σκοτεινέ! Ναι, σκοτάδι είσαι και στο σκοτάδι ζεις και με
το σκοτάδι πολεμάς τους ανθρώπους. Αλλά και στο σκοτάδι θα βασανίζεσαι στους
ατέλειωτους αιώνες. Χάσου από δω, εχθρέ του Θεού και των αγίων Του!

Ήταν να θαυμάζει κανείς την υπομονή και την καρτερία, που έδειχνε ο δίκαιος!
Μα κι από τα χείλη του δεν έλειπε η δοξολογία του Θεού.

Εκείνος όμως ο κακούργος δεν ξεκολούσε από κοντά του, λέγοντας και
ξαναλέγοντας αδιάκοπα:

-Τί δηλαδή; Νομίζεις πώς υπάρχει Θεός; Και πού τον είδες το Θεό μου λές;
Ποιός σου τον έδειξε; Και πού μένει;… Δείξε μού τον, και θα πιστέψω κι εγώ!

Τέσσερα χρόνια, όπως είπα, τον βασάνιζε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ό,τι κι αν έκανε
– έτρωγε, κοιμόταν, προσευχόταν… αυτόν τον λογισμό του έβαζε, αναγκάζοντάς
τον να πιστέψει πως δεν υπάρχει Θεός. Του έπαιρνε το μυαλό μ’ αυτή την
εξοντωτική επανάληψη. Κι ήταν να κλαίς, βλέποντας τον δίκαιο να γκρεμίζεται στη
δυσπιστία…

Άλλοτε έλεγε: «Υπάρχει Θεός!». Και άλλοτε, κάτω από την επήρεια του
διαβόλου: «Όχι… μάλλον Θεός δεν υπάρχει…».

Έφτασε στην απόγνωση. Ένιωθε την ψυχή του γυμνή και κούφια. Δεν άφηνε
όμως την προσευχή και τη μελέτη του.

Ένα βράδυ πήγε στην εκκλησία και στάθηκε να προσευχηθεί μπροστά στην
εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. αλλά, … νάτος πάλι ο διάβολος!

40
-Θεός δεν υπάρχει! Άρχισε να τον τριβελίζει, όπως πάντα.

Σηκώνει τότε τα μάτια του ο δίκαιος και κοιτάζει πονεμένα τη μορφή του
Χριστού. Ένας βαθύς στεναγμός βγήκε από τα βάθη της καρδιάς του. Άπλωσε
ικετευτικά τα χέρια του στην εικόνα και φώναξε:

-«Ο Θεός ο Θεός μου, πρόσχες μοι˙ ίνατί εγκατέλιπές με;» 43. Βεβαίωσέ με, Θεέ
μου, πώς υπάρχεις, γιατί αλλιώς θα σταματήσω όσα κάνω γι’ το άγιο όνομά Σου,
και θα υπακούσω στις ορμήνειες του διαβόλου!

Σώπασε και περίμενε… Ενώ είχε στυλωμένη τη ματιά του στο ιερό εικόνισμα,
το βλέπει ξάφνου ν’ αστράφτει! Τι πρόσωπο του οσίου λούστηκε στο φως. Μια
άρρητη ευωδία τον τύλιξε…

Θαμπωμένος από το φως και μεταρσιωμένος από την ουράνια μοσχοβολιά,


έπεσε καταγής. Έτρεμε ολόκληρος. Σχεδόν μηχανικά άρχισε να ψελλίζει:

-«Πιστεύω εις ένα Θεόν,

Πατέρα, παντοκράτορα,

ποιητήν ουρανού και γης,

ορατών τε πάντων και αοράτων˙

και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν,

τον Υιόν του Θεού τον μονογενή»,44

τον πλάστη και Δεσπότη μου…

«Και εις το Πνεύμα το άγιον»,44

Το ένδοξο και το φωτιστικό,

«το λαλήσαν δια των προφητών»…44

Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,

μην οργιστείς μαζί μου, πολυέλεε.

Μη μ’ αποδιώξεις, τον βέβηλο,

που ασέβησα στο άγιο Σου όνομα!

41
Εσύ δα ξέρεις, Κύριε,

Πόσο με παίδεψε ο εχθρός,

Βυθίζοντάς με ολότελα

Στην απιστία την πονηρή.

Γι’ αυτό συγχώρεσε με,

που σε δοκιμασία έβαλα

την ανεξίκακη φιλανθρωπία Σου,

πανάγαθε και μακρόθυμε,

«ο μετανοών επί κακίας ανθρώπων»…45

Ήταν ακόμα πεσμένος με το πρόσωπο στη γη. Ανασηκώθηκε λίγο και κοίταξε
δειλά τη σεβάσμια εικόνα.

Τί ήταν αυτό που αντίκρισε! Το πρόσωπο του Κυρίου έλαμπε σαν ήλιος! Ο
Νήφων μαγνητίστηκε από την απερίγραπτη γλυκύτητα και την υπερκόσμια χάρη
Του. Μα το πιο θαυμαστό ήταν τούτο: Σαν άνθρωπος ζωντανός γύριζε τα μάτια Του
ο Χριστός εδώ κι εκεί, έπαιζε τα φρύδια και σάλευε τα χείλη!

Θαυμασμός και δέος κυρίεψαν το Νήφωνα μπροστά σ’ εκείνο το παράδοξο


θέαμα.

-Κύριε, ελέησον! Αναφώνησε αυθόρμητα.

Μια ανέκφραστη, εξωκόσμια αγαλλίαση ήρθε ν’ αναμεστώσει την ψυχή του.

-Αλήθεια, είπε μ’ ενθουσιασμό, μεγάλος είναι ο Θεός των χριστιανών, και


μεγάλη η δόξα και η δύναμη Του! Γιατί ποτέ δεν θ΄ αφήσει να χαθεί το πλάσμα, που
προστρέχει στα άχραντα πόδια Του. Ευλογητός ο Θεός και ευλογημένη η βασιλεία
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που μ’ έσωσε από το σκοτάδι και
τα σιδερένια δεσμά του θανάτου!

Είπε και άλλες πολλές ευχαριστήριες προσευχές στον Κύριο, κι έφυγε από την
εκκλησία. Πήγε στο κελί του και, ήρεμος πια, αποκοιμήθηκε λιγάκι. Η καρδιά του
ήταν γεμάτη χαρά πνευματική…

42
Από τότε άλλαξε. Τώρα περπατούσε με ζωντάνια και χάρη, χαμογελαστός κι
ευδιάθετος πάντα. Με όλους τους ανθρώπους ήταν πρόσχαρος και γλυκομίλητος.
Όσοι λοιπόν τον ήξεραν, αναρωτιόντουσαν απορημένοι:

-Τόσα χρόνια ήταν απλησίαστος. Βαρύς και σκυθρωπός. Πώς έγινε τώρα έτσι
χαρωπός κι εγκάρδιος; μήπως είδε κανένα όραμα;…

Και οι άνθρωποι έκαναν, βέβαια, τις υποθέσεις τους. Ο Νήφων πάλι, κάθε
φορά που αντίκριζε εκείνη την εξαίσια μορφή του Κυρίου, άπλωνε τα χέρια, άνοιγε
διάπλατα τα μάτια και προσευχόταν δοξολογικά:

-Εσύ είσαι ο Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ένδοξος, ο


πολυεύσπλαχνος, ο φιλάνθρωπος, η πηγή της ζωής, το ουράνιο μύρο…

Ύστερα χλεύαζε το διάβολο:

-Πού είναι εκείνος ο κακούργος, που έλεγε πώς δεν υπάρχει Θεός; Ρεζίλι έγινε
ο ανόητος, ο φλύαρος, ο βρωμερός, ο σκοτεινός και μισόκαλος! Μου φανερώθηκε ο
Κύριός μου και μου έδωσε σημείο, όπως στον μακάριο Θωμά, όταν απίστησε.
«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω
σωτήρι μου».

Με τέτοιους ύμνους δοξολογούσε και ευχαριστούσε ο μακάριος Νήφων το Θεό,


που τον επισκέφθηκε μέσα σε άρρητη ευωδία.

Υπομονή στον πόνο.

Κάποτε ο Νήφων άκουσε έναν σοφό γέροντα να λέει, πώς οι πόνοι γεννάνε
δόξα. Σκίρτησε η ψυχή του την ώρα εκείνη, και θέλησε να ασκηθεί στην υπομονή
του πόνου.

Αποσυρόταν λοιπόν κάπου κι έβγαζε τα παπούτσια του. Ύστερα γονάτιζε


καταγής, διπλωνόταν στα δύο και έριχνε όλο το βάρος του σώματός του πάνω στα
πόδια του. Σ’ αυτή τη στάση προσευχόταν ώρα πολλή, υπομένοντας τον αφόρητο
πόνο που του προξενούσε. Έβαζε μάλιστα κάτω απ’ τα πόδια του μια πλατειά και
ομαλή πέτρα. Πάνω σ’ αυτή στριφογύριζε, πληγώνοντας τα πόδια του, για να
θερίσει τον καρπό του πόνου.

43
Όταν τέλειωνε την προσευχή του κι έκανε να σηκωθεί, ίσα που μπορούσε να
κουνηθεί. Και τα δυό του πόδια, πιασμένα και μουδιασμένα, ήταν λές κολλημένα
πάνω στην πέτρα. Με μεγάλη βία και αργές κινήσεις τα άπλωνε ένα- ένα. Οι
αρθρώσεις έτριζαν οδυνηρά. Εκείνος όμως έλεγε παρηγορητικά στον εαυτό του:

-«Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, κα βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». 47

-Όταν, επιτέλους, συνερχόταν λίγο, έβαζε τα παπούτσια του και αργοκινούσε


παραπατώντας για το κελλί του.

Στο δρόμο συλλογιζόταν:

«Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Αφού δεν αντέχεις αυτόν τον μικρό πόνο,
πώς θ’ αντέξεις τη φλόγα της κολάσεως…».

Ο δρόμος των αρετών.

Ένα βράδυ, μετά τη συνηθισμένη του προσευχή τον πήρε ο ύπνος.

Βλέπει τότε μιαν απέραντη θάλασσα. Μεσοπέλαγα υψωνόταν ένας πανύψηλος


στύλος, που κατέληγε σε θρόνο υπέρλαμπρο αλλά κενό.

Ξαφνικά παρουσιάζεται κάποιος και του λέει:

-Τι στέκεσαι; Ανέβα στο στύλο! Είναι Θεού θέλημα.

Άρχισε να σκαρφαλώνει. Με πολύ κόπο έφτασε σχεδόν ως την κορυφή. Έμενε


ακόμα μια οργυιά περίπου για ν’ ανέβει στο θρόνο. Μα δεν υπήρχε κάποια
πρόσβαση, και το διάστημα, που τον χώριζε, του φαινόταν πολύ μεγάλο. Βρισκόταν
στο πιο δύσκολο κι επικίνδυνο σημείο.

Λιποψύχησε, καθώς το βλέμμα του έπεσε κάτω, στο φοβερό πέλαγος.

-Τρομάρα μου! Τί θα κάνω ο δύστυχος; Συλλογίστηκε. Αν δοκιμάσω με μια


δρασκελιά να φτάσω στο θρόνο, υπάρχει φόβος να γλιστρήσω και να γκρεμιστώ
στην άβυσσο. Ποιό λοιπόν το κέρδος, που έφτασα ως εδώ; Αλλά πάλι… να γυρίσω
πίσω; Και να πάει χαμένος όλος ο κόπος μου; Αχ, τί να κάνω;

Ήταν σε δεινή αμηχανία.

44
Ξαφνικά όμως, χωρίς να το καταλάβει κι ο ίδιος, αποτόλμησε το πήδημα και…
βρέθηκε καθισμένος στο θρόνο! Ώ, τι χαρά ένιωσε, αγναντεύοντας από κει το
πανόραμα που τον τριγύριζε! Ωστόσο απορούσε:

-Τί μ’ έπιασε κι ανέβηκα εδώ πάνω; Πώς θα ξανακατέβω;

Τότε ακριβώς ξύπνησε.

Τί να σημαίνει αυτό το όνειρο; Αναρωτήθηκε.

Η απορία του κορυφώθηκε, όταν είδε το ίδιο όνειρο όχι μόνο την επομένη,
αλλά και την Τρίτη νύχτα. Ζήτησε τότε τη βοήθεια του Θεού.

-Κύριε! Φανέρωσέ μου, Σε παρακαλώ, τη σημασία του ονείρου.

Και ο Θεός, πράγματι, του φώτισε το νου, κι έτσι μπόρεσε να εξηγήσει μόνος
του το όραμα:

«Η ανάβαση στο στύλο είναι ο τραχύς δρόμος των αρετών, που οδηγεί στην
ουράνια βασιλεία. Το τελευταίο εκείνο σημείο, που δυσκολεύτηκα να περάσω,
σημαίνει, ότι πολλές φορές ξαναγυρνάμε στα γήινα κι έτσι δυσκολευόμαστε να
φτάσουμε ως την απάθεια. Γιατί ο θρόνος, όπου κάθισα κι ατένισα τα πάντα, είναι η
απάθεια. Αυτή βρίσκεται πάνω απ’ όλες τις αρετές, σαν θρόνος. Κι όποιος καθήσει
σ’ αυτόν το θρόνο, βλέπει καθαρά τα πάντα – και τα θεία και τα ανθρώπινα και τα
δαιμονικά».

Μόλις ξεδιάλυνε το όνειρο ο δίκαιος, δόξασε μ’ όλη του την καρδιά το Θεό, που
τόσο νοιάζεται γι’ αυτόν και τον φροντίζει.

Η σημασία της μετάνοιας

Συνήθιζα να τον επισκέπτομαι συχνά. Μια μέρα λοιπόν, όταν πήγα, τον βρήκα
να διαβάζει. Χάρηκε, όπως πάντα, που με είδε. Σηκώθηκε, με ασπάσθηκε κι έκανε
να ξαναπιάσει το βιβλίο. Εγώ όμως είχα πάει εκεί για ν’ ακούσω λόγο ψυχωφελή
απ’ το στόμα του. Γι΄ αυτό τον παρακάλεσα να διακόψει τη μελέτη του κα να μου
μιλήσει για τη μετάνοια.

Χωρίς να πολυσκεφτεί, μου λέει:

45
-Πίστεψέ με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός μας δεν θα κρίνει το χριστιανό επειδή
αμάρτησε.

Ξαφνιάστηκα. Μ’ όλο μου το σεβασμό απέναντί του, τόλμησα ν’ αντιδράσω.

-Δηλαδή, καταπώς λές, οι αμαρτωλοί δεν θα κριθούν; Μ’ άλλα λόγια, δεν


υπάρχει κρίση;

Χαμογέλασε αινιγματικά.

-Υπάρχει και παραϋπάρχει!

-Τότε ποιός θα κριθεί;

-Άκου, παιδί μου, να σου το εξηγήσω: Δεν κρίνει ο Θεός το χριστιανό που
αμαρτάνει, αλλά γιατί δεν μετανοεί. Τον ν’ αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί, είναι
ανθρώπινο. Το να μη μετανοεί, όμως, είναι γνώρισμα του διαβόλου και των
δαιμόνων του. Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, θα κριθούμε: Γιατί δεν ζούμε συνεχώς
μέσα στη μετάνοια.

Και παίρνοντας αφορμή από τη συζήτησή μας εκείνη, μου διηγήθηκε με πολλή
ενάργεια ένα θαυμάσιο γεγονός, που ακούγοντάς το και μόνο, τα χάνει κανείς με
την άφατη φιλανθρωπία του Κυρίου.

Λίγο καιρό αφότου η χάρη του Θεού τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στη
μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σε μια περιοχή, που λέγεται «του Αριστάρχου», και
αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ένιωσε όπως ο άσωτος γιος της παραβολής.
Ξαφνικά, από μια εσωτερική παρόρμηση, λέει στον εαυτό του:

-Σήκω, αμαρτωλέ Νήφων, και πήγαινε στην εκκλησία, να εξομολογηθείς τις


αμαρτίες σου στο Θεό. Δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο. Βιάσου, λοιπόν! Κουράστηκες
να σε προσμένει εκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τη μετάνοιά σου.

Δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στο ναό. Λες και είχαν φτερά τα πόδια του.
Στάθηκε στα πρόθυρα. Στράφηκε στ’ ανατολικά, σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι
έκραξε με στεναγμούς:

-Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό,

που ‘ χασε την ψυχή του.

46
Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών,

τον βλάσφημο και τον πονηρό,

τον αδιάντροπο και τον αισχρό,

τον μολυσμένο και στο σώμα και στην ψυχή.

Δέξου με, τον βυθισμένο

σ’ όλες τις δαιμονικές κακίες.

Ελέησέ με, τον μοιχό,

τον πόρνο και τον παιδοφθόρο,

τον κλέφτη και τον παραβάτη,

της αμαρτίας το σίχαμα.

Ελέησέ με, του ελέους

η πλούσια κι αστείρευτη πηγή.

Μην αποστρέψεις από μένα

το πρόσωπό Σου τ΄ αγαθό.

Μην πείς, Δέσποτα:

«Ποιός είσαι τάχα; Δεν σε ξέρω!».

Μην πείς: «Πού ήσουνα ως τώρα;».

Μη με περιφρονήσεις, τον καπνό,

το χώμα, τη σαπίλα, τη ντροπή,

το σίχαμα, την ανομία, το σκουπίδι,

των πονηρών το λάφυρο

και των θνητών το σκάνδαλο.

Μη μ’ αποστέρξεις, Δέσποτα˙

47
έλεος δείξε, σώσε με!

Το ξέρω δα, φιλάνθρωπε,

ότι δεν θέλεις το χαμό του αμαρτωλού,

μα την επιστροφή και σωτηρία του.

Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν μ’ ελεήσεις!

Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν με βοηθήσεις!...

Δεν είπε μόνο αυτά, μα και πολλά άλλα, με την ψυχή φαρμακωμένη…

Ξάφνου, μια βροντή ακούστηκε απ’ τον ουρανό, κι ένα φως, ακτινωτό και
φοβερό, έλαμψε. Κι εκείνο το φως έγινε σαν αγκαλιά, που έκλεισε μέσα της τον
όσιο και τον ασπάσθηκε τρυφερά! Συνάμα μια γλυκιά, ουράνια φωνή ακούστηκε να
λέει:

-Καλώς όρισε ο γιός μου! Καλώς το, το παιδί μου, το πικραμένο μου!
ξαναζωντάνεψε το παλικάρι μου. Ξαναβρέθηκε το χαμένο μου. Πώς αναστέναζα, γιε
μου, για σένα! Πώς καιγόταν η καρδιά μου κι αδημονούσε κι έλεγε: «Να, ώρα την
ώρα θα γυρίσει. Κι αν όχι το πρωί, σίγουρα όμως ως το βράδυ…» Πώς μ’ έλιωνε η
έγνοια σου!... Χαρά σ’ εμένα τώρα, που φωτίστηκαν τα μάτια σου, ξανάνιωσε η
ψυχή σου, και από μόνος σου πια θα μ’ ομολογείς χωρίς δισταγμό!

Με τα λόγια αυτά τον ασπάσθηκε πάλι και χάθηκε στον ουρανό. Κι ό δίκαιος,
απ’ τη γλυκύτητα του ασπασμού, έπεσε σαν σε έκσταση.

Μόλις συνήλθε λίγο, άλλο τίποτα δεν μπόρεσε να κάνει ή να πει, παρά μόνο να
ψελλίσει:

-Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι!

Και πάλι:

-Δόξα Σοι, ο Θεός!...

Το έλεγε και το ξανάλεγε ακατάπαυστα, με την καρδιά πλημμυρισμένη από


θεϊκή ευωδία και το στόμα ξέχειλο από μέλι πνευματικό.

48
Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από εκείνο τον ανέκφραστο ασπασμό. Ύστερα
κίνησε για το κελί του σαν χαμένος απ’ την έκσταση, που του προκάλεσε η θεϊκή
επίσκεψη. Από τότε, καθώς έλεγε, με πολλή ευκολία και προθυμία βάδιζε στο
δρόμο του Θεού.

Αυτό το παράδοξο και σχεδόν απίστευτο θαύμα το άκουσα – μάρτυράς μου ο


Θεός! – από το ίδιο το στόμα του οσίου. Μου το διηγήθηκε με δάκρυα και δέος,
αλλά και με χαρά πνευματική. Γιατί συνήθιζα να του ζητάω επίμονα να μου διηγείται
διάφορα περιστατικά από τη ζωή του. Κι επειδή μ’ αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν μου
έκρυβε τίποτα.

Σαν έφτασε λοιπόν στο κελί του, το ίδιο εκείνο βράδυ, πυρπολημένος από θείο
πόθο, άρχισε πάλι να προσεύχεται:

-Θεέ μου, Θεέ μου,

Συ που τον ουρανό «εξέτεινας ως δέρριν»48

και που

τον καταστόλισες με τ΄ άστρα,

με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη,

κι εμένα καταστόλισε

με κάθε αρετή, αντί γι’ αστέρια.

Το νου μου φώτισε

Με τ΄ Άγιο Σου Πνεύμα, αντί για ήλιο.

Το είναι μου πλυμμύρισε

με τη σοφία Σου, αντί για σελήνη.

Με την πραότητα, την οσιότητα και τη δικαιοσύνη

αντί για νέφη τύλιξέ με.

Περίζωσε τη μέση μου με την αλήθεια Σου.

Τα πόδια μου ετοίμασε

49
για το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης Σου.

Θεέ μου, Θεέ μου,

Σύ που ξεχύνεις πλούσιο στην πλάση τον αέρα

για ν’ αναπνέουν οι άνθρωποι

και να ζωογονούνται,

ξέχυσε πλούσια μέσα μου τη χάρη και τη δωρεά

του Αγίου και ζωοποιού Σου Πνεύματος.

Κάνε με ολόκληρο θεόμορφο,

ολόφωτο και καθαρό, σεμνό και πράο,

γεμάτο χάρη και αλήθεια,

γεμάτο γνώση και σοφία πνευματική.

Με τα τελευταία τούτα λόγια, έλαμψε και πάλι φως ουράνιο. Την ίδια στιγμή του
παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, κρατώντας ένα δοχείο γεμάτο μύρο. Όλο εκείνο το
μύρο του το άδειασε στο κεφάλι. Από κει κύλησε και μούσκεψε όλο του το σώμα. Ο
τόπος πλημμύρισε ευωδία…

Τα ρούχα του μοσχομύριζαν αρκετές μέρες, πράγμα που έκανε τους άλλους ν’
απορούν. Μερικοί ξεθάρρεψαν και τον ρώτησαν:

-Από τί είναι αυτή η ευωδία;

Μα εκείνος απαντούσε:

-Εγώ είμαι απ’ τα γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στις αμαρτίες. Αυτό το


γνωρίζω καλά. Όσο για την ευωδία, δεν ξέρω από τι είναι…

Το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης.

Ο Όσιος διατηρούσε πάντα ταπεινό φρόνημα, και μ’ αυτό εξουδετέρωνε την


έπαρση και την κενοδοξία. Συχνά μάλιστα παρακαλούσε το Θεό:

50
-Κύριε και Θεέ μου,

Εσύ που την αγία Σου Μητέρα

ανέδειξες πιο σεβαστή

απ’ τις ουράνιες Δυνάμεις,

συγχώρεσε τις αμαρτίες μου με τις ευχές

αυτής της πολυέραστης Παρθένου,

και διώξε μακριά μου κάθε ρύπο-

πορνεία και μοιχεία και καταλαλιά,

φθόνο και ζήλεια και οργή,

πικρία και ακηδία,

περηφάνια και κενοδοξία,

φιλαργυρία και ασπλαχνία,

φιλονικία, διαμάχη κι έχθρα,

πύρωση σάρκας, πώρωση ψυχής,

γαστριμαργία, μέθη, πονηρή επιθυμία

και, τέλος, την επιορκία

και των ανθρώπων την πικρότατη κι άδοξη δόξα.

Ναι, Θεέ μου,

διώξε τα όλα τούτα μακριά μου

και κάνε τους ανθρώπους να με περιφρονούν

και να μ’ αποφεύγουν σα σίχαμα.

Να μη βρεθεί στη γη, φιλάνθρωπε,

μήτε ένας που θα με παινέψει και θα με τιμήσει,

51
μήτε ένας που θα πει πώς είμαι άγιος,

για να μην καταδικαστώ, Κύριέ μου, εξαιτίας του.

Λύτρωσέ με από τη δόξα των ανθρώπων,

φιλάνθρωπε!

Λευτέρωσέ με από την ανθρωπαρέσκεια,

εύσπλαχνε!

Τέτοιες προσευχές έκανε, και περνούσε τη ζωή του με πολλή ταπείνωση.

Μια μέρα είχε επισκέπτες – ήμουνα κι εγώ εκεί – και τους μιλούσε για την
κενοδοξία και την ταπείνωση. Πρίν φύγουν, του έβαλαν βαθειά μετάνοια. Μετά την
αναχώρηση των ξένων λοιπόν, τον ρωτάω:

-Για ποιό λόγο, πάτερ μου, στυλώνεις το βλέμμα σου στη γη, όταν κάποιος σου
βάζει μετάνοια;

Κι εκείνος μου αποκρίνεται:

-Συγχώρεσε με, αδελφέ μου, αλλά όταν κάποιος μου βάζει μετάνοια, την ίδια
στιγμή εγώ κατεβαίνω με το νου στον άδη, και κάθομαι εκεί μέχρι που να σηκωθεί ο
άλλος. Και όταν εκείνος σηκωθεί, τότε μονάχα σηκώνομαι κι εγώ και τον
κατευοδώνω. Είμαι άξιος εγώ, ένας βρωμερός σκύλος, ένα συντρίμμι σώματος και
ψυχής, να πέφτουνε στα πόδια μου τα τέκνα του Θεού;

Με τόσο θαυμασμό άκουσα την απόκρισή του, που μου ξέφυγε ένας
αναστεναγμός κι ένα αυθόρμητο «Κύριε, ελέησον!».

-Γιατί θαυμάζεις; Μου είπε. Καλύτερα να ζηλέψεις και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.

-Μά εγώ δεν ξέρω πώς να κατεβαίνω στον άδη.

-Αν δεν μπορείς να κατέβεις στον άδη, τότε μπές νοερά κάτω απ΄ τα πόδια του
αδελφού. Αν κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, λέγε τουλάχιστον: «Εγώ είμαι ο
αμαρτωλότερος απ΄ όλους τους ανθρώπους». Αν ούτε κι αυτό μπορείς, τότε
καταδίκαζε και εξευτέλιζε τον εαυτό σου. Αν και τούτο σου φαίνεται βαρύ, σκύβε το
κεφάλι σου στη γη και λέγε: «Γη ειμί και εις γην απελεύσομαι». 49 Το βρίσκεις

52
δύσκολο ακόμα κι αυτό; Λέγε λοιπόν ακατάπαυστα τον θείο λόγο: «Ο Θεός,
ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσόν με».50

Ο σωστός εκκλησιασμός

Εκείνη τη μέρα μου έδωσε κι άλλες συμβουλές:

-Πρόσεχε πολύ, όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία με τους άλλους χριστιανούς. Να


μη γελάς, να μη μιλάς, να μη σχολιάζεις τους άλλους και να μην ψάλλεις κενόδοξα,
κομψεύοντας τη φωνή σου από ανθρωπαρέσκεια.

-Μα είναι άραγε αμαρτία, να κάνει κανείς όσα είπες; Τον ρώτησα επίτηδες, για
να τον αναγκάσω να μου πει περισσότερα.

-Άκουσε, παιδί μου. Πάνω απ’ τους ανθρώπους που στέκονται στην εκκλησία
βρίσκονται πολύ περισσότεροι άγγελοι και ψάλλουν αόρατα μαζί τους. Αν όμως
κάποιος από το εκκλησίασμα αρχίσει να χωρατεύει ή να κουτσομπολεύει ή να
συζητάει για βιοτικές υποθέσεις, οι άγγελοι, που τον βλέπουν, αφήνουν την
υμνωδία και πιάνουν τη θρηνωδία για την κατάντια του, λέγοντας: «Αχ, πώς
αιχμαλωτίστηκε έτσι η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που στέκεται μέσα στην
εκκλησία με τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεού, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ο
Θεός έσκυψε απ’ τα ουράνια για ν’ ακούσει προσευχή ταπεινή και λόγια
παρακλητικά, κι αντί γι’ αυτά ακούει αστεία και κουτσομπολιά».

Τα λόγια του με τρόμαξαν. Από τότε, αν ποτέ μου ξέφευγε στην εκκλησία
κανένας μάταιος λόγος, τα θυμόμουνα και ντρεπόμουνα τους αγγέλους του Θεού.

«Προσευχή ταπεινού νεφέλας διήλθε».

(Σειράχ 35:17)

Ένα απόγευμα ήμουν πάλι κοντά του κι ευφραινόμουν από τις διδαχές του.
Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, με πήρε να πάμε στο ναό του αγίου
μεγαλομάρτυρος Αναστασίου για να προσευχηθούμε.

Καθώς περνούσαμε από κάποιο σοκάκι, ακούσαμε γέλια και αισχρά


τραγούδια. Έβγαιναν από ένα καπηλειό. Ο δούλος του Θεού αναστέναξε, φανερά

53
ενοχλημένος. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, ψιθύρισε κάτι και συνέχισε την
πορεία του. Την ίδια στιγμή έπαψε όλη εκείνη η δαιμονική φασαρία. Περάσαμε
ατάραχοι, χωρίς να ακούσουμε καμιάν αισχρολογία. Μόλις όμως ξεμακρύναμε,
άρχισαν πάλι τα ίδια.

Με θαυμασμό κατάλαβα τι είχε γίνει: Όταν δυσφόρησε και κοίταξε τον ουρανό,
θα είπε, φαίνεται, κάτι τέτοιο: «Κύριε, φράξε τα στόματά τους για να μη φλυαρούν,
μέχρι να περάσουμε». Έτσι κι έγινε.

Στο ναό του αγίου Αναστασίου προσευχήθηκε θερμά πολλή ώρα, κι έπειτα
φύγαμε. Προχωρήσαμε λίγο και ήρθαμε στο δρόμο του Χαλκουργείου, όπως
λέγεται. Εκεί είναι ένα αρχοντικό, που πάνω από την πύλη του έχει μια εικόνα της
Θεοτόκου με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά της και τους τρεις Μάγους να
προσφέρουν τα δώρα τους. Κάτω απ’ αυτή την εικόνα υπάρχει ένα υπέροχο
ψηφιδωτό, που απεικονίζει εκφραστικότατα τη μορφή του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού. Την εικόνα αυτή την ευλαβούνται πολύ οι κάτοικοι της πόλης. Πάνε κι
έρχονται ασταμάτητα, άλλοι μέρα κι άλλοι νύχτα, κάνοντας μπροστά της προσευχές
και δεήσεις.

Πλησίασε λοιπόν κι ο δίκαιος εκεί, ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε με


στεναγμούς:

-Θεέ τ΄ ουρανού και της γης,

που Σε φοβούνται και Σε τρέμουν αόρατα και ορατά,

μην παραβλέψεις την προσευχή

του τιποτένιου δούλου Σου,

που κυλιέται μέσα σε πολλές αμαρτίες.

Εσύ είσαι, Κύριε, που κατέβηκες

από τους πατρικούς κόλπους,

χωρίς να τους αποχωριστείς,

και μπήκες στην άχραντη μήτρα της Μαρίας,

της δοξασμένης Σου Μητέρας, της Θεοτόκου,

54
κρυφά κι απ’ τις ουράνιες Δυνάμεις.

Θαύμα πρωτάκουστο!

Θαύμα που πρέπει μόνο στο Θεό!

Πραγματικά, περνάει ο Κύριος

μεσ’ από την κλεισμένη πύλη της παρθενίας Της

-άσαρκος μπαίνοντας,

Θεός σαρκοφόρος βγαίνοντας-

και πάλι μένει η πύλη κλειδωμένη,

καθώς ήταν και πριν από τη γέννα.

Μπήκες τέλειος Θεός,

βγήκες και τέλειος άνθρωπος,

με δύο φύσεις και ουσίες,

με μία την υπόσταση. Με δύο τις θελήσεις,

μα ένας Κύριος Ιησούς Χριστός,

Λόγος και απαύγασμα του Πατρός.

Όμοιος ήσουνα με τον Πατέρα Σου σε όλα

εκτός απ’ την αγεννησία,

και όμως πήρες δουλική μορφή

κι έγινες όμοιος μ’ εμάς σε όλα

εκτός από την αμαρτία.

Μες στους ανθρώπους έζησες

κι έκανες θαύματα εκπληκτικά,

δείχνοντας έτσι και πιστοποιώντας

55
την άχραντη Θεότητά Σου.

Μη μ’ αφήσεις λοιπόν να χαθώ,

Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,

για το πλήθος των ανομιών μου!

φανερώσου μου, Δέσποτα, την ώρα τούτη

με έλεος, με ευσπλαχνία

και επισκίασέ με με τ’ Άγιό Σου Πνεύμα.

Έλα, εύσπλαχνε και πανάγαθε,

να παρηγορήσεις την άθλια ψυχή μου

και να τη γεμίσεις ευωδία

μέσα στη λαμπρότητα και το κάλλος Σου!

Αυτή η προσευχή στον Κύριο και άλλες όμοιες ξεχύθηκαν από το στόμα του
οσίου.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα φοβερό βουητό, σαν παφλασμός ορμητικού ποταμού,


που ξεχυνόταν από τη σεβάσμια μορφή της εικόνας κι ερχόταν προς το μέρος του.
Το Άγιο Πνεύμα όρμησε σαν σίφουνας μέσα στην καρδιά του, τον σήκωσε από τη
γη και τον κράτησε για λίγο μετέωρο, με τα χέρια απλωμένα!

Όταν ξανακατέβηκε στο έδαφος, το πρόσωπό του άστραφτε και φεγγοβολούσε


σαν τον ήλιο. Καθώς βάδιζε τώρα, ένιωθε να μην πατάει στη γη, που, από σεβασμό
θαρρείς, γινόταν κάτω απ’ τα πόδια του σφουγγάρι. Και ο ίδιος ένιωθε σα να ήταν
άσαρκος και σα να περπατούσε στον αέρα. Η δόξα του Θεού που τον συνείχε, τον
είχε απαλλάξει την ώρα εκείνη από κάθε βάρος και πάθος.

Το μίασμα της ακολασίας

Φεύγοντας από κει, περάσαμε έξω από ένα πορνείο. Στο κατώφλι του καθόταν
κάποιος νέος ωραίος και ευγενικός. Φαινόταν πολύ λυπημένος, κυριολεκτικά
απελπισμένος. Πότε σκέπαζε το πρόσωπό του με τις παλάμες και ξεσπούσε σε

56
λυγμούς πότε έγερνε το κεφάλι στο στήθος και στέναζε πονεμένα˙ πότε σήκωνε τα
χέρια στον ουρανό και προσευχόταν με δάκρυα˙ πότε στήριζε το σαγόνι στα χέρια
και βυθιζόταν σε μιαν απελπισμένη σιωπή.

Βλέποντάς τον ο όσιος σ’ αυτή την κατάσταση, τον συμπόνεσε τόσο, που τον
πήραν κι αυτόν τα κλάματα. Σκούπισε όμως τα μάτια του, τον πλησίασε και του είπε
στοργικά:

-Για το Θεό, αδελφέ! Τί έπαθες; Γιατί κάθεσαι εδώ, μπροστά σε τούτο το


καταγώγιο, κλαίγοντας τόσο πικρά; Πες μου, σε παρακαλώ, θέλω να μάθω, γιατί ο
θρήνος σου μου ραγίζει την καρδιά.

-Εγώ, τίμιε Νήφων, είμαι άγγελος του Θεού, αποκρίθηκε εκείνος. Και καθώς
όλοι οι χριστιανοί παίρνουν την ώρα του βαπτίσματός τους από έναν άγγελο
φύλακα της ζωής τους, έτσι κι εγώ προστάχθηκα από το Θεό να φυλάω κάποιον
άνθρωπο. Αυτός όμως με καταπικραίνει, γιατί κυλιέται μέσα στις ανομίες. Να, και
τώρα βρίσκεται σ’ αυτό το καταγώγιο και αμαρτάνει με μια πόρνη. Βλέποντας
λοιπόν αυτό το κατάντημα, πώς να μην κλάψω; Πώς να μη θρηνήσω την εικόνα του
Θεού, που ξέπεσε και βυθίστηκε σε τέτοιο σκοτάδι;

-Και γιατί δεν τον νουθετείς να εγκαταλείψει τη ζοφερά αυτή αμαρτία; Ρώτησε ο
Νήφων.

-Επειδή δεν μπορώ πια να τον πλησιάσω. Από τότε που άρχισε ν’ αμαρτάνει,
έγινε δούλος των δαιμόνων κι εγώ δεν έχω καμιά εξουσία πάνω του.

-Καλά, πώς δεν έχεις εξουσία; Δεν σου τον εμπιστεύθηκε ο Θεός;

-Άκουσε με, δούλε του Χριστού. ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και
τον άφησε ελεύθερο ν’ ακολουθήσει το δρόμο που του αρέσει. Του έδειξε τη στενή
οδό, του έδειξε και την πλατειά. Και του είπε: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η
απάγουσα εις την ζωήν».25 «Πλατεία και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την
απώλειαν».26 Αφού λοιπόν τον όπλισε με τον θείο νόμο Του και με τις διδαχές των
αγίων Του, τον άφησε να πορεύεται όπως θέλει, με οδηγό τη συνείδησή του,
έχοντάς τον βέβαια προειδοποιήσει για την έκβαση του κάθε δρόμου: Ο ένας δίνει
λίγη πρόσκαιρη ηδονή, μα οδηγεί στη αιώνια κόλαση. Ο άλλος έχει λίγο πρόσκαιρο
κόπο, μα φέρνει στην αιώνια ανάπαυση. Λοιπόν, ποιά νουθεσία μπορώ να δώσω
εγώ στον άνθρωπο, που μου έδωσε ο Θεός να φυλάω; Ο ίδιος ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός, με το δικό Του στόμα, νουθετεί και παρακαλεί και διδάσκει όλους

57
τους ανθρώπους ν’ απέχουν από ακάθαρτα έργα. Μα εκείνοι, που προσέχουν τα
λόγια Του και τα εφαρμόζουν, είναι τόσο λίγοι!...

-Γιατί όμως κάθε τόσο σήκωνες τα χέρια σου στον ουρανό στενάζοντας;
Ρώτησε τον άγγελο ο άγιος.

-Γιατί έβλεπα γύρω τους δαίμονες – άλλους να τραγουδούν, άλλους να παίζουν


κιθάρες, άλλους να γελάνε χαιρέκακα σε βάρος του. Καιγόταν η καρδιά μου,
βλέποντας εκείνα τα βδελύγματα να τον ρεζιλεύουν. Παρακαλούσα λοιπόν το Θεό
να λυτρώσει το πλάσμα Του από τον εμπαιγμό των σκοτεινών δαιμόνων. Ακόμα να
μ’ αξιώσει να χαρώ τη μετάνοια και την επιστροφή του, μια μέρα έστω πριν φύγει
από τη ζωή αυτή, ώστε να Του παραδώσω την ψυχή του άσπιλη και καθαρή.

Αυτά είπε ο άγγελος κι εξαφανίστηκε από μπροστά μας.

Καθώς φεύγαμε κι εμείς, ο όσιος βρήκε την ευκαιρία να μου μιλήσει για το
πάθος και την αμαρτία της πορνείας.

-Πιο βρωμερή αμαρτία απ’ αυτή δεν υπάρχει, έλεγε. Αν όμως ο ακόλαστος
άνθρωπος θελήσει να μετανοήσει, ο Θεός τον δέχεται πιο πρόθυμα και πιο θερμά
απ’ όλους τους άλλους αμαρτωλούς. Γιατί ξέρει πόσο δυνατό είναι το πάθος τούτο,
αφού και από τη φυσική γενετήσια ορμή του ανθρώπου τρέφεται, αλλά και από
τους δαίμονες επιπλέον κεντρίζεται με τους διάφορους πειρασμούς. Όποιος θέλει
να το νικήσει, θα το κατορθώσει μόνο αν αγωνιστεί να λιγοστέψει τον ύπνο του και
το φαγητό του.

Και, καθώς περπατούσαμε, πρόσθεσε:

-Κάποτε συνάντησα έναν άνθρωπο που πορευόταν στον ευρύχωρο δρόμο της
αμαρτίας. Και να! Άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου, και είδα ίσαμε τριάντα δαίμονες
να θορυβούν ολόγυρά του. Άλλοι βούιζαν σαν μύγες στο πρόσωπό του, άλλοι
ζουζούνιζαν σαν κουνούπια στ’ αυτιά του, ενώ τρεις τον είχαν δέσει με σκοινιά από
το λαιμό, τα πόδια και τη μέση και τον έσερναν βάναυσα πότε εδώ και πότε εκεί.
Μπροστά στο αξιοθρήνητο εκείνο θέαμα, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Ποιοί να
είναι αυτοί οι τρείς, που σέρνουν τον άνθρωπο με τα σκοινιά;», συλλογίστηκα. Και
μου αποκαλύφθηκε, πώς ο ένας ήταν ο δαίμονας της πορνείας, ο άλλος της
μοιχείας και ο τρίτος της αρσενοκοιτίας. Εκείνοι πάλι που ζουζούνιζαν σαν
κουνούπια στ’ αυτιά του, προσπαθούσαν να τον ρίξουν στην απόγνωση. Κι αυτοί
που βούιζαν σαν μύγες στο πρόσωπό του, τον έκαναν αναίσθητο και αδιάντροπο.

58
Αυτά μου φανέρωσε ο Κύριος. Μόλις τότε παρατήρησα, ότι από μακριά
ακολουθούσε ο άγγελός του, κρατώντας στο χέρι κάτι σαν ψιλό ραβδί, που στην
άκρη του είχε ένα υπέροχο κρίνο. Βάδιζε σκυθρωπός, περίλυπος, απελπισμένος,
βλέποντας τον άνθρωπο εκείνο να βρίσκεται μέσα στο στόμα του άδη,
υποδουλωμένος καθώς ήταν στο τρίπτυχο αυτό της σαρκολατρίας. Τότε κι εγώ
σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό, θέλοντας να κάνω μια μικρή έστω προσευχή γι’
αυτόν. Μα οι πονηροί δαίμονες μεμιάς ρίχτηκαν πάνω μου σαν κουνούπια και
άρχισαν να κατατσιμπούν τα χέρια μου, νομίζοντας πώς θα μ’ εμπόδιζαν έτσι να
προσευχηθώ για το θύμα τους.

Με φόβο και τρόμο άκουσα τη διήγηση του οσίου. Πραγματικά, ποτέ δεν είχα
ξανακούσει τέτοια καταπληκτικά πράγματα.

Το αγιασμένο λάδι

Όταν ο άγιος ήθελε να κοιμηθεί λίγο, έστρωνε κοφτερές πέτρες στη γη και
πάνω τους έριχνε ένα σάγισμα. Ύστερα έψαλλε νεκρώσιμα τροπάρια, σα να
ετοίμαζε τον εαυτό του για ταφή, και έλεγε τέσσερα αποστολικά και τέσσερα
ευαγγελικά αναγνώσματα, όλα απ’ έξω. Έτσι έπεφτε να κοιμηθεί, βάζοντας ένα
λιθάρι για προσκεφάλι και σταυρώνοντας τρεις φορές το στρωσίδι του.

Συχνά τη νύχτα του έκαναν επίθεση οι δαίμονες και δεν τον άφηναν να
κοιμηθεί. Εκείνος τότε, μη δύναμη θεϊκή, άρπαζε το ραβδί του και τους χτυπούσε
άγρια, βρίζοντάς τους και χλευάζοντας την αδυναμία τους.

Οι δαίμονες είχαν απελπιστεί μαζί του.

-Τί θα κάνουμε μ’ αυτόν τον σκληροτράχηλο, έλεγαν μεταξύ τους, που μας
χτυπάει και μας βρίζει και ρεζιλεύει το σόι μας;

Μια νύχτα είχε πάρει λιγάκι ο ύπνος το δούλο του Θεού. Ξαφνικά φάνηκε ο
διάβολος κρατώντας μιαν αξίνα! Τη σήκωσε ψηλά για να τον χτυπήσει, μα, πριν
προλάβει να την κατεβάσει, κυριεύτηκε από φρίκη και τρόμο, τραβήχτηκε πίσω και
χάθηκε σαν καπνός, ξεφωνίζοντας και κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ενώ ο Νήφων,
ξύπνιος πια, τον άκουσε να τρίζει τα δόντια και να λέει:

-Άχ Μαρία! Εσύ, όπως πάντα, με καις! Εσύ, που προστατεύεις αυτό το
αγύριστο κεφάλι!

59
Από τα θυμωμένα εκείνα λόγια του σατανά, ο δίκαιος κατάλαβε ότι η Παναγία
τον υπερασπιζόταν και τον σκέπαζε με τη χάρη της, επειδή κάθε βράδυ, πριν
κοιμηθεί, συνήθιζε να παίρνει λάδι από το καντήλι της και να αλείφεται με πολλή
ευλάβεια στο μέτωπο, στον αυχένα, στην καρδιά και σ’ όλα του τα αισθητήρια. Η
μυστική δύναμη, που είχε το άγιο εκείνο λάδι, έτρεψε το διάβολο σε φυγή.

Από τότε, διαπιστώνοντας τη δύναμη που έχει το λάδι από το καντήλι της
Θεοτόκου και των αγίων, συμβούλευε τους γνωστούς του να παίρνουν κάθε βράδυ
απ’ αυτό, ν’ αλείφονται με πίστη και μετά να κοιμούνται.

Το πνεύμα της κενοδοξίας

Άλλοτε πάλι, ενώ καθόμασταν και συζητούσαμε για την κενοδοξία και άλλα
πνευματικά θέματα, μου λέει:

-Το πονηρό πνεύμα της κενοδοξίας είναι πολύμορφο, και χρειάζεται πολλή βία
για να ξεφύγει κανείς από αυτό. Γιατί κάνει τον ενάρετο να καμαρώνει για τα
κατορθώματά του. Αν λ. χ. είναι εξαντλημένος από τη νηστεία, του λέει: «Κοίταξε
στο νερό το πρόσωπό σου. Πόσο λιπόσαρκο είναι! Πώς να μη σ’ έχουνε μετά οι
άνθρωποι για μεγάλο νηστευτή;». Άλλοτε τον ορμηνεύει: «Περπάτα σκυφτός. Μίλα
ψιθυριστά. Βάδιζε αργά. Έτσι θα σε τιμούν οι άνθρωποι». Και άλλοτε τον κεντρίζει:
«Καθώς προχωράς, αναστέναζε πότε –πότε. Σήκωνε και τα μάτια σου ικετευτικά
στον ουρανό, ώστε να προκαλείς την προσοχή των άλλων. Έτσι θα λένε: Να ένας
μεγάλος άγιος!» Τέτοια και άλλα παρόμοια του ψιθυρίζει το πνεύμα της κενοδοξίας,
για να καταλήξει σε κάτι σαν κι αυτό: «Σου πρέπει λοιπόν να γίνεις επίσκοπος ή
τουλάχιστον ιερέας ή αρχιδιάκονος, αφού όλοι σε λένε και σε θεωρούν άγιο.
Φρόντισε μόνο να κάνεις και μερικά θαύματα για να δοξαστείς πιο πολύ. Άρχισε να
λές στους ανθρώπους τα μελλούμενα – ε, από τα πολλά που θα πεις, θα βγει και
κανένα αληθινό, οπότε θα σε θεωρήσουν σπουδαίο- , επιτίμα τα δαιμόνια – ίσως κι
αυτά, με την επίκληση του Ιησού, να φυγαδευτούν, οπότε θα δοξαστείς κι εσύ σαν
προφήτης ή απόστολος»… Αλλά γιατί να πολυλογώ; Συνέχισε ο όσιος. Τότε που
άρχισα να μετανοώ για τις αμέτρητες αμαρτίες μου, μου επιτέθηκε ο πνεύμα της
κενοδοξίας, γεμίζοντας την καρδιά μου με χαρά και αγαλλίαση. Μου έδιωξε κάθε
θλίψη. Μ’ έκανε να νιώθω ειρηνικός και ευτυχισμένος. Και μου έβαζε το λογισμό:
«Εσύ πια έφτασες σε ψηλά μέτρα αρετής! Που να βρεθεί όμοιός σου πάνω στη
γη!». Πότε – πότε μου έφερνε στη μύτη υπέροχες ευωδίες θυμιαμάτων και με

60
απατούσε λέγοντας: «Κοίτα πώς σε παραστέκουν οι άγγελοι, θυμιάζοντας την
αγιοσύνη σου και την αρετή σου!». Κι έπειτα, χωρίς εγώ να το καταλαβαίνω, με
κορόιδευε για τα καλά: «Μακάριος είσαι, Νήφων, γιατί νίκησες το διάβολο!». Όλα
αυτά τα έπαιρνα στα σοβαρά, ο ανόητος, και πλανούσα τον εαυτό μου, νομίζοντας
πως είναι όπως μου τον έδειχνε το δαιμόνιο της κενοδοξίας. Ο Θεός όμως, που δεν
θέλει την απώλεια του αμαρτωλού, μου χάρισε διάκριση λογισμών και αγαθή
σκέψη. Όταν λοιπόν ερχόταν ο διάβολος και μου έλεγε, «Μα εσύ από τώρα είσαι σ’
αλήθεια ο άγιος Νήφων! Ποιός άλλος πάνω στη γη καλλιεργεί τόσες αρετές ζώντας
μέσα στους θορύβους;», τότε εξουδετέρωνα τις πανουργίες του με τη διάκριση.

Μια φορά, όπως μου είπε ο όσιος, το δαιμόνιο της κενοδοξίας έπεσε πάνω του
ορμητικά, φουσκώνοντάς τον με βροχή επαίνων:

-Να, ο πιο διάσημος απ’ τους ανθρώπους! Να, ο μεγάλος φωστήρας! Να, ο
γενναίος αγωνιστής! Να, ο πιο ενάρετος της οικουμένης!...

Φλυάρησε πολλά ακόμα, πασχίζοντας να τον πλανέψει. Ο άγιος όμως


κατάλαβε την κακουργία του διαβόλου, αναλογίστηκε τη δική του αδυναμία και είπε
μέσα του:

-Πρόσεξε, αμαρτωλέ Νήφων, μη σε ξελογιάσει ο απατεώνας! Το νου σου,


μωρόπιστε, μη σε τυλίξει! Άνθρωπος είσαι κι εσύ σαν τους άλλους. Κοίτα, μην
υποκύψεις. Μην περηφανευτείς και φουσκώσεις. Σε τι ξεχωρίζει ένα σπόρος σιτάρι
μέσα στο σωρό; Σε τίποτα. Είναι ίδιος με τους άλλους σπόρους. Έτσι κι εσύ, δεν
ξεχωρίζεις σε τίποτα από τους άλλους ανθρώπους. Απ’ τη λάσπη είναι όλοι
πλασμένοι, απ΄ τη λάσπη είσαι κι εσύ. Για δες, ταλαίπωρε, τη γη! Κι εσύ «γη εί και
εις γην απελεύση».53 Να σκέφτεσαι πώς είσαι αμαρτωλός και θα κριθείς.
«Πρόσεχε σεαυτώ»54 και «νήφε εν πάσι».55 Θρήνησε, άθλιε, για την αιώνια πικρή
κόλαση, όπου θα κατακαίγεσαι για τις αμαρτίες σου! Αυτά τα στοχάζεσαι, αυτά να
μελετάς συνεχώς, και να μην κομπιάζεις λέγοντας, «είμαι ενάρετος», «είμαι
δίκαιος», «είμαι συνετός»… Γιατί μ’ αυτές τις αλαζονικές αυταπάτες κρατάς το Θεό
μακριά σου.

Έτσι, ελέγχοντας αυστηρά τον εαυτό του ο δίκαιος πολεμούσε αποτελεσματικά


το πνεύμα της κενοδοξίας. Τον έβλεπες συνεχώς να τα βάζει με τους δαίμονες.
Άλλοτε τους έβριζε, εξευτελίζοντας την αδυναμία τους. Άλλοτε τους καταριόταν και
τους επιτιμούσε. Άλλοτε τους χλεύαζε, θυμίζοντάς τους το αιώνιο πύρ.

61
Μια φορά ο ακάθαρτος δαίμονας, για να σπείρει μέσα του την έπαρση, του
παρουσιάστηκε σαν άγγελος και είπε:

-Να, από τώρα θ΄ αρχίσεις να κάνεις και θαύματα. Το όνομά σου θα δοξαστεί
και στη γη και στον ουρανό. Γιατί πραγματικά έχεις ευαρεστήσει πολύ το Θεό, που
σου στέλνει μ’ εμένα αυτό το χάρισμα.

Τ΄ απατηλά τούτα λόγια δεν ξεγέλασαν το δούλο του Θεού, που κατάλαβε την
πλεκτάνη του σκοτεινού πνεύματος. Του λέει λοιπόν ειρωνικά:

-Κάτσε λίγο, και θα κάνω μπροστά σου ένα θαύμα!

Και βλέποντας κοντά στα πόδια του μια πέτρα, της λέει με στόμφο:

-Σε προστάζω, πέτρα, με το χάρισμα που μου έφερε αυτός εδώ, να φύγεις και
να πάς αλλού!

Η πέτρα όμως έμεινε ακίνητη στη θέση της.

Γέλασε τότε με την πλάνη του διαβόλου και του είπε χλευαστικά:

-Θαύμασε λοιπόν, πονηρέ και δολερέ, το ψευτοχάρισμά σου. Καμιά δύναμη


δεν έχει!

Και φτύνοντάς τον περιφρονητικά, τον έκανε να εξαφανιστεί ντροπιασμένος

Μιαν άλλη φορά, καθώς προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα, στάθηκε πίσω του
το πνεύμα της κενοδοξίας και του ψιθύρισε ύπουλα:

-Σαν άγιος έχεις σηκώσει τα χέρια στο Θεό!

Εκείνος όμως συνέχισε να προσεύχεται, χωρίς να του δώσει σημασία.

Τότε ο διάβολος του βάζει φοβερότερο λογισμό:

-Πόσο μεγάλος έγινες! Ίσος με το Θεό!!!

Κι ενώ ρίζωνε μέσα του αυτή η σκέψη, ο νους του αρπάχθηκε από το Άγιο
Πνεύμα και υψώθηκε στους ουρανούς. Και είδε εκεί, με τα πνευματικά του μάτια,
πόσο μεγάλος και φοβερός είναι ο Θεός και πως κυβερνάει ολόκληρο τον κόσμο
και πώς συγκρατεί στη δεξιά Του παλάμη «τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν

62
και πάντα τα εν αυτοίς».56 Θαμπωμένος από το μεγαλειώδες αυτό θέαμα, άκουσε
φωνή να του λέει:

-Πρόσεξε καλά, Νήφων! Μήπως κι εσύ ορίζεις έτσι τον ουρανό και τη γή; Δες
και στοχάσου, πόσο μεγάλος είναι ο Θεός πόσο δυνατός, πόσο φοβερός, πόσο
δοξασμένος – όσο μπορείς να το καταλάβεις. Δες και στοχάσου μετά, πόσο μικρός
είναι ο εαυτός σου. Και μην τολμήσεις να τον ξανασυγκρίνεις με τον Πλάστη σου. Ο
δαίμονας σε βάζει να το κάνεις, κι έχε το νου σου μην πλανευτείς.

Η φωνή εκείνη τον συγκλόνισε και τον συνέφερε. Αφού αναλογίστηκε τι είδε και
τι έπαθε, έφτυσε με αηδία τον εαυτό του και άρχισε να τον ξεφτιλίζει:

-Βρωμιάρη! Ακάθαρτο σκυλί! Φαντάζεσαι πώς είσαι άνθρωπος, σιχαμερό


παράσιτο; Πού ήτανε το σάπιο σου μυαλό, όταν περηφανεύτηκες τόσο πολύ
ενάντια στο Θεό; χώμα και κοπριά είσαι, κακόγνωμε, και με τη δαιμονική αλαζονεία
σου έγινες άξαφνα Θεός; Όχι Θεός, άλλ’ αντίθεος έγινες, ανόητε… Καλά, δεν
ντρέπεσαι, δεν ντρέπεσαι καθόλου, αναίσχυντε; Τί θα κάνεις, όταν έρθει ο μεγάλος
Κριτής; Πού θα πας τότε; Πού θα κρυφτείς; Δεν φοβάσαι; Δεν τρομάζεις; Για τί θα
πρωτοδώσεις λόγο; Για την ακολασία, για την ψευδολογία ή για την καταλαλιά; Για
τη βλασφημία ή για την αισχρολογία; Για την περηφάνια, για την κενοδοξία ή για την
υποκρισία; Για το φθόνο και την κακία ή για την έχθρα και το μίσος; Για τη ραθυμία
και την ακηδία ή για τη φιλαργυρία και την τσιγγουνιά; Αλίμονο σου, Νήφων, άνομε
και άμυαλε! Δεν σου φτάνει τόσα πάθη, έγινες τώρα και αντίθεος!...

Στέναξε βαθιά και συνέχισε με μια προσευχή:

-Θεέ μου,

«ελέησόν με, τον παραπεσόντα»!57

Μη μ’ αποστραφείς,

τον ταπεινωμένο και ντροπιασμένο,

τον φτωχό, τον ταλαίπωρο, τον μετανοημένο,

αλλά σπλαχνίσου με,

σαν πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος.

Εσύ βέβαια ξέρεις, αγαθέ και φιλάνθρωπε,

63
την ανθρώπινη ασθένεια

και την ευτέλεια και την ταλαιπωρία.

«Ίασαί με, Κύριε, και ιαθήσομαι»,58

και με τη χάρη Σου θα διορθωθώ στο νου

και θ’ αποκτήσω διάκριση των λογισμών,

για να μπορέσω να ξεφύγω

από τ’ άνομα κρυφά μου πάθη-

«και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου».59

Από τότε πρόσεχε το νου και τους λογισμούς του με πολλή επιμέλεια. Όταν
έβλεπε το διάβολο να τον πλησιάζει για να του υποβάλει κάποια πονηρή σκέψη,
του φώναζε με οργή:

-Πού πας άθλιε;

Και εκείνος έκανε πίσω τρομαγμένος και καταντροπιασμένος.

Δεν έπαυε, ωστόσο, ο πανούργος να του στήνει παγίδες μέρα και νύχτα. Το ΄χε
σκοπό να τον ρίξει σε κάποιο αμάρτημα, οποιοδήποτε – ή στην καταλαλιά ή στην
οργή ή στην επιορκία ή στο χλευασμό ή σ’ οτιδήποτε άλλο. Μα δεν τα κατάφερνε.

Τα κατορθώματα των δαιμόνων

Με τα φωτισμένα μάτια της ψυχής του ό άγιος έβλεπε πώς πήγαιναν οι


δαίμονες να πειράξουν τους ανθρώπους. Τους πλησίαζαν και τους ψιθύριζαν κάθε
λογής πονηρίες, παρακινώντας τους σε διάφορα αμαρτήματα. Κι εκείνοι, ζαλισμένοι
από τις έγνοιες και τις σκοτούρες της ζωής, δεν υποψιάζονταν ότι αυτό που
συλλογιζόταν ο νους τους ήταν από δαιμονική ενέργεια. Έτσι, δέχονταν και
μελετούσαν τους λογισμούς σαν δικούς τους. Και αφού τους καλλιεργούσαν αρκετά
μέσα στο μυαλό τους, έπεφταν στα αντίστοιχα αμαρτήματα – άλλοι σε οργή, άλλοι
σε κατάκριση, άλλοι σε μνησικακία, άλλοι σε διαμάχη και άλλοι σε άλλα.

