Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 6

Η χρονολογική ταξινόμηση του Snyder1 είναι η εξής: α.

1815-1871: Εθνικισμός της


ενσωμάτωσης (integrative) που αφορά στον σχηματισμό ενιαίων κρατών που διαδέχθηκαν
την φεουδαλική πραγματικότητα, β) 1871-1890:Ρηγματικός Εθνικισμός (disruptive) που
αφορά τις αποσχίσεις από την Οθωμανική και Αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία, γ)1900-
1945:Επιθετικός εθνικισμός(aggressive) που εκφράζεται από ιμπεριαλιστικούς πολέμους και
την αναδιάταξη των διεθνών αγορών, δ)1945-1954: Σύγχρονος εθνικισμός που αφορά
κυρίως τα αντιαποκοιοκρατικά απελευθερωτικά κινήματα. Ανεπάρκεια αυτής της
περιοδολόγησης, πχ ελληνική, σερβική περίπτωση, και είναι ευρωκεντρικό, σ. 22

Πιο βασική και έγκυρη τυπολογία είναι ανάμεσα στον Πολιτικό και Πολιτισμικό εθνικισμό.
Η διάκριση αυτή υποστηρίζεται από την ίδια ιστορική εξέλιξη του εθνικισμού με συμβατικό
σημείο εκκίνησης τη Γαλλική Επανάσταση, όπου εμφανίζεται ο πολιτικός εθνικισμός
συνέπεια του φιλελευθερισμού και του διαφωτισμού. Βασικό δομικό περιεχόμενο και βασική
προϋπόθεση ανάδυσης ήταν η αφαιρετική και καθολική ιδέα του πολίτη, το πολιτικό έθνος, ο
αυτοκυβερνώμενος λαός (υπό την έννοια της απαλλαγής από τον δυνάστη). Ουσιαστικά το
πολιτικό έθνος είναι ανοιχτό σε όποιον θελήσει να δεσμευτεί από τους κανόνες που, εντός
της επικράτειας του, ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου,
θρησκείας ή κοινωνικής προέλευσης. Οι χώρες στις οποίες επικράτησε είναι ΗΠΑ, Γαλλία,
Αγγλία, Ελβετία, Ολλανδία, Καναδάς και Αυστραλία

Πιθανότατα, η πιο σημαντική πηγή που εκφράζει πιστά το πνεύμα της Επανάστασης –στην
οποία άλλωστε άσκησε σημαντική επίδραση– και το προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα είναι η
παμφλέτα Τι είναι η Τρίτη Τάξη; του αβά Sieyès. Στο κείμενο αυτό, που γράφτηκε τον
Ιανουάριο του 1789, διαβάζουμε ότι έθνος είναι «ένα σώμα συντρόφων που ζουν υπαγόμενοι
στους ίδιους νόμους και αντιπροσωπεύονται από το ίδιο νομοθετικό σώμα» (Sieyès, 2003, σ.
97). Για τον Emmanuel Joseph Sieyès, το έθνος δημιουργείται από τον μετασχηματισμό της
Τρίτης Τάξης σε καθολικό πολιτικό υποκείμενο, το οποίο αποτελεί πηγή κυριαρχίας και
διέπεται από σχέσεις ισότητας και ελευθερίας. Με άλλα λόγια, η ανατροπή του Παλαιού
Καθεστώτος, δηλαδή του καθεστώτος νομοκατεστημένης ανισότητας και προνομίων για τις
δύο πρώτες τάξεις, τους ευγενείς και τον κλήρο, οδηγεί σε μια εξισωτική συνθήκη. Σύμφωνα
με αυτήν, ο Γαλλικός λαός παίρνει τη θέση του Βασιλείου της Γαλλίας και αναβιβάζεται έτσι
σε Κυρίαρχο. Δεν είναι πια ο λαουτζίκος, που μέχρι τότε αποτελούσε αντικείμενο
περιφρόνησης και ακραίας εκμετάλλευσης από την πλευρά των ισχυρών, αλλά το σύνολο
των ελεύθερων και ίσων πολιτών του έθνους. Σε αυτή την προοπτική, το έθνος παράγεται με
πολιτικούς όρους, ενώ λαός και έθνος διέπονται από σχέσεις ταύτισης ή αμοιβαίας
υποκατάστασης, σχέσεις που πάντως παραμένουν ρευστές, κυμαινόμενες και διφορούμενες.

