Professional Documents
Culture Documents
Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ 7 4 2013
Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ 7 4 2013
Οπισθόφυλλο. Ο αιώνιος σύζυγος έχει όλα τα γνωρίσματα της μεγαλοφυίας του συγγραφέα του. Είναι μια ψυχογραφία
εραστού και συζύγου, θύματος και θύτου. Οι ήρωές του, ο Αλέξης Ιβάνοβιτς Βετσάλνινοβ και ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκυ,
αντιμετωπίζουν με τρόμο ή έκσταση το ζωφερό φράγμα της ύπαρξής τους, ταπεινοί, δαιμόνοι, ασήμαντοι και γελίοι.
Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκυ, 1821-1881, ανήκει στους πνευματικούς γίγαντες της παλιάς Ρωσίας και μπορεί να
χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των χωρών κι όλων των εποχών. Η σημασία του έργου του εκτείνεται πέρα
από τα όρια της λογοτεχνίας και επηρεάζει βαθύτατα την πολιτική, κοινωνική και φιλοσοφική εξέλιξη του εικοστού αιώνα.
Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ Ο αιώνιος σύζυγος
Μετάφραση: Μάγδα Καϊναδά Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Παπαδοπούλου
ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ
Μετάφραση Μάγδα Καϊναδά ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2006
Ο ΒΕΛΤΣΑΝΙΝΟΒ
Ήρθε το καλοκαίρι κι ο Βελτσάνινοβ, αντίθετα προς όλες τις προβλέψεις, έμεινε στην Πετρούπολη. Το ταξίδι που λογάριαζε να κάνει
στη Νότιο Ρωσία ματαιώθηκε. Κι όσο για τη δίκη του δεν έλεγε να τελειώσει. Η δίκη αυτή, σχετική με κάποια έκταση γης, έπαιρνε τροπή
πολύ δυσάρεστη. Φαινόταν απλή και η έκβαση της σχεδόν σίγουρη, τρεις μήνες πριν ξαφνικά όμως όλα χάλασαν. Και, γενικά, όλα
πάνε από το κακό στο χειρότερο. Συχνά τώρα ο Βελτσάνινοβ έλεγε και ξανάλεγε μέσα του τούτη τη φράση. Είχε έναν δικηγόρο
ικανό, ακριβό, γνωστό, και ο ίδιος λυπόταν τα έξοδα. Μα η ανυπομονησία και κάτι σαν ανήσυχη δυσπιστία τον παρακίνησαν να πάρει
μόνος του την υπόθεση στα χέρια του.
έγραφε υπομνήματα που ο δικηγόρος του τα πετούσε όλα στον κάλαθο των αχρήστων. έτρεχε στις δημόσιες υπηρεσίες, μάζευε
πληροφορίες με αποτέλεσμα να δημιουργεί πιθανότατα, κι άλλες καθυστερήσεις. Ο δικηγόρος πάντως γκρίνιαζε και τον παρακαλούσε
επίμονα να φύγει για την εξοχή- αυτός όμως δεν μπορούσε να το αποφασίσει να φύγει από την Πετρούπολη, ούτε καν για κάποιο
προάστιο. Η σκόνη, η ασφυκτική ζέστη, οι λευκές νύχτες της Πετρούπολης, οι τόσο εκνευριστικές, να τι τον κρατούσε στη μεγάλη
πολιτεία. Δεν είχε σταθεί τυχερός ούτε με το σπίτι που είχε νοικιάσει εδώ και λίγον καιρό, κάπου κοντά στο Μεγάλο Θέατρο. Όλα μου
έρχονται ανάποδα! Η υποχονδρία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. η αλήθεια ήταν πως είχε μια προδιάθεση για την υποχονδρία από
καιρό.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει έντονα. Δεν ήταν πια νέος, τριάντα οχτώ ή πιο σωστά, τριάντα εννιά χρόνων, κι αυτά τα
γερατειά, όπως έλεγε, είχαν έρθει σχεδόν αναπάντεχα. Καταλάβαινε όμως κι ο ίδιος πως δεν ήταν τόσο τα χρόνια, όσο ο
