Το μαρτυρικό τέλος της Ελένης Παπαδάκη

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 41

Το μαρτυρικό τέλος της Ελένης Παπαδάκη

Δεκεμβριανά: Η Δολοφονία με Τσεκούρι της Μεγάλης Ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη...

Η Ελένη Παπαδάκη ήταν η κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός του Μεσοπολέμου, την


οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει 'αδιαμφισβήτητη διάδοχο της
Κοτοπούλη'. Γνώρισε την δόξα πολύ νέα, αλλά έχασε την ζωή της μόλις στα 41 της,
μέσα στο χάος του Εμφυλίου πολέμου, και έκτοτε ξεχάστηκε.Ο Μαρσάν, θαυμαστής
και βιογράφος της, έπειτα από πολύχρονη έρευνα φωτίζει τις άγνωστες πτυχές της
ζωής της: την θεατρική της ιδιοφυία, την βαθειά και σπάνια μόρφωσή της, την
καριέρα της στο εξωτερικό, την κόντρα της με την Κατίνα Παξινού, τις ιδιόμορφες
ερωτικές της επιλογές, την πατριωτική δράση της στην Κατοχή, έως την σκοτεινή
δολοφονία της από το ΚΚΕ.

Όχι απλά μια καλλιτεχνική βιογραφία. Πρόκειται για την δραματική πάλη μιας
ανώτερης πνευματικά προσωπικότητας για καταξίωση και δημιουργία, στην
ανέκαθεν αναξιοκρατική Ελλάδα. Ξεσκεπάζεται το παρασκήνιο της λειτουργίας της
κρατικής 'επιχείρησης' του Εθνικού Θεάτρου, όπου οι το χρήμα και οι γνωριμίες
ανέβαζαν στην κορυφή ταλαντούχους και μή καλλιτέχνες και άλλους τους
'εξαφάνιζαν'.

Λασπολογία και συκοφαντίες (Νοέμβρης 1944)


Η Ελένη Παπαδάκη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκανε το πέρασμά της στην
αρχαία τραγωδία και τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος περιγράφονται με
χρυσά γράμματα από τους κριτικούς.

Η γνωριμία της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη, θα περιγραφτεί συκοφαντικά


ώς έρωτας από τον σύγχρονο της Τύπο, και εκείνη θα κατηγορηθεί ώς ''η πόρνη-
φιλενάδα'' του φιλογερμανού πολιτικού. Στην ουσία, σήμερα έχει ξεκαθαριστεί
πλήρως η εικόνα για το υποτιθέμενο ειδύλλιο: ο Ράλλης, ήταν ενδεχομένως πολύ
ερωτευμένος με την Ελένη Παπαδάκη, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα
αισθήματά του. Η φιλία όμως, και ο θαυμασμός του για την Παπαδάκη, επέτρεπαν
στην ηθοποιό να ζητά χάρες από τον Ράλλη, και να σώζει κυριολεκτικά από τον
θάνατο έλληνες πατριώτες, είτε κομμουνιστές αντάρτες, είτε εβραίους
καταζητούμενους.

Αντί όμως για αυτά, η αριστερή προπαγάνδα, προτιμούσε να την παρουσίαζει ώς


ανθελληνίδα, ώς προδότρια της χώρας της [..] Χρόνια μετά, ο ηγέτης των
Κομμουνιστών, Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η
δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια... ''ανοησία''.

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό ζυγό,
βρήκε τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, όπως και όλο τον ελληνισμό,
χωρισμένο σε δεξιούς και αριστερούς,στα πρόθυρα του χειμώνα του 1944. Γείτονας
πρόδιδε γείτονα, φίλος κατέδιδε φίλο, και οι αριστεροί ηθοποιοί τους δεξιούς. Ή, και
αντίστροφα.

Οι εκλογές του Σωματείου Των Ηθοποιών το Νοέμβρη του 1944 εκλέγουν την δεξιά
παράταξη : Δημήτρης Χόρν, Άννα Καλουτά, Νίκος Δενδραμής, Ρένα Βλαχοπούλου,
Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Σπύρος Μουσούρης, κ.α. Στον αντίποδα,
βέβαια, οι αριστεροί : Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Τίτος Βανδής, Δήμος
Σταρένιος, Δημήτρης Μυράτ, Αλέξης Δαμιανός, Ζώρζ Σαρρή, Νίκος Τζόγιας, κ.α.
Ομως, κατ'απαίτηση μερίδων του σωματείου, αρχίζουν οι διαγραφές ηθοποιών από
τον σύλλογο. Στις 23 Νοεμβρίου δημοσιεύουν μια λίστα με τίτλο ''Οι προδόται
ηθοποιοί'' και όσοι θεωρούνται ''προδόται'', δικάζονται συνοπτικά για να
αποβληθούν..

Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των


Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!»,
ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο.
Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για
να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το
διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και
απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί
εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί
επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω
και κατʼ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε
άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».

Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια


της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεών της, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο
ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη
Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του
Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του Βουνού. Όμως
όλα αυτά είχαν ξεχαστεί τόσο γρήγορα..

Και λασπολογία καλά κρατούσε.

Ο ''απαγορευμένος'' Τύπος της εποχής, με την καθοδηγούμενη από αριστερούς


κύκλους εφημερίδα ''Ελληνικό Αίμα'' διέδιδαν ευθαρσώς λαϊκιστικά αποκυήματα της
φαντασίας τους:

''Ας σημειωθεί οτι ο Ράλλης δώρισε στον γεροντικό του έρωτα, μια ζώνη από
πλατίνα, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Έτσι, ενώ ο λαός υποφέρει από την
πείνα, ο πρωθυπουργός παριστάνει τον ''γενναιόδωρο'' εραστή.''
''Διεθόθη [...] τις τελευταίες μέρες, οτι ο Γιάννης Ράλλης κατόρθωσε με ''δημοκρατικό
ειδικό νόμο'' να τελέσει τον τέταρτο γάμο του, νυμφευθείς την Ελένη Παπαδάκη''.

Όλα αυτά προκαλούσαν, δικαιολογημένα σε κάποιο βαθμό, το λαϊκό αίσθημα. Μέρες


μετά τη δολοφονία της Ε.Π., οι δήμιοι θα έψαχναν απεγνωσμένα στο σπίτι της, για
την ...υποθετική πλατινένια ζώνη που της χάρισε σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ο
πρωθυπουργός.. Αντ' αυτής, οι πλιατσικολόγοι, βολεύτηκαν τελικά μόνο με μια
γούνα.

Οι τελευταίες της ημέρες (Δεκέμβρης 1944)


(Απόσπασμα από την 'Ελένη Παπαδάκη' του Πολύβιου Μαρσάν)

Πρωτομηνιά... 1 Δεκεμβρίου 1944. Η Ελένη και η Αιμιλία (Καραβία) στέκονται


μπροστά στην μπαλκονόπορτα που άνοιγε στην μεγάλη βεράντα στο διαμέρισμα της
Ελένης στην οδό Ιακωβίδου, απ'όπου φαινόταν ο κάμπος ώς την Πάρνηθα και το
Αιγάλεω. Με τα αιώνια μελαγχολικά της μάτια, η Ελένη κοίταζε σιωπηλή πρός τα
βουνά. Η Αιμιλία, παρακολουθώντας το βλέμμα της, είπε:

-Σήμερα πρωτομηνιά,σαν τα ψηλά βουνά να'ναι η τύχη σου και η ζωή σου..

-Η ζωή μου; ρώτησε εκείνη και σκύβοντας στην παλάμη του αριστερού χεριού της
ακολούθησε με τον δείκτη του δεξιού, την γραμμή της ζωής της. Κοίταξε τι μικρή
είναι η ζωή μου! Με όλες τις ευχές που με βάζετε να κάμω κάθε πρωτομηνιά στα
ψηλά βουνά και στο καινούριο φεγγάρι, η ζωή για μένα είναι πάντα πικρή! Ευτυχώς
που θα τελειώσει γρήγορα...

Και την κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε παρ'όλ'αυτά μια διάψευση από την
Αιμιλία.

Δύο εικοσιτετράωρα μετά, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, άρχισαν στην Πλατεία


Συντάγματος τα τραγικά γεγονότα.

***

Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη:

''Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του'44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα
ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια - είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη
συγκοινωνιακών μέσων - να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το
πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο
'Παπαιωάννου'' άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ''Που πάς, δεν υπάρχουν
παραστάσεις!''. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό
Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ'το σπίτι της. Της είπα
τα νέα: ''Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό''. Έγινε θηρίο
ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ''Είσαι
και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!'', φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της,
που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της
αντιμιλήσω. Λιγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε
οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη
των δωσίλογων ηθοποιών.''

***

Οι κάτοικοι του τέρματος Πατησίων ήταν αποκομμένοι απο το κέντρο της


πόλης,οπου ξέσπασαν οι πρώτες μάχες. Στην περιοχή τους υπήρχε ησυχία παρ'οτι
στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελασίτες και τις επόμενες μέρες ακουγόταν που και
που κάποιος πυροβολισμός. Τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, και στην όλη περιοχή
δύσκολα εύρισκε κανείς κάποιο κουνουπίδι, ένα αυγό ή λίγα πορτοκάλια. Ηλεκτρικό
δεν υπήρχε, τα δωμάτια φωτίζονταν τα βράδια με λάμπες πετρελαίου ή με κεριά ή
λυχνάρια. Οι κάτοικοι της περιοχής για να σπάσουν τη μονοτονία, μαζεύονταν σε
μικρές παρέες στα γειτονικά σπίτια εναλλάξ, παίζαν χαρτιά ή συζητούσαν, τί άλλο, τα
πολιτικά γεγονότα των ημερών,και τα επακόλουθά τους. Φτάνουν στ'αυτιά τους τα
νέα για τις οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, από τους όλμους, από τις καταστροφές
και τις ανατινάξεις σπιτιών και τετραγώνων, από τους πρώτους νεκρούς από τις
αδέσποτες, και απο τις απαγωγές και τις εξαφανίσεις ατόμων- στην αρχή
μεμονομένων περιστατικών, που με την πάροδο των ημερών πλήθαιναν.

Κατηφορίζοντας την Ιακωβίδου από την Πατησίων, διέσχιζε κανείς τις δύο κάθετες,
την οδό Τσίλλερ και την οδό Θεοτοκοπούλου. Τρίτη κάθετος, η οδός Ζερβού. Στην
γωνία δεξιά, αριθμός 28 της οδού Ιακωβίδου, η διόρωφη μονοκατοικία της
οικογένειας Παπαδάκη. Δίπλα ακριβώς, επί της οδού Ζερβού 72, το σπίτι της
Αιμιλίας Καραβία. Και στην Χρυσοστόμου Σμύρνης το σπίτι του Δημήτρη Μυράτ.

Κολλητά, έμενε η χήρα του Αλέξανδρου Κορυζή, διαδόχου του Μεταξά, που
αυτοκτόνησε με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Η κόρη του, Μαρίκα
Κορυζή, ήταν παιδική φίλη της Ελένης.

Στο σπίτι της οικογένειας Παπαδάκη έμενε το 1944 ο αδερφός της, Μιχάλης
Παπαδάκης με την σύζυγό του Τεό. Σε ξεχωριστό όροφο φιλοξενούνταν ο αδερφός
της Τεό, Μάρκος Φουντουκάς. Είχε έρθει από τη Ρουμανία στην Ελλάδα για να
ορθοποδήσει οικονομικά. ''Ήταν οπωσδήποτε ερωτευμένος με την Ελένη κι αυτός,
γιατί όλοι την ερωτευονταν'', θυμάται η γειτόνισσα κα.Παπαληγούρα. Δίπλα έμενε η
Αιμιλία Καραβία, που φιλοξενούσε στο σπίτι της κρυφά έναν εβραίο φίλο της, τον
Σάμ Μπράντενμπεργκ, με τον οποίο η Ελένη Παπαδάκη είχε όπως έλεγε ''μεγάλο
δεσμό'', ίσως ερωτικό, ίσως φιλικό-ποιός ξέρει; Η μητέρα της Ελένης Παπαδάκη
ζούσε ακόμα, και μαζί με τον συντηρητικό αδελφό Μιχάλη, έβλεπαν με μισό μάτι τις
εξόδους της Ελένης στα κατοχικά χρόνια.

Η φίλη της, Μαρίκα ''Μπούμπα'' Κορυζή, ήταν συνδεδεμένη με το αντάρτικο και την
Κομαντατούρ,και συχνά έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι της Ελένης ή της Αιμιλίας στα
δύσκολα. Η Ελένη, η Αιμιλία, η Μπούμπα, ο Σάμ , ήταν μια παρέα που πάσχιζε να
κρατήσει την αισιοδοξία της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Συχνά έφερναν μαζί τους
τον μαέστρο Γιάννη Σπάρτακο, και τραγουδούσαν. Της Ελένης, άρεσε πολύ να
κουλουριάζεται στο ντιβάνι ακούγοντας τον Γιάννη να παίζει πιάνο και να τραγουδά.
Συχνά έπαιζε κι εκείνη πιάνο για τους φίλους της, και τραγουδούσε την επιτυχία της
εποχής με ζωντάνια : ''Θα σε πάρω να φύγουμε.. σ'άλλη γή, σ'άλλα μέρη..'''

Τα πρωινά, η Ελένη έβγαινε στην αγορά στα Πατήσια, για να αναζητήσει τρόφιμα για
τον επισιτισμό της οικογένειας. Τις μέρες εκείνες του Δεκέμβρη, ο συνάδελφός της
Διονύσης Θάνος, την έβλεπε να συχνάζει στην αγορά, από μαγαζί σε μαγαζί, παρά
την παρουσία των ελασιτών στους κεντρικούς δρόμους. Υπέθετε λοιπόν οτι είχε
αποκατασταθεί η φήμη της, για να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εκεί..
Άλλα άτομα από τον περίγυρό της ανησυχούσαν λίγο παραπάνω. Ο ηθοποιός
Χαράλαμπος Πλακούδης της συνέστησε να μην παρουσιάζεται πολύ για να μην γίνει
στόχος, ενώ ο δικηγόρος Νίκος Θηβαίος, της πρότεινε να μετακομίσει σε μια πιο
ασφαλή γειτονιά-ίσως στο Κολωνάκι. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, παρότι είχαν γίνει
ήδη έξι συλλήψεις γύρω από την γειτονιά της στα μέσα του Δεκέμβρη..

