Α. Τσακίρογλου - Οι αγώνες των λαϊκών υπέρ της ορθοδόξου πίστεως

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 113

Ἀφιερώνεται στὴν γυναίκα μου καὶ στὰ ἕξι

παιδιά μας ποὺ κηρύχθηκαν ἀποσυνάγωγοι γιὰ


τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ

Τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν πώληση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ θὰ διατεθοῦν


γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξη τῶν ἀποτειχισμένων
ἱερέων καὶ μοναχῶν ποὺ διώκονται ἀπὸ τοὺς
Οἰκουμενιστές.

1
Ἡ φωτογραφία στὸ ἐξώφυλλο δείχνει εἰκονομάχους νὰ
καλύπτουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μὲ ἀσβέστη. Ψαλτῆρι
Χλουντὸφ (περὶ τὸ 830). Μόσχα, ἱστορικὸ Μουσεῖο

ISBN: 978-618-00-0868-5

© Αδαμάντιος Τσακίρογλου 2019

tsakiroglou.a@gmail.com

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ἀντὶ ἐπιλόγου 4

2. Εἰσαγωγή 15

3. Ὁ ρόλος τῶν λαϊκῶν στὴν Ἐκκλησία 21

4. Ἡ πρώτη καὶ δεύτερη στάση ἀγῶνος 34

5. Ἡ Τρίτη στάση ἀγῶνος: Ἡ ἀποτείχιση τῶν


λαϊκῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση 65

6. Ἐπίλογος 113

3
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ἀποτελεῖ τραγικὴ διαπίστωση τὸ γεγονὸς ὅτι


ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἡ
πραγμάτωση τῶν ἀπίστευτων σὲ ἄλλες ἐποχὲς
γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ προφητειῶν τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων, δὲν θεωρεῖται πλέον ὡς
κάτι ἀναμενόμενο, κάτι ἀπίθανο, ἀδιανόητο, κάτι
ποὺ δὲν χωρᾶ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὡς
κάτι ἀπόλυτα πιστευτό, ἐν πολλοῖς βιούμενο,
ψηλαφητό, ἀφοῦ ἡ ἐπιστήμη τὸ προετοιμάζει(!)
καὶ ἡ τεχνολογία τοῦ ἤχου καὶ τῆς εἰκόνας, τὸ
παρουσιάζει ὡς πραγματικότητα, γιὰ τὴν
ἐξυπηρέτηση τῶν ἰδικῶν της, βέβαια, σκοπῶν· καὶ
τὸ παρουσιάζει στὶς πιὸ φριχτὲς δαιμονικὲς
παραμέτρους.

Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὶς Προφητεῖες αὐτῆς τῆς


κατηγορίας (ποὺ ἀναφέρονται κυρίως στὴν
«Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη»), ὑπάρχουν καὶ
κάποιες ἄλλες προφητεῖες, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο
πραγματοποιούμενες. Μιὰ τέτοια προφητεία
ἦρθε στὸ μυαλό μου (διαβάζοντας τὸ βιβλίο τοῦ
κ. Τσακίρογλου) ποὺ ἀνήκει στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν
Αἰτωλό, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὰ ἔσχατα

4
χρόνια «οἱ κληρικοὶ θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ
οἱ ἀσεβέστεροι ὅλων»! Καὶ αὐτὴ ἡ προφητεία
διαπιστώνουμε μὲ ὀδύνη ὅτι ἔχει ἀρχίσει νὰ
πραγματώνεται σήμερα.

Στὸ βιβλίο τοῦ κ. Τσακίρογλου γιὰ τοὺς «ἀγῶνες


τῶν λαϊκῶν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», ἐξ
ἀρχῆς ἀναγνωρίζεται καὶ τονίζεται ὁ
καθοδηγητικὸς ρόλος τῶν ἱερωμένων στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ οἱ ἀγῶνες ποὺ
ἀνέκαθεν ἔδιναν γιὰ τὴν Πίστη.

Δυστυχῶς ὅμως (κι ἐδῶ βλέπουμε θαυμάζοντες


πραγματοποιούμενη τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου
καὶ τὸν διαγραφόμενο ρόλο τῶν λαϊκῶν στὴν
σημερινὴ συγκυρία) αὐτὴ ἡ κατάσταση ἄρχισε νὰ
ἀλλάζει σταδιακὰ ἀλλὰ σὲ παγκόσμια κλίμακα,
τὸν προηγούμενο αἰῶνα. Καὶ ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ
παγιώθηκε ἰδιαίτερα τὶς τελευταῖες δεκαετίες.
Ἐπιβεβαιώθηκε μάλιστα τραγικά, ὅταν οἱ
Οἰκουμενιστὲς τόλμησαν νὰ ἐπισημοποιήσουν
τὶς κακόδοξες θεωρίες καὶ πρακτικές τους.

Κι αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἐπισημοποίηση -ὡς γνωστὸν


σὲ ὅλους- ἔγινε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ
πραγματοποιήθηκε τὸ 2016 στὸ Κολυμπάρι τῆς

5
Κρήτης. Σύνοδο ποὺ οἱ Οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν
παραπλανητικά, ὄχι Οἰκουμενική, ἀλλὰ «Ἁγία
καὶ Μεγάλη Σύνοδο», μὲ τὴν πονηρὴ σκέψη καὶ
ὑστεροβουλία ὅτι χαρακτηρίζοντάς την ὡς μὴ
Οἰκουμενική, θὰ ἀποφύγουν νὰ καταδικάσουν
τὶς αἱρέσεις, ὅπως ἔπρεπε νὰ κάνουν, μιμούμενες
τὸ παράδειγμα καὶ τὴν πρακτικὴ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων!

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ Σύνοδο, λοιπόν, τὸ σύνολο τῶν


ἱερωμένων καὶ ποιμένων, ἀποδέχτηκαν
μοιρολατρικὰ τὸ πραξικόπημα ποὺ τόλμησαν νὰ
κάνουν κατὰ τῆς Πίστεως τὰ μέλη τῆς
Κολυμπάριας Συνόδου! Ἀντὶ ἡ ληστρικὴ καὶ
κακόδοξη αὐτὴ Σύνοδος νὰ ἀποτελέσει τὴν
σταγόνα γιὰ νὰ ξεχειλίσει τὸ ποτήρι τῆς
ἀγανακτήσεως καὶ ἀντιδράσεως τους κατὰ τῶν
παραχαρακτῶν καὶ προδοτῶν τῆς Πίστεως, ἀντὶ
νὰ τοὺς ἐξεγείρει σὲ ἱερὴ ἐπανάσταση (ὅπως
ἄφηναν νὰ κατανοήσουμε πρὶν τὴν
πραγματοποίησή της), τοὺς φόβισε καὶ τοὺς
ἔκανε νὰ σκύψουν τὸ κεφάλι στὶς ἀποφάσεις τῆς
Δεσποτοκρατίας· κατέθεσαν στὰ πόδια τῶν
αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, τὸ ἀγωνιστικὸ
φρόνημα τοῦ ποιμένα (ὅσοι τὸ εἶχαν), καὶ

6
οὐσιαστικὰ στοὺς νεοταξίτες καθοδηγητές τους
καὶ στὸν ἄρχοντα-ἔνοικο τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ
προετοιμάζουν πυρετωδῶς τὴν ἔλευση τοῦ
Ἀντιχρίστου. Πρόκειται γιὰ μία πανδημία
προδοσίας. Ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία, μιὰ αἵρεση τόσο φανερὴ ἐξ αἰτίας τῶν
σύγχρονων ἔντυπων καὶ ἠλεκτρονικῶν μέσων,
δὲν ἀντιμετωπίστηκε μὲ τέτοια ἀδιαφορία,
συμβιβασμὸ καὶ ἀποδοχή.

Αὐτὴ ἡ κατάντια τῶν ποιμένων, βέβαια, ἦταν


προδιαγεγραμμένη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ
ἱερατικὸ σῶμα διαβρώθηκε ἀπὸ τὴν ὕπουλη
δράση τῆς Μασωνίας, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ
ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση ποὺ εἰσέβαλε στὸ χῶρο
τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἦταν καὶ προφητευμένη ἀπὸ
τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ πού, ὅπως
προαναφέρθηκε, προφήτευσε ὅτι «οἱ κληρικοὶ
θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ οἱ ἀσεβέστεροι
ὅλων»! Ἀσφαλῶς, στὴν προφητεία τοῦ ἁγίου
Κοσμᾶ περιλαμβάνεται καὶ ἡ ἠθικὴ κατάσταση
τῶν κληρικῶν.

Στὸ βιβλίο, ὅμως, τοῦ κ. Τσακίρογλου


ἐξετάζονται θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν
πίστη, γι’ αὐτὸ ἀφήνουμε κατὰ μέρος τὴν ἠθικὴ
7
πλευρὰ τῆς ζωῆς τῶν κληρικῶν, στὴν ὁποία
ἀναφέρεται ἀσφαλῶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, παρότι κι
ἐδῶ ἔδρασε Μασωνία καὶ Οἰκουμενισμὸς γιὰ τὴν
παγίδευση ὑψηλόβαθμων κληρικῶν, ὥστε δι’
αὐτῆς νὰ τοὺς ἐξουδετερώσει πλήρως. Ἐκεῖνο
ποὺ ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει, κι αὐτὸ ἐξετάζει τὸ
βιβλίο τοῦ κ. Τσακίρογλου, εἶναι ὁ τομέας τῆς
Πίστεως καὶ τῶν ἀγώνων γι’ αὐτὴ ἀπὸ τοὺς
λαϊκούς. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ οἱ σημερινοὶ
κληρικοὶ φαίνεται ὅτι ἔχουν ἀπολέσει τὸ
προφητικὸ χάρισμα, τὴν ἀγωνιστικότητα τῶν
ἱερωμένων ἄλλων περιόδων τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἱστορίας, ἐγκλωβίζοντας-καθοδηγώντας στὴν
ἴδια κατάσταση καὶ τοὺς λαϊκούς.

Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ


κατὰ τὴν ὁποία ἐπικρατεῖ ἡ μεγαλύτερη,
ὑπουλότερη καὶ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν
ἐποχῶν, ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ οἱ
Ποιμένες, οἱ Γέροντες, οἱ Πνευματικοί, οἱ
ἐξομολόγοι, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κάθε γένος καὶ
εἶδος κληρικῶν, ἐξ αἰτίας ὅσων παραπάνω
ἀναφέραμε, ζοῦν καὶ συμπεριφέρονται σὰν νὰ
μὴν ὑπάρχει αἵρεση! Ἐκτὸς ἐκείνων ποὺ
συμβιβάστηκαν πλήρως μὲ τὴν Παναίρεση, οἱ

8
ὑπόλοιποι ἢ ἀδιαφοροῦν, ἢ σιωποῦν, ἢ
διαμαρτύρονται, ἀλλὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς
αἱρετικούς. Καὶ στὴν πτώση τους ἔχουν
συμπαρασύρει τοὺς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι φέρονται
ὡς «πρόβατα μὴ ἔχοντα Ποιμένα». Κι ἔτσι ἡ
αἵρεση ἐπεκτείνεται ἀνενόχλητη σχεδόν, γιατὶ
κατάφερε ἐργαζόμενη ὑπούλως ἐπὶ τόσες
δεκαετίες νὰ ἐνσπείρει τὸ φόβο, τὴν ἀδιαφορία,
νὰ ἀπομακρύνει τὸν σύγχρονο ἱερωμένο ἀπὸ τὸν
ἀσκητικό-ἡσυχαστικὸ ἁγιοπατερικὸ τρόπο ζωῆς.
Ἐπικράτησε ἡ ἰδιοτέλεια καὶ τὸ προσωπικὸ
συμφέρον, ποὺ ἔχει παραλύσει κάθε ἀγωνιστικὸ
νεῦρο τῆς ψυχῆς.

Οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι πληρώνονται ἀπὸ τὸ


κράτος, ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ
τοὺς Ἐπισκόπους, ἔχουν συμβιβασθεῖ καὶ οὔτε
ποὺ σκέπτονται μιὰ ἀντίδραση ἀποτελεσματική,
ὅπως εἶναι αὐτὴ ποὺ προτείνουν καὶ ἐφάρμοσαν
οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν. Κι ἂν αὐτὴ ἡ
κατάσταση ἐπικρατεῖ στὸ χῶρο τῶν κληρικῶν,
εἶναι φυσικὸ στὸ χῶρο τῶν λαϊκῶν τὰ πράγματα
νὰ εἶναι χειρότερα.

Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα κατανοεῖ κανεὶς ὅτι στὴν


ἐποχή μας, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή,
9
ἀφοῦ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ἔχουν
ἀπεμπολήσει οἱ ἱερωμένοι καὶ οἱ μοναχοί (παρὰ
τὶς ἐξαιρέσεις), τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος πέφτει σὲ
μεγαλύτερο βαθμὸ στοὺς λαϊκούς, ὡς πρὸς ἕνα
κυρίως σημεῖο· διότι, ναὶ μὲν οἱ λαϊκοὶ ἔχουν τὶς
οἰκογενειακὲς φροντίδες καὶ τόσα ἄλλα
κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, ἀλλὰ
τουλάχιστον αὐτὰ δὲν ἐξαρτῶνται ἀκόμα ἀπὸ
τοὺς προϊσταμένους τους Ἐπισκόπους, αὐτοὺς
ποὺ κατὰ τὸν Ἅγιο «θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ
οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων»!

Εἶναι τολμηρὸ καὶ νὰ τὸ πεῖ κανείς, ἀλλὰ σήμερα


οἱ λαϊκοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ ἀναλάβουν
πρωτοβουλίες, σταυροφορία, γιὰ νὰ
παρακινήσουν, νὰ ξεσηκώσουν, νὰ
ταρακουνήσουν τοὺς ἱερεῖς. Νὰ τοὺς θυμίσουν ὅτι
εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴ καθῆκον τους ἡ ἀντιμετώπιση
τῶν αἱρετικῶν, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ποιμνίου ἀπὸ
τοὺς Οἰκουμενιστές, ὥστε νὰ προφυλάξουν καὶ
διασώσουν τὸ ποίμνιο. Δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ
σιωποῦν, ἂν θέλουν νὰ συνεχίσουν νὰ εἶναι
ποιμένες. Καὶ ναὶ μὲν οἱ λαϊκοὶ δὲν ἔχουν
δικαίωμα νὰ τοὺς καθαιρέσουν (αὐτὸ τὸ
δικαίωμα τὸ ἔχει μόνο ἡ Σύνοδος), ἀλλὰ ἔχουν

10
δικαίωμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτούς, ἔχουν
δικαίωμα νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς φιλο-
Οικουμενιστὲς ἀπὸ τὴ ζωή τους, νὰ κλείσουν τὶς
πόρτες τῶν Ναῶν, ὅπως ἔχει γίνει ὄχι λίγες
φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

Πρέπει οἱ λαϊκοὶ πιστοὶ νὰ στηρίξουν, ὅσους


ἱερεῖς συμφωνοῦν γιὰ τὴν ἀνάγκη
ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ δὲν
τὸ τολμοῦν, γιατὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας, τῆς
μεταθέσεως, τῆς μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο
καρατομήσεώς τους ἀπὸ τὸν κυρίαρχο Δεσπότη
τοὺς παραλύει, μιᾶς καὶ εἶναι δύσκολο σήμερα νὰ
ξεπεράσει κανεὶς τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ
θὰ δημιουργοῦσε γιὰ τὶς ἱερατικὲς οἰκογένειες
ἕνας τέτοιος διωγμός.

Πῶς ὅμως θὰ ἐμπνεύσουμε ἐμπιστοσύνη στοὺς


καλοδιάθετους κληρικούς, ὅτι θὰ εἴμαστε ἀρωγοί
τους, ὅταν μεταξύ μας ἐπικρατοῦν ἡ
ἀσυνεννοησία, οἱ μικρότητες, ἡ ἔλλειψη
πνεύματος θυσίας; Ἡ προσπάθεια τῶν λαϊκῶν
σήμερα, μπορεῖ νὰ ἔχει θετικὰ ἀποτελέσματα,
ὅταν οἱ κληρικοὶ ἀντιληφθοῦν ὅτι μποροῦν νὰ
στηριχθοῦν σὲ ἀποφασισμένους πιστούς,
ὁμονοοῦντες κι ὄχι διχασμένους καὶ
11
μοιρασμένους σὲ ὁμάδες. Σὲ πιστοὺς ποὺ πάνω
ἀπ’ ὅλα βάζουν τὴν Πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸν
Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του μὲ ὁποιοδήποτε
κόστος. Εἶναι πλέον «καιρὸς εὐπρόσδεκτος» νὰ
συνειδητοποιήσουμε, ὅτι «ἡ νύξ προέκοψε, ἡ δέ
ἡμέρα ἤγγικεν»· οἱ ἔσχατοι καιροὶ ἔρχονται, καὶ
λοιπὸν καιρὸς νὰ ἀκούσουμε τὴν φωνὴ τοῦ
Ἀποστόλου ποὺ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων
προτρέπει: «ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως
περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, …μὴ ἔριδι
καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς
ἐπιθυμίας» (Ρωμ 13, 12-14).

Μελετήσαμε στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο


ἀντιπροσωπευτικὰ παραδείγματα, μιὰ
μικρογραφία τῆς στάσεως καὶ τῆς συμπεριφορᾶς
τῶν λαϊκῶν κατὰ τῶν αἱρετικῶν στὴ διαχρονικὴ
ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν τὰ ἀκολουθήσουμε –
ὅπου καὶ ὅσο μπορέσουμε– λαϊκοὶ καὶ κληρικοί,
θὰ καταφέρουμε νὰ σταθοῦμε στερεοὶ στὴν
Πίστη –αὐτὴ τὴν ἔσχατη ὥρα– ἀντίθετοι στὴν
Παναίρεση, στοὺς ἐκφραστές της καὶ σὲ ὅλο τὸ
ἀντίχριστο σύστημα ποὺ κρύβεται πίσω της. Καὶ
τώρα, ἀλλὰ κυρίως ὅταν θὰ ξεσπάσει ἡ

12
σκληρότητα καὶ ἡ ἀγριότητα γιὰ τὴν πλήρη
ἐπικράτησή της. Γιατὶ ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὁμόνοια
ἑλκύει τὴν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ἐνισχύει καὶ
δυναμώνει τοὺς ἀγωνιστές. Ἐδῶ ἁρμόζει, ὅσο
πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ ποτὲ ἄλλοτε, ἡ προτροπὴ γιὰ
ὁμόνοια καὶ ἑνότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου:

«Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ


Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε
πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ
κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ
γνώμῃ» (Α΄Κορινθίους, α΄ 10-17).

Κι ἄν –παρὰ ταῦτα– οἱ πολλοὶ ἱερεῖς


παραμείνουν στὸ Δεσποτοκρατικὸ σύστημα τῆς
ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας, ἀρκοῦν οἱ πέντε-
δέκα ποὺ ὑπάρχουν, ἀρκεῖ νὰ συσπειρωθοῦν
γύρω τους, ἕνα σῶμα ὁμονοούντων ὀρθοδόξων
πιστῶν. Τότε εἶναι σίγουρο ὅτι «ἡ Χάρις τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» θὰ τοὺς πολλαπλασιάσει καὶ θὰ
καθοδηγήσει σὲ δρόμους σωτηρίας τὸ «μικρὸ
ποίμνιο».

