Professional Documents
Culture Documents
Παιδαγωγικη 1
Παιδαγωγικη 1
Η διδακτική ως επιστήμη
Διδακτική είναι ο κλάδος της παιδαγωγικής επιστήμης, ο οποίος
μελετά τα ζητήματα που είναι σχετικά με τη διδασκαλία.
Ασχολείται επομένως με τους όρους, το περιεχόμενο, τον
προσανατολισμό, τις διαδικασίες, τα μέσα και τις τεχνικές
οργάνωσης και διεξαγωγής της διδασκαλίας.
Η Διδακτική χωρίζεται σε Γενική και Ειδική. Η Γενική Διδακτική
ασχολείται με τις γενικές αρχές της διδακτικής πραγματικότητας,
τις μορφές και τις μεθόδους διδασκαλίας, τα εποπτικά μέσα, τα
αναλυτικά προγράμματα, τη διδακτέα ύλη και τον
προγραμματισμό της διδασκαλίας. Όσα θέματα επομένως έχουν
γενική ισχύ και αφορούν όλα τα γνωστικά αντικείμενα, όλες τις
βαθμίδες και όλα τα σχολεία είναι αντικείμενο της Γενικής
Διδακτικής.
1.3.1.Μορφές Διδασκαλίας
Η έννοια της διδασκαλίας περικλείει τρία σημαντικά στοιχεία:
κάποιος διδάσκει κάτι σε κάποιον. Έχουμε δηλαδή τρία
διαφορετικά συστήματα. Το σύστημα του δασκάλου, το σύστημα
του μαθητή και το σύστημα του γνωστικού αντικειμένου.
2.Η ΜΑΘΗΣΗ
Ο τρόπος με τον οποίο επέρχονται μόνιμες αλλαγές στους
ανθρώπους είναι η ωρίμανση και η μάθηση. Η ωρίμανση είναι
μια αναπτυξιακή διαδικασία με την οποία το άτομο κατά χρονικά
διαστήματα παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά
γνωρίσματα. Η μάθηση, σε αντιδιαστολή με την ωρίμανση είναι
μια διαρκής αλλαγή στο έμβιο ον η οποία δεν προαναγγέλλεται
από τις γενετικές του καταβολές. Η μάθηση αναφέρεται πάντοτε
σε μια συστηματική μεταβολή στη συμπεριφορά η οποία έρχεται
ως αποτέλεσμα της εμπειρίας που αποκομίζεται από κάποια
συγκεκριμένη κατάσταση. Ο όρος μάθηση δηλώνει τον
εμπλουτισμό της συνείδησης με γνώσεις και δεξιότητες.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει επιτευχθεί μάθηση όταν
παρατηρείται μια διαφορά στην συμπεριφορά. Η διαδικασία της
μάθησης δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθεί. Μπορούμε όμως να
δούμε το μαθησιακό αποτέλεσμα. Παρακολουθώντας ένα
μάθημα, βλέπουμε τον δάσκαλο να διδάσκει και θεωρούμε ότι ο
μαθητής μαθαίνει. Όμως αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε
παρά μόνο αν παρατηρήσουμε μια επίδειξη απόκτησης νέων
γνώσεων ή δεξιοτήτων από τον μαθητή, το αποτέλεσμα δηλαδή
της μάθησης.
Τόσο ο δάσκαλος όσο και τα χαρακτηριστικά του ίδιου του
μαθητή παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μάθησης.
Έτσι, οι προηγούμενες εμπειρίες του μαθητή, οι οικογενειακές
καταβολές και παραδόσεις που έχει εσωτερικεύσει, το ιδιαίτερο
στυλ μάθησης, επηρεάζουν το αποτέλεσμα της μάθησης.
Οι συστηματοποιημένες θεωρίες μάθησης του 20ου αιώνα
μπορούν να υπαχθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
Τις θεωρίες της εξάρτησης Ερέθισμα-Απάντηση του
συμπεριφορισμού (μπιχεβιορισμού) και
Τις γνωριστικές θεωρίες του ολικού μορφικού πεδίου (Gestalt-
field)
1. Η μάθηση έχει νευροφυσιολογική υποδομή. Η διαδικασία
της μάθησης βασίζεται σε νευροφυσιολογική υποδομή που
διαθέτει ο άνθρωπος κέντρο της οποίας είναι ο εγκέφαλος.
