Professional Documents
Culture Documents
Η Πεταλούδα Της Νύχτας
Η Πεταλούδα Της Νύχτας
2
Η πεταλούδα της νύχτας
3
Φραγκάκη Ειρήνη
Τον κόσμο που οι άγγελοι δεν έχουν λευκά φτερά… τον κόσμο που
βιάζουν κορμιά και όνειρα!
4
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 1
5
Φραγκάκη Ειρήνη
6
Η πεταλούδα της νύχτας
7
Φραγκάκη Ειρήνη
8
Η πεταλούδα της νύχτας
του μπορεί να μην ήταν φανερή αλλά η αύρα που αισθανόταν η Μάγδα
ήταν πάρα πολύ έντονη. Ένιωσε την ανάγκη ν’ ανοίξει τα μάτια της αλλά
δεν τα κατάφερε.
Μην φοβάσαι Μάγδα. Ήμουν και θα είμαι πάντα δίπλα σου για να σε
προστατεύω. Εγώ είμαι ο καλός σου άγγελος κι ό,τι θες κορίτσι μου, ό,τι σε
πονάει, σ’ εμένα. Εγώ θα είμαι εδώ, να σου κρατώ το χέρι και να μεταφέρω
τις προσευχές σου.
Δεν την τρόμαζε η σχεδόν… “αόρατη” φωνή του μα δεν μπορούσε
και ν’ αντιδράσει. Δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή. Ένιωσε όμως ένα δέος
παράξενο, αυτό του άγνωστου, και μες στον ύπνο της δεν την ένοιαζε
τίποτα. Ένιωθε ήδη τις φτερούγες του να την αγκαλιάζουν. Και μια
αγαλλίαση τύλιξε την καρδούλα της.
Ώσπου ένιωσε και κάτι άλλο. Όλα ξαφνικά άρχισαν να μπερδεύονται.
Δεν ήταν πια φτερούγες, αλλά “χέρια” που βασανιστικά εξερευνούσαν το
κορμί της. Τότε ναι, τότε… φοβήθηκε. Τρόμαξε ... Ήθελε να φωνάξει, ν’
αντιδράσει. Δεν άντεχε αυτό το “άγνωστο”, την τρόμαζε όσο τίποτα άλλο
δεν την είχε τρομάξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα χέρια συνέχιζαν να
μετρούν κάθε πιθαμή του κορμιού της. Έφτασαν στο στήθος της. Ένιωθε
αργές κινήσεις να ανασηκώνουν το πάνω μέρος της πυτζάμας της και μια
απόκοσμη ζεστασιά που ήδη είχε αρχίσει να σιχαίνεται, την έκανε να
νιώθει ότι ξεκινούσε κάποιο έγκαυμα. Στο κορμί της; Στην ψυχή της;
Ποιος της κατέστρεφε τα νιάτα; Ποιος της σκότωνε τα όνειρα; Ποιος την
έκανε να νιώθει τόσο άθλια;
Όχι, όχι. Κακό όνειρο είναι. Θα ξυπνήσει και θα τα ξεχάσει όλα. Δεν
είναι αληθινό αυτό που ζει. Παραλογισμός είναι. Εφιάλτης της στιγμής.
Δεν συμβαίνει σ’ εκείνη. Να, τώρα δα, θα ξυπνήσει και δεν θα δει τίποτα.
Κι όμως είχε ήδη ξυπνήσει αλλά δεν τόλμαγε ν’ ανοίξει τα μάτια της. Τί
φοβόταν; Δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν αντιδρούσε.
Φοβόταν αυτό που θ’ αντίκριζε; Όλα σκοτείνιαζαν στο μυαλό της.
9
Φραγκάκη Ειρήνη
10
Η πεταλούδα της νύχτας
11
Φραγκάκη Ειρήνη
Mια εφιαλτική νύχτα, μια νύχτα που σημάδεψε όλη τη ζωή της! Ένα
τρομαχτικό ουρλιαχτό που άφησε το σημάδι του, γαντζωμένο σε κάποιο
αστέρι. Το άφησε εκεί να κρέμεται. Από έναν σκοτεινό ουρανό, μαύρο σαν
την κατάληξη των ονείρων της, περιμένοντας ένα δειλό χέρι να το φτάσει
και να το χαϊδέψει.
Ένα απρόσμενο άγγιγμα ήθελε μήπως και κατάφερνε να ξαναφέρει τα
όνειρά της εκεί που ήταν η θέση τους. Στην αγνή της ψυχή. Μια ψυχή
γεμάτη αγάπη, για όλους τους δικούς της ανθρώπους που ίσως ποτέ να μην
κατάφερναν να απαλύνουν τη μοναξιά που μαστίγωνε το είναι της.
Πώς να ελπίσει τώρα πια;
Πού να βρει αποκούμπι για να ζήσει;
Να ζήσει! Αυτό ήλπιζε μόνο.
12
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 2
Η Μάγδα Ζώη ήταν ένα παιδί που όσο μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ
καταλάβαινε τι αξία έχει ένα σπιτικό, μια οικογένεια, μονιασμένη κι
ευτυχισμένη. Δυστυχώς το κατάλαβε έχοντας πάψει πια να είναι η ίδια
ευτυχισμένη.
Θυμόταν τον πατέρα της να φωνάζει κάθε φορά που κάτι τον
εξόργιζε, ό,τι πω εγώ θα γίνει και σ’ όποιον δεν αρέσει να πάρει πόδι από
’δω μέσα.
Και η μάνα της, μη θέλοντας να δώσει συνέχεια, έλεγε μέσα από τα
δόντια της, ναι πασά μου, ναι άντρα μου, ό,τι πεις εσύ.
Ένα παιδί μικρό ήταν η Μάγδα, πληγωμένο μέχρι το τελευταίο του
κύτταρο. Δεν δίστασε στιγμή όμως ν’ αγαπήσει όλο τον κόσμο, κάθε
γνωστό, κάθε φίλο, κάθε συγγενή, ακόμα και κάθε περαστικό. Ήθελε μ’
αυτόν τον τρόπο να δείξει -σε ποιους!- στους γονείς της, ότι η αγάπη δεν
έχει όρια, δεν έχει πρέπει, δεν έχει κατακτητές ούτε πύργους.
Ήθελε να πιστεύει, κρύβοντας την πίκρα και την αηδία που ένιωθε,
πίσω από τις κατάλευκες κουρτίνες της αθώας παιδικής ηλικίας, ότι θα
αγαπήσει και θα αγαπηθεί. Κι αυτό που πραγματικά ήθελε δεν το κατάφερε
ποτέ.
Τους ανθρώπους που αγάπησε περισσότερο απ’ όλους, τον πατέρα και
τη μητέρα της, δεν μπόρεσε να τους δει αλλά και να τους νιώσει όπως κάθε
παιδί έχει ανάγκη. Έψαχνε να βρει τη δύναμη να ταιριάξει τ’ αταίριαστα.
Ποιος θα την παρότρυνε ν’ ανακαλύψει ποια ακριβώς είναι η έννοια
της οικογένειας, όταν στα πιο κρίσιμα χρόνια της τσαλαπατήθηκε κάθε
πιστεύω της, κάθε της όνειρο;
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, είχε χαραγμένο στο μυαλό, τους
“υποτιθέμενους” κρυφούς καυγάδες των γονιών της. Της έμειναν μόνιμα
τραύματα και φόβοι, όμως ακολούθησε τη δικιά της τακτική, που για
13
Φραγκάκη Ειρήνη
’κείνη ήταν τακτική ζωής. Άπλωνε τις φτερούγες της για να χωρέσουν όλοι
οι αγαπημένοι της. Όπως τις άπλωνε και για να καλύψει τον ίδιο της τον
εαυτό. Ακόμα και μετά από αυτή τη σιχαμερή νύχτα που κάποιος
δολοφόνησε την αθωότητά της. Έκλεινε τα μάτια και ταμπούρωνε κάθε τι
κακό πίσω τους.
Καταλάβαινε πολλά η Μάγδα, που άλλα παιδιά στην ηλικία της δεν
μπορούσαν να φανταστούν καν. Δεν έβλεπαν ότι πίσω από αυτό το γλυκό
πρόσωπο που είχαν για συμμαθήτρια, κρυβόταν τόση πίκρα, τόσος πόνος
και καθόλου μα καθόλου… αθωότητα.
14
Η πεταλούδα της νύχτας
αλλά κι εμένα; Τον είδα που έφευγε σαν μανιασμένος ταύρος. Γιατί μαμά;
Γιατί;»
Σάστισε η μάνα της. Δεν είχε εισβάλλει ποτέ στην προσωπική τους
ζωή, πόσο μάλλον να κρίνει και τις πράξεις τους. Δεν έκανε καν ερωτήσεις
αυτό το παιδί. Τόσα χρόνια, νόμιζε ότι απείχε από όλη αυτή την
καταστροφή. Νόμιζε ότι είχε καταφέρει να την προφυλάξει από τον
ανεμοστρόβιλο που ρουφούσε κάθε τόσο το σπίτι τους. Πίστευε ότι
σηκώνοντας την καταπακτή της καρδιά της και βάζοντάς την εκεί μέσα,
δεν μπορούσε να δημιουργηθεί κανένα ερώτημα-πρόβλημα στην ψυχούλα
της.
Έλα σου όμως που η Μάγδα είχε πολύ καλή διορατικότητα, ακόμα
και στα μάτια της ψυχής της κι άνοιγε μόνη της σιγά σιγά τρυπούλες και
χαραμάδες με τα μικρά χεράκια της για να τα δει όλα, πίσω από την πόρτα
σωτηρίας που είχε υψώσει σαν τοίχος μπροστά της η “μαμά ελπίδα”!
Είχε όμως και κάτι άλλο. Πολύ κι αβάσταχτο πόνο που καρφώνεται στην
ψυχή ενός παιδιού όταν κάποιος “άρρωστος”, του μπήγει ένα μαχαίρι στην
αθώα καρδούλα του. Ένας πα-τέρας που δεν αισθάνεται και δεν
καταλαβαίνει τίποτα, ούτε καν την αρρώστια του.
Την κοιτούσε απορημένη, δεν το περίμενε ότι η κόρη της είχε
μεγαλώσει πια και καταλάβαινε τόσα πολλά. Προσπαθούσε πάντα να
διώχνει τον πόνο από το πρόσωπό της, αλλά τα μάτια της δεν το έκρυβαν.
Πόσο μάλλον από το ίδιο της το παιδί, που η αγάπη για τη μάνα του ήταν
ό,τι πολυτιμότερο είχε. Πως μπορεί να κρυφτεί η αγάπη! Είναι ικανή να τα
δει όλα σ’ ένα αγαπημένο βλέμμα! Την κοιτούσε λοιπόν η “μαμά ελπίδα”
και διέκρινε στα μάτια της Μάγδας, τη γυάλινη ελπίδα που με τόση
προσοχή της προσέφερε, τόσο εύθραυστη, έτοιμη να ραγίσει από στιγμή σε
στιγμή. Δεν ήθελε να απογοητεύσει το παιδί της. Κι όμως. Το έκανε χωρίς
να το καταλαβαίνει.
15
Φραγκάκη Ειρήνη
Γιατί, πως μπορείς να κοιτάξεις τη ζωή των άλλων καθαρά, όταν ζεις
με παρωπίδες τη δικιά σου ζωή;
Γύρισε χωρίς να έχει κουράγιο να σηκωθεί από το πάτωμα. Έμοιαζε
σαν κάποιος να την κάρφωσε εκεί. Ακούμπησε την πλάτη στα ντουλάπια
της κουζίνας κι έμοιαζε τόσο κουρασμένη, Θεέ μου!
«Μάγδα, δεν συμβαίνει τίποτα σημαντικό για ν’ ανησυχείς. Με τον
πατέρα σου είχαμε απλά μια διαφωνία και το μόνο που κάνω είναι να
ξεσπάω τώρα που έφυγε. Συμβαίνουν αυτά ανάμεσα στα ζευγάρια. Δεν
είναι όλα ρόδινα κορίτσι μου μέσα σ’ ένα γάμο αλλά πραγματικά, σε
παρακαλώ, μην φέρεσαι λες και χάλασε ο κόσμος».
«Σε παρακαλώ μαμά, μην με κοροϊδεύεις. Ξέρω πολύ καλά τι
συμβαίνει, βλέπω τι γίνεται, μην προσπαθείς λοιπόν να μου ρίξεις στάχτη
στα μάτια, δεν είμαι μωρό».
«Αλήθεια σου λέω αγάπη μου, μην ανησυχείς. Κοίτα τα μαθήματά
σου εσύ, τις σπουδές και τη ζωή που είναι όλη μπροστά σου. Μην
σκοτίζεις το μυαλό σου με τέτοιες λεπτομέρειες».
«Δεν είναι λεπτομέρεια η οικογένεια μαμά. Κι όσο για τις σπουδές
μου, πως είναι δυνατόν να φύγω από ’δω; Μου λες; Πώς να σε αφήσω
μόνη μαζί του; Δεν μπορώ να φύγω, θα είναι σαν να σε εγκαταλείπω στο
έλεος του. Και λυπάμαι που το λέω αλλά αυτό το έλεος δεν είναι του Θεού,
αλλά το δικό του. Με χρειάζεσαι εδώ, το νιώθω, το βλέπω».
Τα μάτια της Μάγδας βούρκωσαν, τα νεύρα της τεντωμένα έδιναν στο
πρόσωπό της μια έκφραση που δεν την είχε δει ποτέ πάλι η μάνα της, μια
έκφραση γεμάτη πείσμα κι αγωνία.
«Πάντως να ξέρεις», συνέχισε η Μάγδα, «αν δεν ξεκαθαρίσουν τα
πράγματα εδώ, εγώ δεν πάω πουθενά κι ας λες ό,τι θες».
«Όχι μάτια μου, όχι. Μην βάζεις εμπόδια στο μέλλον σου, εγώ είμαι
συνηθισμένη. Έτσι είναι αγάπη μου οι άντρες. Μαθημένοι ότι το σπίτι κι
16
Η πεταλούδα της νύχτας
17
Φραγκάκη Ειρήνη
αλίμονο σου αν τους πάρεις το παιχνίδι μέσα από τα χέρια. Πάει, το ’χασες
το κεφάλι σου. Δεν σηκώνουν μπαϊράκι από κανέναν».
«Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Πώς μπορείς να ζεις με κάποιον που σε
πονάει και σ’ εκμεταλλεύεται;»
«Μην με πληγώνεις έτσι παιδάκι μου. Μην μου λες τέτοια λόγια.
Ίσως έχεις δίκιο, ίσως τα νιάτα κι η παιδική ψυχούλα σου να τα βλέπουν
όλα ιδανικά ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως θα ήθελες εσύ να είναι, μα
κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Αυτός όμως είναι ο πατέρας σου κι όταν
τον αγάπησα, τον δέχτηκα έτσι όπως ήταν».
«Και νομίζεις ότι έτσι τον κρατάς; Έτσι τον κάνεις να σ’ αγαπήσει;
Έτσι τον αγαπάς εσύ;»
«Όχι. Έτσι έχω κρατήσει το σπίτι μας όρθιο όλα αυτά τα χρόνια και
στο κάτω κάτω, το μόνο κακό που έχει, είναι που είναι λίγο αψύς. Έτσι
γεννήθηκε, πώς να το κάνουμε, να τον αλλάξω τώρα στα γεράματα;
Κομματάκι δύσκολο μου φαίνεται. Κι εσύ τί νομίζεις πως θα κάνεις; Θα
κάτσεις εδώ να μας προσέχεις για να μην τσακωνόμαστε;» Απάλυνε ακόμα
περισσότερο τον τόνο της φωνής της και συνέχισε πιο ήρεμη μήπως και
την έπειθε. «Να μην φοβάσαι κορίτσι μου. Να σκέφτεσαι μόνο ότι δεν
έχουμε σοβαρά προβλήματα. Εμείς είμαστε μια χαρά έτσι. Κι εσύ να
κοιτάξεις τη ζωή σου και πώς να την κάνεις καλύτερη. Εδώ δεν μπορείς να
κάνεις τίποτα, η τύχη και η μοίρα σου βρίσκονται αλλού. Ψάξε, ψάξε παιδί
μου να τα βρεις και μην τα σκαλίζεις μ’ εμάς».
18
Η πεταλούδα της νύχτας
να έχει τα μάτια της ανοιχτά· δεν ηρεμούσε με τίποτα. Δεν άντεχε στη
σκέψη ότι η μάνα της ζούσε τόσα χρόνια μ’ έναν τύραννο. Ότι ανάγκαζε
και την ίδια ν’ ανέχεται μια κοινή ζωή μ’ αυτό το τέρας που δημιούργησε η
φύση. Ήταν μαζί του μόνο για να μην στεναχωρηθεί το παιδί της. Και δεν
ήξερε ότι έτσι δεν το στεναχωρούσε απλώς, αλλά το οδηγούσε κατευθείαν
στην τρέλα, φοβούμενη το να μην ζήσει το παιδί της με χωρισμένους
γονείς. Όπως κι αν ήταν οι καταστάσεις, πίστευε πως ένα παιδί έπρεπε να
ζει και με τους δυο του γονείς. Η θυσία της μάνας σε όλο της το μεγαλείο.
Αυτή είναι όμως η ειρωνεία της ζωής! Να θες να προστατέψεις το παιδί
σου χωρίς πραγματικά να ξέρεις ποιοι ακριβώς είναι οι κίνδυνοι. Κι όμως
τα παιδιά μπορούν εύκολα να σε κατηγορήσουν γι’ αυτό, αλλά και να
νιώσουν ένοχα. Δεν το χώραγε το μυαλό της Μάγδας ότι η μάνα της
θυσίασε τη ζωή της για την ίδια, δεν το χώραγε το μυαλό της επίσης, ότι
ίσως εκείνη ήταν η αιτία που ο πατέρας της δεν αγαπούσε τη μάνα της και
της φερόταν έτσι. Μα πως μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αγαπήσει
οποιονδήποτε άλλον όταν δεν μπορεί ν’ αγαπήσει το ίδιο του το παιδί και
να το προστατέψει; Εκείνη ήταν η αιτία που ποτέ η μάνα της δεν
αντέδρασε και δεν παράτησε ότι της έκανε κακό. Και δεν άξιζε καν τον
κόπο. Αλλά πώς να της το έλεγε; Δεν ξεστομίζεις εύκολα τέτοιες
κουβέντες. Όταν αγαπάς υπομένεις, αφήνεις τον πόνο και τον φόβο να
ξεριζώνει μόνο τα δικά σου σωθικά, δεν πληγώνεις τους ανθρώπους που
αγαπάς. Γι’ αυτήν, η αγάπη και ο τρόπος που έπρεπε να το δείχνουν οι
άλλοι, ήταν ένας και μοναδικός. Ευγενικός ακόμα και στις πίκρες!
Τα πράγματα στο σπίτι έδειχναν ήρεμα με τους γονείς της, δεν άκουσε
ξανά φασαρίες, δεν έβλεπε τη μάνα της λυπημένη, πάντα είχε ένα πλατύ
χαμόγελο. Τόσο τέλειο… σαν ψεύτικο!
19
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 3
Τον Μιχαήλ, δεν τον ξαναείδε ποτέ με τον τρόπο που τον κοίταγε στο
πάρτι της. Τέλειωσε μαζί του μια για πάντα, το επόμενο πρωί μετά από
εκείνο το απαίσιο βράδυ, όταν εκείνος την πλησίασε στο σχολείο για να
της μιλήσει.
«Συγνώμη Μιχαήλ αλλά αυτό δεν μας οδηγεί πουθενά. Δεν μπορώ να
σε δω όπως εσύ εμένα. Δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσουμε κάτι που θα
σταματήσει ούτως ή άλλως», ήταν οι μόνες λέξεις που βγήκαν απ’ το
στόμα της. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του γύρισε την πλάτη αφήνοντάς
τον μόνο με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και μια μεγάλη
πίκρα στην καρδιά, αφού το ενδιαφέρον του για εκείνη ήταν πραγματικό.
Όπως νοιαζόταν κι εκείνη, όμως δεν μπορούσε, ούτε να σκέφτεται ούτε να
φανταστεί ότι θα την ακουμπήσει πάλι κάποιος. Η ζωή και η ψυχή της
είχαν σφραγιστεί ανεπανόρθωτα.
20
Η πεταλούδα της νύχτας
Το σώμα της είχε γίνει πια ζουμερό, γεμάτο καμπύλες, κάτι που όλα
τα κορίτσια επιθυμούσαν κι ένιωθαν υπερήφανα γι’ αυτό που αποκτούσαν
με την πάροδο του χρόνου. Ένα εφηβικό κορμί είναι πιο επιθυμητό απ’
οποιοδήποτε άλλο. Κι όμως αυτή ένιωθε ενοχές για το σώμα της, δεν ήθελε
να διαγράφεται το στήθος της, δεν ήθελε να φοράει τίποτα που να το
τονίζει και γενικά, τίποτα που να προκαλεί. Οι φαρδιές μπλούζες και τα
μακριά παντελόνια είχαν γίνει μόνιμος σύντροφος και σύμμαχος του
φόβου της, στη ντουλάπα της. Σαν τσουβάλια κρέμονταν πάνω της τα
ρούχα, μα δεν την ενδιέφερε καθόλου. Ο ασκός που είχε στην ψυχή της
έτοιμος να εκραγεί, ήταν το σαράκι της.
Τρελές σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό της. Ένιωθε πως θα της
στρίψει. Ήθελε να ζητήσει βοήθεια, να μιλήσει στη μητέρα της, έψαχνε
μέσα στην αχανή έρημο που είχε δημιουργηθεί στην ψυχή της για μια
όαση. Αλλά ήταν μάταιο. Ο φόβος υπερνικούσε κάθε κίνηση που
σκεφτόταν να κάνει. Θα την κατηγορούσαν, δεν θα την πίστευαν, θα την
έβγαζαν τρελή. Ποιος θα πίστευε κάτι τέτοιο για κάποιον που είχε
δημιουργήσει μια εικόνα “αγίου”;
Παραείναι αρρωστημένο κάτι τέτοιο για να ειπωθεί. Θα τους
φαινόταν αδιανόητο. Ακόμα κι η μάνα της δεν θα μπορούσε να την
πιστέψει. Μαθημένη όπως ήταν να κρύβεται πάντα πίσω από το δάχτυλό
της και την αποπνικτική σκιά του “αφέντη”, σίγουρα δεν θα έκανε κάτι για
να την βοηθήσει, όσο κι αν την αγαπούσε.
Τύψεις που δεν μίλαγε, τύψεις για ό,τι ένιωθε, τύψεις για ό,τι γινόταν.
Τύψεις και πόνος. Κι ο Γολγοθάς συνεχιζόταν. Κι η Μάγδα ανέβαινε κι
ψυχή της κατέβαινε, βουλιάζοντας μέσα της…
21
Φραγκάκη Ειρήνη
αφήσει τη μητέρα της στα χέρια αυτού του ανθρώπου, δεν μπορούσε και
να μην σκεφτεί την ψυχή της που μέρα με τη μέρα πέθαινε. Δεν μπορούσε
να παραβλέψει το γεγονός ότι είχε επιθυμήσει άπειρες φορές να βάλει ένα
τέλος στη ζωή της, αφού της ήταν αδύνατον να δώσει τέλος σε αυτό που
της συνέβαινε.
Μια εβδομάδα πριν φύγει, άρχισε τις ετοιμασίες για την αναχώρησή
της. Έφτιαχνε τις βαλίτσες της όταν χτύπησε η πόρτα του δωματίου.
«Ανοιχτά είναι μαμά, έλα γιατί θέλω να σε ρωτήσω κάτι», είπε χωρίς
να κοιτάξει. Το πόμολο το άκουσε αλλά απάντηση δεν πήρε. Γύρισε και το
θέαμα που αντίκρισε, της φάνηκε σαν από ταινία παλιού ελληνικού
κινηματογράφου! Τόσο… ψεύτικα μελό. Οι γονείς της αγκαλιασμένοι,
όπως δεν τους είχε δει ποτέ πριν, σε ρόλους που τους υποδύονταν κακοί
κομπάρσοι. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα έτρεχε να τους αγκαλιάσει!
Τι ειρωνεία όμως Θεέ μου! Αυθόρμητη όπως ήταν στα συναισθήματα της
καρδιά της, το μόνο που ήθελε, ήταν να βάλει τα κλάματα. Κοιτάχτηκαν
στα μάτια κι ο καθένας για τον δικό του λόγο βούρκωσε. Η μάνα γιατί
έφευγε η μοναχοκόρη της που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αποχωριστεί, το
πατέρας της γιατί έχανε το παιχνιδάκι του κι η Μάγδα… δεν ήξερε πια
γιατί ήθελε να κλάψει. Από χαρά που θα σταματούσε το κρυφό της
μαρτύριο; Από λύπη που άφηνε στα σκληρά χέρια ενός τύραννου, τη
γεμάτη άγνοια ψυχή, της μάνας; Ήθελε ν’ ανοίξει μια αγκαλιά γεμάτη
φτερούγες και κάτω να χωρέσει η αγάπη μιας ολόκληρης οικογένειας.
Μιας ολόκληρης ζωής…
Ήθελε όμως και ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί για το θέατρο του
παραλόγου που παιζόταν κάτω από τη μύτη του καθενός τους κι εκείνη
ήταν έτοιμη να δεχτεί άνευ όρων και ορίων τον ρόλο που της μοίραζαν.
Άλλη μια αγκαλιά ήθελε ν’ ανοίξει την ημέρα που έφευγε μακριά από
τους “δικούς” της ανθρώπους. Μέχρι τότε δεν είχε κανέναν άλλο. Αυτά τα
22
Η πεταλούδα της νύχτας
δυο γερασμένα πρόσωπα ήταν όλα όσα είχε στη ζωή της. Μέχρι τότε. Με
δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε τη μαμά ελπίδα, με τα ίδια δάκρυα
αποχαιρέτησε και τον μπαμπά τέρας αφού για εκείνον δεν θα χαράμιζε
ούτε μια σταγόνα. Για ’κείνον δεν είχε τίποτα, απολύτως τίποτα.
Χωρίς αγκαλιές, μόνο με μάτια γεμάτα δάκρυα καυτά, τα δικά της
μάτια που έμοιαζαν σαν λίμνες ξεχειλισμένες.
Κάτι δεν της άρεσε στο βλέμμα της μητέρας της, κάτι δεν της πήγαινε
καλά και παρόλο που έβλεπε αυτό που πάντα επιθυμούσε κι αγωνιζόταν να
δει -κι ας ήξερε ότι ήταν ψεύτικο τώρα-, την τελευταία στιγμή, έκανε πίσω,
διέκρινε μια πίκρα κι ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν επειδή εκείνη έφευγε.
Κι ο πατέρας της όμως κάτι σαν να έκρυβε, ήταν ολοφάνερο πως κάτι
είχε προηγηθεί. Μάλωσε τον εαυτό της από μέσα της για την καχυποψία
και προσπάθησε να πειστεί πως όλα ήταν καλά κι ότι ίσως, είχε γίνει το
θαύμα που πάντα αποζητούσε, για να καταφέρει να απομακρυνθεί από το
παρελθόν της. Δεν τους έδειξε τίποτα, έφυγε και τους άφησε να ελπίζουν
ότι τους πίστεψε. Δεν τους επέτρεψε ποτέ να κοιτάξουν βαθιά μέσα στην
παγωμένη ψυχή της, δεν θα το έκανε ούτε τώρα. Μπήκε στο πλοίο που δεν
θα ξαναέμπαινε παρά για μόνο μια φορά ακόμα στη ζωή της.
Με δάκρυα στα μάτια, μονολογούσε η μάνα της καθώς επέστρεφε
σπίτι της, στο καλό να πας παιδί μου, στην ευχή του Θεού κι η Παναγιά μαζί
σου.
Κι από μέσα της, πολύ βαθιά για να μην ακουστεί ούτε στην ίδια η
σκέψη της, παρακάλαγε τον Ύψιστο να βοηθήσει και την ίδια ν’ αντέξει το
δικό της μαρτύριο. Φοβόταν πολύ∙ η μυστική συμφωνία που είχε κάνει με
τον αιώνια αδιόρθωτο σατράπη, ήταν ό,τι χειρότερο. Κάλλιο να είχε δώσει
την ψυχή της στον έξω από ’δω.
Μια βδομάδα πριν φύγει η Μάγδα, είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά για το τι
έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε λοιπόν, ότι το κορίτσι της, έπρεπε να πάρει
23
Φραγκάκη Ειρήνη
μαζί της αγαπημένες αναμνήσεις. Έπιασε τον άντρα της και του τα είπε
έξω από τα δόντια.
«Άκουσε προσεκτικά τι έχω να σου πω. Η Μάγδα μεγάλωσε αρκετά
ώστε να καταλαβαίνει αυτά που εμείς πιστεύαμε κι ελπίζαμε ότι της
κρύβαμε καλά. Το παιδί μας είναι ο μόνος κρίκος που μας δένει τόσα
χρόνια αλλιώς θα το είχαμε διαλύσει προ πολλού. Σου ζητώ ή για να
ακριβολογώ, απαιτώ μιας και δεν έχω απαιτήσει τίποτα μέχρι σήμερα, η
τελευταία βδομάδα του παιδιού μας εδώ, να είναι ένας παράδεισος για
’κείνη. Μόνο αυτό και μετά κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός».
«Άκου να σου πω παλιοβρόμα που θα μας κάνεις και μαθήματα, η
Μάγδα είναι και δικό μου παιδί, όχι μόνο δικό σου που πας να μου το
παίξεις προστάτιδα. Την αγαπάω όσο κι εσύ γι’ αυτό θα συμφωνήσω μαζί
σου για πρώτη και τελευταία φορά. Μετά όμως θα δεις τι θα γίνει. Άσε να
φύγει το παιδί με το καλό και ξέρω εγώ τι θα κάνω».
«Ακόμα δεν έκανες την πρώτη σου υποχώρηση κι άρχισες κιόλας τις
απειλές;»
«Εγώ μίλησα κι άλλη κουβέντα μαζί σου γι’ αυτό, δεν κάνω.
Κατάλαβες;»
Δεν μίλησε η δόλια. Τι να πει μπροστά σ’ αυτό το τέρας που είχε γι’
άντρα και σύντροφο στη ζωή; Σημασία είχε πια μόνο το κοριτσάκι της. Η
νεραïδένια της.
Που να το ’ξερε ότι αυτή η συμφωνία που είχε κλειστεί τόσο μυστικά,
θα ήταν γι’ αυτήν η αρχή για ένα τέλος. Και το… τέλος για μια νέα αρχή.
Που να το ήξερε ότι δεν ήταν μόνο ο δικός της τρόμος που κυκλοφορούσε
ξυπόλυτος κι ελεύθερος στο σπίτι. Κάπου εκεί είχε κρυφτεί κι ο φόβος της
Μάγδας κι έσερνε τ’ αλυσοδεμένα του βήματα σαν φάντασμα, για να της
κάνουν παρέα.
24
Η πεταλούδα της νύχτας
25
Φραγκάκη Ειρήνη
αγαπάνε; Ποια αθώα ψυχούλα δεν προτιμούσε ένα ζεστό σπιτικό και μια
τρυφερή αγκαλιά από ένα ψυχρό ορφανοτροφείο;
Μα πόσο μπορεί να κρατήσει μια ξένη αγάπη, από δυο ανθρώπους
αδύναμους στα στραπάτσα της ζωής; Μπορεί να ήταν ευτυχισμένοι κι
ερωτευμένοι στην αρχή αλλά η πορεία της ζωής άλλαξε και τα δεδομένα.