Σημάτης Παναγιώτης

13
Οἱ ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν ὑπὲρ τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως

Εἰσαγωγή
Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν Της –καὶ κυρίως τῶν
αἱρέσεων– ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ βιβλία καὶ
κείμενα. Τὰ βιβλία καὶ κείμενα αὐτὰ προβάλλουν
ἰδίως τοὺς ἀγῶνες τῶν κληρικῶν, ἱερέων καὶ
μοναχῶν, δὲν ἀναφέρονται ὅμως τὸ ἴδιο

14
συγκεκριμένα καὶ ἐκτεταμένα στοὺς ἀγῶνες τῶν
λαϊκῶν. Ἡ παράλειψη αὐτὴ ἔχει τὶς ρίζες της ἔχει
στὴν κληρικολατρεία καὶ τὴν ὑποβάθμιση τοῦ
λαϊκοῦ στοιχείου, κάτι ποὺ δὲν συνέβαινε κατὰ
τοὺς ἀποστολικοὺς καὶ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς
καὶ τουλάχιστον μέχρι τὸν 13ο αἰῶνα, ἀλλὰ στὴν
συνέχεια σιγά-σιγὰ ἐπεκράτησε, μὲ ἔξαρση τὶς
τελευταῖες δεκαετίες. Τοῦτο, μαζὶ μὲ τὴν ἐλλειπῆ
κατήχηση εἶχε σὰν τραγικὸ ἀποτέλεσμα, οἱ
περισσότεροι σημερινοὶ λαϊκοί, τὸ ποίμνιο, νὰ
ἀγνοοῦν τὴν βαριὰ κληρονομιὰ καὶ τὸν ρόλο ποὺ
ἔχουν καὶ πρέπει νὰ διαδραματίζουν καὶ
ἀκολούθως νὰ μὴν διακατέχονται ἀπὸ τὴν ἴδια
ἀγωνιστικότητα, αὐτοθυσία καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο
πνεῦμα εὐθύνης, ὅπως παλαιότερα. Ἐφ’ ὅσον ὁ
ἀγώνας εἶναι γιὰ τὸ «σπίτι» μας, τὴν Ἐκκλησία,
καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ
Ὁμολογία Πίστεως, ἡ εὐθύνη καταμερίζεται σὲ
κάθε Χριστιανό, χωρὶς νὰ παραβλέπεται βέβαια ὁ
καθοδηγητικὸς ρόλος τῶν ἱερωμένων καὶ τῶν
μοναχῶν.
Ἔτσι λοιπόν, διὰ τῆς καταλυτικῆς
ἐπιδράσεως τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς κατάπτωσης
τῶν κληρικῶν καὶ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς
ἁγιοπατερικῆς μας Παραδόσεως διὰ τοῦ
15
Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ ἡ
ἁγιοπατερική μας Παράδοση. Καὶ παρατηροῦμε
μὲ ἀνησυχία ὅτι μεταβάλλεται τὸ φρόνημα καὶ
τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς
Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ
καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς καινοτομίες
ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς
Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, δηλαδή, σὲ τόσο
μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ
χριστιανοί, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ
ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ
δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί
μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες
πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί
οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως
προσήρχοντο –καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς
ἀναγκάσει– γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη,·
γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ
ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν)
ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς
ἀληθινῆς Πίστεως.
Οἱ ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν ἔχουν ὡς θεμέλιο καὶ
ἐκφράζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱ. Παράδοση. Ἡ
Παράδοση αὐτὴ ἐκφράζεται περίφημα στὰ
γνωστὰ χωρία τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:
16
«Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως... Ὥστε, ὅτε περὶ πίστεως ὁ
λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἰμι; Ἱερεὺς,
ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης;… Οὐά οἱ
λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;».1
«Oὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων
ἐστίν, ὀφείλει διαγωνίζεσθαι λαλῶν καὶ διδάσκων
τὸν τῆς Ὀρθοδοξίας λόγον. Ἀλλά γὰρ εἰ καὶ
μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ
παρρησιάζεσθαι τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἐλευθεροστο-
μεῖν» .2
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν λαμβάνει ὑπ΄
ὄψιν του καὶ δὲν θεωρεῖ ἐμπόδιο τὸν συμβατικὸ
χωρισμὸ σὲ κοινωνικὲς τάξεις, γιὰ τὴν ἐνεργῆ
συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως. Στοὺς
ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι πρέπει νὰ
συμμετέχουν, ἀνεξαρτήτως θέσεως ἢ ἀξιώματος.
Ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε πιστοῦ,
ρασοφόρου ἢ μή, καὶ ἀνεξαρτήτως πνευματικοῦ
ἐπιπέδου ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Ἀκόμα κι
ἂν ἀπὸ ἄγνοια ἢ ὑπερβάλλοντα ζῆλο γίνονται σ’
αὐτὸν τὸν ἀγώνα λάθη, τὸ φταίξιμο δὲν εἶναι τῶν
ἀγωνιστῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ τῶν κληρικῶν ποὺ

1 (P.G. 99, 1321 B)


2 (P.G. 99, 1120).
17
ἀρνοῦνται τὴν πρωτοπορία ποὺ τοὺς ἔχει δοθεῖ
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, νὰ προΐστανται δηλαδὴ
στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως καὶ νὰ θυσιάζονται,
δίνοντας τὸ παράδειγμα ὡς “καλοὶ Ποιμένες” κι
ὄχι “μισθωτοί”. Στὴν περίπτωση ποὺ αὐτοὶ
πρωτοποροῦν θεοφιλῶς, οἱ τυχὸν “ζηλωτὲς”
λαϊκοί, εὔκολα νουθετοῦνται ἢ ἀπομονώνονται.
Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ οἱ Ποιμένες
ἀπουσιάζουν ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως, εἶναι
εὐλογημένη ἀκόμα καὶ ἡ πρωτοπορία τῶν
λαϊκῶν, ἀρκεῖ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἐκκλησιαστική
μας Παράδοση, ἄλλοι μὲ τὶς ἱκανότητες, ἄλλοι μὲ
τὶς ἔλλείψεις τους, ἀλλὰ πάντα γιὰ τὴν
ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως καὶ ἀνιδιοτελῶς.
Σήμερα, δυστυχῶς, αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση
ἔχει ἐκλείψει, μιᾶς καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ ὁμολογεῖν
καὶ ἐλέγχειν τὸ οἰκειοποιήθηκαν κατὰ δυτικὸ
τρόπο μόνο οἱ σπουδαγμένοι καὶ οἱ ρασοφόροι,
στοὺς ὁποίους πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακούουν,
ἀκόμα καὶ ἂν αὐτοὶ διαστρεβλώνουν τὴν Ἱ.
Παράδοση. Ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω πρὶν ἀπὸ
λίγους αἰῶνες κανένας ἱερωμένος δὲν θὰ
τολμοῦσε νὰ λειτουργήσει μὲ αὐτὸ τὸν
ἀντιπατερικὸ τρόπο, διότι ἡ ἀντίδραση τοῦ
ποιμνίου θὰ ἦταν ἀμείλικτη.
18
Στὸ ἀκόλουθο πόνημα θὰ παρατεθοῦν
χαρακτηριστικὰ διαχρονικὰ παραδείγματα ἀπὸ
τοὺς ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ δὲν
παρουσιάζονται γιὰ νὰ ἐκθειάσουν τὸν ρόλο τῶν
λαϊκῶν. Παρουσιάζονται γιὰ νὰ τὸν
προσδιορίσουν καὶ τὸν ἀναδείξουν σὲ μία περίοδο
ποὺ αὐτὸς ὑποτιμᾶται καὶ γιὰ νὰ ὑπενθυμίσουν
στὸ ποίμνιο ποιά καθήκοντα καὶ ποιά βαριὰ
εὐθύνη αὐτὸ φέρει, ἰδιαίτερα στὴν σημερινὴ
ἐποχὴ ἐπικρατήσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ ταυτόχρονα νὰ θέσουν τοὺς
ἱερωμένους πρὸ τῶν τρομερῶν εὐθυνῶν τους.

19
Ὁ ρόλος τῶν λαϊκῶν στὴν Ἐκκλησία

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεανθρώπινος


ὀργανισμός, ἕνα σῶμα τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλὴ εἶναι
ὁ Χριστὸς καὶ τὸ σῶμα οἱ πιστοὶ Χριστιανοί. Οἱ
Χριστιανοὶ ἀνάλογα μὲ τὴν θέση καὶ τὸ
διακόνημα ποὺ ἔχουν ἀποτελοῦν τὰ διαφορετικὰ
μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος. Οἱ ποιμένες, οἱ
κληρικοί, ἔχουν τὸν ρόλο τους καὶ οἱ λαϊκοὶ τὸν
δικό τους: «Διαιρέσεις δέ χαρισμάτων εἰσί»,
γράφει ὁ Παῦλος πρὸς Κορινθίους, «καί
διαιρέσεις διακονιῶν εἰσί... τό σῶμα οὐκ ἐστιν ἕν
μέλος, ἀλλά πολλά... εἰ ὅλον τό σῶμα ὀφθαλμός,
ποῦ ἡ ἀκοή; Εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις;» (Α' Κορ.
12, 4-17.). «καθάπερ γάρ ἐν ἑνί σώματι μέλη πολλά
ἔχομεν, τά δέ μέλη πάντα οὐ τήν αὐτήν ἔχει
πρᾶξιν, οὕτως οἱ πολλοί ἕν σῶμα ἐσμέν ἐν
Χριστῷ... ἔχοντες χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν
δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα» (Ρωμ. 12, 4-6). Στὸ σῶμα
αὐτὸ οἱ λαϊκοὶ δὲν ἀντικαθιστοῦν τοὺς κληρικούς
«ἡμεῖς οἱ λαϊκοὶ δὲν εἴμεθα καὶ κληρικοί»,3 ὅπως
κάνουν οἱ Προτεστάντες, οὔτε ὅμως οἱ κληρικοὶ
ἀντικαθιστοῦν τὴν κεφαλή, τὸν Χριστό, π.χ. μὲ
ἕναν ἐπίσκοπο, ὅπως κάνουν οἱ Παπικοί ἢ οἱ

3 (Τερτυλλιανός, De pudicitia, 7)
20
σημερινοὶ Οἰκουμενιστές. Παρὰ ὅμως αὐτὸν τὸν
διαχωρισμὸ πρέπει πρωτίστως νὰ τονιστεῖ τὸ
ἑξῆς: Ὡς λαϊκοὶ χαρακτηρίζονται κυριολεκτικὰ
ὅλοι οἱ πιστοὶ στὴν Ἐκκλησία:
«Πράγματι, λαϊκός είναι κάθε χριστιανός,
κάθε βαπτισμένος, κάθε μέλος τής Εκκλησίας. Η
εκκλησιαστική κοινότητα, ο Λαός-Σώμα Χριστού,
αποτελεί την θεμελιώδη πραγματικότητα, το
έδαφος όπου κάθε εκκλησιαστικό λειτούργημα
φυτρώνει. Εάν λοιπόν η Σάρκωση και η Ανάσταση
από το ένα μέρος, η Πεντηκοστή δε από το άλλο
έχουν θεμελιώσει την Εκκλησία, τα μυστήρια του
βαπτίσματος και του Χρίσματος την σχηματίζουν
αδιάλειπτα μέσα στο χρόνο. Το μυστήριο της
ιερωσύνης εξ άλλου την οργανώνει... Οι κληρικοί
λοιπόν είναι επίσης μέλη του Λαού-Σώματος, είναι
στην πλήρη σημασία της λέξης, και αυτοί
πρωτίστως λαϊκοί (σσ. ἐδῶ πρέπει νᾶ τονιστεῖ ὅτι
ἐδῶ ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ὄχι μὲ ἱεραρχικὴ
ἔννοια, ἀλλὰ ὡς ὑπενθύμιση ὅτι ὅλοι εἴμαστε
λαὸς τοῦ Θεοῦ».4 Καὶ «Ὅπως βέβαια καὶ τὸ

4(«Βασίλειον ιεράτευμα», Μελέτη επί του προβλήματος του λαϊκού


στοιχείου, Παναγιώτου Νέλλα, Σύναξη 83, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2002,
σελ. 48-60)
21
βάπτισμα εἶναι ἕνα καὶ ἡ τράπεζα μία καὶ ἡ πηγὴ
καὶ ἡ κλήση μία καὶ ὁ Πατέρας ἕνας», 5
Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, δὲν εἶναι
ἱεροκρατική, ὅπως ὁ Παπισμός, ἀλλὰ ἱεραρχική.
Ἂν καὶ ὅλοι εἶναι ὡς μέλη λαϊκοί, λαὸς τοῦ Θεοῦ,
ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ποιμαντικὴ θέση
καὶ εὐθύνη τῶν κληρικῶν, καθὼς καὶ τὴν τιμὴ
ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει καὶ ἐπιβάλλει (ὅπως καὶ τὶς
φοβερὲς ὑποχρεώσεις), ἀλλὰ θεωρεῖ ἐξ ἴσου
σημαντικὰ καὶ ἀδιαίρετα μέλη του σώματός Της,
τοὺς λαϊκούς. Ὅλοι ἀποτελοῦν «βασίλειον
ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον καὶ λαὸν εἰς
περιποίησιν» (Πέτρου Α΄, 53). Καὶ ὅπως γράφει ὁ
Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Στο χωρίο αυτό το
«βασίλειον ιεράτευμα» –βασιλικό και ιερατικό
χάρισμα– που συνδέεται με το «γένος εκλεκτόν,
έθνος άγιον» αναφέρεται στην εν Χριστώ ζωή, της
οποίας μετέχουν όλοι οι Χριστιανοί και στις
δυνατότητες τις οποίες έχουν να περάσουν από το
σκότος «εις το θαυμαστόν αυτού φως... Επομένως,
το «βασίλειον ιεράτευμα» είναι η όλη πορεία της
αναγεννήσεως του ανθρώπου, Κληρικών και
λαϊκών, όπως την ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες

5(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΡΓΑ, Ὁμιλία ΙΗ΄, Ε.Π.Ε., 19,


Θεσ/νίκη 1986).
22
της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως ο άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής στα έργα του με την θεολογία του
που αναφέρεται στην πρακτική φιλοσοφία ή
κάθαρση, την φυσική θεωρία ή φωτισμό και την
μυστική θεολογία ή θέα του Θεού.6
Φυσικὰ ὑπάρχει μία ὄχι ἐπιφανειακὴ ἀλλὰ
οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ ποιμένων καὶ
ποιμαινομένων, διαφορὰ ἡ ὁποία καθορίζεται καὶ
ἀπὸ τὸν ρόλο καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχει τὸ κάθε
μέλος. Ὅμως παρόλες τὶς διαφορετικὲς
ἱεραρχικὲς διαβαθμίσεις καῖ εύθῦνες, ὅλες οἱ
πράξεις καὶ ἐνέργειες θεωροῦνται καὶ ἐννοῦνται
ὡς ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς σώματος: «Πάντες ἐπὶ τὸ
αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις
ἔστω κοινή, εἰς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν
πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ
ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς εἷς, εἰς τὸν ναὸν
Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἓνα
Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου
Θεοῦ» .7
Τὸν ρόλο τὰ καθήκοντα καὶ τὴν εὐθύνη τῶν
ποιμένων, ἱερέων καὶ Ἐπισκόπων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ

6 » (Το «βασίλειο ιεράτευμα» και η ιερωσύνη. Απάντηση στον κ. Πέτρο


Βασιλειάδη και τον π. Βασίλειο Θερμό)
7 (Ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Προς Μαγνησίους, 7, 1-2).

23
ἁγιαστικὸ μέρος, τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων καὶ
τῶν Ἀκολουθιῶν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
στὶς Α’ και Β’ ἐπιστολές του πρὸς Τιμόθεον καὶ
στὴν ἐπιστολή του πρὸς Τίτον, στὶς ὁποῖες
ὑποδεικνύει τὰ ἀδιάλειπτα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα
καθήκοντα τῶν ποιμένων: Ὁ ποιμένας πρέπει νὰ
ἔχει καθαρὴ πίστη καὶ νὰ εἶναι ἀκλόνητος τύπος
τῆς ἀρετῆς. Νὰ γνωρίζει καὶ νὰ διδάσκει μὲ
ἀκρίβεια τὸν νόμο, τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ τηρώντας, πρῶτος αὐτός, αὐτὰ ποὺ
διδάσκει. Νὰ νουθετεῖ, νὰ στηρίζει τοὺς
ἀδύναμους, νὰ σηκώνει αὐτούς, ποὺ ἔχουν πέσει,
νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχασαν.
Νὰ εἶναι μαχητὴς καὶ φρουρὸς ἀκοίμητος τοῦ
ποιμνίου του, γιατί ἂν δὲν εἶναι, ἀντὶ νὰ
ὠφελοῦνται οἱ Χριστιανοί θὰ σκανδαλίζονται
ὰπὸ αὐτὸν καὶ θὰ βλάπτονται πνευματικὰ ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ
αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μικρὸ ποίμνιο δὲν θὰ
ἀκολουθήσει καὶ θὰ ἀποκηρύξει αὐτὸν τὸν
ποιμένα ὡς μισθωτὸ καὶ ληστή.
Γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο μάλιστα ἀπαιτεῖται, μὴ
λογαριάζοντας τὸ κόστος καὶ τὴν κούραση, ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἄλλων ἱερῶν του
καθηκόντων, νὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ νὰ καταβάλλει
24
πάντοτε κάθε δυνατὴ προσπάθεια, ὥστε νὰ μὴν
εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία ξένος αἱρετικός,
Διάκονος ἢ Ἱερέας καὶ πολὺ περισσότερο,
Ἀρχιερέας, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἔχει ὀρθὴ πίστη,
χριστιανικὴ διαγωγὴ καὶ βίο, ποὺ θὰ
σκανδαλίζει, ἀλλὰ καὶ θὰ αἱρετίζει καὶ θὰ
διαστρέφει μὲ ψεύδη καὶ μὲ πλάνες τὸν λόγο τοῦ
Θεοῦ.
Παράλληλα ὅμως τονίζεται ὁ ρόλος καὶ ἡ εὐθύνη
τῶν λαϊκῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ὕπαρξη
κληρικῶν χωρὶς αὐτὴ τῶν λαϊκῶν καὶ τὸ
ἀντίθετο. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ συμμετοχὴ καὶ ἡ σύμπραξη τῶν
λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, στὴν ἐκλογὴ καὶ
τὴν ἐγκατάσταση τῶν κληρικῶν κάθε βαθμοῦ
στὰ ἱερατικά τους καθήκοντα θεωρεῖται
ἀναγκαία καὶ ἐπιβεβλημένη. «Ὁ ἱερός
Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολυτίμους καί
ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός
διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ
παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ
βαρύτατον ἁμάρτημα, διό καί ὁ Χρυσόστομος
θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς
διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό

25
αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς
Ἐκκλησίας».8
Κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς αὐτῆς τῆς σχέσης καὶ
αὐτοῦ τοῦ ρόλου τῶν δύο πλευρῶν εἶναι
ἀντικανονικὴ καὶ ἀντεκκλησιαστική. Ἀλλὰ καὶ
ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς ἐκ μέρους τῶν
λαϊκῶν καὶ τῆς διδαχῆς ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν
ὑπάρχουν ἀσφαλιστικὲς δικλεῖδες ποὺ ἂν
παραβιαστοῦν ἀλλάζουν καὶ οἱ ρόλοι τῶν μελῶν.
Γράφουν οἱ Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων:
«Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί,
ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ
πρόβατον πρὸς πρόβατον», καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας
λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν καὶ
τῆς εἰς τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν
ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ λαϊκὸν πρὸς
λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ
πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα
μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ
ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ
ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς
διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ

8(Κ. Μουρατίδης, Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν


διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (διατριβή), ἐν Ἀθήναις 1958, σ.
212)
26
ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι
κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν
φθοροποιῶν ποιμένων» .9
Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ θεολόγος π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε
Κληρικός– δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει
ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν
μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν
Ἐκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε
και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν». «... ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ
κάθε Κληρικός– πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη
του τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώσῃ, νὰ
φανερώσῃ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι της. Δὲν
πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἀφ' ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς
Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae»[...] Τὴν πλήρη
ἱκανότητα νὰ διδάσκῃ δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ
Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ἀπὸ τὸ ποίμνιό
του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς
διαδοχῆς. Ἀλλ' ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει
δοθῇ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νὰ φέρῃ τὴν
μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας.
Περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως,
σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ

9 (Διαταγ. Ἀποστ. 2,19).


27
κρίνῃ ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον
τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος –
καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ
πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν
κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ». 10

Ἀλλὰ καὶ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου καθὼς «καὶ τῆς


κοινωνικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς καὶ πάσης ἄλλης
ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὅλης ἐν γένει
ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μέχρι τῆς Ὀρθοδόξου
λατρείας» (Ἰ. Καρμίρης) πρέπει νὰ μετέχει ὁ
λαϊκός. Τὸ κύριο ὅμως μέλημα καὶ εὐθύνη τοῦ
λαϊκοῦ, παράλληλα μὲ τὴν προσωπική του
μετάνοια, τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν
διακονία στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἡ
ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως:
«...ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί
κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς
Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά συμβάλλωσιν
εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς
κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε
ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς

10(π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας,


1973, σελ. 208).

28
Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά
προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί
ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον
σκάφος τῆς Ἐκκλησίας... (σσ. γιὰ τοὺς
σημερινοὺς ποιμένες αὐτὸ δὲν ἰσχύει πιά, καθὼς
ὁ λαϊκὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ
ἀκολουθεῖ). Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό
γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος
ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του
διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”»
11

Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς


Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς
Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (πόσο
μᾶλλον, ὅταν οἱ κληρικοὶ συμβιβάζονται ἢ
σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν
εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ
χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ
ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη
πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει
παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς
σήμερα. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅσον ἀφορᾶ τὴν
ὑπεράσπιση καὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, δὲν

11(Κ. Μουρατίδης, Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν


διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου σελ. 219).
29
ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και
ὑφισταμένων, πτυχιούχων καὶ μή, κληρικῶν καὶ
λαϊκῶν (συγχωρέστε μου τὴν ἐπανάληψη:
κυρίως, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται, σιωποῦν ἢ
ὁμιλοῦντες ἀστοχοῦν).
Αὐτὸ ἀκριβῶς τονίζει καὶ ἡ ἀπάντηση τῶν
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὸν Πάπα Πίο Θ΄ τὸ
1848, ἡ ὁποία τόνισε τὴ σημασία τοῦ ρόλου ἀλλὰ
καὶ τοῦ καθήκοντος τοῦ ποιμνίου στὴν
διαφύλαξη καὶ διατήρηση τῆς Πίστεως τῆς
Ἐκκλησίας:
«Σὲ μᾶς, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε Σύνοδοι
μπόρεσαν ποτὲ νὰ εἰσαγάγουν νέα [σσ. δόγματα
καὶ διδασκαλίες], διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς
θρησκείας εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
δηλ. ὁ ἴδιος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος θέλει τὸ θρήσκευμά
του αἰωνίως ἀμετάβλητο καὶ ὁμοειδὲς μ’ αὐτὸ
τῶν πατέρων του» [«Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι,
οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα,
διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις
ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον

30
καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» 12Οἱ ἀγῶνες
τῶν λαϊκῶν ὡς πρὸς τὴν ὑπεράσπιση τῆς
Πίστεως καὶ τῆ Παρακαταθήκης ποὺ παρέλαβαν
ἑστιάζονται κυρίως σὲ τρεῖς κυρίως
τομεῖς/στάσεις: Ὅταν προσπαθοῦν νὰ τοῦ
ἐπιβάλλουν ποιμένες, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν
ἐκφράζουν (δηλ. στὴν ἄρνησή τους νὰ δεχτοῦν
ἀνάξιους/κακοδοξοῦντες ποιμένες), ὅταν
διώκουν τοὺς εὐσεβεῖς ποιμένες (δηλ. στὴν
ὑπεράσπιση τῶν καλῶν ποιμένων) καὶ κυρίως,
ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο πίστη του
(δηλ. στὴν ὑπεράσπιση τῶν δογμάτων και στὴν
ὁμολογία). Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπευθύνονται τὰ
δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων
Πατέρων (σσ. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ
συγγράμματα) σὲ μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς,
στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς
μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς
προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες.
13 Οἱ δύο πρῶτοι τομεῖς/στάσεις θὰ
παρουσιαστοῦν παρακάτω παράλληλα καὶ ὡς

12 (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς


Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 920)].
13 (π. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καὶ

κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, 1997, σελ. 44)


31
ἑνότητα, μιᾶς καὶ ὅταν διώκεται ἕνας εὐσεβὴς
ποιμένας συνήθως ἐπιβάλλεται ἕνας ἀσεβής, καὶ
τὸ ἀντίθετο.