Βιοχημικές και ψυχολογικές επιδράσεις οι οποίες
καθορίζουν την ωριμότητα και την ετοιμότητα του
αισθητηριακού και νευρικού συστήματος, που αποτελούν
τη βάση της μάθησης, επηρεάζουν σημαντικά την πορεία
της μάθησης.
2. Η τάση για μάθηση είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Ο
άνθρωπος αλλά και οι άλλοι έμβιοι οργανισμοί, έχουν
έμφυτη την ικανότητα και την τάση για μάθηση, διότι η
μάθηση στη βασική της μορφή συνδέεται άμεσα με την
αυτοάμυνα και αυτοσυντήρηση του είδους. Καθώς ο
άνθρωπος αναπτύσσεται ως άτομο, αυξάνουν και οι
δυνατότητες μάθησης.
3. Η μάθηση είναι εσωτερική διαδικασία επεξεργασίας
δεδομένων. Δεν είναι μια διαδικασία απορρόφησης των
πληροφοριών, αλλά μια εσωτερική διαδικασία
επεξεργασίας των ερεθισμάτων στην οποία προβαίνει το
άτομο για να δώσει νόημα στις εμπειρίες του. Γι ́αυτό και η
διαδικασία της μάθησης δεν είναι ορατή παρά μόνο το
αποτέλεσμα.
4. Η μάθηση επηρεάζεται από εσωτερικές και εξωτερικές
συνθήκες. Οι εξωτερικές συνθήκες μπορούν να
διευκολύνουν ή να δυσχεράνουν τη διαδικασία της
μάθησης.
5. Η μάθηση διευκολύνεται από προηγούμενες γνώσεις. Οι
προϋπάρχουσες γνώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο κατά τη
διαδικασία της μάθησης. Βέβαια η κάθε μια από τις
υπάρχουσες θεωρίες μάθησης ερμηνεύει διαφορετικά το
ρόλο αυτό.
6. Η μάθηση είναι κοινωνικά προσδιορισμένη. Τόσο η
διαδικασία της μάθησης όσο και το περιεχόμενο της
μάθησης είναι ατομική υπόθεση του μαθητή και γι ́αυτό
επηρεάζεται και προσδιορίζεται και κοινωνικά.
7. Τα αποτελέσματα της μάθησης διαμορφώνουν τη
συμπεριφορά. Η μάθηση διαμορφώνει την προσωπικότητα
και συμπεριφορά του ατόμου, αφού καθορίζει τον τρόπο
με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αντιδρά στις διάφορες
καταστάσεις.
8. Η σχολική μάθηση συντελείται με διαφορετικούς τρόπους
και μέσα σε διαφορετικά πλαίσια. Υπάρχουν πολλοί
διαφορετικοί τρόποι για την πραγματοποίηση της μάθησης
και διάφορες θεωρίες που τους αναπτύσσουν. Στο σχολικό
χώρο οι περισσότεροι τρόποι μάθησης μπορούν να
πραγματοποιηθούν ανάλογα με το περιβάλλον και το
γνωστικό αντικείμενο.
9. Η ποιότητα της σχολικής μάθησης εξαρτάται από το
πλαίσιο και τις διαδικασίες απόκτησης. Η αξιολόγηση της
σχολικής μάθησης γίνεται με βάση το είδος της
διδασκαλίας και της μάθησης που συντελείται. Ετσι, η
δογματική διδασκαλία οδηγεί σε διαφορετικό είδος
μάθησης από την κριτική διδασκαλία. Στην πρώτη
περίπτωση η μάθηση αποκτάται από την απλή
απορρόφηση γνώσεων και πληροφοριών ενώ στην δεύτερη
περίπτωση συντελείται μέσα από την κριτική σκέψη η
οποία δίνει τη δυνατότητα της μεταφοράς της γνώσης από
το ένα πεδίο στο άλλο.