Ατάραχη, απαντούσε σε όποιον την συμβούλευε να φυλαχτεί:

''Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες
ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με
πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες
μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στην θέση τους.
Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να
φύγω λοιπόν;''

***

Όλη η γεμάτη ευθύτητα ζωή της Ελένης, κορυφώθηκε με την τελευταία αυτή στάση
της, την εποχή του φόβου και της τρομοκρατίας. Με ήσυχη τη συνείδηση παρέμεινε
στα Πατήσια, ενώ πολύς κόσμος από την ΕΑΜοκρατούμενη ζώνη δραπέτευσε πρός
το Κολωνάκι. Πολλοί διερωτήθηκαν αργότερα, πώς και γιατί δεν διέφυγε κι εκείνη,
και το θεώρησαν απρονοησία και κακή εκτίμηση της κατάστασης, ενώ για την Ελένη
ήταν μια πράξη συνέπειας πρός όλη τη ζωή της. Το πόσο διέφερε η Ελένη από τους
άλλους το απέδειξε το γεγονός οτι δεν ζήτησε να διαφύγει ή να κρυφτεί...

Σαν την Αντιγόνη..

Η σύλληψη κι η εκτέλεση (21 Δεκεμβρίου 1944)


(Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν)

21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα


τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη
αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με την συνήθειά της,
σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι οτι δεν το
συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή
πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα
καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της,
φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά
που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό.

Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην
οικογένεια Παπαδάκη οτι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν
ενδιαφέρονταν ν'αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη
εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη. Η
Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά:

-Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο).

Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας
και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί.
Γενικά όλη η γειτονια παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά
απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη
από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια
σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η καΠαπαληγούρα οτι φεύγοντας η Ελένη
της είπε οτι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ , συμπληρώνοντας οτι είχε το
προαίσθημα πως θα την συλλάβουν.Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό,
συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ'το δωμάτιο της, χάιδεψε τα
βιβλία της στην βιβλιοθήκη.

-Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην


πάθουν τίποτα τα βιβλία μου..

Στο σπίτι του Μυράτ για ώρα έπαιζαν χαρτιά, ο Μυράτ, ο Σάμ και κάποιοι άλλοι
κύριοι, όλοι τους γείτονες, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε, μιας κι ο ίδιος δεν ήταν
χαρτοπαίκτης. Σ'ένα μικρό σαλονάκι στο πίσω μέρος, η Ελένη με την Αιμιλία
Καραβία, την Χρυσούλα Μυράτ, και την Φωτεινή Λούη, συζητούσαν.

Στο σπίτι των Παπαδάκη εκείνη την ώρα ήταν μόνο η μητέρα της Ελένης. Ο Μιχάλης
είχε πάει για καφέ με τον κουνιάδο του, και η Τεό ήταν στης γειτόνισσας. Τρία
τετράγωνα πιο πέρα, στα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ, στη διασταύρωση Πολυλά
και Μαρτζώκη, η ''λαϊκή αστυνομία'' του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, με επικεφαλής της τον
Ορέστη, αποφάσιζε την τύχη της Ελένης Παπαδάκη..

Αυτός ο Ορέστης, εικοσιτριών χρόνων άντρας, ήταν φύση εγκληματική,


διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα αληθινό απόβρασμα της κοινωνίας, που μέσα στην
ταραγμένη ατμόσφαιρα των Δεκεμβριανών, απέκτησε αξία και αξιώματα, και προέβει
σε μια σειρά από λεηλασίες, πλιάτσικα και φόνους.

Καλοπερνούσε, με τον υποδιοικητή του και τον βοηθό, και με τις διάφορες ερωμένες
τους: έκαναν συλλογή από τα πολύτιμα τιμαλφή των μελλοθάνατων ελλήνων
πολιτών, που τους εκτελούσαν κατά κανόνα στα Δυιλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Ωστόσο,
η ηγεσία του ΚΚΕ, δήλωνε οτι -και ίσως πραγματικά να - αγνοούσε την ασύδοτη
δράση του. Πρός το παρόν, η μόνη εναντίωση στις πράξεις του ήταν οι σύντροφοι-
δήμιοι, με τους οποίους είχε μονίμως προστριβές ώς πρός τον διαμοιρασμό της λείας
των νεκρών! Ήθελε τη μερίδα του λέοντος ο Ορέστης...

Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται οτι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης
Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των
''αντιδραστικών στοιχείων'' και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό ''η
φιλενάδα του Ράλλη''.

Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να την συλλάβει.


Μην γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό
Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή,
Γεωργία, πρός τα πού να κατευθυνθεί. Σταμάτησε έξω απ'το σπίτι της Αιμιλίας
Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο
διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο
ανοιχτό παράθυρο. Την ρώτησε άγρια:
-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη;

-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.

-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;

-Δεν ξέρω που είναι,μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.

-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!

Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.

-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;

-Δεν ξεύρω,σας είπα. Βγήκε απ'το σπίτι. Τι συμβαίνει;

Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη


κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι
έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε
τον Μιχαλακόπουλο.

-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!

-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια.

Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο,
κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να
ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους
''πολιτοφύλακες''' οτι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος
του ΕΑΜ, και ήλπισε οτι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκα προς το
σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία,
κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε
στην οικία Μυράτ. Οι άντρες,που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.

-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους,
μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή.

Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η


οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη,
υποδεικνύοντας της να πηδήσει απ'το παράθυρο και να βγεί στον κήπο. Η Παπαδάκη,
διατηρώντας την γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση:

-Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δώ τι με θέλουν..

Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με την σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα


του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του.

-Εδώ είμαι,κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη..

-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση..


Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη,
παίρνει το λόγο:

-Μήν κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν,όλοι..

***

Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ώς συλληφθέντες την Ελένη, τον


Σάμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν
σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει
απ'το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί οτι αυτή θα είναι η τελευταία φορά
που θα την δεί ζωντανή. Επόμενη στάση, τα γραφεία του ΕΑΜ.

Στα γραφεία του ΕΑΜ, ο Δημήτρης Μυράτ συναντά έναν παλιό του φίλο ελασίτη,
και συζητούν με οικειότητα. Ύστερα ο Δημήτρης, εξηγεί στην Αιμιλία που είναι
ανήσυχη, οτι θα κρατήσουν την Ελένη για μια ''εξονυχιστική ανάκριση'', κι έπειτα θα
την αφήσουν ελεύθερη.

Ένα τέταρτο μετά βγαίνουν στο δρόμο. Ο Μπιλιράκης, λέει στην Ελένη οτι την είχε
δεί στο θέατρο, χρόνια πρίν, στο έργο Ζακυνθινή Σερενάτα. Στη διασταύρωση
Πατησίων και Ροστάν, ο Δημήτρης Μυράτ, αφήνει την Ελένη με την Αιμιλία να
συνεχίσουν το δρόμο τους με τον πολιτοφύλακα, και γυρίζει στο σπίτι του. Ενώ ο
Μυράτ απομακρύνεται, ο Μπιλιράκης κάνει γνωστές τις προθέσεις του στην Αιμιλία
εν είδει συμβουλής:

-Καλό είναι να μην πάς και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θές, τι τα γυρεύεις!..

-Απορώ πως μπορείς να διανοηθείς οτι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη!
απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη.

Φτάνοντας στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα


συνοδευόμενες απ'τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν,και
φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο. Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και
χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι
εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος,
προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για την συμπεριφορά του στο ζώο.. Μόλις
περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και
να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη..

Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σάμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά
κρατούμενος, την προειδοποιεί να μην γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα
ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των
καταζητούμενων της πολιτοφυλακής.

Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι
άνω κάτω, αναζητώντας ... όπλα, γιατί οι ''πληροφορίες'' τους, θέλουν την οικία μιας
ηθοποιού ...άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος! Δεν βρίσκουν τίποτα
από οπλισμό,και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα
πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο
στην ''ερωμένη'' του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά.. Φιάσκο η
υπόθεση...

***
Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη
στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την
Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα
μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά:

-Μα... οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν!

Η Αιμιλία σχολιάζει, οτι όντως υπήρξαν ορισμένοι που την συκοφαντούσαν από τους
συναδέλφους της.

-Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξί, ο Μπιλιράκης.

Ο Σάμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να


συμπληρώνει:

-Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!

***

Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται


γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της
περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνίας σύστησε
στις φυλακισμένες την καινούρια κρατούμενη:

-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη.

Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελλιού,


διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως
αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη
Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πρίν τη δολοφονία της.

Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρυνση από τις κυρίες που
φιλοξενούσε το κελλί. Ετσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι
ίδιες από τα λόγια και την μαγική ομιλία της Παπαδάκη. Η Ελένη ήταν πεπεισμένη
οτι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι
συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης,
όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της
πρόσωπο με πρόσωπο.

Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε
παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια.. και για την Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος
μεγάλος ρόλος της.. Ωστόσο κάθε τόσο, εξάφραζε την αγωνία της, αδημονούσε
να'ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν την καλούσαν για
απολογία..

Γύρω στις εφτάμιση με οκτώ το βράδυ, παρουσιάστηκε στα γραφεία της


Πολιτοφυλακής ο Μπιλιράκης. Δεν είχε κατορθώσει να βρεί στοιχεία ενοχοποιητικά
για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν, ούτε δώρα
αξίας από τον Ράλλη, και τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη
στην πατρίδα της, ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που
μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη!

***

Αργά τη νύχτα η Αιμιλία Καραβία επισκέφθηκε την πολιτοφυλακή. Ο υπεύθυνος,


ένας πενηντάρης, απρόθυμος εντελώς να την εξυπηρετήσει, είχε διάθεση για χιούμορ.
Όταν η Αιμιλία τον ρώτησε με ποιόν έχει να κάνει της απάντησε:

-Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!

Στο αχνό φώς μιας λάμπας, ο ''Μαρά'' έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της
δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, οτι η
Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών. Έπειτα από
πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη
για επισκεπτήριο.

Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ
σύντομη.

Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα
μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε
αφήσει στο κρεβάτι της, πρίν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο..

Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος. Η Ελένη είχε
φροντίσει να μπεί το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ'την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν
έμαθε οτι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και την χαιρέτησε.
Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που
έφευγε με αυτά τα λόγια:

-Καλά που σε είδα.. Είχα αγωνία να βρώ τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε
για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια.

Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελλί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον
υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε
νόημα με τα μάτια σ'έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά.
Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους. Τελικά
την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό- μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η
Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη..

***
Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο
άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν ..καρβουνιάρης στο
επάγγελμα, την οδήγησαν στο χώλ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο
καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της
Αριστεράς!)

Η κ.Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ'την


κλειστή πόρτα:

-Πού είναι η κυρία Ράλλη;

-Πότε έκανες τους γάμους σου;

Η Ελένη έπρεπε κάτι ν'απαντήσει σ'αυτά τα παράλογα..

-Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη.

-Άσ'τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο!

- Άν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να
κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα!

Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει οτι δεν παίρνει απο ψευτιές την
πλησίασε και την χαστούκισε.

-Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέμματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες
ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα οτι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις
αποδείξεις..

-Δε τ'αφήνεις αυτά; Δεν μας λές καμμιά αλήθεια καλύτερα;

-Φέρτε φώς να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε οτι λέω την αλήθεια, φέρτε φώς και θα
καταλάβετε από μόνοι σας.

- Είναι περιττό το φώς! Υπάρχουν αποδείξεις οτι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα
πήγαινε!

***

Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρ'όλο που την είδαν να κλαίει
σιγανά ώς την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το
ηθικό της. Θα'ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο
ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ'ένα
καντήλι.

-Εμπρός σηκωθείτε!

-Τι με θέλετε; Που θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου.


Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της ο Τάκης είπε:
-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά
μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της,
Μαρίκα, με την κατηγορία οτι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν [....]

Η Νιόβη γνώριζε καλά οτι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το
κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας οτι έρχεται η ώρα του θανάτου της,
και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και την δική της
μοίρα, την εμψύχωσε:

-Μη φοβάσαι,Νιόβη. Ο θάνατος απ'τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί..

Η καΧριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις
παρέδωσε στους ελασίτες. Πρίν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να
ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για την μεταφορά της στο
στρατόπεδο.

Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί;

***

Στο γκαράζ της πολιτοφυλακής περίμενε στημένη μια μαύρη Φόρντ. Η Ελένη
κούμπωσε καλά το γούνινο παλτό της γιατί το πρωινό κρύο ήταν διαπεραστικό.
Πρώτα κάθισε η Χαριτάκη, και μετά επιβιβάστηκε η Ελένη. Τρείς άντρες και ο
οδηγός φρουρούσαν δύο άοπλες γυναίκες.. Άγνωστο τι ειπώθηκε στη διαδρομή.
Κανείς δεν θα το μάθει, ποτέ.

''Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό!'' της είχαν πεί πρίν χρόνια, διαβάζοντας τη μοίρα
της. Φοβόταν τότε για πιθανό τραυματισμό από αιχμηρά σίδερα στη θάλασσα.. Το
Νερό και το Σίδερο. Τα Δυιλιστήρια και η Σφαίρα.

Πόσο κοντά ήταν!

***

Ο Βλάσσης Μακαρώνας, ήταν ο ωμός εκτελεστής της Ελένης Παπαδάκη. Πρίν γίνει
ο δήμιος της Ελένης ήταν ένας μπακάλης από τους Ποδαράδες. Ο καπετάν Ορέστης,
ήταν φυσικά ο επόπτης στο μεγαλειώδες έργο των δημίων του, Στέφανου Λιόλιου,
Πέτρου Τζογανάκη, Ιωάννη Κουκούτση.

''Μου την έφεραν σε ταξί.'' διηγήθηκε ο Μακαρώνας. ''την είχαν στριμωγμένη οι


άνθρωποι της πολιτοφυλακής. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της γιατί έκανε
διαβολόκρυο. ''

Μετά από την Ελένη Παπαδάκη είχαν σειρά επτά χωροφύλακες πρός εκτέλεση. Και ο
αριθμός τους αυξάνονταν μέχρι το πρωί. Γι'αυτό έγιναν όλα βιαστικά. Τους κράτησαν
προσωρινά στο κρατητήριο κι ύστερα ξεκίνησε η παρέλαση..

Οι μελλοθάνατοι παρήλαυναν μπροστά από τον καπεταν-Ορέστη ο οποίος τους


γύμνωνε από τα πολύτιμα αντικείμενα.. Σταυρούς, βέρες, δαχτυλίδια.. Όταν ήρθε η
σειρά της Ελένης, της αφαίρεσε δύο δαχτυλίδια και τη την ξαπόστειλε στην ομηρία.
Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, του ήρθε επιφοίτηση:

-Πώς είπε αυτή οτι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο
ελλήνων ηθοποιών;''

Κι έδωσε την διαταγή του θανάτου.

***

Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό. Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά
στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα
άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι
πλησιάζει το τέλος της. Ετρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους
παρακαλούσε. Εβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την
διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές
απελπισίας και γόους. Ορμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μεσα σ’ ένα
κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί
την έγδυσαν με την βία.

