Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 11

Σωκράτης Σ.

Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

Η αρχαία πόλη της Κορίνθου βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες του λόφου του
Ακροκορίνθου, στη θέση του σημερινού οικισμού της Αρχαίας Κορίνθου. Από τον
αρχαιολογικό χώρο, η θέα προς βορρά είναι πανοραμική: η κορινθιακή πεδιάδα,
από το Κιάτο στα δυτικά ώς την Ισθμία και τον Σαρωνικό κόλπο στα ανατολικά,
ο Κορινθιακός κόλπος και η απέναντι ακτή της Στερεάς Ελλάδας, όπου
δεσπόζουν τα Γεράνεια όρη και ο Παρνασσός, αποτελούν μοναδικό θέαμα. Την
πεδιάδα της Κορίνθου διασχίζουν μικροί ποταμοί και χείμαρροι,
αποστραγγίζοντας τα ύδατα των άφθονων πηγών της περιοχής στην θάλασσα.
Ο όγκος των υδάτων, το γόνιμο έδαφος και η στρατηγική της θέση αποτέλεσαν
διαχρονική υπόσχεση πλούτου και ευημερίας, από την Προϊστορία έως σήμερα.

Ιστορία των ανασκαφών


Η πρώτη αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της αρχαίας Κορίνθου
πραγματοποιήθηκε το 1886 από τον Γερμανό αρχαιολόγο Wilhelm Dörpfeld, ο
οποίος αποκάλυψε την κάτοψη του αρχαϊκού Ναού του Απόλλωνα. Το 1892 ο
Ανδρέας Σκιάς και η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία διενήργησαν ανασκαφές
αναζητώντας την Αγορά της αρχαίας πόλης, με πενιχρά ωστόσο αποτελέσματα.
Την σκυτάλη παραλαμβάνει το 1896 η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών,
χάρη στις ανασκαφές της οποίας έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο μέρος της
αρχαίας πόλης. Οι ανασκαφές συνεχίζονται έως σήμερα, τόσο από την
Αμερικανική Σχολή όσο από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας, με
θαυμαστά αποτελέσματα.

Ιστορική επισκόπηση

Για την προϊστορία της περιοχής δεν θα ειπωθούν πολλά, ούτε και για την
κραταιά θέση της πόλης κατά τους ύστερους Γεωμετρικούς και Αρχαϊκούς
χρόνους. Προσπερνώντας την Κλασική Εποχή, κατά την οποία η Κόρινθος χάνει
σταδιακά την αίγλη της, φτάνουμε στα ελληνιστικά χρόνια και δη στο 243 π.Χ.,
όταν ο Άρατος ο Σικυώνιος εκδιώκει τη μακεδονική φρουρά του Ακροκορίνθου,
εντάσσοντας την πόλη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Αφού μεσολαβεί μία ικανή περίοδος κατά την οποία η πόλη υπήχθη και πάλι
στον μακεδονικό έλεγχο (224-197 π.Χ.), η Κόρινθος ανακτά την αυτονομία της
και γίνεται η έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας.

1
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

Το 146 π.Χ., η Αχαϊκή Συμπολιτεία έρχεται σε ρήξη με τους Λακεδαιμόνιους


και τους Ρωμαίους συμμάχους τους. Στην περιοχή του Ισθμού, στη θέση
Λευκόπετρα, τα ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο νικούν
κατά κράτος το στρατό της Συμπολιτείας, κυριεύοντας την Κόρινθο, όπου οι
στρατιώτες της Συμπολιτείας αναζήτησαν καταφύγιο. Αρχαίοι συγγραφείς,
όπως ο epitomator του Λιβίου, ο φίλος του Κικέρωνα ρωμαίος δικηγόρος Servius
Sulpicius, ο Διόδωρος Σικελιώτης, οι επιγραμματιστές Αντίπατρος Σιδώνιος και
Κριναγόρας ο Μυτιληναίος, ο Στράβων, ο Πολύβιος και ο Παυσανίας, μιλούν για
ολική καταστροφή, διαρπαγή των έργων τέχνης και εξανδραποδισμό των
κατοίκων της. Την ίδια εποχή το Ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία παρακμάζει,
ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία οι Πανελλήνιοι Αγώνες των Ισθμίων
μεταφέρονται στην Σικυώνα, για να επιστρέψουν μόνο μετά την επανίδρυση της
πόλης.

