Οδυσσέας Γκιλής. Αποσπάσματα Από Αρχαία Κείμενα. ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ. Θεσσαλονίκη. 2020

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 302

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και
αξιοποίησης υλικού.

ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ
ΝΕΜΕΣΙΣ
Αποσπάσματα από παλαιά κείμενα

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Υπάρχει και η παρακάτω εργασία μου στο Academia. Edu και


στο Scripb.com
Οδυσσέας Γκιλής. ΥΒΡΙΣ, ΑΤΙΣ, Νέμεσις, Τίσις. Θεσσαλονίκη
2014

Περιεχόμενα

Θεία Δίκη..................................................................................................................................4
Δείτε επίσης, Θεοδικία. Νέμεσις..........................................................................................4
Πηγές Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΙΒ΄, σελ.483..............................................4
Λεξικόν Δημητράκου τόμος Δ. Σελ. 2018..................................................................................5
Αντιφών. 5ου αιώνα π.Χ..........................................................................................................5
Χρονολογική κατάταξη αποσπασμάτων...................................................................................6
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.......................................................................................11
Νέμεσις..................................................................................................................................62
Το μυθολογικό πλαίσιο.......................................................................................................63
Σύμβολα.............................................................................................................................64
Ορφικός Ύμνος...................................................................................................................64
Ενδεικτική Βιβλιογραφία....................................................................................................65
Λεξικόν Δημητράκου τόμος Ι, σελ. 4867.................................................................................66
Νέμεσις...................................................................................................................................66
Χρονολογική ταξινόμηση εμφάνισης της λέξης-έννοιας ΝΕΜΕΣΙΣ.........................................68
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.......................................................................................77
Θεοδικία...............................................................................................................................298
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ.........................................................................................................................299
4

Θεία Δίκη

Από τη Βικιπαίδεια. Ο φιλοσοφικός και θρησκευτικός όρος Θεία δίκη


χρησιμοποιείται με διπλή σημασία, υπό γενική και μερική άποψη,
συνεπάγοντας καταστροφές.

Κατά τη γενικότερη άποψη ο όρος αποδίδεται με τις καταστροφές που


επαπειλούνται ως τιμωρία από τον Θεό οι αδικοπραξίες που τελούν οι
άνθρωποι είτε μεμονωμένα, είτε κατά λαός είτε και κατά των εχθρών
λαού. Αντίθετα με τη στενότερη σημασία του όρου αποδίδεται κυρίως το
επώδυνο τέλος της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Οι τρόποι (μέσα) καταστροφής κατά τη πρώτη περίπτωση θεωρούνται
εκείνα τα οποία και αναφέρονται στα λεγόμενα "ειρηνικά" (ειρηνευτικές
δεήσεις) που ψάλλονται στις χριστιανικές εκκλησίες, όπως π.χ. λιμός,
λοιμός, σεισμός, καταποντισμός, αιφνίδια επιδρομή αλλοφύλων,
αιφνίδιος πόλεμος ή θάνατος, καταιγίδα, πλημμύρα, πυρκαγιά κ.λπ.
Ειδικότερα η Θεία δίκη αναφαίνεται περισσότερο στη θρησκεία των
Εβραίων, αν και προϋπήρχαν παρόμοια στοιχεία και σε παλαιότερες
θρησκείες μη μονοθεϊστικές, όπως π.χ. στη βαβυλωνιακή, αρχαία
αιγυπτιακή, τον ζωροαστρισμό, την αρχαία ελληνική κ.λπ, πολλά από τα
οποία φέρεται να παρέλαβαν και οι Εβραίοι. Επ΄ αυτού μέγα πλήθος
διαφόρων μυθολογημάτων έπλεξαν σχεδόν όλοι οι λαοί ως αυταπόδεικτη
εκδήλωση της εξέλιξης της συνείδησης και συναίσθησης ευθύνης των
ανθρωπίνων πράξεων ως πρώιμο αίσθημα δικαίου.

Όσον αφορά τη στενότερη σημασία του όρου, η Θεία δίκη


συμπαρατάσσεται με την εσχατολογία αλλά και με μια παρουσία
προσδοκίας με την οποία απαντάται ισοδύναμη και που περιγράφονται
στη Βίβλο κατά ποικίλους τρόπους. .

Δείτε επίσης, Θεοδικία. Νέμεσις


Πηγές Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΙΒ΄, σελ.483.
5

Λεξικόν Δημητράκου τόμος Δ. Σελ. 2018

Αντιφών. 5ου αιώνα π.Χ.

...γαρ αυτώ των άλλων ιατρών, ει ταύτην την θεραπείαν θεραπεύσοιτο, ότι
ιάσιμος ων διαφθαρήσοιτο, διυμάς τους συμβούλους διαφθαρείς εμοί
ανόσιον έγκλημα προσέβαλεν. Απολύει δέ με και ο νόμος καθ' όν
διώκομαι, τον γάρ επιβουλεύσαντα κελεύει φονέα είναι εγω μεν ούν πως
αν επιβουλεύσαιμί αυτώ, ει μή και επεβουλεύθην υπ' αυτού, τοις γαρ
αυτοίς αμυνόμενος αυτόν και τα αυτά δρών άπερ έπασχον, σαφές ότι τα
αυτά επεβούλευσα και επεβουλεύθην. Ει δέ τις εκ των πληγών τον θάνατον
οιόμενος γενέσθαι φονέα με αυτού ηγείται είναι, αντιλογισάσθω ότι δια τον
άρξαντα αι πληγαι γενόμεναι τούτον αίτιον τού θανάτου και ουκ έμε
αποφαίνουσιν όντα ου γαρ αν ήμυνάμην μή τυπτόμενος υπ' αυτού,
απολυόμενος δε υπό τε τού άρξαντος της πληγής εγω μεν ουδενί τρόπω
φονεύς αυτού ειμί, ο δε αποθανών, ει μεν ατυχία τέθνηκεν, τή εαυτού
ατυχία κέχρηται (ήτύχησε γαρ άρξας της πληγής), ει δ' αβουλία τινί, τή
εαυτού αβουλία διέφθαρται ου γαρ ευ φρονών έτυπτέ με. Ως μεν ούν ου
δικαίως κατηγορούμαι, επιδέδεικταί μοι, εθέλω δε τους κατηγορούντάς
μου πάσιν οίς εγκαλούσιν ενόχους αυτους όντας επιδείξαι. καθαρώ μέν μοι
της αιτίας όντι φόνον επιβουλεύοντες, αποστερούντες δέ με τoύ βίου όν ο
θεός παρέδωκέμοι, περί τον θεόν ασεβούσιν αδίκως δε θάνατον
επιβουλεύοντες τα τε νόμιμα συγχέουσι φονείς τέ μου γίνονται ανοσίως δ'
αποκτείναι υμάς με πείθοντες και της υμετέρας ευσεβείας αυτοί φονείς
εισί, - , « Τούτοις μεν ούν ο θεός επιθείη την δίκην υμάς δε χρή το
υμέτερον σκοπούντας απολύσαίμε μάλλον ή καταλαβείν βούλεσθαι, αδίκως
6

μεν γαρ απολυθείς, διά το μη ορθώς διδαχθήναι υμάς αποφυγών, του μη


διδάξαντος και ουχ υμέτερον τον προστρόπαιον τού αποθανόν 5, 5, μή
και] μή ς. 6, 2. οιόμενος γενέσθαι οή, Ζ. 6, τε ΑΒΖ, γες, 7, Ι. επιδέδεικναί]
ικανώς επιδέδεικταί Ζ. 5. αποδείξαι Α. 5, με] μου ΑΒ, 6, θανάτου Ζ. 8, 5,
ημέτερον Ζ. "γτος καταστήσω μή "ορθώς δε καταληφθεις ύφ' υμών υμίν
και ου τούτω το μήνιμα των αλιτηρίων προστρί 9 ψομαι, ταυτ'ούν ειδότες,
τουτοισι το ασέβημα τούτο αναθέντες, αυτοί τε καθαροί της αιτίας γένεσθε,
εμέ τε όσίως και δικαίως απολύετε ούτω γαρ αν καθαρώτατοι πάντες οι
πολίται είημεν,

Χρονολογική κατάταξη αποσπασμάτων

 1. Προκόπιος . Commentarii in Isaiam (A.D. 5-6) Page 2016 line


12
 εἰ κρίνοιντο. Ἦν δὲ πικρῶς Ἰουδαίοις ἐπενεχθεὶς, ὅτε   (10)
καὶ τὰ Μακκαβαίων ἐγεγόνει παθείματα. Καὶ τοῦ-
τον δὲ θᾶττον ἡ θεία δίκη μετέρχεται, μετὰ τοὺς ἐκ
Συρίας ὅλῳ στόματι τὸν ἱερὸν καταφαγόντα λαόν·
ἀλλὰ καίπερ τῶν Ἰουδαίων τοσαῦτα παθόντων, ἡ
 

 2. Προκόπιος . Commentarii in Isaiam (A.D. 5-6) Page 2169 line


19
 διωγμῶν ἐπικειμένων Ἑλληνικῶν, τοὺς ἐκ τῶν αἱ-
ρέσεων τοῖς ὀρθὰ φρονοῦσι συνεπιτίθεσθαι δοκοῦντας
εἶναι Χριστιανοὺς, οὓς οὐκ εἰς μακρὰν ἡ θεία δίκη
μετέρχεται.   (20)ΚΕΦΑΛ. ΚΒʹ.   
 

 3.Συμπλίκιος Commentarius in Epicteti enchiridion (A.D. 6) Page


80 line 21
 μόρια, οὐδεὶς νόσου λέγει ποιητικὸν, ἀλλ’ ὑγιείας· ἐπειδὴ
ἀδύνατον ἦν χωρὶς τούτων ἐκείνους ὑγιασθῆναι τοὺς   (20)
ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ἡ θεία δίκη τὸ τιμωρὸν εἶδος
τῆς δικαιώσεως, τὸ ἐπιτρίβον καὶ αὖξον τὰ πάθη τῆς
ψυχῆς, μέχρι τινὸς τοιούτου ἐπάγει, διὰ τὸ μὴ δύνα-
 
7

 4. ALEXANDER Scr. Eccl. Inventio crucis (fort. auctore


Alexandro alio) {2860.001} (A.D. 6?) Page 4052 line 17
 ἐπορίσατο. Τοῦ δὲ τυράννου εἰς ἄμετρον ἀτοπίας    (15)
ἐκβάντος καὶ τοῖς Χριστιανοῖς σφοδρῶς ἐπικειμένου,
ἡ θεία δίκη τοῦτον ἀνεχαίτιζε μάστιγα κατ’ αὐτοῦ·
ὑπεφιεῖσα. Ἕλκος γὰρ χαλεπὸν κατ’ αὐτὸ τῆς ἀκολα-
σίας κρυπτὸν μόριον ἀναφυὲν, κρεῖττον πάσης ἀν-
 

 5. ALEXANDER Scr. Eccl. Inventio crucis (fort. auctore


Alexandro alio) {2860.001} (A.D. 6?) Page 4052 line 49
 ἀγεληδὸν συρομένους τοὺς Χριστιανοὺς πανδημεὶ
σὺν γυναιξί τε καὶ τέκνοις ἐπὶ τὸν θάνατον. Ἀλλ’ ἡ
θεία δίκη τὰς βουλὰς τῶν ἀνόμων διεσκέδασε· παν-
ταχοῦ γὰρ πόλεμοι καὶ ἐπαναστάσεις βαρβάρων εὐ-    (50)
θέως, λιμοί τε σφοδροὶ καὶ αὐχμοὶ λοιμοί τε, ἄωροι
 

 6. Ιωάννης Δαμασκηνός. Epistula ad Theophilum imperatorem de


sanctis et venerandis imaginibus [Sp.] (A.D. 7-8) Vol. 95 page
357 line 2
 τεώνων, καὶ πάσας τὰς Ἑώας Ἐκκλησίας ἐσάλευ-
(357) σεν· ἀλλ’ ἠπατήθη ὁ δείλαιος. Οὐ μικρὸς γὰρ χρόνος
παρῆλθε, καὶ τοῦτον ἡ θεία δίκη ἐχειρώσατο. Ὁ δὲ
υἱὸς αὐτοῦ διαδεξάμενος τὴν ἡγεμονίαν, τούτους βου-
ληθεὶς ὡς ψευδομάντεις ἀποκτεῖναι, φυγάδες ᾤχοντο
 

 7. Ιωάννης Δαμασκηνός. Epistula ad Theophilum imperatorem de


sanctis et venerandis imaginibus [Sp.] (A.D. 7-8) Vol. 95 page
364 line 29
 δυσφήματα, ὡς ὁ ἀνάξιος τῆς Χριστιανικῆς προσ-
ηγορίας; Ἡμέρα γοῦν κρίσεως παρέστη, καὶ τοῦτο
ἡ θεία δίκη προέφθασε, καὶ μάρτυς ἀξιόπιστος αὐ-
τὸς περὶ ἑαυτοῦ. Ἔτι γὰρ περὶ τὰ ἔσχατα πνέων,    (30)
ὀλολύζων ἠλάλαξεν ἐν μεγάλῃ βοῇ, τάδε λέγων·

Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Orationes de imaginibus tres


Section 3,90, line 54

ὅσιον παριδεῖν τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως τυγχάνον, ὅπερ, εἰ καὶ τὸν παρ-
όντα καιρὸν ὑπερῆλθε, λέγειν οὐκ ὀκνήσω. Θεασάμενοι γὰρ οἱ τῆς
Ἀρείου συμμορίας ἐπικρατοῦντα θρίαμβον ἐλιπάρησαν τὸν τοῦ παλατί-
8

ου Ἑλενιανῶν τὴν φροντίδα πεπιστευμένον ὡς ἐξάρχοντα καὶ τῆς τοῦ


λουτροῦ διοικήσεως καθελόντα, κατακρύψαι τὴν εἰκόνα. Ὃς πρόφασιν
εὐμήχανον εὑράμενος τὴν ἐκ τῶν ὑδάτων προσγινομένην νοτίδα ὡς
σκυλθεῖσαν τὴν εἰκόνα ἀφελόμενος, φησίν, ἐπὶ διορθώσει κατέκρυψεν.
Ἣν ὁ βασιλεύς, ἐγκυκλίους ἐπιδημίας τελῶν εἰς ἕκαστον τόπον βασιλι-
κόν, παραγενόμενος κἀκεῖσε τὴν εἰκόνα ἐπεζήτει· καὶ οὕτως αὖθις τῷ
τοίχῳ κατεπάγη. Παρὰ πόδας δὲ τὸν Εὐτυχιανόν (τοῦτο γὰρ ἦν ὄνομα
τῷ διαιταρίῳ) ὀργή τις θεοδίκαστος παραλαβοῦσα τὸν μὲν δεξιὸν
ὀφθαλμὸν διαρρεῦσαι πεποίηκε, κακίστως δὲ καὶ τὰ λοιπὰ περισείουσα
μέλη, προσπελάσαι παρεσκεύασε τῷ εὐαγεῖ εὐκτηρίῳ, ἔνθα πεπίστευται
ἀναπαύεσθαι μέρος ἱερῶν λειψάνων τῶν θεσπίων Παντολέοντος καὶ
Μαρίνου, ἐπικαλουμένου τοῦ τόπου Ὁμόνοια ἐκ τοῦ ἐκεῖ συνελθόντας
τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα ἐπισκόπους ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου βασι-
λέως κοινήν τινα καὶ συμπεφωνημένην διδασκαλίαν τοῦ τε ὁμοουσίου
τῆς θείας τριάδος ποιήσασθαι καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως δὲ τοῦ κυρίου
τρανῶσαι τὴν ἐκ παρθένου πρόσληψιν, ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν τε-
κτήνασθαι.
 

 8. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 65 line 37
 ὡς εἴρηται, πρὸς τὸ ἀπαλλαγῆναι τῆς ὕβρεως αὐ-    (35)
τοῦ, καλέσας τὸ ὄνομα τοῦ ἀρίστου Βρωμαλιοὺμ,
ὅ ἐστι Ῥωμαϊστὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων τραφῆναι. (2) Ἡ δὲ θεία δίκη
τοῦτον μετὰ ταῦτα διὰ τὴν
17 τοῦ ἀδελφοῦ ἀναίρεσιν μετῆλθε. Καὶ αὐτὸς ἀναιρεῖται μεληδὸν
κατατμηθεὶς ἐν τῷ τῆς Ῥώμης
βουλευτηρίῳ, βασιλεύσας ἔτι λζʹ.
 

 9. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 209 line 11
 χιερεὺς Ἡλεὶ ἔτη κʹ. Καὶ τῇ παροινίᾳ τε καὶ ἀταξίᾳ
τῶν υἱῶν αὐτοῦ Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς ἐπὶ τῶν θυσιῶν,    (10)
ἑκατέρους μετῆλθε πάλιν ἡ θεία δίκη· οἱ μὲν γὰρ
ἐν τῷ πολέμῳ δεινῶς ἀνῃρέθησαν· ὁ δὲ τῆς θείας
ἀκούσας φωνῆς τῆς λεγούσης· «Εἶπα· Ὁ οἶκός
 

 10. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 265 line 27
 φιλανθρωπίας ἀξιοῦνται πολλάκις, διὰ τὰς προειρ-   (25)
γασμένας ἀρετὰς, εἰς δὲ τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρ-
9

χοντα αὐτοῖς ἡ θεία δίκη ἀνταποδίδωσιν ὑπὲρ τῶν


πταισμάτων αὐτῶν λεληθότως· οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ
ἑτέρων ἁμαρτωλῶν συνόντων δικαίοις, τοῦτο διὰ τὴν
 

 11. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 273 line 42
 χειρὶμ ἀναζεύξας εἰς Νινευῒ, δεινῶς ἀνῄρει τοὺς    (40)
αἰχμαλωτισθέντας ὑπὸ Σαλμανάσαρ ἀπὸ Σαμαρείας
τοῦ Ἰσραὴλ, ὃν αὐτίκα (ἡ) θεία δίκη μετελθοῦσα .....
(39b) καὶ ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων ἀναιρεθεὶς ἐπαύθη
τῆς αἰχμαλωσίας ἄδικος σφαγὴ διὰ τῆς ἐνδίκου
 

 12. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 477 line 36
 Τρεῖς οὖν δουλείας ὑπέστησαν οἱ Ἰουδαῖοι χαλεπω-
τάτας καὶ οὐδεμίαν χωρὶς προῤῥήσεως αὐτοῖς ἐπή-    (35)
γαγεν ἡ θεία δίκη, ἀλλὰ προλεχθῆναι παρεσκεύασεν
αὐτοῖς καὶ τόπον, καὶ χρόνον, καὶ κάκωσιν, καὶ τὴν
ἐπάνοδον, καὶ τἄλλα πάντα μετὰ πολλῆς (τῆς) ἀκρι-
 

 13. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 573 line 13
 ἄτιμόν (τε) καὶ πρόδηλον καὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων
πολιτείας ἀλλότριον.
(2) Οὓς ἡ θεία δίκη ἐνδίκως μετελθοῦσα δικαίως
ἐξέκοψε. Καὶ ὁ μὲν ὑπὸ νόσῳ δεινῇ περιπεσὼν καὶ
ὀγκωθεὶς ἀπέθανεν· ὁ δὲ ἀπήγξατο. Τὸν γὰρ Διο-   (15)
 

 14. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 577 line 43
 ἰδεῖν ἀγεληδὸν συρομένους Χριστιανοὺς πάντας
πανδημεῖ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἐπὶ τὸν θάνατον·
ἀλλ’ ἡ θεία δίκη ἐπελθοῦσα τὰς βουλὰς τῶν ἀνόμων
διεσκέδασεν.
(13) Διὰ γὰρ τὴν ἄπειρον κακουργίαν αὐτοῦ,    (45)
 

 15. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 916 line 3
10

 (916) τῶν ἀπατεώνων, πάσας τὰς ἐκκλησίας τὰς ὑπὸ τῆς


ἐξουσίας αὐτοῦ οὔσας διεσάλευσεν. Ἀλλ’ ἠπατήθη
ὁ δείλαιος· μετῆλθε γὰρ αὐτὸν ἡ θεία δίκη, οὔπω
διελθόντος ἐνιαυτοῦ· οὗ ὁ υἱὸς, διαδεξάμενος τὴν
ἡγεμονίαν, ὡς ψευδομάντεις 630 αὐτοὺς ἠβουλήθη ἀποκτεῖναι, ὃ
καὶ μαθόντες οὗτοι ἀνέκαμψαν ἐν   (5)
 

 16. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 985 line 1
 θηριώνυμος, ἐπαρθεὶς κατὰ τῆς εὐσεβείας, μειζό-    (45)
νως ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθει
(985) σφόδρα, μέχρι τοῦτον ἐνδίκως ἡ θεία δίκη με-
τῆλθεν, οὗ τὴν κακίστην γένεσιν καὶ μοχθηρίαν καὶ
θεοστυγῆ προαίρεσιν καὶ δυσσέβειαν καὶ μέντοι
 

 17. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 1033 line 36
 ἐν δυνάμει βαρείᾳ δρομώνων τετρακοσίων φοβε-
ρῶν καὶ καταπλήκτων ἤρχετο κατὰ τῆς θεοφρου-    (35)
ρήτου ΚΠ. Ἀλλὰ τοῦτον ἡ θεία δίκη διώλεσε,
πάντων τῶν πλοίων αὐτάνδρων συντριβέντων ἐν
τῷ ἀκρωτηρίῳ τῶν Κιβυῤῥαιωτῶν τῷ λεγο-
 

 18. SYMEON LOGOTHETES Hist. Chronicon (sub nomine


Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis)
(redactio A + B operis sub titulo Epitome fort. sub auctore
Trajano Patricio) {3070.001} (A.D. 10) Page 51 line 20
 ὁ δὲ ηὔξατο λέγων “θεὲ δέσποτα, μήτε τῷ δήμῳ κατὰ τῶν
ἱερέων σου μήτε τοῖς ἱερεῦσι κατὰ τοῦ δήμου σου βοηθήσῃς.”
τοῦτον δὲ εὐθέως ἐλίθασαν. καὶ παρευθὺ ἡ θεία δίκη τού-    (20)
τους μετελθοῦσα ἐπήγαγε κατ’ αὐτῶν Πομπήϊον Ῥωμαίων
στρατηγὸν ὃς καὶ τὴν πόλιν ἐπόρθησε, καὶ εἰσελθὼν εἰς τὰ
 

 19. SYMEON LOGOTHETES Hist. Chronicon (sub nomine


Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis)
(redactio A + B operis sub titulo Epitome fort. sub auctore
Trajano Patricio) {3070.001} (A.D. 10) Page 174 line 8
 πάσας τὰς ἐκκλησίας τὰς οὔσας ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτοῦ διεσάλευ-
σεν. ἀλλ’ ἀπατηθεὶς ὁ δείλαιος εὗρεν ἄξια τὰ ἐπίχειρα τῆς
11

ἀνοίας· μετῆλθε γὰρ αὐτὸν ἡ θεία δίκη, οὔπω διελθόντος


ἑνὸς ἐνιαυτοῦ. οὗ ὁ υἱὸς διαδεξάμενος τὴν ἡγεμονίαν ὡς
ψευδομάντεις αὐτοὺς ἠβουλήθη ἀποκτεῖναι· μαθόντες δὲ οὗ-
(10)
 

 20. VITA ET MIRACULA NICONIS Hagiogr. Vita et miracula (e


cod. Kutlumus. 210) {5081.002} (A.D. 11-17) Page 192 line 27

 δίκας ἐδίδου ἐνδίκως, καὶ τὰ ῥήματα πράγματα τῷ δειλαίῳ ἀπέβη,
καὶ   (25)τοὺς τῆς οἰκείας ἀφροσύνης καρποὺς ἀθλίως ἐδρέψατο,
πικρὰν εὑρὼντὴν τοῦ βίου καταστροφήν. Οὐ γὰρ ἔμελλε τῇ θείᾳ
δίκῃ, ὥσπερ τὰ πολλὰ ἔθος αὐτῇ, νόμοις χρηστότητος καὶ ζητήσει
ἐπιστροφῆς, ἀλλ’ ὀξέως κατὰ πόδας ἐχώρει, καὶ ὅπως ὁ λόγος
δηλώσει.
 

 21. VITA ET MIRACULA NICONIS Hagiogr. Vita et miracula (e


cod. Kutlumus. 210) (A.D. 11-17) Page 213 line 12
 τῆς ἁγίας ἐκείνης λαβόμενοι κεφαλῆς, τίλλειν τὰς τρίχας οὐκ
ᾐδοῦντο,   (10)
οἱ δὲ οὐκ ἀνίεσαν παίειν αὐτὸν—ὢ μιαρῶν χειρῶν—καὶ πληγαῖς
ὠμῶς
κατακόπτειν, ἕως ἡμιθανῆ ἀπειργάσαντο. Κἂν ἡ θεία δίκη οὐδ’
ἐνταῦθα
μέλλουσα ἦν, οὐδ’ ὑπερήμερον τὴν ἐκδίκησιν ἐπάγουσα. Τῷ
στεναγμῷ
γὰρ προσσχοῦσα τοῦ δικαίου, θᾶττον ἔφθαζε τὰ ἴδια ἐνεργοῦσα
καὶ φο-
 

 22. EPHRAEM Aeniensis Hist. et Poeta Chronicon imperatorum


Romanorum {3170.001} (A.D. 13-14) Line 292
 καὶ χριστομάχος καὶ μιαιφόνος πλέον·   (290)
τριὰς ἐναγὴς εὐσεβῶν ἀναιρέτις,
ἥνπερ μετῆλθεν ἐνδίκως θεία δίκη.Κωνσταντῖνος ἔτη λβʹ.   
Ὁ τοίνυν Κώνστας τῷ γόνῳ Κωνσταντίνῳ   (293)

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Septuaginta, Machabaeorum iv “Septuaginta, vol. 1, 9th edn.”, Ed.


12

Rahlfs, A.Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt, 1935, Repr. 1971.


Chapter 4, section 21, line 1

         συνθέμενον δώσειν, εἰ ἐπιτρέψειεν αὐτῷ τὴν ἀρχήν, κατ' ἐνιαυτὸν


τρισχίλια ἑξακόσια ἑξήκοντα τάλαντα.
         ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ καὶ ἀρχιερᾶσθαι καὶ τοῦ ἔθνους
ἀφηγεῖσθαι·
         καὶ ἐξεδιῄτησεν τὸ ἔθνος καὶ ἐξεπολίτευσεν ἐπὶ πᾶ-  
σαν παρανομίαν
         ὥστε μὴ μόνον ἐπ' αὐτῇ τῇ ἄκρᾳ τῆς πατρίδος
ἡμῶν γυμνάσιον κατασκευάσαι, ἀλλὰ καὶ καταλῦσαι τὴν τοῦ ἱεροῦ
κηδεμονίαν.
         ἐφ' οἷς ἀγανακτήσασα ἡ θεία δίκη αὐτὸν αὐτοῖς τὸν
Ἀντίοχον ἐπολέμωσεν.
         ἐπειδὴ γὰρ πολεμῶν ἦν κατ' Αἴγυπτον
Πτολεμαίῳ, ἤκουσέν τε ὅτι φήμης διαδοθείσης περὶ τοῦ τεθνάναι
αὐτὸν ὡς ἔνι μάλιστα χαίροιεν οἱ Ιεροσολυμῖται, ταχέως ἐπ' αὐ-
τοὺς ἀνέζευξεν,
         καὶ ὡς ἐπόρθησεν αὐτούς, δόγμα ἔθετο ὅπως,
εἴ τινες αὐτῶν φάνοιεν τῷ πατρίῳ πολιτευόμενοι νόμῳ, θάνοιεν.
καὶ ἐπεὶ κατὰ μηδένα τρόπον ἴσχυεν καταλῦσαι διὰ τῶν δογμά-
των τὴν τοῦ ἔθνους εὐνομίαν, ἀλλὰ πάσας τὰς ἑαυτοῦ ἀπειλὰς
καὶ τιμωρίας ἑώρα καταλυομένας

Septuaginta, Machabaeorum iv Chapter 8, section 22, line 1

πεισθείημεν αὐτῷ,          τί βουλήμασιν κενοῖς ἑαυτοὺς εὐφραίνομεν


καὶ θανατηφόρον ἀπείθειαν τολμῶμεν;
         οὐ φοβηθησόμεθα, ἄνδρες
ἀδελφοί, τὰ βασανιστήρια καὶ λογιούμεθα τὰς τῶν βασάνων ἀπει-
λὰς καὶ φευξόμεθα τὴν κενοδοξίαν ταύτην καὶ ὀλεθροφόρον ἀλα-
ζονείαν;
         ἐλεήσωμεν τὰς ἑαυτῶν ἡλικίας καὶ κατοικτίρωμεν τὸ
τῆς μητρὸς γῆρας
         καὶ ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἀπειθοῦντες τεθνηξόμεθα.
συγγνώσεται δὲ ἡμῖν καὶ ἡ θεία δίκη δι' ἀνάγκην τὸν βασιλέα
φοβηθεῖσιν.
         τί ἐξάγομεν ἑαυτοὺς τοῦ ἡδίστου βίου καὶ ἀποστε-
ροῦμεν ἑαυτοὺς τοῦ γλυκέος κόσμου;
         μὴ βιαζώμεθα τὴν ἀνάγκην
μηδὲ κενοδοξήσωμεν ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν στρέβλῃ.
         οὐδ' αὐτὸς ὁ νόμος
ἑκουσίως ἡμᾶς θανατοῖ φοβηθέντας τὰ βασανιστήρια.
13

         πόθεν ἡμῖν


ἡ τοσαύτη ἐντέτηκε φιλονεικία καὶ ἡ θανατηφόρος ἀρέσκει καρ-
τερία, παρὸν μετὰ ἀταραξίας ζῆν τῷ βασιλεῖ πεισθέντας;

Septuaginta, Machabaeorum iv
Chapter 18, section 22, line 2

ἣν ἐδίδαξεν Μωυσῆς, οὐκ ἐπελάθετο διδάσκων τὴν λέγουσαν


Ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω· αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν καὶ ἡ μα-
κρότης τῶν ἡμερῶν.
 Ὦ πικρᾶς τῆς τότε ἡμέρας καὶ οὐ πικρᾶς, ὅτε ὁ πικρὸς Ἑλ-
λήνων τύραννος πῦρ πυρὶ σβέσας λέβησιν ὠμοῖς καὶ ζέουσι θυμοῖς
ἀγαγὼν ἐπὶ τὸν καταπέλτην καὶ πάλιν τὰς βασάνους αὐτοῦ τοὺς
ἑπτὰ παῖδας τῆς Αβρααμίτιδος
         τὰς τῶν ὀμμάτων κόρας ἐπήρωσεν
καὶ γλώσσας ἐξέτεμεν καὶ βασάνοις ποικίλαις ἀπέκτεινεν.
         ὑπὲρ
ὧν ἡ θεία δίκη μετῆλθεν καὶ μετελεύσεται τὸν ἀλάστορα τύραννον.
οἱ δὲ Αβραμιαῖοι παῖδες σὺν τῇ ἀθλοφόρῳ μητρὶ εἰς πατέρων
χορὸν συναγελάζονται ψυχὰς ἁγνὰς καὶ ἀθανάτους ἀπειληφότες
παρὰ τοῦ θεοῦ.          ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· αμην.  
    

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica (2018: 002)


“Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.
Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955; 3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétiennes
31, 41, 55.Book 1, chapter 8, section 3, line 3

προαναφωνοῦσαν, ἑνὶ προστάγματι τοὺς ὑπομαζίους ἔν τε τῇ


Βηθλεὲμ καὶ πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω
παῖδας, κατὰ τὸν ἀπηκριβωμένον αὐτῷ χρόνον παρὰ τῶν μάγων,
ἀναιρεθῆναι προστάττει, πάντως που καὶ τὸν Ἰησοῦν, ὥς γε ἦν
εἰκός, τῆς αὐτῆς τοῖς ὁμήλιξι συναπολαῦσαι συμφορᾶς οἰόμενος.
φθάνει γε μὴν τὴν ἐπιβουλὴν εἰς Αἴγυπτον διακομισθεὶς ὁ παῖς,
δι' ἐπιφανείας ἀγγέλου τὸ μέλλον προμεμαθηκότων αὐτοῦ τῶν
γονέων. ταῦτα μὲν οὖν καὶ ἡ ἱερὰ τοῦ εὐαγγελίου διδάσκει
γραφή· ἄξιον δ' ἐπὶ τούτοις συνιδεῖν τἀπίχειρα τῆς Ἡρῴδου
κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ὁμηλίκων αὐτῷ τόλμης, ὡς παρ-
αυτίκα, μηδὲ σμικρᾶς ἀναβολῆς γεγενημένης, ἡ θεία δίκη περιόντα
ἔτ' αὐτὸν τῷ βίῳ μετελήλυθεν, τὰ τῶν μετὰ τὴν ἐνθένδε ἀπαλ-
λαγὴν διαδεξομένων αὐτὸν ἐπιδεικνῦσα προοίμια. ὡς μὲν οὖν  
14

τὰς κατὰ τὴν βασιλείαν αὐτῷ νομισθείσας εὐπραγίας ταῖς κατὰ


τὸν οἶκον ἐπαλλήλοις ἠμαύρωσεν συμφοραῖς, γυναικὸς καὶ τέκνων
καὶ τῶν λοιπῶν τῶν μάλιστα πρὸς γένους ἀναγκαιοτάτων τε καὶ
φιλτάτων μιαιφονίαις, οὐδὲ οἷόν τε νῦν καταλέγειν, τραγικὴν
ἅπασαν δραματουργίαν ἐπισκιαζούσης τῆς περὶ τούτων ὑποθέ-
σεως, ἣν εἰς πλάτος ἐν ταῖς κατ' αὐτὸν ἱστορίαις ὁ Ἰώσηπος
διελήλυθεν· ὡς δ' ἅμα τῇ κατὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ τῶν ἄλλων
νηπίων ἐπιβουλῇ θεήλατος αὐτὸν καταλαβοῦσα μάστιξ εἰς

Ευσέβιος. De martyribus Palaestinae (recensio brevior) (2018: 003)


“Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique, vol. 3”, Ed. Bardy, G.
Paris: Cerf, 1958, Repr. 1967; Sources chrétiennes 55.Chapter 7, section
7, line 2

Οὐρβανὸς λαβών, εἶθ' ὕστερον θύειν καταναγκάσας, ὡς


ἀνανεύοντα καὶ μηδ' ὅλως ἐν λόγῳ τὰς ἀπειλὰς ἑώρα τιθέ-
μενον, τὸ πανύστατον ἀγριάνας, σφοδροτέραις αὐτὸν αἰκί-
ζεσθαι προστάττει βασάνοις·          καὶ δὴ ταῖς κατὰ τῶν
πλευρῶν αὐτοῦ δι' ἐπιμόνων καὶ φιλονείκων ξυστήρων ὁ
θηριωδέστατος μόνον οὐχὶ ἐμφορηθείς, αἰσχύνην γε μὴν ἐπὶ
ἑαυτοῦ ἐπὶπᾶσιν καταχεάμενος, τοῖς ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ
καὶ αὐτὸν ὁμολογηταῖς καταλέγει.
         ἐπὶ δὲ τῇ κατὰ τῶν
ἁγίων ὠμότητι ὁποίας ἀμοιβῆς παρὰ τῇ θείᾳ δίκῃ τεύξεται,
τοσαῦτα κατὰ τῶν Χριστοῦ μαρτύρων ἐμπαροινήσας,
διαγνῶναι ῥᾴδιον ἐκ τῶν τῇδε προοιμίων, δι' ὧν εὐθὺς καὶ
οὐκ εἰς μακρὸν τοῖς κατὰ τοῦ Παμφίλου τετολμημένοις
αὐτὸν ἔτι τῆς ἡγεμονίας ἐχόμενον ἡ θεία μετῆλθεν δίκη,
ἀθρόως οὕτως τὸν χθὲς ἄνω που ἐφ' ὑψηλοῦ βήματος
δικάζοντα καὶ πρὸς τοῦ στρατιωτικοῦ δορυφορούμενον
στίφους ὅλου τε τοῦ Παλαιστινῶν ἔθνους ἐπάρχοντα ὁμοδιαι-
τόν τε οἷα φιλαίτατον καὶ ὁμοτράπεζον αὐτῷ τῷ τυράννῳ
καθεστῶτα διὰ μιᾶς γυμνώσασα νυκτὸς καὶ τῶν τοσούτων
ἀξιωμάτων ἔρημον καταστήσασα ἀτιμίαν τε καὶ αἰσχύνην

Αθανάσιος θεολόγος. Historia Arianorum (2035: 009)


“Athanasius Werke, vol. 2.1”, Ed. Opitz, H.G.Berlin: De Gruyter, 1940.
Chapter 7, section 6, line 2

αὐτῶν ἐτελεύτησε. τοῦτο μέντοι δράσαντες οὐκ ᾐσχύνθησαν οὐδὲ μετὰ


15

θάνατον οἱ μηδὲν ἀληθεύοντες πλάσασθαι πάλιν πρόφασιν ὡς ἀπὸ νόσου


τελευτήσαντος αὐτοῦ, καίτοι τοῦτο γινωσκόντων πάντων τῶν
κατοικούντων τὸν τόπον ἐκεῖνον. καὶ γὰρ   καὶ Φιλάγριος, βικάριος ὢν
τότε τῶν τόπων ἐκείνων καὶ πάντα τὰ ἐκείνων ὑποκρι-νόμενος, ὡς ἂν
αὐτοὶ θέλωσιν, ὅμως ἐπὶ τούτῳ θαυμάζων καὶ λυπηθεὶς ἴσως, ὅτι μὴ
αὐτὸς ἀλλ' ἕτερος εἰργάσατο τὸ κακόν, ἀπήγγειλε πολλοῖς τε ἄλλοις καὶ
γνωρίμοις
ἡμῶν καὶ τῷ ἐπισκόπῳ Σαραπίωνι, ὡς Παῦλος ἀποκλεισθεὶς παρ' ἐκείνων
εἰς τόπον
τινὰ βραχύτατον καὶ σκοτεινὸν ἀφείθη λιμῷ διαφθαρῆναι, εἶτα μεθ'
ἡμέρας ἕξ, ὡς εἰς-
ελθόντες εὗρον αὐτὸν ἔτι πνέοντα, λοιπὸν ἐπελθόντες ἀπέπνιξαν τὸν
ἄνθρωπον. καὶ
οὕτω τέλος ἔσχε τοῦ βίου τούτου. τοῦ δὲ τοιούτου θανάτου διάκονον
ἔλεγον γεγε-
νῆσθαι Φίλιππον τὸν γενόμενον ἔπαρχον. ἀλλ' οὐδὲ τοῦτο παρεῖδεν ἡ
θεία δίκη· οὐδὲ
γὰρ παρῆλθεν ἐνιαυτός, καὶ μετὰ πολλῆς ἀτιμίας καθῃρέθη τῆς ἀρχῆς ὁ
Φίλιππος, οὕτως
ὡς ἰδιώτην γενόμενον ὑφ' ὧν οὐκ ἤθελε καταπαίζεσθαι. πάνυ γοῦν καὶ
αὐτὸς λυπούμενος
καὶ κατὰ τὸν Κάιν «στένων καὶ τρέμων» καὶ καθ' ἡμέραν προσδοκῶν τὸν
ἀναιροῦντα
ἔξω τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος καὶ αὐτὸς καὶ τῶν ἰδίων ὥσπερ ἐκπλαγείς, ἐπεὶ
μὴ οὕτως ἤθελεν,
ἀπέθανε. πλὴν ὅτι καὶ κατὰ νεκρῶν οὐ φείδονται, καθ' ὧν καὶ ζώντων
ἐπλάσαντο
προφάσεις· οὕτω γὰρ ἑαυτοὺς πρὸς πάντας φοβεροὺς ἐπιδεικνύειν
ἐσπούδασαν, καὶ
ζῶντας μὲν ἐξορίζουσιν, ἀποθανόντας δὲ οὐκ ἐλεοῦσιν. ἀλλὰ καὶ τότε
μόνοι παρὰ πάντας
τοὺς ἀνθρώπους μισοῦσι τοὺς ἀπελθόντας καὶ τοῖς οἰκείοις αὐτῶν

Αθανάσιος θεολόγος. Historia Arianorum Chapter 14, section 4, line 3

νομίσειε. ταῦτα δὲ διὰ τοῦθ' οὕτως ἔπραττεν, ἐπεὶ μήτε ἐκκλησιαστικῷ


κανόνι τὴν κατά-
στασιν εἶχε μήτε ἀποστολικῇ παραδόσει κληθεὶς ἦν ἐπίσκοπος· ἀλλ' ἐκ
παλατίου μετὰ
στρατιωτικῆς ἐξουσίας καὶ φαντασίας ἀπέσταλτο ὥσπερ ἀρχὴν κοσμικὴν
ἐγκεχειρισμένος.
διὰ τοῦτο καὶ ἀρχόντων μᾶλλον ηὔχετο φίλος εἶναι ἢ ἐπισκόπων καὶ
μοναζόντων. εἴ
16

ποτε οὖν καὶ ὁ πατὴρ Ἀντώνιος ἐκ τοῦ ὄρους ἔγραφεν, ὥσπερ βδέλυγμα
ἁμαρτωλῷ
θεοσέβεια οὕτως ἐβδελύσσετο τὰ τοῦ ἁγίου γράμματα. εἴ ποτε δὲ
βασιλεὺς ἢ στρα-
τηλάτης ἢ ἄλλος δικαστὴς ἐπέστελλεν, οὕτω περιχαρὴς ἐγίγνετο ὡς οἱ ἐν
ταῖς Παροιμίαις,
καθὼς σχετλιάζων ἔλεγεν ὁ λόγος· «ὦ οἱ ἐγκαταλείποντες ὁδοὺς εὐθείας,
οἱ εὐφραι-
νόμενοι ἐπὶ κακοῖς καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφῇ κακῶν». ἀμέλει τοὺς μὲν
ταῦτα  
κομίζοντας ἐτίμα χρήμασιν, Ἀντωνίου δέ ποτε γράψαντος πεποίηκε τὸν
δοῦκα Βαλάκιον
καταπτῦσαι τῆς ἐπιστολῆς καὶ ταύτην ἀπορρίψαι. ἀλλ' οὐ παρεῖδεν ἡ
θεία δίκη, μετ'
οὐ πολὺ γὰρ τὸν λεγόμενον δοῦκα ἐπικαθήμενον ἵππῳ καὶ ἀπερχόμενον
εἰς τὴν πρώτην
μονὴν ἐπιστραφεὶς ὁ ἵππος καὶ δακὼν εἰς τὸν μηρὸν κατέβαλε καὶ τριῶν
ἡμερῶν ἀπέθανεν.
 Ἐκεῖνοι μὲν οὖν οὕτως ἔπραττον κατὰ πάντων, ἐν δὲ τῇ Ῥώμῃ
συνελθόντες ἐπίσκοποί
που πεντήκοντα τοὺς μὲν περὶ Εὐσέβιον ὡς ὑπόπτους καὶ φοβηθέντας
ἐλθεῖν οὐκ ἀπε-
δέξαντο, ἀλλὰ καὶ τὰ γραφέντα παρ' αὐτῶν ἠκύρωσαν, ἡμᾶς δὲ
ἀπεδέξαντο καὶ τὴν
πρὸς ἡμᾶς κοινωνίαν ἠγάπησαν. ἕως δὲ ταῦτα ἐγίγνετο, ἦλθεν εἰς γνῶσιν
τοῦ
βασιλέως Κώνσταντος ἥ τε ἐν Ῥώμῃ γενομένη σύνοδος καὶ τὰ ἐν τῇ
Ἀλεξανδρείᾳ καὶ
πάσῃ τῇ ἀνατολῇ κατὰ τῶν ἐκκλησιῶν γεγενημένα, καὶ γράφει τῷ
ἀδελφῷ Κωνσταντίῳ
καὶ λοιπὸν ἀμφοτέροις ἀρέσκει σύνοδον γενέσθαι καὶ διαγνωσθῆναι τὰ
πράγματα,

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.] “San


Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols.”, Ed. Trevisan, P.Turin:
Società Editrice Internazionale, 1939.Chapter 5, section 151, line 10

σετε μόνοι ἐπὶ τῆς γῆς;


 Εἰ γὰρ ἐπιθυμεῖς τῶν τοῦ γείτονος (γείτων δέ σοι
πάντως οὐ λείψει) ἀνάγκη σε δηλονότι ἐπὶ τὰ ἔσχατα φθάσαι
τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης. Εἰ δὲ τοῦτο ἀμήχανον, ἀπὸ
τῆς πρώτης ἐννοίας παῦσον σεαυτοῦ τὴν πρὸς τὸ κακὸν
17

ὁρμὴν, ὦ ἄνθρωπε, ἀρκούμενος οἷς παρέλαβες, ἐπιμένων


οἷς ἔχεις, εἰδὼς ὅτι καὶ μεγέθη οἰκιῶν, διὰ τὸ ἐξ ἀδικίας
συστῆναι, ἔρημά ἐστι τῶν οἰκητόρων καὶ πλῆθος χώρας,
ἐκ πλεονεξίας περιβληθὲν, ἄγονον πολλάκις τῶν καρπῶν
ἀπεδείχθη. Προλαμβάνει γὰρ πολλάκις τὴν μέλλουσαν κρίσιν  
ἡ θεία δίκη, καὶ ἤδη τὰς ἀδίκως πεπορισμένας οἰκίας, εἰς
ἄχρηστον περιίστησιν, ἀπὸ τῆς πολυανθρώπου οἰκήσεως
καὶ τῆς λαμπρᾶς εὐθηνίας, ἐρήμους τῶν οἰκητόρων ποιοῦσα.
 Πολλάκις γοῦν ἔγνωμεν ὅλα γένη ἄρδην ἀφανισθέντα, ὡς
ἀπορίᾳ τῶν διαδεχομένων καταῤῥυῆναι πρὸς γῆν τὰς με-
γαλοφυεῖς καὶ ὑπερηφάνους τῶν οἰκημάτων κατασκευάς.
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι μετὰ παρορισμοῦ τῶν πλησίον τοὺς ὅρους
τῶν οἰκείων κτήσεως ὑπερεξέτειναν, διὰ τὸ ἀπὸ στεναγμοῦ
τῶν ἠδικημένων συμπεπορίσθαι τὰς κτήσεις, πάντως ἀλ-
λότριοι τῆς θείας ἀπεδείχθησαν εὐλογίας, ὥστε ἔνθα δέκα
ζεύγη βοῶν εἰργάσατο, μόγις κεράμιον ἓν τρυγηθῆναι καὶ

Βασίλειος θεολόγος. Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti (2040: 075); MPG 32.Vol. 32, page 1195, line 33

μεῖς τῆς τοῦ γείτονος οἰκίας, γείτων δέ σοι πάντως


οὐ λείψει, ἀνάγκη σε δηλονότι ἐπὶ τὰ ἔσχατα φθάσαι
τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης. Εἰ δὲ τοῦτο ἀμήχανον,
ἀπὸ τῆς πρώτης ἐννοίας παῦσον σεαυτοῦ τὴν πρὸς
τὸ κακὸν ὁρμὴν, ὦ ἄνθρωπε, ἀρκούμενος οἷς παρ-
έλαβες, ἐπιμένων οἷς ἔχεις· εἰδὼς, ὅτι καὶ μεγέθη
οἰκιῶν, διὰ τὸ ἐξ ἀδικίας συστῆναι, ἔρημά ἐστι τῶν
οἰκητόρων, καὶ πλῆθος χώρας ἐκ πλεονεξίας περι-
ληφθὲν ἄγονον πολλάκις τῶν καρπῶν ἀπεδείχθη.
Προλαμβάνει γὰρ πολλάκις τὴν μέλλουσαν κρίσιν
ἡ θεία δίκη, καὶ ἤδη τὰς ἀδίκως περιωρισμένας οἰ-
κίας εἰς ἄχρηστον περιίστησιν, ἀπὸ τῆς πολυανθρώ-
που οἰκήσεως καὶ τῆς λαμπρᾶς εὐθηνίας ἐρήμους
τῶν οἰκητόρων ποιοῦσα. Ὁ γὰρ τῶν ἀλλοτρίων ἐρῶν
μετ' οὐ πολὺ θρηνήσει, τῶν ἰδίων ἀποστερούμενος.
Τί τὸν Ναυουθαὶ τὸν Ἰεζραηλίτην ἀπέκτεινεν· οὐχ
ἡ τοῦ Ἀχαὰβ ἐπιθυμία τοῦ ἀμπελῶνος;
 Μνήσθητι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἐν ᾗ Ἀποκα-
λύπτεται ὀργὴ ἀπ' οὐρανοῦ. Μνήσθητι τῆς ἐνδόξου
τοῦ Χριστοῦ παρουσίας, ὅτε ἀναστήσονται, οἱ μὲν
τὰ ἀγαθὰ πράξαντες, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς,
18

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


(2061: 001)“Asterii sophistae commentariorum in Psalmos quae
supersunt”, Ed. Richard, M.Oslo: Bro̸gger, 1956; Symbolae Osloenses,
fasc. suppl. 16.Homily 12, section 11, line 6

Οὐ τὸν ἔλεγχον φεύγω, φησίν, ἀλλὰ τὸν μετὰ θυμοῦ ἔλεγχον  


φοβοῦμαι· οὐδὲ τὸ παιδευθῆναι ἀποστρέφομαι, ἀλλὰ τὸ μετὰ
ὀργῆς παιδευθῆναι δέδοικα. Οἶδα ὅτι ὃν ἀγαπᾷ κύριος
παιδεύει.Ἆρον τοῦ ἐλέγχου τὸν θυμὸν καὶ τῆς παιδείας τὴν
ὀργήν, καὶ ἔλεγχε ὡς φίλον καὶ παίδευε ὡς υἱόν. Κύριε, μὴ
τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς
με.Ἐὰν ὁ θυμὸς ὡς δικαστὴς ἐλέγξῃ με, εὐθέως ἡ ὀργὴ ὡς δεξιὰ
χεὶρ καὶ γείτων τοῦ θυμοῦ παιδεύει με. Ὥσπερ γὰρ ἐν δικαστη-
ρίῳ ὁ ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς τάξεως μαστίζεται,
οὕτως ἐν τῇ θείᾳ δίκῃ ὁ ὑπὸ τοῦ θυμοῦ ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς
ὀργῆς παιδεύεται. Καὶ ὥσπερ ὁ καπνός, ἐλέγξας τὴν τοῦ ὀφθαλ-
μοῦ ἀσθένειαν, ποιεῖ αὐτὸν τῷ δακρύῳ δριμύττεσθαι, καὶ γίνεται
τῷ ὀφθαλμῷ ἡ δριμύτης βάσανος, οὕτως, ὅταν ἐκκαυθῇ ὁ θυμὸς
τοῦ θεοῦ, καπνίζει τῷ ἐλέγχῳ καὶ μαστίζει τῇ ὀργῇ. Θυμὸς δὲ
καὶ ὀργὴ θεοῦ οὐκ ἔστι πάθη θεοῦ, ἀλλὰ δικαία κρίσις καὶ ἄμυνα
τοῦ θεοῦ. Θησαυρίζεις γὰρ σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ
ὀργῆς.Οὐχ ὁ θεός σοι θησαυρίζει, ἀλλ' ἑαυτῷ θησαυρίζεις.
Εἰπέ, ὦ Δαυίδ· παρακελεύῃ θεῷ; Νόμοις δὲ καὶ διατάγμασι τριγ-
χοῖς ἀπόφασιν θεοῦ; Χαλινοῖς δὲ ὅρους γλώσσης δημιουργοῦ;
Ἀποκρίνεται· Οὐ λέγω διαταττόμενος, ἀλλὰ τοῦ ἐλέους αὐτοῦ

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B) (2109: 001)


“Makarios/Symeon Reden und Briefe, 2 vols.”, Ed. Berthold, H.
Berlin: Akademie–Verlag, 1973; Die griechischen christlichen
Schriftsteller.Homily 49, chapter 5, section 7, line 10

νοοῦντες εἰς τηλικαῦτα ἁμαρτήματα ἔφθασαν, ὥστε εἰς τέλος πᾶσαν τὴν
γῆν
καταφθαρῆναι. οὕτως ἐπὶ τῶν Αἰγυπτίων πολλὰ προσκοψάντων καὶ εἰς
τὸν λαὸν τοῦ θεοῦ ἁμαρτανόντων ἐχρηστεύετο ὁ θεός, τοιαύτας μάστιγας
αὐτοῖς
ἐπιφέρων, ὥστε μὴ εἰς τέλος διαφθαρῆναι, ἀλλὰ εἰς δουλείαν καὶ
ἐπιστροφὴν
καὶ μετάνοιαν ἔφερεν αὐτοῖς ἐκείνας τὰς μικρὰς πληγὰς τῶν μαστίγων
19

μακρο-
θυμῶν καὶ εἰς μετάνοιαναὐτοὺς ἐκδέχεσθαι. οἱ δὲ πολλὰ ἁμαρτήσαντες
εἰς
τὸν λαὸν τοῦ θεοῦ καὶ ἐπιστρέφοντες καὶ πάλιν μεταμελόμενοι καὶ εἰς
τὴν
ἀρχαίαν ἀπιστίαν τῆς κακῆς προαιρέσεως ἀποκαθιστάμενοι καὶ τὸν λαὸν
τοῦ
κυρίου καταπονήσαντες, ὕστερον ὅτε διὰ πολλῶν θαυμασίων τὸν λαὸν
διὰ
Μωϋσέως ἐξ Αἰγύπτου ἐξήγαγε, μέγα προσέκρουσαν καταδιώξαντες
ὀπίσω τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ. διὸ καὶ εἰς τέλος ἡ θεία δίκη ἠνάλωσεν αὐτοὺς καὶ
διέφθειρε καὶ  
ἐν τοῖς ὕδασι κατεπόντισε, μηδὲ τῆς ὁρωμένης ζωῆς ἀξίους κρίνας.
ὁμοίως
τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς προείρηται, πολλὰ προσκόπτοντος καὶ ἁμαρτάνοντος
καὶ
τοὺς προφήτας τοῦ θεοῦ ἀποκτένοντος καὶ πολλὰ κακοποιοῦντος
ἐμακροθύμει
ὁ θεὸς ἡσυχάζων εἰς μετάνοιαν αὐτοὺς ἐκδεχόμενος ἔσχατον δὲ εἰς
τοιοῦτον
προσέκοψαν, ὅθεν συντριβέντες οὐκέτι ἐξηγέρθησαν. εἰς τὸ δεσποτικὸν
γὰρ
ἀξίωμα τὰς ἑαυτῶν χεῖρας ἐπέβαλον. διὸ καὶ εἰς τέλος καταβληθέντες
ἀπεβλή-
θησαν καὶ ἤρθη ἀπ' αὐτῶν ἡ προφητεία καὶ ἡ ἱερατεία καὶ ἡ λατρεία καὶ
ἐδόθη
τοῖς πιστεύσασιν ἔθνεσιν, ὥς φησιν ὁ κύριος· «ἀρθήσεται ἀφ' ὑμῶν ἡ
βασιλεία
καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς».

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Homiliae spirituales 50 (collectio H)


(2109: 002)“Die 50 geistlichen Homilien des Makarios”, Ed. Dörries, H.,
Klostermann, E., Krüger, M.Berlin: De Gruyter, 1964; Patristische Texte
und Studien 4.Homily 4, line 369

εἰς τέλος πᾶσαν τὴν γῆν καταφθαρῆναι. οὕτως ἐπὶ τῶν Αἰγυπτίων
πολλὰ προσκοψάντων καὶ εἰς τὸν λαὸν τοῦ θεοῦ ἁμαρτησάντων ἐχρη-
στεύετο ὁ θεὸς μὴ τοιαύτας αὐτοῖς μάστιγας ἐπιφέρειν, ὥστε εἰς τέλος
αὐτοὺς διαφθεῖραι, ἀλλ' εἰς παιδείαν καὶ ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν
ἔφερεν αὐτοῖς ἐκείνας τὰς μικρὰς πληγὰς τῶν μαστίγων, μακροθυμῶν
καὶ εἰς μετάνοιαν αὐτοὺς ἐκδεχόμενος. οἱ δὲ πολλὰ ἁμαρτήσαντες εἰς
20

τὸν λαὸν τοῦ θεοῦ καὶ ἐπιστρέφοντες καὶ πάλιν μεταμελόμενοι καὶ εἰς
τὴν ἀρχαίαν ἀπιστίαν τῆς κακῆς προαιρέσεως καθιστάμενοι καὶ τὸν
λαὸν τοῦ θεοῦ καταπονήσαντες, ὕστερον ὅτε διὰ θαυμασίων πολλῶν
ὁ θεὸς τὸν λαὸν ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωσέως ἐξέβαλε, μέγα προσέκοψαν  
καταδιώξαντες ὀπίσω τοῦ λαοῦ τοῦ θεοῦ. διὸ καὶ εἰς τέλος ἡ θεία δίκη
τούτους ἀνάλωσε καὶ διέφθειρε καὶ ἐν τοῖς ὕδασι κατεπόντισε μηδὲ τῆς
ὁρωμένης ζωῆς ἀξίους κρίνασα.
 Ὁμοίως ὁ Ἰσραήλ, ὡς προείρηται, πολλὰ προσκόπτων καὶ ἁμαρτά-
νων, τοὺς προφήτας τοῦ θεοῦ ἀποκτένων καὶ ἄλλα πολλὰ κακὰ ποιῶν,
ἐπεὶ ὁ θεὸς ἐμακροθύμει ἡσυχάζων καὶ εἰς μετάνοιαν αὐτοὺς
ἐκδεχόμενος.
ἔσχατον οὕτω προσέκοψαν, ὅθεν συντριβέντες οὐκέτι ἠγέρθησαν· εἰς
τὸ δεσποτικὸν γὰρ ἀξίωμα τὰς ἑαυτῶν χεῖρας ἐπέβαλον. διὸ καὶ εἰς
τέλος καταλειφθέντες ἀπεβλήθησαν, καὶ ἤρθη ἀπ' αὐτῶν ἡ προφητεία
καὶ ἡ ἱερατεία καὶ ἡ λατρεία καὶ ἐδόθη τοῖς πιστεύσασιν ἔθνεσιν, ὥς
φησιν ὁ κύριος· «ἀρθήσεται ἀφ' ὑμῶν ἡ βασιλεία καὶ δοθήσεται ἔθνει

Παλλάδιος θεολόγος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi (2111:


004)
“Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi”, Ed. Coleman–Norton,
P.R.Cambridge: Cambridge University Press, 1928.Page 49, line 19

αὐτῶν ἐκακώθησαν πρὸς ἐμέ, βάλλετε ἔξω τούτους τοῦ ὑμετέρου


συλλόγου· καὶ οὔτε τόπου ἀμφισβητῶ ὅπου με δέοι κριθῆναι,
εἰ καὶ τὰ μάλιστα ἔδει ἐν τῇ πόλει. εἰσὶ δὲ οὓς παραιτοῦμαι,
Θεόφιλος, ὃν ἐλέγχω εἰρηκότα καὶ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ ἐν Λυκίᾳ,
ὅτι ‘Ἀπέρχομαι εἰς τὸ κομιτᾶτον Ἰωάννην καθελεῖν.’ ἔστι δὲ
ἀληθές, ἐξ ὧν παραγενόμενος οὔτε συνέτυχέν μοι οὔτε ἐκοι-
νώνησέν μοι. ὃς οὖν πρὸ τῆς ἀκροάσεως τὰ ἐχθρῶν ἐπετέλεσεν,
τί ἂν ποιήσῃ μετὰ τὴν δίκην; ὁμοίως δὲ καὶ Ἀκάκιον διελέγχω
ἐφ' ᾧ εἶπεν· ‘Ἐγὼ αὐτῷ ἀρτύω χύτραν.’ περὶ δὲ Σευηριανοῦ
καὶ Ἀντιόχου, οὓς τάχιον μετελεύσεται ἡ θεία δίκη, τί δεῖ καὶ
λέγειν, ὧν τὰς νεωτεροποιΐας καὶ τὰ κοσμικὰ ᾄδουσι θέατρα;
οὐκοῦν παρακέκλησθε, εἰ κατὰ ἀλήθειαν βούλεσθέ με ἐλθεῖν,
τούτους τοὺς τέσσαρας· εἰ μὲν ὡς δικαστάς, ἐκβάλλετε τούτους
τοῦ συνεδρίου· εἰ δὲ ὡς κατηγόρους, στήσατε εἰς τὴν κρίσιν,
ἵνα γνῶ ὅπως κονίζωμαι, πότερον ὡς πρὸς ἀντιδίκους ἢ ὡς
δικαστάς· καὶ πάντως ἐλεύσομαι οὐ μόνον πρὸς τὴν ὑμετέραν
ἀγάπην, ἀλλὰ καὶ πρὸς πᾶσαν τῆς οἰκουμένης σύνοδον. ὥστε
οὖν γνῶτε, ἐὰν μυριάκις ἀποστείλητε πρός με, οὐδὲν πλέον
ἀκούσεσθε παρ' ἐμοῦ.” τούτων ἐξελθόντων, νοτάριος παρὰ  
πόδας γράμμα ἔχων βασιλικόν, ἐν ᾧ προεδεήθησαν ἄκοντα
21

Παλλάδιος θεολόγος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi


Page 147, line 8

πλέον αὐτὸν ἐκ τούτου δοξάσας;” ἀπατῶνται τοίνυν μὴ τὴν


ἐντολὴν τοῦ λόγου εἰδότες. ἱερόσυλος γὰρ κυρίως οὐχ ὁ
χρυσὸν ἢ ἄργυρον ἢ τὰ σηρῶν νήματα, σητῶν βρώματα, πτωχοῖς  
διανείμας, ἀλλ' ὁ ἀργυρίῳ καὶ κολακείᾳ καὶ τραπέζῃ ἀπεμπολῶν
τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεσμοὺς τοῦ Σωτῆρος· ἔπειτα ὁ λυμαινό-
μενος ἱερὸν ἄνδρα, βίῳ καὶ λόγῳ κεκοσμημένον, δι' οὗ ὁ Σωτήρ,
ὡς διὰ κρατῆρος ἢ κειμηλίου, ἐλογοπότει τοῖς ἐρασταῖς τοῦ λόγου
τὰ πρόσφορα τῆς σωτηρίας. λεγέσθωσαν τοίνυν ἱερόσυλοι οὗτοι,
οἱ συλαγωγήσαντες τὴν ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν, τοιούτων στερή-
σαντες διδασκάλων καὶ πωλοῦντες ἀργυρίῳ τὰς χειροτονίας, οὓς
ἤδη μετελεύσεται ἡ θεία δίκη εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς αὐτῶν κακο-
πραγίας. εἰ γὰρ οἱ τὸν Μωϋσέως παραχαράξαντες νόμον διὰ τῆς
ἄγαν ἀπροσεξίας φραγελλίῳ ἐκβέβληνται τοῦ νεὼ ὑπὸ τοῦ
Σωτῆρος, καὶ τοῦτο σχοινίου, ὡς ἔνδον τὰς περιστερὰς πωλοῦντες,
τί πείσονται ἄρα οἱ καπηλεύοντες τῆς Νέας Διαθήκης τὴν ἱερα-
τείαν, ἢ τὸ “ῥάβδῳ σιδηρᾷ” συντριβῆναι ὑπὸ τοῦ ἀρχιποίμε-
νος;  – καθὼς ὁ ἀπόστολος λέγει· “Ἀθετήσας τις νόμον Μωϋ-
σέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει·
πόσῳ, δοκεῖτε, χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν Υἱὸν τοῦ
Θεοῦ καταπατήσας, καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος
ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;

Olympiodorus Alchem., Εἰς τὸ κατ' ἐνέργειαν ζωσίμου ὅσα ἀπὸ


Ἑρμοῦ καὶ τῶν φιλοσόφων ἦσαν εἰρημένα (= De arte sacra) (sub
nomine Olympiodoriphilosophi Alexandrini) (e cod. Venet. Marc. 299,
fol. 163r) (2589: 001)“Collection des anciens alchimistes grecs, vol. 2”,
Ed. Berthelot, M., Ruelle, C.É.Paris: Steinheil, 1888, Repr. 1963.
Vol. 2, page 79, line 6

σκευάζεται, καὶ δι' ὑδάτων· πάλιν τὰ τῆς γῆς, ὡς ἅλας καὶ μέταλλα
καὶβοτάναι. Καὶ τούτων πάντων ἕκαστον πρὸς ἕκαστον διακέκριται
χροιαῖς καὶ φύσεσιν ἀλλεπαλλήλοις, ἰδικαῖς καὶ γενικαῖς ἀρρενοθήλη
ὄντα.
 Καὶ ταῦτα εἰδότες πάντες οἱ ἀρχαῖοι διὰ τούτων τὴν τέχνην  
ἐκάλυψαν τῇ πολυπληθείᾳ τῶν λόγων. Πάντως γὰρ δεῖται ἡ τέχνη
τινὸς τούτων· ἐκτὸς γὰρ τούτων οὐδέν ἐστιν ἀσφαλές. Φησὶ
γὰρ ὁ Δημόκριτος· «Οὔτε γὰρ συσταίη ποτέ τι χωρὶς τούτων.»
22

Ἴσθι δὲ, ἴσθι ὅτι κατὰ δύναμιν γεγράφηκα, ἀσθενὴς ὑπάρχων οὐ


μόνον τῷ λόγῳ, ἀλλὰ καὶ τῷ νῷ. Καὶ μή μοι μηνιείτω παρακαλῶ
εὐχαῖς ὑμῶν ἡ θεία δίκη, ὅτι ἐτόλμησα σύγγραμμα ποιῆσαι· ἵλεών
μοι γένοιτο κατὰ πάντα τρόπον· αὕται αἱ Αἰγυπτίων γραφαὶ, καὶ
ποιήσεις, καὶ δόξαι, χρησμοί τε δαιμόνων καὶ ἐκθέσεις προφητῶν·
νοῦς τε ἀπέραντος ἐπὶ τὸ προκείμενον προσπελάζει· καὶ εἰς ἓν πέρας
λήγει τὸ προκείμενον.
 Τοίνυν γνώτω ἡ ὑμετέρα ἀγχίνοια ὅτι ὀνόμασι πολλοῖς ἐχρή-
σαντο κατὰ τοῦ θείου ὕδατος· τοῦτο γὰρ τὸ θεῖον ὕδωρ ἐστὶ τὸ
ζητούμενον· καὶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ θείου ὕδατος ἐκάλυψαν τὸ
ζητούμενον. Ἵνα δέ σοι μικρὸν λογύδριον παρενδείξω, ἄκουε σὺ ὁ
πάσης ἀρετῆς ἐντὸς γενόμενος. Οἶδα γὰρ τὸν πυρσὸν τῶν φρενῶν σου
καὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἀνεξίκακον.

Προκόπιος θεολόγος. Commentarii in Isaiam (2598: 004); MPG


87.2.Page 2016, line 12

τὸν βίον κατέστρεψε. Νῦν οὖν ὁ Θεὸς τοῖς διαφυγοῦσι


τὴν ἐξ Ἀσσυρίων αἰχμαλωσίαν, τὴν ἰδίαν ῥοπὴν
ἐπαγγέλλεται πρὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπ' ὅρος
Σιών. Τίνες δὲ οὗτοί φησιν εὐθὺς, Συρίαν ἀφ' ἡλίου
ἀνατολῶν, ὅτε τῆς οἰκοδομίας ἀπείργοντο, καὶ τοὺς
Ἕλληνας ἀφ' ἡλίου δυσμῶν. Ἕλλην γὰρ ἦν τὸ γέ-
νος Ἀντίοχος ἐκ Μακεδονίας, ἥτις τῆς δυτικωτέρας
καθέστηκε λήξεως, καὶ μάλιστα πρὸς τὴν Ἰουδαίαν
εἰ κρίνοιντο. Ἦν δὲ πικρῶς Ἰουδαίοις ἐπενεχθεὶς, ὅτε
καὶ τὰ Μακκαβαίων ἐγεγόνει παθείματα. Καὶ τοῦ-
τον δὲ θᾶττον ἡ θεία δίκη μετέρχεται, μετὰ τοὺς ἐκ
Συρίας ὅλῳ στόματι τὸν ἱερὸν καταφαγόντα λαόν·
ἀλλὰ καίπερ τῶν Ἰουδαίων τοσαῦτα παθόντων, ἡ
χεὶρ ἔτι πρὸς δίκην ἐστὶ μετέωρος, καὶ πρὸς τὴν
κατ' αὐτῶν ἑτοιμοτάτη πληγὴν, διὰ τὴν μεγίστην
ἀσέβειαν, ἣν κατὰ τοῦ Σωτῆρος ἐτόλμησαν, δι' ἣν
ἀπωλείᾳ διηνεκεῖ τοῖς Ῥωμαίων παρεδόθησαν
ὅπλοις.

Προκόπιος θεολόγος. Commentarii in Isaiam Page 2169, line 19

ζου θηρίοις. Ἀποτίσεις γὰρ τὴν ἴσην ποινήν. Προ-


τείνει τε αὐτοῖς ἅπερ ἔδει ποιεῖν τοῖς φυγοῦσιν ἐξ
Ἰσραήλ. Ἐχρῆν γὰρ, φησὶν, ὑμᾶς ὦ ἐκ Θεμὰν ἐν τῇ
23

ὁδῷ Δαιδὰν προαπαντῆσαι, τοῖς φεύγουσιν τὰ πρὸς


τὴν χρείαν προτείνοντας· ὃ μὴ ποιήσαντες πείσεσθε
μετ' ἐνιαυτὸν τὰ δεινότατα. Θεοῦ γὰρ εἰπόντος, ἔσται
πάντως τὰ προλεγόμενα. Ὁμοίως δὲ νοήσεις, καὶ
διωγμῶν ἐπικειμένων Ἑλληνικῶν, τοὺς ἐκ τῶν αἱ-
ρέσεων τοῖς ὀρθὰ φρονοῦσι συνεπιτίθεσθαι δοκοῦντας
εἶναι Χριστιανοὺς, οὓς οὐκ εἰς μακρὰν ἡ θεία δίκη
μετέρχεται.

ΚΕΦΑΛ. ΚΒʹ.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΦΑΡΑΓΓΟΣ ΣΙΩΝ.

 α – ιδʹ. Τί ἐγένετό σοι, ὅτι νῦν ἀνέβητε πάντες


εἰς δώματα μάταια; Ἐνεπλήσθη ἡ πόλις βοώντων.
Οἱ τραυματίαι σου, οὐ τραυματίαι ἐν μαχαίραις.
Οὐδὲ οἱ νεκροί σου, νεκροὶ πολέμου, κ.τ.λ.
 Εἰδωλολατροῦντες ἴσως ἐν τῷ δοκεῖν ἑαυτοῖς
ἐπιγραφόμενοι τὸν Θεὸν ἀνάλωτοι διαμένειν ἐνόμιζον.
Διόπερ φησὶ περὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ διὰ φωνῆς

Michael Psellus Polyhist., Chronographia (2702: 001)“Michel Psellos.


Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance (976–1077), 2 vols.”,
Ed. Renauld, É.Paris: Les Belles Lettres, 1:1926; 2:1928, Repr. 1967.
Chapter 5, section 24, line 21

σκηνοβατῶν τὴν ἀφήγησιν καὶ ποικίλως μεταμορφούμενος,


ὁ δὲ μεγαλοφυέστερον τοὺς λόγους πράττων καὶ ἁρμονικῶς
συντιθεὶς, καὶ παρισάζων τῷ μεγέθει τῆς πράξεως, ὁ δ'
οὐκ αὐτοματίζων τὸ γεγονὸς, ἀλλ' αἰτίας τινὰς προθεὶς
ἔμφρονας, ἀφ' ὧν τὸ μέγα ἐκεῖνο καὶ δημοσιώτατον ἀπετε-
λέσθη μυστήριον (οὕτω γὰρ εἰπεῖν οἰκειότερον)· ὅθεν κἂν
ἀπεσιώπησα τὴν μεγάλην ἐκείνην φορὰν καὶ συγκίνησιν,
εἰ μή γε ᾔδειν τὸ καιριώτατον τῆς χρονογραφίας κατασι-
γάσας· ὅθεν ἐπὶ μικρᾶς σχεδίας μέγα περαιώσασθαι τετόλ-
μηκα πέλαγος. Λέξω γοῦν, ὡς ἂν οἷός τε ὦ, ὁπόσα μετὰ
τὴν τῆς βασιλίδος ὑπερορίαν ἡ θεία δίκη τῷ τε καιρῷ καὶ
τοῖς πράγμασιν ἐκαινοτόμησεν.
Ὁ μὲν γὰρ βασιλεὺς τέως ἐτρύφα καὶ πλήρης
καθειστήκει φρονήματος, ἡ δέ γε ξύμπασα Πόλις, λέγω δὲ
πᾶν γένος καὶ τύχην καὶ ἡλικίαν, ὥσπερ λυθείσης αὐτῇ τῆς
24

συμφυοῦς ἁρμονίας, κατὰ μέρη τινὰ συγκινεῖσθαι καὶ δια-


ταράττεσθαι ἤρχετο, καὶ οὐκ ἦν τῶν πάντων οὐδεὶς ὃς οὐχὶ
τὰ πρῶτα μὲν ὑπετονθόρυζε τῇ γλώττῃ καὶ δεινότερον τῇ
καρδίᾳ περὶ τοῦ πράγματος ἐβυσσοδόμευεν, καὶ τῇ γλώττῃ
τοῦ λέγειν ἐδίδου ἐλευθερίαν.

Μάρκος Διάκονος θεολόγος. Vita Porphyrii episcopi Gazensis (2806:


001)“Marc le Diacre. Vie de Porphyre, évêque de Gaza”, Ed. Grégoire,
H., Kugener, M.–A.Paris: Les Belles Lettres, 1930.Chapter 51, line 6

χάρτην τοῦτον, καὶ κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ διατύπωσον


θεῖον γράμμα. Ὁ δὲ κυαίστωρ δεξάμενος τὸν χάρτην, μετὰ
σπουδῆς ὑπηγόρευσεν τὸ θεῖον γράμμα, παρόντων ἡμῶν.
Ὑπεβάλομεν δὲ αὐτῷ ἀφορίσαι δοῦκας καὶ ὑπατικοὺς εἰς
ἄμυναν καὶ τὰ τούτων τάγματα.
 Ὡς δὲ ἐτελειώθη τὸ θεῖον γράμμα καὶ ὑπεγράφη, παρε-
καλέσαμεν τὴν δέσποιναν ἵνα ἐγχειρισθῇ τὴν χρείαν
ἀνὴρ τῶν περιφανῶν. Ἐπέτρεψεν δὲ Ἀμαντίῳ ζητῆσαι
ἄνδρα ζηλωτὴν Χριστιανὸν τὸν ὀφείλοντα ἐγχειρισθῆναι.
Πολλοὶ γὰρ τῶν ἐν ἀξίαις προσποιήτως εἶχον τὴν πίστιν,
οὓς μετῆλθεν ἡ θεία δίκη· μαθόντες γὰρ οἱ βασιλεῖς ὅτι
οὐκ ὀρθῶς ἔχουσιν περὶ τὴν ἄχραντον πίστιν, περιεῖλον
αὐτοὺς τῶν ἀξιωμάτων καὶ ἐζημίωσαν σώματι καὶ χρήματι·
ταῦτα δὲ πρὸ τούτου ἐπράχθη. Ὅθεν ἐπέτρεψεν ἡ
αὐγοῦστα ὀρθόδοξον ἄνδρα ἐγχειρισθῆναι τὴν καθ' ἡμᾶς
χρείαν. Ἐνεχειρίσθη δὲ Κυνήγιος οὕτω καλούμενος τοῦ
κωνστιτουρίου, ἀνὴρ θαυμάσιος καὶ ζέων περὶ τὴν πίστιν.
Προσκαλεσαμένη δὲ αὐτὸν ἡ αὐγοῦστα, παρήγγειλεν
αὐτῷ πάντα τὰ εἰδωλεῖα ἕως ἐδάφους καταστρέψαι  
καὶ πυρὶ παραδοῦναι. Ἐχαρίσατο δὲ αὐτῷ καὶ ἀπὸ χειρὸς
χρήματα εἰποῦσα·

Μάρκος Διάκονος θεολόγος. Vita Porphyrii episcopi Gazensis


Chapter 88, line 23

ἀδελφὸς Κορνήλιος ὁ διάκονος ὁ πρὸ βραχέος ὀνομασθείς,


ἐπιστάμενος τὰ Ἐννόμου σημεῖα, ἐπιτραπεὶς παρὰ τοῦ
μακαριωτάτου ἐπισκόπου πάντα τὰ λεγόμενα καὶ ἀντιτι-
θέμενα ἐσημειοῦτο, ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ Βαρωχᾶ ὑπο-
μνῃσκόντων. Τὸν δὲ διάλογον οὐκ ἔγραψα ἐν τούτῳ τῷ
25

βιβλίῳ διὰ τὸ εἶναι μέγαν, βουλόμενος ἐν ἐπιτομῇ ποιή-


σασθαι τὴν παροῦσαν συγγραφήν, ἐν ἑτέρῳ δὲ βιβλίῳ αὐτὸν
ἐξεθέμην τοῖς βουλομένοις γνῶναι τήν τε σοφίαν τὴν
δοθεῖσαν παρὰ θεοῦ τῷ ὁσιωτάτῳ Πορφυρίῳ καὶ τοὺς
γραώδεις μύθους οὓς ἐφλυάρησεν ἡ τερατολόγος καὶ φαρ-
μακὸς Ἰουλία, ἥντινα μετῆλθεν ἡ θεία δίκη ὀξέως.
 Μετὰ γὰρ τὸ πολλὰ καὶ ἐπὶ πλείστας ὥρας μυθολογῆσαι
καὶ τὰς συνήθεις βλασφημίας εἰπεῖν εἰς τὸν τῶν ὅλων
κύριον καὶ θεόν, κινηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεϊκοῦ ζήλου ὁ ἐν ἁγίοις
Πορφύριος, ὁρῶν τὸν τὰ πάντα περιέχοντα τά τε ὁρατὰ  
καὶ τὰ ἀόρατα βλασφημούμενον ὑπὸ γυναικὸς ἐνεργουμένης
ὑπὸ τοῦ διαβόλου καὶ συγκαταβαινούσης τῷ ἐκείνου θελή-
ματι, ἀπεφήνατο κατ' αὐτῆς εἰπών· Ὁ θεὸς ὁ τὰ πάντα
ποιήσας, ὁ μόνος ἀΐδιος, μήτε ἀρχὴν μήτε τέλος ἔχων, ὁ
ἐν τριάδι δοξαζόμενος, πατάξει σου τὴν γλῶσσαν καὶ
φιμώσει σου τὸ στόμα, ἵνα μὴ λαλῇ δύσφημα.

Alexander Scr. Eccl., Inventio crucis (fort. auctore Alexandro alio)


(2860: 001); MPG 87.3.Page 4052, line 17

 Βλέπων δὲ τὸν Κωνσταντῖνον προκόπτοντα εἰς μέ-


γεθος τῆς ἡλικίας καὶ συνέσει κεκοσμημένον, καὶ
ὑποπτεύσας, μᾶλλον δὲ μαντευσάμενος αὐτὸν καταλύ-
την μέλλειν ἔσεσθαι τῆς τυραννίδος αὐτοῦ, δόλῳ αὐ-
τὸν θανατῶσαι διενοεῖτο. Ἀλλὰ θείᾳ προμηθείᾳ μα-
θὼν ὁ νέος δόλον, ὡς ὁ Δαυῒδ φυγῇ τὴν σωτηρίαν
ἐπορίσατο. Τοῦ δὲ τυράννου εἰς ἄμετρον ἀτοπίας
ἐκβάντος καὶ τοῖς Χριστιανοῖς σφοδρῶς ἐπικειμένου,
ἡ θεία δίκη τοῦτον ἀνεχαίτιζε μάστιγα κατ' αὐτοῦ·
ὑπεφιεῖσα. Ἕλκος γὰρ χαλεπὸν κατ' αὐτὸ τῆς ἀκολα-
σίας κρυπτὸν μόριον ἀναφυὲν, κρεῖττον πάσης ἀν-
θρωπίνης τέχνης κατέστη. Νομῆς δὲ καὶ σήψεως
καὶ δυσωδίας δεινοτάτης διαλαβούσης τοὺς τόπους,
σκωλήκων δὲ πλήθους ἀναδεδομένου, ἦν γὰρ καὶ πο-
λύσαρκος ὁ δείλαιος, εἰς ἀπελπισμὸν λοιπὸν ἐληλυθὼς,
ἔκειτο θέαμα ἐλεεινὸν πᾶσι τοῖς περὶ αὐτόν.
 Τότε δὴ ἔννοιά τις ὑπεισῆλθεν αὐτῷ, ὡς ἄρα διὰ
26

τὸν ἄδικον τῶν Χριστιανῶν φόνον ὑπὸ τῆς θείας δί-


κης αὑτῷ συνέβη. Εὐθέως οὖν κατέπεμψε

Alexander Scr. Eccl., Inventio crucis (fort. auctore Alexandro alio)


Page 4052, line 49

τάγματα ἄθεα καὶ νόμους πεπληρωμένους ὠμότη-


τος ἔγραψεν, ἐν οἷς ἐκέλευσε μήτε ζῇν μήτε πολι-
τεύεσθαι Χριστιανοὺς, μήτε οἰκεῖν ἐν πάσῃ τῇ οἰκου-
μένῃ, μήτε ἐν ταῖς ἐρήμοις ἄλλως γὰρ, φησὶν,
οὐδὲ ζῇν καὶ εὐημερεῖν οὐ δυνάμεθα, εἰ μὴ ἐξαλει-
φθῇ τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἦν λοιπὸν παρὰ
ἀνθρώποις ἀπηλπισμένα τὰ Χριστιανῶν. Ὁ δὲ Θεὸς
οὐκ ἐπελάθετο τοῦ οἰκείου πλάσματος· ἦν γὰρ ἰδεῖν
ἀγεληδὸν συρομένους τοὺς Χριστιανοὺς πανδημεὶ
σὺν γυναιξί τε καὶ τέκνοις ἐπὶ τὸν θάνατον. Ἀλλ' ἡ
θεία δίκη τὰς βουλὰς τῶν ἀνόμων διεσκέδασε· παν-
ταχοῦ γὰρ πόλεμοι καὶ ἐπαναστάσεις βαρβάρων εὐ-
θέως, λιμοί τε σφοδροὶ καὶ αὐχμοὶ λοιμοί τε, ἄωροι
θάνατοι ἄφνω ἐπέσκηψαν, ὡς μὴ ἀρκεῖν τοὺς ζῶντας
θάπτειν τοὺς νεκροὺς, κεραυνοί τε καὶ φόβητρα ἐπέμ-
ποντο, ὥστε ἕκαστον ἑαυτοῦ μόνον μεριμνᾷν, καὶ  
οὕτως ἄπρακτα ἔμειναν τὰ τοῦ τυράννου προστάγ-
ματα.
 Ὁ δὲ τὰ πάντα χρηστὸς Κωνσταντῖνος διεσώθη
πρὸς τὸν οἰκεῖον πατέρα. Ὁ δὲ δεξάμενος αὐτὸν ὑγιῆ,
καὶ πολλὰ τῷ Θεῷ εὐχαριστήσας,

Ολυμπιόδωρος Διάκονος θεολόγος. ., Commentarii in Job (2865: 001)


“Olympiodor Diakon von Alexandria. Kommentar zu Hiob”, Ed.
Hagedorn, U., Hagedorn, D.Berlin: De Gruyter, 1984; Patristische Texte
und Studien 24.Page 196, line 21

22, 19 – 20 ἰδόντες δίκαιοι ἐγέλασαν, ἄμεμπτος δὲ ἐμυκτήρισεν αὐ-


τούς. εἰ μὴ ἠφάνισται ἡ ὑπόστασις αὐτῶν, καὶ τὸ κατάλειμμα αὐτῶν
καταφάγεται πῦρ.
 τί ἰδόντες οἱ δίκαιοι κατεγέλασαν; τί δὲ καὶ ὁ ἄμεμπτος ἐμυκ-
τήρισεν; εὔδηλον ὅτι τὴν βουλὴν τῶν ἀσεβῶν καὶ τὰ αὐτοῖς συμβησό-
μενα τόν τε ἀφανισμὸν τῆς αὐτῶν ὑποστάσεως καὶ τὴν διὰ πυρὸς δα-
πάνην τῶν αὐτοῖς ὑπολελειμμένων.
27

22, 21 γενοῦ δὲ σκληρός, ἐὰν ὑπομείνῃς· εἶτα ὁ καρπός σου ἔσται


ἐν ἀγαθοῖς;
 εἰ δὲ καί, φησίν, σκληρύνεις τὴν καρδίαν σου καὶ ἀντίτυπα βου-
λεύσῃ πρὸς θεόν, τῇ πείρᾳ μαθήσῃ, ὡς ἀνυπόστατος ἡ θεία δίκη καὶ
οὐδὲ καρπὸν ἕξεις ἐν τῇ τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύσει γινόμενον, τουτέστιν·
παῖδας ἢ τοὺς ἀπ' ἐκείνων.  
22, 22 ἔκβαλε δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐξηγορίαν, καὶ ἀνάλαβε τὰ ῥή-
ματα αὐτοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ σου.
 τοῦτο λέγει ὅτι· εἰ δὲ δίκαιος εἶ καὶ ἄξιος, ὑπαγορεύθητι παρὰ
θεοῦ καὶ δέξαι θεῖα ῥήματα ἐν τῇ καρδίᾳ, ὡς ὕστερον τυχὸν Ἰερε-
μίας ἤκουσεν· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στό-
μα σου.

Ολυμπιόδωρος Διάκονος θεολόγος. ., Commentarii in Job Page 218,


line 18

φησιν· τί συνηγορεῖν σπουδάζεις θεῷ ὡς δεομένῳ τῆς ἐκ λόγων κατα-


σκευῆς, ἵνα δειχθῇ σοφὸς καὶ δυνατός;
 εἶτα, ἵνα δείξῃ, ὅτι κάλλιον αὐτῶν καὶ ὑψηλότερον δοξάζει τὰ
περὶ θεοῦ, περὶ τῆς αὐτοῦ σοφίας διεξοδικώτερον διαλέγεται καὶ
ὑμνεῖ τὴν ἀκατάληπτον τοῦ θεοῦ δύναμιν καὶ προφητεύει περὶ τοῦ
μονογενοῦς καὶ τὴν τυραννικὴν τοῦ διαβόλου καθαίρεσιν προλέγει.
 ταῦτα δὲ προοιμιασάμενός φησιν ὅτι· ἀμήχανόν με, πᾶν ὅ τι ἂν
πάθω, ἄνομά τινα λαλῆσαι περὶ θεοῦ, ἕως ἂν εἰς θάνατον φθάσω·
καὶ ὅρκῳ πιστοῦται τὴν ὑπόσχεσιν. εἶτα καὶ μετὰ καθαρᾶς συνειδή-
σεως παρρησιασάμενος λέγει, ὅτι αὐτὸς μὲν οὐδὲν ἑαυτῷ σύνοιδεν
ἄτοπον πράξαντι, διαλήψεται δὲ ἡ θεία δίκη τοὺς ἀσεβεῖς.
 καὶ πάλιν ἀναλαμβάνει ἅτε δὴ τῆς θείας σοφίας τῆς ἐν τοῖς θεί-
οις δημιουργήμασι φαινομένης καὶ ἐν τοῖς λογικοῖς κατεσπαρμένης
καὶ τὸ σοφὸν εἶναι πάντων ἀποφαίνει τιμιώτερον. πολλὰ δὲ περὶ τῆς
θεοδωρήτου ταύτης σοφίας διεξελθὼν καὶ ὡς οὐδὲν αὐτῇ παραβληθή-
σεται διδάξας καὶ τοῦτό φησιν, ὡς τὸ μὲν κλέος τῆς σοφίας εἰς
πάντας διαδέδοται, τοὺς δὲ περὶ αὐτῆς λόγους εὑρεῖν ἀμήχανον·
καὶ μάθημα παραδίδωσι κάλλιστον, ὅτι ἀρκεῖ ἀνθρώπῳ εἰς τὸ εἶναι  
σοφὸν οὐ τὸ ζητεῖν τὰ ἀνεξερεύνητα, ἀλλὰ τὸ θεοσεβεῖν καὶ παντὸς
εἴδους κακίας ἀπέχεσθαι, καὶ ταύτην ἀνάληψιν σοφίας καὶ ἐπιστήμης
εἶναι ὁρίζεται. ταῦτα δὲ διεξῆλθεν ὁμοῦ μὲν τὰ περὶ θεοῦ δοξάζων

Ολυμπιόδωρος Διάκονος θεολόγος. ., Commentarii in Job


Page 232, line 3
28

 ναὶ μήν, φησίν, οὗτοι οἱ λίθοι οἱ μεταλλευόμενοι ἐν βάθει


που κεῖνται τῆς γῆς ὡς ὑπ' αὐτὴν τοῦ θανάτου τὴν σκιάν, ἵνα
εἴπῃ ὅτι· καὶ ἐν τοῖς κατωτάτω καὶ ἐν σκοτίᾳ βαθείᾳ.
28, 4 διακοπὴ χειμάρρου ἀπὸ κονίας, οἱ δὲ ἐπιλανθανόμενοι ὁδὸν
δικαίαν ἠσθένησαν.
 ἡ δὲ τῆς γῆς κόνις, φησίν, εἰς τὴν χωνείαν ἐμβληθεῖσα τῷ
πυρὶ ποταμηδὸν ἐκρεῖ εἴτε τὸν χρυσὸν εἴτε τὸν ἄργυρον εἴτε τὸν
χαλκὸν εἴτε τὸν σίδηρον.  
 ἢ καὶ οὕτως νοήσεις· ὥσπερ ὁ χείμαρρος διακόπτει τὴν γῆν, ἐὰν
εὕρῃ αὐτὴν διὰ κονίαν {τουτέστι} σαθρὰν καὶ μὴ ἔχουσαν ἑδραίωμα,
οὕτως ἡ θεία δίκη ἐπερχομένη τοῖς ἀδίκοις ἀσθενεῖν αὐτοὺς παρα-
σκευάζει ὡς χειμάρρους διακόπτων σαθρὰν γῆν ἐκκόπτουσα τῶν ἀσεβῶν

τὴν εὐθηνίαν.
28, 5 γῆ ἐξ αὐτῆς ἐξελεύσεται ἄρτος, ὑποκάτωθεν αὐτῆς ἐστράφη
ὡσεὶ πῦρ.
 ἀλλὰ καὶ ἑτέρα, φησίν, γῆ τῇ τοῦ θεοῦ συνεργίᾳ καὶ γεωργικῇ
τέχνῃ κατασπειρομένη καὶ κάτωθεν ἐν ταῖς ἰδίαις λαγόσιν ὑποδεξα-
μένη τὰ σπέρματα, εἶτα ὥσπερ πυρὶ τῇ οἰκείᾳ θέρμῃ διαλύσασα τὸ
καταβληθὲν καὶ τοῦτο τῇ ἐνούσῃ αὐτῷ σπερματικῇ δυνάμει πολυπλα-
σιάσασα ἀναδίδωσι τὸν ἄσταχυν εἰς ἄρτου ποίησιν.
 κατὰ δὲ τὴν θεωρίαν γῆ ἐστιν ἡ ἐκκλησία τοῖς μὲν ἀξίοις τὸν

Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Epistula ad Theophilum


imperatorem de sanctis et venerandis imaginibus [Sp.] (2934: 050);
MPG 95.Vol. 95, page 357, line 2

καὶ μὴν καταμηνύονται τῷ προῤῥηθέντι Ἰεζά· καὶ


τούτῳ χρησμῳδίαις πολυευζωΐας καὶ πολυχρόνου
διαμονῆς μυοῦνται, εἰ ἄρα γε τὴν τῶν Χριστιανῶν
καταῤῥάξαι διακόσμησιν δυνηθείη, τὸν τοῦ Σωτῆρος
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ θεανδρικὸν χαρακτῆρα, καὶ τῆς
αὐτὸν τεκούσης Θεομήτορος, ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν
περιβόλων ἀπαλεῖψαι. Καὶ δὴ ὁ φιλόζωος ἐκεῖνος καὶ
χοιρόβιος ἄνθρωπος, ὑπεῖξε τῇ συμβουλῇ τῶν ἀπα-
τεώνων, καὶ πάσας τὰς Ἑώας Ἐκκλησίας ἐσάλευ-  
σεν· ἀλλ' ἠπατήθη ὁ δείλαιος. Οὐ μικρὸς γὰρ χρόνος
παρῆλθε, καὶ τοῦτον ἡ θεία δίκη ἐχειρώσατο. Ὁ δὲ
υἱὸς αὐτοῦ διαδεξάμενος τὴν ἡγεμονίαν, τούτους βου-
29

ληθεὶς ὡς ψευδομάντεις ἀποκτεῖναι, φυγάδες ᾤχοντο


ἀνακάμψαντες πάλιν ἐν τοῖς Ἰσαυρικοῖς μεθορίοις.
 ιʹ. Εἶτα εἰς πηγήν τινα ἀναψύχοντες τῇ φλεγμονῇ
τοῦ καύματος, ἰδοὺ νεανίσκος τις τοὔνομα Λέων, κα-
λὸς τῷ εἴδει, ὡραῖος τῷ προσώπῳ, εὐμήκης τῷ σώ-
ματι, βάναυσος τὴν ἐπιστήμην ἐξ αὐτῆς τὴν ζωὴν
ποριζόμενος. Καὶ δὴ ἐκ τοῦ ὑποζυγίου τὸν φόρτον
περιελόμενος, ἐκάθισε καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῇ πηγῇ ἀνα

Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Epistula ad Theophilum imperatorem


de sanctis et venerandis imaginibus [Sp.]
Vol. 95, page 364, line 29

ράνιοι κεραυνοὶ κατέσκηψαν ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ἄστρα


μὴ φέροντα τὴν Δεσποτικὴν ὕβριν εἰς γῆν κατέπι-
πτον, στοιχεῖα ἐδονεῖτο, γῆ ἐκλονεῖτο ταραττομένη,
σεισμοὶ κατάλληλοι, φόβητρα καὶ σημεῖα ἐξ οὐρα-
νοῦ· αὐτὸς ὁ δείλαιος δεδιὼς τὴν καραδοκουμένην
ὀργὴν, φυγὰς καὶ μεταναστὰς, ἐπὶ τὴν Νικομηδέων
πόλιν ᾤχετο. Ποῖος γὰρ Διοκλητιανὸς ἢ Μαξιμιανὸς,
ἢ Τραϊανὸς, τὰ τοιαῦτα ἔδρασε κατὰ Χριστιανῶν
δυσφήματα, ὡς ὁ ἀνάξιος τῆς Χριστιανικῆς προς-
ηγορίας; Ἡμέρα γοῦν κρίσεως παρέστη, καὶ τοῦτο
ἡ θεία δίκη προέφθασε, καὶ μάρτυς ἀξιόπιστος αὐ-
τὸς περὶ ἑαυτοῦ. Ἔτι γὰρ περὶ τὰ ἔσχατα πνέων,
ὀλολύζων ἠλάλαξεν ἐν μεγάλῃ βοῇ, τάδε λέγων· «Τὰ
προαύλια τῆς γεέννης.» Τί οὖν ἀξιοπιστότερον τῆς
οἰκείας φωνῆς, ἀνθ' ὧν οὐκ ἔγνω τὸν καιρὸν τῆς ἐπι-
σκοπῆς αὐτοῦ; ὑπέρογκα γὰρ ματαιότητος ἐβλα-
σφήμησε κατὰ τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, εἰδωλολά-
τρας τοὺς Χριστιανοὺς ἀποκαλῶν.
 ιεʹ. Ἀλλὰ τούτου ὁ βλαστὸς ὁ δεύτερος Λέων τὴν
ἀρχὴν τῆς βασιλείας διαδεξάμενος, γαληνικωτάτῃ
καὶ εἰρηναίᾳ διαγωγῇ τὸν πολυτάραχον κλύδωνα τῆς

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, page 191, line 12
30

λέλεκται, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν νοσημάτων ἔνθεν κομιζόμενος


ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ θεοῦ. ἐν ταύταις ταῖς
ἡμέραις τοῦ Ἐζεκίου ἀνέβη Σεναχηρεὶμ ὁ διάδοχος Σαλμανασάρ·
καὶ πλεῖστα μεγαλορρημονήσαντος κατὰ τοῦ κυρίου καὶ κατὰ τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ, παρεκλήθη ὁ διασκεδάζων βουλὰς ἐθνῶν καὶ ἀθετῶν
λογισμοὺς λαῶν καὶ βουλὰς ἀρχόντων, καὶ ἀποστείλας ἄγγελον
ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς τῶν Ἀσσυρίων χιλιάδας ρπεʹ. καὶ
οὕτω μετ' αἰσχύνης καὶ λύσσης ὁ Σεναχηρεὶμ ἀναζεύξας εἰς Νι-
νευὶ δεινῶς ἀνῄρει τοὺς αἰχμαλωτισθέντας ὑπὸ Σαλμανασὰρ ἀπὸ
Σαμαρείας τοῦ Ἰσραήλ. ὃν αὐτίκα θεία δίκη μετελθοῦσα, καὶ
ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων ἀναιρεθέντος, ἐπαύθη τῆς αἰχμαλωσίας ἡ
ἄδικος σφαγὴ διὰ τῆς ἐνδίκου ἀναιρέσεως.
 Ἐν ταύτῃ τῇ αἰχμαλωσίᾳ ὑπῆρχέ τις ἐλεήμων ἄνθρωπος
τοὔνομα Τωβήτ, καὶ πολλὴν ἔχων σπουδὴν εἰς τὸ θάπτειν τοὺς
ἀποθνήσκοντας τῶν Ἰουδαίων. περὶ ὧν καὶ διαβληθεὶς τῷ βασι-
λεῖ καὶ φυγὼν ἐκοιμήθη ἔξω τοῦ τείχους· καὶ ὡς εἴωθε πολλάκις
γίνεσθαι, κοιμώμενος καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἠνεῳγμένους ἔχων,
καὶ στρουθίων ἀφοδευσάντων εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, λευκώ-
ματα πεποίηκεν. ἦν δὲ καὶ ἐν Ἐκβατάνοις κόρη συγγενὴς αὐτοῦ,
ἥτις ἑπτὰ ἄνδρας λαβοῦσα, καὶ πάντων ὑπὸ δαίμονος

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, page 400, line 13

ἐστήσατε τρόπαια. ἀλλὰ νῦν τοιοῦτον οὐδέν, ἀλλὰ τοὐναντίον


ἅπαν γέγονεν. ὃ καὶ μάλιστα ἔστι θαυμάσαι, ὅτι τὰ μὲν τῆς
κακίας ἔληξε, τὰ δὲ τῆς τιμωρίας ἐπιτέταται καὶ οὐδ' ἐλπίδα
τινὰ μεταβολῆς ἔχει. οὐ γὰρ οʹ ἔτη παρῆλθε μόνον ἀλλὰ καὶ
πολλῷ πλείονα, καὶ οὐδὲ ἐλπίδος σκιὰν ἔστιν εὑρεῖν, καὶ ταῦτα
οὐδὲ εἰδωλολατρούντων ὑμῶν, οὔτε ἄλλο τι ποιούντων ἅπερ ἔμ-
προσθεν ἐτολμᾶτε.”
 Ἵνα δὲ σαφέστερον καὶ διεξοδικώτερον τὰ περὶ τούτων εἴπω-
μεν, ἄνωθεν πάλιν ἀρξώμεθα. τρεῖς δουλείας ὑπέστησαν οἱ
Ἰουδαῖοι χαλεπωτάτας, καὶ οὐδὲ μίαν χωρὶς προρρήσεως αὐτοῖς
ἐπήγαγεν ἡ θεία δίκη, ἀλλὰ προλεχθῆναι παρεσκεύασεν αὐτοῖς
καὶ τόπον καὶ χρόνον καὶ τρόπον καὶ κάκωσιν καὶ τὴν ἐπάνοδον
καὶ τἆλλα πάντα μετὰ πολλῆς ἀκριβείας. καὶ περὶ μὲν τῆς ἐν
Αἰγύπτῳ πρώτης διαλεγόμενος ὁ θεὸς οὕτως ἔφη τῷ Ἀβραάμ
“γινώσκων γνῶθι ὅτι πάροικον ἔσται τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ ἀλλο-
31

τρίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτὸ καὶ κακώσουσιν ἔτη τετρακόσια, τε-


τάρτῃ δὲ γενεᾷ ἐλεύσονται ὧδε.” περὶ δὲ τῆς δευτέρας εἶπεν
Ἱερεμίας “οὕτως εἶπε κύριος. ὅταν μέλλῃ πληροῦσθαι τῇ Βα-
βυλῶνι οʹ ἔτη, ἐπισκέψομαι ὑμᾶς, καὶ ἐπιστήσω ἐφ' ὑμᾶς τοὺς
ἀγαθοὺς λόγους μου τοῦ ἀποστρέψαι εἰς τὸν τόπον ὑμῶν, καὶ
ἐπιστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν ὑμῶν, καὶ ἀθροίσω ὑμᾶς ἐκ τῶν

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Vol. 1, page 595, line 17

ρεσιν ὑπαγορεύει τοῦ ἐν ἁγίοις Κυρίλλου καὶ Μέμνονος τοῦ Ἐφε-


σίων ἐπισκόπου ὡς παρὰ τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας ποιησάντων
τὴν σύνοδον. οἱ δὲ περὶ Κύριλλον μέμφονται ὡς ἄθεσμα καὶ
ἄτοπα τὰ παρ' αὐτῶν γενόμενα· καὶ οὕτως ἀπὸ τῆς Ἐφεσίων
διαφερόμενοι ἀλλήλοις διέστησαν οἵ τε ἀνατολικοὶ καὶ οἱ Αἰγύ-
πτιοι. μετὰ δὲ ταῦτα σπουδῇ τοῦ βασιλέως ἡνώθησαν, συμφω-
νήσαντες καὶ οἱ ἀνατολικοὶ τῇ ἐκτεθείσῃ ἐν Ἐφέσῳ ὀρθοδόξῳ πί-
στει καὶ τῇ κατὰ Νεστορίου καθαιρέσει, ἔγγραφον ἐπιστολὴν τοῖς
Ἀλεξανδρεῦσι διὰ Παύλου τοῦ ἐπισκόπου Ἐμέσης ἀποστείλαντες.
Νεστόριος δὲ ἐξωρίσθη εἰς Ὄασιν, ἄλλοι δὲ γράφουσιν, ἐν τῇ
Θάσσῳ, ἐν ᾗ καὶ καταλαμβάνει αὐτὸν ἡ θεία δίκη, σηπεδόνος
τῶν μελῶν πάντων ἁψαμένης, μάλιστα δὲ καὶ τῆς μιαρᾶς αὐτοῦ
γλώττης, ᾗ περιπεσὼν διεφθάρη ὡς ὁ κατάρατος Ἄρειος, ὑπο-
φωνῶν ὡς ἠδύνατο ὅτι τέως οὐκ ἐπείσθημεν τὴν Μαρίαν θεοτόκον
ὁμολογῆσαι.
 Ὁ βασιλεὺς δὲ κυνηγῆσαι ἐξελθών, τοὺς σὺν αὐτῷ πάντας
διαλαθών, ἦλθε διὰ μακρᾶς ὁδοῦ πρός τινα μοναχὸν ἐν κελλίῳ
καθεζόμενον πλησίον τῶν προαστείων Κωνσταντινουπόλεως· ὃν ὁ  
γέρων ἐπέγνω μέν, ἐδέξατο δὲ ὡς ἕνα τῶν στρατιωτῶν. τοῦ δὲ
βασιλέως ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ τοῦ καύσωνος ὀλιγωρήσαντος ἔβρεξεν
ἄρτους ὁ γέρων, καὶ βαλὼν ὄξος καὶ ἔλαιον ἔφαγεν ὁ βασιλεὺς

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Vol. 1, page 788, line 20

καὶ Κόνων, ὁ Ἴσαυρος καὶ εἰκονομάχος, ἐβασίλευσεν ἔτη κδʹ.


πρὸ ὀλίγων τινῶν χρόνων τῆς βασιλείας Λέοντος Ἑβραῖοί τινες ἐκ
Λαοδικείας τῆς Φοινίκης ἦλθον πρὸς Ἰζὴθ τὸν ἀρχηγὸν Ἀράβων,
ἐπαγγελλόμενοι αὐτῷ ἔτη μʹ κρατῆσαι τῆς Ἀράβων ἀρχῆς, εἰ τὰς
ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν Χριστιανῶν τιμωμένας σεπτὰς εἰκόνας ἐν
32

πάσῃ τῇ ἀρχῇ αὐτοῦ καταλύσει. τούτοις πεισθεὶς ὁ ἀνόητος


Ἰζὴθ δόγμα καθολικὸν ἐψηφίσατο κατὰ τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰ-
κόνων. ἀλλὰ χάριτι Χριστοῦ καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς πανάγνου
θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων συντόμως τεθνηκὼς οὐ διαπέμψαι
αὐτὸ ἠδυνήθη εἰς τὴν ἐπικράτειαν αὐτοῦ· οὔπω γὰρ διῆλθεν
ἐνιαυτός, καὶ ἡ θεία δίκη μετῆλθεν αὐτόν. οὗ ὁ υἱὸς τὴν ἡγεμο-
νίαν δεξάμενος ὡς ψευδομάντεις αὐτοὺς ἐβουλήθη ἀποκτεῖναι.
ὅπερ μαθόντες ἀνέκαμψαν ἐν τοῖς Ἰσαυρικοῖς μέρεσιν. εἰς πη-
γὴν δέ τινα ἀναψυχόντων αὐτῶν, ἰδοὺ οὗτος ὁ Λέων νεανίσκος  
ἔτι ὤν, καλὸς τῷ εἴδει καὶ εὐμήκης τῷ σώματι, βάναυσος τὴν
τέχνην καὶ ἐξ αὐτῆς τὴν ζωὴν ποριζόμενος, καὶ ἐκ τοῦ ὑποζυγίου
τὸν φόρτον περιελόμενος ἐκάθισε καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῇ πηγῇ ὡς ἀρι-
στήσων. εἶτα οἱ τῶν ἐγγαστριμύθων μύσται τοῦ κατάρξαι τῆς
Ῥωμαϊκῆς βασιλείας τῶν σκήπτρων τούτῳ προλέγουσι. τοῦ δὲ
Λέοντος ἀναβαλλομένου, πληροφορεῖται ὑπ' αὐτῶν. οἳ καὶ αἰ-
τοῦσιν ὅρκον, εἰ εἰς πέρας ἔλθῃ τοῦτο, ὅπερ ἂν αἰτήσωνται

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Vol. 1, page 146, line
24

13. Ὅτι ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τοῦ γαμβροῦ αὐ-


τοῦ διωγμὸς κατὰ Χριστιανῶν ἐκινήθη φρικωδέστατος· προσέ-
ταξαν γὰρ κατὰ χώραν καὶ πόλιν τὰς Χριστοῦ ἐκκλησίας καταστρέ-
φεσθαι καὶ τὰς θείας αὐτῶν γραφὰς κατακαίεσθαι, τοὺς δὲ
Χριστιανοὺς εὑρισκομένους ἀναγκάζεσθαι θύειν τοῖς δαίμοσιν.
14. Ὅτι Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς ἡττηθέντες τῷ πλήθει
τῶν ἀναιρουμένων Χριστιανῶν ἐξέθεντο δόγμα, ὥστε τοὺς εὑρισκο-
μένους Χριστιανοὺς ἐξορύττεσθαι τὸν δεξιὸν ὀφθαλμόν, οὐ μόνον
διὰ τὸ ὀδυνηρόν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ἄτιμόν τε καὶ πρόδηλον καὶ τῆς
τῶν Ῥωμαίων πολιτείας ἀλλότριον.
Οὓς ἡ θεία δίκη ἐνδίκως μετελθοῦσα δικαίως ἐξέκοψεν· καὶ
ὁ μὲν ἐσφάγη ὑπὸ τῆς συγκλήτου, ὁ δὲ ἀπήγξατο.
15. Ὅτι Μαξιμῖνος τῆς ἑῷας βασιλεύων πολλὰ μιαρὰ καὶ
ἄτοπα καθ' ὑπερβολὴν ἐνεδείξατο καὶ πρὸς τούτοις διωγμὸν
ἀπηνῆ καὶ ἀπανθρωπότατον κατὰ πᾶσαν τὴν ἀνατολὴν εἰς τοὺς
Χριστιανούς, καθ' ὃν πλεῖστοι τῶν εὐδοκίμων ἐμαρτύρησαν.
Ἄξια τῆς δυσσεβείας αὐτοῦ προοίμια τῆς μελλούσης αὐτὸν  
διαδέχεσθαι κολάσεως εἰκότως πέπονθεν. νόσῳ γὰρ δεινοτάτῃ
περιπεσών, ἀλγηδόνες ἰσχυραὶ τὴν πᾶσαν σάρκα τούτου διελυμαί-
33

νοντο. καὶ τὰ μὲν ἔγκατα διεφθείροντο ὑπὸ τῆς ἐνδομυχούσης


σφοδροτάτης φλογώσεως, ἡ δὲ σὰρξ πᾶσα κηροῦ δίκην ἐξετήκετο,

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis (3023: 003)


“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol.
3: excerpta de insidiis”, Ed. de Boor, C.
Berlin: Weidmann, 1905.Page 177, line 5

αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἀδὰμ ἐγέννησεν υἱοὺς γʹ καὶ θυγατέρας βʹ, τὸν Κάϊν


καὶ τὸν Ἄβελ καὶ τὸν Σὴθ καὶ τὴν Ἀζούραν καὶ τὴν Ἀσουάμ.
καὶ ὁ Ἀδὰμ κατὰ κέλευσιν θεοῦ ἐπέθηκεν ὀνόματα πᾶσι τοῖς
τετραπόδοις καὶ πετεινοῖς καὶ ἀμφιβίοις καὶ ἑρπετοῖς καὶ ἰχθῦσι
καὶ τοῖς ἑαυτοῦ τέκνοις. τὸ δὲ ἑαυτοῦ ὄνομα καὶ τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ ἄγγελος κυρίου εἶπεν αὐτοῖς.  
2. Ὅτι ἐπὶ Κύρου τοῦ βασιλέως Περσῶν Ῥῶμος καὶ Ῥῆμος
ἦσαν αὐτάδελφοι, οἱ καὶ τὴν Ῥώμην κτίσαντες. ἐν δὲ τῷ βασι-
λεύειν εἰς ἔχθραν ἐλθόντες, καὶ φονεύσας Ῥῶμος τὸν Ῥῆμον ἐβα-
σίλευσε μόνος.
3. Ὅτι ἡ θεία δίκη μετῆλθε τὸν Ῥῶμον. ἀναιρεῖται γὰρ καὶ
αὐτὸς μεληδὸν κατατμηθεὶς ἐν τῷ τῆς Ῥώμης βουλευτηρίῳ βασι-
λεύσας ἔτη λζʹ.
4. Ὅτι μετὰ Ὀχοζίαν τὸν τοῦ Ἰωρὰμ υἱὸν ἐβασίλευσε Γοθο-
λία ἡ μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἀποκτείνασα πάντας τοὺς υἱοὺς Ὀχοζίου
παρεκτὸς ἑνὸς νηπίου διασωθέντος παραδόξως ὑπὸ τῆς γυ-
ναικὸς Ἰωδαὲ τοῦ ἱερέως, αἰφνίδιον τὸ κεκρυμμένον παιδίον ἀνα-
γορεύεται βασιλεύς, Ἰωὰς ὄνομα. καὶ ὁ λαὸς τὴν Γοθολίαν ἀπέ-
κτεινε ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ βασιλέως. ὁ δὲ Ἰωὰς βασιλεύσας ἑπταέτης
ἐγένετο εὐσεβὴς τὸ πρότερον, εἶτα παρατραπεὶς ἐσφάγη ἐν τῷ
οἴκῳ αὐτοῦ βασιλεύσας ἔτη μʹ.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis Page 179, line 10

21. Ὅτι Γάλλος ὁ υἱὸς Οὐαλεριανοῦ ἐσφάγη καθεύδων ὑπὸ


τῆς ἰδίας γυναικός.
22. Ὅτι καὶ Αἰμιλιανὸς βασιλεύσας ἔτος ἓν ἐσφάγη ἐν τῷ
παλατίῳ.
23. Ὅτι Αὐρηλιανὸς ὑπὸ κουβικουλαρίου ἐσφάγη.
24. Ὅτι Τάκιτος ὁ βασιλεὺς ἐσφάγη ὑπὸ Φλοριανοῦ, καὶ
Φλοριανὸς ἐσφάγη ὑπὸ Πρόβου, Πρόβος δὲ ἐσφάγη ὑπὸ Κάρου,
καὶ Κάρος ἐσφάγη ὑπὸ Καρίνου, Καρῖνος δὲ ἐσφάγη ὑπὸ Νου-
μεριανοῦ.
34

25. Ὅτι ἡ θεία δίκη μετῆλθε τοὺς ἀλητηρίους Διοκλητιανὸν


καὶ Μαξιμιανόν. ὁ μὲν γὰρ ἐσφάγη ὑπὸ τῆς συγκλήτου, ὁ δὲ
ἀπήγξατο.
26. Ὅτι Λικίννιος ὁ γαμβρὸς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου
περιορισθεὶς ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ πάλιν νεωτερίσας καὶ ὅπλων
ἁψάμενος προστάξει Κωνσταντίνου ἀνῃρέθη.
27. Ὅτι Κώνσταντας ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου τὸν
ἴδιον ἀδελφὸν Κώνσταντα φονεύσας μόνος τῆς δύσεως ἐκράτησε
ἔτη ιϛʹ. ἐσφάγη δὲ ὑπὸ τοῦ δήμου.
28. Ὅτι Οὐαλεντινιανοῦ τοῦ γέροντος τελευτήσαντος Μαξι-
μῖνος ὁ δήμιος τὴν ὑπαρχότητα τῶν Γαλλίων εἰς μανίαν ἔτρεψε

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. Oratio de translatione


Chrysostomi (3023: 014)“”Λόγος ἀνέκδοτος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ
λειψάνου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου””, Ed. Dyobouniotes, K.J., 1925;
Ἐπιστημονικὴ ἐπετηρὶς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Ἀθήνησι Πανεπιστημίου 1.
Page 311, line 14

καὶ ἅμα οὐδὲ δίκαιον ἀπιέναι λυπούμενον τοῦτο μόνον εἰπεῖν ἔτι ἀλύ-
οντα καὶ ποσῶς ἐπιστένοντα ὅτι φησὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐπί-
σκοπον Ἰωάννην οὐχ ἑώρακα συνδιαιτώμενον τοῖς παροῦσι. Καὶ τὸν
εὐθέως ὑπολαβόντα εἰπεῖν· καὶ οἴει τοῦτόν τινα τῶν ἐν σώματι ὅπου
ποτ' ἔστιν ἐκεῖνος ἰδεῖν καὶ ἧς μετέσχηκε τάξεως; Καὶ οὐ παρέστηκεν ἡ
μακαριωτάτη φύσις ἐκείνη, καὶ τολμηρὸν εἰπεῖν ὑπὲρ ἄνθρωπον. Ταύτην
λαβὼν τοῦ τέως ἐνδοιαζομένου καὶ τυραννοῦντος τὸν λογισμὸν ὁ ἱερὸς
οὗτος Ἀδέλφιος ἀληθεστάτην ἀπόκρισιν δοξάζων ἦν τὸν Θεόν, τὸν
πολλαπλασίως ἀποδιδόντα τῶν πιστῶς ἐλπιζομένων τὰς ἀμοιβὰς καὶ
χάρισι τιμῶντα ταῖς ἀνωτάτω καὶ νοῦ καταλήψεως. Ἐπεὶ δὲ ἡ θεία
δίκη τὴν μαινάδα ἐκείνην καὶ διώκτριαν δικαίως ἐδίκασε καὶ σκωλήκων
βρώσει τὸν βίον οἰκτρῶς ἐδικαίωσε καταστρέψαι ὥστε μηδὲ θρήνοις
γενέσθαι χώραν διὰ τὸ συνεχὲς τῶν οἰκείων αὐτῆς κακῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ
σῶμα τελευταῖον παρὰ θεοῦ πλήττεται πληγὴν ἀνίατόν τε καὶ δυσθε-
ώρητον αὐτῆς ἀποτινούσης ἃ ἥρπασε καὶ θριαμβευούσης ἃ εἰς τὸν
ἅγιον ἔδρασε Θεοφίλου τε λιθώδει καὶ οἷα τὰ ἐκ νεφρῶν πάθη περι-
πεσόντος καὶ βιαίως τὸ ζῆν ἀπορρήξαντος τῶν τε λοιπῶν κατηγόρων,
τῶν τὴν ἐξορίαν ἐξηρτυκότων τοῦ ἁγίου, αὖθις διαφόροις πληγαῖς καὶ
νόσοις θεηλάτοις τῆς ζωῆς τὸν θάνατον ἀνταλλαττομένων, αὐτοῦ δὲ
τοῦ βασιλέως Ἀρκαδίου τὸ κοινὸν καὶ πᾶσιν ὀφειλόμενον πιόντος τοῦ
θανάτου ποτήριον καὶ Θεοδοσίου, τοῦ ἐκείνου παιδός, τὰ πατρῷα

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1–4) (3043: 001)


35

“Georgii monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.


Leipzig: Teubner, 1904, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).
Page 23, line 19

βασιλέα τὴν ἑαυτοῦ σύγκλητον ὡς ἐντίμους ἐν τῷ χειμῶνι,


ὅταν ἠρεμοῦσιν ἐκ τοῦ πολέμου, καὶ ἤρξατο καλεῖν τοὺς
ἀπὸ τοῦ ἄλφα ἔχοντας ὄνομα καὶ ἀκολούθως ἕως τοῦ ω,
κελεύσας καὶ τὴν σύγκλητον καλεῖν τῷ αὐτῷ σχήματι καὶ
ἐκτρέφειν τὸν στρατὸν ἅπαντα. ὅθεν οἱ στρατιῶται εἰς τοὺς
οἴκους ἀπιόντες τῶν καλεσάντων αὐτοὺς ἐπ' ἀρίστῳ ἀφ'
ἑσπέρας ηὔλουν καὶ ἐχόρευον πρὸς τὸ γνῶναι πάντας ὅτι
παρ' αὐτῷ αὔριον τραφήσονται. τοῦτο οὖν πεποίηκε Ῥῶμος,
ὡς εἴρηται, πρὸς τὸ ἀπαλλαγῆναι τῆς ὕβρεως ἑαυτοῦ, κα-
λέσας τὸ ὄνομα τοῦ ἀρίστου ἐκείνου Βρωμαλιούμ, ὅ ἐστι
ῥωμαϊστὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων τραφῆναι. ἡ δὲ θεία δίκη
τοῦτον μετὰ ταῦτα διὰ τὴν τοῦ ἀδελφοῦ ἀναίρεσιν μετῆλ-
θεν, καὶ αὐτὸς ἀναιρεῖται μεληδὸν κατατμηθεὶς ἐν τῷ τῆς
Ῥώμης βουλευτηρίῳ βασιλεύσας ἔτη λζʹ.

[ιϛʹ. Περὶ Μαλίου.]

 Μετὰ δὲ Ῥῶμον συνέβη τὴν Ῥώμην ὑπὸ ὑπάτων διοι-


κεῖσθαι καὶ στρατηγῶν ἔτη υξϛʹ. ἐξ ὧν γέγονέ τις στρα-  
τηγὸς ὀνόματι Μάλιος, καὶ φθονηθεὶς διὰ τὴν ἀνδρείαν
αὐτοῦ ὑπό τινος συγκλητικοῦ τοὔνομα Φευρουαρίου, παρε-
σκεύασε τοὺς συγκλητικοὺς ἐκδιῶξαι τῆς πόλεως τὸν Μάλιον.
εἶτα ἐπελθόντες οἱ Γάλλοι παρέλαβον νυκτὸς τὴν Ῥώμην

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) Page 159, line 20

καὶ ὁ μὲν θεὸς βασιλείαν ἐπαγγελλόμενος οὐκ ἀκούεται, ὁ


δὲ διάβολος γέενναν προξενῶν φιλεῖται. καὶ τί τῆς μανίας
ταύτης χαλεπώτερον καὶ λυσσωδέστερον; καὶ τί λέγω γέεν-
ναν; καὶ πρὸ τῆς γεέννης ὀδύνην ἐνταῦθα καὶ αἰσχύνην
καὶ γέλωτα προσεπάγων καὶ μυρίας κολάσεις καὶ θανάτους
πολλοὺς ἔχει τοὺς πειθομένους καὶ προστρέχοντας.

[ιϛʹ. Περὶ Ἠλεί.]

 Μετὰ δὲ τοὺς κριτὰς ἔκρινε τὸν λαὸν ὁ ἀρχιερεὺς Ἠλεὶ


36

ἔτη κʹ. καὶ τῇ παροινίᾳ τε καὶ ἀταξίᾳ τῶν υἱῶν αὐτοῦ


Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς ἐπὶ τῶν θυσιῶν ἑκατέρους μετῆλθε πάλιν
ἡ θεία δίκη. οἱ μὲν γὰρ ἐν τῷ πολέμῳ δεινῶς ἀνῃρέθη-  
σαν, ὁ δὲ τῆς θείας ἀκούσας φωνῆς λεγούσης· εἶπα· ὁ οἶ-
κός σου διελεύσεται ἐνώπιόν μου ἕως αἰῶνος. καὶ νῦν οὐχ
οὕτως, ἀλλ' ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ οἱ ἐξουθε-
νοῦντές με ἀτιμασθήσονται, καὶ ἐξολοθρεύσω τὸ σπέρμα σου
ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου μου. καὶ πάλιν· ἰδοὺ ἐγώ, φησιν, ἐκ-
δικῶ τὸν οἶκον Ἠλεὶ ἕως αἰῶνος ἐν ἀδικίαις υἱῶν αὐτοῦ,
ὅτι κακολογοῦντες θεὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, οὐκ ἐνουθέτει αὐτούς.
ταῦτα προακούσας καὶ τὴν ἀναίρεσιν τῶν υἱῶν αὐτοῦ, μεθ'
ὧν καὶ τὴν παράληψιν τῆς κιβωτοῦ μετὰ ταῦτα διαγνοὺς
ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ δίφρου ὀπισθίως, καὶ συντριβεὶς ὁ νῶτος

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4)


Page 214, line 18

γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος οὔτε μὴν ἀρετῇ καὶ κακίᾳ,
καὶ οὔτε κλέπτῃ δεῖ συντρέχειν οὔτε μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα
τίθεσθαι. διό φησιν· οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, κύριε, ἐμί-
σησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος
ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι. καί· παρανό-
μους ἐμίσησα, καὶ οὐκ ἐκολλήθη μοι καρδία σκαμβή. καὶ
μέντοι γε καὶ ὅτι πταίοντες ὡς ἄνθρωποι οἱ τοῦ θεοῦ δοῦ-
λοι φιλανθρωπίας ἀξιοῦνται πολλάκις διὰ τὰς προειργασμέ-
νας ἀρετάς, εἰς δὲ τὰ κτήματα καὶ ὑπάρχοντα αὐτῶν ἡ
θεία δίκη ἀνταποδίδωσιν ὑπὲρ τῶν πταισμάτων αὐτῶν λε-
ληθότως, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ἑτέρων ἁμαρτωλῶν συνόντων
δικαίοις τοῦτο διὰ τὴν τοῦ δικαίου δικαιοσύνην ὁ φιλά-
γαθος κύριος ποιεῖν εἴωθεν, ὅπερ ἤδη ἐπὶ Ἰωσαφὰτ καὶ
Παύλου σαφῶς ἐδήλωσε διὰ τῆς τῶν πλοίων συντριβῆς τε  
καὶ ἀπωλείας. ὅθεν οὖν πρὸς τοὺς ἐν τῷ πλοίῳ χειμαζομέ-
νους μετ' αὐτοῦ Παῦλός φησιν· ἔδει μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες,
πειθαρχήσαντάς μοι μὴ ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης κερδῆ-
σαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν. καὶ τὰ νῦν
παραινῶ ὑμῖν εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμία ἔσται
ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ πλοίου.
37

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) Page 222, line 22

λείαν Ἰσραὴλ τὰς ὑπ' αὐτὴν δέκα φυλὰς ᾐχμαλώτευσεν.


κατὰ δὲ Ἐζεκίου ἀνέβη Σεναχειρὶμ ὁ διάδοχος Σαλμανασὰρ
καὶ πλεῖστα μεγαλορημονήσας κατὰ τοῦ κυρίου καὶ κατὰ τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ, παρεκλήθη ὁ διασκεδάζων βουλὰς ἐθνῶν καὶ
ἀθετῶν λογισμοὺς λαῶν καὶ βουλὰς ἀρχόντων καὶ φρονί-
μους ἀποστρέφων εἰς τὰ ὀπίσω καὶ τὴν βουλὴν αὐτῶν
μωραίνων, καὶ ἀποστείλας ἄγγελον ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβο-
λῆς τῶν Ἀσσυρίων χιλιάδας ρπεʹ. καὶ οὕτω μετ' αἰσχύνης
καὶ λύπης ὁ Σεναχειρὶμ ἀναζεύξας εἰς Νινευὴ δεινῶς ἀνῄ-
ρει τοὺς αἰχμαλωτισθέντας ὑπὸ Σαλμανασὰρ ἀπὸ Σαμαρείας
τοῦ Ἰσραήλ. ὃν αὐτίκα θεία δίκη μετελθοῦσα, καὶ ὑπὸ  
τῶν ἰδίων τέκνων ἀναιρεθέντος, ἐπαύθη τῆς αἰχμαλωσίας ἡ
ἄδικος σφαγὴ διὰ τῆς ἐνδίκου ἀναιρέσεως.
 Ἐξ ἧς αἰχμαλωσίας ὑπῆρχέ τις ἐλεήμων ἄνθρωπος καὶ
θεοσεβὴς τοὔνομα Τωβὶτ καὶ πολλὴν ἔχων σπουδὴν εἰς τὸ
θάπτειν τοὺς ἀποθνήσκοντας τῶν Ἰουδαίων. περὶ ὧν δια-
βληθεὶς τῷ βασιλεῖ καὶ φυγὼν ἐκοιμήθη ἔξω τοῦ τείχους.
καὶ ὡς εἴωθε πολλάκις γίνεσθαι, κοιμώμενος καὶ τοὺς
ὀφθαλμοὺς ἀνεῳγμένους ἔχων, καὶ στρουθίων ἀφοδευσάντων
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, λευκώματα πεποίηκεν. ἦν δὲ
καὶ ἐν Ἐκβατάνοις κόρη, συγγενὶς αὐτοῦ, ἥτις ἄνδρας ἑπτὰ

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) Page 406, line 21

τοιοῦτον οὐδέν, ἀλλὰ τοὐναντίον ἅπαν γέγονεν. ὃ καὶ μά-


λιστα ἔστι θαυμάσαι, ὅτι τὰ μὲν τῆς κακίας ἔληξεν, τὰ δὲ
τῆς τιμωρίας ἐπιτέταται καὶ οὐδὲ ἐλπίδα τινὰ μεταβολῆς
ἔχει. οὐ γὰρ οʹ ἔτη μόνον παρῆλθον, ἀλλὰ καὶ πολλῷ
πλείονα, καὶ οὐδὲ σκιὰν ἐλπίδος ἔστιν εὑρεῖν, καὶ ταῦτα
οὐδὲ εἰδωλολατρούντων ὑμῶν οὔτε ἄλλο τι ποιούντων, ἅπερ
ἔμπροσθεν ἐτολμᾶτε.
 Ἵνα δὲ σαφέστερον καὶ διεξοδικώτερον τὰ περὶ τούτων
εἴπωμεν, ἄνωθεν πάλιν ἀρξώμεθα. τρεῖς οὖν δουλείας ὑπέ-
στησαν οἱ Ἰουδαῖοι χαλεπωτάτας καὶ οὐδεμίαν χωρὶς προρ-
ρήσεως αὐτοῖς ἐπήγαγεν ἡ θεία δίκη, ἀλλὰ προλεχθῆναι
παρεσκεύασεν αὐτοῖς καὶ τόπον καὶ χρόνον καὶ τρόπον καὶ
κάκωσιν καὶ τὴν ἐπάνοδον καὶ τἄλλα πάντα μετὰ πολλῆς
38

ἀκριβείας. καὶ περὶ μὲν τῆς ἐν Αἰγύπτῳ πρώτης διαλεγό-


μενος ὁ θεὸς οὕτως ἔφη πρὸς τὸν Ἁβραάμ· γινώσκων γνῶθι
ὅτι πάροικον ἔσται τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ καὶ δου-  
λώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν ἔτη υʹ. τὸ δὲ ἔθνος, ᾧ
ἐὰν δουλεύσωσιν, κρινῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ θεός. τετάρτῃ δὲ
γενεᾷ ἐλεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς. περὶ δὲ τῆς
δευτέρας φησὶν Ἱερεμίας· οὕτως εἶπε κύριος· ὅταν μέλλῃ
πληροῦσθαι τῇ Βαβυλῶνι οʹ ἔτη, ἐπισκέψομαι ὑμᾶς καὶ ἐπι

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4)


Page 481, line 17

καὶ ἀλγηδόνας ἀντὶ ἡδονῶν ἐπεισήγαγεν, ἐκείνην δὲ σφόδρα


κατέπληξε καὶ ἀηδίας ἐνέπλησε τῷ ῥεύματι τοῦ αἵματος. οἱ
δὲ Ἕλληνες ταῦτα μεμαθηκότες ἐθαύμασαν τῶν μοναζόντων
τὴν τῆς σωφροσύνης ἀκρίβειαν.
 Ἡττηθέντες οὖν οἱ δυσσεβεῖς τύραννοι Διοκλητιανὸς καὶ
Μαξιμιανὸς τῷ πλήθει τῶν ἀναιρουμένων ἐξέθεντο δόγμα,
ὥστε τοὺς εὑρισκομένους χριστιανοὺς ἐξορύττεσθαι τὸν δεξιὸν
ὀφθαλμόν, οὐ μόνον διὰ τὸ ὀδυνηρόν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ
ἄτιμόν τε καὶ πρόδηλον καὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων πολιτείας
ἀλλότριον. οὓς ἡ θεία δίκη ἐνδίκως μετελθοῦσα δικαίως
ἐξέκοψεν. καὶ ὁ μὲν ἐσφάγη ὑπὸ τῆς συγκλήτου, ὁ δὲ ἀπ-
ήγξατο.

[νβʹ. Περὶ Κωνσταντίου.]

 Μετὰ δὲ Διοκλητιανὸν καὶ Μαξιμιανὸν ἐβασίλευσαν κατὰ  


τοὺς αὐτοὺς χρόνους Ῥωμαίων Κωνστάντιος καὶ Σευῆρος καὶ
Μαξιμῖνος καὶ Μαξέντιος. καὶ ὁ μὲν Κωνστάντιος καὶ Κων-
σταντῖνος υἱὸς αὐτοῦ τὴν Γαλλίαν καὶ τὴν Βρεττανίαν ἐκρά-
τησαν, ὁ δὲ Σευῆρος καὶ Μαξέντιος τὴν Ῥώμην, ὁ δὲ
Μαξιμῖνος τὴν ἑῴαν. ὃς πολλὰ μιαρά τε καὶ ἄτοπα καθ'
ὑπερβολὴν διαπραξάμενος καὶ πρὸς τούτοις διωγμὸν ἀπηνῆ

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) Page 736, line 12

ρηθέντι Ἰαζὰτ καὶ τούτῳ χρησμῳδίας πολυευζωίας καὶ πολυ-


χρονίου διαμονῆς μυοῦνται, εἴ γε ἄρα τὴν τῶν Χριστιανῶν
καταρράξαι διακόσμησιν δυνηθείη τόν τε τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
39

Ἰησοῦ Χριστοῦ θεανδρικὸν χαρακτῆρα καὶ τῆς αὐτὸν τεκού-


σης θεομήτορος ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων ἀπαλεῖψαι.
καὶ δὴ ὁ φιλόζωος ἐκεῖνος καὶ χοιρόβιος ἄνθρωπος ὑπή-
κουσε τῇ συμβουλῇ τῶν ἀπατεώνων καὶ πάσας τὰς τῆς
ἑῴας ἐκκλησίας διεσάλευσεν ἐν πάσῃ τῇ ἀρχῇ αὐτοῦ. ἀλλ'
ἠπατήθη ὁ δείλαιος. οὔπω γὰρ ἐνιαυτοῦ πληρωθέντος, καὶ
τοῦτον ἡ θεία δίκη μετεχειρίσατο, ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ διαδεξά-
μενος τὴν ἡγεμονίαν αὐτοῦ τούτους ἠβουλήθη ὡς ψευδο-
μάντας ἀποκτεῖναι. οἵτινες φοβηθέντες ᾤχοντο ἀνακάμ-
ψαντες πάλιν ἐν τοῖς Ἰσαυρικοῖς μεθορίοις. εἶτα εἰς πηγήν
τινά που ἀναψυχόντων αὐτῶν, ἰδοὺ νεανίσκος τις τοὔνομα
Λέων καλὸς τῷ εἴδει, ὡραῖος τῷ προσώπῳ, εὐμήκης τῷ σώ-
ματι, βάναυσος τὴν τέχνην ἐξ αὐτῆς τὴν ζωὴν ποριζόμενος,
καὶ δὴ ἐκ τοῦ ὑποζυγίου τὸν φόρτον περιελόμενος ἐκάθισε
καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῇ πηγῇ. ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. εἶτα οἱ τῶν
ἐγγαστριμύθων μύσται μυοῦνται αὐτῷ τοῦ κατάρξαι αὐτὸν
τῆς Ῥωμαϊκῆς βασιλείας τῶν σκήπτρων. καὶ δὴ τοῦ Λέοντος

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) Page 780, line 12

θείη παρατρέψαι ἡμᾶς, οὐκ ἀκουσόμεθα αὐτοῦ, μήτι γε σοῦ,


βασιλεῦ. ὁ δὲ τύραννος ἀκούσας ταῦτα καὶ ὑπερζέσας τῷ
θυμῷ καὶ λεόντειον ὁ πιθήκειος βρύξας καὶ πάντας μεθ'
ὕβρεως ἀπελάσας καὶ τὸν Θεόδωρον ἐξορίσας, εἶθ' οὕτω καὶ
τὸν μέγαν Νικηφόρον τῆς πόλεως ἐξεώσας καὶ περιορίσας
ἀντιχειροτονεῖ τὸν ἀπὸ σπαθαρίων Θεόδοτον τὸ ἐπίκλην
Κασσιτερᾶν καὶ τῆς θυμέλης τὴν προσηγορίαν ἐπειλημμένον.
καὶ οὕτως ὁ ἀλιτήριος καὶ θηριότροπος μᾶλλον ἢ θηριώ-
νυμος ἐπαρθεὶς κατὰ τῆς εὐσεβείας μειζόνως ἐδίωκε τὴν
ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ καὶ ἐπόρθει σφόδρα σφόδρα, μέχρις οὗ
τοῦτον ἐνδίκως ἡ θεία δίκη μετῆλθεν.
 Οὗ τὴν κακίστην γένεσιν καὶ μοχθηρίαν καὶ θεοστυγῆ
προαίρεσιν καὶ δυσσέβειαν καὶ μέν γε καὶ τὴν χαλεπὴν τοῦ
βίου καταστροφὴν ὁ θεσπέσιος Νικηφόρος διαρρήδην στηλι-
τεύων φάσκει· παρορᾷ θεός, καὶ ἦρξε καθ' ἡμῶν ἄνθρωπος,
οὐκ οἶδα εἰ ἄνθρωπον χρὴ λέγειν, ἀλλὰ μὴ θηρίον καὶ τῶν
θηρίων ἀγριώτερόν τε καὶ πικρότερον. τί γὰρ τῆς συμ-
φορᾶς ταύτης ἐλεεινότερον καὶ τῆς δυστυχίας ἀθλιώτερον;
ἡλίκον κακὸν εἰς τὴν βασίλειον ἀρχὴν εἰσεκώμασεν, διφυὴς
μὲν τὸ γένος καὶ μιξοβάρβαρος, πολυειδὴς δὲ τὸν τρόπον
καὶ ἀνελεύθερος καὶ τὴν γνώμην ἀστάθερος.
40

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) Page 801, line 11

ἐμοὺς ὑβριστὰς καὶ τὸν μέγαν τούτων καθηγητὴν ἀποκλαιο-


μένους τὴν ἑαυτῶν κακίαν, ὅτε πᾶσα κρίνεται καὶ βασα-
νίζεται κακία καὶ πονηρία.