Όμως, ποιός ξέρει τι συντελέστηκε εκείνη τη στιγμή μέσα στην ψυχή του δήμιου;
Ενοχές; Αναλαμπή ανθρωπιάς; Οίκτος για την άδικη καταδίκη της; Τον συγκίνησε η
γυναικεία αδυναμία, η ομορφιά, ή οι θρήνοι της; Όπως και να'χει, ο δολοφόνος της
προτίμησε να της φυτέψει δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ίσως ήταν τυχερή μές στην
ατυχία της.

Δεν βασανίστηκε περισσότερο.


Και ο επίλογος του δράματος
Για δύο μήνες η Ελένη έμενε αγνοούμενη. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε και η
απελπισία συγγενών και φίλων άγγιζε το ζενίθ. Ο αδελφός κι η κουνιάδα της, έβαλαν
λυτούς και δεμένους για να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής. Η Αιμιλία Καραβία
ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον ελβετό Λαμπέρ,του
Ερυθρού Σταυρού, μήπως εκείνος λύσει την υπόθεση. Η Μαρίκα αγωνιούσε κι εκείνη
και προσέφερε όποια βοήθεια μπορούσε.. Έψαχναν στις εφημερίδες για το όνομά της
ανάμεσα στους ομήρους, στις λίστες φυλακών και νοσοκομείων.. Αλλά μάταια. Τα
κακά προαισθήματα με τον καιρό πλήθαιναν, ώσπου να επιβεβαιωθούν.

Η Μαρία Αλκαίου, κόρη της ηθοποιού Σαπφώς Αλκαίου θυμάται την αγωνία για την
τύχη της Ελένης Παπαδάκη που είχε εξαπλωθεί και στον καλλιτεχνικό χώρο πιά.

Διηγείται:

''Θυμάμαι η μάνα μου, όταν ο Ρίτσος μπήκε στο σπίτι μας, αντί για καλημέρα του
είπε,
-Που είναι η Παπαδάκη; Που είναι η Παπαδάκη, Ρίτσο;

Κατέβαζε το κεφάλι εκείνος. Δεν είχε ιδέα. Δεν ήξερε τίποτα.

-Που είναι η Ελένη; Που είναι η Ελένη! Που είναι,Ρίτσο;επέμενε η μητέρα μου, αντί
για καλημέρα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ..''

***

Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες από τότε που έγινε η απαγωγή της Ελένης από το
σπίτι των Μυράτ την 21η Δεκεμβρίου 1944 , όταν στις 26 Ιανουαρίου του Ιανουαρίου
1945 ο προιστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ
Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο
των Διυλιστηρίων της Ούλεν, κάτι τον ενδιέφερε.

Ο Σαμ οδηγούμενος από τον Γελαδάκη , πιστοποίησε αυτή του τη ανακάλυψη:


Σωστό ράκος αναγνώρισε την Ελένη Παπαδάκη που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρις-
τέσσερις άλλους. Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η
Ελένη. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, με τις ζαρτιέρες
ζωσμένη στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με
διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της…Η βοηθός
του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν..

‘Εχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω
ξαναδή..'

***

Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος της μεγάλης ηθοποιού η Αθήνα και ο καλλιτεχνικός


κόσμος βυθίστηκαν σε πένθος.

Οι συγγενείς και οι φίλοι της Ελένης συνετρίβησαν, όπως είναι φυσικό από τον χαμό
της. Ο αδελφός της Μιχάλης συγκέντρωσε αργότερα κείμενα και φωτογραφίες
σχετικά με την Ελένη και εξέδωσε ένα βιβλίο στην μνήμη της.

Η Αιμιλία Καραβία πέρασε τα επόμενα χρόνια σε βαθύ πένθος και απομόνωση.


Ο Ιωάννης Ράλλης, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, κατέρρευσε κυριολεκτικά.

Στις 25 Ιανουαρίου 1925 , Κυριακή πρωί έγινε η κηδεία της Ελένης, στην εκκλησία
του Άγιου Γεώργιου Κυρίτση, μέσα σε κλίμα έντονης αγανάκτησης. Μερικοί
συνάδελφοι και αληθινοί φίλοι της παραβρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Η Μελίνα
Μερκούρη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, Δημήτρης Χόρν, Σάμ Μπράντενμπουργκ, Άννα
Καλουτά, Ανδρέας Φιλιππίδης και πολλοί άλλοι, την τίμησαν με το ειλικρινές τους
πένθος.

Ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα επίγραμμα-αφιέρωση. Άνθρωποι του


καλλιτεχνικού στερεώματος έβγαλαν λόγους πλημμυρισμένους από οργή εναντίον
των συκοφάντων της που της κόστισαν τη ζωή.

Ο Θεόδωρος Ανδρουδής είπε κι ..άστραψε :


''Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο.
Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ'υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να
σε φθάσουν.''

Και ο Αχιλλέας Μαμάκης:


''Είσαι ειδικότερα θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου. Και έφθασε
ώς τη δολοφονία για να γλιτώσει από την συντριπτική σου υπεροχή. Τους έσβηνες
απ'την σκηνή με την εμφάνισή σου, και σε σβήσανε απ'την ζωή για να μην σ'έχει το
κοινό που σε λάτρευε, μέτρο σύγκρισης και υπεροχής. Επωφελήθηκαν αυτή την
τραγική αναστάτωση άνθρωποι που θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες, για να
ικανοποιήσουν μονάχα προσωπικά ελατήρια.''

***

Οι φοβεροί σφαγείς των Διυλιστηρίων της Ούλεν, οι φυσικοί αυτουργοί


συνελήφθησαν δύο μήνες αργότερα τελείως συμπτωματικά. Μέσα σ’ ένα τράμ ένας
επιβάτης αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ένας τροχιοδρομικός υπάλληλος
ανήκε σ’ ένα εκτελεσθέντα συγγενή του. Έτσι σιγά-σιγά συνελήφθη όλο το συνεργείο
των δημίων. Η αναπαράσταση των εγκλημάτων έγινε στα τέλη Μαρτίου 1945 στον
τόπο των εκτελέσεων και έφερε στο φώς τις φρικιαστικές λεπτομέρειες.

Ο καπετάν Ορέστης δικάστηκε και εκτελέστηκε, κυρίως γιατί κράτησε τα λάφυρα


απ'τους δολοφονημένους για τον εαυτό του, και μοίραζε τα κοσμήματα στις ερωμένες
του, αντί να τα χαρίζει στο ταμείο του Κόμματος!

Ο δήμιος της Ελένης, Βλάσσης Μακαρώνας, στην δίκη του έδωσε ρεσιτάλ
κτηνώδους ψυχισμού, δηλώνοντας οτι μετάνιωσε, όχι τόσο για την εκτέλεση της
Ελένης Παπαδάκη, αλλά πρωτίστως γιατί την γούνα της ηθοποιού την πήρε ώς λεία ο
Ορέστης κι όχι ο ίδιος!

***

«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να


ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (…). Χάσαμε ένα απ’
το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν
καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε
επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη.
Μια λέξη ακόμα:

συγχώρεσέ μας…»

Αναδημοσιεύουμε από το zougla.gr ένα κείμενο που αναρτήθηκε στις


3.12.2011:
Δεκεμβριανά: Η Δολοφονία με Τσεκούρι της Μεγάλης Ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη...

Η Ελένη Παπαδάκη ήταν η κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός του Μεσοπολέμου, την


οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει 'αδιαμφισβήτητη διάδοχο της
Κοτοπούλη'. Γνώρισε την δόξα πολύ νέα, αλλά έχασε την ζωή της μόλις στα 41 της,
μέσα στο χάος του Εμφυλίου πολέμου, και έκτοτε ξεχάστηκε.Ο Μαρσάν, θαυμαστής
και βιογράφος της, έπειτα από πολύχρονη έρευνα φωτίζει τις άγνωστες πτυχές της
ζωής της: την θεατρική της ιδιοφυία, την βαθειά και σπάνια μόρφωσή της, την
καριέρα της στο εξωτερικό, την κόντρα της με την Κατίνα Παξινού, τις ιδιόμορφες
ερωτικές της επιλογές, την πατριωτική δράση της στην Κατοχή, έως την σκοτεινή
δολοφονία της από το ΚΚΕ.

Όχι απλά μια καλλιτεχνική βιογραφία. Πρόκειται για την δραματική πάλη μιας
ανώτερης πνευματικά προσωπικότητας για καταξίωση και δημιουργία, στην
ανέκαθεν αναξιοκρατική Ελλάδα. Ξεσκεπάζεται το παρασκήνιο της λειτουργίας της
κρατικής 'επιχείρησης' του Εθνικού Θεάτρου, όπου οι το χρήμα και οι γνωριμίες
ανέβαζαν στην κορυφή ταλαντούχους και μή καλλιτέχνες και άλλους τους
'εξαφάνιζαν'.

Λασπολογία και συκοφαντίες (Νοέμβρης 1944)


Η Ελένη Παπαδάκη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκανε το πέρασμά της στην
αρχαία τραγωδία και τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος περιγράφονται με
χρυσά γράμματα από τους κριτικούς.

Η γνωριμία της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη, θα περιγραφτεί συκοφαντικά


ώς έρωτας από τον σύγχρονο της Τύπο, και εκείνη θα κατηγορηθεί ώς ''η πόρνη-
φιλενάδα'' του φιλογερμανού πολιτικού. Στην ουσία, σήμερα έχει ξεκαθαριστεί
πλήρως η εικόνα για το υποτιθέμενο ειδύλλιο: ο Ράλλης, ήταν ενδεχομένως πολύ
ερωτευμένος με την Ελένη Παπαδάκη, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα
αισθήματά του. Η φιλία όμως, και ο θαυμασμός του για την Παπαδάκη, επέτρεπαν
στην ηθοποιό να ζητά χάρες από τον Ράλλη, και να σώζει κυριολεκτικά από τον
θάνατο έλληνες πατριώτες, είτε κομμουνιστές αντάρτες, είτε εβραίους
καταζητούμενους.

Αντί όμως για αυτά, η αριστερή προπαγάνδα, προτιμούσε να την παρουσίαζει ώς


ανθελληνίδα, ώς προδότρια της χώρας της [..] Χρόνια μετά, ο ηγέτης των
Κομμουνιστών, Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η
δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια... ''ανοησία''.

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό ζυγό,
βρήκε τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, όπως και όλο τον ελληνισμό,
χωρισμένο σε δεξιούς και αριστερούς,στα πρόθυρα του χειμώνα του 1944. Γείτονας
πρόδιδε γείτονα, φίλος κατέδιδε φίλο, και οι αριστεροί ηθοποιοί τους δεξιούς. Ή, και
αντίστροφα.

Οι εκλογές του Σωματείου Των Ηθοποιών το Νοέμβρη του 1944 εκλέγουν την δεξιά
παράταξη : Δημήτρης Χόρν, Άννα Καλουτά, Νίκος Δενδραμής, Ρένα Βλαχοπούλου,
Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Σπύρος Μουσούρης, κ.α. Στον αντίποδα,
βέβαια, οι αριστεροί : Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Τίτος Βανδής, Δήμος
Σταρένιος, Δημήτρης Μυράτ, Αλέξης Δαμιανός, Ζώρζ Σαρρή, Νίκος Τζόγιας, κ.α.
Ομως, κατ'απαίτηση μερίδων του σωματείου, αρχίζουν οι διαγραφές ηθοποιών από
τον σύλλογο. Στις 23 Νοεμβρίου δημοσιεύουν μια λίστα με τίτλο ''Οι προδόται
ηθοποιοί'' και όσοι θεωρούνται ''προδόται'', δικάζονται συνοπτικά για να
αποβληθούν..

Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των


Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!»,
ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο.
Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για
να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το
διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και
απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί
εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί
επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω
και κατʼ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε
άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».

Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια


της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεών της, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο
ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη
Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του
Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του Βουνού. Όμως
όλα αυτά είχαν ξεχαστεί τόσο γρήγορα..

Και λασπολογία καλά κρατούσε.

Ο ''απαγορευμένος'' Τύπος της εποχής, με την καθοδηγούμενη από αριστερούς


κύκλους εφημερίδα ''Ελληνικό Αίμα'' διέδιδαν ευθαρσώς λαϊκιστικά αποκυήματα της
φαντασίας τους:

''Ας σημειωθεί οτι ο Ράλλης δώρισε στον γεροντικό του έρωτα, μια ζώνη από
πλατίνα, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Έτσι, ενώ ο λαός υποφέρει από την
πείνα, ο πρωθυπουργός παριστάνει τον ''γενναιόδωρο'' εραστή.''
''Διεθόθη [...] τις τελευταίες μέρες, οτι ο Γιάννης Ράλλης κατόρθωσε με ''δημοκρατικό
ειδικό νόμο'' να τελέσει τον τέταρτο γάμο του, νυμφευθείς την Ελένη Παπαδάκη''.
Όλα αυτά προκαλούσαν, δικαιολογημένα σε κάποιο βαθμό, το λαϊκό αίσθημα. Μέρες
μετά τη δολοφονία της Ε.Π., οι δήμιοι θα έψαχναν απεγνωσμένα στο σπίτι της, για
την ...υποθετική πλατινένια ζώνη που της χάρισε σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ο
πρωθυπουργός.. Αντ' αυτής, οι πλιατσικολόγοι, βολεύτηκαν τελικά μόνο με μια
γούνα.

Οι τελευταίες της ημέρες (Δεκέμβρης 1944)


(Απόσπασμα από την 'Ελένη Παπαδάκη' του Πολύβιου Μαρσάν)

Πρωτομηνιά... 1 Δεκεμβρίου 1944. Η Ελένη και η Αιμιλία (Καραβία) στέκονται


μπροστά στην μπαλκονόπορτα που άνοιγε στην μεγάλη βεράντα στο διαμέρισμα της
Ελένης στην οδό Ιακωβίδου, απ'όπου φαινόταν ο κάμπος ώς την Πάρνηθα και το
Αιγάλεω. Με τα αιώνια μελαγχολικά της μάτια, η Ελένη κοίταζε σιωπηλή πρός τα
βουνά. Η Αιμιλία, παρακολουθώντας το βλέμμα της, είπε:

-Σήμερα πρωτομηνιά,σαν τα ψηλά βουνά να'ναι η τύχη σου και η ζωή σου..

-Η ζωή μου; ρώτησε εκείνη και σκύβοντας στην παλάμη του αριστερού χεριού της
ακολούθησε με τον δείκτη του δεξιού, την γραμμή της ζωής της. Κοίταξε τι μικρή
είναι η ζωή μου! Με όλες τις ευχές που με βάζετε να κάμω κάθε πρωτομηνιά στα
ψηλά βουνά και στο καινούριο φεγγάρι, η ζωή για μένα είναι πάντα πικρή! Ευτυχώς
που θα τελειώσει γρήγορα...

Και την κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε παρ'όλ'αυτά μια διάψευση από την
Αιμιλία.

Δύο εικοσιτετράωρα μετά, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, άρχισαν στην Πλατεία


Συντάγματος τα τραγικά γεγονότα.

