Professional Documents
Culture Documents
Α. Τσακίρογλου - Οι αγώνες των λαϊκών υπέρ της ορθοδόξου πίστεως
Α. Τσακίρογλου - Οι αγώνες των λαϊκών υπέρ της ορθοδόξου πίστεως
1
Ἡ φωτογραφία στὸ ἐξώφυλλο δείχνει εἰκονομάχους νὰ
καλύπτουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μὲ ἀσβέστη. Ψαλτῆρι
Χλουντὸφ (περὶ τὸ 830). Μόσχα, ἱστορικὸ Μουσεῖο
ISBN: 978-618-00-0868-5
tsakiroglou.a@gmail.com
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Ἀντὶ ἐπιλόγου 4
2. Εἰσαγωγή 15
6. Ἐπίλογος 113
3
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
4
χρόνια «οἱ κληρικοὶ θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ
οἱ ἀσεβέστεροι ὅλων»! Καὶ αὐτὴ ἡ προφητεία
διαπιστώνουμε μὲ ὀδύνη ὅτι ἔχει ἀρχίσει νὰ
πραγματώνεται σήμερα.
5
Κρήτης. Σύνοδο ποὺ οἱ Οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν
παραπλανητικά, ὄχι Οἰκουμενική, ἀλλὰ «Ἁγία
καὶ Μεγάλη Σύνοδο», μὲ τὴν πονηρὴ σκέψη καὶ
ὑστεροβουλία ὅτι χαρακτηρίζοντάς την ὡς μὴ
Οἰκουμενική, θὰ ἀποφύγουν νὰ καταδικάσουν
τὶς αἱρέσεις, ὅπως ἔπρεπε νὰ κάνουν, μιμούμενες
τὸ παράδειγμα καὶ τὴν πρακτικὴ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
6
οὐσιαστικὰ στοὺς νεοταξίτες καθοδηγητές τους
καὶ στὸν ἄρχοντα-ἔνοικο τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ
προετοιμάζουν πυρετωδῶς τὴν ἔλευση τοῦ
Ἀντιχρίστου. Πρόκειται γιὰ μία πανδημία
προδοσίας. Ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία, μιὰ αἵρεση τόσο φανερὴ ἐξ αἰτίας τῶν
σύγχρονων ἔντυπων καὶ ἠλεκτρονικῶν μέσων,
δὲν ἀντιμετωπίστηκε μὲ τέτοια ἀδιαφορία,
συμβιβασμὸ καὶ ἀποδοχή.
8
ὑπόλοιποι ἢ ἀδιαφοροῦν, ἢ σιωποῦν, ἢ
διαμαρτύρονται, ἀλλὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς
αἱρετικούς. Καὶ στὴν πτώση τους ἔχουν
συμπαρασύρει τοὺς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι φέρονται
ὡς «πρόβατα μὴ ἔχοντα Ποιμένα». Κι ἔτσι ἡ
αἵρεση ἐπεκτείνεται ἀνενόχλητη σχεδόν, γιατὶ
κατάφερε ἐργαζόμενη ὑπούλως ἐπὶ τόσες
δεκαετίες νὰ ἐνσπείρει τὸ φόβο, τὴν ἀδιαφορία,
νὰ ἀπομακρύνει τὸν σύγχρονο ἱερωμένο ἀπὸ τὸν
ἀσκητικό-ἡσυχαστικὸ ἁγιοπατερικὸ τρόπο ζωῆς.
Ἐπικράτησε ἡ ἰδιοτέλεια καὶ τὸ προσωπικὸ
συμφέρον, ποὺ ἔχει παραλύσει κάθε ἀγωνιστικὸ
νεῦρο τῆς ψυχῆς.
10
δικαίωμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτούς, ἔχουν
δικαίωμα νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς φιλο-
Οικουμενιστὲς ἀπὸ τὴ ζωή τους, νὰ κλείσουν τὶς
πόρτες τῶν Ναῶν, ὅπως ἔχει γίνει ὄχι λίγες
φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
12
σκληρότητα καὶ ἡ ἀγριότητα γιὰ τὴν πλήρη
ἐπικράτησή της. Γιατὶ ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὁμόνοια
ἑλκύει τὴν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ἐνισχύει καὶ
δυναμώνει τοὺς ἀγωνιστές. Ἐδῶ ἁρμόζει, ὅσο
πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ ποτὲ ἄλλοτε, ἡ προτροπὴ γιὰ
ὁμόνοια καὶ ἑνότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου:
Σημάτης Παναγιώτης
13
Οἱ ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν ὑπὲρ τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως
Εἰσαγωγή
Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν Της –καὶ κυρίως τῶν
αἱρέσεων– ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ βιβλία καὶ
κείμενα. Τὰ βιβλία καὶ κείμενα αὐτὰ προβάλλουν
ἰδίως τοὺς ἀγῶνες τῶν κληρικῶν, ἱερέων καὶ
μοναχῶν, δὲν ἀναφέρονται ὅμως τὸ ἴδιο
14
συγκεκριμένα καὶ ἐκτεταμένα στοὺς ἀγῶνες τῶν
λαϊκῶν. Ἡ παράλειψη αὐτὴ ἔχει τὶς ρίζες της ἔχει
στὴν κληρικολατρεία καὶ τὴν ὑποβάθμιση τοῦ
λαϊκοῦ στοιχείου, κάτι ποὺ δὲν συνέβαινε κατὰ
τοὺς ἀποστολικοὺς καὶ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς
καὶ τουλάχιστον μέχρι τὸν 13ο αἰῶνα, ἀλλὰ στὴν
συνέχεια σιγά-σιγὰ ἐπεκράτησε, μὲ ἔξαρση τὶς
τελευταῖες δεκαετίες. Τοῦτο, μαζὶ μὲ τὴν ἐλλειπῆ
κατήχηση εἶχε σὰν τραγικὸ ἀποτέλεσμα, οἱ
περισσότεροι σημερινοὶ λαϊκοί, τὸ ποίμνιο, νὰ
ἀγνοοῦν τὴν βαριὰ κληρονομιὰ καὶ τὸν ρόλο ποὺ
ἔχουν καὶ πρέπει νὰ διαδραματίζουν καὶ
ἀκολούθως νὰ μὴν διακατέχονται ἀπὸ τὴν ἴδια
ἀγωνιστικότητα, αὐτοθυσία καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο
πνεῦμα εὐθύνης, ὅπως παλαιότερα. Ἐφ’ ὅσον ὁ
ἀγώνας εἶναι γιὰ τὸ «σπίτι» μας, τὴν Ἐκκλησία,
καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ
Ὁμολογία Πίστεως, ἡ εὐθύνη καταμερίζεται σὲ
κάθε Χριστιανό, χωρὶς νὰ παραβλέπεται βέβαια ὁ
καθοδηγητικὸς ρόλος τῶν ἱερωμένων καὶ τῶν
μοναχῶν.
Ἔτσι λοιπόν, διὰ τῆς καταλυτικῆς
ἐπιδράσεως τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς κατάπτωσης
τῶν κληρικῶν καὶ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς
ἁγιοπατερικῆς μας Παραδόσεως διὰ τοῦ
15
Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ ἡ
ἁγιοπατερική μας Παράδοση. Καὶ παρατηροῦμε
μὲ ἀνησυχία ὅτι μεταβάλλεται τὸ φρόνημα καὶ
τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς
Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ
καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς καινοτομίες
ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς
Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, δηλαδή, σὲ τόσο
μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ
χριστιανοί, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ
ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ
δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί
μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες
πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί
οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως
προσήρχοντο –καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς
ἀναγκάσει– γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη,·
γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ
ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν)
ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς
ἀληθινῆς Πίστεως.
Οἱ ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν ἔχουν ὡς θεμέλιο καὶ
ἐκφράζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱ. Παράδοση. Ἡ
Παράδοση αὐτὴ ἐκφράζεται περίφημα στὰ
γνωστὰ χωρία τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:
16
«Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως... Ὥστε, ὅτε περὶ πίστεως ὁ
λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἰμι; Ἱερεὺς,
ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης;… Οὐά οἱ
λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;».1
«Oὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων
ἐστίν, ὀφείλει διαγωνίζεσθαι λαλῶν καὶ διδάσκων
τὸν τῆς Ὀρθοδοξίας λόγον. Ἀλλά γὰρ εἰ καὶ
μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ
παρρησιάζεσθαι τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἐλευθεροστο-
μεῖν» .2
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν λαμβάνει ὑπ΄
ὄψιν του καὶ δὲν θεωρεῖ ἐμπόδιο τὸν συμβατικὸ
χωρισμὸ σὲ κοινωνικὲς τάξεις, γιὰ τὴν ἐνεργῆ
συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως. Στοὺς
ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι πρέπει νὰ
συμμετέχουν, ἀνεξαρτήτως θέσεως ἢ ἀξιώματος.
Ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε πιστοῦ,
ρασοφόρου ἢ μή, καὶ ἀνεξαρτήτως πνευματικοῦ
ἐπιπέδου ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Ἀκόμα κι
ἂν ἀπὸ ἄγνοια ἢ ὑπερβάλλοντα ζῆλο γίνονται σ’
αὐτὸν τὸν ἀγώνα λάθη, τὸ φταίξιμο δὲν εἶναι τῶν
ἀγωνιστῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ τῶν κληρικῶν ποὺ
19
Ὁ ρόλος τῶν λαϊκῶν στὴν Ἐκκλησία
3 (Τερτυλλιανός, De pudicitia, 7)
20
σημερινοὶ Οἰκουμενιστές. Παρὰ ὅμως αὐτὸν τὸν
διαχωρισμὸ πρέπει πρωτίστως νὰ τονιστεῖ τὸ
ἑξῆς: Ὡς λαϊκοὶ χαρακτηρίζονται κυριολεκτικὰ
ὅλοι οἱ πιστοὶ στὴν Ἐκκλησία:
«Πράγματι, λαϊκός είναι κάθε χριστιανός,
κάθε βαπτισμένος, κάθε μέλος τής Εκκλησίας. Η
εκκλησιαστική κοινότητα, ο Λαός-Σώμα Χριστού,
αποτελεί την θεμελιώδη πραγματικότητα, το
έδαφος όπου κάθε εκκλησιαστικό λειτούργημα
φυτρώνει. Εάν λοιπόν η Σάρκωση και η Ανάσταση
από το ένα μέρος, η Πεντηκοστή δε από το άλλο
έχουν θεμελιώσει την Εκκλησία, τα μυστήρια του
βαπτίσματος και του Χρίσματος την σχηματίζουν
αδιάλειπτα μέσα στο χρόνο. Το μυστήριο της
ιερωσύνης εξ άλλου την οργανώνει... Οι κληρικοί
λοιπόν είναι επίσης μέλη του Λαού-Σώματος, είναι
στην πλήρη σημασία της λέξης, και αυτοί
πρωτίστως λαϊκοί (σσ. ἐδῶ πρέπει νᾶ τονιστεῖ ὅτι
ἐδῶ ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ὄχι μὲ ἱεραρχικὴ
ἔννοια, ἀλλὰ ὡς ὑπενθύμιση ὅτι ὅλοι εἴμαστε
λαὸς τοῦ Θεοῦ».4 Καὶ «Ὅπως βέβαια καὶ τὸ
23
ἁγιαστικὸ μέρος, τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων καὶ
τῶν Ἀκολουθιῶν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
στὶς Α’ και Β’ ἐπιστολές του πρὸς Τιμόθεον καὶ
στὴν ἐπιστολή του πρὸς Τίτον, στὶς ὁποῖες
ὑποδεικνύει τὰ ἀδιάλειπτα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα
καθήκοντα τῶν ποιμένων: Ὁ ποιμένας πρέπει νὰ
ἔχει καθαρὴ πίστη καὶ νὰ εἶναι ἀκλόνητος τύπος
τῆς ἀρετῆς. Νὰ γνωρίζει καὶ νὰ διδάσκει μὲ
ἀκρίβεια τὸν νόμο, τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ τηρώντας, πρῶτος αὐτός, αὐτὰ ποὺ
διδάσκει. Νὰ νουθετεῖ, νὰ στηρίζει τοὺς
ἀδύναμους, νὰ σηκώνει αὐτούς, ποὺ ἔχουν πέσει,
νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχασαν.
Νὰ εἶναι μαχητὴς καὶ φρουρὸς ἀκοίμητος τοῦ
ποιμνίου του, γιατί ἂν δὲν εἶναι, ἀντὶ νὰ
ὠφελοῦνται οἱ Χριστιανοί θὰ σκανδαλίζονται
ὰπὸ αὐτὸν καὶ θὰ βλάπτονται πνευματικὰ ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ
αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μικρὸ ποίμνιο δὲν θὰ
ἀκολουθήσει καὶ θὰ ἀποκηρύξει αὐτὸν τὸν
ποιμένα ὡς μισθωτὸ καὶ ληστή.
Γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο μάλιστα ἀπαιτεῖται, μὴ
λογαριάζοντας τὸ κόστος καὶ τὴν κούραση, ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἄλλων ἱερῶν του
καθηκόντων, νὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ νὰ καταβάλλει
24
πάντοτε κάθε δυνατὴ προσπάθεια, ὥστε νὰ μὴν
εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία ξένος αἱρετικός,
Διάκονος ἢ Ἱερέας καὶ πολὺ περισσότερο,
Ἀρχιερέας, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἔχει ὀρθὴ πίστη,
χριστιανικὴ διαγωγὴ καὶ βίο, ποὺ θὰ
σκανδαλίζει, ἀλλὰ καὶ θὰ αἱρετίζει καὶ θὰ
διαστρέφει μὲ ψεύδη καὶ μὲ πλάνες τὸν λόγο τοῦ
Θεοῦ.
Παράλληλα ὅμως τονίζεται ὁ ρόλος καὶ ἡ εὐθύνη
τῶν λαϊκῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ὕπαρξη
κληρικῶν χωρὶς αὐτὴ τῶν λαϊκῶν καὶ τὸ
ἀντίθετο. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ συμμετοχὴ καὶ ἡ σύμπραξη τῶν
λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, στὴν ἐκλογὴ καὶ
τὴν ἐγκατάσταση τῶν κληρικῶν κάθε βαθμοῦ
στὰ ἱερατικά τους καθήκοντα θεωρεῖται
ἀναγκαία καὶ ἐπιβεβλημένη. «Ὁ ἱερός
Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολυτίμους καί
ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός
διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ
παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ
βαρύτατον ἁμάρτημα, διό καί ὁ Χρυσόστομος
θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς
διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό
25
αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς
Ἐκκλησίας».8
Κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς αὐτῆς τῆς σχέσης καὶ
αὐτοῦ τοῦ ρόλου τῶν δύο πλευρῶν εἶναι
ἀντικανονικὴ καὶ ἀντεκκλησιαστική. Ἀλλὰ καὶ
ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς ἐκ μέρους τῶν
λαϊκῶν καὶ τῆς διδαχῆς ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν
ὑπάρχουν ἀσφαλιστικὲς δικλεῖδες ποὺ ἂν
παραβιαστοῦν ἀλλάζουν καὶ οἱ ρόλοι τῶν μελῶν.
Γράφουν οἱ Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων:
«Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί,
ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ
πρόβατον πρὸς πρόβατον», καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας
λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν καὶ
τῆς εἰς τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν
ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ λαϊκὸν πρὸς
λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ
πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα
μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ
ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ
ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς
διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ
28
Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά
προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί
ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον
σκάφος τῆς Ἐκκλησίας... (σσ. γιὰ τοὺς
σημερινοὺς ποιμένες αὐτὸ δὲν ἰσχύει πιά, καθὼς
ὁ λαϊκὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ
ἀκολουθεῖ). Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό
γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος
ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του
διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”»
11
30
καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» 12Οἱ ἀγῶνες
τῶν λαϊκῶν ὡς πρὸς τὴν ὑπεράσπιση τῆς
Πίστεως καὶ τῆ Παρακαταθήκης ποὺ παρέλαβαν
ἑστιάζονται κυρίως σὲ τρεῖς κυρίως
τομεῖς/στάσεις: Ὅταν προσπαθοῦν νὰ τοῦ
ἐπιβάλλουν ποιμένες, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν
ἐκφράζουν (δηλ. στὴν ἄρνησή τους νὰ δεχτοῦν
ἀνάξιους/κακοδοξοῦντες ποιμένες), ὅταν
διώκουν τοὺς εὐσεβεῖς ποιμένες (δηλ. στὴν
ὑπεράσπιση τῶν καλῶν ποιμένων) καὶ κυρίως,
ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο πίστη του
(δηλ. στὴν ὑπεράσπιση τῶν δογμάτων και στὴν
ὁμολογία). Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπευθύνονται τὰ
δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων
Πατέρων (σσ. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ
συγγράμματα) σὲ μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς,
στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς
μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς
προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες.
13 Οἱ δύο πρῶτοι τομεῖς/στάσεις θὰ
παρουσιαστοῦν παρακάτω παράλληλα καὶ ὡς
32
Ἡ πρώτη καὶ δεύτερη στάση ἀγῶνος
14 (https://www.impantokratoros.gr/93B58196.el.aspx).
38
αἱρετικούς, αὐτὸν νὰ τὸν προτρέπετε νὰ ἀπέχει
ἀπὸ μία τέτοια συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν συμφωνεῖ
μαζί σας, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό. Ἐάν ὅμως
ἐπιμένει φιλόνικα, νὰ τὸν ἀποφεύγετε. Ἐφόσον
συμπεριφέρεστε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ
διατηρήσετε τὴν πίστι σας καθαρή. Ἀλλὰ καὶ
ἐκεῖνοι θὰ ὠφεληθοῦν βλέποντάς σας καὶ θὰ
φοβηθοῦν, μήπως θεωρηθοῦν ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καὶ
ἔχουν τὰ ἴδια φρονήματα μὲ αὐτούς» 15
Βρισκόμαστε στὸ τέλος τοῦ 378.
Ὑπακούοντας σὲ ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ καὶ μετὰ
ἀπὸ πρόταση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, 16
ὁ
ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἀνέλαβε
προσωρινὰ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κων/πόλεως, ἡ ὁποία ἐπισήμως καὶ μὲ τὴν
κρατικὴ ὑποστήριξη διοικοῦταν ἀπὸ Ἀρειανούς,
ὡς ὅτου συγκληθεῖ μιὰ Ἐκκλησιαστικὴ σύνοδος
ποὺ θὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη. Ὁ Νικ.
Κάλλιστος ἀναφέρει: «Ὁ δὲ θεῖος Μελέτιος…
κατέπλευσε εἰς Κων/λη· ἡνίκα εἰς ταυτὸ πολλοὶ
συνιόντες ἐπίσκοποι, δεῖν ὤοντο Γρηγόριον τὸν
522).
39
θεῖον ἐκ τῆς Ναζιανζοῦ μετατεθεῖναι, καὶ τῆς
Κωνσταντίνου τελείως ἐπισκοπὴν ἐγχειρίσαι». 17Ὁ
λαὸς λοιπόν, ὑποδέχτηκε καὶ στήριξε τὸν
Γρηγόριο. Στὶς προσπάθειές του νὰ ἀποσυρθεῖ,
ὁ λαὸς τὸν ἔφερε πίσω: «Θὰ πάρεις μαζί σου τὴν
Ἁγία Τριάδα», τοῦ εἶπαν. Οἱ ὁμιλίες τοῦ
Γρηγορίου ἔγιναν παντοῦ γνωστὲς καὶ πολλοὶ
πιστοί πήγαιναν στὸν ναό, στὴν «Ἁγ.
Ἀναστασία» καὶ στριμωγνόνταν γιὰ νὰ τὸν
ἀκούσουν.
Πρέπει ἐδῶ νὰ τονιστεῖ ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν
δραματικὴ κατάσταση καὶ μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς
μόνο ναοῦ γιὰ ὅλη τὴν πόλη δὲν μᾶς ἔχει
παραδοθεῖ καμία μαρτυρία, κανένα κήρυγμα γιὰ
οἰκονομία ἄχρι καιροῦ. Ἀντιθέτως ὅπως θὰ δοῦμε
παρακάτω ὁ λαὸς ἐπισκεπτόταν μόνο αὐτὸν τὸν
ἕνα ναὸ καὶ ἦταν ἕτοιμος ἀκόμα καὶ τὴν ζωή του
νὰ δώσει γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀληθινοὺς
ποιμένες Της.