[μδʹ. Περὶ Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας.]

 Μετὰ δὲ Θεόφιλον ἐβασίλευσε Μιχαὴλ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη κεʹ.


σὺν τῇ μητρὶ αὐτοῦ Θεοδώρᾳ κατέσχεν ἔτη ιδʹ καὶ μόνος
αὐτοκρατόρησεν ἔτη ιαʹ μῆνας γʹ. ἐν τῇ οὖν αὐτοκρατορίᾳ
αὐτοῦ Ἀποδήναρ ὁ Σαρακηνῶν φύλαρχος ἐκ πολλῶν χρόνων
ἑτοιμαζόμενος ἐν δυνάμει βαρείᾳ δρομώνων τετρακοσίων φο-
βερῶν καὶ καταπλήκτων ἤρχετο κατὰ τῆς θεοφρουρήτου Κων-
σταντινουπόλεως. ἀλλὰ τοῦτον ἡ θεία δίκη προφθάσασα διώ-
λεσεν, πάντων τῶν πλοίων αὐτοῦ αὐτάνδρων συντριβέντων
ἐν ἀκρωτηρίῳ τῶν Κιβυρραιωτῶν λεγομένῳ Χελιδόνια, δια-
σωθέντων εἰς Συρίαν ζʹ καὶ μόνον ἐξ αὐτῶν. ὅς γε τὴν
μὲν πατρῴαν βασιλείαν σὺν τῇ μητρὶ Θεοδώρᾳ διαδεξάμενος
τὴν θεοστυγῆ παρεισφρήσασαν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ δεινῶς ἐπι-
κωμάσασαν νέαν θρησκείαν εὖ μάλα γνησίως ἀποσεισάμενος
τὴν ἔκπαλαι θεοφιλῆ καὶ θεοβράβευτον ἱεράν τε καὶ ὀρθοτά-
την πίστιν ἀνεκήρυξεν. εἰ γὰρ καὶ νήπιος ἐτύγχανεν, ἀλλ' ὁ ἐκ  
στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων καταρτίσας αἶνον αὐτὸς

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1–6) (redactio recentior)


(3043: 002); MPG 110.Vol. 110, page 65, line 37

ὅταν ἠρεμοῦσιν ἐκ τοῦ πολέμου· καὶ ἤρξατο καλεῖν


τοὺς ἀπὸ ἄλφα ἔχοντας ὄνομα, καὶ ἀκολούθως ἕως
τοῦ ω· κελεύσας καὶ τὴν σύγκλητον καλεῖν τῷ
αὐτῷ σχήματι, καὶ ἐκτρέφειν τὸν στρατὸν ἅπαντα.
Ὅθεν οἱ στρατιῶται εἰς τοὺς οἴκους ἀπιόντες τῶν
καλεσάντων αὐτοὺς ἐπ' ἀρίστῳ, ἀφ' ἑσπέρας ηὔλουν
καὶ ἐχόρευον πρὸς τὸ γνῶναι πάντας, ὅτι παρ' αὐτῷ
αὔριον τραφήσονται. Τοῦτο οὖν πεποίηκε Ῥῶμος,
ὡς εἴρηται, πρὸς τὸ ἀπαλλαγῆναι τῆς ὕβρεως αὐ-
τοῦ, καλέσας τὸ ὄνομα τοῦ ἀρίστου Βρωμαλιοὺμ,
ὅ ἐστι Ῥωμαϊστὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων τραφῆναι. (2) Ἡ δὲ θεία δίκη τοῦτον
μετὰ ταῦτα διὰ τὴν
41

17 τοῦ ἀδελφοῦ ἀναίρεσιν μετῆλθε. Καὶ αὐτὸς ἀναιρεῖται μεληδὸν


κατατμηθεὶς ἐν τῷ τῆς Ῥώμης
βουλευτηρίῳ, βασιλεύσας ἔτι λζʹ.
(3) Μετὰ δὲ Ῥῶμον συνέβη τὴν Ῥώμην ὑπὸ
ὑπάτων διοικεῖσθαι καὶ στρατηγῶν ἔτη υξϛʹ· ἐξ ὧν
γέγονέ τις στρατηγὸς, ὀνόματι Μάλιος· καὶ φθονη-
θεὶς διὰ τὴν ἀνδρείαν αὐτοῦ ὑπό τινος συγκλητικοῦ,
ὀνόματι Φεβρουαρίου, παρεσκεύασε τοὺς συγκλητι-
κοὺς ἐκδιῶξαι ἐκ τῆς πόλεως τὸν Μάλιον. Εἶτα
ἀπελθόντες οἱ Γάλλοι παρέλαβον νυκτὸς τὴν Ῥώ-
μην, καὶ πολλοὺς κατέσφαξαν τῇ εἰκάδι τοῦ

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 209, line 11

προσδοκίᾳ μηδ' ἄλλῃ τινὶ μελλόντων ἀγαθῶν ἐλπίδι τὴν ἀρετὴν πράττειν,
ἀλλὰ δι' αὐτὸν τῶν ἁπάντων
Δεσπότην Θεὸν πάντα ὑπομένειν. Ἀλλ' εἰσὶ ἀναπεπτωκότες πολλοὶ καὶ
νωθροὶ, ὅτι οὐδὲ μετὰ μισθοῦ
τῆς ἀρετῆς ἐφίενται. Καὶ ὁ μὲν Θεὸς βασιλείαν ἐπαγγελλόμενος οὐκ
ἀκούεται, ὁ δὲ διάβολος γέενναν
προξενῶν, φιλεῖται· καὶ τί τῆς μανίας ταύτης χαλεπώτερον καὶ
λυσσωδέστερον; καὶ τί λέγω γέενναν,
καὶ πρὸ τῆς γεέννης, ὀδύνην ἐνταῦθα, καὶ αἰσχύνην, καὶ γέλωτα
προσεπανάγων, καὶ μυρίας κολάσεις,
καὶ θανάτους πολλοὺς ἔχειν τοὺς πειθομένους καὶ προστρέχοντας αὐτῷ.
ΛϞʹ. Περὶ Ἡλεὶ τοῦ ἀρχιερέως.
113 Μετὰ δὲ τοὺς κριτὰς ἔκρινε τὸν λαὸν ὁ ἀρ-
χιερεὺς Ἡλεὶ ἔτη κʹ. Καὶ τῇ παροινίᾳ τε καὶ ἀταξίᾳ
τῶν υἱῶν αὐτοῦ Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς ἐπὶ τῶν θυσιῶν,
ἑκατέρους μετῆλθε πάλιν ἡ θεία δίκη· οἱ μὲν γὰρ
ἐν τῷ πολέμῳ δεινῶς ἀνῃρέθησαν· ὁ δὲ τῆς θείας
ἀκούσας φωνῆς τῆς λεγούσης· «Εἶπα· Ὁ οἶκός
σου διελεύσεται ἐνώπιόν μου ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ
νῦν οὐχ οὕτως, ἀλλ' ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω,
καὶ οἱ ἐξουθενοῦντές με ἀτιμασθήσονται, καὶ ἐξολο-
θρεύσω τὸ σπέρμα σου ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου μου·»
καὶ πάλιν· «Ἰδοὺ ἐγὼ, φησὶν, ἐκδικῶ τὸν οἶκον
Ἡλεὶ ἕως αἰῶνος ἐν ἀδικίαις υἱῶν αὐτοῦ·» μεθ' ὧν
καὶ τὴν παράληψιν τῆς κιβωτοῦ διαγνοὺς μετὰ
ταῦτα, ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ δίφρου ὀπίσθιος,
42

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 265, line 27

πρὸς σκότος, οὔτε μὴν ἀρετῇ καὶ κακίᾳ, καὶ οὔτε


κλέπτῃ δεῖ συμμετέχειν οὔτε μετὰ μοιχῶν τὴν με-
ρίδα τιθέναι· διό φησι· «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε,
Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς σου ἐξετηκό-
μην; Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς· εἰς ἐχθροὺς
ἐγένοντό μοι·»  – »καὶ παρανομίαν ἐμίσησα, καὶ
οὐκ ἐκολλήθη μοι καρδία σκαμβή.» Καὶ μέντοι γε
καὶ ὅτι πταίοντες ὡς ἄνθρωποι οἱ τοῦ Θεοῦ δοῦλοι,
φιλανθρωπίας ἀξιοῦνται πολλάκις, διὰ τὰς προειρ-
γασμένας ἀρετὰς, εἰς δὲ τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρ-
χοντα αὐτοῖς ἡ θεία δίκη ἀνταποδίδωσιν ὑπὲρ τῶν
πταισμάτων αὐτῶν λεληθότως· οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ
ἑτέρων ἁμαρτωλῶν συνόντων δικαίοις, τοῦτο διὰ τὴν
τοῦ δικαίου δικαιοσύνην ὁ φιλάνθρωπος Κύριος
ποιεῖν εἴωθε, ὅπερ ἤδη καὶ ἐπὶ Ἰωσαφὰτ καὶ
Παύλου σαφῶς ἐδήλωσε καὶ τῆς τοῦ πλοίου συν-
τριβῆς τε καὶ ἀπωλείας· ὅθεν οὖν πρὸς τοὺς ἐν τῷ
πλοίῳ χειμαζομένους μετ' αὐτοῦ Παῦλός φησι·
»Ἔδει μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ
ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης, κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν
ζημίαν. Καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς
εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμιᾶς ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ πλοίου.»

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 273, line 42

Σεναχειρὶμ, ὁ διάδοχος Σαλμανάσαρ, καὶ πλεῖστα


μεγαλοῤῥημονήσας κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ
λαοῦ, παρεκλήθη ὁ διασκεδάζων 159 βουλὰς ἐθνῶν
καὶ ἀθετῶν λογισμοὺς λαῶν καὶ βουλὰς ἀρχόντων
(καὶ φρονήματα ἀποστρέφων εἰς τὰ ὀπίσω καὶ τὴν
βουλὴν αὐτῶν μωραίνων)· καὶ ἀποστείλας ἄγγελον,
ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς τῶν Ἀσσυρίων ρπεʹ χι-
λιάδας· καὶ οὕτως μετ' αἰσχύνης καὶ λύπης ὁ Σενα-
χειρὶμ ἀναζεύξας εἰς Νινευῒ, δεινῶς ἀνῄρει τοὺς
αἰχμαλωτισθέντας ὑπὸ Σαλμανάσαρ ἀπὸ Σαμαρείας
τοῦ Ἰσραὴλ, ὃν αὐτίκα (ἡ) θεία δίκη μετελθοῦσα .....
(39b) καὶ ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων ἀναιρεθεὶς ἐπαύθη
43

τῆς αἰχμαλωσίας ἄδικος σφαγὴ διὰ τῆς ἐνδίκου


ἀναιρέσεως.
ΝΘʹ. Περὶ τοῦ Τωβὶτ καὶ Ἀγγέλου.
Ἐξ ἧς αἰχμαλωσίας ὑπῆρχέ τις ἐλεήμων ἄν-
θρωπος τοὔνομα Τωβὶτ πολλὴν ἔχων σπουδὴν εἰς τὸ
θάπτειν τοὺς ἀποθνήσκοντας τῶν Ἰουδαίων, περὶ ὧν  
διαβληθεὶς τῷ βασιλεῖ καὶ φυγὼν ἐκοιμήθη ἔξω τοῦ
τείχους· καὶ, ὡς εἴωθεν πολλάκις γίνεσθαι, κοιμώ-
μενος καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνεῳγμένους ἔχων,

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 477, line 36

Ἀντιόχῳ ἔτη γʹ, τὰ λαμπρὰ διὰ τῶν Μακκα-


βαίων αὖθις ἐστήσατε τρόπαια. Ἀλλὰ καὶ τοιοῦτον οὐδὲν, ἀλλὰ
τοὐναντίον ἅπαν γέγονεν, ὃ καὶ μάλιστα
ἔστι θαυμάσαι, ὅτι τὰ μὲν τῆς κακίας ἔληξε, τὰ δὲ τῆς τιμωρίας
ἐπιτέταται καὶ οὐδὲ ἐλπίδα τινὰ με-
ταβολῆς ἔχει· οὐ γὰρ οʹ ἔτη μόνον παρῆλθε, ἀλλὰ καὶ πολλῷ πλείονα· καὶ
οὐδὲ σκιὰν ἐλπίδος ἔστιν
εὑρεῖν, καὶ ταῦτα οὐδὲ εἰδωλολατρούντων ὑμῶν (νῦν ὡς τότε) οὔτε ἄλλο
τι ποιούντων, ἅπερ ἔμ-
προσθεν ἐτολμᾶτε.»
(24) Ἵνα δὲ σαφέστερον καὶ διεξοδικώτερον [τὰ]
περὶ τούτων εἴπωμεν, ἄνωθεν πάλιν ἀρξώμεθα.
Τρεῖς οὖν δουλείας ὑπέστησαν οἱ Ἰουδαῖοι χαλεπω-
τάτας καὶ οὐδεμίαν χωρὶς προῤῥήσεως αὐτοῖς ἐπή-
γαγεν ἡ θεία δίκη, ἀλλὰ προλεχθῆναι παρεσκεύασεν
αὐτοῖς καὶ τόπον, καὶ χρόνον, καὶ κάκωσιν, καὶ τὴν
ἐπάνοδον, καὶ τἄλλα πάντα μετὰ πολλῆς (τῆς) ἀκρι-
βείας. Καὶ περὶ μὲν τῆς ἐν Αἰγύπτῳ αʹ διαλεγόμε-
νος ὁ Θεὸς οὕτως ἔφη πρὸς τὸν Ἀβραάμ· «Γι-
νώσκων γνῶθι, ὅτι πάροικον ἔσται τὸ σπέρμα σου
ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κα-
κώσουσιν ἔτη υʹ (τὸ δὲ ἔθνος, ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι,
κρινῶ ἐγὼ» εἶπεν ὁ Θεός)· τετάρτῃ δὲ γενεᾷ
»ἐλεύσονται ὧδε (μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς).» (25)
Περὶ δὲ τῆς βʹ εἶπεν Ἱερεμίας·

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 573, line 13
44

μαθηκότες ἐθαύμασαν τῶν μοναζόντων τὴν σωφρο-


σύνην.
ΡΟϞʹ. Βασιλεία Κωνσταντίου.
Ἡττηθέντες οὖν οἱ δυσσεβεῖς τύραννοι Διοκλη-
τιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς τῷ πλήθει τῶν ἀναιρουμένων
(Χριστιανῶν), ἐξέθεντο δόγμα, ὥστε τοὺς εὑρισκο-
μένους Χριστιανοὺς ἐξορύττεσθαι τὸν δεξιὸν ὀφθαλ-
μὸν, οὐ μόνον διὰ τὸ ὀδυνηρὸν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ
ἄτιμόν (τε) καὶ πρόδηλον καὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων
πολιτείας ἀλλότριον.
(2) Οὓς ἡ θεία δίκη ἐνδίκως μετελθοῦσα δικαίως
ἐξέκοψε. Καὶ ὁ μὲν ὑπὸ νόσῳ δεινῇ περιπεσὼν καὶ
ὀγκωθεὶς ἀπέθανεν· ὁ δὲ ἀπήγξατο. Τὸν γὰρ Διο-
κλητιανὸν, φασὶν, ἐν Δαλματίᾳ διάγοντα κατέλαβε
θεήλατος ὀργὴ, καὶ ὀγκωθεὶς τὸ σῶμα εἰς πολλὰ
διαῤῥήγνυτο· τῆς δὲ βλασφήμου αὐτοῦ γλώσσης
σαπείσης ἐν τῷ λάρυγγι αὐτοῦ καὶ πλῆθος σκωλή-
κων ἀναβρασάσης, (οὕτως) ἀπέῤῥηξε τὸ πνεῦμα. Ὁ
δὲ Ἑρκούλιος Μαξιμιανὸς ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας
κατέστρεψε τὸν βίον.

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 577, line 43

ἀναπνοαῖς γεγονὼς αὖθις ὑγιὴς καὶ ῥωμαλέος


ὑπῆρχε, τοῦ χαλεπωτάτου ἐκείνου ἕλκους τῇ εὐχῇ
τῶν Χριστιανῶν παραδόξως ὑγιασθέντος. Ἀλλὰ μήπω
τοῦ τραύματος καλῶς συνουλώσαντος, εἰς μειζοτέ-
ραν μανίαν 380 κινηθεὶς, προστάγματα ἔγραψεν
ἀπάνθρωπα, ἐν οἷς ἐκέλευσε μὴ ζῇν Χριστιανοὺς
μήτε οἰκεῖν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ. Ἀλλ' ὁ ἀγαθὸς
Θεὸς οὐδέπω ἐπελάθετο τῶν δούλων αὐτοῦ· ἦν γὰρ
ἰδεῖν ἀγεληδὸν συρομένους Χριστιανοὺς πάντας
πανδημεῖ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἐπὶ τὸν θάνατον·
ἀλλ' ἡ θεία δίκη ἐπελθοῦσα τὰς βουλὰς τῶν ἀνόμων
διεσκέδασεν.
(13) Διὰ γὰρ τὴν ἄπειρον κακουργίαν αὐτοῦ,  
λιμὸς αὐτοῦ τῇ χώρᾳ δεινὸς ἐνέσκηπτε καὶ λοιμὸς,
καί τινος ἑτέρου [νο]σήματος μοῖρα· ἕλκος δὲ ἦν
φερωνύμως τοῦ πυρώδους ἄνθρακος λεγόμενον, καθ'
ὅλον μὲν ἕρπον τὸ σῶμα, σφαλεροὺς δὲ τοῖς πε-
45

πονθόσι ἐπόνει κινδύνους· οὐ μὴν δὲ, ἀλλὰ καὶ κατὰ


τῶν ὀφθαλμῶν ἐξαιρέτως ἐπὶ πλεῖστον γενόμενον
μυρίους ὅσους ἄνδρας ἅμα γυναιξὶ καὶ παισὶ πη-
ροὺς ἀπειργάσατο· καὶ σὺν τούτοις ἐπανίσταται

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 916, line 3

μεταδιώκοντες ἐπιστήμην, καταλαμβάνουσι τὴν


τῶν Ἀράβων βασιλικὴν αὐλὴν καὶ δὴ καταμηνύον-
τες τῷ προῤῥηθέντι Ἰαζὴθ), καὶ τούτῳ χρησμῳδίας
πολυζωΐας καὶ πολυχρονίου διαμονῆς μυοῦνται, εἴγε
ἄρα τὴν θεανδρικὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι-
στοῦ καὶ τῆς Θεομήτορος ἐκ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν
τῶν ὑπ' αὐτῷ οὐσῶν ἀπολείψειεν. Καὶ δὴ ὁ φιλό-
ζωος ἐκεῖνος, καὶ χοιρόβιος, ὑπακούσας τῇ συμβουλῇ  
τῶν ἀπατεώνων, πάσας τὰς ἐκκλησίας τὰς ὑπὸ τῆς
ἐξουσίας αὐτοῦ οὔσας διεσάλευσεν. Ἀλλ' ἠπατήθη
ὁ δείλαιος· μετῆλθε γὰρ αὐτὸν ἡ θεία δίκη, οὔπω
διελθόντος ἐνιαυτοῦ· οὗ ὁ υἱὸς, διαδεξάμενος τὴν
ἡγεμονίαν, ὡς ψευδομάντεις 630 αὐτοὺς ἠβουλήθη ἀποκτεῖναι, ὃ καὶ
μαθόντες οὗτοι ἀνέκαμψαν ἐν
τοῖς Ἰσαυρικοῖς μέρεσιν.
(2) Εἰς πηγὴν δέ τινα ἀποψυχόντων αὐτῶν,
ἰδοὺ, οὗτος ὁ Λέων, νεανίσκος ἔτι ὢν, καλὸς τῷ εἴ-
δει καὶ εὐμήκης τῷ σώματι, βάναυσος τὴν τέχνην
καὶ ἐξ αὐτῆς τὴν ζωὴν ποριζόμενος καὶ (δὴ) ἐκ τοῦ
ὑποζυγίου τὸν φόρτον περιελόμενος, ἐκάθισε καὶ
αὐτὸς ἐπὶ τῇ πηγῇ ὡς ἀριστήσων·

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 985, line 1

(10) Ὁ οὖν τύραννος, ταῦτα ἀκούσας καὶ ὑπερ-


ζέσας τῷ θυμῷ, καὶ λεόντειον ὁ πίθηκος βρύξας,
καὶ πάντας μεθ' ὕβρεως ἀπελάσας, καὶ τὸν μέγαν
Νικηφόρον τῆς πόλεως ἀπελάσας, ὡσαύτως καὶ
Θεόδωρον τὸν Στουδίου ἐξορίσας, ἀντιχειροτο-
νεῖ τὸν ἀπὸ σπαθαρίων Θεόδοτον τὸν Κασσιτηρᾶν
καὶ τῆς θυμέλης τὴν προσηγορίαν ἐπειλημμένον.
Καὶ οὕτως ὁ ἀλιτήριος καὶ θηριότροπος μᾶλλον ἢ
46

θηριώνυμος, ἐπαρθεὶς κατὰ τῆς εὐσεβείας, μειζό-


νως ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθει  
σφόδρα, μέχρι τοῦτον ἐνδίκως ἡ θεία δίκη με-
τῆλθεν, οὗ τὴν κακίστην γένεσιν καὶ μοχθηρίαν καὶ
θεοστυγῆ προαίρεσιν καὶ δυσσέβειαν καὶ μέντοι
καὶ χαλεπὴν τοῦ βίου καταστροφὴν ὁ θεσπέσιος Νι-
κηφόρος διαῤῥήδην στηλιτεύων φάσκει·
(11) «Παρορᾷ Θεὸς καὶ ἦρξε καθ' ἡμῶν ἄνθρω-
πος· οὐκ οἶδα εἰ ἄνθρωπον λέγειν χρὴ, ἀλλὰ μὴ
θηρίον καὶ θηρίων ἀγριώτερόν τε καὶ πικρότερον.
Τί γὰρ τῆς συμφορᾶς ταύτης ἐλεεινότερον καὶ τῆς
δυστυχίας ἀθλιώτερον;

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, page 1033, line 36

τῶν μοναζόντων καὶ μέντοι καὶ τῶν εὐσεβῶν κο-


σμικῶν οὐκ ὀλίγοι, ὧν ὁ τάλας καὶ ἀλιτήριος τὰς
ὑπάρξεις ἀφελόμενος καὶ τοὺς μὲν δυσθανατώσας,
τοὺς δὲ μάστιξι πολυειδέσι παραδοὺς ἐξώρισεν (ὡς) μὴ πειθομένους
παντελῶς μήτε ταῖς
θωπείαις (αὐτοῦ) μήτε ταῖς ἀπειλαῖς τοῦ ἀλιτηρίου Θεοφίλου.
(4) Ἐν γοῦν τῇ αὐτοκρατορίᾳ Μιχαὴλ καὶ
Θεοδώρας τῆς αὐτοῦ μητρὸς Ἀποδείναρ ὁ Σαρακη-
νῶν φύλαρχος, ἐκ πολλῶν χρόνων ἑτοιμαζόμενος,
ἐν δυνάμει βαρείᾳ δρομώνων τετρακοσίων φοβε-
ρῶν καὶ καταπλήκτων ἤρχετο κατὰ τῆς θεοφρου-
ρήτου ΚΠ. Ἀλλὰ τοῦτον ἡ θεία δίκη διώλεσε,
πάντων τῶν πλοίων αὐτάνδρων συντριβέντων ἐν
τῷ ἀκρωτηρίῳ τῶν Κιβυῤῥαιωτῶν τῷ λεγο-
μένῳ 721 Χελιδονία, διασωθέντων ἐν Συρίᾳ ἑπτὰ
καὶ μόνων ἐξ αὐτῶν.
Ἕως ὧδε τὰ χρονικὰ Γεωργίου· ἀπὸ
τῶν ὧδε μόνον τοῦ Λογοθέτου.  

ΒΙΒΛΟΣ Εʹ.

Αʹ. Περὶ τῆς Βασιλείας Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας


τῆς αὐτοῦ μητρός.
(5) Τῇ δὲ αʹ Κυριακῇ τῶν ἁγίων Νηστειῶν,
47

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales (3047: 001)“Michaelis Glycae


annales”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Page 513, line 9

ἐτίθει. τίνος ἕνεκεν; ὅτι τοῦ αἰδοίου τηνικαῦτα στρεφομένου


τὰ οὖρα κατὰ τοῦ προσώπου ἐφέροντο. ἔλεγχος δὲ τούτου  
προφανὴς τῆς αὐτοῦ παρανομίας ἦν, ἣν ἐποίει τῇ ἰδίᾳ συνευ-
ναζόμενος ἀνεψιᾷ.
 Μετὰ δὲ τοῦτον Κωνσταντῖνος υἱὸς αὐτοῦ ἔτος ἕν· ἡ
γὰρ αὐτοῦ μητρυιὰ Μαρτῖνα σὺν αὐτῷ τῷ Πύρρῳ θανατη-
φόρον αὐτῷ κεραννύουσι φάρμακον. ὅθεν τοῦ Κωνσταντίνου
τὸν βίον, ὡς εἴρηται, καταλιμπάνοντος τῆς βασιλείας αὐτίκα
ἡ Μαρτῖνα ἐπιδράσσεται, καὶ μετ' αὐτῆς Ἡρακλωνᾶς ὁ παῖς
αὐτῆς. ἀλλ' ἐπ' ὀλίγον τοῦ κράτους ἀπογευσάμενοι τῇ θείᾳ
δίκῃ περιπίπτουσιν, ἄλλο κερδάναντες μηδὲν ἢ τὸ κακοὶ φα-
νῆναι· ῥῖνα μὲν γὰρ Ἡρακλωνᾶς, ἡ δὲ Μαρτῖνα γλῶτταν
ζημιωθέντες εἰς τὴν ὑπερορίαν ἤχθησαν. κατ' ἐκεῖνο δὲ και-
ροῦ ἐν Καθαργένῃ τῇ πόλει λοιμικῆς νόσου συμβάσης καὶ
πολλῶν θνησκόντων, στρατιώτης τις ἄσωτος λαβὼν τὴν ἰδίαν
γυναῖκα ἐξῆλθεν ἐν προαστείῳ, κἀκεῖσε τῇ τοῦ γεωργοῦ γυνῇ
περιπεσὼν ἐτελεύτησε. τῇ δὲ ἐπαύριον ψαλλόμενος φωνῇ
μεγάλῃ ἔκραξεν “ἐλεήσατέ με,” καὶ ἀναστὰς διηγήσατο πῶς
τε ὑπ' ἀγγέλων μέχρι τοῦ τῆς πορνείας τελωνίου ἐφέρετο,
καὶ ὅπως ἐκεῖθεν ὑπὸ δαιμόνων κατηνέχθη εἰς τὸν ᾅδην, καὶ
τίνων ἐκεῖσε γέγονε θεατής. κἀντεῦθεν ἑαυτὸν καὶ πολλοὺς

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales Page 531, line 11

ἐκαύθη σῶμα), ὁ δὲ λέγει κατὰ βυθοῦ ῥιφῆναι αὐτήν, θείᾳ


χάριτι περὶ τὴν Λέσβον νῆσον ἐπανασωθῆναι.
 Τότε δὴ τότε κακῶς οὕτω τοῦ Νικηφόρου τὰ τῆς βασι-
λείας διέποντος θρόος ἄτακτος παρὰ τῷ λαῷ καὶ στάσις ὅτι
πολλή. τότε καὶ Βαρδάνην τὸν στρατάρχην τὸ τῆς βασιλείας
κράτος ἐκβιάζουσιν ἀναδήσασθαι. ὅθεν καὶ τὸ τῆς τύχης
οὗτος ἄδηλον δεδιὼς διορατικῷ τινὶ προσέρχεται ἀνδρὶ τὰ
μέλλοντα μαθησόμενος, καὶ δὴ καὶ μεμάθηκεν ἀπλανῶς
πάντα τὰ συμβησόμενα. τὸν μέντοι Νικηφόρον, διάγε τὸ τὸν
μέγαν Θεόδωρον τὸν Στουδίτην ὑπερόριον ποιῆσαι τοῦ δικαίου
καὶ τῶν κανόνων ὑπερλαλοῦντα, ἡ θεία δίκη μετέρχεται·
48

κατὰ Βουλγάρων γὰρ ἐκστρατεύσας ἐν τῷ πολέμῳ πίπτει καὶ


τὴν κεφαλὴν ἀφαιρεῖται. τῷ παιδὶ Σταυρακίῳ τὰ σκῆπτρα
καταλιμπάνει. ἀλλὰ καὶ Σταυράκιος ἐκ μέσου τάχιον γίνε-
ται κατὰ ταύτην τὴν μάχην δορατότρωτος γεγονώς, κρατήσας
μῆνας δύο.
 Μετὰ δὲ τοῦτον κρατεῖ Μιχαὴλ ὁ Ῥαγγαβὲ ὁ ἐπὶ θυγατρὶ
Προκοπίᾳ τοῦ Νικηφόρου γαμβρός, ἔτη δʹ μῆνας θʹ, ὁ καὶ
βασιλείας ἄξιος· πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις καὶ τοὺς ἐν ἐξορίᾳ
ὄντας ἁγίους ἐπανεσώσατο. τοῦτον μέντοι τὸν Μιχαὴλ ἀρχὴν
ὁ Σκυλίτζης τοῦ χρονικοῦ αὐτοῦ ποιεῖται συντάγματος. ὁ  

Georgius Monachus Continuatus, Chronicon (continuatio) (redactio


A) (3051: 001)“Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon
Magister, Georgius Monachus”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1838;
Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Page 814, line 10

τὰ πλήθη τῶν μοναζόντων. καὶ μέντοι καὶ τῶν εὐσεβῶν κοσμι-  


κῶν οὐκ ὀλίγοι, ὧν ὁ τάλας καὶ ἀλιτήριος τυραννικῶς τὰς ὑπάρ-
ξεις ἀφελόμενος, καὶ τοὺς μὲν δυσθανατώσας, τοὺς δὲ μάστιξι
πολυειδέσι καὶ πολυτρόποις καὶ δειναῖς τιμωρίαις παραδοὺς ἐξώ-
ρισεν, ὡς μὴ πειθομένους παντελῶς μήτε ταῖς θωπείαις μήτε ταῖς
ἀπειλαῖς τοῦ ἀλιτηρίου Θεοφίλου.
 4. Ἐν γοῦν τῇ αὐτοκρατορίᾳ Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας τῆς
αὐτοῦ μητρὸς Ἀποδείναρ ὁ Σαρακηνῶν φύλαρχος ἐκ πολλῶν χρό-
νων ἑτοιμαζόμενος ἐν δυνάμει βαρείᾳ δρομώνων τετρακοσίων φο-
βερῶν καὶ καταπλήκτων ἤρχετο κατὰ τῆς θεοφρουρήτου Κωνσταν-
τινουπόλεως. ἀλλὰ τοῦτον ἡ θεία δίκη προφθάσασα διώλεσε,
πάντων τῶν πλοίων αὐτοῦ αὐτάνδρων συντριβέντων ἐν τῷ ἀκρω-
τηρίῳ τῶν Κιβυρραιωτῶν τῷ λεγομένῳ Χελιδονία, διασωθέντων
εἰς Συρίαν ἑπτὰ καὶ μόνων ἐξ αὐτῶν.
 5. Τῇ δὲ κυριακῇ τῶν ἁγίων νηστειῶν, μετὰ τὸ γενέσθαι
τὴν ὀρθοδοξίαν, ἀπέστειλε Θεόκτιστον τὸν λογοθέτην ἐν Κρήτῃ.
ὃς ἀπελθὼν μετὰ πολλοῦ πλήθους καὶ στόλου μεγάλου σφόδρα
μὲν ἐπτόησε τοὺς Ἀγαρηνούς, ἀδυνατοῦντας ἔτι πρὸς τὴν στρα-  
τείαν ἐκείνου ἀνταγωνίζεσθαι, σφοδρότερον δὲ καὶ αὐτὸς ἐπτοήθη
καὶ τὴν φυγαδείαν ἠσπάσατο, τὴν Αὐγοῦσταν μαθὼν ὡς ἄλλον
βασιλέα προεχειρίσατο, ὅπερ μέθοδος Σαρακηνῶν καὶ δωροληψία

Συμεών Λογοθέτης. Chronicon (sub nomine Leonis Grammatici vel


Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub titulo
49

Epitome fort. sub auctore Trajano Patricio) (3070: 001)


“Leonis Grammatici chronographia”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1842;
Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Page 51, line 20

ὁ τοῦ ἐπιφανοῦς υἱός, ἐβασίλευσεν ἔτη λεʹ. ἐπὶ τούτου Ἀν-


τίοχος ὁ ἐπιφανὴς τοὺς Μακκαβαίους μὴ βουλομένους μιαρο-
φαγεῖν ἐκόλαζεν.
 Ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ φιλομήτορος ἱεράτευον Ἰουδαίοις
Ὑρκανὸς καὶ Ἀριστόβουλος, καὶ Ὑρκανῷ μὲν συνεμάχει τὸ
δημοτικόν, Ἀριστοβούλῳ δὲ οἱ ἱερεῖς. ἦν δέ τις Ὀνίας ὀνό-
ματι εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἐκ τῶν ἱερέων, ὃς καὶ ἀνομβρίαν
ἔλυσεν εὐξάμενος. τοῦτον ἠνάγκασεν εὔξασθαι περὶ νίκης·
ὁ δὲ ηὔξατο λέγων “θεὲ δέσποτα, μήτε τῷ δήμῳ κατὰ τῶν
ἱερέων σου μήτε τοῖς ἱερεῦσι κατὰ τοῦ δήμου σου βοηθήσῃς.”
τοῦτον δὲ εὐθέως ἐλίθασαν. καὶ παρευθὺ ἡ θεία δίκη τού-
τους μετελθοῦσα ἐπήγαγε κατ' αὐτῶν Πομπήϊον Ῥωμαίων
στρατηγὸν ὃς καὶ τὴν πόλιν ἐπόρθησε, καὶ εἰσελθὼν εἰς τὰ
ἅγια τῶν ἁγίων δι' εὐσέβειαν οὐδενὸς τῶν ἱερῶν σκευῶν  
ἥψατο, καίπερ πολλῶν χρημάτων ὄντων, ἀλλὰ καθᾶραι τὸ
ἱερὸν καὶ τὰς θυσίας ἐπιτελεῖν προσέταξεν. ἔπεμψε δὲ Ἀρι-
στόβουλος δῶρον Πομπηΐῳ ἄμπελον χρυσῆν διακοσίων τα-
λάντων ἐγχειρισθεὶς τὴν ἱερατείαν καὶ ἐπικράτειαν τῶν
Ἰουδαίων.

Συμεών Λογοθέτης. Chronicon (sub nomine Leonis Grammatici el


Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t
Page 174, line 8

δὲ τὰ κατ' αὐτὸν ὦδέ πη. Ἀράβων ἀρχηγὸς ὑπῆρχεν Ἡζίθ,


δύο δέ τινες θεομάχοι Ἑβραίων παῖδες, ὡς δῆθεν ἀστρολο-
γικὴν ἐπιστήμην μεταδιώκοντες, καταλαμβάνουσι τὴν τῶν Ἀρά-  
βων βασιλικὴν αὐλήν, καὶ καταμηνύοντα τῶν Ἡζίθ, καὶ τοῦ-
τον χρησμῳδίαν πολυζωίας μυοῦνται, εἴγε τὴν θεανδρικὴν
τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θεοτόκου μητρὸς
ἐκ πάντων τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ὑπ' αὐτὸν οὐσῶν ἀπαλείψειεν.
καὶ δὴ ὁ φιλόζωος ὑπακούσας τῇ συμβουλῇ τῶν ἀπατεώνων
πάσας τὰς ἐκκλησίας τὰς οὔσας ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτοῦ διεσάλευ-
σεν. ἀλλ' ἀπατηθεὶς ὁ δείλαιος εὗρεν ἄξια τὰ ἐπίχειρα τῆς
ἀνοίας· μετῆλθε γὰρ αὐτὸν ἡ θεία δίκη, οὔπω διελθόντος
ἑνὸς ἐνιαυτοῦ. οὗ ὁ υἱὸς διαδεξάμενος τὴν ἡγεμονίαν ὡς
ψευδομάντεις αὐτοὺς ἠβουλήθη ἀποκτεῖναι· μαθόντες δὲ οὗ-
τοι ἀνέκαμψαν ἐν τοῖς Ἰσαυρικοῖς μέρεσιν. εἰς πηγὴν δέ τινα
50

ἀναψυχόντων αὐτῶν, ἰδοὺ οὗτος ὁ Λέων νεανίσκος ἔτι ὤν,


καλὸς τῷ εἴδει καὶ εὐμήκης τῷ σώματι, βάναυσος τὴν τέχ-
νην, ἐξ αὐτοῦ τὴν ζωὴν ποριζόμενος, τοῖς ὑποζυγίοις περιτι-
θεὶς φόρτον καὶ ἀπεμπολῶν διέζη πτωχικῶς· καὶ δὴ ἐκ τοῦ
ὑποζυγίου τότε φόρτον περιελόμενος ἐκάθισε καὶ αὐτὸς ἐπὶ
τῇ πηγῇ ὡς ἀριστήσων. εἶτα οἱ τῶν ἐγγαστριμύθων μύσται
μυοῦνται αὐτὸν τοῦ κατάρξαι τῆς Ῥωμαϊκῆς βασιλείας τῶν

Nicolaus I Mysticus Theol., Epist., Epistulae (3100: 001)


“Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters”, Ed. Jenkins, R.J.H.,
Westerink, L.G.Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1973; Corpus
Fontium Historiae Byzantinae 6.Epistle 24, line 48

ψυχικῆς φροντίζων καὶ σωτηρίας καὶ τῆς ἐν τῇ μελλούσῃ βιοτῇ ἀνα-


παύσεως) «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ καὶ
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;» Τίς δὲ ἀμφιβάλλει, θεοτίμητέ μου υἱέ, ὅτι
ἀδελφὸς ἀδελφὸν ἀποκτείνας οὐ ζημιοῦται τὴν οἰκείαν ψυχήν; Ἐνθυμή-  
θητι οὖν τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα Βουλγάρων καὶ Ῥωμαίων, καὶ ὅσοι
ἀδελφοὶ ἐξ ἑκατέρου γένους ὑπὸ ἀδελφικῆς ἐσφάγησαν δεξιᾶς.
 Καὶ τούτων οἴδαμεν ὡς ἑαυτὸν ἔξω ποιεῖς αἰτίας, καὶ λέγεις ἄλ-
λους ἄρξαι τῶν τοσούτων κακῶν· καὶ ἀληθῆ λέγεις καὶ ἡμεῖς ὁμολογοῦ-
μεν ὡς ἀνθρώπων ἀφροσύνη τῶν κατὰ καιροὺς εἰς τοῦτο συνελαθέντων
ὑπὸ τοῦ δαίμονος παρέσχε τοῦ πολέμου τὴν αἰτίαν. Ἀλλ' ἐκείνους μὲν ἡ
θεία δίκη δικάσασα ὡς ἐβούλετο τῶν πεπραγμένων ἀπῄτησε τὴν ποινήν,
σοὶ δὲ παρέσχετο πολλαπλασίονα ὧν ἔπαθες ἀντιδρᾶσαι αὐτούς. Ἀρκε-
σθῶμεν, τέκνον ἡμῶν, τοῖς μέχρι τοῦ νῦν εἰς κοινὴν βλάβην
διαπεπραγμέ-
νοις. Οὐ κατὰ ἀσεβῶν ὁπλίζῃ, οὐ κατ' ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χρι-
στοῦ, οὐ κατ' ἐθνῶν μὴ εἰδότων τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ πατέρων,
κατὰ ἀδελφῶν, ἁπλῶς κατὰ συγγενείας, ἣν οὐ σὰρξ καὶ αἷμα, ἀλλὰ τὸ
πανάγιον πνεῦμα ἥνωσε τοῦ θεοῦ. Ἕως πότε χορεύειν τῷ διαβόλῳ καὶ
τοῖς αὐτοῦ παρέξομεν δαίμοσιν; Οὐκ ἀγνοεῖς δὲ ὅτι χορείαν ἐκεῖνος
συνίστησιν ἐπὶ τῇ τῶν Χριστιανῶν πρὸς ἀλλήλους ἐκπολεμώσει καὶ τῇ
τῶν αἱμάτων αὐτῶν ὑπ' ἀλλήλων γινομένῃ χύσει· καὶ σιγῶ τὰ λοιπά,
τῶν ἐκκλησιῶν τὴν ἀπώλειαν, τῶν μοναζόντων τὸν σκεδασμόν,

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1–12) (3135:


001)“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf,
L.Leipzig: Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Vol. 3, page 152, line 16

χρυσῷ σε δεῖ καὶ σιδήρῳ περιφράξαι σαυτόν, κατὰ


51

μὲν τῶν λυπούντων κεχρημένον σιδήρῳ, τοὺς δέ γε


θεραπεύοντας χρυσῷ ἀμειβόμενον.” ὃς πρῶτος, ὡς
λέγεται, τῆς οἰκείας ταύτης ἀπώνατο συμβουλῆς,
μετ' οὐ πολὺ τοῦ σιδήρου πειραθείς.
 Οὗτος ὁ αὐτοκράτωρ πρότερον μὲν τοῖς τὸν Χρι-
στὸν σεβομένοις ἐπιεικῶς προσεφέρετο, προϊόντος δέ
οἱ τοῦ χρόνου τῆς αὐταρχίας ἠλλοίωτο, καὶ διωγμὸν
ἐγεῖραι κατὰ τῶν πιστῶν καὶ αὐτὸς ἐβουλεύσατο,
καὶ ἤδη καὶ διατάγματα συνεγράφετο. ἀλλ' ἐπέσχεν
ἡ θεία δίκη τὴν κατὰ τῶν σεβομένων Ἰησοῦν τὸν
Χριστὸν ὁρμὴν τῆς κακίας αὐτοῦ, ὑποτεμοῦσα τὴν
ἐκείνου ζωήν.
 Ἀλλὰ μήπω περὶ τοῦ τέλους αὐτοῦ, τὰ δ' ἐν τῇ
αὐταρχίᾳ αὐτῷ πραχθέντα διηγητέον. στρατηγικώ-
τατος γὰρ ὢν πολλοὺς πολέμους ἐνίκησε. τούς τε
γὰρ Παλμυρηνοὺς ἐχειρώσατο, καὶ τὴν αὐτῶν βασί-
λισσαν Ζηνοβίαν κρατήσασαν καὶ Αἰγύπτου καὶ τὸν
ἐκεῖ τότε στρατηγοῦντα Πρόβον ἑλοῦσαν αὐτὸς κατ'
αὐτῆς στρατεύσας κατεπολέμησε καὶ ὑπέταξεν. ἣν
ἔνιοι μὲν εἰς Ῥώμην ἀπαχθῆναί φασι καὶ ἀνδρὶ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 13–18) (3135:


002)“Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri xviii, vol. 3”, Ed.
Büttner–Wobst, T.Bonn: Weber, 1897; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Page 96, line 13

πατρός. καὶ πάλιν, ἵνα τὰ ἐν μέσῳ παρῶ, πείθει τὸν γαμέτην,


ἕλκουσα τοῦτον ὥσπερ ἐκ φορβειᾶς, ὑπερορίαν τοῦ ἁγίου κατα-
ψηφίσασθαι. καὶ ὁ μὲν τῆς ἐκκλησίας ἐξώσθη τυραννικῶς καὶ
εἰς χώρας ἀπήγετο ἐπικινδύνους καὶ εἰς πορρωτάτω κειμένας
ἐσχατιάς, πολλῶν πειραθεὶς κατὰ τὴν ὁδὸν δυσχερῶν, ἃ τῆς
ἐκείνου χρυσέας γλώττης ἐν ἐπιστολαῖς ἔξεστιν ἀκούειν διηγου-
μένης. καταντήσας δ' εἰς Κουκουσὸν κἀκεῖθεν εἰς Πιτυοῦντα
ἀπαγόμενος, ἐν Κομάνοις γενόμενος ἐκεῖ τὴν ζωὴν ἐξεμέτρησεν,
ἐτῶν γεγονὼς δύο τε καὶ πεντήκοντα, ἀρχιερατεύσας τῆς βασι-
λίδος τῶν πόλεων ἔτη πέντε πρὸς τῷ ἡμίσει. οὐκ ἐπενύσταξε
μέντοι ἡ θεία δίκη, ἀλλὰ ταχέως μετῆλθε τὴν τριτάλαιναν ἐκεί-
νην βασίλισσαν. οὔπω γὰρ τρεῖς παρῆλθον μῆνες μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ Χρυσοστόμου πατρὸς καὶ βιαίῳ περιπέπτωκε μόρῳ.
κυούσης γὰρ τὸ ἔμβρυον τέθνηκε, καὶ ὠδῖνες ἐκείνην συνεῖχον
δριμεῖαι· σαπέντος δ' ἔνδον ἐκείνου καὶ ἡ νηδὺς τῆς βασιλίσσης  
μετέσχε τῆς σήψεως, καὶ οὕτως ἀθλίως μετήλλαξε τὴν ζωήν.
52

τοῦ μέντοι χρυσορρήμονος ἐκείνου πατρὸς ἐκβληθέντος τῆς


ἐκκλησίας ἀντεισάγεταί τις Ἀρσάκιος καὶ ἐπὶ δύο ἐπισκοπήσας
ἐνιαυτοὺς θνήσκει· μεθ' ὃν κεχειροτόνητο Ἀττικός.
 Τῆς δὲ Εὐδοξίας προτεθνηκυίας τοῦ ὁμευνέτου καὶ αὐτο-
κράτορος, καὶ αὐτὸς οὐ μετὰ μακρὸν ἐπαπῆλθεν αὐτῇ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 13-18)


Page 258, line 7

τινα εἰς πατριάρχην ἑαυτῷ ὁμόφρονα προχειρίζεται. τοῦ δ'


οὖν οὕτω φρονῆσαι τὸν Λέοντα καὶ εἰς τοῦτο προελθεῖν ἀσε-
βείας ἥκω τὴν αἰτίαν ἐρῶν.
 Ἰζὶθ τῶν Ἀράβων ἄρτι γέγονεν ἀρχηγός· καὶ τούτῳ προς-  
ίασιν Ἐβραῖοι δύο τὸ ἐπιτήδευμα γόητες, οἱ δὲ ἀστρολογίαν
ἔλεγον μετιέναι κἀντεῦθεν εἰδέναι τὰ μέλλοντα, καὶ τῷ Ἄραβι
τὴν ἀρχὴν ἐπηγγέλλοντο καὶ τὴν ζωὴν πολυχρόνιον, εἰ τῶν
ἐκκλησιῶν τῶν χριστωνύμων τὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς αὐτὸν
τεκούσης ἐκβαλεῖ τὰ ἐκτυπώματα. καὶ ὁ βάρβαρος οὐκ ἠμέλ-
λησεν, ἀλλ' ἐκ πάντων τῶν ἐν τῇ ὑπ' αὐτὸν τελούσῃ χώρᾳ
ναῶν τὰς σεπτὰς εἰκόνας ἠφάνισε. καὶ ἡ θεία δίκη τοῦτον
μετῆλθεν οὐκ εἰς μακράν. οὔπω γὰρ παρῆλθεν ἐνιαυτὸς καὶ
ὁ δείλαιος τὴν ζωὴν ἐζημίωτο. ὁ δὲ τούτου παῖς τῆς ἀρχῆς
διάδοχος γεγονὼς τοὺς ψευδομάντεις ἐκείνους ἐζήτει, τῆς εἰς
τὸν τεκόντα ἀπάτης τίσασθαι προθυμούμενος. ἀλλ' ἔφθησαν
ἐκεῖνοι φυγεῖν ἐκεῖθεν καὶ εἰς Ἰσαυρίαν κατήντησαν. ἔνθα
περιτυχόντες τούτῳ τῷ Λέοντι, νεανίᾳ τυγχάνοντι, βαναύσῳ
τὸ ἐπιτήδευμα, τὴν τῶν Ῥωμαίων προμαντεύονται βασιλείαν.
τοῦ δὲ πρὸς τὴν οἰκείαν ἀφορῶντος τύχην, ἀφεστηκυῖαν πάνυ
που πόρρω τοιαύτης ἀρχῆς, καὶ τοῖς ἐκείνων διαπιστοῦντος
χρησμοῖς, ἐκεῖνοι συμβήσεσθαι τὴν πρόρρησιν ἀπισχυρίζοντο

Joel Chronogr., Chronographia compendiaria (3140: 001)


“Ioelis chronographia compendiaria”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Page 12, line 11

αὐτοῦ “σπάσαι τὴν ῥομφαίαν σου καὶ θανάτωσόν με, μή ποτε


εἴπωσιν ὅτι γυνὴ αὐτὸν ἀπέκτεινεν.” καὶ οὕτως ἀνεῖλεν αὐτὸν
τὸ παιδίον.
 Μετὰ δὲ Ἀβιμέλεχ ἔκρινε Θολὰ ἔτη κγʹ, μετὰ δὲ Θολὰ
Ἰεφθάε ἔτη ϛʹ, μετὰ δὲ Ἰεφθάε Ἀβεσὰ ἔτη ζʹ, μετὰ δὲ Ἀβεσὰ
53

Ἐλὼμ ἔτη ιʹ, μετὰ δὲ Ἐλὼμ Σαμψὼν ἔτη κʹ, ἐφ' οὗ καὶ Ἡρα-
κλῆς ὁ παρ' Ἕλλησι διαβόητος ἐγνωρίζετο.
 Μετὰ δὲ Σαμψὼν ἐγένετο ἀναρχία ἔτη μʹ.
 Μετὰ δὲ τοὺς κριτὰς ἔκρινε τὸν λαὸν ἀρχιερεὺς Ἠλεὶ ἔτη κʹ,
καὶ τῇ παροινίᾳ καὶ ἀταξίᾳ τῶν υἱῶν αὐτοῦ Ὀφνεὶ καὶ Φινεὲς τῇ
ἐπὶ τῶν θυσιῶν ἐπῆλθεν αὐτοῖς ἡ θεία δίκη· οἱ μὲν γὰρ ἐν τῷ
πολέμῳ δεινῶς ἀνῃρέθησαν, ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ δίφρου πεσὼν ὀπισθίως
καὶ τὸν νῶτον συντριβεὶς ἀπέθανεν ἐτῶν ϙʹ.
 Μετὰ δὲ Ἠλεὶ Σαμουὴλ ὁ προφήτης καὶ ἱερεὺς ἔτη λʹ. καὶ
συναθροίζεται ὁ λαὸς πρὸς αὐτὸν εἰς Ἀρμαθαὶμ αἰτούμενος βασι-
λέα. τῷ δὲ σφόδρα λυπηθέντι εἶπεν ὁ θεός “ἄκουσον τῆς φωνῆς
τοῦ λαοῦ, ὅτι οὐ σὲ ἐξουδενώσουσιν ἀλλ' ἐμέ, τοῦ μὴ βασιλεύειν
ἐπ' αὐτῶν.” καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς τὸν Σαοὺλ ἐκ φυλῆς Βενιαμίν,
χρίσας αὐτὸν εἰς βασιλέα.
 Μετὰ οὖν Σαμουὴλ ἐβασίλευσε Σαοὺλ ἔτη μʹ, ὃς τολμήσας
πρότερον μὲν θυμιᾶσαι τῷ θεῷ, εἶτα παραβὰς τὴν ἐντολὴν τοῦ

Joel Chronogr., Chronographia compendiaria Page 35, line 18

ὑπὸ Καρίνου.
 Μετὰ δὲ Κάρον ἐβασίλευσε Καρῖνος υἱὸς αὐτοῦ ἔτη βʹ, καὶ
ἐσφάγη ὑπὸ Νουμεριανοῦ.
 Μετὰ δὲ Καρῖνον ἐβασίλευσε Νουμεριανὸς ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ
ἔτος αʹ, καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ Περσῶν ἐξεδάρη ἔτι ζῶν.
 Μετὰ δὲ Νουμεριανὸν ἐβασίλευσεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ Διοκλητια-
νὸς καὶ Μαξιμιανὸς ὁ γαμβρὸς αὐτοῦ ἔτη κβʹ. ὑφ' ὧν μέγας
διωγμὸς κατὰ Χριστιανῶν ἐκινήθη, ὅτε καὶ Πέτρος Ἀλεξανδρείας
καὶ Ἄνθιμος Νικομηδείας καὶ Προκόπιος καὶ Θεόδωρος οἱ ἀοίδι-
μοι ἐμαρτύρησαν καὶ ἕτεροι πλεῖστοι, καὶ Σαβάτιος ὁ τὴν αἵρεσιν
τῶν Τεσσαρεσκαιδεκατιτῶν κρατύνας ἐγνωρίζετο. οὓς ἡ θεία δίκη
ἐνδίκως μετελθοῦσα δικαίως ἐξέκοψεν· καὶ ὁ μὲν Διοκλητιανὸς
τῆς γλώττης αὐτοῦ σαπείσης μετὰ τοῦ φάρυγγος, καὶ πλῆθος
σκωλήκων ἀναβράσας, κακῶς καὶ βιαίως ἀπέρρηξε τὴν ζωήν, ὁ
δὲ Μαξιμιανὸς ἀπήγξατο.
 Μετὰ δὲ Διοκλητιανὸν καὶ Μαξιμιανὸν ἐβασίλευσε κατὰ
τοὺς αὐτοὺς χρόνους Κωνστάντιος καὶ Σεβῆρος, Μαξιμῖνος καὶ  
Μαξέντιος. καὶ ὁ μὲν Κωνστάντιος σὺν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Κωνσταν-
τίνῳ τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Βρεττανίας ἐκράτησαν, ὁ δὲ Σεβῆρος
καὶ Μαξέντιος τῆς Ῥώμης, ὁ δὲ Μαξιμῖνος τῆς ἑῴας, ὃς πολλὰ
μιαρὰ καὶ ἄτοπα διαπραξάμενος διωγμὸν ἀπηνῆ καὶ ἀπάνθρωπον
54

Joel Chronogr., Chronographia compendiaria Page 54, line 5

αʹ καὶ μῆνας βʹ.  Μετὰ δὲ Σταυράκιον ἐβασίλευσεν ὁ εὐσεβέστατος


Μιχαὴλ καὶ γαμβρὸς αὐτοῦ, ᾧ Ῥαγγαβὲ ἦν ἡ προσηγορία, ἔτος αʹ καὶ
μῆνας θʹ, στεφθεὶς ὑπὸ Νικηφόρου πατριάρχου.
 Μετὰ δὲ Μιχαὴλ ἐβασίλευσε Λέων ὁ Ἀρμένιος, ὁ καὶ πα-
ραβάτης γεγονὼς ὕστερον, ἔτη ζʹ καὶ μῆνας εʹ, στεφθεὶς ὑπὸ Νι-  
κηφόρου πατριάρχου, βεβαιώσας πρότερον ἐγγράφως περὶ τῆς
ἑαυτοῦ ὀρθοδοξίας, ἣν ὕστερον ἀθετήσας καὶ κατὰ τῶν ἁγίων
εἰκόνων λυττήσας ὁ παμβέβηλος τόν τε ἁγιώτατον Νικηφόρον
ἐξώρισεν καὶ πολλοὺς ἄλλους τῶν τῆς εὐσεβείας προμάχων μυρίοις
δεινοῖς περιέβαλεν. ὃν ἡ θεία δίκη μετῆλθεν κατὰ τὴν ἑορτὴν
τῶν γενεθλίων τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἔνδον τοῦ ναοῦ μεληδὸν κατα-
κοπέντα καὶ οὕτω τὴν ἀνόσιον αὐτοῦ καὶ ἀθλίαν ψυχὴν ἀπορ-
ρήξαντα.
 Μετὰ δὲ ταῦτα ἐβασίλευσε Μιχαὴλ ὁ Ἀμορραῖος ἔτη ηʹ καὶ
μῆνας θʹ, ἔστεψε δὲ καὶ τὸν υἱὸν αὑτοῦ Θεόφιλον· ὃς ὕστερον
ἐκ δυσουρίας καὶ τῆς τῶν νεφρῶν ἀλγηδόνος κακῶς ἀπηλλάγη τοῦ
ζῆν. ἔσχε δὲ τὴν ἀρχὴν ἀντ' αὐτοῦ Θεόφιλος ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ
τῆς μητρὸς αὐτοῦ Εὐφροσύνης.
 Μετὰ οὖν Μιχαὴλ ἐβασίλευσε Θεόφιλος ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ
νέος Βαλτάσαρ, τῶν ἁγίων ὑβριστὴς καὶ καθαιρέτης καὶ βέβηλος,

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) (3142: 001)
“Georges Pachymérès. Relations historiques, 2 vols.”, Ed. Failler, A.,
Laurent, V.
Paris: Les Belles Lettres, 1984; Corpus fontium historiae Byzantinae
24.1–2. Series Parisiensis.
Page 181, line 14

καὶ ὡς κατὰ τὴν Χρυσέαν πύλην εἰσελθεῖν μέλλοι καὶ ὡς τὸ καὶ τὸ ἐκεῖσε

μεγαλυνόμενος ἐκτελέσειεν – , αὐτίκα τούτοις ὥσπερ σειρῆσι τὸ παιδίον


θελγόμενον κατεσίγα καί πως μαλακῶς καὶ ἡδέως κατεκοιμίζετο. Οὕτως
ἦσαν αἱ αὐτάδελφαι τῷ βασιλεῖ καὶ πάλαι μὲν εἰς προμήθειαν τὴν
προσήκου-
σαν καὶ τότε δὲ πολυωροῦσαί τε καὶ κηδεύουσαι, ὑφ' αἷς λιπαρούσαις μὲν

πολλά τισιν εἰς εὐεργεσίας ἔπραττε, συμβουλευούσαις δὲ προσεῖχε καὶ


συγκατήνυε. Λέγεται δὲ καὶ ὡς βουλῇ σφῶν, καὶ μᾶλλον τῆς Εὐλογίας
– θατέρα γὰρ περὶ τὰ πλεῖστα μαλακώτερον εἶχεν – , ἰδιωτεύειν τὸν
55

Ἰωάννην
αἱροῖτο.
κδʹ. Τὰ κατὰ τὸν χαλυφᾶν καὶ τοὺς Πέρσας ὅπως Τοχάροις ὑπετάγησαν.
 Τηνικαῦτα καὶ τῶν Τοχάρων, οὓς ἡ κοινὴ Ἀταρίους λέγει συνήθεια,
δίκην
συρρευσάντων χειμάρρου κατὰ Περσίδος, ὁ μὲν χαλυφᾶς χρυσοῖς παρ'
ἐκείνων ψωμιζόμενος ἐτελεύτα, οὐ μᾶλλον κατὰ χρείαν σφαγῆς ἢ κατὰ
χλεύην, ὡς ἐξὸν τὸν χρυσὸν ἐκχέειν καὶ νικᾶν τὸν ἐχθρόν, ὁ δ' ἠγάπα
πλέον
ἐκεῖνον ἢ ἑαυτόν, ὡς καὶ χρυσοτραγήσων ἄντικρυς. Καὶ ὁ μὲν οὕτως κατ'

οἰκείαν κρίσιν δῆθεν ἐπνίγετο, τὰ δὲ τῆς Περσίδος ἤδη ἐνόσει καὶ κακῶς
εἶχεν, ὡς μηδὲ δίχα φόβου καὶ αὐτὸν τὸν σουλτὰν Ἀζατίνην ἐᾶσθαι.
Κατωρ-
ρώδουν γὰρ τὸ ἔθνος οἱ Πέρσαι καὶ κατημέλουν, ζητοῦντες καθ' αὑτὸν
ὡς
εἶχεν ἕκαστος σῴζεσθαι. Καὶ τὰ κατὰ τὴν ἀρχὴν δὲ τῆς Περσίδος
ἐκλυδωνίζετο, τῶν σατραπῶν ἐπανισταμένων, ὥστε καὶ δύο τῶν
μεγιστάνων
ἐκεῖθεν προσχωρῆσαι τῷ βασιλεῖ, τὸν σουλτάν, ὡς βλακικῶς διῆγε καὶ
κατ'  

Ephraem Hist., Poeta, Chronicon (3170: 001)“Ephraemius”, Ed.


Bekker, I.Bonn: Weber, 1840; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Line 292

Μαξιμῖνος δὲ δυσχερὴς ὑπηκόοις,


γυναικομανής, μοιχικός, κοινὴ λύμη,
χριστωνύμοις δὲ δυσχερέστατος λίαν,  
πανωλεθρίαν τῶνδε φεῦ κατακρίνας.
κοινωνὸν οὗτος τοῦ κράτους προσλαμβάνει
Λικίνιον, Κώνσταντος αἰσχρὸν νυμφίον,
κακόν τι τερμέρειον, εὐσεβῶν φθόρον·
καὶ Μαξέντιος ἦν ἴσος τούτοις τρόπους,
καὶ χριστομάχος καὶ μιαιφόνος πλέον·
τριὰς ἐναγὴς εὐσεβῶν ἀναιρέτις,
ἥνπερ μετῆλθεν ἐνδίκως θεία δίκη.

Κωνσταντῖνος ἔτη λβʹ.


56

Ὁ τοίνυν Κώνστας τῷ γόνῳ Κωνσταντίνῳ


βίον τελευτῶν καταλείπει τὸ κράτος,
ὃν ἐξ Ἑλένης ἔσχε τῶν πρόσθεν γάμων·
οὗ χάριν εἰπεῖν οὐ περίεργον τάχα
κλύουσι προσγένοιτ' ἂν εὐεπηβόλως,
ὅπως τε διίθυνεν ἀρχῆς τὸ σκάφος
καὶ προσδραμεῖν ὑπῆρξε Χριστῷ δεσπότῃ.
ἀρχὴν μὲν οὗτος πατρόθεν δεδεγμένος
διεῖπε καλῶς συνέσει στρατηγίαις,

Anonymus De Scientia Politica Hist., De scientia politica dialogus


(olim sub auctore Petro Patricio) (e cod. Vat. gr. 1298) (3185: 001)
“Menae patricii cum Thoma referendario de scientia politica dialogus”,
Ed. Mazzucchi, C.M.Milan: Università Cattolica del Sacro Cuore, 1982.
Page 25, line 7

ἀνθρώποις πρεπόντως ἂν οἰκονομοῖτο. Σαφέστερον – ὦ Μηνόδωρε –


φαθὶ ὃ λέγεις εὐσεβείας τε̣ πέρι καὶ δικαίου, νομίμου τε καὶ πρέποντος.
 Νόμιμον μὲν οἶμαι – ὦ Θωμάσιε – τὸ μηδένα πολιτῶν αὐτο-  
νομίᾳ χρώμενον, ἀκόντων τῶν ἄλλων ἢ καὶ ἀγνοούντων, ἢ βίᾳ
ἐγχειροῦντα, ἢἀπάτῃ μηχανώμενον, ἢ πειθοῖ εὐην̣ίους ἐπα-
γόμενον ἢ φόβῳ προαναστέλλοντα οἰκειοῦσθαι τὴν ἀρχήν, ὃς δὴ
τυράννου τρόπος καὶ οὐ πολιτικὸς ἂν εἴη νόμος, ἀλλ' ὑπὸ τῶν
πολιτῶν προσαγομένην τε καὶ οἷον ἐπιτιθεμένην δέχεσθαι τὴν
βασιλείαν̣, ἄχθοσ̣ μέν οἱ αὐτῷ τὸ τοιόνδε κατ' αὐτὸ καὶ λει-
τουργία̣ν οὐκ ἀνεύθυνον̣ παρά γε τῇ θείᾳ δίκῃ ἴσως δὲ καὶ ἐν ἀν-
θρώποις δεικνυμένην ἡγούμενον, σωτηρίας δὲ μᾶλλο(ν) ἕνε-
κα τῶν πολιτῶν ὅμως καταδεχόμενον, οὐχ αὑτῷ μᾶλλον ζή-
σοντα ἢ ἐκείνοισ̣. εὖ γὰρ τὴν βασιλείαν ὡρίσατο Πλάτων μὲν οὐ
τῷ ἔχοντι, ἀλλὰ τοῖς ἀρχομένοις εἶναι συμφέρον, Κικέρων δὲ
τοῦ ἔχοντος ἴδιον μὲν πόνο(ν) ἀλλοτρίας δὲ φροντίδα σωτη-
ρίας· νόμιμον μὲν τόδε εἶναί φημι καὶ οὕτω γιγνόμενον. δίκαιον
δὲ τῇ μ̣ὲν γνώμῃ τῶν βασιλευομένων, τῶν δὲ ἀρίστων γίγνε-
σθαι βουλῇ. εὐσεβὲς δὲ τῷ θείῳ ἀναθεμένους τὸ ὅλον παρ' αὐ-
τοῦ διδόμενον, ὡς ἐρρήθη, δέχεσθαι τὸ ἐν ἀνθρώποις θεῖον.
ταῦτα δὲ ο̣ὕ̣τω γιγνόμενα πρεπόντως, οἶμαι, ἂν γίγνοιτο.

Simplicius Phil., Commentarius in Epicteti enchiridion (4013: 006)


“Theophrasti characteres”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1842.
Page 80, line 21
57

ἂν παρῆλθον εἰς τὰ ὄντα αἱ ἀρεταὶ αἱ ἀνθρώπιναι, οὐδὲ


τὸ εἶδος ὅλως τοῦ ἀνθρώπου.
 Ὥστε, κἂν ὑπὸ θεοῦ λέγῃ τις παραχθῆναι τὴν πα-
ρατροπὴν ταύτην, καθόσον ἀναγκαία ἐστὶ πρὸς τὴν τῶν
τοσούτων ἀγαθῶν τῶν παρατρέπεσθαι πεφυκότων ὑπό-
στασιν, οὐκ ἂν κακοῦ λέγειν αἴτιον αὐτὸν νομίζοιτο δι-
καίως. Καὶ γὰρ τὸν ἰατρὸν σήποντα τὰ ἀποστήματα,
καὶ τέμνοντα τὸ σῶμα, καὶ καίοντα καὶ ἀποκόπτοντα τὰ
μόρια, οὐδεὶς νόσου λέγει ποιητικὸν, ἀλλ' ὑγιείας· ἐπειδὴ
ἀδύνατον ἦν χωρὶς τούτων ἐκείνους ὑγιασθῆναι τοὺς
ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ἡ θεία δίκη τὸ τιμωρὸν εἶδος
τῆς δικαιώσεως, τὸ ἐπιτρίβον καὶ αὖξον τὰ πάθη τῆς
ψυχῆς, μέχρι τινὸς τοιούτου ἐπάγει, διὰ τὸ μὴ δύνα-
σθαι ἄλλως ἰαθῆναι, εἰ μὴ ἐνεργήσει πρῶτον, ἢ πολ-
λάκις ἐνίοτε, κατὰ τὴν μανιώδη ἑαυτῆς ὄρεξιν. Διὸ καὶ
οἱ παιδαγωγοῦντες καλῶς οὐ μέχρι παντὸς ἐναντιοῦνται
ταῖς τῶν παίδων ὀρέξεσιν, ἀλλ' ἐνδιδόασι πολλάκις, καὶ
συνεργοῦσιν ἐνίοτε· ὡς μὴ δυναμένης τῆς ψυχῆς ἐκεί-
νης ἐξεμέσαι τελέως τὰ τοιαῦτα πάθη, εἰ μὴ ἐνεργήσει
ποτὲ κατ' αὐτὰ, καὶ κορεσθῇ τῆς ἐνεργείας. Καὶ οὔτε
τὸν παιδαγωγὸν τοῦτον, οὔτε τὴν θείαν δίκην κακοῦ

Φώτιος. Bibliotheca (4040: 001)


“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry, R.Paris: Les Belles Lettres,
1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977.
Codex 88, Bekker page 66b, line 13

σεος, ἓξ ἥμισυ δῆλον ὅτι ἔτεσι ταύτης συγκροτουμένης.


Φησὶ δὲ καθαιρεθῆναι μὲν Ἄρειον καὶ ἀναθέματι καθυπο-
βληθῆναι, εἶτα πάλιν πειρᾶσθαι ὥστε παραδεχθῆναι· καὶ
τοῦτο πολλάκις ἐπιτηδευθῆναι δι' Εὐσεβίου, ὃς ἦρχε
Νικομηδείας, καὶ δι' Εὐτοκίου δὲ τοῦ Ἀρειανοῦ πρε-
σβυτέρου ἔχοντος χειροθεσίαν, ὃν ἡ τοῦ βασιλέως ἀδελφὴ
Κωνσταντῖνα, τὴν τέλειον ἡμέραν ὑπερχομένη τοῦ βίου,
παρέθετο τῷ ἀδελφῷ.
           Ἀλλ' οὗτοι μὲν ἔσπευδον τὸν  
Ἄρειον ἐπαγαγεῖν τῇ ἐκκλησίᾳ· ἡ δὲ θεία δίκη οὐκ
εἴασε τὸν ἐχθρὸν κατορχήσασθαι αὐτῆς τοῦ νεὼ καὶ τῆς
ἐν αὐτῷ παστάδος, ἀλλ' ἐν ἀφεδρῶσι τὸν βίον ἐδίκασε
καταστρέψαι, καθ' ἣν αὐτὸς καὶ οἱ σπουδασταὶ αὐτοῦ
58

ὥρισαν ἡμέραν διὰ τῆς εἰσόδου αὐτοῦ τὴν ἐκκλησίαν


βεβηλῶσαι τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἅγια. Καὶ ἡ καταστροφὴ δὲ
δημόσιος γίνεται· πλησίον γὰρ οἱ ἀφεδρῶνες ἐχρημά-
τιζον τοῦ φόρου. Ἐφ' ᾧ ἡσθῆναί τε τὸν μέγαν Κωνσταν-
τῖνον γράφει, ὡς τοῦ ἀδεκάστου κριτοῦ οἷς ἔκρινε λύσαντος
ἀμφισβήτησιν πᾶσαν, γράψαι τε αὐτὸν πολλοῖς ἐπι-
στολάς, τὴν ἔνδικον Ἀρείου καταστροφὴν στηλιτεύοντα.

Φώτιος. Bibliotheca Codex 258, Bekker page 484b, line 38

κινεῖ. Καὶ πρῶτον μὲν τὸν θαυμαστὸν Μελέτιον ὑπὸ


Ἰουλιανοῦ ἀνακληθέντα καὶ τὸν οἰκεῖον ἀπειληφότα θρό-
νον ὑπερορίζει μετὰ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀρχιερέων τε  
καὶ τῶν ἐν κλήρῳ λογάδων, ἔπειτα δὲ καὶ τὴν Αἴγυ-
πτον καταράσσει καὶ στάσεις καὶ θόρυβοι χαλεπώτεροι
τῶν φθασάντων διέσειον τὴν Ἀλεξανδρέων πόλιν. Δε-
διὼς δὲ ὁ θεόληπτος μὴ ἄρα τῆς ἐν τῷ πλήθει στά-
σεως αὐτὸς τὴν αἰτίαν λάβοι, τέσσαρας ὅλους μῆνας
ἑαυτὸν ἐν πατρῴῳ τάφῳ κατακρύπτει. Ὁ δὲ τοὺς κατὰ
τὴν Αἴγυπτον φόνους παλαμώμενος Τατιανὸς ἦν ὁ
ταύτης ἐπάρχων, ὃν ἡ θεία δίκη καὶ τῆς μιαιφονίας
καὶ τῆς δυσσεβείας θᾶττον μετῆλθε· τοῦ τε γὰρ ἀξιώ-
ματος καὶ τῶν πολλῶν ἐκπίπτει χρημάτων, καὶ τῆς τρο-
φῆς αὐτῆς ἐπαίτης ἦν· ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀποβα-
λὼν τὸν βίον ἀλγεινῶς τε καὶ αἰσχρῶς καταστρέφει.
 Ἐν τούτοις δὲ κυμαινομένων τῶν ὅλων σεισμὸς ἐπισκή-
πτει τῶν πώποτε γεγενημένων ὁ μέγιστος, καὶ πολλὰς
ἐδαφίζει τῶν πόλεων, ἀτὰρ δὴ καὶ τῆς Κρήτης τὰς
δέκα πόλεις κατηρείπωσε· καὶ ἡ θάλασσα τῶν ἰδίων
ὅρων ὑπερχυθεῖσα πολλὴν μὲν τῆς ἠπείρου ἀποτεμο-
μένη θάλασσαν νέαν ἔδειξε, πολλὴν δὲ τῆς ὑποβρυχίου

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia (4046: 001)


“Theophanis chronographia, vol. 1”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1883, Repr. 1963.Page 13, line 5

ἐπίσκοποι τῆς Αἰγύπτου, Ἄνθιμος ἐπίσκοπος Νικομηδείας, Τυραν-


νίων ἐπίσκοπος Τύρου, Σιλουανὸς ἐπίσκοπος Ἐμέσης, καὶ Σιλουανὸς
ἐπίσκοπος Γάζης, Λουκιανὸς πρεσβύτερος Ἀντιοχείας, Ζηνόβιος
πρεσβύτερος Σιδῶνος, Πάμφιλος πρεσβύτερος Καισαρείας, καὶ ἄλλοι
ἀναρίθμητοι. οὗτος ὁ Γαλλέριος Μαξιμιανὸς γυναικομανέστατος
59

ἦν τοσοῦτον, ὥστε τοὺς ὑπ' αὐτὸν τελοῦντας μελετᾷν, ποῦ κρύψωσι  


τὰς ἰδίας γαμετάς, ἐκτετηκὼς καὶ τῇ τῶν πλάνων δαιμόνων ἀπάτῃ,
ὡς μὴ ἀνέχεσθαί τινος γεύσασθαι ἄνευ μαντείας. οὗτος πανωλεθρίαν
Χριστιανῶν γενέσθαι προσέταξεν, οὐ τοσοῦτον διὰ τὴν ἑαυτοῦ ἀσέ-
βειαν, ὅσον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶν. τοῦτον οὖν
θεία δίκη μετῆλθε διὰ τὴν ἄμετρον ἀκολασίαν καὶ τὴν περὶ τοὺς
Χριστιανοὺς ἀνύποιστον κάκωσιν. χαλεπὸν γὰρ ἕλκος κατὰ τὸ τῆς
ἀκολασίας αὐτοῦ μόριον ἐκφυὲν κρεῖττον πάσης ἀνθρωπίνης βοηθείας
ἐτύγχανεν, νομῆς καταλαβούσης καὶ σκωλήκων φθορᾶς τοὺς τόπους.
ἦν γὰρ καὶ πολύσαρκος. οὗτος ὑπολαβών, ὡς ἄρα διὰ τοὺς ἀδίκους
φόνους πέπληκται, προστάγματα κατὰ παντὸς τόπου ὑπὲρ Χριστιανῶν
ἔγραψε πᾶν κελεύων καταθυμίως πράττειν καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ εὔχεσθαι.
οὗ γεγονότος, εὐθέως τοῦ χαλεπωτάτου πάθους τῇ εὐχῇ τῶν Χριστια-
νῶν θεραπευθέντος παρ' ἐλπίδα, μήπω δὲ τοῦ τραύματος καλῶς
συνουλώσαντος, μειζόνως ἐμαίνετο τῶν ἀθεμίτων ἐχόμενος πράξεων.
ἀλλ' εὐθὺς πάλιν πόλεμοι καὶ ἐπαναστάσεις, λιμοί τε καὶ λοιμοὶ

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia Page 32, line 22

τὸν μέγαν Ἀθανάσιον εἰς Τρίβεριν τῆς Γαλλίας. Ἀθανασίου δὲ


ἐξορισθέντος, Ἄρειος πάλιν ἐτάραττε τὴν Αἴγυπτον. γνοὺς δὲ ὁ
βασιλεύς, μεταπεμψάμενος αὐτὸν ἠρώτα, εἰ τοῖς ἐν Νικαίᾳ δόγμασι
συντίθεται περὶ τοῦ ὁμοουσίου· τοῦ δὲ μεθ' ὅρκου εἰπόντος συντί-
θεσθαι, δόλον τε καὶ νῦν, ὡς ἀεί, ἐργασαμένου· (δύο γὰρ χάρτας
συντέθεικεν, ἕνα μὲν ὑπὲρ τοῦ ὁμοουσίου, θάτερον δὲ κατ' αὐτοῦ·
ὃν καὶ δι' ἑαυτοῦ ἔγραψεν, τὸν πρῶτον δι' ἑτέρου γράψας·) πείθει
τοίνυν τὸν βασιλέα ὀμόσας οὕτω πιστεύειν κελεῦσαι δεχθῆναι αὐτοῦ·
ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ. ὅπερ μαθὼν ὁ θεῖος Ἀλέξανδρος τῷ θεῷ
προσέκλαυσεν εἰς τὴν καλουμένην Εἰρήνην ἐκκλησίαν· καὶ λόγου
θᾶττον ἡ θεία δίκη μετῆλθε τὸν Ἄρειον ἐν τόποις ἀξίοις τῶν τῆς
γλώσσης ἀμαρευμάτων ἐκκόψασα τοῦ ζῇν ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ μέλλοντι,
τῶν σπλάγχνων αὐτῷ κατενεχθέντων ἐν ἀφόδοις, καθ' ἣν ὥραν
ἔμελλε τῶν ἱερῶν ἀναξίως ἐπιβαίνειν περιβόλων. ταῦτα τῷ τριακοστῷ
πρώτῳ ἔτει γέγονε τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ θείου Ἀλεξάνδρου
ἐπισκοποῦντος τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ οὐχ ὥς φησιν Εὐσέβιος
μόνος, ὅτι ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος, ὅτε εἰς τὰ ἐγκαίνια τὰ κατὰ
Ἀθανασίου ἐσκεύαζεν, τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ἐπεῖχεν. τοῦτο
γὰρ καὶ ἐκ τῆς τῶν χρόνων ὁμάδος δείκνυται ψεῦδος, ἐπείπερ Κων-
σταντῖνος τὰ ὅλα ἔτη λβʹ ἐβασίλευσεν. ὃς μετὰ τὴν πρώτην δεκα-
ετηρίδα, τῷ δεκάτῳ τρίτῳ αὐτοῦ ἔτει, καταλαβὼν τὸ Βυζάντιον
60

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia Page 53, line 2

ἔχει δὲ οὕτως· νῦν πάντες ὡρμήθημεν θεοὶ νίκης τρόπαια κομίσασθαι


παρὰ θηρὶ ποταμῷ, τῶν δὲ ἐγὼ ἡγεμονεύω θοῦρος πολεμόκλονος
Ἄρης. τούτοις βεβαιωθεὶς πρὸς τὸν κατὰ Περσῶν ὁπλίζεται πόλεμον
πολλὰ χρήματα τοὺς Χριστιανοὺς ζημιώσας. ἐν Ἀντιοχείᾳ δὲ γενόμενος
προφάσει τῶν ὠνίων ὑβρίσθη σφοδρῶς παρὰ τῶν Ἀντιοχέων. ὅτε
καὶ τὸν Μισοπώγωνα λόγον Ἀντιοχικὸν πρὸς ἄμυναν δῆθεν ἐπόνεσεν·
Θεόδωρον δέ τινα νεανίαν προκατάρξαντα τῶν κατ' αὐτοῦ ὕβρεων
πικρῶς ᾐκίσατο. πολλὰ δὲ καὶ μεγάλα κατὰ Χριστιανῶν ποιήσας καὶ
πλείονα ποιεῖν μετὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον ἐπαγγειλάμενος κακῶς  
τὸν παμμίαρον αὐτοῦ βίον ἐν αὐτῷ πεπλήρωκεν· ὑπερόριος γὰρ
θείᾳ δίκῃ ἀνῃρέθη. τούτῳ τῷ ἔτει, βασιλεύσας ἔτη βʹ μῆνας θʹ, κατὰ
τὴν Περσικὴν θεόκταντος γέγονε τῇ κϛʹ τοῦ Ἰαννουαρίου μηνὸς
ἰνδικτιῶνος ἕκτης ἐτῶν ὑπάρχων λαʹ. ἐγένετο δὲ σημεῖον ὄντος
αὐτοῦ ἐν τῇ Περσίδι μηνὶ Δαισίῳ. ὑδρία πεπληρωμένη ὕδατος ἐν
οἰκίᾳ ἀγροικίδος τινὸς Χριστιανῆς μετεβλήθη εἰς οἶνον βράζοντα
μοῦστον κατὰ τὴν δειλινὴν ὥραν. αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ τὸ ἀγγεῖον πεπλη-
ρωμένον προσήνεγκαν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ χωρίου. ὁ δὲ κατὰ τὸν τόπον
πρεσβύτερος πληρώσας μικρὸν ἀγγεῖον ἐξ αὐτοῦ ἐκόμισε τῷ ἐπισκόπῳ
Αὐγάρῳ. ἐν Κάρραις εὑρέθη γυνὴ ἐκ τῶν τριχῶν κρεμαμένη, καὶ
ἐν Ἀντιοχείᾳ κρανία ἀνθρώπων πολλά, δι' ὧν ὁ παραβάτης τὰ μαντεῖα
τοῦ κατὰ Περσῶν πολέμου ποιούμενος σφραγῖδας καὶ κλεῖθρα τοῖς

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia Page 92, line 2

σαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ.” καὶ τῇ αὐτῇ ὁμολογίᾳ


συνθέμενοι ἀμφότεροι ἡνώθησαν πρὸς εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν αἱ
παρ' ἑκατέροις ἁγίαι ἐκκλησίαι. κατὰ τοῦτον δὲ τὸν χρόνον Νόννος
ὁ θεοφόρος ἐποίμαινε τὴν τῶν Ἐδεσηνῶν ἐκκλησίαν, ὁ τὴν πρώτην
τῶν μιμάδων Ἀντιοχείας τῷ θεῷ ἀφιερώσας καὶ ἀντὶ Μαργαριτοῦς
πόρνης ἁγίαν αὐτὴν Πελαγίαν παραστήσας τῷ Χριστῷ. οὗτος οὖν
ὁ ἐν ἁγίοις ἀγαλλιώμενος ἐπὶ τῇ τῶν ἁγίων ὁμονοίᾳ γράφει τῷ
ἀρχιεπισκόπῳ Ἰωάννῃ νουθεσίας καὶ διδασκαλίας ῥήματα, ἐν οἷς καὶ
τοῦτο· “κάθαρον τὴν ἐκκλησίαν, ὦ ἄνθρωπε τοῦ θεοῦ, ἀπὸ τῶν  
Νεστοριανῶν ζιζανίων καὶ τῆς αὐτῶν δεινότητος.” τὸν δὲ ἀσεβῆ
καὶ βλάσφημον Νεστόριον ἐν τῇ ἐξορίᾳ ἡ θεία δίκη μετῆλθεν·
σηπεδόνι τῶν μελῶν πάντων, μάλιστα δὲ τῆς μιαρᾶς γλώσσης
περιπεσὼν διεφθάρη τῷ θανάτῳ, προλαβὼν τὴν ἀπὸ Ὀάσεως ἀνάκλη-
σιν εἰς ἕτερον τόπον.
61

Scholia In Lucianum, Scholia in Lucianum (scholia vetera et recentiora


Arethae) (5029: 001)“Scholia in Lucianum”, Ed. Rabe, H.
Leipzig: Teubner, 1906, Repr. 1971.Lucianic work 15, section 23, line 1

τότε καὶ Ἀγαθοκλῆς κτλ.] σημείωσαι. ~ ΓVM


ἡ γοῦν κολακεία κτλ.] ὡραῖον. ~ Γ
– ] σημείωσαι. ὡραῖον. ~ VM
ἀναπετῶσαι κτλ.] σημείωσαι. ὡραῖον. ~ ΓV
ἁψίκορον] παρὰ τὸ ἄψ, ὃ σημαίνει τὸ εὐθέως, καὶ τὸ
κόρος, τὸ εὐθέως κόρον λαμβάνον καὶ ταχέως πληρού-
μενον. ~ Δ
οὐ γὰρ οἶδα ὅπως] καινοπρεπὲς τὸ σχῆμα. ~ ΔΓVMΩ.
Addit Δ: ‘οὐκ οἶδα γὰρ ὅπως’ τὸ κοινὸν καὶ καθωμιλη-
μένον. ~
ὁ μὲν οὐκ κτλ.] πέπονθα τοῦτο ἐγώ, ὦ θεία δίκη καὶ
πάντα εἰ καὶ μὴ πρὸς βραχὺ νικῶσα ἀλήθεια. ~ OΔ
τέλος] διὰ πείρατος κατὰ τὸν Κυρηναῖον. ~ O
πολλάκις κτλ.] οἷον ἡδὺ πνεῖς, Λουκιανέ, κατὰ τῆς
καρδίας ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου παρὰ πᾶσαν ὑπό-
νοιαν νῦν ἀληθεύων. ~ VΓOΩΔ
παρ' αὐτοῖς κτλ.] σημείωσαι. ὡραῖον. ~ ΓV
διαβολῶν] εἰς τὸν Ἰωσὴφ αἰνίττεσθαί μοι δοκεῖ. ~ VOΩΔ
ὁ νεανίας] Βελλεροφόντης. ~ Δ
Θεμιστοκλέα] ἐχθρὸς ἦν ἀεὶ Θεμιστοκλέους Ἀριστείδης.
διὸ καὶ σὺν αὐτῷ πρεσβευτὴς πεμφθεὶς Ἀριστείδης ‘βού

Σούδα. (9010: 001)“Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter delta, entry 1156, line 10

τὸ δὲ Θάλαττα ἑταίρας ὄνομά ἐστιν, ὡς Ἀθήναιός φησιν.


Διοκλητιανός,βασιλεὺς Ῥωμαίων. ἐπὶ τούτου καὶ Μαξι-
μιανοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ διωγμὸς κατὰ Χριστιανῶν ἐκινήθη φρικω-
δέστατος· προσέταξαν γὰρ κατὰ χώραν καὶ πόλιν τὰς Χριστοῦ ἐκ-
κλησίας καταστρέφεσθαι καὶ τὰς θείας αὐτῶν γραφὰς κατακαίεσθαι,
τοὺς δὲ Χριστιανοὺς εὑρισκομένους ἀναγκάζεσθαι θύειν τοῖς δαίμοσιν.
62

ἡττηθέντες δὲ τῷ πλήθει τῶν ἀναιρουμένων Χριστιανῶν ἐξέθεντο


δόγμα ὥστε τοὺς εὑρισκομένους Χριστιανοὺς ἐξορύττεσθαι τὸν δεξιὸν
ὀφθαλμόν, οὐ μόνον διὰ τὸ ὀδυνηρόν, ἀλλὰ διὰ τὸ ἄτιμόν τε καὶ
πρόδηλον καὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων πολιτείας ἀλλότριον· οὓς ἡ θεία
δίκη ἐνδίκως μετελθοῦσα δικαίως ἐξέκοψε· καὶ ὁ μὲν ἐσφάγη ὑπὸ τῆς
συγκλήτου, ὁ δὲ ἀπήγξατο. οὗτος ὁ ἄνους καὶ μισόχριστος μνήμῃ καὶ
ὀργῇ τῶν περὶ τὴν ἀρχὴν νεωτερισθέντων περὶ τὴν Αἴγυπτον οὐ
μετρίως οὐδὲ ἡμέρως τῷ κρατεῖν ἀπεχρήσατο, ἀλλὰ προγραφαῖς τε
καὶ φόνοις τῶν ἐπισήμων μιαίνων ἐπῆλθε τὴν Αἴγυπτον. ὅτε δὴ καὶ
τὰ περὶ χημείας ἀργύρου καὶ χρυσοῦ τοῖς παλαιοῖς αὐτῶν γεγραμμένα
βιβλία διερευνησάμενος ἔκαυσε πρὸς τὸ μηκέτι πλοῦτον Αἰγυπτίοις ἐκ
τῆς τοιαύτης περιγίνεσθαι τέχνης μηδὲ χρημάτων αὐτοὺς θαρροῦντας
περιουσίᾳ τοῦ λοιποῦ Ῥωμαίοις ἀνταίρειν. ἦν δὲ τὸ ἦθος ποικίλος
τις καὶ πανοῦργος, τῷ δὲ λίαν συνετῷ καὶ ὀξεῖ τῆς γνώμης ἐπεκά-
λυπτε πολλάκις τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἐλαττώματα, πᾶσαν σκληρὰν

Σούδα. Alphabetic letter eta, entry 206, line 2

γεται δὲ ἠλέκτωρ, ὅτι ἄληκτός ἐστι καὶ ἀκάμας. ἀλλ' ἡ ἐτυμότης ὅλη
σφαιρική. ἔνιοι δὲ ἀπὸ τῆς λαμπρότητος τοῦ ἠλέκτρου· ἢ ὅτι ἐγείρει
ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἀπὸ τοῦ ἀλέκτορος. πολυόχευτον γὰρ τὸ ζῷον,
ὅτι ἐκ τῶν λέκτρων ἡμᾶς ἐγείρει. ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυ-
λος ἠώς, ὄρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν.
Ἠλεκτρυών:ὄνομα κύριον. καὶ Ἠλεκτρυώνη,ὄνομα κύριον.
Ἠλέματος:ὁ μάταιος.
Ἠλεός:ὁ μάταιος, καὶ μωρός.
Ἠλεύατο:ἐξέκλινεν.
Ἠλεί,ἱερεὺς Ἰσραήλ. υἱοὶ αὐτοῦ Ὀφνεὶ καὶ Φινεές· οὓς τῇ
παροινίᾳ καὶ τῇ ἀταξίᾳ τῇ ἐπὶ τῶν θυσιῶν μετῆλθεν ἡ θεία δίκη. οἱ
μὲν γὰρ ἐν πολέμῳ δεινῶς ἀνῃρέθησαν, ὁ δὲ τῆς θείας ἀκούσας φωνῆς  
λεγούσης· εἶπα, ὁ οἶκός σου διελεύσεται ἐνώπιόν μου ἕως αἰῶνος.
καὶ νῦν οὐχ οὕτως, ἀλλ' ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ οἱ ἐξου-
θενοῦντές με ἀτιμασθήσονται, καὶ ἐξολοθρεύσω τὸ σπέρμα σου ἐκ τοῦ
θυσιαστηρίου μου. καὶ πάλιν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ τὸν οἶκον Ἠλεὶ ἕως
αἰῶνος ἐν ἀδικίαις υἱῶν αὐτοῦ.

Νέμεσις
63

Από τη Βικιπαίδεια. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη Νέμεσι, αυτή την


θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή
Ραμνουσία. Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά
τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας. Με
τον καιρό απέκτησε τη σημασία της ανάληψης δικαστικής δράσης εκ
μέρους της εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ως λέξη η
«Νέμεσις» έχει αντικειμενική αξία και όχι υποκειμενική. Αναφέρεται
στο φορέα της εξουσίας που την ασκεί. Μεταφορικά λέγοντας «Νέμεσι»
εννοούμε τη θεία δίκη.

Ήταν η Νύχτα σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία,


που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε την Νέμεσι, για να κρατά σε
ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Διονυσιακά του Νόννου έχουμε
μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσι κόρη του Ωκεανού, ενώ ο
Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας.

Ονομαζόταν, επίσης, Ραμνουσία, εξαιτίας ενός αγάλματος και ενός ναού


της στον Ραμνούντα, χωριό της βόρειας Αττικής. Το επίθετο Αδράστεια
που της αποδόθηκε, «εκείνη από την οποία κανείς δεν μπορεί να
ξεφύγει», ανήκε μάλλον αρχικά στη φρυγική θεότητα Κυβέλη και της
αποδόθηκε μεταγενέστερα. Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε μαζί
με άλλες (Θέμιδα, Ειμαρμένη κ.ο.κ.) την έννοια της δικαιοσύνης και
αποκαθιστούσε την τάξη (της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του
κόσμου), όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε τιμωρούσε την υπεροψία και
την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβριν). Αν κάποιος αδικεί τους
άλλους συνεχώς, και κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέσει οδυνηρό
φρένο στη στρεβλή πορεία του, τότε μιλάμε για «θεία δίκη».

Το μυθολογικό πλαίσιο

Ορισμένοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Απολλόδωρος, γράφουν


πως η Νέμεσις όταν ενώθηκε με τον θεό Δία, γέννησε την Ωραία Ελένη.
Παρόλο που η Νέμεσις υπέστη μεγάλη καταδίωξη για να αποφύγει τον
πόθο του Δία, ενώθηκε μαζί του με τη μορφή χήνας, όταν ο Δίας είχε τη
μορφή κύκνου. Κατά την καταδίωξή της πέρασε η Νέμεσις χώρες και
ηπείρους, θάλασσες όπου μεταμορφώνονταν σε ψάρι, και γενικά άλλαζε
εκείνη συνέχεια μορφή. Η Νέμεσις γέννησε ένα αβγό το οποίο βρήκε στο
δάσος ένας βοσκός και το έδωσε στη Λήδα. Η Λήδα το έκλεισε σε ένα
ερμάρι και όταν γεννήθηκε η Ελένη, την ανέθρεψε σαν κόρη της.
Υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το αβγό αυτό:

 ότι ο θεός Ερμής το έριξε στον κόρφο της Λήδας


 ότι έπεσε από τον ουρανό.
64

Υπάρχει και μια άλλη άποψη της μυθολογικής διαδρομής της Νεμέσεως.
Λεγόταν πως από την ένωση του Ταρτάρου και της Νεμέσεως
γεννήθηκαν οι Τελχίνες. Τα ονόματά τους ήταν Χρυσός, Άργυρος και
Χαλκός, από τα μέταλλα που είχαν ανακαλύψει ή κατά τον Βακχυλίδη
Ακταίος, Μεγαλήσιος, Ορμενός και Λύκος. Οι Τελχίνες ήταν μάγοι και
προκαλούσαν βροχή, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς. Ήταν πνεύματα της
φωτιάς-ηφαιστειακά, από ρίζες έφτιαχναν φίλτρα θαυματουργά και
κατείχαν τρομερές δεξιότητες. Περιγράφονται ενίοτε δίχως χέρια ή
πόδια. Ήταν όντα αμφίβια και είχαν κάτι από άνθρωπο και κάτι από
ψάρι, σαν τον Όανες της σουμερο-βαβυλωνιακής μυθολογίας. Τους
περιέγραφαν με μεμβράνη στα δάχτυλα και φημισμένες οικογένειες
ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη γενιά τους.

Σύμβολα

Σύμβολα της θεάς είναι ο πήχυς και το χαλινάρι. Τα σύμβολα αυτά είναι
ενδεικτικότατα της λειτουργίας της να προσμετρά τις ανθρώπινες
σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη
ασυδοσία του εγωισμού των ανθρώπων. Έτσι η έπαρση των θνητών
έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το
Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νέμεσης και εδώ μοιάζει με
Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αέναα Δικαιοσύνη.

Ορφικός Ύμνος

Εσένα τη Νέμεση καλώ,

Εσένα τη Νέμεση καλώ, τη βασίλισσα την πανίσχυρη, μέσω της οποίας


αποκαλύπτονται οι πράξεις των θνητών ανθρώπων, την αιώνια, την
αξιοσέβαστη, με την απεριόριστη όραση, εκείνη που αγκαλιάζει με το
ορθό και το δίκαιο [...]σε κάθε θνητό είναι γνωστή η επιρροή σου, και οι
άνθρωποι βογγούν πίσω από τα δίκαια δεσμά σου, γιατί κάθε σκέψη
καλά κρυμμένη στο μυαλό, ξεκάθαρα αποκαλύπτεται στη θέα σου. [...]
Έλα ευλογημένη και ιερή Θεά, εισάκουσε την προσευχή μου, και βάλε
στη φροντίδα σου τη ζωή του πιστού σου, την αγαθοεργή σου βοήθεια
δώσε στην ώρα της ανάγκης, και άφθονη ισχύ στη δύναμη της λογικής,
τις σκέψεις τις ασεβείς, τις αλαζονικές και τις χαμερπείς διώξε μακριά.

–Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσι

τη βασίλισσα την πανίσχυρη,


μέσω της οποίας αποκαλύπτονται οι πράξεις των θνητών ανθρώπων,
την αιώνια, την αξιοσέβαστη, με την απεριόριστη όραση,
65

εκείνη που αγκαλιάζει με το ορθό και το δίκαιο


[...]σε κάθε θνητό είναι γνωστή η επιρροή σου,
και οι άνθρωποι βογγούν πίσω από τα δίκαια δεσμά σου,
γιατί κάθε σκέψη καλά κρυμμένη στο μυαλό,
ξεκάθαρα αποκαλύπτεται στη θέα σου.
[...] Έλα ευλογημένη και ιερή Θεά, εισάκουσε την προσευχή μου,
και βάλε στη φροντίδα σου τη ζωή του πιστού σου,
την αγαθοεργή σου βοήθεια δώσε στην ώρα της ανάγκης,
και άφθονη ισχύ στη δύναμη της λογικής,
τις σκέψεις τις ασεβείς, τις αλαζονικές και τις χαμερπείς διώξε μακριά.

–Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσι

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 Στράβων 9.1.17
 Απολλόδωρος 3.127f
 Υγίνου, Αστρονομία, 2.8
 Ησίοδου, Θεογονία, 223
 Παυσανίας, 7.5.3
 Νόννου, Διονυσιακά, 48.375
 Βακχυλίδης, Αποσπ.
 Ομηρικός Ύμνος III στον Δήλιο Απόλλωνα 89f
 Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσιν
 Greek Lyric IV, Βακχυλίδης Αποσπ. 52 (από τον Τζέτζη περί
Θεογονίας)
 Dr. Vollmer's Wörterbuch der Mythologie aller Völker, Stuttgart:
Hoffmann'sche Verlagsbuchhandlung, 1874.
 Λεξικόν Σουΐδα, λήμμα: Ραμνουσία Νέμεσις
66

Λεξικόν Δημητράκου τόμος Ι, σελ. 4867

Νέμεσις
67
68

Χρονολογική ταξινόμηση εμφάνισης της λέξης-έννοιας


ΝΕΜΕΣΙΣ

 1. Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 1 line 350

 αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν


ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ.
τούτῳ δ’ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν·    (350)
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ’ ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀϊόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
 

 2. Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 2 line 136

 ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων


δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ’ ἐρινῦς   (135)
οἴκου ἀπερχομένη· νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
ἔσσεται· ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.
ὑμέτερος δ’ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,
 

 3. Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 20 line 330

 ὄφρα μὲν ὕμιν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει


νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,
τόφρ’ οὔ τις νέμεσις μενέμεν τ’ ἦν ἰσχέμεναί τε    (330)
69

μνηστῆρας κατὰ δώματ’, ἐπεὶ τόδε κέρδιον ἦεν,


εἰ νόστησ’ Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα·
 

 4. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 3 line 156

 οἳ δ’ ὡς οὖν εἴδονθ’ Ἑλένην ἐπὶ πύργον ἰοῦσαν,


ἦκα πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ’ ἀγόρευον·   (155)
“οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς
τοιῆιδ’ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
αἰνῶς ἀθανάτηισι θεῆις εἰς ὦπα ἔοικεν.
 

 5. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 14 line 80

 νὺξ ἀβρότη, ἢν καὶ τῆι ἀπόσχωνται πολέμοιο


Τρῶες· ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας ἁπάσας.
οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, οὐδ’ ἀνὰ νύκτα·   (80)
βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγηι κακὸν ἠὲ ἁλώηι.”
  τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
 

 6. Ησίοδος. Opera et dies {0020.002} (8/7 B.C.?) Line


200

 λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν


ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ’ ἀνθρώπους
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ    (200)
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ’ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
  Νῦν δ’ αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς·
 

 7. Ησίοδος. Fragmenta {0020.004} (8/7 B.C.?) Fragment


197 line 8

 υἱὼ δ̣’ Ἀμφιαράου Ὀϊκλείδαο ἄνακτος


ἐ̣ξ̣ Ἄργ̣εος ἐμνῶντο μά̣[λ’ ἐγ]γύθ̣εν· ἀλλ’ ἄρα καὶ τοὺς
ὦρσ]ε̣ θεῶν [..... ..... ..νέ]μεσίς τ̣’ ἀ̣[νθρώπων
....].θητ̣[
70

(198) P. Berol. 9739 col. iii, ed. Wilamowitz; P. Oxy. 2491


fr. 1, ed.   (n1)
 

 8.Αισχύλος. Septem contra Thebas {0085.004} (6-5 B.C.)


Line 235

   Χο.        διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ’ ἀδάματον,


[στρ. γ.
       δυσμενέων δ’ ὄχλον πύργος ἀποστέγει.
         τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ;    (235)
 
  Ετ.        οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος·    (235)
       ἀλλ’ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇς,
 

 9. Ευρυπίδης. Orestes {0006.016} (5 B.C.) Line 1362

           τὰ μὲν γὰρ οἶδα συμφορᾶς, τὰ δ’ οὐ σαφῶς.


(1360)
 
  —                    διὰ δίκας ἔβα θεῶν   (1360)
                      νέμεσις ἐς Ἑλέναν.
             δακρύοισι γὰρ Ἑλλάδ’ ἅπασαν ἔπλησε,
                διὰ τὸν ὀλόμενον ὀλόμενον Ἰδαῖον
 

 10. Σοφοκλής. Electra {0011.005} (5 B.C.) Line 1467

         νοῦν ἔσχον, ὥστε συμφέρειν τοῖς


κρείσσοσιν.   (1465)
ΑΙ.         Ὦ Ζεῦ, δέδορκα φάσμ’ ἄνευ φθόνου μὲν οὐ
        πεπτωκός· εἰ δ’ ἔπεστι νέμεσις, οὐ λέγω.
        Χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ’ ἀπ’ ὀφθαλμῶν, ὅπως
        τὸ συγγενές γε κἀπ’ ἐμοῦ θρήνων τύχῃ.
 

 11. Σοφοκλής. Philoctetes {0011.006} (5 B.C.) Line 602


71

         ὅν γ’ εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες;    (600)


        τίς ὁ πόθος αὐτοὺς ἵκετ’, ἢ θεῶν βία
        καὶ νέμεσις, οἵπερ ἔργ’ ἀμύνουσιν κακά;
ΕΜ.         Ἐγὼ σὲ τοῦτ’, ἴσως γὰρ οὐκ ἀκήκοας,
        πᾶν ἐκδιδάξω. Μάντις ἦν τις εὐγενής,
 

 12. Σοφοκλής. Oedipus Coloneus {0011.007} (5 B.C.)


Line 1753

 ΘΗ.         Παύετε θρῆνον, παῖδες· ἐν οἷς γὰρ


        χάρις ἡ χθονία ξύν’ ἀπόκειται
         πενθεῖν οὐ χρή· νέμεσις γάρ.
ΑΝ.         Ὦ τέκνον Αἰγέως, προσπίτνομέν σοι.
ΘΗ.         Τίνος, ὦ παῖδες, χρείας ἀνύσαι;   (1755)
 

 13. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 section 34 line 1

 εἶναι, ὃς τὰ παρεόντα ἀγαθὰ μετεὶς τὴν τελευτὴν παντὸς


χρήματος ὁρᾶν ἐκέλευε.    (5)
(34)   Μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβε ἐκ θεοῦ νέμεσις
μεγάλη Κροῖσον, ὡς εἰκάσαι, ὅτι ἐνόμισε ἑωυτὸν εἶναι
ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον. Αὐτίκα δέ οἱ εὕδοντι
 

 14. Πλάτων. . Leges {0059.034} (5-4 B.C.) Stephanus


page 717 section d line 3

 (d) διαφερόντως, διότι κούφων καὶ πτηνῶν λόγων


βαρυτάτη
ζημία—πᾶσι γὰρ ἐπίσκοπος τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐτάχθη
Δίκης Νέμεσις ἄγγελος—θυμουμένοις τε οὖν ὑπείκειν δεῖ
καὶ ἀποπιμπλᾶσι τὸν θυμόν, ἐάντ’ ἐν λόγοις ἐάντ’ ἐν
ἔργοις
δρῶσιν τὸ τοιοῦτον, συγγιγνώσκοντα, ὡς εἰκότως
μάλιστα   (5)
 
72

 15. Αριστοτέλης. Ηθικά Ευδήμια. {0086.009} (4 B.C.)


Bekker page 1221a line 3

(1221a) ἀναισχυντία κατάπληξις αἰδώς.


ἀκολασία ἀναισθησία σωφροσύνη.
φθόνος ἀνώνυμον νέμεσις.
κέρδος ζημία δίκαιον.
ἀσωτία ἀνελευθερία ἐλευθεριότης.   (5)

  

 16. Αριστοτέλης. Ηθικά Ευδήμια. {0086.009} (4 B.C.)


Bekker page 1234a line 31

 ὕστερον, ἑκάστη πως ἀρετὴ καὶ φύσει καὶ ἄλλως μετὰ


φρονή-
σεως. ὁ μὲν οὖν φθόνος εἰς ἀδικίαν συμβάλλεται (πρὸς
γὰρ   (30)
ἄλλον αἱ πράξεις αἱ ἀπ’ αὐτοῦ) καὶ ἡ νέμεσις εἰς
δικαιοσύνην,
ἡ αἰδὼς εἰς σωφροσύνην, διὸ καὶ ὁρίζονται ἐν τῷ γένει
τούτῳ τὴν
σωφροσύνην· ὁ δ’ ἀληθὴς καὶ ψευδὴς ὃ μὲν ἔμφρων, ὃ δ’
ἄφρων.
 

 17. Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια. {0086.010} (4 B.C.)


Bekker page 1108a line 35

 καὶ γὰρ ἐν τούτοις ὃ μὲν λέγεται μέσος, ὃ δ’ ὑπερβάλ-


λων, ὡς ὁ καταπλὴξ ὁ πάντα αἰδούμενος· ὁ δ’ ἐλλείπων
ἢ μηδὲν ὅλως ἀναίσχυντος, ὁ δὲ μέσος αἰδήμων.
νέμε-   (35)
(1108b) σις δὲ μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας, εἰσὶ δὲ
73

περὶ
λύπην καὶ ἡδονὴν τὰς ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι τοῖς πέλας
γινομένας· ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπεῖται ἐπὶ τοῖς ἀνα-
 

 18. Αριστοτέλης. Rhetorica {0086.038} (4 B.C.) Bekker


page 1386b line 22

 ὁμοίου. τὸ δὲ μὴ ὅτι αὐτῷ τι συμβήσεται ἕτερον, ἀλλὰ δι’


(20)
αὐτὸν τὸν πλησίον, ἅπασιν ὁμοίως δεῖ ὑπάρχειν· οὐ γὰρ
ἔτι
ἔσται τὸ μὲν φθόνος, τὸ δὲ νέμεσις, ἀλλὰ φόβος, ἐὰν διὰ
τοῦτο ἡ λύπη ὑπάρχῃ καὶ ἡ ταραχή, ὅτι αὐτῷ τι ἔσται
φαῦλον ἀπὸ τῆς ἐκείνου εὐπραξίας.
 

 19. Πλούταρχος. Sulla {0007.033} (A.D. 1-2) Chapter 10


section 2 line 7

 παρασχὼν οὐκ ἔτυχε τῶν ὁμοίων. ἐφ’ οἷς ὁ    (5)


Σύλλας τὴν μὲν σύγκλητον ἀδήλως ἠνίασεν· ἡ δὲ
παρὰ τοῦ δήμου δυσμένεια καὶ νέμεσις αὐτῷ
(3) φανερὰ δι’ ἔργων ἀπήντα. Νώνιον μέν γε τὸν
ἀδελφιδοῦν αὐτοῦ καὶ Σερουήϊον ἀρχὰς μετι-
 

 20. Αρποκρατίων. Lexicon in decem oratores Atticos


{1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter alpha lemma 33
line 6

 Νεμέσεως, ὃ προσαγορευθῆναι μετὰ ταῦτα Ἀδραστείας,


ὡς Ἀντίμαχος ἐν τούτοις δηλοῖ·   (5)
      ἔστι δέ τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε πάντα
      πρὸς μακάρων ἔλαχεν. βωμὸν δέ οἱ εἵσατο πρῶτος
      Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο,
 
74

 21. Μάξιμος. . Dialexeis {0563.001} (A.D. 2) Lecture 25


chapter 5 section e line 1

 τῆς ψυχῆς, τὰ ἀκόλαστα, τὰ κρίνειν ἀσθενῆ, τὰ ἀπα-


τᾶσθαι πεφυκότα·
(e)     οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ εὐκνήμιδας Ἀχαιοὺς
    τοιῇδ’ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν.
 

 22. Μάξιμος. . Dialexeis {0563.001} (A.D. 2) Lecture 41


chapter 3 section c line 5

 ἀγέλης, δεομένοις εἴπατε, τίς κακῶν ἀρχή; τίς αἰτία;


πῶς φυλαξώμεθα; πῶς λάθωμεν;
  Οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, οὐδ’ ὑπαλύξαι.   (5)
(d) Ἢ οὐχ ὁρᾶτε, ὅσα τὰ δεινὰ εἰς τὰς ἀνθρωπίνας κῆρας
ἐμπεπτωκότα περὶ γῆν στρέφεται, παντοίων στόνων
 

 23. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix


{1764.001} (A.D. 2) Page 131 line 5

 γὰρ μετὰ πόνου καὶ μερίμνης καὶ βίας καὶ χρόνῳ


συνεσώρευσαν,
τούτων ἐν στιγμῇ ἀφαιρεθέντες λυποῦνται ἢ ἑτέροις
ἄκοντες συ-
νεχώρησαν. ἐπακολουθεῖ γὰρ τούτοις σὺν τῇ ἀβεβαίῳ
τύχῃ νέμεσις   (5)
χαλιναγωγὸς φθόνος ἐπιβουλὴ προδοσία λύπη μέριμνα
φθίσις σώ-
ματος, ὡς καὶ βουλομένους ἀπαλλάττεσθαι τῆς ματαίας
εὐδαι-
 

 24. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix


{1764.001} (A.D. 2) Page 261 line 29

     κακὸς γενόμενος αὐτὸ τοῦτο πείσομαι.


ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ εἴδει λογικῷ τε καὶ ἀλόγῳ τέχνης καὶ
75

ἐπιτηδεύ-
σεως ἢ καὶ ἄλλης ἡσδηποτοῦν αἰτίας Νέμεσις χαλιναγωγὸς
ἔπεστι,
κατὰ τὸν μυθικὸν λόγον πῆχυν κατέχουσα, μηδὲν
πράσσειν ὑπὲρ    (30)
(262) τὸ μέτρον ἐμφαίνουσα, καὶ τροχὸν ὑποκείμενον τῷ
σφυρῷ κέκτη-
 

 25. CLEMENS ALEXANDRINUS Theol. Protrepticus


{0555.001} (A.D. 2-3) Chapter 4 section 55 subsection 1
line 1

 καὶ τῷ τῆς Ἀθηνᾶς ἐνεφυρᾶτο παστῷ, τῇ παλαιᾷ παρθένῳ


τὰ τῆς νέας ἐπιδεικνὺς ἑταίρας σχήματα.

4.55.

(1)   Οὐ νέμεσις τοίνυν οὐδὲ Ἵππωνι ἀπαθανατίζοντι τὸν


θάνατον τὸν ἑαυτοῦ· ὁ Ἵππων οὗτος ἐπιγραφῆναι
ἐκέλευσεν
τῷ μνήματι τῷ ἑαυτοῦ τόδε τὸ ἐλεγεῖον·
 

 26. HERMIAS Phil. In Platonis Phaedrum scholia


{2317.001} (A.D. 5) Page 75 line 30

 τὴν Ἑλένην ἐδυσφήμησε· τίς γὰρ ἄλλος οὕτως ἐπῄνεσε


τὴν Ἑλένην;
Ἀρτέμιδι γὰρ χρυσηλακάτῳ ἐοικυῖαν αὐτὴν καλεῖ καί
    Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς   (30)
    τοιῇδ’ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν.
(76) Ῥητέον οὖν ὅτι πρόσωπα μὲν ἐνταῦθα ὁ Πλάτων οὐ
προσποιεῖται, οὐδὲ
 

 27. Φώτιος. Lexicon (Ε—Ω) (A.D. 9) Alphabetic letter


iota Page 111 line 11
76

   τρέφειν.Ἱπποδάμοι: ἐφ’ ἵππους ἀναστρεφόμενοι.    (10)


Ἱπποδάμου Νέμεσις ἐν Πειραιεῖ: ἦν δὲ Ἱππόδαμος
  Εὐρυκόοντος Μιλήσιος· ἢ Θούριος μετεωρολόγος·
  οὗτος διένειμεν Ἀθηναίοις τὸν Πειραιᾶ.
 

 28. Φώτιος. Lexicon (Ε—Ω) (A.D. 9) Alphabetic letter nu


Page 293 line 15

 Νεμεσητόν: μεμπτόν.
Νεμεσία: ἡ ἐπὶ τοῖς νεκροῖς γενομένη πανήγυρις· ἐπεὶ
  ἡ Νέμεσις ἐπὶ τῶν νεκρῶν τέτακται.    (15)
Νεμεσία: Δημοσθένης ἐν τῶι κατὰ Σπουδίου· μή-
  ποτε ἑορτὴ τίς ἦν Νεμέσεως· καθ’ ἣν τοῖς κατοι-
 

 29. Φώτιος. Lexicon (Ε—Ω) (A.D. 9) Alphabetic letter nu


Page 293 line 22

   Θουκυδίδη.    (20)
Νεμεσίζει: μέμφεται· καὶ νεμεσίζομαι· φθονῶ.
Νέμεσις: μέμψις· δίκη· ὕβρις· φθόνος· τύχη.
Νεμήσασθαι: διαμερίσασθαι.
Νεμήσεις ὑποκριτῶν: οἱ ποιηταὶ ἐλάμβανον τρεῖς
 

 30. Φώτιος. Lexicon (Ε—Ω) (A.D. 9) Alphabetic letter


rho Page 482 line 13

   παιδίων χρίουσι τὰς οἰκίας εἰς ἀπέλασιν τῶν


  δαιμόνων.
Ῥαμνουσία Νέμεσις: αὕτη πρῶτον ἀφίδρυτο ἐν Ἀφρο-
  δίτης σχήματι· διὸ καὶ κλάδον εἶχε μηλέας· ἱδρύ-
  σατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν·    (15)
 

 31. Anna COMNENA Hist. Alexias {2703.001} (A.D. 11-


12) Book 3 chapter 1 section 3 line 3
77

 τῶν βασιλέων συμβαίνειν εἴωθεν. (3) Ἦν γὰρ τὸ παιδίον


καὶ ἄλλως ὡραῖον καὶ ἔτι νέον, οὔπω τὸν ἕβδομον χρόνον
ὑπερελάσαν, καὶ οὐ νέμεσις, εἰ τοὺς ἐμοὺς ἐπαινοίην ὑπὸ
τῆς τῶν πραγμάτων ἀναγκαζομένη φύσεως. Ἡδὺ μὲν
οὐκ ἐν λόγοις μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν παντοίαις κινήσεσι
καὶ   (5)
 

 32. Anna COMNENA Hist. Alexias {2703.001} (A.D. 11-


12) Book 13 chapter 6 section 3 line 7

 ἀπαιτεῖται χρῆσις καὶ ἀλλεπαλλήλων ὑποθέσεων διήγησις,


(5)
τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας καὶ τὸ συνεχὲς τῆς γραφῆς κατ’
ἄρθρα ἔοικε διακόπτεσθαι· καὶ οὐ νέμεσις τοῖς γε εὔνως
ἐντυγχάνουσι τῇ γραφῇ. (4) Ὡς δὲ ὁ μαχιμώτατος Βαϊ-
μοῦντος ἐν στενῷ κομιδῆ τὰ κατ’ αὐτὸν ἑώρα, ἔκ τε
 

 33. Eustathius MACREMBOLITES Scr. Erot. Hysmine et


Hysminias {3072.001} (A.D. 12) Book 3 section 9 line 5

 Αὐλικώμιδα; οὐκ αἰδῇ τὸν Θεμιστέα πατέρα τὸν σὸν καὶ


τὴν τῶν πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον Διάντειαν; μή μοι δύσε-
ρως εἴης. Καλὴ μὲν Ὑσμίνη καὶ λίαν καλή, καὶ
νέμεσις   (5)οὐδεμία.τοιῇδ’ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον
ἄλγεα πάσχειν·

 34. Joannes TZETZES Gramm. et Poeta Argumentum et


allegoriae in Homeri Iliadem (A.D. 12) Section 3 line 100

 ὁ Οὐκαλέγων τε αὐτὸς ἅμα καὶ ὁ Ἀντήνωρ,


ἐν ἠρεμαίᾳ τῇ φωνῇ ἀλλήλοις προσλαλοῦντες,
οὐ νέμεσις, ἐφθέγξαντο, διὰ τοιαύτην κόρην,   (100)
ἐπὶ πολὺ κακοπαθεῖν τοὺς Ἕλληνας καὶ Τρῶας.
λίαν ἐστὶ παρεμφερὴς αὐτῇ ἐπιθυμία·
78

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα


Theognis Eleg., Elegiae Book 1, line 1182

      
Εἴ κ' εἴης ἔργων αἰσχρῶν ἀπαθὴς καὶ ἀεργός,
 Κύρνε, μεγίστην κεν πεῖραν ἔχοις ἀρετῆς.
’τολμᾶν χρὴ χαλεποῖσιν ἐν ἄλγεσιν ἦτορ ἔχοντα,
 πρὸς δὲ θεῶν αἰτεῖν ἔκλυσιν ἀθανάτων.’
      
Κύρνε, θεοὺς αἰδοῦ καὶ δείδιθι· τοῦτο γὰρ ἄνδρα
 εἴργει μήθ' ἕρδειν μήτε λέγειν ἀσεβῆ.
δημοφάγον δὲ τύραννον ὅπως ἐθέλεις κατακλῖναι
 οὐ νέμεσις πρὸς θεῶν γίνεται οὐδεμία.
      
Οὐδένα, Κύρν', αὐγαὶ φαεσιμβρότου ἠελίοιο
 ἄνδρ' ἐφορῶσ', ὧι μὴ μῶμος ἐπικρέμαται.
’ἀστῶν δ' οὐ δύναμαι γνῶναι νόον ὅντιν' ἔχουσιν·
 οὔτε γὰρ εὖ ἕρδων ἁνδάνω οὔτε κακῶς.’
      
Νοῦς ἀγαθὸν καὶ γλῶσσα· τὰ δ' ἐν παύροισι πέφυκεν
 ἀνδράσιν, οἳ τούτων ἀμφοτέρων ταμίαι.
      
Οὔτις ἄποινα διδοὺς θάνατον φύγοι οὐδὲ βαρεῖαν

Ευρυπίδης. , Orestes Line 1362

{Χο.} ἰὼ ἰὼ φίλαι,
 κτύπον ἐγείρετε, κτύπον καὶ βοὰν
 πρὸ μελάθρων, ὅπως ὁ πραχθεὶς φόνος
 μὴ δεινὸν Ἀργείοισιν ἐμβάληι φόβον,
 βοηδρομῆσαι πρὸς δόμους τυραννικούς,
 πρὶν ἐτύμως ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον
 καθαιμακτὸν ἐν δόμοις κείμενον,
 ἢ καὶ λόγον του προσπόλων πυθώμεθα·
 τὰ μὲν γὰρ οἶδα συμφορᾶς, τὰ δ' οὐ σαφῶς.
 διὰ δίκας ἔβα θεῶν  
 νέμεσις ἐς Ἑλέναν·
79

 δακρύοισι γὰρ Ἑλλάδα πᾶσαν ἔπλησε –


 διὰ τὸν ὀλόμενον ὀλόμενον Ἰδαῖον
 Πάριν, ὃς ἄγαγ' Ἑλλάδ' εἰς Ἴλιον.
 [ἀλλὰ κτυπεῖ γὰρ κλῆιθρα βασιλείων δόμων,
 σιγήσατ'· ἔξω γάρ τις ἐκβαίνει Φρυγῶν,
 οὗ πευσόμεσθα τἀν δόμοις ὅπως ἔχει.]

Πλούταρχος. Camillus Chapter 5, section 8, line 3

 Ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως κατὰ κράτος καὶ τῶν Ῥω-


μαίων ἀγόντων καὶ φερόντων ἄπειρόν τινα πλοῦτον, ἐφο-
ρῶν ὁ Κάμιλλος ἀπὸ τῆς ἄκρας τὰ πραττόμενα, πρῶτον
μὲν ἑστὼς ἐδάκρυσεν, εἶτα μακαρισθεὶς ὑπὸ τῶν παρ-
όντων ἀνέσχε τὰς χεῖρας τοῖς θεοῖς καὶ προσευχόμενος
εἶπε· ‘Ζεῦ μέγιστε καὶ θεοὶ χρηστῶν ἐπίσκοποι καὶ
πονηρῶν ἔργων, αὐτοί που σύνιστε Ῥωμαίοις ὡς οὐ παρὰ
δίκην, ἀλλὰ κατ' ἀνάγκην ἀμυνόμενοι μετερχόμεθα δυς-
μενῶν ἀνδρῶν καὶ παρανόμων πόλιν. εἰ δ' ἄρα τις’
ἔφη ‘καὶ ἡμῖν ἀντίστροφος ὀφείλεται τῆς παρούσης νέ-
μεσις εὐπραξίας, εὔχομαι ταύτην ὑπέρ τε πόλεως καὶ
στρατοῦ Ῥωμαίων εἰς ἐμαυτὸν ἐλαχίστῳ κακῷ τελευ-
τῆσαι.’ ταῦτ' εἰπών, καθάπερ ἐστὶ Ῥωμαίοις ἔθος ἐπευ-
ξαμένοις καὶ προσκυνήσασιν ἐπὶ δεξιὰ ἐξελίττειν, ἐσφάλη
περιστρεφόμενος. διαταραχθέντων δὲ τῶν παρόντων, πά-
λιν ἀναλαβὼν ἑαυτὸν ἐκ τοῦ πτώματος εἶπεν ὡς γέγονεν
αὐτῷ κατ' εὐχὴν σφάλμα μικρὸν ἐπ' εὐτυχίᾳ μεγίστῃ.
 Διαπορθήσας δὲ τὴν πόλιν, ἔγνω τὸ ἄγαλμα τῆς
Ἥρας μεταφέρειν εἰς Ῥώμην ὥσπερ εὔξατο. καὶ συν-
ελθόντων ἐπὶ τοῦτο τῶν τεχνιτῶν, ὁ μὲν ἔθυε καὶ προς-
ηύχετο τῇ θεῷ δέχεσθαι τὴν προθυμίαν αὐτῶν καὶ

Πλούταρχος. Camillus Chapter 13, section 2, line 5

μένους αὐτοῦ καὶ ποθοῦντας Κάμιλλον.


 Ἐκεῖνος μὲν οὖν ὥσπερ ὁ Ἀχιλλεὺς ἀρὰς θέμενος
ἐπὶ τοὺς πολίτας καὶ μεταστὰς ὦφλε τὴν δίκην ἐρήμην,
τίμημα μυρίων καὶ πεντακισχιλίων ἀσσαρίων ἔχουσαν.
ὃ γίνεται πρὸς ἀργυρίου λόγον χίλιαι δραχμαὶ καὶ πεντα-
κόσιαι· ἀσσαρίων γὰρ ἦν τὸ ἀργύριον δέκα, καὶ τὸ δε-  
κάχαλκον οὕτως ἐκαλεῖτο δηνάριον. οὐδεὶς δ' ἔστι Ῥω-
80

μαίων ὃς οὐ νομίζει τὰς εὐχὰς τοῦ Καμίλλου ταχὺ τὴν


Δίκην ὑπολαβεῖν, καὶ γενέσθαι τιμωρίαν αὐτῷ τῆς ἀδι-
κίας οὐχ ἡδεῖαν, ἀλλ' ἀνιαράν, ὀνομαστὴν δὲ καὶ περι-
βόητον· τοσαύτη περιῆλθε τὴν Ῥώμην νέμεσις, καὶ το-
σοῦτον ἄγων φθόρον καὶ κίνδυνον ἅμα μετ' αἰσχύνης
ἐφάνη καιρὸς ἐπὶ τὴν πόλιν, εἴτε τῆς τύχης οὕτω συν-
ελθούσης, εἴτε καὶ θεῶν τινος ἔργον ἐστὶ μὴ παραμελεῖν
ἀρετῆς ἀχαριστουμένης.
 Πρῶτον μὲν οὖν ἔδοξε σημεῖον γεγονέναι κακοῦ
μεγάλου προσιόντος ἡ ΓαΐουἸουλίου [μηνὸς ἡ] τοῦ
τιμητοῦ τελευτή· μάλιστα γὰρ δὴ Ῥωμαῖοι σέβονται καὶ
νομίζουσιν ἱερὰν τὴν τῶν τιμητῶν ἀρχήν. δεύτερον δὲ
πρὸ τῆς Καμίλλου φυγῆς ἀνὴρ οὐκ ἐπιφανὴς μὲν οὐδ' ἐκ
τῆς βουλῆς, ἐπιεικὴς δὲ καὶ χρηστὸς εἶναι δοκῶν, Μᾶρκος

Πλούταρχος. Philopoemen Chapter 18, section 3, line 2

πραχθῆναι. καὶ στρατηγῶν εἰς τοὐπιὸν αὐτὸς κατήγαγε


τοὺς φυγάδας. οὕτως εἶχέ τι πρὸς τὰς ἐξουσίας ὑπὸ φρονή-
ματος δύσερι καὶ φιλόνικον.  
 Ἤδη δὲ γεγονὼς ἔτος ἑβδομηκοστόν, ὄγδοον δὲ
τῶν Ἀχαιῶν στρατηγῶν, ἤλπιζεν οὐ μόνον ἐκείνην τὴν
ἀρχὴν ἀπολέμως διάξειν, ἀλλὰ καὶ τοῦ βίου τὸ λοιπὸν
αὐτῷ μεθ' ἡσυχίας καταβιῶναι τὰ πράγματα παρέξειν.
ὡς γὰρ αἱ νόσοι ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομα-
ραίνεσθαι δοκοῦσιν, οὕτως ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πόλεσιν
ἐπιλειπούσης τῆς δυνάμεως ἔληγε τὸ φιλόνικον. οὐ μὴν
ἀλλὰ Νέμεσίς τις ὥσπερ ἀθλητὴν εὐδρομοῦντα πρὸς τέρ-
ματι τοῦ βίου κατέβαλε. λέγεται γὰρ ἔν τινι συλλόγῳ
τῶν παρόντων ἐπαινούντων ἄνδρα δεινὸν εἶναι δοκοῦντα
περὶ στρατηγίαν εἰπεῖν τὸν Φιλοποίμενα· “καὶ πῶς ἄξιον
ἐκείνου λόγον ἔχειν τοῦ ἀνδρός, ὅστις ἥλω ζῶν ὑπὸ τῶν
πολεμίων;” μεθ' ἡμέρας δ' ὀλίγας Δεινοκράτης ὁ Μες-
σήνιος, ἄνθρωπος ἰδίᾳ τε τῷ Φιλοποίμενι προσκεκρου-
κώς, καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπαχθὴς διὰ πονηρίαν καὶ ἀκολα-
σίαν, τήν τε Μεσσήνην ἀπέστησε τῶν Ἀχαιῶν, καὶ κώμην
τὴν καλουμένην Κολωνίδα προσηγγέλθη μέλλων κατα-
λαμβάνειν. ὁ δὲ Φιλοποίμην ἔτυχε μὲν ἐν Ἄργει πυρέσσων,

Πλούταρχος. Marius Chapter 10, section 2, line 1


81

συνεξώρμα μὴ φείδεσθαι τῶν ἀξιολόγων, χαριζόμενον


τοῖς πολλοῖς.
 Ὡς δὲ διέπλευσεν εἰς Λιβύην, Μέτελλος μὲν ἥττων
τοῦ φθόνου γενόμενος καὶ περιπαθῶν, ὅτι κατειργας-
μένου τὸν πόλεμον αὐτοῦ καὶ μηδὲν ὑπόλοιπον ἢ τὸ σῶμα
τοῦ Ἰουγούρθα λαβεῖν ἔχοντος, ἥκει Μάριος ἐπὶ τὸν στέ-
φανον καὶ τὸν θρίαμβον, ἐκ τῆς πρὸς ἐκεῖνον ἀχαριστίας
ηὐξημένος, οὐχ ὑπέμεινεν εἰς τὸ αὐτὸ συνελθεῖν, ἀλλ'
αὐτὸς μὲν ὑπεξεχώρησε, Ῥουτίλιος δὲ τὸ στράτευμα τῷ
Μαρίῳ παρέδωκε, πρεσβευτὴς γενονὼς τοῦ Μετέλλου.
καὶ περιῆλθέ τις νέμεσις ἐν τῷ τέλει τῶν πράξεων Μά-
ριον· ἀφῃρέθη γὰρ ὑπὸ Σύλλα τὴν τοῦ κατορθώματος
δόξαν, ὡς ὑπ' ἐκείνου Μέτελλος· ὃν τρόπον δ' ἀφηγή-
σομαι βραχέως, ἐπεὶ τὰ καθ' ἕκαστον μᾶλλον ἐν τοῖς περὶ
Σύλλα (c. 3) γέγραπται. Βόκχος ὁ τῶν ἄνω βαρβάρων βασι-
λεὺς ἦν πενθερὸς Ἰουγούρθα, καὶ πολεμοῦντι μὲν οὐ πάνυ
τι συλλαμβάνειν ἐδόκει, προβαλλόμενος αὐτοῦ τὴν ἀπι-
στίαν καὶ τὴν αὔξησιν δεδοικώς· ἐπεὶ δὲ φεύγων καὶ
πλανώμενος ἐκεῖνον ὑπ' ἀνάγκης ἔθετο τῶν ἐλπίδων τε-
λευταίαν καὶ κατῆρε πρὸς αὐτόν, αἰσχύνῃ μᾶλλον ὡς ἱκέ-
την ἢ δι' εὔνοιαν ὑποδεξάμενος διὰ χειρὸς εἶχε, φανερῶς

Πλούταρχος. Marius Chapter 23, section 1, line 4

αὐτὸν ὕπατον ᾑρῆσθαι, καὶ γράμματα περὶ τούτων ἀπ-


έδοσαν. μεγάλης οὖν χαρᾶς τοῖς ἐπινικίοις προσγενομέ-
νης, ὅ τε στρατὸς ὑφ' ἡδονῆς ἐνοπλίῳ τινὶ κρότῳ καὶ
πατάγῳ συνηλάλαξαν, καὶ τῶν ἡγεμόνων τὸν Μάριον
αὖθις ἀναδούντων δάφνης στεφάνοις, ἀνῆψε τὴν πυρὰν
καὶ τὴν θυσίαν ἐπετελείωσεν.
 Ἡ δὲ μηθὲν ἐῶσα τῶν μεγάλων εὐτυχημάτων
ἄκρατον εἰς ἡδονὴν καὶ καθαρόν, ἀλλὰ μείξει κακῶν καὶ
ἀγαθῶν ποικίλλουσα τὸν ἀνθρώπινον βίον, ἢ τύχη τις ἢ
νέμεσις ἢ πραγμάτων ἀναγκαία φύσις, οὐ πολλαῖς ὕστερον  
ἡμέραις ἐπήγαγε τῷ Μαρίῳ τὴν περὶ Κάτλου τοῦ συν-
άρχοντος ἀγγελίαν, ὥσπερ ἐν εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ νέφος
αὖθις ἕτερον φόβον καὶ χειμῶνα τῇ Ῥώμῃ περιστήσασα.
ὁ γὰρ δὴ Κάτλος ἀντικαθήμενος τοῖς Κίμβροις, τὰς μὲν
ὑπερβολὰς τῶν Ἄλπεων ἀπέγνω φυλάσσειν, μὴ κατὰ
πολλὰ τὴν δύναμιν μέρη διαιρεῖν ἀναγκαζόμενος ἀσθε-
νὴς γένοιτο, καταβὰς δ' εὐθὺς εἰς τὴν Ἰταλίαν, καὶ τὸν
Νατισῶνα ποταμὸν λαβὼν πρὸ αὑτοῦ καὶ φραξάμενος
82

πρὸς τὰς διαβάσεις ἑκατέρωθεν ἰσχυροῖς χαρακώμασιν,


ἔζευξε τὸν πόρον, ὡς ἐπιβοηθεῖν εἴη τοῖς πέραν, εἰ πρὸς

Πλούταρχος. Sulla Chapter 10, section 2, line 7

ποντος, ὃν ὁ Σύλλας ἠλευθέρωσεν, εἶτα κατε-


κρήμνισε, Μαρίῳ δ' ἐπεκήρυξεν ἀργύριον, οὐκ
εὐγνωμόνως οὐδὲ πολιτικῶς, ᾧ γε μικρὸν ἔμ-
προσθεν ὑποχείριον εἰς τὴν οἰκίαν δοὺς ἑαυτὸν
ἀσφαλῶς ἀφείθη. καίτοι Μαρίῳ τότε μὴ διέντι
Σύλλαν, ἀλλ' ἀποθανεῖν ὑπὸ Σουλπικίου προε-
μένῳ, πάντων κρατεῖν ὑπῆρχεν, ἀλλ' ὅμως ἐφεί-
σατο· καὶ μεθ' ἡμέρας ὀλίγας τὴν αὐτὴν λαβὴν
παρασχὼν οὐκ ἔτυχε τῶν ὁμοίων. ἐφ' οἷς ὁ
Σύλλας τὴν μὲν σύγκλητον ἀδήλως ἠνίασεν· ἡ δὲ
παρὰ τοῦ δήμου δυσμένεια καὶ νέμεσις αὐτῷ
φανερὰ δι' ἔργων ἀπήντα. Νώνιον μέν γε τὸν
ἀδελφιδοῦν αὐτοῦ καὶ Σερουήϊον ἀρχὰς μετι-
όντας ἀποψηφισάμενοι καὶ καθυβρίσαντες ἑτέρους
κατέστησαν ἄρχοντας, οὓς μάλιστα τιμῶντες
ᾤοντο λυπεῖν ἐκεῖνον. ὁ δὲ τούτοις τε προσε-
ποιεῖτο χαίρειν, ὡς τοῦ δήμου τῷ ποιεῖν ἃ βού-
λοιτο δι' αὐτὸν ἀπολαύοντος τῆς ἐλευθερίας, καὶ
θεραπεύων τὸ τῶν πολλῶν μῖσος ὕπατον κατέ-
στησεν ἀπὸ τῆς ἐναντίας στάσεως Λεύκιον
Κίνναν, ἀραῖς καὶ ὅρκοις καταλαβὼν εὐνοήσειν

Πλούταρχος. Antonius Chapter 44, section 5, line 2

βεβαίῳ κατορθώματι πέμψαντος· αὐτὸς μὲν γὰρ οὐδεμιᾷ


μάχῃ παρέτυχεν. Ἀντώνιος δὲ βουλόμενος προσαγορεῦ-
σαι τοὺς στρατιώτας, ᾔτησε φαιὸν ἱμάτιον, ὡς οἰκτρό-
τερος ὀφθείη. τῶν δὲ φίλων ἐναντιωθέντων, ἐν τῇ στρα-
τηγικῇ φοινικίδι προελθὼν ἐδημηγόρησε, τοὺς μὲν νε-
νικηκότας ἐπαινῶν, ὀνειδίζων δὲ τοὺς φυγόντας. τῶν δ'
οἱ μὲν παρεκελεύοντο θαρρεῖν, οἱ δ' ἀπολογούμενοι σφᾶς
αὐτοὺς παρεῖχον, εἴτε βούλοιτο δεκατεύειν εἴτ' ἄλλῳ
τρόπῳ κολάζειν· μόνον παύσασθαι δυσφοροῦντα καὶ
λυπούμενον ἐδέοντο. πρὸς ταῦτα τὰς χεῖρας ἀνατείνας
ἐπεύξατο τοῖς θεοῖς, εἴ τις ἄρα νέμεσις τὰς πρόσθεν  
83

εὐτυχίας αὐτοῦ μέτεισιν, εἰς αὐτὸν ἐλθεῖν, τῷ δ' ἄλλῳ


στρατῷ σωτηρίαν δοῦναι καὶ νίκην.
 Τῇ δ' ὑστεραίᾳ φραξάμενοι βέλτιον προῆγον, καὶ
τοῖς Πάρθοις ἐπιχειροῦσι πολὺς ἀπήντα παράλογος. οἰό-
μενοι γὰρ ἐφ' ἁρπαγὴν καὶ λεηλασίαν, οὐ μάχην, ἐλαύ-
νειν, εἶτα πολλοῖς βέλεσιν ἐντυγχάνοντες, ἐρρωμένους δὲ
καὶ νεαλεῖς ταῖς προθυμίαις ὁρῶντες, αὖθις ἐξέκαμνον.
ἐπεὶ δὲ καταβαίνουσιν αὐτοῖς ἀπὸ λόφων τινῶν ἐπικλινῶν
ἐπέθεντο καὶ βραδέως ὑπεξάγοντας ἔβαλλον, ἐπιστρέ-
ψαντες οἱ θυρεοφόροι συνέκλεισαν εἴσω τῶν ὅπλων τοὺς

Πλούταρχος. Parallela minora [Sp.] (305a-316b) Stephanus page 315,


section B, line 11

τὴν παρ' αὐτοῖς τιμωμένην νικηφόρον Ἀφροδίτην ἔπεμψεν


εἰς Ῥώμην. τούτου γυνὴ Πετρωνία μοιχευθεῖσα ὑπό τινος
εὐπρεποῦς νεανίου τοὔνομα [Πετρωνίου] Οὐαλεντίνου, τὸν
ἄνδρα ἐδολοφόνησε. Φαβία δὲ τὸν ἀδελφὸν ἔτι νήπιον
Φαβρικιανὸν τῶν κινδύνων ἐρρύσατο καὶ ἔπεμψε κρύφα
τραφησόμενον. ἀκμάσας δ' ὁ νεανίας τήν τε μητέρα καὶ τὸν  
μοιχὸν ἀπέκτεινε καὶ ἀπελύθη ὑπὸ τῆς συγκλήτου· ὡς
ἱστορεῖ Δοσίθεος ἐν τρίτῳ Ἰταλικῶν (FHGr. IV 401).
 ΒΟΥΣΙΡΙΣ, παῖς Ποσειδῶνος καὶ Ἀνίππης τῆς
Νείλου, τοὺς παριόντας ὑπούλῳ φιλοξενίᾳ κατέθυε·
μετῆλθε δ' αὐτὸν ἡ τῶν τετελευτηκότων νέμεσις·
Ἡρακλῆς γὰρ ἐπιτεθεὶς τῷ ῥοπάλῳ διεχρήσατο· ὡς
Ἀγάθων Σάμιος (FHGr. IV 291).
 ΗΡΑΚΛΗΣ τὰς Γηρυόνου βοῦς ἐλαύνων δι'
Ἰταλίας ἐπεξενώθη Φαύνῳ βασιλεῖ, ὃς ἦν Ἑρμοῦ παῖς
καὶ τοὺς ξένους τῷ γεννήσαντι ἔθυεν· ἐπιχειρήσας δὲ τῷ
Ἡρακλεῖ ἀνῃρέθη· ὡς Δέρκυλλος ἐν τρίτῳ Ἰταλικῶν
(FHGr. IV 387).
 ΦΑΛΑΡΙΣ Ἀκραγαντίνων τύραννος ἀποτόμως
τοὺς παριόντας ξένους ἐστρέβλου καὶ ἐκόλαζε. Πέριλλος
δὲ τῇ τέχνῃ χαλκουργὸς δάμαλιν κατασκευάσας χαλκῆν

Πλούταρχος. De defectu oraculorum (409e-438d)


Stephanus page 413, section A, line 7

μεθ' ἡμῶν λόγον, ὃς δὴ προσπέπτωκεν ἡμῖν οἰκεῖος ὢν


τοῦ τόπου καὶ διὰ τὸν θεὸν ἅπασι προσήκων· καὶ ὅπως
84

οὐ συνάξετε τὰς ὀφρῦς ἐπιχειροῦντες.’