Αργότερα, από τη μια η φτώχια κι από την άλλη η αδυναμία που
δέρνει την ανθρώπινη ψυχή, τους έκανε δυστυχισμένους. Το ζευγάρι αυτό
δεν μπορούσε ν’ αντέξει ο ένας τον άλλο κι αυτό το μικρό αγγελούδι ήταν
εμπόδιο στον χωρισμό τους. Πώς να χωρίσουν οι γονείς ενός υιοθετημένου
παιδιού; Τί να το έκαναν; Δεν μπορούσαν να το ξεφορτωθούν κι αν
χώριζαν έπρεπε ο ένας από τους δυο τουλάχιστον, να το πάρει. Δεν υπήρχε
άλλη λύση εκτός από το να συνεχίσουν να ζουν στη μιζέρια τους. Κι αυτό
το “παιδί της καρδιάς” είχε καταντήσει το “παιδί της μιζέριας”.
Η δυστυχία της μικρής Ευτυχίας Μαρκάτου, κράτησε μέχρι τα δεκάξι
της. Τότε ήταν που αυτό το αρσενικό ζώο την είδε, τη λιμπίστηκε κι
αποφάσισε να της δώσει κι άλλη δυστυχία λες και αυτή που είχε δεν της
ήταν αρκετή.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη ζήτησε σε γάμο. Εκείνο το όρθιο
κτήνος, ο Αντρέας Ζώης, κόντευε τα σαράντα κι ένα τριαντάφυλλο ήταν
ό,τι έπρεπε γι’ αυτόν. Ποιος ο λόγος λοιπόν να μην τη διεκδικήσει; Και οι
γονείς του μικρού μπουμπουκιού άλλο που δεν ήθελαν. Την πάντρεψαν με
το ζόρι για να την ξεφορτωθούν. Δεν πρόλαβε το ρόδο ν’ ανθίσει και
μαράθηκε.
Από τον πρώτο κιόλας καιρό, άρχισαν οι βιασμοί του κορμιού και της
ψυχής. Ένα μαρτύριο αβάσταχτο, χωρίς τελειωμό. Πέρασε λίγα χρόνια
καταδικασμένη να ζει μ’ ένα τέρας, ώσπου γέννησε το μονάκριβο
κοριτσάκι της, το διαμάντι της, τη νεραϊδένια της, τη Μάγδα της. Μόνη σε
όλα η Ευτυχία. Μια μοναξιά αβάσταχτη και βοήθεια από πουθενά.
Άνθρωπος να μιλήσει, δεν βρέθηκε. Ο “καλός” σύζυγος δεν την άφησε να
26
Η πεταλούδα της νύχτας
κάνει φιλίες γιατί έλεγε πως ξεμυαλίζουν. Πως δεν υπάρχουν αληθινές
φίλες, και πως όλες αυτές προσπαθούν να σου αρπάξουν ό,τι έχεις. Έτσι
ήταν αφοσιωμένη στη μοναξιά και στο παιδί της.
Η χαρά της μάνας, ατέλειωτη, όπως κάθε γυναίκας που κερδίζει αυτόν
τον τίτλο. Τη λάτρεψε απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο που κατάλαβε ότι μέσα
της μεγάλωνε μια ψυχούλα.
Κι “αυτός” ο πατέρας της, κι αυτός την ήθελε, έτσι για να μην μείνει
στον βιασμό της μιας ψυχής μόνο· τα αχόρταγα πάθη του ζήταγαν φρέσκια
σάρκα.
Η καημένη η Ευτυχία προσπαθούσε με χίλιες δυο προφάσεις ν’
αποφεύγει τον τύραννο και τον ενοχλούσε μόνο σε ό,τι αφορούσε το παιδί
κι αυτό γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Προσπάθησε και πάλεψε με
νύχια και με δόντια να μην αγγίξει τίποτα δυσάρεστο την ψυχούλα της
μικρής Μάγδας.
Έλα σου όμως που η Μάγδα καταλάβαινε γιατί ήταν πανέξυπνη, αλλά
δεν μίλαγε ποτέ. Έλα σου όμως που η Μάγδα πέρναγε τον δικό της
Γολγοθά μόνη της γιατί δεν ήθελε να στεναχωρεί κανένα και συνέχιζε να
μην μιλάει. Μέχρι εκείνη τη μέρα που ξεκίνησε πρώτη τη συζήτηση με τη
μάνα της όταν τη βρήκε σ’ αυτό το χάλι.
Έφυγε όμως. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει
διαφορετικά. Η καρδιά της βάραινε από την πίκρα που είχε αντικρίσει στα
μάτια της μητέρας της. Την πίκρα που θα έμενε αποτυπωμένη για πάντα
στην καρδιά της.
Και ποτέ δεν σκέφτηκε ν’ αλαφρύνει τη δικιά της. Και ποτέ κανείς
δεν κατάλαβε ότι η Μάγδα κουβαλούσε μια ασήκωτη βαλίτσα γεμάτη με
πόνο, μοναδική της αποσκευή για όλη της τη ζωή.
27
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 4
28
Η πεταλούδα της νύχτας
Δεν είχε φύγει από τον τόπο της ποτέ και η καρδιά της φτερούγιζε όπως
κάθε νέου ανθρώπου σε ένα καινούριο ξεκίνημα. Στεκόταν στο
κατάστρωμα και κοίταγε το πέλαγος, ανυπομονούσε να φτάσει στον
προορισμό της, κάτι που αργούσε να γίνει. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη
να σπάσει. Δεν τα άντεχε τόσα μαζεμένα συναισθήματα και πάλευε με
νύχια και με δόντια να τα κοντρολάρει.
Πρώτη άφιξη το λιμάνι του Πειραιά μιας κι έπρεπε να πάρει από ’κει
το πλοίο για τη Σύρο. Είχε βγει στο κατάστρωμα αρκετή ώρα πριν γιατί
ήθελε να δει την Αθήνα από μακριά. Κάθε τι καινούριο, της κέντριζε το
ενδιαφέρον κι ήθελε να το απολαύσει, ακόμα κι αν για άλλους φαίνονταν
βαρετά όλα αυτά. Ποιος τρελός θα καθόταν μες το παγωμένο αγιάζι του
πρωινού ν’ αγναντεύει το πέλαγος, με το κρύο να του τρυπάει το πετσί και
να αγγίζει ως το κόκκαλο; Δεν την ένοιαζε όμως, είχε αποφασίσει ότι θα
ρουφούσε το μεδούλι της ζωής, μέχρι τέλος.
Τα φώτα από αυτή την απόσταση, έμοιαζαν μ’ αστέρια που
τρεμόπαιζαν, αμέτρητα αστέρια! Χαοτικό θέαμα στα μάτια ενός κοριτσιού
που δεν είχε δει άλλο λιμάνι πέραν του νησιού της. Το θυμόταν και της
φαινόταν τόσο μικρό, μπροστά σ’ αυτό που αντίκριζε τώρα. Ήξερε πως
από τη στιγμή που είχε μπει στο πλοίο για το μεγάλο ταξίδι της ζωής, αυτά
που θα βίωνε θα ήταν όλα πρωτόγνωρα. Τα μάτια της θαρρείς κι ήταν
ραντάρ, γύρναγαν από ’δω κι από ’κει σε μια μόνιμη ετοιμότητα για να μην
χάσει την παραμικρή εικόνα.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει και η ζώνη του λυκαυγές την τύλιγε σαν
ημιδιάφανος μανδύας από παντού. Τα φώτα άρχισαν να γίνονται πιο αχνά
αφού το ελαφρύ φως του ήλιου που είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει δειλά
δειλά, τα έκαναν να ξεθωριάζουν. Η πρωινή υγρασία της θάλασσας, την
έκανε να σκεφτεί πως ίσως έπρεπε να πάει μέσα, αλλά η αδημονία, του να
ρουφήξει κάθε νέα εικόνα, δεν την άφησε να συνεχίσει τη σκέψη της.
29
Φραγκάκη Ειρήνη
Προχώρησε προς την πλώρη για να έχει καλύτερη και πιο απολαυστική
εικόνα. Κάθισε σ’ ένα από τα πολλά άδεια παγκάκια, αφού ο περισσότερος
κόσμος εκείνη την ώρα ήταν στο σαλόνι του πλοίου και απολάμβανε τον
πρώτο καφέ της ημέρας. Έμεινε τουλάχιστον μισή ώρα εκεί να βγάζει
φωτογραφίες με τα μάτια της, ώσπου άκουσε από τα μεγάφωνα ότι οι
επιβάτες έπρεπε να αρχίσουν να ετοιμάζονται για αποβίβαση. Πέρασε την
τσάντα στον ώμο της και κίνησε για το γκαράζ όπου κι είχε τη μία και
μοναδική βαλίτσα της. Δεν ήθελε να περιμένει άλλο, ήθελε να κατέβει
πρώτη από το πλοίο και όχι με το τσούρμο· στο μυαλό της φάνταζε ως μια
κατάκτηση, ως η πρώτη της κατάκτηση το να κατέβει πρώτη και να
πατήσει το πόδι της στο λιμάνι του Πειραιά. Δεν ήξερε φυσικά τι σημαίνει
να κατεβαίνεις στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, ώσπου το έμαθε. Κι
άλλος κόσμος είχε την ίδια ιδέα. Το μπουλούκι έφτανε μέχρι τη μέση του
γκαράζ, οι μυρωδιές από τα χνώτα νέων, γέρων και παιδιών είχαν
ανακατευτεί με την αποπνικτική μυρωδιά των εξατμίσεων των
αυτοκινήτων. Ένιωθε ότι θα λιποθυμούσε. Σήκωσε το φουλάρι που φόραγε
στο λαιμό και κάλυψε μ’ αυτό τη μύτη και το στόμα της. Άκουσε τους
εργάτες να λένε πως σε δέκα λεπτά περίπου θα έπιαναν λιμάνι.
Κλειστοφοβική δεν είχε υπάρξει ποτέ άλλοτε, όμως τώρα ένιωθε πως
τα μηνίγγια της χτύπαγαν σαν σφυριά και το στομάχι της λες κι είχε δεθεί
κόμπο. Δεν ανακατεύτηκε σε όλο το ταξίδι και να που θα το πάθαινε τώρα
που κόντευε να φτάσει. Με το φουλάρι να καλύπτει συνεχώς το μισό της
πρόσωπο πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες έχοντας αρχίσει να συνέρχεται
κάπως. Ευτυχώς, γιατί τώρα έπρεπε να προχωρήσει, αλλιώς θα την
ποδοπάταγαν. Τόσο μεγάλο συνωστισμό και στριμωξίδι δεν το είχε
ξαναζήσει.
Η μπουκαπόρτα είχε αρχίσει να κατεβαίνει κι ο κόσμος γινόταν
ακόμα πιο βίαιος κι ανυπόμονος. Λες κι όλοι αυτοί δεν ήταν σε κάποιο
πλοίο αλλά σε φυλακή κι έτρεχαν να ελευθερωθούν. Αποφάσισε να πάει
30
Η πεταλούδα της νύχτας
όσο πιο άκρη μπορούσε και να περιμένει. Τελικά η ιδέα να βγει με τους
πρώτους δεν ευδοκίμησε. Καλύτερα με τους τελευταίους σε τέτοιες
περιπτώσεις. Όταν οι υπόλοιποι πάταγαν επί πτωμάτων εκείνη δεν ήθελε
να είναι το θύμα. Ακούμπησε σε μια άκρη κάνοντας υπομονή. Σιγά το
πράγμα πια, μαθημένη ήταν στο “περίμενε”, σιγά την κατάκτηση, τόσα
εκατομμύρια πριν από αυτή, είχαν πατήσει το πόδι τους στον Πειραιά.
Επιτέλους έφτασε κι η σειρά της να πάρει τη βαλίτσα. Ο αέρας δεν
είχε καθαρίσει ακόμα αλλά ήλπιζε ότι κατεβαίνοντας θα έπαιρνε κι άλλες
βαθιές ανάσες. Άρχισε να προχωράει προς την έξοδο με την καρδιά της να
χτυπάει σαν τρελή. Ξένη σ’ ένα μέρος που όλοι ήταν άγνωστοι μεταξύ
τους. Κοίταξε ψηλά για να δει καθαρό ουρανό. Απογοητεύτηκε. Παντού
καπνοί από τα φουγάρα των καραβιών, ψηλά εγκαταλειμμένα κτίρια,
έκρυβαν κάθε ομορφιά που είχε αυτή η γεμάτη ιστορία γη. Τριγύρω της οι
άνθρωποι έτρεχαν σαν πανικόβλητοι να προλάβουν. Τι, δεν ήξερε.
Φασαρία παντού. Κρίμα, απογοητεύτηκε. Αλλιώς τη φανταζόταν την
άφιξή της στον Πειραιά.
Δεν είχε χρόνο γι’ άλλη καθυστέρηση. Έψαξε με το βλέμμα της να δει
ποια κατεύθυνση θ’ ακολουθούσε. Η ώρα για την επόμενη αναχώρησή της
με προορισμό τη Σύρο κόντευε και την άγχωνε το γεγονός ότι δεν
μπορούσε να προσανατολιστεί.
Για καλή της τύχη, πέρασε δίπλα της βιαστικός -όπως όλοι γύρω της-
ένας λιμενικός, οπότε δεν έχασε την ευκαιρία και τον ρώτησε.
«Καλημέρα σας. Να σας κάνω μια ερώτηση;»
«Καλημέρα και σ’ εσένα κοπέλα μου. Πες μου τι θες αλλά γρήγορα.
Βλέπεις τι γίνεται εδώ».
Δειλά τον ρώτησε αυτό που ήθελε και ξεκίνησε προς την κατεύθυνση
που της υπέδειξε ο αγχωμένος λιμενικός. Μπερδεμένη ήταν ακόμα, κι αν
και οι οδηγίες ήταν σαφέστατες, αυτή δεν καταλάβαινε τίποτα, λες και
κατέβηκε από άλλο πλανήτη. Ρωτώντας και ξαναρωτώντας βρήκε
31
Φραγκάκη Ειρήνη
επιτέλους το σωστό σημείο. Το πλοίο για Σύρο θα έφευγε στις εφτά και
μισή, λίγη ώρα μετά δηλαδή. Δεν είχε πολύ χρόνο. Ήταν πολύ κουρασμένη
και νύσταζε αλλά προς το παρόν έπρεπε να κάνει υπομονή. Ένιωθε τις
αντοχές της να την εγκαταλείπουν. Πήρε καφέ και πήγε για επιβίβαση.
Μισή ώρα της έμενε περίπου να συνεχίσει το ταξίδι της ζωής της, μισή
ώρα διάλειμμα σκέφτηκε δεν είναι τίποτα, μπορώ να περιμένω.
Σε όλο το ταξίδι το μόνο που ένιωθε -και που είχε πραγματικά ανάγκη
να το νιώσει- ήταν ο αέρας που χάιδευε το πρόσωπό της, ο θαλασσινός
αέρας που έπαιρνε τα μαλλιά της και μαζί τους κάθε κακή σκέψη. Τα μάτια
της κοίταγαν μόνο γαλάζιο, ουρανό και θάλασσα! Η ψυχή της κινούμενη
από τα συναισθήματα, ταλαντευόταν ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο.
Γκρι αποχρώσεις σε γαλάζιο φόντο. Αλλά το είχε βάλει σκοπό της ζωής
της πια, να μην αφήσει τίποτα να μπει εμπόδιο στα όνειρά της, στην ψυχή
της που απεγνωσμένα αποζητούσε καταφύγιο σε κάποιο απάνεμο λιμάνι.
Έφτασε στο λιμάνι της Σύρου σχεδόν μεσημέρι. Από μακριά το τοπίο
που αντίκριζε, έφτανε στα μάτια της σαν καρτ ποστάλ. Οι αντανακλάσεις
από τον ήλιο στα τζάμια που τρεμόπαιζαν στον ορίζοντα, φώτιζαν σαν
μικρά αστέρια σ’ έναν άλλον ουρανό που περίμενε πως και πώς να
εξερευνήσει, σαν μια μουσική με τις πιο γλυκές νότες που είχαν την
ικανότητα να τις μετατρέπουν σε εικόνες. Κάθε τόπος έχει τις δικές του
ομορφιές.
Μαγεία! σκέφτηκε. Μια απαράμιλλη ομορφιά απλωνόταν μπροστά
της και τη θάμπωνε. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Χαμόγελο
που φανέρωνε τα νιάτα και τον ενθουσιασμό για τα όνειρα που είχε σκοπό
να πραγματοποιήσει.
Κατέβηκε απ’ το πλοίο κι άρχισε να κοιτάει τον καινούριο τόπο που
θα την φιλοξενούσε. Θαμπωμένη από την ομορφιά και την ηρεμία που
32
Η πεταλούδα της νύχτας
33
Φραγκάκη Ειρήνη
«Σ’ ευχαριστώ Τζίμη, όμως δεν ήταν ανάγκη να μπεις σε τέτοιο κόπο.
Εγώ είμαι η Μάγδα».
«Χάρηκα πολύ Μάγδα. Φαίνεσαι λιγάκι χλωμή. Μάλλον το ταξίδι
σου δεν ήταν και τόσο ξεκούραστο. Φάε λοιπόν καλά, ένα γεμάτο στομάχι
βοηθάει όσο δεν φαντάζεσαι…»
Πριν καλά καλά προλάβει όμως να πει λέξη, της χαμογέλασε ξανά. Κι
είχε ένα γέλιο, τόσο σαγηνευτικό, γεμάτο μαγεία.
«Βολέψου τώρα και κοίτα να τ’ απολαύσεις όλα. Είναι ό,τι
χρειάζεσαι», και φεύγοντας, της χάρισε ένα ακόμα πιο υπέροχο χαμόγελο
που για μια στιγμή η Μάγδα ένιωσε ότι οι φτερούγες της, τρύπωσαν
ξαφνικά στο στομάχι της και την τρέλαιναν.
Όσο έτρωγε, αναρωτιόταν τι ρόλο έπαιζε αυτός ο Τζίμης και γιατί της
φέρθηκε με τόση ευγένεια και καλοσύνη. Άραγε έτσι ήταν ο χαρακτήρας
του ή κάπου αποσκοπούσε;
Σταμάτησε αποφασιστικά αυτές τις σκέψεις, προσπαθώντας να
διατηρήσει τη θετική ενέργεια που υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι θα έχει.
Κι όντως, σαν κάτι να της έφτιαξε τη διάθεση κι άρχισε να βλέπει τη
ζωή της με περισσότερη αισιοδοξία. Ένιωθε ότι μπορούσε να πιάσει την
πέτρα και να τη στύψει. Από ’κείνη τη στιγμή κι έπειτα, ένιωθε ότι τα
καινούρια σχέδια που λογάριαζε, θ’ άλλαζαν για πάντα τη ζωή της.
Καταλάβαινε βαθιά μέσα της πως η αθωότητα που κουβαλούσε τόσα
χρόνια, θα της έκανε τη ζωή δύσκολη. Αποφάσισε λοιπόν -συνειδητά ή
υποσυνείδητα, δεν είχε σημασία- να οπλιστεί με ό,τι χρειαζόταν για να
συνεχίσει. Δύναμη, αυτοκυριαρχία και θάρρος κι αν έπρεπε να χειριστεί
και το θράσος, κάπου θα το έβρισκε και δαύτο. Δεν μπορεί να είναι εύκολο
μόνο για κάποιους. Όχι βέβαια ότι στην πράξη όλα αυτά θα ήταν εύκολα
αλλά όταν έχεις πίστη, κινείς βουνά. Έτσι θα έκανε και με τη μοίρα της.
Να λοιπόν που για μια ακόμα φορά η αθωότητά της, της έκανε παιχνίδια.
Γιατί όσο και να το πίστευε, δύναμη και πίστη να τα καταφέρει είχε,
34
Η πεταλούδα της νύχτας
35
Φραγκάκη Ειρήνη
36
Η πεταλούδα της νύχτας
«Μάγδα μου! Αμάν βρε παιδάκι μου! Που είσαι εσύ; Από τα
χαράματα περιμένω τηλέφωνο. Ανησύχησα».
«Μαμά, με συγχωρείς αλλά έφτασα κουρασμένη. Κάθισα κι έφαγα
και μετά έτρεχα για σπίτι. Δεν μπορούσα να τριγυρνάω κουβαλώντας
παντού τα πράγματά μου».
«Ναι καρδιά μου, έχεις δίκιο, αλλά μ’ έφαγε η αγωνία ψυχή μου».
«Μανούλα μου μην ανησυχείς, όλα είναι υπέροχα εδώ. Και το σπίτι
θαυμάσιο».
«Σ’ έφτασαν τα χρήματα παιδί μου»;
«Ναι, όλα είναι εντάξει. Πλήρωσα δυο ενοίκια μπροστά κι έχει
ηλιακό, θέρμανση και τηλέφωνο. Από ’δω σε παίρνω τώρα».
«Να μου δώσεις τον αριθμό κοριτσάκι μου να σε παίρνω εγώ. Μην
χρεώνεσαι εσύ».
«Καλά, καλά. Πες μου τώρα, εσύ τί κάνεις; Είσαι καλά;»
«Μια χαρά είμαι παιδί μου και τώρα που σε άκουσα ακόμα
καλύτερα».
«Ο μπαμπάς που είναι; Είστε καλά;»
«Ε... στο καφενείο είναι παιδάκι μου. Θες να του πω να σου
τηλεφωνήσει μόλις γυρίσει;»
«Όχι, δεν πειράζει, θα πέσω για ύπνο. Κουράστηκα πολύ και στο
πλοίο δεν κοιμήθηκα καλά. Πες του εσύ πως τηλεφώνησα κι ό,τι είμαι
καλά».
«Εντάξει κορίτσι μου. Τα πράγματά σου πότε θα στα στείλω;»
«Θα σ ’ενημερώσω εγώ γι’ αυτά μαμά. Μην βιάζεσαι. Προς το παρόν
έχουν άλλα προτεραιότητα».
«Καλά αγαπούλα μου. Άντε να ξεκουραστείς τώρα και τα λέμε
αύριο».
«Φιλιά πολλά μαμά. Μου λείπεις».
«Και μένα ψυχή μου».
37
Φραγκάκη Ειρήνη
38
Η πεταλούδα της νύχτας
39
Φραγκάκη Ειρήνη
«Νομίζω ότι υποτιμάς τον εαυτό σου Μάγδα. Δεν μοιάζεις για κορίτσι
που ψάχνεται ούτε δείχνεις μόνη για να θες να κολλήσεις κάπου. Στα δικά
μου τα μάτια τουλάχιστον, φαντάζεις γλυκιά κι έξυπνη».
«Σ’ ευχαριστώ αλλά τώρα νομίζω ότι με υπερεκτιμάς. Μπορεί αντί
για γλυκιά κι έξυπνη να είμαι σκληρή και χαζή. Δεν με ξέρεις».
«Αυτό δεν θέλω να το ξανακούσω. Ο άνθρωπος φαίνεται κι εγώ ξέρω
να τους ξεχωρίζω τους ανθρώπους Μάγδα».
«Καλά ντε, δεν είπα και τίποτα. Δεν μου λες! Θα πιούμε καφέ ή θα τα
λέμε εδώ στα όρθια; Τρέχω από το πρωί και κουράστηκα».
«Έλα πάμε, που ακόμα δεν ήρθες κι άρχισες τα παράπονα».
Και με μεγάλη ευχαρίστηση προχώρησαν με δυο χαμόγελα
ζωγραφισμένα στα χείλη τους. Μίλησαν πολύ ώρα και μάλιστα έτυχε
εκείνη την ημέρα ο Τζίμης να μην δουλεύει, είχε πάει απλά να πληρωθεί.
Άμα θέλει η μοίρα να ενώσει δυο ανθρώπους και τί συνομωσίες δεν κάνει!
Του μίλησε κι εκείνη για τη ζωή της, παραλείποντας το θέμα των
γονιών της που την πόναγε. Του είπε για το σπίτι που βρήκε, για τη
δουλειά που ψάχνει ακόμα. Κι εδώ η τύχη, της χαμογέλασε. Ο θείος του
Τζίμη, ο Νικόλας Παύλου, ήθελε μια κοπέλα να του κρατάει τα λογιστικά
βιβλία σε κάποια δωμάτια που νοίκιαζε και σε κάποια μαγαζιά, χωρίς να
σκορπάει επιπλέον χρήματα. Τα κερατιάτικα δεν τα ήθελε. Κι η Μάγδα
ήθελε να δουλέψει κάπου περιστασιακά για να έχει χρόνο και για τα
διαβάσματά της. Θα κανόνιζε λοιπόν μια συνάντηση μαζί του. Ο Τζίμης
ήξερε λεπτομέρειες και στη Μάγδα φάνηκε πολύ καλή ευκαιρία και τα
χρήματα σε σχέση με το πώς κύλαγε η ζωή εκεί, θα της ήταν αρκετά.
Την ίδια μέρα έκλεισε η δουλειά μετά από ένα τηλεφώνημα κι ο
Τζίμης, της πρότεινε να το γιορτάσουν. Θα πήγαιναν για καφέ και μετά για
φαγητό. Δέχτηκε γεμάτη χαρά κι ας μην ήταν συνηθισμένη σε τέτοιου
είδους εξορμήσεις.
Ο Τζίμης όμως κάπου διέκρινε μια ανησυχία.
40
Η πεταλούδα της νύχτας
«Μην ανησυχείς, είναι πολύ όμορφα και ήσυχα εκεί που θα πάμε».
«Δεν ανησυχώ γι’ αυτό. Απλά δεν ξέρω τι να φορέσω».
«Ότι κι αν βάλεις θα είσαι υπέροχη. Η πιο όμορφη απ’ όλες», της είπε
και της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη ανατρίχιασε στο άγγιγμά του.
Πρωτόγνωρα συναισθήματα την κυρίευαν. Την κοιτούσε στα μάτια
και για πρώτη φορά στη ζωή της, το ένιωθε ότι κάποιος είχε προσπεράσει
το φράγμα ανάμεσα στα μάτια και στην καρδιά της. Το κοίταγμά του
έφτανε μέχρι την ψυχή της. Κι εκείνη είχε όσο τίποτα άλλο ανάγκη
κάποιον στην καρδιά της. Μετά το νεαρό αγόρι από το σχολείο της, δεν
είχε ερωτευθεί ποτέ ξανά κι αυτό την τρόμαζε κάπως.
«Πόσο θέλω να μου ανοίξεις κάποια στιγμή την καρδιά σου και να
μου μιλήσεις γι’ αυτά που σε βασανίζουν», της είπε στοργικά και της
χάιδεψε το χέρι.
«Πως το ξέρεις ότι βασανίζομαι βρε Τζίμη; Ακόμα δεν με γνώρισες
και με ψυχολόγησες»;
«Έχω ζήσει αρκετά Μάγδα και μπορώ να ξεχωρίσω κάποια
πράγματα, μην σου φαίνεται παράξενο».
«Αλήθεια ψυχολόγε μου;» του αντιγύρισε για να τον πειράξει, «τι
άλλο βλέπεις;»
«Βλέπω πόσο χρειάζεσαι ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς κορίτσι μου.
Κι εγώ είμαι εδώ διατεθειμένος να σου δώσω όση αγάπη χρειάζεσαι κι
ακόμα περισσότερη».
«Θα μ’ αγαπούσες σαν αδερφή σου εννοείς;» Προσπάθησε λίγο ν’
αλαφρύνει το κλίμα γιατί ξαφνικά της φάνηκε βαρύ, ασήκωτο αυτό που
ένιωθε.
«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Το ξέρεις ότι από την πρώτη
στιγμή που σε είδα κάτι ένιωσα και δεν στο έκρυψα, δεν είχα λόγο».
Έτσι ένιωθε κι αυτή. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, να χωθεί εκεί,
να κλάψει ώσπου να στερέψουν τα δάκρυά της. Να του πει όλα αυτά που
41
Φραγκάκη Ειρήνη
πραγματικά είχε αισθανθεί για ’κείνον. Όλα αυτά, που τόσα χρόνια την
είχαν πονέσει. Αλλά δεν μπορούσε να τα ξεστομίσει. Σαν κάπου ν’
αγκιστρώθηκαν τα φτερά της, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει.
42
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 5
Είχε στρωθεί για τα καλά στο διάβασμα, στον Τζίμη και στη δουλειά
της. Κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Δεν άφηναν τίποτα να καταστρέψει αυτό
που είχαν μοιραστεί.
Πόσο εύκολο είναι τελικά να αλλάξουν τα πράγματα! Συνήθως
αλλάζουν προς το χειρότερο γιατί ο ανθρώπινος νους, πολλές φορές μας
παίζει παιχνίδια και φοβόμαστε μην απογοητευτούμε!
Τίποτα δεν ήταν το ίδιο όμως! Αλλαγές στη ζωή τους, στα
συναισθήματά τους, στις αρχές τους! Δημιουργήθηκαν άλλες. Ριζικές
αλλαγές. Άλλαξαν τα πρέπει και τα θέλω τους. Αυτό όμως δεν γίνεται
πάντα καθώς μεγαλώνουμε; Άλλοι στόχοι, άλλα όνειρα. Σταμάτησαν πια
να είναι ατομικά. Όλα για δύο! Τέλος στα μοναχικά όνειρα!
Ήρθε η αρχή μιας καινούριας ζωής. Ενός νέου αγώνα, μιας νέας
μάχης για τη ζωή. Ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί; Ειδικά όταν είσαι νέος κι
έχεις όνειρα.
Όταν απέναντί σου απλώνονται δυο χέρια που περιμένουν να τα
κρατήσεις για να προχωρήσετε μαζί! Σε περιμένουν για να παλέψετε για τη
ζωή, να πολεμήσετε για να ζήσετε. Ένα νέο ξεκίνημα, μια ζωή, για δυο.
Γεμάτη εμπόδια, πόνο, λύπες κι όμως τόσο γεμάτη από χαρές κι ευτυχία.
Πόσο μπορεί να είναι αρκετό αυτό για να συνυπάρχουν δυο
άνθρωποι; Ποιος ξέρει; Δυστυχώς όταν μαθαίνουμε την απάντηση είναι
πια αργά. Ίσως, όταν υπάρχει αγάπη, όταν ζουν μαζί, όταν έχουν τα ίδια
όνειρα και τους ίδιους εφιάλτες, όταν μπορούν να τα αντιμετωπίζουν όλα
μαζί, ίσως τότε να είναι αρκετό!
Όταν κρατάει σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου, όταν μαθαίνουν να
μην πτοούνται από απρόσμενες καταστάσεις, όταν μαθαίνει ο ένας από τον
άλλο, τότε ίσως και να επιβεβαιωθεί η ευτυχία τους.