Φοβούμενοι τὴ δημοτικότητα τοῦ Γρηγορίου,
οἱ Ἀρειανοὶ κατέφυγαν στὴν βία. Τὸ Πάσχα τοῦ
379, μπῆκαν στὸν ναὸ καὶ προέβησαν σὲ
βιαιοπραγίες, σκοτώνοντας ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ
41
ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ
λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ
ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε
μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ
σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ
διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον
ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον
ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ
φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ ποιμνίου δηλ. ἡ
ἄρνησή του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ
προτίμησή του νὰ ὑποφέρει παρὰ νὰ προδώσει
τὴν πίστη του)... Τῷ ὄντι γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐξώσθημεν
καὶ ἀπεῤῥίφημεν, καὶ ἐπὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν
διεσπάρημεν, ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός
τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ
θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν μετὰ τὴν
αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι».
Οἱ λαϊκοί, χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τὸν ἀριθμό
τους (τὸ ποίμνιον ἦν μικρόν τε καὶ ἀτελές) εἶχαν
ἀποτειχισθεῖ ἀπό τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη
Κων/πόλεως καί τὸ ὑπόλοιπο ἱερατεῖο, ἂν καὶ
ἦταν «ἀσύντακτοι καί ἀνεπίσκοποι». Δὲν εἶχαν
ὅπως φαίνεται, ναοὺς καὶ λειτουργικὴ ζωή,
ἀντιθέτως διέφευγαν στὶς σπηλιές, στὰ βουνὰ καὶ
στὰ ὄρη καὶ ὑφίσταντο διωγμοὺς καὶ καταπιέσεις
42
προκειμένου νὰ μὴν ὑποκύψουν στὴν αἵρεση.
Γίνεται ξεκάθαρο ὅμως ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου,
ὅτι Οἰκονομίες –λόγῳ τῶν ἀφάνταστων σὲ σχέση
μὲ σήμερα δυσκολιῶν– δὲν εἶχαν προταθεῖ οὔτε
κατὰ διάνοια (μᾶλλον οἱ σημερινοὶ
ποιμένες/λέοντες εἶναι ἀνώτεροι τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου). Γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο ὅταν μετατράπηκε
τὸ ἑτοιμόρροπο οἴκημα σὲ ναὸ τῆς ἁγ.
Ἀναστασίας, οἱ ἀποτειχισμένοι πιστοὶ ἔβρισκαν
πιὰ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ τόσο καιρὸ τοὺς εἶχε λείψει.
Παράλληλα ὑποστήριζαν μὲ κάθε τρόπο τὸν
ποιμένα τους. Δικαίως πανηγυρίζει στὸν ἴδιο
λόγο ὁ ἅγ. Γρηγόριος:
«Χαίροις, Ἀναστασία μοι τῆς εὐσεβείας
ἐπώνυμε... Σύ τε ὁ μέγας ναὸς οὗτος καὶ
περιβόητος, ἡ νέα κληρονομία... Χαίρετε, οἶκοι
φιλόξενοι καὶ φιλόχριστοι, καὶ τῆς ἐμῆς
ἀσθενείας ἀντιλήπτορες. Χαίρετε, τῶν ἐμῶν
λόγων ἐρασταί, καὶ δρόμοι, καὶ συνδρομαί, καὶ
γραφίδες φανεραὶ καὶ λανθάνουσαι, καὶ ἡ
βιαζομένη κιγκλίς, αὕτη τοῖς περὶ τὸν λόγον
ὠθιζομένοις... Χαῖρέ μοι, ὦ Τριάς, τὸ ἐμὸν
μελέτημα καὶ καλλώπισμα· καὶ σώζοιο τοῖσδε, καὶ
σώζοις τούσδε, τὸν ἐμὸν λαόν».
43
Καὶ στὸν Λόγο λστ΄. “Εἰς ἑαυτόν, καὶ πρὸς
τοὺς λέγοντας ἐπιθυμεῖν αὐτὸν τῆς καθέδρας
Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εἰς τὴν τοῦ λαοῦ
προθυμίαν, ἣν ἐπεδείξαντο εἰς αὐτόν”:
«Ὢ τῆς θαυμασίας ἁλύσεως, ἣν πλήκει τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιον δεσμοῖς ἀλύτοις
συνηρτισμένην... Οὔτε πρῶτος ὑμῖν τὸν τῆς
ὀρθοδοξίας λόγον ἐκήρυξα, οὗ μάλιστα
περιέχεσθε, ἴχνεσι δὲ ἀλλοτρίοις ἐπηκολούθησα,
καὶ τούτοις ὑμετέροις· εἰρήσεται γὰρ τἀληθές·
εἴπερ ὑμεῖς Ἀλεξάνδρου μαθηταὶ τοῦ πάνυ, τοῦ
μεγάλου τῆς Τριάδος ἀγωνιστοῦ τε καὶ κήρυκος,
καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τὴν ἀσέβειαν ἐξορίσαντος...
Ὑμεῖς γένεσθέ μοι, φησὶν ὁ Παῦλος, δόξα, καὶ
χαρά, καὶ καυχήσεως στέφανος· ὑμεῖς ἀπολογία
τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν (ἐδῶ φαίνεται ἡ συμφωνία
τοῦ Ἁγίου μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
Καὶ οἱ δύο ὑμνοῦν τὶς ἁλυσίδες τοῦ Παύλου)...
Πρῶτον μέν, ἐὰν τὴν εἰς Πατέρα, καὶ Υἱόν, καὶ
ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν ἀκλινῆ καὶ βεβαίαν
φυλάττητε, μηδὲν προστιθέντες, μηδὲ
ἀφαιροῦντες, μηδὲ σμικρύνοντες τῆς μιᾶς
Θεότητος».
Τί ὑπέροχα λόγια πράγματι! Τί ὑπέροχος
ἔπαινος γιὰ τὸ ἀγωνιζόμενο μικρὸ ποίμνιο ποὺ
44
δέχθηκε καὶ στήριξε τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ καὶ ὅλους
τοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς, μὴ ἀναλογιζόμενο τὸ
κόστος, ἐνῶ παράλληλα ἀρνήθηκε τοὺς
αἱρετικούς! Ποιός ποιμένας σήμερα στηρίζει τὸ
ἀγωνιζόμενο ποίμνιο μὲ τέτοια λόγια; Ποιός
ἐπιδοκιμάζει τὴν ἐλεγκτική του στάση ἀκόμα καὶ
ἂν τὸν ἐνοχλεῖ; Ποιός εὐλογεῖ τὴν ἁλυσίδα καὶ
καταδικάζει τὴν σωτηρία του; Ἀντιθέτως οἱ
σημερινοὶ ποιμένες αὐτοεπαινοῦνται καὶ μιλοῦν
μόνο γιὰ ὑπομονὴ ἄχρι καιροῦ, γιὰ μία κακῶς
ἐννοούμενη ὑπακοὴ καὶ βαρυγκομοῦν, γιατὶ τὸ
ποίμνιο «τολμάει» νὰ τοὺς ἐλέγχει.
Στὴν Ἀντιόχεια συνέβησαν τὰ ἴδια. Μετὰ τὴν
παράνομη ἐκθρόνηση τοῦ ὀρθόδοξου ἐπισκόπου
Ἀντιοχείας Εὐσταθίου, πέτυχαν οἱ
Ἀρειανόφρονες νὰ ἐκλεγοῦν ὁμόδοξοί τους
αἱρετικοὶ στὴν Ἀντιόχεια μὲ ἐπίσκοπο τὸν
Εὐνόμιο. Ἀλλὰ τὸ ποίμνιο δὲν τοὺς ἀποδέχθηκε
καὶ ἀποτειχίσθηκε, ἐνῶ παράλληλα ἔμεινε πιστὸ
στὸν ὀρθόδοξο ποιμένα τους Εὐστάθιο, ἐξ οὗ καὶ
πῆραν καὶ τὸ ὄνομα: «Πάντες δέ (σ.σ.: οἱ διάδοχοι
τοῦ Εὐσταθίου) τὴν Ἀρείου λώβην εἰς κόρον ἦσαν
ἐκπεπτωκότες, κἂν κρύφα ταύτην περιθάλποντες
ἦσαν. Ὧν δὴ χάριν καὶ πολλοὶ τῶν ἐν κλήρῳ καὶ
ἱερωσύνῃ, καὶ τῶν ἄλλως ἐχόντων, ὅμως δ’
45
εὐσεβεῖν ᾐρημένων ὀρθῶς, τὰς ἐπ’ ἐκκλησίας
καταλελοιπότες συνάξεις, καθ’ ἑαυτοὺς
συνηθροίζοντο. Καὶ Εὐσταθιανοὶ τὸ ὄνομα εἶχον».
21
Ὅπως μᾶς διηγεῖται μάλιστα ὁ Νικηφόρος
Κάλλιστος οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἀπὸ μικροῦ ἕως
μεγάλου, διέκοψαν κάθε σχέση μὲ τοὺς
αἱρετικούς, ἀκόμα καὶ τὸν ἁπλὸ χαιρετισμό! Ὁ
Εὐνόμιος ἔμεινε μόνος στὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ
κανεὶς δὲν τὸν ἐπισκεπτόταν, οὔτε τοῦ μιλοῦσε!
«Ὡς γὰρ οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὅλας τὰς
ἐκκλησίας τῶν ποιμένων γυμνώσαντες, καὶ ἐπὶ
Σαμόσατα ἕτερον ἀντ’ Εὐσταθίου, Εὐνόμιον ὄνομα
ἀντεισήγαγον· οὐδεὶς τῶν ἁπάντων, οὐ πένης, οὐ
πλούσιος, οὐ νέος, οὐ πρεσβύτης, ἁπλῶς οὐδεὶς
φάναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσῄει, ὥσπερ ἦν ἔθος·
μόνος δ’ ἐκεῖνος τῷ ἐπισκοπείῳ διῆγεν, οὐδενὸς
αὐτὸν οὐθ’ ὁρῶντος, οὔτε τὸ παράπαν λόγον
μεταδιδόντος. Καίτοι φασὶν αὐτὸν ἄλλως ἐπιεικῆ
τε ὄντα καὶ μέτριον· καὶ τοῦτο παρίστησιν».