 Ὡς οὖν ἀνεμίχθημεν διακαθεζόμενοι καὶ προύβαλεν
εἰς μέσον ὁ Δημήτριος τὸν λόγον, | εὐθὺς ἀναπηδήσας ὁ
κυνικὸς Δίδυμος, ἐπίκλησιν Πλανητιάδης, καὶ τῇ βακτη-
ρίᾳ δὶς ἢ τρὶς πατάξας ἀνεβόησεν ‘ἰοὺ ἰού, δύσκριτον
πρᾶγμα καὶ ζητήσεως δεόμενον πολλῆς ἥκετε κομίζοντες
ἡμῖν. θαυμαστὸν γάρ ἐστιν, εἰ τοσαύτης κακίας ὑποκεχυ-
μένης μὴ μόνον, ὡς προεῖπεν Ἡσίοδος (OD 197 ss.),
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις τὸν ἀνθρώπινον βίον ἀπολελοίπασιν,
ἀλλὰ καὶ πρόνοια θεῶν συσκευασαμένη τὰ χρηστήρια
πανταχόθεν οἴχεται; τοὐναντίον ὑμῖν ἐγὼ προβάλλω δια-
πορῆσαι, πῶς οὐχὶ καὶ τόδ' ἀπείρηκεν οὐδ' Ἡρακλῆς
αὖθις ἤ τις ἄλλος θεῶν ὑπέσπακε τὸν τρίποδα κατα-
πιμπλάμενον αἰσχρῶν καὶ ἀθέων ἐρωτημάτων, ἃ τῷ θεῷ
προβάλλουσιν οἱ μὲν ὡς σοφιστοῦ διάπειραν λαμβάνοντες
οἱ δὲ περὶ θησαυρῶν ἢ κληρονομιῶν ἢ γάμων παρανόμων
διερωτῶντες· ὥστε κατὰ κράτος ἐξελέγχεσθαι τὸν Πυθα-
γόραν εἰπόντα βελτίστους ἑαυτῶν γίγνεσθαι τοὺς ἀνθρώ-  
πους, ὅταν πρὸς τοὺς θεοὺς βαδίζωσιν· οὕτως ἄρ' ἃ καλῶς

Πλούταρχος. De virtute morali (440d-452d)


Stephanus page 451, section E, line 2

χρῆται καὶ χειροήθεσιν ὁ λογισμός, οὐκ ἐκνευρίσας οὐδ'


ἐκτεμὼν παντάπασι τῆς ψυχῆς τὸ ὑπηρετικόν. ‘ὑφ'
ἅρμασι’ γὰρ ‘ἵππος’ ὥς φησι Πίνδαρος (fr. 234) ‘ἐν δ'
ἀρότρῳ βοῦς·
      
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν’·
      
ὧν πολὺ χρησιμώτερα τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογι-
σμῷ συμπαρόντα καὶ συνεντείνοντα ταῖς ἀρεταῖς, ὁ θυμὸς
τῇ ἀνδρείᾳ, μέτριος ὤν, ἡ μισοπονηρία τῇ δικαιοσύνῃ καὶ
ἡ νέμεσις ἐπὶ τοὺς παρ' ἀξίαν εὐτυχοῦντας, ὅταν ἅμ'
ἀνοίᾳ καὶ ὕβρει φλεγόμενοι τὴν ψυχὴν ἐπισχέσεως δέων-
ται. φιλίας δὲ φιλοστοργίαν ἢ φιλανθρωπίας ἔλεον ἢ τὸ
συγχαίρειν καὶ συναλγεῖν εὐνοίας ἀληθινῆς οὐδὲ βουλό-
μενος ἄν τις ἀποσπάσειεν οὐδ' ἀποτήξειεν. εἰ δ' οἱ τὸν
ἔρωτα τῇ ἐρωτομανίᾳ συνεκβάλλοντες ἁμαρτάνουσιν, οὐδ'
οἱ τὴν ἐπιθυμίαν διὰ τὴν φιλαργυρίαν ψέγοντες κατορ-
θοῦσιν, ἀλλ' ὅμοιόν τι πράττουσι τοῖς τὸ τρέχειν διὰ τὸ
προσπταίειν καὶ τὸ βάλλειν διὰ τὸ ὑπερβάλλειν ἀναιροῦσι
85

καὶ πρὸς τὸ ᾄδειν τὸ παράπαν διὰ τὸ ἀπᾴδειν ἀπεχθῶς


ἔχουσιν. οἷον γὰρ ἐν φθόγγοις μουσικὴ τὸ ἐμμελὲς οὐκ

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c-748d)


Stephanus page 631, section C, line 1

      
  ’ὦ Νέστορ Νηληιάδη, σὺ δ' ἀληθὲς ἐνίσπες,
      
πῶς ἔθαν' Ἀτρείδης; ποῦ Μενέλαος ἔην; ἦ οὐκ Ἄργεος
ἦεν Ἀχαιικοῦ;’ πόλλ' ἐρωτῶν ἅμα καὶ πολλῶν λόγων
ἀφορμὰς προιέμενος, οὐχ ὥσπερ ἔνιοι συστέλλοντες εἰς τὸ
ἀναγκαῖον αὐτὸ καὶ συνελαύνοντες τὰς ἀποκρίσεις ἀφαι-
ροῦνται τῆς γεροντικῆς διατριβῆς τὸ ἥδιστον. ὅλως δ' οἱ  
θέλοντες εὐφραίνειν μᾶλλον ἢ λυπεῖν τοιαύτας ἐρωτήσεις
προφέρονται, ὧν ταῖς ἀποκρίσεσιν οὐ ψόγος ἀλλ' ἔπαινος,
οὐδὲ μῖσος ἢ νέμεσις ἀλλ' εὔνοια καὶ χάρις ἕπεται παρὰ
τῶν ἀκουσάντων. ταῦτα μὲν οὖν τὰ περὶ τὰς ἐρωτήσεις.’
 ’Σκώμματος δὲ τῷ μὴ δυναμένῳ μετ' εὐλαβείας καὶ
τέχνης κατὰ καιρὸν ἅπτεσθαι παντάπασιν ἀφεκτέον·
ὥσπερ γὰρ τοὺςἐν ὀλισθηρῷ τόπῳ, κἂν θίγωσιν ἐκ παρα-
δρομῆς μόνον, ἀνατρέπουσιν, οὕτως ἐν οἴνῳ πρὸς πᾶσαν
ἀφορμὴν λόγου μὴ κατὰ σχῆμα γιγνομένην ἐπισφαλῶς
ἔχομεν. τοῖς δὲ σκώμμασιν ἔστιν ὅτε μᾶλλον ἢ ταῖς λοι-
δορίαις ἐκκινούμεθα, τὸ μὲν ὑπ' ὀργῆς πολλάκις ἀβου-
λήτως ὁρῶντες γινόμενον, τὸ δ' ὡς οὐκ ἀναγκαῖον ἀλλ'
ἔργον ὕβρεως καὶ κακοηθείας προβαλλόμενοι· καὶ καθό

Πλούταρχος. Fragmenta Fragment 31, line 2

τοῖς πολέμοις χρῆσιν. τοῦτο δὴ τὸ χαλκοῦν γένος ‘ἐκ με-


λιᾶν’ εἶπε φῦναι δωρικῶς, ἀντὶ τοῦ ἐκ τῶν μελιῶν τῶν
δένδρων, οὐχὶ ἐκ τῶν Μελιῶν Νυμφῶν (καὶ γὰρ Μελίας
Νύμφας εἶναί φασιν· ἄτοπον δὲ τὸ ἐκ τοῦ θείου γένους
ὄντας θηριώδεις φῦναι) ἀλλ' ὡς ἐκ δένδρων στερεῶν καὶ
δυσσήπτων γεγονότας τά τε σώματα γενέσθαι ἰσχύοντας
καὶ τὰ ἤθη ἀτεράμονας καὶ βιαίους.  
 Ibid. in OD 199/200:
      
 ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ' ἀνθρώπους
86

 Αἰδῶς καὶ Νέμεσις –   –   –  


      
 Τουτέστι τὸ τῶν κακῶν ἔσχατον. ἀναιδείας γὰρ κρατη-
σάσης καὶ φθόνου τῶν ἀνθρώπων, πάντῃ τὸ γένος ἡμῶν
ἀπολιπεῖν αἰδῶ καὶ νέμεσιν· τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν
ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος, ἀλλ' οὗτος μὲν εἴδωλον ὢν νεμέ-
σεως (δοκεῖ γὰρ καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς παρ' ἀξίαν εὐτυχοῦσιν
ἀγανακτεῖν), ἡ δ' ἀναίδεια οὐχὶ εἴδωλον τῆς αἰδοῦς ἀλλὰ
τὸ ἐναντιώτατον πρὸς αὐτὴν ὑποκρινόμενον τὴν παρρη-
σίαν. ... καλῶς οὖν καὶ Πλάτων (CAF I. 660) ἐρωτηθεὶς
τί ποτε προσγέγονε τοῖς κατ' αὐτὸν ἀνθρώποις, ἀπεκρίνατο

Πλούταρχος. Fragmenta Fragment 31, line 13

 Τουτέστι τὸ τῶν κακῶν ἔσχατον. ἀναιδείας γὰρ κρατη-


σάσης καὶ φθόνου τῶν ἀνθρώπων, πάντῃ τὸ γένος ἡμῶν
ἀπολιπεῖν αἰδῶ καὶ νέμεσιν· τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν
ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος, ἀλλ' οὗτος μὲν εἴδωλον ὢν νεμέ-
σεως (δοκεῖ γὰρ καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς παρ' ἀξίαν εὐτυχοῦσιν
ἀγανακτεῖν), ἡ δ' ἀναίδεια οὐχὶ εἴδωλον τῆς αἰδοῦς ἀλλὰ
τὸ ἐναντιώτατον πρὸς αὐτὴν ὑποκρινόμενον τὴν παρρη-
σίαν. ... καλῶς οὖν καὶ Πλάτων (CAF I. 660) ἐρωτηθεὶς
τί ποτε προσγέγονε τοῖς κατ' αὐτὸν ἀνθρώποις, ἀπεκρίνατο
μὴ αἰσχύνεσθαι κακοὺς ὄντας. ὅτι δὲ θεῖον πρᾶγμα καὶ ἡ
νέμεσις, δηλοῖ τὸ καὶ θεοῖς αὐτὴν ὑπάρχειν· ‘νεμέσησε δὲ
πότνια Ἥρη’ φησὶν ἡ ποίησις (Θ 198). φθόνος δ' ἔξωθεν
θείου χοροῦ παντός.
 Ibid. in OD 214 – 215:
      
 ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ· οὐδέ μιν ἐσθλὸς
 ῥηιδίως φερέμεν δύναται βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς.
      
 Λέγει δὲ ἐσθλοὺς οὐ τοὺς τῇ τύχῃ καὶ τῇ δυνάμει προ-
έχοντας, ὥς φησι Πλούταρχος, ἀλλὰ τοὺς κατ' ἀρετὴν
προέχοντας, ἐκ τούτου μᾶλλον δεικνὺς τὴν ὕβριν ἀφόρητον.

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 1, Kaibel paragraph 8, line 31

  {Β.} ἐπὶ θύννον; οὐκοῦν [τῆς τελευτῆς] πολὺ


  κράτιστον ἐνταυθὶ τετάχθαι τάξεως.
87

  {Α.} ‘βολβοὺς μὲν σποδιᾷ δαμάσας καταχύσματι δεύσας


  ὡς πλείστους διάτρωγε· τὸ γὰρ δέμας ἀνέρος ὀρθοῖ.
  καὶ τάδε μὲν δὴ ταῦτα· θαλάσσης δ' ἐς τέκν' ἄνειμι.’
εἶτα μετὰ μικρόν·
  οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν· ἀτὰρ τὸ τάγηνον ἄμεινον,
  οἶμαι.
καὶ μετ' ὀλίγα·  
  ὀρφὼν αἰολίαν συνόδοντά τε καρχαρίαν τε
  μὴ τέμνειν, μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ,
  ἀλλ' ὅλον ὀπτήσας παράθες· πολλὸν γὰρ ἄμεινον.
  πουλύποδος πλεκτὴ δ', ἂν πιλήσῃς κατὰ καιρόν,
  ἑφθὴ τῆς ὀπτῆς, ἢν ᾖ μείζων, πολὺ κρείττων·
  ἢν ὀπταὶ δὲ δύ' ὦσ', ἑφθῇ κλαίειν ἀγορεύω.
  τρίγλη δ' οὐκ ἐθέλει νεύρων ἐπιήρανος εἶναι·
  παρθένου Ἀρτέμιδος γὰρ ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ.
  σκορπίος αὖ – {Β.} παίσειέ γέ σου τὸν πρωκτὸν ὑπελθών.
 ἀπὸ τούτου τοῦ Φιλοξένου καὶ Φιλοξένειοί τινες
πλακοῦντες ὠνομάσθησαν. περὶ τούτου Χρύσιππός
φησιν· ‘ἐγὼ κατέχω τινὰ ὀψοφάγον ἐπὶ τοσοῦτον ἐκ

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 5, Kaibel paragraph 13, line 17

ημένου. ‘ὥσπερ γὰρ (1, 9) ὅταν φέγγος ἐν νυκτὶ


παρῇ πάντων προσάγεται τὰ ὄμματα, οὕτω καὶ τὸ
Αὐτολύκου κάλλος πάντων ἐφέλκεται τὰς ὄψεις ἐφ'
ἑαυτό. ἔπειτα τῶν παρόντων οὐδεὶς ἦν ὃς οὐκ ἔπα-
σχέ τι τὴν ψυχὴν ὑπ' ἐκείνου· οἳ μέν γε σιωπηλό-
τεροι ἐγίγνοντο, οἳ δὲ καὶ ἐσχηματίζοντό πως.’ ἀλλ'
οὐχ Ὅμηρος τοιοῦτόν τι εἰπεῖν ἐπεχείρησε καίπερ τῆς
Ἑλένης παρούσης, περὶ ἧς τοῦ κάλλους τις τῶν ἐναν-
τίων αὐτῇ τοιαῦτ' εἶπεν ὑπὸ τῆς ἀληθείας ἐκνικώ-
μενος (Γ 156)·
  οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
  αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇσ' εἰς ὦπα ἔοικεν.
εἶτά φησιν·
  ἀλλὰ καὶ ὣς τοίηπερ ἐοῦσ' ἐν νηυσὶ νεέσθω.
τὰ δὲ μειράκια τὰ ὡς τὸν Μενέλαον παραγενόμενα,
ὁ Νέστορος υἱὸς καὶ ὁ Τηλέμαχος, ἐν οἴνῳ ὄντες καὶ
ἐν γαμικῷ συμποσίῳ διατρίβοντες καὶ τῆς Ἑλένης
παρακαθημένης, ὡς πρέπον ἐστίν, ἡσυχίαν ἄγοντες
88

πρὸς τὸ περιβόητον ἐκκεκωφωμένοι κάλλος. ὁ δὲ Σω-


κράτης τίνος χάριν τῶν αὐλητρίδων ἀνεχόμενος καὶ

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 7, Kaibel paragraph 72, line 10

  ἢ σκάρον ἢ κίχλην πολυώνυμον.


        ΚΑΠΡΟΣ καὶ 8ΚΡΕΜΥΣ. Ἀριστοτέλης ἐν τῷ
περὶ ζῴων φησί (p. 296 R)· ‘τὰ δὲ ἀνόδοντα καὶ λεῖα
ὡς ῥαφίς. καὶ τὰ μὲν λιθοκέφαλα ὡς κρέμυς, τὰ δὲ
σκληρότατα, τραχύδερμα ὡς κάπρος. καὶ τὰ μὲν δίραβδα
ὥσπερ σεσερῖνος, τὰ δὲ πολύραβδα καὶ ἐρυθρόγραμμα
ὡς σάλπη.’ τοῦ δὲ κάπρου μνημονεύει καὶ Δωρίων
καὶ Ἐπαίνετος. Ἀρχέστρατος δέ φησιν (fr. 23 R)·
  αὐτὰρ ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν εὐδαίμονα χώραν
  τὸν κάπρον ἂν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε,
  κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ, μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ
  δεινὴ ἀπ' ἀθανάτων· τὸ γάρ ἐστιν νέκταρος ἄνθος.
  τούτου δ' οὐθέμις ἐστὶ φαγεῖν θνητοῖσιν ἅπασιν
  οὐδ' ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα
  σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες
  εἰώθασι δονεῖν ψήφους αἴθωνι λογισμῷ
  ἄρθρων μηλείων ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλων.
        ΚΙΘΑΡΟΣ. Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων
ἢ περὶ ἰχθύων (p. 308 R) ‘ὁ κίθαρος, φησί, καρχαρόδους,
μονήρης, φυκοφάγος, τὴν γλῶτταν ἀπολελυμένος, καρ-
δίαν λευκὴν ἔχων καὶ πλατεῖαν.’ Φερεκράτης

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 8, Kaibel paragraph 10, line 12

θάνει δέ με καὶ ὅτι κοινῶς πάντες οἱ ἰχθύες καμα-  


σῆνες ὑπὸ Ἐμπεδοκλέους ἐλέχθησαν τοῦ φυσικοῦ
οὕτως (v. 214 St)
  πῶς καὶ δένδρεα μακρὰ καὶ εἰνάλιοι καμασῆνες,
καὶ ὅτι ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας ἔπη, εἴτε Κύπριός τίς
ἐστιν ἢ Στασῖνος ἢ ὅστις δή ποτε χαίρει ὀνομαζό-
μενος, τὴν Νέμεσιν ποιεῖ διωκομένην ὑπὸ Διὸς καὶ
εἰς ἰχθὺν μεταμορφουμένην διὰ τούτων (fr. 6 K)·
  τοὺς δὲ μέτα τριτάτην Ἑλένην τέκε, θαῦμα βρο-
  τοῖσι·
  τήν ποτε καλλίκομος Νέμεσις φιλότητι μιγεῖσα
  Ζηνὶ θεῶν βασιλῆι τέκεν κρατερῆς ὑπ' ἀνάγκης.
  φεῦγε γὰρ οὐδ' ἔθελεν μιχθήμεναι ἐν φιλότητι
89

  πατρὶ Διὶ Κρονίωνι· ἐτείρετο γὰρ φρένας αἰδοῖ


  καὶ νεμέσει· κατὰ γῆν δὲ καὶ ἀτρύγετον μέλαν ὕδωρ
  φεῦγεν, Ζεὺς δ' ἐδίωκε· λαβεῖν δ' ἐλιλαίετο θυμῷ
  ἄλλοτε μὲν κατὰ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
  ἰχθύι εἰδομένην, πόντον πολὺν ἐξορόθυνεν,
  ἄλλοτ' ἀν' Ὠκεανὸν ποταμὸν καὶ πείρατα γαίης,
  ἄλλοτ' ἀν' ἤπειρον πολυβώλακα. γίγνετο δ' αἰεὶ
  θηρί' ὅσ' ἤπειρος αἰνὰ τρέφει, ὄφρα φύγοι νιν.

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 13, Kaibel paragraph 20, line 19

... ἀνὴρὁ κάλλιστος καὶ γυνὴ ἡ καλλίστη, καλλίστας


γεννώσης τῆς Σπάρτης τὰς γυναῖκας. διὸ καὶ φασὶν
Ἀρχιδάμου τοῦ βασιλέως, γυναικὸς αὐτῷ καλῆς φαινο-  
μένης, ἑτέρας δὲ αἰσχρᾶς καὶ πλουσίας, ὡς ἀπέκλινεν
ἐπὶ τὴν πλουσίαν, ζημιῶσαι τοὺς ἐφόρους αὐτόν, ἐπι-
λέγοντας ὅτι βασιλίσκους ἀντὶ βασιλέων τᾷ Σπάρτᾳ
γεννᾶν προαιρεῖται. Εὐριπίδης τε ἔφη (Aeoli fr. 15, 2 N)·
  πρῶτον μὲν εἶδος ἄξιον τυραννίδος ...
καὶ οἱ παρ' Ὁμήρῳ δὲ δημογέροντες θαυμάζοντες τῆς
Ἑλένης τὸ κάλλος φασίν (Γ 156)·
  οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
  αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν.
ἐκπέπληκται οὖν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ τῷ κάλλει
[τῆς γυναικὸς] καίτοι ἐν δεινοῖς ὑπάρχων. θαυμάζει
γοῦν ἐπὶ κάλλει τὸν Ἀγαμέμνονα τοιαῦτα ἐκφωνῶν
(ib. 169)·
  καλὸν δ' οὕτω ἐγὼν οὔπω ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
  οὐδ' οὕτω γεραρόν· βασιλῆι δὲ ἀνδρὶ ἔοικεν.
καθίστων δὲ καὶ πολλοὶ τοὺς καλλίστους βασιλέας, ὡς
μέχρι νῦν οἱ Ἀθάνατοι καλούμενοι Αἰθίοπες,

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Vol. 2,1, page 66, line 2

κόμενον τῷ τοῦ παιδὸς ἔρωτι καὶ γινόμενον ἔξεδρον καὶ καθάπερ νεβρὸν
ὑποπεπτώκοτα λέοντος ἀλκῇ ἅμα δὲ καταφρονεῖν φησι τῆς ὥρας αὐτοῦ.
ἔχει δὲ καὶ τὸ Ξενοφῶντος συμπόσιον ἐπιλήψεις. Καλλίας μὲν γὰρ
συνάγει
τὸ συμπόσιον, ἐπεὶ τὰ παιδικὰ αὐτοῦ Αὐτόλυκος παγκράτιον ἐστεφανώθη
90

καὶ εὐθὺς οἱ κατακλιθέντες τῷ παιδὶ προσέχουσι τὸν νοῦν καὶ ταῦτα τοῦ
πατρὸς παρακαθημένου. ὥσπερ γὰρ ὅταν φέγγος ἐν νυκτὶ παρῇ πάντων
προσάγεται τὰ ὄμματα, οὕτω καὶ τὸ Αὐτολύκου κάλλος πάντων ἐφέλ-
κεται τὰς ὄψεις ἐφ' ἑαυτό. ἔπειτα τῶν παρόντων οὐδεὶς ἦν ὃς οὐκ ἔπασχέ
τι τὴν ψυχὴν ὑπ' ἐκείνου. ἀλλ' οὐχ Ὅμηρος τοιοῦτόν τι ἐπεχείρησε  
εἰπεῖν, καίπερτῆς Ἑλένης παρούσης, περὶ τοῦ κάλλους τις τῶν ἐναντίων
εἶπεν ὑπὸ τῆς ἀληθείας ἐκνικώμενος· οὐ νέμεσις καὶ τὰ ἑξῆς. εἶτα τίς
φησιν· ἀλλὰ καὶ τοίηπερ ἐοῦσα νεέσθω. τὰ δὲ μειράκια τὰ ὡς τὸν
Μενέλαον
παραγενόμενα ἐν οἴνῳ ὄντες καὶ γαμικῷ συμποσίῳ καὶ τῆς Ἑλένης παρα-
καθημένης, ὡς πρέπον ἐστίν, ἡσυχίαν ἄγουσι πρὸς τὸ περιβόητον
ἐκκεκω-
φωμένοι κάλλος. ὁ δὲ Σωκράτηςτίνος χάριν τῶν αὐλητρίδων ἀνεχόμενος
καὶ τοῦ ὀρχουμένου παιδὸς καὶ κιθαρίζοντος καὶ τῆς κυβιστώσηςἀπρε-
πῶς τὸ μύρον ἀπείπατο; οὐδεὶς ἂν αὐτοῦ ἀγελαστὶ ἠνέσχετο.
Κριτόβουλος
δὲ μειράκιον ἀστεῖον, γέροντα καὶ διδάσκαλον αὐτοῦ τὸν Σωκράτην
σκώπτει,
πολὺ τῶν Σιλήνων αἰσχίονα εἶναι λέγων· ὁ δὲ αὐτῷ διαμορφοσκοπεῖται
καὶ κριτὰς ἑλόμενος τόν τε παῖδα καὶ τὴν ὀρχηστρίδα προτίθησι
νικητήρια
φιλήματα τῶν κριτῶν. τίς οὖν τῶν νέων ἐντυχὼν τούτοις οὐκ
ἐπιτριβήσεται

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Vol. 2,1, page 137, line 3

ἐν τῷ περὶ ζωικῶν φησι· καὶ τὰ μὲν μελανόστικτα ὥσπερ κόσσυφος, τὰ


δὲ ποικιλόστικτα ὥσπερ κίχλη. Παγκράτης δ' ὁ Ἀρκὰς τὴν κίχλην
ὀνόμασι
πολλοῖς φησι καλεῖσθαι· κίχλην οἰνώδεα, τὴν καλαμῆες σαῦρον κικλῄς-
κουσι καὶ αἰολίην. Νίκανδρος· ἢ σκάρον ἢ κίχλην πολυώνυμον.
 κάπρος καὶ κρέμυς. ἀνόδοντα καὶ λεῖα, Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων
φησίν, ὡς ῥαφίς. καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς, τὰ δὲ σκληρότατα,
τραχύδερμα ὡς κάπρος. καὶ τὰ μὲν δίραβδα ὥσπερ σεσερῖνος, τὰ δὲ πο-  
λύγραμμα καὶ ἐρυθρόγαμμα ὡς σάλπη. Ἀρχέστρατος· αὐτὰρ ἐς Ἀμβρα-
κίαν ἐλθὼν εὐδαίμονα χώραν τὸν κάπρον ἂν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατά-
λειπε, κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ, μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ δεινὴ ἀπ'
ἀθανάτων·
τὸ γάρ ἐστι νέκταρος ἄνθος. τοῦτ' οὐδὲ Θέμις ἐστὶ φαγεῖν θνητοῖσιν
ἅπασιν
οὐδ' ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἐλιοτρόφου
κοίλου
91

χείρεσσιν ἔχοντες εἰώθασι δονεῖν ψήφους αἴθωνι λογισμῷ. ἄρθρων


μηλείων
ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλειν.
 κίθαρος. Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων ἢ περὶ ἰχθύων ὁ κίθαρος, φησί,
καρχαρόδους, μονήρης. φυκοφάγος, τὴν γλώσσαν ἀπολελυμένος καρδίαν

λευκὴν ἔχων καὶ πλατεῖαν. Φερεκράτης· ὡς ἀγαθόν γε ὁ κίθαρος· καὶ


πρὸς Ἀπόλλωνος πάνυ. ἐκεῖνο θράττει μ', ὅτι λέγουσιν ἔνεστιν ἐν κιθάρῳ
τι κακόν. ἱερὸς δ' ἐστὶν Ἀπόλλωνος διὰ τὸ ὄνομα, φησὶν Ἀπολλόδωρος.
Ἐπίχαρμος· ὑαινίδες βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος. Ἀρχέστρατος

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Vol. 2,2, page 106, line 5

ἐστι διὰ τὸ πάντας ξύρεσθαι. ἐν Βυζαντίῳ δὲ ζημίας ἐπικειμένης τῷ


ἔχοντι
κουρεῖ ξυρὸν οὐδὲν ἧττον πάντες χρῶνται αὐτῷ. ξυρομένους τὴν ὑπήνην
φησὶ καὶ
τὸν ὄῤῥον. συνεσπασμένοι καὶ κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ
ἕξει.
 ὅτι ἐν Ἤλιδι κρίσις γίνεται κάλλους, κατὰ τὴν Σπάρτην τε θαυμάζεται
μᾶλλον ὁ κάλλιστος καὶ γυνὴ ἡ καλλίστη, καλλίστας γεννώσης τῆς
Σπάρτης
γυναῖκας. διὸ καὶ Ἀρχιδάμου τοῦ βασιλέως, γυναικὸς αὐτῷ καλῆς
φαινομένης,  
ἑτέρας δὲ αἰσχρᾶς καὶ πλουσίας, ὡς ἀπέκλινεν ἐπὶ τὴν πλουσίαν,
ζημιῶσαί
φασι τοὺς ἐφόρους αὐτόν, ἐπιλέγοντας ὅτι βασιλίσκους ἀντὶ βασιλέων
ταῖς
Σπάρταις γεννᾶν προαιρεῖται. Εὐριπίδης τε ἔφη· πρῶτον μὲν εἶδος ἄξιον
τυραννίδος. καὶ οἱ παρ' Ὁμήρῳ δὲ δημογέροντες θαυμάζοντες τῆς
Ἑλένης
τὸ κάλλος φασίν· οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς καὶ τὰ ἑξῆς.

ἐκπέπληκται γοῦν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ τῷ κάλλει τῆς γυναικὸς καίτοι

ἐν δεινοῖς ὤν. θαυμάζει γοῦν ἐπὶ κάλλει τὸν Ἀγαμέμνονα τοιαῦτα ἐκ-
φωνῶν· καλὸν δ' οὕτω ἐγὼν οὔπω ἴδον. καθίστων δὲ καὶ πολλοὶ τοὺς
καλ-
λίστους βασιλέας, ὡς μέχρι νῦν οἱ Ἀθάνατοι καλούμενοι Αἰθίοπες, ὥς
φησι
Βίων. ὡς ἔοικε γάρ, τὸ κάλλος βασιλείας οἰκεῖόν ἐστιν. θεαὶ περὶ
92

κάλλους
ἤρισαν πρὸς ἀλλήλας, διὰ τοῦτο Γαννυμήδης ἡρπάγη. θεαὶ δὲ τίνας
ἁρπά-
ζουσιν; οὐ τοὺς καλλίστους; οἷς καὶ σύνεισιν· Ἠὼς μὲν Κεφάλῳ καὶ
Κλείτῳ καὶ Τιθανῷ, Δημήτηρ Ἰασίονι, Ἀφροδίτη Ἀγχίσῃ καὶ Ἀδώνιδι.
διὰ κάλλος καὶ Ζεὺς διὰ κεράμων χρυσὸς ἔρχεται, ταῦρος γίνεται, ἀετὸς
πετροῦται πολλάκις, ὥσπερ καὶ ἐπ' Αἰγίνῃ. Σωκράτης δὲ ὁ πάντων κατα

Σοφοκλής. , Electra Line 1467

{ΗΛ.} Χαίροις ἄν, εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε.


{ΑΙ.} Σιγᾶν ἄνωγα κἀναδεικνύναι πύλας
πᾶσιν Μυκηναίοισιν Ἀργείοις θ' ὁρᾶν,
ὡς εἴ τις αὐτῶν ἐλπίσιν κεναῖς πάρος
ἐξῄρετ' ἀνδρὸς τοῦδε, νῦν ὁρῶν νεκρὸν
στόμια δέχηται τἀμά, μηδὲ πρὸς βίαν
ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν φύσῃ φρένας.
{ΗΛ.} Καὶ δὴ τελεῖται τἀπ' ἐμοῦ· τῷ γὰρ χρόνῳ
νοῦν ἔσχον, ὥστε συμφέρειν τοῖς κρείσσοσιν.
{ΑΙ.} Ὦ Ζεῦ, δέδορκα φάσμ' ἄνευ φθόνου μὲν οὐ
πεπτωκός· εἰ δ' ἔπεστι νέμεσις, οὐ λέγω.
Χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν, ὅπως
τὸ συγγενές γε κἀπ' ἐμοῦ θρήνων τύχῃ.
{ΟΡ.} Αὐτὸς σὺ βάσταζ'· οὐκ ἐμὸν τόδ', ἀλλὰ σόν,
τὸ ταῦθ' ὁρᾶν τε καὶ προσηγορεῖν φίλους.
{ΑΙ.} Ἀλλ' εὖ παραινεῖς κἀπιπείσομαι· σὺ δέ,
εἴ που κατ' οἶκόν μοι Κλυταιμήστρα, κάλει.  
{ΟΡ.} Αὕτη πέλας σοῦ· μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει.
{ΑΙ.} Οἴμοι, τί λεύσσω;
{ΟΡ.} Τίνα φοβῇ; τίν' ἀγνοεῖς;
{ΑΙ.} Τίνων ποτ' ἀνδρῶν ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις

Σοφοκλής. , Philoctetes Line 602


ὁ Τυδέως παῖς ἥ τ' Ὀδυσσέως βία,
διώμοτοι πλέουσιν ἦ μὴν ἢ λόγῳ
πείσαντες ἄξειν, ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος.
Καὶ ταῦτ' Ἀχαιοὶ πάντες ἤκουον σαφῶς
Ὀδυσσέως λέγοντος· οὗτος γὰρ πλέον
τὸ θάρσος εἶχε θἀτέρου δράσειν τάδε.
{ΝΕ.} Τίνος δ' Ἀτρεῖδαι τοῦδ' ἄγαν οὕτω χρόνῳ
τοσῷδ' ἐπεστρέφοντο πράγματος χάριν,
ὅν γ' εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες;
93

τίς ὁ πόθος αὐτοὺς ἵκετ', ἢ θεῶν βία


καὶ νέμεσις, οἵπερ ἔργ' ἀμύνουσιν κακά;
{ΕΜ.} Ἐγὼ σὲ τοῦτ', ἴσως γὰρ οὐκ ἀκήκοας,
πᾶν ἐκδιδάξω. Μάντις ἦν τις εὐγενής,
Πριάμου μὲν υἱός, ὄνομα δ' ὠνομάζετο
Ἕλενος, ὃν οὗτος νυκτὸς ἐξελθὼν μόνος,
ὁ πάντ' ἀκούων αἰσχρὰ καὶ λωβήτ' ἔπη
δόλιος Ὀδυσσεὺς εἷλε, δέσμιόν τ' ἄγων
ἔδειξ' Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, θήραν καλήν·
ὃς δὴ τά τ' ἄλλ' αὐτοῖσι πάντ' ἐθέσπισε,
καὶ τἀπὶ Τροίᾳ πέργαμ' ὡς οὐ μή ποτε
πέρσοιεν, εἰ μὴ τόνδε πείσαντες λόγῳ

Σοφοκλής. , Oedipus Coloneus Line 1753

{ΑΝ.} Τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ' ὕπερθεν.


{ΧΟ.} Μέγ' ἄρα πέλαγος ἐλάχετόν τι.
{ΑΝ.} Ναὶ ναί.
{ΧΟ.} Ξύμφημι καὐτός.  
{ΑΝ.} Φεῦ φεῦ, ποῖ μόλωμεν,
ὦ Ζεῦ; ἐλπίδων γὰρ ἐς τίν' ἔτιμε
      
δαίμων τανῦν γ' ἐλαύνει;
{ΘΗ.} Παύετε θρῆνον, παῖδες· ἐν οἷς γὰρ
χάρις ἡ χθονία ξύν' ἀπόκειται
πενθεῖν οὐ χρή· νέμεσις γάρ.
{ΑΝ.} Ὦ τέκνον Αἰγέως, προσπίτνομέν σοι.
{ΘΗ.} Τίνος, ὦ παῖδες, χρείας ἀνύσαι;
{ΑΝ.} Τύμβον θέλομεν
προσιδεῖν αὐταὶ πατρὸς ἡμετέρου.
{ΘΗ.} Ἀλλ' οὐ θεμιτὸν κεῖσ' ἔστιμολεῖν.
{ΑΝ.} Πῶς εἶπας, ἄναξ, κοίραν' Ἀθηνῶν;
{ΘΗ.} Ὦ παῖδες, ἀπεῖπεν ἐμοὶ κεῖνος
μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους
μήτ' ἐπιφωνεῖν μηδένα θνητῶν
θήκην ἱερὰν ἣν κεῖνος ἔχει.

Όμηρος Ιλιάδα. Book 3, line 156

 Οἳ δ' ἀμφὶ Πρίαμον καὶ Πάνθοον ἠδὲ Θυμοίτην


Λάμπόν τε Κλυτίον θ' Ἱκετάονά τ' ὄζον Ἄρηος
94

Οὐκαλέγων τε καὶ Ἀντήνωρ πεπνυμένω ἄμφω


ἥατο δημογέροντες ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι,
γήραϊ δὴ πολέμοιο πεπαυμένοι, ἀλλ' ἀγορηταὶ
ἐσθλοί, τεττίγεσσιν ἐοικότες οἵ τε καθ' ὕλην
⸖ δενδρέῳ ἐφεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι·
τοῖοι ἄρα Τρώων ἡγήτορες ἧντ' ἐπὶ πύργῳ.
οἳ δ' ὡς οὖν εἴδονθ' Ἑλένην ἐπὶ πύργον ἰοῦσαν,
⸖ ἦκα πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον·
οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν·
ἀλλὰ καὶ ὧς τοίη περ ἐοῦσ' ἐν νηυσὶ νεέσθω,
μηδ' ἡμῖν τεκέεσσί τ' ὀπίσσω πῆμα λίποιτο.
 Ὣς ἄρ' ἔφαν, Πρίαμος δ' Ἑλένην ἐκαλέσσατο φωνῇ·  
δεῦρο πάροιθ' ἐλθοῦσα φίλον τέκος ἵζευ ἐμεῖο,
ὄφρα ἴδῃ πρότερόν τε πόσιν πηούς τε φίλους τε·
οὔ τί μοι αἰτίη ἐσσί, θεοί νύ μοι αἴτιοί εἰσιν
οἵ μοι ἐφώρμησαν πόλεμον πολύδακρυν Ἀχαιῶν·
ὥς μοι καὶ τόνδ' ἄνδρα πελώριον ἐξονομήνῃς

Όμηρος Ιλιάδα. Book 14, line 80

νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ' Ἄργεος ἐνθάδ' Ἀχαιούς.


ᾔδεα μὲν γὰρ ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμυνεν,
οἶδα δὲ νῦν ὅτε τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι
κυδάνει, ἡμέτερον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν.
ἀλλ' ἄγεθ' ὡς ἂν ἐγὼν εἴπω πειθώμεθα πάντες.
νῆες ὅσαι πρῶται εἰρύαται ἄγχι θαλάσσης
ἕλκωμεν, πάσας δὲ ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν,
ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
νὺξ ἀβρότη, ἢν καὶ τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο
Τρῶες· ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας ἁπάσας.
οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, οὐδ' ἀνὰ νύκτα.
βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ.
 Τὸν δ' ἄρ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων·
οὐλόμεν' αἴθ' ὤφελλες ἀεικελίου στρατοῦ ἄλλου
σημαίνειν, μὴ δ' ἄμμιν ἀνασσέμεν, οἷσιν ἄρα Ζεὺς  
ἐκ νεότητος ἔδωκε καὶ ἐς γῆρας τολυπεύειν
ἀργαλέους πολέμους, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστος.
οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν
95

καλλείψειν, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά;


σίγα, μή τίς τ' ἄλλος Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ

Όμηρος Οδύσσεια. Book 1, line 350

οἶνον πινόντων· ταύτης δ' ἀποπαύε' ἀοιδῆς


λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ
ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.”
 τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
“μῆτερ ἐμή, τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ' ἀοιδοὶ
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ.
τούτῳ δ' οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν·  
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ' ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀϊόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
σοὶ δ' ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν·
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ
ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ' ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ' ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ' ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ.”
 ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·

Όμηρος Οδύσσεια. Book 2, line 136

ποιεῖτ', αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο.


ἡμεῖς δ' οὔτ' ἐπὶ ἔργα πάρος γ' ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
πρίν γ' αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ' ἐθέλῃσι.”  
 τὸν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
“Ἀντίνο', οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι
ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε, πατὴρ δ' ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,
ζώει ὅ γ' ἦ τέθνηκε· κακὸν δέ με πόλλ' ἀποτίνειν
Ἰκαρίῳ, αἴ κ' αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω.
ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων
δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ' ἐρινῦς
οἴκου ἀπερχομένη· νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
96

ἔσσεται· ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.


ὑμέτερος δ' εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,
ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ' ἀλεγύνετε δαῖτας
ὑμὰ κτήματ' ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.
εἰ δ' ὕμιν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ'· ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι·
νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.”
 ὣς φάτο Τηλέμαχος, τῷ δ' αἰετὼ εὐρύοπα Ζεὺς

Όμηρος Οδύσσεια. Book 20, line 330

 ὣς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.


ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος·
 “ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ
ἀντιβίοισ' ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι·
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν' ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ' Ὀδυσσῆος θείοιο.
Τηλεμάχῳ δέ κε μῦθον ἐγὼ καὶ μητέρι φαίην
ἤπιον, εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι ἀμφοτέροιϊν.
ὄφρα μὲν ὕμιν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,
τόφρ' οὔ τις νέμεσις μενέμεν τ' ἦν ἰσχέμεναί τε
μνηστῆρας κατὰ δώματ', ἐπεὶ τόδε κέρδιον ἦεν,
εἰ νόστησ' Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα·  
νῦν δ' ἤδη τόδε δῆλον, ὅ τ' οὐκέτι νόστιμός ἐστιν.
ἀλλ' ἄγε σῇ τάδε μητρὶ παρεζόμενος κατάλεξον,
γήμασθ' ὅς τις ἄριστος ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν,
ὄφρα σὺ μὲν χαίρων πατρώϊα πάντα νέμηαι,
ἔσθων καὶ πίνων, ἡ δ' ἄλλου δῶμα κομίζῃ.”
 τὸν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
“οὐ μὰ Ζῆν', Ἀγέλαε, καὶ ἄλγεα πατρὸς ἐμοῖο,
ὅς που τῆλ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται,

Ηρόδοτος ιστορίαι. , Historiae Book 1, section 34, line 1

αὔταρκές ἐστι· τὸ μὲν γὰρ ἔχει, ἄλλου δὲ ἐνδεές ἐστι· ὃς


δ' ἂν αὐτῶν πλεῖστα ἔχων διατελέῃ καὶ ἔπειτα τελευτήσῃ
εὐχαρίστως τὸν βίον, οὗτος παρ' ἐμοὶ τὸ οὔνομα τοῦτο,
97

ὦ βασιλεῦ, δίκαιός ἐστι φέρεσθαι. Σκοπέειν δὲ χρὴ παντὸς


χρήματος τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται· πολλοῖσι γὰρ δὴ
ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε.» Ταῦτα
λέγων τῷ Κροίσῳ οὔ κως οὔτε ἐχαρίζετο, οὔτε λόγου μιν
ποιησάμενος οὐδενὸς ἀποπέμπεται, κάρτα δόξας ἀμαθέα
εἶναι, ὃς τὰ παρεόντα ἀγαθὰ μετεὶς τὴν τελευτὴν παντὸς
χρήματος ὁρᾶν ἐκέλευε.
 Μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβε ἐκ θεοῦ νέμεσις  
μεγάλη Κροῖσον, ὡς εἰκάσαι, ὅτι ἐνόμισε ἑωυτὸν εἶναι
ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον. Αὐτίκα δέ οἱ εὕδοντι
ἐπέστη ὄνειρος, ὅς οἱ τὴν ἀληθείην ἔφαινε τῶν μελλόντων
γενέσθαι κακῶν κατὰ τὸν παῖδα. Ἦσαν δὲ τῷ Κροίσῳ δύο
παῖδες, τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο, ἦν γὰρ δὴ κωφός, ὁ
δὲ ἕτερος τῶν ἡλίκων μακρῷ τὰ πάντα πρῶτος· οὔνομα δέ
οἱ ἦν Ἄτυς. Τοῦτον δὴ ὦν τὸν Ἄτυν σημαίνει τῷ Κροίσῳ
ὁ ὄνειρος ὡς ἀπολέει μιν αἰχμῇ σιδηρέῃ βληθέντα. Ὁ δὲ
ἐπείτε ἐξηγέρθη καὶ ἑωυτῷ λόγον ἔδωκε, καταρρωδήσας
τὸν ὄνειρον ἄγεται μὲν τῷ παιδὶ γυναῖκα,

Ησίοδος. , Opera et dies Line 200

οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου


οὐδ' ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ' ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ' ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται.
ζῆλος δ' ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ' ἀνθρώπους
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή.  
 Νῦν δ' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς·
ὧδ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον
ὕψι μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
ἣ δ' ἐλεόν, γναμπτοῖσι πεπαρμένη ἀμφ' ὀνύχεσσι,
μύρετο· τὴν ὅ γ' ἐπικρατέως πρὸς μῦθον ἔειπεν·
“δαιμονίη, τί λέληκας; ἔχει νύ σε πολλὸν ἀρείων·
τῇ δ' εἶς ᾗ σ' ἂν ἐγώ περ ἄγω καὶ ἀοιδὸν ἐοῦσαν·
δεῖπνον δ', αἴ κ' ἐθέλω, ποιήσομαι ἠὲ μεθήσω.
ἄφρων δ', ὅς κ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν·
98

Ησίοδος. , Fragmenta Fragment 197, line 8

P. Berol. 9739 col. II, ed. Wilamowitz [Tab. IV]


τοσσαύτας δὲ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργ' εἰδυίας,
πάσας χρυσείας φιάλας ἐν χερσὶν ἐχούσας·
καί νύ κε δὴ Κάστωρ τε καὶ ὁ κρατερὸς Πολυδεύκης
γαμβρὸν ποιήσαντο κατὰ κράτος, ἀλλ' Ἀγαμέμνων
⸏γαμβρὸς ἐὼν ἐμνᾶτο κασιγνήτωι Μενελάωι.
υἱὼ δ̣' Ἀμφιαράου Ὀϊκλείδαο ἄνακτος  
ἐ̣ξ̣ Ἄργ̣εος ἐμνῶντο μά̣[λ' ἐγ]γύθ̣εν· ἀλλ' ἄρα καὶ τοὺς
ὦρς]ε̣ θεῶν [..... ..... ..νέ]μεσίς τ̣' ἀ̣[νθρώπων
....].θητ̣[
P. Berol. 9739 col. III, ed. Wilamowitz; P. Oxy. 2491 fr. 1, ed.
Lobel [Tab. IV]
⸏ἀλλ' οὐκ ἦν ἀπάτης ἔργον παρὰ Τυνδαρίδηισιν.
ἐκ δ' Ἰθάκης ἐμνᾶτο Ὀδυσσῆος ἱερὴ ἴς,
υἱὸς Λαέρταο πολύκροτα μήδεα εἰδώς.
δῶρα μὲν οὔ ποτ' ἔπεμπε τανισφύρου εἵνεκα κούρης·
ἤιδεε γὰρ κατὰ θυμὸν ὅτι ξανθὸς Μενέλαος
νικήσει, κτήνωι γὰρ Ἀχαιῶν φέρτατος ἦεν·
ἀγγελίην δ' αἰεὶ Λακεδαίμονάδε προΐαλλεν

Πλάτων. ., Leges Stephanus page 717, section d, line 3

σβύτατα, νομίζειν δέ, ἃ κέκτηται καὶ ἔχει, πάντα εἶναι τῶν


γεννησάντων καὶ θρεψαμένων πρὸς τὸ παρέχειν αὐτὰ εἰς
ὑπηρεσίαν ἐκείνοις κατὰ δύναμιν πᾶσαν, ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς
οὐσίας, δεύτερα τὰ τοῦ σώματος, τρίτα τὰ τῆς ψυχῆς, ἀπο-
τίνοντα δανείσματα ἐπιμελείας τε καὶ ὑπερπονούντων ὠδῖνας
παλαιὰς ἐπὶ νέοις δανεισθείσας, ἀποδιδόντα δὲ παλαιοῖς ἐν
τῷ γήρᾳ σφόδρα κεχρημένοις. παρὰ δὲ πάντα τὸν βίον
ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ γονέας εὐφημίαν
διαφερόντως, διότι κούφων καὶ πτηνῶν λόγων βαρυτάτη
ζημία – πᾶσι γὰρ ἐπίσκοπος τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐτάχθη
Δίκης Νέμεσις ἄγγελος – θυμουμένοις τε οὖν ὑπείκειν δεῖ
καὶ ἀποπιμπλᾶσι τὸν θυμόν, ἐάντ' ἐν λόγοις ἐάντ' ἐν ἔργοις
δρῶσιν τὸ τοιοῦτον, συγγιγνώσκοντα, ὡς εἰκότως μάλιστα
πατὴρ ὑεῖ δοξάζων ἀδικεῖσθαι θυμοῖτ' ἂν διαφερόντως.
τελευτησάντων δὲ γονέων ταφὴ μὲν ἡ σωφρονεστάτη καλ-
99

λίστη, μήτε ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ' ἐλλεί-


ποντα ὧν οἱ προπάτορες τοὺς ἑαυτῶν γεννητὰς ἐτίθεσαν,
τάς τε αὖ κατ' ἐνιαυτὸν τῶν ἤδη τέλος ἐχόντων ὡσαύτως
ἐπιμελείας τὰς κόσμον φερούσας ἀποδιδόναι· τῷ δὲ μὴ  
παραλείπειν μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον, τούτῳ μάλιστ'
ἀεὶ πρεσβεύειν, δαπάνης τε τῆς διδομένης ὑπὸ τύχης τὸ

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 10, chapter


16, section 2, line 2

ἐπηγγείλαντο. [Exc. de legat. p. 314 U., 619 W.]


  Ὅτι ὁ Πολυκράτης ὁ τῶν Σαμίων τύραννος εἰς
τοὺς ἐπικαιροτάτους τόπους ἀποστέλλων τριήρεις
ἐλῄστευεν ἅπαντας τοὺς πλέοντας, ἀπεδίδου δὲ μό-
νοις τοῖς συμμάχοις τὰ ληφθέντα. πρὸς δὲ τοὺς
μεμφομένους τῶν συνήθων ἔλεγεν, ὡς πάντες οἱ
φίλοι πλείονα χάριν ἕξουσιν ἀπολαβόντες ἅπερ ἀπέ-
βαλον ἤπερ ἀρχὴν μηδὲν ἀποβαλόντες.  
  Ὅτι ταῖς ἀδίκοις πράξεσιν ὡς ἐπίπαν ἀκολου-
θεῖ τις νέμεσις οἰκείους τιμωρίας τοῖς ἁμαρτάνου-
σιν ἐπιφέρουσα.
  Ὅτι πᾶσα χάρις ἀμεταμέλητος οὖσα καλὸν ἔχει
καρπὸν τὸν παρὰ τῶν εὐεργετουμένων ἔπαινον·
καὶ γὰρ ἂν μὴ πάντες, εἷς γε τῶν εὖ πεπονθότων
ἐνίοτε τὴν ὑπὲρ ἁπάντων ἀπέδωκε χάριν. [Exc. Vat.
p. 33.]
  Ὅτι Λυδοί τινες φεύγοντες τὴν Ὀροίτου τοῦ
σατράπου δυναστείαν κατέπλευσαν εἰς Σάμον μετὰ
πολλῶν χρημάτων καὶ τοῦ Πολυκράτους ἱκέται ἐγί-
νοντο. ὁ δὲ τὸ μὲν πρῶτον αὐτοὺς φιλοφρόνως

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 10, chapter 19, section 1, line 3

ἀπολαβὼν ἔκτισε πόλιν Ἡράκλειαν. ταχὺ δ' αὐτῆς


αὐξομένης, οἱ Καρχηδόνιοι φθονήσαντες ἅμα καὶ
φοβηθέντες μήποτε πλέον ἰσχύσασα τῆς Καρχηδό-
νος ἀφέληται τῶν Φοινίκων τὴν ἡγεμονίαν, στρα-
τεύσαντες ἐπ' αὐτὴν μεγάλαις δυνάμεσι καὶ κατὰ
100

κράτος ἑλόντες κατέσκαψαν. ἀλλὰ περὶ μὲν τού-


των τὰ κατὰ μέρος ἐν τοῖς οἰκείοις χρόνοις ἀνα-
γράψομεν. [Diodorus IV 23, 3.]]
  Ὅτι τοῖς ἐπί τινων πραγμάτων διοριζομένοις ὡς
οὐκ ἄν ποτε πραχθησομένων ἔοικεν ἐπακολουθεῖν ὡσα-
νεί τις νέμεσις ἐλέγχουσα τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.  
  Ὅτι Μεγαβύζου τοῦ καὶ Ζωπύρου, φίλου ὄντος
Δαρείου τοῦ βασιλέως, μαστιγώσαντος δ' ἑαυτὸν
καὶ τὰ περὶ τὸ πρόσωπον ἀκρωτήρια ἀποκόψαντος
διὰ τὸ αὐτόμολον γενέσθαι καὶ Βαβυλῶνα προδοῦ-
ναι Πέρσαις, φασὶ βαρέως φέρειν τὸν Δαρεῖον καὶ
εἰπεῖν βούλεσθαι τὸν Μεγάβυζον, εἰ δυνατὸν ἦν,
ἄρτιον γενόμενον ἢ δέκα Βαβυλῶνας λαβεῖν ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν, καίπερ ἀπράκτου τῆς ἐπιθυμίας οὔσης.
  Ὅτι οἱ Βαβυλώνιοι στρατηγὸν εἵλαντο Μεγάβυ-
ζον, ἀγνοοῦντες ὅτι τὴν εὐεργεσίαν τῆς μελλούσης

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21-40)


Book 27, chapter 6, section 2, line 7

ἀπέδωκε καὶ τὴν ἄλλην ἀκολουθίαν ἔχειν συν-


εχώρησε· τηρῶν δὲ αὐτὸν ἐν ἐλευθέρᾳ φυλακῇ
φιλανθρώπως ὡμίλει καὶ πολλάκις ἐπὶ δεῖπνα παρ-
ελαμβάνετο. (Const. Exc. 2(1), pp. 267 – 268.)
 Ὅτι Σκιπίων τὸν Σόφακα τὸν βασιλέα αἰχμάλω-
τον λαβὼν καὶ δεδεμένον λύσας φιλανθρώπως
ὡμίλει αὐτόν· ᾤετο γὰρ δεῖν τὴν ἐπὶ τοῦ πολέμου
ἔχθραν μέχρι τοῦ νικᾶν φυλάττειν, εἰς δὲ τύχην
αἰχμάλωτον ἀνδρὸς βασιλέως γεγονότος μηδὲν ἐξ-
αμαρτάνειν ἄνθρωπον ὄντα· ἐφορᾷ γάρ, ὡς ἔοικε,
τὸν ἀνθρώπινον βίον νέμεσίς τις θεοῦ, ἣ τοὺς ὑπὲρ
ἄνθρωπον φρονοῦντας ταχὺ τῆς ἰδίας ἀσθενείας
ὑπομιμνήσκει. διὸ καὶ τὸν Σκιπίωνα τίς οὐκ ἂν
ἐπαινέσειε θεωρῶν πρὸς τὸν κατὰ τῶν πολεμίων
φόβον καταπληκτικὸν γενόμενον, ὑπὸ δὲ τοῦ πρὸς  
τοὺς ἠτυχηκότας ἐλέου τὴν ψυχὴν ἡττώμενον; ὡς
ἐπὶ πολὺ γὰρ εἰώθασιν οἱ πρὸς τοὺς ἀντιταττο-
μένους φοβεροὶ πρὸς τοὺς ὑποπεσόντας ὑπάρχειν
μέτριοι. διὸ καὶ ταχὺ τοῦ Σόφακος ὁ Σκιπίων τῆς
εἰς αὐτὸν ἐπιεικείας ἐκομίσατο χάριν.
           (Const. Exc. 4, pp. 356 – 357.)
101

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21-40)


Book 38/39, chapter 6, section 1, line 3

Κάτλος ἀπογνοὺς μὲν τὰς τῆς σωτηρίας ἐλπίδας,


σπεύδων δὲ χωρὶς ὕβρεως καταστρέψαι τὸν βίον,
ἑαυτὸν τοῦ ζῆν μετέστησεν ἰδίῳ τινὶ καὶ παρηλ-
λαγμένῳ τρόπῳ· συγκλείσας ἑαυτὸν εἰς οἶκον νεό-
χριστον καὶ τὴν ἐκ τῆς κονίας ἀναφορὰν πυρὶ καὶ
καπνῷ συναυξήσας τῇ τῆς ἀναπνοῆς φθορᾷ περιπνι-
γὴς γενόμενος μετήλλαξεν.
            (Photius, Bibl. p. 381 B.)
 Ὅτι ἐπὶ ταῖς τῶν πολιτῶν σφαγαῖς καὶ ταῖς
ὑπὲρ ἄνθρωπον παρανομίαις ταχέως ἐκ θεῶν τις
Κίννᾳ καὶ Μαρίῳ ἠκολούθησε νέμεσις. Σύλλας γάρ,  
εἷς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ὑπολειφθείς, περὶ τὴν Βοιω-
τίαν τὰς Μιθριδάτου δυνάμεις κατακόψας καὶ τὰς
Ἀθήνας ἐκπολιορκήσας, εἶτα Μιθριδάτην σύμμαχον
ποιησάμενος καὶ παραλαβὼν αὐτοῦ τὸν στόλον ἐπ-
ανῆλθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν. ἐν ἀκαρεῖ δὲ χρόνῳ
κατακόψας τὰς περὶ Κίνναν καὶ Μάριον δυνάμεις
κύριος ἐγένετο πάσης Ῥώμης καὶ Ἰταλίας, καὶ
πάντας τοὺς μετὰ Κίννα μιαιφονήσαντας ἀπέσφαξεν,
καὶ τὴν Μαριανὴν συγγένειαν ἐκ βάθρων ἦρε. διὸ
καὶ πολλοὶ τῶν μετρίων ἀνδρῶν τὴν τῶν

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21-40)


Book 38/39, chapter 19, section 1, line 7

καλὰ τῶν ἔργων τοὺς ἀνθρώπους χειραγωγεῖν.


 Ἄνδρας δυναμένους βουλεύσασθαι καλῶς καὶ τὰ
κριθέντα ἀγαγεῖν εἰς συντέλειαν ....
              (Const. Exc. 4, p. 404.)
 Ὅτι προτεθείσης προγραφῆς εἰς τὴν ἀγορὰν
ἀνέδραμε πλῆθος ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀνάγνωσιν.
οἱ πλεῖστοι δὲ συνέπασχον τοῖς ὀφείλουσιν ἀναδέχε-
σθαι τὸν θάνατον. εἷς δὲ τῶν συνεληλυθότων,
κακίᾳ καὶ ὑπερηφανίᾳ διαφέρων, ἐγγελῶν τοῖς κιν-
δυνεύουσι πολλὰ κατ' αὐτῶν ὑβριστικῶς ἐβλας-
φήμησεν. ἔνθα δὴ δαιμονίου τινὸς νέμεσις τῷ
διασύροντι τὴν τῶν ἀκληρούντων τύχην ἐπέθηκε τὴν
102

πρέπουσαν τῇ κακίᾳ τιμωρίαν. ἐν γὰρ τοῖς ἐπὶ


πᾶσιν ὀνόμασιν εὑρὼν ἑαυτὸν προσγεγραμμένον,
εὐθέως ἐγκαλυψάμενος τὴν κεφαλὴν προῆγε διὰ
τοῦ πλήθους, ἐλπίζων λήσεσθαι τοὺς περιεστῶτας
καὶ διὰ τοῦ δρασμοῦ πορίσεσθαι τὴν σωτηρίαν.  
γνωσθεὶς δὲ ὑπό τινος τῶν πλησίον ἑστώτων καὶ
φανερᾶς τῆς περὶ αὐτὸν περιστάσεως γενομένης,
συνελήφθη καὶ ἔτυχε τῆς τιμωρίας, πάντων ἐπι-
χαιρόντων τῷ θανάτῳ αὐτοῦ.

Λουκιανός. Asinus Section 35, line 10

Βέροιαν μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον.


 ἐνταῦθα ἔγνωσαν οἱ ἄγοντες ἡμᾶς ἱδρῦσαι καὶ
ἑαυτούς. καὶ τότε δὴ πρᾶσις ἦν ἡμῶν τῶν κτηνῶν
καὶ κῆρυξ εὔφημος ἐν ἀγορᾷ μέσῃ ἑστὼς ἐκήρυττεν.
οἱ δὲ προσιόντες ἰδεῖν ἤθελον τὰ στόματα ἡμῶν
ἀνοίγοντες καὶ τὴν ἡλικίαν ἐν τοῖς ὀδοῦσιν ἑκάστῳ
ἔβλεπον, καὶ τοὺς μὲν ὠνήσαντο ἄλλος ἄλλον, ἐμὲ
δὲ ὕστατον ἀπολελειμμένον ὁ κῆρυξ ἐκέλευεν
αὖθις ἐπάγειν ἐς οἶκον. Ὁρᾷς, ἔφη, οὗτος μόνος  
οὐχ εὕρηκε κύριον. ἡ δὲ πολλὰ πολλάκις δινουμένη
καὶ μεταπίπτουσα Νέμεσις ἤγαγεν κἀμοὶ τὸν
δεσπότην, οἷον οὐκ ἂν εὐξάμην. κίναιδος γὰρ καὶ
γέρων ἦν τούτων εἷς τῶν τὴν θεὸν τὴν Συρίαν εἰς τὰς
κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς περιφερόντων καὶ τὴν θεὸν
ἐπαιτεῖν ἀναγκαζόντων. τούτῳ πιπράσκομαι πολ-
λῆς πάνυ τιμῆς, τριάκοντα δραχμῶν· καὶ στένων
ἤδη τῷ δεσπότῃ εἱπόμην ἄγοντι.
 ἐπεὶ δὲ ἥκομεν ἔνθα ᾤκει Φίληβος – τοῦτο
γὰρ εἶχεν ὄνομα ὁ ὠνησάμενός με – μέγα εὐθὺς πρὸ
τῆς θύρας ἀνέκραγεν, Ὦ κοράσια, δοῦλον ὑμῖν
ἐώνημαι καλὸν καὶ ἁδρὸν καὶ Καππαδόκην τὸ

Λουκιανός. ., De mercede conductis potentium familiaribus


Section 16, line 14

τὸν πλούσιον τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἐλέφαντος καὶ


τῆς τοσαύτης τρυφῆς, ἄρτι δὲ οἰκτείρεις σεαυτόν,
ὡς τὸ μηδὲν ὢν εἶτα ζῆν ὑπολαμβάνεις. ἐνίοτε
δὲ κἀκεῖνο εἰσέρχεταί σε, ὡς ζηλωτόν τινα βιώσῃ
τὸν βίον ἅπασιν ἐκείνοις ἐντρυφήσων καὶ μεθέξων
103

αὐτῶν ἐξ ἰσοτιμίας· οἴει γὰρ εἰσαεὶ Διονύσια


ἑορτάσειν. καί που καὶ μειράκια ὡραῖα διακο-
νούμενα καὶ ἠρέμα προσμειδιῶντα γλαφυρωτέραν
ὑπογράφει σοι τὴν μέλλουσαν διατριβήν, ὥστε
συνεχῶς τὸ Ὁμηρικὸν ἐκεῖνο ἐπιφθέγγεσθαι,
  οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς
πολλὰ πονεῖν καὶ ὑπομένειν ὑπὲρ τῆς τοσαύτης
εὐδαιμονίας.
 Φιλοτησίαι τὸ ἐπὶ τούτῳ, καὶ σκύφον εὐμεγέθη  
τινὰ αἰτήσας προὔπιέν σοι τῷ διδασκάλῳ, ἢ
ὁτιδήποτε προσειπών· σὺ δὲ λαβών, ὅτι μέν τί
σε καὶ αὐτὸν ὑπειπεῖν ἔδει ἠγνόησας ὑπ' ἀπειρίας,
καὶ ἀγροικίας δόξαν ὦφλες. ἐπίφθονος δ' οὖν
ἀπὸ τῆς προπόσεως ἐκείνης πολλοῖς τῶν παλαιῶν
φίλων γεγένησαι, καὶ πρότερον ἐπὶ τῇ κατακλίσει
λυπήσας τινὰς αὐτῶν, ὅτι τήμερον ἥκων

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Antiquitates Romanae


Book 3, chapter 5, section 2, line 8

ἐπιβουλὴν καὶ φθόνον ἀνθρώπινον τὸ ἔργον μετέφε-


ρον αἰτιώμενοι τῶν ἀντιπολιτευομένων τινὰς ἀφανῆ
καὶ δυσεξέλεγκτα ἐξευρόντας φάρμακα διὰ τούτων τὸν
ἄνδρα ἀνῃρηκέναι· οἱ δὲ ὑπὸ λύπης τε καὶ ἀμηχανίας
κρατούμενον ἑκουσίῳ χρήσασθαι τελευτῇ αὐτὸν ἔφα-
σαν, ἐπειδὴ πάντα χαλεπὰ καὶ ἄπορα συνέβαινεν
αὐτῷ καὶ οὐδὲν ἐχώρει κατὰ νοῦν τῶν ἐν ἀρχαῖς,
ὅτε εἰς τὰ πράγματα εἰσῄει, προσδοκηθέντων· τοῖς δ'
ἐκτὸς οὖσι φιλίας τε καὶ ἔχθρας τῆς πρὸς τὸν στρατη-  
γὸν καὶ ἀπὸ παντὸς τοῦ βελτίστου κρίνουσι τὸ συμ-
βεβηκὸς οὔτε ἡ θεία νέμεσις οὔτε ὁ τῶν ἀντιπολι-
τευομένων φθόνος οὔθ' ἡ τῶν πραγμάτων ἀπόγνω-
σις ἀνῃρηκέναι τὸν ἄνδρα ἐδόκει, ἀλλ' ἡ τῆς φύσεως
ἀνάγκη καὶ τὸ χρεὼν ὡς ἐκπεπληρωκότα τὴν ὀφει-
λομένην μοῖραν, ἧς ἅπασι τοῖς γινομένοις πέπρωται
τυχεῖν. Κλοίλιος μὲν δὴ πρὶν ἢ γενναῖον ἀποδείξα-
σθαί τι τοιαύτης τελευτῆς ἔτυχεν, εἰς δὲ τὸν ἐκείνου
τόπον ἀποδείκνυται στρατηγὸς αὐτοκράτωρ ὑπὸ τῶν
ἐπὶ στρατοπέδου Μέττιος Φουφέττιος, ἀνὴρ οὔτε
πολέμου ἡγεμὼν ἱκανὸς οὔτε εἰρήνης βέβαιος φύλαξ,
ὃς οὐδενὸς ἧττον Ἀλβανῶν πρόθυμος ὢν κατ' ἀρχὰς
104

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Antiquitates Romanae


Book 3, chapter 23, section 21, line 1

πόλεις ταῖς ἀποικίαις. ταύτας δὴ τὰς συνθήκας οὐ-


δέποτε ἀναιρεθησομένας ἐκ τῆς ἀνθρωπείας φύσεως
οὐχ ἡμεῖς οἱ κυρίας ἀξιοῦντες αἰεὶ διαμένειν παρα-
σπονδοῦμεν, οὐδ' ἄν τις ἡμῖν θεῶν ἢ δαιμόνων νε-
μεσήσειεν ὡς ἀνόσια πράττουσιν εἰ δουλεύειν τοῖς
ἰδίοις ἐκγόνοις δυσανασχετοῦμεν, ἀλλ' οἱ καταλύσαν-
τες αὐτὰς ἀρχῆθεν καὶ ἔργῳ ἐπιχειρήσαντες ἀθεμίτῳ
κρείττω ποιῆσαι τοῦ θείου νόμου τὸν ἀνθρώπινον·
καὶ ὅ τε δαιμόνιος χόλος οὐχ ἡμῖν, ἀλλὰ τούτοις ἐναν-
τιώσεται κατὰ τὸ εἰκός, καὶ ἡ παρ' ἀνθρώπων νέμε-
σις εἰς τούτους ἀνθ' ἡμῶν κατασκήψει. εἰ μὲν οὖν  
ταῦτα κράτιστα πᾶσιν ὑμῖν ἔσεσθαι δοκεῖ, πράττω-
μεν αὐτὰ θεοὺς καὶ δαίμονας ἀρωγοὺς ἐπικαλεσάμε-
νοι, εἰ δέ τις ὑμῶν τἀναντία ἔγνωκε καὶ δυεῖν θάτε-
ρον ἢ μηδέποτε ἀνασώσασθαι τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα τῆς
πόλεως οἴεται δεῖν, ἢ καιρὸν ἕτερόν τινα [τοῦ παρόν-
τος] ἐπιτηδειότερον περιμένων ἀναβάλλεται τὸν παρ-
όντα, μὴ κατοκνείτω φέρειν εἰς μέσον ἃ φρονεῖ· ὅ τι
γὰρ ἂν ἅπασιν ὑμῖν κράτιστον φανῇ βούλευμα τούτῳ
χρησόμεθα.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Antiquitates Romanae


Book 4, chapter 29, section 7, line 10

ἀξίαν καὶ καλὴν τὸ σῶμα, μαρανθεῖσαν δ' ὑπ' αὐτοῦ.


εἰ δ' ἐξεγένετο σοί τε λαβεῖν ἐμὲ γυναῖκα κἀμὲ σοῦ
τυχεῖν ἀνδρός, οὐκ ἂν ἐν ἰδιώτῃ βίῳ τοσοῦτον διεζή-
σαμεν χρόνον. τί οὖν οὐκ ἐπανορθούμεθα τὸ τῆς
τύχης ἐλάττωμα ἡμεῖς μεταθέμενοι τοὺς γάμους, καὶ
σὺ μὲν ἀπαλλάττεις τοῦ βίου τὴν σαυτοῦ γυναῖκα,
ἐγὼ δὲ ταὐτὸ διαθήσομαι τὸν ἐμὸν ἄνδρα; ὅταν δὲ
τούτων διαχειρισθέντων συνέλθωμεν εἰς ταὐτό, ἀσφα-
λῶς ἤδη τὰ λοιπὰ βουλεύσομεν, ἐκποδῶν πεποιημένοι
τὰ λυποῦντα ἡμᾶς. καὶ γὰρ ἐὰν τἆλλα τις ἀδικεῖν
ὀκνῇ, βασιλείας γε χάριν οὐ νέμεσις ἅπαντα τολμᾶν.
 Τοιαῦτα τῆς Τυλλίας λεγούσης ἄσμενος δέχε-
105

ται τὰς αἱρέσεις ὁ Ταρκύνιος, καὶ αὐτίκα δοὺς αὐτῇ


πίστεις καὶ λαβὼν τὰ προτέλεια τῶν ἀνοσίων γάμων
διαπραξάμενος ἀπέρχεται. διελθόντος δ' οὐ πολλοῦ
μετὰ ταῦτα χρόνου τοῖς αὐτοῖς πάθεσιν ἀποθνήσκουσιν
ἥ τε πρεσβυτέρα τῶν Τυλλίου θυγατέρων καὶ ὁ νεώ-
τερος τῶν Ταρκυνίων. ἐνταῦθα πάλιν ἀναγκάζομαι
μεμνῆσθαι Φαβίου καὶ τὸ ῥᾴθυμον αὐτοῦ περὶ τὴν  
ἐξέτασιν τῶν χρόνων ἐλέγχειν. ἐπὶ γὰρ τῆς Ἀρροῦν-
τος τελευτῆς γενόμενος οὐ καθ' ἓν ἁμαρτάνει μόνον,

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Antiquitates Romanae


Book 8, chapter 52, section 1, line 10

 Ἀλλ' ἐξ οὗ ἐπολιτεύου καὶ τὰ κοινὰ ἔπραττες,  


ἡδονήν τινα ἐκαρπωσάμην ἡ μήτηρ ἐγὼ διὰ σέ; τότε
μὲν οὖν τὰ μάλιστα ἠτύχουν στάσεως πολιτικῆς μέσον
ὁρῶσά σε κείμενον. ἐν οἷς γὰρ ἀνθεῖν ἐδόκεις πολι-
τεύμασι καὶ πολὺς ἔπνεις ἐναντιούμενος ὑπὲρ τῆς ἀρι-
στοκρατίας τοῖς δημοτικοῖς, ταῦτ' ἐμοὶ φόβου μεστὰ
ἦν ἐνθυμουμένῃ τὸν ἀνθρώπινον βίον, ὡς ἐπὶ μικρᾶς
αἰωρεῖται ῥοπῆς, καὶ ἐκ πολλῶν ἀκουσμάτων τε καὶ
παθημάτων μαθούσῃ, ὅτι τοῖς ἐπισήμοις ἀνδράσι θεία
τις ἐναντιοῦται νέμεσις ἢ φθόνος τις ἀνθρώπινος πο-
λεμεῖ· καὶ ἦν ἄρα μάντις ἀληθὴς ὡς μήποτε ὤφελον
τῶν ἐκβησομένων. κατηγωνίσατό γ' οὖν σε πολὺς
ἐπιρράξας ὁ πολιτικὸς φθόνος καὶ ἀνήρπασεν ἐκ τῆς
πατρίδος· ὁ δὲ μετὰ ταῦτά μου βίος, εἰ δὴ καὶ βίον
αὐτὸν δεῖ καλεῖν, ἀφ' οὗ με καταλιπὼν ἔρημον ἐπὶ
τοῖς παιδίοις τούτοις ἀπῆλθες, ἐν τούτῳ δεδαπάνηται
τῷ ῥύπῳ καὶ ἐν τοῖς πενθίμοις τρύχεσι τούτοις. ἀνθ'
ὧν ἁπάντων ταύτην ἀπαιτῶ σε χάριν, μηδέποτέ σοι
βαρεῖα γενομένη μηδ' εἰς τὸν λοιπὸν ἐσομένη χρόνον,
ἕως ἂν ζῶ, διαλλαγῆναι πρὸς τοὺς σεαυτοῦ πολίτας

Αισχύλος. Septem contra Thebas Line 235

πολλάκι δ' ἐν κακοῖσι τὸν ἀμήχανον


κἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ' ὀμμάτων
κριμναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ.
      
{Ετ.} ἀνδρῶν τάδ' ἐστί, σφάγια καὶ χρηστήρια
106

θεοῖσιν ἔρδειν, πολεμίων πειρωμένων·


σὸν δ' αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων.
      
{Χο.} διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ' ἀδάματον, {[στρ. γ.}
δυσμενέων δ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει.
τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ;
      
{Ετ.} οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος·
ἀλλ' ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇς,
εὔκηλος ἴσθι μηδ' ἄγαν ὑπερφοβοῦ.  
{Χο.} ἅμα ποταίνιον κλύουσα πάταγον {[ἀντ. γ.}
ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ' ἐς ἀκρόπτολιν,
τίμιον ἕδος, ἱκόμαν.
      
{Ετ.} μή νυν, ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους
πύθησθε, κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε.

Αισχύλος. Fragmenta Tetralogy 26, play C, fragment 244, line 6

τὰ πρόσωπα ἢ δι' αὐθάδειαν, ὡς Ἀχιλλεὺς ἐν τοῖς ΦρυξὶΣοφοκλέους


(vielmehr Αἰσχύλου),ἢ διὰ συμφοράν, ὡς ἡ Νιόβη παρ' Αἰσχύλωι,
ἢ διὰ περίσκεψιν, ὡς ὁ Ζεὺς παρὰ τῶι Ποιητῆι (Il. Α 511f.) πρὸς τὴν τῆς
Θέτιδος αἴτησιν.
 Aristeid. Παλινωιδία ἐπὶ Σμύρνηι 1.  
 Ioann. v. Stob. Ἐκλ. IV 57, 6 Hense: Αἰσχύλου Ἕκτορος λύ-
τρων·
         {ΕΡΜ.} ‘καὶ τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν
  εἴτ' οὖν κακουργεῖν, ἀμφιδεξίως ἔχει
  τῶι μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι φθιτούς.
  ἡμῶν γε μέντοι Νέμεσίς ἐσθ' ὑπερτέρα,
  καὶ τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον’.
 Poll. Ὀνομαστ. VII 131: ... τῶι μέντοι ‘φορτηγῶι’ ἐπὶ τῶν τὰ ‘φορ-
τία ἀγόντων’ ἐμπόρων κέχρηται Αἰσχύλος ἐν Φρυξὶν ἢ Λύτροις·
         ‘οὐκ ἄνδρα – σκηπτοῦχον,ἀλλὰ ναυβάτην
  φορτηγόν, ὅστις ῥῶπον ἐξάγει χθονός’.
 Athen. Δειπνοσοφ. I 39: Ἀριστοφάνης γοῦν – παρὰ δὲ τοῖς κωμι-
κοῖς ἡ περὶ τῶν τραγικῶν ἀπόκειται πίστις – ποιεῖ (nach Chamaileon,
F 41 Wehrli) αὐτὸν Αἰσχύλονλέγοντα· (F 677, I 558 Kock)
τοῖσι χοροῖς αὐτὸς τὰ σχήματ' ἐποίουν’,
καὶ πάλιν· (F 678, ebd.)
107

Αισχύλος. Fragmenta Fragment 266, line 4

ΦΡΥΓΕΣ Η ΕΚΤΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑ

 
  ἀλλὰ ναυβάτην
φορτηγόν, ὅστις ῥῶπον ἐξάγει χθονός  
ἀνὴρ δ' ἐκεῖνος (sc. Hector) ἦν πεπαίτερος μόρων
διαπεφρούρηται βίος
καὶ τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν  
εἴτ' οὖν κακουργεῖν, ἀμφιδεξίως ἔχει·
καὶ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι βροτούς.
ἡμῶν γε μέντοι νέμεσις ἐσθ' ὑπερτέρα,
καὶ τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον
Ἀνδραίμονος γένεθλον –Λυρνησσίου,
ὅθεν περ Ἕκτωρ ἄλοχον ἤγαγεν φίλην  

ΨΥΧΑΓΩΓΟΙ

 
{ΧΟ.} Ἑρμᾶν μὲν πρόγονον τίομεν γένος οἱ περὶ λίμναν  

Αριστοτέλης. , Ηθικά Ευδήμια. Bekker page 1221a, line 3

ἐναντία. τὸ γὰρ μέσον ἑκάτερον πρὸς ἑκάτερον ἐστίν, οἷον


τὸ ἴσον τοῦ μὲν ἐλάττονος μεῖζον, τοῦ μείζονος δὲ ἔλαττον.
ὥστ' ἀνάγκη τὴν ἠθικὴν ἀρετὴν περὶ μέσ' ἄττα εἶναι καὶ
μεσότητα τινά. ληπτέον ἄρα ἡ ποία μεσότης ἀρετή, καὶ  
περὶ ποῖα μέσα. εἰλήφθω δὴ παραδείγματος χάριν, καὶ
θεωρείσθω ἕκαστον ἐκ τῆς ὑπογραφῆς.
      ὀργιλότης      ἀναλγησία       πραότης.
  θρασύτης       δειλία          ἀνδρεία.
  ἀναισχυντία    κατάπληξις      αἰδώς.
  ἀκολασία       ἀναισθησία      σωφροσύνη.
  φθόνος         ἀνώνυμον        νέμεσις.
  κέρδος         ζημία           δίκαιον.
108

  ἀσωτία         ἀνελευθερία     ἐλευθεριότης.
  ἀλαζονεία      εἰρωνεία        ἀλήθεια.
  κολακεία       ἀπέχθεια        φιλία.
  ἀρέσκεια       αὐθάδεια        σεμνότης.
  [τρυφερότης    κακοπάθεια      καρτερία.]
  χαυνότης       μικροψυχία      μεγαλοψυχία.
  δαπανηρία      μικροπρέπεια    μεγαλοπρέπεια.
  [πανουργία     εὐήθεια         φρόνησις].     
τὰ μὲν πάθη ταῦτα καὶ τοιαῦτα συμβαίνει ταῖς ψυχαῖς,

Αριστοτέλης. , Ηθικά Ευδήμια.


Bekker page 1234a, line 31

ψυχροῦ. ὁ δ' ὅρος οὗτος βελτίων ἢ τὸ μὴλυπηρὸν εἶναι τὸ λε-


χθὲν τῷ σκωπτομένῳ ὄντι ὁποιῳοῦν· μᾶλλον γὰρ δεῖ τῷ ἐν
μεσότητι ὄντι ἀρέσκειν· οὗτος γὰρ κρίνει εὖ.
 πᾶσαι δ' αὗται αἱ μεσότητες ἐπαινεταὶ μέν, οὐκ εἰσὶ δ' ἀρε-
ταί, οὐδ' αἱ ἐναντίαι κακίαι· ἄνευ προαιρέσεως γάρ. ταῦτα δὲ
πάντ' ἐστὶν ἐν ταῖς τῶν παθημάτων διαιρέσεσιν· ἕκαστον γὰρ
αὐτῶν πάθος τι ἐστίν. διὰ δὲ τὸ φυσικὰ εἶναι εἰς τὰς φυσι-
κὰς συμβάλλεται ἀρετάς· ἔστι γάρ, ὥσπερ λεχθήσεται ἐν τοῖς
ὕστερον, ἑκάστη πως ἀρετὴ καὶ φύσει καὶ ἄλλως μετὰ φρονή-
σεως. ὁ μὲν οὖν φθόνος εἰς ἀδικίαν συμβάλλεται (πρὸς γὰρ
ἄλλον αἱ πράξεις αἱ ἀπ' αὐτοῦ) καὶ ἡ νέμεσις εἰς δικαιοσύνην,
ἡ αἰδὼς εἰς σωφροσύνην, διὸ καὶ ὁρίζονται ἐν τῷ γένει τούτῳ τὴν
σωφροσύνην· ὁ δ' ἀληθὴς καὶ ψευδὴς ὃ μὲν ἔμφρων, ὃ δ' ἄφρων.
 ἔστι δ' ἐναντιώτερον τοῖς ἄκροις τὸ μέσον ἢ ἐκεῖνα
ἀλλήλοις, διότι τὸ μὲν μετ' οὐδετέρου γίνεται αὐτῶν, τὰ
δὲ πολλάκις μετ' ἀλλήλων καί εἰσιν ἐνίοτε οἱ αὐτοὶ θρα-
σύδειλοι, καὶ τὰ μὲν ἄσωτοι τὰ δὲ ἀνελεύθεροι, καὶ ὅλως
ἀνώμαλοι κακῶς. ὅταν μὲν γὰρ καλῶς ἀνώμαλοι ὦσιν,
οἱ μέσοι γίγνονται· ἐν τῷ μέσῳ γὰρ ἐστί πως τὰ ἄκρα.  
 αἱ δὲ ἐναντιώσεις οὐ δοκοῦσιν ὑπάρχειν τοῖς ἄκροις πρὸς
τὸ μέσον ὁμοίως ἀμφότεραι, ἀλλ' ὁτὲ μὲν καθ' ὑπερβολὴν
Αριστοτέλης. , Ηθικά Νικομάχεια. Bekker page 1108b, line 1

ἄγροικός τις καὶ ἡ ἕξις ἀγροικία· περὶ δὲ τὸ λοιπὸν ἡδὺ


τὸ ἐν τῷ βίῳ ὁ μὲν ὡς δεῖ ἡδὺς ὢν φίλος καὶ ἡ μεσό-
της φιλία, ὁ δ' ὑπερβάλλων, εἰ μὲν οὐδενὸς ἕνεκα, ἄρε-
σκος, εἰ δ' ὠφελείας τῆς αὑτοῦ, κόλαξ, ὁ δ' ἐλλείπων
καὶ ἐν πᾶσιν ἀηδὴς δύσερίς τις καὶ δύσκολος. εἰσὶ δὲ καὶ
ἐν τοῖς παθήμασι καὶ περὶ τὰ πάθη μεσότητες· ἡ γὰρ
αἰδὼς ἀρετὴ μὲν οὐκ ἔστιν, ἐπαινεῖται δὲ καὶ ὁ αἰδήμων.
109

καὶ γὰρ ἐν τούτοις ὃ μὲν λέγεται μέσος, ὃ δ' ὑπερβάλ-


λων, ὡς ὁ καταπλὴξ ὁ πάντα αἰδούμενος· ὁ δ' ἐλλείπων
ἢ μηδὲν ὅλως ἀναίσχυντος, ὁ δὲ μέσος αἰδήμων. νέμε-
σις δὲ μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας, εἰσὶ δὲ περὶ
λύπην καὶ ἡδονὴν τὰς ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι τοῖς πέλας
γινομένας· ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπεῖται ἐπὶ τοῖς ἀνα-
ξίως εὖ πράττουσιν, ὁ δὲ φθονερὸς ὑπερβάλλων τοῦτον ἐπὶ
πᾶσι λυπεῖται, ὁ δ' ἐπιχαιρέκακος τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ  
λυπεῖσθαι ὥστε καὶ χαίρειν. ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων καὶ
ἄλλοθι καιρὸς ἔσται· περὶ δὲ δικαιοσύνης, ἐπεὶ οὐχ ἁπλῶς
λέγεται, μετὰ ταῦτα διελόμενοι περὶ ἑκατέρας ἐροῦμεν
πῶς μεσότητές εἰσιν· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τῶν λογικῶν
ἀρετῶν.

Αριστοτέλης. , Magna moralia Book 1, chapter 27, section 1, line 1

ἐν τῷ καιρῷ τῷ πρέποντι τὸ μέγα δαπανᾷ, ὀρθῶς


τῇ μεγαλοπρεπείᾳ τοὔνομα κεῖται. ἡ μεγαλο-
πρέπεια ἄρα ἂν εἴη, ἐπειδή ἐστιν ἐπαινετή, μεσότης
τις ἐλλείψεως καὶ ὑπερβολῆς τῆς περὶ δαπάνας τὰς
προσηκούσας, ἐν οἷς δεῖ.
 Εἰσὶ δέ, ὡς οἴονται, καὶ πλείους μεγαλοπρέπειαι,
οἷόν φασι μεγαλοπρεπῶς τ' ἐβάδισε, καὶ ἄλλαι δὴ
τοιαῦται μεγαλοπρέπειαι μεταφοραῖς λέγονται, οὐ
κυρίως· οὐ γάρ ἐστιν ἐν τούτοις μεγαλοπρέπεια,
ἀλλ' ἐν οἷς εἰρήκαμεν.
 Νέμεσις δέ ἐστιν μεσότης φθονερίας
καὶ ἐπιχαιρεκακίας· ἀμφότεραι γὰρ αὗται ψεκταὶ
εἰσίν, ὁ δὲ νεμεσητικὸς ἐπαινετός. ἔστι δ' ἡ
νέμεσις περὶ ἀγαθά, ἃ τυγχάνει ὑπάρχοντα ἀναξίῳ
ὄντι, λυπή τις. νεμεσητικὸς οὖν ὁ ἐπὶ τοῖς τοιού-
τοις λυπητικός. καὶ ὁ αὐτός γε πάλιν οὗτος λυπή-
σεται, ἄν τινα ἴδῃ κακῶς πράττοντα ἀνάξιον ὄντα.  
 Ἡ μὲν οὖν νέμεσις καὶ ὁ νεμεσητικὸς ἴσως
τοιοῦτος, ὁ δέ γε φθονερὸς ἐναντίος τούτῳ. ἁπλῶς
γάρ, ἄν τε ἄξιός τις ᾖ ἄν τε μὴ τοῦ εὖ πράττειν,
λυπήσεται. ὁμοίως τούτῳ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἡσθή

Αριστοτέλης. , Magna moralia Book 1, chapter 27, section 1, line 4


110

τις ἐλλείψεως καὶ ὑπερβολῆς τῆς περὶ δαπάνας τὰς


προσηκούσας, ἐν οἷς δεῖ.
 Εἰσὶ δέ, ὡς οἴονται, καὶ πλείους μεγαλοπρέπειαι,
οἷόν φασι μεγαλοπρεπῶς τ' ἐβάδισε, καὶ ἄλλαι δὴ
τοιαῦται μεγαλοπρέπειαι μεταφοραῖς λέγονται, οὐ
κυρίως· οὐ γάρ ἐστιν ἐν τούτοις μεγαλοπρέπεια,
ἀλλ' ἐν οἷς εἰρήκαμεν.
 Νέμεσις δέ ἐστιν μεσότης φθονερίας
καὶ ἐπιχαιρεκακίας· ἀμφότεραι γὰρ αὗται ψεκταὶ
εἰσίν, ὁ δὲ νεμεσητικὸς ἐπαινετός. ἔστι δ' ἡ
νέμεσις περὶ ἀγαθά, ἃ τυγχάνει ὑπάρχοντα ἀναξίῳ
ὄντι, λυπή τις. νεμεσητικὸς οὖν ὁ ἐπὶ τοῖς τοιού-
τοις λυπητικός. καὶ ὁ αὐτός γε πάλιν οὗτος λυπή-
σεται, ἄν τινα ἴδῃ κακῶς πράττοντα ἀνάξιον ὄντα.  
 Ἡ μὲν οὖν νέμεσις καὶ ὁ νεμεσητικὸς ἴσως
τοιοῦτος, ὁ δέ γε φθονερὸς ἐναντίος τούτῳ. ἁπλῶς
γάρ, ἄν τε ἄξιός τις ᾖ ἄν τε μὴ τοῦ εὖ πράττειν,
λυπήσεται. ὁμοίως τούτῳ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἡσθή-
σεται κακῶς πράττοντι καὶ τῷ ἀξίῳ καὶ τῷ ἀναξίῳ.
ὁ δέ γε νεμεσητικὸς οὔ [τοιοῦτος], ἀλλὰ μέσος τίς
ἐστι τούτων.

Αριστοτέλης. , Magna moralia Book 1, chapter 27, section 2, line 1

τοιαῦται μεγαλοπρέπειαι μεταφοραῖς λέγονται, οὐ


κυρίως· οὐ γάρ ἐστιν ἐν τούτοις μεγαλοπρέπεια,
ἀλλ' ἐν οἷς εἰρήκαμεν.
 Νέμεσις δέ ἐστιν μεσότης φθονερίας
καὶ ἐπιχαιρεκακίας· ἀμφότεραι γὰρ αὗται ψεκταὶ
εἰσίν, ὁ δὲ νεμεσητικὸς ἐπαινετός. ἔστι δ' ἡ
νέμεσις περὶ ἀγαθά, ἃ τυγχάνει ὑπάρχοντα ἀναξίῳ
ὄντι, λυπή τις. νεμεσητικὸς οὖν ὁ ἐπὶ τοῖς τοιού-
τοις λυπητικός. καὶ ὁ αὐτός γε πάλιν οὗτος λυπή-
σεται, ἄν τινα ἴδῃ κακῶς πράττοντα ἀνάξιον ὄντα.  
 Ἡ μὲν οὖν νέμεσις καὶ ὁ νεμεσητικὸς ἴσως
τοιοῦτος, ὁ δέ γε φθονερὸς ἐναντίος τούτῳ. ἁπλῶς
γάρ, ἄν τε ἄξιός τις ᾖ ἄν τε μὴ τοῦ εὖ πράττειν,
λυπήσεται. ὁμοίως τούτῳ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἡσθή-
σεται κακῶς πράττοντι καὶ τῷ ἀξίῳ καὶ τῷ ἀναξίῳ.
ὁ δέ γε νεμεσητικὸς οὔ [τοιοῦτος], ἀλλὰ μέσος τίς
111

ἐστι τούτων.
 Σεμνότης δέ ἐστιν αὐθαδείας ἀνὰ μέσον
τε καὶ ἀρεσκείας, ἔστιν δὲ περὶ τὰς ἐντεύξεις. ὅ
τε γὰρ αὐθάδης τοιοῦτός ἐστιν οἷος μηθενὶ ἐντυχεῖν
μηδὲ διαλεγῆναι (ἀλλὰ τοὔνομα ἔοικεν ἀπὸ τοῦ

Αριστοτέλης. , Rhetorica Bekker page 1386b, line 22

χρηστοῦ· δεῖ γὰρ ἐπὶ μὲν τοῖς ἀναξίως πράττουσι κακῶς  


συνάχθεσθαι καὶ ἐλεεῖν, τοῖς δὲ εὖ νεμεσᾶν· ἄδικον γὰρ τὸ
παρὰ τὴν ἀξίαν γιγνόμενον· διὸ καὶ τοῖς θεοῖς ἀποδίδομεν τὸ
νεμεσᾶν.
     δόξειε δ' ἂν καὶ ὁ φθόνος τῷ ἐλεεῖν τὸν αὐτὸν
ἀντικεῖσθαι τρόπον, ὡς σύνεγγυς ὢν καὶ ταὐτὸν τῷ νεμεσᾶν,
ἔστι δ' ἕτερον· λύπη μὲν γὰρ ταραχώδης καὶ ὁ φθόνος ἐστὶν
καὶ ἐπὶ εὐπραγίᾳ, ἀλλ' οὐ τοῦ ἀναξίου ἀλλὰ τοῦ ἴσου καὶ
ὁμοίου. τὸ δὲ μὴ ὅτι αὐτῷ τι συμβήσεται ἕτερον, ἀλλὰ δι'
αὐτὸν τὸν πλησίον, ἅπασιν ὁμοίως δεῖ ὑπάρχειν· οὐ γὰρ ἔτι
ἔσται τὸ μὲν φθόνος, τὸ δὲ νέμεσις, ἀλλὰ φόβος, ἐὰν διὰ
τοῦτο ἡ λύπη ὑπάρχῃ καὶ ἡ ταραχή, ὅτι αὐτῷ τι ἔσται φαῦλον
ἀπὸ τῆς ἐκείνου εὐπραξίας.
             φανερὸν δ' ὅτι ἀκολουθήσει καὶ
τὰ ἐναντία πάθη τούτοις· ὁ μὲν γὰρ λυπούμενος ἐπὶ τοῖς
ἀναξίως κακοπραγοῦσιν ἡσθήσεται ἢ ἄλυπος ἔσται ἐπὶ τοῖς
ἐναντίως κακοπραγοῦσιν, οἷον τοὺς πατραλοίας καὶ μιαι-
φόνους, ὅταν τύχωσι τιμωρίας, οὐδεὶς ἂν λυπηθείη χρηστός·
δεῖ γὰρ χαίρειν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις, ὡς δ' αὔτως καὶ ἐπὶ τοῖς
εὖ πράττουσι κατ' ἀξίαν· ἄμφω γὰρ δίκαια, καὶ ποιεῖ χαίρειν
τὸν ἐπιεικῆ· ἀνάγκη γὰρ ἐλπίζειν ὑπάρξαι ἂν ἅπερ τῷ ὁμοίῳ,

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων Part+Vol. 3,2, page 699, line
10

Ἤλιδος, Πάρις Πάριδος, Ἄδωνις Ἀδώνιδος, Θέογνις Θεόγνιδος. Ἀθῆ-  


νις Ἀθήνιδος, Κρίνις Κρίνιδος, Ἶσις Ἴσιδος, Θέτις Θέτιδος, Κύπρις
Κύπριδος, Μέμφις Μέμφιδος (ἔστι δὲ ὄνομα πόλεως Αἰγύπτου).
 Choer. 56, 25 coll. 187, 1: ἰστέον δὲ ὅτι ἐστί τινα κύρια εἰς ις
θηλυκὰ μὴ κλιθέντα διὰ τοῦ δος· ἔστι δὲ ταῦτα, Χάρυβδις Χαρύβδεως,
Σάρδις Σάρδεως. ταῦτα γὰρ οὐκ ἐκλίθη διὰ τοῦ δοςδιὰ τὴν κακοφω-
νίαν, εὑρίσκετο γὰρ ἀλλεπαλληλία τοῦ δ, ὅπερ ἐστὶ κακόφωνον. τού-
τοις ἠκολούθησε κατὰ τὴν κλίσιν καὶ τὸ Τράλλις Τράλλιος, ἔστι δὲ ὄνομα
112

πόλεως Ἰωνικῆς. ἔτι σεσημείωται καὶ τὸ Σκῆψις Σκήψιος καὶ Ἐπίσκη-


ψις Ἐπισκήψιος (ὀνόματα δέ ἐστι ταῦτα πόλεων Τρωϊκῶν), καὶ τὸ
Λάχεσις Λαχέσιος καὶ Νέμεσις Νεμέσιος καὶ τὸ Ἐπίκτησις Ἐπικτήσιος
(ἔστι δὲ ταῦτα ὀνόματα κύρια). ταῦτα δὲ διὰ καθαροῦ τοῦ οςκλίνεται
καὶ οὐ διὰ τοῦ δος, ἐπειδὴ ταῦτα κύρια ὄντα ὡμοφώνησε τοῖς προση-
γορικοῖς καὶ τὴν τῶν προσηγορικῶν κλίσιν ἀνεδέξατο. τὸ δὲ Ζεῦξις
Ζεύξιδος τὴν τοῦ προσηγορικοῦ ζεῦξις ζεύξιος κλίσιν οὐκ ἀνεδέξατο,
ἐπειδὴ οὐκ ἔστι τοῦ αὐτοῦ γένους οὗπερ καὶ τὸ προσηγορικόν ἐστιν.
ἐπειδὴ οὖν διήλλαξε περὶ τὸ γένος, εἰκότως καὶ περὶ τὴν κλίσιν
διήλλαξεν.
 Choer. 56, 33 coll. 188, 4: τὰ εἰς ιςὀνόματα Αἰγύπτια ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον διὰ καθαροῦ τοῦ οςκλίνεται οἷον Ξόϊς Ξόϊος, Ἄθλιβις
Ἀθλίβιος, Σύϊς Σύϊος, Θμοῦϊς Θμούϊος, Ταμίαθις Ταμιάθιος,

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) Page 90, line 6

 Πλὴν τοῦ μοῖρα, ἡ μερὶς καὶ ἡ τύχη· μοιρογενὴς, ὁ


εὐτυχής· μοιράζω· μοιχεύω· μοιχός· μοιχεία· καὶ μοι-
χαλὶς, ἡ πόρνη.
 Μυχὸς δὲ, τὸ βάθος· καὶ μυχία, ἡ Ἀφροδίτη, ψιλά.  

ἈΡΧΗ ΤΟΥ Ν.

 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς νε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ε


ψιλοῦ γράφεται· οἷον· νέος· νεότης· νεολαία, νέος λαός· νε-
κρός· νεκριμαῖον· Νεκροποντός· νεὼς, ὁ ναός· νεωκόρος, ὁ
τοῦ ναοῦ ἐπιμελητής· νεοσσὸς, ὁ στρουθός· νεοσσία, ἡ
καλιά· νεμεσῶ, τὸ μέμφομαι· νέμεσις, ἡ μέμψις· νέω, τὸ
κολυμβῶ· Νέστωρ, κύριον, καὶ κλίνεται Νέστορος· νεφρός·
νεφρίτης νόσος· Νεφθαλεὶμ, τόπος· νεώριον, ὁ λιμήν·
νεωτερισμὸς, ἡ ἀναισχυντία· νέπους, ὁ ἰχθὺς, καὶ κλί-
νεται νέποδος· Νέρων καὶ Νέσως, κύρια· νεβρὸς, ἡ ἔλαφος·
νεήλης, ὁ νεωστὶ ἐλθών· νεαλὴς, ὁ ἐκ νέου ἀγρευθείς· καὶ
τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ ναί· ναιχὶ, ἐπίῤῥημα· καὶ ναίω, τὸ οἰκῶ.
 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς νι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ι  
γράφεται· οἷον· νίκη· νικῶ· Νικόβουλος, Νικοκλῆς,
113

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παραγωγῶν γενικῶν ἀπὸ διαλέκτων (e cod.


Barroc. 76) Page 235, line 28

διὰ καθαροῦ τοῦ δος κλίνεται· οἷον ὁ Ζεῦξις, τοῦ Ζεύξιδος.


 Πῶς κλίνεται τὸ Ξόϊς· καὶ Σάϊς· καὶ Δμῶϊς· καὶ Ταμι-
άθις; διὰ καθαροῦ τοῦ ος· ἐπειδὴ ὀνόματα εἰσὶ πόλεων Αἰ-
γυπτίων· τὰ δὲ ὀνόματα τῶν πόλεων τῆς Αἰγύπτου, ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον διὰ καθαροῦ τοῦ ως κλίνονται· χωρὶς τοῦ Μέμφις,
Μέμφιδος· Βούσιρις, Βουσίριδος· Ὄσιρις, Ὀσίριδος. Ποῖα
εἰσὶν ἃ λέγει ὁ τεχνικὸς ἐν τῷ ἑβδόμῳ κανόνι, τὰ ἐν τοῖς
θηλυκοῖς σεσημειωμένα, ὕστερον ἐροῦμεν.
 Τὸ Χάρυβδις καὶ Σάρδις· ταῦτα γὰρ οὐκ ἐκλίθησαν διὰ
τοῦ δος· διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τοῦ δί καὶ τὸ κῆψις· ἐπίσκεψις·
Λάχεσις· Νέμεσις· ταῦτα γὰρ ὁμοφωνήσαντα προσηγορικοῖς
θηλυκοῖς, τὴν τῶν προσηγορικῶν κλίσιν ἀνεδέξαντο· καὶ τὸ
Ξόϊς καὶ Δμῶϊς· καὶ Σάϊς· καὶ Ταμιάθις· ταῦτα γὰρ Αἰ-
γύπτια ὄντα καὶ κλίνονται διὰ τοῦ δ· τὰ γὰρ Αἰγύπτια ὡς
ἐπιτοπλεῖστον, διὰ καθαροῦ τοῦ ως κλίνονται· οἷον, Καλλίπολις,
Καλλιπόλεως.  
 Διατί μὴ κλίνωμεν πόλις, πόληος διὰ τοῦ η; ἐπειδὴ εἰ γέ-
γονεν οὕτως, εὑρίσκεται ἡ παραλήγουσα τῆς περιττοσυλλάβου
γενικῆς, μείζων τῆς ληγούσης τῆς ἰδίας εὐθείας, ὅπερ ἄτοπον.
Καὶ πῶς κλίνεται παρὰ τῷ ποιητῇ   ἀπ' ἀγροῦ νόσφι πόληος (Od. Α. 185.)

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 1, section 54, line 1

τως κακόν τι ἐπισπωμένων. Εἴληπται δὲ ἐξ αἰτίας τοι-


αύτης· Κορίνθιοι αἶγα τῇ Ἥρᾳ ἔθυον· κρυψαμένων δέ
τινων τὴν μάχαιραν, ἡ αἲξ τοῖς ποσὶ σκαλεύουσα ἀνέφη-
νεν. Ὅμοιον, Κορώνη τὸν σκορπίον, Κόνιν φυ-  
σᾷς, Εὖ κείμενον κακὸν κινεῖς, Λέοντα νύς-
σεις, Ἀνάγυρον κινεῖς.
 Ἄδακρυς πόλεμος:ἐπὶ τῶν ῥᾷστα καὶ παρ'
ἐλπίδα τὰ πράγματα κατορθούντων. Χρησμὸς γὰρ ἐδόθη
Λακεδαιμονίοις, ἄδακρυν μάχην νικῆσαι· ὅθεν οὐδὲ εἷς
τηνικαῦτα τούτων ἀπέθανεν.
 Ἀδράστεια Νέμεσις:ἐπὶ τῶν πρότερον δοκη-
σάντων μὲν προβήσεσθαι τὸ πρᾶγμα καλῶς, ἀποσφαλέν-
των δέ. ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ † Θήβαις στρατεύσαντος καὶ
μεγάλως σφαλέντος. Τὸ αὐτὸ καὶ, Καδμεία νίκη.
 Ἀδδηφάγον ἅρμα:ἐπὶ τῶν γαστριμάργων.
114

 Ἀετοῦ γῆρας, κορύδου νεότης:παρόσον καὶ


γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου νεάζοντος. Ὅμοιον·
Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις, Καρκίνον δασύπο-
δι, Θρίπας ἀετῷ,καὶ, Χελώνην πηγάσῳ.
 Ἀκεσσαίου σελήνη:ἐπὶ τῶν εἰς χρόνον ἀνα-  
βαλλομένων πρᾶξαί τι.

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 6, section 80, line 1

 Μωμήσεταί τις μᾶλλον, ἢ μιμήσεται:ὅτι


ῥᾳότερον τὸ ψέγειν.
 Νῷ πείθου:Ὁμοία τῇ, Πείθου θεῷ.
 Νηφάλια ξύλα:τὰ μὴ ἀμπέλινα, μηδὲ σύκινα,
μηδὲ μύρσινα· ἐκεῖνα γὰρ οἰνόσπονδαλέγονται.  
 Νόμος καὶ χώρα:δῆλον.
 Ναῦς παλαιὰ πόντῳ οὐχὶ πλωσίμη:ἐπὶ τῶν
μηδὲν συντελούντων.
 Ναῦς ἱκετεύει πέτρας:ἐπὶ τῶν ἀδυσωπήτων.
Ὡς τὸ, Ἀνδριάντι πρεσβεύσομεν.
 Νέμεσις δὲ παρὰ πόδας βαίνει:μέτεισι γὰρ
ταχέως.
 Νεβρῷ ἱππεύεις:ἐπὶ τῶν βραδέως γινομένων.
 Νεκρῷ λέγων μύθους εἰς οὖς:ἐπὶ τοῦ μὴ
ἐπαΐοντος.
 Νεφέλας ξαίνειν:ἐπὶ ματαίου ἢ ἀδυνάτου.
 Νοῦς οὐ παρὰ Κενταύροις:ἐπὶ τῶν ἐπιλη-  
σμόνων καὶ πλεονεκτῶν. Παρόσον ὑπὸ πλεονεξίας ἀπώ-
λοντο.
 Νοῦν τὸν ξένον:ἐπὶ τῶν ὑφορωμένων τινά.
 Νῦν εἰς χώραν ἦλθες:ἐπὶ τῶν ὅπου ἀπηρ

Zenobius Sophista Paroemiogr., Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei


et Didymi Centuria 1, section 30, line 1

ἱδρυνθείσῃ καὶ Ἀκραίᾳ καλουμένῃ, αἶγα τῇ θεῷ ἔθυον.


Τινὲς δὲ τῶν κομισάντων μισθωτῶν ἔκρυψαν τὴν μάχαι-
ραν, καὶ σκηπτομένων [ἐπιλελῆσθαι] ἔνθα ἀπέθεντο, ἡ
αἲξ τοῖς ποσὶν ἀνασκαλεύσασα ἀνέφηνε, καὶ τὴν μὲν σκῆ-
ψιν αὐτῶν διήλεγξεν, ἑαυτῇ δὲ τῆς σφαγῆς αἰτία ἐγέ-
115

νετο· ὅθεν ἡ παροιμία.


 Ἄδακρυς πόλεμος:ἐπὶ τῶν ἔξω κινδύνου παν-
τὸς ῥᾷστα δὲ καὶ παρ' ἐλπίδα τὰ πράγματα κατορθούντων.
 Ἀδύνατα θηρᾷς:ἐπὶ τοῦ ἐγχειροῦντος μείζοσιν
ἢ καθ' ἑαυτόν.
 Ἀδράστεια Νέμεσις:ἀπὸ Ἀδράστου· τάττεται
δὲ ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαιμονησάντων, ὕστερον δὲ
δυστυχησάντων.  
 Ἐτεοκλῆς γὰρ καὶ Πολυνείκης μετὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ
ἰδίου πατρὸς Οἰδίποδος τὴν βασιλείαν Θηβῶν παραλαβόν-
τες, περὶ ταύτης συντίθενται πρὸς ἀλλήλους, καὶ αὐτοῖς
δοκεῖ τὸν ἕτερον παρ' ἐνιαυτὸν ἄρχειν, καὶ οὕτως κατ'
ἔτος τὴν βασιλείαν ἀμείβεσθαι. Ἄρξαντος οὖν Ἐτεο-
κλέους καὶ μὴ βουλομένου τῷ ἀδελφῷ τὴν βασιλείαν πα-
ραδοῦναι μετὰ τὴν τοῦ χρόνου παρέλευσιν, Πολυνείκης
ἐφυγαδεύθη, καὶ πρὸς Ἄργος ἀφικόμενος τοῖς τοῦ

Zenobius Sophista Paroemiogr., Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei


et Didymi Centuria 5, section 82, line 1

τὸν ἐκεῖ θεὸν ἐρωτῆσαι, εἰ Μιλησίους πρόσθοιντο συμ-


μάχους· τὸν δὲ ἀποκρίνασθαι,
 Πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι.
Οὗτος δὲ ὁ στίχος εἴρηται τὸ πρότερον παρὰ Ἀνακρέ-
οντι, ὃς ἤκμασε μάλιστα κατὰ Κῦρον τὸν Πέρσην. Τρί-
τος δέ ἐστιν ἀπὸ Κύρου Δαρεῖος.
 Ῥαδαμάνθυος ὅρκος:Κρατῖνός φησιν, ἐπὶ τῷ
χηνὶ καὶ τῷ κυνὶ καὶ τοῖς τοιούτοις ὅρκον Ῥαδαμάνθυι·  
ἀνατιθέασιν· ὡς καὶ Σωσικράτης ἐν δευτέρῳ Κρητικῶν·
ἵνα μὴ θεοὺς ὀμνύωσιν.
 Ῥαμνουσία Νέμεσις:ἐν Ῥαμνοῦντι Νεμέσεως
ἵδρυται ἄγαλμα δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου, ἔχει
δὲ ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον· ἐξ οὗ φησιν Ἀντίγονος
ὁ Καρύστιος πτύχιόν τι μικρὸν ἐξηρτῆσθαι τὴν ἐπιγραφὴν
ἔχον, Ἀγοράκριτος Πάριος ἐποίησεν.Οὐ θαυμα-
στὸν δέ· καὶ ἄλλοι γὰρ πολλοὶ ἐπὶ τῶν οἰκείων ἔργων ἕτερον
ἐπιγεγράφασιν ὄνομα. Εἰκὸς οὖν καὶ τὸν Φειδίαν τῷ Ἀγο-
ρακρίτῳ συγκεχωρηκέναι· ἦν γὰρ αὐτοῦ ἐρώμενος, καὶ ἄλ-
λως ἐπτόητο περὶ τὰ παιδικά.
 Ῥηγίνων δειλότερος:τοὺς δειλοὺς Ῥηγίνους
ἔλεγον. Ξέναρχος γὰρ ὁ Σώφρονος υἱὸς εἰς δειλίαν
116

Στράβων Γεωγραφικά. Book 13, chapter 1, section 13, line 17

λις μεταξὺ Πριάπου καὶ Παρίου, ἔχουσα ὑποκείμενον


πεδίον ὁμώνυμον, ἐν ᾧ καὶ μαντεῖον ἦν Ἀπόλλωνος
Ἀκταίου καὶ Ἀρτέμιδος κατὰ τὴν Πυκάτην· εἰς δὲ
Πάριον μετηνέχθη πᾶσα ἡ κατασκευὴ καὶ λιθεία κα-
τασπασθέντος τοῦ ἱεροῦ, καὶ ᾠκοδομήθη ἐν τῷ Πα-
ρίῳ βωμὸς, Ἑρμοκρέοντος ἔργον, πολλῆς μνήμης ἄξιον
κατά τε μέγεθος καὶ κάλλος· τὸ δὲ μαντεῖον ἐξελείφθη,
καθάπερ καὶ τὸ ἐν Ζελείᾳ. ἐνταῦθα μὲν οὖν οὐδὲν ἱε-
ρὸν Ἀδραστείας δείκνυται, οὐδὲ δὴ Νεμέσεως, περὶ
δὲ Κύζικον ἔστιν Ἀδραστείας ἱερόν. Ἀντίμαχος δ' οὕτω
φησίν “ἔστι δέ τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε πάντα
“πρὸς μακάρων ἔλαχεν· βωμὸν δέ οἱ εἵσατο πρῶτος
“Ἄδρηστος, ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο, ἔνθα τε-
τίμηταί τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται.”
 Ἔστι δὲ καὶ τὸ Πάριον πόλις ἐπὶ θαλάττῃ, λιμένα
ἔχουσα μείζω τῆς Πριάπου καὶ ηὐξημένη γε ἐκ ταύτης·
θεραπεύοντες γὰρ οἱ Παριανοὶ τοὺς Ἀτταλικοὺς ὑφ'
οἷς ἐτέτακτο ἡ Πριαπηνή, πολλὴν αὐτῆς ἀπετέμοντο
ἐπιτρεπόντων ἐκείνων. ἐνταῦθα μυθεύουσι τοὺς Ὀφι-
ογενεῖς συγγένειάν τινα ἔχειν πρὸς τοὺς ὄφεις·

Diodorus Rhet., Epigrammata Book 9, epigram 405, line 2

 ταὐτὸν ἔχων, ὅρμου σύμβολόν εἰμι Φάρος.

ΔΙΟΔΩΡΟΥ ΣΑΡΔΙΑΝΟΥ

Αἰγιβότου Σκύροιο λιπὼν πέδον Ἴλιον ἔπλω


 οἷος Ἀχιλλείδης πρόσθε μενεπτόλεμος,
τοῖος ἐν Αἰνεάδῃσι Νέρων ἀγὸς ἄστυ Ῥέμοιο
 νεῖται ἐπ' ὠκυρόην Θύβριν ἀμειψάμενος,
κοῦρος ἔτ' ἀρτιγένειον ἔχων χνόον. ἀλλ' ὁ μὲν ἔγχει
 θῦεν, ὁ δ' ἀμφοτέροις, καὶ δορὶ καὶ σοφίῃ.

ΔΙΟΔΩΡΟΥ
117

Ἀδρήστειά σε δῖα καὶ ἰχναίη σε φυλάσσοι


 παρθένος, ἡ πολλοὺς ψευσαμένη, Νέμεσις·
δείδια σόν τε φυῆς ἐρατὸν τύπον ἠδὲ σά, κοῦρε,
 δήνεα, θεσπεσίης καὶ μένος ἠνορέης
καὶ σοφίην καὶ μῆτιν ἐπίφρονα. τοιάδε τέκνα,
 Δροῦσε, πέλειν μακάρων πευθόμεθ' ἀθανάτων.

Mantissa Proverbiorum, Mantissa proverbiorum Centuria 2, section 76,


line 1

τοῦ πυρὸς κατακαίεται.


 Πῦρ εἰς ἀκάνθας:ἐπὶ τῶν περί τι εὐδοκιμούντων.
 Πῦρ ἐπὶ δαλῷ ἐλθόν:ἐπὶ τῶν ταχέως γινομένων.
 Πυῤῥίχην ἐνόπλιον ἐκπονεῖς:ἐπὶ τῶν γυμναζο-
μένων. τὴν δὲ πυῤῥίχην πρῶτος εὗρε Πύῤῥιχος Κυδωνιά-
της, Κρὴς τὸ γένος. ἐκ τούτου καὶ πυῤῥίχιος ποῦς συγκεί-
μενος ἐκ δύο βραχειῶν, , οἷον, λόγος· ἄλλοι δέ φασιν
ἀπὸ τοῦ Πύῤῥου τοῦ Ἀχιλλέως υἱοῦ, ὃς πρῶτος ἐκ τοῦ
δορείου ἵππου ἐπήδησε καὶ ἐπὶ τῇ νίκῃ ὕμνος αὐτῷ ἐτέθη
τοιούτῳ τρόπῳ.
 Ῥαμνουσία Νέμεσις:αὕτη πρῶτον ἀφίδρυτο ἐν
Ἀφροδίτης σχήματι· διὸ καὶ κλάδον εἶχε μηλέας. ἱδρύσατο
δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν, ὀνομαζομένην
δὲ Νέμεσιν, καὶ βασιλεύουσαν ἐν τῷ τόπῳ· τὸ δὲ ἄγαλμα
Φειδίας ἐποίησεν. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν ἐχαρίσατο Ἀγορακρίτῳ
τῷ Παρίῳ ἐρωμένῳ· ὃς καὶ Ὀλυμπίασι τῷ δακτύλῳ τοῦ
Διὸς ἐπέγραψεν Ἐπάρχης· καλὸς δ' ἦν οὗτος Ἀργεῖος, ἐρώ-
μενος αὐτοῦ· ἐξ ἧς ἡ παροιμία.  
 Ῥαμνούσιος εἶ:ἐπὶ τῶν σοφῶν ἐλλογίμων· Ῥαμνοῦς
γὰρ δῆμος τῆς Ἀττικῆς.

Antimachus Eleg., Epic., Fragmenta

Fragment 53, line 1– Ἡφαίστου φλογὶ εἴκελον, ἥν ῥα τιτύσκει


δαίμων ἀκροτάτηις ὄρεος κορυφῆισι Μοσύχλου  
– οὐδ' ἔτι δηρόν
θυμὸν ἀναπνείων χολάδας δέρτροισι καλύψεις.  
πωρητὺν ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος
θέντο  
118

THEBAIDIS FRAGMENTA INCERTAE SEDIS

– βοῦς ὀστρίμου ἐξήλασσεν.


ἔδρακε νῶε μολοῦσα  
αὐτίκα δ' ἠθείοισιν ἀναπτύσσων φάτο μῦθον  
ἔστι δέ τις Νέμεσις μεγάλη θεός, ἣ τάδε πάντα
πρὸς μακάρων ἔλαχεν· βωμὸν δέ οἱ εἵσατο πρῶτος
Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο,
ἔνθα τετίμηταί τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται.  
σφωίτερον μῦθον  

Anonymus De Viribus Herbarum, Carminis de viribus herbarum


fragmentum Line 19

ὤρου δ' ἐστὶ φυτόν. τὸ δὲ σύμφορόν ἐστι βροτοῖσιν


βαστάζειν τότε ῥάμνον, ὅταν φθίνουσα Σελήνη
δέρκηται πάντεσσι βροτοῖς κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον.
κρημναμένη δύναται γὰρ ἀποστρέψαι κακότητας
φαρμακίδων τε κακῶν καὶ βάσκανα φῦλ' ἀνθρώπων.
πρώτη γὰρ μακάρων ἐχρήσατο τῇδε φυτείᾳ
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
Πάλλαντα κτείνασα μάχαις κρατερῆφι βίηφι
τῆμος ὅτ' ἀθάνατοί τε θεοὶ θνητοί τε Γίγαντες
σύμβαλον εἰς ἔριδα κρατερὴν κάρτιστοι ἐόντες·
πανδερκὴς δ' ἄρ' ἔπειτα θεὰ Νέμεσις πολύμορφος
καὶ νηοὺς ἐκάθηρε θεῶν καὶ ἀγάλματα ῥάμνῳ.  
θρέμματά τε νέποδάς τε καλὸν φυτόν ἐστι φορῆναι
πρός τε πόνον κεφαλῆς καὶ δαίμονας ἠδ' ἐπιπομπάς·
πάντα γὰρ ἰήσαιτο βροτοφθόρα φάρμακα λυγρά.
Ἀρτέμιδος βοτάνην δὲ συνώνυμον αἶρ' ἐπιφώσκειν
Ἠελίου μέλλοντος ἐπὶ χθόνα φέγγος ἐρυθρόν,
ἥντινα τοξότιν ἄνδρες ἐφήμισαν ἢ βοτρυῖτιν,
πασιθέην δ' ἕτεροι Χαρίτων στέργηθρον ἔχουσαν,
οἳ δέ τε λυσίκοπον φιλοπαννύχου ἀγροιῶται
ἀθανάτης καλέουσι φυτὸν μέγα δῶρον ἔχοντες·

Αίλιος Αριστείδης. Εἰς τὸ ἐναντίον Jebb page 389, line 30

τε καὶ παρ' ἡμῶν αὐτῶν ἐγνωκότας ὡς οὐ λυσιτελὲς το-


σαύτην ἀπὸ τῆς οἰκείας ῥᾳδίως κινεῖσθαι, εὐξαίμην δ'
ἂν ἅπασι τοῖς θεοῖς ἐνταυθοῖ λαβεῖν αὐτούς. ἅμα μὲν
119

γὰρ οὐ πρὸς ἴσας ναῦς προσοισόμεθ' αὐτῶν, ὅσας περ


ὑπὲρ τῆς αὑτῶν σωτηρίας ἐκεῖ παρέξονται, ἅμα δ' οἶμαι
τὸν νόμον εἴσονται τῶν ὑπερορίων καὶ μεγάλων στρατειῶν·
ᾧ περιέπεσε μὲν ὁ Περσῶν βασιλεὺς ὁ δεῦρο στρατεύσας,
περιέπεσον δὲ Καρχηδόνιοι διαβάντες εἰς Σικελίαν μυριάσι
πολλαῖς καὶ πεζῆς καὶ ναυτικῆς δυνάμεως. οὐ γὰρ ὁμοίως
τά τε οἰκεῖα φυλάττειν δυνατὸν καὶ τοὺς μακρὰν ἀφε-
στῶτας χειροῦσθαι, ἀλλ' ἀκολουθεῖ τις νέμεσις τῷ τολ-
μήματι. ἃ καὶ Λακεδαιμόνιοι γιγνώσκοντες οὐδὲν οὕτως
ὡς τὰς διὰ πολλοῦ στρατείας φυλάττονται. καὶ γάρ τοι
τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἐλάχιστον δύνανται τὰς κατὰ μικρὸν  
πλεονεξίας συλλέγοντες. εἰ δὲ δεῖ πάντων ἀποστάντα ἓν
εἰπεῖν, οὐκ εἴ τί ποθ' ἡμᾶς ἀναγκαῖον περιστήσεται,
τούτου χάριν καὶ τὰ μὴ προσήκοντα ἑκόντας αὑτοῖς προς-
τίθεσθαι χρὴ, ἀλλὰ χωρὶς τιθέναι τό τ' ἀμύνασθαι τοὺς
ἐπιόντας καὶ τὸ μὴ ἐθέλειν ἑαυτῶν φείσασθαι. ἐγὼ δὲ
φοβοῦμαι μὲν ἃ μικρῷ πρόσθεν εἴρηκα, φοβοῦμαι δὲ καὶ
τοὺς οἰωνοὺς, βλέπων μὲν εἰς τὰ μυστήρια ὡς οὐ καλῶς

Αίλιος Αριστείδης. Περὶ τοῦ παραφθέγματος Jebb page 386, line 25

προσῆκον φρονήσαντος. λέγει δὲ τί;


 Ἡράκλεια πατρίς· Ζεῦξις δ' ὄνομ'· εἰ δέ τις ἀνδρῶν
  ἡμετέρης τέχνης πείρατά φησιν ἔχειν,
 δείξας νικάτω·
δοκῶ δὲ, φησὶν, ἡμᾶς οὐχὶ τὰ δεύτερ' ἔχειν. καὶ τοῦτο
τὸ ἐπίγραμμα οὔτ' ἐκεῖνος ἀπώκνησεν ὡς θρασὺ οὔτε τις
αὐτῷ τῶν ἑταίρων ἀπαλεῖψαι συνεβούλευσεν, ἐπειδή γε
ἐποίησεν. οἷον δ' αὖ καὶ τόδε ἔρεξε καὶ ἔτλη ὁ ὑβριστὴς
ἐκεῖνος ἐγγράψαι. ποιήσας γὰρ αὖ τὴν τῆς Ἑλένης εἰκόνα
προσπαρέγραψε τὰ τοῦ Ὁμήρου ἔπη
 Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
 τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν,
ὥσπερ τὸ αὐτὸ ποιοῦν εἰκόνα τε Ἑλένης ποιῆσαι καὶ τὸν
Δία Ἑλένην αὐτὴν γεννῆσαι.
 Καὶ δή σοι τοὺς μὲν ζωγράφους ἐῶ χαίρειν· ἀλλ'
ἔγωγε κωμῳδιοποιοῦ τινος ἤκουσα σεμνολογουμένου θαυ-
μαστὰ οἷα. καίτοι ἐάν τις ἔρηται τοὺς τῆς κωμῳδίας
ποιητὰς ἐφ' ὅτῳ μέγα φρονοῦσι, φαῖεν ἂν, οἶμαι, ὅτι
γέλωτα κινοῦσιν, ὥσπερ καὶ αὐτῶν τις ὡμολόγηκεν οὐδενὸς
ἐρωτῶντος. ἀλλ' ὅμως καὶ οὗτοι χωρὶς ἀξιοῦσιν εἶναι τά
τε τῶν ἀστείων σκώμματα καὶ τὰ τῶν πολλῶν· καί τις
120

Αίλιος Αριστείδης. Πρεσβευτικὸς πρὸς Ἀχιλλέα


Jebb page 436, line 28

τὸν δὲ ἔχοντα ἀεὶ καὶ συνεχῶς ἀπόλλυσι. σὺ δὲ μήτε ἐργάσῃ


περαιτέρω μηδὲν μήτε αὐτὸς πάθῃς. ἐνθυμοῦ δὲ ὅτι πᾶσι
πράγμασιν ὥσπερ ὅρους ἡ φύσις ἐστήσατο καὶ οὐδέν ἐστιν
ἀθάνατον τῶν ἐν ἀνθρώποις, οὐ πόλεμος, οὐκ εἰρήνη, οὐ
χάρις, οὐκ ὀργὴ, οὐκ ἄλλο τῶν πάντων οὐδέν· ἢ τῆς μὲν
φιλίας τῆς ὑπαρχούσης σοι πρὸς τὸν βασιλέα λύσις εὑ-
ρέθη, τῆς δὲ ὀργῆς οὐ φανεῖται πάλιν; καὶ μὴν πολὺ βέλ-
τιον τὰς φιλίας ἀθανάτους ἀξιοῦν εἶναι ἢ 'κείνων ἐρχομέ-
νων ὑπὸ τὴν τύχην τῆς ἔχθρας μὴ βούλεσθαι πορίζεσθαι
λύσεις· δύο γὰρ τούτω θεὰ περιέρχεσθον ἅπαντα τὰ τῶν
ἀνθρώπων, Νέμεσις καὶ Δίκη, οὐκ ἐῶσαι μεῖζον τῆς φύ-
σεως φρονεῖν, ἀλλὰ ῥᾳδίως μικροὺς ἐκ μεγάλων ποιοῦσαι,
ἐάν τις αὐτῶν μηδένα ποιῆται λόγον. καὶ τούτου σοι τὸ
παράδειγμα ἐγγύθεν· ὃς σοῦ τότ' ἐφρόνησε μεῖζον, τίνος
οὐκ ἔλαττον φρονεῖ νῦν; ἡγεῖσθαι δὲ χρὴ λόγῳ μὲν
ἀκούειν ταῦτα παρ' ἡμῶν, τῇ δὲ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς γιγνο-
μένοις Ἕκτορα πρεσβεύειν καὶ διαλέγεσθαί σοι· ὃς τὰ μὲν  
ἄλλα ὅσα ὑβρίζει καὶ προπηλακίζει τί τις ἂν λέγοι; σὲ
δὲ ἀπειλεῖ καθεύδοντα λήψεσθαι. πάντως δὲ οὐδὲ τὸν
Δάρδανον τὸν ἑαυτοῦ πρόγονον οὐδὲν εἶναι χείρω τοῦ

Pisander Epic., Heraclea (fragmenta) Fragment 8, line 1

ΗΡΑΚΛΕΙΑ

 
τῶι δ' ἐν Θερμοπύληισι θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ποίει θερμὰ λοετρὰ παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης.  
οὐ νέμεσις καὶ ψεῦδος ὑπὲρ ψυχῆς ἀγορεύειν.
 νοῦς οὐ παρὰ Κενταύροισι
  δικαιοτάτου δὲ φονῆος.  
 ἀέ  

ΠΕΙΣΑΝΔΡΟΥ ΡΟΔΙΟΥ

Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ' ἦν, ἵππῳ δὲ Πόδαργος


121

 καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης·


Θεσσαλός, ἐκ Κρήτης, Μάγνης γένος, Αἵμονος υἱός·
 ὤλετο δ' ἐν προμάχοις ὀξὺν Ἄρη συνάγων.  

