Professional Documents
Culture Documents
Ψυχοπαθολογική ερμηνεία της σχολικής αποτυχίας PDF
Ψυχοπαθολογική ερμηνεία της σχολικής αποτυχίας PDF
Ψυχοπαθολογική ερμηνεία της σχολικής αποτυχίας PDF
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Όνομα: Μαρία
Επίθετο: Γουρίδου
Α.Μ.: 33
Θεσσαλονίκη, 2018
Περιεχόμενα
Σελ.
Περίληψη-Abstract ……………………………………………………………1
Πρόλογος……………………………………………………………………….2
Εισαγωγή……………………………………………………………………….3
Μάθηση
Ορισμός μάθησης ……………………………………………………………..7
Μια ψυχοδυναμική προσέγγιση των δυσκολιών μάθησης………………….8
Η αναγνώριση της ύπαρξης ψυχικού πόνου στη μάθηση………………… 12
Ενορμήσεις και μάθηση ……………………………………………………..14
Η μάθηση ως ένα παιχνίδι επιθυμιών
➢ Η επιθυμία του ειδέναι………………………………………………………16
➢ Η επιθυμία του διδάσκειν……………………………………………………18
➢ Οι γονεϊκές επιθυμίες………………………………………………………..20
➢ Το αποτέλεσμα των διαπλεκόμενων επιθυμιών……………………………..21
Συστατικά στοιχεία μάθησης
➢ Η περιέργεια: Από τη σωματική στη νοητική περιέργεια…………………..23
➢ Η αυτονόμηση………………………………………………………………27
➢ Άγχη εγγενή στη μαθησιακή διαδικασία …………………………………...31
➢ Η μετουσίωση……………………………………………………………….34
➢ Η συναισθηματική συνιστώσα της μάθησης………………………………..37
➢ Η σημασία του σχεσιακού παράγοντα………………………………………40
➢ Η ύπαρξη ενός διευκολυντικού κατά Winnicott περιβάλλοντος…………..44
Τα μεταβιβαστικά χαρακτηριστικά της σχέσης δασκάλου-μαθητή………..46
Η παιδαγωγική σχέση ως αναβίωση της οιδιπόδειας σύγκρουσης…………51
Άμυνες ναρκισσιστικού τύπου στη μάθηση …………………………………57
Η σχολική τελετουργία και η εξεταστική διαδικασία υπό μια ψυχοδυναμική
προσέγγιση …………………………………………………………………….59
Από τις εκκολαπτόμενες σκέψεις στη μάθηση: Η προσέγγιση της σκέψης και της
μάθησης με βάση τη σκέψη των: Freud, Klein, Bion……………………… 61
- Η προσέγγιση του Freud …………………………………………………….62
- Η προσέγγιση της Klein……………………………………………………...62
- Η προσέγγιση του Bion ……………………………………………………...64
Σχολική αποτυχία
Abstract
The difficulties encountered by many students during their schooling bring out
(among others) the relationship that is being developed between teacher and student,
the components of learning and the process through which is achieved. Consequently,
the school failure experienced by many students is an issue that concerns not only the
educational context in which it belongs, but also the wider society, due to its impact
on the later life of the child. In the context of this paper, an approach of both learning
and school failure it is attempted, through a psychodynamic view, inspired by the
psychoanalytic theory. As a consequence, the emotional component of the learning
process and the psychological investment of failure are emerging as an alternative
view for deeper understanding, interpretation and coping with learning difficulties and
school failure.
1
Πρόλογος
2
Εισαγωγή
Η διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η μάθηση, οι δυσκολίες κατά
την κατάκτησή της και η σχολική αποτυχία που βιώνουν πολλοί μαθητές,
απασχολούν τόσο τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας όσο και την ευρύτερη
κοινωνία, δεδομένων των επιπτώσεων της σχολικής αποτυχίας στη μετέπειτα ζωή του
παιδιού. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα επιχειρηθεί μια ψυχοδυναμική
προσέγγιση της μάθησης και της σχολικής αποτυχίας με έκδηλες επιρροές από τη
θεωρία της M.Klein, του W.Bion,του D.Winnicott και εν μέρει του J.Lacan.
Όσον αφορά τη ψυχοδυναμική προσέγγιση, αρκεί να επισημάνουμε πως
πρόκειται για μια θεωρία που εισήγαγε ο Freud και εστιάζει στις συχνά ανεπαίσθητες
εσωτερικές διεργασίες του νου καθώς δρουν σε αντιπαράθεση με την εξωτερική
πραγματικότητα. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση εμπνέεται από τη συγγενή προς αυτήν
ψυχαναλυτική θεωρία, με εισηγητή πάλι τον Freud, κατά την οποία η ανθρώπινη
φύση κινητοποιείται από εγγενείς βιολογικές ενορμήσεις και εσωτερικά δυναμικά.
Στα πλαίσια της ψυχοδυναμικής προσέγγισης, η συμπεριφορά του ανθρώπου
επηρεάζεται από ασυνείδητες τάσεις και συγκρούσεις, καθώς δίνεται ιδιαίτερη
έμφαση στις δυναμικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο συνειδητό και
ασυνείδητο κίνητρο. Υπό αυτή τη θεώρηση, η συμπεριφορά του ατόμου καθορίζεται
από τα βιώματα του παρελθόντος και του τρόπου που αυτά αναβιώνουν και
επηρεάζουν την τρέχουσα πραγματικότητα δίνοντας έμφαση στη λειτουργική
σημασία των συναισθημάτων (Craig&Baucum,2007. Pervin&John,2001).
Γιατί όμως επιλέχθηκε η ψυχοδυναμική προσέγγιση; Η ψυχοδυναμική
προσέγγιση επιλέχθηκε, διότι προσφέρει μια διαφορετική οπτική αναδεικνύοντας τη
συναισθηματική συνιστώσα της μαθησιακής διαδικασίας, η οποία επηρεάζει τη σχέση
μαθητή-δασκάλου, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ανασταλτικά ή αναπτυξιακά ως
προς τη μάθηση. Υπό αυτό το πρίσμα, η μάθηση ορίζεται στο πλαίσιο μιας σχέσης
όπου τα συναισθήματα που εκλύονται δύναται να δημιουργήσουν συμπεριφορές
παλινδρόμησης σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης, αναστέλλοντας έτσι τις γνωστικές
διεργασίες. Το πέρασμα από την άγνοια στη γνώση είναι συνυφασμένο με την
αβεβαιότητα, τη ματαίωση, την απογοήτευση και την ανασφάλεια, ενώ ο ρόλος του
δασκάλου στην αντοχή του μαθητή απέναντι σε αυτές τις ψυχικές καταστάσεις μέχρι
να επιτευχθεί η γνωστική ισορροπία, αναδεικνύεται ως ο πλέον σημαντικότερος
(Καραγιαννοπούλου,2007).
3
Κατά τον Mauco (2010), μέσω μιας ψυχαναλυτικής οπτικής προσφέρεται η
δυνατότητα αποκωδικοποίησης της συγκαλυμμένης έκφρασης των ανθρώπινων
επιθυμιών και του συμβολικού λόγου των συμπτωμάτων ώστε «να φτάνουμε σαν
νυστέρι στη συγκαλυμμένη από το υποκείμενο αλήθεια, όπου το «εγώ» καλείται να
ξεσπιτώσει το «αυτό» που μιλάει μέσα στο σύμπτωμα» (σελ 209). Αν λάβουμε υπόψη
πως οι περισσότεροι ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης συγγραφείς αντιμετωπίζουν, όπως
θα δούμε αναλυτικά εν συνεχεία, τις δυσκολίες στη μάθηση και την σχολική αποτυχία
ως ένα σύμπτωμα, κατανοούμε την αξία και τη χρησιμότητα της ως άνω τοποθέτησης
αναφορικά με τον εντοπισμό, την κατανόηση, την ερμηνεία και την αντιμετώπισή
τους.
Γι’ αυτό συχνά παρατηρούμε πως αν και μια παρέμβαση ειδικής αγωγής
τεχνικά πετυχημένη δύναται να εξαφανίσει λόγου χάρη τη δυσλεξία ή το τραύλισμα,
δηλαδή το σύμπτωμα, ωστόσο δεν αποκλείεται η επιδείνωση ή η επανεμφάνιση ενός
νέου ακόμα πιο ενοχλητικού συμπτώματος λόγω της εσωτερικής έντασης που
αυξάνεται. Πίσω από κάθε δυσλειτουργική συμπεριφορά υποκρύπτεται μια αμήχανη
έκκληση για βοήθεια, ένα αίτημα που δεν εκφράζεται καθαρά μιας και η ενέργεια των
απωθημένων ορμών, επιφέρει διαταραχές σε επίπεδο σωματικό, διανοητικό ή
συναισθηματικό. Κατά αυτήν την άποψη, μια ιατρικο-παιδαγωγική υπηρεσία δεν
απαντά ποτέ στο αίτημα των γονέων, αλλά σε αυτό που κρύβεται πίσω από αυτό,
υποδεικνύοντας την δυναμική της οικογενειακής ιστορίας του παιδιού και πως το ίδιο
δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από το οικογενειακό και κοινωνικό του
περιβάλλον.
Μέσα από μια ψυχοδυναμική προσέγγιση που εμπνέεται από τη
ψυχαναλυτική θεωρία, διευκολύνεται η επικέντρωση της σκέψης και της γνώσης σε
αυτό που συμβαίνει με το δάσκαλο μέσα στη σχέση του με το μαθητή, ώστε να
κατανοηθεί η στάση του απέναντί του και πως αυτό μπορεί να επηρεάσει τη
μαθησιακή διαδικασία και το αποτέλεσμα αυτής. Από τη μια μεριά η παιδαγωγική
προσέγγιση επικεντρώνεται στο μαθητή χωρίς κάποια αναφορά σε αυτό που είναι ο
δάσκαλος, από την άλλη η ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση εστιάζει το ενδιαφέρον του
δασκάλου σε ένα «παιδαγωγικό παιδί», ενώ αντιστοίχως η ψυχοδυναμική προσέγγιση
προσπαθεί να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του δασκάλου στα ασυνείδητα κίνητρα
που εκφράζονται στις στάσεις και τις συμπεριφορές του ίδιου, του μαθητή αλλά και
των γονιών του (Filloux,2011).
4
Υπό το πρίσμα λοιπόν μιας ψυχαναλυτικής οπτικής, όπως αυτή αποτυπώνεται
στα πλαίσια μιας ψυχοδυναμικής προσέγγισης, δίνεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα
της δυσλειτουργικής μαθησιακής συμπεριφοράς κάτι που ακόμα και ο ίδιος ο Piaget
(όπως αναφέρεται στην Κοντοπούλου,1996) παραδέχεται «Θα έρθει μια μέρα που η
ψυχολογία των γνωστικών λειτουργιών και η ψυχανάλυση θα πρέπει να συγχωνευτούν
σε μια γενική θεωρία η οποία θα βελτιώσει και τις δυο, με αμοιβαία διόρθωση και θα
πρέπει από τώρα να ετοιμασθούμε για αυτήν την προοπτική τονίζοντας τις σχέσεις που
θα μπορούσαν να υπάρχουν μεταξύ τους» (σελ.62).
Λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν, επιχειρήθηκε η προσέγγιση της
μάθησης και της σχολικής αποτυχίας υπό μια ψυχοδυναμική προσέγγιση χωρίζοντας
την παρούσα εργασία σε δυο μέρη. Από τη μια μεριά, το πρώτο μέρος επικεντρώνεται
στη μάθηση, όπου μετά από μια σύντομη εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου,
παρουσιάζεται μια ψυχοδυναμική προσέγγιση των προβλημάτων μάθησης και
αναγνωρίζεται η ύπαρξη ψυχικής οδύνης και ενορμήσεων που αναπόφευκτα
επηρεάζουν το αποτέλεσμά της. Υπό αυτή την σκοπιά, η μάθηση παρουσιάζεται ως
ένα παιχνίδι διαπλεκόμενων επιθυμιών των εμπλεκόμενων μερών δηλαδή του
παιδιού, του δασκάλου και των γονιών του, ενώ αναπτύσσονται λεπτομερώς τα
συστατικά της στοιχεία, αλλά και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ενεργοποιούνται
άμυνες ναρκισσιστικού τύπου. Εν συνεχεία, αναλύονται υπό μια ψυχοδυναμική
οπτική τα βασικά χαρακτηριστικά της παιδαγωγικής σχέσης, η οποία θα μπορούσε να
θεωρηθεί ως μια αναβίωση της οιδιπόδειας σύγκρουσης, με αναφορά στα
μεταβιβαστικά στοιχεία που αναπτύσσονται στα πλαίσια αυτής. Έπειτα, το πρώτο
μέρος κλείνει με μια ανάλυση της σχολικής τελετουργίας στο σύνολό της υπό μια
ψυχοδυναμική οπτική, αλλά και μια περιεκτική προσέγγιση της σκέψης και της
μάθησης με βάση τη θεωρία των Freud, Klein και Bion.
Από την άλλη στο δεύτερο μέρος, μετά την εννοιολογική αποσαφήνιση του
όρου της σχολικής αποτυχίας και μια σύντομη αναφορά στις θεωρητικές της
προσεγγίσεις, αναπτύσσονται υπό μια ψυχοδυναμική σκοπιά τα αίτια της, ποιος
παραλληλισμός υπάρχει μεταξύ σχολικής ανορεξίας και αποτυχίας, πώς μια
μαθησιακού τύπου δυσκολία είναι δυνατόν να οδηγήσει στη σχολική αποτυχία, αλλά
και τις επιπτώσεις που αυτή επιφέρει στη μετέπειτα ζωή του παιδιού. Μετά από αυτή
την ενδελεχή παρουσίαση δεν λείπει και μια κριτική θεώρηση της ψυχοδυναμικής
προσέγγισης που προηγήθηκε, ώστε να διαμορφωθεί μια σφαιρική και πιο
ολοκληρωμένη εικόνα των υπό εξέταση θεμάτων.
5
Με λίγα λόγια, στόχος της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιαστεί μια
εναλλακτική οπτική της μάθησης και της σχολικής αποτυχίας η οποία να λειτουργεί
συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά ως προς τις ήδη υπάρχουσες προσεγγίσεις
(ιατρικού, γνωστικού ή κοινωνιολογικού τύπου), ώστε να διαμορφωθεί μια πλήρης
εικόνα. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση που εμπνέεται από τη ψυχανάλυση, αναδεικνύει
τη συναισθηματική συνιστώσα της μάθησης και της σχολικής αποτυχίας ως το κλειδί
για την κατανόηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το παιδί, το οποίο δύναται να
καθορίσει τόσο την ύπαρξη όσο και το μέγεθος των δυσκολιών αυτών μέσα από μια
υποκειμενική ερμηνεία των μηνυμάτων του οικογενειακού του περιβάλλοντος,
λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τον κοινωνικο-συναισθηματικό του περίγυρο.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως σε όλη την έκταση της εργασίας
χρησιμοποιείται για λόγους συντομίας ο χαρακτηρισμός του δασκάλου και όχι η
συνεχής διαφοροποίηση του στα δυο γένη, δηλαδή ο/η δάσκαλος/α, χωρίς να υπάρχει
πρόθεση να γίνει αναφορά μόνο στο αρσενικό γένος. Όποτε λοιπόν αναφέρεται ο
δάσκαλος στην ουσία υπονοείται και το θηλυκό γένος, το οποίο παραλείπεται χάρη
συντομίας.
6
Μάθηση
Ορισμός μάθησης
Κατά τον Παναγιώτου (1983) δεδομένου πως η μάθηση συνοδεύει τον
άνθρωπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, θεωρήθηκε από πολλούς θεωρητικούς
και ψυχολόγους ήδη από τον 19ο αιώνα, ως μια σημαίνουσα διαδικασία για την
αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων της καθημερινότητας, ώστε η ενασχόληση με
τη φύση, την έννοια και τους παράγοντες που την διευκολύνουν ή την δυσχεραίνουν
να είναι επιτακτική. Όντας μια σύνθετη λειτουργία στην οποία εμπλέκονται
γνωστικοί, ψυχικοί και κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες (Κοντοπούλου, 2007),
μελετήθηκε από διάφορους κλάδους (παιδαγωγική, ιατρική, νευρολογία, ψυχολογία
κ.ά) χωρίς όμως κατά τον Φλουρή (2003) να έχει ερμηνευτεί και κατανοηθεί πλήρως
κατά τρόπο παραδεκτό από όλους όσους ασχολούνται με αυτήν.
Η μάθηση αποτελεί φαινόμενο τόσο βιολογικό με την έννοια πως
παρατηρείται στον άνθρωπο ή στα ζώα ως απόκτηση αναγκαίων για την επιβίωση
δεξιοτήτων, όσο και πνευματικό με την έννοια πως παρατηρείται μόνο στους
ανθρώπους κατευθυνόμενο από τους ίδιους ως μια εκδήλωση στη συμπεριφορά τους.
Συνεπώς, η μάθηση αποτελεί μια διαδικασία που οδηγεί στην απόκτηση της γνώσης
καθώς αν και δεν οδηγεί άμεσα σε παρατηρήσιμη αλλαγή της συμπεριφοράς, μπορεί
μελλοντικά να την προκαλέσει (Μαριδάκη-Κασσωτάκη,2008). Συχνά η μάθηση
ταυτίζεται μονομερώς με τη νοητική λειτουργία ή κρίνεται από το μαθησιακό της
αποτέλεσμα με συνέπεια να μην υπάρχει μια συνεκτική ερμηνευτική θεωρία, αλλά
προσεγγίσεις για τα επιμέρους χαρακτηριστικά της (Pain όπως αναφέρεται στην
Κοντοπούλου, 2007).
Αρκετά συχνά στην βιβλιογραφία γίνεται διαφοροποίηση των εννοιών της
ωρίμανσης και της μάθησης, καθώς πρόκειται για διαδικασίες που δεν ταυτίζονται. Η
ωρίμανση συνιστά μια αναπτυξιακή διαδικασία που συμβαίνει σταδιακά, ώστε το
άτομο να παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και έχει γενετικές
καταβολές, ενώ η μάθηση συνιστά μια συστηματική μεταβολή στη συμπεριφορά που
συμβαίνει διαρκώς, ως αποτέλεσμα της εμπειρίας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
και δεν έχει γενετικές καταβολές (Bigge,2008). Επομένως οι αλλαγές που οφείλονται
στη βιολογική ωρίμανση παρά το γεγονός πως επηρεάζουν τη συμπεριφορά δεν
θεωρούνται μάθηση (Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2008).
7
Μολονότι η παρουσίαση των θεωρητικών προσεγγίσεων της μάθησης δεν
ανήκει στους στόχους της παρούσας εργασίας, επειδή υπάρχει μεγάλη διάσταση
απόψεων για τον προσδιορισμό της έννοιας της θα αρκεστούμε μόνο στα παρακάτω.
Αναλόγως της θεωρητικής προσέγγισης, η μάθηση θεωρήθηκε ως: α) δημιουργία
αντανακλαστικών (Pavlov), β) δοκιμή και πλάνη (Thornike), γ) μια
επαναλαμβανόμενη αντίδραση μετά από θετική ενίσχυση (Skinner), δ) μια ενόραση
(Kolher), ε) μίμηση προτύπου (Bandura), στ) επεξεργασία πληροφοριών (Gagne,
Neisser), η) μια προσωπική ερμηνεία στις νεοαποκτηθείσες πληροφορίες (Maslow).
Αν και κανένας ορισμός της μάθησης δεν είναι ευρέως αποδεκτός από όλους ωστόσο
οι περισσότεροι από αυτούς συγκλίνουν στην άποψη πως μάθηση συνιστά η μόνιμη
(με διάρκεια) τροποποίηση της συμπεριφοράς (ανθρώπων ή ζώων) υπό την επίδραση
των εμπειριών τις οποίες αποκτούν μέσω της αλληλεπίδρασης τους με το περιβάλλον
(Bigge, 2008, Μαριδάκη-Κασσωτάκη 2008, Καψάλης 2000, Κολιάδης 1996).
Λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν, γίνεται κατανοητό πως η μάθηση
δεν είναι ταυτόσημη με την απόκτηση γνώσεων κατά τη διάρκεια της σχολικής
φοίτησης όπως πιστεύουν οι περισσότεροι. Αντιθέτως κατά την Μαριδάκη-
Κασσωτάκη (2008) αποτελεί ένα δυναμικό σύνολο επίκτητων στοιχείων που
διαμορφώνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, συμπεριλαμβανόμενων των συνηθειών,
των στάσεων, των πεποιθήσεων, των γνώσεων, των ιδεών, των αξιών και των
δεξιοτήτων του.
8
από έντεκα ορισμοί ώστε να περιγραφεί το εύρος της συμπτωματολογίας των
μαθησιακών δυσκολιών (Hammill, όπως αναφέρεται στη Τσαμπαρλή,2011).
Παραδειγματικά συναντάμε μια πληθώρα όρων όπως μαθησιακές δυσκολίες
ενίοτε με το επίθετο γενικές να προηγείται (Πολυχρόνη, 2011), ειδικές μαθησιακές
δυσκολίες (Kirk,1973) ο οποίος έχει επικρατήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο (Dockrell &
McShane όπως αναφέρεται στη Μαριδάκη-Κασσωτάκη,2008) , δυσχέρειες μάθησης
(Γεωργούσης, 1981) ο οποίος χρησιμοποιείται συχνότερα στις Η.Π.Α. (Dockrell &
McShane όπως αναφέρεται στη Μαριδάκη-Κασσωτάκη,2008), δυσκολίες μάθησης
(Fijalkow, 1998), μαθησιακές μειονεξίες ή αναπηρίες (Αγαλιώτης, 2000) ή σχολικές
δυσκολίες (Chancerel, 1987).
Κατά τη Τζουριάδου (2011) έχουν κυριαρχήσει δυο αντικρουόμενες μεταξύ
τους θέσεις, αυτή των εννοιολογικών-επιστημονικών ορισμών που ταυτίζει τις
δυσκολίες με εγγενείς ανεπάρκειες των μαθητών αυτών για μάθηση (οι οποίες
σχετίζονται με τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος) και αυτή των
λειτουργικών ορισμών που ως μια κατηγορία «ομπρέλα» καλύπτει ένα μεγάλο
σύνολο μαθητών με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τη χαμηλή επίδοση
(Eggen&Kauchak,2017). Αν και μια ιστορική αναδρομή των ορισμών αναφορικά με
τις μαθησιακές δυσκολίες και μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης τους είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα και γοητευτική, ωστόσο ξεφεύγει από τον στόχο της παρούσας
εργασίας. Αυτό το οποίο θα αρκεστούμε να αναφέρουμε παρά την όποια διχογνωμία
επικρατεί γύρω από την εν λόγω θεματική είναι πως στη διεθνή βιβλιογραφία μεταξύ
των όρων μαθησιακές δυσκολίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες υπάρχει σαφής
κατά την Πολυχρόνη (2011) διάκριση.
Με βάση τα παραπάνω, αφενός οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες περιγράφουν
δυσκολίες είτε στην κατάκτηση του γραπτού λόγου (ανάγνωση και γραφή) είτε στα
μαθηματικά (αρίθμηση και αριθμητικές πράξεις) που έχουν παιδιά χωρίς να
εμπίπτουν στην κατηγορία της νοητικής υστέρησης ή κάποιου σωματικού ή
αισθητηριακού ελλείμματος, αφετέρου οι μαθησιακές δυσκολίες αφορούν δυσκολίες
που ενδεχομένως να συνυπάρχουν με ένα χαμηλότερο νοητικό επίπεδο ή με
ελλείμματα σε αισθητηριακές, γνωστικές ή άλλες διαταραχές, χωρίς όμως να είναι
άμεσο αποτέλεσμα αυτών (Πολυχρόνη,2011). Επομένως οι δυσκολίες μάθησης είναι
γενικές με την έννοια πως επηρεάζουν διάφορους τομείς δραστηριοτήτων και
πρόσκτησης γνώσεων του ατόμου και ειδικές όταν είναι συνυφασμένες με μια
ορισμένη μαθησιακή δραστηριότητα. Βέβαια κατά την Μαριδάκη-Κασσωτάκη (2008)
9
ακόμα και αυτή η απλοϊκή διάκριση κινδυνεύει να ανατραπεί μιας και μια
οποιαδήποτε ειδική μαθησιακή δυσκολία ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη
μαθησιακή διαδικασία συνολικά.
Πριν περάσουμε σε μια ψυχοδυναμική προσέγγιση των δυσκολιών μάθησης,
αξίζει να αναφερθεί γιατί επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί ο εν λόγω όρος που κατά τις
Φιλιππάτου και Δημητροπούλου (2011) υιοθετείται από πληθώρα συγγραφέων. Ο
όρος δυσκολίες μάθησης είναι πιο «ανοιχτός», εμπερικλείοντας ένα μεγάλο εύρος
παιδιών που συναντούν δυσκολίες στο σχολείο χωρίς απαραίτητα ειδικό χαρακτήρα
και αιτιολογία που αποδίδεται σε ποικίλους παράγοντες. Μεταξύ αυτών θα
εστιάσουμε την προσοχή μας στον αιτιακό ρόλο των συναισθηματικών παραγόντων
στην ανάπτυξη και εμφάνιση των δυσκολιών μάθησης.
Ωστόσο η διάκριση των δυσκολιών μάθησης και των συναισθηματικών
παραγόντων κατά τον Κανδαράκη (2004) δεν είναι εύκολη, ενώ συχνά γίνεται
παραπομπή κατά τη Δόικου-Αυλίδου (2016) στο πρόβλημα του «αυγού και της
κότας», δηλαδή κατά πόσο οι δυσκολίες μάθησης συνεπάγονται συναισθηματικές
δυσκολίες ή οι συναισθηματικές παράγοντες προκαλούν δυσκολίες μάθησης. Πιο
συγκεκριμένα από τη δεκαετία του ’60, με αφορμή δυσκολίες παιδιών στην εκμάθηση
ανάγνωσης και γραφής, υπήρξε ένα έντονο ενδιαφέρον κάποιων ψυχαναλυτών όπως
η Mannoni, ο Diatkine, ο Bettelheim κ.ά. στο να εντοπίσουν τη σύνδεση μεταξύ
συναισθηματικών διαταραχών και δυσκολιών μάθησης (Τάνταρος,2011). Γι’ αυτό και
σε όλη την έκταση της εργασίας γίνονται συχνές αναφορές στην ειδική μαθησιακή
διαταραχή της ανάγνωσης, μιας και αυτή βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
συγγραφέων ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης.