***

Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη:

''Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του'44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα
ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια - είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη
συγκοινωνιακών μέσων - να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το
πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο
'Παπαιωάννου'' άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ''Που πάς, δεν υπάρχουν
παραστάσεις!''. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό
Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ'το σπίτι της. Της είπα
τα νέα: ''Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό''. Έγινε θηρίο
ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ''Είσαι
και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!'', φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της,
που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της
αντιμιλήσω. Λιγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε
οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη
των δωσίλογων ηθοποιών.''

***
Οι κάτοικοι του τέρματος Πατησίων ήταν αποκομμένοι απο το κέντρο της
πόλης,οπου ξέσπασαν οι πρώτες μάχες. Στην περιοχή τους υπήρχε ησυχία παρ'οτι
στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελασίτες και τις επόμενες μέρες ακουγόταν που και
που κάποιος πυροβολισμός. Τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, και στην όλη περιοχή
δύσκολα εύρισκε κανείς κάποιο κουνουπίδι, ένα αυγό ή λίγα πορτοκάλια. Ηλεκτρικό
δεν υπήρχε, τα δωμάτια φωτίζονταν τα βράδια με λάμπες πετρελαίου ή με κεριά ή
λυχνάρια. Οι κάτοικοι της περιοχής για να σπάσουν τη μονοτονία, μαζεύονταν σε
μικρές παρέες στα γειτονικά σπίτια εναλλάξ, παίζαν χαρτιά ή συζητούσαν, τί άλλο, τα
πολιτικά γεγονότα των ημερών,και τα επακόλουθά τους. Φτάνουν στ'αυτιά τους τα
νέα για τις οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, από τους όλμους, από τις καταστροφές
και τις ανατινάξεις σπιτιών και τετραγώνων, από τους πρώτους νεκρούς από τις
αδέσποτες, και απο τις απαγωγές και τις εξαφανίσεις ατόμων- στην αρχή
μεμονομένων περιστατικών, που με την πάροδο των ημερών πλήθαιναν.

Κατηφορίζοντας την Ιακωβίδου από την Πατησίων, διέσχιζε κανείς τις δύο κάθετες,
την οδό Τσίλλερ και την οδό Θεοτοκοπούλου. Τρίτη κάθετος, η οδός Ζερβού. Στην
γωνία δεξιά, αριθμός 28 της οδού Ιακωβίδου, η διόρωφη μονοκατοικία της
οικογένειας Παπαδάκη. Δίπλα ακριβώς, επί της οδού Ζερβού 72, το σπίτι της
Αιμιλίας Καραβία. Και στην Χρυσοστόμου Σμύρνης το σπίτι του Δημήτρη Μυράτ.

Κολλητά, έμενε η χήρα του Αλέξανδρου Κορυζή, διαδόχου του Μεταξά, που
αυτοκτόνησε με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Η κόρη του, Μαρίκα
Κορυζή, ήταν παιδική φίλη της Ελένης.

Στο σπίτι της οικογένειας Παπαδάκη έμενε το 1944 ο αδερφός της, Μιχάλης
Παπαδάκης με την σύζυγό του Τεό. Σε ξεχωριστό όροφο φιλοξενούνταν ο αδερφός
της Τεό, Μάρκος Φουντουκάς. Είχε έρθει από τη Ρουμανία στην Ελλάδα για να
ορθοποδήσει οικονομικά. ''Ήταν οπωσδήποτε ερωτευμένος με την Ελένη κι αυτός,
γιατί όλοι την ερωτευονταν'', θυμάται η γειτόνισσα κα.Παπαληγούρα. Δίπλα έμενε η
Αιμιλία Καραβία, που φιλοξενούσε στο σπίτι της κρυφά έναν εβραίο φίλο της, τον
Σάμ Μπράντενμπεργκ, με τον οποίο η Ελένη Παπαδάκη είχε όπως έλεγε ''μεγάλο
δεσμό'', ίσως ερωτικό, ίσως φιλικό-ποιός ξέρει; Η μητέρα της Ελένης Παπαδάκη
ζούσε ακόμα, και μαζί με τον συντηρητικό αδελφό Μιχάλη, έβλεπαν με μισό μάτι τις
εξόδους της Ελένης στα κατοχικά χρόνια.

Η φίλη της, Μαρίκα ''Μπούμπα'' Κορυζή, ήταν συνδεδεμένη με το αντάρτικο και την
Κομαντατούρ,και συχνά έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι της Ελένης ή της Αιμιλίας στα
δύσκολα. Η Ελένη, η Αιμιλία, η Μπούμπα, ο Σάμ , ήταν μια παρέα που πάσχιζε να
κρατήσει την αισιοδοξία της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Συχνά έφερναν μαζί τους
τον μαέστρο Γιάννη Σπάρτακο, και τραγουδούσαν. Της Ελένης, άρεσε πολύ να
κουλουριάζεται στο ντιβάνι ακούγοντας τον Γιάννη να παίζει πιάνο και να τραγουδά.
Συχνά έπαιζε κι εκείνη πιάνο για τους φίλους της, και τραγουδούσε την επιτυχία της
εποχής με ζωντάνια : ''Θα σε πάρω να φύγουμε.. σ'άλλη γή, σ'άλλα μέρη..'''

Τα πρωινά, η Ελένη έβγαινε στην αγορά στα Πατήσια, για να αναζητήσει τρόφιμα για
τον επισιτισμό της οικογένειας. Τις μέρες εκείνες του Δεκέμβρη, ο συνάδελφός της
Διονύσης Θάνος, την έβλεπε να συχνάζει στην αγορά, από μαγαζί σε μαγαζί, παρά
την παρουσία των ελασιτών στους κεντρικούς δρόμους. Υπέθετε λοιπόν οτι είχε
αποκατασταθεί η φήμη της, για να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εκεί..
Άλλα άτομα από τον περίγυρό της ανησυχούσαν λίγο παραπάνω. Ο ηθοποιός
Χαράλαμπος Πλακούδης της συνέστησε να μην παρουσιάζεται πολύ για να μην γίνει
στόχος, ενώ ο δικηγόρος Νίκος Θηβαίος, της πρότεινε να μετακομίσει σε μια πιο
ασφαλή γειτονιά-ίσως στο Κολωνάκι. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, παρότι είχαν γίνει
ήδη έξι συλλήψεις γύρω από την γειτονιά της στα μέσα του Δεκέμβρη..

Ατάραχη, απαντούσε σε όποιον την συμβούλευε να φυλαχτεί:

''Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες
ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με
πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες
μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στην θέση τους.
Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να
φύγω λοιπόν;''

***

Όλη η γεμάτη ευθύτητα ζωή της Ελένης, κορυφώθηκε με την τελευταία αυτή στάση
της, την εποχή του φόβου και της τρομοκρατίας. Με ήσυχη τη συνείδηση παρέμεινε
στα Πατήσια, ενώ πολύς κόσμος από την ΕΑΜοκρατούμενη ζώνη δραπέτευσε πρός
το Κολωνάκι. Πολλοί διερωτήθηκαν αργότερα, πώς και γιατί δεν διέφυγε κι εκείνη,
και το θεώρησαν απρονοησία και κακή εκτίμηση της κατάστασης, ενώ για την Ελένη
ήταν μια πράξη συνέπειας πρός όλη τη ζωή της. Το πόσο διέφερε η Ελένη από τους
άλλους το απέδειξε το γεγονός οτι δεν ζήτησε να διαφύγει ή να κρυφτεί...

Σαν την Αντιγόνη..

Η σύλληψη κι η εκτέλεση (21 Δεκεμβρίου 1944)


(Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν)

21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα


τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη
αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με την συνήθειά της,
σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι οτι δεν το
συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή
πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα
καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της,
φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά
που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό.

Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην
οικογένεια Παπαδάκη οτι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν
ενδιαφέρονταν ν'αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη
εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη. Η
Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά:

-Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο).

Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας
και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί.
Γενικά όλη η γειτονια παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά
απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη
από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια
σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η καΠαπαληγούρα οτι φεύγοντας η Ελένη
της είπε οτι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ , συμπληρώνοντας οτι είχε το
προαίσθημα πως θα την συλλάβουν.Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό,
συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ'το δωμάτιο της, χάιδεψε τα
βιβλία της στην βιβλιοθήκη.

-Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην


πάθουν τίποτα τα βιβλία μου..

Στο σπίτι του Μυράτ για ώρα έπαιζαν χαρτιά, ο Μυράτ, ο Σάμ και κάποιοι άλλοι
κύριοι, όλοι τους γείτονες, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε, μιας κι ο ίδιος δεν ήταν
χαρτοπαίκτης. Σ'ένα μικρό σαλονάκι στο πίσω μέρος, η Ελένη με την Αιμιλία
Καραβία, την Χρυσούλα Μυράτ, και την Φωτεινή Λούη, συζητούσαν.

Στο σπίτι των Παπαδάκη εκείνη την ώρα ήταν μόνο η μητέρα της Ελένης. Ο Μιχάλης
είχε πάει για καφέ με τον κουνιάδο του, και η Τεό ήταν στης γειτόνισσας. Τρία
τετράγωνα πιο πέρα, στα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ, στη διασταύρωση Πολυλά
και Μαρτζώκη, η ''λαϊκή αστυνομία'' του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, με επικεφαλής της τον
Ορέστη, αποφάσιζε την τύχη της Ελένης Παπαδάκη..

Αυτός ο Ορέστης, εικοσιτριών χρόνων άντρας, ήταν φύση εγκληματική,


διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα αληθινό απόβρασμα της κοινωνίας, που μέσα στην
ταραγμένη ατμόσφαιρα των Δεκεμβριανών, απέκτησε αξία και αξιώματα, και προέβει
σε μια σειρά από λεηλασίες, πλιάτσικα και φόνους.

Καλοπερνούσε, με τον υποδιοικητή του και τον βοηθό, και με τις διάφορες ερωμένες
τους: έκαναν συλλογή από τα πολύτιμα τιμαλφή των μελλοθάνατων ελλήνων
πολιτών, που τους εκτελούσαν κατά κανόνα στα Δυιλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Ωστόσο,
η ηγεσία του ΚΚΕ, δήλωνε οτι -και ίσως πραγματικά να - αγνοούσε την ασύδοτη
δράση του. Πρός το παρόν, η μόνη εναντίωση στις πράξεις του ήταν οι σύντροφοι-
δήμιοι, με τους οποίους είχε μονίμως προστριβές ώς πρός τον διαμοιρασμό της λείας
των νεκρών! Ήθελε τη μερίδα του λέοντος ο Ορέστης...

Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται οτι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης
Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των
''αντιδραστικών στοιχείων'' και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό ''η
φιλενάδα του Ράλλη''.

Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να την συλλάβει.


Μην γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό
Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή,
Γεωργία, πρός τα πού να κατευθυνθεί. Σταμάτησε έξω απ'το σπίτι της Αιμιλίας
Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο
διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο
ανοιχτό παράθυρο. Την ρώτησε άγρια:
-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη;

-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.


-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;

-Δεν ξέρω που είναι,μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.

-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!

Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.

-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;

-Δεν ξεύρω,σας είπα. Βγήκε απ'το σπίτι. Τι συμβαίνει;

Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη


κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι
έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε
τον Μιχαλακόπουλο.

-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!

-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια.

Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο,
κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να
ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους
''πολιτοφύλακες''' οτι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος
του ΕΑΜ, και ήλπισε οτι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκα προς το
σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία,
κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε
στην οικία Μυράτ. Οι άντρες,που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.

-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους,
μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή.

Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η


οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη,
υποδεικνύοντας της να πηδήσει απ'το παράθυρο και να βγεί στον κήπο. Η Παπαδάκη,
διατηρώντας την γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση:

-Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δώ τι με θέλουν..

Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με την σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα


του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του.

-Εδώ είμαι,κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη..

-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση..


Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη,
παίρνει το λόγο:
-Μήν κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν,όλοι..

***

Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ώς συλληφθέντες την Ελένη, τον


Σάμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν
σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει
απ'το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί οτι αυτή θα είναι η τελευταία φορά
που θα την δεί ζωντανή. Επόμενη στάση, τα γραφεία του ΕΑΜ.

Στα γραφεία του ΕΑΜ, ο Δημήτρης Μυράτ συναντά έναν παλιό του φίλο ελασίτη,
και συζητούν με οικειότητα. Ύστερα ο Δημήτρης, εξηγεί στην Αιμιλία που είναι
ανήσυχη, οτι θα κρατήσουν την Ελένη για μια ''εξονυχιστική ανάκριση'', κι έπειτα θα
την αφήσουν ελεύθερη.

Ένα τέταρτο μετά βγαίνουν στο δρόμο. Ο Μπιλιράκης, λέει στην Ελένη οτι την είχε
δεί στο θέατρο, χρόνια πρίν, στο έργο Ζακυνθινή Σερενάτα. Στη διασταύρωση
Πατησίων και Ροστάν, ο Δημήτρης Μυράτ, αφήνει την Ελένη με την Αιμιλία να
συνεχίσουν το δρόμο τους με τον πολιτοφύλακα, και γυρίζει στο σπίτι του. Ενώ ο
Μυράτ απομακρύνεται, ο Μπιλιράκης κάνει γνωστές τις προθέσεις του στην Αιμιλία
εν είδει συμβουλής:

-Καλό είναι να μην πάς και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θές, τι τα γυρεύεις!..

-Απορώ πως μπορείς να διανοηθείς οτι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη!
απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη.

Φτάνοντας στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα


συνοδευόμενες απ'τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν,και
φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο. Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και
χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι
εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος,
προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για την συμπεριφορά του στο ζώο.. Μόλις
περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και
να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη..

Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σάμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά
κρατούμενος, την προειδοποιεί να μην γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα
ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των
καταζητούμενων της πολιτοφυλακής.

Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι
άνω κάτω, αναζητώντας ... όπλα, γιατί οι ''πληροφορίες'' τους, θέλουν την οικία μιας
ηθοποιού ...άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος! Δεν βρίσκουν τίποτα
από οπλισμό,και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα
πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο
στην ''ερωμένη'' του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά.. Φιάσκο η
υπόθεση...

***
Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη
στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την
Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα
μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά:

-Μα... οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν!

Η Αιμιλία σχολιάζει, οτι όντως υπήρξαν ορισμένοι που την συκοφαντούσαν από τους
συναδέλφους της.

-Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξί, ο Μπιλιράκης.

Ο Σάμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να


συμπληρώνει:

-Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!

***

Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται


γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της
περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνίας σύστησε
στις φυλακισμένες την καινούρια κρατούμενη:

-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη.

Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελλιού,


διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως
αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη
Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πρίν τη δολοφονία της.

Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρυνση από τις κυρίες που
φιλοξενούσε το κελλί. Ετσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι
ίδιες από τα λόγια και την μαγική ομιλία της Παπαδάκη. Η Ελένη ήταν πεπεισμένη
οτι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι
συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης,
όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της
πρόσωπο με πρόσωπο.

Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε
παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια.. και για την Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος
μεγάλος ρόλος της.. Ωστόσο κάθε τόσο, εξάφραζε την αγωνία της, αδημονούσε
να'ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν την καλούσαν για
απολογία..

Γύρω στις εφτάμιση με οκτώ το βράδυ, παρουσιάστηκε στα γραφεία της


Πολιτοφυλακής ο Μπιλιράκης. Δεν είχε κατορθώσει να βρεί στοιχεία ενοχοποιητικά
για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν, ούτε δώρα
αξίας από τον Ράλλη, και τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη
στην πατρίδα της, ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που
μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη!

***

Αργά τη νύχτα η Αιμιλία Καραβία επισκέφθηκε την πολιτοφυλακή. Ο υπεύθυνος,


ένας πενηντάρης, απρόθυμος εντελώς να την εξυπηρετήσει, είχε διάθεση για χιούμορ.
Όταν η Αιμιλία τον ρώτησε με ποιόν έχει να κάνει της απάντησε:

-Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!

Στο αχνό φώς μιας λάμπας, ο ''Μαρά'' έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της
δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, οτι η
Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών. Έπειτα από
πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη
για επισκεπτήριο.

Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ
σύντομη.

Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα
μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε
αφήσει στο κρεβάτι της, πρίν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο..

Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος. Η Ελένη είχε
φροντίσει να μπεί το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ'την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν
έμαθε οτι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και την χαιρέτησε.
Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που
έφευγε με αυτά τα λόγια:

-Καλά που σε είδα.. Είχα αγωνία να βρώ τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε
για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια.

Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελλί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον
υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε
νόημα με τα μάτια σ'έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά.
Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους. Τελικά
την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό- μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η
Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη..

***

Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο
άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν ..καρβουνιάρης στο
επάγγελμα, την οδήγησαν στο χώλ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο
καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της
Αριστεράς!)

Η κ.Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ'την


κλειστή πόρτα:
-Πού είναι η κυρία Ράλλη;

-Πότε έκανες τους γάμους σου;

Η Ελένη έπρεπε κάτι ν'απαντήσει σ'αυτά τα παράλογα..

-Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη.

-Άσ'τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο!

- Άν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να
κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα!

Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει οτι δεν παίρνει απο ψευτιές την
πλησίασε και την χαστούκισε.

-Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέμματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες
ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα οτι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις
αποδείξεις..

-Δε τ'αφήνεις αυτά; Δεν μας λές καμμιά αλήθεια καλύτερα;

-Φέρτε φώς να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε οτι λέω την αλήθεια, φέρτε φώς και θα
καταλάβετε από μόνοι σας.

- Είναι περιττό το φώς! Υπάρχουν αποδείξεις οτι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα
πήγαινε!

***

Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρ'όλο που την είδαν να κλαίει
σιγανά ώς την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το
ηθικό της. Θα'ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο
ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ'ένα
καντήλι.

-Εμπρός σηκωθείτε!

-Τι με θέλετε; Που θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου.


Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της ο Τάκης είπε:

-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά
μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της,
Μαρίκα, με την κατηγορία οτι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν [....]

Η Νιόβη γνώριζε καλά οτι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το
κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας οτι έρχεται η ώρα του θανάτου της,
και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και την δική της
μοίρα, την εμψύχωσε:

-Μη φοβάσαι,Νιόβη. Ο θάνατος απ'τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί..

Η καΧριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις
παρέδωσε στους ελασίτες. Πρίν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να
ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για την μεταφορά της στο
στρατόπεδο.

Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί;

***

Στο γκαράζ της πολιτοφυλακής περίμενε στημένη μια μαύρη Φόρντ. Η Ελένη
κούμπωσε καλά το γούνινο παλτό της γιατί το πρωινό κρύο ήταν διαπεραστικό.
Πρώτα κάθισε η Χαριτάκη, και μετά επιβιβάστηκε η Ελένη. Τρείς άντρες και ο
οδηγός φρουρούσαν δύο άοπλες γυναίκες.. Άγνωστο τι ειπώθηκε στη διαδρομή.
Κανείς δεν θα το μάθει, ποτέ.

''Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό!'' της είχαν πεί πρίν χρόνια, διαβάζοντας τη μοίρα
της. Φοβόταν τότε για πιθανό τραυματισμό από αιχμηρά σίδερα στη θάλασσα.. Το
Νερό και το Σίδερο. Τα Δυιλιστήρια και η Σφαίρα.

Πόσο κοντά ήταν!

***

Ο Βλάσσης Μακαρώνας, ήταν ο ωμός εκτελεστής της Ελένης Παπαδάκη. Πρίν γίνει
ο δήμιος της Ελένης ήταν ένας μπακάλης από τους Ποδαράδες. Ο καπετάν Ορέστης,
ήταν φυσικά ο επόπτης στο μεγαλειώδες έργο των δημίων του, Στέφανου Λιόλιου,
Πέτρου Τζογανάκη, Ιωάννη Κουκούτση.

''Μου την έφεραν σε ταξί.'' διηγήθηκε ο Μακαρώνας. ''την είχαν στριμωγμένη οι


άνθρωποι της πολιτοφυλακής. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της γιατί έκανε
διαβολόκρυο. ''

Μετά από την Ελένη Παπαδάκη είχαν σειρά επτά χωροφύλακες πρός εκτέλεση. Και ο
αριθμός τους αυξάνονταν μέχρι το πρωί. Γι'αυτό έγιναν όλα βιαστικά. Τους κράτησαν
προσωρινά στο κρατητήριο κι ύστερα ξεκίνησε η παρέλαση..

Οι μελλοθάνατοι παρήλαυναν μπροστά από τον καπεταν-Ορέστη ο οποίος τους


γύμνωνε από τα πολύτιμα αντικείμενα.. Σταυρούς, βέρες, δαχτυλίδια.. Όταν ήρθε η
σειρά της Ελένης, της αφαίρεσε δύο δαχτυλίδια και τη την ξαπόστειλε στην ομηρία.
Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, του ήρθε επιφοίτηση:

-Πώς είπε αυτή οτι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο
ελλήνων ηθοποιών;''

Κι έδωσε την διαταγή του θανάτου.


***

Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό. Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά
στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα
άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι
πλησιάζει το τέλος της. Ετρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους
παρακαλούσε. Εβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την
διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές
απελπισίας και γόους. Ορμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μεσα σ’ ένα
κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί
την έγδυσαν με την βία.

Όμως, ποιός ξέρει τι συντελέστηκε εκείνη τη στιγμή μέσα στην ψυχή του δήμιου;
Ενοχές; Αναλαμπή ανθρωπιάς; Οίκτος για την άδικη καταδίκη της; Τον συγκίνησε η
γυναικεία αδυναμία, η ομορφιά, ή οι θρήνοι της; Όπως και να'χει, ο δολοφόνος της
προτίμησε να της φυτέψει δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ίσως ήταν τυχερή μές στην
ατυχία της.

Δεν βασανίστηκε περισσότερο.


Και ο επίλογος του δράματος
Για δύο μήνες η Ελένη έμενε αγνοούμενη. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε και η
απελπισία συγγενών και φίλων άγγιζε το ζενίθ. Ο αδελφός κι η κουνιάδα της, έβαλαν
λυτούς και δεμένους για να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής. Η Αιμιλία Καραβία
ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον ελβετό Λαμπέρ,του
Ερυθρού Σταυρού, μήπως εκείνος λύσει την υπόθεση. Η Μαρίκα αγωνιούσε κι εκείνη
και προσέφερε όποια βοήθεια μπορούσε.. Έψαχναν στις εφημερίδες για το όνομά της
ανάμεσα στους ομήρους, στις λίστες φυλακών και νοσοκομείων.. Αλλά μάταια. Τα
κακά προαισθήματα με τον καιρό πλήθαιναν, ώσπου να επιβεβαιωθούν.

Η Μαρία Αλκαίου, κόρη της ηθοποιού Σαπφώς Αλκαίου θυμάται την αγωνία για την
τύχη της Ελένης Παπαδάκη που είχε εξαπλωθεί και στον καλλιτεχνικό χώρο πιά.

Διηγείται:

''Θυμάμαι η μάνα μου, όταν ο Ρίτσος μπήκε στο σπίτι μας, αντί για καλημέρα του
είπε,
-Που είναι η Παπαδάκη; Που είναι η Παπαδάκη, Ρίτσο;

Κατέβαζε το κεφάλι εκείνος. Δεν είχε ιδέα. Δεν ήξερε τίποτα.

-Που είναι η Ελένη; Που είναι η Ελένη! Που είναι,Ρίτσο;επέμενε η μητέρα μου, αντί
για καλημέρα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ..''

***

Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες από τότε που έγινε η απαγωγή της Ελένης από το
σπίτι των Μυράτ την 21η Δεκεμβρίου 1944 , όταν στις 26 Ιανουαρίου του Ιανουαρίου
1945 ο προιστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ
Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο
των Διυλιστηρίων της Ούλεν, κάτι τον ενδιέφερε.

Ο Σαμ οδηγούμενος από τον Γελαδάκη , πιστοποίησε αυτή του τη ανακάλυψη:


Σωστό ράκος αναγνώρισε την Ελένη Παπαδάκη που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρις-
τέσσερις άλλους. Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η
Ελένη. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, με τις ζαρτιέρες
ζωσμένη στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με
διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της…Η βοηθός
του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν..

‘Εχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω
ξαναδή..'

***

Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος της μεγάλης ηθοποιού η Αθήνα και ο καλλιτεχνικός


κόσμος βυθίστηκαν σε πένθος.

Οι συγγενείς και οι φίλοι της Ελένης συνετρίβησαν, όπως είναι φυσικό από τον χαμό
της. Ο αδελφός της Μιχάλης συγκέντρωσε αργότερα κείμενα και φωτογραφίες
σχετικά με την Ελένη και εξέδωσε ένα βιβλίο στην μνήμη της.

Η Αιμιλία Καραβία πέρασε τα επόμενα χρόνια σε βαθύ πένθος και απομόνωση.


Ο Ιωάννης Ράλλης, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, κατέρρευσε κυριολεκτικά.

Στις 25 Ιανουαρίου 1925 , Κυριακή πρωί έγινε η κηδεία της Ελένης, στην εκκλησία
του Άγιου Γεώργιου Κυρίτση, μέσα σε κλίμα έντονης αγανάκτησης. Μερικοί
συνάδελφοι και αληθινοί φίλοι της παραβρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Η Μελίνα
Μερκούρη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, Δημήτρης Χόρν, Σάμ Μπράντενμπουργκ, Άννα
Καλουτά, Ανδρέας Φιλιππίδης και πολλοί άλλοι, την τίμησαν με το ειλικρινές τους
πένθος.

Ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα επίγραμμα-αφιέρωση. Άνθρωποι του


καλλιτεχνικού στερεώματος έβγαλαν λόγους πλημμυρισμένους από οργή εναντίον
των συκοφάντων της που της κόστισαν τη ζωή.

Ο Θεόδωρος Ανδρουδής είπε κι ..άστραψε :


''Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο.
Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ'υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να
σε φθάσουν.''

Και ο Αχιλλέας Μαμάκης:

''Είσαι ειδικότερα θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου. Και έφθασε
ώς τη δολοφονία για να γλιτώσει από την συντριπτική σου υπεροχή. Τους έσβηνες
απ'την σκηνή με την εμφάνισή σου, και σε σβήσανε απ'την ζωή για να μην σ'έχει το
κοινό που σε λάτρευε, μέτρο σύγκρισης και υπεροχής. Επωφελήθηκαν αυτή την
τραγική αναστάτωση άνθρωποι που θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες, για να
ικανοποιήσουν μονάχα προσωπικά ελατήρια.''
***

Οι φοβεροί σφαγείς των Διυλιστηρίων της Ούλεν, οι φυσικοί αυτουργοί


συνελήφθησαν δύο μήνες αργότερα τελείως συμπτωματικά. Μέσα σ’ ένα τράμ ένας
επιβάτης αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ένας τροχιοδρομικός υπάλληλος
ανήκε σ’ ένα εκτελεσθέντα συγγενή του. Έτσι σιγά-σιγά συνελήφθη όλο το συνεργείο
των δημίων. Η αναπαράσταση των εγκλημάτων έγινε στα τέλη Μαρτίου 1945 στον
τόπο των εκτελέσεων και έφερε στο φώς τις φρικιαστικές λεπτομέρειες.

Ο καπετάν Ορέστης δικάστηκε και εκτελέστηκε, κυρίως γιατί κράτησε τα λάφυρα


απ'τους δολοφονημένους για τον εαυτό του, και μοίραζε τα κοσμήματα στις ερωμένες
του, αντί να τα χαρίζει στο ταμείο του Κόμματος!

Ο δήμιος της Ελένης, Βλάσσης Μακαρώνας, στην δίκη του έδωσε ρεσιτάλ
κτηνώδους ψυχισμού, δηλώνοντας οτι μετάνιωσε, όχι τόσο για την εκτέλεση της
Ελένης Παπαδάκη, αλλά πρωτίστως γιατί την γούνα της ηθοποιού την πήρε ώς λεία ο
Ορέστης κι όχι ο ίδιος!