Cratinus Comic., Fragmenta Fragment tit 107-120, line 1

οἴομαι γὰρ μηδὲν οὕτως μῶρον εἶναι καὶ κενόν.


παντοίοις γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι
λειρίοις, ῥόδοις, κρίνεσιν, κοσμοσανδάλοις, ἴοις,
καὶ σισυμβρίοις, ἀνεμωνῶν κάλυξί τ' ἠριναῖς,
ἑρπύλλῳ, κρόκοις, ὑακίνθοις, ἑλειχρύσου κλάδοις,
οἰνάνθῃσιν, ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ,
ἀνθρύσκου φόβῃ,                 
τῷ τ' ἀειφρούρῳ μελιλώτῳ κάρα πυκάζομαι,
καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται.  
λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους.  

ΝΕΜΕΣΙΣ

 
ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε γίγνεσθαι μέγαν.
Λήδα, σὸν ἔργον· δεῖ σ' ὅπως εὐσχήμονος
ἀλεκτρυόνος μηδὲν διοίσεις τοὺς τρόπους,
ἐπὶ τῷδ' ἐπῴζουσ', ὡς ἂν ἐκλέψῃς καλὸν
ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ' ὄρνεον.
ὥστ' οὖν ἐσθίων τοῖς σιτίοισιν ἥδομαι.
ἅπαντα δ' εἶναί μοι δοκεῖ ῥοδωνιὰ
καὶ μῆλα καὶ σέλινα καὶ σισύμβρια.  
Σπάρτην λέγω γε σπαρτίδα τὴν σπάρτινον.
μόλ' ὦ Ζεῦ ξένιε καὶ μακάριε.
Cratinus Comic., Fragmenta Play Nem, fragment tit, line 1

καὶ σισυμβρίοις, ἀνεμωνῶν κάλυξί τ' ἠριναῖς,


ἑρπύλλῳ, κρόκοις, ὑακίνθοις, ἑλιχρύσου κλάδοις,  
οἰνάνθῃσιν, ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ,
ἀνθρύσκου φόβῃ,             
τῷ τ' ἀειφρούρῳ μελιλώτῳ κάρα πυκάζομαι,
καὶ δὴ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται.  
Τίς ἄρ' ἐρῶντά μ' οἶδεν, ὦ Γνήσιππ', ἐγὼ πολλῇ χολῇ.
οἴομαι γὰρ μηδὲν οὕτως μῶρον εἶναι καὶ κενόν.  
122

Ἀμοργὸν ἔνδον βρυτίνην νήθειν τινά.  


Λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους.  

ΝΕΜΕΣΙΣ.

Ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε γίγνεσθαι μέγαν.  


Λήδα, σὸν ἔργον· δεῖ σ' ὅπως εὐσχήμονος
ἀλεκτρυόνος μηδὲν διοίσεις τοὺς τρόπους,
ἐπὶ τῷδ' ἐπώζουσ', ὡς ἂν ἐκλέψῃς καλόν
ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ' ὄρνεον.
Τἄλλα πάντ' ὀρνίθια.
Ὄρνιθα φοινικόπτερον.
Ὥς τ' οὖν ἐσθίων τοῖς σιτίοις ἥδομαι.
ἅπαντα δ' εἶναί μοι δοκεῖ ῥοδωνιά,
καὶ μῆλα καὶ σέλινα καὶ σισύμβρια.  

Plato Comic., Fragmenta Fragment 173, line 14

ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο, τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον.


{Β.} ἐπὶ θύννον; οὐκοῦν τῆς τελευτῆς πολὺ
κράτιστον ἐνταυθὶ τετάχθαι τάξεως.
{Α.} βολβοὺς μὲν σποδιᾷ δαμάσας καταχύσματι δεύσας
ὡς πλείστους διάτρωγε· τὸ γὰρ δέμας ἀνέρος ὀρθοῖ.
καὶ τάδε μὲν δὴ ταῦτα· θαλάσσης δ' ἐς τέκν' ἄνειμι
         
οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν· ἀτὰρ τὸ τάγηνον ἄμεινον
         
ὀρφών, αἰολίαν συνόδοντά τε καρχαρίαν τε
μὴ τέμνειν, μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ·
ἀλλ' ὅλον ὀπτήσας παράθες· πολλὸν γὰρ ἄμεινον.
πουλύποδος πλεκτὴ δ', ἢν πιλήσῃς κατὰ καιρόν,
ἑφθὴ τῆς ὀπτῆς, ἢν ᾖ μείζων, πολὺ κρείττων,
ἢν ὀπταὶ δὲ δύ' ὦσ', ἑφθῇ κλαίειν ἀγόρευε.  
τρίγλη δ' οὐκ ἐθέλει νεύρων ἐπιήρανος εἶναι·
παρθένου Ἀρτέμιδος γὰρ ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ.
σκορπίος αὖ –  {Β.} παίσειέ γέ σου τὸν πρωκτὸν ὑπελθών.  
εἶεν γυναῖκες ... ὡς ὑμῖν πάλαι
οἶνον γενέσθαι τὴν ἄνοιαν εὔχομαι·
ὑμῖν γὰρ οὐδέν, καθάπερ ἡ παροιμία,
123

Plato Comic., Fragmenta Play Pha, fragment 1, line 14

Ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο, τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον.


{Β.} ἐπὶ θύννον; οὐκοῦν τῆς τελευταίας πολύ
κράτιστον ἐνταυθὶ τετάχθαι τάξεως;
{Α.} Βολβοὺς μὲν σποδιᾷ δαμάσας, καταχύσματι δεύσας,
ὡς πλείστους διάτρωγε· τὸ γὰρ δέμας ἀνέρος ὀρθοῖ.
καὶ τάδε μὲν δὴ ταῦτα· θαλάσσης δ' ἐς τέκν' ἄνειμι.
       
Οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν· ἀτὰρ τὸ τάγηνον ἄμεινον.
       
Ὀρφών, αἰολίαν, συνόδοντά τε καρχαρίαν τε  
μὴ τέμνειν, μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ·
ἀλλ' ὅλον ὀπτήσας παράθες· πολλὸν γὰρ ἄμεινον.
πουλύποδος πλεκτὴ δ' ἄν, ἐπεὶ λήψῃ κατὰ καιρόν,
ἑφθὴ τῆς ὀπτῆς, ἢν ᾖ μείζων, πολὺ κρείττων,
ἢν ὀπταὶ δὲ δύ' ὦσ', ἑφθῇ κλαίειν ἀγορεύω.
τρίγλη δ' οὐκ ἐθέλει νεύρων ἐπιήρανος εἶναι·
παρθένου Ἀρτέμιδος γὰρ ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ.
σκορπίος αὖ –  {Β.} παίσειέ γέ σου τὸν πρωκτὸν ὑπελθών.  
Εἶεν, γυναῖκες, ὡς ὑμῖν πάλαι
οἶνον γενέσθαι τὴν ἄνοιαν εὔχομαι·
ὑμῖν γὰρ οὐδέν, καθάπερ ἡ παροιμία,

Pisander Epic., Fragmenta Fragment 20, line 1

Ταύρου πρυμνώρειανἐυσκόπελόν τε Νιφάτην.  


δικαιοτάτου τε φονῆος.
Λυδοὶ χρυσοχίτωνες
ξανθοκόμης, μέγας ἦν, γλαυκόμματος, ἄρτι παρειάς
λοχμάζων, εὔκνημος.
 Νοῦς οὐ παρὰ Κενταύροισι·
οὐ νέμεσις καὶ ψεῦδος ὑπὲρ ψυχῆς ἀγορεύειν.  

Callimachus Philol., Epigrammata Epigram 21, line 5

Ἠῷοι Μελάνιππον ἐθάπτομεν, ἠελίου δέ


δυομένου Βασιλὼ κάτθανε παρθενική
124

αὐτοχερί· ζώειν γὰρ ἀδελφεὸν ἐν πυρὶ θεῖσα


οὐκ ἔτλη. δίδυμον δ' οἶκος ἐσεῖδε κακόν
πατρὸς Ἀριστίπποιο, κατήφησεν δὲ Κυρήνη
πᾶσα τὸν εὔτεκνον χῆρον ἰδοῦσα δόμον.  
Ὅστις ἐμὸν παρὰ σῆμα φέρεις πόδα, Καλλιμάχου με
ἴσθι Κυρηναίου παῖδά τε καὶ γενέτην.
εἰδείης δ' ἄμφω κεν· ὁ μέν κοτε πατρίδος ὅπλων
ἦρξεν, ὁ δ' ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης.
[οὐ νέμεσις· Μοῦσαι γὰρ ὅσους ἴδον ὄμματι παῖδας
†ἄχρι βίου† πολιοὺς οὐκ ἀπέθεντο φίλους.]
Ἀστακίδην τὸν Κρῆτα τὸν αἰπόλον ἥρπασε Νύμφη
ἐξ ὄρεος, καὶ νῦν ἱερὸς Ἀστακίδης.
οὐκέτι Δικταίῃσιν ὑπὸ δρυσίν, οὐκέτι Δάφνιν
ποιμένες, Ἀστακίδην δ' αἰὲν ἀεισόμεθα.
Εἴπας ‘Ἥλιε χαῖρε’ Κλεόμβροτος ὡμβρακιώτης
ἥλατ' ἀφ' ὑψηλοῦ τείχεος εἰς Ἀΐδην,  
ἄξιον οὐδὲν ἰδὼν θανάτου κακόν, ἀλλὰ Πλάτωνος
ἓν τὸ περὶ ψυχῆς γράμμ' ἀναλεξάμενος.
Ἥρως Αἰετίωνος ἐπίσταθμος Ἀμφιπολίτεω

Callimachus Philol., Epigrammata Book 7, epigram 525, line 5

 τοῦ Κυρηναίου παῖδα λέγεις, ὑπ' ἐμοί.”  –  


Ὦ Χαρίδα, τί τὰ νέρθε;  – ”Πολὺς σκότος.”  – Αἱ δ' ἄνοδοι τί;  –  
 “Ψεῦδος.”  – Ὁ δὲ Πλούτων;  – ”Μῦθος.”  – Ἀπωλόμεθα.  –  
“Οὗτος ἐμὸς λόγος ὔμμιν ἀληθινός· εἰ δὲ τὸν ἡδὺν
 βούλει, Πελλαίου βοῦς μέγας εἰν Ἀίδῃ.”
        

ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Ὅστις ἐμὸν παρὰ σῆμα φέρεις πόδα, Καλλιμάχου με


 ἴσθι Κυρηναίου παῖδά τε καὶ γενέτην.
εἰδείης δ' ἄμφω κεν· ὁ μέν κοτε πατρίδος ὅπλων
 ἦρξεν, ὁ δ' ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης.
οὐ νέμεσις· Μοῦσαι γάρ, ὅσους ἴδον ὄμματι παῖδας
 μὴ λοξῷ, πολιοὺς οὐκ ἀπέθεντο φίλους.  
       

Callimachus Philol., In Dianam (hymn. 3) Line 64


125

δεινὸν ὑπογλαύσσοντα) καὶ ὁππότε δοῦπον ἄκουσαν


ἄκμονος ἠχήσαντος ἐπὶ μέγα πουλύ τ' ἄημα
φυσάων αὐτῶν τε βαρὺν στόνον· αὖε γὰρ Αἴτνη,
αὖε δὲ Τρινακρίη Σικανῶν ἕδος, αὖε δὲ γείτων
Ἰταλίη, μεγάλην δὲ βοὴν ἐπὶ Κύρνος ἀΰτει,
εὖθ' οἵγε ῥαιστῆρας ἀειράμενοι ὑπὲρ ὤμων
ἢ χαλκὸν ζείοντα καμινόθεν ἠὲ σίδηρον
ἀμβολαδὶς τετύποντες ἐπὶ μέγα μυχθίσσειαν.
τῷ σφέας οὐκ ἐτάλασσαν ἀκηδέες Ὠκεανῖναι
οὔτ' ἄντην ἰδέειν οὔτε κτύπον οὔασι δέχθαι.
οὐ νέμεσις· κείνους γε καὶ αἱ μάλα μηκέτι τυτθαί
οὐδέποτ' ἀφρικτὶ μακάρων ὁρόωσι θύγατρες.  
ἀλλ' ὅτε κουράων τις ἀπειθέα μητέρι τεύχοι,
μήτηρ μὲν Κύκλωπας ἑῇ ἐπὶ παιδὶ καλιστρεῖ,
Ἄργην ἢ Στερόπην· ὁ δὲ δώματος ἐκ μυχάτοιο
ἔρχεται Ἑρμείης σποδιῇ κεχριμένος αἰθῇ·
αὐτίκα τὴν κούρην μορμύσσεται, ἡ δὲ τεκούσης
δύνει ἔσω κόλπους θεμένη ἐπὶ φάεσι χεῖρας.
κοῦρα, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα,
εὖτ' ἔμολεν Λητώ σε μετ' ἀγκαλίδεσσι φέρουσα,
Ἡφαίστου καλέοντος ὅπως ὀπτήρια δοίη,

Callimachus Philol., In Cererem (hymn. 6) Line 56

‘τέκνον, ὅτις τὰ θεοῖσιν ἀνειμένα δένδρεα κόπτεις,  


τέκνον ἐλίνυσον, τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι,
παύεο καὶ θεράποντας ἀπότρεπε, μή τι χαλεφθῇ
πότνια Δαμάτηρ, τᾶς ἱερὸν ἐκκεραΐζεις.’
τὰν δ' ἄρ' ὑποβλέψας χαλεπώτερον ἠὲ κυναγόν
ὤρεσιν ἐν Τμαρίοισιν ὑποβλέπει ἄνδρα λέαινα
ὠμοτόκος, τᾶς φαντὶ πέλειν βλοσυρώτατον ὄμμα,
’χάζευ’, ἔφα, ‘μή τοι πέλεκυν μέγαν ἐν χροῒ πάξω.
ταῦτα δ' ἐμὸν θησεῖ στεγανὸν δόμον, ᾧ ἔνι δαῖτας
αἰὲν ἐμοῖς ἑτάροισιν ἄδην θυμαρέας ἀξῶ.’
εἶπεν ὁ παῖς, Νέμεσις δὲ κακὰν ἐγράψατο φωνάν.
Δαμάτηρ δ' ἄφατόν τι κοτέσσατο, γείνατο δ' ἁ θεύς·
ἴθματα μὲν χέρσω, κεφαλὰ δέ οἱ ἅψατ' Ὀλύμπω.
οἱ μὲν ἄρ' ἡμιθνῆτες, ἐπεὶ τὰν πότνιαν εἶδον,
ἐξαπίνας ἀπόρουσαν ἐνὶ δρυσὶ χαλκὸν ἀφέντες.
ἁ δ' ἄλλως μὲν ἔασεν, ἀναγκαίᾳ γὰρ ἕποντο
δεσποτικὰν ὑπὸ χεῖρα, βαρὺν δ' ἀπαμείψατ' ἄνακτα·
’ναὶ ναί, τεύχεο δῶμα, κύον κύον, ᾧ ἔνι δαῖτας
126

ποιησεῖς· θαμιναὶ γὰρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι.’


ἁ μὲν τόσσ' εἰποῖσ' Ἐρυσίχθονι τεῦχε πονηρά.
αὐτίκα οἱ χαλεπόν τε καὶ ἄγριον ἔμβαλε λιμόν

Menander Comic., Fragmenta Fragment t,ante 169, line 1

Menander Comic., Fragmenta Fragment t,ante 291, line 1

τὸν καλούμενον †, Εὐφράνωρ δ'ἐκυβέρνα Θούριος;  


ὦ φιλτάτη Γῆ μῆτερ, ὡς σεμνὸν σφόδρ' εἶ
τοῖς νοῦν ἔχουσι κτῆμα πολλοῦ τ' ἄξιον.
ὡς δῆτ' ἐχρῆν, εἴ τις πατρῴαν παραλαβὼν
γῆν καταφάγοι, πλεῖν τοῦτον ἤδη διὰ τέλους
καὶ μηδ' ἐπιβαίνειν γῆς, ἵν' οὕτως ᾔσθετο,
οἷον παραλαβὼν ἀγαθὸν οὐκ ἐφείσατο.
ὁ δὲ Πολυνείκης πῶς ἀπώλετ' οὐχ ὁρᾷς;
ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ', οἷόν ἐστ' ἐλπὶς κακόν.
καὶ φύσει πως εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν.

ΝΕΜΕΣΙΣ

 
Sextus Empiricus Phil., Adversus mathematicos Book 2, section 3, line
6

ἐν αὐτοῖς τοῖς λόγοις τὸ κῦρος ἔχουσα, πειστική, οὐ δι-


δασκαλική’, τὸ μὲν ‘διὰ λόγων’ προστιθεὶς τάχα παρόσον
πολλά ἐστι τὰ πειθὼ τοῖς ἀνθρώποις ἐνεργαζόμενα χωρὶς
λόγου, καθάπερ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ἡδονὴ καὶ κάλλος.
οἱ γοῦν παρὰ τῷ ποιητῇ δημογέροντες, καίπερ ἐκπεπο-
λεμωμένοι καὶ τελέως ἀπηλλοτριωμένοι πρὸς τὴν Ἑλένην
ὡς κακῶν αἰτίαν γενομένην αὐτοῖς, ὅμως ὑπὸ τοῦ περὶ
αὐτὴν κάλλους πείθονται, καὶ προσιούσης τοιαῦτά τινα
πρὸς ἀλλήλους διεξίασιν
  οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν.
Φρύνη τε, ὥς φασιν, ἐπεὶ συνηγοροῦντος αὐτῇ Ὑπερίδου
ἔμελλε καταδικάζεσθαι, καταρρηξαμένη τοὺς χιτωνίσκους  
καὶ γυμνοῖς στήθεσι προκυλινδουμένη τῶν δικαστῶν
127

πλεῖον ἴσχυσε διὰ τὸ κάλλος τοὺς δικαστὰς πεῖσαι τῆς


τοῦ συνηγοροῦντος ῥητορείας. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ χρημά-
των ἐστὶν ἡδονῆς τε καὶ δόξης· τούτων γὰρ ἕκαστον εὑρή-
σομεν οὕτω πεῖθον ὡς πολλάκις τινὰ τῶν καθηκόντων
ὑπερβαίνειν. οὐ τοίνυν ἀσκόπως ὁ Πλάτων ἀποβλέπων εἰς
τὴν δι' αὐτῶν γινομένην πειθὼ ἔλεξεν ὅτι ῥητορική ἐστι

Κλαύδιος Αιλιανός. Varia historia Book 6, section 10, line 4

Ἀπόλλωνος χωρίον ἐν τοῖς ἔπεσιν ἐκείνοις


  οὐδ' ὅσα λάινος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει
  Φοίβου Ἀπόλλωνος Πυθοῖ ἐνὶ πετρηέσσῃ,
τοὺς Δελφοὺς ἐπιχειρῆσαι διασκάπτειν λόγος ἔχει τὰ
περὶ τὴν ἑστίαν καὶ τὸν τρίποδα, γενομένων δὲ σει-
σμῶν περὶ τὸ μαντεῖον ἀνδρικῶν παύσασθαι σωφρο-
νήσαντας.
 Περικλῆς στρατηγῶν Ἀθηναίοις νόμον ἔγραψεν,
ἐὰν μὴ τύχῃ τις ἐξ ἀμφοῖν ὑπάρχων ἀστῶν, τούτῳ
μὴ μετεῖναι τῆς πολιτείας. μετῆλθε δὲ ἄρα αὐτὸν ἡ
ἐκ τοῦ νόμου νέμεσις. οἱ γὰρ δύο παῖδες, οἵπερ οὖν
ἤστην αὐτῷ, Πάραλός τε καὶ Ξάνθιππος, ἀλλὰ οὗτοι
μὲν κατὰ τὴν νόσον τὴν δημοσίαν ἀπέθανον, κατε-
λείφθη δὲ ὁ Περικλῆς ἐπὶ τοῖς νόθοις, οἵπερ οὖν οὐ
μετέσχον τῆς πολιτείας κατὰ τὸν πατρῷον νόμον.
 Γέλων ἐν Ἱμέρᾳ νικήσας Καρχηδονίους, πᾶσαν
ὑφ' ἑαυτὸν τὴν Σικελίαν ἐποιήσατο. εἶτα ἐλθὼν ἐς
τὴν ἀγορὰν γυμνὸς ἔφατο ἀποδιδόναι τοῖς πολίταις
τὴν ἀρχήν· οἳ δὲ οὐκ ἤθελον, δηλονότι πεπειραμένοι
αὐτοῦ δημοτικωτέρου ἢ κατὰ τὴν τῶν μονάρχων  
ἐξουσίαν. διὰ ταῦτά τοι καὶ ἐν τῷ τῆς Σικελίας

Κλαύδιος Αιλιανός. Fragmenta Fragment 228, line 1

 οὐδὲ ὤλισθον ἄλλως αἱ εὐχαὶ καὶ αἱ κατὰ τοῦ


θεῷ ἐχθροῦ ἀραί.
 οὐδὲ γὰρ ἀναλώθησαν ἄλλως αἱ εὐχαί· θηρίον
γάρ τι αὐτοῖς πομπῇ κρείττονι ἐντυγχάνει.
 οὐ γάρ τί που μετὰ μακρὸν ἐκολάσθη δικαιώσει.
 ὑπὲρ δὴ τούτων τὴν Ἄρτεμιν μηνῖσαι καὶ μετελ-
128

θεῖν δικαιοῦσαν αὐτοὺς τῆς γῆς ἀγονίᾳ.


 ὃ δὲ ἔτισε δίκας ὧν ἔπραξεν· οὐ γάρ τί που τα-
χεῖ καὶ ὠκυμόρῳ τέλει τὸν βίον κατέστρεψεν, ἀλλ'
ἐκολάζετο χρόνῳ.
 ἀδράστεια αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ
ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν.
 ἐπεὶ δ' ἀνεφρόνησε καὶ τὸ τολμηθὲν ἐσκοπεῖτο καὶ
ἐνενόει τὸ ἀσέβημα, διπλαῖ ἔννοιαι τοῦτον ἐσῄεσαν.
 ὃ δὲ ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν ἁπάντων ἑαυτὸν διεχρή-
σατο οὐκ ἀξιοζήλως.  
 γυναικῶν ἰσηλίκων χορὸν ἑαυτῇ περιχέασα· γη-
ραιαὶ δὲ αὗται, χορὸς θεοφιλής· καὶ καθεῖσαι τὰς
κόμας τὰς παλαιὰς ἐκείνας ἐθεοκλύτουν Ἥλιόν τε
καὶ Δίκην.

Αππιανός. Libyca Section 626, line 6

θαλλῶν· καὶ αὐτὸν ὁ Σκιπίων ἐκάθισε πρὸ ποδῶν


ἑαυτοῦ καὶ τοῖς αὐτομόλοις ἐπεδείκνυεν. οἳ δ', ὡς
εἶδον, ᾔτησαν ἡσυχίαν σφίσι γενέσθαι καὶ γενομένης
Ἀσρούβᾳ μὲν ἐλοιδορήσαντο πολλὰ καὶ ποικίλα, τὸν
δὲ νεὼν ἐνέπρησάν τε καὶ κατεκαύθησαν. τὴν δὲ γυ-
ναῖκα τὴν Ἀσρούβα λέγουσιν, ἁπτομένου τοῦ πυρός,
ἀντικρὺ τοῦ Σκιπίωνος γενομένην κατακοσμήσασθαί
τε, ὡς ἐν συμφοραῖς ἐδύνατο, καὶ παραστησαμένην τὰ  
τέκνα εἰπεῖν ἐς ἐπήκοον τοῦ Σκιπίωνος· “σοὶ μὲν οὐ
νέμεσις ἐκ θεῶν, ὦ Ῥωμαῖε· ἐπὶ γὰρ πολεμίαν ἐστρά-
τευσας· Ἀσρούβαν δὲ τόνδε, πατρίδος τε καὶ ἱερῶν
καὶ ἐμοῦ καὶ τέκνων προδότην γενόμενον, οἵ τε Καρχη-
δόνος δαίμονες ἀμύναιντο καὶ σὺ μετὰ τῶν δαιμό-
νων.” εἶτ' ἐς τὸν Ἀσρούβαν ἐπιστρέψασα εἶπεν· “ὦ
μιαρὲ καὶ ἄπιστε καὶ μαλακώτατε ἀνδρῶν, ἐμὲ μὲν
καὶ τοὺς ἐμοὺς παῖδας τόδε τὸ πῦρ θάψει· σὺ δὲ τίνα
κοσμήσεις θρίαμβον, ὁ τῆς μεγάλης Καρχηδόνος ἡγε-
μών; τίνα δ' οὐ δώσεις δίκην τῷδε, ᾧ παρακαθέζῃ;”
τοσαῦτ' ὀνειδίσασα κατέσφαξε τοὺς παῖδας καὶ ἐς τὸ
πῦρ αὐτούς τε καὶ ἑαυτὴν ἐπέρριψεν.

Αππιανός. Bellum civile Book 1, chapter 8, section 71, line 30

μετὰ δ' αὐτὸν καὶ τῶν ἄλλων ἀναιρουμένων ἐκρήμ-


ναντο αἱ κεφαλαί, καὶ οὐ διέλιπεν ἔτι καὶ τόδε
129

τὸ μύσος, ἀρξάμενόν τε ἀπὸ Ὀκταουίου καὶ ἐς


τοὺς ἔπειτα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἀναιρουμένους
περιιόν.
 Ζητηταὶ δ' ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτίκα ἐξέθεον
τούς τε ἀπὸ τῆς βουλῆς καὶ τῶν καλουμένων
ἱππέων, καὶ τῶν μὲν ἱππέων ἀναιρουμένων λόγος
οὐδεὶς ἔτι μετὰ τὴν ἀναίρεσιν ἐγίγνετο, αἱ δὲ τῶν
βουλευτῶν κεφαλαὶ πᾶσαι προυτίθεντο πρὸ τῶν
ἐμβόλων. αἰδώς τε θεῶν ἢ νέμεσις ἀνδρῶν ἢ
φθόνου φόβος οὐδεὶς ἔτι τοῖς γιγνομένοις ἐπῆν,
ἀλλὰ ἐς ἔργα ἀνήμερα καὶ ἐπὶ τοῖς ἔργοις ἐς ὄψεις
ἐτρέποντο ἀθεμίστους, κτιννύντες τε ἀνηλεῶς καὶ
περιτέμνοντες αὐχένας ἀνδρῶν ἤδη τεθνεώτων καὶ
προτιθέντες τὰς συμφορὰς ἐς φόβον ἢ κατάπληξιν
ἢ θέαν ἀθέμιστον.
 Γάιος μὲν δὴ Ἰούλιος καὶ Λεύκιος Ἰούλιος,
δύο ἀλλήλοιν ἀδελφώ, καὶ Ἀτιλίος Σερρανὸς καὶ
Πούπλιος Λέντλος καὶ Γάιος Νεμετώριος καὶ
Μᾶρκος Βαίβιος ἐν ὁδῷ καταληφθέντες ἀνῃρέ

Artemidorus Onir., Onirocriticon Book 2, chapter 34, line 15

δὲ ἐπιγείους, τοὺς δὲ θαλασσίους καὶ ποταμίους, τοὺς δὲ


χθονίους, τοὺς δὲ πέριξ τούτων. αἰθέριοι μὲν οὖν
λέγοιντο ἂν εἰκότως Ζεὺς καὶἭρα καὶ Ἀφροδίτη ἡ
Οὐρανία καὶ Ἄρτεμις καὶ Ἀπόλλων καὶ Πῦρ τὸ αἰθέριον
καὶ Ἀθηνᾶ· οὐράνιοι δὲ Ἥλιος καὶ Σελήνη καὶ ἄστρα καὶ
νέφη καὶ ἄνεμοι καὶ τὰ ὑπὸ τούτων συνιστάμενα παρήλια
καὶ δοκίδες καὶ σέλας καὶ Ἶρις. εἰσὶ δὲ οὗτοι αἰσθητοὶ πάντες.
τῶν δὲ ἐπιγείων αἰσθητοὶ μὲν Ἑκάτη καὶ Πὰν καὶ Ἐφι-
άλτης καὶ Ἀσκληπιός (οὗτος δὲ καὶ νοητὸς ἅμα λέγεται),
νοητοὶ δὲ Διόσκοροι καὶ Ἡρακλῆς καὶ Διόνυσος καὶ Ἑρ-
μῆς καὶ Νέμεσις καὶ Ἀφροδίτη ἡπάνδημος καὶ Ἥφαι-
στοςκαὶ Τύχη καὶ Πειθὼ καὶ Χάριτες καὶ Ὧραι καὶ
Νύμφαι καὶ Ἑστία. θαλάσσιοι δὲ νοητοὶ μὲν Ποσειδῶν  
καὶ Ἀμφιτρίτη καὶ Νηρεὺς καὶ Νηρηίδες καὶ Λευκοθέα
καὶ Φόρκυς, αἰσθητοὶ δὲ αὐτὴ ἡ Θάλασσα καὶ Κύματα
καὶ Αἰγιαλοὶ Ποταμαί τε καὶ Λίμναι καὶ Νύμφαι καὶ
Ἀχελῷος. χθόνιοι δὲ Πλούτων καὶ Περσεφόνη καὶ Δημή-
τηρ καὶ Κόρη καὶ Ἴακχος καὶ Σάραπις καὶ Ἶσις καὶ Ἄνου-
βις καὶ Ἁρποκράτης καὶ Ἑκάτη ἡχθονία καὶ Ἐριννύες
130

καὶ Δαίμονες οἱ περὶ τούτους καὶ Φόβος καὶ Δεῖμος, οὓς ἔνιοι
Ἄρεως υἱεῖς λέγουσιν. αὐτὸν δὲ τὸν Ἄρη πῇ μὲν ἐν τοῖς

Artemidorus Onir., Onirocriticon Book 2, chapter 37, line 97

καὶ παιδοτρίβαις καὶ πᾶσι τοῖς ἐμπορικὸν τὸνβίον ἔχουσι


καὶ ζυγοστάταις διὰ τὸ πάντας τοὺς τοιούτους ἐπίκουρον
τὸν θεὸν νομίζειν. καὶ τοῖς ἀποδημεῖν βουλομένοις·
πτηνὸν γὰρ ὑπειλήφαμεν εἶναι τὸν θεόν. τοῖς δὲ λοιποῖς
ἀκαταστασίας καὶ θορύβους προαγορεύει. νοσοῦντας δὲ
ἀναιρεῖ διὰ τὸ ψυχοπομπὸς νενομίσθαι. Ἑρμῆς ὁ τετρά-  
γωνος καὶσφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει,
ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος οὐδὲ τούτοις συμφέρει· τὸ
γὰρ περικεκομμένον αὐτοῦ τῶν περὶ τὸν ἰδόντα πάντων
ὄλεθρον μαντεύεται.
 Νέμεσις ἀεὶ τοῖς κατὰ νόμον ζῶσιν ἀγαθὴ καὶ μετρίοις
ἀνθρώποις καὶ φιλοσόφοις· τοῖς δὲ παρανομοῦσι καὶ τοῖς
ἐπιτιθεμένοις τισὶ καὶ τοῖς μεγάλων ἀρχομένοις πραγ-
μάτων ἐναντία καθίσταται καὶ ἐμπόδιος τῶν ἐπιχειρου-
μένων· ‘νεμεσᾶν’ γὰρ καλοῦμεν καὶ τὸ ἐμποδὼν ἵστασθαι
τοῖς πραττομένοις κατὰ γνώμην. λέγουσι δέ τινες ὅτι ἡ
θεὸς αὕτη τὰ μὲν ἀγαθὰ ἐπὶ τὸ χεῖρον τρέπει, τὰ δὲ κακὰ
ἐπὶ τὸ βέλτιον.
 Ἀφροδίτη ἡ μὲν πάνδημος ἀγύρταις καὶ καπήλοις καὶ
ζυγοστάταις καὶ θυμελικοῖς καὶ †ἰατροῖς† καὶ σκηνικοῖς
πᾶσι καὶ ἑταίραις ἀγαθή· γυναιξὶ δὲ οἰκοδεσποίναις

Κλήμης Αλεξανδρινός. Protrepticus Chapter 4, section 55, subsection 1,


line 1

Κυνοσάργει νομοθετοῦντες προσκυνεῖν, τὸν «τὴν κλεῖν


κατεαγότα καὶ τὸ σκέλος πεπηρωμένον», ὃς ἐξεκόπη τὸν
ὀφθαλμόν· αὖθις δὲ τὸν Δημήτριον θεὸν καὶ αὐτὸν ἀναγο-
ρεύοντες· καὶ ἔνθα μὲν ἀπέβη τοῦ ἵππου Ἀθήναζε εἰσιών,
Καταιβάτου ἱερόν ἐστι Δημητρίου, βωμοὶ δὲ πανταχοῦ·
καὶ γάμος ὑπὸ Ἀθηναίων αὐτῷ ὁ τῆς Ἀθηνᾶς ηὐτρεπίζετο·
ὁ δὲ τὴν μὲν θεὸν ὑπερηφάνει, τὸ ἄγαλμα γῆμαι μὴ δυνά-  
μενος· Λάμιαν δὲ τὴν ἑταίραν ἔχων εἰς ἀκρόπολιν ἀνῄει
καὶ τῷ τῆς Ἀθηνᾶς ἐνεφυρᾶτο παστῷ, τῇ παλαιᾷ παρθένῳ
τὰ τῆς νέας ἐπιδεικνὺς ἑταίρας σχήματα.
 Οὐ νέμεσις τοίνυν οὐδὲ Ἵππωνι ἀπαθανατίζοντι τὸν
131

θάνατον τὸν ἑαυτοῦ· ὁ Ἵππων οὗτος ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσεν


τῷ μνήματι τῷ ἑαυτοῦ τόδε τὸ ἐλεγεῖον·
   Ἵππωνος τόδε σῆμα, τὸν ἀθανάτοισι θεοῖσιν
     ἶσον ἐποίησεν Μοῖρα καταφθίμενον.
Εὖ γε, Ἵππων, ἐπιδεικνύεις ἡμῖν τὴν ἀνθρωπίνην πλάνην.
Εἰ γὰρ καὶ λαλοῦντί σοι μὴ πεπιστεύκασι, νεκροῦ γενέσθωσαν
μαθηταί. Χρησμὸς οὗτός ἐστιν Ἵππωνος· νοήσωμεν αὐτόν.
Οἱ προσκυνούμενοι παρ' ὑμῖν, ἄνθρωποι γενόμενοί ποτε,
εἶτα μέντοι τεθνᾶσιν· τετίμηκεν δὲ αὐτοὺς ὁ μῦθος καὶ ὁ
χρόνος. Φιλεῖ γάρ πως τὰ μὲν παρόντα συνηθείᾳ

Μάξιμος. ., Dialexeis Lecture 25, chapter 5, section e, line 1

φυλὴ σταφυλῇ’ ἐπιφύεται, καὶ ‘σῦκον σύκῳ·’ λόγου δὲ


ἄρα ἐφήμερος μὲν ἡ γένεσις, ἄσπερμος δὲ ὁ καρπός,
καὶ οὐ τρόφιμος, οὐδὲ ἀνακιρνάμενος τῇ ψυχῇ,
  ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρεῖ, ἠΰτ' ἔλαιον;
Ταύτην μοι διήγησαι τὴν γεωργίαν, τοὺς δὲ ἐπαίνους
ἔα. Ἐὰν γὰρ ἀφέλῃς αὐτῶν τὴν χρείαν, ὑποπτεύω
τὴν αἰτίαν, καὶ τὸν ἐπαινέτην ἐλεῶ, καὶ τὸν ἔπαινον
μέμφομαι. Τοῦτον τὸν ἔπαινον φθέγγεται τὰ μέλη
τῆς ψυχῆς, τὰ ἀκόλαστα, τὰ κρίνειν ἀσθενῆ, τὰ ἀπα-
τᾶσθαι πεφυκότα·
  οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ εὐκνήμιδας Ἀχαιοὺς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πά-
       σχειν.
Ὁρᾷς τοῦ ἐπαίνου τὴν μοχθηρίαν, ἀντικαταλλασσο-
μένου γύναιον μανὲν καὶ τὴν ἀπ' αὐτοῦ ἡδονήν, Ἑλ-
ληνικῶν καὶ Τρωϊκῶν κακῶν; Ἔστι κἀνταῦθα ἐπαινέτης
τοιοῦτος, ἐπειδάν τις ἐντυχὼν ἀκολάστῳ λόγῳ, τὸ μὲν
ἀπατηλὸν αὐτοῦ μὴ γνωρίσῃ, τὸ δὲ ἡδὺ στέρξῃ, κατὰ
βραχὺ ὑποφερόμενος ταῖς καθ' ἡμέραν ἡδοναῖς ἀψο-  
φητί, ὥσπερ τῶν πλεόντων οἱ πνευμάτων μὲν ἐξ οὐ-
ρίας πρὸς τὸν ἀληθῆ δρόμον οὐ τυχόντες, ῥεύματι δὲ
Μάξιμος. ., Dialexeis Lecture 41, chapter 3, section c, line 5

ὁ λοιμός; ἐκ Βαβυλῶνος, ὡς ὁ Ξέρξης; ἐκ Μακεδονίας,


ὡς Φίλιππος; οὐ γὰρ ἐξ οὐρανοῦ, μὰ Δία, οὐκ ἐξ
οὐρανοῦ·  
    φθόνος γὰρ ἔξωθεν τοῦ χοροῦ
ἵσταται.
 Ἐνταῦθα τοίνυν, ἐνταῦθά μοι δεῖ χρησμῳδίας,
132

ἐρώμεθα τοὺς θεούς· Ζεῦ καὶ Ἄπολλον, καὶ ὅστις


ἄλλος θεὸς μαντικὸς καὶ κηδεμὼν τῆς τῶν ἀνθρώπων
ἀγέλης, δεομένοις εἴπατε, τίς κακῶν ἀρχή; τίς αἰτία;
πῶς φυλαξώμεθα; πῶς λάθωμεν;
 Οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, οὐδ' ὑπαλύξαι.
Ἢ οὐχ ὁρᾶτε, ὅσα τὰ δεινὰ εἰς τὰς ἀνθρωπίνας κῆρας
ἐμπεπτωκότα περὶ γῆν στρέφεται, παντοίων στόνων
καὶ ὀδυρμῶν ἐμπιμπλάντα τὴν γῆν; Στένει μὲν τὸ
ἀνθρώπου σῶμα τὰς ἐπιτετειχισμένας αὐτῷ νόσους
ὀδυρόμενον, καὶ τὸ ἀκροσφαλὲς τῆς σωτηρίας, καὶ τὸ
ἄδηλον τοῦ βίου. Τίς γὰρ ἡλικίας καιρὸς ἀνυπεύθυ-
νος ἀνθρωπίνῳ σώματι; οὐ γενόμενον μὲν εὐθὺς καὶ  
ἀποσπασθὲν ἐκ μητέρων, ὑγρὸν καὶ ἰλυῶδες καὶ διαρ-
ρέον, ὀδυρμῶν καὶ κνυζημάτων ἀνάπλεων; προϊὸν δὲ
καὶ εἰς ὥραν ἀναφυόμενον, ἔμπληκτον καὶ ἀκρατές;

Δίων Χρυσόστομος. Orationes Oration 64, section 8, line 2

συνειλεγμένους, μηνύουσα τὸ πλῆθος τῶν ἀγαθῶν, ἅπερ αὐτὴ


δίδωσιν. τοῦτο ἦν ἄρα καὶ χρυσοῦν γένος καὶ νῆσοι μακάρων τινές,
αὐτομάτας ἔχουσαι τροφάς, καὶ Ἡρακλέους κέρας καὶ Κυκλώπων
βίος. ὅτι τοῖς πονήσασι τὸν βίον [ἐπὶ τῆς δεξιᾶς χειρὸς δεδή-
λωκεν, ὡς] αὐτομάτη λοιπὸν ἡ τῶν ἀγαθῶν ἀφθονία παραγίγνεται.
Τάνταλος δὲ ἄρα ἐπὶ γήρως ἀργὸς ἦν· διὰ τοῦτο ἄρα μέχρι τῶν
χειλῶν ηὐδαιμόνει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς μόνον ηὐτύχει· τὰ πάντα
δὲ ἐκεῖνα ἁρπασθέντα οἴχεται καὶ λίμνη καὶ καρποὶ καὶ τροφὴ καὶ
ποτὸν ὑπὸ τῆς τύχης, οὕτω γ' ὡς ὑπὸ πνεύματος.
 ὠνόμασται δὲ ἡ τύχη καὶ πολλοῖς τισιν ἐν ἀνθρώποις ὀνό-
μασι, τὸ μὲν ἴσον αὐτῆς νέμεσις, τὸ δὲ ἄδηλον ἐλπίς, τὸ δὲ ἀναγ-
καῖον μοῖρα, τὸ δὲ δίκαιον Θέμις, πολυώνυμός τις ὡς ἀληθῶς
θεὸς καὶ πολύτροπος. ταύτῃ ἐπέθεσαν καὶ γεωργοὶ Δήμητρος  
ὄνομα καὶ ποιμένες Πανὸς καὶ ναῦται Λευκοθέας καὶ κυβερνῆται
Διοσκόρων.
  ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει,
  ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει.
τοῦτο ἄρα ἦν ὁ Ζεύς, [ἡ τύχη] κατέχων μὲν ἐπὶ τῆς δεξιᾶς τὸ
ὅπλον, ἐπὶ δὲ τῆς ἀριστερᾶς τὸ σκῆπτρον, ὅτι τοῖς πολεμικοῖς
τῶν ἀνθρώπων καὶ βασιλείαν δίδωσιν.

Valerius Babrius Scr. Fab., Mythiambi Aesopici Section 1, fable 11, line
11
133

Ἀλώπεκ' ἐχθρὴν ἀμπέλων τε καὶ κήπων


ξένῃ θελήσας περιβαλεῖν τις αἰκείῃ,
τὴν κέρκον ἅψας καὶ λίνου τι προσδήσας
ἀφῆκε φεύγειν. τὴν δ' ἐπίσκοπος δαίμων
εἰς τὰς ἀρούρας τοῦ βλαβόντος ὡδήγει
τὸ πῦρ φέρουσαν. ἦν δὲ ληίων ὥρη,
ποίη δὲ καλλίκαρπος ἐλπίδων πλήρης.
ὁ δ' ἠκολούθει τὸν πολὺν πόνον κλαίων,
οὐδ' εἶδεν αὐτοῦ τὴν ἅλωα Δημήτηρ.
 Χρὴ πρᾶον εἶναι μηδ' ἄμετρα θυμοῦσθαι.
ἔστιν τις ὀργῆς νέμεσις, ἣν φυλαττοίμην,
αὐτοῖς βλάβην φέρουσα τοῖς δυσοργήτοις.
Ἀγροῦ χελιδὼν μακρὸν ἐξεπωτήθη,
εὗρεν δ' ἐρήμοις ἐγκαθημένην ὕλαις  
ἀηδόν' ὀξύφωνον· ἡ δ' ἀπεθρήνει
τὸν Ἴτυν ἄωρον ἐκπεσόντα τῆς ὥρης.
ἐκ τοῦ μέλους δ' ἔγνωσαν αἱ δύ' ἀλλήλας,
καὶ δὴ προσέπτησάν τε καὶ προσωμίλουν.
χἠ μὲν χελιδὼν εἶπε “φιλτάτη, ζώεις;
πρῶτον βλέπω σε σήμερον μετὰ Θρᾴκην.
ἀεί τις ἡμᾶς πικρὸς ἔσχισεν δαίμων.

Valerius Babrius Scr. Fab., Mythiambi Aesopici Section 1, fable 43, line
6

κἀκεῖνος ἦλθε· τὸν δὲ τοῦ σκέλους ἄρας


ὁ μάγειρος ἐκτὸς ἐξέριψε τοῦ τοίχου
εἰς τὴν ἄγυιαν. τῶν κυνῶν δ' ἐρωτώντων
ὅπως ἐδείπνησ', εἶπε “πῶς γὰρ ἂν κρεῖττον,
ὃς οὐδὲ ποίην ἀναλύειν με γινώσκω;”
Ἔλαφος ποδώκηςεὔκερως ἀχαιΐνης
λίμνης ὕδωρ ἔπινεν ἡσυχαζούσης.
ἐκεῖ δ' ἑαυτοῦ τὴν σκιὴν θεωρήσας
χηλῆς μὲν ἕνεκα καὶ ποδῶν ἐλυπήθη,
ἐπὶ τοῖς δὲ κέρασιν ὡς καλοῖς ἄγαν ηὔχει·
παρῆν δὲ νέμεσις ἣ τὰ γῆς ἐποπτεύει.
κυνηγέτας γὰρ ἄνδρας εἶδεν ἐξαίφνης  
ὁμοῦ σαγήναις καὶ σκύλαξιν εὐρίνοις,
ἰδὼν δ' ἔφευγε, δίψαν οὐδέπω παύσας,
καὶ μακρὸν ἐπέρα πεδίον ἴχνεσιν κούφοις.
ἐπεὶ δὲ δὴ σύνδενδρον ἦλθεν εἰς ὕλην,
134

κέρατα θάμνοις ἐμπλακεὶς ἐθηρεύθη.


“τί ταῦτ';” ἔφη· “δύστηνος ὡς διεψεύσθην·
οἱ γὰρ πόδες μ' ἔσῳζον, οἷς ἐπῃδούμην,
τὰ κέρατα δὲ προὔδωκεν, οἷς ἐγαυρούμην.”

Aspasius Phil., In ethica Nichomachea commentaria


Page 55, line 13

τὸν καιρὸν καὶ ὡς δεῖ. ἡ δὲ ἐπὶ πλέον προσποίησις τῆς φιλίας βουλομένου

τινὸς ἀεὶ καὶ ἐν παντὶ ἡδέως φαίνεσθαι, εἰ μὲν οὐδενὸς ἕνεκεν, ἀρέσκεια
λέγοιτ' ἂν καὶ ὁ κατ' αὐτὴν ἄρεσκος, εἰ δ' ἕνεκεν κέρδους καὶ ὠφελείας,
κόλαξ καὶ ἡ κακία κολακεία· ὁ δὲ ἐλλείπων δύσερις καὶ δύσκολος.
 Μετὰ δὲ ταῦτα λέγει μεσότητας εἶναί τινας ἐν ψιλοῖς τοῖς πάθεσιν,
ἐπαινετὰς μέν, ἀρετὰς δ' οὐ λέγων εἶναι. ἡ μὲν γὰρ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ
πράξεις, οἷον ἀνδρεία περὶ φόβους καὶ θάρρη, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ
ἀγωνίζεσθαι
καὶ πράττειν τὰ τοῦ ἀνδρείου ἔργα. αἱ δὲ λεγόμεναι νῦν μεσότητες ἐν αὐ-
τοῖς τοῖς πάθεσι μόνον εἰσίν, οὐκ ἐν ταῖς πράξεσιν, οἷον αἰδὼς καὶ ὁ αἰδή-
μων μέσος, καταπλὴξ δὲ ὁ ἅπαντα αἰδούμενος ὑπερβάλλων τις τῷ πάθει,
ὁ δὲ ἐλλείπων τῷ αἰδεῖσθαι ἀναίσχυντος. καὶ ἡ νέμεσις δὲ παθητικὴ
μεσότης, λύπη τις οὖσα ἐπὶ ταῖς παρ' ἀξίαν εὐπραγίαις τῶν μοχθηρῶν.
ὑπερβολὴ δὲ φθόνος ἐπὶ πᾶσι λυπουμένου εὖ πράττουσιν, ὅπερ γοῦν τοῦ
φθο-
νεροῦ. κατὰ δὲ τὴν ἔλλειψιν τάττει τὸν ἐπιχαιρέκακον, τοσοῦτον φάσκων

αὐτὸν τοῦ λυπεῖσθαι ἐπ' ἀλλοτρίαις συμφοραῖς ἀπέχειν, ὥστε καὶ χαίρειν.

μήποτε δὲ κατὰ τὴν ἔλλειψιν ὁ τοιοῦτος ᾖ, ἀλλ' ὁ μὴ λυπούμενος ὅλως


ἐπὶ
μηδενὶ τῶν εὖ πραττόντων, μηδ' ἂν τύχῃ ἀνάξιος ὤν, ὁ δὲ ἐπιχαιρέκακος
ἤτοι ὁ αὐτὸς τῷ φθονερῷ· τοῦ γὰρ αὐτοῦ λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις
τῶν
πέλας καὶ χαίρειν ἐπὶ τοῖς κακοῖς αὐτῶν. ἢ μήποτε ἔστιν ἐπινοῆσαι με-
σότητά τινα τῇ νεμέσει ἀνάλογον τοῖς κατ' ἀξίαν συμβαίνουσι τῷ
μοχθηρῷ,
χαίροντός τινος ἀνωνύμου ὄντος καὶ τῆς κατ' αὐτὸν ἕξεως·

Flavius Philostratus Soph., Epistulae et dialexeis


Section 1, epistle or discourse 14, line 7

ωπον ὅλον ἀνθεῖ. πρὶν οὖν σου τὸ ἔαρ ἀπελθεῖν


135

ὅλον καὶ χειμῶνα ἐπιστῆναι, δὸς αὐτοῦ πρὸς Ἔρω-  


τος, πρὸς τούτων τῶν γενείων, ἃ δεῖ με αὔριον
ὀμνύναι.
 ιδʹ. Χαῖρε, κἂν μὴ θέλῃς, χαῖρε, κἂν μὴ γρά-
φῃς, ἄλλοις καλέ, ἐμοὶ δὲ ὑπερήφανε. οὐκ ἦσθα
συγκείμενος ἐκ σαρκὸς (καὶ αἵματος), καὶ τῶν, ὅσα
τούτοις κίρναται, ἀλλὰ ἐξ ἀδάμαντος καὶ πέτρας
καὶ Στυγός. ταχέως σε θεασαίμην γενειῶντα καὶ
παρ' ἀλλοτρίαις θύραις κείμενον. ναὶ Ἔρως, ναὶ
Νέμεσις ὀξεῖς θεοὶ καὶ στρεφόμενοι.
 ιεʹ. Τί μοι τὰ γένεια, ὦ παιδίον, δεικνύεις; οὐ
παύῃ κάλλους, ἀλλ' ἄρχῃ, τὸ μὲν γὰρ ὀξὺ τῆς ὥρας
παρελήλυθεν, ὅσον τι πτηνὸν καὶ ἄπιστον, τὸ δὲ
ἑδραῖον καὶ βέβαιον μένει. χρόνος δὲ οὐκ ἐλέγχει
τοὺς ἀληθῶς καλούς, ἀλλὰ δεικνύει καὶ μαρτυρεῖ
μᾶλλον αὐτοῖς ἢ φθονεῖ. τὸν δὲ ὑπηνήτην καὶ
Ὅμηρος λέγει χαριέστατον ὁ ποιητὴς εἰδὼς καλῶς
καὶ βλέπειν καὶ ποιεῖν. οὐκ ἂν δήποτε τοῦτο ἀπε-
φήνατο, εἰ μὴ πρῶτος αὐτὸς ἐρωμένου καὶ ἥψατο
γενείων καὶ ἐφίλησε. πρὶν μὲν γὰρ ἀνθεῖν,

Lucius Annaeus Cornutus Phil., De natura deorum


Page 13, line 17

των, καθὸ καὶ νήθουσαν αὐτὴν πρεσβυτάτην διατυποῦ-


σι, Λάχεσις δ' ἄλλη ἀπὸ τοῦ τῇ κατὰ τοὺς κλήρους λήξει
τὰ ἀποδιδόμενα ἑκάστῳ προσεοικέναι, Ἄτροπος δὲ ἡ
τρίτη διὰ τὸ ἀτρέπτως ἔχειν τὰ κατ' αὐτὴν διατεταγμένα
ἡ δ' αὐτὴ δύναμις οἰκείως ἂν δόξαι τῶν τριῶν προς-
ηγοριῶν τυγχάνειν. αὕτη δέ ἐστι καὶ Ἀδράστεια, ἤτοι
παρὰ τὸ ἀνέκφευκτος καὶ ἀναπόδραστος εἶναι ὠνομα-
σμένη ἢ παρὰ τὸ ἀεὶ δρᾶν τὰ καθ' αὑτήν, ὡσὰν ἀει-
δράστεια οὖσα, ἢ τοῦ στερητικοῦ μορίου πλῆθος νῦν
ἀποδηλοῦντος ὡς ἐν τῇ ‘ἀξύλῳ ὕλῃ’· πολυδράστεια γάρ
ἐστι. Νέμεσις δὲ ἀπὸ τῆς νεμήσεως προσηγόρευται –  
διαιρεῖ γὰρ τὸ ἐπιβάλλον ἑκάστῳ – , Τύχη δὲ ἀπὸ τοῦ
τεύχειν ἡμῖν τὰς περιστάσεις καὶ τῶν συμπιπτόντων
τοῖς ἀνθρώποις δημιουργὸς εἶναι, Ὄπις δὲ ἀπὸ τοῦ
λανθάνουσα καὶ ὥσπερ παρακολουθοῦσα ὄπισθεν καὶ  
παρατηροῦσα τὰ πραττόμενα ὑφ' ἡμῶν κολάζειν τὰ
κολάσεως ἄξια.
136

Alexander Phil., In Aristotelis topicorum libros octo commentaria


Page 142, line 14

οὕτως μέν, εἰ τὸ ὑποκείμενον ἐν τῷ προβλήματι γνώριμον εἴη, τὸ συμβε-


βηκὸς τῷ ὑποκειμένῳ ὁρισάμενοι ἀνασκευάσομεν καθόλου τὸ πρόβλημα.

ἀμφοτέρους δὲ τοὺς ὅρους τοῦ προβλήματος ὁρισόμεθα ἐν οἷς μηδέτερόν

ἐστιν αὐτόθεν γνώριμον, ὡς ἐν τοῖς τοιούτοις· εἰ εἴη τιθέμενον ὑπό τινος


ὅτι ὁ νεμεσητικὸς φθονερόςἐστιν. ἐπεὶ γὰρ ἐπὶ τούτων ὁμοίως ὁ νεμε-
σητικὸς τῷ φθονερῷ πρὸς γνῶσιν ἔχει (οὐδέτερος γὰρ αὐτῶν αὐτόθεν
ἐστὶ
φανερός), ὁρισάμενοι ἀμφοτέρους, τόν τε νεμεσητικὸν καὶ τὸν φθονερόν,

οὕτως ἀνασκευάσαι δυνησόμεθα τὸ τιθέμενον. δοκεῖ γὰρ φθονερὸς μὲν


εἶναι ὁ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις,ἐπεὶ καὶ ὁ
φθόνος τοιοῦτον, νεμεσητικὸς δὲ ὁ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν κακῶν
εὐπραγίαις·τοιοῦτον γὰρ ἡ νέμεσις. εἰ οὖν νεμεσητικὸς μέν ἐστιν ὁ
λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν κακῶν εὐπραγίαις,ὁ δὲ φθονερὸς οὐ λυ-
πεῖται ἐπὶ ταῖς τῶν κακῶν εὐπραγίαις(τοὐναντίον γὰρ οὗτος ἐπὶ
ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαιςκεῖται λυπούμενος), οὐκ ἂν εἴη ὁ
νεμεσητικὸς φθονερός.δύναται τὸ πρόβλημα τοῦτο ὁρικὸν εἶναι, εἰ
ζητοῖτο πότερον ὁ αὐτός ἐστι νεμεσητικός τε καὶ φθονερὸς ἢ οὔ· τὰ
γὰρ περὶ ταὐτοῦ προβλήματα τοῖς ὅροις ἔφη δεῖν ὑποτάσσεσθαι. οὕτως
δειχθήσεται καὶ ὅτι μή ἐστιν εὐδαίμων ὁ τύραννος· εἰ γὰρ ὁ μὲν τύραννός

ἐστιν ἄρχων παράνομος, εὐδαίμων δέ ἐστιν ὁ κατ' ἀρετὴν ἐνεργῶν, οὐχ


οἷόν τε τὸν τύραννον εὐδαίμονα εἶναι· τὸ γὰρ παρανόμως ἄρχειν οὐ κατ'
ἀρετὴν ἐνεργοῦντος. ἀλλὰ καὶ ὅτι μὴ πλούσιος ὁ σοφός,

Alexander Phil., De fato Page 207, line 7

πραττομένοις λέγοιτο. ἐπεὶ δὲ οἵ τε ἔπαινοι καὶ ψόγοι, κολάσεις τε καὶ


τιμαὶ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασίν τε καὶ κατορθώμασιν, ὡς καὶ αὐτοὶ λέγουσιν,
δῆλον ὡς ἀναιρουμένων τούτων ἀναιροῖτ' ἂν κἀκείνων ἕκαστον. τὸ δὲ
κατορθοῦν ἐπὶ τῶν θεῶν οὐ κυρίως ἂν λέγοιτο, ἀλλ' ὡς ἴσον τῷ τὰ ἀγαθὰ

ποιεῖν, εἴ γε ἐν οἷς μὲν τὸ κατορθοῦν, ἐν τούτοις καὶ τὸ ἁμαρτάνειν, [ἐν


τούτοις] ἀνεπίδεκτον δὲ ἁμαρτημάτων τὸ θεῖον. διὰ τοῦτο γὰρ οὐδὲ
ἐπαινοῦ-
μεν τοὺς θεούς, ὅτι κρείττους εἰσὶν ἢ κατ' ἐπαίνους καὶ τὰ ἐφ' οἷς οἱ
137

ἔπαινοι κατορθώματα. μηδὲ ἐκεῖνον δὲ παραλείπωμεν τὸν λόγον, ᾧ θαρ-


ροῦσιν ὡς δεικνύναι δυναμένου τῶν προκειμένων τι. λέγουσιν γὰρ ‘οὐ
γὰρ
ἔστι μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρμένη, οὐκ ἔστι δὲ πεπρωμένη, οὐκ ἔστι
δὲ αἶσα, οὐδὲ ἔστι μὲν αἶσα, οὐκ ἔστι δὲ νέμεσις, οὐδὲ ἔστι μὲν νέμεσις,
οὐκ ἔστι δὲ νόμος, οὐδ' ἔστι μὲν νόμος, οὐδ' ἔστιν δὲ λόγος ὀρθὸς
προστακτικὸς μὲν ὧν ποιητέον, ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον. ἀλλὰ
ἀπαγορεύεται μὲν τὰ ἁμαρτανόμενα, προστάττεται δὲ τὰ κατορθώ-
ματα. οὐκ ἄρα ἔστι μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρμένη, οὐκ ἔστι δὲ ἁμαρτήματα
καὶ κατορθώματα. ἀλλ' εἰ ἔστιν ἁμαρτήματα καὶ κατορθώματα, ἔστιν
ἀρετὴ καὶ κακία, εἰ δὲ ταῦτα, ἔστι καλὸν καὶ αἰσχρόν. ἀλλὰ τὸ μὲν κα-
λὸν ἐπαινετόν, τὸ δὲ αἰσχρὸν ψεκτόν. οὐκ ἄρα ἐστὶ μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρ-
μένη, οὐκ ἔστι δὲ ἐπαινετὸν καὶ ψεκτόν. ἀλλὰ τὰ μὲν ἐπαινετὰ τιμῆς
ἄξια, τὰ δὲ ψεκτὰ κολάσεως. οὐκ ἄρα ἔστι μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρμένη, οὐκ
ἔστι δὲ τιμὴ καὶ κόλασις, ἀλλ' ἔστιν μὲν τιμὴ γέρως ἀξίωσις

Andronicus Rhodius Phil., De passionibus (lib. 1) [Sp.] Chapter 2,


section 1, line 3

 αʹ Λύπημὲν οὖν ἐστιν ἄλογος συστολή· ἢ δόξα πρόσφατος κακοῦ


παρουσίας, ἐφ' ᾧ οἴονται δεῖν συστέλλεσθαι.
 βʹ Φόβοςδὲ ἄλογος ἔκκλισις· ἢ φυγὴ ἀπὸ προσδοκωμένου δεινοῦ.
 γʹ Ἐπιθυμίαδὲ ἄλογος ὄρεξις· ἢ δίωξις προσδοκωμένου ἀγαθοῦ.
 δʹ Ἡδονὴδὲ ἄλογος ἔπαρσις· ἢ δόξα πρόσφατος ἀγαθοῦ πα-
ρουσίας, ἐφ' ᾧ οἴονται δεῖν ἐπαίρεσθαι.

εἴδη λύπης κεʹ.

 Ἔλεος· φθόνος· ζῆλος· ζηλοτυπία· δυσθυμία· συμφορά· ἄχθος·


ἄχος· σφακελισμός· πένθος· δυσχέρανσις· ὄχλησις· ὀδύνη· ἀνία· μετα-
μέλεια· σύγχυσις· ἀθυμία· ἄση· νέμεσις· δυσφορία· γόος· βαρυθυμία·
κλαῦσις· φροντίς· οἶκτος.
 αʹ Ἔλεος μὲν οὖν ἐστι λύπη ἐπ' ἀλλοτρίοις κακοῖς ἀναξίως πά-
σχοντος ἐκείνου.  
 βʹ Φθόνοςδὲ λύπη ἐπ' ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς· ἢ λύπη ἐπὶ τῇ
τῶν ἐπιεικῶν εὐπραγίᾳ.
 γʹ Ζῆλοςδὲ λύπη ἐπὶ τῷ ἕτερον τυγχάνειν, ὧν αὐτὸς ἐπιθυμεῖ.
ἢ λύπη ἐπὶ τῷ ἄλλοις ὑπάρχειν, ἡμῖν δὲ μή· ἢ ζῆλος μακαρισμὸς
ἀστειότητος [·ἢ ζῆλός ἐστι ψυχῆς λογικῆς θερμότης ἐπ' ἀγαθῷ καὶ
138

κακῷ μετὰ παραδείγματος ἐξαπτομένη].


 δʹ Ζηλοτυπίαδὲ λύπη ἐπὶ τῷ ἄλλοις ὑπάρχειν. ἃ καὶ ἡμῖν

Andronicus Rhodius Phil., De passionibus (lib. 1) [Sp.]


Chapter 2, section 1, line 30

 ιʹ Πένθοςδὲ λύπη ἐπὶ ἀώρῳ τελευτῇ.


 ιαʹ Δυσχέρανσιςδὲ λύπη ἐξ ἐναντίων λογισμῶν.
 ιβʹ Ὄχλησιςδὲ λύπη στενοχωροῦσα ἢ ἀναστροφὴν οὐ διδοῦσα.
 ιγʹ Ὀδύνηδὲ λύπη εἰσδύνουσα καὶ ὀξεῖα.
 ιδʹ Ἀνίαδὲ λύπη ἐξ ἀναλογισμῶν.
 ιεʹ Μεταμέλειαδὲ λύπη ἐπὶ ἁμαρτήμασι πεπραγμένοις ὡς δι'
αὑτοῦ γεγονόσιν.
 ιϛʹ Σύγχυσιςδὲ λύπη κωλύουσα διορᾶν τὸ μέλλον.
 ιζʹ Ἀθυμίαδὲ λύπη ἀπελπίζοντος ὧν ἐπιθυμεῖ τυχεῖν.  
 ιηʹ Ἄσηδὲ λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ.
 ιθʹ Νέμεσις δὲ λύπη ἐπὶ ἐπαιρομένοις παρὰ τὸ προσῆκον.
 κʹ Δυσφορίαδὲ λύπη μετ' ἀπορίας τοῦ πῶς χρήσεται τοῖς
παροῦσιν.
 καʹ Γόοςδὲ θρῆνος ἀγομένου κατὰ λύπην.
 κβʹΒαρυθυμίαδὲ λύπη βαρύνουσα καὶ ἀνάνευσιν οὐ διδοῦσα.
 κγʹ Κλαῦσιςδὲ δάκρυσις λυπουμένου νεύοντος ἐπὶ τὸ χεῖρον.
 κδʹ Φροντὶςδὲ λογισμὸς λυπουμένου.
 κεʹ Οἶκτοςδὲ λύπη ἐπ' ἀλλοτρίοις κακοῖς.

Φόβου εἴδη ιγʹ.

 Ὄκνος· αἰσχύνη· δεῖμα· δέος· ἔκπληξις· κατάπληξις· [δειλία·] ψο-


φοδέεια· ἀγωνία· μέλλησις· ὀῤῥωδία· θόρυβος· δεισιδαιμονία.

Apion Gramm., Fragmenta de glossis Homericis Vol. 75, page 95, line 10

ἡ μερίς (γ 66). καὶ ἡ δαίμων (Τ 87).


 μολπή· ᾠδή (Α 472). παιδιά (ζ 101).
 μύρεσθαι· ὀδύρεσθαι (Ζ 373). χεῖσθαι.  
 ναίειν· οἰκεῖν (Ζ 34). πληθύειν.
 νάσσεσθαι· κατοικεῖν (Ξ 119). καὶ ἀποδιδόναι (δ 174),
 νεικεῖν· ὀνειδίζειν (Α 579). μέμφεσθαι. ἐπιπλήσσειν.
φιλονεικεῖν (Υ 254).
139

 νεῖκος· ἡ φιλονεικία (Γ 87). καὶ ἡ νίκησις.


 νέμειν· βόσκειν (Ο 631). διδόναι (Γ 274).
 νέμεσθαι· κατοικεῖν (Β 499). βόσκεσθαι (Β 780).
 νέμεσις· μέμψις (Γ 156). ἢ φόβος.
 νέφος· ἡ νεφέλη. καὶ ἡ ἀχλύς (Δ 275).
 νηῆσαι· σωρεῦσαι (Ι 137). ἢ ναῦς πληρῶσαι.
 νήιον· τὸ ναυπηγικὸν ξύλον (Ο 410).
 νῆμα· τὸ ἐπιτήδειον νήθεσθαι. καὶ τὸ ἤδη νησθέν.
 νήπιος· ὁ καθ' ἡλικίαν ἄφρων (Β 873). ἄπειρος.
 νόστος· ἡ ἀνακομιδὴ ἁπλῶς (Κ 509). καὶ ἡ εἰς τὸν
ἑκάστου οἶκον ὑποστροφή (Β 251).
 νοσφίζεσθαι· χωρίζεσθαι (Β 81).

Archestratus Parodius, Fragmenta Fragment 15, line 3

ἡνίκ' ἂν εὖ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ πάντα πυκασθῇ,


κρίβανον ἐς θερμὸν κρέμασον κἄπειτα κατόπτα·
πάσσειν δ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ γλαυκῷ ἐλαίῳ
ἐκ χειρὸς κατακρουνίζων θεοδέγμονα πηγήν.
τὸν δ' ὄνον Ἀνθηδών, τὸν καλλαρίην καλέουσιν,
ἐκτρέφει εὐμεγέθη, σομφὴν δ' ἄρ' ἔχει τινὰ σάρκα,
κἄλλως οὐχ ἡδεῖαν ἔμοιγ', ἄλλοι δὲ λίην νιν
αἰνοῦσιν· χαίρει γὰρ ὁ μὲν τούτοις, ὁ δ' ἐκείνοις.  
αὐτὰρ ἐς Ἀμβρακίην ἐλθὼν εὐδαίμονα χώρην
κάπρον ἐὰν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ παράλειπε,
κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ, μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ
δεινὴ ἀπ' ἀθανάτων· τὸ γάρ ἐστιν νέκταρος ἄνθος.
τούτου δ' οὐθέμις ἐστὶ φαγεῖν θνητοῖσιν ἅπασιν
οὐδ' ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα
σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες
εἰώθασι δονεῖν ψήφους ὀρθῷ τε λογισμῷ
ἄρθρων μηλείων ἐπ' ἄγρην δωρήματα βάλλειν.  
.................
Ἰταλίης τε μεταξὺ κατὰ στενοκύμονα πορθμὸν
ἡ πλωτὴ μύραινα καλουμένη ἄν ποτε ληφθῇ,
ὠνοῦ· τοῦτο γάρ ἐστιν ἐκεῖ θαυμαστὸν ἔδεσμα.

Archestratus Parodius, Fragmenta et tituli Fragment 146, line 3


140

ἡνίκ' ἂν εὖ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ πάντα πυκασθῇ,


κρίβανον ἐς θερμὸν κρέμασον κἄπειτα κατόπτα·
πάσσειν δ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ γλαυκῷ ἐλαίῳ
ἐκ χειρὸς κατακρουνίζων θεοδέγμονα πηγήν.  
τὸν δ' ὄνον Ἀνθηδών, τὸν καλλαρίην καλέουσιν
ἐκτρέφει εὐμεγέθη, σομφὴν δὲ φορεῖ τινα σάρκα,
κἄλλως οὐχ ἡδεῖαν ἔμοιγ', ἄλλοι δ           
αἰνοῦσιν· χαίρει γὰρ ὁ μὲν τούτοις, ὁ δ' ἐκείνοις.
αὐτὰρ ἐς Ἀμβρακίην ἐλθὼν εὐδαίμονα χώρην
τὸν κάπρον ἂν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε,
κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ, μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ
δεινὴ ἀπ' ἀθανάτων· τὸ γάρ ἐστιν νέκταρος ἄνθος.
τούτου δ' οὐθέμις ἐστὶ φαγεῖν θνητοῖσιν ἅπασιν
οὐδ' ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα
σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες
εἰώθασι δονεῖν ψήφους †αἴθωνι λογισμῷ
ἄρθρων μηλείων ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλειν.  
Ἰταλίης δὲ μεταξὺ κατὰ στενοκύμονα πορθμὸν
ἡ πλωτὴ μύραινα καλουμένη ἄν ποτε ληφθῇ,
ὠνοῦ· τοῦτο γάρ ἐστιν ἐκεῖ θαυμαστὸν ἔδεσμα.
αὐτὰρ τὸνσινόδοντα μόνον ζήτει παχὺν εἶναι·

Aristonicus Gramm., De signis Odysseae


Book of Odyssey 2, verse in book 137, line of scholion 1

ται ἀντὶ τοῦ ἀποκρίνονται B. cf. de ὧδε pro οὕτως α 182 et


locos ibi collatos. L. Ar. p. 70. De praepositione permutata
vide Lehrs. quaest. ep. p. 89. F. Ar. 27. M. 228. Η 407. Eust.
1437, 31.  
  κακὸν δέ με πόλλ' ἀποτίνειν
 Ἰκαρίῳ, αἴ κ' αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω·
  ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι,...
 τινὲς δὲ, ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς, τοῦ αὐτῆς πατρός· καὶ στίζουσι
τῷ Ἰκαρίῳ BEHQ. Sic interpretatum esse Aristarchum putaverim
collatis scholiis ad Ι 133. Β 576. β 206. F. Ar. 30.
  νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
 ἔσσεται. ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.
 ἀθετεῖται μὲν ὑπὸ Ἀριστάρχου, στικτέον δὲ ὅμως μετὰ τὸ
ἔσσεται, ἵνα τὸ ὣς κέηται ἀντὶ τοῦ οὕτως. HM.
 Aristonici et Nicanoris scholia coniunxit scholiasta cf. F.
Nican. p. 114. L. Ar. 344. Aristonici verba sunt in MV ad
versum 134: περισσὸς γάρ ἐστι πρὸς ταύτην τὴν ἀπόδοσιν.
141

 τῷ δ' αἰετὼ εὐρύοπα Ζεύς...


 τινὲς τὸ τῷ περισπῶσιν ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου ἀκούοντες. HQS.
Certe fuit Ar. scholion ὅτι τὸ τω οὐκ ἔστιν ἄρθρον, ἀλλ' ἀντὶ τοῦ
τούτῳ παρείληπται ἐν τάξει ἀντωνυμίας. cf. F. Ar p. 30.

Cercidas Iamb., Fragmenta Fragment 4, line 48

Ποίους ἐπ' ἀνάκτορας οὖν τις


ἢ τίνας οὐρανίδας κιὼν ἂν εὕροι
πῶς λάβοι τὰν ἀξιάν,
ὅθ' ὁ Κρονίδας ὁ φυτεύσας
πάντας ἁμὲ καὶ τεκὼν
τῶν μὲν πατρωὸς τῶν δὲ πέφανε πατήρ;
Λῷον μεθέμεν περὶ τούτων
τοῖς μετεωροκόποις,  
τούτους γὰρ ἔργον οὐδὲ ἓν ἔλπομ' ἔχην·
ἇμιν δὲ Παιὰν καὶ Μετάδως μελέτω,
θεὸς γὰρ αὕτα, καὶ Νέμεσις κατὰ γᾶν.
Μέσφ' οὖν ὁ δαίμων οὔρια φυσιάει,
τιμᾶτε ταύταν, φῶ[τες] ελ̣α̣[–
–]τᾷξαν τε̣σ̣ –– ]σητον ὄλ[β
––] τύχας ταῦτ' ἐ[στὶν ὗ]μιν νειόθεν ἐξεμέσαι.  
Δοιά τις ἇμιν ἔφα γνάθοισι φυσῆν
τὸν κυανοπτέρυγον παῖδ' Ἀφροδίτας,
Δαμόνομ', οὔτι γὰρ εἶ λίαν ἀπευθής·

Chrysippus Phil., Fragmenta logica et physica Fragment 1003, line 6


ται τὰ δὲ κατορθώσει· ταῦτα γὰρ τούτοις κατὰ φύσιν. με-
νόντων δὲ καὶ ἁμαρτημάτων καὶ κατορθωμάτων καὶ τῶν
τοιούτων φύσεων καὶ ποιοτήτων μὴ ἀναιρουμένων, καὶ
ἔπαινοι μένουσι καὶ ψόγοι καὶ κολάσεις καὶ τιμαί. ταῦτα
γὰρ οὕτως ἔχει ἀκολουθίας τε καὶ τάξεως.”
 Alexander Aprod. de fato cp. 35 p. 207, 4 Bruns.8 μηδὲ
ἐκεῖνον δὲ παραλίπωμεν τὸν λόγον, ᾧ θαῤῥοῦσιν, ὡς δεικνύναι δυνα-
μένου τῶν προκειμένων τι. λέγουσιν γάρ. “Οὐ γὰρ ἔστι μὲν τοι-
αύτη ἡ εἱμαρμένη, οὐκ ἔστι δὲ πεπρωμένη· οὐδὲ ἔστι μὲν
πεπρωμένη, οὐκ ἔστι δὲ αἶσα· οὐδὲ ἔστι μὲν αἶσα, οὐκ ἔστι δὲ
νέμεσις· οὐδὲ ἔστι μὲν νέμεσις, οὐκ ἔστι δὲ νόμος· οὐδ' ἔστι
μὲν νόμος, οὐκ ἔστι δὲ λόγος ὀρθὸς προστακτικὸς μὲν ὧν
ποιητέον, ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον. ἀλλὰ ἀπαγο-
142

ρεύεται μὲν τὰ ἁμαρτανόμενα, προστάττεται δὲ τὰ κατορθώ-


ματα. οὐκ ἄρα ἔστι μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρμένη, οὐκ ἔστι δὲ
ἁμαρτήματα καὶ κατορθώματα. ἀλλ' εἰ ἔστιν ἁμαρτήματα καὶ
κατορθώματα, ἔστιν ἀρετὴ καὶ κακία, εἰ δὲ ταῦτα, ἔστι καλὸν  
καὶ αἰσχρόν· ἀλλὰ τὸ μὲν καλὸν ἐπαινετόν, τὸ δὲ αἰσχρὸν
ψεκτόν. οὐκ ἄρα ἔστι μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρμένη, οὐκ ἔστι δὲ
ἐπαινετὸν καὶ ψεκτόν. ἀλλὰ τὰ μὲν ἐπαινετὰ τιμῆς ἄξια, τὰ
δὲ ψεκτὰ κολάσεως. οὐκ ἄρα ἔστι μὲν τοιαύτη ἡ εἱμαρμένη,

Chrysippus Phil., Fragmenta moralia Fragment 414, line 26

 Πένθοςδὲ λύπη ἐπὶ ἀώρῳ τελευτῇ.


 Δυσχέρανσιςδὲ λύπη ἐξ ἐναντίων λογισμῶν.
 Ὄχλησιςδὲ λύπη στενοχωροῦσα ἢ ἀναστροφὴν οὐ διδοῦσα.
 Ὀδύνηδὲ λύπη εἰσδύνουσα καὶ ὀξεῖα.
 Ἀνίαδὲ λύπη ἐξ ἀναλογισμῶν.
 Μεταμέλειαδὲ λύπη ἐπὶ ἁμαρτήμασι πεπραγμένοις ὡς δι' αὑτοῦ γεγο-
 νόσιν.
 Σύγχυσιςδὲ λύπη κωλύουσα διορᾶν τὸ μέλλον.
 Ἀθυμίαδὲ λύπη ἀπελπίζοντος ὧν ἐπιθυμεῖ τυχεῖν.
 Ἄσηδὲ λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ.
 Νέμεσιςδὲ λύπη ἐπὶ ἐπαιρομένοις παρὰ τὸ προσῆκον.
 Δυσφορίαδὲ λύπη μετ' ἀπορίας τοῦ πῶς χρήσεται τοῖς παροῦσιν.
 Γόοςδὲ θρῆνος ἀγομένου κατὰ λύπην.
 Βαρυθυμίαδὲ λύπη βαρύνουσα καὶ ἀνάνευσιν οὐ διδοῦσα.
 Κλαῦσιςδὲ δάκρυσις λυπουμένου νεύοντος ἐπὶ τὸ χεῖρον.
 Φροντὶςδὲ λογισμὸς λυπουμένου.
 Οἶκτοςδὲ λύπη ἐπ' ἀλλοτρίοις κακοῖς.  
 Cicero Tusc. disp. IV 17. Invidentiamesse dicunt aegritur
dinem susceptam propter alterius res secundas, quae nihil noceant invi-
denti. Nam si qui doleat eius rebus secundis, a quo ipse laedatur, non
recte dicatur invidere –  – Aemulatioautem dupliciter illa quidem

Cypria, Cypria (fragmenta) Fragment 9, line 2

αἰθέσι ναρκίσσου καλλιπνόου. ὧδ' Ἀφροδίτη


ὥραις παντοίαις τεθυωμένα εἵματα ἕστο.
ἣ δὲ σὺν ἀμφιπόλοισι φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη  
πλεξάμεναι στεφάνους εὐώδεας ἄνθεα ποίης
ἂν κεφαλαῖσιν ἔθεντο θεαὶ λιπαροκρήδεμνοι,
143

Νύμφαι καὶ Χάριτες, ἅμα δὲ χρυσέη Ἀφροδίτη,


καλὸν ἀείδουσαι κατ' ὄρος πολυπιδάκου Ἴδης.  
Κάστωρ μὲν θνητός, θανάτου δέ οἱ αἶσα πέπρωται,
αὐτὰρ ὅ γ' ἀθάνατος Πολυδεύκης, ὄζος Ἄρηος.
τοὺς δὲ μέτα τριτάτην Ἑλένην τέκε θαῦμα βροτοῖσι·
τήν ποτε καλλίκομος Νέμεσις φιλότητι μιγεῖσα
Ζηνὶ θεῶν βασιλῆϊ τέκε κρατερῆς ὑπ' ἀνάγκης·
φεῦγε γὰρ οὐδ' ἔθελεν μιχθήμεναι ἐν φιλότητι  
πατρὶ Διὶ Κρονίωνι· ἐτείρετο γὰρ φρένας αἰδοῖ
καὶ νεμέσει· κατὰ γῆν δὲ καὶ ἀτρύγετον μέλαν ὕδωρ
φεῦγε, Ζεὺς δ' ἐδίωκε – λαβεῖν δ' ἐλιλαίετο θυμῶι –  
ἄλλοτε μὲν κατὰ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
ἰχθύι εἰδομένην πόντον πολὺν ἐξοροθύνων,
ἄλλοτ' ἀν' Ὠκεανὸν ποταμὸν καὶ πείρατα γαίης,
ἄλλοτ' ἀν' ἤπειρον πολυβώλακα· γίγνετο δ' αἰνὰ
θηρί', ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει, ὄφρα φύγοι νιν.    

Diogenes Phil., Fragmenta Fragment 19, column col2, line 5

[μένους δόρατι], πρὸς τῷ


[προάγειν τοὺ]ς δημιουρ-
[γοὺς ποιεῖν ἃ μὴ π]ρέπει. τὰ
[μὲν θεῶν ξόανα β]άλλει
[βέλη καὶ γέγο]ν̣ε τόξον
[ἔχοντα, ποιο]ύ̣μενα ὡς
ὁ Ἡρακλῆς παρὰ τῷ Ὁμή-
ρῳ, τὰ δ' ὑπὸ θηρίων δο-
ρυφορεῖται, τὰ δ' ὀργίζε-
ται τοῖς εὐτυχοῦσιν, ὥς-
περ ἡ Νέμεσις τοῖς πολ-
λοῖς δοκεῖ. v. δεῖ δ' ἱλα-
ρὰ τῶν θεῶν ποιεῖν
ξόανα καὶ μειδιῶντα
ἵν' ἀντιμειδιάσωμεν
μᾶλλον αὐτοῖς ἢ φο-
βηθῶμεν. vacat
τί οὖν ἔστιν, ὦ ὑμεῖς;
τοὺς μὲν θεοὺς εὐσε-
βῶμεν, v. καὶ ἐν ἑορταῖς
καὶ ἐν βε̣[βήλοις καὶ]
Aelius Dionysius Attic., Ἀττικὰ ὀνόματα Alphabetic letter nu, entry 5,
line 1
144

 μυρμηκιᾶν(cf. Dinol. fr. 12 Kaib.)· τοὺς εἰς μυρμηκιὰν λαλήσαντας


ἑλκοῦσθαι
τὴν γλῶσσάν φασιν.
 μυστίλην· ψωμόν, κοῖλον ἄρτον, ὃν ἐποίουν, ἵνα ζωμὸν ἐν αὐτῷ
ῥοφῶσιν, καὶ
μυστιλᾶσθαι· τὸ οὕτως ἐσθίειν.  
 νᾶπυ· σίνηπι.
 ναυλοχεῖν· ναῦς λοχᾶν καὶ ἐνεδρεύειν. Θουκυδίδης ἑβδόμῃ (4, 7). καὶ
ναυλόχιον·
ὁ τοιοῦτος τόπος, ᾧ λιμένες ἔνεισιν. ‘ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ’
Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις
(II 976 M. = fr. 78 K.).
 νέηκες(cf. Ν 391)· νεωστὶ ἠκονημένον.
 νέμεσθαι· ὡς τὸ πολὺ τὸ λαμβάνειν πρόσοδον παρὰ Θουκυδίδῃ (e. g. I
74, 3).
 Νέμεσις Ἀδράστεια· ἡ οἰκονομησαμένη παραδόξως τὰ κατὰ τὸν
Ἄδραστον, οὗ
μόνου τῶν ἡγεμόνων διασωθέντος ἐκ τοῦ Θηβαικοῦ πολέμου ἐνεμέσησε
τὸ θεῖον. ἐν δὲ τοῖς ἐπι-
γόνοις τῶν ἐν Θήβαις πεσόντων ἀρχηγῶν Διομήδης μὲν καὶ Σθένελος καὶ
οἱ λοιποὶ περιεγέ-
νοντο, μόνος δὲ ὁ ἐξ Ἀδράστου πέπτωκεν, καὶ οὕτω κατά τι δίκαιον
ἀνισώθη τὸ δοκοῦν ἐκεῖ ἐλλε-
λεῖφθαι πρὸς τῆς Νεμέσεως, καὶ ἐκλήθη αὕτη ἐντεῦθεν Ἀδράστεια.
ἕτεροι δὲ τὴν Νέμεσιν Ἀδρά-
στειαν εἶπον καλεῖσθαι διὰ τὸ τῆς θείας δίκης ἀναπόδραστον.
 νεοκαταστάτοις ἀνθρώποιςφησὶ Θουκυδίδης (III 93, 2) ἀντὶ τοῦ νεωστὶ
κατῳκισμένοις.

Αρποκρατίων. , Lexicon in decem oratores Atticos Page 11, line 5

τοῦτο ἁπλοῦν, ἐὰν πρὸ τῆς θʹ πρυτανείας ἀποδοθῇ· εἰ δὲ μὴ, διπλοῦν


καταβάλλεται.
        Ἀδοκίμαστος: δοκιμασθῆναι τὸ εἰς ἄνδρας ἐγγραφῆναι, καὶ ἀδο-
κίμαστος ὁ μήπω ἐγγεγραμμένος παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ κατὰ Δημο-
σθένους ἐπιτροπῆς, εἰ γνήσιος.
        Ἀδράστειαν: οἱ μὲν τὴν αὐτὴν λέγουσι τῇ Νεμέσει, λαβεῖν τε  
τοὔνομα ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ Ταλαοῦ νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θη-
βαίων κατηλαζονεύσατο, εἶτα ἔκ τινων μαντειῶν ἱδρυσαμένου ἱερὸν
145

Νεμέσεως, ὃ προσαγορευθῆναι μετὰ ταῦτα Ἀδραστείας, ὡς Ἀντίμα-


χος ἐν τούτοις δηλοῖ·
   ἔστι δέ τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε πάντα
   πρὸς μακάρων ἔλαχεν. βωμὸν δέ οἱ εἵσατο πρῶτος
   Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο,
   ἔνθα τετίμηταί τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται.
ἔνιοι μέντοι ὡς διαφέρουσαν συγκαταλέγουσιν αὐτὴν τῇ Νεμέσει, ὡς
Μένανδρος καὶ Νικόστρατος. Δημήτριος δὲ ὁ Σκήψιος Ἄρτεμίν φη-
σιν εἶναι τὴν Ἀδράστειαν, ὑπὸ Ἀδράστου τινὸς ἱδρυμένην.

Hippon Phil., Fragmenta Fragment 2, line 1

καὶἸονίου. εἶπε δὲ τοῖς τρισίν [195 – 197], φησίν, ὅ τι καὶ οἱ


μετὰ ταῦτα φυσικοὶ συνεφώνησαν, τὸ περιέχον τὴν γῆν κατὰ τὸ
πλεῖστον μέρος ὕδωρ Ὠκεανὸν εἶναι, ἐξ οὗπερ τὸ πότιμον. Ἵππων·
‘τὰ γὰρ ὕδατα πινόμενα πάντα ἐκ τῆς θαλάσσης ἐστίν·
οὐ γὰρ δή που τὰ φρέατα βαθύτερα ἢ ἡ θάλασσά ἐστιν
ἐξ ὧν πίνομεν· οὕτω γὰρ οὐκ ἂνἐκ τῆς θαλάσσης τὸ
ὕδωρ εἴη, ἀλλ' ἄλλοθέν ποθεν. νῦν δὲ ἡ θάλασσα βαθυ-
τέρα ἐστὶ τῶν ὑδάτων. ὅσα οὖν καθύπερθεν τῆς θαλάς-
σης ἐστί, πάντα ἀπ' αὐτῆς ἐστιν’. οὕτως τὰ αὐτὰ εἴρηκεν
Ὁμήρωι”.
 CLEM. Protr. 55 (I 43, 1 St.) οὐ νέμεσις τοίνυν οὐδὲ Ἵππωνι ἀπαθα-
νατίζοντι τὸν θάνατον τὸν ἑαυτοῦ· ὁ Ἵ. οὗτος ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσεν τῶι
μνή-  
ματι τῶι ἑαυτοῦ τόδε τὸ ἐλεγεῖον [Anth. L. I 74 D.]· ‘Ἵππωνος ...
καταφθί-
μενον’. ALEX. in Metaph. 27, 1 τοῦτο δὲ λέγοι ἂν [Arist.] περὶ αὐτοῦ,
ὅτι ἄθεος ἦν· τοιοῦτο γὰρ καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἐπίγραμμα·
‘Ἵππωνος ...
καταφθίμενον’.

Cyranides, Cyranides Book 1, section 13, line 17

οἱ τὰ τοιαῦτα πράττοντες, διὰ τοῦτο καὶ ἐκάλουν τὰ τοιαῦτα φύλλα νε-


κύδια.
 Νῆσσα πτηνόν ἐστιν νηχόμενον ἐν τοῖς κύμασιν, ὡς ὄρνιθος μέγεθος
ἔχουσα.
 Ναυκράτης ἰχθὺς θαλάσσιός ἐστιν, ἡ ἐχενηίς. οὗτος ἐὰν κολληθῇ
πλοίῳ ἀρμενίζοντι, οὐκ ἐᾷ αὐτὸ κινηθῆναι ὅλως, εἰ μὴ ἀπωσθῇ τῆς τρο-
πῖδος αὐτοῦ. οὖτος ὁ ἰχθὺς ὅλος ἐν ἐλαίῳ ἑψηθεὶς ἕως κηρωθῇ, διηθου-
146

μένου τοῦ ἐλαίου καὶ λαβόντος κηροῦ τὸ ἀρκοῦν καὶ καταπλασσόμενος


ποδάγρας θεραπεύει.
 Νεμεσίτης ἐστὶ λίθος αἰρόμενος ἀπὸ βωμοῦ Νεμέσεως.
 Γλύφεται οὖν ἐπὶ τὸν λίθον Νέμεσις ἔχουσα τὸν πόδα ἐπὶ τροχοῦ  
ἐστῶτα. τὸ δὲ εἶδος αὐτῆς ὡσεὶ παρθένου, τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ κρατοῦσα
πῆχυν, τῇ δεξιᾷ δὲ ῥάβδον. ὑποκατακλείσεις δὲ τῷ λίθῳ ἀκρόπτερον
νήσσης καὶ βραχὺ τῆς βοτάνης.
 Ἐὰν οὖν τὸν δακτύλιον τοῦτον προσενέγκῃς δαιμονιζομένῳ, πάραυτα
ὁ δαίμων ἐξομολογησάμενος ἑαυτὸν φεύξεται. ἀφυγιάζει δὲ καὶ σεληνι-
αζομένους περὶ τὸν τράχηλον φορούμενος. ἀποτρέπει δὲ καὶ φαντασίας
δαιμόνων ἐπὶ τῶν ἐνυπνίων, καὶ βρεφῶν ἐξαλλομένων καὶ νυκτερινῶν
συναντημάτων. δέον οὖν τὸν φοροῦντα ἀπέχεσθαι ἀπὸ παντὸς μυσεροῦ
πράγματος.

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή


Alphabetic letter rho, entry 1, line 1

παροιμία ἀπό τινος Χελιδόνος, θεολόγου ἀνδρὸς καὶ τερατοσκόπου καὶ


περὶ τελετῶν διειλεγμένου,
ὡς Μνασέας ὁ Πατρεὺς ἐν τῷ Περίπλῳ (FHG. III 156, fr. 43). οἱ δὲ ὅτι
θρηνητικὸν τὸ ζῷον,
οἱ δὲ ὅτι τὸ ἔαρ προσημαίνει.
 Πυθώδ[ε]' ὁδός· παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ [τοι]αὐτὰ πρασσόντων, ὡς πρὸς τῷ
’Διὸς Κόρινθος’ (cf. Paus. δ 17 et υ 8).
 πυόν(acc. masc.)· τὸ πυρίεφθον· τινὲς δὲ (cf. Ael. D. s. πυός) πᾶν γάλα
νέον
ἢ ὃ ἂν μετὰ γάλακτος ἑψηθῇ χθεσινοῦ.
 πύραυνος· ὁ τὸ πῦρ ἐναυόμενος.
 πῦρ ἐπὶ πυρί· παροιμία, ἧς μέμνηται καὶ Πλάτων (lgg. 666 a)· κακὸν ἐπὶ
κακῷ.
 πυρπαλάμης· ὁ ταχέως τι ἐπινοῶν καὶ παλαμώμενος ἴσα πυρί.
 Ῥαμνουσία Νέμεσις· αὕτη πρῶτον ἀφίδρυτο ἐν Ἀφροδίτης σχήματι· διὸ
καὶ
κλάδον εἶχε μηλέας. ἱδρύσατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν,
ὀνομαζομένην δὲ Νέμεσιν
καὶ βασιλεύσασαν ἐν τῷ τόπῳ. τὸ δὲ ἄγαλμα Φειδίας ἐποίησεν, οὗ τὴν
ἐπιγραφὴν ἐχαρίσατο Ἀγο-
ρακρίτῳ τῷ Παρίῳ ἐρωμένῳ (cf. Ant. Car. p. 10 Wil.). ὃς καὶ Ὀλυμπίασι
τῷ δακτύλῳ τοῦ Διὸς
ἐπέγραψεν· ‘Παντάρκης καλός’. ἦν δὲ οὗτος Ἀργεῖος, ἐρώμενος αὐτοῦ.
 ῥαχίαι· οἱ τραχεῖς καὶ παρήκοντες τόποι καὶ αἰγιαλῷ παρατείνοντες.
147

 ῥάχους· τὰς ἀκανθώδεις καὶ τραχείας ῥάβδους λέγουσιν.


 Ῥηγίνους· τοὺς δειλούς. Ξέναρχος γὰρ ὁ Σώφρονος τοῦ μιμογράφου υἱὸς
(fr. 2
p. 182 Kaib.) ἐκωμῴδει τοὺς Ῥηγίνους ὡς δειλοὺς ὑπὸ Διονυσίου τοῦ
τυράννου πεισθείς.

Septem SapientesPhil., Apophthegmata (ex collectione Demetrii


Phalerei) (ap. Stobaeum) Fragment 5, line 4

μὴ ὄκνει. 7. μὴ πατρὸς δέχου τὸ φαῦλον. 8. οἵους ἂν ἐράνους ἐνέγκηις


τοῖς γονεῦσι,
τοιούτους αὐτὸς ἐν τῶι γήραι παρὰ τῶν τέκνων προσδέχου. 9. χαλεπὸν τὸ
ἑαυτὸν
γνῶναι. 10. ἥδιστον οὗ ἐπιθυμεῖς τυχεῖν. 11. ἀνιαρὸν ἀργία. 12. βλαβερὸν
ἀκρασία.
13. βαρὺ ἀπαιδευσία. 14. δίδασκε καὶ μάνθανε τὸ ἄμεινον. 15. ἀργὸς μὴ
ἴσθι,
μηδ' ἂν πλουτῆις. 16. κακὰ ἐν οἴκωι κρύπτε. 17. φθονοῦ μᾶλλον ἢ
οἰκτίρου.
18. μέτρωι χρῶ. 19. μὴ πᾶσι πίστευε. 20. ἄρχων κόσμει σεαυτόν.
{Πιττακὸς Ὕρρα Λέσβιος ἔφη.}
 1. καιρὸν γνῶθι. 2. ὃ μέλλεις ποιεῖν, μὴ λέγε· ἀποτυχὼν γὰρ
καταγελασθήσηι.
3. τοῖς ἐπιτηδείοις χρῶ. 4. ὅσα νεμεσᾶις τῶι πλησίον, αὐτὸς μὴ ποίει. 5.
ἀπρα-
γοῦντα μὴ ὀνείδιζε· ἐπὶ γὰρ τούτοις νέμεσις θεῶν κάθηται. 6.
παρακαταθήκας
ἀπόδος. 7. ἀνέχου ὑπὸ τῶν πλησίον μικρὰ ἐλαττούμενος. 8. τὸν φίλον
κακῶς μὴ
λέγε μηδ' εὖ τὸν ἐχθρόν· ἀσυλλόγιστον γὰρ τὸ τοιοῦτον. 9. δεινὸν
συνιδεῖν τὸ
μέλλον, ἀσφαλὲς τὸ γενόμενον. 10. πιστὸν γῆ, ἄπιστον θάλασσα. 11.
ἄπληστον
κέρδος. 12. κτῆσαι ἴδια. 13. θεράπευε εὐσέβειαν, παιδείαν, σωφροσύνην,
φρόνησιν,
ἀλήθειαν, πίστιν, ἐμπειρίαν, ἐπιδεξιότητα, ἑταιρείαν, ἐπιμέλειαν,
οἰκονομίαν,
τέχνην.  
{Βίας Τευταμίδου Πριηνεὺς ἔφη.}
 1. οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι κακοί. 2. εἰς κάτοπτρον, ἔφη, ἐμβλέψαντα δεῖ, εἰ
148

μὲν καλὸς φαίνηι, καλὰ ποιεῖν· εἰ δὲ αἰσχρός, τὸ τῆς φύσεως ἐλλιπὲς


διορθοῦσθαι τῆι καλοκαγαθίαι.

Timaeus Phil., Fragmenta et titulus [Sp.] Page 225, line 6

τἆλλα ὅσα ἐπαινέω τὸν Ἰωνικὸν ποιητὰν ἐκπλαγέντας ποιεῦντα τὼς


ἐναγέας. ὡς γὰρ τὰ σώματα νοσώδεσί ποκα ὑγιάζομες, αἴ κα μὴ εἴκῃ
τοῖς ὑγιεινοτάτοις, οὕτω τὰς ψυχὰς ἀνείργομες ψευδέσι λόγοις, αἴ
κα μὴ ἄγηται ἀλαθέσι. λέγοιντο δ' ἀναγκαίως καὶ τιμωρίαι ξέναι, ὡς  
μετενδυομενᾶν τᾶν ψυχᾶν τῶν μὲν δειλῶν ἐς γυναικεῖα σκάνεα ποθ'
ὕβριν ἐκδιδόμενα, τῶν δὲ μιαιφόνων ἐς θηρίων σώματα ποτὶ κόλασιν,
λάγνων δ' ἐς συῶν ἢ κάπρων μορφάς, κούφων δὲ καὶ μετεώρων ἐς
πτηνῶν ἀεροπόρων, ἀργῶν δὲ καὶ ἀπράκτων ἀμαθῶν τε καὶ ἀνοήτων
ἐς τὰν τῶν ἐνύδρων ἰδέαν. ἅπαντα δὲ ταῦτα ἐν δευτέρᾳ περιόδῳ ἁ
Νέμεσις συνδιέκρινε σὺν δαίμοσι παλαμναίοις χθονίοις τε, τοῖς ἐπόπταις
τῶν ἀνθρωπίνων, οἷς ὁ πάντων ἁγεμὼν θεὸς ἐπέτρεψε διοίκησιν κόσμω
εἶμεν συμπεπληρωμένω ἐκ θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων τῶν τε ἄλλων
ζώων, ὅσα δεδαμιούργηται ποτ' εἰκόνα τὰν ἀρίσταν εἴδεος ἀγεννήτω
καὶ αἰωνίω καὶ νοατῶ.  
 PLATO Tim. p. 19E καταλέλειπται δὴ τὸ τῆς ὑμετέρας ἕξεως γένος
ἅμα ἀμφοτέρων [φιλοσόφων ἀνδρῶν καὶ πολιτικῶν] φύσει καὶ
τροφῆι μετέχον. Τίμαιός τε γὰρ ὅδε εὐνομωτάτης ὢν πόλεως τῆς ἐν
Ἰταλίαι Λο-
κρίδος, οὐσίαι καὶ γένει οὐδενὸς ὕστερος ὢν τῶν ἐκεῖ τὰς μεγίστας μὲν
ἀρχάς τε καὶ
τιμὰς τῶν ἐν τῆι πόλει μετακεχείρισται, φιλοσοφίας δ' αὖ κατ' ἐμὴν δόξαν
ἐπ'
ἄκρον ἁπάσης ἐλήλυθε.

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum libri ix Page 131, line 5

ἀλογιστοῦντες διὰ τὴν τῆς δόξης ἐπίκαιρον εὐδαιμονίαν· τὰ γὰρ


ἴδια ἁμαρτήματα ἑτέροις ἐπεισάγουσιν. ἀλλὰ καὶ θεοῦ καὶ θα-
νάτου καταφρονοῦσιν· ἄρχουσι γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου· ὅθεν οὐ
διὰ παντὸς τοῖς τοιούτοις τὸ εὐτυχὲς διαμένει, διὰ δὲ τὴν τοῦ
ἐναντιώματος στάσιν οἱ μὲν ἀπὸ δόξης εἰς ἀτιμίαν ἢ ταπεινὴν
καθαιροῦνται τύχην, οἱ δὲ βιαιοθανατοῦσιν· τινὲς δὲ ὅσα ἑτέροις  
ἐνεδείξαντο, αὐτοὶ πάσχουσιν τιμωρούμενοι καὶ κολαζόμενοι καὶ
μεμφόμενοι τὴν προγενομένην τῆς δόξης ἀνωφελῆ φαντασίαν. ἃ
γὰρ μετὰ πόνου καὶ μερίμνης καὶ βίας καὶ χρόνῳ συνεσώρευσαν,
149

τούτων ἐν στιγμῇ ἀφαιρεθέντες λυποῦνται ἢ ἑτέροις ἄκοντες συ-


νεχώρησαν. ἐπακολουθεῖ γὰρ τούτοις σὺν τῇ ἀβεβαίῳ τύχῃ νέμεσις
χαλιναγωγὸς φθόνος ἐπιβουλὴ προδοσία λύπη μέριμνα φθίσις σώ-
ματος, ὡς καὶ βουλομένους ἀπαλλάττεσθαι τῆς ματαίας εὐδαι-
μονίας μετρίαν μεταμφιασαμένους τὴν τύχην μὴ δύνασθαι, πά-
σχειν δὲ ὅσα ἡ πεπρωμένη ἄκοντας ἐβιάσατο.
 Κατ' ἀμφότερα δὲ αἱ διάμετροι στάσεις κριθήσονται, μία
μὲν ὅταν ἀστὴρ ἀστέρα διαμετρήσῃ ἢ ὡροσκόπον, ἑτέρα δὲ ὅταν
ἴδιον οἶκον ἢ τρίγωνον ἢ ὕψωμα διαμετρῇ· καὶ οἱ κύριοι δὲ τῶν
τριγώνων ἢ τῶν αἱρέσεων ἑαυτοῖς ἐναντιούμενοι κάκιστοι καὶ
ἀβέβαιοι περὶ τὸν βίον γενήσονται.  

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum libri ix Page 261, line 29

προγεγυμνακότες θαρραλέαν τὴν ψυχήν. ἂν δέ τις ἀληθινὸν ἀνα-


λαβὼν φρόνημα τὴν ἐξουσίαν τῶν πρασσομένων ἑαυτῷ ἀπονέμῃ,
ἐλεγχόμενος ὑπὸ τοῦ μὴ δύνασθαι καὶ μάτην καταγέλαστος γενό-
μενος μιμήσεται τὸν τραγικὸν Εὐριπίδηνλέγων·
  ἄγου δέ μ' ὦ Ζεῦ καὶ σύ γ' ἡ πεπρωμένη,
  ὅποι ποθ' ὑμῖν εἰμι διατεταγμένος,
  ὡς ἕψομαί γε κἂν ὀκνῶ· κἂν μὴ θέλω,
  κακὸς γενόμενος αὐτὸ τοῦτο πείσομαι.
ἀλλ' ἐπὶ παντὶ εἴδει λογικῷ τε καὶ ἀλόγῳ τέχνης καὶ ἐπιτηδεύ-
σεως ἢ καὶ ἄλλης ἡσδηποτοῦν αἰτίας Νέμεσις χαλιναγωγὸς ἔπεστι,
κατὰ τὸν μυθικὸν λόγον πῆχυν κατέχουσα, μηδὲν πράσσειν ὑπὲρ  
τὸ μέτρον ἐμφαίνουσα, καὶ τροχὸν ὑποκείμενον τῷ σφυρῷ κέκτη-
ται σημαίνουσα τὰ λεγόμενα ἄστατα καὶ ἀβέβαια τυγχάνειν, ἐπεὶ
καὶ ὁ τροχὸς εἰς ἑαυτὸν ἀνακυκλούμενος ἀστήρικτος ὑπάρχει. τὸν
αὐτὸν τρόπον καὶ ψέγοντες καὶ μεγαλαυχοῦντες παλίνδρομον τὴν
διάνοιαν κτησάμενοι καὶ ἀμετανόητον λογισμὸν τοῖς αὐτοῖς πά-
θεσι περιπεσόντες ἐν ἱδρῶσι διάγουσι μὴ δυνάμενοι τυχεῖν, ὧν
προτέρως μὲν καταφρονοῦντες ἐξ ὑστέρου δὲ θελήσαντες ἐσφά-
λησαν.
 Οὐεττίου Οὐάλεντος ἀνθολογιῶν βιβλίον ϛʹ

Βίος Ομήρου. PlutarchiDe Homero 2 Line 1523

   τρομέει δ' ὑπὸ φαίδιμα γυῖα


καὶ   ὣς φάτο, σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, δείδιε δ' αἰνῶς,
  ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι.
150

κατὰ ταῦτα οὖν καὶ τὸ ἐφοβήθη ‘ῥίγησε’ λέγει καὶ τὸν φόβον ‘κρυ-
όεντα’ προσαγορεύει, ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου ‘θαλπωρὴν’ τὸ θάρσος καὶ
τὴν ἀγαθὴν ἐλπίδα. τὰ μὲν οὖν φαῦλα πάθη τοῦτον τὸν τρόπον διαι-
ρεῖ.
 Πάλιν δὲ τῶν περὶ Ἀριστοτέλην ἀστεῖα πάθη ἡγουμένων τὴν νέμε-
σιν καὶ τὸν ἔλεον (τοὺς γὰρ ἀγαθοὺς δάκνεσθαι ἐπὶ τοῖς πλησίον, εἰ
παρ' ἀξίαν εὐτυχοῦσιν, ὅπερ νέμεσις καλεῖται, ἢ παρ' ἀξίαν δυστυχοῦ-
σιν, ὃ δὴ λέγεται ἐλεεῖν), ταῦτα καὶ Ὅμηρος τοῖς ἀγαθοῖς προσήκειν
νομίζει, ὅπου καὶ τῷ Διὶ ἀνατίθησιν αὐτά· ποιεῖ γὰρ ἄλλα τε καὶ
ταῦτα·
  Αἴαντος δ' ἀλέεινε μάχην Τελαμωνιάδαο·
  Ζεὺς γάρ οἱ νεμεσᾶθ' ὅτ' ἀμείνονι φωτὶ μάχοιτο.
καὶ ἐν ἄλλοις πάλιν οἰκτείρει τὸν αὐτὸν [τρόπον]
   διωκόμενον περὶ τεῖχος.  
 Περὶ δὲ ἀρετῆς καὶ κακίας ψυχῆς ἣν ἔχει δόξαν ὁ ποιητής, ἐν
πολλοῖς παρίστησιν. ἐπεὶ γὰρ τὸ μέν τι τῆς ψυχῆς νοερὸν καὶ λογικόν
ἐστι, τὸ δὲ ἄλογον καὶ ἐμπαθές, καὶ διὰ τοῦτο μέσος θεοῦ καὶ θηρίου

Βίος Ομήρου. PlutarchiDe Homero 2 Line 2655

σεῖ ἐρίζων εἰς πάλην καὶ ἐν τῷ ἔργῳ φαινόμενος καταγέλαστος. καθ-


όλου γὰρ οἰκεῖόν ἐστι τῇ τοῦ ἀνθρώπου φύσει μὴ μόνον ἐπιτείνεσθαι
ἀλλὰ καὶ ἀνίεσθαι, ἵνα καὶ διαρκῇ πρὸς τοὺς ἐν τῷ ζῆν πόνους. τοι-
αύτη μὲν καὶ ἡ θυμηδία παρὰ τῷ ποιητῇ εὑρίσκεται. εἰ δὲ οἱ μετ'
αὐτὸν εἰσαγαγόντες τὴν κωμῳδίαν λόγοις αἰσχροῖς καὶ ἀποκεκαλυμ-
μένοις εἰς παρασκευὴν γέλωτος ἐχρήσαντο, οὐκ ἂν εἴποιεν ἄμεινόν τι
εὑρηκέναι. καὶ γὰρ τῶν ἐρωτικῶν διαθέσεων καὶ λόγων Ὅμηρος μὲν
ἐγκρατῶς ἐπεμνήσθη, ὥσπερ ὁ Ζεύς φησιν
  οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδεἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε
καὶ τὰ ἑξῆς. καὶ ἐπὶ τῆς Ἑλένης
  οὐ νέμεσις Τρῶάς τε καὶ εὐκνήμιδας Ἀχαιοὺς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν  
καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα. οἱ δ' ἄλλοι ποιηταὶ ἀκρατῶς καὶ ἀμέτρως ἁλι-
σκομένους τῷ πάθει τοὺς ἀνθρώπους ἐποίησαν. καὶ ταῦτα μὲν ἐπὶ
τοσοῦτον.
 Ἔστι δέ τι χαρίεν εἶδος λόγων καὶ τὸ τῶν ἐπιγραμμάτων, ὅπερ εὑ-
ρέθη ἐπὶ τῶν ἀγαλμάτων καὶ αὖ πάλιν ἐπὶ τῶν μνημάτων, σημαῖνον
συντόμως τὸν τούτων τινὶ τετιμημένον. ἀλλὰ καὶ τοῦτο Ὁμήρου, ὅπου
φησὶν
  ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνειῶτος,
  ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε φαίδιμος Ἕκτωρ
151

Epica Adespota (GDRK), Encomium ducis Romani (P. Flor. 2.114)


Fragment 1vb, line 17

εἰς ὅσον ἀργυρέην [μεθέπ]εις Νειλωίδα δί̣ν̣η[ν,]


σὺν σοὶ ἀλεξ̣ί̣κα̣κ̣ο[ς .....]ο. καὶ ὁμόφρο̣ν̣[ι ....]
ε̣....α̣χω̣[...] ὠκέος ἡ[ν]ία δίφρ[ου]  
δυσμενε̣ω̣[..............].......τα.οιν..
ἥ σε πάλιν[.............]..υν..χιε̣.ει...
ἀλλ' ἔτ̣ι σ̣.ν̣[..............]..ι̣ν̣π̣.ι̣ν̣ει̣ ̣ν̣.......
σεῖο πατὴρ τ̣[.... κ]αὶ ἐτέρπετο θ̣[υμ]ῷ
εἰσορόων κ̣[....]..τονδεο̣ι̣β̣ι̣.......
πατρὶς .ι[..............].ος οὐδέπ̣ο̣τ̣' αὐτόν̣
Ἀλκείδης [..............]πεσεν α..ρ...ων
οὐ νέμεσ̣[ις ............]αμενει.υδεν......
Φοῖβος α̣[..............].λ̣ε̣α̣σ̣ι̣μ̣.υρανκε...ς
σοὶ π..[                           ]ε.ατ πρ[                                     ]ον̣ α[]

Themistius Phil., Rhet., Φιλάδελφοι ἢ περὶ φιλανθρωπίας


Harduin page 75, section d, line 5

φησὶν ὁ ποιητὴς μεταφέρειν ἀπὸ τῆς Τροίας ἐπὶ τὴν


Θρᾴκην τὸ ὄμμα, καὶ ταῦτα ἀντιπέρας οὖσαν, τῷ δὲ
ἔνεστιν ἅμα τε τὴν Ἰταλίαν ὁρᾶν καὶ τὸν Βόσπορον ἐπι-
πολεῖσθαι, καὶ εἰ βουληθείη τὸν ὠκεανὸν καὶ τὸν Τίγρητα
ὑπολαβεῖν, ἅμα τῷ ὄμματι ἔχειν τὰς ἐσχατιὰς τῆς γῆς,
οὐδὲν κωλύει. ἆρά σοι δοκεῖ δεδωκέναι πλέον ἢ εἰληφέναι;
καὶ νῦν ὑπάρχει τὸ ὑπήκοον τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς καὶ
πρὸς ἕω καὶ πρὸς ἑσπέραν οὐχ ὁπλίταις οὐδὲ ἱππεῦσιν,
ἀλλὰ βασιλεῦσι πεφράχθαι, καὶ βασιλεῦσιν ἀρτίοιν ἀμ-
φοῖν, ὁλοκλήροιν δυοῖν καθάπερ ἑνί. οὐ γὰρ νέμεσις τῷ
λόγῳ φιλοτιμεῖσθαι καὶ πρὸς τὴν ὑπόθεσιν.
 Ἐπεὶ καὶ τοῦτο πηλίκον ἐστί, τὸ μὴ χωλεύειν τὴν ξυν-
ωρίδα, μηδὲ τοὔνομα μὲν τῆς βασιλείας ἀμφοῖν ἐπικεῖ-
σθαι, τοὔργον δὲ θατέρῳ μόνῳ προσήκειν, ὃ σχεδὸν ἅπαν-
τες οἱ πρὸ ὑμῶν ὑπομείναντες οὐκ εἰς καλὸν ἀπέλαυσαν
τῆς κοινωνίας, οἱ μὲν παῖδας, οἱ δὲ ἀδελφούς, οἱ δέ τινας
τῶν φιλτάτων πρὸς αἵματος προσελόμενοι μὲν ὡς ὀφει-
λομένης αὐτοῖς τῆς τιμῆς, εὐθὺς δὲ ἐν οἷς ἐτίμων πλεο-  
νεκτήσαντες, καὶ οὐχ οἷς ἔδοσαν εὔνους ποιήσαντες, ἀλλ'
οἷς ἠλάττωσαν παροξύναντες. ὁ δὲ τέλεια μὲν λαβών, τέ
152

Themistius Phil., Rhet., Περὶ τῆς τοῦ βασιλέως φιληκοΐας


Harduin page 220, section c, line 1

καταχώννυσί τε καὶ ἐπισκιάζει ἐφ' ἃ ὡρμήθην· καὶ αὖθις


ὅτε τὰ πρῶτα ἀφεὶς τὰ δεύτερα μεταχειρίζομαι, τρίτος τις
καὶ τέταρτος ἀριθμὸς ἐπιὼν ἐκθλίβει τὴν ἐπὶ τοῖς προειρη-
μένοις τριβήν. πάσχω οὖν ὅπερ οἱ λίχνοι τῶν δαιτυμόνων,
ἀπογεύομαι ἀεὶ τοῦ παραφερομένου ἁρπάζων, ἐμπίπλα-
μαι δὲ οὐδενὸς ἱκανῶς· ἢ ὅπερ μᾶλλον αἱ κύνες θηρεύ-
τριαι, ἑνὸς μὲν αὐταῖς ἀναφανέντος θηρίου προσκαρτε-
ροῦσιν ἐκείνῳ καὶ προσλιπαροῦσιν, ἄχρι ἂν ἕλοιεν· εἰ δὲ
πολλὰ ἅμα καὶ πολλαχόθεν ὑποκινοίη, ἀεὶ τὸ φανὲν μετα-
θέουσαι ἀποφυγγάνειν τὸ πρόσθεν ἐῶσι. ἦ που καὶ τὸν
Διὸς Ἡρακλέα οὐ νέμεσις τοῖς τότε ὑμνοποιοῖς εἰ ῥᾷον
ἐπῄνουν ἐναρχόμενον τῶν ἄθλων μᾶλλον ἢ ἐπιδιδόντα.
 Οὕτω δὴ καὶ τὰ σά, ὦ φέριστε, ἔχει. προσαύξεις ἀεὶ τοὺς
ἄθλους τοὺς βασιλικοὺς καὶ ἐπιδίδως τῷ ἀριθμῷ, καὶ  
οὐκέτι μοι εὐθαρσὴς ἡ Μοῦσα τῷ δρόμῳ τῶν ἔργων
ἁμιλλωμένη. οὐ γὰρ ὑπόπτεροι αὐτῆς οἱ λόγοι οὐδὲ κοῦφοι
καὶ ὑπήνεμοι, ἀλλὰ σχολαῖοί τε καὶ βραδεῖς καὶ περιαθ-
ροῦντες ἕκαστον τῶν πραττομένων, οὐ μόνον ὅ τι ἐπράχθη,
ἀλλὰ καὶ ἐξ ἧς γνώμης καὶ ὁπηνίκα καὶ πρὸς ὅντινα καὶ
ὑπὲρ ὅτου. πολλάκις γὰρ τὸ μὲν ἔργον οὐ λίαν μέγα, ἡ
γνώμη δὲ μεγάλη καὶ ἀξιέπαινος·

Flavius Claudius Julianus Imperator Phil., Misopogon (sc. Ἀντιοχικὸς ἢ


Μισοπώγων) Section 18, line 2

στέρνῳ τὴν χεῖρα, καὶ ἐπήδα δεινῶς ἡ καρδία καὶ ἔξω


ἵετο. Τοιαῦτα ἄττα ἔπασχεν ἐκείνης παρούσης· ἐπεὶ δὲ
ἀπῆλθεν, ἐπιόντων ἄλλων, ἀτρέμας εἶχε καὶ ἦν ὅμοιος τοῖς
οὐδὲν πάσχουσι. Συνιδὼν δὲ τὸ πάθος ὁ Ἐρασίστρατος
φράζει πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ὃς ὑπὸ τοῦ φιλόπαις εἶναι
παραχωρεῖν ἔφη τῷ παιδὶ τῆς γαμετῆς. Ὁ δὲ αὐτίκα μὲν
ἠρνήσατο· τελευτήσαντος δὲ τοῦ πατρὸς μικρὸν ὕστερον,
ἣν πρότερον διδομένην αὐτῷ χάριν εὐγενῶς ἠρνήθη, μάλα
κραταιῶς μετεδίωξεν.
 Ἀντιόχῳ μὲν δὴ ταῦτα ἐποιήθη. Τοῖς δὲ ἀπ' ἐκείνου  
γενομένοις οὐ νέμεσις ζηλοῦν τὸν οἰκιστὴν ἢ τὸν ὁμώνυ-
μον. Ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς φυτοῖς εἰκός ἐστι διαδίδοσθαι
153

μέχρι πολλοῦ τὰς ποιότητας, ἴσως δὲ καὶ ἐπίπαν ὅμοια τὰ


μετὰ ταῦτα τοῖς ἐξ ὧν ἐβλάστησαν φύεσθαι, οὕτω καὶ ἐπὶ
τῶν ἀνθρώπων εἶναι εἰκὸς παραπλήσια τὰ ἤθη τῶν ἀπο-
γόνων τοῖς προγόνοις. Ἐγώ τοι καὶ αὐτὸς ἔγνων Ἀθη-
ναίους Ἑλλήνων φιλοτιμοτάτους καὶ φιλανθρωποτάτους·
καίτοι τοῦτό γε ἐπιεικῶς ἐν πᾶσιν εἶδον τοῖς Ἕλλησιν,
ἔχω δὲ εἰπεῖν ὑπὲρ αὐτῶν ὡς καὶ φιλόθεοι μάλιστα πάντων
εἰσὶ καὶ δεξιοὶ τὰ πρὸς τοὺς ξένους, καθόλου μὲν Ἕλληνες
πάντες, αὐτῶν δὲ Ἑλλήνων πλέον τοῦτο ἔχω μαρτυρεῖν

Epiphanius Scr. Eccl., Panarion (= Adversus haereses)


Vol. 1, page 387, line 4

ποιουμένη τραγῳδία καὶ ἡ κατὰ συζυγίαν πνευματικοῦ δῆθεν Πληρώ-


ματος κενοφωνία· ἣν ἐάν τις συγκρίνων τῇ παρὰ Ἡσιόδῳ καὶ Στησι-
χόρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ποιηταῖς τῶν Ἑλλήνων παραθῆται, εὕροι ἂν
ἐκ παραλλήλου τὰ αὐτὰ ὄντα καὶ οὐδὲν ἕτερον, καὶ ἐκ τούτου γνώ-
σεται ὡς οὐδὲν θαυμαστὸν οἱ τῶν δογμάτων αἱρεσιάρχαι μυστηριω-
δῶς ἐπαγγέλλονται λέγειν. οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἢ Ἑλλήνων ἀπεμάξαντο
τὴν ἐπίπλαστον ποιητικὴν ἕξιν τῆς ἐθνομύθου πλάνης καὶ διδασκαλίας,  
οὐδὲν ἀλλοιώσαντες πλὴν τῆς παρ' αὐτοῖς μεταπεποιημένης βαρβα-
ρικῆς ὀνοματοποιίας. οὕτω γάρ φασι καὶ οἱ περὶ Ἡσίοδον· πρῶτον
πάντων γίνεται Χάος, ἵνα εἴπωσι Βυθόν, εἶτα Νὺξ Ἔρεβος Γῆ Αἰθὴρ
Ἡμέρα Ἔρως Μῆτις Μόρος Ὀϊζὺς Πότμος Νέμεσις Μῶμος Φιλότης
Θάνατος Δυσνομία Γήρως Ἄτη Ἵμερος Λήθη Ὕπνος Ὑσμίνη Λυσιμελὴς

Ὕβρις Εὐφρόνιος Αἴγλη Παυσιμέριμνος Ἀπάτη Ἡδυμελὴς Ἔρις. καὶ


οὗτος μὲν ὁ ἀριθμὸς κατὰ ἀκολουθίαν ἀρρενοθήλεος οὕτως ἔχει τὴν
τριακοντάδα. εἰ δέ τις θελήσειεν ἰδεῖν πῶς πλαττόμενοι οὗτοι συνάπ-
τουσιν ἓν πρὸς τὸ ἕν, εὕροι ἂν οὕτως συναπτόμενα καὶ συζευγνύ-
μενα ἀλλήλοις ἃ τοῖς ποιηταῖς ἔδοξεν, ὡς τὸν μὲν Βυθὸν Νυκτί τε
καὶ Σιγῇ συνάψαντες ἐποίησαν Γῆν γεννᾶσθαι· ἄλλοι δὲ Οὐρανόν,
ὃν δὴ καὶ Ὑπερίονα κεκλήκασι, τὸν [δὲ] αὐτὸν τῇ Γῇ συναφθέντα
φασὶ γεγεννηκέναι ἄρσενάς τε καὶ θηλείας, καὶ τοὺς καθεξῆς ὁμοίως
ἕως τῆς πάσης αὐτῶν ποιήσεως, ὡς ἔχει ἡ

Epiphanius Scr. Eccl., Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, page 387,


line 17

οὗτος μὲν ὁ ἀριθμὸς κατὰ ἀκολουθίαν ἀρρενοθήλεος οὕτως ἔχει τὴν


τριακοντάδα. εἰ δέ τις θελήσειεν ἰδεῖν πῶς πλαττόμενοι οὗτοι συνάπ-
154

τουσιν ἓν πρὸς τὸ ἕν, εὕροι ἂν οὕτως συναπτόμενα καὶ συζευγνύ-


μενα ἀλλήλοις ἃ τοῖς ποιηταῖς ἔδοξεν, ὡς τὸν μὲν Βυθὸν Νυκτί τε
καὶ Σιγῇ συνάψαντες ἐποίησαν Γῆν γεννᾶσθαι· ἄλλοι δὲ Οὐρανόν,
ὃν δὴ καὶ Ὑπερίονα κεκλήκασι, τὸν [δὲ] αὐτὸν τῇ Γῇ συναφθέντα
φασὶ γεγεννηκέναι ἄρσενάς τε καὶ θηλείας, καὶ τοὺς καθεξῆς ὁμοίως
ἕως τῆς πάσης αὐτῶν ποιήσεως, ὡς ἔχει ἡ ἀπέραντος τοῦ μύθου
ληρώδης φλυαρία. εὕροι δ' ἂν οὕτως συναπτόμενά τε καὶ συζευ-
γνύμενα καὶ δυνάμενα οὕτως συντίθεσθαι· Χάος Νύξ, Ἔρεβος Γῆ,
Αἰθὴρ Ἡμέρα, Ἔρως Μῆτις, Μόρος Ὀϊζύς, Πότμος Νέμεσις, Μῶμος
Φιλότης, Θάνατος Δυσνομία, Γήρως Ἄτη, Ἵμερος Λήθη, Ὕπνος
Ὑσμίνη, Λυσιμελὴς Ὕβρις, Εὐφρόνιος Αἴγλη, Παυσιμέριμνος Ἀπάτη,
Ἡδυμελὴς Ἔρις. εἰ δὲ προσέχοι τις τῷ αὐτῶν πλάσματι καὶ βου-
ληθείη γνῶναι ὡς ἀπὸ τῶν κοσμικῶν καὶ Ἑλληνικῶν ποιητῶν, ἐξ
ὧν οὗτοι ἐνεβροντήθησαν, μάτην ἐνθουσιῶντες εἰςἃ μὴ δεῖ, εἰς
ματαιοπονίαν τε καὶ κάματον ἀνωφελῆ, , εὕροι ἂν αὐτοὺς τοσούτῳ
μᾶλλον πεπλανημένους.

Gregorius Nazianzenus Theol., Epigrammata Book 8, epigram 152, line


3

Εὐσέβιον, Βασίλισσα μεγακλέες ἐνθάδε κεῖνται,


 Ξώλων ἠγαθέων θρέμματα χριστοφόρων,
καὶ Νόννης ζαθέης ἱερὸν δέμας. ὅστις ἀμείβεις
 τούσδε τάφους, ψυχῶν μνώεο τῶν μεγάλων.
Αἰεί σοι νόος ἦεν ἐς οὐρανὸν οὐδ' ἐπὶ γαίης
 ἤρειδες χθαμαλῆς ἴχνιον οὐδ' ὀλίγον·
τοὔνεκεν ὡς τάχος ἦλθες ἀπὸ χθονός· Εὐλάλιος δὲ
 σὴν κόνιν ἀμφιέπει σὸς κάσις, Ἑλλάδιε.  
Τὸν νεαρόν, Χριστῷ δὲ μέγαν πολιόν τε νόημα
 χῶρος ὅδ' ἀθλοφόρων Ἑλλάδιον κατέχω·
οὐ νέμεσις· κείνοις γὰρ ὁμοίιον ἄλγος ἀνέτλη
 σβεννὺς ἀντιπάλου τοῦ φθονεροῖο μόθον.
Μικρὸν μὲν πνείεσκες ἐπὶ χθονὶ σαρκὸς ἀνάγκῃ,
 πλείονα δὲ ζωῆς ὑψόθι μοῖραν ἔχεις,
Ἑλλάδιε, Χριστοῖο μέγα κλέος· εἰ δὲ τάχιστα
 δεσμῶν ἐξελύθης, τοῦτο γέρας καμάτων.
Καὶ σύ, Γεωργίοιο φίλον δέμας, ἐνθάδε κεῖσαι,
 ὃς πολλὰς Χριστῷ πέμψας ἁγνὰς θυσίας·
σὺν δὲ κασιγνήτη σῶμα, φρένας, ἡ Βασίλισσα,
 ξυνὸν ἔχει μεγάλη καὶ τάφον ὡς βίοτον.
Χώρης τῆσδ' ἱερῆς Εὐπράξιον
155

Porphyrius Phil., De abstinentia Book 3, section 27, line 69

δικαιοσύνης δὲ πολιτευομένης καὶ παρ' ἡμῖν, καθά-


περ καὶ ἐν οὐρανῷ. νῦν δ' ὅμοιον, ὡς εἰ αἱ Δαναΐ-
δες ἠπόρουν τίνα βίον βιώσονται ἀπαλλαγεῖσαι τῆς
περὶ τὸν τετρημένον πίθον διὰ τοῦ κοσκίνου λατρείας.
τί γὰρ ἔσται ἀποροῦσιν, εἰ παυσαίμεθα ἐπιφοροῦντες
εἰς τὰ πάθη ἡμῶν καὶ τὰς ἐπιθυμίας, ὧν τὸ πᾶν
διαρρεῖ ἀπειρίᾳ τῶν καλῶν τὸν ἐπὶ τοῖς ἀναγκαίοις
καὶ ὑπὲρ τῶν ἀναγκαίων στεργόντων ἡμῶν βίον. τί
τοίνυν πράξομεν, ἐρωτᾷς, ὦ ἄνθρωπε; μιμησώμεθα
τὸ χρυσοῦν γένος, μιμησώμεθα τοὺς ἐλευθερωθέντας.
μεθ' ὧν μὲν γὰρ Αἰδὼς καὶ Νέμεσις ἥ τε Δίκη
ὡμίλει, ὅτι ἠρκοῦντο τῷ ἐκ γῆς καρπῷ· καρπὸν γάρ
σφισιν
     ἔφερεν ζείδωρος ἄρουρα
   αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον·
οἱ δέ γε ἐλευθερωθέντες ἃ πάλαι τοῖς δεσπόταις
ὑπηρετοῦντες ἐπόριζον, ταῦτα ἑαυτοῖς πορίζουσιν. οὐκ
ἄλλως καὶ σὺ τοίνυν ἀπαλλαγεὶς τῆς τοῦ σώματος
[δουλείας] καὶ τῆς τοῖς πάθεσι τοῖς διὰ τὸ σῶμα  
λατρείας, ὡς ἐκεῖνα ἔτρεφες παντοίως τοῖς ἔξωθεν,
οὕτως αὑτὸν θρέψεις παντοίως τοῖς ἔνδοθεν,

Ιωάννης Στοβαίος. Anthologium Book 3, chapter 1, section 172, line 66

ἐν τῷ γήρᾳ παρὰ τῶν τέκνων προσδέχου. Χαλεπὸν τὸ


εὖ γνῶναι. Ἥδιστον τὸ ἐπιθυμίας τυχεῖν. Ἀνιαρὸν ἀργία.
Βλαβερὸν ἀκρασία. Βαρὺ ἀπαιδευσία. Δίδασκε καὶ μάν-
θανε τὸ ἄμεινον. Ἀργὸς μὴ ἴσθι, μηδ' ἂν πλουτῇς.
Κακὰ ἐν οἴκῳ κρύπτε. † Φθόνου χάριν μὴ οἰκτείρου.
Μέτρῳ χρῷ. Μὴ πᾶσι πίστευε. Ἄρχων κόσμει σεαυτόν.  
εʹ Πιττακὸς )Uρραδίου Λέσβιος ἔφη·
 Καιρὸν γνῶθι. Ὃ μέλλεις ποιεῖν, μὴ λέγε· ἀποτυχὼν
γὰρ καταγελασθήσῃ. Τοῖς ἐπιτηδείοις χρῶ. Ὅσα νεμε-
σᾷς τῷ πλησίον, αὐτὸς μὴ ποίει. Ἀπραγοῦντα μὴ ὀνεί-
διζε· ἐπὶ γὰρ τούτοις νέμεσις θεῶν κάθηται. Παρα-
καταθήκας ἀπόδος. Ἀνέχου ὑπὸ τῶν πλησίον μικρὰ
ἐλαττούμενος. Τὸν φίλον κακῶς μὴ λέγε, μηδ' εὖ τὸν
ἐχθρόν· ἀσυλλόγιστον γὰρ τὸ τοιοῦτον. Δεινὸν συνιδεῖν  
τὸ μέλλον, ἀσφαλὲς τὸ γενόμενον. Πιστὸν γῆ, ἄπιστον
156

θάλασσα. Ἄπληστον κέρδος. Κτῆσαι ἀίδια· θεραπείαν,


εὐσέβειαν, παιδείαν, σωφροσύνην, φρόνησιν, ἀλήθειαν,
πίστιν, ἐμπειρίαν, ἐπιδεξιότητα, ἑταιρείαν, ἐπιμέλειαν,
οἰκονομίαν, τέχνην.
ζʹ Βίας Τευταμίδου Πριηνεὺς ἔφη·

Ιωάννης Στοβαίος. Anthologium Book 3, chapter 12, section 6, line 2

 Ἀλλ' οὐδὲν ἕρπει ψεῦδος εἰς γῆρας χρόνου.


 Τοῦ αὐτοῦ Ἀλεάδαις (fr. 76 N.2).
 Κακὸν τὸ κεύθειν κοὐ πρὸς ἀνδρὸς εὐγενοῦς.
 Τοῦ αὐτοῦ Κρέουσα (fr. 326 N.2).
 Καλὸν μὲν οὖν οὐκ ἔστι τὰ ψευδῆ λέγειν·
ὅτῳ δ' ὄλεθρον δεινὸν ἡ ἀλήθει' ἄγει,
συγγνωστὸν εἰπεῖν ἐστι καὶ τὸ μὴ καλόν.
 Μενάνδρου (fab. inc. fr. 270 com. IV p. 292).
 Κρεῖττον δ'ἑλέσθαι ψεῦδος ἢ ἀληθὲς κακόν.  
 Πεισάνδρου (fr. 8 Kink.).
 Οὐ νέμεσις καὶ ψεῦδος ὑπὲρ ψυχῆς ἀγορεύειν.
 Ὁμήρου (Od. III 20).
 Ψεῦδος δ' οὐκ ἐρέει· μάλα γὰρ πεπνυμένος ἐστί.
 Μενάνδρου (fab. inc. fr. 78 com. IV p. 255).
 Τἀπιθανὸν ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει
ἐνίοτε μείζω καὶ πιθανωτέραν ὄχλῳ.
 Μενάνδρου (fab. inc. fr. 270 com. IV p. 292).
 Ἦ πού τιχαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν.
 Εὐριπίδου Ἱππολύτου (fr. 433 N.2).
 Ἔγωγέ φημι καὶ νόμον γε μὴ σέβειν
ἐν τοῖσι δεινοῖς τῶν ἀναγκαίων πλέον.

Ιωάννης Στοβαίος. Anthologium Book 4, chapter 25, section 49, line 15

ἔχει, πάντα εἶναι τῶν γεννησάντων καὶ θρεψαμένων πρὸς  


τὸ παρέχειν αὐτὰ εἰς ὑπηρεσίαν ἐκείνοις κατὰ δύναμιν
πᾶσαν, ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς οὐσίας, δεύτερα τὰ τοῦ σώμα-
τος, τρίτα τὰ τῆς ψυχῆς, ἀποτίνοντα δανείσματα ἐπιμε-
λείας τε καὶ ὑπερπονούντων ὠδῖνας παλαιὰς ἐπὶ νέοις
δανεισθείσας, ἀποδιδόντα δὲ παλαιοῖς ἐν τῷ γήρᾳ σφό-
δρα κεχρημένοις. παρὰ δὲ πάντα τὸν βίον ἔχειν τε καὶ
ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ γονέας εὐφημίαν διαφερόντως,
διότι κούφων καὶ πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία. πᾶσι
157

γὰρ ἐπίσκοπος τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐτάχθη Δίκης Νέ-


μεσις ἄγγελος. θυμουμένοις γε οὖν ὑπείκειν δεῖ καὶ ἀπο-
πιμπλᾶσι τὸν θυμόν, ἐάν τε ἐν λόγοις ἐάν τε ἐν ἔργοις
δρῶσι τὸ τοιοῦτον, ξυγγιγνώσκοντα, ὡς εἰκότως μάλιστα
πατὴρ ὑεῖ δοξάζων ἀδικεῖσθαι θυμοῖτ' ἂν διαφερόντως.
τελευτησάντων δὲ γονέων ταφὴ μὲν ἡ σωφρονεστάτη καλ-
λίστη, μήτε ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ'
ἐλλείποντα ὧν οἱ προπάτορες τοὺς αὑτῶν γεννητὰς ἐτί-
θεσαν, τάς τε αὖ κατὰ ἐνιαυτὸν τῶν ἤδη τέλος ἐχόντων
ὡσαύτως ἐπιμελείας τὰς κόσμον φερούσας ἀποδιδόναι,
τῷ δὲ μὴ παραλείπειν μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον,
τούτῳ μάλιστ' ἀεὶ πρεσβεύειν, δαπάνης τε τῆς διδο

Ιωάννης Στοβαίος. Anthologium Book 4, chapter 57, section 6, line 5

 Εὐριπίδου Ἀντιγόνης (fr. 176 N.2).