τρόπος που τα είχε ζήσει, που τον είχαν γεράσει και πως η αιτία της ανησυχίας του ήταν μάλλον εσωτερική. Έδειχνε ακόμη γερός
και νέος. Ήταν ένας άντρας ψηλός και ρωμαλέος. Δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα στα πυκνά, ανοιχτόξανθα μαλλιά του, μήτε στα μακριά
γένια του που έφταναν σχεδόν ως τα μισά του στήθους του. Με την πρώτη ματιά φαινόταν λιγάκι άγαρμπος και βαρύς. αν τον
πρόσεχες όμως καλύτερα, έβλεπες αμέσως πως είχες να κάνεις με έναν κύριο με κοινωνική αγωγή, που ήξερε να φέρεται. Ακόμη και
τώρα είχε άνεση στους τρόπους, αξιοπρέπεια και χάρη, θα μπορούσε κανείς να πει, παρ' όλη τη βλοσυρότητα και την αδιαφορία που
είχε στο ύφος του τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου, ακόμη και τώρα, είχε ένα θάρρος ακλόνητο, μιαν αυτοπεποίθηση αριστοκρατική που
έφτανε τα όρια της αναίδειας και που την έκταση της ούτε ο ίδιος την υποψιαζόταν, μολονότι ήταν άνθρωπος όχι μονάχα έξυπνος, αλλά
διορατικότατος πολύ συχνά, αρκετά μορφωμένος κι αναμφισβήτητα προικισμένος με πολλά χαρίσματα. Το γεμάτο ειλικρίνεια ροδαλό
πρόσωπο του είχε στα παλιά χρόνια μιαν αβρότητα που τραβούσε τις γυναίκες. Και τώρα ακόμη, βλέποντας τον, πολλοί λέγανε: Τι
λεβέντης! Κι όμως αυτός ο λεβέντης είχε πάθει μια βασανιστική υποχονδρία. Τα μεγάλα γαλανά μάτια του, καμμιά δεκαριά χρόνια πριν,
είχαν κάτι το καταπληκτικό. Ήταν μάτια τόσο φωτεινά, τόσο εύθυμα, τόσο ξέγνοιαστα, που συναρπάζανε όποιον αντίκρυζε το βλέμμα
του.
Τώρα που πλησίαζε τα σαράντα, η λάμψη, η καλοσύνη, είχαν σβήσει σχεδόν ολότελα από τούτα τα μάτια, που είχαν αρχίσει κιόλας
να σχηματίζουν γύρω τους ελαφρές ρυτίδες. Απεναντίας πρόδιναν κυνισμό, τον κυνισμό ενός ανθρώπου κουρασμένου και όχι πολύ
ηθικού, πανουργία, σαρκασμό συχνότερα, και είχαν μια καινούργια έκφραση, που δεν υπήρχε εκεί άλλοτε. μια έκφραση μελαγχολίας
και πόνου, μελαγχολίας αφηρημένης, δίχως αφορμή θα έλεγες, αλλά βαθύτατης. Τούτη η μελαγχολία παρουσιαζόταν, κυρίως, όταν
έμενε μόνος. Και παράξενο, αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο ζωηρός, τόσο εύθυμος, τόσο γλεντζές, που διηγόταν τόσο ωραία
διασκεδαστικά ανέκδοτα εδώ και μόλις πριν από δυο χρόνια, τώρα δεν είχε καμμία άλλη επιθυμία παρά να κάθεται ολομόναχος. Έκοψε
θεληματικά όλες τις σχέσεις με ένα σωρό γνωστούς του, σχέσεις που θα μπορούσε θαυμάσια να τις διατηρήσει, παρ' όλα τα οικονομικά
του χάλια. Η αλήθεια ήταν πως η κενοδοξία είχε συντελέσει σε αυτό. Μα η καχυποψία και η κενοδοξία του δεν τον άφηναν να
συναναστρέφεται τους παλιούς γνωστούς του.
Έτσι, λίγο - λίγο, απομονώθηκε. Και η κενοδοξία του αντί να εξασθενίσει, πήρε απεναντίας μια μορφή καινούργια, πολύ
χαρακτηριστική. άλλες αίτιες, εντελώς διαφορετικές από κείνες που τον ενοχλούσαν ως τότε, τον πλήγωναν τώρα. αιτίες απρόβλεπτες,
ανώτερες από κείνες που τον επηρέαζαν άλλοτε, αν, βέβαια, μπορεί να εκφραστεί κανείς έτσι, αν υπάρχουν πραγματικές αιτίες
ανώτερες ή κατώτερες.