***

«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να


ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (…). Χάσαμε ένα απ’
το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν
καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε
επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη.
Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…» Αλέξης Σολομός, 28.11.1945
Ο Μάνος Ελευθερίου γράφει για τη δολοφονία της Ελένης
Παπαδάκη (Αποκλειστική Α΄δημοσίευση)
Καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής

Στη μνήμη του θαυμάσιου Πολύβιου Μαρσάν

Διάβασα για …εικοστή φορά στη ζωή μου όσα έγραψε κάποτε ο Δημ. Μυράτ για τη
δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη και αναδημοσιεύτηκαν στην εφ. «ΤΑ ΝΕΑ» στις
6-7 Σεπτεμβρίου 2014. ΕΔΩ. Υπάρχουν ασάφειες, κενά και, δυστυχώς, ηθελημένες
παραλείψεις. Σʼ αυτά θέλω να απαντήσω τελείως τηλεγραφικά, έστω κι αργά, ό,τι
μπορώ. Αλλού είναι η θέση τους με τις απαραίτητες παραπομπές
Πρώτα πρώτα πώς του ʼρθε του Μυράτ να γράψει «γιʼ αυτό» ύστερα από τόσα
χρόνια. Ήταν έξυπνος, μορφωμένος και έγραφε θαυμάσια. Ηθοποιός δεν ήταν και το
ήξερε. Τι τον έσπρωξε όμως να δημοσιεύσει αυτό το καυτό θέμα μάλλον στο
παλαιό περιοδικό «Ευθύνη»; Τι λέπια και λεκέδες ήθελε νʼ αποτινάξει από πάνω
του στο περιορισμένο κοινό ενός λαμπρού μεν αλλά «άγνωστου» περιοδικού;
Γιατί τον έτρωγε το «θέμα», ύστερα από τόσα χρόνια, αφού ο ίδιος ήθελε να πιστεύει
τον εαυτό του τελείως αθώο του αίματος της Παπαδάκη;
Εντύπωση κάνει επίσης ότι αποφεύγει να αναφέρει το όνομα της αδελφής του
Μιράντας, από άλλη μητέρα, όταν εκείνα τα χρόνια και οι πέτρες ακόμη βοούσαν για
το θανάσιμο μίσος της προς τη μεγάλη ηθοποιό, πριν, και την υποτιθέμενη
συμμετοχή της στη δολοφονία της, μετά. Υπάρχουν δημοσιεύματα της εποχής που
αναφέρουν ολοκάθαρα ονόματα και περιστατικά. Σʼ αυτά ουδείς απάντησε και ουδείς
έσυρε ποτέ κάποιον στα δικαστήρια γιʼ αυτή την τρομερή προσβολή και συκοφαντία.
Η Μιράντα Μυράτ, την οποία δεν αναφέρει ποτέ ο Δημήτρης ή Τοτός Μυράτ,
ανήκε κι αυτή, όπως και ο αδελφός της και ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα στο ΕΑΜ.
Υπάρχουν φωτογραφίες της από διαδηλώσεις να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή με
σηκωμένο χέρι και ασφαλώς να φωνάζει «θάνατος στους φασίστες». Ο πιο εύστοχος
τίτλος μιας τέτοιας φωτογραφίας θα ήταν τότε «Η παρασυρθείσα κόρη».
Όσο για τη σχέση της με την Πολιτοφυλακή Πατησίων –εκεί που κατέληξε η
Παπαδάκη–είναι ότι έμενε δύο τετράγωνα παρακάτω, στο σπίτι μιας Γεωργιάδου.
Αυτό αρκούσε για να γραφεί στο τάκα τάκα ένα μονόπρακτο.

Μετά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε τους χιλιάδες εαμίτες στην υποχώρησή τους στην
παγωμένη ελληνική επαρχία, χωρίς να προφθάσει να μετακινηθεί προς τις ανατολικές
χώρες και επέστρεψε στην Αθήνα. Εκεί την έκρυψε από τους κακούς ανθρώπους η
μητέρα της, ηθοποιός Κυβέλη, σύζυγος του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου,
του επιλεγόμενου τότε «παπατζή».
Λίγο καιρό μετά έκανε δήλωση μετανοίας καταδικάζοντας τον κομουνισμό και
για τον εαυτό της γράφει ότι όλα όσα έκανε και όσα είπε τα έκανε ως
«παρασυρθείσα». Έτσι προσελήφθη και στο Εθνικό Θέατρο, τον δημόσιο
οργανισμό, που εκείνα τα χρόνια και για να πιεις νερό χρειαζόσουν από την
αστυνομία χαρτί νομιμοφροσύνης. Πάει κι αυτό.
Η αίτησή της στο Εθνικό Θέατρο για να επαναπροσληφθεί ως υγιώς και εθνικώς
πλέον σκεπτομένη έχει χαθεί.
Ο Μυράτ αποφεύγει ακόμη να αναφέρει τον πόλεμο, τον παροξυσμό και τις
λυσσαλέες επιθέσεις που δεχόταν η Παπαδάκη στα δύο τελευταία χρόνια της επίγειας
ζωής της και από συναδέλφους και από τα φύλλα μιας κατάπτυστης «εθνικόφρονης»
εφημερίδας. Αυτά τα ήξερε και τα διάβαζε. Ποιος τα χαιρόταν όμως και ποιος τα
υπαγόρευε; Και βέβαια θα ήξερε τις τελείως αντισυναδελφικές, πρόστυχες, μοχθηρές,
εκδικητικές πράξεις της Ασπασίας Παπαθανασίου (η ίδια η Ασπασία τα γράφει
χαρτί και καλαμάρι σε βιβλίο της) και της Αλέκας Παΐζη, επάνω στη σκηνή, τις ώρες
της παράστασης, όταν η Παπαδάκη υποδυόταν την Εκάβη στο Εθνικό Θέατρο, του
Δεκέμβρη 1943, και οι δύο κυρίες, νεαρές τότε, συμμετείχαν στο Χορό της ίδιας
τραγωδίας! Παραλείπω τα κείμενα γιατί θα στενοχωρηθούμε όλοι.

Και επειδή η Παπαδάκη συνελήφθη στο σπίτι του Μυράτ (το ίδιο βράδυ τη
δολοφόνησαν στο έρημο, τότε, Γαλάτσι) και επειδή την άλλη μέρα το μεσημέρι
κατόρθωσε η θεία του Μαρίκα Κοτοπούλη, αδελφή της μητέρας του, να στείλει το
αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, με τον ίδιο τον διευθυντή μέσα, τον ελβετό
Λαμπέρ, στο σπίτι του στα Πατήσια, στην οδό Ιακωβίδου, και να τον μεταφέρουν
σώο στο Κολωνάκι, αποφάσισε να μην πάει στην κηδεία της ένα μήνα μετά (τότε
βρήκαν το πτώμα της). Οι γονείς του πήγαν και φυσικά η «θεία» Μαρίκα.

Τώρα πώς κατόρθωσε το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, με τους τεράστιους


κόκκινους σταυρούς σε όλες τις πλευρές του, να διασχίσει την εαμοκρατούμενη
Αθήνα είναι μυστήριο. Ίσως οι εαμίτες συμμορφώθηκαν για λόγους «ανθρωπισμού»
στην παράκληση των Άγγλων να μην πυροβολούν τα αυτοκίνητα και να «σεβαστούν
το διεθνές σήμα».
Στις 11 Δεκεμβρίου 1944 ρίχτηκαν από αέρος χιλιάδες προκηρύξεις μʼ αυτή την
παράκληση. Ενδεικτικά αναφέρω την κατακλείδα της σπάνιας προκήρυξης:
«Παρακαλούμεν άπαντας να σεβασθούν το διεθνές σήμα του Διεθνούς Ερυθρού
Σταυρού και να μην πυροβολούν κατά των μεταγωγικών αυτών αυτοκινήτων, τα
οποία μεταφέρουν φαρμακευτικά είδη εις τους πληγωμένους και τρόφιμα εις τον
Λαόν των Αθηνών».
Γιʼ αυτό το επεισόδιο ο Μυράτ δεν λέει τίποτε. Ή έγραψε και το ʼσκισε μετά ή κάπου
ακόμα λανθάνει και περιμένει τη νεκρανάστασή του. Αρκεί να πέσει σε χέρια
σοβαρών ερευνητών.

Αρχίζοντας ο Μυράτ μας λέει ότι λίγο πριν αρχίσουν τα άγρια όργανα είπε στην
Παπαδάκη να εξαφανιστεί «για να μην τη βρει κακό». Πώς γνώριζε ότι κινδύνευε;
Εκείνη θύμωσε και τον αποπήρε. Μέγα και βλακώδες λάθος της. Υπολόγιζε ότι θα
παρουσιαζόταν σε κάποιο «πολιτισμένο» δικαστήριο και με δυο δικηγόρους για να
αποστομώσουν τους εχθρούς της, αν συνέβαινε κάτι άσχημο και παρατραβηγμένο.
Εκτός αυτού είχε ντοκουμέντα. Είχε σημειώματα και επιστολές για να τρέξει και να
βοηθήσει. Πράγματι βοήθησε και έσωσε τριάντα δύο (32) κρατούμενους είτε από το
εκτελεστικό απόσπασμα είτε να αποφυλακιστούν. Είχε επιστολές από τον ποιητή
Άγγελο Σικελιανό, τη συγγραφέα Λιλίκα Νάκου, τον ενδυματολόγο Αντώνη
Φωκά. («Άραγε τους ξέρει κανείς σήμερα αυτούς τους ανθρώπους;) Είχε «άκρες».
Κυρίως στον Αρχιεπίσκοπο, στο δήμαρχο Αθηναίων Γεωργάτο, στον ίδιο, το μισητό
πρωθυπουργό Ράλλη, κολλητό φίλο του πατέρα της.
Ακόμη κι όταν κάποιο άγιο χέρι ενός αγνώστου έριξε κάτω από την πόρτα της
σημείωμα που τη συμβούλευε να εξαφανιστεί αμέσως γιατί την κυνηγούν να τη
δολοφονήσουν, εκείνη το αγνόησε. Ευτυχώς δεν το αγνόησε ο λαμπρός συνάδελφος
και φίλος της Νίκος Δενδραμής και σώθηκε. Υπάρχουν δύο κυρίες σήμερα οι οποίες
γνωρίζουν τίνος ήταν εκείνο το χέρι που έστειλε αυτά τα δύο σημειώματα, με κίνδυνο
της ζωής του, και το κρύβουν μέχρι τώρα για άγνωστους λόγους. Πιθανόν εθνικούς!
Δεν γράφω επίθετα και σχόλια γιατί θʼ αποκτήσω ακόμη δύο εχθρούς. (Όμως
κάτι με βασανίζει. Έχει γούστο, λέει, να ήταν το χέρι του Μυράτ!)

Την Παπαδάκη τη συνέλαβαν πράγματι στο σπίτι των Μυράτ, απόγευμα της 21
Δεκεμβρίου 1944. Αυτός που τη ζήτησε ήταν ο φοιτητής Ιατρικής Κ.Μ., αργότερα
γνωστός γιατρός της Αθήνας, κάτοικος κι αυτός της περιοχής Πατησίων, οδός
Χρυσοστόμου Σμύρνης, πάροδος Καυτατζόγλου, γιος εφοριακού– (είχαν κάνει μαζί
κάμποσες συλλήψεις, ίσως για να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφού του από τους
γερμανούς). Κάποτε που τον ρώτησα στο τηλέφωνο για κείνο το «περιστατικό» μου
είπε ότι έφαγε τόσο ξύλο από τους δεξιούς (τα Χερουβείμ δηλαδή της πατρίδας γιατί
οι άλλοι ήταν τα Σεραφείμ) που δεν θυμόταν τίποτε. Τον πιστεύω ακόμη. «Έφυγε» κι
αυτός αλλά αργά!
Μαζί του έσερνε έναν αστυφύλακα με πολιτικά, «δικό μας» πια, ονόματι Θεόδωρο
Μιχαλόπουλο και τον υποβολέα του θεάτρου Δημήτρη Σούλη. Αυτόν κι αν
γνώριζαν όλοι οι θεατράνθρωποι. Όπως γνώριζαν και τους συναγωνιστές και φίλους
τους στην Πολιτοφυλακή Πάνο Καραβουσάνο, ηθοποιό τετάρτης κατηγορίας και τον
μπάσο της Λυρικής Σκηνής Εμμανουήλ Δουμάνη. Αυτοί όλοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι
της Πολιτοφυλακής Πατησίων.
`

Η Παπαδάκη συνοδευόμενη από τη φίλη της Αιμίλια Καραβία και τον Δ. Μυράτ,
οδηγήθηκε πρώτα στα γραφεία της Λαϊκής Επιτροπής του ΕΑΜ, επί της οδού
Πατησίων 314, για να αναφερθεί όπως ορίζει η στρατιωτική τάξη ότι η διαταγή τους
εξετελέσθη (αυτό «ξέχασε» να το αναφέρει ο Μυράτ, καίτοι πολύ σημαντικό) και εν
συνεχεία όλοι μαζί πήγαν στην Πολιτοφυλακή της γειτονιάς τους, η οποία
στεγαζόταν στην επιτεταγμένη έπαυλη Παπαλεονάρδου, οδός Πολυλά και Ροστάν.
Εκεί την υποδέχεται ο Καραβουσάνος με χειροφίλημα! Ούτε αυτό αναφέρει ο
Μυράτ. Αναφέρει όμως ότι εκδιώκονται «με το άγριο». Από ποιους άγριους και πόσο
άγρια απέναντι σʼ ένα γνωστό τους γραμματέα του ΕΑΜ, στρατιωτικά ανώτερό τους,
ο οποίος μπαινόβγαινε διαρκώς στην Πολιτοφυλακή και τον γνώριζαν όλοι. Και δεν
ήταν ύποπτος που συνόδευε μια επικίνδυνη ύποπτη;
(Να σκεφτεί μόνο κανείς ότι ο Καραβουσάνος ήταν στο πάνελ των ηθοποιών οι
οποίοι διαγράψανε τους συναδέλφους τους –δίπλα στον «συνάδελφό» τους, τον μέγα
Αιμίλιο Βεάκη– και ίσως ακολούθησε, μαζί με τον μπάσο της Λυρικής Σκηνής, το
εκτελεστικό απόσπασμα έως τον ορισμένο τόπο για να πιστοποιήσει ιδίοις όμμασι
τον «θάνατο της πουτάνας». Αυτός ήταν ο τίτλος που της απονεμήθηκε στα συνέδρια
των ηθοποιών, από τους ίδιους τους αφιονισμένους ηθοποιούς. Εδώ ονόματα δεν
λέμε).
Και συνεχίζει ο Μυράτ: «Σαν ήρθε ο καπετάν Ορέστης…»
«Καλλιτεχνικό» ψευδώνυμο ενός νέου 23 χρόνων, διοικητή της Πολιτοφυλακής
Πατησίων από τα αισχρά και εγκληματικά λάθη της ηγεσίας του Κόμματος, ο οποίος
και λόγω της ηλικίας του είχε το κουσούρι να κυνηγάει μόνο γυναίκες. Έκανε
«όργια» λέει ο Μυράτ (για σκέψου , για σκεφθείτε τι όργια!) ο οποίος έγραψε
κάποτε ότι και ο ίδιος ήταν «λάτρης» του ποδόγυρου. Έτσι ακριβώς, αλλά
φαίνεται χωρίς όργια. Ενώ αν ο Ορέστης κυνηγούσε άντρες όλα θα ήταν ομαλά,
ρόδινα και δίχως όργια.
Ενδιαφέρον μεγάλο παρουσιάζει ο αμέσως επόμενος, μετά τον Ορέστη, διοικητής
της Πολιτοφυλακής Πατησίων, ο οποίος καταθέτει τέσσερις μήνες αργότερα, στο 16ο
αστυνομικό τμήμα, ότι ο Ορέστης «επεδίδετο μετά γυναικών εις ακολάστους
πράξεις»!
Δηλαδή τι άλλο έκανε ένας φυσιολογικός νέος 23 χρόνων από εκείνα όπου κάνουν
επί εκατομμύρια χρόνια οι άνθρωποι στον πλανήτη. Το όνομα του νέου διοικητή:
Νίκος Ανδρικίδης. Θα τον βρούμε παρακάτω, κολλητό φίλο, κι αυτόν, του Μυράτ.