2.2.Εμπειρίες με Νόημα
Τρεις είναι κυρίως οι παράγοντες που καθορίζουν το αν μια
δραστηριότητα θα έχει νόημα ή όχι:
α)Η δυνατότητα της εμπλοκής και της σύνδεσης του
εαυτού του. Θα πρέπει να υπάρχει το προσωπικό
ενδιαφέρον από την πλευρά του παιδιού. Να είναι κάτι το
οποίο δεν θα κατανοήσει απλώς αλλά θα εμπλέξει τον ίδιο
τον εαυτό του έτσι ώστε να αποκτήσει νόημα η εμπειρία
αυτή.
β)Η δυνατότητα ύπαρξης σκοπού και δράσης από την
πλευρά του. Η διαδικασία της δημιουργίας και της
κατανόησης μιας έννοιας συνδέεται στενά με τον σκοπό
της δραστηριότητας. Είναι σημαντικό επομένως να ξέρουν
οι μαθητές ότι υπάρχει κάποιος σκοπός για μια
δραστηριότητα και ποιος είναι αυτός, γιατί διαφορετικά
έχει αποδειχτεί ότι βρίσκουν δυσκολίες στην αφομοίωση
της γνώσης.
γ) Η δυνατότητα ύπαρξης μιας μελλοντικής διάστασης στη
δραστηριότητα. "Η πραγματικότητα αποκτά νόημα από τις
προσδοκίες του ατόμου". Οι προσδοκίες αφενός
συνδέονται με τη διάσταση του μέλλοντος και αφετέρου με
το σκοπό και τη δράση του ατόμου. Ο Tοffler υποστηρίζει
ότι "τίποτα δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στο αναλυτικό
πρόγραμμα του σχολείου αν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
ως προς τη μελλοντική του διάσταση".
Βέβαια, αυτή είναι μια υπερβολική άποψη, που όμως
δείχνει ότι θα πρέπει στο σχεδιασμό των αναλυτικών
προγραμμάτων να παίρνουμε σοβαρά υπόψη μας τη
μελλοντική διάσταση των μαθημάτων.
Τα παραπάνω έχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις στον τρόπο
σχεδιασμού των δραστηριοτήτων. Θα πρέπει ο δάσκαλος
να βοηθήσει τους μαθητές να συσχετίσουν αυτό που
μαθαίνουν με τον εαυτό τους. Να συνειδητοποιήσουν
δηλαδή ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στη γνώση που
παρέχεται και τον εαυτό τους.
2.3.Δεξιότητες σκέψης - Η θεωρία του
Feurenstein
Σύμφωνα με τον Feurenstein υπάρχουν 12 διαφορετικοί
αναγνωρίσιμοι τρόποι με τους οποίους ο δάσκαλος
πραγματοποιεί τη διαμεσολάβηση στη διαδικασία της
διδασκαλίας και της μάθησης. Από αυτούς, οι τρεις πρώτοι
θεωρούνται απαραίτητοι σε όλες τις δραστηριότητες
μάθησης ενώ οι υπόλοιποι εννιά μπορεί να μην
λειτουργούν σε κάθε επαφή του δασκάλου με τους
μαθητές.
1. Σαφής διατύπωση του Σκοπού. Είναι σημαντικό να είναι
ξεκάθαρος ο στόχος της δραστηριότητας κάθε φορά. Θα
πρέπει ο μαθητής να ξέρει τι είναι αυτό που περιμένει ο
δάσκαλος από αυτόν. Ο δάσκαλος επίσης θα πρέπει να
ελέγξει αν έγινε ο στόχος κατανοητός από τους μαθητές.
2. Μετάδοση της Σπουδαιότητας. Πρέπει να μεταδώσει ο
δάσκαλος τη σημασία και το νόημα της δραστηριότητας
στους μαθητές. Να προσπαθήσει να συνδέσει ο μαθητής τη
δραστηριότητα με τον εαυτό του, να είναι σημαντική για
τον ίδιο.
3. Σύνδεση με το μέλλον. Θα πρέπει να εξηγήσει ο
δάσκαλος γιατί αυτό που του ζητά να μάθει είναι
σημαντικό για τη ζωή του στο μέλλον. Θα πρέπει να δώσει
ο δάσκαλος παραδείγματα στα οποία η δεξιότητα της
σκέψης που θα χρησιμοποιήσουν θα έχει εφαρμογή και
στη ζωή τους στο μέλλον.
