Professional Documents
Culture Documents
εχτρα θεματα latistor
εχτρα θεματα latistor
εχτρα θεματα latistor
Αστυφιλία: η τάση των αγροτικών πληθυσμών για μετακίνηση και εγκατάσταση στα
(μεγάλα) αστικά και βιομηχανικά κέντρα.
Αίτια φαινομένου
- Σημαντικό κίνητρο για την επιλογή τους αυτή αποτελεί κι η ανάγκη να βρίσκονται σ’ έναν
χώρο όπου έχουν άμεση πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη. Σε αντίθεση, άλλωστε, με τα
αστικά κέντρα, στις αγροτικές και παραμεθόριες περιοχές η ύπαρξη πλήρως στελεχωμένων
νοσοκομείων και ιατρικών κέντρων δεν είναι καθόλου δεδομένη. Οι πολίτες των περιοχών
αυτών ζουν με τη διαρκή ανησυχία πως σε περίπτωση ανάγκης δεν θα έχουν τη δυνατότητα
να βρουν εγκαίρως ιατρική βοήθεια.
Συνέπειες φαινομένου
Παρά το γεγονός ότι τα αστικά κέντρα προσελκύουν περισσότερους κατοίκους, εφόσον
έχουν να προσφέρουν ουσιαστικές ευκολίες στην καθημερινή διαβίωση, περισσότερες
ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης και μια σημαντική αίσθηση ασφάλειας, σε ό,τι
αφορά την πρόσβαση σε νοσοκομεία και ιατρικό προσωπικό, αυτά τα οφέλη δεν έρχονται
χωρίς σημαντικό κόστος τόσο για τους ίδιους τους πολίτες όσο και για το κράτος.
- Ενίσχυση της μαζοποίησης. Ό,τι χαρακτηρίζει τον αστικό βίο είναι συχνά μια
τυποποιημένη ομοιογένεια σε πολλές εκφάνσεις της καθημερινής δράσης, μα και του τρόπου
σκέψης. Οι πολίτες των αστικών κέντρων τείνουν να υιοθετούν κοινούς τρόπους
συμπεριφοράς και ενδυμασίας, έστω κι αν θα περίμενε κανείς να αισθάνονται σαφώς πιο
ελεύθεροι να διαφοροποιηθούν λόγω της αίσθησης ανωνυμίας που προσφέρει ο αυξημένος
πληθυσμός. Αντί, λοιπόν, να διεκδικούν το δικαίωμα μιας εντελώς αυτόνομης ύπαρξης,
τείνουν ολοένα και περισσότερο να αποκτούν την τάση της άκριτης υιοθέτησης των
κυριάρχων τάσεων σε όλους τους τομείς.
- Ανεργία και ενίσχυση της εγκληματικότητας. Με την πάροδο των χρόνων το κύριο
πλεονέκτημα των αστικών κέντρων, η πληθώρα, δηλαδή, εργασιακών ευκαιριών, έχει σε
μεγάλο βαθμό πάψει να υφίσταται, καθώς παρατηρείται πλέον θεαματική αύξηση της
ανεργίας. Πολλοί κάτοικοι των πόλεων καλούνται να αντιμετωπίσουν τα υψηλά έξοδα
διαβίωσης είτε απασχολούμενοι σε θέσεις εργασίας χαμηλής οικονομικής ανταμοιβής είτε
όντας άνεργοι.
Συνάμα, στα αστικά κέντρα, λόγω του αυξημένου πληθυσμού και λόγω των αυξημένων
οικονομικών δυσκολιών, παρατηρούνται σε μεγάλη συχνότητα εγκληματικές πράξεις, μιας
και για κάποιους ανθρώπους οι κλοπές, οι εξαπατήσεις και η άσκηση βίας αποτελούν είτε τον
τρόπο να εξοικονομήσουν χρήματα είτε τον τρόπο να εκτονώσουν την απογοήτευση και το
θυμό που αισθάνονται.
- Άγχος και απομάκρυνση από τη φύση. Οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων,
λόγω της αυξημένης κίνησης, των σημαντικών αποστάσεων που πρέπει να διανύουν
καθημερινά για τις διάφορες υποχρεώσεις τους, των πολλαπλών εργασιακών απαιτήσεων,
καθώς και του κλίματος ψυχρότητας ή και εκνευρισμού που χαρακτηρίζει τις διαπροσωπικές
σχέσεις στις πόλεις, αντιμετωπίζουν συνεχώς αυξημένα επίπεδα άγχους και έντασης. Ενώ,
παράλληλα, περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους εγκλωβισμένοι στο μουντό αστικό
τοπίο, μακριά από τη γαλήνη και το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος.
- Σημαντικό είναι, επίσης, να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διασφάλιση αναγκαίων υποδομών
στις περιοχές της επαρχίας, με σαφή προτεραιότητα στις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις,
ώστε οι εκεί κάτοικοι να νιώθουν ασφαλείς και να μην έρχονται αντιμέτωποι με δυσκολίες
που τους αποθαρρύνουν.
Στην κατεύθυνση αυτή θα βοηθούσε η ύπαρξη ενός άρτιου οδικού δικτύου για τις
ηπειρωτικές περιοχές και η ύπαρξη συχνής και σταθερής επικοινωνίας με τις νησιωτικές
περιοχές, προκειμένου οι κάτοικοι να μην αισθάνονται αποκλεισμένοι από το υπόλοιπο
κράτος.
- Έγκαιρη συνειδητοποίηση της σημασίας που έχει η παρουσία κατοίκων ακόμη και στις
πλέον απομακρυσμένες περιοχές του κράτους, ώστε να ληφθεί κάθε αναγκαίο μέτρο για τη
δημιουργία σ’ αυτές όλων των απαραίτητων υπηρεσιών. Η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει
εκεί την ύπαρξη σχολείων -έστω και ολιγοθέσιων-, την παρουσία διοικητικών υπηρεσιών,
όπως και κάθε άλλης ουσιώδους υποδομής.
Αξιοκρατία: η κατάσταση κατά την οποία επικρατούν οι άξιοι, αυτοί που αξίζουν
περισσότερο.
- Η επιλογή των ικανότερων ατόμων για τις διάφορες θέσεις εργασίας -ατόμων που
διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και έχουν υψηλό επίπεδο κατάρτισης- οδηγεί σε
αύξηση της παραγωγικότητας. Οι άνθρωποι που έχουν τα αναγκαία εφόδια για
τη θέση που αναλαμβάνουν, μπορούν να επιτελέσουν το έργο τους με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο και, συνάμα, να προβούν στη λήψη εκείνων των πρωτοβουλιών που
απαιτούνται για την περαιτέρω βελτίωση της απόδοσης στον τομέα τους.
Τα άτομα, άλλωστε, που καταλαμβάνουν μια θέση εργασίας χάρη στα προσόντα και
στην προσωπική τους αξία, τείνουν να εκτιμούν πολύ περισσότερο την ευκαιρία που
τους δίνεται κι εργάζονται έτσι με μεγαλύτερη προθυμία και αποτελεσματικότητα.
- Η βελτίωση της απόδοσης στις διάφορες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και στις
διάφορες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, που προκύπτει χάρη στην αξιοκρατική
επιλογή των στελεχών, ωφελεί τους πολίτες, καθώς τους προσφέρονται υπηρεσίες
και προϊόντα υψηλότερης ποιότητας.
- Η τήρηση της αξιοκρατίας λειτουργεί ενισχυτικά στις προσπάθειες των πολιτών, και
ιδίως των νέων, να διευρύνουν τη μόρφωση και τις δεξιότητές τους, εφόσον
γνωρίζουν πως ο κόπος τους θα έχει την επιζητούμενη ανταμοιβή.
- Η αναξιοκρατία έχει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή και την ψυχολογία
εκείνων των πολιτών, οι οποίοι μη έχοντας τις κατάλληλες γνωριμίες ή την
απαιτούμενη ανηθικότητα και έλλειψη αξιοπρέπειας για να παρακαλέσουν για μια
τέτοια «εξυπηρέτηση», παραμένουν χωρίς εργασία, παρά το γεγονός ότι έχουν την
κατάλληλη κατάρτιση και τις αναγκαίες γνώσεις. Βλέπουν, δηλαδή, τις σπουδές και
την προσπάθειά τους να ματαιώνονται, μόνο και μόνο διότι η πολιτεία αυτή τείνει να
επιβραβεύει μόνο τους κομματικούς οπαδούς.
- Η επικράτηση της αναξιοκρατίας ωθεί τους πολίτες στην υιοθέτηση μιας ανήθικης
και αμιγώς συμφεροντολογικής στάσης απέναντι στα πράγματα, εφόσον τους
«διδάσκει» πως μόνο μέσω του αθέμιτου ανταγωνισμού και της παρασκηνιακής
δράσης μπορεί κάποιος να επιτύχει. Έτσι, οι πολίτες χάνουν ο ένας την εμπιστοσύνη
απέναντι στον άλλον και αναζητούν τρόπους για να διακριθούν, έστω κι αν αυτό
σημαίνει πως θα πρέπει να θυσιάσουν την αξιοπρέπεια και το ήθος τους.
Παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα στην άμβλωση είναι νομικώς κατοχυρωμένο, αναγνωρίζοντας επί
της ουσίας στη γυναίκα τη δυνατότητα να αποφασίζει μονομερώς αν επιθυμεί ή όχι να ολοκληρώσει
την κυοφορία του εμβρύου, δεν παύουν να υπάρχουν αντιρρήσεις από τη μεριά εκείνων που θεωρούν
πως κατ’ αυτό τον τρόπο παραγνωρίζεται πλήρως το δικαίωμα του εμβρύου -και, άρα, ενός άλλου
ανθρώπου- στη ζωή. Προκύπτει, έτσι, μια σύγκρουση ανάμεσα στο εύλογο δικαίωμα της γυναίκας
στον αυτοπροσδιορισμό και στον έλεγχο των γεγονότων εκείνων, όπως είναι η άκαιρη μητρότητα, που
μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά την πορεία της ζωής της, και στο κατά πόσο ένα έμβρυο είναι ή
μπορεί να θεωρηθεί «άνθρωπος» με πλήρη δικαιώματα.
Σύμφωνα με το Άρθρο 2 παρ. 1. του Συντάγματος: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του
ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.» Ωστόσο, εφόσον ο Ποινικός
Κώδικας αναγνωρίζει ένα αρχικό χρονικό διάστημα της κύησης κατά το οποίο η γυναίκα είναι
απολύτως ελεύθερη να αποφασίζει για τη διακοπή της, αυτό σηματοδοτεί πως το έμβρυο δεν
αναγνωρίζεται -σε νομικό επίπεδο τουλάχιστον- ως άνθρωπος με πλήρη δικαιώματα.
Από νομικής άποψης το ζήτημα της άμβλωσης βρίσκει τη λύση του και ως εκ τούτου γίνεται ανεκτό
μέχρι και την 24η εβδομάδα της κυήσεως, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή το έμβρυο αν γεννηθεί, δεν
μπορεί να επιβιώσει. Ενώ, από την 25η εβδομάδα και πέρα η άμβλωση δεν έχει νομική κάλυψη, διότι
το έμβρυο, αν γεννηθεί, μπορεί -με ιατρική έστω φροντίδα- να επιβιώσει. Με βάση, λοιπόν, το πότε
αποκτά το έμβρυο τη δυνατότητα επιβίωσης, καθορίζεται η νομική ρύθμιση του ζητήματος, και
διασφαλίζεται η επιζητούμενη κάλυψη του -για πολλούς αμφιλεγόμενου- δικαιώματος της εγκύου να
αποφασίζει μονομερώς για τη μοίρα του εμβρύου. Εντούτοις, παρά τη νομική αυτή κάλυψη, το θέμα
των αμβλώσεων συνεχίζει να εγείρει αντιρρήσεις ηθικού περιεχομένου, καθώς, όπως κι αν ιδωθεί ή
αιτιολογηθεί η άμβλωση, δεν παύει να είναι η τεχνητή διακοπή μιας κύησης που, αν αφηνόταν να
εξελιχθεί ομαλά, θα οδηγούσε στη γέννηση ενός ανθρώπου.
Ο νόμος, βέβαια, δεν αναγνωρίζει πλήρη δικαιώματα στο έμβρυο, έστω κι αν αποτελεί μια εν δυνάμει
νέα ζωή, αφού, όπως προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα, Άρθρο 35: «Το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει
μόλις γεννηθεί ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατό του.», κι αντιστοίχως στο Άρθρο 36: «Ως
προς τα δικαιώματα που του επάγονται το κυοφορούμενο θεωρείται γεννημένο, αν γεννηθεί
ζωντανό.». Υπ’ αυτή την έννοια το έμβρυο δεν καλύπτεται πλήρως από την προστασία της ζωής που
προβλέπει το Άρθρο 5, παρ. 2 του Συντάγματος: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια
απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση
εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων».
Ποινικός Κώδικας
Άρθρο: 304
Ημ/νία: 01.01.1951
Ημ/νία Ισχύος: 01.01.1951
ΤΕΧΝΗΤΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ, ΑΜΒΛΩΣΗ
1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την εγκυμοσύνη της τιμωρείται με κάθειρξη.
2α. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή προμηθεύει σ’
αυτή μέσα για τη διακοπή της τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν ενεργεί κατά
συνήθεια τις πράξεις αυτές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
β. Αν από την πράξη της προηγούμενης διάταξης προκληθεί βαρεία πάθηση του σώματος ή της
διάνοιας της εγκύου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατός της
επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη.
3. Έγκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος.
4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση
της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα - γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη
νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης.
β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής
ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν
έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες.
γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και
διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται
σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού.
δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή
κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα
εβδομάδες εγκυμοσύνης.
5. Αν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται και η συναίνεση ενός από τους γονείς ή αυτού που έχει την
επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης.
Άρθρο: 304Α
Ημ/νία: 03.07.1986
ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΕΜΒΡΥΟΥ Η ΝΕΟΓΝΟΥ
Όποιος επενεργεί παράνομα στην έγκυο με αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά βλάβη στο έμβρυο ή να
εμφανίσει το νεογνό βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας τιμωρείται κατά τις διατάξεις του
άρθρου 310.
Άρθρο: 305
Ημ/νία: 01.01.1951
Ημ/νία Ισχύος: 01.01.1951
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΜΕΣΩΝ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ
- Η έγκυος έχει δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιάθεση, έστω κι αν αυτό
έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα του κυοφορούμενου εμβρύου στη ζωή, εφόσον είναι εκείνη που
οφείλει να υπομείνει τη διαδικασία της κύησης και του τοκετού. Όπως, λοιπόν, προβλέπει το Άρθρο 5
παρ. 1 του Συντάγματος: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του
και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα
δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.».
Προκειμένου, επομένως, να γίνει σεβαστό το δικαίωμα της εγκύου να αναπτύσσει ελεύθερα την
προσωπικότητά της, θα πρέπει να της αναγνωρίζεται η δυνατότητα να επιλέγει ελεύθερα για το αν
θέλει να ολοκληρώσει την κύηση ή όχι, εφόσον τόσο οι περιορισμοί της κύησης, όσο και οι
υποχρεώσεις της μητρότητας, μεταβάλλουν πλήρως και οριστικά τα δεδομένα της ζωής της και την
εξωθούν σε επιλογές και συμβιβασμούς που προφανώς δυσχεραίνουν ή αποκλείουν αρκετές από τις
επιλογές της για τη μελλοντική της ζωή.
Η μητρότητα -ιδίως αν η γυναίκα είναι αναγκασμένη να τη βιώσει δίχως τη στήριξη συντρόφου- είναι
απολύτως δεσμευτική, μα και δαπανηρή, γεγονός που σημαίνει ότι η έγκυος γυναίκα μπορεί να μην
είναι με κανένα τρόπο σε θέση να τη φέρει εις πέρας επιτυχώς, δίχως να οδηγήσει τον εαυτό της και το
παιδί της σε οικονομική εξαθλίωση και, άρα, σε ψυχολογική και σωματική εξουθένωση.
- Η έγκυος έχει δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, η οποία προστατεύεται, άλλωστε, από το Άρθρο 9
παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι
απαραβίαστη». Υπ’ αυτή την έννοια, θα πρέπει να αναγνωρίζεται στην έγκυο το δικαίωμα να
καθορίζει ελεύθερα ό,τι αφορά την ιδιωτική της ζωή και, άρα, το δικαίωμά της να αποφασίζει η ίδια
για το αν επιθυμεί να ολοκληρώσει την κύηση ή όχι, δοθέντος ότι τόσο η κύηση, όσο και η μητρότητα
επηρεάζουν σημαντικά την πορεία της ιδιωτικής της ζωής.
- Η έγκυος έχει το δικαίωμα να προφυλάξει την ψυχική και σωματική της υγεία, όπως ρητά
προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην
προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας». Ως εκ τούτου και με δεδομένη την
ψυχολογική και σωματική πίεση που ασκούν σε μια γυναίκα η περίοδος της κύησης, η εμπειρία του
τοκετού, αλλά και οι πολλαπλές υποχρεώσεις της μητρότητας, θα πρέπει να αναγνωρίζεται στην έγκυο
το δικαίωμα να αποφύγει, αν το επιθυμεί, τα εντόνως αγχωτικά αυτά γεγονότα με την έγκαιρη
διακοπή της κύησης.
Υπάρχουν, άλλωστε, περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι απολύτως βέβαιο πως είτε απειλείται άμεσα η
ζωή της εγκύου είτε τίθεται σε κίνδυνο η ψυχική της υγεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει, δίχως
άλλο, να αναγνωρίζεται στην έγκυο το δικαίωμα να προφυλάξει τον εαυτό της.
- Περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγκυμοσύνη προέκυψε παρά τη θέληση της εγκύου. Παρά
το γεγονός ότι συχνά οι κυήσεις που διακόπτονται είναι αποτέλεσμα ελλιπούς ή μηδενικής
προφύλαξης -σύνηθες φαινόμενο της εφηβικής και πρώτης νεανικής ηλικίας-, δεν λείπουν κι οι
περιπτώσεις κατά τις οποίες η γυναίκα ήρθε αντιμέτωπη με μια πράξη εξαναγκασμού. Έτσι, αν η
κύηση είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ή αιμομιξίας, είναι προφανές πως αποτελεί μια
εντελώς ανεπιθύμητη κύηση και θα πρέπει, άρα, να αναγνωρίζεται στην έγκυο το δικαίωμα να τη
διακόψει.
- Πολύ πρώιμη διακοπή της κύησης. Αν και σαφώς εγείρονται αντιρρήσεις σχετικά με το
δικαίωμα του εμβρύου στη ζωή, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως αν η κύηση διακοπεί στις πρώτες
της μόλις ημέρες -με φαρμακευτικό συνήθως τρόπο-, το έμβρυο δεν έχει καν σχηματιστεί.
- Η άμβλωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μέθοδος αντισύλληψης, κάτι
που σημαίνει πως αν μια γυναίκα δεν επιθυμεί να τεκνοποιήσει, οφείλει να φροντίζει για την
αποτροπή αυτού του ενδεχομένου εγκαίρως, και σίγουρα προτού διαπιστώσει πως είναι ήδη έγκυος.
Εφόσον υπάρχουν αρκετές και ιδιαιτέρως αποτελεσματικές μέθοδοι αντισύλληψης, η γυναίκα δεν
μπορεί να επικαλείται άγνοια ή αδυναμία αποτροπής της εγκυμοσύνης.
Συχνά, ωστόσο, οι ανεπιθύμητες κυήσεις, που οδηγούν τις εγκύους στην επιλογή της άμβλωσης,
αφορούν ανήλικες κοπέλες, οι οποίες βιώνουν τις πρώτες τους ερωτικές εμπειρίες, χωρίς να έχουν
ακόμη πλήρη γνώση ή ενημέρωση σχετικά με το πόσο υψηλό είναι το ενδεχόμενο μιας εγκυμοσύνης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η ευθύνη βαρύνει τους γονείς, αλλά και το σχολείο, εφόσον δεν υπάρχει
έγκαιρη μέριμνα για την ορθή και πλήρη ενημέρωση των εφήβων σχετικά με την αντισύλληψη και
τους κινδύνους της δίχως προφυλάξεις ερωτικής επαφής.
- Παρά τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, το έμβρυο θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως μια
αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη. Εφόσον, αν δεν υπήρχε η βίαιη ιατρική παρέμβαση της άμβλωσης,
η κύηση θα οδηγούσε στη γέννηση ενός ζωντανού ανθρώπου, δεν είναι λογικό το να μην
αναγνωρίζεται το έμβρυο ως αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη, και να τίθεται πλήρως στη δικαιοδοσία
της γυναίκας, σαν να είναι μέρος του δικού της σώματος. Το έμβρυο από τη στιγμή της σύλληψής του
είναι μια εν δυνάμει νέα ζωή με πλήρη δικαιώματα στη γέννηση και την ύπαρξη, και υπ’ αυτή την
έννοια θα πρέπει να χαίρει της προστασίας του Συντάγματος.
Η πρόβλεψη ότι η κύηση πρέπει να έχει προχωρήσει τόσο, ώστε το έμβρυο να είναι πια βιώσιμο,
προκειμένου να γίνει σεβαστό το δικαίωμά του στη ζωή, είναι ένα νομικό σόφισμα, εφόσον επί της
ουσίας η «έγκαιρη» άμβλωση απλώς στερεί στο έμβρυο την ευκαιρία να φτάσει στο ζητούμενο αυτό
επίπεδο βιωσιμότητας.
- Η άμβλωση εγείρει σοβαρά ηθικά ζητήματα. Η άμβλωση είτε ιδωθεί από την οπτική της
θρησκείας, είτε αυτόνομα από την οπτική της ηθικής, φέρνει κάθε άνθρωπο αντιμέτωπο με τη σκέψη
ότι συναινώντας σ’ αυτή την πρακτική, συναινεί επί της ουσίας στο δικαίωμα των γυναικών να
«τερματίζουν» εκείνη ακριβώς τη ζωή που όφειλαν να φέρουν στον κόσμο. Η νομική κάλυψη,
άλλωστε, κι η λογική πως το έμβρυο δεν μπορεί να επιβιώσει από μόνο του πριν την 24 η εβδομάδα της
κύησης, δεν αλλάζει την πραγματικότητα πως πρόκειται για μια υπό διαμόρφωση νέα ζωή που
φονεύεται βιαίως και αιφνιδίως.