Δεν πρέπει μάλιστα να θεωρήσουμε, όπως ενίοτε συμβαίνει, τον γαλλικό εθνικισμό αμιγώς
πολιτικό στις απαρχές του, και αυτό διότι τα ιστορικά τεκμήρια μαρτυρούν ότι η εκτεθείσα
πολιτική διάσταση συμπληρώθηκε από πολιτισμικά περιεχόμενα και πρακτικές, όντας μόνη

1
Snyder,  ο.π., σ.114.
της ιδιαιτέρως αφηρημένη, ώστε να είναι επαρκής βάση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Οι ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης χρησιμοποίησαν για την επιδίωξη αυτή σειρά
μεθόδων, όπως η χρήση συμβόλων, η διεξαγωγή τελετουργιών, η οργάνωση γιορτών, καθώς
και, προοδευτικά, η ανέγερση μνημείων και η αναγόρευση ηρώων της Επανάστασης, όλα
όσα δίνουν υπόσταση στην εθνική αλληλεγγύη. Από την άλλη, ενορχήστρωσαν τον
αποκλεισμό από το γαλλικό έθνος εκείνων που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν μέρος του
λαού, αλλά εχθροί του, πολλοί από τους οποίους έχασαν το κεφάλι τους στην γκιλοτίνα
(Keitner, 2007, σ. 70 κ.ε.). Σε αυτό το πλαίσιο, το έθνος θα έπρεπε να εμφανίζεται ως
ξεκάθαρα διακριτό από το κράτος, ώστε να είναι εξίσου σαφής η υπονόμευση της
αριστοκρατικής και μοναρχικής εξουσίας. Επιπλέον, δόθηκε σημασία στη γλωσσική
ομογενοποίηση, καθώς η γλώσσα τέθηκε συμπληρωματικά ως κριτήριο για τη
«γαλλικότητα», παρά το γεγονός ότι αυτό αντιφάσκει με τη βολονταριστική διάσταση, που
δίνει σε κάθε περίπτωση τον τόνο.

Ως κυρίαρχος, ο λαός, το σώμα των μελών που νομιμοποιεί την εξουσία της Πολιτείας και
ταυτόχρονα υπόκειται σε αυτή την εξουσία, θα είναι πάντοτε ενδεχόμενο να «παρασύρεται»
στη βούληση της συμβολαιακής υπαναχώρησης ή ακόμα και της διάσπασής του. Για να
νοηθεί λοιπόν η ιδέα του συγκεκριμένου λάου ως ανεπίστρεπτα κατοχυρωμένη χρειαζόταν
ενίσχυση και συμπλήρωση. Το έθνος συγκρότησε την απαραίτητη και μείζονα οικουμενική
νοηματική μήτρα στη βάση της οποίας οικοδομήθηκαν όλες οι τρέχουσες μορφές οριστικής
οριοθέτησης και νομιμοποίησης των ελεύθερων συλλογικών σωμάτων

Ο πολιτισμικός εθνικισμός, αντιθέτως, κατασκευάζει το έθνος ως πολιτισμική οντότητα,


κατά κανόνα με τη μορφή της οργανικής κοινότητας. Επομένως, το βάρος της
καθαγιασμένης, εξιδανικευμένης εθνικής παράδοσης μαζί με τα ήθη, τους τρόπους και τις
στάσεις που αυτή κληροδοτεί από γενιά σε γενιά είναι καθοριστικό. Συνήθως η γλώσσα και η
θρησκεία συναποτελούν διακεκριμένο τμήμα αυτής της παράδοσης. Σε κάθε περίπτωση, το
έθνος ως συλλογική οντότητα καταλαμβάνει υπέρτερη θέση όχι μόνο έναντι των ατομικών
δικαιωμάτων των μελών του, αλλά και έναντι κάθε πολιτικής αρχής. Τείνει επομένως να
δημιουργεί αποκλεισμούς, εφόσον η εισδοχή σε αυτό νέων μελών τα οποία δεν έχουν την
ίδια εθνική καταγωγή φαντάζει παράταιρη. Έτσι, για παράδειγμα, όσον αφορά την απόδοση
ιθαγένειας, ο πολιτισμικός εθνικισμός υπερασπίζεται σθεναρά το «δίκαιο του αίματος»
ενάντια στο «δίκαιο του εδάφους».

