Professional Documents
Culture Documents
καντιανη θεωρηση
καντιανη θεωρηση
σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn
mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι
qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj
Οπτική του Καντ για τον Χώρο
και τον Χρόνο
klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz
Τμήμα: Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης
xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsό ρ
Δημοσθένης Κ. Γκερλιώτης 9986201300024
ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert
λκοθξyuiύ ασφdfghjklzxcvbnmqwerty
uiopaβsdfghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf
ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuiopa
sdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθeξ
τσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzxcv
ασδφbnγμ,mqwertyuiopasdfgασργκο
ϊτbnmqwertyσδφγuiopasσδφγdfghjk
lzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκσλπp
asdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγαε
ορlzxcvbnmqwertyuiopasdfghjkαεργ
Εισαγωγή
Δύο πτυχές των απόψεων του Καντ για το χώρο και το χρόνο είναι άμεσα
εμφανείς: αυτές θεωρούνται ευρέως ως κεντρικές για την λεγόμενη κριτική
φιλοσοφία του Καντ, και δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με το πώς θα έπρεπε να
χαρακτηριστούν και να εξηγηθούν. Η επίτευξη του στόχου αυτής της εργασίας είναι
να φέρει κάποια σαφήνεια στις απόψεις του Καντ τοποθετώντας τα, ιστορικά και
φιλοσοφικά μέσα στο περιβάλλον στις κεντρικές συζητήσεις σχετικά με το χώρο και
το χρόνο στις αρχές της σύγχρονης περιόδου, ιδιαίτερα στον αιώνα ανάμεσα στην
πρώτη έκδοση του Principia του Νεύτωνα το 1687 και τη δημοσίευση της δεύτερης
έκδοσης της κριτικής του Καθαρού Λόγου το 1787. Όμως, η δυσκολία κατανόησης
απόψεων του Καντ δίνει στους σχολιαστές του έναν λόγο να δώσουν μεγαλύτερη
έμφαση στα συμφραζόμενα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ιδιαίτερα τις αντιδράσεις του
Καντ για τους σημαντικότερους προκατόχους του σε αυτόν τον τομέα, τους
Λάιμπνιτς και Νεύτωνα. Ακολουθώντας την παράδοση και σε κάποιο βαθμό τα
βήματα του Καντ, θα δοθεί έμφαση επίσης, για το διάστημα και των παραστάσεών
μας στο χώρο και παράλληλα τα σημεία σχετικά με τον χρόνο και την παραστάσεών
της.
Στο πλαίσιο της ερμηνείας των απόψεων του Καντ σχετικά με το χώρο και το
χρόνο, υπάρχουν μια σειρά από φιλοσοφικά ερωτήματα που είναι σχετικές. Ο ίδιος ο
Καντ παρέχει μια λιτανεία από αυτές τις ερωτήσεις ή θέματα στην Εναρκτήρια
Διατριβή του το 1770, ένα κείμενο στο οποίο έσπασε με τα προηγούμενα του σε
γενικές γραμμές «Λαιμπνιτζιανές» θεωρίες από την λεγόμενη πρώιμη κριτική του. [1]
Ο Καντ γράφει: «Ο χώρος δεν είναι κάτι το αντικειμενικό και πραγματικό, ούτε
ουσία, ούτε ένα ατύχημα, ούτε μια σχέση, αντί να είναι μια υποκειμενική και ιδανικά