32
Ἡ πρώτη καὶ δεύτερη στάση ἀγῶνος

Ἤδη ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια φαίνεται αὐτὴ ἡ


στάση καὶ τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ. Στὸ κατὰ
Μᾶρκον 11, 27f. διαβάζουμε, ὅτι, ὅταν ὁ Ἰησοῦς
ρώτησε τοὺς Φαρισαίους ἂν τὸ βάπτισμα τοῦ
Ἰωάννου ἦταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, αὐτοί: «ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς
λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί οὖν
οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ
ἀνθρώπων; -ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ
εἶχον τὸν Ἰωάννην ὅτι προφήτης ἦν. καὶ
ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· οὐκ οἴδαμεν».
Βλέπουμε δηλ. τοὺς Φαρισαίους νὰ φοβοῦνται
τὸν λαό, ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν
προφήτη τοῦ Θεοῦ, Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, καὶ νὰ
τιμωρήσει, ὅποιον τὸν ἀμφισβητήσει, ἀκόμα καὶ
τοὺς ἱεράρχες του.
Ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11,
2f.) διαβάζουμε: «καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς
Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ
περιτομῆς λέγοντες...». Ἔλεγξαν δηλ. οἱ πιστοὶ
τὸν Πέτρο, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη τους ἔσφαλε ὁ
Ἀπόστολος, ποὺ συνῆλθε και συνέφαγε μὲ
ἐθνικούς. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε –δὲν
33
θύμωσε, δὲν παρεξηγήθηκε, δὲν εἶπε, ποιοί εἶστε
ἐσεῖς, ποὺ θὰ μὲ ἐλέγξετε– ἐκεῖνοι «ἀκούσαντες
δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν».
Στὸν Ἀπόστολο τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων
Πάντων διαβάζουμε τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ γιὰ
τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν ὁμολογία τῶν Προφητῶν
τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν λαϊκῶν γιὰ τὴν
πίστη ἑνῶ παράλληλα τονίζεται καὶ τὸ ὕψιστο
καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ, ἡ ὁμολογία καὶ
ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Τὰ παρακάτω λόγια
τοῦ Παύλου ἀποδείχθηκαν ἀληθινὰ καὶ ἐπίκαιρα
γιὰ κάθε περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας
καὶ δὲν διαχωρίζουν σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς,
ἀλλὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλους ὡς ἕνα σῶμα:
«Οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας,
εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν,
ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν
πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας,
ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν
ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν
ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς
νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ
προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος
ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ
μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ
34
φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν,
ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον,
περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν,
ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ
ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ
ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Πρὸς
Ἑβραίους, ΙΑ' 33-40).
Γιὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν δὲν θὰ
ἀναφερθεῖ ἐδῶ κάτι συγκεκριμένο· πρῶτον γιατὶ
εἶναι σὲ ὅλους γνωστὲς καὶ ἀδιαμφισβήτητες οἱ
θυσίες, τὸ σθένος καὶ τὰ μαρτύρια τῶν λαϊκῶν σὲ
ὁλόκληρη τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ δεύτερον
γιατὶ ἡ περιγραφὴ τῶν μαρτυρίων αὐτῶν θὰ
ἀπαιτοῦσε μόνη της ἕνα ξεχωριστὸ ὀγκῶδες
βιβλίο. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ εἶναι
ὅτι οἱ λαϊκοὶ δίπλα στὴν ὁμολογιακή τους στάση
πάντα στήριζαν, προφύλαγαν καὶ βοηθοῦσαν
τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Χριστοῦ, Ἀπόστολους
καὶ Ποιμένες, παρὰ τοὺς τεράστιους κινδύνους
ποὺ ἐλλόχευαν παντοῦ. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὶς
ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, στὴν περίπτωση τοῦ ἁγ.
Πολυκάρπου, τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου
κλπ.
Ἄξια ὅμως καὶ ἐπιτακτικὴ ἀναφορᾶς εἶναι ἡ
προαναφερθεῖσα στάση τῶν λαϊκῶν, δηλ. ὅταν
35
προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιβάλλουν ποιμένες οἱ
ὁποῖοι δὲν τοὺς ἐκφράζουν δηλ. στὴν ἄρνηση νὰ
τοὺς δεχτοῦν· καὶ ὅταν διώκουν τοὺς εὐσεβεῖς
ποιμένες δηλ. στὴν ὑπεράσπισή τους σὲ καιροὺς
αἱρέσεων, ἀρχῆς γενομένης μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ
Ἀρειανισμοῦ. Διαβάζουμε ἀπὸ τὸν βίο τοῦ
Μεγάλου Ἀθανασίου:
«Ο αυτοκράτορας τώρα Κωνσταντίνος,
δυστυχώς πιστεύει και εξορίζει τον Άγιο (σσ.
Ἀθανάσιο). Ακόμα συγκροτεί σύνοδο, με
συγκατάθεση του Κώνσταντος, στην Αντιόχεια και
καταδικάζει τον Άγιο. Στο θρόνο του βάζουνε τον
ημιαρειανό Ευσέβιο Εμισηνό. Αυτός όμως δεν
αποδέχεται και εκλέγεται άλλος. Ο Καπαδόκης
Γρηγόριος.Όταν όμως αυτός έφτασε στην
Αλεξάνδρεια, ο λαός τον περιφρόνησε. Αυτός
οργίζεται και διατάζει να μαστιγωθούν νεαρές
παρθένες και ευσεβείς άνθρωποι... Το 346 γυρίζει
(ὁ Ἀθανάσιος) στην Αλεξάνδρεια. Η υποδοχή που
του γίνεται είναι μεγαλειώδης, θριαμβευτική. Τον
δέχεται ο λαός του. Ένα πλήθος έξαλλο έκλαιγε
και πανηγύριζε. Η Αλεξάνδρεια ξαναβρήκε τον
πνευματικό της πατέρα. Όμως και πάλι για λίγο
καιρό κράτησε η γαλήνη. Ο Κωνστάντιος, το 350,
όταν έγινε μονοκράτορας και αφού πείστηκε από
36
νέες κατηγορίες από φίλους του Αρείου κατά του
Πατριάρχη, καταδικάζει τον πρόμαχο της
Ορθοδοξίας. Και με δύο συνόδους στην Αρελάτη, το
353 και στα Μεδιόλανα το 355, καταδικάζουν τον
Αθανάσιο. Και το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου, ενώ
τελείωνε αγρυπνία με πλήθος πιστών, ο
στρατηλάρχης Συριανός με 5000 στρατιώτες, τους
επετέθηκε. Τον παρακαλούσαν να φύγει, μα
εκείνος έμεινε μαζί τους... (δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ
περιγράψουν τὶς σφαγὲς καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ
ἐπακολούθησαν. Ὁ λαὸς ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὸν
ποιμένα του, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σήκωνε
στὴν πλάτη του ὅλο τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ
Ἀρειανισμοῦ).
Τον Ιουλιανό διαδέχεται ο Ιωβιανός. Ο στρατός
τον διάλεξε για αυτοκράτορα. Και ο Αθανάσιος
ξαναγυρίζει στην Αλεξάνδρεια. Δεν
παρουσιάστηκε όμως. Και δεν έζησε και πολύ ο
Ιωβιανός. Πέθανε ξαφνικά στην Γαλατία. Τον
διαδέχθηκε ο Ουλεντιανός. Αυτός κυβέρνησε την
Δύση και ο αδελφός του Ουάλης την Ανατολή. Και
τούτος τάραξε την εκκλησία. Υποστήριζε τους
αιρετικούς. Βγάζει διαταγή και εξορίζονται όλοι οι
κληρικοί που εξόρισε ο Κωνστάντιος. Το 365 ο
έπαρχος με στρατιώτες έρχονται να συλλάβουν
37
τον Πατριάρχη. Οι ορθόδοξοι φυλάνε τον
πνευματικό τους σαν πατέρα τους. Και τον
φυγαδεύουν κρυφά. Κλείνεται τώρα και μένει
για ένα χρονικό διάστημα στο νεκροταφείο, μέσα
στον τάφο του πατέρα του. Ο λαός στασιάζει και
τον αναζητά. Και ο Ουάλης φοβάται και τους
ελευθερώνει. Και ο Πατριάρχης και πάλι ανάμεσα
στο ποίμνιο του, την 1η Φεβρουαρίου 366» 14
Καὶ ἀντὶ ὁ Ἅγιος νὰ πεῖ στὸ ποίμνιο νὰ κάνει
Οἰκονομία, ὅπως κηρύττουν οἱ ὑπερτεροῦντες σὲ
ἀγάπη σημερινοὶ Θεολόγοι καὶ ποιμένες, αὐτὸς
τοὺς δίδασκε (ἂν καὶ ἡ συγκεκριμένη ἐπιστολὴ
ἀπευθύνεται σὲ μοναχοὺς, τὸ μήνυμά της κατὰ
τοὺς μετέπειτα σχολιαστές, ἴσχυε γιὰ ὁλόκληρο
τὸ ποίμνιο):
«Νὰ φυλάσσετε δὲ τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ
ὅσους νομίζουν, ὅτι δὲν πιστεύουν τὰ τοῦ Ἀρείου,
κοινωνοῦν ὅμως μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Ἰδιαιτέρως
δέ, ἁρμόζει σὲ μᾶς νὰ ἀποφεύγουμε τὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ἐκείνους ποὺ
ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημά τους. Ἐὰν πάλι
κάποιος προσποιεῖται, ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ
πίστη, παρουσιάζεται ὅμως νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς

14 (https://www.impantokratoros.gr/93B58196.el.aspx).
38
αἱρετικούς, αὐτὸν νὰ τὸν προτρέπετε νὰ ἀπέχει
ἀπὸ μία τέτοια συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν συμφωνεῖ
μαζί σας, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό. Ἐάν ὅμως
ἐπιμένει φιλόνικα, νὰ τὸν ἀποφεύγετε. Ἐφόσον
συμπεριφέρεστε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ
διατηρήσετε τὴν πίστι σας καθαρή. Ἀλλὰ καὶ
ἐκεῖνοι θὰ ὠφεληθοῦν βλέποντάς σας καὶ θὰ
φοβηθοῦν, μήπως θεωρηθοῦν ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καὶ
ἔχουν τὰ ἴδια φρονήματα μὲ αὐτούς» 15
Βρισκόμαστε στὸ τέλος τοῦ 378.
Ὑπακούοντας σὲ ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ καὶ μετὰ
ἀπὸ πρόταση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, 16

ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἀνέλαβε
προσωρινὰ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κων/πόλεως, ἡ ὁποία ἐπισήμως καὶ μὲ τὴν
κρατικὴ ὑποστήριξη διοικοῦταν ἀπὸ Ἀρειανούς,
ὡς ὅτου συγκληθεῖ μιὰ Ἐκκλησιαστικὴ σύνοδος
ποὺ θὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη. Ὁ Νικ.
Κάλλιστος ἀναφέρει: «Ὁ δὲ θεῖος Μελέτιος…
κατέπλευσε εἰς Κων/λη· ἡνίκα εἰς ταυτὸ πολλοὶ
συνιόντες ἐπίσκοποι, δεῖν ὤοντο Γρηγόριον τὸν

15 (Μέγας Ἀθανάσιος, Τοῖς τόν μονήρη βίον ἀσκοῦσι….P.G.26, 1188BC,


μεταγλώττιση).
16 «ἁγ. Μελετίου Ἀντιοχείας μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς», Φειδᾶ, Α΄, σ.

522).
39
θεῖον ἐκ τῆς Ναζιανζοῦ μετατεθεῖναι, καὶ τῆς
Κωνσταντίνου τελείως ἐπισκοπὴν ἐγχειρίσαι». 17Ὁ
λαὸς λοιπόν, ὑποδέχτηκε καὶ στήριξε τὸν
Γρηγόριο. Στὶς προσπάθειές του νὰ ἀποσυρθεῖ,
ὁ λαὸς τὸν ἔφερε πίσω: «Θὰ πάρεις μαζί σου τὴν
Ἁγία Τριάδα», τοῦ εἶπαν. Οἱ ὁμιλίες τοῦ
Γρηγορίου ἔγιναν παντοῦ γνωστὲς καὶ πολλοὶ
πιστοί πήγαιναν στὸν ναό, στὴν «Ἁγ.
Ἀναστασία» καὶ στριμωγνόνταν γιὰ νὰ τὸν
ἀκούσουν.
Πρέπει ἐδῶ νὰ τονιστεῖ ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν
δραματικὴ κατάσταση καὶ μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς
μόνο ναοῦ γιὰ ὅλη τὴν πόλη δὲν μᾶς ἔχει
παραδοθεῖ καμία μαρτυρία, κανένα κήρυγμα γιὰ
οἰκονομία ἄχρι καιροῦ. Ἀντιθέτως ὅπως θὰ δοῦμε
παρακάτω ὁ λαὸς ἐπισκεπτόταν μόνο αὐτὸν τὸν
ἕνα ναὸ καὶ ἦταν ἕτοιμος ἀκόμα καὶ τὴν ζωή του
νὰ δώσει γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀληθινοὺς
ποιμένες Της.
Φοβούμενοι τὴ δημοτικότητα τοῦ Γρηγορίου,
οἱ Ἀρειανοὶ κατέφυγαν στὴν βία. Τὸ Πάσχα τοῦ
379, μπῆκαν στὸν ναὸ καὶ προέβησαν σὲ
βιαιοπραγίες, σκοτώνοντας ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ

17 (P.G., 146, 761D)


40
τραυματίζοντας τὸν Γρηγόριο. Ὅταν ξέφυγε μὲ
τὴν βοήθεια τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν ὄχλο, ὁ
Γρηγόριος προδόθηκε ἀπὸ τὸν φίλο του, Μάξιμο
τὸν Κυνικό, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ χειροτονηθεῖ ὁ
ἴδιος Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως «Καὶ δῆτα Τιμόθεος
ὁ τῆς Ἀλεξανδρείας Μάξιμόν τινα φιλόσοφον
Κυνικὸν ἐφευρών, τῷ θείῳ Γρηγορίῳ ἐς μαθητείαν
τελέσαντα… ἐν παραβύστῳ… τοῦτον τῆς Κων/νου
ποιμένα ἐχειροτόνει». 18Σοκαρισμένος ὁ Γρηγόριος
ἀποφάσισε νὰ παραιτηθεῖ, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ τὸν
ἀνάγκασαν νὰ παραμείνει καὶ ἔδιωξαν τὸν
Μάξιμο «Καὶ τὸν μὲν Κυνικὸν Μάξιμον εὐθὺς τῆς
ἱερατικῆς ἀξίας γυμνώσαντες, τῶν ἱερῶν
περιβόλων ἐξήλαυνον, ἐκκήρυκτον ποιησάμενοι» 19
Στοὺς λόγους του ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἐπαινεῖ μὲ
τὰ ὀμορφότερα λόγια τὴν στάση αὐτὴ τοῦ
ποιμνίου ὑπέρ του καὶ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας:
Λόγος μβ΄. Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν
ἐπισκόπων παρουσίαν20:
«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν τε καὶ
ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ

18 (P.G., 146, 776C)


19 (P.G., 146, 777Β, βλ. καὶ Ruether, Rosemary Radford. Gregory of
Nazianzus. Oxford: 1969, Oxford University Press sel. 43).
20 (PG 36 σελ. 457–492)

41
ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ
λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ
ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε
μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ
σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ
διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον
ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον
ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ
φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ ποιμνίου δηλ. ἡ
ἄρνησή του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ
προτίμησή του νὰ ὑποφέρει παρὰ νὰ προδώσει
τὴν πίστη του)... Τῷ ὄντι γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐξώσθημεν
καὶ ἀπεῤῥίφημεν, καὶ ἐπὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν
διεσπάρημεν, ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός
τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ
θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν μετὰ τὴν
αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι».
Οἱ λαϊκοί, χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τὸν ἀριθμό
τους (τὸ ποίμνιον ἦν μικρόν τε καὶ ἀτελές) εἶχαν
ἀποτειχισθεῖ ἀπό τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη
Κων/πόλεως καί τὸ ὑπόλοιπο ἱερατεῖο, ἂν καὶ
ἦταν «ἀσύντακτοι καί ἀνεπίσκοποι». Δὲν εἶχαν
ὅπως φαίνεται, ναοὺς καὶ λειτουργικὴ ζωή,
ἀντιθέτως διέφευγαν στὶς σπηλιές, στὰ βουνὰ καὶ
στὰ ὄρη καὶ ὑφίσταντο διωγμοὺς καὶ καταπιέσεις
42
προκειμένου νὰ μὴν ὑποκύψουν στὴν αἵρεση.
Γίνεται ξεκάθαρο ὅμως ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου,
ὅτι Οἰκονομίες –λόγῳ τῶν ἀφάνταστων σὲ σχέση
μὲ σήμερα δυσκολιῶν– δὲν εἶχαν προταθεῖ οὔτε
κατὰ διάνοια (μᾶλλον οἱ σημερινοὶ
ποιμένες/λέοντες εἶναι ἀνώτεροι τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου). Γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο ὅταν μετατράπηκε
τὸ ἑτοιμόρροπο οἴκημα σὲ ναὸ τῆς ἁγ.
Ἀναστασίας, οἱ ἀποτειχισμένοι πιστοὶ ἔβρισκαν
πιὰ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ τόσο καιρὸ τοὺς εἶχε λείψει.
Παράλληλα ὑποστήριζαν μὲ κάθε τρόπο τὸν
ποιμένα τους. Δικαίως πανηγυρίζει στὸν ἴδιο
λόγο ὁ ἅγ. Γρηγόριος:
«Χαίροις, Ἀναστασία μοι τῆς εὐσεβείας
ἐπώνυμε... Σύ τε ὁ μέγας ναὸς οὗτος καὶ
περιβόητος, ἡ νέα κληρονομία... Χαίρετε, οἶκοι
φιλόξενοι καὶ φιλόχριστοι, καὶ τῆς ἐμῆς
ἀσθενείας ἀντιλήπτορες. Χαίρετε, τῶν ἐμῶν
λόγων ἐρασταί, καὶ δρόμοι, καὶ συνδρομαί, καὶ
γραφίδες φανεραὶ καὶ λανθάνουσαι, καὶ ἡ
βιαζομένη κιγκλίς, αὕτη τοῖς περὶ τὸν λόγον
ὠθιζομένοις... Χαῖρέ μοι, ὦ Τριάς, τὸ ἐμὸν
μελέτημα καὶ καλλώπισμα· καὶ σώζοιο τοῖσδε, καὶ
σώζοις τούσδε, τὸν ἐμὸν λαόν».

43
Καὶ στὸν Λόγο λστ΄. “Εἰς ἑαυτόν, καὶ πρὸς
τοὺς λέγοντας ἐπιθυμεῖν αὐτὸν τῆς καθέδρας
Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εἰς τὴν τοῦ λαοῦ
προθυμίαν, ἣν ἐπεδείξαντο εἰς αὐτόν”:
«Ὢ τῆς θαυμασίας ἁλύσεως, ἣν πλήκει τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιον δεσμοῖς ἀλύτοις
συνηρτισμένην... Οὔτε πρῶτος ὑμῖν τὸν τῆς
ὀρθοδοξίας λόγον ἐκήρυξα, οὗ μάλιστα
περιέχεσθε, ἴχνεσι δὲ ἀλλοτρίοις ἐπηκολούθησα,
καὶ τούτοις ὑμετέροις· εἰρήσεται γὰρ τἀληθές·
εἴπερ ὑμεῖς Ἀλεξάνδρου μαθηταὶ τοῦ πάνυ, τοῦ
μεγάλου τῆς Τριάδος ἀγωνιστοῦ τε καὶ κήρυκος,
καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τὴν ἀσέβειαν ἐξορίσαντος...
Ὑμεῖς γένεσθέ μοι, φησὶν ὁ Παῦλος, δόξα, καὶ
χαρά, καὶ καυχήσεως στέφανος· ὑμεῖς ἀπολογία
τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν (ἐδῶ φαίνεται ἡ συμφωνία
τοῦ Ἁγίου μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
Καὶ οἱ δύο ὑμνοῦν τὶς ἁλυσίδες τοῦ Παύλου)...
Πρῶτον μέν, ἐὰν τὴν εἰς Πατέρα, καὶ Υἱόν, καὶ
ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν ἀκλινῆ καὶ βεβαίαν
φυλάττητε, μηδὲν προστιθέντες, μηδὲ
ἀφαιροῦντες, μηδὲ σμικρύνοντες τῆς μιᾶς
Θεότητος».
Τί ὑπέροχα λόγια πράγματι! Τί ὑπέροχος
ἔπαινος γιὰ τὸ ἀγωνιζόμενο μικρὸ ποίμνιο ποὺ
44
δέχθηκε καὶ στήριξε τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ καὶ ὅλους
τοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς, μὴ ἀναλογιζόμενο τὸ
κόστος, ἐνῶ παράλληλα ἀρνήθηκε τοὺς
αἱρετικούς! Ποιός ποιμένας σήμερα στηρίζει τὸ
ἀγωνιζόμενο ποίμνιο μὲ τέτοια λόγια; Ποιός
ἐπιδοκιμάζει τὴν ἐλεγκτική του στάση ἀκόμα καὶ
ἂν τὸν ἐνοχλεῖ; Ποιός εὐλογεῖ τὴν ἁλυσίδα καὶ
καταδικάζει τὴν σωτηρία του; Ἀντιθέτως οἱ
σημερινοὶ ποιμένες αὐτοεπαινοῦνται καὶ μιλοῦν
μόνο γιὰ ὑπομονὴ ἄχρι καιροῦ, γιὰ μία κακῶς
ἐννοούμενη ὑπακοὴ καὶ βαρυγκομοῦν, γιατὶ τὸ
ποίμνιο «τολμάει» νὰ τοὺς ἐλέγχει.
Στὴν Ἀντιόχεια συνέβησαν τὰ ἴδια. Μετὰ τὴν
παράνομη ἐκθρόνηση τοῦ ὀρθόδοξου ἐπισκόπου
Ἀντιοχείας Εὐσταθίου, πέτυχαν οἱ
Ἀρειανόφρονες νὰ ἐκλεγοῦν ὁμόδοξοί τους
αἱρετικοὶ στὴν Ἀντιόχεια μὲ ἐπίσκοπο τὸν
Εὐνόμιο. Ἀλλὰ τὸ ποίμνιο δὲν τοὺς ἀποδέχθηκε
καὶ ἀποτειχίσθηκε, ἐνῶ παράλληλα ἔμεινε πιστὸ
στὸν ὀρθόδοξο ποιμένα τους Εὐστάθιο, ἐξ οὗ καὶ
πῆραν καὶ τὸ ὄνομα: «Πάντες δέ (σ.σ.: οἱ διάδοχοι
τοῦ Εὐσταθίου) τὴν Ἀρείου λώβην εἰς κόρον ἦσαν
ἐκπεπτωκότες, κἂν κρύφα ταύτην περιθάλποντες
ἦσαν. Ὧν δὴ χάριν καὶ πολλοὶ τῶν ἐν κλήρῳ καὶ
ἱερωσύνῃ, καὶ τῶν ἄλλως ἐχόντων, ὅμως δ’
45
εὐσεβεῖν ᾐρημένων ὀρθῶς, τὰς ἐπ’ ἐκκλησίας
καταλελοιπότες συνάξεις, καθ’ ἑαυτοὺς
συνηθροίζοντο. Καὶ Εὐσταθιανοὶ τὸ ὄνομα εἶχον».
21
Ὅπως μᾶς διηγεῖται μάλιστα ὁ Νικηφόρος
Κάλλιστος οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἀπὸ μικροῦ ἕως
μεγάλου, διέκοψαν κάθε σχέση μὲ τοὺς
αἱρετικούς, ἀκόμα καὶ τὸν ἁπλὸ χαιρετισμό! Ὁ
Εὐνόμιος ἔμεινε μόνος στὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ
κανεὶς δὲν τὸν ἐπισκεπτόταν, οὔτε τοῦ μιλοῦσε!
«Ὡς γὰρ οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὅλας τὰς
ἐκκλησίας τῶν ποιμένων γυμνώσαντες, καὶ ἐπὶ
Σαμόσατα ἕτερον ἀντ’ Εὐσταθίου, Εὐνόμιον ὄνομα
ἀντεισήγαγον· οὐδεὶς τῶν ἁπάντων, οὐ πένης, οὐ
πλούσιος, οὐ νέος, οὐ πρεσβύτης, ἁπλῶς οὐδεὶς
φάναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσῄει, ὥσπερ ἦν ἔθος·
μόνος δ’ ἐκεῖνος τῷ ἐπισκοπείῳ διῆγεν, οὐδενὸς
αὐτὸν οὐθ’ ὁρῶντος, οὔτε τὸ παράπαν λόγον
μεταδιδόντος. Καίτοι φασὶν αὐτὸν ἄλλως ἐπιεικῆ
τε ὄντα καὶ μέτριον· καὶ τοῦτο παρίστησιν».
Καὶ ὅταν κάποτε πῆγε στὰ Σαμόσατα καὶ
κατὰ τὴν τότε συνήθεια, ἐπισκέφθηκε τὸ δημόσιο
λουτρό, οἱ ὑπηρέτες ἔκλεισαν τὶς πόρτες, ἔμαθε
ὅτι ἔξω ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων καὶ

