ΚΑΤΕΡ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΟΚΕ

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 24

ΣΙΓΑ  ΜΗΝ  ΤΡΕΜΕΙΣ...

 
«Σιγά μην τρέμεις...»
είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές
όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή
και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες
να προσκυνάς άλλα αγάλματα
αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών
που για μια μόνο στιγμή
σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά
μ’ ουράνια οικειότητα
ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα
το γελάκι, η ματιά
σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια
του κάκτου χρόνου.
Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής
ακουμπά σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό
ακουμπά στο κενοτάφιο των ονείρων.
 
ÎNCET NU TREMURA

"Încet nu tremura . . . "


suntem vocile vechilor amoruri
nu ale celor ce-ți schimbau viața
de te aflai brusc in alte încăperi
venerînd alte statui
ci ale acelor mici amoruri
care doar pentru o secundă
te meneau să privești în sus
cu cerească intimitate
în timp ce zburdalnice monocotyledoane
chicotul, ocheadele
te făceau să uiți ghimpii pereni
al timpului cactus.
Amorașule de ultim moment
reazăma-te pe un umăr excesiv de muritor
reazăma-te pe un cenotaf de vise.

(AB)
ΜΟΝΑΧΙΚΟ

Τόπια τόπια το μαύρο περίμενε να με τυλίξει, το ’ξερα.


 
Ο μοναχός κοίταζε μες στο στόμα της,
άδειο από δόντια και φιλιά.
Το μαύρο του καπέλο
λέκιαζε το μπλε τ’ ουρανού
κι η γαλήνη του ήταν όλο πτυχές
σαν τα χοντρά μεταξωτά
στους πίνακες των Ολλανδών.
Φαντάστηκε η Γιαννούσα
τις ώρες της σωτηρίας του
βουτηγμένες στο λάδι και στη σιωπή
και τους μοναχικούς του περιπάτους
ξυστά στην ολόδροση του πειρασμού χαράδρα.
Κι όπως η πολική αρκούδα
με το λίπος-όραμα του κορμιού της
αντέχει το κρύο γιατί στην παγωμένη τρύπα της
μιμείται το θάνατο,
τούτου δω η ψυχή
μες στον γκρίζο σάκο του μυαλού
μιμείται το απόλυτο
για ν’ αντέξει τη ζωή.
Μόνο τα κλάματα του ακούγονται
τη νύχτα στο φεγγάρι
κι οι κληματσίδες που σπαν
σαν γονατίζει.
SOLITAR

Vălătuci vălătuci, negrul aștepta să mă-nfășoare, știam.


 
Călugărul privea hăul din gura ei,
goală de dinți și sărutări.
Camilafca lui neagră
păta albastrul cerului
iar seninătatea îi era plină de cute
precum mătăsurile grele
din picturile flamande.
Și-a imaginat Giannoussas
în orele mântuirii sale
cufundate în ulei și tăcere
și plimbările lui solitare
razant cu foarte răcoroasa poartă a ispitei.
Și precum ursul polar
cu viziunea grasă a corpului lui
rezistă la frig, deoarece în gaura lui înghețată
imită moartea,
acest suflet
în sacul gri al minții
imită absolutul
ca să reziste vieții.
Doar plânsul lui este auzit
noaptea pe lună
și cârceii care se rup
în timp ce îngenunchează.

(AB)
ΕΞΟΔΟΣ 
                                                                               
 Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
EXIT                                                                             

 În această lume fără de grai


în care am venit pentru studii tăcute
exercițiile mele sunt asurzitoare
o știu, încă nu curge
tăcerea mea natural nu curge.
(AB)
ΤΙ ΔΙΝΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙ ΠΑΙΡΝΕΙ

Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει;


Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει
όταν ένα μόνο βλέμμα παλιές πληγές ξύνει
όταν μια νέα αναπηρία καινούργιες πληγές ανοίγει
όταν τα φανάρια τ΄ουρανού σε κοντινή απ΄το μέλλον σου απόσταση
λάμπουν
κι όλα τα αποθέματα ζωής που ΄χεις συλλέξει δεν φτάνουν
όταν σε βασανίζει μια θλίψη που δεν ήρθ΄ακόμα
όταν ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα
τότε αγγίζει η ποίηση σα χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου.
CE DĂ POEZIA ȘI CE RĂPEȘTE