και προέρχεται από τη φύση του νου σε συμφωνία με ένα σταθερό νόμο ως καθεστώς,
όπως ήταν, για το συντονισμό πάντα αισθάνθηκε εξωτερικά». [2]
Σε αυτή την πρόταση, θα βρούμε μια λίστα των πολλών σημαντικών πρώιμων
σύγχρονων ερωτημάτων σχετικά με τον χώρο. Είναι ο χώρος «πραγματικός», ή
«ιδεαλιστικός» κατά κάποιο τρόπο; Είναι μια ουσία από μόνη της, ή απλώς μια
ιδιότητα κάποιας ουσίας; Είναι κατά κάποιον τρόπο εξαρτώμενη από τις σχέσεις
μεταξύ των αντικειμένων, ή ανεξάρτητη αυτών των σχέσεων; Και τέλος, πώς αυτά τα
ζητήματα τέμνονται μεταξύ τους; Υπάρχει το ζήτημα της οντολογίας του χώρου και
του χρόνου που λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο αυτό που ο Καντ θεωρείται ως η
δογματική μεταφυσική του 17ου αιώνα. Το έργο αυτού του πλαισίου θα μπορούσε να
υποδηλώνει ότι εάν ο χώρος και ο χρόνος είναι να υπάρχουν, ή να χαρακτηρίζουν το
φυσικό κόσμο, θα πρέπει να θεωρηθεί είτε ουσίες από μόνες τους ή αλλιώς ιδιότητες
κάποιας ουσίας. Καμία επιλογή δεν φαίνεται ιδιαιτέρως ελκυστική, ο χώρος και ο
χρόνος φαίνεται να διακρίνεται από ουσίες, επειδή είναι αιτιακά αδρανή, αιτιολογικά
απρόσιτα – οι πτυχές ή οι ιδιότητές τους δεν μπορούν να τροποποιηθούν από την
αλληλεπίδραση με οποιαδήποτε άλλη ουσία ανεπαίσθητα. Από τη στιγμή που συχνά
θεωρούνται ως άπειρα, άλλωστε κάποιοι στοχαστές αμφιβάλουν ότι θα μπορούσαν να
είναι ουσίες, όπως ο Θεός θεωρείται συχνά ως η μόνη άπειρη ουσία (ο Ντεκάρτ
μπορεί να έχει συλλάβει τον χώρο ως «αόριστου χρόνο» γι 'αυτό το λόγο). Για να
σκεφτούμε το χώρο και το χρόνο ως ιδιότητες του Θεού πρέπει δυνητικά να
θεωρήσουμε τον Θεό ως χωροχρονικό, το οποίο απαγορεύεται από την άποψη
πολλών διανοητών του 17ου αιώνα. [3]
[1] Hatfield, Gary, 2006. “Καντ και σύγχρονη φιλοσοφία”, cambridge university press, [2] Kants gesammelte Schriften, (Ak 2: 403), [3] Janiak Andrew,
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συζήτηση μεταξύ των οπαδών του Λάιμπνιτς και του
Νεύτωνα σχετικά με το καθεστώς του χώρου και του χρόνου που αποτελεί μέρος του
υπόβαθρου των απόψεων του Καντ σε όλη τη σταδιοδρομία του. Αν και ο Νεύτωνας
διατύπωσε αρχικά την αντίληψη του χώρου και του χρόνου σε απάντηση στις απόψεις
Ντεκάρτ στις αρχές της φιλοσοφίας (1644), από το γύρισμα όμως του 18ου αιώνα, ο
Νεύτωνας και οι οπαδοί του ενεπλάκησαν σε μια εκτενή συζήτηση με τον Λάιμπνιτς
και τους υποστηρικτές του. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά εν μέρει την περίφημη
διαμάχη σχετικά με την προτεραιότητα του λογισμού, αλλά αντανακλούν επίσης
ορισμένες από τις θεμελιώδεις επικρίσεις του Λάιμπνιτς στις απόψεις του Νεύτωνα
για το χώρο, το χρόνο και την κίνηση που διατυπώνεται στο Principia (1687, 1713,
δεύτερη έκδοση). Ο Καντ αναφέρει αυτή τη συζήτηση συχνά τη διάρκεια της
Κριτικής. [4]