- Η άμβλωση θέτει σε κίνδυνο τη ζωή της εγκύου, αλλά και τη δυνατότητά της να
τεκνοποιήσει στο μέλλον. Παρά το γεγονός ότι η άμβλωση θεωρείται μια ασφαλής επέμβαση, αν
γίνει από ειδικούς και στον κατάλληλο χώρο, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει το –όχι συχνό έστω-
ενδεχόμενο σοβαρών επιπλοκών. Ενώ, υπολογίσιμες θα πρέπει να θεωρούνται κι οι επιπτώσεις σε
ψυχολογικό επίπεδο, καθώς, έστω κι αν νομικώς η πράξη αυτή δεν θεωρείται κολάσιμη, δεν παύει να
είναι μια πράξη βιαιότητας που επηρεάζει τη γυναίκα, εφόσον διατηρεί μέσα της -ιδίως αν η άμβλωση
γίνει σε προχωρημένο σημείο της κύησης- τη σκέψη πως προέβη στον τερματισμό μιας ζωής -έστω κι
αν αυτή η ζωή δεν ήταν πλήρως διαμορφωμένη ακόμη.
Άγχος: συγκινησιακή κατάσταση (φόβου, αγωνίας, ανασφάλειας κ.λπ.), είτε παροδική και χαμηλής
έντασης (οπότε θεωρείται φυσιολογική) είτε επίμονη και μεγάλης έντασης (οπότε θεωρείται
παθολογική, λ.χ. ως σύμπτωμα αγχώδους νευρώσεως), η οποία προκύπτει ως εναγώνια αναμονή
επικείμενου κακού ή κινδύνου ή δυσάρεστης γενικά κατάστασης και έχει ιδιαίτερες εκδηλώσεις στο
σώμα και στη συμπεριφορά (λ.χ. μεταβολές στο αυτόνομο νευρικό σύστημα ή μεγάλη νευρικότητα).
[άγχος – άγχομαι – αγχώνομαι. Από το αρχαίο ρήμα ἄγχω «σφίγγω (στον λαιμό), πνίγω,
στραγγαλίζω» πλάστηκε το ουσιαστικό άγχος για να αποδώσει στα Ελληνικά το αγγλικό anxiety,
δηλώνοντας το ψυχικό σφίξιμο, την ψυχική πνιγμονή, την αγωνία, τον φόβο, την (κατα)πίεση. Από τη
λέξη άγχος πλάστηκαν εν συνεχεία τις τελευταίες δεκαετίες τα ρήματα άγχομαι και αγχώνομαι
«νιώθω άγχος» (από όπου και το ενεργητικό αγχώνω «προκαλώ άγχος»).]
Το άγχος εκδηλώνεται με δυσκολία στην αναπνοή, ανωμαλίες του σφυγμού, κρύωμα των άκρων,
εφίδρωση, αίσθημα βάρους στην καρδιά ή στην κοιλιά, με χαλάρωση της διανοητικής λειτουργίας και
κατάπτωση των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων του ατόμου.
- Ανεργία / Οικονομικά προβλήματα. Στη χώρα μας, όπου τα επίπεδα ανεργίας παραμένουν
εξαιρετικά υψηλά τα τελευταία χρόνια, είναι εύλογη η αυξημένη παρουσία άγχους, καθώς η αδυναμία
επαγγελματικής αποκατάστασης και η απουσία των αναγκαίων οικονομικών πόρων, τόσο για την
επιβίωση των ατόμων όσο και για τη διασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου ζωής, αποτελούν
έντονα αγχωτικές καταστάσεις που εξαντλούν ψυχικά τους ανθρώπους.
Έντονο άγχος, εντούτοις, βιώνουν πλέον ακόμη κι εκείνοι που εργάζονται, καθώς οι μειώσεις στους
μισθούς με την παράλληλη αύξηση των τιμών στα προϊόντα και στις υπηρεσίες, έχουν δυσχεράνει
κατά πολύ τον οικονομικό προγραμματισμό κάθε οικογένειας. Η έλλειψη οικονομικής σταθερότητας
και η διαρκής επιδείνωση του οικονομικού κλίματος εντείνουν το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών
και ευθύνονται για την κατακόρυφη αύξηση του άγχους στις μέρες μας.
- Απουσία ελεύθερου χρόνου. Παρά τις ποικίλες τεχνολογικές εξελίξεις που έχουν συνεισφέρει στη
σημαντική εξοικονόμηση χρόνου στις διάφορες καθημερινές δραστηριότητες και εργασίες, οι
περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως των μεγάλων αστικών κέντρων, έχουν καθημερινά να διαχειριστούν
ένα εξαιρετικά φορτωμένο πρόγραμμα με πλήθος υποχρεώσεων. Έτσι, διακατέχονται διαρκώς από
την αίσθηση πως δεν έχουν αρκετό χρόνο και πως οφείλουν να πιέσουν ακόμη περισσότερο τον εαυτό
τους προκειμένου να εκπληρώσουν όλες τους τις υποχρεώσεις. Πρόκειται, φυσικά, για έναν ασφυκτικό
τρόπο ζωής με εξαιρετικά αυξημένα επίπεδα άγχους, που ζημιώνει σημαντικά την ψυχική και
σωματική υγεία των ατόμων.
- Οι ανταγωνιστικές σχέσεις. Ένα ανησυχητικό σύμπτωμα των ημερών μας είναι η ανταγωνιστική
διάθεση που κυριαρχεί στις περισσότερες διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Κύριο μέλημα
μοιάζει να είναι η επίτευξη όλο και υψηλότερων επαγγελματικών και οικονομικών στόχων, ώστε να
βρεθεί ο καθένας σε καλύτερη θέση από αυτή που έχουν τα άλλα άτομα του κοινωνικού του
περίγυρου. Οι φιλικές σχέσεις έχουν χάσει την κάποτε αγνή και ειλικρινή τους διάσταση, κι έχουν
υποκατασταθεί από σχέσεις ανταγωνισμού για το ποιος έχει επιτύχει περισσότερα στη ζωή του.
Προφανώς, βέβαια, μια τέτοια ανταγωνιστική νοοτροπία, ιδίως σε μια χώρα που δοκιμάζεται από μια
παρατεταμένη οικονομική κρίση, εντείνει σημαντικά τα επίπεδα άγχους, καθώς πολλοί είναι εκείνοι
που βιώνουν αισθήματα αποτυχίας, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τους ιδεατούς
τους επαγγελματικούς και οικονομικούς στόχους.
Τα αίτια πρόκλησης άγχους ποικίλουν βέβαια ανάλογα με την ηλικία του κάθε ατόμου και τις
ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζει στη ζωή του. Έτσι, όταν γίνεται λόγος για εφήβους, εύλογα
πηγές άγχους είναι οι σχολικές υποχρεώσεις, οι εφηβικές ανασφάλειες, η επιθυμία αποδοχής από τον
φιλικό περίγυρο, αλλά και οι απαιτήσεις των γονιών, ενώ, όταν γίνεται λόγος για ενήλικες η πίεση
προκύπτει συνήθως από τις επαγγελματικές ευθύνες, αλλά και από την ανάγκη να καλυφθούν οι
τρέχουσες οικονομικές ανάγκες.
- Το άγχος έχει ιδιαίτερα επιζήμιες επιπτώσεις και στην ψυχική υγεία των ατόμων επηρεάζοντας
δραστικά τη συμπεριφορά τους και υπονομεύοντας τη δυνατότητά τους να διαχειριστούν
αποτελεσματικά τις καθημερινές τους υποχρεώσεις. Τα άτομα εμφανίζουν διάθεση απομόνωσης,
καταθλιπτικά συναισθήματα και διαρκείς εναλλαγές στη διάθεση, χωρίς να απουσιάζει και μια
αυξημένη αίσθηση επιθετικότητας. Ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να
αντιμετωπίσουν με ψυχραιμία τις απαιτήσεις της καθημερινότητας και παρουσιάζουν μειωμένη
απόδοση στον εργασιακό τους χώρο, αλλά και αρνητική συμπεριφορά στο πλαίσιο του οικογενειακού
και κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
- Η ανάγκη των ανθρώπων να απαλλαγούν από τα δυσάρεστα συναισθήματα του άγχους τους εξωθεί
συχνά ν’ αναζητήσουν ψυχική εκτόνωση με επιζήμιους για τη σωματική τους υγεία τρόπους, όπως
είναι το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ ή η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Προκύπτει, έτσι, μια
ιδιαιτέρως αρνητική διασύνδεση ανάμεσα στις δυσχερείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και την
υγεία των πολιτών, αφού το κλίμα ανασφάλειας που επικρατεί σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο
αυξάνει δραματικά τα επίπεδα άγχους που βιώνουν και τους οδηγεί σε καταχρήσεις ή άλλες εξίσου
λανθασμένες επιλογές.
Τρόποι αντιμετώπισης
Παρά το γεγονός ότι το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει και να διαφοροποιήσει τις ευρύτερες οικονομικές
και κοινωνικές συνθήκες, οφείλει ωστόσο να αναζητήσει γόνιμους τρόπους διαχείρισης του άγχους
του, ώστε να προφυλάξει τον εαυτό του από την εξαιρετικά επιζήμια επίδρασή του.
- Καίριας σημασίας είναι η συνειδητοποίηση πως τα υλικά αγαθά και ο πλούτος δεν αποτελούν ικανά
εχέγγυα ευτυχίας και πως είναι αναγκαία μια απλοποίηση της ζωής του ανθρώπου. Η αφιέρωση
περισσότερου χρόνου για δραστηριότητες που προσφέρουν συναισθηματική ικανοποίηση στο κάθε
άτομο, όπως είναι κάποια μορφή άθλησης ή ένα χόμπι, αλλά και η μεγαλύτερη επαφή με τη φύση
μέσα από μικρές αποδράσεις σε κάποια ορεινή ή παράλια τοποθεσία, μπορούν να λειτουργήσουν
ιδιαιτέρως ευεργετικά για τη μείωση του άγχους. Είναι, για παράδειγμα, επιστημονικά αποδεδειγμένο
πως η ανάγνωση βιβλίων δρα κατά τρόπο αγχολυτικό και βοηθά το άτομο να αισθανθεί πιο ήρεμο
μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
- Σε περίπτωση που το συναίσθημα άγχους εμφανίζεται συχνά και με ένταση, το άτομο οφείλει να
αναζητήσει καθοδήγηση και βοήθεια από κάποιον εξειδικευμένο ιατρό (ψυχολόγο / ψυχίατρο), κι όχι
να επιδιώξει την αντιμετώπισή του με αναποτελεσματικούς τρόπους, όπως είναι το αλκοόλ.
Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να υποτιμούν την επιζήμια δράση του άγχους, ούτε να θεωρούν πως το να
καταφύγουν στην ιατρική συνδρομή αποτελεί υπερβολή ή πως είναι κάτι το περιττό. Θα πρέπει να
συνειδητοποιήσουν πως η ουσιαστική αντιμετώπιση του άγχους θα τους επιτρέψει να λειτουργούν πιο
φυσιολογικά και με μεγαλύτερη άνεση σε όλους τους τομείς της καθημερινής τους δράσης, γι’ αυτό και
είναι ιδιαίτερα σημαντικό το να αξιοποιήσουν κάθε θεμιτό μέσο για τον περιορισμό του.
Αγχώδης νεύρωση
Νεύρωση που χαρακτηρίζεται από αγχώδη υπεραπασχόληση, η οποία φτάνει έως τον πανικό και
συχνά συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα. Σε αντίθεση με τη φοβική νεύρωση, το άγχος είναι
δυνατόν να υπάρχει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και δεν είναι περιορισμένο σε ειδικές καταστάσεις ή
αντικείμενα. Η διαταραχή πρέπει να διακρίνεται από τον φυσιολογικό φόβο, ο οποίος εμφανίζεται
όταν το άτομο αντιμετωπίζει πραγματικά επικίνδυνες καταστάσεις.
Το άγχος είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα, όταν αποτελεί μια αντίδραση του ατόμου στις
ψυχοπιεστικές καταστάσεις. Μπορεί να θεωρηθεί και χρήσιμο, γιατί προετοιμάζει το άτομο να
αντιδράσει σε επικείμενο κίνδυνο, παρέρχεται δε μετά την πάροδο του κινδύνου. Στην περίπτωση
όμως της αγχώδους νεύρωσης είναι παθολογικό, γιατί η παρουσία του δεν συνδέεται με την εμφανή
ύπαρξη κινδύνου ή απειλείς και είναι συνεχές. Επιπλέον, το νευρωτικό άτομο συχνά αντιδρά με πολύ
έντονο άγχος σε καταστάσεις οι οποίες συνήθως προκαλούν ελαφρύ άγχος, όπως για παράδειγμα μια
ελαφριά σωματική νόσος.
Τα διάφορα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύουν το άγχος είναι αποτέλεσμα έντονου ερεθισμού
του ΑΝΣ (Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος) και υπερδραστηριότητας των συναφών νευροορμονικών
μηχανισμών. Ταχυπαλμίες, ωχρότητα, έκτακτες συστολές, ψυχρά άκρα, προκάρδια άλγη, αυξημένη
αρτηριακή πίεση, τρόμος χεριών, κεφαλαλγία, συσφιγκτικό αίσθημα στον θώρακα και στο στομάχι,
εμετοί, διάρροιες, υπέρπνοια, ημικρανία και ιδρώτας (κυρίως στις παλάμες και στα δάχτυλα) είναι
συνηθισμένα σωματικά συμπτώματα αγχώδους νεύρωσης. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να
επικεντρώνονται εκλεκτικά σε ένα όργανο, οπότε πρόκειται για νεύρωση οργάνου, για παράδειγμα
του στομάχου.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση στηρίζεται σε κατάλληλους χειρισμούς για τη δημιουργία καλύτερων
συνθηκών στο περιβάλλον του αρρώστου, σε φάρμακα (κυρίως ελάσσονα ηρεμιστικά ή αγχολυτικά)
και σε ψυχολογικές θεραπείες.
Το βιβλίο
Ειδικότερα, το βιβλίο:
Αποτελεί σημαντική πηγή γνώσεων και ιδεών: Το άτομο μπορεί να έρθει σ’ επαφή με ένα μεγάλο
κομμάτι της συλλογικής γνώσης -όποια κι αν είναι τα ειδικότερα ενδιαφέροντά του- καθώς τόσο τα
επιστημονικά επιτεύγματα κάθε εποχής όσο και τα ιστορικά δεδομένα και οι φιλοσοφικές
αναζητήσεις, έχουν καταγραφεί και αναλυθεί εκτενώς. Δίνεται έτσι η ευκαιρία στο άτομο να μελετήσει
προσεκτικά και, άρα, να εμβαθύνει σε όποιο επιστημονικό ή άλλο αντικείμενο κινεί το ενδιαφέρον
του.
Συνάμα, πέρα από την πρακτική πτυχή της απόκτησης γνώσεων, η επαφή με τα βιβλία προσφέρει στο
άτομο τη δυνατότητα να παρακολουθήσει το ξεδίπλωμα της σκέψης και τους ποικίλους συλλογισμούς
άλλων ανθρώπων -επιστημόνων, σημαντικών συγγραφέων, φιλοσόφων, ερευνητών κ.ά.-, με απώτερο
όφελος τη συνειδητοποίηση της ευρύτητας του ανθρώπινου πνεύματος.
Το άτομο έχει την ευκαιρία να αντικρίσει τον κόσμο και την κοινωνία μέσα από τα μάτια ενός άλλου
ανθρώπου∙ έχει την ευκαιρία να κατανοήσει πόσο και πώς διαφοροποιείται η προσέγγιση της
πραγματικότητας από διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους. Έρχεται, έτσι, αντιμέτωπο με την
αλήθεια της πολυποίκιλης θεώρησης και κατανόησης των πραγμάτων και κάνει ένα καίριο βήμα προς
την αναγκαία διαλλακτικότητα και το σεβασμό των διαφορετικών απόψεων και αντιλήψεων.
Ενισχύει τη συλλογιστική ικανότητα του ατόμου: Μέσα από την προσεκτική μελέτη βιβλίων το
άτομο έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί εκτενώς με τα ζητήματα που το απασχολούν, αποκτώντας όχι
μόνο έτοιμες γνώσεις και ιδέες, αλλά -κυρίως- την ικανότητα να διαμορφώνει και να
αποκρυσταλλώνει τις προσωπικές του απόψεις. Διερευνώντας από διαφορετική κάθε φορά οπτική
γωνία το ίδιο θέμα αντιλαμβάνεται το πλήθος των παραμέτρων που οφείλει να λάβει υπόψη του
προτού οδηγηθεί στα συμπεράσματα εκείνα που ικανοποιούν πληρέστερα τη δική του θεώρηση και
αντίληψη. Ενώ, παράλληλα, μαθαίνει να διακρίνει τις επιφανειακές προσεγγίσεις, τις απλουστεύσεις,
αλλά και τις δογματικές προσεγγίσεις, και καθίσταται έτσι πολύ πιο προσεκτικό στη διατύπωση των
δικών του συλλογισμών.
Η πλήρης διερεύνηση, άλλωστε, ενός θέματος, όπως αυτή φανερώνεται στο πλαίσιο ενός βιβλίου,
συνιστά μια διαδικασία πολλών επιπέδων, υπό την έννοια πως πρέπει κάθε φορά να εξετάζονται κι οι
αντίθετες θέσεις, ώστε να προκύπτουν ολοκληρωμένα και άρτια συμπεράσματα. Πρόκειται για μια
διαλεκτική διαδικασία, που εθίζει το άτομο στη διεξοδική προσέγγιση των θεμάτων που το
απασχολούν και, φυσικά, στην ανάγκη να αποζητά -και όχι να αποφεύγει- τον αντίλογο, διότι μόνο
έτσι μπορεί να αντικρίζει τα καίρια ζητήματα από κάθε πιθανή πτυχή, και να καταλήγει σε ασφαλή
συμπεράσματα.
Επιπλέον, κάθε φορά που το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με μια θεώρηση εκ διαμέτρου αντίθετη από τη
δική του ή με μια εντελώς πρωτότυπη προσέγγιση, οδηγείται σ’ έναν προβληματισμό που βαθαίνει
καίρια τη σκέψη του.
Αποτελεί ιδανική μορφή ψυχαγωγίας: Η μελέτη βιβλίων προσφέρει στο άτομο μια πολύτιμη
διέξοδο από την κούραση και την ένταση της καθημερινότητας∙ μια διέξοδο που το εκτονώνει από τις
συγκρουσιακές καταστάσεις που του προκαλούν οι πολλαπλές δυσκολίες της πραγματικότητας. Το
άτομο απομακρύνεται, για λίγο, από τα προβλήματα της προσωπικής του ζωής και «ταξιδεύει» σε
νέους ή διαφορετικούς κόσμους, βιώνοντας πρωτόγνωρες εμπειρίες μέσα από τις διαδρομές των
λογοτεχνικών ηρώων.
Έτσι, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων προσφέρει μια ακόμη ιδιαίτερα επωφελή δυνατότητα, καθώς
το άτομο έχει την ευκαιρία να βιώσει κατά τρόπο έμμεσο, και άρα χωρίς την ένταση της άμεσης
εμπλοκής, διλήμματα, δύσκολες ή και οριακές καταστάσεις, τραγικά επεισόδια, αλλά και αποφάσεις
που αλλάζουν δραματικά τη ζωή ενός ανθρώπου, και να γνωρίσει ακόμα καλύτερα τον ίδιο του τον
εαυτό, καθώς θα συλλογίζεται πώς θα αντιδρούσε ο ίδιος σε μια τέτοια περίπτωση ή πώς θα
αντιμετώπιζε μια τέτοια δυσκολία.
Αντί, λοιπόν, να σκορπά ανώφελα το χρόνο του, έχει την ευκαιρία με τη βοήθεια ενός βιβλίου να ζήσει
πρωτόγνωρες καταστάσεις, αλλά και να έρθει σ’ επαφή με τη συγκεντρωμένη γνώση και εμπειρία ενός
άλλου ανθρώπου -του συγγραφέα-, και να αποκομίσει με αυτό τον τρόπο πολύτιμες γνώσεις και
βιώματα.
Εμπλουτίζει τις γλωσσικές και εκφραστικές δυνατότητες του ατόμου: Η ανάγνωση βιβλίων
προσφέρει -ιδίως στους νέους ανθρώπους- τη δυνατότητα να έρθουν σ’ επαφή με τα εκφραστικά μέσα
πολλών συγγραφέων και να γνωρίσουν έτσι ποικίλους τρόπους γλωσσικής διατύπωσης. Πρόκειται για
ένα πολύ σημαντικό όφελος, καθώς μέσω της γλωσσικής αυτής καλλιέργειας το άτομο διευρύνει, όχι
μόνο τις εκφραστικές του δυνατότητες, αλλά και την ικανότητά του να κατανοεί ολοένα και πιο
δύσκολα κείμενα.
Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, πως το εύρος και οι εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας μας
φανερώνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα χέρια των έμπειρων και ικανών συγγραφέων,
προσφέροντας στους νέους την ευκαιρία να αντιληφθούν πληρέστερα την εξαίρετη ομορφιά της.
Στηρίζει σημαντικές πτυχές του πολιτισμού: Μέσα από βιβλία στα οποία εκλαϊκεύονται
επιστημονικά, ιστορικά, φιλοσοφικά ή άλλα ζητήματα, καθίσταται εφικτή η μετάδοση της γνώσης σε
ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα. Μια τέτοια μορφή εκλαΐκευσης επιτυγχάνεται, άλλωστε, και με τα
εκπαιδευτικά εγχειρίδια, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η εκπαίδευση των νέων.