Βλέποντας τα όλα αυτά ο δούλος του Θεού, έλεγε με θλίψη:

64
-Ά τους πανούργους! Γίνανε αφεντικά, οι άθλιοι, και δίνουν προσταγές στους
ανθρώπους! Αυτοί πάλι, νομίζοντας πως όλες οι σκέψεις γεννιούνται από το δικό
τους μυαλό, τις πραγματοποιούν αδιάκριτα στο άψε σβήσε… Να γιατί δεν πρέπει
ποτέ να κάνουμε κάτι, πριν καλοεξετάσουμε τους λογισμούς μας.

Διηγήθηκε μάλιστα κι ένα σχετικό περιστατικό:

-Είδα κάποτε δυο ανθρώπους να στέκονται ήσυχοι και να δουλεύουν. Ξαφνικά,


πλησιάζει τον ένα κάποιος μαύρος, σκύβει στ’ αυτί του και αρχίζει να του ψιθυρίζει
κάτι, ποιος ξέρει τι. Μετά από λίγη ώρα πάντως και καθώς ο μαύρος συνέχιζε τους
ψιθύρους του, αφήνει ο άνθρωπος τη δουλειά του, τρέχει στο συντεχνίτη του και
αρχίζει να τον λούζει με βρισιές. Τότε παρουσιάστηκε ένας άλλος μαύρος. Σίμωσε
στ’ αυτί του δεύτερου κι έπιασε να τον ξεσηκώνει κι αυτόν, με τους δικούς του
ψιθυρισμούς, σε αντεπίθεση και καβγά. Έτσι, βρέθηκαν κι οι δυο να στέκονται
αντιμέτωποι και να αλληλοβρίζονται, έχοντας πίσω τους τους δαίμονες να
συνδαυλίζουν το θυμό τους! Πόσο αγανάκτησα!

-Ά, τους απατεώνες, τους βρωμερούς! Κοίτα πώς σπέρνουν διχόνοιες ανάμεσα
στους ανθρώπους! Μα κι αυτοί πάλι, τόσο ανόητοι είναι; Να κάνουν αναντίρρητα
και απερίσκεπτα ό,τι τους συμβουλεύουν οι δαίμονες!...

Η ώρα του φαγητού.

Κάποτε, καθώς περνούσε έξω από ένα σπίτι, είδε από το ανοιχτό παράθυρο το
νοικοκύρη να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει με την γυναίκα του και τα παιδιά του.
Φαίνονταν πολύ φτωχοί. Παρατήρησε όμως, ότι δίπλα σε καθένα από τα μέλη της
οικογένειας παραστεκόταν κι από ένας ωραίος και λαμπροφορεμένος νέος.

-Άλλο και τούτο! Μονολόγησε παραξενεμένος ο όσιος. Οι καθισμένοι είναι


φτωχοί. Τί λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι. Και οι όρθιοι, οι διακονητές τους, είναι
λαμπροφορεμένοι!

Την απορία του έλυσε ο Κύριος, που του εξήγησε το παράδοξο θέαμα: οι νέοι
ήταν άγγελοι. Αυτοί στέλνονται από το Θεό για να παραστέκουν τους χριστιανούς
την ώρα του φαγητού. Αν, τρώγοντας, λένε λόγια ωφέλιμα και κατανυκτικά, οι
άγγελοι χαίρονται και ευφραίνονται μαζί τους. Αν όμως ακουστεί στο τραπέζι
αισχρολογία ή κατάκριση, παρευθύς, όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, έτσι και

65
ο κακός λόγος διώχνει τους αγγέλους του Θεού. Και μόλις φύγουν οι άγιοι άγγελοι,
έρχεται ο ζοφερός δαίμονας και κυλιέται ανάμεσα στους φλύαρους και λοίδορους
συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω του καπνιά και δυσωδία.

Από τα λόγια λοιπόν και τις συζητήσεις των χριστιανών στο τραπέζι, εξαρτάται
η παρουσία είτε των αγγέλων του φωτός είτε των πνευμάτων του σκότους.

Η εξουδετέρωση της υπερηφάνειας

Χάρη σ’ όλες αυτές τις διδαχές και αποκαλύψεις του, ο όσιος είχε γίνει γνωστός
σε αρκετούς, που έτρεχαν να τον ακούσουν και να ωφεληθούν. Μερικοί μάλιστα τον
τιμούσαν σαν άγιο.

Κάποια μέρα λοιπόν τον επισκέφθηκε κι ένας αδελφός, που διψούσε να μάθει
πολλά γι’ αυτόν. Και σε μια στιγμή, καθώς συζητούσαν, του λέει:

-Πάτερ, απορώ μαζί σου, πώς δεν υπερηφανεύεσαι, που τόσοι σε τιμούν και
σε παινεύουν;

-Μα δεν ξέρεις, παιδί μου, το πώς;

-Όχι, πάτερ. Αν το ήξερα, δεν θα ρωτούσα την αγιοσύνη σου.

-Έ τότε άκουσε: Δυο και τρεις και τέσσερις φορές κάθε μέρα φέρνω στο νου
μου τις αμαρτίες, που έκανα τον καιρό της αποστασίας μου. και όσο τις σκέφτομαι,
τόσο σπαράζει η ψυχή μου, γιατί, χωρίς αμφιβολία, δεν βρίσκω πώς έκανα ποτέ
κάτι αρεστό στο Θεό. Όταν πάλι ακούω κανένα έπαινο για μένα, εξουθενώνω και
τον εαυτό μου και τον έπαινο. Εσύ, λόγου χάρη, μ’ επαινείς μια- δυο φορές την
εβδομάδα; Εγώ όμως, από την άλλη, αδιάκοπα βρίζω τον εαυτό μου και τον
εξευτελίζω και τον σιχαίνομαι σαν ψόφιο σκυλί, σκουληκιασμένο και βρωμισμένο.
Να γιατί λοιπόν δεν υπερηφανεύομαι.

Γιατί ο κόσμος μισεί τους δικαίους

Πές μου, πάτερ, σε παρακαλώ, και κάτι άλλο: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι
άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί
τους; Αντίθετα, λίγοι είναι εκείνοι που τους τιμούν…

66
-Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων.
Τους ταιριάζει, θα έλεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα
ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μια μέρα από τις κακολογίες των
άλλων.

-Και με ποιόν τρόπο τα κέρδισε; Ρώτησε απορημένος ο αδελφός.

-Άκουσε: ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν αφανής και


αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους
αγαπούσε σαν άγγελος του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό
και άρχισαν να αντιπαθούν τον ευεργέτη τους σαν να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν
πώς είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει,
βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των
αμαρτωλών ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο σου μιλάω, ακούγοντας
τις συκοφαντίες αυτές χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε το Θεό. «Κύριε», έλεγε,
«δείξε το έλεός Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας
απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα
ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε όμως και αφάνισε τους πονηρούς δαίμονες, που
τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. σε παρακαλώ Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες
εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπλαχνία Σου
ζητώντας συγχώρηση, έτσι να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς που κατηγορούν
τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγίασέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με
την αγαθότητά Σου». Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που
τον μισούσαν και τον κακολογούσαν! Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν. Όσες φορές
την ημέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές
κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο
διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός
τον στεφάνωνε αόρατα… Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο
αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν
έτσι τα στεφάνια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.

-Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι
σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ΄ άλλους όχι.

-Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου εξηγήσω με μερικά παραδείγματα: Δεν


βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι
λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: «Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη!». Ο

67
άλλος, αντίθετα: «Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδιά!». Αν πάλι ο Θεός στείλει
βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: «Άχ,
γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;». Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς
απολαμβάνουν περισσότερη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και
θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που
αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και
ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: «Ο χειμώνας
είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς». Και,
κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν
γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά;
φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος,
συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευεργέτησε με μύρια καλά
– δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε,
παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με
λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος
δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποιά ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; ο
φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα
και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σ’ όλους τους
ανθρώπους, πώς θα τους αρέσει ο δίκαιος συνάνθρωπός τους; Ξέρεις, παιδί μου,
ότι ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και
παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάιν, αυτός,
σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν
τότε, που υπήρχαν μονάχα δυο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να
ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπορέσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε
τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν
Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν».60

Ο τόπος και ο τρόπος της σωτηρίας

Σ’ ευχαριστώ, πάτερ, για όσα μου εξήγησες ως εδώ, είπε ο αδελφός. Πές μου
όμως κάτι ακόμα. Πώς δηλαδή, μολονότι υπάρχουν ενάρετοι που δεν έκαναν ποτέ
κακό σε κανέναν, οι άνθρωποι σκανδαλίζονται μαζί τους και βαρυγγωμούν και λένε:
«Τί κάθονται αυτοί ανάμεσά μας και μας παριστάνουν τους ευλαβείς; Ας πάνε στην
έρημο ν’ αγιάσουν! Αλλά, να! Όσοι είναι κενόδοξοι και ανθρωπάρεσκοι, μένουν
στον κόσμο για ν’ απολαύσουν τη δόξα των ανθρώπων».

68
-Δεν είναι, παιδί μου, ο τόπος που σώζει, αλλά ο τρόπος, η επιμέλεια, η
προθυμία και η εγρήγορση του καθενός. Πρόσεξε, και θα σου το αποδείξω με
πολλά παραδείγματα: Πρώτα – πρώτα ο Ενώχ, όπως μαρτυρεί και η Γραφή,61
ευαρέστησε το Θεό, μολονότι και στον κόσμο ήταν και οικογένεια είχε και – το πιο
αξιοθαύμαστο – ανάμεσα σε ασεβείς ανθρώπους ζούσε. Θυμήσου έπειτα τον
Αβραάμ. Τι φίλος του Θεού αναδείχθηκε! Και να σκεφτείς, ότι κι αυτός είχε γυναίκα
και τριακόσιους δεκαοκτώ συγγενείς και δούλους και κοπάδια και χρυσάφι και ασήμι
πολύ.62 Ωστόσο, τίποτε απ’ αυτά δεν στάθηκε εμπόδιο στην ευσέβειά του και στην
αγάπη του στο Θεό και, τελικά, στη σωτηρία του. Τί να πούμε όμως και για το Λώτ;
Πού κατοικούσε; Μέσα στα σκάνδαλα του διαβόλου, ανάμεσα στους Σοδομίτες! 63
Και μολονότι τους έβλεπε ο δίκαιος ν’ αμαρτάνουν συχνά μπροστά στα μάτια του,
ποτέ δεν κατέκρινε κανένα. Γι’ αυτό τον αγάπησε ο Θεός και δεν του στέρησε τη
βασιλεία Του. Για σκέψου και τον Ιώβ, που ήταν «ευγενής των αφ’ ηλίου
ανατολών».64 Και πλούτη είχε και δόξα ασύγκριτη και γυναίκα και παιδιά και
δούλους και δούλες. Μα πέτυχε κι αυτός τη σωτηρία του, όπως οι άλλοι. Το ίδιο και
ο Ισαάκ65 και ο Ιακώβ 66 και ο Ιωσήφ67 και αναρίθμητοι άλλοι, που ευαρέστησαν το
Θεό με τη ζωή τους. Ο Μωυσής πάλι, σε ποιόν τόπο επικαλέστηκε το Θεό; Εκεί,
στην Ερυθρά Θάλασσα. Και ο Θεός αμέσως του απάντησε: «Μωυσή, Μωυσή, τί με
φωνάζεις;».68 Ο Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες που προσευχήθηκαν; Ο ένας στο
λάκκο, οι άλλοι στο καμίνι.69 Και ο Θεός τους άκουσε και έστειλε τον άγγελό Του
και τους έσωσε. Κοίταξε και τον Ιωνά, που εισακούστηκε μεσ’ από την κοιλιά του
κήτους,70 και το ληστή, που από το σταυρό του άνοιξε με δυο μονάχα λόγια
προσευχής τον παράδεισο.71 Αφήνω από την Παλαιά Διαθήκη τον Εζεκία,72 το
Μανασσή,73 το Δαβίδ,74 τη Ραάβ75 και τόσους άλλους. Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ μου,
πώς ευαρέστησαν το Θεό όλοι αυτοί σε διάφορους τόπους, λάμποντας με ποικίλες
αρετές; Α, και ο μακαριστός Παύλος τί έκανε; Καθόταν στο εργαστήρι του κι έραβε
σκηνές.76 Ξέρεις όμως ποιός ήταν, πώς κήρυξε και τί έγραψε! Αλλά νομίζω πώς
είπα ήδη αρκετά. Πιστεύω να έχεις πια πεισθεί, ότι σε κάθε τόπο μπορεί να
ευαρεστήσει κανείς το Θεό. Παντού υπάρχει σωτηρία γι’ αυτόν που προσέχει. Γιατί
και ο Θεός παντού είναι παρών.

Αποκάλυψη για το βασιλιά Σολομώντα

ΣΕ ΟΛΑ, πάτερ, με βοήθησες με τις εξηγήσεις σου, είπε ο αδελφός. Για να με


ωφελήσει όμως περισσότερο η αγιοσύνη σου, απάντησέ μου και σ’ αυτό που θα σε

69
ρωτήσω τώρα: Πίστεψέ με, πονάει η ψυχή μου για το βασιλιά Σολομώντα. Γιατί
άλλοι λένε πώς κολάστηκε και άλλοι πως όχι.77 Μπορεί όμως τόση σοφία να την
κατάπιε ο άδης και να χάθηκε;

-Αυτό δεν το ξέρει κανείς, παιδί μου, παρά μόνο ο Θεός. Γιατί δεν
αποκαλύφθηκε ποτέ σε κανέναν από τους αγίους.

-Ωστόσο εγώ έχω μια διαίσθηση, ότι από σένα θα μάθω την αλήθεια. Για το
Θεό, μη μου την κόψεις.

Η επιμονή του αδελφού λύγισε τον όσιο.

-Έ, λοιπόν, σου ομολογώ ότι κι εγώ ήμουνα πολύ λυπημένος για το Σολομώντα
και απορούσα πάντα πώς μπορεί να χάθηκε ένας τέτοιος δίκαιος. Ο καλός Θεός
όμως, για να μ’ απαλλάξει από τη θλίψη αυτή, μου μίλησε με το ίδιο Του το στόμα
και μου φανέρωσε την πραγματικότητα: «Δεν χάθηκε η ψυχή του βασιλιά, όπως οι
περισσότεροι νομίζετε. Γιατί δεν με αρνήθηκε τελείως. Παρασύρθηκε, βέβαια, από
τις ασεβείς εκείνες γυναίκες και έχτισε ναούς στα είδωλα και πρόσφερε θυμίαμα σ’
αυτά, σύμφωνα με το θέλημά τους. Ποτέ όμως δεν με αρνήθηκε ρητά. Μάλιστα,
μετά το θάνατό του και μέχρι τη σταύρωσή μου, καθόταν τόσα χρόνια «εν σκότει και
σκιά θανάτου»,78 υποφέροντας φοβερά. Όταν εγώ λοιπόν κατέβηκα στον άδη και
ανέστησα τους νεκρούς από τα καταχθόνια, λύτρωσα και τη δική του ψυχή και την
αξίωσα ν’ απολαύσει τη μακαριότητα. Αποφάσισα δηλαδή να τον ελεήσω, με την
άπειρη φιλανθρωπία μου, επειδή, παραβάλλοντας τις πολλές του αρετές και τα
μακροχρόνια βάσανά του μέσα στο σκοτάδι με το αμάρτημά του, έκρινα ότι αυτός
ξεπλύθηκε. Έτσι τον ελευθέρωσα από τα ζοφερά δεσμά του άδη. Γιατί είμαι Θεός
των θεών και κάνω ό,τι θέλω τα πλάσματά μου και σώζω όποιους νομίζω με το
άπειρο έλεός μου και δεν μπορεί κανείς να κρίνει τις βουλές μου!». Αυτά μου
φανέρωσε ο Κύριος και χάθηκε στους ουρανούς. Και από τότε είμαι γεμάτος χαρά
για τη σωτηρία του σοφού βασιλιά και για την ευσπλαχνία του Θεού.

Ο αδελφός ευχαριστήθηκε πολύ με την αποκάλυψη του οσίου.

Ο θάνατος και η έξοδος της ψυχής

70
ΠΑΤΕΡ, είπε με δισταγμό, θέλω κι άλλα να σε ρωτήσω, μα δεν τολμώ. Φοβάμαι
μη σε κουράσω… Αλλά να, ανέκαθεν οι άνθρωποι διψούσαν για πνευματικές
συζητήσεις με τους πατέρες. Έτσι κι εγώ τώρα…

-Ρώτα, παιδί μου, ό,τι θέλεις χωρίς δυσκολία. Και ο Θεός θα μου δώσει λόγο
για την ωφέλεια της ψυχής σου.

Ξεθάρρεψε ο αδελφός και ρώτησε:

-Πώς στους παλαιούς καιρούς οι πρόγονοί μας ζούσαν και πέθαιναν ειρηνικά,
ενώ εμείς σήμερα, όπως ξέρεις, τελειώνουμε τη ζωή μας πολυτάραχα, περνώντας
από θλίψη σε συμφορά και από ανάγκη σε κακοπάθεια;

-Θα σου το εξηγήσω κι αυτό, όσο μπορώ. Λοιπόν, οι παλαιοί άνθρωποι είχαν
μεταξύ τους πολλή αγάπη. Οι σχέσεις τους ήταν βασισμένες στην ευθύτητα και στη
δικαιοσύνη. Και η αγάπη τους στο Θεό ήταν τόσο βαθειά, που δεν έκαναν ποτέ
θυσία ή άλλη προσφορά στο ναό Του, αν το δώρο τους δεν ήταν άριστο. Στον
Κύριο έδιναν ό,τι εκλεκτότερο είχαν. Εμείς όμως τώρα δεν κάνουμε το ίδιο. Έχουμε
θεοποιήσει την κοιλιά μας και προσφέρουμε σ’ αυτήν τα καλύτερα, ενώ στις
εκκλησίες του Χριστού τα χειρότερα. Και γενικά, εκείνοι με κάθε τρόπο
υπηρετούσαν το Θεό, και γι’ αυτό Τον είχαν βοηθό και σωτήρα σ’ όλες τις
περιστάσεις της ζωής τους, μέχρι την ώρα του θανάτου. Αντίθετα, εμείς έχουμε
θεοποιήσει την κοιλιά μας και της κάνουμε όλα τα χατίρια, τη στιγμή που αυτή η
αχόρταγη καμιά ωφέλεια και σωτηρία δεν μας παρέχει, αλλά μονάχα θλίψεις.

-Επειδή, όπως βλέπω, ο σοφότατος νους σου έχει φωτιστεί από το Θεό,
πάτερ, για να λες στο δούλο σου ό,τι τον ωφελεί, λύσε μου, σε παρακαλώ, και μιαν
άλλη απορία: Όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, βγαίνει με πόνο και βία ή με
γαλήνη και ευκολία;

-Δεν ξέρω βέβαια από πείρα, γιατί… δεν πέθανα ακόμα, είπε χαμογελώντας ο
όσιος. Θα σ’ ενημερώσω όμως θεωρητικά. Πρόσεξε: Υπάρχουν ενάρετοι που έχουν
πικρό θάνατο, και υπάρχουν αμαρτωλοί που έχουν γλυκό θάνατο. Ο πικρός όμως
θάνατος του ενάρετου ξεπλένει τις αμαρτίες, που σαν άνθρωπος έκανε στη ζωή
του, αφού κανένας δεν είναι αναμάρτητος παρά μόνο ο Θεός. Αντίθετα, ο γλυκός
θάνατος του αμαρτωλού αντισταθμίζει τα λίγα καλά, που έτυχε να κάνει. Έτσι, ο
ενάρετος φεύγει από τη ζωή αυτή ολοκάθαρος, ενώ ο αμαρτωλός εντελώς
ακάθαρτος. Και σε βεβαιώνω, αδελφέ μου, ότι ο παροδικά πικρός θάνατος του

71
δικαίου, του εξασφαλίζει αιώνια χαρά και αγαλλίαση. Ενώ ο παροδικός γλυκός
θάνατος το αμαρτωλού, τον στέλνει στο άσβεστο πυρ και στην αιώνια κόλαση.

-Καλά, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί που και πικρά πεθαίνουν και στην κόλαση
πηγαίνουν;

-Υπάρχουν βέβαια και πολλοί αμαρτωλοί, που έχουν πικρό θάνατο και
στέλνονται στην κόλαση. Όπως υπάρχουν και δίκαιοι, που έχουν γλυκό θάνατο και
μετά οδηγούνται στην αιώνια μακαριότητα. Τί να πει κανείς; Είναι διάφορα τα
κρίματα του Θεού. Στον καθένα δίνει θάνατο ανάλογο με τη ζωή του. Πάντως ο
θάνατος δεν είναι τόσο φοβερός, παιδί μου, όσο η κρίση που γίνεται εκείνη την
ώρα. Γιατί μόλις βγει η ψυχή από το σώμα, έρχονται άγγελοι να την παραλάβουν.
Τότε όμως μαζεύονται και πλήθη δαιμόνων. Και οι άγγελοι παρουσιάζουν τα καλά
έργα της ψυχής ενώ οι δαίμονες τα κακά. Ύστερα στέκονται και περιμένουν όλοι να
έρθει από τον ουρανό η απόφαση της σωτηρίας ή της καταδίκης. Μέχρι να φτάσει
όμως η φρικτή αυτή απόφαση, τι αγωνία περνάει η ψυχή! Τη μια στιγμή θαρρεί πώς
θα ριχτεί στην κόλαση, και λιώνει από το φόβο. Την άλλη ελπίζει πώς θα της
χαριστεί η σωτηρία, και σκιρτάει από χαρά και ευφροσύνη. Ύστερα πάλι
αμφιβάλλει, και σηκώνει τα χέρια στον ουρανό και ικετεύει να μην παραδοθεί σ’
αυτούς που τρίζουν τα δόντια τους εναντίον της. Μα και οι άγγελοι έχουν τότε
μεγάλη αγωνία, καθώς και οι δαίμονες. Οι πρώτοι ελπίζουν σε απόφαση σωτηρίας.
Όπου λοιπόν προστάξει ο δίκαιος Κριτής, εκεί και παραδίνεται η ψυχή – ή στους
αγγέλους του Θεού και τη λύτρωση ή στους δαίμονες του σκότους και την απώλεια.
Αυτό, παιδί μου, είναι ο φόβος και ο τρόμος, το να μην καταδικαστεί δηλαδή η ψυχή
στην απώλεια, να μην πέσει στα χέρια των ακάθαρτων δαιμόνων… Κατά τα άλλα, ο
θάνατος είναι κάτι φυσικό, που μας περιμένει όλους…

Δεύτερος Παύλος

Μόλις ο μακάριος Νήφων τελείωσε τη συζήτηση με τον αδελφό, σηκώθηκε για


να προσευχηθεί. Γιατί η προσευχή ήταν πάντα η κύρια εργασία του. Πολλές φορές
προσευχόταν νοερά, ακόμα κι όταν βρισκόταν μέσα σε πλήθος ανθρώπων. Κάθε
ώρα, είτε έτρωγε είτε συζητούσε με κάποιον, δεν έπαυε να λέει με το νού του τους
Ψαλμούς του Δαβίδ, που τους είχε μάθει απ’ έξω. Μα το πιο θαυμαστό είναι, πως,
κι όταν κοιμόταν, η καθαρή του διάνοια στοχαζόταν τα λόγια του Κυρίου, ενώ τα

72
χείλη του μουρμούριζαν περικοπές ολόκληρες απ’ τις επιστολές του αγίου
αποστόλου Παύλου!

Ναι, απέραντη αγάπη έτρεφε ο όσιος στον κήρυκα των εθνών και με πολλή
ευλάβεια αναφερόταν στο πρόσωπό του. Μα κι εκείνος ερχόταν συχνά στον ύπνο
του, τον παρηγορούσε και τον δίδασκε.

Και τ΄ όνομα μονάχα του φωστήρα της οικουμένης ν’ άκουγε ο Νήφων,


αναπηδούσε και αναφωνούσε με ιερό πόθο:

Ο Παύλος! Ο κορυφαίος του ουρανού και της γης! Ο πολυσέβαστος και


πολυαγαπητός μου! ο στύλος της Εκκλησίας, ο ολοφώτεινος οφθαλμός του
Χριστού, ο άσπιλος χειραγωγός και νυμφοστόλος της νέας Σιών, ο πάγκαλος και
θεηγόρος!... Ας δοξάζεται παντοτινά!

Ποτέ δεν έσβηνε η θεία φλόγα, που έκαιγε μέσα του, για τον κορυφαίο
απόστολο του Χριστού. εξάλλου – τι παράξενο! – και στην όψη έμοιαζε
καταπληκτικά με τον άγιο Παύλο, μόνο που δεν ήταν φαλακρός, όπως εκείνος.
Ήταν κι ο όσιος γλυκόλαλος και μειλίχιος και ζηλωτής της σωτηρίας των ανθρώπων
και φλογισμένος από το θείο έρωτα… Δεύτερος Παύλος!

Ο μισθός της ελεημοσύνης

Κάποια μέρα – ήμουνα κι εγώ εκεί, καθώς και δυο – τρεις ακόμα- τον
επισκέφθηκε στο κελί του ένας άλλος αδελφός για ν’ ακούσει λόγο ωφέλιμο. Μετά
τον συνηθισμένο ασπασμό, ο επισκέπτης κάθισε και ρώτησε τον όσιο:

-Σε παρακαλώ, πάτερ, πες μου, ποιός είναι ο μισθός αυτών που μοιράζουν τα
πλούτη τους ελεημοσύνη στους φτωχούς;

-Δεν έχεις ακούσει τί λέει το Ευαγγέλιο; Του λέει ο άγιος.

-Πολλά έχω ακούσει και διαβάσει. Αλλά να, θέλω να ακούσω κάτι κι από το
στόμα σου.

-Ο Θεός του ουρανού και της γης να σου δώσει απόκριση με το στόμα μου,
σύμφωνα με την πίστη σου. Γιατί εγώ είμαι αδύνατος και ανάξιος. Άκουσε λοιπόν…

Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε:

73
-Στα χρόνια του επισκόπου Ιεροσολύμων Κυριακού,79 ζούσε ένας πολύ
ευσεβής και ελεήμων άνθρωπος, ο Σώζων. Αυτός περνώντας κάποτε από το
κεντρικό δρόμο της πόλης, βλέπει έναν φτωχό, που ήταν σχεδόν γυμνός κι έτρεμε
από το κρύο. Τόσο τον ψυχοπόνεσε, που έβγαλε το πανωφόρι του και του το
φόρεσε. Όταν γύρισε στο σπίτι του, είχε πια βραδιάσει, κι έπεσε να κοιμηθεί. Μόλις
τον πήρε ο ύπνος, είδε στ΄ όνειρό του ότι βρέθηκε σ’ έναν θαυμαστό, φωτόλουστο
κήπο. Ήταν γεμάτος λουλούδια υπέροχα και μοσχομύριστα, τριαντάφυλλα και κρίνα
και άλλα αμέτρητα, καθώς και λογής – λογής δέντρα, τόσο φορτωμένα με εξαίσιους
καρπούς, που τα κλαδιά τους έγερναν ως τη γη. Μέσα σ’ αυτά χωμένα, αναρίθμητα
πουλιά κελαηδούσαν με ουράνια γλυκύτητα, ενώνοντας αδιάκοπα τους
δοξολογικούς τους ύμνους με το απαλό θρόισμα των φύλλων. Το άκουσμα και το
θέαμα του κήπου εκείνου ήταν, πραγματικά, πέρα από κάθε περιγραφή. Ενώ
λοιπόν ο Σώζων κοίταζε ολόγυρα εκστατικός, παρουσιάζεται μπροστά του ένας
άγνωστος νέος και του λέει: «Έλα μαζί μου». Τον ακολούθησε, και σε λίγο έφτασαν
σ΄ ένα φράχτη με χρυσά κάγκελα. Ρίχνοντας το βλέμμα του πίσω από το φράχτη,
είδε μιαν αυλή κι ένα υπέροχο παλάτι. Καθώς το θαύμαζε και το περιεργαζόταν,
βγαίνουν από μέσα δεκαέξι φτερωτοί άνδρες, λαμπεροί σαν τον ήλιο, χωρισμένοι
σε τέσσερις τετράδες. Κάθε τετράδα βάσταζε στους ώμους κι από ένα χρυσό
κιβώτιο. Προχώρησαν με γοργά βήματα προς το μέρος που στεκόταν ο Σώζων.
Μόλις πλησίασαν στα χρυσά κάγκελα, απέναντί του, στάθηκαν, κατέβασαν τα
κιβώτια από τους ώμους και τα ακούμπησαν καταγής. Έδειχναν σα να περίμεναν
κάποιον ανώτερό τους. Και πράγματι, μετά από λίγο βλέπει ο Σώζων έναν
πανέμορφο άνδρα να βγαίνει από το παλάτι και να κατευθύνεται προς τους
αγγέλους. «Ανοίξτε τα κιβώτια», τους πρόσταξε, «και δείξτε σ’ αυτόν τον άνθρωπο
τι του φυλάω, για το πανωφόρι που μου χάρισε πριν από λίγο διαμέσου εκείνου του
φτωχού». Αμέσως άνοιξαν το ένα χρυσό κιβώτιο και άρχισαν να βγάζουν χιτώνες
και φορεσιές βασιλικές, άλλες κατάλευκες, άλλες κεντητές, περίλαμπρες και
ανεκτίμητες. Τις άπλωσαν μπροστά του. «Σώζων, σου αρέσουν;» τον ρώτησαν. «
Δεν είμαι άξιος ούτε τη σκιά τους να δω!», αποκρίθηκε θαμπωμένος εκείνος. Μα οι
άγγελοι συνέχισαν να του παρουσιάζουν λαμπρούς, περίτεχνους και
χρυσοποίκιλτους βασιλικούς χιτώνες. Ίσαμε χίλιους, πάνω –κάτω, θα του δείξανε!
Όταν πια ο Κύριος των αγγέλων του φανέρωσε έτσι παραστατικά, ότι για το ένα
πανωφόρι που έδωσε θα πάρει πολλαπλάσια και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή,
του λέει: «Σε βεβαιώνω, Σώζων, όλα τούτα τ΄ αγαθά τα ετοίμασα για σένα, επειδή,
όταν με είδες γυμνό, με σπλαχνίστηκες κα μ’ έντυσες. Πήγαινε λοιπόν και συνέχισε

74
να κάνεις το ίδιο, για να κάνω κι εγώ το ίδιο: Όταν δίνεις εσύ σε κάποιο φτωχό ένα
ρούχο, σου ετοιμάζω εγώ εκατό». Γεμάτος χαρά και δέος ο Σώζων ρώτησε: «Κύριέ
μου, ήθελα να ήξερα, το ίδιο κάνεις σ’ όλους όσοι ελεούν τους φτωχούς; Τους
ετοιμάζεις εκατονταπλάσια αγαθά και ζωή αιώνια;». Κι Εκείνος απάντησε: «Πάς
όστις αφήκεν οικίας ή αγρούς ή πλούτον ή δόξαν ή πατέρα ή μητέρα ή αδελφούς ή
αδελφάς ή γυναίκα ή τέκνα ή τι των επιγείων, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν
αιώνιον κληρονομήσει».80 Μη μετανιώσεις λοιπόν ποτέ για κάποια ελεημοσύνη
σου. Ούτε να ταπεινώσεις τον φτωχό που του έδωσες κάτι. Γιατί τότε, αντί για
μισθό, θα πάθεις διπλή ζημιά: Και την αμοιβή σου θα χάσεις και στη μέλλουσα
Κρίση θα κατακριθείς». Τότε ακριβώς ο Σώζων ξύπνησε. Ήταν όλος έκπληξη και
θαυμασμό για όσα είδε. Πετάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι – δεν είχε πια καμιά
όρεξη για ύπνο-, πήρε και το δεύτερο πανωφόρι του και το πήγε σε κάποιον άλλο
φτωχό. Μόλις όμως γύρισε πίσω, αργά τη νύχτα, κι έπεσε να ξανακοιμηθεί, είδε το
ίδιο όραμα! Το πρωί λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο κι έγινε μοναχός αγωνιστής και
ενάρετος. Αυτά έχοντας υπόψη σου, παιδί μου, κάνε κατά τη δύναμή σου κι εσύ το
ίδιο, συμβούλεψε ο όσιος τον επισκέπτη του. Έτσι θα θησαυρίσεις στον ουρανό
εκατονταπλάσια.

Οι λογισμοί της βλασφημίας

Τι να πώ πάτερ; Είπε ο επισκέπτης με φανερή ικανοποίηση. Πολλές


συμβουλές έχω ακούσει μέχρι σήμερα, μα ποτέ δεν ωφελήθηκα τόσο. Στ’ αλήθεια,
ο Θεός ζει μέσα σου κι εσύ μέσα σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό θέλω να σε ρωτήσω για ένα
σοβαρό πρόβλημά μου: Τί να κάνω, που ο δαίμονας της βλασφημίας δεν παύει να
μ’ ενοχλεί ποτέ, είτε τρώω είτε πίνω είτε κοιμάμαι, πιο πολύ όμως όταν βρίσκομαι
στην εκκλησία; Μου βάζει στο νου αιρετικές ιδέες και ακατανόμαστους λογισμούς
για τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο, μα και άλλες διάφορες. Τόσο σκληρά με
πολεμάει, που απελπίζομαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Συχνά φοβάμαι μην πέσει
φωτιά από τον ουρανό και με κάνει στάχτη!...

-Άκουσε με, παιδί μου, και θα παρηγορηθείς λιγάκι, απάντησε καθησυχαστικά


ο άγιος. Παρατήρησε τη θάλασσα. Όταν φουρτουνιάσει, τι άγρια κύματα
ξαποστέλνει στις ακτές, και με τι φοβερή ορμή πέφτουν αυτά πάνω στα βράχια!
Παθαίνουν όμως τίποτα τα βράχια από τα μαστιγώματα των κυμάτων; Ή μήπως
μένουν τα κύματα πάνω στο βράχο; Όχι. Χτυπάνε πάνω τους και γυρίζουν πάλι

75
πίσω. Έτσι και οι λογισμοί της βλασφημίας. Ξεκινούν από το διάβολο και χτυπάνε
στην ανθρώπινη διάνοια. Για ποιό λόγο; Προφανώς για να ρίξουν στην απόγνωση
τους δούλους του Θεού. Και αφού ο πονηρός κατορθώσει να φέρει μια ψυχή σε
απόγνωση, της ετοιμάζει έπειτα και την κρεμάλα! Ναι, πολλούς θανάτωσε έτσι ο
λυμεώνας και παρέδωσε τις ψυχές τους στην απώλεια. Αν πάλι δεν μπορέσει ν’
απελπίσει τον άνθρωπο, πασχίζει τουλάχιστο να τον κλονίσει. Κι αν αυτός μείνει
εντελώς ακλόνητος, τότε ο διάβολος νικιέται και ρεζιλεύεται και οι πανουργίες του
γυρίζουν στο κεφάλι του. Ο άνθρωπος πάλι που δοκίμασε τον πειρασμό, όχι μόνο
δεν κατακρίνεται, αλλά μάλλον στεφανώνεται και δοξάζεται από το Θεό. Κι εσύ
λοιπόν, παιδί μου, κάνε υπομονή, θερμαίνοντας το ζήλο σου με προσευχή και
νηστεία, και θα φύγει μακριά σου ο πονηρός. Γιατί, όπως είπε ο Κύριος, «τούτο το
γένος ούκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία».81

Μ’ αυτά του τα λόγια ενίσχυσε πολύ τον αδελφό, που έφυγε παρηγορημένος
και ειρηνικός. Μόλις όμως τον ξεπροβόδισε και ξαναγύρισε στη θέση του, μας είπε
και τούτο:

-Θα προσθέσω κάτι που δεν μπορούσα να το πώ μπροστά του, εσείς όμως
πρέπει να το ξέρετε: Η βλασφημία γεννιέται από την κατάκριση και την οργή.

«Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών;»

(Ψαλμ. 76-14).

Τις τρείς εποχές από τις τέσσερις του χρόνου – την άνοιξη, το καλοκαίρι και το
φθινόπωρο – η πρωινή προσευχή του μακάριου Νήφωνα άρχιζε με την αυγή και
διαρκούσε ως την Τρίτη ώρα της ημέρας.

Ένα πρωί λοιπόν, την ώρα που προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα,


αρπάχτηκε ξάφνου ο νους του σε θεωρία και βρέθηκε στα επουράνια. Ω, τί ένιωσε
τότε! Σα να χώρεσε όλος ο κόσμος μέσα στο νού του, ή μάλλον σα να ξεχύθηκε ο
νους του και ν’ απλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο. Σα να πέρασε έπειτα και τα όρια του
κόσμου και να εισχώρησε στα μυστήρια του ουρανού, όπου, οδηγημένος από το
πανάγιο Πνεύμα, ατένισε μυστικά το άπειρο μεγαλείο της ανέκφραστης και
ακατάληπτης Θεότητος!

Ενώ είχε παραδοθεί σ’ αυτή τη φρικτή θεωρία, ήρθε πάλι στον εαυτό του.
Αναλογίστηκε τι είχε δει, και συγκλονίστηκε ολόκληρος. Εκστατικός και έντρομος,
πετάχτηκε έξω από το κελί του και άρχισε να τρέχει σαν κυνηγημένος. Μόλις

76
έφτασε στην εκκλησία, χώθηκε μέσα και ζάρωσε πίσω από τις θύρες της,
ψελλίζοντας αδιάκοπα με τρεμουλιαστή φωνή το «Κύριε, ελέησον».

Όταν συνήλθε λίγο από το θάμπος εκείνο, σηκώθηκε αργά – αργά και
ξαναπήρε το δρόμο για το κελί του μουρμουρίζοντας:

-«Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια»!82

Από τότε τον έβλεπαν συχνά να πηγαίνει στην εκκλησία σκυφτός και
μουδιασμένος από το φόβο.

Μια μέρα πήγα στο κελί του και τον βρήκα μόνο. Τον ικέτεψα τότε να μου
αποκαλύψει γιατί περπατάει έτσι. Κι εκείνος, έχοντάς μου απόλυτη εμπιστοσύνη,
μου είπε:

-Άχ, παιδί μου, μεγάλο φόβο έχει η ψυχή μου. Γιατί αντικρίζοντας, όσο είναι
δυνατό, το μεγαλείο του δημιουργού μας Θεού, νιώθω τον εαυτό μου σαν σιχαμερό
σκουλήκι, που σέρνεται στη γη. Αλήθεια, όσο ο άνθρωπος γνωρίζει με τη θεωρία
τον Πλάστη του, τόσο αισθάνεται τον εαυτό του αμαρτωλό και αχρείο. Γι’ αυτό και ο
προφήτης Ησαΐας, βλέποντας τον Κύριο «καθήμενον επί θρόνου υψηλού και
επηρμένου» 83 και τα Σεραφείμ γύρω Του να ψάλλουν τον τρισάγιο ύμνο, με φόβο
και τρόμο αναφώνησε: «Ώ τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ών, και
ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ, και τον
βασιλέα Κύριον σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». 84 Τόσο μεγάλος και φοβερός
είναι, παιδί μου, ο Θεός μας, που δεν Τον χωράνε ούτε ο ουρανός ούτε η γη ούτε οι
αιώνες των αιώνων. Και μόνο που θα Τον φαντασθείς, έστω και για λίγο, κυριεύεσαι
από φόβο και τρόμο.

Το δαιμόνιο αποκαλύπτει.

Κάποτε, καθώς βάδιζε στο δρόμο, πλησίασε κάποιον άνθρωπο, που


περπατούσε πιο μακριά του. Και τι να δει! Ένα μαύρο, απαίσιο δαιμόνιο τον
ακολουθούσε από κοντά και του έσπερνε ρυπαρούς λογισμούς. Ο διαβάτης όμως,
άνθρωπος ευσεβής και πνευματικός, εξέταζε με προσοχή και διάκριση τους
λογισμούς του. Γι’ αυτό, γύριζε πίσω σου κάθε τόσο και έφτυνε το διάβολο
βρίζοντάς τον.

77
Στο θέαμα εκείνο ο όσιος αγανάκτησε. Κάρφωσε το πονηρό πνεύμα μ’ ένα
οργισμένο βλέμμα και του φώναξε:

-Πάψε πια, ακάθαρτο κι ανήμερο θεριό, να πειράζεις το πλάσμα του Θεού! Τί


θα κερδίσεις εσύ, άθλιο δαιμόνιο, αν – ό μη γένοιτο! – χαθεί η ψυχή του;

-Θα σου πώ, του αποκρίθηκε ο διάβολος. Δεν θα κερδίσω, βέβαια τίποτα.
Θέλω δεν θέλω όμως, η ανάγκη με κάνει να πολεμώ συνεχώς τους χριστιανούς.
Έχουμε κι εμείς, βλέπεις, τα’ αφεντικά μας, που μας παρακολουθούν και ελέγχουν
αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, αν δηλαδή σας πολεμάμε νύχτα – μέρα ή
σταματάμε έστω και για λίγο. Κι αλίμονο στο δαίμονα, που οι άρχοντές μας θα
πιάσουν να κάθεται! Τον μαστιγώνουν άγρια, τον βασανίζουν ανελέητα και τον
εξορίζουν μακριά. Γιατί πρέπει να ξέρεις, ότι κι εμείς έχουμε ανάμεσά μας τους
αμελείς, τους ράθυμους και τους νωθρούς, όπως κι εσείς. Ο φόβος λοιπόν της
τιμωρίας μας κάνει να μη σας αφήνουμε ποτέ σε ησυχία!

-Ανόητε! Καλά, δεν ξέρεις ότι σε περιμένει φωτιά για τις τόσες σου αμαρτίες;
Γιατί λοιπόν δεν κάθεσαι φρόνιμα; Γιατί δεν αποτραβιέσαι να κλάψεις για την
αναπόφευκτη κόλαση που σου έχει ετοιμαστεί;

Σ’ αυτό δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί ο δαίμονας. Καταντροπιασμένος, έγινε μεμιάς


άφαντος.

Τη στιγμή εκείνη περνούσε από κει ένας μοναχός. Ήταν νέος, ξανθός και
αγγελόμορφος. Παρατηρώντας τον ό όσιος, είδε πώς απ’ το στόμα του έβγαιναν
φλόγες κι ανέβαιναν ως τον ουρανό – ήταν η φλογερή προσευχή του! Τον
ακολουθούσε ένας άγγελος, σαν πύρινος στύλος, που του προστάτευε την ψυχή
και το σώμα. Με τη ρομφαία στο χέρι σκόρπιζε τους δαίμονες, που τριγύριζαν τον
καλό εκείνο μοναχό, απειλώντας και τρομοκρατώντας τους.

Ο όσιος με θαυμασμό μουρμούρισε:

-Πραγματικά, «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού˙ ο Θεός Ισραήλ αυτός


δίδωσι δύναμιν και κραταίωσιν τοις δούλοις αυτού. Ευλογητός ο Θεός»!85

Η τιμωρία της φιλαργυρίας

Ένα Σάββατο πήγε για τον εσπερινό στην εκκλησία του αγίου Αναστασίου.

78
Την ώρα της ακολουθίας, βλέπει έξαφνα την Υπεραγία Θεοτόκο! Ήρθε και
στάθηκε ανάμεσα στο λαό. Πίσω της φάνηκαν οι θείοι Απόστολοι και μερικοί ακόμη
άγιοι. Σχεδόν αμέσως άρχισε να περνάει μπροστά από κάθε χριστιανό και να
εξετάζει την πνευματική του κατάσταση. Από αρκετούς φαινόταν ευχαριστημένη και
χαρούμενη, γιατί εξακρίβωνε ότι με πολύ μόχθο αγωνίζονταν για τη σωτηρία τους.
Από άλλους όμως απογοητευόταν, γιατί παραμελούσαν την ψυχή τους. Μπροστά
σ’ αυτούς στεκόταν περισσότερο, κουνούσε με λύπη το κεφάλι της, ύψωνε τα χέρια
στον Υιό της και με δάκρυα Τον ικέτευε να τους ελεήσει.

Με πολύ φόβο και θαυμασμό παρακολουθούσε ο Νήφων την πορεία της


Παναγίας μέσα στο ναό. Και με βαθειά συγκίνηση διαπίστωνε, πώς η πανάχραντη
Δέσποινα δεν εγκαταλείπει ποτέ τους χριστιανούς, άλλ’ αδιάκοπα φροντίζει για
δίκαιους και αμαρτωλούς, ποθώντας τη σωτηρία τους.

-Αφού πέρασε απ’ όλους η Θεοτόκος, είδε τέλος στην πόρτα έναν ευνούχο.
Κάποιοι φτωχοί τον πλησίαζαν και του ζητούσαν βοήθεια, μα δεν τους έδινε τίποτα.
Σκύβει τότε η Παναγία στον φύλακα άγγελό του και τον ρωτάει:

-Πές μου, Ευθεήλ, έχει πολύ χρυσάφι αυτός ο άνθρωπος στο σπίτι του;

-Έχει, Δέσποινα, γιατί είναι φιλάργυρος και χαλάει τον κόσμο για έναν οβολό. 86
Τους δούλους του τους χτυπάει άγρια και τους αφήνει νηστικούς, πιέζοντάς τους,
ωστόσο, να του δουλεύουν σκληρά.

-Και με ποιά πρόφαση δεν δίνει ελεημοσύνη στους φτωχούς;

-Έρχεται, Παναγία μου, συχνά ο διάβολος και του λέει: «Θα γεράσεις, θ’
αρρωστήσεις και θα καταπέσεις. Μη δίνεις λοιπόν τίποτε από τα πλούτη σου, γιατί
τότε, καθώς θα λιώνεις μέσα στη στέρηση, θα μετανιώνεις πικρά και θα λές: «Τί
ήθελα και τα μοίρασα στους φτωχούς;. Μα θα ‘ναι πια αργά». Αυτά του
συχνοψιθυρίζει, Δέσποινα μου, ο αδιάντροπος και απατεώνας διάβολος. Κι αυτός
τα πιστεύει και δεν δείχνει καμιά συμπάθεια στις ανάγκες των φτωχών.

-Έ, αφού είναι έτσι, θα πάθει αυτό που πιστεύει, είπε αυστηρά η Θεοτόκος. Και
ας μην τα βάζει με τον πανάγαθο Θεό, αλλά με τον εαυτό του. «Ο γαρ Θεός
απείραστος εστί κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα. Έκαστος δε πειράζεται υπό της
ιδίας επιθυμίας»,87 γιατί δεν προσέχει, παρά πιστεύει στις υποβολές του διαβόλου.

79
Και μ’ αυτά τα λόγια η Θεοτόκος εξαφανίστηκε μαζί με τους Αποστόλους και
τους άλλους αγίους.

Ο ευνούχος σε λίγες μέρες αρρώστησε βαριά κι έπεσε στο κρεβάτι, όπως είχε
πιστέψει. Η αρρώστια του ήταν οδυνηρή και ανίατη. Όλο του το χρυσάφι το ξόδεψε
στους γιατρούς, μα καλυτέρευση δεν είδε. Αντίθετα μάλιστα, η κατάστασή του
χειροτέρεψε και οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Έτσι βασανίστηκε για καιρό, ώσπου
έλιωσε και έσβησε και χάθηκε σαν καπνός. Πέθανε και σωματικά και ψυχικά. Έτσι
εκπληρώθηκε και σ’ αυτόν το γραμμένο: «Ιδού άνθρωπος, ός ούκ έθετο τον Θεόν
βοηθόν αυτού, άλλ’ επήλπισεν επί το πλήθος του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη
επί τη ματαιότητι αυτού».88

Αργότερα, μετά το θάνατο του ευνούχου, ο άγιος Νήφων διηγήθηκε το


περιστατικό αυτό σε μερικούς επισκέπτες του, και τους συμβούλεψε:

-Ας προσέχουμε κι εμείς, αδελφοί, να μην ξεγελιόμαστε απ΄ το σατανά. Να μην


είμαστε σκληροί και άσπλαχνοι με τους φτωχούς, αν μάλιστα έχουμε πλούτο, γιατί
ίσως κι ο Θεός να φανεί δίκαια σκληρός μαζί μας. Και τότε θα χάσουμε και τη ζωή
μας και την ψυχή μας – και τον κόσμο τούτο και τη βασιλεία των ουρανών.

Η μαύρη φυλή και η βασιλεία των ουρανών

Πάντα είχα την απορία, αν οι άνθρωποι που ανήκουν στη μαύρη φυλή έχουν
τις ίδιες προϋποθέσεις με τους λευκούς να ευαρεστήσουν το Θεό. Γιατί δεν ήξερα
κανένα μαύρο που να έγινε γνωστός για τους πνευματικούς του αγώνες και την
αγιότητά του. Μήπως, σκεφτόμουνα, το χρώμα του σώματός τους έχει επιπτώσεις
στην ψυχή τους; Ή μήπως ο Θεός τους έχει αποδοκιμάσει; Αλλά γιατί;

Κάποτε λοιπόν, που βρέθηκα στο κελί του μακαρίου Νήφωνα, σκέφτηκα να τον
ρωτήσω γι’ αυτό το ζήτημα. Ο δίκαιος με βεβαίωσε, ότι και από τους μαύρους ο
Θεός κάλεσε πολλούς στη βασιλεία Του, αφού κι αυτοί είναι πλάσματά του, που
κατάγονται γενεαλογικά από τον Σήμ και τον Χάμ, τους γιους του Νώε. Αρκετοί
μάλιστα, είπε, έλαμψαν με τις αρετές και τα θαύματά τους. Και για να μου αποδείξει
τα λόγια του, μου διηγήθηκε δυο – τρεις σχετικές περιπτώσεις.

Ζούσε, λέει, παλαιότερα στα μέρη της Πανεφώς90, στην Αίγυπτο, ένας ληστής
μαύρος σαν το κάρβουνο, θεόρατος, θηριόμορφος και αιμοβόρος. Τόσο φοβερός

80
ήταν, που ένα βρουχητό του – γιατί βρυχιόταν σα λιοντάρι – έφτανε για να κόψει το
αίμα και του πιο θαρρετού ανθρώπου.

Μια νύχτα όμως είδε όνειρο τρομακτικό: Σα να βρέθηκε ξαφνικά στη μέση μιας
απέραντης πεδιάδας. Στρέφοντας ολόγυρα τα μάτια του, βλέπει ένα πύρινο ποτάμι,
που κυλούσε ορμητικά, κάνοντας δυνατό θόρυβο και τρώγοντας στο πέρασμά του
ακόμα και τις πέτρες και το χώμα. Με βήματα μικρά και διστακτικά ο ληστής σίμωσε
κοντύτερα για να δει. Μόλις όμως έφτασε στην ακροποταμιά, τέσσερα φλόγινα
πνεύματα τινάχτηκαν μεσ’ από τη φωτιά, τον άρπαξαν απ’ τα μαλλιά κι έκαναν να
τον ρίξουν στο ποτάμι. Καθώς τον τραβούσαν, ένα από τα πνεύματα του είπε:
«Ταλαίπωρε, αν γινόσουν μοναχός, δεν θα σε καταποντίζαμε εδώ μέσα».

Ξύπνησε αλαφιασμένος. Με ίλιγγο και φρίκη αναθυμόταν το φοβερό θέαμα.


Όσο κι αν προσπάθησε όμως να το εξηγήσει, δεν μπόρεσε. Σκέφτηκε τότε και είπε:
«Ας πάω σ’ έναν αναχωρητή, να του πω τι είδα. Οι καλόγεροι ξέρουν απ’ αυτά.
ίσως θα μου φανερώσει τι είναι αυτός ο ποταμός που ονειρεύτηκα».

Την ίδια κιόλας στιγμή πέταξε τα ληστρικά του όπλα και πήρε το δρόμο για την
Πανεφώ. Μετά από λίγο, διέκρινε σε κάποιαν απόσταση ένα κελί αναχωρητικό.
Τράβηξε βιαστικά για κει. Χτύπησε την πόρτα. Ένας γέροντας του άνοιξε αμέσως,
λές και τον περίμενε.

-Καλώς ήρθες! Καλώς ήρθες, παλικάρι μου! πώς από δω; Μήπως
αναστατώθηκες μ’ εκείνο το πύρινο ποτάμι και με τα τέσσερα πονηρά πνεύματα,
που σ΄ έσερναν απ’ τα μαλλιά για να σε ρίξουν μέσα στη φωτιά; Αλήθεια, παιδί μου,
τι φοβερή απειλή του ποταμιού εκείνου! Μέχρι και τις πέτρες έτρωγε!... Αν όμως
εσύ θέλεις να γλυτώσεις από τις φλόγες του, υπάρχει τρόπος: Μετανόησε για τις
ληστείες και όλες τις ανομίες σου και γίνε μοναχός. Έτσι θα σωθείς. Γιατί το ποτάμι
εκείνο έχει ετοιμαστεί για τους αμαρτωλούς, που δεν μετανοούν…

Δεν πρόλαβε καλά – καλά να τελειώσει τα λόγια του ο γέροντας, και ο ληστής
βρέθηκε πεσμένος στα πόδια του, κλαίγοντας σα μικρό παιδί.

-Ελέησέ με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο και στο σώμα και στη ψυχή, φώναξε μέσα
στους λυγμούς του. Ελέησέ με, τον άθλιο, και κάνε με ό,τι σε προστάξει ο Θεός.

Πραγματικά, μετά από λίγο ο άγιος εκείνος γέροντας κούρεψε το ληστή


μοναχό. Αφού έμεινε μαζί του αρκετό καιρό και τον δίδαξε όλη την τάξη της

81
μοναστικής ζωής, του άφησε το κελί του και ο ίδιος αναχώρησε στη βαθύτερη
έρημο, για ν’ ασκητέψει ανάμεσα στη θηρία.

Ο μαύρος λοιπόν εκείνος έφτασε με την άσκηση σε τέτοια μέτρα αρετής, ώστε,
την ώρα που προσευχόταν, φαινόταν ν’ αστραποβολάει ολόκληρος σα σπιθοβόλο
σύφλογο κι ολόφωτη στήλη. Αναρίθμητοι δαίμονες έπεφταν πάνω του, μα αυτός με
την προσευχή του τους έκαιγε και τους αφάνιζε ολότελα. Τόση σοφία μάλιστα του
έδωσε ο Θεός, που και πνευματικές διδαχές έγραφε και συμβουλευτικές επιστολές
έστελνε συχνά στους πατέρες της σκήτης και σε πολλούς άλλους. Τελικά, όταν
πέθανε, το τίμιο λείψανό του, όπως διηγούνται όσοι ζούσαν στα μέρη εκείνα,
ανάβλυσε μύρο πολύ, που θεράπευε τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους.

Ένας άλλος πάλι μαύρος, γέρος και φτωχός, ζούσε σε μια πόλη, που λεγόταν
Υσία. Αυτός περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, σιγοψιθυρίζοντας πάντα κάτι, άγνωστο τι. Γι’
αυτό πολλοί νόμιζαν ότι δεν ήταν στα καλά του.

Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία στα μέρη εκείνα. Τα ζώα ψοφούσαν, η γη


έσκαζε, τα φυτά ξεραίνονταν. Κλήρος και λαός, με τον επίσκοπο επικεφαλής,
έκαναν πολλές δεήσεις και αγρυπνίες για να σταματήσει το κακό, αλλά μάταια.

Μια νύχτα λοιπόν ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του έναν άγγελο, που του
λέει: «Να τι προστάζει ο Θεός. Πάρε τους κληρικούς σου και πήγαινε αύριο πρωί –
πρωί στη νότια πύλη της πόλης. Τον πρώτο που θα δεις να μπαίνει μέσα,
σταμάτησέ τον και παρακάλεσέ τον να προσευχηθεί στο Θεό, για να σας στείλει
βροχή».

Πραγματικά, την αυγή της άλλης μέρας, μετά τον όρθρο, παίρνει ο επίσκοπος
τον κλήρο του και πηγαίνει στην πύλη που του είχε πει ο άγγελος. Δεν χρειάστηκε
να περιμένουν πολύ. Σύντομα ένας μαύρος φάνηκε να πλησιάζει. Ήταν πολύ
γέρος, και στους κυρτωμένους ώμους του κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα.

Ο επίσκοπος τον σταμάτησε και τον βοήθησε να κατεβάσει τα ξύλα στη γη.

-Γέροντα, τον παρακάλεσε, προσευχήσου στο Θεό να κάνει έλεος και να στείλει
βροχή σ’ εμάς και σ’ αυτή τη γη!

Παρευθύς, χωρίς καμιάν αντίρρηση, το μαύρο γεροντάκι ύψωσε τα κοκαλιάρικα


χέρια του σε προσευχή.

82
Μέσα σε λίγα λεπτά – τι θαυμαστό! – άρχισε ν’ αστράφτει και να βροντά!
Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε κι έπιασε ραγδαία βροχή. Μά
τι βροχή ήταν αυτή! Κατακλυσμός! Τα σπίτια άρχισαν να πλημμυρίζουν και οι αγροί
να γίνονται θάλασσα!

Ο επίσκοπος τώρα αναγκάστηκε να ικετέψει το γέροντα για το σταμάτημα της


βροχής. Εκείνος, ταπεινά και υπάκουα, σήκωσε πάλι τα χέρια του στον ουρανό. Και
στη στιγμή η μπόρα έπαψε!

Κατάπληκτος ο επίσκοπος με το διπλό θαύμα, παρακαλούσε επίμονα το


άγνωστο εκείνο γεροντάκι, να του φανερώσει ποιά ήταν η πολιτεία του, ποιά η
πνευματική εργασία που του χάριζε τόση παρρησία στο Θεό.

Ο γέροντας όμως αρνιόταν με συστολή ν’ απαντήσει στον επίσκοπο.

-Βλέπεις, δέσποτα, πως είμαι ένας μαύρος, ένας αράπης. Τί αρετή ζητάς σ’
εμένα; Έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι.

-Για το Θεό του ουρανού και της γης! Φώναξε επιτακτικά ο επίσκοπος.
Φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια, για να δοξαστεί έτσι το όνομα του Κυρίου μας!

-Συγχώρεσέ με, δέσποτά μου! να, τίποτα σπουδαίο δεν έχω κάνει. Μόνο που,
αφότου βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δεν έφαγα ούτε έγινα βάρος δε
κανένα. Πάω κάθε μέρα στο βουνό, μαζεύω ένα δεμάτι ξύλα, τα φορτώνομαι και
κατεβαίνω στην πόλη. Εδώ τα πουλάω, και από το αντίτιμό τους κρατάω μονάχα
δυο οβολούς, ίσα για το φαΐ της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα μοιράζω στους φτωχούς
σαν κι εμένα. Όταν χαλάει ο καιρός και δεν μπορώ να πάω στο βουνό, νηστεύω
μέχρι να καλοσυνέψει. Και τότε ανεβαίνω πάλι στο βουνό και κατεβάζω το μικρό
μου φορτίο, για να το πουλήσω και να οικονομηθούμε κι εγώ και οι φτωχοί μου.

Χωρίς άλλη λέξη ο γέρος χαιρέτησε με σεβασμό τον επίσκοπο και τους άλλους
κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τα ξύλα του και μπήκε στην πόλη για να τα πουλήσει.