Πολλοί ερμηνευτές έχουν σκεφτεί ότι στην Κριτική του Καθαρού Λόγου και
ιδιαίτερα στο πρώτο τμήμα του, την Υπερβατική Αισθητική, ο Καντ επιχειρεί να
εμπλέξει το Λαιμπνιτσιανό "σχετικισμό", και το Νευτώνειο "απόλυτο" στις
αντιλήψεις του χώρου με υπερβατικό ιδεαλισμό. [5] Η άποψη ότι ο χώρος και ο χρόνος
είναι πραγματικές οντότητες προορίζεται να αντιπροσωπεύσει τη Νευτώνεια θέση,
και την άποψη ότι είναι προσδιορισμοί ή τις σχέσεις των πραγμάτων η θεωρία του
Λάιμπνιτς. [6] Αργότερα στην Υπερβατική Αισθητική, που αναφέρεται στους
Νευτώνειους ως «μαθηματικούς ερευνητές» της φύσης, που το περιεχόμενο τους στο
χώρο και το χρόνο "εξακολουθεί να υφίστανται» από μόνο του και στους οπαδούς
του Λάιμπνιτς ως «μεταφυσικών της φύσης", οι οποίοι πιστεύουν ότι ο χώρος και ο
χρόνος «ενυπάρχουν» σε αντικείμενα και στις σχέσεις τους. [7]
Το μέρος του έργου του Καντ που παρουσιάζει σπουδαιότητα για τη σύγχρονη
φυσική, περιέχεται στην «Κριτική του καθαρού λόγου». Ο Καντ θέτει το ερώτημα, αν
η γνώση μπορεί να βασίζεται μόνο στην εμπειρία ή αν μπορεί να προέρχεται κι από
άλλες πηγές, και φθάνει στο συμπέρασμα, πως τουλάχιστο εν μέρει η γνώση μας
προέρχεται «a priori» κι επομένως όχι από την εμπειρία. Γι αυτό κάνει διάκριση
ανάμεσα στην εμπειρική γνώση και στη γνώση «a priori». Ταυτόχρονα κάνει
διάκριση ανάμεσα στις αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις. Οι αναλυτικές
προτάσεις βγαίνουν απλώς από τη λογική, και η άρνησή τους θα οδηγούσε σε
εσωτερικές αντιφάσεις. Οι προτάσεις, που δεν είναι αναλυτικές ονομάζονται
συνθετικές.
Ποιο είναι κατά τον Καντ το κριτήριο για το ότι η γνώση είναι «a priori»; Ο Καντ
συμφωνεί με τους εμπειριστές στο ότι όλες οι γνώσεις αρχίζουν με την εμπειρία.
Προσθέτει όμως, πως δεν βγαίνουν εν τούτοις πάντα από την εμπειρία. Η εμπειρία
μας μαθαίνει πως ένα ορισμένο πράγμα έχει για παράδειγμα αυτές και αυτές τις
ιδιότητες, αλλά δεν μας μαθαίνει, πως δεν θα μπορούσε καθόλου να είναι αλλιώς.
Όταν λοιπόν μια πρόταση, όπως λέει ο Καντ, τη σκεπτόμαστε πάντοτε ταυτόχρονα με
την αναγκαιότητά της, δηλαδή όταν δεν μπορούμε να φανταστούμε το αντίθετό της,
τότε αυτή οφείλει να είναι a priori.
Η εμπειρία δεν δίνει ποτέ στις κρίσεις μας απόλυτη γενικότητα. Η φράση π.χ. «Ο
ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί» σημαίνει, πως από το παρελθόν δεν γνωρίζουμε καμιάν
εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Αν μια κρίση διατυπώνεται με απόλυτη γενικότητα,
αν είναι αδύνατο να φανταστούμε μια εξαίρεση, τότε αυτή είναι υποχρεωτικά a priori.
Ακόμα κι όταν ένα παιδί μαθαίνει να μετράει παίζοντας με μικρές μπάλες, δεν είναι
υποχρεωμένο να ανατρέξει στην εμπειρία για να αντιληφθεί πως δυο και δυο κάνουν
τέσσερα. Τέτοιες κρίσεις είναι αναλυτικές. Οι εμπειρικές γνώσεις από την άλλη μεριά
είναι συνθετικές.