Ο Γερμανός ιστορικός Χαινριχ Φον Τραιτσκε (1834-96) συνέδεε τον εθνικισμό με τον
μιλιταρισμό και τον αντισημιτισμό. Το κράτος αποτελούσε την ύψιστη εξουσία, την οποία
ασκούσε μέσω των πολέμων. «Το μεγαλείο της ανθρωπότητας έγκειται στην αέναη
σύγκρουση μεταξύ εθνών». Η ενότητα του κράτους στηρίζεται στην εθνικότητα.
Ο Στιούρτ Μιλ συνέδεε την έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος με την αρχή των
εθνοτήτων. Με την έννοια ότι όπου υπάρχει το αίσθημα της εθνότητας υπάρχει κατ’ αρχάς ο
λόγος για να ενωθούν όλα τα μέλη της εθνότητας υπό την ίδια κυβέρνηση. Αλλά δεν αρκεί
μόνο τα συναισθήματα, πρέπει να υπάρχει και θεσμικό κράτος.
Κύριο στοιχείο της είναι το αξίωμα της περί ιστορικής συνέχειας του έθνους που θεωρείται
ως μία κοινότητα υπεράνω των μελών της. Στη θέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της
λαϊκής κυριαρχίας, ο πολιτιστικός εθνικισμός τοποθετεί τα ιστορικά συλλογικά δικαιώματα
του έθνους. Σύμφωνα με τον Sugar2 ως τέτοια θεωρούνται το δικαίωμα του έθνους να
αποκτήσει το δικό του κράτος, η προστασία της γλώσσας και της κληρονομιάς, η
απελευθέρωση των ομοεθνών από τον ξένο ζυγό. Η διαφορά ανάμεσα στα ανθρώπινα και τα
ιστορικά δικαιώματα είναι ότι τα μεν πρώτα εξυπονοούν αποδοχή της διαφορετικότητας και
συμβιβασμό, ενώ τα δεύτερα, όντας ιδεολογική κατασκευή των εθνικισμών θεμελιώνονται
στην απόλυτη και δήθεν αδιαπραγμάτευτη στάση της «ηθικής του φρονήματος» και
προσανατολίζουν την πολιτική στάση στο παρελθόν, στον μύθο του κλέους των παλιών
καλών ημερών κλπ,. Ο πολιτιστικός εθνικισμός υπήρξε απόρροια της αντεπανάστασης στην
Γαλλία και στο εξωτερικό με βασικότερους εκπροσώπους του Burke3, Ambroise και Schlegel
αλλά και από την ανάπτυξη της ρομαντικής 4 γερμανικής διανόησης (για αυτό το λόγο ο
πολιτιστικός εθνικισμός ονομάζεται και ρομαντικός) εναντίον τον κατακτητικών σχεδίων του
Βοναπάρτη. Από το 1850 και έπειτα άρχισε να υποχωρεί ο πολιτικός υπέρ του πολιτιστικού
εθνικισμούς.
Καντ (1724-1804) Δεν ήταν εθνικιστής αλλά οι ιδέες του επηρέασαν μετέπειτα. Επηρέασε
πολύ τον μαθητή του, τον Γιόχαν Φίχτε (1762-1814) ο οποίος, σε αντίθεση με τον δάσκαλό
του, υποστήριξε πως η ελευθερία και η ηθική του ατομού δεν είναι κάποια εσωτερική
διαδικασία που βρίσκεται μέσα μας, αλλά η ελευθερία έχει να κάνει με την ταύτιση του
ατόμου με το σύνολο. Υπό αυτή την έννοια το κράτος παύει να είναι ένα απλό άθροισμα
ατόμων, αλλά θεωρείται κάτι ανώτερο. Ταυτόχρονα, ο ρομαντικός φιλόσοφος Χέρντερ
ανέπτυξε το πολύ απλό επιχείρημα πως η ιδιότητα του ανθρώπου οφείλεται μόνο στην
γλώσσα, η οποία μπορεί να διδαχθεί μόνο στο πλαίσιο μόνο κάποιας κοινότητας.5

Η αντίληψη αυτή βρήκε στη Γερμανία την πληρέστερη ανάπτυξή της και την πιο ενθουσιώδη
υποδοχή. Ένας από τους πρώτους Γερμανούς ρομαντικούς με μεγάλη επιρροή ήταν ο
Χέρντερ (Johann von Herder, 1744-1803), προτεστάντης πάστορας και θεολόγος. Το
ενδιαφέρον του για τους παλιούς πολιτισμούς τον οδήγησε, να εκθέσει τις απόψεις του […]
σε μια εμπεριστατωμένη πραγματεία με τίτλο Ιδέες για μια φιλοσοφία της ανθρώπινης
ιστορίας. Ο Χέρντερ παρακολούθησε την εξέλιξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας από την εποχή
της αρχαίας Ελλάδας μέχρι την εποχή της Αναγέννησης. Πίστευε ότι ο πολιτισμός δεν ήταν
προϊόν μιας τεχνητής διεθνούς ελίτ –κριτική εναντίον της σκέψης του Διαφωτισμού- αλλά

