Professional Documents
Culture Documents
Vdocuments - MX Arlekin PDF
Vdocuments - MX Arlekin PDF
Vdocuments - MX Arlekin PDF
Janet Beaton
Κεφάλαιο 1
«Θα έρθεις μέσα, να φάμε μαζί;» ρώτησε η Τζιλ τον Ήβεραγκ, όταν
σταμάτησαν στο Σπίτι του Δάσους, για να την αφήσει εκεί.
Το πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.
«Πολύ ευχαρίστως».
«Αλλά, αν πήγαινες για οδοιπορία το απόγευμα, δεν θα επέμενα να
σε κρατήσω».
«Έχω άφθονο καιρό».
Καθώς εκείνη καταπιανόταν με την κουζίνα, ο Ηβ-στάθηκε στο
παράθυρο του καθιστικού.
«Τζιλ», φώναξε σε μια στιγμή, «έλα να δεις. Είναι σαν τον Μάγο
Μουσικό, στο ανάποδο».
Πήγε κοντά του και κοίταξε μαζί του τα παιδιά που άφηναν το
σχολικό λεωφορείο. Ακούγονταν δυνατοί χτύποι στις πόρτες, βουές από
κουβέντες και γέλια, καθώς οι συνοδοί των παιδιών εγκατέλειπαν τα
σεβαστά τους καθήκοντα.
«Κοίτα, να ο Ρόντι με τις μπότες του», γέλασε ο Ήβεραγκ. «Δεν
είναι φανταστικό παιδί;»
«Έχω την αίσθηση ότι αυτό τ' αγόρι έχει ασκήσει επιρροή στη ζωή
μου», αποκρίθηκε η Τζιλ, μισο-σοβαρά, μισο-αστεία. «Γιατί, χωρίς
αυτόν, μπορεί να μην σκεφτόμουν ποτέ να σκαρφαλώσω στους λόφους».
Και αν δεν το είχα κάνει, δεν θα σε γνώριζα ποτέ, ήθελε να
προσθέσει.
Η Κατριόνα εμφανίστηκε στο σκηνικό, πολύ απασχολημένη, ακόμη
και για να ρίξει μια ματιά στο σπίτι. Οδηγούσε δυο-τρία παιδιά σε μια
μεγάλη πόρτα που η Τζιλ ήξερε ότι ανήκε στην αγροικία. Η Τζιλ δεν
ήθελε πολύ την επίσκεψη της τώρα, όσο κι αν τη συμπαθούσε.
Προτιμούσε να είναι μόνοι τους, για την ώρα. Ο Ηβ στεκόταν ακόμη στο
παράθυρο, όταν η Τζιλ μπήκε μέσα με ένα δίσκο με σούπα και κρέας και
τυρί.
«Α, ωραία. Θα θυμάμαι αυτό το θέαμα πιο καλά απ' οποιοδήποτε
άλλο, όταν θα βρεθώ πίσω, στη ρουτίνα. Είναι σαν ένας άλλος κόσμος,
απ' όπου είναι το νοσοκομείο μου, τόσο καθαρός, τόσο ήσυχος, τόσο
γεμάτος από ομορφιά. Δεν πειράζει! Έχω βάλει το κεφάλι μου πολύ μέσα
στον τροχό για να δω τις ελλείψεις. Και φοβάμαι πως οι ασθενείς μου το
έχουν συνηθίσει κι αυτοί και δεν καταλαβαίνουν - ή έτσι ελπίζω - αυτό
που καταθλίβει ένα εραστή της εξοχής, όπως εμένα.
«Είναι τα παιδιά που λυπάμαι περισσότερο», συνέχισε, καθώς
έπαιρναν το γεύμα τους μαζί. «Μερικά απ' αυτά μεγαλώνουν,
γνωρίζοντας μόλις και μετά βίας τι σημαίνει χορτάρι, πράσινο, κι όσο για
τα λουλούδια, τις πεταλούδες, τις μέλισσες, ας τ' αφήσουμε κατά μέρος.