Για να με βεβαιώσει όμως απόλυτα ο θείος Νήφων, ότι ο πανάγαθος Θεός έχει
καλέσει και πλήθη μαύρων στη βασιλεία των ουρανών, μου διηγήθηκε άλλη μια
σχετική περίπτωση, που την έζησε ο ίδιος.

Ήταν ακόμα βασιλιάς ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος, όταν επισκέφθηκε ένα από


τα βορεινά παραθαλάσσια κοινόβια. Βρέθηκε ανάμεσα σε μια συντροφιά αδελφών,
που συζητούσαν για τη σωτηρία της ψυχής. Κάποια στιγμή έγινε λόγος και για τους

83
μαύρους. Όλοι παραδέχτηκαν, ότι κι απ’ αυτούς πολλοί έχουν ευαρεστήσει το Θεό.
Ένας αδελφός μάλιστα, που λεγόταν Χαρισήθης, είπε:

-Σας βεβαιώνω, αδελφοί , ότι εγώ ο ίδιος γνώρισα κάποιον μαύρο, που ήταν
μεγάλος ασκητής.

Κι επειδή όλοι ζητούσαν να μάθουν περισσότερα για τον μαύρο εκείνο, ο


Χαρισήθης συνέχισε:

-Δούλευα ένα διάστημα στ’ αμπέλι του κοινοβίου μας, αυτό ήταν το διακόνημά
μου. Μια μέρα βλέπω κάποιον μαύρο καθισμένο κάτω από ένα μεγάλο κλήμα. Δεν
τον ήξερα, πρώτη φορά τον έβλεπα. Μπροστά του είχε ένα φλασκί με νερό για να
πίνει, και λίγα άγρια χόρτα για να τρώει. Μου έκανε πολλή εντύπωση. Δεν τον
ενόχλησα ούτε τον έδιωξα. Έμεινε εκεί, στο ίδιο μέρος, έναν ολόκληρο μήνα. Όλη
τη μέρα κρατούσε το στόμα του κλειστό, σε απόλυτη σιωπή, και όλη τη νύχτα
έψαλλε και προσευχόταν. Το νερό του φλασκιού δεν το άλλαξε σ’ όλο αυτό το
διάστημα ούτε πρόσθεσε φρέσκο. Έτσι γλίτσιασε και βρωμούσε. Παρ’ όλα μου τα
παρακάλια, δεν δέχτηκε να του αλλάξω εγώ το νερό ή να του φέρω λίγο ψωμί. Τις
μέρες που έκανε αφόρητη ζέστη, πήγαινε στην ακτή, καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο
και ψηνόταν ολημερίς μέσα στο λιοπύρι. Κι αν τον πλησίαζε κανείς για να δει τι
κάνει, παρίστανε τον τρελό. «Ναι, ναι», έλεγε, «ήρθες να με σκοτώσεις! Μα ο Θεός
από πάνω σε βλέπει!», κι έδειχνε τον ουρανό.

Μ’ αυτά τα παραδείγματα, που μου διηγήθηκε ο εξαίσιος Νήφων, βεβαιώθηκα


πραγματικά ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοιχτή και για τους μαύρους, αφού
κι αυτοί είναι παιδιά του Κυρίου.

-Όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα και άσπρα σταφύλια, είπε ο όσιος
τελειώνοντας, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους και μαύρους και
ερυθρόδερμους και κίτρινους και λευκούς, ανάλογα με τον τόπο, όπου ζούνε. Γιατί
και η γη είναι πολύμορφη.

Αυτά μου είπε ο δούλος του Θεού, και αποσύρθηκε για να προσευχηθεί.

Ικεσία για την ώρα του θανάτου.

Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και άρχισε να ζητάει το έλεος του Κυρίου για
την ώρα του θανάτου και της εξόδου της ψυχής:

84
-Κύριε, ο Θεός των Δυνάμεων,

ο μέγας και φοβερός,

ο πλούσιος και υπεράγαθος,

ο ελεήμων και εύσπλαχνος,

σκύψε κι άκουσέ με, τον αχρείο και αμαρτωλό,

Εσύ που έσωσες τον Ιωνά

απ’ την κοιλιά του κήτους

κι έβγαλες ζωντανό τον Δανιήλ

από των λιονταριών το λάκκο.

Γλύτωσέ με, Ιησού Χριστέ, απ’ το πικρό σκοτάδι,

από τον άρχοντα, λέω, της πονηρίας,

όταν θα φτάσει η ώρα του θανάτου μου,

και μην αφήσεις τον πονηρό διάβολο

να έρθει πάνω από το δούλο Σου.

Το ζόφο των δαιμόνων, Χριστέ ο Θεός,

ας μην ιδεί η ψυχή μου,

μήτε στην τωρινή ζωή, μήτε στη μέλλουσα,

μήτε όταν χωρίζεται απ΄ το σώμα μου,

μήτε στην εναέρια ανάβασή της.

Ας μην καγχάσει ο καταραμένος δράκοντας

σε βάρος της άθλιας ψυχής μου,

όταν αυτή θ’ αφήνει το τρισάθλιο κορμί μου.

Ας μην την αρπάξει,

85
Κύριέ μου, Χριστέ μου, Ιησού μου,

Θεέ μου, το φώς μου,

ας μην την αρπάξει

το μολυσμένο πνεύμα της δυσωδίας

κι ας μην την τραβήξει στην απώλεια.

Ας μην ιδούν τα μάτια μου,

Δέσποτα Θεέ του ουρανού και της γης,

του διαβόλου την κατάπικρη μορφή

και τη σκοτεινιασμένη όψη.

Αλλά την ώρα εκείνη του τέλους μου,

Βασιλιά άγιε, τρισάγιε, πολυύμνητε,

στείλε στο δούλο Σου το έλεος και την αλήθεια Σου.

Στείλε κείνη την ημέρα, Θεέ μου, Θεέ μου,

τον θαυμαστό αρχιστράτηγο Μιχαήλ

πάνω απ’ τον ικέτη σου.

Στείλε κείνη την ώρα τον Γαβριήλ,

τον Ουριήλ, τον Ραφαήλ,

τους μεγάλους φωστήρες και ταξιάρχες,

μαζί μ’ ολόκληρο το άχραντο

και τρισμακάριο στράτευμά τους,

για να συντρίψουν τον αχόρταγο βύθιο δράκοντα,

που τρίζει τα δόντια του

ενάντια σ’ όσους ζουν μ’ ευσέβεια

86
κι αποζητάει να τους αρπάξει, να τους καταπιεί

και να τους αφανίσει με στο χάος.

Θεέ μου, γκρέμισέ τον την ώρα της εξόδου μου

μαζί μ’ ολόκληρο το βρωμερό του στράτευμα

στην άβυσσο, στο σκότος, στα τάρταρα,

εκεί που τρίζουνε τα δόντια.

Στείλε, Κύριε, την ώρα της εξόδου μου

το έλεός Σου και τη φιλανθρωπία Σου,

τη μακροθυμία Σου και τη συμπάθεια Σου,

το σπλάχνος Σου το πλούσιο

σε καλοσύνη και στοργή.

Στείλε την ώρα εκείνη, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,

η αγαλλίαση και η ανάστασή μου,

στείλε τον ελεήμονα Παράκλητο Θεό,

το Πνεύμα της Αλήθειας,

να παραλάβει το πνεύμα μου στα χέρια Του,

στην ηδονή και στη γλυκύτητα

της αγιότητάς Του της αθάνατης,

να με περιφρουρήσει με ρομφαία

που θα πηγαίνει μπροστά και θα συντρίβει

τους πονηρούς τελωνάρχες και φορολόγους,

τους εξεταστές του αιθέρα

κι εξουσιαστές του σκότους,

87
τους λυσσασμένους και ακάθαρτους δαίμονες.

Γιατί, αν τα βδελύγματα αυτά της ανομίας

ριχτούν στη φωτιά, στον άδη, στο σκοτάδι, στο χάος,

θα μπορέσω τότε να περάσω τον αέρα

με τερπνότητα, χαρά και ευφροσύνη,

κι έτσι να ‘ρθω σ’ Εσένα, το Φως το τρισήλιο,

και να προσπέσω στη φιλευσπλαχνία Σου

και να καταφιλήσω τα’ άχραντά Σου πόδια

και να γεμίσω απ’ τη Θεότητα,

απ’ το Άγιό Σου Πνεύμα,

και να ομολογήσω τα θαύματα που έκανες

για μένα τα’ αναρίθμητα –

πώς μου ‘δωσες μετάνοια,

πώς μου ‘δωσες νέα ζωή,

πώς απ’ τα τρίσβαθα της γης

πάλι με σήκωσες ψηλά.

Ναι, όλα τούτα εγώ θα διαλαλήσω

μπροστά στ’ αγγελικά Σου τάγματα,

που, απ΄ της ηδονής το θάμπος

γλυκοπλημμυρισμένα,

το μέγα άσμα των ασμάτων θα Σου ψάλλουν,

κατάπληκτα απ’ την άφατη ευωδία Σου,

την ωραιότητα και την ευπρέπεια,

88
την καθαρότητα και αγιότητα.

Άκουσέ με, Θεέ μου, Θεέ μου,

μ’ όλο που καθημερινά παρανομώ μπροστά Σου,

άκουσέ με, Λυτρωτή και Βασιλιά μου,

κι αξίωσέ με στη δόξα Σου να μπω,

καθώς παρακαλώ και δέομαι και ικετεύω

τη ζωοπάροχη και αθάνατη μεγαλοσύνη Σου.

Πάλι και πάλι Σε παρακαλώ, ο δούλος Σου,

Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,

στείλε την ώρα της εξόδου μου

την ολοφώτεινη Παρθένο,

τον καθαρότατο ναό, το ιερό θησαύρισμα

του πλούτου Σου, Χριστέ μου,

για να μου δώσει δύναμη.

Στείλε την ώρα εκείνη

τον μακάριο Βαπτιστή και Πρόδρομο Ιωάννη,

τους αποστόλους και φωστήρες τους μεγάλους,

τους μάρτυρες και τους προφήτες,

τους κήρυκες, τους ευαγγελιστές,

τους ομολογητές και τους εγκρατευτές,

τους ιεράρχες, τους οσίους, τους δικαίους,

«εις δόξαν και τιμήν» εκείνου

που έπλασες με το δεξί Σου χέρι.

89
Ναι, Αθάνατε, άκουσέ με τον αμαρτωλό

κι αξίωσέ με να κερδίσω τη δόξα Σου

την άρρητη, αιώνια και μακάρια.

Δώσε ακόμα, Κύριέ μου, μεγάλη ανακούφιση

σε κάθε χριστιανό που θα ψυχορραγεί

και που θα του διαβάσουν τούτη την ευχή,

για να ντροπιάζονται και να χλευάζονται

τα βρωμερά δαιμόνια.

Σύντριψέ τα, Δέσποτα,

με την πανίσχυρη εξουσία Σου!

Αφάνισέ τα, δυνατέ, με τη ρομφαία Σου!

Διάλυσέ τα, κραταιέ, υψηλέ και φοβερέ,

με την αστραπή της πυρίπνοης δύναμής Σου.

Ας είναι, Θεέ μου, αυτή η προσευχή

Δροσιά και ανακούφιση σ’ όσους ψυχορραγούν,

ύπνος και γαλήνη, ευωδία και χαρά,

στερέωμα και καταφυγή, θάρρος και βοήθεια.

Ναι, Δέσποτα, ο Θεός

των πατέρων μου των αγίων,

που σ’ ευαρέστησαν μες στους αιώνες,

μην παραβλέψεις, Άγιε, το αίτημά μου,

μην περιφρονήσεις, Εύσπλαχνε, τη δέησή μου.

Αλλά φύτεψε μέσα σ’ αυτήν την προσευχή

90
ρομφαία δίστομη, αιώνια και επουράνια,

πικρό φαρμάκι κι οργή γεμάτη

ενάντια στους δαίμονες, τα πνεύματα της πονηρίας,

μα ξέχειλη από συμπάθεια και άφεση

και ευσπλαχνία και χρηστότητα

γι’ αυτόν που θα ψυχορραγεί.

Κι αν διαβαστεί την ώρα εκείνη επάνω του

η προσευχή ετούτη και η δέηση,

ελάφρυνε, Κύριε, το βάρος του,

έστω κι αν έχει αμαρτίες πολλές.

Ελέησε το πνεύμα του.

Ευλόγησε την ανάβασή του σ’ Εσένα.

Στεφάνωσέ τον με τους οικτιρμούς Σου.

Ξέχυσε πάνω του το έλεός Σου.

Χάρισέ του την τρυφή του παραδείσου.

Μέτρησε τις ανομίες του με μέτρο

το άφατο πέλαγος της ευσπλαχνίας Σου.

Συγχώρεσέ τον.

Ελέησε και σώσε την ταλαίπωρη ψυχή του.

Λυπήσου, σύντρεξε, βοήθησε και φρόντισέ την.

Φύλαξέ την μέσα στο μεγάλο Σου έλεος.

Δείξε της τη φιλανθρωπία Σου.

Στείλε της τους αγγέλους της ειρήνης.

91
Δώσε της την άχραντη αγάπη Σου.

Άνοιξέ της την ένδοξη αγκαλιά Σου.

Πλημμύρισέ την με κάθε ευωδία.

Ταπείνωσε και διώξε από μπροστά της

τους αποκρουστικούς κι απατεώνες δαίμονες,

που την περιγελούν χαιρέκακα.

Μέσα στο πύρ της γέεννας

Κάνε τα στάχτη, Δέσποτα,

τα σκοτεινά της πονηρίας πνεύματα,

όσα θα δοκιμάσουν τολμηρά να φοβερίσουν

και να ταράξουν την ψυχή εκείνη,

που θα της διαβαστεί η ταπεινή μου δέηση.

Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ, το φως του κόσμου,

άκουσέ με, σαν αγαθός,

και δώσε χάρη κι έλεος στην προσευχή μου αυτή.

Τον εαυτό Σου δώρισε ολόκληρο

σαν βοηθό και σκεπαστή και σαν σωτήρα,

σ’ όποιον θα επικαλεστεί το όνομα

του βουτηγμένου μες στο βούρκο Νήφωνα.

Άκουσέ με, Κύριε, ευσπλαχνικέ και άγιε,

Και δώσ’ μου όσα γύρεψα

και ζήτησα απ’ το κραταιό Σου όνομα,

στους αιώνες των αιώνων.

92
Αμήν.

Μόλις τέλειωσε ο μακάριος την προσευχή του, έλαμψε ξάφνου ένα φώς εξαίσιο
μπροστά του.

Και να! Μεσ’ απ’ το φως εκείνο παρουσιάστηκε ο Κύριος Ιησούς!

Η καρδιά του Νήφωνα πλημμύρισε χαρά. Ο Χριστός έσκυψε και το ασπάστηκε


τρεις φορές. Σε κάθε ασπασμό ο όσιος έκραζε με θείο πόθο:

-Αμήν! Αμήν! Αμήν!

Ύστερα ο Κύριος του είπε:

-«Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ»! 91 Άκουσα τη δέησή σου και πρόθυμα θα δώσω
αυτά που ζήτησες για τη σωτηρία του γένους των χριστιανών. Και σ’ όποιον
μνημονεύει τ΄ όνομά σου, είτε στην εκκλησία είτε στην ατομική του προσευχή, θα
παραστέκω βοηθός στους πειρασμούς και τους κινδύνους και τις θλίψεις του,
προπαντός όμως στο ψυχομαχητό και την αποδημία του για την άλλη ζωή. Πλούσια
θ’ απολαύσουν το έλεός μου, όσοι στ’ όνομά σου θα με δοξάζουν. Κι εκείνους που
θα μ’ επικαλούνται με τις πρεσβείες σου, θα τους στερεώσω και θα τους δυναμώσω
και θ’ αφανίσω από μπροστά τους, για χάρη σου, κάθε δαιμονική παράταξη. Όταν
πάλι θα φτάσει η ώρα να φύγεις κι εσύ απ’ τη ζωή αυτή, θα έρθω με τα τάγματα των
αγίων αγγέλων μου, θα παραλάβω την ψυχή σου στα ίδια μου τα χέρια και θα σ’
αναπαύσω ειρηνικά στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ.

Τελειώνοντας τα λόγια Του ο Κύριος, τον ευλόγησε, αγιάζοντας όλα του τα


αισθητήρια με τη χάρη Του και τη αλήθεια Του. Και ο όσιος, πλημμυρισμένος θεία
ηδονή και αγαλλίαση, άρχισε να δοξολογεί τον Κύριό του:

-Ήρθες στο ελάχιστο πλάσμα Σου,

Δέσποτα, ο γλυκός και ωραίος!

Ήρθες να ευφράνεις τον αχρείο δούλο Σου,

η ζωή, η χαρά, η ευωδία

των αχράντων και τιμίων αγγέλων!

Καλώς ήρθες, «ο τα πάντα πληρών»,92

93
ο πιο ευφρόσυνος από την κάθε ευφροσύνη!

Ευλογημένος εισ’ Εσύ, που έρχεσαι σ’ εμένα,

και δοξασμένος, Δέσποτα, που, σαν Θεός,

μένεις ακίνητος παντού!

Θυμήσου με στη δόξα Σου.

Θυμήσου με στην ομορφιά του παραδείσου.

Θυμήσου με στον ουρανό.

Θυμήσου με, όταν θα ψάλλονται

Τα’ άσματα των ασμάτων.

Θυμήσου με, ο καθισμένος

σε Χερουβείμ και Σεραφείμ,

ο δοξασμένος και ο μέγας,

το φώτισμα και ο φωτιστής,

το θείο του Πατέρα απαύγασμα

και τ΄ αποτύπωμα το τέλειο,

το μέγα πέλαγος της άπειρης

κι αθάνατης φιλανθρωπίας.

Δείχνε μου έλεος, Χριστέ μου, Κύριε Ιησού,

όσο θα έχω μέσα μου πνοή.

Μη φύγεις από δίπλα μου.

Προστάτευέ με και το δρόμο δείχνε μου

που φέρνει στην αιώνια ζωή.

Μόλις ο άγιος τέλειωσε τον δοξολογικό του ύμνο, ο Κύριος τον κοίταξε
στοργικά, του χαμογέλασε γλυκά, και του είπε:

94
-Ειρήνη σ’ εσένα, Νήφων, παιδί μου!

Και μ’ αυτόν τον ιερό χαιρετισμό αναλήφθηκε στους ουρανούς.

Όταν ο δίκαιος ήρθε πάλι να με βρει, στο πρόσωπό του, που λες κι άστραφτε,
ήταν απλωμένη μια απέραντη γλυκύτητα. Από το σώμα του ξεχυνόταν τέτοια
ουράνια, αγιοπνευματική ευωδία, που νόμιζα ότι βρισκόμουν μέσα στον
παράδεισο…

«Δανίζει Θεώ ο ελεών πτωχόν»

(Παροιμ. 19 -17).

Μια μέρα την ώρα που περνούσα μαζί με τον όσιο από την πλατεία της πόλης,
βλέπω στα δεξιά μου έναν άνθρωπο, που κάτι σιγομουρμούριζε. Τον
ακολουθούσαν ένα σμάρι φτωχοί και ζητιάνοι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Κι
εκείνος, ενώ έκανε πως τους απόδιωχνε τάχα, τους έβαζε κρυφά στα χέρια τα ελέη
της αγάπης του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυβε από τους ανθρώπους τις αγαθοεργίες
του.

Εγώ όμως το πήρα είδηση. Σκούντησα λοιπόν τον όσιο και του φανέρωσα
χαμηλόφωνα την αρετή του διαβάτη. Αυτός δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε.

-Τον ξέρω, παιδί μου, είπε. Πολλές φορές έχουμε ανταμώσει. Εσύ μάθε μόνο
τούτο, ότι για το Θεό είναι μέγας.

Λίγες μέρες αργότερα του ζήτησα να μου πει κάτι γι’ αυτή την αρετή, και μου
διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.

-Ήμουνα μικρό παιδί, είπε, ίσαμε δέκα χρονών, και είχα πάει στην εκκλησία του
αγίου αποστόλου Θωμά για να προσευχηθώ. Εκεί βρήκα ένα γέροντα να διδάσκει
το λαό. Ανάμεσα στ’ άλλα μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε μάλιστα, ότι αυτός
που δίνει κάτι στους φτωχούς, είναι σα να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του
Κυρίου. Με κάποια δυσφορία άκουσα τα λόγια εκείνου του κήρυκα. Μου φάνηκαν
υπερβολικά. «Μα αφού ο Χριστός, όπως μου λένε, είναι στους ουρανούς, στα δεξιά
του Πατέρα Του», συλλογιζόμουν με το παιδικό μυαλό, «πώς θα βρεθεί στη γη, για
να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς;». Με τέτοιες σκέψεις προχωρούσα στο
δρόμο, όταν, ξάφνου, βλέπω να περνάει ένας φτωχός κουρελής, που – ώ του
θαύματος! – πάνω απ’ το κεφάλι του είχε την εικόνα της μορφής του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού. η εικόνα, αόρατη βέβαια στους άλλους, στεκόταν όρθια και

95
ακολουθούσε το ζητιάνο παντού. Καθώς λοιπόν αυτός περπατούσε, συναντήθηκε
μ’ έναν καλό άνθρωπο, που του έδωσε ψωμί. Τη στιγμή όμως που ο φιλάνθρωπος
εκείνος διαβάτης άπλωσε το χέρι του, άπλωσε κι ο Χριστός το δικό του μεσ’ από τη
μετέωρη εικόνα, πήρε το ψωμί και, αφού ευχαρίστησε, το έδωσε στο φτωχό. Μα
ούτε εκείνος ούτε κι ο διαβάτης κατάλαβαν τι έγινε. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτό που
είδα δεν περιγράφεται. Ε, από τότε πια πίστεψα ακράδαντα, πώς όποιος δίνει
στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού,
που τη μορφή Του βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς. Όσο μπορώ
λοιπόν ασκώ την αρετή της ελεημοσύνης. Και ο Χριστός μου μ’ ευχαριστεί για κάθε
φτωχό που βοηθάω.

Προσκύνημα σε μοναστήρια.

Αποφάσισε κάποτε ο μακάριος να πάει για να προσευχηθεί στον


παραθαλάσσιο ναό του αγίου μεγαλομάρτυρος Φωκά. Με την ευκαιρία εκείνη, θα
έκανε κι ένα προσκύνημα στα μοναστήρια που είν’ εκεί γύρω, και θα έπαιρνε τις
ευχές των αγίων πατέρων, που ζούσαν σ’ αυτά.

Με πήρε λοιπόν κι εμένα και κατεβήκαμε μαζί στο λιμάνι του Βοσπόρου.
Μπήκαμε σ’ ένα πλοίο και σε λίγο σαλπάραμε.

Περνούσαμε απ’ τα μέρη των Καλών, όταν οι ναύτες άρχισαν να τραγουδάνε


και να αισχρολογούν μεταξύ τους. Εγώ ταράχτηκα πολύ ακούγοντάς τους, μα ο
όσιος ήταν γυρισμένος στα δεξιά του πλοίου, αγνάντευε τη θάλασσα και
χαμογελούσε ευχαριστημένα. Σ’ όλο το ταξίδι δεν είπε κουβέντα, μόνο που
κουνούσε αδιόρατα τα χείλη του, σαν κάτι να μουρμούριζε.

Όταν βράδιασε, μας έβγαλαν σε μια τοποθεσία που λέγεται Αχύρας, για να
ξεκουραστούμε λίγο από το ταξίδι. Ο Νήφων δεν φαινόταν καθόλου να
προσεύχεται, όπως συνήθιζε, άλλ’ αδιάκοπα σάλευε τα χείλη του και χαμογελούσε
ελαφρά.

Όσες φορές οι ναύτες ετοίμαζαν τραπέζι, καλούσαν κι εμάς να φάμε μαζί τους.
Και ο δίκαιος, μη θέλοντας να φανερώσει την εγκράτειά του, πήγαινε στο τραπέζι
τους κι έτρωγε απ’ όλα τα φαγητά. Αυτό, άλλωστε, συνήθιζε πάντα να κάνει, να
τρώει «παν το παρατιθέμενον μηδέν ανακρίνων», όπως συμβουλεύει ο μακάριος
Παύλος.93 Όταν όμως βρισκόταν μόνος στο κελί του, η δίαιτά του ήταν διαφορετική,
πολύ λιτή και ασκητική.

96
Εκείνο τι βράδυ λοιπόν, σαν κοιμήθηκαν οι ναύτες, τον ρώτησα:

-Πάτερ, γιατί, όταν ταξιδεύαμε, σ’ έβλεπα χαμογελαστό κι ευχαριστημένο, ενώ


μάλιστα οι ναύτες τραγουδούσαν άπρεπα;

-Πές μου, παιδί μου αποκρίθηκε, πώς να μην είμαι ευχαριστημένος και
χαρούμενος, αφού, από την ώρα που μπήκαμε σ’ αυτό το πλοίο, ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός δεν έφυγε καθόλου από κοντά μας; τον έβλεπα συνέχεια να
πορεύεται δίπλα μας, πάνω στη θάλασσα, και να μας προστατεύει. Με κοίταζε, μου
χαμογελούσε στοργικά, Του χαμογελούσα κι εγώ… Έχε θάρρος και χαρά λοιπόν,
παιδί μου! Ο Χριστός είναι πάντα κοντά μας, σαν πολυεύσπλαχνος και πανάγαθος!

Αφού πήγαμε στο ναό του αγίου Φωκά, όπου προσκυνήσαμε και
προσευχηθήκαμε, περιοδεύσαμε και σε πολλά κοινόβια. Απολαύσαμε τους
σεβάσμιους ναούς τους. Πήραμε πλούσιες τις άγιες ευχές των οσίων πατέρων, που
αγωνίζονταν εκεί θεάρεστα. Κι έπειτα γυρίσαμε στην πόλη μας.

«Μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς»

(Ματθ. 5 – 11).

Εδώ, είν’ αλήθεια, σχεδόν κανένας δεν έδινε σημασία στον μακάριο Νήφωνα.
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αναγνώριζαν την αγιότητά του. Αυτό, βέβαια, είχε
ζητήσει κι ο ίδιος από το Θεό: Να τον θεωρούν οι άνθρωποι μηδενικό. Κι Εκείνος
τον άκουσε. Έτσι, όχι μόνο άγιο δεν τον θεωρούσαν, αλλά και πολλοί, άσωτοι
μάλιστα και ακόλαστοι οι ίδιοι, τον κορόιδευαν και τον κακολογούσαν απερίφραστα.

Καμιά φορά πήγαινε κανένας γνωστός του και του έλεγε:

-Πάτερ, είναι μερικοί που λένε φοβερά πράματα εναντίον σου.

Αυτός απαντούσε ήρεμα:

-Τίποτα φοβερό δεν μπόρεσε να κάνει ως τώρα κανείς στο Νήφωνα, παρά
μόνο ο διάβολος. Αυτός κι εγώ, όσο θα είμαστε σε τούτο τον κόσμο, θα
τρωγόμαστε…

Προσευχόταν μάλιστα για τους κατηγόρους του, λέγοντας:

97
-Ελέησε, Κύριε, όσους με περιγελούν,

όσους με κακολογούν ή με μισούν

ή μου κάνουν οποιοδήποτε κακό.

Εσύ δα ξέρεις, Κύριε, ότι κι αυτούς

ο πονηρός διάβολος τους σπρώχνει

μεσ’ στη βρωμιά και την ακολασία,

όπως παρακινεί κι εμένα κάθε μέρα

το άγιο Σου να καταπικράνω Όνομα.

Σε παρακαλώ λοιπόν, Πατέρα παντοκράτορα,

Θεέ και Κύριε του ελέους,

σκύψε με ευσπλαχνία πάνω από τους ανθρώπους

που σκέφτονται το πονηρό για μένα,

και κάνε τους όλους φωτεινούς,

όλους αγίους μεγάλους.

Δώσ’ τους αγαθοσύνη, Κύριέ μου, και πραότητα.

Χάρισέ τους ειρήνη, Δέσποτά μου, και φωτισμό,

κι αξίωσέ τους ν’ απολαύσουν την αιώνια δόξα Σου

ως αγαθός και φιλάνθρωπος.

Πολύ τον παρηγορούσαν και τον γλύκαιναν τέτοιες προσευχές. Όταν


παρακαλούσε τον Κύριο για τους εχθρούς και τους συκοφάντες του, το πρόσωπό
του έλαμπε από πνευματική ηδονή και γινόταν ρόδινο, σαν δροσερό τριαντάφυλλο.

-Ας έρθουν εδώ, έλεγε αλλοιωμένος. Ας έρθουν εδώ να τους φιλήσω τα πόδια!
Χωρίς να το καταλαβαίνουν, μου πλέκουν μεγάλα στεφάνια. Γι’ αυτό τους αποζητάει
η ψυχή μου «όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων». 94

Και πρόσθετε:

98
-Αυτός που μισεί τις βρισιές και τις κακολογίες και τους εξευτελισμούς των
ανθρώπων, δεν βρίσκεται μέσα στη δόξα του Θεού ούτε θα κληρονομήσει τη
βασιλεία Του. Όποιος θέλει να σωθεί, ας το ξέρει: Όπου οι άνθρωποι μας
περιφρονούν και μας εξουθενώνουν, εκεί να μένουμε, κάνοντας υπομονή, και θα
στεφανωθούμε από το Θεό με μεγάλη δόξα. Αντίθετα, όπου απολαμβάνουμε τιμή
και επαίνους από τους ανθρώπους, να μην καθόμαστε, αλλά να φεύγουμε σ’ άλλο
τόπο. Έτσι θα μπορέσουμε να σωθούμε και να κερδίσουμε επάξια τη βασιλεία των
ουρανών. Στους δούλους του Θεού λοιπόν είναι απαραίτητη η εξουθένωση, όπως
απαραίτητα είναι η εκκλησία το ιερό ευαγγέλιο και η κατανυκτική ψαλμωδία. Γιατί –
πράγμα θαυμαστό – όταν μας κατηγορούν οι άνθρωποι, τότε είναι που βαδίζουμε
στο δρόμο του Θεού με πολλή ταπείνωση, τηρώντας με επιμέλεια τις εντολές του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όταν όμως, αντίθετα, αρχίσουν να μας παινεύουν, τότε
μας κυριεύει η αλαζονεία, η ματαιοδοξία, η κενοδοξία. Κι έτσι φεύγουμε μακριά από
το Θεό.

Η μέλλουσα κρίση.

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Ο όσιος είχε μόλις τελειώσει την τακτική του
νυχτερινή προσευχή. Ξάπλωσε πάνω στις πέτρες, όπως συνήθιζε, για να κοιμηθεί.
Μα δεν τον έπιανε ύπνος. Η ώρα περνούσε. Έφτασαν μεσάνυχτα, και με τα μάτια
ακόμη ανοιχτά παρατηρούσε στον απέραντο ουρανό τ΄ αστέρια και το φεγγάρι.

Εκεί που ήταν έτσι μονάχος, σκέφτηκε τη φοβερή ώρα της κρίσεως,
αναλογίστηκε τις αμαρτίες του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Ξαφνικά βλέπει να τραβιέται σαν αυλαία το στερέωμα του ουρανού και να


παρουσιάζεται από πίσω ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Ήταν γιγάντιος και στεκόταν
μετέωρος στον αιθέρα. Γύρω Του ήταν παραταγμένα όλα τα ουράνια τάγματα –
άγγελοι, αρχάγγελοι.. – που Τον ατένιζαν με φόβο και τρόμο, με σεβασμό κι
ευλάβεια πολλή.

Ο Κύριος έγνεψε στον αρχηγό ενός τάγματος, κι εκείνος ήρθε κοντά Του
γεμάτος θάμπος και φρίκη.

-Μιχαήλ, άρχοντα της Διαθήκης, του είπε. Σήκωσε με το τάγμα σου τον
πυρίμορφο θρόνο της δόξας μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί να
τον στήσεις, για να είναι έτοιμος στην παρουσία μου. Ναι, γιατί δεν θ΄ αργήσει η
ώρα της κρίσεως, οπότε ο καθένας θα πάρει την ανταπόδοση για τα έργα του. Κάνε

99
γρήγορα, πλησίασε η μέρα. Θα πληρώσουν όσοι προσκύνησαν τα είδωλα κι
αρνήθηκαν εμένα, τον πλάστη τους, όσοι ονόμασαν θεούς τις πέτρες και τα ξύλα,
που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι αυτοί θα συντριβούν «ως σκεύη
κεραμέως».95 Το ίδιο και οι εχθροί μου οι αιρετικοί, αυτοί που τόλμησαν να με
χωρίσουν από τον Πατέρα μου, αυτοί που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το
Παράκλητό μου Πνεύμα. Αλίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!

«Θα φανερωθώ τώρα και στους Ιουδαίους, που δεν πίστεψαν και με
σταύρωσαν. Όταν ήμουνα πάνω στο Σταυρό, έλεγαν: «Ουά, ο καταλύων τον
ναόν… σώσον σεαυτόν!» 96 Τώρα θ’ ασκήσω την εξουσία μου και θα κρίνω δίκαια.
»Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω!». 97 Θα δικάσω, θα ελέγξω, θα στιγματίσω και
θα τιμωρήσω αυστηρά το διεστραμμένο και πονηρό γένος, γιατί τους έδωσα
ευκαιρίες να μετανοήσουν και δεν τις χρησιμοποίησαν. Τώρα λοιπόν θα πάρω
εκδίκηση.

»Και τους σοδομίτες, που μόλυναν τον αέρα και τη γη με τη βρωμιά τους,, εγώ,
που τους έκαψα, θα τους ξανακάψω. Γιατί αποστράφηκαν την ηδονή του Αγίου
Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.

»Τώρα θα πληρώσουν και οι μοιχοί, οι ασύνετοι και σκοτισμένοι. Δεν τους


έφτανε η δική τους γυναίκα, αλλά σαν «ίπποι θηλυμανείς, έκαστος επί την γυναίκα
του πλησίον αυτού εχρεμέτιζον».98 Έτσι, γι’ την αφροσύνη τους, πορεύτηκαν στην
άβυσσο του πυρός δεμένοι από το σατανά. Δεν άκουσαν, πώς είναι «φοβερόν το
εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» 98 ; Και όμως, δεν φοβήθηκαν. Γι’ αυτό κι εγώ
τώρα θα τους επιτιμήσω αυστηρά. Τους πρόσφερα μετάνοια, και δεν μετανόησαν…

»Θα τιμωρήσω και τους κλέφτες και τους φονιάδες και όλους τους κακοποιούς.
Στα τάρταρα θα τους ρίξω. Τώρα θα τους δείξω πόσο ζημιώθηκαν, που δεν
υπάκουαν στο Θεό και στα προστάγματά Του. Πού είναι τα καλά τους έργα; Πού
είναι η μεταμέλειά τους; Τους έδωσα σαν υπόδειγμα τον άσωτο γιο, αλλά και
πολλούς άλλους, για να μην πέφτουν στην απόγνωση. Αυτοί όμως καταφρόνησαν
τιε εντολές μου. Εμένα μίσησαν και την ασωτία αγάπησαν. Εμένα απαρνήθηκαν και
στην αμαρτία δουλώθηκαν. Ας πέσουνε, λοιπόν, μες στη φωτιά που οι ίδιοι
άναψαν.

»Αυτούς που πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερή ταραχή.


Γιατί δεν αγάπησαν την ειρήνη μου, αλλά έζησαν μέσα στην οργή, το θυμό και την
κακία.

100
»Θ’ αφανίσω ακόμα τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους,
αυτούς τους ειδωλολάτρες, που στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι και
εγκατέλειψαν εμένα, σα να μη φρόντιζα γι’ αυτούς.

»Θα καταδικάσω επίσης και τους τάχα χριστιανούς, που λένε ότι δεν υπάρχει
ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση. Όλους αυτούς θα τους λιώσω σαν το
κερί στη γέεννα και θα τους κάνω στάχτη στη φωτιά. Τότε θα τους δείξω αν υπάρχει
ή όχι ανάσταση των νεκρών.

»Οι μάγοι και οι μάντες και οι αστρολόγοι θα συντριβούν ολότελα, θα


ξανεμιστούν και θα χαθούν.

»Οι μέθυσοι και οι γλεντοκόποι θα ριχτούν μέσα στην άβυσσο. Αλίμονό τους,
οπού τραγουδούν και χορεύουν και αισχρολογούν ξετσίπωτα και ξιπασμένα. Με τον
ίσκιο τους παίζουνε. Δίκαια και αμερόληπτα θα τους κρίνω. Τους κάλεσα, και όχι
μόνο δεν μ’ άκουσαν, αλλά με περιγελούσαν κιόλας. Σ’ όλους πρόσφερα έλεος και
μετάνοια, κανένας όμως δεν μου έδωσε σημασία. Τώρα το σκουλήκι θα τους
κατατρώει την καρδιά.

»Εκείνους που περιφρόνησαν τις θείες Γραφές, τις γραμμένες απ’ το Πνεύμα
μου με τα χέρια των αγίων μου, θα τους ρίξω μέσα στο σκοτάδι και την αφεγγιά. Και
επειδή δεν τήρησαν τις εντολές μου, αλλά τις χλεύασαν, εγώ τώρα θα τους
χλευάσω, θα τους καταντροπιάσω και θα τους παραδώσω στη φωτιά.

»Μα και αυτούς που καταφεύγουν στα γητέματα και τα μαγικά για να
γιατρευτούν, αυτούς που πιστεύουν πως θα τους κάνουν καλά τα μαχαίρια και οι
αξίνες και τα δρεπάνια και τ΄ άλλα μαγικά εργαλεία, θα τους ελέγξω αυστηρά. Και
τότε θα μάθουν, ότι έπρεπε να ελπίζουν στο Θεό και όχι στα δημιουργήματά Του.
Αυτοί βέβαια θ ‘ αντιδρούν, θα διαμαρτύρονται και θα βρίσκουν δικαιολογίες. Μα
δεν θα μπορούν να πετύχουν τίποτα, γιατί θα έχει φτάσει πια η ώρα για την
ανταπόδοση.

»Θα τιμωρήσω, βέβαια, και τους βασιλιάδες και τους άρχοντες, που συνεχώς
με καταπίκραιναν με τις αδικίες τους. Οι αποφάσεις τους ήταν άνομες και αθέμιτες
και αλαζονικές και εξουθενωτικές για τους ανθρώπους. Έπαιρναν δώρα και έκριναν
μεροληπτικά, χρησιμοποιώντας το δίκαιο για να καλύπτουν τη αδικία. Η δική μου
κρίση όμως δεν εξαρτάται από δώρα. Σαν Κύριος και Θεός λοιπόν θα τους
αφανίσω σύμφωνα με την πονηρία τους. Και τότε θα καταλάβουν, ότι εγώ είμαι «ο

101
φοβερός και αφαιρούμενος πνεύματα αρχόντων, φοβερός παρά τοις βασιλεύσι της
γης».100 Συμφορά τους! Τί κόλαση τους περιμένει! Γιατί «έβρυξαν τους οδόντας
αυτών»101 και «εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων»!102

»Σε ποιά οργή θα παραδώσω και εκείνους τους κληρικούς που δεν ήταν
αληθινοί ποιμένες, αλλά μισθωτοί! Εκείνους, που «διέφθειραν τον αμπελώνά
μου»,103 που «διεσκόρπισαν τα πρόβατά μου», 104 που κυνήγησαν το χρυσάφι και
το ασήμι, που ανάξια έλαβαν την ιερωσύνη… Πόσο φοβερή θα είναι η τιμωρία
τους! Πόση η οδύνη τους! «Εν οργή μου και εν τω θυμώ μου ταράξω αυτούς» 105!
Πρόβατα και βόδια φθαρτά κοίταξαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά
πρόβατα δεν τα πόνεσαν. Γι’ αυτό «επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και
εν μάστιξι τας αδικίας αυτών».106 Όσο για τους ιερείς που χωρατεύουν ή φιλονικούν
μέσα στις άγιες εκκλησίες μου, στη φωτιά θα τους λιώσω, στον τάρταρο θα τους
βυθίσω και σαν πλίθρες θα τους συντρίψω!

»Εγώ είμαι ο ερχόμενος. Ήρθα και πάλι έρχομαι! Κι όποιος βρει τη δύναμη, ας
σταθεί απέναντί μου!

»Αλίμονο στους ανόμους που θα πέσουν στα χέρια μου! Γιατί θα σταθούν
μπροστά μου «γυμνοί και τετραχηλισμένοι».107 Πού θα πάει τότε η αναίδειά τους;
Πώς θ’ αντικρύσουν το πρόσωπό μου; Πώς θα κρύψουν τη ντροπή τους, αφού θα
ρεζιλευτούν μπροστά σ’ όλους τους αγίους αγγέλους μου;

»Θα καταδικάσω όμως και τους μοναχούς που έζησαν με αμέλεια, κι έτσι δεν
τήρησαν τις υποσχέσεις που έδωσαν μπροστά στο Θεό, τους αγγέλους και τους
ανθρώπους. Άλλα έταξαν κι άλλα έκαναν. Αυτούς λοιπόν θα τους αρπάξω και θα
τους εκσφενδονίσω στην άβυσσο. Γιατί δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά
σκανδάλισαν και κόλασαν κι άλλους. Καλύτερα θα’ ήταν γι’ αυτούς να μην είχαν
απαρνηθεί τον κόσμο, παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αμαρτωλά και άσωτα.

»Εγώ λοιπόν θα τιμωρήσω, εγώ θ’ ανταποδώσω, εγώ θα κρίνω σαν δίκαιος


Κριτής όσους δεν θέλησαν να μετανοήσουν!

Με τρόμο άκουσαν οι αναρίθμητες δυνάμεις των αγγέλων τα βροντερά λόγια


του Κυρίου στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ.

-Φέρε μου τους επτά αιώνες της συστάσεως του κόσμου! Πρόσταξε τώρα τον
αρχάγγελο.

102
Ο Μιχαήλ πήγε αμέσως στον οίκο της Διαθήκης και τους πήρε. Ήταν σαν
μεγάλα βιβλία. Τους έβαλε μπροστά στον Κύριο και παραμέρισε,
παρακολουθώντας με δέος πως Εκείνος γυρίζει τις σελίδες της ιστορίας και
διαβάζει όλα όσα έγιναν διαμέσου των αιώνων.

Πήρε λοιπόν ο Κριτής το βιβλίο του πρώτου αιώνα, το άνοιξε και είπε:

-Εδώ πρώτα – πρώτα γράφει: Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας
Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός, ο δημιουργός των
αιώνων. Γιατί από το Λόγο του Πατρός έγιναν οι αιώνες˙ από το Λόγο του Πατρός
δημιουργήθηκαν οι ουράνιες δυνάμεις˙ από το Λόγο του Πατρός στερεώθηκαν οι
ουρανοί και η γη και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτά˙ «τω πνεύματι δε του στόματος
αυτού πάσα η δύναμις αυτών».108

Ύστερα προχώρησε λίγο πιο κάτω στο βιβλίο και είπε:

-Εδώ γράφει: Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με
τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε από τον παντοκράτορα Θεό, το
δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων, μια προσταγή, ένας νόμος. Η τήρηση
του νόμου τούτου θα είναι η ασφάλεια της μακάριας ζωής του ανθρώπου, γιατί θα
του θυμίζει πάντα πως υπάρχει ο Θεός από πάνω του.

Το βλέμμα Του πήγε παρακάτω.

-Εδώ γράφει για την παράβαση, που έκανε η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος.
Εξαπατήθηκε και έπεσε. Ή μάλλον έπεσε από δική του αμέλεια και απροσεξία.
Διώχτηκε λοιπόν από τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού, γιατί,
σαν αχρείος παραβάτης, δεν έπρεπε να ζει μέσα σε τόσα αγαθά.

Προχώρησε πάλι λίγο.

-Ο Κάιν, είπε, έκανε τη βουλή του διαβόλου και σκότωσε τον Άβελ. Θα κατακαεί
εξάπαντος στη φωτιά της γέεννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ο Άβελ όμως θα ζήσει
αιώνια.

Και πιο κάτω διάβασε:

-Μορφή της ευλογίας ο Σήθ. Εικόνα του αγιασμού ο Ενώς. Και προτύπωση της
αναλήψεώς μου η ανάληψη του Ενώχ.109

103
Γυρίζοντας έτσι μια – μια σελίδα, έφτασε στο τέλος του βιβλίου και είπε:

-Βιβλίο του πρώτου αιώνα: Εδώ έχουν γραφτεί η ζωή και ο θάνατος, η
δικαιοσύνη και η ανομία, η ταπείνωση και η έπαρση των ανθρώπων, που
γεννήθηκαν στα χρόνια του. Ο καθένας τους θα κριθεί σύμφωνα με τα έργα του.

Με τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε και τα βιβλία των επόμενων πέντε αιώνων. Μετά
πήρε στα χέρια Του το τελευταίο και είπε:

-Αρχή του έβδομου αιώνα: Τέλος των αιώνων και αρχή της κακίας, της
πονηρίας, της φιλαργυρίας και της ασπλαχνίας. Οι άνθρωποι γίνονται τώρα
περισσότερο από ποτέ πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, υποκριτές, φιλόδοξοι, φιλήδονοι
και σ’ όλα τα κακά υποδουλωμένοι.

Προχώρησε λίγο παρακάτω στο βιβλίο, κάτι διάβασε, κι έπειτα σήκωσε τα


μάτια Του ψηλά. Χτύπησε με το χέρι το μέτωπό Του, σκέπασε με την παλάμη τα
μάτια Του κι έμεινε έτσι ακίνητος για πολύ. Ξαφνικά, σα να συνήλθε.

-Αλήθεια, μονολόγησε, ο έβδομος αυτός αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την
πονηριά τους προηγούμενους έξι!

Κοίταξε πάλι πιο κάτω στο βιβλίο και είπε:

-Οι εθνικοί και τα είδωλά τους γκρεμίστηκαν με το Σταυρό μου και


συντρίφτηκαν με τη λόγχη και τα καρφιά, που μπήχτηκαν στο ζωηφόρο Σώμα μου.

Σώπασε λίγο, κι ύστερα έσκυψε πάλι στο βιβλίο.

-Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλιά, είπε, λευκοί σαν το φως, τάραξαν τη
θάλασσα, εξουδετέρωσαν θηρία, έπνιξαν δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν
πεινασμένους, φτώχυναν πλούσιους και, προπαντός, ψάρεψαν και αναγέννησαν
πολλούς ανθρώπους. Μεγάλος ο μισθός τους!

Παρακάτω διάβασε:

-Εγώ, ο Αγαπητός, διάλεξα και μάρτυρες για μένα. Η φιλία τους ανέβηκε ως τον
ουρανό. Η αγάπη τους έφτασε ως το θρόνο μου. ο πόθος τους μπήκε στην καρδιά
μου. ο έρωτάς τους με φλογίζει. Η δόξα μου κα η δύναμή μου είναι μαζί τους!

Γύρισε ύστερα πολλά φύλλα και χαμογέλασε.

104
-Ο άνθρωπος που κράτησε μ’ ευλάβεια το πηδάλιο της Επτάλοφης και πήρε τη
βασιλεία της, έγινε υπηρέτης της αγάπης μου και στάθηκε ζηλωτής, κα μιμητής μου.
Γι’ αυτό του πρέπει η βασιλεία των ουρανών.

Μετά πέρασε κι άλλα φύλλα βιαστικά. Με σε μια σελίδα στάθηκε και φώναξε:

-Νύμφη μου πανώρια και πολυτίμητη! Πόσοι κάπηλοι προσπάθησαν να σ’


εξευτελίσουν και να σ’ ατιμάσουν! Εσύ όμως δεν πρόδωσες εμένα, τον μοναδικό
Εραστή σου! Μύριες αιρέσεις έπεσαν πάνω σου, αλλά η πέτρα, όπου
θεμελιώθηκες, δεν σαλεύτηκε, γιατί «πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής».

Προχωρώντας σε επόμενες σελίδες ο Κύριος είπε:

-Εδώ είναι γραμμένα όλα τα λόγια των ανθρώπων, και τα καλά και τα κακά,
όσα πρόλαβε ο θάνατος να μην έχουν σβηστεί με τη μετάνοια.

Παρακάτω ήταν γραμμένες και όλες οι άλλες αμαρτίες τους – πολλές,


αναρίθμητες, σαν τη άμμο της θάλασσας! Τις διάβαζε ο Κύριος κουνώντας κάθε
τόσο το κεφάλι Του και βαριαναστενάζοντας, ενώ το πλήθος των αγγέλων στεκόταν
εκστατικό και έντρομο από τη φοβερή εκείνη ανάγνωση.

Είχε φτάσει πια στη μέση του έβδομου αιώνα, όταν έβγαλε μια φωνή
αγανακτήσεως.

-Φτάνει πια! Τούτο εδώ τα τελευταίο βιβλίο είναι γεμάτο από δυσωδία
αμαρτιών. Τι ψεύδη, τι κακίες, τι έχθρες, τι φόνοι!... Βρώμα και ακαθαρσία. Φτάνει!
Θα το κόψω στη μέση! Να καταργηθεί μια για πάντα η αμαρτία!

Αμέσως έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση.

Παρευθύς εκείνος πλησίασε με το τάγμα του – τάγμα πολυάριθμο τόσο, που


ούτε η γη το χωρούσε! Σήκωσαν τον απερίγραπτο θρόνο του Κυρίου και
αποχώρησαν. Φεύγοντας έψαλλαν:

-Άγιος ,άγιος, άγιος, Κύριος, φοβερός, μέγας, υψηλός, θαυμαστός και


δοξασμένος στους αιώνες των αιώνων.

Ύστερα αποχώρησε ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ με το δικό του τάγμα,


μελωδώντας δυνατά τον επινίκιο ύμνο:

-Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». 111

105
Κι από τη φοβερή εκείνη μυριόστομη αγγελική υμνωδία σείονταν ο ουρανός και
η γη.

Τρίτος απολύθηκε ο αρχιστράτηγος Ραφαήλ με το δικό του τάγμα, ψάλλοντας:

-«Εις άγιος, είς Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».112

Τελευταία αποχώρησε η τέταρτη παράταξη. Ο αρχηγός της, ο Ουριήλ, ήταν


λευκός σαν το χιόνι, ολοφώτεινος, σαγηνευτικός. Αναχωρώντας, έψαλλε κι αυτός
ενθουσιαστικά:

-«Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι
δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού˙ ο Θεός εμφανώς ήξει, ο
Θεός ημών, και ου παρασιωπήσεται˙ πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται και κύκλω
αυτού καταιγίς σφόδρα…», και τους υπόλοιπους στίχους το ψαλμού. 113

Οι αξιωματούχοι του πάλι έκραζαν:

-«Ανάστα, ο Θεός, κρίνον τη γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις


έθνεσιν».114 Ευλογημένος ο ερχόμενος, «ότι έρχεται κρίναι τη γην και την
οικουμένην εν αληθεία και δικαιοσύνη».115

Έπειτα έφεραν μπροστά στον Κύριο τον δοξασμένο Του Σταυρό, που έλαμπε
σαν αστραπή και ευωδίαζε άρρητα. Τον κρατούσαν με πολλή ευλάβεια και τιμή δύο
τάγματα, οι Εξουσίες και οι Δυνάμεις. Το θέαμα ήταν φοβερό, συγκλονιστικό.

Καθώς προχωρούσαν αργά οι Δυνάμεις, έψαλλαν:

-«Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου, και ευλογήσω το όνομά σου εις τον
αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος».116

Και οι Εξουσίες αντιφωνικά έλεγαν:

-«Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε το υποποδίω των ποδών
αυτού, ότι άγιός εστι».117 Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!

Ύστερα δόθηκε θεία προσταγή να έρθει πάλι ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ. Αμέσως


εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά στον Κύριο μαζί μ’ έναν άλλον άγγελο, που
κρατούσε κάτι σαν τόξο. Ήταν λευκό προς το ρόδινο, και στην άκρη του κρεμόταν
μια μεγάλη σάλπιγγα. Η σάλπιγγα εκείνη ήταν απ΄ έξω σκεπασμένη με χνούδι κι
από μέσα επιστρωμένη με κάτι σαν στάχτη. Στην εξωτερική της επιφάνεια έγραφε

106
«ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» και στην εσωτερική «ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΣ
ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ».

Την πήρε ο Κύριος στα χέρια Του, σάλπισε τρεις φορές και είπε τρεις μυστικούς
λόγους. Μετά την έδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ και του είπε:

-Πάρε τούτη τη σάλπιγγα και πήγαινε στο Γολγοθά, όπου άπλωσα στο Σταυρό
τ΄ άχραντα χέρια μου. Εκεί να σαλπίσεις τρεις φορές και να περιμένεις.

Έπειτα κάλεσε άλλο τάγμα. Τις Αρχές, και λέει στον αρχηγό τους.

-Πάρε το ιερό τάγμα σου και σκορπιστείτε σ’ όλο τον κόσμο. Σηκώστε πάνω σε
νεφέλες τους αγίους, απ΄ την ανατολή και τη δύση, το βορρά και τον νότο, και φέρτε
τους να με προϋπαντήσουν μόλις ακουστεί η σάλπιγγα.

Μ’ έναν άλλον άγγελο πρόσταξε να μεταλλαχθούν ο ουρανός και η γη από τη


φθορά στην αφθαρσία˙ να σκοτεινιάσουν ο ήλιος και η σελήνη˙ να πέσουν τα’
αστέρια˙ να ξεραθούν τα ποτάμια και οι θάλασσες να νεκρωθούν τα πάντα…

Έριξε μετά τη ματιά Του στη γη ο δίκαιος Κριτής και παρατήρησε προσεκτικά:
Ομίχλη και σκοτάδι παντού, θρήνος και οδυρμός πολύς, ανθρώπινες φωνές και
στεναγμοί απ΄ τη βαριά τυραννία του σατανά. Φρύαζε και μάνιαζε ο δράκοντας.
Κατέστρεφε τα πάντα, τσαλαπατώντάς τα σαν χορτάρι, καθώς έβλεπε τους
αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πύρ.

Βλέποντας όλο τούτο το κακό ο Ιησούς, καλεί έναν άγγελο φλογερό. Είχε όψη
αυστηρή, βλέμμα σκληρό και έκφραση ανελέητη. Ήταν αρχηγός των αγγέλων που
επιβλέπουν τη φωτιά της κολάσεως,. Και του λέει:

-Πήγαινε και πάρε το ραβδί μου που συντρίβει και δένει. Πάρε και μύριους
αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο ικανούς και διαλεχτούς, αυτούς που τάχθηκαν
να επιβάλλουν τις τιμωρίες. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, θα βρείτε τα ίχνη του
Δράκοντα, θα τον αρπάξετε εξουσιαστικά και θα τον δείρετε με το ραβδί αλύπητα,
μέχρι να σας παραδώσει το τάγμα των ακάθαρτων πνευμάτων του. Και τότε θα
τους σφιχτοδέσετε όλους με τη δύναμη του ραβδιού μου και θα τους ρίξετε στα πιο
σκληρά βασανιστήρια!

Όταν το αγγελικό τάγμα έφυγε για να συλλάβει τον άρχοντα του σκότους,
δόθηκε θεϊκή προσταγή στον αρχάγγελο, που κρατούσε τη σάλπιγγα, να σαλπίσει.

107
Απόλυτη σιγή απλώθηκε παντού, σα να νεκρώθηκαν τα πάντα.

Ακούστηκε το πρώτο σάλπισμα, και τα σώματα των νεκρών αποκαταστάθηκαν.

Ακούστηκε δεύτερο σάλπισμα, και σα να βγήκε Πνεύμα Κυρίου από τη


σάλπιγγα, που έβαλε πάλι κάθε ψυχή μέσα στο νεκρό σώμα της. Δέος και φόβος
κυρίεψε κάθε ύπαρξη. Τρόμος και φρίκη απλώθηκαν στα ουράνια και στα επίγεια.

Ακούστηκε και τρίτο σάλπισμα, φοβερότερο, που συγκλόνισε τα σύμπαντα.


Θέαμα φρικτό! Στάθηκαν όλοι όρθιοι – κι ήταν αναρίθμητοι, περισσότεροι από τους
κόκκους που έχει όλο το χώμα της γης. Συνάμα σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν τα
ουράνια αγγελικά τάγματα προς το Θρόνο της Ετοιμασίας, ψάλλοντας δυνατά:

-«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και


τρόμου».118

Όλος ο λαός και η αναρίθμητη αγγελική παράταξη στάθηκαν και κοίταζαν ψηλά,
περιμένοντας με φρίκη και δέος να κατέβει στη γη η φοβερή θεία εξουσία.

Ξάφνου όμως βροντές και αστραπές έσκισαν τον αέρα, ενώ σεισμός τρομερός
συγκλόνισε την κοιλάδα της Δίκης. Σάστισαν όλοι κι άρχισαν να τρέμουν.

Το στερέωμα τ΄ ουρανού τραβήχτηκε σαν παραπέτασμα.

Και να! Φάνηκε πίσω του ο Τίμιος Σταυρός, λάμποντας σαν τον ήλιο και
σκορπίζοντας θεϊκές μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οι άγιοι άγγελοι, ανοίγοντας το
δρόμο για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Κριτή της οικουμένης.

Σε λίγο ακούστηκε μια μυριόστομη πρωτάκουστη δοξολογία:

-«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου,119 Θεός Κύριος και επέφανεν


ημίν,120 Θεός ισχυρός εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος
121
αιώνος».

Σαν τέλειωσε τούτος ο ζωηρός ύμνος, φανερώθηκε ο Κριτής πάνω στις


νεφέλες, καθισμένος σε θρόνο ψηλό και πύρινο, που με τις υπέρλαμπρες φλόγες
του κατάκαιγε τον ουρανό και τη γη.

Ξαφνικά, μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών, μερικοί άρχισαν ν’


αστράφτουν σαν τον ήλιο και ν’ αρπάζονται στον αιθέρα, πάνω σε νεφέλες, για να
συναντήσουν τον Κύριό τους. Οι περισσότεροι όμως αλίμονο, έμειναν κάτω.

108
Θρηνούσαν πικρά, που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχτούν κι αυτοί απ’ τις νεφέλες, κι
ήταν φαρμακωμένες οι ψυχές τους από τη λύπη και την οδύνη. Έπεσαν στα
γόνατα, μπροστά στον Κύριο, μα ξανασηκώθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.

Γύρω από το θρόνο της Ετοιμασίας, όπου ήταν καθισμένος ο Μέγας Κριτής,
παρατάχθηκαν όλες οι ουράνιες δυνάμεις με φόβο και τρόμο. Στα δεξιά Του
στάθηκαν όλοι όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τις νεφέλες. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’
αριστερά Του, κι ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλιάδες και πολύ
πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ταλανίζοντας τους
εαυτούς τους και θρηνολογώντας για την απώλειά τους. Στα πρόσωπά τους ήταν
ζωγραφισμένη η καταισχύνη, η συντριβή, η αγωνία, η φρίκη… Πένθος βαρύ είχε
απλωθεί ανάμεσά τους. Άλλοι αναστέναζαν βαθιά. Άλλοι βογγούσαν με σπαραγμό.
Άλλοι οδύρονταν, χύνοντας ποτάμι τα δάκρυα. Και άλλοι είχαν βυθιστεί σε μιαν
απελπισμένη, νεκρική σιωπή. Δεν φαινόταν από πουθενά παρηγοριά, από
πουθενά ελπίδα…

Αντίθετα, όσοι στέκονταν στα δεξιά του Κριτή, ήταν όλοι φαιδροί και φωτεινοί
σαν τον ήλιο, όλοι σεμνοί, δοξασμένοι και λαμπεροί σαν το φως, όλοι φλογισμένοι,
θαρρείς, από μια θεόφωτη αστραπή, που τους έκανε να φεγγοβολούν πραγματικά
– αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους.