Το 111 π.Χ. τίθεται σε εφαρμογή ένας ρωμαϊκός αγροτικός νόμος (lex agraria)
που προέβλεπε τη διαίρεση της κορινθιακής αγροτικής γης σε κλήρους. Ο
Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός Κικέρων αναφέρει πως οι εναπομείναντες
κάτοικοι της Κορίνθου ζούσαν ανάμεσα σε ερείπια, ενώ η αγροτική γη είχε
δημευθεί από το ρωμαϊκό κράτος και φορολογούταν ως δημόσια (ager publicus). Ο
ίδιος αλλά και ο Στράβων σημειώνουν ότι η Σικυώνα είχε θέσει υπό την
κυριαρχία της μεγάλο τμήμα της κορινθιακής γης.
Εκατό περίπου χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης από τον Λεύκιο Μόμμιο
και κατόπιν πρωτοβουλίας του Ιουλίου Καίσαρα, ξεκινά το 44 π.Χ. ο εποικισμός
της Κορίνθου με την συμμετοχή απελεύθερων Ρωμαίων, και πιθανώς
βετεράνων, στους οποίους αργότερα προστέθηκαν και Έλληνες που διήρκησε ώς
τα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου. Η συμπεριφορά των εποίκων έναντι των
ντόπιων συμπυκνώνεται στην έκφραση του Στράβωνος νεκροκορίνθια, η οποία
δηλώνει τη σύληση των κτερισμάτων των κορινθιακών τάφων και την πώλησή
τους στις αγορές της Ρώμης.
Η νέα πόλη ονομάστηκε Colonia Laus Iulia Corinthiensis ή Clara Laus Iulia
Corinthus ή Iulia Corinthus Augusta, ως αποικία της Ιουλίας οικογένειας του
Καίσαρα και του Αυγούστου, της Gens Iulia, αναλαμβάνοντας μάλιστα την θέση
της πρωτεύουσας της νέας επαρχίας της Αχαΐας, η οποία ιδρύεται από τον
Αύγουστο το 27 π.Χ.
Σύμφωνα με τον D. G. Romano η πόλη σχεδιάστηκε με την χάραξη κάθετων
και οριζόντιων οδικών αξόνων (cardines και decumani) και πολεοδομικών νησίδων

2
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

(insulae) στο τμήμα του άστεως, και αντιστοίχως στην ύπαιθρο με αγροτικούς
δρόμους (limites) που όριζαν αγροτεμάχια.

Εντός της νέας πόλης ανεγέρθηκαν περικαλλή δημόσια οικοδομήματα και


ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ρωμαίων και Ελλήνων, που θέλησαν να δηλώσουν
εμφατικά την παρουσία τους. Σχετικές μαρτυρίες απαντώνται σε πολλές
επιγραφές και ιδίως σε νομίσματα της εποχής, με χαρακτηριστικές απεικονίσεις
γλυπτών και κτισμάτων όπως τα Προπύλαια, το Ασκληπιείο και ο Ναός Ε. Οι
φράσεις του Οράτιου «non licet omnibus adire Corinthum» και του Στράβωνος «οὐ
παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἐσθ’ ὁ πλοῦς» αντανακλούν την ευημερία της πόλης
και την υψηλή δαπάνη της διαμονής σε αυτήν.
Δύο λιμάνια, το γνωστό από τους προηγούμενους αιώνες Λέχαιο στον
Κορινθιακό Κόλπο και το νέο λιμάνι των Κεγχρεών στον Σαρωνικό,
διασφάλιζαν την τροφοδοσία αλλά και την λειτουργία της ως διαμετακομιστικό
κέντρο μεταξύ Ανατολής και Δύσης εντός της αυτοκρατορίας.
Την εποχή του Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) η Κόρινθος επανιδρύεται ως αποικία
της Ιουλίας και της Φλαβίας Οικογένειας Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis),
στην οποία ανήκε ο νέος αυτοκράτορας, επεκτεινόμενη, ενδεχομένως, στην
ευρύτερη περιοχή του κάμπου και του Ισθμού. Την περίοδο αυτή υλοποιείται
πλήθος δημοσίων έργων, όπως η χάραξη αγροτικών δρόμων για την
εξυπηρέτηση των ακτημόνων, η πλακόστρωση οδών, η ανέγερση δημοσίων
κτηρίων, κ.ά. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και με αποκορύφωμα τον 2ο αι. μ.Χ.,
οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες τίμησαν την πόλη, ανεγείροντας ή ανακαινίζοντας
σημαντικά δημόσια οικοδομήματα.
Από τον 3ο αι. μ.Χ. η Κόρινθος χάνει σταδιακά την αίγλη της, καθώς το 267
μ.Χ. δέχεται την επιδρομή των Ερούλων, το δεύτερο μισό του 4ου αι. μ.Χ.
υφίσταται τις καταστροφικές επιπτώσεις του εγκέλαδου, ενώ το 395 μ.Χ. η
επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου της καταφέρνει ισχυρό πλήγμα, από το
οποίο ωστόσο δεν αργεί να συνέλθει, διατηρώντας την ρωμαϊκή ταυτότητά της
ως το 6ο αιώνα μ.Χ. για να εξελιχθεί σε μια από τις ακμάζουσες πόλεις της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα του Ελλαδικού Θέματος.