Μια νοσοκόμα μας συνήθιζε να φέρνει δείγματα από μούσκλα και
κοχύλια και φτερά, απλώς για να τα βλέπουν και να τα πιάνουν οι μικροί
της άρρωστοι. Αν είχαμε ένα πάρκο τουλάχιστον κοντά μας, τα πράγματα
θα ήταν καλύτερα γι' αυτά αλλά το πιο κοντινό πάρκο είναι τέσσερα
μίλια μακριά, που θα πρέπει να τα διανύσεις μέσα σε μια φοβερή
κυκλοφορία».
«Δεν έχουν κανένα νηπιαγωγείο εκεί;»
«Πιστεύω πως έχουν ένα, πράγματι. Η διευθύντρια μου μίλησε γι'
αυτό. Αλλά, όπως πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα, δεν πηγαίνει πολύ
καλά, τελευταία. Πιστεύω ότι το προσωπικό πρέπει να βάζει δικά του
έξοδα για οτιδήποτε έξτρα χρειάζονται. Θα ήταν τόσο ευεργετικό για τα
μικρά πλασματάκια αν η διοργάνωση του νηπιαγωγείου πήγαινε
καλύτερα».
«Εκείνο το νηπιαγωγείο εκεί πάνω», είπε η Τζιλ δυνατά. «Εκείνο το
σχολικό λεωφορείο - μπήκα μέσα κάποτε και τα παιδάκια ήταν τόσο
γλυκά - πιστεύω ότι θα μπορούσα να τα πάω πολύ καλά με τα μικρά
παιδιά».
Ο Ηβ την κοίταξε λίγο σαστισμένος. Η Τζιλ ξαναήρθε στην
πραγματικότητα.
«Είναι πολύ ωραίο να πίνουμε τον καφέ μας στον κήπο, τις λες;»
Και γέλασε μόλις το είπε αυτό, καθώς θυμήθηκε την ανεμοθύελλα
και τη βροχή.
Ήταν καθισμένοι στη σκέπη του τοίχου, στο φρεσκοσκαμένο
παρτέρι κάτω από τα λάβουρνα, με τις κόκκινες τουλίπες και τα
μοσχολούλουδα να σχηματίζουν ένα υπέροχο, αρωματικό πέπλο γύρω
τους. Ξαφνικά, μέσα στη σιγαλιά, άκουσαν τη φωνή ενός κούκου, μέσα
από το δάσος με τις οξιές. Η Τζιλ σχεδόν δεν πρόσεξε ότι ο Ήβεραγκ είχε
βάλει το χέρι του στο δικό της, όταν το κατάλαβε, κοίταξε κάτω με μια
γλυκιά απορία. Τα δάχτυλα του ήταν μακριά, εκείνα τα ευγενικά,
νευρώδη δάχτυλα, στη ράχη της παλάμης του υπήρχαν δυο βαθιές
γρατζουνιές από την αναρρίχηση του χτες. Όταν η Τζιλ δεν τράβηξε το
δικό της χέρι κάτω από το δικό του, εκείνος της το κράτησε πιο σφιχτά.
Η Τζιλ δεν τόλμησε να κοιτάξει το πρόσωπο του, από το φόβο μήπως
έβλεπε λιγότερη αγάπη μέσα του απ' όση έκαιγε την ίδια.
Στο τέλος της είπε:
«Τζιλ, πρέπει να με θεωρείς κάπως άξεστο. Αν και βλέπω πολλά
άτομα στη δουλειά μου, δεν είμαι πολύ καλός στην επικοινωνία. Εννοώ,
δεν είμαι πολύ καλός με τις κυρίες. Με τους άντρες νιώθω πιο άνετα -
ιδίως με τους άντρες της υπαίθρου».
Η Τζιλ του απάντησε:
«Δεν είσαι άξεστος με τους αρρώστους σου, όμως, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, όχι μ' αυτούς, είτε είναι άντρες, είτε γυναίκες, οποιασδήποτε
ηλικίας. Μ' αυτούς, είμαι στο στοιχείο μου».