21 (P.G. 146, 181Α)


46
πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ ἀνοίξουν τὶς πόρτες,
ὥστε ὅποιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὸ λουτρό.
Καὶ ἐπειδὴ κάποιοι μπῆκαν μέσα τοὺς προέτρεπε
νὰ μποῦν κι αὐτοὶ στὰ λουτρά. Ἀφοῦ ὅμως οἱ
εἰσελθόντες παρέμεναν ἐν σιγῇ χωρὶς νὰ
μπαίνουν στὰ λουτρά, θεώρησε τὴν στάση αὐτὴ
ὡς στάση σεβασμοῦ στὸ πρόσωπό του, γρήγορα
ἔφυγε ἀπὸ τὸ λουτρό. Αὐτοὶ ὅμως (ὅταν ἔφυγε)
ἐπειδὴ θεώρησαν, ὅτι ἂν χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἴδιο
νερὸ γιὰ τὸ λουτρό τους, ἦταν σὰ νὰ συμμετεῖχαν
στὸ μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, ἔχυσαν τὸ νερὸ στοὺς
ὑπονόμους καὶ πῆραν τὸ λουτρό τους, ἀφοῦ
γέμισαν τὰ λουτρὰ μὲ ἄλλο νερό!
«Ἐπειδὴ γὰρ εἰς δημόσιον ἦκε λουτρόν, τῶν
οἰκετῶν ἐγκλεισαμένων τὰς θύρας, πλῆθος πρὸ
τῶν θυρῶν ἐστάναι μαθών, τοῖς οἰκέταις αὖθις
ἀναπετάσαι τὰς θύρας τοῦ βαλανίου ἐνεκελεύετο,
καὶ ἀδεὼς τοῦ λουτροῦ κοινωνεῖν τῷ βουλομένῳ
ἐπέτρεπε. Τὸ ἴσον δὲ καὶ ἐν τοῖς θόλοις ἔνδον
ἐποίει. Ἐπεὶ δ’ εἰσῄεσάν τινες καὶ κύκλῳ
εἰστήκεσαν, συμμετέχειν τῶν θερμῶν ὑδάτων
προὐτρέπετο. Ὡς δ’ ἱστάμενοι καὶ ἔτι σιγὴν
ἤσκουν, τιμὴν τὴν στᾶσιν ὑπολαβών, θᾶττον
καταλιπὼν τὸ θερμόν, ἀπηλλάττετο. Οἱ δὲ
συμμετασχεῖν τὸ ὕδωρ τοῦ τῆς αἱρέσεως ἄγους
47
νομίσαντες, ἐκεῖνο μὲν τοῖς ὑπονόμοις ἐξέχεον·
ἕτερον δὲ κεράσαντες, ἀπελούοντο».
Ὅταν αὐτὸ τὸ ἔμαθε ὁ Εὐνόμιος, ἀμέσως
ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ ἐπέστρεψε «σπίτι» του!
Διότι θεώρησε ἄσκοπο καὶ ἀνόητο νὰ παραμένει
σὲ μιὰ πόλη, ποὺ ὅλοι εἶναι ἐναντίον του!
«Ὁ δὴ μαθὼν ὁ Εὐνόμιος, εὐθὺς τὴν πόλιν
λιπών, οἴκαδε ἴετο· λίαν γὰρ ἀνόητον ᾤετο πόλει
δυσμενῶς ἐχούσῃ κοινῶς παραμένειν αἱρεῖσθαι.
Καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνος ἐκὼν ἀπεχώρει Σαμοσάτων»
.22
Οἱ Ἀρειανοὶ τοποθέτησαν καὶ στὰ Σαμόσατα
δικό τους Ἐπίσκοπον, «Λούκιον ὄνομα, λύκον
ὄντως καὶ οὐ ποιμένα. Τά γε μὴν πρόβατα, καίπερ
ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ ποιμένων ἔδρων,
ἄσυλον διατηροῦντες τὸ δόγμα τῆς πίστεως» 23
Οἱ πιστοὶ δηλ., ὅπως καὶ μὲ τὸν Εὐνόμιο,
διαπιστώνοντας ὅτι ὁ ποιμένας ποὺ τοὺς
διόρισαν ἦταν ψευδοποιμένας, λύκος ἀντὶ
ποιμήν, καὶ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι διώχθηκαν, δὲν
περίμεναν τὴν ἀπόφαση κάποιας Συνόδου, ἢ τὴν
ἐντολὴ κάποιας συνάξεως, ἀλλὰ ἔπραξαν αὐτοὶ
ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ὁ κάθε ποιμένας·

22 (Νικηφόρος Κάλλιστος, P.G. 146, 633BD).


23 (ὅπ. παρ., P.G. 146, 633D 636ΑΒ).
48
μάλιστα φάνηκαν αὐστηρότεροι, ὅπως θὰ δοῦμε
ἀπὸ τὸ παρακάτω συμβάν.
Κάποια μέρα, καὶ ἐνῶ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν
πετώντας μιὰ σφαῖρα τὰ μὲν πρὸς τὰ δέ,
περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ
συνέβη ἡ σφαῖρα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς
παιδιοῦ καὶ νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῆς
ἡμιόνου στὴν ὁποία καθόταν ὁ ἐπίσκοπος
Λούκιος. Καὶ τὰ παιδιὰ «ἀνωλόλυξαν», φώναξαν
ἔντρομα, γιατί περνώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζῶο τοῦ
αἱρετικοῦ, πίστεψαν ὅτι μολύνθηκε!
Αὐτός, μὴ κατανοώντας τὴν συμπεριφορὰ
τῶν παιδιῶν, εἶπε σὲ ἕνα ἀκόλουθό του νὰ
παραμείνει στὸ χῶρο καὶ νὰ μάθει γιατὶ
φέρθηκαν ἔτσι τὰ παιδιά. Καὶ (εἶδε ὁ ἀκόλουθος)
ὅτι τὰ παιδιὰ ἄναψαν φωτιὰ καὶ ἔρριξαν τὴν
σφαῖρα πάνω της, θέλοντας νὰ τὴν
ἀπολυμάνουν-«καθαρίσουν» ἀπὸ τὸ μολυσμὸ
(ποὺ πῆρε περνώντας κάτω ἀπὸ τὴν ἡμίονο τοῦ
αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου).
Καὶ ἐπιλέγει ὁ Θεοδώρητος (ἀπὸ τὸν ὁποῖον
δανείστηκε τὸ περιστατικὸ ὁ Νικηφόρος): Εἶναι
βέβαια παιδικὴ ἡ ἀντίδραση, ἀλλὰ δείχνει πόση
ἀποστροφὴ εἶχαν οἱ κάτοικοι Σαμοσάτων, πρὸς

49
τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ διέστρεφαν τὸ Δόγμα
τῆς Πίστεως:
«Καὶ μειρακιῶδες μὲν ἴσως τοῦτο· ὅμως ἱκανόν
ἐστι δεῖξαι ὅσον ἡ πόλις αὕτη ἔντροφον εἶχε τὸ
μῖσος πρὸς τοὺς τὸ δόγμα τῆς πίστεως ᾑρημένους
παραχαράττειν» .24
Σὲ αὐτὸ τὸ χαριτωμένο παράδειγμα φαίνεται
πόσο κατηχημένο ἦταν τὸ ποίμνιο ἀκόμα καὶ τὰ
μικρὰ παιδιά. Σήμερα οἱ «εἰδικοί» λένε, ὅτι δὲν
ὑπάρχει μολυσμός και χρειάζεται οἰκονομία.
Ἔτσι τὰ παιδιὰ τῶν Σαμοσάτων, τῶν ὁποίων τὴν
συμπεριφορὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διέσωσε
ὡς παράδειγμα, ἐμφανίζονται ὑψηλότερα ἀπὸ
τοὺς σημερινούς δοκισήσοφους.
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν
ἐπισκοπὴ τῶν Ἐδεσσηνῶν τὸν Ὀρθόδοξο
Ἐπίσκοπο Βάρσην, ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος «τὰς τῆς
ἀρετῆς ἀπήστραπτε λαμπηδόνας»25, καὶ στὴ θέση
του τοποθέτησε κάποιον ἀρειανόφρονα ποὺ ἦταν
καὶ πάλι Λύκος!
Μόλις τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἔμαθε τὸ
συμβᾶν καὶ τὸν διωγμὸ τοῦ εὐσεβοῦς (νὰ πῶς
ἀναγνωρίζεται ἡ εὐσέβεια, μὲ τὸν διωγμό καὶ ὄχι

24 (ὅπ. παρ., P.G. 146, 636ΑΒ).


25 (Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 636D)
50
μὲ χαρτοπόλεμο) ὀρθοδόξου ἐπισκόπου
ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει
σὲ κοινωνία μὲ τὸν προβατόσχημο λύκο καὶ
ψευδεπίσκοπο Λύκο. Γι’ αὐτὸ ΟΛΟΙ βγῆκαν ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλη καὶ συγκεντρώθηκαν σὲ ἕναν
εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ.
Καὶ ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης ἔδωσε ἐντολὴ στὸν
ἔπαρχο Μόδεστο νὰ ἐκδιώξει μὲ στρατιωτικὴ
ἐπιχείρηση τὸ πλῆθος ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο,
κάνοντας χρήση ἀκόμα καὶ τῶν σπαθιῶν! Ὁ
Μόδεστος ἑτοιμάστηκε νὰ πραγματοποιήσει τὴν
διαταγή. Ἀλλ’ ὅμως τὴν προηγούμενη ἡμέρα (γιὰ
ἀδιευκρίνιστους λόγους) εἰδοποίησε κρυφὰ τοὺς
Ἐδεσσηνοὺς νὰ μὴν προσέλθουν στὸ μέρος ποὺ
ἔκαναν τὶς συναθροίσεις τους καὶ νὰ
προφυλαχτοῦν γιατὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης
ἔχει δώσει ἐντολή, ὅσοι εὑρεθοῦν ἐκεῖ νὰ
τιμωρηθοῦν 26
Ὅμως οἱ Ἐδεσσηνοὶ ὀρθόδοξοι πιστοί, ὄχι
μόνον ἀγνόησαν τὶς ἀπειλές, ἀλλὰ πρωΐ-πρωῒ
μετέβησαν μὲ μεγαλύτερη προθυμία στὸν
καθορισμένο τόπο τῆς συνάξεως

26 (ὅπ. παρ. 637Β).


51
πραγματοποιώντας τὰ λατρευτικά τους
καθήκοντα.
«Ἐδεσσηνοὶ μέντοι ἐν δευτέρῳ θέμενοι τὰς
ἀπειλάς, ἅμα ἕῳ πρόθυμοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐπὶ
τὸν τόπον ἐχώρουν, καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπραττον».27 Ὁ
Νικηφόρος Κάλλιστος μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς
σχετικὸ μὲ τὰ γεγονότα συγκινητικὸ περιστατικό.
Ὁ Μόδεστος, πηγαίνοντας μὲ στρατιωτικὸ ἄγημα
στὸ μέρος ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ
Χριστιανοί, συνάντησε μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸ
βρέφος της πήγαινε στὴν συνάθροιση τῶν
πιστῶν. Διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ ζητοῦσε
νὰ μάθει, ποῦ πηγαίνει ἔτσι βιαστικά. Αὐτὴ
ἀπάντησε:
«Ἐπὶ τὸ πεδίον ἔνθα οἱ τῆς εὐσεβείας
θεράποντες».
Καὶ συνέχισε· γνωρίζω καλὰ τὰ κακὰ ποὺ
μᾶς ἑτοιμάζετε καὶ τρέχω νὰ προλάβω κι ἐγὼ νὰ
ἀξιωθῶ νὰ πάθω τὰ ἴδια, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὴν
δόξα ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς (σ’ ὅσους παραμένουν
πιστοὶ στὶς Ἐντολές Του, μὴ κοινωνοῦντες μὲ
τοὺς αἱρετικούς):

27 (ὅπ. παρ. 637C).

52
«…καὶ σπεύδω καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐκείνοις
ἀξιωθῆναι γερῶν, ἵνα μὴ κατόπιν δρόμου
γεγενημένη τῆς παρὰ Θεῷ δόξης ἁμάρτω»!
Καὶ ὁ ἔπαρχος ρώτησε· γιατὶ σέρνεις μαζί σου
καὶ τὸ βρέφος; Κι αὐτὴ ἀπάντησε:
«Ἵνα καὶ αὐτὸ τῆς ἴσης ἀξιωθήσεται τιμῆς,
μετασχὸν τῶν παθῶν»! 28
Καὶ ὁ Μόδεστος μένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν
ἀνδρεία ἀπάντηση, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν
γενναιότητα τῆς γυναίκας καὶ συμπεραίνοντας
ὅτι, ἂν μιὰ γυναῖκα εἶχε τέτοια ἀνδρεία στάση,
πόσο μᾶλλον ἦταν ἀποφασισμένοι καὶ πρόθυμοι
νὰ πάθουν ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ οἱ
ὑπόλοιποι πιστοί, ἐπέστρεψε στὰ βασίλεια.
Συναντήθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη καὶ
προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν
πραγματοποιήσει τὴν διωκτικὴ τῶν Χριστιανῶν
ἀπειλή.29
Ὁ Οὐάλης ὅμως δὲν πείστηκε, ἀλλὰ διέταξε
νὰ συλληφθοῦν οἱ «ἡγούμενοι τοῦ πλήθους»,
ἐκτὸς ἐάν «τῶ λύκῳ καὶ οὐ ποιμένι» κοινωνήσουν.

28 (ὅπ. παρ. 637D).


29 (ὅπ. παρ. 637-640).
53
Διαφορετικὰ θὰ τοὺς τιμωροῦσε μὲ διωγμὸ καὶ
ἐξορία .30
Ὁ ἔπαρχος συγκέντρωσε τοὺς πιστοὺς καὶ
προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ὑπακούσουν.
Αὐτοὶ τὸν ἄκουγαν ἐν σιωπῇ καὶ δὲν
ἀπαντοῦσαν, ἀφήνοντας τὴν πρωτοβουλία τῆς
ἀπαντήσεως στὸν Ἐπίσκοπό τους Εὐλόγιο, ποὺ
ἦταν «ἀνὴρ βίῳ καὶ λόγῳ τὸ ἀξιέπαινον ἔχων». 31

Τότε ὁ ἔπαρχος ἐστράφη πρὸς τὸν Εὐλόγιο καὶ


διελέγετο μὲ αὐτόν. Κι ὅταν τὸν ρώτησε ἂν θὰ
κοινωνήσει μὲ ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ὁ
αὐτοκράτορας διατάσσει, ὁ Εὐλόγιος ἀπάντησε
ὅτι ἀκολουθεῖ τοὺς «καλοὺς ποιμένες» κι ὄχι τοὺς
αἱρετικοὺς ποὺ προσφέρουν μολυσμένη καὶ
δηλητηριώδη τροφή:
«Ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ποιμένας οὐκ ἄμοιρος· οὗ τῆς
φωνῆς ὡς γνησίας ἐπῃσθημένος, καὶ τοῖς ἐκείνου
δόγμασι ἕπομαι· καὶ οὐ χρή μοι τῆς τοιαύτης
νοσερᾶς πόας καὶ θανασίμου» .32
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ
θυμὸ ὁ ἔπαρχος καὶ συνέλαβε καὶ ἐξόρισε
ὀγδόντα πιστούς, ἐκείνους ποὺ ἦσαν οἱ ἐξέχοντες

30 (ὅπ. παρ. 640Α).


31 (ὅπ. παρ. 640Β).
32 (ὅπ. παρ. 640CD).

54
καὶ «τὰ στηρίγματα» τῶν πιστῶν μεταξὺ αὐτῶν
καὶ τὸν Εὐλόγιο .33
Ἡ ἀληθινὴ ὁμολογία δηλ. πληρώνεται πάντα
ἀκριβά, τὸ τίμημά της εἶναι ὑψηλό. Σήμερα
ἔχουμε τὸ παράδοξο τῆς «ὁμολογίας» γραφείων
αἱρέσεων μὲ παράσημα καὶ ἐπαίνους, τῶν
ἡμερίδων καὶ τῶν συνεδρίων σὲ πανάκριβα
ξενοδοχεῖα.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Τιμόθεος
(511-518), ἐπιχείρησε νὰ γράψει στὰ Δίπτυχα τὸ
ὄνομα τοῦ αἱρετικοῦ Σεβήρου, ὁ λαὸς
ἀποτειχίστηκε καὶ πλήρωσε μάλιστα μὲ αἷμα τὴν
ὁμολογία του αὐτή· «Σεβήρου γὰρ τὴν κοινωνίαν
πάντες οἱ ὀρθόδοξοι ἔφυγον, μάλιστα οἱ Μοναχοί,
οὓς μετὰ πλήθους ἀγροικικοῦ [ὁ Σεβῆρος]τιμωρῶν
πολλοὺς ἐφόνευσε». Σημειωτέον ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ
Τιμόθεος δὲν κήρυττε αἵρεση ἀλλὰ τὴν
ὑποστήριξε μὲ μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ .34
Στὰ Πρακτικὰ τῆς συνόδου ποὺ ἔλαβε μέρος
στὴν Κων/πολη γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν Σεβῆρο,
διαβάζουμε: «Ἀναφορὰ πρὸς Ἰωάννην πατριάρχην
παρὰ τῆς ἐνδημούσης συνόδου» καὶ εἰδικώτερα στὸ
πέμπτο κεφάλαιο γιὰ τὸν: «τολμήσαντα κατὰ τῆς
33 (P.G. 146, 641Α).
34 (Θεοφάνους Χρονογραφία, ἔτος 6005, P.G. 108, 369B).
55
ἐν Χαλκηδόνι συνόδου νεανιεύσασθαι καὶ
βλάσφημα ρήματα κατ’ αὐτῆς ἐκχέαι, Σεβῆρον
φαμὲν τὸν ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀτάκτως καὶ προπετῶς
ἐνεχθέντα, ἀναθέματι ὑποβληθῆναι, καθὼς καὶ αἱ
ἐπίμονοι βοαὶ παντὸς τοῦ λαοῦ ἐγένοντο.35
Βλέπουμε ἐδῶ πὼς ἡ σύνοδος αὐτὴ καὶ σὲ
ἀντίθεση μὲ τὴν σημερινὴ τραγικὴ κατάσταση
καὶ στάση στὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος ἔλαβε ὑπόψη γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ
Σεβήρου καὶ τὶς βοὲς ὅλου τοῦ λαοῦ. Σήμερα
παρὰ τὶς τόσες διαμαρτυρίες ἐκ μέρους τοῦ
ποιμνίου γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς δραστηριότητες
τόσων ἐπισκόπων ἡ Ἱ. Σύνοδος ποιεῖ τὴν νήσσαν.
Τὴν ἴδια στάση καὶ συμπεριφορὰ τοῦ
ποιμνίου συναντοῦμε καὶ στὸν βίο τοῦ ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως τὸν συνέγραψε
ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής:
Ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἐνοχλημένη ἀπὸ
τὸν ἔλεγχο καὶ τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου κινεῖ
ἐναντίον του κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Οἱ
θερμότεροι ὅμως ἀκόλουθοί της ἦταν ὁ
πατριάρχης Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας καὶ οἱ