Καὶ ὅταν κάποτε πῆγε στὰ Σαμόσατα καὶ
κατὰ τὴν τότε συνήθεια, ἐπισκέφθηκε τὸ δημόσιο
λουτρό, οἱ ὑπηρέτες ἔκλεισαν τὶς πόρτες, ἔμαθε
ὅτι ἔξω ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων καὶ
49
τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ διέστρεφαν τὸ Δόγμα
τῆς Πίστεως:
«Καὶ μειρακιῶδες μὲν ἴσως τοῦτο· ὅμως ἱκανόν
ἐστι δεῖξαι ὅσον ἡ πόλις αὕτη ἔντροφον εἶχε τὸ
μῖσος πρὸς τοὺς τὸ δόγμα τῆς πίστεως ᾑρημένους
παραχαράττειν» .24
Σὲ αὐτὸ τὸ χαριτωμένο παράδειγμα φαίνεται
πόσο κατηχημένο ἦταν τὸ ποίμνιο ἀκόμα καὶ τὰ
μικρὰ παιδιά. Σήμερα οἱ «εἰδικοί» λένε, ὅτι δὲν
ὑπάρχει μολυσμός και χρειάζεται οἰκονομία.
Ἔτσι τὰ παιδιὰ τῶν Σαμοσάτων, τῶν ὁποίων τὴν
συμπεριφορὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διέσωσε
ὡς παράδειγμα, ἐμφανίζονται ὑψηλότερα ἀπὸ
τοὺς σημερινούς δοκισήσοφους.
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν
ἐπισκοπὴ τῶν Ἐδεσσηνῶν τὸν Ὀρθόδοξο
Ἐπίσκοπο Βάρσην, ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος «τὰς τῆς
ἀρετῆς ἀπήστραπτε λαμπηδόνας»25, καὶ στὴ θέση
του τοποθέτησε κάποιον ἀρειανόφρονα ποὺ ἦταν
καὶ πάλι Λύκος!
Μόλις τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἔμαθε τὸ
συμβᾶν καὶ τὸν διωγμὸ τοῦ εὐσεβοῦς (νὰ πῶς
ἀναγνωρίζεται ἡ εὐσέβεια, μὲ τὸν διωγμό καὶ ὄχι
52
«…καὶ σπεύδω καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐκείνοις
ἀξιωθῆναι γερῶν, ἵνα μὴ κατόπιν δρόμου
γεγενημένη τῆς παρὰ Θεῷ δόξης ἁμάρτω»!
Καὶ ὁ ἔπαρχος ρώτησε· γιατὶ σέρνεις μαζί σου
καὶ τὸ βρέφος; Κι αὐτὴ ἀπάντησε:
«Ἵνα καὶ αὐτὸ τῆς ἴσης ἀξιωθήσεται τιμῆς,
μετασχὸν τῶν παθῶν»! 28
Καὶ ὁ Μόδεστος μένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν
ἀνδρεία ἀπάντηση, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν
γενναιότητα τῆς γυναίκας καὶ συμπεραίνοντας
ὅτι, ἂν μιὰ γυναῖκα εἶχε τέτοια ἀνδρεία στάση,
πόσο μᾶλλον ἦταν ἀποφασισμένοι καὶ πρόθυμοι
νὰ πάθουν ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ οἱ
ὑπόλοιποι πιστοί, ἐπέστρεψε στὰ βασίλεια.
Συναντήθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη καὶ
προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν
πραγματοποιήσει τὴν διωκτικὴ τῶν Χριστιανῶν
ἀπειλή.29
Ὁ Οὐάλης ὅμως δὲν πείστηκε, ἀλλὰ διέταξε
νὰ συλληφθοῦν οἱ «ἡγούμενοι τοῦ πλήθους»,
ἐκτὸς ἐάν «τῶ λύκῳ καὶ οὐ ποιμένι» κοινωνήσουν.
54
καὶ «τὰ στηρίγματα» τῶν πιστῶν μεταξὺ αὐτῶν
καὶ τὸν Εὐλόγιο .33
Ἡ ἀληθινὴ ὁμολογία δηλ. πληρώνεται πάντα
ἀκριβά, τὸ τίμημά της εἶναι ὑψηλό. Σήμερα
ἔχουμε τὸ παράδοξο τῆς «ὁμολογίας» γραφείων
αἱρέσεων μὲ παράσημα καὶ ἐπαίνους, τῶν
ἡμερίδων καὶ τῶν συνεδρίων σὲ πανάκριβα
ξενοδοχεῖα.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Τιμόθεος
(511-518), ἐπιχείρησε νὰ γράψει στὰ Δίπτυχα τὸ
ὄνομα τοῦ αἱρετικοῦ Σεβήρου, ὁ λαὸς
ἀποτειχίστηκε καὶ πλήρωσε μάλιστα μὲ αἷμα τὴν
ὁμολογία του αὐτή· «Σεβήρου γὰρ τὴν κοινωνίαν
πάντες οἱ ὀρθόδοξοι ἔφυγον, μάλιστα οἱ Μοναχοί,
οὓς μετὰ πλήθους ἀγροικικοῦ [ὁ Σεβῆρος]τιμωρῶν
πολλοὺς ἐφόνευσε». Σημειωτέον ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ
Τιμόθεος δὲν κήρυττε αἵρεση ἀλλὰ τὴν
ὑποστήριξε μὲ μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ .34
Στὰ Πρακτικὰ τῆς συνόδου ποὺ ἔλαβε μέρος
στὴν Κων/πολη γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν Σεβῆρο,
διαβάζουμε: «Ἀναφορὰ πρὸς Ἰωάννην πατριάρχην
παρὰ τῆς ἐνδημούσης συνόδου» καὶ εἰδικώτερα στὸ
πέμπτο κεφάλαιο γιὰ τὸν: «τολμήσαντα κατὰ τῆς
33 (P.G. 146, 641Α).
34 (Θεοφάνους Χρονογραφία, ἔτος 6005, P.G. 108, 369B).
55
ἐν Χαλκηδόνι συνόδου νεανιεύσασθαι καὶ
βλάσφημα ρήματα κατ’ αὐτῆς ἐκχέαι, Σεβῆρον
φαμὲν τὸν ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀτάκτως καὶ προπετῶς
ἐνεχθέντα, ἀναθέματι ὑποβληθῆναι, καθὼς καὶ αἱ
ἐπίμονοι βοαὶ παντὸς τοῦ λαοῦ ἐγένοντο.35
Βλέπουμε ἐδῶ πὼς ἡ σύνοδος αὐτὴ καὶ σὲ
ἀντίθεση μὲ τὴν σημερινὴ τραγικὴ κατάσταση
καὶ στάση στὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος ἔλαβε ὑπόψη γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ
Σεβήρου καὶ τὶς βοὲς ὅλου τοῦ λαοῦ. Σήμερα
παρὰ τὶς τόσες διαμαρτυρίες ἐκ μέρους τοῦ
ποιμνίου γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς δραστηριότητες
τόσων ἐπισκόπων ἡ Ἱ. Σύνοδος ποιεῖ τὴν νήσσαν.
Τὴν ἴδια στάση καὶ συμπεριφορὰ τοῦ
ποιμνίου συναντοῦμε καὶ στὸν βίο τοῦ ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως τὸν συνέγραψε
ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής:
Ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἐνοχλημένη ἀπὸ
τὸν ἔλεγχο καὶ τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου κινεῖ
ἐναντίον του κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Οἱ
θερμότεροι ὅμως ἀκόλουθοί της ἦταν ὁ
πατριάρχης Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας καὶ οἱ
61
ἀνακούφιση καὶ βάλσαμο, εἶναι ζωή, εἶναι θεμέλιο
ἀθανασίας» .38
Αὐτὰ τὰ λόγια δείχνουν πόσο μακρυὰ εἶναι
σήμερα ποιμένες καὶ λαὸς ἀπὸ τὰ λαμπρὰ
παραδείγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Δείχνουν
πόσο ἔχουμε χωριστεῖ καὶ ἀντὶ γιὰ ἕνα Σῶμα
καταντήσαμε σώματα. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ
ἐπικράτηση τῆς Παναιρέσεως ἦταν εὔκολη καὶ
χωρὶς φασαρίες. Σήμερα οἱ ποιμένες σιγοῦν καὶ
οἱ λαϊκοὶ ὑπακούουν ὡς «εὐσεβεῖς βόες». Ποτὲ
ἄλλοτε δὲν ἦταν ἡ ὑπενθύμιση τέτοιων
παραδειγμάτων τόσο ἐπιτακτικὴ ὅσο σήμερα.
66
(Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2,
28). Καὶ ἀλλοῦ: «ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι
τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν
ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας
πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ
στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» 41
«Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων,
αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ
πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες
τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων
ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς
συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην
πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ τῶν
πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν
ἀπολείπεται».42 Δεκατρία χρόνια ὑποφέρουν οἱ
Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἀρειανῶν.
Δεκατρία χρόνια βρίσκουν καταφύγιο στὶς
ἐρημιές, στὰ ὄρη καὶ στὰ βουνά, κάτω ἀπὸ χιόνι
καὶ βροχή, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὑγιεῖς καὶ
ἀσθενεῖς. Παρακαλοῦν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐλεήσει
καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὅμως
67
δὲν ὑποχωροῦν. Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀντὶ νὰ τοὺς
νουθετήσει νὰ οἰκονομήσουν, γιατὶ π.χ. ἔρχεται
Πάσχα καὶ ποῦ θὰ γιορτάσουν, τοὺς ἀναφέρει ὡς
παράδειγμα, γιὰ νὰ πείσει τοὺς δυτικοὺς
ἀμέτοχους ἐπισκόπους. Φυσικὰ δὲν εἶχαν
γεννηθεῖ ἀκόμα οἱ σημερινοὶ μεγάλοι κάτοχοι
διπλωμάτων καὶ πτυχίων, ὑπερασπιστὲς τῆς
Οἰκονομίας, λέοντες ἀληθινοί, “ἀνώτεροι”
παρασσάγγας τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν τότε πιστῶν!
Αὐτοὶ θὰ τοὺς ἔλεγαν νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς
καὶ νὰ κοινωνοῦν, διότι ἂν δὲν τὸ ἔκαναν θὰ
χαρακτηρίζονταν ὑπερζηλωτές, ἀκραῖοι καὶ
σχισματικοί.