Παρευθύς ο φοβερός Κριτής έριξε το βλέμμα Του κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη
μεριά. Στα δεξιά κοίταξε με ικανοποίηση, κι ένα γλυκό χαμόγελο άνθισε στα χείλη
Του. Ύστερα γύρισε και σ’ αυτούς που ήταν στ’ αριστερά. Αμέσως ταράχτηκε και
πήρε βιαστικά τη ματιά Του από πάνω τους.

Δυνατή κι επιβλητική ακούστηκε τώρα η φωνή Του να λέει στους πρώτους:

-«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην


υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν,
εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ
με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με».122

Εκείνοι τότε Τον ρώτησαν με απορία:

-«Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και ερθέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν;


Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε
είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε;».123

109
Και Αυτός τους αποκρίθηκε:

-«Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».124

Ύστερα στράφηκε οργισμένος στους άλλους στ’ αριστερά Του, και τους είπε με
αυστηρότητα και αποστροφή:

-«Πορεύεσθε απ΄ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον


τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ούκ εδώκατέ μοι φαγείν,
εδίψησα και ούκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ού συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου
περιεβάλετέ με, ασθενής και φυλακή, και ούκ επεσκέψασθέ με».125

Παραξενεμένοι κι αυτοί Τον ρώτησαν:

-«Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν


φυλακή, και ου διηκονήσαμέν σοι;».126

-«Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ούκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ούδέ
εμοί εποιήσατε».127 Χαθείτε από μπροστά μου, «οι εσκοτισμένοι της γης»!128 Στον
τάρταρο! Εκεί που είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων»! 129 Εκεί που θα
τυραννιέστε και θα θρηνείτε αιώνια!

Μόλις ο Κριτής ανήγγειλε τη μεγάλη απόφασή Του, ξεχύθηκε, ξαφνικά, από τ΄


ανατολικά ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς τη δύση.
Ήταν πλατύς, σαν θάλασσα. Βλέποντάς τον οι αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά,
ζάρωσαν και κιτρίνισαν από τον τρόμο.

Αμέσως ο Κριτής πρόσταξε να περάσουν μεσ’ απ’ το ποτάμι εκείνο όλοι,


δίκαιοι και αμαρτωλοί, για να τους δοκιμάσει η φωτιά.

Πρώτα μπήκαν αυτοί που στέκονταν στα δεξιά. Πέρασαν όλοι και
δοκιμάστηκαν και βγήκαν σαν χρυσάφι καθαρό μεσ’ από τις φλόγες. Τα έργα τους
όχι μόνο δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο λαμπερά και καθαρά με τη δοκιμασία.
Με απερίγραπτη αγαλλίαση είδαν οι δίκαιοι να μη βρίσκεται στα καλά τους έργα
κανένας ρύπος.

Μετά ακολούθησαν αυτοί που στέκονταν στ’ αριστερά, για να δοκιμααστούν και
τα δικά τους έργα. Μα σαν περνούσαν μεσ’ από τη φωτιά, οι φλόγες τους έκαιγαν,
επειδή ήταν αμαρτωλοί, και τους παγίδευαν καταμεσίς του ποταμού. Τα έργα τους

110
λαμπάδιασαν αμέσως σαν άχυρα. Αλλά τα σώματά τους, έμειναν απείραχτα, για να
καίγονται αιώνια μαζί με το διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας τους δεν
κατόρθωσε να βγεί από το πύρινο εκείνο ποτάμι. Σαν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας,
αιχμαλωτίστηκαν όλοι από τη φωτιά.

Αφού οι αμαρτωλοί ρίχτηκαν στην κόλαση και πετάχτηκαν από τις φλόγες
στους διάφορους τόπους των τιμωριών, ο φοβερός Κριτής σηκώθηκε από το θρόνο
Του και κίνησε για τον επουράνιο νυμφώνα Του. Τον ακολουθούσαν όλοι οι άγιοί
Του. Και τον περικύκλωναν με φόβο και τρόμο οι δυνάμεις των ουρανών,
ψάλλοντας:

-«Άρατε πύλας, οι άρχοντες ημών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και


εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης», 130 ο Κύριος και Θεός, μαζί με τους αγίους Του,
που τους χαρίζει αιώνια κληρονομιά!

Άλλο τάγμα απαντούσε:

-«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!...

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν, 131 μαζί με τους υιούς της νέας Σιών, αυτούς
που αξιώθηκαν να γίνουν χαρισματικά παιδιά του Θεού!

Και οι αρχάγγελοι, που πήγαιναν μπροστά απ’ τον Κύριο έψαλλαν κι εκείνοι
αντιφωνικά ένα ουράνιο μέλος:

-«Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ, τω σωτήρι ημών˙


προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξεμεν
αυτώ».132

Και απαντούσε άλλο τάγμα, μελωδώντας γλυκά:

-«Ότι Θεός μέγας Κύριος και βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην˙ ότι εν τη χειρί
αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν»!133

Αυτούς και άλλους υπέροχους ύμνους έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, προξενώντας


ανέκφραστη αγαλλίαση σ’ όσους τους άκουγαν.

Ψάλλοντας έτσι λοιπόν μπήκαν μαζί με τον Κύριο και τους αγίους Του στους
επουράνιους θαλάμους του θεϊκού νυμφώνα, σκιρτώντας από χαρά. Και παρευθύς
οι πύλες κλείστηκαν.

111
Τότε κάλεσε ο Ιησούς τους αρχηγούς των αγγελικών ταγμάτων. Πρώτοι
παρουσιάστηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ, κι έπειτα οι άλλοι.

Ύστερα κλήθηκαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι άγιοι απόστολοι. Ο


Κύριος τους χαρίτωσε με δόξα λαμπρή, τους έδωσε δώδεκα πυρίμορφους κι
αστροστόλιστους θρόνους και τους έβαλε να καθίσουν κοντά σ’ Αυτόν, το Δάσκαλό
τους, με τιμές πολλές. Η δόξα τους ήταν ένα φως αιώνιο, απερίγραπτο και
απρόσιτο. Οι χιτώνες τους ήταν χρυσοκίτρινοι κι αστραφτεροί σαν κεχριμπάρι.
Ακόμα κι οι αρχάγγελοι τους κοίταζαν με θαυμασμό. Τέλος, ο Χριστός τους έδωσε
και δώδεκα κρυσταλλόμορφα στεφάνια, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες, που
άστραφταν εκτυφλωτικά, καθώς τα βαστούσαν ένδοξοι άγγελοι πάνω σπ’ τα
κεφάλια τους.

Έφεραν μετά μπροστά στον ουράνιο Βασιλιά τους εβδομήντα μαθητές και
αποστόλους Του. Δόθηκαν και σ’ αυτούς όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα
στεφάνια τους ήταν λιγότερο λαμπρά από τ΄ άλλα, των δώδεκα.

Έπειτα παρουσιάστηκαν οι άγιοι μάρτυρες, στρατιά ολόκληρη. Σ’ αυτούς


δόθηκε το αξίωμα και η θέση του μεγάλου αγγελικού τάγματος, που είχε πέσει πό
τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Αμέσως τους έφεραν αναρίθμητα στεφάνια, που
ακτινοβολούσαν σαν τον ήλιο, και στόλισαν μ’ αυτά τ’ αγιασμένα κεφάλια τους. Κι
εκείνοι, θεωμένοι, χαίρονταν κι αγάλλονταν ανείπωτα.

Ακολούθησε η ιερή χορεία των αγίων ιεραρχών, ιερέων και διακόνων.


Στεφανώθηκαν κι αυτοί με στεφάνια αιώνια και αμαράντινα, αλλά διαφορετικά σε
λάμψη και δόξα – ο καθένας ανάλογα με το έργο του, το ζήλο, την υπομονή και την
αγάπη του. Έτσι, έβλεπες πολλούς ιερείς να είναι ενδοξότεροι από αρχιερείς, αλλά
και πολλούς διακόνους να είναι λαμπρότεροι από ιερείς και αρχιερείς. Τα πρόσωπα
όμως όλων έλαμπαν από τη χάρη, την ευφροσύνη και το νοερό επουράνιο
θυσιαστήριο, για να προσφέρουν αιώνια πια την τέλεια και ευάρεστη στο Θεό θυσία
τους.

Τώρα ήρθε η σειρά των ευλαβών μοναχών. Από την οσιακή χορεία τους
ξεχυνόταν μια ευωδία πνευματική. Και τα δοξασμένα πρόσωπά τους άστραφταν
σαν ήλιοι, σκορπίζοντας θεόφωτες μαρμαρυγές. Δόθηκαν στον καθένα από έξι
φτερά, κι έτσι, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, έγιναν όλοι σαν τα φρικτά
Χερουβείμ και Σεραφείμ. Άρχισαν τότε να ψάλλουν δυνατά:

112
-«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». 134

Η δόξα τους ήταν τρισμέγιστη και τα καταστόλιστα στεφάνια τους ανάλογα με


τους αγώνες και τους ιδρώτες του καθενός.

Πίσω από τους οσίους μοναχούς μπήκε ο χορός των αγίων προφητών. Σ’
αυτούς δόθηκαν το άσμα των ασμάτων, η ψαλμική κινύρα του Δαβίδ με τύμπανα
και με χορούς, φως αστραποβόλο, κάλλος ουράνιο, αγαλλίαση απέραντη και η
δοξολογία του Αγίου Πνεύματος. Τα δικά τους στεφάνια ήταν ολόχρυσα κι
αστραφτερά. Ο Δεσπότης του θείου νυμφώνα τους ζήτησε να ψάλουν κάτι. Κι
εκείνοι Τον ύμνησαν μ’ ένα άσμα τόσο τερπνό, που σκίρτησαν από ευφροσύνη όλοι
οι συναγμένοι άγιοι.

Αφού όλοι πια είχαν πάρει τα δώρα τους από τ΄ άχραντο χέρι του Σωτήρα,
περίμεναν ακόμη τ΄ αγαθά εκείνα, «α οφθαλμός ούκ είδε και ους ούκ ήκουσε και επί
καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη».135

Τότε όμως μπήκε ο χορός των ανθρώπων που σώθηκαν μέσα στον κόσμο –
φτωχοί και πλούσιοι, κυβερνήτες και υπήκοοι, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι
μπροστά στον θείο Νυμφίο, και Κύριο.

Πρώτα –πρώτα Εκείνος ξεχώρισε αυτούς που ήταν ελεήμονες, 136 και τους
χάρισε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια κι ολόφωτα,
στεφάνια πολύτιμα, αγιασμό ευφρόσυνο, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους
φωτεινούς να τους υπηρετούν.

Ακολούθησαν όσοι έγιναν για το Χριστό «πτωχοί τω πνεύματι». 137 Αυτοί


υψώθηκαν τώρα υπερβολικά. Πήραν από το χέρι του Κυρίου στεφάνια πανέμορφα
και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.

Ήρθαν έπειτα «οι πενθούντες»,138 αυτοί που έκλαψαν για τις αμαρτίες τους με
μετάνοια θερμή, και τους δόθηκαν η μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος και η
πάντερπνη χαρά του παραδείσου.

Να τώρα κι «οι πραείς»139 και άκακοι, που κληρονόμησαν τη γη της


επαγγελίας, όπου το Πνεύμα του Θεού αποστάζει το γλυκασμό και την ευωδία Του.
Πόση τέρψη και αγαλλίαση δοκίμασαν, βλέποντας πως κέρδισαν τη μακαριότητα!
Και πως σκίρτησε από ηδονή η ψυχή τους, όταν η Κύριος τους στόλιζε με στεφάνια
ροδόχρωμα, περίτεχνα, αστραφτερά!

113
Μετά απ’ αυτούς ήρθαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνη». 140 Τους
δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης πλούσιος, για να χορτάσουν. Και με την αγαθή
προαίρεση ευφράνθηκαν, βλέποντας το βασιλιά Χριστό να υμνείτε και να τιμάται και
να δοξάζεται από τους αγίους αγγέλους. Τα δικά τους στεφάνια ήταν περίλαμπρα
και καλαίσθητα, καμωμένα με πολλή τέχνη.

Ύστερα ξεχωρίστηκαν από τον Κύριο «οι καθαροί τη καρδία». 141 Σ’ αυτούς
έδωσε πανίσχυρα μυστικά μάτια και όραση πνευματική, πιο δυνατή κι από το φως,
για να βλέπουν καθαρά το πρόσωπο του Θεού στους αιώνες των αιώνων. Τους
έδωσε και στεφάνια ιδιόμορφα, που πίσω και μπροστά είχαν κρυστάλλινους
σταυρούς, ενώ δεξιά κι αριστερά ζωγραφισμένους χερουβικούς οφθαλμούς.

Έπειτα μαζεύτηκαν σε μια ομάδα «οι ειρηνοποιοί». 142 Τους δόθηκαν η ειρήνη
και η σοφία και το Πνεύμα του Θεού και ευδοκία και έλεος και φωτισμός από το
φως του Χριστού. ένα αόρατο χέρι, που κρατούσε μιαν ουράνια γραφίδα, τους
πλησίασε κι έγραψε στα μέτωπά τους: Ι η σ ο ύ ς Χ ρ ι σ τ ό ς, Υ ι ό ς τ ο υ

Θ ε ο ύ τ ο υ ζ ώ ν τ ο ς. Τέλος, τους δόθηκαν και στεφάνια αστραφτερά, που


είχαν πάνω τους γραμμένα τα ονόματα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.

Μετά ήρθαν «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». 143 Τους δόθηκαν θείος αίνος
και πολυθαύμαστη ζωή και θρόνοι άφραστοι της βασιλείας των ουρανών. Τα
στεφάνια τους ήταν από θεϊκό, άυλο χρυσάφι, που η λάμψη του έκανε τους χορούς
των αγγέλων να ευφραίνονται.

Ακολούθησαν εκείνοι που υπέμειναν ονειδισμούς και διωγμούς και κακολογίες


για χάρη του Χριστού. 144 Αυτοί πήραν τον άγιο μακαρισμό του Θεού και τον έπαινο
των αγγέλων Του και περισσότερη τιμή και δόξα. Τους χαρίστηκαν και θρόνοι
ποικιλοστόλιστοι και σκήπτρα βασιλικά και στεφάνια πανέμορφα.

Ύστερα απ΄ όλους αυτούς, οδηγήθηκαν μπροστά στον Κύριο εκείνοι που από
τη μια μετανόησαν για τις αμαρτίες τους, από την άλλη όμως δεν έκαναν συνεπή
πνευματική ζωή, με προσευχές και με νηστείες και μ’ ό,τι άλλο ορίζει η Εκκλησία
μας. Ξεμάκρυναν βέβαια από τα πονηρά έργα, δεν εργάστηκαν όμως με ζήλο και
ακρίβεια τ’ αγαθά.

114
-Και που γλυτώσατε την κόλαση, πολύ σας είναι, τους είπε ο Νυμφίος, και τους
έδωσε μονάχα από μια βέργα – το σημάδι ότι δεν θα κολάζονταν – για να μη
ριχτούν στο πυρ, αλλά να ταχθούν σε τόπο άφεγγο, ούτε φωτεινό ούτε ζοφερό.

Πίσω τους ήρθαν άλλοι, που είχαν κάνει πολλές αγαθοεργίες κι αμέτρητες
ελεημοσύνες, επειδή όμως έπεφταν είτε σε κατάκριση και καταλαλιά των
συνανθρώπων τους είτε σε σαρκικά αμαρτήματα, τάχθηκαν κι αυτοί στο κατώτατο
σκότος, με την ομίχλη και την υγρασία, όπου μόλις φτάνουν κάποιες αμυδρές
ανταύγειες φωτός.

Μετά απ’ αυτούς μπήκαν οι ειδωλολάτρες, πλήθος πολύ, που δεν γνώρισαν το
νόμο του Χριστού, αλλά οδηγήθηκαν από τη συνείδησή τους και τον τήρησαν
ανεπίγνωστα. Ήταν εκείνοι, που είχαν να δείξουν «το έργον του νόμου γραπτόν εν
ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως». 145 Πολλοί απ’
αυτούς έλαμπαν σαν τον ήλιο από την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Αυτοί
αξιώθηκαν να κληρονομήσουν την ουράνια βασιλεία και την απόλαυση του Θεού.
Στεφανώθηκαν και με στεφάνια υπέροχα, πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Ένα μονάχα
έφερναν βαριά το ό,τι σαν αβάπτιστοι, ήταν τυφλοί, και δεν μπορούσαν να δουν τη
δόξα και το φως του Θεού – γιατί είναι φως και μάτι της ψυχής το άγιο βάπτισμα, κι
όποιος το στερηθεί, όσα καλά και αν κάνει, κληρονομεί βέβαια τον παράδεισο και
κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητά του, αλλά δεν βλέπει τίποτα.

Τους ειδωλολάτρες ακολούθησε ένα άλλο τάγμα αγίων. Ήταν παιδιά


χριστιανών, που έφυγαν από τη ζωή πρόωρα. Όλοι φαίνονταν τριάντα χρονών
πάνω – κάτω. Ο Νυμφίος τους έριξε βλέμμα συμπαθητικό και είπε:

Ο χιτώνας του βαπτίσματός σας είναι άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τί να


κάνω λοιπόν μ’ εσάς;

Τότε λένε κι αυτοί θαρρετά:

-Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά Σου. Μη μας στερήσεις τουλάχιστο και
τα επουράνια.

Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα αιώνια αγαθά. Τους έδωσε στεφάνια
πίστεως και αγνείας και ακακίας και μακαριότητας. Με πολύ θαυμασμό τους
κοίταζαν οι ουράνιες στρατιές. Μα και οι ίδιοι με χαρά φορούσαν τ΄ άφθαρτα
στεφάνια τους.

115
Ήταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγγέλους, που, βλέποντας συγκεντρωμένα
τα τάγματα όλων των αγίων, έψαλλαν άσματα πανευφρόσυνα, γεμάτοι αγαλλίαση
και θάμπος και θεία ηδονή.

Όταν λοιπόν όλοι αυτοί είχαν πια μπεί στο νυμφώνα κι είχαν στεφανωθεί, είδε ο
δίκαιος Νήφων να πλησιάζει το Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Είχε όψη αστραφτερή
και φοβερή και σεβάσμια μαζί. Μόλις την είδαν οι άγιοι άγγελοι, σκίρτησαν από
χαρά κι ευδαιμονία. Από τα πόδια της, καθώς βάδιζε, ξεχύνονταν αστραποβολιές.
Τα μάτια της φεγγοβολούσαν. Στο πέρασμά της σκόρπιζε ουράνια ευωδία, σαν από
θεϊκά αρώματα. Ήταν ντυμένη με φορέματα βασιλικά, απ’ έξω κατακόκκινη
πορφύρα και από μέσα λευκό λινό χιτώνα. Στην πανώρια κεφαλή της φορούσε
στέμμα θεϊκό, που όμοιό του δεν είχε σε λαμπρότητα και ομορφιά. Κατάπληκτοι οι
άγγελοι και θαμπωμένοι οι άγιοι παρατηρούσαν τις θείες ακτίνες, που σκορπίζονταν
ολόγυρα από το ουράνιο εκείνο διάδημα.

Καθώς η Νύμφη μπήκε στο νυμφώνα, φάνηκε πίσω της πλήθος αναρίθμητο
παρθένων, που την ακολουθούσαν ψάλλοντας και δοξολογώντας τα μεγαλεία του
Θεού.

Όταν πια ήρθε κοντά στο Νυμφίο, Τον προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις
άγιες εκείνες παρθένες. Κι Αυτός, χαμογελώντας ευφρόσυνα, έσκυψε το κεφάλι Του
και την τίμησε σαν άσπιλη Μητέρα Του. Τότε εκείνη, σταυρώνοντας τα χέρια της με
συστολή, Τον πλησίασε με πολλή ευλάβεια και χάρη και φίλησε τα αθάνατα κι
ακοίμητα μάτια Του, καθώς και τα σπλαχνικά Του χέρια.

Μετά τον θείο εκείνο ασπασμό, ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά
φορέματα και άχραντα στεφάνια. Έπειτα ήρθαν οι νοερές δυνάμεις και οι χοροί των
αγίων, προσκύνησαν όλοι πασίχαροι τη Θεομήτορα και της έψαλλαν ύμνους και
μακαρισμούς και μεγαλυνάρια, με τα χέρια υψωμένα από ιερό ενθουσιασμό.

Ύστερα σηκώθηκε ο Νυμφίος απ’ το θρόνο Του, και, έχοντας στα δεξιά την
πανάχραντη Μητέρα Του και στ΄ αριστερά τον μεγάλο και θαυμαστό προφήτη και
Πρόδρομο, πέρασε από το νυμφώνα στον θεϊκό θάλαμο, εκεί όπου βρίσκονται τα
άγνωστα κι ανήκουστα και άφραστα αγαθά, τα ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν το
Θεό. Μαζί Του μπήκαν στον ολοφώτεινο και θαυμαστό εκείνο θάλαμο όλοι οι άγιοι,
που, μόλις είδαν τα αγαθά εκείνα, κυριεύθηκαν από ανείπωτη αγαλλίαση και
ευθυμία. Άρχισαν τότε, μέσα σ’ ένα παραλήρημα ουράνιας χαράς, να χορεύουν και
να τραγουδούν και να πανηγυρίζουν…

116
(Αυτά όμως δεν μπόρεσε ο φιλόθεος Νήφων να μου τα περιγράψει. Μολονότι
τον πίεσα πολύ, δεν μου είπε το παραμικρό.

-Δεν μπορώ, έλεγε μόνο αναστενάζοντας, να παραστήσω με τη γλώσσα μου η


να παρομοιάσω με κάποια επίγεια πράγματα τα ουράνια. Ήταν πέρα από κάθε
φαντασία και σύγκριση, πέρα από κάθε σκέψη και όραση, πέρα απ’ όλα τα ορατά
και τα αόρατα).

Όταν λοιπόν ο Κύριος μοίρασε στους αγίους Του τα αγαθά που ήταν εκεί,
πρόσταξε τα Χερουβείμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο, όπως κυκλώνει το τείχος
μια πόλη. Έδωσε έπειτα διαταγή, τα Σεραφείμ να κυκλώσουν τα Χερουβείμ, οι
Θρόνοι τα Σεραφείμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι
Εξουσίες τις Αρχές και οι Δυνάμεις τις Εξουσίες. Έτσι, όπως το τείχος κυκλώνει μια
πόλη, το ένα τάγμα κύκλωσε το άλλο, σχηματίζοντας επτά επάλληλα διαζώματα.

Στα δεξιά του αιώνιου θαλάμου στάθηκαν, σε τέλεια παράταξη, ο Μιχαήλ και το
τάγμα του. Στ’ αριστερά παρατάχθηκαν με πολλή ευλάβεια ο Γαβριήλ και το δικό
του τάγμα. Ο Ραφαήλ στ’ ανατολικά και ο Ουριήλ στα δυτικά με τα δικά τους. Τις
θέσεις αυτές πήραν με την προσταγή του Κυρίου. Οι παρατάξεις τους ήταν
τεράστιες, και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων κύκλωναν το θάλαμο
του Θεού με πολλή λαμπρότητα.

Μετά απ’ όλα αυτά, και ο Κύριος, ο Υιός του Θεού, υποτάχθηκε στον Πατέρα
Του, που είχε υποτάξει σ’ Αυτόν τα πάντα, και Του παρέδωσε όλη τη βασιλεία και
την κυριαρχία και την εξουσία, που Εκείνος Του είχε δώσει. 146 Ο ίδιος πάλι μπήκε
στον θείο και απρόσιτο θάλαμο, κληρονόμος του Πατέρα Του και Βασιλιάς και
Αρχιερέας αιώνιος, μαζί με όλους τους συγκληρονόμους Του αγίους.

Στο τέλος των μυστηρίων, που αξιώθηκε ν’ αντικρύσει ο δίκαιος Νήφων, είδε
και τούτη τη φοβερή αποκάλυψη:

Ο ίδιος ο Πατέρας και Γεννητής του μονογενούς Υιού, το Φως το απρόσιτο και
ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά, λάμποντας πάνω από τον απέραντο εκείνο θάλαμο
της θείας ευπρέπειας και πάνω από τις κυκλικές παρατάξεις των αγγελικών
ταγμάτων. Φώτιζε το θάλαμο όπως ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο, ευφραίνοντας με την
άφραστη θεότητά Του και τη γλυκιά θερμότητά του φωτός Του όλους τους αγίους.
Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το νερό, έτσι και οι άγιοι

117
απορροφούσαν την Πατρική θεότητα και ενώνονταν μαζί Της, για να ζήσουν αιώνια
με το Θεό στη βασιλεία Του.

Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Υπήρχε μόνο Θεός
και Πατέρας, Υιός και Πνεύμα, φως και τρυφή, ζωή και αίγλη, ηδονή και τέρψη.

Τώρα απλώθηκε απόλυτη σιγή.

Στα μάτια του μακάριου Νήφωνα δόθηκε όραση ουράνια, για να δει τα έσχατα
μυστήρια:

Το πρώτο τάγμα που κύκλωνε το θάλαμο, έλαβε σαν κληρονομιά αιώνια ένα
άσμα πάντερπνο, πανίερο, μεθυστικό. Παρευθύς λοιπόν το θείο και φοβερό εκείνο
τάγμα άρχισε την άφραστη δοξολογία του, ενώ οι άγιοι σκιρτούσαν από χαρά και
παρακινούνταν κι αυτά σε ευχαριστία και αίνεση του Κυρίου.

Από το πρώτο τάγμα ο απερίγραπτος εκείνος ύμνος μεταδόθηκε στο δεύτερο,


Στα Σεραφείμ. Και άρχισαν κι εκείνα να ψάλλουν ύμνο παναρμόνιο και ακατάληπτο,
που σαν μέλι γλυκύτατο εύφραινε όλες τις αισθήσεις των αγίων: Με τα μάτια τους
έβλεπαν το απρόσιτο φως. Με την όσφρησή τους οσφραίνονταν την ευωδία του
Θεού. Με τ΄ αυτιά τους άκουγαν τη θεία υμνωδία των αχράντων δυνάμεων. Με το
στόμα τους γεύονταν καινούργιο το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. 147
Με τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά. Και με τα πόδια τους χόρευαν
μέσα στη απερίγραπτη ομορφιά του ουράνιου θαλάμου. Μέγιστη τρυφή!...
Ακατάληπτη ηδονή!... Ανερμήνευτη χαρά!...

Έπειτα μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος από το δεύτερο στο τρίτο κι από το
τρίτο στο τέταρτο και σ’ όλα τα επόμενα με τη σειρά, ώσπου έγινε απειρόστομος.
Μα δεν μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια για τη μελιχρότητα και την
αρμονικότητα και την ευρυθμία και τη μεγαλοπρέπεια της μελωδίας εκείνης, Το πιο
εξαίσιο ήταν, ότι δεν έψαλλαν τον ίδιο ύμνο όλα τα τάγματα, αλλά πολλούς και
ποικίλους, άγνωστους και πρωτάκουστους, επουράνιους και θεσπέσιους ύμνους –
το κάθε τάγμα τον δικό του – που συμπλέκονταν όμως και δένονταν μεταξύ τους
τέλεια. Έτσι καλοταίριαστα συνάρμοζαν τα μέλη τους τ΄ αγγελικά στρατεύματα
δοξολογώντας το Θεό και τέρποντας τους αγίους Του.

Όταν η πανστρατιά των ασωμάτων δυνάμεων συμπλήρωσε την αιθέρια


δοξολογία της, τα τέσσερα τάγματα των Αρχαγγέλων άρχισαν τον τρισάγιο ύμνο.
Έψαλλε το τάγμα του Μιχαήλ κι αντιφωνούσε το τάγμα του Γαβριήλ. Όμοια πάλι

118
υμνολογούσε το άλλο, του Ραφαήλ, και ολοκλήρωνε εκείνο του Ουριήλ. Και η δική
τους ψαλμωδία ήταν υπέροχη και πρωτάκουστη. Οι φωνές των τεσσάρων
αρχιστρατήγων ξεχώριζαν μεσ’ από τις αναρίθμητες άλλες των δυνάμεών τους, κι
ήταν πιο γλυκειές μα και πιο επιβλητικές.

Παρακινημένοι από την άπειρη εκείνη ευφροσύνη και τρυφή οι Άγιοι Πάντες,
άρχισαν τότε κι αυτοί μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλλουν και να υμνούν τα
μεγαλεία του Θεού.

Έτσι λοιπόν, αντηχούσαν ύμνοι μέσα, ύμνοι έξω, ύμνοι παντού, ύμνοι που
φλόγιζαν τις καρδιές των αγίων με τη πάναγνη και τρισμακάρια ηδονή. Και τα
υπέρλογα και υπέροχα εκείνα άσματα ξεχύνονταν στα επουράνια σκηνώματα
ακατάπαυστα, στους ατελεύτητους αιώνες…

Μετά απ’ όλα αυτά που είδε ο μακάριος Νήφων, έχοντας πέσει σε έκσταση,
άκουσε την φωνή του Θεού να του λέει:

-Νήφων, Νήφων! Ωραία ήταν η προφητική σου οπτασία και θεωρία. Γράψε
λοιπόν με κάθε ακρίβεια όσα είδες και άκουσες, γιατί έτσι θαυμαστά θα γίνουν όλα.
Τα φανέρωσα σ’ εσένα, σαν πιστό φίλο και αγαπητό γιο και κληρονόμο της
βασιλείας μου, για να καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Διαπίστωσε λοιπόν τώρα, που
γνώρισες τούτα τα φρικτά μυστήρια όπως ακριβώς θα πραγματοποιηθούν, τη
μεγάλη μου φιλανθρωπία για σένα και όλους όσοι προσκυνούν με ταπείνωση τη
βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί εγώ πάντα χαίρομαι να «επιβλέπω επί τον
ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου».148

Και μ’ αυτά τα λόγια τον έλυσε ο Κύριος από τη φοβερή και πολυθαύμαστη
θεωρία, που κράτησε δυο ολόκληρες εβδομάδες!

Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, σωριάστηκε κάτω τρομοκρατημένος κι άρχισε
να κλαίει και να οδύρεται και να ταλανίζει τον εαυτό του, λέγοντας:

-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! Τί περιμένει την τρισάθλια ψυχή μου!


Αλίμονό μου, του ελεεινού! Σε ποιά κατάσταση θα βρεθώ εκεί άραγε, ο άσωτος! Τί
θ΄ απολογηθώ στον Κριτή; Τί λόγο θα δώσω για τις ανομίες μου; Πού θα κρύψω το
πλήθος των αμαρτιών μου; Συμφορά μου, του βέβηλου και αθλίου! Στεναγμό δεν
έχω! Δάκρυα πολλά δεν αναβλύζουν απ’ τα μάτια μου! Μετάνοια δεν μου βρίσκεται!
Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη ούτε στάλα! Η ακακία κι η
πραότητα είναι άσχετες μ’ εμένα!... Άχ! Τί θα κάνω ο ελεεινός και μολυσμένος; Από

119
πού να πιαστώ για να σωθεί η ψυχή μου; το βάπτισμα το μίανα, το χιτώνα μου τον
λέρωσα, την ψυχή μου τη βύθισα στο βούρκο, το νου μου τον σκότισα, την καρδιά
μου την πώρωσα με την κραιπάλη… Ωιμένα, τον αμαρτωλό! Τί να κάνω, δεν ξέρω.
Τα μάτια μου βλέπουν τις αισχρότητες. Τ’ αυτιά μου γλυκαίνονται με τα δαιμονικά
τραγούδια. Η μύτη μου ζητάει γαργαλιστικές μυρωδιές. Το στόμα μου ορμάει στην
πολυφαγία. Τα χέρια μου οδηγούνται στην αμαρτία. Το σώμα μου τρέχει να κυλιστεί
στο βόρβορο της ακολασίας κι αποζητάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία. Η
προαίρεσή μου ποθεί την ασωτία. Άχ, ο άνομος, ο σκοτισμένος, ο βρωμερός! Πού
να πάω, δεν ξέρω. Ποιός θα με βγάλει, τον ταλαίπωρο, από την πικρή εκείνη
φωτιά; Ποιός θα με γλυτώσει απ’ το ζοφερό σκοτάδι και τον φρικτό τάρταρο; Ποιός
θα μ’ απαλλάξει απ’ το βρυγμό των οδόντων; Αλίμονο, αλίμονο σ’ εμένα, τον
σιχαμερό! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!... Πώ πώ! Τί δόξα θα στερηθώ, ο
μαύρος! Τι τιμή, τι στεφάνια, τι χαρά, τι ηδονή θα χάσω, επειδή έγινα δούλος της
αμαρτίας!... Ταλαίπωρη ψυχή μου! Πού είναι η κατάνυξή σου; Πού είναι η μετάνοιά
σου; Πού είναι οι αρετές σου; Κακόμοιρε! Που θα τοποθετηθείς τη φοβερή εκείνη
μέρα; Έκανες κανένα καλό, που ν’ αρέσει στο Θεό; Πώς θα μπεις στο καμίνι; Πώς
θα αντέξουν τα ελεεινά σου μάτια το ατέλειωτο κλάμα και τον αιώνιο θρήνο; Πώς θ’
αντέξει η συνείδησή σου την άπειρη πίκρα της θεϊκής καταδίκης… Ω ρυπαρή ψυχή,
που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που υπηρετούσες πάντα την κοιλιά!
Με τί μάτια θ’ αντικρίσεις, άνομη και διεφθαρμένη, το γλυκύτατο πρόσωπο του
Χριστού; Πώς θα παρουσιαστείς μπροστά Του; Πές μου! Πές μου!... Είδες όλα
εκείνα τα φοβερά, που θα πραγματοποιήσει στις έσχατες ημέρες ο Κύριος. Πές μου
λοιπόν, ψυχή, έχεις έργα αντάξια της θείας εκείνης δόξας; Πώς θα μπεις εκεί, αφού
μόλυνες το άγιο βάπτισμα; Αλίμονό σου τότε, μιασμένη ψυχή μου! Έχεις να
κληρονομήσεις το αιώνιο πύρ. Και πού θα ‘ναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της, ο
διάβολος, για να σε σώσουν; Αλλά…

…Κύριε, Κύριε,

σώσε την ψυχή μου απ’ τη φωτιά,

απ΄ των οδόντων το βρυγμό

κι απ’ το δεινό τον τάρταρο.

Μ’ αυτά τα λόγια προσευχόταν, ελέγχοντας τον εαυτό του ο μακάριος, ενώ τα


μάτια του έτρεχαν σαν βρύσες.

120
Τις επόμενες μέρες τον έβλεπες να βαδίζει με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια
του, χύνοντας ποταμούς πικρών δακρύων και στενάζοντας βαθιά. Αναλογιζόταν τα
φοβερά μυστήρια που είχε δει και βιαζόταν να τα κατακτήσει, αφήνοντας τον κόσμο
και τα γήινα. Πολλές φορές, που ξανάφερνε καθαρά και ζωντανά στο νου του τη
θεωρία εκείνη, λες και του σάλευαν τα λογικά απ’ την αβάσταχτη πύρωση του Αγίου
Πνεύματος.

-Ώ, τι χαρά, φώναζε, τι δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στον


ουρανό! Πόσο φοβάμαι μην τα στερηθώ!

Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:

-Κύριε, βοήθησε και σώσε την σκοτισμένη ψυχή μου!

Η δύναμη της ταπεινοφροσύνης.

Ο Θεός είχε χαρίσει τόση αγάπη στον όσιο, ώστε και για τους ειδωλολάτρες και
για τους αιρετικούς και για τους Εβραίους προσευχόταν με παρρησία. Ικέτευε τον
φιλάνθρωπο Κύριο να τους ανοίξει τα μάτια της ψυχής, για να δουν και να
κατανοήσουν το τρισήλιο φως της Αγίας Τριάδος. τόση ταπείνωση του δώρισε η
χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πίστευε ότι αυτός είναι μόνο που μολύνει τον
κόσμο. Κι όταν συζητούσε με κάποιον ψυχωφελή θέματα ή οτιδήποτε άλλο, μιλούσε
με συντριμμένη καρδιά και ταπεινό φρόνημα, βάζοντας νοερά τον εαυτό του κάτω
από τα πόδια του συνομιλητή του. Μα κι αν ακόμα, για κάποια αιτία, έδειχνε
οργισμένος, το στόμα του μόνο έλεγε ένα σκληρό λόγο, ενώ η καρδιά του ήταν
γεμάτη πνευματική γλυκύτητα.

Ακούστε κι ένα παράδοξο θαύμα, που το είδα με τα μάτια μου:

Βρεθήκαμε κάποτε στο σπίτι ενός άρχοντα, που είχε πολλή ευλάβεια στον
όσιο. Αυτός, όπως το συνηθίζουν άλλωστε οι μεγιστάνες, έτρεφε στο κτήμα του
πολλά ελάφια. Ένα από αυτά ήταν πολύ άγριο και επιθετικό. Αν τύχαινε μπροστά
του άνθρωπος, σηκωνόταν στα πισινά του πόδια και τον χτυπούσε κατακέφαλα με
τα μπροστινά.

Πήγαμε λοιπόν εκεί, περάσαμε την αυλόπορτα και, ενώ διασχίζαμε το κτήμα,
να το ελάφι! Παραφύλαγε σε μια γωνιά, απ’ όπου θα διαβαίναμε! Μόλις μας είδε,
όρμησε καταπάνω μου, μια και ήμουνα μπροστά από τον όσιο. Εκείνος,

121
καταλαβαίνοντας πως το ζώο ήταν εξαγριωμένο, όρμησε να με γλυτώσει. Μπήκε
στη μέση, το χτύπησε με το χέρι του, κι αυτό ημέρεψε αμέσως σαν πρόβατο.

Βλέποντας ο μακάριος πως το ελάφι ταπεινώθηκε και του υποτάχθηκε, πέφτει


μετανοιωμένος μπροστά του με πολλή ταπείνωση και του λέει:

-Αμάρτησα, συγχώρεσε με!

Τότε το ελάφι, βλέποντας σ’ αυτή τη στάση τον άγιο, καταντροπιάστηκε κι


έφυγε τρέχοντας σαν κάποιος να το χτυπούσε.

Παραξενεμένος τότε ρωτάω τον μακάριο:

-Πές μου, πάτερ, γιατί το έκανες αυτό, και πρόσπεσες σ’ ένα ζώο;

-Για να μάθεις, παιδί μου, τη δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Αυτή είναι το


μεγάλο ραβδί του Θεού. Όταν ταπεινωθούμε μπροστά σε όλους, λογαριάζοντας τον
εαυτό μας σαν τιποτένιο αμαρτωλό, σαν κοπριά, τότε κατεβαίνει από τον ουρανό
αυτό το θεϊκό ραβδί και στέκεται προστατευτικά πάνω απ’ το κεφάλι μας,
συντρίβοντας όσους μας βλάπτουν, όσους μας μισούν, τους δαίμονες, τα θηρία…
Όταν όμως αρχίσουμε να φουσκώνουμε, να περηφανευόμαστε και να κενοδοξούμε
για οτιδήποτε, τότε το ραβδί γυρίζει στο κεφάλι μας και μας χτυπάει, ώσπου να
μετανοήσουμε και να ταπεινωθούμε πάλι…

Την ώρα εκείνη που μου μιλούσε ο όσιος, μας πλησίασε μια γριά γυναίκα, με
το μάγουλο πρησμένο απ’ τον πονόδοντο, και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει.

-Εμείς, μητέρα, της αποκρίθηκε, είμαστε άνθρωποι αμαρτωλοί και στα έργα και
στα λόγια. Ο Θεός όμως θα σ’ ελεήσει.

Μπήκε στην κοντινή εκκλησία, έκανε μια σύντομη προσευχή και πήρε λάδι απ’
το καντήλι της Παναγίας.

Ύστερα βγήκε έξω και άλειψε με το λάδι το πρησμένο μάγουλο της γυναίκας.
Την ίδια στιγμή εκείνη γιατρεύτηκε κι έφυγε χαρούμενη, δοξάζοντας το Θεό και
ευχαριστώντας το δούλο Του.

Η δύναμη του Σταυρού.

122
Κάποιος ευλαβής άνθρωπος μου διηγήθηκε κι άλλο θαυμαστό γεγονός, που θα
το γράψω για να δοξαστεί το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ένα Σαββατόβραδο, μου είπε, προσευχόταν στον πρόναο του αγίου


Αναστασίου, όπου γινόταν η συνηθισμένη κυριακάτικη αγρυπνία. Τότε ήρθε και ο
δούλος του Θεού Νήφων, που συχνά περνούσε τις νύχτες του, όπως ξέρουμε,
στους ναούς των αγίων.

Βλέπει λοιπόν ο χριστιανός αυτός κι ένα πλήθος από λευκοντυμένους νέους να


προχωρούν μαζί του, κυκλώνοντάς τον μ’ ευφρόσυνα πρόσωπα. Αλλά το πιο
θαυμαστό ήταν, ότι μπροστά του πήγαινε ένας Σταυρός ίσος με το μπόι του,
καμωμένος σαν από καθαρό χρυσάφι. Αλλά και πίσω του ήταν άλλος ένας ίδιος, και
τρεις ακόμα όμοιοι δεξιά κι αριστερά και πάνω απ’ το κεφάλι του. Και όλοι εκείνοι οι
αστραφτεροί Σταυροί ήταν ενωμένοι μεταξύ τους σ’ ένα προστατευτικό σύμπλεγμα,
που τείχιζε ολόγυρα τον όσιο.

Όταν ερχόταν πειρασμός, θέλοντας ο Θεός να τον δοκιμάσει και να τον


στεφανώσει, παραχωρούσε και χώριζαν οι Σταυροί, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα
ανάμεσά τους. Μεσ’ απ’ αυτό μπορούσε ο εχθρός να ρίχνει τα βέλη του. Την ώρα
της επιθέσεως του διαβόλου και της πάλης του με τον όσιο, πλήθη αγγέλων και
δαιμόνων στέκονταν γύρω και παρακολουθούσαν με αγωνία την έκβαση της
αναμετρήσεως.

Ο μακάριος Νήφων, αφού πρώτα έδινε κι έπαιρνε αρκετά χτυπήματα από τον
υπερφίαλο εχθρό, σήκωνε έπειτα τα χέρια του στον ύψιστο Θεό κι ανέβαινε νοερά
ως Εκείνον με τον καθαρό του νου. Έμενε έτσι, ζητώντας Του να επέμβει ενάντια
στον νοητό δράκοντα. Κι ο σατανάς, βλέποντάς τον σ’ αυτή την στάση και
τρέμοντας την οργή του Θεού, έλεγε φοβισμένος στη δαιμονική του συμμορία:

-Πάμε, παιδιά, να φύγουμε από τούτον εδώ, γιατί ανέβηκε στους ουρανούς και
προσεύχεται εναντίον μας. Πρίν λοιπόν ξεσπάσει η οργή του Θεού στα κεφάλια
μας, ας εξαφανιστούμε.

Στα λόγια αυτά του αρχηγού γίνονταν όλοι τους άφαντοι!

Ο δίκαιος, μετά την ικεσία του, κατέβαινε πάλι στη γη, ερχόταν στον εαυτό του
και, μη βλέποντας κανέναν εχθρό, ευχαριστούσε το Θεό που τον σκέπασε. Τότε και
οι άγγελοι έφευγαν χαρούμενοι για τον ουρανό, ενώ οι τίμιοι Σταυροί πλέκονταν
πάλι, κλείνοντας μέσα τους προστατευτικά τον όσιο.

123
Πολλές φορές, πρόσθεσε ο ευλαβής εκείνος χριστιανός, τον πλησίαζε ο
διάβολος με πλήθος δαιμόνων για να τον ρίξει σ’ ένα πάθος, μα δεν μπορούσε,
γιατί ο μακάριος, περιτειχισμένος με τη δύναμη του Σταυρού, ήταν απρόσβλητος.
Έτσι τους περιγελούσε και τους έφτυνε. Τότε οι σκοτεινοί δαίμονες εξαφανίζονταν
καταντροπιασμένοι, ενώ αυτός ακόμα πιο θερμά ευχαριστούσε το Θεό, που του
χάρισε τέτοια δύναμη κατά των αοράτων εχθρών.

Ο τελωνισμός των ψυχών.

Κάποτε, την ώρα που προσευχόταν με τα μάτια προσηλωμένα στους


ουρανούς, έλαμψε ξάφνου γύρω του θείο και ουράνιο φως. Συνάμα παρουσιάστηκε
κι ένας λευκοντυμένος άγγελος με στολή διακόνου, που κρατούσε χρυσό θυμιατό.
Θύμιασε πρώτα προς τον ουρανό κι έπειτα το Νήφωνα. Μετά στάθηκε δίπλα του
και σιγόψαλλε…

Σε λίγο, βλέπει ο άγιος τις πύλες τ’ ουρανού ν’ ανοίγουν και τους αγγέλους του
Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σαν μέλισσες, μεταφέροντας τις ψυχές των
ανθρώπων που πέθαιναν. Βλέπει και αρκετούς μαύρους – τα εναέρια τελώνια –
που πάσχιζαν ν’ αρπάξουν και να γκρεμίσουν κάτω τις ψυχές. Οι άγγελοι όμως
αντιστέκονταν δυναμικά στα πονηρά πνεύματα του αιθέρα, μαστιγώνοντάς τα και
σώζοντας τις ψυχές.

Κάποια στιγμή βλέπει δυο αγγέλους ν’ ανεβάζουν μια ψυχή στον ουρανό.
Μόλις όμως πλησιάζουν στο τελώνιο της πορνείας, ο άρχοντας του τελωνίου άρχισε
να ταράζεται και ν’ αγανακτεί.

-Με ποιό δικαίωμα, κραύγασε, παίρνετε την ψυχή αυτή, που ανήκει σ’ εμάς;

-Φανέρωσέ μας, ποιάν εξουσία έχεις επάνω της, του λένε οι άγγελοι.

-Μέχρι τα τελευταία της, αποκρίθηκε ο δαίμονας, κυλιόταν στην ακολασία. Και


σα να μην έφτανε αυτό, τολμούσε να κατακρίνει και τους άλλους! Θέλετε λοιπόν κι
άλλα παραπτώματα, χειρότερα απ’ αυτά;

Οι άγγελοι θέλησαν να υπερασπιστούν την ψυχή.

-Ναι, είπαν, ξέρουμε πως ήταν υποδουλωμένη σ’ αυτά τα πάθη, αλλά τα έκοψε
λίγο πριν πεθάνει.

124
-Όχι, δεν είναι όπως τα λέτε! Διαμαρτυρήθηκε αγριεμένο το πονηρό πνεύμα.
Αυτός ο άνθρωπος πέθανε αμετανόητος. Μέχρι την τελευταία του πνοή αμάρτανε.
Ούτε εξομολογήθηκε ποτέ, μα ούτε και σταμάτησε να παρανομεί. Ξεψύχησε δούλος
της αμαρτίας. Γι’ αυτό είναι ολότελα δικός μου!

Του λέει τότε ένας από τους αγγέλους αυστηρά:

-Δεν θα πιστέψουμε βέβαια εσένα, ακάθαρτε, που είσαι εχθρός του Θεού και
πρωτοψεύτης. Θα καλέσουμε τον άγγελό του, αυτόν που του δόθηκε στο άγιο
βάπτισμα σαν φύλακας και προστάτης. Εκείνος θα μας πει την αλήθεια.

Τον κάλεσαν λοιπόν – γιατί παραστεκόταν ακόμα στο σώμα μέχρι την ταφή του
– και του λένε:

-Πες μας, αδελφέ, αυτή η ψυχή μεταμελήθηκε για τις αμαρτίες της ή πέθανε
μαζί τους; Θέλουμε την καθαρή αλήθεια.

-Εγώ δεν είμαι ούτε άνθρωπος ούτε πονηρό πνεύμα για να λέω ψέματα,
απάντησε ο άγγελος. Ενώπιον λοιπόν του Θεού σας βεβαιώνω ότι απ’ την ώρα
που αυτός εδώ αρρώστησε και πριν ακόμα βαρύνει, συλλογίστηκε – δεν ξέρω πως
– το θάνατο. Και άρχισε να κλαίει και να μετανοεί και να εξομολογείται στον Κύριο
τις αμαρτίες του, σηκώνοντας συχνά – πυκνά τα χέρια του ικετευτικά στον ουρανό.
Αν τώρα τον συγχώρεσε ο Θεός με την εξουσία που έχει – και μακάρι να τον
συγχώρεσε, αφού και θέλει και μπορεί – δεν ξέρω. Αν πάλι όχι, δόξα στη
δικαιοκρισία Του!

Μόλις τ΄ άκουσαν αυτά οι άγγελοι, περιγέλασαν το δαίμονα περιφρονητικά.


Πήραν την ψυχή και προχώρησαν προς τον ουρανό, ελευθερώνοντάς την απ΄ τη
δαιμονική παγίδα.

Έπειτα βλέπει ο άγιος ν’ ανεβάζουν άλλη ψυχή, ενός ανθρώπου σκληρού,


οργίλου και φιλάργυρου.

Σκληρές ήταν γι’ αυτόν οι κατηγορίες και οι έλεγχοι των δαιμόνων. Του
αράδιαζαν ένα – ένα τα αισχρά λόγια και τις βαριές βρισιές που ξεστόμιζε, όσο
ζούσε, καθώς και όλα τ΄ άλλα κακά που έκανε.

Οι άγγελοι όμως τον υπερασπίζονταν, λέγοντας πως έχει κάποια δικαιώματα


σωτηρίας. Κι έφερναν γι’ αυτό μερικά παραδείγματα: Πολλές φορές στη ζωή του,
ενώ σκεφτόταν να κάνει κάτι κακό, ξαφνικά μετανοούσε και δεν το

125
πραγματοποιούσε, ενώ κατηγορούσε κι ελεεινολογούσε τον εαυτό του. Άλλοτε πάλι
ερχόταν σε συναίσθηση και κατάνυξη, στέναζε πικρά και δάκρυζε. Καμιά φορά
έδινε και λίγη ελεημοσύνη στους φτωχούς.

Γνωρίζοντάς τα όλα αυτά οι φωτεινοί άγγελοι, αντιστέκονταν στους δαίμονες και


ισχυρίζονταν ότι ο Θεός, ο ελεήμων, θα ελεήσει κι αυτή την ψυχή.

Οι δαίμονες έχασαν την ψυχραιμία τους. Αναστατώθηκαν, ταράχθηκαν.

-Μά αυτός, ξέσπασαν, απ’ τα νιάτα του έκανε… και τι δεν έκανε! Πράγματα
που δεν πρέπουνε σε χριστιανό! Δεν ήταν που πόρνευε μονάχα, μα και σοδομιτικές
αμαρτίες έφτασε να κάνει! Πού να βάλουμε μετά τις βρισιές και τα ξεσπάσματα της
οργής του; Αλλά τί είναι όλα τούτα μπροστά στα χειρότερα και φοβερότερα; Γιατί
έκανε – ακούστε και φρίξτε – ακόμα και φόνους!... Τι λέτε λοιπόν τώρα; Αν ταιριάζει
σωτηρία σ’ ένα τέτοιο υποκείμενο τότε πάρτε όλο τον κόσμο και όλους τους
αμαρτωλούς της γης, και σώστε τους τζάμπα. Κι εμείς να το ξέρουμε πια, πώς
άδικα ταλαιπωρούμαστε και συγχυζόμαστε!

-Ακούστε, άθλιοι! Τους λένε οι άγγελοι. Όλες αυτές οι αμαρτίες της νιότης τους
τις έκοψε. Γι’ αυτό και ο Θεός τον συγχώρεσε. Μα και πάλι, αν καμιά φορά, από
κακή συνήθεια, έπεφτε σε κανένα σφάλμα, το ξέπλενε με τα δάκρυα και τη μετάνοια
και την αυτομεμψία, καθώς και με πολλές ελεημοσύνες. Τί θέλετε λοιπόν, ανήμερα
θηρία; Να κολαστεί αυτή η ψυχή; Όχι! Το ξέρετε δα, πονηροί, πως ο Θεός τιμωρεί
μονάχα για τις αμαρτίες εκείνες που δεν φανερώθηκαν με την εξομολόγηση. Όσες
όμως τις εξομολογηθούν οι άνθρωποι με δάκρυα και ταπείνωση και δεν τις
ξανακάνουν, τις εξαφανίζει η θεία ευσπλαχνία.

Μ’ αυτά τα λόγια οι άγγελοι εξουδετέρωσαν τους ισχυρισμούς των πονηρών


πνευμάτων. Τα παραμέρισαν και πέρασαν την πύλη τ΄ ουρανού μαζί με την ψυχή,
που γλύτωσε κι αυτή την κόλαση και αξιώθηκε να λάβει δωρεάν τη σωτηρία από
τον Κύριο.

Σε λίγο βλέπει πάλι ο μακάριος ν’ ανεβάζουν άλλη ψυχή, που ήταν πολύ
ευλαβής και θεοφοβούμενη. Σ’ όλη της τη ζωή δεν έκανε άλλο από καλοσύνες κι
ελεημοσύνες. Αγαπούσε αδιάκριτα όλους τους ανθρώπους, φίλους, και εχθρούς. Κι
ως την έξοδό της έζησε με αγνεία, σωφροσύνη και σεμνότητα.

Τα εναέρια πνεύματα την απειλούσαν, τρίζοντας τα δόντια τους. Και η καϋμένη


η ψυχή, τρομαγμένη απ΄ την αγριότητά τους, ζάρωνε στην αγκαλιά των αγγέλων.

126
Στο μεταξύ, άλλοι άγγελοι, που κατέβαιναν για να παραλάβουν ψυχές, την
πλησίαζαν και την ασπάζονταν με στοργή.

Όταν, τέλος πάντων, η αγία εκείνη ψυχή έφτασε στην πύλη τ’ ουρανού βλέπει ο
όσιος να ξεπροβάλλουν απ’ όλα τα σημεία του στερεώματος αναρίθμητοι άγγελοι,
φωτεινοί και πασίχαροι, που την αγκάλιαζαν και τη γλυκοφιλούσαν, λέγοντας:

-Δόξα να ‘χει ο Θεός, που λύτρωσε και τούτη την ψυχή απ’ τον φοβερό
δράκοντα!

Και όσο προχωρούσε στα ενδότερα των επουρανίων σκηνωμάτων, τόσο και
πλήθαιναν οι άγγελοι που έτρεχαν κοντά της για να την ασπασθούν με χαρά. Έτσι
πάντα χαίρονται οι ουράνιες δυνάμεις για κάθε άνθρωπο που σώζεται.

Όταν πια άγγελοι έφεραν την ψυχή στο θρόνο του Θεού, την παρέδωσαν στα
χέρια του Υιού, και Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνος τη μακάρισε και την
πρόσφερε σαν άγια θυσία στον Πατέρα Του. Κι αμέσως την τύλιξε με τη χάρη Του
στο Άγιο Πνεύμα και την πλημμύρισε με την αθάνατη ηδονή της βασιλείας των
ουρανών.

Ύστερα η ψυχή παραδόθηκε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ, τον άρχοντα της


Διαθήκης, για να την οδηγήσει στην αιώνια ανάπαυση και μακαριότητα, όπως
γίνεται με όλες τις άγιες ψυχές.

Και να! Βλέπει τώρα ο όσιος θέαμα θλιβερό: Τους δαίμονες να σέρνουν
βάναυσα μια ψυχή στα καταχθόνια. Ήταν κάποιου δούλου, που πριν από λίγο είχε
αυτοκτονήσει. Είχε κρεμαστεί!

Ο άγγελός του ακολουθούσε πιο πίσω, κλαίγοντας πικρά για την απώλειά του:

-Αχ, τους πανούργους δαίμονες, έλεγε μέσα στα δάκρυά του, που βάζουν τους
ανθρώπους να κάνουν τόσα κακά! Να, ο κύριος του δούλου αυτού, με δαιμονική
υποκίνηση, εξαγριωνόταν χωρίς σοβαρό λόγο μαζί του, τον χτυπούσε αλύπητα και
τον άφηνε νηστικό. Κι αυτός ο ταλαίπωρος, απ’ την απόγνωση που του έσπειραν οι
δαίμονες, πήρε σκοινί και κρεμάστηκε. Κι έτσι προσφέρθηκε ολόκληρος θυσία στο
διάβολο, και μάλιστα με τα ίδια του τα χέρια. Αλίμονό μου! Αυτόν που μου έδωσε ο
Θεός να φυλάω, μου τον άρπαξε αναπάντεχα ο σιχαμερός δράκοντας και τον
κατάπιε! Συμφορά μου! Πώς θα παρουσιαστώ στον Κύριο; Και πώς θ’ αντικρίσω
τον Πλάστη μου λυπημένο για το χαμό της ταλαίπωρης τούτης ψυχής;…

127
Ενώ θρηνούσε έτσι ο άγγελος, κατέβηκε άλλος άγγελος από τον ουρανό, που
τον πλησίασε και του είπε:

-Ο πατέρας μας, ο Κύριος Σαβαώθ, σου δίνει αυτή την προσταγή: «Πήγαινε
στη Ρώμη, όπου την ώρα τούτη βαπτίζεται το παιδί ενός στρατιώτη. Θ’ αναλάβεις
να το φυλάς με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που έλαβε με το βάπτισμα. Κι εγώ
θα τιμωρήσω τον κύριο του δούλου και θα τον μάθω να μην οργίζεται μ’ αυτούς
που του δουλεύουν, ούτε να τους χτυπάει ούτε να τους αφήνει νηστικούς. Και
μάλιστα, όταν δεν του φταίνε σε τίποτα».

Αυτά είπε ο άγγελος στον όμοιό του κι ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Ο άλλος
τότε έφυγε χωρίς αργοπορία για τη Ρώμη, εκπληρώνοντας την προσταγή του Θεού.

Τότε όμως βλέπει ο όσιος ν’ ανεβαίνει μια ψυχή στον αιθέρα μέσα σε πολλή
ταραχή και φασαρία. Τί συνέβαινε; Πλήθη δαιμόνων, με φωνές και θορύβους
αγωνίζονταν ν’ αρπάξουν την ταλαίπωρη εκείνη ψυχή, που – αλίμονο – ανήκε σε
κληρικό!

Ήταν ένας ιερέας που λεγόταν Ελευθέριος και είχε περάσει τη ζωή του μέσα σε
φρικτές σαρκικές αμαρτίες. Μέχρι και φόνους είχε κάνει! Παραφύλαγε τις νύχτες
στους δρόμους και σκότωνε διαβάτες. Μετά έπαιρνε τα ρούχα τους και τα
πουλούσε, για να ταΐζει τις παράνομες συντρόφισσές του!

Ανεβαίνοντας λοιπόν η άθλια ψυχή του, δεν πρόφτασε να περάσει ούτε το


τρίτο τελώνιο. Άπλωσε θαρρετά ο δαίμονας τα χέρια του, την άρπαξε μεσ’ από τα
χέρια των αγγέλων και τη γκρέμισε στη γη. Από κει την πήραν άλλοι δαίμονες και,
χτυπώντας την χαιρέκακα, την κατέβασαν στην άβυσσο και την παρέδωσαν στον
άρχοντα του σκότους, για να την κρατήσει εκεί δεμένη μαζί με τις όμοιές της
άνομες ψυχές μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως.

