Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 199

Φραγκάκη Ειρήνη

Η πεταλούδα της νύχτας


Βασισμένο σε αληθινή ιστορία
Φραγκάκη Ειρήνη

Στη Μάγδα “μου”

2
Η πεταλούδα της νύχτας

Πρωτογνώρισα την πένα της Ειρήνης Φραγκάκη με το βιβλίο της “Η


αγάπη που άνθισε στην ψυχή μου” ...
Έτσι την αγάπησα και αυτήν και την αυθεντική γραφή της...
Για την αλήθεια της, για τον σεβασμό της στα συναισθήματα που
μεταφέρει στο χαρτί ατόφια, για τον τρόπο που με απλότητα και
φυσικότητα, κοινωνικά θέματα, τα προσεγγίζει όχι απλά με την ιδιότητα
του λογοτέχνη αλλά και του ερευνητή της “αλήθειας”!
Μου έκανε την τιμή να είμαι από τους πρώτους που διάβασαν το
βιβλίο που εσείς κρατάτε τώρα στα χέρια σας...
Ανάγνωση ή ταξίδι στην αρχέγονη βία, μέσα μας, ήταν αυτό;
Σελίδες ή ραπίσματα σε μια κοινωνία που ακόμη φορά κουκούλες
παίζοντας τον… δοσίλογο; Βιβλίο ή καταγγελία;
Η Ειρήνη με αυτήν τη νέα συγγραφική της δουλειά, μας δείχνει το…
άλλο της πρόσωπο... Την αθέατη πλευρά της σελήνης μέσα από τη
γυναίκα-παιδί, Μάγδα!
Γραφή που πίσω από την… ωμότητα και σκληρότητά της, κρύβει την
ευαισθησία και τον ψυχισμό της δημιουργού.
Γραφή που τσαλακώνει τη φορεσιά του τάχα μου, μέσα από μία
ώριμη αναζήτηση εντός μας, για το πως αντιμετωπίζουμε θέματα-ταμπού
για τα οποία χτυπάμε ξύλο 3 φορές, να ξορκίσουμε το κακό.
Η Ειρήνη όμως ξέρει να κοιτά το… κακό κατάματα και να το
μεταμορφώνει σε φως...
Και εγώ ξέρω πως η Ειρήνη Φραγκάκη, ήρθε για να μείνει στην
ελληνική λογοτεχνία με αυτό το βιβλίο της, που σίγουρα θα σας κάνει να
προβληματιστείτε, να θυμώσετε, να πονέσετε, να αγαπήσετε, να δακρύσετε
να... ανακαλύψετε έναν κόσμο πίσω από τον κόσμο μας... πέρα για πέρα
αληθινό!

3
Φραγκάκη Ειρήνη

Τον κόσμο που οι άγγελοι δεν έχουν λευκά φτερά… τον κόσμο που
βιάζουν κορμιά και όνειρα!

Κριτική για το βιβλίο από την


Αναστασία Κορινθίου
Συγγραφέας - Δημοσιογράφος

4
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 1

Έκλεισε τα μάτια κάνοντας μια ευχή κι έσβησε τα κεριά στην τούρτα


της. Δεκαπέντε παιχνιδιάρικες φλογίτσες, που περίμεναν να της αλλάξουν
τη ζωή.
«Να ζήσεις Μαγδούλα και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα
μαλλιά…»
Όλη η οικογένεια, λιγοστοί συγγενείς και συμμαθητές, είχαν μαζευτεί
για να γιορτάσουν μαζί, τα αυστηρά δέκατα πέμπτα γενέθλιά της. Ένιωθε
απέραντη ευτυχία έχοντας τους ανθρώπους που αγαπούσε τριγύρω. Γιατί,
έτσι ήταν η Μάγδα, αγαπούσε όλο τον κόσμο.
Τραγούδια, χορός… γλέντι τρικούβερτο είχαν απόψε στο σπίτι τους.
Κι εκείνη το είχε στην ψυχή της.
Οι μεγάλοι είχαν μαζευτεί στο σαλόνι και τα νεαρά κορίτσια, πιο ’κει,
έλεγαν τα μυστικά της τρυφερής ηλικίας τους σιωπηλά. Η μουσική, τα
γέλια κι οι φωνές, ηχούσαν σαν κελάηδισμα στ’ αφτιά της. Κι ένα σωρό
παιχνίδια να γεμίσουν τον χρόνο, τις ψυχές και το μυαλό τους. Οι
συμμαθητές της, είχαν σχηματίσει πηγαδάκια σε διάφορα σημεία, κάποιοι
ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον τα μυστικά τους… εκτός από έναν.
Τον Μιχαήλ. Εκείνος έστεκε ακουμπισμένος σε μιαν άκρη του
σαλονιού κοιτάζοντάς την. Το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από
πάνω της. Αθώο βλέμμα, γεμάτο τρυφερή και αγνή αγάπη. Τα σχιστά
μελιά του μάτια, ήταν τόσο φλύαρα που έκαναν την καρδιά της Μάγδας να
χτυπάει σαν τρελή. Το πρώτο σκίρτημα, το πρώτο εφηβικό καρδιοχτύπι και
για τους δύο. Δυο περιστέρια έτοιμα να πετάξουν στον πολύχρωμο ουρανό
της νιότης. Μαγνήτες τα μάτια του, την τράβηξαν κοντά του, κι εκείνη με
πόδια που έτρεμαν απ’ το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο
στήθος, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

5
Φραγκάκη Ειρήνη

«Εσένα σε ξέχασαν Μιχαήλ μου;» του είπε αφήνοντας τώρα το δικό


της βλέμμα να καρφώνεται έστω και δειλά πάνω στο δικό του.
«Δεν έχω διάθεση για παιδιαρίσματα απόψε. Δεν τους βλέπεις όλους;
Λες και δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν», της είπε και χαμογέλασε.
«Σαν τι δηλαδή θα ήταν καλύτερο;»
«Ας πούμε να χορέψουν στους ρυθμούς αυτού του υπέροχου μπλουζ.
Αφήνουν όλα τα κορίτσια να κάθονται μόνα τους κι αυτοί χαζολογάνε με
βλακείες».
«Ναι, αλλά κι εσύ κάθεσαι μόνος. Που είναι η δικιά σου ντάμα;
«Μα αυτή περίμενα τόση ώρα. Είχε δουλειά με τους καλεσμένους της
κι έκανα υπομονή μέχρι να τελειώσει».
Τα μάγουλα της Μάγδας έγιναν κόκκινα. Η ντάμα του Μιχαήλ δεν
ήταν άλλη από την ίδια. Η διαπίστωση και μόνο, ανέβασε τη φλόγα της
καρδιάς κατευθείαν στο πρόσωπό της.
«Μάλλον είναι περιττό να σου την συστήσω, έτσι;»
«Εννοείς…»
«Φυσικά εννοώ εσένα χαζούλα. Κοίτα εδώ μέσα. Πώς θα μπορούσα
να κοιτάξω κάποια άλλη; Είσαι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω γνωρίσει».
«Μιχαήλ, εγώ δεν…»
«Ναι, ξέρω, δεν είχες καταλάβει τίποτα και είναι λογικό γιατί δεν σου
έδειξα εγώ τίποτα. Όμως δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο. Είμαι… είμαι
ερωτευμένος μαζί σου και θέλω να το ξέρεις. Η αλήθεια είναι ότι
φοβόμουν την απόρριψη αλλά δεν θα μάθαινα τι αισθάνεσαι για μένα αν
δεν στο έλεγα».
Τον κοίταγε μη ξέροντας τι να απαντήσει. Κοίταξε τριγύρω, ένιωσε
άβολα, είχε την αίσθηση ότι όλοι κοίταγαν εκείνη.
Ο Μιχαήλ την έβγαλε από τις σκέψεις της και την έπιασε από το χέρι
τραβώντας την να χορέψουν.

6
Η πεταλούδα της νύχτας

«Μα δεν χορεύει κανείς άλλος», πήγε να δικαιολογήσει την αμηχανία


της.
«Δεν πειράζει. Θα κάνουμε εμείς την αρχή».
Τα νεανικά τους κορμιά ενώθηκαν κι άρχισαν να λικνίζονται απαλά
σαν αέρινο σύννεφο. Μια μαγική στιγμή για κάθε νέο ζευγάρι, πόσο
μάλλον γι’ αυτούς τους δύο, που η νιότη μόλις είχε ξεκινήσει. Την κοίταγε
στα μάτια κι εκείνη έλιωνε στο μελί χρώμα τους. Ο χρόνος κύλαγε με
πρωτόγνωρα συναισθήματα κι έπαιρνε στο πέρασμά του οτιδήποτε παιδικό
είχε απομείνει. Μεγάλωναν. Κάπως πρόωρα ίσως, τουλάχιστον για τους
μεγαλύτερους και τον τρόπο που είχαν μάθει να φέρονται στο νησί, μα σ’
εκείνους άρεσε. Ήταν μαζί κι απογειώνονταν.
Πόση ευτυχία μπορεί ν’ αντέξει μια τρυφερή ψυχούλα! Ήταν τα
καλύτερα γενέθλια που της είχαν κάνει μέχρι τότε. Κι όλοι ήταν
ευτυχισμένοι, όλοι γιόρταζαν μαζί της. Δεν ήταν μόνη της. Δεν είχε να
φοβάται τίποτα.
Είχε;

Η ώρα είχε περάσει αβίαστα όμορφα, κάνοντάς την να


συνειδητοποιήσει, ότι οι όμορφες στιγμές δεν κρατάνε για πάντα. Μόνο η
ανάμνησή τους μένει, να μας τα γυρνάει στο μυαλό καθώς περνάνε τα
χρόνια. Κι η Μάγδα θα είχε να θυμάται. Όλα τ’ αποψινά. Και προπαντός
τον Μιχαήλ. Το αγόρι με τα μελιά μάτια που της είχε κλέψει την καρδιά.
Ένα συναίσθημα καινούριο αλλά τόσο γλυκό, που δημιουργούσε ένα
ελαφρύ φτερούγισμα στην άμαθη κι αθώα καρδιά της.
Έκανε όνειρα και μέσα της παρακαλούσε να πραγματοποιηθούν.
Όνειρα νεανικά, αγνά, που δεν κοστίζουν κι όμως είναι ακριβά γιατί
ζητούν τα πάντα. Το πρόσωπο του Μιχαήλ ήταν συνέχεια μπροστά στα
μάτια της κι έκρυβε οτιδήποτε άλλο. Σκεφτόταν την επόμενη μέρα που θα
τον συναντούσε στο σχολείο. Τη στιγμή που θα την κράταγε από το χέρι

7
Φραγκάκη Ειρήνη

και θα τριγύρναγαν στην αυλή του σχολείου μιλώντας, γελώντας


κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου. Αθώα πραγματικότητα, τρυφερά
όνειρα που περίμεναν την αγνή παιδικότητα δειλά δειλά, να δώσει τη
σκυτάλη στην εφηβεία και να υλοποιήσει τις ανάγκες της ψυχής όπως
ακριβώς συμβαίνει σε κάθε νεαρό άτομο.
Τελειώνοντας το πάρτι μπήκε στο δωμάτιό της κι έκλεισε την πόρτα
πίσω της, πλημμυρισμένη ευτυχία. Όλη η βραδιά τριγύρναγε παιχνιδιάρικα
στο μυαλό της. Έβαλε την πυτζάμα της, χτένισε τα μακριά μαλλιά της,
ξάπλωσε κι έσφιξε στην αγκαλιά της το αρκουδάκι που το είχε μαζί της
από τη μέρα που γεννήθηκε. Ένα χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στο
προσωπάκι της και δεν έλεγε να σβήσει.
Είναι αυτό το χαμόγελο που αντικρίζουμε στα αθώα μάτια των
παιδιών κι ευχόμαστε να μην χαθεί ποτέ. Είναι αυτή η ανέλπιστη
αισιοδοξία που προσευχόμαστε να μείνει μέσα στην ψυχή τους εσαεί.
Κοίταζε από το ανοιχτό παράθυρο τον ξάστερο ουρανό και το φεγγάρι
που φώτιζε τη νύχτα μα και τα κοριτσίστικα όνειρά της. Έλαμπαν σαν τ’
αστέρια. Έλαμπαν σαν τα μάτια της που γυάλιζαν από ευτυχία. Τα έκλεισε
και άφησε τις γλυκές σκέψεις να την πλημμυρίσουν και να γεμίσουν το
είναι της. Οδηγούσαν την παιδική ζωή της, κατευθείαν στα εφηβικά της
όνειρα.

Ένιωσε ένα αόρατο άγγιγμα, ακριβώς τη στιγμή που την έπαιρνε ο


Μορφέας στην αγκαλιά του· μεταξύ ύπνου και ξύπνιου δεν κατάφερε να
προσδιορίσει τη λευκή φιγούρα που βρισκόταν πλάι της. Κι όμως, ήταν
ένας άγγελος. Ένας κατάλευκος άγγελος, ήταν εκεί και της μιλούσε με μια
απαλή και ζεστή φωνή. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όπως ακριβώς
νιώθουμε όταν ονειρευόμαστε με ανοιχτά μάτια, έχοντας τη συναίσθηση
ότι στην πραγματικότητα κοιμόμαστε. Σαν να την άγγιξε ένα χέρι στον
ώμο, αφήνοντας μια ζεστασιά που δεν είχε νιώσει ποτέ. Η αγγελική μορφή

8
Η πεταλούδα της νύχτας

του μπορεί να μην ήταν φανερή αλλά η αύρα που αισθανόταν η Μάγδα
ήταν πάρα πολύ έντονη. Ένιωσε την ανάγκη ν’ ανοίξει τα μάτια της αλλά
δεν τα κατάφερε.
Μην φοβάσαι Μάγδα. Ήμουν και θα είμαι πάντα δίπλα σου για να σε
προστατεύω. Εγώ είμαι ο καλός σου άγγελος κι ό,τι θες κορίτσι μου, ό,τι σε
πονάει, σ’ εμένα. Εγώ θα είμαι εδώ, να σου κρατώ το χέρι και να μεταφέρω
τις προσευχές σου.
Δεν την τρόμαζε η σχεδόν… “αόρατη” φωνή του μα δεν μπορούσε
και ν’ αντιδράσει. Δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή. Ένιωσε όμως ένα δέος
παράξενο, αυτό του άγνωστου, και μες στον ύπνο της δεν την ένοιαζε
τίποτα. Ένιωθε ήδη τις φτερούγες του να την αγκαλιάζουν. Και μια
αγαλλίαση τύλιξε την καρδούλα της.
Ώσπου ένιωσε και κάτι άλλο. Όλα ξαφνικά άρχισαν να μπερδεύονται.
Δεν ήταν πια φτερούγες, αλλά “χέρια” που βασανιστικά εξερευνούσαν το
κορμί της. Τότε ναι, τότε… φοβήθηκε. Τρόμαξε ... Ήθελε να φωνάξει, ν’
αντιδράσει. Δεν άντεχε αυτό το “άγνωστο”, την τρόμαζε όσο τίποτα άλλο
δεν την είχε τρομάξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα χέρια συνέχιζαν να
μετρούν κάθε πιθαμή του κορμιού της. Έφτασαν στο στήθος της. Ένιωθε
αργές κινήσεις να ανασηκώνουν το πάνω μέρος της πυτζάμας της και μια
απόκοσμη ζεστασιά που ήδη είχε αρχίσει να σιχαίνεται, την έκανε να
νιώθει ότι ξεκινούσε κάποιο έγκαυμα. Στο κορμί της; Στην ψυχή της;
Ποιος της κατέστρεφε τα νιάτα; Ποιος της σκότωνε τα όνειρα; Ποιος την
έκανε να νιώθει τόσο άθλια;
Όχι, όχι. Κακό όνειρο είναι. Θα ξυπνήσει και θα τα ξεχάσει όλα. Δεν
είναι αληθινό αυτό που ζει. Παραλογισμός είναι. Εφιάλτης της στιγμής.
Δεν συμβαίνει σ’ εκείνη. Να, τώρα δα, θα ξυπνήσει και δεν θα δει τίποτα.
Κι όμως είχε ήδη ξυπνήσει αλλά δεν τόλμαγε ν’ ανοίξει τα μάτια της. Τί
φοβόταν; Δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν αντιδρούσε.
Φοβόταν αυτό που θ’ αντίκριζε; Όλα σκοτείνιαζαν στο μυαλό της.

9
Φραγκάκη Ειρήνη

Τα “χέρια” συνέχιζαν απτόητα την εξερεύνηση και το βασανιστήριο,


κι εκείνη συνέχιζε να θέλει να βάλει τις φωνές αλλά χωρίς να τα
καταφέρνει. Η φωνή της δεν ανέβαινε στο λαρύγγι της, ίσα ίσα που
καταπλακωνόταν και βάθαινε ακόμα περισσότερο. Ένιωθε κολλημένο
πάνω της ένα άλλο σώμα. Κι αυτό εκεί χαμηλά τί ήταν; Κάτι σκληρό.
Μόριο. Χριστέ μου! Ένα αντρικό μόριο τριβόταν χωρίς ενδοιασμούς πάνω
της. Τα βάναυσα χέρια ακολουθούσαν όλες τις κατευθύνσεις. Πάνω, κάτω,
δεξιά, αριστερά. Και τώρα πια δεν έμειναν έξω από τις πυτζάμες της. Μέσα
ήταν Θεέ μου! Άγγιζαν τα πιο απόκρυφα σημεία της. Πυρακτωμένα λες κι
ήταν, της άφηναν ουλές που δεν θα έσβηναν ποτέ. Στο παιδικό κορμί της,
στην αθώα ψυχή της.
Κι εκείνη πόναγε.
Τσάκιζε.
Ράγιζε.
Έσπαγε.
Αλλά δεν αντιδρούσε.
Αναζητούσε τον άγγελό της. Την εγκατέλειψε ήδη; Ψευδαίσθηση
ήταν; Γιατί; Τώρα τον χρειαζόταν. Δεν χρειάστηκε ποτέ κανέναν. Αυτή τη
στιγμή όμως… Ζήταγε απεγνωσμένα και βουβά βοήθεια. Που δεν ερχόταν
από πουθενά.
Η μαμά της, που ήταν η μαμά της; Εκείνη ήθελε, να την
προστατεύσει, να ξορκίσει το κακό που της έκαναν. Μα η εγκατάλειψη
ήταν διπλή. Ούτε η μητέρα της, ούτε ο άγγελός της ήταν εκεί.
Λίγα λεπτά, τόσο κράτησε αλλά της φάνηκε ότι είχαν περάσει αιώνες.
Το κορμί της ελευθερώθηκε απότομα κι ίσα που πρόλαβε να δει τη σκιά
που απομακρυνόταν αθόρυβα κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Την ήξερε
αυτή τη σκιά. Δεν το χωρούσε το μυαλό της.

10
Η πεταλούδα της νύχτας

«Όχι, όχι». Μονολογούσε ψιθυριστά. Δεν μπορούσε να το πιστέψει


ότι αυτή η φιγούρα που σιχάθηκε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ήταν αυτή,
του ίδιου της του πατέρα.
Ένα τεράστιο γιατί με χίλια δυο άλλα ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό
και την παιδική ψυχή της.

11
Φραγκάκη Ειρήνη

Mια εφιαλτική νύχτα, μια νύχτα που σημάδεψε όλη τη ζωή της! Ένα
τρομαχτικό ουρλιαχτό που άφησε το σημάδι του, γαντζωμένο σε κάποιο
αστέρι. Το άφησε εκεί να κρέμεται. Από έναν σκοτεινό ουρανό, μαύρο σαν
την κατάληξη των ονείρων της, περιμένοντας ένα δειλό χέρι να το φτάσει
και να το χαϊδέψει.
Ένα απρόσμενο άγγιγμα ήθελε μήπως και κατάφερνε να ξαναφέρει τα
όνειρά της εκεί που ήταν η θέση τους. Στην αγνή της ψυχή. Μια ψυχή
γεμάτη αγάπη, για όλους τους δικούς της ανθρώπους που ίσως ποτέ να μην
κατάφερναν να απαλύνουν τη μοναξιά που μαστίγωνε το είναι της.
Πώς να ελπίσει τώρα πια;
Πού να βρει αποκούμπι για να ζήσει;
Να ζήσει! Αυτό ήλπιζε μόνο.

Η Μάγδα ένιωθε όπως ακριβώς νιώθουμε όταν μας ξυπνάει ένας


εφιάλτης. Σταυροκοπιόμαστε ελπίζοντας για ένα αύριο.
Θα έρθει;
Κι εκεί που ήταν έτοιμη να πετάξει, πέφτει, γκρεμοτσακίζεται.
Με κλειστά μάτια κοιτάζει τη ζωή!
Μια ζωή χτισμένη σε όνειρα και σε οπτασίες.
Κι ας μην είναι όλα αλήθεια τελικά. Κι ας ανήκουν όλα στη σφαίρα της
φαντασίας.
Στο τέλος θα πέταγε μαζί τους.
Χωρίς φτερά.
Η απογείωση νοητή… η προσγείωση πραγματική.
Κι επώδυνη!

12
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 2

Η Μάγδα Ζώη ήταν ένα παιδί που όσο μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ
καταλάβαινε τι αξία έχει ένα σπιτικό, μια οικογένεια, μονιασμένη κι
ευτυχισμένη. Δυστυχώς το κατάλαβε έχοντας πάψει πια να είναι η ίδια
ευτυχισμένη.
Θυμόταν τον πατέρα της να φωνάζει κάθε φορά που κάτι τον
εξόργιζε, ό,τι πω εγώ θα γίνει και σ’ όποιον δεν αρέσει να πάρει πόδι από
’δω μέσα.
Και η μάνα της, μη θέλοντας να δώσει συνέχεια, έλεγε μέσα από τα
δόντια της, ναι πασά μου, ναι άντρα μου, ό,τι πεις εσύ.
Ένα παιδί μικρό ήταν η Μάγδα, πληγωμένο μέχρι το τελευταίο του
κύτταρο. Δεν δίστασε στιγμή όμως ν’ αγαπήσει όλο τον κόσμο, κάθε
γνωστό, κάθε φίλο, κάθε συγγενή, ακόμα και κάθε περαστικό. Ήθελε μ’
αυτόν τον τρόπο να δείξει -σε ποιους!- στους γονείς της, ότι η αγάπη δεν
έχει όρια, δεν έχει πρέπει, δεν έχει κατακτητές ούτε πύργους.
Ήθελε να πιστεύει, κρύβοντας την πίκρα και την αηδία που ένιωθε,
πίσω από τις κατάλευκες κουρτίνες της αθώας παιδικής ηλικίας, ότι θα
αγαπήσει και θα αγαπηθεί. Κι αυτό που πραγματικά ήθελε δεν το κατάφερε
ποτέ.
Τους ανθρώπους που αγάπησε περισσότερο απ’ όλους, τον πατέρα και
τη μητέρα της, δεν μπόρεσε να τους δει αλλά και να τους νιώσει όπως κάθε
παιδί έχει ανάγκη. Έψαχνε να βρει τη δύναμη να ταιριάξει τ’ αταίριαστα.
Ποιος θα την παρότρυνε ν’ ανακαλύψει ποια ακριβώς είναι η έννοια
της οικογένειας, όταν στα πιο κρίσιμα χρόνια της τσαλαπατήθηκε κάθε
πιστεύω της, κάθε της όνειρο;
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, είχε χαραγμένο στο μυαλό, τους
“υποτιθέμενους” κρυφούς καυγάδες των γονιών της. Της έμειναν μόνιμα
τραύματα και φόβοι, όμως ακολούθησε τη δικιά της τακτική, που για

13
Φραγκάκη Ειρήνη

’κείνη ήταν τακτική ζωής. Άπλωνε τις φτερούγες της για να χωρέσουν όλοι
οι αγαπημένοι της. Όπως τις άπλωνε και για να καλύψει τον ίδιο της τον
εαυτό. Ακόμα και μετά από αυτή τη σιχαμερή νύχτα που κάποιος
δολοφόνησε την αθωότητά της. Έκλεινε τα μάτια και ταμπούρωνε κάθε τι
κακό πίσω τους.
Καταλάβαινε πολλά η Μάγδα, που άλλα παιδιά στην ηλικία της δεν
μπορούσαν να φανταστούν καν. Δεν έβλεπαν ότι πίσω από αυτό το γλυκό
πρόσωπο που είχαν για συμμαθήτρια, κρυβόταν τόση πίκρα, τόσος πόνος
και καθόλου μα καθόλου… αθωότητα.

Ένα μεσημέρι, γυρνώντας απ’ το σχολείο, είδε τον πατέρα της να


χτυπάει την πόρτα του σπιτιού τους, πίσω του, καθώς έφευγε μετά από ένα
γερό καυγά. Φαινόταν από χιλιόμετρα ότι αυτός ο άνθρωπος έβγαζε
καπνούς από τα νεύρα του. Κρύφτηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο για να μην
τη δει και μόλις ξεμάκρυνε λίγο, μπήκε τρέχοντας μέσα. Βρήκε τη μητέρα
της στην κουζίνα, πεσμένη κάτω να κλαίει με αναφιλητά.
Παρακολουθούσε το σώμα της που ανεβοκατέβαινε, πότε με γρήγορο
ρυθμό και πότε ακανόνιστα. Σαν ένα ηφαίστειο λίγο πριν την έκρηξη. Λες
κι είχε μέσα της τόνους καυτής λάβας έτοιμη ν’ αναπηδήσει με δύναμη
στην πρώτη δυνατή προσπάθεια. Κάτι έπρεπε να κάνει. Προσπαθούσε να
σκεφτεί, ήθελε να τη βοηθήσει αλλά δεν ήξερε τον τρόπο. Έμεινε εκεί
αρκετή ώρα, να την παρακολουθεί και να σκέφτεται. Απέναντι της αυτή η
θολή φιγούρα, σαν σκιά πόνου κι αγανάκτησης που άλλοτε ξεθύμαινε κι
άλλοτε βομβάρδιζε.
Δεν άντεξε άλλο.
«Μαμά, δεν είναι κατάσταση αυτή, σε παρακαλώ κάνε κάτι», της
φώναξε τρομάζοντας την. «Δεν αντέχω άλλο να σας βλέπω έτσι. Πως είναι
δυνατόν να μην μπορείς τουλάχιστον εσύ, να προστατέψεις τον εαυτό σου

14
Η πεταλούδα της νύχτας

αλλά κι εμένα; Τον είδα που έφευγε σαν μανιασμένος ταύρος. Γιατί μαμά;
Γιατί;»
Σάστισε η μάνα της. Δεν είχε εισβάλλει ποτέ στην προσωπική τους
ζωή, πόσο μάλλον να κρίνει και τις πράξεις τους. Δεν έκανε καν ερωτήσεις
αυτό το παιδί. Τόσα χρόνια, νόμιζε ότι απείχε από όλη αυτή την
καταστροφή. Νόμιζε ότι είχε καταφέρει να την προφυλάξει από τον
ανεμοστρόβιλο που ρουφούσε κάθε τόσο το σπίτι τους. Πίστευε ότι
σηκώνοντας την καταπακτή της καρδιά της και βάζοντάς την εκεί μέσα,
δεν μπορούσε να δημιουργηθεί κανένα ερώτημα-πρόβλημα στην ψυχούλα
της.
Έλα σου όμως που η Μάγδα είχε πολύ καλή διορατικότητα, ακόμα
και στα μάτια της ψυχής της κι άνοιγε μόνη της σιγά σιγά τρυπούλες και
χαραμάδες με τα μικρά χεράκια της για να τα δει όλα, πίσω από την πόρτα
σωτηρίας που είχε υψώσει σαν τοίχος μπροστά της η “μαμά ελπίδα”!
Είχε όμως και κάτι άλλο. Πολύ κι αβάσταχτο πόνο που καρφώνεται στην
ψυχή ενός παιδιού όταν κάποιος “άρρωστος”, του μπήγει ένα μαχαίρι στην
αθώα καρδούλα του. Ένας πα-τέρας που δεν αισθάνεται και δεν
καταλαβαίνει τίποτα, ούτε καν την αρρώστια του.
Την κοιτούσε απορημένη, δεν το περίμενε ότι η κόρη της είχε
μεγαλώσει πια και καταλάβαινε τόσα πολλά. Προσπαθούσε πάντα να
διώχνει τον πόνο από το πρόσωπό της, αλλά τα μάτια της δεν το έκρυβαν.
Πόσο μάλλον από το ίδιο της το παιδί, που η αγάπη για τη μάνα του ήταν
ό,τι πολυτιμότερο είχε. Πως μπορεί να κρυφτεί η αγάπη! Είναι ικανή να τα
δει όλα σ’ ένα αγαπημένο βλέμμα! Την κοιτούσε λοιπόν η “μαμά ελπίδα”
και διέκρινε στα μάτια της Μάγδας, τη γυάλινη ελπίδα που με τόση
προσοχή της προσέφερε, τόσο εύθραυστη, έτοιμη να ραγίσει από στιγμή σε
στιγμή. Δεν ήθελε να απογοητεύσει το παιδί της. Κι όμως. Το έκανε χωρίς
να το καταλαβαίνει.

15
Φραγκάκη Ειρήνη

Γιατί, πως μπορείς να κοιτάξεις τη ζωή των άλλων καθαρά, όταν ζεις
με παρωπίδες τη δικιά σου ζωή;
Γύρισε χωρίς να έχει κουράγιο να σηκωθεί από το πάτωμα. Έμοιαζε
σαν κάποιος να την κάρφωσε εκεί. Ακούμπησε την πλάτη στα ντουλάπια
της κουζίνας κι έμοιαζε τόσο κουρασμένη, Θεέ μου!
«Μάγδα, δεν συμβαίνει τίποτα σημαντικό για ν’ ανησυχείς. Με τον
πατέρα σου είχαμε απλά μια διαφωνία και το μόνο που κάνω είναι να
ξεσπάω τώρα που έφυγε. Συμβαίνουν αυτά ανάμεσα στα ζευγάρια. Δεν
είναι όλα ρόδινα κορίτσι μου μέσα σ’ ένα γάμο αλλά πραγματικά, σε
παρακαλώ, μην φέρεσαι λες και χάλασε ο κόσμος».
«Σε παρακαλώ μαμά, μην με κοροϊδεύεις. Ξέρω πολύ καλά τι
συμβαίνει, βλέπω τι γίνεται, μην προσπαθείς λοιπόν να μου ρίξεις στάχτη
στα μάτια, δεν είμαι μωρό».
«Αλήθεια σου λέω αγάπη μου, μην ανησυχείς. Κοίτα τα μαθήματά
σου εσύ, τις σπουδές και τη ζωή που είναι όλη μπροστά σου. Μην
σκοτίζεις το μυαλό σου με τέτοιες λεπτομέρειες».
«Δεν είναι λεπτομέρεια η οικογένεια μαμά. Κι όσο για τις σπουδές
μου, πως είναι δυνατόν να φύγω από ’δω; Μου λες; Πώς να σε αφήσω
μόνη μαζί του; Δεν μπορώ να φύγω, θα είναι σαν να σε εγκαταλείπω στο
έλεος του. Και λυπάμαι που το λέω αλλά αυτό το έλεος δεν είναι του Θεού,
αλλά το δικό του. Με χρειάζεσαι εδώ, το νιώθω, το βλέπω».
Τα μάτια της Μάγδας βούρκωσαν, τα νεύρα της τεντωμένα έδιναν στο
πρόσωπό της μια έκφραση που δεν την είχε δει ποτέ πάλι η μάνα της, μια
έκφραση γεμάτη πείσμα κι αγωνία.
«Πάντως να ξέρεις», συνέχισε η Μάγδα, «αν δεν ξεκαθαρίσουν τα
πράγματα εδώ, εγώ δεν πάω πουθενά κι ας λες ό,τι θες».
«Όχι μάτια μου, όχι. Μην βάζεις εμπόδια στο μέλλον σου, εγώ είμαι
συνηθισμένη. Έτσι είναι αγάπη μου οι άντρες. Μαθημένοι ότι το σπίτι κι

16
Η πεταλούδα της νύχτας

εμείς ανήκουμε σε δαύτους. Ο πατέρας σου σ’ αγαπάει, δεν θα σε πλήγωνε


ποτέ. Άσε μας εμάς παιδί μου και πάντα τα ξαναβρίσκουμε».
Όταν το άκουσε αυτό η Μάγδα, ένιωσε άλλη μια μαχαιριά να της
σκίζει το μέσα της, άλλη μια μαχαιριά μέσα στις τόσες που δέχονταν κάθε
βράδυ.
Ποιος την αγαπάει λέει;
Ποιος δεν θα την πλήγωνε;
Αλλά τί να πει και πώς να το πει; Πώς να δώσει κι άλλο πόνο εκεί που
όλα ξεχειλίζουν τόσο βάναυσα από άγνοια; Να την πλήγωνε κι άλλο; Να
δημιουργούσε κι άλλα προβλήματα όταν αυτά που ήδη είχαν ήταν
υπεραρκετά; Συνέχισε λοιπόν να κάνει αυτό που είχε μάθει πια καλά. Να
ταμπουρώνεται πίσω από τη δικαιολογία του μικρού, της ηλικίας της,
τουλάχιστον όσον αφορούσε τον δικό της πόνο.
«Μα τί λες βρε μάνα; Ποιο μέλλον; Και τί είναι δηλαδή οι άντρες;
Αυτοί που έχουν δικαίωμα να σε πονάνε; Δεν το βλέπεις ότι εσύ του έχεις
δώσει αυτό το δικαίωμα; Τον κάνεις να βλέπει, ό,τι ακριβώς του δείχνεις.
Κι αυτό που επιτρέπεις να βλέπει μαμά είναι ότι το άδικο βαραίνει εσένα.
Μα είναι δυνατόν; Όταν λες στον άλλο ότι έχει δίκιο και μάλιστα με τέτοια
επιμονή, πως μπορεί αυτός να το αμφισβητήσει;»
Που να ήξερε η καημενούλα η Μάγδα, τι της επιφύλασσε το μέλλον.
Τα λόγια που έβγαιναν απ’ το στόμα της ήταν βουτηγμένα στην αγνότητα
αφού δεν είχε προλάβει η ζωή να της δείξει τη σκληρή πλευρά των
σχέσεων ενός ζευγαριού. Είχε καρφωμένη στην ψυχή της, την εικόνα των
ματιών του αγοριού που έσταζαν αγάπη και γλύκα.
«Δεν ξέρω κόρη μου. Ίσως να ’χεις και δίκιο. Κάποτε μου είχαν πει,
ότι στο σπίτι αφεντικό είναι πάντα η γυναίκα. Δεν πρέπει όμως με κανένα
τρόπο ν’ αφήσει τον άντρα να το καταλάβει. Βλέπεις μάτια μου, τ’
αρσενικά από τη φύση τους έχουν μάθει να κυριαρχούν πάντα και παντού,

17
Φραγκάκη Ειρήνη

αλίμονο σου αν τους πάρεις το παιχνίδι μέσα από τα χέρια. Πάει, το ’χασες
το κεφάλι σου. Δεν σηκώνουν μπαϊράκι από κανέναν».
«Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Πώς μπορείς να ζεις με κάποιον που σε
πονάει και σ’ εκμεταλλεύεται;»
«Μην με πληγώνεις έτσι παιδάκι μου. Μην μου λες τέτοια λόγια.
Ίσως έχεις δίκιο, ίσως τα νιάτα κι η παιδική ψυχούλα σου να τα βλέπουν
όλα ιδανικά ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως θα ήθελες εσύ να είναι, μα
κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Αυτός όμως είναι ο πατέρας σου κι όταν
τον αγάπησα, τον δέχτηκα έτσι όπως ήταν».
«Και νομίζεις ότι έτσι τον κρατάς; Έτσι τον κάνεις να σ’ αγαπήσει;
Έτσι τον αγαπάς εσύ;»
«Όχι. Έτσι έχω κρατήσει το σπίτι μας όρθιο όλα αυτά τα χρόνια και
στο κάτω κάτω, το μόνο κακό που έχει, είναι που είναι λίγο αψύς. Έτσι
γεννήθηκε, πώς να το κάνουμε, να τον αλλάξω τώρα στα γεράματα;
Κομματάκι δύσκολο μου φαίνεται. Κι εσύ τί νομίζεις πως θα κάνεις; Θα
κάτσεις εδώ να μας προσέχεις για να μην τσακωνόμαστε;» Απάλυνε ακόμα
περισσότερο τον τόνο της φωνής της και συνέχισε πιο ήρεμη μήπως και
την έπειθε. «Να μην φοβάσαι κορίτσι μου. Να σκέφτεσαι μόνο ότι δεν
έχουμε σοβαρά προβλήματα. Εμείς είμαστε μια χαρά έτσι. Κι εσύ να
κοιτάξεις τη ζωή σου και πώς να την κάνεις καλύτερη. Εδώ δεν μπορείς να
κάνεις τίποτα, η τύχη και η μοίρα σου βρίσκονται αλλού. Ψάξε, ψάξε παιδί
μου να τα βρεις και μην τα σκαλίζεις μ’ εμάς».

Απογοητευμένη πάλι η Μάγδα, που ούτε η αγάπη ούτε τα λόγια της


δεν έκαναν θαύματα, περίμενε το βράδυ για να κλείσει τα φτερά της και
δεν θα της ξαναμιλούσε ποτέ γι’ αυτά.
Δεν της είπε ούτε καν αυτά που τη διέλυαν και την σκότωναν νύχτα-
μέρα. Δεν ήθελε να προσθέσει κι άλλη πίκρα στις τόσες που κουβάλαγε η
καημένη η μάνα της κι ας το είχε τόσο ανάγκη. Πάντα όμως προσπαθούσε

18
Η πεταλούδα της νύχτας

να έχει τα μάτια της ανοιχτά· δεν ηρεμούσε με τίποτα. Δεν άντεχε στη
σκέψη ότι η μάνα της ζούσε τόσα χρόνια μ’ έναν τύραννο. Ότι ανάγκαζε
και την ίδια ν’ ανέχεται μια κοινή ζωή μ’ αυτό το τέρας που δημιούργησε η
φύση. Ήταν μαζί του μόνο για να μην στεναχωρηθεί το παιδί της. Και δεν
ήξερε ότι έτσι δεν το στεναχωρούσε απλώς, αλλά το οδηγούσε κατευθείαν
στην τρέλα, φοβούμενη το να μην ζήσει το παιδί της με χωρισμένους
γονείς. Όπως κι αν ήταν οι καταστάσεις, πίστευε πως ένα παιδί έπρεπε να
ζει και με τους δυο του γονείς. Η θυσία της μάνας σε όλο της το μεγαλείο.
Αυτή είναι όμως η ειρωνεία της ζωής! Να θες να προστατέψεις το παιδί
σου χωρίς πραγματικά να ξέρεις ποιοι ακριβώς είναι οι κίνδυνοι. Κι όμως
τα παιδιά μπορούν εύκολα να σε κατηγορήσουν γι’ αυτό, αλλά και να
νιώσουν ένοχα. Δεν το χώραγε το μυαλό της Μάγδας ότι η μάνα της
θυσίασε τη ζωή της για την ίδια, δεν το χώραγε το μυαλό της επίσης, ότι
ίσως εκείνη ήταν η αιτία που ο πατέρας της δεν αγαπούσε τη μάνα της και
της φερόταν έτσι. Μα πως μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αγαπήσει
οποιονδήποτε άλλον όταν δεν μπορεί ν’ αγαπήσει το ίδιο του το παιδί και
να το προστατέψει; Εκείνη ήταν η αιτία που ποτέ η μάνα της δεν
αντέδρασε και δεν παράτησε ότι της έκανε κακό. Και δεν άξιζε καν τον
κόπο. Αλλά πώς να της το έλεγε; Δεν ξεστομίζεις εύκολα τέτοιες
κουβέντες. Όταν αγαπάς υπομένεις, αφήνεις τον πόνο και τον φόβο να
ξεριζώνει μόνο τα δικά σου σωθικά, δεν πληγώνεις τους ανθρώπους που
αγαπάς. Γι’ αυτήν, η αγάπη και ο τρόπος που έπρεπε να το δείχνουν οι
άλλοι, ήταν ένας και μοναδικός. Ευγενικός ακόμα και στις πίκρες!

Τα πράγματα στο σπίτι έδειχναν ήρεμα με τους γονείς της, δεν άκουσε
ξανά φασαρίες, δεν έβλεπε τη μάνα της λυπημένη, πάντα είχε ένα πλατύ
χαμόγελο. Τόσο τέλειο… σαν ψεύτικο!

19
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 3

Τον Μιχαήλ, δεν τον ξαναείδε ποτέ με τον τρόπο που τον κοίταγε στο
πάρτι της. Τέλειωσε μαζί του μια για πάντα, το επόμενο πρωί μετά από
εκείνο το απαίσιο βράδυ, όταν εκείνος την πλησίασε στο σχολείο για να
της μιλήσει.
«Συγνώμη Μιχαήλ αλλά αυτό δεν μας οδηγεί πουθενά. Δεν μπορώ να
σε δω όπως εσύ εμένα. Δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσουμε κάτι που θα
σταματήσει ούτως ή άλλως», ήταν οι μόνες λέξεις που βγήκαν απ’ το
στόμα της. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του γύρισε την πλάτη αφήνοντάς
τον μόνο με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και μια μεγάλη
πίκρα στην καρδιά, αφού το ενδιαφέρον του για εκείνη ήταν πραγματικό.
Όπως νοιαζόταν κι εκείνη, όμως δεν μπορούσε, ούτε να σκέφτεται ούτε να
φανταστεί ότι θα την ακουμπήσει πάλι κάποιος. Η ζωή και η ψυχή της
είχαν σφραγιστεί ανεπανόρθωτα.

Πέντε χρόνια τώρα κι ακόμα τα βράδια της συνέχιζαν να είναι το ίδιο


εφιαλτικά μετά από εκείνα τα καταραμένα γενέθλια. Προσπαθούσε να
κρύβεται κάθε στιγμή της ημέρας για να μην τον πετύχει σε κάποιο
δωμάτιο του σπιτιού. Το θράσος του ήταν τόσο πια, που δεν αντιμετώπιζε
κανέναν ενδοιασμό όταν την πετύχαινε ακόμα και ξύπνια. Προσπαθούσε
να την προσεγγίσει με καλοπιάσματα, λες κι όλο αυτό ήταν δημιούργημα
κάποιου άλλου κι όχι δικό του. Έτρεμε στην ιδέα ότι θα έμενε μόνη στο
σπίτι μαζί του. Την τράβαγε κοντά του με ό,τι ηλίθιο τέχνασμα
σκαρφιζόταν. Κι εκείνη δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει. Εκείνος είχε
ξεθαρρέψει από τη στιγμή που κατάλαβε ότι η Μάγδα δεν είχε τα κότσια
να μιλήσει για κάτι τόσο σοβαρό. Φοβόταν, έτρεμε στη σκέψη ότι έφταιγε
η ίδια για ό,τι γινόταν.

20
Η πεταλούδα της νύχτας

Το σώμα της είχε γίνει πια ζουμερό, γεμάτο καμπύλες, κάτι που όλα
τα κορίτσια επιθυμούσαν κι ένιωθαν υπερήφανα γι’ αυτό που αποκτούσαν
με την πάροδο του χρόνου. Ένα εφηβικό κορμί είναι πιο επιθυμητό απ’
οποιοδήποτε άλλο. Κι όμως αυτή ένιωθε ενοχές για το σώμα της, δεν ήθελε
να διαγράφεται το στήθος της, δεν ήθελε να φοράει τίποτα που να το
τονίζει και γενικά, τίποτα που να προκαλεί. Οι φαρδιές μπλούζες και τα
μακριά παντελόνια είχαν γίνει μόνιμος σύντροφος και σύμμαχος του
φόβου της, στη ντουλάπα της. Σαν τσουβάλια κρέμονταν πάνω της τα
ρούχα, μα δεν την ενδιέφερε καθόλου. Ο ασκός που είχε στην ψυχή της
έτοιμος να εκραγεί, ήταν το σαράκι της.
Τρελές σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό της. Ένιωθε πως θα της
στρίψει. Ήθελε να ζητήσει βοήθεια, να μιλήσει στη μητέρα της, έψαχνε
μέσα στην αχανή έρημο που είχε δημιουργηθεί στην ψυχή της για μια
όαση. Αλλά ήταν μάταιο. Ο φόβος υπερνικούσε κάθε κίνηση που
σκεφτόταν να κάνει. Θα την κατηγορούσαν, δεν θα την πίστευαν, θα την
έβγαζαν τρελή. Ποιος θα πίστευε κάτι τέτοιο για κάποιον που είχε
δημιουργήσει μια εικόνα “αγίου”;
Παραείναι αρρωστημένο κάτι τέτοιο για να ειπωθεί. Θα τους
φαινόταν αδιανόητο. Ακόμα κι η μάνα της δεν θα μπορούσε να την
πιστέψει. Μαθημένη όπως ήταν να κρύβεται πάντα πίσω από το δάχτυλό
της και την αποπνικτική σκιά του “αφέντη”, σίγουρα δεν θα έκανε κάτι για
να την βοηθήσει, όσο κι αν την αγαπούσε.
Τύψεις που δεν μίλαγε, τύψεις για ό,τι ένιωθε, τύψεις για ό,τι γινόταν.
Τύψεις και πόνος. Κι ο Γολγοθάς συνεχιζόταν. Κι η Μάγδα ανέβαινε κι
ψυχή της κατέβαινε, βουλιάζοντας μέσα της…

Τέλειωσε το σχολείο μέσα στους καλύτερους και πέρασε σ’ ένα από


τα καλύτερα Πανεπιστήμια. Δεν άφησε τίποτα να μπει εμπόδιο ανάμεσα σ’
εκείνη και το εισιτήριο για τη φυγή της. Γιατί όσο κι αν δεν ήθελε ν’

21
Φραγκάκη Ειρήνη

αφήσει τη μητέρα της στα χέρια αυτού του ανθρώπου, δεν μπορούσε και
να μην σκεφτεί την ψυχή της που μέρα με τη μέρα πέθαινε. Δεν μπορούσε
να παραβλέψει το γεγονός ότι είχε επιθυμήσει άπειρες φορές να βάλει ένα
τέλος στη ζωή της, αφού της ήταν αδύνατον να δώσει τέλος σε αυτό που
της συνέβαινε.
Μια εβδομάδα πριν φύγει, άρχισε τις ετοιμασίες για την αναχώρησή
της. Έφτιαχνε τις βαλίτσες της όταν χτύπησε η πόρτα του δωματίου.
«Ανοιχτά είναι μαμά, έλα γιατί θέλω να σε ρωτήσω κάτι», είπε χωρίς
να κοιτάξει. Το πόμολο το άκουσε αλλά απάντηση δεν πήρε. Γύρισε και το
θέαμα που αντίκρισε, της φάνηκε σαν από ταινία παλιού ελληνικού
κινηματογράφου! Τόσο… ψεύτικα μελό. Οι γονείς της αγκαλιασμένοι,
όπως δεν τους είχε δει ποτέ πριν, σε ρόλους που τους υποδύονταν κακοί
κομπάρσοι. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα έτρεχε να τους αγκαλιάσει!
Τι ειρωνεία όμως Θεέ μου! Αυθόρμητη όπως ήταν στα συναισθήματα της
καρδιά της, το μόνο που ήθελε, ήταν να βάλει τα κλάματα. Κοιτάχτηκαν
στα μάτια κι ο καθένας για τον δικό του λόγο βούρκωσε. Η μάνα γιατί
έφευγε η μοναχοκόρη της που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αποχωριστεί, το
πατέρας της γιατί έχανε το παιχνιδάκι του κι η Μάγδα… δεν ήξερε πια
γιατί ήθελε να κλάψει. Από χαρά που θα σταματούσε το κρυφό της
μαρτύριο; Από λύπη που άφηνε στα σκληρά χέρια ενός τύραννου, τη
γεμάτη άγνοια ψυχή, της μάνας; Ήθελε ν’ ανοίξει μια αγκαλιά γεμάτη
φτερούγες και κάτω να χωρέσει η αγάπη μιας ολόκληρης οικογένειας.
Μιας ολόκληρης ζωής…
Ήθελε όμως και ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί για το θέατρο του
παραλόγου που παιζόταν κάτω από τη μύτη του καθενός τους κι εκείνη
ήταν έτοιμη να δεχτεί άνευ όρων και ορίων τον ρόλο που της μοίραζαν.

Άλλη μια αγκαλιά ήθελε ν’ ανοίξει την ημέρα που έφευγε μακριά από
τους “δικούς” της ανθρώπους. Μέχρι τότε δεν είχε κανέναν άλλο. Αυτά τα

22
Η πεταλούδα της νύχτας

δυο γερασμένα πρόσωπα ήταν όλα όσα είχε στη ζωή της. Μέχρι τότε. Με
δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε τη μαμά ελπίδα, με τα ίδια δάκρυα
αποχαιρέτησε και τον μπαμπά τέρας αφού για εκείνον δεν θα χαράμιζε
ούτε μια σταγόνα. Για ’κείνον δεν είχε τίποτα, απολύτως τίποτα.
Χωρίς αγκαλιές, μόνο με μάτια γεμάτα δάκρυα καυτά, τα δικά της
μάτια που έμοιαζαν σαν λίμνες ξεχειλισμένες.
Κάτι δεν της άρεσε στο βλέμμα της μητέρας της, κάτι δεν της πήγαινε
καλά και παρόλο που έβλεπε αυτό που πάντα επιθυμούσε κι αγωνιζόταν να
δει -κι ας ήξερε ότι ήταν ψεύτικο τώρα-, την τελευταία στιγμή, έκανε πίσω,
διέκρινε μια πίκρα κι ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν επειδή εκείνη έφευγε.
Κι ο πατέρας της όμως κάτι σαν να έκρυβε, ήταν ολοφάνερο πως κάτι
είχε προηγηθεί. Μάλωσε τον εαυτό της από μέσα της για την καχυποψία
και προσπάθησε να πειστεί πως όλα ήταν καλά κι ότι ίσως, είχε γίνει το
θαύμα που πάντα αποζητούσε, για να καταφέρει να απομακρυνθεί από το
παρελθόν της. Δεν τους έδειξε τίποτα, έφυγε και τους άφησε να ελπίζουν
ότι τους πίστεψε. Δεν τους επέτρεψε ποτέ να κοιτάξουν βαθιά μέσα στην
παγωμένη ψυχή της, δεν θα το έκανε ούτε τώρα. Μπήκε στο πλοίο που δεν
θα ξαναέμπαινε παρά για μόνο μια φορά ακόμα στη ζωή της.
Με δάκρυα στα μάτια, μονολογούσε η μάνα της καθώς επέστρεφε
σπίτι της, στο καλό να πας παιδί μου, στην ευχή του Θεού κι η Παναγιά μαζί
σου.
Κι από μέσα της, πολύ βαθιά για να μην ακουστεί ούτε στην ίδια η
σκέψη της, παρακάλαγε τον Ύψιστο να βοηθήσει και την ίδια ν’ αντέξει το
δικό της μαρτύριο. Φοβόταν πολύ∙ η μυστική συμφωνία που είχε κάνει με
τον αιώνια αδιόρθωτο σατράπη, ήταν ό,τι χειρότερο. Κάλλιο να είχε δώσει
την ψυχή της στον έξω από ’δω.

Μια βδομάδα πριν φύγει η Μάγδα, είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά για το τι
έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε λοιπόν, ότι το κορίτσι της, έπρεπε να πάρει

23
Φραγκάκη Ειρήνη

μαζί της αγαπημένες αναμνήσεις. Έπιασε τον άντρα της και του τα είπε
έξω από τα δόντια.
«Άκουσε προσεκτικά τι έχω να σου πω. Η Μάγδα μεγάλωσε αρκετά
ώστε να καταλαβαίνει αυτά που εμείς πιστεύαμε κι ελπίζαμε ότι της
κρύβαμε καλά. Το παιδί μας είναι ο μόνος κρίκος που μας δένει τόσα
χρόνια αλλιώς θα το είχαμε διαλύσει προ πολλού. Σου ζητώ ή για να
ακριβολογώ, απαιτώ μιας και δεν έχω απαιτήσει τίποτα μέχρι σήμερα, η
τελευταία βδομάδα του παιδιού μας εδώ, να είναι ένας παράδεισος για
’κείνη. Μόνο αυτό και μετά κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός».
«Άκου να σου πω παλιοβρόμα που θα μας κάνεις και μαθήματα, η
Μάγδα είναι και δικό μου παιδί, όχι μόνο δικό σου που πας να μου το
παίξεις προστάτιδα. Την αγαπάω όσο κι εσύ γι’ αυτό θα συμφωνήσω μαζί
σου για πρώτη και τελευταία φορά. Μετά όμως θα δεις τι θα γίνει. Άσε να
φύγει το παιδί με το καλό και ξέρω εγώ τι θα κάνω».
«Ακόμα δεν έκανες την πρώτη σου υποχώρηση κι άρχισες κιόλας τις
απειλές;»
«Εγώ μίλησα κι άλλη κουβέντα μαζί σου γι’ αυτό, δεν κάνω.
Κατάλαβες;»
Δεν μίλησε η δόλια. Τι να πει μπροστά σ’ αυτό το τέρας που είχε γι’
άντρα και σύντροφο στη ζωή; Σημασία είχε πια μόνο το κοριτσάκι της. Η
νεραïδένια της.
Που να το ’ξερε ότι αυτή η συμφωνία που είχε κλειστεί τόσο μυστικά,
θα ήταν γι’ αυτήν η αρχή για ένα τέλος. Και το… τέλος για μια νέα αρχή.
Που να το ήξερε ότι δεν ήταν μόνο ο δικός της τρόμος που κυκλοφορούσε
ξυπόλυτος κι ελεύθερος στο σπίτι. Κάπου εκεί είχε κρυφτεί κι ο φόβος της
Μάγδας κι έσερνε τ’ αλυσοδεμένα του βήματα σαν φάντασμα, για να της
κάνουν παρέα.

24
Η πεταλούδα της νύχτας

Γυρνώντας απ’ το λιμάνι πήγαν αμέσως σπίτι. Σ’ όλη τη διαδρομή


προσευχόταν να μην τη βρει κανένα κακό. Φοβόταν μετά τη δήλωση-
απειλή που της έκανε. Έτσι αποφάσισε να μην τον προκαλέσει γιατί δεν
ήξερε μέχρι που ήταν ικανός να φτάσει. Μπήκαν στο σπίτι αμίλητοι κι
εκείνη προφασίστηκε πονοκέφαλο για να εξαφανιστεί από μπροστά του
και να μην τον βλέπει.
«Με συγχωρείς αλλά είμαι εξαντλημένη. Το κεφάλι μου πάει να
σπάσει. Θέλεις να σου φτιάξω κάτι πριν ξαπλώσω;»
Καταραμένη συνήθεια, μια ζωή να υπηρετεί χωρίς ένα ευχαριστώ.
«Πήγαινε όπου θες και παράτα με ήσυχο μωρή ηλίθια. Από ’δω και
πέρα φρόντισε να μην σε βλέπω και να μην σ’ ακούω γιατί μου γυρίζεις τ’
άντερα. Συνεννοηθήκαμε;»
«Ό,τι πεις». Απάντησε ξεψυχισμένα κι έσυρε τα βήματά της. Τί να
έκανε; Πώς να εξηγήσει στη Μάγδα αυτό που φοβόταν; Πώς να το
εξηγήσει στον ίδιο της τον εαυτό μετά από τόσα χρόνια;
Τον άνθρωπο αυτόν -αν μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει άνθρωπο-
δεν τον είχε αγαπήσει όπως είχε πει στην κόρη της. Ήταν ένα προξενιό, για
να γλιτώσουν οι γονείς της. Ποιοι γονείς δηλαδή! Υιοθετημένη ήταν αλλά
δυστυχώς δεν ήταν από τα τυχερά παιδιά, δεν την ανέλαβαν άνθρωποι να
την αγαπάνε και να την φροντίζουν. Τους πραγματικούς της γονείς δεν
τους γνώρισε ποτέ κι έτυχε αυτό το ζευγάρι, σε μια εποχή που ο έρωτάς
τους ήταν μεγάλος, να θέλουν παιδί αλλά να μην μπορούν να κάνουν δικό
τους. Αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα από τα τόσα πολλά πλασματάκια
που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Η Κατερίνα κι ο Φώτης Μαρκάτου, τελικά κατάφεραν να την πάρουν
υπό την προστασία τους!
Τα πρώτα χρόνια ήταν ευτυχισμένα. Ποιο παιδί δεν θα ήταν
ευτυχισμένο, όταν είχε επιτέλους δυο ανθρώπους που φαίνονταν ότι το

25
Φραγκάκη Ειρήνη

αγαπάνε; Ποια αθώα ψυχούλα δεν προτιμούσε ένα ζεστό σπιτικό και μια
τρυφερή αγκαλιά από ένα ψυχρό ορφανοτροφείο;
Μα πόσο μπορεί να κρατήσει μια ξένη αγάπη, από δυο ανθρώπους
αδύναμους στα στραπάτσα της ζωής; Μπορεί να ήταν ευτυχισμένοι κι
ερωτευμένοι στην αρχή αλλά η πορεία της ζωής άλλαξε και τα δεδομένα.
Αργότερα, από τη μια η φτώχια κι από την άλλη η αδυναμία που
δέρνει την ανθρώπινη ψυχή, τους έκανε δυστυχισμένους. Το ζευγάρι αυτό
δεν μπορούσε ν’ αντέξει ο ένας τον άλλο κι αυτό το μικρό αγγελούδι ήταν
εμπόδιο στον χωρισμό τους. Πώς να χωρίσουν οι γονείς ενός υιοθετημένου
παιδιού; Τί να το έκαναν; Δεν μπορούσαν να το ξεφορτωθούν κι αν
χώριζαν έπρεπε ο ένας από τους δυο τουλάχιστον, να το πάρει. Δεν υπήρχε
άλλη λύση εκτός από το να συνεχίσουν να ζουν στη μιζέρια τους. Κι αυτό
το “παιδί της καρδιάς” είχε καταντήσει το “παιδί της μιζέριας”.
Η δυστυχία της μικρής Ευτυχίας Μαρκάτου, κράτησε μέχρι τα δεκάξι
της. Τότε ήταν που αυτό το αρσενικό ζώο την είδε, τη λιμπίστηκε κι
αποφάσισε να της δώσει κι άλλη δυστυχία λες και αυτή που είχε δεν της
ήταν αρκετή.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη ζήτησε σε γάμο. Εκείνο το όρθιο
κτήνος, ο Αντρέας Ζώης, κόντευε τα σαράντα κι ένα τριαντάφυλλο ήταν
ό,τι έπρεπε γι’ αυτόν. Ποιος ο λόγος λοιπόν να μην τη διεκδικήσει; Και οι
γονείς του μικρού μπουμπουκιού άλλο που δεν ήθελαν. Την πάντρεψαν με
το ζόρι για να την ξεφορτωθούν. Δεν πρόλαβε το ρόδο ν’ ανθίσει και
μαράθηκε.
Από τον πρώτο κιόλας καιρό, άρχισαν οι βιασμοί του κορμιού και της
ψυχής. Ένα μαρτύριο αβάσταχτο, χωρίς τελειωμό. Πέρασε λίγα χρόνια
καταδικασμένη να ζει μ’ ένα τέρας, ώσπου γέννησε το μονάκριβο
κοριτσάκι της, το διαμάντι της, τη νεραϊδένια της, τη Μάγδα της. Μόνη σε
όλα η Ευτυχία. Μια μοναξιά αβάσταχτη και βοήθεια από πουθενά.
Άνθρωπος να μιλήσει, δεν βρέθηκε. Ο “καλός” σύζυγος δεν την άφησε να

26
Η πεταλούδα της νύχτας

κάνει φιλίες γιατί έλεγε πως ξεμυαλίζουν. Πως δεν υπάρχουν αληθινές
φίλες, και πως όλες αυτές προσπαθούν να σου αρπάξουν ό,τι έχεις. Έτσι
ήταν αφοσιωμένη στη μοναξιά και στο παιδί της.
Η χαρά της μάνας, ατέλειωτη, όπως κάθε γυναίκας που κερδίζει αυτόν
τον τίτλο. Τη λάτρεψε απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο που κατάλαβε ότι μέσα
της μεγάλωνε μια ψυχούλα.
Κι “αυτός” ο πατέρας της, κι αυτός την ήθελε, έτσι για να μην μείνει
στον βιασμό της μιας ψυχής μόνο· τα αχόρταγα πάθη του ζήταγαν φρέσκια
σάρκα.
Η καημένη η Ευτυχία προσπαθούσε με χίλιες δυο προφάσεις ν’
αποφεύγει τον τύραννο και τον ενοχλούσε μόνο σε ό,τι αφορούσε το παιδί
κι αυτό γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Προσπάθησε και πάλεψε με
νύχια και με δόντια να μην αγγίξει τίποτα δυσάρεστο την ψυχούλα της
μικρής Μάγδας.
Έλα σου όμως που η Μάγδα καταλάβαινε γιατί ήταν πανέξυπνη, αλλά
δεν μίλαγε ποτέ. Έλα σου όμως που η Μάγδα πέρναγε τον δικό της
Γολγοθά μόνη της γιατί δεν ήθελε να στεναχωρεί κανένα και συνέχιζε να
μην μιλάει. Μέχρι εκείνη τη μέρα που ξεκίνησε πρώτη τη συζήτηση με τη
μάνα της όταν τη βρήκε σ’ αυτό το χάλι.
Έφυγε όμως. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει
διαφορετικά. Η καρδιά της βάραινε από την πίκρα που είχε αντικρίσει στα
μάτια της μητέρας της. Την πίκρα που θα έμενε αποτυπωμένη για πάντα
στην καρδιά της.
Και ποτέ δεν σκέφτηκε ν’ αλαφρύνει τη δικιά της. Και ποτέ κανείς
δεν κατάλαβε ότι η Μάγδα κουβαλούσε μια ασήκωτη βαλίτσα γεμάτη με
πόνο, μοναδική της αποσκευή για όλη της τη ζωή.

27
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 4

Ταξιδεύοντας προς τη νέα της ζωή, σκεφτόταν τον τρόπο που θα


μπορούσε να την κάνει καλύτερη από την προηγούμενη. Πάλευε να μην
σκέφτεται τίποτα άλλο γιατί ήξερε ότι ανεβαίνοντας σ’ αυτό το πλοίο,
άρχιζε ένας δικός της αγώνας. Ολοδικός της! Δεν άφησε τους γονείς της να
τη βοηθήσουν σε τίποτα που αφορούσε τη μελλοντική της πορεία, ήθελε
μόνη της να κάνει ένα ένα τα βήματα του δρόμου που λέγεται ζωή. Ούτε
σπίτι δέχτηκε να της βρουν. Μόνο κάποια έξοδα κι αυτά τα αρχικά, γιατί
είχε σκοπό αργότερα να βρει μια δουλειά παράλληλα με τις σπουδές της,
για να συντηρεί μόνη τον εαυτό της. Από τη μάνα της δεν ήθελε να πάρει
τίποτα, γιατί ήξερε ότι δεν είχε μα εκείνη της έδωσε αυτά που με κόπο
έκρυβε τόσα χρόνια για το κορίτσι της. Από τον πα-τέρα της δεν πήρε
τίποτα γιατί δεν ήθελε να του χρωστάει τίποτα, άλλωστε αρκετά του
χρωστούσε ήδη. Τόσος πόνος ήταν ήδη βαρύ τίμημα για την καρδιά της.
Ήταν περήφανος άνθρωπος η Μάγδα Ζώη. Ποτέ δεν ήθελε να επιβαρύνει
κανέναν. Είχε μεγαλώσει πια κι ένιωθε δυνατή κι υπεύθυνη για να
ξεκινήσει από το μηδέν μόνη της και να τα καταφέρει. Από το χαρτζιλίκι
της, είχε προνοήσει κι είχε μαζέψει κάποια χρήματα, τα οποία δεν τα
γνώριζαν οι γονείς της, μ’ αυτά θα έκανε τα πρώτα δειλά της βήματα.
Χριστέ μου, πόση δύναμη ένιωθε ότι είχε. Την είχε καταπλήξει ο
εαυτός της με το θάρρος που διέθετε. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα.
Μόνο στα όνειρα είχε δώσει δικαίωμα να κάνουν κατάληψη στην καρδιά
και στο μυαλό της. Για πρώτη φορά θα έκρυβε βαθιά μέσα της ότι την είχε
πονέσει και ξεκινούσε με πίστη στον Θεό και στον εαυτό της για όλα αυτά
που ήθελε να ζήσει. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μπορείς όμως να ξέρεις τι
σου επιφυλάσσει η ζωή;
Θα ταξίδευε πολλές ώρες για να φτάσει εκεί που θα έκανε τη δικιά
της αρχή. Ώρες που της υποσχόταν πολλά όνειρα και ποιος ήξερε τι άλλο!