[Ο Δημήτρης Μυράτ]

Ο Ανδρικίδης συνέλαβε και εκτέλεσε τον Ορέστη (τα γράφει αυτά ο Μυράτ χωρίς να
αναφέρει το όνομα του φίλου του Ανδρικίδη) διότι εκτός από τις «ακόλαστες
πράξεις» κατάκλεβε όλους τους «αντιδραστικούς» που συνελάμβανε. Έκλεβε δηλαδή
τις βέρες, τους σταυρούς και ό,τι χρυσαφικό και λίρες είχαν κρύψει στις ραφές των
ρούχων τους και είτε τα κρατούσε ο ίδιος είτε τα χάριζε στις γκόμενες και δεν τα
παρέδιδε στους ανωτέρους του «για τις ανάγκες του κόμματος». Έτσι ακριβώς ήταν η
κατηγορία και γιʼ αυτό η ηγεσία έστειλε τον Ανδρικίδη στα Πατήσια για να βάλει
τάξη. (Ο Ορέστης πήρε το δαχτυλίδι και το ρολόι της Παπαδάκη).

Τώρα πώς το άσπιλο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος είχε αλισβερίσι με τους


μαυραγορίτες και τους απατεώνες σαράφηδες της αγοράς, οι οποίοι
εξαργύρωναν βέρες, ρολόγια και χρυσαφικά με λίρες Αγγλίας είναι μια άλλη
πονεμένη ιστορία.
Σε κάποια δίκη του Ανδρικίδη που αναφέρθηκε το όνομα του Ορέστη (η γελοιότητα
όλων ανεξαιρέτως δεν έχει όρια: ουδείς «γνώριζε» το πραγματικό του όνομα –το
οποίο βρήκα πολύ αργότερα!) και η εκτέλεσή του «για να μη θρηνήσουμε και άλλα
θύματα» όπως κατέθεσε αιφνιδίως ο ουρανοκατέβατος μάρτυρας υπεράσπισης του
Ανδρικίδη, Δημήτρης Μυράτ, μια ηθοποιός, Ολυμπία Παπαδούκα ονόματι, έγραψε
ότι στη δίκη «προσκομίστηκαν επίσημα χαρτιά (τα οποία πήραν πίσω αυτοί που τα
προσκομίσανε) στο δικαστήριο, που αποδείχνανε (!) ότι ο νεαρός Ορέστης ήταν
έμμισθος πράχτορας της Ιντέλιντζες Σέρβις! Γιʼ αυτό ακριβώς το λόγο έστειλε την
Παπαδάκη στο απόσπασμα για να κηλιδωθεί το ΚΚΕ και το ΕΑΜ».

«Πράχτορας» λοιπόν ο αλητάμπουρας, όπως λίγο αργότερα καραμπινάτοι πράχτορες


ήταν ο άγιος Νίκος Πλουμίδης και ο έξοχος Κώστας Καραγιώργης και πάλι λίγο
αργότερα ο ίδιος, ο διαβόητος Νίκος Ζαχαριάδης και ο Τρότσκι και εκατομμύρια
στρατιωτικοί και πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, ο ανθός της μεγάλης Επανάστασης
και πολλοί δικοί μας, αγνοί ιδεολόγοι, που πήγαν άδικα των αδίκων.
Εδώ πρέπει να σκεφτούμε αυτά τα επίσημα χαρτιά, ίσως σε περγαμηνή, σαν
διπλώματα Ανωτάτων Σχολών, με υπογραφές και σφραγίδες της Βρετανικής
Αυτοκρατορίας. Όλα αυτά τα λέγανε και τα γράφανε κιόλας ηλικιωμένοι και
γνωστότατοι δημοσιογράφοι χωρίς ίχνος ντροπής.
Ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα της 21 Δεκεμβρίου 1944 ο διοικητής της
Πολιτοφυλακής Πατησίων, Ορέστης, πρέπει να είναι κατάκοπος, αφού από τα
χαράματα της προηγούμενης μέρας είναι στο πόδι. Θα σέρνεται από την κούραση κι
ας είναι μόνο 23 χρόνων. Στην Πολιτοφυλακή επικρατεί χάος και το ίδιο πρέπει να
συμβαίνει και στις υπόλοιπες Πολιτοφυλακές της Αθήνας.
Συνεχώς καταφθάνουν νέοι κρατούμενοι. Τους περισσότερους μετά από μια σύντομη
ανάκριση στα όρθια, τους «περιποιούνται» στο Γαλάτσι μʼ ένα χτύπημα στο κεφάλι
για να μην ακούγονται οι πυροβολισμοί. Όλοι είναι εξαγριωμένοι καθώς τους ερεθίζει
το χυμένο αίμα και τους κάνει πιο επικίνδυνους, σαν τους καρχαρίες.
Οι πολίτες κατηγορούνται είτε για συνεργάτες των γερμανών, δοσίλογοι και
αντιδραστικοί είτε για τροτσκιστές. Οι μισοί από τα στελέχη της Πολιτοφυλακής που
μύρισαν την επέλαση της ήττας τους και την επικείμενη σύλληψή τους, τα
στρατοδικεία που θα πετούνε σε λίγο τις θανατικές ποινές σαν στραγάλια, έχουν ήδη
φύγει πρώτα για τη Θήβα, παίρνοντας μαζί τους εκατοντάδες ομήρους, με σκοπό να
προωθηθούν στους παραδείσους των ανατολικών χωρών.

Το να θυμάται όμως ο Ορέστης (όπως γράφει ο Μυράτ) μέσα σʼ εκείνο τον πανικό
και την αναστάτωση το όνομα της Παπαδάκη, που πρώτη φορά άκουγε στη ζωή του,
ότι ήταν εκείνη την οποία διέγραψε και ουσιαστικά καταδίκασε σιωπηρά σε θάνατο
το εαμοκρατούμενο, εκείνη την περίοδο, Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, δύο μήνες
ακριβώς νωρίτερα, στις 23 Οκτωβρίου, φαίνεται εντελώς ηλίθιο. Απλώς τη
θυμήθηκε διότι μόλις πριν από λίγες στιγμές του ʼδειξαν το χαρτί της διαγραφής και
του τό ʼτριψαν στα μούτρα. Ποιοι;

Κανείς δεν υποπτεύεται όμως ότι τις κινήσεις του Ορέστη τις παρακολουθεί κρυφά,
τις ελέγχει και τις βαθμολογεί εδώ και τρεις μέρες, ΠΡΙΝ από τη σύλληψη της
Παπαδάκη, ο Νίκος Ανδρικίδης, μέχρι προχτές διοικητής Πολιτοφυλακής
Παγκρατίου, Βύρωνα, Καισαριανής, με δεκάδες συλλήψεις και εκτελέσεις στη
μερίδα του. (Το τρελό είναι ότι μόνο για ένα φόνο καταδικάστηκε!) Ίσως τότε τον
γνώρισε ο Μυράτ.
Στην επίσημη κατάθεσή του ο Ανδρικίδης τον Απρίλιο 1945 τα ξερνάει όλα,
αλλά πρέπει να σκεφτόμαστε πόσα άλλα του χρεώσανε οι αρχές και με ποιες
τρομακτικές συνθήκες δόθηκε η κατάθεση. Τις ξέρουμε, τις ξέρουμε από αιώνες
πώς γίνονται αυτές οι καταθέσεις. Εδώ να σημειώσω ότι κάποτε εμπιστεύτηκα σε
κάποιον ηλίθιο αυτή τη μοναδική κατάθεση, σε φωτοτυπία, η οποία αποκτήθηκε με
κόπο και χρήμα, κι εκείνος την ανακοίνωσε στο διαδίκτυο!!
Εκεί λοιπόν αναφέρει ότι διετάχθη να παρακολουθεί κρυφά τον Ορέστη διότι, συν
τοις άλλοις, δηλαδή τις γυναίκες, «έκλεβε ασύστολα τα θύματά του προς ίδιον
όφελος» όπως είπαμε «και όχι για τις ανάγκες του Κόμματος».
Το όνομα της Παπαδάκη δεν το αναφέρει διότι απλούστατα δεν το είχε ακούσει κι
αυτός ποτέ στη ζωή του.
Επομένως: από τις 18 Δεκεμβρίου, όπως γράφει και ο Πολ. Μαρσάν, τρεις μέρες
δηλαδή πριν από τη σύλληψη της Παπαδάκη, που άρχισε ο Ανδρικίδης την
έρευνά του, είχε μάθει για τις εν τω μεταξύ συλλήψεις και εκτελέσεις και δεν
έκανε τίποτε για να τις σταματήσει.

Όταν μετά την εκτέλεση του Ορέστη ανέλαβε τη διοίκηση Πολιτοφυλακής


Πατησίων ο Ανδρικίδης, εξακολούθησε με τη συμμορία του «προδότη» Ορέστη,
όσους απόμειναν, να συλλαμβάνει και να εκτελεί πολίτες μέχρι τις 5 Ιανουαρίου
1945, ώσπου τό ʼσκασε κι αυτός, πήγε στη μέση της Ελλάδας, τον συνέλαβαν, τον
φέρανε στην Αθήνα και πέρασε από δίκη. Με βασικό μάρτυρα υπεράσπισης τον
Δημήτρη Μυράτ.
Είπε ο Μυράτ στο δικαστήριο: «Δεν έπρεπε να οδηγηθεί στο εδώλιο του
κατηγορουμένου, μια και ενήργησε έτσι με το πέρασμά του από τα Πατήσια, ώστε
να γλιτώσουν ασφαλώς όλοι οι αθώοι».
Γιʼ αυτά όλα όμως δεν έχει ούτε μία λέξη στο κείμενό του για την Παπαδάκη.

Ο Νίκος Ανδρικίδης (1914-2002) από τη Μικρά Ασία κι αυτός (!) έμεινε στη
φυλακή 28 χρόνια. Απολύθηκε τον Ιανουάριο 1964. Στις 31 Οκτωβρίου 1986 του
δόθηκε σύνταξη 9.600 δραχμών «ως παθών αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης»!
Δυστυχώς είχε τυφλωθεί.
Με τον Δημήτρη Μυράτ έμεινε κολλητός φίλος έως το τέλος. Τι συνέβη, πώς
συνέβη, γιατί συνέβη άδηλον. Εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.
Ιδού μία από τις επιστολές του Μυράτ προς τον Ανδρικίδη με ημερομηνία
31.12.1978:
`

Αγαπητέ Νίκο, Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος. Σʼ ευχαριστώ για τη


φωτοτυπία. Μόλις ησυχάσω θα σου γράψω περισσότερες λεπτομέρειες για την
περιβόητη σύλληψη [της Ελένης Παπαδάκη, φυσικά. Εσωκλείω δύο διπλές
προσκλήσεις, που ισχύουν για οποιαδήποτε μέρα, ελεύθερες από κάθε επιβάρυνση. Θα
ήταν άδικο να πληρώσης το θέατρο του φίλου σου. Χαίρω που ξέμπλεξες με τα
συνταξιοδοτικά.
Γιατί να πάνε τόσοι ωραίοι αγώνες, όπως ο δικός σου και των άλλων παληκαριών,
χαμένα; Ακόμα κι ο δικός μου απειροελάχιστος και μηδαμινός σαν Γραμματέα ΕΑΜ
θεάτρου;
Τι έφταιξε και βρισκόμαστε πάλι στην ίδια κοινωνική κατάσταση της προμεταξικής
περιόδου; Κρίμα!
Με φιλία κι εκτίμηση

Δ. Μυράτ
`

Εδώ με πόνο καρδιάς θέλω να σημειώσω ότι τα περισσότερα στελέχη της


Πολιτοφυλακής Πατησίων και Παγκρατίου, ακόμη και ο προσωπικός
εκτελεστής της Παπαδάκη, Βλ. Μ., είχαν γεννηθεί στη Σμύρνη ή στα προάστιά
της! Πώς η «Καλλίστη πασών», αγαπητέ μου κύριε Κωνσταντίνε Δεσποτόπουλε,
έβγαλε τέτοια τέκνα;

`
Τελειώνοντας καταγράφω ορισμένα χρήσιμα στοιχεία για την προϊστορία αυτού του
δράματος. Στις 20 Οκτωβρίου 1944, λίγες μέρες δηλαδή μετά την Απελευθέρωση,
στη συνεδρίαση του Σωματείου Ελλήνων (αυτό προπάντων) Ηθοποιών (κι αυτό
προπάντων) ο αριστερός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου Σπύρος Πατρίκιος
κατόπιν πιέσεως και διαταγής, όπως λέγεται, του Κόμματος, αναγκάστηκε και μίλησε
στους ηθοποιούς που μαζεύτηκαν στα γραφεία του Σωματείου τους, Σατωβριάνδου
52α, ως εξής:
`

«Θλιβερό καθήκον μας αναγκάζει να μιλήσουμε για τη στάση ωρισμένων, ευτυχώς


ελαχίστων, ηθοποιών που πολλοί απʼ αυτούς δεν είναι ευτυχώς Έλληνες, που
πρόδωσαν τον τίμιον αγώνα με πράξεις κακές και που το παράδειγμά τους θα ʼχε
ανυπολόγιστες συνέπειες και συμφορές αν δεν ήσαν ευτυχώς τόσο λίγοι. Προτείνω να
διαγραφούν από το Σωματείο και να στερηθούν κάθε δικαιώματος να εργάζονται στο
ελληνικό θέατρο και να γίνη για κάθε προτεινόμενο αμέσως συζήτησις και να παρθή
απόφασις».
`

*********************************************************
ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΑΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
[Ο τίτλος και τα ονόματα, χωρίς κανένα σχόλιο, όπως δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα
«Απελευθερωτής», 25 Οκτωβρίου 1945]
`

1) Βεργή Έλσα 2) Δαδοκαρίδου Έλλη 3) Ζαμάνου Χαρ. 4) Θάνος Διονύσιος 5)


Ιακωβίδης Μιχάλης 6) Πόπολα Αγγέλα 7) Κόππολα Αλφρέδος 8) Μοσχούτης Δ. 9)
Μπέλλα Σμάρω 10) Παπαδάκη Ελένη 11) Παυλόφσκαγια Νίνα 12) Ραμασόφ
Ροβέρτος 13) Φελίτσης Δημήτριος και 14) Αγγελική Κοτσάλη.

Η επικύρωση των ονομάτων έγινε δύο μέρες πριν, στο θέατρο «Διονύσια» της
Πλατείας Συντάγματος.
Το προεδρείο: Αιμίλιος Βεάκης, Θεόδωρος Μορίδης, Σπύρος Πατρίκιος,
Χρήστος Τσαγανέας, Πάνος Καραβουσάνος.

**********************************************************
Προσωρινός επίλογος
Στην εξεταστική επιτροπή, πίσω από το θλιβερό τραπεζάκι στη μέση της σκηνής των
θεάτρων (ασφαλώς το πιο άθλιο σκηνικό που εμφανίστηκε στο ελληνικό θέατρο) τον
κεντρικό ρόλο του μεγάλου ιεροεξεταστή Τορκουεμάδα τον έπαιζε ο μεγαλύτερος
Έλληνας ηθοποιός του 20ού αιώνα, και γιατί όχι και του 21ου, ο Αιμίλιος Βεάκης.
Επέζησε ως το 1951.