Συνάμα, η ελεύθερη διακίνηση των βιβλίων, ενισχύει τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας, καθώς
με την ελεύθερη έκφραση και την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των ιδεών γίνεται σαφές πως μια
δημοκρατική πολιτεία επιτρέπει, αποδέχεται -και ενίοτε υιοθετεί- ακόμη και ιδέες οι οποίες στο πρώτο
τους άκουσμα μοιάζουν εντελώς ρηξικέλευθες ή ίσως και ανατρεπτικές. Πολλές καίριες αλλαγές,
άλλωστε, στον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών έχουν προκύψει ακριβώς μέσα από θεωρίες και
προσεγγίσεις που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα έως τότε παραδεδομένα.
Η ευρύτατη διάδοση των μέσων μαζικής ενημέρωσης: Για την πλειονότητα των πολιτών η
τηλεόραση και το διαδίκτυο αποτελούν -πλέον- την «αυτονόητη» επιλογή, όταν έχουν ελεύθερο χρόνο
ή όταν θέλουν να εκτονώσουν την ένταση της ημέρας. Η ευκολία της έτοιμης εικόνας, αλλά και ο
εντυπωσιακός χαρακτήρας της τηλεοπτικής εμπειρίας (κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές,
ψυχαγωγικές ή ενημερωτικές εκπομπές) ενέχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της πιο
απαιτητικής επαφής με το βιβλίο, όπου ο αναγνώστης καλείται να επεξεργαστεί το προσλαμβανόμενο
υλικό και να ενεργοποιήσει τη σκέψη και τη φαντασία του.
Αντιστοίχως, η αίσθηση της κοινωνικότητας που ενέχει η επαφή με το διαδίκτυο, χάρη στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, προσφέρει έναν επίσης εύκολο και διασκεδαστικό τρόπο «αξιοποίησης» του
ελεύθερου χρόνου, ο οποίος θεωρείται σαφώς προτιμότερος για τους νέους απ’ ό,τι η ανάγνωση ενός
βιβλίου.
Ενώ, παράλληλα, το γεγονός ότι μέσω του διαδικτύου είναι εφικτή η αναζήτηση οποιασδήποτε
πληροφορίας, δημιουργεί στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση της εύκολης απόκτησης γνώσεων, χωρίς
να γίνεται αντιληπτό πως η αποσπασματική αυτή επαφή με έτοιμες πληροφορίες δεν μπορεί να
υποκαταστήσει την παιδευτική αξία της μελέτης ενός βιβλίου.
Ο καταναλωτισμός και η χρησιμοθηρία της εποχής μας: Το καταναλωτικό πρότυπο των
ημερών μας ωθεί τους περισσότερους ανθρώπους σ’ ένα συνεχές κυνήγι του χρήματος και των υλικών
αγαθών, θέτοντας σε υποδεέστερη μοίρα τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ο σύγχρονος άνθρωπος
ενδιαφέρεται κυρίως για ό,τι μπορεί να επιδείξει ως απόκτημα και, φυσικά, για ό,τι μπορεί να του
αποδώσει οικονομικά οφέλη. Υπό αυτή την έννοια, η επαφή των ανθρώπων με τη μελέτη περιορίζεται
μόνο στο πλαίσιο των σπουδών, ώστε να υπάρξει η αναγκαία επαγγελματική αποκατάσταση. Η μελέτη
είναι ιδωμένη εδώ κυρίως χρησιμοθηρικά, και μόνο ως το μέσο για την επίτευξη κάποιου οικονομικού
οφέλους. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τους ενήλικες που έχουν πια επιτύχει την επαγγελματική τους
αποκατάσταση, η μελέτη βιβλίων φαντάζει χαμένος χρόνος, αφού δεν προκύπτει από αυτή κάποιου
είδους οικονομικό κέρδος.
Έλλειψη ελεύθερου χρόνου: Ένα σύνηθες επιχείρημα των ενηλίκων -κάποτε και των εφήβων- για
την απομάκρυνση από το διάβασμα βιβλίων, είναι η πλήρης απουσία ελεύθερου χρόνου, καθώς οι μεν
ενήλικες βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν καταιγισμό -κυρίως επαγγελματικών- υποχρεώσεων, οι δε
έφηβοι καλούνται να αντεπεξέλθουν σ’ ένα φορτωμένο πρόγραμμα (σχολείο, φροντιστήριο, εκμάθηση
ξένων γλωσσών, άθληση), το οποίο εκμηδενίζει, όχι μόνο τον ελεύθερο χρόνο τους, αλλά και τις
αντοχές τους.
Η απωθητική εικόνα του βιβλίου στο χώρο του σχολείου: Ένα από τα τρωτά σημεία της
εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι πως συχνά δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στους μαθητές
απέναντι στο σχολικό βιβλίο, και κατ’ επέκταση απέναντι στο βιβλίο γενικότερα. Οι μαθητές συνδέουν
στη σκέψη τους το βιβλίο με την στείρα αποστήθιση, τα διαγωνίσματα, τις προαγωγικές εξετάσεις, και
κατόπιν με τις πανελλήνιες εξετάσεις, αποκτώντας σταδιακά μια τελείως αρνητική διάθεση απέναντι
σε αυτό. Όπως ακριβώς αντικρίζουν το σχολείο ως μια επιβεβλημένη και εξαναγκαστική περίοδο
μαθητείας σε αντικείμενα εντελώς αδιάφορα, έτσι καταλήγουν να βλέπουν και το βιβλίο ως κάτι το
απωθητικό, που δεν έχει τίποτε το ουσιώδες να τους προσφέρει.
Έγκαιρη ανάδειξη των ωφελειών που προσφέρει η μελέτη βιβλίων: Με τη συνδρομή των
εκπαιδευτικών (πρωτίστως των δασκάλων), της οικογένειας και της πολιτείας, οφείλει να γίνει μια
συστηματική προσπάθεια, ώστε οι νέες γενιές να συνειδητοποιήσουν εγκαίρως τα οφέλη της
ανάγνωσης. Οι νέοι θα πρέπει να κατανοήσουν πως τόσο η ικανότητά τους να σκέφτονται και να
διερευνούν με πληρότητα τα ζητήματα της πραγματικότητας, όσο και οι λεκτικές τους δεξιότητες,
αλλά και η δημιουργικότητά τους, μπορούν να ωφεληθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την επαφή με
τα βιβλία.
Οι νέοι θα πρέπει να αντιληφθούν πως η «κατάχρηση» της τηλεόρασης και του διαδικτύου υπονομεύει
τη δυνατότητά τους να ενισχύσουν τις νοητικές τους δεξιότητες, αφού τους τρέπει σε παθητικούς
δέκτες έτοιμου υλικού, και μάλιστα υλικού χαμηλής ποιότητας. Θα πρέπει να κατανοήσουν πως η
εντύπωση που έχουν πως χάρη στην τηλεόραση και το διαδίκτυο γνωρίζουν όλα όσα χρειάζεται να
γνωρίζουν, είναι εντελώς λανθασμένη, αφού στην πραγματικότητα τρέπονται σε αναμεταδότες
πληροφοριών, και όχι σε σκεπτόμενους πολίτες με δική τους αυτόνομη κριτική ικανότητα.
Προώθηση του βιβλίου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: Τα ΜΜΕ έχουν αποδεδειγμένα τη
δυνατότητα να επηρεάζουν τις καταναλωτικές συνήθειες, αλλά και τις γενικότερες επιλογές των
πολιτών, και η δυνατότητα αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί, ώστε να φέρει τους νέους σε επαφή με το
ποιοτικό βιβλίο. Η προβολή εκπομπών αφιερωμένων στο βιβλίο, καθώς και η προβολή κοινωνικών
μηνυμάτων για την αξία της ανάγνωσης, μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην προσπάθεια
προώθησης της φιλαναγνωσίας.
Στήριξη του βιβλίου από την πολιτεία: Η πολιτεία οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα
προκειμένου να καθιστά βιώσιμη την εκδοτική παραγωγή στη χώρα μας, επιτρέποντας στους εκδότες
να επιλέγουν ποιοτικά βιβλία και όχι να αναζητούν εμπορικούς τίτλους -έστω κι αν δεν αποτελούν
καλές αναγνωστικές επιλογές- μόνο και μόνο γιατί θα τους αποφέρουν το αναγκαίο οικονομικό
κέρδος.
Παράλληλα, η πολιτεία θα πρέπει να στηρίζει τη λειτουργία βιβλιοθηκών σε κάθε πόλη και σε κάθε
δήμο της χώρας, ώστε οι πολίτες να μπορούν εύκολα και ανέξοδα να δανείζονται βιβλία. Είναι
σημαντικό, άλλωστε, να λαμβάνουμε υπόψη μας πως λόγω της οικονομικής κρίσης, υπάρχουν αρκετοί
πολίτες που αδυνατούν να δαπανήσουν χρήματα για την αγορά βιβλίων, έστω κι αν ανήκουν στους
φίλους του βιβλίου και της ανάγνωσης.
Η φιλαναγνωσία θα πρέπει να καλλιεργείται ήδη από τις μικρότερες τάξεις του δημοτικού
σχολείου. Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν, που καλείται να προωθήσει τη φιλαναγνωσία:
1. Λειτουργεί ως πρότυπο και μεταδίδει σε καθημερινή βάση τον ενθουσιασμό του για το διάβασμα.
2. Είναι ενημερωμένος και έχει διαβάσει μεγάλο όγκο ποιοτικής λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
3. Οργανώνει βιβλιοθήκη τάξης με πλούσιο και προσβάσιμο αναγνωστικό υλικό (έντυπο και
ηλεκτρονικό) ενώ αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό μεγαλύτερες βιβλιοθήκες, ειδικά την κεντρική
βιβλιοθήκη του σχολείου.
4. Βοηθά τα παιδιά να εξοικειωθούν με τα ποικίλα είδη αναγνωσμάτων που έχουν στη διάθεσή τους.
5. Ενθαρρύνει τα παιδιά να επιλέξουν αναγνώσματα που τα ενδιαφέρουν.
6. Προωθεί το διάβασμα για ευχαρίστηση, καθώς και το διάβασμα προς αναζήτηση γνώσεων και
πληροφοριών.
7. Παρέχει ικανοποιητικό χρόνο για σιωπηρό ελεύθερο διάβασμα στο σχολείο.
8. Σχεδιάζει κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και συνεργασίες για το βιβλίο και το διάβασμα.
9. Στηρίζει τα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάγνωση.
10. Διαβάζει μεγαλόφωνα στα παιδιά για ευχαρίστηση και ψυχαγωγία.
11. Αποφεύγει τη μετάδοση αρνητικών μηνυμάτων για την ανάγνωση.
12. Παρέχει κίνητρα τα οποία αντανακλούν την αξία της ανάγνωσης.
13. Προωθεί και τα λεγόμενα «ελαφρά αναγνώσματα» / “light reading” (π.χ. κόμικς και περιοδικά).
14. Επιδιώκει και ενισχύει τη συνεργασία σχολείου, οικογένειας και ευρύτερης κοινότητας για την
προώθηση της φιλαναγνωσίας.
15. Έχει μεγάλες προσδοκίες από τους μαθητές και τους ενθαρρύνει να κάνουν το ίδιο.
Εξάρτηση των νέων από το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια
Το πλήθος των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο στον τομέα της διασκέδασης και της
επικοινωνίας, όπως και το εντυπωσιακό των ηλεκτρονικών παιχνιδιών που είναι διαθέσιμα σε αυτό,
προσελκύουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των παιδιών προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η χρήση του διαδικτύου από άτομα νεαρής ηλικίας φτάνει σε
σημεία υπερβολής και αποκτά το χαρακτήρα ψυχαναγκασμού. Το άτομο παραμελεί τις καθημερινές
του υποχρεώσεις ή απομονώνεται από τον κοινωνικό του περίγυρο, μόνο και μόνο για να διασφαλίσει
περισσότερες ώρες ενασχόλησης με το διαδίκτυο, και αντιδρά με εκνευρισμό απέναντι στο ενδεχόμενο
να στερηθεί τη δυνατότητα αυτή.
- Η ενασχόληση με το διαδίκτυο χάρη στο συνδυασμό ερεθισμάτων που αυτό προσφέρει και στις
ποικίλες δυνατότητές του -πρόσβαση σε αρχεία μουσικής, βίντεο, κινηματογραφικές ταινίες, μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, χώρους συζήτησης, παιχνίδια- επιδρά σημαντικά στη διάθεση του
ατόμου και του δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα, τα οποία έρχονται πιθανώς σε αντίθεση
με την καθημερινή του πραγματικότητα. Το άτομο αναζητά υπ’ αυτή την έννοια τα θετικά εκείνα
συναισθήματα που αδυνατεί να αντλήσει από το οικογενειακό ή κοινωνικό του περιβάλλον.
Η διαρκής καταφυγή στο διαδίκτυο μπορεί να είναι δείκτης αυξημένων εντάσεων ή δυσκολιών στο
πλαίσιο της οικογένειας, και να αποτελεί απότοκο της επιθυμίας του νέου να αποστασιοποιηθεί από το
συγκρουσιακό κλίμα που βιώνει στο σπίτι του.
- Στο χώρο του διαδικτύου ο νέος -και ιδίως ο έφηβος- αισθάνεται την ελευθερία να υιοθετήσει
και να διαμορφώσει μια προσωπικότητα διαφορετική από την πραγματική, επωφελούμενος
από την απουσία οπτικής επαφής και δια ζώσης συναναστροφής με τους άλλους χρήστες. Έτσι,
ζητήματα εμφάνισης, που πιθανώς του προκαλούν ανασφάλεια, αισθήματα συστολής ή αμηχανίας,
που χαρακτηρίζουν την πραγματική του συμπεριφορά, όπως και κάθε πιθανό σύμπλεγμα που
δυσχεραίνει τις διαπροσωπικές του σχέσεις, αίρονται χάρη στην ανωνυμία του διαδικτύου και
προσφέρουν στον νέο την ευκαιρία να «συμπεριφερθεί» και να «αλληλεπιδράσει» με άλλα άτομα με
την επιθυμητή άνεση, καθώς και με το αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας, αφού μπορεί να διακόψει ανά
πάσα στιγμή την επικοινωνία αυτή.
- Το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συνιστούν για τους νέους μια σαφώς προτιμότερη
ενασχόληση απ’ ό,τι η μελέτη των σχολικών μαθημάτων ή ακόμη και ο αθλητισμός∙ ιδίως, μάλιστα, για
τους νέους που δεν έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο ή στις αθλητικές δραστηριότητες. Αρκετοί
έφηβοι επιλέγουν, έτσι, το διαδίκτυο, αφού αυτό δεν αποτελεί για εκείνους πηγή
απογοητεύσεων ή υπενθύμισης των μειονεκτημάτων τους, όπως συμβαίνει κάθε φορά που
επιχειρούν να αθληθούν ή να καταπιαστούν με τα μαθήματα του σχολείου.
- Συχνά η κατάθλιψη αποτελεί παράγοντα που ωθεί τους νέους στην υπερβολική χρήση
του διαδικτύου∙ χωρίς εντούτοις, να παραγνωρίζεται το γεγονός πως η εξάρτηση αυτή λειτουργεί και
αντίστροφα ως γενεσιουργός αιτία καταθλιπτικών συναισθημάτων.
Πέρα, πάντως, από την κατάθλιψη, ακόμη και αγχώδεις διαταραχές ή η δυσκολία του ατόμου να
διαχειριστεί αποτελεσματικά το αίσθημα πίεσης που του προκαλούν οι καθημερινές υποχρεώσεις,
ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παράγοντες εξώθησης στο διαδίκτυο.
- Η εξάρτηση από το διαδίκτυο, μπορεί, υπό μία έννοια, να γίνει αντιληπτή όπως και κάθε άλλη μορφή
εξάρτησης, γεγονός που την καθιστά πιθανότερη σε άτομα που είναι εν γένει επιρρεπή στις
εξαρτήσεις (addictive personality). Σε πολλές περιπτώσεις η σχετικά ήπια αυτή μορφή εξάρτησης
μπορεί να αποτελέσει τον έγκαιρο δείκτη αναγνώρισης της τάσης του ατόμου να εξαρτάται από ουσίες
ή δραστηριότητες, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί αρνητικά συναισθήματα, όπως αυτά μιας μη
διαγνωσμένης κατάθλιψης.
- Συμπληρωματικά σε άλλες πιθανές αιτίες λειτουργεί συχνά η τάση του εφήβου να υιοθετεί ή να
αποδέχεται ως κοινωνικώς ορθές τις συμπεριφορές των συνομηλίκων του. Έτσι, αν ο στενός
φιλικός κύκλος του εφήβου δαπανά πολλές ώρες καθημερινά στο διαδίκτυο, τότε είναι πολύ πιθανό να
παρασυρθεί ο έφηβος σε μια ανάλογη συμπεριφορά προκειμένου να αισθάνεται πως έχει κοινά
ενδιαφέροντα με τους φίλους του.
Συνέπειες - συμπτώματα της εξάρτησης από το διαδίκτυο
- Ο έφηβος που είναι εξαρτημένος από το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τείνει να αφιερώνει
σε αυτές τις δραστηριότητες αρκετές ώρες καθημερινά με άμεση συνέπεια να παραμελεί τις
σχολικές του υποχρεώσεις. Οι επιδόσεις του στα σχολικά μαθήματα παρουσιάζουν σημαντική
κάμψη, ενώ αντιστοίχως παρατηρείται ασυνέπεια στην ολοκλήρωση των εργασιών του και συχνές
καθυστερήσεις στις διάφορες εξωσχολικές υποχρεώσεις του.
- Ο έφηβος αρνείται ή επιχειρεί να αποφύγει την εκτέλεση ακόμη και απλών καθημερινών οικιακών
εργασιών, όπως είναι για παράδειγμα η τακτοποίηση του δωματίου του, και δείχνει να είναι
ευδιάθετος μόνο όταν βρίσκεται μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του.
- Σε πιο έντονες περιπτώσεις εξάρτησης ο έφηβος απομονώνεται τόσο από τα μέλη της
οικογένειάς του όσο και από τους φίλους του, επιλέγοντας να περνά κάθε στιγμή του ελεύθερου
χρόνου του στο διαδίκτυο. Συμπεριφορά που συνοδεύεται συχνά από αισθήματα κατάθλιψης ή και
διαρκούς σωματικής κόπωσης και απροθυμίας για κάθε σωματική δραστηριότητα, όπως είναι η
άθληση.
- Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις αυτής της εξάρτησης σε σωματικό επίπεδο, μπορούν να καταγραφούν
οι διαταραχές στο σωματικό βάρος του εφήβου -αύξηση ή απώλεια βάρους-, οι πονοκέφαλοι,
το θόλωμα της όρασης λόγω της συνεχούς έκθεσης στην ακτινοβολία του υπολογιστή, πόνοι στην
πλάτη, καθώς και το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, λόγω της πολύωρης χρήσης του πληκτρολογίου.
Ενώ, συχνές είναι και οι διαταραχές ύπνου που συνδέονται με την κατάθλιψη που προκαλείται στο
άτομο, αλλά και με την επιθυμία του να παρατείνει, όσο μπορεί, τη χρήση του διαδικτύου κατά τη
διάρκεια της νύχτας.
- Η πρόληψη αυτής της κατάστασης βαρύνει κυρίως τους γονείς του εφήβου και του παιδιού, οι οποίοι
οφείλουν να αφιερώνουν καθημερινά ικανό χρόνο στην επικοινωνία μαζί του. Δεν είναι, άλλωστε,
λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι γονείς εκλαμβάνουν την ενασχόληση του παιδιού τους με το
διαδίκτυο ως μια ευτυχή συγκυρία που τους απαλλάσσει από την «υποχρέωση» να δαπανήσουν χρόνο
ασχολούμενοι μαζί του, ιδίως όταν λόγω του ασφυκτικού εργασιακού τους προγράμματος δεν έχουν
τέτοιου είδους χρονικά περιθώρια. Το διαδίκτυο έχει υπό μία έννοια υποκαταστήσει την τηλεόραση
στο να αποσπά την προσοχή των παιδιών και να προσφέρει στους γονείς τη δυνατότητα να
ασχοληθούν με τις δικές τους λοιπές υποχρεώσεις. Το διαδίκτυο, εντούτοις, δεν είναι τόσο «ασφαλές»
όσο τα επιλεγμένα από τους γονείς τηλεοπτικά προγράμματα, εφόσον εκθέτει το παιδί σε
διαδικτυακές συναναστροφές και επιδράσεις με εν δυνάμει επικίνδυνες συνέπειες.
Οι γονείς οφείλουν να εξοικειωθούν με το διαδίκτυο και να κατανοήσουν το πλήθος των
δυνατοτήτων που αυτό προσφέρει στους χρήστες του. Οφείλουν, επιπλέον, να μην το
αντιμετωπίζουν με αθωότητα και να μην εθελοτυφλούν απέναντι στο γεγονός ότι ο έφηβος μπορεί
εύκολα να εκτεθεί σε περιεχόμενο ακατάλληλο για την ηλικία του ή να εμπλακεί σε συζητήσεις με
άτομα δόλιων προθέσεων. Οφείλουν, άρα, να προνοήσουν, ώστε μέσω των αναγκαίων φίλτρων να
εμποδίζουν την εμφάνιση ιστοσελίδων με ακατάλληλο περιεχόμενο και παράλληλα να διατηρούν
διαρκή επαφή με το παιδί τους, ώστε να ενημερώνονται για τη διαδικτυακή του δραστηριότητα.
Καίρια, άλλωστε, είναι η έγκαιρη συζήτηση σχετικά με τα οφέλη αλλά και τους κινδύνους του
διαδικτύου, ώστε τα παιδιά να είναι ενήμερα τόσο για τη μεγάλη σημασία που έχει η προφύλαξη της
ιδιωτικότητάς τους, όσο και για τις συνέπειες που επιφέρει η υπερβολική χρήση του διαδικτύου.