28
Η πεταλούδα της νύχτας

Δεν είχε φύγει από τον τόπο της ποτέ και η καρδιά της φτερούγιζε όπως
κάθε νέου ανθρώπου σε ένα καινούριο ξεκίνημα. Στεκόταν στο
κατάστρωμα και κοίταγε το πέλαγος, ανυπομονούσε να φτάσει στον
προορισμό της, κάτι που αργούσε να γίνει. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη
να σπάσει. Δεν τα άντεχε τόσα μαζεμένα συναισθήματα και πάλευε με
νύχια και με δόντια να τα κοντρολάρει.

Πρώτη άφιξη το λιμάνι του Πειραιά μιας κι έπρεπε να πάρει από ’κει
το πλοίο για τη Σύρο. Είχε βγει στο κατάστρωμα αρκετή ώρα πριν γιατί
ήθελε να δει την Αθήνα από μακριά. Κάθε τι καινούριο, της κέντριζε το
ενδιαφέρον κι ήθελε να το απολαύσει, ακόμα κι αν για άλλους φαίνονταν
βαρετά όλα αυτά. Ποιος τρελός θα καθόταν μες το παγωμένο αγιάζι του
πρωινού ν’ αγναντεύει το πέλαγος, με το κρύο να του τρυπάει το πετσί και
να αγγίζει ως το κόκκαλο; Δεν την ένοιαζε όμως, είχε αποφασίσει ότι θα
ρουφούσε το μεδούλι της ζωής, μέχρι τέλος.
Τα φώτα από αυτή την απόσταση, έμοιαζαν μ’ αστέρια που
τρεμόπαιζαν, αμέτρητα αστέρια! Χαοτικό θέαμα στα μάτια ενός κοριτσιού
που δεν είχε δει άλλο λιμάνι πέραν του νησιού της. Το θυμόταν και της
φαινόταν τόσο μικρό, μπροστά σ’ αυτό που αντίκριζε τώρα. Ήξερε πως
από τη στιγμή που είχε μπει στο πλοίο για το μεγάλο ταξίδι της ζωής, αυτά
που θα βίωνε θα ήταν όλα πρωτόγνωρα. Τα μάτια της θαρρείς κι ήταν
ραντάρ, γύρναγαν από ’δω κι από ’κει σε μια μόνιμη ετοιμότητα για να μην
χάσει την παραμικρή εικόνα.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει και η ζώνη του λυκαυγές την τύλιγε σαν
ημιδιάφανος μανδύας από παντού. Τα φώτα άρχισαν να γίνονται πιο αχνά
αφού το ελαφρύ φως του ήλιου που είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει δειλά
δειλά, τα έκαναν να ξεθωριάζουν. Η πρωινή υγρασία της θάλασσας, την
έκανε να σκεφτεί πως ίσως έπρεπε να πάει μέσα, αλλά η αδημονία, του να
ρουφήξει κάθε νέα εικόνα, δεν την άφησε να συνεχίσει τη σκέψη της.

29
Φραγκάκη Ειρήνη

Προχώρησε προς την πλώρη για να έχει καλύτερη και πιο απολαυστική
εικόνα. Κάθισε σ’ ένα από τα πολλά άδεια παγκάκια, αφού ο περισσότερος
κόσμος εκείνη την ώρα ήταν στο σαλόνι του πλοίου και απολάμβανε τον
πρώτο καφέ της ημέρας. Έμεινε τουλάχιστον μισή ώρα εκεί να βγάζει
φωτογραφίες με τα μάτια της, ώσπου άκουσε από τα μεγάφωνα ότι οι
επιβάτες έπρεπε να αρχίσουν να ετοιμάζονται για αποβίβαση. Πέρασε την
τσάντα στον ώμο της και κίνησε για το γκαράζ όπου κι είχε τη μία και
μοναδική βαλίτσα της. Δεν ήθελε να περιμένει άλλο, ήθελε να κατέβει
πρώτη από το πλοίο και όχι με το τσούρμο· στο μυαλό της φάνταζε ως μια
κατάκτηση, ως η πρώτη της κατάκτηση το να κατέβει πρώτη και να
πατήσει το πόδι της στο λιμάνι του Πειραιά. Δεν ήξερε φυσικά τι σημαίνει
να κατεβαίνεις στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, ώσπου το έμαθε. Κι
άλλος κόσμος είχε την ίδια ιδέα. Το μπουλούκι έφτανε μέχρι τη μέση του
γκαράζ, οι μυρωδιές από τα χνώτα νέων, γέρων και παιδιών είχαν
ανακατευτεί με την αποπνικτική μυρωδιά των εξατμίσεων των
αυτοκινήτων. Ένιωθε ότι θα λιποθυμούσε. Σήκωσε το φουλάρι που φόραγε
στο λαιμό και κάλυψε μ’ αυτό τη μύτη και το στόμα της. Άκουσε τους
εργάτες να λένε πως σε δέκα λεπτά περίπου θα έπιαναν λιμάνι.
Κλειστοφοβική δεν είχε υπάρξει ποτέ άλλοτε, όμως τώρα ένιωθε πως
τα μηνίγγια της χτύπαγαν σαν σφυριά και το στομάχι της λες κι είχε δεθεί
κόμπο. Δεν ανακατεύτηκε σε όλο το ταξίδι και να που θα το πάθαινε τώρα
που κόντευε να φτάσει. Με το φουλάρι να καλύπτει συνεχώς το μισό της
πρόσωπο πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες έχοντας αρχίσει να συνέρχεται
κάπως. Ευτυχώς, γιατί τώρα έπρεπε να προχωρήσει, αλλιώς θα την
ποδοπάταγαν. Τόσο μεγάλο συνωστισμό και στριμωξίδι δεν το είχε
ξαναζήσει.
Η μπουκαπόρτα είχε αρχίσει να κατεβαίνει κι ο κόσμος γινόταν
ακόμα πιο βίαιος κι ανυπόμονος. Λες κι όλοι αυτοί δεν ήταν σε κάποιο
πλοίο αλλά σε φυλακή κι έτρεχαν να ελευθερωθούν. Αποφάσισε να πάει

30
Η πεταλούδα της νύχτας

όσο πιο άκρη μπορούσε και να περιμένει. Τελικά η ιδέα να βγει με τους
πρώτους δεν ευδοκίμησε. Καλύτερα με τους τελευταίους σε τέτοιες
περιπτώσεις. Όταν οι υπόλοιποι πάταγαν επί πτωμάτων εκείνη δεν ήθελε
να είναι το θύμα. Ακούμπησε σε μια άκρη κάνοντας υπομονή. Σιγά το
πράγμα πια, μαθημένη ήταν στο “περίμενε”, σιγά την κατάκτηση, τόσα
εκατομμύρια πριν από αυτή, είχαν πατήσει το πόδι τους στον Πειραιά.
Επιτέλους έφτασε κι η σειρά της να πάρει τη βαλίτσα. Ο αέρας δεν
είχε καθαρίσει ακόμα αλλά ήλπιζε ότι κατεβαίνοντας θα έπαιρνε κι άλλες
βαθιές ανάσες. Άρχισε να προχωράει προς την έξοδο με την καρδιά της να
χτυπάει σαν τρελή. Ξένη σ’ ένα μέρος που όλοι ήταν άγνωστοι μεταξύ
τους. Κοίταξε ψηλά για να δει καθαρό ουρανό. Απογοητεύτηκε. Παντού
καπνοί από τα φουγάρα των καραβιών, ψηλά εγκαταλειμμένα κτίρια,
έκρυβαν κάθε ομορφιά που είχε αυτή η γεμάτη ιστορία γη. Τριγύρω της οι
άνθρωποι έτρεχαν σαν πανικόβλητοι να προλάβουν. Τι, δεν ήξερε.
Φασαρία παντού. Κρίμα, απογοητεύτηκε. Αλλιώς τη φανταζόταν την
άφιξή της στον Πειραιά.
Δεν είχε χρόνο γι’ άλλη καθυστέρηση. Έψαξε με το βλέμμα της να δει
ποια κατεύθυνση θ’ ακολουθούσε. Η ώρα για την επόμενη αναχώρησή της
με προορισμό τη Σύρο κόντευε και την άγχωνε το γεγονός ότι δεν
μπορούσε να προσανατολιστεί.
Για καλή της τύχη, πέρασε δίπλα της βιαστικός -όπως όλοι γύρω της-
ένας λιμενικός, οπότε δεν έχασε την ευκαιρία και τον ρώτησε.
«Καλημέρα σας. Να σας κάνω μια ερώτηση;»
«Καλημέρα και σ’ εσένα κοπέλα μου. Πες μου τι θες αλλά γρήγορα.
Βλέπεις τι γίνεται εδώ».
Δειλά τον ρώτησε αυτό που ήθελε και ξεκίνησε προς την κατεύθυνση
που της υπέδειξε ο αγχωμένος λιμενικός. Μπερδεμένη ήταν ακόμα, κι αν
και οι οδηγίες ήταν σαφέστατες, αυτή δεν καταλάβαινε τίποτα, λες και
κατέβηκε από άλλο πλανήτη. Ρωτώντας και ξαναρωτώντας βρήκε

31
Φραγκάκη Ειρήνη

επιτέλους το σωστό σημείο. Το πλοίο για Σύρο θα έφευγε στις εφτά και
μισή, λίγη ώρα μετά δηλαδή. Δεν είχε πολύ χρόνο. Ήταν πολύ κουρασμένη
και νύσταζε αλλά προς το παρόν έπρεπε να κάνει υπομονή. Ένιωθε τις
αντοχές της να την εγκαταλείπουν. Πήρε καφέ και πήγε για επιβίβαση.
Μισή ώρα της έμενε περίπου να συνεχίσει το ταξίδι της ζωής της, μισή
ώρα διάλειμμα σκέφτηκε δεν είναι τίποτα, μπορώ να περιμένω.

Σε όλο το ταξίδι το μόνο που ένιωθε -και που είχε πραγματικά ανάγκη
να το νιώσει- ήταν ο αέρας που χάιδευε το πρόσωπό της, ο θαλασσινός
αέρας που έπαιρνε τα μαλλιά της και μαζί τους κάθε κακή σκέψη. Τα μάτια
της κοίταγαν μόνο γαλάζιο, ουρανό και θάλασσα! Η ψυχή της κινούμενη
από τα συναισθήματα, ταλαντευόταν ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο.
Γκρι αποχρώσεις σε γαλάζιο φόντο. Αλλά το είχε βάλει σκοπό της ζωής
της πια, να μην αφήσει τίποτα να μπει εμπόδιο στα όνειρά της, στην ψυχή
της που απεγνωσμένα αποζητούσε καταφύγιο σε κάποιο απάνεμο λιμάνι.

Έφτασε στο λιμάνι της Σύρου σχεδόν μεσημέρι. Από μακριά το τοπίο
που αντίκριζε, έφτανε στα μάτια της σαν καρτ ποστάλ. Οι αντανακλάσεις
από τον ήλιο στα τζάμια που τρεμόπαιζαν στον ορίζοντα, φώτιζαν σαν
μικρά αστέρια σ’ έναν άλλον ουρανό που περίμενε πως και πώς να
εξερευνήσει, σαν μια μουσική με τις πιο γλυκές νότες που είχαν την
ικανότητα να τις μετατρέπουν σε εικόνες. Κάθε τόπος έχει τις δικές του
ομορφιές.
Μαγεία! σκέφτηκε. Μια απαράμιλλη ομορφιά απλωνόταν μπροστά
της και τη θάμπωνε. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Χαμόγελο
που φανέρωνε τα νιάτα και τον ενθουσιασμό για τα όνειρα που είχε σκοπό
να πραγματοποιήσει.
Κατέβηκε απ’ το πλοίο κι άρχισε να κοιτάει τον καινούριο τόπο που
θα την φιλοξενούσε. Θαμπωμένη από την ομορφιά και την ηρεμία που

32
Η πεταλούδα της νύχτας

αντίκριζε, περπάτησε κουβαλώντας τη βαλίτσα και χαζεύοντας τριγύρω τα


πάντα. Ήθελε να μάθει κάθε σπιθαμή τούτου του τόπου. Κάτι της απέπνεε
απόλυτη ηρεμία και γαλήνη. Ετούτη τη στιγμή όμως είχε ανάγκη, όσο
τίποτα άλλο, κάτι για να τονώσει το σώμα της πριν ξεκινήσει το ψάξιμο για
σπίτι και δουλειά. Μια ήσυχη καφετέρια, της τράβηξε την προσοχή. Δεν
είχε πολύ κόσμο κι αυτό της πρόσφερε κι άλλη ηρεμία. Μπήκε μέσα και
περιεργάστηκε τον χώρο. Λιγοστά πρόσωπα, όλα άγνωστα αλλά ήρεμα,
λες και τούτο τον τόπο δεν τον είχε ακουμπήσει το άγχος. Άφησε τα
πράγματά της και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στην τζαμαρία, δεν ήθελε
τίποτα να της κόβει τη θέα.
Τι ησυχία, Θεέ μου σκέφτηκε, ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν.
«Καλημέρα δεσποινίς, τί θα θέλατε;» της είπε ένα νεαρό αγόρι
βγάζοντάς την από τις σκέψεις της.
«Καλημέρα. Θα ήθελα κάτι για πρωινό».
«Αφήστε το πάνω μου, επιστρέφω αμέσως. Ευχαριστώ».
Ακριβολογώντας το γκαρσόνι ήταν πίσω τόσο γρήγορα, που η Μάγδα
τρόμαξε. Κι ο δίσκος που άφησε μπροστά της, γεμάτος! Μα αυτό δεν ήταν
για να το φάει, εδώ χρειαζόταν ένας ζωγράφος ή φωτογράφος για να
αποθανατίσει το θέαμα. Ένας ασημένιος δίσκος, στρωμένος με λευκή
δαντέλα και στη μέση ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Όσο γι’ αυτά που
ζήτησε, μάλλον κατάλαβε λάθος, σκέφτηκε η Μάγδα.
Με όλα αυτά θα χόρταινε για όλη την υπόλοιπη ημέρα. Ένα μεγάλο
ποτήρι αχνιστό γάλα, φρυγανιές μαρμελάδα φράουλα και βούτυρο,
κρουασάν σοκολάτας κι ένα ποτήρι χυμό. Σάστισε το κορίτσι κι έχασε τη
μιλιά της για λίγο. Το γκαρσόνι όμως την έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Μην ανησυχείς. Στο κερνάω εγώ».
Άπλωσε το χέρι του χαμογελώντας και συστήθηκε.
«Τζίμης Ευσταθίου, για να ξέρεις ποιόν να ευχαριστήσεις».
Δεν ήξερε τι να πει η Μάγδα, όμως έβαλε τα δυνατά της και συνήλθε.

33
Φραγκάκη Ειρήνη

«Σ’ ευχαριστώ Τζίμη, όμως δεν ήταν ανάγκη να μπεις σε τέτοιο κόπο.
Εγώ είμαι η Μάγδα».
«Χάρηκα πολύ Μάγδα. Φαίνεσαι λιγάκι χλωμή. Μάλλον το ταξίδι
σου δεν ήταν και τόσο ξεκούραστο. Φάε λοιπόν καλά, ένα γεμάτο στομάχι
βοηθάει όσο δεν φαντάζεσαι…»
Πριν καλά καλά προλάβει όμως να πει λέξη, της χαμογέλασε ξανά. Κι
είχε ένα γέλιο, τόσο σαγηνευτικό, γεμάτο μαγεία.
«Βολέψου τώρα και κοίτα να τ’ απολαύσεις όλα. Είναι ό,τι
χρειάζεσαι», και φεύγοντας, της χάρισε ένα ακόμα πιο υπέροχο χαμόγελο
που για μια στιγμή η Μάγδα ένιωσε ότι οι φτερούγες της, τρύπωσαν
ξαφνικά στο στομάχι της και την τρέλαιναν.
Όσο έτρωγε, αναρωτιόταν τι ρόλο έπαιζε αυτός ο Τζίμης και γιατί της
φέρθηκε με τόση ευγένεια και καλοσύνη. Άραγε έτσι ήταν ο χαρακτήρας
του ή κάπου αποσκοπούσε;
Σταμάτησε αποφασιστικά αυτές τις σκέψεις, προσπαθώντας να
διατηρήσει τη θετική ενέργεια που υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι θα έχει.
Κι όντως, σαν κάτι να της έφτιαξε τη διάθεση κι άρχισε να βλέπει τη
ζωή της με περισσότερη αισιοδοξία. Ένιωθε ότι μπορούσε να πιάσει την
πέτρα και να τη στύψει. Από ’κείνη τη στιγμή κι έπειτα, ένιωθε ότι τα
καινούρια σχέδια που λογάριαζε, θ’ άλλαζαν για πάντα τη ζωή της.
Καταλάβαινε βαθιά μέσα της πως η αθωότητα που κουβαλούσε τόσα
χρόνια, θα της έκανε τη ζωή δύσκολη. Αποφάσισε λοιπόν -συνειδητά ή
υποσυνείδητα, δεν είχε σημασία- να οπλιστεί με ό,τι χρειαζόταν για να
συνεχίσει. Δύναμη, αυτοκυριαρχία και θάρρος κι αν έπρεπε να χειριστεί
και το θράσος, κάπου θα το έβρισκε και δαύτο. Δεν μπορεί να είναι εύκολο
μόνο για κάποιους. Όχι βέβαια ότι στην πράξη όλα αυτά θα ήταν εύκολα
αλλά όταν έχεις πίστη, κινείς βουνά. Έτσι θα έκανε και με τη μοίρα της.
Να λοιπόν που για μια ακόμα φορά η αθωότητά της, της έκανε παιχνίδια.
Γιατί όσο και να το πίστευε, δύναμη και πίστη να τα καταφέρει είχε,

34
Η πεταλούδα της νύχτας

θέληση και αντοχές για να μην το βάλει κάτω προσπαθούσε να τα κάνει


προτεραιότητα της, μα ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται. Από τις σκέψεις,
την έβγαλε ο Τζίμης.
«Βλέπω τελικά ότι είχα απόλυτο δίκιο».
Όντως, χωρίς να το καταλάβει, είχε φάει όλα όσα της είχε φέρει. Από τη
μια οι κυματώδεις σκέψεις της κι από την άλλη το εξαντλητικό ταξίδι, τη
βοήθησαν στο να φάει το πλούσιο πρωινό.
«Ναι, είχες δίκιο. Πεινούσα περισσότερο απ’ ότι νόμιζα. Σ’
ευχαριστώ πολύ πάντως. Μπορείς να μου πεις τι σου χρωστάω σε
παρακαλώ; Πρέπει να φύγω».
«Σου είπα ότι το πρωινό είναι κέρασμα. Για το καλωσόρισμα στον
τόπο μας».
«Μα τί λες τώρα; Όχι, δεν μπορώ να το δεχτώ».
«Μάγδα, σε παρακαλώ, δεν είναι τίποτα».
Δειλά και κατακόκκινη από ντροπή τελικά δέχτηκε.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ… Τζίμη. Είμαι υπόχρεη».
Και λέγοντας τ’ όνομά του, ένιωσε τόσο οικεία λες και τον ήξερε
χρόνια.
«Σ’ ευχαριστώ», επανέλαβε, «ήταν όλα υπέροχα».
«Παρακαλώ». Αποκρίθηκε εκείνος κερνώντας την ένα ακόμα
γοητευτικό χαμόγελο.
«Κι αν χρειαστείς οτιδήποτε, μιας και είσαι καινούρια στον τόπο μας,
μην διστάσεις να ρωτήσεις. Ξέρεις που θα με βρεις για οτιδήποτε
χρειαστείς. Καλή τύχη Μάγδα».
«Χάρηκα για τη γνωριμία Τζίμη».
Φεύγοντας, του χάρισε κι η ίδια ένα από τα καλύτερα χαμόγελά της.
Ε! καιρός ήταν πια να γελάσει και το δικό της το χειλάκι. Αρκετά την είχαν
φορτώσει οι μαύρες σκέψεις.

35
Φραγκάκη Ειρήνη

Χαμογέλασε και έφυγε σέρνοντας τη βαλίτσα της, έπρεπε να βγάλει


τον Τζίμη από τις σκέψεις της, τώρα είχε άλλα να ασχοληθεί, πιο σοβαρά
και σημαντικά για τη ζωή της. Έπρεπε να βρει ένα δωμάτιο να μείνει. Που
όμως; Ίσως σ’ ένα περίπτερο. Ο περιπτεράς ήταν ευγενέστατος και της
έδωσε κάποιες διευθύνσεις. Μια μικρή κοινωνία ήταν, όσοι είχαν κάτι για
δουλειά ή για ενοικίαση, άφηναν τα στοιχεία τους εκεί κι εκείνος είχε
πάντα πληροφορίες για τον οποιοδήποτε. Βρήκε αρκετά δωμάτια και
γκαρσονιέρες που την ενδιέφεραν. Πήγε στον τηλεφωνικό θάλαμο και
πληκτρολόγησε το πρώτο νούμερο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο… Είχε
πια κουραστεί. Έκλεισε ραντεβού για να δει τέσσερα δωμάτια και τρεις
γκαρσονιέρες.
Ώρα λοιπόν να ξεκινήσει τον ποδαρόδρομο. Ευτυχώς όλες οι
διαδρομές ήταν κοντινές και δεν ταλαιπωρήθηκε καθόλου. Τα είδε όλα.
Άλλα ήταν μικρά σαν κλουβιά κι άλλα πανάκριβα. Τελικά βρήκε ένα που
την εξυπηρετούσε· μια γκαρσονιέρα, μ’ ένα υπνοδωμάτιο, ενιαίο χώρο και
ένα αρκετά μεγάλο μπάνιο. Η τιμή λογικότατη και η σπιτονοικοκυρά
ευγενέστατη. Ευτυχώς στάθηκε αρκετά τυχερή, γιατί η γκαρσονιέρα ήταν
επιπλωμένη, όχι με πολλά, αλλά τα απαραίτητα τα είχε. Το καλό ήταν πως
είχε και έξτρα ανέσεις που δεν τις είχε υπολογίσει, ηλιακό και θέρμανση, τι
στο καλό, χειμώνας ερχόταν, θα χρειάζονταν. Και το καλύτερο, δικό της
τηλέφωνο, οπότε δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνει τις κρύες μέρες στον
τηλεφωνικό θάλαμο για να μιλάει με τη μάνα της.
Η μάνα της. Από το πρωί έπρεπε να την είχε πάρει. Που μυαλό!
Ξεχάστηκε τελείως με το τρέξιμο και την κούραση. Ανυπομονούσε να της
ανακοινώσει την επιτυχία που είχε στο να βρει τόσο γρήγορα σπίτι.
«Παρακαλώ;» Ακούστηκε κουρασμένη, μα με εμφανή την αγωνία, η
φωνή της μητέρας της.
«Γεια σου μανούλα μου. Τί κάνεις;»

36
Η πεταλούδα της νύχτας

«Μάγδα μου! Αμάν βρε παιδάκι μου! Που είσαι εσύ; Από τα
χαράματα περιμένω τηλέφωνο. Ανησύχησα».
«Μαμά, με συγχωρείς αλλά έφτασα κουρασμένη. Κάθισα κι έφαγα
και μετά έτρεχα για σπίτι. Δεν μπορούσα να τριγυρνάω κουβαλώντας
παντού τα πράγματά μου».
«Ναι καρδιά μου, έχεις δίκιο, αλλά μ’ έφαγε η αγωνία ψυχή μου».
«Μανούλα μου μην ανησυχείς, όλα είναι υπέροχα εδώ. Και το σπίτι
θαυμάσιο».
«Σ’ έφτασαν τα χρήματα παιδί μου»;
«Ναι, όλα είναι εντάξει. Πλήρωσα δυο ενοίκια μπροστά κι έχει
ηλιακό, θέρμανση και τηλέφωνο. Από ’δω σε παίρνω τώρα».
«Να μου δώσεις τον αριθμό κοριτσάκι μου να σε παίρνω εγώ. Μην
χρεώνεσαι εσύ».
«Καλά, καλά. Πες μου τώρα, εσύ τί κάνεις; Είσαι καλά;»
«Μια χαρά είμαι παιδί μου και τώρα που σε άκουσα ακόμα
καλύτερα».
«Ο μπαμπάς που είναι; Είστε καλά;»
«Ε... στο καφενείο είναι παιδάκι μου. Θες να του πω να σου
τηλεφωνήσει μόλις γυρίσει;»
«Όχι, δεν πειράζει, θα πέσω για ύπνο. Κουράστηκα πολύ και στο
πλοίο δεν κοιμήθηκα καλά. Πες του εσύ πως τηλεφώνησα κι ό,τι είμαι
καλά».
«Εντάξει κορίτσι μου. Τα πράγματά σου πότε θα στα στείλω;»
«Θα σ ’ενημερώσω εγώ γι’ αυτά μαμά. Μην βιάζεσαι. Προς το παρόν
έχουν άλλα προτεραιότητα».
«Καλά αγαπούλα μου. Άντε να ξεκουραστείς τώρα και τα λέμε
αύριο».
«Φιλιά πολλά μαμά. Μου λείπεις».
«Και μένα ψυχή μου».

37
Φραγκάκη Ειρήνη

Έκλεισαν το τηλέφωνο αφού της έδωσε το νούμερο κι η κάθε μια


βυθίστηκε στις δικές της σκέψεις και στους δικούς της φόβους, πάλι.
Η μαμά-ελπίδα για το μαρτύριο που πέρναγε και την έλλειψη του
παιδιού της που δεν το είχε αποχωριστεί ποτέ από κοντά της. Η Μάγδα για
τις φτερούγες της που θα έμπαιναν σε αχρηστία τώρα. Για ποιόν θα τις
άνοιγε;
Έδιωξε όμως γρήγορα τα μαύρα σύννεφα. Είχε λιγότερο από έναν
μήνα για να τα κάνει όλα μέχρι να ξεκινήσουν τα μαθήματα. Από αύριο θα
έψαχνε για δουλειά και λαχταρούσε να εξερευνήσει και τον τόπο που θα τη
φιλοξενούσε μέχρι να τελειώσει τις σπουδές της.
Έπεσε κατάκοπη στο κρεβάτι, μετά από ένα χαλαρωτικό μπάνιο και
με μια γλυκιά ελπίδα στην ψυχή της. Έτοιμη να κάνει τα δικά της όνειρα
πραγματικότητα. Θα τα κατάφερνε, ήταν σίγουρη. Ο ύπνος ήρθε γρήγορα
και σκέπασε τα βλέφαρά της. Μες στα όνειρά της, την επισκέφτηκε αυτό
το γλυκό αγόρι. Ο Τζίμης. Ονειρεύτηκε ότι άνοιξε τις φτερούγες της που
ξεχείλιζαν από αγάπη. Γι’ αυτόν ήταν άραγε; Μα δεν τον ήξερε παρά λίγη
ώρα μονάχα, κάτι όμως μέσα της, της έλεγε ότι πολύ σύντομα θα τον
μάθαινε, και πολύ καλά μάλιστα. Έτσι είναι τα όνειρα. Σε πάνε όπου
θέλουν, όταν θέλουν κι όπως θέλουν. Δεν λογαριάζουν τι θα νιώσεις εσύ
όταν ξυπνήσεις. Αν θα τα ερμηνεύσεις ως εφιάλτες ή αν… θα εξελιχθούν
εφιάλτες. Η ανάγκη της ψυχής περνάει όμως υποσυνείδητα και μας
κουμαντάρει. Κι η Μάγδα είχε ανάγκη να νιώσει αγάπη.

Το πρωί ξύπνησε μ’ ένα χαμόγελο ανακούφισης στα χείλη. Φρέσκια


και δροσερή, ξεκίνησε για το δεύτερο βήμα της, ανεύρεση εργασίας.
Πήρε το χαρτί που της είχε σημειώσει ο περιπτεράς τα στοιχεία
κάποιων κι έφυγε. Η ίδια απάντηση σε όλες. Είχαν προσλάβει ήδη
κάποιους άλλους φοιτητές που έφτασαν γρηγορότερα στο νησί. Δεν το
έβαλε κάτω. Ακόμα και στις τοιχοκολλήσεις κοίταγε και πήγαινε όπου

38
Η πεταλούδα της νύχτας

έλεγαν. Χτύπησε πολλές πόρτες οι οποίες όμως έκλειναν σε χρόνο ρεκόρ.


Μερικοί από αυτούς, την έστελναν σε γνωστούς τους μήπως είχαν κάτι.
Αλλά… τίποτα.
Πολύ τρέξιμο, πολύ κούραση και χωρίς να το καταλάβει, είχε φτάσει
στην καφετέρια που δούλευε ο Τζίμης. Ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια
μόλις το συνειδητοποίησε αλλά χωρίς να ξέρει το γιατί, τα πόδια της δεν
δέχονταν εντολές. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Δεν ήθελε
να φύγει. Αυτό ήταν. Γύρισε να μπει και τον είδε στην πόρτα να την
κοιτάζει κι αυτός χαμογελώντας της. Πήρε θάρρος και προχώρησε. Ένα
πάντως ήταν σίγουρο, ο φόβος και η χαρά ήταν ζωγραφισμένα ανάκατα
στο πρόσωπο και των δυο τους.
Καθώς πλησίαζε, αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που την τραβούσε σαν
μαγνήτης τόσο έντονα κι επίμονα κοντά του. Τα μάτια του ίσως, το
αφοπλιστικό του χαμόγελο! Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι και το
μόνο που δεν ήθελε, ήταν να σταματήσει να το νιώθει. Μέχρι να φτάσει
κοντά του, το είχε πάρει απόφαση ότι πίσω δεν θα έκανε με τίποτα. Είχε
ηρεμήσει κι εκείνη τώρα και του χαμογελούσε το ίδιο γλυκά.
«Δεν το περίμενα να σε δω τόσο γρήγορα». Της είπε με μια χαρά που
δεν κρυβόταν.
«Περνούσα από ’δω κοντά. Τί κάνεις; Είσαι καλά»;
«Μια χαρά είμαι Μάγδα μου. Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον».
«Ε, όχι, μην μ’ ευχαριστείς. Εξάλλου στο χρωστάω. Κι εσύ
ενδιαφέρθηκες για μένα και δεν με ήξερες καθόλου».
«Δεν μ’ αρέσει να το κάνεις επειδή νιώθεις υποχρεωμένη».
«Δεν είναι υποχρέωση. Κι εγώ ήθελα πολύ να σε δω, αλλά ξέρεις, μια
ξένη εδώ, χωρίς γνωστούς, μπορεί και να σκεφτόσουν ότι είμαι καμιά
κολλιτσίδα ή ότι ψάχνομαι και δεν θα μ’ άρεσε κάτι τέτοιο».

39
Φραγκάκη Ειρήνη

«Νομίζω ότι υποτιμάς τον εαυτό σου Μάγδα. Δεν μοιάζεις για κορίτσι
που ψάχνεται ούτε δείχνεις μόνη για να θες να κολλήσεις κάπου. Στα δικά
μου τα μάτια τουλάχιστον, φαντάζεις γλυκιά κι έξυπνη».
«Σ’ ευχαριστώ αλλά τώρα νομίζω ότι με υπερεκτιμάς. Μπορεί αντί
για γλυκιά κι έξυπνη να είμαι σκληρή και χαζή. Δεν με ξέρεις».
«Αυτό δεν θέλω να το ξανακούσω. Ο άνθρωπος φαίνεται κι εγώ ξέρω
να τους ξεχωρίζω τους ανθρώπους Μάγδα».
«Καλά ντε, δεν είπα και τίποτα. Δεν μου λες! Θα πιούμε καφέ ή θα τα
λέμε εδώ στα όρθια; Τρέχω από το πρωί και κουράστηκα».
«Έλα πάμε, που ακόμα δεν ήρθες κι άρχισες τα παράπονα».
Και με μεγάλη ευχαρίστηση προχώρησαν με δυο χαμόγελα
ζωγραφισμένα στα χείλη τους. Μίλησαν πολύ ώρα και μάλιστα έτυχε
εκείνη την ημέρα ο Τζίμης να μην δουλεύει, είχε πάει απλά να πληρωθεί.
Άμα θέλει η μοίρα να ενώσει δυο ανθρώπους και τί συνομωσίες δεν κάνει!
Του μίλησε κι εκείνη για τη ζωή της, παραλείποντας το θέμα των
γονιών της που την πόναγε. Του είπε για το σπίτι που βρήκε, για τη
δουλειά που ψάχνει ακόμα. Κι εδώ η τύχη, της χαμογέλασε. Ο θείος του
Τζίμη, ο Νικόλας Παύλου, ήθελε μια κοπέλα να του κρατάει τα λογιστικά
βιβλία σε κάποια δωμάτια που νοίκιαζε και σε κάποια μαγαζιά, χωρίς να
σκορπάει επιπλέον χρήματα. Τα κερατιάτικα δεν τα ήθελε. Κι η Μάγδα
ήθελε να δουλέψει κάπου περιστασιακά για να έχει χρόνο και για τα
διαβάσματά της. Θα κανόνιζε λοιπόν μια συνάντηση μαζί του. Ο Τζίμης
ήξερε λεπτομέρειες και στη Μάγδα φάνηκε πολύ καλή ευκαιρία και τα
χρήματα σε σχέση με το πώς κύλαγε η ζωή εκεί, θα της ήταν αρκετά.
Την ίδια μέρα έκλεισε η δουλειά μετά από ένα τηλεφώνημα κι ο
Τζίμης, της πρότεινε να το γιορτάσουν. Θα πήγαιναν για καφέ και μετά για
φαγητό. Δέχτηκε γεμάτη χαρά κι ας μην ήταν συνηθισμένη σε τέτοιου
είδους εξορμήσεις.
Ο Τζίμης όμως κάπου διέκρινε μια ανησυχία.

40
Η πεταλούδα της νύχτας

«Μην ανησυχείς, είναι πολύ όμορφα και ήσυχα εκεί που θα πάμε».
«Δεν ανησυχώ γι’ αυτό. Απλά δεν ξέρω τι να φορέσω».
«Ότι κι αν βάλεις θα είσαι υπέροχη. Η πιο όμορφη απ’ όλες», της είπε
και της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη ανατρίχιασε στο άγγιγμά του.
Πρωτόγνωρα συναισθήματα την κυρίευαν. Την κοιτούσε στα μάτια
και για πρώτη φορά στη ζωή της, το ένιωθε ότι κάποιος είχε προσπεράσει
το φράγμα ανάμεσα στα μάτια και στην καρδιά της. Το κοίταγμά του
έφτανε μέχρι την ψυχή της. Κι εκείνη είχε όσο τίποτα άλλο ανάγκη
κάποιον στην καρδιά της. Μετά το νεαρό αγόρι από το σχολείο της, δεν
είχε ερωτευθεί ποτέ ξανά κι αυτό την τρόμαζε κάπως.
«Πόσο θέλω να μου ανοίξεις κάποια στιγμή την καρδιά σου και να
μου μιλήσεις γι’ αυτά που σε βασανίζουν», της είπε στοργικά και της
χάιδεψε το χέρι.
«Πως το ξέρεις ότι βασανίζομαι βρε Τζίμη; Ακόμα δεν με γνώρισες
και με ψυχολόγησες»;
«Έχω ζήσει αρκετά Μάγδα και μπορώ να ξεχωρίσω κάποια
πράγματα, μην σου φαίνεται παράξενο».
«Αλήθεια ψυχολόγε μου;» του αντιγύρισε για να τον πειράξει, «τι
άλλο βλέπεις;»
«Βλέπω πόσο χρειάζεσαι ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς κορίτσι μου.
Κι εγώ είμαι εδώ διατεθειμένος να σου δώσω όση αγάπη χρειάζεσαι κι
ακόμα περισσότερη».
«Θα μ’ αγαπούσες σαν αδερφή σου εννοείς;» Προσπάθησε λίγο ν’
αλαφρύνει το κλίμα γιατί ξαφνικά της φάνηκε βαρύ, ασήκωτο αυτό που
ένιωθε.
«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Το ξέρεις ότι από την πρώτη
στιγμή που σε είδα κάτι ένιωσα και δεν στο έκρυψα, δεν είχα λόγο».
Έτσι ένιωθε κι αυτή. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, να χωθεί εκεί,
να κλάψει ώσπου να στερέψουν τα δάκρυά της. Να του πει όλα αυτά που

41
Φραγκάκη Ειρήνη

πραγματικά είχε αισθανθεί για ’κείνον. Όλα αυτά, που τόσα χρόνια την
είχαν πονέσει. Αλλά δεν μπορούσε να τα ξεστομίσει. Σαν κάπου ν’
αγκιστρώθηκαν τα φτερά της, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει.

42
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 5

Είχε στρωθεί για τα καλά στο διάβασμα, στον Τζίμη και στη δουλειά
της. Κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Δεν άφηναν τίποτα να καταστρέψει αυτό
που είχαν μοιραστεί.
Πόσο εύκολο είναι τελικά να αλλάξουν τα πράγματα! Συνήθως
αλλάζουν προς το χειρότερο γιατί ο ανθρώπινος νους, πολλές φορές μας
παίζει παιχνίδια και φοβόμαστε μην απογοητευτούμε!
Τίποτα δεν ήταν το ίδιο όμως! Αλλαγές στη ζωή τους, στα
συναισθήματά τους, στις αρχές τους! Δημιουργήθηκαν άλλες. Ριζικές
αλλαγές. Άλλαξαν τα πρέπει και τα θέλω τους. Αυτό όμως δεν γίνεται
πάντα καθώς μεγαλώνουμε; Άλλοι στόχοι, άλλα όνειρα. Σταμάτησαν πια
να είναι ατομικά. Όλα για δύο! Τέλος στα μοναχικά όνειρα!
Ήρθε η αρχή μιας καινούριας ζωής. Ενός νέου αγώνα, μιας νέας
μάχης για τη ζωή. Ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί; Ειδικά όταν είσαι νέος κι
έχεις όνειρα.
Όταν απέναντί σου απλώνονται δυο χέρια που περιμένουν να τα
κρατήσεις για να προχωρήσετε μαζί! Σε περιμένουν για να παλέψετε για τη
ζωή, να πολεμήσετε για να ζήσετε. Ένα νέο ξεκίνημα, μια ζωή, για δυο.
Γεμάτη εμπόδια, πόνο, λύπες κι όμως τόσο γεμάτη από χαρές κι ευτυχία.
Πόσο μπορεί να είναι αρκετό αυτό για να συνυπάρχουν δυο
άνθρωποι; Ποιος ξέρει; Δυστυχώς όταν μαθαίνουμε την απάντηση είναι
πια αργά. Ίσως, όταν υπάρχει αγάπη, όταν ζουν μαζί, όταν έχουν τα ίδια
όνειρα και τους ίδιους εφιάλτες, όταν μπορούν να τα αντιμετωπίζουν όλα
μαζί, ίσως τότε να είναι αρκετό!
Όταν κρατάει σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου, όταν μαθαίνουν να
μην πτοούνται από απρόσμενες καταστάσεις, όταν μαθαίνει ο ένας από τον
άλλο, τότε ίσως και να επιβεβαιωθεί η ευτυχία τους.

43
Φραγκάκη Ειρήνη

Δεν χρειάζεται ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη για να


το διαπιστώσουν. Άλλωστε η ευτυχία δεν έχει πάντα άσπρο χρώμα. Γίνεται
μαύρη κάποιες φορές, περνώντας από το γκρι. Ευτυχία όμως, είναι να
δίνεσαι στον άλλο χωρίς να υπολογίζεις το κόστος. Να του δίνεις το είναι
σου, τη ζωή σου ολόκληρη για μια και μόνο πληρωμή. Κάποτε να τον δεις
να χαμογελάει. Κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο που μπορεί να προσφέρει
μια καρδιά που αγαπάει.
Ευτυχώς στην περίπτωση της Μάγδας και του Τζίμη οι απόψεις τους
περί ζωής και αγάπης, έμοιαζαν να είναι ίδιες.
Αυτό ήταν εξάλλου και η αφορμή στο να αποφασίσουν όσο γίνεται
γρηγορότερα να μείνουν μαζί. Χωρίς φόβους, με πίστη κι αγάπη…
Ένα πράγμα τριβέλιζε το μυαλό της και φόβιζε της ψυχή της όμως…
Δεν είχαν κοιμηθεί ακόμα μαζί. Κι όσο κι αν δεν την ενοχλούσαν οι
αγκαλιές του, δεν το άφησε ούτε μια φορά να προχωρήσει. Δεν άντεχε
στην ιδέα ότι οι κινήσεις του Τζίμη θα της έφερναν στο μυαλό τις
εφιαλτικές στιγμές που την ανάγκασε να ζήσει ο πατέρας της. Δεν έφταιγε
σε τίποτα αυτό το αγόρι, όμως δεν ήταν σε θέση να του εξηγήσει τίποτα.
Όχι ακόμα. Ούτε να κάνει, ούτε να πει.
Κι εκείνος δεν ρώταγε. Φαινόταν πως απλά έκανε υπομονή. Η
αθωότητα της Μάγδας, είχε βγάλει ήδη το συμπέρασμά της. Μ’ αγαπάει κι
αντέχει. Ναι, ίσως… αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο ειδικά όταν δεν
υπάρχει πραγματικά η αθωότητα των νιάτων.

Τόσο καιρό, τα νέα από τους γονείς της υποτίθεται ότι ήταν καλά. Της
μιλούσαν κι οι δυο όλο στοργή. Η μητέρα της την είχε διαβεβαιώσει ότι
όλα ήταν μια χαρά με τον πατέρα της και δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί για
τίποτα πια. Παρόλα αυτά η Μάγδα δεν επαναπαύτηκε. Ήξερε, το ένιωθε
βαθιά μέσα της πως κάποια στιγμή κάτι θα γινόταν. Δεν μπορούσε να
προσδιορίσει τι και πότε. Κάτι όμως, κάποτε…

44
Η πεταλούδα της νύχτας

Έτσι γίνεται όταν στην ανταριασμένη ψυχή σου χτυπάνε σαν κύματα
οι τύψεις, οι φόβοι και ο τρόμος που αν και δεν τον αντιμετώπιζε πια κατά
μέτωπο, εκείνος παρέμενε δέσμιός της να την τραβάει με τις βαριές
αλυσίδες του στο παρελθόν που ήθελε να ξεπεράσει.

Σήμερα το είχε πάρει απόφαση. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει στους


γονείς της για τον Τζίμη. Ήθελε να το κάνει. Όχι γιατί ένιωθε
υποχρεωμένη αλλά επειδή τόσα χρόνια η συνήθεια, του να είναι πάντα το
καλό κορίτσι δεν έφευγε από μέσα της. Πήρε τηλέφωνο τη μητέρα της
γεμάτη χαρά.
«Καλημέρα μαμά».
«Αγάπη μου, κοριτσάκι μου. Δεν ξέρεις πως περίμενα να πάρεις
τηλέφωνο. Όλο λείπεις όταν παίρνω εγώ».
«Μανούλα μου δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Το διάβασμα, η δουλειά
-έκανε μια παύση για να μην μιλήσει αμέσως και για τον Τζίμη- μ’ έχουν
απορροφήσει τόσο πολύ!»
«Το καταλαβαίνω παιδάκι μου αλλά σκέψου λίγο κι εμένα. Είσαι για
πρώτη φορά μακριά μου. Φοβάμαι. Μόνη σου σ’ έναν ξένο τόπο».
«Όλα είναι υπό έλεγχο μαμά. Μην ανησυχείς».
«Καλά, καλά. Λες κι είναι εύκολο. Τέλος πάντων. Πες μου τι
γίνεται».
«Μια χαρά όλα μαμά. Αλλά να, ήθελα να σου πω κάτι».
«Ορίστε, αυτό φοβόμουν, γι’ αυτό εξαφανίστηκες. Τί συμβαίνει;» τη
ρώτησε έντρομη η μάνα που πάντα στο κακό πήγαινε το μυαλό της.
«Γνώρισα κάποιον. Δεν νομίζω ότι αυτός είναι λόγος ν’ ανησυχείς»,
το είπε γελώντας για να ηρεμήσει λίγο την ατμόσφαιρα.
Κι όντως χάρηκε για την κόρη της και για όλα όσα της περιέγραψε η
Μάγδα. Της τον παρουσίασε σαν άγγελο εξ’ ουρανού κι εκείνη ένιωσε
αγαλλίαση που η κόρη της κατάφερε να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Πόσο

45
Φραγκάκη Ειρήνη

πολύ χαιρόταν πραγματικά, μετά από τόσα χρόνια που λυπόταν αφάνταστα
τον εαυτό της. Πόσο φοβόταν να μην τύχει κάποιος ανάξιος για την κόρη
της. Ήθελε το καλύτερο όπως κάθε φυσιολογικός γονιός.
«Μπράβο ψυχή μου. Φυσικά θα τον γνωρίσουμε στην πρώτη
ευκαιρία, έτσι;»
«Εννοείτε μαμά! Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενη με κάνεις!»
Πραγματικά η χαρά της δεν χωρούσε σε όλες τις καρδιές του κόσμου
εκείνη τη στιγμή. Πόσο πολύ επιθυμούσε την έγκριση της μητέρας της.
Έτσι είναι όλα τα παιδιά κάθε ηλικίας. Ζητάνε την αποδοχή των
πράξεών τους από τους γονείς. Όσο κι αν τα έχουν πονέσει· ειδικά τότε.
Τρέχοντας έφτασε στη δουλειά του Τζίμη να του προλάβει τα
ευχάριστα. Λαχανιασμένη τον πήρε αγκαλιά κι άρχισε να μιλάει, να μιλάει,
να μιλάει. Δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν της έκλεισε το στόμα μ’ ένα
φιλί.
«Αμάν βρε πολυλογού! Ηρέμησε. Είδες; Όλα καλά πήγαν. Τί
ανησυχούσες;»
«Συγνώμη αγάπη μου αλλά η χαρά μου ήταν τόση που…»
Άλλο ένα φιλί σφράγισε τα χείλη της και σταμάτησε την πολυλογία
που την ξανάπιανε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Γέλασαν πολύ με τα καμώματα της Μάγδας.
Πραγματικά, όταν κάτι τη χαροποιούσε έκανε σαν μικρό παιδί. Πόσο αθώα
διατηρούσε την ψυχή της, Θεέ μου!
Γιατί όμως αυτές είναι συνήθως οι ψυχές που την πατάνε; Επειδή
είναι ευαίσθητες; Επειδή τις έχει κατακλύσει η αφέλεια; Ή επειδή έχουν
μάθει ν’ αγαπάνε τόσο αγνά και δεν μπορούν να πιστέψουν ότι στον κόσμο
υπάρχει και κακία; Πόσο επώδυνο είναι το απότομο ξύπνημά τους στον
αληθινό κόσμο;

46
Η πεταλούδα της νύχτας

Τρεις μήνες τώρα, ήταν από το πανεπιστήμιο στο σπίτι κι από τη


δουλειά στον Τζίμη. Άντε και καμιά φορά στη βιβλιοθήκη με την κάρτα
που είχε από τη σχολή. Μόνο εκεί σπαταλούσε ατέλειωτες ώρες. Άλλωστε
είχε τόσες ελεύθερες!
Δεν είχε μάτια και μυαλό για τίποτα άλλο. Δεν είχε καταφέρει ούτε
καν να γνωρίσει τον τόπο που τη φιλοξενούσε, κάτι που το ήθελε από την
αρχή. Όπως δεν είχε αφήσει και τον Τζίμη να τη γνωρίσει σωματικά.
Ένιωθε πως έπρεπε να γίνει για να μην τον χάσει. Άντρας ήταν. Κάποια
στιγμή θα κουραζόταν. Αποφάσισε λοιπόν να εξερευνήσει τη ζωή που
απλωνόταν μπροστά της με όποιο κόστος έστω κι αν αυτό έφερνε στην
επιφάνεια θαμμένες μνήμες.
«Τζίμη αύριο έχεις ρεπό απ’ όσο θυμάμαι. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι μάτια μου!»
«Λοιπόν, τι θα έλεγες αν αυτό το Σαββατοκύριακο αφήναμε τα πάντα
για να με ξεναγήσεις στο νησί σου;»
«Στο νησί μας καρδιά μου, στο νησί μας!»
Τα μάτια της έλαμψαν. Ήθελε να τη συνδέσει πια με τη ζωή του. Ένιωθε
τόσο ευτυχισμένη που επιτέλους βρέθηκε κάποιος στον δρόμο της.
Κάποιος να την αγαπήσει και να τον αγαπήσει κι εκείνη άνευ όρων. Κι ό,τι
ήταν δικό του, ήταν πια και δικό της. Της το χάριζε!
Τόσο καιρό δεν τον είχε ρωτήσει πολλά για τον ίδιο. Μόνο για τη
δουλειά του γνώριζε και για τον περιβόητο θείο του. Παρόλο που ο Τζίμης,
της τον εκθείαζε, εκείνη σχημάτισε άλλη γνώμη για ’κείνον από το λίγο
που τον γνώρισε αλλά δεν την ένοιαξε και πολύ. Αυτό που την ενδιέφερε
ήταν να κάνει τη δουλειά της και να πληρώνεται για να μπορεί να τα
βγάλει πέρα.
Τώρα όμως, ήθελε να μάθει περισσότερα. Ας πούμε για τον τρόπο που
ζούσε όταν ήταν χώρια. Για το σπίτι που έμενε. Για το που εξαφανιζόταν
τα βράδια στη δεύτερη δουλειά του. Που ήταν αυτό το μαγαζί. Τι ακριβώς

47
Φραγκάκη Ειρήνη

έκανε εκεί. Τώρα πια ένιωθε ότι είχε κάθε δικαίωμα να ξέρει τι, πως και
γιατί. Δεν ήθελε να έχει ερωτήματα για τον αγαπημένο της.

Α ρε Μάγδα, ποτέ δεν ρώταγες πολλά για να μην φανείς αδιάκριτη. Κι


όταν μάθαινες επιτέλους, έπεφτες από τα σύννεφα. Απλά κάποιες φορές
έκανες μια στάση και το πάλευες για να μην είσαι αφελής. Και για ακόμα
μια φορά, είχες τυφλωθεί από κάτι. Κι αυτή τη φορά ήταν ο έρωτας που
και κουφός είναι και τυφλός.
«Θα με πας στο σπίτι σου;» Η ερώτησή της, του ήρθε κεραυνός.
Γύρισε και την κοίταξε περίεργα. Ήταν η πρώτη φορά που του ζήταγε κάτι.
Ήταν ανάγκη να είναι αυτό; Ήταν απροετοίμαστος. Τον έπιασε εξ’ απήνης
τη στιγμή που αυτός ήθελε να της προσφέρει κάτι πιο απλό. Κάτι που να
μην τον ανάγκαζε να δίνει εξηγήσεις, αληθινές ή μη. Κι όμως τώρα τον
έβαζε σ’ αυτό το τρυπάκι και τον τρόμαζε.
«Τί είναι αγάπη μου; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Γιατί δεν μου
απαντάς;»
Η σιωπή του καθώς περίμενε απάντηση, την τρόμαξε. Δεν ήξερε τι να
υποθέσει. Από το “μας”, στην απόλυτη σιωπή. Περίμενε όμως. Δεν τον
πίεσε να της απαντήσει. Είχε μάθει πολύ καλά να περιμένει.
«Όχι, Μάγδα μου. Κανένα πρόβλημα», έκανε ξανά μια παύση σαν να
το σκεφτόταν.
«Εντάξει. Το Σαββατοκύριακο θα πάμε σπίτι μου».
«Προς στιγμήν νόμισα ότι δεν ήθελες να με πας».
«Τί λες τώρα; Γιατί να μην θέλω αγάπη μου; Αλλά να, σκεφτόμουν
κάτι πιο ρομαντικό», είπε ξεροκαταπίνοντας.
Είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια. Κι εκείνη όμως το ίδιο. Άρχισε
ν’ αναρωτιέται. Έπιασε τον εαυτό της να έχει αμφιβολίες. Και δεν της
άρεσε καθόλου. Θα περίμενε να μάθει. Αυτό ήταν πιο δύσκολο βέβαια.

48
Η πεταλούδα της νύχτας

Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Τα ερωτήματά της, θα την εγκατέλειπαν


μόνο αν τη θέση τους έπαιρναν οι απαντήσεις.

Το Σαββατοκύριακο δεν αργούσε. Ήταν το αύριο που θα ερχόταν


γρήγορα. Απλά άλλη μια νύχτα ήταν χωρίς τον αγαπημένο της, αλλά αυτή
τη φορά δεν θα ήταν μόνη. Θα της κράταγαν συντροφιά οι αναπάντητες
ερωτήσεις της.
Προσπαθούσε να φανταστεί το σπίτι του βάζοντας κριτήριο κατά πώς
είχε κρίνει τον χαρακτήρα του. Έβλεπε ένα σπίτι ζεστό, ήρεμο και
τακτοποιημένο. Όπως έβλεπε κι εκείνον. Με κλειστά μάτια, τους
φαντάζονταν εκεί μέσα αγκαλιά. Εκείνος να της έχει ετοιμάσει ένα ωραίο
δείπνο, με κεριά, κρασί που τόσο του άρεσε και απαλή μουσική. Έτσι
ονειρευόταν τον Τζίμη. Τον Τζίμη της!
Ξάφνου όμως, ανοίγοντας τα μάτια της όλα χάθηκαν. Έπεσε απότομα
στο πρόσωπό του, στη θύμηση της στιγμής που είχε καταπιεί τη γλώσσα
του και δεν της απαντούσε σ’ ένα τόσο απλό ερώτημα.
Θα με πας στο σπίτι σου;
Γιατί είδε τόσο φόβο στα μάτια του; Άγρια θηρία μέσα της τα αναπάντητα
ερωτήματα την έκαναν ν’ ανατριχιάσει. Δεν άντεχε άλλο ψέμα στη ζωή
της. Όλα τα ήθελε σωστά. Ήξερε τι ζήταγε ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε.
Η νύχτα πέρασε χωρίς να το καταλάβει, με τις σκέψεις να τριβελίζουν
το μυαλό της. Σηκώθηκε πριν καλά καλά ξημερώσει και βγήκε στη
βεράντα κρατώντας έναν αχνιστό καφέ στα χέρια της. Πάντα της άρεσε
εκείνη η ώρα. Ήταν η δικιά της στιγμή. Την ώρα που όλος ο κόσμος είναι
αφημένος στα όνειρά του, εκείνη ονειρευόταν κοιτώντας την ανατολή του
ήλιου κι ήταν λες και αναδυόταν μαζί του από το βάθος του ορίζοντα.
Είχε μάθει να κάνει υπομονή. Κι αυτό ήταν προσόν. Αυτή τη φορά
όμως έπιανε τον εαυτό της ανυπόμονο.

49
Φραγκάκη Ειρήνη

Το τηλέφωνο χτύπησε. Όσο κι αν το περίμενε, κάτι τη φόβιζε. Η


φωνή του δεν ήταν όπως άλλες φορές. Την εξέπληξε η άρνηση να πάνε
σπίτι του σήμερα γιατί όπως προφασίστηκε δεν είχε προλάβει να το
τακτοποιήσει λόγω της δουλειάς.
«Μα τι λες αγάπη μου. Και τι φοβάσαι δηλαδή, μην σε παρεξηγήσω.
Ξέρω ότι δουλεύεις πολύ. Δες το σαν μια ευκαιρία να σε βοηθήσω».
«Α, όχι κορίτσι μου. Πρώτη φορά στο σπίτι μου και θα το δεις στο
μαύρο του το χάλι; Άσε με να στο ετοιμάσω και να σε περιποιηθώ όπως
θέλω εγώ».
Αυτό με την περιποίηση, κάτι της έκανε της Μάγδας. Κάτι σε άσχημο
όμως. Και τι στο καλό είχε πια το σπίτι του που δεν μπορούσε να πατήσει
άνθρωπος εκεί μέσα; Αυτά τα φίδια που την επισκέφθηκαν από χθες,
άρχισαν να τη ζώνουν ξανά. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς. Αλλά
δεν είχε και διάθεση να πάνε ούτε για καφέ όπως της πρότεινε μετά ο
Τζίμης.
Αναρωτιόταν γιατί… αυτό το μεγάλο γιατί που διώχνει κάθε καλή
σκέψη και μας φορτώνει ανασφάλεια κι εγωισμό. Τι είχε κάνει πια και όλη
η γκαντεμιά του κόσμου είχε μαζευτεί πάνω της; Τόσες ήταν οι αμαρτίες
της; Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες, δικές του. Εικόνες που μαρτυρούσαν
λαχτάρα και λατρεία για ’κείνη. Άρχιζαν όμως να ξεθωριάζουν κι ήταν
τόσο νωρίς Θεέ μου! Πάνω τους έμπαιναν οι νέες εικόνες που της
αποκάλυψαν το βλέμμα και τα λόγια του Τζίμη. Για μια στιγμή σκέφτηκε
να τις αποδιώξει. Δεν είχε τίποτα άλλο, εκτός απ’ το ένστικτό της. Αν μη τι
άλλο, έπρεπε να έχει κάποιες αποδείξεις πριν του ζητήσει εξηγήσεις και
πριν βεβαιωθεί κι η ίδια. Δεν της ήταν ποτέ αρκετό για να κατηγορήσει
κάποιον, απλά και μόνο η διαίσθησή της· θα περίμενε. Δεν είχε άλλη
επιλογή.
Το βράδυ θα πήγαινε για δουλειά μιας κι είχε τα κλειδιά του
γραφείου. Ενημέρωσε τον Τζίμη για να μην ανησυχεί και τον διαβεβαίωσε

50
Η πεταλούδα της νύχτας

ότι θα ήταν μια χαρά. Απλά είχε κάποιες εκκρεμότητες που ήθελε να
τελειώσει για να έχει τουλάχιστον την Κυριακή ελεύθερη. Δικαιολογίες
δηλαδή, αλλά είχε ανάγκη να απασχολήσει αλλού το μυαλό της για να μην
σκέφτεται αρνητικά κι αδικαιολόγητα.

Ο Τζίμης, στην… άλλη δουλειά του, περίμενε τον θείο Νικόλα. Τον
βοήθαγε, υποτίθεται, πάντα με το αζημίωτο, αλλά έλα σου που κι οι δυο
έτρωγαν με χρυσά κουτάλια! Αυτό το μπαρ είχε αποδειχθεί η άκρη του
ουράνιου τόξου. Γεμάτο τσουβάλια με χρυσάφι. Θησαυροί έδιναν κι
έπαιρναν στα χέρια τους. Κι αυτοί οι θησαυροί είχαν όνομα. Για την
ακρίβεια, όχι μόνο ένα…
Ναρκωτικά – Πορνεία– Σωματεμπόριο.
Ο Νικόλας Παύλου, μεγάλο “κεφάλι” του νησιού, έλυνε κι έδενε
όπως, και ό,τι ήθελε. Είχε το χρήμα, άρα και τη δύναμη. Στο δυναμικό των
εργαζομένων του, κατείχε κι ο Τζίμης μια πολύ υψηλή θέση, κάτι σαν να
λέμε το δεξί του χέρι. Τι στο καλό, ανιψιός του ήταν, έτσι θα τον άφηνε;
Εκείνο το βράδυ, ο Νικόλας είδε ανήσυχο τον Τζίμη. Σκεφτικός στην
άκρη του μπαρ, κρατούσε ένα ποτό στα χέρια του και δεν έδινε σημασία
στο “μοντελάκι” που μάταια προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του,
δείχνοντας απροκάλυπτα τα πλούσια ελέη της.
Τον κοίταγε αρκετή ώρα κάνοντας συνειρμούς. Έφταιγε κάτι απ’ τη
δουλειά; Έφταιγε η κούραση ή μήπως... Μήπως είχε να κάνει με την
καινούρια γκομενίτσα που του κουβάλησε και τον ανάγκασε να κάνει τον
καλό Σαμαρείτη; Σιγά μην είχε ανάγκη από φλωρίτσες ο Νικόλας. Τις
δουλειές του μπορούσε να τις κανονίζει μόνος του, αλλά έστω κι έτσι είχε
κάνει μια καλή πράξη για τα μάτια του κόσμου, που ειδικά σ’ ένα μικρό
νησί σαν τη Σύρο, τον είχαν περικυκλωμένο. Ε, ρε την πουτάνα, την καλή,
τη διαγωγή. Φερετζέ την είχε κάνει και να, πού κατάντησε για να καλύπτει
τις κομπίνες του!