Στὴν Κων/πολη, ὁ Ἀρειανόφρων πατριάρχης
Μακεδόνιος «οὐ μόνον ἀπηνῶς ἐδίωκε (τοὺς
Ὀρθοδόξους) τοὺς ἐκτρεπομένους αὐτῷ κοινωνεῖν,
ἀλλὰ καὶ εἱρκτοῖς περιέκλειε. Καὶ γάρ τινων
γυναικῶν, αἳ τὴν αὐτοῦ ἐξετρέποντο κοινωνίαν
τοὺς μαστοὺς … ἀπέπριεν». Καὶ«πολλὰς τῶν
ἐκκλησιῶν εἰς ἔδαφος ἔρριπτε, βασιλέως
γράμματα προϊσχόμενος, ἃ προσέταττον τοὺς
εὐκτηρίους οἴκους τῶν τὸ ὁμοούσιον κηρυττόντων
εὐθὺς ἀνατρέπεσθαι».43 «Λυομένης γὰρ ἐκείνης
70
ὑποταχθῆ στην κακοδοξία του. Ἔπειτα διήγειρε
μεγάλο διωγμό σε ὅλη την ἁγία πόλι, ἐναντίον
ἐκείνων που δεν ἤθελαν να κοινωνήσουν με αὐτόν.
Ἄλλους λοιπόν τυράννησε με βασανιστήρια,
ἄλλων ἅρπαξε την περιουσία, ἄλλων κατέκαυσε
τα σπίτια, ὥστε ἡ πόλις να φαίνεται ὅτι
κυριεύεται ἀπό βαρβάρους». 46
Τὸ 360 ἐπίσημος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, στὴ
θέση τοῦ ἐξορισθέντος Ἁγίου Μελετίου,
τοποθετήθηκε ὁ Εὐζώιος ποὺ ἦταν
ἀρειανόφρονων. Μόλις συνέβη αὐτὸ οἱ
Ὀρθόδοξοι «διαχωρισθέντες ἀπὸ τοὺς
κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν
Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ
καλουμένη Παλαιᾷ».47 Χωρίσθηκαν δηλ. ὄχι μόνο
ἀπὸ τὸν Εὐζώιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσους
κοινωνοῦσαν μὲ αὐτὸν καὶ ἐκκλησιαζόντουσαν
στὴν παλιὰ πόλη τῆς Ἀντιοχείας, σὲ ἕναν ναὸ
ποὺ εἶχαν κτίσει οἱ Ἀπόστολοι: «χωρισθέντες ἀπὸ
τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν
λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ» (ὅπ. παρ.,
σελ. 379).
72
«Τέκνα ὁμολογητῶν καὶ τέκνα μαρτύρων ἐστέ, τῶν
μέχρις αἵματος ἀντικαταστάντων πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν... Εἰ δὲ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων
ἐξεβλήθητε, ἀλλ' ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ
αὐλισθήσεσθε καὶ ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας
ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις
ἐγκατακλίνονται καθ' ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς
διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρὺ ἑαυτοῖς τὸ κρίμα
κατασκευάζοντες. Εἰ δέ τις καὶ κόπος ἐστὶν ἐν τῷ
πράγματι, πέπεισμαι τῷ Κυρίῳ μὴ εἰς κενὸν ὑμῖν
ἀποβήσεσθαι τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἂν ἐν πλείοσι
πειρατηρίοις γένησθε, τοσούτῳ πολυτελέστερον
τὸν παρὰ τοῦ δικαίου Κριτοῦ μισθὸν ἀναμένετε.
Μήτε οὖν δυσφορεῖτε τοῖς παροῦσι μήτε
ἀποκάμνετε τῇ ἐλπίδι. Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον,
ἥξει πρὸς ὑμᾶς ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν καὶ οὐ
χρονιεῖ»
73
Κωνσταντινουπόλεως ἀποστρεφόταν, ἐπειδὴ
ἀναθεμάτιζε τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος,
ἀνῆλθε στὸν θρόνο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Καππαδόκης (518-520). Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
θείας Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς 15-7-518 ὁ νέος
πατριάρχης πιέσθηκε μὲ ἐντυπωσιακὸ τρόπο ἀπὸ
τὸν ἀγανακτισμένο λαό, ποὺ φώναζε (σήμερα
φυσικὰ θὰ εἶχαν πετάξει τὸν λαὸ ἔξω μὲ τὶς
κλωτσιὲς καὶ θὰ τὸν ὀνόμαζαν πλανεμένο. Καὶ
πάλι ἀποδεικνύεται πόσο κατώτεροι τῶν ἁγίων
παραδειγμάτων τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε). Ὁ λαὸς
μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπαίτησε κατὰ τὴν ὥρα τῆς
Θ. Λατρείας νὰ ἀναγνωσθεῖ στὰ δίπτυχα ἡ Δ΄
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ κατόπιν νὰ μεταλάβει
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ νέου Πατριάρχη.
74
«Ἀκοινώνητοι διατί μένονεν; ἐπί τοσαῦτα ἔτη
διατί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου
κοινωνῆσαι θέλομεν... ὀρθόδοξος εἶ, τίνα
φοβῆσαι;... Ἰουστῖνε Αὔγουστε TU VINKAS (ἐσὺ
νίκα), τήν Σύνοδον Χαλκηδόνος ἄρτι (ἀμέσως)
κήρυξον... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ τῷ Μανιχαίῳ... Τόν
ἐπίβουλο τῆς Τριάδος ἔξω βάλε... Εἰ φιλεῖς τήν
πίστιν, Σεβῆρον ἀναθεμάτισον... Πολλά τά ἔτη τοῦ
βασιλέως, ἀδελφοί Χριστιανοί, μία ψυχή, πίστις
ἐστίν, οὐκ ἔνι (ἐπιτρέπεται) ἁπλῶς. Ἡ ἁγία Μαρία,
Θεοτόκος ἐστίν... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ, φανερῶς
εἰπέ... Οὐ κατέρχῃ, ἐάν μή ἀναθεματίσῃς... Οὐκ
ἀναχωρῶ, ἐάν μή κηρύξῃς· ἕως ὀψέ ὧδε ἐσμέν...
Τῶν ἐν Χαλκηδόνι πατέρων τήν σύναξιν αὔριον
κήρυξον».
Ὁ ἱερός πατριάρχης ἀναγκάσθηκε νά
ἀνταποκριθῇ στά ἐπίμονα αἰτήματα τοῦ λαοῦ.
Ἀφοῦ τούς βεβαίωσε, ὅτι δέχεται ὅλες τίς
Οἰκουμενικές Συνόδους, κηρύχθηκε ἡ σύναξις τῶν
Πατέρων διά Σαμουήλ διακόνου ὡς ἑξῆς:
«Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο
ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων καί
ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων
μητρόπολιν συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί
ἐνταῦθα». Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν
75
γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ Σεβῆρος.
Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες
ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ
λαός ἀνεχώρησε.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα (Δευτέρα 16-7-518) καί ἐνῶ
ἐπιτελεῖτο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων στήν
ἐκκλησία, τά πλήθη φώναζαν πάλι πρός τόν
πατριάρχη: «Τούς ἐν ἐξορίᾳ διά τήν πίστιν, τῇ
ἐκκλησίᾳ... Σεβῆρον τόν Ἰούδαν ἔξω βάλε...
Εὐφήμιον καί Μακεδόνιον, τῇ ἐκκλησία. Τά
συνοδικά εἰς Ρώμην ἄρτι (ἀμέσως) ἀπέλθωσι...
Εὐφημίου καί Μακεδονίου τά ὀνόματα ἄρτι ταγῇ
(νά ταχθοῦν ἀμέσως)... Τάς τέσσαρας Συνόδους
τοῖς διπτύχοις. Λέοντα τόν ἐπίσκοπον Ρώμης τοῖς
διπτύχοις... Τά δίπτυχα ἄρτι φέρε... Ἐάν μή ἄρτι
οὐδείς ἐκβαίνει, μαρτύρομαί σε τάς θύρας
κλείω...».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης προσπάθησε νά καθησυχάσῃ
τόν λαό λέγοντας, ὅτι ἡ πίστις δέν κινδυνεύει
πλέον καί ὑποσχέθηκε, ὅτι γιά τά αἰτήματά τους
θά ἀποφασίσῃ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος. Οἱ πιστοί
ὅμως ἔκλεισαν τίς πόρτες καί ἐπέμεναν νά
φωνάζουν. Ἔτσι ὁ ἱερός Ἰωάννης ἀναγκάσθηκε νά
λάβῃ τά δίπτυχα καί διέταξε νά ἐνταχθοῦν σ' αὐτά
76
οἱ τέσσερις ἅγιες Σύνοδοι καί τά ὀνόματα τῶν
ἁγίων Εὐφημίου, Μακεδονίου καί Λέοντος Ρώμης.
Τότε ὁ λαός μέ ἕνα στόμα φώναξε: «Εὐλογητός
Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ἐπεσκέψατο καί
ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Λουκ. α', 68).
Μετά δέ τήν ἀνάγνωσι τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί
ἀκριβῶς κατά τήν ὥρα τῶν διπτύχων τά πλήθη
πῆγαν μέ πολλή ἡσυχία γύρω ἀπό τό ἅγιο
θυσιαστήριο καί ἄκουγαν. Μόλις λοιπόν ἄκουσαν
τά ὀνόματα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων
πατριαρχῶν πού προαναφέραμε, τότε ὅλοι
ζητωκραύγασαν: «Δόξα σοι Κύριε»· καί ἔπειτα
συνεχίσθηκε ἡ θεία Λειτουργία μέ κάθε εὐταξία»
.48
Ἐδῶ φαίνεται ξεκάθαρα ἡ ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ νὰ
δικαιωθοῦν οἱ καταδικασμένοι ἀδίκως ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς καὶ νὰ καταδικασθοῦν ἀπὸ σύνοδο οἱ
αἱρετικοί, ὥστε νὰ σταματήσει τὸ ἀνίερο ἔργο
τους ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ πλάνη τοὺς πιστούς. Ἡ
ἐπιθυμία αὐτὴ νὰ καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοὶ
Οἰκουμενιστὲς ὑπάρχει καὶ σήμερα. Δυστυχῶς
ὅμως σήμερα οἱ ποιμένες δὲν λαμβάνουν ὑπόψη
48(Νικόδ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β' σελ. 302 -
305).
77
τὸν λαό, ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς δὲν κρατεῖ τὴν
προαναφερθεῖσα σθεναρὴ στάση, ὥστε νὰ
ἀναγκάσει τοὺς ποιμένες νὰ πράξουν ὀρθόδοξα.