43
Φραγκάκη Ειρήνη
Τόσο καιρό, τα νέα από τους γονείς της υποτίθεται ότι ήταν καλά. Της
μιλούσαν κι οι δυο όλο στοργή. Η μητέρα της την είχε διαβεβαιώσει ότι
όλα ήταν μια χαρά με τον πατέρα της και δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί για
τίποτα πια. Παρόλα αυτά η Μάγδα δεν επαναπαύτηκε. Ήξερε, το ένιωθε
βαθιά μέσα της πως κάποια στιγμή κάτι θα γινόταν. Δεν μπορούσε να
προσδιορίσει τι και πότε. Κάτι όμως, κάποτε…
44
Η πεταλούδα της νύχτας
Έτσι γίνεται όταν στην ανταριασμένη ψυχή σου χτυπάνε σαν κύματα
οι τύψεις, οι φόβοι και ο τρόμος που αν και δεν τον αντιμετώπιζε πια κατά
μέτωπο, εκείνος παρέμενε δέσμιός της να την τραβάει με τις βαριές
αλυσίδες του στο παρελθόν που ήθελε να ξεπεράσει.
45
Φραγκάκη Ειρήνη
πολύ χαιρόταν πραγματικά, μετά από τόσα χρόνια που λυπόταν αφάνταστα
τον εαυτό της. Πόσο φοβόταν να μην τύχει κάποιος ανάξιος για την κόρη
της. Ήθελε το καλύτερο όπως κάθε φυσιολογικός γονιός.
«Μπράβο ψυχή μου. Φυσικά θα τον γνωρίσουμε στην πρώτη
ευκαιρία, έτσι;»
«Εννοείτε μαμά! Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενη με κάνεις!»
Πραγματικά η χαρά της δεν χωρούσε σε όλες τις καρδιές του κόσμου
εκείνη τη στιγμή. Πόσο πολύ επιθυμούσε την έγκριση της μητέρας της.
Έτσι είναι όλα τα παιδιά κάθε ηλικίας. Ζητάνε την αποδοχή των
πράξεών τους από τους γονείς. Όσο κι αν τα έχουν πονέσει· ειδικά τότε.
Τρέχοντας έφτασε στη δουλειά του Τζίμη να του προλάβει τα
ευχάριστα. Λαχανιασμένη τον πήρε αγκαλιά κι άρχισε να μιλάει, να μιλάει,
να μιλάει. Δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν της έκλεισε το στόμα μ’ ένα
φιλί.
«Αμάν βρε πολυλογού! Ηρέμησε. Είδες; Όλα καλά πήγαν. Τί
ανησυχούσες;»
«Συγνώμη αγάπη μου αλλά η χαρά μου ήταν τόση που…»
Άλλο ένα φιλί σφράγισε τα χείλη της και σταμάτησε την πολυλογία
που την ξανάπιανε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Γέλασαν πολύ με τα καμώματα της Μάγδας.
Πραγματικά, όταν κάτι τη χαροποιούσε έκανε σαν μικρό παιδί. Πόσο αθώα
διατηρούσε την ψυχή της, Θεέ μου!
Γιατί όμως αυτές είναι συνήθως οι ψυχές που την πατάνε; Επειδή
είναι ευαίσθητες; Επειδή τις έχει κατακλύσει η αφέλεια; Ή επειδή έχουν
μάθει ν’ αγαπάνε τόσο αγνά και δεν μπορούν να πιστέψουν ότι στον κόσμο
υπάρχει και κακία; Πόσο επώδυνο είναι το απότομο ξύπνημά τους στον
αληθινό κόσμο;
46
Η πεταλούδα της νύχτας
47
Φραγκάκη Ειρήνη
έκανε εκεί. Τώρα πια ένιωθε ότι είχε κάθε δικαίωμα να ξέρει τι, πως και
γιατί. Δεν ήθελε να έχει ερωτήματα για τον αγαπημένο της.
48
Η πεταλούδα της νύχτας
49
Φραγκάκη Ειρήνη
50
Η πεταλούδα της νύχτας
ότι θα ήταν μια χαρά. Απλά είχε κάποιες εκκρεμότητες που ήθελε να
τελειώσει για να έχει τουλάχιστον την Κυριακή ελεύθερη. Δικαιολογίες
δηλαδή, αλλά είχε ανάγκη να απασχολήσει αλλού το μυαλό της για να μην
σκέφτεται αρνητικά κι αδικαιολόγητα.
Ο Τζίμης, στην… άλλη δουλειά του, περίμενε τον θείο Νικόλα. Τον
βοήθαγε, υποτίθεται, πάντα με το αζημίωτο, αλλά έλα σου που κι οι δυο
έτρωγαν με χρυσά κουτάλια! Αυτό το μπαρ είχε αποδειχθεί η άκρη του
ουράνιου τόξου. Γεμάτο τσουβάλια με χρυσάφι. Θησαυροί έδιναν κι
έπαιρναν στα χέρια τους. Κι αυτοί οι θησαυροί είχαν όνομα. Για την
ακρίβεια, όχι μόνο ένα…
Ναρκωτικά – Πορνεία– Σωματεμπόριο.
Ο Νικόλας Παύλου, μεγάλο “κεφάλι” του νησιού, έλυνε κι έδενε
όπως, και ό,τι ήθελε. Είχε το χρήμα, άρα και τη δύναμη. Στο δυναμικό των
εργαζομένων του, κατείχε κι ο Τζίμης μια πολύ υψηλή θέση, κάτι σαν να
λέμε το δεξί του χέρι. Τι στο καλό, ανιψιός του ήταν, έτσι θα τον άφηνε;
Εκείνο το βράδυ, ο Νικόλας είδε ανήσυχο τον Τζίμη. Σκεφτικός στην
άκρη του μπαρ, κρατούσε ένα ποτό στα χέρια του και δεν έδινε σημασία
στο “μοντελάκι” που μάταια προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του,
δείχνοντας απροκάλυπτα τα πλούσια ελέη της.
Τον κοίταγε αρκετή ώρα κάνοντας συνειρμούς. Έφταιγε κάτι απ’ τη
δουλειά; Έφταιγε η κούραση ή μήπως... Μήπως είχε να κάνει με την
καινούρια γκομενίτσα που του κουβάλησε και τον ανάγκασε να κάνει τον
καλό Σαμαρείτη; Σιγά μην είχε ανάγκη από φλωρίτσες ο Νικόλας. Τις
δουλειές του μπορούσε να τις κανονίζει μόνος του, αλλά έστω κι έτσι είχε
κάνει μια καλή πράξη για τα μάτια του κόσμου, που ειδικά σ’ ένα μικρό
νησί σαν τη Σύρο, τον είχαν περικυκλωμένο. Ε, ρε την πουτάνα, την καλή,
τη διαγωγή. Φερετζέ την είχε κάνει και να, πού κατάντησε για να καλύπτει
τις κομπίνες του!
51
Φραγκάκη Ειρήνη
Πλησίασε στο μπαρ και κάνοντας ένα νεύμα στην πιτσιρίκα που ήταν
από μέσα, της έδωσε μήνυμα για το γνωστό ποτήρι του. Δεν ήταν για
πολλές κουβέντες. Λίγες ή καθόλου. Οι “δικοί” του άνθρωποι έπρεπε να τα
πιάνουν όλα στον αέρα και λάθη γι’ αυτόν δεν χώραγαν πουθενά και για
κανένα λόγο. Κι όλοι πρόσεχαν, τα πάντα. Το ήθελαν το κεφάλι τους.
«Τι έγινε ρε Τζιμάκο; Πέσανε τα καράβια μας έξω και δεν το ξέρω;»
Ο μικρός γύρισε και τον κοίταξε και τα μάτια του ήταν ήδη
κατακόκκινα από το ποτό και το τσιγαριλίκι που ρούφηξε πριν λίγο κι ας
ήταν μόνο δέκα το βράδυ. Σήκωσε το ποτήρι του δείχνοντάς το στην
κοπέλα κι ήπιε την τελευταία γουλιά. Έκανε νόημα και στο γκομενάκι από
δίπλα να την κάνει με ελαφρά κι έστρεψε την καρέκλα προς τον θείο του.
«Λοιπόν, θα μου πεις τι συμβαίνει νεαρέ κι έχεις τα χάλια σου
απόψε;»
«Θείε, περίμενε να έρθει το ποτό και θα τα πούμε».
Ο Νικόλας ήξερε καλά τον ανιψιό του. Όταν δεν μίλαγε αμέσως και
προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο κάτι πήγαινε στραβά. Αλλά είχε μάθει
πάντα να κάνει υπομονή με δαύτον. Τα νιάτα, σκεφτόταν, θέλουν υπομονή
για να τα βγάλεις πέρα μαζί τους.
Κατέβασε μια γερή γουλιά από το καινούριο ποτήρι που του σέρβιρε
ο μπάρμαν ενώ συνέχιζε να κοιτάει χαμηλά.
«Θείε, κάτι πρέπει να κάνουμε με τις τύπισσες. Πρέπει να φύγουν απ’
το σπίτι μου και μάλιστα γρήγορα. Δεν γίνεται να κρύβονται άλλο εκεί».
«Τι λες ρε ξεμυαλισμένε. Πας καλά; Και που θα πάνε δηλαδή; Ο
Δούκας τις θέλει σε τρεις μέρες».
«Το ξέρω αλλά θα ’χω πρόβλημα. Δεν ξέρω, κάτι πρέπει να
κάνουμε».
«Εκτός του ότι ξεχνάς τον λόγο που δεν με παίρνει να κάνω τίποτα
τώρα, μπορώ να μάθω γιατί σ’ έπιασε τέτοια πρεμούρα;»
52
Η πεταλούδα της νύχτας
«Η… Μάγδα, θέλει να ’ρθει σπίτι μου. Και λογικό είναι. Τόσο καιρό
είμαστε μαζί. Κάποια στιγμή θα το ζήταγε».
«Τι λες ρε ζωντόβολο! Πας καλά; Και για μια γκόμενα θα μου
χαλάσεις εμένα τη δουλειά;»
«Ρε θείε, είπαμε να τη “βουτήξουμε”. Πως θα γίνει; Δεν φτάνει που
ανέχομαι τα σάχλες της και τα χαζορομαντικά παιχνίδια της, θα μου την
πεις κι από πάνω;»
«Το κόλπο το ’ξερες απ’ την αρχή. Βρες τρόπο να μην έρθει».
«Τι να βρω γαμώτο μέχρι αύριο;»
«Γιατί ρε; Βιάζεται το πουτανάκι να την πηδήξεις;»
«Θέλει λέει, να δει το σπίτι που μένει ο αγαπημένος της, μη χέσω».
«Τότε κόψ’ το λαιμό σου και βρες κάτι να της αποσπάσεις την
προσοχή. Τί σκατά σου μαθαίνω τόσα χρόνια;»
«Μάλλον δεν θα πάρει αναβολή. Τώρα θα είναι στο γραφείο και θα
δουλεύει. Τί λες; Τη “βουτάμε” απόψε να τελειώνουμε; Άντε γιατί αρκετά
τράβηξε».
«Τί εννοείς ρε μπαγάσα;»
«Έλα που δεν κατάλαβες, άστραψε το μάτι σου μπάρμπα. Σου
γυάλισε κι εσένα το γκομενάκι, έτσι;»
«Πάντα παίρνω “μεζέ”. Οπότε απόψε έχει δείπνο μικρέ. Κερνάω. Εσύ
μην ξεχάσεις να φέρεις τα “εργαλεία”», είπε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
Ο μικρός άρχισε να το σκέφτεται με πολύ πιο σοβαρό ύφος απ’ του
θείου του.
«Ό,τι πεις, αφεντικό. Αλλά στο γραφείο σου δεν είναι ρίσκο;»
«Ίσα-ίσα. Αυτό με βολεύει κιόλας. Κάποιοι που ήθελαν να μου
κάνουν ζημιά, μπήκαν να κλέψουν, τη βρήκαν τυχαία κι έγινε ό,τι έγινε.
Εμένα θα υποπτευθούν; Άσε που έτσι καπάτσος που είσαι εσύ, θα την
πείσεις να μην πει και κουβέντα».
«Δεν έχεις κι άδικο. Α, ρε θείε, είσαι εσύ ένας…»
53
Φραγκάκη Ειρήνη
54
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 6
Το σκοτάδι έξω από τις γρίλιες την τρόμαζε και δεν ήξερε τον λόγο.
Το γραφειάκι που της είχε παραχωρήσει ο Νικόλας για να δουλεύει δεν
φωτιζόταν αρκετά, ελάχιστα για να ακριβολογούμε, οπότε ο φόβος της,
είχε κάθε δικαιολογία. Μόνο η οθόνη του υπολογιστή έριχνε φως στα
πλήκτρα και στα νούμερα που έπρεπε να βλέπει. Δεν αναζήτησε άλλο
φωτισμό γιατί θεώρησε ότι δεν της ήταν απαραίτητος. Νόμιζε πως δεν είχε
κάτι να φοβηθεί. Κι όμως, κάτι μέσα της, της το έλεγε. Την
προειδοποιούσε. Αλλά ποτέ δεν άκουσε το ένστικτό της. Πάντα το
προσπερνούσε λες κι ήταν καταραμένο.
Η πόρτα του μικρού γραφείου άνοιξε απότομα. Τρόμαξε! Δυο
φιγούρες έκαναν την είσοδό τους σαν σε ταινία τρόμου. Η Μάγδα
τινάχτηκε έντρομη από την καρέκλα της προσπαθώντας να καταλάβει πίσω
από τις σκιές ποιοι ήταν αυτοί οι δυο που εισέβαλαν τέτοια ώρα και με
τέτοιο θράσος. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πρόσωπα, το αχνό φως στον
υπολογιστή δεν την βοηθούσε καθόλου, ίσα ίσα που την δυσκόλευε ακόμα
περισσότερο.
Δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, δεν πρόλαβε να μιλήσει. Τέσσερα χέρια την
είχαν αρπάξει σε κλάσματα δευτερολέπτου και την είχαν πετάξει στο
πάτωμα κλείνοντάς της το στόμα.
Μάταια προσπαθούσε ν’ αμυνθεί, δεν είχε τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει τα
δυο αυτά καθάρματα. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Δύο άντρες τα έβαζαν
με μια γυναίκα.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς ένιωσε μια βίαιη τσιμπιά από
βελόνα στο χέρι της και μετά το υγρό να κυλάει στις φλέβες, ν’ απλώνεται
σ’ όλο της το κορμί· μέχρι στο κεφάλι της το ένιωθε να φτάνει... και
μετά…
55
Φραγκάκη Ειρήνη
56
Η πεταλούδα της νύχτας
μπροστά της, η μορφή τους όμως ήταν… Χριστέ μου, ίδιοι ο χάρος ήταν.
Πως γίνεται αυτό; Τι δουλειά είχαν τα πρόσωπά τους στο σώμα του χάρου;
Παραισθήσεις είχε σίγουρα, δεν εξηγείτε αλλιώς. Δυο χάροι μαζί ήρθαν να
την πάρουν.
Το κορμί της αλάφρυνε για μια στιγμή και μετά ξανά χέρια, στόματα,
σάλια και… διείσδυση.
Θέλει να ξυπνήσει, θέλει να σηκώσει τα χέρια της και ν’ αρχίσει να βαράει
δεξιά κι αριστερά αλλά δεν την υπακούει κανένα σημείο του κορμιού της.
Χάνεται σε εικόνες τρόμου και φαντασίας. Δύσκολο να τις κατανοήσει, να
τις εξηγήσει και να τις περιγράψει. Ζητάει έλεος σιωπηλά, δεν θα
τελειώσει αυτό το μαρτύριο;
Γιατί αντί να συνέρχεται χάνεται ακόμα πιο βαθιά στο έρεβος; Σαν να
βλέπει τον εαυτό της απέναντί της, τρομαγμένο. Μα ακόμα κι έτσι δεν
είναι σίγουρη πως είναι η Μάγδα που ήξερε. Τα χαρακτηριστικά της ήταν
τραβηγμένα. Τα μαλλιά της μακριά και μαύρα ανέμιζαν προς τα πίσω κι ας
μην υπήρχε αέρας. Ένα ουρλιαχτό σαν να άκουσε. Δικό της ήταν ή… της
Μάγδας της που ήθελε τόσο να προστατεύσει αλλά δεν τα κατάφερνε;
Έβλεπε το στόμα της να ανοίγει διάπλατα σαν να ούρλιαζε, ναι. Τόσο
αλλοπρόσαλλη εικόνα! Ένιωθε το σώμα της βουτηγμένο σ’ ένα ηφαίστειο
που την έκαιγε και την ανάγκαζε να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις για
να βγει στην επιφάνεια. Σύγκορμη τίναζε η Μάγδα όλα τα μέρη του
κορμιού της. Αέρας πουθενά κι όμως φύσαγε. Απόκτημα της φαντασίας
της το ηφαίστειο κι όμως καιγόταν. Μόνο η έκρηξη φάντασε κάποια
στιγμή αληθινή με τη Μάγδα της να αιωρείται και το σώμα της να
μετατρέπεται σε τέφρα που κάλυπτε τα πάντα γύρω της. Κάθε σκέψη, κάθε
κίνηση. Την είδε να εκτοξεύεται από τον κρατήρα του δικού της
εφιαλτικού ηφαιστείου. Να καίγεται από τη δική της λάβα…
Κι άλλη κλεμμένη αθωότητα! Κι άλλα διαλυμένα νιάτα! Κι άλλα
διαλυμένα όνειρα!
57
Φραγκάκη Ειρήνη
58
Η πεταλούδα της νύχτας
59
Φραγκάκη Ειρήνη
λες κι έτσι θα έφευγαν. Δεν έπρεπε να τον επηρεάζει τίποτα. Ήταν δουλειά
και στη δουλειά του συναισθήματα δεν υπήρχαν για κανέναν και για
τίποτα. Τον είχε δασκαλέψει πολύ καλά ο θείος Νικόλας. Στόχος τους ήταν
να μυήσουν νέους ανθρώπους -και δη γυναίκες- στα ναρκωτικά και
αργότερα που θα ήταν απόλυτα εξαρτημένες, να τις σπρώξουν στην
πορνεία. Έβγαζαν χοντρό χρήμα. Τα μαγαζιά του Νικόλα ήταν όλα
“φερετζές”. Κι έτσι θα παρέμεναν, γιατί την είχε μάθει τη δουλειά πολύ
καλά. Τίποτα δεν του ξέφευγε κι ήταν πάντα κοντά στον τόπο του. Δωρεές,
φιλανθρωπίες, όλα για το κοινό συμφέρον του τόπου του, έλεγε. Άντε μετά
να μιλήσει κανείς.
Στο πολύ χρήμα χωράει μόνο η σιωπή.
60
Η πεταλούδα της νύχτας
61
Φραγκάκη Ειρήνη
Με τη μάνα της δεν είχε μιλήσει όλον αυτόν τον καιρό για όσα της
συνέβησαν. Όσες φορές είχε πάρει, το είχε σηκώσει πρώτα ο Τζίμης και
την είχε προτρέψει να μην της πει τίποτα για να μην την ανησυχήσει άδικα.
«Βρε Τζίμη, που θα πάει αυτό;» του είπε μια μέρα που είχε συνέλθει
πάλι τελείως και ακόμα πιο έντονα από τις άλλες φορές.
«Τί εννοείς Μάγδα; Που θα πάει, ποιο;»
62
Η πεταλούδα της νύχτας
«Είμαι σχεδόν ένα μήνα άνεργη, δεν έχω από πουθενά να πάρω
χρήματα, όλα τα πληρώνεις εσύ, είμαι συνέχεια κλεισμένη μέσα και το
σημαντικότερο. Δεν νιώθω να συνέρχομαι. Μόνο τις στιγμές που μου
κάνεις τις ενέσεις. Τότε νιώθω υπέροχα. Αλλά δεν είναι καιρός πια να βγω
έξω; Να βρω μια δουλειά, εννοείτε αλλού. Δεν μπορώ να ξαναμπώ εκεί
μέσα. Πρέπει να δω τι θα κάνω και με το Πανεπιστήμιο».
«Έχεις δίκιο αγάπη μου. Θα μιλήσω με τον θείο μου αύριο να δω
μήπως έχει κάτι έστω και στις καφετέριες».
«Τέλεια, αν το κάνεις αυτό μωρό μου σίγουρα θα νιώσω καλύτερα.
Να σου πω όμως. Μπορείς να μου κάνεις άλλη μια ηρεμιστική; Νιώθω ότι
το χρειάζομαι».
«Φυσικά και θα σου κάνω. Ότι θέλει το κορίτσι μου. Κι αύριο θα σου
δείξω πώς να το κάνεις και μόνη σου. Δεν μπορώ να είμαι συνέχεια εδώ κι
ίσως τη χρειαστείς κάποια στιγμή που θα λείπω. Να μπορείς να βοηθήσεις
μόνη σου τον εαυτό σου».
Αυτό που ήθελε το είχε πετύχει. Τώρα έμενε να την μπάσει και στα
μαγαζιά για κονσομασιόν αρχικά, και μετά να συνεχίσει στη μεγάλη
μπάζα. Ήταν “καλό εργαλείο” η Μάγδα και με λίγο δούλεμα απ’ τα
κορίτσια στο ντύσιμο και στο μακιγιάζ, σίγουρα θα έκανε θραύση. Είχαν
επενδύσει πολλά πάνω της και ο Τζίμης και ο Νικόλας.
Το ίδιο απόγευμα, της έκανε τη μεγάλη έκπληξη. Πήγε μαζί μ’ ένα
απ’ τα παλιά κορίτσια, έμπειρη στο φτιασίδωμα της νύχτας και της είπε τα
ευχάριστα.
«Από απόψε μπορείς να δουλέψεις στο μπαρ κοριτσάκι μου. Η Μάντι
από ’δω, θα σε βοηθήσει να ντυθείς και να βαφτείς ανάλογα».
«Τζίμη αυτό είναι υπέροχο. Επιτέλους θα ξαναδουλέψω».
Έτρεξε στην αγκαλιά του λες και της είχε χαρίσει ξανά τη ζωή. Δεν
ήξερε ότι αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα απλά για να της πάρει όση της
είχε απομείνει.
63
Φραγκάκη Ειρήνη
64
Η πεταλούδα της νύχτας
65
Φραγκάκη Ειρήνη
Η Μάγδα δεν μίλησε, πως θα μπορούσε άλλωστε; Κάθε φορά που τον
έβλεπε θυμόταν τον “θάνατο” που είχε βιώσει στο γραφείο του. Κάτι μέσα
της, πολύ μέσα της όμως, της έλεγε ότι η αντιπάθεια που είχε αρχίσει να
αισθάνεται γι’ αυτόν τον άνθρωπο οφειλόταν σε κάποιο δικό του φταίξιμο
αλλά δεν ήταν σε θέση να το προσδιορίσει.
Ο Νικόλας άπλωσε το χέρι του και της πρόσφερε το ποτήρι.
«Έλα, παρ’ το. Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις, θα δεις».
Πήρε το ποτήρι στα χέρια της και το κοίταζε σαν κάτι άγνωστο. Αυτή
που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε δοκιμάσει ούτε λικέρ, τώρα ήταν
έτοιμη να ακουμπήσει στα χείλη της μια βόμβα. Η πρώτη γουλιά την
έκαψε κι άρχισε να βήχει λες κι είχε βάλει στα σωθικά της φωτιά.
Ο Νικόλας την κοίταξε και γέλασε καθώς η όλη σκηνή του φάνηκε
τόσο αστεία λες και δεν υπήρχαν άνθρωποι που δεν έπιναν.
«Η πρώτη είναι ζόρικη. Μετά συνηθίζεις. Άντε, ρούφα άλλη μία».
Τα μάτια της Μάγδας είχαν πεταχτεί έξω απ’ τις κόχες αλλά
υπάκουσε. Η επιβλητικότητα του Νικόλα και του Τζίμη που την κοίταγαν
λες κι ήταν άγρια θηρία, δεν της έδινε άλλες επιλογές. Σαν
καλοκουρδισμένο ρομποτάκι -έτσι την είχε κάνει ο καλός της- σήκωσε
ξανά το ποτήρι, έριξε άλλη μια ματιά στο υγρό που την έκαψε πριν και το
κατέβασε μονορούφι. Αυτή τη φορά ο βήχας, την έκανε να σείεται
σύγκορμη. Παραπάτησε κι έπεσε μέσα στην αγκαλιά του Νικόλα. Άλλο
που δεν ήθελε κι αυτός. Τα μάτια του πέταξαν σπίθες μόλις το τρυφερό
κορμί της Μάγδας ακούμπησε στο μόριό του. Είχε ξαναγευτεί τη γλύκα
της, εκείνη την άθλια νύχτα που τη βίασε. Όσο έβηχε όμως τόσο τριβόταν
και πιο πολύ πάνω του. Δεν το καταλάβαινε μες στη ζαλάδα της
μαστούρας της. Κι ο Νικόλας είχε αρχίσει να ερεθίζεται αλλά σκέφτηκε
πως δεν ήταν ώρα ακόμη. Την επόμενη φορά, θα το ήθελε κι αυτή.
Νηφάλια ή μη, δεν θα του αντιστεκόταν.
66
Η πεταλούδα της νύχτας
«Συγνώμη», είπε και ξανακάθισε στη θέση της. Δεν είχε καταλάβει
φυσικά τίποτα η Μάγδα. Η αθωότητα και η άγνοια που την κατείχε δεν την
άφηνε επ’ ουδενί να πονηρευτεί.
«Δεν πειράζει κουκλάρα μου. Μην ανησυχείς, δεν έπαθα τίποτα
κακό».
Τα μάτια του συνέχιζαν να γυαλίζουν και ξερογλειφόταν λες κι είχε
δίπλα του ξερολούκουμο. Ο Τζίμης που τόση ώρα απλά κοιτούσε,
αποφάσισε πως ήταν ώρα να επέμβει.
«Σόνια», είπε στην κοπέλα στο μπαρ, «βάλε άλλο ένα ποτό στη
Μάγδα».
«Μάγδα, πάρε το ποτό σου κι έλα να σου γνωρίσω έναν κύριο».
«Τί κύριος είναι αυτός Τζίμη μου; Και γιατί πρέπει να τον γνωρίσω;»
«Έλα τώρα και μην ρωτάς πολλά», της είπε χαμογελώντας και
πιάνοντάς τη απ’ το μπράτσο.
Δεν είπε τίποτα άλλο η Μάγδα. Ο Τζίμης είχε αρχίσει να της
επιβάλλεται πολύ πιο εύκολα απ’ ότι υπολόγιζε κι αυτό τον έκανε ν’
αναθαρρήσει κι άλλο και να φουσκώσει σαν παγόνι. Μπορούσε να
επιβληθεί σε ένα κορίτσι -και σε πολλά άλλα εκτός απ’ αυτό, με τη γνωστή
μέθοδο και για τον γνωστό λόγο- κι αυτό τον έκανε να νιώθει μεγάλη
δύναμη ισχύος. Λες κι ήταν κυρίαρχος του κόσμου.
Ο εν λόγω κύριος που πήγε να γνωρίσει στη Μάγδα, ήταν ένα ερείπιο
πενήντα και φεύγα ετών. Τα μάτια του γυάλιζαν διαρκώς, με όλα αυτά τα
δροσερά κοριτσάκια που πέρναγαν από μπροστά του. Αλλά μόλις είδε τη
Μάγδα λες και πετάχτηκαν. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή, μικροσκοπικά του
μάτια, λόγω ηλικίας, άνοιξαν διάπλατα.
Τράβηξε την καρέκλα και της έκανε νόημα να καθίσει. Η Μάγδα
γύρισε και κοίταξε όλο απορία τον Τζίμη κι εκείνος με τα μάτια, της έδειξε
την καρέκλα.
67
Φραγκάκη Ειρήνη
68
Η πεταλούδα της νύχτας
Ο κύριος Παναγιώτης έψαξε με τα μάτια του τον Τζίμη και μόλις τον
εντόπισε, του έγνευσε να πάει προς το μέρος του κάνοντάς του νόημα με
το χέρι να σκύψει.
«Κανόνισε την επόμενη φορά να κάνεις κατάσταση με τη μικρή. Και
το νου σου κακομοίρη μου, είναι τεφαρίκι πράμα. Μην μου κάνεις καμιά
λαδιά και τη χάσω… τη θέλω αυτή τη μικρή», ψιθύρισε στο αφτί του
Τζίμη.
Εκείνος ένευσε καταφατικά και του είπε να μην ανησυχεί. Δεν υπήρχε
λόγος άλλωστε, απλά δεν ήθελε να τη ζορίσει με την πρώτη. Άβγαλτη και
πρωτάρα ήταν και τον είχε ενημερώσει σχετικά. Αλλά αυτό ακριβώς ήταν
που ήθελε κι ο Πάνος. Κοριτσάκια για να τους μάθει τις χαρές και τις
χάρες του έρωτα. Ένας έμπειρος πενηντάρης σε ρόλο ερωτικού διδάκτορα
ήταν ό,τι έπρεπε, για να του ανεβάζει τη λίμπιντο και την αδρεναλίνη.
69
Φραγκάκη Ειρήνη
70
Η πεταλούδα της νύχτας
71
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 7
72
Η πεταλούδα της νύχτας
την ψυχή της; Μια ζωή μαθημένη να κρύβεται καλά και να τα περνάει όλα
μόνη της. Να μην ανοίγεται ούτε για τα πιο ασήμαντα. Πόσο μάλλον για
πράγματα που ακόμα κι η ίδια δεν μπορούσε να κατανοήσει τι ακριβώς της
συνέβαινε.
Τώρα που θυμόταν καλύτερα τον διάλογο με τη μάνα της,
συνειδητοποίησε μια φράση που πριν δεν έδωσε βάση. Μόνη της, μόνη κι
έρημη για την ακρίβεια… ναι, αυτό της είχε πει. Κι η Μάγδα φυσικά ούτε
που μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Είχε τις δικές της φουρτούνες ν’
ασχοληθεί. Τ’ αφτιά της δεν συνδεόταν πλέον ομαλά με τις λειτουργίες του
εγκεφάλου. Δεν μπήκε ούτε καν στον κόπο να ρωτήσει για τον πατέρα της
τίποτα. Εκεί που στις αρχές, όταν έφυγε, προσπάθησε κάπως να μην νιώθει
όπως ένιωθε, τώρα, μετά απ’ αυτό που της είχε συμβεί, η μνήμη της άρχισε
να της παίζει παιχνίδια και είχε διαγράψει κάποιους ανθρώπους. Όχι όμως
και τα συναισθήματα. Η αηδία είχε ριζώσει για τα καλά μέσα της, αλλά
πολύ μέσα της. Λειτουργούσε υποσυνείδητα και δεν την άφηνε να σκεφτεί
καθαρά για όλους και όλα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Δεν είχε περάσει
και λίγα. Κάτι όμως, της έλεγε πως αρκετά είχε πονέσει. Όχι, αρκετά είχε
αφήσει το παρελθόν να την πονέσει. Ήθελε να ξεχάσει. Ευσεβείς πόθοι
ήταν βέβαια, αλλά παρά τ’ ολότελα, καλή κι η Παναγιώτενα που λένε. Εκεί
που κάποτε όλα στριφογύρναγαν μες στο κεφάλι της σαν ρόδα στο Λούνα
Παρκ, τώρα είχε κάνει μια γερή διαγραφή σε διάφορα μες στον σκληρό
δίσκο του εγκεφάλου της. Και ξανά η σκέψη της έφυγε απ’ τη μάνα της και
γύρναγε στον εαυτό της. Πάλι τα δικά της σκεφτόταν.
73
Φραγκάκη Ειρήνη
Το κοριτσάκι της ήταν μακριά, κάτι είχε κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα. Αλλά… δεν ήταν μόνο αυτό.