Γυρίζοντας πίσω στη θέση τους οι ζοφεροί δαίμονες, φούσκωναν από καμάρι κι
έλεγαν μεταξύ τους:

-Βλέπεις; Ακόμα και κληρικό του Ναζωραίου νικήσαμε και τσακίσαμε κάτω απ’
τα πόδια μας! (Με άλλο όνομα δεν τολμάμε ν’ αποκαλέσουμε τον Κύριο, παρά
Ναζωραίο ή Ιησού).

Ένας τους όμως κούνησε με καϋμό το κεφάλι και τους θύμισε μια πικρή
αλήθεια:

128
-Και τί καυχιόμαστε που ξεπαστρέψαμε έναν ταλαίπωρο παπά; Έχω εγώ να
σας δείξω αναρίθμητους άλλους, που λάμπουν από αρετή και δεν μπορούμε ούτε
να τους αγγίξουμε…

-Ας μην είχαν το σημάδι του Ιησού, τον διέκοψαν οι άλλοι, που τους
προστατεύει απ’ όλες τις πλευρές σαν οχυρό τείχος, και θα ‘βλεπες τη δύναμή μας!

-Και γιατί να φοβόμαστε το ξύλο, όπου καρφώθηκε ο Ναζωραίος; Αυτό πια


δείχνει ότι ξεπέσαμε τελείως!

-Δεν είναι ο φόβος του ξύλου, το ξέρεις καλά, μη της φοβερής φωτιάς που
ξεχύνει.

-Και να ‘βγαινε μονάχα απ’ το ξύλο η φωτιά, θα ήταν μικρό το κακό. Μα κι όταν
ακόμα οι χριστιανοί σχηματίζουν με το χέρι τους αυτό το σημείο και σφραγίζουν το
σώμα τους, και τότε… πώ πώ πώ, τι φλόγες είναι αυτές που πετάγονται και μας
καίνε!...

Οι άλλοι κατάλαβαν πως είχε θυμηθεί κάποιο μεγάλο πάθημά του. Για να τον
πιάσουν λοιπόν, του λένε:

-Και που τάχα τα δοκίμασες εσύ όλα αυτά που λές και μας απελπίζεις

-Είναι στην Κωνσταντινούπολη ένας άνθρωπος που λέγεται Νήφων, εχθρός


μας μεγάλος. Στα νιάτα του λοιπόν του ριχτήκαμε κι εγώ και άλλοι δικοί μας. Τον
τρελάναμε στις επιθέσεις, στους γαργαλισμούς και στους αισχρούς λογισμούς.
Τόσο πολύ τον ανάψαμε και τον πυρώσαμε, που τελικά έπεσε στην αμαρτία. Εμείς
σκιρτήσαμε από χαρά για τη νίκη μας και καταγράψαμε με καμάρι την αμαρτία του
στα τεφτέρια μας. Αυτός όμως την ίδια κιόλας ώρα μετανόησε κι άρχισε να θρηνεί
και να κατηγορεί τον εαυτό του: «Ώ! Σ’ αυτό το σώμα, που θα το φάνε τα σκουλήκια,
υπακούω; Σ’ αυτή την επιθυμία, που θα με παρασύρει στη φωτιά, υποτάσσομαι;».
Και μ’ αυτά τα λόγια, λέτε και μάνιασε. Εμείς βέβαια δεν τον φοβηθήκαμε.
Γελούσαμε μπροστά του κοροϊδευτικά. Αυτός όμως, που είναι πανούργος και ξέρει
καλά τ’ αδύνατα σημεία μας, φώναξε απειλητικά: «Τώρα θα σας δείξω εγώ,
διεφθαρμένοι δαίμονες!». Σηκώνεται αμέσως και σχηματίζει με το χέρι του πάνω
μας τον τύπο του ξύλου του Ναζωραίου. Αχ! Τι να σας πώ! Σα να πέρασε φωτιά τις
καρδιές μας και μας κατάκαψε! Στη στιγμή εξαφανιστήκαμε. Ένας μας μόνο, ο πιο
περίεργος και τολμηρός, στάθηκε από μακριά για να δει τι θα κάνει ο Νήφων. Τον

129
είδε λοιπόν να μπαίνει γρήγορα στην εκκλησία, να βάζει τρεις μετάνοιες στο Θεό
και να λέει:

«Κύριε,

εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός,

νέος στην ηλικία,

που με τα πάθη μου ακόμα πολεμώ

και με την πύρωση της σάρκας.

Γι’ αυτό μη λογαριάσεις

τούτη την πτώση μου σαν αμαρτία,

παρακαλώ Σε, Χριστέ ο Θεός.

Εσύ, σαν Κύριος, έχεις την εξουσία

και μόνο με το λόγο Σου

τα πταίσματα μας να τα σβήνεις».

«Μετά απ’ αυτή την ικεσία – συνέχισε το δαιμόνιο – άγγελος κατέβηκε και τον
στεφάνωσε για τη μετάνοια και τη συντριβή του. Και όμως, έξαλλος εκείνος με τη
σάρκα του, άρχισε να χαστουκίζει το πρόσωπό του μ’ όλη του τη δύναμη, ώσπου
εξαντλήθηκε. Μετά, σηκώνοντας με πολλή δυσκολία τα χέρια στον ουρανό,
παρακαλούσε το Θεό λέγοντας:

«Ο φρικτός, Εσύ, Πατέρας,

που γέννησες τον φοβερό Υιό

και που τα πάντα με το Πνεύμα Σου γεμίζεις,

άκουσέ με, τον ακάθαρτο,

και παίδεψέ τα τα βδελύγματα,

που καμαρώνουμε σε βάρος μου.

Γιατί σ’ Εσένα μόνο έσφαλα,

130
ο ρυπαρός και διεφθαρμένος».

«Και να! Ευθύς ο άγγελος, που τον στεφάνωσε, έριξε από ψηλά ένα
σπαρτόσκοινο και μας έδεσε όλους μαζί. Ύστερα άρχισε να μας βγάζει έναν – έναν
και να μας δίνει από χίλιους ραβδισμούς. Εκεί και ν’ ακούγατε τα βογγητά μας, τα
«άχ!» Και «βάχ!»… Εκείνος όμως απτόητος μας χτυπούσε κι έλεγε: «Να! Έτσι! Για
να μην αναγκάζετε τους δούλους του Θεού να χτυπάνε το σώμα τους!». Το πόσο
μας τυράννησε εκείνος ο άσπλαχνος άγγελος, δεν λέγεται. Και αφού μας ρήμαξε
στο ξύλο, με τα χίλια βάσανα μας άφησε ελεύθερους… Από τότε λοιπόν, όταν
αντικρίζω αυτόν το Νήφωνα, γίνομαι άφαντος. Τρέμω μην πάθω τα ίδια…

Με τα τελευταία τούτα λόγια του δαίμονα, οι άλλοι άρχισαν να τον περιγελάνε


για το πάθημά του.

-Χα, χά! Τι έπαθες, ταλαίπωρε! Ρεζίλι έγινες! Ξεφτιλίστηκες! Φοβητσιάρη!...

Στο μεταξύ ο δίκαιος Νήφων, που μέσα στη θεωρία του άκουγε όσα έλεγαν τα
πονηρά πνεύματα, άρχισε κι αυτός να γελάει μαζί τους.

Σε λίγο βλέπει έναν άγγελο πύρινο να κατεβαίνει στην Επτάλοφη, 149


κρατώντας απειλητικά μια φοβερή ρομφαία. Εκείνη την ώρα κάποιος άνθρωπος
ψυχομαχούσε κάπου στην πόλη και βασανιζόταν οικτρά. Ήταν τοκογλύφος και
άσπλαχνος. Αλλά και τον δίκαιο Νήφωνα έλουζε πάντα με βρισιές και συκοφαντίες.
Και αιρετικό τον έλεγε και υποκριτή και άλλα πολλά, κατηγορώντας τον σ’ όλο τον
κόσμο: «Γιατί λέει το και το; Γιατί κάνει αυτό και εκείνο;». Δεν έβλεπε τα χάλια του ο
άθλιος, μόνο κοιτούσε τους άλλους.

Ήρθε λοιπόν ο άγγελος και στάθηκε πλάι στο κρεβάτι του με το βλέμμα
στραμμένο στον ουρανό, περιμένοντας κάτι. Και πραγματικά, ακούστηκε μια φωνή:

-Πάταξε τον αντίχριστο! Μην τον λυπάσαι τον ακάθαρτο! Κόψε οδυνηρά την
άσωτη ψυχή του απ’ τα δεσμά του σώματος! Όσο έζησε στη γη, ανάπαυση δεν μου
έδωσε αυτός ο αλητήριος! Τολμούσε μάλιστα να κατακρίνει και τον δούλο μου
Νήφωνα. Χτύπα τον ανελέητα! Για να μην πνίγει πια τους φτωχούς με τις
τοκογλυφίες του…

Στο άκουσμα της φοβερής εκείνης προσταγής, ο άγγελος σήκωσε χωρίς


δισταγμό τη ρομφαία του και χτύπησε κατάκαρδα, μ’ όλη του τη δύναμη, τον άθλιο
τοκογλύφο. Κι αυτός την ίδια στιγμή ξεψύχησε, βογγώντας με πόνο και τρίζοντας τα

131
δόντια. Ό άγγελος πήρε την ψυχή του, που βασανιζόταν φοβερά, και την οδήγησε
προς την άβυσσο.

Εδώ τέλειωσε η θεωρία του οσίου. Ήρθε στον εαυτό του και συλλογιζόταν
σαστισμένος, έκθαμβος και συγκλονισμένος τα όσα είχε δει.

-Αχ, τι ταλαίπωροι που είμαστε οι αμαρτωλοί! Μονολογούσε. Τι ελεεινό και


πικρό τέλος έχει η ζωή μας! κι έρχεται μετά η φοβερή κρίση και η αιώνια φωτιά,
όπου ριχνόμαστε, οι δύστυχοι, για πάντα… Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να
επιδιώξουμε τη σωτηρία μας, βιάζοντας τον εαυτό μας στην άσκηση της αρετής και
στην τήρηση των εντολών του Θεού. Μόνο έτσι θα Τον ευαρεστήσουμε.

Τις σκέψεις του συμπλήρωσε με τούτη την προσευχή

-«Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα˙

σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με

και ρύσαί με»,

μην αρπάξει σα λιοντάρι την ψυχή μου

ο δολερός του σκότους άρχοντας,

όταν Εσύ, Χριστέ, δεν θα είσαι δίπλα της

για να τη λευτερώσεις

ούτε το Πνεύμα το Άγιο

για να τη σώσει…150

Είναι μακάριος, Κύριέ μου,

όποιος ενώνεται μ’ Εσένα,

που έγινες εκούσια φτωχός κι αδύνατος

για τη δική μας σωτηρία.

Γιατί στη φοβερή τη μέρα του θανάτου του

θα τον λυτρώσεις, σαν Θεός φιλάνθρωπος,

132
απ’ τα διεφθαρμένα πνεύματα της πονηρίας,

που θα στέκονται και θα ζητούν,

σαν αδιάντροποι κατήγοροι

και άσπλαχνοι τελώνες,

τη δύστυχη ψυχή του.

Γλίτωσε λοιπόν απ’ τους τυράννους τούτους,

Δέσποτα φοβερέ και φρικτέ,

που κάνεις να τρέμουνε τα σύμπαντα,

γλύτωσε των χριστιανών το γένος.

Ελέησε, Άγιε όσους έχουν στηρίξει

σ’ Εσένα τις ελπίδες τους.

Μην αρνηθείς τη βοήθειά Σου

σ’ όσους βαριά παρανομούν

κι Εσένα, τον πολυεύσπλαχνο,

αδιάκοπα πικραίνουν.

Σαν τέλειωσε την προσευχή του, σκέφτηκε πάλι τον γνωστό του εκείνο
τοκογλύφο, που τόσο σκληρά του πήρε την ψυχή ο πύρινος άγγελος με τη
ρομφαία, και δάκρυσε.

«Για φαντάσου!», συλλογίστηκε. «Τι πικρό κι αξιοθρήνητο θάνατο είχε! Δεν του
έδειξε κανένα έλεος ο Θεός, μολονότι πρέπει να έδινε κάτι και στους φτωχούς απ’
τους τόκους που κέρδιζε…».

Γιατί, όπως μας έλεγε αργότερα ο όσιος, την ώρα που βασανιζόταν απ’ το
ψυχομαχητό ο άνθρωπος εκείνος, φώναξε:

-Θυμήσου, Κύριε, τις ελεημοσύνες που έκανα πότε – πότε!

Αλλά μια αυστηρή φωνή του αποκρίθηκε:

133
-Ναι, άθλιε! Έπινες το αίμα των φτωχών και πότιζες μ’ αυτό άλλους φτωχούς!
Γι’ αυτό θέλεις να σ’ ελεήσω; Ή γιατί συκοφαντούσες εκείνον που αγαπώ; Αυτός
μέρα –νύχτα προσεύχεται για τους αμαρτωλούς. Ακόμα και για σένα δεν
σταματούσε να με παρακαλεί. Εσύ λοιπόν γιατί τον κατηγορούσες; Τώρα – αν και
αργά για σένα πια – μάθε ότι δεν έπρεπε να κρίνεις και να κακολογείς κανέναν.

Ο όσιος όλα αυτά τα διηγήθηκε στους γνωστούς του, προσθέτοντας:

-Προσέχετε, παιδιά μου, να μην κρίνετε κανένα, και μάλιστα όταν είναι
άνθρωπος του Θεού. Φυλαχτείτε, σας παρακαλώ, απ΄ αυτή την αμαρτία. Να έχετε
συναίσθηση και επίγνωση της αμαρτωλότητός σας. Κι απ΄ αυτή την επίγνωση θα
μπορέσουμε να φτάσουμε στη μετάνοια… Πόσοι, αλήθεια, είναι οι αφοσιωμένοι
δούλοι του Θεού! Κι απ΄ αυτούς άλλοι είναι φανεροί και άλλοι κρυφοί. Τους
φανερούς τους κατηγορούν πολλοί άνθρωποι. Αλλά θα δώσουν λόγο γι’ αυτό την
ημέρα της Κρίσεως. Γιατί όσους ξέρει ο Θεός ότι περιφρονούν την ανθρώπινη
δόξα, τους φανερώνει και τους προβάλλει μπροστά σε όλους, για να ομολογούν
θαρραλέα την πίστη τους και να ωφελούν έτσι πολλούς. Αυτούς τους πρόσταξε:
«Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα
καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». 118 Σ’ αυτούς,
πάλι, που ξέρει ότι έχουν τάσεις κενοδοξίας, λέει: Όποιοι φανερώνουν τα έργα της
δικαιοσύνης τους για ν’ αρέσουν στους ανθρώπους και όχι σ’ εμένα, αυτοί, «αμήν
λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών». 152 Παίρνουν, δηλαδή, εδώ ό,τι είχαν να
πάρουν και δεν πρέπει να περιμένουν αμοιβή στην άλλη ζωή. Γιατί εκείνος που
κενοδοξεί συνειδητά, δεν θα ελεηθεί. Ας μην κρίνουμε λοιπόν, παιδιά μου, κανένα.
Και να μη δίνουμε προσοχή σ’ εκείνους που καταλαλούν. Ο Κύριος το είπε: «Μη
κρίνετε ίνα μη κριθήτε».153 Ακόμα και σε θρόνο βασιλικό να κάθεσαι, μην
εξουθενώνεις τον κατώτερό σου. Γιατί, που ξέρεις; Μπορεί να κλείνει μέσα του το
Πνεύμα του Θεού, οπότε θα γίνεις, χωρίς να το καταλάβεις, θεομάχος!

Αυτά έλεγε ο μακάριος στους επισκέπτες του, και τους επαναλάμβανε με


αγάπη να κοιτάζουν τον εαυτό τους και να μην κρίνουν κανένα. Αλλά και χρήματα
να μη δανείζουν με τόκο, γιατί, καθώς παρατηρούσε, πώς μπορεί κανείς να λέει
πως είναι χριστιανός, και συνάμα να μαζεύει χρυσάφι και να το τοκίζει; Ένας τέτοιος
άνθρωπος, πρώτα – πρώτα, δεν έχει τις ελπίδες του στηριγμένες στο Θεό.
Δεύτερον, είναι ειδωλολάτρης. Τρίτον, αγχώνεται απ’ τη φιλαργυρία του και λιώνει
στις μέριμνες και την αγωνία. Ούτε ύπνο δεν χορταίνει! Και τέλος… έρχεται ο
θάνατος! Αλήθεια, τι ματαιότητα και ανοησία!

134
Θαυματουργικές θεραπείες.

Μια μέρα έρχεται κάποιος και του λέει:

-Τα έμαθες, πάτερ; Η τάδε ψυχοκόρη της γυναίκας του Σαββάτιου, αυτής που
σ’ ανέθρεψε, κείτεται βαριά άρρωστη. Αν μπορείς, τρέξε να την ελεήσεις, γιατί είναι
στα τελευταία της…

-Τί λές, παιδί μου; διαμαρτυρήθηκε ο όσιος. Εγώ θα την ελεήσω; Δεν είναι δική
μου δουλειά αυτό. Ο Θεός μόνο έχει το έλεος. «Μήτι δύναται τυφλός τυφλόν
οδηγείν;».154 Δεν θα πέσουν κι οι δύο στον γκρεμό; Όμως … ας πάμε, για να μην
ακούσουμε από τον Κύριο το «ασθενής ήμην, και ούκ επεσκέψασθέ με».155

Όταν βρέθηκε πλάι στην ετοιμοθάνατη, άρχισε να προσεύχεται μυστικά, μη


μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του… Και ξαφνικά, ενώ προσευχόταν, το
κορίτσι, ξαπλωμένο καθώς ήταν, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, ικετεύοντας
λες το Θεό.

Οι άνθρωποι, που ήταν εκεί μαζεμένοι, τα έχασαν, και άρχισαν αυθόρμητα να


επαναλαμβάνουν:

-Κύριε, ελέησον!... Κύριε, ελέησον!

Και να! Με τη βοήθεια του Θεού, η άρρωστη συνήλθε απ’ το ψυχορράγημα.


Ανασηκώθηκε, κοίταξε ολόγυρα και έκανε το σταυρό της, δοξάζοντας τον
Πανάγαθο.

Με φόβο θαυμαστό όλοι, όσοι της παραστέκονταν, ευχαρίστησαν τον άγιο Θεό.

Φεύγοντας από κει ο Νήφων, πήγε να δει κάποιαν άλλη αδελφή, που τον
σεβόταν πολύ και τον υπηρετούσε συχνά. Ήταν κι αυτή βαριά άρρωστη, και
παρακαλούσε το Θεό να τη γιατρέψει με τις ευχές του οσίου.

Όταν συναντήθηκαν, της λέει ο μακάριος:

-Αντί να ζητάς τη γιατρειά σου, καλύτερα να ευχαριστείς το Θεό, κόρη μου, γιατί
«ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται». 156 Αφού
όμως τόσο ποθείς να βρείς την υγεία σου, να, το πρωί θα είσαι καλά και θα

135
σηκωθείς. Να ευχαριστήσεις μόνο τον μεγάλο γιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που
σ’ ευεργέτησε.

Και μ’ αυτά τα λόγια ο όσιος έφυγε βιαστικά.

Πραγματικά, το άλλο πρωί η γυναίκα, με τη χάρη του Κυρίου, ήταν τελείως


καλά και δόξαζε το λυτρωτή και ευεργέτη της, τον αληθινό Θεό.

Η ευεργετική αρρώστια

Όταν ο Νήφων γύρισε στο κελί του, του χτύπησε κάποιος άνθρωπος, που τον
έλεγαν Νίκωνα. Ήταν ο καϋμένος σε κακό χάλι, σχεδόν παράλυτος. Μόλις που
σερνόταν.

-Κοίτα πώς είμαι, είπε με παράπονο στον όσιο. Ένα κουρέλι… Τα χέρια μου
τρέμουν. Τα πόδια μου δεν με βαστάνε. Έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα στους
γιατρούς, μα καλό δεν είδα. Σε παρακαλώ, προσευχήσου να γιατρευτώ, για να
παρηγορηθεί η ψυχή μου…

Μα ο άγιος, φωτισμένος από το Θεό, του αποκάλυψε:

-Η γλώσσα σου, παιδί μου, και η κακή σου γνώμη σε κατάντησαν έτσι! Γιατί και
πανούργος είσαι και κακότροπος… Αυτά μονάχα; Είσαι ακόμα επιρρεπής στη μέθη,
στην κατάκριση και στη συκοφαντία. Επιπλέον, είχες υποσχεθεί παλαιότερα στο
Θεό ότι θα γινόσουν μοναχός, και δεν κράτησες την υπόσχεσή σου. Έκανες αρχή,
μα γύρισες πίσω. Δεν είναι αλήθεια; Για όλα αυτά λοιπόν σου έστειλε ο
φιλάνθρωπος Θεός την αρρώστια, σαν παιδαγωγική τιμωρία. Αν την υπομείνεις
αγόγγυστα, με μετάνοια και εξομολόγηση, ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον Κύριο,
τότε θα ελεηθείς την ημέρα της Κρίσεως από τον δίκαιο Κριτή. Δεν σε συμφέρει,
παιδί μου, να γιατρευτείς εδώ, γιατί τότε υπάρχει φόβος να γίνεις στάχτη εκεί, στο
πυρ της γέεννας. Να, βλέπω γραμμένη στο κεφάλι σου μιαν αόρατη φράση: Γ ρ ή γ
ο ρ ο ς θ ά ν α τα ο ς, β ό η θ α Κ ύ ρ ι ε !

-Και γιατί γράφει, πάτερ, «βόηθα Κύριε;» ρώτησε ανήσυχος ο άρρωστος.

-Βόηθα, για να μη χαθεί η ψυχή σου, του εξήγησε ο όσιος. Γιατί αν δεν
μετανοήσεις και δεν εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, παρ’ το απόφαση, θα

136
κολαστείς, μια και δουλεύεις ακόμα στα ίδια πάθη… Μην κακιώσεις παιδί μου, για
όσα σου λέω. Στα λέω, γιατί θέλω τη διόρθωσή σου και τη σωτηρία σου.

-Έχεις δίκιο σ’ όλα, πάτερ, ομολόγησε εκείνος. Αλλά τί να κάνω, δεν ξέρω.
χρειάζεται, βλέπεις, μεγάλη βία για να κοπούν όλα αυτά. Κι εγώ είμαι αδύναμος και
στο σώμα και στην ψυχή.

-Καλά δεν ξέρεις ότι «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν
αυτήν»;157 Άφησε τις δικαιολογίες και καταπιάσου με νηστείες και προσευχές. Γιατί
τα πάθη στην πραγματικότητα είναι δαιμόνια. Και όπως είπε ο Κύριος, «τούτο το
γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία». 158 Μ’ αυτά τα δυο
λοιπόν οπλίσου κι εσύ εναντίον τους, και θα τα νικήσεις. Άκουσε… Θα σου πώ
ξεκάθαρα: Λίγο καιρό έχεις ακόμα μπροστά σου. Σε πλησιάζει ο θάνατος. Γνωρίζω
όμως την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, και γι’ αυτό ελπίζω πως θα έχεις καλό
τέλος…

Μ’ αυτά τα λόγια κατευόδωσε ο όσιος τον άρρωστο. Κι εκείνος, με τη χάρη του


Θεού, έκανε ό,τι τον συμβούλεψε ο δούλος Του.

Πραγματικά, σε λίγες μέρες, μετανοημένος και ειρηνικός, έφυγε για τον ουρανό.

Ο κακοθάνατος αμαρτωλός

Μια φορά, που ο δίκαιος ήταν στην εκκλησία –είχε τελειώσει η ακολουθία και
καθόταν παράμερα, σ’ ένα στασίδι – μαζεύτηκαν γύρω του μερικοί χριστιανοί για ν’
ακούσουν τα ωφέλιμα λόγια του.

-Μίλησέ μας, πάτερ, τον ρώτησε κάποιος, για τις διαφορές των θανάτων. Γιατί
άλλοι έχουν θάνατο οδυνηρό και άλλοι ειρηνικό; Και γιατί άλλοι πεθαίνουν στην
ξενιτιά, άλλοι στην ερημιά και άλλοι στην θάλασσα; Λένε μάλιστα μερικοί, πως είναι
γραμμένο για τον καθένα το πώς και που θα πεθάνει.

-Ακούστε, αδελφοί, απάντησε ο όσιος. Εκείνο που πρέπει εμείς να κάνουμε,


είναι να πενθούμε για τις αμαρτίες μας και να ζητάμε με μετάνοια το έλεος του
Θεού. Όσο γι’ αυτά που ρωτάτε, ανήκουν στη δική Του κρίση και απόφαση. Και
είναι ασύνετο, παράτολμο κι επικίνδυνο να τα ψάχνουμε. Ας κλάψουμε καλύτερα
και ας θρηνήσουμε για τις ανομίες μας, μήπως κατορθώσουμε να βρούμε μια μικρή
έστω σταγόνα σωτηρίας. Να, έρχονται δύσκολες μέρες, οπότε «ουδείς δύναται

137
εργάζεσθαι».159 Πρίν λοιπόν φτάσουν, ας εργαζόμαστε το αγαθό, για να ζήσουμε
αιώνια.

-Καλός και άγιος ο λόγος σου, πάτερ, του αποκρίθηκαν. Μια και δεν σε ρωτάμε
όμως κακόβουλα, σε παρακαλούμε, δώσε μας κάποιαν απάντηση.

-Σας το ξαναλέω, αυτά είναι κρίματα του Θεού, και καλύτερα θα ήταν να μην τα
συζητούσαμε. Όμως… σκέφτομαι το «δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου», 160 γι’
αυτό θα σας πώ δυο λόγια. Και ο Θεός, που εξετάζει την προαίρεσή μας, ας μας
δώσει, ό,τι μας χρειάζεται.

Άρχισε λοιπόν ο όσιος να διηγείται για κάποιον γνωστό του, που τον έλεγαν
Θεόφιλο. Αυτός δούλευε σ’ ένα εργαστήριο, όπου ζύγιζε τα εμπορεύματα. Μα ήταν
πανούργος και έκλεβε στο ζύγι τους πελάτες. Αλίμονο όμως, δεν έκανε μονάχα
αυτό το κακό, κρυφοτρώγοντας τον κόπο των φτωχών ανθρώπων. Ήταν επιπλέον
και μνησίκακος και οξύθυμος και τρομερά αισχρολόγος. Απύλωτο στόμα!... Τι θα
πει φόβος Θεού δεν ήξερε. Η αμαρτία βασίλευε πάνω του πέρα για πέρα.

Απ΄ τα νιάτα του ο Νήφων συζήτησε πολλές φορές μαζί του. Τον συμβούλεψε.
Έσπειρε μέσα στην καρδιά του λόγους ωφέλιμους. Μα δεν κατόρθωσε να τον
τραβήξει στο αγαθό. Ο Θεόφιλος άκουγε μ’ ευχαρίστηση όσα του έλεγε ο όσιος, τον
καλοτύχιζε για τη ζωή και την αρετή του – «μακάριζε τη σαπίλα μου», έλεγε με
ταπείνωση ο άγιος – «μην ξέροντας ότι οι ανομίες μου ξεπέρασαν και των
δαιμόνων»-, μα ο ίδιος δεν άλλαζε.

Να όμως που έφτασε η ώρα να τον θερίσει το δρεπάνι του θανάτου και να τον
πάρει απ΄ αυτόν τον κόσμο.

Ένα μήνα πρωτύτερα τον έπιασε δυσεντερία, και μετά τρομερή δυσκοιλιότητα
και δυσφορία. Έπειτα, λες και χώθηκε μέσα του ένα αόρατο λεπίδι, που
καταξέσκισε τα σωθικά του. Τότε η κοιλιά του λύθηκε και τα σπλάχνα του χύθηκαν
έξω. Από τη στιγμή εκείνη κειτόταν μισοπεθαμένος, σ’ ένα αδιάκοπο και
βασανιστικό ψυχομαχητό.

Τόση ήταν η αποδοκιμασία του από το Θεό, που για δεκαεφτά μέρες χτυπιόταν
και βογγούσε κι΄ έτριζε τα δόντια πάνω στο κρεβάτι σαν μανιακός. Δάγκωνε τη
γλώσσα του με τόση δύναμη, που τελικά την έκοψε και την έφτυσε μαζί με σάλια
και αίματα! Ξερίζωνε τρίχα – τρίχα τα γένια του, ώσπου τα μάδησε τελείως.
Μετρούσε κάθε λίγο και λιγάκι τα δάχτυλά του. Κουνούσε αινιγματικά το κεφάλι του.

138
Γούρλωνε αγριεμένος τα μάτια του. Ζητούσε λίγη ανακούφιση, λίγη παρηγοριά…
Μα δεν έβρισκε!... Και άρχιζε πάλι τα ίδια – να κουνάει το κεφάλι του, να μαδάει τα
μαλλιά του, να μετράει τα δάχτυλά του, να βογγάει… Ελεεινό θέαμα! Αλλά και
φρικτό μαρτύριο!... πώς άντεχε, αλήθεια, το φοβερό εκείνο μαρτύριο; Στο τέλος
έφαγε και τα χείλη του! Μάδησε το κεφάλι του, δεν άφησε ούτε τρίχα! Ωστόσο
συνέχισε να κείτεται βογγώντας σπαραχτικά, τρίζοντας τα δόντια του και μετρώντας
τα δάχτυλά του… όλο και μετρώντας τα δάχτυλά του… προσπαθώντας μάταια να
λογαριάσει τις αδικίες που είχε κάνει με τη ζυγαριά!

Ένας άγγελος, που στεκόταν αόρατα εκεί, βασάνιζε με την πύρινη ρομφαία
του τον ελεεινό Θεόφιλο, λέγοντάς του:

-Άθλιε, γιατί ήσουνα τόσο ασυνείδητος; Γιατί τους έκαιγες όλους με την
καταραμένη ζυγαριά σου; Γιατί περιφρόνησες την πίστη και το νόμο του Χριστού;
Γιατί ορκιζόσουν απερίσκεπτα στο φοβερό όνομα του Θεού; Γιατί έβριζες και
κακολογούσες τους τίμιους ανθρώπους; Να τώρα τι σου προξένησαν όλα αυτά!...
Και γιατί κοινωνούσες ανάξια, κι έπειτα έφτυνες αθεόφοβα στη γη; Γιατί έπινες το
αίμα των φτωχών, κλέβοντάς τους κρυφά στο ζύγισμα; Γι’ αυτό τώρα, αν δεν έρθει η
ζυγαριά εδώ, μπροστά σε όλους, για να γίνει φανερή η παρανομία σου, δεν
πρόκειται να βγει η ψυχή σου. Θα τυραννιέσαι συνέχεια!

Εκείνος όμως, καθώς είχε κομμένη τη γλώσσα του, δεν μπορούσε να ζητήσει
τη ζυγαριά. Μετρούσε μονάχα τα δάχτυλά του και έκανε νοήματα με το κεφάλι του.
Αλλά που να καταλάβουν οι άλλοι τι θέλει;

Τελικά ένας άγιος και διορατικός άνθρωπος, που βρέθηκε εκεί, είδε με τα
φωτισμένα μάτια του όλη τη σκηνή, άκουσε τον άγγελο και ζήτησε να φέρουν μια
ζυγαριά.

Μόλις την είδε ο Θεόφιλος, άρχισε να κουνάει πιο δυνατά το κεφάλι του και να
τη δείχνει με τα χέρια του, σα να ομολογούσε ότι μ’ αυτήν έκανε όλες του τις
παρανομίες. Ύστερα έβγαλε ένα αναστεναγμό και ξεψύχησε. Ο τιμωρός άγγελος
πήρε την ψυχή και την παρέδωσε στην κρίση του Θεού.

-Τί συμπέρασμα βγάζουμε λοιπόν από ένα τέτοιο θάνατο; Ρώτησε ο όσιος τους
ακροατές του μετά τη διήγηση. Ανάλογη με τις πράξεις του ήρθε και η θεία δίκη.
Επειδή ήταν πολύ αμαρτωλός και παράνομος –σαν κι εμένα, τον ταλαίπωρο –
τιμωρήθηκε τόσο σκληρά εδώ, για να δοκιμάσει μικρότερη οδύνη στην άλλη ζωή.

139
Όσοι άκουγαν τον άγιο, φοβήθηκαν από τα λόγια του και άρχισαν ν’
αναστενάζουν, καθώς συλλογίζονταν τις δικές τους αμαρτίες.

-Φοβηθήκατε τα κρίματα του Θεού; Τους είπε. Αυτό έπαθε και ο πραότατος
Δαβίδ, και μάλιστα πολλές φορές. Αν θέλετε, ακούστε τώρα κι άλλο ένα παρόμοιο
περιστατικό – γιατί εμένα δεν με κουράζει να σας διηγούμαι ωφέλιμες ιστορίες.

Πριν αρχίσει όμως, σηκώθηκε, έπεσε καταγής και τους έβαλε βαθειά μετάνοια.

-Συγχωρέστε με, αδελφοί, που σας μολύνω με τις ανομίες μου, είπε με το
πρόσωπο κολλημένο στο έδαφος. Ενώ δεν είμαι άξιος ούτε να κάθομαι κοντά σας,
όχι μόνο αυτό τολμάω, αλλά και να καθοδηγώ αναίσθητα, εγώ ο τυφλός, εσάς που
βλέπετε.

Οι καϋμένοι οι άνθρωποι, μπροστά στην τόση του ταπείνωση, τα έχασαν.


Έπεσαν κι αυτοί μπρούμυτα μπροστά του, με ταραχή και φόβο, τρέμοντας μη ρίξει
φωτιά ο Θεός και τους κάψει, γιατί, όπως έλεγαν, «αυτός είναι άγγελος Θεού και
εμείς αμαρτωλοί».

Θάνατος εξιλεωτικός.

Αφού τους σήκωσε ο όσιος και τους έβαλε να καθίσουν στα σκαμνιά τους,
άρχισε να τους διηγείται το περιστατικό που τους είχε υποσχεθεί.

Ζούσε, λέει, πριν από καιρό στη Βασιλεύουσα ένας νεαρός, που τον έλεγαν
Βασίλειο. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, ήδη όμως πολύ πονηρός, αισχρολόγος και
ακόλαστος. Συχνά ξημερωνόταν σε κακόφημα κέντρα. Αυτός λοιπόν ο Βασίλειος
δούλευε σ΄ ένα ραφτάδικο – γιατί ήταν χιτωνοράφτης, τεχνίτης καλός, μολονότι
τόσο νέος. Το αφεντικό του, που λεγόταν Πατρίκιος –χρυσός άνθρωπος,
καλοσυνάτος, «οικτείρων και κιχρών»,161 όπως λέει η Γραφή, όσους βρίσκονταν σε
ανάγκη – τον έστελνε πολλές φορές σε εξωτερικές εργασίες, κι εκείνος
εκμεταλλευόταν τις ευκαιρίες για να κυλιέται στη λάσπη της ασωτίας, μολύνοντας
την ομορφιά της ψυχής και του σώματός του. Είχε όμως κι ένα μεγάλο καλό, μιαν
αρετή, όπως θα δούμε στο τέλος, που κίνησε την ευσπλαχνία του Θεού. Κι έτσι ο
Πανάγαθος οικονόμησε τη σωτηρία του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη
σειρά:

140
Ήταν τότε που είχε πέσει πείνα σ’ όλη τη χώρα. Μαζί με την πείνα είχε πιάσει
και τέτοια βαρυχειμωνιά, που καθημερινά πέθαιναν στην πόλη μας ίσαμε χίλιοι
άνθρωποι. Ούτε να τους θάβουν δεν προλάβαιναν.

Πείνα και κακοκαιρία συνεχίστηκαν για πολύ. Έτσι όλοι αναγκάστηκαν ν’


απολύσουν τους υπαλλήλους, τους υπηρέτες, μερικοί ακόμα και τους δούλους
τους, γιατί δεν είχαν ούτε να τους πληρώσουν ούτε να τους θρέψουν. Κάποιοι
μάλιστα έφτασαν στο σημείο να πουλήσουν και τα ίδια τους τα παιδιά, για να
πάρουν κάτι να φάνε!

Μαζί με τους άλλους, όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε σε δεινή θέση και ο
Πατρίκιος. «Πώς θα εξασφαλίσω τα αναγκαία και για μένα και για τα παιδιά μου και
για το προσωπικό μου;», σκέφτηκε. Γιατί είχε πολλούς υπαλλήλους. Θέλοντας και
μη λοιπόν αναγκάστηκε τελικά να τους απολύσει.

Ο Βασίλειος βρέθηκε στο δρόμο. Την πρώτη κιόλας μέρα πούλησε το χιτώνα
του σ’ ένα καπηλειό κι έφαγε τα λεφτά. Ύστερα, σιγά – σιγά, πούλησε και ό,τι άλλο
είχε. Στο τέλος άρχισε να ζητιανεύει, γυρνώντας μισόγυμνος πέρα – δώθε,
θρηνώντας για την κατάντια του και τρέμοντας από το κρύο. Τόσο φαρμακερή ήταν
η παγωνιά, που τα χέρια και τα πόδια του άνοιξαν κι άρχισαν να τρέχουν αίμα.

Μέρα με τη μέρα η κατάστασή του χειροτέρευε. Κι όμως, τίποτα άλλο δεν


έλεγε, παρά μόνο «Δόξα σοι, ο Θεός»!

Ποιός μπορεί να περιγράψει τους θρήνους και τους οδυρμούς του; Ποιός το
μαρτύριο της πείνας του; Και ποιός τους αφόρητους πόνους από τις πληγές του
παγετού, που υπέμενε γενναία, ευχαριστώντας το Θεό;

Η καρτερία του και η αντοχή του κράτησαν για πολύ. Μια μέρα όμως,
εξαντλημένος, σωριάστηκε σ’ ένα σοκάκι της πόλης στενάζοντας, τρέμοντας,
σβήνοντας από την πείνα…

Στο μεταξύ, από το φοβερό κρύο, νεκρώθηκαν τα πόδια του κι έπεσαν τα


δάχτυλά του.

Κι εκείνος ο υπέροχος νέος, ο πραγματικά Βασίλειος – βασιλιάς κι αστέρι


λαμπρό της υπομονής, -, τα σήκωνε όλα σαν άλλος Ιώβ, χωρίς να βαρυγγωμάει,
χωρίς να τα βάζει με το Θεό. Αντίθετα, στα τόσα του δεινά, Τον ευχαριστούσε και
Τον δόξαζε ακατάπαυστα.

141
Φυσικά, μέσα σ’ εκείνη τη γενική δυστυχία, που να βρεθεί άνθρωπος για
βοήθεια. Όλοι θρηνούσαν τη δική τους πείνα και στενοχώρια.

Μετά από μέρες, ένα πρωί, ενώ ο Βασίλειος περίμενε πια από στιγμή σε
στιγμή το θάνατο, πέρασε από κει κάποιος ευλαβής άνθρωπος, που λεγόταν
Νικηφόρος. Ράγισε η καρδιά του, σαν τον είδε σε τέτοιο χάλι. Χωρίς δισταγμό
πρόσταξε τους δούλους του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στο σπίτι του.

Εκεί ο Νικηφόρος του έστρωσε ένα κρεβάτι με τα ίδια του τα χέρια και τον
έβαλε να ξαπλώσει μαλακά. Ο ίδιος του πρόσφερε στοργικά κάθε περιποίηση και
ανάπαυση. Όρισε και δυο δούλες να τον διακονούν, γιατί ήταν ανίκανος να κινηθεί,
καθώς η σάρκα του όλη είχε ψηθεί απ’ το φρικτό κρύο.

Έμεινε στο σπίτι δυο εβδομάδες, ώσπου ήρθε πια η ώρα να φύγει για τον
Κύριο.

Ήταν Σάββατο πρωί. Καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακούστηκε


ξαφνικά να λέει:

-Καλώς τους… Καλώς ορίσατε, λαμπρόμορφοι… Ο Κύριος σας έστειλε… Καλά


που φτάσατε πια… Λιγάκι μόνο περιμένετε, και φεύγουμε…

-Έλα γρήγορα, σε παρακαλούμε! Μην αργείς γιατί σε καλεί ο Κύριος.

-Κι εγώ σας παρακαλώ, δούλοι του Χριστού, μονάχα για τούτο… Να… Ο τάδε
μου δάνεισε δέκα οβολούς… και πρέπει να τους δώσω πίσω… Σας ικετεύω
λοιπόν, περιμένετε… Περιμένετε, ώσπου να επιστρέψω το χρέος μου… Μην το
βρει σαν πρόφαση ο πονηρός άρχοντας του αέρα… και με γκρεμίσει στην
άβυσσο… και χαθεί η ψυχή μου!...

Μόλις τ’ άκουσαν αυτό οι άγγελοι, στάθηκαν χωρίς άλλες αντιρρήσεις. Ο


Κύριος, άλλωστε, τους είχε προστάξει να παραλάβουν την ψυχή του με κάθε άνεση
και παράκληση.

Ο φιλόχριστος Νικηφόρος, που δεν έβλεπε τους αγγέλους αλλά άκουγε το


Βασίλειο, φώναξε αμέσως μια από τις δούλες που τον πρόσεχαν, της έδωσε τους
οβολούς και της είπε να τους πάει στο δανειστή του ετοιμοθάνατου.

Και παρευθύς εκείνος σήκωσε τα χέρια του ψηλά, δόξασε τον φιλάνθρωπο Θεό
μ’ όση δύναμη είχε ακόμα, και παρέδωσε το πνεύμα του στους αγγέλους.

142
-Βλέπετε λοιπόν, παιδιά μου, πρόσθεσε ο δίκαιος Νήφων τελειώνοντας τη
διήγησή του, βλέπετε πώς οικονομεί τα πράγματα ο δικαιοκρίτης Κύριος ανάλογα
με την προαίρεση του καθενός; Εκείνο που εξετάζει ο Θεός είναι ο εσωτερικός
αγώνας του ανθρώπου. Και όλους τους αμείβει ανάλογα μ’ αυτόν τον αγώνα τους.
Γιατί πολλές φορές είναι κανείς απρόσεκτος στην εξωτερική του συμπεριφορά, έχει
όμως εσωτερική, αφανέρωτη στους ανθρώπους, πνευματική εργασία. Καταδικάζει
τον εαυτό του, κλαίει, στενάζει, ταπεινώνεται, δείχνει συμπάθεια στους άλλους και
τους θεωρεί όλους καλύτερους από αυτόν. Ναι, πολλοί ζουν μέσα τους και στα
κρυφά όπως θέλει ο Θεός, κι ας είναι εξωτερικά αμαρτωλοί. Και ο καρδιογνώστης
Κύριος, που βλέπει τα κρυφά, δεν τους αφήνει στο τέλος να χαθούν. Όσοι όμως,
αντίθετα, είναι εσωτερικά αιχμάλωτοι στην κακία και την πονηρία και τη δολιότητα
και τ΄ άλλα πάθη, αυτοί, κι αν εξωτερικά κάνουν κάτι καλό, που φαίνεται σαν αρετή,
δεν κερδίζουν τίποτα. Εκείνο λοιπόν, το παιδί, ο Βασίλειος, είχε μέσα του ένα καλό:
την ολόκαρδη συμπάθεια και συμπόνια για όσους θλίβονται. Να ποιά ήταν η αρετή
της ψυχής του, ενώ αμάρτανε με το σώμα του. Να ποιά ήταν η μυστική λάμψη της
καρδιάς του, με την οποία, όπως σας είπα στην αρχή, κέρδισε την ευσπλαχνία και
το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό κι Εκείνος δεν τον άφησε τελικά να χαθεί, αλλά τον
έσωσε με τον τρόπο που ακούσατε.

Η δικαιοκρισία του Θεού

Γλυκύτητα και σοφία στάζουν τα λόγια σου, του είπανε με θαυμασμό οι


συνομιλητές του. Πόσο αληθινός είναι ο λόγος του Χριστού, «εάν μείνητε εν εμοί,
και τα ρήματά μου εν υμίν μενεί»!162 Κι εσύ λοιπόν, πάτερ, μένοντας ενωμένος όλος
μ΄ Εκείνον, λαλείς και τα δικά Του λόγια. Γι’ αυτό απάντησέ μας σε τούτο, που μας
έρχεται φυσιολογικά στο νου μετά απ’ όσα είπες: Πώς συμβαίνει να μπαίνουν
κάποτε σε πλοίο πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη, και σε μια τρικυμία να
πνίγονται όλοι; Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σ’ όλους ανεξαιρέτως προορισμένο
ένα τόσο αξιοθρήνητο τέλος;

-Πολύ ψηλά στοχεύετε! Τους είπε ο όσιος. Αυτά μόνο ο Θεός τα ξέρει και το
Πνεύμα Του το Άγιο. Με τη βοήθειά Του θα σας διηγηθώ ακόμα κάτι σχετικό.

Και άρχισε να τους διηγείται για κάποιον καραβοκύρη, που τον έλεγαν
Θεόγνωστο. Αυτός είχε ένα πλοίο μεγάλο, με πλήρωμα ίσαμε τριάντα άντρες.
Μετέφεραν εμπορεύματα και ταξιδιώτες, κι έκαναν, γενικά, όλες τις δουλειές των

143
ναυτικών. Έκαναν όμως και πολλές παρανομίες, που δεν άρεσαν στο Θεό.
Νέρωναν τα κρασιά, νόθευαν τ΄ άλλα εμπορεύματα, συχνά μάλιστα δεν δίσταζαν,
αν έπαιρναν είδηση πως ταξίδευε με το πλοίο τους κανένας πλούσιος, να τον
ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα! Τόσο αθεόφοβοι και ανάλγητοι ήταν.

Μονάχα ένας τους, μόλις τέλειωνε η παράνομη επιχείρηση, μετάνιωνε και


στέναζε για το κακό που έκανε. Και αυτός όμως για λίγο. Σαν έφτανε η στιγμή της
μοιρασιάς του βρώμικου κέρδους, ξεχνούσε τις τύψεις του κι έτρεχε να πάρει το
μερίδιό του. Δεν μπορούσε, βλέπετε, να ξεπεράσει την άθλια συνήθεια.

Ο φιλάνθρωπος Θεός, που περιμένει όλων τη μετάνοια, πρόσμενε και τη δική


τους. Μα ο πονηρός διάβολος δεν χόρταινε με τόσα και τόσα που έκαναν. Τους
παρακινούσε όλο και σε χειρότερα. Αφού πια είδε ο Θεός πως όχι μόνο δεν
σταματάνε τις παρανομίες, αλλά μηχανεύονται χειρότερες, ανάβοντας φωτιές στα
κεφάλια τους, αποφάσισε να τους θανατώσει το συντομότερο. Κι αυτό βέβαια από
φιλανθρωπία, για να μην αυξήσουν τις αμαρτίες τους πάνω στη γη, και
προξενήσουν έτσι αργότερα σκληρότερη τιμωρία στις ψυχές τους.

Μια μέρα λοιπόν έπιασαν στο λιμάνι του Σέριδου. Πούλησαν εκεί το φόρτωμα
του πλοίου τους με μεγάλο κέρδος και κίνησαν πάλι για τα σπίτια τους. Σαν
έφτασαν στον τόπο τους, τράβηξαν το πλοίο στη στεριά, για να κάνουν τις
συνηθισμένες μικροεπισκευές, που γίνονται μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους ότι θα έφευγαν για τη
Βασιλεύουσα. Ένας όμως – ήταν εκείνος που ελεγχόταν λιγάκι από τη συνείδησή
του μετά από κάθε παρανομία – δεν ήθελε αυτή τη φορά να μπαρκάρει μαζί τους,
επειδή η γυναίκα του πριν από τρεις μήνες του είχε χαρίσει γιο, κι έπρεπε να τον
βαφτίσει. Μα οι σύντροφοί του τον πίεζαν αφόρητα, γιατί ήταν απαραίτητος ένας
ακόμη άνθρωπος στο πλοίο. Αναγκάστηκε τότε να πληρώσει άλλον ναύτη, για να
μπαρκάρει στη θέση του.

Έτσι σαλπάρισε.

Καθώς ταξίδευαν στο πέλαγος, ακούστηκε ξάφνου από ψηλά μια φοβερή
βροντή. Τρομοκρατημένοι συνέχισαν την πορεία τους. Μέσ’ από τη βροντή όμως
λές και ξεπήδησε αμέσως ένα τεράστιο ραβδί, που χτύπησε με τόση δύναμη το
πλοίο, ώστε μεμιάς το τσάκισε και το βούλιαξε αύτανδρο!

144
Πνίγηκαν όλοι, εκτός από έναν: τον μισθωτό ναύτη, που – θαυμαστό! - Άρπαξε
μια σανίδα και σώθηκε. Αυτός ήταν που διηγήθηκε μετά το πώς χάθηκε το καράβι.

Το απίστευτο – και όμως αληθινό – είναι ότι την ώρα ακριβώς που πνίγηκαν οι
ναυτικοί, έπεσε νεκρός κι ο σύντροφός τους, που είχε μείνει πίσω για να βαφτίσει το
παιδί του. Ξεψύχησε αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, ενώ έτρωγε κι έπινε μαζί
με μερικούς φίλους του!

-Τί να σκεφτούμε τώρα για όλα αυτά; ρώτησε τους ακροατές του ο δίκαιος
Νήφων. Γιατί χάθηκαν όλοι μονομιάς; Νομίζω πως είναι φανερό: Οι ναυτικοί
καταδικάστηκαν από το Θεό γιατί δούλευαν συνειδητά και αμετανόητα στην
αμαρτία. Και επειδή παρανομούσαν όλοι μαζί, γι’ αυτό και πνίγηκαν έτσι φρικτά όλοι
μαζί. Αυτός πάλι που πέθανε στο σπίτι του, ήταν επειδή έδειχνε λίγη μετάνοια. Να
γιατί ξεψύχησε τουλάχιστο στη στεριά και κοντά στους δικούς του. Η δικαιοκρισία
του Θεού δεν τον άφησε να πνιγεί μαζί με τους υπόλοιπους, αφού είχε λίγη
μεταμέλεια. Αυτή, βέβαια, δεν ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει τη σωτηρία. Του
εξασφάλισε όμως έναν καλύτερο θάνατο. Και το σώμα του αξιώθηκε να ταφεί στη
γη, αντί να χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Όσο για τον μισθωτό ναύτη, που σώθηκε
με τη σανίδα, ο Θεός έκρινε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τους άλλους στην
παρανομία. Γι’ αυτό και τον απάλλαξε από την καταδίκη τους… λοιπόν, παιδιά μου,
ας αποφεύγουμε την αμαρτία, που τόσες οδύνες προξενεί και κανένα καλό δεν
φέρνει. Πόσο πόνο, πόσο θρήνο και τι πέλαγος συμφορών γέννησε και γεννάει στο
γένος των ανθρώπων!...

-Όμως, πάτερ, του παρατήρησαν οι χριστιανοί, δεν έδωσες απόκριση σ’ εκείνο


ακριβώς που ρωτήσαμε την αγιωσύνη σου: Πώς δηλαδή, εξηγείται, να μπαίνουν
στο ίδιο πλοίο άνθρωποι από διαφορετικούς τόπους, και να πνίγονται όλοι;

-Άνθρωπος που δεν είναι ένοχος για κάτι, σπάνια θα πνιγεί στη θάλασσα,
απάντησε ο όσιος. Συχνά, βέβαια, γλυτώνουν τον πνιγμό και πολλοί αμαρτωλοί,
που κινδυνεύουν ή και ναυαγούν στα πέλαγα. Το οικονομεί έτσι ο φιλάνθρωπος
Θεός, ώστε, ξεφεύγοντας το θάνατο, να έρθουν σε συναίσθηση των αμαρτιών τους
και να μετανοήσουν. Άλλες φορές πάλι ο πανούργος διάβολος υπολογίζει, από
διάφορες εξωτερικές ενδείξεις, ότι πλησιάζει το τέλος ενός ανθρώπου. Και τότε
αγωνίζεται να τον θανατώσει μια ώρα αρχύτερα και με τρόπο βίαιο – είτε πνίγοντάς
τον σε πηγάδι, είτε ρίχνοντάς τον σε γκρεμό, είτε ερεθίζοντας θηρία να τον
κατασπαράξουν είτε βάζοντας άλλους ανθρώπους για να τον σκοτώσουν με

145
γρονθοκόπημα ή πετροβόλημα ή δηλητήριο κ.ο.κ. και όλα αυτά τα κάνει ο σατανάς
μαζί με τους υπηρέτες του- πάντα, βέβαια με παραχώρηση του Θεού – για να
καυχηθεί, ο ανόητος, πώς είναι κύριος του θανάτου των ανθρώπων…

Μεγάλη δέηση

Όταν γύρισε στο κελί του – βρισκόταν εκεί κοντά, στην περιοχή των μεγάρων
της Υπατίας, όπου αργότερα έγινε κοινόβιο- ήταν δακρυσμένος κι αναστέναζε με
θλίψη.

-Τί συμβαίνει, πάτερ; Τί έχεις; Τον ρώτησα λιγάκι ανήσυχος.

-Αχ, παιδί μου… Φεύγοντας από την εκκλησία, είδα έναν άνθρωπο να χτυπάει
άσπλαχνα το ζώο του. Τόσο άγρια το χτύπησε, που βόγγηξε, το δύστυχο,
παραπονεμένα βαρυγγωμώντας ενάντια στον ανελέητο κύριό του. Και θρήνησα…
Γιατί αν μας καταδικάζουν τώρα ακόμη και τ΄ άλογα ζώα, τι θα κάνουμε, οι
ταλαίπωροι, την ημέρα της Κρίσεως, που θα δώσουμε λόγο για κάθε πράξη μας; Θ’
ακούσουμε τότε: «Δεν έδειξες έλεος, και δεν θα ελεηθείς!»… Αχ!...

Αποσύρθηκε κατόπιν στο βάθος του κελιού του, στράφηκε στ’ ανατολικά κι
έκανε μια θερμή ικεσία στο Θεό, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό:

-Δέσποτα Κύριε, ο Θεός μου,

που με ζωογόνο αέρα τον αιθέρα γέμισες

και με τις ηλιαχτίδες τον λαμπρύνεις,

ο Θεός ο μεγάλος και καρδιογνώστης,

συγχώρεσε τις αμαρτίες μου

με τις πρεσβείες των αγίων Σου,

και την καρδιά μου Εσύ πλημμύρισε

146
με την αθάνατή Σου τη γλυκύτητα

και με της δόξας Σου το φως.

Ας μ’ αξιώσει η φιλανθρωπία Σου

να φυλαχτώ καθαρός όλες τις μέρες της ζωής μου

«από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος»,163

«Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντάς με,

πολέμησον τους πολεμούντάς με˙

επιλαβού όπλου και θυρεού

και ανάστηθι εις την βοήθειάν μου˙

έκχεον ρομφαίαν

και σύγκλεισον εξεναντίας των καταδιωκόντων με»,

λέγοντας πάντα στην ψυχή μου: «Μη φοβάσαι,

«σωτηρία σου ειμί εγώ»,164

Ο Πλάστης και Δημιουργός σου.

Ταπεινωθείτε λοιπόν και ντροπιαστείτε

όσοι ζητάτε

το πλάσμα μου να καταπιείτε!».

Ναι, Κύριε μου Ιησού Χριστέ,

πες τα λόγια αυτά στο δούλο Σου

για να του ευφράνεις την ψυχή.

Και, καθώς τότε, που ο πιστός Σου δούλος Μωυσής

Σε παρακάλεσε, σταμάτησες τη δίκαιη απειλή Σου

ενάντια στο λαό του Ισραήλ,

147
έτσι και τώρα, που Σε ικετεύω ο αμαρτωλός εγώ,

άσπιλο φύλαξέ με, Θεέ μου, αμόλυντο, αγνό,

και κράτησέ με σε εγρήγορση πνευματική.

Η χάρη Σου, φιλάνθρωπε, ας μείνει πάντα μέσα μου˙

η χάρη Σου, εύσπλαχνε, ας με καταφωτίσει˙

η χάρη Σου, υπερένδοξε, ας με σώσει δωρεάν.

Η ειρήνη Σου, άγιε, ας βασιλεύσει στην καρδιά μου˙

η ειρήνη Σου, μακρόθυμε, φαιδρά ας με αγιάσει˙

η ειρήνη Σου, πολυέλεε, φιλάνθρωπα ας με υιοθετήσει.

Η σοφία Σου, τρισάγιε, ας αναβλύζει από τα χείλη μου˙

η σοφία Σου, αθάνατε, ας πλημμυρίσει όσους τη διψούν˙

η σοφία Σου, αναμάρτητε,

τους πονηρούς μου ας συντρίψει λογισμούς

«Το Πνεύμα σου το αγαθόν

οδηγήσει με εν τη ευθεία»165˙

το Πνεύμα Σου το άγιο

ας μου χαρίσει την αιώνια ζωή˙

το Πνεύμα Σου το γλυκύ, το Παράκλητο,

ας μείνει μέσα σ’ εμένα,

που σ’ Εσένα πιστεύω, υπερουράνιε.

Η ειρήνη του Θεού Πατέρα

και η σοφία του Υιού

και του αγίου Πνεύματος η χάρη

148
μέσα μου ας κατασκηνώσουν,

ψυχή, σώμα, καρδιά και νου ας μου φωτίσουν,

τα αισθητήριά μου όλα

με φως ουράνιο ας πλημμυρίσουν

και καθαρό δοχείο ας με αναδείξουν,

όπου Αυτός θα κατοικήσει, ο τρισυπόστατος Θεός.

Κύριε, χάρισέ μου την καθαρότητά Σου,

την πραότητα και τη μακροθυμία Σου,

την ειρήνη, τη σύνεση και τη σοφία Σου,

τον αγιασμό και τη γαλήνη Σου,

το Πνεύμα Σου το αγαθό,

που, σαν αληθινός Θεός θα με φωτίσει

και θα με κάνει τέκνο του φωτός.

Κύριε ο Θεός μου, παρακαλώ ακόμα

Τα σπλάχνα Σου τα πατρικά και δοξασμένα,

Συγχώρεσε με, που έλιωσα από την αμαρτία

Και παροργίζω συνεχώς, φιλάνθρωπε,

το μέγα πέλαγος και τ΄ άφατο των οικτιρμών Σου.

Η δυσωδία είμ’ εγώ της αμαρτίας,

το βδέλυγμα είμαι της πλάνης,

το καταγώγιο είμαι των παθών,

και μ’ όλ’ αυτά ντροπιάζω το γένος των ανθρώπων.

Εύσπλαχνε, λύτρωσέ με από τη γέεννα,

149
σώσε με απ’ των οδόντων τον τριγμό,

απάλλαξέ με απ’ τον πικρό τον τάρταρο,

γιατί Εσύ μονάχα έχεις, άγιε, μια τέτοια δύναμη.

Και τούτο δεν θα τ αξιωθώ απ’ τους αγώνες μου,

μα δωρεάν, απ’ τ΄ άφατό Σου έλεος.