Αυτόν τον τελευταίο συλλογισμό τον έκανε ο ίδιος.
Ναι, εκεί είχε φθάσει: παράδερνε τώρα ανάμεσα σε απροσδιόριστες ανώτερες αιτίες, που δε θα τον απασχολούσαν στα παλιά
χρόνια, ούτε για μια στιγμή. Μέσα στο μυαλό του, στη συνείδηση του, χαρακτήριζε αιτίες ανώτερες όλες εκείνες που, απορούσε κι ο
ίδιος με τη διαπίστωση, του ήταν αδύνατο να τις δει αδιάφορα, με περιφρόνηση, ω, μέσα στον κόσμο το πράγμα ήταν πολύ
διαφορετικό!
Ήξερε καλά πως, στην πρώτη ευνοϊκή ευκαιρία, θα απαρνιόταν μεγαλόφωνα, αύριο κιόλας, όλες αυτές τις ανώτερες αιτίες,
ξεχνώντας μονομιάς τις κρυφές και ευλαβικές αποφάσεις της συνείδησης του και θα ήταν ο πρώτος που θα τις κορόιδευε, χωρίς να το
ομολογήσει στον εαυτό του, φυσικά. Ναι, αυτή ήταν η κατάσταση, παρ' όλο που τον τελευταίο καιρό είχε πετύχει να λυτρώσει τη σκέψη
του από αυτές τις ανώτερες αιτίες που τον κατείχαν πρωτύτερα. Πόσες φορές, αλήθεια, όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι του το πρωί,
δεν ντρεπόταν για τις σκέψεις και τα αισθήματα που τον είχαν τυραννήσει στις ώρες της αϋπνίας του, τώρα τελευταία υπέφερε τρομερά
από αϋπνίες. Από καιρό είχε προσέξει πως άφηνε τον εαυτό του, όλο και περισσότερο, να κυριεύεται από ενδοιασμούς και δυσπιστία,
τόσο στα σοβαρά ζητήματα όσο και στα μικροπράγματα και είχε αποφασίσει να φυλάγεται από τον ίδιο του τον εαυτό όσο μπορούσε.
Παρουσιάζονταν ωστόσο γεγονότα που του ήταν αδύνατο να αμφισβητήσει την ύπαρξη τους. Τον τελευταίο καιρό, τις νύχτες καμμιά
φορά, οι λογισμοί του, τα αισθήματα του, έπαιρναν μια άλλη μορφή, ολότελα διαφορετική και δεν έμοιαζαν πια καθόλου με τις σκέψεις
και τα αισθήματα που είχε το πρωί της ίδιας μέρας. Αυτό του έκανε εντύπωση, πήγε μάλιστα να συμβουλευθεί έναν διάσημο γιατρό,
που τον γνώριζε προσωπικά. Φυσικά, του μίλησε για την κατάσταση του παίρνοντας τάχα το πράγμα στα αστεία. Έμαθε τότε πως η
μεταβολή, ακόμη κι ο διχασμός των σκέψεων και των συναισθημάτων, όταν έχει κανείς αϋπνίες την νύχτα, ήταν ένα φαινόμενο πολύ
συνηθισμένο σε ανθρώπους που στέκονται και αισθάνονται έντονα, πως οι πεποιθήσεις μιας ολόκληρης ζωής μεταμορφώνονται
έξαφνα κάτω από την καταθλιπτική επίδραση της νύχτας και της αϋπνίας, πως συνέβαινε να παίρνει κανείς, ξαφνικά, χωρίς λόγο, τις
πιο μοιραίες αποφάσεις- αλλά πως υπήρχε, φυσικά, κάποιο όριο σε όλα αυτά και πως αν το υποκείμενο ένιωθε τον διχασμό τόσο
έντονα ώστε να υποφέρει, αυτό ήταν αδιαφιλονίκητο σύμπτωμα μιας αρρώστιας και πως σε τούτη την περίπτωση, έπρεπε να ληφθεί
αμέσως κάποιο μέτρο. Το καλύτερο ήταν να αλλάξει, ριζικά, ο άρρωστος τρόπο ζωής, να αλλάξει δίαιτα ή ακόμη να κάνει ένα ταξίδι.
Και ασφαλώς, δεν θα ήταν άσκοπο να πάρει κι ένα καθαρτικό.