Μετά από κάποια σιγή, που την διέκοπτε μόνο η φωνή του κούκου,
ο Ήβεραγκ, είπε πάλι:
«Τζιλ - ξέρεις πόσο λιγόλογος είμαι. Υπάρχουν πολλά που θέλω να
πω αλλά δε μπορώ να τα εκφράσω. Είναι αυτό - είμαστε κι οι δυο στο
Λονδίνο, εσύ στα δυτικά κι εγώ στ' ανατολικά, αλλά πάντως στο
Λονδίνο. No... νομίζεις ότι μπορούμε να συναντηθούμε κάπου; Θα
μπορούσες να μου δίνεις λίγο από το χρόνο σου, που και που;»
Όταν εκείνη δεν απάντησε, ο άντρας πρόσθεσε, ευγενικά:
«Αν θα μπορούσες, βέβαια».
Ετοιμαζόταν να του απαντήσει καταφατικά, αν και δεν ήταν
τελείως αποφασισμένη, όταν μια ανάλαφρη και χαρούμενη φωνή της
έκραξε:
«Γεια σου, Μις Στίρλιν!»
Και η Κατριόνα ήρθε από την εξώπορτα. Φάνηκε να μαζεύεται,
όταν είδε ότι η Τζιλ είχε επισκέπτη και κοκκίνισε. Αλλά μετά,
αναγνώρισε τον Ήβεραγκ και ξαναβρήκε το θάρρος της.
«Γεια σας, Δόκτωρ Μάτσιντερ», είπε σοβαρά.
«Γεια σου Κατριόνα», απάντησε αυτός, εύθυμα. «Πως είναι ο
πατέρας σου; Δεν κάνει πολλή αναρρίχηση τώρα, έτσι;»
«Είναι πιο απασχολημένος με την αγροικία, τώρα».
«Έτσι γίνεται. Όσο πιο πολύ παλεύεις μ' αυτά, τόσο περισσότερο
θες να καταγίνεσαι».
«Ελπίζω να μη σας διακόπτω».
Η Κατριόνα στράφηκε στη Τζιλ.
«Αλλά περίμενα να περάσεις από το λεωφορείο χτες».
Μα υπήρχαν άλλα πράγματα χτες!
Η Τζιλ μουρμούρισε κάτι αόριστο και η προσοχή της ήταν
στραμμένη στον Ήβεραγκ που ετοιμαζόταν να φύγει. Έπρεπε να
υποχρεώσει τον εαυτό της να δείξει στον επισκέπτη της τη ζεστασιά που
του άξιζε.
«Πήρες μεσημεριανό;»
Η Κατριόνα είχε φάει, έτσι, δέχτηκε λίγο καφέ.
Έγερνε το φλυτζάνι της για να πιει τον υπόλοιπο καφέ της, όταν,
ξαφνικά, παρατήρησε:
«Τζιλ, έχω δυο τρία παιδιά μέσα στο αυτοκίνητο μου. Δεν πρέπει ν'
αργήσω. Να» πρόσθεσε, «όταν η Τζιλ σήκωσε τα φρύδια της
ερωτηματικά, «τα πήρα στην αγροικία για το γεύμα. Τα πιο πολλά απ'
αυτά είναι συνηθισμένα στα ζώα, αλλά τα μικρά στο μέρος κάποιου
άλλου, πάντα νιώθουν καλύτερα απ' όσο στο σπίτι τους.
Είπα στους γονείς τους ότι θα βρίσκονταν στις τρεις στο πάρκιν».
«Πολύ ωραία!» φώναξε η Τζιλ. «Γιατί τα άφησες μέσα στο αμάξι;
Φέρε τα μέσα».
«Είναι τέσσερα».
«Ωραία».