4.Αίσθηση αυτοπεποίθησης. Ο ρόλος του δασκάλου είναι
να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση του μαθητή και να του
δημιουργήσει την αίσθηση της επιτυχίας. Μέσα στην τάξη
θα πρέπει επομένως να δημιουργηθεί ένα κλίμα τέτοιο
ώστε οι μαθητές να μην φοβούνται να κάνουν λάθη και να
προσπαθούν.
5.Έλεγχος της μάθησης. Θα πρέπει ο δάσκαλος να διδάξει
στους μαθητές πως να προσεγγίζουν μια δραστηριότητα με
οργανωμένο και ελεγχόμενο τρόπο. Οταν αποκτήσουν τον
έλεγχο της μαθησιακής συμπεριφοράς τους θα
αποκτήσουν ανεξαρτησία στη μάθηση. Οι επόμενοι τρεις
τρόποι διαμεσολάβησης βοηθούν στην απόκτηση του
ελέγχου αυτού:
6.Προσδιορισμός στόχων. Συνήθως μέσα στην τάξη ο
δάσκαλος είναι αυτός που βάζει τους στόχους και ελέγχει
αν έχουν επιτευχθεί. Όμως έρευνες έχουν δείξει ότι είναι
πιο πιθανό να πετύχουν οι μαθητές τους στόχους που
έχουν προσδιορίσει οι ίδιοι.
7.Πρόκληση. Οι στόχοι που θα θέσουν οι μαθητές ή ο
δάσκαλος θα πρέπει να αποτελούν πρόκληση, να είναι λίγο
πάνω από τις ικανότητες τους ώστε να δώσουν ώθηση για
βελτίωση αλλά να μην απέχουν τόσο από αυτές ώστε να
είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν. Ο δάσκαλος θα
πρέπει να μπορεί να αναγνωρίσει σε ποιο σημείο θα
επέμβει για να βοηθήσει και σε ποιο σημείο θα αφήσει
ελεύθερους τους μαθητές να ανακαλύψουν μόνοι τους τη
συνέχεια. "Όσο λιγότερο γίνεται αλλά τόσο όσο
χρειάζεται".
8.Συνειδητοποίηση της αλλαγής. Ο δάσκαλος θα πρέπει να
ενθαρρύνει τους μαθητές να παρακολουθούν την πρόοδό
τους και να την αξιολογούν. Με τον τρόπο αυτό θα
συνειδητοποιήσουν ότι έχουν τον έλεγχο στην μάθηση και
την αλλαγή.
9.Θετική σκέψη. Είναι σημαντικό να μεταφέρει ο δάσκαλος
την πίστη στους μαθητές του ότι υπάρχει μια λύση για
κάθε πρόβλημα. Έτσι ενθαρρύνονται ώστε να συνεχίσουν
να προσπαθούν.
10.Συνεργασία. Πολύ συχνά μέσα στην τάξη
παρουσιάζονται φαινόμενα έντονου ανταγωνισμού. Όμως
ένας από τους ρόλους του δασκάλου είναι να ενθαρρύνει
τη συνεργασία, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τον
σεβασμό ανάμεσα στους μαθητές. Η εργασίες σε ομάδες
και ζευγάρια ενθαρρύνουν τη συνεργασία.
11.Ατομικότητα. Ο δάσκαλος θα πρέπει να αναγνωρίσει
ότι ο κάθε μαθητής αποτελεί μια ξεχωριστή
προσωπικότητα που αναπτύσσεται με το δικό του
προσωπικό ρυθμό και που συμβάλει στο σύνολο της τάξης
με διαφορετικό και μοναδικό τρόπο.
12.Ομαδικότητα. Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον έχει ανάγκη
να αισθάνεται ότι αποτελεί μέρος μιας κοινωνικής ομάδας.
Η ομάδα αυτή θα πρέπει να τον αναγνωρίζει ως ξεχωριστό
άτομο και να τον αποδέχεται ως μέλος της. Οι
δραστηριότητες μέσα στην τάξη θα πρέπει να κινούνται
προς την ανάπτυξη της έννοιας αυτής.