35 » (Τ.L.G., Concilia Oecumenica (ACO): Synodus


Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536: Tome 3, page 64,
line 8).
56
Ἀντιοχειανοὶ ἐπίσκοποι, Ἀκάκιος Βερροίας,
Ἀντίοχος Πτολεμαΐδος, καὶ ὁ Σεβηριανός
Γαβάλων. Γιὰ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν χαρακτῆρα
του ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό,
ποὺ πάλι δείχνει τὸ φρόνημα τῶν λαϊκῶν:
Ὁ Θεόφιλος γνώριζε τέσσερις εὐσεβεῖς
μοναχούς, γνωστούς ὡς Μακρούς, τὸν Διόσκορος,
τὸν Ἀμμώνιο, τὸν Εὐσέβιο καὶ τὸν Εὐθύμιο. Καὶ
ἐνῶ στὴν ἀρχὴ εἶχαν ἄριστες σχέσεις, μετὰ ὁ
Θεόφιλος κινούμενος ἀπὸ φιλαργυρία καὶ
ἀπληστία κατηγόρησε τοὺς μοναχοὺς γιὰ
κακοδοξία καὶ διέταξε τὴν καταδίκη τους.
Ἀκολούθησε ὁ διωγμὸς τῶν μοναχῶν καὶ ἡ
καταστροφὴ τῆς μονῆς τους. Οἱ ἴδιοι ξέφυγαν
γιατὶ κρύφτηκαν στὸ φρέαρ τῆς μονῆς. Μόλις
πέρασε ὁ κίνδυνος ἦλθαν γυμνοὶ στὴν
Ἀλεξάνδρεια. Μόλις τοὺς εἶδε ο λαός, ποὺ
γνώριζε τὴν εὐσέβειά τους, ξεσηκώθηκε καὶ
προέβηκε σὲ βανδαλισμούς, ἀπαιτώντας τὴν
ἔκδοση καὶ δίκη τοῦ (σημειωτέον ἐπισκόπου
τους) Θεοφίλου. Ἐκεῖνος κρύφτηκε
φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ λαοῦ. Οἱ μοναχοὶ
ψάχνοντας μάταια τὸ δίκιο τους ἔφτασαν μετὰ
ἀπὸ μεγάλη περιπλάνηση στὴν Κων/πολη. Ἀφοῦ
διηγήθηκαν τὰ πάθη τους στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν
57
Χρυσόστομο, αὐτὸς τοὺς ἐπέτρεψε νὰ μείνουν
στὸν ναὸ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας χωρὶς ὅμως νὰ
συμμετέχουν στὰ ἄχραντα Μυστήρια πρὶν
κριθοῦν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο.
Αὐτὸς ἦταν ὁ διώκτης καὶ κατήγορος τοῦ
Χρυσοστόμου Θεόφιλος. Ὑπὸ τὴν προεδρεία του
στὴν ψευτοσύνοδο τῆς Δρυὸς (403)
καταδικάστηκε ὁ Ἅγιος, καθαιρέθηκε καὶ
ἀπελάθηκε ἀπὸ τὴν Πόλη. Τότε ξεσηκώθηκε ὁ
λαὸς ὑπὲρ τοῦ Χρυσοστόμου μὲ διαμαρτυρίες
πρὸς τὸν αὐτοκράτορα ἐναντίον τοῦ
Θεοφίλου. Αὐτὸς ὅμως ἀποφάσισε τὴν βίαιη
καταστολὴ τῶν ἀντιδράσεων. Ὁ Ἅγιος ὅμως
δέχθηκε νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν Πόλη
μέσα στὴν νύχτα γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ μεγαλύτερο
κακὸ στὸν λαό.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐπανῆλθε στὸν
ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο36 μετὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ
Ἰννοκέντιου Α΄ πάπα Ρώμης, ποὺ ἀποδοκίμασε
τὴν ἀπόφαση τῆς ψευτοσυνόδου τῆς Δρυὸς καί,
θεωρώντας την ἄκυρη, διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ
τὶς ἐκκλησίες ποὺ δέχθηκαν τὴν ἀπόφαση. Φόβο
ὅμως προκάλεσε στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ

36(βλ. καὶ Σωκράτης, Ἐκκλ. Ἱστορία 6, 15f. καὶ Σωζομενός, Ἐκκλ.


Ἱστορία 8,17f.)
58
καὶ στοὺς ἐπισκόπους ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ,
καὶ συνάμα ἑνὸς σεισμοῦ ποὺ συνέβη, ἐνῶ ὁ
Ἅγιος ταξίδευε γιὰ τὴν ἐξορία. Ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ
λαοῦ δέχθηκε ὁ Ἅγιος νὰ ξανακαθήσει στὸν
ἐπισκοπικὸ θρόνο ὄχι ὅμως γιὰ πολύ. Τὸ Πάσχα
τοῦ 404, τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου μετὰ
ἀπὸ ψευδὴ καταγγελία πάλι τοῦ Θεοφίλου στὸν
αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, οἱ στρατιῶτες του μὲ
ἀρχηγὸ τὸν Λούκιο ἐπιτέθηκαν τὴν ὥρα τῆς
Λειτουργίας στὸ πλῆθος, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι
ἐλάμβανε μέρος σύναξη ὀπαδῶν τοῦ
Χρυσοστόμου. Ἀκολούθησαν ἀπίστευτες
βαρβαρότητες καὶ χύθηκε αἷμα. Οἱ ὑπερασπιστὲς
τοῦ Ἰωάννη, ἀποκλήθηκαν Ἰωαννῖται.37 Ὁ Ἅγιος
τέθηκε ἀμέσως σὲ αὐστηρὸ περιορισμὸ καὶ τοῦ
ἀπαγορεύθηκε κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν λαό, ὁ
ὁποῖος ἀντέδρασε μὲ μία ἐντυπωσιακὴ σὲ
ἔκταση ἀποχὴ ἀπὸ τοὺς ναοὺς τῆς
Κων/πόλεως καὶ μὲ συνάξεις ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη
στὰ δάση. Οἱ Ἰωαvvῖτες τότε ὑπέστησαν
ποικίλες διώξεις, ἐνῶ ὁ Ἅγιος ξαναεξορίστηκε
στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας (9 Ἰουνίου 404)

37(Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος,


σελ. 41)
59
ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ τὶς
κακουχίες.
Ἡ στάση καὶ ἡ ὑποστήριξη τοῦ λαοῦ
ἐπαινεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο στὸν λόγο ποὺ ἔβγαλε
πρὶν τὴν ἐξορία του:
«Αὔριο θὰ βγῶ μαζί σας στὴ Λιτανεία. Ὅπου
εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ εἶστε κι ἐσεῖς. Εἴμαστε ἕνα σῶμα·
οὔτε χωρίζεται τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν κεφαλή, οὔτε ἡ
κεφαλὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε
χωρισμένοι τοπικά, ἀλλὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μέσῳ
τῆς ἀγάπης· ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ
μᾶς χωρίσει. Διότι κἂν πεθάνει τὸ σῶμα μου, ἡ
ψυχή μου ζεῖ καὶ θυμᾶται τὸν λαό.
Εἴσαστε γιὰ μένα πατέρες· Πῶς μπορῶ νὰ
σᾶς ξεχάσω; Εἴσαστε γιὰ μένα πατέρες, εἴσαστε
ζωή, εἴσαστε εὐδοκίμηση. Ἐὰν ἐσεῖς προκόψετε,
ἐγὼ εὐδοκιμῶ· ὥστε γιὰ μένα ὁ πλοῦτος ποὺ
ἐναπόθειται στὸν θησαυρό σας σημαίνει ζωή. Ἐγὼ
εἶμαι ἕτοιμος χίλιες φορὲς νὰ σφαγιασθῶ γιὰ
ἐσᾶς (καὶ μὲ αὐτὸ δὲν σᾶς κάνω χάρη, ἀλλὰ
ἐκπληρώνω τὸ καθῆκον μου· διότι ὁ καλὸς ποιμὴν
δίνει τὴν ζωή του γιὰ τὰ πρόβατα), ναί, νὰ
σφαγιασθῶ χίλιες φορὲς καὶ νὰ χάσω χίλιες φορὲς
τὴν κεφαλή μου. Ἕνας τέτοιος θάνατος σημαίνει
γιὰ μένα ὑπόθεση ἀθανασίας, τέτοια χτυπήματα
60
σημαίνουν γιὰ μένα ἀφορμὴ ἀσφαλείας... Καὶ τί
ἔγινε, ποὺ θὰ ὑποφέρω γιὰ ἐσᾶς; Γιὰ μένα εἶστε
συμπολῖτες, εἶστε πατέρες, εἶστε ἀδελφοί, εἶστε
παιδιά, εἶστε μέλη τοῦ σώματός μου, εἶστε φῶς
καὶ μάλιστα γλυκύτερο ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
Γιατὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει ἡ ἀκτῖνα τοῦ
ἡλίου, αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ ἀγάπη σας; Ἡ ἀκτῖνα μὲ
βοηθάει στὸν παρόντα βίο, ἡ ἀγάπη σας ὅμως μοῦ
πλέκει στέφανο στὸν μέλλοντα. Αὐτὰ τὰ λέω σὲ
αὐτιὰ ἀνθρώπων ποὺ ἀκοῦν· Ποιά αὐτιὰ θὰ
ἦταν προθυμότερα νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὰ δικά
σας; Τόσες μέρες ξαγρυπνήσατε, καὶ τίποτα δὲν
σᾶς ἔκαμψε, οὔτε τὸ μῆκος τοῦ χρόνου σᾶς ἔκανε
μαλθακώτερους, οὔτε οἱ φόβοι, οὔτε οἱ ἀπειλές·
σὲ ὅλα φανήκατε γενναῖοι. Καὶ τί λέω φανήκατε;
Αὐτὸ ποὺ ἤθελα γιὰ ἐσᾶς, τὸ κάνατε:
Καταφρονήσατε τὰ βιωτικὰ πράγματα,
ἀρνηθήκατε τὴν γῆ, καὶ ἀνεβήκατε στὸν οὐρανό·
ἀπαλλαγήκατε ἀπὸ τοὺς συνδέσμους τοῦ
σώματος καὶ ἀνταγωνίζεσθαι πρὸς ἐκείνη τὴν
μακάρια φιλοσοφία. Ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα
στέφανος, εἶναι παράκληση, εἶναι παρηγοριά, εἶναι

61
ἀνακούφιση καὶ βάλσαμο, εἶναι ζωή, εἶναι θεμέλιο
ἀθανασίας» .38
Αὐτὰ τὰ λόγια δείχνουν πόσο μακρυὰ εἶναι
σήμερα ποιμένες καὶ λαὸς ἀπὸ τὰ λαμπρὰ
παραδείγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Δείχνουν
πόσο ἔχουμε χωριστεῖ καὶ ἀντὶ γιὰ ἕνα Σῶμα
καταντήσαμε σώματα. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ
ἐπικράτηση τῆς Παναιρέσεως ἦταν εὔκολη καὶ
χωρὶς φασαρίες. Σήμερα οἱ ποιμένες σιγοῦν καὶ
οἱ λαϊκοὶ ὑπακούουν ὡς «εὐσεβεῖς βόες». Ποτὲ
ἄλλοτε δὲν ἦταν ἡ ὑπενθύμιση τέτοιων
παραδειγμάτων τόσο ἐπιτακτικὴ ὅσο σήμερα.

38(Ἱ. Χρυσοστόμου, ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας 1, ΕΠΕ 33, 186,


μετάφραση).
62
Ἡ τρίτη στάση ἀγῶνος:
Ἡ ἀποτείχιση τῶν λαϊκῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση

Εἴδαμε παραπάνω, πῶς οἱ λαϊκοὶ τοῦ


παρελθόντος ὑπεράσπισαν μὲ κάθε τίμημα τοὺς
ἀληθινοὺς ποιμένες καὶ πολέμησαν τοὺς
ψευδοποιμένες ἢ τοὺς ἀνάξιους. Τώρα θὰ
ἐξετασθεῖ ἡ στάση τῶν λαϊκῶν στὸ θέμα τῆς
ὁμολογίας καὶ τῆς ὑπεράσπισης τοῦ δόγματος. Οἱ
πιστοὶ λαϊκοί, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τους καὶ
μιμούμενοι τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν
Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ
ψευδεπισκόπων, ἔχοντας κατηχηθεῖ καὶ ζυμωθεῖ
μὲ τὸν βίο τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν, οἱ
ὁποῖοι ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ζωή τους ἐπλήρωναν
τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ἐμμονή τους στὰ δόγματα
τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀψηφοῦσαν κάθε
ψευδεπίσκοπο καὶ ψευτοπατριάρχη καὶ ἦταν ἀπὸ
τοὺς πρώτους ποὺ ξεσηκώθηκαν ἐνάντια στὴν
ὅποια αἵρεση (αὐτὸ φάνηκε περίτρανα καὶ στὶς
προηγούμενες ἀναφορές).
Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση
τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία
τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς,
(ταυτόχρονα μὲ τοὺς Κληρικούς, πόσο μᾶλλον,
63
ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι
ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα
ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα,
ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς
Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ
θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα.
Σήμερα οἱ κληρικοὶ δὲν θέλουν τοὺς λαϊκοὺς
νὰ τοὺς ἐλέγχουν καὶ νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστη
τους. Ἀποσιωποῦν ἐντέχνως, ὅτι εἶναι ὑποχρέωση
καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ (κληρικοῦ
καὶ λαϊκοῦ) ποὺ μὲ τὸ βάπτισμά του ἔλαβε τὴν
σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει καὶ
νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ
ἐξετάζει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ
ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ
ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη,
ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς
στοὺς αἰῶνες. Ὁ ἔλεγχος σὲ θέματα πίστεως καὶ
τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔμπραχτη
ἐφαρμογὴ τοῦ καθήκοντος τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ
διακρίνει μεταξὺ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μεταξὺ τῆς
αὐθεντικῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καὶ τῆς
διαστρέβλωσης ἢ τῆς κακῆς ἐφαρμογῆς της.
64
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει
γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ ἀγωνίζονται
μεταφέροντας τὰ λόγια τῶν Πατέρων στοὺς
ἀδελφούς τους καὶ ἐλέγχοντας τοὺς ὑπεύθυνους
γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς
ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» .
39 Ὄχι μόνο δὲν τοὺς καταδικάζει ὁ Ἅγιος ἀλλὰ
τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας καὶ μάλιστα δημοσίως.
Σημειωτέον μάλιστα εἶναι —ἂν καὶ πολλοὶ τὸ
ξεχνοῦν αὐτό— ὅτι οἱ λαϊκοὶ ἐμφανίζονται πάντα
στὴν πρώτη γραμμὴ στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν
αἱρέσεων, ἐνῶ κανονικά, ὅπως σημειώνει ὁ π.
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, «οἱ λαϊκοί κινδυνεύουν
περισσότερο ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, διότι
ἀφ’ ἑνός μέν λόγῳ τῆς θέσεώς των γίνονται
εὐκολώτερα ἀποδέκτες τῆς αἱρετικῆς
διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου λόγῳ τῆς ἐλλείψεως
γνώσεως –κατά γενικό κανόνα– πείθονται
εὐκολώτερα στούς αἱρετικούς καί ἐκλαμβάνουν
τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό τό παρατηροῦμε
καί στίς σύγχρονες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες συνήθως
θηρεύουν τούς ὀπαδούς των ἀπό καλοπροαιρέτους
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔχουν ἄγνοια εἰς τά

39 (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177).


65
θέματα τῆς πίστεως καί πείθονται εὔκολα σέ κάθε
αἱρετική διδασκαλία, ὅπως π.χ. συμβάνει μέ τούς
Οὐνίτες, τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κλπ.». Ἂν
συγκρίνει κανεὶς σήμερα τὸν ἀριθμὸ τῶν λαϊκῶν
καὶ τῶν κληρικῶν ποὺ ἀντιδροῦν στὴν αἵρεση,
τότε θὰ διαπιστώσει τὸ ἀληθὲς τῶν παραπάνω
λόγων.
Ἡ πρώτη καὶ λόγῳ τοῦ κύρους τοῦ
μαρτυροῦντος ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία εἶναι
αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Τρισκαιδέκατον γάρ ἔτος ἐστίν, ἀφ՚ οὗ ὁ
αἱρετικός ἡμῖν πόλεμος ἐπανέστη, καθ՚ ὃν οἱ
ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι τά πάνδεινα πάσχουσι διά
τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή
καταδέχεσθαι».40 «Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ
λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν
ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες
καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν
ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ
παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ
τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ
ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς
πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι»

40 (Ἐπιστολή τοῖς Δυτικοῖς 2, PG 32, 901).

66
(Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2,
28). Καὶ ἀλλοῦ: «ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι
τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν
ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας
πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ
στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» 41
«Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων,
αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ
πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες
τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων
ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς
συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην
πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ τῶν
πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν
ἀπολείπεται».42 Δεκατρία χρόνια ὑποφέρουν οἱ
Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἀρειανῶν.
Δεκατρία χρόνια βρίσκουν καταφύγιο στὶς
ἐρημιές, στὰ ὄρη καὶ στὰ βουνά, κάτω ἀπὸ χιόνι
καὶ βροχή, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὑγιεῖς καὶ
ἀσθενεῖς. Παρακαλοῦν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐλεήσει
καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὅμως

41 (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους,


ΕΠΕ 3, 86).
42 (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ

Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).

67
δὲν ὑποχωροῦν. Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀντὶ νὰ τοὺς
νουθετήσει νὰ οἰκονομήσουν, γιατὶ π.χ. ἔρχεται
Πάσχα καὶ ποῦ θὰ γιορτάσουν, τοὺς ἀναφέρει ὡς
παράδειγμα, γιὰ νὰ πείσει τοὺς δυτικοὺς
ἀμέτοχους ἐπισκόπους. Φυσικὰ δὲν εἶχαν
γεννηθεῖ ἀκόμα οἱ σημερινοὶ μεγάλοι κάτοχοι
διπλωμάτων καὶ πτυχίων, ὑπερασπιστὲς τῆς
Οἰκονομίας, λέοντες ἀληθινοί, “ἀνώτεροι”
παρασσάγγας τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν τότε πιστῶν!
Αὐτοὶ θὰ τοὺς ἔλεγαν νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς
καὶ νὰ κοινωνοῦν, διότι ἂν δὲν τὸ ἔκαναν θὰ
χαρακτηρίζονταν ὑπερζηλωτές, ἀκραῖοι καὶ
σχισματικοί.
Στὴν Κων/πολη, ὁ Ἀρειανόφρων πατριάρχης
Μακεδόνιος «οὐ μόνον ἀπηνῶς ἐδίωκε (τοὺς
Ὀρθοδόξους) τοὺς ἐκτρεπομένους αὐτῷ κοινωνεῖν,
ἀλλὰ καὶ εἱρκτοῖς περιέκλειε. Καὶ γάρ τινων
γυναικῶν, αἳ τὴν αὐτοῦ ἐξετρέποντο κοινωνίαν
τοὺς μαστοὺς … ἀπέπριεν». Καὶ«πολλὰς τῶν
ἐκκλησιῶν εἰς ἔδαφος ἔρριπτε, βασιλέως
γράμματα προϊσχόμενος, ἃ προσέταττον τοὺς
εὐκτηρίους οἴκους τῶν τὸ ὁμοούσιον κηρυττόντων
εὐθὺς ἀνατρέπεσθαι».43 «Λυομένης γὰρ ἐκείνης

43 (P.G. 146, 389ΒD)


68
(σ.σ.: καὶ ὅταν καταστράφηκε ἡ ἐκκλησία-ναός
τους) πανδημεῖ συναθροισθέντες ἐκεῖνοι, καὶ
γυναῖκες καὶ παῖδες, τὸ προσῆκον ἕκαστος
μετακομιζόμενοι, ὑπερφυῶς ἐπόνουν· καὶ
ἀκαριαίως εἰς τὸν ἀντιπέραν τόπον τῆς πόλεως…
ἀθρόως ἕτερον οἶκον ἀνίστων· καὶ Ἀναστασίαν
τὸν οἶκον ὠνόμασαν… Τούτων δὲ ὑπὸ Μακεδονίου
γενομένων, μικροῦ οἵ τε Ναυατιανοὶ καὶ οἱ τῆς
καθόλου Ἐκκλησίαςτῷ ὁμοουσίῳ στοιχοῦντες
ἡνώθησαν, ἴσην δόξαν ἔχοντες, ἐπίσης τε
ἐλαυνόμενοι· καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐσπένδοντο,
συνήρχοντό τε καὶ εὐχῆς καὶ τῶν λοιπῶν
ἐκοινώνουν. Οὐδεὶς γὰρ οἶκος τοῖς ἀπὸ τῆς
καθόλου Ἐκκλησίας ἐλείπετο, τοῖς Ἀρειανοῖς
πάντων κατεχομένων. Τῷ δὲ συνεχεῖ τῆς ὁμιλίας
καὶ τῷ τοῦ πάθους ταὐτῷ κενὸν εἶναι οἰόμενοι
ἀλλήλων διίστασθαι, πρὸς τὸ κοινωνεῖν ἀλλήλοις
ἦσαν. Καί γε ἂν ἐπεραίνετο, εἰ μὴ τὸ τοῦ πλήθους
πρόθυμον βραχύ τι βασκανίας ἐμπεσὸν ἐπέσχε, τὸ
ἐκ παλαιοῦ ἔθος χρῆναι καὶ αὖθις κρατεῖν πολλῶν
λεγόντων, καὶ τὴν μὴ ἐντελῆ κοινωνίαν
ἐκτρέπεσθαι» .44

44 (P.G. 146, 392ΑΒ).