 Θάνατος γὰρ ἀνθρώποισι νεικέων τέλος
ἔχει· τί γὰρ τοῦδ' ἐστὶ μεῖζον ἐν βροτοῖς;
τίς γὰρ πετραῖον σκόπελον οὐτάζων δορὶ
ὀδύναισι δώσει; τίς δ' ἀτιμάζων νέκυς,
εἰ μηδὲν αἰσθάνοιντο τῶν παθημάτων;
 Αἰσχύλου Ἕκτορος (fr. 266 N.2).
 Καὶ τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν
εἴτ' οὖν κακουργεῖν, ἀμφιδεξίως ἔχει
τῷ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι φθιτούς.
ἡμῶν γε μέντοι Νέμεσις ἔσθ' ὑπερτέρα,
καὶ τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει † κότον.
 Διονυσίου Σωτείρας (fr. 6 K.).
 Πρὸς τὸν τελευτήσανθ' ἕκαστος, κἂν σφόδρα
ζῶν ἐχθρὸς ᾖ τις, γίγνεται φίλος τότε.
 Τιμοκλέους Συνεργικά (fr. 31 K.).  
 Τοῖς μὲν τεθνεῶσιν ἔλεος ἐπιεικὴς θεός,
τοῖς ζῶσι δ' † ἕτερον ἀνοσιώτατον Φθόνος.
 Εὐριπίδου Φοινισσῶν (1320 s.).
 Τοῖς γὰρ τεθνεῶσι χρὴ τὸν οὐ τεθνηκότα
τιμὰς διδόντα χθόνιον εὐσεβεῖν θεόν.

Νόννος. Διονυσιακά. Book 4, line 238

διχθαδίους δὲ κάλωας ἐφαψάμενός τινι γόμφῳ


158

δουροπαγὲς πόμπευε δι' οἴδματος ἅρμα θαλάσσης,


ἰσάζων ἑκάτερθε νεὼς πόδας· οἷα δὲ Φοῖνιξ,
ναυτιλίης νοέων πατρώιον ἠθάδα τέχνην,
πηδαλίῳ παρέμιμνεν· ἐπὶ πρύμνῃ δὲ καὶ αὐτὴν
Ἁρμονίην ἄψαυστον ὁμόπλοον ἵδρυσε κούρην
νηὸς ἰδὼν ξείνους ἐπιβήτορας, οὓς τότε ναῦται
μισθοφόρους ἐδέχοντο. καὶ ἠρέμα σύμπλοος ἀνὴρ
ἀμφοτέρους ὁρόων ἐκεράσσατο θαύματι φωνήν·
 “αὐτὸς Ἔρως πέλεν οὗτος ὁ ναυτίλος· οὐ νέμεσις γὰρ
υἷα τεκεῖν πλωτῆρα θαλασσαίην Ἀφροδίτην·
ἀλλὰ βέλος καὶ τόξον ἔχει καὶ πυρσὸν ἀείρει
βαιὸς Ἔρως πτερύγεσσι κεκασμένος· εἰσορόω δὲ ...  
ὁλκάδα Σιδονίην. δολόεις τάχα φώριος Ἄρης
ἕζεται ἐν πρύμνῃσιν ἔσω Λιβάνοιο κομίζων
ἑσπερίην πλώουσαν ἀπὸ Θρῄκης Ἀφροδίτην.
ἵλαθι, μῆτερ Ἔρωτος, ἀκυμάντῳ δὲ γαλήνῃ
πέμπε μοι ἴκμενον οὖρον ἀχείμονι μητρὶ θαλάσσῃ.”
 τοῖον ἔπος λαθραῖον ὁμόπλοος ἔννεπεν ἀνὴρ
λοξὸς ἐς Ἁρμονίην ἀντώπιον ὄμμα τιταίνων.

Νόννος. Διονυσιακά. Book 5, line 290

 τὸν μὲν Ἔρως πόμπευεν ἐς Ἀονίους ὑμεναίους,


Φοίβου Κήιον υἷα· † βοοστίκτου δὲ θυηλῆς ...
πᾶσα πόλις στεφθεῖσα, καὶ ἰθυτμῆτες ἀγυιαὶ
ὀρχηθμῷ μεμέληντο, παρὰ προπύλαια δὲ παστοῦ
εἱλιπόδην ὑμέναιον ἀνεκρούσαντο πολῖται,
καὶ μέλος ἱμερόφωνον ἐπεφθέγξαντο γυναῖκες,
καὶ γαμίῃ σύριγγι συνέκλαγον Ἄονες αὐλοί.
 ἔνθεν Ἀρισταίοιο καὶ Αὐτονόης ἀπὸ λέκτρων
Ἀκταίων ἀνέτελλε· φιλοσκοπέλῳ δὲ μενοινῇ
Ἀγρέος αἷμα φέρων ἀπεμάξατο πάτριον ἄγρην,
Ἀρτέμιδος θεράπων ὀρεσίδρομος – οὐ νέμεσις δὲ
δύσμορον Ἀκταίωνα μαθεῖν μελεδήματα θήρης
υἱωνὸν γεγαῶτα λεοντοφόνοιο Κυρήνης – ·
οὔ ποτέ μιν φύγεν ἄρκτος ὀρεστιάς, οὐδέ μιν αὐτῆς
λοίγιον ἐπτοίησε λεχωίδος ὄμμα λεαίνης·
πολλάκι δ' ὑψιπότητον ἐπιθρῴσκοντα δοκεύων  
πόρδαλιν ἐπρήνιξεν· ἀεὶ δέ μιν ὑψόθι λόχμης
ὄμμασι θαμβαλέοισιν ἐδέρκετο μηλονόμος Πὰν
ὠκείης ἐλάφοιο παραΐσσοντα πορείην.
159

ἀλλά οἱ οὐ χραίσμησε ποδῶν δρόμος, οὐδὲ φαρέτρη


ἤρκεσεν, οὐ βελέων σκοπὸς ὄρθιος, οὐ δόλος ἄγρης·

Νόννος. Διονυσιακά. Book 15, line 418

 “βούτης καλὸς ὄλω̣λε, καλὴ δέ μιν ἔκτανε κο̣ύρη.


ἄλλο λέπας δίζεσθε, βόες, μαστεύσατε, ταῦροι,
ξεῖνον ὄρος· ποθέων γὰρἐμὸς γλυκὺς ὤλετο βούτης
θηλυτέ̣ρ̣η̣| π̣α̣λάμῃ δε̣δαϊγμένος. ἐς τίνα λόχμην
ἴχνος ἄγω; ςώζεσθε, νομαί, σώζεσθε, χαμεῦναι.
 βούτης καλὸς ὄλωλε, καλὴ δέ μιν ἔκτανε κούρη.
χαίρετέ μοι, σκοπιαί τε καὶ οὔρεα, χαίρετε, πηγαί,
χαίρετε, Νηιάδες καὶ Ἁμαδρύες.” ἀμφότεροι δὲ
Πὰν νόμιος καὶ Φοῖβος ἀνίαχον· “αὐλὸς ἀλάσθω.
πῇ Νέμεσις; πῇ Κύπρις; Ἔρως, μὴ ψαῦε φαρέτρης·
 σύριγξ, μηκέτι μέλπε· λιγύθροος ὤλετο βούτης.”
δειλαίου δὲ νομῆος ἀμεμφέα λύθρον Ἐρώτων
γνωτῇ Φοῖβος ἔδειξε, καὶ ἔστενεν Ἄρτεμις αὐτὴ
Ὕμνου νεκρὸν ἔρωτα, καὶ εἰ πέλε νῆις Ἐρώτων.  

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΕΞΚΑΙΔΕΚΑΤΟΝ.

 Οὐδὲ φόνος νήποινος ἔην κινυροῖο νομῆος,


ἀλλὰ λαβὼν ἑὰ τόξα καὶ ἱμερόεν βέλος ἕλκων
θοῦρος Ἔρως ἀίδηλος ἐθωρήχθη Διονύσῳ
ἑζομένῳ παρὰ χεῖλος ἐυκροκάλου ποταμοῖο.
 καὶ ταχινὴ Νίκαια, μετὰ δρόμον ἠθάδος ἄγρης

Νόννος. Διονυσιακά. Book 16, line 264

καὶ πίεν ἡδὺ ῥέεθρον, ὅθεν πίον αἴθοπες Ἰνδοί·


καὶ φρένα δινηθεῖσα μέθῃ βακχεύετο κούρη,
καὶ κεφαλὴν ἐλέλιζε μετήλυδα δίζυγι παλμῷ,
καὶ διδύμην ἐδόκησεν ἰδεῖν πολυχανδέα λίμνην
ὄμματα δινεύουσα· βαρυνομένου δὲ καρήνου
δέρκετο θηροβότου διπλούμενα νῶτα κολώνης·
καὶ τρομεροῖσι πόδεσσιν ὀλισθήσασα κονίῃ
εἰς πτερὸν αὐτοκύλιστος ἐσύρετο γείτονος Ὕπνου·
καὶ γαμίῳ βαρύγουνος ἐθέλγετο κώματι νύμφη.
 τὴν μὲν ἰδὼν εὕδουσαν Ἔρως ἐπεδείκνυε Βάκχῳ,
160

Ὕμνον ἐποικτείρων· Νέμεσις δ' ἐγέλασσεν ἰδοῦσα.


καὶ δολόεις Διόνυσος ἀδουπήτοισι κοθόρνοις
εἰς γάμον ἄψοφος εἷρπε ποδῶν τεχνήμονι παλμῷ.
κούρης δ' ἐγγὺς ἵκανε· καὶ ἀτρέμας ἄκρον ἐρύσσας
δεσμὸν ἀσυλήτοιο φυλάκτορα λύσατο μίτρης
φειδομένῃ παλάμῃ, μὴ παρθένον ὕπνος ἐάσσῃ.
 γαῖα δὲ κηώεσσαν ἀναπτύξασα λοχείην
φυταλιὴν ὤδινε, χαριζομένη Διονύσῳ,
πολλὴν δ' ἀμπελόεσσαν ἐλαφρίζουσα καλύπτρην
πλεκτὴ βοτρυόεντι κάμαξ ἐβαρύνετο καρπῷ·
καὶ λέχος ἦν πετάλοισι κατάσκιον· ἡμερίδων γὰρ

Νόννος. Διονυσιακά. Book 19, line 134

ὤπασε βοτρυόεντι κασιγνήτῳ Διονύσῳ·


μείονα δὲ κρητῆρα μέσῳ παρέθηκεν ἀγῶνι
ἀργύρεον, στίλβοντα, περίτροχον, ὅν ποτε Βάκχῳ
δῶκεν ἄναξ Ἀλύβης ξεινήιον, οἰκία ναίων
ἀφνειὴν παρὰ πέζαν, ὅπῃ χθονίοιο μετάλλου
ἀργυρέαις ἀκτῖσι μέλας λευκαίνεται ἀγκών,
τοῦ περὶ χείλεος ἄκρον ἐπ' ἀμπελόεντι κορύμβῳ ...
κισσὸς ἕλιξ, χρυσέῳ δὲ πέριξ δαιδάλλετο κόσμῳ·
τοῦτον ἄγων ἔστησε ... βαθυνομένῳ κενεῶνι
ληνὸν ἔτι πνείοντα νεώτερον ὄγκον ὀπώρης,
γλεῦκος, ἀνυμφεύτοιο μέθης ποτόν· οὐ νέμεσις γὰρ
ἀνέρα νικηθέντα πιεῖν ἀμέθυστον ἐέρσην.
 ἀλλ' ὅτε Βάκχος ἄεθλα μέσῳ στήριξεν ἀγῶνι,
ἴδμονας ὀρχηθμοῖο καλέσσατο μάρτυρι φωνῇ·
 “ὅς τις ἀεθλεύσει κυκλούμενος ἴδμονι ταρσῷ
νικήσας τροχαλοῖο ποδὸς κρίσιν, οὗτος ἑλέσθω  
καὶ χρύσεον κρητῆρα καὶ ἡδυπότου χύσιν οἴνου·
ὃς δὲ πέσῃ σφαλεροῖο ποδὸς δεδονημένος ὁλκῷ,
ἥσσονα δ' ὀρχήσοιτο, καὶ ἥσσονα δῶρα δεχέσθω·
οὐ γὰρ ἐγὼ πάντεσσιν ὁμοίιος· ἀθλοφόρῳ δὲ
ἀνέρι νικήσαντι χοροίτυπον ἁβρὸν ἀγῶνα

Νόννος. Διονυσιακά. Book 19, line 343

μηκέτι μαστεύσῃς ὀφιώδεα δεσμὰ Λυαίου,


ἐγχέλυας μεθέπων σκολιὴν ὠδῖνα ῥεέθρων,
καὶ στικταῖς φολίδεσσιν ἀρηρότες ἀντὶ δρακόντων
161

ἰχθύες ὑμετέροισιν ἐφερπύζουσι ῥεέθροις.


εἰ δὲ σὺ βοτρυόεντος ἐνοσφίσθης Διονύσου,
μᾶλλον ἐπολβίζω σε· σὺ γὰρ καὶ βότρυν ἀέξεις ...
τί πλέον ἤθελες ἄλλο τεῶν θρεπτῆρα ῥοάων
Ζῆνα φέρων μετὰ Βάκχον, ὅλης γενετῆρα γενέθλης; ...
ἀντὶ τεῶν Σατύρων ποταμῶν στίχες· ἀντὶ δὲ ληνοῦ
Ὠκεανοῦ κελάδοντος ὑπὲρ νώτοιο χορεύεις.
εἴκελον εἶδος ἔχεις καὶ ἐν ὕδασιν· οὐ νέμεσις δὲ
Σιληνὸν κομόωντα βοοκραίροισι μετώποις  
ταυρείην κερόεσσαν ἔχειν ποταμηίδα μορφήν.”
 εἶπε Μάρων· καὶ πάντες ἐθάμβεον ἀγκύλον ὕδωρ
Σιληνοῦ ζαχύτοιο κυβιστητῆρος ἰδόντες,
ἰσοφυὲς μίμημα πολυγνάμπτου ποταμοῖο.  

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ.

 Λῦτο δ' ἀγών· Σάτυροι δὲ σὺν εὐθύρσῳ Διονύσῳ


Βότρυος ἀφνειοῖσιν ἐναυλίζοντο μελάθροις.
τοῖσι δὲ δαινυμένοις ἐπεκώμασαν οἰνάδες Ὧραι·
καὶ κτύπος ἦν τυπάνων ἐπιδόρπιος, ὀξὺ δὲ σύριγξ

Νόννος. Διονυσιακά. Book 34, line 324

Χαλκομέδην ἐδίωκε· καὶ ἴαχεν ἡδέι μύθῳ,


μείλιχον ἀφλοίσβοιο χέων ἔπος ἀνθερεῶνος·
 “μίμνε με, Χαλκομέδεια, τὸν ἱμείροντα μαχητήν·
ῥύεται ἀγλαΐη σε, καὶ οὐ δρόμος· οὐ τόσον αἰχμαὶ
ἄνδρα βαλεῖν δεδάασιν, ὅσον σπινθῆρες ἐρώτων.
δήιος οὐ γενόμην, μὴ δείδιθι· μαρνάμενον γὰρ
χαλκείην σέο κάλλος ἐμὴν νίκησεν ἀκωκήν·
ἔγχεος οὐ χατέεις, οὐκ ἀσπίδος· ὑμετέρου γὰρ
ὡς ξίφος, ὡς δόρυ θοῦρον ἔχεις ἀκτῖνα προσώπου,
καὶ μελίης πολὺ μᾶλλον ἀριστεύουσι παρειαί.
φρικτὸν ἐμῆς παλάμης λέλυται σθένος· οὐ νέμεσις δέ,  
εἰ δόρυ θοῦρον ἔχω νικώμενον, ὅττι καὶ αὐτὸς
Κύπριδος ἱσταμένης θηλύνεται ἄγριος Ἄρης.
δέξο με σοῖς Σατύροισιν ὁμόστολον· ἐν πολέμοις γὰρ
Ἰνδοὶ ἀριστεύσουσιν, ἕως ἔτι χεῖρα κορύσσω.
ἢν ἐθέλῃς, ἅτε λάτρις ὑποδρήσσω Διονύσῳ·
ἢν δ' ἐθέλῃς, με δάμαζε κατ' αὐχένος ἢ κενεῶνος·
οὐκ ἀλέγω θανάτοιο τεῇ δεδαϊγμένος αἰχμῇ·
162

μοῦνον ἐμὲ στενάχιζε δεδουπότα· μυρομένης δὲ


δάκρυα Χαλκομέδης με καὶ ἐξ Ἀίδαο κομίσσει.
παρθένε, τί τρομέεις, ὅτι μείλιχον ἔγχος ἀείρω;

Νόννος. Διονυσιακά. Book 35, line 141

κυδαίνω θυέεσσιν Ἐρυθραίην Ἀφροδίτην


κρυπταδίη Μορρῆος ὁμευνέτις· ἐν δὲ κυδοιμοῖς
Ἰνδὸς ἀνὴρ ἐχέτω με συναιχμάζουσαν ἀκοίτῃ·
εἰς σὲ γὰρ ἶσα βέλεμνα καὶ εἰς ἐμὲ διπλόα πέμπων
Ἵμερος ἀμφοτέροισι μίαν ξύνωσεν ἀνάγκην,
εἰς κραδίην Μορρῆι καὶ εἰς φρένα Χαλκομεδείῃ.
κάμνον ἐγὼ κρύπτουσα τεὸν πόθον· οὐ γὰρ ἀκοίτην
παρθένος αἰδομένη προκαλίζεται εἰς ἀφροδίτην.”
 ὣς φαμένη παρέπεισε γυνὴ δυσέρωτα μαχητὴν
ψευσαμένη· γελάσας δὲ δυσίμερος ἔννεπε Μορρεύς·
 “οὐ νέμεσις, Μορρῆα τὸν εὐπήληκα μαχητὴν
χάλκεον ἔγχος ἔχειν ἐνὶ παστάδι Χαλκομεδείης,
ὄφρα περιπτύξω σε, φερώνυμε, χαλκὸν ἀείρων·
ἔμπης φοίνιον ἔγχος ἀναίνομαι, οὐδὲ βοείης
ἅπτομαι· ὡς ἐθέλεις δέ, λελουμένος εἰς σὲ χορεύω
χερσὶν ἀναιμάκτοισι, καὶ ἔσσομαι ἁβρὸς ἀκοίτης,
γυμνὸς Ἄρης μετὰ δῆριν ἔχων γυμνὴν Ἀφροδίτην.
κούρην Δηριαδῆος ἀναίνομαι· αὐτὸς ἐλάσσω
ἐκ μεγάρων ἀέκουσαν ἐμὴν ζηλήμονα νύμφην·
οὐκέτι Βασσαρίδεσσι κορύσσομαι, εἴ με κελεύεις,
ἀλλὰ φίλοις ναέτῃσι μαχέσσομαι·

Νόννος. Διονυσιακά. Book 37, line 423

Φαῦνε, τί μαργαίνεις, ξυνήονα μῶμον ἀνάπτων


πατρὶ Ποσειδάωνι καὶ Ἠελίῳ σέο πάππῳ;  
ἅζεό μοι Σατύρων φιλοκέρτομον ἀνθερεῶνα.
Σιληνοὺς πεφύλαξο καὶ ἀμφιπόλους Διονύσου,
μή σοι ἐπεγγελάσωσι καὶ αὐσταλέῳ σέο δίφρῳ.
πῇ θρόνα; πῇ βοτάναι; πῇ φάρμακα ποικίλα Κίρκης;
πάντα σε, πάντα λέλοιπεν, ὅτ' εἰς δρόμον ἦλθες ἀγῶνος.
τίς κεν ἀπαγγείλειεν ἀγήνορι σεῖο τεκούσῃ
καὶ σέο κύμβαχον ἅρμα καὶ αὐχμώουσαν ἱμάσθλην;”
 τοῖον ἀπερροίβδησεν ἀγήνορα μῦθον Ἀχάτης,
κερτομέων· Νέμεσις δὲ τόσην ἐγράψατο φωνήν.
καὶ σχεδὸν ἤλυθε Φαῦνος ὁμήλυδα δίφρον ἐλαύνων·
163

ἅρματι δ' ἅρμα πέλασσε, καὶ ἄξονι γόμφον ἀράσσων


μεσσοπαγῆ συνέαξε βαλὼν τροχοειδέι κύκλῳ·
καὶ τροχὸς αὐτοκύλιστος ἕλιξ ἐπεκέκλιτο γαίῃ,
ἅρμασιν Οἰνομάοιο πανείκελος, ὁππότε κηροῦ
θαλπομένου Φαέθοντι λυθεὶς ἀπατήλιος ἄξων
ἱπποσύνην ἀνέκοπτε μεμηνότος ἡνιοχῆος.
στεινωπὴν δὲ κέλευθον ἔχων ἀνέμιμνεν Ἀχάτης,
εἰσόκε τετραπόρων ὑπὲρ ἄντυγος ἥμενος ἵππων
ὠκυτέρῃ μάστιγι παρήλυθε Φαῦνος Ἀχάτην,

Νόννος. Διονυσιακά. Book 40, line 420

οὔασιν εὐμενέεσσιν ἐμὴν ἀσπάζεο φωνήν.”


 τοῖον ἔπος Διόνυσος ἀνήρυγεν. ἐξαπίνης δὲ
ἔνθεον εἶδος ἔχων θεοδέγμονος ἔνδοθι νηοῦ
Ἀστροχίτων ἤστραψε· πυριγλήνου δὲ προσώπου
μαρμαρυγὴν ῥοδόεσσαν ἀπηκόντιζον ὀπωπαί·
καὶ θεὸς αἰγλήεις παλάμην ὤρεξε Λυαίῳ,
ποικίλον εἷμα φέρων, τύπον αἰθέρος, εἰκόνα κόσμου,
στίλβων ξανθὰ γένεια καὶ ἀστερόεσσαν ὑπήνην·
καί μιν ἐυφραίνων φιλίῃ μείλιξε τραπέζῃ.
αὐτὰρ ὁ θυμὸν ἔτερπεν ἀδαιτρεύτῳ παρὰ δείπνῳ
ψαύων ἀμβροσίης καὶ νέκταρος· οὐ νέμεσις δέ,  
εἰ γλυκὺ νέκταρ ἔπινε μετὰ γλάγος ἄμβροτον Ἥρης.
εἴρετο δ' Ἀστροχίτωνα χέων φιλοπευθέα φωνήν·
 “Ἀστροχίτων, με δίδασκε, τύπον χθονός, εἰκόνα νήσου
τίς θεὸς ἄστυ πόλισσε, τίς ἔγραφεν οὐρανίη χείρ;
τίς σκοπέλους ἀνάειρε καὶ ἐρρίζωσε θαλάσσῃ;
τίς κάμε δαίδαλα ταῦτα; πόθεν λάχον οὔνομα πηγαί;
τίς χθονὶ νῆσον ἔμιξεν ὁμόζυγα μητρὶ θαλάσσῃ;”
 εἶπε· καὶ Ἡρακλέης φιλίῳ μειλίξατο μύθῳ·
 “Βάκχε, σὺ μὲν κλύε μῦθον· ἐγὼ δέ σε πάντα διδάξω.

Νόννος. Διονυσιακά. Book 41, line 260

 τοίη ἔην Βερόη, Χαρίτων θάλος· εἴ ποτε κούρη


λαροτέρην σίμβλοιο μελίρρυτον ἤπυε φωνήν,
ἡδυεπὴς ἀκόρητος ἐφίστατο χείλεσι Πειθὼ
καὶ πινυτὰς οἴστρησεν ἀκηλήτων φρένας ἀνδρῶν·
Ἀσσυρίης δ' ἔκρυπτον ὁμήγυριν ἥλικος ἥβης
ὀφθαλμοὶ γελόωντες, ἀκοντιστῆρες ἐρώτων,
164

φαιδροτέραις χαρίτεσσιν, ὅσον πλέον ἄστρα καλύπτει


ἀννεφέλους ἀκτῖνας ὀιστεύουσα Σελήνη
πλησιφαής· λευκοὶ δὲ παρὰ σφυρὰ νείατα κούρης
πορφυρέοις μελέεσσιν ἐφοινίσσοντο χιτῶνες.
οὐ νέμεσίς ποτε τοῦτο, καὶ εἰ πλέον ἥλικος ἥβης
τηλίκον ἔλλαχεν εἶδος, ἐπεί νύ οἱ ἀμφὶ προσώπῳ
κάλλεα διχθαδίων ἀμαρύσσετο φαιδρὰ τοκήων.
ἣν τότε Κύπρις ἰδοῦσα, νοήμονος ἔγκυος ὀμφῆς,
ὠκυτέρην ἐλέλιζε περιστρωφῶσα μενοινήν,
καὶ νόον ἱππεύσασα περὶ χθόνα πᾶσαν ἀλήτην  
φαιδρὰ παλαιγενέων διεμέτρεε βάθρα πολήων,
ὅττι φερωνυμίην ἑλικώπιδος εἶχε Μυκήνης
στέμματι τειχιόεντι περιζωσθεῖσα Μυκήνη
Κυκλώπων κανόνεσσι, καὶ ὡς Νοτίῳ παρὰ Νείλῳ
Θήβης ἀρχεγόνοιο φερώνυμος ἔπλετο Θήβη·

Νόννος. Διονυσιακά. Book 43, line 104

κύμβαλα Νηρεΐδεσσιν ὀπάσσατε· μίξατε Βάκχαις


Ὑδριάδας· Θέτιδος δέ, καὶ εἰ γένος ἐστὶ θαλάσσης,
μούνης ξεινοδόκοιο φυλάξατε δῶμα θεαίνης·
Λευκοθέης δ' ἀπέδιλα συνάψατε ταρσὰ κοθόρνοις·
χερσαίη δὲ φανεῖσα συνέμπορος εὐάδι Βάκχῃ
Δωρὶς ἀερτάζειεν ἐμὴν θιασώδεα πεύκην·
καὶ βυθίη Πανόπεια τιναξαμένη βρύον ἅλμης
βόστρυχα μιτρώσειεν ἐχιδνήεντι κορύμβῳ·
Εἰδοθέη δ' ἀέκουσα περίκροτα ῥόπτρα δεχέσθω·
καὶ πόθον ἶσον ἔχουσαν ἐρωμανέοντι καὶ αὐτῷ
τίς νέμεσις Γαλάτειαν ὑποδρήσσειν Διονύσῳ,
ἕδνον Ἀμυμώνης θαλαμηπόλον ὄφρα τελέσσῃ
ἱστοπόνῳ παλάμῃ Λιβανηίδι πέπλον ἀνάσσῃ;
ἀλλὰ γένος Νηρῆος ἐάσσατε· ποντοπόρους γὰρ
δμωίδας οὐκ ἐθέλω, Βερόῃ μὴ ζῆλον ἐγείρω.
καὶ κομόων γλωχῖνι τανυπτόρθοιο μετώπου
Πὰν ἐμὸς οὐρεσίφοιτος ἀτευχέι χειρὶ πιέζων  
θηγαλέῃ πλήξειε Ποσειδάωνα κεραίῃ,
στέρνου μεσσατίοιο τυχὼν εὐκαμπέσιν αἰχμαῖς
ἢ σκοπέλῳ λοφόεντι, διαρρήξειε δὲ χηλαῖς
δισσοφυῆ Τρίτωνος ὁμόζυγα κύκλον ἀκάνθης.
165

Νόννος. Διονυσιακά. Book 44, line 315

οὐ θρασὺς Ὠρίων πέλε νυμφίος Ἰοχεαίρης.


χάρματι δ' ἡβήσας σέθεν υἱέος εἵνεκα νύμφης
κωμάζει σέο Κάδμος ὀρεσσαύλῳ παρὰ παστῷ,
σείων ἠερίοις ἀνέμοις χιονώδεα χαίτην.
ἔγρεο, καὶ σὺ γένοιο γαμοστόλος, εὔλοχε μήτηρ·
ἅρμενος οὗτος ἔρως, ὅτι νυμφίον Ἄρτεμις ἁγνὴ
υἷα κασιγνήτοιο καὶ οὐ ξένον ἔσχεν ἀκοίτην.
ἀλλὰ θεὰ φυγόδεμνος ἐπήν ποτε παῖδα λοχεύσῃ,
υἱέα κουφίζουσα σαόφρονος Ἰοχεαίρης  
πήχεϊ παιδοκόμῳ ζηλήμονι δεῖξον Ἀγαύῃ.
τίς νέμεσίς ποτε τοῦτο, κυνοσσόος εἰ παρὰ παστῷ
ἤθελε θηρητῆρα λαγωβόλον υἷα λοχεῦσαι,
εἴκελον Ἀκταίωνι φιλοσκοπέλῳ τε Κυρήνῃ,
μητρῴων ἐλάφων ἐποχημένον ὠκέι δίφρῳ;”  

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΝ
ΠΕΜΠΤΟΝ.

 Ὣς φαμένου Βρομίοιο δόμων ἐξέδραμε νύμφη


χάρματι λυσσήεντι κατάσχετος, ὄφρα νοήσῃ
νυμφίον Ἀκταίωνα παρήμενον Ἰοχεαίρῃ·
καί οἱ ἐπειγομένῃ σφαλερῷ ποδὶ σύνδρομος αὔραις
εἰς ὄρος ἀκρήδεμνος ὁμάρτεε μαινὰς Ἀγαύη,

Νόννος. Διονυσιακά. Book 46, line 75

καὶ χθονὸς εἰ κρίσις ἦεν ἢ ἀστερόεντος Ὀλύμπου,


εἰπέ μοι εἰρομένῳ, τίνα φέρτερον αὐτὸς ἐνίψεις,
οὐρανὸν ἑπτάζωνον ἢ ἑπταπύλου χθόνα Θήβης;
οὐ χατέω Πενθῆος ἐπιχθονίοιο μελάθρου.
μοῦνον ἐμῆς κύδαινε μελισταγὲς ἄνθος ὀπώρης·
μὴ ποτὸν ἀμπελόεντος ἀτιμήσῃς Διονύσου.
Ἰνδοφόνῳ Βρομίῳ μὴ μάρναο, θηλυτέρῃ δέ,
εἰ δύνασαι, πολέμιζε μιῇ ῥηξήνορι Βάκχῃ.
σοὶ τάχα καλὸν ἔθεντο προμάντιες οὔνομα Μοῖραι
ὑμετέρου θανάτοιο προάγγελον· αἰνοπαθῆ δὲ
οὐ νέμεσις Πενθῆα πεδοτρεφέος γενετῆρος
Γηγενὲς αἷμα φέροντα φέρειν μίμημα Γιγάντων,
166

οὐ νέμεσις καὶ Βάκχον Ὀλύμπιον αἷμα γενέθλης


Ζηνὸς ἔχειν μίμημα Γιγαντοφόνοιο τοκῆος.
εἴρεο Τειρεσίαν, τίνι χώεαι· εἴρεο Πυθώ,
τίς Σεμέλῃ παρίαυε, τίς ἤροσε παῖδα Θυώνης.
εἰ δὲ μαθεῖν ἐθέλεις χοροτερπέος ὄργια Βάκχου,
φάρεα καλλείψας βασιλήια τέτλαθι, Πενθεῦ,  
θήλεα πέπλα φέρειν, καὶ γίνεο θῆλυς Ἀγαύη·
μὴ δέ σε θηρεύοντα παραΐξωσι γυναῖκες.
ἢν δὲ τεῇ παλάμῃ θηροκτόνα τόξα τανύσσῃς,

Νόννος. Διονυσιακά. Book 46, line 77

οὐρανὸν ἑπτάζωνον ἢ ἑπταπύλου χθόνα Θήβης;


οὐ χατέω Πενθῆος ἐπιχθονίοιο μελάθρου.
μοῦνον ἐμῆς κύδαινε μελισταγὲς ἄνθος ὀπώρης·
μὴ ποτὸν ἀμπελόεντος ἀτιμήσῃς Διονύσου.
Ἰνδοφόνῳ Βρομίῳ μὴ μάρναο, θηλυτέρῃ δέ,
εἰ δύνασαι, πολέμιζε μιῇ ῥηξήνορι Βάκχῃ.
σοὶ τάχα καλὸν ἔθεντο προμάντιες οὔνομα Μοῖραι
ὑμετέρου θανάτοιο προάγγελον· αἰνοπαθῆ δὲ
οὐ νέμεσις Πενθῆα πεδοτρεφέος γενετῆρος
Γηγενὲς αἷμα φέροντα φέρειν μίμημα Γιγάντων,
οὐ νέμεσις καὶ Βάκχον Ὀλύμπιον αἷμα γενέθλης
Ζηνὸς ἔχειν μίμημα Γιγαντοφόνοιο τοκῆος.
εἴρεο Τειρεσίαν, τίνι χώεαι· εἴρεο Πυθώ,
τίς Σεμέλῃ παρίαυε, τίς ἤροσε παῖδα Θυώνης.
εἰ δὲ μαθεῖν ἐθέλεις χοροτερπέος ὄργια Βάκχου,
φάρεα καλλείψας βασιλήια τέτλαθι, Πενθεῦ,  
θήλεα πέπλα φέρειν, καὶ γίνεο θῆλυς Ἀγαύη·
μὴ δέ σε θηρεύοντα παραΐξωσι γυναῖκες.
ἢν δὲ τεῇ παλάμῃ θηροκτόνα τόξα τανύσσῃς,
Κάδμος ἐπαινήσει σε συναγρώσσοντα τεκούσῃ.
Βάκχῳ μοῦνος ἔριζε, καί, εἰ Θέμις, Ἰοχεαίρῃ,

Νόννος. Διονυσιακά. Book 48, line 291

ἀλλά, ποθοβλήτοιο χορίτιδες Ὀρχομενοῖο,


στέψατε κεστὸν ἱμάντα γαμοστόλον, ὅττι μενοινὴν
τοσσατίην νίκησεν ἀνικήτοιο λεαίνης.’
τοῖον ὄναρ μαντῷον ὀρεστιὰς ἔδρακεν Αὔρη.  
οὐδὲ μάτην πρὸς Ἔρωτας ἔην ὄναρ, ὅττι καὶ αὐτοὶ
εἰς λίνον ἄνδρα φέρουσι καὶ ἀγρώσσουσι γυναῖκα.
 κούρη δ' ἐγρομένη πινυτόφρονι μαίνετο Δάφνῃ,
167

καὶ Παφίῃ καὶ Ἔρωτι μαχέσσατο, καὶ πλέον Ὕπνῳ


χώσατο τολμήεντι, καὶ ἠπείλησεν Ὀνείρῳ,
καὶ πετάλοις νεμέσιζε καὶ ἀφθόγγῳ φάτο φωνῇ·
 “οὐ νέμεσις παρὰ μύρτον ὀνείρατα ταῦτα νοῆσαι·
Δάφνη, τί κλονέεις με; τί Κύπριδι καὶ σέο δένδρῳ;
ἀασάμην εὕδουσα τεοὺς ὑπὸ γείτονας ὄζους
σὸν φυτὸν ἐλπομένη φιλοπάρθενον, ὑμετέρης δὲ
φήμης οὐκ ἐτύχησα καὶ ἐλπίδος· ὣς ἄρα, Δάφνη,
σὸν δέμας ἀλλάξασα τεὸν νόον εὗρες ἀμεῖψαι;
μὴ γαμίῃ μετὰ πότμον ὑποδρήσσεις Ἀφροδίτῃ;
οὐ πινυτῆς τόδε δένδρον, ἀπ' ἀρτιγάμοιο δὲ νύμφης·
μαχλάδος οὗτος ὄνειρος ἐπάξιος· ἦ ῥά σε Πειθώ,
ἦ ῥά σε χειρὶ φύτευσε τεὸς δαφναῖος Ἀπόλλων;”
 εἶπεν ὁμοῦ κοτέουσα φυτῷ καὶ Ἔρωτι καὶ Ὕπνῳ.

Νόννος. Διονυσιακά. Book 48, line 470

καί μιν ἀνεστυφέλιξε δίκης τροχοειδέι κύκλῳ,


καὶ νόον ἄφρονα κάμψεν ἀκαμπέος· ἀμφὶ δὲ μίτρην
παρθενικῆς ἐλέλιζεν ἐχιδνήεσσαν ἱμάσθλην
Ἀργολὶς Ἀδρήστεια· χαριζομένη δὲ θεαίνῃ
καὶ μάλα περ κοτέοντι κασιγνήτῳ Διονύσῳ
ὥπλισεν ἄλλον ἔρωτα, καὶ εἰ πέλε νῆις ἐρώτων,
Παλλήνης μετὰ λέκτρα, μετὰ φθιμένην Ἀριάδνην,
τὴν μὲν λειπομένην ἐνὶ πατρίδι, τὴν δ' ἐνὶ γαίῃ
ἀλλοτρίῃ πετραῖον, Ἀχαιίδος ὡς βρέτας Ἥρης,
καὶ Βερόης πολὺ μᾶλλον ἀνηνύστων περὶ λέκτρων.  
 καὶ Νέμεσις πεπότητο νιφοβλήτῳ παρὰ Ταύρῳ,
εἰσόκε Κύδνον ἵκανε τὸ δεύτερον. ἀμφὶ δὲ κούρῃ
ἡδυβόλῳ Διόνυσον Ἔρως οἴστρησεν ὀιστῷ,
καὶ πτερὰ κυκλώσας ἐπεβήσατο κοῦφος Ὀλύμπου.
 καὶ θεὸς οὐρεσίφοιτος ἱμάσσετο μείζονι πυρσῷ·
οὐ γὰρ ἔην ἐλάχεια παραίφασις· οὐ τότε κούρης
ἐλπίδα Κυπριδίην, οὐ φάρμακον εἶχεν ἐρώτων·
ἀλλά μιν ἔφλεγε μᾶλλον Ἔρως θελξίφρονι πυρσῷ
θυιάδος ὀψιτέλεστον ἀπειθέος εἰς γάμον Αὔρης.
καὶ μογέων ἔκρυπτεν ἑὸν πόνον, οὐδ' ἐνὶ λόχμαις
Κυπριδίοις ὀάροισιν ὁμίλεεν ἐγγύθεν Αὔρης,

Νόννος. Διονυσιακά. Book 48, line 846


168

νόσφι γάμου τίκτουσι; σὺ γάρ, φιλοπάρθενε κούρη,


ὠδίνεις νέα τέκνα, καὶ εἰ στυγέεις Ἀφροδίτην.
ἦ ῥα κυβερνήτειραν ἀναγκαίου τοκετοῖο
Ἄρτεμιν οὐ καλέουσι λεχωίδες, ὅττι σὺ μούνη
εἰς τόκον ἀγροτέρης οὐ δεύεαι Ἰοχεαίρης;
οὐδὲ τεὸν Διόνυσον ἀμαιεύτων ἀπὸ κόλπων
ἔδρακεν Εἰλείθυια, τεῆς ἀροτῆρα γενέθλης·
ἀλλά μιν ἡμιτέλεστον ἐμαιώσαντο κεραυνοί.
μὴ κοτέῃς, ὅτι παῖδας ἐνὶ σκοπέλοισι λοχεύεις·
ἡ σκοπέλων βασίλεια τόκου πειρήσατο Ῥείη·
τίς νέμεσίς ποτε τοῦτο; κατ' οὔρεα τέκνα λοχεύεις,
ὡς δάμαρ οὐρεσίφοιτος ὀρεσσινόμου Διονύσου.”
 ἔννεπε· καὶ κοτέουσα λεχωιὰς ἄχνυτο νύμφη
Ἄρτεμιν αἰδομένη καὶ ἐν ἄλγεσιν. ἆ μέγα δειλή,
ἐγγὺς ἔην τοκετοῖο καὶ ἤθελε παρθένος εἶναι.
καὶ βρέφος εἰς φάος ἦλθε θοώτερον· Ἀρτέμιδος γὰρ
φθεγγομένης ἔτι μῦθον ἀκοντιστῆρα λοχείης
διπλόος αὐτοκέλευστος ἐμαιώθη τόκος Αὔρης
λυομένης ὠδῖνος, ὅθεν διδύμων ἀπὸ παίδων
Δίνδυμον ὑψικάρηνον ὄρος κικλήσκετο Ῥείης.
καὶ θεὸς ἀθρήσασα νέην εὔπαιδα γενέθλην

Paulus Astrol., Elementa apotelesmatica Page 49, line 15

 Ἕκτος κλῆρος τῆς Νίκης, ὃν ἀριθμήσεις τοῖς μὲν ἡμέρας


γενομένοις ἀπὸ κλήρου Δαίμονος ἐπὶ μοῖραν Διός, καὶ τὰ
ἶσα ἀπὸ ὡροσκόπου, τοῖς δὲ νυκτὸς τὸ ἀνάπαλιν.
 Ἕβδομος κλῆρος τῆς Νεμέσεως, ὃν ἀριθμήσεις ἐπὶ
ἡμερινῶν γενέσεων ἀπὸ Κρόνου ἐπὶ κλῆρον Τύχης, καὶ τὰ
ἶσα ἀπὸ ὡροσκόπου· ἐπὶ δὲ νυκτὸς τὸ ἀνάπαλιν.
 Εἰκότως δὲ οἱ κλῆροι ταύτην ἔχουσιν τὴν γένεσιν, ἐπεὶ
καὶ τῇ φύσει ἡ μὲν Σελήνη Τύχη καθέστηκεν, ὁ δὲ Ἥλιος
Δαίμων, ἡ δὲ Ἀφροδίτη Ἔρως, ὁ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ Ἀνάγκη,
ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως Τόλμα, ὁ δὲ τοῦ Διὸς Νίκη, ὁ δὲ τοῦ
Κρόνου Νέμεσις· ὁ δὲ ὡροσκόπος τούτων ἀνὰ μέσον βρα-
βεύει, βάσις καθεστὼς τοῦ παντὸς κόσμου.
 Καὶ ἡ μὲν Τύχη σημαίνει τὰ περὶ τοῦ σώματος πάντα
καὶ τὰς κατὰ βίον πράξεις· κτήσεώς τε καὶ δόξης καὶ
προεδρίας δηλωτικὴ καθέστηκεν.
 Ὁ δὲ Δαίμων ψυχῆς καὶ τρόπου καὶ φρονήσεως
καὶ δυναστείας πάσης κύριος τυγχάνει, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ
τῷ περὶ πράξεως λόγῳ συνεργεῖ.  
 Ὁ δὲ Ἔρως σημαίνει τὰς ὀρέξεις καὶ τὰς ἐπιθυμίας
169

τὰς κατὰ προαίρεσιν γινομένας, φιλίας τε καὶ χάριτος


παραίτιος καθέστηκεν.

Paulus Astrol., Elementa apotelesmatica Page 50, line 13

 Ἡ δὲ Ἀνάγκη συνοχὰς καὶ ὑποταγὰς καὶ μάχας καὶ


πολέμους, ἔχθρας τε καὶ μῖσος καὶ καταδίκας καὶ τὰ ἄλλα
πάντα τὰ τοῖς ἀνθρώποις συμβαίνοντα βίαια πράγματα
ἐν γέννᾳ ποιεῖ.
 Ἡ δὲ Τόλμα θράσους καὶ ἐπιβουλῆς καὶ ἰσχύος
καὶ κακουργίας πάσης παραιτία καθέστηκεν.
 Ἡ δὲ Νίκη πίστεως καὶ ἐλπίδος ἀγαθῆς καὶ ἀγῶνος
καὶ κοινωνίας πάσης, ἔτι δὲ καὶ ἐπιβολῆς καὶ ἐπιτυχίας
παραιτία καθέστηκεν.
 Ἡ δὲ Νέμεσις δαιμόνων χθονίων καὶ τῶν κεκρυμ-
μένων πάντων, ἀποδείξεώς τε καὶ ἀδρανείας καὶ φυγῆς
καὶ ἀπωλείας καὶ πένθους καὶ ποιότητος θανάτου παρ-
αιτία καθέστηκεν.
 Ἡ δὲ βάσις, ὅ ἐστιν ὡροσκόπος, ζωῆς καὶ πνεύματος
παραιτία καθέστηκεν, ἐπειδὴ ἅμα τῷ γεννᾶσθαι πᾶν τὸ
γεννώμενον ἐκ τοῦ πνέοντος ἀέρος ἀποσπᾷ τὸ ζωτικὸν
πνεῦμα ἐν τῇ τῆς σταλαγμιαίας ὥρας ῥοπῇ τῇ κατὰ τὴν
ἀποκύησιν τεταγμένῃ, ἥτις ἐστὶ τῶν ὅλων δηλωτική.  
 Ὑπόδειγμα· Τὸν κλῆρον τῆς Τύχης ἀριθμεῖν δεήσει, καθὼς
προείρηται, ἐπὶ ἡμερινῶν γενέσεων ἀπὸ μοίρας Ἡλίου ἕως

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 12,


(subdivision) 2, section 47, line 1

         ἀσθένειαν κατεγίνωσκον τῶν ἡττωμένων Ἀλ-


κιβιάδου πρότερον, πολλὰς ἐποιούμην κατηγορίας, καὶ
τῶν εἰς ἔρωτα ὑπαγομένων αὐτοῦ κατεγίνωσκον καὶ
τὸν Σωκράτην πολὺς ἦν χλευάζων ἐπὶ τοῖς παιδικοῖς·
πίνει δέ τις δι' ὅλης ἡμέρας; μειρακίου δὲ ἀν-
έχεται κωμάζοντος; φιλοσοφεῖν προσποιούμε-  
νος ἄνθρωπος καὶ τρίβωνα ἔχων στεφανοῦται
καὶ τὸν Ἔρωτά φησιν εἶναι θεόν;ἀλλὰ νῦν κακήν
τινα ταύτην, ὦ θεοί, παλινῳδίαν ᾄδειν ἀναγκάζομαι.
οὐ νέμεσις Σωκράτην οὐδὲ Ἀγάθωνα οὐδὲ Ἀθη-
ναίους ἅπαντας ἀμφὶ τοιῷδε μειρακίῳ κόπτεσθαι καὶ
πάσχειν κακῶς μετὰ τὸ ἆθλον τῆς κολακείας καὶ τὸν
170

κῶμον τὸν οὐκ ἀγεννῆ. ὑπὲρ Νάρκισσον, ὑπὲρ τὸν


Ἀμυκλαῖον ἐκεῖνον ἔφηβον Ἀλκιβιάδης, ὑπὲρ τὸν Ἡρα-
κλέους ἐρώμενον τὴν ὥραν. ἀλλ' ἐκεῖνοι μὲν
προὔλαβον τοὺς ἐραστὰς τῷ θανάτῳ, ἐγὼ δὲ ἀντιστρό-
φου πειρῶμαι τῆς τύχης.

Hermias Phil., In Platonis Phaedrum scholia Page 75, line 30

τὸν ἥρωα, καὶ ἰδεῖν κοιμηθέντα τινὰς τῶν ἡρώων καὶ λαβεῖν μὲν παρὰ
τοῦ
Ἀχιλλέως θεραπείαν· ἀκοῦσαι δὲ παρ' αὐτῶν εἰπεῖν τοῖς ἀνθρώποις ὅτι
»οὐδὲν λανθάνει θεοὺς οὐδὲ ἥρωας ὧν πράττετε, ὦ ἄνθρωποι,» ἐλθεῖν
δὲ καὶ τὴν Ἑλένην καὶ εἰπεῖν ἀπαγγεῖλαι Στησιχόρῳ παλινῳδίαν ᾆσαι ἵνα
ἀναβλέψῃ· καὶ γὰρ τὸν Ὅμηρον δι' αὐτὸ τοῦτο τετυφλῶσθαι ὡς
κακηγορή-
σαντά με· καὶ οὕτω τὸν Στησίχορον ἀκούσαντα παρὰ τοῦ Λεωνύμου
γράψαι
τὴν παλινῳδίαν καὶ οὕτως ἀναβλέψαι.  – Τί οὖν βούλεται ὁ Πλάτων διὰ
τούτων σημαίνειν; οὐ γὰρ δὴ αὐτόθεν καταψηφιούμεθα ὡς Ὅμηρος εἰς
τὴν Ἑλένην ἐδυσφήμησε· τίς γὰρ ἄλλος οὕτως ἐπῄνεσε τὴν Ἑλένην;
Ἀρτέμιδιγὰρ χρυσηλακάτῳ ἐοικυῖαναὐτὴν καλεῖ καί
  Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν.  
Ῥητέον οὖν ὅτι πρόσωπα μὲν ἐνταῦθα ὁ Πλάτων οὐ προσποιεῖται, οὐδὲ
τῶν ἀνδρῶν χάριν ταῦτα παραλαμβάνει ἵνα δείξῃ Στησίχορον μὲν
Ὁμήρου
βελτίονα, τὸν δὲ Σωκράτη ἀμφοτέρων· οὕτω γὰρ δοκεῖ δείκνυσθαι δι' ὧν
Ὅμηρος μὲν οὐδὲ ᾔσθετο βλαβεὶς, ὁ δὲ Στησίχορος αἰσθόμενος τῆς
βλάβης ἰάσατο, ὁ δὲ Σωκράτης πρὶν βλαβῆναι ἰάσατο. Οὐ τῶν ἀνδρῶν
οὖν
χάριν ταῦτα παραλαμβάνει, ἀλλὰ τρεῖς ἕξεις ἁπλῶς ἐνταῦθα παραδίδωσι·
τὴν μὲν τῷ αἰσθητῷ κάλλει (τοῦτο γὰρ δηλοῖ ἡ Ἑλένη [οὕτως οὖν
προσχεῖν
τῷ αἰσθητῷ κάλλει]) ὡς τῷ ἀληθινῷ καὶ πρώτῳ ὄντι κάλλει προσέχουσαν

καὶ μὴ ἀνανεύουσαν ἀπ' αὐτοῦ, ἀλλ' ἐν αὐτῷ ἀποτυφλωθέντα καὶ

[Agathon] Hist., Fragmenta Fragment 2, line 4

παρὰ Βορέου προσαγορευόμενον ἄντρον. Συλλεγομένη


δέ ἐστι ψυχροτέρα χιόνος· ὅταν δέ τινι ἐκ μητρυιᾶς
171

ἐπιβουλὴ γένηται, φλόγας ἀναδίδωσι· καὶ τοῦτο σύς-


σημον ἔχοντες οἱ φοβούμενοι τὰς ἐπιγεγαμημένας,
ἐκκλίνουσι τῶν ἐπικειμένων φόβων τὰς ἀνάγκας· κα-
θὼς ἱστορεῖ Ἀγάθων ὁ Σάμιος ἐν βʹ Σκυθικῶν.

[ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΑ?]

 Plutarchus Par. min. c. 38: Βούσιρις, παῖς Πο-


σειδῶνος καὶ Ἀνίππης τῆς Νείλου, τοὺς παριόντας
ὑπούλῳ φιλοξενίᾳ κατέθυε· μετῆλθε δ' αὐτὸν ἡ τῶν
τετελευτηκότων νέμεσις· Ἡρακλῆς γὰρ ἐπιτεθεὶς τῷ
ῥοπάλῳ διεχρήσατο· ὡς Ἀγάθων Σάμιος.

ΠΟΝΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ.

 Schol. Paris. Apollon. Rhod. II, 1015: Ἱερὸν


δέ ἐστιν ὄνομα ὄρους. Καθήκει δὲ τὸ ὄρος εἰς τὸν Εὔ-
ξεινον Πόντον. Μέμνηται αὐτοῦ Κτησίας, καὶ Σουΐ-
δας ἐν βʹ περὶ τοὺς λεγομένους Μάκρωνας· ἀκριβέστε-
ρον δὲ Ἀγάθων ἐν τῷ τοῦ Πόντου περίπλῳ, ὃς καὶ
ἀπέχειν αὐτό φησι σταδίους ἑκατὸν τῆς Τραπεζοῦντος.

Hierocles Phil., In aureum carmen Chapter 11, section 31, line 6

γενῶν καὶ διὰ τοῦτο ἀθάνατος εἰς σῶμα θνητὸν ἐκ περι-


στάσεως ἔρχεται καὶ συγγενές τι τοῖς ἀλόγοις ἀναλαβὼν
ὄργανον ἐπὶ γῆς πολιτεύεται,  – οὐδὲν ἂν εἴη τὸ ταῖς
ἡμετέραις δυστυχίαις εἰς τὴν ἑαυτοῦ θοίνην ἀποχρησάμενον,
οὐκοῦν οὐδὲ τὸ ἀτάκτως χρησόμενον ἡμῖν προθυμίᾳ
πληρώσεως. δίκη τοίνυν καὶ τάξις τοῖς πρὸ ἡμῶν ἀθανάτοις
τοὺς ὅρους τῆς περὶ ἡμᾶς διοικήσεως νομοθετεῖ ταῦτα
μηχανᾶσθαι περὶ ἡμᾶς, ἃ τήν τε ἐνταῦθα κακίαν ἡμῶν
ἐλαττοῖ καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐπιστρέφειν ἡμᾶς δύναται.
κήδονται γὰρ ἡμῶν ὡς συγγενῶν ἐκπεσόντων, ὅθεν αἰδὼς
καὶ νέμεσις καὶ αἰσχύνη ἀποτρέπουσα τῶν κακῶν ἀνθρώ-
πους μόνους ἐπιστρέφεσθαι λέγεται ὀρθῶς· τὸ γὰρ λογικὸν
ζῷον μόνον συναισθάνεσθαι τῆς δίκης πέφυκεν. τοῖς
μεγίστοις οὖν ὅροις διεστῶτας ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἀλόγων
διεστώσῃ πάμπολυ καὶ τῇ διοικήσει χρῆσθαι προσήκει.
σύμμετρος γὰρ ταῖς οὐσίαις τῶν ὅλων καὶ ὁ τῆς προνοίας
172

θεσμός, καὶ ὡς ἕκαστα ὑπέστη παρὰ τοῦ δημιουργοῦ


θεοῦ, οὕτω καὶ προνοίας ἀξιοῦται. φαίνεται δὲ ἐπὶ μὲν
τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἑκάστην αὐτὸς ὑποστήσας, ἐπὶ
δὲ τῶν ἀλόγων μόνα γένη προτείνων τῇ διαπλαττούσῃ αὐτὰ  
φύσει, ὡς Πλάτωνι δοκεῖ καὶ Τιμαίῳ τῷ Πυθαγορείῳ,

Joannes Laurentius Lydus Hist., De magistratibus populi Romani


Page 240, line 22

δύναμιν. καὶ νόμος ἐκράτησεν ἐξ ἐκείνου καὶ πάντες ὡς ἔτυχε καὶ


γράφουσι καὶ πληροῦσι καὶ ἀπολύουσι τὰ παντελῶς αὐτοῖς
ἀγνοούμενα, τὸ πρὶν μυρίοις κατησφαλισμένα τρόποις, τοῖς τε
λεγομένοις κοττιδιανοῖς, οἷον εἰ ἐφημέροις, τοῦ ἀβ ἄκτις, τοῖς
τε προσφόροις σκρινίοις καὶ αὐτοῖς δὲ τοῖς ἐξ αὐτῶν ἔχουσι
τὸν πόρον. καὶ τί μακρηγορῶ; πάντα παντελῶς διαπέπτωκε
μηδεμίαν ἐπίγνωσιν τῶν πρὶν κατορθωμάτων διασῴζοντα.
 69Οὕτως τοῦ μιαρωτάτου πολεμίου τῶν νόμων διαγενομέ-
νου, ἐπεστράφη θεός, ἐκδοῦναι τὸν αἴτιον τῶν κακῶν ταῖς
ἰδίαις πράξεσι ψηφισάμενος, πείθων αὐτὸν ὡς ‘ἔστι Δίκη Νέ-
μεσίς τε κακοῖς κακότητα φέρουσα.’ τοῦ γὰρ ἠπιωτάτου βα-
σιλέως μηδὲν τούτων ἐπισταμένου, πάντων δὲ διὰ τὴν ἄκρα-
τον δυναστείαν, καίπερ ἀδικουμένων, συνηγορούντων τῷ πο-
νηρῷ Καππαδόκῃ καὶ τοῖς πάντων ἐξοχωτάτοις ἐπαίνοις ἐπ'
αὐτῷ παρὰ βασιλεῖ χρωμένων (τίς γὰρ ἂν ἐτόλμησε καὶ μόνης
ἐπαίνων χωρὶς μνησθῆναι τῆς αὐτοῦ προσηγορίας;), μόνη ἡ
ὁμόζυγος γυνή, κρεῖττον τῶν ὄντων ὅτε δή ποτε ἐπὶ συνέσει
καὶ συμπαθείᾳ τῶν ἀδικουμένων ἀγρυπνοῦσα, μὴ φέρουσα τὸ
λοιπὸν περιορᾶν τὴν πολιτείαν βυθιζομένην, οὐ μετρίοις λόγοις
ὡς τὸν βασιλέα ὁπλισθεῖσα διαβαίνει, ἅπαντα αὐτὸν τὰ τέως  
διαλανθάνοντα διδάσκουσα, καὶ ὡς κινδυνεύοι οὐ τὸ ὑπήκοον

Michael Psellus Polyhist., Chronographia Chapter 6, section 61, line 9

ὑπ' ὀδόντα τινὰ γρῦξαι λαλιὰν ἐκείνη ἐποίει, καὶ εἴκαζε τὸ


τονθορυζόμενον εἰς τὸ ἔργον τῆς ὑπολήψεως.
Ἀμέλει τοι συνειλεγμένων ποτὲ τῶν ὑπογραμ-
ματευομένων ἡμῶν, πομπὴν αἱ περὶ τὴν βασιλίδα ἐποιοῦντο·
προῄεσαν δὲ αὐτή τε καὶ ἡ ἀδελφὴ Θεοδώρα, καὶ μετ'
ἐκείνην ἡ σεβαστή (τούτῳ γὰρ αὐτὴν τῷ καινῷ ἀξιώματι αἱ
βασιλίδες, δόξαν οὕτω τῷ αὐτοκράτορι, τετιμήκεσαν)· ὡς
δ' οὖν προῄεσαν, ἦγε δὲ αὐτὰς ἡ πομπὴ ἐπὶ θέατρον, καὶ
173

τότε ταύτην οἱ πολλοὶ πρώτως ἐθεάσαντο συμπαριοῦσαν


ταῖς βασιλίσι, τῶν τις περὶ τὴν κολακείαν πολὺς τοῦτο δὴ
τὸ ποιητικὸν ἠρέμα πως ἀπεφθέγξατο, τὸ· «Οὐ νέμεσις»,
περαιτέρω μὴ συντείνας τὸ ἔπος· ἡ δὲ τότε μὲν οὐδὲν πρὸς
τὸν λόγον ἐπεσημήνατο, ἐπεὶ δὲ ἡ πομπὴ ἐτελέσθη, διέκρινέ
τε τὸν εἰρηκότα, καὶ τὸν λόγον ἀνέκρινε, μηδὲν ὑποσολοικί-
σασα τὴν φωνὴν, ἀλλ' ὀρθοεπήσασα τὸ ὄνομα ἀκριβῶς· ὡς
δ' ὁ εἰρηκὼς τὴν ἱστορίαν τῷ ἀκριβοῦντι κατέλεξε, καὶ οἱ
πολλοὶ ἅμα τῷ λόγῳ πρὸς τὴν ἑρμηνείαν κατένευσαν, φρο-  
νήματος αὐτίκα ἐκείνη πλησθεῖσα, ἀμείβεται τοῦ ἐγκωμίου
τὸν ἐπαινέτην οὐκ ὀλίγοις τισὶν, οὐδὲ φαύλοις, ἀλλ' οἷς
ἐκείνη κεχρῆσθαι καὶ ἀμείβεσθαι εἴωθεν.

Anna Comnena Hist., Alexias Book 3, chapter 1, section 3, line 3

ἀνέπεισεν αὐτὴν οἰκονομῆσαι οὐκ αἰτία τις κατὰ τοὺς


πολλοὺς ἐπίψογος οὐδὲ τὸ τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἐπαγωγὸν
καὶ εὐπρόσιτον, ἀλλὰ τὸ ἐπ' ἀλλοτρίας εἶναι, μὴ συγγενῆ,
μὴ συνήθη, μηδένα τὸ παράπαν ὁμόχθονα κεκτημένην.
Οὐκ ἤθελεν οὖν ἀσυντάκτως ἐκεῖθεν ἐκστῆναι δεδοικυῖα,
μή τι κακὸν συμβαίη τῷ παιδί, ἂν ἐκεῖθεν ἐξέλθῃ πρὸ τοῦ
ἐχέγγυόν τι ἀσφαλείας λαβεῖν, ὁποῖα ἐν ταῖς μεταπτώσεσι
τῶν βασιλέων συμβαίνειν εἴωθεν.
         Ἦν γὰρ τὸ παιδίον
καὶ ἄλλως ὡραῖον καὶ ἔτι νέον, οὔπω τὸν ἕβδομον χρόνον
ὑπερελάσαν, καὶ οὐ νέμεσις, εἰ τοὺς ἐμοὺς ἐπαινοίην ὑπὸ
τῆς τῶν πραγμάτων ἀναγκαζομένη φύσεως. Ἡδὺ μὲν
οὐκ ἐν λόγοις μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν παντοίαις κινήσεσι καὶ
περιστροφαῖς παιγνίων ἀπαράμιλλον, ὡς οἱ τότε παρόντες
ὕστερον ἔλεγον, ξανθὸν καὶ λευκὸν ὥσπερ γάλα, ἐρυθή-
ματος μεστόν, ὅπου δέοι, καὶ ὁποῖον τὰ τῶν καλύκων
ἄρτι ἐξαστράπτοντα ῥόδα. Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ οὐ λευκοί, ἀλλ'
ἱέρακος ἐοικότες καὶ λάμποντες ὑπὸ ταῖς ὀφρύσιν ὥσπερ
ἐν χρυσῇ σφενδόνῃ. Κἀντεῦθεν ποικίλαις τέρψεσι τέρπον
τοὺς ὁρῶντας οὐράνιόν τι καὶ οὐκ ἐπίγειον κάλλος δοκοῦν
καὶ τὸ ὅλον, εἶπεν ἄν τις ἰδὼν ὁποῖον τὸν Ἔρωτα

Anna Comnena Hist., Alexias Book 13, chapter 6, section 3, line 7

βασιλεῖ παραστῆσαι βουλόμενος, πολλῶν Κελτῶν κεφαλὰς


τοῖς δόρασι περιπείρας καὶ τοὺς μείζονας τῶν κατασχε-
174

θέντων, Οὖβον καὶ τὸν Κοντοπαγάνον καλούμενον, παρα-


χρῆμα ἐξέπεμψεν.
         Ἐνταῦθα δὲ γενομένη καὶ πρὸς
λύχνων ἁφὰς τὸν κάλαμον ἐπισύρουσα, μικρὸν πρὸς τὴν
γραφὴν ἐπινυστάζουσα ἐπαισθάνομαι τοῦ λόγου ἀπορ-
ρέοντος. Ὅπου γὰρ βαρβαρικῶν ὀνομάτων ἐξ ἀνάγκης
ἀπαιτεῖται χρῆσις καὶ ἀλλεπαλλήλων ὑποθέσεων διήγησις,
τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας καὶ τὸ συνεχὲς τῆς γραφῆς κατ'
ἄρθρα ἔοικε διακόπτεσθαι· καὶ οὐ νέμεσις τοῖς γε εὔνως
ἐντυγχάνουσι τῇ γραφῇ.
         Ὡς δὲ ὁ μαχιμώτατος Βαϊ-
μοῦντος ἐν στενῷ κομιδῆ τὰ κατ' αὐτὸν ἑώρα, ἔκ τε
θαλάσσης ἔκ τ' ἠπείρου βαλλόμενος, ὡς καὶ τῶν χρειωδῶν
αὐτῷ ἐπιλειπόντων ἤδη πάντοθεν ἐξαπορούμενος, ἱκανὸν
ἀποδιελὼν στράτευμα πρὸς τὰς κατὰ τὸν Αὐλῶνα καὶ τὴν
Ἱεριχὼ καὶ τὰ Κάνινα διακειμένας πόλεις πέπομφεν ἁπά-
σας λῄσασθαι. Ἀλλ' οὐδ' ὁ Καντακουζηνὸς ἠμέλει, οὔτε
νήδυμος ὕπνος ἔσχε τὸν ἄνδρα κατὰ τὸν ποιητήν, ἀλλὰ
γοργῶς τὸν Βεροΐτην μετὰ ἀξιομάχου στρατιᾶς ἀντίπαλον

Joannes Cinnamus Gramm., Hist., Epitome rerum ab Joanne et Alexio


Comnenis gestarum Page 175, line 5

τὸ σόν, καὶ Ῥομπέρτος ἐκεῖνος ὁ Ἰταλίαθεν ἐς Ἐπίδαμνον διαβὰς


μεγάλας τῇδε πάππῳ τῷ σῷ συνδιηγώνιστο μάχας. ἀλλὰ μόγις
καὶ ἀγαπητῶς ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐκεῖνος Ῥομπέρτον διώσατο, σὺ δὲ
καὶ τῆς ἡμετέρας σχεδόν τι περιγέγονας ἁπάσης. εἴ τι οὖν σοι τοῦ
ἀνταμύνασθαι ἡμᾶς ἕνεκα ταῦτα ἐπικεχείρηται, ἅλις σοι τῶν τρο-
παίων· ἱκανῶς ἔχεις ἡμᾶς μετελθών. τὴν ἡμετέραν πατοῦντί σοι  
τὰ τῆς εἰρήνης ἀσπάσασθαι οὔκουν ἐστὶν ἀγεννές, εἰ μὴ καὶ σφό-
δρα ἐπίδοξον. σὺ δὲ καὶ Ῥωμαίους, οὓς τῆς τύχης ἡμῖν δούσης
ἄνδρας οὕτω περιφανεῖς δορυαλώτους ἐποιησάμεθα, αὐτίκα λήψῃ,
ἐφ' οἷς οὐδὲ ὀργίζεσθαί σε δίκαιον ἐφ' ἡμᾶς. ἀνδρὶ γὰρ πολεμου-
μένῳ οὐδεμία νέμεσις ἀντιπράττειν ἐχθροῖς. ὥστε λείπεται ἑνὸς
ἐκείνου ἕνεκα τοῦ περὶ Εὔβοιαν ἡμῖν ἡμαρτημένου δίκαιον εἶναί σε
πολεμεῖν, οὗπερ ἤδη καὶ ὑπερέβης τὰς τίσεις, ὥσπερ ἐλέγομεν.
εἰ μὲν οὖν δίκας ἡμῖν ἐπιθεῖναι προεθυμήθης, ὧν ἐς τὴν χώραν
ἐνεδειξάμεθα τὴν σήν, τοσαῦτα ἀπολελογήμεθα τῷ κράτει τῷ σῷ,
εἰ δὲ ἀεί σοι πολεμητέα γένει τῷ ἡμῶν, ὥρα σοι ἐννοεῖσθαι μή
ποτε πέρα νομίμων εἴη τῶν ἀνθρωπίνων ἡ ἐγχείρησις. τὸ μὲν γὰρ
ταῖς προφάσεσι καὶ τοὺς πολέμους συμμετρεῖν ἀνθρώπινον, πε-
ραιτέρω δὲ χωρεῖν ἄλλος μέν τις εἴποι ἂν ὅτι θηριῶδες, ἡμῖν δὲ
175

τοῦτο μὲν οὐ λεκτέον, αἰτούμεθα δέ σε σπεισάμενον ἤδη πόλεμον


τόνδε καταλύειν.” ταύτην ὁ βασιλεὺς πολλάκις ἀπολεξάμενος τὴν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, page 325, line 5

αὐτό γε τοῦτο μεγάλως εὐτύχησαν, ὅτι τοῖς ἁγιωτάτοις σηκοῖς ὁ


πάντιμος ἱερεὺς οὐκ ἔφθασε προσπεσεῖν, ἐπείτοι γε χάριν τῆς
τῶν διωκόντων ὠμότητος καὶ πρὸς αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπιβώμιος
μιαιφονηθεὶς ἀπέσβεσεν ἂν τῷ αἵματι τὸ ἀκοιμήτῳ δεισιδαιμονίᾳ
τηρούμενον πῦρ ἐξ αἰῶνος.
379. (38 et 39, 19). Ὅτι προτεθείσης προγραφῆς εἰς τὴν ἀγορὰν  
ἀνέδραμε πλῆθος ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀνάγνωσιν. οἱ πλεῖστοι
δὲ συνέπασχον τοῖς ὀφείλουσιν ἀναδέχεσθαι τὸν θάνατον. εἷς δὲ
τῶν συνεληλυθότων κακίᾳ καὶ ὑπερηφανίᾳ διαφέρων ἐγγελῶν τοῖς
κινδυνεύουσι πολλὰ κατ' αὐτῶν ὑβριστικῶς ἐβλασφήμησεν. ἔνθα
δὴ δαιμονίου τινὸς νέμεσις τῷ διασύροντι τὴν τῶν ἀκληρούντων
τύχην ἐπέθηκε τὴν πρέπουσαν τῇ κακίᾳ τιμωρίαν. ἐν γὰρ τοῖς
ἐπὶ πᾶσιν ὀνόμασιν εὑρὼν ἑαυτὸν προσγεγραμμένον εὐθέως ἐπι-
καλυψάμενος τὴν κεφαλὴν προῆγε διὰ τοῦ πλήθους, ἐλπίζων λή-
σεσθαι τοὺς περιεστῶτας καὶ διὰ τοῦ δρασμοῦ πορίσεσθαι τὴν
σωτηρίαν. γνωσθεὶς δὲ ὑπό τινος τῶν πλησίον ἑστώτων, καὶ φα-
νερᾶς τῆς περὶ αὐτὸν περιστάσεως γενομένης, συνελήφθη καὶ
ἔτυχε τῆς τιμωρίας, πάντων ἐπιχαιρόντων τῷ θανάτῳ αὐτοῦ.
380. (38 et 39, 20). Ὅτι πολλῷ χρόνῳ τῆς Σικελίας ἀδικαιο-
δοτήτου γενομένης, ὁ Πομπήιος δοὺς ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν δικαιοδοσίαν
καὶ χρηματίζων περὶ τῶν δημοσίων ἀμφισβητημάτων καὶ τῶν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis Page 69, line 15

Ῥωμαίοις ἐπιτρέπειν. ταῦτα δ' εἰπὼν ἐξέτασσε τῆς ἐπιούσης ἐς


μάχην, καὶ προπηδήσας ἐς τὸ μεσαίχμιον ὡς ἐπί τινα σκέψιν
ἑτέραν, εἶπεν “εἰ μὲν ἔστιν ἔτι τῇ πατρίδι βοηθεῖν, ἕτοιμός εἰμι
μεθ' ὑμῶν· εἰ δ' ἔχει τὰ ἐκείνης ὡς ἔχει, ἐμοὶ μὲν δοκεῖ τῆς
ἰδίας σωτηρίας προνοεῖν, καὶ πίστιν ἔλαβον ἐπί τε ἐμαυτῷ καὶ
ὅσους πείσαιμι ὑμῶν, καιρὸς δὲ καὶ ὑμᾶς ἐπιλέγεσθαι τὰ συνοίσοντα.”
18. Ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι λύοντες ἐν χρείᾳ τὴν ἀτιμίαν τῶν
ἁλόντων περὶ Πύλον ἔφασαν “κοιμάσθων οἱ νόμοι τήμερον.”
19. Ὅτι τὴν γυναῖκα τὴν Ἀσρούβα λέγουσιν ἁπτομένου τοῦ
πυρὸς μετὰ τὴν ἅλωσιν ἀντικρὺ τοῦ Σκιπίωνος γενομένην εἰπεῖν
ἐς ἐπήκοον τοῦ Σκιπίωνος “σοὶ οὐ νέμεσις, ὦ Ῥωμαῖε· ἐπὶ γὰρ
176

πολεμίαν ἐστρατεύσας· Ἀσρούβαν δὲ τόνδε πατρίδος τε καὶ ἱερῶν


καὶ ἐμοῦ καὶ τέκνων προδότην γενόμενον οἵ τε Καρχηδόνος δαί-
μονες ἀμύναιντο, καὶ σὺ μετὰ τῶν δαιμόνων.” εἶτα ἐς τὸν Ἀς-
ρούβαν ἐπιστρέψασα εἶπεν “ὦ μιαρὲ καὶ ἄπιστε καὶ μαλακώτατε
ἀνδρῶν, ἐμὲ μὲν καὶ τοὺς ἐμοὺς παῖδας τόδε τὸ πῦρ θάψει· σὺ
δὲ τίνα κοσμήσεις θρίαμβον ὁ τῆς μεγάλης Καρχηδόνος ἡγεμών;
τίνα δ' οὐ δώσεις δίκην τῷδε ᾧ παρακαθέζῃ;”
20. Ὅτι Σκιπίων πόλιν ὁρῶν ἑπτακοσίοις ἔτεσιν ἀνθήσασαν
ἀπὸ τοῦ συνοικισμοῦ κατασκαπτομένην λέγεται δακρῦσαι καὶ φανε-
ρὸς γενέσθαι κλαίων ὑπὲρ πολεμίων, ἐπὶ πολὺ δ' ἔννους ἐφ'

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis Page 296, line 26

καταπεπολεμημένων ἐνόμιζε μηδένα μήτε βασιλέα μήτε δῆμον ὑπο-


στήσεσθαι τὴν ἰδίαν δύναμιν· τῶν γὰρ ἐν ἐξουσίαις ἀνυπευθύνων
ὄντων εἰώθασιν ἔνιοι τὴν εὐτυχίαν μὴ φέρειν κατ' ἄνθρωπον.
89. Ὅτι ὁ Πολυκράτης ὁ τῶν Σαμίων τύραννος εἰς τοὺς ἐπι-
καιροτάτους τόπους ἀποστέλλων τριήρεις ἐλήστευεν ἅπαντας τοὺς
πλέοντας. ἀπεδίδου δὲ μόνοις τοῖς συμμάχοις τὰ ληφθέντα. πρὸς
δὲ τοὺς μεμφομένους τῶν συνήθων ἔλεγεν ὡς πάντες οἱ φίλοι
πλείονα χάριν ἕξουσιν ἀπολαβόντες ἅπερ ἀπέβαλον ἤπερ ἀρχὴν
μηθὲν ἀποβαλόντες.
90. Ὅτι ταῖς ἀδίκοις πράξεσιν ὡς ἐπίπαν ἀκολουθεῖ τις
νέμεσις οἰκείους τιμωρίας τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἐπιφέρουσα.
91. Ὅτι πᾶσα χάρις ἀμεταμέλητος οὖσα καλὸν ἔχει καρπὸν
τὸν παρὰ τῶν εὐεργετουμένων ἔπαινον· καὶ γὰρ ἂν μὴ πάντες,
εἷς γε τῶν εὖ πεπονθότων ἐνίοτε τὴν ὑπὲρ ἁπάντων ἔδωκε χάριν.
92. Ὅτι ὁ Ἀριστογείτων πᾶσιν ἐποίησε φανερὸν ὡς ἡ τῆς
ψυχῆς εὐγένεια κατισχύει τὰς μεγίστας τοῦ σώματος ἀλγηδόνας.  
93. Ὅτι Ζήνωνος τοῦ φιλοσόφου διὰ τὴν ἐπιβουλὴν τὴν κατὰ
τοῦ Νεάρχου τοῦ τυράννου, κατὰ τὰς ἐν ταῖς βασάνοις ἀνάγκας
ἐρωτωμένου ὑπὸ Νεάρχου τίνες ἦσαν οἱ συνειδότες “ὤφελον γάρ”
ἔφησεν “ὥσπερ τῆς γλώττης εἰμὶ κύριος οὕτω καὶ τοῦ σώματος.”
94. Ὅτι τοῖς ἐπί τινων πραγμάτων διοριζομένοις ὡς οὐκ ἄν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis Page 297, line 6

91. Ὅτι πᾶσα χάρις ἀμεταμέλητος οὖσα καλὸν ἔχει καρπὸν


τὸν παρὰ τῶν εὐεργετουμένων ἔπαινον· καὶ γὰρ ἂν μὴ πάντες,
εἷς γε τῶν εὖ πεπονθότων ἐνίοτε τὴν ὑπὲρ ἁπάντων ἔδωκε χάριν.
92. Ὅτι ὁ Ἀριστογείτων πᾶσιν ἐποίησε φανερὸν ὡς ἡ τῆς
177

ψυχῆς εὐγένεια κατισχύει τὰς μεγίστας τοῦ σώματος ἀλγηδόνας.  


93. Ὅτι Ζήνωνος τοῦ φιλοσόφου διὰ τὴν ἐπιβουλὴν τὴν κατὰ
τοῦ Νεάρχου τοῦ τυράννου, κατὰ τὰς ἐν ταῖς βασάνοις ἀνάγκας
ἐρωτωμένου ὑπὸ Νεάρχου τίνες ἦσαν οἱ συνειδότες “ὤφελον γάρ”
ἔφησεν “ὥσπερ τῆς γλώττης εἰμὶ κύριος οὕτω καὶ τοῦ σώματος.”
94. Ὅτι τοῖς ἐπί τινων πραγμάτων διοριζομένοις ὡς οὐκ ἄν
ποτε πραχθησομένων ἔοικεν ἐπακολουθεῖν ὡσανεί τις νέμεσις ἐλέγ-
χουσα τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.
95. Ὅτι Μεγαβύζου τοῦ καὶ Ζωπύρου, φίλου ὄντος Δαρείου
τοῦ βασιλέως, μαστιγώσαντος δὲ ἑαυτὸν καὶ τὰ περὶ τὸ πρόσωπον
ἀκρωτήρια ἀποκόψαντος διὰ τὸ σύντονον γενέσθαι καὶ Βαβυλῶνα
προδοῦναι Πέρσαις, φασὶ βαρέως φέρειν τὸν Δαρεῖον καὶ εἰπεῖν
βούλεσθαι τὸν Μεγάβυζον, εἰ δυνατὸν ἦν, ἄρτιον γενόμενον ἢ δέκα
Βαβυλῶνας λαβεῖν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν, καίπερ ἀπράκτου τῆς ἐπι-
θυμίας οὔσης.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis Page 357, line 4

σιωπωμένην ἀναδέχεται τιμωρίαν, κἂν τύχῃ διαλεληθὼς τοὺς ἄλ-


λους. διὸ ποινηλατούμενοι τὰς ψυχὰς τὸ θεῖον ἐξιλασκόμενοι ἐρ-
ρίπτουν τὰ χρήματα.
300. Ὅτι τὸ ψεῦδος ἐν τοῖς οἰκείοις τιθέμενον καιροῖς ἐνίοτε
γίνεται μεγάλων ἀγαθῶν αἴτιον.
301. Ὅτι Σκιπίων τὸν Σόφακα τὸν βασιλέα αἰχμάλωτον λα-
βὼν καὶ δεδεμένον λύσας φιλανθρώπως ὡμίλει αὐτῷ· ᾤετο γὰρ  
δεῖν τὴν ἐπὶ τοῦ πολέμου ἔχθραν μέχρι τοῦ νικᾶν φυλάττειν, εἰς
δὲ τύχην αἰχμάλωτον ἀνδρὸς βασιλέως γεγονότος μηδὲν ἐξαμαρ-
τάνειν ἄνθρωπον ὄντα· ἐφορᾷ γάρ, ὡς ἔοικε, τὸν ἀνθρώπινον
βίον νέμεσίς τις θεοῦ, ἣ τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον φρονοῦντας ταχὺ
τῆς ἰδίας ἀσεβείας ὑπομιμνήσκει. διὸ καὶ τὸν Σκιπίωνα τίς οὐκ
ἂν ἐπαινέσειε θεωρῶν πρὸς τὸν κατὰ τῶν πολεμίων φόβον κατα-
πληκτικὸν γενόμενον, ὑπὸ δὲ τοῦ πρὸς τοὺς ἠτυχηκότας ἐλέου τὴν
ψυχὴν ἡττώμενον; ὡς ἐπὶ πολὺ γὰρ εἰώθασιν οἱ πρὸς τοὺς ἀντι-
ταττομένους φοβεροὶ πρὸς τοὺς ὑποπεσόντας ὑπάρχειν μέτριοι.
διὸ καὶ ταχὺ τοῦ Σόφακος ὁ Σκιπίων τῆς εἰς αὐτὸν ἐπιεικείας
ἐκομίσατο χάριν.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis Page 402, line 3

εἰς μεγάλην ἦλθε διάστασιν πρὸς τὸν Ὀκταούιον, προδότης ὢν τῶν


τε ὑπάτων καὶ τῆς πατρίδος. ὁ δὲ Ὀκταούιος οὐδενὶ τρόπῳ συγ-
χωρήσειν ἑαυτὸν ἔφη καὶ τὴν Ῥώμην ὑπὸ τὴν Κίννου δεσποτείαν.
178

καὶ γὰρ ἂν πάντες αὐτὸν καταλείπωσιν, ὅμως ἑαυτὸν διατηρήσειν


ἄξιον τῆς ἡγεμονίας καὶ μετὰ τῶν τὰ αὐτὰ φρονούντων· ἐὰν δὲ
ἀπογνῷ πάσας τὰς ἐλπίδας, ὑφάψειν μὲν τὴν ἰδίαν οἰκίαν, συγ-
κατακαύσειν δὲ αὑτὸν μετὰ τῆς οἰκείας οὐσίας καὶ τὸν μετ' ἐλευ-
θερίας θάνατον εὐγενῶς ἀναδέξασθαι.  
463. Ὅτι ἐπὶ ταῖς τῶν πολιτῶν σφαγαῖς καὶ ταῖς ὑπὲρ ἄν-
θρωπον παρανομίαις ταχέως ἐκ θεῶν τις Κίννᾳ καὶ Μαρίῳ ἠκο-
λούθησε νέμεσις. Σύλλας γάρ, εἷς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ὑπολειφθείς,
περὶ τὴν Βοιωτίαν τὰς Μιθριδάτου δυνάμεις κατακόψας καὶ τὰς
Ἀθήνας ἐκπολιορκήσας, εἶτα Μιθριδάτην σύμμαχον ποιησάμενος
καὶ παραλαβὼν αὐτοῦ τὸν στόλον ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν. ἐν
ἀκαρεῖ δὲ χρόνῳ κατακόψας τὰς περὶ Κίνναν καὶ Μάριον δυνά-
μεις κύριος ἐγένετο πάσης Ῥώμης καὶ Ἰταλίας, καὶ πάντας τοὺς
μετὰ Κίννα μιαιφονήσαντας ἀπέσφαξεν, καὶ τὴν Μαριανὴν συγ-
γένειαν ἐκ βάθρων ἦρε. διὸ καὶ πολλοὶ τῶν μετρίων ἀνδρῶν τὴν
τῶν προκαταρξάντων τῆς μιαιφονίας τιμωρίαν εἰς τὴν τῶν θεῶν
πρόνοιαν ἀνέπεμπον· κάλλιστον γὰρ .... τοῖς ἀσεβῆ βίον αἱρου-
μένοις πρὸς διόρθωσιν κακίας ἀπελέλειπτο.

Leo Diaconus Hist., Historia Page 140, line 20

μεταίχμιον ἔμενον. Ῥωμαίους δὲ κατὰ μέτωπον ἀντιτάξας ὁ βα-


σιλεὺς, καὶ τοὺς πανσιδήρους ἱππότας κατὰ θάτερον κέρας πα-
ραστησάμενος, τούς τε τοξότας καὶ σφενδονήτας ἐξόπισθεν ἐπι-
στήσας, καὶ θαμινὰ βάλλειν ἐγκελευσάμενος, ἐπῆγε τὴν φάλαγγα.
 ιʹ. Τῶν δὲ στρατοπέδων εἰς χεῖρας ἀλλήλοις συναραχθέν-
των, καὶ σφοδρᾶς τῆς μάχης καταῤῥαγείσης, ἰσοπαλὴς παρὰ τὰς
πρώτας προσβολὰς ὁ ἀγὼν τέως ἐν ἀμφοτέροις ἐγίνετο. Ῥῶς μὲν
γὰρ δεινόν που καὶ σχέτλιον τιθέμενοι, εἰ δόξαν παρὰ τῶν προσοί-
κων ἐθνῶν ἔχοντες, ἐν ταῖς μάχαις ἀεὶ τῶν ἀντιπάλων κρατεῖν, νῦν
ὑπὸ Ῥωμαίων αἰσχρῶς ἡττηθέντες ταύτης ἐκπέσοιεν, ἐκθύμως
διηγωνίζοντο. Ῥωμαίοις δὲ αἰδώς τις εἰσῄει καὶ νέμεσις, εἰ τὸ ἀν-
τίξουν ἅπαν ὅπλοις καὶ τῇ σφῶν ἀρετῇ καταστρεφόμενοι, νῦν
ἀπέλθοιεν, παρὰ πεζομαχοῦντος ἔθνους, ἱππάζεσθαι μηδόλως
εἰδότος, καταγωνισθέντες, ὥς τινες ἔργων μάχης ἀνάσκητοι, καὶ  
τοσοῦτον αὑτοῖς ἐν ἀκαρεῖ κλέος οἰχήσεται. τὰς τοιαύτας δὴ δό-
ξας παρ' ἑαυτοῖς ἐντρέφοντα τὰ στρατεύματα θαῤῥαλέως διηγω-
νίζοντο· καὶ Ῥῶς μὲν τῇ συντρόφῳ θηριωδίᾳ καὶ τῷ θυμῷ στρα-
τηγούμενοι, μετὰ ῥύμης κατὰ Ῥωμαίων ἐφήλλοντο, οἷον ἐνθου-
σιῶντες καὶ βρυχώμενοι· Ῥωμαῖοι δὲ μετ' ἐμπειρίας καὶ τεχνικῆς
ἐπιστήμης αὐτοῖς ἀντεπῄεσαν. καὶ συχνοὶ παρ' ἀμφοτέρων ἔπιπτον
τῶν μερῶν, καὶ μέχρι μὲν δείλης βαθείας ἀμφιτάλαντος ἡ νίκη
179

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Halosis,pt2, page 653, line of page 7

κας ὀβολῶν μετρίων πολλάκις ἀποδιδόναι καὶ ἀποπέμπεσθαι, καὶ


μᾶλλον εἰ προσανέχουσι τηλίᾳ καὶ προστετήκασι πεττοῖς πανημέριοι
ἢ καὶ πρὸς ὁρμὴν ἄλογον καὶ μανιώδη, οὐ μὴν ἀνδρείαν ἔμφρονα, κατ'
ἀλλήλων ἐνθουσιῶσι καὶ τὴν Ἄρεος σκευὴν περιτίθενται, τῆς νίκης  
προτιθέντες ἆθλον πάντα τὰ προσόντα σφίσιν, αὐτὰς τὰς κουριδίους
ἀλόχους, ἐξ ὧν πατέρες ἠκηκόεισαν τέκνων, ἔτι δὲ τὸ μέγα χρῆμα καὶ
τοῖς ἄλλοις δυσπαραίτητον τὴν ψυχήν, καὶ ἧς ἕνεκα τὰ πάντα περι-
σπουδάζουσιν ἄνθρωποι. ἄλλως τε ποῦ παρ' ἀγραμμάτοις βαρβάροις
καὶ τέλεον ἀναλφαβήτοις ἀνάγνωσις καὶ γνῶσις τῶν ἐπὶ σοὶ ῥαψῳδη-
θέντων ἐκείνων ἐπῶν
  “οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
  τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
  αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεαῖς εἰς ὦπα ἔοικεν”;
 Δοτέον κἀκεῖνο τῷ λόγῳ. ἀνέκειτο ἐπὶ στήλης νεοειδὲς τὴν ὄψιν
γύναιον, αὐτὸ τῆς ἡλικίας ἄγον τὸ χαριέστατον, ἐς τοὐπίσω τὴν κόμην
ἀναδούμενον ἐπ' ἀμφότερα τοῦ μετώπου συνεστραμμένην, οὐχ ὑπερ-
αιωρούμενον, ἀλλ' ὡς ἁπτὸν εἴη τοῖς ἐς αὐτὸ τὰς χεῖρας ἐκτείνουσι.
τούτου δὴ τοῦ μορφάσματος ἡ δεξιὰ χείρ, μηδενὸς ὑπόντος ἐρείσματος,
ἄνδρα ἔφιππον ἀφ' ἑνὸς ἱππείου ποδὸς ἐπὶ παλάμας ἀνεῖχεν ὡς οὐδὲ
σκύφον κεράσματος ἕτερος. ἦν δ' ὁ μὲν ἀναβάτης σφριγῶν τὸ σῶμα,
φραττόμενος θώρακι, κνημῖσι τὼ πόδε περιστελλόμενος, πνέων ἀτεχνῶς

Nicolaus I Mysticus Theol., Epist., Opuscula diversa


Section 192, line 15

ἀπολαύειν εὐμενείας τὸν περιούσιον καὶ ἠγαπημένον λαὸν τὰ ἐμὰ


πταίσματα· οὕτω λέγω καὶ νῦν. Ἡ γὰρ ἐμὴ τεταπεινωμένη καὶ πρὸς
τὸν ὕψιστον μὴ ἀναβαίνειν οἵα τε οὖσα δέησις καταστρέφει μου τὴν
ψυχὴν εἰς ἀνήνυτον.
 Οὕτω φρονῶ καὶ οὕτως ἔχω περὶ ἐμαυτοῦ, πλὴν τῆς αὐτῆς
φύσεως καὶ ὑμεῖς, καὶ πάντας ὑφ' ἁμαρτίαν κεῖσθαι ἀνάγκη. Καὶ
σκοπήσατε τὸ οἰκεῖον ἐπιμελῶς συνειδός, καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἐν ὑμῖν
οἷον φέρει κατάγνωσιν, ὃ διίστησι τῆς πρὸς θεὸν οἰκειότητος καὶ τὴν
κραυγὴν ἡμῶν, ἐπειδὰν κράζωμεν, εἰς ἀέρα ποιεῖ διαλύεσθαι. Σκοπῶ-
μεν δὲ εἰ μ̣ὴ̣ διδόαμεν ἔλεγχον τῆς τοιαύτης συνειδήσεως, ὁπότε θεία
ἐπὶ κεφαλῆς ὁρᾶται νέμεσις καὶ ταύτην οὐχ οἷοί τέ ἐσμεν παραιτήσασθαι,

ὥσπερ τοὺς Χριστῷ ἀνατεθειμένους ἀκούομεν πρότερον, οἳ ἀληθῶς


τῷ παναγίῳ ἐπικεκλημένοι ὀνόματι αὐτίκα τῇ δεήσει φιλανθρωπίας
180

ἐτύγχανον.
 Ἀλλὰ γὰρ εἴ τι τοιοῦτον, ὃ καταισχύνει καὶ κακοὺς ἐλέγχει καὶ
παρρησίας οὐ μεταδίδωσι, μεταβαλώμεθα, μεταθώμεθα τὴν προαίρεσιν,
καὶ σπουδάσωμεν μὴ κλήσει μόνον ἀνατεθεῖσθαι τῷ ὑπὲρ ἡμῶν πα-
ρασχόντι τὸ αἷμα, πολὺ δὲ πρότερον τῇ τῶν πράξεων οἰκειότητι·
τοιοῦτοι γὰρ οἱ πάλαι καὶ διὰ τοῦτο τῆς πρὸς αὐτὸν ἠξιοῦντο παρ-
ρησίας. Οἴμοι, ὅτι πάντες ἠχρειωμένοι γεγόναμεν καὶ ὡς ἐπιλελησμένοι
παρὰ θεοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὗ θαυμάζει τὸ πρόσωπον,

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Section 29, line 2

ἀφίημι τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἐρευνᾶν.  


 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς με συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ε ψιλοῦ γράφεται· οἷον, μέγαρον· μεσσηγύς· Μελέαγρος·
μέδιμνον· μέλαθρον· Μέδων· σεσημείωται τὸ μαίνω τὸ ὀργί-
ζομαι· ἐπὶ γὰρ τοῦ οἰκῶ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ· καὶ τὸ μαῖα, ἡ
τροφός· παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ· μαιμάσσω, τὸ προθυ-
μοῦμαι· μαιμάχης ὁ ὑβριστής· μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ τά-
λιμνος ὁ ἐν Ἄργει ποταμός· μαίμω τὸ ἐνεργῶ κινεῖσθαι ὡς
διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενα.
 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς νε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ε ψιλοῦ γράφεται· νέκταρ· Νέμεσις· νέπως· νέκυς· νεκρός·
νεηλος· σεσημείωται τὸ ναὶ ἐπίῤῥημα, τὸ ναίχι· καὶ τὸ ναίω
ῥῆμα, τὸ οἰκῶ, διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενα.
 Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς ξε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ε ψιλοῦ γράφεται· ξένος· Ξενίων ὄνομα κύριον· ξενὼν τὸ
περιεκτικόν· ξέω· ξερόν· σεσημείωται τὸ ξαίνω ῥῆμα διὰ
τῆς αι διφθόγγου γραφόμενον.
 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς πε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ε ψιλοῦ γράφεται· πέλαγος· Πελίας· πελεκάν· πέδον ἡ γῆ·
πέδηλον· πέταυρον· Πελασγός· περιστερός· πελώριος· πέ-
δουρος ὁ μετέωρος· πεδανός· πέπων· πέπειρος·

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 2, page 148, line 13

θεν ἀρξάμενος ἐς τὴν ἀκρόπολιν φέρουσαν. παρε-


σκευασμένου δὲ ἤδη τοῦ ὑπονόμου, ἐπεὶ πολλοὶ καὶ
ἀπὸ τῆς Ῥώμης αὐτῷ προσεχώρησαν ἐθελονταί, πα-
ραλαβὼν κἀκείνους προσέβαλε τῇ πόλει καὶ πανταχό-
θεν τὸ τεῖχος ἐκύκλωσε· τῶν δ' ἐντὸς περὶ πάντα
181

τὸν περίβολον σκεδασθέντων, ἔλαθον ἕτεροι διὰ τῶν


ὑπονόμων γεγονότες ἐντός. ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως
καὶ τῶν Ῥωμαίων διαρπαζόντων τὰ ἐν αὐτῇ, ὁρῶν
ἀπὸ τῆς ἄκρας ὁ Κάμιλλος τὰ πραττόμενα ἐστέναξε
καὶ ἐδάκρυσε καί “ὦ θεοί,” ἔφη, “εἴ τις Ῥωμαίοις
ὀφείλεται νέμεσις τῆσδε τῆς εὐπραγίας ἀντίστροφος,
εὔχομαι ταύτην εἰς ἐμαυτὸν τελευτῆσαι.” τὴν δὲ
τῆς λείας δεκάτην ἐξελὼν ἀκόντων τῶν στρατιωτῶν
ἀνέθετο τῷ Ἀπόλλωνι, εὐχὴν τοῦτο πρὶν ποιησάμε-
νος. ἀνέθετο δὲ καὶ κρατῆρα χρυσοῦν ἐκ τοῦ τῶν
γυναικῶν κόσμου πεποιημένον· ἀνθ' οὗ τιμὴ αὐ-
ταῖς παραχρῆμα ἐψήφιστο· ἡ δὲ ἦν τὸ ἐπ' ὀχημάτων
αὐτὰς ἐς τὰς πανηγύρεις φοιτᾶν, αὐτοποδίᾳ βαδι-
ζούσαις πρότερον ἐς αὐτάς. τῷ δὲ Καμίλλῳ προς-
ώχθισεν ὁ δῆμος καὶ ἐνεμέσησε, τὸ μὲν ὅτι τὴν δε-
κάτην τῶν λαφύρων οὐκ ἐν τῷ διαρπάζεσθαι ταῦτα,

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter alpha, page 43, line 8

 τῷ αὐτῷ πολυχρονίῳ θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας,


 τοῦ μὲν τοῖς παροῦσιν ὀργιζομένου, τῆς δὲ ἐφιε-
 μένης τῶν μὴ παρόντων. ἀδικία παρὰ τῷ ἀπο-  
 στόλῳ ἡ τῶν εἰδώλων ἀπάτη· ἐκεῖνοι οὖν τὴν
 ἀδικίαν κατέχουσιν, ὅσοι τὸ σέβας τοῦ θεοῦ πα-
 ραπέμπουσιν εἰδώλοις· τὸ δὲ κατέχουσιν, ἀντὶ
 τοῦ φυλάττουσιν. ὁ δὲ Πλάτων φησὶ τὴν ἀδικίαν
 νόσον ψυχῆς εἶναι. οὐδεμία οὖν νόσος ψυχῆς
 ὠφέλιμος ἐστίν.
Ἀδειάς. εἶδος ἐσχάρας.
Ἀδράστεια. ὄνομα κύριον, καὶ ἡ νέμεσις. καὶ
 τόπος μεταξὺ Πριάμου καὶ τοῦ Παρείου.
Ἀδμῆτιν. ἀδάμαστον.
Ἀδημονία. σκυθρωπότης ψυχῆς. ἡ διάθεσις ἐπὶ
 ἀποτυχίᾳ τινὸς τῶν ποθουμένων γινομένη. ἀδη-
 μονία λέγεται καὶ ἡ φροντίς.
Ἄδεια. ἀφοβία, εὐδία.
Ἀδελφιξία. ἡ κοινωνία. καὶ ἀδελφὸν τὸ κοινόν.
Ἀδμενίδες. αἱ δοῦλαι. οἶμαι δὲ, ὅτι ἀδμωλίδες θέ-
 λει γράφεσθαι.

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter nu, page 1391, line 14


182

 ὅθεν καὶ λαγὼν τὸ αὐτὸ εἴρηται. [παρὰ τὸ λή-


 γω. τὸ δὲ νέω σημαίνει τὸ πορεύομαι· εἰς αὐ-
 τὴν γὰρ πορεύονται τὰ ἐσθιομένα.]
Νείαιρα. ἡ ἐσχάτη.
Νειός. ἡ ἠροτριασμένη γῆ.
Νείκη. ἡ φιλονεικία.
Νεκάδες. Ὅμηρος εἴωθε λέγειν τὰς τῶν νεκρῶν
 τάξεις, παρὰ τὸ νέκυας, νεκυάδας τινὰς οὔσας
 καὶ νεκάδας.
Νεκυομαντία. ἡ νεκρομαντία.
Νέμεσις. ὕβρις· μέμψις.
Νέμεα. πόλις.
Νέμεια. ἑορτὴ καὶ πόλις.
Νεοσσεία καὶ νεοττεία. ἡ ἐκλέπισις.
Νεότης. ἀκμὴ σώματος, ἢ ἄστατος πρακτέων
 γνώμη. ἢ πρόφασις ἀκολασίας τοῖς ἀκρατεστέροις.
Νεολαία. ὁ νέος λαός.

Laonicus Chalcocondyles Hist., Historiae Vol. 2, page 278, line 21

τὸ ἐπὶ μέγα τὸ Ἰλλυρικὸν γένος χωρῆσαι δυνάμεως, καὶ ἐπὶ


πολλὰ ταύτῃ σκεδασθῆναι ἀνὰ τὴν Θρᾴκην, Ἰλλυριοὺς μᾶλλον
τὸ γένος τοῦτο εἶναι ἢ Ἀλβανούς. συντίθεμαι δὲ καὶ ἐκείνοις
ἔγωγε, οἳ φάσκουσι τὸ Ἰλλυρικὸν γένος ἴσχειν αὐτῷ τὴν ἐπω-
νυμίαν ἀπὸ τῆς χώρας, διακεκρίσθαι μέντοι ὕπαρχον, ἄλλοτε
ἄλλην φωνὴν ἀφιέμενον, ὥστε πολλὰ γένη αὐτοῦ καὶ σφίσι
διενηνοχότα πάμπαν ἐς τὴν φωνήν, λαχεῖν τοὔνομα τοῦτο Ἰλλυ-
ριοὺς καλουμένους. ἀλλὰ ταῦτα μὲν οὕτω μοι ἐς τοσοῦτον
ἀναγεγράφθω· εἰ δὲ μὴ τοὔνομα αὐτὸ ἐς γένος τοῦτο ὀρθῶς
εἴρηται, διὰ δὲ τὴν χώραν, ἣν ἐνοικοῦν, φαίνεται τὴν Ἰλλυριῶν,
ἄξιόν ἐστι φέρεσθαί οἱ τοὔνομα τοῦτο, καὶ μὴ νέμεσις εἴη
οὕτω φρονοῦντι περὶ αὐτῶν. Ἀλβανοὺς γὰρ ἔγωγε μᾶλλόν τε
τοῖς Μακεδόσι προστίθεσθαι ἂν λέγοιμι, ἢ ἄλλῳ τινὶ τῶν κατὰ
τὴν οἰκουμένην ἐθνῶν· οὐδενί τε γὰρ συμφέρονται, ὅτι μὴ τὸ
Μακεδόνων γένος. ἀλλὰ τούτων μὲν πέρι ἅλις ἔστω ταῦτα
εἰρημένα, καλείσθωσαν δέ μοι τῷ ὀνόματι τούτῳ, Ἰλλυριοί,  
οἱ περὶ τὸν Ἰόνιον οἰκοῦντες ἄχρις ἄκρας Ἰστρίας καλουμένης
πρὸς τῷ μυχῷ τοῦ κόλπου, ἀνεχούσης ταύτῃ ἐς τὸ πέλαγος,
καὶ οἱ περὶ τὴν ταύτῃ μεσόγαιον οἰκοῦντες Ἰλλυριοί.
 Ἐπὶ τούτων δὲ τὸν βασιλέα ἐστρατεύετο βασιλεὺς Μεχμέτης,
ὅτι τὸν φόρον αὐτοῦ, ὡς ἐπ' αὐτὸν ἀφίκετο βασιλέα κῆρυξ κελεύων
183

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) Page 65, line 4

ἐγκατέστησαν, συχνοὺς τοὺς ὀπτῆρας ἐπὶ βασιλικαῖς ὑπηρεσίαις


τάξαντες.
Οἱ δὲ μεγιστᾶνες, οἱ μὲν ἐν ταῖς τιμαῖς ἔτι μένοντες, οἱ δὲ καὶ τῶν ὅπῃ
ποτὲ γῆς ἀκηδέες ἔμενον ἐξ ὀργῆς γωνιῶν ἐξάλμενοι, τῶν μὲν πραγμάτων

ἐλευθέρως εἶχον, τῆς δὲ γλώσσης οὔπω θαρροῦντες – οἱ γὰρ


Μουζάλωνες
ἐφειστήκεισαν – , ἐβυσσοδόμευον τὰς ὀργάς, καὶ πάντες προσεποιοῦντο
πρὸς ἐκείνους τὸ εὐπειθές, ὡς ὑπὸ βασιλεῖ δῆθεν τελοῦντες τῷ
μειρακίσκῳ,
εἰ καὶ ὀδὰξ οἱ παθόντες παρὰ τοῦ πατρός, φαγόντος τοὺς τῆς ὀργῆς  
ὄμφακας καὶ κόνδυ πικρίας ἐκείνους ποτίσαντος, αἱμωδιᾶν ὠρέγοντο τὸν
υἱόν· πλὴν καὶ οὕτως ἔχοντες δυσμενείας, οἱ μὲν τῷ ἐπιτροπευομένῳ καὶ
νέῳ, οἱ δὲ τοῖς ἐφεστηκόσι, παθόντες μέν τι καὶ ἐξ ἐκείνων τὸ πρίν, οὐ
μὴν δ' ἀλλ' οὐδ' ἡ Νέμεσις ἠρεμεῖν εἴα, οὕτω παρὰ τὸ εἰκὸς τιμηθέντων,
μὴ δυσμεναίνοντας κακουργεῖν, τῷ πρὸς ἐκείνους τέως φόβῳ
συγκατεκλί-
νοντο.
 Τότε δ' ὁ πρῶτος τῶν Μουζαλώνων, ὃς καὶ τῷ τοῦ πρωτοβεστιαρίου
τετίμητο ἀξιώματι, ὁρῶν τὸν φθόνον πολὺν καὶ δεινὸν ὑφέρποντα καὶ
ὡς βασιλειᾶν παρὰ πολλῶν ὑποπτεύοιτο, κἀντεῦθεν τὸν μέγαν κίνδυνον
ὑφορώμενος, ἔγνω, συνετὸς ὤν, πείρᾳ τὸ στράτευμα δοκιμάσαι, ἅμα δὲ
καὶ τοὺς μεγιστᾶνας γνωρίσαι ὅπως ἔχοιεν ἐκείνῳ τῆς διαθέσεως, πολλὰ
πρότερον ὑποταγῆς καὶ δουλείας σύμβολα πρὸς τὸν ἀφήλικα δεσπότην

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) Page 579, line 28

τὴν εἰρήνην εἶπον καὶ ἀπάτην εἶναι καὶ προὐβίβασαν ζητεῖν σφᾶς τὸ
πλέον
κατά τινα δοκιμήν – καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τῆς ἐπιστάσης πρεσβείας κεφά-
λαιον – , βούλομαι προλαβὼν μικρὰ πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν καὶ πληροφορῆσαι,
ὡς
ἂν μή, ἐξαπιναίως ἀκούσαντες, ταραχθείητε, μηδέ τι πάλιν ἡμῶν τὸ πρὸς
σφᾶς κυβερνητικὸν ἰδόντες, ὑποψίαις ταῖς οὐ καλαῖς περὶ ἡμῶν
βληθείητε.
Ἐγὼ γάρ, καὶ ὁ συνίστωρ εἴη Θεός, ὑπὲρ τοῦ μή τι παραλυθῆναι τῶν
184

ἡμετέρων μέχρι καὶ αὐτῆς κεραίας ἢ μὴν ἰῶτα, αὐτὸς ἐγὼ


καθυπισχνοῦμαι
αὐτὸ τὸ θεῖον σύμβολον τῶν πατέρων ἐνθεῖναι σημαίᾳ καὶ πολεμῆσαι μὴ
ὅτι γε Ἰταλοῖς, ἀλλὰ καὶ παντὶ ἔθνει ὑπὲρ τούτων ἀμφισβητοῦντι. Καὶ
αὕτη
μέν ἐστιν ἡ πληροφορία ἣν δίδωμι πρὸς ὑμᾶς· ἄλλως δὲ κυβερνῆσαι καὶ
μετ'
εἰρήνης ἀποπέμψαι τοὺς πρέσβεις οὔτ' ἐμοὶ νέμεσις πάντως οὔθ' ὑμῖν
ἀδικία τὸ σύνολον. Ἀξιῶ γοῦν καὶ προσπτύσσεσθαι σφᾶς φιλικῶς καὶ
ἀσπάζεσθαι εὐμενῶς, μήπως καὶ τὴν θήραν, ὃ δή φασιν, ἀνασοβήσωμεν,
καὶ  
μᾶλλον πάπα γεγονότος νέου καὶ οὐ κατὰ τὸν Γρηγόριον ὄντος εὐμενοῦς
οὕτω τοῖς ἡμετέροις πράγμασι. Τὸ δ' ἐντεῦθεν ἐμοὶ μελήσει, μηδὲ
διωρίαν
λαβόντι βουλῆς, τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀποκρίσεως.»
 Ταῦτα τοῦ βασιλέως εἰπόντος, ὁ μὲν πατριάρχης ἐφίσταται τῇ τῶν
Μαγγάνων μονῇ, καὶ οὕτω τὰ καθ' αὑτὸν διασκευάζεται ὡς μηδεμίαν τῶν

εἰς αὐτὸν πραχθέντων γνῶσιν παρασχεῖν σφίσι· τῶν δ' ἀρχιερέων τε καὶ
τῶν
ἐκκρίτων τοῦ κλήρου ἀμφ' αὐτὸν συναχθέντων, παραγίνονται καὶ οἱ
πρέσβεις.

Aristaenetus Epist., Epistulae Book 1, letter 1, line 59

ἐμοί, Ἥρας Ἀθηνᾶς οὐκ ἔκρινα τὴν θεὸν εὐπρεπεστέραν


ὑπάρχειν, ψῆφον αὐτῇ δίκης οὐκ ἀπέδωκα μῆλον, καὶ
ἁπλῶς μοι ταύτην πεφιλοτίμηται τὴν Ἑλένην. ὦ πότνια
Ἀφροδίτη, τί σοι τῆς Λαΐδος ἕνεκα θύσω; ἣν οἱ προσβλέπον-
τες ἀποτροπιάζουσιν ὧδε σὺν θαύμασι προσευχόμενοι τοῖς
θεοῖς· “ἀπίτω φθόνος τοῦ κάλλους, ἀπίτω βασκανία τῆς
χάριτος”. τοσοῦτον αὐτῇ περίεστιν εὐπρεπείας, ὡς τῶν  
προσιόντων ἀγλαΐζειν τὰς κόρας τὴν Λαΐδα. καὶ γέροντες
εὖ μάλα πρεσβῦται θαυμάζουσιν, ὡς οἱ παρ' Ὁμήρῳ δημο-
γέροντες τὴν Ἑλένην, καὶ· “εἴθε”, φασίν, “ἢ ταύτην ηὐτυ-
χήσαμεν ἡβῶντες ἢ νῦν ἠρξάμεθα τῆς ἡλικίας”. οὐ νέμεσις
τὸ γύναιον εἶναι διὰ στόματος τῇ Ἑλλάδι, ἔνθ' οἱ κωφοὶ
διανεύουσιν ἀλλήλοις τῆς Λαΐδος τὸ κάλλος. οὐκ ἔχω ὅ τι
λέγω, οὐδὲ ὅπως παύσομαι· λήξω δὲ ὅμως, ἓν μέγιστον
ἐπευχόμενος τοῖς γραφεῖσι, τῆς Λαΐδος τὴν χάριν, ἧς δι'
ἔρωτα πολὺν οἶδα καὶ νῦν τὸ προσφιλὲς ὄνομα πολλάκις
εἰπών.
185

Anonymi In Aristotelis Artem Rhetoricam Rhet., In Aristotelis artem


rhetoricam commentarium Page 112, line 28

ἤτοι δυσπραγοῦσι, νεμεσᾶν δὲ ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν ἤτοι ἐπὶ


τοῖς ἀναξίως εὐπραγοῦσι· [b15] διὸ καὶ τοὺς θεοὺς νεμεσᾶν λέγομεν·
’Ζεὺς γάρ οἱ νεμεσᾷ’. [b19] ὁ μὲν φθόνοςἐστὶ λύπη εἰς εὐπραγίαν,
ἤτοι ὅταν τις λυπῆται ἐπὶ ἀγαθῷ ἀνθρώπῳ εὐπραγοῦντι. [b21] ἅπασι
δὲ ἤγουν καὶ τῷ φθονερῷ ἀνθρώπῳ καὶ τῷ νεμεσητικῷ δεῖ ὑπάρχειν
ὁμοίωςτὸ λυπεῖσθαι ἐπὶ τῷ πλησίον εὐπραγοῦντι, οὐχ ἵνα μὴ ἐπισυμβῇ
αὐτῷ τι κακὸν ἀπὸ τοῦ εὐπραγῆσαι τὸν πλησίον, ἀλλ' ἵνα λυπῆται διὰ τὸ
εὐπραγῆσαι αὐτὸν τὸν πλησίον, καὶ ταῦτα μὴ ὑποπτεύων παθεῖν τι κακὸν

ἐκ τοῦ πλουτῆσαι ἐκεῖνον· ὅταν γὰρ λυπῆταί τις ἐπὶ τῷ πλησίον εὐπρα-
γοῦντι δι' αὐτὸ τοῦτοἤτοι διὰ τὸ ὑπάρξαι αὐτῷ τι φαῦλον καὶ κακὸν
ἀπὸ τῆς ἐκείνου εὐπραγίας, φόβος ἐστὶ τοῦτο, ἀλλ' οὐ νέμεσις. [b26]
εἰ γοῦν τις λυπεῖται, ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἀναξίως κακοπραγοῦντα, πάντως ἡσθή-
σεται, ἐὰν ἴδῃ τινὰ κακὸν κακοπραγοῦντα ἀξίως· ὡσαύτως δὲ εὐφρανθῇ,
καὶ ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἀγαθὸν εὖ πράττοντα κατ' ἀξίαν· [b32] διὰ τοῦτο γὰρ
χαίρει, διότι ἐλπίζει αὐτῷ ἀγαθῷ ὄντι ὑπάρξαι τὰ ὅμοια, ἐπεὶ καὶ τῷ
ὁμοίῳἤτοι τῷ ἐπιεικεῖ ταῦτα συνέβησαν. τὰ δ' ἐναντίαἤτοι τὸ λυπεῖσθαι
ἐπὶ τοῖς ἀξίως εὐπραγοῦσιν εἰσὶ τοῦ ἐναντίουἤτοι τοῦ φθόνου. φθόνος
μέν ἐστι λύπη ἐπὶ τῷ ἐπιγινομένῳ ἀγαθῷ τινι τῶν πλησίον· [b34]  
ἐπιχαιρέκακοςδέ ἐστιν, ὅταν τις χαίρῃ, εἰ ἴδῃ τὸν πλησίον στερηθέντα
τοῦ ἐνόντος αὐτῷ ἀγαθοῦ. [1387a4] ὥστεταῦτα, ἃ εἴπομεν, χρησι-
μεύουσί σοι, ὥστε δεικνύειν μὴ ἐλεεινὰὄντα τὰ ἐπισυμβάντα τινὶ ἐκ τοῦ

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. ii-v commentaria Page 137, line 28n

λέγωνἀλαζὼν ὤν· ἐν προσποιήσει γὰρ ἀληθείας οὗτος, οὐκ ἐν ἀληθείᾳ·


εἴρων δὲ ὁ ἐπὶ τὸ ἔλαττον ψευδόμενος. ὡς εἶναι τούτους μὲν προσποιου-
μένους τὸ ἀληθές, τὸν δὲ ἀληθεύοντα. εἰσὶ δὲ καὶ ἐν τοῖς πάθεσιν.
ἐζήτηται πῶς εἰπὼν κατὰ τὰ πάθη μήτε ἐπαινεῖσθαι μήτε ψέγεσθαι νῦν
λέγει τινὰ εἶναι πάθη ψεκτὰ καὶ ἐπαινετά. ἢ οὐ λέγει ἁπλῶς ἂν πάθη
τὴν αἰδῶ καὶ τὴν νέμεσιν, ἀλλ' οὐδὲ τὰς ὑπερβολὰς καὶ τὰς ἐνδείας
αὐτῶν, ἀλλὰ διαθέσεις τινὰς πρὸς πάθη μόνα, τὸ εὖ καὶ τὸ μὴ ἐχούσας,
οὐκέτι δὲ καὶ πρὸς πράξεις; ἡ δὲ ἀρετή ἐστιν ἕξις προαιρετικὴ περὶ πάθη
καὶ πράξεις. ἔτι τὰ οὕτω λεγόμενα πάθη τὰ μὲν μεμέτρηται, τὰ δέ ἐστιν
ἄμετρα· κατὰ δὲ τὰἁπλᾶ πάθη οὔτε ἔπαινος οὔτε ψόγος.
186

Νέμεσις δὲ μεσότης φθόνου.

 Ζητήσει ἄν τις εὐλόγως, πῶς μεσότης ἡ νέμεσις φθόνου καὶ ἐπιχαιρε-


κακίας καὶ ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως, περὶ λύπας καὶ ἡδονὰς τὰς ἐπὶ τοῖς
πέλας συμβαίνουσι γινομένας. δοκεῖ γὰρ τοῦ αὐτοῦ ἤθους εἶναι τό τε  
λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις καὶ τὸ χαίρειν ἐπὶ ταῖς τῶν
ἀγαθῶν δυσπραγίαις, ὃ καὶ αὐτὸς δείκνυσιν ἐν ταῖς ῥητορικαῖς τέχναις.
ὁ γὰρ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις οὗτος καὶ ἥδοιτ' ἂν
τῶν ἀπαθῶν δυστυχούντων. εἰ δὲ τοῦτο, οὐκ ἂν εἶεν αἱ ἕξεις ὅ τε φθόνος
καὶ ἡ ἐπιχαιρεκακία διεστῶτα ὡς ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις· τοῦ αὐτοῦ γὰρ
ἄμφω. εἰ δὲ μὴ αὗται διεστᾶσιν, οὐδ' ἂν ἡ νέμεσις αὐτῶν εἴη μεσότης.
εἰ μὲν οὖν ἔλεγον τὴν νέμεσιν μεσότητα μὴ τούτων εἶναι ἀλλὰ φθόνου,

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. ii-v commentaria Page 137, line 29

εἴρων δὲ ὁ ἐπὶ τὸ ἔλαττον ψευδόμενος. ὡς εἶναι τούτους μὲν προσποιου-


μένους τὸ ἀληθές, τὸν δὲ ἀληθεύοντα. εἰσὶ δὲ καὶ ἐν τοῖς πάθεσιν.
ἐζήτηται πῶς εἰπὼν κατὰ τὰ πάθη μήτε ἐπαινεῖσθαι μήτε ψέγεσθαι νῦν
λέγει τινὰ εἶναι πάθη ψεκτὰ καὶ ἐπαινετά. ἢ οὐ λέγει ἁπλῶς ἂν πάθη
τὴν αἰδῶ καὶ τὴν νέμεσιν, ἀλλ' οὐδὲ τὰς ὑπερβολὰς καὶ τὰς ἐνδείας
αὐτῶν, ἀλλὰ διαθέσεις τινὰς πρὸς πάθη μόνα, τὸ εὖ καὶ τὸ μὴ ἐχούσας,
οὐκέτι δὲ καὶ πρὸς πράξεις; ἡ δὲ ἀρετή ἐστιν ἕξις προαιρετικὴ περὶ πάθη
καὶ πράξεις. ἔτι τὰ οὕτω λεγόμενα πάθη τὰ μὲν μεμέτρηται, τὰ δέ ἐστιν
ἄμετρα· κατὰ δὲ τὰἁπλᾶ πάθη οὔτε ἔπαινος οὔτε ψόγος.

Νέμεσις δὲ μεσότης φθόνου.

 Ζητήσει ἄν τις εὐλόγως, πῶς μεσότης ἡ νέμεσις φθόνου καὶ ἐπιχαιρε-


κακίας καὶ ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως, περὶ λύπας καὶ ἡδονὰς τὰς ἐπὶ τοῖς
πέλας συμβαίνουσι γινομένας. δοκεῖ γὰρ τοῦ αὐτοῦ ἤθους εἶναι τό τε  
λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις καὶ τὸ χαίρειν ἐπὶ ταῖς τῶν
ἀγαθῶν δυσπραγίαις, ὃ καὶ αὐτὸς δείκνυσιν ἐν ταῖς ῥητορικαῖς τέχναις.
ὁ γὰρ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις οὗτος καὶ ἥδοιτ' ἂν
τῶν ἀπαθῶν δυστυχούντων. εἰ δὲ τοῦτο, οὐκ ἂν εἶεν αἱ ἕξεις ὅ τε φθόνος
καὶ ἡ ἐπιχαιρεκακία διεστῶτα ὡς ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις· τοῦ αὐτοῦ γὰρ
ἄμφω. εἰ δὲ μὴ αὗται διεστᾶσιν, οὐδ' ἂν ἡ νέμεσις αὐτῶν εἴη μεσότης.
εἰ μὲν οὖν ἔλεγον τὴν νέμεσιν μεσότητα μὴ τούτων εἶναι ἀλλὰ φθόνου,
ὅς ἐστι λύπη ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις, καὶ οὐκ ἐπιχαιρεκακίας
187

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. ii-v commentaria Page 138, line 6

Νέμεσις δὲ μεσότης φθόνου.

 Ζητήσει ἄν τις εὐλόγως, πῶς μεσότης ἡ νέμεσις φθόνου καὶ ἐπιχαιρε-


κακίας καὶ ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως, περὶ λύπας καὶ ἡδονὰς τὰς ἐπὶ τοῖς
πέλας συμβαίνουσι γινομένας. δοκεῖ γὰρ τοῦ αὐτοῦ ἤθους εἶναι τό τε  
λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις καὶ τὸ χαίρειν ἐπὶ ταῖς τῶν
ἀγαθῶν δυσπραγίαις, ὃ καὶ αὐτὸς δείκνυσιν ἐν ταῖς ῥητορικαῖς τέχναις.
ὁ γὰρ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις οὗτος καὶ ἥδοιτ' ἂν
τῶν ἀπαθῶν δυστυχούντων. εἰ δὲ τοῦτο, οὐκ ἂν εἶεν αἱ ἕξεις ὅ τε φθόνος
καὶ ἡ ἐπιχαιρεκακία διεστῶτα ὡς ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις· τοῦ αὐτοῦ γὰρ
ἄμφω. εἰ δὲ μὴ αὗται διεστᾶσιν, οὐδ' ἂν ἡ νέμεσις αὐτῶν εἴη μεσότης.
εἰ μὲν οὖν ἔλεγον τὴν νέμεσιν μεσότητα μὴ τούτων εἶναι ἀλλὰ φθόνου,
ὅς ἐστι λύπη ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις, καὶ οὐκ ἐπιχαιρεκακίας
ἀλλὰ τοῦ ἐπὶ πᾶσι λυπουμένου, τοῦ ἐπιλύπου τε καὶ λυπηροῦ κληθέντος,
ἀλλ' οὕτω τὸ ὑπερβάλλειν κατὰ τὸ λυπεῖσθαι (ἡ γὰρ νέμεσις μεταξὺ ἂν
τούτων ἐτάχθη, λύπη οὖσα ἐπὶταῖς τῶν κακῶν εὐπραγίαις) ἀλλὰ φθόνου
καὶ ἐπιχαιρεκακίας, ὡς εἴρηται. ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος
εἶναι τῷ νεμεσητικῷ, ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς ἐπὶ πᾶσι τοῖς κακοῖς χαίρων
καὶ ὑπερβάλλων κατὰ τὸ χαίρειν. καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς οὕτω νῦν δοκεῖ τοῦ
τε φθόνου καὶ τῆς ἐπιχαιρεκακίας μνημονεῦσαι. τὸν μὲν γὰρ φθονερὸν
ἐπὶ πᾶσι λέγει λυπεῖσθαι τοῖς εὖ πάσχουσι,

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. ii-v commentaria Page 138, line 10

πέλας συμβαίνουσι γινομένας. δοκεῖ γὰρ τοῦ αὐτοῦ ἤθους εἶναι τό τε  


λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις καὶ τὸ χαίρειν ἐπὶ ταῖς τῶν
ἀγαθῶν δυσπραγίαις, ὃ καὶ αὐτὸς δείκνυσιν ἐν ταῖς ῥητορικαῖς τέχναις.
ὁ γὰρ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις οὗτος καὶ ἥδοιτ' ἂν
τῶν ἀπαθῶν δυστυχούντων. εἰ δὲ τοῦτο, οὐκ ἂν εἶεν αἱ ἕξεις ὅ τε φθόνος
καὶ ἡ ἐπιχαιρεκακία διεστῶτα ὡς ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις· τοῦ αὐτοῦ γὰρ
ἄμφω. εἰ δὲ μὴ αὗται διεστᾶσιν, οὐδ' ἂν ἡ νέμεσις αὐτῶν εἴη μεσότης.
εἰ μὲν οὖν ἔλεγον τὴν νέμεσιν μεσότητα μὴ τούτων εἶναι ἀλλὰ φθόνου,
ὅς ἐστι λύπη ἐπὶ ταῖς τῶν ἀγαθῶν εὐπραγίαις, καὶ οὐκ ἐπιχαιρεκακίας
ἀλλὰ τοῦ ἐπὶ πᾶσι λυπουμένου, τοῦ ἐπιλύπου τε καὶ λυπηροῦ κληθέντος,
ἀλλ' οὕτω τὸ ὑπερβάλλειν κατὰ τὸ λυπεῖσθαι (ἡ γὰρ νέμεσις μεταξὺ ἂν
τούτων ἐτάχθη, λύπη οὖσα ἐπὶταῖς τῶν κακῶν εὐπραγίαις) ἀλλὰ φθόνου
188

καὶ ἐπιχαιρεκακίας, ὡς εἴρηται. ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος


εἶναι τῷ νεμεσητικῷ, ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς ἐπὶ πᾶσι τοῖς κακοῖς χαίρων
καὶ ὑπερβάλλων κατὰ τὸ χαίρειν. καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς οὕτω νῦν δοκεῖ τοῦ
τε φθόνου καὶ τῆς ἐπιχαιρεκακίας μνημονεῦσαι. τὸν μὲν γὰρ φθονερὸν
ἐπὶ πᾶσι λέγει λυπεῖσθαι τοῖς εὖ πάσχουσι, τὸν δ' ἐπιχαιρέκακον ἐπὶ
πᾶσι χαίρειν τοῖς κακῶς πάσχουσι. δοκεῖ δὲ μὴ τοῦ αὐτοῦ εἶναι τό τε
ἐπίλυπον καὶ τὸ ἀμέτρως πάλιν ἡδόμενον.

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. ii-v commentaria Page 160, line 23

Κοινῇ μὲν οὖν περὶ τῶν ἀρετῶν εἴρηται ἡμῖν τό τε


γένος τύπῳ, ὅτι μεσότητές εἰσιν.

 Δύο γένη τῆς ἀρετῆς φησι, μεσότητα καὶ ἕξιν· ἐπὶ πλέον δὲ ἕξις
μεσότητος, ἐπεὶ μὴ πᾶσα ἕξις μεσότης, ὡς αἱ θεωρητικαί· ἀλλ' οὐδὲ αἱ
κακίαι ἕξεις οὖσαι μεσότητές εἰσιν. ἢ τὸ ὅλον ὡς ἓν γένος εἶπεν, ἴσον
λέγων τὸ μεσότης ὡς ἕξις· ἕξις γὰρ ἐν μεσότητι οὖσα ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ
ταύτης γένος, οὐχ ἁπλῶς ἡ μεσότης. οὐ γὰρ πᾶσα μεσότης ἕξις· οὔτε
γὰρ ἡ αἰδὼς οὔτε ἡ νέμεσις, καίτοι μεσότητες. καὶ τοῦτ' ἂν εἴη μᾶλλον
τὸ λεγόμενον. προεῖπε γὰρ τὸ γένος,ἀλλ' οὐ γένη. τὸ δὲ καθ' αὑτὰς
πρόσκειται, ὅτι πράξει μὲν καὶ τὰ ἀνδρεῖα ὁ σώφρων, ὑφ' ὧν οὐκ ἐγένετο
τοιοῦτος, ἀλλ' οὐχ ᾗ σώφρων ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός, τῷ ἅμα καὶ
ἀνδρεῖος
εἶναι καὶ σώφρων. ἀντακολουθοῦσι γὰρ αἱ ἀρεταί.

Ἀναλαβόντες δὴ περὶ ἑκάστης εἴπωμεν τίνες εἰσι.

 Τὸ μὲν τίνες εἰσὶτὸ τὴν ἑκάστης οὐσίαν ὑπισχνουμένου εἰπεῖν· περὶ
ποῖαδέ, ὑποκείμενα δηλονότι· πράξεις δὲ ταῦτα καὶ πάθη· πῶςδὲ ἐν τῷ
τὸ ἓν μέσον αἱρεῖσθαι, οὕτω πως ὡς αἱρεῖσθαι μὲν τοῦτο, φεύγειν δὲ τὰς
ὑπερβολὰς καὶ τὰς ἐλλείψεις. ἐν δὲ τῷ περὶ ἀρετῆς λόγῳ δῆλόν φησιν  
ἔσεσθαι καὶ τὸ πόσαι εἰσὶν αἱ ἠθικαὶ ἀρεταί, περὶ ὧν πρόκειται ἡ θεωρία·

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. ii-v commentaria Page 204, line 14

γίνοιτ' ἂν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλοις τισί. κεῖται γὰρ εἶναι φόβος ἀδοξίας.
ἀδοξία δὲ οὐ τοῖς πραχθεῖσιν ἕπεται μόνοις ἀλλὰ τοῖς οὐκ οὖσι μὲν τῇ
αὐτῶν φύσει τοιούτοις, δοκοῦσι δέ, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἀκούσμασιν αἰσχροῖς
189

καὶ
ὁράμασιν ἐρυθραίνεται ὁ ἐπιεικὴς καὶ αἰδεῖται. δοκεῖ δὲ ταύτῃ διαφέρειν
αἰδὼς αἰσχύνης, ὅτι ἡ αἰσχύνη ἐπὶ πεπραγμένοις γίνεται κακοῖς, ἡ δὲ
αἰδὼς φόβος ἐστὶν ἀδοξίας ἐπ' αἰσχρῶν ὑπόνοιᾳ. ἔοικε δὴ Ἀριστοτέλης
ἀπὸ τῆς αἰδοῦς ἐπὶ τὴν αἰσχύνην μεταβὰς τὸ τοιοῦτον πάθος μὴ
ἐπαινετὸν
μηδ' ἐπιεικὲς δεικνύναι. καὶ τὸ μὴ αἰδεῖσθαι τὰ αἰσχρὰ πράττειν·
ἀπὸ κοινοῦ τὸ φαῦλον. οὐκ ἔστι δὲ οὐδὲ ἢ ἐγκράτεια ἀρετή. εἶπε μὲν ἐν
τῷ
δευτέρῳ μήτε τὴν αἰδὼ μήτε τὴν νέμεσιν ἀρετὰς εἶναι ἀλλὰ πάθη
ἐπαινετὰ
τῷ ἐν μεσότητι εἶναι. ἔστι δὲ ἡ νέμεσις λύπη ἐπὶ ταῖς τῶν κακῶν εὐπρα-
γίαις. νῦν δὲ περὶ αἰδοῦς μὲν εἴρηκε, περὶ δὲ νεμέσεως οὐδὲν προσθεὶς
περὶ
ἐγκρατείας προλέγει, ὅτι μὴ ἔστιν ἀρετή. ὕστερον δὲ ἐπὶ πλέον ἐρεῖ περὶ
ἐγκρατείας καὶ καρτερίας καὶ μαλακίας, μετὰ τὸ ἑξῆς βιβλίον. ἐν γὰρ τῷ
μετὰ τοῦτο περὶ δικαιοσύνης τὸν πάντα κατατείνει λόγον.  

ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΩΝ ΣΧΟΛΙΑ.

Ἡ δὲ σκέψις ἡμῖν ἔστω κατὰ τὴν αὐτὴν μέθοδον.