Γι’ αυτό ένα από τα κεντρικά ερωτήματα του Καντ είναι: «Είναι δυνατές οι
συνθετικές κρίσεις a priori;». Ο Καντ προσπαθεί να το αποδείξει αυτό δίνοντας
παραδείγματα, στα οποία τα παραπάνω κριτήρια φαίνονται να εκπληρώνονται. Ο
χώρος και χρόνος είναι, όπως λέει, a priori μορφές της καθαρής εποπτείας.
1. Ο χώρος δεν είναι εμπειρική έννοια, που συνάγεται από εξωτερικές εμπειρίες.
Γιατί, για να μπορούν συγκεκριμένα αισθήματα ν’ αναφερθούν σε κάτι έξω από μένα,
πρέπει να υπάρχει ήδη σα βάση η αντίληψη του χώρου.
2. Ο χώρος είναι μια αναγκαία αντίληψη a priori, στην οποία βασίζονται όλες οι
εξωτερικές εποπτείες. Δεν μπορεί ποτέ να φανταστεί κανείς πως δεν υπάρχει χώρος,
αν και μπορούμε να φανταστούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε μέσα στο χώρο.
4. Ο χώρος νοείται σαν ένα άπειρο μέγεθος. Κατά μια έννοια δεν μπορεί να νοηθεί
σαν να περιείχε μέσα της ένα ατελείωτο πλήθος παραστάσεων. Κι εν τούτοις ο χώρος
νοείται έτσι. Συνεπώς η πρωταρχική ιδέα για το χώρο είναι εποπτεία και όχι έννοια.
1. Ο χρόνος δεν είναι έννοια εμπειρική που έχει προκύψει κατ’ αφαίρεση από
κάποια εμπειρία. Αν η παράσταση του χρόνου δεν αποτελούσε a priori
υποκείμενη βάση.
2. Ο χρόνος είναι μια αναγκαία παράσταση, που υπόκειται ως βάση σε όλες τις
εποπτείες.
3. Σε αυτή την a priori αναγκαιότητα βασίζεται και η δυνατότητα αποδεικτικών
αρχών που αναφέρονται στις σχέσεις χρόνου ή στα αξιώματα του χρόνου
γενικά. Ο χρόνος έχει μια μόνο διάσταση, χρόνοι διάφοροι δεν υπάρχουν
σύγχρονα αλλά διαδοχικά.
4. Ο χρόνος δεν είναι λογική ή όπως λένε καθολική έννοια αλλά καθαρή μορφή
της κατ’ αίσθηση εμπειρίας. Διάφοροι χρόνοι δεν αποτελούν τίποτα άλλο
παρά μόνο μέρη ενός και του αυτού χρόνου.
5. Η απειρότητα του χρόνου δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι κάθε ορισμένο
μέγεθος χρόνου είναι δυνατό μόνο κατόπιν περιορισμών ενός συγκεκριμένου
χρόνου που υπόκειται ως βάση.
Συμπεράσματα από τις έννοιες του χώρου και του χρόνου
Χώρος
Χρόνος
Σύμφωνα με αυτά που αναλύσαμε παραπάνω για τον χώρο και τον χρόνο
κατανοήσαμε ότι αυτά αφορούν την εμπειρική πραγματικότητα του χρόνου αρχικά,
το αντικειμενικό του κύρος σε σχέση με τα αντικείμενα τα οποία αποτελούν τα
δεδομένα των αισθήσεών μας. Όσο αφορά τον χώρο σίγουρα στηρίζουμε την
εμπειρική πραγματικότητα αλλά δεχόμαστε και την υπερβατική ιδανικότητα του, ότι
ο χώρος δεν είναι κάτι άλλο παρά αυτό που υπόκειται ως βάση στα πράγματα καθ’
εαυτά.