51
Φραγκάκη Ειρήνη

Πλησίασε στο μπαρ και κάνοντας ένα νεύμα στην πιτσιρίκα που ήταν
από μέσα, της έδωσε μήνυμα για το γνωστό ποτήρι του. Δεν ήταν για
πολλές κουβέντες. Λίγες ή καθόλου. Οι “δικοί” του άνθρωποι έπρεπε να τα
πιάνουν όλα στον αέρα και λάθη γι’ αυτόν δεν χώραγαν πουθενά και για
κανένα λόγο. Κι όλοι πρόσεχαν, τα πάντα. Το ήθελαν το κεφάλι τους.
«Τι έγινε ρε Τζιμάκο; Πέσανε τα καράβια μας έξω και δεν το ξέρω;»
Ο μικρός γύρισε και τον κοίταξε και τα μάτια του ήταν ήδη
κατακόκκινα από το ποτό και το τσιγαριλίκι που ρούφηξε πριν λίγο κι ας
ήταν μόνο δέκα το βράδυ. Σήκωσε το ποτήρι του δείχνοντάς το στην
κοπέλα κι ήπιε την τελευταία γουλιά. Έκανε νόημα και στο γκομενάκι από
δίπλα να την κάνει με ελαφρά κι έστρεψε την καρέκλα προς τον θείο του.
«Λοιπόν, θα μου πεις τι συμβαίνει νεαρέ κι έχεις τα χάλια σου
απόψε;»
«Θείε, περίμενε να έρθει το ποτό και θα τα πούμε».
Ο Νικόλας ήξερε καλά τον ανιψιό του. Όταν δεν μίλαγε αμέσως και
προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο κάτι πήγαινε στραβά. Αλλά είχε μάθει
πάντα να κάνει υπομονή με δαύτον. Τα νιάτα, σκεφτόταν, θέλουν υπομονή
για να τα βγάλεις πέρα μαζί τους.
Κατέβασε μια γερή γουλιά από το καινούριο ποτήρι που του σέρβιρε
ο μπάρμαν ενώ συνέχιζε να κοιτάει χαμηλά.
«Θείε, κάτι πρέπει να κάνουμε με τις τύπισσες. Πρέπει να φύγουν απ’
το σπίτι μου και μάλιστα γρήγορα. Δεν γίνεται να κρύβονται άλλο εκεί».
«Τι λες ρε ξεμυαλισμένε. Πας καλά; Και που θα πάνε δηλαδή; Ο
Δούκας τις θέλει σε τρεις μέρες».
«Το ξέρω αλλά θα ’χω πρόβλημα. Δεν ξέρω, κάτι πρέπει να
κάνουμε».
«Εκτός του ότι ξεχνάς τον λόγο που δεν με παίρνει να κάνω τίποτα
τώρα, μπορώ να μάθω γιατί σ’ έπιασε τέτοια πρεμούρα;»

52
Η πεταλούδα της νύχτας

«Η… Μάγδα, θέλει να ’ρθει σπίτι μου. Και λογικό είναι. Τόσο καιρό
είμαστε μαζί. Κάποια στιγμή θα το ζήταγε».
«Τι λες ρε ζωντόβολο! Πας καλά; Και για μια γκόμενα θα μου
χαλάσεις εμένα τη δουλειά;»
«Ρε θείε, είπαμε να τη “βουτήξουμε”. Πως θα γίνει; Δεν φτάνει που
ανέχομαι τα σάχλες της και τα χαζορομαντικά παιχνίδια της, θα μου την
πεις κι από πάνω;»
«Το κόλπο το ’ξερες απ’ την αρχή. Βρες τρόπο να μην έρθει».
«Τι να βρω γαμώτο μέχρι αύριο;»
«Γιατί ρε; Βιάζεται το πουτανάκι να την πηδήξεις;»
«Θέλει λέει, να δει το σπίτι που μένει ο αγαπημένος της, μη χέσω».
«Τότε κόψ’ το λαιμό σου και βρες κάτι να της αποσπάσεις την
προσοχή. Τί σκατά σου μαθαίνω τόσα χρόνια;»
«Μάλλον δεν θα πάρει αναβολή. Τώρα θα είναι στο γραφείο και θα
δουλεύει. Τί λες; Τη “βουτάμε” απόψε να τελειώνουμε; Άντε γιατί αρκετά
τράβηξε».
«Τί εννοείς ρε μπαγάσα;»
«Έλα που δεν κατάλαβες, άστραψε το μάτι σου μπάρμπα. Σου
γυάλισε κι εσένα το γκομενάκι, έτσι;»
«Πάντα παίρνω “μεζέ”. Οπότε απόψε έχει δείπνο μικρέ. Κερνάω. Εσύ
μην ξεχάσεις να φέρεις τα “εργαλεία”», είπε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
Ο μικρός άρχισε να το σκέφτεται με πολύ πιο σοβαρό ύφος απ’ του
θείου του.
«Ό,τι πεις, αφεντικό. Αλλά στο γραφείο σου δεν είναι ρίσκο;»
«Ίσα-ίσα. Αυτό με βολεύει κιόλας. Κάποιοι που ήθελαν να μου
κάνουν ζημιά, μπήκαν να κλέψουν, τη βρήκαν τυχαία κι έγινε ό,τι έγινε.
Εμένα θα υποπτευθούν; Άσε που έτσι καπάτσος που είσαι εσύ, θα την
πείσεις να μην πει και κουβέντα».
«Δεν έχεις κι άδικο. Α, ρε θείε, είσαι εσύ ένας…»

53
Φραγκάκη Ειρήνη

Το σχέδιο ετοιμάστηκε και το μόνο που έμενε πια, ήταν να μπει σε


εφαρμογή. Παιχνίδι πίσω απ’ την πλάτη της Μάγδας. Και μάλιστα διπλό.
Ερήμην της όλα, κι αυτή στις “απλές” αμφιβολίες της. Έτσι είναι όμως.
Λογαριάζεις κάνοντας όνειρα -χωρίς τον ξενοδόχο πάντα- και μετά έρχεται
και σου λέει “περάστε απ’ τη ρεσεψιόν να εξοφλήσετε το χρέος σας” κι ας
μην έχεις κάνει καν κράτηση. Φτάνει που πέρασες απ’ έξω. Αυτός θα σε
χρεώσει πιο πάνω απ’ τα διπλά.

54
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 6

Το σκοτάδι έξω από τις γρίλιες την τρόμαζε και δεν ήξερε τον λόγο.
Το γραφειάκι που της είχε παραχωρήσει ο Νικόλας για να δουλεύει δεν
φωτιζόταν αρκετά, ελάχιστα για να ακριβολογούμε, οπότε ο φόβος της,
είχε κάθε δικαιολογία. Μόνο η οθόνη του υπολογιστή έριχνε φως στα
πλήκτρα και στα νούμερα που έπρεπε να βλέπει. Δεν αναζήτησε άλλο
φωτισμό γιατί θεώρησε ότι δεν της ήταν απαραίτητος. Νόμιζε πως δεν είχε
κάτι να φοβηθεί. Κι όμως, κάτι μέσα της, της το έλεγε. Την
προειδοποιούσε. Αλλά ποτέ δεν άκουσε το ένστικτό της. Πάντα το
προσπερνούσε λες κι ήταν καταραμένο.
Η πόρτα του μικρού γραφείου άνοιξε απότομα. Τρόμαξε! Δυο
φιγούρες έκαναν την είσοδό τους σαν σε ταινία τρόμου. Η Μάγδα
τινάχτηκε έντρομη από την καρέκλα της προσπαθώντας να καταλάβει πίσω
από τις σκιές ποιοι ήταν αυτοί οι δυο που εισέβαλαν τέτοια ώρα και με
τέτοιο θράσος. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πρόσωπα, το αχνό φως στον
υπολογιστή δεν την βοηθούσε καθόλου, ίσα ίσα που την δυσκόλευε ακόμα
περισσότερο.
Δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, δεν πρόλαβε να μιλήσει. Τέσσερα χέρια την
είχαν αρπάξει σε κλάσματα δευτερολέπτου και την είχαν πετάξει στο
πάτωμα κλείνοντάς της το στόμα.
Μάταια προσπαθούσε ν’ αμυνθεί, δεν είχε τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει τα
δυο αυτά καθάρματα. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Δύο άντρες τα έβαζαν
με μια γυναίκα.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς ένιωσε μια βίαιη τσιμπιά από
βελόνα στο χέρι της και μετά το υγρό να κυλάει στις φλέβες, ν’ απλώνεται
σ’ όλο της το κορμί· μέχρι στο κεφάλι της το ένιωθε να φτάνει... και
μετά…

55
Φραγκάκη Ειρήνη

Τα μάτια της μεταλλάχτηκαν σε βαριές μπουκαπόρτες που έκλειναν.


Ένιωθε τα βλέφαρά της να βαραίνουν, το κορμί της έμενε παραδομένο σ’
αυτά τα τέσσερα βάρβαρα χέρια που κυριαρχούσαν πια, πάνω της χωρίς
όμως να είναι ικανή να προβάλει καμία αντίσταση.
Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν αυτό που πάθαινε.
Νύσταζε; Σαν να κοιμόταν, σαν να έβλεπε ένα κακό όνειρο… Θεέ μου,
ένας ολοζώντανος εφιάλτης τη στοίχειωνε.
Αισθήσεις που κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να βιώνει. Χέρια να τη
χαϊδεύουν ανατριχιαστικά, σώματα ξένα να καλύπτουν το κορμί της.
Της σήκωσαν τη φούστα με μανία, άκουσε τον θόρυβο από το εσώρουχο
της που σκιζόταν. Την άγγιζαν παντού, βίαια, άγρια, στα πιο απόκρυφα
σημεία της. Μια μέγγενη σε σχήμα χεριών, της άρπαξε τα πόδια και…
Διείσδυση!!!
ΌΧΙ!!!
Όχι, όνειρο, ένα κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσει και θα γελάει με τα ηλίθια
όνειρα που βλέπει. Τι χαζή που θα νιώθει μετά, άδικος ο φόβος κι η
τρομάρα. Κι όμως το μαρτύριο συνεχίζει κι εκείνη δεν το αντέχει.
Βογγητά, ανάσες, πάνω στο πρόσωπό της κι αυτή η διείσδυση δεν είχε
τελειωμό. Κι αυτός ο πόνος ήρθε και δεν ήθελε να φύγει.
Άκουσε μια μπάσα φωνή μέσα στ’ “όνειρό” της.
«Σήκω ρε μαλάκα να την πηδήξω κι εγώ. Πόση ώρα νομίζεις ότι θα
’ναι μαστουρωμένη;»
«Σκάσε ρε, μη μιλάς».
«Ναι καλά, αυτή τώρα δεν καταλαβαίνει τον Θεό της, εμάς θα
καταλάβει;»
Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια της αλλά της ήταν αδύνατον. Για μια
στιγμή νόμισε ότι άκουσε τη φωνή του Τζίμη και του θείου Νικόλα. Ήθελε
να τους φωνάξει για να τη βοηθήσουν. Μα… αν ήταν εκεί θα τη βοήθαγαν.
Ναι, θα την βοήθαγαν, έτσι δεν είναι; Κι όμως σαν να τους έβλεπε τώρα δα

56
Η πεταλούδα της νύχτας

μπροστά της, η μορφή τους όμως ήταν… Χριστέ μου, ίδιοι ο χάρος ήταν.
Πως γίνεται αυτό; Τι δουλειά είχαν τα πρόσωπά τους στο σώμα του χάρου;
Παραισθήσεις είχε σίγουρα, δεν εξηγείτε αλλιώς. Δυο χάροι μαζί ήρθαν να
την πάρουν.
Το κορμί της αλάφρυνε για μια στιγμή και μετά ξανά χέρια, στόματα,
σάλια και… διείσδυση.
Θέλει να ξυπνήσει, θέλει να σηκώσει τα χέρια της και ν’ αρχίσει να βαράει
δεξιά κι αριστερά αλλά δεν την υπακούει κανένα σημείο του κορμιού της.
Χάνεται σε εικόνες τρόμου και φαντασίας. Δύσκολο να τις κατανοήσει, να
τις εξηγήσει και να τις περιγράψει. Ζητάει έλεος σιωπηλά, δεν θα
τελειώσει αυτό το μαρτύριο;
Γιατί αντί να συνέρχεται χάνεται ακόμα πιο βαθιά στο έρεβος; Σαν να
βλέπει τον εαυτό της απέναντί της, τρομαγμένο. Μα ακόμα κι έτσι δεν
είναι σίγουρη πως είναι η Μάγδα που ήξερε. Τα χαρακτηριστικά της ήταν
τραβηγμένα. Τα μαλλιά της μακριά και μαύρα ανέμιζαν προς τα πίσω κι ας
μην υπήρχε αέρας. Ένα ουρλιαχτό σαν να άκουσε. Δικό της ήταν ή… της
Μάγδας της που ήθελε τόσο να προστατεύσει αλλά δεν τα κατάφερνε;
Έβλεπε το στόμα της να ανοίγει διάπλατα σαν να ούρλιαζε, ναι. Τόσο
αλλοπρόσαλλη εικόνα! Ένιωθε το σώμα της βουτηγμένο σ’ ένα ηφαίστειο
που την έκαιγε και την ανάγκαζε να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις για
να βγει στην επιφάνεια. Σύγκορμη τίναζε η Μάγδα όλα τα μέρη του
κορμιού της. Αέρας πουθενά κι όμως φύσαγε. Απόκτημα της φαντασίας
της το ηφαίστειο κι όμως καιγόταν. Μόνο η έκρηξη φάντασε κάποια
στιγμή αληθινή με τη Μάγδα της να αιωρείται και το σώμα της να
μετατρέπεται σε τέφρα που κάλυπτε τα πάντα γύρω της. Κάθε σκέψη, κάθε
κίνηση. Την είδε να εκτοξεύεται από τον κρατήρα του δικού της
εφιαλτικού ηφαιστείου. Να καίγεται από τη δική της λάβα…
Κι άλλη κλεμμένη αθωότητα! Κι άλλα διαλυμένα νιάτα! Κι άλλα
διαλυμένα όνειρα!

57
Φραγκάκη Ειρήνη

«Αγάπη μου, πώς είσαι;»


Η φωνή του Τζίμη έφτασε στ’ αφτιά της σαν βάλσαμο και φαρμάκι μαζί.
Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία. Τον κοίταζε χωρίς να έχει ακόμα
συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο δωμάτιο.
Βρισκόταν στον χώρο της, στο κρεβάτι της αλλά οι εικόνες που της
δημιούργησαν αυτές τις απαίσιες αναμνήσεις, άρχισαν δειλά δειλά να
κάνουν την είσοδό τους στο άδειο, μέχρι εκείνη τη στιγμή μυαλό της.
Θυμόταν τώρα, κι αυτό την έκανε να κρύψει το πρόσωπό της με τα χέρια
της. Ένιωσε ντροπή. Άρχισε να κουνάει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά,
τρελαμένη πια. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που της συνέβη.
«Ηρέμησε καρδιά μου, είσαι εντάξει τώρα. Ο γιατρός είπε…»
Φυσικά δεν υπήρξε κανένας γιατρός. Τη μετέφεραν οι ίδιοι στο σπίτι της.
Δεν θα μπορούσαν να ανακατέψουν κανέναν στις βρωμοδουλειές τους.
«Ο γιατρός; Τί έγινε Τζίμη. Πες μου γιατί θα τρελαθώ. Πες μου ότι
αυτά που σκέφτομαι είναι ένας εφιάλτης απλά κι εγώ κοιμάμαι ακόμα… σε
παρακαλώ…»
Τα μάτια της έδειχναν φανερά τον τρόμο και την αηδία που ένιωθε η
ψυχή της. Σε αντίθεση με τα δικά του που οποιοσδήποτε άλλος θα έβλεπε
πόσο καλά προσπαθούσε να κρύψει την ενοχή του και τις επόμενες
βέβηλες πράξεις του. Εκείνη όμως, θες επειδή από τη μία ήταν ήδη αρκετά
ταλαιπωρημένη, θες επειδή ήταν ακόμα πολύ ερωτευμένη, δεν έβλεπε
τίποτα μεμπτό.
«Δυστυχώς μάτια μου», είπε κατεβάζοντας θεατρινίστικα το κεφάλι
του και συνέχισε. «Μην ανησυχείς. Είμαι εγώ κοντά σου τώρα. Ο γιατρός
είπε ότι σε δυο-τρεις μέρες θα συνέλθεις».
Έκρυψε ξανά το πρόσωπό της πιο βίαια αυτή τη φορά και ξέσπασε σε
λυγμούς.
Ο Τζίμης προσπαθούσε να την καθησυχάσει χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.

58
Η πεταλούδα της νύχτας

«Έλα τώρα, ησύχασε. Θα σου κάνω μια ηρεμιστική ένεση κι όταν


ξυπνήσεις θα δεις ότι θα είσαι πολύ καλύτερα».
Υπάκουσε χωρίς να προβάλει καμία αντίσταση, με τα καυτά δάκρυα να
αυλακώνουν ακόμα το πρόσωπό της. Άλλωστε δεν είχε δυνάμεις ούτε ν’
αναπνεύσει καλά καλά, πόσο μάλλον να του φέρει αντίρρηση.
Ο Τζίμης, έβγαλε τη σύριγγα από το συρτάρι προφασιζόμενος ότι την
είχε αφήσει ο γιατρός. Ηρωίνη μαζί με υπνωτικό. Συνδυασμός που
“σκοτώνει”.
Το υγρό που κύλησε στις φλέβες της, την έκανε να ζαλιστεί ελαφρώς
αλλά και να νιώθει παράξενα. Οι κόρες των ματιών της άρχισαν να
διαστέλλονται και το πρόσωπό της έκανε μια μομφή απάθειας. Ένα
μειδίαμα στα χείλη, έκανε τον Τζίμη να καταλάβει ότι την έπιασε πιο
γρήγορα όπως γίνεται συνήθως στους... παρθένους οργανισμούς.
Αυτό το… κοκτέιλ κάνει θαύματα, σκέφτηκε.
Στο πρόσωπο της Μάγδας ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο που ένας
νηφάλιος άνθρωπος θα το χαρακτήριζε ηλίθιο. Εκείνη όμως είχε ξεκινήσει
πια το ταξίδι για μια άλλη διάσταση κι έμοιαζε να μην την ενδιαφέρει
τίποτα άλλο. Κοίταγε τον Τζίμη και συνέχιζε να του χαρίζει αυτό το
απλανές κι ηλίθιο χαμόγελο. Μια πλημμύρα χρωμάτων επέπλεαν στον
χώρο, μια ομίχλη χρωματιστών πραγμάτων είχε τυλίξει το μυαλό της. Τα
χρώματα της φάνηκαν πιο φωτεινά και βαθιά. Μια διάσταση που δεν
υπήρχε ποτέ πριν. Είχε βυθιστεί σε μια πληθώρα συναισθημάτων που όμως
δεν ήταν σε θέση να τα κοντρολάρει.
Εκείνος την κοίταγε και δεν ήξερε τι να νιώσει. Συναισθήματα που
δεν είχε νιώσει ποτέ πριν, τώρα έκαναν την εμφάνισή τους, τη στιγμή που
η Μάγδα εξαφανιζόταν στον χρωματιστό κόσμο που της είχε προσφέρει
για δεύτερη φορά ο “αγαπημένος” της. Αναρωτιόταν αν όλα αυτά ήταν
λύπη -την οποία για πρώτη φορά ένιωθε για άνθρωπο- ή ήταν κάτι
βαθύτερο. Απόδιωξε τις “λάθος” σκέψεις με μια κίνηση του χεριού του,

59
Φραγκάκη Ειρήνη

λες κι έτσι θα έφευγαν. Δεν έπρεπε να τον επηρεάζει τίποτα. Ήταν δουλειά
και στη δουλειά του συναισθήματα δεν υπήρχαν για κανέναν και για
τίποτα. Τον είχε δασκαλέψει πολύ καλά ο θείος Νικόλας. Στόχος τους ήταν
να μυήσουν νέους ανθρώπους -και δη γυναίκες- στα ναρκωτικά και
αργότερα που θα ήταν απόλυτα εξαρτημένες, να τις σπρώξουν στην
πορνεία. Έβγαζαν χοντρό χρήμα. Τα μαγαζιά του Νικόλα ήταν όλα
“φερετζές”. Κι έτσι θα παρέμεναν, γιατί την είχε μάθει τη δουλειά πολύ
καλά. Τίποτα δεν του ξέφευγε κι ήταν πάντα κοντά στον τόπο του. Δωρεές,
φιλανθρωπίες, όλα για το κοινό συμφέρον του τόπου του, έλεγε. Άντε μετά
να μιλήσει κανείς.
Στο πολύ χρήμα χωράει μόνο η σιωπή.

Μια εβδομάδα είχε περάσει. Ο Τζίμης την είχε πείσει να μην


καταφύγει στην αστυνομία.
«Σκέψου τον θείο μου, Μάγδα. Τι θα τραβήξει αν ανακατέψουμε την
αστυνομία! Φοβάμαι ότι όποιος πήγε να τον κλέψει, σίγουρα θα φοβηθεί μ’
αυτό που έγινε και θα εξαφανιστεί. Άσε που δεν πρόκειται να μάθουμε
τίποτα κι άδικα θα τραβιέσαι κι εσύ στο τμήμα για καταθέσεις. Άλλωστε
όπως είπες, δεν κατάφερες να αναγνωρίσεις κανέναν. Δεν έλειπε τίποτα
απ’ το γραφείο κι εσύ έχεις αρχίσει να καλυτερεύεις. Ούτε θα βοηθήσεις,
ούτε θα βοηθηθείς λοιπόν. Καλύτερα να το ξεχάσουμε αγάπη μου και να
προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας».
Η Μάγδα έμεινε στήλη άλατος μπροστά σ’ αυτά που άκουγε. Τι
άκουγε! Άκουγε και δεν άκουγε, αφού ο Τζίμης φρόντιζε να την ηρεμεί
κάθε τόσο με μια “ηρεμιστική” ενεσούλα.
Στο μυαλό της γινόταν ένας πανικός. Εικόνες απ’ τη βραδιά του
βιασμού, εικόνες από το μαρτύριο που πέρασε με τον πατέρα της… τι άλλο
ήθελε για να σαλέψει ο νους της; Και μέσα σ’ όλα αυτά κι εκείνα τα
χρώματα, που στην πορεία έρχονταν παρέα με άγνωστους και παράξενους

60
Η πεταλούδα της νύχτας

ήχους. Αλλά ήταν τόσο… τόσο αλλοπρόσαλλα. Τα χρώματα, της μίλαγαν,


έβγαζαν ήχους που δεν είχε ξανακούσει. Και οι ήχοι εμφανίζονταν
μπροστά της σε διάφορα σχήματα, με έντονα χρώματα. Τρέλα της ερχόταν
κάποιες στιγμές που είχε αναλαμπές.

Οι μέρες πέρναγαν βασανιστικά αργά. Εκείνη καθηλωμένη στο


κρεβάτι να την νταντεύει ο Τζίμης, να την προσέχει ο Τζίμης, να την
γιατροπορεύει ο Τζίμης.
Τα μαθήματά της είχαν μείνει πίσω. Πώς και με τί μυαλό να διαβάσει;
Με τί δυνάμεις θα πήγαινε στη σχολή; Τώρα σκεφτόταν, πως ίσως θα
έπρεπε να ’χει κρατήσει επαφές με κάποιους από τους συμφοιτητές της,
τουλάχιστον για να μπορούσε να πάρει τα μαθήματα. Αλλά πού να το
σκεφτόταν αφού είχε μάτια, μυαλό και κορμί μόνο για τον Τζίμη και τη
δουλειά;
Όσο για τη δουλειά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπατήσει το πόδι
της στο γραφείο μετά απ’ όσα έγιναν.
Ο Τζίμης της, είχε φροντίσει να της παρέχει όλα τ’ αγαθά του Θεού
μαζί με όσα μπορούσε να ’κονομήσει κι απ’ τον “έξω από ’δω”. Δεν την
άφηνε μόνη της, προσπαθούσε πάντα να βρίσκει μια απ’ τις “καλές”
κοπέλες που είχε στο μαγαζί με τον θείο του, πιο ευπρεπώς ντυμένες
φυσικά, και δασκαλεμένες μέχρι αηδίας για να μην ψυλλιαστεί τίποτα η
καλή του. Εκείνες, της διάβαζαν τα αγαπημένα της βιβλία, της έβαζαν
μουσική και τις έλεγαν ιστορίες από την πατρίδα τους, όποια κι αν ήταν
αυτή. Ρουμανία, Ρωσία, Βουλγαρία, Αραπιά… Τη λυπόντουσαν, έβλεπαν
ένα τρυφερό λουλούδι να μαραζώνει αλλά αν άνοιγαν το στόμα τους,
σίγουρα θα τους έκοβαν το κεφάλι. Τις είχαν προειδοποιήσει άλλωστε, αν
το ήθελαν στη θέση του, να πρόσεχαν πως το χρησιμοποιούσαν…
αλλιώς…

61
Φραγκάκη Ειρήνη

Η Μάγδα, υπήρχαν φορές που “ξύπναγε” εντελώς απ’ τον λήθαργο


και την έζωναν τα φίδια. Έπρεπε να δει τι θα κάνει για να επιβιώσει. Τα
λεφτά, της τελείωναν, η σχολή είχε πάει στον αγύριστο για τα καλά αλλά
εκείνη έπρεπε πάση θυσία να επαναφέρει τη ζωή της. Δεν μπορούσε να
διανοηθεί ότι τόσα χρόνια διαβάσματος, θα πήγαιναν χαμένα. Αλλά αυτά
ήταν για λίγο. Ο Τζίμης, είχε τον τρόπο -χωρίς να χρειάζεται κόπος- και
την “εξανάγκαζε” τρυφερά να ακούσει τις συμβουλές του.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να πας να ξαναδουλέψεις εσύ. Εγώ είμαι
εδώ, ό,τι χρειάζεται η αγαπούλα μου, εγώ θα της το προσφέρω».
«Μα αγάπη μου, δεν γίνεται. Έχεις κάνει ήδη τόσα για μένα. Πρέπει
να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου, πως θα συνεχίσω; Εξάλλου δεν είναι μόνο η
δουλειά για τα μπορέσω να επιβιώσω, είναι και το Πανεπιστήμιο. Δεν
μπορώ να παρατήσω τις σπουδές μου στη μέση. Κάποια στιγμή τα
χρήματα θα τελειώσουν, εσύ για πόσο θα αναλαμβάνεις τα δικά μου έξοδα;
Όχι, όχι. Πρέπει να ανασυγκροτηθώ».
Άλλο που δεν ήθελε κι αυτός. Με το που άκουγε τη φράση κλειδί
ήταν κι έτοιμος να επαναλάβει τα γιατροσόφια. Έτοιμο το γιατροσόφι που
θα τις έδινε δυνάμεις και θα την έκανε να συνέλθει γρήγορα. Δυο
εβδομάδες είχαν περάσει κι η Μάγδα είχε δεχθεί αλλεπάλληλες “τονωτικές
ενέσεις” για την επαναφορά της. Τόσο, που πια, δεν πρόβαλε καμία
αντίσταση ούτε καν σαν σκέψη. Το είχε ανάγκη.

Με τη μάνα της δεν είχε μιλήσει όλον αυτόν τον καιρό για όσα της
συνέβησαν. Όσες φορές είχε πάρει, το είχε σηκώσει πρώτα ο Τζίμης και
την είχε προτρέψει να μην της πει τίποτα για να μην την ανησυχήσει άδικα.
«Βρε Τζίμη, που θα πάει αυτό;» του είπε μια μέρα που είχε συνέλθει
πάλι τελείως και ακόμα πιο έντονα από τις άλλες φορές.
«Τί εννοείς Μάγδα; Που θα πάει, ποιο;»

62
Η πεταλούδα της νύχτας

«Είμαι σχεδόν ένα μήνα άνεργη, δεν έχω από πουθενά να πάρω
χρήματα, όλα τα πληρώνεις εσύ, είμαι συνέχεια κλεισμένη μέσα και το
σημαντικότερο. Δεν νιώθω να συνέρχομαι. Μόνο τις στιγμές που μου
κάνεις τις ενέσεις. Τότε νιώθω υπέροχα. Αλλά δεν είναι καιρός πια να βγω
έξω; Να βρω μια δουλειά, εννοείτε αλλού. Δεν μπορώ να ξαναμπώ εκεί
μέσα. Πρέπει να δω τι θα κάνω και με το Πανεπιστήμιο».
«Έχεις δίκιο αγάπη μου. Θα μιλήσω με τον θείο μου αύριο να δω
μήπως έχει κάτι έστω και στις καφετέριες».
«Τέλεια, αν το κάνεις αυτό μωρό μου σίγουρα θα νιώσω καλύτερα.
Να σου πω όμως. Μπορείς να μου κάνεις άλλη μια ηρεμιστική; Νιώθω ότι
το χρειάζομαι».
«Φυσικά και θα σου κάνω. Ότι θέλει το κορίτσι μου. Κι αύριο θα σου
δείξω πώς να το κάνεις και μόνη σου. Δεν μπορώ να είμαι συνέχεια εδώ κι
ίσως τη χρειαστείς κάποια στιγμή που θα λείπω. Να μπορείς να βοηθήσεις
μόνη σου τον εαυτό σου».
Αυτό που ήθελε το είχε πετύχει. Τώρα έμενε να την μπάσει και στα
μαγαζιά για κονσομασιόν αρχικά, και μετά να συνεχίσει στη μεγάλη
μπάζα. Ήταν “καλό εργαλείο” η Μάγδα και με λίγο δούλεμα απ’ τα
κορίτσια στο ντύσιμο και στο μακιγιάζ, σίγουρα θα έκανε θραύση. Είχαν
επενδύσει πολλά πάνω της και ο Τζίμης και ο Νικόλας.
Το ίδιο απόγευμα, της έκανε τη μεγάλη έκπληξη. Πήγε μαζί μ’ ένα
απ’ τα παλιά κορίτσια, έμπειρη στο φτιασίδωμα της νύχτας και της είπε τα
ευχάριστα.
«Από απόψε μπορείς να δουλέψεις στο μπαρ κοριτσάκι μου. Η Μάντι
από ’δω, θα σε βοηθήσει να ντυθείς και να βαφτείς ανάλογα».
«Τζίμη αυτό είναι υπέροχο. Επιτέλους θα ξαναδουλέψω».
Έτρεξε στην αγκαλιά του λες και της είχε χαρίσει ξανά τη ζωή. Δεν
ήξερε ότι αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα απλά για να της πάρει όση της
είχε απομείνει.

63
Φραγκάκη Ειρήνη

«Έλα κοπελιά, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Άντε να δούμε τι σου


ταιριάζει». Η Μάντι ξεκίνησε την τελετουργία της και μέσα σε χρόνο
ρεκόρ είχε κάνει το θαύμα της. Την γύρισε για να κοιτάξει τον εαυτό της
στον καθρέφτη.
Η Μάγδα ήταν θέαμα για να τρίβεις τα μάτια σου. Το μίνι φόρεμα ίσα
που κάλυπτε τα επίμαχα σημεία. Μεγάλο και βαθύ ντεκολτέ, έξω όλη η
πλάτη κι από μάκρος… αν φτερνιζόταν σίγουρα ο πισινός της θα έβγαινε
σε κοινή θέα, που αυτό ήταν φυσικά το ζητούμενο για την αποψινή είσοδο
στο σινάφι.
Ο Τζίμης σφύριξε με θαυμασμό και το νέο του αριστούργημα του
χαμογέλασε δειλά και ντροπαλά. Δεν της ήταν εύκολο να συνηθίσει κάτι
τέτοιο και μάλιστα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Η συντηρητική Μάγδα θα
πήγαινε σιγά σιγά περίπατο, στον αγύριστο για την ακρίβεια και τη θέση
της θα έπαιρνε το ακριβοπληρωμένο τσουλάκι που γεννιόταν, χάριν στον
καλό της πάντα.
«Μπράβο Μάντι, έκανες τέλεια δουλειά. Θα πάρεις μπόνους γι’ αυτό.
Ο Τζιμάκος δεν θα σ’ αφήσει έτσι», είπε και της έκλεισε το μάτι.
Γύρισε και κοίταξε τη Μάγδα. Είχε μείνει να κοιτάει τον εαυτό της
στον καθρέπτη αποχαυνωμένη.
«Τί είναι αγάπη μου; Μην μου πεις ότι δεν σ’ αρέσει το αποτέλεσμα
γιατί θα τρελαθώ. Είσαι μια θεά κούκλα μου».
Το δημιούργημα τον κοίταξε απορημένη.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθω και τόσο άνετα. Δεν έχω ξαναντυθεί
ποτέ έτσι».
«Εμ, είδες τί χάνεις; Είσαι μια κούκλα μωρό μου», της είπε και της
έδωσε ένα άταχτο και βιαστικό φιλί στο μάγουλο.
«Τζίμη μου, έχω πολύ τρακ και ντρέπομαι λιγάκι. Πρέπει να κάνω
κάτι για να ηρεμήσω. Τρέμουν τα πόδια μου απ’ το άγχος».
«Γι’ αυτό είναι εδώ ο καλός σου».

64
Η πεταλούδα της νύχτας

Πήγε μέχρι το κομοδίνο κι έβγαλε μια σύριγγα.


«Νομίζω ότι αυτό είναι ότι πρέπει για να ηρεμήσεις».
Η Μάντι ξέροντας τη δουλειά από πρώτο χέρι και παλιά καραβάνα
στις βρωμοδουλειές της νύχτας, κατάλαβε αμέσως και δαγκώθηκε. Αυτό το
κορίτσι το είχε συμπαθήσει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η μικρή
ήταν εντελώς άβγαλτη. Το πιο εύκολο θύμα που είχε γνωρίσει ποτέ της.
Αλλά το ήθελε κι αυτή το κεφάλι της στη θέση του. Δεν θα διακινδύνευε
το φαί του παιδιού της για κανέναν στον κόσμο. Ας είχε μυαλό να ’παιρνε
στροφές, σκέφτηκε για τη Μάγδα κι ας ήξερε τι της συνέβαινε και τι την
περίμενε στο μέλλον, σε όλα αυτά που είχε μπλέξει.

Πόσες φορές αφήνουμε τον φόβο μας, να υπερνικήσει την ανθρωπιά


μας και τους ανθρώπους να καταστρέφονται.

Η Μάγδα, έτοιμη, μέσα κι έξω αφέθηκε στην αγκαλιά του


αγαπημένου της να την οδηγήσει εκεί όπου δεν θα είχε πια γυρισμό.
Η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε και παρόλη τη μαστούρα της, της ήρθε
να κάνει εμετό. Ο καπνός από τα τσιγάρα και τα τσιγαριλίκια, τα χιλιάδες
λογιών πατσουλιά που φόραγαν οι «εργαζόμενες» και τα απωθητικά από
το ποτό, χνώτα των θαμώνων, την έκαναν να βάλει το χέρι στο στόμα της.
«Έλα, δεν είναι τίποτα, θα συνηθίσεις», την καθησύχασε ο έμπειρος
σ’ όλα αυτά Τζίμης.
Τον ακολούθησε χωρίς να μπορεί να πει κάτι. Ήταν ήδη στον
ευτυχισμένο κόσμο που της είχε προσφέρει για άλλη μια φορά απλόχερα ο
εραστής της πεντάρας.
«Μάγδα μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Μα τι ομορφιές είναι
αυτές κορίτσι μου! Πω πω… είσαι χάρμα οφθαλμών», αναφώνησε ο θείος
Νικόλας κι έκανε νόημα στην κοπέλα του μπαρ να της φέρει ποτό.

65
Φραγκάκη Ειρήνη

Η Μάγδα δεν μίλησε, πως θα μπορούσε άλλωστε; Κάθε φορά που τον
έβλεπε θυμόταν τον “θάνατο” που είχε βιώσει στο γραφείο του. Κάτι μέσα
της, πολύ μέσα της όμως, της έλεγε ότι η αντιπάθεια που είχε αρχίσει να
αισθάνεται γι’ αυτόν τον άνθρωπο οφειλόταν σε κάποιο δικό του φταίξιμο
αλλά δεν ήταν σε θέση να το προσδιορίσει.
Ο Νικόλας άπλωσε το χέρι του και της πρόσφερε το ποτήρι.
«Έλα, παρ’ το. Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις, θα δεις».
Πήρε το ποτήρι στα χέρια της και το κοίταζε σαν κάτι άγνωστο. Αυτή
που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε δοκιμάσει ούτε λικέρ, τώρα ήταν
έτοιμη να ακουμπήσει στα χείλη της μια βόμβα. Η πρώτη γουλιά την
έκαψε κι άρχισε να βήχει λες κι είχε βάλει στα σωθικά της φωτιά.
Ο Νικόλας την κοίταξε και γέλασε καθώς η όλη σκηνή του φάνηκε
τόσο αστεία λες και δεν υπήρχαν άνθρωποι που δεν έπιναν.
«Η πρώτη είναι ζόρικη. Μετά συνηθίζεις. Άντε, ρούφα άλλη μία».
Τα μάτια της Μάγδας είχαν πεταχτεί έξω απ’ τις κόχες αλλά
υπάκουσε. Η επιβλητικότητα του Νικόλα και του Τζίμη που την κοίταγαν
λες κι ήταν άγρια θηρία, δεν της έδινε άλλες επιλογές. Σαν
καλοκουρδισμένο ρομποτάκι -έτσι την είχε κάνει ο καλός της- σήκωσε
ξανά το ποτήρι, έριξε άλλη μια ματιά στο υγρό που την έκαψε πριν και το
κατέβασε μονορούφι. Αυτή τη φορά ο βήχας, την έκανε να σείεται
σύγκορμη. Παραπάτησε κι έπεσε μέσα στην αγκαλιά του Νικόλα. Άλλο
που δεν ήθελε κι αυτός. Τα μάτια του πέταξαν σπίθες μόλις το τρυφερό
κορμί της Μάγδας ακούμπησε στο μόριό του. Είχε ξαναγευτεί τη γλύκα
της, εκείνη την άθλια νύχτα που τη βίασε. Όσο έβηχε όμως τόσο τριβόταν
και πιο πολύ πάνω του. Δεν το καταλάβαινε μες στη ζαλάδα της
μαστούρας της. Κι ο Νικόλας είχε αρχίσει να ερεθίζεται αλλά σκέφτηκε
πως δεν ήταν ώρα ακόμη. Την επόμενη φορά, θα το ήθελε κι αυτή.
Νηφάλια ή μη, δεν θα του αντιστεκόταν.

66
Η πεταλούδα της νύχτας

«Συγνώμη», είπε και ξανακάθισε στη θέση της. Δεν είχε καταλάβει
φυσικά τίποτα η Μάγδα. Η αθωότητα και η άγνοια που την κατείχε δεν την
άφηνε επ’ ουδενί να πονηρευτεί.
«Δεν πειράζει κουκλάρα μου. Μην ανησυχείς, δεν έπαθα τίποτα
κακό».
Τα μάτια του συνέχιζαν να γυαλίζουν και ξερογλειφόταν λες κι είχε
δίπλα του ξερολούκουμο. Ο Τζίμης που τόση ώρα απλά κοιτούσε,
αποφάσισε πως ήταν ώρα να επέμβει.
«Σόνια», είπε στην κοπέλα στο μπαρ, «βάλε άλλο ένα ποτό στη
Μάγδα».
«Μάγδα, πάρε το ποτό σου κι έλα να σου γνωρίσω έναν κύριο».
«Τί κύριος είναι αυτός Τζίμη μου; Και γιατί πρέπει να τον γνωρίσω;»
«Έλα τώρα και μην ρωτάς πολλά», της είπε χαμογελώντας και
πιάνοντάς τη απ’ το μπράτσο.
Δεν είπε τίποτα άλλο η Μάγδα. Ο Τζίμης είχε αρχίσει να της
επιβάλλεται πολύ πιο εύκολα απ’ ότι υπολόγιζε κι αυτό τον έκανε ν’
αναθαρρήσει κι άλλο και να φουσκώσει σαν παγόνι. Μπορούσε να
επιβληθεί σε ένα κορίτσι -και σε πολλά άλλα εκτός απ’ αυτό, με τη γνωστή
μέθοδο και για τον γνωστό λόγο- κι αυτό τον έκανε να νιώθει μεγάλη
δύναμη ισχύος. Λες κι ήταν κυρίαρχος του κόσμου.
Ο εν λόγω κύριος που πήγε να γνωρίσει στη Μάγδα, ήταν ένα ερείπιο
πενήντα και φεύγα ετών. Τα μάτια του γυάλιζαν διαρκώς, με όλα αυτά τα
δροσερά κοριτσάκια που πέρναγαν από μπροστά του. Αλλά μόλις είδε τη
Μάγδα λες και πετάχτηκαν. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή, μικροσκοπικά του
μάτια, λόγω ηλικίας, άνοιξαν διάπλατα.
Τράβηξε την καρέκλα και της έκανε νόημα να καθίσει. Η Μάγδα
γύρισε και κοίταξε όλο απορία τον Τζίμη κι εκείνος με τα μάτια, της έδειξε
την καρέκλα.

67
Φραγκάκη Ειρήνη

«Τί κάνεις κύριε Παναγιώτη μας;» ρώτησε ο Τζίμης τον συχνό


θαμώνα του μαγαζιού.
«Μια χαρά λεβέντη μου. Ε, ήρθα να πιω ένα ποτό κι απ’ ότι βλέπω
δεν θα το πιω μόνος μου. Μου έφερες πολύ όμορφη παρέα. Δεν θα μου
γνωρίσεις την κοπελιά;»
Ο γέρος έτρωγε με τα μάτια του τη Μάγδα από πάνω μέχρι κάτω κι αν
μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε τώρα, θα έγλειφε τα χείλη του σαν
πεινασμένος λύκος, έτοιμος να καταβροχθίσει το θήραμα που τον περίμενε
για “κουβεντούλα” στην άλλη άκρη του τραπεζιού.
«Πάνο, από ’δω η Μάγδα. Μάγδα, ο κύριος Πάνος. Κύριος με τα όλα
του είναι και καλός άνθρωπος. Κι έχει και χιούμορ», έκανε τις συστάσεις ο
λεβέντης Τζίμης.
«Χαίρω πολύ», είπε η Μάγδα ψιλοζαλισμένη πια, από το ποτό και την
ηρωίνη που την είχε κεράσει νωρίτερα στο σπίτι ο Τζίμης.
«Μάγδα, κάθισε και κάνε για λίγο παρέα στον Πάνο μας εσύ, μέχρι να
τελειώσω κάτι δουλίτσες που έχω και ξανάρχομαι», είπε κι έφυγε
κλείνοντας το μάτι στον κύριο Πάνο.
Είχαν μιλήσει νωρίτερα κι ήξερε ο γερόλυκος πώς να της φερθεί. Της
μίλαγε στην αρχή περί ανέμων και υδάτων, ίσα για να σπάσει τον πάγο και
πάντα με την πείρα του πενηντάρη και δη πορνόγερου.
Εν τω μεταξύ τα ποτά, έδιναν κι έπαιρναν στο τραπέζι καθότι είχε
φροντίσει γι’ αυτό ο άλλος έμπειρος κι ας ήταν νεαρός σε ηλικία, Τζίμης.
Ο κυρ- Πάνος είχε φέρει πια την καρέκλα του πολύ κοντά στη μικρή
κι είχε εξιταριστεί απ’ τα μισόκλειστα μάτια της. Αν ήταν άλλη στιγμή κι η
Μάγδα επίσης μια άλλη, θα νόμιζε κάποιος -όπως τώρα αυτός- ότι είχε ένα
λάγνο βλέμμα όλο υποσχέσεις. Εξάλλου στο μεθύσι του ο καθένας βλέπει
ότι θέλει. Τώρα όμως τα μάτια της Μάγδας ήταν έτσι από τη μαστούρα και
το μεθύσι της.

68
Η πεταλούδα της νύχτας

Ο κύριος Παναγιώτης έψαξε με τα μάτια του τον Τζίμη και μόλις τον
εντόπισε, του έγνευσε να πάει προς το μέρος του κάνοντάς του νόημα με
το χέρι να σκύψει.
«Κανόνισε την επόμενη φορά να κάνεις κατάσταση με τη μικρή. Και
το νου σου κακομοίρη μου, είναι τεφαρίκι πράμα. Μην μου κάνεις καμιά
λαδιά και τη χάσω… τη θέλω αυτή τη μικρή», ψιθύρισε στο αφτί του
Τζίμη.
Εκείνος ένευσε καταφατικά και του είπε να μην ανησυχεί. Δεν υπήρχε
λόγος άλλωστε, απλά δεν ήθελε να τη ζορίσει με την πρώτη. Άβγαλτη και
πρωτάρα ήταν και τον είχε ενημερώσει σχετικά. Αλλά αυτό ακριβώς ήταν
που ήθελε κι ο Πάνος. Κοριτσάκια για να τους μάθει τις χαρές και τις
χάρες του έρωτα. Ένας έμπειρος πενηντάρης σε ρόλο ερωτικού διδάκτορα
ήταν ό,τι έπρεπε, για να του ανεβάζει τη λίμπιντο και την αδρεναλίνη.

Η πρώτη νύχτα τέλειωνε κι ο Τζίμης πήρε αγκαζέ τη Μάγδα μέχρι το


αυτοκίνητο για να την πάει σπίτι του. Το δικό της άλλωστε είχε σκοπό να
το ξενοικιάσει για λογαριασμό της. Της είπε ότι δεν υπήρχε λόγος αφού
είναι μαζί, να μένει αλλού εκείνη και να πληρώνει κι ενοίκιο χωρίς λόγο.
Άλλωστε τα χρήματά της πια, θα τα κανόνιζε ο ίδιος. Φυσικά όλα αυτά της
τα ανακοίνωσε σε ευαίσθητη στιγμή… στιγμή μαστούρας. Ποια άλλη ώρα
θα ήταν τόσο ευκολόπιστη η Μάγδα; Ακόμα και τα πράγματά της είχε
στείλει δικούς του ανθρώπους να τα μεταφέρουν. Είχε φροντίσει φυσικά ο
Νικόλας προηγουμένως τα “κορίτσια” που είχαν κάνει κατάληψη, να
φύγουν για τον προορισμό τους. Οπότε δεν υπήρχε λόγος να το
καθυστερεί.
Όλα λοιπόν έτοιμα και τακτοποιημένα στη ζωή της Μάγδας, που, μια
χαρά και με μεγάλη μαεστρία, διηύθυνε πλέον ο άντρας της ζωής της.

69
Φραγκάκη Ειρήνη

Το πρωί -πιο πρωί δηλαδή, μεσημέρι πήγαινε- τη βρήκε ένα χάλι. Το


κεφάλι της κόντευε να σπάσει από τον πονοκέφαλο και το στόμα της ήταν
λες κι είχε φάει τα τσαρούχια όλων των τσολιάδων της Ελλάδας.
Ο Τζίμης πάντα σε ετοιμότητα, σηκώθηκε πριν απ’ αυτήν και της
ετοίμασε πρωινό. Ήξερε το παλιόπαιδο τι έπρεπε να κάνει. Όσο ήταν
εντελώς νηφάλια και τώρα που ήταν ακόμα αρχή, η Μάγδα είχε όλες τις
περιποιήσεις που έχουν μόνο οι βασίλισσες. Δεν της έλειπε τίποτα, δεν
προλάβαινε να ζητήσει τίποτα, όλα έτοιμα με το που τα σκεφτόταν.
Της το πρόσφερε μαζί μ’ ένα παυσίπονο για να της περάσει ο
πονοκέφαλος και την κοίταξε προσεκτικά. Ήθελε να δει αν η χθεσινή
βραδιά, της είχε αφήσει απορίες.
«Σε λίγο θα είσαι καλύτερα αγάπη μου».
«Μα καλά, τι ήπια και με πείραξε τόσο;»
«Έλα βρε μωράκι μου, δεν είσαι συνηθισμένη, γι’ αυτό. Η πρώτη
φορά είναι δύσκολη».
«Τζίμη», ξεκίνησε να του λέει κάπως σκεφτική, «τι ακριβώς θα κάνω
εγώ στο μαγαζί γιατί δεν κατάλαβα. Είχες πει ότι θα δουλέψω, έτσι δεν
είναι;»
«Φυσικά καρδιά μου. Κοίτα, για αρχή κι επειδή η νύχτα είναι
δύσκολη, θα κάνεις απλά παρέα στους πελάτες για να ’χουν βρε παιδάκι
μου κάποιον να μιλήσουν».
«Κι είναι δουλειά αυτό ρε Τζίμη; Θα κάθομαι και θα πληρώνομαι;»
«Α, μην το βλέπεις έτσι. Είναι σημαντικό οι πελάτες να νιώθουν
ωραία στο μαγαζί μας. Για φαντάσου να έρχονται μόνοι τους, ξέμπαρκοι
που λέμε στη γλώσσα της νύχτας και να μην έχουν κάποιον να πουν δυο
κουβέντες να περάσει ευχάριστα η ώρα τους… Να πιούν τα ποτάκια τους,
ν’ ακούσουν τη μουσικούλα τους και να φύγουν ευχαριστημένοι».
«Δεν έχεις άδικο, ίσα ίσα, μου φαίνεται πολύ λογικό έτσι που το
θέτεις».

70
Η πεταλούδα της νύχτας

«Ε μα τι, αγάπη μου. Έτσι θα σ’ άφηνα;»


Αθώα μέχρι αηδίας η Μάγδα αλλά τί φταίει κι αυτή; Σε γυάλα την
είχαν οι γονείς της. Πουθενά εκτός του σχολείου δεν πήγαινε μόνη της. Να
μάθει τη σκληρή πλευρά της ζωής από πού; Να της μάθει κάποιος ότι εκεί
έξω υπάρχει τόση πονηριά, από πού; Τους κινδύνους από πού θα μπορούσε
να τους έβλεπε; Από τα καλά κλειστά πατζούρια που είχε ξαμολήσει η
μάνα της σαν τείχος μπροστά της; Ή από τον φόβο που είχε σπείρει θεριό
ολάκερο ο πατέρας της στην ψυχή της;
Είχε όλα τα δίκια της η μικρή να πέσει στην παγίδα του πρώτου
τυχόντα και μάλιστα με τέτοια επιτυχία. Και θα είχε και όλα τα δίκια της
αργότερα να θεωρήσει υπεύθυνους γι’ αυτό, τους γονείς της.

71
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 7

Η σχολή είχε ξεχαστεί εντελώς. Αλλά η Μάγδα ούτε που τόλμαγε να


μιλήσει στη μάνα της για τις αλλαγές στη ζωή της. Ούτε για την καινούρια
δουλειά είχε πει τίποτα. Πλέον μίλαγαν όλο και λιγότερο. Την τελευταία
φορά που μίλησαν στο τηλέφωνο, η μητέρα της ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχη.
«Μάγδα μου, θες να έρθω λίγο να μείνω κοντά σου; Μήπως
χρειάζεσαι βοήθεια παιδάκι μου; Δεν ήθελα να σε ρωτήσω, δεν θέλω να
έχετε μες στα πόδια σας μια μεγάλη γυναίκα αλλά δεν μπορώ να μείνω και
με σταυρωμένα χέρια. Ακούγεσαι πολύ κουρασμένη τελευταία κορίτσι μου
κι ανησυχώ πολύ».
«Όχι βρε μαμά, τί λες τώρα; Κουρασμένη είμαι, όχι άρρωστη. Απλά
δεν μιλάμε συχνά και σου πέφτει βαρύ».
«Κορίτσι μου, μην με ξεσυνερίζεσαι. Μόνη μου είμαι η έρμη και το
μόνο που περιμένω είναι πότε θα με πάρεις εσύ ένα τηλέφωνο για να δω τι
κάνεις. Αλήθεια, ο Τζίμης τί κάνει;»
«Μια χαρά είναι μαμά. Έχεις χαιρετίσματα».
«Κι από μένα να του δώσεις γλυκό μου παιδί και να του δώσεις και
παραγγελιά να σε προσέχει σαν τα μάτια του».
«Μην ανησυχείς μαμά. Με προσέχει».
«Εντάξει καρδιά μου. Άντε να μην σε απασχολώ με τις δικές μου
ανησυχίες. Κάνε τις δουλειές σου κορίτσι μου κι όποτε μπορείς πάρε κι
εσύ τηλέφωνο».
«Εντάξει μαμά. Να προσέχεις».
«Κι εσύ καμάρι μου».
Έκλεισε το τηλέφωνο με βαριά καρδιά. Δεν άντεχε να κοροϊδεύει τη
μητέρα της. Αλλά και τί να της έλεγε; Πώς δεν ήξερε που πατούσε και που
βρισκόταν; Πως γι’ αλλού αυτή ξεκίνησε κι αλλού την έχει πάει; Ότι
ένιωθε σαν χαμένη; Πώς να τα πει όλα αυτά κι άλλα τόσα που βάραιναν

72
Η πεταλούδα της νύχτας

την ψυχή της; Μια ζωή μαθημένη να κρύβεται καλά και να τα περνάει όλα
μόνη της. Να μην ανοίγεται ούτε για τα πιο ασήμαντα. Πόσο μάλλον για
πράγματα που ακόμα κι η ίδια δεν μπορούσε να κατανοήσει τι ακριβώς της
συνέβαινε.
Τώρα που θυμόταν καλύτερα τον διάλογο με τη μάνα της,
συνειδητοποίησε μια φράση που πριν δεν έδωσε βάση. Μόνη της, μόνη κι
έρημη για την ακρίβεια… ναι, αυτό της είχε πει. Κι η Μάγδα φυσικά ούτε
που μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Είχε τις δικές της φουρτούνες ν’
ασχοληθεί. Τ’ αφτιά της δεν συνδεόταν πλέον ομαλά με τις λειτουργίες του
εγκεφάλου. Δεν μπήκε ούτε καν στον κόπο να ρωτήσει για τον πατέρα της
τίποτα. Εκεί που στις αρχές, όταν έφυγε, προσπάθησε κάπως να μην νιώθει
όπως ένιωθε, τώρα, μετά απ’ αυτό που της είχε συμβεί, η μνήμη της άρχισε
να της παίζει παιχνίδια και είχε διαγράψει κάποιους ανθρώπους. Όχι όμως
και τα συναισθήματα. Η αηδία είχε ριζώσει για τα καλά μέσα της, αλλά
πολύ μέσα της. Λειτουργούσε υποσυνείδητα και δεν την άφηνε να σκεφτεί
καθαρά για όλους και όλα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Δεν είχε περάσει
και λίγα. Κάτι όμως, της έλεγε πως αρκετά είχε πονέσει. Όχι, αρκετά είχε
αφήσει το παρελθόν να την πονέσει. Ήθελε να ξεχάσει. Ευσεβείς πόθοι
ήταν βέβαια, αλλά παρά τ’ ολότελα, καλή κι η Παναγιώτενα που λένε. Εκεί
που κάποτε όλα στριφογύρναγαν μες στο κεφάλι της σαν ρόδα στο Λούνα
Παρκ, τώρα είχε κάνει μια γερή διαγραφή σε διάφορα μες στον σκληρό
δίσκο του εγκεφάλου της. Και ξανά η σκέψη της έφυγε απ’ τη μάνα της και
γύρναγε στον εαυτό της. Πάλι τα δικά της σκεφτόταν.

Στην άλλη μεριά, η μάνα της με το που έκλεισε το τηλέφωνο έπιασε


το κεφάλι της. Ήθελε να αρπάξει τα μαλλιά της εκείνη τη στιγμή και να τα
ξεριζώσει από το κεφάλι της. Σαν να έσφιγγε μια μέγγενη τα μηνίγγια της
ένιωθε.

73
Φραγκάκη Ειρήνη

Το κοριτσάκι της ήταν μακριά, κάτι είχε κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα. Αλλά… δεν ήταν μόνο αυτό.
Ο κυρ-Αντρέας, της είχε κάνει τη ζωή κόλαση από τότε που έφυγε η
Μάγδα. Δεν κρατούσε πλέον κανένα πρόσχημα. Γύρναγε στο σπίτι
μεθυσμένος κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ. Όλα του έφταιγαν, σ’ όλα
έβρισκε λάθη. Η Ευτυχία -μόνο το όνομα είχε πια να της θυμίζει ότι
υπήρχε αυτή η λέξη στο ελληνικό λεξιλόγιο- τράβαγε του Χριστού τα πάθη
στα χέρια του. Παρακάλαγε ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί κάθε φορά
που άκουγε το κλειδί στην πόρτα. Είχε γίνει πια ο φόβος κι ο τρόμος της.
Το ξύλο έπεφτε σύννεφο. Το σώμα της είχε γεμίσει μώλωπες αλλά που να
τ’ ομολογήσει η άμοιρη. Τη χτύπαγε ακόμα κι αν δεν υπήρχε αφορμή.
Εκείνος έβρισκε, που στην ουσία ήταν για το τίποτα. Σάμπως προλάβαινε η
έρμη να του κάνει κάτι;
Μέχρι εκείνο το βράδυ. Η Ευτυχία δεν είχε κοιμηθεί ακόμα.
Σκεφτόταν όσα είχαν ειπωθεί με τη Μάγδα και προσπαθούσε να βρει λύση
για να βοηθήσει το κοριτσάκι της. Ο Αντρέας γύρισε στις δύο τα
ξημερώματα, τύφλα απ’ το μεθύσι. Κοπάνησε την πόρτα πίσω του λες και
του έφταιγε κι αυτή. Πήγε στην κουζίνα και τη βρήκε να κάθεται
κουβαριασμένη κι έντρομη στην καρέκλα. Είχε τρομοκρατηθεί η
κακομοίρα απ’ το γδούπο της πόρτας αλλά ... τρέχα γύρευε πως θα ξέφευγε
πάλι απ’ τα χέρια του.
«Μμμ… ακόμα δεν κοιμήθηκε η πριγκηπέσα;» είπε με το μάτι του να
γυαλίζει. Το μαύρο του χάλι είχε πάλι.
Δεν μίλησε η Ευτυχία. Τι να πει. Ήξερε πως ό,τι κι αν έλεγε θα το
χρησιμοποιούσε εναντίον της. Πάντα τον μπελά της έβρισκε όποτε άνοιγε
το στόμα της. Είχε αποφασίσει απόψε να το σφραγίσει και να μην το
ανοίξει για κανένα λόγο. Αλλά που να ’ξερε. Ακόμα κι αυτό ήταν μέγα
λάθος.
«Τί έγινε μωρή; Το αμίλητο νερό κατάπιες και μουγκάθηκες;»

74
Η πεταλούδα της νύχτας

Συνέχισε να μην μιλάει.


«Θες να μου σπάσεις τα νεύρα μωρή βρωμόγρια;»
Τσιμουδιά η Ευτυχία.
«Άι σιχτίρ που θα σε παρακαλάω κιόλας».
Σήκωσε το χέρι του και το κατέβασε με δύναμη στο στόμα που δεν
άνοιγε για να της το ανοίξει αυτός. Και το άνοιξε για τα καλά αφού το αίμα
πλημύρισε κι άρχισε να τρέχει.
Κουβέντα ξανά αυτή. Ούτε αχ δεν έκανε. Δεν ήταν ότι είχε συνηθίσει.
Σιγά μην συνήθιζε. Αλλά δεν ήθελε να του δώσει τέτοια χαρά. Ούτε και
ήξερε όμως τι ήταν χειρότερο.
Ο Αντρέας, την έπιασε αυτή τη φορά απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε
με δύναμη. Δεν την ήθελε στο επίπεδό του. Απλά, του ήταν πιο εύκολο να
της δώσει άλλη μια στο πρόσωπο για να την τσακίσει περισσότερο και να
τη ρίξει πιο χαμηλά. Κουρέλι την είχε κάνει. Του άρεσε να τη βλέπει να
σέρνεται σαν σκουλήκι στα πόδια του.
Τα χέρια του τη χτύπαγαν αλύπητα, βάναυσα. Αλλά αυτός δεν έδειχνε
τον παραμικρό οίκτο. Μια σταλιά γυναίκα η Ευτυχία κι ήταν πολύ εύκολο
θύμα στην έκρηξή του. Τα μάτια του γυάλιζαν, τα δικά της όμως είχαν
αρχίσει να παίρνουν ένα μελανό χρώμα απ’ τα χτυπήματα. Θόλωνε το
μυαλό της. Ήθελε να αμυνθεί, ν’ αντιδράσει. Μάταια όμως. Μπροστά της
φάνταζε γίγαντας, πώς να κινηθεί για να προστατεύσει τον εαυτό της!
Το μάτι της έπεσε στον πάγκο της κουζίνας. Η μεγάλη θήκη με τα
μαχαίρια που της είχε κάνει δώρο η Μάγδα, της φάνηκαν σανίδα σωτηρίας.
Δεν ήταν σε μεγάλη απόσταση από αυτήν. Γύρισε και τον κοίταξε. Αν
σταματούσε να τη χτυπάει θα σταμάταγε κι αυτή να παραλογίζεται. Όμως
με το να τον κοιτάξει κατάματα, κατάφερε μόνο να οξύνει την κατάσταση.
«Τολμάς και με κοιτάς μωρή τσούλα; Σκυμμένο θα το έχεις το κεφάλι
σου όταν σου μιλάω», της είπε και της έριξε άλλη μια γροθιά στο στομάχι
που τη δίπλωσε στα δύο. Γυρνώντας η Ευτυχία, ήρθε πρόσωπο με

75
Φραγκάκη Ειρήνη

πρόσωπο με τα μαχαίρια. Κοίταξε για δευτερόλεπτα το μεγαλύτερο, όμως


δεν μπορούσε πια να σκεφτεί. Το αίμα που άρχισε να δημιουργεί ένα
ακόμα ποτάμι στα χείλη της, την έκαιγε και την τρέλαινε περισσότερο. Ο
εγκέφαλός της, την οδηγούσε με χίλια προς την καταστροφή. Δεν την
ένοιαζε. Σήμερα κάποιος θα πέθαινε. Ή εκείνη ή το τέρας. Η τρέλα έκανε
κούρσα θανάτου μες στο κεφάλι της. Εν ριπή οφθαλμού, τα χέρια της
έγιναν δυο ανελέητοι τιμωροί. Το μαχαίρι βρέθηκε από τον πάγκο της
κουζίνας, καρφωμένο στην κοιλιά του δίποδου ζώου που τώρα είχε πέσει
κάτω. Σφάδαζε απ’ τον πόνο. Το αίμα έβγαινε πηχτό και μαύρο από τα
σωθικά του κι ένα ρυάκι άρχισε να κυλάει ίσαμε το πάτωμα. Η ανάσα του
τώρα έβγαινε κοφτή, το οξυγόνο δεν τον έφτανε. Τα μάτια του κοίταξαν
-όσο πια μπορούσε να εστιάσει το βλέμμα του- στα μάτια της Ευτυχίας.
Ένας κοφτός, βαθύς ρόγχος βγήκε απ’ το στήθος του και μετά… τέλος. Η
τελευταία ανάσα ακούστηκε βαριά και πνιχτή από μέσα του. Το μεθύσι του
είχε γίνει έστω και για μια φορά, έστω και τώρα, σύμμαχός της. Το ποτό
τον εμπόδισε ν’ αντιδράσει στο οτιδήποτε. Οι απότομες κινήσεις του, το
κεφάλι του, που ήταν εδώ και ώρες θολό από τα ποτά, έγιναν οι συνεργοί
της.
Η Ευτυχία έκρυψε το πρόσωπό της μη μπορώντας να πιστέψει αυτό
που μόλις είχε γίνει. Κοίταξε τα χέρια της. Είχαν γεμίσει αίματα. Ένα
αιματοβαμμένο σκηνικό παντού. Η μυρωδιά απ’ το αίμα του μαζί με το
δικό της, είχε φτάσει στα ρουθούνια της. Η γεύση του ήταν πια πολύ κοντά
στο στόμα της. Αναγούλα της ήρθε στο θέαμα που η ίδια είχε
δημιουργήσει.
Ο πανικός άρχισε να τη ζυγώνει από παντού. Τί θα έκανε τώρα;
Τρόμαξε στη σκέψη ότι θα το μάθαινε η κόρη της. Αλλά γινόταν
διαφορετικά; Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα κι άρχισαν να τρέχουν σαν
χείμαρρος. Έπρεπε να ειδοποιήσει την αστυνομία. Είχε γίνει δολοφόνος.
Δεν ήξερε αν το είχε μετανιώσει αλλά δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Η

76
Η πεταλούδα της νύχτας

συνείδησή της δεν της επέτρεπε να το βάλει στα πόδια. Άλλωστε που να
πήγαινε; Δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο εκτός από τη Μάγδα. Άραγε
θα την καταλάβαινε ή θα την κατηγορούσε;
Ό,τι έκανε δεν το έκανε από πρόθεση. Να αμυνθεί ήθελε. Κάτι που
τόσα χρόνια απέφευγε. Κάτι που τόσα χρόνια δεν τολμούσε. Κάπου όμως
μέσα της ένιωθε πως ένα βάρος, την είχε εγκαταλείψει. Δεν γινόταν μια
ζωή να πλήρωνε δικές του αμαρτίες και τώρα που τον τιμώρησε να μην
νιώθει ένα ξαλάφρωμα!
Σύρθηκε μέχρι το χολ και σήκωσε το ακουστικό. Με χέρια που
έτρεμαν, ειδοποίησε την αστυνομία η οποία φυσικά έφτασε σχεδόν
αμέσως. Εμ, έγκλημα ήταν αυτό και μάλιστα μετά από μια ειλικρινέστατη
ομολογία.
«Ναι, εγώ τον σκότωσα. Με βλέπετε; Είμαι γεμάτη σημάδια. Αυτός
κόντεψε πρώτα να σκοτώσει εμένα. Τί να έκανα; Γυάλισε το μάτι μου.
Τόσα χρόνια ανέχτηκα πολλά απ’ αυτό το κτήνος. Κι όχι, δεν το
μετάνιωσα. Δεινοπάθησα. Δεν άντεξα άλλο. Πάρτε μου το κεφάλι, κλείστε
με φυλακή. Κάντε με ό,τι θέλετε. Δεν έχει νόημα η ζωή μου. Μόνο σας
παρακαλώ, προσέξτε πως θα το πείτε στο κοριτσάκι μου. Σας ικετεύω, δεν
πρέπει να πληγωθεί. Είναι και μακριά το πουλάκι μου. Ζωή μου, αχ ζωή
μου…»
Αγανακτισμένη πια, φοβισμένη κι απελπισμένη που αυτό το τέρας την
είχε κάνει δολοφόνο, δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε. Μέσα από δάκρυα
θυμού κι οργής, μέσα από καταπιεσμένα συναισθήματα τόσων χρόνων,
διηγούνταν στους αστυνομικούς τα συμβάντα, μπερδεμένα μαζί με όλα
όσα τράβαγε δίπλα του, μπερδεμένα με όση οργή, της είχε απομείνει.
Τα όργανα της τάξεως και της ηθικής, την κοίταγαν με συμπόνια. Τα
μάτια τους έβλεπαν πολλά καθημερινά. Η γυναίκα αυτή φαινόταν ότι έλεγε
την αλήθεια, φαινόταν ότι η ψυχή της έβγαζε πολύ κρυμμένο πόνο. Τα
σημάδια στο κορμί της μαρτυρούσαν πριν από την ίδια όσα τράβηξε.