Η αρχαιολογική μαρτυρία
Η επίσκεψη του Παυσανία στην Κόρινθο περί το 155 μ.Χ., προσφέρει σήμερα την
πληρέστερη σωζόμενη μαρτυρία. Ο περιηγητής έφτασε εκεί από το λιμάνι των
Κεγχρεών, εισερχόμενος στην πόλη από την ομώνυμη πύλη, όπου και αντίκρισε
3
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

το Κράνειον άλσος, καθώς και τους τάφους του κυνικού φιλοσόφου Διογένη και
της εταίρας Λαΐδας.
Από εκεί και μέσω του πλακόστρωτου cardo maximus, της λεγόμενης Οδού
Λεχαίου επειδή οδηγούσε στο ομώνυμο λιμάνι, που συνέδεε την πόλη με το
ομώνυμο λιμάνι του Κορινθιακού κόλπου, κατευθύνθηκε στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Κατά μήκος της οδού και βορείως των Προπυλαίων του Forum ανεγέρθηκαν
πιθανώς από τον 1ο αιώνα μ.Χ. λουτρικά συγκροτήματα, εκ των οποίων το ένα
συνδέθηκε με τον σπαρτιάτη ηγεμόνα Γάιο Ιούλιο Ευρυκλή.
Νοτίως αυτού, ο λεγόμενος Περίβολος του Απόλλωνος, που φιλοξενούσε ένα
άγαλμα του θεού και μια ζωγραφική παράσταση του φόνου των μνηστήρων από
τον Οδυσσέα, κατασκευάστηκε στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. πιθανώς με
δαπάνες ενός πλούσιου εμπόρου, που παριστάνεται σε ανάγλυφο μαζί με το
πλοίο του.
Νοτίως του Περιβόλου στέκει η γνωστή από τα Αρχαϊκά χρόνια Κρήνη
Πειρήνη, η οποία διέθετε τέσσερις επιμήκεις δεξαμενές λαξευμένες στο
εσωτερικό του βράχου, από τις οποίες γέμιζαν και έμεναν πάντοτε γεμάτες τρεις
λεκάνες. Από τον 1ο αιώνα π.Χ. και έως τον 1ο αιώνα μ.Χ. διαμορφώθηκε
μπροστά τους μία ανοιχτή δεξαμενή, η λεγόμενη «ύπαιθρος κρήνη», στο κέντρο
μίας αυλής, ενώ το μνημείο απέκτησε διώροφη πρόσοψη κοσμούμενη με κόγχες
και κιονοστοιχίες. Τον 4ο αι. μ.Χ., πιθανώς μετά τον μεγάλο σεισμό,
διαμορφώθηκε έμπροσθεν της κρήνης μία τρίκογχη αυλή και κοσμήθηκε με
πολύχρωμα μάρμαρα, τοιχογραφίες και αγάλματα.
Τα Προπύλαια της Ρωμαϊκής Αγοράς είχαν τη μορφή μιας θριαμβικής
αψίδας με τρία ανοίγματα, πάνω στην οποία είχαν στηθεί δύο χάλκινα,
επίχρυσα άρματα του Ήλιου και του γιου του Φαέθοντα, τα οποία συνδέονται με
τον ιδρυτικό μύθο της πόλης και την επικράτηση του Ήλιου έναντι του
Ποσειδώνα. Στα δυτικά τους έστεκε η Βασιλική της Οδού Λεχαίου, ένα κτίσμα
του 1ου αι. μ.Χ. με διώροφη, μνημειώδη νότια πρόσοψη, διακοσμημένη με έξι
υπερμεγέθη αγάλματα Φρυγών αιχμαλώτων που στηρίζονταν σε πεσσούς
κορινθιακού ρυθμού.
Η Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), διαστάσεων 200 x 100 μ., αποτελούσε
τον δημόσιο χώρο συνάθροισης των πολιτών. Περικαλλή κτήρια όριζαν
περιμετρικά το χώρο της, ενώ στο κέντρο της είχαν ανιδρυθεί εντυπωσιακά
αγάλματα, όπως το επιχρυσωμένο άγαλμα της Αρτέμιδος Εφεσίας και ένα
υπερμέγεθες άγαλμα της Αθηνάς. Στα ανατολικά της έστεκε η λεγόμενη Ιουλία
Βασιλική, ένα κτίσμα του 1ου αι. μ.Χ. αφιερωμένο πιθανώς στη λατρεία της Gens