- Το γεγονός ότι ο εθισμός στο διαδίκτυο μπορεί να προκύπτει ως αποτέλεσμα κατάθλιψης ή κάποιας
άλλης διαταραχής, σημαίνει πως οι γονείς οφείλουν να ζητήσουν εγκαίρως ιατρική συνδρομή.
Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει πρώτα σαφές πως η συνεχής ενασχόληση με το διαδίκτυο δεν συνιστά
κατ’ ανάγκη εξάρτηση από αυτό. Ο έφηβος ενδέχεται να το χρησιμοποιεί συχνά προκειμένου να
αξιοποιήσει τις ποικίλες δυνατότητες που αυτό προσφέρει, αντιμετωπίζοντάς το κυρίως ως εργαλείο
για την εκπαίδευσή του και ως μέσο για την ενίσχυση της κοινωνικότητάς του. Στην περίπτωση αυτή η
διάθεση του εφήβου δεν εξαρτάται από το αν μπορεί ή όχι να περάσει αρκετές ώρες στο διαδίκτυο, και
συνάμα, δεν υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις σε σχέση με τη συμπεριφορά του, τις επιδόσεις του στο
σχολείο και τις κοινωνικές του δεξιότητες.
Στον αντίποδα της υγιούς αυτής στάσης τοποθετείται η συμπεριφορά του εξαρτημένου από το
διαδίκτυο εφήβου∙ πτώση στις σχολικές επιδόσεις, μελαγχολική διάθεση, εκνευρισμός, ασυνέπεια στις
υποχρεώσεις και επίμονη προσκόλληση στο διαδίκτυο αποτελούν μερικούς από τους δείκτες που θα
πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τη μεριά των γονιών.
- Σημαντικό βήμα για τον περιορισμό της εξάρτησης από το διαδίκτυο είναι η σταδιακή
ένταξη άλλων δραστηριοτήτων στο πρόγραμμα του εφήβου∙ δραστηριοτήτων που εμπεριέχουν
το στοιχείο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η ενασχόληση με τον αθλητισμό, τη μουσική, το θέατρο ή
η συμμετοχή σε κάποια εθελοντική ομάδα, μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του εφήβου από το
διαδίκτυο και να προσφέρουν πιο αποτελεσματικές διεξόδους στην κοινωνικότητά του.
- Οι γονείς μπορούν, συνάμα, να λειτουργήσουν οι ίδιοι ως θετικά πρότυπα για τον έφηβο
σε ό,τι αφορά την ορθή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του. Η μελέτη βιβλίων, οι αθλητικές
δραστηριότητες, όπως και κάθε άλλη δημιουργική δραστηριότητα που δεν απαιτεί τη χρήση
υπολογιστή, λειτουργούν -έστω και έμμεσα- ως καίρια ερεθίσματα για την πιθανή υιοθέτηση νέων
συνηθειών από τον έφηβο.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, οι γονείς οφείλουν να θέσουν συγκεκριμένα όρια χρήσης του υπολογιστή,
αν έχουν διαπιστώσει πως το παιδί τους αντιμετωπίζει πρόβλημα εξάρτησης. Στόχος δεν είναι η
πλήρης αποχή από το διαδίκτυο, αλλά η λελογισμένη χρήση αυτού.
Στο πλαίσιο ενός διαλόγου το άτομο καλείται να είναι σε θέση να παρουσιάσει και να στηρίξει την
άποψή του με επιχειρήματα, διατηρώντας ωστόσο μια δεκτική στάση απέναντι στις ιδέες και τις
απόψεις του συνομιλητή του, έστω κι αν αυτές αντιτίθενται στις δικές του. Το κέρδος του διαλόγου,
άλλωστε, δεν προκύπτει από το κατά πόσο καθίσταται εφικτό το να πειστεί ο συνομιλητής, αλλά από
τη δυνατότητα που προσφέρεται στο άτομο να αντικρίσει το εξεταζόμενο θέμα από μια διαφορετική
οπτική γωνία και να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη θέασή του.
Το άτομο οφείλει, επομένως, να συμμετέχει στις συζητήσεις με σαφή διάθεση να ακούσει και να
σεβαστεί την αντίθετη άποψη, και όχι με μόνη πρόθεση να πείσει το συνομιλητή του, ούτε με την
λανθασμένη και εν δυνάμει επικίνδυνη σκέψη πως όποιος διαφωνεί μαζί του έχει άδικο ή δεν είναι
αρκετά «ευφυής». Μια από τις βασικές δυσκολίες του διαλόγου, άρα, είναι ακριβώς αυτή η θετική
στάση απέναντι στον συνομιλητή∙ ιδίως όταν εκείνος έχει τελείως διαφορετικές απόψεις.
Ο κάθε συνομιλητής, αν δίνει μεγάλη προσοχή στα επιχειρήματα του άλλου, έχει αφενός τη
δυνατότητα να αποκομίσει κάποια ιδέα που λειτουργεί συμπληρωματικά στις δικές του, βελτιώνοντας
εν τέλει την άποψή του, κι αφετέρου έχει την ευκαιρία να εντοπίσει τα τρωτά σημεία του αντίθετου
συλλογισμού, ώστε να διαμορφώσει κατάλληλα τη δική του απάντηση, και να αναδείξει έτσι τις
ελλείψεις στην επιχειρηματολογία του «αντιπάλου» του.
Άσκηση:
Σκεφτείτε ένα γεγονός που δίχασε την κοινή γνώμη, π.χ. τις καταλήψεις των σχολείων, και γράψτε ένα
άρθρο για το μαθητικό περιοδικό. Στο άρθρο σας να παρουσιάσετε όχι μόνο τα επιχειρήματα,
με τα οποία υποστηρίζετε τη δική σας θέση, αλλά και τα επιχειρήματα της αντίθετης
πλευράς, προσπαθώντας να τα ανασκευάσετε.
- Η απώλεια μαθημάτων, παρά το γεγονός ότι αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την
επίλυση σημαντικών προβλημάτων, λειτουργεί εν τέλει εις βάρος των ίδιων των μαθητών, εφόσον
διακόπτεται η ομαλή ροή των παραδόσεων, αποδιοργανώνεται η σειρά στη μελέτη και στην
προσπάθεια κατανόησης των διδακτικών αντικειμένων, μειώνονται οι διδακτικές ώρες και
υπονομεύεται έτσι ακόμη περισσότερο το ήδη ελλιπές έργο των δημόσιων σχολείων. Το τέλος του
διδακτικού έτους βρίσκει, επομένως, τους μαθητές με εμφανείς ελλείψεις στα διάφορα αντικείμενα,
εφόσον η διδασκαλία τους δεν έγινε με την αναγκαία πληρότητα.
- Σε πολλές περιπτώσεις καταλήψεων υπάρχει η υπόνοια -ή είναι προφανές- πως η λήψη της σχετικής
απόφασης έγινε χωρίς την απαραίτητη δημοκρατικότητα, εφόσον εκείνοι που επιθυμούσαν την
κατάληψη ήταν λιγότεροι σε αριθμό από εκείνους που ζητούσαν την απρόσκοπτη συνέχιση των
μαθημάτων. Η διενέργεια και η διατήρηση της κατάληψης, επομένως, αναλαμβάνεται από μια μικρή
ομάδα μαθητών, η οποία τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει μαθητές χαμηλής βαθμολογικής
απόδοσης, που δεν έχουν κατ’ ανάγκη ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της παρεχόμενης
εκπαίδευσης, αλλά έχουν πιο έντονη επιθυμία από τους άλλους να διακόψουν τη συνέχιση των
μαθημάτων.
Εξίσου ή ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως αρκετές φορές η πρωτοβουλία για την
κατάληψη δεν ανήκει καν στους ίδιους τους μαθητές. Συχνά υποκινητές των καταλήψεων είναι
καθηγητές, οι οποίοι με την αγωνιστική τους διάθεση φέρνουν τους μαθητές αντιμέτωπους με την
ανάγκη να διεκδικήσουν δυναμικά όσα θεωρούν πως απαιτούνται για την καλύτερη λειτουργία της
εκπαίδευσης ή καθηγητές, οι οποίοι επιζητώντας λίγες μέρες απραξίας, υποδαυλίζουν την αντίστοιχη
επιθυμία των μαθητών και μετακυλούν σε αυτούς την ευθύνη. Άλλες φορές, ωστόσο, η υποκίνηση
προέρχεται από άτομα που δεν ανήκουν στο χώρο της εκπαίδευσης, τα οποία επιδιώκουν τη
δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης, προκειμένου να αποκομίσουν
πολιτικά οφέλη για το κόμμα τους.
- Κατά τη διάρκεια των καταλήψεων πραγματοποιούνται συχνά βανδαλισμοί και σημαντικές υλικές
καταστροφές που επιβαρύνουν τις δημοτικές αρχές με ένα δυσβάσταχτο και μη προγραμματισμένο
οικονομικό κόστος. Ενώ, δε λείπουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλεκτρονικές συσκευές που
έχουν καταστραφεί -ή κλαπεί- μένουν χωρίς αντικατάσταση, λόγω οικονομικής αδυναμίας,
παρεμποδίζοντας την ορθή λειτουργία του σχολείου.
Είναι προφανές, βέβαια, πως τέτοιου είδους περιστατικά επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ήδη
αρνητική εικόνα των πολιτών για τους καταληψίες μαθητές, μειώνοντας έτσι περαιτέρω την ήδη
ελλιπή αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς τους.
- Η ανάγκη διατήρησης της κατάληψης απαιτεί την παρουσία μαθητών ακόμη και κατά τις βραδινές ή
πολύ πρωινές ώρες στο σχολείο, γεγονός που σημαίνει την απουσία γονικού ελέγχου και, άρα, την
ορισμένες φορές παραβατική συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι μακριά από την αποτρεπτική
παρουσία ενηλίκων δέχονται στο χώρο του σχολείου εξωσχολικά στοιχεία και καταφεύγουν στη χρήση
αλκοόλ ή και ναρκωτικών ουσιών.
- Οι καταλήψεις των σχολείων τείνουν επί της ουσίας να εξυπηρετούν τις προσπάθειες του Υπουργείου
Παιδείας να υπονομεύσει και να απαξιώσει τη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, που αποτελεί
ένα ανεπιθύμητο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η απώτερη στόχευση, άλλωστε, της
πολιτικής ηγεσίας είναι να προτιμούν οι γονείς τα ιδιωτικά σχολεία -όπως γίνεται σε πολλές χώρες του
εξωτερικού-, και το κόστος λειτουργίας της υποτιμημένης δημόσιας εκπαίδευσης να περάσει κατ’
αποκλειστικότητα στους δήμους, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν τα σχολεία, έστω
και με χορηγίες του ιδιωτικού τομέα.
Ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η ηπιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται κάθε χρόνο οι καταλήψεις
των σχολείων, τις οποίες ούτως ή άλλως το Υπουργείο υποδέχεται ως μια ανώδυνη εκτόνωση της
έντασης των μαθητών. Ας ληφθεί, άλλωστε, υπόψη πως η πολιτική ηγεσία γνωρίζει τη δυναμικότητα
των νέων και πόσο επιζήμια μπορεί να φανεί για την εκάστοτε κυβέρνηση, γι’ αυτό και ικανοποιείται
όταν η εκτόνωση αυτής της δυναμικότητας εξαντλείται σε μια τόσο επουσιώδη για την κυβέρνηση
πράξη, όπως είναι η απώλεια μερικών μαθημάτων.
- Οι μαθητές ως μέλη της πολιτείας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα -όπως αυτό, για παράδειγμα,
αναγνωρίζεται μέσω του θεσμού της απεργίας στους εργαζομένους- να διαμαρτυρηθούν για τις
ελλείψεις ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο χώρο εκπαίδευσής τους. Η κατάληψη του
σχολείου αποτελεί έναν -κατά περίπτωση- αποτελεσματικό τρόπο για να ακουστεί η φωνή των
μαθητών και να δοθεί έτσι προσοχή στα αιτήματά τους.
Στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης των μαθητών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την απόκτηση πολιτικής
συνείδησης, και άρα μιας διάθεσης για δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, που εύλογα θα
πρέπει να τους χαρακτηρίζει ως ενήλικες, οι καταλήψεις αποτελούν μια ήπια έκφανση διεκδίκησης
που τους μυεί στο πνεύμα της αγωνιστικότητας και της αντίδρασης απέναντι στην κρατική αδιαφορία.
- Με δεδομένη την πάγια τακτική της πολιτικής ηγεσίας να μειώνει κάθε χρόνο και περισσότερο τις
δαπάνες για την παιδεία, είναι σχεδόν υποκριτική η εναντίωση στις καταλήψεις, από τη στιγμή που
για τους μαθητές είναι το πιο επαρκές μέσο να εκφράσουν την αντίθεσή τους σ’ αυτή την πολιτική
επιλογή υπονόμευσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και η πολιτεία εν
γένει, δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν υποτιμητικά τις καταλήψεις των μαθητών, από τη στιγμή που
δεν φροντίζουν για την ικανοποιητική λειτουργία των σχολείων. Αν η Πολιτεία παρείχε όσα
απαιτούνταν για την άρτια οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, τότε οι καταλήψεις θα
αποτελούσαν πράγματι μια κενή πράξη, που θα αποσκοπούσε μόνο στην απώλεια μαθημάτων.
Εφόσον, όμως, οι ελλείψεις στις υποδομές, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και
πλείστα άλλα στοιχεία παθογένειας των σχολείων είναι γνωστά και δεδομένα, οι καταλήψεις θα
πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως σεβαστή -και αναμενόμενη- μορφή αντίδρασης.
- Οι καταλήψεις δεν θα πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην υπό την έννοια πως σε ορισμένες
περιπτώσεις οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια πράξη ενδέχεται να είναι εξαιρετικά
σημαντικοί. Ένα σχολείο, για παράδειγμα, που έχει αφεθεί χωρίς θέρμανση ή έχει υποστεί ζημιές που
το καθιστούν επικίνδυνο για την ασφάλεια των μαθητών, είναι λογικό να εξωθεί τη μαθητική
κοινότητα στα άκρα.
- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, υποδηλώνει, όχι κατ’ ανάγκη τη
διάθεση των μαθητών να αποφύγουν λίγες μέρες μαθημάτων, αλλά τη σταθερότητα των προβλημάτων
στο χώρο της εκπαίδευσης. Εφόσον οι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με την απροθυμία της πολιτείας
να επιλύσει τα χρόνια ζητήματα της εκπαίδευσης, έχουν κάθε λόγο να επαναφέρουν τα αιτήματά τους,
με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εκληφθούν με την προσήκουσα σοβαρότητα από την πολιτική
ηγεσία.
Υπό το ίδιο πνεύμα, στις καταλήψεις δεν μπορεί να βρίσκει εφαρμογή ο νόμος που απαγορεύει τη
διακοπή λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς από τη μία πλευρά για τους μαθητές το σχολείο δεν
αποτελεί μια απρόσωπη δημόσια υπηρεσία, αλλά ένα χώρο στον οποίο αφιερώνουν σημαντικό μέρος
του χρόνου τους προσδοκώντας ορισμένα οφέλη κι από την άλλη διότι η διακοπή λειτουργίας του
σχολείου δεν γίνεται χωρίς λόγο, αλλά με πολύ συγκεκριμένα αιτήματα, η εκπλήρωση των οποίων θα
μπορούσε να σημάνει μια σημαντική βελτίωση στη λειτουργία του και στη δυνατότητά του να
προσφέρει ουσιαστική και άρτια αγωγή.
Στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης αξιοποιούνται οι δυνατότητες που παρέχονται από την
εξέλιξη της τεχνολογίας και του διαδικτύου, ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα στους
ενδιαφερόμενους να πραγματοποιούν τις σπουδές, την επιμόρφωση ή την κατάρτισή τους, χωρίς να
απαιτείται η φυσική τους παρουσία στο χώρο του πανεπιστημίου ή του φορέα που διενεργεί το
εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση μπορεί να είναι είτε «σύγχρονη», με τον εκπαιδευόμενο να
παρακολουθεί, αν και από απόσταση, σε πραγματικό χρόνο την παράδοση του μαθήματος από τον
διδάσκοντα, είτε «ασύγχρονη», που είναι και το συνηθέστερο, με τον εκπαιδευόμενο να έχει τη
δυνατότητα να διαμορφώσει ελεύθερα το πρόγραμμα μελέτης και ενασχόλησης με το αντικείμενο των
σπουδών του. Στην «ασύγχρονη» εξ αποστάσεως εκπαίδευση ο εκπαιδευόμενος καλείται να λάβει μια
πιο ενεργητική στάση απέναντι στην αναζήτηση της γνώσης, εφόσον προγραμματίζει ο ίδιος τη μελέτη
του διδακτικού υλικού που του παρέχεται.
Οι σπουδές εξ αποστάσεως καλύπτουν ένα ευρύ εκπαιδευτικό φάσμα, καθώς παρέχουν προπτυχιακές
και μεταπτυχιακές σπουδές, διδακτορικό δίπλωμα, επιμορφώσεις, αλλά και επαγγελματική κατάρτιση
σε εξειδικευμένους τομείς.
- Η δυνατότητα πραγματοποίησης των σπουδών δεν συνδέεται με εξετάσεις εισαγωγής, όπως γίνεται
στις παραδοσιακές σπουδές. Έτσι, άτομα που δεν κατόρθωσαν να εισαχθούν σε κάποια σχολή μέσω
των Πανελλαδικών Εξετάσεων, μπορούν να λάβουν πτυχίο παρακολουθώντας κάποιο εξ αποστάσεως
πρόγραμμα σπουδών.
- Ο καθηγητής παύει να αποτελεί τη μόνη πηγή γνώσης κι ο σπουδαστής έχει την ευκαιρία να
αξιοποιήσει πληρέστερα τις ποικίλες δυνατότητες που του παρέχει η ελεύθερη πρόσβαση σε ποικίλες
πηγές πληροφοριών μέσω του διαδικτύου.
Ο σπουδαστής καλείται, συνάμα, να ενεργοποιήσει περισσότερο τις δικές του δυνάμεις, εφόσον δεν
έχει τη δυνατότητα διαρκούς επικοινωνίας με τον καθηγητή για να επιλύει τις απορίες του.
- Η ασύγχρονη εκπαίδευση, παρά το γεγονός ότι προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία στον κάθε
σπουδαστή να διαμορφώσει το δικό του πρόγραμμα, δεν του παρέχει τη δυνατότητα υποβολής
αποριών στον διδάσκοντα τη στιγμή που έρχεται αντιμέτωπος με αυτές. Εφόσον μελετά το διδακτικό
υλικό σύμφωνα με τον δικό του προγραμματισμό και εκπονεί τις εργασίες του, όταν τον εξυπηρετεί το
πρόγραμμά του, είναι αναγκασμένος να επιλύει μόνος του τις όποιες απορίες και δυσκολίες, χωρίς
αυτό να σημαίνει πως είναι πάντα σε θέση να κατορθώσει κάτι τέτοιο χωρίς την καθοδήγηση του
καθηγητή.
- Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση επειδή ακριβώς είναι ανοιχτή σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό
σπουδαστών ενέχει τον κίνδυνο της παροχής υποτιμημένων πτυχίων. Η ιδιωτική κυρίως αγορά
εργασίας είναι δύσπιστη απέναντι σε πτυχία και βεβαιώσεις σπουδών που έχουν αποκτηθεί με
σπουδές εξ αποστάσεως, εφόσον μια τέτοια δυνατότητα είναι προσιτή στον καθένα, χωρίς να έχει
προηγηθεί κάποια διαδικασία επιλογής των συμμετεχόντων μέσα από απαιτητικές εξετάσεις.
- Στις σπουδές εξ αποστάσεως είναι προφανής ο κίνδυνος της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης,
εφόσον για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η προσφορά μαθημάτων, και κατ’ επέκταση πτυχίων, σε όσο
περισσότερους ενδιαφερόμενους γίνεται αποτελεί μια σημαντική πηγή εσόδων. Το κόστος, άλλωστε,
αυτών των εκπαιδευτικών προγραμμάτων δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.
Οι υποψήφιοι σπουδαστές δεν χρειάζεται να κριθούν μέσα από εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα
επιμέρους προγράμματα, οφείλουν ωστόσο να είναι απολύτως συνεπείς στις οικονομικές τους
υποχρεώσεις, αν θέλουν να λάβουν τον επιδιωκόμενο τίτλο σπουδών. Έτσι, ενώ στις παραδοσιακές
σπουδές το αντικίνητρο για κάποιους είναι η δυσκολία εισαγωγής, στις σπουδές εξ αποστάσεως το
αντίστοιχο είναι ίσως το κόστος ολοκλήρωσης του προγράμματος.
- Το γεγονός ότι αυτά τα προγράμματα προσελκύουν κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, που εκ των
υστέρων επιδιώκουν μια ευκαιρία να αποκτήσουν ένα πτυχίο, ενέχει ορισμένες δυσκολίες που
σχετίζονται με την ηλικία των σπουδαστών. Τη στιγμή που ένα άτομο νεαρής ηλικίας μπορεί
ευκολότερα να αποκτήσει και να εμπεδώσει νέες γνώσεις, τα μεγαλύτερα άτομα έχουν χαμηλότερη
απόδοση, εφόσον τους είναι δυσκολότερο να συγκρατήσουν στη μνήμη τους νέες πληροφορίες και να
τις αξιοποιήσουν στη συνέχεια επιτυχώς.
- Η ελευθερία που παρέχεται στον σπουδαστή να οργανώσει το πρόγραμμα μελέτης του, χωρίς τον
έλεγχο και την καθοδήγηση του καθηγητή, οδηγεί συχνά σε αδυναμία αποτελεσματικής οργάνωσης.
Το πλήθος των υποχρεώσεων που έχει να διαχειριστεί καθημερινά ένας ενήλικας σε συνδυασμό με
κάποια πιθανή τάση αναβλητικότητας, δυσχεραίνουν την εδραίωση ενός προγράμματος συστηματικής
μελέτης.