Τα παιδιά ήταν χαρούμενα όπως πάντα και ακόμη περισσότερο,
γιατί την θυμήθηκαν από την επίσκεψη της περασμένης βδομάδας. Όπως
πολλά παιδιά που μένουν σε απομακρυσμένες περιοχές, είχαν μια
ευγένεια και την χαιρέτισαν με μια κωμική για τόσο μικρά παιδιά,
τυπικότητα.
«Πως είσαι σήμερα, Μις Στίρλιν; Είστε καλά;»
Η Τζιλ είχε παγωτό στο ψυγείο και μπισκότα με αμύγδαλα. Θα τους
έδειχνε τη φροντίδα της.
Μετά, τους έβγαλε κάτι εικονογραφημένα βιβλία και τους έδωσε
λευκά χαρτιά για να κάνουν τις δικές τους εικόνες, τους διηγήθηκε μια
ιστορία από τη φαντασία της.
Βρισκόταν στη μέση της ιστορίας, όταν της ήρθε μια ιδέα και μετά,
έγινε τόσο επίμονη που δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο κι άρχισε να
την λέει με τρεμουλιαστή φωνή, προκαλώντας κάποια έκπληξη αν όχι
δυσαρέσκεια στους μικρούς ακροατές της. Χρειάστηκε να καταβάλλει
μια προσπάθεια για να συνεχίσει, αλλά κατάφερε να τελειώσει την
ιστορία με συνέπεια. Όσο πιο σύντομα μπορούσε, παρέδωσε τα παιδιά
στην Κατριόνα που έπρεπε να τα ετοιμάσει για τα σπίτια τους.
Η Τζιλ έμοιαζε να είχε βυθιστεί σ' ένα όνειρο. Είδε τον εαυτό της σ'
ένα άλλο νηπιαγωγείο, που τα παράθυρά του έβλεπαν σε μια τελείως
διαφορετική θέα απ' οποιαδήποτε άλλη εκεί, ψηλά κτίρια μέσα στο
σκοτάδι, θόρυβος και ατέλειωτα πήγαινε - έλα και ατμόσφαιρα πνιγηρή -
παιδιά που δεν ήταν καλοντυμένα, ούτε ευγενικά, αλλά παιδιά πάντως.
Και κάποια παρουσία πλάι της που μπορούσε να κάνει τις ταλαιπωρίες
υποφερτές,
«Κατριόνα», είπε. «Θα πάρεις το δείπνο μαζί μου στο ξενοδοχείο;»
Κι όταν κάθονταν μαζί εκεί, αργότερα, ξαφνικά η Τζιλ της είπε:
«Πόσος χρόνος χρειάζεται για να σπουδάσεις νηπιαγωγός;»
Μετά, με μια ξαφνική επιστροφή της ενεργητικότητας της, πήρε το
ημερολόγιο της κι ένα μολύβι κι έγραψε κάποια στοιχεία.
«Απλά, αναρωτιόμουν», εξήγησε και η Κατριόνα το άφησε να
περάσει, αφού ήθελε να πει στη φίλη της κάτι, εδώ και ώρα.
«Τζιλ!»
Τα μάτια της έλαμπαν και τραύλιζε από τη συγκίνηση.
«Ω, Τζιλ, πηγαίνω στο Λονδίνο για διακοπές, το καλοκαίρι! Ο... ο
Τιμ μου το ζήτησε. Πρώτα στο Λονδίνο, μετά θα μείνω με τη μητέρα του
στο Ντόρσετ. Αλλά είναι το Λονδίνο που εξάπτει τη φαντασία μου. Πως
είναι το Λονδίνο, Τζιλ; Μπορώ να σε ρωτήσω τι ρούχα πρέπει να
φορέσω; Πρόκειται να με πάει στο θέατρο και στο Μουσείο της Μαντάμ
Τυσώ και στον Πύργο του Λονδίνου - και όλα αυτά».
Η Τζιλ πήρε το χέρι της και την τράβηξε προς το μέρος της. Πάνω
από το τραπέζι, μπροστά σε όλους, φιλήθηκαν.