77
Φραγκάκη Ειρήνη

Όλα έγιναν σε χρόνο μηδέν. Η κράτησή της στο τοπικό αστυνομικό


τμήμα, η εύρεση δικηγόρου για τη -μάταιη κατά την Ευτυχία- υπεράσπισή
της, η προανάκριση από τον εισαγγελέα και η προφυλάκισή της, η
ειδοποίηση της κόρης της, η μεταγωγή της στις γυναικείες φυλακές του
Κορυδαλλού. Όλα εύκολα κι όλα γρήγορα. Δεν προλάβαινε τα γεγονότα
και τις εξελίξεις η άμαθη στη ζωή και στις φουρτούνες, Ευτυχία.
Έτρεμε για το κοριτσάκι της. Τώρα πια θα το είχε μάθει. Δεν ήθελε να
φαντάζεται τη στιγμή που θα την αντίκριζε. Η ζωή της είχε τερματιστεί
μαζί με τον θάνατο του άντρα της. Θα πέθαινε στη φυλακή, το ένιωθε. Δεν
θα άντεχε εκεί μέσα.

Η Μάγδα δεν ήξερε τι να κάνει, τι να σκεφτεί. Όλος ο κόσμος της είχε


γκρεμιστεί μετά τα τελευταία γεγονότα. Δεν την έφταναν όσα είχε περάσει
από μόνη της, τώρα είχε ν’ αντιμετωπίσει και τη δικαιοσύνη. Ποια
δικαιοσύνη όμως; Και γιατί έπρεπε η ζωή να φτάσει σ’ αυτό το σημείο και
να τιμωρηθεί η μάνα της; Γιατί δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο νωρίτερα
και να τιμωρούνταν αυτός που πραγματικά έφταιγε; Μέσα της το
σκεφτόταν σαν θεία δίκη. Με όλο το κόστος όμως, να βαραίνει τις πλάτες
της μάνας της. Κι όμως, άλλος έπρεπε να το κουβαλάει.
Όταν σήκωσε το τηλέφωνο που χτύπαγε σαν τρελό, έμεινε στήλη
άλατος μ’ αυτά που άκουγε από την άλλη μεριά της γραμμής.
Η μητέρα της στη φυλακή, ο πατέρας της νεκρός. Φόνος. Έπρεπε να
πάει πίσω στο νησί της να κανονίσει τα της κηδείας. Έπρεπε να πάει στην
Αθήνα να συμπαρασταθεί στη μάνα της. Ένα τεράστιο κουβάρι όλα μέσα
στο κεφάλι της. Πως θα το ξεμπέρδευε; Ένιωθε μικρή, ένιωθε τη γη να
φεύγει κάτω από τα πόδια της. Που να το περίμενε; Μπορούσε να
φανταστεί ποτέ τη μάνα της δολοφόνο; Μπορούσε ποτέ να φανταστεί ποια
θα ήταν η τιμωρία του κτήνους που ονομαζόταν πατέρας της;

78
Η πεταλούδα της νύχτας

Ο Τζίμης αμίλητος, της έδινε τον χρόνο που χρειαζόταν πριν πει
οτιδήποτε. Ήταν ρίσκο γι’ αυτόν να την αφήσει να του φύγει. Θα
ξαναγύριζε άραγε; Έπρεπε να κάνει κάτι, κάποιο δέλεαρ για να τη δέσει.
Αλλά δεν χρειάστηκε. Η Μάγδα αποδείχθηκε πιο βόδι κι απ’ τα βόδια.
Στρωμένα του τα ’χε όλα, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του.
«Τζίμη μου, σε παρακαλώ τώρα που θα φύγω μπορείς να μου κάνεις
μια χάρη;»
«Ότι θέλει το μωρό μου».
«Θέλω να σιγουρέψεις ότι δεν θα χάσω τη δουλειά».
«Τι λες κορίτσι μου; Φυσικά και δεν θα τη χάσεις. Ορίστε, αυτά μου
τα έδωσε ο θείος μου γιατί σίγουρα θα χρειαστείς μετρητά».
Άνοιξε τις παλάμες της κι ο Τζιμάκος, της έβαλε μέσα 5.000 ευρώ. Η
Μάγδα έμεινε να τον κοιτάει με το στόμα ορθάνοιχτο. Μια κοίταγε τα
χρήματα και μια τον ευεργέτη της. Μα φυσικά θα ήταν μεγάλο κορόιδο αν
δεν ξαναγύριζε πίσω στο νησί, και μάλιστα με πατέντα.
Δεν κάθισε να το πολυσκεφτεί. Οι πόροι της ήταν μηδενικοί και ήξερε
πια ότι δεν μπορούσε ν’ απευθυνθεί πουθενά αλλού. Δεν είχε άλλο
αποκούμπι. Ο πατέρας νεκρός, η μάνα στη φυλακή. Αδέρφια δεν είχε και
δόξαζε τον Θεό γι’ αυτό. Δεν ήθελε να φαντάζεται πως θα ήταν να
περνούσαν κι άλλοι δικοί της άνθρωποι το ίδιο μαρτύριο. Κι από φιλίες…
εκεί κι αν τα είχε σκατώσει εντελώς. Δεν ήρθε ποτέ τόσο κοντά με
κανέναν. Πως μπορεί ένα άνθρωπος να ζήσει χωρίς φίλους; Είναι
καταλυτικός οδηγός επιβίωσης οι φίλοι. Βοηθάνε και συμπαραστέκονται.
Συμβουλεύουν αλλά και σε μαλώνουν. Το ένιωθε η Μάγδα ότι κάτι της
έλειπε. Ναι, και μάλιστα πολύ. Ήταν η ανθρώπινη επαφή που νόμιζε ότι
την είχε βρει στον Τζίμη. Αλλά που τέτοια τύχη τρομάρα της. Απ’ το ένα
λάθος στο άλλο έπεφτε και δεν υπήρχε κανείς δίπλα της να τη
συμβουλέψει. Πιο μόνη κι από μόνη είχε καταντήσει. Κι εκεί που έλεγε
πριν κάτι μήνες ότι μπορούσε να τα καταφέρει, τώρα αποδεικνύονταν

79
Φραγκάκη Ειρήνη

περίτρανα ότι η ζωή παίζει παιχνίδια πίσω απ’ την πλάτη μας και κάθεται
κι αναπαυτικά στην πολυθρόνα που της δωρίζουμε για να μπορεί να μας
παρακολουθεί να τα χάνουμε. Και γελάει η άτιμη. Κάτω απ’ τα μουστάκια
της, πίσω από την πλάτη μας κι εμείς τα ζώα δεν ξυπνάμε. Δεν παίρνουμε
χαμπάρι τι μας συνέβη και τι μας περιμένει παρακάτω. Και συνεχίζουμε να
κάνουμε όνειρα και συνεχίζουμε να έχουμε ελπίδες. Που παταγωδώς όμως,
πέφτουν σε κενό, σε γκρεμό. Και χανόμαστε. Δεν έχουμε από πού να
πιαστούμε. Κι όμως εκεί, πάντα να ελπίζουμε. Πάντα να παλεύουμε με τις
τύψεις μας, με τα θέλω μας και τα μπορώ μας.
Τρίχες. Ήθελε η Μάγδα ν’ αλλάξει. Αλλά την άφηναν οι εκπλήξεις;
Την άφηνε ο Τζίμης που θα ’χανε το παραδάκι; Την άφηνε ο φόβος της
μην μείνει ξανά παντελώς μονάχη;
Έτσι τώρα, με το παραδάκι ανά χείρας και την ψυχή να βολοδέρνει
στο χάος, έδινε στον καλό της την πιο μεγάλη ικανοποίηση. Να καταλάβει
χωρίς πολλά πολλά ότι τον σκοπό του τον είχε καταφέρει. Και χωρίς να
καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια. Είχε πέσει στα δίχτυα του σαν πεινασμένο
ψάρι κι ο καλός ψαράς θα τη βοηθούσε όχι να ξεμπλέξει αλλά να τα μάθει
και να τ’ αγαπήσει. Τρόπος του λέγειν να τ’ αγαπήσει. Πώς θα μπορούσε;
Αλλά τουλάχιστον να τα συνηθίσει. Λίγο ήταν αυτό;

Έκλεισε εισιτήριο την ίδια μέρα για το νησί της. Η διαδρομή


αβάσταχτη. Σφάδαζε η ψυχή της από τον πόνο και τον τρόμο που δεν
ήξερε τι θα την περίμενε. Σίγουρα όχι η μάνα της. Εκείνη την είχαν ήδη
μεταφέρει. Το πλοίο, συνοδός και ταξιδευτής του πόνου της, έκανε τη
δουλειά του όπως άρμοζε σε κάθε καλό συνοδοιπόρο. Της το έκανε πιο
εύκολο. Της έδινε τον απαιτούμενο χρόνο, να κάνει τις σκέψεις της. Ώσπου
αντίκρισε στεριά. Τη δικιά της στεριά, που τόσους μήνες τώρα είχε
ξεχάσει. Αυτή που δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω όταν έφευγε, τώρα την
κοίταγε σαν ηφαιστειογενές τοπίο έτοιμο για τη μεγαλύτερη έκρηξη των

80
Η πεταλούδα της νύχτας

τελευταίων αιώνων. Φλόγες ακούραστες λυσσομανούσαν μπρος στα μάτια


της κι η γη σειόταν κάτω απ’ τα πόδια της λες και θ’ άνοιγε στα δυο να την
καταπιεί. Και το ευχόταν, ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ το ευχόταν. Δεν
άντεχε ν’ αντικρίσει ξανά την κόλαση. Αλλά δεν είχε κι άλλη επιλογή. Ένα
κι ένα κάνουν δύο Μαγδούλα. Έπαιξες κι έχασες, έλεγε στον εαυτό της
γεμάτη πίκρα μα και θυμό για όσα επέτρεψε να της συμβούν.
Τα πόδια της με το που πάτησαν τα πάτρια εδάφη, λύγισαν. Δεν την
κράταγαν όρθια. Έτοιμη ήταν να το βάλει στα πόδια αλλά δεν είχε την
πολυτέλεια να παραδοθεί στις αδυναμίες της. Έσφιξε τις γροθιές της, το
πρόσωπό της σκλήρυνε και τα χαρακτηριστικά της άλλαξαν. Η μορφή του
προσώπου της δεν θύμιζε σε τίποτα το κοριτσάκι που έφυγε. Προχώρησε
με βήμα βαρύ για να πάει στο σπίτι της. Εκεί όπου είχε διαπράξει η μητέρα
της το έγκλημα. Εκεί όπου για χρόνια, κάποιος άλλος εγκληματούσε εις
βάρος της καθημερινά αλλά ποτέ κανείς δεν τον τιμώρησε.
Τα χέρια της με δυσκολία ξεκλείδωσαν την πόρτα. Τα μάτια της είχαν
αρχίσει από ώρα να τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα αλλά η ίδια δεν το είχε
προσέξει. Το μυαλό της έτρεχε προς τα πίσω. Στο τότε, τότε που αυτό το
σπίτι την έπνιγε, τότε που αυτό το σπίτι τη σκότωνε κάθε μέρα λίγο λίγο.
Το κεφάλι της γύριζε λες κι είχε ίλιγγο. Άνοιξε την πόρτα αποφασιστικά.
Δεν θα την άφηνε τίποτα πια να λυγίσει. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό
της ότι δεν είχε τίποτα πια να φοβηθεί. Κι ας έτρεμε απ’ τη στιγμή που
πάτησε το πόδι της στην είσοδο. Μα η αίσθηση ότι εκεί μέσα
κυκλοφορούσε ακόμα το φάντασμα του πατέρα της την τρόμαζε.
Μπήκε και προχώρησε κοιτάζοντας τριγύρω της σαν χαμένη. Τίποτα
δεν της φάνηκε οικείο. Όλα φάνταζαν ξένα πια στα μάτια της.
Έτσι γίνεται όταν φεύγεις από κάπου που έχεις πονέσει. Γυρνάς κι
όλα είναι λες και δεν τα έχεις ζήσει εσύ, αλλά κάποιος άλλος. Είναι
επιλεκτική η μνήμη κάποιες φορές. Και με το δίκιο της. Όλα τ’ άσχημα
διαγράφονται ως δια μαγείας. Έτσι κι η Μάγδα τώρα, οι θολές αναμνήσεις

81
Φραγκάκη Ειρήνη

της δεν στάθηκαν αρκετά ικανές να της καταπλακώσουν τη δύναμη που


είχε αποκτήσει. Τουλάχιστον δεν θα τις άφηνε!
Έγειρε δειλά το κεφάλι της προς την είσοδο της κουζίνας εκεί που
άλλοτε με τη μάνα της έφτιαχναν τόσα πράγματα οι δυο τους… γλυκά,
φαγητά και τίποτα δεν τις εμπόδιζε να δείξουν την αγάπη τους η μια στην
άλλη. Όταν φυσικά έλειπε ο πα-τέρας. Και τώρα, σαν να έβλεπε ξανά τις
φιγούρες τους να τριγυρνάνε ανέμελα ανάμεσα σε πάγκους, τραπέζια και
καρέκλες. Ανάμεσα σε αλεύρι, ζάχαρες και κατσαρολικά. Γέλια πολλά κι
εκείνες ευτυχισμένες, οι δυο τους. Στιγμές μοναδικές που είχαν ζήσει.
Τώρα αντίκριζε ένα αναστατωμένο και μισοσκότεινο δωμάτιο. Στο
πάτωμα ακόμα τα αίματα κι ένα σημάδι ζωγραφισμένο σε ανθρώπινο
σχήμα, ήταν ζωγραφισμένο στα πλακάκια.
Έκλεισε το στόμα της, καθώς της ήρθε η αποπνιχτική μυρωδιά του
ξεραμένου αίματος. Κρατήθηκε από την καρέκλα και κάθισε πριν
σωριαστεί στο πάτωμα.
Έπρεπε να βρει το κουράγιο να κανονίσει ό,τι χρειαζόταν για την
κηδεία. Δεν υπήρχε κανένας να τη βοηθήσει σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή.
Και δεν υπήρχε κανείς γιατί δεν ήθελε κανέναν. Είχε σκληρύνει πολύ από
τότε που έφυγε. Η καρδιά της δεν χώραγε κανέναν άλλον εκτός απ’ τη
μάνα της. Ούτε για τον Τζίμη είχε αφήσει τον ίδιο χώρο όπως τότε που τον
πρωτογνώρισε. Κάτι είχε σπάσει μέσα της. Κι όλα αυτά τα φάρμακα που
την είχε φορτώσει. Και τώρα… πόση ανάγκη είχε να πάρει ξανά απ’ την
άσπρη σκόνη που την έκανε να βλέπει τα πάντα γύρω της ωραία.
Έκανε καλό στην ψυχή της, όμως όταν αργούσε να πάρει πόναγε.
Τότε καταλάβαινε πόσο καλό της έκανε. Πόσο τη βοήθαγε να καλμάρει
τον πόνο της, τη σκέψη της.
Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε μια σύριγγα. Έκανε ό,τι ακριβώς της
είχε μάθει ο Τζίμης. Βρήκε το γκαζάκι, ένα κουτάλι και… μέσα σε λίγα
λεπτά όλα άλλαξαν εικόνα. Το δωμάτιο φωτίστηκε, οι μυρωδιές των

82
Η πεταλούδα της νύχτας

παιδικών της χρόνων ξαναγύρισαν κι εκείνη έτρεχε ανέμελη τριγύρω απ’


τη μάνα της. Γέλαγε κι έτρεχε. Τραγούδαγε και χόρευε. Η μάνα της την
έπαιρνε αγκαλιά ξανά, μετά από τόσο καιρό. Πόσο της άρεσε η αίσθηση
αυτή. Η ηρεμία κι η γαλήνη που της πρόσφερε η μητρική στοργή, τα γλυκά
λόγια, το μοναδικό χαμόγελο που της έδινε κουράγιο. Κι όλα ήταν ωραία.
Ώσπου μια μαύρη σκιά κάλυψε το κενό της πόρτας. Ο πατέρας της
στεκόταν εκεί μπροστά της ολοζώντανος. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα
πάνω στα δικά της. Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο, τρομακτικό μέχρι
αηδίας.
«Εσύ φταις. Για όλα. Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα είχες κάνει έτσι τη
μάνα σου. Κοίτα με τώρα, βλέπεις πως με κατάντησες; Η καταστροφή μου
ήσουν». Η θωριά του τρομακτική, την έκανε να λυγίσει. Να κλάψει ώσπου
το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. Το σπίτι γύρναγε κι αυτό. Έγειρε πάνω
στο τραπέζι ώσπου αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε κι όλη η κακή διάθεση είχε επιστρέψει. Σηκώθηκε, έριξε
λίγο νερό στο πρόσωπό της κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Πήγε στην
αστυνομία, στο γραφείο κηδειών, τα τακτοποίησε όλα και μπήκε στο πλοίο
για Πειραιά. Αυτή τη φορά δεν κοίταξε ούτε για λίγο το λιμάνι που
απομακρυνόταν. Το ηφαίστειο θαρρείς κι είχε κάνει την έκρηξή του και η
λάβα είχε καλύψει τα πάντα. Στάχτη κι αποκαΐδια άφηνε πίσω της. Για
’κείνη το κεφάλαιο πατρίδα, είχε κλείσει.
Όλη νύχτα ταξίδευε, όλη νύχτα μαράζωνε. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στη
μάνα της. Πόσο να της είχε στοιχίσει αυτή της η πράξη; Πόσο να είχε
μετανιώσει; Είχε άραγε ή ένιωθε ξαλαφρωμένη κι ελεύθερη; Τι ειρωνεία
Θεέ μου! Ελεύθερη… μέσα στη φυλακή.
Κι όμως πολύ γρήγορα θα διαπίστωνε, πως η μάνα της ήταν πιο
ελεύθερη από ποτέ. Η ψυχή της είχε αλαφρώσει από τον πόνο, απ’ τον
φόβο. Δεν είχε κανέναν πια να την τρομοκρατεί.

83
Φραγκάκη Ειρήνη

Πήγε στις φυλακές Κορυδαλλού και τη βρήκε. Τίποτα δεν έμοιαζε


ίδιο πάνω της. Είχε γεράσει είκοσι χρόνια και βάλε. Τα μαλλιά της που
άλλοτε θύμιζαν μαύρο χείμαρρο, ήταν λες και κάποιος ανίδεος μπογιατζής
την έλουσε με όση άσπρη μπογιά είχε και κάποιος γλύπτης, είχε πάρει
πηλό και είχε πασαλείψει άτσαλα το δέρμα της.
Δεν ήξερε τι να της πει για να την παρηγορήσει. Να της απαλύνει τη
δυσκολία που αναγκαζόταν στα “γεράματα” να περάσει. Η μάνα όμως που
δεν μπορεί, δεν αντέχει να βλέπει πόνο στα μάτια του παιδιού της,
προσπάθησε να της το κάνει πιο εύκολο.
«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς πια για μένα Μάγδα μου. Μόνο
συγνώμη θα σου ζητήσω που σου στέρησα τον πατέρα σου αλλά, πίστεψέ
με, δεν το έχω μετανιώσει».
«Σε καταλαβαίνω μανούλα μου. Μπορώ να φανταστώ κι ας μην
ήμουν εκεί, σε τι σημείο θα σ’ έφερε για να κάνεις κάτι τέτοιο. Εσύ είσαι
καλός άνθρωπος. Δεν θα έκανες ποτέ κακό σε κανέναν».
«Δεν θέλω να το συζητήσω άλλο κορίτσι μου. Ό,τι έγινε, έγινε, δεν
αλλάζει. Εγώ θα τιμωρηθώ, εσύ όμως να συνεχίσεις τη ζωή σου όσο πιο
καλά μπορείς. Κι αν θες κάποια στιγμή, πήγαινε να δεις τι θα κάνεις με το
σπίτι. Νοίκιασε το, πούλα το, ό,τι θες κάντο. Εξάλλου δικό σου είναι».
«Δεν ξέρω μαμά, θα δω. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω. Αρρώστησα όσο
ήμουν εκεί αυτές τις μέρες».
«Κάνε παιδάκι μου ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Η δικιά μου πορεία
χαράχτηκε. Βγω δε βγω από ’δω μέσα, αυτό το σπίτι θα είναι χειρότερο
από φυλακή. Δεν ξαναπατάω το πόδι μου εκεί μέσα. Άλλωστε δεν με
κρατάει τίποτα στο νησί. Εσύ λείπεις, φτιάχνεις τη ζωή σου αλλού κι
εγώ… τί να πάω να κάνω εγώ; Να σκαλίζω μνήμες; Δεν πεθαίνω καλύτερα
εδώ και τώρα;»
«Μην μιλάς έτσι μανούλα μου. Μην με πληγώνεις. Φτάνει που σε
βλέπω εδώ μέσα. Είναι άδικο, άλλος έπρεπε να είναι εδώ. Όχι εσύ».

84
Η πεταλούδα της νύχτας

«Η ουσία είναι, ότι εγώ είμαι εδώ. Έφταιξα και θα πληρώσω. Εσύ να
πας πίσω, εκεί που σε περιμένουν, εκεί που σε περιμένει η ευτυχία
κοριτσάκι μου. Κι όποτε μπορώ θα σε παίρνω τηλέφωνο».
«Πόσο αλλιώτικη φαίνεσαι μαμά. Πόσο ήρεμη, κι αυτό μου δίνει πιο
πολύ κουράγιο. Δεν περίμενα να σε δω έτσι και τώρα μπορώ να φύγω
χωρίς τύψεις».
«Είσαι η μόνη που δεν πρέπει να έχει τύψεις καρδούλα μου».
Μίλησαν πολύ, είπαν πολλά κι ας μην ήταν “όλα”, όμως ξαλάφρωσαν
κάπως τις ψυχές τους κι έγιναν δυο ήρεμες γυναίκες.
Η μια φυλακισμένη για πάντα μέσα στην ελευθερία της κι η άλλη
ελεύθερη μέσα στη φυλακή της. Δεν έκλαψαν, ο αποχωρισμός τους αυτή
τη φορά, τους φάνηκε πιο ήρεμος από ποτέ.

85
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 8

Η επιστροφή της στη Σύρο δεν της έδωσε καμία χαρά. Ο Τζίμης, της
είχε κανονίσει παρέα με δυο τρεις “κύριους” για το ίδιο βράδυ.
Φυσικά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Όσο κι αν επέμενε ο
Τζίμης να της δώσει λεφτά, η περηφάνια της δεν της το επέτρεπε. Είχε
ορκιστεί στον εαυτό της ότι θα τα κατάφερνε, με όποιο τίμημα. Είχε
καταλάβει πια τι δουλειά έκανε, αλλά δεν την απασχολούσε καθόλου.
Τόσους μήνες κι ήδη έβγαζε αρκετά χρήματα, τουλάχιστον έτσι νόμιζε,
γιατί δεν ήξερε ότι οι πελάτες ακριβοπλήρωναν για να έχουν την παρέα
της. Τα ψίχουλα που της έδινε ο καλός της και ο θείος του, ήταν για ’κείνη
θησαυρός. Είχε βάλει κάποια χρήματα στην άκρη κι αυτό της έδινε τη
θέληση να δουλέψει κι άλλο.
Ένα βράδυ κι ενώ ήταν όλοι στο μαγαζί, ο Νικόλας, της σύστησε
κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία -συχνό πελάτη- που είχε επισκεφθεί το νησί
τους για διακοπές και δουλειά. Άκουσε λοιπόν για τη Μάγδα κι έκλεισε
τραπέζι με το που έφτασε στο ξενοδοχείο.
Όλα τα επόμενα βράδια, η Μάγδα δεν κράτησε συντροφιά σε κανέναν
άλλον πελάτη. Η απάντηση που έπαιρναν όταν τη ζήταγαν, τους ήταν
αρκετή για να την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Ο κύριος αυτός, έλυνε
κι έδενε στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Αιμίλιος Σταθόπουλος με τ’ όνομα, άκουγαν το όνομά του και τα
κεφάλια έσκυβαν στο πέρασμά του. Η Μάγδα όμως ένιωθε αναγούλα κάθε
φορά που αυτός κι οποιοσδήποτε άλλος άπλωνε τα ξερά του και την
ακούμπαγε.
Ο Τζίμης ετοίμαζε σιγά-σιγά το πεδίο για ελεύθερη βολή πια.
Κινούμενος στόχος η Μάγδα και ο πυροβολητής πάντα εύστοχος. Την
έπιασε από κοντά τη δεύτερη μέρα και της τα είπε κι απ’ την καλή κι απ’
την ανάποδη που δεν του έκατσε του μεγαλοεπιχειρηματία το προηγούμενο

86
Η πεταλούδα της νύχτας

βράδυ, παρά τα παρακάλια του. Τον ουρανό με τ’ άστρα ,της έταξε αλλά
αυτή δεν ενέδωσε. Άλλες φυσικά, αν ήταν στη θέση της, όχι απλά θα του
καθότανε αλλά και τούμπες θα του έκαναν.
«Μα δεν μπορώ. Τί νομίζεις ότι είμαι; Ρομπότ να κάνω τα κέφια του
καθενός;»
«Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε ποια είσαι ούτε τι είσαι. Εμένα με νοιάζει ότι
αυτός αφήνει τα περισσότερα λεφτά απ’ όλους αλλά έχει τις απαιτήσεις
του και με το δίκιο του ο ανθρωπάκος να παραπονιέται».
«Βάλε άλλη να το κάνει. Εγώ δεν μπορώ». Ορθή κοφτή η Μάγδα στα
λόγια της, ορθή κοφτή και η σφαλιάρα που της ήρθε ξανάστροφα από ’κει
που δεν το περίμενε.
«Εσένα θέλει, εσύ θα πας και δεν ακούω αντιρρήσεις. Ξηγηθήκαμε;»
Δεν είχε άλλη επιλογή. Μόνο να του εξηγήσει προσπάθησε αλλά η
προσπάθειά της απεδείχθη μάταια.
«Μα δεν μπορώ βρε Τζίμη, δεν το καταλαβαίνεις; Εδώ καλά-καλά
μαζί σου και δεν κάνω άνετα έρωτα μετά απ’ όλα όσα μου έτυχαν και θα
πάω μ’ έναν ξένο; Δεν είναι το ίδιο με το να τους κρατάω συντροφιά και
να πληρώνουν τα ποτά!»
«Κοριτσάκι, θα στο πω μια φορά και βάλτο καλά στο μυαλό σου.
Άλλο το τι κάνεις μ’ εμένα κι άλλο τι κάνεις με τους πελάτες. Αυτοί
αφήνουν τα ωραία τους τα λεφτουδάκια κάθε βράδυ κι εσύ δεν πεθαίνεις
της πείνας τώρα. Εκτός κι αν σου κακοπέφτουν, οπότε να μου το πεις να το
ξέρω».
Κάτι πήγε να πει η Μάγδα αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα
της, την αποστόμωσε ο Τζίμης.
«Και για να ’μαστε και ξηγημένοι, αν αποφασίσεις να την κάνεις,
ξεχνάς και τ’ άσπρα δωράκια που ζητάς κάθε βράδυ».
Τσιμουδιά η Μάγδα. Τώρα ήταν που δεν την έπαιρνε με τίποτα να πει
δεύτερη κουβέντα. Την ήθελε τη δόση της, την αποζητούσε σαν νερό στο

87
Φραγκάκη Ειρήνη

διψασμένο της κορμί. Σαν τροφή στην άδεια ψυχή της. Ήταν οι μόνες
στιγμές που μπορούσε ν’ αρνηθεί ό,τι κακό την είχε βρει στη ζωή της.
Όλος ο κόσμος ήταν δικός της κι όλα ήταν όμορφα. Χωρίς να το
πολυσκεφτεί, του έθεσε ως τετελεσμένο την πρότασή της.
«Σύμφωνοι Τζίμη, αλλά με μια προϋπόθεση. Κάθε φορά που θα
χρειάζεται να πηγαίνω με κάποιον πελάτη θα μου δίνεις λίγο απ’ το όνειρο,
αν θες ν’ αντέξω και να μην πεθάνω απ’ τη ντροπή μου».
«Αυτό ήταν βρε κουτό και δεν το έλεγες;» Την αγκάλιασε τρυφερά
λες κι ό,τι έγινε πριν δεν ήταν κάτι που έζησαν αλλά κάτι που συνέβη σε
άλλους κι εκείνοι το έβλεπαν σαν απλοί παρατηρητές. Τί τον ένοιαζε;
Αυτός τον σκοπό του τον είχε πετύχει. Της χάιδεψε τα μαλλιά και με το
άλλο χέρι έπιασε πρόστυχα τα στήθη της. Στον Τζίμη δεν αντιστάθηκε
ποτέ. Όσο προκλητική κι αν ήταν η επιθυμία του. Τώρα πια κι η Μάγδα
είχε διαχωρίσει τον έρωτα απ’ το σεξ κι ήξερε πολύ καλά τι έκανε και
γιατί. Όσο κι αν επιθυμούσε να τον αρχίσει στις μπουνιές, η επιθυμία της
για έρωτα μαζί του και οι θύμησες του πρώτου σκιρτήματος που ένιωσε
όταν τον είδε τότε στην καφετέρια, δεν της άφηναν περιθώρια για
αντιρρήσεις. Τον είχε ανάγκη αυτόν τον άντρα από πολλές απόψεις. Της
κανόνιζε πελατεία για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, της παρείχε
δωρεάν στέγη στο σπίτι του και το σημαντικότερο απ’ όλα, την
πολυπόθητη δόση της. Προς το παρόν λοιπόν, ήταν ο ευεργέτης της και
όφειλε να του δείχνει την ευγνωμοσύνη της με κάθε τρόπο.
Τα χείλη του συνέχισαν να την παιδεύουν και τα χέρια του να
τρυγάνε το κορμί της. Το μυαλό της είχε μουδιάσει από την άσπρη σκόνη
που της πρόσφερε μαζί με τον έρωτά του. Η ψυχή της είχε αποστραγγίσει
κάθε συναίσθημα, πλην του πόθου του κορμιού της για έρωτα. Τούτη τη
στιγμή όποιος κι αν ήταν δίπλα της θα ένιωθε ακριβώς το ίδιο. Δεν ήταν
πια αγάπη. Είχε ξεχάσει τη σημασία της λέξης. Τι σημαίνει να νιώθεις τον
άνθρωπό σου τόσο κοντά σου και να του δίνεσαι ολοκληρωτικά ψυχή τε

88
Η πεταλούδα της νύχτας

και σώματι. Την πήρε βίαια κάτω στο πάτωμα κι αυτή ένιωθε ότι ήταν
στους εφτά ουρανούς. Πέταγε, δεν πάταγε. Η ολοκλήρωση ήρθε λες κι
έκανε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ανάσα έπαιρνε κι ας μην
ήταν ζωής.
Είχε ξεχάσει τα πάντα εκείνη τη στιγμή. Τη μάνα της που ήταν στη
φυλακή, τον πατέρα της που ήταν νεκρός, την κατάντια τη δικιά της, το
αθώο κοριτσάκι που ήταν όταν έφτασε στη Σύρο γεμάτο όνειρα και
ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Είχε ξεχάσει και τον άγγελο που κάποτε
εμφανίστηκε στο κρεβάτι της και της υποσχέθηκε ότι θα είναι πάντα δίπλα
της και θα την προστατεύει απ’ όλους και από όλα. Πώς να θυμηθεί κάτι
που τόσα χρόνια είχε εξαφανιστεί; Κάποιον που δεν κράτησε την
υπόσχεσή του! Ερχόταν στιγμές που σαν να τον ένιωθε αλλά δεν τον
ξαναείδε. Της έλειπε και η ανάμνηση άρχιζε να θολώνει στο μυαλό της.
Δεν θυμόταν πια τη μορφή του, μόνο την αύρα του ένιωθε αλλά κι αυτό
αραιά και που.
Πόσο αλλάζουν όλα. Μελάνι από χαμένες στιγμές στις απόμακρες
γραμμές του μυαλού της. Φόβος που τρυπάει την ψυχή, την καρδιά της, η
ψεύτικη αλήθεια που χάραξε άλλη πορεία στη ζωή. Περίμενε βαθιά μέσα
της να δει ξανά την αγάπη, όχι απλά να την ακούει.
Ξέφτισε ο χρόνος όπως κι η υποτιθέμενη αγάπη του Τζίμη. Ξέφτισε,
κι όμως αυτός ήταν που είπε ότι δεν θα την άφηνε ποτέ να πονέσει. Δεν θ’
άφηνε ποτέ κανένα πια να την πονέσει. Και να, τώρα ήταν αυτός που το
έκανε.
Με ποιόν θα μοιραζόταν, τί; Ένα κενό είχε απομείνει κι αυτός δεν το
έβλεπε. Γιατί; Που είναι το “ένα” που έλεγε; Που πήγαν όλα όσα
υπόσχονταν; Πόση μοναξιά θα νιώσει ξανά η Μάγδα;
Τελικά τίποτα δεν αλλάζει για πάντα. Κάνουμε περιπάτους τριγύρω
από τα ίδια. Ένα μικρό διάλλειμα για να μην βαριόμαστε, έτσι βρε αδερφέ,
να ξεφεύγουμε λιγάκι από τα καθιερωμένα. Και μετά; Ξανά και ξανά τα

89
Φραγκάκη Ειρήνη

ίδια. Κι αυτά τα όνειρα Θεέ μου! Γιατί μας αφήνεις να ονειρευόμαστε


αφού μας τα παίρνεις ξανά πίσω; Κουράστηκε η Μάγδα να ονειρεύεται.
Βαρέθηκε να ονειροβατεί. Και να πέφτει. Ή να την ρίχνουν.
Γιατί να μην υπάρχει μια μόνιμη ευτυχία! Όχι, δεν είναι ερώτηση.
Γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Όσες κι αν δοθούν καμιά δεν θα είναι η
σωστή. Όλες θα είναι υποθέσεις. Όπως κι η ζωή μας. Μια υπόθεση κι
αυτή. Υποθέτουμε ότι ζούμε για να μην επιβιώνουμε με τον φόβο της
απλής ύπαρξης.
Ένας φαύλος κύκλος όλοι κι όλα. Κανείς για κανέναν κι όλοι για το
τίποτα. Δίνουμε για λίγο και μετά μας κουράζει. Θέλουμε απλά να
πάρουμε. Το “δίνω” το βαριόμαστε εύκολα. Ου καν λάβεις παρά του μη
έχοντος σου λένε μετά από λίγο καιρό. Κι εσύ μένεις να κοιτάς σαν
χάνος…
Ε ρε γλέντια που ’χει η ζωή όταν καταφέρνει να σε ξεγελάσει και
μετά χαχανίζει με το χέρι μπρος στο στόμα μην την πάρεις χαμπάρι.

Τι σκεφτόταν Χριστέ μου τη στιγμή που το βίαιο ζώο ξέσκιζε τα


σωθικά της και μάλιστα με τη συγκατάθεσή της και όλη τη θέληση του
κορμιού της; Μπερδεμένο το μυαλό της έχανε τον έλεγχο και δεν καθόριζε
πια τις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να συνδυάσει τις κινήσεις του κορμιού
της ούτε με το μυαλό της ούτε και με την ψυχή της, που όσο περνούσε ο
καιρός άδειαζε απ’ όλα όσα έπρεπε να νιώθει ένα κορίτσι της ηλικίας της.
Χαμένα χρόνια, χαμένη αθωότητα, όλα στο βωμό της μαστούρας και της
ανάγκης για επιβίωση.

Το ίδιο βράδυ, ο Τζίμης την είχε προετοιμάσει ψυχολογικά και


σωματικά για τον ευεργέτη τους. Κι εκείνη ήταν πρόθυμη πια για όλα,
αφού της έταξε ότι θα κράταγε λίγο το μαρτύριό της. Μια τονωτική ένεση

90
Η πεταλούδα της νύχτας

στο λαβωμένο της κορμί από τα άγαρμπα χέρια του επίδοξου εραστή της
δεκάρας κι όλα έσβηναν πάλι.
Στο μαγαζί την περίμενε να την υποδεχτεί μετά βαΐων και κλάδων ο
Αιμίλιος. Για να ξεκινήσει το κουβάλημα του δικού της σταυρού, η
εβδομάδα των παθών αφού τόσο θα έμενε στο νησί.
Τα μάτια του έλαμψαν όταν συνάντησαν το καλλίγραμμο και δροσερό
κορμί της Μάγδας. Το φόρεμα που φόραγε δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα,
δώρο του Τζίμη κι αυτό, που πάντα είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στο
λιγοστό ύφασμα αρκεί να ήταν καλοστολισμένο κι αστραφτερό. Τα μάτια
της βαμμένα έντονα, έκρυβαν κάθε δισταγμό κι αναδείκνυαν το μελί
χρώμα τους με το μαύρο μολύβι που τα είχε τονίσει. Λάγνα η ματιά της
από τη μαστούρα και το χάιδεμα που είχε προηγηθεί από τον Τζίμη για να
τη φτιάξει. Ο Αιμίλιος της χάιδεψε τα μαλλιά και πέρασε το χέρι του στην
πλάτη της, που χάριν στο ιδανικό για την περίπτωση φόρεμα, την άφηνε
όλη ακάλυπτη. Το χέρι του ανέβηκε στον ώμο της κι από ’κει πήρε την
κατηφόρα. Η καρέκλα της είχε έρθει σε απόσταση αναπνοής απ’ τη δικιά
του, τόσο που μπορούσε να μυρίζει στην ανάσα του ποτό και τσιγάρο. Το
πρόσωπό του κατευθύνθηκε στον λαιμό της κι άρχισε να τη φιλάει και να
τη γλύφει απροκάλυπτα κι ας γινόταν χαμός απ’ τους θαμώνες του
μπουρδέλου. Τα χέρια του ψαχούλευαν τις σκληρές θηλές της κάτω από το
φόρεμα κι όλο και περισσότερο εκείνη αφηνόταν στα χάδια του. Είχε γύρει
πίσω το κεφάλι της κι απολάμβανε το ελεύθερο πνεύμα της για πρώτη
φορά τόσο ελεύθερα.
Τα χέρια του μαγνητίστηκαν από την απαλότητα του κορμιού της και
σαν ενωμένα φίδια, άρχισαν να την τυλίγουν. Δεν άφησε σπιθαμή που να
μην την είχε αγγίξει. Το κορμί της είχε ερεθιστεί όχι από πόθο αλλά όπως
μπορεί να πάθει κάθε κορμί όταν αφήνεται ελεύθερο. Κι αυτή τώρα ήταν
ελεύθερη και παραζαλισμένη. Το ποτό και η μαστούρα. Συνδυασμός που
αναπόφευκτα, σου προσφέρει απεριόριστη δόση ελευθερίας.

91
Φραγκάκη Ειρήνη

Σηκώθηκε ο Αιμίλιος κι όπως ήταν φυσικό δεν κρυβόταν ο πόθος του,


θα μπορούσε να πάρει αυτό το δροσερό κορίτσι επί τόπου. Τα προσχήματα
ήταν που τον κράτησαν. Έκανε νόημα στον Νικόλα να κανονίσει δωμάτιο,
όπερ και εγένετο. Τα κλειδιά βρέθηκαν σε κλάσμα του δευτερολέπτου στο
ένα χέρι του Αιμίλιου και στο άλλο βρέθηκε ο πισινός της Μάγδας να
χαϊδεύεται από τον ασυγκράτητο επιβήτορα.
Άνοιξε η πόρτα του δωματίου και χωρίς καλά καλά ν’ ανοίξουν τα
φώτα, ο Αιμίλιος όρμησε πάνω της σαν λυσσασμένο σκυλί. Τη φίλαγε στο
στόμα κι εκείνη ανταποκρινόταν με θέρμη σαν να το ήθελε κι η ίδια. Η
υπόσχεση όμως που είχε δώσει στον Τζίμη, ήταν η αρχή. Η υπόσχεση κι η
μαστούρα, τίποτα άλλο. Κι αφέθηκε στα χέρια του πεινασμένου θηρίου,
μέχρι που ένιωσε μια δόση τρυφερότητας ανακατεμένη με πόθο κι έτσι
σβήστηκαν και υποσχέσεις και μνήμες.
Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και την έγδυσε με μανία. Η γλώσσα του και
τα χείλη του έκαναν τη διαδρομή από τα δάχτυλα των ποδιών μέχρι την
κορυφή του κεφαλιού της αμέτρητες φορές. Τα λόγια του ήταν πρόστυχα
αλλά πρόφεραν τις λέξεις όμορφα, τόσο που της άρεσε.
Όμορφος και καλοβαλμένος άντρας ο Αιμίλιος. Κι έμπειρος
πανάθεμά τον, έκανε τη Μάγδα να σκιρτάει στα έμπειρα χέρια του κι ας τη
χάιδευε με μανία λες και δεν είχε ξαναδεί γυναίκα. Την πόθησε όμως απ’
την πρώτη στιγμή που την είδε. Τη λαχτάρησε. Και τώρα την είχε δικιά του
να την κάνει ό,τι ήθελε. Ειδικά τώρα που κι εκείνη ανταποκρινόταν
τυλίγοντάς τον μες στα πόδια της, ένιωθε πως του χάριζε απανωτές στιγμές
ηδονής που μπορούσαν να τον φτάσουν στην τρέλα. Τα χέρια τα δικά της
ήταν τώρα αυτά που ξέσκιζαν τη σάρκα του. Η πλάτη του είχε γεμίσει από
τα σημάδια που του άφηνε, η κατά πολύ παράξενο τρόπο, άπειρη
κοπελίτσα. Οι ανάσες τους δυνάμωναν, τα λόγια έβγαιναν με πολύ
ερωτικούς ήχους απ’ τα χείλη τους. Αυτός δεν άντεξε άλλο κι ήρθε στην
κορύφωση απότομα. Δεν του φάνηκε αφύσικο έτσι που τον είχε κάνει η

92
Η πεταλούδα της νύχτας

μικρή. Συνέχισε όμως, αχόρταγα, λες και δεν είχε ολοκληρώσει. Η


επιθυμία του ξαναφούντωσε. Η λαχτάρα του αναζήτησε ξανά τη μαγική
σπηλιά που πριν λίγο είχε εξερευνήσει. Τώρα ήταν πιο χαλαρός κι έδωσε
μεγαλύτερη προσοχή στη Μάγδα που σπαρταρούσε σαν ψάρι στα δίχτυα
του. Ακολουθούσε πια τη δικιά του διαδρομή που κανένας άλλος δεν θα
πατούσε με τον ίδιο τρόπο, γιατί δεν φτάνει πάντα να μπορείς, πρέπει και
να ξέρεις.
Η ανάσα της Μάγδας δυνάμωνε, η φωνή της έβγαινε κοφτή ώσπου
έφτασε κι εκείνη στην κορύφωση της αλύτρωτης ηδονής. Το σκηνικό
παίχτηκε πολλές φορές το ίδιο βράδυ και συνεχίστηκε όλη την εβδομάδα,
τόσο τη νύχτα όσο και την ημέρα μέχρι που ο ευεργέτης έπρεπε να
επιστρέψει στας Αθήνας.
Πριν φύγει όμως, το τελευταίο βράδυ, της πρόσφερε ένα γερό
μαστούρωμα μαζί με μια ανοιχτή πρόσκληση να πάει κοντά του όποτε
ήθελε. Της έταξε λαγούς με πετραχήλια αλλά η Μάγδα τον ευχαρίστησε
ευγενικά χωρίς να τον απορρίπτει και του είπε ότι θα το σκεφτόταν. Είχε
μάθει να σκέφτεται και να φέρεται διπλωματικά. Χέρι που σε ταΐζει δεν το
δαγκώνεις. Πόσο μάλλον όταν σε χαϊδεύει κιόλας.
Ο Τζίμης απ’ την άλλη, έτριβε τα χέρια του με το παραδάκι που του
έσκασε ο χουβαρντάς επιχειρηματίας. Ένιωθε νικητής και η Μάγδα τον
είχε βοηθήσει να αποκτήσει το ακριβοπλήρωτο τρόπαιό του. Τον μπόλικο
παρά που κοίταγε σαν χάνος.
Φυσικά ούτε που είχε γίνει κουβέντα για την πρόσκληση στην Αθήνα.
Ούτε ο Αιμίλιος αλλά ούτε και η Μάγδα, του έδωσαν ραπόρτο. Κι αυτός
πασίχαρης έτριβε τα χέρια του και απολάμβανε τώρα μαζί με τον θείο
Νικόλα μια γερή δόση μαστούρας μαζί με πέντε-έξι κορίτσια του
μαγαζιού. Μέσα σ’ αυτές κι η Μάγδα, που δεν ήθελε να πολυκαταλαβαίνει
και έπαιρνε τη μια δόση πίσω απ’ τη άλλη. Κάποια στιγμή τα χέρια και τα
πόδια μπερδεύτηκαν. Χαλασμός γινόταν εκεί μέσα στην κατά κόσμον καλή

93
Φραγκάκη Ειρήνη

καφετέρια του νησιού. Εργαζόμενοι και ιδιοκτήτες είχαν μπλέξει τα


μπούτια τους κι όλοι έπαιρναν όλους. Δεν φάνηκε να χαλάει κανέναν αυτό.
Ούτε την άβγαλτη μέχρι χθες Μάγδα που είχε μπει για τα καλά στο
παιχνίδι, τουτέστιν χώθηκε όσο πιο βαθιά γινόταν στα σκατά.
Δεν καταλάβαινε ποιος την άγγιζε αλλά δεν την ένοιαζε. Αν ήταν
νηφάλια όμως, θα καταλάβαινε ότι τα χέρια που την είχαν περιλάβει τώρα
ήταν του Νικόλα που το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να την κάνει δικιά
του έστω και για μια φορά νηφάλια ή μη. Και το κατάφερε ο πορνόγερος.
Έτσι τον σκέφτονταν πια. Ηθική δεν υπήρχε καμία ούτε όταν ήταν
ξεμέθυστος και χωρίς μαστούρα, πόσο μάλλον τώρα που τα ’χε όλα μαζί.
Μεθύσι, ηρωίνη κι απέραντο ερεθισμό για την τύπισσα που είχε κάτσει στα
πόδια του με τα δικά της ανοιχτά, έχοντας βγάλει ό,τι φόραγε.
Σόδομα και Γόμορρα γινόταν εκεί μέσα και κανείς δεν είχε σκοπό να
ζητήσει άφεση αμαρτιών από κανέναν Θεό. Απολάμβαναν όλοι το
παράνομο, το πρόστυχο, το εξευτελιστικό, που για όλους τους ήταν το πιο
φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Κοιμήθηκαν όλοι καταγής εκείνο το βράδυ αφού δεν καταλάβαιναν
την τύφλα τους. Κι όταν πια ξύπνησαν ένας ένας, έφευγαν χωρίς να
κοιτάξουν γύρω τους. Γι’ αυτούς ήταν μια συνηθισμένη πράξη, όχι όμως
και για τη Μάγδα που με το που άνοιξε τα μάτια της έμεινε στήλη άλατος
να κοιτάει τα μπερδεμένα μπούτια, τα αντρικά μόρια να κρέμονται σαν
σουφρωμένα απομεινάρια ελιάς και τα γυναικεία στήθη και οπίσθια να
έχουν κάνει τη μεγαλύτερη κατάληψη του πατώματος.
Έτρεξε στην τουαλέτα κι έβγαλε όσο ποτό είχε κατεβάσει το
προηγούμενο βράδυ μαζί με όση χολή είχε στα σπλάχνα της. Το θέαμα που
αντίκρισε πρωινιάτικα και μετά τον γενναιότατο εμετό που έβγαλε, την
απογύμνωσε από κάθε ηθική.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη της τουαλέτας και τρόμαξε με
το θέαμα. Τα μάτια της πρησμένα και κόκκινα, μαρτυρούσαν όλη την

94
Η πεταλούδα της νύχτας

κραιπάλη που είχε προηγηθεί και φυσικά η κατάληξη δεν άργησε να


περάσει σαν όραμα μπροστά απ’ τα μάτια της. Αυτή ήταν πια η ζωή της κι
έπρεπε ν’ αρχίσει να τη συνηθίζει. Ξαναμπήκε στον χώρο του μαγαζιού
κοιτάζοντάς τους, αφ’ υψηλού πια, συνειδητοποιώντας τι σήμαινε για τον
Τζίμη και τον θείο του. Προχώρησε με σταθερό βήμα προς το μπαρ κι
έφτιαξε με όλη τη φυσικότητα του κόσμου έναν δυνατό καφέ σαν να μην
υπήρχε κανείς άλλος εκεί μέσα. Πήρε τα τσιγάρα του Τζίμη κι αποφάσισε
ότι από σήμερα θα έπαιρνε δικό της πακέτο. Έτοιμη για όλα -σχεδόν- η
Μάγδα. Γινόταν σιγά-σιγά μια έμπειρη και ακριβοπληρωμένη πουτάνα που
θα την ήθελαν πολλοί.
Πάλευε με θεριά του νου, νύχτα και μέρα, μα ο πόλεμος είναι
πόλεμος. Δεν ξεφεύγεις έτσι εύκολα από τα όπλα του. Κάτι θα σε λαβώσει
αν δεν είσαι έτοιμος. Δεν ήξερε όμως αν ήθελε να νικήσει. Νηφάλια δεν
ήταν ποτέ. Ξύπναγε το πρωί κι όμως ακόμα και ξύπνια, κοιμόταν. Είχε
ανοιχτά τα μάτια της, μα στο μυαλό της επικρατούσε το σκοτάδι. Ένα
σκοτάδι που την εμπόδιζε να δει κάποιο φως σωτηρίας. Ίσως έφταιγε κι η
ίδια που δεν άνοιγε έστω μια χαραμάδα.

95
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 9

Ένας χρόνος είχε περάσει. Η Μάγδα είχε γίνει η πρώτη απ’ τις πρώτες
κι όλοι πήγαιναν στο μαγαζί για να την δουν, να πιουν μαζί της κι όσοι
είχαν γερό παρά, έριχναν κι ένα πήδημα αλλά αυτοί δεν ήταν πολλοί. Είχε
γίνει η πιο ακριβή κι ήταν για λίγους και καλούς. Ο Τζίμης κι ο Νικόλας,
κανόνιζαν πάντα την καλύτερη πελατεία και ποτέ φτωχομπατήριδες. Όλοι
με κύρος, θέση, τρόπους και πολλά, πάρα πολλά λεφτά. Η αλήθεια είναι
ότι η Μάγδα, δεν κακοπέρασε με κανέναν. Οι επιλογές ήταν πολύ καλά
επιλεγμένες απ’ τους δυο “νταβατζήδες” της.
Η πρέζα ήρθε κι έμεινε στη ζωή της, το πουτανιλίκι επίσης. Όλες οι
αναστολές, είχαν γίνει πια παρελθόν κι η Μάγδα είχε αποκτήσει έναν αέρα
αλλιώτικο απ’ αυτόν που της είχε ορίσει η μοίρα όσο ήταν παιδί. Έτσι
αλλάζουν οι ζωές, έτσι αλλάζουν οι άνθρωποι.
Οι σφαλιάρες που έφαγε, την είχαν κάνει σκυλί. Πιο σκληρή δεν
γινόταν. Όλα τα μέτραγε με το χρήμα κι είχε βάλει σκοπό της ζωής της να
πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα, να τον φέρει βόλτα και να τον ζαλίσει
μέχρι τελικής πτώσεως. Στο μόνο που είχε άποψη και την επέβαλλε, ήταν
όταν στο νησί κατέφθανε ο Αιμίλιος με τ’ όνομα. Τον ήθελε μόνο για την
πάρτη της και δεν τον άφηνε για καμία άλλη. Κι αυτός όμως είχε κάνει τη
διαδρομή Αθήνα–Σύρο σαν να πήγαινε απ’ την κρεβατοκάμαρα στο
σαλόνι. Μεγάλη η διαφορά ηλικίας αλλά το καλοδιατηρημένο σώμα του, η
ανανέωση που του πρόσφερε η Μάγδα και το χρήμα που σπαταλούσε κάθε
τόσο σε γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, τον έκαναν να πιάνετε από όνειρα
τρελά. Της έταζε τον ουρανό με τ’ άστρα, λαγούς με πετραχήλια για να την
πάρει μαζί του στην Αθήνα. Κι η Μάγδα όλο το σκεφτόταν και πιο πολύ.
Την τελευταία φορά που ήρθε και μετά από ένα εξουθενωτικό
παραλήρημα στα σεντόνια του έρωτα, της έδωσε ένα κουτί σε σχήμα
καρδιάς που σε μέγεθος, σίγουρα ξεπερνούσε τη δικιά της. Ένα κόσμημα

96
Η πεταλούδα της νύχτας

λαμπίριζε μπροστά της λες κι είχε απορροφήσει το φως του ήλιου και την
ανάγκασε να κλείσει τα μάτια της για να μην τυφλωθεί απ’ τη λάμψη του.
Έμεινε στήλη άλατος, μέχρι που ένιωσε το πανάκριβο πετράδι πάνω στο
δέρμα της. Ο Αιμίλιος την είχε σηκώσει απ’ το κρεβάτι έτσι γυμνή όπως
ήταν, την γύρισε μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη και της το φόρεσε.
Ένιωσε βασίλισσα, κάτι που ποτέ κανείς πριν δεν την έκανε να αισθανθεί.
Ούτε ο Τζίμης. Όλα όσα είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, της φάνηκαν
μικρά, λίγα.
Ο Αιμίλιος, της έδινε όλο τον κόσμο στα πόδια της μέχρι εκείνο το
βράδυ που άλλαξε η ζωή της. Μαζί με το περιδέραιο, της ζήτησε να την
πάρει μαζί του για άλλη μια φορά. Η Μάγδα είχε σαστίσει κι ας μην ήταν η
πρώτη φορά που το άκουγε αυτό απ’ τα χείλη του.
Τώρα κάτι άλλο στροβίλιζε μες στο μυαλό της που δεν την άφηνε σε
ησυχία. Ή τώρα ή ποτέ, της σιγοψιθύριζε μια φωνή μέσα της. Κι εκείνη
όφειλε να την ακούσει γιατί την ήξερε καλά πια αυτή τη φωνή. Ήταν η
αχορταγιά για χρήμα, για φήμη. Πώς να το κάνουμε! Άλλο Αθήνα κι άλλο
Σύρος. Άλλες δυνατότητες θα είχε εκεί. Θα γινόταν γνωστή. Ήδη
φανταζόταν τους άντρες να πέφτουν στα πόδια της σαν ντόμινο. Έ, δεν θα
γινόταν και τίποτα αν εκμεταλλευόταν τον Αιμίλιο για να κάνει τ’ όνειρό
της πραγματικότητα. Ίσως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία ν’ αρπάξει την τύχη
που της έδινε με τόση απλότητα αυτός ο άντρας.
Και θα το έκανε, απλά ήθελε να το κάνει σωστά. Ο Τζίμης κι ο Νικόλας
δεν θα την άφηναν, όχι να φύγει αλλά ούτε ν’ ανασάνει αλλού. Θα έχαναν
τον άσσο απ’ το μανίκι τους και το ήξερε η Μάγδα. Έπρεπε να
καταστρώσει σχέδιο με τον Αιμίλιο χωρίς να τους πάρει πρέφα κανένας
απ’ τους δύο.
Πήρε το πιο αγαθό ύφος που είχε και με ό,τι άλλο κόλπο και γαλιφιά,
προσπάθησε να τον πείσει.

97
Φραγκάκη Ειρήνη

«Μωράκι μου, ωραία όλ’ αυτά αλλά πώς θα φύγω; Έχω τη δουλειά
μου εδώ. Με ξέρει ο κόσμος. Εξάλλου ο Τζίμης θα χαλάσει τον κόσμο αν
του πω ότι φεύγω».
«Αυτός να μην σε απασχολεί. Θα τον κουμαντάρω εγώ κι όλα θα πάνε
πρίμα μαναράκι μου. Έλα τώρα εδώ. Κάθισε στα πόδια μου και κάνε μου
τις τρελίτσες που μόνο εσύ ξέρεις να κάνεις».
«Δεν καταλαβαίνει αυτός από τέτοια. Θα έχουμε μπελάδες. Κάτι
πρέπει να κάνουμε με απόλυτη μυστικότητα και γρήγορα μάλιστα για να
μην μας καταλάβει», είπε χαϊδεύοντας το στήθος του με τα ακροδάχτυλά
της.
«Κοριτσάκι μου, μάλλον δεν ξέρεις τι εστί Αιμίλιος. Αλλά δεν
πειράζει, θα το μάθεις σύντομα. Πας στοίχημα ότι σε δυο μέρες θα την
έχουμε κάνει στην Αθήνα, εμείς θα περνάμε τέλεια κι ο Τζίμης θα τρίβει τα
χέρια του;»
«Μα, με τί τρόπο;», ρώτησε όλο αφέλεια η Μάγδα που δεν ήξερε τη
δύναμή του.
«Πες εσύ το ναι κι άστα όλα τ’ άλλα σε μένα».
«Ναι», του είπε δίνοντάς του ένα ρουφηχτό φιλί στα χείλη.
Τέλος, αυτό ήταν για τον Αιμίλιο. Είδε τον ουρανό με τ’ άστρα, το
φεγγάρι και τον ήλιο μαζί. Οι υπόλοιποι πλανήτες ήρθαν μετέπειτα κατά
την πράξη που ακολούθησε σαν επισφράγιση της συμφωνίας τους. Το
δωμάτιο έγινε ο μάρτυρας κάθε λέξης που ειπώθηκε, κάθε αγγίγματος που
διασταυρώθηκε με τα όνειρά τους. Κι ας είχε ο καθένας διαφορετικά. Ο
προορισμός ήταν ο ίδιος, η εξέλιξη ήταν αυτή που έκανε την διαφορά μέσα
στο κεφάλι του καθενός.
Ο Αιμίλιος ήθελε τη Μάγδα για ’κείνον. Την είχε ερωτευτεί, την
ποθούσε σαν τρελός και δεν της το έκρυψε ούτε στιγμή. Έκανε ό,τι
πέρναγε απ’ τα χέρια του για να την κρατήσει κοντά του, όσο θα
διαρκούσε αυτό το “πάντα” που είχε πλάσει μες στο κεφάλι του.

98
Η πεταλούδα της νύχτας

Η Μάγδα απ’ την άλλη, ήθελε εντελώς διαφορετικά πράγματα. Τόσο


φιλοχρήματη που είχε καταντήσει, έψαχνε το δυνατό της ναύλο που θα της
εξασφάλιζε το ταξίδι για τον μεγάλο προορισμό της.
Και δεν ήταν τα χρήματα που την εμπόδιζαν να φύγει, δόξα το Θεό
από δαύτα είχε και με το παραπάνω. Αλλά είχε καταλάβει ότι από τα
δεσμά του Νικόλα και του Τζίμη, δεν ξέφευγε έτσι εύκολα κανείς. Χώρια
που ήθελε και τη δόση της κάθε τόσο κι εκείνοι οι δύο ευεργέτες, της την
εξασφάλιζαν με μεγάλη ευχαρίστηση αφού εξυπηρετούσε μονίμως τους
σκοπούς τους.
Ο Αιμίλιος φυσικά το ήξερε, δεν του το έκρυψε ούτε αυτό, άλλωστε
δεν θα μπορούσε αφού όποτε ήταν μαζί, πέρναγαν μερόνυχτα σ’ ένα
δωμάτιο.
Το τηλέφωνο χτύπησε και τους έβγαλε από τη σχεδίαση των ονείρων
τους. Ο Αιμίλιος άλλαξε ύφος, ένα ύφος το οποίο η Μάγδα αντίκριζε για
πρώτη φορά.
«Γιατί ρε ’σεις; Δεν μπορώ να λείψω δευτερόλεπτο ρε πούστη μου κι
αμέσως να τα κάνετε σκατά;»
Παύση για λίγο, προφανώς άκουγε τις δικαιολογίες που του έλεγε ο
συνομιλητής του και ξανά με το ίδιο ψυχρό ύφος συνέχισε.
«Δεν ξέρω τι θα κάνετε, φεύγω αμέσως κι έρχομαι και βρείτε τρύπα
να κρυφτείτε, άχρηστοι. Έ! Άχρηστοι. Κανονίστε μέχρι να έρθω να τα
έχετε μπαλώσει γιατί θα σας πάρει και θα σας σηκώσει».
Το τηλέφωνο έκλεισε το ίδιο απότομα και η συζήτηση αστραπή έλαβε
τέλος, όπως και το ύφος του Αιμίλιου. Μεταλλάχθηκε ξανά στον τρυφερό
και γενναιόδωρο άντρα που ήταν και πριν.
Η Μάγδα απόρησε αλλά δεν άνοιξε το στόμα της να ρωτήσει τίποτα.
Ήξερε πια πότε να το βουλώνει κι όταν μίλαγε ήξερε τι έπρεπε να πει.
Σίγουρα όχι κάτι που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον “ταξιδιωτικό της

99
Φραγκάκη Ειρήνη

πράκτορα” και αν μη τι άλλο, δεν ήταν δουλειά της να χώνει τη μύτη της
σε ξένες υποθέσεις.
«Μαγδούλα μου θα λείψω κάνα δυο μερούλες. Πρέπει να
τακτοποιήσω κάτι υποθέσεις που εκκρεμούν και μέχρι να το καταλάβεις θα
έχω επιστρέψει».
Το απογοητευμένο πρόσωπο της Μάγδας τον έκανε να κατσουφιάσει
κι ο ίδιος. Τι σκατά, ένας άντρας ίσαμε ’κει πάνω ήταν. Πως μπορούσε
αυτό το παιδαρέλι να τον πουλά και να τον αγοράζει έτσι εύκολα;
«Γιατί τώρα βρε μωράκι μου; Δεν μπορεί να περιμένει η υπόθεση
αυτή μέχρι να τα κανονίσουμε όλα και να φύγουμε μαζί;»
Η πουτανιά σ’ όλο της το μεγαλείο. Τα χέρια της καθώς του μίλαγε
έκαναν τον γύρω του κορμιού του και τον απογείωναν όλο και πιο πολύ,
όλο και πιο ψηλά. Τα λόγια της γίνονταν ψίθυροι ηδονής στ’ αφτιά του
έτσι που είχε κολλήσει τα χείλη της πάνω τους.
Με μισόκλειστα μάτια, της έλεγε πως θα έκανε ό,τι μπορούσε και
άρχισε πάλι το πανηγύρι. Την πήρε ξανά και ξανά, αχόρταγα σαν να μην
είχε γευτεί τίποτα από ’κείνη ως τώρα.
Η επόμενη μέρα τη βρήκε μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ο
Αιμίλιος είχε ήδη φύγει και το σημείωμα που της άφησε δίπλα στο
μαξιλάρι, την έκανε να τιναχτεί σαν ελατήριο.