4
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

Iulia και της Gens Claudia, της δυναστείας των Ιουλίων – Κλαυδίων που κυβέρνησε
την Ρώμη για περίπου ενάμιση αιώνα.
Μία σειρά δωματίων, τα λεγόμενα Κεντρικά Καταστήματα, αποτελούσαν το
νότιο όριό της. Στο κέντρο τους βρισκόταν το Βήμα της Ρωμαϊκής Αγοράς
(Rostra), ένα ορθογώνιο βάθρο που επιστεφόταν με ένα ανοιχτό προς νότο,
πειόσχημο πρόπυλο και συνέδεε τη βόρεια Κάτω Αγορά με τη νότια Άνω Αγορά.
Ως χώρος δημοσίων τελετών και ομιλιών, ταυτίστηκε με την παρουσία του
Αποστόλου Παύλου στην Κόρινθο το 50/51 μ.Χ., καθώς επ’ αυτού φέρεται να
απολογήθηκε ενώπιον του πλήθους και του Ανθύπατου Lucius Ιunius Gallio, μετά
από καταγγελίες εις βάρος του από την εβραϊκή κοινότητα της πόλης.
Στο σημείο αυτό αξίζει μία μικρή αναφορά στην εβραϊκή κοινότητα της
ρωμαϊκής πόλης. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, στα μέσα του 1ου
αιώνα μ.Χ. η Κόρινθος διέθετε μία ισχυρή και πολυάριθμη κοινότητα Ιουδαίων,
οργανωμένη γύρω από Συναγωγή, με σημαντική πολιτική επιρροή στην
ρωμαϊκή διοίκηση, αφού πέτυχε να επιληφθεί του ζητήματος του Παύλου ο ίδιος
ο Ανθύπατος και διοικητής της Επαρχίας της Αχαΐας. Λίγα χρόνια αργότερα,
πιθανώς ενισχύθηκε πληθυσμιακά από την απελευθέρωση Ιουδαίων
αιχμαλώτων που είχαν σταλεί από τον Νέρωνα για να διανοίξουν το κανάλι του
Ισθμού, το 66/67 μ.Χ. Αψευδείς μάρτυρες για την παρουσία Εβραίων στην
Κόρινθο, είναι ένα πεσσόκρανο με παράσταση επτάφωτων λυχνιών (menorot),
καθώς και το μαρμάρινο υπέρθυρο που διασώζει την επιγραφή ΣΥΝ]ΑΓΩΓΗ
ΕΒΡ[ΑΙΩΝ.
Μία δεύτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στην μικρή, αλλά συνεχώς
αυξανόμενη κοινότητα των Χριστιανών, που δημιουργήθηκε με αφετηρία την
έλευση του Παύλου στην Κόρινθο το 50/51 π.Χ. Όπως προκύπτει από τις
Επιστολές του αλλά και τις Πράξεις των Αποστόλων, αρκετοί Ιουδαίοι, έλληνες
και Ρωμαίοι ακολούθησαν την διδασκαλία του, μεταξύ των οποίων ο Έραστος,
οικονόμος της πόλης, οι σκηνοποιοί Ακύλας και Πρίσκιλλα, ο Αρχισυνάγωγος
Κρίσπος και η οικογένειά του κ.α. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι μολονότι από
τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Χριστιανισμός επικρατεί και επίσημα στην Ρωμαϊκή
αυτοκρρατορία, δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες για την παρουσία
Χριστιανών στην πόλη. Οι πρώτες ασφαλείς μαρτυρίες χρονολογούνται στα τέλη
του 5ου αιώνα μ.Χ. και προέρχονται από το Χριστιανικό νεκροταφείο στην
περιοχή του Ασκληπιείου – Λέρνας.
Πίσω από το Βήμα έστεκε η ανακαινισμένη Νότια Στοά, η οποία στέγασε
σημαντικές διοικητικές λειτουργίες της πόλης όπως την Βουλή πιθανώς της
Επαρχίας της Αχαΐας.
5
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