Ειδικότερα, οι δυσκολίες μάθησης σύμφωνα με τους συγγραφείς αυτής της
προσέγγισης έχουν την έννοια των δυσκολιών που εμφανίζονται στις σχέσεις των
παιδιών κατά κύριο λόγο με τους γονείς τους και ιδιαίτερα με τη μητέρα τους
(Cordie,1995.Fijalkow,1998.Καναδαράκης,2004.Τάνταρος,2011). Έτσι στο
προσκήνιο βρίσκεται το παιδί και οι σχέσεις που αναπτύσσει με το οικογενειακό του
περιβάλλον, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα και την ευμεταβλητότητα των
παραγόντων που μπορεί να οδηγήσουν στις δυσκολίες μάθησης, οι οποίες δεν
αντιμετωπίζονται ως ένα θέμα εγκεφαλικής δυσλειτουργίας έστω ελάχιστης
(Fijalkow, 1998).
Επομένως κατά τον Κανδαράκη (2004), δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην
επιρροή της ψυχοδυναμικής μεταξύ των μελών της οικογένειας στη σχολική πορεία
10
του παιδιού, ώστε το παιδί να είναι δυνάμενο να καθορίσει τόσο την ύπαρξη όσο και
το μέγεθος των δυσκολιών αυτών μέσω των υποκειμενικών ερμηνειών των
μηνυμάτων του οικογενειακού περιβάλλοντος. Έτσι, οι δυσκολίες μάθησης κατά την
Cordie (1995) δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα σύμπτωμα που κατά τον Lacan
(όπως αναφέρεται στην Cordie,1995) αποκαλύπτει ο,τι συμπτωματικό υπάρχει στην
δομή της οικογένειας. Ειδικότερα στην περίπτωση των δυσκολιών μάθησης της
ανάγνωσης την πηγή κατά τον Bettelheim (Bettelheim 1979 όπως αναφέρεται στο
Fijalkow,1998) πρέπει να αναζητήσουμε στην οικογενειακή δυναμική. Κατά τη Zelan
(όπως αναφέρεται στους Fijalkow, 1998.Κανδαράκης, 2004) τα παιδιά είναι πιθανόν
να παρουσιάζουν δυσκολίες μάθησης ανάγνωσης όχι επειδή δεν μπορούν να μάθουν
αλλά γιατί δεν θέλουν, για λόγους που θα δούμε πιο αναλυτικά στην ενότητα της
άρνησης για μάθηση ως αιτία της σχολικής αποτυχίας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση τοποθετούνται και οι παρατηρήσεις της Dolto
(1999) η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ενός παιδιού που έκανε αντιμετάθεση
γραμμάτων τοποθετώντας σε μια λέξη το δεύτερο γράμμα στη θέση του πρώτου. Έτσι
δήλωνε κατά την ίδια, τη θέληση του να πάρει τη θέση του μικρού αδερφού του που
είχε σύνδρομο Down και είχε απορριφθεί στο σχολείο πιστεύοντας πως με αυτόν τον
τρόπο θα γίνει το ίδιο καλός μαθητής με τον ίδιο και δεν θα πληγωνόταν περαιτέρω ο
ναρκισσισμός των γονιών του. Μόνο όταν του εξηγήθηκε τι είναι το σύνδρομο Down
και πως με αυτή του τη συμπεριφορά δεν θα απαλυνόταν ο πόνος των γονιών του,
σταμάτησε να το κάνει. Συχνά τα παιδιά κατά την ίδια προσπαθούν να παρηγορήσουν
τους γονείς και να ενισχύσουν τον ναρκισσισμό τους λειτουργώντας σαν τους
πρώτους ψυχοθεραπευτές τους. Επιπλέον, μπροστά στον φόβο των παιδιών πως ίσως
οι γονείς τους πάψουν να τα αγαπούν εξαιτίας των δυσκολιών τους στη μάθηση,
ενδέχεται να υιοθετούν συμπεριφορές που προκαλούν την ανησυχία τους όπως
επαναλαμβανόμενες σχολικές αποτυχίες σαν ένα είδος επανεπιβεβαίωσης της αγάπης
τους, η αδιαφορία δε σε αντίθετη περίπτωση βιώνεται ως απόσυρση αυτής (Cordie,
1995. Fijalkow, 1998).
Επιπροσθέτως κατά τον Mauco (2010), οι δυσκολίες μάθησης ανάγνωσης και
υπολογισμών ενδέχεται να οφείλονται σε κακή γνώση του σώματος από μέρους του
παιδιού. Συγκεκριμένα, σε περιπτώσεις όπου λιβιδινικές ορμές παρεμποδίζονται από
το άγχος των σχέσεων, το παιδί απαρνείται την ταυτότητά του και δυσκολεύεται να
τοποθετηθεί στο χώρο και τον χρόνο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του
παιδιού που τραυλίζει γιατί ταυτίζεται με τον νεογέννητο αδερφό τον οποίο ζηλεύει
11
και που καταφέρνει να θεραπευτεί μόνο όταν καταφέρνει να ταυτιστεί με τον πατέρα
του.
Επιπλέον η Salzberger-Wittenberg (2002a) τοποθετείται σε μια διαφορετική
βάση εντοπίζοντας τις δυσκολίες μάθησης στη νηπιακή ηλικία και συνδέοντας τες με
την οικογενειακή δυναμική. Υποστηρίζει δε πως οτιδήποτε συμβαίνει στο σχολείο
ξυπνά ασυνείδητες φαντασιώσεις οι οποίες αν είναι διαταρακτικές ενδέχεται να
εμποδίσουν έστω και πρόσκαιρα τη μάθηση, καθώς το περιεχόμενο οποιουδήποτε
μαθήματος μπορεί να συνδεθεί με συνειδητές ή ασυνείδητες φαντασιώσεις που
εμποδίζουν τη μαθησιακή διαδικασία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τα μαθηματικά: αν οι προσθέσεις, οι
πολλαπλασιασμοί, οι διαιρέσεις βιώνονται από το νηπιακό μέρος του παιδιού ως
γονείς που προσθέτονται και σχηματίζουν οικογένεια, πολλαπλασιάζονται και
κάνουν απογόνους, διαιρούνται σε αποχωρισμούς…τότε το παιδί θα είναι δύσκολο
αν όχι αδύνατον, να κάνει υπολογισμούς.[…] Ο δάσκαλος Φυσικής μπορεί να
πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αντικειμενικό από τα πειράματα τα οποία
δείχνει και ζητά από τους μαθητές να εκτελέσουν. Ωστόσο, η μείξη, ο σχηματισμός
αερίων, ο διαμελισμός, πυροδοτούν κάθε είδους πρωτόγονες φαντασιώσεις
(σελ.139-140)
Συνοψίζοντας, οι διαφωνίες όσον αφορά τόσο τον ορισμό όσο και το
περιεχόμενο των δυσκολιών μάθησης αναδεικνύει μεταξύ άλλων την πολυπλοκότητα
των παραγόντων που ευθύνονται για την εμφάνιση τους. Στα πλαίσια μιας
ψυχοδυναμικής προσέγγισης, οι συναισθηματικές συγκρούσεις που γεννιούνται μέσα
από τις σχέσεις των μελών της οικογένειας και τις οποίες θα αναλύσουμε εν συνεχεία,
δύναται να προσφέρουν μια διαφορετική, σε σχέση με τις ιατρικού ή γνωστικού
τύπου προσεγγίσεις, κατανόηση των δυσκολιών μάθησης. Με άλλα λόγια, η
κατανόηση της πολυπλοκότητας των σχέσεων που αναπτύσσονται ενδοοικογενειακώς
δύναται να «φωτίσει» και να ερμηνεύσει τις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών.
Κατά τους Laplanche και Pontalis (1996) ως ενόρμηση με την ακριβή έννοια
του όρου ορίζεται η «ώση» που πηγάζει από μια κατάσταση εντάσεως, ενώ ο σκοπός
της έγκειται στο να καταργήσει αυτή την κατάσταση χάρη σε ένα «αντικείμενο».
Στην περίπτωση της μάθησης το «αντικείμενο» αυτό δεν είναι άλλο από τη γνώση. Η
περιέργεια, η χαρά της ανακάλυψης και η απόκτηση γνώσεων όντας η δυναμική της
ίδιας της ζωής, εμπεριέχεται στην επιθυμία για γνώση που ο Freud εξομοιώνει με την
επιστημοφιλική ενόρμηση (Cordie,1995).
Το αντικείμενο της επιστημοφιλικής ενόρμησης είναι ευδιάκριτο στο σύνολο
των ερωτήσεων αναφορικά με την ύπαρξη του υποκειμένου όπως το τι είναι σώμα,
ποια η προέλευσή μας, το φύλο, ο θάνατος και άλλες τέτοιου τύπου ερωτήσεις. Αν
και όπως θα δούμε εν συνεχεία η επιθυμία για γνώση ταυτίζεται αρχικά με την
αναζήτηση της σεξουαλικής γνώσης, η επιστημοφιλική ενόρμηση δεν μπορεί να
θεωρηθεί ως θεμελιώδης συνιστώσα της συναισθηματικής ζωής, εξαρτημένη
αποκλειστικά από τη σεξουαλικότητα, παρότι η σχέση που δείχνει να έχει με τη
σεξουαλική ζωή είναι πολύ σημαντική (Cordie,1995). Αυτό συμβαίνει διότι κατά τον
Filloux (2011), ο Freud δεν θεωρεί την επιστημοφιλική ενόρμηση ως μια στοιχειώδη
ορμή μέρος της προγενετήσιας και γενετήσιας παιδικής σεξουαλικότητας, αλλά ως
μια ανεξάρτητη ορμή έρευνας που τροφοδοτείται από τη λιβιδινική ενέργεια.
Σύμφωνα με την Cordie (1995) ο Freud θεωρεί την επιστημοφιλική ενόρμηση
ως μετουσίωση της ανάγκης για κυριαρχία (πρωκτικότητα) και επιθυμίας του
βλέπειν. Κάθε επιθυμία για γνώση πηγάζει από τις θεμελιακές ενορμήσεις στις οποίες
εντοπίζουμε όλα τα αντικείμενα «α» (στοματικό, πρωκτικό, βλεμματικό) που κατά τη
14
Λακανική θεώρηση όντας αντικείμενα που επιφέρουν αμοιβαία ευχαρίστηση μεταξύ
παιδιού-μητέρας, αναδεικνύουν τη σχέση της διανοητικής λειτουργίας και της
απόλαυσης που προσφέρουν. Επιπλέον συμβάλλουν, ώστε το παιδί να οικοδομήσει το
σώμα του, ακριβέστερα ένα λιβιδινικό σώμα, μέσω της φαντασιακής και συμβολικής
αναπαράστασης. Ρήγματα προς αυτήν την κατεύθυνση όπως μη εισχώρηση στα
συμβολικά κυκλώματα, δύναται να δημιουργήσουν άγχη (κατάτμησης,
αποπροσωποίησης) οργανικές και ψυχοσωματικές διαταραχές αλλά και νοητική
υστέρηση.
Με βάση τα παραπάνω, χαρακτηριστική είναι η μελέτη περίπτωσης ενός
παιδιού του Αρθούρου που περιγράφει η Cordie (1995), του οποίου η βλεμματική
ενόρμηση ακινητοποιούνταν μαζί με την επιθυμία του για γνώση, εξαιτίας του
τρομερά επικριτικού βλέμματος της μητέρας του που τον πίεζε να μάθει από πολύ
μικρή ηλικία. Επιπλέον, η Klein περιέγραψε μια αρχαϊκή μορφή ορμής της γνώσης,
βιωμένης σε μια κατάσταση οδύνης και ματαίωσης που εισέρχεται στην τάξη των
σαδιστικών και επιθετικών ορμών, του άγχους και των ενοχών που αυτές προκαλούν
(Filloux,2011).
Επομένως μπορούμε να εντοπίσουμε μια πρώιμη σύνδεση επιστημοφιλίας και
σαδισμού προκειμένου να κατανοήσουμε ότι η επιθυμία του παιδιού να μάθει την
επιθυμία της μητέρας την πρωταρχική περίοδο, συνιστά την επιθυμία να ιδιοποιηθεί
ο,τι περιέχεται στο σώμα της μητέρας με τις φαντασιώσεις της διείσδυσης αλλά και
της καταστροφής του εσωτερικού του μητρικού σώματος. Έτσι, η διανοητική
δραστηριότητα συνδέεται με τον πρωκτικό ερωτισμό καθώς το να παίρνουμε, να
συγκρατούμε, να απορρίπτουμε, να χειραγωγούμε είναι συνιστώσες της πρωκτικής
ορμής που μετατίθεται στο διανοητικό πεδίο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι
πρώτες γνωστικές δραστηριότητες του παιδιού γίνονται μέσα από παιχνίδια χειρισμού
(Cordie,1995).
Όσον αφορά τη φύση της ικανοποίησης που προσφέρει η μάθηση, θα
μπορούσαμε να πούμε πως η γνώση αλλά και η σχολική επιτυχία, αποτελούν μια
μελλοντική επιβράβευση αφού το παιδί πρέπει να αναβάλλει την ικανοποίησή του για
το μέλλον. Αυτό σχετίζεται κατά τους Bettelheim και Zelan (2006) με τις δυο αρχές
που διέπουν κατά τον Freud την ψυχονοητική λειτουργία, την αρχή της ηδονής που
αποσκοπεί στην αποφυγή της δυσαρέσκειας και τον προσπορισμό της ηδονής και την
αρχή της πραγματικότητας, στα πλαίσια της οποίας η αναζήτηση της ηδονής
πραγματοποιείται έμμεσα, μιας και οι συνθήκες που επιβάλλονται από τον εξωτερικό
15
κόσμο, την τροποποιούν. Έτσι, το να έχει κανείς κίνητρα για μελλοντικές αμοιβές
απαιτεί δέσμευση με την αρχή της πραγματικότητας παρά με την αρχή της ηδονής, η
οποία θα υπάρξει μόνο ως τελικό προϊόν συσσώρευσης πολλών ωφέλιμων
μαθησιακών εμπειριών, δηλαδή όχι εξαρχής με την είσοδο στο σχολείο.
Συνοψίζοντας, η επιστημοφιλική ενόρμηση ως συνώνυμη της επιθυμίας για
γνώση αποτελεί την κινητήρια δύναμη τη μάθησης. Έτσι σε περιπτώσεις όπου η
ενόρμηση της γνώσης είναι απαγορευμένη, η επιθυμία για μάθηση ακινητοποιείται
(Cordie,1995). Η πορεία προς την κατάκτηση της, συνιστά μια ιδιαίτερα απαιτητική
διαδικασία. Εν συνεχεία, θα αναπτύξουμε διεξοδικά την επιθυμία που έχουν τα παιδιά
για γνώση (επιθυμία του ειδέναι) αλλά και το πώς η σωματική περιέργεια συμβάλλει
στην ανάπτυξη της νόησης οδηγώντας έτσι στη μάθηση.
18
δασκάλου μπροστά στην υπενθύμιση των προσωπικών του καταστροφικών ορμών,
κατά την οποία αντιλαμβάνεται το παιδί ως το «ονειρεμένο παιδί».
Από την άλλη μεριά, ενδιαφέρουσα είναι η οπτική που προσφέρει ο Natanson
(όπως αναφέρεται στο Filloux, 2011) όπου εξομοιώνει την επιθυμία του διδάσκειν με
την ευχαρίστηση που αυτή αποφέρει. Πρόκειται μάλιστα κατά τον ίδιο για την τέλεια
λιβιδινική δραστηριότητα, τόσο γενετήσια με την έννοια πως προσφέρω σε όποιον
έχει έλλειψη γεμίζοντας ένα κενό όσο και στοματική, καθώς ο λόγος διαμεσολαβεί,
ενώ η γνώση αντιμετωπίζεται ως τροφή που παρέχεται με γενναιοδωρία, εξ ου και η
φράση «βυζαίνω το γάλα της γνώσης».
Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο πως στα πλαίσια της επιθυμίας για
διδασκαλία διαμορφώνεται αναπόφευκτα μια σχέση κατακυρίευσης. Κατά τη
διδασκαλία κυριεύονται οι επιθυμίες του μαθητή, ενώ παράλληλα επιχειρεί να
αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα από τις επιθυμίες και τα σχέδια που ο δάσκαλος
τρέφει γι’ αυτόν. Η γνώση αποδίδει στο δάσκαλο μια θέση ισχύος λόγω του ότι
αποτελεί αντιπρόσωπος της και επιβάλλεται ως τέτοιος στους μαθητές του, τους
οποίους επιθυμεί να αναπαράγει κατ’ εικόνα του (Filloux,2011.Salzberger-
Wittenberg, 2002b). Η Baϊetto ( όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) αναφορικά με
την επιθυμία κατακυρίευσης υποστηρίζει μεταξύ άλλων «αλώνω τον άλλο
σημαίνει…θέλω τελικά, να αναγνωριστώ από αυτόν είναι η επιθυμία να επιθυμεί ο
άλλος το υποκείμενο ώστε αυτό να αισθάνεται ότι υπάρχει, είναι η αναζήτηση του
κατοπτρικού άλλου» (σελ 52).
Όμως η επιθυμία κατακυρίευσης όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, εμπεριέχει
και την επιθυμία σαγήνευσης. Μέσα από τη σαγήνευση επιθυμώ να οδηγήσω κάποιον
άλλο προς την κατεύθυνση της επιθυμίας μου. Αποτελεί κατά τον Dorey (όπως
αναφέρεται στο Filloux,2011) μια γνώση της επιθυμίας του άλλου, μια πράξη
αποπλάνησης και κατάκτησης του έτσι ώστε να τον χρησιμοποιήσει για τους δικούς
του σκοπούς. Πίσω από την επιθυμία σαγήνευσης υποβόσκει η επιθυμία να
αναγνωριστώ μέσα από την ικανότητα μου να κάνω τον άλλο να επιθυμεί την δική
μου επιθυμία, να είμαι αρεστός, αγαπητός, επιθυμητός, αντλώντας παράλληλα
ικανοποίηση για την αυθεντία μου και το γεγονός ότι δεν αμφισβητούμαι
(Filloux,2011. Mauco, 2010. Salzberger-Wittenberg, 2002b).
Κοντολογίς, η επιθυμία του διδάσκειν εμπεριέχει την επιθυμία κατακυρίευσης
και σαγήνευσης, ώστε το παιδί να καθίσταται ο καθρέπτης του ναρκισσισμού του
δασκάλου. Η σαγηνευτική μαζί με την κατακυριευτική επιρροή απορρέουν από την
19
εξουσία του δασκάλου, ο οποίος προκειμένου να ταυτιστούν μαζί του οι μαθητές του
σκέφτεται κατά την Cifali (όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) πως πρέπει
οπωσδήποτε να τους αρέσει.
➢ Οι γονεϊκές επιθυμίες
Σύμφωνα με μια γνωστή λαϊκή παροιμία «Η επιθυμία και η αγάπη δεν
γίνονται με το ζόρι». Υπό αυτήν την έννοια κατά την Cordie (1995) για να μάθει ένα
παιδί θα πρέπει να το επιθυμεί όμως κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει κάποιον να
επιθυμεί με το ζόρι. Αυτό έρχεται σε συμφωνία και με την άποψη του Πλάτωνα
(όπως αναφέρεται στην Cordie,1995) όπως αυτή εκφράζεται στο έργο του Πολιτεία,
κατά την οποία για να μάθει κανείς θα πρέπει η επιθυμία του να είναι ελεύθερη. Η
γνώση που εισχωρεί στη ψυχή του με τη βία δεν στεριώνει και δεν διατηρείται ποτέ.
Σε αντίθεση όσων προαναφέρθηκαν, αρκετοί γονείς για τους οποίους η γνώση
αποτελεί αντικείμενο επιθυμίας, στην προσπάθειά τους να παρακινήσουν το παιδί
τους να ενδιαφερθεί για το σχολείο θεωρούν πως πρέπει οι ίδιοι να κάνουν κάτι για
αυτό. Όμως η προσταγή προς τα παιδιά τους να επιθυμούν να μάθουν, παραμένει
χωρίς αντίκρισμα. Το παιδί, όπως θα δούμε παρακάτω, παγιδεύεται μέσα σε αυτό το
σύμπλεγμα επιθυμιών με αποτέλεσμα να αποστασιοποιείται της επιθυμίας για γνώση.
Με άλλα λόγια βάσει της λακανικής θεώρησης το αίτημα κάποιες φορές έρχεται να
συνθλίψει την επιθυμία (Cordie,1995).
Αξίζει να αναφέρουμε πως για πολλούς γονείς κατά τον Mauco (2010), οι
δυσκολίες που συναντούν τα παιδιά στο σχολείο αφυπνίζουν τις δικές τους
ασυνείδητες φαντασιώσεις ανασφάλειας οι οποίες πηγάζουν από τις δυσκολίες που
αντιμετώπισαν οι ίδιοι στο σχολείο και την επιθυμία τους το παιδί να επιτύχει.
Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που οι γονείς νιώθοντας το παιδί τους ασυνείδητα
ως προέκταση του ίδιου τους του εαυτού, επενδύουν συναισθηματικά στις σχολικές
τους δραστηριότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προβάλλουν πάνω στο παιδί τις
προσωπικές τους φιλοδοξίες και επιθυμίες, ενώ βιώνουν τις αδυναμίες και τις
σχολικές του αποτυχίες σαν ένα ναρκισσιστικό πλήγμα.
Επιπροσθέτως, αδυνατούν να αναγνωρίσουν τις πραγματικές δυνατότητες του
παιδιού τους και συχνά το απορρίπτουν ή επιθυμούν να το εξαφανίσουν σε
φαντασιωσικό επίπεδο, καθώς αυτό δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που έτρεφαν
γι’ αυτό. Οι επιθυμίες απόρριψης και εκμηδένισης με τη σειρά τους δημιουργούν μια
αγχώδη ενοχή που προκαλεί μια αφόρητα υπερπροστατευτική και παρεμβατική
20
συμπεριφορά από μεριά τους (για παράδειγμα υπέρμετρες απαιτήσεις,
συναισθηματικοί εκβιασμοί, συγκρούσεις με θέμα το σχολείο κ.ά.) εμπλέκοντας
τοιουτοτρόπως το παιδί σε μια έντονα φορτισμένη συναισθηματική σχέση
(Mauco,2010).
Λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν, γίνεται κατανοητό πως οι
γονεϊκές επιθυμίες εστιάζουν ως επί το πλείστον στον διακαή πόθο τους για σχολική
επιτυχία των παιδιών τους. Ωστόσο, ο εγκλωβισμός του παιδιού στα δίχτυα των
γονεϊκών επιθυμιών κάθε άλλο παρά διευκολυντικός είναι, με αποτέλεσμα το παιδί
αδυνατώντας να υποστηρίξει την γονεϊκή επιθυμία για γνώση να φτάνει σε ορισμένες
περιπτώσεις σε σημείο να την ακυρώνει.
➢ Η αυτονόμηση
Σε αναπτυξιακό επίπεδο η αυτονόμηση σχετίζεται με τη διεργασία
αποχωρισμού που συντελείται σε δυο στάδια κατά τη διάρκεια της ζωής. Αφενός κατά
τα πρώτα τρία χρόνια με τον φυσικό αποχωρισμό από τη μητέρα και την ολοκλήρωση
του μέσα από τη συναισθηματική μονιμότητα του αντικειμένου (Mahler,Pine &
Bergam όπως αναφέρεται στην Καραγιανοπούλου,2007) αφετέρου στην εφηβεία με
τον συναισθηματικό «απογαλακτισμό» από τους ενήλικες φροντιστές του
(Καραγιαννοπούλου,2007). Ο φυσικός αποχωρισμός συμβάλλει στην αναγνώριση του
εαυτού αλλά και στη διαφοροποίηση του από τον άλλο.
Μέσα από τη σκέψη του Winnicott η ιδέα του αποχωρισμού θα συνοψιζόταν
στην έννοια «δεν είμαι εγώ» (not me). Επιπλέον τα μεταβατικά φαινόμενα, όντας
περιοχές του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου ταυτόχρονα, προσφέρουν έναν
ασφαλή πειραματισμό με τον έξω κόσμο (Winnicott, 1951.1960a/1965). Η χρήση των
μεταβατικών αντικειμένων αποτελεί κατά τον Coren (1997) τον προάγγελο της
ικανότητας του παιδιού για χρήση των συμβόλων και της μεταφοράς (σαν να), τα
οποία αποτελούν απαραίτητα συστατικά για κάθε εκπαιδευτική εργασία. Επιπλέον του
δίνουν τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται σε πολιτισμικό και διανοητικό επίπεδο με
άλλα πρόσωπα, αναδεικνύοντας πως η μάθηση και η διανοητική περιέργεια συνιστούν
αναπτυξιακά επιτεύγματα.
Από την άλλη μεριά το «κράτημα» (holding) επιτρέπει στο βρέφος να αντέξει
τον απογαλακτισμό εξασφαλίζοντας την παρουσία του στο νου του άλλου, εφόσον το
27
κράτημα σύμφωνα με τη σκέψη του Winnicott γίνεται κατανοητό μέσω μιας
μεταφορικής διάστασης, μιας και η μητέρα «κρατά» το παιδί ψυχικά όσο και
σωματικά στην αγκαλιά της (Winnicott, 1960a/1965.1951/2002). Η μητέρα ως
πρόσωπο που τροφοδοτεί την αίσθηση παντοδυναμίας του βρέφους, ενδυναμώνει την
αίσθηση της δυναμικής των ικανοτήτων και της αυτό-αξίας του, ώστε να αναπτυχθεί
ένας αληθινός εαυτός. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό κατά τον Winnicott, το βρέφος να
πιστέψει πως είναι παντοδύναμο έχοντας απεριόριστες δυνατότητες, πριν αντιληφθεί
τον περιορισμό των δυνατοτήτων του (Coren,1997).
Μέσω του αποχωρισμού από τη μητέρα το βρέφος κατά τους Barrett&Trevitt
(όπως αναφέρεται στην Καραγιαννοπούλου,2007) μαθαίνει πως δεν είναι πλέον
ενωμένο μαζί της, έτσι η μητέρα δεν είναι «ο,τι δεν είμαι εγώ» (not me) αλλά ένα
άλλο πρόσωπο. Αυτή ακριβώς η διεργασία που αποτελεί προαπαιτούμενο της
«ανεξάρτητης σκέψης», προϋποθέτει την αναγνώριση της ομοιότητας για την
κατάκτηση της διαφοροποίησης. Σχετιζόμενη με την ομοιότητα η δυνατότητα αντοχής
στη ματαίωση αναφορικά με την κατανόηση των αναγκών μας και την εμπερίεξη του
συναισθήματος, θα συμβάλλει καθοριστικά στη δυνατότητα ανάπτυξης του καλού
αντικειμένου που απουσιάζει και συνακόλουθα στη δυνατότητα σκέψης.