Αγαπούλα μου,
Μην μου θυμώσεις που έφυγα έτσι, χωρίς να σε χαιρετήσω. Ξέρεις
πολύ καλά πως αυτή τη φορά δυσκολευόμουν πολύ περισσότερο να σε
αποχωριστώ. Περίμενα πως και πως κι εγώ να σ’ έπαιρνα μαζί μου αλλά οι
υποχρεώσεις κάποιες φορές, μας αλλάζουν τα σχέδια. Κάνε υπομονή μια δυο
μερούλες. Θα επιστρέψω μόνο για να σε πάρω. Να έχεις τα πάντα έτοιμα,
ό,τι χρειάζεσαι και σου είναι πολύτιμο. Τα υπόλοιπα θα τα πάρουμε απ’ την
Αθήνα.

100
Η πεταλούδα της νύχτας

Μην ανησυχείς για τίποτα. Εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σένα, να το
θυμάσαι.

Θα σε σκέφτομαι
Πάντα δικός σου
Αιμίλιος

Έκλεισε τα μάτια κι άφησε το μυαλό της να τρέξει μέχρι τη μαρίνα


του νησιού. Είδε τον εαυτό της να επιβιβάζεται στο πλοίο σαν κυρία μαζί
του και ν’ αφήνει πίσω της όλα όσα πέρασε, έμαθε και έζησε σε τούτο το
νησί που έγινε γι’ αυτήν το Α αλλά όχι το Ω της “επαγγελματικής” της
καριέρας. Φεύγοντας, θα κουβαλούσε μαζί της μεγάλη πείρα, πολλούς
πελάτες στη λίστα της, απεριόριστη προίκα και ανεξάντλητη πίκρα που
όμως θα αργούσε πολύ να τη βγάλει απ’ τα εσώψυχά της.
Είδε την παλιά Μάγδα, αυτήν που την πρώτη μέρα φτάνοντας στο
νησί έσφυζε από νιάτα, όνειρα και ζωντάνια, να την αποχαιρετάει
κουνώντας της το μαντήλι. Την έδιωχνε κανονικότατα πια από τη ζωή της,
από την ψυχή της και μαζί της έδιωχνε σαν σύννεφο καπνού που σ’ ενοχλεί
στα μάτια κι όλα όσα την είχαν πνίξει στο παρελθόν.
Ήθελε να κάνει μια καινούρια αρχή μαζί με τον Αιμίλιο αλλά όχι σαν
αυτές που ονειρεύονται τα κορίτσια. Δεν ήθελε γάμους, γλύκες και
ρομαντισμούς. Εξάλλου κι αυτός για έναν και μοναδικό λόγο την είχε
προσεγγίσει. Μόνο ένα πράγμα τον έκανε να την ποθεί και να μην μπορεί
μακριά της κι αυτό ήταν η αποσκευή που θα κουβαλούσε, για να μπορέσει
να συνεχίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σταδιοδρομία της ως
πουτάνα πολυτελείας πια… αυτό που κουβαλούσε ανάμεσα στα πόδια
της…

101
Φραγκάκη Ειρήνη

Το τηλέφωνο πρέπει να χτυπούσε ασταμάτητα γιατί την ξύπνησε


απότομα. Είχε αφεθεί στις σκέψεις και στα μελλοντικά της όνειρα ώσπου
την ξαναπήρε ο ύπνος.
Ο Τζίμης όμως έπρεπε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Μπορεί ο Αιμίλιος να έφυγε αλλά η δουλειά απόψε συνεχιζόταν κανονικά.
Τίποτα δεν άφηνε να πέσει κάτω ο καλο-εκπαιδευμένος νταβατζής. Η
δουλειά προείχε πάντα.
«Ρε Τζίμη, στον ύπνο σου μ’ έβλεπες;»
«Τί έγινε κοριτσάκι; Σου χαλάσαμε το αραλίκι; Κοντεύει οχτώ, το
ξέρεις; Έπρεπε να είσαι έτοιμη τώρα κι εσύ κοιμάσαι ακόμα. Άντε,
κουνήσου γιατί σε δυο ώρες πρέπει να είσαι στο μαγαζί».
«Τόσο γρήγορα; Άσε με να πιω ένα καφέ, να φάω κάτι, είμαι νηστικιά
από χθες. Θα έρθω κατά τις έντεκα στο μαγαζί. Θέλω τον χρόνο μου. Δεν
μπορώ να εμφανιστώ έτσι. Ξενύχτησα πολύ».
«Το χθες ήταν χθες, το σήμερα είναι σήμερα κι η δουλειά, μας
περιμένει στην ώρα μας. Μήπως νομίζεις ότι οι πελάτες θα κάθονται μόνοι
τους να περιμένουν πότε θα σου καπνίσει εσένα να μας κάνεις την τιμή να
εμφανιστείς;»
«Το καλό πράγμα αργεί να τους πεις. Αν με θέλουν πολύ να με
περιμένουν. Δεν προλαβαίνω πιο γρήγορα ό,τι κι αν λες».
«Άντε λοιπόν, κούνα τον κώλο σου και τσακίσου να ετοιμαστείς να
λιγοστεύει κάπως το… αργά».
«Θα ’ρθω ρε Τζίμη, πως κάνεις έτσι;»
Του ’κλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα, είχε πάψει πια να φοβάται τη
σκιά της. Ο Αιμίλιος την είχε κάνει ν’ αναθαρρήσει και να πιστέψει
περισσότερο αφού της είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν πάντα ο προστάτης της.
Άλλωστε ήταν το καλό χαρτί του μαγαζιού. Δεν θα τολμούσαν να την
πειράξουν.

102
Η πεταλούδα της νύχτας

Πέρασαν τέσσερις μέρες μέχρι να επιστρέψει ο Αιμίλιος στο νησί.


Κάτι που έκανε τρομερή εντύπωση. Στη Μάγδα γιατί τον περίμενε πως και
πως νωρίτερα και στον Τζίμη γιατί παραήρθε γρήγορα αυτή τη φορά.
Το ίδιο βράδυ, ο Αιμίλιος αντί να πάρει τη Μάγδα και να φύγουν για
το ξενοδοχείο, έπιασε τον Τζίμη και του μίλησε. Η Μάγδα φυσικά εκ
του… μακρόθεν, μην την πετύχει καμιά αδέσποτη βρισιά απ’ αυτές που
ήταν σίγουρη ότι θα ξεστόμιζε ο Τζίμης κι ο Νικόλας.
Και οι δυο ανένδοτοι στην πρόταση. Τους πρόσφερε 100.000 ευρώ
αλλά δεν φάνηκαν να συγκινούνται. Η αλήθεια είναι ότι είχαν μείνει
κόκκαλο οι μεγαλοφαγάδες κι ευελπιστούσαν σε μεγαλύτερη προσφορά.
«Κυρ- Αναστάση ξέρεις την αδυναμία που σου ’χουμε αλλά μην μας
πηδάς. Ολόκληρη Μάγδα θες να μας αρπάξεις».
«Τελευταία φορά που θα μιλήσω και μετά την πήρα κι έφυγα. Εκατό
χιλιάρικα μετρητά, ζεστά ζεστά στα χεράκια σας και κάνετε τουμπεκί
ψιλοκομμένο μην την πάρω έτσι και φύγω και μην τον είδατε μετά τον
Παναή, ’ξηγηθήκαμε;»
Κοιτάχτηκαν για λίγο κι ο Νικόλας πήρε τη μεγάλη απόφαση να το
πουλήσει το τεφαρίκι του. Η Μάγδα ήταν καλή, αλλά τόσα λεφτά
μαζεμένα για ένα πουτανάκι, ποιος άλλος θα τα ’δινε;
Εκείνη τους παρατηρούσε από μακριά και μόνο όταν τους είδε να
σηκώνονται και να δίνουν τα χεριά ως κλείσιμο της συμφωνίας τους,
ανάσανε κανονικά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η καρδιά της χτύπαγε σαν
ταμπούρλο.
Ο Αιμίλιος της έκανε νόημα να πλησιάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και
σηκώθηκε. Πλησίασε κάπως διστακτικά αλλά με το που έφτασε, ο Αιμίλιος
την έπιασε από τη μέση και την κόλλησε πάνω του.
«Μωράκι πότε θες να την κάνουμε;» της είπε χαμογελώντας.

103
Φραγκάκη Ειρήνη

Εκείνη γύρισε ασυναίσθητα και κοίταξε τα δυο αφεντικά της, τους


δυο ευεργέτες της, όπως τους σκεφτόταν μέχρι που μπήκε ο Αιμίλιος στη
ζωή της.
Δεν κατάφερε ν’ αρθρώσει λέξη. Κοίταγε μια τον Αιμίλιο και μια τα
σκληρά βλέμματα του Νικόλα και του Τζίμη.
Ήξερε πια ότι τίποτα δεν είχε γυρισμό. Ο κύβος ερρίφθη.
Τον λόγο πήρε ο Αιμίλιος για να βγάλει τη Μάγδα απ’ τη δύσκολη
θέση.
«Χαιρέτησε καρδιά μου τους φίλους σου. Φεύγουμε», της είπε για να
αποσπάσει την προσοχή και τις σκέψεις της που φάνηκε ότι την πίεσαν
κάπως.
Τα αφεντικά της, παρόλο που θα έπαιρναν γενναίο παραδάκι, είχαν
ένα μικρό κώλυμα ως προς το πόσο σύντομα θα έχαναν έναν μεγάλο άσσο
απ’ το μανίκι τους. Και για να μην φανεί ότι άντε, την ξεφορτώθηκαν τσακ
μπαμ, ο Νικόλας έθεσε ένα ερώτημα, έτσι για τους τύπους.
«Μάγδα, είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» τη ρώτησε.
Ο Τζίμης ούτε που μίλησε. Την κοιτούσε και δεν το πίστευε ότι το
κοριτσάκι που είχε γνωρίσει είχε τόση πέραση πια. Δεν πίστευε ότι του
έφευγε. Την είχε συνηθίσει τη Μάγδα, μ’ έναν περίεργο τρόπο αλλά την
είχε συνηθίσει. Τώρα που την έχανε το καταλάβαινε αλλά δεν μπορούσε να
κάνει πίσω. Η δουλειά πάνω απ’ όλα, του έλεγε η πλύση εγκεφάλου που
του ’χε κάνει ο Νικόλας.
Ο αντρικός του εγωισμός όμως, τον έκανε να κοιτάει με μίσος τον
κλέφτη που είχε απέναντί του, γιατί έτσι τον θεωρούσε τώρα τον Αιμίλιο κι
ας τους χρυσοπλήρωσε. Κλέφτης ήταν γιατί η καρδιά του άδειαζε εκεί που
δεν το περίμενε. Δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα. Και τώρα ένιωθε ηλίθιος.
Πόσο αργά είναι όταν χάνεις αυτό που είχες και ποτέ σου δεν το
εκτίμησες. Πόσο ακριβά πρέπει εν τέλει να σε πληρώσουν για να το
μάθεις. Όταν έχεις ζήσει μια ζωή στην κομπίνα, θαμμένος κάτω από

104
Η πεταλούδα της νύχτας

ντουμάνια καπνούς που θολώνουν την ψυχή και την πραγματική ζωή,
τσακισμένος από την πείνα για αγάπη και την έλλειψη στοργής.
Έτσι γίνεται όμως, δυστυχώς. Πρέπει να πονέσεις για να μάθεις.
Πρέπει να χάσεις για να εκτιμήσεις. Πρέπει να πληρώσεις για να χάσεις. Κι
ο Τζίμης το πλήρωνε ακριβά. Μία δεν μέτραγαν τα 100.000 ευρώ που
πλήρωσε ο Αιμίλιος, μπροστά στη χασούρα της ζωής του, της ψυχής του,
της άδειας πια καρδιάς του.
Άργησα, σκέφτηκε, άργησα πολύ να καταλάβω πόσο σ’ αγάπησα
Μάγδα.
Η Μάγδα όμως είχε φύγει. Μόνο τη σκιά της πρόλαβε να δει που
χανόταν πίσω από τις βαριές πόρτες του μαγαζιού.
Ο Νικόλας, τον επανέφερε χτυπώντας τον στο κεφάλι.
«Ξύπνα ρε. Κοιμάσαι όρθιος; Τί έπαθες;»
«Τι… τίποτα ρε θείε… οοο, άσε με ήσυχο κι εσύ».
Έφυγε και με απότομες κινήσεις βρέθηκε στο μπαρ να κατεβάζει το
ποτό από ένα μπουκάλι που ζήτησε.
Ο Νικόλας τον κοίταγε λες κι έβλεπε εξωγήινο. Που να το περίμενε,
ότι ο ανιψιός του θα μπορούσε ποτέ να πάθει τέτοια νίλα. Λογικό ήταν ν’
απορεί με όλα αυτά που του έμαθε. Δεν του έμαθε ν’ αγαπάει, δεν τον
άφησε ποτέ να δει ότι υπάρχει το πρόσωπο του αληθινού έρωτα. Αλλά η
καρδιά θες, ο εγωισμός ίσως, δεν σε λογαριάζουν και τόσο τη στιγμή που
χάνεις αυτό που είχες αλλά δεν ήξερες, ότι ποτέ τελικά δεν σου ανήκε.

Το λευκό γιότ, τους περίμενε δεμένο στη μαρίνα. Όχι ακριβώς όπως
το είχε φανταστεί η Μάγδα. Εκείνη νόμιζε ότι θα έφευγαν με το πλοίο της
γραμμής αλλά ο Αιμίλιος της κράταγε πολλές εκπλήξεις μαζεμένες. Τόσες,
που στο τέλος δεν μπορούσε ν’ ανασάνει από την υπερβολική ευτυχία που
της πρόσφερε η πολυτέλεια κι η απλοχεριά του...

105
Φραγκάκη Ειρήνη

Έφτασαν στην προβλήτα κι εκείνος, της έτεινε ιπποτικά το χέρι του


για να τη βοηθήσει ν’ ανέβει. Η Μάγδα τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
Ήθελε να καταλάβει, αν αυτός ο άνθρωπος την έβλεπε ως αντικείμενο
ηδονής ή αν πραγματικά ένιωθε κάτι για εκείνη. Δύσκολο όμως, πολύ
δύσκολο. Τα μάτια του δεν ήταν αυτό που λέμε “καθρέφτης της ψυχής
του”, ίσα ίσα που όσο πιο πολύ τον κοίταγε τόσο πιο μυστήριος της
φαινόταν.
Αλλά ήταν αυτό το μυστήριο που σε τραβάει κι όχι αυτό που σε
τρομάζει και σε απωθεί.
Πήρε το βλέμμα της από τα μάτια του με δυσκολία, έχει τόσα όμορφα
μάτια, σκέφτηκε η Μάγδα και μετά το άφησε να περιπλανηθεί στην
εκθαμβωτική λάμψη του καινούριου, του ακριβού και του πολύτιμου. Ποτέ
στη ζωή της δεν είχε ανέβει σε γιοτ. Σε πλοίο της γραμμής άντε και σε
καμιά βαρκούλα στο νησί της. Ίσαμε εκεί όμως. Όλα ήταν απλά, χωρίς
φανφάρες, χωρίς ίχνος πλούτου. Και τώρα, να την εδώ με τόση ομορφιά
γύρω της που τη θάμπωνε!

Ένιωσε να τραντάζετε από τη μηχανή που μόλις είχε ξεκινήσει.


Εκείνη τη στιγμή περνούσε από δίπλα της ο Αιμίλιος και την κράτησε για
να μην πέσει. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν για άλλη μια φορά τόσο
έντονα που ήταν λες κι είχε σταματήσει ο χρόνος. Την τράβηξε δυνατά
στην αγκαλιά του και τη σήκωσε με μια κίνηση αστραπή στα χέρια του.
Της έδωσε ένα φιλί τόσο βαθύ κι ερωτικό, που έμοιαζε με γλυκόπιοτο
κρασί. Έτοιμοι κι οι δυο να μεθύσουν από τον έρωτα. Σωματικό ή ψυχικό
δεν είχε καμία σημασία. Αυτό που ζούσαν ήταν έντονα πολύ και για τους
δύο. Η επιθυμία να σβήσουν το πάθος τους, τους οδήγησε στη μεγάλη και
πολυτελή καμπίνα του γιοτ. Κατέβηκαν τα μικρά, στενά σκαλοπάτια κι
έφτασαν στο δωμάτιο. Το κρεβάτι έπιανε σχεδόν όλο το δωμάτιο κι ήταν

106
Η πεταλούδα της νύχτας

στρωμένο με κόκκινα σατέν σεντόνια κι από πάνω μια βελούδινη κουβέρτα


αγκάλιασε ζεστά κι απαλά τα κορμιά τους που δίψαγαν τόσο πολύ.
Έσβησαν τη δίψα τους τόσο γρήγορα όσο τους είχε έρθει. Ο Αιμίλιος
τη φίλησε γι άλλη μια φορά πριν σηκωθεί.
«Πάω να φέρω κάτι να τσιμπήσουμε. Εσύ να περιμένεις εδώ μωράκι
μου».
«Να σε βοηθήσω κι εγώ», είπε κι η Μάγδα έτοιμη να σηκωθεί.
«Α, όχι βασίλισσά μου. Εσύ θα καθίσεις εδώ, κυρά κι αρχόντισσα κι
εγώ θα είμαι ο δούλος υπηρέτης σου», είπε και της έκλεισε το μάτι
τρυφερά καθώς έκανε και μια βαθιά υπόκλιση.
Η Μάγδα απέμεινε να κοιτάζει μ’ ανοιχτό το στόμα την καμπίνα.
Όμορφα διακοσμημένη και με πολύ γούστο. Πάνω από το κρεβάτι ένας
τεράστιος καθρέπτης, καθρέφτιζε τη γύμνια της. Κοίταξε το κορμί της,
τόσο δροσερό, τόσο νέο. Τώρα που έβλεπε τον εαυτό της ξαπλωμένο κι
απογυμνωμένο από κάθε ένδυση αλλά και κάθε ταμπού, καταλάβαινε
απόλυτα για πιο λόγο οι άντρες, την ποθούσαν τόσο πολύ.
«Αυτό το κορμί αξίζει πολλά λεφτά κορίτσι μου», της είπε η φωνή
πίσω από το αφτί της! Και συνέχισε, «μ’ αυτό το κορμί θα κάνεις πολλούς
άντρες να χάσουν τα λογικά τους και να πέσουν στα πατώματα για την
πάρτη σου. Έχεις όλα τα προσόντα γι’ αυτό εκμεταλλεύσου το σωστά, δεν
σου χτυπάει κάθε μέρα η τύχη την πόρτα».
Ο Αιμίλιος μπήκε καμαρώνοντας το απόκτημά του. Άφησε τον δίσκο
με τις λιχουδιές και βούτηξε πεινασμένος ξανά πάνω στο κορμί της. Τίποτα
δεν του ήταν αρκετό, ένας αχόρταγος εραστής είχε γίνει κι η Μάγδα το
απολάμβανε. Φούσκωνε ο εγωισμός μέσα της. Ένας τόσο γοητευτικός και
πλούσιος άντρας έλιωνε για πάρτη της. Πολύ θέλει να ψωνιστεί κανείς;
Αφού ξανατρύγησε τους χυμούς της, έμεινε κι αυτός να κοιτάζει και
τους δυο τους στον καθρέπτη.

107
Φραγκάκη Ειρήνη

«Είσαι πολύ όμορφη μωρό μου. Κολασμένα όμορφη και σε θέλω


συνέχεια».
Ένα γελάκι της ξέφυγε κι εκείνος της έκλεισε το στόμα μ’ ένα ακόμα
φιλί πριν πάρει μια φράουλα από τον δίσκο. Την ακούμπησε απαλά πάνω
στην κοιλιά της Μάγδας κι εκείνη αναρρίγησε από ηδονή. Συνέχισε να
ταξιδεύει τη φράουλα σε όλο της το κορμί ώσπου το σώμα της τινάχτηκε
και βρέθηκε πάνω του να απολαμβάνει γι’ άλλη μια φορά την έκσταση του
έρωτα.
Αποκαμωμένοι κοιμήθηκαν ενώ το γιοτ, τους ταξίδευε στο Αιγαίο.

108
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 10

Άνοιξε τα μάτια της με κόπο το επόμενο πρωί, ζαλισμένη από το


κρασί και τον έρωτα. Σηκώθηκε προσεκτικά για να μην ξυπνήσει τον
Αιμίλιο κι ακολούθησε τις χαμηλές πόρτες που οδηγούσαν στην έξοδο,
τυλιγμένη μόνο μ’ ένα λευκό κι ελαφρώς διάφανο παρεό. Η μηχανή είχε
σβήσει κι η απόλυτη ησυχία έκανε ακόμα πιο συγκλονιστική τη στιγμή.
Το βλέμμα της απλώθηκε στη μαγεία που αντίκρισε. Δεύτερη φορά
στη ζωή της το ζούσε αυτό αλλά τούτο ’δω το σκηνικό έμοιαζε πραγματικά
μαγικό. Και σίγουρα δεν ήταν το λιμάνι του Πειραιά. Νόμιζε ότι το ταξίδι
τους θα τέλειωνε στο σπίτι του Αιμίλιου στην Αθήνα αλλά προς μεγάλη
της έκπληξη, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Οι εκπλήξεις που την περίμεναν
δεν είχαν τελειωμό.
Χαμένη στις σκέψεις της, δεν είχε προσέξει τόση ώρα ένα ζευγάρι
μάτια που την έτρωγαν αχόρταγα. Ένας ψηλός μελαχρινός άντρας,
κρατώντας ένα μεγάλο σχοινί στα χέρια του, είχε μείνει αποσβολωμένος να
την κοιτά.
«Καλημέρα», του είπε κοιτώντας τον κι αυτή ερευνητικά. Δεν τον
είχε δει το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε τον χρόνο να ψάξει για τίποτα
άλλο. Όλα ήταν ήδη πολλά για ’κείνη.
«Καλημέρα», της απάντησε κι αυτός χαμηλώνοντας το βλέμμα του.
Πρώτη φορά ένας άντρας κοκκίνιζε κοιτάζοντας την.
«Είμαι ο Στάθης, φίλος και βοηθός του Αιμίλιου».
«Μάγδα», του έτεινε το χέρι της εκείνη για να ολοκληρωθεί η
γνωριμία. Τα μάτια του συγκρατιόντουσαν με το ζόρι για να μην κοιτάξουν
το γυμνό κορμί της που διαγραφόταν πεντακάθαρα μέσα από το διάφανο
παρεό. Αλλά όσο κι αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε. Ερευνητικά
ακολούθησαν τη διαδρομή από τα δάχτυλα των ποδιών της έως τα μάτια
της χωρίς να διστάσουν να κάνουν δυο μικρές στάσεις στα επίμαχα σημεία.

109
Φραγκάκη Ειρήνη

Αφού συστήθηκαν, η Μάγδα κάθισε σε μια από τις πολυθρόνες άνετη


και με ηθικό ανεβασμένο μετά από το διακριτικπο φλερτ που δέχτηκε.
«Που είμαστε;» τον ρώτησε με μεγάλη απορία.
«Που αλλού! Σ’ ένα απ’ τα πιο μαγευτικά νησιά της Ελλάδας»,
απάντησε καθώς το βλέμμα του γύρισε με θαυμασμό να κοιτάξει το
πολυτελές νησί.
»Στη Μύκονο. Δεν έχεις ξανάρθει;»
«Όχι, πρώτη φορά έρχομαι».
«Τότε να είσαι σίγουρη πως όσο μείνουμε εδώ θα μαγευτείς από την
ομορφιά του νησιού».
Έφυγε όσο απότομα είχε εμφανιστεί για να σταματήσει να τη
σκέφτεται κολασμένα, αφήνοντάς την στις σκέψεις της.
Μύκονος, σκέφτηκε και γέλαγε από μέσα της κοιτάζοντας
εκστασιασμένη το νησί. Τελικά ο Αιμίλιος ήταν όλο εκπλήξεις.

Κάθισαν τρεις μέρες εκεί. Τρεις ονειρεμένες μέρες μες στα πλούτη
και στη χλιδή. Της αγόρασε μια βαλίτσα ρούχα, ένα σωρό καλλυντικά κι
αρώματα, βόλτες και ξενύχτια στα πιο in bar κι εστιατόρια. Κι από
μαστούρα! Την καλύτερη και πιο ακριβή της “αγοράς”. Ό,τι τράβαγε η
ψυχούλα της Μάγδας, της το έκανε δώρο ο Αιμίλιος. Χουβαρντάς σε όλα
του, δεν της χάλασε ούτε ένα χατίρι. Όπου κι ό,τι ήθελε η αγαπημένη του.
Το λάτρεψε το νησί η άβγαλτη κι αταξίδευτη Μάγδα. Τόσο, που όταν
ο Στάθης έβαλε μπρος τη μηχανή για την αναχώρησή τους προς τον τελικό
προορισμό τους, της ξέφυγε ένας βαθύς αναστεναγμός.
«Θα ξανάρθουμε όσο πιο σύντομα μπορέσουμε καρδιά μου αφού σ’
αρέσει τόσο. Μην μου στεναχωριέσαι. Τα ωραία πράγματα ήρθαν στη ζωή
σου για να μείνουν. Όπως κι εγώ», συμπλήρωσε τονίζοντας τις τελευταίες
λέξεις λίγο περισσότερο.

110
Η πεταλούδα της νύχτας

Του χαμογέλασε και του έδωσε ένα φιλί πριν κατέβουν πάλι τα λεπτά
και μικρά σκαλοπάτια.

Μια πολυτελής κούρσα, τους περίμενε στη μαρίνα που άραξε το γιοτ.
Που να ’ξερε ότι αυτά τα πλούτη δεν άραζαν με όλα τα υπόλοιπα μεγάλα
πλοία. Ιδιωτικό παρκινγκ είχε ο αθεόφοβος στη μαρίνα.
Μπήκαν στην κουρσάρα που με μεγάλο καμάρι κοίταξε κι ο ίδιος.
«Ώρα να πάμε σπιτάκι μας», της είπε και την κράτησε σφιχτά από τη
μέση. Η διαδρομή στην παραλιακή με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν, την
έκανε να νιώθει απόλυτη ελευθερία. Μοναδική, πρωτόγνωρη για τα μέχρι
τότε δεδομένα της.
Φτάνοντας, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στο θέαμα.
Μάλιστα. Σπιτάκι το λέει αυτό το θηρίο; σκέφτηκε η Μάγδα μόλις της
έδειξε ο Αιμίλιος την υπερπολυτελή βίλα στη Γλυφάδα.
Μπήκαν στο εσωτερικό παρκινγκ κι ανέβηκαν με το ασανσέρ στο…
φτωχικό του.
Έλαμψαν τα μάτια της καθώς ρούφαγε όλη την πολυτέλεια. Το φως
του ήλιου σίγουρα φάνταζε σκοτεινότερο μπρος σ’ αυτόν τον εκτυφλωτικό
και διαπεραστικό μαγικό ιδιωτικό πλανήτη.
Σε συνεργασία με τον καλύτερο διακοσμητή του λεκανοπεδίου
Αττικής και σαν βάση το προσωπικό του γούστο όπως της εξηγούσε στην
ξενάγηση, έκανε το καλύτερο δυνατόν για να περνάει ήρεμα όλες του τις
προσωπικές στιγμές εδώ μέσα. Αίθουσα μπιλιάρδου και γυμναστήριο,
εσωτερική πισίνα -συν την εξωτερική ολυμπιακών διαστάσεων- το δίχως
άλλο, ζούσε ζωή χαρισάμενη ο Αιμίλιος. Κι ήθελε όλα αυτά, να τα χαρίσει
και σ’ εκείνη. Μια κοπέλα από ένα νησάκι· μια γυναίκα που γνώρισε στα
“υπερυψωμένα” καταγώγια της Σύρου και την πήδαγε πληρώνοντάς το
ακριβά.

111
Φραγκάκη Ειρήνη

Το μυαλό της όμως είχε κολλήσει. Δεν σκεφτόταν. Δεν μίλαγε. Μόνο
κοίταγε κι άκουγε. Κι ένιωθε τυχερή, η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο.
Γλίτωσε από τη μιζέρια, από τα ψίχουλα που της πρόσφερε ο Νικόλας. Ε,
μα ναι! Τώρα πια ήταν ψίχουλα μπροστά στους θησαυρούς που άπλωνε
χαλί για να πατήσει ο Αιμίλιός της! Θεό θα τον έκανε. Λαμπάδα θα του
άναβε! Η τύχη, της είχε χαμογελάσει για τα καλά! Κι έπρεπε να κάνει τ’
αδύνατα δυνατά για να τον κρατήσει.
Ο Αιμίλιος είδε τη λάμψη στα μάτια της, ένιωσε τον ενθουσιασμό της
κοπέλας που αντικρίζει για πρώτη φορά μεγαλεία.
«Όλα είναι δικά μας αγάπη μου», της είπε και την αγκάλιασε.
Γύρισε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον στα μάτια, γεμάτη
ευγνωμοσύνη.
Τον αγκάλιασε κι εκείνη χωρίς να του μιλήσει. Τον φίλησε και του
ζήτησε να την πάει και στα… ιδιαίτερα διαμερίσματα. Οι κινήσεις και το
βλέμμα της πάνω απ’ όλα, μαρτυρούσαν τι ήθελε.
Θα τον έκανε δικό της για άλλη μια φορά, μόνο που σήμερα είχε
αλλάξει κατά πολύ ο λόγος που τον ήθελε τόσο.
Ένα μόνο τρόπο είχε για να του δείξει πόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη
ένιωθε για ’κείνον, για όλα αυτά που της χάριζε.
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα.
«Θεέ μου», αναφώνησε! Ο πολυτελής ουρανός του κρεβατιού σε
λευκό χρώμα όπως και τα σατέν σεντόνια σε πήγαιναν σε άλλη εποχή! Ο
μεγάλος καθρέφτης στο ταβάνι και στο ψηλό έπιπλο απέναντι απ’ το
κρεβάτι έκανε τον χώρο να φαίνεται ακόμα πιο μεγάλος.
Οι λευκές τουλίπες στα μεγάλα διάφανα βάζα έκαναν το δωμάτιο πιο
ενδιαφέρον.
Ήταν ένα σπίτι από μόνο του αυτό το δωμάτιο. Είχε δικό του μπαρ με
ποικιλία ποτών. Ο Αιμίλιος πήγε κατευθείαν εκεί και σέρβιρε τόσο για τον
ίδιο όσο και τη Μάγδα ένα ποτό.

112
Η πεταλούδα της νύχτας

«Για να χαλαρώσουμε λίγο καρδιά μου», της είπε κι έτεινε το χέρι του
με το ποτήρι προς το μέρος της.
«Κι άλλο να χαλαρώσουμε αγάπη μου; Νομίζω ότι θα πάθω τίποτα
σήμερα με τόση χαλάρωση. Αυτό είναι όνειρο ψυχή μου».
«Τότε ζήσε το».
Την τράβηξε κοντά του, ήπιε μια γερή γουλιά απ’ το ποτό του και
άφησε το ποτήρι του στο κομοδίνο, πήρε και το δικό της και την κράτησε
σφιχτά στην αγκαλιά του.
«Επιτέλους, σ’ έχω δικιά μου, μόνο δικιά μου».
Τα φιλιά του την έκαιγαν όπως έκαψε και το ποτό πριν λίγο τα
σωθικά της. Ένα γλυκό κάψιμο που δεν ενοχλεί και δεν πονάει. Ίσα ίσα σε
κάνει να αναζητάς κι άλλο. Τα φιλιά τους το ίδιο καυτά, δεν είχαν πια
σταματημό. Τα κορμιά τους απολάμβαναν όλη την ηδονή και την
ευχαρίστηση που αναδύεται από δυο ανθρώπους που ποθούν ο ένας τον
άλλον.
Τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο, σκεφτόταν η Μάγδα. Αυτός ο άνθρωπος
είχε έρθει στη ζωή της για να της κάνει καλό. Να της δώσει όλα όσα η ζωή,
της πήρε, όσα της στέρησε και να της τα επιστρέψει με τόκο.
Τα ξαναμμένα κορμιά τους, μετά από ώρες γεμάτες έρωτα, βούτηξαν
στην στρογγυλή μπανιέρα που υπήρχε στο δίπλα ακριβώς δωμάτιο.
Ο Αιμίλιος την άφησε για λίγο μόνη της για να παραγγείλει από το
ακριβότερο εστιατόριο. Τα κορμιά και οι ψυχές τους, είχαν χορτάσει. Ήταν
καιρός να χορτάσουν και τα στομάχια τους.
Αν δεν γυρνούσε έγκαιρα ο Αιμίλιος, η Μάγδα από την πολύ κούραση
και χαλάρωση θα είχε αποκοιμηθεί μέσα στο ζεστό νερό.
Την πήρε στην αγκαλιά του, τη σκούπισε, της στέγνωσε τα μαλλιά και
της φόρεσε το λευκό μπουρνούζι της. Όλα έτοιμα της τα είχε. Την
ξάπλωσε στο κρεβάτι και μόλις έφτασε η παραγγελία, ανέβασε τον δίσκο
και τον έβαλε στα πόδια της.

113
Φραγκάκη Ειρήνη

Ο Αιμίλιος την κοίταγε επίμονα όση ώρα έτρωγαν ανάμεσα σε φιλιά


και γλυκόλογα. Ήταν ολοφάνερο ότι κάτι ήθελε να πει αλλά δεν ήξερε τον
τρόπο. Ένιωθε τη Μάγδα τόσο κοντά του, τόσο δικιά του.
Πήρε στα χέρια του τα δικά της και τα έκλεισε τρυφερά μέσα τους.
«Αγάπη μου, θέλω να σου πω κάποια πράγματα».
«Σ’ ακούω», του είπε τη στιγμή που κατέβαζε μια γερή γουλιά
σαμπάνιας.
«Κοίταξέ με, σε παρακαλώ».
Τα μάτια της γύρισαν και συνάντησαν τα δικά του. Ήταν υγρά και
γυάλιζαν. Έτοιμος να δακρύσει δεν της άφησε περιθώρια για να κάνει
ερωτήσεις. Ήθελε να προλάβει να τα πει όλα, πριν ο κόμπος που
εμφανιζόταν στον λαιμό του γινόταν πιο έντονος.
Πήρε στα χέρια του τα δικά της κι άρχισε μια εξομολόγηση, μια
κατάθεση ψυχής που είχε ανάγκη να κάνει εδώ και καιρό αλλά μόνο τώρα,
μέσα στον δικό του τον χώρο, ένιωθε άνετα για να ανοιχτεί.
«Σ’ αγαπάω Μάγδα. Σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Σε θέλω στη ζωή μου. Είσαι η ζωή μου. Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά έτσι για
μια γυναίκα».
«Κι εγώ αγάπ…»
«Σςςς….» είπε και έβαλε απαλά τα χέρια του στο στόμα της για να
μην την αφήσει να τον επηρεάσει σε τίποτα. Ήθελε απερίσπαστος να πει
όλα όσα είχε στο μυαλό και στην καρδιά του. Κι όλα αφορούσαν τη
Μάγδα.
«Άσε με να τελειώσω αυτό που θέλω να πω και μετά πες μου ό,τι
θες».
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε την κατάθεση καρδιάς που είχε
ξεκινήσει.
«Σε θέλω στη ζωή μου για πάντα Μάγδα. Θέλω να γίνεις γυναίκα
μου. Θέλω να γίνεις η οικογένειά μου, αυτή που δεν είχα ποτέ».

114
Η πεταλούδα της νύχτας

Τα λόγια του έπεσαν βαρύγδουπα στην ψυχή της Μάγδας. Δεν


πίστευε σ’ αυτά που άκουγε. Είχε άλλα σχέδια για τη ζωή της. Όχι ότι δεν
της άρεσαν τα λόγια του. Απλούστατα, είχε μάθει πια να βάζει άλλους
στόχους. Πιο προσωπικούς, πιο μεμονωμένους, πιο κοντά στη ματαιοδοξία
της.
Ήθελε να αποκτήσει όλα αυτά που της είχε στερήσει η ζωή και δεν
είχε σκεφτεί ούτε σαν μακρινό όνειρο την απόκτηση συζύγου, πόσο
μάλλον οικογένειας. Άλλωστε δεν είχε και τις καλύτερες αναμνήσεις από
τη δική της. Αντιθέτως.
«Από τη μέρα που σε γνώρισα βρίσκεσαι συνέχεια στο μυαλό μου,
στην καρδιά μου, αγάπη μου», συνέχισε να της μιλά με μεγάλη
τρυφερότητα ο Αιμίλιος.
Η Μάγδα είχε μείνει στήλη άλατος. Δεν σκεφτόταν, δεν κουνιόταν,
δεν αντιδρούσε.
«Είσαι καλά μάτια μου;» ήρθε απότομα η ερώτησή του για να την
ξυπνήσει.
«Ναι, ναι. Μια χαρά είμαι», έλεγε καθώς σηκώθηκε για να βάλει ένα
ακόμα ποτό. Ήταν πολύ βαριά όλα αυτά για να τα χωνέψει με μιας.
Κάθισε ξανά δίπλα του και τον άφησε να τελειώσει αυτά που ήθελε
να πει μιας και της το είχε ζητήσει κι ας γύριζε το μυαλό της στα δικά του
σοκάκια.
«Μάγδα μου», είπε κι άνοιξε το συρτάρι απ’ το κομοδίνο δίπλα του,
«αυτό είναι για σένα», κι έτεινε προς το μέρος της ένα δαχτυλίδι που το
κοσμούσε ένα τεράστιο και γυαλιστερό διαμάντι!
«Θες να με παντρευτείς;» Τη ρώτησε κοιτώντας την όσο πιο βαθιά
μπορούσε στα μάτια ελπίζοντας να φτάσει μέχρι την ψυχή της και να
καταλάβει την απάντηση πριν εκείνη τη δώσει.
Η Μάγδα είχε σαστίσει ακόμα περισσότερο μη μπορώντας ν’
αρθρώσει ούτε λέξη.

115
Φραγκάκη Ειρήνη

Ρε μπας και με δουλεύει; σκέφτηκε.


Αλλά ο Αιμίλιος δεν της άφησε περιθώρια να το σκεφτεί κι άλλο.
«Τί είναι καρδιά μου; Μήπως δεν θες;»
Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της φανέρωναν το φόβο της
δέσμευσης που καραδοκούσε κι εκείνη προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη
συνέχεια αλλά έπρεπε να απαντήσει με μαεστρία.
Μπορεί ο Αιμίλιος να ζήταγε πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε
εκείνη να δώσει, όμως δεν ήταν διατεθειμένη να χάσει τίποτα απ’ όσα της
είχε χαρίσει ίσαμε τώρα αλλά ούτε κι από εκείνα που θα της έδινε
μελλοντικά.
«Δεν είναι λίγο νωρίς βρε μωρό μου; Να, θέλω να πω, κι εμένα θα
μου άρεσε όσο τίποτα άλλο να είμαι μαζί σου, αλλά… πως να στο πω.
Είμαστε τόσο λίγο καιρό μαζί. Δεν θες να με γνωρίσεις καλύτερα; Ήδη όλα
έγιναν γρηγορότερα απ’ όσο περίμενα».
«Εγώ δεν κοιτάω ούτε χρόνο ούτε τίποτα άλλο. Το μόνο που με
νοιάζει είναι να είμαι μαζί σου συνέχεια και να μην σε χάσω. Θέλω ν’
αράξω μαζί σου μωρό μου, πως το λένε. Είσαι το λιμάνι μου. Βαρέθηκα να
αναλώνομαι από ’δω κι από ’κει. Θέλω να γίνεις η σύντροφός μου στη
ζωή, η μάνα των παιδιών μου».
Πόσο να άντεχε περισσότερο; Όσο περισσότερα όνειρα έκανε για
τους δυο τους ο Αιμίλιος, τόσο μεγάλωναν οι εφιάλτες για τη Μάγδα.
Παιδιά. Δικά της. Άντρα εφ’ όρου ζωής δίπλα της. Δερβέναγα στο κεφάλι
της. Ούτε σαν ανέκδοτο δεν θα της άρεσε κάτι τέτοιο.
Ώσπου δεν άντεξε και ξέσπασε. Κι ήρθε σαν χείμαρρος στο
μανιασμένο ποτάμι της ψυχής της, που περίμενε λες, τη μεγάλη καταιγίδα
για να ξεχειλίσει.
Τόσα χρόνια είχε πάψει να κάνει όνειρα. Τόσα χρόνια είχε υποβάλλει
τον εαυτό της σε αποκλεισμό από τα όνειρα. Τόσα χρόνια είχαν περάσει
που της τα σκότωσαν κι εκείνη φοβήθηκε να τ’ αναστήσει. Ούτε τώρα

116
Η πεταλούδα της νύχτας

ήταν έτοιμη. Τα πάντα γύρναγαν στο κεφάλι της χωρίς σταματημό και
βρισκόταν σε μια μόνιμη παραπλάνηση για να μπορέσει να τα αντέξει.
Ο πατέρας της, που πρώτος της είχε καταστρέψει ό,τι ωραιότερο είχε
σαν παιδί. Την αθωότητα. Κι έγινε η αιτία να μην θελήσει να κάνει ποτέ
δικά της παιδιά με τον φόβο πώς ίσως βρίσκονταν κι εκείνα κάποια μέρα
στη θέση που βρέθηκε αυτή.
Η μάνα της, που ακόμα και τώρα, έστω και υποσυνείδητα δεν
μπορούσε να τη συγχωρέσει που δεν την προστάτεψε.
Κατηγορούσε τον ίδιο της τον εαυτό, που δεν κατάφερε να ξεφύγει
απ’ όλον αυτόν τον κυκεώνα που διέλυσε τα πάντα. Δεν μπήκε καν στον
κόπο απ’ τον φόβο της, να παλέψει για τη δικιά της τη ζωή. Τα κρίματα τα
έριχνε πρώτα πρώτα στην ίδια, που άφησε τους πάντες και τα πάντα να
γίνουν χειραγωγοί στη ζωή της.
Και ποτέ, μα ποτέ δεν ξέσπασε.
Ποτέ μα ποτέ, δεν αντέδρασε.
Εκτός από τώρα που το ηφαίστειο ήταν έτοιμο να εκραγεί και να
πετάξει την καυτή του λάβα. Με αποδέχτη και θύμα τον ένα και μοναδικό
άνθρωπο που την ήθελε κοντά του όπως ήταν. Μια πόρνη πολυτελείας,
ακριβοπληρωμένη. Ένα καλοπληρωμένο σκεύος ηδονής που το μετέτρεπε
σιγά σιγά σε άνθρωπο με ανάγκες και αισθήματα.
Αυτό ήταν ίσως τελικά που τρόμαζε πιο πολύ τη Μάγδα. Η
απελευθέρωση των ψυχικών αναγκών που της έδινε ο Αιμίλιος. Κάτι που
είχε μπερδέψει σαν έννοια με την καταπάτηση συστολών.
Κι όμως δεν άντεχε. Τα μάγουλά της είχαν πάρει αυτό το χρώμα της
λάβας που γυαλίζει καθώς καίει. Τα μάτια της πέταγαν φλόγες. Στάθηκε
απέναντί του έτοιμη να ξαμολήσει το πύρινο θεριό που είχε τόσα χρόνια
μέσα της.
Όλος ο πόνος της ξεχύθηκε κι έπνιξε τον Αιμίλιο, που πια δεν ήξερε
από που να προφυλαχθεί, έχοντας όμως απίστευτη υπομονή και πείσμα.

117
Φραγκάκη Ειρήνη

«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα Αιμίλιε. Πώς μπορείς να λες ότι θες να με
παντρευτείς και να γίνω εγώ η μάνα των παιδιών σου; Με γνώρισες πόρνη
κι αυτό δεν αλλάζει επειδή με μάζεψες από ’κει. Αυτό έμαθα να κάνω
καλά. Τί περιμένεις από μένα; Πώς μπορείς να ξέρεις ότι θα είμαι σωστή
απέναντί σου για να μου δείχνεις τόση εμπιστοσύνη;»
«Βλέπω. Δεν είμαι στραβός. Ξέρω ποια είσαι κι ας μην μου έχεις πει
τίποτα για σένα. Ξέρω ότι κάτι σε βασανίζει. Το καταλαβαίνω τα βράδια
που πάω να σε πάρω αγκαλιά και μαζεύεσαι κουβάρι, σαν τρομαγμένο
σκυλί. Πάρε όσο χρόνο θέλεις. Αλλά να ξέρεις ότι είμαι εδώ ότι κι αν
χρειαστείς».
«Δεν μπορεί, δεν γίνεται να σκέφτεσαι έτσι. Είμαι μια πόρνη, το
καταλαβαίνεις; Και στο σώμα και στην ψυχή».
Έπιασε το κεφάλι της σαν να μην ήθελε να το πιστέψει. Δεν το
χωρούσε ο νους της. Πρωτόγνωρο συναίσθημα να την εμπιστεύεται
κάποιος τόσο πολύ. Αδιανόητο να της δείχνουν τόση αγάπη εκεί που είχε
χάσει όλη την πίστη της σε αυτήν.
Της κράτησε τα χέρια δειλά μέσα στα δικά του. Την κοίταξε στα
μάτια και της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο για να την καθησυχάσει. Έτσι
ήταν ο Αιμίλιος. Μπορεί σαν επαγγελματίας να ήταν σκληρός αλλά στην
προσωπική του ζωή ήταν πολύ τρυφερός, πολύ αισθηματίας κι αληθινός
άνθρωπος. Αγαπούσε με όλο του το είναι, χωρίς να απαιτεί ανταλλάγματα.
Απλά ζήταγε με ευγένεια αυτά που επιθυμούσε.
«Μάγδα, μπορείς να λες και να σκέφτεσαι όπως και ό,τι θες. Γνώμη
για σένα όμως, δεν μπορείς να μου αλλάξεις. Έμαθα στη ζωή μου να
κοιτάζω πίσω από αυτά που φαίνονται. Κι όσο κι αν θες να με κάνεις να
φοβηθώ, δεν θα τα καταφέρεις. Και ξέρεις γιατί;» της είπε χωρίς να
περιμένει απάντηση.
«…γιατί τα μάτια σου μαρτυρούν όσα δεν θέλουν να πουν τα χείλη
σου. Είσαι καθαρός άνθρωπος, απλά πονάς κι εγώ είμαι εδώ με σκοπό

118
Η πεταλούδα της νύχτας

ζωής πια, να σε κάνω να ξεχάσεις, να ξεπεράσεις και να λύσεις κάθε δεσμό


που είχες μέχρι τώρα με τον πόνο, την απέχθεια για τους ανθρώπους και με
εσένα την ίδια».
Η Μάγδα έμεινε να τον κοιτάει χωρίς να ξέρει τι να πει. Της έδινε
τόσα πολλά κι εκείνη… εκείνη δεν ένιωθε άξια κι ικανή να τον ξεπληρώσει
για όσα της πρόσφερε. Ήθελε να νιώσει ελεύθερη, ήθελε να μπορέσει να
πετάξει από πάνω της, από μέσα της, όσα την πονούσαν, όσα την έκαναν
να σιχαίνεται τον ίδιο της τον εαυτό της. Της ήταν δύσκολο έως
ακατόρθωτο. Κι η άμυνα για την αχρηστία της να καταφέρει κάτι σωστό,
βγήκε πάλι στην επιφάνεια για να καταστρέψει κάθε όμορφη και γλυκιά
κουβέντα που άκουγε.
«Άσε μας ρε Αιμίλιε. Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Ο Θεός; Αφού αυτός
δεν κατάφερε να με βοηθήσει όταν έπρεπε, θα το κάνεις εσύ τώρα; Ε, ρε
γαμώτο κάτι μυαλά που κυκλοφορούν. Άκουσε καλά αυτό που θα σου πω
γιατί μάλλον ονειρεύεσαι και θα προσγειωθείς απότομα όταν ξυπνήσεις.
Εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι μια πόρνη γιατί γι’ αυτό γεννήθηκα. Τι
νομίζεις δηλαδή, πως επειδή σε ακολούθησα θα αλλάξω; Δεν γίνονται
αυτά τα πράγματα αγόρι μου. Περνάμε καλά μαζί και κοίτα να μην το
χαλάσεις όσο με θες κοντά σου γιατί εγώ δεν αλλάζω. Όσο μου δίνεις αυτά
που θέλω θα περνάμε κοτσάνι τα δυο μας».
Το στόμα της μίλαγε, τα μάτια της μαρτυρούσαν ακριβώς τα αντίθετα
και το κορμί της έδειχνε τη δικιά του γλώσσα. Έκανε υπεράνθρωπη
προσπάθεια να το κρύψει. Τα χείλη της έτρεμαν στην προσπάθεια να μην
κλάψει. Του έδειχνε μια Μάγδα που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε μέσα της.
Ο Αιμίλιος που δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήξερε πολύ καλά γιατί του τα
έλεγε. Και δεν μάσησε. Απλά την άφησε να ηρεμήσει. Δεν είχε σκοπό να
τα παρατήσει τόσο εύκολα.
«Εντάξει Μάγδα μου, ό,τι θες εσύ καρδιά μου. Έλα ξάπλωσε εδώ
κοντά μου και μην σκέφτεσαι τίποτα. Όλα θα γίνουν όπως τα θες εσύ».

119
Φραγκάκη Ειρήνη

Υπάκουσε γιατί δεν άντεχε άλλο την ψυχή της να βασανίζεται. Την
είχε ξεχασμένη σε μια άκρη απαγορεύοντάς της τόσα χρόνια να νιώθει, σε
σημείο που είχε ξεχάσει.
Κούρνιασε στην αγκαλιά του κι εκεί αποκοιμήθηκε αφήνοντάς τον να της
χαϊδεύει τα μαλλιά!
Τα όνειρα όμως της φύλαγαν για έκπληξη όσα δεινά είχε περάσει.
Όλα μα όλα, δεν τους ξέφυγε τίποτα. Ο πατέρας της ήταν εκεί, ξανά όπως
και τότε, να την πονάει χωρίς σταματημό μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο
ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Η μάνα της κλεισμένη πίσω από τα
σίδερα της φυλακής, γερασμένη, να την κοιτάει με παράπονο σαν να της
έλεγε, “με ξέχασες”. Ο Τζίμης κι ο θείος του να της προσφέρουν πρέζα και
να την κοιτάζουν με μια σιχαμερή λαγνεία. Όλα κι όλοι εκεί. Κι εκείνη να
μην μπορεί ν’ αντιδράσει. Να μην μπορεί να σκεφτεί. Τα όνειρά της
αποδείχτηκαν εφιάλτες.
Πετάχτηκε ιδρωμένη και λουσμένη απ’ τα δάκρυα που κύλαγαν κι ας
κοιμόταν. Το μαξιλάρι της είχε μουσκέψει από τον πόνο που με έκρηξη
βγήκε απ’ την ψυχή της, σε μορφή δακρύων. Μια ψυχή που ούτε στα
όνειρά της πια δεν μπορούσε να βρει ησυχία.
Σκούπισε το μέτωπό της, έβγαλε όσο αέρα είχε στα πνευμόνια της για
να τον ανανεώσει κι άνοιξε τα μάτια της όταν πια οι χτύποι της καρδιάς της
είχαν αρχίσει να ηρεμούν.
Δίπλα της ο Αιμίλιος κοιμόταν ακόμα. Τον κοίταξε. Ήταν τόσο
όμορφος, κοιμόταν τόσο γαλήνια.
Άραγε αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα να του χαλάει τη διάθεση; Δεν
έχει έγνοιες και σκοτούρες; αναρωτήθηκε. Την απάντηση, της την έδωσε
όμως η φωνή της λογικής.
Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τύψεις, έχει καθαρή τη συνείδησή του, γι’
αυτό και μπορεί να κοιμάται τόσο ήρεμα. Σ’ αγαπάει και στο δείχνει με
όποιο τρόπο μπορεί. Τί να φοβηθεί; Τί να τον τρομάξει; Γιατί να δει

120
Η πεταλούδα της νύχτας

εφιάλτες όπως εσύ; Αυτός είναι άνθρωπος, εσύ κατάντησες μηχανή. Μην
απορείς λοιπόν.
Έδιωξε απότομα τις σκέψεις που της έλεγαν την αλήθεια γιατί δεν τις
άντεχε. Εκείνη ήθελε τη Μάγδα που ήξερε, τη σκληρή. Την ψυχρή. Έστω
τη Μάγδα που είχε τη δύναμη να δείχνει στους άλλους ότι τίποτα δεν την
άγγιζε.
Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο σπίτι. Να περιεργαστεί με
περισσότερη προσοχή τον χώρο που ήταν πλέον και δικός της. Ήταν μια
ώρα που όλα γύρω της, μετέδιδαν μια απόλυτη ηρεμία κι ήταν ότι
χρειαζόταν τώρα.
Κατέβηκε στην κουζίνα κι έψαξε να βρει καφέ. Τον έφτιαξε δυνατό
και πήρε την κούπα με το καυτό υγρό, να το απολαύσει. Βγήκε στη μεγάλη
βεράντα, κάθισε αναπαυτικά στα αφράτα μαξιλάρια της κούνιας και έφερε
στα χείλη της την απόλυτη γεύση της χαλάρωσης.
Τα μάτια της ακολουθούσαν τις καινούριες εικόνες που ξεπηδούσαν
μπροστά της. Τα γλυκά χρώματα της αυγής ζέσταιναν μ’ έναν μαγικό
τρόπο το κορμί της.
Τελικά έχουν δίκιο, σκέφτηκε, όσα νιώθει η ψυχή, το κορμί τα κάνει
κτήμα του. Κι αν πονάς είναι εύκολο ν’ αλλάξει, όταν στην ψυχή σου μπει με
τρόπο η γαλήνη.
Έμεινε ώρες εκεί να σκέφτεται κι ούτε που κατάλαβε πως κύλισε ο
χρόνος. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον Αιμίλιο.
Της έπεφτε βαριά κι απότομη η τόσο πολύ αγάπη που της πρόσφερε.
Δεν είχε μάθει να την αγαπάνε. Πέραν της μάνας της κι ας ήταν λάθος ο
τρόπος, άλλος κανείς δεν της έδωσε καθαρή αγάπη, κι αυτή άμαθη, έκανε
το ένα λάθος μετά το άλλο. Μα έτσι είναι. Η αγάπη διδάσκεται από τον
χρόνο που περνάει. Αν δεν την εκπαιδεύεις θα βγει θεριό ανήμερο που θα
σε κατασπαράξει. Αν δεν την αφήσεις να γλύψει απαλά τις πληγές σου θα

121
Φραγκάκη Ειρήνη

στις πονέσει σαν να ρίχνεις αλάτι. Τη φοβόταν την αγάπη. Ήταν πολύ αγνό
συναίσθημα για τα δεδομένα που είχε μάθει να ζει τόσα χρόνια.
Η ζεστασιά από τα χέρια που ακούμπησαν τους ώμους της και το
τρυφερό φιλί που ένιωσε στα μαλλιά της, γαλήνεψε απροειδοποίητα το
είναι της κι άφησε με μιας τις σκέψεις στην άκρη. Τις παραγκώνισε για να
προσπαθήσει ν’ απολαύσει αυτό που της δινόταν. Δεν ήξερε γιατί, μα μέσα
της βαθιά το είχε ανάγκη να προσπαθήσει κι ας μην τα κατάφερνε.
Γύρισε κι αντίκρισε το τρυφερό βλέμμα του Αιμίλιου. Του Αιμίλιού
της, που δεν το παραδεχόταν ούτε η ίδια στον εαυτό της. Στο εβένινο
μαύρο χρώμα των ματιών του, είχε βρει αυτό που πάντα λαχταρούσε αλλά
ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε. Τη φλόγα της επιθυμίας για τη
γυναίκα. Την ανάγκη της επικοινωνίας για τον άνθρωπο.
«Καρδιά μου θα παγώσεις εδώ έξω. Έχει πολύ υγρασία ακόμα τέτοια
ώρα», έδειξε τρυφερά το ενδιαφέρον του.
«Έχω εσένα να με ζεστάνεις», του απάντησε και άπλωσε τα χέρια της
προς το μέρος του. Εκείνος τα έκρυψε σαν να κράταγε κάτι πολύτιμο και
σηκώνοντάς την, πήρε αγκαλιά το κορμί της που έτρεμε απ’ το κρύο.
Την πήγε μέσα και την τύλιξε με την αγκαλιά του. Δεν θυμάται πόση
ώρα έμεινε εκεί. Αποκοιμήθηκε ξανά. Ο Αιμίλιος έμεινε να την κοιτάει
ξαφνιασμένος από την απότομη αλλαγή της και τα ψίχουλα τρυφερότητας
που αντίκρισε στα μάτια της. Λίγες ώρες πριν, έβλεπε μόνο πόνο. Άραγε
να το σκέφτηκε; Άραγε να ένιωσε κι εκείνη όσα ένιωθε κι αυτός; Θα
μπορούσε ποτέ να τον αγαπήσει στο μέγεθος που την αγαπούσε εκείνος;
Μα όχι, παραείναι σε υπερθετικό βαθμό για να έχει τέτοιες απαιτήσεις. Ας
τον αγάπαγε έστω το ένα τρίτο, θα ήταν ικανοποιημένος. Και σιγά σιγά θα
την έκανε εκείνος να νιώσει ξανά ότι είχαν στερήσει στην ψυχή της, η ζωή
και οι άνθρωποι. Είχε υπομονή. Αρκεί να είχε κι η Μάγδα. Αρκεί να μην
έφευγε από δίπλα του.

122
Η πεταλούδα της νύχτας

Μετά από ώρες, ξύπνησε και βρέθηκε ξανά ιδρωμένη ενώ έτρεμε σαν
το ψάρι. Ο Αιμίλιος είχε φύγει από κοντά της. Βρήκε ένα σημείωμα στο
τραπεζάκι του σαλονιού που της έλεγε ότι είχε πάει στο γραφείο. Τρόμαξε
στη σκέψη της μοναξιάς αλλά το προσπέρασε.
Τώρα την έκαιγε κάτι άλλο. Κάτι πιο σοβαρό. Και μαζί της καιγόταν
τα σωθικά της, το κορμί της. Η στέρηση είχε χτυπήσει κόκκινο. Σηκώθηκε
σέρνοντας τα πόδια της μη μπορώντας να ελέγξει το σώμα της που
επαναστατούσε στην έλλειψη της λευκής της απόλαυσης. Το μυαλό της
δεν λειτουργούσε. Τα μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα άλλο, παρά μόνο
λευκές εικόνες. Άνοιγε ότι συρτάρι έβρισκε, με μανία, κοπάναγε πόρτες
και ντουλάπια στην ανυπαρξία αυτού του πολύτιμου που έψαχνε και δεν
έβρισκε.
Πήρε στα τρεμάμενα χέρια της το κινητό της και κάλεσε τον Αιμίλιο.
«Πού είσαι;» Η φωνή της ακούστηκε ξένη ακόμα και στην ίδια.
«Τί που είμαι καρδιά μου; Στο γραφείο. Σου άφησα σημείωμα».
«Ναι, το είδα αλλά γιατί έφυγες έτσι;»
«Μάγδα, τί συμβαίνει;» Τώρα η δικιά του φωνή ήταν αυτή που
ακουγόταν παράξενη.
«Με δουλεύεις ρε Αιμίλιε; Θέλω τη δόση μου», του είπε ψυχρά.
«Κάνε υπομονή, σε λίγο θα στείλω κάποιον να σου φέρει, συγνώμη
αλλά έγιναν όλα τόσο γρήγορα και δεν πρόλαβα να προμηθεύσω το σπίτι».
«Κάνε γρήγορα, υποφέρω», είπε με τρεμάμενη φωνή και απίστευτα
νεύρα. Σκότωνε άνθρωπο εκείνη τη στιγμή.
Του έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα λες και δεν συνομιλούσε με
κάποιον αγαπημένο της, αλλά με τον χειρότερο εχθρό της.

Έπεσε σαν βράχος στον καναπέ και μάζεψε τα πόδια στο στήθος της.
Τα κράτησε σφιχτά με τα χέρια της, προσπαθώντας να τα κάνει να
σταματήσουν να τρέμουν. Εκείνα όμως έτρεμαν όλο και περισσότερο.

123
Φραγκάκη Ειρήνη

Περίμενε χωρίς να σκέφτεται, σκεφτόταν χωρίς να περιμένει. Όλα


ήταν ξένα, σ’ ένα δωμάτιο άδειο μ’ ένα μυαλό άδειο, με μια ψυχή κενή από
αισθήματα, μ’ ένα κορμί γεμάτο από πόνους που όσο περνούσε η ώρα
γινόταν όλο και πιο πολύ αβάσταχτοι.
Τώρα ζούσε σ’ ένα σπίτι που μόνο στα παραμύθια είχε δει. Είχε κοντά
της έναν άντρα σαν τα κρύα τα νερά που τη λάτρευε και το έδειχνε. Κι
όμως, τώρα, αυτή τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορούσε να απολαύσει τίποτα.
Όταν το μυαλό κυριεύεται από κάτι ξένο, όταν το σώμα ποθεί κι επιθυμεί
κάτι άλλο εκτός από εκείνο το άλλο σώμα που τη ζεσταίνει, τότε όλα είναι
μάταια, ανούσια. Δεν έχουν καμία σημασία γιατί απλούστατα το
συναίσθημα δεν υπάρχει.
Μέσα από τα κύματα πανικού που είχαν κατακλύσει το είναι της,
άκουσε το κουδούνι. Σηκώθηκε μετά βίας κι άνοιξε.
Ένας άντρας στεκόταν μπροστά της κρατώντας στα χέρια του ένα
μικρό κουτάκι σε συσκευασία δώρου.
«Καλημέρα. Μ’ έστειλε ο κύριος Αιμίλιος να σας φέρω αυτό κυρία».
Δεν είπε κουβέντα. Άρπαξε με μια απότομη κίνηση το πακέτο από τα
χέρια του άντρα και προχώρησε στο σαλόνι χωρίς να μπει στον κόπο ούτε
να τον ευχαριστήσει μα ούτε και να κλείσει την πόρτα.
Άνοιξε το κουτί κι ο θησαυρός ήταν πια δικός της. Τα μάτια της
γυάλισαν επικίνδυνα.
Ο άντρας την παρακολουθούσε από μια άκρη. Στοιχημάτιζε το κεφάλι
του ότι δεν τον είχε πάρει είδηση. Δεν τον είχε προσέξει καν. Ήταν στον
κόσμο της. Τον θυμόταν άραγε; Ήταν ο Στάθης που είχε γνωρίσει στο
σκάφος αυτός που τόση ώρα την παρακολουθούσε, με τι επιδεξιότητα
χειριζόταν αυτήν την απόλυτη για ’κείνη, μαγική στιγμή. Ώσπου μετά από
όλη την “ιεροτελεστία”, είδε το κεφάλι της να γέρνει στον καναπέ και να
κλείνει τα μάτια της.