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις βλέπουμε πόσο
δυσλειτουργεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ 342 ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος
παρέδωσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως στὸν
δυσσεβῆ Μακεδόνιο, ἀφοῦ ἐξόρισε τὸν Ὀρθόδοξο
πατριάρχη Παῦλο. Ὁ δὲ Ὀρθόδοξος λαὸς
ἔσπευδε στὸν Ναὸ νὰ τὸν καταλάβει, πρὶν
εἰσέλθει σὲ αὐτὸν ὁ Μακεδόνιος. Ἀλλὰ ὁ
ἔπαρχος ἔτρεξε καὶ μὲ στρατὸ ἐπετέθη στὸ
πλῆθος (ποὺ δὲν φοβήθηκε, δὲν ὑποχωροῦσε) μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ θανατωθοῦν 3.000 πιστοὶ κατὰ
τὴν σύγκρουση! Ὁ δὲ Μακεδόνιος, ὡσὰν νὰ μὴ
συνέβη τίποτα, «ὥσπερ τι δ’ ἀθῶος καὶ καθαρὸς»
ἐξεφώνησε τὸν Ἐπιβατήριο λόγο καὶ ἐνεθρονίστη
Πατριάρχης «…καὶ διὰ τοιούτων φόνων, ὅ τε
Μακεδόνιος καὶ Ἀρειανοὶ τὴν ἐκκλησίαν
κατέσχον» 49
Ὅταν ὁ Νεστόριος ἦταν ὁ κανονικὸς
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ
ἐξεφώνησε ἐκ τοῦ ἄμβωνος (τὸ 429) τὶς αἱρετικές
79
τὰ λόγια του».50 Στὴ συνέχεια ὁ Εὐσέβιος,
τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας δημόσιο
γραπτὸ ἔλεγχο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ
πατριάρχου μὲ τὴν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στὴν
Ἁγία Τριάδα αὐτὸν ποὺ λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί,
νὰ τὸ παρουσιάση σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους,
διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν
στὴν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμα νὰ τοὺς δώση
καὶ ἀντίγραφο, πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ
Νεστορίου».
Μάλιστα ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ρώμης
Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο
πληροφορούμαστε, ὅτι πολλοὶ
Κωνσταντινουπολῖτες, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ
ἀφορισμοὺς ἀπὸ τὸν αἱρετικό Πατριάρχη γιὰ τὴν
ἀντίδρασή τους. Γράφει ὁ Πάπας πρὸς τὸν
Νεστόριο: «Ἀκούω, ὅτι οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ
φρονοῦν ὅπως ἡ Καθολική [Ὀρθόδοξος] Ἐκκλησία,
μὲ τοὺς ὁποίους ἐμεῖς κοινωνοῦμε [ἄρα μὲ τοὺς
αἱρετικοὺς ὄχι], ὑπομένουν βία μεγίστη, τόσον
ὥστε νὰ λέγεται ὅτι ἔχουν ἀποκλεισθεῖ ἔξω ἀπὸ
τὴν Πόλη. Χαίρομεν, διότι κέρδισαν τὸ ἔπαθλο τῆς
80
ὁμολογίας, ἀλλὰ λυπούμεθα ποὺ ὁ διώκτης εἶναι
Επίσκοπος. Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ
διώκτης μεταλλάγη σὲ κήρυκα· τώρα εἶναι
μέγιστο ἀσέβημα ἀπὸ κήρυκα νὰ μεταλλαγεῖ
κανεὶς σὲ διώκτη» .51
Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, μᾶς
περιγράφει ἐξ ἴσου ὡραῖα καὶ μὲ σαφήνεια τὴν
ἀντίδραση, δηλ. τὴν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν: «καὶ
γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ
καὶ ἐκδρομή· οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς
τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους
εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν
κολακευόντων αὐτόν» .52Ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι
τὸ γεγονός, ὅτι στὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου,
ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκδήλωσή της, πρῶτοι
ἀποτειχίστηκαν οἱ λαϊκοί, χωρὶς νὰ περιμένουν
ὁδηγούς τοὺς ὅποιους ποιμένες, χωρὶς
προσυνεννόηση καὶ ὀργάνωση, χωρὶς εὐλογίες
ἀπὸ τοὺς πνευματικούς, χωρὶς ἡμερῖδες καὶ
συνέδρια. Οἱ δὲ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς,
δὲν ὀνομάζονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο εὐσεβεῖς ἀλλὰ
ἀνόητοι καὶ κόλακες. Τί ἔχουν νὰ ποῦν γιὰ τοὺς
82
αἱρετικούς, ἀλλὰ φεῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς
ὀρθόδοξους.
Ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει
παρηγορητικὰ γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ
προστατεύσει ἀπὸ σκανδαλισμοὺς μία λαϊκή, τὴν
Πατρικία Εἰρήνη (Ἀλήθεια πόσοι, σήμερα,
Πατέρες ἀφιερώνοντας χρόνο καὶ πόνο,
παρηγοροῦν τοὺς λαϊκούς;): «Ποιός δὲν γνωρίζει
ἀπὸ τοὺς ὁμολογητὲς ὅτι καὶ σὺ συνομολόγησες;
Ποῦ δὲν ἀκούστηκε, ὅτι ὑπάρχει καὶ μία
συγκλητικὴ μεταξὺ τῶν μαρτύρων; Σὲ ἐθαύμασαν
τὰ τάγματα τῶν Μοναχῶν καὶ σὲ ἐπήνεσαν οἱ
συνάξεις τῶν λαϊκῶν...» .54 Σήμερα οἱ συνάξεις
τῶν λαϊκῶν μὲ τὴν εὐλογία τῶν πνευματικῶν
τους ἀντὶ νὰ ἐπαινοῦν καὶ νὰ
ἀλληλοστηρίζονται, πολεμάει ἡ μία τὴν ἄλλη.
Σὲ ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἐστάλη εἰς τὸν
Δομέστικο Πολιτιανό, ὁ ὅσιος πάλι δίνει τὶς ἴδιες
συμβουλὲς καὶ τὸν ἐπαινεῖ, διότι δὲν
ἐπικοινωνοῦν οἰκογενειακῶς μὲ τοὺς
εἰκονομάχους: «διὰ τοῦτο, ὡς μανθάνω, καὶ
φυλάττεις ἑαυτὸν ἐκ τῆς κοινωνίας τῶν ἀνόμων,
89
παραιτηθέντες τοῦ ἀξιώματος αὐτῶν ἀπέστησαν
ἀπ᾿ αὐτοῦ» .57
Καὶ ἄλλο ἕνα περιστατικό «ὥσπερ ἥδυσμά τι»
ποὺ δείχνει, ὅτι οἱ πιστοὶ τότε δὲν ἔπαιζαν μὲ τὴν
πίστη καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν αὐστηρό τους ἔλεγχο δὲν
γλύτωναν οὔτε κἂν οἱ ἱερεῖς ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς.
Παρατηρητέον δὲ ὅτι οἱ ἱερεῖς, ἀντὶ νὰ
ἀγανακτοῦν, ἐπαινοῦσαν μία τέτοια στάση καὶ
ὑπεράσπιζαν τὸν ἐαυτό τους μὲ ἐπιχειρήματα,
ποὺ ἔπειθαν τὸ ποίμνιο. Σήμερα φυσικά, τὸ
ξανατονίζω, μία τέτοια στάση, θὰ καταδικαζόταν
ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο ὡς ἔνδειξη ἔπαρσης καὶ
ἀνυπακοῆς. Ὅσοι τολμοῦν νὰ ἐλέγχουν (πάντα
μὲ ἐπιχειρήματα) καταδικάζονται στὴ νῆσο τῶν
πλανεμένων ἄνευ ὅμως ἐπιχειρημάτων. Ἄλαλα
τὰ χείλη τῶν εὐσεβῶν!
«Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ
πατριάρχου πρόβλησις (σσ. ἐκλογὴ καὶ τελετὴ
ἐγκατάστασης τοῦ Πατριάρχου)· ὄνομα τῷ ἱερεῖ
Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδέ γάρ
ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν
πρόβλησιν, ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ
πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον
59 (https://www.impantokratoros.gr/0D14AD70.el.aspx).
93
διωγμούς τους καὶ τὸν θάνατο πολλῶν ἀπὸ
αὐτούς.
Διαβάζοντας τὰ παραπάνω καὶ λαμβάνοντας
ὑπόψη τὴν τραγικὴ στατιστικὴ ὅτι στὴν ὀρθόδοξη
Ἑλλάδα μόνο τὸ 1,7-3% ἐκκλησιάζεται τακτικά,
ἀνακαλύπτουμε ποιό μέγα χάσμα χωρίζει τοὺς
τότε χριστιανοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι φέρουμε τὸ
ὄνομα ἀλλὰ ὄχι τὸ φρόνημα. Μάλιστα ἐδῶ
πρέπει νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ἂν εἴχαμε τὴν ἴδια
στάση μὲ τοὺς τότε πιστούς, τότε εἶναι σίγουρο μὲ
μαθηματικὴ ἀκρίβεια, ὅτι κανεὶς κληρικὸς δὲν θὰ
τολμοῦσε νὰ διαστρεβλώνει τὴν ἁγιοπατερικὴ
διδασκαλία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι καὶ ἐμεῖς
φέρουμε τρομερὴ εὐθύνη γιὰ τὴν σημερινὴ
κατάντια στοὺς χώρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ
τὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως.
Ἄς γυρίσουμε ὅμως πίσω στὴν Ἑλλάδα καὶ ἂς
φτάσουμε στὸν 18ο, στὰ χρόνια τοῦ ἁγ.
Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Ὁ Ἅγιος, πολυτάλαντος
διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν
τοῦ Φιλοκαλικοῦ κινήματος τῶν «Κολλυβάδων»,
στὸ βιβλίο του «Ἀπολογία Χριστιανική» (ἐκδ.
Γρηγόρη, 2015) στηλιτεύει τὴν δυτικὴ ἐπιρροὴ
στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἐδῶ εἰδικώτερα
τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δωρίζουν ἄθεα βιβλία ἢ
94
κοράνια (ἀκοῦτε κ. Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ ἐσεῖς
κ. Πειραιῶς ποὺ συλλειτουργεῖτε μαζί του;) ἢ
ἄλλα ἀλλόδοξα βιβλία. Σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα
ὁ ἅγιος μᾶς μεταφέρει ἕνα παράδειγμα
ἀντιμετώπισής του ἀπὸ τοὺς πιστούς:
«Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε φοιτήσει
στὴν Ἀκαδημία τῆς Βιέννης, Ἠπειρώτης τὴν
καταγωγή, μπάρκαρε στὴν Τεργέστη σὲ ἕνα
Πατμιώτικο καράβι γιὰ νὰ πάει στὴν πατρίδα του.