Μεταφέροντας τις ως άνω σκέψεις στο χώρο της εκπαίδευσης, κατανοούμε
πως σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλογο των πρώιμων σχέσεων, είναι ιδιαίτερα σημαντικό
να σεβαστούμε την επιθυμία του μαθητή να πιστέψει και να τροφοδοτήσει τη
φαντασίωση του πως έχει ανακαλύψει κάτι μόνος του, όντας παντοδύναμος και
απόλυτα επαρκής, πριν αναγνωρίσει πως το χει διδαχθεί. Η σχέση του με το
διδάσκοντα όπως αντιστοίχως και με τη μητέρα του, είναι αυτή που θα τον βοηθήσει
να πιστέψει και να αποδεχθεί πως το να μην έχει μάθει τελείως μόνος του, δεν είναι
ταπεινωτικό ή καταστροφικό.
Κατά τον Coren (1997) η ξαφνική επίγνωση πως έχουμε γίνει αποδέκτες
μητρικής φροντίδας ή διδασκαλίας, ώστε να καταστεί η μάθηση εφικτή, ενώ μέχρι
πρότινος θεωρούσαμε πως μαθαίναμε μόνοι μας, αποτελεί ένα συντριπτικό
συναίσθημα που δημιουργεί ένα είδος φθόνου απέναντι στο άτομο από το οποίο
φαινομενικά εξαρτόμαστε. Αυτό το συναίσθημα, είναι δυνατόν να εμποδίσει τον
μαθητή να συγκεντρωθεί και να δουλέψει αποτελεσματικά, καθιστώντας τον κατά
κάποιον τρόπο γνωστικά ανήμπορο, καθώς κυριεύεται από άγχος εξαιτίας της
σύγκρισης με οποιαδήποτε επιτυχία συνόδευε κάθε προηγούμενη κατάσταση
μάθησης. Σε αυτήν την φάση δεν είναι σπάνιο να αναζητήσει μια μαγική λύση, ώστε
28
να αποποιηθεί την επαφή με την πραγματικότητα, τον περιορισμό των δυνατοτήτων
του και την εξάρτησή του από τους άλλους.
H αυτονόμηση σε αυτό το επίπεδο, αφορά μια μορφή σχετικής
ανεξαρτητοποίησης και απομάκρυνσης της σκέψης του μαθητή από αυτή του
δασκάλου, όντας μια διαδικασία που απαιτεί την αυξανόμενη ικανότητα του
υποκειμένου για συμβολισμό και έλεγχο της πραγματικότητας. Εφόσον η αυτονόμηση
συνιστά προαπαιτούμενο της αληθινής μάθησης, η απομάκρυνση από τη σκέψη του
δασκάλου θα μπορούσε να πάρει την έννοια της απομάκρυνσης από ένα καλό
αντικείμενο, που παρέχει ασφάλεια μην τονίζοντας την ανεπάρκειά μας, μέσω της
παντοδυναμίας και της παντογνωσίας του (Coren,1997.Καραγιαννοπούλου,2007).
Επιπροσθέτως η Klein, (1957/1984) υποστηρίζει πως η δυνατότητα κριτικής
σκέψης είναι εφικτή μέσα από την εσωτερίκευση ενός καλού αντικειμένου κατά τα
πρώτα χρόνια ζωής, το οποίο παρέχει κάποιο εσωτερικό μοντέλο σχέσης με την
πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας, όταν η καταστροφή
του καλού αντικειμένου αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο, επικρατούν αμφιθυμικά
συναισθήματα, με τη σχάση να αποτελεί τη μόνη λύση, κρατώντας τους μαθητές
εξαρτημένους από το εξιδανικευμένο αντικείμενο. Σε αυτήν την περίπτωση
συναντούμε μαθητές που αντιμετωπίζουν τον δάσκαλο ως την απόλυτη πηγή γνώσης
και σοφίας, προσκολλημένοι στις απόψεις και συμπεριφορές του, χωρίς την
παραμικρή διάθεση για ενεργητική αναζήτηση της γνώσης αλλά με επιμονή σε μια
παθητική στάση που εστιάζει στην προσφορά έτοιμης λύσης από τον εξιδανικευμένο
δάσκαλο, ως ενός εύκολου και άκοπου τρόπου απόκτησης γνώσεων (Salzberger-
Wittenberg, 2002b).
Αξίζει αναφοράς, πως η γνωστική κατάσταση αναζήτησης νοήματος στο
πλαίσιο της ανεξάρτητης μάθησης και αναζήτησης μιας προσωπικής κατανόησης
αφορά την ικανότητα του να είναι κανείς μόνος σύμφωνα με τη σκέψη του Winnicott,
η οποία μας επιτρέπει να μένουμε μόνοι μας παρουσία κάποιου άλλου. Το αίσθημα
χάους και αβεβαιότητας μέχρι την παγίωση ολοκληρωμένου νοήματος εξαιτίας των
ατυχών ή ανεπαρκών συνδέσεων των προσφερόμενων πληροφοριών, προσιδιάζει στο
αίσθημα αποδιοργάνωσης που βιώνει το βρέφος όταν προσπαθεί να υπάρξει, ελλείψει
προσανατολισμού και χωρίς να ορίζεται σε σχέση με την αντίδρασή του σε κάτι.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω είναι εύλογο να υποθέσουμε πως η
αυτονόμηση του μαθητή και ο «απογαλακτισμός του» από τον δάσκαλο, εμπερικλείει
29
όλη την οδύνη και τους φόβους που πηγάζουν από τη ζήλια και το φθόνο εξαιτίας της
απώλειας ή της μη διαθεσιμότητας του καλού αντικειμένου (Coren,1997).
Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοούμε τη σημασία που έχει η αντοχή του
δασκάλου απέναντι στα αισθήματα αμφισβήτησης και στον φόβο να γίνει αντικείμενο
κριτικής που πηγάζουν μέσα από τη διαδικασία αυτονόμησης των μαθητών του.
Ειδικότερα, η δυσκολία του δασκάλου να χειριστεί την αυτονόμηση των μαθητών του
όχι σπάνια πλήττει τον πυρήνα των δικών του αδυναμιών, άγνοιας και συνακόλουθα
τον ναρκισσισμό του (Καραγιαννοπούλου,2007). Η ανάγκη όμως να ενδυναμώνεται η
αίσθηση εξάρτησης από έναν παντοδύναμο δάσκαλο, συμβάλλει στη δημιουργία μιας
σχέσης η οποία αυξάνει το άγχος, το αίσθημα ανεπάρκειας, κενού και αδυναμίας που
δημιουργεί οποιαδήποτε νέα γνωστική πρόκληση (Salzberger-Wittenberg, 2002c).
Επομένως δημιουργείται η ανάγκη για μια θέση σε αυτό που ο Winnicott
ονομάζει «μεταβατική περιοχή» της εμπειρίας, όπου με ασφάλεια συναντάται ο
εξωτερικός με τον εσωτερικό μας κόσμο (Winnicott,1951/2002). Κατά τον ίδιο, το
βρέφος βρίσκεται σε μια μετάβαση από μια σχέση εξάρτησης από τη μητέρα σε μια
κατάσταση όπου υπάρχει μόνο του. Αναλόγως η μαθησιακή διαδικασία όπου ο
μαθητής βρίσκεται σε μια εξάρτηση με το δάσκαλο, αφορά μια σειρά μεταβατικών
εμπειριών. Τα μεταβατικά αντικείμενα αντιπροσωπεύουν την πρώτη ενδιάμεση
περιοχή της εμπειρίας ανάμεσα στη μητέρα, τον εαυτό και τον εξωτερικό κόσμο,
σχετιζόμενα με την πρώτη εμπειρία του όχι εγώ (not me) που δημιουργείται
υποκειμενικά.
Ως μια ενδιάμεση περιοχή που εκκινεί από τον εαυτό αλλά δεν συγκροτείται
από στοιχεία του, δύναται κατά τον Winnicott (όπως αναφέρεται στην
Καραγιαννοπούλου 2007) να αποτελέσουν τη βάση μιας αυταπάτης. Επομένως ένα
περιβάλλον που είναι ικανό να προσφέρει μεταβατικές κατά Winnicott εμπειρίες
βοηθά στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που επιτρέπει το λάθος και αξιοποιεί
κάθε μορφή κατανόησης, προκειμένου ο μαθητής να μπορεί να πειραματίζεται με
ασφάλεια με το άγνωστο, ανακαλύπτοντας ομοιότητες, διαφορές αλλά και τα όρια της
γνώσης του, στα πλαίσια μιας σχεσιακής εμπειρίας δόμησης της γνώσης
(Καραγιαννοπούλου,2007).
Συνεπώς δεδομένου πως η αυτονόμηση του μαθητή αποτελεί μια σημαντική
προϋπόθεση της μάθησης, ο στόχος του δασκάλου είναι να συμβάλλει με τη
συμπεριφορά του στο χτίσιμο μιας διανοητικής λειτουργίας και ενός περιβάλλοντος,
τα οποία βοηθούν τους μαθητές να είναι σε θέση αφενός να αντέχουν τα αισθήματα
30
ανεπάρκειάς τους, ώστε να μπορούν να μάθουν μέσα από την άγνοια τους, και
αφετέρου να αντέχουν τα αισθήματα ματαίωσης μέσα από την πάλη τους με τη γνώση.
Έτσι καθώς η μάθηση διαμεσολαβείται ανάμεσα στο δάσκαλο, στη γνώση και στο
μαθητή, η μαθησιακή εμπειρία λαμβάνει το χαρακτήρα μιας μεταβατικής εμπειρίας,
στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατόν να επιτευχθεί επιτυχώς η αυτονόμηση του
μαθητή που οδηγεί στην αληθινή μάθηση.
33
κομβικός και ιδιαιτέρως σημαντικός για την αντοχή του μαθητή απέναντι στις ως άνω
ψυχικές συγκρούσεις.
➢ Η μετουσίωση
Κατά τον Herbert (1998a), η είσοδος στο σχολείο αποτελεί ένα ορόσημο στη
ζωή του παιδιού όπου από ένα «κλειστό σύστημα» με γνωστούς και προβλέψιμους
κανόνες και απαιτήσεις, περνά σε ένα πιο «ανοιχτό σύστημα» γεμάτο απροσδόκητα,
απρόβλεπτα γεγονότα, πιο δομημένους κανόνες και αυξημένες απαιτήσεις. Επιπλέον
κατά το Mauco (2010), το σχολικό περιβάλλον όντας ένα διευρυμένο κοινωνικό
πλαίσιο αναπαράγει κατά κάποιο τρόπο το οικογενειακό, καθώς το παιδί καλείται να
εδραιώσει δεσμούς με καινούργια, άγνωστα μέχρι πρότινος άτομα, όπως οι δάσκαλοι
και οι συμμαθητές του. Αρχικά επηρεασμένο από το ασυνείδητό του θα μεταφέρει
στους δασκάλους και συμμαθητές του, τα συναισθήματα που πηγάζουν από τις
οικογενειακές του εικόνες. Ειδικότερα ο δάσκαλος ως σύμβολο εξουσίας αφυπνίζει
τις αντιδράσεις του απέναντι στην πατρική εικόνα, ενώ οι συμμαθητές του
αναζωπυρώνουν τις αντιδράσεις απέναντι στα αδέρφιά του, προκαλώντας τους
ανάλογες αντιδράσεις, καθώς λαμβάνει χώρα ο διάλογος των ασυνείδητων
ευαισθησιών.
Όμως οι σχολικοί δεσμοί παρά το γεγονός πως αναπαράγουν τους
οικογενειακούς δεν έχουν την ίδια ένταση με αυτούς. Οι σχολικοί δεσμοί δεν έχουν
την κτητική ένταση των οικογενειακών όπου το παιδί συνιστά συμβολικά και
σωματικά το σαρκικό καρπό των γονέων του, με όλες τις συνακόλουθες
συναισθηματικές απηχήσεις. Στο σχολείο τα παιδιά είναι πιο εύκολο να
αποστασιοποιηθούν χαλιναγωγώντας τις ορμές τους, ώστε να λάβουν υπ’ όψιν την
πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου. Στην ουσία το σχολικό περιβάλλον
προσφέρει κατά τους Lebovici και Soule (όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) στο
παιδί τη δυνατότητα επανάληψης προγενέστερων ψυχικών συγκρούσεων, ξαναζώντας
τις ανθρώπινες σχέσεις σε συνθήκες λιγότερο παγιδευτικές (Mauco,2010).
Επιπλέον οι φαντασιώσεις που προσανατολίζουν το οικογενειακό βίωμα
ξεθωριάζουν μέσα στο σχολικό, με την ενέργειά τους να χρησιμοποιείται για άλλους
σκοπούς. Με αυτόν τον τρόπο η σχολική εργασία μπορεί να διοχετεύσει ενορμητικές
ενέργειες που μέχρι τότε ήταν προορισμένες στις φαντασιώσεις του ασυνείδητου, σε
σχολικές δραστηριότητες. Η ενασχόληση με την ανάγνωση, τη γραφή και την
αρίθμηση αποτελούν στην ουσία υποκατάστατα της επιθυμίας του ειδέναι, μιας
34
επιθυμίας που όπως είδαμε προηγουμένως ενεργοποιήθηκε μέσω της σεξουαλικής και
σωματικής περιέργειας του παιδιού και στην ουσία παρεμποδίστηκε, μιας και
αφορούσε ένα μυστικό μεταξύ ενηλίκων από το οποίο ένιωσε αποκλεισμένο. Έτσι το
ασυνείδητο του παιδιού ικανοποιείται, καθώς αισθάνεται πως μυείται στις
δραστηριότητες του ενηλίκου (Mauco,2010).
Από τη μεριά του ο δάσκαλος πρέπει να χειριστεί τη συναισθηματική ενέργεια
των φαντασιώσεων με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει τη δυνατότητα
που προσφέρεται μέσω της μετουσίωσης. Κατά τους Laplanche και Pontalis (1996)
«μετουσίωση ονομάζουμε τη δυνατότητα αντικατάστασης ορισμένων στόχων, κατά
βάση σεξουαλικών, από άλλους που δεν είναι σεξουαλικοί, αλλά παραμένουν ψυχικά
συγγενείς των αρχικών» (σελ 321). Σύμφωνα με τον Mauco (2010) αφορά τη
μεταβίβαση του ασυνείδητου ενδιαφέροντος πάνω σε κάτι κοινωνικά αποδεκτό. Στην
ουσία με την είσοδο του παιδιού στη λανθάνουσα περίοδο, η μετουσίωση κινητοποιεί
την σχολική διανοητική δραστηριότητα.
Πρόκειται για μια διαδικασία που δείχνει την ικανότητα κάποιων ορμών, η
άθροιση των οποίων συνιστά τη σεξουαλική ορμή, να αντικαθιστούν ένα σεξουαλικό
αντικείμενο ανταλλάσοντας τον αρχικό σκοπό του, με άλλον μη σεξουαλικής
φύσεως. Επομένως η ενέργεια της λίμπιντο διοχετεύεται σε μη σεξουαλικοποιημένες
δραστηριότητες προς όφελος του εγώ το οποίο προβαίνει σε μια
αποσεξουαλικοποίηση κατά τον Freud, επιτρέποντας σε αυτήν την ενεργειακή
επένδυση να στρέψει το ενδιαφέρον της προς αντικείμενα και στόχους με
πολιτιστική, πνευματική και καλλιτεχνική αξία (Filloux,2011).
Υπό αυτή την σκοπιά, με την επίλυση του οιδιπόδειου, τα σεξουαλικά
ενδιαφέροντα και οι επιθετικές τάσεις προς το γονέα του ίδιου φύλου μετουσιώνονται
σε συμβολικές δραστηριότητες, με την αναζήτηση γνώσεων να εντάσσεται σε
δομημένα πλαίσια όπως το σχολικό (Κοντοπούλου,2007). Οι Lebovici και Soule
(όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) αναφερόμενοι στο νόημα που έχει η ανάγνωση
και η γραφή για το παιδί κάνουν λόγο για μια δυνατότητα πρόσβασης στο συμβολικό,
όπου η πολλαπλότητα των πολυδύναμων συμβολοποιήσεων που προσφέρεται στο
παιδί καθιστούν το σχολείο ελκυστικό. Η επιστημοφιλική ενόρμηση είναι
συνυφασμένη με τη δυνατότητα συμβολισμού και μετουσίωσης των ενορμήσεων του
παιδιού. Ως εκ τούτου η σχολική φοίτηση ευνοεί μέσω της μάθησης την
αποστασιοποίηση του παιδιού από το άγχος και τις ενοχές που απορρέουν από τις
επιθετικές ενορμήσεις. Η Klein (όπως αναφέρεται στη Δόικου-Αυλίδου,2016)
35
υποστηρίζει πως ο συμβολισμός επιτρέπει την αφομοίωση των δραστηριοτήτων και
ενδιαφερόντων στις φαντασιώσεις του παιδιού, συμβάλλοντας στη μετουσίωση και τη
διαμόρφωση της σχέσης του παιδιού με το περιβάλλον του.
Επιπροσθέτως κατά τον Mauco (2010), η μετουσίωση εξηγείται από το
γεγονός πως κάθε ποσότητα συναισθηματικής ενέργειας σχετίζεται με μια απωθημένη
νοητική διαδικασία. Η μη αξιοποίηση της συναισθηματικής ενέργειας επιφέρει
ένταση, ενώ η αξιοποίηση της ανακούφιση και ευχαρίστηση. Η απωθημένη ιδέα που
δεν ικανοποιείται ουσιαστικά, αναζητά εκτόνωση μέσα από τους πιο διαφορετικούς
συνειρμούς. Η παραπάνω διαδικασία είναι ποσοτική με την έννοια πως μπορεί να
αυξηθεί, να μειωθεί και να μετατεθεί, κεντρομόλος καθώς αναζητά να εκτονώνει την
ενέργεια της και αυτόνομη, διότι μπορεί να αποδεσμευτεί από την ιδέα με την οποία
αρχικά σχετιζόταν, ώστε να μπει σε ένα νέο ψυχικό σύστημα.
Τούτων δοθέντων η γνώση από μέρους του δασκάλου των μηχανισμών
μετουσίωσης επιτρέπει μια επαφή με τις κυρίαρχες φαντασιώσεις του παιδιού, ώστε η
αντιμετώπιση των διαφόρων καταστάσεων που ανακύπτουν να ’ναι ευχερέστερη και
αποτελεσματικότερη. Για παράδειγμα συχνά μορφές νοητικής υστέρησης,
διαταραγμένες συμπεριφορές και επίμονα πείσματα δεν έχουν άλλη αιτία από μια
σύγχυση ανάμεσα στο σύμβολο και την ασυνείδητα απωθημένη ιδέα (Mauco,2010).
Κατά τη Dolto (2000) δεδομένου ότι το πνευματικό ενδιαφέρον πηγάζει από
τη λιβιδινική ενόρμηση, προκειμένου να επιτευχθεί η μετουσίωση, το άτομο θα
πρέπει να είναι σε θέση να ανεχθεί την επιστημοφιλική ενόρμηση για ικανό χρονικό
διάστημα έως ότου τα υποκατάστατα ενδιαφέροντα να είναι ικανά να αποδώσουν
ανάλογες συναισθηματικές ικανοποιήσεις με αυτές που είχε επιφέρει ο ηδονισμός
διαδοχικά των στοματικών, πρωκτικών, κολπικών ή φαλλικών περιοχών. Υπό αυτό το
πρίσμα, η πνευματική μετουσίωση στην οποία επικεντρώνεται η σχολική και
πνευματική δουλειά, δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη εφαρμογή της επιτυχούς
ολοκλήρωσης της γεννητικής λιβιδινικής εξέλιξης.
Κοντολογίς, υπό το πρίσμα της φροϋδικής θεωρητικοποίησης της διαδικασίας
μετουσίωσης, η επιθυμία του ειδέναι που αρθρώνεται με την ορμή αρχέγονης
έρευνας, συνιστά την πηγή της πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης,
συμβάλλοντας στη διαδικασία μετουσίωσης ορμών που ξεφεύγουν της απώθησης.
Επομένως το σχολείο συνιστά ένα δυνητικό παράγοντα μετουσίωσης, καθώς ένας
από τους στόχους του είναι η κινητοποίηση της επιθυμίας για μάθηση, η απρόσκοπτη
ανάπτυξη των νοητικών του ικανοτήτων και η μύηση τους στον πολιτισμό. Προς
36
αυτήν την κατεύθυνση ο δάσκαλος θα πρέπει κατά τον Corman (όπως αναφέρεται
στο Filloux,2011) να μετασχηματίσει τη δυναμική ενέργεια των επιθετικών ορμών όχι
καταστέλλοντας τες, αλλά στρέφοντας τες προς διανοητικούς και ιδεαλιστικούς
σκοπούς. Έτσι τα παιδιά θα είναι σε θέση να κατανοήσουν καλύτερα την
επιθετικότητα τους, χρησιμοποιώντας τους ασυνείδητους παράγοντες του
«ενδιαφέροντος» τους μέσω της σύνδεσης σεξουαλικής και διανοητικής περιέργειας
στα πλαίσια μιας εμπεδωμένης σεξουαλικής αγωγής.
38
Κοντολογίς, θα μπορούσαμε να πούμε πως στο σύνολο των ερευνών στους
τομείς της γνωστικής και εκπαιδευτικής ψυχολογίας παρατηρείται μια σχάση μεταξύ
διαφορετικών πλευρών της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως συναισθήματος και
νόησης όπου θετικά ή αρνητικά συναισθήματα θεωρούνται απόλυτα εξαρτημένα από
τη νόηση αναδεικνύοντας ναι μεν την ύπαρξη τους και την επίδραση στη
συμπεριφορά χωρίς όμως να διαπιστώνεται διερευνητικά ο τρόπος που το
συναίσθημα δρα στο υπόστρωμα των γνωστικών διεργασιών, παραγνωρίζοντας
συνάμα τη σημασία των αμφιθυμικών συναισθημάτων και του υποκειμενικού
βιώματος, με αποτέλεσμα η ανθρώπινη συμπεριφορά στο σύνολο της να είναι
απόμακρη από ό,τι καθορίζει τις γνωστικές διεργασίες και τη μάθηση
(Καραγιαννοπούλου,2007).
Επομένως η μελέτη της διανοητικής λειτουργίας ξεχωριστά σε σχέση με ο,τι
συγκροτεί (συναισθήματα, επιθυμίες κ.ά) το άτομο και ενεργοποιείται σε
οποιαδήποτε προσπάθεια εκτυλίσσεται στα πλαίσια μιας σχέσης που αναδεικνύει τη
μάθηση ως μια επίπονη διαδικασία, ενδεχομένως να ’ναι επιστημονικά έγκυρο αλλά
εξαιρετικά περιοριστικό. Συνήθως η γνώση εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα ενός
συνόλου γνωστικών διεργασιών που λειτουργούν ανεξάρτητα από τη συγκινησιακή
κατάσταση που ενέχεται στην επαφή του υποκειμένου με τη γνώση και στη σχεσιακή
διάσταση της μάθησης. Έτσι η γνώση, δεν εκλαμβάνεται ως συναισθηματική
εμπειρία αν και ο ρόλος του συναισθήματος αναγνωρίζεται ως διαμεσολαβητικός
παράγοντας στις γνωστικές διεργασίες, αφού παραγνωρίζεται η σχεσιακή διάσταση
που ενυπάρχει στη διαδικασία πρόσληψης και μετάδοσης της γνώσης (Cordie,1995).
Τόσο ο δάσκαλος όσο και ο μαθητής στα πλαίσια της μαθησιακής διαδικασίας
κατακλύζονται από πληθώρα συναισθημάτων τα οποία είναι ενεργά, αλλά δεν
εκφράζονται ανοιχτά. Οι αυξημένες απαιτήσεις κατανόησης σε συνδυασμό με την
αβεβαιότητα και το αίσθημα ματαίωσης που φέρει η νέα πληροφορία, ενδέχεται να
απειλήσουν την αυτοεκτίμησή μας με αποτέλεσμα το συναίσθημα, όπως θα δούμε
αναλυτικότερα σε άλλη ενότητα να οδηγήσει σε συμπεριφορές διατάραξης,
παραίτησης, απόσυρσης ή πλήρους παθητικότητας, δίνοντας την αίσθηση ύπαρξης
μιας άρνησης για μάθηση. Για παράδειγμα μια γνωστική δυσχέρεια σχετικά με την
οργάνωση και ανάκληση πληροφοριών είναι δυνατό σύμφωνα με όσα
προαναφέρθηκαν να αφορά το συγκινησιακό υπόστρωμα που επηρεάζει άδηλα την εν
λόγω γνωστική λειτουργία (Καραγιαννοπούλου,2007).
39
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν η συναισθηματική συνιστώσα της μάθησης
είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη. Ειδικότερα κατά την ασσ
Συνοψίζοντας, το παιδί που πρωτοπάει σχολείο είναι εξοπλισμένο με ένα
πλήθος εμπειριών που διαμορφώνουν τη σχέση του με τη μάθηση και το δάσκαλο,
δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία να δοκιμάσει τις προσδοκίες του πάνω σε ενήλικες
διαφορετικούς από τους γονείς του. Θα είναι ευτυχές για το παιδί να συναντήσει έναν
στοχαστικό, φροντιστικό και συναισθηματικά διαθέσιμο δάσκαλο, που θα είναι
ενήμερος αναφορικά με το άγχος ματαίωσης και τα αισθήματα αβεβαιότητας, θυμού,
απόγνωσης που κυριεύουν το μαθητή κατά την πάλη του με τη γνώση, αλλά και την
ανάγκη του παιδιού για βοήθεια από τους άλλους, ώστε να είναι σε θέση να τα
αντιμετωπίσει.
43
➢ Η ύπαρξη ενός διευκολυντικού κατά Winnicott περιβάλλοντος
Στη σκέψη του Winnicott η έννοια του διευκολυντικού περιβάλλοντος είναι
αλληλένδετη με την έννοια της αρκετά καλής μητέρας. Ειδικότερα, η έννοια της
αρκετά καλής μητέρας αντιδιαστέλλεται στην έννοια της τέλειας μητέρας, η οποία
ικανοποιεί άμεσα όλες τις ανάγκες του βρέφους. Η αρκετά καλή μητέρα
προσαρμόζεται στις ανάγκες του βρέφους της προσφέροντας του ο,τι έχει ανάγκη
ενστικτωδώς, αφήνοντας όμως ένα κενό ανάμεσα στις απαιτήσεις και την
ικανοποίησή τους, το οποίο αυξάνεται όλο και περισσότερο. Αντιμετωπίζει το θυμό
του παιδιού περιμένοντας να περάσει ένα χρονικό διάστημα και εμπεριέχοντας το με
ήπιο και σταθερό τρόπο διατηρεί πάντα μια στάση αγάπης και ζεστασιάς, ακόμα και
όταν η ίδια βιώνει ταραχή και θυμό. Επιπλέον μια αρκετά καλή μητέρα, δεν
εκδικείται και δεν ανταποδίδει την αρνητική συμπεριφορά στο βρέφος της, ενώ
διαχειρίζεται τις αρνητικές αντιδράσεις με τρόπο θεραπευτικό και εποικοδομητικό
(Winnicott,1960a/1965).