Ο κυρ-Αντρέας, της είχε κάνει τη ζωή κόλαση από τότε που έφυγε η
Μάγδα. Δεν κρατούσε πλέον κανένα πρόσχημα. Γύρναγε στο σπίτι
μεθυσμένος κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ. Όλα του έφταιγαν, σ’ όλα
έβρισκε λάθη. Η Ευτυχία -μόνο το όνομα είχε πια να της θυμίζει ότι
υπήρχε αυτή η λέξη στο ελληνικό λεξιλόγιο- τράβαγε του Χριστού τα πάθη
στα χέρια του. Παρακάλαγε ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί κάθε φορά
που άκουγε το κλειδί στην πόρτα. Είχε γίνει πια ο φόβος κι ο τρόμος της.
Το ξύλο έπεφτε σύννεφο. Το σώμα της είχε γεμίσει μώλωπες αλλά που να
τ’ ομολογήσει η άμοιρη. Τη χτύπαγε ακόμα κι αν δεν υπήρχε αφορμή.
Εκείνος έβρισκε, που στην ουσία ήταν για το τίποτα. Σάμπως προλάβαινε η
έρμη να του κάνει κάτι;
Μέχρι εκείνο το βράδυ. Η Ευτυχία δεν είχε κοιμηθεί ακόμα.
Σκεφτόταν όσα είχαν ειπωθεί με τη Μάγδα και προσπαθούσε να βρει λύση
για να βοηθήσει το κοριτσάκι της. Ο Αντρέας γύρισε στις δύο τα
ξημερώματα, τύφλα απ’ το μεθύσι. Κοπάνησε την πόρτα πίσω του λες και
του έφταιγε κι αυτή. Πήγε στην κουζίνα και τη βρήκε να κάθεται
κουβαριασμένη κι έντρομη στην καρέκλα. Είχε τρομοκρατηθεί η
κακομοίρα απ’ το γδούπο της πόρτας αλλά ... τρέχα γύρευε πως θα ξέφευγε
πάλι απ’ τα χέρια του.
«Μμμ… ακόμα δεν κοιμήθηκε η πριγκηπέσα;» είπε με το μάτι του να
γυαλίζει. Το μαύρο του χάλι είχε πάλι.
Δεν μίλησε η Ευτυχία. Τι να πει. Ήξερε πως ό,τι κι αν έλεγε θα το
χρησιμοποιούσε εναντίον της. Πάντα τον μπελά της έβρισκε όποτε άνοιγε
το στόμα της. Είχε αποφασίσει απόψε να το σφραγίσει και να μην το
ανοίξει για κανένα λόγο. Αλλά που να ’ξερε. Ακόμα κι αυτό ήταν μέγα
λάθος.
«Τί έγινε μωρή; Το αμίλητο νερό κατάπιες και μουγκάθηκες;»
74
Η πεταλούδα της νύχτας
75
Φραγκάκη Ειρήνη
76
Η πεταλούδα της νύχτας
συνείδησή της δεν της επέτρεπε να το βάλει στα πόδια. Άλλωστε που να
πήγαινε; Δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο εκτός από τη Μάγδα. Άραγε
θα την καταλάβαινε ή θα την κατηγορούσε;
Ό,τι έκανε δεν το έκανε από πρόθεση. Να αμυνθεί ήθελε. Κάτι που
τόσα χρόνια απέφευγε. Κάτι που τόσα χρόνια δεν τολμούσε. Κάπου όμως
μέσα της ένιωθε πως ένα βάρος, την είχε εγκαταλείψει. Δεν γινόταν μια
ζωή να πλήρωνε δικές του αμαρτίες και τώρα που τον τιμώρησε να μην
νιώθει ένα ξαλάφρωμα!
Σύρθηκε μέχρι το χολ και σήκωσε το ακουστικό. Με χέρια που
έτρεμαν, ειδοποίησε την αστυνομία η οποία φυσικά έφτασε σχεδόν
αμέσως. Εμ, έγκλημα ήταν αυτό και μάλιστα μετά από μια ειλικρινέστατη
ομολογία.
«Ναι, εγώ τον σκότωσα. Με βλέπετε; Είμαι γεμάτη σημάδια. Αυτός
κόντεψε πρώτα να σκοτώσει εμένα. Τί να έκανα; Γυάλισε το μάτι μου.
Τόσα χρόνια ανέχτηκα πολλά απ’ αυτό το κτήνος. Κι όχι, δεν το
μετάνιωσα. Δεινοπάθησα. Δεν άντεξα άλλο. Πάρτε μου το κεφάλι, κλείστε
με φυλακή. Κάντε με ό,τι θέλετε. Δεν έχει νόημα η ζωή μου. Μόνο σας
παρακαλώ, προσέξτε πως θα το πείτε στο κοριτσάκι μου. Σας ικετεύω, δεν
πρέπει να πληγωθεί. Είναι και μακριά το πουλάκι μου. Ζωή μου, αχ ζωή
μου…»
Αγανακτισμένη πια, φοβισμένη κι απελπισμένη που αυτό το τέρας την
είχε κάνει δολοφόνο, δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε. Μέσα από δάκρυα
θυμού κι οργής, μέσα από καταπιεσμένα συναισθήματα τόσων χρόνων,
διηγούνταν στους αστυνομικούς τα συμβάντα, μπερδεμένα μαζί με όλα
όσα τράβαγε δίπλα του, μπερδεμένα με όση οργή, της είχε απομείνει.
Τα όργανα της τάξεως και της ηθικής, την κοίταγαν με συμπόνια. Τα
μάτια τους έβλεπαν πολλά καθημερινά. Η γυναίκα αυτή φαινόταν ότι έλεγε
την αλήθεια, φαινόταν ότι η ψυχή της έβγαζε πολύ κρυμμένο πόνο. Τα
σημάδια στο κορμί της μαρτυρούσαν πριν από την ίδια όσα τράβηξε.
77
Φραγκάκη Ειρήνη
78
Η πεταλούδα της νύχτας
Ο Τζίμης αμίλητος, της έδινε τον χρόνο που χρειαζόταν πριν πει
οτιδήποτε. Ήταν ρίσκο γι’ αυτόν να την αφήσει να του φύγει. Θα
ξαναγύριζε άραγε; Έπρεπε να κάνει κάτι, κάποιο δέλεαρ για να τη δέσει.
Αλλά δεν χρειάστηκε. Η Μάγδα αποδείχθηκε πιο βόδι κι απ’ τα βόδια.
Στρωμένα του τα ’χε όλα, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του.
«Τζίμη μου, σε παρακαλώ τώρα που θα φύγω μπορείς να μου κάνεις
μια χάρη;»
«Ότι θέλει το μωρό μου».
«Θέλω να σιγουρέψεις ότι δεν θα χάσω τη δουλειά».
«Τι λες κορίτσι μου; Φυσικά και δεν θα τη χάσεις. Ορίστε, αυτά μου
τα έδωσε ο θείος μου γιατί σίγουρα θα χρειαστείς μετρητά».
Άνοιξε τις παλάμες της κι ο Τζιμάκος, της έβαλε μέσα 5.000 ευρώ. Η
Μάγδα έμεινε να τον κοιτάει με το στόμα ορθάνοιχτο. Μια κοίταγε τα
χρήματα και μια τον ευεργέτη της. Μα φυσικά θα ήταν μεγάλο κορόιδο αν
δεν ξαναγύριζε πίσω στο νησί, και μάλιστα με πατέντα.
Δεν κάθισε να το πολυσκεφτεί. Οι πόροι της ήταν μηδενικοί και ήξερε
πια ότι δεν μπορούσε ν’ απευθυνθεί πουθενά αλλού. Δεν είχε άλλο
αποκούμπι. Ο πατέρας νεκρός, η μάνα στη φυλακή. Αδέρφια δεν είχε και
δόξαζε τον Θεό γι’ αυτό. Δεν ήθελε να φαντάζεται πως θα ήταν να
περνούσαν κι άλλοι δικοί της άνθρωποι το ίδιο μαρτύριο. Κι από φιλίες…
εκεί κι αν τα είχε σκατώσει εντελώς. Δεν ήρθε ποτέ τόσο κοντά με
κανέναν. Πως μπορεί ένα άνθρωπος να ζήσει χωρίς φίλους; Είναι
καταλυτικός οδηγός επιβίωσης οι φίλοι. Βοηθάνε και συμπαραστέκονται.
Συμβουλεύουν αλλά και σε μαλώνουν. Το ένιωθε η Μάγδα ότι κάτι της
έλειπε. Ναι, και μάλιστα πολύ. Ήταν η ανθρώπινη επαφή που νόμιζε ότι
την είχε βρει στον Τζίμη. Αλλά που τέτοια τύχη τρομάρα της. Απ’ το ένα
λάθος στο άλλο έπεφτε και δεν υπήρχε κανείς δίπλα της να τη
συμβουλέψει. Πιο μόνη κι από μόνη είχε καταντήσει. Κι εκεί που έλεγε
πριν κάτι μήνες ότι μπορούσε να τα καταφέρει, τώρα αποδεικνύονταν
79
Φραγκάκη Ειρήνη
περίτρανα ότι η ζωή παίζει παιχνίδια πίσω απ’ την πλάτη μας και κάθεται
κι αναπαυτικά στην πολυθρόνα που της δωρίζουμε για να μπορεί να μας
παρακολουθεί να τα χάνουμε. Και γελάει η άτιμη. Κάτω απ’ τα μουστάκια
της, πίσω από την πλάτη μας κι εμείς τα ζώα δεν ξυπνάμε. Δεν παίρνουμε
χαμπάρι τι μας συνέβη και τι μας περιμένει παρακάτω. Και συνεχίζουμε να
κάνουμε όνειρα και συνεχίζουμε να έχουμε ελπίδες. Που παταγωδώς όμως,
πέφτουν σε κενό, σε γκρεμό. Και χανόμαστε. Δεν έχουμε από πού να
πιαστούμε. Κι όμως εκεί, πάντα να ελπίζουμε. Πάντα να παλεύουμε με τις
τύψεις μας, με τα θέλω μας και τα μπορώ μας.
Τρίχες. Ήθελε η Μάγδα ν’ αλλάξει. Αλλά την άφηναν οι εκπλήξεις;
Την άφηνε ο Τζίμης που θα ’χανε το παραδάκι; Την άφηνε ο φόβος της
μην μείνει ξανά παντελώς μονάχη;
Έτσι τώρα, με το παραδάκι ανά χείρας και την ψυχή να βολοδέρνει
στο χάος, έδινε στον καλό της την πιο μεγάλη ικανοποίηση. Να καταλάβει
χωρίς πολλά πολλά ότι τον σκοπό του τον είχε καταφέρει. Και χωρίς να
καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια. Είχε πέσει στα δίχτυα του σαν πεινασμένο
ψάρι κι ο καλός ψαράς θα τη βοηθούσε όχι να ξεμπλέξει αλλά να τα μάθει
και να τ’ αγαπήσει. Τρόπος του λέγειν να τ’ αγαπήσει. Πώς θα μπορούσε;
Αλλά τουλάχιστον να τα συνηθίσει. Λίγο ήταν αυτό;
80
Η πεταλούδα της νύχτας
81
Φραγκάκη Ειρήνη
82
Η πεταλούδα της νύχτας
83
Φραγκάκη Ειρήνη
84
Η πεταλούδα της νύχτας
«Η ουσία είναι, ότι εγώ είμαι εδώ. Έφταιξα και θα πληρώσω. Εσύ να
πας πίσω, εκεί που σε περιμένουν, εκεί που σε περιμένει η ευτυχία
κοριτσάκι μου. Κι όποτε μπορώ θα σε παίρνω τηλέφωνο».
«Πόσο αλλιώτικη φαίνεσαι μαμά. Πόσο ήρεμη, κι αυτό μου δίνει πιο
πολύ κουράγιο. Δεν περίμενα να σε δω έτσι και τώρα μπορώ να φύγω
χωρίς τύψεις».
«Είσαι η μόνη που δεν πρέπει να έχει τύψεις καρδούλα μου».
Μίλησαν πολύ, είπαν πολλά κι ας μην ήταν “όλα”, όμως ξαλάφρωσαν
κάπως τις ψυχές τους κι έγιναν δυο ήρεμες γυναίκες.
Η μια φυλακισμένη για πάντα μέσα στην ελευθερία της κι η άλλη
ελεύθερη μέσα στη φυλακή της. Δεν έκλαψαν, ο αποχωρισμός τους αυτή
τη φορά, τους φάνηκε πιο ήρεμος από ποτέ.
85
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 8
Η επιστροφή της στη Σύρο δεν της έδωσε καμία χαρά. Ο Τζίμης, της
είχε κανονίσει παρέα με δυο τρεις “κύριους” για το ίδιο βράδυ.
Φυσικά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Όσο κι αν επέμενε ο
Τζίμης να της δώσει λεφτά, η περηφάνια της δεν της το επέτρεπε. Είχε
ορκιστεί στον εαυτό της ότι θα τα κατάφερνε, με όποιο τίμημα. Είχε
καταλάβει πια τι δουλειά έκανε, αλλά δεν την απασχολούσε καθόλου.
Τόσους μήνες κι ήδη έβγαζε αρκετά χρήματα, τουλάχιστον έτσι νόμιζε,
γιατί δεν ήξερε ότι οι πελάτες ακριβοπλήρωναν για να έχουν την παρέα
της. Τα ψίχουλα που της έδινε ο καλός της και ο θείος του, ήταν για ’κείνη
θησαυρός. Είχε βάλει κάποια χρήματα στην άκρη κι αυτό της έδινε τη
θέληση να δουλέψει κι άλλο.
Ένα βράδυ κι ενώ ήταν όλοι στο μαγαζί, ο Νικόλας, της σύστησε
κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία -συχνό πελάτη- που είχε επισκεφθεί το νησί
τους για διακοπές και δουλειά. Άκουσε λοιπόν για τη Μάγδα κι έκλεισε
τραπέζι με το που έφτασε στο ξενοδοχείο.
Όλα τα επόμενα βράδια, η Μάγδα δεν κράτησε συντροφιά σε κανέναν
άλλον πελάτη. Η απάντηση που έπαιρναν όταν τη ζήταγαν, τους ήταν
αρκετή για να την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Ο κύριος αυτός, έλυνε
κι έδενε στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Αιμίλιος Σταθόπουλος με τ’ όνομα, άκουγαν το όνομά του και τα
κεφάλια έσκυβαν στο πέρασμά του. Η Μάγδα όμως ένιωθε αναγούλα κάθε
φορά που αυτός κι οποιοσδήποτε άλλος άπλωνε τα ξερά του και την
ακούμπαγε.
Ο Τζίμης ετοίμαζε σιγά-σιγά το πεδίο για ελεύθερη βολή πια.
Κινούμενος στόχος η Μάγδα και ο πυροβολητής πάντα εύστοχος. Την
έπιασε από κοντά τη δεύτερη μέρα και της τα είπε κι απ’ την καλή κι απ’
την ανάποδη που δεν του έκατσε του μεγαλοεπιχειρηματία το προηγούμενο
86
Η πεταλούδα της νύχτας
βράδυ, παρά τα παρακάλια του. Τον ουρανό με τ’ άστρα ,της έταξε αλλά
αυτή δεν ενέδωσε. Άλλες φυσικά, αν ήταν στη θέση της, όχι απλά θα του
καθότανε αλλά και τούμπες θα του έκαναν.
«Μα δεν μπορώ. Τί νομίζεις ότι είμαι; Ρομπότ να κάνω τα κέφια του
καθενός;»
«Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε ποια είσαι ούτε τι είσαι. Εμένα με νοιάζει ότι
αυτός αφήνει τα περισσότερα λεφτά απ’ όλους αλλά έχει τις απαιτήσεις
του και με το δίκιο του ο ανθρωπάκος να παραπονιέται».
«Βάλε άλλη να το κάνει. Εγώ δεν μπορώ». Ορθή κοφτή η Μάγδα στα
λόγια της, ορθή κοφτή και η σφαλιάρα που της ήρθε ξανάστροφα από ’κει
που δεν το περίμενε.
«Εσένα θέλει, εσύ θα πας και δεν ακούω αντιρρήσεις. Ξηγηθήκαμε;»
Δεν είχε άλλη επιλογή. Μόνο να του εξηγήσει προσπάθησε αλλά η
προσπάθειά της απεδείχθη μάταια.
«Μα δεν μπορώ βρε Τζίμη, δεν το καταλαβαίνεις; Εδώ καλά-καλά
μαζί σου και δεν κάνω άνετα έρωτα μετά απ’ όλα όσα μου έτυχαν και θα
πάω μ’ έναν ξένο; Δεν είναι το ίδιο με το να τους κρατάω συντροφιά και
να πληρώνουν τα ποτά!»
«Κοριτσάκι, θα στο πω μια φορά και βάλτο καλά στο μυαλό σου.
Άλλο το τι κάνεις μ’ εμένα κι άλλο τι κάνεις με τους πελάτες. Αυτοί
αφήνουν τα ωραία τους τα λεφτουδάκια κάθε βράδυ κι εσύ δεν πεθαίνεις
της πείνας τώρα. Εκτός κι αν σου κακοπέφτουν, οπότε να μου το πεις να το
ξέρω».
Κάτι πήγε να πει η Μάγδα αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα
της, την αποστόμωσε ο Τζίμης.
«Και για να ’μαστε και ξηγημένοι, αν αποφασίσεις να την κάνεις,
ξεχνάς και τ’ άσπρα δωράκια που ζητάς κάθε βράδυ».
Τσιμουδιά η Μάγδα. Τώρα ήταν που δεν την έπαιρνε με τίποτα να πει
δεύτερη κουβέντα. Την ήθελε τη δόση της, την αποζητούσε σαν νερό στο
87
Φραγκάκη Ειρήνη
διψασμένο της κορμί. Σαν τροφή στην άδεια ψυχή της. Ήταν οι μόνες
στιγμές που μπορούσε ν’ αρνηθεί ό,τι κακό την είχε βρει στη ζωή της.
Όλος ο κόσμος ήταν δικός της κι όλα ήταν όμορφα. Χωρίς να το
πολυσκεφτεί, του έθεσε ως τετελεσμένο την πρότασή της.
«Σύμφωνοι Τζίμη, αλλά με μια προϋπόθεση. Κάθε φορά που θα
χρειάζεται να πηγαίνω με κάποιον πελάτη θα μου δίνεις λίγο απ’ το όνειρο,
αν θες ν’ αντέξω και να μην πεθάνω απ’ τη ντροπή μου».
«Αυτό ήταν βρε κουτό και δεν το έλεγες;» Την αγκάλιασε τρυφερά
λες κι ό,τι έγινε πριν δεν ήταν κάτι που έζησαν αλλά κάτι που συνέβη σε
άλλους κι εκείνοι το έβλεπαν σαν απλοί παρατηρητές. Τί τον ένοιαζε;
Αυτός τον σκοπό του τον είχε πετύχει. Της χάιδεψε τα μαλλιά και με το
άλλο χέρι έπιασε πρόστυχα τα στήθη της. Στον Τζίμη δεν αντιστάθηκε
ποτέ. Όσο προκλητική κι αν ήταν η επιθυμία του. Τώρα πια κι η Μάγδα
είχε διαχωρίσει τον έρωτα απ’ το σεξ κι ήξερε πολύ καλά τι έκανε και
γιατί. Όσο κι αν επιθυμούσε να τον αρχίσει στις μπουνιές, η επιθυμία της
για έρωτα μαζί του και οι θύμησες του πρώτου σκιρτήματος που ένιωσε
όταν τον είδε τότε στην καφετέρια, δεν της άφηναν περιθώρια για
αντιρρήσεις. Τον είχε ανάγκη αυτόν τον άντρα από πολλές απόψεις. Της
κανόνιζε πελατεία για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, της παρείχε
δωρεάν στέγη στο σπίτι του και το σημαντικότερο απ’ όλα, την
πολυπόθητη δόση της. Προς το παρόν λοιπόν, ήταν ο ευεργέτης της και
όφειλε να του δείχνει την ευγνωμοσύνη της με κάθε τρόπο.
Τα χείλη του συνέχισαν να την παιδεύουν και τα χέρια του να
τρυγάνε το κορμί της. Το μυαλό της είχε μουδιάσει από την άσπρη σκόνη
που της πρόσφερε μαζί με τον έρωτά του. Η ψυχή της είχε αποστραγγίσει
κάθε συναίσθημα, πλην του πόθου του κορμιού της για έρωτα. Τούτη τη
στιγμή όποιος κι αν ήταν δίπλα της θα ένιωθε ακριβώς το ίδιο. Δεν ήταν
πια αγάπη. Είχε ξεχάσει τη σημασία της λέξης. Τι σημαίνει να νιώθεις τον
άνθρωπό σου τόσο κοντά σου και να του δίνεσαι ολοκληρωτικά ψυχή τε
88
Η πεταλούδα της νύχτας
και σώματι. Την πήρε βίαια κάτω στο πάτωμα κι αυτή ένιωθε ότι ήταν
στους εφτά ουρανούς. Πέταγε, δεν πάταγε. Η ολοκλήρωση ήρθε λες κι
έκανε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ανάσα έπαιρνε κι ας μην
ήταν ζωής.
Είχε ξεχάσει τα πάντα εκείνη τη στιγμή. Τη μάνα της που ήταν στη
φυλακή, τον πατέρα της που ήταν νεκρός, την κατάντια τη δικιά της, το
αθώο κοριτσάκι που ήταν όταν έφτασε στη Σύρο γεμάτο όνειρα και
ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Είχε ξεχάσει και τον άγγελο που κάποτε
εμφανίστηκε στο κρεβάτι της και της υποσχέθηκε ότι θα είναι πάντα δίπλα
της και θα την προστατεύει απ’ όλους και από όλα. Πώς να θυμηθεί κάτι
που τόσα χρόνια είχε εξαφανιστεί; Κάποιον που δεν κράτησε την
υπόσχεσή του! Ερχόταν στιγμές που σαν να τον ένιωθε αλλά δεν τον
ξαναείδε. Της έλειπε και η ανάμνηση άρχιζε να θολώνει στο μυαλό της.
Δεν θυμόταν πια τη μορφή του, μόνο την αύρα του ένιωθε αλλά κι αυτό
αραιά και που.
Πόσο αλλάζουν όλα. Μελάνι από χαμένες στιγμές στις απόμακρες
γραμμές του μυαλού της. Φόβος που τρυπάει την ψυχή, την καρδιά της, η
ψεύτικη αλήθεια που χάραξε άλλη πορεία στη ζωή. Περίμενε βαθιά μέσα
της να δει ξανά την αγάπη, όχι απλά να την ακούει.
Ξέφτισε ο χρόνος όπως κι η υποτιθέμενη αγάπη του Τζίμη. Ξέφτισε,
κι όμως αυτός ήταν που είπε ότι δεν θα την άφηνε ποτέ να πονέσει. Δεν θ’
άφηνε ποτέ κανένα πια να την πονέσει. Και να, τώρα ήταν αυτός που το
έκανε.
Με ποιόν θα μοιραζόταν, τί; Ένα κενό είχε απομείνει κι αυτός δεν το
έβλεπε. Γιατί; Που είναι το “ένα” που έλεγε; Που πήγαν όλα όσα
υπόσχονταν; Πόση μοναξιά θα νιώσει ξανά η Μάγδα;
Τελικά τίποτα δεν αλλάζει για πάντα. Κάνουμε περιπάτους τριγύρω
από τα ίδια. Ένα μικρό διάλλειμα για να μην βαριόμαστε, έτσι βρε αδερφέ,
να ξεφεύγουμε λιγάκι από τα καθιερωμένα. Και μετά; Ξανά και ξανά τα
89
Φραγκάκη Ειρήνη
90
Η πεταλούδα της νύχτας
στο λαβωμένο της κορμί από τα άγαρμπα χέρια του επίδοξου εραστή της
δεκάρας κι όλα έσβηναν πάλι.
Στο μαγαζί την περίμενε να την υποδεχτεί μετά βαΐων και κλάδων ο
Αιμίλιος. Για να ξεκινήσει το κουβάλημα του δικού της σταυρού, η
εβδομάδα των παθών αφού τόσο θα έμενε στο νησί.
Τα μάτια του έλαμψαν όταν συνάντησαν το καλλίγραμμο και δροσερό
κορμί της Μάγδας. Το φόρεμα που φόραγε δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα,
δώρο του Τζίμη κι αυτό, που πάντα είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στο
λιγοστό ύφασμα αρκεί να ήταν καλοστολισμένο κι αστραφτερό. Τα μάτια
της βαμμένα έντονα, έκρυβαν κάθε δισταγμό κι αναδείκνυαν το μελί
χρώμα τους με το μαύρο μολύβι που τα είχε τονίσει. Λάγνα η ματιά της
από τη μαστούρα και το χάιδεμα που είχε προηγηθεί από τον Τζίμη για να
τη φτιάξει. Ο Αιμίλιος της χάιδεψε τα μαλλιά και πέρασε το χέρι του στην
πλάτη της, που χάριν στο ιδανικό για την περίπτωση φόρεμα, την άφηνε
όλη ακάλυπτη. Το χέρι του ανέβηκε στον ώμο της κι από ’κει πήρε την
κατηφόρα. Η καρέκλα της είχε έρθει σε απόσταση αναπνοής απ’ τη δικιά
του, τόσο που μπορούσε να μυρίζει στην ανάσα του ποτό και τσιγάρο. Το
πρόσωπό του κατευθύνθηκε στον λαιμό της κι άρχισε να τη φιλάει και να
τη γλύφει απροκάλυπτα κι ας γινόταν χαμός απ’ τους θαμώνες του
μπουρδέλου. Τα χέρια του ψαχούλευαν τις σκληρές θηλές της κάτω από το
φόρεμα κι όλο και περισσότερο εκείνη αφηνόταν στα χάδια του. Είχε γύρει
πίσω το κεφάλι της κι απολάμβανε το ελεύθερο πνεύμα της για πρώτη
φορά τόσο ελεύθερα.
Τα χέρια του μαγνητίστηκαν από την απαλότητα του κορμιού της και
σαν ενωμένα φίδια, άρχισαν να την τυλίγουν. Δεν άφησε σπιθαμή που να
μην την είχε αγγίξει. Το κορμί της είχε ερεθιστεί όχι από πόθο αλλά όπως
μπορεί να πάθει κάθε κορμί όταν αφήνεται ελεύθερο. Κι αυτή τώρα ήταν
ελεύθερη και παραζαλισμένη. Το ποτό και η μαστούρα. Συνδυασμός που
αναπόφευκτα, σου προσφέρει απεριόριστη δόση ελευθερίας.
91
Φραγκάκη Ειρήνη
92
Η πεταλούδα της νύχτας
93
Φραγκάκη Ειρήνη
94
Η πεταλούδα της νύχτας
95
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 9
Ένας χρόνος είχε περάσει. Η Μάγδα είχε γίνει η πρώτη απ’ τις πρώτες
κι όλοι πήγαιναν στο μαγαζί για να την δουν, να πιουν μαζί της κι όσοι
είχαν γερό παρά, έριχναν κι ένα πήδημα αλλά αυτοί δεν ήταν πολλοί. Είχε
γίνει η πιο ακριβή κι ήταν για λίγους και καλούς. Ο Τζίμης κι ο Νικόλας,
κανόνιζαν πάντα την καλύτερη πελατεία και ποτέ φτωχομπατήριδες. Όλοι
με κύρος, θέση, τρόπους και πολλά, πάρα πολλά λεφτά. Η αλήθεια είναι
ότι η Μάγδα, δεν κακοπέρασε με κανέναν. Οι επιλογές ήταν πολύ καλά
επιλεγμένες απ’ τους δυο “νταβατζήδες” της.
Η πρέζα ήρθε κι έμεινε στη ζωή της, το πουτανιλίκι επίσης. Όλες οι
αναστολές, είχαν γίνει πια παρελθόν κι η Μάγδα είχε αποκτήσει έναν αέρα
αλλιώτικο απ’ αυτόν που της είχε ορίσει η μοίρα όσο ήταν παιδί. Έτσι
αλλάζουν οι ζωές, έτσι αλλάζουν οι άνθρωποι.
Οι σφαλιάρες που έφαγε, την είχαν κάνει σκυλί. Πιο σκληρή δεν
γινόταν. Όλα τα μέτραγε με το χρήμα κι είχε βάλει σκοπό της ζωής της να
πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα, να τον φέρει βόλτα και να τον ζαλίσει
μέχρι τελικής πτώσεως. Στο μόνο που είχε άποψη και την επέβαλλε, ήταν
όταν στο νησί κατέφθανε ο Αιμίλιος με τ’ όνομα. Τον ήθελε μόνο για την
πάρτη της και δεν τον άφηνε για καμία άλλη. Κι αυτός όμως είχε κάνει τη
διαδρομή Αθήνα–Σύρο σαν να πήγαινε απ’ την κρεβατοκάμαρα στο
σαλόνι. Μεγάλη η διαφορά ηλικίας αλλά το καλοδιατηρημένο σώμα του, η
ανανέωση που του πρόσφερε η Μάγδα και το χρήμα που σπαταλούσε κάθε
τόσο σε γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, τον έκαναν να πιάνετε από όνειρα
τρελά. Της έταζε τον ουρανό με τ’ άστρα, λαγούς με πετραχήλια για να την
πάρει μαζί του στην Αθήνα. Κι η Μάγδα όλο το σκεφτόταν και πιο πολύ.
Την τελευταία φορά που ήρθε και μετά από ένα εξουθενωτικό
παραλήρημα στα σεντόνια του έρωτα, της έδωσε ένα κουτί σε σχήμα
καρδιάς που σε μέγεθος, σίγουρα ξεπερνούσε τη δικιά της. Ένα κόσμημα
96
Η πεταλούδα της νύχτας
λαμπίριζε μπροστά της λες κι είχε απορροφήσει το φως του ήλιου και την
ανάγκασε να κλείσει τα μάτια της για να μην τυφλωθεί απ’ τη λάμψη του.
Έμεινε στήλη άλατος, μέχρι που ένιωσε το πανάκριβο πετράδι πάνω στο
δέρμα της. Ο Αιμίλιος την είχε σηκώσει απ’ το κρεβάτι έτσι γυμνή όπως
ήταν, την γύρισε μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη και της το φόρεσε.
Ένιωσε βασίλισσα, κάτι που ποτέ κανείς πριν δεν την έκανε να αισθανθεί.
Ούτε ο Τζίμης. Όλα όσα είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, της φάνηκαν
μικρά, λίγα.
Ο Αιμίλιος, της έδινε όλο τον κόσμο στα πόδια της μέχρι εκείνο το
βράδυ που άλλαξε η ζωή της. Μαζί με το περιδέραιο, της ζήτησε να την
πάρει μαζί του για άλλη μια φορά. Η Μάγδα είχε σαστίσει κι ας μην ήταν η
πρώτη φορά που το άκουγε αυτό απ’ τα χείλη του.