2.4. Η θεωρία των πολλαπλών τύπων
νοημοσύνης του Howard Gardner
Ο H. Gardner βασισμένος στις μελέτες του, ανέπτυξε τη
θεωρία των πολλαπλών ευφυϊών. Υποστήριξε ότι υπάρχουν
περισσότερες από μια ευφυΐες (τουλάχιστον επτά) από τις
οποίες μία ή περισσότερες κυριαρχούν στον τρόπο με τον
οποίο ο καθένας αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Στο
σχολείο ανταμείβονται κατά κύριο λόγο οι γλωσσικές και
αναλυτικές δεξιότητες των μαθητών, όμως αναμφίβολα τα
ταλέντα και οι ικανότητες των ατόμων διαφέρουν. Αυτή η
διαπίστωση οδήγησε τον Gardner στη διατύπωση της
θεωρίας των πολλαπλών ευφυϊών. Σύμφωνα με τη θεωρία
αυτή, τα άτομα έχουν επτά διαφορετικές ευφυΐες που
μπορούν να καλλιεργηθούν μέσω των διαφορετικών
εμπειριών που θα αποκτήσουν. Οι μαθητές μπορούν να
καλλιεργήσουν τις διάφορες ευφυΐες αν τους δοθούν οι
ευκαιρίες. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν συμβαίνει σε όλα τα
άτομα στον ίδιο βαθμό. Οι επτά μορφές ευφυΐας που
διέκρινε ο Gardner μαζί με μια όγδοη που πρόσθεσε
πρόσφατα είναι:
Η Γλωσσική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα να διαβάζει
κάποιος, να γράφει και να επικοινωνεί με λέξεις.
Η Λογικο-Μαθηματική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα της
λογικής και της συστηματικής σκέψης. Περιλαμβάνει
επίσης την ικανότητα της αναγνώρισης μοτίβων και
σχέσεων και δεξιότητες που σχετίζονται με αριθμούς και
υπολογισμούς.
Η Μουσική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα να συνθέσει
κάποιος μουσική, να τραγουδά και να εκτιμά τη μουσική.
Περιλαμβάνει την ικανότητα να μπορεί κάποιος να
εκφράζει τον εαυτό του μέσα από τη μουσική, τη ρυθμική
κίνηση ή το χορό. Εξασκείται και αναπτύσσεται μέσα από
τη μουσική ακρόαση, τα ρυθμικά παιχνίδια, το τραγούδι,
το χορό και τα διάφορα μουσικά όργανα.
Η Σωματική-Κιναισθητική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα να
χρησιμοποιήσει κάποιος το σώμα του για να λύσει
προβλήματα, να παρουσιάσει ιδέες και συναισθήματα και
γενικά να δημιουργήσει κάτι. Περιλαμβάνει ακόμη την
ικανότητα για συντονισμό των κινήσεων και τη χρήση
μικρών και μεγάλων κινητικών δεξιοτήτων.
Η Οπτική-Χωρική (αντίληψης του χώρου) ευφυΐα. Είναι η
ικανότητα της οπτικής αντίληψης του περιβάλλοντος, της
δημιουργίας και χειραγώγησης νοητικών εικόνων και
κατανόησης του σώματος στο χώρο.
Η Διαπροσωπική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα να εργάζεται
κάποιος αποτελεσματικά με τους άλλους, να σχετίζεται με
τους άλλους και να δείχνει κατανόηση απέναντί τους.
Η Ενδοπροσωπική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα κατανόησης
του εσωτερικού κόσμου των συναισθημάτων και σκέψεων,
η ικανότητα του ελέγχου όλων των παραπάνω και της
συνειδητής χρήσης των.
Η Νατουραλιστική ευφυΐα. Είναι η ικανότητα να διακρίνει,
να αναγνωρίζει, να κατανοεί αντικείμενα και διαδικασίες
από το φυσικό κόσμο και να χρησιμοποιεί αυτή την
ικανότητα δημιουργικά και εποικοδομητικά.
Τα χαρακτηριστικά κάποιου ο οποίος διαθέτει μουσική
ευφυία είναι:
Ακούει και ανταποκρίνεται με ενδιαφέρον σε ποικιλία
ήχων.
Του αρέσει η μουσική και αποζητά τις ευκαιρίες να
ακούει μουσική ή ήχους του περιβάλλοντος στο μαθησιακό
πλαίσιο. Επίσης θέλει να βρίσκεται σε μουσικό περιβάλλον
και να μαθαίνει από τη μουσική και τους μουσικούς.