Από την άλλη το διευκολυντικό περιβάλλον, συμβάλλει στη διαδικασία
ωρίμανσης του βρέφους μέσω της παρουσίας ενός ατόμου που είναι σε θέση να
ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες του έως ότου αυτονομηθεί. Το
διευκολυντικό περιβάλλον ακολουθεί τις ανάγκες του βρέφους που ωριμάζει και δεν
καθορίζει το ίδιο την πορεία ανάπτυξής του, μειώνοντας σταδιακά την συμβολή του
για την κάλυψη των αναγκών του μέχρις ότου εκπέμψει εντελώς, επιτρέποντας όμως
παράλληλα στο βρέφος να αντιληφθεί τις δυνατότητες του και να αυτονομηθεί
(Winnicott,1963. Winnicott, 1976. Winnicott,2000).
Σύμφωνα με την Salzberger-Wittenberg (2002b) κατά ανάλογο τρόπο είναι
πολύ σημαντικό ο δάσκαλος, όπως και η μητέρα να εισάγει τον κόσμο στη ζωή του
βρέφους σε «μικρές δόσεις» όπως συνήθιζε να λέει ο Winnicott (Κοντοπούλου,1996).
Και αυτό διότι όταν οι μεταβολές είναι απότομες και συχνές, οι εμπειρίες του παιδιού
μπορεί να είναι τέτοιες, ώστε ο κόσμος να βιωθεί ως τρομακτικός και οδυνηρός
αναστέλλοντας την περιέργεια και την ικανότητά του για μάθηση. Συνήθως όταν η
προσφερόμενη εμπειρία είναι κατακλυσμική, στην προσπάθειά μας να
προστατευτούμε είτε θα αποσύρουμε το ενδιαφέρον μας είτε θα την διαχειριστούμε
για να την αντέξουμε.
Ωστόσο για να διατηρηθεί ζωντανή η περιέργεια του παιδιού για μάθηση θα
πρέπει να είναι ενταγμένο σύμφωνα με την Καραγιαννοπούλου (2007) στα πλαίσια
ενός διευκολυντικού κατά Winnicott περιβάλλοντος, εντός του οποίου ο μαθητής
44
μπορεί να λειτουργεί όπως πραγματικά αισθάνεται, αναγνωριζόμενος ως αυτόνομη
οντότητα, αποφεύγοντας τις συγκρούσεις και την υπερβολική υποταγή με τους
έχοντες την γνώση είτε πρόκειται για γονείς είτε για δασκάλους. Με τη σειρά του ο
δάσκαλος θα πρέπει να είναι «αρκετά καλός» αντιστοιχώντας στην έννοια της αρκετά
καλής μητέρας κατά τη σκέψη του Winnicott. Και αυτό διότι η αλληλεπιδραστική
σχέση μαθητή-δασκάλου, δεν περιορίζεται απλά στη μετάδοση πληροφοριών και τη
δόμηση νοήματος, αλλά και αντοχής των συναισθημάτων και ψυχικής επιβίωσης από
μεριάς του δασκάλου που ως αποδέκτης του πόνου και των αγχών του μαθητή
καλείται να τα αντέξει, για να καταστεί η μάθηση εφικτή.
Επιπλέον ένα τέτοιο περιβάλλον είναι ικανό να βοηθήσει το μαθητή να
προσεγγίζει και να εξερευνά τη νέα πληροφορία, παρά τα αισθήματα αβεβαιότητας
και ματαίωσης που αυτή αναδύει, όντας απόλυτα συνυφασμένα με τη μαθησιακή
διαδικασία όπως ήδη έχουμε τονίσει, ώστε να μπορεί να την κατακτήσει (Salzberger-
Wittenberg,2002c). Καθώς λοιπόν η ικανότητα για σκέψη και αντοχή στη ματαίωση
αναπτύσσεται στα πλαίσια μιας σχέσης, η συμβολή του άλλου εν προκειμένω του
δασκάλου, μετατοπίζει το ζήτημα της μάθησης από ένα αποτέλεσμα για το οποίο
ευθύνεται αποκλειστικά ένας, σε μια διαδικασία που αφορά τη συμμετοχή δυο,
αναδεικνύοντας έτσι την σχεσιακή διάσταση της μάθησης, όπως αναλύθηκε
προηγουμένως (Coren,1997.Καραγιαννοπούλου,2007).
Συνοψίζοντας, στην ουσία στα πλαίσια ενός διευκολυντικού εκπαιδευτικού
περιβάλλοντος η μάθηση μετατρέπεται από μια απειλητική κατάσταση σε πρόσκληση
για εξέλιξη και ανάπτυξη. Πρόκειται για εκείνο το εκπαιδευτικό περιβάλλον που δίνει
τη δυνατότητα στο μαθητή να έρθει σε επαφή με τα λάθη του και να μάθει μέσα από
αυτά χωρίς να βρίσκεται σε σχέση υποταγής με τον δάσκαλο ως κάτοχο της γνώσης,
αλλά προσπαθώντας ο ίδιος να συγκροτήσει μια προσωπική σχέση με κάθε νέα
πληροφορία, περιορίζοντας τα αμφιθυμικά συναισθήματα και επιτρέποντας τον
πειραματισμό με νέες κατανοήσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση καθίσταται
απαραίτητη η ύπαρξη ενός «αρκετά καλού» δασκάλου σε αντιστοιχία με την έννοια
της αρκετά καλής μητέρας που προηγήθηκε, που θα ικανοποιεί τις ανάγκες του
μαθητή για μάθηση με τρόπο, ώστε να διατηρείται η περιέργειά του ζωντανή
συμβάλλοντας στην ωρίμανση και αυτονόμησή του.
45
Τα μεταβιβαστικά χαρακτηριστικά της σχέσης δασκάλου-μαθητή
Κατά την (Salzberger-Wittenberg,2002b) η σχέση δασκάλου μαθητή
κατακλύζεται από μια πληθώρα συναισθημάτων, τα οποία δεδομένου πως δεν
κατανοούμε το λόγο εμφάνισής τους, τείνουν να εκλαμβάνονται ως διαταρακτικά. Για
παράδειγμα τα συναισθήματα φόβου ή φθόνου, δύναται να εμποδίσουν τη μάθηση, ο
θαυμασμός, η αγάπη και η ευγνωμοσύνη μπορεί να την ενθαρρύνουν, ενώ η ακραία
εξιδανίκευση να οδηγήσει στην πεποίθηση πως δεν απαιτείται προσπάθεια. Πρώτος ο
Freud ανακάλυψε πως συναισθήματα που έχουμε βιώσει στο παρελθόν,
μεταβιβάζονται σε σχέσεις στο παρόν. Έτσι οι συναισθηματικές εμπειρίες της
νηπιακής ηλικίας, παραμένουν ενεργές τόσο σε συνειδητό όσο και σε ασυνείδητο
επίπεδο και επηρεάζουν τις καθημερινές σχέσεις. Το φαινόμενο αυτό όπου το
παρελθόν ξαναζωντανεύει συνεχώς στο παρόν ονομάζεται μεταβίβαση
(Filloux,2011).
Σύμφωνα με τον Αμπατζόγλου (2014) η μεταβίβαση συνιστά μια
διαστρέβλωση του παρόντος από το παρελθόν που δύναται εν συνεχεία να
χρησιμοποιηθεί θετικά. Στο πλαίσιο δε μιας διυποκειμενικής οπτικής, αποτελεί μια
προσπάθεια προσέγγισης ή προστασίας του ασθενή από τον θεραπευτή του. Αφορά
κατά τον (Filloux,2011) την επικαιροποίηση ή τη διακίνηση ενός παρελθόντος
ιδιαίτερα συνδεδεμένου με την οιδιπόδεια περίοδο. Κατά τη φροϋδική αντίληψη η
μεταβίβαση είναι συνδεδεμένη με «imagos», δηλαδή ασυνείδητες εικόνες προσώπων
που κατευθύνουν εκλεκτικά τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και
συναλλάσσεται με τους άλλους, προερχόμενες από τις πρώτες διυποκειμενικές
σχέσεις, πραγματικές ή φαντασιωσικές, στα πλαίσια του οικογενειακού
περιβάλλοντος. Η επανάληψη δε των εμπειριών του παρελθόντος που λαμβάνουν
χώρα κατά τη μεταβίβαση, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται με τη κυριολεκτική
σημασία του όρου παρά ως συμβολικά τους ισοδύναμα, καθώς αυτό που
μεταβιβάζεται συνιστά μια βαθύτερη ψυχική πραγματικότητα, ήτοι επιθυμίες και
φαντασιώσεις (Laplanche&Pontalis,1996). Επιπλέον η μεταβίβαση, διακρίνεται σε
θετική, αφορούσα διακινήσεις ερωτικές ή τρυφερές, και αρνητική σχετιζόμενη με την
επιθετικότητα και το μίσος (Filloux,2011).
Σύμφωνα με τον Coren (1997) ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται πιο συχνά
για τη μεταβίβαση είναι η προβλητική ταύτιση. Πράγματι κατά την Salzberger-
Wittenberg (2002b) η Klein ήταν η πρώτη που επεσήμανε πως το παιδί ήδη από
βρέφος, δημιουργεί εξιδανικευμένες εικόνες των γονέων του, ώστε να εξουδετερώσει
46
τα τρομερά άγχη και τις φαντασιώσεις του απέναντι σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Αυτά
τα τρομακτικά άγχη και οι φαντασιώσεις του, που βιώνονται ως αληθινές, πηγάζουν
από την κατάσταση ανημποριάς και ενισχύονται από τα καταστροφικά συναισθήματα
θυμού που υπάρχουν μέσα του.
Κατά την Klein, το ανθρώπινο πλάσμα γεννιέται με ένα δυϊσμό ενορμήσεων,
αγάπης-μίσους που συμβάλλει στην αντίληψή του για τον κόσμο από την αρχή της
ζωής. Ειδικότερα οι κρίσεις θυμού και μίσους προέρχονται από την ανάγκη του
βρέφους να αποβάλλει όλες τις κακές του ιδιότητες σε ένα πραγματικό εξωτερικό
αντικείμενο, τη μητέρα, που βιώνεται ως ένα κακό και απειλητικό αντικείμενο έξω
από το ίδιο. Το κακό αντικείμενο προκύπτει από τη διχοτόμηση ανάμεσα στο καλό
και το κακό στήθος της μητέρας, το πρώτο μερικό αντικείμενο, προτού η μητέρα γίνει
ένα ολικό αντικείμενο για το ίδιο (Klein 1957/1984.Segal,2001).
Από τα παραπάνω κατανοούμε πως το παιδί από την αρχή της ζωής του,
αναπτύσσει τη δομή της προσωπικότητάς του μέσα από μια στενή επαφή με άλλα
άτομα. Η μητέρα, όπως και ο πατέρας, αν δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες του ή το
εγκατέλειψαν, ενδεχομένως να το έκαναν να πιστεύει πως οι ενήλικες είναι ανάξιοι
εμπιστοσύνης ή έχουν έλλειψη κατανόησης, ενισχύοντας τον φόβο ότι κατέχει μια
καταστροφική παντοδυναμία. Από την άλλη οι εμπειρίες του, μπορεί να του
δημιούργησαν μια εικόνα πως οι άλλοι είναι αρκετά ισχυροί, ώστε να αντέχουν τις
καταστροφικές του πράξεις, βοηθώντας το να τις ελέγξει, πιστεύοντας πως το
αγαπούν παρ’ όλες τις ατέλειες είτε τις δικές του είτε τις δικές τους (Salzberger-
Wittenberg,2002b) .
Οι μεταβιβαστικές επιδράσεις με την ψυχαναλυτική τους σημασία αν και
γεννήθηκαν με βάση την κλινική εμπειρία, ωστόσο είναι φανερές και σε άλλα
πλαίσια, όπου διακυβεύονται οι σχέσεις του ενός υποκειμένου με το άλλο. Η τάση
επανάληψης παλαιών προτύπων επανέρχεται σε κάθε σημαντική σχέση και αποτελεί
οικουμενικό φαινόμενο (Filloux,2011.Salzberger-Wittenberg,2002b). Αν λοιπόν η
νηπιακή μας ηλικία σημαδεύτηκε από σκληρές και οδυνηρές εμπειρίες με τους γονείς
μας, αυτό το πρότυπο σχέσης θα μεταφερθεί και στη σχέση με τους δασκάλους μας.
Ο δάσκαλος συνιστά το αντικείμενο μιας συναισθηματικής κατάστασης η οποία
υποκινείται από τον μαθητή, ενώ ο ίδιος θα βιώσει πολλά από τα συναισθήματα που
βίωσε στο παρελθόν σε σχέση με τους γονείς του (Coren,1997).
Ο Freud (όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) σε κείμενο του με τίτλο «Περί
της ψυχολογίας του μαθητή λυκείου» υποστηρίζει πως οι καθηγητές επωμίζονται ένα
47
είδος συναισθηματικής κληρονομιάς, αποτελώντας ένα πατρικό υποκατάστατο για
τους μαθητές, οι οποίοι μεταβιβάζουν σε αυτούς το σεβασμό και τις προσδοκίες που
έτρεφαν προς τον παντογνώστη πατέρα της παιδικής ηλικίας, αλλά και τα αμφιθυμικά
συναισθήματα που γεννήθηκαν μέσα στην οικογένειά τους, με τα οποία παλεύουν.
Κατά τον Anzieu (1972 όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) ο δάσκαλος συνιστά ως
αντικείμενο μιας κεντρικής μεταβίβασης μια «κεντρική imago», αρχαϊκής ή
οιδιπόδειας προελεύσεως, ενώ οι συμμαθητές ως αντικείμενα πλάγιων μεταβιβάσεων
αποτελούν «αδελφικές imagos».
Αν και κάθε νέα γνωριμία αναζωπυρώνει την ελπίδα μιας τέλειας σχέσης, η
εσωτερική εικόνα που έχει διαμορφώσει το παιδί αναφορικά με τις προηγούμενες
σχέσεις του, μεταδίδεται σε κάθε νέα κατάσταση επηρεάζοντας το παρόν με τους
εξής τρόπους κατά τον R.Gosling (όπως αναφέρεται στη Salzberger-
Wittenberg,2002b). Πρώτον επιδρά στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, για
παράδειγμα κάποιο αγόρι που αποτελεί αντικείμενο λατρείας από μεριάς της μητέρας
του, πιθανό να προσπαθήσει να κερδίσει τη δασκάλα του γοητεύοντας την όπως
έκανε με τη μητέρα του, παρά μέσα από τον έπαινο της σκληρής του δουλειάς.
Πρόκειται για παιδιά που προσπαθούν να επιτύχουν χρησιμοποιώντας κατά τον
Τσιαντή (2002) γοητεία παρά εργασία. Δεύτερον επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο
ερμηνεύουμε, για παράδειγμα μια μαθήτρια με άρρωστο πατέρα εκλαμβάνει την
απουσία του δασκάλου της ως ένδειξη, πως του έχει γίνει φορτίο. Τρίτον
διαμορφώνει τον τρόπο συμπεριφοράς μας, για παράδειγμα ένας μαθητής που
αναμένει να τιμωρηθεί, συμπεριφέρεται έτσι ώστε να αναγκάσει το δάσκαλό του να
τον τιμωρήσει.
Επομένως η δυσπιστία και η εχθρότητα ενός μαθητή απέναντι στο δάσκαλο
δεν θα πρέπει να τον πληγώνει, καθώς μπορεί να αποτελεί ο τρόπος του μαθητή να
του δείξει πως τον εμπιστεύεται τόσο, ώστε να του μεταφέρει τα αρνητικά του
συναισθήματα. Αυτό σαφώς και διαφοροποιείται από την περίπτωση κατά την οποία
ο μαθητής λόγω φθόνου για τις καλές ιδιότητες του δασκάλου προβαίνει σε αρνητική
μεταβίβαση. Ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει πότε η
συμπεριφορά του μαθητή εμπίπτει στη μια ή στην άλλη περίπτωση. Ο μαθητής
αποκτά μια καινούργια ευκαιρία να προσαρμόσει την εικόνα του για τον κόσμο και
να αναπτυχθεί πάνω στη βάση αυτής, αν ο δάσκαλος του προσφέρει μια εμπειρία
διαφορετική από εκείνη που φοβάται. Το σχολείο στο οποίο το παιδί περνά ένα
μεγάλο μέρος της ζωής του και οι δάσκαλοι όντας σημαντικά πρόσωπα με μεγάλη
48
επιρροή πάνω του, φέρουν μεγάλη ευθύνη να προσφέρουν εμπειρίες που θα
τονώσουν την εμπιστοσύνη του και θα καθησυχάσουν τους φόβους του, βοηθώντας
το να αναπτυχθεί (Salzberger-Wittenberg,2002b).
Στη ζώσα κλινική πρακτική, ο ίδιος ο αναλυτής μπορεί να προβεί με
συνειδητές και ασυνείδητες αντιδράσεις μεταβιβαστικής τάξεως σε αντιμεταβίβαση
(Filloux,2011). Κατά τον Neyraut (1974, όπως αναφέρεται στον Αμπατζόγλου,2014)
η αντιμεταβίβαση προηγείται της μεταβίβασης και συνεισφέρει στη σύστασή της.
Υπό αυτήν την έννοια ο τρόπος που θα υποδεχτούμε τον άλλο αλλά και η ψυχική μας
στάση έχουν βαρύνουσα σημασία στον τρόπο που αυτοί θα αντιδράσουν απέναντί
μας. Η αντιμεταβίβαση στα πλαίσια της σχολικής σχέσης, θα μπορούσε να
περιγραφεί ως το σύνολο των αισθημάτων που τρέφει ο δάσκαλος απέναντι στο
μαθητή. Όπως ο μαθητής κατά τον Coren (1997) που φτάνει στο σχολείο δεν είναι
ένα άγραφο χαρτί «tabula rasa», έτσι και οι ασυνείδητες ελπίδες, οι φόβοι και οι
προσδοκίες του δασκάλου είναι παρούσες κατά τη διάρκεια της μαθησιακής
διαδικασίας.
Όπως ήδη έχει επισημανθεί ο δάσκαλος στη συνάντηση με τον μαθητή έχει
να αντιμετωπίσει το παιδί που έχει απέναντι του και το παιδί που βρίσκεται
απωθημένο μέσα του (Bernfeld όπως αναφέρεται στο Filloux,2011. Mauco,2010.
Salzberger-Wittenberg,2002d). Επομένως το παιδί παραμένει σύμβολο φορτισμένο με
συναισθηματικά απηχήματα στο ασυνείδητο του ενηλίκου, έλκοντας ασυνείδητα
αυτόν που μένει προσκολλημένος στη δική του παιδική ηλικία, προκαλώντας
σαδισμό μέσα από την ανεπάρκεια και αυταρχισμό μέσα από την απάθειά του,
ενεργοποιώντας τη λίμπιντο μέσα από την ανάγκη του για τρυφερότητα και άγχος
λόγω αδυναμίας ελέγχου των ορμών του (Mauco,2010).
Τα στοιχεία που συμβάλλουν προς τις αντιμεταβιβαστικές αντιδράσεις του
δασκάλου μπορεί να πηγάζουν από τις παιδικές επιθυμίες, τους πόθους, τους φόβους
και τη πάλη του ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη. Για παράδειγμα, τα συναισθήματα
ζήλιας που έτρεφε προς τις δημιουργικές ικανότητες άλλων σε παιδική ηλικία μπορεί
να τον οδηγήσουν στην πίστη πως οι μαθητές επιθυμούν να καταστρέψουν τη δική
του δημιουργικότητα. Επιπλέον, μπορεί να σχετίζονται με την εικόνα του ενήλικα
που έχει εσωτερικεύσει (φροντιστικού, υπεύθυνου ή ασυνεπή και ανεύθυνου) καθώς
και με τη φύση της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα,
λόγου χάρη καταπιεστική, με αποτέλεσμα την ταπείνωση των παιδιών ή στοργική
που σέβεται την προσωπικότητά τους. Κατανοούμε πως όταν ο δάσκαλος δεν είναι
49
αρκετά ώριμος, ώστε να επιλύσει τις δικές του δυσκολίες, δεν θα είναι σε θέση να
βοηθήσει το παιδί να ζήσει και να λύσει τις δικές του (Mauco,2010. Salzberger-
Wittenberg,2002b).
Επιπροσθέτως, ο τρόπος με τον οποίο ο δάσκαλος διαχειρίζεται την
μεταβίβαση συνοψίζεται σε τρεις όρους: την πρόσληψη, τη χρησιμοποίηση και τη
δυνατότητα δημιουργίας της. Με αφορμή αυτή την προβληματική, δεσπόζουν οι
απόψεις των Kuendig και Zulliger. Ο Kuendig (όπως αναφέρεται στο Filloux,2011)
όσον αφορά τον πρώτο όρο, θεωρεί πως η αποδοχή μιας μεταβίβασης συνιστά το
αποτέλεσμα μιας ανακάλυψης, καθώς το να ανακαλύπτεις κάτι δεν σημαίνει πως
αναλαμβάνεις και την ευθύνη του. Έτσι ο δάσκαλος θα μπορεί να κατανοήσει τις
εμπλοκές που οδηγούν τους μαθητές σε σχολικές δυσκολίες. Αναφορικά με τον
δεύτερο όρο, εστιάζει στην αναγκαιότητα της κυριότητας τόσο στις σχέσεις όσο και
στις έντονα θετικές μεταβιβάσεις με το πιο ουσιώδες ζήτημα να είναι να μπορεί
κάποιος όντας κυρίαρχος «να βάζει τελεία στο ξεχείλισμα» (σελ 70).
Κατά τη J.Filloux (όπως αναφέρεται στο Filloux,2011) η αναγκαιότητα αυτή
παραπέμπει στην αντιμεταβίβαση του δασκάλου και στον τρόπο άμυνας που
ενεργοποιεί. Σε σχέση δε με τον τρίτο όρο, προτείνει πως ο δάσκαλος μέσω μιας
σαγηνευτικής προσπάθειας, κυριαρχεί στις υπερβολικά μαζικές μεταβιβάσεις, με
απώτερο στόχο να οδηγηθεί ο μαθητής στην σφαίρα επιρροής του. Έτσι, είναι σε
θέση να εγείρει τη θετική μεταβίβαση του μαθητή, για να ευνοηθεί η σχολική
μάθηση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του απρόσεκτου μαθητή που όντας
δύσπιστος απέναντι στο δάσκαλο του, ζωγραφίζει την ώρα του μαθήματος. Ο δε
δάσκαλος χωρίς να τον επιπλήξει, συζητά μαζί του αναφορικά με τη ζωγραφιά
κερδίζοντας έτσι την συμπάθειά του.
Από την άλλη μεριά ο Zulliger στο κείμενο του «Ο τρόμος του δεσμού» (όπως
αναφέρεται στο Filloux,2011), σε σχέση με την πρόσληψη της μεταβίβασης εξετάζει
τις αντιδράσεις του δασκάλου που δυσκολεύεται να αποδεχτεί τις θετικές
μεταβιβάσεις (γίνεται λόγος μόνο γι’ αυτές, ενώ οι αντιδράσεις φόβου
χαρακτηρίζονται ως άμυνες) εξαιτίας αυτού που ονομάζει ως «τρόμο του δεσμού»,
όπου ο φόβος εγκαθίδρυσης δεσμών αγάπης εκφράζει την κινητοποίηση αμυνών, τις
οποίες πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξει. Αναφορικά με τη χρησιμοποίηση της
θετικής μεταβίβασης προκρίνει την εξημέρωση της μεταβιβαστικής σχέσης, ώστε να
διαμορφωθεί μια σχέση ταύτισης με το δάσκαλο μέσω της μετουσίωσης. Επιπλέον,
σχετικά με τη δυνατότητα δημιουργίας της μεταβίβασης, υποστηρίζει πως ο
50
δάσκαλος δεν φέρει ευθύνη, καθώς συμβαίνει ακόμα και σε αυτόν που δεν επιθυμεί
σχέσεις με τους μαθητές του. Έτσι αυτοί δένονται μαζί του, μέσω των μεταβιβάσεων
τους προς αυτόν, επισημαίνοντας παράλληλα τον κίνδυνο που επιφέρει για την
κοινότητα της σχολικής τάξης, η δημιουργία προνομιακών δεσμών ανάμεσα στον
εκπαιδευτικό και έναν μαθητή.
Καταληκτικά, η μεταβίβαση περιλαμβάνει την αντίληψη ότι τα αισθήματα
που συνοδεύουν τις εμπειρίες του παρελθόντος αναβιώνουν σε κάθε σχέση του
παρόντος δίνοντας τη δυνατότητα επανάληψης ενός συγκεκριμένου πρότυπου
σχέσης. Έχοντας επίγνωση των στοιχείων της μεταβίβασης είναι εφικτό να
κατανοήσουμε ένα άτομο χωρίς αναδρομή στην ιστορία του παρελθόντος του, άλλα
μέσα από την αποκωδικοποίηση της συμπεριφοράς και των αντιδράσεών του, τόσο
απέναντι μας όσο και απέναντι στους άλλους, διαμορφώνοντας μια πιο αντικειμενική
άποψη της αναπτυσσόμενης σχέσης.
Από την άλλη, η αντιμεταβίβαση αποτελεί ένα είδος ανταπόκρισης στην
μεταβίβαση, μέσω αντιδράσεων μεταβιβαστικής φύσεως. Αν και οι δυο αναδύθηκαν
στα πλαίσια της κλινικής εμπειρίας, ωστόσο η εφαρμογή τους στα πλαίσια της
σχολικής σχέσης είναι κάτι παραπάνω από εμφανής με βάση όσα προηγήθηκαν.
Επομένως αν δεχτούμε πως η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει απλώς λόγια, τόσο η
μεταβίβαση όσο και η αντιμεταβίβαση θα μπορούσαν να ειδωθούν ως ένα είδος
επικοινωνίας μεταξύ δασκάλου-μαθητή. Ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που το
λαμβάνει αυτό υπόψη του, εγκαθιδρύει έναν πιο δημιουργικό και αναπτυξιακά
καταλληλότερο τρόπο προσέγγισης, τόσο της εν λόγω σχέσης όσο και της μάθησης.
52
βασίζεται στο αίσθημα της έλλειψης που αυτό φέρει
(Παπαδάκος&Φραγκοπούλου,2011).