Ναι, Θεέ μου, μεγάλε και καρδιογνώστη,

φωστήρα των ουράνιων ταγμάτων άσβηστε,

των Χερουβείμ και Σεραφείμ,

Θρόνων, Εξουσιών, Κυριοτήτων,

Δυνάμεων, Αγγέλων, Αρχαγγέλων και Αρχών,

Όλων των επουρανίων δυνάμεων,

που Εσύ εξουσιάζεις…

Τη στιγμή εκείνη μια κραυγή, απειλητική κι ανατριχιαστική, ακούστηκε πίσω


από τον όσιο, που προσευχόταν με δάκρυα, και τον έκανε να διακόψει την ικεσία
του. Ήταν ο διάβολος! Εξαγριωμένος από τα λόγια της προσευχής, όρμησε με
μανία καταπάνω του για να τον χτυπήσει, να του κλείσει το στόμα. Μα δεν
κατάφερε να του κάνει τίποτα, γιατί η φοβερή δύναμη του Θεού τον περιτείχιζε και
τον προστάτευε αόρατα.

Φρένιασε τότε ο σατανάς και φώναξε με λύσσα:

-Αχ! Σκληροτράχηλε, που με τις μαγγανείες της διακρίσεως, καταξεφτιλίζεις κι


εμένα και τα τεχνάσματά μου!... Τι να σου κάνω, που με το πές – πες όλη την ώρα
για τις ουράνιες δυνάμεις και τις ουράνιες δυνάμεις… μου αχρήστεψες όλες τις
δικές μου δυνάμεις!... Αχ! Αχ! Αχ!... Σκλάβος μου ήσουνα! Και τώρα ο Ναζωραίος σε
κάθισε στο σβέρκο μου!...

Αυτά είπε κι έγινε άφαντος ο πονηρός. Ο Νήφων τότε συνέχισε και τέλειωσε με
λυγμούς την προσευχή του:

-... κοίταξε με, τον φτωχό,

150
Πατέρα άγιε, τρισάγιε και πολυδοξασμένε,

και άκουσέ με, τον αμαρτωλό και ταπεινό.

Όπως του Άβελ δέχτηκες τα δώρα

και τη θυσία του Αβραάμ,

δέξου και τη δική μου δέηση την ώρα τούτη,

που Σου κράζω με φωνή δοξαστική,

και βόηθα με, τον εξαχρειωμένο

από τη φαύλη μου ζωή.

Δέξου την ικεσία μου αυτή

στο νοερό Σου υπερουράνιο θυσιαστήριο,

στην πρωτεύουσα των ουρανών, την Ιερουσαλήμ.

Παντοτινά να με θυμάσαι

μαζί με τις άγιες και επουράνιες δυνάμεις Σου,

τις ωραιότατες και τις γλυκύτατες,

που τόσο τις ποθεί η ψυχή μου…

Στα λόγια αυτά της προσευχής του, ένα ουράνιο φως άστραψε γύρω του και
μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε το κελί του. Και να! Φανερώνεται μπροστά του ο
ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός και του λέει με ιλαρότητα:

-Ευλογημένος να είσαι, Νήφων! Το πνεύμα σου ν’ αγάλλεται! Η καρδιά σου να


σκιρτάει! Τα αισθητήριά σου να ευφραίνονται! Γιατί εγώ θα σε σώσω!... Μακάριος
είσαι! Γιατί πρόσταξα τους αγίους αγγέλους τ΄ ουρανού να σε μνημονεύουν σε όλες
τις θυσίες, που προσφέρουν αδιάλειπτα στον Πατέρα μου. Καθώς εσύ στις
προσευχές σου μνημονεύεις τα επουράνια τάγματα, ένα – ένα με τ΄ όνομά τους,
έτσι και καθένα απ’ αυτά μνημονεύει το δικό σου όνομα και ικετεύει τον Πατέρα μου
να σε λυτρώσει από τα τεχνάσματα του διαβόλου. Μου χρωστάς λοιπόν
ευγνωμοσύνη και για τούτη την ευεργεσία.

151
Μεγάλη δοξολογία

Με τα τελευταία τούτα λόγια ο Κύριος αναλήφθηκε ένδοξα στους ουρανούς,


ενώ ο δίκαιος, αλλοιωμένος από τη θεωρία και συνεπαρμένος από μιαν
ανέκφραστη ηδονή, ακολουθούσε με το βλέμμα του τον ουράνιο επισκέπτη, που
ξεμάκραινε… Τα χείλη του κινήθηκαν αυθόρμητα σε μια δοξολογική προσευχή:

-Άγιος, άγιος είσαι, άγιος,

Κύριος Ιησούς Χριστός,

ο Υιός του Πατρός,

«ο αμνός του Θεού

ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»!166

Ευλογημένος είσ’ Εσύ και δοξασμένος

και υπερύμνητος και υπεραινετός,

το θεϊκό απαύγασμα και το γλυκύ αποτύπωμα

του μοναδικού Θεού Πατρός,

όλος ο ίδιος ο Πατέρας,

όλος ο άναρχος, ο άρρητος και ο φρικτός,

ο «αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον»,167

το κάλλος το μακάριο!

Δόξα σοι ο Θεός,

ο μεγάλος και φοβερός,

152
που Σε τρέμουνε τα σύμπαντα,

που όλα Σ’ ευλαβούνται,

που δίνεις χαρά στα πέρατα!

Η Αγάπη η αθάνατη,

του Πατέρα το πολύχυμο κλαδί

το φορτωμένο μ’ όλες τις ευεργεσίες!

Μ’ ένα Σου νεύμα

σαλεύεις τα θεμέλια της γης!

Με της ειρήνης Σου το βάλσαμο

και με την αγαλλίαση του Πνεύματός Σου

τα πρόσωπα φαιδρύνεις όλων των αγγέλων.

Του Παρακλήτου η ανάπαυση!

Το μεγάλο μάτι και ακοίμητο!

Ο Θεός μου και άνθρωπος,

ο Ένας, μα και ο Διπλός,

το γέννημα το φοβερό,

η ωραιότητα των ωραίων,

ο άγιος και ο μακάριος,

ο αχώρητος και ακατάληπτος.

Δόξα σ’ Εσένα, που η εξουσία Σου απλώνεται

Απ’ τ’ ανατολικά ως τα δυτικά του ουρανού

κι απ’ τη μια ως την άλλη άκρη της γης.

Να υμνείσαι πρέπει Εσύ,

153
ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα,

ο Θεός, που συντηρείς ολόκληρη την κτίση,

την ορατή και την αόρατη,

που συγκρατείς και κυβερνάς

και τρέφεις και ποτίζεις

τα γένη τ΄ αναρίθμητα

των έργων και των δημιουργημάτων Σου.

Θ’ ανοίξω το στόμα μου

και θα Σου μιλήσω, σοφέ και αιώνιε Θεέ,

νεουργέ, άρρητε, ανέγγιχτε,

αψηλάφητε νου, Λόγε, ειρήνη,

γλυκύτητα, ευωδία, χάρη,

μαργαριτάρι, ολόασπρο, αστέρι, αυγή,

θεμέλιο στέρεο, φως, πέλαγος ακαταληψίας,

άβυσσε των αβύσσων,

απρόσιτε κι απ’ τον απρόσιτο γεννημένε,

δύναμη, εξουσία, κυριαρχία,

άναρχε, ζωοδότη, τεχνουργέ,

εφευρέτη, ασάλευτε, καθαρέ,

που υψώνεις και γκρεμίζεις,

που σοφίζεις και μωραίνεις,

Παντοκράτορα, εξουσιαστή, Νυμφίε!

Χαίρε Συ, που μας χάρισες

154
«ουρανόν καινόν και γην καινήν»!168

Πώς να Σ’ ονομάσω,

των αιώνων δημιουργέ;

Πώς να Σ’ αποκαλέσω αλλιώς,

Άπειρη Αγάπη του Πατέρα;

Και πώς, η λάσπη εγώ, ν’ απολογηθώ

σ’ Εσένα, που κρατάς στη χούφτα Σου

την τιποτένια μου ζωή;…

Άγιε, τρισάγιε, Σε δοξολογώ! Αμήν.

Ύστερα απ’ αυτή τη δοξολογία, η καρδιά του οσίου γέμισε ευφροσύνη και
γλυκύτητα. Και πιο πολύ, επειδή άκουσε από τον Κύριο, πώς είχε προστάξει τις
ουράνιες ταξιαρχίες να τον μνημονεύουν στις αδιάκοπες αναίμακτες θυσίες τους.

Φίλος των αγγέλων

Ένα πρωινό, κινήσαμε για να λειτουργηθούμε στο ναό του αγίου Νικολάου,
που βρίσκεται δίπλα στο παλάτι της Αφθονίας, καθώς το λένε.

Φτάσαμε πριν αρχίσει η ακολουθία. Μα ο δίκαιος άρχισε αμέσως να


προσεύχεται στον Κύριο, τραβηγμένος σε μιαν άκρη. Γρήγορα βυθίστηκε στη
μυστική θεωρία. (Εδώ άς σημειώσω πως, όταν προσευχόταν και δεν έβλεπε
ολοφάνερα τον Κύριο, θεωρούσε την προσευχή του χαμένο χρόνο).

Μετά από αρκετή ώρα τον άκουσα να συζητάει με κάποιον. Παραξενεύτηκα,


γιατί ήξερα πώς δεν ήταν ακόμα κανένας στην εκκλησία.

Σε μια στιγμή σταμάτησε τη συνομιλία, και μετά από λίγο κάθισε


συλλογισμένος στο στασίδι του. Ήθελα να τον ρωτήσω με ποιόν μιλούσε, μα στο
μεταξύ άρχισε η θεία λειτουργία.

Την ώρα που το εκκλησίασμα έψαλλε, ο όσιος ήταν όρθιος, με το βλέμμα του
καρφωμένο επίμονα στο άγιο θυσιαστήριο. Έλαμπε από ευφροσύνη και ιλαρότητα.

155
Η όψη του είχε αλλοιωθεί. Το πρόσωπό του ήταν λαμπερό και ρόδινο σαν φρέσκο
τριαντάφυλλο.

Όταν γινόταν η μεγάλη είσοδος, ο όσιος άπλωσε με πόθο τα χέρια του στ’ άγια
και φάνηκε να προσεύχεται με συγκλονιστική ένταση. Η καρδιά του χτυπούσε
δυνατά, πήγαινε λες να σπάσει. Πλημμυρισμένος απ’ τη χάρη του Πνεύματος και
κυριευμένος από τον θείο έρωτα, λαχταρούσε να τρέξει πίσω απ’ τ΄ άγια, να πέσει
πάνω τους, να τα καταφιλήσει… Μα για να μη σκανδαλίσει κανένα και από
σεβασμό στην τάξη, συγκρατούσε την ένθεη ορμή του κι έμενε στη θέση του,
δοξολογώντας το Θεό.

Φεύγοντας, μετά την απόλυση, από την εκκλησία, τον παρακάλεσα να μου
αποκαλύψει με ποιόν μιλούσε εκεί, νωρίς το πρωί, και τι θεωρία είχε. Κι εκείνος,
σαν πατέρας φιλόστοργος, τίποτα δεν μου έκρυψε. Γι’ αυτό κι εγώ τώρα
καταγράφω εδώ όσα άκουσα, για να δοξαστεί το όνομα του Θεού και να
ευφρανθούν όσοι ελπίζουν σ’ Αυτόν.

Στην εκκλησία λοιπόν ο μακάριος είχε συνομιλία μ’ έναν άγγελο! Ήταν ο


άγγελος που φρουρούσε το άγιο θυσιαστήριο. Αυτός φανερώθηκε σε μια στιγμή
στον όσιο και του είπε:

-Από καιρό ήθελα πολύ να συναντήσω την ενδοξότητά σου! Παρακαλούσα


λοιπόν το Θεό να έρθεις καμιά φορά κι εδώ για να προσευχηθείς, ώστε, μ’ αυτή την
ευκαιρία, να σε γνωρίσω και ν’ απολαύσω την προσευχή σου.

Ο όσιος απόρησε.

-Καλά, που με ξέρεις, θειότατε; Και γιατί είχες τόσο πόθο να συναντήσεις
εμένα, ένα γέρο σαπισμένο απ’ την αμαρτία;

-Να, γι’ αυτό ακριβώς είχα ένα τέτοιο πόθο: για να γνωρίσω αυτή σου την
ταπείνωση. Γιατί είχα ακούσει στον ουρανό, πώς σου τη χάρισε ο Κύριος με το ίδιο
Του το χέρι.

-Άκουσες εσύ τέτοιο πράμα; Μα είναι δυνατό να γίνεται λόγος στον ουρανό για
ένα σίχαμα σαν κι εμένα;

-Αλήθεια σου λέω, αγαπημένε του Θεού, αποκρίθηκε μ’ ένα ιλαρό χαμόγελο ο
άγγελος. Δόλος σ΄ εμένα δεν υπάρχει. Άκουσε, λοιπόν: Όποτε πηγαίνω στο
επουράνιο θυσιαστήριο, για να μεταφέρω στο Θεό από τούτο, το επίγειο, τις ικεσίες

156
και τις προσφορές των χριστιανών, φτάνουν στ’ αυτιά μου όσα λένε οι άλλοι
άγγελοι για σένα – ότι ο Νήφων είναι ευάρεστος στον Ύψιστο, γιατί με τη βαθειά
του ταπείνωση κάνει στάχτη τους δαίμονες˙ ότι θυμάται στις προσευχές του τις
ουράνιες δυνάμεις, και γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταξε κάθε άγγελο να τον μνημονεύει
αδιάκοπα… και άλλα παρόμοια. Να γιατί επιθυμούσα τόσο να σε γνωρίσω. Και
τώρα ευχαριστώ το Θεό, που πραγματοποίησε την επιθυμία μου…

-Μα, δεν είναι δυνατόν, υπέρλαμπρε φωστήρα τ΄ ουρανού! Κάποιο λάθος


πρέπει να έχει γίνει… Αυτά που λες πως άκουσες, οπωσδήποτε για κάποιον άλλο
Νήφωνα θα τα είπαν οι άγγελοι. Για μένα τούτη μόνο είναι η αλήθεια: Ότι κανένα
καλό δεν έχω κάνει.

Κατάπληκτος πια και θαμπωμένος ο άγγελος απ’ την απέραντη ταπείνωσή


του, έγινε άφαντος χωρίς να πει άλλο λόγο.

Ο όσιος έσκυψε και προσκύνησε το σημείο όπου είχε σταθεί. Ύστερα


βυθίστηκε σε σκέψεις.

«Πρόσεξε, ταλαίπωρε Νήφων!», συλλογίστηκε. Ακόμα κι αν είναι καλός ο


αγώνας σου και αξιέπαινη τάχα η άσκησή σου και γλυκός ο καρπός των κόπων
σου, ωστόσο μοιάζεις μ’ ένα εμπορικό πλοίο, γεμάτο απ’ όλα τα καλά, που ταξιδεύει
ακόμα μεσοπέλαγα. Ποιός ξέρει όμως αν θα φτάσεις στο λιμάνι, όπου θα
συναντήσεις το Χριστό, ή αν θα ναυαγήσεις, οπότε θα χάσεις την καλή σου
πραμάτεια; Και τότε; Ώ, τι συμφορά!... Πες πως είσαι κι ένα χωράφι σπαρμένο,
γεμάτο στάχυα. Μα ποιός ξέρει… Θ’ αντέξεις ως τη μέρα του θερισμού; Ή θα φάνε
τα πουλιά και τα ζώα του αγρού τα στάχυα σου, κι η φωτιά τ΄ άχυρα που θ’
απομείνουν…».

Με τέτοιους λογισμούς ήρθε σε κατάνυξη και ταπεινώθηκε ακόμα περισσότερο.


Τότε ήταν που κάθισε στο στασίδι του, όπως είπα πιο πάνω, λίγο πριν αρχίσει η
λειτουργία.

Άγγελοι συλλειτουργοί

Μετά τον ρώτησα τι έβλεπε όταν άρχισε η θεία λειτουργία.

157
Μετά είπε πως, μόλις έβαλε ο λειτουργός το «Ευλογημένη η βασιλεία…», είδε
φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον
ιερέα, χωρίς εκείνος να καταλάβει τίποτα.

Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από το λαό, τέσσερις


άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους.

Στον Απόστολο, φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγείτο τον


αναγνώστη. Στο «Αλληλούια», μετά το τέλος του Αποστόλου, οι φωνές του λαού
ανέβαιναν ενωμένες στον ουρανό σαν ένα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σκοινί. Και στο
Ευαγγέλιο, μια –μια λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν
στα επουράνια.

Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξάφνου ο όσιος ν’ ανοίγει
ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν
από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, το Χριστό και Υιό του
Θεού.

Και να! Τότε παρουσιάστηκε ένα κατακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το


κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, που Το έφεραν και Τ΄ απόθεσαν στο άγιο
δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος
λευκοφόροι νέοι, ολόλαμπροι, που ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του
ομορφιά.

Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου. Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα
χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο
κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Παιδί.

Μόλις βγήκαν τ’ άγια, και ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, ο όσιος είδε
αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από το κεφάλι του λειτουργού, δυο
Χερουβείμ και δυο Σεραφείμ να προχωρούν μπροστά του, και άπειρους άλλους
αγγέλους να τον τριγυρίζουν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους.

Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία τράπεζα κι απόθεσε εκεί τα τίμια Δώρα, οι
άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δυο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά
του λειτουργού και τα δυο Σεραφείμ στ΄ αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα
βλέπει.

158
Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» και έφτασαν στον
καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «…
μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω. Αμήν, αμήν, αμήν». Τότε βλέπει ο δίκαιος
έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Το Αίμα Του το έχυσε στο
άγιο πορήριο, ενώ το θείο σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.
Ύστερα αποτραβήχτηκε πάλι στη θέση του και στάθηκε σεμνά και ευλαβικά.

Όταν ο λειτουργός ύψωσε τον άγιο Άρτο, εκφωνώντας «Τα άγια τοις αγίοις»,
και ο λαός έψαλλε «Εις άγιος, εις Κύριος…», κάποιος από το εκκλησίασμα
στράφηκε στον όσιο και τον ρώτησε σιγανά:

-Γιατί, πάτερ, ο ιερέας λέει «Τα άγια τοις αγίοις»;

-Για μας όλους το λέει, παιδί μου. και σημαίνει: Στα άγια μέλη του Χριστού να
προσέλθει όποιος είναι άγιος!

Μα ο άλλος, που ήταν απλοϊκός και αγράμματος, ξαναρώτησε:

-Και τί είναι αγιωσύνη, πάτερ;

-Να… Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνει μέτοχος σε τόσο μεγάλο


μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή βρίζεις ή
κατακρίνεις το συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία κοινωνία. Πρώτα
εξέτασε τον εαυτό σου, δες ποιός είσαι, και μετά… Αν είσαι ενάρετος, έλα. Αν δεν
είσαι φύγε!...

Ήδη όμως ο λειτουργός είχε πει το «προσέλθετε».

Ο όσιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα


μαύριζαν μόλις έπαιρναν τα θεία μυστήρια. Και άλλων έλαμπαν σαν τον ήλιο!
Αναστέναξε ο μακάριος και κούνησε το κεφάλι του…

Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη


μετάληψη. Όταν λοιπόν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα
στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού τα πρόσωπά
τους με φανερή αποστροφή. Τότε τα άχραντα μυστήρια σα να εξαφανίζονταν από
την αγία λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα
και το Αίμα του Χριστού. Με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του,
έφευγε κατάμαυρος!

159
Όταν τέλειωσε η λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, τότε
παρουσιάστηκε πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των αγίων αγγέλων! Η στέγη
του ναού λες και σκίστηκε στα δύο. Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδί στους
ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως Το είχαν κατεβάσει, ενώ μια υπέροχη
ευωδία ξεχύθηκε και τώρα ολόγυρα.

Αυτά λοιπόν ήταν που είχε δει στην εκκλησία ο δίκαιος, και μου τα διηγήθηκε
στο δρόμο, καθώς γυρίζαμε στο κελί μας.

Πολλά μυστήρια, είναι αλήθεια, του αποκάλυπτε ο Θεός, «άτινα εάν γράφηται
καθ’ έν», όπως λέει και το Ευαγγέλιο, «ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα
γραφόμενα βιβλία». Θα προσθέσω, ωστόσο, λίγα ακόμα, για να δοξαστεί μ΄ αυτά ο
Θεός.

Έξω από την πόλη.

Πολλές φορές ο δίκαιος έφευγε μόνος του και πήγαινε έξω από την πόλη, στις
βορεινές ερημικές περιοχές, όπου αφιερωνόταν στην προσευχή και τη μυστική
συνομιλία με το Θεό. Πάντα αγαπούσε την ησυχία και επιζητούσε τη μόνωση.
Κάποτε μου είπε χαμογελώντας:

-Μεγάλη χάρη έχει η ησυχία, παιδί μου. Και πολλές πνευματικές ηδονές
προσφέρει. Μα να, που εμείς την αφήνουμε και κατοικούμε μέσα στο στόμα του
σατανά, στερώντας έτσι τον εαυτό μας από τόση απόλαυση…

-Καλά, πάτερ, του αντέτεινα εγώ, κι εσύ που, με τη χάρη του Θεού, μεγάλωσες
και μένεις ως τώρα μέσα στην πόλη, τι κακό έπαθες;

-Ο Θεός μόνο ξέρει, παιδί μου, σε πόσους πειρασμούς μ’ έβαλε ο σατανάς, σε


πόσα αμαρτήματα μ’ έριξε και σε πόσα πάθη με δούλωσε… Σε τόσα, που στ΄
αλήθεια – για να μιλήσω μ’ ανθρώπινο τρόπο – σε πολλούς κόπους μπήκε ο
Κύριός μας Ιησούς Χριστός για να με ξεκολλήσει από την κακή συνήθεια…
Υπήρξαν στιγμές πολύ δύσκολες, που φανερωνόταν ο Ίδιος να με διδάξει, να με
νουθετήσει και να με παρηγορήσει. Άλλοτε έστελνε το Πνεύμα Του, που καθόταν
στον ώμο μου σαν λευκό περιστέρι και με γέμιζε με θεία δύναμη και σύνεση. Και
όμως, η πονηρή συνήθεια συνέχιζε να με σπρώχνει στην αμαρτία. Πολλές φορές
ερχόταν κι ο μακάριος Παύλος και μου έδινε συμβουλές, πώς να νικάω τα βρώμικα

160
πάθη. Έτσι, λίγο – λίγο και με πολλή δυσκολία, γλύτωσα απ΄ τα δόντια του νοητού
δράκοντα… Ποτέ να μη δώσει ο παντοδύναμος Θεός, παιδί μου, να γνωρίσεις τις
αμαρτίες που έκανα, όταν ήμουν νέος.

Θυμήθηκε τότε μια οδυνηρή εμπειρία του, και συνέχισε:

-Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, βρέθηκε μια μέρα σε κάποια εκκλησία της
Θεοτόκου. Ξάφνου, με κυριεύει μια παράξενη ταραχή, ενώ ακούω φωνή από τον
ουρανό να μου λέει: «Νήφων! Ως πότε; Φτάνει πια! Πολλά κακά έκανες!». Τόσο
βροντερή και φοβερή ήταν η φωνή εκείνη, που πετάχτηκα από το στασίδι μου
έντρομος.

Πρόσθεσε ύστερα με συντριβή:

-Αν ο ίδιος, ο Θεός βεβαίωσε τότε πως είμαι τόσο αμαρτωλός, τί έχω να πω
εγώ για τον εαυτό μου; Κι αν ακόμα μου δώσει ο Κύριος τη δύναμη – πράγμα
αδύνατο, βέβαια – να δημιουργήσω άλλον ουρανό κι άλλη γη, και να λένε
θαυμάζοντας οι άνθρωποι «να, όλα τούτα τα ‘χει φτιάξει ο Νήφων!», και πάλι εγώ,
έχοντας στο νου τις ανομίες μου, δεν πρόκειται αν ξεγελαστώ και να πιστέψω πως
είμαι κάτι. Δαιμόνιο πονηρό και στα έργα και στην προαίρεση είμαι!... Να, λοιπόν,
πώς μου βγήκε σε κακό που ανατράφηκα στην πόλη. Αχ, παιδί μου! Αν ήξερες τι
και τι έκανα στα νιάτα μου, θα μ’ έφτυνες και θα το έβαζες στα πόδια!...

Και αμέσως αναλύθηκε σε δάκρυα, γιατί θυμήθηκε ότι κάποτε, που είχε πέσει
σε μια βαριά αμαρτία κι ύστερα είχε πάει στην εκκλησία, ο ίδιος ο Κύριος του
παρουσιάστηκε και τον έδιωχνε με αυστηρότητα από το ναό Του.

-Άκου δω! Τον απείλησε. Έτσι που πας, δεν έχεις σωτηρία!

Ο Νήφων τότε έπεσε στα πανάχραντα πόδια Του, τ΄ αγκάλιασε με πόθο και τα
καταφιλούσε κλαίγοντας πικρά.

-Κύριε…, έλεγε ανάμεσα στ’ αναφυλλητά του, ούτε στο μεγάλο Σου έλεος… δεν
θα βρω σωτηρία;

Τότε ο πολυεύσπλαχνος Ιησούς τον ανασήκωσε στοργικά, του χαμογέλασε και


τον βεβαίωσε:

-Ναι! Θα βρείς σωτηρία στο έλεός μου! Γι’ αυτό μη φοβάσαι. Από τώρα κανείς
δεν θα σε πάρει πια από κοντά μου. Μόνο, όσες φορές πέφτεις, να προστρέχεις σ’

161
εμένα με ταπείνωση και μετάνοια, ομολογώντας το σφάλμα σου και φωνάζοντας το
«ήμαρτον!». Κι εγώ θα σου γιατρέψω την πληγή και θα σου παραστέκομαι.

Αυτά του είπε ο Κύριος, ο πλούσιος σε έλεος και άφατος σε φιλανθρωπία, κι


εξαφανίστηκε.

-Σαν τα θυμάμαι λοιπόν όλα αυτά, σχολίαζε ταπεινά ο όσιος, βαραίνει η καρδιά
μου. Τί καλό έχω κάνει για να με δικαιώσει απ’ τα έργα μου ο Θεός; Τίποτα! Μόνο
στο έλεός Του ελπίζω…

Όσα μου διηγήθηκε, έκαναν και τη δική μου καρδιά να ταπεινώνεται. Τα


συλλογιζόμουνα κι έλεγα: «Αλίμονό μου, του άθλιου! Αν αυτός μιλάει έτσι, τί θα
πρέπει να πω εγώ, που δεν έχω στάλα αρετής;».

Είχε, βλέπετε, πάντα τη συνήθεια αυτή ο μακάριος, να εξουθενώνεται μπροστά


στο Θεό. Πολλές φορές, τριγυρνώντας σ’ έρημους τόπους, κατηγορούσε τον εαυτό
του κι έλεγε:

-Άθλιε! Δεν σου φτάνει που στην πόλη μόλυνες τους ανθρώπους με την αισχρή
σου πολιτεία, ήρθες τώρα και στην ερημιά για να τη βρωμίσεις κι αυτή; Να ξεράνεις
και τα φυτά με τις αμαρτίες σου;

Μαστιγώνοντας με τέτοια λόγια τον εαυτό του, τον κατέβαζε νοερά στον άδη και
τον αλυσόδενε κάτω απ’ το σατανά, μονολογώντας:

-Έτσι σου πρέπει, βρωμερέ! Σφιχτοδέθηκες πιο κάτω κι απ’ τους δαίμονες, για
να καταλάβεις πώς αμάρτησες χειρότερα απ΄ αυτούς!

Με δάκρυα πρόφερε τις τελευταίες λέξεις, γιατί φοβόταν μη χαθεί η ψυχή του
και κολαστεί αιώνια. Γιατί, όπως έλεγε, η πίκρα του άδη θα είναι φοβερή. Εκεί θα
βασιλεύουν το πηχτό σκοτάδι και η αφόρητη δυσωδία, που θα ξεχύνεται απ’ το
σατανά. Αλλά και οι ταλαίπωρες ψυχές των κολασμένων αμαρτωλών, δεμένες κι
αυτές μέσα στο αιώνιο σκοτάδι, θα κλαίνε και θα σπαράζουν, ζητώντας μάταια λίγο
φως, λίγη παρηγοριά…

Φρίκη τον κυρίευε, όταν μιλούσε για τη σκοτεινή κόλαση ο δίκαιος, και ικέτευε
με θέρμη τον ελεήμονα Θεό να τον λυτρώσει απ΄ την καταδίκη εκείνη.

162
Μια μέρα, που ο ίδιος βρισκόταν πάλι σ’ έναν ερημικό τόπο, η προσευχή του
ξεχείλιζε από δοξολογίες και αίνους και ικεσίες στον Κύριο Ιησού Χριστό και στους
αγίους αγγέλους Του.

Έξαφνα το στερέωμα τ΄ ουρανού άνοιξε και ο Κύριος φανερώθηκε καθισμένος


σε περίλαμπρο θρόνο. Γύρω Του ήταν παραταγμένοι με σεβασμό κι ευλάβεια οι
αρχιστράτηγοι των ουρανίων ταγμάτων και αναρίθμητοι άλλοι άγγελοι. Το βλέμμα
του οσίου αιχμαλωτίστηκε από τη θεωρία, κι ένα χαμόγελο ευφροσύνης άνθισε στα
χείλη του. Η καρδιά του λαχταρούσε με φλογερό πόθο να βρεθεί ανάμεσά τους.
Πώς θα ήθελε να ήταν πουλί και να πετάξει ως εκεί!

Μα και εκείνοι φαίνονταν να τον κοιτάνε ευχαριστημένοι. Δείχνοντάς τον με


χαρά ο ένας στον άλλον, έλεγαν:

-Να, ο Νήφων! Ο αγαπημένος μας φίλος είναι εδώ! Τι αγάπη μας έχει, αλήθεια!
Μα γι’ αυτό κι εμείς τον μνημονεύουμε στις μυστικές ιερουργίες μας!

Με τις αγγελικές αυτές συνομιλίες, το όραμα έσβησε. Μα ο δίκαιος απόμεινε


εκεί, συνεπαρμένος απ’ την παρουσία τους, πλέκοντάς τους ύμνους και εγκώμια
γεμάτα χάρη και τερπνότητα.

Πάντα ο ευλογημένος μακάριζε τους αγγέλους και μας έλεγε:

-Ω, πόσο αγαπούν οι άγιοι άγγελοι το γένος των χριστιανών! Αν ξέραμε πόσο
κοπιάζουν για χάρη μας!... Πόσο λοιπόν πρέπει κι εμείς να τιμάμε και να
ευγνωμονούμε αυτούς τους μεγάλους ευεργέτες μας, αυτά τα πολύτιμα πετράδια, τ΄
αστραφτερά μαργαριτάρια, τα επουράνια στολίσματα, τ΄ αθάνατα λουλούδια! Γιατί
πρεσβεύουν ακατάπαυστα για μας στον Πανάγαθο και Τον ικετεύουν να μας
λυπηθεί και να μας σώσει απ’ την αιώνια κόλαση. Χώρια που μας παραστέκουν
νύχτα – μέρα: Όταν τρώμε, στέκονται δίπλα μας φρουροί. Όταν κοιμόμαστε, μας
σκεπάζουν προστατευτικά με τις φτερούγες τους. Μα κι όταν δουλεύουμε κι όταν
βαδίζουμε στο δρόμο κι όταν ταξιδεύουμε στη θάλασσα, παντού και πάντα, είναι
δίπλα μας, προστάτες και βοηθοί μας σε όλα!

Τα τραγούδια των δαιμόνων

163
Στη Βασιλεύουσα υπάρχει ένας ναός αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο,
που τον έχτισε κάποιος ευλαβής πλούσιος, ο Αρεώβινδος. Είναι πολύ ωραίος,
κατανυκτικός, χτισμένος με υλικά εκλεκτά και στολισμένος με καλαισθησία – άξιος
της Παναγίας μας.

Ένα πρωί λοιπόν, που ο όσιος ήταν εκεί κι ο λαός έψαλλε τον όρθρο, βλέπει
ξαφνικά με τα μάτια της ψυχής του να περνάει απ’ τον πλαϊνό δρόμο, σκυφτός και
κατσουφιασμένος, κάποιος άρχοντας των πονηρών πνευμάτων. Τον ακολουθούσε
ένα πλήθος από δαίμονες.

Μόλις άκουσαν, οι σιχαμεροί, τη δοξολογία του λαού, έσκασαν απ’ το κακό


τους. Λιώνοντας από το φθόνο, άρχισαν να γκρινιάζουν στον αρχηγό τους.

-Βλέπεις πώς δοξάζεται ο Ιησούς από τους δούλους Του; Ακόμα κι αυτούς που
είχαμε πρώτα μαζί μας, αυτούς που προσκυνούσαν τα είδωλα κι έψαλλαν τα δικά
μας τραγούδια, μας τους άρπαξε ο Ναζωραίος. Πού είναι λοιπόν η μεγάλη τάχα
δύναμή μας; Πάει! Νικηθήκαμε! Ρεζιλευτήκαμε!... Τέλειωσε η κυριαρχία μας!
Καταλύθηκε η βασιλεία του πατέρα μας. Ναι, όσο αυτός ήταν λυτός και πολεμούσε
μαζί μας, είχαμε κι εμείς θάρρος κι ενθουσιασμό, γι’ αυτό υποδουλώναμε εύκολα
τους ανθρώπους. Από τότε όμως που τον έδεσε ο Ιησούς στον άδη και τον πατάει
σαν σταφύλι, περιορίστηκε η εξουσία μας και ταπεινώθηκε το γόητρό μας! Αν
μάλιστα είναι κοντά και η συντέλεια, όπως φοβόμαστε, τότε τί θ’ απογίνουμε, οι
ταλαίπωροι;

Στα κλαψουρίσματα των δαιμόνων ο άρχοντάς τους, πιο ψύχραιμος εκείνος,


αποκρίθηκε:

-Σας κακοφάνηκε που ακούσατε να δοξάζεται ο Ιησούς στο σπίτι της Μαρίας;
Αυτό είναι μικρό αγκάθι. Με άλλους τρόπους μας πληγώνουν χειρότερα… Μα γιατί
χολοσκάτε; Τούτοι εδώ, που τώρα ψάλλουν ύμνους στον Ιησού, άλλες φορές
δοξολογούν εμάς, με τα τραγούδια τα δικά μας. Στο κάτω – κάτω, αν θέλετε, και
τώρα μπορώ να σας δείξω άλλους, που μας λατρεύουν πιστά και αφοσιωμένα.
Ελάτε μαζί μου και θα δείτε… Έτσι, για να ξεσκάσετε από τη λύπη, που δοκιμάσατε
με τούτη τη συμμορία…

Τους πήρε και τους έφερε στη πλατεία του Βοός. Μόλις βρέθηκαν εκεί και
ετοιμάστηκαν να προκαλέσουν φασαρίες και καβγάδες, ξάφνου φτάνουν καμιά
τριανταριά ταξιδιώτες απ΄ την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Πλησίασε λοιπόν ο

164
αρχηγός των δαιμόνων τον μεγαλύτερο της παρέας και του έβαλε στο νου
πονηρούς λογισμούς. Εκείνος αμέσως άναψε, κι άρχισε να λέει δυνατά ένα αισχρό
τραγούδι. Παρακινημένοι κι οι άλλοι από το σύντροφό τους, άρχισαν να
επαναλαμβάνουν τους στίχους του, να χορεύουν καταμεσίς του δρόμου και να
χτυπάνε δυνατά τα πόδια τους στη γη. Άλλο που δεν ήθελαν οι δαίμονες! Ολόχαροι,
έστησαν κι αυτοί μαζί τους το χορό!

-Τί σας έλεγα; Φώναξε θριαμβευτικά ο αρχηγός τους. Βλέπετε πού υπάρχουν
και άνθρωποι δικοί μας; Που μας λατρεύουν και μας τιμούν; Πανηγυρίστε, λοιπόν!
Έχουμε κι εμείς δόξα!

Στη μέση της πλατείας συνάντησαν έναν άνθρωπο καμπούρη, που έπαιζε
λύρα. Υπτίολο τον έλεγαν. Όχλος πολύς τον τριγύριζε και διασκέδαζε με το παίξιμό
του. Αλλά ο μακάριος Νήφων είδε με τα διορατικά του μάτια ένα δαίμονα να τους
έχει όλους δεμένους πισθάγκωνα και να τους σέρνει πίσω απ’ τον οργανοπαίχτη.

Οι άλλοι δαίμονες, βλέποντας έναν μόνο σύντροφό τους να διαφεντεύει τόσο


λαό, πήδηξαν απ’ τη χαρά του. Βάλθηκαν κι αυτοί αμέσως να πειράζουν και να
σκανδαλίζουν τους ανθρώπους. Άλλους παρακινούσαν να χορεύουν άσεμνα,
άλλους να κάνουν φασαρία και άλλους να τραγουδούν αισχρά.

Σε μια στιγμή, κάποιος πλούσιος, που παρακολουθούσε το ξεφάντωμα από


έναν εξώστη, φώναξε στο λυράρη να σταθεί και να παίξει ένα κομμάτι μπροστά στ’
αρχοντικό του. Έτσι κι έκανε, ενώ όλοι οι άλλοι χτυπούσαν παλαμάκια, κρατώντας
το ρυθμό και κατευφραίνοντας τους δαίμονες! Στο τέλος ο πλούσιος έδωσε ένα
ασημένιο νόμισμα στον οργανοπαίχτη, που το πήρε και το έκρυψε στον κόρφο του.
Από κει όμως του το άρπαξαν κρυφά οι δαίμονες, για να το στείλουν στα
καταχθόνια, στον πατέρα τους το σατανά. Ο αρχηγός τους το έδωσε σ’ ένα από τα
πιο ικανά δαιμόνια και το πρόσταξε:

-Θα πας στον μεγάλο πατέρα μας, που τον έχει δεμένο ο Ναζωραίος εκεί κάτω,
και θα του πεις: Αυτό το ασημένιο νόμισμα σου το στέλνει ο τελετάρχης σου ο
Υπτίολος, και είναι προσφορά θυσίας σ’ εσένα από έναν πλούσιο άρχοντα, το
Λαζίωνα. Η εξουσία σου, πατέρα μας, δεν θα καταλυθεί, γιατί εμείς, τα παιδιά σου,
αγωνιζόμαστε ενάντια στους εχθρούς μας, τους χριστιανούς.

165
Μαζί με το ασήμι του έδωσε και πολλούς οβολούς, που ο Υπτίολος είχε
μαζέψει απ’ τη φτωχολογιά. Αυτά τα λεφτά οι πονηροί δαίμονες τα δέχονταν σαν
θυσίες, και γι’ αυτό φούσκωναν από καμάρι.

Κατέβηκε λοιπόν ο απεσταλμένος των δαιμόνων στα έγκατα του άδη, κι έδωσε
στο δράκοντα τις μάταιες προσφορές των ταλαίπωρων ανθρώπων. Εκείνος τις
πήρε γεμάτος ικανοποίηση.

-Μου κάνουν θυσίες κι οι ειδωλολάτρες, είπε μ’ ένα χαμόγελο άγριας χαράς.


Αυτές όμως δεν μπορούν να μ’ ευχαριστήσουν όπως των χριστιανών.

Ύστερα ξανάστειλε, μαγαρισμένα πια, το ασημένιο νόμισμα και τους οβολούς


στο λυράρη, ενώ στους υποτακτικούς του δαίμονες μήνυσε:

-Να σκληρύνουν τον αγώνα τους όλοι οι δικοί μου! Ν’ αφανίσουν τους άθλιους
Ναζωραίους!

Τα σκοτεινά μάτια του πετούσαν φλόγες απ’ τη λύσσα.

Το δαιμόνιο ανέβηκε βιαστικά να φέρει στους συντρόφους του τις εντολές του
δράκοντα. Η πρώτη δουλειά ήταν να ξαναβάλει τα λεφτά του Υπτίολου στον κόρφο
του, χωρίς εκείνος να το πάρει είδηση. Έπειτα έτρεξε να πει τα καθέκαστα στους
άλλους. Σε λίγο σκόρπισαν πάλι για να συνεχίσουν τα πειρασμικά τους έργα.

Ο μακάριος Νήφων, βλέποντάς τα όλα αυτά, έπεφτε σε βαριά λύπη και


δάκρυζε για την τόση πλάνη και την απώλεια των χριστιανών. Γιατί του είχε δώσει
τόση χάρη ο μεγαλόδωρος Θεός, που με τα μάτια της ψυχής του έβλεπε τα αόρατα
σαν ορατά και τα μακρινά σαν κοντινά.

Έλεγε λοιπόν γι’ αυτούς που αγαπούν τα παλιοτράγουδα ότι, όπως η σάλπιγγα
συγκεντρώνει τους στρατιώτες και όπως ο άνθρωπος που προσεύχεται συνάζει
ολόγυρά του τους αγγέλους του Θεού, έτσι και αυτός που τραγουδάει, μαζεύει
αόρατα τους ζοφερούς δαίμονες. Και όποιος αγαπάει τις κιθάρες και τις λύρες και
διασκεδάζει μ’ αυτά, αυτός τιμάει έτσι τους ιερείς του μεγάλου δράκοντα.

-Τι θα κάνουμε, ρωτούσε, την ημέρα της Κρίσεως, όσοι είμαστε δούλοι σε
τέτοιες συνήθειες, τότε που θα σηκωθεί ο Θεός να καταστρέψει τη γη και ν’
αποδώσει στον καθένα μας ανάλογα με τα έργα του;

166
Συμβούλευε λοιπόν όλους, και μάλιστα εκείνους που πρόθυμα προσφέρουν τα
χρήματά τους θυσία στο σατανά, να μην ξεγελιούνται απ’ τα δολώματα των
πονηρών δαιμόνων. Αλλιώς θα έχουν την τύχη των ειδωλολατρών – την αιώνια
κόλαση.

-Έχεις οβολό; Δάνεισέ τον στον Χριστό, και θα πάρεις αμοιβή εκατονταπλάσια
και ζωή αιώνια. Γιατί προσφέρεις τα λεφτά σου θυσία το διάβολο, και του δίνεις έτσι
τόση χαρά, αφού δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις, παρά μόνο την ίδια μ’ εκείνον
καταδίκη και τιμωρία; Γιατί κάνεις ότι και οι Εβραίοι, που, όπως γράφει ο προφήτης
Μωϋσής, «έθυσαν δαιμονίοις και ου Θεώ»;170

Έλεγε λοιπόν κει ξανάλεγε ο όσιος:

-Ας μην εγκαταλείπουμε, αδελφοί, το Θεό, που μας αναγέννησε «εξ ύδατος και
Πνεύματος»171 και που φροντίζει για όλες μας τις ανάγκες. Ας προσφέρουμε σ’
Αυτόν, που πέθανε και αναστήθηκε για μας, τους καρπούς της ψυχής και του
σώματος και του νου και της καρδιάς μας, δηλαδή τις πρακτικές αρετές. Κι άς
ευαρεστήσουμε έτσι τον Κύριο και Πατέρα μας, που με τη βοήθειά Του μπορούμε
κάθε καλό έργο να πραγματοποιήσουμε.

τα δώρα του Χριστού.

Όταν ακόμα ο δίκαιος ήταν στην αρχή της μετάνοιάς του – δεν είχε κλείσει τρία
χρόνια – δέχτηκε από απροσεξία έναν κενόδοξο λογισμό. «Έχω τόσον καιρό που
ικετεύω θερμά το Χριστό», είπε με το νου του, «και το παραμικρό χάρισμα δεν μου
έδωσε ακόμα!... Φαίνεται πώς δεν μ’ ακούει, επειδή μόλυνα το άγιο βάπτισμα με
την άσωτη ζωή μου».

Οι σκέψεις αυτές του έφεραν κάποια ατονία και, χωρίς να το καταλάβει, έγειρε
εκεί που καθόταν κι αποκοιμήθηκε.

Βλέπει λοιπόν στον ύπνο του ότι βρέθηκε σ’ έναν τεράστιο ναό και
προσευχόταν στον Κύριο όρθιος, στραμμένος στ΄ ανατολικά και με τα χέρια
υψωμένα.

Έξαφνα φανερώθηκε μπροστά του ένας ένδοξος θρόνος, που τον κύκλωναν
Χερουβείμ, Σεραφείμ και πλήθος λευκοντυμένων αγγέλων. Στο θρόνο καθόταν ο
Χριστός, φωτεινός, ολόλαμπρος, γλυκύτατος…

167
Ο Νήφων σκίρτησε μόλις Τον αντίκρισε.

-«Ενώτισαι, ο Θεός, την προσευχήν μου και μη υπερίδης την δέησίν μου,
πρόσχες μοι και εισάκουσόν μου…», αναφώνησε αυθόρμητα, με τα χέρια
τεντωμένα προς το μέρος Του, και συνέχισε τον υπόλοιπο ψαλμό 172 «… η καρδία
μου εταράχθη εν εμοί, και δειλία θανάτου επέπεσεν επ’ εμέ…».

Ικέτευε τον Κύριο να συντρίψει το πνεύμα της δειλίας, που τον είχε τότε
κυριέψει, και να το διώξει μακριά του. Κι Εκείνος είχε γείρει το κεφάλι Του, το είχε
γυρίσει από το δεξί αυτί και άκουγε την προσευχή του δούλου Του.

Όταν ο Νήφων τέλειωσε τον ψαλμό, ο Χριστός τον κοίταξε με συμπάθεια και
κίνησε καταφατικά το κεφάλι Του, σα να ήθελε να του πει: «Άκουσα τη δέησή σου».

Έπειτα ακούστηκε η θεϊκή φωνή Του, γλυκιά μα και θλιμμένη μαζί:

-Νήφων, Νήφων! Με λύπησες απόψε, που παραπονέθηκες πως, ενώ μ’ έχεις


τόσο παρακαλέσει, δεν σου έδωσα ακόμα κανένα χάρισμα. Μα καλά, δεν είσαι εσύ
που μου λές κάθε μέρα, «Κύριε, μην αφήσεις στην εδώ ζωή να δοξαστώ ή να
παινευτώ από κανένα;». Πώς λοιπόν τώρα παραπονιέσαι;… Κι ύστερα, δεν
σκέφτεσαι, ποιός σας δίνει τον αέρα που αναπνέετε; Δεν είναι αυτό χάρισμα; Δεν
αναλογίζεσαι, ότι σας χάρισα τη γη ολόκληρη με τ΄ αγαθά της – τα φυτά του αγρού,
τα πουλιά του ουρανού, τα ψάρια της θάλασσας; Εσείς τί μου δώσατε για όλα αυτά;
Χλευασμούς, ραπίσματα, φτυσίματα, μαστίγωση, ξύδι και χολή, σταυρό και
θάνατο… Αλλά και τα φρικτά Μυστήρια που σας παρέδωσα, το Σώμα και το Αίμα
μου, δεν είναι χάρισμα; Πέθανα για την αγάπη σας, τάφηκα για να σας λυτρώσω
απ’ τον άδη, σας άνοιξα τις πύλες της αιώνιας βασιλείας μου… Δεν είναι κι αυτά
χαρίσματα; Ποιός άλλος σας ευεργέτησε τόσο; Προπαντός εσύ, Νήφων, μην ξεχνάς
ότι συγχώρεσα πολλές βαριές αμαρτίες σου. Γνωρίζω, βέβαια, πώς και επίγνωση
έχεις και ευγνωμοσύνη. Παρατήρησες που είχα σκύψει το κεφάλι Μου και είχα
τεντώσει το αυτί μου στην προσευχή σου; Το ίδιο κάνω σ’ όλους τους ανθρώπους
που προσεύχονται, κι ας μη με βλέπουν. Μετά απ’ όλα αυτά, θέλεις κι άλλο
μεγαλύτερο χάρισμα; Να, από τώρα ως τη συντέλεια θα είσαι η παρηγοριά και η
βοήθεια σ’ όσους ψυχομαχούν. Πολλοί θα λυτρωθούν από βασανιστικό θάνατο, αν
επικαλεστούν τη δύναμή μου με τη δική σου μεσιτεία. Τώρα όμως… για κοίτα που
είναι δεμένο και το δαιμόνιο της δειλίας! Δεν μου ζήτησες να σε απαλλάξω απ’
αυτό;

168
Ο Νήφων, γεμάτος φόβο και ντροπή απ’ όσα του είπε ο Κύριος, γύρισε δειλά-
δειλά το κεφάλι του προς το μέρος που Εκείνος του έδειξε. Και τι να δει! Έναν
ταύρο δεμένο γερά σ’ ένα παλούκι απ΄ τα πόδια και τα κέρατα. Ήταν τόσο
σφιγμένος, που δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Μόνο τ΄ αγριεμένα μάτια του
γύριζε πέρα –δώθε και μούγκριζε μανιασμένα, λές και ήθελε να ξεσκίσει το
Νήφωνα.

Κατάλαβε ο δίκαιος πως αυτό ήταν το σκοτεινό πνεύμα, που τόσες φορές τον
γέμιζε δειλία απ’ τα παιδικά του χρόνια. Έφτασε στο σημείο να τον πλημμυρίζει μ’
έναν ανεξήγητο παράλογο φόβο, όταν ήθελε να πάει στην εκκλησία ή σε κάποια
δουλειά. Αλλά και στον ύπνο του παρουσίαζε μύρια εφιαλτικά όνειρα.

Όταν ξύπνησε ο δούλος του Θεού, συλλογιζόταν με δέος τι όραμα αξιώθηκε να


δει – τον ίδιο τον Κύριο μέσα στο φρικτό θεϊκό Του κάλλος – και σκιρτούσε από
αγαλλίαση και ευφροσύνη. Πιο πολύ μάλιστα, επειδή τον λύτρωσε ο πολυέλεος
από το φοβερό πνεύμα της δειλίας, που τόσο τον ταλαιπωρούσε. Θαύμαζε ακόμα,
που ο Χριστός έσκυψε ν’ ακούσει την προσευχή του, και που τον μάλωσε, ή μάλλον
τον συνέτισε, για το λογισμό εκείνο που είχε.

Από τότε, όπως έλεγε, δεν ξανάνιωσε φόβο ή δειλία, γιατί ο Κύριος ήταν ο
παντοδύναμος βοηθός του.

Υποθήκες ζωής.

Μια μέρα είχε πάει στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, που βρίσκεται στην
περιοχή των Χαλκουργείων. Εκεί τον πλησίασε ένα παιδί, που ξεχώριζε για την
αρετή του κι έτρεχε ακούραστα στις ακολουθίες της εκκλησίας. Τον έλεγαν Νεόφυτο,
κι ήταν γιος ενός απ’ τους ονομαστούς άρχοντες.

-Πάτερ, τον ρώτησε, τί να κάνω για να κερδίσω τη σωτηρία;

Ο γέροντας τον κοίταξε με συμπάθεια και του είπε:

169
-Πώς εσύ, ένα αγνό παιδί, ζητάς τη συμβουλή ενός γέρου, που σάπισε μέσα
στην αμαρτία;

-Η Γραφή, πάτερ, λέει: «Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους
πρεσβυτέρους σου, και ερούσί σου». 173 Γι’ αυτό λοιπόν ζητάω ν’ ακούσω κι εγώ ένα
καλό λόγο από σένα, και μην περιφρονήσεις την αναξιότητά μου.

Συγκαταβαίνοντας τότε ο όσιος, τον ρώτησε:

-Για πές μου πρώτα- πρώτα, τι σκέφτεσαι; Να γίνεις μοναχός ή να ζήσεις


θεάρεστα μέσα στον κόσμο;

-Τώρα σκέφτομαι να ζήσω στον κόσμο, πάτερ… έ, και αργότερα… ό,τι θέλει ο
Θεός.

-Αν θέλεις να κατοικήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τούτα πρέπει να


φυλάξεις: Κανένα να μην κατηγορείς, να μην περιγελάς, να μην πικραίνεις. Να μην
οργίζεσαι. Μη σκεφτείς ποτέ πώς έχεις κάποια αρετή. Φυλάξου να μη λές, «ο τάδε
ζει καλά, ο δείνα ζει άσωτα», γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει το «μη κρίνετε». 174 Όλους
να τους βλέπεις με το ίδιο μάτι, με την ίδια διάθεση, με την ίδια σκέψη, με απλή
καρδιά. Όλους να τους δέχεσαι σαν το Χριστό. Μην ανοίξεις τ΄ αυτιά σου σε
άνθρωπο που κατακρίνει, ούτε, πολύ περισσότερο, να ευχαριστιέσαι μ’ αυτά που
λέει. Εσύ να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Λίγο να μιλάς και πολύ να προσεύχεσαι.
Μα ούτε κι αυτόν που κατακρίνει ή κάνει οποιαδήποτε άλλη αμαρτία να
καταδικάσεις με το λογισμό σου. Τα δικά σου σφάλματα να βλέπεις πάντα και τον
εαυτό σου μόνο να καταδικάζεις και να εξουθενώνεις. Να, έτσι θα κερδίσεις τη
βασιλεία των ουρανών.

-Όσα μου είπες, πάτερ, είναι για τους φτασμένους αγωνιστές, παρατήρησε με
κάποια θλίψη το παιδί. Πότε θα φτάσω κι εγώ, ο ταλαίπωρος, σε τέτοια μέτρα, για
να ευαρεστήσω το Θεό;

-Μην απελπίζεσαι, παιδί μου, τον παρηγόρησε ο όσιος. Από τα νιάτα δεν ζητάει
ο Θεός παρά ταπείνωση και αγνεία. Αυτά φτάνουν. Κι εσύ λοιπόν, μαζί με την
αγνότητά σου, ν΄ αγωνίζεσαι και για την ταπείνωση: Να είσαι γλυκύς και
καλοσυνάτος με κάθε άνθρωπο, πράος, ειρηνικός σπλαχνικός. Να θεωρείς τον
εαυτό σου χειρότερο απ’ όλους και να τον βάζεις κάτω απ’ όλους. Έτσι θα είσαι
πραγματικά κοντά στο Θεό. Αγωνίσου ακόμα να μην φαντάζεσαι ότι έφτασες στην
αρετή τον ένα ή τον άλλο άγιο, αλλά συνεχώς να λες στον εαυτό σου: «Ξέρεις,

170
ψυχή μου, ότι ξεπεράσαμε και τους δαίμονες στις αμαρτίες; Και ότι δεν κάναμε ούτε
μια τόσο καλή πράξη; Αλίμονό μας, δύστυχη! Τι θ΄ απολογηθούμε την ημέρα της
Κρίσεως;»…

Εδώ ο όσιος έκανε μια μικρή παύση και ύστερα συνέχισε:

-Και την προσευχή σου, παιδί μου, να την έχεις σαν του χειρότερου
αμαρτωλού. Γιατί αμαρτάνουμε βαριά όταν νομίζουμε πως η προσευχή μας είναι
άγια και καθαρή. Ακόμα κι αν κάνει κανείς σημεία και τέρατα, πρέπει να θεωρεί τον
εαυτό του αναπολόγητο, γιατί, όταν προσεύχεται, δίχως άλλο αμαρτάνει με τις
εσωτερικές αισθήσεις, με τις κινήσεις της καρδιάς και με τους άτοπους λογισμούς.
Συχνά το στόμα μιλάει στο Θεό και ο νους τρέχει αλλού. Να γιατί πρέπει πάντα να
θεωρείς τον εαυτό σου αμαρτωλό και να λες με ταπείνωση στον Κύριο: «Εκ των
κρυφίων μου καθάρισόν με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου»… 175
Πρόσεξε όμως, παιδί μου, και κάτι άλλο: Ποτέ να μην ευχαριστιέσαι με τα καλά σου
έργα ούτε να υπολογίζεις σ’ αυτά, γιατί δεν ξέρεις αν είναι ευάρεστα ή όχι στο Θεό.
Γι’ αυτό καλύτερα να στηρίζεσαι στη δύναμη και το έλεος του Κυρίου, θεωρώντας
τον εαυτό σου χώμα. Αχ! Πόσες αμαρτίες κάνουμε και δεν τις ξέρουμε!... Λοιπόν, με
τον εαυτό σου να τα βάζεις, ακόμα κι όταν βλέπεις κάποιον άλλο ν’ αμαρτάνει! Κι αν
κανείς σε βρίσει, σε κατακρίνει ή σε κοροϊδέψει, όχι μόνο να μην αντιδράσεις, αλλά
να προσθέσεις κι εσύ περισσότερες βρισιές και κατηγορίες εναντίον του εαυτού
σου!... Να, τούτα όλα αν εφαρμόσεις, έφτασες στην τελειότητα!

-Πάτερ, ρώτησε τώρα ο Νεόφυτος, πώς μπορεί ο άνθρωπος να νικάει κάθε


πειρασμό του πονηρού.

-Όλοι οι πειρασμοί αντιμετωπίζονται με τη σιωπή και την ταπείνωση. Τι μεγάλη


αρετή η σιωπή! Αλλά και η ταπείνωση; Όλα τα έργα του ταπεινού είναι αρεστά στο
Θεό και θαυμαστά στους αγγέλους Του, φρικτά όμως και φοβερά στους δαίμονες.
Γίνε λοιπόν πολύ ταπεινός, και το Άγιο Πνεύμα θα κατοικήσει μέσα σου και θα
νεκρώσει κάθε βιοτική μέριμνα. Το νου σου, παιδί μου, γιατί φοβάμαι πως οι
μέριμνες είναι που σ’ εμποδίζουν πιο πολύ από τα έργα του Θεού και σε
παρασύρουν σ’ ανώφελα πράγματα. Σε τι θα μας ωφελήσουν αυτά την ημέρα της
Κρίσεως; Σε τίποτα! Και μήπως μας έδωσε ο Κύριος τη ζωή αυτή για να τη
σπαταλήσουμε σε μάταιες φροντίδες. Όχι, βέβαια! Δώσε λοιπόν ολόκληρο τον
εαυτό σου στο Θεό. Φρόντισε εσύ για την ψυχή σου, κι Εκείνος θα φροντίσει για τις
υλικές σου ανάγκες. «Τις εξ ημών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν

171
αυτού πήχυν ένα;».176 Πές ότι συνάξαμε μέσα στις αποθήκες μας όλα τα καλά του
κόσμου. Τί κερδίσαμε; Έρχεται ξαφνικά ο σκληρός απαιτητής, ο θάνατος, και τότε;
Τα αφήνουμε όλα εδώ και πάμε να κατοικήσουμε στον τάφο! Και το μόνο που θα
μας έχουν εξασφαλίσει θα είναι η αιώνια κόλαση!... Αυτά στου τα λέει, παιδί μου, ο
Θεός με το στόμα ενός αμαρτωλού ανθρώπου. Κόψε λοιπόν από δω και πέρα τις
περιττές φροντίδες, και ζήσε όπως θέλει Εκείνος.

Οι νουθεσίες αυτές έκαναν μεγάλη εντύπωση στον νεαρό Νεόφυτο κι έφεραν


κατάνυξη στην καρδιά του. Έπεσε στα πόδια του γέροντα και του έβαλε μετάνοια,
ευχαριστώντας τον για όσα τον δίδαξε. Μα κι ο όσιος έπεσε ταπεινά στα πόδια του
παιδιού και το αποχαιρέτησε στοργικά.

Από τότε ο Νεόφυτος περνούσε τον περισσότερο καιρό του μαζί με τον όσιο.
Πήγαινε συχνά και στο κελί του, ρουφώντας αχόρταγα τη θεϊκή διδαχή του, τη
γλυκιά σαν το μέλι. Μ’ αυτά ανατράφηκε και μεγάλωσε κι έγινε άνθρωπος του Θεού.
Και τόσο οσιακά έζησε, ώστε, όταν ήρθε η ώρα, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του
στα χέρια Εκείνου που υπηρέτησε από τα παιδικά του χρόνια.

Μια νυχτερινή προσευχή.