2
3
Μπερκ, Ιρλανδός καθολικός πολιτικός φιλόσοφος
4
Αρχικά καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα σε Γερμανία και
Βρετανία και αργότερα σε Γαλλία και Ισπανία. Έδινε προτεραιότητα στο συναίσθημα έναντι
της λογικής. Κυρίως ως αντίδραση στον ορθολογισμό της Γαλλικής Επανάστασης. Επίδραση
άσκησαν αρχικά οι Ρουσσώ, Καντ, Χέρντερ, Φίχτε, Σέλει, Βύρωνας, Σλέγκελ.
5
Παρόμοια και στον λεγόμενο Σικελικό Εσπερινό (1282) όπου οι επαναστατημένοι σικελοί
κατά του καθεστώτος του Γάλλου Ανδεγαυού ανάγκαζαν όλους να προφέρουν την λέξη
cicero (ρεβύθι) για να ξεχωρίσουν τους Γάλλους.
των κοινών ανθρώπων του λαού. […] Απέρριψε ολοκληρωτικά την αρχή του διαφωτισμού,
κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι αντιδρούν στις ίδιες συνθήκες κατά τον ίδιο τρόπο περίπου∙
Ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής και φιλόσοφος Κόλεριτζ (Samuel Taylor Coleridge, 1772-
1834) επιχειρηματολόγησε εναντίον του ωφελιμιστικού κράτους και υπέρ της απόδοσης […]
στην εθνική εκκλησία, μεγαλύτερου ρόλου στη διαμόρφωση της κοινωνίας.

Οι θεωρίες αυτές της ιστορίας και της ιστορικής εξέλιξης που είχαν διαμορφώσει οι
ρομαντικοί, είχαν άμεση σχέση με την ιδέα του εθνικισμού που είχε διαμορφωθεί την ίδια
περίοδο. Η Γαλλική Επανάσταση είχε παράσχει ένα παράδειγμα για το τι μπορούσε να
επιτύχει ένα έθνος […] οι Γερμανοί ιδιαίτερα είχαν αφυπνιστεί σε βαθμό να κατανοήσουν το
δικό τους ιστορικό πεπρωμένο. Τα έργα του φιλοσόφου Φίχτε (J.G. Fichte, 1762-1814) είναι
παράδειγμα αυτής της αφύπνισης. […] Το 1808 ο Φίχτε συνέταξε μια σειρά Ομιλίες προς το
γερμανικό έθνος, όπου διακήρυσσε την ύπαρξη ενός γερμανικού πνεύματος, όχι απλώς ίσου
ανάμεσα σε άλλα εθνικά πνεύματα, αλλά ανώτερου από εκείνα. […]