69
Γράφει ὁ ἱερὸς Δοσίθεος γιὰ τὴν κατάσταση
τῶν πιστῶν στὴν Κων/πολη ἐπὶ Γρηγορίου (βλ.
σελ. 26): «ἐπειδὴ οὐκ εἶχον οἱ ὀρθόδοξοι κἂν μίαν
Ἐκκλησίαν (σ.σ. ἦταν ὅλες τῶν ἀρειανῶν), αὐτὸς (ὁ
Γρηγόριος) μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς εὐκτήριον,
ὃν ὠνόμασε Ἀναστασίαν… Ὅσους δε κόπους καὶ
ἀγῶνας ἐποίησε διὰ τὴν εὐσέβειάν τις ἱκανὸς
αὐτὸς εἰπεῖν ἢ γράψαι; Ἀρκεῖ ὁ κοινὸς ἀδόμενος
λόγος, ὅτι χιλίας Ἐκκλησίας ηὗρεν Ἀρειανῶν, καὶ
μήτε μίαν Ὁρθόδοξον, καὶ μετὰ τὴν παραίτησιν
αὐτοῦ (τὸ 381) ἦσαν χίλιαι καὶ μία τῶν Χριστιανῶν,
καὶ οὐδεμία τῶν Ἀρειανῶν. 45
Βλέπουμε ἐδῶ καὶ πάλι τὴν διακοπὴ
κοινωνίας γιὰ λόγους πίστεως καὶ τοὺς διωγμοὺς
ποὺ ὑπέστησε τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο. Οἱ
Ὀρθόδοξοι ὅμως παρόλα αὐτὰ δὲν
ἐκκλησιάζονταν στοὺς ναοὺς ποὺ εἶχαν ἔρθει
στὴν κυριότητα τῶν Ἀρειανῶν, καὶ ἀφοῦ δὲν
κατεῖχαν πιὰ κανένα ναό, ἔφτιαχαν ἄλλους.
Ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου διαβάζουμε τὰ
ἑξῆς γιὰ τὴν στάση τῶν λαϊκῶν: «Ὁ Θεοδόσιος
ὡδήγησε ἔξω ἀπό την πόλι τον ἐπίσκοπο Σεβηριανό
και ἐκεῖ τον φόνευσε, ἐπειδή δεν ἤθελε να

45 (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ’, κεφ. β’, σελ. 15).

70
ὑποταχθῆ στην κακοδοξία του. Ἔπειτα διήγειρε
μεγάλο διωγμό σε ὅλη την ἁγία πόλι, ἐναντίον
ἐκείνων που δεν ἤθελαν να κοινωνήσουν με αὐτόν.
Ἄλλους λοιπόν τυράννησε με βασανιστήρια,
ἄλλων ἅρπαξε την περιουσία, ἄλλων κατέκαυσε
τα σπίτια, ὥστε ἡ πόλις να φαίνεται ὅτι
κυριεύεται ἀπό βαρβάρους». 46
Τὸ 360 ἐπίσημος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, στὴ
θέση τοῦ ἐξορισθέντος Ἁγίου Μελετίου,
τοποθετήθηκε ὁ Εὐζώιος ποὺ ἦταν
ἀρειανόφρονων. Μόλις συνέβη αὐτὸ οἱ
Ὀρθόδοξοι «διαχωρισθέντες ἀπὸ τοὺς
κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν
Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ
καλουμένη Παλαιᾷ».47 Χωρίσθηκαν δηλ. ὄχι μόνο
ἀπὸ τὸν Εὐζώιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσους
κοινωνοῦσαν μὲ αὐτὸν καὶ ἐκκλησιαζόντουσαν
στὴν παλιὰ πόλη τῆς Ἀντιοχείας, σὲ ἕναν ναὸ
ποὺ εἶχαν κτίσει οἱ Ἀπόστολοι: «χωρισθέντες ἀπὸ
τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν
λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ» (ὅπ. παρ.,
σελ. 379).

46(P.G. 147, 32A, τόμος ιε’, κεφ. θ’)


47(Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμος α΄, Βιέννη, 1783,
σελ. 349).
71
Τὸ 376 γίνεται Ἐπίσκοπος Νικοπόλεως (μετὰ τὸ
θάνατο τοῦ ὀρθόδοξου Θεόδοτου) ὁ Ἀρειανὸς
Φρόντων, «γενόμενος ὄργανον τῶν Ἀρειανῶν,
χάριν τοῦ “δυστήνου δοξαρίου”» (“Δύστηνον
δοξάριον”= ἀθλία καὶ ποταπὴ δόξα. Ἡ φράσις
ἔχει γίνει παροιμιώδης καὶ λέγεται περὶ τῆς
ἀρχιερατικῆς ράβδου, ἤτοι τοῦ ἐπισκοπικοῦ
ἀξιώματος) μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ, ἐπίσης
Ἀρειανοῦ, Ἐπισκόπου Σεβαστείας Εὐστάθιου. Ἡ
πλειοψηφία τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τῆς
Νικοπόλεως ἀντέδρασε στὴν τοποθέτηση τοῦ
ἑνὸς αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, αὐτὸς ὅμως (ἔχοντας
ἐπίσημα τὴ δικαιοδοσία) κατέλαβε τοὺς ναοὺς
τῆς περιοχῆς. Τότε οἱ πιστοὶ καὶ οἱ κληρικοί, μὴν
ἔχοντας ἄλλο τρόπο ἀντίδρασης, καὶ μὴν
θέλοντας νὰ κοινωνοῦν σὲ ναὸ αἱρετικῶν πιά,
τελοῦσαν τὴ θεία λειτουργία ἔξω στὴν ὕπαιθρο.
Ὅ Μέγας Βασίλειος μαθαίνοντας αὐτὰ τὰ
γεγονότα ἀπευθύνθηκε στοὺς κατ’ αὐτὸν
ὑπερασπιστὲς (καὶ ὄχι ὅπως λένε σήμερα
ζηλωτές) τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν πρὸς
Νικοπολίτες Πρεσβυτέρους ἐπιστολή (238, ΣΛΗ΄),
ἡ ὁποία ἀπευθύνεται καὶ στὸν λαό, ὅπου μεταξὺ
ἄλλων γράφει:

72
«Τέκνα ὁμολογητῶν καὶ τέκνα μαρτύρων ἐστέ, τῶν
μέχρις αἵματος ἀντικαταστάντων πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν... Εἰ δὲ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων
ἐξεβλήθητε, ἀλλ' ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ
αὐλισθήσεσθε καὶ ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας
ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις
ἐγκατακλίνονται καθ' ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς
διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρὺ ἑαυτοῖς τὸ κρίμα
κατασκευάζοντες. Εἰ δέ τις καὶ κόπος ἐστὶν ἐν τῷ
πράγματι, πέπεισμαι τῷ Κυρίῳ μὴ εἰς κενὸν ὑμῖν
ἀποβήσεσθαι τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἂν ἐν πλείοσι
πειρατηρίοις γένησθε, τοσούτῳ πολυτελέστερον
τὸν παρὰ τοῦ δικαίου Κριτοῦ μισθὸν ἀναμένετε.
Μήτε οὖν δυσφορεῖτε τοῖς παροῦσι μήτε
ἀποκάμνετε τῇ ἐλπίδι. Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον,
ἥξει πρὸς ὑμᾶς ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν καὶ οὐ
χρονιεῖ»

Ἕτσι μιλούσαν οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες, τῶν ὁποίων


τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα οἱ σημερινοὶ ὑποτίθεται
μιμοῦνται ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα
ἀρνοῦνται.

Μετὰ τὴν ἑξαετῆ πατριαρχεία τοῦ Τιμοθέου, τὸν


ὁποῖο οἱ μοναχοί καὶ ὁ λαὸς τῆς

73
Κωνσταντινουπόλεως ἀποστρεφόταν, ἐπειδὴ
ἀναθεμάτιζε τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος,
ἀνῆλθε στὸν θρόνο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Καππαδόκης (518-520). Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
θείας Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς 15-7-518 ὁ νέος
πατριάρχης πιέσθηκε μὲ ἐντυπωσιακὸ τρόπο ἀπὸ
τὸν ἀγανακτισμένο λαό, ποὺ φώναζε (σήμερα
φυσικὰ θὰ εἶχαν πετάξει τὸν λαὸ ἔξω μὲ τὶς
κλωτσιὲς καὶ θὰ τὸν ὀνόμαζαν πλανεμένο. Καὶ
πάλι ἀποδεικνύεται πόσο κατώτεροι τῶν ἁγίων
παραδειγμάτων τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε). Ὁ λαὸς
μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπαίτησε κατὰ τὴν ὥρα τῆς
Θ. Λατρείας νὰ ἀναγνωσθεῖ στὰ δίπτυχα ἡ Δ΄
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ κατόπιν νὰ μεταλάβει
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ νέου Πατριάρχη.

Ὁ νέος Ὀρθόδοξος, τονίζεται, Πατριάρχης


ἐδίσταζε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀπαίτηση τοῦ
λαοῦ, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ ἔμεναν ἀνένδοτοι καὶ
ἀπαιτοῦσαν τὸ θέμα νὰ τακτοποιηθεῖ ἀμέσως.
Στὴν προσπάθεια τοῦ Πατριάρχη νὰ ἀναβληθεῖ
γιὰ λίγο αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση, ὁ λαὸς τὸ ἀπαίτησε
καὶ πάλι δυναμικὰ καὶ πολλάκις:

74
«Ἀκοινώνητοι διατί μένονεν; ἐπί τοσαῦτα ἔτη
διατί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου
κοινωνῆσαι θέλομεν... ὀρθόδοξος εἶ, τίνα
φοβῆσαι;... Ἰουστῖνε Αὔγουστε TU VINKAS (ἐσὺ
νίκα), τήν Σύνοδον Χαλκηδόνος ἄρτι (ἀμέσως)
κήρυξον... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ τῷ Μανιχαίῳ... Τόν
ἐπίβουλο τῆς Τριάδος ἔξω βάλε... Εἰ φιλεῖς τήν
πίστιν, Σεβῆρον ἀναθεμάτισον... Πολλά τά ἔτη τοῦ
βασιλέως, ἀδελφοί Χριστιανοί, μία ψυχή, πίστις
ἐστίν, οὐκ ἔνι (ἐπιτρέπεται) ἁπλῶς. Ἡ ἁγία Μαρία,
Θεοτόκος ἐστίν... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ, φανερῶς
εἰπέ... Οὐ κατέρχῃ, ἐάν μή ἀναθεματίσῃς... Οὐκ
ἀναχωρῶ, ἐάν μή κηρύξῃς· ἕως ὀψέ ὧδε ἐσμέν...
Τῶν ἐν Χαλκηδόνι πατέρων τήν σύναξιν αὔριον
κήρυξον».
Ὁ ἱερός πατριάρχης ἀναγκάσθηκε νά
ἀνταποκριθῇ στά ἐπίμονα αἰτήματα τοῦ λαοῦ.
Ἀφοῦ τούς βεβαίωσε, ὅτι δέχεται ὅλες τίς
Οἰκουμενικές Συνόδους, κηρύχθηκε ἡ σύναξις τῶν
Πατέρων διά Σαμουήλ διακόνου ὡς ἑξῆς:
«Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο
ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων καί
ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων
μητρόπολιν συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί
ἐνταῦθα». Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν
75
γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ Σεβῆρος.
Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες
ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ
λαός ἀνεχώρησε.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα (Δευτέρα 16-7-518) καί ἐνῶ
ἐπιτελεῖτο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων στήν
ἐκκλησία, τά πλήθη φώναζαν πάλι πρός τόν
πατριάρχη: «Τούς ἐν ἐξορίᾳ διά τήν πίστιν, τῇ
ἐκκλησίᾳ... Σεβῆρον τόν Ἰούδαν ἔξω βάλε...
Εὐφήμιον καί Μακεδόνιον, τῇ ἐκκλησία. Τά
συνοδικά εἰς Ρώμην ἄρτι (ἀμέσως) ἀπέλθωσι...
Εὐφημίου καί Μακεδονίου τά ὀνόματα ἄρτι ταγῇ
(νά ταχθοῦν ἀμέσως)... Τάς τέσσαρας Συνόδους
τοῖς διπτύχοις. Λέοντα τόν ἐπίσκοπον Ρώμης τοῖς
διπτύχοις... Τά δίπτυχα ἄρτι φέρε... Ἐάν μή ἄρτι
οὐδείς ἐκβαίνει, μαρτύρομαί σε τάς θύρας
κλείω...».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης προσπάθησε νά καθησυχάσῃ
τόν λαό λέγοντας, ὅτι ἡ πίστις δέν κινδυνεύει
πλέον καί ὑποσχέθηκε, ὅτι γιά τά αἰτήματά τους
θά ἀποφασίσῃ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος. Οἱ πιστοί
ὅμως ἔκλεισαν τίς πόρτες καί ἐπέμεναν νά
φωνάζουν. Ἔτσι ὁ ἱερός Ἰωάννης ἀναγκάσθηκε νά
λάβῃ τά δίπτυχα καί διέταξε νά ἐνταχθοῦν σ' αὐτά

76
οἱ τέσσερις ἅγιες Σύνοδοι καί τά ὀνόματα τῶν
ἁγίων Εὐφημίου, Μακεδονίου καί Λέοντος Ρώμης.
Τότε ὁ λαός μέ ἕνα στόμα φώναξε: «Εὐλογητός
Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ἐπεσκέψατο καί
ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Λουκ. α', 68).
Μετά δέ τήν ἀνάγνωσι τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί
ἀκριβῶς κατά τήν ὥρα τῶν διπτύχων τά πλήθη
πῆγαν μέ πολλή ἡσυχία γύρω ἀπό τό ἅγιο
θυσιαστήριο καί ἄκουγαν. Μόλις λοιπόν ἄκουσαν
τά ὀνόματα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων
πατριαρχῶν πού προαναφέραμε, τότε ὅλοι
ζητωκραύγασαν: «Δόξα σοι Κύριε»· καί ἔπειτα
συνεχίσθηκε ἡ θεία Λειτουργία μέ κάθε εὐταξία»
.48
Ἐδῶ φαίνεται ξεκάθαρα ἡ ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ νὰ
δικαιωθοῦν οἱ καταδικασμένοι ἀδίκως ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς καὶ νὰ καταδικασθοῦν ἀπὸ σύνοδο οἱ
αἱρετικοί, ὥστε νὰ σταματήσει τὸ ἀνίερο ἔργο
τους ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ πλάνη τοὺς πιστούς. Ἡ
ἐπιθυμία αὐτὴ νὰ καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοὶ
Οἰκουμενιστὲς ὑπάρχει καὶ σήμερα. Δυστυχῶς
ὅμως σήμερα οἱ ποιμένες δὲν λαμβάνουν ὑπόψη

48(Νικόδ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β' σελ. 302 -
305).

77
τὸν λαό, ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς δὲν κρατεῖ τὴν
προαναφερθεῖσα σθεναρὴ στάση, ὥστε νὰ
ἀναγκάσει τοὺς ποιμένες νὰ πράξουν ὀρθόδοξα.
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις βλέπουμε πόσο
δυσλειτουργεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ 342 ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος
παρέδωσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως στὸν
δυσσεβῆ Μακεδόνιο, ἀφοῦ ἐξόρισε τὸν Ὀρθόδοξο
πατριάρχη Παῦλο. Ὁ δὲ Ὀρθόδοξος λαὸς
ἔσπευδε στὸν Ναὸ νὰ τὸν καταλάβει, πρὶν
εἰσέλθει σὲ αὐτὸν ὁ Μακεδόνιος. Ἀλλὰ ὁ
ἔπαρχος ἔτρεξε καὶ μὲ στρατὸ ἐπετέθη στὸ
πλῆθος (ποὺ δὲν φοβήθηκε, δὲν ὑποχωροῦσε) μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ θανατωθοῦν 3.000 πιστοὶ κατὰ
τὴν σύγκρουση! Ὁ δὲ Μακεδόνιος, ὡσὰν νὰ μὴ
συνέβη τίποτα, «ὥσπερ τι δ’ ἀθῶος καὶ καθαρὸς»
ἐξεφώνησε τὸν Ἐπιβατήριο λόγο καὶ ἐνεθρονίστη
Πατριάρχης «…καὶ διὰ τοιούτων φόνων, ὅ τε
Μακεδόνιος καὶ Ἀρειανοὶ τὴν ἐκκλησίαν
κατέσχον» 49
Ὅταν ὁ Νεστόριος ἦταν ὁ κανονικὸς
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ
ἐξεφώνησε ἐκ τοῦ ἄμβωνος (τὸ 429) τὶς αἱρετικές

49 (P.G. 146, 245ΒD).


78
του διδασκαλίες —ὅπως σήμερα κάνουν οἱ
Οἰκουμενιστές—, τότε, ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ποὺ
ἀντέδρασαν δυναμικὰ κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ (ἀλλὰ
μὴ καταδικασθέντος ἀκόμα) πατριάρχη
Νεστορίου, ἦταν ὁ Εὐσέβιος, μετέπειτα
ἐπίσκοπος Δορυλαίου. Ὁ Εὐσέβιος (ἂν καὶ
λαϊκός) ἀντέδρασε ἀμέσως πρὶν κάποια
Ἐπισκοπικὴ Σύνοδος ἀποφανθεῖ, ἀντικρούοντας
τὸν πατριάρχη Νεστόριο ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Κύριλλο ὁ Εὐσέβιος:
«ἔχοντας συγκεντρώσει μέσα του θαυμαστὴ
παιδεία, κινημένος ἀπὸ θερμὸ καὶ φιλόθεο ζῆλο,
φωνάζοντας ἐντόνως εἶπε, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ προαιώνιος
Λόγος ὑπέμεινε καὶ δεύτερη γέννηση, δηλαδή,
κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἀπὸ γυναῖκα· καὶ
ἐνὼ στὰ πλήθη γινόταν θόρυβος γι΄ αὐτὰ καὶ οἱ μὲν
περισσότεροι καὶ συνετοί τὸν τιμοῦσαν μὲ
μεγάλους ἐπαίνους, ὡς εὐσεβῆ καὶ συνετώτατο καὶ
γνώστην τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων... αὐτός [ὁ
Νεστόριος] διακόπτει καὶ ἀμέσως ἀποδέχεται
ἐκείνους τοὺς ὁποίους καὶ κατέστρεψε μὲ τὴ
διδασκαλία του, στρέφει δὲ τὴν γλώσσα του
ἐναντίον ἐκείνου [τοῦ Εὐσεβίου], ποὺ δὲν ἀνέχθηκε

79
τὰ λόγια του».50 Στὴ συνέχεια ὁ Εὐσέβιος,
τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας δημόσιο
γραπτὸ ἔλεγχο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ
πατριάρχου μὲ τὴν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στὴν
Ἁγία Τριάδα αὐτὸν ποὺ λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί,
νὰ τὸ παρουσιάση σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους,
διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν
στὴν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμα νὰ τοὺς δώση
καὶ ἀντίγραφο, πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ
Νεστορίου».
Μάλιστα ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ρώμης
Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο
πληροφορούμαστε, ὅτι πολλοὶ
Κωνσταντινουπολῖτες, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ
ἀφορισμοὺς ἀπὸ τὸν αἱρετικό Πατριάρχη γιὰ τὴν
ἀντίδρασή τους. Γράφει ὁ Πάπας πρὸς τὸν
Νεστόριο: «Ἀκούω, ὅτι οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ
φρονοῦν ὅπως ἡ Καθολική [Ὀρθόδοξος] Ἐκκλησία,
μὲ τοὺς ὁποίους ἐμεῖς κοινωνοῦμε [ἄρα μὲ τοὺς
αἱρετικοὺς ὄχι], ὑπομένουν βία μεγίστη, τόσον
ὥστε νὰ λέγεται ὅτι ἔχουν ἀποκλεισθεῖ ἔξω ἀπὸ
τὴν Πόλη. Χαίρομεν, διότι κέρδισαν τὸ ἔπαθλο τῆς

50(Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατὰ τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν 1, 5, PG


76, 41ε. μετάφραση).

80
ὁμολογίας, ἀλλὰ λυπούμεθα ποὺ ὁ διώκτης εἶναι
Επίσκοπος. Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ
διώκτης μεταλλάγη σὲ κήρυκα· τώρα εἶναι
μέγιστο ἀσέβημα ἀπὸ κήρυκα νὰ μεταλλαγεῖ
κανεὶς σὲ διώκτη» .51
Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, μᾶς
περιγράφει ἐξ ἴσου ὡραῖα καὶ μὲ σαφήνεια τὴν
ἀντίδραση, δηλ. τὴν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν: «καὶ
γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ
καὶ ἐκδρομή· οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς
τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους
εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν
κολακευόντων αὐτόν» .52Ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι
τὸ γεγονός, ὅτι στὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου,
ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκδήλωσή της, πρῶτοι
ἀποτειχίστηκαν οἱ λαϊκοί, χωρὶς νὰ περιμένουν
ὁδηγούς τοὺς ὅποιους ποιμένες, χωρὶς
προσυνεννόηση καὶ ὀργάνωση, χωρὶς εὐλογίες
ἀπὸ τοὺς πνευματικούς, χωρὶς ἡμερῖδες καὶ
συνέδρια. Οἱ δὲ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς,
δὲν ὀνομάζονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο εὐσεβεῖς ἀλλὰ
ἀνόητοι καὶ κόλακες. Τί ἔχουν νὰ ποῦν γιὰ τοὺς

51 (Ἐπιστολὴ Κελεστίνου Νεστορίῳ ACO 1,1,1,81, μεταγλώττιση).


52 (PG 77, 81Β).
81
χαρακτηρισμοὺς αὐτοὺς τοῦ Ἁγίου οἱ σημερινοὶ
«ἀχρικαιριστές»;
Ἡ ἐποχὴ τῆς Εἰκονομαχίας ὑπῆρξε μία
λαμπρὴ ἐποχὴ ὁμολογίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν
ὁποία οἱ λαϊκοὶ δὲν ὑστέρησαν.
Τὸ Συναξάρι τῆς 9ης Αὐγούστου, μνημονεύει
τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Δέκα Μαρτύρων ἐπὶ
Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου (730), οἱ ὁποῖοι
ὑπέστησαν Μαρτύριο χάριν τῆς Εἰκόνας τοῦ
Σωτήρος Χριστοῦ, ποὺ ἦταν τοποθετημένη στὴν
Χαλκὴ Πύλη τῆς Κων/πόλεως. Οἱ ἐννέα πρῶτοι
ἀπὸ τοὺς δέκα, Ἰουλιανός, Μαρκιανός, Ἰωάννης,
Ἰάκωβος, Ἀλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος,
Λεόντιος καὶ Μαρία ἡ Πατρικία, συμμετεῖχαν
στὴν ἀντίσταση τοῦ λαοῦ ἐναντίον τοῦ Στρατοῦ,
ὅταν ἕνας «σπαθαροκανδιδᾶτος» προσπάθησε νὰ
κατεβάσει τὴν ἱερὰ Εἰκόνα (Θεοφάνης 623):
«τινας βασιλικοὺς ἀνθρώπους ἀνεῖλον καθελόντας
τὴν τοῦ κυρίου εἰκόνα τὴν ἐπὶ τῆς μεγάλης Χαλκῆς
πύλης». Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες φυλάκιση καὶ
φρικτὰ βασανιστήρια οἱ Ἅγιοι ἐκτελέστηκαν. 53

Σήμερα οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ θὰ χαρακτηρίζονταν


ὑπερζηλωτὲς καὶ ἀκραῖοι ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς

53 (Μηνιαῖον Αὐγούστου, ἐκδ. «ΦΩΣ», Ἀθήνα, 1972, σελ. 101).