 Εἴρηκεν ἤδη πολλάκις ὅτι τὴν ἀκρίβειαν τὴν ἀποδεικτικὴν οἱ τοιοῦτοι


τῶν λόγων οὐκ ἐπιδέχονται· οὗ καὶ νῦν ἡμᾶς ὑπομιμνήσκει. εἴρηκε δὲ
καὶ ὅτι δεῖ ἄρχεσθαι ἀπὸ τῶν φανερωτέρων, οὗ καὶ αὐτοῦ ἔοικεν ὑπο-
μιμνήσκειν ἡμᾶς. οὕτω γοῦν καὶ τὴν ἀρχὴν ποιεῖται λέγων ὁρῶμεν

Anonymi In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. Phil., In Ηθικά


Νικομάχεια. paraphrasis (pseudepigraphum olim a Constantino
Palaeocappa confectum et olim sub auctore He Page 38, line 5

ἀγροικία καὶ ὁ ἔχων ἄγροικος· τῆς δὲ φιλίας ὁ μὲν ὑπερβάλλων καὶ οὐ-
δενὸς ἕνεκα ἄρεσκος καλείσθω, εἰ δὲ ἕνεκα τῆς αὑτοῦ ὠφελείας κόλαξ, ὁ

δὲ ἐλλείπων καὶ ἄχαρις ἐν πᾶσι δύσερίς τις καὶ δύσκολος. οὐ μόνον


δὲ ἐν τοῖς πάθεσιν αὐτοῖς ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς περὶ τὰ πάθη μεσότητές εἰσι,
καθάπερ ἐπὶ τῆς αἰδοῦς φαίνεται. καὶ γὰρ ἡ αἰδὼς ἀρετὴ μὲν οὐκ ἔστιν,
ἐπεὶ οὐκ ἔστι πάθους μεσότης, ἀλλὰ τῶν περὶ τὸ πάθος· τῶν ἐπαινου-  
μένων δέ ἐστιν. ὁ γὰρ αἰδήμων ἐπαινεῖται καὶ παρ' ἑκάτερα καὶ ὑπερ-
190

βολὴν ἔχει καὶ ἔλλειψιν· καὶ αὐτὴ μεσότης ἐστί· καὶ ὁ μὲν ὑπερβάλλων
αἰδοῖ καταπλὴξ καλεῖται, ὁ δὲ ἐλλείπων ἢ ὁ μηδὲ ὅλως αἰδούμενος ἀναί-
σχυντος, ὁ δὲ μέσος αἰδήμων. ἔστι δὲ καὶ ἐν τῇ λύπῃ μεσότης, ὅτε λυ-
πεῖται ἐπὶ τοῖς παρὰ τὴν ἀξίαν εὐτυχοῦσιν, ἥτις νέμεσις καλεῖται. καὶ
ὑπερβολὴ δέ ἐστι παρ' ἑκάτερα καὶ ἔλλειψις· ὑπερβολὴ μέν, ὅταν τις ἐπὶ
πᾶσι τοῖς εὐτυχοῦσι λυπῆται· καὶ ἡ τοιαύτη κακία φθόνος καλεῖται καὶ ὁ
ἔχων φθονερός· ἔλλειψις δέ, ὅταν τις οὐ μόνον οὐ λυπῆται, ἀλλὰ καὶ
χαίρῃ ἐπὶ τοῖς παρὰ τὴν ἀξίαν κακῶς πράττουσι· καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαι-
ρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία· τῆς δὲ μεσότητος
νεμέσεως
καλουμένης, ὁ ἔχων νεμεσητικὸς καλεῖται. ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς μεσότητος
καὶ τῶν ἄκρων καὶ μετὰ ταῦτα ἀκριβέστερον ἐροῦμεν. καὶ περὶ τῆς δι-
καιοσύνης, ἐπεὶ διπλῆ τίς ἐστι, καὶ δεῖ αὐτῇ μακροτέρων λόγων, νῦν μὲν
οὐκ εὔκαιρον λέγειν, ἐν δὲ τοῖς ἑξῆς διελόντες περὶ ἑκατέρας

Πρόκλος. In Platonis Alcibiadem i Section 103, line 5

ἐκεῖνον ἀναπέμπει πάντα τὰ ῥηθησόμενα. μονονουχὶ γὰρ τοῦτο λέγει


σαφῶς, ὅτι ἀνενδεὴς εἶ, ὡς σὺ λέγεις, οὐχ ὡς ἐγώ, καὶ τάδε σοι
πρόσεστι κατὰ τὴν σὴν οἴησιν, οὐ κατὰ τὴν ἐμήν. ἔστιν οὖν ἐπαινέτης
αὐτὸς ἑαυτοῦ, πρᾶγμα φορτικὸν ποιῶν ὁ νέος. τούτου δὲ αἴτιον ἡ διπλῆ
ἄγνοια· αὐτὸς γὰρ περὶ ἑαυτοῦ ἀμαθὴς ὢν οὐκ οἶδε τὴν ἑαυτοῦ κακο-
δαιμονίαν, ἀλλ' οἴεται εὐδαίμων εἶναι καὶ αὐτάρκης. δεύτερον τὸ τῆς
ὑπερβολῆς μέγιστον ἔτι κατηγόρημα τοῦ λέγοντος· τὸ γὰρ ‘μηδενὸς
εἰς μηδὲν δεῖσθαι‘ τῆς ἀνθρωπίνης οὐ στοχάζεται φύσεως καὶ
τῆς ἀσθενείας τοῦ γένους ἡμῶν, οὐδὲ ἐννοεῖ τὸ ‘κούφων γὰρ καὶ
πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία, πᾶσι γὰρ τοῖς τοιού-
τοις ἐπίσκοπος ἐτάχθη Δίκης Νέμεσις ἄγγελος‘. ἔδει
δὴ οὖν αὐτὸν μὴ μέχρι τοσούτου μέγα φρονεῖν ὥστε τοὺς ὅρους ὑπερ-
βαίνειν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. τρίτον τὸ ‘τὰ ὑπάρχοντα μεγά-
λα εἶναι‘ δείκνυσιν ἐπικτήτῳ μεγέθει κοσμούμενον, ἀλλ' οὐ τῷ
οἰκείῳ τῶν ψυχῶν οὐδὲ τῷ αὐτοφυεῖ. πᾶσα γὰρ ἡ φαινομένη δύναμις
ἐν δοκήσει ψιλῇ τὸ μέγεθος ἔχει, τὸ δὲ ὄντως ὑψηλὸν καὶ μέγα καὶ
ὑπερέχον ἐν αὐτῇ κεῖται τῇ ζωῇ τῶν ψυχῶν· μονοειδὴς δὲ αὕτη καὶ
ἁπλῆ καὶ οὐ πεπληθυσμένη, καὶ αὐτοφυὴς ἀλλ' οὐκ ἔξωθεν ἐνυπάρ-
χουσα. τέταρτον τὸ ἀπὸ τοῦ σώματος ἄρχεσθαι τὰ ἀγαθά,
τελευτᾶν δὲ εἰς τὴν ψυχήν, τὸ σαθρὸν αὐτῶν καὶ τὸ εἰδωλικὸν

Πρόκλος. In Platonis Timaeum commentaria Vol. 1, page 198, line 3

κατακλειόντων.
191

 Ἀλλ' ἀγαθῇ τύχῃ χρὴ λέγειν μὲν ὑμᾶς, ἐμὲ δὲ


ἀντὶ τῶν χθὲς λόγων νῦν ἡσυχίαν ἄγοντα ἀντα-
κούειν[26 E 27 A].
 Οὐχ ὥσπερ οἱ ἀπὸ τῆς Στοᾶςτὸν σπουδαῖον οὐδέν
φασι δεῖσθαι τῆς τύχης, οὕτως καὶ ὁ Πλάτων, ἀλλὰ τὰς
διανοητικὰς ἡμῶν ἐνεργείας, ὅταν συνεπιπλέκωνται ταῖς σω-
ματικαῖς κατὰ τὴν εἰς τὸ ἐκτὸς πρόοδον, ἐπιπνεῖσθαι βούλεται  
παρὰ τῆς ἀγαθῆς τύχης, ἵνα τὴν πρόοδον εὐτυχῆ ποιήσωνται
καὶ τὴν εἰς ἄλλους ἐνέργειαν θεοφιλῆ. καθάπερ γὰρ ἡ Νέ-
μεσιςτῶν κούφωνἐστὶ λόγων ἐπίσκοπος, οὕτω δὴ καὶ
ἡ ἀγαθὴ τύχη κυβερνᾷ τοὺς λόγους ἐπ' ἀγαθῷ τῶν τε δεχο-
μένων καὶ τοῦ διδόντος, ἵνα οἳ μὲν εὐγνωμόνως καὶ συμ-
παθῶς , ὃ δὲ ἐνθέως καὶ δυνατῶς ἀποδιδῷ τὸ προσῆκον
ἑκάστοις. οὕτω μὲν οὖν ἐπὶ τῶν μερικῶν. ἐπὶ δὲ τῶν ὅλων
ἡ ἀγαθὴ τύχη τὴν ἔνθεον σημαίνει διακλήρωσιν, καθ' ἣν
ἕκαστον ἔλαχε τάξιν τὴν ἑαυτῷ πρόσφορον ἀπὸ τοῦ ἑνὸς
πατρὸς καὶ τῆς ὅλης δημιουργίας. καὶ μὴν καὶ τὸ ἡσυ-
χίαν ἄγοντα τὸν Σωκράτην τῶν λόγων τούτων ἀκούειν ἔχει
μὲν καὶ ἀντίδοσιν καθήκοντος· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι τοῦτο ἐποί-
ησαν, ὅτε διηγεῖτο τὴν πολιτείαν, ὡς μηδὲ ὅτι παρῆσαν γε

Φώτιος. Bibliotheca Codex 187, Bekker page 144a, line 34

ὡς ἀρχῇ δεκάδι δὲ ὡς τέλει συνεζευγμένη, καὶ συλ-


ληπτικὴ τῶν ἐν τῇ κοσμικῇ φύσει φαινομένων· καὶ
γὰρ κατὰ μὲν τὴν μονάδα ὁ κόσμος ἐρρίζωται, ἤνυσται
δὲ καὶ πέφανται κατὰ τὴν δεκάδα. Ἀλλὰ καὶ ὅτι προσε-
χέστατον καὶ μόνον μέρος τῆς δεκάδος. Καὶ τὰ στοιχεῖα
δὲ τοῦ παντὸς κατὰ τὴν πεντάδα· προστίθησι γὰρ τοῖς
τέσσαρσι καὶ τὸν αἰθέρα, ὃ οὐκ ἂν ἀνέξοιτο ὑμνῶν
τὴν τετράδα. Καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἀλλ' οὔπω ταῦτα
κομψὰ καὶ σοφά. Τὰ δ' ἐφεξῆς σκόπει. Ἀνεικία γὰρ
ἡ πεντὰς καὶ Ἀλλοίωσις καὶ Φάος καὶ Δικαιοσύνη, καὶ
ἐλαχίστη ἀκρότης τῆς ζωότητος, καὶ Νέμεσις, καὶ Βου-
βάστια καὶ Δίκησις καὶ Ἀφροδίτη καὶ Γαμηλία καὶ
Ἀνδρογυνία, καὶ Κυθέρεια, καὶ Ζωναία, καὶ Κυκλιοῦχος,
καὶ Ἁμίθεος, καὶ Ζανὸς πύργος, καὶ Διδυμαία, καὶ Ἄξων
ἑδραία. Ἄμβροτόν τε αὐτὴν ὑψηλολογοῦσι καὶ Παλλάδα,
καὶ Κραδεᾶτιν καὶ Ἁγεμονίαν καὶ Ἀκρεῶτιν καὶ Ἀτάλαν-
τον καὶ Ἄζυγα καὶ Ὀρθιᾶτιν, καὶ Μουσῶν Μελπομένην,
192

καὶ ἀμειβομένην ὀπὶ καλῇ, καὶ μέσων μέσην καὶ Ἀκρότη-


τα γονίμων. Ἐπὶ τούτοις μὲν οὖν σεμνύνει καὶ τὴν πεντάδα.
 Ἡ δὲ ἑξὰς Εἶδος εἴδους αὐτῷ αἰτιολογεῖται, καὶ
τῇ ψυχῇ μόνος ἀριθμῶν ἁρμόζων, καὶ Διάρθρωσις

Φώτιος. Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter alpha, entry 72, line 1

Ἄβυσσος· ἡ πέρας μὴ ἔχουσα διὰ μέγεθος. ἔστι δὲ καὶ ἐν Ἄρ-


γει λίμνη οὕτω καλουμένη.  
Ἀγαθά· ἐπὶ τῶν πρὸς ἀπόλαυσιν καὶ εὐωχίαν σιτίων καὶ ποτῶν
ἐχρήσατο Ξενοφῶν τῇ λέξει (An. 4, 4, 9).
Ἀγαθῆς Τύχης νεώς· οὐκ ἄδηλον τὸ σημαινόμενον.
Ἀγαθὴ τύχη· τοῦτο προγραφόμενον οἴονταί τινες
ἔνιοι δὲ προστιθέασι τὸ καὶ θεός, ὡς Πλάτων ἐν τρίτῳ Νόμων
(6, 757e)· “νῦν δὴ θεὸν καὶ τύχην ἀγαθὴν ἐν εὐχαῖς ἐπικαλούμεθα”.
καὶ Τιμοκλῆς (fr. 3 Dem.)· “θεὸς μὲν δηλαδὴ ἀγαθὴ τύχη τ' ἔνεστιν”.
Ἀγαθέστατε· †Εὐριπίδης† εἶπεν.
Ἀγαθὴ Τύχη· ἡ Νέμεσις καὶ ἡ Θέμις.
Ἀγάθαρχος· κύριον καὶ τοῦτο. ἦν δὲ ζωγράφος ἐπιφανής,
Εὐδήμου υἱός, τὸ δὲ γένος Σάμιος.
Ἀγαθικά· τὰ σπουδαῖα.
Ἀγαθὸν τίνος· ἀντὶ τοῦ τίνος ἕνεκα. Μένανδρος (fr. 726 K.-
Th.)· “τίνος τὸ ἀγαθὸν τοῦτ' ἔστιν;”
Ἀγαθὸς δαίμων· Ἀριστοφάνης (fr. 35 Dem.)· “ἀγαθός τε
δαίμων καὶ ἀγαθὴ σωτηρία”.
Ἀγαθοῦ δαίμονος· οὕτω καλεῖται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ
μετὰ τὴν ἄρσιν τῶν τραπεζῶν προσφερόμενον ποτήριον.
Ἀγαθοῦ δαίμονος πόμα· τὸ μετὰ τὸ δεῖπνον ἄκρατον

Φώτιος. Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter alpha, entry 384, line 1

Ἀδόνητον· ἀσάλευτον.
Ἄδοξα· τὰ παράδοξα, ἃ οὐκ ἄν τις δοξάσειεν.
Ἀδόξαστον· τὸ ἀνέλπιστον. Σοφοκλῆς (fr. 204 N.2 = 223 R.).
Ἄδοξον· τὸ ἄτιμον, ὡς Ἰσοκράτης ἐν Εὐαγόρᾳ (66) καὶ
Δημοσθένης ἐν Φιλιππικοῖς (8, 66).
Ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων· ἀντὶ τοῦ ἐν ἀδοξίᾳ εἰσὶ
παρὰ ταῖς πόλεσιν. οὕτως Ξενοφῶν ἐσχημάτισεν ἐν τῷ Οἰκονομικῷ
(4, 2)· φησὶ γάρ· “καὶ γὰρ οἵ γε βάναυσοι καλούμενοι ἐπίρρητοί τέ
εἰσι καὶ εἰκότως ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων”.
Ἀδρανές· ἀσθενές.  
Ἀδράστεια· ἡ Νέμεσις, ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν. οἱ δέ
193

φασιν ἑτέραν εἶναι τῆς Νεμέσεως, καὶ οἱ μὲν ἀπὸ Ἀδράστου φασὶ
ταύτην ὀνομασθῆναι, ὅτι μόνος σωθεὶς τῶν ἑπτὰ πάλιν μόνος τὸν υἱὸν
ἀπέβαλεν ἐν τοῖς ἐπιγόνοις, οἱ δὲ ἀπό τινος Ἀδράστου Μυσοῦ ἱδρυσα-
μένου αὐτῆς ἱερόν. βέλτιον δὲ ἀπὸ τοῦ μηδὲν αὐτὴν ἀποδιδράσκειν.
Ἀδράστεια· οἱ μὲν †ταὐτὸν† τῇ Νεμέσει λέγουσι, λαβεῖν δὲ
τοὔνομα παρὰ Ἀδράστου τινὸς βασιλέως. ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ †πα-
λαιοῦ†, νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσα-
μένων ἱερὸν Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδραστείας.
Δημήτριος δὲ ὁ Σκήψιος (fr. 18 Gaede) Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀ-
δράστειαν ἀπὸ Ἀδράστου τινὸς ἱδρυμένην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει (fr. 53

Φώτιος. Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter alpha, entry 385, line 7

φασιν ἑτέραν εἶναι τῆς Νεμέσεως, καὶ οἱ μὲν ἀπὸ Ἀδράστου φασὶ
ταύτην ὀνομασθῆναι, ὅτι μόνος σωθεὶς τῶν ἑπτὰ πάλιν μόνος τὸν υἱὸν
ἀπέβαλεν ἐν τοῖς ἐπιγόνοις, οἱ δὲ ἀπό τινος Ἀδράστου Μυσοῦ ἱδρυσα-
μένου αὐτῆς ἱερόν. βέλτιον δὲ ἀπὸ τοῦ μηδὲν αὐτὴν ἀποδιδράσκειν.
Ἀδράστεια· οἱ μὲν †ταὐτὸν† τῇ Νεμέσει λέγουσι, λαβεῖν δὲ
τοὔνομα παρὰ Ἀδράστου τινὸς βασιλέως. ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ †πα-
λαιοῦ†, νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσα-
μένων ἱερὸν Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδραστείας.
Δημήτριος δὲ ὁ Σκήψιος (fr. 18 Gaede) Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀ-
δράστειαν ἀπὸ Ἀδράστου τινὸς ἱδρυμένην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει (fr. 53
Wyss)· “ἔστι δέτις Νέμεσις μεγάλη θεός, ἣ τάδε πάντα πρὸς μα-
κάρων ἔλαχεν, βωμὸν δέ οἱ εἵσατο πρῶτος Ἄδρηστος ποταμοῖο
παρὰ ῥόῳ”. ἔνιοι μέντοι ὡς διαφέρουσαν συγκαταλέγουσιν αὐτῇ τῇ
Νεμέσει, ὡς Μένανδρος (fr. 266 K. – Th.) καὶ Νικόστρατος (fr. 37 K.).
Ἄδραστα· ἀποίητα. Ἕρμιππος (fr. 3 Dem.).
Ἀδράφαξυς· τὸ λάχανον, ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀνδράφαξυν κα-
λοῦσι. Φερεκράτης Κοριαννοῖ (fr. 75 K.)· “ἀδράφαξυν ἕψουσα, εἶτα
ὀκλὰξ καθημένη”.
Ἁδρόν· μέγα, δαψιλές, πλούσιον. καὶ ἁδρότης· ἡ ὑψηλότης.
Ἁδρύνοιτο· αὐξάνοιτο.

Φώτιος. Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter iota, Page 111, line 11

Ἶπνος: μέρος τί τῆς οἰκίας, τὸ λεγόμενον παρ' ἡμῖν


 μαγειρεῖον· λέγεται δὲ κυρίως ἶπνος ἡ κάμινος.
Ἱππέρων: τὸν ἐφ' ἵπποις ἔρωτα.
Ἱππεῖς: ὁ ἐκ τεσσάρων σταδίων δρόμος.
Ἱππήλατον: εὐρύχωρον· πλατύ· λεῖον· ἐψιλωμένον.
194

Ἱππικαί: αἱ ἐξ ἵππων· ἱππικαὶ νευραί.


Ἱπποδαμῆ: δῆμος Οἰνηΐδος.
Ἱππόβοτος: μεγάλην γῆν ἔχων· δυνάμενος ἵππους
 τρέφειν.
Ἱπποδάμοι: ἐφ' ἵππους ἀναστρεφόμενοι.
Ἱπποδάμου Νέμεσις ἐν Πειραιεῖ: ἦν δὲ Ἱππόδαμος
 Εὐρυκόοντος Μιλήσιος· ἢ Θούριος μετεωρολόγος·
 οὗτος διένειμεν Ἀθηναίοις τὸν Πειραιᾶ.
Ἱπποδάμεια: ἀγορᾶς τόπος καλούμενος οὕτως ἐν
 Πειραιεῖ, ὑπὸ Ἱπποδάμου τοῦ Μιλησίου ἀρχιτέκ-
 τονος, τοῦ τὸν Πειραιᾶ κατασκευάσαντος καὶ τὰς
 τῆς πόλεως ὁδούς.
Ἱπποδασείης: ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφον ἐχούσης· ὃ
 δὴ δασύ ἐστιν.
Ἱππόθορος: ἵππους βιβάζων· θόρος γὰρ τὸ σπέρμα·
 ἔστι δὲ καὶ αὔλημα.

Φώτιος. Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter nu, Page 293, line 15

Νέκταρ: θεῖον πόμα.


Νεκυομάντις: ὁ ἐπερωτῶν τὸν νεκρόν.
Νέκυς: νεκρός.
Νεμέας χαράδρα: τόπος τις οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν Πελο-
 ποννήσωι.
Νεμέαςαὐλητρίδος μνημονεύει Ὑπερίδης.
Νεμεσσᾶ: μέμφεται.
Νεμεσσᾶν: φθονεῖν ἢ μηνίειν.
Νεμεσητόν: μεμπτόν.
Νεμεσία: ἡ ἐπὶ τοῖς νεκροῖς γενομένη πανήγυρις· ἐπεὶ
 ἡ Νέμεσις ἐπὶ τῶν νεκρῶν τέτακται.
Νεμεσία: Δημοσθένης ἐν τωῖ κατὰ Σπουδίου· μή-
 ποτε ἑορτὴ τίς ἦν Νεμέσεως· καθ' ἣν τοῖς κατοι-
 χομένοις ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα.
Νέμεσθαι: ὡς τὸ πολὺ, τὸ λαμβάνειν πρόσοδον παρὰ
 Θουκυδίδη.
Νεμεσίζει: μέμφεται· καὶ νεμεσίζομαι· φθονῶ.
Νέμεσις: μέμψις· δίκη· ὕβρις· φθόνος· τύχη.
Νεμήσασθαι: διαμερίσασθαι.
Νεμήσεις ὑποκριτῶν: οἱ ποιηταὶ ἐλάμβανον τρεῖς
 ὑποκριτὰς κλήρωι νεμηθέντας ὑποκρινομένους τὰ
195

Φώτιος. Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter rho, Page 482, line 13

Ῥακετρίζειν: τὸ εἰς τὴν ῥάχιν παίειν· οὕτως Πλάτων.


Ῥάκιον καὶ ῥάκος: ἄμφω λέγουσιν.
Ῥακίδαι: δῆμος Ἀκαμαντίδος.
Ῥάκτρια: ῥαιδία· μικρά· τοὺς καρποὺς ἀπαράς-
 σουσα.
Ῥάμνος: φυτὸν ὃ ἐν τοῖς χουσὶν ὡς ἀλεξιφάρμακον
 ἐμασῶντο ἕωθεν· καὶ πίττηι ἐχρίοντο τὰ σώματα·
 ἀμίαντος γὰρ αὕτη· διὸ καὶ ἐν ταῖς γενέσεσι τῶν
 παιδίων χρίουσι τὰς οἰκίας εἰς ἀπέλασιν τῶν
 δαιμόνων.
Ῥαμνουσία Νέμεσις: αὕτη πρῶτον ἀφίδρυτο ἐν Ἀφρο-
 δίτης σχήματι· διὸ καὶ κλάδον εἶχε μηλέας· ἱδρύ-
 σατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν·
 ὀνομαζομένην δὲ Νέμεσιν καὶ βασιλεύσασαν ἐν τωῖ
 τόπωι· τὸ δὲ ἄγαλμα Φειδίας ἐποίησεν· οὗ τὴν
 ἐπιγραφὴν ἐχαρίσατο Ἀγορακρίτωι τωῖ Παρίωι
 ἐρωμένωι· ὃς καὶ Ὀλυμπίασι τωῖ δακτύλωι τοῦ
 Διὸς ἐπέγραψε, Παντάρκης καλός· ἦν δὲ οὗτος
 Ἀργεῖος, ἐρώμενος αὐτοῦ.

Damascius Phil., In Phaedonem (versio 1) Section 404, line 1

Ταρτάρῳ καὶ ὅλως τοῖς ὑπὸ γῆν δικαιωτηρίοις τὸ ἔσχατον, ἐν δὲ τῷ καθ'


ἡμᾶς
τόπῳ τὸ μέσον εἶδος τῆς ζωῆς· ὥστε προσομιλεῖν χρὴ μέσως.
 ρμηʹ.  – [90c8 – d8] Ὅτι ἀνάγκη τῆς ἀπιστίας αἰτιᾶσθαι ἢ τὴν τῶν
πραγμάτων
φύσιν ἢ τὴν τῶν λόγων ἀδυναμίαν ἢ τὴν ἡμετέραν ἀναγωγίαν· ὃ μᾶλλον
ἀξιοῖ
πρὸς ἐπανόρθωσιν.  
 ρμθʹ.  – [92c11 – e3] Ὅτι τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ χαίρει· διόπερ οἱ μὲν
πολλοὶ
ἐπιπόλαιοι ὄντες καὶ τῷ φαινομένῳ συζῶντες τοῖς εἰκόσι τῶν λόγων
χαίρουσι
καὶ τούτοις ἕπονται, οἱ δὲ βαθύτεροι τὴν διάνοιαν καὶ τῶν ὑπὸ τὴν
αἴσθησιν
καὶ προχείρων καταφρονοῦντες τῶν μὲν εἰκότων ὑπερανέχουσιν,
ἀγαπῶσι δὲ
τοὺς ἀνάγκῃ τινὶ συνδεδεμένους λόγους.
196

 ρνʹ.  – [95b5 – 6] Ὅτι ἡ Νέμεσις, θεὸς οὖσα κολουστικὴ τῆς τῶν ψυχῶν
ἀμετρίας καὶ διαφανέστερον νεμεσῶσα τοῖς ὑπεραύχοις διὰ τὸ τοὺς
ταπεινοὺς
μᾶλλον συναισθάνεσθαι τῆς οἰκείας ἀμετρίας, εἰκότως ἐπ' ἐσχάτοις
δαίμονας
συνεστήσατο φθονεροὺς καὶ βασκάνους, οἳ καὶ ταῖς τῶν φιλοσόφων
ἐνεργείαις
βασκαίνουσιν, ὅσοι ἔτι φιλοσοφεῖν πειρῶνται, ὥσπερ καὶ τοῖς ἱερατικῆς
ἁπτο-
μένοις. ὁ δ' οὖν Σωκράτης εὐλαβεῖται τὸ βάσκανον γένος διὰ τοὺς
ἑταίρους.
 ρναʹ.  – Ὅτι λέγων ‘ἦ οὖν ἔστι τοῦτο περὶ ψυχὴν’ [93b4 – 6] οὔτε
συλλογισμὸν
ποιεῖ ἄλλον, ὡς οἱ πρὸ αὐτοῦ, οὔτε, ὡς αὐτὸς ὁ ἐξηγητής, λημμάτιον
προκατασκευ-
άζει· ὅλως γὰρ οὐδ' ὁτιοῦν συμπεραίνεται, ἀλλ' ἔστι μία καὶ αὕτη τῶν
ὑποθέσεων
ἀπὸ τοῦ ὑποκειμένου. καὶ αὕτη πρώτη· δευτέρα δὲ ὅτι δέχεται ψυχὴ
κακίαν καὶ ἀρετήν [93b8 – c2]· ἐφ' αἷς τρίτη τὸ τὴν μὲν ἀρετὴν ἁρμονίαν
εἶναι,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Vol. 1, page 188, line 20

ἀνὴρ μέντοι γελοῖός ἐστιν, εἰ τοῦτο πάσχοι. αἴτιον δὲ ὅτι γυναιξὶ σπάνιον
τὸ
κατορθοῦν. διὸ κἄν τι καταπράξωνται εἰσάπαξ μέγα, φέρουσιν ἀεὶ ἐπὶ
στόματος
τὸ καινὸν τοῦ πράγματος· ἀνὴρ δὲ οὐκ ἀγαπᾷ ἑνὸς ἀγαθοῦ εὐστοχήσας.
διὸ
καὶ ἡ κωμῳδία πολλὰ καταπαίζει Κλέωνος ἑνὶ καὶ μόνῳ βρενθυομένου
τῷ
κατὰ Πύλον ἀριστεύματι. καὶ ἡ παροιμία δὲ μῶκον ἔχει κατὰ τοιούτου
ἀνδρὸς
ἐν τῷ «σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ Ἀστυδάμας, γύναι», ὡς τοῦ
Ἀστυδάμαντος
γυναικιζομένου ἐν τῷ ἀπρεπῶς περιαυτολογεῖν. ἐὰν δὲ καὶ Ὀδυσσέα μιᾶς

πόλεως ἅλωσις σεμνύνῃ, ἀλλ' οὔτε προφέρει τοῦτο ἐκεῖνος καυχώμενος


καὶ
ἄλλως δέ, ὡς ἐν τῇ βῆτα ῥαψῳδίᾳ ὁ ποιητὴς ἐρεῖ, μυρία ἔοργεν ἀγαθὰ
Ὀδυσσεὺς
197

καὶ οὐ τῷ ἑνὶ μόνῳ τούτῳ σεμνύνεται οὐδὲ πολλάκις αὐτῷ ἐναβρύνεται.


[Νέστορι δὲ οὐδ' αὐτῷ νέμεσις ἐλλαμπομένῳ ἄλλοτε ἄλλως τοῖς ὑπὲρ
ἑαυτοῦ λόγοις καὶ οὕτω χορηγοῦντι ἀγαθὰς ὕλας τῷ ποιητῇ ἐς τὸ γράφειν
δίχα
γε τοῦ ἀδολεσχεῖν ταὐτολογικῶς.] Τὸ δὲ πολλάκι ἀποβολὴν ἔπαθε τοῦ σ,
ὡς
καὶ τὸ πλειστάκι καὶ τοσαυτάκι καὶ δηθάκι καὶ τὰ ὅμοια. καὶ ἔστι
μεταπλασμός
τις καὶ τοῦτο ἐπιρρηματικός. τελικὸν γὰρ ἐπιρρημάτων ὥσπερ τὸ
ιςβαρύτονον,
οἷον πολλάκις, δηθάκις, οὕτω καὶ τὸ ι, οἷον αὐτόθι, κεῖθι, ὅθι· πρὸς ἃ
μεταπέ-
πλασται τὸ πολλάκι καὶ τὰ κατ' αὐτό, καθάπερ καὶ τὸ χῶρι· χωρὶς μὲν γὰρ

ὀξύνεται, ὡς τὸ λικριφίς· ἐκπεσὸν δὲ τοῦ σεἰς τὴν ἀναλογίαν τῶν


ῥηθέντων εἰς
ιἐπιρρημάτων ἀπηυτομόλησε. (v. 397) Ζεὺς δὲ κελαινεφὴς παρὰ τὸ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Vol. 1, page 460, line 24

ἐθνικὸν Δώριος καὶ Δωριεύς, κληθῆναι οὕτω δοκεῖ τοῖς παλαιοῖς διὰ τὸ
αὐτόθι
εὑρεθῆναι τὴν Δώριον ἁρμονίαν ὑπὸ Θαμύριδος, περὶ οὗ αὐτίκα
εἰρήσεται. ὁ
δὲ Γεωγράφος λέγει, ὅτι τὸ Δώριον οἱ μὲν ὄρος φασίν, οἱ δὲ πεδίον. οὐδὲν
δέ,
φησί, νῦν δείκνυται. κατωτέρω δὲ καὶ ἄλλως εἰρήσεται περὶ τούτου. (v.
594 – 600)
Εἶτα κολλᾷ τῷ Δωρίῳ τὸν περὶ τοῦ Θαμύριδος μῦθον ὁ ποιητὴς καὶ λέγει,
ὅτι
ἐνταῦθα Μοῦσαι «ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήϊκα παῦσαν ἀοιδῆς
Οἰχαλίηθεν ἰόντα
παρ' Εὐρύτου Οἰχαλιῆος· στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν, εἴπερ ἂν
αὐταὶ
Μοῦσαι ἀείδοιεν κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο· αἳ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν,

αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν». (v. 595)


Φαίνεται
δὲ ἀλαζὼν γενέσθαι ὁ Θρᾷξ Θάμυρις καὶ καυχήσασθαι μὴ ἂν μηδὲ τῶν
Μουσῶν δευτερεῖον ᾄδων οἴσεσθαι. διὸ καὶ θεία τις νέμεσις οὐ μόνον
τὰς ὄψεις
198

αὐτῷ ἐκόλασεν, ἀλλὰ καὶ τῆς ᾠδῆς ἐστέρησεν, ἀπεναντίας ἑτέροις, οὓς
ὀφθαλ-
μῶν μὲν ἄμερσε θεὸς κατὰ τὴν ποίησιν, ἔδωκε δὲ γλυκεῖαν ἀοιδήν.
Ἰστέον δὲ
ὅτι καὶ Ἄμυρίς τις εὕρηται δίχα τοῦ θἐν ταῖς τῶν παροιμιῶν Ἀναγραφαῖς
εἴτε
μουσικὸς εἴτε καὶ ἑτεροῖος. διὸ καὶ ἐν τῇ παροιμίᾳ τῇ λεγούσῃ «Θάμυρις
μαίνεται» τινὲς Ἄμυριν ἔγραψαν δίχα τοῦ ἐν ἀρχαῖς θῆτα. περὶ οὗ
Παυσανίας ἐν
τῷ κατὰ στοιχεῖον ῥητορικῷ αὐτοῦ Λεξικῷ ἱστορεῖ, ὅτι θεωρὸς ὑπὸ
Συβαριτῶν
πεμφθεὶς εἰς Δελφοὺς περὶ εὐδαιμονίας καὶ τοῦ θεοῦ χρήσαντος
ἀπώλειαν  
Συβαρίταις, ὅταν ἀνθρώπους θεῶν προτιμήσωσιν, ἰδὼν δοῦλον
μαστιγούμενον
καὶ εἰς ἱερὸν προσφυγόντα καὶ μὴ ἀπολυόμενον, ὕστερον δὲ εἰς τὸ τοῦ
μαστι-
γοῦντος πατρὸς μνῆμα καταφυγόντα καὶ ἀπολυθέντα, συνεὶς τὸ λόγιον

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 557, line 11

περὶ ταύτης ὁ τῶν Ἐθνικῶν γραφεὺς λέγει, ὅτι μεταξὺ Πριάπου καὶ
Παρίου
τοῦ κατὰ Προποντίδα, ἐν ᾧ βωμὸς θέας ἄξιος κατὰ τὸν Γεωγράφον
σταδιαίας
ἔχων πλευράς, Ἀδράστεια πόλις ἀπὸ Ἀδράστου βασιλέως, ὃς πρῶτος
ἱδρύσατο
Νεμέσεως ἱερόν. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ ἡ χώρα Ἀδράστεια. Οἱ δὲ Ἀδράστειαν
τὴν
πόλιν κληθῆναι ἀπὸ Ἀδραστείας, μιᾶς τῶν Ὀρεστιάδων νυμφῶν. ἔστι δέ,
φησί, καὶ τόπος Τρῳάδος Ἀδράστεια ἀπὸ Ἀδραστείας, θυγατρὸς
Μελίσσου,
υἱοῦ Ἴδης τῆς πρῶτον βασιλευσάσης ἐν Τροίᾳ. καὶ ταῦτα μὲν οὗτος
συμφωνήσας
τῷ Στράβωνι ἐν πολλοῖς. Ἐκεῖνος δὲ λέγει καί, ὅτι, ὥσπερ Θήβη καὶ
Θήβης
πεδίον, οὕτω καὶ Ἀδράστεια καὶ Ἀδραστείας πεδίον διττῶς καὶ ὅτι
ἐνταῦθα
μὲν οὔτε Νεμέσεως οὔτε Ἀδραστείας ἱερὸν δείκνυται, περὶ δὲ Κύζικον
Ἀδρα-
στείας ἱερόν. γράφει οὖν, φησίν, Ἀντίμαχος οὕτω· «ἔστι δέ τις Νέμεσις,
μεγάλη θεός, ἣ τάδε πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχε, βωμὸν δέ οἱ εἵσατο»,
199

ἤγουν ἵδρυσε, «πρῶτος Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο· ἔνθα


τετίμηταί
τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται». καὶ οὕτω μὲν καὶ ὁ Γεωγράφος. Ἕτεροι δὲ
οὐκ
ἰδίᾳ μὲν Ἀδρήστειάν φασιν, ἰδίᾳ δὲ Νέμεσιν, οὐδὲ Ἄδρηστον τοῦτον
οἴδασιν
αἴτιον τοῦ τῆς Ἀδρηστείας ταύτης ὀνόματος, ἀλλὰ Νέμεσιν Ἀδράστειαν
λέγοντες Ἄδραστον αἰτιῶνται τῆς παροιμίας ταύτης, ὃν Σικυῶνι πρῶτα
ἐμβασιλεύειν ὁ ποιητὴς πρὸ τούτου ἱστόρησε, καὶ τὴν μὲν Νέμεσιν ὡς εἰς

κύριον τιθέασιν ὄνομα, τὴν δὲ Ἀδράστειαν ὡς εἰς ἐπίθετον, καὶ


βούλονται εἶναι
Ἀδράστειαν τὴν οἰκονομησαμένην παραδόξως τὰ κατὰ τὸν τοιοῦτον
Ἄδραστον,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 8

πεύσεται τῆς Ἑλένης, οἷα γεγυμνωμένους ἄρτι τοὺς Ἕλληνας ὁρῶν καὶ
μὴ
ἔχων, καθὰ πρίν, ἐκ παρασήμων τινῶν γνωρίζειν αὐτούς, ὡς ὅπλων
γυμνούς.
ἡ δὲ ἀποκρινεῖται ὡς εὖ πάλαι εἰδυῖα καὶ λαλήσει πρὸς ἱστορίαν καὶ
οὕτως ὁ  
φιλήκοος ἀκροατὴς μαθήσεται. λαλήσει δέ τι πρὸς ἱστορίαν καὶ αὐτὸς ὁ
Πρίαμος
παλαιά τινα διδάσκων. καὶ ὁ Ἀντήνωρ δὲ Τρωϊκά τινα ἐρεῖ. ὁ πλείων δὲ
λόγος ὡς διδασκάλῳ τῇ καλῇ Ἑλένῃ ἀνακείσεται, ἵνα μὴ μόνον ἀέθλους
πολεμικοὺς ἐμπάσσῃ τῇ προρρηθείσῃ κατ' αὐτὴν μαρμαρέῃ δίπλακι,
ἀλλὰ καὶ
ἱστορίας ἐνθήσει τῷ καθ' Ὅμηρον τούτῳ πτυκτῷ πίνακι. (v. 154 – 8)
Ἰστέον
δέ, ὅτι καλὴν εἶναι τὴν Ἑλένην καὶ ὁ τῶν δημογερόντων ἐνταῦθα λόγος
βεβαιοῖ, ὧν ὁ μὲν μανιώδης ἔρως ἀπεπτερύξατο, ἡ δὲ δι' ὀφθαλμῶν τοῦ
κάλλους κρίσις παραμεμένηκεν. οἳ καὶ λέγουσιν, ὅτι «οὐ νέμεσις», ἤτοι
οὐ
νεμεσητὸν καὶ δικαίως μεμπτόν, «Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ'
ἀμφὶ
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεαῖς εἰς ὦπα
ἔοικεν».
ἦκα δέ, τουτέστιν ἡσύχως, πρὸς ἀλλήλους ἔπεα τοιαῦτ' ἀγόρευον, διότι τε
200

αἰσχύνην αὐτοῖς φέρει κάλλος τοιοῦτον θαυμάζειν ἐν ἡλικίᾳ ἐξώρῳ, οὓς


ἔδει
ἀφυβρίσαι ἤδη. καὶ ὅτι φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. (v.
155)
Δῆλον δέ, ὡς ἀπὸ τοῦ ἀκήν τὸ ἦκα γίνεται καθ' ὁμοιότητα τοῦ ἀμφαδίην
ἀμφαδά, κρύβδην κρύβδα, κύβδην κύβδα. (v. 156) Σκοπητέον δέ, εἰ μὴ
ψεύδεται τὸ «οὐ νέμεσις». πῶς γὰρ οὐ νέμεσις περιέπεσθαι γυναῖκα, ἧς
τὸ μὲν
καλὸν εὐμορφία, τὸ δὲ κακὸν πανωλεθρία; ἢ ἁπλῶς μὲν οὐ νέμεσις περὶ
τοιαύτης
μάχεσθαι – περιμάχητα γὰρ τὰ καλά – πῇ δὲ νέμεσις, ἣν ὁ ἐπιγνοὺς ἐρεῖ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 16

δέ, ὅτι καλὴν εἶναι τὴν Ἑλένην καὶ ὁ τῶν δημογερόντων ἐνταῦθα λόγος
βεβαιοῖ, ὧν ὁ μὲν μανιώδης ἔρως ἀπεπτερύξατο, ἡ δὲ δι' ὀφθαλμῶν τοῦ
κάλλους κρίσις παραμεμένηκεν. οἳ καὶ λέγουσιν, ὅτι «οὐ νέμεσις», ἤτοι
οὐ
νεμεσητὸν καὶ δικαίως μεμπτόν, «Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ'
ἀμφὶ
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεαῖς εἰς ὦπα
ἔοικεν».
ἦκα δέ, τουτέστιν ἡσύχως, πρὸς ἀλλήλους ἔπεα τοιαῦτ' ἀγόρευον, διότι τε

αἰσχύνην αὐτοῖς φέρει κάλλος τοιοῦτον θαυμάζειν ἐν ἡλικίᾳ ἐξώρῳ, οὓς


ἔδει
ἀφυβρίσαι ἤδη. καὶ ὅτι φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. (v.
155)
Δῆλον δέ, ὡς ἀπὸ τοῦ ἀκήν τὸ ἦκα γίνεται καθ' ὁμοιότητα τοῦ ἀμφαδίην
ἀμφαδά, κρύβδην κρύβδα, κύβδην κύβδα. (v. 156) Σκοπητέον δέ, εἰ μὴ
ψεύδεται τὸ «οὐ νέμεσις». πῶς γὰρ οὐ νέμεσις περιέπεσθαι γυναῖκα, ἧς
τὸ μὲν
καλὸν εὐμορφία, τὸ δὲ κακὸν πανωλεθρία; ἢ ἁπλῶς μὲν οὐ νέμεσις περὶ
τοιαύτης
μάχεσθαι – περιμάχητα γὰρ τὰ καλά – πῇ δὲ νέμεσις, ἣν ὁ ἐπιγνοὺς ἐρεῖ
ἂν κατὰ τοὺς δημογέροντας τὸ «οἰχέσθω, μή ποτε ἡμῖν πῆμα γένοιτο»,
ἵνα
μὴ ἐξ ἰδίας ἀνοίας, ὃ δὴ λέγεται, τῆς τοῦ Πάριδος, κοινὸν κακὸν γένηται.
(v. 156 – 8) Τοῦτο δὲ τὸ χωρίον, τὸ «οὐ νέμεσις» καὶ τὰ ἑξῆς, τρίγωνον
ἔφασαν οἱ
καὶ περὶ τοιαῦτα καταγινόμενοι. εἰ γάρ τις τρίγωνον καταγράψει πλευρὰς
ποιήσας τοὺς τρεῖς τούτους στίχους, ἐξ οἵου ἂν ἀδιαφόρως ἄρξηταί τις
201

στίχου,
δυνατόν ἐστιν ἀκωλύτως καὶ τοὺς ἑξῆς δύο συνείρεσθαι καὶ τὴν αὐτὴν
διάνοιαν
σῴζεσθαι. καὶ ἀρχέτυπον τοῦτο γενέσθαι λέγουσι τοῦ τοιούτου ἔργου
τοῖς
ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 17

βεβαιοῖ, ὧν ὁ μὲν μανιώδης ἔρως ἀπεπτερύξατο, ἡ δὲ δι' ὀφθαλμῶν τοῦ


κάλλους κρίσις παραμεμένηκεν. οἳ καὶ λέγουσιν, ὅτι «οὐ νέμεσις», ἤτοι
οὐ
νεμεσητὸν καὶ δικαίως μεμπτόν, «Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ'
ἀμφὶ
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεαῖς εἰς ὦπα
ἔοικεν».
ἦκα δέ, τουτέστιν ἡσύχως, πρὸς ἀλλήλους ἔπεα τοιαῦτ' ἀγόρευον, διότι τε

αἰσχύνην αὐτοῖς φέρει κάλλος τοιοῦτον θαυμάζειν ἐν ἡλικίᾳ ἐξώρῳ, οὓς


ἔδει
ἀφυβρίσαι ἤδη. καὶ ὅτι φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. (v.
155)
Δῆλον δέ, ὡς ἀπὸ τοῦ ἀκήν τὸ ἦκα γίνεται καθ' ὁμοιότητα τοῦ ἀμφαδίην
ἀμφαδά, κρύβδην κρύβδα, κύβδην κύβδα. (v. 156) Σκοπητέον δέ, εἰ μὴ
ψεύδεται τὸ «οὐ νέμεσις». πῶς γὰρ οὐ νέμεσις περιέπεσθαι γυναῖκα, ἧς
τὸ μὲν
καλὸν εὐμορφία, τὸ δὲ κακὸν πανωλεθρία; ἢ ἁπλῶς μὲν οὐ νέμεσις περὶ
τοιαύτης
μάχεσθαι – περιμάχητα γὰρ τὰ καλά – πῇ δὲ νέμεσις, ἣν ὁ ἐπιγνοὺς ἐρεῖ
ἂν κατὰ τοὺς δημογέροντας τὸ «οἰχέσθω, μή ποτε ἡμῖν πῆμα γένοιτο»,
ἵνα
μὴ ἐξ ἰδίας ἀνοίας, ὃ δὴ λέγεται, τῆς τοῦ Πάριδος, κοινὸν κακὸν γένηται.
(v. 156 – 8) Τοῦτο δὲ τὸ χωρίον, τὸ «οὐ νέμεσις» καὶ τὰ ἑξῆς, τρίγωνον
ἔφασαν οἱ
καὶ περὶ τοιαῦτα καταγινόμενοι. εἰ γάρ τις τρίγωνον καταγράψει πλευρὰς
ποιήσας τοὺς τρεῖς τούτους στίχους, ἐξ οἵου ἂν ἀδιαφόρως ἄρξηταί τις
στίχου,
δυνατόν ἐστιν ἀκωλύτως καὶ τοὺς ἑξῆς δύο συνείρεσθαι καὶ τὴν αὐτὴν
διάνοιαν
σῴζεσθαι. καὶ ἀρχέτυπον τοῦτο γενέσθαι λέγουσι τοῦ τοιούτου ἔργου
τοῖς
ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ ἦκα, ὅ ἐστιν
202

ἡσύχως,
φθέγγεσθαι τοὺς δημογέροντας ἀμφότερα φυλάσσει, καὶ τὸ τῆς Ἑλένης

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 18

κάλλους κρίσις παραμεμένηκεν. οἳ καὶ λέγουσιν, ὅτι «οὐ νέμεσις», ἤτοι


οὐ
νεμεσητὸν καὶ δικαίως μεμπτόν, «Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ'
ἀμφὶ
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεαῖς εἰς ὦπα
ἔοικεν».
ἦκα δέ, τουτέστιν ἡσύχως, πρὸς ἀλλήλους ἔπεα τοιαῦτ' ἀγόρευον, διότι τε

αἰσχύνην αὐτοῖς φέρει κάλλος τοιοῦτον θαυμάζειν ἐν ἡλικίᾳ ἐξώρῳ, οὓς


ἔδει
ἀφυβρίσαι ἤδη. καὶ ὅτι φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. (v.
155)
Δῆλον δέ, ὡς ἀπὸ τοῦ ἀκήν τὸ ἦκα γίνεται καθ' ὁμοιότητα τοῦ ἀμφαδίην
ἀμφαδά, κρύβδην κρύβδα, κύβδην κύβδα. (v. 156) Σκοπητέον δέ, εἰ μὴ
ψεύδεται τὸ «οὐ νέμεσις». πῶς γὰρ οὐ νέμεσις περιέπεσθαι γυναῖκα, ἧς
τὸ μὲν
καλὸν εὐμορφία, τὸ δὲ κακὸν πανωλεθρία; ἢ ἁπλῶς μὲν οὐ νέμεσις περὶ
τοιαύτης
μάχεσθαι – περιμάχητα γὰρ τὰ καλά – πῇ δὲ νέμεσις, ἣν ὁ ἐπιγνοὺς ἐρεῖ
ἂν κατὰ τοὺς δημογέροντας τὸ «οἰχέσθω, μή ποτε ἡμῖν πῆμα γένοιτο»,
ἵνα
μὴ ἐξ ἰδίας ἀνοίας, ὃ δὴ λέγεται, τῆς τοῦ Πάριδος, κοινὸν κακὸν γένηται.
(v. 156 – 8) Τοῦτο δὲ τὸ χωρίον, τὸ «οὐ νέμεσις» καὶ τὰ ἑξῆς, τρίγωνον
ἔφασαν οἱ
καὶ περὶ τοιαῦτα καταγινόμενοι. εἰ γάρ τις τρίγωνον καταγράψει πλευρὰς
ποιήσας τοὺς τρεῖς τούτους στίχους, ἐξ οἵου ἂν ἀδιαφόρως ἄρξηταί τις
στίχου, δυνατόν ἐστιν ἀκωλύτως καὶ τοὺς ἑξῆς δύο συνείρεσθαι καὶ τὴν
αὐτὴν διάνοιαν σῴζεσθαι. καὶ ἀρχέτυπον τοῦτο γενέσθαι λέγουσι τοῦ
τοιούτου ἔργου τοῖς ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 21

ἦκα δέ, τουτέστιν ἡσύχως, πρὸς ἀλλήλους ἔπεα τοιαῦτ' ἀγόρευον, διότι τε

αἰσχύνην αὐτοῖς φέρει κάλλος τοιοῦτον θαυμάζειν ἐν ἡλικίᾳ ἐξώρῳ, οὓς


ἔδει
203

ἀφυβρίσαι ἤδη. καὶ ὅτι φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. (v.


155)
Δῆλον δέ, ὡς ἀπὸ τοῦ ἀκήν τὸ ἦκα γίνεται καθ' ὁμοιότητα τοῦ ἀμφαδίην
ἀμφαδά, κρύβδην κρύβδα, κύβδην κύβδα. (v. 156) Σκοπητέον δέ, εἰ μὴ
ψεύδεται τὸ «οὐ νέμεσις». πῶς γὰρ οὐ νέμεσις περιέπεσθαι γυναῖκα, ἧς
τὸ μὲν
καλὸν εὐμορφία, τὸ δὲ κακὸν πανωλεθρία; ἢ ἁπλῶς μὲν οὐ νέμεσις περὶ
τοιαύτης
μάχεσθαι – περιμάχητα γὰρ τὰ καλά – πῇ δὲ νέμεσις, ἣν ὁ ἐπιγνοὺς ἐρεῖ
ἂν κατὰ τοὺς δημογέροντας τὸ «οἰχέσθω, μή ποτε ἡμῖν πῆμα γένοιτο»,
ἵνα
μὴ ἐξ ἰδίας ἀνοίας, ὃ δὴ λέγεται, τῆς τοῦ Πάριδος, κοινὸν κακὸν γένηται.
(v. 156 – 8) Τοῦτο δὲ τὸ χωρίον, τὸ «οὐ νέμεσις» καὶ τὰ ἑξῆς, τρίγωνον
ἔφασαν οἱ
καὶ περὶ τοιαῦτα καταγινόμενοι. εἰ γάρ τις τρίγωνον καταγράψει πλευρὰς
ποιήσας τοὺς τρεῖς τούτους στίχους, ἐξ οἵου ἂν ἀδιαφόρως ἄρξηταί τις
στίχου,
δυνατόν ἐστιν ἀκωλύτως καὶ τοὺς ἑξῆς δύο συνείρεσθαι καὶ τὴν αὐτὴν
διάνοιαν
σῴζεσθαι. καὶ ἀρχέτυπον τοῦτο γενέσθαι λέγουσι τοῦ τοιούτου ἔργου
τοῖς
ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ ἦκα, ὅ ἐστιν
ἡσύχως,
φθέγγεσθαι τοὺς δημογέροντας ἀμφότερα φυλάσσει, καὶ τὸ τῆς Ἑλένης
ἐγκώμιον καὶ τὸ τοῖς πρεσβυτέροις, ὡς εἴρηται, πρέπον. πταίουσιν οὖν
κατὰ
τοὺς παλαιοὺς οἱ μεταγράφοντες ὦκα. ἄλλως γὰρ καὶ βραδυλόγοι οἱ
γέροντες.
(v. 156) Κἀκεῖνο δὲ εἰδέναι οὐκ ἀχρεῖον, ὅτι τὸ «οὐ νέμεσις» εἰς
παροιμίαν
ἔπεσεν ἐπὶ τῶν ἐχόντων μέν τι, ὅπερ ἂν ἔχοι τις οὐκ ἐπαινεῖν, ὅμως δὲ
ἄλλως

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 30

μὴ ἐξ ἰδίας ἀνοίας, ὃ δὴ λέγεται, τῆς τοῦ Πάριδος, κοινὸν κακὸν γένηται.


(v. 156 – 8) Τοῦτο δὲ τὸ χωρίον, τὸ «οὐ νέμεσις» καὶ τὰ ἑξῆς, τρίγωνον
ἔφασαν οἱ
καὶ περὶ τοιαῦτα καταγινόμενοι. εἰ γάρ τις τρίγωνον καταγράψει πλευρὰς
ποιήσας τοὺς τρεῖς τούτους στίχους, ἐξ οἵου ἂν ἀδιαφόρως ἄρξηταί τις
στίχου,
δυνατόν ἐστιν ἀκωλύτως καὶ τοὺς ἑξῆς δύο συνείρεσθαι καὶ τὴν αὐτὴν
204

διάνοιαν
σῴζεσθαι. καὶ ἀρχέτυπον τοῦτο γενέσθαι λέγουσι τοῦ τοιούτου ἔργου
τοῖς
ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ ἦκα, ὅ ἐστιν
ἡσύχως,
φθέγγεσθαι τοὺς δημογέροντας ἀμφότερα φυλάσσει, καὶ τὸ τῆς Ἑλένης
ἐγκώμιον καὶ τὸ τοῖς πρεσβυτέροις, ὡς εἴρηται, πρέπον. πταίουσιν οὖν
κατὰ
τοὺς παλαιοὺς οἱ μεταγράφοντες ὦκα. ἄλλως γὰρ καὶ βραδυλόγοι οἱ
γέροντες.
(v. 156) Κἀκεῖνο δὲ εἰδέναι οὐκ ἀχρεῖον, ὅτι τὸ «οὐ νέμεσις» εἰς
παροιμίαν
ἔπεσεν ἐπὶ τῶν ἐχόντων μέν τι, ὅπερ ἂν ἔχοι τις οὐκ ἐπαινεῖν, ὅμως δὲ
ἄλλως
φιλουμένων διά τι σεμνὸν λόγου ἄξιον. σοφὸς γοῦν τις οὐ πάνυ παλαιὸς
διὰ
μόνον αὐτὸ τοῦτο τὸ «οὐ νέμεσις» πολὺν πλοῦτον βασιλικὸν περιέθετο
κατὰ και-
ρὸν λαλήσας αὐτὸ εἰς ἔπαινον βασιλίδος, ἐχούσης μέν τι μέμψεως, καλῆς
δὲ ὅμως.  
Ἀριστοτέλης δὲ βούλεται ἡμῶν ἕκαστον ἐπιλέγειν τῇ ἡδονῇ τοιοῦτόν τι
οἷον
»οὐ νέμεσις ἀμφ' ἡδονῇ πολλὰ πάσχειν, ἀλλὰ καὶ τοίη περ ἐοῦσα
νεέσθω», ἢ
οἰχέσθω, «μὴ ὀπίσω πῆμα ἡμῖν λίποιτο». [(v. 158) Ἰστέον δὲ καί, ὅτι τὸ
αἰνῶς ἀντὶ τοῦ λίαν μεταληπτικόν τί ἐστιν. αἰνῶς μὲν γὰρ καὶ δεινῶς
ταὐτόσημά
εἰσιν. ἔστι δέ ποτε δεινῶς καὶ τὸ λίαν. καὶ αἰνῶς ἄρα ἀντὶ τοῦ λίαν.]

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 625, line 33

ποιήσας τοὺς τρεῖς τούτους στίχους, ἐξ οἵου ἂν ἀδιαφόρως ἄρξηταί τις


στίχου,
δυνατόν ἐστιν ἀκωλύτως καὶ τοὺς ἑξῆς δύο συνείρεσθαι καὶ τὴν αὐτὴν
διάνοιαν
σῴζεσθαι. καὶ ἀρχέτυπον τοῦτο γενέσθαι λέγουσι τοῦ τοιούτου ἔργου
τοῖς
ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ ἦκα, ὅ ἐστιν
ἡσύχως,
φθέγγεσθαι τοὺς δημογέροντας ἀμφότερα φυλάσσει, καὶ τὸ τῆς Ἑλένης
ἐγκώμιον καὶ τὸ τοῖς πρεσβυτέροις, ὡς εἴρηται, πρέπον. πταίουσιν οὖν
205

κατὰ
τοὺς παλαιοὺς οἱ μεταγράφοντες ὦκα. ἄλλως γὰρ καὶ βραδυλόγοι οἱ
γέροντες.
(v. 156) Κἀκεῖνο δὲ εἰδέναι οὐκ ἀχρεῖον, ὅτι τὸ «οὐ νέμεσις» εἰς
παροιμίαν
ἔπεσεν ἐπὶ τῶν ἐχόντων μέν τι, ὅπερ ἂν ἔχοι τις οὐκ ἐπαινεῖν, ὅμως δὲ
ἄλλως
φιλουμένων διά τι σεμνὸν λόγου ἄξιον. σοφὸς γοῦν τις οὐ πάνυ παλαιὸς
διὰ
μόνον αὐτὸ τοῦτο τὸ «οὐ νέμεσις» πολὺν πλοῦτον βασιλικὸν περιέθετο
κατὰ και-
ρὸν λαλήσας αὐτὸ εἰς ἔπαινον βασιλίδος, ἐχούσης μέν τι μέμψεως, καλῆς
δὲ ὅμως.  
Ἀριστοτέλης δὲ βούλεται ἡμῶν ἕκαστον ἐπιλέγειν τῇ ἡδονῇ τοιοῦτόν τι
οἷον
»οὐ νέμεσις ἀμφ' ἡδονῇ πολλὰ πάσχειν, ἀλλὰ καὶ τοίη περ ἐοῦσα
νεέσθω», ἢ
οἰχέσθω, «μὴ ὀπίσω πῆμα ἡμῖν λίποιτο». [(v. 158) Ἰστέον δὲ καί, ὅτι τὸ
αἰνῶς ἀντὶ τοῦ λίαν μεταληπτικόν τί ἐστιν. αἰνῶς μὲν γὰρ καὶ δεινῶς
ταὐτόσημά
εἰσιν. ἔστι δέ ποτε δεινῶς καὶ τὸ λίαν. καὶ αἰνῶς ἄρα ἀντὶ τοῦ λίαν.] Ἔτι
ἰστέον καί, ὅτι τὸ «ἀθανάταις θεαῖς εἰς ὦπα ἔοικεν» ὡς ἀπὸ τῶν
Ὁμηρικῶν
λεγόμενον Μουσῶν ἀκουστέον. οὐ γὰρ αὐτὸς Ὅμηρος εἶδεν, οἷον
ἔχουσιν
εἶδος αἱ θεαί. ἢ καὶ τοιοῦτόν τι φαίνεται λέγειν, ὡς, ἐὰν θεαὶ
εἰδοποιοῖντο, κατὰ
τὴν Ἑλένην ἂν καὶ αὐταὶ εἶεν. καὶ τὸ μὲν Ὁμηρικὸν οὕτω σεμνὸν καὶ
ὑψηλόν·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, page 626, line 2

ὕστερον Ἐπιγραμματοποιοῖς. (v. 155) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ ἦκα, ὅ ἐστιν


ἡσύχως,
φθέγγεσθαι τοὺς δημογέροντας ἀμφότερα φυλάσσει, καὶ τὸ τῆς Ἑλένης
ἐγκώμιον καὶ τὸ τοῖς πρεσβυτέροις, ὡς εἴρηται, πρέπον. πταίουσιν οὖν
κατὰ
τοὺς παλαιοὺς οἱ μεταγράφοντες ὦκα. ἄλλως γὰρ καὶ βραδυλόγοι οἱ
γέροντες.
(v. 156) Κἀκεῖνο δὲ εἰδέναι οὐκ ἀχρεῖον, ὅτι τὸ «οὐ νέμεσις» εἰς
παροιμίαν
ἔπεσεν ἐπὶ τῶν ἐχόντων μέν τι, ὅπερ ἂν ἔχοι τις οὐκ ἐπαινεῖν, ὅμως δὲ
206

ἄλλως
φιλουμένων διά τι σεμνὸν λόγου ἄξιον. σοφὸς γοῦν τις οὐ πάνυ παλαιὸς
διὰ
μόνον αὐτὸ τοῦτο τὸ «οὐ νέμεσις» πολὺν πλοῦτον βασιλικὸν περιέθετο
κατὰ και-
ρὸν λαλήσας αὐτὸ εἰς ἔπαινον βασιλίδος, ἐχούσης μέν τι μέμψεως, καλῆς
δὲ ὅμως.  
Ἀριστοτέλης δὲ βούλεται ἡμῶν ἕκαστον ἐπιλέγειν τῇ ἡδονῇ τοιοῦτόν τι
οἷον
»οὐ νέμεσις ἀμφ' ἡδονῇ πολλὰ πάσχειν, ἀλλὰ καὶ τοίη περ ἐοῦσα
νεέσθω», ἢ
οἰχέσθω, «μὴ ὀπίσω πῆμα ἡμῖν λίποιτο». [(v. 158) Ἰστέον δὲ καί, ὅτι τὸ
αἰνῶς ἀντὶ τοῦ λίαν μεταληπτικόν τί ἐστιν. αἰνῶς μὲν γὰρ καὶ δεινῶς
ταὐτόσημά
εἰσιν. ἔστι δέ ποτε δεινῶς καὶ τὸ λίαν. καὶ αἰνῶς ἄρα ἀντὶ τοῦ λίαν.] Ἔτι
ἰστέον καί, ὅτι τὸ «ἀθανάταις θεαῖς εἰς ὦπα ἔοικεν» ὡς ἀπὸ τῶν
Ὁμηρικῶν
λεγόμενον Μουσῶν ἀκουστέον. οὐ γὰρ αὐτὸς Ὅμηρος εἶδεν, οἷον
ἔχουσιν
εἶδος αἱ θεαί. ἢ καὶ τοιοῦτόν τι φαίνεται λέγειν, ὡς, ἐὰν θεαὶ
εἰδοποιοῖντο, κατὰ
τὴν Ἑλένην ἂν καὶ αὐταὶ εἶεν. καὶ τὸ μὲν Ὁμηρικὸν οὕτω σεμνὸν καὶ
ὑψηλόν·
σαφέστερον δὲ καὶ ἀνθρωπικώτερον τὸ τῆς Ἑλένης ἔδειξε κάλλος ὁ
εἰπὼν
τραγικός· «ἣν καλλίστην χρυσοφαὴς ἥλιος αὐγάζει». Ὦπα δὲ οὐ μόνους
ἂν λέγοι
τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ τὴν ὅλην πρόσοψιν, ἥτις καὶ αὐτὴ ἀπὸ τῆς ὄψεως
λέγεται,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 2, page 328, line 2

ἁπάντων ἀποστερεῖ καὶ ἐνδείκνυται, ὅτι κατ' ἀνάγκην σύνεστιν, ᾧ οὐκ


ἀρέσκεται
ἀνδρί. (v. 352) Τὸ δὲ «φρένες ἔμπεδοι» ἐναντίον τῷ «φρένες
ἠερέθονται»,
περὶ οὗ προείρηται. Σημείωσαι δὲ ὅτι καὶ σοφὴ ἐν τούτοις ἡ Ἑλένη δια-
δείκνυται. Ἀλέξανδρος μὲν γὰρ πεπίστευκε τῷ Ἕκτορι χόλον εἰπόντι τὴν
αὐτοῦ ἄρτι ἀργίαν, παρελάλησε δὲ καὶ νεμεσᾶν τοῖς Τρωσίν, ὡς εἴρηται,
μάταια καὶ νοῶν καὶ λέγων καὶ ἀδιανόητα. τί γὰρ ἂν καὶ χολοῖτο κατὰ
τῶν
ἀναιτίων, οἳ δι' αὐτὸν ἀναιροῦνται, ὡς καὶ πρὸ ὀλίγου ὁ Ἕκτωρ εἶπε καὶ
207

μετὰ μικρὸν αὖθις ἐρεῖ. πῶς δ' ἂν καὶ νεμεσῴη τοῖς κατ' αὐτοῦ
δικαιότατα
νεμεσῶσιν; ἄφρων οὖν ὁ Πάρις οὔτε νοήσας, ὅτι ὁ Ἕκτωρ αἰσχύνων
αὐτὸν  
καὶ εἰρωνευόμενος εἰς χόλον ἐχρωμάτισε τὴν αἰτίαν τῆς αὐτοῦ ἀργίας,
ἀλλὰ
καὶ νεμεσᾶν εἰπὼν τοῖς Τρωσί, καὶ ἔοικε μηδὲ εἰδέναι τί ποτέ ἐστιν ἡ
νέμεσις.
καὶ οὕτω μὲν ὁ ἀνήρ. ἡ δὲ σοφὴ γυνὴ αἰτιᾶται αὐτόν, ἐπεὶ μὴ οἶδε
νέμεσιν
καὶ αἴσχεα, τουτέστι διότι οὔτε τὴν νέμεσιν οἶδε τί ἐστιν, καὶ οὐδὲ τὸν
χόλον
ἔγνω πρὸς αἶσχος αὐτοῦ σχηματισθέντα ὑφ' Ἕκτορος. (v. 351) Ἰστέον δὲ
ὅτι τὸ μὴ νέμεσιν εἰδέναι καὶ αἴσχεα καὶ τὸ ἑξῆς, ὡς ἀνωτέρω κεῖται, χα-
ρακτήρ ἐστιν ἤθους θρασέος καὶ οὐδὲ ἔμφρονος, καὶ ὅτι ὡς τὰ πρός τι
δοκεῖ
ἀντικεῖσθαι ἡ νέμεσις καὶ τὸ αἶσχος, ὅ τε γὰρ νεμεσῶν ἐπ' αἰσχροῖς
νεμεσᾷ
καὶ ὁ αἰσχυνόμενος νεμεσῶντα αἰσχύνεται. (v. 354 – 6) Ὅτι Ἑλένη μὲν
κολα-
κεύουσα τὸν Ἕκτορά φησι «ἀλλ' ἄγε νῦν εἴσελθε καὶ ἕζεο τῷδ' ἐπὶ
δίφρῳ, δᾶερ, ἐπεί σε μάλιστα πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν εἵνεκ' ἐμεῖο
κυνὸς
καὶ Ἀλεξάνδρου εἵνεκ' ἄτης». ὁ δὲ οὕτως ἀκάμας ἐστὶν ὥστε, καθὰ
περιεῖδε

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 2, page 328, line 8

ἀναιτίων, οἳ δι' αὐτὸν ἀναιροῦνται, ὡς καὶ πρὸ ὀλίγου ὁ Ἕκτωρ εἶπε καὶ
μετὰ μικρὸν αὖθις ἐρεῖ. πῶς δ' ἂν καὶ νεμεσῴη τοῖς κατ' αὐτοῦ
δικαιότατα
νεμεσῶσιν; ἄφρων οὖν ὁ Πάρις οὔτε νοήσας, ὅτι ὁ Ἕκτωρ αἰσχύνων
αὐτὸν  
καὶ εἰρωνευόμενος εἰς χόλον ἐχρωμάτισε τὴν αἰτίαν τῆς αὐτοῦ ἀργίας,
ἀλλὰ
καὶ νεμεσᾶν εἰπὼν τοῖς Τρωσί, καὶ ἔοικε μηδὲ εἰδέναι τί ποτέ ἐστιν ἡ
νέμεσις.
καὶ οὕτω μὲν ὁ ἀνήρ. ἡ δὲ σοφὴ γυνὴ αἰτιᾶται αὐτόν, ἐπεὶ μὴ οἶδε
νέμεσιν
καὶ αἴσχεα, τουτέστι διότι οὔτε τὴν νέμεσιν οἶδε τί ἐστιν, καὶ οὐδὲ τὸν
χόλον
ἔγνω πρὸς αἶσχος αὐτοῦ σχηματισθέντα ὑφ' Ἕκτορος. (v. 351) Ἰστέον δὲ
208

ὅτι τὸ μὴ νέμεσιν εἰδέναι καὶ αἴσχεα καὶ τὸ ἑξῆς, ὡς ἀνωτέρω κεῖται, χα-
ρακτήρ ἐστιν ἤθους θρασέος καὶ οὐδὲ ἔμφρονος, καὶ ὅτι ὡς τὰ πρός τι
δοκεῖ
ἀντικεῖσθαι ἡ νέμεσις καὶ τὸ αἶσχος, ὅ τε γὰρ νεμεσῶν ἐπ' αἰσχροῖς
νεμεσᾷ
καὶ ὁ αἰσχυνόμενος νεμεσῶντα αἰσχύνεται. (v. 354 – 6) Ὅτι Ἑλένη μὲν
κολα-
κεύουσα τὸν Ἕκτορά φησι «ἀλλ' ἄγε νῦν εἴσελθε καὶ ἕζεο τῷδ' ἐπὶ
δίφρῳ, δᾶερ, ἐπεί σε μάλιστα πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν εἵνεκ' ἐμεῖο
κυνὸς
καὶ Ἀλεξάνδρου εἵνεκ' ἄτης». ὁ δὲ οὕτως ἀκάμας ἐστὶν ὥστε, καθὰ
περιεῖδε
τὴν μητέρα οἰνοχοοῦσαν, οὕτω καὶ τὴν Ἑλένην καθίζουσαν. (v. 360 – 2)
Φησὶ γοῦν· «μή με κάθιζ' Ἑλένη, φιλέουσά περ, οὐδέ με πείσεις. ἤδη γάρ
μοι θυμὸς ἐπέσσυται ὄφρ' ἐπαμύνω», καὶ ἑξῆς. Ὁ δὲ λόγος οὗτος πρέπει
κατὰ μικράν τινα παρῳδίαν καὶ ἑτέροις, οἳ σπεύδοντες εἰς ἔργον
ἐπέχονται πρός τινων οἰκείων αὐτοῖς.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 2, page 607, line 12

ρον.] (v. 406) Τὸ δὲ «ὄφρα εἰδῇ γλαυκῶπις ὅτ' ἂν ᾧ πατρὶ μάχηται»


ἐλλιπῶς
ἔχει διὰ μυθικὴν λόγου ἐγκοπήν. Καὶ ἄδηλον μὲν τί ἐλλείπει τῷ λόγῳ.
Ἔστι
δὲ νοῆσαι «ἵνα εἰδῇ τί ἐσφάλη», ἢ «ἵνα εἰδῇ ὅτι ἀφραίνει», ἢ ὅτι
κρείττονι
ἀντιφερίζει, ἢ τοιοῦτόν τι, [ὁποῖον μάλιστα τὸ «ἣν ἄτην», κατὰ τὸ «γνῷ
δὲ
καὶ Ἀτρείδης ἣν ἄτην», ὃ δὴ Ἀχιλλεὺς ἔφη περὶ τοῦ βασιλέως.] Καὶ
ἄλλως
δὲ ἔστι νοῆσαι τὸ ῥηθὲν οὕτως ἀνελλιπῶς· ὄφρα ἡ γλαυκῶπις μάθοι, πότε

ἂν μάχοιτο τῷ πατρί, ὡς εἰκὸς ὂν θυγατέρα πατρὶ σωφρόνως ἀνθίστασθαί

ποτε, οὐ μὴν ἐπὶ τοιούτοις, ὅτε δηλαδὴ ἐκεῖνος ἄλλα σπουδαῖα βούλεται.
[(v. 407) Τὸ δὲ χολοῦσθαι παρακολούθημά ἐστι νεμέσεως ἀπρακτούσης.
διόπερ ὁ μὴ νεμεσιζόμενος οὐδ' ἂν χολοῖτο. καὶ ἄλλως δέ, ἐπεὶ ὁ μὲν
χόλος
ἔστιν ὅτε ἀλόγιστός ἐστιν, ἡ δὲ νέμεσις ἀγαθόν ἐστιν ἄχολον, ὁ
ἀπεγνωκὼς
διόρθωσιν φαύλου προσώπου ὀρθῶς ἂν εἴποι, ὡς οὔτε νεμεσίζεται τῷ
τοιούτῳ
209

οὔτε χολοῦται, ὡς οἷα ἐθισθεὶς τὴν ἐκείνου ἀπόνοιαν.] (v. 408) Τὸ δὲ


«ἔωθεν»
ἀσύνηθες μέν, ὀρθὸν δὲ κατὰ Ἴωνας, εἰ καὶ συνεμπίπτει κατὰ μόνην
φωνὴν
τῷ ἕωθεν ἐπιρρήματι. Τὸ δὲ ἐνικλᾶν κατὰ στερεῶν καί, ὡς ἐρρέθη,
ἀτενῶν
σωμάτων λέγεται, ὁποῖά τινα ὄντα καὶ τὰ τοῦ Διὸς βουλεύματα ἡ
Ἥρα ἐνικλᾶν λέγεται. (v. 410 – 2) Ὅτι οὕτω ταχεῖα κατὰ τὴν ἀλληγορου-
μένην Ἶριν καὶ ἡ μυθική, ὥστε ἅμα σταλῆναι πρὸς Διὸς καὶ εὐθὺς ἄντε-
σθαι ταῖς θεαῖς παρὰ πρώταις πύλαις Ὀλύμπου. καὶ μὴν ἐκεῖναι πρὸ τοῦ
αὐτὴν σταλῆναι διὰ τῶν πυλῶν ἐξήρχοντο. (v. 411) Πρώτας οὖν πύλας
λέγει
τὰ προπύλαια καθ' ὁμοιότητα τοῦ πρώταις θύραις, ὅπερ ἐν τοῖς ἑξῆς που

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 2, page 616, line 11

μὴ ἔχειν δηλαδὴ τοῦτο ποιεῖν τῇ χειρὶ ἀσχολουμένῃ περὶ ἁλίπαστα. Ἀρχὴ

δὲ τῶν τοιούτων ῥημάτων τὸ μῦ ἐπίρρημα παρὰ τῷ Κωμικῷ. (v. 450)


Ἀσύνδετος δὲ καὶ μετὰ θαύματος ἡ ἐπιβολὴ τῆς ῥηθείσης ἐννοίας
ἀναλόγως
τῷ θυμῷ τοῦ Διός. Ἔτι δὲ καὶ ἀξιωματικὴ διὰ τὸ «πάντως». ἀποφατικῶς
γὰρ ἔχει ὡς ἐπὶ ὁμολογουμένῳ πράγματι. (v. 452 s.) Ὅτι δειλίας ἄκρας
δεικ-
τικὸν τὸ «ὑμῶν δὲ πρίν περ τρόμος ἔλλαβε φαίδιμα γυῖα πρὶν πόλεμόν τε
ἰδεῖν
πολέμοιό τε μέρμερα ἔργα». Ἀνωτέρω δὲ παρῳδηθὲν τὸ «οὐ μὴν κάμετόν

γε μάχῃ ἐνὶ κυδιανείρῃ» καὶ ἑξῆς ὄνειδός ἐστι τῶν εὐλαβηθέντων μάχην.
(v. 455) Ὅτι τὸ «πληγέντε κεραυνῷ», ῥηθὲν ἐπὶ Ἥρας καὶ Ἀθηνᾶς, ὡς
καὶ προδεδήλωται, Ἀττικῶς δίκην ἀρσενικοῦ ἢ οὐδετέρου ἐσχημάτισται.
Καὶ
Ἡσίοδος δὲ οὕτω φησί «προλιπόντε ἀνθρώπους αἰδὼς καὶ νέμεσις», καὶ
Εὐριπίδης «ταὐτὰ ἔχοντε γράμματα», ἤγουν ἔχουσαι, αἱ δύο αἰδοί. καὶ ἡ
τοῦ
Σοφοκλέους δὲ Ἠλέκτρα ἐφ' ἑαυτῇ καὶ τῇ ἀδελφῇ λέγει «ἴδεσθε τώδε τὼ
κασιγνήτω», ἤγουν ταύτας τὰς αὐταδέλφας, «τούτω χρὴ τιμᾶν, ὣ ψυχῆς
ἀφει-
δήσαντε», ὅ ἐστι ταύτας, αἳ ψυχῆς ἀφειδήσασαι. Καὶ οὐ ταῦτα μόνον
καινοτο-
μοῦσιν Ἀττικοί, ἀλλὰ καὶ εὐθείας ἑνικὰς ἀρρενικὰς τῇ προφορᾷ
210

ἐκθηλύνοντες
ἡ κλυτός καὶ ἡ γενναῖός φασι, καὶ ἡ ἀδελφὸς δέ, ἧς δυϊκὸν παρὰ
Σοφοκλεῖ
τὼ ἀδελφώ. καὶ ἄρρενα δὲ ἄρθρα τοῖς θήλεσι προσαρμόζουσι τὼ γυναῖκε

λέγοντες καὶ τὼ χεῖρε καὶ τὼ θεώ, τουτέστι τὰς θεάς, τὴν Δήμητραν καὶ
τὴν
Κόρην. (v. 458) Ὅτι γοργὰ πάρισα καὶ ἐνταῦθα τὸ «πλησίαι ἥσθην, κακὰ
δὲ Τρώεσσι μεδέσθην», Ἥρα δηλαδὴ καὶ Ἀθηνᾶ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 290, line 15

πάσχει, πάνυ ἐκτετίμηται καὶ πρεσβεῖον μέγα ἤρατο τιμῆς. (v. 644) Ἐν
δὲ τῷ «ἰσόθεος φώς» σεμνύνει τὸν Πάτροκλον ὁ ποιητής, καθὰ καὶ πρὸ
ὀλίγου
ἐν τῷ «ἶσος Ἄρηϊ», διὰ τὸ χρησιμεύσειν αὐτῷ. σαφέστερον δὲ πάντως
τοῦ
ἀντίθεος τὸ ἰσόθεος. (v. 647 s.) Ὅτι σπεύδοντος καὶ μὴ θέλοντος
καθεσθῆναι
τὸ «ἀναίνετο εἶπέ τε μῦθον· οὐχ' ἕδος ἐστὶ γεραιὲ διοτρεφές, οὐδέ με
πείσεις»
ὃ Πάτροκλος ἔφη πρὸς Νέστορα. Καὶ σημείωσαι ὅτι ἕδος ἐνταῦθα οὔτε
ἔδαφος
οὔτε ἡ καθέδρα αὐτή, ἀλλ' ἔχει τι ὁ λόγος ἐλλείψεως, ἵνα ᾖ ὅτι οὐ νῦν
καίριον
ἡ καθέδρα. ὅτι δὲ ἕδος λέγεται καὶ τὸ ἵδρυμα καὶ ἄγαλμα, ὁ Παυσανίας
φησίν.
(v. 649) Ὅτι ἐν τῷ «αἰδοῖος, νεμεσητός, ὅ», ἤγουν ὅς, «με προέηκε
πυθέσθαι»
τόδε τι, ἃ δὴ τῷ Ἀχιλλεῖ ὁ Πάτροκλος ἐπιμαρτύρεται, νεμεσητός ἐστι
κατὰ
τοὺς παλαιοὺς ἢ ὁ ἑκάστῳ τὸ δέον ἀπονέμων, ὅθεν καὶ Νέμεσις ἥ τε τοῦ
μύθου
καὶ ἡ ἀλληγορουμένη, ἢ ὁ ἑτοιμομεμφὴς ἢ φιλομεμφὴς καὶ μεμψίμοιρος.
(v. 653 s.) Ἐν δὲ τῷ «εὖ δὲ σὺ οἶσθα, γεραιὲ διοτρεφές, οἷος ἐκεῖνος,
δεινὸς
ἀνήρ· τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόῳτο»,  – Πάτροκλος δὲ καὶ ταῦτά φησι
πρὸς Νέστορα – δηλοῖ ὁ ποιητὴς τῇ αἰδοῖ δέος ἀκολουθεῖν, ὡς καὶ ἐν τῷ
»αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι δεινός τε». τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ φθάσαι αἰδοῖον αὐτὸν

εἰπεῖν, εἶτα ἐπαγαγεῖν καὶ δεινόν. Τὸ δὲ «ἀναίτιον αἰτιόῳτο» ἔοικεν


ἐφερμη-
νευτικὸν εἶναι τοῦ νεμεσητός. (v. 649) Ἰστέον δὲ ὅτι κατὰ τὰς ῥηθείσας
211

ἐννοίας νεμεσητὴς μᾶλλον ὤφειλεν ὁ νεμεσῶν Ἀχιλλεὺς γράφεσθαι καθ'


ὁμοιότητα τοῦ καθηγητής, διαιτητής, ποιητής, ταρακτής παρὰ
Λυκόφρονι,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 447, line 19

Αἴαντας «ὦ φίλοι, ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος», τοῦτο


δὴ
τὸ πρὸς ἀλήθειαν. ἀληθῶς γὰρ τοιοῦτοι ἀνὰ στρατόν, οὐ μὴν πάντες
ἄριστοι.]
(v. 118) Τὸ δὲ «μαχεσαίμην» ἀντὶ τοῦ ὀνειδιστικῶς λαλήσω ἢ μέμψομαι,
οὐ
γὰρ κυριολεκτεῖται ἡ λέξις ἐνταῦθα, καιριώτερον δὲ εἰπεῖν, ἀντὶ τοῦ
νεμε-
σήσω, διὸ ἐπήγαγεν «ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι», οὗπερ ἡ διφόρησις δήλη. καὶ
νεμεσῶ γὰρ καὶ νεμεσῶμαι καθ' ὁμοίαν σημασίαν λέγεται. (v. 120)
Πέπονες
δὲ νῦν οὐχ' οὕτως οἱ φίλοι, ὡς οἱ ἔκλυτοι, καθὰ καὶ ἀλλαχοῦ κεῖται.
τοιοῦτοι
γὰρ οἱ μεθιέντες. Τὸ δὲ «κακὸν μεῖζον» προαναφωνητικῶς ἐρρέθη διὰ
τὴν
πλείω φυγὴν καὶ τὸ κατὰ τῶν νηῶν πῦρ. Αἰδοῦς δὲ καὶ νεμέσεως ἡ μὲν
αἰδὼς
ἐξ ἡμῶν αὐτῶν, ἡ δὲ νέμεσις ἐξ ἄλλων, πρὸς οὓς τὴν αἰδῶ ἔχομεν [ἐν
ὀφθαλμοῖς
οὖσαν, κατὰ τὸ «αἰδὼς ἐν ὀφθαλμοῖς». ὅπερ σημείωσαι διὰ τὴν
ἐπιχωριάζουσαν
τοῖς ἄρτι παράχρησιν. Ἀριστοτέλους γὰρ φιλοσοφώτατα παραδομένου
οἰκητή-
ριον αἰδοῦς εἶναι τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ μετ' αὐτὸν παρήγαγον τὸ νόημα εἰς
παροιμίαν ἀστείαν τὴν «αἰδὼς ἐν ὀφθαλμοῖς», ἤγουν αἰδούμεθα οἱ
πολλοὶ
τῶν ἀνθρώπων οὐκ ἀεί, ἀλλ' ἕως ἄν τινας βλέπωμεν.] εἴρηται δὲ περὶ
αὐτῶν καὶ
ἐν τοῖς εἰς τὴν Ὀδύσσειαν. (v. 123) Τὸ δὲ «βοὴν ἀγαθός», ὅ ἐστι μάχην ἢ
κραυγήν, ὅθεν καὶ τὸ αὐτοβοεί ἐπίρρημα γίνεται, ὀνειδιστικῶς ἔχει,
ὡς τοῦ μὲν Ἕκτορος πολεμιστοῦ ὄντος ἀγαθοῦ, τῶν δὲ Ἑλλήνων ἄρτι οὐ
τοιούτων ὄντων. (v. 125) Ἐνταῦθα δὲ καὶ τὸ «κελευτιόων» κεῖται,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 578, line 22


212

ἄρτι μόνων ἀποπειρώμενος, ὡς ἀλλαχοῦ ὅλου ἀπεπειράσατο τοῦ


πλήθους,
πρῶτα μὲν λαλεῖ μετὰ τὴν τοῦ Νέστορος δημηγορίαν, ὅπερ οἰκεῖον
συμβούλῳ
»ἀλλ' ἄγεθ' ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες», εἶτά φησιν, ὅτι «νῆας,
ὅσαι
πρῶται εἰρύαται ἄγχι θαλάσσης, ἕλκωμεν, πάσας δὲ ἐρύσομεν εἰς ἅλα
δῖαν,
ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσομεν, εἰς ὅ κεν», ἤγουν ἕως, «ἔλθῃ νὺξ ἀβρότη,
ἢν καὶ
τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο Τρῶες, ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας
ἁπάσας».
(v. 80 s.) Εἶτα αἰσθόμενος, ὡς αἰσχρὰ συμβουλεύει ὁ εἰπὼν ἀλλαχοῦ
«ἰδρώσει
μέν τευ τελαμὼν ἀσπίδος» καὶ τὰ ἑξῆς, καὶ εἰδὼς ὡς λειποτακτεῖ οὕτως
αὐτὸς
ὁ ἀπειλήσας τοῖς φυγομαχοῦσι, καὶ διὰ τοῦτο κρίνας, ὡς αἰσχρόν ἐστι
δρα-
πετεύειν τὴν μάχην, καὶ ταῦτα νυκτός, κατασκευάζει γνωμικῶς τὸ
συμβουλευ-
θέν, χρωματίζων αὐτὸ εἰς δῆθεν εὔλογον, καί φησιν· «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγέειν
κακὸν οὐδ' ἀνὰ νύκτα. βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἤπερ ἁλῴη»,

καὶ ἄλλως, «ἠὲ ἁλῴη». ὃ δὴ παράφρασίς ἐστι τοῦ «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγέειν
κακόν», διττολογήσαντος καὶ νῦν καιρίως τοῦ ποιητοῦ διὰ πιθανότητα
καὶ
σαφήνειαν. Ἔνθα ὅρα ὡς οὐκ εἶπεν «οὐ γάρ τις νέμεσις φυγεῖν πόλεμον»

– ἀγεννέστατον γὰρ τοῦτό γε καὶ νεμεσητόν.  – , ἀλλ' ἐσχημάτισεν εἰπὼν


»φυγέειν κακόν». διὸ οὐδὲ φεύγωμεν ἀπολύτως εἶπε καὶ σαφῶς, ὡς
ἀλλαχοῦ,
ἀλλ' ἐν γνωμικῷ λόγῳ τὴν ἔννοιαν ταύτην παρέρριψεν, ἅμα καὶ
ἀνασκευάζων  
διὰ τῆς γνώμης τὸ δοκοῦν τοῦ φεύγειν αἰσχρόν, ὃς καὶ τὸ κακόν ἐπίτηδες
δὶς
εἶπεν ἐπὶ τοῦ φευκτοῦ πολέμου, ἐξ οὗ δεῖ χάζεσθαι κατὰ τὴν ἐτυμολογίαν
τοῦ κακοῦ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 578, line 24


213

«ἀλλ' ἄγεθ' ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες», εἶτά φησιν, ὅτι «νῆας,
ὅσαι
πρῶται εἰρύαται ἄγχι θαλάσσης, ἕλκωμεν, πάσας δὲ ἐρύσομεν εἰς ἅλα
δῖαν,
ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσομεν, εἰς ὅ κεν», ἤγουν ἕως, «ἔλθῃ νὺξ ἀβρότη,
ἢν καὶ
τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο Τρῶες, ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας
ἁπάσας».
(v. 80 s.) Εἶτα αἰσθόμενος, ὡς αἰσχρὰ συμβουλεύει ὁ εἰπὼν ἀλλαχοῦ
«ἰδρώσει
μέν τευ τελαμὼν ἀσπίδος» καὶ τὰ ἑξῆς, καὶ εἰδὼς ὡς λειποτακτεῖ οὕτως
αὐτὸς
ὁ ἀπειλήσας τοῖς φυγομαχοῦσι, καὶ διὰ τοῦτο κρίνας, ὡς αἰσχρόν ἐστι
δρα-
πετεύειν τὴν μάχην, καὶ ταῦτα νυκτός, κατασκευάζει γνωμικῶς τὸ
συμβουλευ-
θέν, χρωματίζων αὐτὸ εἰς δῆθεν εὔλογον, καί φησιν· «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγέειν
κακὸν οὐδ' ἀνὰ νύκτα. βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἤπερ ἁλῴη»,
ἢ καὶ ἄλλως, «ἠὲ ἁλῴη». ὃ δὴ παράφρασίς ἐστι τοῦ «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγέειν κακόν», διττολογήσαντος καὶ νῦν καιρίως τοῦ ποιητοῦ διὰ
πιθανότητα καὶ σαφήνειαν. Ἔνθα ὅρα ὡς οὐκ εἶπεν «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγεῖν πόλεμον»
– ἀγεννέστατον γὰρ τοῦτό γε καὶ νεμεσητόν.  – , ἀλλ' ἐσχημάτισεν εἰπὼν
»φυγέειν κακόν». διὸ οὐδὲ φεύγωμεν ἀπολύτως εἶπε καὶ σαφῶς, ὡς
ἀλλαχοῦ,
ἀλλ' ἐν γνωμικῷ λόγῳ τὴν ἔννοιαν ταύτην παρέρριψεν, ἅμα καὶ
ἀνασκευάζων  
διὰ τῆς γνώμης τὸ δοκοῦν τοῦ φεύγειν αἰσχρόν, ὃς καὶ τὸ κακόν ἐπίτηδες
δὶς εἶπεν ἐπὶ τοῦ φευκτοῦ πολέμου, ἐξ οὗ δεῖ χάζεσθαι κατὰ τὴν
ἐτυμολογίαν τοῦ κακοῦ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 578, line 26

ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσομεν, εἰς ὅ κεν», ἤγουν ἕως, «ἔλθῃ νὺξ ἀβρότη,
ἢν καὶ
τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο Τρῶες, ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας
ἁπάσας».
(v. 80 s.) Εἶτα αἰσθόμενος, ὡς αἰσχρὰ συμβουλεύει ὁ εἰπὼν ἀλλαχοῦ
«ἰδρώσει
214

μέν τευ τελαμὼν ἀσπίδος» καὶ τὰ ἑξῆς, καὶ εἰδὼς ὡς λειποτακτεῖ οὕτως
αὐτὸς
ὁ ἀπειλήσας τοῖς φυγομαχοῦσι, καὶ διὰ τοῦτο κρίνας, ὡς αἰσχρόν ἐστι
δρα-
πετεύειν τὴν μάχην, καὶ ταῦτα νυκτός, κατασκευάζει γνωμικῶς τὸ
συμβουλευ-
θέν, χρωματίζων αὐτὸ εἰς δῆθεν εὔλογον, καί φησιν· «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγέειν
κακὸν οὐδ' ἀνὰ νύκτα. βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἤπερ ἁλῴη»,

καὶ ἄλλως, «ἠὲ ἁλῴη». ὃ δὴ παράφρασίς ἐστι τοῦ «οὐ γάρ τις νέμεσις
φυγέειν
κακόν», διττολογήσαντος καὶ νῦν καιρίως τοῦ ποιητοῦ διὰ πιθανότητα
καὶ
σαφήνειαν. Ἔνθα ὅρα ὡς οὐκ εἶπεν «οὐ γάρ τις νέμεσις φυγεῖν πόλεμον»

– ἀγεννέστατον γὰρ τοῦτό γε καὶ νεμεσητόν.  – , ἀλλ' ἐσχημάτισεν εἰπὼν


»φυγέειν κακόν». διὸ οὐδὲ φεύγωμεν ἀπολύτως εἶπε καὶ σαφῶς, ὡς
ἀλλαχοῦ,
ἀλλ' ἐν γνωμικῷ λόγῳ τὴν ἔννοιαν ταύτην παρέρριψεν, ἅμα καὶ
ἀνασκευάζων  
διὰ τῆς γνώμης τὸ δοκοῦν τοῦ φεύγειν αἰσχρόν, ὃς καὶ τὸ κακόν ἐπίτηδες
δὶς
εἶπεν ἐπὶ τοῦ φευκτοῦ πολέμου, ἐξ οὗ δεῖ χάζεσθαι κατὰ τὴν ἐτυμολογίαν
τοῦ
κακοῦ. Καλῶς δέ, φασί, νῦν ὁ βασιλεὺς πειρᾶται τῶν ἀριστέων. οἶδε γὰρ
ὡς
ἐν ἡσυχίᾳ μὲν πραγμάτων κολακικῶς εἴτε καὶ αἰδημόνως ὑποπίπτουσιν οἱ

πολλοὶ τῷ ὑπερέχοντι, κινδύνου δὲ προκειμένου φόβος οὐ δεκάζει, ἀλλὰ


δηλοῖ
τὴν προαίρεσιν ἕκαστος, πάντα τῆς ἰδίας ἀσφαλείας ἐν δευτέρῳ
τιθέμενος.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 582, line 10

σύγκειται, ὡς τότε δηλαδὴ παυομένου τοῦ δουρός, ἤτοι τοῦ πολέμου. Καὶ

ἄλλως δέ, ἀβρότη μεταληπτικῶς, ὥς που καὶ προερρέθη σαφέστερον, ἡ


ἄφως
κατὰ τοὺς παλαιούς, ἐν ᾗ φῶς οὐκ ἔστι. τὸ φῶς γάρ, φασίν, ὁμόφωνόν
ἐστι
215

τῷ φώς, ἀρσενικῷ ὀνόματι, ὅπερ ἐστὶ βροτός, ὅθεν κατὰ μετάληψιν


ἀβρότη ἡ
ἄφως, τουτέστιν ἀφώτιστος. Καὶ ὅρα παλαιὰν τόλμαν ἐτυμολογίας
ταύτης
ἀχρειούσης τὰ σπουδαῖα. διθυραμβώδης γάρ ἐστι καὶ ὁμοία ἐκείνοις, ἐν
οἷς
Οὐδεὶς μὲν λέγεται ὁ Ὀδυσσεύς, ὡς Οὖτις ἐν Ὀδυσσείᾳ κληθείς, ἡ
ποιμενικὴ δὲ
σῦριγξ ἕλκος διὰ τὴν ὁμώνυμον ἐν ποσὶ σύριγγα, ἥτις ἐστὶν εἶδος
ἑλκώσεως,
καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα. Τὸ δὲ «ἢν καὶ τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο»
ἐπεμβληθὲν
ἔχεται λόγου διὰ τὸ ῥηθέν που ὑφ' Ἕκτορος, ὃς ἤθελε μὴ ἀσπουδεὶ
νύκτωρ φυγῇ χρήσασθαι τοὺς Ἀχαιούς. [(v. 80) Τὸ δὲ «οὐ γάρ τις
νέμεσις»
ἤρτηται κατὰ σχῆμα τοῦ «οὐ νέμεσις τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικί» τοὺς δεῖνα
«πολὺν
χρόνον ἄλγεα πάσχειν». εἰ δὲ καὶ ὁμοίως ἄμφω ἐσχημάτισται, ὅμως
ἐκεῖνο
τὸ ἐν τῇ γʹ ῥαψῳδία κείμενον πολὺ τὸ σεμνὸν ἔχει διὰ τὴν ἐπαγομένην
ἀνεμέση-
τον ἐπὶ τῇ Ἑλένῃ ἔννοιαν. Τῆς γὰρ καλλίστης Ἑλένης παρούσης ἐν τῷ
Τρωϊκῷ
τείχει καὶ νικώσης πρὸς ἀλήθειαν τούς τε ἄλλους δημογέροντας καὶ τὸν
βασιλέα
Πρίαμον, ἐχθρόν, φασίν, ὄντα, οὐδέν τι ἀπᾷδον ἐλαλήθη, ἀλλὰ πάντα
τοιαῦτα,
οἷα θαυμάζεσθαι διὰ πολλὴν σεμνότητα, οὐ μὴν ὁποῖα Ἑρμῆς ἔπαιξεν ἐν
Ὀδυσσείᾳ, αἱρούμενος ἀπείροσι σφιγχθῆναι στερροῖς δεσμοῖς, εἰ μόνον
εὕδοι παρὰ τῇ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ. καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνο τὸ «οὐ νέμεσις»
ὑψηλότερον

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 582, line 11

ἄλλως δέ, ἀβρότη μεταληπτικῶς, ὥς που καὶ προερρέθη σαφέστερον, ἡ


ἄφως
κατὰ τοὺς παλαιούς, ἐν ᾗ φῶς οὐκ ἔστι. τὸ φῶς γάρ, φασίν, ὁμόφωνόν
ἐστι
τῷ φώς, ἀρσενικῷ ὀνόματι, ὅπερ ἐστὶ βροτός, ὅθεν κατὰ μετάληψιν
ἀβρότη ἡ
ἄφως, τουτέστιν ἀφώτιστος. Καὶ ὅρα παλαιὰν τόλμαν ἐτυμολογίας
ταύτης
ἀχρειούσης τὰ σπουδαῖα. διθυραμβώδης γάρ ἐστι καὶ ὁμοία ἐκείνοις, ἐν
216

οἷς
Οὐδεὶς μὲν λέγεται ὁ Ὀδυσσεύς, ὡς Οὖτις ἐν Ὀδυσσείᾳ κληθείς, ἡ
ποιμενικὴ δὲ
σῦριγξ ἕλκος διὰ τὴν ὁμώνυμον ἐν ποσὶ σύριγγα, ἥτις ἐστὶν εἶδος
ἑλκώσεως,
καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα. Τὸ δὲ «ἢν καὶ τῇ ἀπόσχωνται πολέμοιο»
ἐπεμβληθὲν
ἔχεται λόγου διὰ τὸ ῥηθέν που ὑφ' Ἕκτορος, ὃς ἤθελε μὴ ἀσπουδεὶ
νύκτωρ φυγῇ χρήσασθαι τοὺς Ἀχαιούς. [(v. 80) Τὸ δὲ «οὐ γάρ τις
νέμεσις»
ἤρτηται κατὰ σχῆμα τοῦ «οὐ νέμεσις τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικί» τοὺς δεῖνα
«πολὺν
χρόνον ἄλγεα πάσχειν». εἰ δὲ καὶ ὁμοίως ἄμφω ἐσχημάτισται, ὅμως
ἐκεῖνο
τὸ ἐν τῇ γʹ ῥαψῳδία κείμενον πολὺ τὸ σεμνὸν ἔχει διὰ τὴν ἐπαγομένην
ἀνεμέση-
τον ἐπὶ τῇ Ἑλένῃ ἔννοιαν. Τῆς γὰρ καλλίστης Ἑλένης παρούσης ἐν τῷ
Τρωϊκῷ
τείχει καὶ νικώσης πρὸς ἀλήθειαν τούς τε ἄλλους δημογέροντας καὶ τὸν
βασιλέα
Πρίαμον, ἐχθρόν, φασίν, ὄντα, οὐδέν τι ἀπᾷδον ἐλαλήθη, ἀλλὰ πάντα
τοιαῦτα,
οἷα θαυμάζεσθαι διὰ πολλὴν σεμνότητα, οὐ μὴν ὁποῖα Ἑρμῆς ἔπαιξεν ἐν
Ὀδυσσείᾳ, αἱρούμενος ἀπείροσι σφιγχθῆναι στερροῖς δεσμοῖς, εἰ μόνον
εὕδοι παρὰ τῇ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ. καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνο τὸ «οὐ νέμεσις»
ὑψηλότερον τοῦ ἐνταῦθα.] (v. 81) Τὸ δὲ «φεύγων προφύγῃ κακόν» δι'
ἐνάργειαν διπλοῦται,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 582, line 19

νύκτωρ φυγῇ χρήσασθαι τοὺς Ἀχαιούς. [(v. 80) Τὸ δὲ «οὐ γάρ τις
νέμεσις»
ἤρτηται κατὰ σχῆμα τοῦ «οὐ νέμεσις τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικί» τοὺς δεῖνα
«πολὺν
χρόνον ἄλγεα πάσχειν». εἰ δὲ καὶ ὁμοίως ἄμφω ἐσχημάτισται, ὅμως
ἐκεῖνο
τὸ ἐν τῇ γʹ ῥαψῳδία κείμενον πολὺ τὸ σεμνὸν ἔχει διὰ τὴν ἐπαγομένην
ἀνεμέση-
τον ἐπὶ τῇ Ἑλένῃ ἔννοιαν. Τῆς γὰρ καλλίστης Ἑλένης παρούσης ἐν τῷ
Τρωϊκῷ
τείχει καὶ νικώσης πρὸς ἀλήθειαν τούς τε ἄλλους δημογέροντας καὶ τὸν
βασιλέα
217

Πρίαμον, ἐχθρόν, φασίν, ὄντα, οὐδέν τι ἀπᾷδον ἐλαλήθη, ἀλλὰ πάντα


τοιαῦτα,
οἷα θαυμάζεσθαι διὰ πολλὴν σεμνότητα, οὐ μὴν ὁποῖα Ἑρμῆς ἔπαιξεν ἐν
Ὀδυσσείᾳ, αἱρούμενος ἀπείροσι σφιγχθῆναι στερροῖς δεσμοῖς, εἰ μόνον
εὕδοι
παρὰ τῇ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ. καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνο τὸ «οὐ νέμεσις»
ὑψηλότερον
τοῦ ἐνταῦθα.] (v. 81) Τὸ δὲ «φεύγων προφύγῃ κακόν» δι' ἐνάργειαν
διπλοῦται,
ἵνα δηλώσῃ, ὅτι τὸ ῥηθὲν οὐκ ἔστιν ἁπλῶς φυγεῖν, ἀλλὰ προφυγεῖν
κακόν,
ἤτοι φυγεῖν αὐτὸ πρὸ τοῦ ἐπελθεῖν. Τὸ δὲ «ἁλῴη» ἐκ τοῦ ἁλοίη γέγονε
κατὰ
ἔκτασιν, ὁμοίως τῷ γνοίη γνῴη, δοίη δῴη, καὶ τοῖς ὁμοίοις. (v. 83) Τὸ δὲ
»ποῖόν σε ἔπος φύγεν» ἔχει τι νῦν πλεῖον τοῦ συνήθους γλυκὺ καὶ
ἀστεῖον
ἐν τῷ φύγεν. οἱονεὶ γάρ φησιν, ὡς ἡμεῖς μὲν οὐκ ἄν, [ὡς σὺ βούλει,]
φύγοιμεν,
σοῦ δὲ ἐξέφυγε λόγος οὐ χρηστός, ὃν ἐχρῆν ἔνδον καθεῖρχθαι ἀπρόϊτον.
Ἕρκος  
δὲ ὀδόντων εἰπεῖν τὰ χείλη ἀσφαλῶς ἔχει, ἐπεὶ καὶ πύλαι στόματος
λέγονται.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, page 799, line 32

ἀγαθοὶ ἀριδάκρυες ἄνδρες. Ὅρα δὲ καὶ ὅτι τὰς ἀρχὰς ὁ Πάτροκλος


σιωπῶν
οἷα συγκεχυμένος τῇ λύπῃ καὶ σχήματι μόνῳ πρὸς οἶκτον ἐπαγόμενος τὸν

δυσμείλικτον ὕστερον βαρυστενάχων προσέφη τὰ δηλωθέντα. οὕτω καὶ ὁ

Φοῖνιξ ἐν ταῖς Λιταῖς ὀψὲ μετέειπε δάκρυ' ἀναπρήσας. (v. 22) Τὸ δὲ «μὴ
νεμέσα, τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκε» λεχθείη ἂν ὑπὸ τοῦ ἐν τῷ δέεσθαι
μεμφομένου.
Ὅρα δὲ ἐν τῷ «μὴ νεμέσα» καὶ ὅτι συντρέχων τῷ Ἀχιλλεῖ ὁ ἑταῖρος
ὁμολογεῖ
μὲν ὡς νεμεσητόν τι ποιεῖ θηλυπρεπῶς οὕτω κλαίων, καὶ ταῦτα ὑπὲρ
Ἀχαιῶν,
ὧν ἡ εἰς τὸν Ἀχιλλέα ὑπερβασία δήλη ἐστίν, ὅμως δ' οὖν ζητεῖ
συγγνωσθῆναι.
τὸ γὰρ «μὴ νεμέσα» ταὐτόν ἐστι τῷ εἰ καὶ νεμεσᾷς δικαίως δηλαδὴ
μεμφόμενος,
ἀλλὰ μὴ οὕτω ποίει. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ «μὴ νεμέσα» δύναται καὶ αὐτὸ
218

παροι-
μιωδῶς ποτε λέγεσθαι, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ τὸ «οὐ νέμεσις». [Τοῦ δὲ
«βεβίηκε»  
θέμα τὸ βιῶ, οὗ παράγωγον τὸ βιάζω. μέλλων δὲ τοῦ τοιούτου βιῶ τὸ
βιήσω
πρὸς διαστολὴν τοῦ βιῶ βιώσω, ἤγουν ζήσω.] Τὸ δὲ «τοῖον ἄχος
βεβίηκεν
Ἀχαιούς» ἐνάγει τὸν Ἀχιλλέα πεισθῆναι. Εἰ γὰρ αὐτὸς οὐ χάριν οἰκείαν
ἀλλὰ
διὰ τοὺς Ἀχαιοὺς οὕτως ἄχνυται, πρέπει καὶ τὸν Ἀχιλλέα καμφθῆναι διά
τε τοῦτον καὶ δι' ἐκείνους ὧν χάριν εἰς Ἴλιον ἐστρατεύσατο. Τὸ δὲ
«τοῖον»
ἐστὶ μὲν θαυμαστικόν, εἴληπται δὲ ἢ ὡς ὄνομα οὐδέτερον ἢ
ἐπιρρηματικῶς
ἀντὶ τοῦ οὕτω λίαν. (v. 23 s.) Διασαφῶν δὲ τὴν τοιαύτην βίαν περιηγεῖται

ἐν βραχεῖ ὡς πάντες, ὅσοι πάρος ἦσαν ἄριστοι, ἐν νηυσὶ κέαται, ὡς


ῥηθήσεται.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, page 155, line 10

κυσὶν εἰς μέλπηθρα παραβαλεῖν. Ἔνθα σημείωσαι περὶ τῆς


ἀνασκολοπίσεως ὡς  
οὐκ ἂν πιθανὸν ἦν ἑτέρωθεν τῷ Ἀχιλλεῖ λαληθὲν τοῦτο, εἰ μὴ ἐκ τῆς
Ἴριδος.
τίς γὰρ ἀνθρώπων εἶχεν εἰδέναι αὐτό, κρυπτόμενον ἔσω τῷ Ἕκτορι; εἰ δὲ
καὶ
ἐξελάλει αὐτὸς ἐν μάχῃ, καὶ οὕτως ἡ Ἶρις τὸ τοιοῦτον διαγγέλλει καὶ οὐκ
οἶδεν
ἄλλως αὐτὸ Ἀχιλλεύς. (v. 177 s.) Ὅρα δὲ καὶ τὴν ἀναπρόθεσιν δοτικῇ
συν-
ταχθεῖσαν συνήθως ἐν τῷ «ἀνὰ σκολόπεσσιν», [ἐξ οὗ τὸ ἀνασκολοπίσαι
σύγκει-
ται,] καὶ τὸ «ἄνα» κείμενον, ὡς παρὰ Σοφοκλεῖ, οὕτω καὶ νῦν ἀντὶ τοῦ
»ἀνάστηθι», κατὰ τελείαν ἔλλειψιν ῥήματος, τὴν καὶ ἐπὶ ἄλλων
δηλωθεῖσαν
γίνεσθαι προθέσεων, καὶ ὅτι πρὸς διαστολὴν ὁμωνυμίας τοῦ ἄνα, ὅ ἐστι
βασιλεῦ,
ἐπήγαγε μετὰ τὸ «ἀλλ' ἄνα», τὸ «μηδ' ἔτι κεῖσο». Τὸ δὲ «σέβας δέ σε
θυμὸν
ἱκέσθω», ἤγουν αἰδὼς ἢ νέμεσις ἢ ἔκπληξις, περιφράζει μὲν τὸ
σεβάσθητι. οὐκ
219

ἀνόμοιον δέ ἐστι πρὸς τὴν φράσιν τοῦ «σεβάσατο γὰρ τό γε θυμῷ». (v.
180) Τὸ
δὲ «σοὶ λώβη ἔσται», εἴπερ ὁ νέκυς αἰσχυνθῇ, δεξιῶς ἐρρέθη. ὡς γὰρ
κοινά σοι
τὰ τοῦ φίλου ἐν ζωῇ, οὕτω πως καὶ μετὰ θάνατον. σὴ γοῦν λώβη τὸ
ἐκείνου
αἶσχος, ὡς εἶναι ταὐτόν τι λώβην καὶ αἶσχος καὶ τὰ τούτων ῥήματα, τὸ
λωβᾶς-
θαι καὶ τὸ αἰσχύνειν. δῆλον δὲ ἐν τῷ «ᾐσχυμμένος» ὅτι καὶ νεκροῦ
αἰσχύνην οἶδεν Ὅμηρος, τὴν τῆς ὁλότητος τῆς κατὰ σῶμα κολόβωσιν.
Ὅρα δὲ καὶ ὅτι τὸ ἐν τῇ πρὸ ταύτης ῥαψῳδίᾳ ῥηθὲν ἐν τρισὶ στίχοις «σοὶ
μὲν δή, Μενέλαε, κατηφείη καὶ ὄνειδος ἔσσεται», ἐὰν Πάτροκλος τάδε
πάθοι, ἐνταῦθα στίχῳ ἑνὶ ἐπιτέτμηται τῷ «σοὶ λώβη αἴ κέν τι νέκυς
ᾐσχυμμένος ἔλθοι». οἶδε γὰρ ὁ ποιητὴς καὶ ἐκτείνειν τεχνικῶς καὶ
συστέλλειν νοήματα.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, page 804, line 4

ἄλλοι δὲ ἀντὶ τοῦ τῷ πλήθει τῶν θεατῶν νικήσαντες, ὡς τῶν


ἀθλοθετούντων
πρὸς αὐτῶν ὄντων. [Ῥητέον δ' ἐνταῦθα καὶ ὅτι τῷ διφυεῖ τῶν
Ἀκτοριώνων
τιθέμενος καὶ ὁ μελοποιὸς Ἴβυκος, ἐξ οὗ παρεφθάρθαι τοῖς Τεχνικοῖς
δοκεῖ τὸ
βυκινίζειν, φησὶ καὶ τοὺς Μολιονίδας ἐξ ᾠοῦ γεννηθῆναι, ὁμοίως δηλαδὴ
τοῖς
Διοσκούροις, εἰπὼν αὐτοὺς «ἅλικας ἰσοκεφάλους, ἑνιγύιους, ἀμφοτέρους

γεγαῶτας ἐν ὠέῳ ἀργυρέῳ», καθὰ καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ὀδύσσειαν


γέγραπται,
ὅπου δεδήλωται καὶ ὡς οὐ μόνον δισυλλάβως ᾠόν λέγεται, ἀλλὰ καὶ  
τρισυλλάβως ὤεον διὰ τοῦ εκαὶ ὤιον διὰ τοῦ ἰῶτα, καὶ τετρασυλλάβως δὲ

ὠάριον. Τὸ δὲ ζητεῖν ἐξ ὁποίου ᾠοῦ οἱ Διόσκουροι καὶ αὖ πάλιν οἱ


Μολιονίδαι,
μῦθος ἂν φιλοίη, ὃς οὐδὲ τὴν Λήδαν ἀφίησιν εἶναι αὐτοῖς μητέρα, λέγων
διὰ τοῦ
ποιήσαντος τὰ Κύπρια, ὅτι Διοσκούρους καὶ Ἑλένην ἡ Νέμεσις ἔτεκεν, ἣ

διωκομένη, φησίν, ὑπὸ Διὸς μετεμορφοῦτο. κύριον δὲ πάντως ἐνταῦθα ἡ


Νέμεσις, οὐ μὴν ἡ ψυχικὴ ποιότης, καθ' ἣν εἴρηται τὸ «μή μοι νέμεσις
θεόθεν
220

καταπνεύσῃ», ἤγουν μή με νεμεσήσῃ τὸ θεῖον. καὶ τοιάδε μὲν καὶ ταῦτα.]

(v. 639) Τὸ δὲ «ἀγασσάμενοι» ἀντὶ τοῦ φθονήσαντες, ὅθεν καὶ ἀγαστὸν


εἶδος τὸ
ἐπίφθονον. Τὸ δὲ ἀγᾶσθαι καὶ ἀγαίειν λέγεται. τὸ μέντοι ἄγασθαι
προπαροξυτόνως ἐπὶ ἐκπλήξεως νοεῖται. καὶ δύναται καὶ ἐξ αὐτοῦ
γίνεσθαι τὸ
ἀγαστόν, ὥσπερ καὶ τὸ ἀγαθόν. (v. 640) Ὅρα δὲ καὶ ὅτι τὰ μέγιστα ἄεθλα

φαίνεται εἰωθέναι τοῖς ἱππεῦσι κεῖσθαι. (v. 641 s.) Τὸ δὲ «ἔμπεδον

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, page 804, line 6

τιθέμενος καὶ ὁ μελοποιὸς Ἴβυκος, ἐξ οὗ παρεφθάρθαι τοῖς Τεχνικοῖς


δοκεῖ τὸ
βυκινίζειν, φησὶ καὶ τοὺς Μολιονίδας ἐξ ᾠοῦ γεννηθῆναι, ὁμοίως δηλαδὴ
τοῖς
Διοσκούροις, εἰπὼν αὐτοὺς «ἅλικας ἰσοκεφάλους, ἑνιγύιους, ἀμφοτέρους

γεγαῶτας ἐν ὠέῳ ἀργυρέῳ», καθὰ καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ὀδύσσειαν


γέγραπται,
ὅπου δεδήλωται καὶ ὡς οὐ μόνον δισυλλάβως ᾠόν λέγεται, ἀλλὰ καὶ  
τρισυλλάβως ὤεον διὰ τοῦ εκαὶ ὤιον διὰ τοῦ ἰῶτα, καὶ τετρασυλλάβως δὲ

ὠάριον. Τὸ δὲ ζητεῖν ἐξ ὁποίου ᾠοῦ οἱ Διόσκουροι καὶ αὖ πάλιν οἱ


Μολιονίδαι,
μῦθος ἂν φιλοίη, ὃς οὐδὲ τὴν Λήδαν ἀφίησιν εἶναι αὐτοῖς μητέρα, λέγων
διὰ τοῦ
ποιήσαντος τὰ Κύπρια, ὅτι Διοσκούρους καὶ Ἑλένην ἡ Νέμεσις ἔτεκεν, ἣ

διωκομένη, φησίν, ὑπὸ Διὸς μετεμορφοῦτο. κύριον δὲ πάντως ἐνταῦθα ἡ


Νέμεσις, οὐ μὴν ἡ ψυχικὴ ποιότης, καθ' ἣν εἴρηται τὸ «μή μοι νέμεσις
θεόθεν καταπνεύσῃ», ἤγουν μή με νεμεσήσῃ τὸ θεῖον. καὶ τοιάδε μὲν καὶ
ταῦτα.]
(v. 639) Τὸ δὲ «ἀγασσάμενοι» ἀντὶ τοῦ φθονήσαντες, ὅθεν καὶ ἀγαστὸν
εἶδος τὸ
ἐπίφθονον. Τὸ δὲ ἀγᾶσθαι καὶ ἀγαίειν λέγεται. τὸ μέντοι ἄγασθαι
προπαροξυτόνως ἐπὶ ἐκπλήξεως νοεῖται. καὶ δύναται καὶ ἐξ αὐτοῦ
γίνεσθαι τὸ
ἀγαστόν, ὥσπερ καὶ τὸ ἀγαθόν. (v. 640) Ὅρα δὲ καὶ ὅτι τὰ μέγιστα ἄεθλα

φαίνεται εἰωθέναι τοῖς ἱππεῦσι κεῖσθαι. (v. 641 s.) Τὸ δὲ «ἔμπεδον


221

ἡνιόχευεν,
ἔμπεδον ἡνιόχευε» σχῆμά ἐστιν ἐπαναστροφῆς, ὅμοιον τῷ «οὐδ' εἰ πυρὶ
χεῖρας  
ἔοικεν, εἰ πυρὶ χεῖρας ἔοικε, μένος δ' αἴθωνι σιδήρῳ», καὶ τῷ «παρθένος
ἠϊθεός
τε, παρθένος ἠϊθεός τε ὀαρίζετον», καὶ τοῖς ὁμοίοις. ἐνδιάθετος δὲ ἡ
τοιαύτη
ἐπανάληψις καὶ ἐνταῦθα κατὰ θαῦμά τε καὶ πρὸς ἀλήθειαν. Ὅρα δὲ καὶ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, page 985, line 8

τῷ «ἀλλὰ σὺ ἐπέεσσι παραιφάμενος, τὸ μὲν ἀλλαπεριττεύει Ἀττικῶς, τὸ


δὲ
»ἐπέεσσι» καιρίως πρόσκειται. παραίφασις, εἴρηται καὶ ὅπου μνεία
παρφάσεως
γέγονε τῆς κατὰ τὸν κεστόν, ἥτις ἦν παραλογισμός, οὐ μὴν κατὰ τὴν
φιλικὴν πα-  
ραίφασιν, ἣ καὶ παραμυθία λέγοιτ' ἂν κατὰ τὸ «καὶ ἄλλοις ἐγὼ
παραμυθησαίμην», ὡς ἐν τῇ ἰῶτα ῥαψῳδίᾳ κεῖται. δεξιῶς δὲ ἡ Ἑλένη
πρὸς τὸ
»εἴ τίς με ἐνίπτοι» ἀντέθηκε τὸ «ἀλλὰ σὺ ἐπέεσσι παραιφάμενος
κατέρυκες»,
οἱονεὶ φαμένη ὡς, ἐὰν καί τις ἐλύπει με λόγοις, σὺ αὖθις παρεμυθοῦ,
κατεπᾴδων
λόγοις καὶ κωλύων τὸν ἐνίπτοντα. [Ὃν καὶ ἐνίσσοντά ἐστι λέγειν ἐκ τοῦ
ἐνίσσω,
τὸ κακολογῶ, οὗ χρῆσις πρὸ βραχέων ἔκειτο. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ Ἕκτωρ,
καθὰ καὶ
οἱ δημογέροντες οἱ ἐν τῇ γάμμα ἐπὶ τῷ τῆς Ἑλένης κάλλει ἐξεπλήττοντο,
δια-
τεθεῖσθαι καὶ αὐτός – καί που συλλαλεῖ ἐκείνοις τὸ «οὐ νέμεσις» καὶ
ἑξῆς –  
καὶ πρὸς τὸ κάλλος τῆς Ἑλένης ἐκκεκωφῆσθαι, ὅπερ Εὐριπίδης γλυκέως
ἅμα
καὶ τολμηρῶς καί, ὡς εἰπεῖν, ἐπιφωνηματικῶς ἐπὶ ξιφῶν ἔγραψεν. εἰ δὲ τὸ

κάλλος τοῖς παλαιοῖς τίμιον ἐκρίθη, οὐκ ἔστιν ἀμφιβαλεῖν. ἥρωάς τε γὰρ
τοὺς
καλοὺς ἐφήμιζον, καὶ ἡρῷα ἵδρυον αὐτοῖς. δι' αὐτὸ δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα
πολλαχοῦ
ὑπερετίμων. Θεσπίοις γοῦν Ἔρωτος χάριν τὰ Ἐρωτίδια ἦγον ὡς οἷά τινα
Ὀλύμπια καὶ Παναθήναια. καθίστων δὲ πολλοὶ καὶ βασιλέας τοὺς
222

καλλίστους,
ὡς οἱ Ἀθάνατοι καλούμενοι Αἰθίοπες, καθὰ καὶ ὁ Δειπνοσοφιστὴς
ἱστορεῖ, ὃς
εἰπὼν καὶ ὅτι ἔοικε τὸ κάλλος βασιλείας οἰκεῖον εἶναι, καὶ λαλήσας εἰς
τοῦτο,
περαιοῖ τὸν λόγον, ὡς καὶ ἡμεῖς τῶν ἀψύχων τὰ κάλλιστα προκρίνομεν,
θεὶς ἐν
μέσῳ καὶ ὡς διὰ κάλλος καὶ Ζεὺς διὰ κεράμων χρυσὸς ἔρχεται, ταῦρος
γίνεται,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια.


Vol. 1, page 57, line 24

ὄντες αὐτοῖς ὅπερ οἱ κατωτάτω πόδες ὅλῳ τῷ ἄνω σώματι. τοιούτῳ δὲ


ἀνδρὶ συγκροτεῖται καὶ ὁ ἀνδρα-
ποδιστής. οὗ ἐν τοῖς μάλιστα οἱ ἄπιστοι Θετταλοὶ, ὧν καὶ Ἰάσων,
ἀνδραποδίσας τὴν Μήδειαν. ὁμοία
δὲ ἀνδρὸς σημασία, καὶ ἐν τῷ ἀνδραποδοκάπηλος, ὁ καὶ σωματέμπορος
καὶ μεταβολεὺς ἀνδραπόδων.
πῶς δέ μοι καὶ τὰ ὑποζύγια ἐκλήθη ἀνδράποδα ὁμοίως τοῖς δούλοις,
λογοπραγείσθωσαν οἱ σοφοὶ ὀνο-
ματοθέται, οἷς καλῶς αὐτὸ οὐκ ἤρεσε. Τοῦ δὲ διζήμενος ἡ κίνησις, ἐν
τοῖς μετὰ ταῦτά που διευκρινη-
θήσεται. Ὅρα δὲ καὶ τὴν χασμῳδίαν τοῦ, ὄφρά οἱ εἴη ἰοὺς χρίεσθαι. οὐ
γὰρ κατὰ τὸ, Ἴριδι δίῃ καὶ
Φρόντιδι δίῃ, σέσηρεν ἐνταῦθα ὁ ἀναγινώσκων, ἀλλ' ὑπὲρ ἐκεῖνα καὶ ὅσα
δὲ ἄλλα τοιαῦτα. καὶ ὅμως
ἔχεται λόγου ἡ τοιαύτη ὡς εἰπεῖν ἀποστίγγρωσις, ἵνα τὸ φορτικὸν καὶ
ἀηδὲς πρᾶγμα καὶ ἀγλευκεὺς ἡ
τοῦ ἀνδροφόνου φαρμάκου χρῆσις, ἀηδῶς φρασθείη καὶ μὴ κατὰ
κάλλους γλυκύτητα. (Vers. 264.)
Ὅτι νεμεσᾶν καὶ νεμεσίζεσθαι ὡς ἐπὶ πολὺ μὲν λέγεται, τὸ δικαίως
μέμφεσθαι. οἷον. Ζεῦ πάτερ, οὐ
νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε ἔργα; καὶ, νεμεσίσαι τό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ'
ὁρόων. ἐνταῦθα δὲ ὁ Ἶλος νεμεσίζε-
σθαι θεὸν λέγεται, ἀντὶ τοῦ δεδιέναι καὶ δι' ἐπιστροφῆς ἔχειν. Ἰστέον δὲ
ὅτι τὲ πρωτότυπον καὶ τοῦ
νεμεσῶ καὶ τοῦ νεμεσίζω, τὸ νεμῶ περισπώμενον. οὗ διχῶς ὁ μέλλων,
νεμήσω ἐξ οὗ τὸ ἐνεμήσατο καὶ
τὸ διανενεμῆσθαι, ἔτι δὲ νεμέσω. οὗ ἀναχθέντος εἰς ἐνεστῶτα, προάγεται
τὸ νεμεσίζω νεμεσίσω ἐξ οὗ
ἡ νέμεσις ἀποβολῇ τοῦ ω. κατὰ τὸ ὑβρίζω ὑβρίσω καὶ τὰ ὅμοια. καὶ ὅτι
ὥσπερ νεμεσῶ καὶ νεμεσίζω ἐν
223

διφορήσει, οὕτω καὶ φλυαρῶ καὶ φλυαρίζω οὕτω γοῦν λέων ἐκφλυαρίζει
τοὺς αὐτῷ ἐπιόντας ὡς ἐν τῇ
Ἰλιάδι γέγραπται. ἔτι δὲ καὶ οὐ μόνον βουκολῶ, ἀλλὰ καὶ βουκολίζω.
οἷον, τοὺς ἁλώσοντας ἀποβου-
κολίζουσιν ἀποσκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον. σημαίνει δὲ ἡ λέξις,
ἀπάτην. ὡς δὲ καὶ ἠρεμεῖν καὶ ἠρε-
μίζειν ἐστὶ, μαρτυροῦσιν αἱ χρήσεις. Ὅτι τὸ, εἰ δ' ἄγε νῦν ξυνίει,
παρακελευσματικῶς ἔχον, δηλοῖ
τὸ εἰ δὲ βούλει, ἄγε ποίει τόδε. ἢ καὶ ἄλλως, εἴα δὴ ἄγε ποίει τόδε. ζήτει
δὲ περὶ αὐτοῦ τὸ ἀκριβὲς ἐν
Ἰλιάδι. χρῆσις δὲ τοῦ εἴα παρακελευσματικοῦ ἐπιῤῥήματος, παρά τε
ἄλλοις καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια.


Vol. 1, page 57, line 27

πῶς δέ μοι καὶ τὰ ὑποζύγια ἐκλήθη ἀνδράποδα ὁμοίως τοῖς δούλοις,


λογοπραγείσθωσαν οἱ σοφοὶ ὀνο-
ματοθέται, οἷς καλῶς αὐτὸ οὐκ ἤρεσε. Τοῦ δὲ διζήμενος ἡ κίνησις, ἐν
τοῖς μετὰ ταῦτά που διευκρινη-
θήσεται. Ὅρα δὲ καὶ τὴν χασμῳδίαν τοῦ, ὄφρά οἱ εἴη ἰοὺς χρίεσθαι. οὐ
γὰρ κατὰ τὸ, Ἴριδι δίῃ καὶ
Φρόντιδι δίῃ, σέσηρεν ἐνταῦθα ὁ ἀναγινώσκων, ἀλλ' ὑπὲρ ἐκεῖνα καὶ ὅσα
δὲ ἄλλα τοιαῦτα. καὶ ὅμως
ἔχεται λόγου ἡ τοιαύτη ὡς εἰπεῖν ἀποστίγγρωσις, ἵνα τὸ φορτικὸν καὶ
ἀηδὲς πρᾶγμα καὶ ἀγλευκεὺς ἡ
τοῦ ἀνδροφόνου φαρμάκου χρῆσις, ἀηδῶς φρασθείη καὶ μὴ κατὰ
κάλλους γλυκύτητα. (Vers. 264.)
Ὅτι νεμεσᾶν καὶ νεμεσίζεσθαι ὡς ἐπὶ πολὺ μὲν λέγεται, τὸ δικαίως
μέμφεσθαι. οἷον. Ζεῦ πάτερ, οὐ
νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε ἔργα; καὶ, νεμεσίσαι τό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ'
ὁρόων. ἐνταῦθα δὲ ὁ Ἶλος νεμεσίζε-
σθαι θεὸν λέγεται, ἀντὶ τοῦ δεδιέναι καὶ δι' ἐπιστροφῆς ἔχειν. Ἰστέον δὲ
ὅτι τὲ πρωτότυπον καὶ τοῦ
νεμεσῶ καὶ τοῦ νεμεσίζω, τὸ νεμῶ περισπώμενον. οὗ διχῶς ὁ μέλλων,
νεμήσω ἐξ οὗ τὸ ἐνεμήσατο καὶ
τὸ διανενεμῆσθαι, ἔτι δὲ νεμέσω. οὗ ἀναχθέντος εἰς ἐνεστῶτα, προάγεται
τὸ νεμεσίζω νεμεσίσω ἐξ οὗ
ἡ νέμεσις ἀποβολῇ τοῦ ω. κατὰ τὸ ὑβρίζω ὑβρίσω καὶ τὰ ὅμοια. καὶ ὅτι
ὥσπερ νεμεσῶ καὶ νεμεσίζω ἐν
διφορήσει, οὕτω καὶ φλυαρῶ καὶ φλυαρίζω οὕτω γοῦν λέων ἐκφλυαρίζει
τοὺς αὐτῷ ἐπιόντας ὡς ἐν τῇ
224

Ἰλιάδι γέγραπται. ἔτι δὲ καὶ οὐ μόνον βουκολῶ, ἀλλὰ καὶ βουκολίζω.