- Η επιδίωξη της γνώσης και της μάθησης αποτελεί ύψιστο ιδανικό και δικαίωμα για κάθε άνθρωπο
είτε αυτός κατάφερε να σπουδάσει στα νεανικά του χρόνια είτε όχι. Η ηλικία δεν θα πρέπει να
θεωρείται αποτρεπτικός παράγοντας για τη διεκδίκηση αυτού του δικαιώματος, σε όποια φάση της
ζωής του κι αν βρίσκεται κανείς. Είναι, άρα, θεμιτό να μην ταυτίζουν οι άνθρωποι τις σπουδές με τη
νεανική ηλικία, και να αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους παρέχουν προγράμματα, όπως είναι αυτό
των σπουδών εξ αποστάσεως, προκειμένου είτε να συμπληρώνουν είτε να διευρύνουν τις γνώσεις
τους. Είναι, άλλωστε, μόνο μέσω της συνεχούς επαφής με τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, εφικτή
η επιθυμητή ενίσχυση της κριτικής ικανότητας του ατόμου και η διατήρηση της δημιουργικής του
στάσης απέναντι στη ζωή.
- Το οξύτατο πρόβλημα της ανεργίας, όπως και η αδυναμία πολλών ανθρώπων να διασφαλίσουν μια
εργασία που να τους προσφέρει ουσιαστικές προοπτικές ανέλιξης, μπορούν να αντιμετωπιστούν, ως
ένα βαθμό, είτε μέσα από την απόκτηση εξειδικευμένων γνώσεων είτε μέσα από την κατάρτιση σ’ ένα
πιο σύγχρονο επαγγελματικό αντικείμενο που έχει αυξημένη ζήτηση στην αγορά εργασίας.
Είναι ίσως δύσκολη διαδικασία για έναν άνθρωπο που έχει ήδη σπουδάσει στα νεανικά του χρόνια ένα
συγκεκριμένο αντικείμενο να συμβιβαστεί με την ιδέα πως οι σπουδές του αυτές δεν μπορούν να του
διασφαλίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Έχει, εντούτοις, τη δυνατότητα, έστω και σε κάπως
μεγαλύτερη ηλικία, να επιλέξει ένα πιο σύγχρονο αντικείμενο σπουδών και να αποκτήσει εκείνες τις
γνώσεις και δεξιότητες που θα του προσφέρουν διαφορετικές, αλλά πιο αποδοτικές επαγγελματικές
ευκαιρίες. Αυτή είναι, άλλωστε, η ουσία της δια βίου μάθησης∙ η δυνατότητα που προσφέρεται στο
άτομο να μη μένει στάσιμο και να μην εγκλωβίζεται σε λανθασμένες επιλογές της νεότητάς του. Κάθε
στιγμή είναι κατάλληλη για μια πλήρη αναθεώρηση των επιδιώξεών του και για μια καίρια
αναπροσαρμογή των σχεδιασμών του. Αν η επαγγελματική επιλογή της νεότητας δεν οδηγεί στην
επιθυμητή επαγγελματική αποκατάσταση, μπορεί να προχωρήσει σε μια τελείως διαφορετική
κατεύθυνση μαθαίνοντας κάτι νέο.
- Αναγκαία, βέβαια, είναι η υιοθέτηση μιας θετικής αντίληψης απέναντι στη συνεχιζόμενη κατάρτιση
ακόμη και για τα άτομα που έχουν ήδη αποκατασταθεί επαγγελματικά, καθώς τους δίνεται η ευκαιρία
να ανανεώνουν τις γνώσεις τους, να παρακολουθούν πιο στενά τις εξελίξεις στον τομέα τους και να
διευρύνουν τις ικανότητές τους, ώστε να παραμένουν διαρκώς ανταγωνιστικοί και επαρκείς απέναντι
σε οποιαδήποτε πρόκληση εμφανίζεται στο αντικείμενο της επαγγελματικής τους ενασχόλησης.
Ζητούμενο δεν είναι ο εφησυχασμός, αλλά η συνεχής εξέλιξη, ώστε το άτομο να θεωρείται και να είναι
όσο πιο αποτελεσματικό μπορεί στο εργασιακό του αντικείμενο. Η πιθανότητα, άλλωστε, να θεωρηθεί
από ένα σημείο και μετά ανεπαρκές για τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί και, άρα, να
αντικατασταθεί από κάποιον με περισσότερες σχετικές γνώσεις, είναι πάντοτε υπαρκτή.
- Είναι σημαντικό, επομένως, ήδη από τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης οι νέοι να αποκτούν μια
θετική στάση απέναντι στη μάθηση και να την αντιλαμβάνονται ως μια απολύτως ευεργετική και
ωφέλιμη γι’ αυτούς διαδικασία, κι όχι ως έναν ανεπιθύμητο εξαναγκασμό. Μόνον έτσι θα διατηρούν
μέσα τους άσβηστη την επιθυμία για νέες και περισσότερες γνώσεις, και θα είναι πρόθυμοι σε
οποιαδήποτε στιγμή της ζωής τους να επανέρχονται σε μια κατάσταση μαθητείας, ώστε να αποκτούν
συνέχεια επιπλέον γνώσεις και δεξιότητες.
Είναι δίχως άλλο καταστροφική για το άτομο η αρνητική επαφή με τις διαδικασίες εκπαίδευσης,
εφόσον του προκαλείται μια διάθεση αποστροφής απέναντι σ’ εκείνο ακριβώς το μέσο που μπορεί να
το οδηγήσει όχι μόνο στην προσωπική ολοκλήρωση και στην πληρέστερη εφικτή ανάπτυξη των
δεξιοτήτων του, αλλά και στην απόκτηση και συνεχιζόμενη επιθυμίας πρόσκτησης όλων εκείνων των
γνώσεων που θα του προσφέρουν την τόσο αναγκαία επαγγελματική αποκατάσταση και εξέλιξη.
- Η θετική στάση απέναντι στη δια βίου μάθηση επηρεάζεται σαφώς από τις εμπειρίες που αποκτά το
άτομο στα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αλλά βασίζεται επίσης και στην προσωπική του
προδιάθεση απέναντι στη γνώση. Αν το άτομο έχει ισχυρή θέληση για μάθηση, αυτομόρφωση και
συνεχή πνευματική και επαγγελματική εξέλιξη, θα βρει πάντοτε τρόπους και λύσεις για να διεκδικήσει
αυτό το δικαίωμα, εκεί που οποιοσδήποτε άλλος θα έβρισκε δικαιολογίες και προφάσεις για να
αιτιολογήσει τη δική του απροθυμία να αποκτήσει νέα εφόδια.
Με τον όρο «κοινωνία πολιτών» προσδιορίζεται μια κοινωνία που αποτελείται από ενεργούς πολίτες, οι οποίοι έχουν πλήρη
συνείδηση του γεγονός πως μόνο μέσα από τη δική τους διαρκή δραστηριοποίηση μπορούν να επιτευχθούν οι θετικές εκείνες
αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος τους. Οι πολίτες αυτοί δεν μένουν αδρανείς απέναντι στα προβλήματα που εντοπίζουν γύρω
τους, μήτε περιμένουν την επίλυσή τους από το κράτος. Με δική τους πρωτοβουλία ενημερώνουν και ενεργοποιούν τους
συμπολίτες τους, προκειμένου να επιτύχουν οι ίδιοι την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους απασχολούν.
- Στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών τα άτομα αποκτούν ένα ισχυρό αίσθημα συλλογικότητας, εφόσον
συνειδητοποιούν πως η επίτευξη του συνολικά επωφελούς καθίσταται εφικτή μόνο μέσω της συνεχούς
και αγαστής συνεργασίας μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Αποκτούν, συνάμα, βαθύ αίσθημα
ευθύνης, καθώς αντιλαμβάνονται πως κάθε πολίτης χωριστά οφείλει να προσφέρει το μέγιστο που
μπορεί, προκειμένου να έχει επιτελέσει το χρέος του απέναντι στους συμπολίτες του. Κάθε συλλογική
προσπάθεια, άλλωστε, μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματικά συλλογική όταν όλοι συνεισφέρουν στο
μεγαλύτερο βαθμό που είναι ικανοί.
Επιπροσθέτως, οι πολίτες μιας τέτοιας κοινωνίας ηθικοποιούνται πιο αποτελεσματικά, εφόσον
αναγνωρίζουν και σέβονται το ενδιαφέρον και την ακάματη προσπάθεια των συνανθρώπων τους.
- Ενισχύει σημαντικά την καθαρή μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς λειτουργεί ως
συνεχής υπενθύμιση σε όλους πως προκειμένου να απολαύσουν τα δικαιώματά τους, οφείλουν
πρωτίστως να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Μια αμιγώς δημοκρατική πολιτεία οικοδομείται
σε γερά θεμέλια, όταν όλοι οι πολίτες αντιλαμβάνονται και αποδέχονται το μέγεθος των υποχρεώσεων
που έχουν απέναντι στο συλλογικό έργο της κοινωνικής συνύπαρξης και ευημερίας.
- Αποδεσμεύει τους πολίτες από το επιζήμιο για την κοινωνία βάρος της κομματικά χρωματισμένης
δράσης και της πολιτικής παρέμβασης που κατά κανόνα αποσκοπεί σε κομματικά οφέλη. Οι πολίτες
δρουν αυτόνομα και αυτόβουλα, χωρίς να αναγκάζονται να ζητούν την παρέμβαση του κράτους, η
οποία όταν κι αν προκύψει, θα προκύψει μόνο με την ιδιοτελή σκέψη πως θα εξαργυρώσει σε ψήφους
προς όφελος της κυβέρνησης την όποια συνεισφορά του.
Κατ’ αυτό τον τρόπο εδραιώνεται στους πολίτες η επίγνωση της υποκριτικής δράσης των πολιτικών
και κομματικών προσώπων, φέρνοντας ολοένα και πιο κοντά την απαίτηση για την ύπαρξη ενός
θεσμοθετημένου εξωκοινοβουλευτικού φορέα που θα ελέγχει απολογιστικά τη δράση κάθε
κυβέρνησης, προκειμένου να εντοπίζονται παραλείψεις στο έργο της, μη δικαιολογημένες ευνοϊκές
ρυθμίσεις υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, λανθασμένες επιλογές, καθυστερημένες παρεμβάσεις και
εξυπηρετήσεις κομματικού χαρακτήρα.
- Οι πολίτες κατανοούν την ανάγκη της ενεργούς συμμετοχής στα κοινά, εφόσον αντιλαμβάνονται όχι
μόνο την επιβλαβή παρουσία των πελατειακών σχέσεων του ελληνικού κράτους με την κάθε τοπική
κοινωνία, αλλά και την αναποτελεσματικότητα της όποιας κρατικής παρέμβασης, η οποία πέραν των
ψηφοθηρικών της επιδιώξεων έχει ως δεδομένο στόχο την διοχέτευση μέρους κάθε χρηματοδότησης
σε οικεία της πρόσωπα.
- Οι πολίτες μέσα από τη συνεχή επαγρύπνηση και προσπάθεια να αντιμετωπίσουν με τις δικές τους
δυνάμεις τα προβλήματα της τοπικής τους κοινωνίας, συνειδητοποιούν πληρέστερα τον πραγματικό
χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας. Αντιλαμβάνονται, δηλαδή, πως τα κόμματα έχουν διεισδύσει σε
όλες τις πτυχές της κοινωνίας, επιβάλλοντας μια επιζήμια λογική ψηφοθηρίας σε κάθε δραστηριότητα.
Η κομματικοποίηση όλων των δημόσιων φορέων έχει παραγκωνίσει κάθε έννοια αξιοκρατίας κι έχει
μετατρέψει οτιδήποτε δημόσιο και κρατικό σε καθαρά κομματικό. Υπ’ αυτή την έννοια τόσο η επιλογή
των προσώπων όσο και η επιλογή των δράσεων γίνεται κατά κύριο λόγο με κομματικά κριτήρια.
Οι ενεργοί πολίτες συνειδητοποιούν τις επιβλαβείς επιπτώσεις αυτής της κατάστασης και αντιδρούν
με το να επιδιώκουν τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης, εφόσον γνωρίζουν πως κάθε τέτοια
παρέμβαση σημαίνει περαιτέρω διεύρυνση του ελέγχου που ασκούν τα κόμματα στις τοπικές
κοινωνίες.
- Σε μια κοινωνία πολιτών τα άτομα δείχνουν έμπρακτο ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν γύρω τους·
εκφράζουν τη διάθεση φιλανθρωπίας τους με το να στηρίζουν τα πιο αδύναμα μέλη της τοπικής τους
κοινωνίας· εντοπίζουν τις ελλείψεις της κρατικής μέριμνας και παρεμβαίνουν δυναμικά, προκειμένου
να καλύψουν τις ανάγκες των συνανθρώπων τους που αντιμετωπίζουν υπέρμετρες δυσκολίες.
Μορφές ενεργούς συμμετοχής της Κοινωνίας πολιτών
- Η αυτόνομη δραστηριοποίηση των πολιτών λαμβάνει ποικίλες μορφές, καθώς μπορεί είτε να βρίσκει
έκφραση μέσω της συνεργασίας και συνεννόησης σε τοπικό επίπεδο κάθε φορά που προκύπτει κάποιο
συγκεκριμένο πρόβλημα είτε με τη λήψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία κάποιας σταθερότερης
οργάνωσης. Εθελοντικές ή Μη κυβερνητικές οργανώσεις υπάρχουν και δραστηριοποιούνται ήδη σε
διαφόρους τομείς, με στόχο την αντιμετώπιση χρόνιων ζητημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Οι πολίτες
μπορούν, άρα, να προχωρήσουν στη σύσταση μιας αντίστοιχης εθελοντικής οργάνωσης ή να
συμμετάσχουν σε κάποια από τις υπάρχουσες.
- Σημαντικό, άλλωστε, είναι το εθελοντικό και κοινωνικό έργο που προσφέρουν στις τοπικές κοινωνίες
οι εκκλησίες, στις οποίες οι πολίτες μπορούν να απευθυνθούν προκειμένου να ενημερωθούν για τις
τρέχουσες ανάγκες των αδύναμων συμπολιτών τους και για τα πιο επείγοντα προβλήματα της τοπικής
τους κοινωνίας.
- Αναγκαίο για τη διαμόρφωση μιας Κοινωνίας πολιτών είναι να διακατέχονται τα μέλη της από
αίσθημα ευθύνης και ουσιαστικές ηθικές αρχές. Το ενδιαφέρον για το συλλογικά επωφελές δεν μπορεί
να μακροημερεύσει σε μια κοινωνία που τα μέλη της δεν έχουν υψηλές ηθικές αξίες, ώστε να
αντιλαμβάνονται πόσο βαθιά απαραίτητη είναι η μέριμνα για τα πιο αδύναμα μέλη, καθώς κι η
φροντίδα για την από κοινού αντιμετώπιση ακόμη και των προβλημάτων εκείνων που ταλανίζουν
μέρος μόνο του κοινωνικού συνόλου.
- Καίριας σημασίας είναι η ανάπτυξη της κριτικής αντίληψης και σκέψης των νέων, ώστε να μπορούν
να αντιληφθούν τις παγίδες που κρύβει ο πολιτικός λόγος, όπως και την επιζήμια διείσδυση της
κομματικοποίησης σε όλους τους φορείς της κοινωνίας. Οι σκεπτόμενοι νέοι θα είναι σε θέση να
κατανοήσουν το υψηλό κόστος που έχει για την κοινωνία η εξάρτηση από τους πολιτικούς και τα
κόμματα, στοιχείο που θα τους οδηγήσει στη λήψη πρωτοβουλιών και στη διεκδίκηση μιας αυτόνομης
λειτουργίας και δράσης για την τοπική τους κοινωνία.
- Τα νέα μέλη της κοινωνίας θα πρέπει από τα πρώτα ήδη στάδια της εκπαίδευσής τους να γνωρίσουν
την αξία της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, ώστε οι αρετές αυτές να αποτελέσουν σταθερό εφόδιο
στη ζωή τους. Ενώ, συνάμα, θα πρέπει να κατανοήσουν πως κάθε τους επιλογή έχει θετικές ή
αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στους ίδιους, αλλά και στους συνανθρώπους τους. Ο νέος που θα
θελήσει να εκμεταλλευτεί τις πολιτικές γνωριμίες των γονιών του, οφείλει να συνειδητοποιεί πλήρως
πως με αυτό τον τρόπο στερεί μια θέση εργασίας από κάποιον άλλον νέο άνθρωπο, ο οποίος είναι
πιθανά καταλληλότερος και με περισσότερα προσόντα, έστω κι αν δεν έχει ή δεν αξιοποιεί κατά
αντίστοιχα αθέμιτο τρόπο πολιτικές διασυνδέσεις για τη διεκδίκηση της θέσης αυτής. Αντιστοίχως, ο
νέος που δείχνει αδιαφορία απέναντι στις ανάγκες και τα προβλήματα των συμπολιτών του, οφείλει
να γνωρίζει πως με τη στάση του αυτή παγιώνει και διευρύνει τη στάση αδιαφορίας απέναντι στους
άλλους, κάτι που ενδεχομένως να μετανιώσει αργότερα, όταν ενδεχομένως βρεθεί ο ίδιος σε ανάγκη
και διαπιστώσει πως κανένας γύρω του δεν προσπαθεί να τον βοηθήσει.
Κοινωνική και Πολιτική Κριτική
Κριτική: Η τεκμηριωμένη αξιολόγηση ενός έργου, μιας πράξης, μιας κατάστασης ή ενός προσώπου,
κι η θετική ή αρνητική αποτίμησή του με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
Η κριτική με την έννοια της έκφρασης γνώμης για κάτι και του εντοπισμού θετικών και αρνητικών
στοιχείων, διατρέχει το σύνολο της ανθρώπινης δράσης, καθώς επί της ουσίας κάθε πράξη και κάθε
άτομο βρίσκονται υπό διαρκή έλεγχο από τους άλλους ανθρώπους. Πρόκειται για μια διαδικασία
ιδιαίτερης αξίας τόσο για την προώθηση των συλλογικών επιτευγμάτων όσο και για τη βελτίωση της
δράσης μεμονωμένων ατόμων.
Κοινωνική κριτική: Η κοινωνική κριτική αφορά την αξιολόγηση και την αποτίμηση κοινωνικών
καταστάσεων, φαινομένων και συμπεριφορών, και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο εφόσον
επικεντρώνεται σε ζητήματα που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το σύνολο σχεδόν των πολιτών.
Πολιτική κριτική: Η πολιτική κριτική στοχεύει κατά κύριο λόγο στις ενέργειες των πολιτικών
προσώπων και στις αποφάσεις των πολιτικών παρατάξεων, με ιδιαίτερη βέβαια έμφαση στο έργο του
κυβερνώντος κόμματος. Αποτελεί καίριο στοιχείο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, καθώς αφενός
ελέγχει την πολιτική εξουσία και αφετέρου υποδεικνύει επιτυχέστερες επιλογές εκεί όπου οι παρούσες
αποτυγχάνουν ή δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα.
Η κριτική ασκείται από πρόσωπα της πολιτικής, από δημοσιογράφους, αλλά και από κάθε ενεργό
πολίτη που παρακολουθεί τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.
- Η κοινωνική κριτική συμβάλλει στην ηθικοποίηση των πολιτών. Με δεδομένο το γεγονός ότι
σκοπός της κοινωνικής κριτικής είναι η αντιμετώπιση αρνητικών κοινωνικών φαινομένων, και άρα η
διασφάλιση των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέπουν την αρμονική συνύπαρξη των μελών της
κοινωνίας, καθίσταται σαφές πως προβάλλει με συνέπεια θετικά πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς.
Το δίκαιο, ο σεβασμός του άλλου ανθρώπου, η διάθεση αποδοχής, η καλοσύνη, η αίσθηση ευθύνης και
η τιμιότητα, αναδεικνύονται μέσω της κοινωνικής κριτικής ως ζητούμενες αρετές για τους πολίτες
προκειμένου η κοινή πορεία στο πλαίσιο της πολιτείας να βρει το ιδανικό της πλαίσιο.
- Το άτομο που ασκεί κριτική οφείλει να έχει ουσιαστική γνώση του αντικειμένου και του
θέματος επί του οποίου σκοπεύει να εκφέρει άποψη. Απαιτείται, δηλαδή, πραγματική και εκτεταμένη
μελέτη του ζητήματος, ώστε τα συμπεράσματα στα οποία θα φτάσει να αντικατοπτρίζουν μια σε
βάθος κατανόηση, και όχι μια εσφαλμένη και βιαστική παρανόηση.
- Το άτομο που ασκεί κριτική οφείλει να είναι απόλυτα αντικειμενικό και όχι φανατικά
προσηλωμένο στις δικές του απόψεις. Η κριτική δεν είναι επωφελής αν αποτελεί την προσπάθεια ενός
δογματικού να παρουσιάσει τα πράγματα από τη δική του οπτική, θέλοντας μόνο και μόνο να
επηρεάσει την κοινή γνώμη κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τις δικές του αντιλήψεις.
Αντιστοίχως, εκείνος που ασκεί πολιτική κριτική δεν θα πρέπει να εμπλέκεται ο ίδιος ή κάποιος οικείος
του στο υπό εξέταση ζήτημα, καθώς θα υπάρχει εύλογα η σκέψη πως επιχειρεί απλώς να στηρίξει
ατομικά συμφέροντα.
- Σημαντική, επίσης, προϋπόθεση είναι η εν γένει αγαθή προαίρεση του κρίνοντος, υπό την
έννοια πως, αν είναι σαφές ότι αυτός που ασκεί κριτική το κάνει χωρίς να έχει ιδιοτελείς επιδιώξεις ή
συμφέροντα, τότε η γνώμη του θα ακουστεί με μεγαλύτερη προσοχή και με λιγότερες επιφυλάξεις.
Αν, λοιπόν, αυτός που κρίνει δεν έχει ως κίνητρο την επιθυμία να λάβει κάποιου είδους προσωπική
αναγνώριση ή αντιστοίχως να βλάψει κάποιον προσωπικό του αντίπαλο∙ αν στόχος της κριτικής δεν
είναι ούτε η από εμπάθεια προσπάθεια υπονόμευσης κάποιου άλλου, ούτε η από φιλία προσπάθεια
ενίσχυσης κάποιου άλλου, αλλά καταφεύγει στην άσκηση κριτικής από ανάγκη να αντικρίσει, ως
πολίτης, μια ουσιαστική βελτίωση στην πολιτική κατάσταση του τόπου του, τότε το περιεχόμενο της
κριτικής θα είναι σαφώς αντικειμενικό και άξιο προσοχής.