82
αἱρετικούς, ἀλλὰ φεῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς
ὀρθόδοξους.
Ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει
παρηγορητικὰ γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ
προστατεύσει ἀπὸ σκανδαλισμοὺς μία λαϊκή, τὴν
Πατρικία Εἰρήνη (Ἀλήθεια πόσοι, σήμερα,
Πατέρες ἀφιερώνοντας χρόνο καὶ πόνο,
παρηγοροῦν τοὺς λαϊκούς;): «Ποιός δὲν γνωρίζει
ἀπὸ τοὺς ὁμολογητὲς ὅτι καὶ σὺ συνομολόγησες;
Ποῦ δὲν ἀκούστηκε, ὅτι ὑπάρχει καὶ μία
συγκλητικὴ μεταξὺ τῶν μαρτύρων; Σὲ ἐθαύμασαν
τὰ τάγματα τῶν Μοναχῶν καὶ σὲ ἐπήνεσαν οἱ
συνάξεις τῶν λαϊκῶν...» .54 Σήμερα οἱ συνάξεις
τῶν λαϊκῶν μὲ τὴν εὐλογία τῶν πνευματικῶν
τους ἀντὶ νὰ ἐπαινοῦν καὶ νὰ
ἀλληλοστηρίζονται, πολεμάει ἡ μία τὴν ἄλλη.
Σὲ ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἐστάλη εἰς τὸν
Δομέστικο Πολιτιανό, ὁ ὅσιος πάλι δίνει τὶς ἴδιες
συμβουλὲς καὶ τὸν ἐπαινεῖ, διότι δὲν
ἐπικοινωνοῦν οἰκογενειακῶς μὲ τοὺς
εἰκονομάχους: «διὰ τοῦτο, ὡς μανθάνω, καὶ
φυλάττεις ἑαυτὸν ἐκ τῆς κοινωνίας τῶν ἀνόμων,

54(Επιστολή (156) Εἰρήνη Πατρικία, ἐν Theodori Studitae Epistulae,


τόμ. Β΄, ἐκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series
Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276).
83
καὶ φυλαχθείης ἔτι ὑπὸ Κυρίου σὺν τῇ καλλίστῃ
σου ὁμοζύγῳ καὶ τέκνοις εὐγενεστάτοις· τῶν γὰρ
εὐγενῶν σύ, Χριστὸν φιλῶν καὶ ὑπὸ Χριστοῦ
καταγόμενος»55
Ἄλλη μία περίοδο ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὴν δική
μας σὲ πολλὰ πράγματα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
ὁποίας θαυμάζουμε τοὺς ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν, οἱ
ὁποῖοι εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν προδοτικὴ
στάση τῶν ποιμένων της, εἶναι ἡ περίοδος τῶν
φιλενωτικῶν προσπαθειῶν τῶν Ὀρθοδόξων.
Τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου ἁγίου Γερμανοῦ
Πατριάρχου Κ/πόλεως πρὸς τοὺς Κυπρίους
λαϊκοὺς γιὰ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς κληρικούς
των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποταχτεῖ στοὺς Λατίνους
κατακτητὲς τὸν 12ο καὶ 13ο αἰῶνα. «...Ὅσοι τῆς
καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια, φεύγειν
ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ
λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις
συνάγεσθαι, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν
λαμβάνειν τὴν τυχοῦσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν
τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ θεῷ προσεύχεσθαι κατὰ
μόνας, ἢ ἐπ’ ἐκκλησίαις συνάγεσθαι μετὰ τῶν

55 (Φατ. 95, 216, 10).


84
λατινοφρόνων· εἰ δ’ οὖν, τὴν αὐτὴν αὐτοῖς ὑφέξετε
κόλασιν» .56
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλοῦν οἱ
ἀντιδράσεις, τὸ φρόνημα καὶ τὸ ἀκλόνητο τῶν
λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ βιαιότητα τῶν διωκτῶν μετὰ
τὶς ψευτοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καὶ τῆς
Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9) ἀντίστοιχα. Ὅπως
γράφει ὁ π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος σὲ μία
εἰσήγηση ποὺ ἐκφωνήθηκε στὸ συνέδριο μὲ θέμα
«Μελέτες τοῦ Ἁγίου Ιωάννου», ποὺ
πραγματοποιήθηκε στή Σόφια Βουλγαρίας, στίς 9
καί 10 Ἰουνίου 2017: «Στήν Κων/πολη ὁ Ὀρθόδοξος
λαός δέν εἶχε κάνει δεκτή τήν ψευδοένωση, γιατί
ἤθελαν τήν καλή ἕνωση μέ τούς Παπικούς, ἐπί τῇ
βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Παραδόσεως καί
Ζωῆς. Ἔτσι, τό πλῆθος ἦταν ἐνθουσιασμένο μέ τή
σθεναρή στάση, πού κράτησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος κατά
τή διάρκεια τῆς ψευδοσυνόδου... Ὁ λαός τῆς
Βασιλεύουσας γιά δύο ὁλόκληρα χρόνια δέν
δοκίμαζε τόση ἀγωνία ἀπό τήν ἀπειλή τῶν
Τούρκων, ὅση ἀπό τούς ἀόριστους φόβους του,
μήπως στήν Φλωρεντία κινδυνεύσουν τά ἱερά
καί τά ὅσια τῆς πίστεως τῶν Πατέρων του. Ὁ

56 (Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Τὰ Εὑρεθέντα, τόμ. Β΄, σελ. 26).


85
λαός ζητοῦσε νά μάθει, ἄν στήν Φλωρεντία νίκησε
ἡ Ὀρθοδοξία. Οἱ προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας,
διαισθανόμενοι τήν ὀργή τοῦ λαοῦ, ἀπαντοῦσαν,
μεταμελημένοι:«πουλήσαμε τήν πίστη μας·
ἀνταλλάξαμε τήν εὐσέβεια μέ τήν ἀσέβεια·
προδίδοντας τήν καθαρή θυσία, γίναμε
ἀζυμῖτες…». Σύμφωνα μέ τόν Δούκα, οἱ ἐφιάλτες
τῆς Ὀρθοδοξίας, κατάμεστοι αἰσχύνης καί
τρέμοντας τήν κατακραυγή τοῦ Ὀρθοδόξου
πληρώματος, καταριόντουσαν τήν ὥρα, κατά τήν
ὁποία ὑπέγραψαν τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς
Φλωρεντίας: «ἡ δεξιά αὐτή ὑπέγραψε, ἔλεγαν, νά
κοπεῖ˙ ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, νά ἐκριζωθεῖ».
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὅμως ἔχουν τὰ γεγονότα
ἔτσι ὅπως τὰ περιγράφουν ὁ Κάλλιστος Βλαστὸς
καὶ ὁ Σιλβέστρος Συρόπουλος γιὰ Λυὼν καὶ
Φερράρα-Φλωρεντία ἀντίστοιχα:
«Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν πρέσβεων, ὄντων
ἔτι ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ συλλαβών
τινας, τῶν ἑδραίως τοῖς δόγμασι τῶν Πατέρων
αὐτῶν ἐμμενόντων, ἀπηνῶς ἐβασάνιζε, δημεύων
τὰς περιουσίας αὐτῶν, ἐξορίζων καὶ κακῶν
παντοίοις τρόποις: “Πάντα ἦσαν ἐνεργὰ τῷ
βασιλεῖ, λέγει ὁ Γρηγορᾶς, δημεύσεις, ἐξορίαι,
φυλακαί, ὀφθαλμῶν ἀφαιρέσεις, μάστιγες,
86
χειρῶν ἐκτομαί“. Τότε ἐξώρισε τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ
Εὐλογίαν, ἥτις τὸν ἀνέθρεψε μικρὸν ὄντα, καὶ πρὸ
τῆς βασιλείας καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν ἔδειξε πρὸς
αὐτὸν πόθον θερμότατον καὶ ἀδελφικὴν ἀγάπην,
ὡς καὶ αὐτὴν ἀποδοκιμάζουσαν τὴν ἕνωσιν. Τότε
διὰ βαρυτάτων σιδηρῶν ἁλύσεων δεθέντες,
ἐρρίφθησαν εἰς τὰς φυλακὰς πάντες οἱ ἐκ τοῦ
ἐμφανοῦς ἀντιστάντες αὐτῷ διὰ τὴν εἰς τὴν
ὀρθοδοξίαν καινοτομίαν συγκλητικοί, ὡς καί
τινες τῶν πρώτων ἀρχόντων καὶ συγγενῶν
αὐτοῦ, ὁ Πρωτοστράτωρ Παλαιολόγος
Ἀνδρόνικος, ὁ Πιγκέρνης Ραοὺλ Μανουήλ, ὁ
ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἰσαάκιος, καὶ ὁ τοῦ
Πρωτοστράτορος ἀνεψιὸς Ἰωάννης. Τότε τὸν
ρήτορα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας Ὁλόβωλον (οὗ
πρότερον τὴν ρῖνα καὶ τὰ χείλη ἐξέκοψε) πρῶτον
μὲν ἐδέσμευσε καὶ ἀπηνῶς καὶ ἀπανθρώπως
ᾔκισε, ἔπειτα δὲ μακρῷ σχοινίῳ ἐκ τοῦ τραχήλου
αὐτόν τε καὶ τὸν Ἰασίτην καὶ τὴν ἀνεψιὰν τοῦ
Ὁλοβώλου καὶ ἑξῆς ἄλλους δέκα τὸν ἀριθμὸν
ἔδεσε, καὶ τοὺς μὲν δύο πρώτους ἐπεφόρτισε
προβάτων ἐντέροις, ἅπερ τῆς κόπρου εἰσέτι
γέμοντα περὶ τὸν λαιμὸν αὐτῶν ἐτυλίσσοντο, τὸν
δὲ ρήτορα τῆς Ἐκκλησίας Ὁλόβωλον
διαφερόντως καὶ ἥπασι προβάτων κατὰ στόμα
87
ἐκέλευσε τύπτεσθαι, καὶ οὕτως ἀνὰ τὴν πόλιν
ἅπασαν πρὸς χλεύην ἐνετείλατο νὰ περιαγάγωσι.
Τὰς νήσους Λῆμνον, Σκῦρον, Κέω καὶ τὴν πόλιν
Νίκαιαν ἐξορίστων ἐπλήρωσεν. Ἐξέκοψε τὴν ρῖνα
τοῦ ἰατροῦ Περδίκκα. Ἐτύφλωσε Παχώμιόν τινα
ἄνδρα σεμνόν, καθὼς καὶ τὸν περίφημον
μοναχὸν Γαλακτίωνα τὸν Γαλησιώτην, καὶ τὸν
σεβάσμιον Λάζαρον τὸν Γοριανίτην. Ἀπέκοψε τὴν
γλῶσσαν τοῦ κατὰ Λατίνων ἐν στίχοις πολιτικοῖς
συγγράψαντος Μοναχοῦ Μελετίου καὶ τοὺς
ὀδόντας αὐταῖς ρίζαις ἀνέσπασεν. Τὸν Μακάριον
τὸν Περιστέρην ἀπανθρώπως ἐξώρισε. Τοὺς
Μοναχοὺς τοὺς Κόκκους διαφόροις τιμωρίαις
ἐβασάνισε. Τοῦ Καλοειδοῦς τὴν κεφαλὴν διὰ
κεκαυμένων μεμβρανῶν ἀπέτιλε, καὶ τὴν ρῖνα
αὐτοῦ ἀτίμῳ πληγῇ ἀπέκοψε. Τὸν Ραιδεστινὸν
Θεόδωρον ἐμαστίγωσε, καὶ εἰς τάφον ἀπέκλεισε,
καὶ ἄλλα πολλὰ θηριώδη ἔργα εἰργάσατο... Τῶν δὲ
εἰς τὴν φυλακὴν Συγκλητικῶν εὐγενῶν ἐκείνων
ἀνδρῶν καὶ συγγενῶν τοῦ αὐτοκράτορος, ὧν καὶ
πρώην ἐμνήσθημεν, ὁ μὲν Ἀνδρόνικος
Παλαιολόγος ὁ Πρωτοστράτωρ ἀπέθανεν ἐν ταῖς
φυλακαῖς λαβὼν τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου·
τοὺς δ᾿ ἄλλους τρεῖς πέμψας ἐξήγαγε τῆς
φυλακῆς καὶ ἔφερεν ὁ Μιχαὴλ ἔμπροσθεν αὐτοῦ,
88
καὶ τοῦ μὲν Μανουὴλ καὶ Ἰσαακίου ἐξορύττει τοὺς
ὀφθαλμούς, διότι πικρῶς ἤλεγξαν αὐτὸν διὰ τὴν
παρατροπὴν τῆς πίστεως, μεθ᾿ ὃ ἐξώρισε χωρίσας
ἀπ᾿ ἀλλήλων. Καὶ δὴ καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ
Δεσπότου Μιχαὴλ ἐτύφλωσε, καὶ τὸν Μουζάλωνα
καὶ τοὺς Συγκλητικοὺς καὶ οἰκείους ἀπώσατο...
Κατὰ τὴν ἄφιξιν τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου
εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὁ λαὸς ἔσπευσεν εἰς
προϋπάντησιν τοῦ Ἱεροῦ Μάρκου, μᾶλλον ἢ τοῦ
αὐτοκράτορος, διότι ἡ φήμη εἶχε σαλπίσει τοὺς
καλλινίκους ἀγῶνας αὐτοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ οἱ μὲν ἐκάλουν αὐτὸν στῦλον ἀκλόνητον τῆς
Ἐκκλησίας, οἱ δὲ Ἀθανάσιον, ἕτεροι Κύριλλον, καὶ
ἄλλοι τέλος νέον Ἰωάννην Θεολόγον, οὗ καὶ τὸν
ἱερώτατον θρόνον ἤτοι τὴν Ἔφεσον ἐκληρώσατο...
Οἱ δὲ ἐν Κωνσταντινουπόλει τὴν ἕνωσιν
ἀποστρεφόμενοι ἔπαυσαν μνημονεύοντες καὶ τοῦ
αὐτοκράτορος τὸ ὄνομα... Ὁ μέγας Χαρτοφύλαξ
Μιχαὴλ ὁ Βαλσαμὼν καὶ ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης
Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, καίτοι ὑπὸ τοῦ
Πατριάρχου καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ του
Βασιλέως κολακευθέντες καὶ βιασθέντες, δὲν
ἐκοινώνησαν τῷ ἀνόμῳ Πατριάρχῃ, ἀλλὰ

89
παραιτηθέντες τοῦ ἀξιώματος αὐτῶν ἀπέστησαν
ἀπ᾿ αὐτοῦ» .57
Καὶ ἄλλο ἕνα περιστατικό «ὥσπερ ἥδυσμά τι»
ποὺ δείχνει, ὅτι οἱ πιστοὶ τότε δὲν ἔπαιζαν μὲ τὴν
πίστη καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν αὐστηρό τους ἔλεγχο δὲν
γλύτωναν οὔτε κἂν οἱ ἱερεῖς ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς.
Παρατηρητέον δὲ ὅτι οἱ ἱερεῖς, ἀντὶ νὰ
ἀγανακτοῦν, ἐπαινοῦσαν μία τέτοια στάση καὶ
ὑπεράσπιζαν τὸν ἐαυτό τους μὲ ἐπιχειρήματα,
ποὺ ἔπειθαν τὸ ποίμνιο. Σήμερα φυσικά, τὸ
ξανατονίζω, μία τέτοια στάση, θὰ καταδικαζόταν
ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο ὡς ἔνδειξη ἔπαρσης καὶ
ἀνυπακοῆς. Ὅσοι τολμοῦν νὰ ἐλέγχουν (πάντα
μὲ ἐπιχειρήματα) καταδικάζονται στὴ νῆσο τῶν
πλανεμένων ἄνευ ὅμως ἐπιχειρημάτων. Ἄλαλα
τὰ χείλη τῶν εὐσεβῶν!
«Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ
πατριάρχου πρόβλησις (σσ. ἐκλογὴ καὶ τελετὴ
ἐγκατάστασης τοῦ Πατριάρχου)· ὄνομα τῷ ἱερεῖ
Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδέ γάρ
ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν
πρόβλησιν, ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ
πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον

57 (Κάλλιστου Βλαστοῦ, Δοκίμιον ἱστορικόν, κεφ. 5 καὶ 9).


90
οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ
ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί
οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς
τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς
τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ
λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ
ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς
εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα
τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς
οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί
σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ
ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς
ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε
ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα.
Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ' ἀνεμίχθης
καί συνωδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων
ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί
ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν,
ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ' ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς
οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς
πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη
καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν
ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη
τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ' οὖν καί ἐκ τούτου ἔξεστι τοῖς
βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν
91
ἔχει Θεοῦ χάριτι περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας
δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως
ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια».
58

Μία παρόμοια σθεναρὴ ἀντίσταση λαϊκῶν


ἀπέναντι στὴν διαστρέβλωση ἢ ἀκόμα καὶ στὴν
κατάργηση τῆς Ὀρθοδοξίας συναντοῦμε στὴν
Ρουμανία τοῦ 18ου αἰῶνος, ὅταν οἱ βασιλεῖς
ἀποφάσισαν τῆν ἐπιβολὴ τῆς Οὐνίας μὲ τὴν βία
καὶ τὸν διωγμὸ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀνάμεσα στὰ
γεγονότα ποὺ συνέβησαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
διαβάζουμε καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό:
«Στην σύναξι, την οποία είχαν οι πλούσιοι και
άρχοντες του Νομού Χουνεντοάρα, τον Μάιο του
1760, μία ομάδα Ρουμάνων τους παρουσίασε μία
διακήρυξι από τις αντιπροσωπευτικώτερες, που
είχαν κάνει μέχρι τώρα, στην οποία, μεταξύ των
άλλων, αναφέρουν: «εάν θέλετε να αφαιρέσετε
κάτι από εμάς, ή ζητάτε κάποια συνεισφορά ή
άλλη ανάγκη της χώρας, εμείς είμεθα έτοιμοι για
όλα, αλλά τη θρησκεία δεν την εγκαταλείπουμε,
όσο ζούμε. Όλα τα Έθνη έχουν τον Νόμο τους και
ειρήνη στη ζωή τους και μόνο εμείς συνέχεια

58 (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, σελ. 556).


92
διωκόμαστε. Γιατί δεν μας χαρίζετε την ειρήνη, για
να αναπαυθούμε; Γιατί δίνετε στους Ουνίτες τις
Εκκλησίες μας, που εμείς οι δυστυχείς ή οι
πρόγονοί μας τις κτίσαμε με έξοδα δικά μας και
με τα χέρια μας; Όχι, δεν θα ανεχθούμε πια ποτέ
τέτοιο πράγμα, όσο καιρό είμαστε στη ζωή! Και ας
είμαστε ολιγόλογοι, εξοχώτατοι κύριοι: Όταν θα
έρθη ο Επίσκοπος και Δεσπότης του
πατροπαραδότου Νόμου μας (της Θρησκείας μας),
θα κρίνη και για τις Εκκλησίες ποιες πρέπει να
δοθούν στους Ουνίτες, αλλά μέχρι τότε κανείς
Ουνίτης ιερεύς δεν θα λειτουργήση στις
Εκκλησίες μας... Το κακό κορυφώθηκε με τις
ενέργειες του στρατηγού Μπούκωφ, ο οποίος
άρχισε από το 1761 να παραδίδη στην φωτιά τις
ξύλινες Εκκλησίες, να γκρεμίζη τα πέτρινα
Μοναστήρια της Τρανσυλβανίας, να τρομοκρατή
και να κατασφάζη τον αθώο πληθυσμό,
γράφοντας έτσι τις μελανώτερες σελίδες στην
Εκκλησιαστική ιστορία αυτής της επαρχίας» .59
Τὴν ἴδια στάση ἀπέναντι στὴν προσπάθεια
ἐξουνιτισμοῦ κράτησαν οἱ πιστοὶ στὴν Πολωνία,
στὴν Οὐκρανία κλπ. μὲ ἀποτέλεσμα τοὺς βίαιους

59 (https://www.impantokratoros.gr/0D14AD70.el.aspx).