Με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο στην αρχή, άγριος Βενιζελικός μετά και υμνητής του
Εθνάρχη, στη συνέχεια φανατικός οπαδός κάθε δικτάτορα και της βασιλείας και
υμνητής του βασιλιά Κωνσταντίνου, στη συνέχεια υμνητής του δικτάτορα Ιωάννη
Μεταξά, ώσπου ετελεύτησε το βίο του ως φανατικός αριστερός.
Μια μικρή παρένθεση. Ανάμεσα στους εχθρούς της ΟΠΛΑ, τους οποίους εκτελούσε
συνεχώς κατά τη διάρκεια της Κατοχής (και τους χρεώνονταν οι Ούννοι) και
ιδιαίτερα τον άγριο Δεκέμβρη 1944, ανάμεσα λοιπόν στους στρατιωτικούς, τους
αστυνομικούς –κυρίως χωροφυλάκια του γάλακτος– τους κραγμένους μαυραγορίτες,
τους γνωστούς συνεργάτες των γερμανών, ήταν και οι «περίφημοι» Τροτσκιστές,
οπαδοί του δολοφονημένου, από άνθρωπο του Στάλιν, Λέον Τρότσκι. Αυτοί οι
τελευταίοι ήταν το κόκκινο πανί όχι μόνο του δικού μας ΚΚΕ αλλά όλων των ΚΚ και
οπαδών απανταχού της οικουμένης, ακολουθώντας τυφλά τη «σοβιετική γραμμή»
εκείνων των χρόνων.

Δίπλα, λοιπόν, στον Βεάκη, για να επανέλθω, που καθόταν ως κριτής (στο τέλος
έβγαλε έξω την ουρά του και δεν ψήφισε τη διαγραφή κανενός, γιατί θα κατάλαβε το
ρεζιλίκι του!) ήταν και ο ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας, ο πολιτικά «θανάσιμος
εχθρός όλων»! Αυτόν διάλεξε το Κόμμα, λένε, αφού το Κόμμα, πάλι λένε, οργάνωσε
αυτή την τελετή του θανάτου.

Άγνωστο παραμένει με ποιο τρόπο την είχε σκαπουλάρει έως εκείνη τη στιγμή από τα
ακονισμένα νύχια των παιδιών (κυριολεκτώ) της οργάνωσης και δεν βρισκόταν το
πτώμα του σʼ ένα χαντάκι. Αναρωτιέται κανείς πώς τον άντεχαν οι υπόλοιποι
τέσσερις δίπλα τους και οι έξαλλοι αριστεροί ηθοποιοί της πλατείας και των
θεωρείων. Ένας τέτοιος τροτσκιστής και με τέτοιο λαιμό έπρεπε να εξαφανιστεί
αμέσως. Αλλά δεν… Επέζησε όλων και η γυναίκα του περισσότερο αφού έθαψε
όλους και όλες που έπαιξαν μαζί της στο βίο της εκτός από τη Σμάρω Στεφανίδου
που τους την έφερε.
Το περίεργο με τον Τσαγανέα είναι ότι ενώ ως νέος ήταν άσχημος και άχαρος όταν
γέρασε έγινε συμπαθής με τους αβανταδόρικους ρόλους που έπαιξε στον
κινηματογράφο.
Φανατική τροτσκίστρια ήταν και η γυναίκα του, επίσης ηθοποιός, Νίτσα Τσαγανέα,
η οποία σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Γιώργο Βιτσώρη (προσωπικος φιλος του
Τρότσκυ) , αδελφό του ζωγράφου Μίμη Βιτσώρη, και ηθοποιού και ποιητη Τίμου
Βιτσώρη, και η οποία είχε παίξει μερικές φορές σε δεύτερους ρόλους, δίπλα στην
Ελένη Παπαδάκη.

Πώς κατόρθωσαν όμως (και ποιος άραγε απʼ όλους) να πλησιάσουν και να πείσουν
αυτό το βουνό, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον οποίο όλοι οι ασήμαντοι θεωρούσαν
«συνάδελφό» τους, αν είναι δυνατό, να «ηγηθεί» μιας τέτοιας κατάπτυστης
κατάστασης. (Εδώ ο Μυράτ, στο θέμα του «δικαστηρίου» δικαίως εξανίσταται). Τι
μπορεί να του έταξαν και πώς τον έφεραν τούμπα; Μήπως του υποσχέθηκαν τιμές και
δόξες, που δεν αξιώθηκε κανείς ως τώρα, μήπως του υπενθύμισαν τις μετάνοιες που
έκανε σε κάθε κάλπη στρατιωτικό και πρωθυπουργό; Μήπως τον εκβίασαν για κάτι
που κανείς ως σήμερα δεν γνωρίζει ή τον απείλησαν στα ίσα ότι αν δεν λάβει μέρος
στην «επιτροπή» κινδυνεύει και ο ίδιος και η οικογένειά του; Άγνωστο.
Πρέπει, διάβολε, να κατάλαβε, γιατί ήταν πλέον ηλικιωμένος, ότι όλοι αυτοί οι
ασήμαντοι και άσημοι τον ήθελαν ως όνομα, για κράχτη με λίγα λόγια για να δείξουν
και να αποδείξουν στο «λαό» ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή το κίνημα ήταν ενωμένο
και γερό σαν μια γροθιά.
Μέσα σʼ εκείνη τη φονική σιωπή δυστυχώς δεν ακούστηκαν δύο μεγάλες γυναικείες
φωνές, ισάξιες του Βεάκη: της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Σαπφώς Αλκαίου.
Ήταν οι τρεις ηθοποιοί μπροστά στους οποίους εκείνες τις φαρμακωμένες ώρες, όλοι
και όλες στέκονταν προσοχή θέλοντας μη θέλοντας. Ήταν, όπως και να το κάνουμε,
αυτό που συνηθίζεται να λέγεται για τέτοιες προσωπικότητες «ιερά τέρατα». Σαν κι
αυτούς δεν ξανάβγαλε το ελληνικό θέατρο. Να σημειώσω ακόμη δύο: τον Ευάγγελο
και Γιώργο Μαμία.
`

Και μερικά ακόμη για τους περίεργους και τους σχολαστικούς. Μετά τη διαγραφή της
έστειλε επιστολή, με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1944, στον υπουργό Θρησκευμάτων
και Εθνικής Παιδείας, ως αρμόδιο περί τα καλλιτεχνικά.
Η κατηγορία ήταν: «Προδοτική στάση την περίοδο της Κατοχής». Χωρίς
λεπτομέρειες.
Ανάμεσα σε άλλα γράφει στον υπουργό: «Μία απόφασις τοιούτου περιεχομένου μη
κοινοποιηθείσα δε εις τους ενδιαφερομένους και ήτις απόφασις θα έδει να ληφθή μόνον
κατόπιν τηρήσεως ωρισμένων νομίμων τύπων και γνωστοποιήσεως ημίν… με
αναγκάζει να προσφύγω εις Υμάς και να διαμαρτυρηθώ εντονότατα…»
Και προς το Σωματείο: «Δια των εφημερίδων επληροφορήθην ότι διεγράφην από το
ημέτερον Σωματείον. Παρακαλώ υμάς όπως εναρεστηθήτε να μου γνωρίσητε εγγράφως
επί τη βάσει τίνων στοιχείων, μαρτυριών ή άλλων αποδείξεων ελήφθη η ανωτέρω
απόφασις».
Ο υπουργός έστειλε αμέσως επιστολή στο Σωματείο και ζητούσε εξηγήσεις. Ούτε
στον ένα ούτε στον άλλο απάντησε το Σωματείο. Στις 24 Νοεμβρίου η Παπαδάκη
στέλνει δεύτερη επιστολή. Ανάμεσα σε άλλα γράφει:
«…Νομίζω ότι πάσα άμυνα επί τόσον αναρμόστως συντεταγμένου εγγράφου, πλήρους
αορίστων και αβασίμων εναντίον μου στοιχείων και συκοφαντικών δυσφημίσεων,
οικοδομήματος ασυστόλων κατηγοριών βασιζομένων μόνον επί «εντυπώσεων», ως
ρητώς αναφέρει το απόσπασμα των πρακτικών [άρα υπήρχαν πρακτικά στο αρχείο
της δεν βρέθηκαν ούτε στα γραφεία του ΣΕΗ] μία τοιαύτη άμυνα, θʼ απετέλει ύβριν
εναντίον εμού της ιδίας, απρεπούς ήδη δια της αποφάσεως καθυβρισθείσης και δια
τρόπου απάδοντος, ως φρονώ εις Σωματείον ευσεβούμενον εαυτό και τας αποφάσεις
του.
»Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική,
αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής» δύνανται καλλίτερον από εμέ να
διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι».
Και τελειώνει την επιστολή καταθέτοντας τα όπλα εξαντλημένη και κατά κράτος
νικημένη: «Οπωσδήποτε η Συνέλευσις υμών ας αποφασίση ό,τι νομίζει». Και
υπογράφει: «Μετά πάσης τιμής». Σε ποιον και σε ποιους;
`
Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των θυμάτων της ανθρωποθυσίας στην Ελλάδα είναι
ασήμαντος μπροστά στους ανατριχιαστικούς αριθμούς που μας παραδόθηκαν, μετά
τον πόλεμο, από την Ιταλία και τη Γαλλία. Ίσως, λένε ορισμένοι, ως ποσοστά εν
σχέσει με τον πληθυσμό κάθε χώρας είναι μάλλον ο ίδιος.
Αν εξαιρέσουμε τους μαυραγορίτες όλα τα άλλα θύματα ήταν της πείνας. Της πείνας
ήταν και οι δολοφόνοι. Πρέπει όμως κάπως να κλείσουμε τούτο το παράπονο με τη
δραματική διαπίστωση του Δ. Μυράτ: «Όπως το αίμα του [Ίωνος] Δραγούμη
κατέστρεψε τον [Ελευθέριο] Βενιζέλο, έτσι πιστεύω πως το αίμα της Παπαδάκη
κατέστρεψε το ΕΑΜ». Όχι όμως μόνο της Παπαδάκη.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Θα ήταν άδικο να κλείσω τούτο το μνημόσυνο χωρίς μερικά ακόμη λόγια. Μόλις
ησύχασαν, λοιπόν, κάπως τα πράγματα, μετά τον Φεβρουάριο 1945, ο Μυράτ
αναγκάστηκε να εργαστεί ξανά για τον επιούσιο. Επειδή φοβήθηκε όμως ότι
μπορούσε να βρεθούν μερικοί φανατισμένοι που είχαν μνήμη ανάμεσα στους θεατές
και να τον ρωτήσουν δυνατά από την πλατεία, την ώρα της παράστασης, για την
«περίπτωση», απευθύνθηκε σε φίλους του να πηγαίνουν στις παραστάσεις του για να
επιβάλλουν σιωπή. Αψευδής μάρτυρας ο φίλος του φαρμακοποιός Σπύρος
Λεκατσάς, οδός Πατησίων 336. Για να ʼχει όμως το κεφάλι του ήσυχο και να
καλοπιάσει λίγο αργότερα τους «απέναντι» έγραψε ότι «ο Δεκέμβρης μύριζε ξένη
προβοκάτσια»!
Ακόμη κάτι απαραίτητο. Αντιγράφω από το αρχείο μου δύο παραγράφους από το
αυθεντικό χειρόγραφο άλμπουμ που έφτιαξε ο ίδιος ο Αιμίλιος Βεάκης, όταν
τέλειωσαν οι παραστάσεις του έργου «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι», που παίχτηκε
σε δική του διασκευή στο Εθνικό Θέατρο.
Έχει ημερομηνία 20 Μαΐου 1934 (δέκα χρόνια πριν από το «συμβάν») και
αφιερώνεται στην Ελένη Παπαδάκη:
«Στη μεγάλη μου συνάδελφο κι ευγενική φίλη Ελένη Παπαδάκη με την ευγνωμοσύνη
μου για την αριστοτεχνική ενσάρκωση του ρόλου της Νατάσας».
Και απόσπασμα από την εισαγωγή του, πάλι χειρόγραφο: «Μην ξεχάσεις» της λέει
«ποτέ σου αυτό το θρίαμβο, γιατί η θύμησή του θα σου φέρνει στο νου, για αιώνιο
μάθημα, πως εκείνο που αξίζει θριαμβεύει πάντα στο πείσμα των ανάξιων και των
μοχθηρών».
Μάνος Ελευθερίου

Υ.Γ. 2 Και όλα αυτά, όλα, «εξαιτίας κάποιας φημολογούμενης σχέσης με τους
γερμανούς ορισμένων από εκείνους που μετείχαν στην παράσταση» της Εκάβης. Έτσι
γράφει η τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 22 Ιουλίου 2018 άφησε την τελευταία του πνοή από ανακοπή
καρδιάς σε ηλικία 80 ετών ο Μάνος Ελευθερίου. Ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος
εξέδωσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και
περισσότερα από 400 τραγούδια. Γι΄αυτούς που αναρωτιούνται γιατί κάνουμε την
αναφορά ας διευκρινίσουμε ότι δεν ήταν απόφοιτος της Γερμανικής, είχε όμως γράψει το
μυθιστόρημά "Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές" για την σπουδαία ηθοποιό Ελένη
Παπαδάκη, τη απόφοιτο, που τόσο άδικα εκτελέστηκε το 1944:
"Δεκέμβριος 1944. Μες στην παραφροσύνη ενός εμφυλίου πολέμου, το ευτελέστερο
πράγμα είναι η ανθρώπινη ζωή. Τη συνέλαβαν και το ίδιο βράδυ την εκτέλεσαν.
Ανθρωποθυσία; Εκείνο όμως το γυμνό σώμα που της αποδόθηκε δεν ήταν το δικό της. Το
μοιραίο λάθος έγινε μέσα στον πανικό και την απόγνωση του αδελφού της στο νεκροτομείο.
Έτσι, στο άγνωστο σώμα δόθηκε το ένδοξο όνομά της. Εκείνη όμως ζούσε. Αλλού. Πενήντα
χρόνια μετά ένας νέος γιατρός προσπαθεί να μάθει την αλήθεια από κείνον που συνέλαβε
τη γυναίκα, την Καλλιτέχνιδα. Να μάθει τι κρύβεται πίσω από την ηλικιωμένη γυναίκα που
περιθάλπει σπίτι του και που ο ίδιος υποστηρίζει ότι είναι Εκείνη. Είναι όμως Εκείνη; Ποιο
φως μπορεί να φωτίσει το παρελθόν μας και τη ζωή μας, ακόμα κι αν εμφανιστούν εκατό
μάρτυρες και εκατό χαρτιά;"

You might also like