124
Η πεταλούδα της νύχτας

Πήγε κοντά της και περιεργάστηκε με περίσσια περιέργεια το


αγγελικό πρόσωπο που είχε μπροστά του. Τώρα που είχε την δυνατότητα
να την πλησιάσει χωρίς να τον δει κάποιος, διαπίστωνε πόσο πολύ όμορφη
ήταν.
Η λευκή της επιδερμίδα είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα αλλά
γυάλιζε ηδονικά. Τα χείλη της είχαν παραμορφωθεί παίρνοντας σχήμα ενός
χαμόγελου χαμένου. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι αυτή η γυναίκα είχε
συναίσθηση της πραγματικότητας. Είχε κάτι το απόκοσμο και μαγικό. Κι
αυτό τον ερέθισε.
Βρέθηκε τόσο ξαφνικά πάνω της, όσο ξαφνικά είχε φτάσει και στο
σπίτι. Οι γυμνές τους σάρκες είχαν ενωθεί σ’ ένα ξέφρενο χορό που μόνο ο
ένας απολάμβανε εις γνώση του. Η Μάγδα δεν καταλάβαινε τι έκανε. Με
τόση δόση που είχε πάρει θα ήταν στο μεγάλο της ταξίδι για ώρα.
Ο άντρας ικανοποίησε όλες του τις ορέξεις πάνω στο ναρκωμένο
κορμί της. Τον είχε μαγέψει το λάγνο της βλέμμα, η φωνή της, που από τη
μια έμοιαζε μ’ αγγελική κι απ’ την άλλη έμοιαζε με μάγισσας. Δεν ήθελε
να ξεκολλήσει από πάνω της. Ο μαγνήτης που είχε αυτή η κοπέλα τον
κράταγε βδέλλα πάνω της. Κι αυτός άλλο που δεν ήθελε. Η Μάγδα μπορεί
να μην καταλάβαινε τι έκανε, όμως έκανε. Δεν έμεινε άπραγη. Τον είχε
γραπώσει με τα πόδια της και τον πίεζε επάνω της.
Ο Στάθης, απλά είχε βρει μια θέση στη μαστούρα της. Αυτή πάλι, είχε
απαιτήσει χωρίς να το ξέρει μια θέση στο πάθος του. Όταν τέλειωσε όλο το
δικό του παραλήρημα, η Μάγδα βρισκόταν ακόμα υπό την επήρεια της
άσπρης σκόνης της. Γύρισε και την κοίταξε μαγεμένος. Αυτή η γυναίκα
ήρθε σαν τον κομήτη στη ζωή του, τρύπωσε σα σφήνα και μια τέτοια
εικόνα, δεν θα μπορούσε παρά να παραμείνει καρφωμένη για πάντα στο
μυαλό του. Το κορμί της, το πρόσωπό της, τί του έκανε αυτή η γυναίκα; Τί
είχε και τον μάγευε;

125
Φραγκάκη Ειρήνη

Ξέροντας ότι ποτέ δεν θα είχε ούτε μια πιθανότητα να γυρίσει να τον
κοιτάξει, όντας ξύπνια, αφού είχε δίπλα της έναν άντρα σαν το αφεντικό
του, σηκώθηκε απογοητευμένος κι έφυγε σαν τον κλέφτη, αφήνοντάς την
εκεί, γυμνή, μόνη και μαστουρωμένη.

«Μάγδα, Μάγδα αγάπη μου είσαι καλά;»


Ο Αιμίλιος πάνω από το κεφάλι της, τη χάιδευε και της μίλαγε
τρυφερά. Εκείνη, αντίδραση, καμία. Κοίταζε και χάιδευε το γυμνό κορμί
της κι ακόμα μια φορά ένιωσε να το λαχταράει σαν τρελός. Δεν έχασε τον
χρόνο του. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες που η Μάγδα εν
αγνοία της έγινε το ζώο που πάνω του ικανοποιούνταν όλες οι ζωώδες
εκρήξεις από τους αρσενικούς επιβήτορες. Ο ένας προς εκμετάλλευση και
απόλαυση, ο άλλος από συναίσθημα και πόθο. Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως,
δεν κατάφερε να συμμεριστεί η Μάγδα.
Στο φως της ζωής της που μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει από τη
χαραμάδα που της είχε ανοίξει ο ένας και μοναδικός άντρας που έδειξε να
την καταλαβαίνει, υπήρχαν ακόμα σκοτάδια βασανιστικά.
Δεν ξέφευγε από το παρελθόν της γιατί απλούστατα εκείνο την
κυνηγούσε και δεν την άφηνε να ξεχάσει. Δεν την άφηνε να χαρεί με την
απόλυτη λογική, με τον καθαρό συναισθηματισμό.
Οι δόσεις που πηγαινοέρχονταν στο κορμί της, δεν της έδιναν το
περιθώριο να νιώσει σαν μια απλή κοπέλα που απλά… ΕΙΧΕ
ΕΡΩΤΕΥΘΕΙ!

126
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 11

Ανάμεσα στο χθες και το παρόν είχαν μεσολαβήσει τρία ολόκληρα


χρόνια “ευτυχίας”.
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, τίποτα δεν μαρτυρούσε πως η Μάγδα είχε
περάσει από τις δικές της συμπληγάδες. Είχε γνωρίσει την ευτυχία στο
πρόσωπο και την αγκαλιά του Αιμίλιου. Οτιδήποτε άλλο πριν απ’ αυτόν,
είχε διαγραφεί απ’ τη μνήμη της. Τουλάχιστον, δεν έφερνε αυτή, μνήμες
για να στεναχωριέται και να τυραννιέται.
Ακόμα κι η μάνα της. Ούτε μια φορά δεν πήγε να την δει. Ούτε μια
φορά δεν την πήρε έστω ένα τηλέφωνο να δει τι κάνει, παρά τις επίμονες
συζητήσεις που της έκανε ο Αιμίλιος. Ζούσε, πέθανε, βγήκε απ’ τη φυλακή
ή ήταν ακόμα μέσα; Της ήταν παντελώς αδιάφορο.
Άλλωστε είχε γνωρίσει όλο τον καλό τον κόσμο στο πλευρό του
μεγαλοεπιχειρηματία συντρόφου της. Μεγιστάνες, καραβοκύρηδες με
ουρά τους παράδες που έτρεχαν άφθονοι απ’ τα χέρια τους. Καλή
επένδυση ο Αιμίλιος. Τον αγαπούσε… και δεν τον αγαπούσε.
Κάποτε, νόμιζε πως όταν δεν παίρνεις την ανάλογη αγάπη,
μεγαλώνοντας έχεις την ανάγκη να δώσεις τόση πολύ… κι όμως, τελικά
δεν λειτούργησε έτσι. Κι όχι γιατί δεν είχε αγάπη να δώσει. Αλλά γιατί οι
καταστάσεις την έκαναν ανελέητη. Έμαθε να σκέφτεται το συμφέρον της
και μόνο. Όλα τ’ άλλα ή τα διέγραφε ή τα κατέστρεφε.
Τη σκεφτόταν τη μάνα της, όχι συχνά αλλά τη σκεφτόταν. Δεν ένιωθε
όμως την ανάγκη να πάει να τη δει. Δεν ένιωθε τύψεις επειδή την είχε
παρατήσει στο έλεος του Θεού. Πήγε μια φορά και την είδε κι αυτό ήταν
αρκετό για να καταλάβει ότι παρόλο που αυτή ήταν που τη γλίτωσε από
την ύπαρξη του κτήνους που πρώτος της κατέστρεψε τη ζωή, εκείνη ήταν
που δεν είδε ως όφειλε σαν μάνα, να την προστατέψει πιο νωρίς για να μην
χρειάζεται ακόμα και σήμερα να ζει κάθε τόσο τον ίδιο εφιάλτη!

127
Φραγκάκη Ειρήνη

Όσο κι αν το πίστευε, οι τύψεις έκαναν κύκλο πάνω και μέσα στο κεφάλι
της χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς είναι.
Οι αναμνήσεις μιας ζωής, δεν σβήνουν απλά και μόνο επειδή υπάρχει
η θέληση, του να το κάνουμε. Βρίσκονται πάντα εκεί, αναπόσπαστο
κομμάτι του εαυτού μας να μας κυνηγάνε και να μας ακολουθούν
κρατώντας μας δέσμιους, θέλοντας και μη, μ’ ένα παρελθόν που το ζήσαμε
και μας ανήκει, όσο κι αν δεν θέλουμε ούτε ένα του κομμάτι. Όσο κι αν
θέλουμε να πάρουμε μια γομολάστιχα και να τα σβήσουμε όλα, αυτό
παραμένει εκεί να μας θυμίζει, να μας πονάει και να μας πηγαίνει πίσω.
Η λύτρωση δεν θα ερχόταν αν η ίδια δεν κατάφερνε να το αποδεχτεί.
Και της ήταν τόσο δύσκολο. Ένα βουνό φάνταζε στα μάτια της κάθε φορά
που το έφερνε στο μυαλό της. Και δεν άντεχε να το ανεβεί. Ο σταυρός που
σήκωνε η ψυχή της, ήταν βαρύς και της λύγιζε τη θέληση και την πίστη. Η
καρδιά της από το βάρος, λύγιζε κι εκείνη μπροστά στην απίστευτα ψηλή
θέα του άβατου βουνού.

Την κράτησε από το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητο. Δεν της
είπε που θα την πήγαινε. Μόνο ότι δεν θα το μετάνιωνε.
Μέσες άκρες η Μάγδα, του είχε πει κάποια πράγματα για το παρελθόν
της σε στιγμές που βρέθηκε αδύναμη συναισθηματικά, αρνούμενη να τα
συζητήσει. Απλά, του τα ανέφερε παραλείποντας το θέμα του πατέρα της.
Δεν άντεχε ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, ακόμα και τώρα που αυτός
δεν ζούσε πια, να μιλάει για ό,τι της είχε κάνει.
Ο Αιμίλιος είχε τηλεφωνήσει εδώ και μέρες στη φυλακή και ζήτησε
πληροφορίες για τη μάνα της Μάγδας, χωρίς φυσικά να της πει κουβέντα
γιατί ήξερε τις αντιδράσεις της. Ήξερε όμως, πως κατά βάθος η Μάγδα
ήθελε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, να λύσει τα προβλήματα που έμειναν
στάσιμα κι ας μην του έλεγε κουβέντα. Τουλάχιστον αυτό ήθελε να
πιστεύει ή αυτό του έλεγε η συνείδησή του πως έπρεπε να κάνει.

128
Η πεταλούδα της νύχτας

Έμαθε λοιπόν ότι η μάνα της ήταν άρρωστη, πως κάθε μέρα την
εξέταζε ο γιατρός. Ζήτησε άδεια για να την δουν κι αφού τόσο καιρό
κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για ’κείνη, ομολογουμένως χάρηκαν που η
ταλαίπωρη αυτή γυναίκα θα συναντιόταν με δικούς της ανθρώπους.
Ο οργανισμός της είχε εξασθενίσει. Μεγάλο ρόλο έπαιξε η
συναισθηματική φόρτιση που έπαιρνε κάθε μέρα λόγω της έλλειψης της
κόρης της. Δεν την κατηγορούσε. Αλλά της έλειπε πολύ. Απ’ τη μια στιγμή
στην άλλη, είχε χάσει τα πάντα αλλά είχε βρει το δίκιο της έστω κι αν
τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Ένιωθε αγαλλίαση που ξεβρώμισε τον κόσμο απ’
αυτό το ελεεινό στοιχείο που μόνο εμπόδιο είχε σταθεί στην ευτυχία τόσο
τη δικιά της αλλά και του παιδιού της.
Ήταν ξαπλωμένη στο μονό, σκληρό κρεβάτι του κελιού της. Τα μάτια
της ήταν κλειστά και τα δάκρυα κυλούσαν δημιουργώντας αυλάκια στο
ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Πρόσθεταν κι άλλο αυλάκωμα πάνω σ’ αυτά
που της είχε κάνει δώρο ο χρόνος κι η στεναχώρια. Στο μυαλό της
γυρνούσε μόνο ένα πρόσωπο. Αυτό της κόρης της. Πόσο ήθελε να μάθει
πως είναι το κοριτσάκι της. Προσευχόταν να την έχει καλά ο Θεός και να
την προσέχει, νιώθοντας τύψεις που δεν ήταν στο πλευρό της.
«Μαρκάτου, έχεις επισκεπτήριο», της είπε η φύλακας χαμογελώντας της.
«Έρχομαι», απάντησε σαστισμένα. Δεν περίμενε κανέναν μετά από
τόσο καιρό μοναξιάς. Είχε ξεχάσει τον ίδιο της τον εαυτό, πόσο μάλλον να
περιμένει να τη θυμηθεί η κόρη της. Γιατί ήταν σίγουρη πως ήταν το παιδί
της που ήρθε να την δει. Δεν είχε και κανέναν άλλο.
«Όχι, δεν χρειάζεται στην κατάστασή σου. Ο διευθυντής, έδωσε άδεια
να τους δεχτείς εδώ», της είπε η φύλακας όταν την είδε να καταβάλει
μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθεί. Άφησε το κορμί της να ξαναπέσει
βαρύ στο σιδερένιο κρεβάτι και χαμήλωσε το βλέμμα. Έμεινε εκεί να
περιμένει.

129
Φραγκάκη Ειρήνη

Η Μάγδα έκανε ένα βήμα πίσω καθώς κατέβηκε από το αυτοκίνητο


και αντίκρισε αυτό το γνώριμο κτίριο κι ας είχε τόσα χρόνια να πατήσει το
πόδι της.
«Όχι, δεν έπρεπε να μου το κάνεις αυτό», είπε κι έπιασε το κεφάλι της
με τα δυο της χέρια. Γύρισε και κοίταξε τον Αιμίλιο.
«Μάγδα, κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει κι αυτό. Κάθε βράδυ στον
ύπνο σου παραμιλάς. Αναζητάς τη μάνα σου, τη φωνάζεις. Σκέφτηκα ότι
αυτό θα κάνει καλό και στις δυο σας. Το ξέρεις ότι είναι άρρωστη;
Σκέφτηκες έστω να ρωτήσεις τι κάνει η γυναίκα που σ’ έφερε στη ζωή;
Την έχεις παρατήσει ολομόναχη εδώ μέσα κι ούτε που νοιάζεσαι».
Η Μάγδα τον κοίταξε αποσβολωμένη. Τα λόγια του μετατράπηκαν σε
κοφτερό μαχαίρι που είχε στόχο κατευθείαν την καρδιά της.
Δεν χαριζόταν ο Αιμίλιος. Αυτό που ήθελε να πει και να κάνει, θα το
έκανε ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα.
Και τώρα αυτό που είχε γυρίσει ανάποδα ήταν τα σωθικά της
Μάγδας. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπο, κρύος ιδρώτας την έλουσε και
μια ζάλη ήρθε κι έδεσε με το μαύρο της το χάλι.
«Μάγδα, σύνελθε γρήγορα γιατί έχω ειδοποιήσει και μας περιμένει η
μητέρα σου».
«Δεν μπορώ να κάνω βήμα», είπε πιάνοντάς τον από το μπράτσο για
να μην σωριαστεί φαρδιά πλατιά κάτω.
«Κοίταξέ με και άκου καλά τι θα σου πω. Την αχαριστία την ανέχομαι
μέχρι ένα σημείο. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παρατάς την ίδια σου τη
μάνα στο έλεος του Θεού και των ανθρώπων που ξέρεις πολύ καλά πόσο
ανελέητοι μπορούν να γίνουν. Σ’ έχει ανάγκη, μπορείς να το καταλάβεις;»
«Δεν μπορείς εσύ να ξέρεις τι έχω περάσει στη ζωή μου και ποιοι
είναι οι φταίχτες γι’ αυτό», του φώναξε χτυπώντας τον στο στήθος με
μανία τώρα που ήξερε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη με το παρελθόν της.

130
Η πεταλούδα της νύχτας

Προτιμούσε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί παρά να αντικρίσει τα μάτια


της μάνας της. Γνώριζε εκ των προτέρων πόσο πόνο θα έβλεπε μέσα τους.
Ο Αιμίλιος της κράτησε τα χέρια δυνατά, πονώντας την αλλά έπρεπε
να την ηρεμήσει.
«Μάγδα», της φώναξε ταρακουνώντας την. «Σύνελθε κι ετοιμάσου,
μέσα θα πάμε επειδή αυτό είναι το σωστό. Κάντο τουλάχιστον μια φορά
στη ζωή σου. Κάντο για μένα, για σένα. Να ησυχάσει η ψυχή σου κορίτσι
μου».
Τα μάτια της Μάγδας έπεσαν κατά γης, δεν ήθελε να πει τίποτα άλλο.
Εκείνη ήξερε πόσο και γιατί πόναγε και δεν είχε σκοπό να το μοιραστεί με
κανέναν, ούτε με αυτόν κι ας ήξερε ότι θα την καταλάβαινε απόλυτα.
Χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο, αφέθηκε στις εντολές του Αιμίλιου
και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Εντάξει, πάμε», είπε σχεδόν ψιθυριστά για να μην το ακούσει ούτε η
ίδια. Εκείνος, της κράτησε στοργικά το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά
φιλώντας την στο μέτωπο.
«Θα δεις, θα νιώσεις κι εσύ καλύτερα που θα μπορέσεις να
προσφέρεις λίγες στιγμές χαράς στη μητέρα σου που σίγουρα, της έχεις
λείψει πάρα πολύ και το έχει ανάγκη».
Τα βήματά τους ξεκίνησαν την πορεία τους αργά… πολύ αργά, τόσο
που η Μάγδα νόμισε ότι δεν θα έφταναν ποτέ.
Στο διάβα τους οι κλειδοκράτορες άνοιγαν μία προς μία τις σιδερένιες
βαριές πόρτες που έτριζαν και σφύριζαν σαν τσιρίδες στ’ αφτιά της
Μάγδας. Το θέαμα που αντίκριζε για πρώτη φορά την είχε αφήσει
αδιάφορη. Δεν ήταν δική της απόφαση να είναι εδώ, δεν είχε σκοπό να
δείξει συμπόνια για κανέναν.
Εκείνη ποιος την είχε λυπηθεί; Πέτρα είχε γίνει η καρδιά της. Δυο
πέτρες στέκονταν και τώρα περήφανες στο σημείο που έπρεπε να
βρίσκονται τα μάτια της. Πάγωσε τον χρόνο. Όπως πάγωσε και την καρδιά

131
Φραγκάκη Ειρήνη

της. Δεν θα έδειχνε έλεος για κανέναν. Άλλωστε ούτε για ’κείνη είχε δείξει
κανείς. Ούτε καν ο Θεός. Χα. Ο Θεός. Είχε ξεχάσει την ύπαρξή του. Άραγε
θα πίστευε ποτέ ξανά σ’ αυτό που δίνει δύναμη στις ανθρώπινες ψυχές; Θα
έκανε ποτέ ξανά τον σταυρό της, κάνοντας βαθιά μέσα της την προσευχή
της; Είχε πάψει εδώ και χρόνια να το κάνει. Στην αρχή είχε ξεκινήσει σαν
ντροπή. Οι τύψεις που της έλεγαν ότι εκείνη ήταν η αμαρτωλή. Ότι αυτή
έφταιγε για όλα. Μετά… ήρθε η πίκρα. Γιατί να μην την λυπάται κανείς;
Και μετά το μίσος. Για όλους και για όλα. Κανείς δεν την βοήθησε όταν
πραγματικά το χρειαζόταν. Όλοι ήθελαν κάτι από τη Μάγδα. Όλοι την
πλησίαζαν για να τη χρησιμοποιήσουν. Ο πατέρας της για να ικανοποιεί τις
ορέξεις του, η μάνα της για να έχει αποκούμπι στις τύψεις της, ο Τζίμης κι
ο Νικόλας για να κάνουν τη δουλειά τους. Λίγοι οι άνθρωποι που η Μάγδα
είχε βασιστεί πάνω τους. Κανείς τους όμως δεν θέλησε να δώσει κάτι άλλο
εκτός από πόνο στη Μάγδα. Όλοι για την πάρτη τους, τον εαυτούλη τους,
το γαμημένο πολύτιμο “εγώ” τους. Κι εκείνη πάντα να δίνει σαν ηλίθια.
Και ποτέ να μην παίρνει.
Ακόμα κι Αιμίλιος. Κι αυτός έπαιρνε κι ας έδινε. Ήταν ψίχουλα. Την
ψυχή της Μάγδας δεν τη γέμισε ποτέ. Τη γούσταρε, του άρεσε το πήδημα
μαζί της, εκστασιαζόταν από την ομορφιά της. Τι κι αν την είχε αγαπήσει
όπως έλεγε; Εκείνη δεν εισέπραττε αυτό που είχε χάσει τόσα χρόνια. Της
είχαν κλέψει την αθωότητα και στη θέση της είχαν βάλει τόση πίκρα!

Τα βήματά τους ακούγονταν στ’ αφτιά της σαν σούρσιμο από


αλυσίδες. Αυτές που χρόνια τώρα προσπαθούσε να βγάλει από πάνω της.
Κι όμως τελικά διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα εκεί. Να την κρατάνε δεμένη,
φυλακισμένη, μ’ ένα παρελθόν απ’ το οποίο ήθελε να ξεφύγει. Τα κλειδιά
απ’ τους φύλακες έπεφταν στα τύμπανά της σαν χειροβομβίδες που
έσκαγαν σε κάθε γύρισμα καθώς ξεκλείδωναν τις πόρτες.

132
Η πεταλούδα της νύχτας

Έφτασαν έξω από το κελί της μητέρας της. Η φύλακας που ήταν απ’
έξω για να φυλάει τη μάνα της, την κοίταξε με μισό μάτι. Ήξερε πάνω
κάτω τι είχε γίνει και τόσα χρόνια που την πρόσεχε είχε απορήσει μ’ αυτό
το παιδί που δεν πάτησε τα πόδια του μια φορά να δει αν η μάνα του ζούσε
ή είχε πεθάνει. Αδιαφορία. Σιγά μην την συμπονούσε. Εκείνη ήταν πάντα
εκεί έξω, να της κρατάει συντροφιά τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς. Κι η
κόρη απούσα. Κι εκείνη να προσπαθεί ν’ απαλύνει τον πόνο. Κι η Μάγδα
να τον μεγαλώνει από απόσταση. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Άπατο
πηγάδι ο πόνος της μάνας κι ο μόνος άνθρωπος που βούταγε καμιά φορά
τον κουβά να βγάλει λίγο απ’ τον πόνο για να την αλαφρώσει, ήταν αυτή η
γυναίκα. Αυτή η άγνωστη.
Πόσες φορές δεν έχουμε νιώσει να ερχόμαστε πιο κοντά σε κάποιους
ξένους που η κατανόηση και η συμπαράστασή τους γίνεται βάλσαμο για
την πληγωμένη ψυχή που αφήνουν πίσω τους οι “δικοί” μας άνθρωποι που
φεύγουν χωρίς ίχνος συμπόνιας! Κι η δική της κόρη, ο μόνος, κατάδικός
της άνθρωπος την είχε εγκαταλείψει στην πιο κρίσιμη και δύσκολη στιγμή
της ζωής της. Μα πως μπορούσε να κατηγορήσει το ίδιο της το παιδί η
μάνα; Αυτή η μάνα που έδωσε και τη ζωή της για να την αναστήσει; Τί
δηλαδή; Επειδή η Μάγδα έδειχνε να μην το καταλαβαίνει και να μην το
εκτιμά εκείνη θα έστηνε στον τοίχο το παιδί της; Όχι, δεν ήταν απ’ αυτές
τις μανάδες. Η αγάπη της μάνας δεν σταματά πουθενά. Δεν βάζει ίσα κι
όμοια όλους τους ανθρώπους. Το παιδί, τα παιδιά της κάθε μάνας, είναι
πάνω απ’ όλα. Στέκεται ακοίμητος φρουρός πλάι τους σε κάθε δυσκολία.
Βράχος να χτυπάνε οι μπόρες αυτές τις μάνες, κι όχι τα παιδιά. Όσο
μπορούν φυσικά να προλάβουν κάθε τι που έρχεται να προσκρούσει απάνω
τους. Μπαίνουν στη μέση και γίνονται τα τείχη προστασίας. Και δεν
περιμένουν βρε αδερφέ τίποτα, μόνο ένα καλό λόγο. Μόνο μια λέξη που θα
μαλακώσει κάπως τον πόνο απ’ το χτύπημα που έφαγαν εκείνες αντί γι’

133
Φραγκάκη Ειρήνη

αυτά. Ένα σε αγαπάω, ένα σ’ ευχαριστώ μαζί με μια αγκαλιά. Απλά


πράγματα αλλά ανεκτίμητης αξίας και υπεραρκετά.

Τα μάτια της Μάγδας καρφωμένα στο πάτωμα. Τα μάτια της μάνας


καρφωμένα στο πρόσωπο της κόρης. Βουρκωμένα και τα δυο ζευγάρια
μάτια. Η μόνη κίνηση που φάνηκε κι έκανε την αρχή για να σπάσει ο
πάγος, ήταν αυτή του Αιμίλιου. Έτεινε το χέρι του προς χαιρετισμό, στην
άγνωστη μέχρι εκείνη την ώρα γυναίκα, που κείτονταν απέναντί του.
«Αιμίλιος, χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, έστω και κάτω από αυτές τις
συνθήκες», της είπε και της χαμογέλασε εγκάρδια.
Το χέρι του έτρεμε κι η γυναίκα ένιωσε πιο οικεία με τη συμπαθητική
μορφή του άγνωστου άντρα.
«Κι εγώ χάρηκα παιδί μου, να ’χεις την ευχή μου που μου έφερες το
κοριτσάκι μου».
Γύρισε το βλέμμα της τρυφερό προς τη Μάγδα ενώ εκείνη είχε
χαμηλώσει το κεφάλι νιώθοντας ντροπιασμένη.
«Παιδί μου, Μάγδα μου, είσαι καλά;»
Η Μάγδα σήκωσε δειλά τα μάτια της και την κοίταξε. Ένα δάκρυ είχε
ήδη στολίσει το πρόσωπο που σήμερα δεν είχε ίχνος μακιγιάζ. Ένα
πεντακάθαρο πρόσωπο, ένα καθάριο βλέμμα που λουζόταν εκείνη τη
στιγμή λες και καθάριζε από όλα τα λάθη του παρελθόντος, που
προσπαθούσε να αποδιώξει κάθε τύψη που ένιωθε για να μπορέσει να πει
αλήθειες έστω και με μια λέξη.
Κι όμως, δεν μίλησε. Το στόμα της συγκρατιόταν τρεμάμενο,
σφιγγόταν και προσπαθούσε να μην αφήσει τον χείμαρρο δακρύων που
ετοιμαζόταν να εκτοξευθεί κάνοντας τη στιγμή πιο δύσκολη.
Δεν τα κατάφερε. Τα μάτια της πλημμύρισαν από τα δάκρυα,
θόλωσαν, όμως ο δρόμος για την αγκαλιά της μάνας της φάνηκε καθάριος

134
Η πεταλούδα της νύχτας

μπροστά της. Κι αυτόν ακολούθησε. Χωρίς να πει λέξη, έπεσε στα γόνατα
μπροστά της και κρύφτηκε στην αγκαλιά της.
Ό,τι ένιωθε πιο πριν εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Έγινε ξανά το
κοριτσάκι που έτρεχε στην αγκαλιά της όταν κάτι το πόναγε. Έγινε ξανά το
μωρό της. Κι έκλαψε, πολύ, γιατί το είχε ανάγκη η ψυχή της. Γιατί το
στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν.
«Μην κλαις παιδάκι μου, όλα τέλειωσαν. Έλα να σε καμαρώσω
μαλαματένια μου».
«Μανούλα, θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις;»
«Όχι εγώ παιδί μου, εσύ αν μπορέσεις ποτέ να συγχωρήσεις εμένα για
όλα τα λάθη που έχω κάνει», είπε τονίζοντας πολύ περισσότερο τη λέξη
“όλα”.
Οι τύψεις των ανθρώπων, έρχονται τελικά και τους επισκέπτονται
πάντα την κατάλληλη στιγμή. Τους αναγκάζουν να βγάλουν από μέσα τους
όλες τις αλήθειες και να τις εναποθέσουν ακριβώς στον βωμό των θυσιών.
Ν’ αντικαταστήσουν όλα όσα είχαν θυσιάσει στο παρελθόν και να
προχωρήσουν στο σήμερα. Στο αύριο. Για να μπορέσουν να ζήσουν
καθαρά ή… να πεθάνουν ελεύθεροι. Χωρίς να τους βαραίνουν τα λάθη.
Αγκαλιασμένες μάνα και κόρη είπαν με χείλη και μάτια όσα δεν είχαν
πει τόσα χρόνια. Χωρίς όμως να βαρύνουν την καρδιά η μια της άλλης.
Ήθελαν να ελευθερωθούν, όχι να βγάλουν τ’ απωθημένα τους. Και το
κατάφεραν. Κι η Μάγδα έφυγε ξαλαφρωμένη. Κι η μάνα έφυγε όμως,
μόλις ξεμάκρυνε η μικρή. Έφυγε για εκεί ψηλά, ήρεμη πια, αφήνοντας
πίσω της, τις αναμνήσεις που πόναγαν. Περίμενε να δει την κόρη της.
Κρατιόταν στη ζωή με νύχια και με δόντια για να το καταφέρει και τώρα
πια ήταν ικανοποιημένη. Άφησε πίσω ότι την πόναγε. Στον Θεό δεν
παίρνεις μαζί σου τίποτα. Σε προμηθεύει με καινούρια εφόδια. Κατάλληλα
για να ζήσεις πια στη γειτονιά των αγγέλων.

135
Φραγκάκη Ειρήνη

Έκλαιγε ασταμάτητα. Ο μόνιμος αποχωρισμός από τη μητέρα της δεν


της άφηνε πια περιθώρια για άλλους συναισθηματισμούς ούτε στη ζωή
ούτε όμως και στην ψυχή της.
Παρά τα παρακάλια και τις επίμονες προσπάθειες του Αιμίλιου, η
Μάγδα μέρα με τη μέρα κατρακυλούσε όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο της
ψυχής της. Τα τρυφερά λόγια του, δεν ήταν αρκετά για να επαναφέρουν τη
Μάγδα που γνώρισε και αυτό τον φόβιζε περισσότερο απ’ όλα. Πριν από
αυτό, είχε δίπλα του μια γυναίκα όλο ζωντάνια και πάθος τόσο για τον ίδιο
αλλά και για τη ζωή την ίδια. Τον πόνεσε τόσο πολύ η αλλαγή της που
έβριζε τον εαυτό του για την κατάληξη που είχε η τελευταία συνάντηση
μάνας και κόρης. Για να δώσει στη Μάγδα να καταλάβει το λάθος της
έκανε εκείνος το μεγαλύτερο της ζωής του. Την έχασε και δεν είχε ίχνος
ελπίδας ότι θα την έβρισκε ποτέ ξανά. Κι ο Αιμίλιος, κακά τα ψέματα, δεν
ήταν από τους ανθρώπους που έκαναν το καλό και το έριχναν στο γιαλό.
Απ’ την άλλη η Μάγδα τον ευγνωμονούσε που την είχε φέρει έστω κι
αργά κοντά στη μητέρα της. Ήταν πια πεπεισμένη ότι αν δεν είχε πάει κι
αν δεν είχε δεχτεί έστω και με το ζόρι να τη δει, τώρα θα μετάνιωνε με τον
εγωισμό που της έτρωγε τα σωθικά όλα αυτά τα χρόνια. Απ’ την άλλη πάλι
είχε βυθιστεί σ’ ένα βαθύ κι αβάσταχτο πένθος. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα
ένιωθε έτσι, μετά από όσα είχε περάσει. Οι λειτουργίες του κορμιού και
του εγκεφάλου της έμοιαζαν αλλοπρόσαλλες, μηδενικές από συναίσθημα
και το μόνο που διαφαινόταν στις κινήσεις της ήταν πως αν συνέχιζε έτσι,
σύντομα θα βούλιαζε σ’ έναν χειρότερο βούρκο απ’ αυτόν που είχε
κολυμπήσει μέχρι σήμερα. Φυσικά δεν έδειχνε να την νοιάζει καθόλου.
Είχε παραδοθεί πια.

Το μεγάλο σπίτι του που στην αρχή, της φαινόταν παλάτι, τώρα δεν
ήταν τίποτα άλλο εκτός από μια χρυσή φυλακή που την κρατούσε δέσμια
με τις ανάγκες που είχε αποκτήσει το κορμί της.

136
Η πεταλούδα της νύχτας

Η απεριόριστη προμήθευση ναρκωτικών που είχε από τον Αιμίλιο, ήταν το


μόνο που την έδενε μαζί του πια. Ούτε έρωτα ένιωθε να θέλει το κορμί της
ούτε αγάπη να έχει ανάγκη η ψυχή της.
Μηδέν. Ένα απόλυτο μηδέν ήταν η ύπαρξή της.

Μια βαλίτσα! Αυτή ήταν ξανά όλη κι όλη η περιουσία της. Εκεί μέσα,
έβαλε όλα της τα κομμάτια, για να πάρει τον μακρύ δρόμο της φυγής,
ακόμα μια φορά στη ζωή της. Έναν δρόμο που για άλλους είναι
ταξιδιάρικος μα για ανθρώπους με βιώματα σαν της Μάγδας, γινόταν
απλώς ένα αγκαθωτό πέρασμα. Δεν είχε προορισμό, δεν ακολουθούσε
κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ήταν μόνο η διαδρομή κι η ανάγκη της
να φύγει.
Ο Αιμίλιος δεν ήταν αρκετός πια να την κρατήσει. Άλλωστε ήταν και
το άλλο. Είχε ήδη κάνει πολλά για εκείνη χωρίς ποτέ αυτή να ζητήσει κάτι.
Κι η αίσθηση τού να του χρωστάει ευγνωμοσύνη, την τρόμαζε. Πιο πολύ
από τη μοναξιά της.
Κι αυτή τη χρονική στιγμή την είχε ανάγκη όσο τίποτα άλλο. Δεν τη
γεύτηκε ποτέ με απόλαυση. Δεν την άφησε ούτε μια στιγμή να γίνει ο
σύμμαχός της, ο συμβουλάτοράς της. Μα τώρα είχε ανάγκη αυτή και μόνο
αυτή. Δεν ήθελε στη ζωή της, πλάι της, κανέναν άλλον. Ούτε άνθρωπο,
ούτε κατάσταση. Τίποτα. Απραξία. Πλήρη συσκότιση του μυαλού και των
συναισθημάτων της αναζητούσε.
Αυτές ήταν οι επιθυμίες της και προς το παρόν τουλάχιστον, είχε
βάλει σκοπό να τις ακολουθήσει. Με όποιο τίμημα. Απάνθρωπα και
βάναυσα ίσως, για τον ίδιο της τον εαυτό, εγωιστικά για τους υπόλοιπους.
Ακούγοντας το κλικ από το κλείσιμο της βαλίτσας που τόση ώρα
ετοίμαζε μηχανικά, σαν να ξύπνησε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και
ρούφηξε μονομιάς όλες τις εικόνες του δωματίου. Κράτησε μόνο το λευκό
χρώμα που με τη φωτεινότητά του, κάλυπτε οτιδήποτε άλλο. Σαν ελπίδα.

137
Φραγκάκη Ειρήνη

Σαν πέπλο που θα την ακολουθούσε. Δεν ήθελε να πάρει καμιά άλλη
ανάμνηση μαζί της. Ούτε καν αυτή του Αιμίλιου. Για δευτερόλεπτα ήρθαν
στο νου της τα μάτια του. Αυτά τα δυο γυαλιστερά κάρβουνα, που μέχρι
τώρα την κοίταγαν κι έλιωναν. Τώρα ήξερε πώς θα μετατρεπόντουσαν
όταν καταλάβαινε τι είχε γίνει. Τον φαντάστηκε να σφίγγει το στόμα, να
ενώνει τα φρύδια του σχηματίζοντας τη λεπτή γραμμή απορίας ανάμεσά
τους. Τα μάτια που είχαν γίνει για εκείνη σφραγίδα καλοσύνης, τα είδε να
στενεύουν. Ήξερε τις αντιδράσεις του κι αυτό τη σόκαρε. Είχε επιτέλους
μάθει κάποιον άνθρωπο. Αυτό που δεν ήξερε όμως, ήταν το τι μπορούσε
να κάνει, μέχρι που θα έφτανε.
Μα δεν τρόμαξε. Πείσμωσε. Δεν θα άφηνε κανέναν να την
σταματήσει. Είχε βάλει σκοπό να πάρει τη ζωή στα χέρια της και ή που θα
την εκτίναζε στ’ αστέρια ή που θα τη βούταγε ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη.

Ανασήκωσε τη λαβή κι οι ρόδες της βαλίτσας ξεκίνησαν το ταξίδι


τους. Κατέβηκε στο σαλόνι χωρίς να κοιτάξει τίποτα άλλο, παρά μόνο…
Για μια στιγμή κοντοστάθηκε στο μακρύ πάσο. Ναι, έπρεπε να το κάνει,
δεν είχε άλλη επιλογή. Άνοιξε το ντουλάπι που είχε τα χαρτιά και του
έγραψε λίγες λέξεις μόνο.

Σ’ ευχαριστώ, συγνώμη.
Μάγδα.

Ήταν αρκετές. Άπλωσε τα χέρια της και ξεσκέπασε τη μεγάλη λευκή


γυάλινη γαβάθα. Εκεί, της άφηνε ο Αιμίλιος κάθε μέρα χρήματα για να
έχει να ξοδεύει. Είχε καιρό να την ανοίξει και τώρα που τελικά το έκανε,
έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Αιμίλιος δεν περίμενε να καταναλωθούν τα
χρήματά της για να προσθέσει κι άλλα. Απλά έβαζε κάθε μέρα. Όπως

138
Η πεταλούδα της νύχτας

αποδείχθηκε, ο συγκεκριμένος κουμπαράς ήταν αρκετά πλούσιος για το


ξεκίνημα της νέας της ζωής.
Δεν μπήκε καν στον κόπο να τα μετρήσει. Απλά τα έστρωσε το ένα
πάνω στο άλλο, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έβαλε στη μέσα τσέπη του
μπουφάν της. Κράτησε κάτι λίγα για τα πρώτα έξοδα στο τζιν της,
ανασήκωσε ξανά τη χειρολαβή κι οι ρόδες άρχισαν να μετρούν αντίστροφα
πια την απόσταση για τη μεγάλη έξοδο.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της μαλακά, προσέχοντας μην ξυπνήσει το
θηρίο των αναμνήσεων κι έβαλε τα κλειδιά πίσω από τη μεγάλη γλάστρα
που κοσμούσε την είσοδο. Δεν θα τα χρειάζονταν πια. Όσα την ήταν
απαραίτητα, τα είχε μαζί της.
Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Αναζήτησε τη ζεστασιά του ήλιου
που δέσποζε ανάμεσα σε λίγα άσπρα σύννεφα σαν άρχοντας κι ας ήταν
Γενάρης μήνας. Κάπου εκεί αναζήτησε κι ένα βλέμμα. Αυτό του Θεού.
Ενός Θεού που ως τώρα, κάθε φορά που τον είχε επικαλεστεί ήταν για να
της δώσει απάντηση στα αμέτρητα “γιατί” πόνου. Ποτέ της δεν
προσευχήθηκε. Ποτέ της δεν τον παρακάλεσε. Ούτε και τώρα. Απλά τον
αναζήτησε. Άλλωστε ήξερε μέσα της πως τη μοίρα της, της την είχε
γράψει. Όσο κι αν το ήθελε, Εκείνος δεν θ’ άλλαζε ούτε μια αράδα απ’ τα
γραφόμενά του.
Ένα σύννεφο που πήγαινε προς τον ήλιο την έβγαλε από τις σκέψεις
της. Ένα τεράστιο σύννεφο με σχήμα σαν δάκρυ. Σύμπτωση; Ίσως! Τίναξε
το κεφάλι της ελαφρά, δεξιά κι αριστερά για ν’ αποδιώξει… τι; Όλα. Ναι.
Όλα.
Ίσιωσε το κορμί της περήφανα και ξεκίνησε. Βγήκε στον πλατύ
δρόμο και κοίταξε μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα της. Διαπίστωσε πως
εκτός από φαρδύς ήταν μακρύς.
Σημαδιακό, σκέφτηκε.

139
Φραγκάκη Ειρήνη

Έβγαλε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά της από τα μαλλιά, κρύβοντας το


βλέμμα της και σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της.
Κάθισε στο πίσω κάθισμα ενώ ο ταξιτζής πήρε τη βαλίτσα και την έβαλε
στο πορτμπαγκάζ. Μέσα απ’ τα γυαλιά της τον είδε να την κοιτάζει με
λαγνεία γλείφοντας τα χείλη του. Αηδίασε στο θέαμα αλλά προτίμησε να
μην μιλήσει και να κάνει υπομονή.
«Που πάμε δεσποινίς;» τη ρώτησε με ύφος, σαν να έλεγε πάμε κάπου
να σε ξεμοναχιάσω.
«Προχωρήστε προς το κέντρο και θα σας πω», του απάντησε με το
βλέμμα στραμμένο έξω από το παράθυρο. Το τελευταίο που ήθελε, ήταν
να του δώσει δικαιώματα έστω και με το βλέμμα της.
Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τη βραδιά της δεξίωσης του
εφοπλιστή Σταράτου. Εκείνο το βράδυ που με το ολομέταξο λευκό της
φόρεμα, μακρύ αλλά με βαθύ ντεκολτέ κι όλη την πλάτη έξω, άκρως
αποκαλυπτικό δηλαδή, είχε θαμπώσει τους πάντες κι είχε κάνει τον Αιμίλιο
να φουσκώνει σαν παγόνι για το απόκτημά του.
Κάποια στιγμή, είχε βρεθεί κοντά σ’ ένα πηγαδάκι δυο-τριών
μεγαλοκαρχαριών, που όπως αποδείχθηκε απ’ τα λεγόμενά τους, είχαν
φάει πολλά μικρά ψαράκια για να είναι σήμερα στη σημαντική θέση που
βρίσκονταν. Εκείνη τη βραδιά ήταν, που για πρώτη φορά στη ζωή της δεν
δίστασε να βγει στη βεράντα ενός ξένου αρχοντικού και ν’ αδειάσει όλο το
περιεχόμενο του στομαχιού της από την αηδία που είχε νιώσει για το
ανθρώπινο είδος.
«Έλα ρε Χρήστο», είχε ακούσει να λέει κάποιος διευθυντής τραπέζης
ονόματι Σπύρος. «Αφού το ξέρουμε πολύ καλά όλοι, ότι εκεί είναι όλο το
παραδάκι. Αυτά τα τελειωμένα ανθρωπάκια δίνουν και την ψυχή τους για
μια δόση».
«Ναι, αλλά ακούστηκε ότι θέλουν να τους μαζέψουν».

140
Η πεταλούδα της νύχτας

«Μμμ, καλά», αναφώνησε αυτός ο κύριος Σπύρος μ’ ένα στραβωμένο


χαμόγελο. «Το ξέρουμε δα, ότι στο κόλπο είναι κι η αστυνομία. Εξάλλου τί
πιστεύεις; Ότι θα πάψουν να υπάρχουν χρήστες, βαποράκια και πουτάνες;
Πλανάσαι πλάνην οικτρά φίλε μου».
«Κι άντε, πείτε ότι τους μάζεψαν. Πού θα τους πάνε; Τί θα τους
κάνουν; Να τους ταΐζει το κράτος; Άσε ρε Χρήστο. Ξέρουν πολύ καλά τι
κάνουν. Τους έχουν μαντρώσει εκεί μέχρι να ’ρθει το τέλος τους. Η
Μενάνδρου και τα γύρω δρομάκια είναι χρυσορυχείο. Απ’ όλες τις
απόψεις. Κι η Κουμουνδούρου έχει αποκτήσει τη φήμη του καλύτερου
“λιμανιού” για νυχτερινό “ψάρεμα”, όταν μας έρχεται η όρεξη. Μην
κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια,
κύριοι. Κι εφόσον όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο ένας έχει ανάγκη τον
άλλον, για να μπορούμε να βουλώνουμε στόματα, ας μιλάμε ξεκάθαρα,
τουλάχιστον μεταξύ μας».
Οι άλλοι δύο είχαν κοκκινίσει. Τα φιμέ τζάμια των αυτοκινήτων τους
μάλλον δεν ήταν αρκετά για να κρύψουν τις ερωτικές τους προτιμήσεις.
Αυτά τα άγουρα κι αμούστακα αγοράκια, ήταν πολύ καλή ψαριά τα βράδια
που ήθελαν κάτι διαφορετικό. Επικαλούμενοι το συνηθέστερο παραμύθι
στις οικογένειές τους, ότι και καλά είχαν συμβούλιο και θα τράβαγε μέχρι
αργά, είχαν όλο τον χρόνο ν’ απολαύσουν, να αποπλανήσουν και να φάνε
καλά, κατά τα λεγόμενά τους.
Μια αγορασμένη γκαρσονιέρα στο όνομα κάποιου άλλου, καθόλου
δύσκολο δεν τους ήταν να κρυφτούν∙ και τα όργια πήγαιναν κι έρχονταν.
Αυτά που ήθελε να θυμηθεί η Μάγδα τα θυμήθηκε. Γιατί κάπου μέσα
σ’ αυτές τις συζητήσεις άκουσε ότι εκεί νοικιάζονταν και φτηνά δωμάτια.
Κι ήταν ότι χρειαζόταν τώρα. Κάτι φθηνό που να είναι κοντά στους
προμηθευτές της δόσης της.
«Κοντεύουμε κέντρο», την έβγαλε από τις σκέψεις της ο ταξιτζής,
«που θέλετε να πάμε;»

141
Φραγκάκη Ειρήνη

«Θα με αφήσετε στην πλατεία Κουμουνδούρου».


Η κίνηση που είχε εκείνη τη στιγμή το κέντρο της Αθήνας, της
φάνηκε πως της έφαγε αιώνες κι όχι λίγο χρόνο μέχρι να φτάσουν.
Μια συνηθισμένη πλατεία είδε η Μάγδα. Καμιά σχέση με αυτά που
περιέγραφαν εκείνο το βράδυ στη δεξίωση. Άνθρωποι βιαστικοί, λογιών
χρωμάτων, βουή από τα πολυάριθμα αυτοκίνητα μα πάνω απ’ όλα αυτό
που της κίνησε την περιέργεια ήταν το κομματάκι γαλάζιου που είδε καθώς
σήκωσε το κεφάλι της για να ξανακοιτάξει τον ουρανό. Ένα μικρό του
δείγμα κατάφερε να δει. Ψηλά κτίρια που σου φέρνουν ίλιγγο ακόμα κι αν
τα κοιτάς από το πεζοδρόμιο. Και τόσο μα τόσο κοντά το ένα με το άλλο,
που σου προκαλούσαν ασφυξία.
Να γιατί εδώ λοιπόν είχε τόσο κακή φήμη. Αυτό το μέρος δεν το
έβλεπε ο Θεός. Το ξέχασε Αυτός, το ξέχασαν και οι άνθρωποι.
Ξεκίνησε ξανά για την αναζήτηση του χώρου που θα φιλοξενούσε τη
νέα της ζωή, παρέα με τη… μοναξιά της. Ανασήκωσε τη βαλίτσα. Της
φάνηκε τόσο ελαφριά! Άλλωστε η κούραση που βάραινε την ψυχή της,
ήταν κατά πολύ βαρύτερη.
Αφηρημένη και παραδομένη όπως ήταν στις σκέψεις της, δεν πρόσεχε
τα βλέμματα που την έτρωγαν. Είχε εξελιχθεί σ’ έναν πανέμορφο κύκνο,
που πνιγόταν στη λίμνη της ίδιας της, της αμφιβολίας. Κάτι όμως που οι
υπόλοιποι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν.
Οι ψηλοτάκουνες μπότες της, γίνονταν η αιτία να δίνει το παρόν σε
κάθε της βήμα, απ’ τη μια με το γνωστό χτύπημα του τακουνιού στις
πλάκες του πεζοδρομίου κι απ’ την άλλη με το μπλέξιμο που είχαν κάθε
τόσο με τις φθορές και τις τρύπες που εμφανίζονταν στο πέρασμά της.
Ώσπου… σκόνταψε κι έπεσε μπροστά από μια παλιά ξύλινη πόρτα.
Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε το χαρτί που ήταν κολλημένο πάνω.
Ενοικιάζονται δωμάτια, έγραφε. Κοίταξε λίγο καλύτερα έως πάνω το
κτίριο. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Σηκώθηκε κακήν κακώς, τίναξε

142
Η πεταλούδα της νύχτας

κάθε ίχνος σκόνης από τα ρούχα και ισιώνοντας τα μαλλιά της που είχαν
πέσει στο πρόσωπό της, χτύπησε το κουδούνι και σήκωσε τη βαλίτσα της
με την σιγουριά ότι η επόμενη κατοικία της θα ήταν αυτή.
Την πόρτα άνοιξε μια κυρία, μεγάλης ηλικίας, η οποία φαινόταν
ταλαιπωρημένη. Όμως η καλοσύνη που είχε το βλέμμα της, ενέπνευσε
αμέσως εμπιστοσύνη στη Μάγδα χωρίς να ξέρει τον λόγο. Τα μαλλιά της
αν και βαμμένα, είχαν ένα ξεθωριασμένο κόκκινο και οι γκρίζες ρίζες,
φανέρωναν ακόμα πιο βαθιά την κούραση των χρόνων που κουβάλαγε
στην πλάτη της.
Οι ρυτίδες, ζωγραφισμένες σε όλο της το πρόσωπο, κάθε άλλο παρά
ασχήμια φανέρωναν. Το μόνο που σ’ έκαναν να σκεφτείς, ήταν πόσο
όμορφη πρέπει να ήταν αυτή η γυναίκα στα νιάτα της.
«Καλημέρα κοπέλα μου. Σε τί μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Είδα το ενοικιαστήριο κι ενδιαφέρομαι για ένα μικρό δωμάτιο αν
υπάρχει».
«Ναι, ναι. Έλα πέρασε μέσα και θα βρούμε το καλύτερο».
Την οδήγησε σε μια στενή σκάλα κι ανέβηκαν με τα πόδια τρείς
ορόφους για να καταλήξουν σε ένα μικρό δωματιάκι 15 τετραγωνικών. Ίσα
που χώραγε ένα μονό κρεβάτι και μια πολυθρόνα σκεπασμένη μ’ ένα
κόκκινο ριχτάρι για υπνοδωμάτιο. Όλα τα έπιπλα ήταν λες κι είχαν βγει
από κουκλόσπιτο. Μικροσκοπικά και ρομαντικά. Το λάτρεψε αμέσως το
καταφύγιό της. Γιατί από ’δω και πέρα, αυτό θα ήταν για ’κείνη τούτο το
δωμάτιο. Το μικρό και ζεστό της καταφύγιο.
Σε κάποια άκρη, βρίσκονταν κάτι σαν παράθυρο. Χωρίς θέα. Κοίταγε
στον φωταγωγό. Πήγε κοντά και το άνοιξε. Την τρόμαξε το ύψος και
πισωπάτησε. Εδώ θέλει προσοχή, σκέφτηκε.
«Λοιπόν;» την έβγαλε από τις σκέψεις της η ιδιοκτήτρια.
«Είναι μια χαρά. Θα το κρατήσω. Είμαι η Μάγδα». Άπλωσε το χέρι
και συστήθηκε.

143
Φραγκάκη Ειρήνη

«Κι εγώ είμαι η Ερασμία», είπε η γυναίκα. «Από τώρα κι έπειτα


μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου Μάγδα».
Την κοίταγε στα μάτια και ξαφνικά, η Μάγδα ένιωσε να την
αγκαλιάζει μια παράξενη αγάπη, σαν μητρική. Ίσως να ήταν και το ότι είχε
πολλά χρόνια να τη νιώσει. Να την αποζητήσει. Και της ήρθε την
κατάλληλη στιγμή.
Είχε ξεχάσει πως είναι να έχεις στο πλάι σου τη μάνα σου. Να
στηρίζεσαι σ’ εκείνη τις δύσκολες στιγμές. Και μια γυναίκα, περίπου στην
ηλικία που θα ήταν η μάνα της σήμερα, αυτό και μόνο μπορούσε να την
κάνει να αισθανθεί με την ζεστή αύρα που την περιέκλεινε σαν αγνός και
αχνός μανδύας.

Όμως κι η Ερμιόνη δεν το προσπέρασε. Σαν να ένιωσε ένα σκίρτημα


στην καρδιά της. Σε μια καρδιά που είχε χρόνια ν’ ανοίξει σε άνθρωπο.
Μια καρδιά που η ζωή, τη χτύπησε αρκετά. Τόσο, που σφραγίστηκε και
κλειδαμπαρώθηκε. Φοβισμένη από όλους κι από όλα, έμεινε να κοιτά τη
ζωή της απλώς να περνά. Χωρίς να τη ζει. Επιβίωση και μόνο αυτό.
Μια φορά μόνο πήγε να της χαμογελάσει αλλά κι αυτό ήταν για να
της δείξει τα δόντια της. Έναν άντρα αγάπησε και πίστεψε σ’ αυτόν. Το
μόνο που της έμεινε ήταν απέχθεια κι αδιαφορία για τους άντρες, μίσος και
σιχαμάρα για την ίδια τη ζωή που της φέρθηκε σκάρτα. Έπαψε πια να
πιστεύει στον Έναν και μοναδικό Πατέρα του κόσμου. Άπιστη έγινε. Δεν
πίστευε σε κανέναν και σε τίποτα. Αλλά και κακό δεν έκανε, ούτε και
θέλησε ποτέ της κανενός. Αγνή ψυχή αλλά πληγωμένη.
Έριξε ξανά ένα βλέμμα σ’ αυτό το κορίτσι, που μπορεί να το έβλεπε
για πρώτη φορά αλλά η μοναξιά της ψυχής που αντίκριζε, της θύμισε τη
δικιά της. Η αγνή ψυχή της, δέθηκε με μια χρυσή κλωστή με τη δική της
ψυχή, που μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένιωσε πόσο έχει πονέσει. Τα

144
Η πεταλούδα της νύχτας

μάτια της Μάγδας, της το μαρτύρησαν χωρίς εκείνη να το επιδιώξει. Μέσα


σε δυο μάτια λαλίστατα μιας κι η ψυχή είχε βάλει βουλοκέρι στους ήχους.
Κλείνοντας η πόρτα, η Μάγδα ένιωσε μια αύρα να την τυλίγει. Μια
καλή αύρα. Ανατρίχιασε. Ήταν σίγουρη ότι ήταν ο φύλακας άγγελός της.
Είχε καιρό να πάει κοντά της. Τον ένιωθε μετά από τόσο καιρό και ήθελε
πολύ να βυθιστεί σ’ ένα ύπνο ήρεμο που μόνο αυτός θα μπορούσε να την
επισκεφτεί. Να την αγκαλιάσει χωρίς να τη φοβίσει. Να της ψιθυρίσει
λόγια παρηγοριάς και να την αποκοιμίσει με νανουρίσματα αγγελικά που
μόνο από τον αέρινο ήχο της δικιά του φωνής θα μπορούσε ν’ ακούσει.
Ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε όπως ήταν με τα ρούχα. Ήταν τόση η
κούραση αλλά και η ψυχική ηρεμία που ένιωθε, που δεν κατάλαβε για πότε
νύχτωσε. Δεν κατάλαβε πότε τα βλέφαρά της βάρυναν και πότε η ψυχούλα
της αλάφρυνε με το χάιδεμα του αγγέλου της. Κι όμως τα όνειρά της
αποδείχθηκαν τρελά. Ανυπάκουα, στην έκκληση που τους έκανε να την
αφήσουν να ησυχάσει. Τελικά όσο κι αν το είχε ανάγκη πίσω από τις
κουρτίνες των κλειστών βλεφάρων της, καραδοκούσε άλλη μια τρικυμία.
Άλλο ένα ψυχολογικό κι εφιαλτικό πνίξιμο. Απ’ αυτά που σου παίρνουν τη
φωνή.

Ένα ξέφωτο στη μέση ενός αγρο,ύ γεμάτο κατακόκκινες παπαρούνες. Η


Μάγδα χάιδευε τα μικρά αιμάτινα πέταλα και τα χέρια της βάφτηκαν από το
άλικο υγρό ποτάμι που έσταζαν. Πιο ’κει ο πατέρας της να την κοιτά με τα
μάτια καρφωμένα γεμάτα μίσος. Άραγε τί του είχε κάνει; Δίπλα του η μάνα
της, κοιτώντας κι εκείνη μ’ ένα τρυφερό βλέμμα και χαμογελώντας της
γλυκά. Άραγε έβλεπε τον πόνο του παιδιού της από ’κει ψηλά; Άνοιξε το
στόμα της, προσπαθώντας να ξεστομίσει δυο λέξεις. Μια για τη μάνα της και
μια για τον πατέρα της. Αλλά δεν έβγαιναν. Ήθελε να ζητήσει συγνώμη από
τη γυναίκα που την έφερε στη ζωή για όλα όσα είχε κάνει και την είχε
πληγώσει. Για τον χρόνο που πέρασε όσο ήταν ακόμα ζωντανή και δεν της

145
Φραγκάκη Ειρήνη

απάλυνε τις πληγές. Τώρα ήταν αργά. Ήθελε να πει σε μισώ στον άνθρωπο
που είχε συμβάλλει για τον ερχομό της στη ζωή κι ας ήταν αργά. Ήθελε
κάπου βαθιά μέσα της να τον συγχωρέσει. Εκεί στα τρίσβαθα της ψυχής της
ένιωθε ότι ήταν άρρωστος αυτός ο άνθρωπος. Μετά από τόσα χρόνια και
για να μπορεί να δώσει όπως πάντα ελαφρυντικά στους πάντες και τα πάντα,
αυτό είχε μάθει τον εαυτό της να πιπιλάει σαν καραμέλα. Πως επρόκειτο για
αρρώστια ψυχική που γιατρειά δεν δέχτηκε και δεν αναζήτησε ποτέ. Την
έτρωγαν αυτές οι λέξεις. Την έπνιγαν. Της έσκιζαν τα σωθικά. Ακόμα όμως
και τώρα, ακόμα κι έτσι, δεν στάθηκε ούτε ικανή ούτε και τυχερή για να
ξαλαφρώσει λέγοντάς τις. Έτσι ένιωθε. Ίσως τελικά οι τελευταίες στιγμές με
τη μάνα της στη φυλακή να μην της ήταν αρκετές. Ίσως τις χρειαζόταν πιο
ολοκληρωμένες, με πιο σταράτες κουβέντες.
Ξάφνου, μέσα από τον πράσινο αγρό, άρχισε να φαίνεται η μορφή του
Τζίμη. Κρατώντας στο ένα χέρι μια σύριγγα και στο άλλο να έχει αγκαζέ ένα
από τα κορίτσια του μπαρ, πλησίαζε αργά προς το μέρος της. Το κορίτσι
ντυμένο… έως γυμνό, κοίταγε μια τον Τζίμη με λαγνεία και μια τη Μάγδα,
με το στόμα της να παίρνει μια μορφή αηδίας.
Την πλησίαζαν κι εκείνη ήθελε να τρέξει. Λες κι ήταν όμως καρφωμένα
στο χώμα τα πόδια της, δεν κατάφερνε να κάνει βήμα. Έδινε τον αγώνα της
να απομακρυνθεί από όλους αυτούς, όμως λες κι είχε βγάλει ρίζες, παρέμενε
εκεί, έρμαιο στα όρνια που την είχαν κυκλώσει.
Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς το μέρος των γονιών της. Είχαν
εξαφανιστεί και στο σημείο που στέκονταν πριν, τώρα είχαν φυτρώσει δυο
δέντρα. Είχε τόσο ανάγκη να δει το ήρεμο πρόσωπο της μητέρας της μήπως
και κατάφερνε να την ηρεμήσει.
Μάταια. Η ανάγκη της δεν συμβάδιζε με την πραγματικότητα του
ονείρου της. Τα πόδια της καρφωμένα ακόμα στο χώμα κι η φωνή της
εξαφανισμένη. Ο τρόμος ζωγραφισμένος στο πρόσωπό της.

146
Η πεταλούδα της νύχτας

Ο Τζίμης πλησίαζε ακόμα περισσότερο, επιδεικνύοντας τη σύριγγα


γελώντας μ’ ένα τρομακτικό γέλιο. Η Μάγδα άρχισε να ιδρώνει. Το χέρι του
υψώθηκε και κατέβηκε απότομα καρφώνοντάς της τη σύριγγα στον λαιμό.

Μια δυνατή κραυγή βγήκε απ’ το στόμα της και πετάχτηκε από τον
ύπνο της φωνάζοντας. Με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν τον απέναντι
τοίχο συνέχιζε να έχει τη μορφή του Τζίμη μπροστά στα μάτια της.
Κούνησε το κεφάλι της λες κι έτσι θα άδειαζε από το τρομακτικό
περιεχόμενο και τις εικόνες που τη βασάνιζαν.
Το χτύπημα στην πόρτα από την Ερμιόνη που άκουσε τις φωνές της,
ήταν ανυπόμονο κι έντονο. Λαχτάρησε η γυναίκα κι έτρεξε να δει τι έπαθε
το κορίτσι. Όταν την είδε καλά μπροστά της, ηρέμησε.
«Με τρόμαξες κοριτσάκι μου. Έλα, όλα καλά, ένας εφιάλτης ήταν και
πέρασε».
Κατέβηκαν στο μικρό σαλονάκι δίπλα στο θυρωρείο και της έφτιαξε
έναν δυνατό καυτό καφέ.
«Λοιπόν»; τη ρώτησε η Ερασμία. «Τί έχεις σκοπό να κάνεις από τώρα
κι έπειτα στη ζωή σου;» Ήρθε σαν κεραυνός η ερώτησή της.
Η Μάγδα γούρλωσε τα μάτια της. Δεν είχε θέσει ούτε η ίδια αυτό το
ερώτημα στον εαυτό της τις τελευταίες ώρες και της φάνηκε πως είχε
αλλάξει πλανήτη. Και πώς να έδινε απάντηση τώρα σ’ αυτή τη γυναίκα;
Ωραία. Είχε κάποια χρήματα για να περάσει αρκετό καιρό αλλά μέχρι τότε
τί θα γινόταν; Θα καθόταν ν’ απολαμβάνει τα έτοιμα;
Όχι, δεν ήταν από τέτοια πάστα η Μάγδα ή μάλλον ήταν αλλά
προσπαθούσε ν’ αλλάξει. Κι όσο κι αν πίστευε ότι άξιζε να την φροντίζουν
και να την προστατεύουν, άλλο τόσο ήξερε βαθιά μέσα της, ότι μόνο η ίδια
θα μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της καλύτερα απ’ τον καθένα. Κι ο
λόγος; Γιατί όλοι κάτι θα ήθελαν ως αντάλλαγμα ενώ ο εαυτός της τίποτα.

147
Φραγκάκη Ειρήνη

«Δεν ξέρω Ερμιόνη μου. Πρέπει να βρω μια δουλειά. Αλλά τί να


κάνω; Δεν ξέρω κανέναν και το μόνο που έχω μάθει τα τελευταία χρόνια
είναι πώς να βγάζω εύκολο χρήμα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σου πω με
ποιόν τρόπο. Καταλαβαίνεις».
«Καταλαβαίνω περισσότερα απ’ ότι νομίζεις κορίτσι μου. Όμως δεν
είμαι η κατάλληλη ούτε να σε συμβουλέψω ούτε να σε κρίνω για το τι θα
επιλέξεις. Ένα μόνο μπορώ να σου πω. Κοίτα βαθιά μέσα σου και βρες τί
πραγματικά αντέχει η ψυχή σου. Εκεί θα βρεις τη λύση».

Εκείνο το βράδυ η Μάγδα, αποφάσισε να βγει βόλτα στην πιάτσα. Να


έκοβε κίνηση, να έβλεπε φάτσες, πού σύχναζαν οι πόρνες κι οι
νταβατζήδες. Να δει στην τελική πως λειτουργεί το βρώμικο σύστημα της
νύχτας. Ήθελε ν’ αποφύγει συναναστροφές μαζί τους και φυσικά τις
κακοτοπιές γι’ αυτό και ήταν αναγκαίο να τους εντοπίσει.
Φόρεσε ρούχα που δεν προκαλούσαν, χαμηλά παπούτσια κι έπιασε τα
μαλλιά της αλογοουρά. Συγκρατημένο και συντηρητικό το ντύσιμο για τα
δεδομένα των τελευταίων ετών της Μάγδας. Όμως σε πρώτη φάση αυτό
ήταν το λογικό που έπρεπε να κάνει.
Χωρίς σκέψεις, χωρίς ντροπές. Άλλωστε δεν χώραγαν στη ζωή της
τέτοια συναισθήματα. Προείχε η επιβίωσή της κι αυτή θα κυνηγούσε, γι’
αυτήν θα πάλευε.
Βγήκε αποφασιστικά από την πόρτα και κοίταξε γύρω της. Ο κόσμος
λιγοστός ακόμα, ήταν νωρίς. Αλλά οι φάτσες που αντίκρισε είχαν αλλάξει
ύφος. Οι περισσότεροι περπάταγαν με το κεφάλι σκυμμένο και
καμπουριασμένοι. Σαν να είχαν στους ώμους τους το βάρος όλου του
κόσμου. Σ’ όσους κατάφερνε να δει το πρόσωπό τους, χαμήλωνε εκείνη τα
δικά της μάτια. Χλωμοί, με μαύρους κύκλους, γερασμένοι άνθρωποι.
Ακόμα και οι νέοι, σε ηλικία, έμοιαζαν τουλάχιστον μια δεκαετία πάνω.