Ce dă poezia și ce răpește?
când, sub greutatea unui nor
tot corpul tău interior se încovoaie
când doar o privire, râcâie vechi răni
când o nouă infirmitate, noi răni deschide
când felinarele edenului, la mică de viitorul tău distanță
strălucesc
și toate rezervele vieții ce-ai adunat nu ajung
când te chinuie o tristețe ce nu a sosit încă
când durerea nu are nume nici culoare
atunci poezia ți-atinge fruntea, ca o mână blândă,
și te face să crezi că îți este sublim scopul,
că stihurile nu ți se termină odată cu viața,
că poezia e pledoaria sufletului tău.
(A.B.)
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΦΩΣ 1977

Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω


έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.

Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα
ULTIMA LUMINĂ 1977

Când am plonjat să te aflu


se pierduse de-acum ființa
și era fără glas profetul din inima mea.
Ești într-o formă absolută
inaccesibilă și în viața însăși,
o pată albă ești,
apă ușor tulbure.

Vreau să fac să dispară


ultima mea lumină
acolo unde nimic
nu oprește privirea:
nici o rândunică nu doresc la orizont,
nici o iluzie.
Îmi va fi murit inima
și tot voi trăi.
Voi conta pe natură
și te voi numi vară
fără nici o memorie.
Te voi numi floare până când
legenda va trage
cortina în spatele meu:
în față peretele alb,
totul terminat și alb,
iar eu -un gândac strivit.
(AB)
INTERLUDE

Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι

γιατί κι όταν ακόμη

σε στραβώνουν με το άσπρο

ψιθυρίζουν "δεν υπάρχω".


INTERLUDIU

Îngeri cinstiți, onorabili

pentru că încă și atunci când

te orbesc cu atâta alb,

îți șoptesc "nu exist".

(AB)
Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό

θα 'χαν τα χέρια σου


άπειρες ερμηνείες
όταν κινούνται
και μ' ανεβάζουν στον ουρανό
έναν ουρανό σαν του Ρίλκε
με λυπημένους αγγέλους
να φυσούν τη μοναξιά
κάτω στη γη
υπονοούμενα φτερά
και ντροπαλή η μιλιά τους
γιατί δεν υπάρχουν.

Ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα


κι απ' έξω σκοτεινός για να βυθίζεται
στο μαύρο και να μη φαίνεται.

Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ΄ουρανού


με τα φτερά χαϊδεύουν τις πιο αλλόκοτες
ψυχολογίες
ξέρουν τα μυστικά της εγωπάθειας
όταν αποκαλούν το φύλλο δέντρο
και το δέντρο δάσος.
« Έτσι μας έκαν ΄ο Θεός », λένε , σκύβουν
και χύνεται το φως σαν μαλλί χρυσό ή γέλιο
στο στήθος κρατάνε το καπέλο
την ώρα που λένε αντίο
και μπαίνουν σ΄άλλο κόσμο
καλύτερο.
Μια πιπεράτη μυρωδιά
μένει μόνο
στο πρεβάζι του παράθυρου
και στη γλώσσα μια γεύση προδοσίας
απ΄ το θείο.
Dacă, cel puțin, credeam în Dumnezeu

ar avea mâinile tale


infinite interpretări
atunci când se mișcă
și mă ridică la cer,
un cer ca cel al lui Rilke,
cu îngeri triști
care să alunge singurătatea
jos pe pământ
cu aluzii de aripi
și voce timidă
pentru că nu există.

Îngerul este înstelat pe dinăuntru


și întunecat pe afară, să se scufunde
în negru și să nu se vadă.