Ένα από τα δωμάτιά της, το περίφημο Δωμάτιο C, έδρα του Αγωνοθέτη,


υπεύθυνου αξιωματούχου και χορηγού των Αγώνων των Ισθμίων – Καισαρείων,
που κοσμήθηκε με ένα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτό δάπεδο περί τις αρχές του
3ου αιώνα μ.Χ. Πλησίον τους, η λεγόμενη Νότια Βασιλική, ένα κτίσμα του 1ου
αι. μ.Χ., εντός της οποίας είχαν ανιδρυθεί αγάλματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Την δυτική πλευρά της Αγοράς όριζε το λεγόμενο Δυτικό Άνδηρο, επί του
οποίου ανεγέρθηκαν επτά μικρότεροι ναοί του 1ου και του 2ου αι. μ.Χ.,
αφιερωμένοι στους θεούς προστάτες της πόλης, όπως ο Ηρακλής, ο Ποσειδώνας,
η Αφροδίτη και η Τύχη. Ανάμεσά τους έστεκε ένα μονόπτερο, οκτάστυλο κυκλικό
κτήριο κορινθιακού ρυθμού, ανιδρυμένο σε βάθρο και αφιερωμένο στην πόλη
από τον ελληνικής καταγωγής διοικητή (duovir) Cnaeus Babbius Philinus στα
χρόνια του Αυγούστου.
Αμέσως δυτικά τους στέκουν τα Δυτικά Καταστήματα, μια στοά μέσω της
οποίας εισέρχεται κανείς στον περίβολο του Ναού Ε. Πρόκειται για ρωμαϊκού
τύπου, περίπτερο ναό του 1ου αι. μ.Χ., με έξι κορινθιακούς κίονες στην στενή και
δώδεκα στην μακριά του πλευρά, που πατά σε podium. Κατά μία άποψη ήταν
αφιερωμένος στην Gens Iulia και την λατρεία της αυτοκρατορικής οικογένειας,
ενώ κατά μία άλλη λατρευόταν εντός του η Τριάδα του Καπιτωλίου (Jupiter
Capitolinus, Juno, Minerva).
Ο Ναός του Απόλλωνος μετασκευάστηκε στα χρόνια του Αυγούστου, κατά
μία άποψη για να στεγάσει την αυτοκρατορική λατρεία.
Βορείως του λόφου του ναού έστεκε η λεγόμενη Βόρεια Αγορά, ένα
τετράγωνο οικοδόμημα με στοές κατά μήκος των πλευρών του, αποτελούμενες
από δεκατρία καταστήματα.
Τον 1ο αι. μ.Χ. λαξεύτηκε στο φυσικό βράχο, αμέσως νοτίως του Θεάτρου, το
Ωδείο της πόλης, αποτελούμενο από το κοίλον των θεατών, ημικυκλική
ορχήστρα και τριώροφη σκηνή. Η χωρητικότητά του έφτανε τις 3.000 θέσεις. Τον
2ο αι. μ.Χ., κατασκευάστηκε περίστυλη αυλή στα βόρεια της σκηνής, ενώ τον 3ο
αι. μ.Χ., μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά, μετατράπηκε σε αρένα για
μονομαχίες και θηριομαχίες. Τον 4ο αι. μ.Χ. επισκευάζεται εκ νέου και στη
συνέχεια εγκαταλείπεται.
Την εποχή της ανέγερσης του Ωδείου ανακατασκευάζεται και το κοίλον του
Θεάτρου και προστίθεται προσκήνιο με κιονοστοιχία. Αργότερα η πρόσοψη της
σκηνής υψώνεται, αποκτώντας τρεις μεγάλες κόγχες με σειρά κιόνων
έμπροσθέν τους, και πίσω από τη σκηνή κατασκευάζεται περίστυλη αυλή. Τον
2ο αι. μ.Χ. η σκηνή ανακαινίζεται, αποκτώντας γλυπτό διάκοσμο με ανάγλυφες
μετόπες που απεικονίζουν μυθικές σκηνές, όπως οι άθλοι του Ηρακλή, η
6
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

Αμαζονομαχία και η Γιγαντομαχία. Τον 3ο αι. μ.Χ. το Θέατρο μετασκευάστηκε


σε αρένα, ενώ λίγο αργότερα η ορχήστρα διαμορφώθηκε κατάλληλα για τη
διεξαγωγή «ναυμαχιών».
Εκτός του Forum Romanum και βορείως αυτού, έστεκε το ανακαινισμένο από
τον 1ο αιώνα π.Χ., χάρη στην δωρεά τριών ή τεσσάρων πολιτών της, Ασκληπιείο.
Στο κέντρο του δεσπόζει ο ισοπεδωμένος σήμερα ναός του Ασκληπιού και της
Υγιείας, ο οποίος περιβαλλόταν από στοές με αναρτημένα τάματα –
ευχαριστήρια των ασθενών στον θεό για την θεραπεία.
Αμέσως δυτικά συναντούμε την Κρήνη της Λέρνας, ένα συγκρότημα
δεξαμενών διαχείρισης του νερού της πηγής και στοών δίπλα στο Ασκληπιείο,
χώρο αναψυχής των ασθενών, με κρήνη και εστιατόρια.
Σε απόσταση 1.200 μ. βορειοανατολικά του λόφου του Ναού του Απόλλωνα
εντοπίζεται το μη ανεσκαμμένο Αμφιθέατρο της ρωμαϊκής Κορίνθου, στο οποίο
λάμβαναν χώρα μονομαχίες, θηριομαχίες και αρματοδρομίες. Από την
ελλειψοειδή κατασκευή του 1ου αι. μ.Χ. διακρίνεται σήμερα μια βαθιά κοιλότητα,
διαστάσεων 100 x 70 μ.
Από τα ιδιωτικά κτίσματα ξεχωρίζουν η Έπαυλη της Κοκκινόβρυσης (Οικία
Shear), βορειοδυτικά του Forum, διακοσμημένη με περίτεχνα επιδαπέδια
ψηφιδωτά, και το Domus της Παναγίας, μία πολυτελής κατοικία του 3ου αι. μ.Χ.
νοτιοανατολικά της Αγοράς, με δύο περιστύλια κι ένα επίμηκες κανάλι υδάτων
(euripus). Οι τοίχοι του δευτέρου, μάλιστα, καλύπτονταν με πολύχρωμες
τοιχογραφίες, ενώ τα δάπεδα με μωσαϊκά και μαρμαροθετήματα.
Καταστράφηκε περί το 360 π.Χ. από πυρκαγιά που πιθανόν να προκλήθηκε από
σεισμό. Ξεχωριστή μνεία αναλογεί στα αγαλμάτια από το οικιακό ιερό του
Domus της Παναγίας (Ρώμη, Άρτεμις, ένθρονος Ασκληπιός, κ.ά.),
φιλοτεχνημένα σε λευκό μάρμαρο και διακοσμημένα με φύλλα χρυσού.
Στις βόρειες υπώρειες του πλατώματος που βρισκόταν η Κόρινθος,
αναπτύσσονταν εκτεταμένες νεκροπόλεις οι οποίες πλαισίωναν βασικές οδικές
αρτηρίες εξόδου/εισόδου στην πόλη. Έτσι, νεκροταφεία των ρωμαϊκών χρόνων
αποτελούμενα από θαλαμοειδείς τάφους, ταφικά μνημεία, ταφικούς περιβόλους
αλλά και μεμονωμένες ταφές, εντοπίσθηκαν στις θέσεις Κρητικά, Βασιλική
Κοδράτου (Κόμβος Αρχαίας Κορίνθου), Χελιωτόμυλος, Σκουτέλα, Κοκκινόβρυση.
Οι νέοι κάτοικοι ακολουθούν ποικίλα έθιμα ταφής. Άλλοι προτιμούν την καύση
του σώματος και την εναπόθεση της στάχτης σε μεταλλικά ή πήλινα τεφροδόχα
αγγεία, άλλοι τον ενταφιασμό σε σαρκοφάγους μαρμάρινες ή πώρινες και άλλοι,
οι φτωχότεροι, λακκοειδείς τάφους που φέρουν πώρινες καλυπτήριες πλάκες ή
αψιδωτή κάλυψη από κεράμους (καλυβίτες τάφοι). Για τα νήπια ακολουθούν το
7
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