148
Η πεταλούδα της νύχτας

Η Κουμουνδούρου άρχισε σιγά να παίρνει μια άλλη μορφή ζωής.


Αυτή της νύχτας. Πλησίαζε στην πλατεία. Το παρκάκι έμοιαζε παιδική
χαρά αγοριών με νυχτερινή λειτουργία. Μικρής ηλικίας όλα τους. Κάτι
μεσόκοποι τα πλησίαζαν με υγρά μάτια που γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι.
Απ’ τον πόθο, απ’ την αμαρτία της σαρκικής απόλαυσης! Σημασία είχε ότι
η Μάγδα ήθελε επειγόντως ν’ αδειάσει το στομάχι της απ’ το θέαμα που
έβλεπε. Ένα κακό έργο με πρωταγωνιστές όλους αυτούς που δεν σέβονται
την παιδική αθωότητα. Που αντί να βοηθήσουν για μια καλύτερη ζωή,
έσπρωχναν αυτά τα παιδιά ακόμα πιο βαθιά στη μαυρίλα της ύπαρξής
τους.
Μέσα σε δυο ώρες που έκανε κύκλους στα γύρω στενά, τα
αυτοκίνητα πολυτελείας, έδιναν κι έπαιρναν. Έδιναν χρήμα κι έπαιρναν
σάρκες. Έπαιρναν σάρκες και παρέδιδαν πτώματα. Περπάτησε λίγο ακόμα
και γύρισε κατάκοπη κι απογοητευμένη από την ταλαιπωρία και την
κατάντια του κόσμου. Ενός κόσμου που πολύ θα ήθελε να τον έβλεπε
λαμπερό, ελπιδοφόρο και ξέγνοιαστο και καθόλου μα καθόλου σ’ αυτό το
χάλι.
Είχε μάθει τη βρωμιά στο νησί, όμως ήταν κεκλεισμένων των θυρών
και την έβλεπαν λίγοι. Εδώ όμως, ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι άνθρωποι
ζούσαν μέσα σ’ αυτή. Την ανέπνεαν, κυλούσε στο αίμα τους, ήταν η οσμή
που τους ακολουθούσε παντού. Ήταν η καθημερινότητά τους.
Έφυγε με βαριά καρδιά, σέρνοντας τα πόδια της από την κούραση.
Σέρνοντας και την ψυχή της την ίδια που είχε βαρύνει από το μαρτύριο που
βίωναν όλοι αυτοί.
Η Ερμιόνη ήταν εκεί και την περίμενε. Μόλις την είδε η Μάγδα,
ενστικτωδώς έπεσε στην αγκαλιά της με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
«Παιδί μου, δεν αλλάζει το μέσα του ανθρώπου όσο κι αν αλλοιωθεί
το έξω του. Κι εσύ θα μείνεις πάντα παιδί γι’ αυτό προσπάθησε να κάνεις
πέτρα το στομάχι σου και βράχο την καρδιά σου αν θες να επιβιώσεις».

149
Φραγκάκη Ειρήνη

Δεν είπαν τίποτα άλλο. Καληνύχτισαν η μια την άλλη με τα μάτια, χωρίς
να πουν κουβέντα. Δεν χρειάστηκε, μίλησαν οι ψυχές τους.

150
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 12

Η ώρα είχε πάει έντεκα. Το ρολόι στο σχήμα του ήλιου στο μικρό
παραδεισένιο δωμάτιο της Μάγδας, την ενημέρωνε πως δεν είχε χρόνο για
καθυστερήσεις. Ντύθηκε, φόρεσε τις κόκκινες ψηλοτάκουνες γόβες της,
δώρο από τον Αιμίλιο και πολύ χρήσιμες για τα οικονομικά της πλέον και
ξεκίνησε για δουλειά.
Κατέβηκε στο χολ για να χαιρετήσει την Ερμιόνη.
«Πουλάκι μου, είσαι μια κούκλα. Δεν έπρεπε να είσαι σ’ αυτή τη
θέση εσύ. Εσένα σου ταιριάζει μια άλλη ζωή. Και ήρεμη. Πάνω απ’ όλα
ήρεμη ψυχή μου. Μ’ έναν άνθρωπο που θα σε αγαπάει και θα σε σέβεται.
Αχ, τι να πω. Άτιμη, τιποτένια ζωή. Που μας καταντάς με τα χαστούκια
που μας δίνεις».
Η Μάγδα την κοίταζε σαστισμένη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να της
απαντήσει σε κάτι ή αν ήταν παραλογισμός της στιγμής. Η Ερμιόνη την
έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Τι με κοιτάς παιδάκι μου σαν χάνος. Άσε με εμένα, γριά γυναίκα
είμαι και λέω τα δικά μου παλαβά ώρες-ώρες. Τράβα μην σε καθυστερώ.
Ξέρω τι σημαίνει να βγάζεις το φαί σου. Άντε δρόμο. Την ευχή μου να
’χεις και να προσέχεις».
«Σ’ ευχαριστώ καλή μου Ερμιόνη», της είπε κι έσφιξε τα χέρια της
μέσα στα δικά της.
Καθώς ξεμάκραινε, η Ερμιόνη πήγε κοντά στο παράθυρο και την
κοίταζε με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Σαν να ήταν κόρη της την ένιωθε.
Δεν άντεχε να βλέπει αυτό το μπουμπούκι να μαραίνεται. Αλλά ήξερε τι
σημαίνει να έχεις πέσει στα βαθιά και να μην έχεις κανένα να σου απλώσει
το χέρι και να σε τραβήξει. Να μην υπάρχει κανείς να σε πιάσει έστω από
τα μαλλιά να σε βγάλει στην επιφάνεια. Μένεις εκεί να πνίγεσαι χωρίς να

151
Φραγκάκη Ειρήνη

ξέρεις αν θα ζήσεις ή όχι. Δεν έχεις επιλογές όταν δεν έχεις δικούς σου
ανθρώπους να σε νοιάζονται.

Είχε σταμπάρει δυο τρεις δρόμους με πόρνες και πρεζόνια οπότε


κάπου εκεί θα υπήρχαν και πελάτες και προμηθευτές. Γνώριζε κάποιους
από τους κανόνες της νύχτας και προσπαθούσε όσο γινόταν να μην τους
παραβιάσει για να έχει το κεφάλι της ήσυχο και να κάνει τη δουλειά της
ανενόχλητη.
Η οδός Μενάνδρου, ήταν για εκείνη, ό,τι χειρότερο είχε δει στη ζωή
της. Περπάταγε και νόμιζε ότι βρισκόταν στον Πύργο της Βαβέλ. Κάθε
λογής φυλή κατοικούσε σε τούτον εδώ τον τόπο, ο οποίος έμοιαζε να έχει
ξεχαστεί από Θεούς και ανθρώπους. Άλλη Αθήνα. Κομμάτι της μεν αλλά
άλλη. Βρώμα και δυσωδία. Της ερχόταν εμετός καθώς περνούσε ανάμεσα
από όλους αυτούς. Οι κάδοι γεμάτοι, οι άνθρωποι έμοιαζαν με ζώα.
Κατούραγαν όπου έβρισκαν, ακόμα και πάνω τους τα έκαναν από τη
μαστούρα τους. Δεν είχαν που να μείνουν, κούτες αραδιασμένες σε όλο το
μήκος των πεζοδρομίων κι ο καθένας τους ή δεν κρατούσε τίποτα ή ένα
μπόγο που ήταν όλη κι όλη του η περιουσία. Προσπάθησε να κλείσει τη
μύτη με το χέρι της μα ένιωσε πως κι ο αέρας ήταν μολυσμένος και
σιχάθηκε ν’ ακουμπήσει ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό.
Μια γυναίκα, άγνωστο τι ηλικία είχε αφού ο χρόνος φαινόταν ότι της
είχε φερθεί βάναυσα, ήταν καθισμένη οκλαδόν κατάχαμα στο πεζοδρόμιο
κι είχε ξαπλωμένο το μωρό στα πόδια να θηλάζει, ελεύθερο, το νέκταρ της
ζωής. Στα χέρια της μάνας, το δηλητήριο του θανάτου έτοιμο ν’ αρχίσει το
αυλάκωμα στο κορμί της για ένα ταξίδι που δεν θα είχε συνοδοιπόρο το
παιδί της. Το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω κι ακούμπησε στον τοίχο
αφήνοντας ελεύθερο κάθε κύτταρο του κορμιού της. Το μωρό
ελευθερώθηκε κι εκείνο από τα πόδια της και τώρα βρισκόταν στο
πεζοδρόμιο να κλαίει ουρλιάζοντας. Δεν καταλάβαινε άλλωστε τίποτα

152
Η πεταλούδα της νύχτας

άλλο. Θα ερχόταν όμως η μέρα που θα βλαστημούσε την ώρα και τη


στιγμή που γεννήθηκε αναγκασμένο και δέσμιο μιας πραγματικότητας που
δεν του άρμοζε. Που δεν αρμόζει σε κανένα παιδί. Το κλάμα του μωρού
άφηνε ασυγκίνητους τους πάντες. Έτσι πίστεψε η Μάγδα. Κι όμως η
αλήθεια είναι πως όλοι έκαναν αυτό ακριβώς που έκανε κι εκείνη. Δεν
ανακατευόταν. Όχι όμως από αδιαφορία. Από φόβο. Όποια κίνηση κι αν
έκανε ο οποιοσδήποτε θα έβρισκε τον μπελά του. Μια ζούγκλα γεμάτη ζώα
που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η επιβίωσή τους. Κι ας ήξεραν ότι τα
ψωμιά τους ήταν λίγα.
Το μωρό ξαφνικά βρέθηκε στην αγκαλιά ενός κακοντυμένου άντρα.
Κοίταζε τη γυναίκα που δεν καταλάβαινε τίποτα κι έφυγε ανενόχλητος με
το ξένο μωρό στα χέρια.
Η Μάγδα ήταν έτοιμη να τρέξει και να του ζητήσει τον λόγο, να το
αρπάξει από τα σκληρά χέρια του και να το πάει πίσω στην αγκαλιά της
μάνας του αλλά γρήγορα σκέφτηκε πως όποιος ανακατεύεται με τα
πίτουρα, τον τρώνε οι κότες κι έκατσε στ’ αυγά της. Η κατάληξη αυτού του
παιδιού θα ήταν ή για υιοθεσία ή για σεξουαλική κακοποίηση από
ανώμαλους πλούσιους ή για εμπόριο οργάνων. Κι αυτή η μάνα θα
μαλλιοτραβιόταν σαν καταλάβαινε σε τι κόσμο είχε φέρει το παιδί της να
ζήσει. Θα έβριζε τον εαυτό της για τον τρόπο που το μεγάλωνε. Θα έχανε
όλη της τη ζωή σαν καταλάβαινε πως αυτό, το δικό της παιδί, δεν ήταν πια
δίπλα της, δεν ήταν πια δικό της. Δεν το προστάτευε, το άφηνε έρμαιο να
πλανιέται η ψυχούλα του σαν δαρμένο σκαρί σε φουρτουνιασμένη
θάλασσα. Το άφηνε έρμαιο στα χέρια του κάθε ανώμαλου, του κάθε
απάνθρωπου, να εκμεταλλεύεται τη ζωούλα του με γνώμονα το συμφέρον.
Μάνα…

Πέρασε μισή ώρα από τη στιγμή που είχε πιάσει θέση. Τίποτα καλό
δεν φάνηκε. Ένας μπατίρης πέρασε από δίπλα της και την πλεύρισε ίσα για

153
Φραγκάκη Ειρήνη

πέντε ευρώ. Δεν είχε λέει παραπάνω αλλά η ανάγκη του να πάει με
γυναίκα ήταν τρελή.
«Τρελός είσαι εσύ ρε φίλε που θα ’ρθω μαζί σου για πέντε ευρώ; Δεν
βλέπεις τί κομμάτι είμαι;»
«Μα επειδή σε είδα μανάρι μου ήρθα. Έλα μην μου κάνεις τη
δύσκολη. Ξέρεις τι σαπίλα και τι αφραγκιά κυκλοφορεί; Δεν πρόκειται να
βρεις κάτι καλό. Τουλάχιστον μαζί μου δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Δεν
θα σε πειράξω. Έλα κι έχω και δυο δόσεις. Άντε θα τις μοιραστώ μαζί σου.
Τί λες; Είναι και τα πέντε ευρώ, μην τα ξεχνάς».
Δόση, σκέφτηκε η Μάγδα. Απαραίτητο και χρήσιμο αυτή τη στιγμή.
Τουλάχιστον θα της έμενε μια παραπάνω από το δικό της απόθεμα.
«Εντάξει, μπροστά και τα δυο αλλιώς δεν έχει τίποτα».
«Εννοείται μανάρι μου».
Έβγαλε τα χρήματα και το σακουλάκι με τη λευκή σκόνη και της τα
έβαλε με τρόπο στο χέρι.
Η Μάγδα γύρισε στο πλάι, τον πήρε αγκαζέ και ξεκίνησαν για το
δωμάτιό της. Μόλις την είδε η Ερμιόνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν
μίλησαν καθόλου. Η Μάγδα τον πήγε κατευθείαν επάνω και την άφησε
στήλη άλατος.
«Αποκλείεται, εκεί ξέπεσε το κορίτσι μου; Δεν βρήκε τίποτα
καλύτερο;»
Κι όμως ο κύβος ερρίφθη και πίσω δεν θα έκανε τώρα. Μπήκαν στο
δωμάτιο ανάβοντας μόνο ένα μικρό φωτάκι στο κομοδίνο. Έβαλε δυο ποτά
κατεβάζοντας το δικό της μονορούφι. Το γέμισε ξανά και πήγε στο κρεβάτι
όπου ο ξαναμμένος πελάτης ήταν έτοιμος και την περίμενε.
«Μπορείς να περιμένεις σε παρακαλώ; Να πιούμε το ποτό και να
χρησιμοποιήσουμε το πράμα».
«Α, δεν συμφωνήσαμε έτσι», αντιγύρισε ενοχλημένος εκείνος,
πιστεύοντας ότι η Μάγδα ήθελε να τον κοροϊδέψει.

154
Η πεταλούδα της νύχτας

«Σε παρακαλώ, λίγο να μας πιάσει το ποτό και να κάνουμε κεφάλι και
μετά ό,τι θες».
«Έτσι ναι. Κι εγώ το έχω ανάγκη».
Μέσα σε λίγα λεπτά, είχαν βυθιστεί στη νάρκη που τους πρόσφερε το
λευκό σύννεφο. Κι εκεί πάνω πέταξαν, με φτερά τα όνειρα που ποτέ δεν θα
κατάφερναν να πραγματοποιήσουν.
Τα μάτια τους έκλεισαν και τα κορμιά τους άνοιξαν διάπλατα τις
πόρτες του παραδείσου για να υποδεχτούν ακόμα μια φορά το γλυκό αλλά
επικίνδυνο μεθύσι. Ώσπου ο ερωτικά πεινασμένος πελάτης, κοίταξε τα
μάτια της Μάγδας. Να έφταιγε το ποτό που ήπιε τώρα αλλά και η θάλασσα
ουίσκι που είχε καταναλώσει νωρίτερα από ένα πεταμένο μπουκάλι; Να
έφταιγε η μαστούρα που ποτέ δεν ξέρεις σε τι μονοπάτια του νου θα σε
οδηγήσει;
Η ανάγκη για ερωτική συνύπαρξη, του είχε φύγει. Πως και γιατί; Δεν
ήταν εύκολο να το μάθει. Και δεν θα το μάθαινε.
«Πώς σε λένε;»
«Μάγδα νομίζω. Ή και όνειρο. Έχω χαθεί τώρα σ’ ένα άλλο πλανήτη.
Μην με ρωτάς».
«Κι όμως. Θα μπορούσε να σε έλεγαν και όνειρο. Μοιάζεις με
όνειρο».
«Α καλά. Εσύ έτσι όπως είσαι τώρα, μια χαρά μπορείς να με δεις κι
αρχιεπίσκοπο. Τί έγινε; Δεν έχεις πια όρεξη;»
«Μπα. Καμιά φορά τούτο ’δω το σκατόπραμα μπορεί να σε κάνει να
δεις καθαρά κάποια πράγματα».
«Όπως; Σαν τί βλέπεις δηλαδή εσύ τώρα πιο καθαρό;»
«Δεν ξέρω τι είναι… Μάγδα. Πραγματικά δεν ξέρω. Αλλά το σίγουρο
είναι ότι εσύ δεν είσαι φτιαγμένη για τέτοια. Φαίνεσαι από άλλη πάστα ρε
παιδάκι μου».

155
Φραγκάκη Ειρήνη

«Έλα τώρα που θα μας το παίξεις κι εσύ ψυχολόγα! Δεν μπορώ να


καταλάβω πως γίνεται όλος ο κόσμος να θεωρεί τον εαυτό του ικανό να με
ψυχολογήσει».
«Όλος ο κόσμος ίσως όχι, αλλά κάποιοι που έχουν δεινοπαθήσει στη
ζωή τους κι έχουν φάει τα παλούκια με τη σέσουλα, σίγουρα μπορούν. Θες
να μιλήσεις;»
«Ρε φίλε, μήπως θες ΕΣΥ να μιλήσεις και το φέρνεις απ’ έξω απ’
έξω;»
«Ποιος δεν θέλει ρε κορίτσι μου να πει τον πόνο του; Υπάρχει
άνθρωπος σε τούτη τη σκατοφτιαγμένη τη ζωή να μην θέλει να μοιραστεί
τα εσώψυχά του;»
«Εγώ», είπε η Μάγδα απότομα κι απόλυτα.
Ο τύπος την κοίταξε με τα μάτια μισόκλειστα από τη μαστούρα αλλά
ήταν ξεκάθαρη η απάντησή της. Δεν του έδινε περιθώρια διαφορετικής
προσέγγισης. Γενικά δεν του έδινε καμιά άλλη προσέγγιση πέραν αυτής
που είχαν προσυμφωνήσει. Της σκληρής πραγματικότητας και του
“πληρωμένου” έρωτα.
Η όρεξη, του κόπηκε για τα καλά μετά από αυτή τη σύντομη
συζήτηση μαζί της. Προτίμησε να παραμείνει ξαπλωμένος και να κοιτά το
ταβάνι κάνοντας τη θεραπεία που χρόνια τώρα ακολουθούσε. Μίλαγε
μόνος του με τα ντουβάρια. Άλλωστε είτε αυτά είχε απέναντί του είτε τη
Μάγδα τώρα, ένα και το αυτό ήταν.
Κάποια στιγμή άκουσε μια γλυκιά μελωδία που δεν πίστευε στ’ αφτιά
του. Η Μάγδα είχε ξεκινήσει να σιγοτραγουδάει έναν γλυκό αλλά
συγχρόνως πονεμένο τραγούδι βγαλμένο θαρρείς κατευθείαν από την
λαβωμένη ψυχή κάποιου αηδονιού.
Ένιωθε μαγεμένος. Τα λόγια μίλησαν κατευθείαν και στην δικιά του
ψυχή! Μόλις σταμάτησε να σιγοτραγουδάει η Μάγδα, εκείνος χωρίς
δεύτερη σκέψη πήρε στα χέρια του ένα κινητό της κακιάς ώρας που είχε,

156
Η πεταλούδα της νύχτας

όμως έκανε τη δουλειά του κι έψαξε μέσα στο μισοσκόταδο να βρει τη


λειτουργία εγγραφής.
«Δεν το έχω ξανακούσει. Καινούριο είναι;»
«Δικό μου είναι. Τώρα μου ήρθε».
«Μπορείς σε παρακαλώ να μου το ξανατραγουδήσεις; Είναι
υπέροχο!»
«Άλα της κι οι παραγγελιές», του είπε ειρωνικά η Μάγδα.
«Σε παρακαλώ, κάντο για χάρη μου, δεν θα σου ζητήσω τίποτα άλλο
απόψε. Πες μετά ότι είμαστε πάτσι σε όλα».
Δεν χρειάστηκε να της το ξαναζητήσει. Αυτή τη φορά, ο ήχος της
φωνής της βγήκε από το λαρύγγι της με περισσότερο πάθος, νιώθοντας την
ανάγκη του ακροατή της. Ίδια με τη δικιά της. Οι στίχοι λες κι είχαν
γραφτεί για ανθρώπους όπως αυτοί οι δυο. Μόνοι, πληγωμένοι,
παρατημένοι απ’ όλους κι απ’ όλα.
Τελικά ο τύπος αυτός, ο τελειωμένος, ο ρεμπεσκές, ο μαστούρης, δεν
ήταν τίποτα άλλο από έναν αποτυχημένο μουσικό. Όλες οι δυσκολίες στη
ζωή του, ο εξαναγκασμός της νύχτας που του μείωσε τις αντοχές και του
έδωσε το τελειωτικό χτύπημα μαζί με τη γυναίκα που τον πρόδωσε, τον
οδήγησαν σε μια κατρακύλα που δεν είχε γυρισμό. Κι έτσι έρχεται πάντα
το πλήρωμα του χρόνου να ενώσει έστω και για λίγο κάποιες ψυχές που
δεν έχουν απλά την παρέα μιας άλλης ψυχής. Αλλά μιας ψυχής που θα τις
κατανοήσει χωρίς λόγια. Μιας ψυχής που μέσα στη σιωπή θα πει και θ’
ακουστούν οι πιο βαριές αλήθειες μα και τα πιο ελαφριά λόγια συμπόνιας.
Άφησε τη Μάγδα να κοιμάται σ’ έναν ύπνο βαθύ σκεπάζοντάς την, με
το ελαφρύ σεντόνι που είχε στο κρεβάτι της. Ένα σεντόνι γεμάτο ροζ
τριαντάφυλλα και καταπράσινα φύλλα.
«Κοιμήσου γλυκά και δες όμορφα όνειρα κορίτσι μου. Ονειρέψου
έναν καταπράσινο κήπο κι εσύ βασίλισσα εκεί μέσα. Θα έρθω να σε βρω
εγώ πάλι όταν θα μπορώ να κάνω κάτι για σένα. Τώρα δεν έχω να σου

157
Φραγκάκη Ειρήνη

προσφέρω τίποτα άλλο. Κι όμως αξίζεις τόσα πολλά», ήταν τα τελευταία


του λόγια πριν της δώσει ένα φιλί στο μέτωπο. Στοργικό, αδερφικό γεμάτο
συμπόνια κι ας την γνώρισε πριν λίγο.

Η Μάγδα συνέχισε να ζει μ’ αυτούς τους ρυθμούς μόνο που δεν


περίμενε τόσο μεγάλη αποτυχία στο ψάρεμα πελατών.
Οι βραδιές την έβρισκαν να περπατάει, αφού το στήσιμο στα στέκια
δεν είχε απόδοση μιας και τη δουλειά την έπαιρναν αυτές που είχαν πάει
πολύ πριν απ’ αυτήν. Οι… παλιές. Μόνη της δεν μπορούσε να κάνει και
πολλά πράγματα εκτός απ’ το περιμένει βοήθεια από τη Θεά τύχη.
Ντυμένη πάντα στην πένα, καθαρή κι όμορφη. Πραγματική
πριγκίπισσα με ρούχα της σύγχρονης εποχής, όμως πριγκίπισσα. Μια
ομορφιά που δύσκολα έπαιρνες τα μάτια σου από πάνω της σαν την
έβλεπες. Ο χρόνος είχε σταθεί για ’κείνη και φίλος μα κι εχθρός. Όσο
μεγάλωνε τόσο ομόρφαινε και περισσότερο. Όσο μεγάλωνε τόσο πόναγε
περισσότερο.
Έτσι, ένα βράδυ βρέθηκε να σουλατσάρει στα στενά, της γύρω
περιοχής που ήταν πια το σπίτι της. Δεν ένιωθε ασφάλεια όταν
απομακρυνόταν, είχε ακούσει τόσα και τόσα και μόνο στην ιδέα ότι
μπορούσε κάποια στιγμή κι εκείνη να βρεθεί στη θέση τόσων άλλων
κοριτσιών, φυλαγόταν.
Την τελευταία εβδομάδα έξι κορίτσια της πιάτσας, είχαν την ατυχία
να βρεθούν στα χέρια ανώμαλων και να καταλήξουν στραγγαλισμένες σε
κάποιο σκοτεινό σοκάκι.
Φοβόταν τόσο πολύ, που συχνά μέσα της ευχόταν να μην είχε φύγει
ποτέ από την προστασία του Αιμίλιου. Κοντά του δεν φοβόταν τίποτα. Ναι
μεν πουτάνα, αλλά πολυτελείας. Πώς να το κάνουμε; Το ίδιο είναι να σε
πηδάει ένας και να σε καλοπληρώνει και να σ’ έχει βασίλισσα με το να
γυρνάς κάθε βράδυ από τον έναν μαστούρη στον άλλο; Εκεί που επέλεξε

158
Η πεταλούδα της νύχτας

να “δουλέψει” η αλήθεια είναι ότι έναν της προκοπής δεν είχε βρει. Ένας
βρε παιδί μου να θέλει απλά να ικανοποιήσει τις σωματικές του ανάγκες
και τίποτα άλλο. Όλοι μα όλοι οι ανώμαλοι σ’ εκείνη έπεφταν.
Εκείνο το βράδυ, τα φώτα δεν της έκαναν τη χάρη ν’ ανάψουν.
Κάποιο πρόβλημα στο δίκτυο της ΔΕΗ, άκουσε. Επικίνδυνο αλλά
αναγκαίο να βγει έξω για το νυχτοκάματο.
Μισή ώρα τριγύρναγε στα ίδια και στα ίδια ώσπου πήρε το μάτι της
φευγαλέα δυο τύπους που περπάταγαν αρκετά κοντά της και δεν έλεγαν να
ξεκολλήσουν τα μάτια τους από πάνω της. Δεν τους έδινε σημασία όμως
έριχνε που και που κλεφτές ματιές.
Προσπαθούσε να κάνει τα βήματά της όσο πιο αθόρυβα γινόταν αν
και μέσα στη απόλυτη ησυχία θέλοντας και μη, ακούγονταν. Άρχισε να
περπατάει κάπως πιο γρήγορα έχοντας πια τρομοκρατηθεί αρκετά από τη
μόνιμη παρουσία τους. Δυστυχώς πέρασε από ένα σημείο του δρόμου το
οποίο δεν γνώριζε. Έβγαζε σε κάποιο αδιέξοδο. Σε κλάσματα
δευτερολέπτου ένιωσε τα χέρια τους να την αρπάζουν από τη μέση και το
λαιμό απειλώντας την. Το στόμα της έκλεισε ερμητικά μ ένα κομμάτι
ταινία κι από ’κει ξεκίνησε το θρίλερ της για μια ακόμη φορά.
Τα καθάρματα της επιτέθηκαν με σκοπό να τη ληστέψουν και να τη
βιάσουν και το κατάφεραν μια χαρά.
Τα σκισμένα ρούχα της, το ματωμένο της πρόσωπο θα φανέρωναν
άλλη μια φορά τη σκληρή πραγματικότητα της βαθιάς νύχτας. Τελειωμό
δεν είχε το μαρτύριό της. Τα χτυπήματα και ο βιασμός κι από τα δύο κτήνη
διαδέχονταν το ένα το άλλο. Κι όσο πιο πολύ την πόναγαν τόσο πιο πολύ
το διασκέδαζαν. Τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
Η σκέψη της για άλλη μια φορά έτρεχε αλλού για να αντέξει αυτό που
της συνέβαινε. Δεν άντεχε να είναι εκεί και να το ζει. Όπως κάθε φορά που
κοιμόταν με κάποιον κάνοντας τη δουλειά της, έτσι και τώρα ανάγκαζε τον
εαυτό της να φεύγει γι’ αλλού. Η πραγματικότητα δεν είχε καμιά θέση στο

159
Φραγκάκη Ειρήνη

μυαλό της. Πάσχιζε να ξεχάσει τι ζούσε τώρα κι ονειρευόταν έναν γαλάζιο


ουρανό μ’ ένα τεράστιο ουράνιο τόξο.
Τι παιχνίδια μπορεί να μας κάνει το μυαλό για να ξεγελαστούμε! Απ’
τη μια στιγμή στην άλλη λες και διακτινιζόμαστε σε άλλη διάσταση.
Ο εφιάλτης τέλειωσε αφήνοντάς της πολλές ουλές στο κορμί και στην
ψυχή. Γνώριζε όμως. Δεν ήταν η πρώτη φορά κι ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν
και η τελευταία. Τί άλλο την περίμενε στη ζωή της; Ποιες άλλες αμαρτίες
θα πλήρωνε και για ποιον λόγο; Όση ώρα της πήρε να επιστρέψει στο
δωμάτιό της άλλο τόσο κράτησαν και οι απορίες της.
Η Ερμιόνη για ακόμη μια φορά έμεινε να την κοιτά σαν στήλη
άλατος. Τώρα όμως δεν μίλησε. Δεν είχε τίποτα να πει. Κατάλαβε. Την
ανέβασε πάνω, την έγδυσε προσέχοντας μην την πονέσει κι άλλο στο ήδη
πληγωμένο κορμί της και την έβαλε στην μπανιέρα. Το ζεστό νερό κύλησε
πάνω της θεραπευτικά κι ας την έτσουζε σε κάθε εκατοστό της. Ούτε
εκείνη μίλαγε. Ούτε εκείνη είχε κάτι να πει. Όλα έγιναν στην απόλυτη
σιωπή που φώναζε από μόνη της και μόνο τ’ αφτιά της ψυχής μπορούσαν
ν’ ακούσουν τις κραυγές της.
Την επόμενη μέρα η Ερμιόνη το είχε πάρει απόφαση. Θα την πήγαινε
κάπου όπου η ψυχούλα ίσως ν’ αγαλλίαζε κάπως. Μπήκε στο δωμάτιο και
την καλημέρισε τρυφερά.
«Έλα ψυχούλα μου, σήκω να ντυθείς».
«Ερμιόνη μου, δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Άσε με να κοιμηθώ».
«Μάγδα», της είπε πιο έντονα. «Θα έρθεις μαζί μου θες δεν θες. Αυτό
το χάλι δεν έχω σκοπό να το βλέπω για πολύ ακόμα. Σήκω τώρα πάνω κι
ετοιμάσου. Σε δέκα λεπτά να είσαι κάτω. Φεύγουμε».
Σηκώθηκε βαριεστημένα από το κρεβάτι και βάλθηκε να ντύνεται με
αργές κινήσεις αφού η όρεξή της σήμερα είχε εκμηδενιστεί μετά απ’ ότι
έπαθε χθες βράδυ.

160
Η πεταλούδα της νύχτας

Η Ερμιόνη την περίμενε στο σαλόνι. Μετά από πολύ καιρό είχε
προσευχηθεί στον Θεό, τον είχε επικαλεστεί για να βοηθήσει τη Μάγδα.
Τόσα χρόνια η πίστη της ήταν θαμμένη κάτω από τόνους απελπισίας.
Βγήκαν έξω αμίλητες. Η Μάγδα περπάταγε δίπλα της, ρίχνοντάς της
που και που, ματιές γεμάτες απορία. Που την πήγαινε αυτή η γυναίκα; Τί
ήθελε να της δείξει; Γιατί τόση επιμονή; Και στο κάτω-κάτω τί στην ευχή
μπλεκόταν στα πόδια της;
Το βλέμμα της Μάγδας γέμισε έκπληξη και απορία. Τα βήματά τους,
τις είχαν οδηγήσει σε μια εκκλησία. Ήταν ένα εκκλησάκι της Παναγίας
που η Μάγδα είχε περάσει αρκετές φορές από μπροστά αλλά ούτε μία δεν
γύρισε να το κοιτάξει.
Με το που πάτησε τα πόδια της και πέρασε τη βαριά καγκελόπορτα, ο
χώρος σαν να μεγάλωσε. Βουνό φάνηκε μπροστά της αυτό που πριν λίγο
φαινόταν τόσο δα στα μάτια της. Οι αμαρτίες; Η έντονη επιθυμία για φυγή;
Το άγνωστο για κάτι που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πριν; Άλλωστε δεν
είχε και την καλύτερη σχέση με τον Θεό. Πάντα τον κατηγορούσε. Ήταν κι
αυτή ένα από τα παιδιά του. Αυτό τουλάχιστον της είχαν μάθει στο
σχολείο. Κι όμως, εκείνη την είχε ξεχάσει.
Πισωπάτησε αλλά το χέρι της Ερμιόνης την ταρακούνησε.
«Δεν έχεις να πας πουθενά. Αν ήσουν άρρωστη αυτό ακριβώς θα
έκανα. Θα σε πήγαινα σε γιατρό να σε δει. Τώρα η ψυχή σου παιδί μου
είναι άρρωστη. Δεν έχει τραβήξει και λίγα. Πρέπει να βρει την ηρεμία της.
Μην το αρνηθείς στον εαυτό σου. Δεν έχεις να χάσεις τίποτα, αν δεν τα
καταφέρεις τουλάχιστον θα έχεις προσπαθήσει».
Η Μάγδα την κοίταγε έτοιμη να καταρρεύσει.
«Όχι, δεν είναι ώρα ακόμα. Ξαλάφρωσε την ψυχή σου. Κι έπειτα
δώσε της όποια μορφή θέλεις. Μόνο τα δάκρυα, τα πραγματικά δάκρυα
μετάνοιας εξαγνίζουν το κακό».

161
Φραγκάκη Ειρήνη

Ένιωθε να πνίγεται. Ήθελε να το βάλει στα πόδια αλλά πάλι κάτι


αόρατο την κράταγε εκεί. Παρόλο τον φόβο της, ένιωθε τις φτερούγες από
τον δικό της φύλακα άγγελο που είχε καιρό να τον αισθανθεί, να τη
χαϊδεύει στοργικά στον ώμο. Σαν να αναθάρρησε κάπως κι ας ήταν ακόμα
καρφωμένη στο έδαφος ανάμεσα στην Ερμιόνη, βράχο ακούνητο μπροστά
της μήπως και το σκάσει κι απ’ την άλλη η εκκλησία, θηρίο έτοιμο να την
κατασπαράξει, πήρε μια βαθιά ανάσα για να γεμίσει τα πνευμόνια της
καθαρό αέρα και την ψυχή της δύναμη.
Προχώρησαν μαζί οι δυο γυναίκες. Η μια έτοιμη να δεχτεί κάθε
κεραυνό για ό,τι είχε πάρει απόφαση έστω και δισταχτικά να εξομολογηθεί
κι η άλλη έτοιμη να δώσει ένα συγχωροχάρτι στη συνείδησή της, ότι
τουλάχιστον αυτό που δεν κατάφερε εκείνη να κάνει όταν έπρεπε, βοήθησε
κάποια άλλη να το καταφέρει.
Ο χώρος μύριζε λιβάνι και λιωμένο κερί, φωτιζόμενος από τους
κρεμαστούς φτωχικούς πολυελαίους. Ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα
τις πλησίασε. Αρκετά γερασμένος και κουρασμένος. Μα τα μάτια του
μετέδιδαν τέτοια ηρεμία και γαλήνη που όλος ο κόσμος της Μάγδας
άλλαξε μορφή με μιας. Άπλωσε το χέρι του και την οδήγησε σ’ ένα
δωμάτιο αρκετά μικρό. Κοίταγε σαν χαμένη το πάτωμα μα μόλις γύρισε το
βλέμμα της στο δικό του, λυγμοί αναδύθηκαν από τα σωθικά της. Λυγμοί
και σιωπηλές κραυγές πληγωμένου ζώου. Δεν καταλάβαινε το γιατί.
Η Ερμιόνη κάθισε σ’ ένα στασίδι περιμένοντας υπομονετικά
αφήνοντάς τους να προχωρήσουν στο γραφείο του παπά.
«Πάτερ δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ.»
«Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτα παιδί μου. Πες μου ότι νομίζεις εσύ
πως θα ξαλαφρώσει την ψυχή σου».
«Αυτό είναι όλο;» ρώτησε απορημένη μιας και καμία σχέση δεν είχε
με τα Θεία ως τώρα και νόμιζε πως απ’ τη μια θα κράταγε ώρα κι απ’ την
άλλη πως ο εξομολόγος θα την έκρινε για τις πράξεις της.

162
Η πεταλούδα της νύχτας

«Ναι», είπε ο παπάς και την κοίταξε όπως κοιτάζει κάποιος έναν
πληγωμένο άνθρωπο. Τα τραύματα του κορμιού, ορατά. Τα τραύματα της
ψυχής καλά κρυμμένα κι η Μάγδα δεν ήξερε τον τρόπο να τα φανερώσει
για να γιατρευτούν.
Μίλησε. Λίγο. Δεν άντεχε να ξεστομίσει τόσες πολλές αλήθειες. Δεν
ήξερε ότι ο Θεός βλέπει και ξέρει τα πάντα είτε τα πεις είτε όχι.
Παρακολουθεί. Γνωρίζει. Μέσα της ήξερε τα πάντα και σκεφτόταν πως αν
ο Θεός ήθελε, θα τη συγχωρούσε και θα τη λύτρωνε χωρίς να χρειαστεί να
μπει σ’ αυτή την επώδυνη διαδικασία.
Δεν το άντεχε και δεν συνέχισε. Ο παπάς κατάλαβε πως η σιωπή της
Μάγδας ήταν και η λήξη του ολιγόλεπτου μονόλογού της. Της είπε να
γονατίσει, τη σκέπασε με το πετραχήλι και της διάβασε την ευχή.
«Σήκω, ότι κι αν πω εγώ δεν θα μπορέσει να σε βοηθήσει. Αν από
μόνη σου δεν λυπηθείς τον εαυτό σου και δεν καταλάβεις πόσο ανάγκη
έχεις από τη δικιά σου συγχώρεση δεν θα καταφέρεις να πας παρακάτω
χωρίς τύψεις. Μια ζωή θα σε βαραίνει το παρελθόν σου. Απαγκιστρώσου
κορίτσι μου. Και τότε ίσως βρεις τη γαλήνη που χρειάζεσαι και αξίζεις».
Τον κοίταξε στα βουρκωμένα του μάτια και σηκώθηκε. Ούτε και
τώρα μίλησε. Δεν είχε απάντηση σε τίποτα. Ένιωθε πως είχε χάσει
οριστικά τον εαυτό της κι απλά ζούσε τη ζωή κάποιας άλλης.
Περπάτησε ως την Ερμιόνη, την έπιασε από το χέρι και η σιωπή από τα
μάτια της τα είπε όλα.

Απόλυτο σκοτάδι κι εκείνη να πρωταγωνιστεί σ’ ένα δράμα. Τα μάτια


της κοίταγαν τον κατάμαυρο ουρανό, συννεφιασμένος κι αυτός όπως η
σκέψη της. Εδώ και χρόνια δεν έβρισκε τίποτα να την κάνει χαρούμενη.
Τίποτα να της δίνει τη θέληση να παλέψει για τη ζωή της. Να την κάνει
καλύτερη, υγιή. Είχε παραδοθεί κι ήξερε ακόμα και την κατάληξη που θα
είχε. Πόσα άλλαξαν από τότε που έφυγε από το νησί της. Πόσα άλλαξαν

163
Φραγκάκη Ειρήνη

από τότε που πέθανε η μάνα της. Ακόμα και το χέρι που προσπάθησε να
της δώσει δύναμη το έκοψε σύριζα. Ο Αιμίλιος έμεινε πίσω. Να τη
σκέφτεται. Κι εκείνη τον σκεφτόταν αλλά ντρεπόταν τώρα. Ήξερε πως αν
πήγαινε να τον βρει θα τη δεχόταν με ορθάνοιχτη την αγκαλιά του. Όμως
οι τύψεις της, απόδιωχναν ακόμα και τη σκέψη ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Όχι ότι τον αγάπησε όπως την είχε αγαπήσει εκείνος, αλλά ήταν ο
μοναδικός άνθρωπος που της φέρθηκε ανθρώπινα και αληθινά. Μετά από
τόσο καιρό, κατάφερε να καταλάβει ότι το σεξ μαζί του για εκείνον, δεν
ήταν ανταλλαγή για όσα της πρόσφερε αλλά δείγμα κι επιβεβαίωση της
ευγνωμοσύνης της. Τα πάντα για τη Μάγδα είχαν ανταλλάγματα. Τίποτα
δεν χαρίζονταν, τίποτα δεν δίνονταν έτσι. Όλοι κάτι ήθελαν. Κι εκείνη είχε
μόνο ένα τρόπο να το ξεπληρώνει.
Να όμως που και τώρα η ζωή, της έκανε παιχνίδια κι εκείνη δεν το
καταλάβαινε.
Όταν χτύπησε η πόρτα, νόμισε πως απ’ έξω ήταν η Ερμιόνη της. Αυτή
η γυναίκα που της στάθηκε σαν μάνα στα δύσκολα, γιατί εύκολο δεν
υπήρξε τίποτα για τη Μάγδα.
Κι όμως, ανοίγοντάς την έμεινε να κοιτάει σαν χαμένη το πρόσωπο
που βρέθηκε μπροστά της. Άραγε να τον έφερε η σκέψη της που είχε
γεμίσει από αυτόν ξανά κοντά της;
Καμιά φορά, τα μεγάλα πνεύματα λένε, πως συναντιούνται σε ένα
χρόνο ανύπαρκτο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Ή πως η μεγάλη επιθυμία
τραβάει την αύρα του άλλου σαν μαγνήτης. Στην περίπτωση όμως αυτού
του άντρα, σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο η αγάπη που της είχε και η
έλλειψη της παρουσίας της που είχε αφήσει τη ζωή του άδεια.
«Καλησπέρα Μάγδα. Μπορώ να περάσω;»
Έκανε δειλά στην άκρη χωρίς να πει κουβέντα. Τί να του έλεγε; Μετά
από τόσο καιρό, όλα της φαίνονταν μακρινά. Κι αυτή ένιωθε ένοχη

164
Η πεταλούδα της νύχτας

μπροστά του. Εκείνος της φέρθηκε άψογα κι όμως τον ξεπλήρωσε με τον
πιο απαίσιο τρόπο.
«Αιμίλιε, να σου εξηγήσω», προσπάθησε κάπως να δικαιολογήσει τη
συμπεριφορά της.
«Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτα. Άλλωστε δεν ήρθα ως εδώ
για εξηγήσεις».
«Γιατί ήρθες αλήθεια;»
«Δεν ξέρω αν έκανα καλά Μάγδα. Πραγματικά δεν ξέρω αλλά μου
λείπεις. Η ζωή μου χωρίς εσένα είναι άδεια. Δεν μου είπες ποτέ γιατί
έφυγες και δεν θέλω να μάθω. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι αν θα γυρίσεις
κοντά μου. Αν είσαι καλά καρδιά μου. Δεν μπορεί να φαντάστηκες πως δεν
σε νοιάζομαι πια!»
Δεν ήταν δυνατόν να της συνέβαινεκάτι τέτοιο. Γιατί ξεφύτρωσε πάλι
από το πουθενά να της ανατρέψει όλη της τη ζωή; Καλά ζούσε στον πόνο
και τη μιζέρια της. Ποτέ κανείς δεν θα την αφήσει ήσυχη;
«Άδικα ήρθες ως εδώ. Δεν έχω να πάω πουθενά. Με συγκινεί το
ενδιαφέρον σου αλλά δεν χρειάζομαι κανέναν να νοιάζεται για μένα πια.
Μπορώ να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου».
«Σε παρακαλώ Μάγδα. Νόμιζα πως ένιωθες κάποια πράγματα για
μένα. Μην μ’ απορρίπτεις».
«Δεν καταλαβαίνεις. Δεν σε απορρίπτω. Απλά δεν είμαστε φτιαγμένοι
ο ένας για τον άλλο. Άλλη πάστα βρε αδερφέ, πώς να στο πω να το
χωνέψεις;»
Το ύφος της Μάγδας είχε αλλάξει σε κατάσταση άμυνας. Πάλι
κάποιος προσπαθούμε να την πνίξει κι ας ήταν από αγάπη αυτή τη φορά.
Δεν το άντεχε. Για εκείνη το να την θέλει κάποιος τόσο παθολογικά ήταν
μια μεγάλη φυλακή. Είχε ανάγκη την ελευθερία της. Είχε ανάγκη να νιώσει
πως δεν θα έπαιρνε κανέναν στο λαιμό της με την κατρακύλα που είχε
τραβήξει.

165
Φραγκάκη Ειρήνη

«Όπως και να μου το πεις, αυτό που νιώθω για σένα δεν αλλάζει».
Τον κοίταζε σαστισμένη μη πιστεύοντας όσα άκουγε ακόμη μια φορά απ’
τα χείλη του άντρα που της είπε πρώτη φορά σ’ αγαπώ. Φεύγοντας κι
εγκαταλείποντάς τον, νόμιζε ότι ο Αιμίλιος θα την μισούσε για την
αχαριστία της. Δεν γνώριζε όμως ότι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που
νοιάζονταν κι αγαπούσαν πραγματικά. Άνθρωποι που συγχωρούσαν και
δεν φερόντουσαν με μικροπρέπειες. Ο Αιμίλιος την λάτρευε και το μόνο
που χρειαζόταν ήταν λίγος χρόνος ακόμα για να της το αποδείξει
περισσότερο. Δεν του τον έδωσε. Έφυγε κι έμεινε εκείνη με την άγνοια,
του πόσο πολύ την αγάπησε ο Αιμίλιος κι εκείνος με την απορία, του αν
εκείνη τον αγάπησε ποτέ αληθινά. Κι όμως δεν στάθηκε εκεί. Τον
ενδιέφερε πάνω απ’ όλα η Μάγδα του. Η γυναίκα με την καλά κρυμμένη
καρδιά κάτω από το δέρμα. Η γυναίκα που την κοίταγε κι έλιωνε. Το ήξερε
ότι αυτό που ένιωθε ήταν εγωιστικό αλλά δεν τον απασχολούσε. Το να την
έχει δικιά του, κατά δικιά του, ήταν ο ουρανός που του χαρίστηκε. Ήταν τ’
αστέρια που πάνω τους κρέμαγε όλα τα μελλοντικά του όνειρα.
Η Μάγδα όμως, είχε γίνει τσακάλι στο να προσγειώνει τους άλλους κι
αυτό ακριβώς ήταν που χρησιμοποίησε εκείνη τη στιγμή. Την επώδυνη
προσγείωση του Αιμίλιου στην πραγματικότητα.
«Πέρασε πολύς καιρός. Κοίτα να με ξεχάσεις Αιμίλιε. Δεν είμαι ούτε
εγώ για σένα ούτε εσύ για μένα. Εγώ σου πέφτω λίγη κι εσύ μου πέφτεις…
πολύς».
«Δεν είναι στο χέρι μου, ούτε μπορώ να το κάνω επειδή μου το ζητάς.
Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν το βλέπεις; Έφαγα τον κόσμο να σε
βρω. Έβαλα λυτούς και δεμένους να ψάχνουν απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την
Αθήνα, όλη την Ελλάδα κι εσύ μου λες να σε ξεχάσω; Πώς μπορείς; Αλλά
τί αναρωτιέμαι; Αν ήξερες, αν είχες την παραμικρή ιδέα για το πώς νιώθω
για σένα, δεν θα το έβαζες στα πόδια ακόμα μια φορά. Γιατί αυτό κάνεις
Μάγδα. Προσπαθείς να ξεφύγεις φεύγοντας. Όπως πάντα. Μα δεν είναι

166
Η πεταλούδα της νύχτας

ικανή η φυγή σου να εμποδίσει το παρελθόν σου να σε κυνηγάει. Όπου κι


αν πας, όσο μακριά κι αν φτάσεις, αυτό θα σε οσμίζεται, θα σε βλέπει και
θα σε ακολουθεί».
«Όπως κι εσύ», του είπε τώρα φανερά θυμωμένη που της αφαιρούσε
το δικαίωμα της ελευθερίας της. Της επιλογής. «Φύγε Αιμίλιε. Όπως
ήρθες, σήκω και φύγε. Εμείς οι δυο δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο».
«Κι όμως μικρή μου, έχουμε. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ δειλός στη ζωή
μου όπως εσύ. Ποτέ δεν κρύφτηκα από τα λάθη μου, ποτέ δεν άφησα να με
κυριεύσουν τα πάθη μου. Εκτός από ένα. Εσένα. Είσαι η μόνη αδυναμία
που έχω, που άφησα ελεύθερη στη ζωή μου να με παρασύρει. Και δεν το
μετανιώνω. Θέλω να παλέψω για σένα. Άσε με να σε διεκδικήσω. Είναι
δικαίωμα μου να παλεύω για ό,τι αγαπώ, να το κερδίσω, έστω να
προσπαθήσω. Μην μου το στερείς».
«Μάταιος κόπος. Δεν βλέπεις ότι η δική μου ζωή έχει πάρει την κάτω
βόλτα; Δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της καταστροφής που θες για
τρόπαιο; Είμαι καμένο χαρτί. Φύγε και μην ξαναγυρίσεις σε παρακαλώ. Αν
με αγαπάς όπως λες αληθινά, φύγε».
«Μα επειδή σ’ αγαπώ παλεύω για σένα και θέλω να με ακολουθήσεις.
Το ξέρεις κι εσύ ότι μαζί μου θα είσαι καλύτερα. Βασίλισσα σε είχα και θα
σε έχω μέχρι να πεθάνω. Τίποτα δεν έχει νόημα χωρίς εσένα πλάι μου».
Την κοίταξε κομματιασμένος από το πείσμα της περιμένοντας ακόμα,
μια θετική απάντηση. Τα μάτια του, μάρτυρες του πόνου που έκρυβε μέσα
του, την κοίταγαν βουρκωμένα. Ξεκούμπωσε το σακάκι του κι έβγαλε από
τη μέσα τσέπη το κουτί με το μενταγιόν.
«Αυτό το ξέχασες όταν έφυγες. Σου ανήκει και πρέπει να στο
επιστρέψω».
Η Μάγδα χάιδεψε με το βλέμμα της το βελούδινο κουτάκι που έκρυβε
αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό στα σπλάχνα του. Όσο πολύτιμος θησαυρός
ήταν κι εκείνη για τον Αιμίλιο και την φύλαγε στην καρδιά του.

167
Φραγκάκη Ειρήνη

«Όχι, δεν μου ανήκει. Το έδωσες στο κορίτσι που γνώρισες στο νησί,
αυτό που αγάπησες και θέλησες να είναι πάντα δίπλα σου».
«Αυτό το κορίτσι είσαι εσύ Μάγδα και καμιά άλλη δεν θα πάρει την
θέση σου. Για σένα το αγόρασα, σε σένα το δώρισα και σ’ εσένα θα
παραμείνει. Αν πάλι δεν το θέλεις, για λόγους που τους γνωρίζεις μόνο
εσύ, πάρε το και κάντο ό,τι θες. Πέταξέ το, πούλα το. Ό,τι θες, δεν μπορώ
να κρατήσω κάτι δικό σου από τη στιγμή που δεν θα είσαι πλάι μου. Εσύ κι
αυτό πάτε πακέτο. Ή μαζί ή καθόλου».
Της άνοιξε την παλάμη και της έβαλε μέσα απαλά το κουτάκι
κλείνοντας από πάνω τα δάχτυλά της. Σήκωσε το βλέμμα του και την
κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να φυτέψει τα συναισθήματά του όσο
πιο βαθιά γίνεται στην ψυχή της.
«Σ’ αγαπάω Μάγδα. Όσο δύσκολο κι αν σου είναι να το καταλάβεις
και να το πιστέψεις, εγώ σ’ αγαπάω και θα είμαι πάντα δίπλα σου ό,τι κι αν
χρειαστείς. Αν αλλάξεις γνώμη ξέρεις που θα με βρεις».
«Δεν πρόκειται Αιμίλιε. Μην ξαναέρθεις εδώ. Δεν θα φύγω από ’δω
επειδή ξέρεις που μένω αλλά σε παρακαλώ, μην με ξαναενοχλήσεις».
Της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, την κοίταξε με μάτια βουρκωμένα
και άνοιξε την πόρτα χωρίς να ρίξει άλλη ματιά πίσω του.
Άλλη μια φορά η Μάγδα είχε κάνει λάθος στη ζωή της. Είχε διώξει
τον μοναδικό άνθρωπο που την αγάπησε αληθινά. Καθώς έκλεινε η πόρτα,
άφησε τον εαυτό της να κυλήσει στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Τόσο άδεια
ένιωθε κι εκείνη. Τόσο κενή από ανθρώπους, τόσο κενή από αισθήματα.
Δικιά της η επιλογή αλλά την πλήρωνε ακριβά.
Σήκωσε τα χέρια της κι έπιασε το κεφάλι της. Βαριά τα ένιωθε κι
εκείνα. Ασήκωτα. Κι όπως κράταγε τα μαλλιά της, άρχισε ένα τρελό
παραλήρημα με δάκρυα, γέλια, λυγμούς, ουρλιαχτά…
Ούτε η ίδια άντεχε αυτή τη φορά τον εαυτό της. Ένιωθε τόσο μόνη
που, ναι, τον είχε ανάγκη τον Αιμίλιο. Αλλά είχε και κάτι άλλο. Γνώριζε

168
Η πεταλούδα της νύχτας

τον χαρακτήρα της. Δεν ήταν και ο ευκολότερος για να τον παλέψει
κάποιος μια ολόκληρη ζωή όπως επιθυμούσε εκείνος. Ήταν πολύ
δύσκολος άνθρωπος.
Σηκώθηκε κι ακόμα μια φορά το έβαλε στα πόδια. Άνοιξε την πόρτα
κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε να
περπατά ξυπόλητη στον δρόμο. Άκουσε βαριές ανάσες πίσω της. Ένας
τύπος κρατούσε σταθερό το βήμα του και τα μάτια του ήταν καρφωμένα
πάνω της παρ’ όλο το τρέξιμο που τον ανάγκαζε να λαχανιάζει.
Για πότε την τράβηξε από τη μαλλιά και την έσυρε στην άκρη του
δρόμου, πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών και μακριά από τα αδιάκριτα
βλέμματα τυχόν περαστικών, ούτε που το κατάλαβε! Αν και τέτοια ώρα
σίγουρα δεν θα πέρναγε άνθρωπος. Οι κραυγές της δεν κατάφεραν να
φτάσουν στο λαρύγγι της. Το χέρι του είχε προλάβει να της κλείσει το
στόμα ερμητικά!
«Σκάσε, κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει όσο και να φωνάζεις». Η
φωνή του βαθιά, άγρια, έφτασε στ’ αφτιά της σαν λεπίδα που της έσκιζε
στα δυο το κεφάλι. Τα ελληνικά του σπαστά αλλά με αρκετά καλή
προφορά, πράγμα που φανέρωνε ότι δεν ήταν Έλληνας.
«Μμμ…» ήταν το μόνο που ακούστηκε από το στόμα της. Πνιχτό,
γεμάτο μανία. Η δύναμη του άντρα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη δικιά της
και καταλάβαινε ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί του. Ξέσκιζε τα ρούχα της
με το ένα χέρι και με τ’ άλλο συνέχιζε να της κρατά το στόμα κι ας ήξερε
ότι δεν θα την άκουγε κανείς. Τα χέρια του δυνατά πάνω στο κορμί της,
είχαν γίνει μαχαίρια που την έκοβαν. Οι κινήσεις του απότομες και βίαιες
έδειχναν καθαρά πόσο πολύ φτιαχνόταν αυτό το τέρας από τον φόβο που
της προκαλούσε.
«Πονάς»; Τη ρώτησε ηδονικά.
«Μμμ ...» ακούστηκε πάλι, αφού το κλειστό της στόμα δεν επέτρεπε
να βγει καμιά λέξη».

169
Φραγκάκη Ειρήνη

«Έτσι είναι αυτά κούκλα. Η σάρκα είναι σάρκα και ο πόνος είναι
πόνος. Και τίποτα από τα δυο δεν αλλάζει. Η σάρκα σου είναι η τροφή μου
και ο πόνος σου η ανάσα μου. Και τα δυο μαζί είναι το γεύμα και η ζωή
μου μαζί. Εσύ θα με χορτάσεις. Εσύ θα με ζήσεις».
Την γύρισε ανάσκελα και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Η Μάγδα
γούρλωσε τα δικά της σαν έκκληση για να την αφήσει. Δεν είχε άλλες
αντοχές. Ένιωθε παραδομένη κι ήλπιζε μόνο στη συμπόνια του. Δεν
φάνηκε να δείχνει καμιά ευαισθησία, αντιθέτως έγινε πιο άγριος στις
κινήσεις του.
Τί έχω κάνει και με τιμωρείς έτσι; σκέφτηκε γυρίζοντας τα μάτια της
στον ουρανό. Δεν αντέχω άλλο τόσο μαρτύριο. Κάνε τον να με σκοτώσει να
βρω την ησυχία μου, σε παρακαλώ, συνέχισε τη σκέψη της και δάκρυα
άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της. Εκείνη που χρόνια τώρα είχε ξεχάσει
την ύπαρξή τους, τώρα ήταν η δεύτερη φορά που μέσα σε λίγες μέρες τα
φανέρωνε μπροστά σε ξένους. Πόσα ν’ αντέξει μια ψυχή. Ένα σώμα.
Χρόνια τώρα να πληρώνει λάθη άλλων, σιωπηλά.
Απογοητευμένη κι εγκαταλελειμμένη από τις δυνάμεις της, γύρισε το
κεφάλι της κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ τον βιαστή της,
αφήνοντάς τον να τελειώσει το έργο του. Δεν λύγισε ούτε στα χτυπήματα
που της έδωσε μόλις κατάλαβε ότι δεν είχε πια ένα αγρίμι που πάλευε να
σωθεί απέναντί του, ούτε σ’ οτιδήποτε άλλο χρησιμοποίησε για να την
αγριέψει και να φτιαχτεί. Ξύλο, δαγκωνιές, τσιμπιές. Εκείνη τίποτα. Μόνο
το σώμα της ήταν εκεί, το πνεύμα της θαρρείς και ταξίδευε σ’ άλλο κόσμο.
Δεν σκεφτόταν, δεν ένιωθε.
Ξάφνου ένιωσε ν’ αλαφρώνει από το βαρύ σώμα του άντρα και ν’
ακούει διάφορες βρισιές. Την προτιμούσε το έρμαιο που είχε γίνει στα
χέρια του. Δεν τον ενδιέφερε η εύκολη λεία.

170
Η πεταλούδα της νύχτας

«Με ξενέρωσες γαμώ το κέρατό μου. Σκατά», πέταξε μέσα από τα


δόντια του με μασημένα ελληνικά, μαζεύτηκε όπως όπως κι έφυγε χωρίς
να γυρίσει πίσω.
Να λοιπόν τι θέλουν τα κτήνη για να επιβιώσουν. Ζώα που θα
τινάζονται από τον φόβο.
Δεν του έκανε το χατίρι και δεν θα το έκανε και σε κανέναν άλλο.
Αφού το να μετατρέπεται σε λύκο κάθε φορά που δέχεται επίθεση, δεν έχει
αποτέλεσμα, θα γίνεται αρνί. Και ή που θα το σφάζουν ή που θα το
παρατάνε από την ανία.

Τις πληγές της, περιποιήθηκε για ακόμα μια φορά η Ερμιόνη, αμίλητη
όπως πάντα τις τελευταίες φορές. Δεν άντεχε να τη βλέπει έτσι αλλά ούτε
και να την αφήσει μόνη της, δεν της πήγαινε η καρδιά. Είχε ένα σωρό
ερωτήματα. Ποτέ δεν της ανοίχτηκε καθαρά η Μάγδα, όμως ένιωθε πως
κάτι βαθύτερο από αυτά που λέγονται, υπήρχε. Έδωσε χρόνο ξανά και στις
δυο τους.
Έπιναν τον καφέ τους σιωπηλές. Η Ερμιόνη όσο και να ήθελε να της
μιλήσει, δεν το επιχειρούσε. Ήξερε τι αγρίμι είχε γίνει η Μάγδα και το
τελευταίο που επιθυμούσε, ήταν να την ξεσυνερίζεται στα ξεσπάσματα που
της προκαλούσαν τέτοιου είδους συζητήσεις.
Ευτυχώς για εκείνη, πρώτη άνοιξε την κουβέντα η Μάγδα και την
έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Ανυπομονούσε να μάθει πως ένιωθε και δεν
τόλμαγε να τη ρωτήσει. Πόσα τραύματα κουβαλούσε αυτό το κορίτσι στην
ψυχή του! Πόσες αντοχές, της είχαν απομείνει! Και δεν ήταν μεγάλη.
Μικρό κορίτσι ήταν ακόμα κι έπρεπε να βρει τη δύναμη να αντιμετωπίσει
κάθε λάθος επιλογή της, κάθε σφάλμα που έκανε, κάθε λάθος που της
φόρτωσαν άλλοι!

171
Φραγκάκη Ειρήνη

«Έκανα μεγάλο λάθος Ερμιόνη μου. Δεν πήρα τη ζωή στα χέρια μου,
δεν υπολόγισα το κόστος. Και τώρα το πληρώνω. Κι είναι μεγάλο
πανάθεμά το».
«Δεν φταις εσύ παιδί μου. Η ζωή, σου φέρθηκε σκληρά. Δεν ήταν
τίμια μαζί σου».
«Κι εγώ φέρθηκα σκληρότερα σ’ εμένα την ίδια. Αυτό δεν είναι
χειρότερο;»
«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου συνέχεια. Δεν έχει νόημα και δεν θα
κερδίσεις κάτι».
«Μέχρι τώρα κατηγορούσα όλους τους άλλους. Καιρός να δω και τα
δικά μου λάθη Ερμιόνη. Ήρθε η ώρα να στήσω τη Μάγδα στον τοίχο και
να της τα πω έξω από τα δόντια. Όλα αυτά τα χρόνια έστηνα μόνο τους
άλλους».
«Για ποιο πράγμα θα κατηγορήσεις τον εαυτό σου; Δεν φτάνει που η
ίδια η ζωή, σου φόρτωσε να περάσεις ένα μαρτύριο από πολύ μικρή, τώρα
θες να κάνεις κι εσύ το ίδιο;»
«Εγώ φταίω για την κατάντια μου, κανένας άλλος. Μεγάλωσα. Και
μεγάλωσα πριν πολλά χρόνια έστω και βεβιασμένα. Έπρεπε να δω τα λάθη
μου, να τα καταλάβω. Εγώ όμως προτίμησα να κρυφτώ πίσω απ’ τα λάθη
των άλλων. Το μεγαλύτερο φταίξιμο είναι δικό μου γιατί εγώ είμαι
υπεύθυνη για τον εαυτό μου κι έπρεπε να με προστατέψω. Δεν έπρεπε και
δεν είχα δικαίωμα να περιμένω από κανέναν να με νοιαστεί. Πρώτα με
ξέχασα εγώ η ίδια και μετά όλοι οι άλλοι γλυκιά μου Ερμιόνη».
«Ήδη το πληρώνεις ακριβά. Δεν φτάνει; Μπορείς ακόμα να
διορθώσεις πολλά. Ποτέ δεν είναι αργά. Βρες μια δουλειά της προκοπής να
μπορείς να ζήσεις τίμια, άλλαξε την εμφάνισή σου. Δεν είναι δύσκολα.
Έχεις τσαγανό ρε Μάγδα. Χρησιμοποίησέ το».
«Αντοχές δεν έχω και δεν ξέρω αν μπορώ να τις βρω για να αλλάξω
τη ζωή μου. Αλλά δεν με νοιάζει. Τουλάχιστον βρήκα το θάρρος να με

172
Η πεταλούδα της νύχτας

κοιτάξω κατάματα και να δω την αλήθεια. Μου φτάνει αυτό προς το


παρόν».
«Μάγδα έχω περάσει από αυτό το στάδιο και δεν βοήθησε πουθενά.
Δεν φτάνει η αυτογνωσία. Πρέπει και να κάνεις κάτι για να αλλάξεις.
Αλλιώς όλα είναι μάταιος κόπος. Κι ο χρόνος που περνάει το αποδεικνύει
συνεχώς».
«Ίσως, ίσως όμως και να είναι αρκετό. Δεν έχω κουράγιο. Στο είπα.
Κου-ρά-στη-κα», είπε τονίζοντας τη λέξη για να σταματήσει η Ερμιόνη να
την κουράζει αναμασώντας τα ίδια αλλά ν’ ακούσει κι η ίδια και να πάψει
να ελπίζει.
Δεν υπήρχε στην ψυχή της ούτε μια τόση δα χαραμάδα για ελπίδα. Ο
κόσμος της είχε γκρεμιστεί πριν χρόνια, τότε που έσβησε τα κεράκια πάνω
στην τελευταία της τούρτα. Τότε που έσβησε μαζί τους κάθε ελπίδα για το
μέλλον της.
Καμένα όλα μέσα της, όπως τα φυτίλια από τα κεριά, έδιναν κι
έπαιρναν φόβο, τρόμο και πόνο. Οι αναμνήσεις καραδοκούσαν πάντα και
παντού να της υπενθυμίζουν. Να μην την αφήνουν να ξεχάσει. Κι εκείνη
να τρέμει μήπως και ξυπνήσει τέρατα από το πουθενά.