Îngerii sunt prostituate cerești,


cu aripile mângâie cele mai bizare
psihologii,
cunosc secretele egoismului exagerat
când numesc frunza, copac
și copacul, pădure.
"Așa ne-a făcut Dumnezeu", zic, se apleacă
și se revarsă lumina precum lâna de aur sau ca un râs,
pe piept țin pălăria
în ceasul în care spun adio
și intră în altă lume,
mai bună.
O mireasmă piperată
rămâne doar
pe pervazul ferestrei
și pe limbă un gust al trădării
de divin.
(AB)
Η εμπειρία της έμπνευσης 1978

Ολόκληρη η κοιλιά

Μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ

ένα δάσος με σκιές μεταθανάτιες

κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό

όργανο θείο

για να μαντεύεις τα πράγματα

στο ρίγος.

Πλαταίνει το παιχνίδι του νου΄

μες απ΄το νου γεννιέται

άλλος νους λαμπρότερος

νοείται η μικρότατη μέρα

της πυγολαμπίδας

κι εξαιρείται το πρόσωπο

σαν πρωταγωνιστής.

Κι όπως μια συγκίνηση

απλώνεται στην ύπαρξη

ανοίγει και το πιο σκληρό

κέλυφος

αφομοιώνεται η αρρώστια

τα χίλια λάθη κι οι αναπηρίες

ανθίζουν στο λευκό τετράγωνο

παρτέρι του χαρτιού.


Experiența inspirației, 1978

Întreg abdomenul

Se transformă în ceva profund,

o pădure de umbre post-mortem

și ombilicul, un clarin tăcut,

organ divin,

pentru a ghici lucrurile

în frison.

Se lărgește jocul minții,

prin spirit se naște

un alt spirit, mai strălucit,

se concepe ziua foarte mică

a unui licurici

și este exclusă persoana

din rol de protagonist.

Și ca un fior

se propagă în ființă,

deschide și cea mai tare

coajă,

boala este digerată,

cele o mie de erori și handicapuri

înfloresc în pătratul alb

al stratului de hârtie.

(AB)
Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας 1978

Δε θά΄μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
άλλ΄είναι θριάμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.
Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
Θραύσματα ζωής
αντικαταστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις
του όνειρου
αμυχές
τις σκιές φωτός
στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο
ζήταγα θεό
και μού΄διναν ένα μονάχα
δάχτυλο για να τριφτώ΄
θριαμβεύω τώρα
στα πιο κρυφά μέρη
όπου συλλαμβάνεται
η ιδέα: εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πως θα φύγω πρώτη.
Triumful eșecului invariabil

Niciodată nu vom fi
ceea ce suntem instantaneu,
dar este un triumf
acest invariabil eșec.
Supraviețuiește doar
tăcerea foii,
se deteriorează trupul,
împreună cu ziua,
până la a nopții bruscă
strălucire a negrului.
Fragmente de viață
înlocuiesc culorile
în micile reprezentări
ale visului,
scrijelite
umbrele de lumină
pe pielea efemeră.
Orbită de atâta negru
am căutat un zeu
și mi-au dat doar un
deget să mă frec;
triumfez acum
în cele mai ascunse locuri
în care sunt capturate
idei: aici
învăț în cele din urmă
că voi pleca prima.
(AB)
Αγγελικά Ποιήματα VIIΙ

Όταν οι άγγελοι τυχαίνουν

εραστές, προσφέρονται

μ΄ένα σκληρό κέλυφος απ΄έξω

που τους κρατάει ανέπαφους

μες στο κακό του πάθους.

Θωπεύω τις ανώμαλες επιφάνειες

του όστρακου

και μοιάζω με τυφλή

τρέχω τα δάχτυλα μου

πάνω κάτω για ένα άνοιγμα

κι εκείνοι σιωπηλοί εκτείνουν

τα μεσάνυχτα ένα μέλος

μια σκούρα προέκταση

του εαυτού τους

π΄ανιχνεύει την ολόγυρα εμένα.

Φαίνεται ακέφαλη η άλογη παρέα μου

κι έτσι νιώθω ελεύθερη

να φανταστώ αγγέλους

μ΄ολάνοιχτα φτερά

να λιάζονται ανάσκελα

στη θεία κάψα

με το πετράδι τους το σάρκινο

ν΄αστράφτει στον αέρα.