Τώρα κάτι άλλο στροβίλιζε μες στο μυαλό της που δεν την άφηνε σε
ησυχία. Ή τώρα ή ποτέ, της σιγοψιθύριζε μια φωνή μέσα της. Κι εκείνη
όφειλε να την ακούσει γιατί την ήξερε καλά πια αυτή τη φωνή. Ήταν η
αχορταγιά για χρήμα, για φήμη. Πώς να το κάνουμε! Άλλο Αθήνα κι άλλο
Σύρος. Άλλες δυνατότητες θα είχε εκεί. Θα γινόταν γνωστή. Ήδη
φανταζόταν τους άντρες να πέφτουν στα πόδια της σαν ντόμινο. Έ, δεν θα
γινόταν και τίποτα αν εκμεταλλευόταν τον Αιμίλιο για να κάνει τ’ όνειρό
της πραγματικότητα. Ίσως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία ν’ αρπάξει την τύχη
που της έδινε με τόση απλότητα αυτός ο άντρας.
Και θα το έκανε, απλά ήθελε να το κάνει σωστά. Ο Τζίμης κι ο Νικόλας
δεν θα την άφηναν, όχι να φύγει αλλά ούτε ν’ ανασάνει αλλού. Θα έχαναν
τον άσσο απ’ το μανίκι τους και το ήξερε η Μάγδα. Έπρεπε να
καταστρώσει σχέδιο με τον Αιμίλιο χωρίς να τους πάρει πρέφα κανένας
απ’ τους δύο.
Πήρε το πιο αγαθό ύφος που είχε και με ό,τι άλλο κόλπο και γαλιφιά,
προσπάθησε να τον πείσει.
97
Φραγκάκη Ειρήνη
«Μωράκι μου, ωραία όλ’ αυτά αλλά πώς θα φύγω; Έχω τη δουλειά
μου εδώ. Με ξέρει ο κόσμος. Εξάλλου ο Τζίμης θα χαλάσει τον κόσμο αν
του πω ότι φεύγω».
«Αυτός να μην σε απασχολεί. Θα τον κουμαντάρω εγώ κι όλα θα πάνε
πρίμα μαναράκι μου. Έλα τώρα εδώ. Κάθισε στα πόδια μου και κάνε μου
τις τρελίτσες που μόνο εσύ ξέρεις να κάνεις».
«Δεν καταλαβαίνει αυτός από τέτοια. Θα έχουμε μπελάδες. Κάτι
πρέπει να κάνουμε με απόλυτη μυστικότητα και γρήγορα μάλιστα για να
μην μας καταλάβει», είπε χαϊδεύοντας το στήθος του με τα ακροδάχτυλά
της.
«Κοριτσάκι μου, μάλλον δεν ξέρεις τι εστί Αιμίλιος. Αλλά δεν
πειράζει, θα το μάθεις σύντομα. Πας στοίχημα ότι σε δυο μέρες θα την
έχουμε κάνει στην Αθήνα, εμείς θα περνάμε τέλεια κι ο Τζίμης θα τρίβει τα
χέρια του;»
«Μα, με τί τρόπο;», ρώτησε όλο αφέλεια η Μάγδα που δεν ήξερε τη
δύναμή του.
«Πες εσύ το ναι κι άστα όλα τ’ άλλα σε μένα».
«Ναι», του είπε δίνοντάς του ένα ρουφηχτό φιλί στα χείλη.
Τέλος, αυτό ήταν για τον Αιμίλιο. Είδε τον ουρανό με τ’ άστρα, το
φεγγάρι και τον ήλιο μαζί. Οι υπόλοιποι πλανήτες ήρθαν μετέπειτα κατά
την πράξη που ακολούθησε σαν επισφράγιση της συμφωνίας τους. Το
δωμάτιο έγινε ο μάρτυρας κάθε λέξης που ειπώθηκε, κάθε αγγίγματος που
διασταυρώθηκε με τα όνειρά τους. Κι ας είχε ο καθένας διαφορετικά. Ο
προορισμός ήταν ο ίδιος, η εξέλιξη ήταν αυτή που έκανε την διαφορά μέσα
στο κεφάλι του καθενός.
Ο Αιμίλιος ήθελε τη Μάγδα για ’κείνον. Την είχε ερωτευτεί, την
ποθούσε σαν τρελός και δεν της το έκρυψε ούτε στιγμή. Έκανε ό,τι
πέρναγε απ’ τα χέρια του για να την κρατήσει κοντά του, όσο θα
διαρκούσε αυτό το “πάντα” που είχε πλάσει μες στο κεφάλι του.
98
Η πεταλούδα της νύχτας
99
Φραγκάκη Ειρήνη
πράκτορα” και αν μη τι άλλο, δεν ήταν δουλειά της να χώνει τη μύτη της
σε ξένες υποθέσεις.
«Μαγδούλα μου θα λείψω κάνα δυο μερούλες. Πρέπει να
τακτοποιήσω κάτι υποθέσεις που εκκρεμούν και μέχρι να το καταλάβεις θα
έχω επιστρέψει».
Το απογοητευμένο πρόσωπο της Μάγδας τον έκανε να κατσουφιάσει
κι ο ίδιος. Τι σκατά, ένας άντρας ίσαμε ’κει πάνω ήταν. Πως μπορούσε
αυτό το παιδαρέλι να τον πουλά και να τον αγοράζει έτσι εύκολα;
«Γιατί τώρα βρε μωράκι μου; Δεν μπορεί να περιμένει η υπόθεση
αυτή μέχρι να τα κανονίσουμε όλα και να φύγουμε μαζί;»
Η πουτανιά σ’ όλο της το μεγαλείο. Τα χέρια της καθώς του μίλαγε
έκαναν τον γύρω του κορμιού του και τον απογείωναν όλο και πιο πολύ,
όλο και πιο ψηλά. Τα λόγια της γίνονταν ψίθυροι ηδονής στ’ αφτιά του
έτσι που είχε κολλήσει τα χείλη της πάνω τους.
Με μισόκλειστα μάτια, της έλεγε πως θα έκανε ό,τι μπορούσε και
άρχισε πάλι το πανηγύρι. Την πήρε ξανά και ξανά, αχόρταγα σαν να μην
είχε γευτεί τίποτα από ’κείνη ως τώρα.
Η επόμενη μέρα τη βρήκε μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ο
Αιμίλιος είχε ήδη φύγει και το σημείωμα που της άφησε δίπλα στο
μαξιλάρι, την έκανε να τιναχτεί σαν ελατήριο.
Αγαπούλα μου,
Μην μου θυμώσεις που έφυγα έτσι, χωρίς να σε χαιρετήσω. Ξέρεις
πολύ καλά πως αυτή τη φορά δυσκολευόμουν πολύ περισσότερο να σε
αποχωριστώ. Περίμενα πως και πως κι εγώ να σ’ έπαιρνα μαζί μου αλλά οι
υποχρεώσεις κάποιες φορές, μας αλλάζουν τα σχέδια. Κάνε υπομονή μια δυο
μερούλες. Θα επιστρέψω μόνο για να σε πάρω. Να έχεις τα πάντα έτοιμα,
ό,τι χρειάζεσαι και σου είναι πολύτιμο. Τα υπόλοιπα θα τα πάρουμε απ’ την
Αθήνα.
100
Η πεταλούδα της νύχτας
Μην ανησυχείς για τίποτα. Εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σένα, να το
θυμάσαι.
Θα σε σκέφτομαι
Πάντα δικός σου
Αιμίλιος
101
Φραγκάκη Ειρήνη
102
Η πεταλούδα της νύχτας
103
Φραγκάκη Ειρήνη
104
Η πεταλούδα της νύχτας
ντουμάνια καπνούς που θολώνουν την ψυχή και την πραγματική ζωή,
τσακισμένος από την πείνα για αγάπη και την έλλειψη στοργής.
Έτσι γίνεται όμως, δυστυχώς. Πρέπει να πονέσεις για να μάθεις.
Πρέπει να χάσεις για να εκτιμήσεις. Πρέπει να πληρώσεις για να χάσεις. Κι
ο Τζίμης το πλήρωνε ακριβά. Μία δεν μέτραγαν τα 100.000 ευρώ που
πλήρωσε ο Αιμίλιος, μπροστά στη χασούρα της ζωής του, της ψυχής του,
της άδειας πια καρδιάς του.
Άργησα, σκέφτηκε, άργησα πολύ να καταλάβω πόσο σ’ αγάπησα
Μάγδα.
Η Μάγδα όμως είχε φύγει. Μόνο τη σκιά της πρόλαβε να δει που
χανόταν πίσω από τις βαριές πόρτες του μαγαζιού.
Ο Νικόλας, τον επανέφερε χτυπώντας τον στο κεφάλι.
«Ξύπνα ρε. Κοιμάσαι όρθιος; Τί έπαθες;»
«Τι… τίποτα ρε θείε… οοο, άσε με ήσυχο κι εσύ».
Έφυγε και με απότομες κινήσεις βρέθηκε στο μπαρ να κατεβάζει το
ποτό από ένα μπουκάλι που ζήτησε.
Ο Νικόλας τον κοίταγε λες κι έβλεπε εξωγήινο. Που να το περίμενε,
ότι ο ανιψιός του θα μπορούσε ποτέ να πάθει τέτοια νίλα. Λογικό ήταν ν’
απορεί με όλα αυτά που του έμαθε. Δεν του έμαθε ν’ αγαπάει, δεν τον
άφησε ποτέ να δει ότι υπάρχει το πρόσωπο του αληθινού έρωτα. Αλλά η
καρδιά θες, ο εγωισμός ίσως, δεν σε λογαριάζουν και τόσο τη στιγμή που
χάνεις αυτό που είχες αλλά δεν ήξερες, ότι ποτέ τελικά δεν σου ανήκε.
Το λευκό γιότ, τους περίμενε δεμένο στη μαρίνα. Όχι ακριβώς όπως
το είχε φανταστεί η Μάγδα. Εκείνη νόμιζε ότι θα έφευγαν με το πλοίο της
γραμμής αλλά ο Αιμίλιος της κράταγε πολλές εκπλήξεις μαζεμένες. Τόσες,
που στο τέλος δεν μπορούσε ν’ ανασάνει από την υπερβολική ευτυχία που
της πρόσφερε η πολυτέλεια κι η απλοχεριά του...
105
Φραγκάκη Ειρήνη
106
Η πεταλούδα της νύχτας
107
Φραγκάκη Ειρήνη
108
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 10
109
Φραγκάκη Ειρήνη
Κάθισαν τρεις μέρες εκεί. Τρεις ονειρεμένες μέρες μες στα πλούτη
και στη χλιδή. Της αγόρασε μια βαλίτσα ρούχα, ένα σωρό καλλυντικά κι
αρώματα, βόλτες και ξενύχτια στα πιο in bar κι εστιατόρια. Κι από
μαστούρα! Την καλύτερη και πιο ακριβή της “αγοράς”. Ό,τι τράβαγε η
ψυχούλα της Μάγδας, της το έκανε δώρο ο Αιμίλιος. Χουβαρντάς σε όλα
του, δεν της χάλασε ούτε ένα χατίρι. Όπου κι ό,τι ήθελε η αγαπημένη του.
Το λάτρεψε το νησί η άβγαλτη κι αταξίδευτη Μάγδα. Τόσο, που όταν
ο Στάθης έβαλε μπρος τη μηχανή για την αναχώρησή τους προς τον τελικό
προορισμό τους, της ξέφυγε ένας βαθύς αναστεναγμός.
«Θα ξανάρθουμε όσο πιο σύντομα μπορέσουμε καρδιά μου αφού σ’
αρέσει τόσο. Μην μου στεναχωριέσαι. Τα ωραία πράγματα ήρθαν στη ζωή
σου για να μείνουν. Όπως κι εγώ», συμπλήρωσε τονίζοντας τις τελευταίες
λέξεις λίγο περισσότερο.
110
Η πεταλούδα της νύχτας
Του χαμογέλασε και του έδωσε ένα φιλί πριν κατέβουν πάλι τα λεπτά
και μικρά σκαλοπάτια.
Μια πολυτελής κούρσα, τους περίμενε στη μαρίνα που άραξε το γιοτ.
Που να ’ξερε ότι αυτά τα πλούτη δεν άραζαν με όλα τα υπόλοιπα μεγάλα
πλοία. Ιδιωτικό παρκινγκ είχε ο αθεόφοβος στη μαρίνα.
Μπήκαν στην κουρσάρα που με μεγάλο καμάρι κοίταξε κι ο ίδιος.
«Ώρα να πάμε σπιτάκι μας», της είπε και την κράτησε σφιχτά από τη
μέση. Η διαδρομή στην παραλιακή με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν, την
έκανε να νιώθει απόλυτη ελευθερία. Μοναδική, πρωτόγνωρη για τα μέχρι
τότε δεδομένα της.
Φτάνοντας, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στο θέαμα.
Μάλιστα. Σπιτάκι το λέει αυτό το θηρίο; σκέφτηκε η Μάγδα μόλις της
έδειξε ο Αιμίλιος την υπερπολυτελή βίλα στη Γλυφάδα.
Μπήκαν στο εσωτερικό παρκινγκ κι ανέβηκαν με το ασανσέρ στο…
φτωχικό του.
Έλαμψαν τα μάτια της καθώς ρούφαγε όλη την πολυτέλεια. Το φως
του ήλιου σίγουρα φάνταζε σκοτεινότερο μπρος σ’ αυτόν τον εκτυφλωτικό
και διαπεραστικό μαγικό ιδιωτικό πλανήτη.
Σε συνεργασία με τον καλύτερο διακοσμητή του λεκανοπεδίου
Αττικής και σαν βάση το προσωπικό του γούστο όπως της εξηγούσε στην
ξενάγηση, έκανε το καλύτερο δυνατόν για να περνάει ήρεμα όλες του τις
προσωπικές στιγμές εδώ μέσα. Αίθουσα μπιλιάρδου και γυμναστήριο,
εσωτερική πισίνα -συν την εξωτερική ολυμπιακών διαστάσεων- το δίχως
άλλο, ζούσε ζωή χαρισάμενη ο Αιμίλιος. Κι ήθελε όλα αυτά, να τα χαρίσει
και σ’ εκείνη. Μια κοπέλα από ένα νησάκι· μια γυναίκα που γνώρισε στα
“υπερυψωμένα” καταγώγια της Σύρου και την πήδαγε πληρώνοντάς το
ακριβά.
111
Φραγκάκη Ειρήνη
Το μυαλό της όμως είχε κολλήσει. Δεν σκεφτόταν. Δεν μίλαγε. Μόνο
κοίταγε κι άκουγε. Κι ένιωθε τυχερή, η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο.
Γλίτωσε από τη μιζέρια, από τα ψίχουλα που της πρόσφερε ο Νικόλας. Ε,
μα ναι! Τώρα πια ήταν ψίχουλα μπροστά στους θησαυρούς που άπλωνε
χαλί για να πατήσει ο Αιμίλιός της! Θεό θα τον έκανε. Λαμπάδα θα του
άναβε! Η τύχη, της είχε χαμογελάσει για τα καλά! Κι έπρεπε να κάνει τ’
αδύνατα δυνατά για να τον κρατήσει.
Ο Αιμίλιος είδε τη λάμψη στα μάτια της, ένιωσε τον ενθουσιασμό της
κοπέλας που αντικρίζει για πρώτη φορά μεγαλεία.
«Όλα είναι δικά μας αγάπη μου», της είπε και την αγκάλιασε.
Γύρισε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον στα μάτια, γεμάτη
ευγνωμοσύνη.
Τον αγκάλιασε κι εκείνη χωρίς να του μιλήσει. Τον φίλησε και του
ζήτησε να την πάει και στα… ιδιαίτερα διαμερίσματα. Οι κινήσεις και το
βλέμμα της πάνω απ’ όλα, μαρτυρούσαν τι ήθελε.
Θα τον έκανε δικό της για άλλη μια φορά, μόνο που σήμερα είχε
αλλάξει κατά πολύ ο λόγος που τον ήθελε τόσο.
Ένα μόνο τρόπο είχε για να του δείξει πόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη
ένιωθε για ’κείνον, για όλα αυτά που της χάριζε.
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα.
«Θεέ μου», αναφώνησε! Ο πολυτελής ουρανός του κρεβατιού σε
λευκό χρώμα όπως και τα σατέν σεντόνια σε πήγαιναν σε άλλη εποχή! Ο
μεγάλος καθρέφτης στο ταβάνι και στο ψηλό έπιπλο απέναντι απ’ το
κρεβάτι έκανε τον χώρο να φαίνεται ακόμα πιο μεγάλος.
Οι λευκές τουλίπες στα μεγάλα διάφανα βάζα έκαναν το δωμάτιο πιο
ενδιαφέρον.
Ήταν ένα σπίτι από μόνο του αυτό το δωμάτιο. Είχε δικό του μπαρ με
ποικιλία ποτών. Ο Αιμίλιος πήγε κατευθείαν εκεί και σέρβιρε τόσο για τον
ίδιο όσο και τη Μάγδα ένα ποτό.
112
Η πεταλούδα της νύχτας
«Για να χαλαρώσουμε λίγο καρδιά μου», της είπε κι έτεινε το χέρι του
με το ποτήρι προς το μέρος της.
«Κι άλλο να χαλαρώσουμε αγάπη μου; Νομίζω ότι θα πάθω τίποτα
σήμερα με τόση χαλάρωση. Αυτό είναι όνειρο ψυχή μου».
«Τότε ζήσε το».
Την τράβηξε κοντά του, ήπιε μια γερή γουλιά απ’ το ποτό του και
άφησε το ποτήρι του στο κομοδίνο, πήρε και το δικό της και την κράτησε
σφιχτά στην αγκαλιά του.
«Επιτέλους, σ’ έχω δικιά μου, μόνο δικιά μου».
Τα φιλιά του την έκαιγαν όπως έκαψε και το ποτό πριν λίγο τα
σωθικά της. Ένα γλυκό κάψιμο που δεν ενοχλεί και δεν πονάει. Ίσα ίσα σε
κάνει να αναζητάς κι άλλο. Τα φιλιά τους το ίδιο καυτά, δεν είχαν πια
σταματημό. Τα κορμιά τους απολάμβαναν όλη την ηδονή και την
ευχαρίστηση που αναδύεται από δυο ανθρώπους που ποθούν ο ένας τον
άλλον.
Τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο, σκεφτόταν η Μάγδα. Αυτός ο άνθρωπος
είχε έρθει στη ζωή της για να της κάνει καλό. Να της δώσει όλα όσα η ζωή,
της πήρε, όσα της στέρησε και να της τα επιστρέψει με τόκο.
Τα ξαναμμένα κορμιά τους, μετά από ώρες γεμάτες έρωτα, βούτηξαν
στην στρογγυλή μπανιέρα που υπήρχε στο δίπλα ακριβώς δωμάτιο.
Ο Αιμίλιος την άφησε για λίγο μόνη της για να παραγγείλει από το
ακριβότερο εστιατόριο. Τα κορμιά και οι ψυχές τους, είχαν χορτάσει. Ήταν
καιρός να χορτάσουν και τα στομάχια τους.
Αν δεν γυρνούσε έγκαιρα ο Αιμίλιος, η Μάγδα από την πολύ κούραση
και χαλάρωση θα είχε αποκοιμηθεί μέσα στο ζεστό νερό.
Την πήρε στην αγκαλιά του, τη σκούπισε, της στέγνωσε τα μαλλιά και
της φόρεσε το λευκό μπουρνούζι της. Όλα έτοιμα της τα είχε. Την
ξάπλωσε στο κρεβάτι και μόλις έφτασε η παραγγελία, ανέβασε τον δίσκο
και τον έβαλε στα πόδια της.
113
Φραγκάκη Ειρήνη
114
Η πεταλούδα της νύχτας
115
Φραγκάκη Ειρήνη
116
Η πεταλούδα της νύχτας
ήταν έτοιμη. Τα πάντα γύρναγαν στο κεφάλι της χωρίς σταματημό και
βρισκόταν σε μια μόνιμη παραπλάνηση για να μπορέσει να τα αντέξει.
Ο πατέρας της, που πρώτος της είχε καταστρέψει ό,τι ωραιότερο είχε
σαν παιδί. Την αθωότητα. Κι έγινε η αιτία να μην θελήσει να κάνει ποτέ
δικά της παιδιά με τον φόβο πώς ίσως βρίσκονταν κι εκείνα κάποια μέρα
στη θέση που βρέθηκε αυτή.
Η μάνα της, που ακόμα και τώρα, έστω και υποσυνείδητα δεν
μπορούσε να τη συγχωρέσει που δεν την προστάτεψε.
Κατηγορούσε τον ίδιο της τον εαυτό, που δεν κατάφερε να ξεφύγει
απ’ όλον αυτόν τον κυκεώνα που διέλυσε τα πάντα. Δεν μπήκε καν στον
κόπο απ’ τον φόβο της, να παλέψει για τη δικιά της τη ζωή. Τα κρίματα τα
έριχνε πρώτα πρώτα στην ίδια, που άφησε τους πάντες και τα πάντα να
γίνουν χειραγωγοί στη ζωή της.
Και ποτέ, μα ποτέ δεν ξέσπασε.
Ποτέ μα ποτέ, δεν αντέδρασε.
Εκτός από τώρα που το ηφαίστειο ήταν έτοιμο να εκραγεί και να
πετάξει την καυτή του λάβα. Με αποδέχτη και θύμα τον ένα και μοναδικό
άνθρωπο που την ήθελε κοντά του όπως ήταν. Μια πόρνη πολυτελείας,
ακριβοπληρωμένη. Ένα καλοπληρωμένο σκεύος ηδονής που το μετέτρεπε
σιγά σιγά σε άνθρωπο με ανάγκες και αισθήματα.
Αυτό ήταν ίσως τελικά που τρόμαζε πιο πολύ τη Μάγδα. Η
απελευθέρωση των ψυχικών αναγκών που της έδινε ο Αιμίλιος. Κάτι που
είχε μπερδέψει σαν έννοια με την καταπάτηση συστολών.
Κι όμως δεν άντεχε. Τα μάγουλά της είχαν πάρει αυτό το χρώμα της
λάβας που γυαλίζει καθώς καίει. Τα μάτια της πέταγαν φλόγες. Στάθηκε
απέναντί του έτοιμη να ξαμολήσει το πύρινο θεριό που είχε τόσα χρόνια
μέσα της.
Όλος ο πόνος της ξεχύθηκε κι έπνιξε τον Αιμίλιο, που πια δεν ήξερε
από που να προφυλαχθεί, έχοντας όμως απίστευτη υπομονή και πείσμα.
117
Φραγκάκη Ειρήνη
«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα Αιμίλιε. Πώς μπορείς να λες ότι θες να με
παντρευτείς και να γίνω εγώ η μάνα των παιδιών σου; Με γνώρισες πόρνη
κι αυτό δεν αλλάζει επειδή με μάζεψες από ’κει. Αυτό έμαθα να κάνω
καλά. Τί περιμένεις από μένα; Πώς μπορείς να ξέρεις ότι θα είμαι σωστή
απέναντί σου για να μου δείχνεις τόση εμπιστοσύνη;»
«Βλέπω. Δεν είμαι στραβός. Ξέρω ποια είσαι κι ας μην μου έχεις πει
τίποτα για σένα. Ξέρω ότι κάτι σε βασανίζει. Το καταλαβαίνω τα βράδια
που πάω να σε πάρω αγκαλιά και μαζεύεσαι κουβάρι, σαν τρομαγμένο
σκυλί. Πάρε όσο χρόνο θέλεις. Αλλά να ξέρεις ότι είμαι εδώ ότι κι αν
χρειαστείς».
«Δεν μπορεί, δεν γίνεται να σκέφτεσαι έτσι. Είμαι μια πόρνη, το
καταλαβαίνεις; Και στο σώμα και στην ψυχή».
Έπιασε το κεφάλι της σαν να μην ήθελε να το πιστέψει. Δεν το
χωρούσε ο νους της. Πρωτόγνωρο συναίσθημα να την εμπιστεύεται
κάποιος τόσο πολύ. Αδιανόητο να της δείχνουν τόση αγάπη εκεί που είχε
χάσει όλη την πίστη της σε αυτήν.
Της κράτησε τα χέρια δειλά μέσα στα δικά του. Την κοίταξε στα
μάτια και της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο για να την καθησυχάσει. Έτσι
ήταν ο Αιμίλιος. Μπορεί σαν επαγγελματίας να ήταν σκληρός αλλά στην
προσωπική του ζωή ήταν πολύ τρυφερός, πολύ αισθηματίας κι αληθινός
άνθρωπος. Αγαπούσε με όλο του το είναι, χωρίς να απαιτεί ανταλλάγματα.
Απλά ζήταγε με ευγένεια αυτά που επιθυμούσε.
«Μάγδα, μπορείς να λες και να σκέφτεσαι όπως και ό,τι θες. Γνώμη
για σένα όμως, δεν μπορείς να μου αλλάξεις. Έμαθα στη ζωή μου να
κοιτάζω πίσω από αυτά που φαίνονται. Κι όσο κι αν θες να με κάνεις να
φοβηθώ, δεν θα τα καταφέρεις. Και ξέρεις γιατί;» της είπε χωρίς να
περιμένει απάντηση.
«…γιατί τα μάτια σου μαρτυρούν όσα δεν θέλουν να πουν τα χείλη
σου. Είσαι καθαρός άνθρωπος, απλά πονάς κι εγώ είμαι εδώ με σκοπό
118
Η πεταλούδα της νύχτας
119
Φραγκάκη Ειρήνη
Υπάκουσε γιατί δεν άντεχε άλλο την ψυχή της να βασανίζεται. Την
είχε ξεχασμένη σε μια άκρη απαγορεύοντάς της τόσα χρόνια να νιώθει, σε
σημείο που είχε ξεχάσει.
Κούρνιασε στην αγκαλιά του κι εκεί αποκοιμήθηκε αφήνοντάς τον να της
χαϊδεύει τα μαλλιά!
Τα όνειρα όμως της φύλαγαν για έκπληξη όσα δεινά είχε περάσει.
Όλα μα όλα, δεν τους ξέφυγε τίποτα. Ο πατέρας της ήταν εκεί, ξανά όπως
και τότε, να την πονάει χωρίς σταματημό μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο
ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Η μάνα της κλεισμένη πίσω από τα
σίδερα της φυλακής, γερασμένη, να την κοιτάει με παράπονο σαν να της
έλεγε, “με ξέχασες”. Ο Τζίμης κι ο θείος του να της προσφέρουν πρέζα και
να την κοιτάζουν με μια σιχαμερή λαγνεία. Όλα κι όλοι εκεί. Κι εκείνη να
μην μπορεί ν’ αντιδράσει. Να μην μπορεί να σκεφτεί. Τα όνειρά της
αποδείχτηκαν εφιάλτες.
Πετάχτηκε ιδρωμένη και λουσμένη απ’ τα δάκρυα που κύλαγαν κι ας
κοιμόταν. Το μαξιλάρι της είχε μουσκέψει από τον πόνο που με έκρηξη
βγήκε απ’ την ψυχή της, σε μορφή δακρύων. Μια ψυχή που ούτε στα
όνειρά της πια δεν μπορούσε να βρει ησυχία.
Σκούπισε το μέτωπό της, έβγαλε όσο αέρα είχε στα πνευμόνια της για
να τον ανανεώσει κι άνοιξε τα μάτια της όταν πια οι χτύποι της καρδιάς της
είχαν αρχίσει να ηρεμούν.
Δίπλα της ο Αιμίλιος κοιμόταν ακόμα. Τον κοίταξε. Ήταν τόσο
όμορφος, κοιμόταν τόσο γαλήνια.
Άραγε αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα να του χαλάει τη διάθεση; Δεν
έχει έγνοιες και σκοτούρες; αναρωτήθηκε. Την απάντηση, της την έδωσε
όμως η φωνή της λογικής.
Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τύψεις, έχει καθαρή τη συνείδησή του, γι’
αυτό και μπορεί να κοιμάται τόσο ήρεμα. Σ’ αγαπάει και στο δείχνει με
όποιο τρόπο μπορεί. Τί να φοβηθεί; Τί να τον τρομάξει; Γιατί να δει
120
Η πεταλούδα της νύχτας
εφιάλτες όπως εσύ; Αυτός είναι άνθρωπος, εσύ κατάντησες μηχανή. Μην
απορείς λοιπόν.
Έδιωξε απότομα τις σκέψεις που της έλεγαν την αλήθεια γιατί δεν τις
άντεχε. Εκείνη ήθελε τη Μάγδα που ήξερε, τη σκληρή. Την ψυχρή. Έστω
τη Μάγδα που είχε τη δύναμη να δείχνει στους άλλους ότι τίποτα δεν την
άγγιζε.
Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο σπίτι. Να περιεργαστεί με
περισσότερη προσοχή τον χώρο που ήταν πλέον και δικός της. Ήταν μια
ώρα που όλα γύρω της, μετέδιδαν μια απόλυτη ηρεμία κι ήταν ότι
χρειαζόταν τώρα.
Κατέβηκε στην κουζίνα κι έψαξε να βρει καφέ. Τον έφτιαξε δυνατό
και πήρε την κούπα με το καυτό υγρό, να το απολαύσει. Βγήκε στη μεγάλη
βεράντα, κάθισε αναπαυτικά στα αφράτα μαξιλάρια της κούνιας και έφερε
στα χείλη της την απόλυτη γεύση της χαλάρωσης.
Τα μάτια της ακολουθούσαν τις καινούριες εικόνες που ξεπηδούσαν
μπροστά της. Τα γλυκά χρώματα της αυγής ζέσταιναν μ’ έναν μαγικό
τρόπο το κορμί της.
Τελικά έχουν δίκιο, σκέφτηκε, όσα νιώθει η ψυχή, το κορμί τα κάνει
κτήμα του. Κι αν πονάς είναι εύκολο ν’ αλλάξει, όταν στην ψυχή σου μπει με
τρόπο η γαλήνη.
Έμεινε ώρες εκεί να σκέφτεται κι ούτε που κατάλαβε πως κύλισε ο
χρόνος. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον Αιμίλιο.
Της έπεφτε βαριά κι απότομη η τόσο πολύ αγάπη που της πρόσφερε.
Δεν είχε μάθει να την αγαπάνε. Πέραν της μάνας της κι ας ήταν λάθος ο
τρόπος, άλλος κανείς δεν της έδωσε καθαρή αγάπη, κι αυτή άμαθη, έκανε
το ένα λάθος μετά το άλλο. Μα έτσι είναι. Η αγάπη διδάσκεται από τον
χρόνο που περνάει. Αν δεν την εκπαιδεύεις θα βγει θεριό ανήμερο που θα
σε κατασπαράξει. Αν δεν την αφήσεις να γλύψει απαλά τις πληγές σου θα
121
Φραγκάκη Ειρήνη
στις πονέσει σαν να ρίχνεις αλάτι. Τη φοβόταν την αγάπη. Ήταν πολύ αγνό
συναίσθημα για τα δεδομένα που είχε μάθει να ζει τόσα χρόνια.
Η ζεστασιά από τα χέρια που ακούμπησαν τους ώμους της και το
τρυφερό φιλί που ένιωσε στα μαλλιά της, γαλήνεψε απροειδοποίητα το
είναι της κι άφησε με μιας τις σκέψεις στην άκρη. Τις παραγκώνισε για να
προσπαθήσει ν’ απολαύσει αυτό που της δινόταν. Δεν ήξερε γιατί, μα μέσα
της βαθιά το είχε ανάγκη να προσπαθήσει κι ας μην τα κατάφερνε.