έθιμο του εγχυτρισμού σε μεγάλα αγγεία, κυρίως εμπορικούς αμφορείς. Σε


πολλές περιπτώσεις επίσης, παρατηρείται η συνήθεια αρχαίες λάρνακες να
χρησιμοποιούνται για ενταφιασμούς της ρωμαϊκής περιόδου. Τα πιο
εντυπωσιακά ταφικά μνημεία είναι οι καμαροσκεπείς θαλαμοειδείς τάφοι με
δρόμο, που στους εσωτερικούς τοίχους φέρουν τοξωτές κόγχες για την
τοποθέτηση τεφροδόχων αγγείων, ενώ στο δάπεδο έχουν σαρκοφάγους ή
λακκοειδείς τάφους/οστεοφυλάκια. Πολλά από τα μνημεία αυτά διατηρούν
στους τοίχους έγχρωμο γραπτό διάκοσμο (γιρλάντες, πτηνά, ανθέμια, κιβώρια
με φιάλες και υφάσματα, γεωμετρικά θέματα).
Εξαιρετικό εύρημα αποτελεί η εντυπωσιακή προσωπογραφία νεκρής
γυναίκας επί του καλύμματος σαρκοφάγου, στο οποίο αποδίδονται με ζωηρά
χρώματα και τα κλινοσκεπάσματα της νεκρής. Πήλινα και γυάλινα μυροδοχεία,
φιάλες, λυχνάρια, νομίσματα, κοσμήματα (δαχτυλίδια, ενώτια, περόνες) και
προσωπικά είδη του νεκρού (π.χ. κύμβαλα, πεσσοί, κτένες κ.α.) αποτελούν
συνήθη κτερίσματα στους ρωμαϊκούς τάφους.
Η ευμάρεια της πόλης, με την προστασία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων,
αντικατοπτρίζεται στην καλλιτεχνική παραγωγή της και ιδίως στα γλυπτά της,
που κοσμούσαν δημόσια αλλά και ιδιωτικά μνημεία. Η Αγορά της διακοσμήθηκε
με αγάλματα θεών, όπως του Ερμή και της Αθηνάς, του Κλάριου Απόλλωνα και
της Αφροδίτης, που συνδέονται με τη μυθολογία της Gens Ioulia. Χαρακτηριστικό
είναι το «σύνταγμα» της Ιουλίας Βασιλικής, που περιλαμβάνει τον Οκταβιανό
Αύγουστο απεικονιζόμενο ως Pontifex Maximus (ανώτατο ιερέα της Ρώμης)
πλαισιωμένο από τους εγγονούς του Λούκιο Καίσαρα και Γάιο Καίσαρα.
Πολυάριθμα είναι τα αγάλματα θωρακοφόρων, ιματιοφόρων (palliati) και
τηβεννοφόρων (togati), που απεικονίζουν επιφανείς άνδρες της δημόσιας ζωής,
πορτρέτα ανδρών και γυναικών, αλλά και αυτοκρατόρων. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι ανάγλυφες στήλες, φιλοτεχνημένες σε αρχαϊστικό ή
κλασικιστικό ύφος, καθώς και οι σαρκοφάγοι του 2ου-3ου αι. μ.Χ. με ανάγλυφες
μυθολογικές παραστάσεις.