Ο ρομαντισμός και ο εθνικισμός συνδεόταν μεταξύ τους με την κοινή πεποίθηση ότι το
παρελθόν θα έπρεπε να λειτουργεί ως μέσο κατανόησης του παρόντος και σχεδιασμού
του μέλλοντος. Ο Ρομαντισμός επικρατεί στην Ευρώπη ανάμεσα στο 1800 και το 1850.
Ενάντια στον αυστηρό ορθολογισμό και στον αθεϊσμό του Διαφωτισμού, ο ρομαντικός
άνθρωπος επιστρέφει στη θρησκευτικότητα και δίνει στην καλλιτεχνική δημιουργία τη
σημασία της θρησκευτικής πίστης. Ενάντια στον ορθολογικό αντιιστορισμό του
Διαφωτισμού δίνει μεγάλη αξία στις λαϊκές παραδόσεις και στην εθνική ταυτότητα. Τα
πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται από την έξαρση του εθνικισμού και την
αναζήτηση του τοπικού χρώματος και η πνευματική και πολιτισμική ταυτότητα του έθνους
θεωρούνται ως το αποτέλεσμα της ρομαντικής αντίληψης για την ιστορία. Αναπτύσσεται η
φαντασιακή εθνική ταυτότητα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διαχωρισμός ανάμεσα σε φαντασιακή και συμβολική ταύτιση. Η
συμβολική ταύτιση είναι η ταύτιση με κάποιον ή κάτι ή ένα ιδιαίτερο συμβολικό
χαρακτηριστικό που διευκολύνει το άτομο να συγκροτήσει μία ταυτότητα και
προσωπικότητα. Το αντικείμενο της ταύτισης είναι απλά το μέσο, ένα «μεταβατικό»
αντικείμενο που χρησιμοποιείται για όσο καιρό χρειάζεται στην πορεία της αναζήτησης της
ταυτότητας. Η φαντασιακή ταύτιση, δημιουργείται καθώς το άτομα ταυτίζεται με το
αντικείμενο, αλλά δεν το εκλαμβάνει ως μέσο που το διευκολύνει στην συγκρότηση της
ταυτότητας, αλλά ως κομμάτι του εαυτού του. Η φαντασιακή ταύτιση εκφράζει το άγχος του
ναρκισσισμού και την επιθυμία να εκπληρώσει την ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού που
πλάθει στην φαντασία του και εμπεριέχει εικόνες πληρότητας και παντοδυναμίας. Αντίθετα,
η συμβολική ταύτιση εκφράζει την κοινωνική διαμεσολάβηση, την παρουσία του Άλλου και
την αναγνώριση της έλλειψης και της διαφοράς, δηλαδή της αδυναμίας πληρότητας και
παντοδυναμίας του εαυτού. Δεν πρόκειται όμως για αποκλειστικές καταστάσεις, καθώς ο
συμβολικός ή φαντασιακός τρόπος ταύτισης είναι αναλόγως της περίστασης και υπάρχει
παλινδρόμηση
Κοινό στοιχείο κάθε εθνικιστικού λόγου είναι η αναφορά στην Χρυσή Εποχή. Ο Antony
D. Smith, το ένδοξο παρελθόν πληροί 6 βασικές λειτουργίες: υπενθυμίζει στα μέλη της
κοινότητας το ένδοξο παρελθόν και άρα την εγγενή τους αξία, ικανοποιεί την
αναζήτηση της αυθεντικότητας, δίνει μία αίσθηση συνέχειας, προκηρύττει την
αντίστροφη από την σημερινή κατάσταση και δείχνει προς ένα ένδοξο πεπρωμένο.,

Παρά τις διαφορές τους αμφότεροι εννοιολογούν το έθνος ως μια μορφή ύπατου κοινωνικού
επικρατειακού δεσμού που έχει προτεραιότητα έναντι σε όλες τις άλλες μορφές αλληλεγγύης
και ταυτίσεων. Στον μεν αυτό γίνεται πολιτικά, στον δε πολιτιστικά, 235-236.

Εδώ χρειάζεται να διασαφηνίσουμε τη σχέση μεταξύ εθνικισμού και πατριωτισμού.