Εάν η διαμόρφωση των οικογενειακών σχέσεων υπήρξε διαταραγμένη, οι
μηχανισμοί προστασίας του εγώ θα προσπαθήσουν να δρουν προστατευτικά απέναντι
στα εσωτερικά άγχη. Εάν η διαχείριση των οιδιπόδειων σχέσεων, η συμφιλίωση
ανάμεσα στην επιθυμία και την απαγόρευση δεν επιτευχθεί, οι αγχώδεις και
επιθετικές φαντασιώσεις θα συνεχίσουν να πυροδοτούν τη λιβιδινική ενέργεια
επηρεάζοντας τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο (Mauco,2010).
Ειδικότερα το σχολείο αποτελεί για το παιδί ένα χώρος όπου η τραυματική
εμπειρία της έλλειψης όπως αναλύθηκε παραπάνω, μπορεί να επανορθωθεί,
αποκαθιστώντας το αίσθημα πληρότητας μέσω των εξιδανικευμένων περιγραφών και
προσδοκιών των γονέων αλλά και την επιθυμία σαγήνης από μεριάς του σχολείου. Το
σχολείο προκρίνει τη γνώση στο ρόλο του θαυμαστού αντικειμένου, ενώ το παιδί
έχοντας εγκαταστημένο μέσα του το μοντέλο του οιδιπόδειου τριγώνου, θα
ενσωματώσει όλα τα νέα στοιχεία (δάσκαλος, συμμαθητές, σχολική αρχή) σε
οικείους και δοκιμασμένους δρόμους διαχείρισης και μεταβολισμού, ώστε σε
συνδυασμό με τα παλιά (γονείς, παιδί) να ανακαλύψει το φορέα και τον αποδέκτη του
θαυμαστού αντικειμένου, με την ελπίδα να κατέχει μια από αυτές τις θέσεις το ίδιο
(Αλεξανδρίδης,2008).
Επομένως η σχέση που μπορεί το παιδί να βιώσει με ένα γονεϊκό
υποκατάστατο, όπως ο δάσκαλος είναι πολύ σημαντική, αποκτώντας ένα ιδιαίτερο
νόημα στην ψυχική δυναμική του, καθώς υποκαθιστά ή συμπληρώνει τη γονεϊκή
σχέση (Κοντοπούλου,1996). Κατά τον Winnicott (1976) η φοίτηση στο νηπιαγωγείο
δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μια διοικητική ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα πριν
πάει στο δημοτικό, αφού αποτελεί μια «προς τα άνω» προέκταση της οικογένειας
παρά μια «προς τα κάτω» συνέχεια του δημοτικού σχολείου.
Η νηπιαγωγός έχει επωμιστεί με ένα διπλό ρόλο, αφενός να παρέχει τις
μητρικές φροντίδες και αφετέρου διαμεσολαβώντας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί
να το εκπαιδεύσει και να το διαπαιδαγωγήσει. Έτσι ως εξωτερικό πρόσωπο σε μια
φάση έντονων εσωτερικών συγκρούσεων, μπορεί να συμβάλλει στη ψυχική και
διανοητική του υγεία έχoντας έναν εξισορροπητικό ρόλο και καλύπτοντας
συναισθηματικές ανάγκες που το οικογενειακό περιβάλλον αδυνατεί για διάφορους
ρόλους να αναλάβει. Ο δάσκαλος από την άλλη, θα πρέπει να είναι σε θέση να
εκτιμήσει διανοητικά τη φύση του προβλήματος της ανάπτυξης και της προσαρμογής,
53
όντας ιδιοσυγκρασιακά κατάλληλος να δεχτεί τη δυναμική φύση της ανάπτυξης
(Winnicott,1976).
Παρακολουθήσαμε ήδη σε προηγούμενη ενότητα, πως η παιδαγωγική σχέση
προσφέρεται ως ένα πεδίο ποικίλων μεταβιβαστικών και αντιμεταβιβαστικών
διεργασιών, αλλά και διευθέτησης προσωπικών φαντασιώσεων και εσωτερικών
ανεπίλυτων συγκρούσεων. Ο δάσκαλος στη σχέση του με το παιδί, αναβιώνει πέρα
από τα παιδικά του βιώματα και την γονεϊκή του σχέση, άλλοτε ως μιας εμπειρίας
ευχάριστης, άλλοτε ως τραυματικής που θέλει να αναπληρώσει. Η επιθυμία
αναβίωσης τέτοιων εμπειριών, αλλά και ο φόβος που απορρέει από αυτήν, δημιουργεί
αμφιθυμικά συναισθήματα στο δάσκαλο που θα βρεθεί ενώπιον μιας καινούργιας
τάξης, λόγω των καινούργιων εμπειριών που αυτή θα προσφέρει
(Κοντοπούλου,1996).
Κατά τον Freud (όπως αναφέρεται στους Cifali&Imbert,2005) παιδαγωγός
είναι μόνον αυτός που μπορεί να αισθανθεί από μέσα την παιδική ψυχική ζωή, η
ταύτιση όμως με το παιδί είναι η κύρια πηγή ικανοποίησης σε ένα επάγγελμα όπου η
αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση του αντικειμένου είναι αδύνατη
(Κοντοπούλου,1996). Αυτό συμβαίνει διότι κατά τις Cifali&Moll (όπως αναφέρεται
στη Κοντοπούλου,1996) το αντικείμενο συμπίπτει με το υποκείμενο με τρόπο τέτοιο,
ώστε η παιδαγωγική διαδικασία να αποτελεί μια υπαρξιακή περιπέτεια στην οποία ο
δάσκαλος συμμετέχει γνωστικά αλλά και συγκινησιακά, ερχόμενος αντιμέτωπος
όπως έχουμε αναλύσει με δυο παιδιά (το απωθημένο παιδί μέσα του και το
πραγματικό παιδί που έχει απέναντί του).
Έτσι το παιδί συνιστά ένα ναρκισσιστικό αντικείμενο που διαταράσσει τη
ψυχική ισορροπία του δασκάλου και αναλόγως της θέσης που καταλαμβάνει σε
αυτήν, διαμορφώνει την παιδαγωγική του στάση. Έπειτα η ταύτιση μαζί του, μπορεί
να λειτουργήσει θετικά ως ένας τρόπος προσέγγισης και κατανόησης των
συναισθημάτων του παιδιού, αλλά και αρνητικά όταν καλύπτει μια ανάγκη
αναπλήρωσης των προσωπικών τραυματικών βιωμάτων. Τότε παλινδρομώντας,
διεκδικεί μια θέση αναγνώρισης ή αδερφικής αντιζηλίας ανάμεσά τους.
Λαμβάνοντας υπόψη κατά την Salzberger-Wittenberg (2002d) πως η εργασία
με παιδιά πυροδοτεί παιδικές πλευρές της προσωπικότητάς μας, ο δάσκαλος που δεν
τις διαχειρίστηκε σωστά ενδεχομένως να ταυτιστεί με παιδιάστικες επιθυμίες. Για
παράδειγμα, ο δάσκαλος που επιθυμούσε να είναι το αγαπημένο παιδί των γονέων
του, αντλεί υποκαταστατική ικανοποίηση δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον
54
αγαπημένο του μαθητή, αδιαφορώντας για την υπόλοιπη τάξη που έχει να
διαχειριστεί αισθήματα ζήλιας που ο ίδιος δεν μπόρεσε να διαχειριστεί επαρκώς.
Αυτού του είδους η συμπεριφορά αυξάνει την εξάρτηση του προστατευόμενου
μαθητή που δυσκολεύεται να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα και τον
εξωτερικό κόσμο.
Ακόμη, συχνά οι δάσκαλοι βιώνουν τους μαθητές τους ως μικρότερα αδέρφια
που πασχίζουν να κερδίσουν την προσοχή και τον έπαινό τους. Αυτοί δε που δεν
έχουν αδέρφια, ενδεχομένως να νιώσουν το ίδιο όντας όμως σε μειονεκτική θέση,
λόγω ελλιπούς διεργασίας των συναισθημάτων ζήλιας και φθόνου. Αν ο δάσκαλος
εκλαμβάνει τη ζήλια ως απαράδεκτη, μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στην
εκδήλωσή της, όπως οι γονείς που ισχυρίζονται πως το ένα τους παιδί δεν ζηλεύει
ποτέ το άλλο και τα αφήνουν να το διαχειριστούν μόνα τους. Ο δάσκαλος μπορεί να
ζηλεύει ποικίλες ιδιότητες των μαθητών του, όπως τις διανοητικές ή καλλιτεχνικές
τους ιδιότητες με αποτέλεσμα να καταπνίξει την ανάδυση ενός πραγματικού ταλέντου
ή να βοηθά τους μαθητές που δεν θεωρεί ανταγωνιστές του, εμποδίζοντας τις
ευκαιρίες ανάδειξης των χαρισματικών μαθητών του. Η τάση του δε αυτή, είναι
έκδηλη και απέναντι στους συνάδελφούς του, τους οποίους υπονομεύει τονίζοντας τα
λάθη τους, ώστε να «πέσουν» στα μάτια των μαθητών του (Salzberger-
Wittenberg,2002d).
Από την άλλη η ταύτιση του παιδαγωγού με τους γονείς που έχει ως
αποτέλεσμα το παιδί να βιώνεται ως δικό του, μπορεί αναλόγως να λειτουργήσει είτε
θετικά, όταν επιθυμεί να είναι μια καλή γονεϊκή φιγούρα που νοιάζεται, προστατεύει,
ενθαρρύνει και ανέχεται, καλύπτοντας τις δικές του ελλείψεις από την παιδική ηλικία,
είτε αρνητικά όταν η εικόνα του ιδανικού γονιού δεν ανταποκρίνεται στις προσωπικές
γονεϊκές εικόνες και ωθεί στην υιοθέτηση μιας υπερπροστατευτικής στάσης ή
εξάρτησης από το παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση η έλλειψη ανταπόκρισης από
μεριάς του παιδιού μπορεί να προκαλέσει αισθήματα εκδικητικότητας που εστιάζουν
στην διεκδίκηση του παιδιού (Κοντοπούλου,1996). Τόσο η αντιπαλότητα και η
επιθετικότητα προς τους γονείς όσο και η ανάγκη αποδοχής και αναγνώρισης
συνδέεται με οιδιπόδειους προβληματισμούς και παραπέμπει σε μια προ-οιδιπόδεια
σχέση (Lebovici&Soule όπως αναφέρεται στην Κοντοπούλου,1996).
Επιπλέον κατά τη Salzberger-Wittenberg (2002d) ένας δάσκαλος που δεν
μπόρεσε να επιλύσει επιτυχώς την οιδιπόδεια σύγκρουση και διατηρεί τον
ανταγωνισμό με τους γονείς του κατά την ενήλικη ζωή του, ενδέχεται να μεταφέρει
55
αυτόν τον ανταγωνισμό στους γονείς των μαθητών του, προσπαθώντας να γίνει
καλύτερος γονέας για το παιδί από τους πραγματικούς τους γονείς, ικανοποιώντας
παράλληλα τις δικές του εκδικητικές τάσεις απέναντι στους γονείς του. Αυτό μπορεί
να οδηγήσει το παιδί σε έναν έντονο διαχωρισμό μεταξύ του εξιδανικευμένου καλού
δάσκαλου και του κακού γονέα, υπονομεύοντας την αυτονόμησή του και επιφέροντας
μια σύγκρουση μεταξύ οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος ιδιαίτερα
επώδυνη για το παιδί.
Με μια αλληγορική διάθεση η Abraham (όπως αναφέρεται στην
Κοντοπούλου, 1996) παρομοιάζει την πάλη του παιδαγωγού στην κατανόηση του
εσωτερικού του κόσμου και του Άλλου με ένα λαβύρινθο όπως του Μίνωα, στον
οποίο ο Μινώταυρος που υπάρχει εκεί, είναι μισός ταύρος συμβολίζοντας τα ζωώδη
ένστικτα, τα πάθη και το ασυνείδητο και μισός άνθρωπος, συμβολίζοντας την τάση
για πνευματικότητα και δημιουργικότητα. Ο δάσκαλος ως ένας άλλος Θησέας,
καλείται να ανακαλύψει και να εξημερώσει αυτό το τέρας που είναι ελκυστικό και
υποβαθμισμένο. Τα συστατικά στοιχεία του λαβύρινθου που συνήθως βρίσκονται σε
σύγκρουση, συνιστούν ο επαγγελματικός ατομικός εαυτός που περιλαμβάνει τις
σχέσεις του ατόμου με τον εαυτό του και ο ομαδικός επαγγελματικός εαυτός που
αναφέρεται στους σημαντικούς Άλλους, δηλαδή τους μαθητές, τους γονείς και τους
συνάδερφους.
Η εκπαίδευση ως θεσμός που εμπερικλείει απαγορεύσεις, φαντασιώσεις,
ιδανικά επιβάλλει στον δάσκαλο τις δικές του δομές που έρχονται σε σύγκρουση με
τον ατομικό επαγγελματικό εαυτό του. Τότε ο δάσκαλος ενεργοποιεί προκειμένου να
διαχειριστεί προσωπικές συγκρουσιακές καταστάσεις μηχανισμούς άμυνας (όπως η
προβολή, η μετάθεση επιθετικών ή λιβιδινικών τάσεων, η σχάση σε καλό και κακό
αντικείμενο κ.ά) προκειμένου να ελέγξει το άγχος του, που αν λειτουργήσουν
απόλυτα ενδέχεται να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός «ψευδούς» κατά την σκέψη
του Winnicott εαυτού (παρακάτω θα αναφερθούν περισσότερες λεπτομέρειες) που
καλύπτει τα πραγματικά συναισθήματα όντας μη αποδεκτά, σε αντιδιαστολή με την
αποδοχή ενός «αυθεντικού ή αληθούς» εαυτού που επιτρέπει τον δάσκαλο να είναι
δημιουργικός, να αποδέχεται τον εαυτό του και τους άλλους λειτουργώντας σε ένα
πραγματικό επίπεδο (Κοντοπούλου,1996).
Συνοψίζοντας σε ένα παιδαγωγικό πλαίσιο, οι σχέσεις που αναπτύσσονται
ανάμεσα στον παιδαγωγό, τους γονείς και το παιδί βιώνονται σε δυο επίπεδα που
διαπλέκονται μεταξύ τους, το πραγματικό και το φανταστικό. Οποιαδήποτε δυσκολία
56
προκύπτει σε πραγματικό επίπεδο, μπορεί να πηγάζει από το φανταστικό επίπεδο
καθώς τα ασυνείδητα κατά τον Mauco (2010) επικοινωνούν μεταξύ τους αθόρυβα, με
αποτέλεσμα το μήνυμα που μεταφέρουν να είναι σημαντικότερο από τις αντιδράσεις
καθαυτές. Βάσει της παραπάνω ανάλυσης, ο δάσκαλος δεν έρχεται αντιμέτωπος
μόνο με δυο παιδιά, το πραγματικό που έχει απέναντι του και το απωθημένο μέσα
του, αλλά και με δυο γονείς τον πραγματικό και εκείνον του οποίου την
αναπαράσταση κρατά ζωντανή μέσα του και διαμορφώνει την επαγγελματική του
υπόσταση.
57
Επιπροσθέτως η παντογνωσία ως άμυνα, δεν αφορά μόνο δυσκολίες στην
πρόσληψη και άρνηση κάθε καινούργιας πληροφορίας, αλλά σχετίζεται και με την
κατανόηση του κόσμου και των καθημερινών εμπειριών. Μάλιστα στο σημείο που ο
ναρκισσισμός παραγνωρίζει τη σχεσιακή διάσταση της μαθησιακής διαδικασίας για
τη δόμηση της γνώσης, λειτουργεί αντιαναπτυξιακά σε κάθε μαθησιακή εμπειρία.
Συνήθως τα ναρκισσιστικά στοιχεία του εαυτού απειλούνται όταν κάποιος καλείται
να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που θέτει σε αμφισβήτηση κάθε δεδομένη
παντοδυναμία μέσω της ανακάλυψης των ανεπαρκειών του, όπως οι εξετάσεις.
Τότε η εξιδανίκευση τείνει να διατηρηθεί μόνο μέσω της απάρνησης αφενός
της εσωτερικής (άγνοια, ανεπάρκεια) και αφετέρου της εξωτερικής (απαξίωση του
δασκάλου και της αξιολογικής διαδικασίας) πραγματικότητας
(Καραγιαννοπούλου,2007). Ο εξεταστής σε αυτή την περίπτωση μπορεί να ειδωθεί σε
φαντασιωσικό επίπεδο ως ένας διώκτης που επιθυμεί να μας κρατήσει αναπτυξιακά
καθηλωμένους, έχοντας ενίοτε υπερβολικές απαιτήσεις με τιμωρητικό χαρακτήρα,
ώστε να βγουν στην επιφάνεια οι αδυναμίες μας και να αποτύχουμε.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως ερευνητικά ευρήματα με γνωστικό υπόβαθρο
που υποστηρίζουν την ενεργοποίηση μορφών άμυνας με στόχο τη διατήρηση της
θετικής εικόνας του εαυτού και ιδιαίτερα της αυτοαξίας του ατόμου μέσω αποφυγής
της αποτυχίας (Covington,1992), θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τη
ψυχαναλυτική οπτική για άμυνες ναρκισσιστικού τύπου μιας και γίνεται φανερή η
ανάγκη των ατόμων για αποφυγή κάποιου δύσκολου έργου ή η υποβάθμιση της
σημασίας του. Συνήθως τα άτομα προκειμένου να τονώσουν την αυτοαξία τους,
αρνούνται να αλλάξουν τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές τους ακόμα και όταν
υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ακαταλληλότητά τους (Καραγιαννοπούλου,2007).
Η παραπάνω θεώρηση συνιστά έναν εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης της δυσκολίας
των μαθητών για εννοιολογική αλλαγή υποδεικνύοντας τη σχέση μεταξύ γνωστικών
διεργασιών, συναισθημάτων και εσωτερικού κόσμου (Ormrod,2000).
58
Η σχολική τελετουργία και η εξεταστική διαδικασία υπό μια ψυχοδυναμική
προσέγγιση
60
Από τις εκκολαπτόμενες σκέψεις στη μάθηση: Η προσέγγιση της σκέψης και της
μάθησης με βάση τη σκέψη των: Freud, Klein και Bion
67
Σχολική αποτυχία
68
δεν κατέκτησαν ποτέ το γραπτό λόγο λόγω παντελούς ή ελλιπούς φοίτησής τους,
αποτελούν τους οργανικά αναλφάβητους.
Υπό μια λακανική οπτική η σχολική αποτυχία αποτελεί ένα πρόσφατο
παθολογικό φαινόμενο, ένα σύγχρονο σύμπτωμα που σχετίζεται με τις ασυνείδητες
συγκρούσεις, τις ταυτίσεις του παιδιού, την προβληματική της οικογένειας, τον
σύγχρονο τρόπο ζωής και το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα που θεωρεί πως όλα τα
παιδιά λειτουργούν ως προγραμματισμένες μηχανές που πρέπει να μάθουν
συγκεκριμένα πράγματα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αντιμετωπίζοντάς τα
ομοιόμορφα. Όπως θα δούμε εν συνεχεία, διάφοροι λόγοι δύναται να προκαλέσουν
αποτυχία, επιφέροντας στην ουσία ένα μπλοκάρισμα και μια παύση των λειτουργιών
της σκέψης. Έτσι καταλαβαίνουμε πως το σύμπτωμα που ονομάζεται σχολική
αποτυχία, επηρεάζει τις νοητικές λειτουργίες του παιδιού χωρίς το άγχος που το
συνοδεύει να ’ναι σε όλες τις περιπτώσεις έκδηλο (Cordie,1995).
Επιπλέον σύμφωνα με τον Δημητρόπουλο (1997), αποτελεί ένα είδος
εξειδικευμένης αποτυχίας με την έννοια πως αφορά ένα συγκεκριμένο τομέα
ενασχόλησης που αναφέρεται στην αντίληψη της αποτυχίας στο σχολείο και
σχετίζεται με την έννοια της σχολικής επίδοσης και σχολικής αξιολόγησης που μέσα
στα πλαίσια του σχολείου αποκτά ένα θεσμικό χαρακτήρα
(Κωνσταντίνου&Πλειός,1999). Οι μορφές που μπορεί να λάβει η σχολική αποτυχία
είναι πολλές: ως εγκατάλειψη του σχολείου, ως λειτουργικός αναλφαβητισμός, ως μια
μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, ως συνέπεια μιας εσωσχολικής αξιολόγησης όπως η
αποτυχία προαγωγής στην επόμενη τάξη (στασιμότητα στην ίδια τάξη, υποεπίδοση σε
κάποια μαθήματα κ.ά.), ως μη εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και άλλα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε οι δυσκολίες μάθησης και σχολικής
επίδοσης αποτελούν διαφορετικού τύπου προβλήματα. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται
στο ότι τα μεν πρώτα συνδέονται με τη μαθησιακή διαδικασία, τη δυνατότητα αλλά
και την επιθυμία του παιδιού να αποκτήσει νέες γνώσεις, ενώ τα δε δεύτερα αφορούν
την ικανότητα και τα κίνητρα του παιδιού να ανταποκριθεί στις σχολικές απαιτήσεις
και ο,τι αυτές συνεπάγονται. Επομένως η σχολική αποτυχία αποτελεί μια ακραία
μορφή της σχολικής επίδοσης (Κοντοπούλου,2007).
Από τη βιβλιογραφία προκύπτει πως η σχολική αποτυχία σχετίζεται με την
κακή σχολική επίδοση και πολλές φορές χρησιμοποιείται εναλλακτικά με αυτήν μιας
και ειδικά στη χώρα μας, η σχολική αποτυχία αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα με
μοναδικό κριτήριο τη κακή βαθμολογία. Από την άλλη, η βαθμολογία λειτουργεί ως
69
παράγοντας θετικής ενίσχυσης των προσπαθειών για τους καλούς μαθητές και μέσο
επιλογής, διάκρισης και τιμωρίας για τους κακούς. Έτσι η βαθμολογία και η σχολική
επίδοση μετατρέπεται σε ένα μέσο πρόγνωσης του σχολικού μέλλοντος των παιδιών,
μετασχηματίζοντας τη δημοκρατική και συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της
καθολικής μόρφωσης όλου του πληθυσμού σε μια ελιτιστική άποψη κατά την οποία
το μορφωτικό αγαθό παρέχεται μόνο στα πιο ικανά παιδιά (Καΐλα, όπως αναφέρεται
στον Τουρτούρα, 2012).
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν κατανοούμε πως αποτελεί ένα πολυσύνθετο
ζήτημα με πολλές παραμέτρους ως προς τα αίτια και τις συνέπειές της. Αν και αφορά
άτομα από όλα τα κοινωνικά στρώματα, συνήθως συναντάται σε ομάδες που
βρίσκονται σε μειονεκτική θέση από άποψη ατομικών ιδιαιτεροτήτων, γνωστικών,
γλωσσικών, οικονομικών, πολιτισμικών και ευρύτερα κοινωνικών αναγκών
(Κωνσταντίνου&Πλειός,1999).
Συνήθως κατά τον Δήμου (1999) προκύπτει από ένα συνδυασμό ατομικών,
περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων, ενώ ο τρόπος και η βαρύτητα με τον
οποίο αυτοί συνδυάζονται μας δίδουν και αντίστοιχα αιτιολογικά αποτελέσματα.
Αδιαμφισβήτητα η σχολική αποτυχία συνιστά μια αρνητική κατάσταση για το μαθητή
που οριοθετεί ένα περιορισμένο πεδίο δυνατοτήτων, καθώς ανακυκλώνεται και στερεί
την δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης ευκαιριών. Αποτελεί ένα αθροιστικό
αποτέλεσμα επιμέρους αποτυχημένων προσεγγίσεων και ελλιπών προσπαθειών σε
διάφορα γνωστικά αντικείμενα κατά τα σχολικά έτη. Συχνά οι δυσκολίες του παιδιού
που αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου οδηγούν στην εγκατάλειψη του σχολικού
συστήματος, γι’ αυτό και πολύ συχνά στη βιβλιογραφία η σχολική αποτυχία
συνδέεται με τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως η σχολική αποτυχία αποτελεί
ένα νέο σύμπτωμα που επιβάλλεται από το νέο τρόπο ζωής, τα πρότυπα, τον
μηχανιστικό τρόπο σκέψης και τον ομοιόμορφο τρόπο αντιμετώπισης των παιδιών.
Επιπλέον δεν είναι σπάνιο κατά τον Αμπατζόγλου (2001) να εγκαθίσταται ένας
φαύλος κύκλος όπου η οικογενειακή δυσλειτουργία, η σχολική και κοινωνική
απόρριψη με τα σύνοδα αισθήματα αυτοϋποτίμησης να ενισχύονται με
καταστροφικές συνέπειες για το μαθητή.
70
Θεωρητικές προσεγγίσεις σχολικής αποτυχίας
Η σχολική αποτυχία όντας πολυπαραγοντική, συνιστά ένα διαχρονικά
παγκόσμιο εκπαιδευτικό φαινόμενο που σχετίζεται με τις κοινωνικές ανισότητες, την
αλληλεπίδραση σχολικής και οικογενειακής κουλτούρας, το σχολείο και τους
συντελεστές του. Κατά τη συνήθη σχολική αντίληψη, οι μαθητές που δεν τα
καταφέρνουν ή παραμένουν στάσιμοι είναι αυτοί που δεν παίρνουν τα γράμματα, οι
αδιάφοροι, οι τεμπέληδες, οι ανάξιοι, οι ανεπίδεκτοι (Γέρου, 1991).
Σύμφωνα με την Κοντοπούλου (2007) έχοντας πάρει ανησυχητικές διαστάσεις
στη σύγχρονη κοινωνία η σχολική αποτυχία έχει απασχολήσει μελετητές από
διαφορετικές επιστήμες όπως ιατρική, ψυχολογία, παιδαγωγική και κοινωνιολογία.
Έτσι διαμορφώθηκαν διάφορες θεωρίες προκειμένου να προσεγγιστεί και να
κατανοηθεί αυτό το πολύπλοκο φαινόμενο που κατά την Cordie (1995) συνιστά μια
παθολογία της εποχής μας. Εν συνεχεία ακολουθεί μια σύντομη ανάπτυξη των
θεωρητικών προσεγγίσεων της σχολικής αποτυχίας.
- Η οργανοκρατική και η γενετική θεωρία
Κατά την οργανοκρατική θεωρία, αναζητείται μια οργανική αιτιολογία
προκειμένου να εξηγηθούν οι δυσκολίες κάποιων παιδιών να ανταποκριθούν στις
σχολικές απαιτήσεις (Κοντοπούλου,2007). Δεδομένου του ιατρικού
προσανατολισμού χρησιμοποιούνται συχνά οι όροι της ελάχιστης εγκεφαλικής
δυσλειτουργίας, των εγκεφαλικών βλαβών, της καθυστερημένης ωρίμανσης ή
ανωριμότητας και της κληρονομικής προδιάθεσης
(Fijalkow,1998.Κανδαράκης,2004).