***
Ο Ήβεραγκ ήρθε στο Σπίτι του Δάσους, το άλλο πρωί.
«Επιστρέφω στο Λονδίνο, αύριο. Ω, επί τη ευκαιρία, ο φίλος μας
στην κατωφέρεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στο Εδιμβούργο και όταν
γίνει εντελώς καλά, θα μεταφερθεί με αεροπλάνο στην πατρίδα του. Έχει
μια αδελφή στο Κεντ - δεν το ξέρεις; - και θα τον φροντίσει. Εγώ φεύγω
αύριο. Εσύ πότε;»
«Μετά από μια εβδομάδα».
«Δεν πειράζει, έχουμε λίγες ώρες μπροστά μας, πριν φύγουμε. Τι θα
τις κάνουμε; Ν' αναρριχηθούμε; Φοβάμαι ότι δεν έχουμε αρκετό χρόνο
για πολύ βάδισμα».
Η Τζιλ πρότεινε:
«Έχω αγαπήσει αυτό το δάσος με τις οξιές που βλέπουμε από το
παράθυρο μας. Αλλά ποτέ δεν βάδισα εκεί μέσα. Εκεί όπου κελαηδά ο
κούκος...».
Ήταν ένα τόσο όμορφο μέρος που η μόνη της λύπη ήταν ότι δεν το
είχε επισκεφτεί πριν. Περπατούσαν πάνω σ' ένα βαθύ χαλί από
καστανόφυλλα οξιάς, κάτω από το απαλό πράσινο των φρέσκων φύλλων.
Το ηλιόφωτο περνούσε μέσα από τις κορφές των πανύψηλων δέντρων,
πιτσιλίζοντας το έδαφος με φως και σκιά.
Ο Ήβεραγκ την κοιτούσε.
«Είσαι τόσο όμορφη, με αυτές τις κηλίδες του ήλιου να κεντούν το
πρόσωπο σου. Την μια στιγμή, φαντάζεις σκοτεινή και την άλλη γεμάτη
με φως. Μάλλον όπως η ανθρώπινη προσωπικότητα, έτσι; Ένα μείγμα
από φως και σκιά. Είδες, έχω γίνει φιλόσοφος!»
Περπατούσαν μέσα στη σιγαλιά κι ένιωθαν μια τέτοια
συντροφικότητα που δεν τους χρειάζονταν λόγια.
Αλλά, μετά από λίγη ώρα, ο Ήβεραγκ είπε:
«Σου είπα τόσα πολλά για τον εαυτό μου. Εσύ, όμως; Τι γίνεται μ'
εσένα; Με συγχωρείς που ρωτώ - ξέρεις τι δεσποτικός γεράκος είμαι -
αλλά μήπως φοβάσαι κάτι;»
Η Τζιλ χρειάστηκε λίγες στιγμές για ν' απαντήσει.
«Ναι,» είπε στο τέλος. «Φοβάμαι λίγο. Ήρθα εδώ, μ' ένα είδος
πανικού, όπως θα μάντεψες. Τα πράγματα είχαν σκουρήνει γύρω μου,
ιδίως οι άνθρωποι - οι άνθρωποι και ο πιο ενοχλητικός και δυσάρεστος
απ' όλους ήταν ο τραυματισμένος φίλος μας. Αλλά και άλλοι -
χρειαζόταν να βάζω συνεχώς φρένο, ακόμη και στον εργοδότη μου».
«Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
«Ω, ναι, μπορώ! Δεν είναι κακός στο βάθος. Απλά, αρχίζει να
νιώθει ότι γερνά και χρειάζεται περισσότερη συμπάθεια απ' όση, ίσως,
του δείχνουν. Αλλά είναι κάπως εξαντλητικό να πρέπει πάντα, να
καταλαβαίνεις».
«Ίσως, είναι σαν την αναρρίχηση. Πρέπει να προσέχεις πολύ, αλλά
πρέπει επίσης, να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να μη φοβάσαι.