Ο Βελτσάνινοβ δεν θέλησε να ακούσει περισσότερα, μα ήξερε τώρα πως ήταν άρρωστος.
"Ώστε έτσι, όλα αυτά ήταν νοσηρά, όλες αυτές οι "ανώτερες αιτίες" δεν είναι παρά ενδείξεις μιας αρρώστιας και τίποτε άλλο!" έλεγε
μέσα του ειρωνικά. Δυσκολευόταν αλήθεια να το παραδεχθεί.
Σε λίγο όμως, αυτό που δεν το αισθανόταν πρωτύτερα παρά μονάχα, παροδικά, τις νύχτες, άρχισε να εκδηλώνεται και το πρωί,
αλλά με μεγαλύτερη ένταση και πικρία, σε σημείο που οι τύψεις γίνονταν τώρα θυμός, ο οίκτος για τον εαυτό του σαρκασμός. Με λίγα
λόγια, ολοένα πιο συχνά, ορισμένα γεγονότα της ζωής του -πολλές φορές πολύ μακρινά - αναπηδούσαν στη μνήμη του κατά τρόπο
περίεργο, "ξαφνικά, ένας Θεός ήξερε γιατί". Λόγου χάρη, ο Βελτσάνινοβ παραπονιόταν από καιρό πως έχανε τη μνήμη του: ξεχνούσε
τη φυσιογνωμία ανθρώπων γνωστών του κι αυτοί πειράζονταν όταν τους συναντούσε, καμμιά φορά του ήταν αδύνατο να
θυμηθεί το παραμικρό από ένα βιβλίο που το είχε διαβάσει μόλις πριν από έξι μήνες. ε, λοιπόν, παρ' όλη την πρόδηλη και καθημερινή
αυτή εξασθένιση της μνήμης, εξασθένιση που τον ανησυχούσε πολύ, ό,τι αφορούσε το μακρινό παρελθόν του, περιστατικά
ολότελα λησμονημένα από δέκα και δεκαπέντε χρόνια, ζωντάνευαν κάπου -κάπου, ξαφνικά, με τέτοια ακρίβεια στις λεπτομέρειες και με
τόση διαύγεια, που ήταν σαν να τα ξαναζούσε. Ορισμένα από τούτα τα περιστατικά τα είχε ξεχάσει τόσο απόλυτα που και μόνο το
γεγονός ότι είχε μπορέσει να τα θυμηθεί, του φαινόταν σαν θαύμα. Μα δεν ήταν αυτό μονάχα: ποιος τάχα από τους ανθρώπους που
έζησαν έντονα, δεν έχει αναμνήσεις; Εκείνο που έχει σημασία ήταν πως, καθώς ξαναγεννιόταν, το παρελθόν παρουσιαζόταν κάτω από
μια σκοπιά νέα, απροσδόκητη, μια σκοπιά που ο Βελτσάνινοβ ούτε θα μπορούσε να τη διανοηθεί άλλοτε. Γιατί ορισμένες από
τις αναμνήσεις αυτές του φαίνονταν τώρα σαν πραγματικά εγκλήματα; Και δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο θέμα δικής του κρίσεως-
φυσικά, δεν θα είχε εμπιστοσύνη στο σκοτεινό και αρρωστημένο μυαλό του.
Κι ωστόσο, γιατί έφθανε τότε στο σημείο να καταριέται τον εαυτό του, να κλαίει σχεδόν, κι ας μην ήταν τα δάκρυα του φανερά, αλλά
λυγμοί εσωτερικοί; Δυο χρόνια πριν, ασφαλώς δε θα το πίστευε αν του λέγανε πως κάποια μέρα θα έκλαιγε. Στις αρχές, εξάλλου, οι
αναμνήσεις αυτές ήταν περισσότερο πικρές παρά αισθηματικές. θυμόταν μερικές κοινωνικές αποτυχίες, κάποιες ταπεινώσεις,
θυμόταν, λόγου χάρη, τις "συκοφαντίες ενός ραδιούργου" που είχαν ως συνέπεια να του κλείσει την πόρτα του κάποιο σπίτι- ή,
ακόμη, πως, λίγο καιρό πριν, τον είχαν προσβάλει
απροκάλυπτα μπροστά σε κόσμο, δίχως αυτός να ζητήσει μια επανόρθωση με μονομαχία, πως, μια μέρα, τον είχαν εξευτελίσει,
μπροστά σε ωραίες κυρίες, με ένα δηκτικότατο επίγραμμα κι αυτός δεν
είχε βρει τι να απαντήσει, θυμόταν μάλιστα δυο - τρία χρέη του απλήρωτα, ασήμαντα είναι αλήθεια, αλλά χρέη τιμής, απέναντι
ανθρώπων που είχε πάψει να τους βλέπει και που τώρα τους κατηγορούσε. Βασανιζόταν επίσης, αλλά μονάχα στις χειρότερες στιγμές
του, από τη θύμηση των δυο περιουσιών - σημαντικών και των δυο που τις είχε σπαταλήσει ανόητα. Σε λίγο όμως οι
αναπολήσεις του άρχισαν να στρέφονται γύρω από θέματα ανώτερα.