Poeme îngerești VIII

Când îngerii se-ntâmplă

să fie și iubiți, se dăruiesc

cu o coajă tare pe dinafară

care-i păstrează intacți

în răul pasiunii.

Dezmierd suprafețele neregulate

ale carapacei

și par a fi oarbă,

îmi aleargă degetele

în sus și în jos căutând un afloriment

iar ei tăcuți întind

în miezul nopții un membru,

o extensie întunecată

a propriei ființe,

care explorează în jur după mine.

Par fără cap iraționalii mei prieteni,

așa că ma simt liberă

a-mi imagina îngeri

cu aripi întinse

care se scaldă pe spate

în focul divin,

cu bijuteria cărnii lor

în aer strălucind.

(AB)
Έχω μια πέτρα 1982

Γλείφω μια πέτρα. Οι πόροι της γλώσσας μου σοφιλιάζουν με τους πόρους της
πέτρας. Στεγνώνει η γλώσσα μου και σέρνεται ως τη μεριά της πέτρας που
ακουμπάει στο χώμα, πού΄χει μούχλα κολλημένη επάνω της σαν αίμα. Ξαφνικά
μου ξανάρχεται σάλιο, υγραίνει την πέτρα κι η πέτρα κυλάει μες στο στόμα μου.

Την πέτρα αυτή την λέω Οιδίποδα. Γιατί όπως ο Οιδίποδας είναι κι αυτή
ακανόνιστη με βαθιές αυλακιές για μάτια. Κατρακυλάει κι εκείνη με πρησμένα
πόδια. Κι όταν ακίνητη, κρύβει από κάτω της μια μοίρα, ένα ερπετό, τον
λησμονημένο μου εαυτό.

Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.

Γιατί ενώ από μόνη της δεν έχε κανένα νόημα, έχει το σχήμα και το βάρος της
εκλογής.

Τη λέω και τη γλείφω.

Ως το τέλος της ιστορίας μου.

Όσο να καταλάβω τα θα πει εκλογή.

Όσο να καταλάβω τι θα πει τέλος.


Am o piatră 1982

Sug o piatră. Porii limbii mele se împerechează cu porii de piatră. Mi se usucă limba
și se târăște până pe acea parte a pietrei care atinge pământul, care are mucegai lipit
pe ea, ca un sânge. Brusc îmi revine saliva, umezește piatra și piatra se rostogolește
în gura mea.

Piatra aceasta o numesc Oedip. Ca și Oedip, este și ea nelămurită/neregulată, cu


șanțuri adânci pentru ochi. Se rostogolește și ea, cu picioare umflate. Chiar și atunci
când nemișcată, ascunde sub ea un destin, o reptilă, ființa meu uitată.

Piatra aceasta o numesc Oedip.

Pentru că, în timp ce în sine nu are nici un sens, are forma și greutatea opțiunii.

O numesc și o sug.

Până la sfârșitul poveștii mele.

Cît să pricep ce înseamnă opțiune.

Cât să pricep ce înseamnă final.

(AB)
Η ανορεξία της ύπαρξης 2011

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω


ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δεν μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Anorexia existenței 2011

Nu mi-e foame, nu mă doare, nu duhnesc,


poate undeva profund sufăr și nu știu
mă prefac a râde,
nu vreau imposibilul,
nici posibilul,
interzisele pentru mine trupuri
nu-mi satură privirea.
Cerul uneori
privesc cu jind
când soarele își stinge strălucirea
și iubitul albastru se predă
farmeculului nopții.
Singura mea participare
la vârtejul lumii
este respirația ce-mi iese regulat.
Dar simt și o altă
participare ciudată;
anxietatea mă cuprinde brusc
pentru suferința umană.
Se întinde pe pământ
ca un acoperământ de ceremonial/o față de masă de ritual
care, înmuiată în sânge,
acoperă mituri și zei,
veșnic renaște
și se identifică cu viața.
Da, acum vreau să plâng
dar a secat până și sursa mea de lacrimi.

(ΑΒ)

You might also like