Γενικότερες προϋποθέσεις:
Προκειμένου να είναι εφικτή η άσκηση πολιτικής και κοινωνικής κριτικής θα πρέπει να υπάρχουν και
ορισμένες προϋποθέσεις που δεν σχετίζονται με το άτομο που επιχειρεί να ασκήσει κριτική.
- Ένα από τα προφανέστερα θετικά στοιχεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι σαφώς η
δυνατότητα επικοινωνίας που προσφέρουν -επικοινωνία που βασίζεται κυρίως στον γραπτό λόγο- , η
οποία ξεπερνά πλήρως του τοπικούς περιορισμούς και φέρνει σ’ επαφή ανθρώπους απ’ όλα τα μέρη
του κόσμου. Σε αντίθεση, μάλιστα, με τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας, οι χρήστες έχουν την
ευκαιρία να επικοινωνήσουν με άτομα που δεν γνωρίζουν προσωπικά, αλλά με τα οποία έχουν κοινά
ενδιαφέροντα και παρόμοιες ανησυχίες. Η δυνατότητα αυτής της επικοινωνίας, που δεν απαιτεί κατ’
ανάγκη δια ζώσης γνωριμία, διευρύνει κατά πολύ τον κύκλο γνωστών κάθε ατόμου και του επιτρέπει
να εντοπίσει ανθρώπους με τους οποίους έχει πολλά κοινά στοιχεία και ενδιαφέροντα.
- Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αξιοποιηθούν και σε ό,τι αφορά την επαγγελματική
δραστηριότητα του ατόμου, αφού του επιτρέπουν να διαμορφώσει μία ή περισσότερες σελίδες όπου
θα προωθεί την επαγγελματική του ιδιότητα, αλλά και θα επικοινωνεί με πιθανούς πελάτες ή
συνεργάτες. Αντιστοίχως, βέβαια, μπορεί να επιτευχθεί και η προώθηση μιας επιχείρησης, ενός
καταστήματος ή ενός συλλόγου, εφόσον καθίσταται εύκολη τόσο η παροχή πληροφοριών όσο και η
άμεση επικοινωνία με τους ενδιαφερόμενους.
- Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων ανάμεσα σε πολίτες
απ’ όλες τις χώρες, λειτουργώντας έτσι ως μέσα διάδοσης και προώθησης της σκέψης και του
πνευματικού πολιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Πλέον οι ιδέες και οι προβληματισμοί ενός
μεμονωμένου ατόμου μπορούν να γίνουν κοινό κτήμα μέσα σε λίγες στιγμές, επιταχύνοντας τις
αντίστοιχες ζυμώσεις που θα γίνονταν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς, αν η διάδοση των ιδεών του
επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με παραδοσιακά μέσα, όπως είναι η έκδοση ενός βιβλίου ή η
δημοσίευση ενός δοκιμίου.
- Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν στους χρήστες να ενισχύουν τις μεταξύ τους
σχέσεις, καθώς τους δίνεται η ευκαιρία να συζητούν για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους,
απαλλαγμένοι από τη συστολή και το δισταγμό που δημιουργεί κάποτε η δια ζώσης επικοινωνία. Η
εκμυστήρευση που προκύπτει οδηγεί συχνά στην εμβάθυνση των σχέσεων και την αλληλοϋποστήριξη.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ωστόσο, παρά τις ποικίλες δυνατότητες που προσφέρουν και παρά τις
σαφείς θετικές επιδράσεις που έχουν επιφέρει στον τομέα της επικοινωνίας, ενέχουν και κάποιες
αξιοσημείωτες αρνητικές πτυχές.
- Συχνά οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αντί να τα χρησιμοποιούν επικουρικά στις
διαπροσωπικές τους σχέσεις, φτάνουν στο σημείο να τις υποκαθιστούν με τη διαδικτυακή
επικοινωνία. Περιορίζουν, δηλαδή, δραστικά την άμεση επαφή και τη δια ζώσης συνομιλία και
συναναστροφή, και προτιμούν την εικονική μορφή της επικοινωνίας, που επιτυγχάνεται με τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης. Η επιλογή αυτή, όμως, εντείνει το αίσθημα μοναξιάς, καθώς η διαδικτυακή
επικοινωνία δεν προσφέρει την αμεσότητα και τα ψυχολογικά οφέλη της πρόσωπο με πρόσωπο
συνομιλίας. Ελλείπουν από αυτή όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη επαφή∙ οι
χειρονομίες, τα βλέμματα, οι κινήσεις του σώματος, το άγγιγμα κ.λπ.
- Συνάμα, οι φιλίες και οι γνωριμίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν βασίζονται πάντοτε στην
ειλικρίνεια και στην πραγματική προσωπικότητα των ατόμων, αφού οι χρήστες έχουν την τάση να
παρουσιάζουν στα προφίλ τους μια διαφορετική και κυρίως ωραιοποιημένη εικόνα του εαυτού και της
ζωής τους. Δημιουργούνται, έτσι, σχέσεις επικοινωνίας οι οποίες στηρίζονται σε μια παραποιημένη
εντύπωση για το χαρακτήρα και για την αληθινή φύση των επιμέρους ατόμων.
- Η επιλογή των ανθρώπων να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο διαδικτυακό τους προφίλ και στην
εικόνα που παρουσιάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οδηγεί στην παραμέληση τόσο των
πραγματικών σχέσεων που ήδη έχουν όσο και τη μέριμνα για τη δημιουργία νέων γνωριμιών στην
πραγματική τους ζωή. Αυτό με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα να εντείνεται η μοναξιά του ατόμου,
το οποίο καταλήγει να κλείνεται όλο και περισσότερο στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου.
- Το άτομο περιορίζεται στις διαδικτυακές του «φιλίες» και διατηρεί μια ψευδαίσθηση
κοινωνικότητας, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού οι φίλοι αυτοί
υπάρχουν και κινούνται σ’ έναν εικονικό κόσμο, ενώ, μάλιστα, πολλούς από αυτούς δεν τους γνωρίζει
πραγματικά, καθώς δεν τους έχει συναντήσει ποτέ. Η αληθινή φιλία που μπορεί να δημιουργηθεί μέσα
από τις κοινές εμπειρίες και τα κοινά βιώματα, υποκαθίσταται από μια εικονική φιλία, η οποία
βασίζεται σ’ ένα σαθρό υπόβαθρο απλής ανταλλαγής αρχείων.
- Στις αρνητικές πτυχές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συγκαταλέγεται, παράλληλα, και το γεγονός
ότι ο χρήστης βρίσκεται συχνά εκτεθειμένος σε φαινόμενα παρενόχλησης και εκφοβισμού από
κακόβουλα άτομα. Η ανωνυμία ή η πλαστοπροσωπία που είναι εφικτές στα μέσα αυτά, επιτρέπουν σε
κακοπροαίρετα άτομα κάθε πιθανή κακομεταχείριση άλλων χρηστών, όπως είναι η εξύβριση, η
εξαπάτηση ή ακόμη και ο εκβιασμός.
- Το γεγονός, άλλωστε, ότι το ανέβασμα αρχείων είναι τόσο εύκολο παρασύρει πολλά νέα -κυρίως-
άτομα στο να μοιράζονται με αγνώστους επί της ουσίας, ακόμη και πολύ προσωπικά τους δεδομένα.
Φωτογραφίες, βίντεο κ.ά., τα οποία μπορούν να τύχουν επικίνδυνης χρήσης και εκμετάλλευσης από
κακόβουλα άτομα.
Αντιστοίχως, πιθανή είναι και η εκμαίευση ή η υποκλοπή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που
μπορούν να επιτρέψουν την οικονομική ή άλλη εκμετάλλευση του χρήστη.
- Ας σημειωθεί, επίσης, πως στο πλαίσιο της επικοινωνίας με άτομα, όχι πάντα αγαθής προαίρεσης,
είναι πιθανή η έκθεση των νέων ατόμων σε υλικό επιζήμιο για την ηλικία τους (πορνογραφικό,
προπαγανδιστικό, δογματικό, ρατσιστικό, εθνικιστικό κ.λπ.), που μπορεί να τους παρασύρει σε
λανθασμένες και ανοίκειες επιλογές.
Ενώ, πιθανή είναι και η έκθεση των χρηστών σε κακόβουλο λογισμικό, το οποίο είτε ενδεχομένως
καταστρέφει τον υπολογιστή είτε χρησιμοποιείται για την υποκλοπή στοιχείων και δεδομένων.
Προτάσεις για την καλύτερη και ασφαλέστερη αξιοποίηση των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης
Με δεδομένο το γεγονός ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν σχετικά πρόσφατα ενταχθεί στην
καθημερινότητά μας και δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτός σε όλη του την έκταση ο αντίκτυπός τους, θα
ήταν θεμιτό να χρησιμοποιούνται με μέτρο και σύνεση. Ειδικότερα:
- Κάθε χρήστης των μέσων αυτών θα πρέπει να προφυλάσσει τα προσωπικά του δεδομένα και να μη
δημοσιεύει αλόγιστα στοιχεία της προσωπικής του ζωής, καθώς δεν μπορεί πάντοτε να ελέγχει
απόλυτα ποιοι θα είναι οι αποδέκτες αυτών των πληροφοριών.
- Θα πρέπει, συνάμα, να είναι πολύ προσεκτικός και επιφυλακτικός απέναντι σε μηνύματα και
προσκλήσεις που τυχόν δέχεται από άτομα που δεν γνωρίζει. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπάρχουν και δρουν άνθρωποι χαμηλής ηθικής και κακόβουλων
προθέσεων.
- Καίριας σημασίας είναι, επίσης, η φροντίδα για τις κοινωνικές συναναστροφές του στον πραγματικό
κόσμο, όπου το άτομο μπορεί να δημιουργεί αληθινές φιλίες κι έχει την ευκαιρία να βιώσει την
ευεργετική επίδραση των ανθρώπινων επαφών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν θα πρέπει να
υποκαθιστούν την σε πραγματικό επίπεδο επικοινωνία με τους φίλους και τους γνωστούς, εφόσον τα
οφέλη των καθημερινών αυτών διαπροσωπικών σχέσεων δεν μπορούν επί της ουσίας να καλυφθούν
με την επικοινωνία μέσω ενός υπολογιστή ή τηλεφώνου.
- Κρίσιμος είναι, βέβαια, και ο ρόλος της Πολιτείας, η οποία καλείται αφενός να ευαισθητοποιήσει
τους πολίτες σε ό,τι αφορά την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων κι αφετέρου να
συνεργαστεί με τους φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θέτουν αυστηρούς όρους στις μεγάλες
εταιρείες του διαδικτύου σχετικά με το ζήτημα αυτό.
Παρά το γεγονός ότι οι πολίτες δεν έχουν πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων που έχουν οι εταιρείες -ή
και κάποιοι επιτήδειοι- στο να συλλέγουν και να εκμεταλλεύονται προσωπικά δεδομένα των χρηστών,
η Πολιτεία οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση και να προφυλάσσει τους πολίτες της.
- Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή της Πολιτείας στην προφύλαξη -ιδίως των νέων ατόμων- από τους
εγκληματίες εκείνους που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τη νεανική αφέλεια και ευπιστία. Η έκθεση
ανηλίκων σε σελίδες με επιζήμιο για την ηλικία τους περιεχόμενο κι ακόμη περισσότερο η
παραπλάνηση και η αποπλάνησή τους αποτελούν πολύ σημαντικά ζητήματα, τα οποία δεν θα πρέπει
να παραμελούνται από την Πολιτεία.
- Οι γονείς από τη δική τους πλευρά έχουν τη δυνατότητα να διαδραματίσουν έναν ιδιαίτερα
αποτελεσματικό ρόλο για την προστασία των ανηλίκων από τη λανθασμένη χρήση των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης και από την υπερβολική έκθεση σε αυτά. Βασικό, λοιπόν, ζητούμενο σε πρώτο
επίπεδο είναι η ενίσχυση και η ενθάρρυνση της κοινωνικότητας των νέων, με ποικίλες δραστηριότητες
και δημιουργικό καθημερινό πρόγραμμα, ώστε να μην παρασύρονται από τα θέλγητρα του
διαδικτυακού εικονικού κόσμου.
- Χρήσιμη μπορεί να φανεί η αξιοποίηση προγραμμάτων για ασφαλή περιήγηση στο διαδίκτυο, ώστε
οι ανήλικοι να προφυλάσσονται από σελίδες με περιεχόμενο που δεν είναι κατάλληλο για την ηλικία
τους.
- Οι γονείς μπορούν, μάλιστα, να ενημερωθούν αναλυτικά για τους πιθανούς κινδύνους του διαδικτύου
και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μέσα από τη σελίδα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, της
Ελληνικής Αστυνομίας.
Κοινή γνώμη
Κοινή γνώμη: η άποψη που επικρατεί σε μεγάλο μέρος των μελών μιας κοινωνίας για συγκεκριμένο
κοινωνικό θέμα, η συλλογική στάση του κοινωνικού συνόλου και συνεκδοχικά ο μέσος άνθρωπος, οι
καθημερινοί άνθρωποι.
Η κοινή γνώμη λειτουργεί υπό μία έννοια καθοριστικά σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής και
πολιτικής ζωής, καθώς εκπροσωπεί τις πεποιθήσεις και τη θέληση της πλειοψηφίας των πολιτών. Δεν
είναι ασύνηθες, άλλωστε, υπό την πίεση της κοινής γνώμης μια κυβέρνηση να εγκαταλείπει κάποια
σχεδιαζόμενη πολιτική δράση ή να την τροποποιεί ριζικά προκειμένου να κατευνάσει τις αντιρρήσεις
και τον εκνευρισμό των πολιτών.
Το μορφωτικό επίπεδο κι η κριτική αντίληψη των ατόμων: Άτομα που έχουν λάβει ουσιαστική
αγωγή κι έχουν κατανοήσει την αξία που έχει η διαμόρφωση προσωπικής άποψης για τα καίρια
ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, τείνουν να διερευνούν συστηματικά τις
επιμέρους εξελίξεις και να αναζητούν ποικίλες πηγές πληροφόρησης, προκειμένου να καταλήξουν σε
όσο γίνεται πιο αντικειμενικά συμπεράσματα. Από την άλλη, άτομα που δεν έχουν λάβει αξιόλογη
αγωγή και δεν έχουν κατανοήσει την αξία της προσωπικής ενασχόλησης με τα τρέχοντα ζητήματα,
τείνουν να αποδέχονται άκριτα έτοιμες τις απόψεις άλλων προσώπων -οικείων ή με αναγνωρισμένη
φήμη- ή να υιοθετούν τις απόψεις που φαίνεται να αποδέχεται η πλειονότητα των πολιτών, χωρίς να
προβληματίζονται για την ουσία και την αντικειμενικότητα αυτών των απόψεων.
Η απουσία πολιτικής συνείδησης: Καίριο ζήτημα για την ελληνική πραγματικότητα είναι η
διαχρονική τάση των πολιτών να υιοθετούν μια κομματική ταυτότητα και να λειτουργούν, όχι ως
πολίτες, αλλά ως οπαδοί συγκεκριμένου κόμματος. Άμεση συνέπεια αυτής της λανθασμένης τακτικής
είναι να μην κρίνουν τα πράγματα με βάση το συλλογικό συμφέρον, αλλά με βάση μόνο το κομματικό
ή και καθαρά προσωπικό τους συμφέρον. Έτσι, ενώ θα έπρεπε ως ενεργοί και ευσυνείδητοι πολίτες να
κρίνουν κάθε πολιτική απόφαση με αντικειμενικά κριτήρια, έχουν αντιθέτως την τάση να αποδέχονται
και να υπερασπίζονται μετ’ εμμονής κάθε επιλογή του κόμματός τους, έστω κι αν είναι εξόφθαλμα
λανθασμένη ή επιζήμια, μόνο και μόνο για να μη χρειαστεί να παραδεχτούν στους άλλους -και κυρίως
στον εαυτό τους- πως το κόμμα που έχουν επιλέξει δεν είναι εν τέλει ικανό να ασκήσει ορθή πολιτική.
Προκαταλήψεις και στερεότυπα: Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά ζητήματα σημαντική μερίδα των
πολιτών οδηγείται στη διαμόρφωση κάποιας άποψης, όχι ύστερα από ουσιαστική μελέτη και
διερεύνηση του θέματος, αλλά με βάση τις έτοιμες αντιλήψεις που έχουν λάβει από τις προηγούμενες
γενιές. Τα έτοιμα αυτά νοητικά σχήματα που γίνονται αποδεκτά ως έχουν και χωρίς κανέναν
ουσιαστικό έλεγχο από κάθε νεότερη γενιά, ασκούν αρνητική επίδραση, καθώς καθηλώνουν τους
πολίτες σε παρωχημένους και συντηρητικούς τρόπους σκέψης.
Προπαγάνδα & Λαϊκισμός: Σε περιόδους οικονομικής αστάθειας κατά τις οποίες οι πολίτες
αναζητούν εναγωνίως μια διέξοδο στα οικονομικά τους προβλήματα, ενισχύεται δραστικά η
αποτελεσματικότητα των πολιτικών εκείνων που βασίζονται στο λαϊκισμό. Οι πολίτες σπεύδουν να
υποδεχτούν ως μεσσίες τους πολιτικούς εκείνους που τους υπόσχονται εύκολες λύσεις στα εκ των
πραγμάτων δύσκολα προβλήματα της οικονομικής πραγματικότητας, και δεν εξετάζουν ούτε στο
ελάχιστο το κατά πόσο είναι εφικτό να υλοποιήσει κάποιος ανάλογες υποσχέσεις, ούτε
προβληματίζονται για τα κίνητρα εκείνων που μοιράζουν αφειδώς τέτοιες -ανέφικτες στην ουσία τους-
υποσχέσεις και «δεσμεύσεις».
Η αποτελεσματικότητα του λαϊκισμού, άλλωστε, ενισχύεται από τις συνήθεις τακτικές προπαγάνδας,
που χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο, αποδεικνύονται πλέον ακόμη πιο
επιτυχημένες, εφόσον ο επηρεασμός της κοινής γνώμης καθίσταται κατά πολύ ευκολότερος∙ τα
προπαγανδιστικά μηνύματα διαχέονται με ταχύτατους ρυθμούς και λαμβάνουν την κατάλληλη μορφή
ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα στην οποία στοχεύουν.
Ισχυρά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα: Τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, όπως και των
μέσων κοινωνικής δικτύωσης αξιοποιούν οι «ισχυροί» της κοινωνικής και πολιτικής ζωής,
προκειμένου να κατευθύνουν την κοινή γνώμη σε επιλογές που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τους
δικούς τους ευρύτερους σχεδιασμούς. Πέρα, άλλωστε, από τις εμφανείς στοχεύσεις του πολιτικού
κόσμου, υπάρχουν κι εκείνες οι επιδιώξεις, που αν και δεν γνωστοποιούνται, αποσκοπούν στην
ικανοποίηση και την εξυπηρέτηση ποικίλων συμφερόντων ολιγάριθμων ομάδων με υψηλά προνόμια.
Παροχή ουσιαστικής παιδείας και ενίσχυση της κριτικής αντίληψης: Οι πολίτες θα πρέπει να
λαμβάνουν γενική παιδεία που θα αποσκοπεί στο να οξύνει την κριτική τους ικανότητα, ώστε να μην
είναι εύκολος ο αποπροσανατολισμός και η χειραγώγησή τους. Παιδεία, δηλαδή, που θα βασίζεται στο
να παρουσιάζει τις διάφορες εκδοχές που υπάρχουν για τα ιστορικά γεγονότα, αλλά και για ποικίλα
κοινωνικά ζητήματα, προκειμένου οι νέοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν πως κάθε γεγονός και κάθε
θέμα μπορεί να ιδωθεί από διάφορες οπτικές γωνίες και, συνάμα, πως για κάθε άποψη υπάρχουν
αρκετά και κάποτε εξίσου πειστικά επιχειρήματα. Ζητούμενο, εδώ, οφείλει να είναι η ενθάρρυνση της
σε βάθος εξέτασης κάθε ζητήματος, ώστε να καθίστανται εμφανή τα τρωτά σημεία κάθε ερμηνείας και
η εύρεση εκείνης της άποψης που αιτιολογεί πληρέστερα και με μεγαλύτερη συνέπεια το κάθε γεγονός
ή θέμα.
Οι νέοι που έχουν ασκηθεί στο να διερευνούν όλες τις απόψεις δεν θα κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν
σε μία μονόπλευρη -κομματική- θέαση της πραγματικότητας και θα είναι σε θέση να αντιληφθούν πως
κάποτε η «αντίπαλη» άποψη είναι ορθότερη και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστή και να
υιοθετείται.
Ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος: Στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας, που
επιδιώκει να λειτουργεί άρτια, οφείλουν να ακούγονται όλες οι απόψεις για κάθε ζήτημα, χωρίς να
επιχειρείται η φίμωση Μέσων Ενημέρωσης, ομάδων ή ατόμων που εκφράζουν κάποια άποψη που
αντιτίθεται στα συμφέροντα του κυβερνώντος κόμματος. Η ενημέρωση οφείλει να είναι ανεξάρτητη,
όπως ακριβώς και η δικαιοσύνη, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα καταπέφτουν και θα απορρίπτονται
νομοθετικές ρυθμίσεις ή σχεδιασμοί της κυβερνητικής παράταξης, που έρχονται σε αντίθεση με το
Δίκαιο ή με τη θέληση των πολιτών.