οἷον, τοὺς ἁλώσοντας ἀποβου-
κολίζουσιν ἀποσκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον. σημαίνει δὲ ἡ λέξις,
ἀπάτην. ὡς δὲ καὶ ἠρεμεῖν καὶ ἠρε-
μίζειν ἐστὶ, μαρτυροῦσιν αἱ χρήσεις. Ὅτι τὸ, εἰ δ' ἄγε νῦν ξυνίει,
παρακελευσματικῶς ἔχον, δηλοῖ
τὸ εἰ δὲ βούλει, ἄγε ποίει τόδε. ἢ καὶ ἄλλως, εἴα δὴ ἄγε ποίει τόδε. ζήτει
δὲ περὶ αὐτοῦ τὸ ἀκριβὲς ἐν
Ἰλιάδι. χρῆσις δὲ τοῦ εἴα παρακελευσματικοῦ ἐπιῤῥήματος, παρά τε
ἄλλοις καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ.
(Vers. 268.) Ὅτι ἐπὶ πραγμάτων ἀποβάσεως ἀδήλου, οἰκεῖον εἰπεῖν τὸ,
ταῦτα μὲν θεοῦ ἐν γούνασι κεῖ-
ται, ἀντὶ τοῦ ἐν δυνάμει ἢ ἱκεσίᾳ θεοῦ, σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα τό δέ τι.
Ὅτι ἡ αυδίφθογγος πρὸ συμ-
φώνου, ψιλοῦται, οἷον αὐτός. αὖρα. αὔριον. ἀμέλει κατὰ τοὺς παλαιοὺς
τὸ αὕω τὸ ξηραίνω,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 57, line 28

ματοθέται, οἷς καλῶς αὐτὸ οὐκ ἤρεσε. Τοῦ δὲ διζήμενος ἡ κίνησις, ἐν


τοῖς μετὰ ταῦτά που διευκρινη-
θήσεται. Ὅρα δὲ καὶ τὴν χασμῳδίαν τοῦ, ὄφρά οἱ εἴη ἰοὺς χρίεσθαι. οὐ
γὰρ κατὰ τὸ, Ἴριδι δίῃ καὶ
Φρόντιδι δίῃ, σέσηρεν ἐνταῦθα ὁ ἀναγινώσκων, ἀλλ' ὑπὲρ ἐκεῖνα καὶ ὅσα
δὲ ἄλλα τοιαῦτα. καὶ ὅμως
ἔχεται λόγου ἡ τοιαύτη ὡς εἰπεῖν ἀποστίγγρωσις, ἵνα τὸ φορτικὸν καὶ
ἀηδὲς πρᾶγμα καὶ ἀγλευκεὺς ἡ
τοῦ ἀνδροφόνου φαρμάκου χρῆσις, ἀηδῶς φρασθείη καὶ μὴ κατὰ
κάλλους γλυκύτητα. (Vers. 264.)
Ὅτι νεμεσᾶν καὶ νεμεσίζεσθαι ὡς ἐπὶ πολὺ μὲν λέγεται, τὸ δικαίως
μέμφεσθαι. οἷον. Ζεῦ πάτερ, οὐ
νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε ἔργα; καὶ, νεμεσίςαιτό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ' ὁρόων.
ἐνταῦθα δὲ ὁ Ἶλος νεμεσίζε-
σθαι θεὸν λέγεται, ἀντὶ τοῦ δεδιέναι καὶ δι' ἐπιστροφῆς ἔχειν. Ἰστέον δὲ
ὅτι τὲ πρωτότυπον καὶ τοῦ
νεμεσῶ καὶ τοῦ νεμεσίζω, τὸ νεμῶ περισπώμενον. οὗ διχῶς ὁ μέλλων,
νεμήσω ἐξ οὗ τὸ ἐνεμήσατο καὶ
τὸ διανενεμῆσθαι, ἔτι δὲ νεμέσω. οὗ ἀναχθέντος εἰς ἐνεστῶτα, προάγεται
τὸ νεμεσίζω νεμεσίσω ἐξ οὗ
ἡ νέμεσις ἀποβολῇ τοῦ ω. κατὰ τὸ ὑβρίζω ὑβρίσω καὶ τὰ ὅμοια. καὶ ὅτι
ὥσπερ νεμεσῶ καὶ νεμεσίζω ἐν
225

διφορήσει, οὕτω καὶ φλυαρῶ καὶ φλυαρίζω οὕτω γοῦν λέων ἐκφλυαρίζει
τοὺς αὐτῷ ἐπιόντας ὡς ἐν τῇ
Ἰλιάδι γέγραπται. ἔτι δὲ καὶ οὐ μόνον βουκολῶ, ἀλλὰ καὶ βουκολίζω.
οἷον, τοὺς ἁλώσοντας ἀποβου-
κολίζουσιν ἀποσκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον. σημαίνει δὲ ἡ λέξις,
ἀπάτην. ὡς δὲ καὶ ἠρεμεῖν καὶ ἠρε-
μίζειν ἐστὶ, μαρτυροῦσιν αἱ χρήσεις. Ὅτι τὸ, εἰ δ' ἄγε νῦν ξυνίει,
παρακελευσματικῶς ἔχον, δηλοῖ
τὸ εἰ δὲ βούλει, ἄγε ποίει τόδε. ἢ καὶ ἄλλως, εἴα δὴ ἄγε ποίει τόδε. ζήτει
δὲ περὶ αὐτοῦ τὸ ἀκριβὲς ἐν
Ἰλιάδι. χρῆσις δὲ τοῦ εἴα παρακελευσματικοῦ ἐπιῤῥήματος, παρά τε
ἄλλοις καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ.
(Vers. 268.) Ὅτι ἐπὶ πραγμάτων ἀποβάσεως ἀδήλου, οἰκεῖον εἰπεῖν τὸ,
ταῦτα μὲν θεοῦ ἐν γούνασι κεῖ-
ται, ἀντὶ τοῦ ἐν δυνάμει ἢ ἱκεσίᾳ θεοῦ, σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα τό δέ τι.
Ὅτι ἡ αυδίφθογγος πρὸ συμ-
φώνου, ψιλοῦται, οἷον αὐτός. αὖρα. αὔριον. ἀμέλει κατὰ τοὺς παλαιοὺς
τὸ αὕω τὸ ξηραίνω,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 66, line 13

ὑπεύθυνος καὶ κολάσεως ἄξιος. (Vers. 350.) Ὅτι ἁρμόσει ἐπὶ θεοῦ ἢ
βασιλέως εἰπεῖν τὸ, ὃς δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἐνταῦθα
τῷ τῶν ἀνδρῶν ὀνόματι, καὶ
τὸ θῆλυ γένος συνυπακούεται. καὶ ὅτι ἀλφησταὶ κοινῶς, οἱ ἄνθρωποι ὡς
ἐφευρετικοὶ καὶ ἐπινοητικοὶ
τεχνῶν τε καὶ μηχανῶν καὶ βουλευμάτων καὶ ἑτέρων ὧν τοῖς ἀλόγοις οὐ
μέτεστιν. ἀλφῶ γὰρ τὸ εὑρίσκω.
ἐξ οὗ τὸ ἀλφαίνειν παράγωγον, καὶ τὸ τιμαλφεῖν. καὶ τὸ τιμαλφές. τούτου
ὁ μέλλων, οὐ μόνον
ἀλφήσω ἐξ οὗ ἀλφηστὴς, ἀλλὰ καὶ ἀλφέσω, ἐξ οὗ ἀλφεσίβοιαι. ὡς δὲ καὶ
ἰχθύων ὄνομα οἱ ἀλφησταὶ,
ἱστόρηται. διὸ πρὸς διαστολὴν ἴσως ἔγραψεν Ὅμηρος, τὸ ἀνδράσιν
ἀλφηστῇσιν. Ὅρα δὲ καὶ τὸ ἑκάστῳ
ὅπως ἐπιμεριστικόν ἐστι πλήθους καὶ διαιρετικὸν τοῦ καθόλου εἰς
μερικόν. εἰπὼν γὰρ ἀνδράσι πληθυν-
τικῶς, ἐπάγει. ἑκάστῳ. ἴδε δὲ καὶ τὴν τάξιν καινοτέραν οὖσαν. ἡ μὲν γὰρ
συνήθεια φησὶν ἀνδρῶν
ἑκάστῳ, οὗτος δὲ φησὶν ἀνδράσιν ἑκάστῳ. ὡς ταυτὸν ὂν ἀνδράσι
πληθυντικῶς καὶ ἑκάστῳ ἑνικῶς,
226

διὰ τὴν τοῦ πλήθους εἰς τὰς οἰκείας μονάδας ὅλας διαίρεσιν. (Vers. 351.)
Ὅτι κατὰ τὸ, οὐ νέμεσις
τοιῇ δ' ἀμφὶ γυναικὶ μάχεσθαι ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι κεῖται, φησὶ καὶ ἐνταῦθα
τούτῳ δ' οὐ νέμεσις Δαναῶν
κακὸν οἶτον ἀείδειν. ἤγουν τὴν Ἑλληνικὴν κακοτυχίαν. (Vers. 352.) Ὅτι
γνωμικῶς λέγει τὸ, ταύτην
ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσιν ἄνθρωποι ἥ κεν ἀκουόντεσσι νεωτάτη
ἀμφιπέληται. παράδειγμα δὲ τοῦ
λόγου, καὶ Ἀθηναῖοι. οἷς ἀεὶ ἔφεσις ἦν καινόν τι ἀκούειν. Καὶ ὅρα τὸ,
μᾶλλον. καὶ τὸ, νεωτάτη.
χαίρουσι μὲν γὰρ καὶ ἁπλῶς ταῖς ἀοιδαῖς ἄνθρωποι, μᾶλλον δὲ τῇ νέᾳ.
καὶ μάλιστα τῇ νεωτάτῃ.
ἐνταῦθα δὲ χρήσιμον καὶ τοῦ Πινδάρου τὸ, αἴνει παλαιὸν μὲν οἶνον ἄνθεα
δ' ὕμνων νεωτέρων.
ἐπαινεῖ γὰρ καὶ ἐκεῖνος ὁ κατὰ τοὺς παλαιοὺς μεγαλοφωνότατος, τὴν
νεωτάτην ἀοιδήν. Εὔβουλος δέ
φασιν ὁ κωμικὸς, ἀντὶ νέας ἀοιδῆς ἄνδρα μεταλαβὼν, παίζει οὕτως.
ἄτοπόν γε τὸν μὲν οἶνον εὐδοκι-
μεῖν παρὰ ταῖς ἑταίραις τὸν παλαιὸν, ἄνδρα δὲ μὴ τὸν παλαιὸν ἀλλὰ τὸν
νεώτερον. λέγεται δὲ καὶ
Ἄλεξις σχεδόν τι ἀπαραλλάκτως οὕτω γράψαι. καὶ Τιμόθεος δέ φασιν ὁ
Μιλήσιος, γράφει οὕτως.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 66, line 14

ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἐνταῦθα


τῷ τῶν ἀνδρῶν ὀνόματι, καὶ
τὸ θῆλυ γένος συνυπακούεται. καὶ ὅτι ἀλφησταὶ κοινῶς, οἱ ἄνθρωποι ὡς
ἐφευρετικοὶ καὶ ἐπινοητικοὶ
τεχνῶν τε καὶ μηχανῶν καὶ βουλευμάτων καὶ ἑτέρων ὧν τοῖς ἀλόγοις οὐ
μέτεστιν. ἀλφῶ γὰρ τὸ εὑρίσκω.
ἐξ οὗ τὸ ἀλφαίνειν παράγωγον, καὶ τὸ τιμαλφεῖν. καὶ τὸ τιμαλφές. τούτου
ὁ μέλλων, οὐ μόνον
ἀλφήσω ἐξ οὗ ἀλφηστὴς, ἀλλὰ καὶ ἀλφέσω, ἐξ οὗ ἀλφεσίβοιαι. ὡς δὲ καὶ
ἰχθύων ὄνομα οἱ ἀλφησταὶ,
ἱστόρηται. διὸ πρὸς διαστολὴν ἴσως ἔγραψεν Ὅμηρος, τὸ ἀνδράσιν
ἀλφηστῇσιν. Ὅρα δὲ καὶ τὸ ἑκάστῳ
ὅπως ἐπιμεριστικόν ἐστι πλήθους καὶ διαιρετικὸν τοῦ καθόλου εἰς
μερικόν. εἰπὼν γὰρ ἀνδράσι πληθυν-
τικῶς, ἐπάγει. ἑκάστῳ. ἴδε δὲ καὶ τὴν τάξιν καινοτέραν οὖσαν. ἡ μὲν γὰρ
συνήθεια φησὶν ἀνδρῶν
ἑκάστῳ, οὗτος δὲ φησὶν ἀνδράσιν ἑκάστῳ. ὡς ταυτὸν ὂν ἀνδράσι
πληθυντικῶς καὶ ἑκάστῳ ἑνικῶς,
227

διὰ τὴν τοῦ πλήθους εἰς τὰς οἰκείας μονάδας ὅλας διαίρεσιν. (Vers. 351.)
Ὅτι κατὰ τὸ, οὐ νέμεσις
τοιῇ δ' ἀμφὶ γυναικὶ μάχεσθαι ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι κεῖται, φησὶ καὶ ἐνταῦθα
τούτῳ δ' οὐ νέμεσις Δαναῶν
κακὸν οἶτον ἀείδειν. ἤγουν τὴν Ἑλληνικὴν κακοτυχίαν. (Vers. 352.) Ὅτι
γνωμικῶς λέγει τὸ, ταύτην
ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσιν ἄνθρωποι ἥ κεν ἀκουόντεσσι νεωτάτη
ἀμφιπέληται. παράδειγμα δὲ τοῦ
λόγου, καὶ Ἀθηναῖοι. οἷς ἀεὶ ἔφεσις ἦν καινόν τι ἀκούειν. Καὶ ὅρα τὸ,
μᾶλλον. καὶ τὸ, νεωτάτη.
χαίρουσι μὲν γὰρ καὶ ἁπλῶς ταῖς ἀοιδαῖς ἄνθρωποι, μᾶλλον δὲ τῇ νέᾳ.
καὶ μάλιστα τῇ νεωτάτῃ.
ἐνταῦθα δὲ χρήσιμον καὶ τοῦ Πινδάρου τὸ, αἴνει παλαιὸν μὲν οἶνον ἄνθεα
δ' ὕμνων νεωτέρων.
ἐπαινεῖ γὰρ καὶ ἐκεῖνος ὁ κατὰ τοὺς παλαιοὺς μεγαλοφωνότατος, τὴν
νεωτάτην ἀοιδήν. Εὔβουλος δέ
φασιν ὁ κωμικὸς, ἀντὶ νέας ἀοιδῆς ἄνδρα μεταλαβὼν, παίζει οὕτως.
ἄτοπόν γε τὸν μὲν οἶνον εὐδοκι-
μεῖν παρὰ ταῖς ἑταίραις τὸν παλαιὸν, ἄνδρα δὲ μὴ τὸν παλαιὸν ἀλλὰ τὸν
νεώτερον. λέγεται δὲ καὶ
Ἄλεξις σχεδόν τι ἀπαραλλάκτως οὕτω γράψαι. καὶ Τιμόθεος δέ φασιν ὁ
Μιλήσιος, γράφει οὕτως.
οὐκ ἀείδω τὰ παλαιά. καινὰ γὰρ κρείσσω. νέος ὁ Ζεὺς βασιλεύει. τὸ
παλαιόν δ' ἦν Κρόνος ἄρχων.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 82, line 37

ται τὸ ἄλφα. οὐδέποτε γάρ φησι μηκύνεται προηγουμένου τοῦ νυἐπὶ τῶν
εἰς νω. σκοπητέον δὲ εἴπερ
ἠκρίβωται οὗτος ὁ λόγος ἐπὶ πάντων. καὶ ἐνθυμητέον τὸ ἱκάνω, ἐκτεῖνον
ἐν πολλοῖς τὴν παραλήγου-
σαν. (Vers. 61.) Ὅτι ἐπὶ ἀπροστατεύτῳ οἴκῳ, οἰκεῖον εἰπεῖν τὸ, οὐ γὰρ ἔπ'
ἀνὴρ οἷος ὁ δεῖνα ἔσκεν
ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι. οἱ δὲ μὴ ἔχοντες ἑαυτοὺς ἐκδικεῖν, εἴποιεν ἂν τὸ,
ἡμεῖς δ' οὐ τοῖοι ἀμυνέμεν,
οἷα λευγαλέοι καὶ οὐ δεδακηκότες ἀλκήν. ἦτ' ἀμυναίμην εἴ μοι δύναμίς
γε παρείη. οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ
ἔργα τετεύχαται. Εἰσὶ δὲ λευγαλέοι, οἱ πρόχειροι εἰς λοιγόν. ἢ εἰς τὸ
λέγεσθαι ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι νήγρε-
τον. τινὲς δὲ, καὶ τοὺς φεύγειν ἑτοίμους ἐνόησαν. Δεδαηκέναι δὲ ἀλκὴν,
τὸ σχεῖν ἐκ μαθήσεως. διδα-
228

κταὶ γὰρ αἱ ἀρεταί. ὧν μία καὶ ἡ ἀλκὴ, ὅ ἐστιν ἀνδρεία. ἡ μέντοι ῥώμη,
οὐ τοιοῦτον. οὐδὲ ὁ ῥωμα-
λέος. αὐτὰ γὰρ, φύσεως καὶ μόνης. (Vers. 63.) Τὸ δὲ ἀνσχετὰ,
συγκέκοπται ὡς καὶ τὸ ἀμφαδὸν
καὶ τὸ ἄμπαλος ἤτοι ἀνάπαλος, ἤγουν ἀνάδασμος, ὁ ἐκ δευτέρου πάλος ὅ
ἐστι κλῆρος, ὡς καὶ ἐν τοῖς
εἰς τὴν Ἰλιάδα ἐγράφη. Ὅτι νέμεσις κυρίως, ἡ ἐξ ἑτέρων μέμψις πρὸς τὸν
κακόν τι πράσσοντα, εἴτε
διορθοῖτο ἐκεῖνος εἴτε καὶ μή. αἰδὼς δὲ, ἡ διὰ νέμεσιν γενομένην πρός
τινων εἴτε καὶ ἐλπιζομένην, ἐπι-
στροφὴ καὶ διόρθωσις τοῦ κακοῦ. καὶ εἴτις δὲ ἑαυτῷ νεμεσῶν διορθοῖτο,
καὶ ἡ τοιαύτη νέμεσις, τῆς
ἐλπιζομένης ἐξ ἑτέρων νεμέσεως ἤρτηται, καὶ εἰς αἰδῶ ἀποτελευτᾷ. καὶ
ταῦτα δηλοῖ Ὅμηρος εἰπών.
νεμεσσήθητε καὶ αὐτοὶ, ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους. εἶτα
ἑρμηνεύων τίνες οἱ περικτίο-
νες, ἐπάγει. οἳ περιναιετάουσιν. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ Ἡσίοδος ἄμφω ταῦτα
αἰδῶ καὶ νέμεσιν, τὸν
ἀνθρώπινον βίον οἶδε συνιστᾶν. ὧν οἰχομένων, λείψεταί φησι κατὰ βίον
ἄλγεα λυγρά. καὶ ὅτι ἐν
συνοικίᾳ μὲν, γείτονας αἰδεστέον ὡς καὶ Ἡσίοδος βούλεται. νῆσος δὲ καὶ
πόλις, τοὺς ἀνάλογον γεί-
τονας αἰδέσονται. οἵ πέρ εἰσιν, οἱ περίοικοι. (Vers. 68.) Ὅτι ἐν τῷ,
λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου
ἠδὲ Θέμιστος, λείπει πρόθεσις ἡ ἐπιἢ προς. ἵνα λέγῃ, λίσσομαι πρὸς Διὸς
καὶ Θέμιστος. ἢ ὡς ἐπὶ  
Διός. ἤ τι τοιοῦτον. (Vers. 69.) Ἰστέον δὲ ὡς μέτεστι καὶ τῷ Διῒ τῆς
ἀργορᾶς, οἷα πανομφαίῳ καὶ

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 82, line 39

σαν. (Vers. 61.) Ὅτι ἐπὶ ἀπροστατεύτῳ οἴκῳ, οἰκεῖον εἰπεῖν τὸ, οὐ γὰρ ἔπ'
ἀνὴρ οἷος ὁ δεῖνα ἔσκεν
ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι. οἱ δὲ μὴ ἔχοντες ἑαυτοὺς ἐκδικεῖν, εἴποιεν ἂν τὸ,
ἡμεῖς δ' οὐ τοῖοι ἀμυνέμεν,
οἷα λευγαλέοι καὶ οὐ δεδακηκότες ἀλκήν. ἦτ' ἀμυναίμην εἴ μοι δύναμίς
γε παρείη. οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ
ἔργα τετεύχαται. Εἰσὶ δὲ λευγαλέοι, οἱ πρόχειροι εἰς λοιγόν. ἢ εἰς τὸ
λέγεσθαι ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι νήγρε-
τον. τινὲς δὲ, καὶ τοὺς φεύγειν ἑτοίμους ἐνόησαν. Δεδαηκέναι δὲ ἀλκὴν,
τὸ σχεῖν ἐκ μαθήσεως. διδα-
κταὶ γὰρ αἱ ἀρεταί. ὧν μία καὶ ἡ ἀλκὴ, ὅ ἐστιν ἀνδρεία. ἡ μέντοι ῥώμη,
229

οὐ τοιοῦτον. οὐδὲ ὁ ῥωμα-


λέος. αὐτὰ γὰρ, φύσεως καὶ μόνης. (Vers. 63.) Τὸ δὲ ἀνσχετὰ,
συγκέκοπται ὡς καὶ τὸ ἀμφαδὸν
καὶ τὸ ἄμπαλος ἤτοι ἀνάπαλος, ἤγουν ἀνάδασμος, ὁ ἐκ δευτέρου πάλος ὅ
ἐστι κλῆρος, ὡς καὶ ἐν τοῖς
εἰς τὴν Ἰλιάδα ἐγράφη. Ὅτι νέμεσις κυρίως, ἡ ἐξ ἑτέρων μέμψις πρὸς τὸν
κακόν τι πράσσοντα, εἴτε
διορθοῖτο ἐκεῖνος εἴτε καὶ μή. αἰδὼς δὲ, ἡ διὰ νέμεσιν γενομένην πρός
τινων εἴτε καὶ ἐλπιζομένην, ἐπι-
στροφὴ καὶ διόρθωσις τοῦ κακοῦ. καὶ εἴτις δὲ ἑαυτῷ νεμεσῶν διορθοῖτο,
καὶ ἡ τοιαύτη νέμεσις, τῆς
ἐλπιζομένης ἐξ ἑτέρων νεμέσεως ἤρτηται, καὶ εἰς αἰδῶ ἀποτελευτᾷ. καὶ
ταῦτα δηλοῖ Ὅμηρος εἰπών.
νεμεσσήθητε καὶ αὐτοὶ, ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους. εἶτα
ἑρμηνεύων τίνες οἱ περικτίο-
νες, ἐπάγει. οἳ περιναιετάουσιν. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ Ἡσίοδος ἄμφω ταῦτα
αἰδῶ καὶ νέμεσιν, τὸν
ἀνθρώπινον βίον οἶδε συνιστᾶν. ὧν οἰχομένων, λείψεταί φησι κατὰ βίον
ἄλγεα λυγρά. καὶ ὅτι ἐν
συνοικίᾳ μὲν, γείτονας αἰδεστέον ὡς καὶ Ἡσίοδος βούλεται. νῆσος δὲ καὶ
πόλις, τοὺς ἀνάλογον γεί-
τονας αἰδέσονται. οἵ πέρ εἰσιν, οἱ περίοικοι. (Vers. 68.) Ὅτι ἐν τῷ,
λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου
ἠδὲ Θέμιστος, λείπει πρόθεσις ἡ ἐπιἢ προς. ἵνα λέγῃ, λίσσομαι πρὸς Διὸς
καὶ Θέμιστος. ἢ ὡς ἐπὶ  
Διός. ἤ τι τοιοῦτον. (Vers. 69.) Ἰστέον δὲ ὡς μέτεστι καὶ τῷ Διῒ τῆς
ἀργορᾶς, οἷα πανομφαίῳ καὶ
φήμης αἰτίῳ καθὰ προεδηλώθη. διὸ καθ' Ἡρόδοτον, καὶ Διὸς ἀγοραίου
βωμὸς περὶ Σικελίαν.
Ὅτι τὸ, ἡ Θέμις ἀνδρῶν ἀγορὰς λύει, ἠδὲ καθίζει γνωμικῶς ῥηθὲν,
σχῆμα ὅ ἐστι τρόπον ὑστερολο

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 88, line 7

μητέρα σὴν ἀπόπεμψον. φησὶ γὰρ, οὐ πρὸς καλῶν αὐτῷ εἶναι ἀπώσασθαι
τὴν τεκοῦσαν καὶ θρε-
ψαμένην. καὶ ταῦτα, ἀέκουσαν. ὅπου γε καὶ ἄδηλον εἴτε ζῇ ὁ πατὴρ ἐπ'
ἀλλοδαπῆς εἴτε τέθνηκε.
προσέτι δὲ κακόν φησι, καὶ χρήματα πολλὰ καταθέσθαι τῷ πάππῳ
Ἰκαρίῳ, καὶ κακὰ πρὸς ἐκεί-
νου παθεῖν, εἴπερ ἑκών φησιν αὐτὴν ἐκπέμψω. καὶ θεῷ δὲ ἀπεχθὴς
διεκπεσεῖν. ὑποστέλλεται δὲ  
230

καὶ τὰς Ἐριννῦς. καὶ τὴν ἐξ ἀνθρώπου ὑφορᾶται νέμεσιν. καὶ πείθει
ἑαυτὸν, μὴ μόνον οὐκ
ἀπώσασθαι τὴν μητέρα, ἀλλ' οὐδὲ μῦθον τοιοῦτον εἰπεῖν πρὸς αὐτὴν ἣν
φθάσας καὶ ὁ ἐχθρὸς
Ἀντίνοος ἐπαίνοις ἐσέμνυνεν. εἰπὼν αὐτὴν καὶ φίλην μητέρα τῷ
Τηλεμάχῳ ὡς εἴρηται. ἔστι δὲ
ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, τοιαύτη. Ἀντίνο', οὔπως ἐστὶ δόμων ἀέκουσαν
ἀπῶσαι, ἥ μ' ἔτεχ' ἥ μ' ἔθρεψε.
πατὴρ δ' ἐμὸς ἄλλοθι γαίης ζώει, ὅ γ' ἢ τέθνηκε, κακὸν δέ με πόλλ'
ἀποτίνειν Ἰκαρίῳ, αἴκ'
αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω. Ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι. ἀλλὰ
δὲ δαίμων Δώσει, ἐπεὶ
μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ' ἐριννῦς Οἴκου ἀπερχομένη. νέμεσις δέ μοι ἐξ
ἀνθρώπων Ἔσσεται. ὡς οὐ τοῦ-
τον ἐγὼ ποτὲ μῦθον ἐνίψω. καὶ τὰ ἑξῆς ὡς προεγράφη ἐν τῷ ἐξιέναι
μεγάρων ἄλλας δ' ἀλεγύνετε δαῖ-
τας. ἀπαραλλάκτως γὰρ τὰ ἐκεῖ ῥηθέντα, κεῖνται κἀνταῦθα. ὀκνοῦντος
καὶ ἐν τούτοις τοῦ ποιητοῦ,
τὰ εὖ πεποιημένα μεταποιεῖν. πλὴν ὅσον, εἰπὼν ἐκεῖ ἐξιέναι μεγάρων,
ἐνταῦθα ἔξιτέ μοι μεγάρων
φησὶ, κοινότερον καὶ σαφέστερον. (Vers. 131.) Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ἥ μ'
ἔθρεψεν, ἐπίτασιν δηλοῖ γνη-
σιότητος. εἰσὶ γὰρ μητέρες, αἳ τίκτουσι μὲν, οὐκ ἐκτρέφουσι δὲ, ἀλλ' ὡς
εἰπεῖν, ἐκτιθέασι ταῖς τιθη-
νοῖς. οἷα μὴ δὲ φιλοῦσαι τίκτειν αἱ πολλαί. ἀλλὰ τὴν μὲν γαμήλιον
στέργουσαι, ἀποστέργουσαι δὲ
πορνικῶς τὴν γενετυλίδα διὰ τὴν οὐκ ἄπονον Εἰλείθυιαν. Ἐπαναφορᾶς δὲ
σχῆμα γοργὸν, τὸ, ἥ μ'
ἔτεκεν, ἥ μ' ἔθρεψε. Τὸ δὲ ἀέκουσαν ἀπῶσαι, πληρέστερον ἂν ἦν εἴπερ
εἶχε προσκείμενον καὶ τὸ ἑκόντα.
ἵνα ἔφη. ὡς οὔπως ἐστὶν ἑκόντα με δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι τὴν μητέρα.
διὸ μετ' ὀλίγα φησίν. ἑκὼν
ἀπὸ μητέρα πέμψω. σίγησας τὸ ἀέκουσαν ὡς ἤδη ῥηθέν.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 6, line 34

φροντίζειν δηλοῦται. καὶ ἄλλως δὲ κηρὸς παρὰ τὸ κάω, τουτέστι καίω. ἡ


δὲ κατ' αὐτὸν ὀξεῖα τάσις ἔστι
μὲν καὶ κανονική. καὶ ἄλλως δὲ ὑποβάλλει διαστολήν τινα κατὰ τὸν
εἰπόντα ὅτι κῆρος μὲν βαρυτόνως
ποταμὸς Ἀρμενίας, κηρὸς δὲ ὀξυτόνως ὁ συνεγνωσμένος. (Vers. 48.) Τὸ
δὲ κηρὸν μελιηδέα τὸν ποτὲ
231

τοιοῦτον δηλοῖ, ὅτε δηλαδὴ αἱ σήραγγες αὐτοῦ μέλι ἐταμίευον. (Vers.


162.) Τὸ δὲ δησάντων σε ἐν νηῒ
καὶ πλείοσιν ἐν δεσμοῖσι δεόντων Ἀττικῶς ἀντὶ τρίτων πληθυντικῶν εἰσὶ
προστακτικῶν, ὡς μυριαχοῦ
γίνεται. διὸ ἑρμηνεύων Ὀδυσσεὺς ἐρεῖ· ἀλλά με δεσμῷ δήσατε. (Vers.
51.) ἱστοπέδη δὲ ἢ ὁ τόπος ᾧ
ἐντίθεται ὁ ἱστὸς, ἣ ξύλον ὀρθὸν ᾧ προσδέδεται ὁ ἱστός. (Vers. 163.) Ἐκ
δ' αὐτοῦ πείρατα ἀνῆφθαι
λέγει ἀντὶ τοῦ τὰ πέρατα τῶν σχοινίων ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ
ἐκεῖ περὶ τὴν ἱστοπέδην.
(Vers. 53.) Τὸ δὲ λίσσῃ ἑταίρους μετὰ τοῦ λῦσαι (Vers. 161.)
παρηχητικόν τι ποιεῖ, ὁποῖα
καὶ ἄλλα τοιαῦτα προεσημειώθησαν. (Vers. 54.) Οἱ δὲ τὸν Ὀδυσσέα
δεσμοῦντες ἀργαλέοι δεσμοὶ,
ὃ δὴ τρόπος ἐτυμολογίας ἐστὶ, ῥηθεῖεν ἂν εἶναι ἡ αἰδὼς καὶ ἡ νέμεσις,
ὑφ' ὧν ἐπεχόμενος Ὀδυσσεὶς
οὐχ' ἡττήθη τῶν Σειρήνων, αἰδούμενος εἰ νεμεσηθείη τὰ δευτερεῖα τῶν
ἑταίρων φερόμενος, καὶ ἄλλους
ὑπαλείφων εἰς ἀρετὴν αὐτὸς ἀκρατὴς γένηται ἡδονῆς. καὶ ἰδοὺ ὄφελος τῷ
Ὀδυσσεῖ καὶ τοῦτο ἐκ τῶν
φίλων συμπορισθέν. (Vers. 164.) Τὸ δὲ πιέζειν λέγεται καὶ πιεζεῖν, ὡς
δηλοῖ τὸ, χερσὶ στιβαρῇσι πιέ-
ζευν ἀντὶ τοῦ, ἐπίεζον, (Vers. 174.) ὃ πρώτης συζυγίας τῶν
περισπωμένων ῥῆμα ἐστὶν, ὅμοιον τῷ ἐποίευν
καὶ τοῖς τοιούτοις. διφορεῖται οὖν παρὰ τῷ ποιητῇ τὸ πιέζω, οὐ μόνον
βαρυτονούμενον, ἀλλὰ καὶ
περισπώμενον. καὶ ἔστιν ἡ τοῦ περισπωμένου χρῆσις καὶ παρὰ
Πλουτάρχῳ καὶ ἑτέροις. (Vers. 167.)
Τὸ δὲ, ἔπειγε γὰρ οὖρος τροπικῶς ὡς ἐπὶ ἐμψύχου τοῦ οὔρου ἔφρασε. Τὸ
δὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη κεῖ-
ται καὶ ἐν τῇ εῥαψῳδίᾳ. (Vers. 169.) Τὸ δὲ κοίμησε δὲ κύματα δαίμων
παρηχεῖ πως καὶ αὐτό. καὶ
ἔστι χρῆσις τούτου καὶ παρὰ Ἱμερίῳ τῷ σοφιστῇ. ἐνταῦθα δέ φασιν οἱ
παλαιοὶ, ὡς ἐντεῦθεν λαβὼν
Ἡσίοδος ἐμυθεύσατο ὑπὸ Σειρήνων καὶ τοὺς ἀνέμους θέλγεσθαι.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 115, line 10

ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας, εἵματα δ' ἐνθάδ' ἐγὼ πέμψω καὶ σῖτον ἅπαντα
ἔδμεναι, ὡς ἂν μή σε κατατρύ-  
χοι καὶ ἑταίρους. κεῖσε δ' ἂν οὔ μιν ἔγωγε μετὰ μνηστῆρας ἐῷμι, τουτέστι
συγχωροίην ἔρχεσθαι. διατί;
232

λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσι, μή μιν κερτομέωσιν, ἐμοὶ δ' ἄχος
ἔσσεται αἰνόν. πρῆξαι δ' ἀργα-
λέον τι μετὰ πλεόνεσσιν ἐόντα ἄνδρα καὶ ἴφθιμον, ἐπειὴ πολὺ φέρτεροί
εἰσιν, οἱ πλέονες δηλαδή. τοῦτο
δὲ καὶ γνωμικῶς δοκεῖ λέγεσθαι. (Vers. 89.) Καὶ σημείωσαι ὅτι τὸ τῆς
μνηστηροκτονίας δυσχερὲς καὶ
ἄπορον τοῦτο ἐστὶν, ὃ νῦν διὰ τοῦ Τηλεμάχου λαλεῖται, τὸ μὴ αὐτὸν ἕνα
Ὀδυσσέα δυνατὸν εἶναι τῶν
τοσούτων περιγενήσεσθαι. Ὁμήρου δὲ εἰς τοῦτο λύσεις πολλαὶ, ὧν μία
καὶ τὸ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τριηκο-
σίοις ἂν ἔχειν ἀντιστῆναι. τέως μέντοι Ὀδυσσεὺς γνοὺς ἐνταῦθα μὴ ἂν
παραδεχθῆναι τοῦτον εἰπόντα
τῷ υἱῷ περιγενήσεσθαι τῶν τῆς γυναικὸς μνηστήρων, εὐθὺς ἐρεῖ τι πρὸς
τὸν τοιοῦτον λόγον τοῦ παι-
δός. ἐν τοῖς ἐφεξῆς δὲ καὶ πάνυ πείσει αὐτὸν ὡς ἐχέγγυος ὁ πατὴρ εἷς ὢν
τίσεσθαι τοὺς μνηστῆρας.
(Vers. 75.) Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι αἰδὼς καὶ νέμεσις κωλύει τὴν Πηνελόπην
λαβεῖν ἄνδρα. ὧν τὸ μὲν δηλοῦ-
ται διὰ τοῦ, εὐνήν τ' αἰδομένη πόσιος, τὸ δὲ ἐν τῷ, δήμοιό τε φῆμιν.
ὑποπτεύει γὰρ τὴν ἐκ τοῦ δήμου
νέμεσιν. ὡς δὲ τὸ αἰδομένη διφορεῖται, ἔστι γὰρ καὶ αἰδουμένη, καὶ ὅτι ἐκ
τοῦ φημίζω φημίσω ἡ κατ'
ἀνθρώπου φῆμις, πολλαχοῦ δηλοῦται. (Vers. 83.) Ἐν δὲ τῷ, καὶ σῖτον
ἅπαντα, δυσχερὲς ἀρσενικοῦ
γένους νοῆσαι τὴν λέξιν. σῖτος μὲν γὰρ ὁ ἀκατέργαστος, ἐπὶ δὲ βρώματος
οὐδετέρως τὸ σῖτον λέγεται. ἔστιν
οὖν ἴσως θεραπεία ἢ τὸ εἰπεῖν, εἵματα ἅπαντα πέμψω καὶ τὸ σῖτον, ἢ καὶ
τὸ στίξαι εἰς τὸ σῖτον, εἶτα ἐπα-
γαγεῖν τὸ ἅπαντα οὐδετέρως ὡς ἐπὶ ὄψων. (Vers. 87.) Τὸ δὲ, ἐμοὶ δ' ἄχος
ἔσσεται, καὶ τὸ, πρῆξαι δ' ἀργα-
λέον τι, ὡς πρὸς τὸ, ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ,
εἴρηνται. ἄχος μὲν γὰρ παθεῖν
τὸ χαλεπανθῆναι πρός τινος, πρῆξαι δὲ τὸ ἀπαμύνασθαι. (Vers. 88.) Ἐν
δὲ τῷ, μετὰ πλεόνεσσιν,
ἡ μετασυνήθως ἀντὶ τῆς εν προθέσεως κεῖται. (Vers. 91.) Ὅτι εὔλογον
τόλμαν λόγου δηλοῖ τὸ, ὦ
φίλ', ἐπεί μοι καὶ ἀμείψασθαι Θέμις ἐστίν. Ὅτι ὁ μαθὼν ἔκ τινος κακὰ
πάσχειν ἐκεῖνον καὶ ἀνέχεσθαι

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 211, line 30


233

Δῆλον δὲ ὅτι καὶ ὄνομα ἰχθύων ὕες, οἷον, ἐν δ' αἴνῳ καὶ τῷ πόντῳ, τὴν ὗν
ἀγόραζε, ἣν καλέουσί τινες
θνητῶν ψαμμίτην ὀρυκτήν. Ἔτι ἰστέον καὶ ὅτι σύαγρος οὐ παρὰ πᾶσιν ὁ
ἀπὸ συὸς ἀγρίου σύνθετος,
ἀλλὰ καὶ κύων ὁ σύας ἀγρεύων. Σοφοκλῆς σὺ δ', ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν
βρέφος. παρὰ δὲ Ἡροδότῳ
ἔστι καὶ κύριον ὄνομα Σύαγρος. καὶ ὅτι σῦς ἀσχέδωρος εἰρῆσθαι δοκεῖ
οὐχ' ὁ ἁπλῶς, οἷον ὁ σίαλος
ἢ ἡ ἀγελαῖος, ἀλλ' ὁ μονιὸς, ἤδη δὲ καὶ ὁ χλούνης, ὁ καὶ χαλεπὸς καὶ
ἄλκιμος, ὃν δὴ χλούνην οἱ ἐκτο-
μίαν, φασὶ, λέγοντες τελείως ἀπήρτηνται τοῦ ὑποκειμένου, ἤγουν
αἰωροῦνται, ἠερέθονται, οὐδὲν ἔμ-
πεδον καὶ βέβαιον λέγουσιν, ἀλλὰ δηλαδὴ ἀνεμώλια λαλοῦσι καὶ οὐδέν
τι τοῦ ὑποκειμένου ἅπτονται.
Ὅρα δ' ἐν τούτοις καὶ τὸν μονιὸν σῦν, οὗ διενήνοχεν ὁ μονίας, καθὰ καὶ ὁ
μονώτης, λεγόμενα ἐπὶ
ἀνθρώπου ἐρημάζοντος. ἐπὶ τούτοις ἰστέον καὶ ὅτι, καθὰ καὶ ὗς
θαλάσσιος, οὕτω καὶ κάπρος, ὡς
δηλοῖ καὶ Ἀθήναιος ἐν τῷ, κάπρον ἂν ἐσίδῃς θαλάττιον, ὠνοῦ καὶ μὴ
καταλίπῃς κἂν ἰσόχρυσος ἔνι,
μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ δεινὴ ἀπ' ἀθανάτων· τὸ γάρ ἐστι νέκταρος
ἄνθος· ὃ παραποίησίς ἐστι τοῦ,
νέκταρος ἀποῤῥὼξ, ὡς καὶ προεγράφη. (Vers. 444.) Ἐν δὲ τῷ, κτύπος
ποδοῖϊν, ὅρα ὡς ἀπὸ μέρους
τοῦ κατ' ἄνδρας ἔφρασε τὸ ποδοῖϊν, οὐ προσλογισάμενος καὶ τοὺς
τετράποδας κύνας. (Vers. 446.) Τὸ
δὲ φρίσσειν ὅτι κυρίως τριχῶν δηλοῖ ὄρθωσιν, πολλαχοῦ δεδήλωται. διὸ
πάνυ κυριολεκτεῖται ἐνταῦθα
τὸ, φρίξας λοφιάν. Λοφιὰ δὲ ἐπὶ συὸς κυριολεκτεῖται, καθά περ ἡ χαίτη
ἐπὶ ἵππου καὶ λέοντος.
ἴσως δὲ ἡ λοφιὰ καὶ ἐπὶ τοιούτων λέγεται, ὡς δηλοῖ ὁ γράφων, ζῷα
λόφουρα τὰ, ὥς φασί τινες,
ἔχοντα λόφους καὶ οὐράς. πρὸς ὃ ἔστιν εἰπεῖν, ὡς διαφέρει λόφος καὶ
λοφιά. λέγεται δὲ λοφιὰ ὡς ἐν
τῷ λόφῳ οὖσα ἤγουν τῷ περὶ τὸν αὐχένα τόπῳ, περὶ οὗ εἰς τὸ
καταλοφάδια προγέγραπται. Τὸ δὲ,
πῦρ ὀφθαλμοῖσι δεδορκὼς, ἀντὶ τοῦ, ὡς πῦρ βλέπων. καὶ ἔστιν ὅμοιον
τῷ, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ ἐΐκτην.
(Vers. 448.) Τὸ δὲ, πρώτιστος ἔσσυτο ἀνασχόμενος, τουτέστιν ἀνατείνας
δόρυ, πιθανὸν ποιεῖ καὶ
τὸν παρὰ Φαίαξι λόγον αὐτοῦ τὸ, πρῶτος ἂν ἄνδρα βάλοιμι, εἰ καὶ μάλα
πολλοὶ ἑταῖροι παρασταῖεν.
234

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 239, line 21

καὶ χεῖρας ἐπιβαλεῖτέ μοι, τότε δὴ οὐ σχετικῶς κακύνομαι, ἀλλ' ἐγὼ


αὐτὸς κτείνομαι. Ὁ δὲ ἀθεμίστιος
ἀφαιρεθεὶς τὴν κατάρχουσαν κεφαλὴν ἀποτελεῖ περιώνυμον κύριον τὸν
Θεμίστιον. (Vers. 322.) Ὅτι
ἐπὶ ἀναντιῤῥήτου δικαιολογίας καλὸν εἰπεῖν τὸ, ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις.
ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ ἀντιβίοις
ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι. (Vers. 323.) κεῖται δὲ τὸ, ἀντιβίοις
καθαπτόμενος, πρὸς διαστο-
λὴν ἑτέρου καθάπτεσθαι, περὶ οὗ προδεδήλωται. Ἀγέλαος δὲ, εἷς τῶν
μνηστήρων, τοῦτο φησὶν, ἐπι-
κρίνας, ὡς εἰκὸς, καλὰ εἰπεῖν τὸν Τηλέμαχον· ὃς καὶ παραινεῖ μήτε τὸν
ξεῖνον στυφελίζειν, μήτε τιν'
ἄλλον, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ κεῖται, δμώων τῶν κατὰ τὸν οἶκον τοῦ
Ὀδυσσέως. (Vers. 326.) εἶτα καὶ Τη-
λεμάχῳ τὸ δῆθεν λυσιτελὲς ὑποτιθείς φησι· Τηλεμάχῳ δέ κε μῦθον ἐγὼ
καὶ μητέρι φαίην ἤπιον, εἰ
σφῶϊν κραδίῃ ἅδοι ἀμφοῖν. ὄφρα μὲν ὑμῖν θυμὸς ἐώλπει νοστήσειν
Ὀδυσῆα, (Vers. 330.) τόφρα οὔ
τις νέμεσις μένειν τε καὶ ἴσχειν, ὅ ἐστιν ἐπέχειν, μνηστῆρας, (Vers. 332.)
ἐπεὶ τόδε κέρδιον ἦν, εἰ
νόστησ' Ὀδυσσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα· ἅ περ ἐκ παραλλήλου
ταυτὸ δηλοῦσι, τὸν τοῦ Ὀδυσσέως
δηλαδὴ νόστον. νῦν δ' ἤδη τόδε δῆλον, ὅτ' οὐκέτι νόστιμός ἐστιν. ἀλλ'
ἄγε, σὺ τάδε μητρὶ κατάλεξον.
ποῖα τάδε; γήμασθ' ὅς τις ἄριστος ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν, ὄφρα σὺ
μὲν χαίρων πατρώϊα πάντα
νέμηαι, ἔσθων καὶ πίνων. ἡ δ' ἄλλου δώμαθ' ἵκηται. (Vers. 337.) Καὶ ὅρα
τὸ, ἔσθων καὶ πίνων·
ἐν οἷς ὁ τρυφητὴς Ἀγέλαος τὸ ἀνθρώπινον περιγράφει καλόν. σημείωσαι
δὲ καὶ τὸ ἐν τοῖς μνηστῆρσι
πολύβουλον· ὃ καὶ στάσεως ἦν εἰκὸς γενέσθαι ἂν αὐτοῖς αἴτιον, εἴ περ
ἐτεθνήκει Ὀδυσσεύς.
(Vers. 336.) Ἀγέλαος μὲν γὰρ ἐθέλει τὸν Τηλέμαχον πάντα πατρῷα
νέμεσθαι μετὰ τὸν τῆς μητρὸς
γάμον· ἑτέρωθι δέ τινι πρὸ τούτων ἤρεσκε, τὰ μὲν ἄλλα πάντα δάσασθαι,
τῇ δὲ Πηνελόπῃ, καὶ ὃς
ἂν ὀπυίοι, ἀφεῖναι τὸ δῶμα τὸ μὴ ἐκείνης ὄν. Ὀδυσσεὺς γὰρ τῷ υἱῷ
ἐκτήσατο αὐτὸ, καθὰ πρὸ ὀλίγων
235

εἴρηται. οὐ τοίνυν σταθερὰ τὰ τοῦ Ἀγελάου ἐνταῦθα, ὃς οὐ μόνον


ἐναντιολογεῖ, ὡς νῦν ἐῤῥέθη,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 304, line 38

γνωμικὸν τὸ, πολλοὶ γὰρ κακὰ κέρδεα βουλεύουσι, πιστοῦται τὸν λόγον
συγγενικῷ παραδείγματι, φαμένη
ὡς οὐδ' ἂν Ἀργείη Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα ἀνδρὶ παρ' ἀλλοδαπῷ ἐμίγη
φιλότητι καὶ εὐνῇ, εἰ ᾔδη ὅ μιν
αὖτις Ἀχαιοὶ ἀξέμεναι οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα ἔμελλον. ἐφ' οἷς καὶ
ὑπεραπολογουμένη τῆς ἡρωΐδος
φησὶν ὅτι αὐτὴν ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές· τὴν δ' ἄτην οὐ πρόσθεν
ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ λυγρὴν,
ἐξ ἧς πρῶτα καὶ ἡμέας ἵκετο πένθος. οὕτω καὶ τὸν Ὀδυσσέα ἡ γυνὴ πάνυ
πεπνυμένον ὄντα θεόθεν
ὅμως ἔφη δυστυχεῖν. (Vers. 207.) Τῶν δὲ τοῦ ῥηθέντος χωρίου τμημάτων
τὸ μὲν, ἰθὺς δράμεν,
ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλε, κάρη δ' ἔκυσε, περιπλοκὴν φράζει φιλικὴν ὅτε
τις ἐξ ἀποδήμων ἥκοι, ὡς
καὶ μετ' ὀλίγα τὸ, δειρῆς δ' οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ. (Vers.
209.) Τὸ δὲ, μή μοι σκύζευ,
καὶ τὸ, (Vers. 213.) αὐτὰρ μὴ νῦν μοι τόδε χώεο καὶ τὸ ἑξῆς, παραίτησίς
ἐστι μέμψεως ὅτε τις ἐλλό-
γως μὴ προαρπάζει τὴν δεξίωσιν. δῆλον δὲ ὅτι πολλὴ διαφορὰ τοῦ
χώεσθαι καὶ τοῦ νεμεσᾶν· ἐκεῖνο μὲν
γὰρ εἰκὸς καὶ μὴ δικαίως γίνεσθαι, ἡ δὲ νέμεσις ἀεὶ σὺν τῷ δικαίῳ ἐστί.
(Vers. 209.) Τὸ δὲ, ἐπεὶ τά
περ ἄλλα μάλιστα ἀνθρώπων πέπνυσο καὶ ἑξῆς, ἔπαινος ἀνθρώπου
συνετοῦ μὲν, δυστυχοῦς δέ. Περὶ
δὲ τοῦ σκύζεσθαι προγέγραπται· ἀφ' οὗ καὶ τὸ ἐπισκύνιον. (Vers. 211.)
Τὸ δὲ ἀγάσατο οὐ μακρὰν
ἐνταῦθα ἐστὶ τοῦ ἐφθόνησεν ἢ ἐμέμψατο. καινὸν δ' ἐνταῦθα σχῆμα ἡ ἀπὸ
δοτικῆς εἰς αἰτιατικὴν
ἀνακόλουθος μετάβασις ἐν τῷ, ὃς νῶϊν ἀγάσσατο καὶ ἑξῆς· ἦν μὲν γὰρ
ἀκόλουθον εἰπεῖν, ὃς ἡμῖν
ἐφθόνησε παρ' ἀλλήλοισι μένουσι τέρπεσθαι, ἵνα ἦν ὁμοιόπτωτον τὸ ἡμῖν
καὶ τὸ μένουσιν· ἡ δὲ Ὁμη-
ρικὴ γυνὴ τὸ σχῆμα ἤλλαξε καινότερον μὲν, ἀσολοίκως δὲ, καθὰ
πολλαχοῦ γίνεται, εἰποῦσα ὅτι θεοὶ
ἡμῖν ἐφθόνησαν τοῦ τέρπεσθαι, δηλαδὴ ἡμᾶς, μένοντας παρ' ἀλλήλοις,
236

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter alpha, entry 246, line 1

ἀβώς· ἄφθογγος
ἄβωτος· ἀηδής
ἀγάγας· ἀντὶ τοῦ ἀγαγών
ἄγαγον· ἀντὶ τοῦ ἄγαγε, ὁδήγησον, φέρε
ἀγαγύρτην· ἀγύρτην
ἀγάζει· ἀγανακτεῖ, βαρέως φέρει
ἀγάζεσθαι· βλάπτεσθαι
ἀγάζεται· σέβεται (npw)
ἀγαζόμεθα· πλεονάζομεν
ἀγαζόμενοι· κάμνοντες, λυπούμενοι, λιπαροῦντες
Ἀγαθὴ Τύχη· ἡ Νέμεσις καὶ ἡ Θέμις q
ἀγαθίδες· σησαμίδες
ἀγαθιζομένη· ἀγαθὰ λέγουσα
ἀγαθίς· δέσμη καὶ εἶδοςῥάμματος ἢ στήμονος
Ἀγαθοδαιμονισταί· οἱ ὀλιγοποτοῦντες
ἀγαθοεργοί· οἱ ἐκ τῶν ἱππέων ἐξιόντες πέντε ἑκάστου ἔτους,
 ὡς Ἡρόδοτος ἱστορεῖ (1,67,5) q οὕτω παρὰ Σπαρτιάταις καὶ
 οἱ τῶν ἀρχόντων ὑπηρέται. ἢ οἱ ἀγαθόν τι εἰργασμένοιq
ἄγαλμα Ἑκάτης· τὴν κύνα διὰ τὸ ἐκφέρεσθαι τῇ Ἑκάτῃ κύνας
 ἢ διότι καὶ αὐτὴν ἔνιοι κυνοκέφαλον πλάττουσιν (Ar. fr. 594?
 Eur. fr. 968)  

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter alpha, entry 1190, line 1

ἀδούπητοι· ἀπρόσκοποι
ἄδραια· αἰθρία Μακεδόνες  
[ἄδραια· ἄπρακτον. οὐκ ἐδίδρασκον]
ἀδρακές· ἀόρατον
ἀδρακής· [ὀλίγον] τυφλή. καὶ ἀδερκής
†ἀδράκις· ὀλιγάκις A [τυφλή]
†ἄδρακον· ἴδιον (v)A
Ἀδραμών· ὁ Ἕρμων παρὰ Λυδοῖς. καὶ Ἀδραμύτειον ἀπὸ
 Ἕρμωνος
ἀδρανέοντος· ἀσθενοῦντος (pw)
Ἀδράστεια· ἡ Νέμεσις, ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν (Eur. Rhes.
 342) Σ
ἀδρανές· ἀσθενές vgAPpw
Ἀδραστεῖον· πρῶτος Ἄδραστοςἱερὸν Νεμέσεως ἱδρύσατο Ab
ἄδραστον· ἄπρακτον, ὃ οὐκ ἄν τις πράξειεν (Hermipp. fr. 3 D.)
Ἀδράστου δρῦς· τόπος παρὰ Γρανικόν
237

ἁδράφαξυς· λάχανον ἄγριον (Pherecr. fr. 75?)


ἁδρεῖν· αὔξεσθαι φυτόν
ἀδρέπανον· ἄδρεπτον. θεοῖς ἀνακείμενον. Σοφοκλῆς (fr. 891)
Ἀδρήστεια· ὄνομα πόλεως παρὰ τὸν Ἑλλήσποντον (Β 828) (v)
Ἀδρηστίνη· τοῦ Ἀδράστου θυγάτηρ (Ε 412) n

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter nu, entry 282, line 1

νέμεις· ἀναγινώσκεις
νεμηνίαν· νουμηνίαν
νεμεσᾶι· φθονεῖ. ὀργίζεται. μέμφεται
νεμέσα· μέμφου (Κ 145)
νεμεσίζῃ· μέμφῃ (n) [βόσκῃ] (Ε 757)
νεμεσῆσαι· βοσκῆσαι AS. μέμψασθαι Avg
νεμέσησεν· ἐμέμψατο (Δ 507)
νεμεσήθητε· αἰσχύνθητε (Π 544)
νεμεσητόν· ἐπίφθονον, μεμψίμοιρον. καὶ ὃ ἄν τις ἐντραπείη
 (Γ 410)
νέμεσις· ὕβρις. μέμψις. φθόνος (Γ 156) ASvg
νεμεσίζομαι· μέμφομαι. φθονῶ (Θ 407) AS
νεμέσθωσαν· βοσκηθήτωσαν (Exod. 34,3)
νέμησις θέας· Ἀθηναῖοι τὰς ἐν τῷ θεάτρῳ καθέδρας, ψη-
 φίσματι νενεμημένας προεδρίας ἱερεῦσιν
νέμησις ὑποκριτῶν· οἱ ποιηταὶ ἐλάμβανον τρεῖς ὑποκριτάς,
 κλήρῳ νεμηθέντας, ὑποκρινομένους τὰ δράματα, ὧν ὁ νικήσας
 εἰς τοὐπιὸν ἀκρίτως παρελαμβάνετο. ἔστιν οὖν ὡσὰν διαίρεσις
νεμεσῶ· μέμφομαι (ζ 286) s  
νέμοιτο· καρποῖτο gn. βόσκοιτο, τρέφοιτο. ⌊διαμερίζοιτο
 (Β 780) (g)

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter omicron, entry 1788, line 1

οὐ μήν· οὐ μόνον g
οὐ μή σε ἀνῶ· οὐκ ἄν σε ἐάσω AS. οὐκ ἄν σε ἐῶ. ⌊οὐ μή σε
 ἐάσω (Hebr. 13,5) vgps
οὐ μόνον· οὐχ ἕως τούτου ASvg
οὑμός· ὁἐμός (Θ 360) Avgnps
οὐ μὴν δέ· οὐδαμῶς δέ v
[οὐ μ' ἰᾶς· οὐ συγχωρῆ]
οὔνη· δεῦρο. δράμε. Ἀρκάδες
238

οὕνεκα· διότι (Α 111 ..) AS  


οὕνεκα· οὗ χάριν n
οὐ νέμεσις· οὐ μέμψις (Γ 156) n
οὔνεσθε· ὄνησίν τινα ἔχετε (Ω 241 v. l.)
οὐ νέομαι· οὐ πορεύσομαι (Σ 101)
a) οὔνης· κλέπτης. b) ...· κλεπτοσύνη, †φαρεια
οὔνομα· ὄνομα (ζ 194) vgs
οὖνον· [ὑγιές.] Κύπριοι δρόμον
οὔνιος, οὔνης· δρομεύς. κλέπτης
[οὔνοσθε· ὄνησίν τινα ἔχετε. κατ' εἰρωνείαν]
οὔ νύ τοι· τοῦ σοῦ, ἢ σοῦ. ἢ οὐδαμῶς
οὔ οἱ· οὐδαμῶς αὐτῷ †οὔου·

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter rho, entry 99, line 1

ῥακτήρια· τύμπανα
ῥακτοί· φάραγγες. πέτραι. χαράδραι  
ῥακτὸς λόφος· .....
ῥάκτρια(ι)· τὰ ῥαβδία, ἐν οἷς τοὺς καρποὺς ἀπαράσσουσιν
ῥακωλέον· ῥάκος
ῥάματα· βο[ς]τρύδια. σταφυλίς. Μακεδόνες
[ῥαμάς· ὁ ὕψιστος θεός]
ῥαμβάς· ὁ δήμιος
ῥάμνος· τὸ φυτόν, ὅπερ εἰς ἀλεξιφάρμακον παραλαμβάνεται. καὶ δέν-
 δρον ἀκανθῶδες
Ῥαμνουσίας ἀκτάς· δῆμος ἐν τῇ Ἀττικῇ, ὅπου Νέμεσις τιμᾶται
Ῥαμνουσία[ν]· Νέμεσις. ἐν Ῥαμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο ἄγαλμα δε-
 κάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον
ῥαμοσαίτης· κατάρατος
ῥαμφαδέκται· τὸ πυκτεύειν
ῥαμφάξει· ῥύγχει ὠθήσει
ῥομφαία· μάχαιρα. καὶ ἡ πυγμὴ τῆς χειρός
ῥαμφή· κοπίς. μάχαιρα. ἢ τὰ τῶν ὀρνέων ῥύγχη
ῥαμφησταί· ἰχθῦςποιοί
ῥαμφίς· νεὼς εἶδος
ῥάμφος· ῥύγχος τὸ ἐπὶ τῷ στόματι τῶν μεγάλων πετεινῶν

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter rho, entry 100, line 1


239

ῥακτοί· φάραγγες. πέτραι. χαράδραι  


ῥακτὸς λόφος· .....
ῥάκτρια(ι)· τὰ ῥαβδία, ἐν οἷς τοὺς καρποὺς ἀπαράσσουσιν
ῥακωλέον· ῥάκος
ῥάματα· βο[ς]τρύδια. σταφυλίς. Μακεδόνες
[ῥαμάς· ὁ ὕψιστος θεός]
ῥαμβάς· ὁ δήμιος
ῥάμνος· τὸ φυτόν, ὅπερ εἰς ἀλεξιφάρμακον παραλαμβάνεται. καὶ δέν-
 δρον ἀκανθῶδες
Ῥαμνουσίας ἀκτάς· δῆμος ἐν τῇ Ἀττικῇ, ὅπου Νέμεσις τιμᾶται
Ῥαμνουσία[ν]· Νέμεσις. ἐν Ῥαμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο ἄγαλμα δε-
 κάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον
ῥαμοσαίτης· κατάρατος
ῥαμφαδέκται· τὸ πυκτεύειν
ῥαμφάξει· ῥύγχει ὠθήσει
ῥομφαία· μάχαιρα. καὶ ἡ πυγμὴ τῆς χειρός
ῥαμφή· κοπίς. μάχαιρα. ἢ τὰ τῶν ὀρνέων ῥύγχη
ῥαμφησταί· ἰχθῦςποιοί

Γεώργιος Χοιροβοσκός. Prolegomena et scholia in Theodosii


Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum Page 195, line 25

κανών, διατί πάλιν ἐν τοῖς θηλυκοῖς ἐκανόνισε τὰ εἰς ιςθηλυκά; λέγο-


μεν, ὅτι ἐκεῖ ἄλλα ἐκανόνισε καὶ οὐ τὰ κύρια, ὡς ἐκεῖσε γενόμενοι εἰ
θεῷ φίλον μαθησόμεθα. Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις.
 Προστίθησι δὲ ὁ τεχνικός· τὰ ἐν τοῖς θηλυκοῖς σεσημειω-
μένα ὕστερον ἐροῦμεν· εἰσὶ δὲ ταῦτα, Χάρυβδις Χαρύβδεως, Σάρ-
δις Σάρδεως· ταῦτα γὰρ οὐκ ἐκλίθησαν διὰ τοῦ δοςδιὰ τὴν κακοφω-
νίαν, εὑρίσκετο γὰρ ἀλλεπάλληλον τὸ δ,ὅπερ ἐστὶ κακόφωνον. Τούτοις
ἠκολούθησε κατὰ τὴν κλίσιν καὶ τὸ Τράλλις Τράλλεως (ἔστι δὲ ὄνομα
πόλεως Ἰωνικῆς)· ἔτι σεσημείωται καὶ τὸ Σκῆψις Σκήψεως καὶ τὸ Ἐπί-
σκηψις Ἐπισκήψεως (ὀνόματα δέ εἰσι ταῦτα πόλεων Τρωϊκῶν) καὶ τὸ
Λάχεσις Λαχέσεως καὶ τὸ Νέμεσις Νεμέσεως καὶ τὸ Ἐπίκτησις Ἐπικτή-
σεως (εἰσὶ δὲ ταῦτα ὀνόματα κύρια)· ταῦτα δὲ διὰ καθαροῦ τοῦ ως
κλίνονται καὶ οὐ διὰ τοῦ δος, ἐπειδὴ ταῦτα κύρια ὄντα ὡμοφώνησαν
τοῖς προσηγορικοῖς καὶ τὴν τῶν προσηγορικῶν κλίσιν ἀνεδέξαντο· τὸ
γὰρ σκῆψις σημαίνει τὴν πρόφασιν, τὸ δὲ ἐπίσκηψις τὴν παραγγελίαν,
τὸ δὲ ἐπίκτησις τὸ πλέον τι κτήσασθαι, τὸ δὲ λάχεσις τὸν κλῆρον, τὸ
δὲ νέμεσις τὴν κατάγνωσιν ἤγουν τὴν μέμψιν· εἰκότως οὖν τὰ κύρια
ὁμοφωνήσαντα, ὡς εἴρηται, τοῖς προσηγορικοῖς καὶ τὴν κλίσιν αὐτῶν,
φημὶ δὴ τῶν προσηγορικῶν, ἀνεδέξαντο καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ωςἐκλί-
240

θησαν ὁμοίως τοῖς προσηγορικοῖς· τὰ δὲ προσηγορικὰ τῶν εἰς ιςδιὰ


καθαροῦ τοῦ ωςκλίνονται τῷ κανόνι τοῦ ὄφις ὄφεως, ὃν μέλλομεν ἐν

Γεώργιος Χοιροβοσκός. Prolegomena et scholia in Theodosii


Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum Page 195, line 31

νίαν, εὑρίσκετο γὰρ ἀλλεπάλληλον τὸ δ,ὅπερ ἐστὶ κακόφωνον. Τούτοις


ἠκολούθησε κατὰ τὴν κλίσιν καὶ τὸ Τράλλις Τράλλεως (ἔστι δὲ ὄνομα
πόλεως Ἰωνικῆς)· ἔτι σεσημείωται καὶ τὸ Σκῆψις Σκήψεως καὶ τὸ Ἐπί-
σκηψις Ἐπισκήψεως (ὀνόματα δέ εἰσι ταῦτα πόλεων Τρωϊκῶν) καὶ τὸ
Λάχεσις Λαχέσεως καὶ τὸ Νέμεσις Νεμέσεως καὶ τὸ Ἐπίκτησις Ἐπικτή-
σεως (εἰσὶ δὲ ταῦτα ὀνόματα κύρια)· ταῦτα δὲ διὰ καθαροῦ τοῦ ως
κλίνονται καὶ οὐ διὰ τοῦ δος, ἐπειδὴ ταῦτα κύρια ὄντα ὡμοφώνησαν
τοῖς προσηγορικοῖς καὶ τὴν τῶν προσηγορικῶν κλίσιν ἀνεδέξαντο· τὸ
γὰρ σκῆψις σημαίνει τὴν πρόφασιν, τὸ δὲ ἐπίσκηψις τὴν παραγγελίαν,
τὸ δὲ ἐπίκτησις τὸ πλέον τι κτήσασθαι, τὸ δὲ λάχεσις τὸν κλῆρον, τὸ
δὲ νέμεσις τὴν κατάγνωσιν ἤγουν τὴν μέμψιν· εἰκότως οὖν τὰ κύρια
ὁμοφωνήσαντα, ὡς εἴρηται, τοῖς προσηγορικοῖς καὶ τὴν κλίσιν αὐτῶν,
φημὶ δὴ τῶν προσηγορικῶν, ἀνεδέξαντο καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ωςἐκλί-
θησαν ὁμοίως τοῖς προσηγορικοῖς· τὰ δὲ προσηγορικὰ τῶν εἰς ιςδιὰ
καθαροῦ τοῦ ωςκλίνονται τῷ κανόνι τοῦ ὄφις ὄφεως, ὃν μέλλομεν ἐν
τοῖς ἑξῆς λέγειν· τὸ δὲ ζεῦξις ἡνίκα μὲν προσηγορικόν ἐστι διὰ καθα-
ροῦ τοῦ ωςκλίνεται, οἷον ζεῦξις ζεύξεως, ἡνίκα δὲ κύριόν ἐστι διὰ τοῦ
δοςκλίνεται, οἷον Ζεῦξις Ζεύξιδος. Ἄξιον δέ ἐστι ζητῆσαι, διατί ὥς-  
περ τὸ Λάχεσις καὶ τὸ Σκῆψις καὶ τὰ ὅμοια ὁμοφωνήσαντα τοῖς προς-
ηγορικοῖς τὴν αὐτὴν κλίσιν ἀνεδέξαντο καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ

Γεώργιος Χοιροβοσκός. Epimerismi in Psalmos Page 31, line 22

εἶδον· ἀντὶ τοῦ Ι, ὡς τὸ οὐχὶ οὕτως, οὐχ' οὕτως.


 Τὸ Λ μετὰ Λ ἐν συλλήψει ἐστὶν, ἢ ἐν διαστάσει; Ἐν
διαστάσει. Διατί; Ὅτι οὐδέπω ἀμετάβολον ἀμεταβόλου
προηγεῖται κατὰ σύλληψιν, πλὴν τοῦ Μ τοῦ Ν, ὡς ἐν τῷ
μνεία καὶ ἀμνός.
 ΝΟΜΟΣ· παρὰ τὸ νέμω τὸ μερίζω νέμος καὶ νόμος.
 Τὸ νέμω πόσα σημαίνει; Τέσσαρα. Τὶ καὶ τί; Νέμω
τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ νόμος, καὶ ὄνομα τὸ μεμερισμένον πᾶσι·
νέμω τὸ βόσκω, ἐξ οὗ καὶ νομεὺς, ὁ βοσκὸς, καὶ νομὴ ἡ
βοσκή· νέμω τὸ πορεύομαι, ἐξ οὖ καὶ νέμεται, τὸ ἐπιπο-
ρεύεται· νέμω τὸ μέμφομαι, ἐξ οὗ καὶ νέμεσις ἡ μέμψις.
Νέμω, καὶ ὁ μέλλων νεμῶ, ὁ παρακείμενος νενέμηκα, καὶ
241

ὤφειλεν εἶναι νένεμκα, ἀλλὰ τὸ Μ πρὸ τοῦ Κ οὐκ ἔστιν, οὔτε


κατὰ σύλληψιν οὔτε κατὰ διάστασιν· κατὰ σύλληψιν μὲν,
διότι τὰ ὑποταττόμενα τινὶ ἐν συλλήψει, ἐὰν ἀντιπροηγή-
σωνται, ἐν διαστάσει ἀντιπροηγοῦνται, οἷον τὸ Ρ ὑποτέ-
τακται τῷ Π κατὰ σύλληψιν ἐν τῷ πρῶτος· ἀντιπροηγου-
μένου δὲ, ἐν διαστάσει αὐτὸ ἀντιπροηγεῖται, καὶ (ὡς) ἐν τῷ
ἕρπω, ὅρπηξ, καὶ τοῖς ὁμοίοις· τὸ δὲ Μ τῷ Κ ὑποτακτικὸν
κατὰ σύλληψιν, ὡς ἐν τῷ ἀκμῇ, ἐὰν ἀντιπροηγήσηται, οὐ δύ-
ναται ἐν διαστάσει ἀντιπροηγεῖσθαι, διότι πᾶσα συλλαβὴ

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry nu, page 405, line 47

 κτὰρ, καὶ μετὰ τῆς νε στερήσεως νέκταρ τὸ θεῖον


 πόμα, ὅπερ τοῖς κτεινομένοις καὶ θνητοῖς οὐ δίδοται.
Νέκταρ, τὸ συνέχον τοὺς πίνοντας αὐτὸ ἐν νεότητι,
 οἷον, νεοέκταρ· διόπερ ἡ Ἥβη αὐτὸ κιρνᾶ. οἱ δὲ
 παρὰ τὸ στερεῖσθαι τοῦ κτᾶσθαι καὶ φονεύεσθαι τοὺς
 πίνοντας· ἀφ' οὗ τὸ ἀθάνατον δηλοῦσθαι, τὸ μὴ τοῖς
 κτεινομένοις διδόμενον.
Νέμωσημαίνει τέσσαρα· νέμω τὸ βόσκω, ἐξ οὗ καὶ
 νόμος ὁ βοσκός· νέμω τὸ πορεύομαι, ἐξ οὗ καὶ νέμε-
 ται τὸ ἐπιπορεύεται· νέμω τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ
 κρεανόμος· νέμω τὸ μέμφομαι, ἐξ οὗ καὶ νέμεσις ἡ
 μέμψις.
Νέποδες, οἱ διὰ τοῦ νήχεσθαι τὴν πορείαν ποιούμενοι·
 ἢ ἄποδες.
Νέποδες, οἱ ἰχθυές· παρὰ τὸ νε στερητικὸν, οἱ ποδῶν
 ἐστερημένοι.
Νεὸς, ἡ ἀροσίμηγκην· παρὰ τὸ νέω· ἀνανεοῦται γὰρ ἡ
 γῆ ἀρουμένη.
Νεὸς, ἀπὸ τοῦ νέεσθαι καὶ ἔρχεσθαι εἰς αὔξησιν· ἢ
 παρὰ τὸ ὁρμᾶσθαι· ὁρμὴ γὰρ ἡ ἡλικία ἀνάπλεως.
Νεοκρὰς, ὁ νεωστὶ κεκραμένος· εἰς τὸ προβλητί.

Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum


(ἀάλιον – ζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Pari
Alphabetic entry gamma, page 308, line 19

 Γέρον· οὐδετέρως τὸ παλαιόν ἢ τὸ ὅπλον.


242

 Γέῤῥα· εἴτε τὰ σκηνώματα, ἐν οἷς τὰ ὤνια πιπράσκεται, εἴτε τὰ


δερμάτι⟦να⟧
αἰδοῖα, εἴτε τὰ ὑποδήματα.
 Γέρρον· δορικὸν σκέπασμα, ὑσσός, καὶ γέρρον οἰσύινον.  
 {Ὁμήρου} Γέρων· ἤτοι παρὰ τὸ γέρας, ἵν' ᾖ παρώνυμον τὸ ὄνομα· ἢ
παρὰ τὸ
ἔντιμον εἶναι καὶἤδη εἰς τιμὴν ὁρᾶν· ἢ ὁ εἰς γῆν ὁρῶν, ὁ ἐγγὺς τοῦ
θανάτου.
 Γέρων· παρὰ τὸ εἰς[τὴν] γῆν ὁρᾶν.
 Γέρων· τινές φασιν, ὁ εἰς γῆν ὁρῶν· ἢ ὁ μετὰ φθορᾶς πορευόμενος· ἢ ὁ
καλῶς δημηγορῶν.  
 Γεῦσις· ... νεμέσω νέμεσις, δεύσω δεῦσις καὶ γεῦσις. ‖ εἴωθεν δὲ τὸ δ
εἰς γτρέπεσθαι, ὡς γάμος· δάμος γάρ ἐστιν, ἐν ᾧ ὑποτάττεται ἡ γυνὴ τῷ
ἀνδρί.
ἔνθεν καὶ δάμαρ καλεῖται.
 Γέφυρα· ἡ κατὰ ποταμῶν οἰκοδομία, οἱονεὶ γήφυγρά τις οὖσα, γῆ ἐφ'
ὑγρῷ κειμένη.
 Γέφυρα· ἡ κατὰ τῶν ποταμῶν οἰκοδομία, δι' ἧς οἱ ὁδοιπόροι πορεύονται.

εἴρηται ἡ ἐφ' ὑγροῦ γῆ γέφυρα· ἐλλείπει δὲ τὸ γ, ὡς ἐν τῷ σιγωπή σιωπή,


ἡ τῆς ὀπὸς σιγή.  

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 600,


line 29

δηλοῖ τὸ ἀθάνατον, οἷον τὸ μὴ κτεινομένοις ἀλλὰ


τοῖς ἀθανάτοις διδόμενον. Κλίνεται νέκταρος· καὶ
τὸ κτητικὸν, νεκτάρειος· ὁ νεκτάρεος, τοῦ νεκταρέου,
τουτέστι θείου, θαυμαστοῦ, ἀκηράτου.
 Νεμέα: Τόπος ἐν Ἄργει. Ἀπὸ τῶν νεμομένων
ἐκεῖσε βοῶν, αἳ ἦσαν Ἥρας· ἢ ἀπὸ τῶν Δαναοῦ, οἳ
κατενεμήσαντο καὶ ἐκληρώσαντο τὸ χωρίον. Ἡρα-
κλῆς δὲ διέθηκε τὴν ἑορτὴν, τὸν λέοντα φονεύσας.
 Νεμειαῖον: Ὄρος Πελοποννήσου· καὶ πόλις
Νέμεια, ἔνθα ἦν ὁ Νεμειαῖος λέων.
 Νέμεσις: Μέμψις, μομφή. Οἶμαι ἀπὸ τοῦ
νεμῶ γίνεται. Ἡ δοτικὴ, νεμέσει· ἐκ τούτου, νε-
μέσσι, τροπῇ τοῦ ε εἰς σ· ἢ κατὰ συγκοπὴν, καὶ
πλεονασμῷ τοῦ σ. Ἰλιάδος ζʹ,
 Οὔτοι ἐγὼ Τρώων τόσσον χόλῳ, οὐδὲ νεμέσσι,
 ἥμην ἐν θαλάμῳ.
243

 Νεμεσητός: Μεμπτός· ἀπὸ τοῦ νεμεσῶ, δευ-


τέρας συζυγίας· ὅθεν καὶ τὸ,

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 606,


line 44

τοῦ τ εἰς θ, γίνεται νόθος. Εἰς τὸ γνήσιος.


 Νουνεχόντως: Ὑφ' ἓν ἀναγνωστέον· πολλάκις
γὰρ ἀπὸ δύο διεστώτων μερῶν τοῦ λόγου γίνεται
ἑνότης· οἷον Ἄρειος πάγος, Ἀρειοπαγίτης· Νέα
πόλις, Νεαπολίτης· τὸ αὐτὸ, ταὐτότης. Οὕτω
νοῦν ἔχων, σύνθετον νουνεχόντως.
 Νέμω: Τὸ νέμω σημαίνει τέσσαρα· τὸ μερίζω,
ἐξ οὗ καὶ νόμος καὶ ὄνομα, ἐκ τοῦ νένομα μέσου παρα-
κειμένου· τὸ βόσκω, ἐξ οὗ καὶ νομεὺς ὁ βοσκὸς, καὶ
νομὴ ἡ βοσκή· τὸ πορεύομαι· τὸ φθονῶ καὶ μέμφο-
μαι, ἐξ οὗ καὶ νέμεσις, ἡ μέμψις. Νέμω· καὶ ὁ
μέλλων, νεμῶ· ὁ παρακείμενος ὤφειλεν εἶναι νέ-
νεμκα· ἀλλ' ἐπειδὴ τὸ μ πρὸ τοῦ κ οὔτε κατὰ σύλ-
ληψιν ἐστὶν, οὔτε κατὰ διάστασιν, ἐξέλειψε καὶ
ἐγένετο ὡς ἀπὸ περισπωμένου, νενέμηκα· ὅμοιόν ἐστι
καὶ τὸ μεμένηκα. Ἕξ εἰσι τὰ ἡμαρτημένα· νέμω
νεμῶ, νενέμηκα· δέμω δεμῶ, δεδέμηκα· βρέμω βρεμῶ,
βεβρέμηκα· τρέμω τρεμῶ, τετρέμηκα· τέμω τεμῶ,
τετέμηκα.
 Νόμος: Νόμος σημαίνει πέντε· νόμος ὁ γραπτὸς,

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana Vol. 2, page 803, line 20

στῳ περιπεσὼν ἐν πελάγει μέσῳ καὶ κύμασιν, ἐν οἷς τῆς ὁλκάδος


συμβὰν οὑτωσί πως ῥαγείσης ἐξὸν αὐτῷ σανίδος ἐπειλημμένον
τινὸς διαποντίους μὲν ἔχειν κινδύνους, ἔχειν δ' ὅμως ὁμοῦ καὶ
τὰς ἐλπίδας τοῦ ζῇν αἰωρουμένας, ὥσπερ ἀπὸ λεπτοῦ τινος καὶ
ἀραχνώδους ὑφάσματος, ὁ δ' ἀφειδῶν παντάπασιν ἑαυτοῦ πυ-
θμέσιν ὑποβρυχίοις ὑδάτων ἐθελοντὴς ἑαυτὸν παραπέμπῃ. τοῦτο
δὲ παραπληξίας ἔγγιστ' ἂν εἶναι δόξειε τοῖς ὅσοι καλῶς τὰ τοιαῦτα
βούλονται κρίνειν. τὰ γὰρ ἐξ ἀφανοῦς τινος ἀνάγκης ἐπιόντα
δεινὰ συγγνώμην σαφῆ τοῖς πάσχουσι νέμει. οἷς δ' ἀπὸ γνώμης
ἰδίας εἰς τὰς τῶν δεινῶν ἐμπίπτειν ἕπεται λαβυρίνθους, μεγάλη
τις χορηγεῖται νέμεσις, παρ' οἷς σχολὴ τὰ τοιαῦτα φιλοτιμότερον
σκέπτεσθαι. ἐγὼ δ' ἵνα τι καὶ βαθύτερον φθέγξωμαι, οὐδὲ τῆς
244

πατρικῆς ὑπερόριον γνώμης ὂν εὑρίσκω τουτί. αὐτὸς γάρ μοι τοὺς


τοιούτους προεζωγράφησε τρόπους ἐν ἑαυτῷ, ὁπότε συνελαθεὶς
καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν περιστάντων κινδύνων εἰς τοῦτο προήχθη  
τὸ σχῆμα τῆς βασιλείας, ὥσπερ εἰς ἀσφαλείας ἀκρόπολιν· ὡς
νῦν γε δυοῖν θάτερον ἐλπίζειν ἔσεσθαί μοι πρὸς τοῦ πατρὸς ἕψε-
ται· ἢ γὰρ, ὡς μιμησάμενον τὴν ἐν ἀπόροις εὐπορίαν αὐτοῦ, τὸν
υἱὸν ἐπαινέσειεν ἄν πως ἐμέ· ἢ εἰ λοιδορεῖσθαί μοι ἐπιχειροίη,
λάθοι ἂν αὐτὸς ἑαυτῷ περιφανῶς λοιδορούμενος ἢ ἐμοί· ὡς μηδ'
ἔχειν παρ' οὐδέσιν Ἑλλανοδίκαις τὸ συγκεχωρηκὸς ἐμοὶ τῆς

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana Vol. 3, page 503, line 8

πῶς μὲν διὰ μακρῶν πῶς δὲ διὰ συχνῶν τῶν μεταξὺ χρονι-
κῶν περιόδων, καὶ πῶς μὲν μετριωτέραν καρπουμένων φαυ-
λότητα, πῶς δ' εἰς μείζω τὴν ἀμετρίαν ἐκφερομένων ἢ κατ'  
ἐκεῖνα, καὶ πῶς μὲν ὑπὸ τῶν αὐτῶν πῶς δ' οὐχ ὑπὸ τῶν
αὐτῶν, νῦν μὲν τὰ αὐτὰ διὰ βίου πλημμελούντων ἢ σωφρο-
νούντων, πῶς δ' οὐδαμῇ τὰ αὐτὰ ὅτι μὴ διάφορα καὶ πο-
λυειδῆ καὶ πολυτροπώτατα. ὃ γοῦν πολλάκις ἡμεῖς δεδρακότες
οὐ τῶν ἀτόπων οὐδὲν οὐδαμῇ ποτὲ δρᾶν οὔτ' ἐνομίσαμεν οὔτ'
ἐνομίσθημεν, τοῦτ' αὐτὸ καὶ νῦν τε καὶ ἔπειτα δρῶντες, φλαῦ-
ρον οὐδὲν οὔτε δρῴημεν ἄν ποτε οὔτε δρᾶν ποτὲ νομισθείη-
μεν ἄν. ἢ πολλὴ μέντ' ἂν εἴη νέμεσις πολλὴν πανταχόθεν
ἡμῖν τὴν χλεύην ἐπισωρεύουσα, τῷ μεγίστῳ μέρει ζημιοῦν
αἱρουμένοις διὰ ῥαστώνην τοὺς ὅσοι τὸ πρὸς θεὸν ἀκήρατον
ἔτι σέβας τηροῦντες ἔχουσι λίαν ἐρωτικῶς τῆς ἐς τὰ δόγματα
χρείας τε καὶ ζητήσεως. ἦ που σχετλιώτερον μέχρι θανά-
του τοῖς ἐντεῦθεν ἐνηθληκότας δεινοῖς ἡμᾶς ὑπὲρ εὐσεβείας
περιβλέπτοις πράξεσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, ἔπειτα ῥαστώνης
δοῦναι γαστρί, σιωπῶντας καὶ ὥσπερ ἀωρίαν κατεγνωκότας,
ὅσα πάσης ὥρας πέφυκε καὶ πάσης ἄξια σπουδῆς. δι' ἃ δὴ
καὶ ἐπανιτέον ὅθεν ἡμῖν πρὸ βραχέος ὁ λόγος καὶ ὅπῃ τὸν
δρόμον ἀνεπεπαύκει.

Sophronius Gramm., Excerpta ex Joannis Characis commentariis in


Theodosii Alexandrini canones Page 388, line 4

πυσματικὸν τριγενές, οἷον ποῖος ποία ποῖον, πόσος πόση πόσον· οὕτω
τίς τίς τί· τὸ μέντοι θίς καὶ ἴς ὡς δικατάληκτα διὰ τοῦ νκλίνεται.
Τὰ δὲ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν κύρια εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε θηλυκὰ
διὰ τοῦ δοςκλίνεταικαὶ τὰ ἑξῆς. Σεσημείωται ἐν μὲν τοῖς ἀρσενι-
245

κοῖς τὸ Σέντις καὶ Πόλλις, ἐν δὲ τοῖς θηλυκοῖς τὸ Χάρυβδις Χαρύβδιος,


ἴσως παραιτησάμενον τὸ ἀλλεπάλληλον τοῦ δ· ἀλλεπάλληλον γὰρ γενό-
μενον ψελλισμόν τινα ποιεῖ ἐν τῇ λέξει, ὅπερ κἀπὶ τοῦ δέδοικα γέγονε·  
καὶ διὰ τοῦτο ὑπεστάλη καὶ γέγονεν ὡς ἐπὶ τοῦ Θέτιος· ἔτι σεσημείωται
Ξόϊς Ξόεως καὶ Ταμίαθις Ταμιάθεως πόλεων Αἰγυπτίων ὀνόματα· τὸ
Μέμφις διαφόρως κέκλιται· εἰ δέ τις εἴποι καὶ ταῦτα Ἰωνικά, φαμὲν
ὅτι ψεῦδος· ἔδει γὰρ πρῶτον εὑρεθῆναι τὰ κοινά· τὸ δὲ Νέμεσις κύριον
ἠκολούθησε τῷ προσηγορικῷ, κἀκ τοῦ ἐναντίου Θέμις προσηγορικὸν
ἠκο-
λούθησε τῷ κυρίῳ Θέμιδος· τὸ δὲ Θέμιστος Δώριον· πλεοναστικῶς τὸ
ς· ὁμοίως καὶ τὸ χάριστος. Ἰστέον ὅτι τὰ παρὰ πόλις συντιθέμενα τοῦ
ἁπλοῦ φυλάττει τὴν κλίσιν, Νικοπόλεως Ἀμφιπόλεως· τὸ Εὐπόλιδος
Ἀττικόν.

Sophronius Gramm., Excerpta ex Joannis Characis commentariis in


Theodosii Alexandrini canones Page 403, line 20

ἀλλ' ἀπὸ χρήσεως· πῶς γὰρ οἷόν τε τῆς εὐθείας εἰς μονόφθογγον
ληγούσης περατοῦσθαι τὴν κλητικὴν εἰς δίφθογγον; τινὲς οὖν ἀπολο-
γούμενοί φασιν, ὅτι καὶ ἡ εὐθεῖα ἐν τοῖς παλαιοῖς ἀντιγράφοις μετὰ
τοῦ ιγράφεται· εὑρέθη δὲ καὶ εἰς ω, Apoll. Rhod. 3, 1εἰ δ' ἄγε
νῦν, Ἐρατώ, παρ' ἐμ' ἵστασο. Αἱ δὲ ὑπόλοιποι πτώσεις ἑτερόκλιτοί
εἰσιν ὡς ἀπ' εὐθείας τῆς εἰς ος· κατὰ δέ τινας τῶν διαλέκτων προσθέσει
τοῦ ςκλίνεται, Ἐρατῶς Σαπφῶς.

Κανὼν δʹ.

 Ἡ τρήρων τῆς τρήρωνος. Δεῖ δὲ εἰδέναι, ὅτι ἡνίκα λέξις δύο


ὑποπίπτει κανόσιν, ἢ τοῖς δύο ἀκολουθεῖ, ἢ τὸν ἕνα παραβαίνει, οἷον
Νέμεσις κύριον Νεμέσεως, ἐπεὶ καὶ προσηγορικόν ἐστιν· ὁμοίως Θέμις
θέμιδος τὸ προσηγορικὸν ἠκολούθησε τῇ κλίσει τοῦ κυρίου· οὕτως οὖν
τὰ εἰς δωνἐπὶ πόλεων δύο ὑποπίπτουσι κανόσιν, ἑνὶ μὲν τῷ λέγοντι,
τὰ ἐπὶ πόλεων διὰ τοῦ ωκλίνεται, ἄλλῳ δὲ τῷ λέγοντι, τὰ εἰς δων
διὰ τοῦ ο· καὶ τινὰ μὲν τῷ προτέρῳ, τινὰ δὲ τῷ δευτέρῳ ἠκολούθη-
σαν, οἷον Σιδών Σιδῶνος διὰ τοῦ ω, Χαλκηδόνος Ἀνθηδόνος διὰ τοῦ ο

Κανὼν εʹ.

 Ἡ αὖλαξ τῆς αὔλακος. Ἔρρωται ὁ κανών· οὐκ ἐχρῆν μέντοι


σημειώσασθαι τὸ λάταξ, οὐχ ἁπλοῦν γάρ. «Τὰ εἰς ξθηλυκά» διὰ τὰ
246

ἀρσενικά· «ἁπλᾶ» διὰ τὰ σύνθετα, λάταγος εἰνάνυχος σύζυγος· «ὑπὲρ


μίαν συλλαβήν» διὰ τὸ στάξ φλόξ· «πλὴν τῶν εἰς υξδιὰ τὸ Στύξ

Sophronius Gramm., Excerpta ex Joannis Characis commentariis in


Theodosii Alexandrini canones Page 404, line 35

 Ἡ φιλότης τῆς φιλότητος· τὰ εἰς τηςθηλυκὰ μονογενῆ


καὶ ἑξῆς· «θηλυκά» εἶπε διὰ τὰ ἀρσενικά, θύτης δότης· «μονογενῆ» δὲ
διὰ τὰ τριγενῆ, προπετής διοπετής διέτης.

Κανὼν ιʹ.

 Μῆνις ἔρις τοξότις. Καθόλου οὐδὲν μονοσύλλαβον εἰς ις· τὸ


γὰρ ῥίς ἀπὸ τοῦ ῥίν καὶ ἴς ἀπὸ τοῦ ἴν. Τὰ εἰς ιςοὖν ὑπὲρ μίαν συλ-
λαβὴν ὀξύτονα διὰ τοῦ δοςκλίνεται, ῥανίς ἀσπίς θυρίς· σημειῶδες τὸ
ἀγλίς ἀγλῖδος, σημαίνει δὲ τὸν τῶν σκορόδων δεσμόν. Τὰ δὲ βαρύ-
τονα κύρια μὲν ὄντα διὰ τοῦ δοςκλίνεται, Θέτιδος Μέμφιδος Ἀρτέ-
μιδος· σεσημείωται τὸ Χαρύβδιος, οὗ τὴν ἀναλογίαν εἰρήκαμεν, καὶ
Νέμεσις Νεμέσιος ἐπὶ τοῦ κυρίου ἀκολουθῆσαν τῷ προσηγορικῷ, καὶ  
πόλεων Αἰγυπτίων ὀνόματα, Ξοῦις Ξούεως, Θμοῦϊς Θμούεως, Ταμίαθις
Ταμιάθεως· ἔτι καὶ ταῦτα, κάνναβις καννάβεως, Ἄθλιβις Ἀθλίβεως.  –  
Τὰ εἰς νιςμακροπαράληκτα διὰ τοῦ δος, μήνιδος, τὸ δὲ γ 135μήνιος
ἐξ ὀλοῆςἸακόν, ἀφ' οὗ Α 1μῆνιν ἄειδε· «μακροπαράληκτα» δὲ
διὰ τὰ βραχυπαράληκτα, φρόνις κόνις φρόνεως κόνεως· τὸ δὲ κονίς
ὅταν ὀξύνηται διὰ τοῦ δοςκλίνεται, καὶ σημαίνει τὰ μικρὰ τῶν φθειρῶν
κυήματα.  – Τὰ εἰς ριςκαὶ αὐτὰ διὰ τοῦ δοςκλίνεται, κιθάριδος, πλὴν
τοῦ ὕβρις καὶ ἄγυρις· τὰ γὰρ παρ' αὐτὸ τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν ἐφύλαξε·
τὸ κίσσηρις κάππαρις εὕρηνται διχῶς.  –

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6) Page 288, line 8

τόπων, τοῖς τυμπάνοις ἐπιδουπήσαντες, ἐν μέσῳ τοῦ χάρακος


γυμνοῖς τοῖς ξίφεσιν εἰσεπήδησαν. πτοίας οὖν καὶ ταραχῆς ἐμπε-
σούσης τῷ τῶν Ῥωμαίων στρατεύματι, καὶ συνταραχθέντων ἵπ-  
πων ὁμοῦ καὶ ἀνδρῶν καὶ ἀλλήλοις περιπιπτόντων, συνέβη τοὺς
βαρβάρους κρατῆσαι καὶ φόνον ἄπειρον ἀπεργάσασθαι, τῶν πλεί-
στων δυσκλεῶς συμπατουμένων καὶ συμπνιγομένων ὑφ' ἑαυτῶν.
οὕτω δὲ παραδόξως καὶ παρ' ἐλπίδα κρατήσαντες οἱ ἐξ Ἰσμαήλ,
καὶ τὰ νεῦρα τῆς Ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς κατακόψαντες, τυμπάνων βοαῖς
καὶ βαρβαρικοῖς ἀλαλαγμοῖς ἐπαιάνιζον. τοιοῦτον τὸ τέλος τῆς
247

ἀνοήτου στρατηγίας ὁ φθόνος κατὰ τῶν Ῥωμαίων ἐβράβευσε, καὶ


τοιοῦτον ἡ βάσκανος Νέμεσις κατὰ τῶν εὐτυχησάντων πρότερον
Ῥωμαίων τὸ τρόπαιον ἔστησεν.
 Ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον οὕτως εἶχε κατὰ τοὺς
χρόνους τῆς εὐσεβοῦς βασιλείας Βασιλείου, (52) τὰ δὲ πρὸς
δυόμενον ἔρχομαι διηγήσασθαι. ἀκολούθως γὰρ τοῖς λοιποῖς καὶ
τῶν κατὰ τὴν ἑσπέραν πραγμάτων ἐπὶ πλέον ἀμεληθέντων ἐπὶ τῆς
βασιλείας τοῦ Μιχαήλ, καὶ πάσης σχεδὸν Ἰταλίας, ὅση τῇ καθ'
ἡμᾶς νέᾳ Ῥώμῃ προαφώριστο, καὶ τῶν πλείστων τῆς Σικελίας ὑπὸ
τῆς γειτονούσης τῶν Καρχηδονίων δυνάμεως καταπολεμηθείσης
καὶ ὑποφόρου τοῖς βαρβάροις γεγενημένης

Commentaria In Dionysii Thracis Artem Grammaticam, Scholia


Marciana (partim excerpta ex Heliodoro, Tryphone, Diomede, Stephano,
Georgio Choerobosco, Gregorio Corint Page 360, line 27

οὐδέτερον παραλήγεται ἑνὶ οκαὶ προπαραλήγεται ἑτέρῳ ο, εἰ μὴ μόνον τὸ


ὄνομα·
ὅθεν οἱ Αἰολεῖς ἀναλογώτεροί εἰσιν ὄνυμα λέγοντες, ὡς μήνυμα καὶ
κώλυμα καὶ
ἔρυμα, ἐξ οὗ καὶ τὸ φερώνυμον καὶ διώνυμον καὶ ὁμώνυμον. Ἄλλως·
πόθεν ὄνομα;
Ἐκ τοῦ ὀνῶ, ὃ δηλοῖ τὸ μέμφομαι· τούτου ὁ μέλλων ὀνόσω, ἐξ οὗ καὶ τὸ
ὄνομα.
Καὶ τί μετέχει; Ὅτι πρῶτον ἡ τοιαύτη λέξις τὸ ὄνομα ἐπὶ σκώμματι
ἐπετρίβη τινὶ
τῶν παλαιτάτων, ὃς ἐπεκλήθη Ὄνομα, ἤτοι σκῶμμα καὶ μέμψις τῆς
Ἑλλάδος· ἐκ
τούτου δὲ ἐκράτησεν ἡ λέξις κατὰ παντὸς οὐσίαν σημαίνοντος.  – Πόσα
σημαίνει
τὸ νέμω; Ἕξ· τὸ παρέχω, παρ' οὗ καὶ νεμέτωρ ὁ βραβευτής· νέμω τὸ
μερίζω, παρ' οὗ
καὶ νόμος καὶ ὄνομα, τὸ μεμερισμένον πᾶσιν· νέμω τὸ βόσκω, ἐξ οὗ καὶ
νομεύς
ὁ βοσκός, καὶ νομή ἡ βοσκή· νέμω τὸ πορεύομαι, ἐξ οὗ καὶ νέμεται τὸ
ἐπιπορεύε-
ται· νέμω τὸ φθονῶ, ἐξ οὗ καὶ νέμεσις ἡ μέμψις, καὶ νεμεσῶ τὸ
μέμφομαι· νέμω
τὸ οἰκῶ, οἷον Β 496οἵ θ' Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν.  –  
Ὄνομα· τὸ ομικρόν, διὰ τί; Τὰ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ογινόμενα
μικρογραφεῖται·
καὶ ἄλλως· ἐκ τοῦ ὀνῶ, ὃ δηλοῖ τὸ μέμφομαι· τὰ ἀπὸ τοῦ οἀρχόμενα
248

μικρογρα-
φεῖται, οἷον ὀνῶ τὸ ὠφελῶ, ὀνῶ τὸ μέμφομαι, ὁρῶ τὸ βλέπω καὶ ἕτερα·
ὠδίνω
δὲ (τὸ ἐπὶ τοκετοῦ) ὠθῶ ὤθω ὠφελῶ ὠχριῶ ὡρακιῶ ὠστίζω ὠνῶ (τὸ
ἀγοράζω)
καὶ ὠρῶ (τὸ φυλάττω) μεγάλα.  – Εἰς τὸ οτί πνεῦμα; Ψιλόν. Διὰ τί; Τὸ
οπρὸ
τοῦ νψιλοῦται, ὀνῶ τὸ μέμφομαι, ὀνοστόν τὸ μεμπτόν· εἰ μή τις ἕτερος
κωλύει
λόγος, διὰ τὸ ὑποτακτικὸν ἄρθρον τῆς αἰτιατικῆς τῶν ἑνικῶν τοῦ
ἀρσενικοῦ γένους
τὸ ὅν· πᾶν γὰρ ἄρθρον ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενον δασύνεται.  – Τίνα
τόνον; Ὀξεῖαν.

Lexica Segueriana, De syntacticis (e cod. Coislin. 345) Alphabetic entry


mu, page 156, line 30

 Εὐσεβίου λόγῳ δευτέρῳ· “καὶ θαυμάζειν ἄξιον εἰς


 δεῦρο γινόμενον πρὸς τὴν ἔτι καὶ νῦν τὴν ἀπ' ἐκεί-
 νου μιαρωτάτην μετιόντα αἵρεσιν.”
Μετεσχηκέναι: γενικῇ. ἐκ τοῦ παραπρεσβείας· “διὰ
 τοὺς πεπονηρευμένους, ὡς ἔοικε, τοῖς ἐπιεικέσι συμ-
 βεβηκὸς ἂν εἴη ταύτης τῆς ἀτιμίας μετεσχηκέναι.”
Μέλει: τὸ πρόσωπον δοτικῇ, τὸ δὲ πρᾶγμα γενικῇ. ἐκ
 τοῦ παραπρεσβείας· “μέλει οὐδενὶ τῶν κοινῶν.” καὶ
 Ἀῤῥιανός· “ὅτι μέλει αὐτῆς Ἀλεξάνδρῳ.”
Μέτεισιν: ἐπέρχεται ἢ διαδέχεται. Ἀππιανὸς Παρθι-
 κῇ· “εἴ τις ἄρα νέμεσις τὰς πρόσθεν εὐτυχίας μέ-
 τεισι,” πρὸς αἰτιατικήν.
Μαρτυρῶ: αἰτιατικῇ. ἐκ τοῦ παραπρεσβείας· “καὶ  
 Διόφαντον ἐν ὑμῖν ἀπήγγελλεν, ἃ νῦν μαρτυρεῖν αὐ-
 τὸν ἀναγκάσω.”
Μνησθῶ: γενικῇ. κατὰ Ἀριστοκράτους· “πρῶτον μέν,
 ἵνα τῶν τελευταίων πρῶτον μνησθῶμεν.” αἰτιατικῇ
 δὲ ἐκ τοῦ κατὰ Ἀριστογείτονος· “τὴν καθ' Ἡγήμονος
 εἰσαγγελίαν μέμνηται ὡς ἀπέδοτο.”

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)


Alphabetic entry alpha, page 209, line 11
249

 ἐρώτησις. οἱ δὲ τὸ ἀπόκριναί φασιν εἶναι ἀντὶ τοῦ


 ἀπολόγησαι.
Ἄτιμον τόπον: ᾧ παντὶ προσπελάσαι οὐκ ἔξεστιν.
Ἀγαθοεργοίεἰσιν οἱ ἐκ τῶν ἱππέων ἐξιόντες ἑκάστου
 ἔτους, ὡς Ἡρόδοτος. ἢ οἱ τῶν ἀρχόντων ὑπηρέται. ἢ
 οἱ ἀγαθόν τι εἰργασμένοι.
Ἀβούλητα: ἀκούσια.
Ἁβρά: μαλακά, τρυφερά.
Ἁβρύνεται: τρυφερεύεται.
Ἀγασθείς: χαρείς, θαυμάσας.
Ἀγαθὴ τύχη: ἡ Νέμεσις καὶ ἡ Θέμις.
Ἀγαθοί: οἱ εὖ γεγονότες καὶ πεπαιδευμένοι καὶ ἐνά-
 ρετοι. ἔνιοι πλουσίους.
Ἀγαθοῦ δαίμονος πόμα: τὸ μετὰ δεῖπνον ἄκρατον
 πινόμενον παρ' Ἀθηναίοις. καὶ τὴν δευτέραν ἡμέραν
 οὕτως ἐκάλουν.
Ἀγακλεές: λίαν ἀγαθόν, εὐκλεές.

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)


Alphabetic entry nu, page 282, line 33

 χλωροῖς ἐρεβίνθοις. καλοῦσι δέ τινες αὐτὰ καὶ Ἀμ-


 βροσίαν λίπους.
Ναυλοχίας: τὰς καθορμίσεις τῶν νεῶν, ὅπου ἔστιν
 ὑφορμίσασθαι.
Νεαλής: ὁ νεωστὶ ἑαλωκὼς ἰχθύς, ἢ ὁ νεωστὶ ὁτιοῦν
 πεποιηκὼς ἢ πεπονθώς.
Νευροῤῥάφους: τοὺς τὰ νεῦρα ῥάπτοντας ταῖς λύ-
 ραις καὶ ταῖς κιθάραις καὶ τοῖς τοιούτοις ὀργάνοις.
Νηφάλια: αἱ γινόμεναι θυσίαι χωρὶς σπονδῆς οἴνου.
Νεμέσια: πανήγυρίς τις ἐπὶ τοῖς νεκροῖς ἀγομένη, ἐπεὶ
 ἡ Νέμεσις ἐπὶ τῶν ἀποθανόντων τέτακται.  
Νηποινί: ἀτιμώρητος· τὸ γὰρ νηἔγκειται τῇ ποινῇ,
 ποινὴ δὲ τιμωρία ἐστίν.
Ναυτοδίκαι: ἄρχοντές τινές εἰσι τοῖς ναυκλήροις δι-
 κάζοντες καὶ τοῖς περὶ τὸ ἐμπόριον ἐργάταις.
Ναυφύλακες: ἄρχοντές τινές εἰσιν ἐπὶ τῆς τῶν νεῶν
 φυλακῆς.
Ναματιαῖα: τὰ ἀπὸ νάματος καὶ πηγῆς ἀποῤῥέοντα
 ὕδατα, ἀλλ' οὐχ ὑετοῦ.
250

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry alpha, page 28, line 23

ἁδρόν: μέγα, δαψιλές, πλούσιον. καὶ ἁδρότηςἡ


 ὑψηλότης.
ἀδράστεια: οἱ μὲν τὴν αὐτὴν τῇ Νεμέσει λέγουσι,
 λαβεῖν δὲ τοὔνομα παρ' Ἀδράστου τινὸς βασιλέως,
 ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ παλαιοῦ, νεμεσηθέντος ἐφ'
 οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσαμένων ἱε-
 ρὸν Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδρα-
 στείας. Δημήτριος δὲ ὁ Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν
 εἶναι τὴν Ἀδράστειαν, ὑπὸ Ἀδράστου τινὸς ἱδρυμέ-
 νην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει·
  ἔστι δέ τις Νέμεσις, μεγάλη θεός, ἣ τάδε
   πάντα
  πρὸς μακάρων ἔλαχεν· βωμὸν δέ οἱ εἵ-
   σατο πρῶτος
  Ἄδρηστος, ποταμοῖο παρὰ ῥόῳ.
 ἔνιοι μέντοι ὡς διαφέρουσαν συγκαταλέγουσιν αὐτὴν
 τῇ Νεμέσει, ὡς Μένανδρος καὶ Νικόστρατος.  
ἀδύνατα εἶναι: ἀντὶ τοῦ ἀδύνατον. πολλάκις γὰρ
 κέχρηται Θουκυδίδης τοῖς πληθυντικοῖς ἀντὶ ἑνικῶν,
 μάλιστα δ' ἐπὶ ταύτης τῆς λέξεως.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry nu, page 307, line 14

νεῖκος: ἡ διὰ λόγων φιλονεικία. διαφορά. καὶ ἔρις.


 καὶ ὄνειδος.
νεκάδες: νεκροί.
νέκταρ: θεῶν πόμα.
νεκταρίου: θείου.
νεκυόμαντις: ὁ ἐπερωτῶν τὸν νεκρόν.
νέκυς: νεκρός.
νεμεσσᾷ: μέμφεται.
νεμεσσητόν: μεμπτόν.
νέμεσις: μέμψις. ὕβρις. δίκη.
νεμεσίζει: μέμφεται. καὶ νεμεσίζομαι, φθονῶ.
νεμήσασθαι: διαμερίσασθαι.
νέμοιτο: καρποῖτο.
251

νέμοντα: διοικοῦντα.
νενησμένην: σεσωρευμένην.
νεοαρδέα: νεωστὶ πεποτισμένην.
νεογιλόν: νεογέννητον.
νεογνόν: νεωστὶ γεννηθέντα.
νεόδμητον: νεοδάμαστον.
νεοθαλής: νεωστὶ ἀνελθών.

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 7, line 7

[β]εϛ   μὴ παῖδ' [ὀρφανικὸν θήῃς χήρην τε γυναῖκα] (Ζ 432)


[βϛα   ὕστ]ατα καὶ πύματα νῦν ἐ[νθάδε δειπν]ήσειαν (δ 685)
[βϛβ   οὐ χ]ρὴ παννύχιον εὕδει[ν βουληφόρον] ἄνδρα (Β 24)
[βϛγ   δαι]μόνι', οὐ μὲν καλὰ χ[όλον τόνδ' ἔνθεο] θυμῷ (Ζ 326)
[βϛδ   τίς] δ' οἶδ' εἴ κέ ποτέ σφι [βίας ἀποτίσεται] ἐλθών (γ 216)
[βϛε   ἄξομα]ι ἀμφοτέροις· ἀλό[χους καὶ κτήμα]τ' ὀπάσσω (φ 214)
[βϛϛ   τόξου] πειρώμεσθα κα[ὶ ἐκτελέωμεν] ἄεθλον (φ 180)
[γαα   οὐ γάρ] τις νέμεσις φυγέ[ειν κακὸν οὐδ' ἀ]νὰ νύκτα (Ξ 80)
[γαβ   πα]ντοίης ἀρετῆς μ[ιμν]|ήσκεο·| [νῦν ς]ε μάλα χρή (Χ 268)
[γαγ   χήρ]ην δ' ἐν μεγάρ[οισι πάι]|ς δέ τις | [νήπ]ιος αὔτως (Χ 484 Ω
726)
[γαδ   ἀλλὰ] σὺ μὲν μή πως κ[αταδύς]|ε̣ο μῶ|[λον Ἄρ]ηος (Σ 134)
[γαε   αἶψ]α γὰρ ἐν κακ[ότητι βροτ]|οὶ κατα|[γηράσκο]υσι (τ 360)
[γαϛ   .......]
[γβα   .........]
[γββ   οὐκ ἔσθ' οὖτος ἀνὴρ διερὸς] βροτὸς οὐδὲ γένηται (ζ 201)
[γβγ   ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον, ἐτήτ]υμον· οὐ κακόν ἐστι (Σ 128)
[γβδ   οὔ οἱ νῦν ἔτι γ' ἔστι πεφυγμέ]νον ἄμμι γενέσθαι (Χ 219)
[γβε   χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ' ἀπολύς]ομεθ', ἔστι γὰρ ἔνδον (Χ 50)

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 7, line 503


Δαίμων βασιλεύειν ἐν τῷ τελείῳ μέλανι, τὸ ὄνομά
σου· λου: λουλου: βαθαρθαρ· θαρησιβαθ: ἀθερνεκλησιχ
ἀθερνεβουνι: ηιχομω: χομωθι: Ἶσι Σῶθι:
σουηρι· Βούβαστις· ευρελιβατ': χαμαρι: Νεβουτος:
Ουηρι: αϊη: ηοα· ωαι: διαφυλάξατέ με, τὰ μεγάλα
καὶ θαυμαστὰ ὀνόματα τοῦ θ[εοῦ]’, κοινόν, ‘ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ ἐν τῷ
252

Πηλουσίῳ καθιδρυμένος σερφουθ: μουϊσρω


στρομμω: μολωθ: μολονθηρ: φον Θώθ: δια-
φυλάξατέ με, τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ὀνόματα τοῦ
μεγάλου θεοῦ (κοινόν) ασαω: εϊω: νισαωθ: κυρία
Ἶσις, Νέμεσις, Ἀδράστεια· πολυώνυμε, πολύμορφε,
δόξασόν με, ὡς ἐδόξασα τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ σου Ὧρος’. κοινόν.
 Σύστασις ἰδίου δαίμονος.
’χαίρετε, Τύχη καὶ δαῖμον τοῦ τόπου τούτου καὶ ἐνεστῶσα
ὥρα καὶ ἡ ἐνεστῶσα ἡμέρα καὶ πᾶσα ἡμέρα. χαῖρε,
τὸ περιέχον, ὅ ἐστιν γῆ καὶ οὐρανός. χαῖρε, Ἥλιε· σὺ γὰρ εἶ ὁ ἐπὶ
τοῦ ἁγίου στηρίγματος σεαυτὸν ἱδρύσας ἀοράτῳ φάει
Ορκορηθαρα. σὺ εἶ ὁ πατὴρ τοῦ παλινγενοῦς Αἰῶνος
Ζαραχθω: σὺ εἶ ὁ πατὴρ τῆς ἀπλάτου Φύσεως [Verba Coptica].
σὺ εἶ ὁ ἔχων ἐν σεαυτῷ τὴν τῆς κοσμικῆς φύσεως σύγκρασιν
καὶ γεννήσας τοὺς εʹ πλανήτας ἀστέρας, οἵ εἰσιν οὐρα

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia vetera)


Play Th, hypothesis-epigram-scholion 233-235d, line 1

δόμων] τῶν οἴκων. TVYa


ἑτέρα στροφή. τὰ δὲ κῶλα ἀντισπαστικὰ τρίμετρα ὅμοια
τοῖς ἄνω βʹ. τὸ δὲ γʹ ἡμιόλιον. Fpc
στροφὴ ἑτέρα κώλων γʹ. T
ἡμέτερα· + διὰ μὲν θεῶν· ἡ τρίτη αὕτη στροφὴ κώλων
ἐστὶ τριῶν. τὸ αʹ χοριαμβικὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ διιάμβων πεν-
τασυλλάβων δύο καὶ παίωνος τρίτου. τὸ βʹ ὅμοιον ἐκ χοριάμβου, ἀντι-
σπάστου καὶ διιάμβου. τὸ γʹ ὅμοιον δίμετρον καταληκτικὸν ἐκ διιάμβου
πεντασυλλάβου καὶ κρητικοῦ. ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος καὶ διπλαῖ ἐν
ἀρχῇ τοῦ κώλου καὶ κατὰ τὸ τέλος. T
+ οὕτω χρὴ γράφειν διὰ μὲν θεῶνκαὶ τί ταῦτα νέμεσις
στυγεῖ· οὕτω γὰρ οἰκείως ἔχει τὰ κῶλα πρὸς τὰ μέτρα. T
διὰ θεῶν πόλιν· διὰ τῆς ἐπικουρίας τῶν θεῶν νεμόμεθα
τὴν πόλιν ἀδάμαντον καὶ μὴ δαμαζομένην παρὰ τῶν πολεμίων καὶ μὴ
καταπονουμένην· τὸν ὄχλον δὲ τῶν δυσμενέων καὶ τῶν ἐχθρῶν
ἀποστέγει

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia vetera) Play Th, hypothesis-epigram-


scholion 235-238, line 1

ἀποστέγει] ὑπομένει. A2BLcR1


ἀποστέγει] ἀποδιώκει. AbLcNaX2Y
253

ἀποστέγει] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει. PPd


ἀποστέγει] ἀποτρέπει. KLcPRb
ἀποστέγει] ἤγουν ἀπὸ καὶ μακρὰν ἐκείνων ὑπομένει, τουτέστιν οὐχ
ὑπ' ἐκείνων πορθεῖται. εἰ δὲ τὸ ὄχλονμικρογραφήσεις, τὸ ἀποστέγει
ἀντὶ τοῦ ὑπομένει μόνον ἐρεῖς, τὴν ἀποἀργὴν λαμβάνων, τὸ δὲ διὰ θεῶν
κατὰ κοινοῦ. θ
ἀποστέγει] + ἀποπέμπει, ἀποβάλλεται. T
ἀποστέγει] περισσὴ ἡ ἀπο. Ξa
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ· ὁ χορός φησι πρὸς τὸν Ἐτεο-
κλέα· τί τάδε ἅ φημι περὶ τῶν θεῶν, εὐεργέτας τούτους ἀποκαλῶν, στυ-
γεῖ ἡ νέμεσις, ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις; ὁ δὲ πρὸς αὐτόν· οὐδαμῶς φθονῶ
καὶ νεμεσῶ σοι τοῦ τιμᾶν τοὺς θεούς, ἀλλ' ἵνα μὴ τοὺς πολίτας ποιῇς
δειλούς, ἴσθι καὶ ὕπαρχε εὔκηλος καὶ ἥσυχος, μὴ λίαν φοβοῦ· τὸ δὲ ἕκη-  
λοςγράφεται καὶ εὔκηλος, τὸ δὲ υ μέτρου αἰτίας ἕνεκά ποτε παραλαμ-
βάνεται.

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia vetera) Play Th, hypothesis-epigram-


scholion 235-238, line 3

ἀποστέγει] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει. PPd


ἀποστέγει] ἀποτρέπει. KLcPRb
ἀποστέγει] ἤγουν ἀπὸ καὶ μακρὰν ἐκείνων ὑπομένει, τουτέστιν οὐχ
ὑπ' ἐκείνων πορθεῖται. εἰ δὲ τὸ ὄχλονμικρογραφήσεις, τὸ ἀποστέγει
ἀντὶ τοῦ ὑπομένει μόνον ἐρεῖς, τὴν ἀποἀργὴν λαμβάνων, τὸ δὲ διὰ θεῶν
κατὰ κοινοῦ. θ
ἀποστέγει] + ἀποπέμπει, ἀποβάλλεται. T
ἀποστέγει] περισσὴ ἡ ἀπο. Ξa
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ· ὁ χορός φησι πρὸς τὸν Ἐτεο-
κλέα· τί τάδε ἅ φημι περὶ τῶν θεῶν, εὐεργέτας τούτους ἀποκαλῶν, στυ-
γεῖ ἡ νέμεσις, ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις; ὁ δὲ πρὸς αὐτόν· οὐδαμῶς φθονῶ
καὶ νεμεσῶ σοι τοῦ τιμᾶν τοὺς θεούς, ἀλλ' ἵνα μὴ τοὺς πολίτας ποιῇς
δειλούς, ἴσθι καὶ ὕπαρχε εὔκηλος καὶ ἥσυχος, μὴ λίαν φοβοῦ· τὸ δὲ ἕκη-  
λοςγράφεται καὶ εὔκηλος, τὸ δὲ υ μέτρου αἰτίας ἕνεκά ποτε παραλαμ-
βάνεται. BCDHNcNdP1PdSjVWXaXcYYaYb
οὐδεὶς ταῦτα ὁρῶν ἡμᾶς ποιούσας μισήσειεν ἄν. M
τί νεμεσητὸν ποιοῦμεν εἰ παρακλητεύομεν τοὺς θεοὺςὑπὲρ
τῆς πόλεως; οὐδεὶς ἡμᾶς μισήσειεν ἂνὁρῶν τιμώσας τοὺς σῴζοντας
θεούς. I1
τί τάδε· εἰ μὲν στίξεις εἰς τὸ τί, τὸ τάδε νέμεσις στυγεῖ
κατ' ἐρώτησιν εἴποις οὕτω· τί φῄς, τάδε, τὸ διὰ τῆς βοηθείας τῶν θεῶν
254

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia vetera) Play Th, hypothesis-epigram-


scholion 235c, line 1

κλέα· τί τάδε ἅ φημι περὶ τῶν θεῶν, εὐεργέτας τούτους ἀποκαλῶν, στυ-
γεῖ ἡ νέμεσις, ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις; ὁ δὲ πρὸς αὐτόν· οὐδαμῶς φθονῶ
καὶ νεμεσῶ σοι τοῦ τιμᾶν τοὺς θεούς, ἀλλ' ἵνα μὴ τοὺς πολίτας ποιῇς
δειλούς, ἴσθι καὶ ὕπαρχε εὔκηλος καὶ ἥσυχος, μὴ λίαν φοβοῦ· τὸ δὲ ἕκη-  
λοςγράφεται καὶ εὔκηλος, τὸ δὲ υ μέτρου αἰτίας ἕνεκά ποτε παραλαμ-
βάνεται. BCDHNcNdP1PdSjVWXaXcYYaYb
οὐδεὶς ταῦτα ὁρῶν ἡμᾶς ποιούσας μισήσειεν ἄν. M
τί νεμεσητὸν ποιοῦμεν εἰ παρακλητεύομεν τοὺς θεοὺςὑπὲρ
τῆς πόλεως; οὐδεὶς ἡμᾶς μισήσειεν ἂνὁρῶν τιμώσας τοὺς σῴζοντας
θεούς. I1
τί τάδε· εἰ μὲν στίξεις εἰς τὸ τί, τὸ τάδε νέμεσις στυγεῖ
κατ' ἐρώτησιν εἴποις οὕτω· τί φῄς, τάδε, τὸ διὰ τῆς βοηθείας τῶν θεῶν
οἰκεῖν καὶ σώαν ἔχειν τὴν πόλιν, μεμπτόν ἐστιν; εἰ δ' οὐ στίξεις, καθ' ὁμα-
λισμὸν εἴποις ἀντὶ τοῦ τί ταῦτα ἃ ποιῶ – λέγω δὴ τὸ δεῖσθαι τῶν θεῶν –  
μεμπτὰ λογίζονται· εἰκότως δὲ εἶπε τὸ νέμεσις στυγεῖ καὶ οὐκ αὐτὸς
μισεῖς· βάρος γὰρ ἂν εἶχεν ὁ λόγος εἰ αὐτοπροσώπως πρὸς αὐτὸν
ἐτείνετο.
τάδε] ταῦτα ἃ λέγεις.
τάδε] ἃ λέγω.
νέμεσις] ἡ ἀπὸ σοῦ.
νέμεσις] μέμψις.

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia vetera) Play Th, hypothesis-epigram-


scholion 235c, line 5

λοςγράφεται καὶ εὔκηλος, τὸ δὲ υ μέτρου αἰτίας ἕνεκά ποτε παραλαμ-


βάνεται. BCDHNcNdP1PdSjVWXaXcYYaYb
οὐδεὶς ταῦτα ὁρῶν ἡμᾶς ποιούσας μισήσειεν ἄν. M
τί νεμεσητὸν ποιοῦμεν εἰ παρακλητεύομεν τοὺς θεοὺςὑπὲρ
τῆς πόλεως; οὐδεὶς ἡμᾶς μισήσειεν ἂνὁρῶν τιμώσας τοὺς σῴζοντας
θεούς. I1
τί τάδε· εἰ μὲν στίξεις εἰς τὸ τί, τὸ τάδε νέμεσις στυγεῖ
κατ' ἐρώτησιν εἴποις οὕτω· τί φῄς, τάδε, τὸ διὰ τῆς βοηθείας τῶν θεῶν
οἰκεῖν καὶ σώαν ἔχειν τὴν πόλιν, μεμπτόν ἐστιν; εἰ δ' οὐ στίξεις, καθ' ὁμα-
λισμὸν εἴποις ἀντὶ τοῦ τί ταῦτα ἃ ποιῶ – λέγω δὴ τὸ δεῖσθαι τῶν θεῶν –  
μεμπτὰ λογίζονται· εἰκότως δὲ εἶπε τὸ νέμεσις στυγεῖκαὶ οὐκ αὐτὸς
μισεῖς· βάρος γὰρ ἂν εἶχεν ὁ λόγος εἰ αὐτοπροσώπως πρὸς αὐτὸν
ἐτείνετο.
255

τάδε] ταῦτα ἃ λέγεις. YaYb


τάδε] ἃ λέγω. CDV
νέμεσις] ἡ ἀπὸ σοῦ. BDHI2M2YaYb
νέμεσις] μέμψις. A2M2NaPd
νέμεσις] ἡ σή. A2FbKPPdTXXc
νέμεσις] ἡ θεά. HaNa

Σχόλια στον Αισχύλο. , Scholia in Prometheum vinctum (scholia vetera)


Vita-argumentum-scholion-epigram sch, verse 936b, line 1

τούτου οὗ νῦν πάσχεις.


ὥσπερ δὲ ὁ βελτίων τοῦ βελτίονος κλίνεται, καὶ ὁ
καλλίων τοῦ καλλίονος, ἔχουσι δὲ τὰς αἰτιατικὰς
βελτίω καὶ καλλίω, οὕτω καὶ τὸ «ἀλγίω» αἰτιατική
ἐστιν ἀπὸ τῆς ἀλγίων εὐθείας.
Mediceus: ὁ δ' οὖν ποιείτω] Οὕτως ὑπερηφάνως καὶ
ἀφόβως εἶπεν.
CDPVYa: τὴν Ἀδράστειαν: Ἢ τὴν Δίκην τὴν
Ἄδραστον τιμωρήσασαν· θεὰ γὰρ ἦν τοὺς ὑπερηφάνους
τιμωροῦσα.
CDPPdV: Ἀδράστεια ἡ Νέμεσις. παραινεῖ δὲ πτοεῖ-
σθαι μή ποτέ τις νεμεσήσῃ αὐτῷ δικαίως, ὡς τὸν Δία
ὑβρίζοντι.
P et (partim) Ya: Τὴν τύχην, ἣν οὐκ ἐκφεύγει
τις· ἢ τὴν τύχην τὴν μὴ ἐῶσαν ἡμᾶς δρᾶν τὸ θελητόν.
ὁ Λουκιανὸς δηλαδὴ καὶ ἕτεροι σοφοί.
V (post 977b): οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν:
Οἱ σέβοντες, οἱ τιμῶντες, τὴν Ἀδράστειαν, ἤτοι  
τὴν τύχην τὴν μὴ ἐῶσαν ἡμᾶς δρᾶν τὸ θελητόν. ὁ
Λουκιανὸς δηλαδὴ καὶ ἕτεροι σοφοί. Ἀδράστειαν·
θεὰ παρὰ τοῖς Ἕλλησι τοῖς καυχωμένοις νεμεσῶσα.

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia recentiora) Play Pr, hypothesis-verse of


play 936, line 6

βελτίων τοῦ βελτίονος κλίνεται καὶ ὁ καλλίων τοῦ καλλίονος, ἔχουσι


δὲ τὰς αἰτιατικὰς βελτίω καλλίω, οὕτω καὶ τὸ ἀλγίω αἰτιατική
ἐστιν ἀπὸ τῆς ἀλγίων εὐθείας. A.  
τοῦδ'] ἢ ἐὰν θάνῃς. ἆθλον] κάματον. B.
256

πάντα] ὅσα ἂν ποιήσει. προσδοκητὰ] ἐλπιστά. B.


οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν] οἱ σέβοντες, οἱ τιμῶντες
τὴν Ἀδράστειαν, ἤτοι τὴν τύχην, ἣν οὐκ ἐκφεύγει τις. ἢ τὴν τύχην
τὴν μὴ ἐῶσαν ἡμᾶς δρᾶν τὸ θελητόν. ἢ τὴν Δίκην τὴν Ἄδραστον
τιμωρήσασαν. θεὰ γὰρ ἦν τις τοὺς ὑπερηφάνους τιμωροῦσα. Ἄλ-
λως. παραινεῖ πτοεῖσθαι μή ποτέ τις νεμεσήσῃ δικαίως αὐτῷ ὡς τὸν
Δία ὑβρίζοντι. A. Ἀδράστεια ἡ Νέμεσις. O. Ἀδράστεια ἔφορος
μέμψεως. λέγει οὖν ὡς οἱ μὴ μεμφθῆναι σπουδάζοντες φρονιμοί
εἰσι. B.
σέβου, προσεύχου] σὺ σέβου καὶ κολάκευε καὶ θέλγε τὸν
Δία τὸν ἀεὶ κρατοῦντα· (τοῦτο δὲ κατ' εἰρωνείαν φησίν· ἐλπίζει γὰρ
ὅσον οὔπω ἀπὸ τῆς βασιλείας ἐκπεσεῖν αὐτὸν) ἐμοὶ δὲ μικρὸν καὶ
ὀλίγον ἢ οὐδ' ὅλως φροντίς ἐστι τοῦ Διός. τοῦτον τὸν καιρὸν δράτω
καὶ πραττέτω ἃ βούλεται καὶ βασιλευέτω εἰς τὸν βραχὺν χρόνον.
ἐπὶ πολὺ γὰρ οὐκ ἄρξει καὶ βασιλεύσει τοῖς θεοῖς. A.
σέβου] τίμα. θῶπτε] κολάκευε. ἀεὶ] τὸ ἀεὶ πρὸς τὸ σέβου καὶ

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia recentiora) Play Th, hypothesis-verse of


play 234, line 4

διὰ θεῶν πόλιν] διὰ τῆς ἐπικουρίας τῶν θεῶν νεμόμεθα τὴν
πόλιν ἀδάμαστον, μὴ δαμαζομένην ὑπὸ τῶν πολεμίων καὶ καταπονου-
μένην, τὸν ὄχλον δὲ τῶν δυσμενέων καὶ τῶν ἐχθρῶν ἀποστέγει καὶ
ὑπομένει καὶ καρτερεῖ ὁ πύργος καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως. A.
διὰ θεῶν] διὰ τῆς αὐτῶν βοηθείας. νεμόμεθα] οἰκοῦμεν. ἀδά-
μαστον] ποταπὴν ἀπόρθητον. B.
ὄχλων] εἰ δὲ τὸ ὄχλων μικρογραφήσεις, τὸ ἀποστέγει ἀντὶ
τοῦ ὑπομένει μόνον ἐρεῖς, τὴν ἀπό ἀργὴν λαμβάνων, τὸ δὲ διὰ θεῶν
κατὰ κοινοῦ. τὸ δὲ, τί τάδε, εἰ μὲν στίξεις εἰς τὸ τί, τὸ “τάδε
“νέμεσις στυγεῖ” κατ' ἐρώτησιν εἴποις οὕτω, τί φῂς, τάδε, τὸ διὰ τῆς
βοηθείας τῶν θεῶν οἰκεῖν καὶ σώαν ἔχειν τὴν πόλιν μεμπτόν ἐστιν;
εἰ δὲ οὐ στίξεις, καθ' ὁμαλισμὸν εἴποις ἀντὶ τοῦ, τί ταῦτα ἃ ποιῶ,
λέγω δὴ τὸ δεῖσθαι τῶν θεῶν, μεμπτὰ λογίζονται; εἰκότως δὲ εἶπε τὸ
νέμεσις στυγεῖ καὶ οὐκ αὐτὸ μισεῖς· βαρὺς γὰρ ἂν εἶχεν ὁ λόγος εἰ
αὐτοπροσώπως πρὸς αὐτὸν ἐτείνετο. πύργος ἀποστέγει] ἤγουν ἀπὸ
μακρὰν ἐκείνων ὑπομένει, τουτέστιν οὐχ ὑπ' ἐκείνων. B.
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ;] ἡ σὴ ἀγανάκτησις. O. ὁ χορός  
φησι πρὸς τὸν Ἐτεοκλέα, τί τάδε, ἅ φημι περὶ τῶν θεῶν, εὐεργέτας
τούτους ἀποκαλῶν, στυγεῖ ἡ νέμεσις, ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις; ὁ δὲ
πρὸς αὐτὴν, οὐδαμῶς φθονῶ καὶ νεμεσῶ σοι τοῦ τιμᾶν τοὺς θεοὺς,
257

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia recentiora) Play Th, hypothesis-verse of


play 234, line 8

ὑπομένει καὶ καρτερεῖ ὁ πύργος καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως. A.


διὰ θεῶν] διὰ τῆς αὐτῶν βοηθείας. νεμόμεθα] οἰκοῦμεν. ἀδά-
μαστον] ποταπὴν ἀπόρθητον. B.
ὄχλων] εἰ δὲ τὸ ὄχλων μικρογραφήσεις, τὸ ἀποστέγει ἀντὶ
τοῦ ὑπομένει μόνον ἐρεῖς, τὴν ἀπό ἀργὴν λαμβάνων, τὸ δὲ διὰ θεῶν
κατὰ κοινοῦ. τὸ δὲ, τί τάδε, εἰ μὲν στίξεις εἰς τὸ τί, τὸ “τάδε
“νέμεσις στυγεῖ” κατ' ἐρώτησιν εἴποις οὕτω, τί φῂς, τάδε, τὸ διὰ τῆς
βοηθείας τῶν θεῶν οἰκεῖν καὶ σώαν ἔχειν τὴν πόλιν μεμπτόν ἐστιν;
εἰ δὲ οὐ στίξεις, καθ' ὁμαλισμὸν εἴποις ἀντὶ τοῦ, τί ταῦτα ἃ ποιῶ,
λέγω δὴ τὸ δεῖσθαι τῶν θεῶν, μεμπτὰ λογίζονται; εἰκότως δὲ εἶπε τὸ
νέμεσις στυγεῖ καὶ οὐκ αὐτὸ μισεῖς· βαρὺς γὰρ ἂν εἶχεν ὁ λόγος εἰ
αὐτοπροσώπως πρὸς αὐτὸν ἐτείνετο. πύργος ἀποστέγει] ἤγουν ἀπὸ
μακρὰν ἐκείνων ὑπομένει, τουτέστιν οὐχ ὑπ' ἐκείνων. B.
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ;] ἡ σὴ ἀγανάκτησις. O. ὁ χορός  
φησι πρὸς τὸν Ἐτεοκλέα, τί τάδε, ἅ φημι περὶ τῶν θεῶν, εὐεργέτας
τούτους ἀποκαλῶν, στυγεῖ ἡ νέμεσις, ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις; ὁ δὲ
πρὸς αὐτὴν, οὐδαμῶς φθονῶ καὶ νεμεσῶ σοι τοῦ τιμᾶν τοὺς θεοὺς,
ἀλλ' ἵνα μὴ τοὺς πολίτας ποιῇς δειλοὺς, ἴσθι καὶ ὕπαρχε ἕκηλος καὶ
ἤσυχος, μὴ λίαν φοβοῦ. A.
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ] ἤτοι μεμπτά ἐστι. B.
φθονῶ] μέμφομαι. B.

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia recentiora)


Play Th, hypothesis-verse of play 235, line 3

κατὰ κοινοῦ. τὸ δὲ, τί τάδε, εἰ μὲν στίξεις εἰς τὸ τί, τὸ “τάδε


“νέμεσις στυγεῖ” κατ' ἐρώτησιν εἴποις οὕτω, τί φῂς, τάδε, τὸ διὰ τῆς
βοηθείας τῶν θεῶν οἰκεῖν καὶ σώαν ἔχειν τὴν πόλιν μεμπτόν ἐστιν;
εἰ δὲ οὐ στίξεις, καθ' ὁμαλισμὸν εἴποις ἀντὶ τοῦ, τί ταῦτα ἃ ποιῶ,
λέγω δὴ τὸ δεῖσθαι τῶν θεῶν, μεμπτὰ λογίζονται; εἰκότως δὲ εἶπε τὸ
νέμεσις στυγεῖ καὶ οὐκ αὐτὸ μισεῖς· βαρὺς γὰρ ἂν εἶχεν ὁ λόγος εἰ
αὐτοπροσώπως πρὸς αὐτὸν ἐτείνετο. πύργος ἀποστέγει] ἤγουν ἀπὸ
μακρὰν ἐκείνων ὑπομένει, τουτέστιν οὐχ ὑπ' ἐκείνων. B.
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ;] ἡ σὴ ἀγανάκτησις. O. ὁ χορός  
φησι πρὸς τὸν Ἐτεοκλέα, τί τάδε, ἅ φημι περὶ τῶν θεῶν, εὐεργέτας
τούτους ἀποκαλῶν, στυγεῖ ἡ νέμεσις, ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις; ὁ δὲ
πρὸς αὐτὴν, οὐδαμῶς φθονῶ καὶ νεμεσῶ σοι τοῦ τιμᾶν τοὺς θεοὺς,
258

ἀλλ' ἵνα μὴ τοὺς πολίτας ποιῇς δειλοὺς, ἴσθι καὶ ὕπαρχε ἕκηλος καὶ
ἤσυχος, μὴ λίαν φοβοῦ. A.
τί τάδε νέμεσις στυγεῖ] ἤτοι μεμπτά ἐστι. B.
φθονῶ] μέμφομαι. B.
ὡς] ἵνα. κακοσπλάγχνους] δειλούς. τιθῇς] ποιῇ. B.
ἕκηλος ἴσθι] γράφεται καὶ εὔκηλος. τὸ γὰρ υ μέτρου
αἰτίας ἕνεκα ποτὲ παραλαμβάνεται. A. ἕκηλος λέγεται ὁ ἥσυχος
ἀπὸ τοῦ ἑκὰς καὶ πόρρω εἶναι ἁλμάτων καὶ ταραχῶν. P.
εὔκηλος ἴσθι] ἥσυχος ἔσο. B.

Scholia In Aristophanem, Commentarium in plutum (recensio 1)


(scholia recentiora Tzetzae) Argumentum-dramatis personae-scholion sch
plut, verse 10, line 1

αὐτὸν τῷ σοφῷ. προσήγαγον οὖν


αὐτὸν τοῖς ἑπτὰ σοφοῖς· ἕκαστος δὲ
τούτων παρῃτεῖτο λέγων σοφὸς μὴ
εἶναι. ἔδοξαν οὖν αὐτὸν ἀναθεῖναι τῷ
Ἀπόλλωνι ὡς σοφωτάτῳ πάντων·
ὅθεν λόγος ἐσχηκέναι αὐτὸν τὸν
τρίποδα· ἡ δὲ λέξις τὸ θεσπιῳδεῖν
ἐτυμολογεῖται οἱονεὶ θεοεπᾴδειν χρυ-
σοῦς δέ ἐστιν ὁ τρίπους ὅτι μία ἡ
ὕλη καὶ οἱ ᾀδόμενοι χρησμοὶ τίμιοι.  
μέμψιν δικαίαν:νέμεσις καὶ μέμψις διαφέρει· νέμεσις ((γὰρ)) ἡ
δικαία αἰτίασις, μέμψις δέ ποτε καὶ ἡ ἄδικος διὰ τοῦτο προσέθετο τὸ
“δικαίαν”.

Scholia In Aristophanem, Commentarium in plutum (recensio 2)


(scholia recentiora Tzetzae) Argumentum-dramatis personae-scholion sch
plut, verse 10, line 1

ἕτερον, διὰ τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὁ


τρίπους περιστρεφόμενος πάλιν εἰς
τὸν Θαλῆν δευτέρως ἀνέκαμψεν· ὁ δὲ
τοῦτον ἀνέθετο τῷ Διδυμαίῳ Ἀπόλ-  
λωνι, ἐπιγράψας τούσδε τοὺς χωλιάμ-
βους·
“Θαλῆς με τῷ μεδεῦντι Νείλεω δήμου
δίδωσι, τοῦτο δὶς λαβὼν ἀριστεῖον”.
οὕτω χρυσοῦς τρίπους ἦν τῷ Ἀπόλ-
259

λωνι.
μέμψιν δικαίαν:νέμεσις καὶ μέμψις διαφέρει· νέμεσις ((γὰρ)) ἡ
δικαία αἰτίασις, μέμψις δέ ποτε καὶ ἡ ἄδικος. διὰ τοῦτο προσέθετο τὸ
“δικαίαν”.
ἰατρὸς καὶ μάντις,ὅτι
τέσσαρες τέχναι ἀνάκεινται τῷ
Ἀπόλλωνι, τοξικὴ μουσικὴ ἰατρικὴ
μαντική· τῇ μουσικῇ δὲ ἥ τε ποιητικὴ
καὶ πᾶσαι λογικαὶ καὶ θυμελικαὶ
περιέχονται τέχναι. πρὸς δὲ τὸ νῦν
χρήσιμον τῇ κωμῳδίᾳ καὶ τὸ γε-
λοῖον ἰατρικὴν καὶ μαντικὴν παρέ-
λαβεν, ἵνα διαβάλῃ δῆθε τὸν

Σχόλια στον Αριστοτέλη. Ηθικά Νικομάχεια. (scholia vetera et


recentiora) (e cod. Paris. gr. 1854)
Bekker page 1114B,20, line 2

καὶ τῷ    :τῶν πόνων


  πωλοῦσιν ἡμῖν πάντα τὰ ἀγαθὰ οἱ θεοί.
τοῖς δὲ, ἡδονή· ὥσπερ Καλλικλεῖ τῷ παρὰ Πλάτωνι λέγοντι
“πάντα δεῖ πράττειν ὑπὲρ ἡδονῆς·” οὕτω τὲ ἔσται τὸ Πρωταγό-
ρειον δόγμα· “τὸ μηδὲν οὖν αὐτὸ καθ' ἑαυτό· τοιοῦτον δ' ἕκαστον
“εἶναι, οἷον δοκεῖ τινὶ καὶ φαίνεται.”
Ἤγουν τὴν ὁρατικὴν, τὴν γευστικὴν, τὴν ἀκουστικήν· ὁμοίως
δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων.  
Χρὴ εἰδέναι ὅτι ἡ λέξις
ἐπὶ πλέον τῆς μεσότητος· ἡ γὰρ αἰδὼς καὶ ἡ νέμεσις μεσότητες
μὲν εἰσὶν, ἕξεις δὲ οὔ.
Τὸ “καθ' αὑτὰς” πρόκειται, ὅτι πράξει μὲν καὶ τὰ ἀνδρεῖα ὁ
σώφρων· ἀλλ' οὐχ ᾖ σώφρων, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς, τῷ ἅμα
καὶ ἀνδρεῖος εἶναι καὶ σώφρων.
Τὸ “τίνες” δηλαδὴ τὴν οὐ-
σίαν, καὶ περὶ τίνα ὑποκείμενα· ἤγουν περὶ πράξεις καὶ πάθη·
πῶς δὲ, ἐν τῷ τὸ μέσον αἰρεῖσθαι, φεύγειν δὲ τὰς ὑπερβολὰς καὶ
ἐλλείψεις.
Διατί περὶ ἀνδρείας πρῶτον
εἴρηκεν; μᾶλλον γὰρ τῶν ἄλλων ἐπαινετὴ, διὰ τὸ ἐπίπονα

Scholia In Callimachum, Scholia in Hymnos (scholia vetera) (scholia ψ


ex archetypo) Hymn 1, scholion 47b, line 1
260

Λυκάονος θυγατρός· ἐξ ἧς καὶ Διὸς μεταβληθέντος εἰς Ἄρτεμιν γεννᾶται


ὁ Ἀρκάς, ἀφ' οὗ οἱ Ἀρκάδες.
 εὖτε:ὅτε.
 Θενάς: πόλις καὶ ἄλσος.
 τουτάκι:τὸ τηνικαῦτα.
 τουτάκι:ἤγουν τότε.
 Κύδωνες:ἔθνος Κρήτης.
 ἑτάραι:φίλαι.
 προσεπηχύναντο:ἤγουν εἰς τοὺς πήχεις ἔλαβον.  
 μελίαι:νύμφαι.
 Ἀδρήστεια:ἡ Νέμεσις.
 Ἀδρήστεια:ἀδελφὴ Κουρήτων.
 λίκνον ἢ τὸ κόσκινον· τὸ γὰρ παλαιὸν ἐν κοσκίνῳ κατεκοίμιζον τὰ
βρέφη πλοῦτον καὶ καρποὺς οἰωνιζόμενοι· ἢ τὸ κουνίον, ἐν ᾧ τὰ παιδία
τιθέασιν.
 Ἀμαλθείης:οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ αἲξ ἡ τὸν Δία θρέψασα·
λέγεται δὲ ἀπὸ μὲν τοῦ ἑνὸς κέρατος ἀμβροσίαν ῥεῖν, ἀπὸ δὲ τοῦ ἄλλου
νέκταρ.