Η σύγκριση και η διαφοροποίηση των παιδιών μιας και το καθένα έχει ένα
διαφορετικό εγγενές δυναμικό ώθησε τους ψυχολόγους να κατασκευάσουν διάφορα
τεστ νοημοσύνης, ώστε να αξιολογηθούν οι μαθησιακές τους ικανότητες
(Κοντοπούλου,2007). Έτσι, συγγενής προς την οργανοκρατική θεωρία είναι η
γενετική θεωρία κατά την οποία σύμφωνα με τον Σουμέλη (1997) η γενετική
κληρονομική νοημοσύνη και η συμβολή ενός δείκτη υπολογιζόμενου ως αριθμού για
κάθε παιδί, προβλέπει την επιτυχία και τη σχολική του διαδρομή. Οι θεωρίες που
αναπτύσσονται με βάση αυτή την οπτική παραγνωρίζουν την ευθύνη και την
κοινωνική λειτουργία του σχολείου δίνοντας έμφαση στο ζήτημα των έμφυτων
ικανοτήτων, παρουσιάζοντας μειονεκτήματα μιας και είναι πολύ δύσκολο να
διαχωριστούν οι γενετικές από τις περιβαλλοντικές επιρροές, ενώ η σημασία των τεστ
71
νοημοσύνης αναφορικά με την εκτίμηση των νοητικών λειτουργιών όπως θα
αναπτυχθεί εν συνεχεία, αμφισβητείται εντόνως.
- Η γνωστική ή λειτουργική θεωρία
Κατά τη γνωστική ή λειτουργική θέση, οι λειτουργίες της αντίληψης, της
μνήμης, της γλώσσας και της σκέψης ως κομβικές για την εκμάθηση του γραπτού ή
προφορικού λόγου καθώς και της ανάγνωσης δύναται να εξηγήσουν την αποτυχία
των παιδιών ως προς την κατάκτησή τους, που ακολούθως τα οδηγούν στη σχολική
αποτυχία. Μολονότι η γνωστική θέση έπεται της οργανοκρατικής φιλοδοξώντας να
επιφέρει μια αλλαγή που θα συμβάλλει στην κατανόηση των ανεπαρκειών και την
αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας το μόνο που φαίνεται πως καταφέρνει είναι να
μετατοπίσει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από τις νευρικές δομές και την
εγκεφαλική λειτουργία στις ψυχολογικές λειτουργίες, αγνοώντας τους διδακτικούς
και συναισθηματικούς παράγοντες που λαμβάνουν χώρα κατά τη μάθηση
(Fijalkow,1998.Κανδαράκης,2004).
- Η παιδοψυχοσυναισθηματική θεωρία και η ψυχοδυναμική προσέγγιση
Σύμφωνα με τον Σουμέλη (1997) μια ακόμη θεωρία προσέγγισης της
σχολικής αποτυχίας αποτελεί η παιδοψυχοσυναισθηματική θεωρία, όπου η
αναπτυξιακή διαδικασία της προσωπικότητας του παιδιού και τα συναισθήματά του
συνδέονται με την πρόοδο στο σχολείο. Τα παιδιά δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο
στις απαιτήσεις του σχολείου, ο τρόπος που το κάθε παιδί βιώνει το σχολείο παίζει
σημαντικό ρόλο στην ψυχολογική του ετοιμότητα να προσαρμοστεί, σε ένα
καινούργιο και πολλές φορές ανταγωνιστικό ή και εχθρικό περιβάλλον.
Στην ουσία πρόκειται για μια προσέγγιση που κατά τον Κανδαράκη (2004)
αναγνωρίζει τις συναισθηματικές διαταραχές της προσωπικότητας ως κομβικές για
την εμφάνιση σχολικής αποτυχίας. Εδώ έγκειται και η ψυχοδυναμική προσέγγιση που
εμπνέεται από τις ψυχαναλυτικές θέσεις οι οποίες εστιάζουν στην επιρροή της
ψυχοδυναμικής που αναπτύσσεται μεταξύ των μελών της οικογένειας
υποστηρίζοντας πως το παιδί καθορίζει την σχολική του πορεία μέσα από το σύνολο
των υποκειμενικών ερμηνειών των μηνυμάτων του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
Έτσι οι συναισθηματικές διαταραχές των μελών της οικογένειας (άγχος, εχθρότητα,
ανταγωνισμός, απάθεια κ.ά.) και τα προβλήματα επικοινωνίας που προκαλούνται από
αυτές δύναται να οδηγήσουν στη σχολική αποτυχία.
Το παιδί από πολύ νωρίς συνειδητοποιεί πως η επιτυχία αποτελεί το
αντικείμενο της ικανοποίησης που οφείλει να δώσει με την είσοδο του στο σχολείο
72
στους ενήλικες φροντιστές του είτε πρόκειται για γονείς είτε για δασκάλους (Cordie,
1995). Έτσι, οι αντιδράσεις των γονέων και ο τρόπος επίλυσης των οιδιπόδειων
συγκρούσεων διαδραματίζουν έναν καθοριστικό παράγοντα στον τρόπο με τον οποίο
τα παιδιά αντιμετωπίζουν τη μάθηση, καθώς και το άγχος αποτυχίας ή επιτυχίας που
αυτή εμπερικλείει (Κοντοπούλου,2007). Ωστόσο όπως θα δούμε παρακάτω, πολλές
φορές κατά τον Fijalkow (1998) αμφισβητείται ο πρωτογενής χαρακτήρας των
συναισθηματικών διαταραχών σε σχέση με τις δυσκολίες στη μάθηση και τη σχολική
αποτυχία, προκρίνοντας την ύπαρξη δευτερευόντων συναισθηματικών προβλημάτων
στις σχολικές δυσκολίες του παιδιού.
- Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις
Μια ακόμη προσέγγιση της σχολικής αποτυχίας που υποστηρίχθηκε σθεναρά
είναι η κοινωνιολογική, μιας και από πολλές έρευνες διαπιστώθηκε μια άνιση
κατανομή της σχολικής αποτυχίας στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, με τα παιδιά από
κατώτερα κοινωνικά στρώματα να πλήττονται περισσότερο. Έτσι η σχολική
αποτυχία, θεωρήθηκε μια κοινωνική κατασκευή συνδεόμενη άμεσα με τις κοινωνικές
ανισότητες ως προς τις εκπαιδευτικές παροχές και την πολιτική ιδεολογία που τις
ενισχύει (Κοντοπούλου,2007). Κατά τον Fijalkow (1998) πρόκειται για μια
κοινωνικο-πολιτιστική αναπηρία όπου το κοινωνικο-οικογενειακό περιβάλλον του
παιδιού πρωταγωνιστεί. Υπό αυτό το πρίσμα παρατηρήθηκαν σύμφωνα με τον
Μπάρμπα (όπως αναφέρεται στην Κοντοπούλου,2007) δυο τάσεις, αφενός αυτών που
εστίασαν στο κοινωνικό προσδιορισμό του ρόλου και της λειτουργίας του σχολείου
ως χώρου αναπαραγωγής ανισοτήτων και αφετέρου εκείνων που έδωσαν έμφαση στις
δυσλειτουργίες του σχολείου ως απόρροια των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Στην πρώτη περίπτωση η σχολική επιτυχία θεωρήθηκε ως άμεση συνάρτηση
της κοινωνικής προέλευσης του παιδιού και παράμετροι όπως το μορφωτικό και
οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, η γεωγραφική θέση κατοικίας, οι προσδοκίες της
οικογένειας και του μαθητή, οι αντικρουόμενες αξίες της σχολικής και της
οικογενειακής κουλτούρας και η γλωσσική έκφραση παίζουν σημαντικό ρόλο στην
αναπαραγωγή των εκπαιδευτικών ανισοτήτων (Bernstein,1989. Κοντοπούλου,2007).
Κατά τον Σουμέλη (1997), πρόκειται για μια κοινωνική θεωρία που βασισμένη στις
συνθήκες του οικογενειακού περιβάλλοντος, εξηγεί την αποτυχία στο σχολείο σε
συνάρτηση με την εκπαίδευση και την οικονομική ευμάρεια των γονέων.
Από την άλλη στη δεύτερη περίπτωση στο επίκεντρο βρίσκεται το
εκπαιδευτικό σύστημα, που αντί να εξαλείψει τις κοινωνικές διαφορές καλύπτοντας
73
τις ελλείψεις, προτείνει την εφαρμογή ενός αναλυτικού προγράμματος που δεν
προσαρμόζεται στις επιμέρους ανάγκες όλων των παιδιών με αποτέλεσμα αυτά που
δεν ακολουθούν, να προωθούνται σε ξεχωριστές δομές, ενισχύοντας τοιουτοτρόπως
τις κοινωνικές ανισότητες. Έτσι η σχολική αποτυχία οφείλεται στην έλλειψη
συγχρονισμού, στην αυταρχική και δύσκαμπτη λειτουργία του σχολείου, ενώ οι
κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται στην εκπαίδευση με μηχανισμούς όπως η
αυτοεκπληρούμενη προφητεία (φαινόμενο Πυγμαλίωνα), όπου η πρόβλεψη
αποτυχίας από μέρους του δασκάλου τείνει πάντα να επιβεβαιώνεται από τη
συμπεριφορά του μαθητή (Κοντοπούλου,2007).
Στην ουσία σύμφωνα με τον Σουμέλη (1997), πρόκειται για τη θεωρία της
κοινωνικής αναπαραγωγής, μια παραλλαγή ή συμπλήρωμα της κοινωνικής θεωρίας
που προαναφέρθηκε, που πρεσβεύει πως το σχολείο έχει στόχο μέσα από την
εκπαιδευτική διαδικασία, την επιλογή κάποιων μαθητών και την απόρριψη άλλων, με
αποτέλεσμα να αναπαράγεται μια δεδομένη κοινωνική δομή. Αυτό επιτυγχάνεται
μέσα από την οργάνωση και τις εσωτερικές λειτουργίες του εκπαιδευτικού
συστήματος, ώστε ορισμένες κοινωνικές τάξεις να ευνοούνται εις βάρος άλλων που
μειονεκτούν. Στα πλαίσια της εν λόγω θεωρίας η σχολική αποτυχία είναι μια
κατασκευή του σχολείου, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια σαν κριτήριο ή μέσον
επιλογής (Bernstein,1989).
Αξίζει να σημειωθεί πως αν και οι κοινωνιολογικές θεωρίες που
προαναφέρθηκαν προσφέρουν μια ικανοποιητική προσέγγιση της σχολικής αποτυχίας
και της άνισης κατανομής της στα διάφορα κοινωνικά στρώματα, ωστόσο δεν
επαρκεί για την ερμηνεία των διατομικών διαφορών ως προς τη σχολική επίδοση. Οι
εν λόγω θεωρίες αγνοούν τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή του
τρόπου που το παιδί ως ένας ενεργητικός δέκτης επεξεργάζεται, νοηματοδοτεί και
αφομοιώνει τα διάφορα ερεθίσματα, διαμορφώνοντας μια υποκειμενική άποψη για
την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, παρόμοιες εμπειρίες όπως ένα στερημένο
οικονομικά οικογενειακό περιβάλλον, αποκτά διαφορετικό νόημα ανά περίπτωση
επιφέροντας διαφορετικές επιπτώσεις μιας και κάποια παιδιά μέσα από αυτή τη
στέρηση μπορεί να επιτύχουν υψηλές επιδόσεις επειδή θα προσπαθήσουν
περισσότερο, ενώ άλλα θα παραιτηθούν από οποιαδήποτε προσπάθεια
(Κοντοπούλου,2007).
74
- Η παιδαγωγική θεώρηση και η παιδοαναπτυξιακή θεωρία
Επιπλέον μια ακόμη προσέγγιση αποτελεί αυτή της αμφισβήτησης του
σχολείου ως θεσμού, μετατοπίζοντας την ευθύνη για τη σχολική αποτυχία από τα ίδια
τα παιδιά στο θεσμό που έχει αναλάβει την εκπαίδευσή τους. Η θεώρηση αυτή δεν
είναι νέα μιας και στο πάνθεον της παιδαγωγικής συναντάμε κάποια μεγάλα ονόματα
όπως ο Dewey, η Montessori και ο Freinet, που μέσα από τις ανελέητες
αμφισβητήσεις τους έναντι στο σχολικό θεσμό υποδεικνύουν το ειδικό βάρος με το
οποίο αυτός επιδρά στη σχολική αποτυχία των παιδιών (Fijalkow,1998).
Επομένως, σύμφωνα με μια θεώρηση παιδαγωγικού προσανατολισμού η
σχολική αποτυχία αποδίδεται στην αδυναμία του σχολικού θεσμού που μέσω της
οργάνωσης και του περιεχομένου της σχολικής λειτουργίας αδυνατεί να ανταποκριθεί
στις εξατομικευμένες ανάγκες των μαθητών (Κοντοπούλου,2007). Ειδικότερα, ο
τυποποιημένος και κανονιστικός χαρακτήρας με τον οποίο είναι δομημένο το
εκπαιδευτικό περιβάλλον του σχολείου (διδακτικά βιβλία, μέθοδοι διδασκαλίας, η
διδασκόμενη ύλη, το σχολικό πρόγραμμα, η υπερβολική επικέντρωση στην απόκτηση
γνώσεων. η υλικοτεχνική υποδομή, οι αίθουσες διδασκαλίας, η αυλή κτλ) ταιριάζει
από πολιτισμική, κοινωνική και γνωστική οπτική μόνο σε ένα τμήμα του μαθητικού
πληθυσμού, με αποτέλεσμα να διογκώνονται οι προϋπάρχουσες διαφορές, ως
δυνάμενες να οδηγήσουν σε σχολική αποτυχία (Γερμανός,1999).
Τα παραπάνω έρχονται σε συμφωνία με αυτό που κατά τον Σουμέλη (1997)
συγκροτεί την παιδο-αναπτυξιακή θεωρία, η οποία εκκινώντας από την παραδοχή
πως το κάθε παιδί ακολουθεί το δικό του ρυθμό αναφορικά με την πνευματική του
ανάπτυξη, θεωρεί πως η μάθηση θα πρέπει να προσαρμόζεται στους επιμέρους
ρυθμούς του κάθε παιδιού. Κάτι τέτοιο όμως συνήθως δεν συμβαίνει, καθώς τα
περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα μεταξύ των οποίων και το ελληνικό,
εφαρμόζουν ομοιόμορφα εκπαιδευτικά μέτρα που πάρθηκαν συγκεντρωτικά στο
όνομα της ισότητας των εκπαιδευτικών ευκαιριών.
Κατά τον Diatkine (όπως αναφέρεται στον Γερμανό,1999) σε κατάσταση
σχολικής αποτυχίας βρίσκονται εκείνοι οι μαθητές που δεν μπορούν να επωφεληθούν
από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν είναι προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά
τους. Στα πλαίσια της τάξης παρατηρείται πως παραγνωρίζεται η προσωπικότητα και
ο ρυθμός μάθησης των μαθητών με τέτοιο τρόπο, ώστε το παιδί να αντιμετωπίζεται
όπως θα έπρεπε και όχι όπως είναι, για να ανταποκρίνεται στους προσανατολισμούς
και τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η σχολική
75
επιτυχία σχετίζεται με την επιτυχημένη προσαρμογή του μαθητή στα πρότυπα και τις
αξίες που προωθεί η εκπαίδευση και όχι με την ανάπτυξη της προσωπικότητας, των
προσωπικών του ρυθμών και των ικανοτήτων του (Γερμανός,1999).
Συναφής με την προηγούμενη προσέγγιση είναι η εκπαιδευτική θεωρία ή
θεωρία σχολικής αποτελεσματικότητας, όπου εξετάζονται τα μέσα που τίθενται στη
διάθεση του σχολείου για την πραγματοποίηση των εκπαιδευτικών στόχων. Η θεωρία
αυτή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα και την ποσότητα των δασκάλων, το
κλίμα που επικρατεί στο σχολείο, τον κομβικό ρόλο της διεύθυνσης στη διοίκηση του
σχολείου, την συνεργασία σχολείου-γονέων υπό την οπτική πως όσα περισσότερα
μέσα βρίσκονται στη διάθεση του σχολείου τόσο καλύτερα θα είναι τα
αποτελέσματα. Συγγενής προς αυτήν τη θεώρηση, είναι και η οικονομική θεωρία που
πρεσβεύει πως τα αποτελέσματα βρίσκονται σε συνάρτηση με τα χρήματα που
δαπανώνται στην εκπαίδευση (Σουμέλης,1997).
- Η συστημική θεωρία και το «κίνημα αλληλεπίδρασης»
Μια θεωρία που αντιμετωπίζει τη σχολική αποτυχία με συνθετικό τρόπο
χρησιμοποιώντας στοιχεία από όλες τις άλλες θεωρίες που προηγήθηκαν εκτός της
γενετικής και οργανοκρατικής, είναι η συστημική προσέγγιση ή το βιοοικολογικό
μοντέλο (Craig&Baucum,2007) που διατηρεί ως βασική θεωρητική αναφορά τις
αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στα διάφορα πλαίσια, για να ερμηνεύσει τα
φαινόμενα κρίσης που αναπτύσσονται όπως τις δυσκολίες που συναντούν τα παιδιά
στο σχολείο. Μια από τις βασικές θεωρητικές αρχές των συστημικών προσεγγίσεων,
όπως τις έθεσε ο Bronfenbrenner που είναι ο κύριος εκπρόσωπος τους, σχετίζεται με
το ότι η συμπεριφορά του παιδιού όπως και του ενηλίκου δεν μπορεί να κατανοηθεί
πλήρως παρά μόνο μέσα από την οικολογία της ή με άλλα λόγια τα πλαίσια στα οποία
εκδηλώνεται (Κουρκούτας,2008).
Ως πλαίσιο ορίζεται ο χώρος όπου τα δρώντα πρόσωπα έχοντας
συγκεκριμένους ρόλους (για παράδειγμα γονιός, μαθητής, δάσκαλος) επιδίδονται σε
συγκεκριμένες συμπεριφορές μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Έτσι προκειμένου να
κατανοήσουμε το πλέγμα των πιθανών σχέσεων που συμβάλλουν στη δημιουργία
ανάπτυξης του πλαισίου του παιδιού, ερμηνεύοντάς το θα πρέπει να μελετηθεί η
οικογένεια, το σχολείο του παιδιού, το επάγγελμα και ο χώρος εργασίας των γονιών
του, η ικανοποίηση που λαμβάνουν από αυτή, τα ατομικά χαρακτηριστικά τους και
άλλοι πολλοί παράγοντες (Πετρογιάννης,2010).
76
Αυτή η προσέγγιση ταιριάζει πολύ σε αυτό που κατά τον Σουμέλη (1997)
αποτελεί «κίνημα αλληλεπίδρασης». Το εν λόγω κίνημα προβαίνοντας σε μια
μικροανάλυση του τι συμβαίνει πραγματικά μέσα στην οικογένεια, την τάξη και το
σχολείο φιλοδοξεί να εξηγήσει πως δημιουργείται η αποτυχία στο σχολείο.
Εκκινώντας από την υπόθεση πως όλα τα παιδιά στα οποία παρέχονται οι ευκαιρίες
και οι συνθήκες, ώστε να γίνει σεβαστός ο ρυθμός μάθησης τους, μπορούν να
αποκτήσουν ένα υψηλό επίπεδο γνώσεων, θεωρεί την σχολική αποτυχία ως απόρροια
συγκεκριμένων άνισων σχέσεων που περιθωριοποιούν ένα μέρος των μαθητών
τονίζοντας την αδυναμία τους να αναπτύξουν τις κατάλληλες στρατηγικές μάθησης.
Επομένως η οικογενειακή και ψυχολογική κατάσταση του παιδιού συνιστούν
σημαντικοί παράμετροι, οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τους
εκπαιδευτικούς παράγοντες στο σχεδιασμό των κατάλληλων στρατηγικών
διδασκαλίας που θα ναι εξατομικευμένες όσο γίνεται περισσότερο.
Συνοψίζοντας, αναλόγως θεωρητικού υποβάθρου για την σχολική αποτυχία
οφείλονται: α) οι οργανικοί παράγοντες ή η νοημοσύνη (οργανοκρατική/γενετική
θεωρία), β) οι λειτουργικοί παράγοντες ήτοι οι λειτουργίες αντίληψης, μνήμης,
γλώσσας και σκέψης (γνωστική ή λειτουργική θέση), γ) οι συναισθηματικές
διαταραχές της προσωπικότητας (παιδοψυχοσυναισθηματική θεωρία, ψυχοδυναμική
προσέγγιση), δ) οι κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες του οικογενειακού
περιβάλλοντος (κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, κοινωνική θεωρία και θεωρία
κοινωνικής αναπαραγωγής), ε) η οργάνωση και η λειτουργία του εκπαιδευτικού
συστήματος (παιδαγωγική θεώρηση, παιδοαναπτυξιακή θεωρία), ζ) τα μέσα
υλοποίησης των εκπαιδευτικών στόχων (εκπαιδευτική θεωρία ή θεωρία σχολικής
αποτελεσματικότητας, οικονομική θεωρία) και η) η αλληλεπίδραση των πλαισίων
(οικογένεια, τάξη, σχολείο) εντός των οποίων αναπτύσσεται η ανάπτυξη των παιδιών
(συστημική προσέγγιση, κίνημα αλληλεπίδρασης).
77
Αίτια σχολικής αποτυχίας
Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του φαινομένου της σχολικής
αποτυχίας όπως αποτυπώθηκε προηγουμένως, είναι εύκολο να κατανοήσουμε πως
είναι αδύνατο να αντιμετωπίσουμε τις αιτιολογικές παραμέτρους του εν λόγω
φαινομένου μονοσήμαντα. Σύμφωνα με την Cordie (1995), για την σχολική αποτυχία
υπάρχει μια σύγκλιση πολλών αιτιών οι οποίες αλληλοπαρεμβάλλονται και
αλληλεπιδρούν δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο είναι δύσκολο να
ξεφύγει κανείς. Στην συνέχεια θα παρουσιάσουμε κάποιες πιθανές καταστάσεις
ικανές να συμβάλλουν στην εμφάνιση της σχολικής αποτυχίας προσεγγίζοντας τες,
όπου αυτό είναι εφικτό, υπό μια ψυχοδυναμική σκοπιά αλλά πάντα με κριτική
διάθεση.
➢ Ο φθόνος
Σύμφωνα με την Καραγιαννοπούλου (2007), στη σκέψη του Bion κάποια
βρέφη ενδέχεται να μην αντέξουν την ικανότητα της μητέρας να εμπεριέξει την
εμπειρία μέσω της μητρικής ρέμβης ή ονειροπόλησης, όπως περιγράψαμε σε
προηγούμενη ενότητα, λόγω του ότι επιδίδονται σε επιθέσεις φθόνου, ώστε να
καταστραφεί το καλό αντικείμενο. Έτσι ο υπερβολικός φθόνος του βρέφους καθιστά
αδύνατη τη βίωση της ονειροπόλησης, ως μια μορφή ανακούφισης και βοήθειας
αντιμετώπισης της πραγματικότητας, καθώς το βρέφος μέσω της προβολής την βιώνει
ως επίθεση φθόνου προς το ίδιο, με τη μητρική εμπερίεξη να εκλαμβάνεται ως κάτι
δυνητικά βλαβερό και αποδυναμωτικό για την προσωπικότητά του.
Επιπλέον μέσω του φθόνου διαμορφώνεται αυτό που ο Bion (όπως
αναφέρεται στην Καραγιαννοπούλου, 2007) ορίζει ως «επίθεση κατά των δεσμών»
μιας και ο,τι αισθάνεται το βρέφος να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος με κάτι άλλο
είτε πρόσωπο είτε σκέψη, καταστρέφεται ή το αρνείται, με αποτέλεσμα αυτή η μη
δημιουργία συνδέσεων να εμποδίζει τη σκέψη, ενώ δεν αναγνωρίζεται η δυνατότητα
90
του καλού αντικειμένου να μας προσφέρει κάτι το οποίο έχουμε ανάγκη και δεν
κατέχουμε.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να ερμηνεύσουν την αδυναμία κάποιων μαθητών
να μάθουν και να προσλάβουν γνώση από κάποιον που την κατέχει ενδοβάλλοντας
παράλληλα το καλό αντικείμενο. Κατά τον Coren (1997) ο υπερβολικός φθόνος για
την ικανότητα του εκπαιδευτικού για σκέψη, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με την
ικανότητα της μητέρας για ονειροπόληση, και συνακόλουθα η δυνατότητα του να
εμπεριέξει τα συναισθήματα του μαθητή που εκλύονται κατά τη διαδικασία μάθησης,
συχνά συσχετίζονται με μια μορφή δυσκολίας για οργανωμένη σκέψη. Με το να
εμποδίζονται οι σκέψεις, καθώς αποφεύγονται οι συνδέσεις μεταξύ προσώπων ή
σκέψεων, αποφεύγουμε τον πόνο που ενέχεται στη σύνδεση των σκέψεων μεταξύ
τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην καταφέρουμε να νοηματοδοτήσουμε την
εμπειρία, αρνούμενοι την αποτελεσματικότητα του άλλου ως διδάσκοντος.
Επομένως, ο φθόνος του μαθητή για την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού που
τον οδηγεί στη μάθηση, θα μπορούσε να ερμηνεύσει τις δυσκολίες του στην
οργάνωση της σκέψης του.
Σύμφωνα με την Salzberger-Wittenberg (2002b) ο θαυμασμός εμπεριέχει
πάντα κάποια στοιχεία φθόνου, όταν όμως αυτός υπερισχύει τότε το άτομο επιτίθεται,
ώστε να καταστρέψει το αντικείμενο που φθονεί. Ο τρόπος επίθεσης μπορεί να λάβει
διάφορες μορφές για παράδειγμα ο χλευασμός, τα ειρωνικά σχόλια και η συνεχής
κριτική μπορεί να πηγάζουν από το φθόνο. Στα πλαίσια της τάξης το φθονερό άτομο
ανακαλύπτοντας τα αδύνατα σημεία του δασκάλου, καταφέρνει να παίζει πάνω σε
αυτά, φέρνοντας τον αντιμέτωπο με τις ανεπάρκειές του ώστε να νιώθει αδύναμος,
εξουθενωμένος και κάποιες φορές να μην μπορεί να απολαύσει την ευχαρίστηση που
του δίδει η εργασία του. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι διαχείρισης του φθόνου όπως το
να προκαλείται φθόνος σε άλλους ή μέσα από το κρυφό κλέψιμο της γνώσης και της
παρουσίασης της ως προσωπικό απόκτημα.