173
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 13

Δέκα λεπτά, τόσο κράτησε για να φτάσει στη Μενάνδρου σε μαύρο


χάλι. Τα λεφτά, της είχαν τελειώσει σε χρόνο μηδέν. Ούτε που κατάλαβε
πότε ξέμεινε. Ούτε την Ερμιόνη ήξερε πως θα ξοφλούσε. Μπορεί να της
είχε πει πως δεν είχε πρόβλημα κι ότι μπορούσε να μείνει όσο ήθελε χωρίς
να σκέφτεται τα χρήματα αλλά η Μάγδα δεν εφησυχάζονταν με τίποτα.
Ακόμα κι όταν της τόνισε πως για εκείνη ήταν η κόρη που δεν είχε ποτέ. Ο
άνθρωπος που μοιράζονταν έστω και στα στερνά της, τις ώρες της. Τον
πόνο της, τις σκέψεις της, τους καημούς της. Είχε κάπου ν’ ακουμπήσει.
Μα η Μάγδα ανένδοτη. Λεφτά ήθελε και μάλιστα πολλά. Δεν έβγαζε και
τίποτα στον δρόμο. Χώρια που η πρέζα κόστιζε πολύ αφού την αγόραζε
μαύρη απ’ όπου έβρισκε. Τώρα όμως είχε ανάγκη τη δόση της αλλά δεν
είχε δεκάρα τσακιστή στην τσέπη της. Έβλεπε στην άκρη του δρόμου τα
πρεζόνια χαμένα στον κόσμο τους με τις σύριγγες δίπλα τους κι έψαχνε
μήπως είχε μείνει έστω και λίγο υγρό μέσα στις πεταμένες. Τρυπήθηκε
τέσσερις φορές αγνοώντας ακόμα και το γεγονός ότι ήταν ήδη
χρησιμοποιημένες αλλά τζίφος. Σχεδόν άδειες ήταν.
Μια νταλίκα ξεφόρτωνε σ’ ένα από τα στενά κι είδε τον οδηγό να
κάθεται και να καπνίζει με το παράθυρο ανοιχτό. Χωρίς δεύτερη σκέψη
πήγε κοντά και του ζήτησε ελεημοσύνη.
«Ό,τι έχετε κύριε. Έστω να πάρω ένα ψωμί».
«Με δουλεύεις ρε κοπελιά; Ψωμί στις δώδεκα το βράδυ; Αι παράτα
μας από ’δω».
«Έλα ρε φίλε. Θα σου κάτσω με πέντε ευρώ. Σε παρακαλώ. Τα έχω
ανάγκη», είπε σηκώνοντας ψηλά τη φούστα της δείχνοντάς του τ’
απόκρυφα σημεία της για να τον δελεάσει.
Ο οδηγός έμεινε να την κοιτάει σαν χαμένος. Που είχε καταντήσει ο
κόσμος; Τη λυπήθηκε αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να πέσει στην παγίδα

174
Η πεταλούδα της νύχτας

και να κάνει το λάθος δίνοντάς της χρήματα για ναρκωτικά. Είχε μια
τυρόπιτα για κολατσιό. Έπιασε από το κάθισμα του συνοδηγού τη σακούλα
για να της την δώσει.
«Όχι ευχαριστώ, δεν θέλω», και γύρισε να φύγει απογοητευμένη.
«Δεν θα γίνω συνεργός για να σκοτώνεις τον εαυτό σου», της είπε ο
οδηγός φανερά στεναχωρημένος από την κατάντια του κοριτσιού κι ας
ήταν μια άγνωστη. Η ανθρωπιά και η συμπόνια για ’κείνον, ήταν για όλο
τον κόσμο.
«Με το να το παίζεις καλός Σαμαρείτης δεν θα σώσεις κανέναν από
εμάς. Μας βλέπεις; Ξεστραβώσου και κοίτα. Είμαστε όλοι ξεχασμένοι και
ξοφλημένοι», του αντιγύρισε με πικρία η Μάγδα σφίγγοντας τα δόντια της.
Σάμπως έφταιγε κι αυτός; Αλλά πάντα κάποιος τ’ ακούει κι ας μην
είναι ο φταίχτης. Έφυγε ο οδηγός με το φορτηγό άδειο από εμπόρευμα,
έφυγε κι η Μάγδα με την ψυχή της γεμάτο πόνο.
Περπατούσε χαμένη, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά στα πεζοδρόμια,
στα σκουπίδια και στα πρόσωπα των άλλων χαμένων ψυχών, να βρει τη
δόση της, να βρει έστω κάποιον να την προμηθεύσει με αντάλλαγμα το
κορμί της. Κάποιος μαύρος την κοίταξε κατάματα. Κατάλαβαν κι οι δυο.
Πήγε κοντά του και μόλις εκείνος ξεκίνησε να περπατάει, τον ακολούθησε.
Έφτασαν σ’ ένα παλιό κτίριο που δεν είχε πόρτα. Μπήκαν μέσα τραβώντας
με τα χέρια τους ιστούς από αράχνες για να περάσουν προσπαθώντας
συγχρόνως να δουν μες στα μαύρα σκοτάδια που τους οδηγούσε το
πέρασμα. Για τον μαύρο άντρα δεν φάνηκε δύσκολο αλλά η Μάγδα
κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια. Μια νυχτερίδα ενοχλήθηκε από την
επίσκεψη των ξένων στον δικό της χώρο και πέταξε πάνω από τα κεφάλια
τους με ορμή.
Άναψε τον αναπτήρα κι έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κερί. Το
έχωσε στο στόμιο ενός μπουκαλιού μπύρας που βρήκε πεταμένο στο
πάτωμα του χαλάσματος και της έκανε νόημα να τον πλησιάσει. Ο χώρος

175
Φραγκάκη Ειρήνη

φωτίστηκε και το μόνο που διέκριναν έστω και με δυσκολία, ήταν ιστοί,
σκουπίδια, σκόρπια σπασμένα μπουκάλια και σύριγγες, πολλές σύριγγες.
Βρώμαγε ο χώρος κι η Μάγδα ήθελε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα.
«Καταλαβαίνεις ελληνικά;» τον ρώτησε μόνο.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι σηκώνοντας τους ώμους του.
Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και γυμνώθηκε από τη μέση και κάτω. Το
ίδιο έκανε κι εκείνη. Ανασήκωσε τη φούστα της κι έβγαλε το μπλουζάκι
που φόραγε. Είχε πάψει να φοράει εσώρουχα. Ό,τι γινόταν έπρεπε και να
τελειώνει γρήγορα. Οτιδήποτε περιττό, απλά… περίσσευε.
Ο άντρας την άρπαξε και σηκώνοντάς τη, την κόλλησε πάνω του
στηρίζοντας την πλάτη της στον τοίχο. Δεν υπήρχε μαγεία, δεν υπήρχε
συναίσθημα. Μόνο ανάγκη για σωματικό ξαλάφρωμα εκείνου κι ανάγκη
για να κερδίσει τη δόση της εκείνη. Ψυχρά κι ωμά.
Λίγο κράτησε κι αυτή τη φορά δεν ήταν μαρτύριο. Σαν να ήπιε
μονορούφι ένα ποτήρι νερό. Τόσο απλά. Τόσο γρήγορα. Άπλωσε το χέρι
της και κράτησε το σακουλάκι με το λευκό δηλητήριο κάνοντάς της δώρο
και λίγα χαπάκια. Τη βοήθησε να βγουν έξω κι έφυγαν σε αντίθετη
κατεύθυνση. Χωρίς να κοιταχτούν, ξένοι συναντήθηκαν, ξένοι
απομακρύνθηκαν.
Η κακή της τύχη δεν είχε σταματημό. Καθώς έφτανε κοντά στον
κόσμο, τους είδε να τρέχουν μπουλούκι και να προσπαθούν να κρυφτούν
σαν κατσαρίδες. Η αστυνομία έκανε το γνωστό “ντου” στην περιοχή για να
μαζευτούν στο καβούκι τους οι τελειωμένοι, να πιαστούν τα
μεγαλοβαποράκια και ν’ αδειάσουν οι δρόμοι. Αρκετά είχαν πουλήσει την
πραμάτεια τους. Αρκετά είχαν κάνει κατάληψη στα πεζοδρόμια. Οι
κάτοικοι της περιοχής είχαν απηυδήσει. Δεν μπορούσαν να
κυκλοφορήσουν, το να κατέβουν για ψώνια ήταν πραγματικός άθλος για να
γυρίσουν σώοι και αβλαβείς στα σπίτια τους. Έτσι η αστυνομία κάθε μέρα
έκανε κι από μια γερή περιπολία να αλαφρώνει κάπως την περιοχή. Όχι ότι

176
Η πεταλούδα της νύχτας

θα γινόταν κάποιο θαύμα να σωθούν όλοι αυτοί οι ξεπεσμένοι παλιάτσοι


αλλά τουλάχιστον να κατεβαίνουν οι κάτοικοι για τ’ απαραίτητα. Καλά
τους είχαν μαντρωμένους εκεί. Τους έλεγχαν ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν.
Που να τους διώξουν; Που να τους πάνε; Οι ναρκομανείς σωτηρία δεν
είχαν στα ιδρύματα που δεν τους χώραγαν ούτος ή άλλως. Οι
λαθρομετανάστες δεν είχαν που να πάνε. Στη χώρα απ’ όπου έφυγαν δεν
υπήρχε περίπτωση να ξαναγυρίσουν. Να πάνε στον προορισμό που είχαν
εξ’ αρχής, επίσης δεν γινόταν. Οπότε με μόνο σκέπαστρο στα κεφάλια
τους, τις άδειες κούτες και τα μπαλκόνια, άραζαν στα πεζοδρόμια να
βγάλουν όπως όπως τις νύχτες τους. Βρώμικοι. Ανελέητα βρώμικοι. Η
μυρωδιά από την μπόχα που ανέβλυζε το άπλυτο σώμα τους είχε ποτίσει
θαρρείς το τσιμέντο και πλανιόταν μονίμως στην ατμόσφαιρα. Τα
σκουπίδια, στοίβες ολόκληρες στους κάδους σε συνδυασμό με τα διάφορα
μαγαζιά με την αποπνικτική βαριά οσμή από τα Πακιστανικά και Αραβικά
φαγάδικα, έκαναν το πέρασμα από ’κει μέσα δύσκολο. Δεν είχε ξαναδεί
τέτοιο πανικό από τόσους πολλούς ανθρώπους. Κι εκείνη που είχε πλήρη
άγνοια της κατάστασης, έμεινε κολλημένη σ’ έναν τοίχο περιμένοντας να
περάσει η μπόρα. Ένας αστυνομικός την είδε κι εντόπισε το μαύρο της
χάλι. Την πλησίασε με ταχύτητα και την γύρισε στον τοίχο. Άρχισε να την
ψάχνει από τα πόδια αλλά δεν χρειάστηκε να ανέβει ψηλά. Τα σακουλάκια
βρίσκονταν στην τσέπη της φούστας της κι εντοπίστηκαν γρήγορα από το
όργανο της τάξεως.
«Τί έχουμε εδώ πουλάκι μου;»
«Σας παρακαλώ, δεν το έχω ξανακάνει. Λυπηθείτε με», είπε
ικετευτικά η Μάγδα. Μα εκείνος δεν λύγισε.
«Αλλού αυτά. Άντε προχώρα, μπες μέσα και θα τα πούμε στο τμήμα».
Της πέρασε χειροπέδες εν ριπή οφθαλμού και την έμπασε στο
περιπολικό. Κιχ δεν έκανε η Μάγδα. Τι να έλεγε. Δεν αμύνθηκε, δεν
ρώτησε, δεν απολογήθηκε. Για τίποτα. Είπαμε… πλήρη άγνοια. Δεν

177
Φραγκάκη Ειρήνη

σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια μαζί με το μπουλούκι. Δεν διαισθάνθηκε


τον κίνδυνο που διέτρεχε. Σαν ποντίκι στη φάκα πιάστηκε.
Οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας όπου διαπίστωσε ότι δεν
ήταν η μόνη. Την κατέβασαν με άλλους τρεις που έφτασαν την ίδια στιγμή,
στο κρατητήριο. Γυναίκες με προκλητικά ρούχα, άντρες με φτερά και
πούπουλα, τύποι και τύπισσες χαμένοι στον κόσμο τους, λαοί και λαοί, από
τη μαστούρα και την πείνα σε αθλία κατάσταση. Κάποιοι μίλαγαν ήδη
μεταξύ τους, κάποιοι άλλοι κάπνιζαν βλαστημώντας τη μοίρα τους. Κάθισε
σ’ ένα παγκάκι από τα λιγοστά που βρήκε ελεύθερα κι έπιασε το κεφάλι
της. Αδύνατον να συνέβαινε ΚΑΙ αυτό σ’ εκείνη. Μα τί είχε κάνει πια;
Τελικά ισχύει. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες. Να
τι έπαθε. Σε τόπο που τα αρπαχτικά χυμάνε λυσσασμένα να βρουν τροφή,
κάθε είδους, για ψυχή και σώμα, εκείνη αποδείχθηκε η τροφή.
Λυσσασμένο αρπαχτικό δεν είχε υπάρξει. Να όμως που μπερδεύτηκε με το
μπουλούκι. Και πιάστηκε κι εκείνη.
Τι θα έκανε τώρα, άγνωστο. Άγνωστη διαδικασία η κατηγορία,
άγνωστη φιγούρα ο ένστολος άντρας που την πλησίασε και της φόρεσε
βραχιολάκια. Κι άγνωστη μεταξύ αγνώστων, χαμένη. Ένα σκοτάδι παντού
κι εκείνη έψαχνε να βρει ένα φως μέσα στα μαύρα σκοτάδια του μυαλού
της. Τυφλή από μίσος για όσα είχε πάθει όλα αυτά τα χρόνια, έσφιγγε τώρα
τις γροθιές της. Είχε αρχίσει να λυσσομανάει ένα θεριό μέσα της. Έτοιμο
να ξεπηδήσει από την αγανάκτηση, όχι γι’ αυτό που της συνέβαινε τώρα
αλλά γενικά για όσα της είχαν συμβεί. Ένιωθε την αδικία να την πνίγει.
Όταν ήρθε η σειρά της, την πήγαν στον αστυνομικό υπηρεσίας. Είχε
χαμηλωμένο το κεφάλι γιατί όλη αυτήν την ώρα που είχε μεσολαβήσει
άρχισε να την πιάνει το φιλότιμο κι η ντροπή. Αυτή εκεί μέσα; Τί θα έλεγε
να ελαφρύνει τη θέση της;

178
Η πεταλούδα της νύχτας

Ο αστυνομικός μόλις την είδε άσπρισε. Ζήτησε να μείνει μόνος μαζί


της και μόλις το άκουσε η Μάγδα σήκωσε τα μάτια της να τον δει
ασπρίζοντας κι εκείνη.
«Δεν το πιστεύω. Μάγδα, εσύ;»
«Κύριε Δάκη, είστε ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να
συναντήσω».
«Να όμως που με συνάντησες. Πότε έφυγες από τη Σύρο και γιατί;»
τη ρώτησε απορημένος.
«Πάνε χρόνια. Τώρα το γιατί, αφήστε το. Ή μάλλον, το βλέπετε».
«Βλέπω γι’ αυτό σε ρωτάω. Αν δεν θυμόμουν τα μάτια σου, μα την
Παναγία θα δυσκολευόμουν πολύ περισσότερο να σε γνωρίσω. Γιατί βρε
κορίτσι μου; Ο Τζίμης δεν φέρθηκε σωστά. Έπρεπε να σε κρατήσει. Τόσο
καλό παιδί και να σε χάσει».
Γέλασε ειρωνικά η Μάγδα κι ο Δάκης το έπιασε.
«Γιατί γελάς; Δεν ήταν καλό παιδί;»
«Τι να λέμε τώρα… αφήστε το καλύτερα. Δεν έχει νόημα να
σκαλίζουμε παλιές πληγές. Ότι έγινε έγινε, εγώ είμαι εδώ κι αυτός στη
Σύρο».
«Όταν σε πρωτοείδα εκείνο το μεσημέρι στο καφέ που δούλευε ο
Τζίμης σε θαύμασα. Μίλησα μαζί του αργότερα κι όταν έμαθα ότι είχατε
σχέση χάρηκα πολύ. Φάνηκε τόσο ευτυχισμένος που σε είχε».
«Κι εγώ ήμουν κύριε Δάκη. Στην αρχή. Αλλά δεν είναι όλα όπως
φαίνονται. Εσείς θα πρέπει να το γνωρίζετε καλύτερα από μένα αυτό».
«Ναι, ναι. Φυσικά», είπε και ξερόβηξε για να κρύψει την ντροπή του
που δεν κατάλαβε τα κρυμμένα μυστικά κοτζάμ αστυνομικός.
«Κύριε Δάκη, σας παρακαλώ. Μπορείτε να μου πείτε τι θα κάνετε μ’
εμένα;» τα μάτια της είχαν γίνει δυο ποτάμια δακρύων έτοιμα να σπάσουν
το φράγμα και να ξεχυθούν. Ο αστυνομικός γνώρισε τη Μάγδα και την
συμπάθησε. Τα μάτια της ήταν γεμάτα καλοσύνη. Μπορεί τώρα να ξέπεσε

179
Φραγκάκη Ειρήνη

και να κατηγορούνταν για πορνεία και κατοχή ηρωίνης, όμως αυτό δεν
αλλάζει τον άνθρωπο. Η καλοσύνη δεν καταστρέφεται, ούτε η ψυχή.
Φθείρεται ο οργανισμός, πονάει η ψυχή. Κι ήταν σίγουρος πως για να
πέσει τόσο χαμηλά αυτό το κορίτσι, κάτι σοβαρό το οδήγησε εκεί.
«Μάγδα μου, έχεις καταλάβει σε πόσο δύσκολη θέση είσαι κι εσύ κι
εγώ;»
«Προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω. Δεν έχω βλάψει ποτέ κανέναν
κύριε Δάκη. Μόνο τον εαυτό μου τιμωρώ και πονάω. Γιατί πρέπει να
κατηγορηθώ γι’ αυτό; Δικαίωμα μου είναι να κάνω ό,τι θέλω μ’ εμένα. Να
πηγαίνω με όποιον θέλω κι όποτε θέλω κι ας είναι για να βγάλω το ψωμί
μου. Να τρυπιέμαι, δικό μου είναι το σώμα μου. Δεν σκότωσα. Με
σκότωσαν», και τα μάτια της δεν κρατήθηκαν και ξεχείλισαν. Και τα
άφησε να τρέξουν. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο ξανά να ποτίσει την
ψυχή της με τη βροχή των δακρύων της. Σαν να περίμενε να φυτρώσει λίγη
ελπίδα και να δοκιμάσει τους καρπούς της κι εκείνη επιτέλους. Μα που; Η
ατυχία της ήταν το αεράκι που τα στέγνωνε πολύ γρήγορα και δεν άφηνε
να κάνουν τη δουλειά τους τα δάκρυα.
Χαμένος κι απορημένος, την κοίταζε ακόμα ο παλιός γνώριμος,
σκεπτόμενος τι θα μπορούσε να κάνει για να αλαφρύνει τη θέση της. Είχε
δίκιο η μικρή. Το έβλεπε. Το ένστικτό του τον προειδοποιούσε πως αν δεν
πρόσεχε θα της έκανε κακό.
«Μάγδα μου, είναι δύσκολη η θέση μου αλλά θα κάνω ό,τι καλύτερο
μπορώ. Σίγουρα δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις έτσι απλά. Το πολύ
πολύ να παραβλέψω την ηρωίνη αφού είναι μόνο για δική σου χρήση κι ας
είναι παράνομο αυτό. Αλλά σε παρακαλώ να με αφήσεις να σε βοηθήσω.
Έχει κάποιο κέντρο που αν το παλέψεις θα γλιτώσεις από αυτόν τον
δαίμονα που έβαλες στα σωθικά σου. Άσε με να σε πάω εκεί και θα
έρχομαι κάθε μέρα να σε βλέπω και να σου κάνω παρέα».

180
Η πεταλούδα της νύχτας

«Δεν νομίζω πως έχω κουράγιο να το παλέψω έτσι κύριε Δάκη.


Αφήστε με καλύτερα όπως είμαι. Το μόνο που ζητάω είναι να μην αλλάζει
η ζωή μου συνέχεια σαν ανεμοδούρα. Αν είναι να ηρεμήσει και να
σταθεροποιηθεί ας είναι κι έτσι».
«Μα δεν το καταλαβαίνεις ότι έτσι φυτοζωείς; Δεν είναι ζωή αυτή
παιδάκι μου. Πεθαίνεις μ’ αυτόν τον δαίμονα που πήγες κι έμπλεξες. Κάνε
τουλάχιστον μια προσπάθεια. Είσαι μικρή, μην το βάζεις κάτω. Πάλεψε
Μάγδα να σωθείς όσο είναι καιρός ακόμα».
«Γιατί, πιστεύετε πως εγώ νομίζω ότι είναι αργά;» τον ρώτησε χωρίς
να περιμένει απάντηση κοιτάζοντάς τον τόσο διεισδυτικά στα μάτια
θέλοντας να φτάσει ο πόνος της μέχρι την ψυχή του. Κάπου έπρεπε να τον
εναποθέσει για να βρουν αποκούμπι τα ψίχουλα ελπίδας που υπήρχαν μέσα
της και να μην χαθούν εντελώς.

Πόσο δύσκολο είναι να βοηθήσεις τον συνάνθρωπό σου, αν ο ίδιος


δεν δέχεται τίποτα κι από πουθενά. Είχε παραδώσει τα όπλα αμαχητί και
σκεφτόταν ότι ήταν αμαρτία κι άδικο για τους ανθρώπους να παραδίνονται
στην κακιά τους μοίρα. Αφού εκείνη δεν έκανε τίποτα για τον εαυτό της
σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει αυτός για να τη βοηθήσει. Το
θεωρούσε χρέος του. Δεν ήταν από τους αστυνομικούς που τον ένοιαζε
μόνο να τιμωρεί τους ενόχους. Πιο μεγάλη σημασία είχε γι’ αυτόν να
βοηθήσει όπου κι όπως πέρναγε από το χέρι του για να καλυτερεύσουν τη
ζωή τους. Να διορθωθούν τα προβλήματά τους. Κι η Μάγδα που δεν είχε
κάποιον να ενδιαφερθεί για ’κείνη, του είχε γίνει έμμονη ιδέα τώρα.
Το μυαλό του έτρεχε με χίλια τόση ώρα και η λύση ήταν μια. Να
κατηγορηθεί μόνο για την πορνεία. Δύσκολο κομμάτι κι αυτό αλλά πιο
ανώδυνο από τα ναρκωτικά.
Μετά από λίγη ώρα σιωπής φώναξε τον αστυνομικό που περίμενε έξω
από την πόρτα του για να οδηγήσει τη Μάγδα ξανά στο κρατητήριο μέχρι

181
Φραγκάκη Ειρήνη

να πάει αυτόφωρο. Ήταν ο ίδιος που την είχε συλλάβει κι έπρεπε να


συνεννοηθεί μαζί του.
«Πήγαινε κορίτσι μου κι ό,τι περνάει από το χέρι μου θα το κάνω.
Φρόντισε σε παρακαλώ να σκεφτείς αυτά που είπαμε».
«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Δάκη και λυπάμαι που ξαναβρεθήκαμε
κάτω από αυτές τις συνθήκες».
Έσκυψε το κεφάλι κι ακολούθησε ξανά τον άντρα που την οδήγησε
εκεί μέσα για να κατέβουν και να περιμένει να έρθει η μέρα που θα
δικαζόταν. Φόβος την έπιασε, τρόμος την τύλιξε σφιχτά σαν μανιασμένο
φίδι που της έκοβε την ανάσα. Αστυνομία, δίκη, δικαστές. Έμεινε
ξάγρυπνη όλη τη νύχτα να στριφογυρνάει και να μην την χωρά ο τόπος.
Άραγε πόσο θέλει κάποιος να κατανοήσει τη ζωή και τι του επιφυλάσσει
κάθε τρεις και λίγο; Πόσα κιλά καρβέλια έπρεπε να φάει για να καταλάβει
κι εκείνη ότι ο δρόμος που είχε πάρει ήταν αδιέξοδο και τώρα αυτός ο
άνθρωπος προσπαθούσε να της δείξει μια μάντρα ελπίδας για να το σκάσει
έστω κι έτσι από τη μιζέρια και τον κακό δρόμο που είχε τραβήξει;

Λάθος η ζωή της, λάθος οι επιλογές της, ένα λάθος που γεννήθηκε.
Αυτές οι σκέψεις φώλιασαν στο μυαλό της κι ήρθαν κι έκατσαν
απρόσκλητες στην ψυχή της που πόναγε κι ένιωθε μοναξιά. Μαρτυρικές
σκέψεις. Μαύρες σαν την τύπισσα που κάθονταν δίπλα της και περίμενε
καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο τόση ώρα για να καλύψει
θαρρείς στο σύννεφο του καπνού, τη μαυρίλα όχι του δέρματος, μα της
ψυχής της κι αυτή. Πολύ θα το ήθελε η Μάγδα να φύγει από ’κει μέσα, να
γίνει η ίδια καπνός και να εξαφανίσει στη θολούρα του τα προηγούμενα.
Ήταν όμως τόσο βαθιά κρυμμένο αυτό το συναίσθημα που δεν έκανε
καμιά προσπάθεια να συμμαζέψει τα συντρίμμια από την κομματιασμένη
της ζωή.

182
Η πεταλούδα της νύχτας

Κεφάλαιο 14

Εφτά το πρωί και βρισκόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου


περιμένοντας τη σειρά της. Ένας αριθμός κι ένα χρονικό περιθώριο που θα
καθορίσει την μοίρα της. Δεν ξέρει τι θα ήταν καλύτερο. Άντρας ή γυναίκα
δικαστής; Σε κάποιες συζητήσεις μέσα στο κρατητήριο άκουσε ότι οι
γυναίκες είναι πιο σκληρές. Πάλευε με το είναι της να μην χάνει ελπίδες.
Πάλευε με τους δαίμονες που την είχαν κυριεύσει από τη στέρηση.
Φοβόταν να βρεθεί αντιμέτωπη με το μεγάλο κατηγορώ της κοινωνίας.
Θα είχαν κάθε δίκιο να την τιμωρήσουν αφού δεν ήξεραν την ιστορία της.
Θα είχαν κάθε άδικο αν δεν την ψάξουν. Για να φτάσει ένας άνθρωπος στο
σημείο του εξευτελισμού της προσωπικότητάς του, κάτι τον έχει οδηγήσει
εκεί. Αυτό έπρεπε να ερευνηθεί. Ή τουλάχιστον αυτό έπρεπε να γίνεται.
Γιατί η Μάγδα έπεσε τόσο χαμηλά; Ποιος θα την υπερασπιζόταν;
Μόνο τρεις άνθρωποι ήταν εκεί. Τρεις ψυχές που την εμπιστεύτηκαν και
την αγάπησαν. Που θέλησαν το καλό της εξ’ αρχής. Καθόταν η Μάγδα στο
εδώλιο του κατηγορουμένου, στέκονταν βράχοι οι τρεις υπερασπιστές της
περιμένοντας τη σειρά τους. Ας είναι καλά ο κύριος Δάκης, που της
επέτρεψε κρυφά να τηλεφωνήσει όπου ήθελε για να βοηθηθεί. Δεν είχε και
πολλές επιλογές. Ο ένας ήταν ο ίδιος, που δεν χρειάστηκε να του το
ζητήσει. Της πρόσφερε τη βοήθειά του μόνος. Η πρώτη κλήση ήταν στον
Αιμίλιο. Με μεγάλη ντροπή αλλά έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα έκανε
στην άκρη κάθε ενδοιασμό και του τηλεφώνησε. Δεν περίμενε διαφορετική
απάντηση. Η αγάπη που της είχε, εξακολουθούσε να είναι γι’ αυτόν το Α
και το Ω. Την περίμενε ακόμα.
«Έχω ανάγκη την βοήθειά σου αλλά μην μου ζητήσεις τίποτα για
αντάλλαγμα σε παρακαλώ».
«Πόσο λίγο με ξέρεις βρε Μάγδα», της είπε στεναχωρημένος που
έκανε τέτοιες σκέψεις γι’ αυτόν.

183
Φραγκάκη Ειρήνη

«Συγνώμη», είπε δειλά μετανιώνοντας για τα λόγια προσβολής.


«Μην μου ζητάς συγνώμη αγάπη μου. Στο είπα πως θα είμαι εδώ ό,τι
κι αν χρειαστείς και δεν το παίρνω πίσω. Στη φωτιά πέφτω για σένα».
«Σ’ ευχαριστώ Αιμίλιε. Θα στο χρωστάω».
«Δεν μου χρωστάς τίποτα. Θα τα πούμε στο δικαστήριο. Σ’ αγαπάω,
να το θυμάσαι».
Το δεύτερο τηλεφώνημα ήταν στην Ερασμία. Ούτε εκείνη της
αρνήθηκε.
«Καλύτερα κι από κόρη είσαι μικρή μου. Αν δεν είμαι δίπλα σου
τώρα που με χρειάζεσαι, πότε θα βρεθώ; Να μην ανησυχείς, όλα καλά θα
πάνε».
«Αχ Ερμιόνη μου. Δεν ξέρω τι να πω».
«Τίποτα να μην πεις. Να έχεις πίστη, φτάνει αυτό».
Ανάμεικτα τα συναισθήματα. Χαρά που υπήρχαν έστω κι αυτοί οι
άνθρωποι να σταθούν δίπλα της, απογοήτευση για τη θέση που βρισκόταν,
φόβος για το πώς θα εξελισσόταν η δίκη, ντροπή που τους έφερνε σ’ αυτή
τη θέση.

Τα πρόσωπα σκληρά, με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά τους για να


μην φαίνεται η παραμικρή συμπόνια που ίσως να ένιωθαν για κάποιους
από τους κατηγορουμένους. Έπρεπε να είναι ανέκφραστοι, το καθαρό
πρόσωπο ήταν γι’ αυτούς απαιτούμενο εργαλείο για το λειτούργημά τους.
Δεν είναι εύκολο να είσαι αντικειμενικός ούτε να παίζεις απλά με τις
πιθανότητες, της κάθε υπόθεσης. Κοίταγε η Μάγδα τους δικαστές της και
προσπαθούσε να μαντέψει αλλά ήταν άδικος κόπος. Δεν υπήρχε περίπτωση
να καταλάβει ούτε μία στο εκατομμύριο τι είχαν στο μυαλό τους. Αν θα
την λυπηθούν, αν θα την κατηγορήσουν. Κι όσο πιο πολύ ανέκφραστοι
ήταν, τόσο περισσότερο μεγάλωνε ο φόβος της.

184
Η πεταλούδα της νύχτας

Η κατηγορία διαβάστηκε δυνατά κι η Μάγδα ένιωσε τα μάγουλά της


να καίγονται. Ντράπηκε όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της. Πόρνη, επί χρήμασι
εκδιδόμενη. Αυτή ήταν η κατηγορία. Κι ήθελε να ανοίξει η γη να την
καταπιεί.
Η υπεράσπιση των τριών ανθρώπων, ήταν κάτι το οποίο την έκανε να
καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα που είχαν
λιμνάσει στα μάτια της. Την έκαναν να μοιάζει με αθώο παιδάκι που το
εκμεταλλεύτηκαν. Αλλά αυτό ακριβώς ήταν. Μια ζωή εκμετάλλευση, από
ανθρώπους μα και από την ίδια της τη ζωή. Μεγάλωσε κι αφέθηκε να
δέρνεται από τη μοίρα της και να δέχεται κάθε παιχνίδι που έπαιζε πίσω
από την πλάτη της.
Η ίδια δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της όπως έπρεπε.
Ένιωθε ντροπή για όσα κατηγορούνταν μα και για όσα ήξερε η ίδια και δεν
είχαν ειπωθεί. Λέξεις που δεν μπορούσε να ξεστομίσει ανέβαιναν μέχρι το
λαρύγγι της αλλά ξανακατέβαιναν χωρίς να εκτελέσουν το ιερό τους έργο.
Η Ερμιόνη που ήξερε τα πάντα για ’κείνη δεν άφησε να πέσει τίποτα κάτω.
Εδώ παίζεται η τύχη του κοριτσιού μου, σιγά μην σκεφτώ αν ντραπεί.
Αυτή είναι τόσο δειλή ακόμα, που είναι ικανή να μην ανοίξει καθόλου το
στόμα της, σκεφτόταν και συνέχιζε με πιο πολύ πάθος την υπεράσπιση της
Μάγδας.
Ο κύριος Δάκης που είχε γνωρίσει ένα εργατικό παιδί στη Σύρο είπε
τα καλύτερα γιατί έτσι τη γνώρισε. Το να βρεθεί ένας άνθρωπος
μπλεγμένος από τη μια στιγμή στην άλλη για ’κείνον δεν ήταν απόλυτα
κατακριτέο.
«Γνώρισα τη Μάγδα ένα αθώο κορίτσι, μια ψυχή από τις λίγες που
κυκλοφορούν στον σκληρό μας κόσμο αυτή τη στιγμή. Είμαι σίγουρος ότι
όλα είναι θέμα ατυχίας και σας μιλάω και ως παλιός γνωστός της αλλά και
ως αστυνομικός. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου και πιστέψτε με ξέρω να
ξεχωρίζω το σκάρτο πράγμα. Μια ευκαιρία χρειάζεται κι ένα χέρι να την

185
Φραγκάκη Ειρήνη

κρατήσει. Ας τη δώσουμε όλοι σε αυτό το νέο κορίτσι που το έχει μεγάλη


ανάγκη».
Ρίσκο τα λόγια του. Δεν είναι δυνατόν να πατρονάρει κάποιος αυτούς
τους ανθρώπους που επίσης η θέση τους είναι δύσκολη. Πόσο μάλλον ένας
άνθρωπος που ανήκε κι εκείνος στον νόμο εκπροσωπώντας τον.
Ο Αιμίλιος μίλησε με πολύ αγάπη και καλοσύνη για το κορίτσι που
πήρε από το νησί κι έζησε μαζί του τόσο καιρό. Τα μάτια του έγιναν κι
εκείνου λίμνες που στάθηκαν τα δάκρυα από την έλλειψη αλλά και τον
φόβο μην την χάσει για πάντα. Γνώριζε πόσο ευαίσθητη ήταν κι αυτό
τόνισε. Πως η Μάγδα του, χρειάζεται βοήθεια κι ένα χέρι να την κρατήσει
για να γυρίσει πίσω στην πραγματική ζωή κι όχι σ’ αυτήν που είχε
δημιουργήσει. Έπρεπε να τη βοηθήσουν να σταματήσει τον κατήφορο που
είχε ξεκινήσει. Κι εννοούσε φυσικά το δικό του χέρι.
«Αν την κοιτάξετε βαθιά, αν ακούσετε σε λίγο τα λόγια της, θα
διαπιστώσετε μόνοι σας πόσο καλός άνθρωπος είναι. Δεν έχει βλάψει ποτέ
κανέναν άλλον πέραν από τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτό της έμαθαν κάποιοι
κι αυτό συνέχισε να κάνει. Είναι βασανισμένο κορίτσι κύριοι δικαστές. Δεν
ζητάω τη συμπόνια σας μα την κατανόησή σας για τα λάθη που κάνουμε
όλοι ως άνθρωποι».
Γύρισε και κοίταξε τη Μάγδα που τώρα είχε αφήσει τον χείμαρρο των
ματιών της ελεύθερο κι έτρεχε βουβά. Κάθισε στην καρέκλα του βαρύς,
όπως βαριά καθόταν κι όλη η αγάπη στην καρδιά του.
Όταν ήρθε η σειρά της Μάγδας ν’ απολογηθεί, δέθηκε κόμπος η
γλώσσα της. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει και τι ν’ αφήσει. Μα μόλις σήκωσε
τα μάτια της πάνω από το κεφάλι του δικαστή και είδε την Παναγία στην
εικόνα να την κοιτά λυπημένη, λύθηκε ο κόμπος κι άφησε τη ζωή της να
ξετυλιχθεί σαν κουβάρι που τώρα το ξεμπέρδευε κι έβρισκε κι εκείνη
πατήματα για να εξιλεωθεί. Δεν λύγισε. Στάθηκε περήφανα μπροστά στους
ξένους και τους άνοιξε την καρδιά της. Μίλησε για τον πατέρα της κι όσα

186
Η πεταλούδα της νύχτας

τράβηξε, για τη μάνα της που πόναγε κοντά του και που τον τιμώρησε και
τιμωρήθηκε κι αυτή. Για τον Τζίμη και τον θείο του δεν είπε πολλά αλλά
και τα λίγα που ανέφερε ήταν ίσα για να δικαιολογήσει τη ζωή της στο
νησί. Δεν ήθελε να τους κάνει κακό κι αν έλεγε έστω τα μισά από όσα
πέρασε κοντά τους και τι την έβαζαν να κάνει, το σίγουρο ήταν πως σε
λίγο καιρό θα ήταν εκείνοι στη θέση που βρίσκονταν αυτή τώρα. Μίλησε
για τον Αιμίλιο και τη ζωή μαζί του. Πόσο την αγάπησε αυτός ο άνθρωπος.
Πόσο την αγαπάει ακόμα.
«Δεν θέλω να με λυπηθείτε, δεν θέλω να με καταλάβετε. Αυτό που
επιθυμώ είναι να με “δείτε”. Και μαζί μ’ εμένα να δείτε πόσα κορίτσια
φτάνουν σ’ αυτό το σημείο από τη μια στιγμή στην άλλη. Καμιά γυναίκα
δεν γεννιέται για να κάνει αυτό που η φύση, της έδωσε ως ευλογία. Θέλω
να “δείτε” -με όποιον τρόπο- αυτές τις ξεχασμένες ψυχές που τριγυρνάνε
σαν άδικες κατάρες και δεν έχουν που την κεφαλή κλείνη, και δεν είναι
πάντα από δικιά τους επιλογή όπως δεν ήταν κι η δικιά μου. Πέρασα καλά
και καθόλου φτωχικά ως ένα σημείο. Τον τελευταίο καιρό που δεν είχα
καλά καλά να φάω, άρχισα να γίνομαι ένα με όλους αυτούς που ψάχνουν
στα σκουπίδια, που απλώνουν το χέρι, που κατεβάζουν το κεφάλι από
ντροπή και ζητάνε ψίχουλα. Με κάθε τρόπο. Δεν υπάρχουν και πολλές
επιλογές. Ένα κι ένα κάνει δύο, αυτό έμαθα. Το λάθος μου άργησα να το
συνειδητοποιήσω και πραγματικά δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να το
διορθώσω. Ίσως χρειαστεί πολύς χρόνος. Ίσως να μην χρειάζεται καθόλου
και να είναι ήδη αργά. Ζητώ συγνώμη από εσάς που υπηρετείται το δίκαιο,
ζητώ συγνώμη ενώπιον όλων σας από τον Θεό που στάθηκα αδύναμη.
Ζητώ συγνώμη για πρώτη φορά από εμένα την ίδια που δεν με
προστάτεψα, μα δεν ήξερα».
Έσκυψε το κεφάλι, γύρισε και κάθισε στο εδώλιο και περίμενε με
αγωνία να τελειώσουν τη συνεδρίαση οι δικαστές. Είχε ανοίξει την ψυχή
της. Δεν φώναξε, δεν έγινε καμιά έκρηξη όπως περίμενε. Μετά την

187
Φραγκάκη Ειρήνη

υπεράσπισή της από τους ανθρώπους που ήθελαν να τη βοηθήσουν,


καταλάγιασε το θεριό μέσα της. Σαν κάποιος να του χάιδεψε το κεφάλι.
Σαν κάποιος να του έκοψε το λουρί που το είχαν δεμένο τόσα χρόνια κι
ένιωσε ξαφνικά ελεύθερο.
Οι δικαστές επέστρεψαν κι όλοι στην αίθουσα σηκώθηκαν όρθιοι ως
ένδειξη σεβασμού.
Τα λόγια τους βάλσαμο στις πληγές της. Αθώα. Με την ευχή να βρει
τον εαυτό της.
Ο Αιμίλιος, η Ερμιόνη, ο κύριος Δάκης, βρέθηκαν δίπλα της με μιας,
όλο χαμόγελα. Ανακουφισμένοι και οι τρεις τους την αγκάλιασαν. Δεν της
είπαν τίποτα παρά την κοίταξαν στα μάτια. Έκαναν βουτιά στην ψυχή της
για να την ταράξουν και να την ξυπνήσουν για τα καλά. Αυτό είχε ανάγκη
τώρα το κορίτσι με τα μελιά μάτια. Να στάξει η αγάπη τους σαν το μέλι
και να τη γλυκάνουν.
Ο Αιμίλιος πήγε λίγο πιο κοντά της και της κράτησε το χέρι.
«Στο ξαναλέω και μην το ξεχάσεις. Και προς Θεού μην το πάρεις ότι
το ζητάω ως αντάλλαγμα. Είμαι εδώ. Έλα μαζί μου σε παρακαλώ. Σε
χρειάζομαι για να ζήσω Μάγδα. Κι εσύ με χρειάζεσαι για να βρεις τη
γαλήνη σου».
Δεν απάντησε, του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. Ήταν
αρκετό για να τον κάνει να καταλάβει πως η απόφασή της, προς το παρόν
τουλάχιστον, δεν είχε αλλάξει. Θα γύρναγε στο δωματιάκι της παρέα με
την Ερμιόνη. Εκεί ήταν η θέση της. Δεν ένιωθε σιγουριά πουθενά αλλού.
Δεν ήθελε πλούτη τώρα πια. Μόνο ηρεμία. Κι αυτή θ’ αναζητούσε. Θα
προσπαθούσε να βρει μια δουλειά της προκοπής όπως της είχε πει σε
κάποια συζήτηση η Ερμιόνη. Θα πάλευε να βρει την ψυχή της. Κι αν τα
κατάφερνε θα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που θα ήταν νικήτρια. Τον
τρόπο δεν τον γνώριζε γιατί ποτέ δεν είχε παλέψει για να ξέρει το κόστος

188
Η πεταλούδα της νύχτας

μα κι αυτό θα το πλήρωνε. Άλλωστε ως τώρα πλήρωνε τα χρέη άλλων.


Καιρός να πληρώσει για κάτι σωστό. Μόνο για ’κείνη.

189
Φραγκάκη Ειρήνη

Κεφάλαιο 15

Δεν θέλησε ποτέ ξανά να γιορτάσει τα χρόνια που πλάκωναν ένα ένα
σαν πέτρινοι βράχοι το δρόμο της. Δεν ήθελε να ξανακούσει να ζήσεις
Μαγδούλα και χρόνια πολλά. Ήθελε χρόνια καλά και ήρεμα χωρίς ευχές,
μόνο με την πραγματικότητα του σήμερα.
Εκείνο το πρωί, των τριάντα τριών της χρόνων, η Ερμιόνη έλειπε για
εξωτερικές δουλειές. Η Μάγδα μόνη, την περίμενε στο σαλόνι ώσπου
κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ανοίγοντάς την, έμεινε να κοιτάζει στήλη
άλατος τον απρόσμενο κι απρόσκλητο επισκέπτη. Ήταν ο μοναδικός
άνθρωπος που δεν περίμενε να δει. Ούτε καν ο τελευταίος. Ο Τζίμης με
ένα διάπλατο χαμόγελο κι ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.
«Καλημέρα Μάγδα».
«Γεια σου Τζίμη. Πως από ’δω;» ρώτησε χωρίς να κρύψει την
έκπληξή της.
«Ήμουν στην Αθήνα για δουλειές κι είπα να περάσω να σε δω. Μην
με ρωτήσεις πως σε βρήκα. Ξέρεις ότι άνθρωποί μας υπάρχουν παντού κι
είναι τσακάλια», είπε κλείνοντάς της το μάτι.
«Σε παρακαλώ να φύγεις. Έχω αλλάξει. Δεν είμαι η Μάγδα που
ήξερες».
«Κι όμως εγώ βλέπω ότι είσαι ακόμα πολύ όμορφη. Δεν μπορεί να
ξέχασες όσα περάσαμε μαζί; Κι ας έφυγες σαν τον κλέφτη».
«Έφυγα και το γνώριζες, δεν σου έκρυψα κάτι. Σε παρακαλώ πολύ
Τζίμη, μου κάνει κακό που σε βλέπω. Καλή τύχη», ευχήθηκε κι έκανε να
κλείσει την πόρτα. Όμως το πόδι του Τζίμη πρόλαβε και σφήνωσε και
χωρίς να βάλει δύναμη την άνοιξε και μπήκε σαν κύριος μέσα.
«Δεν θα φτιάξεις καφεδάκι να θυμηθούμε τα παλιά»;
«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα;»

190
Η πεταλούδα της νύχτας

«Ω, έλα τώρα. Στο όνομα της παλιάς μας αγάπης κάνε μια θυσία
ακόμα. Τί θα πάθεις αν καθίσεις λίγο μαζί μου; Δεν θα σε φάω».
«Ένα καφέ κι έφυγες Τζίμη. Τίποτα άλλο», είπε όσο πιο ευγενικά
μπορούσε.
«Εντάξει πριγκηπέσα μου!»
Όσο έπιναν τον καφέ τους, η Μάγδα είχε στραμμένο το κεφάλι της
αλλού κι ο Τζίμης της έλεγε τι άλλαξε από τότε που έφυγε. Δεν έκανε
καμιά αναφορά σε άλλες γυναίκες, παρά μόνο για τον θείο του και το
μαγαζί της έλεγε.
«Δεν θα με ρωτήσεις αν είμαι μόνος μου;»
«Δεν έχω τέτοια απορία. Εύχομαι να είσαι καλά και μέχρι εκεί. Δεν μ’
ενδιαφέρει να γνωρίζω κάτι άλλο για τη ζωή σου. Πέρασε πολύς καιρός
που χώρισαν οι δρόμοι μας Τζίμη. Δεν νομίζεις ότι είναι περιττό να
σκαλίζουμε τα περασμένα;»
Πρώτη φορά στη ζωή της ήταν τόσο ήρεμη κι ας ήταν αρνητική σε
κάτι. Άλλοτε θα χαλούσε τον κόσμο, θα κατέβαζε Θεούς και δαίμονες.
Τώρα όμως ήταν ένα ήσυχο κορίτσι που πάλευε να βρει τις ισορροπίες της.
Όπως το κορίτσι που έφτασε πριν χρόνια στη Σύρο. Τώρα όμως
κουβαλούσε εμπειρίες και γνώση.
«Μάγδα, δεν σε ξεπέρασα ποτέ. Από τότε που σε έχασα είμαι από ’δω
κι από ’κει, έρμαιο στα χέρια κάθε ξελιγωμένης προσπαθώντας να σε
ξεχάσω. Μάταια όμως. Είσαι η μοναδική γυναίκα στη ζωή μου που
αγάπησα πραγματικά».
Τον κοίταγε κι απορούσε με το θράσος του. Δεν την ένοιαζε αν όλα
αυτά ήταν αλήθεια. Δεν την ένοιαζε αν προσπαθούσε να τη “ρίξει” ξανά με
τα γνωστά του τεχνάσματα. Την απασχολούσε το πόσο ηλίθια την
θεωρούσε ακόμα και τώρα. Μετά από τόσο καιρό που εκείνος δεν
μπορούσε να γνωρίζει τι είχε μεσολαβήσει στη ζωή της. Κι όμως ήταν εκεί,

191
Φραγκάκη Ειρήνη

να την κοιτάει σαν τρελός από πόθο κι αγάπη ή τουλάχιστον αυτό έδειχνε
παίζοντας πολύ καλά τον ρόλο του για ακόμα μία φορά.
Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα χωρίς να μιλήσει και του την έδειξε. Ο
Τζίμης την πλησίασε και την κράτησε δυνατά από το μπράτσο.
«Δεν τελειώσαμε εμείς οι δυο. Θα ξαναέρθω. Έχουμε μέλλον Μάγδα
κι ας μην το βλέπεις».
Δεν απάντησε. Γύρισε απογοητευμένη και κλείνοντας την πόρτα πίσω
της ένιωσε ακόμα μια φορά να διαλύεται.
Άσχημες οι επιλογές που είχε κάνει στη ζωή της. Στα τριάντα τρία της
έκανε τον απολογισμό που άλλοι κάνουν στα γεράματα. Μα, έτσι ένιωθε κι
εκείνη. Γριά. Μόνη. Γερασμένη στην ψυχή, όχι στο κορμί. Κουράστηκε να
παλεύει.
Ανέβηκε στο δωμάτιό της με τα βήματά της να σέρνονται. Σαν σκιά
ένιωθε τον εαυτό της. Ένα τίποτα που δεν έχει να δώσει. Ακόμα κι αν
μέχρι χθες ένιωθε κάπως τυχερή που αποζημιώθηκε γνωρίζοντας αυτούς
τους τρεις ανθρώπους που την αγάπησαν πραγματικά, τώρα μετά την
συνάντηση με τον Τζίμη τα πάντα κατέρρευσαν. Συνειδητοποιούσε την
αχρηστία της ύπαρξής της. Όσο κι αν βαθιά μέσα της ένιωθε ότι αυτό ήταν
άδικο για εκείνη γιατί δεν είχε φταίξει. Ίσως το μόνο φταίξιμό της, να ήταν
που αφέθηκε στη μοίρα που άλλοι όρισαν. Αν είχε τη δύναμη ν’ αντιδράσει
όταν ήταν ακόμα νωρίς, αν κατάφερνε τότε να τιθασεύσει το μυαλό της
αντί να το αφήσει έρμαιο στον λευκό πόθο της καταστροφής της, αν είχε
μάθει να επιλέγει τους ανθρώπους που έβαζε στη ζωή της κι όχι να δέχεται
με κλειστά μάτια τον κάθε επισκέπτη που έκανε αρμένικη βίζιτα στην
ύπαρξή της, αν… αν… αν…
Η μόνη της επιλογή έγινε στην ουσία όταν γνώρισε την Ερμιόνη, τη
γυναίκα που έγινε μάνα της, τον κύριο Δάκη που ήταν δίπλα της τόσο
καιρό και την προστάτευε κι ο Αιμίλιος που εδώ κι έξι μήνες από τη μέρα
της δίκης, την επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μέρα. Της έφερνε ένα σωρό

192
Η πεταλούδα της νύχτας

πράγματα για να της κάνει λίγο πιο εύκολη την επανένταξή της στην
κοινωνία. Δουλειά δεν είχε βρει, ούτε σκάλα να καθαρίσει. Κι ένιωθε
άσχημα που βασιζόταν στην Ερμιόνη και τον Αιμίλιο. Αλλά το είχε πάρει
απόφαση, στον δρόμο να μην ξαναγυρίσει. Όσο δύσκολη κι αν ήταν η
επιβίωσή της, δεν υπήρχε περίπτωση τώρα που είχε κόψει τα ναρκωτικά
και το πεζοδρόμιο να κυλήσει στον βούρκο. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό
της.
Είχε δίπλα της τον Αιμίλιο και την Ερμιόνη που τη στήριζαν και δεν
είχε τον φόβο της μοναξιάς και του εξευτελισμού. Οι ώρες της πέρναγαν
πολύ αργά αφού οι ασχολίες της ήταν ελάχιστες. Λάτρευε μόνο να
τραγουδάει. Και το έκανε συχνά. Σκάρωνε στίχους που μίλαγαν για τη ζωή
της. Για τον πόνο που είχε κάψει τα σωθικά μα και τη σωτηρία που είχε
βρει.
Κι όμως αυτή η απροσδόκητη συνάντηση με τον Τζίμη, τριγύρναγε
στο μυαλό της και την έφερνε κοντά στην κατάθλιψη και την
απομάκρυνση από τα πάντα. Ότι έκανε ήταν σε μια απόλυτα τρομακτική
σιωπή. Όμως οι μόνοι που τρόμαζαν απ’ όλο αυτό ήταν η Ερμιόνη κι ο
Αιμίλιος. Η Μάγδα απλά το περνούσε. Αβίαστα άφηνε τη ζωή της να
κυλάει σε ρυθμούς αργούς όσο αργά κι υπομονετικά περίμενε και το τέλος
της.

Τρεις και μισή τη νύχτα κι ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Την απέφευγε
συστηματικά τον τελευταίο καιρό, τόσο που το κορμί της είχε εξαντληθεί.
Το ραδιόφωνο δίπλα της έπαιζε χαμηλά για να μην την ακούσει η Ερμιόνη
και τη μαλώσει πάλι που δεν προσπαθούσε να κοιμηθεί για να
ξεκουραστεί. Ένας σταθμός έπαιζε καινούριες επιτυχίες κι ο εκφωνητής
διάβαζε με τρυφερή φωνή τις αγαπησιάρικες αφιερώσεις που έκαναν τα
ζευγαράκια.

193
Φραγκάκη Ειρήνη

Ώσπου μια μελωδία, της φάνηκε γνωστή και η φωνή επίσης. Η


αφιέρωση έλεγε “από τον αλήτη του δρόμου, στη Μάγδα την πριγκίπισσα,
με την ευχή να βρει την αλήθεια της ζωής της”.
Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. Ναι, αυτή η φωνή ήταν η δική του.
Ναι, αυτά τα λόγια ήταν της δικής της ψυχής. Ναι, αυτός ο πόνος που η
φωνή του έβγαζε τόσο δειλά αλλά μαγικά, ήταν ο δικός της. Και χωρίς να
το περιμένει, τώρα τον μοιράζονταν με εκατομμύρια ανθρώπους. Πως,
γιατί, ποιος. Απορίες που έσπαγε το κεφάλι της για να βρει τις απαντήσεις.
Εκείνο το βράδυ, αυτός ο ξένος που δεν κοιμήθηκε τελικά μαζί της. Αυτός
ο κουρελής άγνωστος, που μαζί του ταξίδεψε λευκά κι άφησε την ψυχή της
ελεύθερη για λίγο. Δεν ήταν κακός τώρα που τον θυμόταν πιο καθαρά.
Αντιθέτως ήταν κι εκείνος πονεμένος. Ριγμένος στη ζωή κι απλά έψαχνε
κάποιον που θα τον καταλάβαινε για να πει τον πόνο του. Έστω κι αν
αυτός ο κάποιος ήταν η άγνωστη Μάγδα. Ήταν λοιπόν εκείνος που την
παρακάλεσε να του τραγουδήσει δεύτερη φορά το ίδιο τραγούδι. Το δικό
της τραγούδι.

Όνειρα κι ελπίδες ταξιδεύουν


ως τον ουρανό μου θ’ ανεβούν
στάχτες απ’ τα δάκρυα θα πέσουν
που όλα αυτά τα χρόνια με πονούν.

Αλήθειες ζωής, αλήθειες και ψέματα


Αλήθειες που πονάνε τις μέρες που κυλάνε
και όλα τ’ άλλα ψέματα.
Αλήθειες ζωής αλήθειες και ψέματα
όλα μαζί, όλα αυτά
στης ψυχής τ’ αφανέρωτα.

194
Η πεταλούδα της νύχτας

Από αγάπες κι έρωτες που πήρα


Ψέμα, λάθη και υπερβολές
Χόρτασα τ’ ατέλειωτα ταξίδια
την υποκρισία στις ψυχές.

Αλήθειες ζωής, αλήθειες και ψέματα


Αλήθειες που πονάνε τις ώρες μου μετράνε
Στης μοίρας τ’ αφανέρωτα.
Αλήθειες ζωής αλήθειες και ψέματα
όλα μαζί, όλα αυτά
στα παιχνίδια που έμαθα.

Τα μάτια της έγιναν λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν. Έτρεχαν


ασταμάτητα. Σηκώθηκε με κόπο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
Άκουγε, κοίταγε το ραδιόφωνο, μέχρι που μια λάμψη της τράβηξε την
προσοχή από τον φωταγωγό. Δακρυσμένη όπως ήταν, χωρίς να φοβάται
αλλά νιώθοντας ένα παράξενο δέος, κατευθύνθηκε προς την εκτυφλωτική
λάμψη. Ένα χάδι στα μαλλιά. Ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο κι η μορφή
του αγγέλου βρέθηκε ξάφνου μπρος στα μάτια της να της χαμογελάει.
Με χείλη ακίνητα τον άκουσε να της λέει…
«Μην φοβάσαι Μάγδα, εδώ είμαι. Δεν έφυγα ποτέ. Ό,τι κι αν
αποφασίσεις εγώ θα σε αγαπάω και θα είμαι μαζί σου. Δεν θα σε προδώσω
και δεν θα σ’ αφήσω».
«Με άφησες τόσες φορές όμως. Όταν σε χρειαζόμουν δεν ήσουν
εκεί», του απάντησε θλιμμένα.
«Όχι, όχι. Πάντα ήμουν εκεί. Εσύ δεν με χρειάστηκες. Εσύ δεν είχες
ανάγκη τις συμβουλές μου. Εγώ υπήρχα μέσα στη σκέψη σου όμως εσύ
την άφηνες να προσπερνάει. Δεν ακολούθησες τα σημάδια μου. Φοβόσουν

195
Φραγκάκη Ειρήνη

Μάγδα. Μα να θυμάσαι. Ακόμα κι έτσι, εγώ σ’ αγαπάω για τις επιλογές


σου γιατί δεν θέλησαν το κακό κανενός».
«Και τι σημασία έχει. Όλα λάθος ήταν. Κι εσύ τί είσαι; Ένα όνειρο.
Μια αλήθεια δεν βρέθηκε να με κρατήσει».
«Εγώ είμαι η αλήθεια σου. Πάντα πίστευες σ’ εμένα και με περίμενες.
Μην διστάζεις τώρα. Μην αφήνεις τον εαυτό σου ν’ αμφιβάλει. Αφέσου
Μάγδα. Στην αγάπη μου».
Η φωνή του εκφωνητή διέκοψε τη συζήτησή τους. Το τραγούδι είχε
αγγίξει πολύ κόσμο και ζήτησαν να το ακούσουν ξανά. Κι η Μάγδα το
άκουγε ξανά, πιο απορροφημένη αυτή τη φορά από τα ίδια της τα λόγια.
Κοίταξε τον άγγελό της και μετά το κενό που βρισκόταν από κάτω.
«Πως σε λένε»; τον ρώτησε με τα μάτια της έτοιμα να γεμίσουν ξανά.
«Με λένε Άγγελο. Ο δικός σου ο άγγελος λέγεται Άγγελος».
«Μ’ αρέσει πολύ αυτό Άγγελε. Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις
που δεν σε άκουσα;»
«Δεν είμαι Θεός Μάγδα μου. Εκείνος μόνον συγχωρεί. Εγώ είμαι εδώ
για να σε προσέχω και να σε ακολουθώ σε κάθε σου βήμα».
«Τότε χαίρομαι που δεν θα μείνω μόνη μου Άγγελε. Άγγελέ μου».

Έκλεισε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Την τελευταία.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, ένα δάκρυ κύλησε κι από τα
μάτια του Άγγελου.
Πέταξε.
Αφέθηκε.
Στα όνειρα που δεν έκανε ποτέ.
Στις επιθυμίες που δεν πραγματοποίησε.
Πέταξε.
Χωρίς φτερά.

196
Η πεταλούδα της νύχτας

Η απογείωση νοητή… η προσγείωση πραγματική.


Κι επώδυνη!

«Καλό ταξίδι στον καινούριο σου προορισμό μικρή μου… καλή


αντάμωση».

Τέλος

197
Φραγκάκη Ειρήνη

Ένα δυνατό ράπισμα στο πρόσωπο, όλων ημών των καναπεδάκιδων,


που τα πραγματικά βασανιστήρια που μπορεί η ζωή να σε υποβάλει,
νομίζουμε ότι μπορούμε να τα βλέπουμε μόνο μέσα από μεσιμεριανάδικες
εκπομπές.
Αλλά η ζωή, αν και δεν βλέπει τηλεόραση, σκηνοθετεί τα ποιο τρελά, τα
πιο απίθανα και τα πιο θανατηφόρα σενάρια που συμβαίνουν καθημερινά
γύρω μας και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι, γιατί τα σενάρια της ζωής δεν
είναι για τηλεθέαση, δεν είναι για δωρεάν μπανιστήρι στη δυστυχία του
άλλου, δεν προσφέρονται για άρτο και θεάματα στα σύγχρονα τηλεοπτικά
Κολοσσέα.
Μια βόλτα στα στέκια της παρακμής, θα σας ψυλλιάσει για το τι
συμβαίνει εκεί, μέσα στα μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα και στις σκιές που
δεν τις είδε ποτέ ο ήλιος, η ιστορία αυτή θα σας κάνει να ζήσετε τη φρίκη
της παρακμής, σαν να ζούσατε στα Σόδομα την τελευταία τους ημέρα ή
μάλλον, την τελευταία τους νύχτα.
Γεώργιος Δ. Σαμαρτζής

198
Η πεταλούδα της νύχτας

Το βίντεο του τραγουδιού μπορείτε να το απολαύσετε δωρεάν στην


παρακάτω διεύθυνση:
https://www.youtube.com/watch?v=sJ25Mq8Q5MQ

Όταν το 2013 πρωτοκυκλοφόρησε το παρόν βιβλίο, κάποιοι αναγνώστες


εξέφρασαν την επιθυμία για ένα διαφορετικό “τέλος”.
Σας δίνω λοιπόν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσετε τη φαντασία και την
ψυχή σας και να διαμορφώσετε το δικό σας ΤΕΛΟΣ, με προσωπικό
μήνυμα στην διεύθυνση: eirinifragaki@gmail.com.

Όταν μαζευτεί ο επιθυμητός αριθμός συμμετοχών θα γίνει κλήρωση


και θα κερδίσετε ένα επιπλέον βιβλίο μου και το τέλος που θα κερδίσει θα
μπει σε επόμενη επανέκδοση με το όνομα του νικητή.

Σας ευχαριστώ που είστε κοντά μου!

Με όλη μου την αγάπη και εκτίμηση


Ειρήνη Φραγκάκη

199

You might also like