Αναγνωρίζει και συζητά για διάφορα μουσικά είδη, και
ενδιαφέρεται για το ρόλο της μουσικής στη ζωή του
ανθρώπου.
Συγκεντρώνει μουσική και πληροφορίες σε διάφορες
μορφές, ηχογραφήσεις, άρθρα, κτλ. και μπορεί να κάνει
συλλογή οργάνων και να παίζει κάποιο μουσικό όργανο.
Αναπτύσσει την ικανότητα να παίζει μουσική μόνος του ή
με άλλους ή /και να τραγουδά.
Χρησιμοποιεί την ορολογία της μουσικής και τη μουσική
σημειογραφία.
Του αρέσει να αυτοσχεδιάζει και να δημιουργεί
χρησιμοποιώντας ήχους.
Εχει άποψη για την ερμηνεία των διαφόρων μουσικών
έργων άλλων συνθετών και επίσης μπορεί να αναλύει και
να κρίνει διάφορα μουσικά αποσπάσματα.
Τον ενδιαφέρουν τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με τη
μουσική.
Δημιουργεί πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις.
Το μυστικό για την αποτελεσματική εφαρμογή της θεωρίας
αυτής στο καθημερινό μάθημα είναι να έχει ο δάσκαλος
στα μυαλό του ότι ανεξάρτητα από το αντικείμενο που
διδάσκει θα πρέπει να συνδέει τους διδακτικούς του
στόχους με λέξεις, αριθμούς, εικόνες, μουσική, κίνηση,
κοινωνική αλληλεπίδραση και προσωπικές εμπειρίες.
3.2. Μουσικές έννοιες
Οι έννοιες δημιουργούνται από το γενικό προς το ειδικό.
Η ανάπτυξη και η κατανόηση των εννοιών γίνεται αρχικά
με την συνολική αίσθηση της μουσικής, σαν ολότητα, και
σταδιακά κινείται προς την κατανόηση του ρόλου των
επιμέρους μουσικών στοιχείων. Ένα μικρό παιδί που
χοροπηδά μπροστά στην τηλεόραση ακούγοντας τη
μουσική από την αγαπημένη του εκπομπή, δεν
ανταποκρίνεται μόνο στο ρυθμό (όπως πολλοί πιστεύουν),
αλλά ανταποκρίνεται στο μουσικό σύνολο, όπου ο ρυθμός
αποτελεί ένα μόνο συστατικό. Με τον ίδιο τρόπο, για την
κατανόηση του κάθε μουσικού στοιχείου χωριστά πρέπει
να ξεκινήσει από το σύνολο για να καταλήξει στα
επιμέρους χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, η κατανόηση
της έννοιας της μελωδίας ξεκινά με την κατανόηση από τα
παιδιά της κίνησης της μελωδίας προς τα πάνω ή προς τα
κάτω. Μόνο μετά από πολλές καθοδηγούμενες εμπειρίες
τα παιδιά θα καταφέρουν να διακρίνουν τα επιμέρους
στοιχεία όπως η απόσταση ανάμεσα στα διάφορα τονικά
ύψη.
Η κατανόηση των εννοιών εξαρτάται από την ικανότητα
της αντίληψης. Όσο πιο ξεκάθαρα αντιληφθεί ο μαθητής
τα χαρακτηριστικά από τα οποία αποτελείται η έννοια,
τόσο πιο εύκολα θα κατανοήσει την έννοια αυτή. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι ο δάσκαλος πρέπει να
χρησιμοποιήσει περισσότερες από μια μεθόδους και
περισσότερα μέσα για να δείξει μια έννοια (οπτικά,
ακουστικά, κιναισθητικά). Αυτή η θέση για τη διδασκαλία
της μουσικής σημαίνει ότι οι εμπειρίες που θα προσφέρει
στους μαθητές ο δάσκαλος μέσα στην τάξη δεν θα
απευθύνονται μόνο στην ακοή του, αλλά και στην όραση
και στην κίνηση του σώματος. Θα πρέπει επομένως οι
δραστηριότητες μέσα στην τάξη να περιλαμβάνουν
μουσική ακρόαση, τραγούδι, κίνηση, μουσικό παιχνίδι και
τη δημιουργία οπτικών αναπαραστάσεων της μουσικής.