Από την άλλη ο θαυμασμός εκκινεί από τις συγκρίσεις του εαυτού μας με
τους άλλους, οι οποίες μας κάνουν να αισθανόμαστε αντιζηλία πλημμυρισμένοι από
αισθήματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας. Οι πετυχημένοι μαθητές είναι συνήθως
οι πιο αξιοζήλευτοι από όλους τους μαθητές και μιας και ο φθόνος έχει μια διωκτική
χροιά τον φοβούνται τόσο αυτοί που φθονούν όσο και αυτοί που γίνονται αντικείμενο
φθόνου. Αυτοί που φθονούν, προσπαθούν να «καταστρέψουν» τον μαθητή που
αποτελεί αντικείμενο φθόνου, ενόσω ο τελευταίος βρίσκεται πάντα σε κίνδυνο να
91
υπονομεύσει τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να αποφύγει ή να διαχειριστεί την
φθονερή επίθεση. Καθώς ο φθόνος συνιστά το αντίθετο της δημιουργικότητας, είναι
αναπόφευκτο να μην τον συναντήσουμε κατά τη διάρκεια της μαθησιακής
διαδικασίας. Κατ’ ανάλογο τρόπο το στοιχείο του φθόνου δεν λείπει από τις σχέσεις
που αναπτύσσονται με τον δάσκαλο, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια προσπάθεια
απαξίωσης της γνώσης, υποδηλώνοντας την αποφυγή ενσωμάτωσης κάτι τόσο
καταστροφικού, μιας και είναι καλύτερα να μείνουμε άδειοι παρά γεμάτοι από
άχρηστες γνώσεις (Coren,1997. Salzberger-Wittenberg,2002b).
Καταλήγοντας, ο μαθητής λόγω του φθόνου δύναται να εκλάβει την θέση του
ως μια εσκεμμένη προσπάθεια των άλλων να τον κάνουν να αισθανθεί ανόητος,
ανεπαρκής και ταπεινωμένος και όχι ως ένα αναπόφευκτο στάδιο στην εξέλιξή του,
με αποτέλεσμα να δυσφορεί και να μη δέχεται ό,τι του προσφέρεται. Έτσι δεν είναι
απίθανο να αποδυναμωθεί η απόλαυση στην απόκτηση γνώσης, ενώ δημιουργούνται
προβλήματα στη μάθησή του οδηγώντας τον βαθμιαία σε σχολική αποτυχία. Συνήθως
οι μαθητές που νιώθουν έτσι, θεωρούν πως οι δάσκαλοι δεν χρειάστηκε να
κοπιάσουν, ώστε να αποκτήσουν γνώσεις και πείρα, και αντιδρούν με εκφράσεις
όπως «για σένα όλα εύκολα είναι», υποδηλώνοντας πως ο άλλος έχει κατακτήσει την
επιτυχία άκοπα (Salzberger-Wittenberg,2002b).
101
➢ Η αποτυχημένη εμπειρία εμπερίεξης
Όπως ήδη έχει αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα, μέσα από την ικανότητα
της μητέρας για ονειροπόληση το παιδί μπορεί να εσωτερικεύσει μια εμπεριέχουσα
δομή συναισθημάτων που συμβάλλει στην ανάπτυξη της σκέψης. Η μητέρα που
μετατρέπει τα οδυνηρά συναισθήματα του βρέφους σε συναισθήματα που το ίδιο
μπορεί να διαχειριστεί, είναι μια στοχαστική μητέρα που επιστρέφει στο παιδί της την
απογοήτευση και τη σύγχυση που αυτό βιώνει με τρόπο νοηματοδοτημένο και μη
απειλητικό. Διότι δεν έχει αξία απλώς να τα αντέξει, αλλά να τα «χωνέψει» σε
νοητικό επίπεδο προκειμένου να νοηματοδοτήσει την εμπειρία, λειτουργώντας ως
στοχαστής.
Επομένως η εμπερίεξη υποδηλώνει σύμφωνα με την Καραγιαννοπούλου
(2007), τη δυνατότητα ενός προσώπου εν προκειμένω της μητέρας, να αποσπά ένα
μέρος της προσωπικότητας του άλλου δηλαδή του βρέφους, πριν του το επιστρέψει
με έναν πιο ομαλό και μεταβολισμένο τρόπο, μετατρέποντας τα οδυνηρά αρχικά
συναισθήματα σε ανεκτά. Έτσι το βρέφος αποκτά την ικανότητα να σκέφτεται,
αφομοιώνοντας την εμπειρία της στοχαστικής εμπερίεξης που επέδειξε η μητέρα του,
η οποία με αυτόν τον τρόπο μετέτρεψε τις σωματικές αισθήσεις της θλίψης και της
επιθυμίας σε συμβολικές μορφές.
Το γεγονός πως η μητέρα εμπεριέχει τα συναισθήματα που προβάλλει πάνω
της το βρέφος μέσω της προβλητικής ταύτισης, όντας σε ήρεμη πνευματική
κατάσταση, συνιστά αναγκαία συνθήκη για τη μάθηση. Και αυτό διότι σε περίπτωση
που αυτό δεν συμβαίνει, διακόπτεται η σύνδεση βρέφους και στήθους με άμεσο
επακόλουθο την δυσλειτουργία της ενόρμησης που σχετίζεται με την περιέργεια, που
όπως έχει ήδη τονιστεί συνιστά τη θεμέλιο λίθο της μάθησης (Bion όπως αναφέρεται
στην Καραγιαννοπούλου,2007).
Από όλα όσα προηγήθηκαν κατανοούμε πως όταν η εμπερίεξη αποτυγχάνει,
τότε στιγματίζεται τόσο ο ψυχικός κόσμος του βρέφους όσο και οι μετέπειτα
εμπειρίες που προϋποθέτουν την ικανότητα αντοχής στη ματαίωση. Σε περίπτωση
που τα συναισθήματά του δεν εμπεριέχονται και οι ματαιώσεις του δεν γίνονται
κατανοητές, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην νοηματοδοτηθούν και επομένως να
καταστεί αδύνατη η σκέψη γι’ αυτές. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί το παιδί να
συνεχίσει να καταφεύγει στη σχάση χωρίς να κάνει στοχαστικές συνδέσεις που
αφορούν τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του δυσκολεύοντας έτσι την συσχέτιση
των πληροφοριών. Με παρόμοιο τρόπο που το βρέφος βιώνει έναν ανομολόγητο κατά
102
τον Bion τρόμο στην περίπτωση που τα συναισθήματά του δεν είναι κατανοητά, ο
μαθητής που αισθάνεται την ψυχική του πραγματικότητα να διατηρείται α-νόητη
προσφεύγει στην εκφόρτιση συναισθημάτων και φαντασιώσεων, αυξάνοντας τη
διάσταση της απειλής που αυτά εμπερικλείουν (Καραγιαννοπούλου,2007. Salzberger-
Wittenberg,2002a).
Όταν ο μαθητής κατακλύζεται από την απειλή της μη κατανόησης και της
ανεπάρκειας, η δυσκολία της κατάστασης βιώνεται από τον ίδιο όλο και πιο αρνητικά
(Boekaerts. Lazarus&Folkman όπως αναφέρονται στην Καραγιαννοπούλου,2007). Ο
τρόμος σε αυτήν την περίπτωση γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος όσο το συναίσθημα
δεν εμπεριέχεται, με άμεσο επακόλουθο την αναζήτηση ενός δασκάλου που θα ’ναι
ικανός να τον εμπεριέξει και να το νοηματοδοτήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί
ο μαθητής να το διαχειριστεί μόνος του, διατηρώντας ζωντανό το ενδιαφέρον του για
μάθηση.
Αν αυτό δεν συμβεί, ο μαθητής αδυνατεί να εσωτερικεύσει ένα πρότυπο
λειτουργίας σε σχέση με τη ματαίωση που είναι εγγενή στη μάθηση, με αποτέλεσμα
οι γνωστικές λειτουργίες να διεξάγονται με σοβαρούς περιορισμούς ή ως μια μορφή
άμυνας, όπως στην περίπτωση της παντογνωσίας. Επειδή η μάθηση κινητοποιεί
έντονο άγχος, απαιτείται η ύπαρξη ενός προτύπου λειτουργίας αναφορικά με τη
ματαίωση, το οποίο όταν δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, σε συνδυασμό με το ότι ο
δάσκαλος δεν είναι ικανός να το εμπεριέξει, οδηγεί αναπόφευκτα στην αναστολή της
μαθησιακής διαδικασίας. Με αυτά ως δεδομένο, η πραγματική μάθηση καθίσταται
αδύνατη αφού οι πληροφορίες είναι αποσπασματικές και δεν οργανώνονται επαρκώς,
ενώ η γνωστική τους επεξεργασία και η νοηματοδότηση λαμβάνουν χώρα μόνο
επιφανειακά, ώστε να αποφευχθεί η ματαίωση που συνεπάγεται η πάλη με τη γνώση,
για την κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου (Καραγιαννοπούλου,2007).
Δεδομένου πως η εμπερίεξη έχει την έννοια της αποδοχής και της κατανόησης
των οδυνηρών συναισθημάτων, θα μπορούσαμε να πούμε πως ταιριάζει πολύ στην
έννοια του κρατήματος, όπως την εισήγαγε ο Winnicott. Κατά τον ίδιο το κράτημα
είναι τόσο σωματικό όσο και ψυχικό και συνδέεται με το ρόλο της αρκετά καλής
μητέρας και του διευκολυντικού περιβάλλοντος, το οποίο παρέχει μια εμπειρία
κρατήματος που προσαρμόζεται στις ανάγκες του βρέφους, ώσπου να μην είναι πλέον
αναγκαίο, γιατί το ίδιο ωριμάζει και αυτονομείται. Μιας και η μητέρα διατηρεί το
βρέφος στο νου της ακόμα και εν τη απουσία του, συμβάλλει στο να κρατιούνται με
ασφάλεια τα συναισθήματά του, όντας υπεύθυνη για τη καλή σωματική και ψυχική
103
του υγεία. Επιπλέον, το σχολικό περιβάλλον που διευκολύνει τη μάθηση όντας
ανεκτικό απέναντι στο λάθος και την άγνοια, αποφεύγει τις τιμωρίες και την
αυστηρότητα, ώστε το παιχνίδι με τη γνώση να φαίνεται άκρως δελεαστικό,
προσφέροντας μια εξελικτική εμπειρία στο μαθητή (Winnicott,1960a/1965.
Καραγιαννοπούλου,2007)
Δεν είναι τυχαίο πως η Salzberger-Wittenberg (2002a) παραλληλίζει το έργο
του δασκάλου με αυτό του γονέα, αναδεικνύοντας τη διάσταση της μάθησης ως
διαρκούς αμοιβαίας διαδικασίας στα πλαίσια της οποίας ο δάσκαλος λειτουργεί ως
μια προσωρινή εμπεριέχουσα κατάσταση του υπερβολικού άγχους των μαθητών του.
Έτσι ο ίδιος αποδεχόμενος ένα μέρος του ψυχικού πόνου των μαθητών του που
συνδέεται με τη μάθηση, θα συμβάλλει μέσα από το παράδειγμά του «στη διατήρηση
της περιέργειας μπροστά στο χείλος του χάους, της αγάπης για την αλήθεια μπροστά
στον τρόμο του αγνώστου και της ελπίδας μπροστά στην απόγνωση» (σελ 121).
Επομένως ο μαθητής σταδιακά καθίσταται ικανός να αντέξει την αβεβαιότητα και τα
άγχη που είναι εγγενή στη μάθηση, αφού ο δάσκαλος συμβάλλει στο να
ταξινομηθούν οι συγκεχυμένες ιδέες και οι σκέψεις του, όταν αυτός κατακλύζεται
από μια μεγάλη ποσότητα δύσπεπτης γνώσης. Με το να είναι ο δάσκαλος
στοχαστικός και σκεπτικός αντί να δίδει έτοιμες απαντήσεις, βοηθά το μαθητή να
εσωτερικεύσει ένα σκεπτόμενο άτομο που είναι ικανό να διαμορφώσει συνδέσεις
ανάμεσα σε διαφορετικές μεταξύ τους ιδέες, προκειμένου να νοηματοδοτηθούν.
Με βάση όσα προηγήθηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε κατά την
Καραγιαννοπούλου (2007) πως όταν κάποιος μαθητής κατακλύζεται από τρόμο
εξαιτίας μιας «δύσπεπτης» ύλης, τότε προβάλλει το συναίσθημα του αυτό στον
δάσκαλο. Ο δάσκαλος με τη σειρά του που είναι σε θέση να το εμπεριέξει, το
κατανοεί και το αποδέχεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αισθάνεται σαν να το βιώνει ο
ίδιος, όντας έτσι σε θέση να το επεξεργαστεί και να το μεταβολίσει, με σκοπό να το
επιστρέψει στο μαθητή με έναν λιγότερο απειλητικό τρόπο, για να πάψει πλέον να
βιώνεται οδυνηρά. Η συνεχής βίωση τέτοιων εμπειριών, όπου το άγχος του
κατανοείται και σταδιακά μειώνεται, τον βοηθά να ενδοβάλλει ένα πρότυπο
δασκάλου που είναι σε θέση να σκέφτεται και να αντέχει την αρχική άγνοιά του και
το γεγονός πως δεν μπορεί να κατανοήσει. Έτσι βαθμιαία, μπορεί να εμπεριέχει
περισσότερο ψυχικό πόνο, τον οποίο βιώνει ως λιγότερο κατακλυσμικό όντας σε
θέση να σκεφτεί αναλυτικά και σύνθετα αναφορικά με την εμπειρία του,
αποφεύγοντας τις επιφανειακές κατανοήσεις ή την παραίτηση από την προσπάθεια.
104
Όλα όσα προαναφέρθηκαν μας παρέχουν μια επιπλέον ψυχοδυναμική
θεώρηση της σχολικής αποτυχίας, σε περίπτωση δηλαδή μη επιτυχούς εμπερίεξης
από το δάσκαλο, των οδυνηρών συναισθημάτων και των αγχών που είναι εγγενή στη
μάθηση. Για να συμβεί αυτό με επιτυχία, θα πρέπει να υπάρχει αφενός ένας «αρκετά
καλός δάσκαλος» ικανός να στοχάζεται και αφετέρου ένα διευκολυντικό σχολικό
περιβάλλον, ώστε όλα αυτά τα οδυνηρά συναισθήματα να επιστραφούν στο παιδί σε
μια πιο ανεκτή μορφή. Από τη μεριά του ο μαθητής, θα ενδοβάλλει εν συνεχεία το
πρότυπο ενός σκεπτόμενου δασκάλου που είναι σε θέση να παράγει νέους
συσχετισμούς και μορφές κατανόησης, υπομένοντας ολοένα και περισσότερο τη
ματαίωση και το αίσθημα ανεπάρκειας που είναι συνυφασμένες με τη μάθηση,
οδηγούμενος στην επιτυχή αντιμετώπιση, αντί της παραίτησης, των δυσκολιών που
αυτή εμπεριέχει και συνακόλουθα στη σχολική επιτυχία.
108
Τα μαθησιακά αιτήματα συνήθως αποτελούν έναν ανεπιθύμητο φόρτο για τις
παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες, μιας και αποσκοπούν στην απόκτηση ενός
πιστοποιητικού για σχολική χρήση λόγου χάρη δυσλεξίας, προκειμένου να
επωφεληθούν των προνομίων που ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία, για
παράδειγμα απαλλαγή από γραπτές εξετάσεις, χωρίς να έχουν κάποια θεραπευτική
συνέχεια δεδομένου και της ανυπαρξίας ψυχοπαιδαγωγικών υπηρεσιών στα σχολεία
προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα από κοινού (Αμπατζόγλου,2001).
Συνοψίζοντας, αν και η αναγωγή οποιασδήποτε σχολικής δυσκολίας σε
μαθησιακή διαταραχή συνιστά την εύκολη λύση μιας και η επιρροή των γενετικών
αντιλήψεων που αποδίδουν τα πάντα σε βιολογικά αίτια είναι αρκετά διαδεδομένη
λόγω και της ευρείας χρήσης των τεστ νοημοσύνης κατά την διαγνωστική διαδικασία,
ωστόσο δεν αποτελεί και την πλέον ενδεικνυόμενη. Η πολυπλοκότητα και η
αναγνώριση της σχολικής αποτυχίας ως ενός σοβαρού σε κλινικό και θεραπευτικό
επίπεδο συμπτώματος, με κοινωνικές προεκτάσεις που υπερβαίνουν το σχολικό
πλαίσιο μιας και η ετικετοποίηση του παιδιού το συντροφεύει όχι μόνο κατά τη
διάρκεια των σχολικών του χρόνων, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του,
επιβάλλει την διεπιστημονική προσέγγισή της. Η μονόπλευρη διάγνωση, πρόβλεψη
και αντιμετώπιση ενός παιδιού με σχολική δυσκολία είναι και αυτή που οδηγεί στην
τάση μετατροπής της σχολικής αποτυχίας σε μονοδιάστατο φαινόμενο μαθησιακής
διαταραχής.
109
μεγάλο αριθμό αυτών που εγκατέλειπαν ή δεν παρακολουθούσαν καθόλου το
σχολείο.
Σύμφωνα με τον Perrenoud (1996), η σχολική αποτυχία μετατράπηκε σε ένα
μαζικό φαινόμενο, όταν όλα τα παιδιά στο όνομα της ισότητας των ευκαιριών για
όλους, βρέθηκαν να ανταγωνίζονται για την είσοδο τους στη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση που μέχρι πρότινος ήταν προνόμιο των πλουσίων. Αν αναλογιστούμε τι
διαφορά έχει στη μετέπειτα από το σχολείο ζωή η άγνοια ή η λήθη ενός γραμματικού
κανόνα, συνειδητοποιούμε πως η άριστη επίδοση, η επιτυχία ή η αποτυχία είναι
αξιολογικού τύπου κατασκευές που επιβαρύνουν το μέλλον του παιδιού πιο πολύ σε
σχέση με τις πραγματικές ανισότητες των ικανοτήτων. Η Lurcat (1981), υποστηρίζει
χαρακτηριστικά πως η διαδοχική σειρά επιτυχιών ή αποτυχιών στο σχολείο,
επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αυτοαξία του ατόμου που βιώνει αυτή την
κατάσταση, με αποτέλεσμα: «ο καθένας να είναι αυτό που αξίζει στο σχολείο» (σελ
15). Έτσι το σχολείο δημιουργεί ακούσια κατά την Chiland (1993) την αποτυχία.
Από την άλλη η αποτυχία ενέχει μια αξιολογική κρίση που αποτελεί ένα
ιδανικό, το οποίο διαφέρει από κουλτούρα σε κουλτούρα και από οικογένεια σε
οικογένεια. Το υποκείμενο θέλοντας να μοιάσει με ορισμένες προσωπικότητες που
συμβολίζουν τα ιδανικά αυτά, χτίζει το εγώ του ταυτιζόμενο με αυτές ή με αξίες που
αντιπροσωπεύουν στο μέγιστο βαθμό αυτό που όλοι ονειρεύονται να αποκτήσουν για
παράδειγμα χρήματα, επιτυχία. Μια σύγκρουση ανάμεσα σε αντιφατικές ταυτίσεις
λόγου χάρη μεταξύ υπερεγώ που φέρει το βάρος της απαγόρευσης και της ενοχής,
εμποδίζοντας την πρόσβαση σε κάθε πραγμάτωση και του ιδεώδους του εγώ, που
αντλείται από το περιβάλλον του (επιθυμία για γνώση, μελλοντική και κοινωνική
επιτυχία) είναι ικανή να παραλύσει το υποκείμενο από κάθε πραγμάτωση (αναστολή).
Χαρακτηριστική αποτελεί η περίπτωση του εφήβου που ενώ διακρίνεται στο σχολείο
ξαφνικά αποτυγχάνει, λόγω απαγόρευσης που θέτει στον εαυτό του να ξεπεράσει τον
πατέρα του.
Στη σύγχρονη κοινωνία, η σχολική επιτυχία έχει αναδειχθεί σε πρωταρχική
αξία και ένδειξη αποτελεσματικότητας τόσο για το παιδί όσο και για τους γονείς. Η
σχολική επιτυχία είναι ταυτόσημη με την προοπτική μιας καλής θέσης στο μέλλον,
ενώ η αποτυχία παραπέμπει στην παραίτηση από την απόλαυση που προσφέρει η
πρόσβαση στην κατανάλωση αγαθών. Δεν είναι ασυνήθιστο τα παιδιά που
βρίσκονται σε κατάσταση σχολικής αποτυχίας να διακατέχονται από ένα έντονο
άγχος αναφορικά με το τι θα απογίνουν στη ζωή τους φοβούμενα πως θα
110
καταντήσουν αλήτες (Cordie,1995). Επομένως η σχολική αποτυχία οδηγεί στον
εκπαιδευτικό αποκλεισμό ως μια ειδική και αυτοτελή μορφή κοινωνικού
αποκλεισμού (Δημου,1999). Με τη σειρά του ο εκπαιδευτικός αποκλεισμός οδηγεί
στην ανεργία και τη φτώχεια (Πετρόπουλος,1997), αφού τα άτομα δεν είναι
εξοπλισμένα με τα κατάλληλα εφόδια που απαιτούνται, ώστε να ανταπεξέλθουν στις
απαιτήσεις που ορίζει η σύγχρονη κοινωνία, που εκλαμβάνει τη σχολική επιτυχία ως
απαραίτητη προϋπόθεση για επαγγελματική επιτυχία και κοινωνική άνοδο
(Κοσσυβάκη,1999).
Επιπλέον λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικογένειας,
αντιλαμβανόμαστε πως όσο μειώνεται ο αριθμός των παιδιών στην οικογένεια, τόσο
αυξάνεται το ενδιαφέρον και οι προσδοκίες για τα παιδιά. Δεν θα ήταν υπερβολή να
πούμε πως το σημερινό παιδί εξαρτάται από τους γονείς του, όχι μόνο ως προς την
ύπαρξη του αλλά και ως προς το σκοπό της ύπαρξής του, μιας και πρέπει να
ανταποκριθεί οπωσδήποτε στις γονεϊκές προσδοκίες, μην έχοντας δικαίωμα να
αποτύχει (Κάππας,1999).
Όμως η επικέντρωση στην υψηλή επίδοση και τον ανταγωνισμό που προωθεί
η σύγχρονη κοινωνία υποβαθμίζει τις ψυχικές παραμέτρους, αυξάνει τις κοινωνικές
διαφορές στιγματίζοντας τους μαθητές. Στο σχολείο δεν θα πρέπει να επικρατεί η
απειλή της αποτυχίας και της απόρριψης, ώστε να θεωρείται ως χώρος αξιολόγησης,
αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα περιβάλλον στο οποίο ενθαρρύνονται οι
κοινωνικές σχέσεις, καλύπτονται τα ενδιαφέροντα και η φυσική περιέργεια των
παιδιών, διευκολύνοντας και όχι να επιβάλλοντας τη μάθηση. Παρομοίως η
οικογένεια έχει υποχρέωση να ενθαρρύνει τη μάθηση και όχι να απαιτεί τη σχολική
επιτυχία, η οποία είναι ανέφικτο να λάβει χώρα υπό συνθήκες άγχους και πιέσεων
συνειδητών ή ασυνείδητων (Κάππας,1999.Κοντοπούλου,2007).
Καταληκτικά, η σχολική αποτυχία δεν θα μπορούσε να ειδωθεί εκτός της
κοινωνικής της διάστασης. Αυτό συμβαίνει διότι η σημασία της απόστασης ανάμεσα
στο καθοριζόμενο από την κοινωνία στόχο και των πραγματικών σχολικών
αποτελεσμάτων, συμβάλλουν στην μετατροπή της σχολικής αποτυχίας σε ένα
πρόβλημα με κοινωνικές διαστάσεις. Έτσι η ψυχολογική, η κοινωνιολογική και η
οικονομική σημασία της σχολικής αποτυχίας συναρτάται με τη σημασία που
αποδίδεται στο πτυχίο, στα πλαίσια πρόληψης και προαγωγής της επαγγελματικής
ζωής. Άρα η αναγωγή του πτυχίου ως υπέρτατου εφοδίου για την επαγγελματική
ένταξη, καθιστά τη σχολική επιτυχία ως απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής
111
επιτυχίας (Wach,1997). Με αυτό το σκεπτικό για τον Holt (1978), η γνώση είναι
πολύτιμη επειδή μας δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας με τα
απαραίτητα εφόδια, μετατρέποντας συνεπώς το σχολείο σε «ένα είδος ρακέτας»,
όπου η επιτυχία σε αυτό και στη μετέπειτα ζωή εξαρτάται από το πόσο καλά έχουμε
μάθει να χτυπάμε.
112
συναισθηματικών δυσκολιών και στα μεθοδολογικά προβλήματα που προκύπτουν
από τη διεξαγωγή μιας ψυχαναλυτικής έρευνας.
Πιο συγκεκριμένα αναφορικά με την ετερογένεια, παρόλο που το σύνολο των
συγγραφέων εντοπίζει τη πηγή των αναγνωστικών δυσκολιών ως δυνάμενη να
οδηγήσει το παιδί στη σχολική αποτυχία, στην οικογενειακή δομή και την οιδιπόδεια
σύγκρουση, ωστόσο δεν συναντώνται σε όλους τους συγγραφείς οι ίδιοι εκλυτικοί
παράγοντες. Ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε πως έτσι αναδεικνύεται η ποικιλία
των παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάσουν τη συναισθηματική ανάπτυξη του
παιδιού και τη στάση τους απέναντι στη μάθηση, μιας και η απόδοση των δυσκολιών
μάθησης σε μια και μόνο συναισθηματική συνιστώσα οδηγεί σε μια
μονοπαραγοντική αντιμετώπιση του θέματος που παραβλέπει τις ιδιαιτερότητες της
δομής της κάθε οικογένειας και των αλληλεπιδράσεων των μελών της (Δόικου-
Αυλίδου,2016). Επιπλέον, οι ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης συγγραφείς δεν αποδίδουν
έναν ειδικό χαρακτήρα για παράδειγμα στις αναγνωστικές δυσκολίες, εν αντιθέσει με
τους θεωρητικούς ιατρικής ή γνωστικής κατεύθυνσης. Συχνά οι εν λόγω συγγραφείς
υιοθετούν τους όρους των δυσκολιών στην ανάγνωση ή της σχολικής αποτυχίας
εναλλακτικά, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ασάφεια ως προς τη φύση των
δυσκολιών στις οποίες αναφέρονται.