Ιερό της Δήμητρας και της Κόρης

Στην βόρεια πλαγιά του Ακροκορίνθου, πάνω από την αρχαία πόλη, δεσπόζει το
ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, ο σημαντικότερος χώρος λατρείας της πόλης
από την αρχαϊκή περίοδο όταν ιδρύεται η λατρεία και ξεκινά η ανέγερση
τελετουργικών εστιατορίων για τους μύστες επί της πλαγιάς. Το ιερό, το οποίο
8
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια, ερημώνει μετά
το 146 π.Χ., και επανέρχεται σιγά - σιγά στα χρόνια του Αυγούστου όταν και
πυκνώνουν οι επισκέψεις των πιστών. Την εποχή των Φλαβίων ανεγείρονται σε
ένα φυσικό άνδηρο τρεις ιωνικοί, πρόστυλοι ναοί, εκ των οποίων ο ένας διέθετε
ψηφιδωτό δάπεδο χάρη στην ευεργεσία του Octavius Agathopous, για χάρη της
Χαράς, ιέρειας της Νεωτέρας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλαγή στις
θρησκευτικές πρακτικές των μυστών, με τα πολυπληθή ειδώλια και τα πήλινα
«λίκνα» να εξαφανίζονται στην ρωμαϊκή περίοδο. Η λατρεία συνεχίστηκε στον
χώρο ως τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. οπότε και ο χώρος εγκαταλείπεται.

ΛΕΧΑΙΟ

Το δυτικό λιμάνι της Κορίνθου βρίσκεται σε απόσταση δώδεκα σταδίων βορείως


της πόλης, στις ακτές του Κορινθιακού Κόλπου. Αρχικά επρόκειτο για βάλτο, ο
οποίος διαμορφώθηκε καταλλήλως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος – 6ος αι.
π.Χ.), χάρη σε εκτεταμένες εκσκαφές και εκβαθύνσεις, αλλά και με την ενίσχυση
της λωρίδας ξηράς προς το μέρος της ανοιχτής θάλασσας που λειτούργησε ως
κυματοθραύστης. Το Λέχαιο έγινε ο κύριος δίαυλος επικοινωνίας της Κορίνθου
με τη δυτική Μεσόγειο. Ο Στράβων αναφέρει ότι τον 1ο αιώνα π.Χ., το Λέχαιο
είχε λίγους κατοίκους και παρέμενε τειχισμένο. Με αφορμή την ίδρυση της
Colonia Laus Iulia Corinthiensis, στην εποχή του αυτοκράτορα Κλαύδιου (41-54 .Χ.),
οι λιμενικές εγκαταστάσεις αναβαθμίζονται και κατασκευάζονται
λιμενοβραχίονες (μόλοι), οι οποίοι ακόμη και σήμερα διακρίνονται κάτω από τη
στάθμη της θάλασσας. Έναν αιώνα αργότερα ο Παυσανίας βλέπει στο Λέχαιο
ένα ιερό του Ποσειδώνα και το χάλκινο άγαλμα του θεού. Το ρωμαϊκό λιμάνι
απεικονίζεται σε κορινθιακό νόμισμα του 3ου αιώνα μ.Χ., ενώ στον 4ο αιώνα μ.Χ.
μαρτυρείται στην επιγραφή ενός βάθρου, η εκτέλεση λιμενικών έργων για την
αναβάθμισή του, με πρωτοβουλία του Ανθύπατου της επαρχίας της Αχαΐας
Φλάβιου Ερμογένη, ο οποίος τιμήθηκε από τους πολίτες με την ανίδρυση του
ανδριάντα του στον χώρο του λιμανιού.

9
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

ΚΕΓΧΡΕΕΣ

(βασισμένο σε κείμενο της συναδέλφου Παρασκευής Ευαγγέλογλου)