Σχόλια στον Ευρυπίδη. (scholia vetera)


Vita-argumentum-scholion sch Hec, section 288, line 3

Πολυξένην, ἕτερόν τι νῦν λέξον καὶ εἰπὲ ὅτι μέμψις ἐστὶν ἀποκτεῖναι γυ-
ναῖκας, ἃς πρῶτον τοῦτο οὐκ ἐπράξατε ἀπὸ τῶν βωμῶν σπάσαντες, ἀλλ'
ᾠκτειρήσατε. νόμος δὲ ὁ αὐτὸς κεῖται καὶ περὶ τῶν δούλων καὶ τῶν  
ἐλευθέρων μὴ φονεύεσθαί τινα παρόσον καὶ ὁ δοῦλον φονεύσας τῷ αὐτῷ

ἄγει ἐνέχεται. ἐὰν οὖν ταῦτα εἴπῃς τοῖς Ἕλλησιν, ἀκουσθήσῃ καὶ
πείσεις αὐτούς. ὁ γὰρ εἷς λόγος καὶ ὁ αὐτὸς ὅταν ἐκ τῶν ἀδόξων καὶ
ἐνδόξων ἐξέλθῃ, οὐ τὸ ὅμοιον δύναται, τουτέστιν· οὐ τὴν ὁμοίαν δύναμιν

ἔχει:  – A
παράπεισον, νουθέτησον:  – Mg
ὅτι:  – MgAg
ἀντὶ τοῦ νέμεσις. διαφέρει γὰρ νέμεσις φθόνου. νεμεσῶσι
μὲν γὰρ οἱ δίκαιοι τοῖς ἀναξίως εὐτυχοῦσι, φθονοῦνται δὲ οἱ καλοί.
νεμεσήσειαν ἂν ὑμῖν οἱ θεοὶ εἴγε ἃς πρότερον τοῖς βωμοῖς τῶν θεῶν
προσφυγούσας ἀποσπάσαντες οὐκ ἐκτείνατε εἰς τιμὴν θεῶν, νῦν ἀνδρὶ
χαριζόμενοι φονεύσετε:  – MA
ἄλλως: φθόνος νέμεσις. σημειωτέον δὲ ὅτι τὸν φθόνον νῦν
261

ἐπὶ τοῦ μώμου τίθησιν, ὡς ἐν Θησεῖ [frg. 391] ‘καίτοι φθόνου μὲν
μῦθον ἄξιον φράσω’:  –
Σχόλια στον Ευρυπίδη. (scholia vetera)
Vita-argumentum-scholion sch Hec, section 288, line 8

πείσεις αὐτούς. ὁ γὰρ εἷς λόγος καὶ ὁ αὐτὸς ὅταν ἐκ τῶν ἀδόξων καὶ
ἐνδόξων ἐξέλθῃ, οὐ τὸ ὅμοιον δύναται, τουτέστιν· οὐ τὴν ὁμοίαν δύναμιν

ἔχει:  – A
παράπεισον, νουθέτησον:  – Mg
ὅτι:  – MgAg
ἀντὶ τοῦ νέμεσις. διαφέρει γὰρ νέμεσις φθόνου. νεμεσῶσι
μὲν γὰρ οἱ δίκαιοι τοῖς ἀναξίως εὐτυχοῦσι, φθονοῦνται δὲ οἱ καλοί.
νεμεσήσειαν ἂν ὑμῖν οἱ θεοὶ εἴγε ἃς πρότερον τοῖς βωμοῖς τῶν θεῶν
προσφυγούσας ἀποσπάσαντες οὐκ ἐκτείνατε εἰς τιμὴν θεῶν, νῦν ἀνδρὶ
χαριζόμενοι φονεύσετε:  – MA
ἄλλως: φθόνος νέμεσις. σημειωτέον δὲ ὅτι τὸν φθόνον νῦν
ἐπὶ τοῦ μώμου τίθησιν, ὡς ἐν Θησεῖ [frg. 391] ‘καίτοι φθόνου μὲν
μῦθον ἄξιον φράσω’:  – MA
ἀντὶ τοῦ μέμψις:  – MgAg
νόμος δ' ἐν ὑμῖν μήτε δοῦλον μήτε ἐλεύθερον φονεύεσθαι
παρόσον καὶ ὁ οἰκέτην κτείνας ἐνέχεται τῷ ἄγει τοῦ ἀνδροφόνου:  – MA
ἄλλως: ἐν ὑμῖν δὲ, τοῖς Ἕλλησι, νόμος κεῖται σῳζόμενος τὸ ἴσον
κρίνειν τοῖς ἐλευθέροις καὶ τοῖς δούλοις περὶ θανάτου, οἷον· ὥσπερ ἐλεύ-
θερόν τις ἀνελὼν τιμωρίαν δίδωσιν ὑπὲρ τοῦ φόνου, τὸν αὐτὸν τρόπον
καὶ ὁ δοῦλον φονεύων ὑποχειριός ἐστι τῷ ἐγκλήματι τοῦ θανάτου:  –

Σχόλια στον Ευρυπίδη. (scholia vetera) Vita-argumentum-scholion sch


Or, section 1361, line 1

τὸ ἑξῆς· οὕνεκ' ἄνδρας Φρύγας κακοὺς εὑρὼν οὐκ ἔπραξεν


αὐτοὺς οἷα χρὴ πράσσειν κακούς:  – MiTB
ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν:  – MiBi
μὴ δεινὸν Ἀργείοισιν: μήποτέ τις ἔλθῃ πρὶν ἡμᾶς ἀκοῦ-
σαι παρά τινων πῶς τὰ ἔσω διάκειται ἢ καὶ ἰδεῖν τὸν Ἑλένης φόνον:  –  
MiTB
λείπει τὸ ὥστε:  – MiBi
ἀντὶ τοῦ καθῃμαγμένον:  – MiT
τὰς μὲν γάρ: ὡς ἀπὸ τῆς βοῆς ἐν συμφοραῖς οὖσαν τὴν
Ἑλένην ἐγίνωσκον, ἀγνοοῦσι δὲ, εἰ πέρας ἔσχεν ὁ φόνος αὐτῆς:  – MiTB
διὰ δίκας ἔβα: οἷον· δικαίως ἡ Νέμεσις τὴν Ἑλένην ἐτι-
μωρήσατο:  – MiTB
262

ἄλλως: ἡ νέμεσις τῆς δίκης τῶν θεῶν ἔμολεν, ὅ ἐστι· δίκην ἀπαι-
τεῖται παρ' αὐτῶν· ἐνεμέσησαν γὰρ αὐτῇ οἱ θεοί:  – MiTB  
ἤτοι ἀπολόμενον ἢ ὀλέθριον:  – TBi
ἀλλὰ κτυπεῖ: ἐξιών τις ψοφεῖ, τοῦτο γὰρ ἔθος, ταῖς
θύραις. τούτους δὲ τοὺς τρεῖς στίχους οὐκ ἄν τις ἐξ ἑτοίμου συγ-
χωρήσειεν Εὐριπίδου εἶναι, ἀλλὰ μᾶλλον τῶν ὑποκριτῶν, οἵτινες, ἵνα μὴ
κακοπαθῶσιν ἀπὸ τῶν βασιλείων δόμων καθαλλόμενοι, παρανοίξαντες
ἐκπορεύονται τὸ τοῦ Φρυγὸς ἔχοντες σχῆμα καὶ πρόσωπον. ὅπως οὖν
διὰ τῆς θύρας εὐλόγως ἐξιόντες φαίνωνται, τούτους προσενέταξαν. ἐξ

Σχόλια στον Ευρυπίδη. (scholia vetera) Vita-argumentum-scholion sch


Or, section 1361, line 3

ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν:  – MiBi


μὴ δεινὸν Ἀργείοισιν: μήποτέ τις ἔλθῃ πρὶν ἡμᾶς ἀκοῦ-
σαι παρά τινων πῶς τὰ ἔσω διάκειται ἢ καὶ ἰδεῖν τὸν Ἑλένης φόνον:  –  
MiTB
λείπει τὸ ὥστε:  – MiBi
ἀντὶ τοῦ καθῃμαγμένον:  – MiT
τὰς μὲν γάρ: ὡς ἀπὸ τῆς βοῆς ἐν συμφοραῖς οὖσαν τὴν
Ἑλένην ἐγίνωσκον, ἀγνοοῦσι δὲ, εἰ πέρας ἔσχεν ὁ φόνος αὐτῆς:  – MiTB
διὰ δίκας ἔβα: οἷον· δικαίως ἡ Νέμεσις τὴν Ἑλένην ἐτι-
μωρήσατο:  – MiTB
ἄλλως: ἡ νέμεσις τῆς δίκης τῶν θεῶν ἔμολεν, ὅ ἐστι· δίκην ἀπαι-
τεῖται παρ' αὐτῶν· ἐνεμέσησαν γὰρ αὐτῇ οἱ θεοί:  – MiTB  
ἤτοι ἀπολόμενον ἢ ὀλέθριον:  – TBi
ἀλλὰ κτυπεῖ: ἐξιών τις ψοφεῖ, τοῦτο γὰρ ἔθος, ταῖς
θύραις. τούτους δὲ τοὺς τρεῖς στίχους οὐκ ἄν τις ἐξ ἑτοίμου συγ-
χωρήσειεν Εὐριπίδου εἶναι, ἀλλὰ μᾶλλον τῶν ὑποκριτῶν, οἵτινες, ἵνα μὴ
κακοπαθῶσιν ἀπὸ τῶν βασιλείων δόμων καθαλλόμενοι, παρανοίξαντες
ἐκπορεύονται τὸ τοῦ Φρυγὸς ἔχοντες σχῆμα καὶ πρόσωπον. ὅπως οὖν
διὰ τῆς θύρας εὐλόγως ἐξιόντες φαίνωνται, τούτους προσενέταξαν. ἐξ
ὧν δὲ αὐτοὶ λέγουσιν, ἀντιμαρτυροῦσι τῇ διὰ τῶν θυρῶν ἐξόδῳ. φα-
νερὸν γὰρ ἐκ τῶν ἑξῆς ὅτι ὑπερπεπήδηκεν:  – MTB

Σχόλια στον Ευρυπίδη. (scholia vetera) Vita-argumentum-scholion sch


Ph, section 182, line 1
263

ἐπαπειλεῖ:  – MgAg
Καπανεύς: Ἱππονόου τοῦ Ἀναξαγόρου τοῦ Ἀργείου τοῦ
Μεγαπένθους τοῦ Προίτου τοῦ Ἄβαντος τοῦ Λυγκέως τοῦ Αἰγύπτου,
μητρὸς δὲ Λαοδίκης τῆς Ἴφιος τοῦ Ἀλέκτορος:  – MTA
ἐκεῖνος ἑπτὰ προσβάσεις: τὰς εἰσβάσεις. λέγει δὲ τὰς πύλας:  –  
MMiTAAg
ἄλλως: τὰς ἑπτὰ κλίμακας τῶν πύργων δι' ὧν εἰς τὸ τεῖχος
ἀνέρχονται:  – MTA
καταμανθάνει σημειοῦται διασκέπτεται:  – Mi
πρὸς τὰς πύλας περιέρχεται ἀναμετρῶν:  – MgAg
σὺ ὦ Νέμεσις· ἔστι δὲ θυγάτηρ Νυκτός:  – Mg
μεγαλόηχοι:  – MgAg
καὶ ὦ κεραυνοῦ φῶς. προαναφωνεῖ δὲ τὰ συμβησόμενα
αὐτῷ:  – MgA
καυστικόν:  – MgAg
μεγαλανορίαν: μεγαλοφροσύνην. ἢ μεγαλορρημοσύνην
οἱονεὶ μεγαληγορίαν. ὑπερηφάνειαν:  – MTABi
τὸν ὑπερήφανον ἄνδρα καταβάλλεις:  – Mi
ταπεινοῖς:  – MgAg
λείπει τὸ ἐπαγγέλλεται:  –

Σχόλια στον Ευρυπίδη. (scholia vetera) Vita-argumentum-scholion sch


Med, section 439, line 3

ἀντὶ τοῦ· διαστείλασα καὶ διεξελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας.


ἤτοι διαπλεύσασα καὶ διελθοῦσα, παρόσον δύο τινῶν ὑποκειμένων ὁ διὰ
μέσου γινόμενος ἑκάτερον ὁρίζει. καὶ Ἡρόδοτος ‘δείξειεν δεξιὰ μὲν
ὁρίζων’. ἀεὶ γὰρ ὁ μέσος τινῶν γινόμενος διορίζει τὸν μὲν ἔνθεν, τὸν
δὲ ἔνθεν:  – B
ἀπόλωλε:  – Bg
παρὰ τὰ Ἡσιόδου [opp. 198] ‘λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένα
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις:  – B
λείπει τὸ πάρεισιν:  – Bg
ἡ Γλαύκη:  – Bg
ἐπῆλθε τῷ ἀνδρί. οἴκου γὰρ σύστασις ὁ ἀνήρ:  – Bi
σκληρὰν τὴν σὴν ὀργήν:  – Bi
ἄμαχον:  – Bg
ἀνεμπαθῶς εὐχερῶς:  – Bg
ἀντὶ τοῦ κρατούντων· κρατεῖ γὰρ γυναικὸς ὁ ἀνὴρ καὶ κατὰ τοῦτο
κρείττων ἐστὶν ὑποτεταγμένην ἔχων τὴν γυναῖκα. κρειττόνωνοὖν,
264

ἀντὶ τοῦ κρείττονος· πληθυντικὸν ἀντὶ ἑνικοῦ, ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ Ἰάσο-
νος:  – Bi

Anonymi In Hermogenem Rhet., Prolegomena in librum περὶ στάσεων


Vol. 14, page 190, line 18

κῦρος ἔχουσαν πειστικῆς, οὐ διδασκαλικῆς. καὶ οἱ τοῦ


ὅρου προϊστάμενοι σαφῶς λέγουσι καὶ καλῶς ἔχειν τὸν
ὅρον, διὸ μηδὲ ἑρμηνείας δεῖσθαι· λέγουσι γάρ, ὅτι διὰ
τοῦτο εἶπε ‘διὰ λόγων’, ἐπειδὴ καὶ πολλαὶ ἄλλαι εἰσὶ
δι' ἔργων πειθοῖ. καὶ ὅ τί ἐστι δι' ἔργων, ἐδήλωσεν
Ὅμηρος· καθίσας γὰρ ἐπὶ τοῦ τείχους τοὺς δημο-
γέροντας, πολλὰ δι' Ἑλένην παθόντας καὶ δυσχεραίνον-
τας τὴν παρουσίαν, ὅμως, ὡς εἶδον αὐτὴν παριοῦσαν,
ἐποίησεν αὐτοὺς μεταπεπεισμένους τὰ λεγόμενα ἐκεῖνα
ἔτι ἀναβοᾶν
 »οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς».
πάλιν ἡ Φρύνη περὶ ἀσεβείας ἐκρίνετο καὶ Ὑπερίδης
πολλὰ λέγων οὐκ ἠδυνήθη πεῖσαι· ὁρῶσα γοῦν αὕτη
τὰς ἐλπίδας ἀπερριμμένας καὶ κινδυνεύουσα, διαρρη-
ξαμένη τὸν χιτωνίσκον οὕτως ἔπεισε τοὺς δικαστὰς ἐν-
δοῦναι, ὥστε διὰ θέας γενέσθαι. πάλιν Μιλτιάδης περὶ
προδοσίας κρινόμενος οὐδὲν εἰπὼν τὸ πάθος ὑπέδειξε
καὶ ἤρκεσεν ἀντὶ ῥητορείας ἡ θεία. πάλιν ἐὰν μελετήσω-
μεν ζήτημα τοιοῦτον, ἔνθα πάθος ἢ καὶ κρίσις ὑπό-  
κειται, εἰς τοῦτο μηχανητέον τὸ ζήτημα κλῖναι, ἵνα
μᾶλλον δοκῶμεν ἐπιδεικνύναι τὸ πάθος ἢ λέγωμεν.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 200, line 1

καὶ τότε δή:ὅτε ταῦτα κρατήσει τὰ


κακά. λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυ-
ψαμένα:αἱ ἐνδεδυμέναι τὸ σῶμα τοῖς λευκοῖς καὶ
καθαρεύουσι τοῦ μύσους ἱματίοις.
χρόα:σῶμα. ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον:
ἀντὶ τοῦ μέλλουσι πορεύεσθαι· ἀντὶ γὰρ τοῦ μέλλοντος
ἐνεστῶτα εἶπεν. προλιπόντ':γράφεται προλιποῦσαι.
⌊Αἰδὼς καὶ⌋ Νέμεσις:μικρὰ
265

ἐρυθρίασις καὶδικαία μέμψις.


Αἰδὼς καὶ Νέμεσις:οὐκέτι γὰρ
αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες· ὅταν δὲ ταῦτα ᾖ, ἡ Αἰδὼς
καὶ ἡ Νέμεσις ἀμφιασάμεναι φάρεα λευκὰ πρὸς οὐρανὸν ὁρ-
μῶσι λιποῦσαι τοῖς ἀνθρώποις ἄλγεα λυγρά.
τὰ δὲ λείψεται ἄλ-
γεα λυγρά:τουτέστι τὸ τῶν κακῶν ἔσχατον· ἀν-
αιδείας γὰρ κρατησάσης καὶ φθόνου τῶν ἀνθρώπων πάντῃ  
τὸ γένος ἡμῶν ἀπολιπεῖν Αἰδῶ καὶ Νέμεσιν. τούτων γὰρ
ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος· ἀλλ' οὗτος μέν,

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 200a, line 1

λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυ-


ψαμένα:αἱ ἐνδεδυμέναι τὸ σῶμα τοῖς λευκοῖς καὶ
καθαρεύουσι τοῦ μύσους ἱματίοις.
χρόα:σῶμα.
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον:
ἀντὶ τοῦ μέλλουσι πορεύεσθαι· ἀντὶ γὰρ τοῦ μέλλοντος
ἐνεστῶτα εἶπεν.
προλιπόντ':γράφεται προλιποῦσαι.
⌊Αἰδὼς καὶ⌋ Νέμεσις:μικρὰ
ἐρυθρίασις καὶδικαία μέμψις.
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις:οὐκέτι γὰρ
αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες· ὅταν δὲ ταῦτα ᾖ, ἡ Αἰδὼς
καὶ ἡ Νέμεσις ἀμφιασάμεναι φάρεα λευκὰ πρὸς οὐρανὸν ὁρ-
μῶσι λιποῦσαι τοῖς ἀνθρώποις ἄλγεα λυγρά.
τὰ δὲ λείψεται ἄλ-
γεα λυγρά:τουτέστι τὸ τῶν κακῶν ἔσχατον· ἀν-
αιδείας γὰρ κρατησάσης καὶ φθόνου τῶν ἀνθρώπων πάντῃ  
τὸ γένος ἡμῶν ἀπολιπεῖν Αἰδῶ καὶ Νέμεσιν. τούτων γὰρ
ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος· ἀλλ' οὗτος μέν,
εἴδωλον ὢν νεμέσεως, δοκεῖ [γὰρ] καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς παρ'
ἀξίαν εὐτυχοῦσιν ἀγανακτεῖν·

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 197-200-201, line 16
266

εἴδωλον ὢν νεμέσεως, δοκεῖ [γὰρ] καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς παρ'


ἀξίαν εὐτυχοῦσιν ἀγανακτεῖν· ἡ δὲ ἀναίδεια, οὐχὶ εἴδωλον
τῆς αἰδοῦς, ἀλλὰ τὸ ἐναντιώτατον πρὸς αὐτὴν ὑποκρινόμε-
νον τὴν παρρησίαν. εἰ δὲ λευκὰ τὰ φάρη τῆς Αἰδοῦς καὶ
Νεμέσεως, ἐν φωτὶ μὲν αὐταῖν ἡ ὑπόστασις. νοεραὶ δὲ αἱ
δυνάμεις· πόρρω δὲ καὶ τῆς ἀθέου καὶ σκοτώδους τῶν πα-
θῶν οὐσίας εἰσίν. διὸ τὴν μὲν Αἰδῶ θεῖον φόβον ὑμνοῦ-
σι, τὴν δὲ Νέμεσιν δίκης ἄγγελον. καλῶς οὖν καὶ Πλάτων
(comic. fort., cf. CAF 262 Kock) ἐρωτηθεὶς τί ποτε προσγέ-
γονε τοῖς κατ' αὐτὸν ἀνθρώποις, ἀπεκρίνατο μὴ αἰσχύνεσθαι
κακοὺς ὄντας. ὅτι δὲ θεῖον πρᾶγμα καὶ ἡ Νέμεσις δηλοῖ
τὸ καὶ θεοῖς αὐτὴν ὑπάρχειν· “νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη”
φησὶν ἡ ποίησις (Hom. Θ 198)· φθόνος δὲ ἔξωθεν θείου
χοροῦ παντός.
τὰ δὲ λείψεται:ταῦτα ἐναπο-
λειφθήσεται.
νῦν δ' αἶνον βασιλεῦσιν:
ὁ μὲν κατὰ τὴν Πανδώραν μῦθος, τὴν αἰτίαν τῶν ἐν ἀνθρώ-
ποις κακῶν, εἰς τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς ἀνέφερεν καὶ τὴν ἄλο-
γον ζωὴν ἐκ τῶν οὐρανίων ἡμῖν προσπλασθεῖσαν. ὁ δὲ πε-
ρὶ τῶν γενῶν λόγος δεύτερος εἰςτὰς παντοίας μεταβολὰς

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 194, line 5

τοῖς κακοῖς καὶ ἐπιχαίροντα. ΣΤΥΓΕΡΩΠΟΝ δὲ, ὡς  


ὦπας ἔχοντα μίσους ἀξίους, καὶ ἀεὶ βλέποντας πρὸς τὸ κα-
κὸν, καὶ ἄθεον, καὶ τὸ βλαπτικόν. PROCLUS.
ΖΗΛΟΣ. Τὸν φθόνον νῦν λέγει. Ὁ γὰρ ζῆλος
κυρίως ἐπαινούμενόν ἐστιν· ἔρις γὰρ ἀγαθή, ἤτοι μίμησίς
ἐστιν. Ὁ δὲ φθόνος, ἐπίμομφον. TZETZES.
ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ. Κακοκέλαδος, καὶ οἱονεὶ κακό-
φωνος· ἐπεὶ κακολογοῦντες οἱ φθονοῦντες καὶ οὐδὲ ἀγαθὸν
λέγουσι περὶ τῶν πέλας. Ὁ φθόνος μισητὸς ἐν τῷ στυγερῶς
ὁρᾷν ἢ ὁρᾶσθαι· οὐκέτι γὰρ αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες.
Ὅταν δὲ ταῦτα ᾖ, ἡ αἰδὼς καὶ ἡ νέμεσις ἀμφιασάμεναι φάρεα
λευκὰ πρὸς οὐρανὸν ὁρμῶσι, λιποῦσαι τοῖς ἀνθρώποις ἄλγεα
λυγρά. PROCLUS.
ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ, ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ. Προσωπο-
ποιεῖ τὸν φθόνον, καὶ τὰ τῶν φθονούντων ἴδια πρὸς τοῦτον
μεταφέρει. Οἱ φθονοῦντες γὰρ κελάδους καὶ θορύβους
267

ποιοῦσι καὶ ἐγείρουσι, καὶ χαίρουσι τοῖς κακοῖς τῶν φθο-


νουμένων, καὶ στυγερῶς καὶ μισητῶς αὐτοὺς ὁρῶσι. TZE-
TZES.
ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ. Τουτέστι κακὰς φήμας ἐγείρων·
τοιοῦτο γὰρ ὁ φθόνος, μεμψίμοιρον κακὸν, καὶ λάθρα

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 194quin, line 2

μεταφέρει. Οἱ φθονοῦντες γὰρ κελάδους καὶ θορύβους


ποιοῦσι καὶ ἐγείρουσι, καὶ χαίρουσι τοῖς κακοῖς τῶν φθο-
νουμένων, καὶ στυγερῶς καὶ μισητῶς αὐτοὺς ὁρῶσι. TZE-
TZES.
ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ. Τουτέστι κακὰς φήμας ἐγείρων·
τοιοῦτο γὰρ ὁ φθόνος, μεμψίμοιρον κακὸν, καὶ λάθρα φή-
μας ὑποσπεῖρον κακάς. MOSCHOP.
ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ. Ἤγουν χαιρέκακος, ἐπὶ κακοῖς
χαίρων. MOSCHOP.
ΣΤΥΓΕΡΩΠΗΣ. Ἤγουν μισητὸς τὴν ὄψιν, του-
τέστιν ἀποτρόπαιος. Καὶ τότε δὴ ἡ αἰδὼς καὶ ἡ νέμεσις κα-
ταλιποῦσαι τοὺς ἀνθρώπους, ἴτον, ἤγουν ἐλεύσονται, πρὸς
τὸν οὐρανὸν ἐπὶ τὸ γένος τῶν θεῶν, ἀπὸ τῆς εὐρυχόρου χθο-
νὸς, καλυψάμεναι τὸ καλὸν πρόσωπον λευκοῖς ἱματίοις. Αἱ
δὲ χαλεπαὶ λύπαι, αἱ ἀπὸ τῆς ἀναιδείας καὶ τοῦ φθόνου, κα-
ταλειφθήσονται τοῖς θνητοῖς ἀνθρώποις· τοῦ κακοῦ δὲ ἀπο-
σόβησις οὐκ ἔσται. ΙΤΟΝ, ἀντὶ τοῦ ἐλεύσονται. Εἶμι ὃ
δύναται καὶ ἐπὶ ἐνεστῶτος λαμβάνεσθαι καὶ ἐπὶ μέλλοντος,
τὸ τρίτον τῶν δυϊκῶν, ἴτον, ἐνταῦθα ἐπὶ μέλλοντος ἀντὶ τοῦ
ἐλεύσονται.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 196, line 3

  Ἥτε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει    – ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί.


Ὄλυμπος οὕτω ψιλοῦται, καὶ οὕτω λέγεται οὐρανός. Ὁμοίως
δὲ τῷ οὐρανῷ καὶ ἡ σφαιροειδὴς ἡμῶν κεφαλὴ, ἐν ᾗ τὸ ὁλο-
λαμπὲς λογιστικὸν ἵδρυται, Ὄλυμπος λέγεται. Περὶ γὰρ
ὄρους Ὀλύμπου νῦν λέγειν, ψυχρολογία καὶ λῆρος ἐνταῦθα
ἔμελλεν εἶναι. TZETZES.
268

ΛΕΥΚΟΙΣΙΝ ΦΑΡΕΕΣΣΙ. Τοῦτό φησι, ὅτι κἄν


τισι τῶν ἀνθρώπων, ἢ καὶ σχεδὸν πᾶσιν, ἡ αἰδὼς καὶ ἡ νέμε-
σις τοῦ βίου ἐξοστρακίζονται, καὶ ἀφανισμῷ παραδίδονται,
ὅμως οὐκ εἰσὶ σκοτειναί τε καὶ μελαγχίτωνες, ἀλλὰ λευκοχίτω-
νες, καὶ ἡλίου λαμπρότερον ἀπαστράπτουσαι. Τὸ τούτων
γὰρ ὄνομα περιτεθρύλληται πανταχοῦ. TZETZES.
ΑΘΑΝΑΤΩΝ ΜΕΤΑ ΦΥΛΟΝ. Τῶν στοιχείων
νῦν, ἢ τῶν φρονίμων. Προσωποποιεῖ δὲ ἐνταῦθα τὴν δι-
καίαν μέμψιν, καὶ τὴν αἰδῶ μέλλουσαν φεύγειν διὰ τὰς
τῶν ἀνθρώπων ἀδικίας καὶ βίας, καὶ ἀπέρχεσθαι ἐν τοῖς στοι-
χείοις, ἢ τοῖς φρονίμοις καὶ δικαίοις· μόνοις γὰρ ἐξ ἀνθρώ-
πων τούτοις ἡ αἰδὼς καὶ ἡ νέμεσις πρόσεστι. Τὸ ὕδωρ
γὰρ τὸ θαλάττιον ἔχει τὴν ψάμμον ὡς ὅριον, καὶ μέχρι ταύ

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 198, line 6

  Τιμαῖς ὑπείκει· τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς   Χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ


θέρει·   Ἐξίσταται δὲ νυκτὸς αἰανῆς κύκλος   Τῇ λευκοπώλῳ φέγγος
ἡμέρᾳ φλέγειν. Καὶ τὰ λοιπά. TZETZES.
ΤΑ ΔΕ ΛΕΙΨΕΤΑΙ. Τουτέστι, τὸ τῶν κακῶν
ἔσχατον· ἀναιδείας γὰρ κρατησάσης καὶ φθόνου τῶν ἀνθρώ-
πων, πάντη τὸ γένος ἡμῶν ἀπολιπεῖν αἰδῶ καὶ νέμεσιν·
τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος. Ἀλλ'
οὗτος μὲν εἴδωλον ὢν νεμέσεως· δοκεῖ γὰρ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς
παρ' ἀξίαν εὐτυχοῦσιν ἀγανακτεῖν, ἀλλ' ἡ μὲν νέμεσις ἐπὶ τοῖς
ὡς ἀληθῶς παρὰ τὴν ἀξίαν εὐτυχοῦσιν. Ἡ δὲ ἀναίδεια οὐχὶ
εἴδωλον τῆς αἰδοῦς, ἀλλὰ τὸ ἐναντιώτατον πρὸς αὐτὴν ὑπο-
κρινόμενον τὴν παῤῥησίαν. Εἰ δὲ λευκὰ τὰ φάρη τῆς αἰδοῦς
καὶ νεμέσεως, ἐν φωτὶ μὲν αὐταῖν ἡ ὑπόστασις. Νοεραὶ
δὲ αἱ δυνάμεις· πόῤῥω δέ εἰσι τῆς ἀθέου καὶ σκοτώδους τῶν
παθῶν οὐσίας. Διὸ τὴν μὲν αἰδῶ, θεῖον φόβον ὑμνοῦσι·  
τὴν δὲ νέμεσιν, δίκης ἄγγελον. Καλῶς οὖν καὶ Πλάτων ἐρω-
τηθεὶς τί ποτε προςγέγονε τοῖς κατ' αὐτὸν ἀνθρώποις, ἀπε-
κρίνατο, μὴ αἰσχύνεσθαι κακοὺς ὄντας. Ὅτι δὲ θεῖον πρᾶγμα
καὶ ἡ νέμεσις, δηλοῖ τὸ καὶ θεοῖς αὐτὴν ὑπάρχειν·
269

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα.


Book of Iliad 3, verse 156-8a, line of scholion 1

μὴ ἁρμόζειν ἐπὶ τῆς Ἑλένης τὸ δρομαίαν αὐτὴν προσέρχεσθαι, μὴ


καὶ ἔτι καταλάβῃ αὐτοὺς ταῦτα διαλεγομένους, καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ πρέ-
ποντος ἀφαιρεῖται· τὸ γὰρ ἦκα ἐπὶ πρεσβυτῶν ὡς οὐδὲν ἕτερον ἁρ-
μόζει, καὶ μάλιστα ὅτι κάλλος γυναικὸς θαυμάσαντες τῶν ἰδίων κα-
ταφρονοῦσι κινδύνων. τοῦτο οὖν οὐκ ἦν πρέπον ἄλλον ἀκούειν.
ἀμφότερα δὲ ὁ ποιητὴς ἐφύλαξεν, καὶ τὸ τῆς Ἑλένης ἐγκώμιον καὶ
τὸ τοῖς πρεσβύταις πρέπον, προσθεὶς τὸ ἦκα. A
 D | ex. ἦκα πρὸς ἀλλήλους:ἠρέμα, ἡσύχως· T | αἰσχύνην γὰρ
αὐτοῖς ὁ λόγος ἔφερε παρ' ὥραν κάλλος γυναικὸς θαυμάζουσιν καὶ
ἄλλως φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. b(BCE3E4)T
 Nic. οὐ νέμεσις Τρῶας – ἔοικεν:ἡ στιγμὴ
κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἑξῆς στίχου ἐπὶ τὸ πάσχειν(157). εἶτα ἀφ'
ἑτέρας ἀρχῆς αἰνῶς ἀθανάτῃσι(158), τοῦ αἰνῶςἐν ἴσῳ κειμένου
τῷ λίαν, ὡς κἀκεῖ “αἰνῶς γὰρ κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλά” (α 208).
τινὲς δὲ τῶν καθ' ἡμᾶς τοῖς ἄνω προστιθέασι τὸ αἰνῶς.A
 ex. οὐ νέμεσις Τρῶας – ἔοικεν:τρίγωνον ἐπί-
γραμμα πρῶτος Ὅμηρος γέγραφε τὸ “οὐ νέμεσις Τρῶας”· ἀφ' οἵου
γὰρ τῶν τριῶν στίχων ἀρξόμεθα, ἀδιάφορον. AT
 ex. οὐ νέμεσις:οὐ νεμεσητόν, ὡς τὸ “οὐχ ὁσίη” (χ 412) ἀντὶ
τοῦ οὐχ ὅσιον. b(BCE3E4)T
 Hrd. τοιῇδ':ἕν ἐστι· διὸ προπερισπαστέον τὸ τοιῇδε.Aint  

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. Book of Iliad 3, verse 156-8b, line of


scholion 2

τὸ τοῖς πρεσβύταις πρέπον, προσθεὶς τὸ ἦκα. A


 D | ex. ἦκα πρὸς ἀλλήλους:ἠρέμα, ἡσύχως· T | αἰσχύνην γὰρ
αὐτοῖς ὁ λόγος ἔφερε παρ' ὥραν κάλλος γυναικὸς θαυμάζουσιν καὶ
ἄλλως φιλαλήθης ἡ μὴ κατὰ πρόσωπον μαρτυρία. b(BCE3E4)T
 Nic. οὐ νέμεσις Τρῶας – ἔοικεν:ἡ στιγμὴ
κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἑξῆς στίχου ἐπὶ τὸ πάσχειν(157). εἶτα ἀφ'
ἑτέρας ἀρχῆς αἰνῶς ἀθανάτῃσι(158), τοῦ αἰνῶςἐν ἴσῳ κειμένου
τῷ λίαν, ὡς κἀκεῖ “αἰνῶς γὰρ κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλά” (α 208).
τινὲς δὲ τῶν καθ' ἡμᾶς τοῖς ἄνω προστιθέασι τὸ αἰνῶς.A
 ex. οὐ νέμεσις Τρῶας – ἔοικεν:τρίγωνον ἐπί-
γραμμα πρῶτος Ὅμηρος γέγραφε τὸ “οὐ νέμεσις Τρῶας”· ἀφ' οἵου
γὰρ τῶν τριῶν στίχων ἀρξόμεθα, ἀδιάφορον. AT
270

 ex. οὐ νέμεσις:οὐ νεμεσητόν, ὡς τὸ “οὐχ ὁσίη” (χ 412) ἀντὶ


τοῦ οὐχ ὅσιον. b(BCE3E4)T
 Hrd. τοιῇδ':ἕν ἐστι· διὸ προπερισπαστέον τὸ τοιῇδε.Aint  
 D | Nic. αἰνῶς ἀθανάτῃσι:ἀντὶ τοῦ λίαν. b(BCE3E4) | ὡς τὸ
“αἰνῶς γὰρ κεφαλήν τε καὶ ὄμματα” (α 208): Aint b (BCE3E4)T
οὐκ ὀρθῶς οὖν τινες τὸ αἰνῶςτῷ “πάσχειν” (Γ 157) συνάπτουσιν.

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα.


Book of Iliad 11, verse 649, line of scholion 2

κανα ξύλα” (cf. Φ 364. σ 308), b(BCE3E4)Til τὰ ἄγαν ξηρά. Til


 ex. μύθοισιν τέρποντο:πρὸς παραμυθίαν τοῦ τραυματίου. T
 ex. τὸν δὲ ἰδὼν ὁ γεραιὸς ἀπὸ θρόνου ὦρτο:διὰ τὸν
καιρόν· διδάσκει οὖν καὶ γέροντας εἴκειν νέοις πρὸς ὄφελος. b(BCE3E4)
T καὶ ὅτι ἤλπιζεν ἐξ Ἀχιλλέως αὐτὸν ἥκοντα χρηστόν τι ἐρεῖν. T
 ex. | ex. ἑτέρωθεν ἀναίνετο εἶπέ τε μῦθον:προφασίζεται
σπουδήν, ἵνα καὶ μένων χαρίζοιτο καὶ μὴ μένων ἀνέγκλητος εἴη.
b(BCE3E4)T | ἡ δύναμις τούτου τοῦ λόγου ἐποίησεν αὐτὸν μένειν. T
 ex. οὐχ ἕδος ἐστίν:ἀντὶ ἕδους. ὡς “τρίπος” (Χ 164). T
 ex. νεμεσητός:Ἀρίσταρχος μεμψίμοιρος· οἱ δὲ ἑκάστῳ τὸ
δέον νέμων, ὅθεν καὶ νέμεσις. ἵνα οὖν μὴ δόξωσιν ἀμελεῖν αὐτοῦ,
ταῦτά φησιν. T
 Ariston. ἄγεις:ὅτι ἀντὶ τοῦ ἤγαγες. ἤλλακται δὲ ὁ χρόνος. Aint  
 Hrd. πάλιν ἄγγελος εἶμι:κατ' ἰδίαν τὸ πάλιν.οὕτως
Ἀρίσταρχος καὶ Ἀλεξίων (fr. 48 B.) καὶ ὁ Ἀσκαλωνίτης (p. 51 B.).
οὕτως δὲ ἔχει καὶ τὰ τῆς ἀναγνώσεως· πρὸς γὰρ τὸ ῥῆμα ἡ σύνταξις
ἐγένετο, πάλιν εἶμ' ἄγγελος.

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. Book of Iliad 14, verse 80, line of scholion
1

τῆς γῆς· διὸ ἀνάπλους μὲν ἡ ἀναγωγή, κατάπλους δὲ ἡ προσόρμισις. |


καὶ “ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν” (δ 785). b(BCE3E4)T
 Ariston. {νὺξ} ἀβρότη:ὅτι ἤτοι κατὰ παράλειψιν τοῦ μἀντὶ τοῦ
ἀμβρότη, οἷον ἀθάνατος. ἢ ἀβρότη,καθ' ἣν βροτοὶ οὐ φοιτῶσιν. A
 ex. ἀβρότη:ἐν ᾗ φόνοι οὐ γίνονται· ἔλυον γὰρ νυκτὸς τὰς
τάξεις. ἢ μεταληπτικῶς ἡ †φῶς† μὴ ἔχουσα· βροτὸς γὰρ ὁ φώς. καὶ
271

Αἰσχύλος (Prom. 2)· “ἄβροτον εἰς ἐρημίαν”, ἐν ᾗ φὼς οὐ γίνεται. b


(BCE3E4)T
D | D ἢν καὶ τῇ:ἐὰν ὅλως καὶ δι' αὐτῆς. | ἐζήτηται δέ, πῶς ὁ Ἀγα-
μέμνων – τῆς ἐκείνων σωτηρίας. A
 ex. οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, οὐδ' ἀνὰ νύ-
κτα:αἰσθάνεται αἰσχρὰ συμβουλεύων, ἀλλ' ὅρα, τί προστίθησιν· οὐ
γὰρ ἔφη φυγεῖν τὸν πόλεμον, ὅπερ ἦν ἀπρεπέστατον, ἀλλὰ κακόν.
καὶ τὸ οὐδ' ἀνὰ νύκταεἰς ἐπίτασιν· καίτοι γε ἀγεννὲς ἦν τὸ νυκτὸς
ὥσπερ δραπετεῦσαι τὴν μάχην. b(BCE3E4)T
 ex. ἠὲ ἁλώῃ:ἐλλείπει τὸ μείνας, ἢ μείνας ἁλώῃ. Aim  
 ex. Ἀτρείδη:καλῶς ἐπιπλήσσοντα παράγων τὸν Ὀδυσσέα
περιεῖλε τὰ λοιπὰ τῶν ὀνομάτων, τὸ “κύδιστε” (Α 122 al.) καὶ
“ἄναξ” (Β 434 al.). b(BCE3E4)T
 ex. ἕρκος ὀδόντων:τὸ ἐξ ὀδόντων ἕρκος· καὶ γὰρ ἦν παρά-
δοξον τὸν εἰπόντα “ἱδρώσει μέντευ τελαμών” (Β 388) καὶ ἀπειλή

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. (scholia vetera et recentiora e cod.


Genevensi gr. 44) Book of Iliad 3, verse 156, line of scholion 1

ὑπὸ Σκαιοῦ τινος οὕτω καλουμένου κατασκευασθεῖσαι.


[Οὐκαλέγων καὶ Ἀντήνωρ] Ἀττικόν ἐστι τὸ ἀπὸ αἰτιατικῆς εἰς
εὐθεῖαν μεταβαίνειν.
[γήραϊ] γράφεται καὶ γήρεϊ ὡς οὔδεϊ.
[τεττίγεσσιν] .... μετέβαλεν αὐτὸνεἰς ἡδύφωνον ζῷον
καὶ μουσικὸν, ὅπως τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούουσα τέρποιτο.
[τεττίγεσσιν] ὅτι οἱ ἄρρενες τῶν τεττίγων ᾄδουσιν.
[ἦκα] ἐκ τοῦ ἀκή ὑπερθέσει ἦκα.
[ἦκα πρὸς ἀλλήλους] ᾐσχύνοντο γὰρ ἐν τοιούτῳ καιρῷ περὶ κάλλους
γυναικὸς λέγειν.
[οὐ νέμεσις Τρῶας] τρίγωνον ἐπίγραμμα – ἀδιά-
φορον.
[ὣς] περισπωμένως· ἀντὶ τοῦ ὅμως γάρ.
[πηούς] πηοὶ οἱ ἐπίκτητοι συγγενεῖς παρὰ τὸ πάσασθαι.
φιλότεκνος ὁ Πρίαμος οὐ τὸν Ἀλέξανδρον αἰτιᾶται.
κεφαλῇ καὶ μείζονες ἄλλοι] καὶ πῶς φησι· «κεφαλὴν ἴκελος  
Διί» (Il. II, 478); φαμὲν οὖν κατὰ τὸ ἡγεμονικὸν αὐτὸνἐκεῖ λέγειν
ὁμοιὸν τῷ Διὶ τὸν Ἀγαμέμνονα.
[αἰδοῖος] ὅσον τῆς ὄψεως Θερσίτου χείρων ὁ λόγος, τοσοῦτον
ἡδίων ὁἙλένης· τὸ γὰρ τῆς δυσαρεστήσεως ἰάσατο, φάσκουσα τὰ
μὲν αἰδεῖσθαι, τὰ δὲ φοβεῖσθαι – φόβῳ κεῖται.

Σχόλια στον Όμηρο, Οδύσσεια. (scholia vetera)


272

Book 2, hypothesis-verse 65, line 6

ὁ δὲ λόγος πρὸς τοὺς ἀδικοῦντας. διὸ ἡ μὲν παρρησία τῆς ἐπιπλήξεως


βασιλικὴ, ἡ δὲ δέησις (παραμέμικται γὰρ καὶ δέησις) οἰκεία τῷ
δυστυχοῦντι, “λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος.”
H.Q.R.
νεμεσσήθητε] μεμπτὸν ἡγήσασθε. S.
ἄλλους τ' αἰδέσθητε] ἐλέγχει τὸ πλῆθος, ὅτι ἐχρῆν καὶ αὐτὸ
τῶν παρ' αὐτοῦ λόγων πάσχοντος διακωλῦσαι τὰ τολμώμενα. πάντη
δὲ προβάλλεται τὸν ἔλεον καὶ τὴν πρὸς τοὺς ἔξω αἰδῶ. Q. ἄμφω
γὰρ ταῦτα συνίστησι τὸν βίον, ὡς Ἡσίοδος  
  καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθόνος ἴτην
  Αἰδὼς καὶ Νέμεσις, τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
  θνητοῖς ἀνθρώποις. H.
περικτίονας] γείτονας· ἀπὸ τοῦ πέριξ, τὸ πλησίον, ἤτοι τοὺς περὶ
ἐκείνους ὄντας, πλησιαστὰς, πέριξ κατοικοῦντας. B.E.
ἀγασσάμενοι] ἀπὸ τοῦ ἀγῶ γίνεται ἄγαμαι, ὃ σημαίνει δύο,
τὸ θαυμάζω καὶ τὸ μέμφομαι. ὡσαύτως καὶ τὸ θαυμάζω δύο ση-
μαίνει, τὸ κατηγορῶ καὶ τὸ ἐπαινῶ. B.
τινὲς τὸ ἀγασσάμενοι ἀντὶ τοῦ μεμψάμενοι ἐκλαμβάνουσιν. οὐκ
ἔστι δὲ, ἀλλὰ σημαίνει τὸ ἐκπλαγέντες, ὡς ἐπὶ τινὶ μεγάλῳ παρανο-
μήματι δηλονότι.

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. (= D scholia)


Book of Iliad 3, verse 156, line of scholion 1

ῥενες τῶν τεττίγων ᾄδουσιν. Ἱεῖσιν.Ἀ-


φιᾶσι.
         Τοῖοι ἄρα.Τοιοῦτοι δή.
Ἡγήτορες.Ἡγεμόνες. Ἧντο.Ἐκα-
θέζοντο. Ἐπὶ πύργῳ.Ἐπὶ τῷ τείχει.
Εἶδον.Ἐθεάσαντο. Ἰοῦσαν.
Παραγενομένην, ἐρχομένην.
         Ἦ-
κα.Ἠρέμα, ἡσύχως. Πρὸς ἀλλήλους.
Πρὸς ἑαυτούς. Ἀγόρευον.Ἔλεγον.
Οὐ νέμεσις.Οὐ μέμψις.
Τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικί.Περὶ τοιαύτης γυ-
ναικός.
         Αἰνῶς.Λίαν, πάνυ. Θε-
ῇς.Θεαῖς. Εἰς ὦπα.Τὴν πρόσοψιν.
Ἔοικεν.Ὁμοία ἐστίν.
273

         Ἀλλὰ
καὶ ὥς.Ἀλλὰ καὶ οὕτως τοιαύτη εὐ-
ειδὴς ὑπάρχουσα. Νεέσθω.Σὺν τοῖς

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. (= D scholia) Book of Iliad 3, verse 365,


line of scholion 7

σαρα μέρη. Διατρυφθέν.Διακλασθέν.


Ἔκπεσεν.Ἐξέπεσεν.          Ὤιμωξεν.
Ἐστέναξεν.          Οὔτις σεῖο.Οὐδείς
σου. Ὀλοώτερος.Ὀλεθριώτερος ἐμοὶ,
τῷ Μενελάῳ δηλαδή. Ἐνόμισαν γάρ
τινες, διὰ τούτου βλασφημεῖν τὸν Με-
νέλαον. Ῥητέον οὖν, ὅτι οὐ βλασφημεῖ
ὁ ἥρως, ἀλλὰ νεμεσσᾷ. ἀρετῇ γὰρ οἰ-
κεία νέμεσις. οἶδέ τε πάσχειν ἅπερ οὐκ
ἔδει. Καὶ νεμεσσᾷ δικαίως ἐπὶ τῷ παρ'
ἀξίαν σωζομένῳ.

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 88, line 1

λαγνόν· καὶ γὰρ ἡ περιστερὰ  


μόνη τῶν πτηνῶν δι' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ
ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος(S. 277) T.
κυνὸςδὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ' ἐμεῖο
κυνὸς(Ζ 356) κακομηχάνου(344). ss3s5s6 Πέφνη τὸ τῆς
Λακωνικῆς ἀκρωτήριον ss3 ὅθεν ἡ Ἑλένη ὡρμᾶτο. s τρή-
ρωνος εἰς ἅρπαγμα εἰς τὴν ἁρπαγὴντῆς λαγνεστάτης
τρήρωνος ἤτοι περιστερᾶς T τῆς ἀξίας φονευθῆναι
κυνός. s4s5
 τόργος ὑγρόφοιτοςὁ Ζεὺς ἢ ἡ Νέμεσις, παρόσον
κύκνῳ ἀπεικασθεὶς ὁ Ζεὺς Νεμέσει τῇ Ὠκεανοῦ συνῆλθεν,
ἐξ ἧς γεννᾶται ᾠόν, ὅπερ λαβοῦσα ἡ Λήδα ἐθέρμαινε καὶ
ἔτεκε τὴν Ἑλένην καὶ τοὺς Διοσκούρους. ss3 τὸ δὲ ὑγρό-
φοιτοςγράφεται καὶ ὑψίφοιτος. τόργοςs4 κυρίως ὁ
γύψ, νῦν δὲ τὸν κύκνον λέγει ss4 ὃν μιμησάμενος ὁ Ζεὺς συνε-
μίγη τῇ Λήδᾳ ὑγρόφοιτοςδὲ ὁ ἐν τοῖς ὑγροῖς φοιτῶν
καὶ ἀναστρεφόμενος. ὁ γὺψ νῦν δὲ τὸν ἀετὸν ἢ τὸν κύκνον  
λέγει. s ἔλαβε δὲ ζῶον ἀντὶ ζώου. T Ζεὺς γὰρ ὁμοιωθεὶς κύκνῳ
274

Νεμέσει τῇ τοῦ Ὠκεανοῦ θυγατρὶ συνῆλθεν εἰς χῆνα, ὡς ληροῦ-


σιν (Ap. III 127), αὐτὴν μεταβαλών, ἡ δὲ τεκοῦσα ὠὸν ἐν τῷ

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 89, line 8

λακτήριον αὐτοῖς ἐποίησαν (Al. 506). εἰς κύκνον δὲ λέγει


τὸν Δία μεταβαλεῖν, ὅτι οὐ βασιλικῶς ἐμίγη αὐτῇ, ἀλλ' ἐν
πανύγροις τόποις καθάπερ οἱ κύκνοι.
 κελυφάνῳ· κέλυφος [πᾶν] τὸ τοῦ ᾠοῦ ὄστρακον
(506) στρόβιλος δὲ πᾶν τὸ περιφερὲς τὴν στρογγύλῳ κε-
λύφῳ περιβεβλημένην. ss3 κελυφάνῳ νῦν ὠοῦ λέπει· πάντα
γὰρ τὰ λέπη κελύφανα λέγονται. T κυρίως δὲ κελύφανον λέ-
γεται τὸ ἔσωθεν τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα. s6
στρόβιλον στρογγύλον, στροβιλοειδές· στρόβιλος γὰρ τὸ περι-
φερές. ὠστρακωμένηντῷ ὀστράκῳ τοῦ ὠοῦ ἐσκεπας-  
μένην. T λέγει δὲ τῷ ᾠῷ, ὅπερ ἡ Νέμεσις τῷ Τυνδάρεῳ
δίδωσιν, ὁ δὲ τῇ Λήδᾳ, ἐξ ἧς ἡ Ἑλένη ss3s4 καὶ οἱ Διό-
σκουροι s3 ἢ τῷ †γλύμματι καὶ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ διὰ τὴν ἱστο-
ρίαν, ὅτι ἐξ ᾠοῦ ἐγεννῶντο ἡ Ἑλένη καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῆς. s
 καὶ δή σε· ἀποστροφὴ τὸ σχῆμα· νῦν γὰρ πρὸς
Ἀλέξανδρον ἀπέστρεψε τὸν λόγον καί φησι T καὶ δή σε,
ὦ Ἀλέξανδρε,

Σχόλια στον Πίνδαρο. , Σχόλια στον Πίνδαρο. (scholia vetera)


Ode P 10, scholion 68a, line 2

εἰσι, τὴν παρὰ τὸ δίκαιον ἐκφεύγοντες ὕβριν.


         οἱονεὶ
οὐκ ἄδικα πράττοντες καὶ μέμψιν ὑφίστανται παρὰ θεῶν.
BDEGQ πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ:ἐφ' οἷς οὔτε νεμε-
σῶσιν αὐτοῖς οἱ θεοὶ, ἀλλὰ φυγόντες τὴν ὑπὲρ τὸ δίκαιον
νέμεσιν οἰκοῦσι χωρὶς πόνων.
         οὐ γὰρ ἀδικοῦσιν ἀλλή-
λους, ἀλλὰ πεφεύγασι τὴν διὰ τὸ παρὰ τὸ δίκαιόν τι πράς-
σειν νέμεσιν, τουτέστι μέμψιν. 68bE
DEGQ ὑπέρδικον Νέμεσιν:ὅτι ὑπερδικαιοῖ καὶ κολά-
ζει τοὺς ἀδικοῦντας ἡ Νέμεσις. 72E
BDEGQ θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ:τῇ γενναίᾳ δὲ πνευ-
στιῶν ψυχῇ ὁ Περσεὺς εἰς αὐτοὺς παρεγένετο, εἰς δὲ τὸ τῶν  
μακαρίων ἀνδρῶν ἔθνος παραγινομένῳ αὐτῷ προκαθηγεῖτο
275

ἡ Ἀθηνᾶ. 68aE
BDEGQ ἔπεφνέ τε Γοργόνα:ἡ ἱστορία ἐστὶ τοιαύτη.
ὅτε ὁ πάππος Ἀκρίσιος ἀποκυήσασαν τὸν Περσέα τὴν Δα-
νάην λάθρα ᾔσθετο, τότε ἐνείρξας αὐτὴν εἰς κιβωτὸν μετὰ
τοῦ παιδὸς καθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος, καὶ προσηνέχθη ἡ κι-
βωτὸς Σερίφῳ τῇ νήσῳ, ἧς Πολυδέκτης ἐβασίλευε. καί ποτε
ἀνδρωθέντος αὐτοῦ καὶ ἑστιωμένου παρὰ τῷ Πολυδέκτῃ, παρ'

Σχόλια στον Πίνδαρο. , Scholia et glossae in Olympia et Pythia (scholia


recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani) (col
Ode-treatise O 13, scholion-section 35, line 1

ἱππείοις, ἀντὶ τοῦ πολεμικοῖς· ἤγουν τίς δὲ ἄλλος ἐπενόησε τὴν


ἐν τοῖς ὅπλοις συμμετρίαν; ἢ (29) τίς ἄλλος ἐπενόησεν ἐν τοῖς
ναοῖς τῶν θεῶν τὸν βασιλέα τῶν ὀρνέων τὸν διπλοῦν, ἤγουν τὸν
διπλοῦν ἀετόν, τουτέστι τὸ λεγόμενον ἀέτωμα; ἐν τούτοις δέ,  
τουτέστι τοῖς Κορινθίοις ἀνθεῖ, ἀντὶ τοῦ ἀκμάζει, περιφανής
ἐστι, δύναμις ποιητικὴ ἡδύπνους, ἤγουν ἡδυμελής, τερπνὰ προ-
τείνουσα μέλη· ἐν τούτοις δὲ ἀνθεῖ Ἄρης, τουτέστι πολε-
μικὴ ἐμπειρία νέων ἀνδρῶν, ἐν αἰχμαῖς, ἀντὶ τοῦ ἐν μάχαις
ὀλεθρίαις.
θεῶν ὑπέρτατε.  – μέγα.
Germ. Φθόνος καὶ νέμεσις οὐ διαφέρουσιν. φθόνος ἡ
νέμεσις, νέμεσις ὁ μερισμός. ἀφθόνητος οὖν ὁ μὴ φθόνον καὶ
μερισμὸν καὶ διχασμὸν ἐμποιῶν ταῖς φήμαις αὐτῶν.
ἤγουν μὴ νεμεσήσῃς τοῖς αὐτῶν ἐπαίνοις, ἀλλὰ νίκης
αἴτιος γενοῦ, ἵνα καὶ τούτων τυγχάνοιεν ἀεί.
         κατά.  –  
ὦ.
         τὸν τῶν Κορινθίων.  – ἀδυστύχητον.  – διεξά-
γων.
         ἐξόρθου, κατευόδου τῆς τύχης τὴν εὐθυδρομίαν.
Germ. Ὁ νοῦς· καὶ ὁ νέμων καὶ διοικῶν τόνδε

Σχόλια στον Πίνδαρο. , Scholia et glossae in Olympia et Pythia (scholia


recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani) (col
Ode-treatise O 13, scholion-section 35, line 2

ἐν τοῖς ὅπλοις συμμετρίαν; ἢ (29) τίς ἄλλος ἐπενόησεν ἐν τοῖς


276

ναοῖς τῶν θεῶν τὸν βασιλέα τῶν ὀρνέων τὸν διπλοῦν, ἤγουν τὸν
διπλοῦν ἀετόν, τουτέστι τὸ λεγόμενον ἀέτωμα; ἐν τούτοις δέ,  
τουτέστι τοῖς Κορινθίοις ἀνθεῖ, ἀντὶ τοῦ ἀκμάζει, περιφανής
ἐστι, δύναμις ποιητικὴ ἡδύπνους, ἤγουν ἡδυμελής, τερπνὰ προ-
τείνουσα μέλη· ἐν τούτοις δὲ ἀνθεῖ Ἄρης, τουτέστι πολε-
μικὴ ἐμπειρία νέων ἀνδρῶν, ἐν αἰχμαῖς, ἀντὶ τοῦ ἐν μάχαις
ὀλεθρίαις.
θεῶν ὑπέρτατε.  – μέγα.
Germ. Φθόνος καὶ νέμεσις οὐ διαφέρουσιν. φθόνος ἡ
νέμεσις, νέμεσις ὁ μερισμός. ἀφθόνητος οὖν ὁ μὴ φθόνον καὶ
μερισμὸν καὶ διχασμὸν ἐμποιῶν ταῖς φήμαις αὐτῶν.
ἤγουν μὴ νεμεσήσῃς τοῖς αὐτῶν ἐπαίνοις, ἀλλὰ νίκης
αἴτιος γενοῦ, ἵνα καὶ τούτων τυγχάνοιεν ἀεί.
         κατά.  –  
ὦ.
         τὸν τῶν Κορινθίων.  – ἀδυστύχητον.  – διεξά-
γων.
         ἐξόρθου, κατευόδου τῆς τύχης τὴν εὐθυδρομίαν.
Germ. Ὁ νοῦς· καὶ ὁ νέμων καὶ διοικῶν τόνδε

Σχόλια στον Πλάτωνα. (scholia vetera)


Dialogue R, Stephanus page 451a, line 6

ταὐτόν (αὐτόν edd.).” οἱ δὲ Ἴωνες ἤεσαν καὶ ἤισαν.


ὄκνος.
εὐλάβεια.
ἦ που.
ἴσως, σχεδόν· τὸ δὲ ἤπουγε πολλῷ πλέον.  
προσκυνῶ δὲ Ἀδράστειαν.
τρεῖς Μοίρας εἶναι θυγατέρας Ἀνάγκης φασίν, Κλωθώ, Λάχεσιν,
Ἄτροπον, ἣν καὶ Ἀδράστειαν καλοῦσιν, ὅτιπερ οὐκ ἄν τις αὐτὴν
ἀποδράσειεν, ἢ ὅτι ἀειδράστειά τις οἷόν ἐστιν, ὡς ἀεὶ δρῶσα τὰ καθ'
ἑαυτήν, ἢ ὡς πολυδράστεια· πολλὰ γὰρ δρᾷ· τοῦ ἄλφα †πλήθους
(l. πλῆθος) δηλοῦντος ὡς ἐπὶ τῆς ἀξύλου ὕλης. ἡ δὲ αὐτὴ καὶ Νέμεσις
λέγεται ἀπὸ τῆς νεμήσεως, ὡς διαιροῦσα καὶ νέμουσα τὸ ἐπιβάλλον
ἑκάστῳ. χαριέντων.
νῦν τῶν ἐν ἔργῳ τὸ σκώπτειν ποιουμένων.
φιλοπαίσμων. Ἀττικῶς ὁ φιλοπαίγμων. νεῖ.
νῦν κολυμβᾷ· σημαίνει δὲ καὶ τὸ νήθει. νευστέον.
κολυμβητέον.
277

Σχόλια στον Σοφοκλή. (scholia vetera)


Play OC, verse 1676, line 15

  ψυχῆς ἀφειδήσαντε προὐστήτην φόνου·


καὶ πάλιν
  ὅρα κακῶς πράσσοντε μὴ μείζω κακὰ
  κτησώμεθα·
καὶ Ὅμηρος
  τὼ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι·
καὶ Ἡσίοδος
  καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
  λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
  ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴσαν προλιπόντ' ἀνθρώπους
  Αἰδὼς καὶ Νέμεσις.
 ἀντὶ τοῦ ἰδοῦσαι καὶ παθοῦσαι.
 οὐκ ἔστι κ. ἑ.οὐδὲ εἰκόνα ἔχω λαβεῖν τοῦ
πάθους.
 ὡς μάλιστ' ἂν εἰ πόθῳ λάβοιςὡς μάλιστά
τις ποθήσαι μαθεῖν ὅπως βέβηκεν οἷον παραδόξως·
καὶ ἐπιφέρει τὴν αἰτίαν τοῦ παραδόξου δοκοῦντος εἶναι.  
 ὡς ἂν ἐπιποθήσαις τὸν τρόπον τῆς τελευτῆς μαθεῖν.
 τί γάρ; ὅτῳ μήτ' Ἄρηςπρὸς τὸ ἄνω,

Σχόλια στον Σοφοκλή. (scholia vetera)


Play OC, verse 1751, line 3

ἐστι τὸ παθητικὸν καὶ μάλιστα πράττουσιν αἱ γυναῖκες


ἐν τοῖς τοιούτοις συμπτώμασιν ἀεὶ ἐπιφοιτᾶν θέλουσαι
τοῖς τῶν θανόντων τάφοις.  
 τὸ ἑξῆς, οὐχ ὁρᾷς καὶ τόδε ὡς ἄταφος
ἔπιτνε δίχα τε παντός; τὰ δὲ ἄλλα διὰ μέσου κατ'
ἀκόλουθον τῆς Ἀντιγόνης.
 χ.
 σφῷνκακῶς ἡ ἀντωνυμία διὸ τὸ χ.
 τῇ μὲν ἑρμηνείᾳ ἐπιστῆσαι ἄξιον τὸ δὲ τῆς
διανοίας σαφές· φησὶ γὰρ ὁ χορός, μὴ θρηνεῖτε, ὦ
παῖδες· νέμεσις γάρ ἐστι τοῦτον θρηνεῖν ᾧ τὰ τῆς
τελευτῆς κατὰ χάριν ἀπέβη· οὐ χρὴ οὖν τούτους πεν-
θεῖν οἷς κεχαρισμένον ἐστὶ τὸ ἀποθανεῖν.
 παραφύλαξον τὴν τέχνην πῶς καὶ αἱ νέαι
278

μὲν ἄπειροι τῶνκατὰ τὴν ὑπόθεσιν λοιπὸν δὲ


[ἔνια] παρὰ τοῦ Θησέως μανθάνομεν τίνα ἦν ἔνια
τῶν εἰρημένων αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Οἰδίποδος. τὰ τελευ-
ταῖα καὶ δυστραπελώτερα καὶ οὐ ῥᾳδίως ἐστὶν αὐτῶν
κατακρατῆσαι ἐν τῇ ἐξηγήσει· πεποίηται γὰρ ταῦτα
εἰς τὸ ἀσαφέστερον.

Σχόλια στον Σοφοκλή, Scholia in Sophoclis Oedipum Coloneum


(scholia vetera) Hypothesis-scholion 1676, line 14

  ψυχῆς ἀφειδήσαντε προυστήτην φόνου.


καὶ πάλιν [v. 1003 s.]
  ὅρα κακῶς πράσσοντε μὴ μείζω κακὰ
  κτησώμεθα.
καὶ Ὅμηρος [E 778]
  τὼ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι.
καὶ Ἡσίοδος [Ἔ. κ. Ἡ. 197 ss.]
  καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
  λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
  ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴσαν προλιπόντ' ἀνθρώπους
  Αἰδὼς καὶ Νέμεσις. L
ἀντὶ τοῦ ἰδοῦσαι καὶ παθοῦσαι. LR
οὐκ ἔστι] οὐδὲ εἰκόνα ἔχω λαβεῖν τοῦ πάθους. LRM
ὡς μάλιστ' ἂν εἰ πόθῳ λάβοις: ὡς μάλιστά τις ποθήσαι μαθεῖν ὅπως
βέβηκεν, οἷον παραδόξως· καὶ ἐπιφέρει τὴν αἰτίαν τοῦ παραδόξου δο-
κοῦντος εἶναι LRM
ὡς ἂν ἐπιποθήσαις τὸν τρόπον τῆς τελευτῆς μαθεῖν. LR
τί γάρ; ὅτῳ μήτ' Ἄρης: πρὸς τὸ ἄνω· τί γάρ ἐστιν εἰκονίσαι ἐκείνῳ
πάνυ, ᾧ τινι μήτε πόλεμος μήτε νόσος ἐπῆλθεν, ἀλλ' ἀφανῶς διὰ χά-
σματος ἀπολομένῳ; LRM  
τὸ τάλαινα διὰ μέσου ἀναπεφώνηται.

Σχόλια στον Σοφοκλή, Scholia in Sophoclis Oedipum Coloneum


(scholia vetera) Hypothesis-scholion 1751,line 2

ὡς τί ῥέξωμεν;: κατὰ κῶλον ἀλλήλαις διαλέγονται πάνυ παθητικῶς·


καὶ μή τινι ἀπίθανον δόξῃ καὶ ἀνοικονόμητον [καὶ] τὸ ἐπιθυμεῖν τὴν
Ἀντιγόνην ὀπίσω ἀπιέναι ἐπὶ τὸν τοῦ πατρὸς τάφον, μὴ ἐπισταμένην
τὰ κατ' αὐτὸν ὅπως ἀπέθανεν· ἀλλὰ τὸ ἦθός ἐστι τὸ παθητικὸν καὶ μά-
λιστα πράττουσιν αἱ γυναῖκες ἐν τοῖς τοιούτοις συμπτώμασιν, ἀεὶ ἐπι-
279

φοιτᾶν θέλουσαι τοῖς τῶν θανόντων τάφοις. LRM


τὸ ἑξῆς, οὐχ ὁρᾷς καὶ τόδε, ὡς ἄταφος ἔπιτνε, δίχα τε παντός· τὰ δὲ
ἄλλα διὰ μέσου κατ' ἀκόλουθον τῆς Ἀντιγόνης. LRM
σφῷν] κακῶς ἡ ἀντωνυμία. διὸ τὸ χ. L
τῇ μὲν ἑρμηνείᾳ ἐπιστῆσαι ἄξιον, τὸ δὲ τῆς διανοίας σαφές· φησὶ γὰρ
ὁ χορός, μὴ θρηνεῖτε, ὦ παῖδες· νέμεσις γάρ ἐστι τοῦτον θρηνεῖν ᾧ τὰ
τῆς τελευτῆς κατὰ χάριν ἀπέβη. οὐ χρὴ οὖν τούτους πενθεῖν οἷς κεχα-
ρισμένον ἐστὶ τὸ ἀποθανεῖν. LRM
παραφύλαξον τὴν τέχνην πῶς καὶ αἱ νέαι μὲν ἄπειροι κατὰ τὴν ὑπό-
θεσιν ... λοιπὸν [ἔνια] παρὰ τοῦ Θησέως μανθάνομεν, τίνα ἦν ἔνια τῶν
εἰρημένων αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Οἰδίποδος. τὰ τελευταῖα καὶ δυστραπελώτερα
καὶ οὐ ῥᾳδίως ἐστὶν αὐτῶν κατακρατῆσαι ἐν τῇ ἐξηγήσει· πεποίηται
γὰρ ταῦτα εἰς τὸ ἀσαφέστερον. LRM
εἰ ἀρέσκει τούτῳ ταῦτα, τὸ μὴ λεχθῆναι ἡμῖν, καὶ ἡμῖν ἀρκεῖ τὸ μὴ
ἀκοῦσαι.

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 7, epigram 358, line 2

ΔΑΜΑΓΗΤΟΥ

Τὴν ἱλαρὰν φωνὴν καὶ τίμιον, ὦ παριόντες,


 τῷ χρηστῷ “χαίρειν” εἴπατε Πραξιτέλει·
ἦν δ' ὡνὴρ Μουσῶν ἱκανὴ μερὶς ἠδὲ παρ' οἴνῳ
 κρήγυος.  – ”Ὦ χαίροις, Ἄνδριε Πραξίτελες.”
Ζωὴν συλήσας δωρῇ τάφον· ἀλλά με κρύπτεις,
 οὐ θάπτεις. τοίου καὐτὸς ὄναιο τάφου.
Κἄν με κατακρύπτῃς ὡς οὐδενὸς ἀνδρὸς ὁρῶντος,
 ὄμμα Δίκης καθορᾷ πάντα τὰ γινόμενα.
Ἔκτανες, εἶτά μ' ἔθαπτες, ἀτάσθαλε, χερσὶν ἐκείναις,
 αἷς με διεχρήσω· μή σε λάθοι Νέμεσις.  
Εἴ με νέκυν κατέθαπτες ἰδὼν οἰκτίρμονι θυμῷ,
 εἶχες ἂν ἐκ μακάρων μισθὸν ἐπ' εὐσεβίῃ·
νῦν δ' ὅτε δὴ τύμβῳ με κατακρύπτεις ὁ φονεύσας,
 τῶν αὐτῶν μετέχοις, ὧνπερ ἐμοὶ παρέχεις.
Χερσὶ κατακτείνας τάφον ἔκτισας, οὐχ ἵνα θάψῃς,
 ἀλλ' ἵνα με κρύψῃς· ταὐτὸ δὲ καὶ σὺ πάθοις.

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 7, epigram 525, line 5


280

ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Ὅστις ἐμὸν παρὰ σῆμα φέρεις πόδα, Καλλιμάχου με


 ἴσθι Κυρηναίου παῖδά τε καὶ γενέτην.
εἰδείης δ' ἄμφω κεν· ὁ μέν κοτε πατρίδος ὅπλων
 ἦρξεν, ὁ δ' ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης.
οὐ νέμεσις· Μοῦσαι γάρ, ὅσους ἴδον ὄμματι παῖδας
 μὴ λοξῷ, πολιοὺς οὐκ ἀπέθεντο φίλους.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 7, epigram 628, line 3

ΚΡΙΝΑΓΟΡΟΥ

Ἠρνήσαντο καὶ ἄλλαι ἑὸν πάρος οὔνομα νῆσοι


 ἀκλεές, ἐς δ' ἀνδρῶν ἦλθον ὁμωνυμίην·
κληθείητε καὶ ὔμμες Ἐρωτίδες· οὐ νέμεσίς τοι
 Ὀξείαις ταύτην κλῆσιν ἀμειψαμέναις.
παιδὶ γάρ, ὃν τύμβῳ Δίης ὑπεθήκατο βώλου,
 οὔνομα καὶ μορφὴν αὐτὸς ἔδωκεν Ἔρως.
ὦ χθὼν σηματόεσσα καὶ ἡ παρὰ θινὶ θάλασσα,
 παιδὶ σὺ μὲν κούφη κεῖσο, σὺ δ' ἡσυχίη.

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 8, epigram 152, line 3

Εὐσέβιον, Βασίλισσα μεγακλέες ἐνθάδε κεῖνται,


 Ξώλων ἠγαθέων θρέμματα χριστοφόρων,
καὶ Νόννης ζαθέης ἱερὸν δέμας. ὅστις ἀμείβεις
 τούσδε τάφους, ψυχῶν μνώεο τῶν μεγάλων.
Αἰεί σοι νόος ἦεν ἐς οὐρανὸν οὐδ' ἐπὶ γαίης
 ἤρειδες χθαμαλῆς ἴχνιον οὐδ' ὀλίγον·
τοὔνεκεν ὡς τάχος ἦλθες ἀπὸ χθονός· Εὐλάλιος δὲ
 σὴν κόνιν ἀμφιέπει σὸς κάσις, Ἑλλάδιε.  
Τὸν νεαρόν, Χριστῷ δὲ μέγαν πολιόν τε νόημα
 χῶρος ὅδ' ἀθλοφόρων Ἑλλάδιον κατέχω·
οὐ νέμεσις· κείνοις γὰρ ὁμοίιον ἄλγος ἀνέτλη
 σβεννὺς ἀντιπάλου τοῦ φθονεροῖο μόθον.
Μικρὸν μὲν πνείεσκες ἐπὶ χθονὶ σαρκὸς ἀνάγκῃ,
 πλείονα δὲ ζωῆς ὑψόθι μοῖραν ἔχεις,
281

Ἑλλάδιε, Χριστοῖο μέγα κλέος· εἰ δὲ τάχιστα


 δεσμῶν ἐξελύθης, τοῦτο γέρας καμάτων.
Καὶ σύ, Γεωργίοιο φίλον δέμας, ἐνθάδε κεῖσαι,
 ὃς πολλὰς Χριστῷ πέμψας ἁγνὰς θυσίας·
σὺν δὲ κασιγνήτη σῶμα, φρένας, ἡ Βασίλισσα,
 ξυνὸν ἔχει μεγάλη καὶ τάφον ὡς βίοτον.
Χώρης τῆσδ' ἱερῆς Εὐπράξιον ἀρχιερῆα

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 9, epigram 260, line 2

ΣΕΚΟΥΝΔΟΥ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

Ἡ τὸ πάλαι Λαῒς πάντων βέλος οὐκέτι Λαΐς,


 ἀλλ' ἐτέων φανερὴ πᾶσιν ἐγὼ Νέμεσις.
οὐ μὰ Κύπριν – τί δὲ Κύπρις ἐμοί γ' ἔτι, πλὴν ὅσον ὅρκος;  –  
 γνώριμον οὐδ' αὐτῇ Λαΐδι Λαῒς ἔτι.

ΕΠΙΓΟΝΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΣ

Ἡ πάρος εὐπετάλοισιν ἐν οἰνάνθαις νεάσασα


 καὶ τετανῶν βοτρύων ῥᾶγα κομισσαμένη
νῦν οὕτω γραιοῦμαι. ἴδ', ὁ χρόνος οἷα δαμάζει·
 καὶ σταφυλὴ γήρως αἰσθάνεται ῥυτίδων.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 9, epigram 405, line 2

ΔΙΟΔΩΡΟΥ

Ἀδρήστειά σε δῖα καὶ ἰχναίη σε φυλάσσοι


 παρθένος, ἡ πολλοὺς ψευσαμένη, Νέμεσις·
δείδια σόν τε φυῆς ἐρατὸν τύπον ἠδὲ σά, κοῦρε,
 δήνεα, θεσπεσίης καὶ μένος ἠνορέης
καὶ σοφίην καὶ μῆτιν ἐπίφρονα. τοιάδε τέκνα,
 Δροῦσε, πέλειν μακάρων πευθόμεθ' ἀθανάτων.

ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ ΚΑΡΥΣΤΙΟΥ
282

Ἀργυρέη κρηνίς με, τὸν οὐκέτι μακρὰ βοῶντα


 βάτραχον, οἰνηραῖς ἔσχεν ὑπὸ σταγόσιν·
κεῖμαι δ' ἐν Νύμφαις, κείναις φίλος οὐδὲ Λυαίῳ
 ἐχθρός, ὑπ' ἀμφοτέρων λουόμενος σταγόσιν.
ὀψέ ποτ' εἰς Διόνυσον ἐκώμασα. φεῦ, τίνες ὕδωρ

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 9, epigram 739, line 3

ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Ἤπαφε καὶ σὲ μύωπα Μύρων, ὅτι κέντρον ἐρείδεις


 πλευραῖς χαλκοχύτοις ἀντιτύποιο βοός.
οὐ νέμεσις δὲ μύωπι. τί γὰρ τόσον; εἴ γε καὶ αὐτοὺς
 ὀφθαλμοὺς νομέων ἠπερόπευσε Μύρων.

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 12, epigram 12, line 2

ΦΛΑΚΚΟΥ

Ἄρτι γενειάζων ὁ καλὸς καὶ στερρὸς ἐρασταῖς


 παιδὸς ἐρᾷ Λάδων. σύντομος ἡ Νέμεσις.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 12, epigram 33, line 4

ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἦν καλὸς Ἡράκλειτος, ὅτ' ἦν ποτε· νῦν δὲ παρ' ἥβην


 κηρύσσει πόλεμον δέρρις ὀπισθοβάταις·
ἀλλά, Πολυξενίδη, τάδ' ὁρῶν μὴ γαῦρα φρυάσσου·
 ἔστι καὶ ἐν γλουτοῖς φυομένη Νέμεσις.

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 12, epigram 140, line 3


283

ΑΔΗΛΟΝ

Τὸν καλὸν ὡς ἰδόμαν Ἀρχέστρατον, οὐ μὰ τὸν Ἑρμᾶν,


 οὐ καλὸν αὐτὸν ἔφαν, οὐ γὰρ ἄγαν ἐδόκει.
εἶπα, καὶ ἁ Νέμεσίς με συνάρπασε, κεὐθὺς ἐκείμαν
 ἐν πυρί, παῖς δ' ἐπ' ἐμοὶ Ζεὺς ἐκεραυνοβόλει.
τὸν παῖδ' ἱλασόμεσθ' ἢ τὰν θεόν; ἀλλὰ θεοῦ μοι
 ἔστιν ὁ παῖς κρέσσων· χαιρέτω ἁ Νέμεσις.

ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἐφθέγξω, ναὶ Κύπριν, ἃ μὴ θεός, ὦ μέγα τολμᾶν


 θυμὲ μαθών· Θήρων σοὶ καλὸς οὐκ ἐφάνη·
σοὶ καλὸς οὐκ ἐφάνη Θήρων· ἀλλ' αὐτὸς ὑπέστης,
 οὐδὲ Διὸς πτήξας πῦρ τὸ κεραυνοβόλον.
τοιγάρ, ἰδού, τὸν πρόσθε λάλον προὔθηκεν ἰδέσθαι
 δεῖγμα θρασυστομίης ἡ βαρύφρων Νέμεσις.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 12, epigram 140, line 6

ΑΔΗΛΟΝ

Τὸν καλὸν ὡς ἰδόμαν Ἀρχέστρατον, οὐ μὰ τὸν Ἑρμᾶν,


 οὐ καλὸν αὐτὸν ἔφαν, οὐ γὰρ ἄγαν ἐδόκει.
εἶπα, καὶ ἁ Νέμεσίς με συνάρπασε, κεὐθὺς ἐκείμαν
 ἐν πυρί, παῖς δ' ἐπ' ἐμοὶ Ζεὺς ἐκεραυνοβόλει.
τὸν παῖδ' ἱλασόμεσθ' ἢ τὰν θεόν; ἀλλὰ θεοῦ μοι
 ἔστιν ὁ παῖς κρέσσων· χαιρέτω ἁ Νέμεσις.

ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἐφθέγξω, ναὶ Κύπριν, ἃ μὴ θεός, ὦ μέγα τολμᾶν


 θυμὲ μαθών· Θήρων σοὶ καλὸς οὐκ ἐφάνη·
σοὶ καλὸς οὐκ ἐφάνη Θήρων· ἀλλ' αὐτὸς ὑπέστης,
 οὐδὲ Διὸς πτήξας πῦρ τὸ κεραυνοβόλον.
τοιγάρ, ἰδού, τὸν πρόσθε λάλον προὔθηκεν ἰδέσθαι
 δεῖγμα θρασυστομίης ἡ βαρύφρων Νέμεσις.  
284

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 12, epigram 160, line 6

ΑΔΗΛΟΝ

Θαρσαλέως τρηχεῖαν ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀνίην


 οἴσω, καὶ χαλεπῆς δεσμὸν ἀλυκτοπέδης·
οὐ γάρ πω, Νίκανδρε, βολὰς ἐδάημεν Ἔρωτος
 νῦν μόνον, ἀλλὰ πόθων πολλάκις ἡψάμεθα.
καὶ σὺ μέν, Ἀδρήστεια, κακῆς ἀντάξια βουλῆς
 τῖσαι, καὶ μακάρων πικροτάτη Νέμεσις.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 16, epigram 221, line 10

ΘΕΑΙΤΗΤΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ

Χιονέην με λίθον παλιναυξέος ἐκ περιωπῆς


 λαοτύπος τμήξας πετροτόμοις ἀκίσι
Μῆδος ἐποντοπόρευσεν, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ,
 τῆς κατ' Ἀθηναίων σύμβολα καμμονίης.
ὡς δὲ δαϊζομένοις Μαραθὼν ἀντέκτυπε Πέρσαις
 καὶ νέες ὑγροπόρουν χεύμασιν αἱμαλέοις,
ἔξεσαν Ἀδρήστειαν ἀριστώδινες Ἀθῆναι,
 δαίμον' ὑπερφιάλοις ἀντίπαλον μερόπων.
ἀντιταλαντεύω τὰς ἐλπίδας· εἰμὶ δὲ καὶ νῦν
 Νίκη Ἐρεχθείδαις, Ἀσσυρίοις Νέμεσις.

ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μήδοις ἐλπισθεῖσα τροπαιοφόρος λίθος εἶναι


 ἠλλάχθην μορφὴν καίριον εἰς Νέμεσιν
ἔνδικος ἱδρυνθεῖσα θεὰ Ῥαμνοῦντος ἐπ' ὄχθαις,
 νίκης καὶ σοφίης Ἀτθίδι μαρτύριον.
Ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ
 μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν.
Ἡ Νέμεσις πῆχυν κατέχω. “Τίνος οὕνεκα;” λέξεις.
 πᾶσι παραγγέλλω· Μηδὲν ὑπὲρ τὸ μέτρον.  
285

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 16, epigram 223, line 1

 καὶ νέες ὑγροπόρουν χεύμασιν αἱμαλέοις,


ἔξεσαν Ἀδρήστειαν ἀριστώδινες Ἀθῆναι,
 δαίμον' ὑπερφιάλοις ἀντίπαλον μερόπων.
ἀντιταλαντεύω τὰς ἐλπίδας· εἰμὶ δὲ καὶ νῦν
 Νίκη Ἐρεχθείδαις, Ἀσσυρίοις Νέμεσις.

ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μήδοις ἐλπισθεῖσα τροπαιοφόρος λίθος εἶναι


 ἠλλάχθην μορφὴν καίριον εἰς Νέμεσιν
ἔνδικος ἱδρυνθεῖσα θεὰ Ῥαμνοῦντος ἐπ' ὄχθαις,
 νίκης καὶ σοφίης Ἀτθίδι μαρτύριον.
Ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ
 μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν.
Ἡ Νέμεσις πῆχυν κατέχω. “Τίνος οὕνεκα;” λέξεις.
 πᾶσι παραγγέλλω· Μηδὲν ὑπὲρ τὸ μέτρον.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 16, epigram 224, line 1

 δαίμον' ὑπερφιάλοις ἀντίπαλον μερόπων.


ἀντιταλαντεύω τὰς ἐλπίδας· εἰμὶ δὲ καὶ νῦν
 Νίκη Ἐρεχθείδαις, Ἀσσυρίοις Νέμεσις.

ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μήδοις ἐλπισθεῖσα τροπαιοφόρος λίθος εἶναι


 ἠλλάχθην μορφὴν καίριον εἰς Νέμεσιν
ἔνδικος ἱδρυνθεῖσα θεὰ Ῥαμνοῦντος ἐπ' ὄχθαις,
 νίκης καὶ σοφίης Ἀτθίδι μαρτύριον.
Ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ
 μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν.
Ἡ Νέμεσις πῆχυν κατέχω. “Τίνος οὕνεκα;” λέξεις.
 πᾶσι παραγγέλλω· Μηδὲν ὑπὲρ τὸ μέτρον.  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 16, epigram 251, line 2

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
286

Τὸν Σάτυρον Διόδωρος ἐκοίμισεν, οὐκ ἐτόρευσεν·


 ἢν νύξῃς, ἐγερεῖς· ἄργυρος ὕπνον ἔχει.
Δερκόμενος ξόανον καλὸν τόδε, τὰν Ἀφροδίταν,
 ὤνθρωφ', ἱλάσκευ πλατίον ἑζόμενος·
αἴνει δὲ Γλυκέραν Διονυσίου, ἅ μ' ἀνέθηκε
 πορφυρέας ἁπαλὸν κῦμα παρ' ἠιόνος.  
Ὁ πτανὸς τὸν πτανὸν ἴδ' ὡς ἄγνυσι κεραυνὸν
 δεικνύς, ὡς κρεῖσσον πῦρ πυρός ἐστιν Ἔρως.
Πτανῷ πτανὸν Ἔρωτα τὸν ἀντίον ἔπλασ' Ἔρωτι
 ἁ Νέμεσις τόξῳ τόξον ἀμυνομένα,
ὥς κε πάθῃ, τά γ' ἔρεξεν· ὁ δὲ θρασύς, ὁ πρὶν ἀταρβὴς
 δακρύει πικρῶν γευσάμενος βελέων·
ἐς δὲ βαθὺν τρὶς κόλπον ἀπέπτυσεν. ἆ μέγα θαῦμα,
 φλέξει τις πυρὶ πῦρ, ἥψατ' Ἔρωτος Ἔρως.
Κἀγὼ Κύπριδος αἷμα· κασιγνήτῳ δέ με μήτηρ
 ᾔνεσε τόξα φέρειν ἀντία καὶ πτέρυγας.
Ἄρτεμι, ποῦ σοι τόξα παραυχενίη τε φαρέτρη,
 ποῦ δὲ Λυκαστείων ἐνδρομὶς ἀρβυλίδων
πόρπη τε χρυσοῖο τετυγμένη ἠδὲ πρὸς ἄκρην
 ἰγνύην φοῖνιξ πέπλος ἑλισσόμενος;  –  

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 16, epigram 263, line 2

ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Ἀμφοτέραις παρ' ὁδοῖσι φύλαξ ἕστηκα Πρίηπος


 ἰθυτενὲς μηρῶν ὀρθιάσας ῥόπαλον.
εἵσατο γὰρ πιστόν με Θεόκριτος· ἀλλ' ἀποτηλοῦ,
 φώρ, ἴθι, μὴ κλαύσῃς τὴν φλέβα δεξάμενος.
Ὁ τραγόπους ὁ τὸν ἀσκὸν ἐπηρμένος αἵ τε γελῶσαι
 Νύμφαι Πραξιτέλους ἥ τε καλὴ Δανάη·
λύγδινα πάντα, καὶ ἄκρα σοφαὶ χέρες. αὐτὸς ὁ Μῶμος
 φθέγξεται· “Ἄκρητος, Ζεῦ πάτερ, ἡ σοφίη.”  
Πρίν με λίθον Πέρσαι δεῦρ' ἤγαγον, ὄφρα τρόπαιον
 στήσονται νίκας· εἰμὶ δὲ νῦν Νέμεσις.
ἀμφοτέροις δ' ἕστηκα, καὶ Ἑλλήνεσσι τρόπαιον
 νίκας καὶ Πέρσαις τοῦ πολέμου νέμεσις.
Ἴσιδι καρποτόκῳ, σταχυμήτορι, μυριομόρφῳ,
λαϊνέῳ ταλάρῳ μογερῶν ἀπάνευθεν ἀρότρων
287

αὐτόματοι στείχουσιν ἑὴν πρὸς μητέρα καρποί.


Ταῖς Νύμφαις τόδ' ἄγαλμα· μέλοι δ' αὐταῖσιν ὁ χῶρος,
 ναὶ μέλοι, ὡς κρήναις ἄφθιτα ῥεῖθρα ῥέοι.
Τίς τὸν ἐπ' ἐσθλοῖσιν παμπενθέα καὶ τρισάλαστον
 Μῶμον ἀμωμήτοις χερσὶν ἀνεπλάσατο;

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 16, epigram 263, line 4

 ἰθυτενὲς μηρῶν ὀρθιάσας ῥόπαλον.


εἵσατο γὰρ πιστόν με Θεόκριτος· ἀλλ' ἀποτηλοῦ,
 φώρ, ἴθι, μὴ κλαύσῃς τὴν φλέβα δεξάμενος.
Ὁ τραγόπους ὁ τὸν ἀσκὸν ἐπηρμένος αἵ τε γελῶσαι
 Νύμφαι Πραξιτέλους ἥ τε καλὴ Δανάη·
λύγδινα πάντα, καὶ ἄκρα σοφαὶ χέρες. αὐτὸς ὁ Μῶμος
 φθέγξεται· “Ἄκρητος, Ζεῦ πάτερ, ἡ σοφίη.”  
Πρίν με λίθον Πέρσαι δεῦρ' ἤγαγον, ὄφρα τρόπαιον
 στήσονται νίκας· εἰμὶ δὲ νῦν Νέμεσις.
ἀμφοτέροις δ' ἕστηκα, καὶ Ἑλλήνεσσι τρόπαιον
 νίκας καὶ Πέρσαις τοῦ πολέμου νέμεσις.
Ἴσιδι καρποτόκῳ, σταχυμήτορι, μυριομόρφῳ,
λαϊνέῳ ταλάρῳ μογερῶν ἀπάνευθεν ἀρότρων
αὐτόματοι στείχουσιν ἑὴν πρὸς μητέρα καρποί.
Ταῖς Νύμφαις τόδ' ἄγαλμα· μέλοι δ' αὐταῖσιν ὁ χῶρος,
 ναὶ μέλοι, ὡς κρήναις ἄφθιτα ῥεῖθρα ῥέοι.
Τίς τὸν ἐπ' ἐσθλοῖσιν παμπενθέα καὶ τρισάλαστον
 Μῶμον ἀμωμήτοις χερσὶν ἀνεπλάσατο;
ὡς ὁ γέρων ἐπὶ γᾶς βεβλημένος οἷά τις ἔμπνους
 ἀμπαύει λύπας γυῖα βαρυνόμενος,
μανύει δίστοιχος ὀλέθριος ὄγμος ὀδόντων

Ελληνική ανθολογία. Epigrammata dedicatoria


Epigram 263, line 34

ἢ ποίην χιλῷ εὐαλδέϊ χλωραθέουσαν


δμωὴν κυανέου Ἄϊδος ῥήξειε μάκελλαν,
σῆμα νέον τεύχων, ἠὲ πρότερον κεραΐζων.
Οὐ Θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱρόχθονα βῶλον,
πλὴν ὅ κεν αἵματος ᾖσι, καὶ ἔκγονος ἑσσαμένοιο,
(κείνοις δ' οὐκ ἀθέμιστον) ἐπεὶ τιμάορος ἵστωρ.
Καὶ γὰρ Ἀθηναίη [ποτ'] Ἐριχθόνιον βασιλῆα
νηῷ ἐγκατέθηκε, συνέστιον ἔμμεναι ἱρῶν.
Εἰ δέ τῳ ἄκλυτα ταῦτα, καὶ οὐκ ἐπιπείσεται αὐτοῖς,
288

ἀλλ' ἀποτιμήσει, μή οἱ νήτιτα γένηται·


ἀλλά μιν ἀπρόφατος Νέμεσις, καὶ ῥόμβος ἀλάστωρ
τίσονται, στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα.
Οὐδὲ γὰρ ἴφθιμον Τριόπεω μένος Αἰολίδαο
ὤναθ', ὅτε νηὸν Δημήτερος ἐξαλάπαξεν.
Τῷ ἤτοι ποινὴν καὶ ἐπωνυμίην ἀλέασθαι
χώρου, μή τοι ἕπηται ἔπι Τριόπειος Ἐρινύς.

Ελληνική ανθολογία. Epigrammata sepulcralia


Epigram 419, line 4

ΑΛΛΟ.

Συνναδεὺς θεράπων Ἀπολλώνιος ἐνθάδε Μόσχου


 λιτῇ ὑπὸ στήλῃ κέκλιμαι ὠκύμορος·
ἣν παρίοις εὔφημος ἀεὶ, ξένε, μηδ' ἐπὶ λύμῃ
 χεῖρα βάλοις· φθιμένων ὠκυτάτη Νέμεσις.

Ελληνική ανθολογία. Epigrammata sepulcralia Epigram 664, line 9

ΑΛΛΟ.

Ἀέναον τόδε σῆμα πατὴρ ἵδρυσε θυγατρὶ,


 ἀθανάτην τιμὴν, μνημόσυνον δακρύων.
Μήτηρ δ' ἡ βαρυπενθὴς ἐπὶ τέκνου ταχυμοίρου
 ἐνθ' αὐτὴν ζῶσαν συγκατέθηκα τάφῳ,
 εἰνὶ κόνει στοργῆς δάκρυσι μυρομένα.
Χαίροις, ἐσθλὲ ὁδῖτα· σοφῶς σοι μάνυε τιμὰν
Πλούτωνος βασιλῆος ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
 ᾧ, χωρὶς μακάρων, πάντες ὀφειλόμεθα.
Ἔστι καὶ ἐν φθιμένοις Νέμεσις μέγα, ἔστ' ἐπὶ τύμβοις.
 [Μὴ νοέων] τύμβον ἄλλ' ἢ ἐμοῦ πάριθι.

Ελληνική ανθολογία. Epigrammata exhortatoria et supplicatoria


Epigram 97, line 1
289

ΑΛΛΟ.

Οὐ νέμεσις ἀπαφίσκειν οὐδὲ θεοῖς βασιλῆας


οἷσι κακορραφίη τε μέλει καὶ ἔχθεα λυγρά·
οἷα καὶ Ἀτρείωνι ἀνάρσια ἔργα τέτυκται
εἰς Ἀχιλῆα περίφρονα, ὄρχαμον ἡγεμονήων.
Τῷ ῥα καὶ ἐξαπάτηται καὶ πολὺν ὤλεσε λαόν.
Οὕτως ἡ πλεονεξία ἔπλετο πᾶσι κακίστη.

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae (e cod. Leidense)


Centuria 2, section 81, line 1

Ὑπερίδης ὁ ῥήτωρ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστογείτονα· “καὶ οὐδὲ


ἐκ τῆς παροιμίας δύνασαι μανθάνειν τὸ μὴ
κινεῖν κακὸν εὖ κείμενον.”μετῆκται δὲ ἐκ τοῦ ἐν
Ῥόδῳ κολοσσοῦ, ὃς πεσὼν πολλὰς οἰκίας κατέσεισε. βασι-
λέως δὲ βουλομένου αὐτὸν ἀναστῆσαι φοβούμενοι οἱ Ῥό-
διοι μὴ πάλιν καταπέσῃ, τὸ προκείμενον ἐπεφθέγξαντο.
 Μηδὲν ἄγαν:ἑνὸς τῶν ἑπτὰ σοφῶν τὸ ἀπόφθεγμα,
ὅμοιον τῷ· μηδὲν ὑπὲρ τὸ μέτρον. 

Ν.

 Νῷ πείθου:ὁμοία τῇ· θεῷ ἕπου. 


 Νέμεσις δέ γε παρὰ πόδας βαίνει:παρόσον μέτ-
εισι ταχέως ἡ δαίμων τοὺς ἡμαρτηκότας.

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae (e cod. Mosq.)


Centuria 4, section 45, line 1

 Μυσῶν λεία:οἱ γὰρ περίοικοι τοὺς Μυσοὺς ἐλήϊζον.


 Μὴ κίνει Καμάριναν:λίμνη, ἣν ἀπηγόρευεν ὁ
χρησμὸς μετοχετεῦσαι· οἱ δὲ χρησαμένου παρακούσαντες
ἐβλάβησαν.
 Μωμήσεται μᾶλλον ἢ μιμήσεται:ἐπὶ τῶν ἀπαι-
δεύτων.
 Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ οὐδὲ μία μέλισσα
μέλι.
 Μασχάλας αἴρειν:ἐπὶ τῶν πολλάκις πινόντων.
290

ΑΡΧΗ ΤΟΥ Ν.

 Νέμεσις δέ γε παρὰ πόδα βαίνει:παρόσον μέτ-


εισι ταχέως ἡ δαίμων τοὺς ἡμαρτηκότας.
 Νῷ πείθου:ὁμοία τῇ· θεῷ ἕπου.
 Νεκρῷ μῦθον εἰς οὖς ἔλεγεν:ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐον-
τος. καὶ ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων.
 Νεφέλας ξαίνεις:ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων.
 Ναῦς ἱκετεύει πέτραν:ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀναισθήτων.

Macarius Chrysocephalus Paroemiogr., Paroemiae Centuria 1, section


28, line 1

ΑΔ.

 Ἄδακρυς πόλεμος:ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως τὰ πράγματα


κατορθούντων.
 Ἀδύνατα θηρᾷς:ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχει-
ρούντων.
 Ἀδεὲς δέος:δήλη ἡ παροιμία.
 Ἀδράστεια Νέμεσις:ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐ-
δαιμονησάντων, ὥσπερ ὁ Ἄδραστος, ὕστερον δὲ δυστυχη-
σάντων.
 Ἀδελφὸς παρείη:ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς
βοήθειαν.

Macarius Chrysocephalus Paroemiogr., Paroemiae


Centuria 4, section 79, line 1

 Ἱερὰ ἄγκυρα:ἤγουν ἰσχυρὰ καὶ γενναία.


 Ἴθι ὀρθός:ἐπὶ τῶν ἐκτρεπομένων τοῦ δικαίου.  
 Ἰλιὰς κακῶν:ἐπὶ τῶν πολλῶν καὶ σφοδρῶν.
 Ἴμβριος δίκη:ἐπὶ τῶν προφασιζομένων ἐν ταῖς δί-
καις. οἱ γὰρ τὰς δίκας φεύγοντες ἐν Λήμνων † Ἴμβρον
ἐσκήπτοντο.
 Ἴμβριος ἢ Λήμνιος:οἱ τὰς δίκας ἀποφεύγοντες
Ἀθήνησιν ἐσκήπτοντο ἐν Ἴμβρῳ ἢ ἐν Λήμνῳ εἶναι.
291

 Ἱππόλυτον μιμήσομαι:ἐπὶ τῶν σωφρονεῖν ἐπαγ-


γελλομένων.
 Ἱπποδάμου νέμεσις:πρὸς τοὺς ἐπὶ τὸ χεῖρον με-
ταβάλλοντας.
 Ἵππου γῆρας:ἐπὶ τῶν πρὸς τῷ γήρᾳ δυστυχούντων.
 Ἰσχυρὸν ἡ ἀλήθεια.
 Ἰσότης φιλότης.  
 Ἰχθὺν νήχεσθαι διδάσκεις:ὡς τό· Ἀετὸν ἵ-
πτασθαι διδάσκεις.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 1, section 31, line 1

Τὸ α μετὰ τοῦ δ.

 Ἆιδε τὰ Τέλληδος:ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν. Τέλλης


γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο, ὃς παίγνια κατέλιπε χάριν ἔχοντα.
 Ἄδακρυς πόλεμος:ἐπὶ τῶν ῥᾷστα καὶ παρ' ἐλπίδα
τὰ πράγματα κατορθούντων. χρησμὸς γὰρ ἐδόθη Λακεδαι-
μονίοις, ἄδακρυ μάχην νικῆσαι. ὅθεν οὐδὲ εἷς τὸ τηνι-
καῦτα τούτων ἀπέθανεν.
 Ἀδεὲς δέος δέδοικας:ἐπὶ τῶν μάτην δεδιότων.
 Ἀδράστεια Νέμεσις:ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαι-
μονησάντων, ὕστερον δὲ δυστυχησάντων· τῶν γὰρ ἀπογό-  
νων Θηβαίοις ἐπιστρατευσάντων μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώ-
λετο Ἀδράστου παῖς. Ἄλλοι δὲ λέγουσι, τὴν Ἀδράστειαν
εἶναι τὴν αὐτὴν τῇ Νεμέσει λαβεῖν τε τοὔνομα ἀπὸ Ἀδρά-
στου τινὸς βασιλέως ἔκ τινων μαντειῶν ἱδρυσαμένου ἱερὸν
Νεμέσεως, ὃ προσαγορευθῆναι μετὰ ταῦτα Ἀδραστείας,
ὡς Ἀντίμαχος ἐν τούτοις δηλοῖ·
 Ἔστι δέ τις Νέμεσις μεγάλη θεός, ἣ τάδε
      πάντα
 Πρὸς μακάρων ἔλαχε· βωμὸν δέ οἱ εἴσατο

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 1, section 31, line 9

καῦτα τούτων ἀπέθανεν.


 Ἀδεὲς δέος δέδοικας:ἐπὶ τῶν μάτην δεδιότων.
292

 Ἀδράστεια Νέμεσις:ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαι-


μονησάντων, ὕστερον δὲ δυστυχησάντων· τῶν γὰρ ἀπογό-  
νων Θηβαίοις ἐπιστρατευσάντων μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώ-
λετο Ἀδράστου παῖς. Ἄλλοι δὲ λέγουσι, τὴν Ἀδράστειαν
εἶναι τὴν αὐτὴν τῇ Νεμέσει λαβεῖν τε τοὔνομα ἀπὸ Ἀδρά-
στου τινὸς βασιλέως ἔκ τινων μαντειῶν ἱδρυσαμένου ἱερὸν
Νεμέσεως, ὃ προσαγορευθῆναι μετὰ ταῦτα Ἀδραστείας,
ὡς Ἀντίμαχος ἐν τούτοις δηλοῖ·
 Ἔστι δέ τις Νέμεσις μεγάλη θεός, ἣ τάδε
      πάντα
 Πρὸς μακάρων ἔλαχε· βωμὸν δέ οἱ εἴσατο
      πρῶτος
 Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο.
 Ἔνθα τετίμηταί τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται.
Δημήτριος δὲ ὁ Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀδρά-
στειαν ὑπὸ Ἀδράστου τινὸς ἱδρυμένην.
 Ἄιδεις ἔχων:μάτην λέγων ληρεῖς.
 Ἄιδεις πρὸς μυρίνην:ἔθος ἦν, τὸν μὴ δυνάμε-
νον ἐν συμποσίῳ ᾆσαι, δάφνης κλάδον ἢ μυρίνης λαβόντα,

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 12, section 6, line 1

 Νεκρῷ μῦθον εἰς οὖς ἔλεγεν:ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐον-


τος. καὶ ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων.
 Νέους φίλους ποιῶν, λῷστε, τῶν παλαιῶν μὴ
ἐπιλανθάνου.
 Νεκρὸν Ἀφροδίτη Διονύσου δίχα καὶ Δή-
μητρος.
 Νεκρὸν μυρίζεις:ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων.
 Νεκρὸς κεῖται βδέων:ἐπὶ τῶν ἀπόρων, εὐπορεῖν
δὲ προσποιουμένων.
 Νεφέλας ξαίνεις:ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων.
 Νέμεσις δέ γε παρὰ πόδας βαίνει:παρόσον
μέτεισι ταχέως ἡ δαίμων τοὺς ἡμαρτηκότας.
 Νεοττοῦ οὐδέν μοι δίδως:ἐπὶ τῶν ἀμεταδότων·
νεοττὸς γὰρ λέγεται ἡ τοῦ ᾠοῦ λέκιθος καὶ τὸ πυῤῥόν·
οὕτω Μένανδρος καὶ Κλέαρχος. ὃ διαδίδοται ἀρχῇ ὑπὸ τὸν  
ὑμένα λευκόν· ἐν τούτῳ γὰρ τὸ σπέρμα, καὶ οὐκ ἐν τῷ
καλουμένῳ νεοττῷ· διεψεύσθησαν γὰρ οἱ πρώτως τοῦτο
φήσαντες· καί ἐστι τὸ ὠχρὸν περίττωμα τοῦ σπέρματος.
ὅτι δὲ τὸ ὠχρὸν νεοττὸν ἔλεγον, μαρτυρεῖ Χρύσιππος ἐν
293

τῷ περὶ χρησμῶν. ὄναρ γάρ τινά φασι θεασάμενον ἐκ τῆς


κλίνης αὐτοῦ κρέμασθαι ᾠά, προσαναθέσθαι ὀνειροκρίτῃ·

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 523, line 1

λαβόντες ἑκάτερος τῆς κόρης τὴν ἄδωρον μοῖραν τῷ ἑαυτῶν λάχει,


τραγικὸς ἂν εἶπε ποιητὴς, ἑαυτοὺς κατέσφαξαν.  
Ἀδωρεός:πόλις.
Ἀδραμύτειον·οὕτως Εὔπολις. καὶ Ἀδραμυτηνὸςδέ· καὶ
Θουκυδίδης Ἀτραμύττειον.
Ἀδρανές:ἀσθενές. καὶ Ἀδρανία,ἡ ἀδυναμία, ἀσθένεια.
ἐν Ἐπιγράμμασι· ἄνθετο δειμαίνων γήραος ἀδρανίην. καὶ αὖθις· ἐπεὶ
παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης, ἐκ γήρως δ' ἀδρανίῃ δέδεται. σημαίνει δὲ
καὶ ὄνομα ποταμοῦ. Ἀδρανείαδὲ δίφθογγον ἀπὸ τοῦ ἀδρανής ἀρσενικοῦ.
Ἀδράστεια Νέμεσις:ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν. Ἀδραστείας
αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν.
Ἀδράστεια οὖν Νέμεσις, ἀπὸ Ἀδράστου. ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαι-
μονησάντων, ὕστερον δὲ δυστυχησάντων· τῶν γὰρ ἀπογόνων Θηβαίοις
ἐπιστρατευσάντων, μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώλετο Ἀδράστου παῖς.
Ἀδράστεια:οἱ μὲν ταὐτὸν τῇ Νεμέσει λέγουσι, λαβεῖν δὲ τοὔ-
νομα παρὰ Ἀδράστου τινὸς βασιλέως. ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ παλαιοῦ,
νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσαμένων
ἱερὸν
Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδραστεία. Δημήτριος δὲ ὁ
Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀδράστειαν ἀπὸ Ἀδράστου τινὸς
ἱδρυμένην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει· ἔστι τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 523, line 2

λαβόντες ἑκάτερος τῆς κόρης τὴν ἄδωρον μοῖραν τῷ ἑαυτῶν λάχει,


τραγικὸς ἂν εἶπε ποιητὴς, ἑαυτοὺς κατέσφαξαν.  
Ἀδωρεός:πόλις.
Ἀδραμύτειον·οὕτως Εὔπολις. καὶ Ἀδραμυτηνὸςδέ· καὶ
Θουκυδίδης Ἀτραμύττειον.
Ἀδρανές:ἀσθενές. καὶ Ἀδρανία,ἡ ἀδυναμία, ἀσθένεια.
ἐν Ἐπιγράμμασι· ἄνθετο δειμαίνων γήραος ἀδρανίην. καὶ αὖθις· ἐπεὶ
παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης, ἐκ γήρως δ' ἀδρανίῃ δέδεται. σημαίνει δὲ
καὶ ὄνομα ποταμοῦ. Ἀδρανείαδὲ δίφθογγον ἀπὸ τοῦ ἀδρανής ἀρσενικοῦ.
Ἀδράστεια Νέμεσις:ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν. Ἀδραστείας
294

αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν.


Ἀδράστεια οὖν Νέμεσις, ἀπὸ Ἀδράστου. ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαι-
μονησάντων, ὕστερον δὲ δυστυχησάντων· τῶν γὰρ ἀπογόνων Θηβαίοις
ἐπιστρατευσάντων, μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώλετο Ἀδράστου παῖς.
Ἀδράστεια:οἱ μὲν ταὐτὸν τῇ Νεμέσει λέγουσι, λαβεῖν δὲ τοὔ-
νομα παρὰ Ἀδράστου τινὸς βασιλέως. ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ παλαιοῦ,
νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσαμένων
ἱερὸν
Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδραστεία. Δημήτριος δὲ ὁ
Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀδράστειαν ἀπὸ Ἀδράστου τινὸς
ἱδρυμένην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει· ἔστι τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε
πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχε, βωμὸν δὲ οἱ εἴσατο πρῶτος Ἄδρηστος

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 523, line 3

τραγικὸς ἂν εἶπε ποιητὴς, ἑαυτοὺς κατέσφαξαν.  


Ἀδωρεός:πόλις.
Ἀδραμύτειον·οὕτως Εὔπολις. καὶ Ἀδραμυτηνὸςδέ· καὶ
Θουκυδίδης Ἀτραμύττειον.
Ἀδρανές:ἀσθενές. καὶ Ἀδρανία,ἡ ἀδυναμία, ἀσθένεια.
ἐν Ἐπιγράμμασι· ἄνθετο δειμαίνων γήραος ἀδρανίην. καὶ αὖθις· ἐπεὶ
παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης, ἐκ γήρως δ' ἀδρανίῃ δέδεται. σημαίνει δὲ
καὶ ὄνομα ποταμοῦ. Ἀδρανείαδὲ δίφθογγον ἀπὸ τοῦ ἀδρανής ἀρσενικοῦ.
Ἀδράστεια Νέμεσις:ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν. Ἀδραστείας
αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν.
Ἀδράστεια οὖν Νέμεσις, ἀπὸ Ἀδράστου. ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαι-
μονησάντων, ὕστερον δὲ δυστυχησάντων· τῶν γὰρ ἀπογόνων Θηβαίοις
ἐπιστρατευσάντων, μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώλετο Ἀδράστου παῖς.
Ἀδράστεια:οἱ μὲν ταὐτὸν τῇ Νεμέσει λέγουσι, λαβεῖν δὲ τοὔ-
νομα παρὰ Ἀδράστου τινὸς βασιλέως. ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ παλαιοῦ,
νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσαμένων
ἱερὸν
Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδραστεία. Δημήτριος δὲ ὁ
Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀδράστειαν ἀπὸ Ἀδράστου τινὸς
ἱδρυμένην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει· ἔστι τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε
πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχε, βωμὸν δὲ οἱ εἴσατο πρῶτος Ἄδρηστος
ποταμοῖο παρὰ ῥόον. ἔνιοι μέντοι ὡς διαφέρουσαν συγκαταλέγουσιν

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 524, line 6


295

Ἀδράστεια Νέμεσις:ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν. Ἀδραστείας


αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν.
Ἀδράστεια οὖν Νέμεσις, ἀπὸ Ἀδράστου. ἐπὶ τῶν πρότερον μὲν εὐδαι-
μονησάντων, ὕστερον δὲ δυστυχησάντων· τῶν γὰρ ἀπογόνων Θηβαίοις
ἐπιστρατευσάντων, μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώλετο Ἀδράστου παῖς.
Ἀδράστεια:οἱ μὲν ταὐτὸν τῇ Νεμέσει λέγουσι, λαβεῖν δὲ τοὔ-
νομα παρὰ Ἀδράστου τινὸς βασιλέως. ἢ ἀπὸ Ἀδράστου τοῦ παλαιοῦ,
νεμεσηθέντος ἐφ' οἷς τῶν Θηβαίων κατηλαζονεύσατο, ἱδρυσαμένων
ἱερὸν
Νεμέσεως, ὃ μετὰ ταῦτα προσηγορεύθη Ἀδραστεία. Δημήτριος δὲ ὁ
Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν εἶναι τὴν Ἀδράστειαν ἀπὸ Ἀδράστου τινὸς
ἱδρυμένην. ὁ δὲ Ἀντίμαχος λέγει· ἔστι τις Νέμεσις μεγάλη θεὸς, ἣ τάδε
πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχε, βωμὸν δὲ οἱ εἴσατο πρῶτος Ἄδρηστος
ποταμοῖο παρὰ ῥόον. ἔνιοι μέντοι ὡς διαφέρουσαν συγκαταλέγουσιν
αὐτῇ τῇ Νεμέσει, ὡς Μένανδρος καὶ Νικόστρατος.
Ἀδραστίδης:ὄνομα κύριον.

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 157, line 4

Νεμεσηθείς:μεμφθείς. νεμεσηθεὶς δ' ἀλόχῳ κατορχήσει βέλει


τρωθεὶς λείπει τὸν βίον. Ἰώσηπος· παρεκάλει τὸν θεὸν νεμεσῆσαι
μὲν ταῖς τῶν πολεμίων ἐλπίσιν, ἐλεῆσαι δὲ τὸν αὐτοῦ λαόν. καὶ
αὖθις· εἰ δὲ νεμεσηθείην τῆς ἐπιβολῆς, ἴσθι με μὴ πταίσαντα παρ'
ἐλπίδας.
Νεμεσήσομαι:φθονῶ. καὶ Νεμεσῆσαι,μέμψασθαι.
Νεμεσητικός:ὁ ἐναντίος τῷ φθονερῷ. ὁ μὲν γὰρ φθονερὸς
λυπεῖται ἐπὶ ταῖς τῶν καλῶν εὐπραγίαις, ἐπεὶ καὶ ὁ φθόνος τοιοῦτον,
νεμεσητικὸς δὲ ὁ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν κακῶν εὐπραγίαις· τοιοῦτον
γὰρ ἡ νέμεσις. ὥστε ὁ νεμεσητικὸς οὐ φθονερός. ἔστι δὲ τὸ πρόβλημα
ὁρικόν. ζήλῳ ῥητόρων τοῦτο λέγει· ὁριζομένου γάρ τινος φθονερὸν εἶναι
καὶ τὸν λεγόμενον νεμεσητικόν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς μέμφεταί τινας,
ἀνθοριζόμεθα,
οὐ τὸν νεμεσητικὸν τοιοῦτον εἶναι, εἴπερ ὀρθῶς τινας μέμφεται, ἀλλὰ τὸν
μὴ
δέοντα μεμφόμενον· αὐτὸς γάρ ἐστι φθονερός.
Νεμεσητόν:μεμπτόν.
Νεμέσια·Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Σπουδίου. μήποτε ἑορτή τις
Νεμέσεως, καθ' ἣν τοῖς κατοιχομένοις ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα.
Νεμέσιαοὖν ἡ ἐπὶ τοῖς νεκροῖς γινομένη πανήγυρις, ἐπεὶ ἡ νέμεσις
ἐπὶ τῶν νεκρῶν τέτακται.
296

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 159, line 3

λυπεῖται ἐπὶ ταῖς τῶν καλῶν εὐπραγίαις, ἐπεὶ καὶ ὁ φθόνος τοιοῦτον,
νεμεσητικὸς δὲ ὁ λυπούμενος ἐπὶ ταῖς τῶν κακῶν εὐπραγίαις· τοιοῦτον
γὰρ ἡ νέμεσις. ὥστε ὁ νεμεσητικὸς οὐ φθονερός. ἔστι δὲ τὸ πρόβλημα
ὁρικόν. ζήλῳ ῥητόρων τοῦτο λέγει· ὁριζομένου γάρ τινος φθονερὸν εἶναι
καὶ τὸν λεγόμενον νεμεσητικόν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς μέμφεταί τινας,
ἀνθοριζόμεθα,
οὐ τὸν νεμεσητικὸν τοιοῦτον εἶναι, εἴπερ ὀρθῶς τινας μέμφεται, ἀλλὰ τὸν
μὴ
δέοντα μεμφόμενον· αὐτὸς γάρ ἐστι φθονερός.
Νεμεσητόν:μεμπτόν.
Νεμέσια·Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Σπουδίου. μήποτε ἑορτή τις
Νεμέσεως, καθ' ἣν τοῖς κατοιχομένοις ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα.
Νεμέσιαοὖν ἡ ἐπὶ τοῖς νεκροῖς γινομένη πανήγυρις, ἐπεὶ ἡ νέμεσις
ἐπὶ τῶν νεκρῶν τέτακται.
Νεμεσίζει:μέμφεται.
Νεμεσίων:ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Νεμεσίων ἀνεπτεροῦτο καὶ
μετέωρος ἦν ταῖς ἐλπίσι καὶ ἐδόκει ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι ἐμοὶ περι-
τυχών.
Νέμεσις:ἡ δίκη. Ἀριστοφάνης· ἰὼ Νέμεσι, βαρύβρομοί τε
βρονταί.
Νέμεσις:μέμψις, δίκη, ὕβρις, φθόνος, τύχη. τὴν τῶν ἀλα-
ζόνων τιμωρὸν συνέντες Νέμεσιν, ἥπερ αὐτοὺς μετῆλθε σὺν τῇ δίκῃ.
καὶ αὖθις· οὐκ ἔλαθε τὴν ἅπασιν ἐναντιουμένην τοῖς ὑπερηφάνοις

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 162, line 1

δέοντα μεμφόμενον· αὐτὸς γάρ ἐστι φθονερός.


Νεμεσητόν:μεμπτόν.
Νεμέσια·Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Σπουδίου. μήποτε ἑορτή τις
Νεμέσεως, καθ' ἣν τοῖς κατοιχομένοις ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα.
Νεμέσιαοὖν ἡ ἐπὶ τοῖς νεκροῖς γινομένη πανήγυρις, ἐπεὶ ἡ νέμεσις
ἐπὶ τῶν νεκρῶν τέτακται.
Νεμεσίζει:μέμφεται.
Νεμεσίων:ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Νεμεσίων ἀνεπτεροῦτο καὶ
μετέωρος ἦν ταῖς ἐλπίσι καὶ ἐδόκει ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι ἐμοὶ περι-
τυχών.
Νέμεσις:ἡ δίκη. Ἀριστοφάνης· ἰὼ Νέμεσι, βαρύβρομοί τε
βρονταί.
Νέμεσις:μέμψις, δίκη, ὕβρις, φθόνος, τύχη. τὴν τῶν ἀλα-
297

ζόνων τιμωρὸν συνέντες Νέμεσιν, ἥπερ αὐτοὺς μετῆλθε σὺν τῇ δίκῃ.


καὶ αὖθις· οὐκ ἔλαθε τὴν ἅπασιν ἐναντιουμένην τοῖς ὑπερηφάνοις
Νέμεσιν, ἀλλ' ἐν ταῖς ἰδίαις ἠναγκάσθη παιδευθῆναι συμφοραῖς.  
παρῆν δ' ἡ Νέμεσις, ἣ τὰ γῆς ἐποπτεύει· ἢ καὶ ἄλλως, ἣ τἄδικ' ἐποπτεύει.
Βάβριός φησιν ἐν Μυθικοῖς. καὶ Αἰλιανός· Νεμέσεως ἐφόρου, τρόπους
ὑπερόπτας καὶ ὑπερηφάνους κολαζούσης, ἐναργῆ μαρτύρια. καὶ
παροιμία· Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας βαίνει·παρόσον μέτεισι
ταχέως ἡ δαίμων τοὺς ἡμαρτηκότας. λήθουσα δὲ πὰρ πόδας βαίνεις,

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 163, line 1

Νεμέσια·Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Σπουδίου. μήποτε ἑορτή τις


Νεμέσεως, καθ' ἣν τοῖς κατοιχομένοις ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα.
Νεμέσιαοὖν ἡ ἐπὶ τοῖς νεκροῖς γινομένη πανήγυρις, ἐπεὶ ἡ νέμεσις
ἐπὶ τῶν νεκρῶν τέτακται.
Νεμεσίζει:μέμφεται.
Νεμεσίων:ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Νεμεσίων ἀνεπτεροῦτο καὶ
μετέωρος ἦν ταῖς ἐλπίσι καὶ ἐδόκει ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι ἐμοὶ περι-
τυχών.
Νέμεσις:ἡ δίκη. Ἀριστοφάνης· ἰὼ Νέμεσι, βαρύβρομοί τε
βρονταί.
Νέμεσις:μέμψις, δίκη, ὕβρις, φθόνος, τύχη. τὴν τῶν ἀλα-
ζόνων τιμωρὸν συνέντες Νέμεσιν, ἥπερ αὐτοὺς μετῆλθε σὺν τῇ δίκῃ.
καὶ αὖθις· οὐκ ἔλαθε τὴν ἅπασιν ἐναντιουμένην τοῖς ὑπερηφάνοις
Νέμεσιν, ἀλλ' ἐν ταῖς ἰδίαις ἠναγκάσθη παιδευθῆναι συμφοραῖς.  
παρῆν δ' ἡ Νέμεσις, ἣ τὰ γῆς ἐποπτεύει· ἢ καὶ ἄλλως, ἣ τἄδικ' ἐποπτεύει.
Βάβριός φησιν ἐν Μυθικοῖς. καὶ Αἰλιανός· Νεμέσεως ἐφόρου, τρόπους
ὑπερόπτας καὶ ὑπερηφάνους κολαζούσης, ἐναργῆ μαρτύρια. καὶ
παροιμία· Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας βαίνει·παρόσον μέτεισι
ταχέως ἡ δαίμων τοὺς ἡμαρτηκότας. λήθουσα δὲ πὰρ πόδας βαίνεις,
γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις, ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βιοτὰν κρατεῖς.
Νεμεσῶ·δοτικῇ.

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 163, line 5

Νεμεσίζει:μέμφεται.
Νεμεσίων:ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Νεμεσίων ἀνεπτεροῦτο καὶ
μετέωρος ἦν ταῖς ἐλπίσι καὶ ἐδόκει ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι ἐμοὶ περι-
τυχών.
Νέμεσις:ἡ δίκη. Ἀριστοφάνης· ἰὼ Νέμεσι, βαρύβρομοί τε
βρονταί.
Νέμεσις:μέμψις, δίκη, ὕβρις, φθόνος, τύχη. τὴν τῶν ἀλα-
298

ζόνων τιμωρὸν συνέντες Νέμεσιν, ἥπερ αὐτοὺς μετῆλθε σὺν τῇ δίκῃ.


καὶ αὖθις· οὐκ ἔλαθε τὴν ἅπασιν ἐναντιουμένην τοῖς ὑπερηφάνοις
Νέμεσιν, ἀλλ' ἐν ταῖς ἰδίαις ἠναγκάσθη παιδευθῆναι συμφοραῖς.  
παρῆν δ' ἡ Νέμεσις, ἣ τὰ γῆς ἐποπτεύει· ἢ καὶ ἄλλως, ἣ τἄδικ' ἐποπτεύει.
Βάβριός φησιν ἐν Μυθικοῖς. καὶ Αἰλιανός· Νεμέσεως ἐφόρου, τρόπους
ὑπερόπτας καὶ ὑπερηφάνους κολαζούσης, ἐναργῆ μαρτύρια. καὶ
παροιμία· Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας βαίνει·παρόσον μέτεισι
ταχέως ἡ δαίμων τοὺς ἡμαρτηκότας. λήθουσα δὲ πὰρ πόδας βαίνεις,
γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις, ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βιοτὰν κρατεῖς.
Νεμεσῶ·δοτικῇ.
Νέμειν:καρποῦσθαι, διοικεῖν. ἀλλὰ παρ' ἐμοὶ γενομένην πατρίδα
τε νέμειν, ἣν ἐγὼ νέμω, καὶ οἶκον, ὃν ἐγὼ κέκτημαι.
Νέμειν προστάτην:ἀντὶ τοῦ ἔχειν προστάτην· τῶν γὰρ με-
τοίκων ἕκαστος μετὰ προστάτου τῶν ἀστῶν τινος τὰ πράγματα αὑτοῦ

Σούδα. Alphabetic letter rho, entry 33, line 1

Ῥάκος:τὸ τριβώνιον. καὶ τὸ προσωπεῖον· ὅτι ῥάκεσι κατεκολ-


λᾶτο. Ἀριστοφάνης· σὺ γὰρ τὸ ῥάκος ἐξεῦρες. καὶ ἡ δοτικὴ τῷ
ῥάκει. καὶ τὸ πληθυντικὸν τὰ ῥάκη.
Ῥακώκης:ὄνομα κύριον.
Ῥάμνος:ἀκανθῶδες φυτὸν μέγιστον. πᾶσαν δὲ ἁμαρτίαν ἄκαν-
θαν καλεῖ ἡ Γραφή.  
Ῥάμνος:ἐπὶ τῶν σοφῶν καὶ ἐλλογίμων. Ῥάμνος γὰρ δῆμος
Ἀττικῆς, ἐν ᾗ καὶ Ἀντιφῶν ἤκμασε κατὰ ῥητορικήν· ὃν πολλοὶ μιμή-
σασθαι. θέλοντες παροιμίαν ἔλιπον τῷ βίῳ, ὥστε τοὺς καλοὺς Ῥάμνους
καλεῖν.
Ῥαμνουσία Νέμεσις:αὕτη πρῶτον ἀφίδρυτο ἐν Ἀφροδίτης
σχήματι· διὸ καὶ κλάδον εἶχε μηλέας. ἱδρύσατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεύς,
μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν, ὀνομαζομένην δὲ Νέμεσιν καὶ βασιλεύσασαν ἐν
τῷ τόπῳ. τὸ δὲ ἄγαλμα Φειδίας ἐποίησεν· οὗ τὴν ἐπιγραφὴν ἐχαρί-
σατο Ἀγορακρίτῳ τῷ Παρίῳ ἐρωμένῳ. ὃς καὶ Ὀλυμπίασι τῷ δακτύλῳ
τοῦ Διὸς ἐπέγραψεν, Αὐτάρχης. καλὸς δ' ἦν οὗτος Ἀργεῖος, ἐρώμενος
αὐτοῦ. λέγεται δὲ καὶ παροιμία, Ῥαμνούσιος,ἐπὶ τῶν σοφῶν
καὶ ἐλλογίμων.
Ῥάμφος:ῥύγχος ὀρνίθων. πρόσωπον. Ῥάμφοςἐπὶ
ὀρνέου, ῥύγχος ἐπὶ χοίρου.
Ῥανίσι·ῥανίς, ῥανίδος.
299

Σούδα. Alphabetic letter upsilon, entry 559, line 1

Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος:ἐλλείπει ὕπεστιν. λέγεται ἐπὶ


τῶν κακοήθων, καὶ ἐπὶ ἐριστικῶν λέγεται. παραινεῖ μὴ προπετῶς λα-
λεῖν, τοῦ μὴ δηχθῆναι.
Ὑποπάρῃον.
Ὑποπέμψαιεν:μετὰ δόλου ἐκπέμψαιεν. Ξενοφῶν· ἐγνώσθη
ὅτι οἱ βάρβαροι τὸν ἄνθρωπον ὑποπέμψαιεν, ὀκνοῦντες, μὴ οἱ Ἕλληνες
διαβάντες τὴν γέφυραν μείνειαν.
Ὑποπεπτηῶτα:ὑποπτάντα.
Ὑποπεπτηχότες:ὑποκρυπτόμενοι. μέχρι μέν τινος ὑποπεπτη-
χότες τοῖς θωρακίοις ἠρέμουν.
Ὑπὸ πῆχυν κρατεῖς·ἡ δὲ Νέμεσις σαφῶς ἐστι, περὶ ἧς πρὸς
λύραν ᾄδομεν· λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις, γαυρούμενον αὐχένα
κλίνεις, ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βιοτὰν κρατεῖς.
Ὑποπιέζω:ἐκθλίβω. ὑπωπιάζω δέ.
Ὑποπίμπλαταικαὶ Ὑποπιμπλάμενος.
Ὑποπίνειν:ἀντὶ τοῦ μεθύσκεσθαι. οὕτως Νικοφῶν.

Arsenius Paroemiogr., Apophthegmata Centuria 8, section 60b, line 1

 τόνδε τεκνοῖ Σάλαμις θεσμοθέτην ἱερόν.  


 Ἢν μὴ πολλῶνἐπιθυμέῃς, τὰ ὀλίγα τοι πολλὰ δόξει· μικρὰ
γὰρ ὄρεξις πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτου ποιήσει.
 Ἦν ἄρα τρανῶςαἶνος ἀνθρώποις ὅδε·
 ὡς τὸν πέλας μὲν νουθετεῖν βραχὺς πόνος,
 αὐτοὶ δ' ἐνεγκεῖν ὕβριν ἠδικημένοι,
 πάντων μέγιστον τῶν ἐν ἀνθρώποις βάρος⁝ Μοσχίωνος.
 Ἣν ὁ πατὴρἐφίλησεν οὐδεπώποτε,
 παρ' ἧς τὸν ἄρτον ἡ κύων οὐ λαμβάνει,
 μέλαινα δ' οὕτως, ὥστε καὶ ποιεῖν σκότος.
 Ἡ Νέμεσις παρὰ πόδας βαίνει.
 Ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ,
  μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν, μήτ' ἀχάλινα λέγειν.
 Ἡ Νέμεσις πῆχυν κατέχω· τίνος οὕνεκα; λέξεις;
  πᾶσιν ἐπαγγέλλω, μηδὲν ὑπὲρ τὸ μέτρον.  
 Ἦ που χαλεπόνἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν⁝ Μενάνδρου.
 Ἡ πατρὶς, ὡςἔοικε, φίλτατον βροτοῖς,
 οὐδ' ὀνομάσαι δυναίμην ἂν ὡς ἔστι φίλον⁝ Εὐριπίδου.
 Ἤρατο μὰν καὶτῆνος, ἐμὶν δοκεῖ, ὀπτῶ ἀλεύρω.
 Ἡράκλειον ἅμμα:ἐπὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ ἰσχυροῦ δεσμοῦ
λέγεται.  
300

Arsenius Paroemiogr., Apophthegmata Centuria 13, section 39c, line 1

 Οὐδὲ πυρφόρος ἐσώθη:κατὰ τὸ παλαιὸν μηδέπω σάλ-


πιγγος εὑρεθείσης ἐχρῶντο ἐν τοῖς πολέμοις ἀντὶ σαλπιγκτῶν
πυρφόροις· οὗτοι δὲ ἱεροὶ ἦσαν Ἄρεος, ἑκατέρας στρατιᾶς προη-
γούμενοι μετὰ λαμπάδος, ἣν ἀφιέντες ἐς τὸ μεταίχμιον ἀνεχώ-
ρουν ἀκίνδυνοι. καὶ οὕτως συνέβαλλον αἱ στρατιαί. ἐσώζοντο δὲ
οἱ πυρφόροι ὡς ἱεροὶ τοῦ θεοῦ, εἰ καὶ πάντες ἀπώλοντο. ὅθεν
παροιμία ἐπὶ τῶν ἄρδην ἀπολλυμένων, οὐδὲ πυρφόρος ἐσώθη.
 Οὐ τοῖς ἀθύμοιςἡ τύχη συλλαμβάνει⁝ Μενάνδρου.
 Οὐκ ἔστιν οὐ δεὶςδειλὸς δεδοικὼς νόμον⁝ Φιλωνίδου.
 Οὐ τῇ φρονήσει,τῇ τύχῃ δ' ἑπητέον.
 Οὐ νέμεσις καὶψεῦδος ὑπὲρ ψυχῆς ἀγορεύειν⁝ Πισάνδρου.
 Οὐκ ἔστι τὴνἐνεστηκυῖαν ἡμέραν καλῶς βιῶναι, μὴ προς-
θέμενον αὐτὴν ὡς ἐσχάτην βιῶσαι⁝ Μουσωνίου.  
 Οὐκ ἔστιν,ὦ μάταιε, σὺν ῥᾳθυμίᾳ
 τὰ τῶν πονούντων μὴ πονήσαντας λαβεῖν⁝ Φιλίσκου.
 Οὐ βέβηλοςὦ τελεσταὶ τοῦ νέου Διονύσου·
 κἀγὼ δὲ ἐξ εὐεργεσίης ὠργιασμένος ἥκω
 ὁδεύων Πηλουσιακὸν κνεφαῖος παρὰ λαῖτμα⁝ Εὐφορίωνος.
 Οὐκ ἔστι κρεῖττονἄλλο πλὴν κρατεῖν δορί.
 τολμᾶν δὲ χρεών· ὁ γὰρ ἐν καιρῷ μόχθος
 πολλὴν εὐδαιμονίαν τίκτει θνητοῖσι τελευτῶν⁝ Εὐριπίδου.

Θεοδικία

Λεξικόν Δημητράκου τόμος Ζ΄. Σελ. 3319


301

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
Αδράστεια, 62, 63 Ιωάννης Δαμασκηνός, 7, 28, 29
Αθανάσιος θεολόγος, 14 Ιωάννης Ζωναράς, 50, 51, 52, 179
Αθηναίος Δειπνοσοφιστές, 86, 87, 88, 89, Ιωάννης Στοβαίος, 154, 155, 156
90 Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος,
Αίλιος Ηρωδιανός, 110, 111, 112 32, 33, 34, 173, 174, 175
Αισχύλος, 69, 105, 106 Λεξικόν Δημητράκου, 5, 66, 298
Αριστοτέλης, 71, 72, 106, 107, 108, 109, Λουκιανός, 101, 102
110 Μάρκος Διάκονος, 24
Αρποκρατίων, 73, 143 Νέμεσι, 62, 63, 64, 65, 294, 295
Βασίλειος θεολόγος, 16, 17 ΝΕΜΕΣΙΣ, 1, 68, 120, 121, 125
Γεώργιος Κεδρηνός, 29, 30, 31 νέμεσις, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76,
Γεώργιος Μοναχός, 8, 9, 10, 34, 35, 36, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 84, 85, 86, 87, 88,
37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 98, 99,
Γεώργιος Παχυμέρης, 54, 181, 182 100, 101, 102, 104, 105, 106, 107, 108,
Γεώργιος Χοιροβοσκός, 237, 238 109, 110, 111, 118, 119, 121, 122, 123,
δίκην, 20, 22, 33, 55, 57, 78, 79, 127, 174, 124, 126, 127, 128, 130, 131, 132, 133,
208, 259, 260 135, 136, 138,139, 140, 144, 146, 147,
Δίκην, 79, 127, 253, 254 149, 150, 151, 153, 154, 157, 159, 160,
Διόδωρος Σικελός, 98, 99, 100 161, 162, 163, 164, 165, 168, 170, 171,
Διονύσιος Αλικαρνασσέας, 102, 103, 104 172, 173, 174, 175, 177, 178, 179, 180,
Δίων Χρυσόστομος, 131 181, 182, 184, 185, 186, 187, 188, 195,
Ελληνική ανθολογία, 277, 278, 279, 280, 196, 198, 199, 200, 201, 202, 203, 204,
281, 282, 283, 284, 285, 286 205, 206, 207, 208, 209, 210, 211, 212,
Ευρυπίδης, 70, 78 214, 215, 218, 219, 221, 223, 224, 225,
Ευσέβιος, 13, 14 226, 227, 228, 229, 230, 231, 232, 233,
Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα, 235, 236, 237, 238, 239, 240, 241, 242,
195, 196, 197, 198, 199, 200, 201, 202, 245, 248, 249, 250, 251, 252, 254, 255,
203, 204, 205, 206, 207, 208, 210, 211, 256, 257, 258, 259, 260, 262, 264, 265,
212, 214, 215, 217, 218, 219 266, 267, 268, 269, 270, 273, 274, 275,
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου 277, 278, 280, 284, 287, 289, 293, 294,
Οδύσσεια, 220, 221, 222, 223, 224, 295, 298
225, 226, 227, 228, 229, 231, 232, 233 Νέμεσις, 3, 4, 62, 63, 65, 66, 69, 71, 73,
Ζωναράς, 180 74, 75, 76, 83, 85, 88, 96, 98, 101, 108,
Ηθικά Νικομάχεια, 72, 108, 184, 185, 186, 109, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117,
187, 188, 257 119, 124, 127, 128, 129, 134, 140, 142,
Ησίοδος, 69, 96, 97 143, 144, 145, 147, 148, 152, 153, 154,
Ησύχιος, 234, 235, 236, 237 156, 158, 161, 166, 167, 168, 179, 181,
θεία δίκη, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 17, 182, 184, 185, 189, 190, 191, 192, 193,
19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 194, 197, 209, 218, 234, 236, 237, 238,
30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 240, 243, 244, 245, 247, 250, 253, 254,
41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 258, 259, 260, 261, 262, 263, 264, 270,
52, 53, 54, 55, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63 271, 272, 274, 275, 276, 277, 279, 280,
Θεία δίκη, 4 281, 282, 283, 284, 286, 287, 288, 289,
θείᾳ δίκῃ, 11, 14, 18, 56, 60 290, 291, 292, 293, 294, 295, 296, 297
θείας δίκης, 143 Νέμεσίς, 79, 105, 281
Θέμις, 90, 131, 165, 191, 227, 230, 234, Νόννος. Διονυσιακά, 156, 157, 158, 159,
243, 247, 285 160, 161, 162, 163, 164, 165, 166
θεοδίκαστος, 8 Ολυμπιόδωρος Διάκονος, 26, 27
θεός επιθείη την δίκην, 5 Όμηρος, 68, 69, 93, 94, 95
Ιχναίη, 62
302

Ὅμηρος, 86, 89, 134, 149, 169, 180, 204, Συμεών Λογοθέτης, 48
217, 223, 224, 226, 227, 262, 267, 275, Συμπλίκιος, 6
276 Σχόλια στον Αισχύλο, 250, 251, 252, 253,
Παλλάδιος θεολόγος, 20, 21 254, 255
Πλάτων, 56, 71, 75, 85, 97, 126, 145, 169, Σχόλια στον Αριστοτέλη, 257
180, 189, 191, 193, 264, 266 Σχόλια στον Ευρυπίδη, 258, 259, 260,
Πλούταρχος, 73, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 261
85 Σχόλια στον Ησίοδο, 262, 263, 264, 265,
Προκόπιος, 6, 22, 53 266
Ραμνουσία, 62, 63, 65 Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα, 266, 267,
Ῥαμνουσία, 76, 114, 116, 145, 194, 236, 268, 269, 270
237, 296 Σχόλια στον Σοφοκλή, 275, 276
Σούδα, 61, 62, 291, 292, 293, 294, 295, ὕβρις, 75, 85, 181, 193, 235, 244, 248,
296, 297 294, 295, 296
Σοφοκλής, 70, 91, 92 Φώτιος, 57, 58, 75, 76, 190, 191, 192, 193
Στράβων, 65, 115

TLG Texts doing_search νεμεσις tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

TLG Texts doing_search θεια δικη tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like