Κάθε προσπάθεια εκφοβισμού των ατόμων που δεν ασπάζονται τις απόψεις της πλειοψηφίας ή που
δεν υποκύπτουν στην προπαγάνδα και τα τεχνάσματα λαϊκισμού της κυρίαρχης πολιτικής παράταξης,
έρχεται εμφανώς σε αντίθεση με την έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Έμφαση στην αξία της προσωπικής άποψης: Τα άτομα θα πρέπει να αποκτούν από νωρίς, μέσω
της ορθής διαπαιδαγώγησης, την αυτοπεποίθηση εκείνη που θα τους επιτρέπει να προφυλάσσουν το
δικαίωμά τους στη διαμόρφωσης της προσωπικής τους άποψης, καθώς και την επίγνωση της καίριας
σημασίας που έχει το να οδηγείται κανείς μέσα από προσωπικό προβληματισμό και αναζήτηση στη
διαμόρφωση άποψης για τα τρέχοντα ζητήματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν θα νιώθουν την ανάγκη να
συμμορφώνονται με τις απόψεις της πλειοψηφίας, μόνο και μόνο για να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί,
ούτε θα αμφιβάλλουν για την ορθότητα των συλλογισμών τους, παρασυρμένοι από τη λανθασμένη
εντύπωση πως οι «πολλοί» έχουν πάντα δίκιο. Είναι, άλλωστε, σύνηθες οι «πολλοί» να έχουν απλώς
ενδώσει στα θέλγητρα του λαϊκισμού ή να έχουν οδηγηθεί προς την πλευρά της πλειοψηφίας, επειδή
ακριβώς δεν έχουν δική τους άποψη ή επειδή αναζητούν την με κάθε τρόπο αποδοχή από τους άλλους.
Σθεναρή αντίσταση στη δημαγωγία και την προπαγάνδα: Η πολιτεία της οποίας τα μέλη
σχηματίζουν τις απόψεις τους με βάση την αντικειμενική αλήθεια και πραγματικότητα, διαφυλάσσεται
από την ασύδοτη δράση των δημαγωγών και δεν παρασύρεται σε λανθασμένες αποφάσεις από
προπαγανδιστικές τακτικές. Η ορθώς διαμορφωμένη κοινή γνώμη δεν ενδίδει στον λαϊκισμό και
επιβραβεύει μόνο τις πολιτικές εκείνες παρατάξεις που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών
παρουσιάζοντας την αλήθεια και προτείνοντας ρεαλιστικές -έστω κι αν δεν είναι πάντα ευχάριστες-
λύσεις στα επιμέρους προβλήματα.
Προφύλαξη των δημοκρατικών αρχών: Η κοινή γνώμη που βασίζεται στην αντικειμενική αλήθεια
δεν παρασύρεται από μεθόδους αποπροσανατολισμού και διατηρεί σταθερά την προσοχή της στα
ουσιώδη ζητήματα, μη επιτρέποντας στους πολιτικούς την καταφυγή σε δόλιες πρακτικές, στην
κατάχρηση εξουσίας και στην παραβίαση των νόμων. Οι πολιτικοί αδυνατούν, επιπλέον, να
«ξεγελάσουν» τους πολίτες με ανούσιες υποσχέσεις και κενά λόγια, κι αναγκάζονται είτε να
καταστούν αποτελεσματικοί είτε να αποχωρήσουν.
Ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής: Η κοινή γνώμη που είναι προσανατολισμένη προς το
συλλογικό συμφέρον, και δεν έχει διασπαστεί με γνώμονα τα επιμέρους συμφέροντα μικρότερων
ομάδων, επιτρέπει την αρμονικότερη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου, καθώς επιζητά πάντοτε τις
βέλτιστες επιλογές για το σύνολο των ατόμων και καθιστά έτσι αποτελεσματικότερες τις επιμέρους
διεκδικήσεις. Πρόκειται για μια «ενεργή» κοινή γνώμη, που αντιδρά σε κάθε φαινόμενο αδικίας και
υπερασπίζεται με σθένος τα δικαιώματα των πιο αδύναμων μελών της∙ για μια κοινή γνώμη που δεν
μένει αδρανής απέναντι στις διάφορες παθογένειας του πολιτικού κόσμου, με άμεση συνέπεια να
εξωθεί τους ιθύνοντες και τους κυβερνώντες στο να αντιμετωπίζουν γρήγορα και με
αποτελεσματικότητα τα κάθε είδους κοινωνικά ζητήματα.
Κοινωνική διάσπαση: Όταν οι πολίτες χωρίζονται σε επιμέρους ομάδες με βάση τα προσωπικά τους
και μόνο συμφέροντα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συλλογικά επωφελές, εξασθενεί δραστικά η
ικανότητά τους να αντιδρούν στην ασυδοσία των πολιτικών και τους επιτρέπουν έτσι να λαμβάνουν
ευκολότερα κάθε πιθανό αντιλαϊκό μέτρο. Αντιστοίχως, βέβαια, παρατηρείται η ενίσχυση του
φαινομένου της αντίδρασης σε μέτρα και πολιτικές που μακροπρόθεσμα θα ωφελήσουν την κοινωνία,
έστω κι αν σε πρώτο επίπεδο θίγουν τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης ομάδας. Οι πολίτες δεν
κατορθώνουν να αντιληφθούν και να αποδεχτούν έγκαιρα ποια είναι εκείνα τα μέτρα που θα τους
ωφελήσουν και ποια είναι εκείνα που αποσκοπούν στη δημιουργία εντυπώσεων ή στην εξυπηρέτηση
συγκεκριμένων ομάδων.
Μια τέτοιου είδους διάσπαση προκύπτει όταν μέρος της κοινής γνώμης παρασύρεται από τη
δημαγωγία και τον λαϊκισμό και παύει να αξιολογεί ορθά τις ακολουθούμενες πολιτικές.
Κυριαρχία δημαγωγών και προπαγάνδας: Η κοινή γνώμη που δεν βασίζεται στη συστηματική
αναζήτηση της αλήθειας, καθίσταται ευάλωτη στην επιδίωξη της εύκολης λύσης, όπως αυτή
παρουσιάζεται από λαϊκιστές πολιτικούς, ή σε μονόπλευρες απόψεις, όπως αυτές προωθούνται μέσω
της προπαγάνδας. Έτσι, συχνά η εξουσία περνά στα χέρια ανεύθυνων δημαγωγών που οδηγούν την
κοινωνική και οικονομική κατάσταση σε περαιτέρω επιδείνωση.
Μαζοποίηση και χειραγώγηση των πολιτών: Στο πλαίσιο μιας πολιτείας, όπου η κοινή γνώμη δεν
διαμορφώνεται ορθά, οι πολίτες τρέπονται σε μια εύκολα χειραγωγούμενη μάζα, εφόσον
εμπιστεύονται άκριτα όποιον τους παρουσιάσει την πιο «ελκυστική» εκδοχή της πραγματικότητας.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κάθε επιτήδειος πολιτικός, που ενδεχομένως εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας
συγκεκριμένης ομάδας ή ιδεολογίας, μπορεί να κερδίσει την εύνοια των πολιτών, αξιοποιώντας τις
τεχνικές της προπαγάνδας, και να εξωθήσει τους πολίτες σε επιλογές που εμφανώς αντιτίθενται στο
συλλογικό συμφέρον.
Υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών: Όταν οι πολίτες έχουν κομματική -και όχι πολιτική-
συνείδηση, τείνουν να υιοθετούν τις απόψεις και τις θέσεις του κόμματός τους, χωρίς να ελέγχουν
διεξοδικά την ορθότητα αυτών των απόψεων. Φτάνουν, μάλιστα, στο σημείο να φανατίζονται με την
υπεράσπιση του κόμματός τους μη θέλοντας ή και μη επιτρέποντας τον αντίλογο, προκαλώντας έτσι
μια καίρια δυσλειτουργία στο δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο βασίζεται ακριβώς στην ελεύθερη
έκφραση όλων των απόψεων και στην αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τη δημοκρατική
αντιπαράθεση, χωρίς τις παρωπίδες των κομματικών ιδεοληψιών.
Ενδοσχολική βία – Εκφοβισμός (Bullying)
Η σχολική βία και ο εκφοβισμός που εκδηλώνεται μεταξύ των μαθητών θεωρείται κοινωνικό
πρόβλημα. Ο όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς για να περιγράψει το φαινόμενο του σχολικού
εκφοβισμού είναι «bullying». Προέρχεται από το ρήμα «bully» που σημαίνει «πληγώνω ή
τρομοκρατώ ή υποχρεώνω κάποιον με τη βία να κάνει κάτι που δεν θέλει».
Αφορά μια κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και
επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά, με σκοπό την επιβολή και την πρόκληση
σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από συμμαθητές τους, εντός και εκτός σχολείου.
Αποτελεί φαινόμενο που ενισχύεται από τη λάθος αντιμετώπισή του, καθόσον τα περισσότερα
περιστατικά αποσιωπούνται, διότι θεωρείται ότι στιγματίζουν τους θύτες, τα θύματα και το κύρος του
σχολείου.
Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό έχει πολλές και σοβαρές επιπτώσεις, τόσο στη σωματική και ψυχική
υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, ενίοτε με επικίνδυνες συνέπειες και
τραγικά αποτελέσματα.
Ενδείξεις που πιθανόν να υποδηλώνουν ότι ένα παιδί έχει πέσει θύμα σχολικού
εκφοβισμού είναι:
Ο γονιός οφείλει:
- Να συζητά με το παιδί του για τα δικαιώματά του, τους κανόνες συμπεριφοράς στο σχολείο και τους
τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου
- Να ενισχύει τη φιλία και να αναδεικνύει την αλληλεγγύη της παρέας
- Να ενημερώνεται από του εκπαιδευτικούς για τη συμπεριφορά του παιδιού του εντός του σχολείου
- Να διαβεβαιώσει το παιδί-θύμα ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για ό,τι έχει συμβεί
- Να του υπενθυμίζει ότι το νοιάζεται και ότι ο ρόλος του είναι να το προστατεύει
- Να το παροτρύνει σε συζήτηση για σχετικά θέματα και να του εξηγεί ότι η κοινοποίηση περιστατικών
δεν αποτελεί «κάρφωμα»
- Να απευθύνεται έγκαιρα στους εκπαιδευτικούς και στη διεύθυνση του σχολείου
- Να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού ψυχικής υγείας, εφόσον το κρίνει αναγκαίο
- Ήπιες περιπτώσεις εκφοβισμού, θα μπορούσαν ίσως να αιτιολογηθούν από την αδυναμία των
παιδιών να κατανοήσουν πλήρως τις επιπτώσεις των πράξεών τους. Δεν αντιλαμβάνονται -πάντα- πως
ό,τι για τα ίδια αποτελεί ένα αθώο πείραγμα χωρίς κάποια εχθρική διάθεση, βιώνεται από το παιδί-
θύμα ως μια επώδυνη μειωτική εμπειρία.
- Συχνά, μάλιστα, επιδίωξη του θύτη είναι να προβληθεί μπροστά στους φίλους και συμμαθητές του,
επιλέγοντας -ατυχώς- την επίτευξη αυτής της αυτοπροβολής με το να συμπεριφερθεί άσχημα ή και
ταπεινωτικά σ’ έναν πιο αδύναμο συμμαθητή του. Στις περιπτώσεις αυτές η διάθεση επίδειξης
απέναντι στους άλλους πραγματώνεται μ’ έναν βίαιο τρόπο, καθώς το παιδί-θύτης δεν κατανοεί πως η
σωματική δύναμη δεν αποτελεί λόγω υπερηφάνειας, όταν χρησιμοποιείται εις βάρος ενός άλλου
ατόμου.
- Η παρορμητικότητα της ηλικίας και η ανώριμη ακόμη δυνατότητα αυτοελέγχου και αυτοκριτικής,
έχουν ως αποτέλεσμα πράξεις και συμπεριφορές τελείως ανάρμοστες, οι οποίες θα είχαν αποφευχθεί,
αν το παιδί-θύτης είχε μπει στη διαδικασία να σκεφτεί προτού πράξει τις συνέπειες ή τον αντίκτυπο
που θα έχει η συμπεριφορά του.
- Πέραν, όμως, από τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με το νεαρό της ηλικίας των εφήβων,
υπάρχουν συχνά και πολύ σοβαρότεροι παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με το οικογενειακό
περιβάλλον του παιδιού-θύτη. Μια οικογένεια στην οποία παρατηρούνται φαινόμενα
ενδοοικογενειακής βίας, με τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στους γονείς, είναι πολύ πιθανό να
προκαλέσει έντονες συγκρουσιακές καταστάσεις στο παιδί. Οι βίαιες συμπεριφορές μέσα στο σπίτι,
αλλά και η πιθανή αδυναμία αντίδρασης και αντίστασης, εξωθούν σε βίαια ξεσπάσματα εκτός σπιτιού
και απέναντι σε πιο αδύναμα άτομα που το παιδί θεωρεί πως μπορεί να εκφοβίσει ή και να
κακοποιήσει.
Ανάλογα αρνητική επίδραση έχουν και τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας ή η συχνή απουσία
των γονιών για εργασιακούς λόγους, που αφήνουν το παιδί να αισθάνεται είτε τη συνεχή ματαίωση
και την αδυναμία ουσιαστικής συνδρομής απέναντι στην οικονομική στενότητα που προκαλεί ένταση
στους γονείς του είτε την απουσία του γονικού ελέγχου και του ενδιαφέροντος εκείνου που θα
βοηθούσε την ψυχική του εξισορρόπηση. Οι γονείς με βίαια ξεσπάσματα και έντονες αντιδράσεις λόγω
των οικονομικών προβλημάτων, όπως και οι γονείς που απουσιάζουν διαρκώς από το σπίτι
παραμελώντας επί της ουσίας το παιδί τους, έχουν σε αυτό αρνητικό αντίκτυπο, που μπορεί να
οδηγήσει σε δικά του ξεσπάσματα ή άλλες αναποτελεσματικές συμπεριφορές.
- Μια επιζήμια προσέγγιση των γονιών είναι συχνά και η τάση τους να μην εκφράζουν με σαφή και
αδιαπραγμάτευτο τρόπο την αγάπη και την αποδοχή τους στο παιδί τους, αλλά να θέτουν ως προς
αυτό προϋποθέσεις και όρους που σχετίζονται με τις σχολικές του επιδόσεις ή με τη συμπεριφορά του.
Το παιδί που καλείται -παρά την εμφανή αδυναμία του- να επιτύχει υψηλούς βαθμούς στο σχολείο,
βιώνει έντονη απογοήτευση και αισθανόμενο πως αδυνατεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες των γονιών
του, εξωθείται σε λανθασμένους τρόπους εκτόνωσης της έντασής του.
- Ενώ δε λείπουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες γονείς αγοριών απαιτούν από αυτά να έχουν μια
«αντρική» συμπεριφορά, στην οποία αποδίδουν χαρακτηριστικά επιθετικότητας ή και βιαιότητας.
Πρόκειται, μάλιστα, για γονείς που δεν παρεμβαίνουν ικανοποιητικά μόλις γίνουν αντιληπτά τα
πρώτα δείγματα πως το παιδί τους εκφοβίζει ή φέρεται άσχημα σε άλλα παιδιά, καθώς θεωρούν πως
για τα αγόρια αυτή είναι μια αναμενόμενη και φυσιολογική συμπεριφορά.
Οι γονείς που ακολουθούν αυτή την τακτική είναι εκείνοι που πιστεύουν πως μπορούν να κατευθύνουν
την εξέλιξη του αγοριού τους, ώστε να μην «γίνει» ομοφυλόφιλος. Στην προσπάθειά τους αυτή,
λοιπόν, τείνουν να αντιμετωπίζουν με το χειρότερο τρόπο κάθε αντίστοιχη ένδειξη που συναντούν σε
άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να εμφυσείται στο παιδί τους το μίσος και η απέχθεια απέναντι σε
ό,τι δεν πληροί τα υψηλά κριτήρια αντρισμού που τους έχουν θέσει οι γονείς τους.
- Η λογική αυτή του μίσους και του ρατσισμού ενισχύεται, δυστυχώς, όχι μόνο από το οικογενειακό
περιβάλλον, αλλά και από το ευρύτερο κοινωνικό, όπου οι νέοι έρχονται αντιμέτωποι με μια τάση
απόρριψης προς ό,τι δεν ακολουθεί την αναμενόμενη νόρμα. Σε μια κοινωνία που φέρεται εχθρικά
προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες∙ σε μια κοινωνία που χλευάζει και απορρίπτει το
διαφορετικό και εκείνο που απομακρύνεται από τα στενά όρια του κοινωνικώς αποδεκτού,
προκαλείται στους νέους η αίσθηση πως πρέπει κι εκείνοι να υιοθετήσουν την ίδια στάση απόρριψης
και επιθετικότητας.
- Η κοινωνία, άλλωστε, φέρνει από νωρίς σ’ επαφή τους νέους με την έννοια της βίας και της
επιθετικής συμπεριφοράς, αφού τόσο μέσα από τηλεοπτικά προγράμματα όσο και μέσα από τα δελτία
ειδήσεων, οι νέοι παρακολουθούν από πολύ μικρή ηλικία σκηνές και περιστατικά βίας, φτάνοντας σε
σημείο να τα εκλαμβάνουν ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, και -κάποτε- ακόμη και να τα
υιοθετούν ή να τα αντιγράφουν.
- Στην εγγενή ανάγκη του παιδιού για αποδοχή και τρυφερότητα, τόσο η οικογένεια όσο και η
κοινωνία εν γένει απαντούν με δεκάδες ρατσιστικές διακρίσεις, με βιαιότητα μέσα και έξω από το
σπίτι, με οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, με αδικίες και με συνεχή εκμετάλλευση των πιο
αδύναμων. Δημιουργείται, έτσι, ένα πλαίσιο στο οποίο το παιδί, που είναι ακόμη υπό διαμόρφωση,
δέχεται πολλαπλές αρνητικές επιρροές, και φυσικά αντιδρά αντίστοιχα.
- Αρνητικά, όμως, επιδρά αρκετές φορές ακόμη και το σχολείο, όπου ένα ετερογενές σύνολο μαθητών
αντιμετωπίζεται και αξιολογείται με παρόμοιο τρόπο, προκαλώντας σημαντική ένταση στους μαθητές
εκείνους που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις σχετικές απαιτήσεις. Είναι σύνηθες, άλλωστε,
μαθητές με χαμηλές σχολικές επιδόσεις να εκδηλώνουν επιθετική ή άσχημη συμπεριφορά απέναντι
στους συμμαθητές τους που υπερέχουν βαθμολογικά.
Οι συνθήκες που επικρατούν στη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση (πολυπληθή τμήματα, στείρα
αναπαραγωγή παρωχημένων γνώσεων, έμφαση στις εξετάσεις, απουσία δημιουργικότητας και
πρωτοτυπίας) προκαλούν έντονη πίεση στους μαθητές, οι οποίοι συχνά την εκτονώνουν με
λανθασμένο τρόπο. Ενώ, οι ίδιες συνθήκες τείνουν να μειώνουν αισθητά το ενδιαφέρον και την
προσοχή των καθηγητών, οι οποίοι αποτυγχάνουν να εντοπίσουν έγκαιρα τα περιστατικά εκφοβισμού.
Χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνων των καθηγητών, οι οποίοι αν κι έχουν αντιληφθεί
ανάλογα περιστατικά αδιαφορούν ή αποφεύγουν να εμπλακούν.
- Το παιδί-θύμα αποκτά μια διαρκή αίσθηση ανασφάλειας, που υπονομεύει την προσωπικότητα και τη
δράση του σε κάθε επίπεδο. Χάνει την αυτοπεποίθησή του και ξεκινά μια διαδικασία αυτοελέγχου
ιδιαιτέρως μειωτική για τον εαυτό του, αφού θεωρεί πως για όσα συμβαίνουν ευθύνεται το ίδιο και οι
δικές του ελλείψεις.
Η οδύνη και η αίσθηση εξευτελισμού εκδηλώνονται συχνά με τη μορφή ψυχοσωματικών
προβλημάτων, όπως για παράδειγμα: πονοκέφαλοι, αϋπνίες, κατάθλιψη, στομαχόπονοι κ.ά., που
επιδεινώνουν την ήδη άσχημη διάθεση του παιδιού, αλλά και τη θέλησή του να πηγαίνει στο σχολείο,
αφού εκεί είναι ο κύριος χώρος του βασανισμού του.
- Το παιδί-θύμα απουσιάζει συχνά από το σχολείο και δεν έχει πια την ίδια προθυμία συνέπειας στις
μαθητικές του υποχρεώσεις και στη μελέτη, καθώς βιώνει μια διάθεση απόρριψης για ό,τι σχετίζεται
με το χώρο όπου αντιμετωπίζει όλες αυτές τις επώδυνες εμπειρίες. Υπό την πίεση του άγχους και της
στενοχώριας, άλλωστε, κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του και αποφεύγει κάθε κοινωνική
συναναστροφή, αφού πιστεύει πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αρνητική άποψη γι’ αυτό και δεν
το αποδέχονται πραγματικά.
Η ενδοσχολική βία, ωστόσο, έχει σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στο παιδί που τη βιώνει, αλλά και στο
παιδί που τη διαπράττει, αφού πέρα από τις πιθανές κυρώσεις που μπορεί να υποστεί, όπως είναι η
απομάκρυνσή του από το σχολείο, έρχεται αντιμέτωπο με τον κοινωνικό στιγματισμό. Εκλαμβάνεται,
πλέον, ως βίαιο άτομο με αντικοινωνική ή και εγκληματική συμπεριφορά κι αυτό επηρεάζει τις
διαπροσωπικές του σχέσεις, καθώς είτε το αποφεύγουν είτε το απομονώνουν. Ενώ, πολύ συχνά, η
αρνητική αυτή αντιμετώπιση ωθεί το παιδί-θύτη να υιοθετεί πλήρως το ρόλο του «κακού» παιδιού που
του αποδίδουν, αποτυγχάνοντας έτσι να επανορθώσει και να βελτιώσει τη συμπεριφορά του. Η
αρνητική εντύπωση των άλλων για τη συμπεριφορά του λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία,
η εκπλήρωση της οποίας ακολουθεί τον έφηβο συχνά μέχρι και την ενηλικίωσή του.