Η κατανόηση των εννοιών κινείται από το συγκεκριμένο
στο αφηρημένο. Πολλές μουσικές έννοιες είναι αρκετά
αφηρημένες και επομένως πρέπει να παρέχονται και να
ενθαρρύνονται πολλές συγκεκριμένες μουσικές εμπειρίες
για να μπορέσουν τα παιδιά τις κατανοήσουν. Έτσι, για
παράδειγμα, η εισαγωγή της έννοιας της μελωδίας και της
μελωδικής κίνησης (ανοδική – καθοδική) θα πρέπει να
προγραμματιστεί μέσα από δραστηριότητες που θα
αξιοποιήσουν ήδη γνωστές έννοιες των παιδιών (όπως η
κίνηση με το σώμα τους επάνω και κάτω) και μέσα από τη
χρήση διαγραμμάτων που θα βοηθήσουν τα παιδιά να
κατανοήσουν τη σχέση αυτού που ακούν με αυτό που
βλέπουν. Και άλλες έννοιες όπως ο αργός ή ο γρήγορος
ρυθμός μπορούν να συνδεθούν με την κίνηση του σώματος
(αργό περπάτημα – τρέξιμο).
Η κατανόηση της έννοιας εξαρτάται από την
πολυπλοκότητα του παραδείγματος που χρησιμοποιείται.
Η προσπάθεια που χρειάζεται για την κατανόηση μιας
έννοιας είναι αντίστοιχη με την πολυπλοκότητα του
παραδείγματος που χρησιμοποιείται. Η μουσική είναι μια
αφηρημένη μορφή τέχνης και γι’ αυτό η κατανόηση των
εννοιών είναι δύσκολη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η
επιλογή των παραδειγμάτων είναι πολύ σημαντική. Θα
πρέπει τα μουσικά παραδείγματα που χρησιμοποιούνται
να είναι όσο πιο ξεκάθαρα και απλά γίνεται, τουλάχιστον
στην αρχή της εισαγωγής μιας νέας έννοιας.
Η κατανόηση μιας έννοιας γίνεται σταδιακά και
εξαρτάται από τις προηγούμενες εμπειρίες. Η δημιουργία
και η κατανόηση μιας έννοιας είναι μια διαδικασία αργή
και μακροχρόνια που προχωρά σταδιακά. Μια μόνο
μουσική εμπειρία δεν είναι αρκετή για την ανάπτυξη της
μουσικής κατανόησης. Χρειάζονται πολλά παραδείγματα,
πολλές μουσικές εμπειρίες που θα βοηθήσουν το μαθητή
να αναπτύξει την κατανόηση της συγκεκριμένης έννοιας
βασισμένος κάθε φορά και στις προηγούμενες εμπειρίες
του.
3.4. Μουσικές δεξιότητες
Τα στάδια απόκτησης δεξιοτήτων
(α) το γνωστικό (γλωσσικό-κινητικό) στάδιο. Στο στάδιο
αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό πλήρως από τον μαθητή τι
είναι αυτό που αναμένεται από εκείνον να πετύχει. Αυτό
μπορεί να γίνει λεκτικά, γεγονός που σημαίνει ότι θα
πρέπει να υπάρχει κοινή γλώσσα και χρήση της ορολογίας
από τον μαθητή και τον δάσκαλο. Μπορεί επίσης να γίνει
και κινητικά –να δείξει ο δάσκαλος τι ακριβώς πρέπει να
γίνει.
(β) Το στάδιο της διασύνδεσης. Στο στάδιο αυτό έχει γίνει
κατανοητό τι είναι αυτό που πρέπει να γίνει. Τα λάθη
μπορούν να διαπιστωθούν και να διορθωθούν. Η κριτική
είναι απαραίτητη στο στάδιο αυτό. Χωρίς αυτήν δεν
μπορούμε να διορθωθούμε.
(γ) το στάδιο της αυτονόμησης. Με συνεχή εξάσκηση
φτάνουμε στο στάδιο όπου η πράξη γίνεται σχεδόν
ασυνείδητα μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της αυτόματης
παραγωγής και χρήσης της δεξιότητας. Τότε μπορούμε να
συνεχίζουμε στο επόμενο επίπεδο, στον επόμενο στόχο,
στην επόμενη δεξιότητα.