Professional Documents
Culture Documents
ΚΑΤΕΡ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΟΚΕ
ΚΑΤΕΡ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΟΚΕ
ΚΑΤΕΡ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΟΚΕ
«Σιγά μην τρέμεις...»
είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές
όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή
και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες
να προσκυνάς άλλα αγάλματα
αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών
που για μια μόνο στιγμή
σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά
μ’ ουράνια οικειότητα
ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα
το γελάκι, η ματιά
σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια
του κάκτου χρόνου.
Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής
ακουμπά σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό
ακουμπά στο κενοτάφιο των ονείρων.
ÎNCET NU TREMURA
(AB)
ΜΟΝΑΧΙΚΟ
(AB)
ΕΞΟΔΟΣ
Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
EXIT
Ce dă poezia și ce răpește?
când, sub greutatea unui nor
tot corpul tău interior se încovoaie
când doar o privire, râcâie vechi răni
când o nouă infirmitate, noi răni deschide
când felinarele edenului, la mică de viitorul tău distanță
strălucesc
și toate rezervele vieții ce-ai adunat nu ajung
când te chinuie o tristețe ce nu a sosit încă
când durerea nu are nume nici culoare
atunci poezia ți-atinge fruntea, ca o mână blândă,
și te face să crezi că îți este sublim scopul,
că stihurile nu ți se termină odată cu viața,
că poezia e pledoaria sufletului tău.
(A.B.)
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΦΩΣ 1977
Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα
ULTIMA LUMINĂ 1977
σε στραβώνουν με το άσπρο
(AB)
Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό
Ολόκληρη η κοιλιά
όργανο θείο
στο ρίγος.
της πυγολαμπίδας
κι εξαιρείται το πρόσωπο
σαν πρωταγωνιστής.
κέλυφος
αφομοιώνεται η αρρώστια
Întreg abdomenul
organ divin,
în frison.
a unui licurici
Și ca un fior
se propagă în ființă,
coajă,
al stratului de hârtie.
(AB)
Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας 1978
Δε θά΄μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
άλλ΄είναι θριάμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.
Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
Θραύσματα ζωής
αντικαταστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις
του όνειρου
αμυχές
τις σκιές φωτός
στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο
ζήταγα θεό
και μού΄διναν ένα μονάχα
δάχτυλο για να τριφτώ΄
θριαμβεύω τώρα
στα πιο κρυφά μέρη
όπου συλλαμβάνεται
η ιδέα: εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πως θα φύγω πρώτη.
Triumful eșecului invariabil
Niciodată nu vom fi
ceea ce suntem instantaneu,
dar este un triumf
acest invariabil eșec.
Supraviețuiește doar
tăcerea foii,
se deteriorează trupul,
împreună cu ziua,
până la a nopții bruscă
strălucire a negrului.
Fragmente de viață
înlocuiesc culorile
în micile reprezentări
ale visului,
scrijelite
umbrele de lumină
pe pielea efemeră.
Orbită de atâta negru
am căutat un zeu
și mi-au dat doar un
deget să mă frec;
triumfez acum
în cele mai ascunse locuri
în care sunt capturate
idei: aici
învăț în cele din urmă
că voi pleca prima.
(AB)
Αγγελικά Ποιήματα VIIΙ
εραστές, προσφέρονται
του όστρακου
να φανταστώ αγγέλους
μ΄ολάνοιχτα φτερά
να λιάζονται ανάσκελα
în răul pasiunii.
ale carapacei
și par a fi oarbă,
o extensie întunecată
a propriei ființe,
cu aripi întinse
în focul divin,
în aer strălucind.
(AB)
Έχω μια πέτρα 1982
Γλείφω μια πέτρα. Οι πόροι της γλώσσας μου σοφιλιάζουν με τους πόρους της
πέτρας. Στεγνώνει η γλώσσα μου και σέρνεται ως τη μεριά της πέτρας που
ακουμπάει στο χώμα, πού΄χει μούχλα κολλημένη επάνω της σαν αίμα. Ξαφνικά
μου ξανάρχεται σάλιο, υγραίνει την πέτρα κι η πέτρα κυλάει μες στο στόμα μου.
Την πέτρα αυτή την λέω Οιδίποδα. Γιατί όπως ο Οιδίποδας είναι κι αυτή
ακανόνιστη με βαθιές αυλακιές για μάτια. Κατρακυλάει κι εκείνη με πρησμένα
πόδια. Κι όταν ακίνητη, κρύβει από κάτω της μια μοίρα, ένα ερπετό, τον
λησμονημένο μου εαυτό.
Γιατί ενώ από μόνη της δεν έχε κανένα νόημα, έχει το σχήμα και το βάρος της
εκλογής.
Sug o piatră. Porii limbii mele se împerechează cu porii de piatră. Mi se usucă limba
și se târăște până pe acea parte a pietrei care atinge pământul, care are mucegai lipit
pe ea, ca un sânge. Brusc îmi revine saliva, umezește piatra și piatra se rostogolește
în gura mea.
Pentru că, în timp ce în sine nu are nici un sens, are forma și greutatea opțiunii.
O numesc și o sug.
(AB)
Η ανορεξία της ύπαρξης 2011
(ΑΒ)