Ἀνέπτυξε, ὅπως ἦταν φυσικό, μία φιλικὴ σχέση μὲ
τὸν καπετάνιο. Καὶ τί δῶρο, λέτε, ὅτι ἔσπευσε νὰ
χαρίσει στὸν φίλο του;.. Τί φαντάζεσθε, ὅτι τοῦ
χάρισε; Ἔ, λοιπὸν Χριστιανοί, τοῦ χάρισε ἕνα
χειρόγραφο τετράδιο ποὺ περιεῖχε ὅλες τὶς
ὀλέθριες ἀπόψεις τῆς ἀθεΐας, ἕνα δῶρο ἐξ
ὁλοκλήρου ἀπόβρασμα τοῦ Ἅδη, θανάσιμο. Ἕνα
δῶρο μὲ τὸ ὁποῖο δίδασκε τὸν φίλο του νὰ
βλασφημεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ προσβάλει τὴν
Κυρία Θεοτόκο καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου, νὰ
ἀπορρίπτει Προφῆτες, Ἀπόστολους, Εὐαγγέλια,
Ἁγίους μὲ δύο λόγια ὅλην τὴν Χριστιανικὴ Πίστη.
Μόλις κοινοποιήθηκαν δύο τρία ἀπὸ τὰ βλάσφημα
ἐκεῖνα λόγια στὴν θεοσεβῆ νῆσο τῆς Πάτμου,
ἀμέσως σηκώθηκε ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση, γιατὶ
χάθηκε ἡ Πίστη. Ταυτοχρόνως ὅλο τὸ μοναστῆρι
95
καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς χώρας, μαζὶ ἄντρες καὶ
γυναῖκες, ἀφοῦ ἔκαναν λιτανεία καὶ στάθηκαν
στὸν καθορισμένο τόπο, ἀναθεμάτισαν κι ἐκεῖνον
ποὺ χάρισε τὸ βιβλίο κι ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔφερε
στὸν τόπο τους».
Τί ἄλλαξε σήμερα; Πῶς ἀνεχόμαστε ὄχι ἕνα
βιβλίο ἀλλὰ μία ὁλόκληρη βιβλιοθήκη καὶ
μάλιστα τιμώντας τοὺς συγγραφεῖς ἢ ἐκλέγοντάς
τους ὡς πολιτικοὺς ἀντιπροσώπους μας; Τὸ
τραγικὸ σήμερα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καὶ
ρασοφόροι ἀνάμεσά τους, ὑποτιθέμενοι
ποιμένες, ἀστέρες τῶν τηλεοράσεων ἀλλὰ ὄχι
τῆς Ἐκκλησίας. Φυσικὰ ἂν συνέβαινε ἡ ἴδια
ἀντίδραση ἀπὸ τὸ σημερινὸ ποίμνιο, οἱ
χαρακτηρισμοί, φασίστας, σκοταδιστής,
μουτζαχεντὶν κλπ. θὰ πήγαιναν σύννεφο καὶ
πάλι τονίζω ὄχι μόνο ἀπὸ ἄθεους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
κληρικούς καὶ λαϊκούς χριστιανούς.
Ἄς δοῦμε καὶ ἕνα σύγχρονο σχετικὸ παράδειγμα
ἐκτὸς Εὐρώπης ποὺ φανερώνει τὴν
διαχρονικότητα καὶ τὸ ἀδιαίρετο τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ
κατακεραυνώνει τὶς ἄνευ μετανοίας αἱρετικὲς
ἑνωτικὲς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ὁ
96
πρῶτος ἅγιος τῆς Ἀμερικῆς ἦταν ἕνας λαϊκός, ὁ
ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀλεούτιος60:
«Ο άγιος Πέτρος ο Αλεούτιος, ένας από τους
Ορθόδοξους ιθαγενείς των Αλεουτίων, είναι ο
πρώτος άγιος αμερικανικής καταγωγής, του
Ορθοδόξου εορτολογίου... Οι Ισπανοί συνέλαβαν
στο Fort-Ross μια εικοσάδα Αλεουτίων ορθοδόξων,
τους μετέφεραν στο San-Fransisco και τους
χρησιμοποίησαν σε καταναγκαστικά έργα,
υποβάλλοντάς τους σε πολλή κακή μεταχείριση.
Εν τέλει 14 από αυτούς φυλακίστηκαν ενώ οι
μισσιονάριοι της Παπικής «εκκλησίας»
εξανάγκαζαν μερικούς με βασανιστήρια να
ασπασθούν το παπικό δόγμα και να
εγκαταλείψουν την Ορθόδοξη Πίστη τους. Οι
Αλεούτιοι αντιστέκονταν με καρτερία και θάρρος
στα βασανιστήρια και έδειχναν το σταυρό που
κρεμόταν στο λαιμό τους λέγοντας: Είμαστε
Χριστιανοί, έχουμε βαπτισθεί! Ένα απόβραδο,
πήραν έναν από τους φυλακισμένους, τον Πέτρο,
και άρχισαν να τον βασανίζουν μπροστά στους
άλλους συμπατριώτες του, για να τους εκφοβίσουν
να αλλαξοπιστήσουν και αυτοί. Οι Ιησουίτες τους
Μυριόβιβλος, σ. 28-30)
97
πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των
Ρωμαιοκαθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με
τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι
Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και
σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας
βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν
στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή
οι «άγιοι» Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα
κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’
ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε
χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν
αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν
να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των
άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών τους,
μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις
των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Οι
βασανιστές τότε έκοψαν του Αγίου Πέτρου τα
δάκτυλα και στην συνέχεια του έκοψαν τα χέρια
και τα πόδια από τη ρίζα τους. Το αίμα ξεπήδαγε
κατά κύματα. Ο μάρτυρας ξεψυχούσε και μαζί με
την ψυχή του έβγαιναν ψιθυριστά μέχρι και την
τελευταία του πνοή τα ίδια πάντα λόγια: «Δεν
αλλάζω την Πίστη μου!» Τελικά, από τα
βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος,
πέθανε».
98
Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχάσουμε τοὺς
διωγμοὺς τοῦ 1924 ἐπὶ ἀλλαγῆς ἡμερολογίου,
ἀλλὰ καὶ τοὺς τρομεροὺς διωγμοὺς σὲ πολλὲς
χῶρες ἐπὶ Κομμουνισμοῦ (ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα
ἐπὶ ἐμφυλίου) μὲ τὰ ἑκατομύρια θύματα καὶ ποιά
στάση κράτησαν καὶ τότε, πρὶν δηλ. 80 περίπου
χρόνια οἱ λαϊκοί.
Διαβάζουμε στὸ κείμενο, σελ. 5, 61
99
είναι τόσον πολυάριθμα, ώστε να υπερτερούν τας
βασάνους της Ιεράς Εξετάσεως...
Ούτω, π.χ. τους φυλακισμένους εισάγουν
γυμνούς εν καιρώ χειμώνος εντός ψυχρού ύδατος,
έπειτα ανυψούν αυτούς επί των ιστών των πλοίων,
οπού οι δυστυχείς παγώνουν. Άλλους ρίπτουν εις
τους λέβητας των ατμόπλοιων, μέσα εις τους
οποίους βράζουν. Άλλων εξορρύττουν τους
οφθαλμούς, κόπτουν την ρίνα, τας χείρας και τους
πόδας, αποσπούν τους όνυχας, επί δε των γυμνών
ώμων εγκολάπτουν επωμίδας, αποσπούν το δέρμα
του σώματος και περιχύνουν τον τράχηλο με
διαλελυμένον μόλυβδον. Των δε γυναικών
αποκόπτουν τους μαστούς. Επίσης οι Μπολσεβίκοι
καταφεύγουν εις σπαρακτικάς μεθόδους δια
μηχανήματος ειδικώς επινοηθεντος υπό αυτών».
Καὶ στὸ «Ρῶσοι Νεομάρτυρες καὶ Ὁμολογητές»
τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Ἀντωνόπουλου
(ἐκδ. Ἀκρίτας) διαβάζουμε γιὰ μία λαϊκὴ ὀνόματι
Βαρβάρα, ἡ ὁποία μὲ τὴν ὁμολογιακή της στάση
λὲς καὶ ἀναδύθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους
χριστιανικοὺς αἰῶνες:
«Στην περιοχή της Καρελίας πριν την
επανάσταση υπήρχαν πάνω από 600 εκκλησίες.
Όλες γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν από τους
100
μπολσεβίκους σε θέατρα, αποθήκες, εργοστάσια
κ.λπ.
Στην πόλη Ολονέτς σώθηκε η μικρή εκκλησία
του κοιμητηρίου. Και αυτό χάρη στην αντίσταση
μιας γυναίκας. Θελήσαμε να τη γνωρίσουμε. Την
επισκεφθήκαμε στο φτωχικό σπιτάκι της.
Ηλικιωμένη πλέον, πλησίαζε τα 100 χρόνια της,
μας διηγήθηκε την ιστορία της. Το 1925, όταν οι
μπολσεβίκοι θέλησαν να γκρεμίσουν την εκκλησία,
το έμαθε και έτρεξε εκεί. Μπήκε μέσα στην
εκκλησία και παρά τις απειλές δεν έβγαινε. Οι
εχθροί της πίστης είτε από φόβο είτε από σεβασμό,
δεν τόλμησαν να την ενοχλήσουν. Περίμεναν ότι
θα βγει μετά από λίγες μέρες. Η γυναίκα αυτή
ήταν τότε περίπου 25 χρονών. Έμεινε μέσα στην
εκκλησία 15 χρόνια. Την περιποιόταν, τη φρόντιζε
κ.λπ. ενώ οι πιστοί κρυφά της προμήθευαν τα
τρόφιμα. Το κρύο στην περιοχή φτάνει και 40
βαθμούς υπό το μηδέν. Όμως η γενναία ψυχή τα
υπέμεινε όλα. Με την έναρξη του πολέμου, όταν
χαλάρωσε ο διωγμός, έφυγε και πήγε σπίτι της. Το
1961 με τους διωγμούς του Χρουστσώφ οι αρχές
της πόλης αποφάσισαν πάλι να γκρεμίσουν την
εκκλησία. Η γυναίκα αυτή μόλις το
πληροφορήθηκε, έτρεξε πάλι στην εκκλησία.