Το λιμάνι των Κεγχρεών σε απόσταση εβδομήντα περίπου σταδίων από την


Κόρινθο, υπήρξε το ανατολικό επίνειό της στο Σαρωνικό κόλπο.
Στο πλάτωμα όπου εκτείνεται το σύγχρονο χωριό των Κεγχρεών,
εντοπίστηκαν δρόμοι που κατέληγαν στο λιμάνι και ένωναν την Κόρινθο και
άλλους σημαντικούς οικισμούς της ενδοχώρας με αυτό, με σημαντικότερη την
Οδό των Κεγχρεών που απέληγε στην Νότια Στοά του Forum Romanum. Επίσης,
ένας δρόμος παράκτιος και παράλληλος με τη σύγχρονη οδό της Επιδαύρου,
θεωρείται ως ένα από τα βασικά περάσματα προς την Αργολίδα.
Στο πλαίσιο της επανίδρυσης της Κορίνθου ως αυτοκρατορικής αποικίας το 44
π.Χ., είναι πιθανόν ότι προέκυψε η ανάγκη κατασκευής κατάλληλων λιμενικών
εγκαταστάσεων, για την ενίσχυση της επικοινωνίας της νέας πόλης με την
ανατολή. Η κατασκευή πλέον του νέου λιμένος, σύμφωνα και με τις
ανασκαφικές ενδείξεις που υπάρχουν σε μια έκταση τριάντα περίπου
στρεμμάτων, ξεκίνησε στα χρόνια του Αυγούστου, στον πεταλόσχημο κόλπο
των Κεγχρεών, σε μία θέση όπου υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις και
ιστορικές μαρτυρίες για εγκαταστάσεις ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους. Τα
έργα στόχευαν στη βελτίωση της αγκυροβολίας των πλοίων και περιελάμβαναν
την κατασκευή των κρηπιδωμάτων στη θάλασσα και των δύο τεχνητών μόλων,
ως προεκτάσεις των φυσικών ακρωτηρίων.
Ενώ οι Κεγχρεές δέχονταν πλοία, εμπόρους και ταξιδιώτες από τις πρώτες
ακόμη ημέρες της Ρωμαϊκής Κορινθιακής αποικίας, η ακμή τους φαίνεται πως
δεν ξεκινάει πριν από τις αρχές ή τα μέσα περίπου του 1ου αι. μ.Χ., όταν
αποβιβάζεται στην περιοχή ο Απόστολος Παύλος, τευθυνόμενος προς Κόρινθο.
Ο Στράβων τις μνημονεύει ως «Κεγχρεαί κώμη και λιμήν», ενώ τον 2ο αιώνα μ.Χ.
ο Παυσανίας αναφέρει τον ναό της Αφροδίτης, τα ιερά του Ασκληπιού και της
Ίσιδας αλλά και την ύπαρξη ενός χάλκινου αγάλματος του Ποσειδώνα στον
αρχαίο λιμένα. Εξαιρετικά σημαντική είναι και η απεικόνιση του λιμένος, σε
ρωμαϊκό νόμισμα του αυτοκράτορα Αντωνίνου , όπου κάτω από την επιγραφή
CLICOR (Colonia Laus Iulia Corinthiensis) αποτυπώνονται δύο ναοί οι οποίοι
στέκονται στα δύο άκρα του λιμανιού εκατέρωθεν του αγάλματος του
Ποσειδώνα που κρατάει τρίαινα και δελφίνι.
Στο νότιο τμήμα του λιμανιού ταυτίστηκαν τα ερείπια του κρηπιδώματος, των
αποθηκών, των ιχθυοδεξαμενών, αλλά και του ιερού της Ίσιδας με το σιντριβάνι,

10
Σωκράτης Σ. Κουρσούμης:

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Από το 146 π.Χ. στην Colonia Laus Iulia Corinthiensis και
την Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis

το οποίο μετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική τον 6ο αιώνα μ.Χ., στο πλαίσιο


μίας ευρείας αυτοκρατορικής πολιτικής για την Κόρινθο. Κατάλοιπα
διατηρούνται σήμερα τόσο στο χερσαίο όσο και τον ενάλιο χώρο.
Στο βόρειο τμήμα του λιμανιού εντοπίστηκαν τα λείψανα πολυτελών
ρωμαϊκών κτιρίων. Η κύρια οικοδομική δραστηριότητα στο βόρειο μόλο ξεκίνησε
στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. και ακολούθησαν συχνές αναπλάσεις του, μέχρι τις
αρχές του 3ου αι. μ.Χ όπου πήρε τη τελική του μορφή.
Στο φυσικό ανάγλυφο που διαμορφώνεται βόρεια του λιμανιού των
Κεγχρεών, εκτείνεται η θέση «Ράχη Κουτσογκίλλα». Πρόσφατες ανασκαφικές
έρευνες από ομάδα Ελλήνων και Αμερικανών αρχαιολόγων, έφεραν στο φως
σημαντικά οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα που φαίνεται να είναι άρρηκτα
συνδεδεμένα με το ρωμαϊκό λιμάνι. Ειδικότερα, εντοπίστηκαν οικοδομικά
συγκροτήματα δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα με ψηφιδωτά δάπεδα
ρωμαϊκών και υστερορρωμαϊκών χρόνων και αμαξωτοί δρόμοι που
κατευθύνονταν προς το λιμάνι. Επίσης, αποκαλύφθηκε πυκνό νεκροταφείο
θαλαμοειδών τάφων που χρονολογείται από τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. αλλά και
νεκροταφείο λακκοειδών τάφων, λαξευμένων στο φυσικό βράχο, που
τοποθετείται από τον 5 έως τον 7 αιώνα μ.Χ.
ο ο

11

You might also like