Σ’ ότι αφορά τη φυσική, ο Καντ θεωρούσε όχι μόνο το χώρο και το χρόνο, αλλά
και το νόμο της αιτιότητας και την έννοια της ουσίας a priori. Αργότερα προσπάθησε
να συμπεριλάβει και το νόμο διατήρησης της ύλης, την ισότητα δράσης αντίδρασης,
ακόμα και τον νόμο της βαρύτητας. Κανένας φυσικός δεν θα ήταν σήμερα πρόθυμος
να ακολουθήσει εδώ τον Καντ, αν ο όρος “a priori” χρησιμοποιηθεί με το απόλυτο
νόημα που της είχε δώσει ο Καντ. Στα μαθηματικά ο Καντ θεωρούσε την ευκλείδεια
γεωμετρία ως a priori.
Προτού συγκρίνουμε τις αντιλήψεις αυτές του Καντ με τ’ αποτελέσματα της
σύγχρονης φυσικής, πρέπει να αναφέρουμε ακόμα ένα κομμάτι του έργου του, στο
οποίο θα χρειαστεί ν’ αναφερθούμε αργότερα. Και στην καντιανή φιλοσοφία επίσης
ανέκυψε το δυσάρεστο ερώτημα, αν τα πράγματα «υπάρχουν πραγματικά», το οποίο
κάποτε είχε δώσει, όπως είναι γνωστό, την αφορμή για την εμπειριοκρατική
φιλοσοφία. Αλλά ο Καντ δεν ακολούθησε εδώ τη γραμμή του Μπέρκλεϋ και του
Χιουμ, παρότι που λογικά αυτό θα ήταν συνεπές. Διατήρησε στη φιλοσοφία του την
έννοια «πράγμα καθ΄εαυτό» και χαρακτήρισε μ’ αυτό μια αιτία της αίσθησης, που
ήταν διάφορη από την αίσθηση. Με τον τρόπο αυτό διατήρησε μια κάποια σύνδεση
με το ρεαλισμό.
Ο Καντ δηλώνει ότι τα Προλεγόμενα προορίζονται για την χρήση τόσο από
σπουδαστές όσο και από καθηγητές ως αναφορά για την ανακάλυψη της επιστήμης
της μεταφυσικής. Αντίθετα από άλλες επιστήμες, η μεταφυσική δεν έχει ακόμη
κατορθώσει παγκόσμια και μόνιμη γνώση. Δεν υπάρχουν πρότυπα για την διάκριση
μεταξύ αληθείας και ψεύδους.
Αντίθετα από την Κριτική του Καθαρού Λόγου η οποία γράφτηκε με τον
συνθετικό τρόπο, Ο Καντ γράφει τα Προλεγόμενα χρησιμοποιώντας την αναλυτική
μέθοδο. Διαίρεσε το ζήτημα του εφικτού της μεταφυσικής ως επιστήμης σε τρία
μέρη. Με τον τρόπο αυτό ερεύνησε τα τρία προβλήματα ως προς το εφικτό των
καθαρών μαθηματικών, της καθαρής φυσικής επιστήμης και της μεταφυσικής εν
γένει.
Μια ακριβής και προσεκτική εξέταση της μοναδικής κριτικής του καθαρού λόγου
είναι αναγκαία. Αλλιώς, πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε αξίωση της μεταφυσικής. Η
υπάρχουσα κριτική του καθαρού λόγου μπορεί να εκτιμηθεί μόνον αφού εξετασθεί. Ο
αναγνώστης πρέπει να αγνοήσει για λίγο τις συνέπειες των κριτικών ερευνών. Οι
έρευνες της κριτικής ίσως αντιτεθούν στην μεταφυσική του αναγνώστη, μπορεί όμως
να εξετασθεί το έδαφος από το οποίο αναδεικνύονται οι συνέπειες. Πολλές
μεταφυσικές προτάσεις αλληλοσυγκρούονται. Δεν υπάρχει βέβαιο κριτήριο για την
αλήθεια αυτών των μεταφυσικών προτάσεων. Αυτό έχει αποτέλεσμα μια κατάσταση
η οποία απαιτεί η παρούσα κριτική του καθαρού λόγου να ερευνηθεί πριν κριθεί η
αξία της στην μετατροπή της μεταφυσικής σε πραγματική επιστήμη.