Γύρισε κι αντίκρισε το τρυφερό βλέμμα του Αιμίλιου. Του Αιμίλιού
της, που δεν το παραδεχόταν ούτε η ίδια στον εαυτό της. Στο εβένινο
μαύρο χρώμα των ματιών του, είχε βρει αυτό που πάντα λαχταρούσε αλλά
ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε. Τη φλόγα της επιθυμίας για τη
γυναίκα. Την ανάγκη της επικοινωνίας για τον άνθρωπο.
«Καρδιά μου θα παγώσεις εδώ έξω. Έχει πολύ υγρασία ακόμα τέτοια
ώρα», έδειξε τρυφερά το ενδιαφέρον του.
«Έχω εσένα να με ζεστάνεις», του απάντησε και άπλωσε τα χέρια της
προς το μέρος του. Εκείνος τα έκρυψε σαν να κράταγε κάτι πολύτιμο και
σηκώνοντάς την, πήρε αγκαλιά το κορμί της που έτρεμε απ’ το κρύο.
Την πήγε μέσα και την τύλιξε με την αγκαλιά του. Δεν θυμάται πόση
ώρα έμεινε εκεί. Αποκοιμήθηκε ξανά. Ο Αιμίλιος έμεινε να την κοιτάει
ξαφνιασμένος από την απότομη αλλαγή της και τα ψίχουλα τρυφερότητας
που αντίκρισε στα μάτια της. Λίγες ώρες πριν, έβλεπε μόνο πόνο. Άραγε
να το σκέφτηκε; Άραγε να ένιωσε κι εκείνη όσα ένιωθε κι αυτός; Θα
μπορούσε ποτέ να τον αγαπήσει στο μέγεθος που την αγαπούσε εκείνος;
Μα όχι, παραείναι σε υπερθετικό βαθμό για να έχει τέτοιες απαιτήσεις. Ας
τον αγάπαγε έστω το ένα τρίτο, θα ήταν ικανοποιημένος. Και σιγά σιγά θα
την έκανε εκείνος να νιώσει ξανά ότι είχαν στερήσει στην ψυχή της, η ζωή
και οι άνθρωποι. Είχε υπομονή. Αρκεί να είχε κι η Μάγδα. Αρκεί να μην
έφευγε από δίπλα του.
122
Η πεταλούδα της νύχτας
Μετά από ώρες, ξύπνησε και βρέθηκε ξανά ιδρωμένη ενώ έτρεμε σαν
το ψάρι. Ο Αιμίλιος είχε φύγει από κοντά της. Βρήκε ένα σημείωμα στο
τραπεζάκι του σαλονιού που της έλεγε ότι είχε πάει στο γραφείο. Τρόμαξε
στη σκέψη της μοναξιάς αλλά το προσπέρασε.
Τώρα την έκαιγε κάτι άλλο. Κάτι πιο σοβαρό. Και μαζί της καιγόταν
τα σωθικά της, το κορμί της. Η στέρηση είχε χτυπήσει κόκκινο. Σηκώθηκε
σέρνοντας τα πόδια της μη μπορώντας να ελέγξει το σώμα της που
επαναστατούσε στην έλλειψη της λευκής της απόλαυσης. Το μυαλό της
δεν λειτουργούσε. Τα μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα άλλο, παρά μόνο
λευκές εικόνες. Άνοιγε ότι συρτάρι έβρισκε, με μανία, κοπάναγε πόρτες
και ντουλάπια στην ανυπαρξία αυτού του πολύτιμου που έψαχνε και δεν
έβρισκε.
Πήρε στα τρεμάμενα χέρια της το κινητό της και κάλεσε τον Αιμίλιο.
«Πού είσαι;» Η φωνή της ακούστηκε ξένη ακόμα και στην ίδια.
«Τί που είμαι καρδιά μου; Στο γραφείο. Σου άφησα σημείωμα».
«Ναι, το είδα αλλά γιατί έφυγες έτσι;»
«Μάγδα, τί συμβαίνει;» Τώρα η δικιά του φωνή ήταν αυτή που
ακουγόταν παράξενη.
«Με δουλεύεις ρε Αιμίλιε; Θέλω τη δόση μου», του είπε ψυχρά.
«Κάνε υπομονή, σε λίγο θα στείλω κάποιον να σου φέρει, συγνώμη
αλλά έγιναν όλα τόσο γρήγορα και δεν πρόλαβα να προμηθεύσω το σπίτι».
«Κάνε γρήγορα, υποφέρω», είπε με τρεμάμενη φωνή και απίστευτα
νεύρα. Σκότωνε άνθρωπο εκείνη τη στιγμή.
Του έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα λες και δεν συνομιλούσε με
κάποιον αγαπημένο της, αλλά με τον χειρότερο εχθρό της.
Έπεσε σαν βράχος στον καναπέ και μάζεψε τα πόδια στο στήθος της.
Τα κράτησε σφιχτά με τα χέρια της, προσπαθώντας να τα κάνει να
σταματήσουν να τρέμουν. Εκείνα όμως έτρεμαν όλο και περισσότερο.
123
Φραγκάκη Ειρήνη
124
Η πεταλούδα της νύχτας
125
Φραγκάκη Ειρήνη
Ξέροντας ότι ποτέ δεν θα είχε ούτε μια πιθανότητα να γυρίσει να τον
κοιτάξει, όντας ξύπνια, αφού είχε δίπλα της έναν άντρα σαν το αφεντικό
του, σηκώθηκε απογοητευμένος κι έφυγε σαν τον κλέφτη, αφήνοντάς την
εκεί, γυμνή, μόνη και μαστουρωμένη.
126
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 11
127
Φραγκάκη Ειρήνη
Όσο κι αν το πίστευε, οι τύψεις έκαναν κύκλο πάνω και μέσα στο κεφάλι
της χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς είναι.
Οι αναμνήσεις μιας ζωής, δεν σβήνουν απλά και μόνο επειδή υπάρχει
η θέληση, του να το κάνουμε. Βρίσκονται πάντα εκεί, αναπόσπαστο
κομμάτι του εαυτού μας να μας κυνηγάνε και να μας ακολουθούν
κρατώντας μας δέσμιους, θέλοντας και μη, μ’ ένα παρελθόν που το ζήσαμε
και μας ανήκει, όσο κι αν δεν θέλουμε ούτε ένα του κομμάτι. Όσο κι αν
θέλουμε να πάρουμε μια γομολάστιχα και να τα σβήσουμε όλα, αυτό
παραμένει εκεί να μας θυμίζει, να μας πονάει και να μας πηγαίνει πίσω.
Η λύτρωση δεν θα ερχόταν αν η ίδια δεν κατάφερνε να το αποδεχτεί.
Και της ήταν τόσο δύσκολο. Ένα βουνό φάνταζε στα μάτια της κάθε φορά
που το έφερνε στο μυαλό της. Και δεν άντεχε να το ανεβεί. Ο σταυρός που
σήκωνε η ψυχή της, ήταν βαρύς και της λύγιζε τη θέληση και την πίστη. Η
καρδιά της από το βάρος, λύγιζε κι εκείνη μπροστά στην απίστευτα ψηλή
θέα του άβατου βουνού.
Την κράτησε από το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητο. Δεν της
είπε που θα την πήγαινε. Μόνο ότι δεν θα το μετάνιωνε.
Μέσες άκρες η Μάγδα, του είχε πει κάποια πράγματα για το παρελθόν
της σε στιγμές που βρέθηκε αδύναμη συναισθηματικά, αρνούμενη να τα
συζητήσει. Απλά, του τα ανέφερε παραλείποντας το θέμα του πατέρα της.
Δεν άντεχε ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, ακόμα και τώρα που αυτός
δεν ζούσε πια, να μιλάει για ό,τι της είχε κάνει.
Ο Αιμίλιος είχε τηλεφωνήσει εδώ και μέρες στη φυλακή και ζήτησε
πληροφορίες για τη μάνα της Μάγδας, χωρίς φυσικά να της πει κουβέντα
γιατί ήξερε τις αντιδράσεις της. Ήξερε όμως, πως κατά βάθος η Μάγδα
ήθελε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, να λύσει τα προβλήματα που έμειναν
στάσιμα κι ας μην του έλεγε κουβέντα. Τουλάχιστον αυτό ήθελε να
πιστεύει ή αυτό του έλεγε η συνείδησή του πως έπρεπε να κάνει.
128
Η πεταλούδα της νύχτας
Έμαθε λοιπόν ότι η μάνα της ήταν άρρωστη, πως κάθε μέρα την
εξέταζε ο γιατρός. Ζήτησε άδεια για να την δουν κι αφού τόσο καιρό
κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για ’κείνη, ομολογουμένως χάρηκαν που η
ταλαίπωρη αυτή γυναίκα θα συναντιόταν με δικούς της ανθρώπους.
Ο οργανισμός της είχε εξασθενίσει. Μεγάλο ρόλο έπαιξε η
συναισθηματική φόρτιση που έπαιρνε κάθε μέρα λόγω της έλλειψης της
κόρης της. Δεν την κατηγορούσε. Αλλά της έλειπε πολύ. Απ’ τη μια στιγμή
στην άλλη, είχε χάσει τα πάντα αλλά είχε βρει το δίκιο της έστω κι αν
τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Ένιωθε αγαλλίαση που ξεβρώμισε τον κόσμο απ’
αυτό το ελεεινό στοιχείο που μόνο εμπόδιο είχε σταθεί στην ευτυχία τόσο
τη δικιά της αλλά και του παιδιού της.
Ήταν ξαπλωμένη στο μονό, σκληρό κρεβάτι του κελιού της. Τα μάτια
της ήταν κλειστά και τα δάκρυα κυλούσαν δημιουργώντας αυλάκια στο
ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Πρόσθεταν κι άλλο αυλάκωμα πάνω σ’ αυτά
που της είχε κάνει δώρο ο χρόνος κι η στεναχώρια. Στο μυαλό της
γυρνούσε μόνο ένα πρόσωπο. Αυτό της κόρης της. Πόσο ήθελε να μάθει
πως είναι το κοριτσάκι της. Προσευχόταν να την έχει καλά ο Θεός και να
την προσέχει, νιώθοντας τύψεις που δεν ήταν στο πλευρό της.
«Μαρκάτου, έχεις επισκεπτήριο», της είπε η φύλακας χαμογελώντας της.
«Έρχομαι», απάντησε σαστισμένα. Δεν περίμενε κανέναν μετά από
τόσο καιρό μοναξιάς. Είχε ξεχάσει τον ίδιο της τον εαυτό, πόσο μάλλον να
περιμένει να τη θυμηθεί η κόρη της. Γιατί ήταν σίγουρη πως ήταν το παιδί
της που ήρθε να την δει. Δεν είχε και κανέναν άλλο.
«Όχι, δεν χρειάζεται στην κατάστασή σου. Ο διευθυντής, έδωσε άδεια
να τους δεχτείς εδώ», της είπε η φύλακας όταν την είδε να καταβάλει
μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθεί. Άφησε το κορμί της να ξαναπέσει
βαρύ στο σιδερένιο κρεβάτι και χαμήλωσε το βλέμμα. Έμεινε εκεί να
περιμένει.
129
Φραγκάκη Ειρήνη
130
Η πεταλούδα της νύχτας
131
Φραγκάκη Ειρήνη
της. Δεν θα έδειχνε έλεος για κανέναν. Άλλωστε ούτε για ’κείνη είχε δείξει
κανείς. Ούτε καν ο Θεός. Χα. Ο Θεός. Είχε ξεχάσει την ύπαρξή του. Άραγε
θα πίστευε ποτέ ξανά σ’ αυτό που δίνει δύναμη στις ανθρώπινες ψυχές; Θα
έκανε ποτέ ξανά τον σταυρό της, κάνοντας βαθιά μέσα της την προσευχή
της; Είχε πάψει εδώ και χρόνια να το κάνει. Στην αρχή είχε ξεκινήσει σαν
ντροπή. Οι τύψεις που της έλεγαν ότι εκείνη ήταν η αμαρτωλή. Ότι αυτή
έφταιγε για όλα. Μετά… ήρθε η πίκρα. Γιατί να μην την λυπάται κανείς;
Και μετά το μίσος. Για όλους και για όλα. Κανείς δεν την βοήθησε όταν
πραγματικά το χρειαζόταν. Όλοι ήθελαν κάτι από τη Μάγδα. Όλοι την
πλησίαζαν για να τη χρησιμοποιήσουν. Ο πατέρας της για να ικανοποιεί τις
ορέξεις του, η μάνα της για να έχει αποκούμπι στις τύψεις της, ο Τζίμης κι
ο Νικόλας για να κάνουν τη δουλειά τους. Λίγοι οι άνθρωποι που η Μάγδα
είχε βασιστεί πάνω τους. Κανείς τους όμως δεν θέλησε να δώσει κάτι άλλο
εκτός από πόνο στη Μάγδα. Όλοι για την πάρτη τους, τον εαυτούλη τους,
το γαμημένο πολύτιμο “εγώ” τους. Κι εκείνη πάντα να δίνει σαν ηλίθια.
Και ποτέ να μην παίρνει.
Ακόμα κι Αιμίλιος. Κι αυτός έπαιρνε κι ας έδινε. Ήταν ψίχουλα. Την
ψυχή της Μάγδας δεν τη γέμισε ποτέ. Τη γούσταρε, του άρεσε το πήδημα
μαζί της, εκστασιαζόταν από την ομορφιά της. Τι κι αν την είχε αγαπήσει
όπως έλεγε; Εκείνη δεν εισέπραττε αυτό που είχε χάσει τόσα χρόνια. Της
είχαν κλέψει την αθωότητα και στη θέση της είχαν βάλει τόση πίκρα!
132
Η πεταλούδα της νύχτας
Έφτασαν έξω από το κελί της μητέρας της. Η φύλακας που ήταν απ’
έξω για να φυλάει τη μάνα της, την κοίταξε με μισό μάτι. Ήξερε πάνω
κάτω τι είχε γίνει και τόσα χρόνια που την πρόσεχε είχε απορήσει μ’ αυτό
το παιδί που δεν πάτησε τα πόδια του μια φορά να δει αν η μάνα του ζούσε
ή είχε πεθάνει. Αδιαφορία. Σιγά μην την συμπονούσε. Εκείνη ήταν πάντα
εκεί έξω, να της κρατάει συντροφιά τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς. Κι η
κόρη απούσα. Κι εκείνη να προσπαθεί ν’ απαλύνει τον πόνο. Κι η Μάγδα
να τον μεγαλώνει από απόσταση. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Άπατο
πηγάδι ο πόνος της μάνας κι ο μόνος άνθρωπος που βούταγε καμιά φορά
τον κουβά να βγάλει λίγο απ’ τον πόνο για να την αλαφρώσει, ήταν αυτή η
γυναίκα. Αυτή η άγνωστη.
Πόσες φορές δεν έχουμε νιώσει να ερχόμαστε πιο κοντά σε κάποιους
ξένους που η κατανόηση και η συμπαράστασή τους γίνεται βάλσαμο για
την πληγωμένη ψυχή που αφήνουν πίσω τους οι “δικοί” μας άνθρωποι που
φεύγουν χωρίς ίχνος συμπόνιας! Κι η δική της κόρη, ο μόνος, κατάδικός
της άνθρωπος την είχε εγκαταλείψει στην πιο κρίσιμη και δύσκολη στιγμή
της ζωής της. Μα πως μπορούσε να κατηγορήσει το ίδιο της το παιδί η
μάνα; Αυτή η μάνα που έδωσε και τη ζωή της για να την αναστήσει; Τί
δηλαδή; Επειδή η Μάγδα έδειχνε να μην το καταλαβαίνει και να μην το
εκτιμά εκείνη θα έστηνε στον τοίχο το παιδί της; Όχι, δεν ήταν απ’ αυτές
τις μανάδες. Η αγάπη της μάνας δεν σταματά πουθενά. Δεν βάζει ίσα κι
όμοια όλους τους ανθρώπους. Το παιδί, τα παιδιά της κάθε μάνας, είναι
πάνω απ’ όλα. Στέκεται ακοίμητος φρουρός πλάι τους σε κάθε δυσκολία.
Βράχος να χτυπάνε οι μπόρες αυτές τις μάνες, κι όχι τα παιδιά. Όσο
μπορούν φυσικά να προλάβουν κάθε τι που έρχεται να προσκρούσει απάνω
τους. Μπαίνουν στη μέση και γίνονται τα τείχη προστασίας. Και δεν
περιμένουν βρε αδερφέ τίποτα, μόνο ένα καλό λόγο. Μόνο μια λέξη που θα
μαλακώσει κάπως τον πόνο απ’ το χτύπημα που έφαγαν εκείνες αντί γι’
133
Φραγκάκη Ειρήνη
134
Η πεταλούδα της νύχτας
μπροστά της. Κι αυτόν ακολούθησε. Χωρίς να πει λέξη, έπεσε στα γόνατα
μπροστά της και κρύφτηκε στην αγκαλιά της.
Ό,τι ένιωθε πιο πριν εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Έγινε ξανά το
κοριτσάκι που έτρεχε στην αγκαλιά της όταν κάτι το πόναγε. Έγινε ξανά το
μωρό της. Κι έκλαψε, πολύ, γιατί το είχε ανάγκη η ψυχή της. Γιατί το
στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν.
«Μην κλαις παιδάκι μου, όλα τέλειωσαν. Έλα να σε καμαρώσω
μαλαματένια μου».
«Μανούλα, θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις;»
«Όχι εγώ παιδί μου, εσύ αν μπορέσεις ποτέ να συγχωρήσεις εμένα για
όλα τα λάθη που έχω κάνει», είπε τονίζοντας πολύ περισσότερο τη λέξη
“όλα”.
Οι τύψεις των ανθρώπων, έρχονται τελικά και τους επισκέπτονται
πάντα την κατάλληλη στιγμή. Τους αναγκάζουν να βγάλουν από μέσα τους
όλες τις αλήθειες και να τις εναποθέσουν ακριβώς στον βωμό των θυσιών.
Ν’ αντικαταστήσουν όλα όσα είχαν θυσιάσει στο παρελθόν και να
προχωρήσουν στο σήμερα. Στο αύριο. Για να μπορέσουν να ζήσουν
καθαρά ή… να πεθάνουν ελεύθεροι. Χωρίς να τους βαραίνουν τα λάθη.
Αγκαλιασμένες μάνα και κόρη είπαν με χείλη και μάτια όσα δεν είχαν
πει τόσα χρόνια. Χωρίς όμως να βαρύνουν την καρδιά η μια της άλλης.
Ήθελαν να ελευθερωθούν, όχι να βγάλουν τ’ απωθημένα τους. Και το
κατάφεραν. Κι η Μάγδα έφυγε ξαλαφρωμένη. Κι η μάνα έφυγε όμως,
μόλις ξεμάκρυνε η μικρή. Έφυγε για εκεί ψηλά, ήρεμη πια, αφήνοντας
πίσω της, τις αναμνήσεις που πόναγαν. Περίμενε να δει την κόρη της.
Κρατιόταν στη ζωή με νύχια και με δόντια για να το καταφέρει και τώρα
πια ήταν ικανοποιημένη. Άφησε πίσω ότι την πόναγε. Στον Θεό δεν
παίρνεις μαζί σου τίποτα. Σε προμηθεύει με καινούρια εφόδια. Κατάλληλα
για να ζήσεις πια στη γειτονιά των αγγέλων.
135
Φραγκάκη Ειρήνη
Το μεγάλο σπίτι του που στην αρχή, της φαινόταν παλάτι, τώρα δεν
ήταν τίποτα άλλο εκτός από μια χρυσή φυλακή που την κρατούσε δέσμια
με τις ανάγκες που είχε αποκτήσει το κορμί της.
136
Η πεταλούδα της νύχτας
Μια βαλίτσα! Αυτή ήταν ξανά όλη κι όλη η περιουσία της. Εκεί μέσα,
έβαλε όλα της τα κομμάτια, για να πάρει τον μακρύ δρόμο της φυγής,
ακόμα μια φορά στη ζωή της. Έναν δρόμο που για άλλους είναι
ταξιδιάρικος μα για ανθρώπους με βιώματα σαν της Μάγδας, γινόταν
απλώς ένα αγκαθωτό πέρασμα. Δεν είχε προορισμό, δεν ακολουθούσε
κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ήταν μόνο η διαδρομή κι η ανάγκη της
να φύγει.
Ο Αιμίλιος δεν ήταν αρκετός πια να την κρατήσει. Άλλωστε ήταν και
το άλλο. Είχε ήδη κάνει πολλά για εκείνη χωρίς ποτέ αυτή να ζητήσει κάτι.
Κι η αίσθηση τού να του χρωστάει ευγνωμοσύνη, την τρόμαζε. Πιο πολύ
από τη μοναξιά της.
Κι αυτή τη χρονική στιγμή την είχε ανάγκη όσο τίποτα άλλο. Δεν τη
γεύτηκε ποτέ με απόλαυση. Δεν την άφησε ούτε μια στιγμή να γίνει ο
σύμμαχός της, ο συμβουλάτοράς της. Μα τώρα είχε ανάγκη αυτή και μόνο
αυτή. Δεν ήθελε στη ζωή της, πλάι της, κανέναν άλλον. Ούτε άνθρωπο,
ούτε κατάσταση. Τίποτα. Απραξία. Πλήρη συσκότιση του μυαλού και των
συναισθημάτων της αναζητούσε.
Αυτές ήταν οι επιθυμίες της και προς το παρόν τουλάχιστον, είχε
βάλει σκοπό να τις ακολουθήσει. Με όποιο τίμημα. Απάνθρωπα και
βάναυσα ίσως, για τον ίδιο της τον εαυτό, εγωιστικά για τους υπόλοιπους.
Ακούγοντας το κλικ από το κλείσιμο της βαλίτσας που τόση ώρα
ετοίμαζε μηχανικά, σαν να ξύπνησε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και
ρούφηξε μονομιάς όλες τις εικόνες του δωματίου. Κράτησε μόνο το λευκό
χρώμα που με τη φωτεινότητά του, κάλυπτε οτιδήποτε άλλο. Σαν ελπίδα.
137
Φραγκάκη Ειρήνη
Σαν πέπλο που θα την ακολουθούσε. Δεν ήθελε να πάρει καμιά άλλη
ανάμνηση μαζί της. Ούτε καν αυτή του Αιμίλιου. Για δευτερόλεπτα ήρθαν
στο νου της τα μάτια του. Αυτά τα δυο γυαλιστερά κάρβουνα, που μέχρι
τώρα την κοίταγαν κι έλιωναν. Τώρα ήξερε πώς θα μετατρεπόντουσαν
όταν καταλάβαινε τι είχε γίνει. Τον φαντάστηκε να σφίγγει το στόμα, να
ενώνει τα φρύδια του σχηματίζοντας τη λεπτή γραμμή απορίας ανάμεσά
τους. Τα μάτια που είχαν γίνει για εκείνη σφραγίδα καλοσύνης, τα είδε να
στενεύουν. Ήξερε τις αντιδράσεις του κι αυτό τη σόκαρε. Είχε επιτέλους
μάθει κάποιον άνθρωπο. Αυτό που δεν ήξερε όμως, ήταν το τι μπορούσε
να κάνει, μέχρι που θα έφτανε.
Μα δεν τρόμαξε. Πείσμωσε. Δεν θα άφηνε κανέναν να την
σταματήσει. Είχε βάλει σκοπό να πάρει τη ζωή στα χέρια της και ή που θα
την εκτίναζε στ’ αστέρια ή που θα τη βούταγε ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη.
Σ’ ευχαριστώ, συγνώμη.
Μάγδα.
138
Η πεταλούδα της νύχτας
139
Φραγκάκη Ειρήνη
140
Η πεταλούδα της νύχτας
141
Φραγκάκη Ειρήνη
142
Η πεταλούδα της νύχτας
κάθε ίχνος σκόνης από τα ρούχα και ισιώνοντας τα μαλλιά της που είχαν
πέσει στο πρόσωπό της, χτύπησε το κουδούνι και σήκωσε τη βαλίτσα της
με την σιγουριά ότι η επόμενη κατοικία της θα ήταν αυτή.
Την πόρτα άνοιξε μια κυρία, μεγάλης ηλικίας, η οποία φαινόταν
ταλαιπωρημένη. Όμως η καλοσύνη που είχε το βλέμμα της, ενέπνευσε
αμέσως εμπιστοσύνη στη Μάγδα χωρίς να ξέρει τον λόγο. Τα μαλλιά της
αν και βαμμένα, είχαν ένα ξεθωριασμένο κόκκινο και οι γκρίζες ρίζες,
φανέρωναν ακόμα πιο βαθιά την κούραση των χρόνων που κουβάλαγε
στην πλάτη της.
Οι ρυτίδες, ζωγραφισμένες σε όλο της το πρόσωπο, κάθε άλλο παρά
ασχήμια φανέρωναν. Το μόνο που σ’ έκαναν να σκεφτείς, ήταν πόσο
όμορφη πρέπει να ήταν αυτή η γυναίκα στα νιάτα της.
«Καλημέρα κοπέλα μου. Σε τί μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Είδα το ενοικιαστήριο κι ενδιαφέρομαι για ένα μικρό δωμάτιο αν
υπάρχει».
«Ναι, ναι. Έλα πέρασε μέσα και θα βρούμε το καλύτερο».
Την οδήγησε σε μια στενή σκάλα κι ανέβηκαν με τα πόδια τρείς
ορόφους για να καταλήξουν σε ένα μικρό δωματιάκι 15 τετραγωνικών. Ίσα
που χώραγε ένα μονό κρεβάτι και μια πολυθρόνα σκεπασμένη μ’ ένα
κόκκινο ριχτάρι για υπνοδωμάτιο. Όλα τα έπιπλα ήταν λες κι είχαν βγει
από κουκλόσπιτο. Μικροσκοπικά και ρομαντικά. Το λάτρεψε αμέσως το
καταφύγιό της. Γιατί από ’δω και πέρα, αυτό θα ήταν για ’κείνη τούτο το
δωμάτιο. Το μικρό και ζεστό της καταφύγιο.
Σε κάποια άκρη, βρίσκονταν κάτι σαν παράθυρο. Χωρίς θέα. Κοίταγε
στον φωταγωγό. Πήγε κοντά και το άνοιξε. Την τρόμαξε το ύψος και
πισωπάτησε. Εδώ θέλει προσοχή, σκέφτηκε.
«Λοιπόν;» την έβγαλε από τις σκέψεις της η ιδιοκτήτρια.
«Είναι μια χαρά. Θα το κρατήσω. Είμαι η Μάγδα». Άπλωσε το χέρι
και συστήθηκε.
143
Φραγκάκη Ειρήνη
144
Η πεταλούδα της νύχτας
145
Φραγκάκη Ειρήνη
απάλυνε τις πληγές. Τώρα ήταν αργά. Ήθελε να πει σε μισώ στον άνθρωπο
που είχε συμβάλλει για τον ερχομό της στη ζωή κι ας ήταν αργά. Ήθελε
κάπου βαθιά μέσα της να τον συγχωρέσει. Εκεί στα τρίσβαθα της ψυχής της
ένιωθε ότι ήταν άρρωστος αυτός ο άνθρωπος. Μετά από τόσα χρόνια και
για να μπορεί να δώσει όπως πάντα ελαφρυντικά στους πάντες και τα πάντα,
αυτό είχε μάθει τον εαυτό της να πιπιλάει σαν καραμέλα. Πως επρόκειτο για
αρρώστια ψυχική που γιατρειά δεν δέχτηκε και δεν αναζήτησε ποτέ. Την
έτρωγαν αυτές οι λέξεις. Την έπνιγαν. Της έσκιζαν τα σωθικά. Ακόμα όμως
και τώρα, ακόμα κι έτσι, δεν στάθηκε ούτε ικανή ούτε και τυχερή για να
ξαλαφρώσει λέγοντάς τις. Έτσι ένιωθε. Ίσως τελικά οι τελευταίες στιγμές με
τη μάνα της στη φυλακή να μην της ήταν αρκετές. Ίσως τις χρειαζόταν πιο
ολοκληρωμένες, με πιο σταράτες κουβέντες.
Ξάφνου, μέσα από τον πράσινο αγρό, άρχισε να φαίνεται η μορφή του
Τζίμη. Κρατώντας στο ένα χέρι μια σύριγγα και στο άλλο να έχει αγκαζέ ένα
από τα κορίτσια του μπαρ, πλησίαζε αργά προς το μέρος της. Το κορίτσι
ντυμένο… έως γυμνό, κοίταγε μια τον Τζίμη με λαγνεία και μια τη Μάγδα,
με το στόμα της να παίρνει μια μορφή αηδίας.
Την πλησίαζαν κι εκείνη ήθελε να τρέξει. Λες κι ήταν όμως καρφωμένα
στο χώμα τα πόδια της, δεν κατάφερνε να κάνει βήμα. Έδινε τον αγώνα της
να απομακρυνθεί από όλους αυτούς, όμως λες κι είχε βγάλει ρίζες, παρέμενε
εκεί, έρμαιο στα όρνια που την είχαν κυκλώσει.
Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς το μέρος των γονιών της. Είχαν
εξαφανιστεί και στο σημείο που στέκονταν πριν, τώρα είχαν φυτρώσει δυο
δέντρα. Είχε τόσο ανάγκη να δει το ήρεμο πρόσωπο της μητέρας της μήπως
και κατάφερνε να την ηρεμήσει.
Μάταια. Η ανάγκη της δεν συμβάδιζε με την πραγματικότητα του
ονείρου της. Τα πόδια της καρφωμένα ακόμα στο χώμα κι η φωνή της
εξαφανισμένη. Ο τρόμος ζωγραφισμένος στο πρόσωπό της.
146
Η πεταλούδα της νύχτας
Μια δυνατή κραυγή βγήκε απ’ το στόμα της και πετάχτηκε από τον
ύπνο της φωνάζοντας. Με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν τον απέναντι
τοίχο συνέχιζε να έχει τη μορφή του Τζίμη μπροστά στα μάτια της.
Κούνησε το κεφάλι της λες κι έτσι θα άδειαζε από το τρομακτικό
περιεχόμενο και τις εικόνες που τη βασάνιζαν.
Το χτύπημα στην πόρτα από την Ερμιόνη που άκουσε τις φωνές της,
ήταν ανυπόμονο κι έντονο. Λαχτάρησε η γυναίκα κι έτρεξε να δει τι έπαθε
το κορίτσι. Όταν την είδε καλά μπροστά της, ηρέμησε.
«Με τρόμαξες κοριτσάκι μου. Έλα, όλα καλά, ένας εφιάλτης ήταν και
πέρασε».
Κατέβηκαν στο μικρό σαλονάκι δίπλα στο θυρωρείο και της έφτιαξε
έναν δυνατό καυτό καφέ.
«Λοιπόν»; τη ρώτησε η Ερασμία. «Τί έχεις σκοπό να κάνεις από τώρα
κι έπειτα στη ζωή σου;» Ήρθε σαν κεραυνός η ερώτησή της.
