Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 10

[Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία: Ποιητικά Κείμενα]

Αντρέ Μπρετόν, "Τα γραπτά φεύγουν", [Α 40]


Επιμέλεια: Αντώνης Δημόπουλος

- 2. Αντρέ Μπρετόν (μτφ. Νάνος Βαλαωρίτης), "Ελεύθερη ένωση", στον τόμο: . . . δεν άνθησαν ματαίως.
Ανθολογία υπερρεαλισμού, (επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1980, σσ. 278-280.

Σχόλιο

Το ερωτικό στοιχείο στο ποίημα επικεντρώνεται στην περιγραφή του γυναικείου σώματος. Μια πληθώρα
εικόνων ανακαλούνται συνειρμικά, για να αποδοθούν σε κάθε μέλος του σώματος.

Κείμενο

Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα

Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης

Με μέση κλεψύδρας

Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης

Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων

μικρότερου μεγέθους

Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη

Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου

Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου

Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της

Με γλώσσα πέτρας απίστευτης

Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής

γραφής

Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού

Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου

Κι άχνας στα παράθυρα

Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας

Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 3


Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα

Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα

Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού

Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και

καρπών οξιάς

Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού

Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών

Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος

Και μίγματος σταριού και μύλου

Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού

Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας

Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας

Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων

Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν

Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού

Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας

Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου

Με στήθια της νύχτας

Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα

Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια

Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ' τη δροσιά

Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται

Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό

Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα

Με πλάτη υδραργύρου

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 3


Με πλάτη φωτός

Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης

Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε

Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου

Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας

Και με μίσχους φτερών άσπρου παγωνιού

Και ζυγαριάς ανευαίσθητης

Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο

Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου

Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης

Με αιδοίο γλαδιόλας

Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθόρυγχου

Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού

Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη

Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα

Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας

Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας

Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή

Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ

Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς.

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 3 / 3


[Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία]

Ανθολόγιο Μεταφράσεων Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας


Ποιητικά και πεζογραφικά κείμενα
9. Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, Το εξωτικό
μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Ζαν Μορεάς) (1856-1910)
Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε

ΤΟ ΕΞΩΤΙΚΟ

Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;


Είν' ο πατέρας με το παιδί·
το 'χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.

-Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;


-Δε βλέπεις τ' άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ' το πλευρό σου·
-Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.

-Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,


μ' αρέσ' η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ' η οχθιά μου,
κι έχ' η μητέρα μου στολή χρυσή.

-Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;


Με θέλει σύντροφο το ξωτικό·
-Παιδί μου, ησύχασε, τ' αέρι κλαίει
σ' άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.

-Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;


θα 'χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.

-Πατέρα, κοίταξε· δε βλέπεις πέρα,


σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
-Παιδί μου, βλέπω απ' τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.

-Μ' αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,


μα συ δεν έρχεσαι· σε παίρνω εγώ…
-Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ' έπνιξε το ξωτικό.

Τρέμει ο πατέρας του και τ' άλογό του


κεντά και χάνεται σαν αστραπή·
φθάνει στη θύρα του… ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 2


μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
(Ζαν Μορεάς) (1856-1910)

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 2


Πωλ Βερλαίν

«Ποτέ πια!»

Θύμηση! Θύμηση! Τι θες? –Στον άτονο αέρα


Έκανε το φθινόπωρο την κίσσα να πετιέται
Κι ο ήλιος μια μονότονη σφεντόνιζεν αχτίδα,
Στο χλωμό δάσος, που παραφωνούσαν τα μελτέμια.

Μονάχοι επορευόμαστε σε στοχασμούς δοσμένοι,


Εγώ κι αυτή –με τα μαλλιά στις αύρες και τη σκέψη.
Ξάφνω, τη συνταραχτικιά ματιά της στρέφοντάς μου
«Ποια ήταν η πρώτη αγάπη σου;» είπε η ηχερή λαλιά της,

Ζωντανό μέταλλο, μ’ αγγελικόν, καθάριο τόνο.


Ένα άφραστο χαμόγελο της αποκρίθη μόνο,
Και τα’ άσπρο της ασπάστηκα, ευλαβητικά, το χέρι…

Τ’ άνθη τα πρώτα! Α, πόσο μοιάζουν μοσκοβολισμένα!


Πώς μ’ έναν ψίθυρο στενάζει τρισχαριτωμένον
Το πρώτο ναι που βγαίνει απ’ τα πεντάκριβα τα χείλη!

Πωλ Βερλαίν, «Νυχτερινή Φαντασία», Κρόνεια ποιήματα, μτφρ. Τέλλος


Άγρας, Ποταμός, Αθήνα 2003, σ. 17.
[Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία]

Ανθολόγιο Μεταφράσεων Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας


Ποιητικά και πεζογραφικά κείμενα
37. Πωλ Ελυάρ, Να κοιμάσαι
μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)
Πωλ Ελυάρ

ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ

Να κοιμάσαι
με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
μ' έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μέσ' στα
μαλλιά
στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα
στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.

Να φεύγεις και να χάνεσαι


μέσ' απ' τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
ανέμου
πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου
γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες

και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.

μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης


(1911-1996)

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 1


[Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία]

Ανθολόγιο Μεταφράσεων Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας


Ποιητικά και πεζογραφικά κείμενα
41. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας
Μτφρ. Νίκος Γκάτσος (1911-1992)
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΕΘ ΜΕΧΙΑΣ

1. Το χτύπημα κι ο θάνατος

Πέντε η ώρα που βραδιάζει.


Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει εν' αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ' άλλα, θάνατος μονάχα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.

Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια


πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ' ένα κέρατο θλιμμένο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ' άχαρα σοκάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
τ' αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ' αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουκανίζει

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 2


πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ' όλα τα ρολόγια.
Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.

Μτφρ. Νίκος Γκάτσος


(1911-1992)

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 2


[Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία]

Ανθολόγιο Μεταφράσεων Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας


Ποιητικά και πεζογραφικά κείμενα
2. Φραντσέσκο Πετράρκα, Λάουρα
μτφρ. Μαρίνος Σιγούρος, (1885-1961)
Φραντσέσκο Πετράρκα

ΛΑΟΥΡΑ

Έρωτα, ιδές τη νια που μας δοξάζει


κι είν' όλη περηφάνια και καμάρι,
κοίτα τι γλύκα που έχει και τι χάρη
κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει


το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πώς στρέφει και κοιτάζει.

Κάτω απ' τα δέντρα τα πυκνογυρμένα,


χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν
να τα πατήσει την παρακαλούνε.

Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα,


γιατί εκεί που τα μάτια της θωρούνε
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν.

μτφρ. Μαρίνος Σιγούρος


(1885-1961)

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 1

You might also like