93
διωγμούς τους καὶ τὸν θάνατο πολλῶν ἀπὸ
αὐτούς.
Διαβάζοντας τὰ παραπάνω καὶ λαμβάνοντας
ὑπόψη τὴν τραγικὴ στατιστικὴ ὅτι στὴν ὀρθόδοξη
Ἑλλάδα μόνο τὸ 1,7-3% ἐκκλησιάζεται τακτικά,
ἀνακαλύπτουμε ποιό μέγα χάσμα χωρίζει τοὺς
τότε χριστιανοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι φέρουμε τὸ
ὄνομα ἀλλὰ ὄχι τὸ φρόνημα. Μάλιστα ἐδῶ
πρέπει νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ἂν εἴχαμε τὴν ἴδια
στάση μὲ τοὺς τότε πιστούς, τότε εἶναι σίγουρο μὲ
μαθηματικὴ ἀκρίβεια, ὅτι κανεὶς κληρικὸς δὲν θὰ
τολμοῦσε νὰ διαστρεβλώνει τὴν ἁγιοπατερικὴ
διδασκαλία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι καὶ ἐμεῖς
φέρουμε τρομερὴ εὐθύνη γιὰ τὴν σημερινὴ
κατάντια στοὺς χώρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ
τὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως.
Ἄς γυρίσουμε ὅμως πίσω στὴν Ἑλλάδα καὶ ἂς
φτάσουμε στὸν 18ο, στὰ χρόνια τοῦ ἁγ.
Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Ὁ Ἅγιος, πολυτάλαντος
διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν
τοῦ Φιλοκαλικοῦ κινήματος τῶν «Κολλυβάδων»,
στὸ βιβλίο του «Ἀπολογία Χριστιανική» (ἐκδ.
Γρηγόρη, 2015) στηλιτεύει τὴν δυτικὴ ἐπιρροὴ
στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἐδῶ εἰδικώτερα
τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δωρίζουν ἄθεα βιβλία ἢ
94
κοράνια (ἀκοῦτε κ. Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ ἐσεῖς
κ. Πειραιῶς ποὺ συλλειτουργεῖτε μαζί του;) ἢ
ἄλλα ἀλλόδοξα βιβλία. Σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα
ὁ ἅγιος μᾶς μεταφέρει ἕνα παράδειγμα
ἀντιμετώπισής του ἀπὸ τοὺς πιστούς:
«Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε φοιτήσει
στὴν Ἀκαδημία τῆς Βιέννης, Ἠπειρώτης τὴν
καταγωγή, μπάρκαρε στὴν Τεργέστη σὲ ἕνα
Πατμιώτικο καράβι γιὰ νὰ πάει στὴν πατρίδα του.
Ἀνέπτυξε, ὅπως ἦταν φυσικό, μία φιλικὴ σχέση μὲ
τὸν καπετάνιο. Καὶ τί δῶρο, λέτε, ὅτι ἔσπευσε νὰ
χαρίσει στὸν φίλο του;.. Τί φαντάζεσθε, ὅτι τοῦ
χάρισε; Ἔ, λοιπὸν Χριστιανοί, τοῦ χάρισε ἕνα
χειρόγραφο τετράδιο ποὺ περιεῖχε ὅλες τὶς
ὀλέθριες ἀπόψεις τῆς ἀθεΐας, ἕνα δῶρο ἐξ
ὁλοκλήρου ἀπόβρασμα τοῦ Ἅδη, θανάσιμο. Ἕνα
δῶρο μὲ τὸ ὁποῖο δίδασκε τὸν φίλο του νὰ
βλασφημεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ προσβάλει τὴν
Κυρία Θεοτόκο καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου, νὰ
ἀπορρίπτει Προφῆτες, Ἀπόστολους, Εὐαγγέλια,
Ἁγίους μὲ δύο λόγια ὅλην τὴν Χριστιανικὴ Πίστη.
Μόλις κοινοποιήθηκαν δύο τρία ἀπὸ τὰ βλάσφημα
ἐκεῖνα λόγια στὴν θεοσεβῆ νῆσο τῆς Πάτμου,
ἀμέσως σηκώθηκε ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση, γιατὶ
χάθηκε ἡ Πίστη. Ταυτοχρόνως ὅλο τὸ μοναστῆρι
95
καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς χώρας, μαζὶ ἄντρες καὶ
γυναῖκες, ἀφοῦ ἔκαναν λιτανεία καὶ στάθηκαν
στὸν καθορισμένο τόπο, ἀναθεμάτισαν κι ἐκεῖνον
ποὺ χάρισε τὸ βιβλίο κι ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔφερε
στὸν τόπο τους».
Τί ἄλλαξε σήμερα; Πῶς ἀνεχόμαστε ὄχι ἕνα
βιβλίο ἀλλὰ μία ὁλόκληρη βιβλιοθήκη καὶ
μάλιστα τιμώντας τοὺς συγγραφεῖς ἢ ἐκλέγοντάς
τους ὡς πολιτικοὺς ἀντιπροσώπους μας; Τὸ
τραγικὸ σήμερα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καὶ
ρασοφόροι ἀνάμεσά τους, ὑποτιθέμενοι
ποιμένες, ἀστέρες τῶν τηλεοράσεων ἀλλὰ ὄχι
τῆς Ἐκκλησίας. Φυσικὰ ἂν συνέβαινε ἡ ἴδια
ἀντίδραση ἀπὸ τὸ σημερινὸ ποίμνιο, οἱ
χαρακτηρισμοί, φασίστας, σκοταδιστής,
μουτζαχεντὶν κλπ. θὰ πήγαιναν σύννεφο καὶ
πάλι τονίζω ὄχι μόνο ἀπὸ ἄθεους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
κληρικούς καὶ λαϊκούς χριστιανούς.
Ἄς δοῦμε καὶ ἕνα σύγχρονο σχετικὸ παράδειγμα
ἐκτὸς Εὐρώπης ποὺ φανερώνει τὴν
διαχρονικότητα καὶ τὸ ἀδιαίρετο τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ
κατακεραυνώνει τὶς ἄνευ μετανοίας αἱρετικὲς
ἑνωτικὲς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ὁ

96
πρῶτος ἅγιος τῆς Ἀμερικῆς ἦταν ἕνας λαϊκός, ὁ
ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀλεούτιος60:
«Ο άγιος Πέτρος ο Αλεούτιος, ένας από τους
Ορθόδοξους ιθαγενείς των Αλεουτίων, είναι ο
πρώτος άγιος αμερικανικής καταγωγής, του
Ορθοδόξου εορτολογίου... Οι Ισπανοί συνέλαβαν
στο Fort-Ross μια εικοσάδα Αλεουτίων ορθοδόξων,
τους μετέφεραν στο San-Fransisco και τους
χρησιμοποίησαν σε καταναγκαστικά έργα,
υποβάλλοντάς τους σε πολλή κακή μεταχείριση.
Εν τέλει 14 από αυτούς φυλακίστηκαν ενώ οι
μισσιονάριοι της Παπικής «εκκλησίας»
εξανάγκαζαν μερικούς με βασανιστήρια να
ασπασθούν το παπικό δόγμα και να
εγκαταλείψουν την Ορθόδοξη Πίστη τους. Οι
Αλεούτιοι αντιστέκονταν με καρτερία και θάρρος
στα βασανιστήρια και έδειχναν το σταυρό που
κρεμόταν στο λαιμό τους λέγοντας: Είμαστε
Χριστιανοί, έχουμε βαπτισθεί! Ένα απόβραδο,
πήραν έναν από τους φυλακισμένους, τον Πέτρο,
και άρχισαν να τον βασανίζουν μπροστά στους
άλλους συμπατριώτες του, για να τους εκφοβίσουν
να αλλαξοπιστήσουν και αυτοί. Οι Ιησουίτες τους

(Γεώργιος Ἐμμανουήλ Πιπεράκις, «Άγιοι της Αλάσκας», ἐκδ.


60

Μυριόβιβλος, σ. 28-30)
97
πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των
Ρωμαιοκαθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με
τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι
Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και
σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας
βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν
στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή
οι «άγιοι» Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα
κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’
ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε
χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν
αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν
να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των
άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών τους,
μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις
των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Οι
βασανιστές τότε έκοψαν του Αγίου Πέτρου τα
δάκτυλα και στην συνέχεια του έκοψαν τα χέρια
και τα πόδια από τη ρίζα τους. Το αίμα ξεπήδαγε
κατά κύματα. Ο μάρτυρας ξεψυχούσε και μαζί με
την ψυχή του έβγαιναν ψιθυριστά μέχρι και την
τελευταία του πνοή τα ίδια πάντα λόγια: «Δεν
αλλάζω την Πίστη μου!» Τελικά, από τα
βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος,
πέθανε».
98
Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχάσουμε τοὺς
διωγμοὺς τοῦ 1924 ἐπὶ ἀλλαγῆς ἡμερολογίου,
ἀλλὰ καὶ τοὺς τρομεροὺς διωγμοὺς σὲ πολλὲς
χῶρες ἐπὶ Κομμουνισμοῦ (ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα
ἐπὶ ἐμφυλίου) μὲ τὰ ἑκατομύρια θύματα καὶ ποιά
στάση κράτησαν καὶ τότε, πρὶν δηλ. 80 περίπου
χρόνια οἱ λαϊκοί.
Διαβάζουμε στὸ κείμενο, σελ. 5, 61

«...Τα μαρτύρια, τα όποια υφίστανται από τους


Μπολσεβίκους τα δυστυχισμένα ταύτα θύματα,

61 «ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΡΩΣΩΝ ΚΑΤΑ


ΤΟΝ 70ΕΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΙΩΓΜΟ 1917-1987»
(http://www.pigizois.net/afieromata/neomartires_rosoi/index_neoma
rtires_rosoi.htm)

99
είναι τόσον πολυάριθμα, ώστε να υπερτερούν τας
βασάνους της Ιεράς Εξετάσεως...
Ούτω, π.χ. τους φυλακισμένους εισάγουν
γυμνούς εν καιρώ χειμώνος εντός ψυχρού ύδατος,
έπειτα ανυψούν αυτούς επί των ιστών των πλοίων,
οπού οι δυστυχείς παγώνουν. Άλλους ρίπτουν εις
τους λέβητας των ατμόπλοιων, μέσα εις τους
οποίους βράζουν. Άλλων εξορρύττουν τους
οφθαλμούς, κόπτουν την ρίνα, τας χείρας και τους
πόδας, αποσπούν τους όνυχας, επί δε των γυμνών
ώμων εγκολάπτουν επωμίδας, αποσπούν το δέρμα
του σώματος και περιχύνουν τον τράχηλο με
διαλελυμένον μόλυβδον. Των δε γυναικών
αποκόπτουν τους μαστούς. Επίσης οι Μπολσεβίκοι
καταφεύγουν εις σπαρακτικάς μεθόδους δια
μηχανήματος ειδικώς επινοηθεντος υπό αυτών».
Καὶ στὸ «Ρῶσοι Νεομάρτυρες καὶ Ὁμολογητές»
τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Ἀντωνόπουλου
(ἐκδ. Ἀκρίτας) διαβάζουμε γιὰ μία λαϊκὴ ὀνόματι
Βαρβάρα, ἡ ὁποία μὲ τὴν ὁμολογιακή της στάση
λὲς καὶ ἀναδύθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους
χριστιανικοὺς αἰῶνες:
«Στην περιοχή της Καρελίας πριν την
επανάσταση υπήρχαν πάνω από 600 εκκλησίες.
Όλες γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν από τους
100
μπολσεβίκους σε θέατρα, αποθήκες, εργοστάσια
κ.λπ.
Στην πόλη Ολονέτς σώθηκε η μικρή εκκλησία
του κοιμητηρίου. Και αυτό χάρη στην αντίσταση
μιας γυναίκας. Θελήσαμε να τη γνωρίσουμε. Την
επισκεφθήκαμε στο φτωχικό σπιτάκι της.
Ηλικιωμένη πλέον, πλησίαζε τα 100 χρόνια της,
μας διηγήθηκε την ιστορία της. Το 1925, όταν οι
μπολσεβίκοι θέλησαν να γκρεμίσουν την εκκλησία,
το έμαθε και έτρεξε εκεί. Μπήκε μέσα στην
εκκλησία και παρά τις απειλές δεν έβγαινε. Οι
εχθροί της πίστης είτε από φόβο είτε από σεβασμό,
δεν τόλμησαν να την ενοχλήσουν. Περίμεναν ότι
θα βγει μετά από λίγες μέρες. Η γυναίκα αυτή
ήταν τότε περίπου 25 χρονών. Έμεινε μέσα στην
εκκλησία 15 χρόνια. Την περιποιόταν, τη φρόντιζε
κ.λπ. ενώ οι πιστοί κρυφά της προμήθευαν τα
τρόφιμα. Το κρύο στην περιοχή φτάνει και 40
βαθμούς υπό το μηδέν. Όμως η γενναία ψυχή τα
υπέμεινε όλα. Με την έναρξη του πολέμου, όταν
χαλάρωσε ο διωγμός, έφυγε και πήγε σπίτι της. Το
1961 με τους διωγμούς του Χρουστσώφ οι αρχές
της πόλης αποφάσισαν πάλι να γκρεμίσουν την
εκκλησία. Η γυναίκα αυτή μόλις το
πληροφορήθηκε, έτρεξε πάλι στην εκκλησία.
101
Αυτή τη φορά έμεινε μέσα 10 χρόνια! Η εκκλησία,
χάρη στην αυτοθυσία της, σώθηκε. Όταν κατάλαβε
ότι η εκκλησία δεν κινδυνεύει πλέον, επέστρεψε
σπίτι της. Θέλησε όμως να αφιερωθεί
ολοκληρωτικά στον Κύριο... Το 1996 κοιμήθηκε,
έχοντας περάσει συνολικά 25 χρόνια, δηλαδή το ¼
της ζωής της μέσα σε ένα μικρό ναό».
Ὅμως ἀναλογιζόμενοι τὸν συνολικὸ ἀριθμὸ
τῶν Ὀρθοδόξων πρὶν τὴν Ὀκτωβριανὴ
ἐπανάσταση καὶ τὸ γεγονός, ὅτι ἕνας μεγάλος
ἀριθμὸς αὐτῶν τελικὰ ἀσπάστηκε τὸν ἀθεϊσμό,
ἤδη φαινόταν, ὅτι τὸ φρόνημα τῶν πιστῶν ἄρχιζε
νὰ ἀλλάζει πρὸς τὴν κατάσταση ποὺ βιώνουμε
σήμερα. Ἂν καὶ ἡ Ὀρθοδοξία στὴν Ρωσία τελικὰ
νίκησε καὶ βγῆκε ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς στολισμένη
μὲ τὰ στεφάνια ἑκατομμυρίων νεομαρτύρων, ἡ
ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ στὴν Ρωσία,
φανερώνει τὴν τραγικὴ ὀρθότητα τοῦ παραπάνω
συμπεράσματος. Χαρακτηριστικὸ εἶναι καὶ τὸ
ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατὴρ
Ἀρσένιος» τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου. Ὁ
ἱερομόναχος Ἀρσένιος (1894-1975), διάσημος
κριτικὸς τέχνης πρὶν μονάσει, καταδικάστηκε
ἔγκλειστος σὲ σταλινικὸ στρατόπεδο. Κάποια
στιγμὴ καλέστηκε ἀπὸ συγκρατουμένους του,
102
ποὺ συνεργάστηκαν μὲ τοὺς Γερμανούς, νὰ
τοποθετηθεῖ ἐπὶ τῶν δεινῶν, ποὺ ἐπέφερε στὴ
χώρα του ὁ Κομμουνισμός. Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ μὲ τὰ
ἀκόλουθα λόγια:
«Σας άκουσα να κατηγορείτε την εξουσία, το
σύστημα, τους ανθρώπους. Κι εμένα με
κουβαλήσατε εδώ μόνο και μόνο για να βρείτε έναν
σύμμαχο, που θα σας βοηθήσει να ενοχοποιήσετε
την άλλη πλευρά. Λέτε, λοιπόν, πως ο
Κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε
πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία. Ναι, έτσι είναι.
Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα συνολικότερα
και βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα
προηγήθηκαν. Πολύ πρωτύτερα ο λαός μας είχε
χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την
παράδοσή του, είχε λησμονήσει την ιστορία του,
είχε αρνηθεί τα ιερά και τα όσιά του. Ποιος φταίει
γι’ αυτό; Η τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε. Και
τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε. Ας θυμηθούμε, τι
παράδειγμα έδιναν στον λαό οι διανοούμενοι, οι
ευγενείς, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και
προπαντός τί παράδειγμα δίναμε εμείς, οι
κληρικοί. Ήμασταν οι χειρότεροι απ’ όλους! Γι’
αυτό και τα παιδιά των παπάδων, βλέποντας μέσα
στις οικογένειές τους την ανηθικότητα και τη
103
φιλοχρηματία, γίνονταν οι πιο φανατικοί άθεοι,
οι πιο μαχητικοί επαναστάτες».
Ἡ πτώση αὐτή, σὲ ἀσύγκριτα μεγαλύτερο
βαθμό, τῶν σημερινῶν λαϊκῶν ἀλλὰ κυρίως τῶν
κληρικῶν φαίνεται σὲ μία τελευταῖα ἀναλαμπὴ
ἁγιοπατερικῆς ἀντίδρασης ἀπὸ ἕναν λαϊκό, καὶ
μάλιστα, εὐρείας ἀναγνωρίσεως, τὸν Φώτη
Κόντογλου:
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ
Τοῦ Φώτη Κόντογλου (Ἀπρίλιος 1965)
«Ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑμ. Παναγιότητος καὶ τῶν
σὺν ὑμῖν νὰ ὑποταχθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς
τὸν Πάπαν καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος
σπουδή, ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν μας ἀφάτου
θλίψεως καὶ ἀθυμίας. Τὰ ὦτα μας ἀκόμη συρίζουν
ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη. Οἱ μὲν σᾶς
ἠκολούθησαν εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τὸν
ἀπάγοντα εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν
ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν
τῶν πατέρων των, ἀποτροπιαζόμενοι καὶ εἰς μόνην
τὴν σκέψιν ὅτι ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη
τὸν Πάπαν καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο
τῆς ἀσεβείας.
104
Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἦσαν ἐκ τῶν
προτέρων προδικασμένοι νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν,
ὄντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, καὶ
ξενόδουλοι κόλακες καὶ κολακευόμενοι. (σσ. εἶναι
ἀξιοπρόσεκτο, πῶς ὁ κυρ-Φώτης ἐκφράζει τόσο
ξεκάθαρα τὴν ἁγιοπατερικὴ ὁρολογία γιὰ ὅσους
συμβαδίζουν μὲ τὴν αἵρεση). Ἔσπευσαν λοιπὸν νὰ
συνταχθῶσι μὲ τὸν “κόσμον”,μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν
κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ
ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, “εἰς τὴν ὧδε
μένουσαν πόλιν”, μὴ ἐπιζητοῦντες “τὴν
μέλλουσαν”, ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς
αὐτούς.
Οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ πιστοί, παρέμειναν
ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν
χώραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν
πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν
μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ
Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ
μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν
ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς
σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.
Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ
παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ
ὑμᾶς διώξουσιν”. Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ
105
θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος κλῆρος τῶν
γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον
στόμα του εἶπεν ἀκόμη: “Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”. Πῶς
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν
παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ
συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν
ἡσυχίᾳ καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;
Καὶ σεῖς οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τί εἴδους
ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα σᾶς
ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς
λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ
κόσμου τούτου τοῦ παρερχομένου, διότι
ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν
τοῦ Θεοῦ.
Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες
ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς
τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα
τὴν ὕλην, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς
μηχανάς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς
θαύματα τοῦ ἀντιχρίστου.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς
τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, “τὴν κενὴν ἀπάτην”, τὴν
106
διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς
ἀπογνώσεως, ὅπου οὐκ ἔστιν οὐδὲ ὀσμὴ τῆς
αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς
γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ
καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν
προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις
λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ
μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα
τοῦ Κυρίου “ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμὴν“
(Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ
κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν
ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι
τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα
τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα
τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς
ἀκολουθήσουν.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται
τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς
σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον
ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ
χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατοῦμεν ὡς τὸν μέγιστον
θησαυρόν. Μακαρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας, διότι
107
θὰ διωχθῶμεν καὶ θὰ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως
καὶ ἀληθείας.
Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης.
Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς
δορυφοροῦν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε
πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἀποστείλατέ τα ἐναντίον
μας. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐνεφανίσθη τὸ
αἱματωμένον καὶ ἀποτρόπαιον φάσγανον τῆς βίας,
διὰ νὰ ἐνσπείρη τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας
τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐρημιτῶν, οἱ
ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν
τελείᾳ ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ
εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον.
Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται ὡς
τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης εἰς τὸν
ἁγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν
αὐτοῦ τοῦ βδελύγματος τῆς βίας εὑρίσκεσθε σεῖς,
οἱ “ποιμένες οἱ μισθωτοί“, οἱ τρίδουλοι τῶν
ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς
ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.
Σπαράξατε τοὺς ἀθώους, τοὺς ἁγίους
ὁμολογητάς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ
ποιμένες. Σπαράξατε τὴν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς
τὸ Κολοσσαῖον εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ
Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.
108
Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ
προβάτου, καθ’ ὅσον αὕτη δὲν ἀπατᾶ πλέον
κανένα.
"Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!"».

109
Ἑπίλογος
Ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ παρατέθηκαν
γίνεται, πιστεύω, ἀπόλυτα σαφές, ὅτι —ὅπως
συμβαίνει μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν κληρικῶν— χωρὶς
τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν προτροπὴ πρὸς μίμηση τῶν
ἀγῶνων τῶν λαϊκῶν γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη δὲν
δύναται νὰ ἀλλάξει ἡ σημερινὴ τραγικὴ
κατάσταση στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα. Ὅταν οἱ
ποιμένες στέκονται στὸ ὕψος τους καὶ
ὑπερασπίζουν τὴν Ὀρθοδοξία οἱ λαϊκοὶ πρέπει νὰ
ὑπακοῦν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς ποιμένες τους
καλῶς ποιμαινόμενοι. Ὅταν ὅμως οἱ ποιμένες
προδίδουν, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως
ἐξεγείρονται οἱ λαϊκοί, ἀναλαμβάνοντες ἀγῶνες
ὑπὲρ αὐτῆς ἀψηφώντας κάθε κόστος.
Δὲν εἴμαστε, λοιπόν, ὅπως διδάσκει καὶ ὁ ἅγ.
Παΐσιος, «εὐσεβεῖς βόες», ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι μόνο
γιὰ νὰ γεμίζουμε τοὺς Ναούς, νὰ γεμίζουμε τὰ
παγγάρια τῶν Ἐπισκοπῶν καὶ νὰ φωνάζουμε
«ἄξιος», ὅταν καὶ ἂν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν γιὰ τὸ
θεαθῆναι. Ἔχουμε εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον,
ὅπως εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον εἶχαν οἱ πρόγονοί
μας, οἱ ὁποῖοι ἀψηφώντας τὰ πάντα, ἔδιωξαν τὸν
Ἄρειο, τὸν Νεστόριο, τὸν Μακεδόνιο, τὸν Βέκκο,
τὸν Καλέκα καὶ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὴν
110
Ἁγία, Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία
μας νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι, τιμώντας τὸν ἔλαιο καὶ
τὸ χρίσμα, ποὺ λάβαμε στὴν βαπτισή μας,
τιμώντας τὸ ἅγιο καὶ τρομερὸ ὄνομα ποὺ
φέρουμε: Χριστιανοί.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

111
112

You might also like