Η Μάγδα γούρλωσε τα μάτια της. Δεν είχε θέσει ούτε η ίδια αυτό το
ερώτημα στον εαυτό της τις τελευταίες ώρες και της φάνηκε πως είχε
αλλάξει πλανήτη. Και πώς να έδινε απάντηση τώρα σ’ αυτή τη γυναίκα;
Ωραία. Είχε κάποια χρήματα για να περάσει αρκετό καιρό αλλά μέχρι τότε
τί θα γινόταν; Θα καθόταν ν’ απολαμβάνει τα έτοιμα;
Όχι, δεν ήταν από τέτοια πάστα η Μάγδα ή μάλλον ήταν αλλά
προσπαθούσε ν’ αλλάξει. Κι όσο κι αν πίστευε ότι άξιζε να την φροντίζουν
και να την προστατεύουν, άλλο τόσο ήξερε βαθιά μέσα της, ότι μόνο η ίδια
θα μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της καλύτερα απ’ τον καθένα. Κι ο
λόγος; Γιατί όλοι κάτι θα ήθελαν ως αντάλλαγμα ενώ ο εαυτός της τίποτα.
147
Φραγκάκη Ειρήνη
148
Η πεταλούδα της νύχτας
149
Φραγκάκη Ειρήνη
Δεν είπαν τίποτα άλλο. Καληνύχτισαν η μια την άλλη με τα μάτια, χωρίς
να πουν κουβέντα. Δεν χρειάστηκε, μίλησαν οι ψυχές τους.
150
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 12
Η ώρα είχε πάει έντεκα. Το ρολόι στο σχήμα του ήλιου στο μικρό
παραδεισένιο δωμάτιο της Μάγδας, την ενημέρωνε πως δεν είχε χρόνο για
καθυστερήσεις. Ντύθηκε, φόρεσε τις κόκκινες ψηλοτάκουνες γόβες της,
δώρο από τον Αιμίλιο και πολύ χρήσιμες για τα οικονομικά της πλέον και
ξεκίνησε για δουλειά.
Κατέβηκε στο χολ για να χαιρετήσει την Ερμιόνη.
«Πουλάκι μου, είσαι μια κούκλα. Δεν έπρεπε να είσαι σ’ αυτή τη
θέση εσύ. Εσένα σου ταιριάζει μια άλλη ζωή. Και ήρεμη. Πάνω απ’ όλα
ήρεμη ψυχή μου. Μ’ έναν άνθρωπο που θα σε αγαπάει και θα σε σέβεται.
Αχ, τι να πω. Άτιμη, τιποτένια ζωή. Που μας καταντάς με τα χαστούκια
που μας δίνεις».
Η Μάγδα την κοίταζε σαστισμένη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να της
απαντήσει σε κάτι ή αν ήταν παραλογισμός της στιγμής. Η Ερμιόνη την
έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Τι με κοιτάς παιδάκι μου σαν χάνος. Άσε με εμένα, γριά γυναίκα
είμαι και λέω τα δικά μου παλαβά ώρες-ώρες. Τράβα μην σε καθυστερώ.
Ξέρω τι σημαίνει να βγάζεις το φαί σου. Άντε δρόμο. Την ευχή μου να
’χεις και να προσέχεις».
«Σ’ ευχαριστώ καλή μου Ερμιόνη», της είπε κι έσφιξε τα χέρια της
μέσα στα δικά της.
Καθώς ξεμάκραινε, η Ερμιόνη πήγε κοντά στο παράθυρο και την
κοίταζε με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Σαν να ήταν κόρη της την ένιωθε.
Δεν άντεχε να βλέπει αυτό το μπουμπούκι να μαραίνεται. Αλλά ήξερε τι
σημαίνει να έχεις πέσει στα βαθιά και να μην έχεις κανένα να σου απλώσει
το χέρι και να σε τραβήξει. Να μην υπάρχει κανείς να σε πιάσει έστω από
τα μαλλιά να σε βγάλει στην επιφάνεια. Μένεις εκεί να πνίγεσαι χωρίς να
151
Φραγκάκη Ειρήνη
ξέρεις αν θα ζήσεις ή όχι. Δεν έχεις επιλογές όταν δεν έχεις δικούς σου
ανθρώπους να σε νοιάζονται.
152
Η πεταλούδα της νύχτας
Πέρασε μισή ώρα από τη στιγμή που είχε πιάσει θέση. Τίποτα καλό
δεν φάνηκε. Ένας μπατίρης πέρασε από δίπλα της και την πλεύρισε ίσα για
153
Φραγκάκη Ειρήνη
πέντε ευρώ. Δεν είχε λέει παραπάνω αλλά η ανάγκη του να πάει με
γυναίκα ήταν τρελή.
«Τρελός είσαι εσύ ρε φίλε που θα ’ρθω μαζί σου για πέντε ευρώ; Δεν
βλέπεις τί κομμάτι είμαι;»
«Μα επειδή σε είδα μανάρι μου ήρθα. Έλα μην μου κάνεις τη
δύσκολη. Ξέρεις τι σαπίλα και τι αφραγκιά κυκλοφορεί; Δεν πρόκειται να
βρεις κάτι καλό. Τουλάχιστον μαζί μου δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Δεν
θα σε πειράξω. Έλα κι έχω και δυο δόσεις. Άντε θα τις μοιραστώ μαζί σου.
Τί λες; Είναι και τα πέντε ευρώ, μην τα ξεχνάς».
Δόση, σκέφτηκε η Μάγδα. Απαραίτητο και χρήσιμο αυτή τη στιγμή.
Τουλάχιστον θα της έμενε μια παραπάνω από το δικό της απόθεμα.
«Εντάξει, μπροστά και τα δυο αλλιώς δεν έχει τίποτα».
«Εννοείται μανάρι μου».
Έβγαλε τα χρήματα και το σακουλάκι με τη λευκή σκόνη και της τα
έβαλε με τρόπο στο χέρι.
Η Μάγδα γύρισε στο πλάι, τον πήρε αγκαζέ και ξεκίνησαν για το
δωμάτιό της. Μόλις την είδε η Ερμιόνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν
μίλησαν καθόλου. Η Μάγδα τον πήγε κατευθείαν επάνω και την άφησε
στήλη άλατος.
«Αποκλείεται, εκεί ξέπεσε το κορίτσι μου; Δεν βρήκε τίποτα
καλύτερο;»
Κι όμως ο κύβος ερρίφθη και πίσω δεν θα έκανε τώρα. Μπήκαν στο
δωμάτιο ανάβοντας μόνο ένα μικρό φωτάκι στο κομοδίνο. Έβαλε δυο ποτά
κατεβάζοντας το δικό της μονορούφι. Το γέμισε ξανά και πήγε στο κρεβάτι
όπου ο ξαναμμένος πελάτης ήταν έτοιμος και την περίμενε.
«Μπορείς να περιμένεις σε παρακαλώ; Να πιούμε το ποτό και να
χρησιμοποιήσουμε το πράμα».
«Α, δεν συμφωνήσαμε έτσι», αντιγύρισε ενοχλημένος εκείνος,
πιστεύοντας ότι η Μάγδα ήθελε να τον κοροϊδέψει.
154
Η πεταλούδα της νύχτας
«Σε παρακαλώ, λίγο να μας πιάσει το ποτό και να κάνουμε κεφάλι και
μετά ό,τι θες».
«Έτσι ναι. Κι εγώ το έχω ανάγκη».
Μέσα σε λίγα λεπτά, είχαν βυθιστεί στη νάρκη που τους πρόσφερε το
λευκό σύννεφο. Κι εκεί πάνω πέταξαν, με φτερά τα όνειρα που ποτέ δεν θα
κατάφερναν να πραγματοποιήσουν.
Τα μάτια τους έκλεισαν και τα κορμιά τους άνοιξαν διάπλατα τις
πόρτες του παραδείσου για να υποδεχτούν ακόμα μια φορά το γλυκό αλλά
επικίνδυνο μεθύσι. Ώσπου ο ερωτικά πεινασμένος πελάτης, κοίταξε τα
μάτια της Μάγδας. Να έφταιγε το ποτό που ήπιε τώρα αλλά και η θάλασσα
ουίσκι που είχε καταναλώσει νωρίτερα από ένα πεταμένο μπουκάλι; Να
έφταιγε η μαστούρα που ποτέ δεν ξέρεις σε τι μονοπάτια του νου θα σε
οδηγήσει;
Η ανάγκη για ερωτική συνύπαρξη, του είχε φύγει. Πως και γιατί; Δεν
ήταν εύκολο να το μάθει. Και δεν θα το μάθαινε.
«Πώς σε λένε;»
«Μάγδα νομίζω. Ή και όνειρο. Έχω χαθεί τώρα σ’ ένα άλλο πλανήτη.
Μην με ρωτάς».
«Κι όμως. Θα μπορούσε να σε έλεγαν και όνειρο. Μοιάζεις με
όνειρο».
«Α καλά. Εσύ έτσι όπως είσαι τώρα, μια χαρά μπορείς να με δεις κι
αρχιεπίσκοπο. Τί έγινε; Δεν έχεις πια όρεξη;»
«Μπα. Καμιά φορά τούτο ’δω το σκατόπραμα μπορεί να σε κάνει να
δεις καθαρά κάποια πράγματα».
«Όπως; Σαν τί βλέπεις δηλαδή εσύ τώρα πιο καθαρό;»
«Δεν ξέρω τι είναι… Μάγδα. Πραγματικά δεν ξέρω. Αλλά το σίγουρο
είναι ότι εσύ δεν είσαι φτιαγμένη για τέτοια. Φαίνεσαι από άλλη πάστα ρε
παιδάκι μου».
155
Φραγκάκη Ειρήνη
156
Η πεταλούδα της νύχτας
157
Φραγκάκη Ειρήνη
158
Η πεταλούδα της νύχτας
να “δουλέψει” η αλήθεια είναι ότι έναν της προκοπής δεν είχε βρει. Ένας
βρε παιδί μου να θέλει απλά να ικανοποιήσει τις σωματικές του ανάγκες
και τίποτα άλλο. Όλοι μα όλοι οι ανώμαλοι σ’ εκείνη έπεφταν.
Εκείνο το βράδυ, τα φώτα δεν της έκαναν τη χάρη ν’ ανάψουν.
Κάποιο πρόβλημα στο δίκτυο της ΔΕΗ, άκουσε. Επικίνδυνο αλλά
αναγκαίο να βγει έξω για το νυχτοκάματο.
Μισή ώρα τριγύρναγε στα ίδια και στα ίδια ώσπου πήρε το μάτι της
φευγαλέα δυο τύπους που περπάταγαν αρκετά κοντά της και δεν έλεγαν να
ξεκολλήσουν τα μάτια τους από πάνω της. Δεν τους έδινε σημασία όμως
έριχνε που και που κλεφτές ματιές.
Προσπαθούσε να κάνει τα βήματά της όσο πιο αθόρυβα γινόταν αν
και μέσα στη απόλυτη ησυχία θέλοντας και μη, ακούγονταν. Άρχισε να
περπατάει κάπως πιο γρήγορα έχοντας πια τρομοκρατηθεί αρκετά από τη
μόνιμη παρουσία τους. Δυστυχώς πέρασε από ένα σημείο του δρόμου το
οποίο δεν γνώριζε. Έβγαζε σε κάποιο αδιέξοδο. Σε κλάσματα
δευτερολέπτου ένιωσε τα χέρια τους να την αρπάζουν από τη μέση και το
λαιμό απειλώντας την. Το στόμα της έκλεισε ερμητικά μ ένα κομμάτι
ταινία κι από ’κει ξεκίνησε το θρίλερ της για μια ακόμη φορά.
Τα καθάρματα της επιτέθηκαν με σκοπό να τη ληστέψουν και να τη
βιάσουν και το κατάφεραν μια χαρά.
Τα σκισμένα ρούχα της, το ματωμένο της πρόσωπο θα φανέρωναν
άλλη μια φορά τη σκληρή πραγματικότητα της βαθιάς νύχτας. Τελειωμό
δεν είχε το μαρτύριό της. Τα χτυπήματα και ο βιασμός κι από τα δύο κτήνη
διαδέχονταν το ένα το άλλο. Κι όσο πιο πολύ την πόναγαν τόσο πιο πολύ
το διασκέδαζαν. Τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
Η σκέψη της για άλλη μια φορά έτρεχε αλλού για να αντέξει αυτό που
της συνέβαινε. Δεν άντεχε να είναι εκεί και να το ζει. Όπως κάθε φορά που
κοιμόταν με κάποιον κάνοντας τη δουλειά της, έτσι και τώρα ανάγκαζε τον
εαυτό της να φεύγει γι’ αλλού. Η πραγματικότητα δεν είχε καμιά θέση στο
159
Φραγκάκη Ειρήνη
160
Η πεταλούδα της νύχτας
Η Ερμιόνη την περίμενε στο σαλόνι. Μετά από πολύ καιρό είχε
προσευχηθεί στον Θεό, τον είχε επικαλεστεί για να βοηθήσει τη Μάγδα.
Τόσα χρόνια η πίστη της ήταν θαμμένη κάτω από τόνους απελπισίας.
Βγήκαν έξω αμίλητες. Η Μάγδα περπάταγε δίπλα της, ρίχνοντάς της
που και που, ματιές γεμάτες απορία. Που την πήγαινε αυτή η γυναίκα; Τί
ήθελε να της δείξει; Γιατί τόση επιμονή; Και στο κάτω-κάτω τί στην ευχή
μπλεκόταν στα πόδια της;
Το βλέμμα της Μάγδας γέμισε έκπληξη και απορία. Τα βήματά τους,
τις είχαν οδηγήσει σε μια εκκλησία. Ήταν ένα εκκλησάκι της Παναγίας
που η Μάγδα είχε περάσει αρκετές φορές από μπροστά αλλά ούτε μία δεν
γύρισε να το κοιτάξει.
Με το που πάτησε τα πόδια της και πέρασε τη βαριά καγκελόπορτα, ο
χώρος σαν να μεγάλωσε. Βουνό φάνηκε μπροστά της αυτό που πριν λίγο
φαινόταν τόσο δα στα μάτια της. Οι αμαρτίες; Η έντονη επιθυμία για φυγή;
Το άγνωστο για κάτι που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πριν; Άλλωστε δεν
είχε και την καλύτερη σχέση με τον Θεό. Πάντα τον κατηγορούσε. Ήταν κι
αυτή ένα από τα παιδιά του. Αυτό τουλάχιστον της είχαν μάθει στο
σχολείο. Κι όμως, εκείνη την είχε ξεχάσει.
Πισωπάτησε αλλά το χέρι της Ερμιόνης την ταρακούνησε.
«Δεν έχεις να πας πουθενά. Αν ήσουν άρρωστη αυτό ακριβώς θα
έκανα. Θα σε πήγαινα σε γιατρό να σε δει. Τώρα η ψυχή σου παιδί μου
είναι άρρωστη. Δεν έχει τραβήξει και λίγα. Πρέπει να βρει την ηρεμία της.
Μην το αρνηθείς στον εαυτό σου. Δεν έχεις να χάσεις τίποτα, αν δεν τα
καταφέρεις τουλάχιστον θα έχεις προσπαθήσει».
Η Μάγδα την κοίταγε έτοιμη να καταρρεύσει.
«Όχι, δεν είναι ώρα ακόμα. Ξαλάφρωσε την ψυχή σου. Κι έπειτα
δώσε της όποια μορφή θέλεις. Μόνο τα δάκρυα, τα πραγματικά δάκρυα
μετάνοιας εξαγνίζουν το κακό».
161
Φραγκάκη Ειρήνη
162
Η πεταλούδα της νύχτας
«Ναι», είπε ο παπάς και την κοίταξε όπως κοιτάζει κάποιος έναν
πληγωμένο άνθρωπο. Τα τραύματα του κορμιού, ορατά. Τα τραύματα της
ψυχής καλά κρυμμένα κι η Μάγδα δεν ήξερε τον τρόπο να τα φανερώσει
για να γιατρευτούν.
Μίλησε. Λίγο. Δεν άντεχε να ξεστομίσει τόσες πολλές αλήθειες. Δεν
ήξερε ότι ο Θεός βλέπει και ξέρει τα πάντα είτε τα πεις είτε όχι.
Παρακολουθεί. Γνωρίζει. Μέσα της ήξερε τα πάντα και σκεφτόταν πως αν
ο Θεός ήθελε, θα τη συγχωρούσε και θα τη λύτρωνε χωρίς να χρειαστεί να
μπει σ’ αυτή την επώδυνη διαδικασία.
Δεν το άντεχε και δεν συνέχισε. Ο παπάς κατάλαβε πως η σιωπή της
Μάγδας ήταν και η λήξη του ολιγόλεπτου μονόλογού της. Της είπε να
γονατίσει, τη σκέπασε με το πετραχήλι και της διάβασε την ευχή.
«Σήκω, ότι κι αν πω εγώ δεν θα μπορέσει να σε βοηθήσει. Αν από
μόνη σου δεν λυπηθείς τον εαυτό σου και δεν καταλάβεις πόσο ανάγκη
έχεις από τη δικιά σου συγχώρεση δεν θα καταφέρεις να πας παρακάτω
χωρίς τύψεις. Μια ζωή θα σε βαραίνει το παρελθόν σου. Απαγκιστρώσου
κορίτσι μου. Και τότε ίσως βρεις τη γαλήνη που χρειάζεσαι και αξίζεις».
Τον κοίταξε στα βουρκωμένα του μάτια και σηκώθηκε. Ούτε και
τώρα μίλησε. Δεν είχε απάντηση σε τίποτα. Ένιωθε πως είχε χάσει
οριστικά τον εαυτό της κι απλά ζούσε τη ζωή κάποιας άλλης.
Περπάτησε ως την Ερμιόνη, την έπιασε από το χέρι και η σιωπή από τα
μάτια της τα είπε όλα.
163
Φραγκάκη Ειρήνη
από τότε που πέθανε η μάνα της. Ακόμα και το χέρι που προσπάθησε να
της δώσει δύναμη το έκοψε σύριζα. Ο Αιμίλιος έμεινε πίσω. Να τη
σκέφτεται. Κι εκείνη τον σκεφτόταν αλλά ντρεπόταν τώρα. Ήξερε πως αν
πήγαινε να τον βρει θα τη δεχόταν με ορθάνοιχτη την αγκαλιά του. Όμως
οι τύψεις της, απόδιωχναν ακόμα και τη σκέψη ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Όχι ότι τον αγάπησε όπως την είχε αγαπήσει εκείνος, αλλά ήταν ο
μοναδικός άνθρωπος που της φέρθηκε ανθρώπινα και αληθινά. Μετά από
τόσο καιρό, κατάφερε να καταλάβει ότι το σεξ μαζί του για εκείνον, δεν
ήταν ανταλλαγή για όσα της πρόσφερε αλλά δείγμα κι επιβεβαίωση της
ευγνωμοσύνης της. Τα πάντα για τη Μάγδα είχαν ανταλλάγματα. Τίποτα
δεν χαρίζονταν, τίποτα δεν δίνονταν έτσι. Όλοι κάτι ήθελαν. Κι εκείνη είχε
μόνο ένα τρόπο να το ξεπληρώνει.
Να όμως που και τώρα η ζωή, της έκανε παιχνίδια κι εκείνη δεν το
καταλάβαινε.
Όταν χτύπησε η πόρτα, νόμισε πως απ’ έξω ήταν η Ερμιόνη της. Αυτή
η γυναίκα που της στάθηκε σαν μάνα στα δύσκολα, γιατί εύκολο δεν
υπήρξε τίποτα για τη Μάγδα.
Κι όμως, ανοίγοντάς την έμεινε να κοιτάει σαν χαμένη το πρόσωπο
που βρέθηκε μπροστά της. Άραγε να τον έφερε η σκέψη της που είχε
γεμίσει από αυτόν ξανά κοντά της;
Καμιά φορά, τα μεγάλα πνεύματα λένε, πως συναντιούνται σε ένα
χρόνο ανύπαρκτο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Ή πως η μεγάλη επιθυμία
τραβάει την αύρα του άλλου σαν μαγνήτης. Στην περίπτωση όμως αυτού
του άντρα, σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο η αγάπη που της είχε και η
έλλειψη της παρουσίας της που είχε αφήσει τη ζωή του άδεια.
«Καλησπέρα Μάγδα. Μπορώ να περάσω;»
Έκανε δειλά στην άκρη χωρίς να πει κουβέντα. Τί να του έλεγε; Μετά
από τόσο καιρό, όλα της φαίνονταν μακρινά. Κι αυτή ένιωθε ένοχη
164
Η πεταλούδα της νύχτας
μπροστά του. Εκείνος της φέρθηκε άψογα κι όμως τον ξεπλήρωσε με τον
πιο απαίσιο τρόπο.
«Αιμίλιε, να σου εξηγήσω», προσπάθησε κάπως να δικαιολογήσει τη
συμπεριφορά της.
«Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτα. Άλλωστε δεν ήρθα ως εδώ
για εξηγήσεις».
«Γιατί ήρθες αλήθεια;»
«Δεν ξέρω αν έκανα καλά Μάγδα. Πραγματικά δεν ξέρω αλλά μου
λείπεις. Η ζωή μου χωρίς εσένα είναι άδεια. Δεν μου είπες ποτέ γιατί
έφυγες και δεν θέλω να μάθω. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι αν θα γυρίσεις
κοντά μου. Αν είσαι καλά καρδιά μου. Δεν μπορεί να φαντάστηκες πως δεν
σε νοιάζομαι πια!»
Δεν ήταν δυνατόν να της συνέβαινεκάτι τέτοιο. Γιατί ξεφύτρωσε πάλι
από το πουθενά να της ανατρέψει όλη της τη ζωή; Καλά ζούσε στον πόνο
και τη μιζέρια της. Ποτέ κανείς δεν θα την αφήσει ήσυχη;
«Άδικα ήρθες ως εδώ. Δεν έχω να πάω πουθενά. Με συγκινεί το
ενδιαφέρον σου αλλά δεν χρειάζομαι κανέναν να νοιάζεται για μένα πια.
Μπορώ να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου».
«Σε παρακαλώ Μάγδα. Νόμιζα πως ένιωθες κάποια πράγματα για
μένα. Μην μ’ απορρίπτεις».
«Δεν καταλαβαίνεις. Δεν σε απορρίπτω. Απλά δεν είμαστε φτιαγμένοι
ο ένας για τον άλλο. Άλλη πάστα βρε αδερφέ, πώς να στο πω να το
χωνέψεις;»
Το ύφος της Μάγδας είχε αλλάξει σε κατάσταση άμυνας. Πάλι
κάποιος προσπαθούμε να την πνίξει κι ας ήταν από αγάπη αυτή τη φορά.
Δεν το άντεχε. Για εκείνη το να την θέλει κάποιος τόσο παθολογικά ήταν
μια μεγάλη φυλακή. Είχε ανάγκη την ελευθερία της. Είχε ανάγκη να νιώσει
πως δεν θα έπαιρνε κανέναν στο λαιμό της με την κατρακύλα που είχε
τραβήξει.
165
Φραγκάκη Ειρήνη
«Όπως και να μου το πεις, αυτό που νιώθω για σένα δεν αλλάζει».
Τον κοίταζε σαστισμένη μη πιστεύοντας όσα άκουγε ακόμη μια φορά απ’
τα χείλη του άντρα που της είπε πρώτη φορά σ’ αγαπώ. Φεύγοντας κι
εγκαταλείποντάς τον, νόμιζε ότι ο Αιμίλιος θα την μισούσε για την
αχαριστία της. Δεν γνώριζε όμως ότι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που
νοιάζονταν κι αγαπούσαν πραγματικά. Άνθρωποι που συγχωρούσαν και
δεν φερόντουσαν με μικροπρέπειες. Ο Αιμίλιος την λάτρευε και το μόνο
που χρειαζόταν ήταν λίγος χρόνος ακόμα για να της το αποδείξει
περισσότερο. Δεν του τον έδωσε. Έφυγε κι έμεινε εκείνη με την άγνοια,
του πόσο πολύ την αγάπησε ο Αιμίλιος κι εκείνος με την απορία, του αν
εκείνη τον αγάπησε ποτέ αληθινά. Κι όμως δεν στάθηκε εκεί. Τον
ενδιέφερε πάνω απ’ όλα η Μάγδα του. Η γυναίκα με την καλά κρυμμένη
καρδιά κάτω από το δέρμα. Η γυναίκα που την κοίταγε κι έλιωνε. Το ήξερε
ότι αυτό που ένιωθε ήταν εγωιστικό αλλά δεν τον απασχολούσε. Το να την
έχει δικιά του, κατά δικιά του, ήταν ο ουρανός που του χαρίστηκε. Ήταν τ’
αστέρια που πάνω τους κρέμαγε όλα τα μελλοντικά του όνειρα.
Η Μάγδα όμως, είχε γίνει τσακάλι στο να προσγειώνει τους άλλους κι
αυτό ακριβώς ήταν που χρησιμοποίησε εκείνη τη στιγμή. Την επώδυνη
προσγείωση του Αιμίλιου στην πραγματικότητα.
«Πέρασε πολύς καιρός. Κοίτα να με ξεχάσεις Αιμίλιε. Δεν είμαι ούτε
εγώ για σένα ούτε εσύ για μένα. Εγώ σου πέφτω λίγη κι εσύ μου πέφτεις…
πολύς».
«Δεν είναι στο χέρι μου, ούτε μπορώ να το κάνω επειδή μου το ζητάς.
Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν το βλέπεις; Έφαγα τον κόσμο να σε
βρω. Έβαλα λυτούς και δεμένους να ψάχνουν απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την
Αθήνα, όλη την Ελλάδα κι εσύ μου λες να σε ξεχάσω; Πώς μπορείς; Αλλά
τί αναρωτιέμαι; Αν ήξερες, αν είχες την παραμικρή ιδέα για το πώς νιώθω
για σένα, δεν θα το έβαζες στα πόδια ακόμα μια φορά. Γιατί αυτό κάνεις
Μάγδα. Προσπαθείς να ξεφύγεις φεύγοντας. Όπως πάντα. Μα δεν είναι
166
Η πεταλούδα της νύχτας
167
Φραγκάκη Ειρήνη
«Όχι, δεν μου ανήκει. Το έδωσες στο κορίτσι που γνώρισες στο νησί,
αυτό που αγάπησες και θέλησες να είναι πάντα δίπλα σου».
«Αυτό το κορίτσι είσαι εσύ Μάγδα και καμιά άλλη δεν θα πάρει την
θέση σου. Για σένα το αγόρασα, σε σένα το δώρισα και σ’ εσένα θα
παραμείνει. Αν πάλι δεν το θέλεις, για λόγους που τους γνωρίζεις μόνο
εσύ, πάρε το και κάντο ό,τι θες. Πέταξέ το, πούλα το. Ό,τι θες, δεν μπορώ
να κρατήσω κάτι δικό σου από τη στιγμή που δεν θα είσαι πλάι μου. Εσύ κι
αυτό πάτε πακέτο. Ή μαζί ή καθόλου».
Της άνοιξε την παλάμη και της έβαλε μέσα απαλά το κουτάκι
κλείνοντας από πάνω τα δάχτυλά της. Σήκωσε το βλέμμα του και την
κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να φυτέψει τα συναισθήματά του όσο
πιο βαθιά γίνεται στην ψυχή της.
«Σ’ αγαπάω Μάγδα. Όσο δύσκολο κι αν σου είναι να το καταλάβεις
και να το πιστέψεις, εγώ σ’ αγαπάω και θα είμαι πάντα δίπλα σου ό,τι κι αν
χρειαστείς. Αν αλλάξεις γνώμη ξέρεις που θα με βρεις».
«Δεν πρόκειται Αιμίλιε. Μην ξαναέρθεις εδώ. Δεν θα φύγω από ’δω
επειδή ξέρεις που μένω αλλά σε παρακαλώ, μην με ξαναενοχλήσεις».
Της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, την κοίταξε με μάτια βουρκωμένα
και άνοιξε την πόρτα χωρίς να ρίξει άλλη ματιά πίσω του.
Άλλη μια φορά η Μάγδα είχε κάνει λάθος στη ζωή της. Είχε διώξει
τον μοναδικό άνθρωπο που την αγάπησε αληθινά. Καθώς έκλεινε η πόρτα,
άφησε τον εαυτό της να κυλήσει στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Τόσο άδεια
ένιωθε κι εκείνη. Τόσο κενή από ανθρώπους, τόσο κενή από αισθήματα.
Δικιά της η επιλογή αλλά την πλήρωνε ακριβά.
Σήκωσε τα χέρια της κι έπιασε το κεφάλι της. Βαριά τα ένιωθε κι
εκείνα. Ασήκωτα. Κι όπως κράταγε τα μαλλιά της, άρχισε ένα τρελό
παραλήρημα με δάκρυα, γέλια, λυγμούς, ουρλιαχτά…
Ούτε η ίδια άντεχε αυτή τη φορά τον εαυτό της. Ένιωθε τόσο μόνη
που, ναι, τον είχε ανάγκη τον Αιμίλιο. Αλλά είχε και κάτι άλλο. Γνώριζε
168
Η πεταλούδα της νύχτας
τον χαρακτήρα της. Δεν ήταν και ο ευκολότερος για να τον παλέψει
κάποιος μια ολόκληρη ζωή όπως επιθυμούσε εκείνος. Ήταν πολύ
δύσκολος άνθρωπος.
Σηκώθηκε κι ακόμα μια φορά το έβαλε στα πόδια. Άνοιξε την πόρτα
κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε να
περπατά ξυπόλητη στον δρόμο. Άκουσε βαριές ανάσες πίσω της. Ένας
τύπος κρατούσε σταθερό το βήμα του και τα μάτια του ήταν καρφωμένα
πάνω της παρ’ όλο το τρέξιμο που τον ανάγκαζε να λαχανιάζει.
Για πότε την τράβηξε από τη μαλλιά και την έσυρε στην άκρη του
δρόμου, πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών και μακριά από τα αδιάκριτα
βλέμματα τυχόν περαστικών, ούτε που το κατάλαβε! Αν και τέτοια ώρα
σίγουρα δεν θα πέρναγε άνθρωπος. Οι κραυγές της δεν κατάφεραν να
φτάσουν στο λαρύγγι της. Το χέρι του είχε προλάβει να της κλείσει το
στόμα ερμητικά!
«Σκάσε, κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει όσο και να φωνάζεις». Η
φωνή του βαθιά, άγρια, έφτασε στ’ αφτιά της σαν λεπίδα που της έσκιζε
στα δυο το κεφάλι. Τα ελληνικά του σπαστά αλλά με αρκετά καλή
προφορά, πράγμα που φανέρωνε ότι δεν ήταν Έλληνας.
«Μμμ…» ήταν το μόνο που ακούστηκε από το στόμα της. Πνιχτό,
γεμάτο μανία. Η δύναμη του άντρα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη δικιά της
και καταλάβαινε ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί του. Ξέσκιζε τα ρούχα της
με το ένα χέρι και με τ’ άλλο συνέχιζε να της κρατά το στόμα κι ας ήξερε
ότι δεν θα την άκουγε κανείς. Τα χέρια του δυνατά πάνω στο κορμί της,
είχαν γίνει μαχαίρια που την έκοβαν. Οι κινήσεις του απότομες και βίαιες
έδειχναν καθαρά πόσο πολύ φτιαχνόταν αυτό το τέρας από τον φόβο που
της προκαλούσε.
«Πονάς»; Τη ρώτησε ηδονικά.
«Μμμ ...» ακούστηκε πάλι, αφού το κλειστό της στόμα δεν επέτρεπε
να βγει καμιά λέξη».