101
Αυτή τη φορά έμεινε μέσα 10 χρόνια! Η εκκλησία,
χάρη στην αυτοθυσία της, σώθηκε. Όταν κατάλαβε
ότι η εκκλησία δεν κινδυνεύει πλέον, επέστρεψε
σπίτι της. Θέλησε όμως να αφιερωθεί
ολοκληρωτικά στον Κύριο... Το 1996 κοιμήθηκε,
έχοντας περάσει συνολικά 25 χρόνια, δηλαδή το ¼
της ζωής της μέσα σε ένα μικρό ναό».
Ὅμως ἀναλογιζόμενοι τὸν συνολικὸ ἀριθμὸ
τῶν Ὀρθοδόξων πρὶν τὴν Ὀκτωβριανὴ
ἐπανάσταση καὶ τὸ γεγονός, ὅτι ἕνας μεγάλος
ἀριθμὸς αὐτῶν τελικὰ ἀσπάστηκε τὸν ἀθεϊσμό,
ἤδη φαινόταν, ὅτι τὸ φρόνημα τῶν πιστῶν ἄρχιζε
νὰ ἀλλάζει πρὸς τὴν κατάσταση ποὺ βιώνουμε
σήμερα. Ἂν καὶ ἡ Ὀρθοδοξία στὴν Ρωσία τελικὰ
νίκησε καὶ βγῆκε ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς στολισμένη
μὲ τὰ στεφάνια ἑκατομμυρίων νεομαρτύρων, ἡ
ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ στὴν Ρωσία,
φανερώνει τὴν τραγικὴ ὀρθότητα τοῦ παραπάνω
συμπεράσματος. Χαρακτηριστικὸ εἶναι καὶ τὸ
ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατὴρ
Ἀρσένιος» τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου. Ὁ
ἱερομόναχος Ἀρσένιος (1894-1975), διάσημος
κριτικὸς τέχνης πρὶν μονάσει, καταδικάστηκε
ἔγκλειστος σὲ σταλινικὸ στρατόπεδο. Κάποια
στιγμὴ καλέστηκε ἀπὸ συγκρατουμένους του,
102
ποὺ συνεργάστηκαν μὲ τοὺς Γερμανούς, νὰ
τοποθετηθεῖ ἐπὶ τῶν δεινῶν, ποὺ ἐπέφερε στὴ
χώρα του ὁ Κομμουνισμός. Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ μὲ τὰ
ἀκόλουθα λόγια:
«Σας άκουσα να κατηγορείτε την εξουσία, το
σύστημα, τους ανθρώπους. Κι εμένα με
κουβαλήσατε εδώ μόνο και μόνο για να βρείτε έναν
σύμμαχο, που θα σας βοηθήσει να ενοχοποιήσετε
την άλλη πλευρά. Λέτε, λοιπόν, πως ο
Κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε
πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία. Ναι, έτσι είναι.
Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα συνολικότερα
και βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα
προηγήθηκαν. Πολύ πρωτύτερα ο λαός μας είχε
χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την
παράδοσή του, είχε λησμονήσει την ιστορία του,
είχε αρνηθεί τα ιερά και τα όσιά του. Ποιος φταίει
γι’ αυτό; Η τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε. Και
τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε. Ας θυμηθούμε, τι
παράδειγμα έδιναν στον λαό οι διανοούμενοι, οι
ευγενείς, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και
προπαντός τί παράδειγμα δίναμε εμείς, οι
κληρικοί. Ήμασταν οι χειρότεροι απ’ όλους! Γι’
αυτό και τα παιδιά των παπάδων, βλέποντας μέσα
στις οικογένειές τους την ανηθικότητα και τη
103
φιλοχρηματία, γίνονταν οι πιο φανατικοί άθεοι,
οι πιο μαχητικοί επαναστάτες».
Ἡ πτώση αὐτή, σὲ ἀσύγκριτα μεγαλύτερο
βαθμό, τῶν σημερινῶν λαϊκῶν ἀλλὰ κυρίως τῶν
κληρικῶν φαίνεται σὲ μία τελευταῖα ἀναλαμπὴ
ἁγιοπατερικῆς ἀντίδρασης ἀπὸ ἕναν λαϊκό, καὶ
μάλιστα, εὐρείας ἀναγνωρίσεως, τὸν Φώτη
Κόντογλου:
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ
Τοῦ Φώτη Κόντογλου (Ἀπρίλιος 1965)
«Ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑμ. Παναγιότητος καὶ τῶν
σὺν ὑμῖν νὰ ὑποταχθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς
τὸν Πάπαν καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος
σπουδή, ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν μας ἀφάτου
θλίψεως καὶ ἀθυμίας. Τὰ ὦτα μας ἀκόμη συρίζουν
ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη. Οἱ μὲν σᾶς
ἠκολούθησαν εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τὸν
ἀπάγοντα εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν
ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν
τῶν πατέρων των, ἀποτροπιαζόμενοι καὶ εἰς μόνην
τὴν σκέψιν ὅτι ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη
τὸν Πάπαν καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο
τῆς ἀσεβείας.
104
Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἦσαν ἐκ τῶν
προτέρων προδικασμένοι νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν,
ὄντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, καὶ
ξενόδουλοι κόλακες καὶ κολακευόμενοι. (σσ. εἶναι
ἀξιοπρόσεκτο, πῶς ὁ κυρ-Φώτης ἐκφράζει τόσο
ξεκάθαρα τὴν ἁγιοπατερικὴ ὁρολογία γιὰ ὅσους
συμβαδίζουν μὲ τὴν αἵρεση). Ἔσπευσαν λοιπὸν νὰ
συνταχθῶσι μὲ τὸν “κόσμον”,μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν
κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ
ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, “εἰς τὴν ὧδε
μένουσαν πόλιν”, μὴ ἐπιζητοῦντες “τὴν
μέλλουσαν”, ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς
αὐτούς.
Οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ πιστοί, παρέμειναν
ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν
χώραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν
πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν
μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ
Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ
μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν
ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς
σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.
Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ
παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ
ὑμᾶς διώξουσιν”. Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ
105
θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος κλῆρος τῶν
γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον
στόμα του εἶπεν ἀκόμη: “Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”. Πῶς
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν
παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ
συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν
ἡσυχίᾳ καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;
Καὶ σεῖς οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τί εἴδους
ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα σᾶς
ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς
λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ
κόσμου τούτου τοῦ παρερχομένου, διότι
ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν
τοῦ Θεοῦ.
Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες
ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς
τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα
τὴν ὕλην, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς
μηχανάς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς
θαύματα τοῦ ἀντιχρίστου.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς
τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, “τὴν κενὴν ἀπάτην”, τὴν
106
διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς
ἀπογνώσεως, ὅπου οὐκ ἔστιν οὐδὲ ὀσμὴ τῆς
αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς
γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ
καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν
προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις
λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ
μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα
τοῦ Κυρίου “ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμὴν“
(Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ
κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν
ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι
τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα
τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα
τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς
ἀκολουθήσουν.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται
τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς
σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον
ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ
χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατοῦμεν ὡς τὸν μέγιστον
θησαυρόν. Μακαρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας, διότι
107
θὰ διωχθῶμεν καὶ θὰ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως
καὶ ἀληθείας.
Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης.
Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς
δορυφοροῦν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε
πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἀποστείλατέ τα ἐναντίον
μας. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐνεφανίσθη τὸ
αἱματωμένον καὶ ἀποτρόπαιον φάσγανον τῆς βίας,
διὰ νὰ ἐνσπείρη τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας
τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐρημιτῶν, οἱ
ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν
τελείᾳ ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ
εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον.
Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται ὡς
τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης εἰς τὸν
ἁγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν
αὐτοῦ τοῦ βδελύγματος τῆς βίας εὑρίσκεσθε σεῖς,
οἱ “ποιμένες οἱ μισθωτοί“, οἱ τρίδουλοι τῶν
ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς
ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.
Σπαράξατε τοὺς ἀθώους, τοὺς ἁγίους
ὁμολογητάς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ
ποιμένες. Σπαράξατε τὴν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς
τὸ Κολοσσαῖον εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ
Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.
108
Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ
προβάτου, καθ’ ὅσον αὕτη δὲν ἀπατᾶ πλέον
κανένα.
"Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!"».
109
Ἑπίλογος
Ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ παρατέθηκαν
γίνεται, πιστεύω, ἀπόλυτα σαφές, ὅτι —ὅπως
συμβαίνει μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν κληρικῶν— χωρὶς
τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν προτροπὴ πρὸς μίμηση τῶν
ἀγῶνων τῶν λαϊκῶν γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη δὲν
δύναται νὰ ἀλλάξει ἡ σημερινὴ τραγικὴ
κατάσταση στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα. Ὅταν οἱ
ποιμένες στέκονται στὸ ὕψος τους καὶ
ὑπερασπίζουν τὴν Ὀρθοδοξία οἱ λαϊκοὶ πρέπει νὰ
ὑπακοῦν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς ποιμένες τους
καλῶς ποιμαινόμενοι. Ὅταν ὅμως οἱ ποιμένες
προδίδουν, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως
ἐξεγείρονται οἱ λαϊκοί, ἀναλαμβάνοντες ἀγῶνες
ὑπὲρ αὐτῆς ἀψηφώντας κάθε κόστος.
Δὲν εἴμαστε, λοιπόν, ὅπως διδάσκει καὶ ὁ ἅγ.
Παΐσιος, «εὐσεβεῖς βόες», ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι μόνο
γιὰ νὰ γεμίζουμε τοὺς Ναούς, νὰ γεμίζουμε τὰ
παγγάρια τῶν Ἐπισκοπῶν καὶ νὰ φωνάζουμε
«ἄξιος», ὅταν καὶ ἂν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν γιὰ τὸ
θεαθῆναι. Ἔχουμε εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον,
ὅπως εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον εἶχαν οἱ πρόγονοί
μας, οἱ ὁποῖοι ἀψηφώντας τὰ πάντα, ἔδιωξαν τὸν
Ἄρειο, τὸν Νεστόριο, τὸν Μακεδόνιο, τὸν Βέκκο,
τὸν Καλέκα καὶ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὴν
110
Ἁγία, Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία
μας νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι, τιμώντας τὸν ἔλαιο καὶ
τὸ χρίσμα, ποὺ λάβαμε στὴν βαπτισή μας,
τιμώντας τὸ ἅγιο καὶ τρομερὸ ὄνομα ποὺ
φέρουμε: Χριστιανοί.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
111
112