Και συχνά, είναι πολύ καλό να σχοινοβατείς με άλλα άτομα. Πάντως, θα
μ' ενδιέφερε τρομερά να ξέρω πως τα πηγαίνεις. Ελπίζω να μου πεις που
μένεις και ίσως να μπορούσαμε - να μπορούσαμε να συναντηθούμε
κάπου. Και, αν μπορώ να σε βοηθήσω, κάποτε...».
Νιώθοντας μια ξαφνική δειλία, η Τζιλ δε μπόρεσε ν' αποκριθεί
τίποτα, για λίγο. Όταν ξανάρχισε να μιλά, ήταν για κάτι άλλο.
«Δεν είμαι τελείως ευχαριστημένη με τη δουλειά που κάνω. Είμαι
πολύ καλή, επιδέξια, ικανότατη, όπως μου λένε. Αλλά είναι σα να μη μου
προκαλεί κανένα ενδιαφέρον. Άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να
στραφώ σε κάτι άλλο. Υποθέτω ότι είμαι αρκετά νέα για να κάνω κάποια
αλλαγή».
Ο Ηβ την κοίταξε λοξά.
«Για μένα, είσαι πολύ νέα! Φοβάμαι μήπως υπάρχει ένα μεγάλο
χάσμα».
Ένα μεγάλο χάσμα; Καθώς ένιωσε το υπονοούμενο των λόγων του,
αισθάνθηκε μια ζεστασιά κι η ανάσα της πιάστηκε στο λαρύγγι της. Δεν
ένιωσε μεγάλη έκπληξη, όταν τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και την
τράβηξαν απαλά προς το μέρος του.
«Ω, Τζιλ!» είπε. «Ποτέ δεν θα τολμούσα να σκεφτώ ότι ήταν
δυνατό για ένα στεγνό γεροντοπαλίκαρο σαν εμένα να νιώσει ξαφνικά
ερωτευμένο. Μην μου πεις το «ναι», πολύ γρήγορα. Σκέψου το, πρώτα.
Αλλά, άσε με να σε βλέπω στο Λονδίνο, πότε πότε. Ας γνωρίσουμε ο
ένας τον άλλο. Τι λες; Μπορούμε;»
Η Τζιλ αισθανόταν πολύ ευτυχισμένη για να βρει τα κατάλληλα
λόγια, αλλά άφησε το χέρι του να παραμείνει στο δικό της όπου,
πραγματικά, ήταν τόσο βολικά σαν να ήταν πάντα εκεί. Καθώς βάδιζαν,
άρχισε να της λέει για ένα σχέδιο που είχε μέσα στο μυαλό του, ν'
αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι κοντά σ' ένα πάρκο και να το μετατρέψει σε
νηπιαγωγείο για παιδιά που θα βρίσκονταν στην ανάρρωση από κάποια
ασθένεια.
Τουλάχιστον, θα πάρουν λίγο καθαρό αέρα. Σκέφτομαι, μάλιστα,
να μείνω κι εγώ στο πάνω πάτωμα. Θα σε πείραζε να μείνεις στο
Λονδίνο, για πάντα; Θα μπορούσαμε να ερχόμαστε εδώ για τις διακοπές
μας».
Για φαντάσου! Γιατί το Λονδίνο της φαινόταν τώρα, όπως στη
νεαρή Κατριόνα, ένα είδος Γης της Επαγγελίας;
Κανείς από τους δυο δεν φάνηκε να προσέχει ότι ο άντρας είχε
πηδήσει σε συμπεράσματα και σε αποφάσεις, έμοιαζε τόσο σωστό και
κατάλληλο να μιλούν έτσι!
Και η Τζιλ δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν, μπροστά στην πόρτα
της, ο Ηβ την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε τόσο φλογερά που η
ανάσα της κόπηκε και το κορμί της παρέμεινε ακίνητο, μουδιασμένο
μέσα στην πιο γλυκιά νάρκη...
ΤΕΛΟΣ