Πλησίαζε Μεγάλη Σαρακοστή. Τα χαράματα της Δευτέρας της Τυρινής βρήκαν


τον όσιο βυθισμένο στην προσευχή:

-Δέσποτα Κύριε, ο Θεός

των επιγείων και των επουρανίων,

των ορατών και των αοράτων,

ρίξε το βλέμμα Σου και κοίταξε

τον άσωτο και τον αμαρτωλό,

που γι άλλη μια φορά μπροστά Σου στέκεται

πνιγμένος μες στα πλήθη των πταισμάτων του.

Ελέησέ με, εύσπλαχνε,

172
τον μολυσμένο στην ψυχή και στο σώμα,

«και ιλάσθητι τη αμαρτία μου,

πολλή γαρ εστί».177

Ναι, ξεπερνούν οι αμαρτίες μου και ουρανό και γη,

και των ανθρώπων το γένος στιγματίζουν.

Μη μου στερήσεις ωστόσο, Κύριέ μου,

την παρουσία και την προστασία Σου,

μεγάλε φοβερέ σ’ όλη την οικουμένη!

Αλλά καθώς ευλόγησες τον Αβραάμ,

τον Ισαάκ, τον Ιακώβ,

ευλόγησε κι εμένα, θαυματουργέ και ελεήμων.

Αγίασέ μου την ψυχή, το σώμα,

το νου, τα χείλη, την καρδιά,

τα μάτια και τ΄ αυτιά,

από τις άτοπες κινήσεις εμποδίζοντας

τα αισθητήριά μου όλα.

Ναι, Κύριε των νοερών δυνάμεων,

των επουρανίων στρατευμάτων,

που γύρω στέκονται στο φοβερό Σου θρόνο

και το πανάγιό Σου όνομα

ανέκφραστα υμνολογούν κι αιώνια δοξάζουν!

Μη με αφήσεις απροστάτευτο,

κι ας είμαι όλος ένα πάθος αισχρό και βρωμερό,

173
αλλά βοήθησέ με, τον νωθρό και τιποτένιο,

Δέσποτα ελεήμων.

Εσύ, που με τον Ιακώβ

κατέβηκες στην Αίγυπτο,

και που τον δούλο Σου Ιωσήφ

από το μίσος έσωσες των αδελφών του

κι απ’ την κακόβουλη επίθεση της Αιγυπτίας,

και βασιλιά τον έκανες στην Αίγυπτο,

κάνε κι εμένα βασιλιά

πάνω σε κάθε μολυσμό

της σάρκας και του πνεύματος

και σώσε με απ’ τη μοιχαλίδα αμαρτία

κι απ΄ των ακαθάρτων παθών την αθλιότητα.

Άκουσέ με, άγιε και τρισάγιε,

Εσύ, που με το δούλο Σου Ιώβ

Δόξασες το γλυκύ Σου όνομα,

κάνε να δοξαστεί και με το βρωμερό εμένα

της βασιλείς Σου, πανάγαθε, το κράτος.

Εσύ, που με το Μωυσή

λύτρωσες τον Ισραηλιτικό λαό

από την αιγυπτιακή δουλεία,

και με το στύλο του πυρός και τη νεφέλη

στη γη τους έφερες της επαγγελίας,

174
ο ίδιος είσαι, Κύριε, και τώρα,

ο Θεός της πλάσης όλης.

Το χέρι Σου άπλωσε, λοιπόν,

τ΄ αόρατο, το φοβερό, το κραταιό, το ένδοξο,

κι ευλόγησέ με Συ,

ο Σωτήρας και Θεός μου,

η ζωή μου και το φως μου!

εύφρανέ με με τη θεϊκή Σου αγάπη.

Και τ΄ αμαρτήματα ή σφάλματά μου,

τα εκούσια και τα ακούσια,

σαν αγαθός Θεός, φιλάνθρωπος

και μόνος αναμάρτητος,

συγχώρεσέ τα, δείχνοντας ευσπλαχνία και συμπάθεια,

έλεος, οικτιρμό, μακροθυμία και πραότηατα.

Αξίωσέ με να περάσω με ασφάλεια

τη θάλασσα του ματαίου τούτου βίου,

και στη μακάρια γη να φτάσω της απάθειας

και της αιώνιας ζωής.

Αντί για στύλο πύρινο,

με το άγιο φώτισέ με Πνεύμα Σου.

Αντί για τη νεφέλη,

Στείλε μου τη σοφία Σου,

Και στην αιώνια ανάπαυσή Σου οδήγησέ με.

175
Αντί για το Μωυσή,

Εσύ ο ίδιος, του Πατρός ο Λόγος ο μονογενής,

με το δεξί Σου χέρι πιάσε με

και στον απέραντο φέρε με θάλαμο

των επουρανίων μυστηρίων και θαυμάτων,

και με τη βία ακόμα σώζοντάς με

από τη γέεννα του πυρός,

σαν πολυεύσπλαχνος προστάτης μου.

Κύριε και των δυνάμεων Θεέ,

που σαν θυσία καθαρή

του Ζαχαρία δέχτηκες το αίμα,178

δέξου σα να ήταν καθαρά

και τα λόγια της άθλιας καρδιάς μου

στο νοερό κι αναίμακτό Σου θυσιαστήριο.

Φαίδρυνέ με, λάμπρυνέ με

και απαθής να γίνω αξίωσέ με.

Εσύ που έστειλες στα πέρατα της οικουμένης

Τα

των αγίων αποστόλων τη χορεία, λέγοντάς τους,

«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη,

Βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός

Και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»,179

συνέτισε με τις ευχές τους και αγίασε,

176
μαλάκωσε και ημέρωσε την πωρωμένη μου ψυχή,

που ολοένα βασανίζεται

απ’ των πταισμάτων μου τα πλήθη.

Δέσποτα Κύριε, ο Θεός,

Εσύ , που τον αγιώτατο Πέτρο ανέδειξες

κορυφαίο των μακαρίων αποστόλων

και κλειδούχο της βασιλείας των ουρανών,

με τις πρεσβείες του άνοιξέ μου

τη θύρα του παραδείσου,

άνοιξέ μου την αγκαλιά της ευσπλαχνίας Σου,

και στήριξέ με πάνω στη πέτρα

τη στέρεη κι ασάλευτη των εντολών Σου,

στην πέτρα που είσαι Εσύ,

ο Χριστός, ο Θεός και ο Σωτήρας μου.

«Έπινον γαρ», λέει η Γραφή,

«εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας,

η δε πέτρα ήν ο Χριστός».180

Σ’ αυτή την πέτρα στήριξέ με, Χριστέ και Θεέ,

να μη με χωρίσει από Σένα ο πονηρός δράκοντας,

εμένα, που Σου ψάλλω δυνατά τον ύμνο:

Άγιος είσαι, Κύριε, και Σε υμνούν

όλες οι δυνάμεις των ουρανών!

Δέσποτα Χριστέ, ο Θεός,

177
Εσύ, που τον αγιώτατο Παύλο ανέδειξες

των αποστόλων κορυφαίο

και των χριστιανών διδάσκαλο

γλυκόλαλο και μελιστάλαχτο,

με τις ευχές του ανάδειξε κι εμένα

γλυκύτατο κι ολόφωτο θεολόγο,

με κάθε σοφία στολισμένο.

Κάνε με με το Πνεύμα Σου

σκεύος εκλογής ιερό, άχραντο, εκλεκτό,

αγαπημένο στη Θεότητά Σου.

Κάνε να λάμπω από καθαρότητα

σαν φως ουράνιο.

Κύριε και Θεέ των αγγέλων,

δοξασμένε κι απ’ τη δόξα πιο μεγάλε,

άκουσέ με τον άθλιο κι αμαρτωλό!

Ιησού, του Πατρός το πανάχραντο γέννημα,

που έβαλες στα χέρια του Μωυσή

τις πλάκες τις θεοχάρακτες

κι έτσι επιβεβαίωσες το μυστήριο της βάτου,

κάνε να πνεύσει και σ’ εμένα

το Πνεύμα Σου το Άγιο

και να με αναδείξει όλο καθαρό, θεόμορφο,

ακέραιο, γεμάτο χάρη και αλήθεια

178
και σοφία και γνώση Θεού.

Ελεήμων, άγιε,

Εσύ, που έδωσες στον Ιησού του Ναυή

τις σάλπιγγες, για να συντρίψει

τα τείχη της Ιεριχούς,

χάρισε και σ’ εμένα, Θεέ μου,

πλούσια τη σοφία Σου,

για να νικήσω τους πανούργους δαίμονες

και σαν κανάτια πήλινα να τους συντρίψω.

Εσύ, που απ’ του Ααρών τα χέρια

δέχτηκες τη φωτιά σαν καθαρή θυσία,

δέξου σαν καθαρά

κι ευωδιαστά πολύ τα λόγια

της άθλιας καρδιάς μου.

εσύ, ο «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ

αρχιερεύς γενόμενος»,181

με τις ευχές αυτού του μακαρίου ανθρώπου

ανάδειξε κι εμένα μιμητή Σου.

Και καθώς έγινες Εσύ στον αθάνατο Πατέρα Σου

«υπήκοος μέχρι θανάτου,

θανάτου δε σταυρού»,182

έτσι κι εγώ να κάνω πρόθυμα

υπακοή στις εντολές Σου ως το θάνατο.

179
Δέσποτα Κύριε, ο Θεός,

ο υπερένδοξος και αινετός,

Εσύ, που τον Ηλία με το πύρινο άρμα

σήκωσες στους αιθέρες,

κι εμένα, ζωοδότη, σήκωσε

από της αμαρτίας τα σκοτάδια,

και φέρε με στο φως της δικαιοσύνης Σου.

Εσύ, που χάρισες στον Ελισσαίο

διπλή τη χάρη του Ηλία,

δώσ’ μου κι εμένα τη χάρη εκείνη εκατονταπλάσια,

για να με οδηγήσει στην αιώνια ζωή.

Εσύ, που τον προφήτη Ιερεμία λύτρωσες

από το βόρβορο του λάκκου,

κι εμένα λύτρωσε, Χριστέ ο Θεός,

από το βόρβορο της ασωτίας

κι από την πλάνη, την απάτη

και τη λάσπη της ματαιότητας.

Εσύ, που στου Δαβίδ τα σπλάχνα και τα αισθητήρια

τον πόθο Σου άναψες

και την αγάπη της αγαθοσύνης Σου,

κάνοντας τον μακάριο να καίγεται για Σένα,

που υπερβολικά αγαπάς όσους ποθούν το κράτος Σου,

πύρωσε, παρακαλώ τη μεγάλη Σου Θεότητα,

180
πύρωσε, φιλάνθρωπε, και τη δική μου την καρδιά

και τους νεφρούς και τα αισθητήρια όλα

με την αγάπη και τον πόθο Σου,

έτσι που να φλογίζομαι

απ’ τη φωτιά του Παρακλήτου,

και σ’ Εσένα, που τα πάντα επιβλέπεις,

τον «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς»,183 να ψάλλω:

«Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου

και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πύρ»184 –

το πυρ εκείνο, λέω, τον Παράκλητο τον μέγα,

το Πνεύμα της αληθείας,

Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,

η υπέρτατη Εσύ ηδονή,

που στην απάθεια οδηγείς την αθλιότητά μου,

Εσύ, που ανέδειξες τον μεγαλοφωνότατο Ησαΐα

σάλπιγγα φοβερή, που βροντοφώναξε

μεγάλες προφητείες,

ανάδειξε κι εμένα, Ιησού μου, Θεέ μου,

σάλπιγγα, που θα σαλπίζει δυνατά

τα μυστήρια της οικονομίας Σου

και τους δαίμονες τους σκοτεινούς θα καψαλίζει.

Δώσε μετάνοια κι επιστροφή

στην πλανεμένη και ρυπαρή ψυχή μου

181
για να σωθεί.

Εσύ, που τους χορούς των προφητών,

των αποστόλων και των αγίων όλων

στεφάνωσες, τίμησες και αγίασες,

σώσε με τις πρεσβείες τους,

Θεέ μου, Βασιλιά μου,

κάθε ψυχή απ’ τη γενιά των χριστιανών,

και μάλιστα κάθε μοναχό,

που φοβερά τον πολεμούν τα πονηρά δαιμόνια.

Ανάπαυσε, Θεέ μου, κι όσους έφυγαν

από την πρόσκαιρη αυτή ζωή

κι ήρθαν κοντά Σου.

Ελάφρωσε και το βάρος, Δέσποτα,

Αυτών που δεν Σε γνώρισαν.

Και χάρισε μετάνοια, Κύριέ μου,

στους ασύνετους κι ακόλαστους,

απ’ τους οποίους πρώτος είμαι εγώ,

ο αμαρτωλός και βρωμερός.

Ευεργέτησέ τους όλους.

Ελέησέ τους όλους.

Καθάρισε και λάμπρυνέ τους όλους.

Σπλαχνίσου όλους εκείνους

που Σ’ αναγνωρίζουν σαν αληθινό Θεό,

182
«Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν».185

Κι έτσι όλοι μ’ ένα στόμα θα υμνούν

το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Σου

τώρα και παντοτινά

και στους ατέλειωτους αιώνες.

Αμήν!...

Οι εχθροί και οι σύμμαχοί μας

Τελειώνοντας την προσευχή του ο μακάριος, ακούει ξαφνικά μια φωνή να του
λέει:

-Νήφων, γύρισε και κοίτα πίσω, στα δυτικά.

Γυρίζει αμέσως και βλέπει με τα διορατικά το μάτια έναν απέραντο κάμπο, κι


εκεί συγκεντρωμένα πλήθη αναρίθμητα μαύρων πολεμιστών. Ένας απ΄ αυτούς,
γίγαντας φοβερός και ζοφερός, τριγυρνούσε με σβελτάδα ανάμεσά τους, μετρώντας
τα στρατεύματα, χωρίζοντάς τα σε ομάδες και παρατάξεις και δίνοντας διάφορες
εντολές και οδηγίες στους αξιωματικούς.

-Να πολεμάτε έξυπνα και θαρραλέα! Τον άκουσε ο όσιος να φωνάζει. Η


δύναμή μου η μεγάλη είναι μαζί σας! Εμένα να κοιτάτε, για να μη δειλιάζετε!

Εκεί λοιπόν που στέκονταν χωρισμένοι σε τάγματα, ένα για κάθε αμαρτία,
ήρθαν κάποιοι άλλοι δαίμονες. Έφεραν απ’ τον άδη όπλα και πολεμικές στολές,
διαφορετικά για κάθε τάγμα. Τριακόσια εξηνταπέντε ήταν τα είδη και τα χρώματα
των στολών. Γιατί τόσες περίπου είναι και οι αμαρτίες που γεννιούνται απ’ τα πάθη,
με τις οποίες παροργίζουμε το Θεό εμείς, οι ταλαίπωροι άνθρωποι.

Τα πονηρά πνεύματα πήραν τις αρματωσιές τους κι ετοιμάστηκαν. Ο διάβολος


άρχισε να απολύει τα τάγματα ένα –ένα, δίνοντάς τους τις μαγικές του κατασκευές,
τις κατάλληλες για κάθε πάθος. Τα σκόρπισε σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλες τις επαρχίες
της Εκκλησίας του Χριστού.

183
Ήρθε όμως η στιγμή να στείλει και μερικούς στο Βυζάντιο. Τότε το ζοφερό του
πρόσωπο μαύρισε πιο πολύ και ζάρωσε από την ταραχή και την αμηχανία.

-Πώς θα τα βάλω με την Παρθένα; Μονολογούσε τρίζοντας τα δόντια. Αυτή έχει


θρονιαστεί για τα καλά στην Πόλη και δεν μετακινείται από εκεί. Προστατεύει η ίδια
το Βυζάντιο μέρα –νύχτα και δίνει θάρρος στους Ναζωραίους, προπαντός στους
πιο μαχητικούς… Έτσι δεν αφήνει τους δικούς μου να κάνουν σωστά τη δουλειά
τους…

Έβγαλε ένα λυσσασμένο μουγγρητό, διάλεξε γύρω στα τριάντα χιλιάδες


δαιμόνια και τα έστειλε στη Βασιλεύουσα.

Τότε όμως ο όσιος άκουσε πάλι τη ίδια φωνή να του λέει:

-Νήφων, γύρισε τώρα και κοίταξε στ’ ανατολικά.

Αναστενάζοντας λυπημένα για τα κατορθώματα των άθλιων δαιμόνων, γυρίζει


και βλέπει έναν κάμπο μεγαλύτερο απ’ τον πρώτο και λουσμένο στο φως.
Αναρίθμητοι άγγελοι, λευκοντυμένοι και αστραφτεροί, γλυκύτατοι, πανέμορφοι,
βρίσκονταν εκεί παραταγμένοι. Ήταν πολύ περισσότεροι από τους δαίμονες,
αναρίθμητες χιλιάδες. Ένας τους, ο πιο ψηλόκορμος και πιο λαμπροφορεμένος,
περνούσε απ΄ όλες τις παρατάξεις και παρακινούσε τους υπηρέτες του Θεού να
υπερασπίζουν και να φυλάνε προσεκτικά τους χριστιανούς. Ύστερα έστειλε από
δυο τάγματα σε κάθε επαρχία της Εκκλησίας. Στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα
έστειλε εξήντα χιλιάδες αγγέλους. Και όταν μοίρασε στην οικουμένη όλα του τα
στρατεύματα ο ουράνιος εκείνος αρχιστράτηγος, αναλήφθηκε στους ουρανούς…

Ο όσιος ήρθε στον εαυτό του και , κατάπληκτος απ’ όσα είχε δει, κουνούσε το
κεφάλι του μονολογώντας:

-Αχ, πόσα μυστήρια συμβαίνουν, και δεν τα ξέρουμε! Πόση βοήθεια μας δίνει
αόρατα ο φιλάνθρωπος Κύριος απ’ τον ουρανό! Κι εμείς, οι άθλιοι, κυλιόμαστε
μέσα στη αμέλεια και τη ραθυμία …

Στέναξε βαθιά, σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε:

-Άγιε Πατέρα μας, Θεέ, ζωοποιέ,

δώσε σ’ όλους μας σύνεση

184
και δύναμη και εξουσία

κατά των πονηρών πνευμάτων.

Κάνε να τα συντρίψουμε

με τη βοήθεια και τη δύναμή Σου,

κάνε να βγούμε νικητές

των σκοτεινών και δόλιων βαρβάρων.

Κι αφού στεφανωθούμε

με το ευωδιαστό Σου το στεφάνι,

γιορταστικό θα στήσουμε χορό˙

μαζί με τους αγγέλους Σου

ολόγυρα στο θρόνο Σου,

Δέσποτα μακάριε, άγιε, τρισάγιε,

Πατέρα, Υιέ και Παράκλητο Πνεύμα,

Θεέ φοβερέ, που συντηρείς τον κόσμο.

Καθώς ψέλλιζε ο δίκαιος αυτά τα λόγια της προσευχής, δάκρυζε και στέναζε
πικρά, γιατί φοβόταν μη νικηθεί από τους δαίμονες, μη χάσει την ψυχή του από
κανένα σκάνδαλο «των εργαζομένων την ανομίαν».186

Παντοτινή του έγνοια ήταν να σκέφτεται τις κακουργίες των δαιμόνων και να
κρατιέται προσκολλημένος στο Θεό. Γιατί, μολονότι Εκείνος του είχε φανερώσει
πολλά και υπερφυσικά μυστήρια, μολονότι τον είχε αξιώσει να δει θαυμαστές
οπτασίες, μολονότι τον είχε βεβαιώσει, σαν στρατιώτη και φίλο Του αγαπημένο, ότι
ποτέ πια δεν θα «προσκόψη προς λίθον τον πόδα αυτού», 187 αλλά «επί ασπίδα και
βασιλίσκον επιβήσεται και καταπατήσει λέοντα και δράκοντα», 188 ωστόσο ο
μακάριος Νήφων ζούσε και αγωνιζόταν πάντα με πολλή προσοχή και ταπείνωση,
γιατί φοβόταν τη γέεννα του πυρός και την πανουργία των πονηρών πνευμάτων.

185
«Πρόσεχε σεαυτώ»

(Δευτ. 4-9)

Μια μέρα που ο όσιος καθόταν στο κελί του και μελετούσε το λόγο του Θεού,
ήρθε κάποιος για να του αναγγείλει τον ξαφνικό και πρόωρο θάνατο κάποιου
παλιού φίλου του. Γυρίζοντας, λέει απ΄ το κτήμα του στην πόλη, σωριάστηκε
ακαριαία στο δρόμο νεκρός!

Όταν τ΄ άκουσε ο μακάριος, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γι’ αυτόν, γιατί
ήξερε ότι ζούσε μέσα στις αμαρτίες και πέθανε αμετανόητος. Τούτο ήταν που τον
έθλιβε πιο πολύ.

Με την καρδιά γεμάτη οδύνη και συντριβή, συλλογίστηκε και του δικού του
θανάτου την άγνωστη ώρα, και βάλθηκε να νουθετεί τον ίδιο του τον εαυτό,
παρακινώντας την ψυχή του σε σκληρό αγώνα:

-Σ’ εξορκίζω, ψυχή μου, μπροστά στο Θεό τ΄ ουρανού και της γης, να
προχωράς με σύνεση. Κι εσύ, αισχρό σώμα, πρόσεχε! Να βαδίζεις με σωφροσύνη.
Σας παρακαλώ να κάνετε πάντα πρόθυμα το καλό, αλλιώς θα σας βασανίσω όπως
ξέρω… Ταλαίπωρε Νήφων, «βλέπε πώς ακριβώς περιπατείς».189 Κοίτα, καϋμένε,
μη χαθούμε! Πρόσεχε, άθλιε, μην πλανηθούμε! Σε ικετεύω, περιφρόνησε τα επίγεια.
Τίποτα δεν έχουμε εμείς εδώ στη γη. Ξένα είναι όλα, φθορά και απάτη, όνειρο και
σκιά, καπνός και στάχτη… Πρόσεχε, ψυχή μου! Τί θα κερδίσουμε από τον κόσμο
και τα καλά του; Κοπριά είναι ο πλούτος! Καπνός η δόξα! Εκείνα που θα αποκτήσει
εδώ κανείς, γίνονται δεσμά και δίχτυα και σκοινιά, που τον παγιδεύουν και τον
σφίγγουν. Μη ζητάς ν’ αποκτήσεις λοιπόν γήινα αγαθά! … Διώξε μακριά σου την
αλαζονεία, την έπαρση, την υπερηφάνεια. Μη σκεφτείς ποτέ πως έκανες τάχα
κανένα καλό. Να θυμάσαι μόνο πώς αμάρτησες πολύ. Και να το ξέρεις, δεν θα
είχαμε ελπίδα σωτηρίας, αν δεν ήταν τόσο μεγάλο το έλεος του Θεού… Γίνε,
ταλαίπωρη ψυχή μου, «καινή κτίσις».190 Ντύσου με την αδιάλειπτη προσευχή. Βάλε
στην καρδιά σου τη βαθειά ευσπλαχνία για όλους τους ανθρώπους. Μα τον εαυτό
σου να τον κατηγορείς, να τον ταπεινώνεις και να τον εξευτελίζεις. Μην ξεχνάς ότι
πενήντα χρόνια είσαι βυθισμένη στον άδη, πενήντα χρόνια είσαι δεμένη μέσα στο
βούρκο και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Τί σου μένει λοιπόν; Η αναπόφευκτη αιώνια
κόλαση! Γιατί «εί ο μεν δίκαιος μόλις σώζεται, ημείς οι αμαρτωλοί που φανύμεθα»…
191

186
Ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυα απ’ του οσίου τα μάτια, καθώς μελετούσε τις
αμαρτίες του, το θάνατο, την κόλαση…

-Να, συνέχισε, έρχεται και σ’ εμάς ο θάνατος! Έρχεται να μας αρπάξει ο


άρχοντας του σκότους και να μας ρίξει στη φωτιά! Ας προστρέξουμε λοιπόν αμέσως
στη μετάνοια. Ελεεινό θα είναι το τέλος μας, αναίσθητη ψυχή, κι εμείς κοιμόμαστε
μακάρια! Ας ξυπνήσουμε, ας κουνηθούμε! Κοίτα, ο κόσμος φεύγει γοργά. Η κρίση
πλησιάζει. Για να μην καταδικαστούμε, δόλια μου ψυχή, δούλευε μ’ όλη σου τη
δύναμη στην αρετή. Πολλά θα απολαύσουμε στον ουρανό, αν αγωνιστούμε τώρα.
Πολλά αγαθά μας έχουν ετοιμαστεί εκεί, φτάνει να πορευθούμε στο δρόμο του
Θεού, τον άγιο, τον μακάριο… Το τέλος, ψυχή μου, δεν θα αργήσει. Οι άγγελοι του
Κυρίου περιμένουν, αν κάνουμε τα έργα Του, να μας πάρουν μέσα σε ηδονή
ανείπωτη και να μας φέρουν κοντά Του. Κι έπειτα… βασιλεία αιώνια, στέμματα
ουράνια, χιτώνες φωτεινοί, παλάτια θεϊκά, η χαρά των αγίων, η δόξα του Πατρός, το
κάλλος του Υιού, η τέρψη του Αγίου Πνεύματος!... Ώ, τότε «καυχήσονται όσιοι εν
δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών»!... 192 Όλα αυτά να συλλογιέσαι,
ψυχή μου, και να κάνεις το καλό, για να γευθείς τη γλυκύτητα της ουράνιας
ευφροσύνης και να ζήσεις αιώνια στου παραδείσου τη μακαρίοτητα.

Αυτά είπε στον εαυτό του ο δίκαιος, και από τότε άρχισε να μνημονεύει στις
προσευχές του το φίλο του, που πέθανε ξαφνικά, για να λυπηθεί ο φιλάνθρωπος
Θεός τη δύστυχη ψυχή του.

Η αιτία των συμφορών

Εκείνο τον καιρό έπεσε φοβερό θανατικό στη γη. Οι άνθρωποι πέθαιναν
ξαφνικά και με φρικτό τρόπο.

Ένας φίλος του οσίου, που λεγόταν Γρηγόριος, ήρθε στο κελί του και τον
ρώτησε:

-Σε παρακαλώ, πάτερ, πές μου, πώς έγινε και μας βρήκε τούτο το κακό;

-Ήταν φυσικό, παιδί μου, αποκρίθηκε ο δίκαιος χωρίς δισταγμό. Πικραίνουμε


τόσο πολύ τον αθάνατο Θεό, παραβαίνοντας συνέχεια το νόμο Του. Γι’ αυτό μας
έστειλε τούτο το δρεπάνι, που μας θερίζει. Είναι γραμμένο ότι «αμαρτία θάνατον
κατεργάζεται».193 Να, χθές είδα έναν άνδρα φοβερό, που απειλούσε τη γη και της

187
έλεγε: «Όλους τους ακόλαστους που ζούνε πάνω σου, όλους τους μέθυσους και
τους κοιλιόδουλους, όλους τους φιλάργυρους και τους τοκογλύφους, όλους τους
ψεύτες και τους συκοφάντες, μα προπαντός όλους τους σοδομίτες, που δεν
μετανοούν, εγώ θα τους εξολοθρεύσω!... »Αν λοιπόν, παιδάκι μου, δεν είχαμε
παροργίσει τον Πλάστη και προστάτη μας, δεν θα παθαίναμε ότι πάθαμε. Αλλά που
ν’ αντέξεις… Απείλησε πως θα μας θερίσει με δρεπάνι και θα μας περάσει από
λεπίδι, γιατί δεν βλέπει να έχουμε καθόλου μετάνοια, ούτε την παραμικρή
διόρθωση. Η δοξασμένη Του Μητέρα στεκόταν δίπλα Του περίλυπη και Τον ικέτευε
ν’ αναβάλει την τιμωρία. Το ίδιο κι ένας ιεράρχης – δεν μπόρεσα να καταλάβω
ποιος, μόνο θυμάμαι πως ήταν λευκότριχος και λίγο φαλακρός. Αλλά μάταια.
«Μήπως εσείς είστε πιο σπλαχνικοί από μένα;», τους έλεγε. «Μήπως πονάτε
περισσότερο;… Δεν βλέπετε τί κακό γίνεται; Όλοι σχεδόν περιφρονούν τον άγιο
νόμο μου! Κανείς δεν με σέβεται!...

-Πραγματικά, πάτερ, είπε ο Γρηγόριος, ο λαός αποδεκατίστηκε. Οι πιο πολλοί


βασανίζονται στο κρεβάτι του πόνου… Πές μου όμως ποιά είναι η κύρια αιτία του
θανατικού αυτού, αλλά και όλων γενικά των ασθενειών;

-Παιδί μου Γρηγόριε, αποκρίθηκε ο γέροντας, γι’ αυτούς που αρρωσταίνουν


βαριά είναι γραμμένο το «κατέβαλες αυτούς εν τω επαρθήναι», 194 ενώ για τους
υγιείς εναρέτους το «ο ιώμενος τους συντετριμμένους την καρδίαν». 195 Ακούς; «…
τους συντετριμμένους την καρδίαν»! Τους ταπεινούς δηλαδή! Σκέψου, λοιπόν: Αν ο
Θεός δεν λυπήθηκε ούτε τον απόστολο Παύλο, τον μεγάλο φωστήρα, αλλά του
έδωσε αρρώστια αγιάτρευτη, «άγγελον σατάν, ίνα αυτόν κολαφίζη», 196 κι έτσι να
μην υπερηφανεύεται για το πλήθος των αποκαλύψεων που του έγιναν, πώς δεν θα
δώσει εξουσία στο σατανά να χτυπήσει με την αρρώστια και εμάς και τους
αμαρτωλούς, ώσπου να γίνουμε ταπεινοί; Γιατί δεν φτάνει που είμαστε αμαρτωλοί,
αλλά το παίρνουμε και πάνω μας! Αλλά τι λέει η Γραφή; Ότι «το εν ανθρώποις
υψηλόν βδέλυγα ενώπιον του Θεού».197

Γιατί υποφέρουν τα άκακα νήπια.

Στην απάντηση αυτή του οσίου ο Γρηγόριος αντέτεινε:

-Εγώ όμως, πάτερ, έχω δει πολλά νήπια να είναι κατάκοιτα πολύ καιρό και να
βασανίζονται από φοβερές αρρώστιες. Είχαν κι αυτά τα αθώα παιδάκια
υπερηφάνεια, κι έτσι ο Θεός «κατέβαλεν αυτά εν τω επαρθήναι», όπως είπες; Τι να
σκεφτούμε γι’ αυτό;

188
-Επειδή οι γονείς έπεσαν σε πολλές αμαρτίες, παιδεύονται τα παιδιά τους, για
ν’ αποκτήσουν έτσι συναίσθηση της κακίας τους, και να μετανοήσουν.

-Μα καλά, παρατήρησε ο Γρηγόριος, είναι δίκαιο να βασανίζονται αθώα


πλάσματα για τις αμαρτίες άλλων;

-Βασανίζονται, βέβαια, εδώ για την αποστασία και την αμαρτία των γονιών
τους, αλλά στην μέλλουσα ζωή θα κερδίσουν στεφάνια και δόξα αιώνια. Τότε ο
καθένας θα κριθεί σύμφωνα με τα έργα του, μολονότι τώρα, για τον ένα ή τον άλλο
λόγο, αλλιώς οικονομούνται του Θεού τα κρίματα. Βλέπεις, αμαρτάνει κάποιος, και
ο Θεός καταστρέφει τ΄ αμπέλια του και τα χωράφια του. Κι αν δεν έρθει σε
μετάνοια, εξολοθρεύει τα ζώα του. Αν ούτε έτσι συναισθανθεί τις ανομίες του,
θανατώνει τα παιδιά του, που δεν έφταιξαν φυσικά σε τίποτα. Μ’ αυτούς τους
τρόπους ο Θεός κεντρίζει τους ανθρώπους, που πνίγονται μέσα στις βιοτικές
μέριμνες και δεν σκέφτονται καθόλου την ψυχή τους. Ούτε που τους περνάει από
το νου πως είναι αμαρτωλοί και πως έχουν ανάγκη τη μετάνοια. Νύχτα – μέρα με
επίγειες υποθέσεις ασχολούνται, συνεχώς σε καινούργιες αμαρτίες πέφτουν, μα για
την ψυχή τους δεν σκοτίζονται. Γι’ αυτό χτυπάει ο Θεός πολλούς αθώους –
στεφανώνοντάς τους όμως για το χτύπημα – και ξυπνάει τους υπόλοιπους από τον
θανάσιμο πνευματικό λήθαργο. Όσοι δεν συνέρχονται και δεν μετανοούν ούτε και μ’
αυτόν τον τρόπο, θα είναι εντελώς αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως.

Εντυπωσιάστηκε ο Γρηγόριος από τη φωτισμένη απόκριση του οσίου. Γιατί,


καθώς έλεγε αργότερα, πολλούς είχε ακούσει να μιλάνε γι’ αυτό το ζήτημα και να
προσπαθούν να το ξεδιαλύνουν. Κανένας τους όμως δεν είχε δώσει τόσο
ικανοποιητική εξήγηση.

-Αλήθεια, τίμιε πάτερ, αναφώνησε με θαυμασμό, το Πνεύμα του Θεού μίλησε


με το στόμα σου.

-Θέλοντας ο Θεός να μη σε λυπήσει για την καλή σου προαίρεση, απάντησε


ταπεινά ο μακάριος, με φώτισε να σου πω όσα άκουσες. Όχι γιατί εγώ αξίζω
τίποτα, αλλά γιατί εσύ, που ρώτησες, είσαι ενάρετος και αγαθός.

-Αγαπημένε δούλε του Θεού, αναφώνησε ο Γρηγόριος, είσαι πραγματικά


Νήφων, όνομα και πράγμα! Γιατί, σαν νους νηφάλιος και υψιπέτης, δέχεσαι τις
ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος και χαρίζεις άπλετο το θείο φως σ’ αυτούς που
βρίσκονται μέσα στα σκοτάδια της άγνοιας…

189
Η παρουσία των αγίων

Και ο Γρηγόριος συνέχισε:

-Σε παρακαλώ λοιπόν, πες μου και κάτι ακόμα: Γιατί στην εποχή μας
φανερώθηκαν τόσοι άγιοι σ’ όλο τον κόσμο; Πολλοί λάμπουνε σήμερα σαν τον ήλιο
και τα ονόματά τους διαλαλούνται παντού. Και πρώτα – πρώτα ο Αντώνιος, ο
Ιλαρίων, ο Συμεών, ο Παύλος ο απλούστατος και τόσοι άλλοι, που τους ξέρει ο
Κύριος…

-Πρέπει να ξέρεις, αδελφέ μου, ότι μέχρι τη συντέλεια του κόσμου δεν θα
λείψουν οι άγιοι του Θεού, όπως δεν θα λείψουν, βέβαια, και οι εργάτες του
σατανά. Στις έσχατες ημέρες, ωστόσο, όσοι θα είναι αληθινά ευάρεστοι στον Κύριο,
θα κρύβονται έξυπνα από τους ανθρώπους. Δεν θα κάνουν σημεία και τέρατα,
όπως οι σημερινοί, αλλά θα βαδίζουν στο δρόμο των πρακτικών αρετών με πολλή
ταπείνωση. Έ, λοιπόν, αυτοί θα δοξαστούν στη βασιλεία των ουρανών πιο πολύ κι
απ’ τους θαυματουργούς αγίους! Και ξέρεις γιατί; Επειδή τότε δεν θα υπάρχει
κανείς που να τονώνεται το αγωνιστικό τους φρόνημα. Ακόμα και εκείνοι που θα
έχουν το αξίωμα της ιεροσύνης, θα είναι άνθρωποι ασήμαντοι οι περισσότεροι,
ανίδεοι από αρετή. Μα και των μοναχών οι πρόκριτοι δεν θα είναι καλύτεροι.
Κενόδοξοι, και γαστρίμαργοι, θ΄ αποτελούν όχι υπόδειγμα αλλά μάλλον σκάνδαλο
για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και θα παραμεληθεί γενικά η αρετή. Θα βασιλεύει
παντού η φιλαργυρία και η πλεονεξία. Μοναχοί και λαϊκοί θα συνάζουν χρήματα και
θα τα τοκίζουν. Δεν θα τα προσφέρουν στο Θεό, δίνοντάς τα ελεημοσύνη στους
φτωχούς. Και οι περισσότεροι, από άγνοια, θα πλανηθούν μέσα στο χάος του
άνετου δρόμου της απώλειας… Αλλά είπα κιόλας πολλά, παιδί μου, σαν φλύαρος
που είμαι. Συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό, και μην ξεχνάς να προσεύχεσαι για μένα,
τον άθλιο που σπατάλησα μέσα στις ανομίες και τα νιάτα και τα γερατειά μου…

Θαυμάζοντας την ταπείνωση του γέροντα ο Γρηγόριος, έπεσε στα πόδια του,
ζητώντας αυτός μάλλον τις προσευχές του.

Πρέπει να πω, πως κι ο Γρηγόριος ήταν άνθρωπος θεοφοβούμενος, ενάρετος,


σπλαχνικός, και φιλομόναχος. Είχε μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στον γέροντα.
Αγωνιζόταν να του μοιάσει στην εγκράτεια, στην προσευχή, στην πραότητα, στην
ταπείνωση, στη φιλοξενία, σε όλα. Με τη συνετή και θεάρεστη πολιτεία του και με τη
βοήθεια του Θεού, έκανε μεγάλη προκοπή στην πνευματική ζωή.

190
Η χάρη του αναδόχου

Άλλοτε πάλι, καθώς ο όσιος ησύχαζε στο κελί του, ήρθε να τον συναντήσει
κάποιος αυτοκρατορικός αξιωματούχος.

-Σε παρακαλώ, πάτερ, βοήθησέ με, του είπε με φανερή θλίψη. Ήρθα να
ρωτήσω κάτι την αγιωσύνη σου, ελπίζοντας πως θα ωφεληθώ και θα ηρεμήσω…
γιατί μ’ έχει ταράξει ένας λογισμός…

Ο όσιος δεν περίμενε να του φανερώσει το λογισμό του.

-Ο σατανάς σε πλάνεψε, του αποκρίθηκε αμέσως. Σε γέλασε, λέγοντάς σου


πως δεν θα έχεις τάχα μισθό απ’ το Θεό για όσα παιδιά βάφτισες. Ψέματα! Είναι
μακάριος όποιος βαφτίζει ψυχές και τις βάζει έτσι μέσα στην Εκκλησία και τη
βασιλεία του Χριστού. «Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται», 198 λέει ο Κύριος στο
Ευαγγέλιο. Και κάποτε, «επιλαβόμενος παιδίου έστησεν αυτό παρ’ εαυτώ και είπεν
αυτοίς˙ ος εάν δέξηται, τούτο το παιδίον επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται και ος εάν
εμέ δέξηται, δέχεται τον αποστείλαντά με».199 Ποιός είναι λοιπόν πιο μακάριος από
σένα, που υποδέχεσαι με τα νήπια το Χριστό, και με το Χριστό τον Πατέρα Του;
Υπάρχει τίποτε ανώτερο και αγιώτερο απ’ αυτό; Πήγαινε λοιπόν, παιδί μου, και
συνέχισε να κάνεις τούτο το καλό. Γιατί τα νήπια, που θα γίνεις ανάδοχός τους στο
άγιο βάπτισμα, θα πηγαίνουν μπροστά στην ψυχή σου, όταν αυτή θα ανεβαίνει
στους ουρανούς. Τιμή μεγάλη για σένα! Εξευτελισμός για τα εναέρια πονηρά
πνεύματα!... Άγγελοι, κρατώντας τόσες λαμπάδες όσα και τα παιδιά που βάφτισες,
θα σε φέρουν ως το θρόνο του Θεού, κι από κει στον τόπο της αιώνιας
μακαριότητας. Θα σε τιμήσουν δηλαδή με τον ίδιο τρόπο, που κι εσύ δέχτηκες και
τίμησες το Χριστό στα πρόσωπα των παιδιών. Η κολυμβήθρα, θα λέγαμε, είναι μια
άλλη Παρθένος, που κρατάει τον Ιησού στην αγκαλιά της. Ας είσαι κι εσύ ο
Θεοδόχος Συμεών, κι ας Τον υποδέχεσαι σε κάθε νήπιο που βαφτίζεις.

Κατάπληκτος έμεινε ο άνθρωπος μ’ όσα άκουσε από τον όσιο. Πραγματικά,


δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του: Πρίν να πει ο ίδιος το λογισμό του, του τον
φανέρωσε εκείνος, καθώς τον γνώριζε με το διορατικό του χάρισμα.

Η διάκριση των λογισμών

191
Όταν συνήλθε κάπως από την έκπληξή του, τον ξαναρώτησε:

-Σε παρακαλώ, γέροντα, μια και γνωρίζεις όλες τις σκέψεις μου, πές μου: Από
πού ήρθε αυτός ο λογισμός; Από μένα γεννήθηκε ή ήρθε απ’ αλλού;

-Απ’ το διάβολο γεννήθηκε, που ήθελε να διαστρέψει τη σωστή σου άποψη και
να σου δημιουργήσει σύγχυση. Αλλά καλά έκανες και τον φανέρωσες αμέσως, γιατί
αλλιώς θα χωνόταν βαθιά μέσα στην καρδιά σου και δύσκολα θα ξεριζωνόταν. Ο
άνθρωπος, βλέπεις, έχει τους φυσικούς του λογισμούς, με τους οποίους διακρίνει
τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Έχει όμως και δυο λογιών ακόμα λογισμούς, που τον
διατάζουν: Τους δαιμονικούς (πονηρούς) και τους αγγελικούς (αγαθούς). Πρέπει
λοιπόν να εξετάζει προσεκτικά όλους τους λογισμούς που μπαινοβγαίνουν στο νου
του, να ξεχωρίζει αυτούς που του βάζει ο πονηρός και να τους διώχνει. Αυτό όμως
μπορεί να το κάνει μόνο όταν έχει νου καθαρό και αμέριμνο. Ο νους που είναι
θολωμένος απ’ τις πολλές βιοτικές φροντίδες και σκοτισμένος απ’ τις απολαύσεις
και τις ηδονές, εύκολα γλιστράει στο κακό, μη μπορώντας να ξεχωρίσει το ψωμί
από την πέτρα. Αυτός ποτέ δεν μπορεί να νιώσει τι λογής είναι τα έργα του, καλά ή
πονηρά, γιατί ο σατανάς εύκολα τον ξεγελάει. Το γλυκό απ’ το πικρό δεν μπορεί να
το ξεχωρίσει. Ανακατεύει άκριτα το μέλι με το αψίνθι… Και ποιός μπορεί να φάει
τέτοιο παρασκεύασμα;

--Μα τότε… ποιός μπορεί λοιπόν να σωθεί; Ρώτησε μισοαπελπισμένος ο


άρχοντας.

-Άκουσε, παιδί μου… Ναι, είναι αδύνατο να σωθούμε μόνοι μας. Αλλά ο Θεός
τα πάντα μπορεί να κάνει για τη σωτηρία μας. 199 Βλέπεις ότι πολλοί άνθρωποι,
μολονότι προσφέρουν δώρα και υπηρεσίες στον επίγειο βασιλιά, με μεγάλη
δυσκολία πετυχαίνουν αυτό που του ζητάνε. Άλλοι πάλι, χωρίς να του προσφέρουν
τίποτα, κερδίζουν τη συμπάθεια και τη βοήθειά του. Έτσι και ο Θεός άλλους δοξάζει
για τα έργα τους, άλλους ελεεί για τη βαθειά τους μετάνοια και άλλους σπλαχνίζεται
χάρη τις πρεσβείες των αγίων Του. Πολλούς πάλι τους χτυπάει και τους παιδεύει
εδώ, ενώ εκεί τους χαρίζει την αιώνια μακαριότητα, φτάνει να μη γογγύσουν για όσα
υποφέρουν.

Εγκράτεια και πάθη

Πες μου, πάτερ, ρώτησε πάλι ο επισκέπτης, πώς μερικοί, αν και λιώνουν τα
σώματά τους από την εγκράτεια, κυριεύονται ωστόσο από τα πάθη; Την οργή

192
πρώτα – πρώτα, κι έπειτα την έχθρα, τη μνησικακία, το φθόνο, την ασπλαχνία; Ενώ
υπάρχουν, αντίθετα άνθρωποι, που και τρώνε απ’ όλα και πίνουν κρασί, κι όμως
είναι πολύ ενάρετοι και δεν τους βρίσκεις ψεγάδι. Πώς γίνεται αυτό;

-Νομίζω, παιδί μου, πως όσοι δεν διορθώνονται, μολονότι νηστεύουν πολύ,
είναι γιατί δεν προσέχουν τη γλώσσα τους. Όποιος δεν κλείνει το στόμα του, κι αν
ακόμη νηστεύει όλο το χρόνο, προκοπή δεν κάνει. Ενώ όποιος ξέρει να σωπαίνει,
μπορεί εύκολα να νικήσει όλα τα πάθη. Σε κάνει λ. χ. ο διάβολος να οργιστείς; Μη
μιλήσεις, και νίκησες. Σε σπρώχνει σε φθόνο; Μην κατακρίνεις και ντρόπιασες τον
πονηρό˙ γιατί η κατάκριση γεννιέται απ’ το φθόνο. Αν πάλι ο εχθρός σε ανάψει και
σε σπρώχνει στη σαρκική αμαρτία, κλείσε γι’ άλλη μια φορά το στόμα σου. Μη
μιλήσεις σε γυναίκα, μη φας και μην πιείς πολύ. Έτσι θα τον κατατροπώσεις. Στην
ανάγκη, πάρε μια βέργα και χτύπα το κορμί σου αλύπητα. Ο πόνος θα διώξει τον
πόλεμο. Το ξέρεις, άλλωστε, ότι «συμφέρει σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και
μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν»… 200 Αν κανείς σε βρίσει, θυμήσου πόσο
βρωμάνε τα νεκρά σώματα μέσα στους τάφους. Η παράβασή μας φταίει που
καταλήγουμε εκεί. Σκέψου, λοιπόν, ότι και το δικό σου σώμα θα είναι μέσα στον
τάφο μια σαπίλα και δυσωδία, και θ΄ αξίζει όσο και ένα σωρός κοπριά. Εύκολα θ’
αγνοήσεις έτσι αυτόν που σ’ έβρισε… Αν ένας φτωχός σου ζητήσει βοήθεια, μην
τσιγγουνευτείς να του δώσεις απ’ τα επίγεια και φθαρτά αγαθά σου, για να μη
στερηθείς τα ουράνια και άφθαρτα, «ά οφθαλμός ούκ είδε και ούς ούκ ήκουσε και
επί καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη»… 201 Αν ο πανούργος διάβολος σε φουσκώνει
με κενοδοξία, έπαρση, αλαζονεία, ρίξε μια ματιά στις παλαιότερες γενιές, και δες:
Ποιοί εγωιστές πήγαν ποτέ καλά; Όλοι τους ήρθαν σε ρήξη με το Θεό και είχαν
κακό τέλος. Γιατί «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», 202
λέει η Γραφή. Και αλλού: «Ο Θεός διεσκόρπισεν οστά ανρθωπαρέσκων». 203 Αλλού
πάλι: «Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς και τον τρίβον των ποδών
υμών ταράσσουσιν».204 Αυτά να τα κρατάς πάντα μέσα στο νου σου, και θα σε
βοηθάνε να μένεις ταπεινός… Αν πάλι ο πονηρός σου ανοίξει την όρεξη για
πλούσια φαγητά, πήγαινε στο αποχωρητήριο, κι εκεί θα νιώσεις καλά την ευωδία
τους!...

Μετά από μικρή παύση, ο όσιος συνέχισε:

-Αλλά μου μίλησες για κάποιους ενάρετους, που πίνουν κρασί και τρώνε απ’
όλα. Πρόσεξε, παιδί μου! Σ’ όσους το είδες αυτό, είναι γενναίοι στρατιώτες του
Χριστού. Καταπάτησαν πρώτα τις αμαρτίες και τα πάθη. Και τώρα είναι κυρίαρχοι

193
των παθών, στολισμένοι απ’ το Θεό με το χάρισμα της απαθείας. Γι’ αυτό και τρώνε
και πίνουν χωρίς εμπάθεια. Εγκρατεύτηκαν. Αγωνίστηκαν σκληρά. Πέτυχαν το
σκοπό που έχουμε όλοι μας. Ντύθηκαν με την πανίσχυρη πανοπλία του Θεού. Και
κανείς πια δεν μπορεί να τους νικήσει… Πάντως, η νηστεία είναι μεγάλο όπλο της
ψυχής, αλλά χρειάζεται να συνδυαστεί με την αδιάλειπτη προσευχή, την ησυχία και
τη σιωπή. Τότε έχει τα καλύτερα αποτελέσματα. Όλα αυτά πάλι έχουν ανάγκη τη
μελέτη. «Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μού εστί, τότε αν απωλόμην εν τη
ταπεινώσει μου».205 Πήγαινε λοιπόν, παιδί μου, και αγωνίσου ν’ αποκτήσεις κι εσύ
το χάρισμα της απαθείας με την εγκράτεια. Τότε θα μπορείς, ακόμα κι αν τρώς και
πίνεις, να βρίσκεσαι έξω από τα πάθη. Πρέπει πάντως να ξέρεις πως οι ενάρετοι
άνθρωποι το κάνουν αυτό μόνο μπροστά στους άλλους, όταν το απαιτήσει κάποια
ανάγκη. Όταν όμως είναι μόνοι τους, ακολουθούν τους νόμους της ευσεβείας και
αναπληρώνουν με αυστηρότερη νηστεία την κατάλυση που έκαναν μπροστά στους
ανθρώπους.

Θα γίνει ανάσταση των νεκρών;

Αλήθεια, γέροντα, ποτέ δεν έχω ακούσει τόσο σοφές διδαχές και εξηγήσεις,
είπε με έκπληξη ο άρχοντας. Θα ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω και κάτι τελευταίο,
αλλά, να, φοβάμαι μη σε κουράσω…

-Όχι, παιδί μου, δεν είναι αυτό κόπος! Ρώτησέ με ό,τι θέλεις.

-Άκουσα δυο ανθρώπους να συζητάνε για την ανάσταση των νεκρών. Ο ένας
έλεγε ότι θα αναστηθούν οι νεκροί όλων των αιώνων και ο καθένας θα πάρει
αμοιβή ανάλογη με τα έργα του. Ο άλλος όμως ισχυριζόταν το αντίθετο, και πειστικά
μάλιστα. Σαν αγιογραφική μαρτυρία έφερε και το προφητικό χωρίο: «Οι δε νεκροί
ζωήν ού μη ίδωσιν, ουδέ ιατροί ου μη αναστήσουσι». 206 Τελικά έκανε και το
συνομιλητή του ν’ αλλάξει γνώμη… Από τότε λοιπόν κλονίστηκε και η δική του
πίστη στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να μου πεις κάτι, δούλε
του Θεού, πάνω σ’ αυτό το θέμα, για να στηρίξεις την ψυχή μου, που παραδέρνει
μέσα στην ταραχή των λογισμών της ολιγοπιστίας.

-Καλά, ό,τι ακούς, αμέσως το πιστεύεις; Τον ρώτησε ο όσιος με αυστηρότητα.


Αν άνοιγες τη Γραφή, θα έβλεπες πως ο ίδιος προφήτης λέει λίγο παρακάτω:

194
«Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και
ευφρανθήσονται οι εν τη γη».207 Αυτό το πιστεύεις;

-Πιστεύω, γέροντα, σ’ ό,τι κι αν μου πεις, γιατί σήμερα διαπίστωσα πως είσαι
προφήτης και γνωρίζεις των ανθρώπινων καρδιών τα βάθη.

-Τέτοιος λοιπόν είσαι; Μ’ ένα λόγο γκρεμίζεσαι και μ’ ένα άλλο ξανασηκώνεσαι;
Αυτό δεν είναι καλό πράγμα! Τον μάλωσε ο όσιος.

-Να, πάτερ, επειδή δεν γνωρίζω σε βάθος την αγία Γραφή, όσα ακούω τα
πιστεύω, δικαιολογήθηκε εκείνος. Εξήγησέ μου λοιπόν δούλε του Θεού, πως τη μια
φορά λέει ο προφήτης, «οι δε νεκροί ζωήν ου μη ίδωσιν», ενώ την άλλη,
«αναστήσονται οι νεκροί»; Αυτό μ’ έβαλε πάλι σε απορία.

-Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, παιδί μου, ότι οι νεκροί θ’ αναστηθούν. Ναι,
«αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις», αλλά και
«ευφρανθήσονται οι εν τη γη», γιατί μετά την ανάσταση οι δίκαιοι θα ευφραίνονται
αιώνια. Από την άλλη πάλι, όταν λέει πως οι νεκροί «ζωήν ου μη ίδωσιν», εννοεί
τους νεκρούς στην ψυχή, αυτούς που προσκυνούν τις πέτρες και τα ξύλα, αυτούς
που δουλεύουν στα πάθη τους, αυτούς που είναι βουτηγμένοι στην αμαρτία. Αυτοί,
βέβαια, «ζωήν ου μη ίδωσιν» - και ζωή είναι ο Χριστός. Τί ζωή να δουν, αλήθεια, οι
ασεβείς, που δεν πρόκειται ν’ αναστηθούν για τη βασιλεία του Κυρίου, αλλά για την
αιώνια κόλαση. Λοιπόν, παιδί μου, να έχεις ακράδαντη πίστη, ότι με τη συντέλεια
των αιώνων θα γίνει και η ανάσταση των νεκρών.

Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν πιστεύει σ’ αυτά…

-Πώς όμως, πάτερ, αυτό το σώμα, που θα έχει μεταβληθεί σε χώμα, θα


μπορέσει να ξαναγίνει ακέραιο;

-Βλέπω πως αγαπάς πολύ τις συζητήσεις, είπε χαμογελώντας ο όσιος. Ας


είναι, θα σου απαντήσω και σ’ αυτό. Λοιπόν, βάλε με το νου σου ένα κλήμα,
πλούσιο σε τρυφερά βλαστάρια, καταπράσινα φύλλα, ζουμερά σταφύλια. Πόσο
ωραίο είναι! Όταν όμως το τρυγήσουν, μένει μόνο με τα φύλλα. Σιγά –σιγά τα ρίχνει
κι αυτά, και τί βλέπεις πια; Ένα γυμνό κούτσουρο, που ό,τι όμορφο είχε, έπεσε στη
γη και σάπισε. Όλο το χειμώνα στέκεται ξερό. Φαίνεται σα νεκρό… Όταν όμως
έρθει ο καιρός του, τί γίνεται; Το κλαδεύουν, και να, το κατάξερο κλήμα πετάει νέα
βλασταράκια και φύλλα, και βρίσκεται ξαφνικά ξαναστολισμένο αξιοθαύμαστα με
την πράσινη, χαριτωμένη φορεσιά του. Δεν αργούν μάλιστα να προβάλουν πάλι τα

195
σταφύλια του. Έτσι, γύρω στον Ιούλιο, έχει ξαναβρεί όλη τη ζωντάνια, τη
θαλερότητα και την προηγούμενη ομορφιά του… Έπεσαν λοιπόν τα φύλλα και
σάπισαν. Αλλά να που ξαναβγήκαν! Τρυγήθηκε και ο καρπός. Αλλά νάτος ακέραιος
κι αυτός τον άλλο χρόνο πάνω στο κλήμα!... Πες μου τώρα εσύ, ποιός τα κάνει όλα
αυτά και με ποιά δύναμη; Εξήγησέ μου, πώς απ’ το ξερό κούτσουρο βγαίνει το
ζουμερό σταφύλι; Και πώς το σταφύλι είναι γλυκό, ενώ το φυτό και τα φύλλα του
στυφά; Πώς γίνονται λοιπόν αυτά; Με ποιανού τη φροντίδα και την πρόνοια;…
Στοχάσου τα τούτα και πληροφορήσου, ότι Αυτός που ντύνει το κλήμα με τόση
ομορφιά, Αυτός που χαρίζει στο νεκρό ξύλο νέα ζωή και πλούσιο φύλλωμα και
ολόδροσους καρπούς, ο Ίδιος είναι που θ’ αναστήσει, όταν θα έρθει η ώρα, και τα
σώματα των νεκρών, ακέραια και ζωντανά – ο παντοδύναμος Κύριος της ζωής και
του θανάτου! Σ’ αυτό να πιστεύεις ακλόνητα, γιέ μου, μα και σ’ όλα τα θεόπνευστα
δόγματα των αγίων αποστόλων. Έτσι θα κερδίσεις τη βασιλεία των ουρανών.

Ο άρχοντας, με την πίστη του δυναμωμένη, έπεσε στα πόδια του οσίου,
λέγοντας:

-Πιστεύω, πάτερ, σ’ όλα όσα μου είπες, γιατί το στόμα σου λαλεί την αλήθεια
του Θεού. Σε παρακαλώ, να με θυμάσαι πάντα και στις άγιες προσευχές σου, για
να μπορέσω κι εγώ να κάνω κάτι καλό στη ζωή μου, απ’ όσα μας ζητάει ο Κύριός
μας Ιησούς Χριστός.

-Είναι αλήθεια, παιδί μου, πως όλοι μας χρωστάμε να προσευχόμαστε στον
άγιο Θεό όχι μονάχα για τον εαυτό μας, αλλά και για τους συνανθρώπους μας.
Αλίμονο στο χριστιανό που ούτε για τους άλλους προσεύχεται ούτε για την ψυχή
του νοιάζεται. Μα και αν αγωνιστούμε για την ψυχή μας, δεν κάνουμε όμως κάτι –
ό,τι μπορεί ο καθένας – για να σωθεί ο αδελφός μας, πάλι είμαστε ένοχοι, γιατί δεν
αξιοποιήσαμε το τάλαντο της χάριτος… Πήγαινε τώρα, παιδί μου, στο καλό. Ας
προσευχόμαστε, εσύ για μένα και εγώ για σένα. Ίσως η φιλανθρωπία του Θεού να
συγχωρέσει και των δυο μας τις αμαρτίες! Γιατί πολλές φορές και μια μικρή
προσευχή φτάνει, για να σώσει ο πανάγαθος και πολυεύσπλαχνος Κύριος το
πλάσμα του από κάθε κακό. Το βλέπουμε καθαρά στους βίους των αγίων.

Μ΄ αυτά τα λόγια ο όσιος ευλόγησε τον επισκέπτη του και τον ξεπροβόδισε με
αγάπη.

Η παγίδα του Θεού

196
Τώρα πια, αδελφοί μου, αφού σας διηγήθηκα μέχρις εδώ ό,τι θεώρησα καλό
για τον μακάριο πατέρα μας Νήφωνα, θα προσθέσω ακόμα λίγες σελίδες για τα
τελευταία χρόνια της ζωής του. Γιατί είμαι βέβαιος ότι κι απ’ αυτά μεγάλη θα είναι η
ψυχική σας ωφέλεια.

Ένα βράδυ, αφού τέλειωσε τη συνηθισμένη του προσευχή, έπεσε να κοιμηθεί.


Τον είχε μόλις πάρει ο ύπνος, όταν είδε ένα όνειρο ολοζώντανο.

Ήτανε, λέει, ένα καταπράσινο λιβάδι, όπου έβοσκαν αμέτρητα άσπρα


πρόβατα. Λίγο πιο πέρα ήταν το μαντρί τους. Τσοπάνος όμως πουθενά!