Έξαφνα, λόγου χάρη, και χωρίς κανένα λόγο, θυμήθηκε ύστερα από καιρό κάποιο γέρο, δημόσιο υπάλληλο, ψαρομάλλη και λιγάκι
γελοίο, που κάποτε, εδώ και χρόνια, τον είχε βάλει στόχο της ειρωνείας του, έτσι για να κάνει τον σπουδαίο, μόνο και μόνο για να πει
ένα ευφυολόγημα που είχε μεγάλη επιτυχία και που διαδόθηκε αργότερα ευρύτατα. Το περιστατικό αυτό ήταν τόσο βαθιά θαμμένο στη
μνήμη του, που του ήταν αδύνατο ακόμη και να θυμηθεί τόνομα του γεροντάκου, μολονότι τα καθέκαστα του επεισοδίου ξεπήδησαν
ξαφνικά στο μυαλό του με καταπληκτική διαύγεια. Θυμήθηκε καθαρά πως ο γέρος κάτι είχε πει για να υπερασπίσει την κόρη του,
μια κοπέλα αρκετά μεγάλη, ανύπαντρη, που έμενε μαζί του, μια κοπέλα που γιαυτήν είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν στην πόλη
διαδόσεις όχι και τόσο κολακευτικές. Ο γεροντάκος προσπάθησε να απαντήσει στα πειράγματα, έκανε να θυμώσει, ξαφνικά όμως είχε
ξεσπάσει σε αναφιλητά μπροστά σε όλον τον κόσμο, πράγμα που προκάλεσε κάποια αίσθηση. Τελικά, η παρέα, έτσι για γούστο, τον
είχε μεθύσει με σαμπάνια και είχε διασκεδάσει αφάνταστα. Και τώρα, όταν "στα καλά καθούμενα" ο Βελτσάνινοβ είδε ξανά με τη
φαντασία του τον γεροντάκο να κλαίει με λυγμούς σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια, έμεινε με την εντύπωση πως δεν είχε πάψει
στιγμή να θυμάται αυτό το περιστατικό. Παράξενο, αλήθεια. Όλα αυτά του φαίνονταν τόσο πολύ κωμικά και τώρα συνέβαινε ακριβώς το
αντίθετο, ορισμένες λεπτομέρειες προ πάντων και συγκεκριμένα, εκείνο το κρυμμένο πίσω από τα χέρια πρόσωπο.
Θυμήθηκε ακόμη πως είχε συκοφαντήσει, για να αστειευθεί, την χαριτωμένη γυναίκα ενός δασκάλου και πως οι συκοφαντίες είχαν
φθάσει σταυτιά του συζύγου.
Ο Βελτσάνινοβ είχε φύγει από κείνη την κωμόπολη λίγο αργότερα κι έτσι δεν είχε μάθει ποτέ τις συνέπειες της πράξης του, τώρα
όμως τις φανταζόταν κι ένας Θεός ξέρει που θα μπορούσε να τον παρασύρει η φαντασία του, αν, έξαφνα, δεν του ερχόταν στο νου η
πολύ πιο πρόσφατη ανάμνηση μιας κοπέλας, μιας απλής μικροαστής, που όχι μονάχα δεν τον συγκινούσε πραγματικά, αλλά
απεναντίας ντρεπόταν για τον δεσμό του μαζί της.
Ωστόσο της είχε κάνει ασυλλόγιστα ένα παιδί. Και είχε εγκαταλείψει μητέρα και παιδί, δίχως ούτε ένα αντίο, η αλήθεια ήταν πως δεν
είχε βρει καιρό, φεύγοντας βιαστικά για την Πετρούπολη. Αργότερα, είχε προσπαθήσει, έναν ολόκληρο χρόνο, να ξαναβρεί αυτή την
κοπέλα, αλλά δεν το κατόρθωσε.