169
Φραγκάκη Ειρήνη
«Έτσι είναι αυτά κούκλα. Η σάρκα είναι σάρκα και ο πόνος είναι
πόνος. Και τίποτα από τα δυο δεν αλλάζει. Η σάρκα σου είναι η τροφή μου
και ο πόνος σου η ανάσα μου. Και τα δυο μαζί είναι το γεύμα και η ζωή
μου μαζί. Εσύ θα με χορτάσεις. Εσύ θα με ζήσεις».
Την γύρισε ανάσκελα και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Η Μάγδα
γούρλωσε τα δικά της σαν έκκληση για να την αφήσει. Δεν είχε άλλες
αντοχές. Ένιωθε παραδομένη κι ήλπιζε μόνο στη συμπόνια του. Δεν
φάνηκε να δείχνει καμιά ευαισθησία, αντιθέτως έγινε πιο άγριος στις
κινήσεις του.
Τί έχω κάνει και με τιμωρείς έτσι; σκέφτηκε γυρίζοντας τα μάτια της
στον ουρανό. Δεν αντέχω άλλο τόσο μαρτύριο. Κάνε τον να με σκοτώσει να
βρω την ησυχία μου, σε παρακαλώ, συνέχισε τη σκέψη της και δάκρυα
άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της. Εκείνη που χρόνια τώρα είχε ξεχάσει
την ύπαρξή τους, τώρα ήταν η δεύτερη φορά που μέσα σε λίγες μέρες τα
φανέρωνε μπροστά σε ξένους. Πόσα ν’ αντέξει μια ψυχή. Ένα σώμα.
Χρόνια τώρα να πληρώνει λάθη άλλων, σιωπηλά.
Απογοητευμένη κι εγκαταλελειμμένη από τις δυνάμεις της, γύρισε το
κεφάλι της κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ τον βιαστή της,
αφήνοντάς τον να τελειώσει το έργο του. Δεν λύγισε ούτε στα χτυπήματα
που της έδωσε μόλις κατάλαβε ότι δεν είχε πια ένα αγρίμι που πάλευε να
σωθεί απέναντί του, ούτε σ’ οτιδήποτε άλλο χρησιμοποίησε για να την
αγριέψει και να φτιαχτεί. Ξύλο, δαγκωνιές, τσιμπιές. Εκείνη τίποτα. Μόνο
το σώμα της ήταν εκεί, το πνεύμα της θαρρείς και ταξίδευε σ’ άλλο κόσμο.
Δεν σκεφτόταν, δεν ένιωθε.
Ξάφνου ένιωσε ν’ αλαφρώνει από το βαρύ σώμα του άντρα και ν’
ακούει διάφορες βρισιές. Την προτιμούσε το έρμαιο που είχε γίνει στα
χέρια του. Δεν τον ενδιέφερε η εύκολη λεία.
170
Η πεταλούδα της νύχτας
Τις πληγές της, περιποιήθηκε για ακόμα μια φορά η Ερμιόνη, αμίλητη
όπως πάντα τις τελευταίες φορές. Δεν άντεχε να τη βλέπει έτσι αλλά ούτε
και να την αφήσει μόνη της, δεν της πήγαινε η καρδιά. Είχε ένα σωρό
ερωτήματα. Ποτέ δεν της ανοίχτηκε καθαρά η Μάγδα, όμως ένιωθε πως
κάτι βαθύτερο από αυτά που λέγονται, υπήρχε. Έδωσε χρόνο ξανά και στις
δυο τους.
Έπιναν τον καφέ τους σιωπηλές. Η Ερμιόνη όσο και να ήθελε να της
μιλήσει, δεν το επιχειρούσε. Ήξερε τι αγρίμι είχε γίνει η Μάγδα και το
τελευταίο που επιθυμούσε, ήταν να την ξεσυνερίζεται στα ξεσπάσματα που
της προκαλούσαν τέτοιου είδους συζητήσεις.
Ευτυχώς για εκείνη, πρώτη άνοιξε την κουβέντα η Μάγδα και την
έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Ανυπομονούσε να μάθει πως ένιωθε και δεν
τόλμαγε να τη ρωτήσει. Πόσα τραύματα κουβαλούσε αυτό το κορίτσι στην
ψυχή του! Πόσες αντοχές, της είχαν απομείνει! Και δεν ήταν μεγάλη.
Μικρό κορίτσι ήταν ακόμα κι έπρεπε να βρει τη δύναμη να αντιμετωπίσει
κάθε λάθος επιλογή της, κάθε σφάλμα που έκανε, κάθε λάθος που της
φόρτωσαν άλλοι!
171
Φραγκάκη Ειρήνη
«Έκανα μεγάλο λάθος Ερμιόνη μου. Δεν πήρα τη ζωή στα χέρια μου,
δεν υπολόγισα το κόστος. Και τώρα το πληρώνω. Κι είναι μεγάλο
πανάθεμά το».
«Δεν φταις εσύ παιδί μου. Η ζωή, σου φέρθηκε σκληρά. Δεν ήταν
τίμια μαζί σου».
«Κι εγώ φέρθηκα σκληρότερα σ’ εμένα την ίδια. Αυτό δεν είναι
χειρότερο;»
«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου συνέχεια. Δεν έχει νόημα και δεν θα
κερδίσεις κάτι».
«Μέχρι τώρα κατηγορούσα όλους τους άλλους. Καιρός να δω και τα
δικά μου λάθη Ερμιόνη. Ήρθε η ώρα να στήσω τη Μάγδα στον τοίχο και
να της τα πω έξω από τα δόντια. Όλα αυτά τα χρόνια έστηνα μόνο τους
άλλους».
«Για ποιο πράγμα θα κατηγορήσεις τον εαυτό σου; Δεν φτάνει που η
ίδια η ζωή, σου φόρτωσε να περάσεις ένα μαρτύριο από πολύ μικρή, τώρα
θες να κάνεις κι εσύ το ίδιο;»
«Εγώ φταίω για την κατάντια μου, κανένας άλλος. Μεγάλωσα. Και
μεγάλωσα πριν πολλά χρόνια έστω και βεβιασμένα. Έπρεπε να δω τα λάθη
μου, να τα καταλάβω. Εγώ όμως προτίμησα να κρυφτώ πίσω απ’ τα λάθη
των άλλων. Το μεγαλύτερο φταίξιμο είναι δικό μου γιατί εγώ είμαι
υπεύθυνη για τον εαυτό μου κι έπρεπε να με προστατέψω. Δεν έπρεπε και
δεν είχα δικαίωμα να περιμένω από κανέναν να με νοιαστεί. Πρώτα με
ξέχασα εγώ η ίδια και μετά όλοι οι άλλοι γλυκιά μου Ερμιόνη».
«Ήδη το πληρώνεις ακριβά. Δεν φτάνει; Μπορείς ακόμα να
διορθώσεις πολλά. Ποτέ δεν είναι αργά. Βρες μια δουλειά της προκοπής να
μπορείς να ζήσεις τίμια, άλλαξε την εμφάνισή σου. Δεν είναι δύσκολα.
Έχεις τσαγανό ρε Μάγδα. Χρησιμοποίησέ το».
«Αντοχές δεν έχω και δεν ξέρω αν μπορώ να τις βρω για να αλλάξω
τη ζωή μου. Αλλά δεν με νοιάζει. Τουλάχιστον βρήκα το θάρρος να με
172
Η πεταλούδα της νύχτας
173
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 13
174
Η πεταλούδα της νύχτας
και να κάνει το λάθος δίνοντάς της χρήματα για ναρκωτικά. Είχε μια
τυρόπιτα για κολατσιό. Έπιασε από το κάθισμα του συνοδηγού τη σακούλα
για να της την δώσει.
«Όχι ευχαριστώ, δεν θέλω», και γύρισε να φύγει απογοητευμένη.
«Δεν θα γίνω συνεργός για να σκοτώνεις τον εαυτό σου», της είπε ο
οδηγός φανερά στεναχωρημένος από την κατάντια του κοριτσιού κι ας
ήταν μια άγνωστη. Η ανθρωπιά και η συμπόνια για ’κείνον, ήταν για όλο
τον κόσμο.
«Με το να το παίζεις καλός Σαμαρείτης δεν θα σώσεις κανέναν από
εμάς. Μας βλέπεις; Ξεστραβώσου και κοίτα. Είμαστε όλοι ξεχασμένοι και
ξοφλημένοι», του αντιγύρισε με πικρία η Μάγδα σφίγγοντας τα δόντια της.
Σάμπως έφταιγε κι αυτός; Αλλά πάντα κάποιος τ’ ακούει κι ας μην
είναι ο φταίχτης. Έφυγε ο οδηγός με το φορτηγό άδειο από εμπόρευμα,
έφυγε κι η Μάγδα με την ψυχή της γεμάτο πόνο.
Περπατούσε χαμένη, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά στα πεζοδρόμια,
στα σκουπίδια και στα πρόσωπα των άλλων χαμένων ψυχών, να βρει τη
δόση της, να βρει έστω κάποιον να την προμηθεύσει με αντάλλαγμα το
κορμί της. Κάποιος μαύρος την κοίταξε κατάματα. Κατάλαβαν κι οι δυο.
Πήγε κοντά του και μόλις εκείνος ξεκίνησε να περπατάει, τον ακολούθησε.
Έφτασαν σ’ ένα παλιό κτίριο που δεν είχε πόρτα. Μπήκαν μέσα τραβώντας
με τα χέρια τους ιστούς από αράχνες για να περάσουν προσπαθώντας
συγχρόνως να δουν μες στα μαύρα σκοτάδια που τους οδηγούσε το
πέρασμα. Για τον μαύρο άντρα δεν φάνηκε δύσκολο αλλά η Μάγδα
κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια. Μια νυχτερίδα ενοχλήθηκε από την
επίσκεψη των ξένων στον δικό της χώρο και πέταξε πάνω από τα κεφάλια
τους με ορμή.
Άναψε τον αναπτήρα κι έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κερί. Το
έχωσε στο στόμιο ενός μπουκαλιού μπύρας που βρήκε πεταμένο στο
πάτωμα του χαλάσματος και της έκανε νόημα να τον πλησιάσει. Ο χώρος
175
Φραγκάκη Ειρήνη
φωτίστηκε και το μόνο που διέκριναν έστω και με δυσκολία, ήταν ιστοί,
σκουπίδια, σκόρπια σπασμένα μπουκάλια και σύριγγες, πολλές σύριγγες.
Βρώμαγε ο χώρος κι η Μάγδα ήθελε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα.
«Καταλαβαίνεις ελληνικά;» τον ρώτησε μόνο.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι σηκώνοντας τους ώμους του.
Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και γυμνώθηκε από τη μέση και κάτω. Το
ίδιο έκανε κι εκείνη. Ανασήκωσε τη φούστα της κι έβγαλε το μπλουζάκι
που φόραγε. Είχε πάψει να φοράει εσώρουχα. Ό,τι γινόταν έπρεπε και να
τελειώνει γρήγορα. Οτιδήποτε περιττό, απλά… περίσσευε.
Ο άντρας την άρπαξε και σηκώνοντάς τη, την κόλλησε πάνω του
στηρίζοντας την πλάτη της στον τοίχο. Δεν υπήρχε μαγεία, δεν υπήρχε
συναίσθημα. Μόνο ανάγκη για σωματικό ξαλάφρωμα εκείνου κι ανάγκη
για να κερδίσει τη δόση της εκείνη. Ψυχρά κι ωμά.
Λίγο κράτησε κι αυτή τη φορά δεν ήταν μαρτύριο. Σαν να ήπιε
μονορούφι ένα ποτήρι νερό. Τόσο απλά. Τόσο γρήγορα. Άπλωσε το χέρι
της και κράτησε το σακουλάκι με το λευκό δηλητήριο κάνοντάς της δώρο
και λίγα χαπάκια. Τη βοήθησε να βγουν έξω κι έφυγαν σε αντίθετη
κατεύθυνση. Χωρίς να κοιταχτούν, ξένοι συναντήθηκαν, ξένοι
απομακρύνθηκαν.
Η κακή της τύχη δεν είχε σταματημό. Καθώς έφτανε κοντά στον
κόσμο, τους είδε να τρέχουν μπουλούκι και να προσπαθούν να κρυφτούν
σαν κατσαρίδες. Η αστυνομία έκανε το γνωστό “ντου” στην περιοχή για να
μαζευτούν στο καβούκι τους οι τελειωμένοι, να πιαστούν τα
μεγαλοβαποράκια και ν’ αδειάσουν οι δρόμοι. Αρκετά είχαν πουλήσει την
πραμάτεια τους. Αρκετά είχαν κάνει κατάληψη στα πεζοδρόμια. Οι
κάτοικοι της περιοχής είχαν απηυδήσει. Δεν μπορούσαν να
κυκλοφορήσουν, το να κατέβουν για ψώνια ήταν πραγματικός άθλος για να
γυρίσουν σώοι και αβλαβείς στα σπίτια τους. Έτσι η αστυνομία κάθε μέρα
έκανε κι από μια γερή περιπολία να αλαφρώνει κάπως την περιοχή. Όχι ότι
176
Η πεταλούδα της νύχτας
177
Φραγκάκη Ειρήνη
178
Η πεταλούδα της νύχτας
179
Φραγκάκη Ειρήνη
και να κατηγορούνταν για πορνεία και κατοχή ηρωίνης, όμως αυτό δεν
αλλάζει τον άνθρωπο. Η καλοσύνη δεν καταστρέφεται, ούτε η ψυχή.
Φθείρεται ο οργανισμός, πονάει η ψυχή. Κι ήταν σίγουρος πως για να
πέσει τόσο χαμηλά αυτό το κορίτσι, κάτι σοβαρό το οδήγησε εκεί.
«Μάγδα μου, έχεις καταλάβει σε πόσο δύσκολη θέση είσαι κι εσύ κι
εγώ;»
«Προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω. Δεν έχω βλάψει ποτέ κανέναν
κύριε Δάκη. Μόνο τον εαυτό μου τιμωρώ και πονάω. Γιατί πρέπει να
κατηγορηθώ γι’ αυτό; Δικαίωμα μου είναι να κάνω ό,τι θέλω μ’ εμένα. Να
πηγαίνω με όποιον θέλω κι όποτε θέλω κι ας είναι για να βγάλω το ψωμί
μου. Να τρυπιέμαι, δικό μου είναι το σώμα μου. Δεν σκότωσα. Με
σκότωσαν», και τα μάτια της δεν κρατήθηκαν και ξεχείλισαν. Και τα
άφησε να τρέξουν. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο ξανά να ποτίσει την
ψυχή της με τη βροχή των δακρύων της. Σαν να περίμενε να φυτρώσει λίγη
ελπίδα και να δοκιμάσει τους καρπούς της κι εκείνη επιτέλους. Μα που; Η
ατυχία της ήταν το αεράκι που τα στέγνωνε πολύ γρήγορα και δεν άφηνε
να κάνουν τη δουλειά τους τα δάκρυα.
Χαμένος κι απορημένος, την κοίταζε ακόμα ο παλιός γνώριμος,
σκεπτόμενος τι θα μπορούσε να κάνει για να αλαφρύνει τη θέση της. Είχε
δίκιο η μικρή. Το έβλεπε. Το ένστικτό του τον προειδοποιούσε πως αν δεν
πρόσεχε θα της έκανε κακό.
«Μάγδα μου, είναι δύσκολη η θέση μου αλλά θα κάνω ό,τι καλύτερο
μπορώ. Σίγουρα δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις έτσι απλά. Το πολύ
πολύ να παραβλέψω την ηρωίνη αφού είναι μόνο για δική σου χρήση κι ας
είναι παράνομο αυτό. Αλλά σε παρακαλώ να με αφήσεις να σε βοηθήσω.
Έχει κάποιο κέντρο που αν το παλέψεις θα γλιτώσεις από αυτόν τον
δαίμονα που έβαλες στα σωθικά σου. Άσε με να σε πάω εκεί και θα
έρχομαι κάθε μέρα να σε βλέπω και να σου κάνω παρέα».
180
Η πεταλούδα της νύχτας
181
Φραγκάκη Ειρήνη
Λάθος η ζωή της, λάθος οι επιλογές της, ένα λάθος που γεννήθηκε.
Αυτές οι σκέψεις φώλιασαν στο μυαλό της κι ήρθαν κι έκατσαν
απρόσκλητες στην ψυχή της που πόναγε κι ένιωθε μοναξιά. Μαρτυρικές
σκέψεις. Μαύρες σαν την τύπισσα που κάθονταν δίπλα της και περίμενε
καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο τόση ώρα για να καλύψει
θαρρείς στο σύννεφο του καπνού, τη μαυρίλα όχι του δέρματος, μα της
ψυχής της κι αυτή. Πολύ θα το ήθελε η Μάγδα να φύγει από ’κει μέσα, να
γίνει η ίδια καπνός και να εξαφανίσει στη θολούρα του τα προηγούμενα.
Ήταν όμως τόσο βαθιά κρυμμένο αυτό το συναίσθημα που δεν έκανε
καμιά προσπάθεια να συμμαζέψει τα συντρίμμια από την κομματιασμένη
της ζωή.
182
Η πεταλούδα της νύχτας
Κεφάλαιο 14
183
Φραγκάκη Ειρήνη
184
Η πεταλούδα της νύχτας
185
Φραγκάκη Ειρήνη
186
Η πεταλούδα της νύχτας
τράβηξε, για τη μάνα της που πόναγε κοντά του και που τον τιμώρησε και
τιμωρήθηκε κι αυτή. Για τον Τζίμη και τον θείο του δεν είπε πολλά αλλά
και τα λίγα που ανέφερε ήταν ίσα για να δικαιολογήσει τη ζωή της στο
νησί. Δεν ήθελε να τους κάνει κακό κι αν έλεγε έστω τα μισά από όσα
πέρασε κοντά τους και τι την έβαζαν να κάνει, το σίγουρο ήταν πως σε
λίγο καιρό θα ήταν εκείνοι στη θέση που βρίσκονταν αυτή τώρα. Μίλησε
για τον Αιμίλιο και τη ζωή μαζί του. Πόσο την αγάπησε αυτός ο άνθρωπος.
Πόσο την αγαπάει ακόμα.
«Δεν θέλω να με λυπηθείτε, δεν θέλω να με καταλάβετε. Αυτό που
επιθυμώ είναι να με “δείτε”. Και μαζί μ’ εμένα να δείτε πόσα κορίτσια
φτάνουν σ’ αυτό το σημείο από τη μια στιγμή στην άλλη. Καμιά γυναίκα
δεν γεννιέται για να κάνει αυτό που η φύση, της έδωσε ως ευλογία. Θέλω
να “δείτε” -με όποιον τρόπο- αυτές τις ξεχασμένες ψυχές που τριγυρνάνε
σαν άδικες κατάρες και δεν έχουν που την κεφαλή κλείνη, και δεν είναι
πάντα από δικιά τους επιλογή όπως δεν ήταν κι η δικιά μου. Πέρασα καλά
και καθόλου φτωχικά ως ένα σημείο. Τον τελευταίο καιρό που δεν είχα
καλά καλά να φάω, άρχισα να γίνομαι ένα με όλους αυτούς που ψάχνουν
στα σκουπίδια, που απλώνουν το χέρι, που κατεβάζουν το κεφάλι από
ντροπή και ζητάνε ψίχουλα. Με κάθε τρόπο. Δεν υπάρχουν και πολλές
επιλογές. Ένα κι ένα κάνει δύο, αυτό έμαθα. Το λάθος μου άργησα να το
συνειδητοποιήσω και πραγματικά δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να το
διορθώσω. Ίσως χρειαστεί πολύς χρόνος. Ίσως να μην χρειάζεται καθόλου
και να είναι ήδη αργά. Ζητώ συγνώμη από εσάς που υπηρετείται το δίκαιο,
ζητώ συγνώμη ενώπιον όλων σας από τον Θεό που στάθηκα αδύναμη.
Ζητώ συγνώμη για πρώτη φορά από εμένα την ίδια που δεν με
προστάτεψα, μα δεν ήξερα».
Έσκυψε το κεφάλι, γύρισε και κάθισε στο εδώλιο και περίμενε με
αγωνία να τελειώσουν τη συνεδρίαση οι δικαστές. Είχε ανοίξει την ψυχή
της. Δεν φώναξε, δεν έγινε καμιά έκρηξη όπως περίμενε. Μετά την
187
Φραγκάκη Ειρήνη
188
Η πεταλούδα της νύχτας
189
Φραγκάκη Ειρήνη
Κεφάλαιο 15
Δεν θέλησε ποτέ ξανά να γιορτάσει τα χρόνια που πλάκωναν ένα ένα
σαν πέτρινοι βράχοι το δρόμο της. Δεν ήθελε να ξανακούσει να ζήσεις
Μαγδούλα και χρόνια πολλά. Ήθελε χρόνια καλά και ήρεμα χωρίς ευχές,
μόνο με την πραγματικότητα του σήμερα.
Εκείνο το πρωί, των τριάντα τριών της χρόνων, η Ερμιόνη έλειπε για
εξωτερικές δουλειές. Η Μάγδα μόνη, την περίμενε στο σαλόνι ώσπου
κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ανοίγοντάς την, έμεινε να κοιτάζει στήλη
άλατος τον απρόσμενο κι απρόσκλητο επισκέπτη. Ήταν ο μοναδικός
άνθρωπος που δεν περίμενε να δει. Ούτε καν ο τελευταίος. Ο Τζίμης με
ένα διάπλατο χαμόγελο κι ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.
«Καλημέρα Μάγδα».
«Γεια σου Τζίμη. Πως από ’δω;» ρώτησε χωρίς να κρύψει την
έκπληξή της.
«Ήμουν στην Αθήνα για δουλειές κι είπα να περάσω να σε δω. Μην
με ρωτήσεις πως σε βρήκα. Ξέρεις ότι άνθρωποί μας υπάρχουν παντού κι
είναι τσακάλια», είπε κλείνοντάς της το μάτι.
«Σε παρακαλώ να φύγεις. Έχω αλλάξει. Δεν είμαι η Μάγδα που
ήξερες».
«Κι όμως εγώ βλέπω ότι είσαι ακόμα πολύ όμορφη. Δεν μπορεί να
ξέχασες όσα περάσαμε μαζί; Κι ας έφυγες σαν τον κλέφτη».
«Έφυγα και το γνώριζες, δεν σου έκρυψα κάτι. Σε παρακαλώ πολύ
Τζίμη, μου κάνει κακό που σε βλέπω. Καλή τύχη», ευχήθηκε κι έκανε να
κλείσει την πόρτα. Όμως το πόδι του Τζίμη πρόλαβε και σφήνωσε και
χωρίς να βάλει δύναμη την άνοιξε και μπήκε σαν κύριος μέσα.
«Δεν θα φτιάξεις καφεδάκι να θυμηθούμε τα παλιά»;
«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα;»
190
Η πεταλούδα της νύχτας
«Ω, έλα τώρα. Στο όνομα της παλιάς μας αγάπης κάνε μια θυσία
ακόμα. Τί θα πάθεις αν καθίσεις λίγο μαζί μου; Δεν θα σε φάω».
«Ένα καφέ κι έφυγες Τζίμη. Τίποτα άλλο», είπε όσο πιο ευγενικά
μπορούσε.
«Εντάξει πριγκηπέσα μου!»
Όσο έπιναν τον καφέ τους, η Μάγδα είχε στραμμένο το κεφάλι της
αλλού κι ο Τζίμης της έλεγε τι άλλαξε από τότε που έφυγε. Δεν έκανε
καμιά αναφορά σε άλλες γυναίκες, παρά μόνο για τον θείο του και το
μαγαζί της έλεγε.
«Δεν θα με ρωτήσεις αν είμαι μόνος μου;»
«Δεν έχω τέτοια απορία. Εύχομαι να είσαι καλά και μέχρι εκεί. Δεν μ’
ενδιαφέρει να γνωρίζω κάτι άλλο για τη ζωή σου. Πέρασε πολύς καιρός
που χώρισαν οι δρόμοι μας Τζίμη. Δεν νομίζεις ότι είναι περιττό να
σκαλίζουμε τα περασμένα;»
Πρώτη φορά στη ζωή της ήταν τόσο ήρεμη κι ας ήταν αρνητική σε
κάτι. Άλλοτε θα χαλούσε τον κόσμο, θα κατέβαζε Θεούς και δαίμονες.
Τώρα όμως ήταν ένα ήσυχο κορίτσι που πάλευε να βρει τις ισορροπίες της.
Όπως το κορίτσι που έφτασε πριν χρόνια στη Σύρο. Τώρα όμως
κουβαλούσε εμπειρίες και γνώση.
«Μάγδα, δεν σε ξεπέρασα ποτέ. Από τότε που σε έχασα είμαι από ’δω
κι από ’κει, έρμαιο στα χέρια κάθε ξελιγωμένης προσπαθώντας να σε
ξεχάσω. Μάταια όμως. Είσαι η μοναδική γυναίκα στη ζωή μου που
αγάπησα πραγματικά».
Τον κοίταγε κι απορούσε με το θράσος του. Δεν την ένοιαζε αν όλα
αυτά ήταν αλήθεια. Δεν την ένοιαζε αν προσπαθούσε να τη “ρίξει” ξανά με
τα γνωστά του τεχνάσματα. Την απασχολούσε το πόσο ηλίθια την
θεωρούσε ακόμα και τώρα. Μετά από τόσο καιρό που εκείνος δεν
μπορούσε να γνωρίζει τι είχε μεσολαβήσει στη ζωή της. Κι όμως ήταν εκεί,
191
Φραγκάκη Ειρήνη
να την κοιτάει σαν τρελός από πόθο κι αγάπη ή τουλάχιστον αυτό έδειχνε
παίζοντας πολύ καλά τον ρόλο του για ακόμα μία φορά.
Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα χωρίς να μιλήσει και του την έδειξε. Ο
Τζίμης την πλησίασε και την κράτησε δυνατά από το μπράτσο.
«Δεν τελειώσαμε εμείς οι δυο. Θα ξαναέρθω. Έχουμε μέλλον Μάγδα
κι ας μην το βλέπεις».
Δεν απάντησε. Γύρισε απογοητευμένη και κλείνοντας την πόρτα πίσω
της ένιωσε ακόμα μια φορά να διαλύεται.
Άσχημες οι επιλογές που είχε κάνει στη ζωή της. Στα τριάντα τρία της
έκανε τον απολογισμό που άλλοι κάνουν στα γεράματα. Μα, έτσι ένιωθε κι
εκείνη. Γριά. Μόνη. Γερασμένη στην ψυχή, όχι στο κορμί. Κουράστηκε να
παλεύει.
Ανέβηκε στο δωμάτιό της με τα βήματά της να σέρνονται. Σαν σκιά
ένιωθε τον εαυτό της. Ένα τίποτα που δεν έχει να δώσει. Ακόμα κι αν
μέχρι χθες ένιωθε κάπως τυχερή που αποζημιώθηκε γνωρίζοντας αυτούς
τους τρεις ανθρώπους που την αγάπησαν πραγματικά, τώρα μετά την
συνάντηση με τον Τζίμη τα πάντα κατέρρευσαν. Συνειδητοποιούσε την
αχρηστία της ύπαρξής της. Όσο κι αν βαθιά μέσα της ένιωθε ότι αυτό ήταν
άδικο για εκείνη γιατί δεν είχε φταίξει. Ίσως το μόνο φταίξιμό της, να ήταν
που αφέθηκε στη μοίρα που άλλοι όρισαν. Αν είχε τη δύναμη ν’ αντιδράσει
όταν ήταν ακόμα νωρίς, αν κατάφερνε τότε να τιθασεύσει το μυαλό της
αντί να το αφήσει έρμαιο στον λευκό πόθο της καταστροφής της, αν είχε
μάθει να επιλέγει τους ανθρώπους που έβαζε στη ζωή της κι όχι να δέχεται
με κλειστά μάτια τον κάθε επισκέπτη που έκανε αρμένικη βίζιτα στην
ύπαρξή της, αν… αν… αν…
Η μόνη της επιλογή έγινε στην ουσία όταν γνώρισε την Ερμιόνη, τη
γυναίκα που έγινε μάνα της, τον κύριο Δάκη που ήταν δίπλα της τόσο
καιρό και την προστάτευε κι ο Αιμίλιος που εδώ κι έξι μήνες από τη μέρα
της δίκης, την επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μέρα. Της έφερνε ένα σωρό
192
Η πεταλούδα της νύχτας
πράγματα για να της κάνει λίγο πιο εύκολη την επανένταξή της στην
κοινωνία. Δουλειά δεν είχε βρει, ούτε σκάλα να καθαρίσει. Κι ένιωθε
άσχημα που βασιζόταν στην Ερμιόνη και τον Αιμίλιο. Αλλά το είχε πάρει
απόφαση, στον δρόμο να μην ξαναγυρίσει. Όσο δύσκολη κι αν ήταν η
επιβίωσή της, δεν υπήρχε περίπτωση τώρα που είχε κόψει τα ναρκωτικά
και το πεζοδρόμιο να κυλήσει στον βούρκο. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό
της.
Είχε δίπλα της τον Αιμίλιο και την Ερμιόνη που τη στήριζαν και δεν
είχε τον φόβο της μοναξιάς και του εξευτελισμού. Οι ώρες της πέρναγαν
πολύ αργά αφού οι ασχολίες της ήταν ελάχιστες. Λάτρευε μόνο να
τραγουδάει. Και το έκανε συχνά. Σκάρωνε στίχους που μίλαγαν για τη ζωή
της. Για τον πόνο που είχε κάψει τα σωθικά μα και τη σωτηρία που είχε
βρει.
Κι όμως αυτή η απροσδόκητη συνάντηση με τον Τζίμη, τριγύρναγε
στο μυαλό της και την έφερνε κοντά στην κατάθλιψη και την
απομάκρυνση από τα πάντα. Ότι έκανε ήταν σε μια απόλυτα τρομακτική
σιωπή. Όμως οι μόνοι που τρόμαζαν απ’ όλο αυτό ήταν η Ερμιόνη κι ο
Αιμίλιος. Η Μάγδα απλά το περνούσε. Αβίαστα άφηνε τη ζωή της να
κυλάει σε ρυθμούς αργούς όσο αργά κι υπομονετικά περίμενε και το τέλος
της.
Τρεις και μισή τη νύχτα κι ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Την απέφευγε
συστηματικά τον τελευταίο καιρό, τόσο που το κορμί της είχε εξαντληθεί.
Το ραδιόφωνο δίπλα της έπαιζε χαμηλά για να μην την ακούσει η Ερμιόνη
και τη μαλώσει πάλι που δεν προσπαθούσε να κοιμηθεί για να
ξεκουραστεί. Ένας σταθμός έπαιζε καινούριες επιτυχίες κι ο εκφωνητής
διάβαζε με τρυφερή φωνή τις αγαπησιάρικες αφιερώσεις που έκαναν τα
ζευγαράκια.
193
Φραγκάκη Ειρήνη
194
Η πεταλούδα της νύχτας
195
Φραγκάκη Ειρήνη
Έκλεισε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Την τελευταία.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, ένα δάκρυ κύλησε κι από τα
μάτια του Άγγελου.
Πέταξε.
Αφέθηκε.
Στα όνειρα που δεν έκανε ποτέ.
Στις επιθυμίες που δεν πραγματοποίησε.
Πέταξε.
Χωρίς φτερά.
196
Η πεταλούδα της νύχτας
Τέλος
197
Φραγκάκη Ειρήνη
198
Η πεταλούδα της νύχτας
199