Ο όσιος τα έβλεπε μέσα στον ύπνο του και απορούσε, πώς άφησαν αφύλαχτα
τόσα πρόβατα. Αν έπεφταν πάνω τους λύκοι;…

Έξαφνα παρουσιάστηκε ένας μεσόκοπος άνδρας με όψη επιβλητική. Ήταν


ίσαμε τρεις πήχες ψηλός, λίγο φαλακρός, με μύτη ελαφρά γαμψή, και φορούσε
ρούχα αποστολικά.

-Τί στέκεσαι και κοιτάζεις τα πρόβατα του βασιλιά; Ρώτησε τον όσιο.

-Τα κοιτάζω, πάτερ, γιατί είναι τόσο ωραία! Αλλά παραξενεύομαι, πώς βόσκουν
μόνα τους, χωρίς τσοπάνο.

-Όπως σου είπα, είναι πρόβατα του βασιλιά. Εκείνος μ’ έστειλε για να βάλω
εσένα βοσκό τους.

-Μην είμαι τάχα δούλος του βασιλιά, για να του βόσκω τα πρόβατα; Τόλμησε
και είπε ο όσιος. Ιδέα δεν έχω από τέτοια δουλειά. Άλλωστε, όπως βλέπεις, είμαι
πολύ αδύναμος. Όπου να ‘ναι φεύγω απ’ αυτή τη ζωή. Πώς ν΄ αναλάβω λοιπόν τη
βοσκή βασιλικών προβάτων;

-Εγώ αυτή την προσταγή έχω: Να παραδώσω στα χέρια σου το κοπάδι που
βλέπεις, είπε ο άνδρας. Άφησε λοιπόν τις προφάσεις. Ο βασιλιάς αποφάσισε ν’
αναθέσει για λίγο τα πρόβατά του σ’ εσένα. Κι έπειτα θα σε πάρει κοντά του και θα
σε δοξάσει. Θα σε κάνει άρχοντα του παλατιού του. Θα σου δώσει μάλιστα και
μεγάλη αμοιβή, αν του βοσκήσεις καλά το κοπάδι.

Μ’ αυτά τα λόγια έβαλε στο χέρι του οσίου ένα ποιμενικό ραβδί και,
παραδίνοντάς του τα πρόβατα και το μαντρί, έγινε άφαντος.

197
Ο μακάριος Νήφων ξύπνησε απορημένος και ανήσυχος. Τι να σήμαιναν όσα
είδε… Εκεί που προσπαθούσε να δώσει κάποιαν εξήγηση, ξαφνικά ο νους του
φωτίστηκε. Ναι! Εκείνος που παρουσιάστηκε στ’ όνειρό του, ήταν ο άγιος
απόστολος Παύλος! Τα πρόβατα πρέπει να συμβόλιζαν το λαό του Θεού. Το μαντρί,
την Εκκλησία. Και το ραβδί που του έδωσε, την ποιμαντική τέχνη.

-Φόβος και τόμος τον έπιασε. «Λες να με κάνουν αρχιεπίσκοπο


Κωνσταντινουπόλεως;», συλλογίστηκε.

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Εκείνο τον καιρό λάμπρυνε το θρόνο της
Βασιλεύουσας ο αγιότατος Αλέξανδρος, διάδοχος του μακαρίου Μητροφάνη, 208 ήταν
όμως πολύ ηλικιωμένος. Μήπως πλησίαζε η κοίμησή του, και ο Θεός προόριζε το
Νήφωνα για διάδοχό του;…

Με πολύ δυσφορία και παράπονο συλλογίστηκε:

«Και όσο παρακαλούσα και ξαναπαρακαλούσα τον Κύριο να μη με δοξάσει, να


μη μου δώσει καμιάν εξουσία… Φαίνεται όμως πώς αυτό ακριβώς θα μου συμβεί…
Μα δεν είμαι καλύτερος από τον προφήτη Ιωνά! Θα σηκωθώ να φύγω από τούτη
την πόλη!...

Στη στιγμή βγήκε από το κελί του και με φώναξε. Κατεβήκαμε στο λιμάνι.
Μπήκαμε σ’ ένα πλοίο, που έφευγε για την Αίγυπτο. Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, κι έτσι
σε λίγες μέρες πιάσαμε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

Τη μέρα ακριβώς που φτάσαμε εκεί, παρουσιάζονταν στον αρχιεπίσκοπο


Αλέξανδρο209 εκπρόσωποι των κατοίκων της πόλης Κωνσταντιανής, και τον
παρακαλούσαν να τους χειροτονήσει επίσκοπο όποιον θα του φανέρωνε ο Θεός. Ο
μέχρι τότε ποιμενάρχης τους Χριστόφορος, άνθρωπος μεγάλης αρετής, είχε μόλις
κοιμηθεί.

Ο μακάριος Αλέξανδρος τους ζήτησε μια μικρή διορία, και άρχισε να


προσεύχεται στο Θεό για να του αποκαλύψει τον άξιο.

Την ίδια κιόλας νύχτα βλέπει στον ύπνο του έναν σεβάσμιο άνδρα να του λέει:

-Ποιόν σκέφτεσαι να κάνεις επίσκοπο στην Κωνσταντιανή;

-Δεν ξέρω… Παρακαλώ το Θεό να μου φανερώσει το θέλημά Του.

198
-Ο Θεός λοιπόν θα σου δείξει ποιόν διάλεξε. Μόνο να έχεις το νου σου αύριο
στην εκκλησία. Θα δεις κάποιον, που θα μου μοιάζει στη μορφή, αλλά δεν θα είναι
φαλακρός, όπως εγώ. Αυτόν να χειροτονήσεις επίσκοπο, θέλει δε θέλει.

Την άλλη μέρα ο αρχιεπίσκοπος πήγε νωρίς –νωρίς στην εκκλησία. Το βλέμμα
του έπεφτε μια πάνω στους χριστιανούς που έμπαιναν, μια στην εικόνα του
αποστόλου Παύλου – γιατί αυτός ήταν που είδε στον ύπνο του. Και προσπαθούσε
να δει κανέναν που να του μοιάζει…

Στο μεταξύ ο δίκαιος Νήφων, ανύποπτος – γιατί δεν του αποκάλυψε τίποτα ο
Θεός – μου λέει:

-Ας πάμε, παιδί μου, στο ναό του Θεού να προσευχηθούμε, μια κι εδώ
τουλάχιστον είμαστε άγνωστοι.

Όταν φτάσαμε, κοντοστάθηκε στην πύλη της εκκλησίας και μου είπε
χαμηλόφωνα:

-Παράξενο πράγμα… Η καρδιά μου ξαφνικά γέμισε λύπη. Αλλά και πάλι στη
στιγμή πλημμύρισε μ’ ευφροσύνη ανέκφραστη… Τί θα μου συμβεί άραγε σήμερα;

Προχώρησε ωστόσο σταθερά μέσα, όπου ήταν ήδη μαζεμένοι πολλοί


χριστιανοί.

Ο αρχιεπίσκοπος, όταν αντίκρισε το Νήφωνα, κάρφωσε επίμονα πάνω του το


βλέμμα. Έπειτα, μια παρατηρούσε την εικόνα του αποστόλου Παύλου μια τον όσιο.
Και όσο έκανε τη σύγκριση, τόσο έμενε κατάπληκτος από την ομοιότητα!

Γυρίζει τότε και ψιθυρίζει στο αυτί του αρχιδιακόνου του:

-Βλέπεις, Αθανάσιε, πόσο καταπληκτικά μοιάζει με τον άγιο Παύλο εκείνος ο


άνθρωπος;

-Πραγματικά, δέσποτα, του μοιάζει! Συμφώνησε κι αυτός με όχι μικρότερη


έκπληξη. Τι βλέπω όμως! Άγγελοι του Θεού τον συνοδεύουν! Και στο κεφάλι του
έχει στεφάνι με πολύτιμα πετράδια!... Α, καθώς μου φαίνεται, είναι εκλεκτός του
Κυρίου, σαν τον μακάριο Παύλο, άξιος να ποιμαίνει τα πρόβατά Του…

Τότε ο αρχιεπίσκοπος κάλεσε τον όσιο, τον ασπάσθηκε μ’ αγάπη και τιμή και,
χωρίς να του δώσει καμιά εξήγηση, του είπε:

199
-Ευλόγησον, πάτερ, να καθήσουμε.

Ο όσιος τα έχασε. «Καλά, πώς μ’ έμαθαν κι εδώ τόσο γρήγορα; Απορώ…»,


συλλογίστηκε.

Κάθισαν, και ο αρχιδιάκονος Αθανάσιος του λέει χαμογελαστός:

-Χωρίς να το ξέρεις, πάτερ Νήφων, ήρθες κι έπεσες μέσα στην παγίδα! Ό,τι
θέλησες ν’ αποφύγεις, αυτό βρήκες! Έτσι οικονόμησε ο Κύριος, επειδή από την
πολλή σου ταπείνωση μισείς τ΄ αξιώματα. Τώρα όμως δεν πρέπει να
περιφρονήσεις την απόφασή Του. Δούλοι Του είμαστε, και δεν έχουμε δικαίωμα ν’
απειθούμε στα προστάγματά Του.

-Αχ, τώρα καταλαβαίνω πως τα γραμμένα δεν ξεγράφονται! Μουρμούρισε


αναστενάζοντας ο όσιος. Έφευγα μακριά από την τιμή, και να που στην τιμή έπεσα!
Αυτό που πρόσεχα να μη μου λάχει αλλού, μου έλαχε εδώ πέρα!...

Σώπασε λιγάκι, κι έπειτα κοίταξε με συστολή τον αρχιεπίσκοπο.

-Ωστόσο, είπε σα να μονολογούσε, είμαι ανάξιος! Τι να κάνω, δεν ξέρω… Για ν’


αναλάβει κανείς την ευθύνη ψυχών, πρέπει να είναι, νομίζω, σαν το Μωυσή και τον
Ηλία, τους μεγάλους προφήτες, ή σαν τον Πέτρο και τον Παύλο ή σαν εσάς, τους
άξιους…

-Πάτερ, τον διέκοψε ο μακάριος Αλέξανδρος, το Άγιο Πνεύμα σε διάλεξε για να


ποιμάνεις τα πρόβατα τούτα του Χριστού, που βλέπεις τώρα να μας τριγυρίζουν
ζητώντας ποιμένα.

-Τίμιε δέσποτα, είπε τότε ο όσιος, εγώ βέβαια δεν είμαι άξιος γι’ αυτό που λες.
Αλλά και δεν τολμώ να εναντιωθώ στο Θεό. Κάνε ό,τι σε πρόσταξε Εκείνος.

-Μακάρι να ήμουνα κι εγώ άξιος όσο εσύ, μονολογούσε σιγανά ο


αρχιεπίσκοπος.

Σηκώθηκαν αμέσως και ετοίμασαν ό,τι χρειαζόταν.

Ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυα από τα μάτια του οσίου.

Τον χειροτόνησαν αμέσως διάκονο. Την άλλη μέρα τον έκαναν πρεσβύτερο και
την επομένη επίσκοπο.

200
Τι ουράνια χαρά ήταν αυτή, που είχε απλωθεί μέσα στην εκκλησία! Ο μακάριος
Αθανάσιος έβλεπε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει σαν φωτιά πάνω στους δύο
ιεράρχες, τον Αλέξανδρο και το Νήφωνα. Σκιρτούσαν όλων οι καρδιές από
απέραντη ευφροσύνη και αγαλλίαση.

Μετά τη θεία λειτουργία και τη χειροτονία, ο αρχιεπίσκοπος έκανε το τραπέζι


στον νέο επίσκοπο και στους εκπροσώπους της Κωνσταντιανής. Όλοι πέρασαν κι
ασπάσθηκαν ευλαβικά τον ποιμενάρχη τους σαν άγγελο Θεού.

Ποιμενάρχης

Τρεις μέρες μείναμε στην Αλεξάνδρεια μετά τη χειροτονία του οσίου, που
καθημερινά κήρυσσε στους ανθρώπους το λόγο του Θεού. Και όλοι άκουγαν με
θαυμασμό τις θεόσοφες διδαχές του.

Την τρίτη μέρα ξεκίνησε για την επισκοπή του μαζί με τον αρχιδιάκονο
Αθανάσιο και άλλους σεβάσμιους κληρικούς, που ο αρχιεπίσκοπος έστειλε για να
τον ενθρονίσουν. Έτσι κι έγινε.

Αφού πρόσφεραν στον Κύριο την αναίμακτη θυσία, τον ενθρόνισαν επίσημα
στον μεγάλο ναό της Κωνσταντιανής. Ήταν 4 Σεπτεμβρίου.

Οι κληρικοί έμειναν λίγες μέρες ακόμα κοντά στον όσιο, ευφράνθηκαν απ’ τα
γλυκύτατα πνευματικά του λόγια, κι έφυγαν για την Αλεξάνδρεια, αφού τον
θερμοπαρακάλεσαν να τους θυμάται στις άγιες προσευχές του.

Στο μεταξύ, όλο το πλήρωμα της τοπικής Εκκλησίας πανηγύριζε για τον ερχομό
του νέου επισκόπου τους. Η αρετή του και η θαυματουργική του δύναμη δεν
άργησαν να γίνουν γνωστές. Πολλοί άρρωστοι, που πρόσεχαν σ’ αυτόν με βαθειά
πίστη, γιατρεύονταν! Πώς να μη χαίρονταν, λοιπόν, που η χάρη του Θεού τους είχε
στείλει έναν τέτοιο ποιμένα;

Από τότε ο άγιος αφιερώθηκε ολόψυχα στο ποιμαντικό του έργο. Φρόντιζε με
πολύ ζήλο το ποίμνιό του. Δίδασκε ακούραστα το λαό στις κοινές συνάξεις. Κι όταν
ήταν μόνος, έγραφε λόγους κατηχητικούς και ερμηνευτικούς στην Παλαιά και στην
Καινή Διαθήκη. Τα συγγράμματά του αυτά σώζονται μέχρι σήμερα στην
Κωνσταντιανή και ευωδιάζουν Πνεύμα Άγιο.

201
Προπαντός όμως δεν σταματούσε να προσεύχεται νύχτα και μέρα στον αγαθό
Θεό για τα λογικά του πρόβατα, ζητώντας Του να τα φυλάει απ’ τους
προβατόσχημους λύκους, τους αιρετικούς, κι από τους άγριους δαίμονες. Μα και ό
ίδιος ακούραστα καθοδηγούσε τους χριστιανούς στο δρόμο του Χριστού,
δείχνοντας πάντα σ’ όλους απεριόριστη αγάπη.

Εκείνοι πάλι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, τόσο τον λάτρευαν και τον
τιμούσαν, που, αν τους άφηνε, θα τον σήκωναν στα χέρια κάθε φορά που τον
συναντούσαν στην πόλη, για να μην πατάει στη γη τα οσιακά του πόδια.

-Στ’ αλήθεια, ο Χριστός μας χάρισε το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού, που
στολίζει και καταφωτίζει την Εκκλησία μας! έλεγαν ευχαριστημένοι, δοξάζοντας το
Θεό.

Ο όσιος φρόντιζε ιδιαίτερα για τους φτωχούς και τα ορφανά της επαρχίας του.
Κι όπου μάθαινε πως είχαν πένθος, δυστυχία, θλίψη ή αρρώστια, έτρεχε να
παρηγορήσει, να βοηθήσει, και να γιατρέψει ακόμα με τη χάρη του Θεού.

Τί να πρωτοθυμηθώ όμως; Και να το θέλω, δεν μπορώ να περιγράψω ένα- ένα


όλα τα θαυμαστά περιστατικά της επισκοπικής του διακονίας ούτε τα μυστήρια
που κι εδώ του φανέρωσε ο Θεός. Λίγα μόνο θα σας πώ, και μετά πια θα γράψω
για τα τέλη του.

Μια μέρα λοιπόν, καθώς παρακαλούσε στο κελί του το Θεό να προστατεύει το
ποίμνιό του από την επιβουλή του διαβόλου, κάνει μια μικρή διακοπή και ρίχνει
ασυναίσθητα το βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο. Μα τι να δει! Καταμεσίς στην
άδεια πλατεία – επειδή ήταν περασμένο μεσημέρι, όλοι είχαν φάει και
ξεκουράζονταν – περπατούσε ένας γιγαντόσωμος μαύρος, βουτηγμένος ολόκληρος
μες στη βρωμιά. Κρατούσε ένα μεγάλο ραβδί και πήγαινε σκυφτός, παραπατώντας.
Έδειχνε κατάκοπος ή άρρωστος. Κάθε τόσο σταματούσε και στηριζόταν πάνω στο
ραβδί, λες και ήθελε να ξεκουραστεί.

Ο όσιος, με το διορατικό του χάρισμα, κατάλαβε πως ήταν ο διάβολος.


Αδίσταχτα και άφοβα πρόβαλε στο παράθυρο.

-Έ, βρωμερή σαπίλα! Φώναξε αγριεμένος. Εσένα λέω!... Για πού το ‘βαλες;
Πώς τόλμησες να έρθεις ως εδώ;

202
Μόλις ο πονηρός άκουσε τη φωνή του οσίου, στάθηκε και τον κάρφωσε με το
βλέμμα του. Και τι βλέμμα! Άγριο, βλοσυρό… Αν μπορούσε, θα τον κατάπινε με μια
χαψιά.

-Να, έμαθα πως έφτασε κι εδώ η χάρη σου! Αποκρίθηκε φαρμακερά. Ήρθα
λοιπόν για να συντρίψω με το ραβδί μου κι εσένα και το κοπάδι σου!

-Μα εσύ δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου! Και τολμάς να μ’ απειλείς κι από
πάνω;

-Αχ, ναι! Από τότε που έκανα την ανοησία κι έπεισα τους Ιουδαίους να
σταυρώσουν το Ναζωραίο, μου τσακίστηκαν τα κόκκαλα. Δεν έχω πια την παλιά
μου δύναμη. Αν την είχα… Αυτή τη στιγμή θα σ’ είχα ρίξει καταγής και θα σ’ είχα
κομματιάσει!

-Να, όμως, που και πάλι δεν το βάζεις κάτω… Αφού και εγώ το βλέπω κι εσύ
το παραδέχεσαι πως είσαι σακατεμένος, πώς έχεις το θράσος ν’ απειλείς εμένα και
το ποίμνιό μου, βρωμερέ απατεώνα, και να λες αδιάντροπα πως θα μας συντρίψεις
με το ραβδί σου;…

Έννοια σου, και θα σου δείξω! Αυτή τη στιγμή θα παρακαλέσω το Θεό μου να
στείλει πύρινους αγγέλους, που θα σε περιλάβουν, θα σε μαστιγώσουν άγρια και
θα σε ρίξουν στη φωτιά!

-Όχι! Μη! Σε ικετεύω!... τραύλισε πανικόβλητος ο διάβολος. Μην το κάνεις! Τ


ομολογώ πώς μπορείς μα μην το κάνεις! Να, φεύγω απ΄ την πόλη σου αμέσως! Και
δεν θα ξαναπατήσω εδώ πέρα, σου δίνω το λόγο μου!

Ο δίκαιος τον καταράστηκε και τον έκανε άφαντο.

-Δεν θα ξαναπατήσει, λέει… μονολογούσε μετά ο όσιος. Μα ποιός τον πιστεύει,


τον ψεύτη και τον πανούργο;… Ευτυχώς όμως, που δεν έχει ούτε του κουνουπιού
τη δύναμη!

Όταν μου διηγήθηκε το γεγονός εκείνο, πρόσθεσε και τούτα, θέλοντας να μου
δείξει την αδυναμία του σατανά:

-Γνώρισα έναν άνθρωπο συνετό, που, όταν κατάλαβε ότι το χασμουρητό στην
προσευχή είναι από τους δαίμονες, πήρε απόφαση να μη χασμουρηθεί ποτέ πια.
Μόλις το αντιλήφθηκαν τα πονηρά δαιμόνια, σήκωσαν άγριο πόλεμο εναντίον του.

203
Όμως κι αυτός αμυνόταν μ’ εξυπνάδα και δεν έσκυβε το κεφάλι στο θέλημά τους. Έ,
τι να σου πώ! Ήταν να γελάς με τους δαίμονες… Άλλος πήγαινε κι άλλος ερχόταν,
πασχίζοντας με μύριους τρόπους να κάνουν τον άνθρωπο να χασμουρηθεί.
Φούσκωναν, ξεφούσκωναν, ιδρωκοπούσαν, αλλά τίποτα! Πώς να μη γελάσεις,
αλήθεια, με την αδυναμία τους; Κάθε μέρα άλλαζαν βάρδια ίσαμε τριάντα δαίμονες!
Και κανείς τους δεν μπόρεσε να τον νικήσει.

Αυτά ο δίκαιος τα παρουσίαζε σαν κατορθώματα κάποιου άλλου. Εγώ όμως


υποψιάζομαι πως αφορούσαν τον ίδιο, γιατί από τότε που γύρισε στο δρόμο του
Θεού, κανείς δεν τον είδε να χασμουρηθεί ποτέ, αν και πολεμήθηκε σκληρά από τα
πνεύματα της πονηρίας.

Η θάλασσα του κόσμου.

Προσευχόταν πάλι μια μέρα, όταν ο νους του πήγε στο θάνατό του και στην
αναχώρησή του για την άλλη ζωή. Κι ενώ συλλογιζόταν εκείνη τη μεγάλη και
φοβερή ώρα, έπεσε σε έκσταση.

Βλέπει τότε μια μεγάλη θάλασσα, όπου κολυμπούσαν αναρίθμητοι άνθρωποι.


Όλοι έδειχναν πως αγωνίζονταν να φτάσουν σε κάποιαν ακτή, που βρισκόταν
απέναντι, αρκετά μακριά. Μερικοί όμως, καθώς κολυμπούσαν, σήκωναν στους
ώμους τους τεράστια φορτία – πέτρες, λάσπη, ξύλα, στάχτη, μπακίρι, χρυσάφι….,
όλα τα υλικά του κόσμου. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς – αλίμονο! – πνίγονταν κάτω
από το βάρος του φορτίου τους. Άλλοι πάλι σήκωναν μικρά φορτία, κολυμπώντας
όμως μάζευαν κι άλλα πράγματα. Κι ενώ οι ταλαίπωροι βούλιαζαν, πρόσθεταν
συνέχεια βάρος στο φορτίο τους, ώσπου πνίγονταν κι αυτοί!

Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Κι ολόγυρά της βασίλευε σκοτάδι πηχτό.


Παγωνιά και φόβος παντού.

Αρκετοί κολυμβητές δεν είχαν φορτία. Ορισμένοι προχωρούσαν σταθερά προς


την ακτή, περνώντας άνετα μέσα από τα κύματα. Άλλοι όμως, εκεί που
κολυμπούσαν, έκαναν ξαφνικά ένα μακροβούτι, και χάνονταν για πάντα μέσα στη
θανάσιμη αγκαλιά του βυθού.

Μερικοί περπατούσαν πάνω στο νερό σαν σε στέρεο έδαφος. Μα το πιο


θαυμαστό ήταν, ότι κάποιοι είχαν φωτεινά φτερά. Μ’ αυτά πετούσαν πάνω από τη
θάλασσα κι έφταναν γοργά στην ακτή.

204
Απ΄ αυτούς που κολυμπούσαν, οι περισσότεροι σταματούσαν πότε – πότε,
γιατί, καθώς φαίνεται, κουράζονταν. Πολλοί, ενώ κινδύνευαν να πνιγούν από το
βάρος του φορτίου τους, μάζευαν κι άλλα πράγματα. Αντίθετα, κάποιοι
βαρυφορτωμένοι, θέλοντας να σωθούν, τα πετούσαν λίγα – λίγα από πάνω τους
και ξαλαφρωμένοι κολυμπούσαν γρήγορα προς την ακτή. Όσα όμως πετούσαν
εκείνοι, τα μάζευαν άλλοι, που έρχονταν από πίσω.

Θλιβερό θέαμα… Ένας έσπρωχνε τον μπροστινό του. Άλλος έπνιγε το διπλανό
του. Και οι περισσότεροι, ενώ είχαν τη δυνατότητα να μπουν σε πλοία,
προτιμούσαν να θαλασσοπνίγονται σφιχταγκαλιασμένοι με τα φορτία τους…

Με βαριά την καρδιά παρακολουθούσε ο άγιος το όραμα.

-Τί θέλουν να πουν άραγε όλα τούτα; Μουρμούρισε.

Και άκουσε φωνή, που του εξήγησε:

-Θάλασσα είναι ο κόσμος. Και κολυμβητές οι άνθρωποι. Το πέρασμα από την


μιαν ακτή στην άλλη σημαίνει την παρούσα ζωή. Και οι διάφοροι τρόποι του
περάσματος φανερώνουν το πόσο είναι κάθε άνθρωπος δεμένος με την ύλη και με
τις βιοτικές μέριμνες. Όποιος λοιπόν θέλει να φτάσει με ασφάλεια στην αιώνια
βασιλεία του Θεού, ας ξέρει πως πρέπει να πετάξει από πάνω του κάθε μάταιο
φορτίο και ν’ αναγεννηθεί πνευματικά. Αλλιώς, αν προσπαθήσει να περάσει τη
θάλασσα της ζωής αυτής φορτωμένος με την ύλη και τη ματαιότητα, αργά ή
γρήγορα θα βρεθεί στο βυθό του άδη…

Οι δυο γυναίκες

Μετά απ’ όσα άκουσε ο όσιος, κατάλαβε πια καθαρά τη σημασία του οράματος.
Τη γνώση του όμως συμπλήρωσε άλλη μια θεωρία, που τον αξίωσε ο Θεός να δει
αμέσως μετά:

Κοιτάζει στ’ αριστερά του και βλέπει μια μεγάλη κοιλάδα γεμάτη κόσμο –
άνδρες και γυναίκες, παιδιά και νέους, κληρικούς και μοναχούς. Μια πλανεύτρα
γυναίκα στεκόταν στη μέση της κοιλάδας. Ήταν ντυμένη με χρυσοΰφαντη φορεσιά
και στολισμένη με μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα πετράδια. Σωροί ήταν δίπλα της

205
το χρυσάφι και το ασήμι. Κι ολόγυρά της τραπέζια στρωμένα, γεμάτα με χίλια δυο
φαγητά και ποτά. Όλα τα καλά της γης είχε αυτή η γυναίκα.

Τα μάτια της ήταν ωραία και μεγάλα. Κανέναν όμως δεν κοίταζε συγκεκριμένα.
Κοίταζε το πλήθος και σ’ όλους έταζε: «Εσύ θα με κληρονομήσεις… εσύ… εσύ…».
Έτσι πλάνευε πολλούς και τους τραβούσε κοντά της. Μα ποτέ δεν κρατούσε το
λόγο της. Όσοι την πλησίαζαν, έχαναν το νου τους και γίνονταν σκλάβοι της. Κι ενώ
τσακίζονταν να την περιποιηθούν και να την ευχαριστήσουν, έρχονταν κάθε τόσο οι
στρατιώτες ενός μεγάλου βασιλιά, τους έσφαζαν όλους με τα σπαθιά τους και,
σκάβοντας στο χώμα, έχωναν μέσα τα πτώματά τους. Έπειτα η γυναίκα πλάνευε
άλλους, που είχαν κι αυτοί την ίδια τύχη…

Ήταν όμως και αρκετοί που δεν ξελογιάζονταν από την πλανεύτρα.
Καταλαβαίνοντας πόσο ύπουλες ήταν οι υποσχέσεις της, την έφτυναν
καταπρόσωπο και περιφρονούσαν όλα όσα ήταν γύρω της. Αυτούς τους τιμούσαν
πολύ οι βασιλικοί εκείνοι στρατιώτες.

-Τι παράξενο και τούτο το θέαμα! Μονολόγησε ο όσιος.

Την ίδια στιγμή, γυρίζοντας στα δεξιά του, βλέπει έναν τόπο μεγάλο,
ολοφώτεινο και ευωδιαστό. Ένας θρόνος λαμπροστόλιστος κι ακτινοβόλος σαν τον
ήλιο ήταν στημένος εκεί. Και πάνω στο θρόνο αναπαυόταν μια γυναίκα πανώρια κι
αστραφτερή, που με τη λάμψη της καταύγαζε τα πάντα. Φορούσε νεφελωτή
εσθήτα, λουσμένη στις μαρμαρυγές. Κι ήταν στολισμένη με υπέροχα παραδεισένια
λουλούδια, που σκόρπιζαν ολόγυρα το ουράνιο άρωμά τους. Αμέτρητοι νέοι,
πανέμορφοι και λευκοντυμένοι, τριγύριζαν το θρόνο και υμνούσαν τη γυναίκα.

Ένα στενό πέρασμα οδηγούσε από την κοιλάδα στο θρόνο. Όσοι λοιπόν
περιφρονούσαν κι έφτυναν την πρώτη γυναίκα, έπαιρναν έπειτα το στενό μονοπάτι
κι έρχονταν σε τούτη. Την ασπάζονταν σεμνά κι ευλαβικά. Κι εκείνη τους έντυνε με
φωτεινούς χιτώνες, τους στεφάνωνε με θεϊκά στεφάνια και τους έστελνε σε κήπους
βασιλικούς, με μεγαλόπρεπους, υπέροχους ναούς, όπου βασίλευε απέραντη
ευφροσύνη και απερίγραπτη μακαριότητα.

Όταν ο όσιος ήρθε στον εαυτό του, άρχισε να στοχάζεται τί τάχα να σήμαιναν
τα οράματα. Και ο Θεός μυστικά τον πληροφόρησε.

Η πλανεύτρα γυναίκα ήταν η πρόσκαιρη αυτή ζωή, που σ’ όλους υπόσχεται


πλούτη και απολαύσεις. Έτσι υποδουλώνει τη θέλησή τους, τους αποχαυνώνει και

206
τους σέρνει μακριά από το Θεό. Όταν λοιπόν έρθει ο θάνατος, τους βρίσκει
απροετοίμαστους. Τους παίρνει την ψυχή και τη στέλνει στον άδη. Και το σώμα
τους το παραδίνει στη γη.

Η άλλη γυναίκα είναι η αιώνια ζωή. Σ΄ αυτή πήγαν οι άγιοι, ακολουθώντας το


στενό μα σύντομο μονοπάτι. Περιφρόνησαν τα γήινα σαν απάτη και σκόνη, και
κέρδισαν τη βασιλεία του Θεού. Γιατί, όταν έρχεται το φυσικό και αναπόφευκτο
τέλος, αυτοί μεταφέρονται από την πρόσκαιρη στην αιώνια ζωή. Και εκεί ντύνονται
με φωτεινές στολές και αναπαύονται στις μακάριες αυλές, όπου αντηχούν οι
γλυκειές μελωδίες των αιώνιων πανηγυριστών.

-Αχ, αναστέναξε ο όσιος. Πότε θ’ αξιωθώ κι εγώ να δω το πρόσωπο του Θεού


μου; Αλλά ποιά θελήματα Του έκανα, ο αμαρτωλός, για να έχω τέτοια ελπίδα; Θα
Τον αντικρίσω άραγε, ή μήπως… Αλίμονό σου, Νήφων! Στη φωτιά θα ριχτείς, άθλιε,
για τα πονηρά σου έργα! Ο ουρανός και η γη δίκαια θα σε κατηγορήσουν στο Θεό.
Ο ένας, γιατί τον μιαίνεις με το ακάθαρτο βλέμμα σου˙ και η άλλη, γιατί τη λερώνεις
με τα βέβηλα πόδια σου! Μα κι ο αέρας με δυσκολία σ’ ανέχεται, άνομε, γιατί τον
μολύνεις με τη βρωμερή από την αμαρτία αναπνοή σου! Οι πέτρες και το χώμα θα
φωνάξουν κι αυτά εναντίον σου, σάπιε, γιατί τα έχεις όλα βρωμίσει και διαφθείρει. τί
άφησες καθαρό κι αμόλυντο; Τα ορατά και τα αόρατα όλα σε σιχαίνονται. Γι’ αυτό
θα γίνεις στάχτη απ’ τη φωτιά της γέεννας!

Έτσι μονολογούσε κλαίγοντας και παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να


παραβλέψει τις αμαρτίες του και να τον λυτρώσει απ’ την αιώνια κόλαση. Έτρεμε το
θάνατο, όχι βέβαια τον πρόσκαιρο, μα τον αιώνιο, δηλαδή την απώλεια της ψυχής
και το χωρισμό από το Θεό.

Το προμήνυμα του τέλους

Μια μέρα, μετά την απόλυση της εκκλησίας τον είδα πολύ βαρύθυμο και
σκεφτικό. Καθόταν απόμερα, αμίλητος, «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». 210
Το πρόσωπό του τη μια στιγμή ρόδιζε σαν τριαντάφυλλο και την άλλη σκοτείνιαζε.
Πρώτα χαμογελούσε κι έπειτα σοβάρευε. Ήταν φανερό πως τον απασχολούσε
κάποιο πολύ σπουδαίο ζήτημα. Λες κι έκανε συμβούλιο με τον εαυτό του.

Πολύ παραξενεμένος απ΄ αυτό, τον πλησίασε δειλά και τον ρώτησε τί του
συμβαίνει. Δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σε δεύτερη ερώτησή μου, σήκωσε αργά τα
μάτια του, με κοίταξε επίμονα και είπε ήρεμα:

207
-Να, παιδί μου… Ο πατέρας σου, που τόσο αγαπάς… σύντομα θα φύγει
σωματικά από κοντά σου…

Ο λόγος του με κεραυνοβόλησε. Έπεσα στα πόδια του.

-Μη, πάτερ μου, μην αφήσεις το παιδί σου! Το ξέρεις πώς, από τότε που σε
γνώρισα, δεν σ’ αποχωρίστηκα, για να βρώ κι εγώ λίγη χάρη και έλεος Θεού κοντά
σου.

-Μη φοβάσαι, παιδί μου, με καθησύχασε. Αν βρώ παρρησία στον αγαθό και
φιλάνθρωπο Θεό, να ξέρεις ότι θα σε πάρω σύντομα εκεί που θα βρίσκομαι κι εγώ.
Αν όμως δεν βρω παρρησία,… έ, τότε! Τότε αγωνίσου, παιδί μου, μ΄ όλη σου τη
δύναμη, για να μπορέσεις και τον πατέρα σου να γλυτώσεις απ’ τη γέεννα και στην
ψυχή σου να εξασφαλίσεις το στεφάνι της ουράνιας δόξας.

Ταραγμένος εγώ ακόμα, τον ρώτησα:

-Καλά, πάτερ, και πως κατάλαβες ότι πλησιάζει το τέλος σου; Πές μου, σε
παρακαλώ.

-Από σένα δεν θα το κρύψω, αγαπητό μου παιδί. Σήμερα το βράδυ,


περασμένα μεσάνυχτα, όταν τελείωσα την προσευχή μου, νύσταξα. Τα γόνατά μου
λύγισαν και με πήρε για λίγο ο ύπνος. Αμέσως έπεσα σε θεϊκή έκσταση, και είδα
πως μπήκα σε κάποιο ανάκτορο, που άστραφτε από πολυτέλεια και ομορφιά. Στη
μέση, μετέωρος, ένας πύρινος θρόνος σκόρπιζε ουράνιες μαρμαρυγές. Πάνω του
αναπαυόταν ο Κύριος μέσα σε ανείπωτη δόξα, ενώ ολόγυρά Του κρέμονταν
στέμματα βασιλικά. Πολυποίκιλες κι εξαίσιες ευωδίες ξεχύνονταν παντού,
ευφραίνοντας τις ουράνιες δυνάμεις. Χίλιες χιλιάδες Τον παράστεκαν και μύριες
μυριάδες Τον διακονούσαν…

Ο γέροντας μου εξιστορούσε την έκστασή του συνεπαρμένος και αλλοιωμένος.

Έπειτα, εκεί που στεκόταν – συνέχισε τη διήγησή του -, άκουσε μια ήρεμη
φωνή από τον πύρινο θρόνο να λέει:

-Μιχαήλ, Μιχαήλ, δείξε στον αγαπημένο μας Νήφωνα τον τόπο της
καταπαύσεώς του.

Αμέσως ένας πύρινος στύλος, μεγάλος και φοβερός, πήρε το γέροντα και τον
πήγε σ’ ένα τόπο με αναρίθμητα παλάτια. Η ομορφιά τους ήταν απερίγραπτη,

208
ουράνια. Ο όσιος οδηγήθηκε σε κάποιο απ’ αυτά μεσ’ από μια πύλη ψηλή,
περίτεχνη και με πολύτιμα πετράδια στολισμένη, που ήταν όμως σαν άυλη και
ουρανόφωτη. Απότομα η πύλη άνοιξε, και ο όσιος με τον οδηγό του μπήκαν μέσα.
Τι φως και τι αρώματα θεσπέσια ήταν εκείνα που τους τύλιξαν! Συνάμα πολλοί
λευκοντυμένοι νέοι τους πλησίασαν.

-Δέσποτα Μιχαήλ, έλεγαν στον οδηγό του γέροντα, ως πότε θα κρατάς μακριά
μας τον αγαπητό μας Νήφωνα, που μας τον χάρισε ο Θεός για πάντα;

Η βουλή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απάντησε εκείνος,
είναι να σας χαρισθεί μετά από τρεις μέρες.

Μόλις τ΄ άκουσαν, σκίρτησαν από χαρά και αγαλλίαση. Άρχισαν μάλιστα να


κάνουν τις σχετικές ετοιμασίες.

-Να, εδώ είναι ο τόπος της καταπαύσεώς σου, του είπε ο οδηγός του. Εδώ σε
έταξε η αγαθή πρόνοια και η άφατη φιλανθρωπία του Θεού. Αλλά ας
προχωρήσουμε πιο μέσα…

Μπήκαν σε ένα πάντερπνο θάλαμο, και μετά σ’ άλλον και σ’ άλλον… κι ήταν
όλοι γεμάτοι με ομορφιές καταπληκτικές, απερίγραπτες, που έκαναν τα μάτια να
θαυμάζουν και το νου να τα χάνει – θρόνους ολόφωτους, ανάκλιντρα θεϊκά, άνθη
αμάραντα, φορεσιές χρυσοποίκιλτες, στέμματα διαμαντοστόλιστα και θεόφωτα!...
Ξεπερνούσαν όλα κάθε φαντασία.

-Αυτά σου τα χάρισε ο Χριστός, επειδή αγάπησες κι Εκείνον κι εμάς, είπε στον
όσιο ο αρχάγγελος οδηγός του. Να, έχεις θρόνους ανθοστόλιστους, φεγγοβόλες
φορεσιές και στρώματα ανάλαφρα, γιατί όλη σου τη ζωή την πέρασες ξαπλώνοντας
κατάχαμα. Τα μάτια σου θα βλέπουν σημεία και τέρατα, κατανοητά μόνο απ’ τους
σοφούς και συνετούς. Κοίτα! Κοιτώνες και θάλαμοι αμέτρητοι! Όλα αυτά τα έχει
ετοιμάσει με το ίδιο Του το χέρι ο Θεός!

Κοίταξε ο όσιος και θαμπώθηκε! Μέσα από το θάλαμο όπου στεκόταν,


μπορούσε ν’ απολαμβάνει όλων την τερπνότητα, γιατί ο ένας σα νη μη τη
μεταβίβαζε στον άλλο. Και πάλι όλων μαζί η ευφροσύνη συγκεντρωνόταν στον
καθένα. Δεν ήταν, βλέπεις, φτιαγμένα από πέτρες και ξύλα και πλίθες, αλλά από
μια θεία νεφέλη και Πνεύμα Άγιο. Όπως ο ήλιος, όταν γέρνει στη δύση του, στέλνει
σαν φωτιά τις ακτίνες, έτσι κι οι θάλαμοι ακτινοβολούν.

209
Μόλις λοιπόν ο όσιος είδε εκείνο το φαντασμαγορικό θέαμα, και κατανόησε, με
τη βοήθεια του αρχαγγέλου που τον οδηγούσε, το μυστικό του νόημα, ξύπνησε…

-Κι έτσι είναι φανερό πια, παιδί μου, συμπλήρωσε, ότι σε τρεις μέρες πηγαίνω
κοντά στο Χριστό. Αλλά μετά από λίγο θα έρθω ο ίδιος να παραλάβω κι εσένα, για
να είσαι μαζί μου. Γι’ αυτό μην κλάψεις που φεύγω. Καλύτερα να χαίρεσαι και να
ευφραίνεσαι.

Αυτά μου είπε και σώπασε.

Σιγά – σιγά η είδηση διαδόθηκε σ’ όλη την Κωνσταντιανή. Σε κλάματα και


θρήνους ξέσπασαν οι χριστιανοί. Αλλά ο άγιος τους γαλήνεψε όλους με τις
νουθεσίες και τις διδαχές του.

-Να, χαίρεστε, τους έλεγε, και να σκιρτάτε από πνευματική αγαλλίαση. Γιατί
τώρα, που θα βρεθώ πιο κοντά στο Θεό, θα Τον παρακαλώ για τη σωτηρία όλων
σας, αν βέβαια βαδίζετε κι εσείς στο δρόμο της ευσέβειας που σας έδειξα.

Με θεία αποκάλυψη πληροφορήθηκε και ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ο


μέγας Αθανάσιος – ο διάδοχος του μακαρίου Αλεξάνδρου, που είχε ήδη κοιμηθεί –
το επικείμενο τέλος του οσίου. Έτρεξε λοιπόν κοντά του μαζί με τους πολλούς
ακόμη αδελφούς.

Αφού ασπάσθηκαν ο ένας τον άλλο, λέει ο δίκαιος στον αρχιεπίσκοπο:

-Γιατί, δέσποτα, μπήκες σε τόσο κόπο για χάρη μου;

-Ήρθα, τιμιότατε, για να κατευοδώσω την οσιότητά σου. Μου φανέρωσε ο


Κύριος, πώς αύριο ταξιδεύεις για την άνω Ιερουσαλήμ! Μονάχα σε παρακαλώ,
θυμήσου με κι εμένα, όταν θα προσκυνήσεις το Θεό και πατέρα μας και όλους τους
αγγέλους Του.

-Κι εσύ, παιδί μου, τον παρακάλεσε ο όσιος όταν θα τελείς τη θεία λειτουργία,
μην ξεχνάς να μνημονεύεις και το όνομα του αμαρτωλού και τιποτένιου Νήφωνος,
προσκομίζοντας πάντοτε για την ψυχή μου στο Θεό. Είναι πολύ ευεργετικό για τον
μεταστάντα, να τον μνημονεύουν στην αγία πρόθεση! Όποιος λοιπόν θα μου κάνει
αυτή την ευεργεσία, όποιος θα δέεται για την άφεση των αμαρτιών μου με πίστη
ειλικρινή, αυτός, την ώρα της εξόδου του από τη ζωή αυτή, θα δει να τον
επισκέπτεται η βοήθεια του Θεού. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα θα
καλύψουν το πλήθος των παραπτωμάτων του και θα τον καλέσουν στη βασιλεία

210
των ουρανών. Γιατί δεν θα τον ξεχάσω στον τόπο της καταπαύσεώς μου και δεν θα
ησυχάσω, ώσπου να τον φέρω κι αυτόν κοντά μου.

Μετά απ ‘ αυτά τα λόγια ο όσιος σώπασε.

Η τελευταία επίγεια προσευχή.

Την ίδια νύχτα προσευχήθηκε πολύ και με ιδιαίτερη θέρμη:

-Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας,

γείρε τ΄ αυτί Σου κι άκουσε

αυτόν που το όνομά Σου παντοτινά αγαπάει.

Κοίτα με συμπαθητικά, και θα μιλήσω

στην κραταιά εξουσία και δύναμή Σου.

Δέομαι και παρακαλώ και ικετεύω

τη θεϊκή Σου κυριαρχία:

Έλα, Ιησού, «το φως το εκ του φωτός»,

τώρα που φεύγει η ψυχή μου!

κατέβα, άγιε για να την παραλάβεις!

Ελέησέ με, αγαθέ, κι έλα κοντά μου,

μέσα στο φως, την αγαλλίαση,

την ομορφιά και την τερπνότητα.

Εσύ ‘σαι που μου υποσχέθηκες:

«Θα έρθω Εγώ ο ίδιος,

για να δεχτώ το πνεύμα σου ειρηνικά»,

Ας μη σταθούν τώρα εμπόδιο οι ανομίες μου

στης αδιάψευστης επαγγελίας Σου την εκπλήρωση.

Μην αποστρέψεις από μένα το πρόσωπό Σου!

211
Θυμήσου, πώς Εσύ με γλύτωσες

από του δράκοντα τη δυσωδία.

Μες στην αχόρταγη κοιλιά του ήμουν χωνεμένος,

κι Εσύ με πήρες και με ζωογόνησες˙

αφού με ζωογόνησες, με φώτισες˙

κι αφού με φώτισες, μ’ αγίασες˙

κι αφού μ’ αγίασες, με λάμπρυνες˙

κι αφού με λάμπρυνες, με θέωσες!

Θυμήσου, Κύριε,

πώς όλες τις ημέρες της ζωής μου

δεν έπαψα να ικετεύω την ευσπλαχνία Σου

να μη μ’ αποστραφείς,

αλλά να ‘ρθεις στην έξοδο του δούλου Σου.

Θυμήσου, Κύριε,

πώς ούτε μάνα ούτε πατέρα αγάπησα

πιότερο από Σένα.

Θυμήσου, Κύριε,

ότι για τ΄ όνομά Σου αρνήθηκα τα πάντα

κι Εσένα μόνο πόθησα –

212
αλλά δικό Σου είναι, όχι δικό μου,

τούτο το κατόρθωμα.

Θυμήσου, Κύριε,

Ότι «εταπεινώθην έως σφόδρα».211

Εσύ, που τόσες φορές μου είπες:

«Σαν ένα τίποτα λογιάζω τη νηστεία σου,

τίποτα και την αγρυπνία σου,

μα σε ποθώ και σ’ αγαπώ

για την απέραντη ταπείνωσή σου».

Και τότε εγώ Σου έλεγα:

«Μα μήπως, Δέσποτα, κατόρθωσα

και τίποτα μονάχος μου;

Η χάρη Σου τα έκανε όλα τούτα».

Θυμήσου, Κύριε,

πώς από Σένα άλλον δεν αγάπησα.

Άλλ΄ από Σένα έλαβα κι αυτό το χάρισμα.

Γιατί τόσο πολλά αγαθά μου χάρισες,

που έφριξαν ο ουρανός κι η γη

κι οι κάτοικοί τους όλοι!

Θυμήσου, Κύριε,

213
κι εκείνους που το δούλο Σου θα μνημονεύουν.

Φύσηξε στις καρδιές τους

την πνοή του Αγίου Σου Πνεύματος.

Δώσ’ τους τη διόρθωση, την αρετή και την απάθεια.

Σύντριψε κάτω από τα πόδια τους

το δράκοντα τον πονηρό.

Στα χέρια Σου το παραδίνω

το ποίμνιο τούτο

που μου εμπιστεύθηκε η βουλή Σου.

Κράτησέ το πιστό στ΄ όνομά Σου,

ποίμανέ το, Ύψιστε, με τη δεξιά Σου,

φύλαξέ το με τη δύναμή Σου,

άτρωτο διατήρησέ το

ως την συντέλεια του αιώνος.

Θεέ μου, Θεέ μου,

πάλι και πάλι σε παρακαλώ:

Θυμήσου, Κύριε,

τους ναυτικούς, τους ταξιδιώτες, τους αρρώστους,

τους κουρασμένους και τους αιχμαλώτους,

και δώσε τους τη σωτηρία.

214
Θυμήσου, Κύριε,

τις χήρες και τα ορφανά,

τους ξένους, τους προσήλυτους, τους πάροικους,

όσους πεινάνε και διψάνε

για το έλεός Σου το πλούσιο και θεϊκό.

Θυμήσου, Κύριε,

αυτούς που ‘ναι σε φυλακές και σε δεσμά,

α’ ανάγκες, σ’ οδυρμούς,

σε στενοχώριες και σ’ αρρώστιες.

Ας τους κυκλώσει το μεγάλο Σου έλεος, φιλάνθρωπε.

Θυμήσου, Κύριε,

όσους σε θλίψη βρίσκονται ή πειρασμό

και όλους όσοι βασανίζονται από πικρές οδύνες.

Στάλαξε στις καρδιές του λίγη απ’ την ηδονή

του Αγίου και ζωοποιού Σου Πνεύματος,

για να δοξάζουν, αφού γλυκαθούν,

την αγαθότητά Σου,

και να μη λιώνουν μες στη βλασφημία.

Το ξέρω πως η ευωδία Σου τούτο προσφέρει,

και μάλιστα, όπως είναι φυσικότερο,

σ’ εκείνους που για χάρη Σου υπομένουν θεληματικά

215
κόπους και πόνους,

βία και ανάγκη και στενοχώριες.

Θυμήσου, Κύριε,

τους αρχιερείς, τους ιερείς, τους διακόνους,

τους αναγνώστες και κάθε κληρικό.

Με τις ευχές τους, ελεήμων,

συγχώρεσε το πλήθος

των άπειρων πταισμάτων μου.

Θυμήσου, Κύριε,

αυτούς που ζουν στις ερημιές και στα βουνά,

στης γης τα σπήλαια και τις τρύπες,

κι όλους τους τίμιους μοναχούς

που έχουν το άγιο σχήμα –

μ’ αυτών τις ικεσίες έλα

στου δούλου Σου το ξόδι.

Θυμήσου, Κύριε,

τους χρηστούς βασιλείς και άρχοντες

ως τη συντέλεια του αιώνος.

Ανάπαυσε, Κύριε,

216
και όσους αναχώρησαν απ’ τους παλιούς καιρούς

για Σένα με πίστη και ελπίδα.

Ελάφρυνε και το βάρος των δύστυχων αμύητων…

Δέξου, Δέσποτα,

την προσευχή του δούλου Σου

στο επουράνιο και νοερό Σου θυσιαστήριο

της άνω μητροπόλεως Ιερουσαλήμ.

Εσύ, Λόγε του Θεού,

Που είσαι όλος μέσα στον Πατέρα Σου˙

Εσύ, που συγκρατείς το σύμπαν

κι όλα τα δημιούργησες απ΄ το μηδέν˙

Εσύ, που έχεις μέσα Σου όλο τον Πατέρα

κι όλο το Πνεύμα της αλήθειας,

που απ’ τον Πατέρα εκπορεύεται

και αναπαύεται σ’ Εσένα˙

Εσύ, που προαιώνια γεννήθηκες

αρρεύστως, απαθώς,

με δύναμη, με τη θεότητα όλη˙

Εσύ, που τους αιώνες δημιούργησες σε μια στιγμή˙

Εσύ, που των αγίων αγγέλων έπλασες τα τάγματα˙

Εσύ, που έκανες το φως και το σκοτάδι,

τον ήλιο, τη σελήνη και τ΄ αστέρια,

217
τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια˙

Εσύ, που μες στη χούφτα Σου κρατάς

ολόκληρη την κτίση˙

Εσύ, που δημιούργησες τα πνεύματα απ’ το τίποτα,

κι απ’ αυτό πάλι έβγαλες την ύλη,

-όσα θέλησες τα έκανες

στον ουρανό, στη γη, στις θάλασσες

και στις αβύσσους όλες

με την πανίσχυρή Σου δύναμη -,

Εσύ, Δέσποτα,

δέξου λοιπόν τη δέησή μου, ώστε

«εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω,

ότι συ, Κύριε, κατά μόνας επ’ ελπίδι κατώκισάς με».212

Το τέλος.

Μ’ αυτά τα λόγια κι άλλα περισσότερα προσευχήθηκε ο όσιος κι έπειτα


ησύχασε.

Τότε παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε:

-Ευφραίνου, ευφραίνου! Αυτός, που υποσχέθηκε πως θα έρθει κοντά σου, είναι
αψευδής.

Ο άγιος καταχάρηκε, που ο Θεός τον βεβαίωσε και γι’ αυτό…

Αντήχησε το τάλαντο. Όλοι μαζεύτηκαν στην εκκλησία.

Στο μεταξύ ο όσιος άρχισε να ψήνεται στον πυρετό.

Σε μια στιγμή συνήλθε λίγο και μου λέει:

218
-Στρώσε, παιδί μου, χάμω το ψαθί.

Μόλις το έστρωσα, εκείνος έγειρε εκεί και άρχισε να μουρμουρίζει κάτι που δεν
το καταλάβαινα.

Όταν ξημέρωσε, μαζεύτηκαν όλοι οι κληρικοί, με επικεφαλής τον Μέγα


Αθανάσιο, καθώς και πλήθος χριστιανών της πόλης. Κάθισαν γύρω του οι άρχοντες
και ο αρχιεπίσκοπος, που ήταν καταλυπημένος για την αναχώρηση του οσίου. Ο
πυρετός τον είχε καταβάλει.

Κάποια στιγμή ρωτάει ο μακάριος Αθανάσιος τον όσιο:

-Άραγε, πάτερ, ωφελεί τον άνθρωπο η αρρώστια ή όχι;

-Ναι, δέσποτα. Όπως το χρυσάφι που μπαίνει στη φωτιά καθαρίζεται από τα
ξένα σώματα, έτσι και ο άνθρωπος με την αρρώστια καθαρίζεται από τις αμαρτίες.
Φτάνει να μη γογγύζει, αλλά να δοξάζει και να ευχαριστεί το Θεό.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια δάκρυσε. Ύστερα πάλι χαμογέλασε, ενώ συνάμα το
πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο!

Όλοι φοβήθηκαν. Εκείνος όμως, ατάραχος, ψιθύρισε:

-Καλώς ήρθαν οι φωστήρες του κόσμου, οι θεοφόροι απόστολοι!

Το πρόσωπό του έλαμψε πάλι. Τώρα είπε:

-Χαίρεται εν Κυρίω, άγιοι μάρτυρες, που δεν αρνηθήκατε να έρθετε σ’ έναν


αμαρτωλό γέρο!

Για τρίτη φορά η μορφή του άστραψε τόσο, που πολλοί άρχισαν να τρέμουν
απ’ το φόβο.

-Σας ευχαριστώ, προφήτες τίμιοι, αναφώνησε, που επισκεφθήκατε έναν


άνθρωπο ρυπαρό!

Την ώρα εκείνη αρπάχθηκε σε έκσταση και ο ιερός Αθανάσιος, κι έβλεπε τους
αγίους ν’ ασπάζονται ένας – ένας τον όσιο.

Σε λίγο ξαναέλαμψε το πρόσωπό του. Χαμογέλασε πάλι και είπε:

-Χαίρεται, χαίρεται ιεράρχες του Χριστού και όσιοι και δίκαιοι.

219
Σώπασε για μερικές στιγμές. Και ξαφνικά, πλημμυρισμένος από άπειρη χαρά,
αναφώνησε:

-Χαίρε Κεχαριτωμένη, το φως μου και το στήριγμά μου! Σ’ ευχαριστώ, Θεοτόκε!


Δεν θα ξεχάσω τις ευεργεσίες σου!...

Ησύχασε πάλι για λίγο κι ύστερα είπε:

-Θείοι προστάτες μου, σας δοξάζει του ταπεινού και αμαρτωλού Νήφωνος η
ψυχή, που είναι γεμάτη πόθο για σας!

Ξαναβυθίστηκε στη σιωπή.

Ξαφνικά μια ευωδία ουράνια, ανέκφραστη, γλυκύτατη, απλώθηκε παντού. Και


τώρα η όψη του οσίου έλαμψε τόσο εκτυφλωτικά, που όλοι απ’ τον τρόμο τους
όρμησαν έξω, στο προαύλιο! Φρίκη τους είχε κυριέψει από τη θεϊκή εκείνη λάμψη.
Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια φωνή ήρεμη, γλυκιά και απαλή:

-Έλα κοντά μου, ψυχή, που φόρεσες την ταπείνωσή μου. Εγώ είμαι ο Χριστός
σου! Πάντοτε με πολύ πόθο έλεγες: «Ο Χριστός μου, ο Χριστός μου!». Να, λοιπόν,
ο Χριστός σου! Έλα κοντά μου!...

Κι ενώ όλοι πάγωσαν στο άκουσμα εκείνης της φωνής, ο όσιος άπλωνε τα
χέρια του ψηλά και αναφωνούσε μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει:

-Στα χέρια Σου, Δέσποτα, παραδίνω το πνεύμα μου!... Εσύ είσαι ο Χριστός, ο
Υιός του Θεού του ζώντος!

Μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε.

Το τι έγινε τότε, δεν περιγράφεται! Άρχισαν όλοι να θρηνούν πικρά τη στέρηση


του πνευματικού τους πατέρα. Μα ο αρχιεπίσκοπος τους παρηγορούσε, λέγοντας
πως έπρεπε να χαίρονται μάλλον και να δοξάζουν το Θεό, που τους αξίωσε να
δεχθούν στην πόλη τους έναν τόσο εκλεκτό δούλο Του.

Από τη μεγάλη ευλάβεια που του είχαν, ήθελαν ν’ αρπάξουν τα ρούχα που
φορούσε. Ο ιερός Αθανάσιος όμως δεν τους άφησε. Αφού έκανε γρήγορα τη
νεκρώσιμη ακολουθία, σύμφωνα με την τάξη της Εκκλησίας, έθαψε τον όσιο στο
μεγάλο ναό των αγίων Αποστόλων, όπως ήταν η επιθυμία του.

220
Από τότε γίνονται εκεί πολλές θεραπείες αρρώστων, με τη δύναμη του Θεού
και με τις πρεσβείες του οσίου Νήφωνος. Αναρίθμητες ανίατες ασθένειες
θεράπευσε ο Χριστός, δοξάζοντας το δούλο Του, που δεν τις αναφέρω όμως,
επειδή το βιβλίο τούτο θα έπαιρνε πολύ όγκο. Και όσα πάντως διηγήθηκα ως εδώ,
ήταν για μένα ένα πέλαγος πλατύ, που το πέρασα με την ευχή και την καθοδήγηση
του οσίου, για να μην παραδοθεί ολότελα στη λήθη ο ψυχωφελής βίος του.

Αλλά τί επιθέσεις και απειλές δέχτηκα γι’ αυτό από τους άγριους δαίμονες, που
πάντοτε φθονούν τους δούλους του Θεού! Όταν τελείωσα τη βιογραφία, έφτασαν
να πούνε φανερά:

-Αχ, τι καρφί μας έμπηξε ο μαθητής του σκληροτράχηλου εκείνου! Δεν έφταναν
τα κακά που μας έκανε όσο ζούσε, έρχεται τώρα, με τη συγγραφή του βίου του, να
κάνει τον δικό μας βίο αβίωτο!... Γι’ αυτό ας πνίξουμε τον πονηρό αυτόν συγγραφέα
κι ας εξαφανίζουμε από τη γη την ανάμνησή του!...

Μόλις όμως είχαν αποφασίσει την εξόντωσή μου, ένα δαιμόνιο, το πιο θρασύ,
που βγήκε πρώτο μπροστά για να με θανατώσει, έσυρε ξαφνικά μια θρηνητική
κραυγή:

-Αχ, ο ανελέητος Νήφων! Ήρθε κι εδώ να μας μαστιγώσει με την ευχή του!

Μόλις τ΄ άκουσαν αυτό οι άλλοι δαίμονες, έγιναν άφαντοι!...

Η κοίμηση του οσίου Νήφωνος έγινε στις 23 Δεκεμβρίου.

Σ’ όλους όσοι διαβάζεται ή αντιγράφετε τον ψυχωφελή βίο του, είθε να χαρίσει
το έλεός Του ο Θεός και, την ημέρα της Κρίσεως, να σας δώσει το βραβείο της
καλής απολογίας ο βραβευτής Χριστός, ο Κύριος και Σωτήρας των ψυχών μας, που
Του πρέπει η δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

221
222

You might also like