- Εκείνο που κυρίως ζητείται από τους εκπαιδευτικούς είναι η εκδήλωση ειλικρινούς ενδιαφέροντος,
ώστε κάθε πιθανή ένδειξη ή απόδειξη άσκησης εκφοβισμού να αντιμετωπίζεται αμέσως με διακριτικό,
αλλά αποφασιστικό τρόπο. Αν οι εκπαιδευτικοί αδιαφορούν ή διστάζουν να παρέμβουν, το
αποτέλεσμα είναι επώδυνο για τα παιδιά-θύματα εφόσον παρατείνεται η βασανιστική δοκιμασία τους.
Ενώ, συνάμα, η αδιαφορία ή η απραξία των εκπαιδευτικών εκλαμβάνεται από τους θύτες ως είδος
συναίνεσης, γεγονός που ενισχύει τις αναποτελεσματικές συμπεριφορές τους εις βάρος των
συμμαθητών τους.
- Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να επιδιώκουν με κάθε ευκαιρία την ευαισθητοποίηση των μαθητών στο
κρίσιμο αυτό ζήτημα μέσα από συζητήσεις και παρουσιάσεις στο πλαίσιο του μαθήματος. Κρίνεται
ιδιαιτέρως σημαντικό να κατανοήσουν πλήρως τα παιδιά-θύτες τον αντίκτυπο που έχει η
συμπεριφορά τους σ’ εκείνους που τρέπονται σε θύματα του θυμού, της αγανάκτησης ή της
απογοήτευσής τους.
- Επίσης, βασική ευθύνη των εκπαιδευτικών είναι η άμεση ενημέρωση και εμπλοκή των γονιών, ώστε
η αντιμετώπιση των περιστατικών εκφοβισμού να επιχειρηθεί όχι μόνο από το σχολείο αλλά και από
τις οικογένειες των παιδιών.
- Επιπλέον, παρά τις αντίξοες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στο χώρο της εκπαίδευσης, οι
εκπαιδευτικοί καλούνται να θεραπεύσουν τις πηγές έντασης και δυσαρέσκειας, με το να δώσουν στην
εκπαιδευτική διαδικασία μια πιο δημιουργική διάσταση, ενισχύοντας παράλληλα τη συνεργασία
μεταξύ των μαθητών.
- Σημαντική, βέβαια, είναι και η συμβολή του κράτους στην αντιμετώπιση του φαινομένου, μέσα από
την προσπάθεια δημιουργίας και ενίσχυσης των κατάλληλων υποδομών για την πρόληψη του
φαινομένου. Ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η στελέχωση των σχολείων με
ψυχολόγους, ώστε οι μαθητές να έχουν τη δυνατότητα να βρίσκουν κατάλληλη βοήθεια και
καθοδήγηση στις έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις που βιώνουν.
Ενώ, καίρια είναι και η ανάγκη κατάλληλης επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στα θέματα της
ενδοσχολικής βίας, προκειμένου να είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσουν με ευαισθησία και
αποτελεσματικότητα.
- Το κράτος, μάλιστα, οφείλει να θέσει σε απόλυτη προτεραιότητα και τα υπόλοιπα ζητήματα της
σύγχρονης εκπαίδευσης, καθώς η συνεχιζόμενη μείωση των αντίστοιχων δαπανών έχουν
δημιουργήσει μια εξαιρετικά επιζήμια κατάσταση. Η επιλογή δημιουργίας τμημάτων με πολλούς
μαθητές, η ελλιπής στελέχωση των σχολείων, η απουσία κατάλληλου σχεδιασμού για τον πραγματικό
εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών μεθόδων, αλλά και του προγράμματος σπουδών, τείνουν να
καταστήσουν το σχολείο εντελώς παρωχημένο. Πολλοί μαθητές, άλλωστε, ήδη θεωρούν πως αντί η
φοίτησή τους να είναι μια ευκαιρία αποκόμισης σημαντικών ωφελημάτων, έχει μετατραπεί σε μια
ανούσια εξαναγκαστική διαδικασία.
- Ο ρόλος των γονιών είναι σαφώς ιδιαίτερα κρίσιμος αφού είτε το παιδί τους είναι το θύμα του
εκφοβισμού είτε ο θύτης, οφείλουν να κινηθούν με ευαισθησία και μεγάλη προσοχή, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν οι μεν τις συνέπειες και οι δε τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς.
Αν, μάλιστα, οι γονείς θεωρούν πως δεν έχουν τις γνώσεις ή τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν μόνοι
τους με επάρκεια το ζήτημα, είναι σημαντικό να μη διστάσουν να ζητήσουν τη συνδρομή ενός ειδικού
ψυχολόγου στο θέμα, καθώς με τη δική του καθοδήγηση θα μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο
αποτελεσματικά.
Οδική συμπεριφορά και τροχαία ατυχήματα
Η οδική συμπεριφορά των Ελλήνων χαρακτηρίζεται συχνά από έλλειψη επίγνωσης του κινδύνου και
ανωριμότητα. Διαρκείς παραβιάσεις των ορίων ταχύτητας και του ερυθρού σηματοδότη∙
παρακινδυνευμένες και δίχως έλεγχο προσπεράσεις, χρήση κινητού τηλεφώνου την ώρα της
οδήγησης, καθώς και οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, αποτελούν μερικά από τα πιο επικίνδυνα
«καθημερινά» σφάλματα των Ελλήνων οδηγών.
Τα αποτελέσματα αυτής της συμπεριφοράς είναι οδυνηρά και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Το 2014 η
χώρα θρήνησε 798 νεκρούς από τροχαία ατυχήματα, ενώ το 2015 ο αριθμός των νεκρών -ελάχιστα
μειωμένος- έφτασε τους 789. Επιπλέον, το 2014 ο αριθμός των βαριά τραυματισμένων ήταν 1.068 και
κινήθηκε ακριβώς στα ίδια επίπεδα και το 2015. Ενώ, τα τροχαία με ελαφρούς τραυματισμούς
ξεπέρασαν τις δεκατρείς και τις δώδεκα χιλιάδες το 2014 και το 2015 αντίστοιχα.
[Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας.]
Ο Έλληνας οδηγός είναι κατά κανόνα βιαστικός και αδιαφορεί πλήρως για τα όρια ταχύτητας και τους
λοιπούς κανόνες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Αν βρεθεί σε κάποιον αυτοκινητόδρομο ή σε κάποια
οδό ταχείας κυκλοφορίας, θα αυξήσει ταχύτητα, όχι με βάση τους ισχύοντες νόμους, αλλά με βάση τη
δυνατότητα του οχήματός του, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που συνοδεύουν την οδήγηση με
υψηλές ταχύτητες. Θεωρεί, μάλιστα, δεδομένη την παραβίαση των ορίων ταχύτητας όταν
πραγματοποιεί κάποιο ταξίδι, κι αν βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιον έλεγχο της τροχαίας, αντί να
εκτιμήσει την προσπάθεια των αρχών να προφυλάξουν την ασφάλεια των οδηγών, θα εκλάβει το
γεγονός ως μεγάλη ατυχία. Έχει, άλλωστε, πάντοτε την εντύπωση πως όσο πιο μεγάλες ταχύτητες
αναπτύξει, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσει στον προορισμό του, παραγνωρίζοντας τελείως τον κίνδυνο
στον οποίο εκθέτει τον εαυτό του και τους άλλους.
Ο Έλληνας οδηγός θα προτιμήσει να οδηγήσει το αυτοκίνητό του σε κάποια βραδινή έξοδο, ακόμη κι
αν έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, θεωρώντας εντελώς λανθασμένα πως το αλκοόλ δεν
τον επηρεάζει και πως είναι σε θέση να οδηγήσει εξίσου αποτελεσματικά και στο ίδιο επίπεδο
εγρήγορσης, όπως όταν είναι νηφάλιος. Εκλαμβάνοντας, μάλιστα, ως μεγάλη ατυχία κάποιον πιθανό
έλεγχο για αλκοτέστ από την τροχαία, έστω κι αν είναι ακριβώς αυτός ο έλεγχος που τον προφυλάσσει
από τη δική του απερισκεψία.
Ο Έλληνας οδηγός θα θελήσει να παρκάρει το όχημά του όσο πιο κοντά στον προορισμό του μπορεί,
έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα χρειαστεί να παρκάρει παράνομα, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο
να παρεμποδίζει την κανονική κυκλοφορία των άλλων οχημάτων. Η σκέψη του είναι πως ό,τι προέχει
είναι να εξυπηρετηθεί ο ίδιος, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που τυχόν δημιουργεί στους άλλους
οδηγούς. Αντιστοίχως, βέβαια, αν λάβει κλήση για το παράνομο αυτό παρκάρισμα ή αν του
αφαιρεθούν οι πινακίδες, θα αποδώσει το γεγονός αυτό στη συνήθη «ατυχία» του, αρνούμενος να
συνειδητοποιήσει πως οι σχετικοί κανόνες για το παρκάρισμα υπάρχουν για τη διασφάλιση της
ομαλής κυκλοφορίας των οχημάτων.
Ο Έλληνας οδηγός εν γένει αρνείται να σεβαστεί τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, παραβιάζοντας με
χαρακτηριστική ευκολία τα όρια ταχύτητας ή τους ερυθρούς σηματοδότες, κρίνοντας πως τέτοιου
είδους περιορισμοί δεν αφορούν τον ίδιο και πολύ περισσότερο πως δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο
στην προσπάθειά του να φτάσει εκεί που θέλει όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Ριψοκίνδυνη οδήγηση. Πολλοί οδηγοί είτε διότι «βιάζονται» να φτάσουν εγκαίρως στον προορισμό
τους είτε διότι είναι νεαρής ηλικίας και δεν έχουν πλήρη συναίσθηση του κινδύνου, επιχειρούν με κάθε
ευκαιρία να αναπτύξουν ταχύτητα και να προσπεράσουν εκείνους τους οδηγούς που ακολουθούν τα
υποδεικνυόμενα όρια ταχύτητας. Τόσο, όμως, η υπερβολική ταχύτητα, όσο και οι βεβιασμένες
προσπεράσεις οχημάτων, οδηγούν συχνά σε τροχαία ατυχήματα, εφόσον, αφενός το όχημα που έχει
αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από τον οδηγό του (α. εκμηδενίζονται τα
περιθώρια αντίδρασης του οδηγού και β. καθίσταται απρόβλεπτη η αντίδραση του οχήματος σε
περίπτωση ξαφνικού φρεναρίσματος), κι αφετέρου διότι κατά την προσπέραση ενδέχεται να μην
έχουν ληφθεί υπόψη τα οχήματα που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση.
- Ένας οδηγός νέας ηλικίας και άπειρος, παρά το γεγονός ότι επιθυμεί να επιδείξει τις υποτιθέμενες
ικανότητές του ή να ευχαριστηθεί την αίσθηση της ταχύτητας, οφείλει να λαμβάνει πάντοτε υπόψη
του πως δεν είναι σε θέση να ελέγξει το όχημά του αν αυτό κινείται με μεγάλη ταχύτητα.
[Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των αυτοκινήτων, μέσα στις κατοικημένες περιοχές,
ορίζεται σε 50 χιλιόμετρα την ώρα.]
Απρόσεκτη οδήγηση. Ένας από τους συχνότερους παράγοντες πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων
είναι η απόσπαση της προσοχής του οδηγού, που μπορεί να οφείλεται είτε στο γεγονός ότι συζητά με
τον συνοδηγό είτε -συνηθέστερα- διότι μιλά στο κινητό τηλέφωνο ή επιχειρεί να στείλει κάποιο
γραπτό μήνυμα.
Είναι, ωστόσο, προφανές πως αν ο οδηγός στρέψει έστω και για ελάχιστα δευτερόλεπτα αλλού την
προσοχή του και δεν ελέγχει το δρόμο, αυτό αρκεί για την πρόκληση κάποιου σοβαρού ατυχήματος.
Οδήγηση υπό την επήρεια μέθης. Ο οδηγός που βρίσκεται υπό την επίδραση αλκοόλ, τοξικών
ουσιών ή φαρμάκων που επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού, έχει περιορισμένη δυνατότητα
έγκαιρης αντίδρασης και σαφώς μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, γεγονός που τον καθιστά
επικίνδυνο.
Πρόκειται για μια συνήθη αιτία πρόκλησης ατυχημάτων, έστω κι αν μπορεί εύκολα να αποφευχθεί με
την ανάθεση της οδήγησης σε κάποιο νηφάλιο άτομο.
- Κάθε δευτερόλεπτο που καθυστερεί ο οδηγός να αντιδράσει, όταν οδηγεί με 50km/h, το όχημά του
διανύει σχεδόν 14 επιπλέον μέτρα στην άσφαλτο.
Νυχτερινή οδήγηση. Η οδήγηση κατά τη διάρκεια της νύχτας πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες
ατυχήματος, διότι ο οδηγός δεν έχει επαρκή ορατότητα και, άρα, δεν αντιλαμβάνεται εγκαίρως τα
πιθανά εμπόδια, τις κινήσεις των άλλων οχημάτων και την κατάσταση του δρόμου μπροστά του.
Οδήγηση υπό επικίνδυνες ή αντίξοες καιρικές συνθήκες. Η βροχή, το χιόνι και ο παγετός
καθιστούν ιδιαιτέρως επικίνδυνη την οδήγηση, διότι αυξάνεται η πιθανότητα να χαθεί ο έλεγχος του
οχήματος. Η ολισθηρότητα των δρόμων είναι συχνά τέτοια, ώστε πολύ εύκολα το όχημα μπορεί να
παρεκκλίνει σημαντικά από την πορεία του, χωρίς ο οδηγός να έχει την παραμικρή δυνατότητα να το
σταματήσει ή να το επαναφέρει στην κανονική του πορεία.
Αντιστοίχως, η ύπαρξη ομίχλης περιορίζει δραστικά την ορατότητα του οδηγού και καθιστά πιθανό
κάποιο ατύχημα, εφόσον δεν γίνεται έγκαιρα αντιληπτό το σταμάτημα του προπορευόμενου οχήματος
ή ύπαρξη κάποιου εμποδίου στο δρόμο.
Κόπωση του οδηγού. Αν ο οδηγός βρίσκεται σε κατάσταση σημαντικής κόπωσης, δεν έχει τη
δυνατότητα έγκαιρων αντιδράσεων και, εύλογα, δεν είναι επαρκώς συγκεντρωμένος κατά τη διάρκεια
της οδήγησης.
Απρόβλεπτες αντιδράσεις των πεζών. Κατά τη διάρκεια της οδήγησης σε κατοικημένες περιοχές,
υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο κάποιος πεζός -ένα παιδί που κυνηγά την μπάλα του, ένας
ηλικιωμένος που περπατά αφηρημένος κτλ.- να βρεθεί αίφνης μπροστά στο κινούμενο όχημα.
Πρόκειται για καταστάσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν, γι’ αυτό και ο οδηγός οφείλει να
βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και να λαμβάνει υπόψη του τις κινήσεις των πεζών γύρω του.
Οργισμένες αντιδράσεις του οδηγού. Με δεδομένο το γεγονός ότι στους δρόμους συνυπάρχουν
οδηγοί διαφορετικών ηλικιών και συμπεριφορών, είναι συχνό το φαινόμενο ένας οδηγός να
εξοργίζεται διότι κάποιος μπροστά του οδηγεί πολύ αργά ή γιατί κάποιος έχει παρκάρει παράνομα
εμποδίζοντας την κίνηση, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Το αποτέλεσμα αυτού του εκνευρισμού,
ωστόσο, μπορεί να αποβεί μοιραίο, διότι στην προσπάθειά του να προσπεράσει εκείνον που οδηγεί
αργά ή προκειμένου να εξοικονομήσει το χρόνο που έχασε, καταφεύγει σε παρακινδυνευμένες και
βεβιασμένες κινήσεις.
Κακή κατάσταση οδοστρώματος. Σε πολλούς δρόμους της Ελλάδας η ποιότητα του οδοστρώματος
δεν είναι πάντοτε καλή, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν λακκούβες και κακοτεχνίες,
που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την αντίδραση του οχήματος ή να του προκαλέσουν ζημιές.
Αιφνίδια βλάβη στα ελαστικά του οχήματος. Κατά τη διάρκεια της οδήγησης, ιδίως όταν αυτή
γίνεται με μεγάλη ταχύτητα, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να προκληθεί κάποια βλάβη στα
ελαστικά, όπως είναι το σκάσιμο, με πιθανό αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου του οχήματος.
Μη τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας. Μια βασική αρχή της προσεκτικής οδήγησης είναι να
διατηρείται πάντοτε μια επαρκής απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, ώστε να υπάρχει η
δυνατότητα έγκαιρης αντίδρασης σε περίπτωση που αυτό σταματήσει ξαφνικά ή κινηθεί ανεξέλεγκτα.
Πολλοί οδηγοί, εντούτοις, έχουν την τάση να κινούνται πολύ κοντά στο προπορευόμενο όχημα,
προκαλώντας αφενός εκνευρισμό στον άλλο οδηγό, εφόσον αισθάνεται πως δεν του παρέχεται το
περιθώριο να αντιδράσει ως οφείλει σε περίπτωση ανάγκης, και αφετέρου διακινδυνεύοντας την
πρόκληση ατυχήματος ακριβώς στην περίπτωση που ο άλλος οδηγός χρειαστεί να φρενάρει απότομα.
Απότομη αλλαγή λωρίδας κυκλοφορίας. Κατά τη διάρκεια της οδήγησης σε δρόμους μεγάλης
ταχύτητας, όπως είναι η εθνική οδός, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από τους οδηγούς όταν αλλάζουν
λωρίδα, διότι αν δεν προειδοποιήσουν εγκαίρως τα οχήματα που ακολουθούν ή αν δεν προσέξει τα
οχήματα που κινούνται ήδη στην άλλη λωρίδα, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ατυχήματος.
Παλαιότητα οχήματος ή ελλιπής συντήρησή του. Συχνά η απρόβλεπτη ή η κακή αντίδραση του
οχήματος κατά τη διάρκεια της οδήγησης οφείλεται στην παλαιότητά του ή στο γεγονός ότι δεν έχει
πραγματοποιηθεί η απαιτούμενη συντήρησή του. Αν, για παράδειγμα, τα ελαστικά δεν έχουν αλλαχθεί
όταν πρέπει, δεν διασφαλίζουν την αναγκαία σταθερότητα του οχήματος ή ενδέχεται να
παρουσιάσουν κάποια αιφνίδια βλάβη αν το όχημα κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα.
Ανήλικοι οδηγοί: Ένα ανησυχητικό σύμπτωμα της νεοελληνικής κοινωνίας είναι η τάση των γονιών
είτε να μην ελέγχουν επαρκώς τα ανήλικα παιδιά τους είτε να τα παροτρύνουν ακόμη και οι ίδιοι να
οδηγήσουν, με αποτέλεσμα άτομα εφηβικής ηλικίας, χωρίς εμπειρία και χωρίς δίπλωμα οδήγησης, να
βρίσκουν την ευκαιρία να οδηγήσουν το αυτοκίνητο των γονιών τους ή κάποιο μηχανάκι. Με τη
συνήθη εφηβική απερισκεψία οι νέοι αυτοί παραβιάζουν τα όρια ταχύτητας ή επιχειρούν χάριν
εντυπωσιασμού ριψοκίνδυνους ελιγμούς και καταλήγουν πολύ συχνά να προκαλούν τροχαία
ατυχήματα, που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή.
Κόντρες με αυτοκίνητα ή μηχανές: Η αγάπη των νέων για την ταχύτητα και τον εντυπωσιασμό
τους οδηγεί συχνά σε επικίνδυνες αυτοσχέδιες αναμετρήσεις ταχύτητας, που διενεργούνται κυρίως
κατά τις νυχτερινές ώρες, ώστε να μην υπάρχει αυξημένη κυκλοφορία στους δρόμους. Πρόκειται για
μια άκρως επικίνδυνη και απερίσκεπτη συμπεριφορά που οδηγεί αναπόφευκτα σε σοβαρά ατυχήματα
και τραυματισμούς.
Μέριμνα για την κατάλληλη κυκλοφοριακή αγωγή των νέων. Είναι ζωτικής σημασίας να
μαθαίνουν οι νέοι από νωρίς τους σημαντικούς κινδύνους που κρύβει η απρόσεκτη οδήγηση, ώστε να
θελήσουν αφενός να εκπαιδευτούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προτού ξεκινήσουν να οδηγούν και
αφετέρου ώστε να είναι στη συνέχεια προσεκτικοί οδηγοί οι ίδιοι, με σαφή επίγνωση πως η ταχύτητα
και η παραγνώριση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας μπορούν να επιφέρουν μοιραία αποτελέσματα.
Διασφάλιση της τήρησης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας. Ο μερικός και περιστασιακός
έλεγχος για την τήρηση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, δημιουργεί στους οδηγούς την εντύπωση
πως έχουν το ελεύθερο να παραβιάζουν τους σχετικούς κανόνες κατά βούληση.
Ποιοτικότερος έλεγχος των οχημάτων. Παρά το γεγονός ότι το κράτος έχει θεσπίσει νόμους για
τον ανά διαστήματα έλεγχο των οχημάτων, αυτός δεν καλύπτει πλήρως όλες τις αναγκαίες
παραμέτρους, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν οχήματα που δεν είναι απολύτως ασφαλή.
Αλλαγή οδικής κουλτούρας. Με τη συνδρομή της εκπαίδευσης, αλλά και των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης, θα πρέπει να επιδιωχθεί η δραστική αλλαγή στον τρόπο που οι νέοι άνθρωποι
αντιμετωπίζουν την οδήγηση. Το αυτοκίνητο ή η μηχανή δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως μέσο
επίδειξης ή εκτόνωσης. Κι αντιστοίχως οι κίνδυνοι από την απρόσεκτη οδήγηση δεν θα πρέπει να
εκλαμβάνονται απλώς ως πιθανοί, αλλά ως απολύτως δεδομένοι.