Αναφέρονται σε κάτι διαφορετικό ή όχι; Είναι κατά έναν τρόπο ο εθνικισμός μια «στρεβλή»
εκδοχή πατριωτισμού; Και με ποια κριτήρια μπορούμε να τους αντιδιαστείλουμε; Πρώτα από
όλα, η πατρίδα αναφέρεται στην αρχική καταγωγή, στον τόπο στον οποίο γεννήθηκε ή/και
βίωσε κάποιος τα πρώτα διαμορφωτικά χρόνια της ζωής του. Η πατρίδα συνδέεται λοιπόν με
τις πρώτες αναμνήσεις, με τους σημαντικούς Άλλους, με το γνώριμο και το φίλιον. Ο
πατριωτισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πρωταρχικό, ανθρωπολογικής τάξεως, συναίσθημα
αφοσίωσης προς την πατρίδα, το οποίο εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, έχει χαρακτήρα
διαπολιτισμικής σταθεράς και απαντάται κατεξοχήν σε κοινότητες στις οποίες επικρατούν οι
διαπροσωπικές σχέσεις (Δεμερτζής, 1996, σσ. 197-201). Κατά τη νεωτερικότητα, βεβαίως, ο
πατριωτισμός προσλαμβάνει και πιο αφηρημένες μορφές, μέσω σύστοιχων αφηρημένων
κατηγοριοποιήσεων. Σχετικά με τον διαχωρισμό εθνικισμού και πατριωτισμού: ως γνήσιος
και εποικοδομητικός πατριωτισμός θεωρείται η αγάπη για την πατρίδα, η προσήλωση στις
εθνικές αξίες, αλλά και η κριτική αφοσίωση, όπου η κριτική πηγάζει από την επιθυμία για
πρόοδο και από τον σεβασμό και την ανοχή προς τα άλλα έθνη και άτομα. Από την άλλη ο
εθνικισμός, περιγράφεται ως η τυφλή προσήλωση στις εθνικές αξίες, η άκριτη θετική
αξιολόγηση του έθνους, η ανοχή της κριτικής σε αυτό και η απόρριψη των άλλων.
Ο πατριωτισμός περιγράφει τα συναισθήματα και τους φυσιολογικούς δεσμούς με το οικείο,
το γενέθλιο, το γνώριμο, τα τραγούδια, τα διηγήματα, αλλά και την ίδια την ιστορία. Είναι
ένας συμβολικός χώρος οικείων εικόνων, γεύσεων, ακουσμάτων και προσωπικών επαφών
(Σμ. Ίσως θεωρία απολαύσεων Λακάν)
Ο εθνικισμός, εμπεριέχει τον πατριωτισμό με τον ίδιο τρόπο που η εθνική ταυτότητα, ως
πολιτική ταυτότητα, εμπεριέχει και την κοινωνική ταυτότητα. Ο εθνικισμός, ως πολιτική
ιδεολογία εξιδανικεύει και συγκεκριμενοποιεί. Όπως αναφέρει ο Deutch Karl W.,
Nationalism and Social Communication, MIT Press, Cambridge Massachusetts, 1966, p.104,
288. (αναφέρεται από το Δεμερτζής, Ο λόγος του Εθνικισμού, 1996, σ. 204.): ο
πατριωτισμός απευθύνεται σε όλους τους κατοίκους μίας πατρίδας ανεξαρτήτως εθνικής
καταγωγής, ενώ ο εθνικισμός σε όλα τα μέλη ενός έθνους, ανεξάρτητα από τον τόπο που
έχουν γεννηθεί ή κατοικούν, σ. 136.
Η πατρίδα, ως εδαφική επικράτεια είναι μικρότερη από αυτή που το έθνος κράτος ορίζει
(αλύτρωτες πατρίδες)
Την εποχή του εθνικισμού, κατεξοχήν ως πατρίδα νοείται το έθνος, ακριβώς επειδή η εθνική,
ως πρωταρχική, ταυτότητα εκλαμβάνεται ως αντιπροσωπευτική του οικείου και του
προσφιλούς, ακόμη και αν δεν υφίσταται το στοιχείο της προσωπικής, αδιαμεσολάβητης
επαφής με τα άλλα μέλη του έθνους. Με άλλα λόγια, ο εθνικισμός απορροφά τον
πατριωτισμό, οπότε έθνος και πατρίδα ταυτίζονται (Δεμερτζής, 1996, σ. 202). Επομένως,
από μια σκοπιά εξωτερική προς τον εθνικισμό όπως τον έχουμε ορίσει, η διάκριση
πατριωτισμού και εθνικισμού στερείται αναλυτικής αξίας και καθίσταται σχεδόν άνευ
νοήματος.

Ωστόσο, το πόσο επισφαλής είναι η διάκριση πατριωτισμός-εθνικισμός και πόσο τα μεταξύ


τους όρια καθίστανται περατά γίνεται σαφές όταν δύο εθνικισμοί –εδώ εννοούμε τον
εθνικισμό με την επιστημονική σημασία ως ιδεολογία– ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Ως μικρή υποσημείωση στα παραπάνω, αναφέρουμε τον σοβινισμό, έννοια που παραπέμπει
στον ακραίο εθνικισμό. Σοβινιστής είναι αυτός που έχει την πεποίθηση ότι το δικό του έθνος
είναι ανώτερο, εντελώς ξεχωριστό από τα υπόλοιπα για το μεγαλείο και τη δόξα του, ενώ ο
ίδιος είναι απολύτως αφοσιωμένος μέχρι αυτοθυσίας στην αποστολή να το υπηρετεί άνευ
όρων, διακατεχόμενος από φανατισμό έναντι των εχθρών, τους οποίους και αντιμετωπίζει
μειωτικά. Η λέξη προέρχεται από τον Nicolas Chauvin [Σοβέν], στρατιώτη του στρατού του
Ναπολέοντα και φανατικού υποστηρικτή του.

You might also like