Η αντίθεση μεταξύ ψυχαναλυτικής και ιατρικής σκέψης, οδηγεί στην
αντιμετώπιση ψυχομετρικών δομών, όπως η νοητική αναπηρία ως σύμπτωμα με
αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ίδια η έννοια της νοημοσύνης. Παρόμοια, η
αντιμετώπιση των αναγνωστικών δυσκολιών ως σύμπτωμα για παράδειγμα της
νοητικής αναστολής, που υποδηλώνει την ασυνείδητη άρνηση του παιδιού να μάθει
και να μεγαλώσει, λόγω μη επίλυσης ενδοψυχικών συγκρούσεων, εκλαμβάνει την
εκμάθηση της ανάγνωσης ως συνέπεια της συναισθηματικής αντίδρασης του παιδιού
απέναντι στη μάθηση. Έτσι, παραγνωρίζεται η ύπαρξη ιδιαίτερων διεργασιών που
σχετίζονται με την ανάγνωση, δείχνοντας μια ξεκάθαρη θεωρητική θέση υπέρ της
αντιμετώπισης τέτοιου τύπου διαταραχών, ως διαταραχών με έλλειψη ειδικού
χαρακτήρα (Fijalkow,1998).
Επιπροσθέτως, κάτι που προβληματίζει εντόνως συνιστά το κατά πόσο ο
ψυχοδυναμικός τρόπος ερμηνείας, δύναται να επεκταθεί σε όλες τις περιπτώσεις
παιδιών με αναγνωστικές δυσκολίες, αν δηλαδή εντοπίζονται δυσκολίες με
ψυχαναλυτικά αίτια σε όλα τα παιδιά ή αυτό συμβαίνει μόνο σε κάποια εξ αυτών.
Λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη βιβλιογραφία αναφορικά με τα αίτια των
113
αναγνωστικών δυσκολιών, οι συναισθηματικοί παράγοντες καταλαμβάνουν ένα
ποσοστό που κυμαίνεται από 10%-15% (Manzo, όπως αναφέρεται στη Δόικου-
Αυλίδου,2016), 25% (Gates όπως αναφέρεται στη Δόικου-Αυλίδου,2016) ή 50%
(Harris,1965).
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση, όπως και κάθε άλλου τύπου προσέγγιση,
εξετάζει τις δυσκολίες μάθησης στο σύνολό τους υπό το πρίσμα παραγόντων που τη
χαρακτηρίζουν ακόμα και όταν δέχεται την πολυπαραγοντική τους αιτιολογία
(Δόικου-Αυλίδου,2016). Για παράδειγμα η Mannoni (όπως αναφέρεται στον
Fijalkow,1998) υποστηρίζει πως ακόμα και όταν οι δυσκολίες μάθησης έχουν σαφή
παιδαγωγική αιτία, το σύμπτωμα υποκρύπτει πάντα κάτι άλλο. Άλλοι συγγραφείς
όπως οι Cahn και Mouton αλλά και η Chiland (όπως αναφέρονται στον
Fijalkow,1998), μολονότι αναγνωρίζουν πως οι γνωστικές λειτουργίες πιθανόν να
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση των αναγνωστικών δυσκολιών,
ωστόσο την τελευταία λέξη έχουν πάντα οι συναισθηματικοί παράγοντες και οι
ασυνείδητες συγκρούσεις που αναδεικνύονται από τη ψυχοδυναμική προσέγγιση
(Cahn&Mouton. Chiland. Mannoni όπως αναφέρονται στον Fijalkow,1998).
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως τα σύγχρονα δεδομένα σύμφωνα
με τον Τάνταρο (2011) στο χώρο των μαθησιακών δυσκολιών υποστηρίζουν, πως οι
συναισθηματικές διαταραχές έπονται των δυσκολιών μάθησης και όχι το αντίστροφο.
Μάλιστα, ο πρωτογενής χαρακτήρας των συναισθηματικών προβλημάτων αναφορικά
με τις δυσκολίες μάθησης αμφισβητείται ακόμη και από συγγραφείς ψυχαναλυτικής
κατεύθυνσης όπως η Dolto (όπως αναφέρεται στον Fijalkow,1998): «Ας μου επιτραπεί
να ευχηθώ να μην έχουν να θεραπεύσουν οι πρακτικοί της ψυχανάλυσης, παρά μόνο
περιπτώσεις που προέρχονται από βαθιές διαταραχές της συμβολικής ζωής και οι
οποίες χρονολογούνται πριν την ηλικία των τεσσάρων ετών, και όχι εκείνες τις υγιείς,
αντιδραστικού τύπου, δυσκολίες της σχολικής ζωής, οι οποίες όντως σήμερα είναι
παθογενείς» (σελ 138), δείχνοντας πως οποιοδήποτε συναισθηματικό πρόβλημα σε
ένα παιδί με δυσκολίες μάθησης δεν πηγάζει απαραίτητα από το συγκρουσιακό πεδίο
των οικογενειακών σχέσεων.
Επιπλέον ο Diatkine (όπως αναφέρεται στον Fijalkow,1998), διακρίνει
συναισθηματικές διαταραχές δευτερογενούς χαρακτήρα σε παιδιά με διαταραχές
χαρακτηρολογικού και σχεσιακού τύπου, που έχουν δεχθεί επανεκπαίδευση ή σε
περίπτωση υποτροπιασμού λόγω κάποιων γεγονότων στη ζωή τους, ενώ ο
Ajuriaguerra (όπως αναφέρεται στον Fijalkow,1998) επισημάνει πως οι
114
συναισθηματικές διαταραχές στους δυσλεξικούς αν και συχνά δευτερογενείς, δεν
είναι αδύνατο να ’ναι και πρωτογενείς.
Από την άλλη μεριά, τα μεθοδολογικά χαρακτηριστικά της ψυχαναλυτικής
έρευνας εμποδίζουν στο να θεωρηθούν αποκλειστικά έγκυρες οι προτάσεις που
προέρχονται από αυτήν καθώς ακολουθεί μια κλινική μέθοδο που εστιάζει σε μια
βαθύτερη μελέτη ατομικών περιπτώσεων. Έτσι τίθενται ζητήματα αντικειμενικότητας
στην επεξεργασία δεδομένων, στην αντιπροσωπευτικότητα των παρατηρήσεων που
προκύπτουν από τις εκάστοτε μελέτες περίπτωσης σε κάθε παιδί που φέρει το ίδιο
πρόβλημα και ως εκ τούτου στη γενίκευση και την εγκυρότητα των συμπερασμάτων
(Fijalkow,1998).
Καταλήγοντας, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε πως τα
συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η ψυχαναλυτική έρευνα αυτομάτως δεν έχουν
κάποια αξία, μιας και η κλινική μέθοδος εμβαθύνει περισσότερο από κάθε άλλη στη
μελέτη εξατομικευμένων περιπτώσεων. Όμως, η κλινική μέθοδος δεν συνεπάγεται
την εγκυρότητα της επιστημονικής πρότασης που εισηγείται, τα αποτελέσματα της
οποίας πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερων συστηματικών ερευνών.
Επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκώς θεμελιωμένα, διότι ό,τι
επωφελείται σε επίπεδο κατανόησης το στερείται σε επίπεδο γενίκευσης. Παρόλα
αυτά το μείζονος σημασίας σημείο της ψυχοδυναμικής προσέγγισης είναι πέραν του
ότι αναδεικνύει το άτομο ως ενεργό ελεγκτή των εσωτερικών και ψυχολογικών του
λειτουργιών, οι οποίες διαμορφώνουν τη συμπεριφορά του πως μας ωθεί να
συνυπολογίσουμε την δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών
της οικογένειας και μέσω της κατανόησής τους, να οδηγηθούμε στην αντιμετώπιση
της προβληματικής συμπεριφοράς.
Συζήτηση-Συμπεράσματα
Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί μια ψυχοδυναμικής
οπτικής προσέγγιση για τη μάθηση και τη σχολική αποτυχία, δίνοντας έμφαση στους
συναισθηματικούς παράγοντες που υπεισέρχονται στο πλαίσιο της σχέσης δασκάλου-
μαθητή και με συνεχής αναφορά στις θεωρίες του Freud, της Klein, του Bion, του
Winnicott και εν μέρει του Lacan. Οι ενδοψυχικοί και ενδοπροσωπικοί παράγοντες
που μεσολαβούν στη μαθησιακή διαδικασία στα πλαίσια της σχέσης μαθητή-
δασκάλου αλλά και του εκπαιδευτικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται,
115
ενεργοποιούν πρώιμα σχήματα συμπεριφοράς που καθορίζουν τη μάθηση, μιας και
επηρεάζουν τη σχέση του μαθητή με την πληροφορία, την επεξεργασία της, την
οργάνωσή της και τη γνωσιακή δραστηριότητα που οδηγεί στην πραγματική μάθηση,
ως ενεργητική διαδικασία. Μέσω της κατανόησης των διαστάσεων αυτής της σχέσης
αντιλαμβανόμαστε πως δύναται να ανασταλεί ή να ενισχυθεί η μάθηση ήδη από την
είσοδο του παιδιού στο σχολείο, στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η μάθηση όπως και κάθε διανοητική δραστηριότητα, βρίσκεται υπό την
επίδραση σχέσεων, γεγονός που την καθιστά υποκειμενικοποιημένη (Cordie,1995).
Ήδη από τη νηπιακή ηλικία πραγματοποιείται μέσα από μια εξαρτημένη σχέση από
τον σημαντικό άλλο, ενώ η ποιότητα της σχέσης αυτής καθίσταται ιδιαίτερα
σημαντική για τη διατήρηση της περιέργειας που απαιτείται, ώστε να παραμένει
κανείς ανοιχτός σε νέες εμπειρίες, να σχηματίζει διασυνδέσεις ανάμεσα στα
πράγματα, ανακαλύπτοντας παράλληλα τη σημασία τους (Salzberger-
Wittenberg,2002f). Επομένως τόσο οι γνωσιακές όσο και οι συναισθηματικές πλευρές
της μάθησης είναι εγγενώς συνυφασμένες, ενώ το άγχος και οι ματαιώσεις που
ενεργοποιούνται στο πλαίσιο της δόμησης της σχέσης του υποκειμένου με τη γνώση
διαμεσολαβούνται από τη σχέση με το δάσκαλο (Καραγιαννοπούλου,2007), η οποία
ενδέχεται να παλινδρομήσει τον μαθητή σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης, αφυπνίζοντας
παράλληλα ενδοψυχικές συγκρούσεις που πηγάζουν από τη σχέση με τη μητέρα-
τροφό και την οιδιπόδεια σύγκρουση.
Στα πλαίσια της μαθησιακής διαδικασίας, αφενός ο μαθητής καλείται να
αντέξει τα άγχη που είναι εγγενή στη μάθηση, την απογοήτευση και την αδυναμία του
ενώπιον των καταστάσεων άγνοιας και λάθους, αφετέρου ο δάσκαλος ως «περιέχον»
των συναισθημάτων που εγείρονται, καλείται να λειτουργήσει ως ένα
«εσωτερικευμένο καλό αντικείμενο» κατά τη σκέψη της Klein που προσφέρει στο
μαθητή «ένα νου που σκέφτεται» υπό την οπτική του Bion, αναδεικνύοντας τη
μάθηση ως μια σχεσιακή εμπειρία και αυξάνοντας συνάμα την αντοχή του
υποκειμένου στη ματαίωση. Έτσι, οι συναισθηματικές διαστάσεις της σχέσης είναι
που καθιστούν τη μάθηση εφικτή, αυξάνοντας την αντοχή του μαθητή στην πάλη του
με τη γνώση, αναδεικνύοντας τη μάθηση ως μια γνωστική, συναισθηματική και
σχεσιακή εμπειρία (Καραγιαννοπούλου,2007).
Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί πως στο διάλογο μεταξύ δασκάλου και
παιδιού έχουμε να κάνουμε με μια συνομιλία «τεσσάρων φωνών» κατά τον Mauco
(2010) που κινούνται σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο, αντικατοπτρίζοντας τις
116
συνειδητές και ασυνείδητες επιθυμίες τους, οι οποίες αμφότερες αλληλοαγνοούνται.
Αν μάλιστα σε αυτές προσθέσουμε τις συνειδητές και ασυνείδητες επιθυμίες των
γονιών, τότε έχουμε να κάνουμε με μια συνομιλία «έξι φωνών». Επομένως
προσεγγίζοντας τη μάθηση μέσα από τις συνειδητές ή ασυνείδητες επιθυμίες που
αυτή κινητοποιεί στα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή της επιθυμίας για γνώση από μεριάς
του μαθητή, της επιθυμίας για διδασκαλία από μεριάς του δασκάλου και της
επιθυμίας για επιτυχία εκ μέρους των γονιών, έχουμε μια συνολική εικόνα των
παραγόντων που ενδέχεται να ακινητοποιήσουν την επιθυμία για γνώση, οδηγώντας
το παιδί σε κατάσταση σχολικής αποτυχίας.
Επιπλέον, μέσα από την παρουσίαση των συστατικών στοιχείων της μάθησης
αντιλαμβανόμαστε πως μόνο μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης μπορεί αυτή να ευοδωθεί
και να αποκτήσει αληθινό νόημα. Η συναισθηματική και σχεσιακή πλευρά της
μάθησης είναι αυτή που μας βοηθά συνακόλουθα να λάβουμε υπόψη μια άλλου
τύπου διάσταση της σχολικής αποτυχίας, μιας και η ψυχική της επένδυση και η λήψη
υπόψη της οικογενειακής δυναμικής συνιστά το κλειδί στα πλαίσια μιας
ψυχοδυναμικής οπτικής, για την πληρέστερη κατανόησή της.
Καταλήγοντας, η ψυχοδυναμική προσέγγιση της μάθησης και της σχολικής
αποτυχίας μας ωθεί να συνυπολογίσουμε την επίδραση των ενδοψυχικών
συγκρούσεων του ατόμου, ως δυνάμενες να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του. Πέραν
λοιπόν του συνειδητού λόγου και της συμπεριφοράς, συνήθως υποκρύπτονται κάποια
βαθιά συναισθήματα, των οποίων την ύπαρξη το υποκείμενο ενδεχομένως να αγνοεί.
Η προσεκτική παρατήρηση των συμπτωμάτων, όπως συνηθίζει να αντιμετωπίζει η
ψυχοδυναμική προσέγγιση τις δυσκολίες μάθησης και τη σχολική αποτυχία,
συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπισή τους μέσα από έναν κριτικό
τρόπο σκέψης που δεν καταφεύγει στην εύκολη λύση του βιολογικού ντετερμινισμού
που συμβάλλει στην ετικετοποίηση του παιδιού.
117
Επίλογος
Στη ζώσα εκπαιδευτική πραγματικότητα, οι δυσκολίες στη μάθηση και η
σχολική αποτυχία συναντώνται πάρα πολύ συχνά. Δεδομένου πως η αιτιολογία τους
μόνο μονοσήμαντη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, επιχειρήθηκε η προσέγγισή τους
μέσω μιας εναλλακτικής, κατά τις συνήθεις θεωρήσεις, οπτικής που αναδεικνύει μια
επιπλέον διάσταση των υπό εξέταση φαινομένων. Χωρίς σε καμία περίπτωση να
παραγνωρίζεται η αξία και η συνεισφορά των άλλων προσεγγίσεων (ιατρικού,
γνωστικού, κοινωνιολογικού και παιδαγωγικού τύπου), στόχος της εν λόγω εργασίας
ήταν η παρουσίαση μιας ακόμη διάστασης της μάθησης και της σχολικής αποτυχίας
υπό μια ψυχοδυναμική οπτική, φιλοδοξώντας να συμβάλλει στην βαθύτερη
κατανόηση και αντιμετώπισή τους.
Υπό αυτή την οπτική η αναγνώριση της ύπαρξης ψυχικού πόνου στη μάθηση,
ανέδειξε τη συναισθηματική της συνιστώσα, μιας και ο μαθητής καλείται να
διαχειριστεί τον πόνο που εμπερικλείει η συνεχής αναδόμηση της γνώσης μέχρι την
πλήρη κατάκτησή της, φέροντάς τον αντιμέτωπο με άγχη εγγενή στη μαθησιακή
διαδικασία, όπως το άγχος ανεπάρκειας και αποδιοργάνωσης που τροφοδοτεί τα
αισθήματα αβεβαιότητας, απογοήτευσης και ανασφάλειας, καθιστώντας έτσι τη
μάθηση ως μια πορεία συνεχών ματαιώσεων. Επομένως η μάθηση επιτυγχάνεται,
καθώς αυξάνεται η αντοχή στη ματαίωση και συνακόλουθα η ικανότητα να κρατά
κανείς στο νου πληροφορίες ασύνδετες, μέχρις ότου επιτευχθεί η σύνδεση και επέλθει
η κατανόηση. Αυτό δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή ενός
δασκάλου που σκέφτεται και αντιδρά με ηρεμία στο άγχος του μαθητή,
εμπεριέχοντας τα οδυνηρά συναισθήματα που αναδύονται.
Συνεπώς η συναισθηματική και σχεσιακή διάσταση της μάθησης, σε
συνδυασμό με την αποκωδικοποίηση όπως προκρίνει η ψυχοδυναμική θεώρηση των
ασυνείδητων συγκρούσεων του μαθητή, που συνήθως πηγάζουν από την δυναμική
των οικογενειακών σχέσεων, της εξάρτησης από τη μητέρα-τροφό και του τρόπου
επίλυσης της οιδιπόδειας σύγκρουσης, αναδεικνύουν μια διαφορετική διάσταση της
μάθησης και της σχολικής αποτυχίας. Μέσα από μια τέτοιου είδους οπτική, η σχεδόν
αυτόματη μετατροπή οποιαδήποτε δυσλειτουργίας σε μαθησιακό επίπεδο σε γενική ή
ειδική μαθησιακή διαταραχή, που οδηγεί αναπόφευκτα το μαθητή σε κατάσταση
σχολικής αποτυχίας, «φιλτράρεται» προκειμένου να αποφεύγονται οι επιπόλαιες
ερμηνείες που στιγματίζουν το παιδί για όλη τη διάρκεια της σχολικής αλλά και της
μετέπειτα ζωής του.
118
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αλεξανδρίδης, Α. (2008). Η ψυχική οργάνωση του παιδιού κατά την είσοδο του στο
δημοτικό. Στο Γ. Τσιαντής-Α. Αλεξανδρίδης (επιμ.), Προσχολική Παιδοψυχιατρική,
Τόμος I Ανάπτυξη (σ. 283-295). Αθήνα: Καστανιώτη.
Αμπατζόγλου, Γ. (2008). Οριακή και ελαφρά νοητική υστέρηση στα παιδιά. Στο Α.
Κουτσουράδης, Κ. Σολδάτος, Μ. Μαλλιώρη & Ι. Καρακώστας (επιμ.), Ψυχιατρική &
Δίκαιο: μειωμένη νοητική ανεπάρκεια, Τόμος Γ’ (σ. 83-95). Αθήνα: Αντ. Ν.
Σάκκουλας.
119
Αναγνωστόπουλος, Δ. (2001). Μαθησιακές διαταραχές. Στο Γ. Τσιαντής (επιμ.),
Εισαγωγή στην Παιδοψυχιατρική (σ. 315-342). Αθήνα: Καστανιώτης.
Bigge, M. L. (2008). Θεωρίες μάθησης για εκπαιδευτικούς. Επ. επιμ. Ν. Ράπτης ,μτφ
Α. Καντάς & Α. Χαντζή. Αθήνα: Πατάκη.
Brazelton, T. B. & Cramer, B. G. (2009). Η πρώτη πρώτη σχέση: Γονείς, βρέφη και το
δράμα του πρώιμου δεσμού. Επιμ. Γ. Αμπατζόγλου & Ζ. Παπαληγούρα, μτφ Χ.
Χατζηδημητρίου. Αθήνα: Παπαζήσης.
Γέρου, Θ. (1991). Σχολική αποτυχία: συμβολή στη ψυχολογία της μάθησης. Αθήνα:
Βιβλιογονία.
Craig, G. & Baucum, D. (2007). Η ανάπτυξη του ανθρώπου,Ά τόμος. Επιμ. Π. Βορριά,
μτφ Α. Ιωαννίδου. Αθήνα: Παπαζήση.
Dolto, F. (1995). Σεμινάριο Ψυχανάλυσης Παιδιών, Τόμος Α’. Μτφ Ε. Κούκη. Αθήνα:
Εστία.
Dolto, F. (1999). Σεμινάριο Ψυχανάλυσης Παιδιών, Τόμος Γ’. Μτφ Ε. Κούκη. Αθήνα:
Εστία.
Dolto, F. (2000). Ψυχανάλυση και Παιδιατρική. Μτφ Σ. Λεωνίδη. Αθήνα:
Καστανιώτης.
121
Dowling, E. ( 2001). Θεωρητικό πλαίσιο: Μια συστημική προσέγγιση από κοινού σε
παιδιά με εκπαιδευτικά προβλήματα. Στο E. Dowling & E. Osborne (επιμ.), Η
οικογένεια και το σχολείο: Μια συστημική προσέγγιση από κοινού σε παιδιά με
προβλήματα (σ.63-116). Αθήνα: Gutenberg.
Eggen, P. & Kauchak, D. (2017). Εκπαιδευτική Ψυχολογία: νέοι ορίζοντες στη μάθηση
και τη διδασκαλία. Επ. επίμ. Π. Δημητροπούλου, μτφ Κ. Λυκιτσάκου & Α.
Μπακοπούλου. Αθήνα: Κριτική.
Fijalkow, J. (1998). Κακοί αναγνώστες, γιατί;. Επ. επιμ και εισαγωγή Σ. Τάνταρος.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Freud, A. (1960). Psychoanalysis for teachers and parents. Boston: Beacon Press.
Retrieved November 23, 2018 from http://freudians.org/wp-
content/uploads/2014/09/Anna-Freud-psychoanalysis-for-teachers-and-parents.pdf
122
November 23, 2018 from https://www.sas.upenn.edu/~cavitch/pdf-
library/Freud_Two_Principles.pdf
Green, A. (1998/2012). Ο αρχαϊκός νους και η εργασία επί του αρνητικού. Στο Ο.
Μαράτου & Κ. Μπαζαρίδης (επιμ.), Wilfred R. Bion: Η συμβολή του στη ψυχανάλυση,
μονογραφία (σ.137-169). Αθήνα: Νήσος.
Hamre, B. K. & Pianta, R. C. (2005). Can instructional and emotional support in the
first-grade classroom make a difference for children at risk of school failure? Child
Development, Vol 76 (No 5), pp 949-967. Retrieved 23 November, 2018 from
http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.473.8297&rep=rep1&type=
pdf
Hebert, M. (1998a). Ψυχολογικά προβλήματα της παιδικής ηλικίας: πλήρης οδηγός για
όλους τους ενδιαφερόμενους, Α’ Τόμος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Hebert, M. (1998b). Ψυχολογικά προβλήματα της παιδικής ηλικίας: πλήρης οδηγός για
όλους τους ενδιαφερόμενους, Β’ Τόμος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
123
Κανδαράκης, Α. Γ. (2007). Ιδιοσυγκρασία και σχολική προσαρμογή. Αθήνα:
Gutenberg.
Κάππας, Ε. (1999). Η πίεση για ακαδημαϊκή επιτυχία που ασκείται στα σημερινά
παιδιά ως παράγων σχολικής αποτυχίας. Στο Χ. Κωνσταντίνου & Γ. Πλειός (επιμ.),
Σχολική αποτυχία και κοινωνικός αποκλεισμός. Πρακτικά Η’ Διεθνούς Επιστημονικού
Συνεδρίου (σ. 373-383). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Klein, M. (1957/1984). Envy and Gratitude. In M. Klein (eds), Envy and Gratitude
and other works 1946-1963, Vol (III), pp 176-235. New York: Free press.
124
Κοντοπούλου, Μ. (2007). Παιδί και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες: μια ψυχοδυναμική
οπτική. Αθήνα: Gutenberg.
Κωνσταντίνου, Χ. & Πλειός, Γ. (1999). Πρόλογος των επιμελητών της έκδοσης. Στο
Χ. Κωνσταντίνου & Γ. Πλειός (επιμ.), Σχολική αποτυχία και κοινωνικός αποκλεισμός.
Πρακτικά Η’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (σ. 11-18). Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Μπεράτη, Σ. (2001). Μηχανισμοί άμυνας του εγώ. Στο Γ. Τσιαντής (επιμ.), Εισαγωγή
στην Παιδοψυχιατρική (σ. 43-58). Αθήνα: Καστανιώτης.
126
Osborne, E. (2002). Εργασία με τις οικογένειες και τους επαγγελματίες συναδέλφους.
Στο I. Salzberger-Wittenberg, G. Henry & E. Osborne, Η συναισθηματική εμπειρία της
μάθησης και της διδασκαλίας (σ. 209-252). Μτφ Ε. Τζελέπογλου. Αθήνα:
Καστανιώτης.
Παπαδάκος, Β. & Φραγκοπούλου, Ζ. (2011). Από τον Φρόυντ στο Λακάν: εισαγωγή σε
δέκα βασικές ψυχαναλυτικές έννοιες. Πρόλογος και επιμ. Θ. Τζαβάρας. Αθήνα:
Νήσος.
127
Perrenoud, P. (1996). Η σχολική αποτυχία σας ενοχλεί; Ίσως μπορείτε κάτι να
κάνετε. Μτφ Χ. Παπαδόπουλος. Σύγχρονη Εκπαίδευση,88, 27-38. Ανακτήθηκε 23
Νοεμβρίου,2018,http://users.sch.gr/ppiliour/papers/Papadopoulos_X/4_School%20fai
lure_a.pdf
Pervin, L.A. & John, O.P. (2001). Θεωρίες προσωπικότητας: Έρευνα και εφαρμογές.
Μτφ. Α. Αλεξανδροπούλου & Ε. Δασκαλοπούλου. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Ράπτη, Μ. (2002). Τα λάθη των μαθητών και ο ρόλος τους στη διαδικασία της
μάθησης. Αθήνα: Gutenberg.
Segal, H. (2001). Εισαγωγή στο έργο της Μέλανι Κλάιν. Μτφ. Ν. Ποταμιανού. Αθήνα:
Καστανιώτης.
Sinason, V. (1992). Mental handicap and the human condition: new approaches from
the Tavistock. England:Free Assocation Books Ltd.
129
Τσιαντής, Γ. (2002). Ψυχική υγεία του παιδιού και της οικογένειας, Α’ τεύχος. Αθήνα:
Καστανιώτης.
130
content/uploads/2015/07/Donald-Winnicott-The-Maturational-Process-and-the-
Facilitating-Environment-1965.pdf
Φλουρή, Γ. (2003). Σκέψεις για την αναζήτηση ενός πλαισίου επιμόρφωσης και δια
βίου μάθησης των εκπαιδευτικών στην κοινωνία της γνώσης. Αθήνα: Άτραπος.
131
132