Υπήρχαν, εξάλλου, εκατοντάδες σχεδόν αναμνήσεις αυτού του είδους και κάθε μια έσερνε πίσω της, θάλεγες, ένα πλήθος άλλες.
Με τον καιρό, άρχισε να πληγώνεται και η ματαιοδοξία του.
Είπαμε παραπάνω πως η ματαιοδοξία του είχε πάρει μια ιδιαίτερη μορφή. Πραγματικά, έρχονταν στιγμές, σπάνιες άλλωστε, που η
αδιαφορία του ήταν τόση που δεν ντρεπόταν καν πια για το ότι δεν είχε δικό του αμάξι και έτρεχε με τα πόδια από τη μια δημόσια
υπηρεσία στην άλλη, για το ότι παραμελούσε την εμφάνιση του. Κι αν κάποιος από τους παλιούς γνωστούς του τον κοίταζε στο δρόμο
ειρωνικά, ή έκανε απλούστατα πως δεν τον είχε προσέξει, αυτός είχε ακόμη αρκετή περηφάνεια για να μην αισθάνεται πικρία, όχι
μονάχα επιφανειακά, αλλά και βαθιά μέσα του. Φυσικά, η περίπτωση ήταν σπάνια, οι στιγμές αυτές του εκνευρισμού και της
αδιαφορίας για τον εαυτό του ήταν φευγαλέες κι ωστόσο, λίγο - λίγο η ματαιοδοξία του ξεμάκραινε από τα πράγματα που τον
επηρέαζαν άλλοτε και συγκεντρωνόταν γύρω από ένα μόνο θέμα που απασχολούσε τη σκέψη του.
"Ε, λοιπόν", έλεγε μέσα του ειρωνικά, σχεδόν πάντα όταν συλλογιζόταν τον εαυτό του άρχιζε παίρνοντας τόνο ειρωνικό,
"υπάρχει κάπου κάποιος που ενδιαφέρεται για την ηθική μου και μου στέλνει τις καταραμένες αυτές αναμνήσεις κι αυτά τα δάκρυα
μετανοίας! Ας είναι. Αυτό όμως δεν πρόκειται να ωφελήσει σε τίποτε! Μάταιες οι προσπάθειες! Μήπως δεν είμαι βέβαιος πως παρ'
όλες τις δακρύβρεκτες τύψεις και την αυστηρή αυτοκριτική, δεν έχω την παραμικρή ανεξαρτησία κι ας είμαι σαράντα χρόνων; Αν
παρουσιασθεί τάχα ο ίδιος πειρασμός αύριο υπό τις ίδιες συνθήκες, αν, λόγου χάρη, είχα συμφέρον να διαδώσω πως η γυναίκα του
δασκάλου δέχεται τα δώρα μου, δεν θα το έκανα αδίστακτα; Και θα ήταν ακόμη χειρότερο και πιο αξιοκατάκριτο γιατί θα γινόταν για
δεύτερη φορά. Ας έκανε να με προσβάλει εκείνος ο πριγκιπάκος, ο μοναχογιός της μάνας του, που του τσάκισα το πόδι με μια σφαίρα
εδώ κι έντεκα χρόνια και θα τον προκαλούσα αμέσως ξανά σε μονομαχία να του τσακίσω και το άλλο πόδι, να τάχει ξύλινα και τα δυο...
Άρα, δεν είναι όλες αυτές οι προσπάθειες μάταιες; Ποια η χρησιμότητα τους; Τί ωφελούν αυτές οι αναμνήσεις, αφού δεν κατορθώνω
να λυτρωθώ έστω και λιγάκι από τον εαυτό μου;"
Μολονότι εκείνη η ιστορία με τη γυναίκα του δασκάλου δεν επαναλήφθηκε, μολονότι δεν τσάκισε το πόδι κανενός, η σκέψη και μόνο
πως, αν το 'φέρνε η περίσταση, αυτό θα γινόταν αναπότρεπτα, τον σκότωνε σχεδόν... κάπου - κάπου. Στο κάτω - κάτω, δεν ήταν
δυνατόν να βασανίζεται ασταμάτητα από αναμνήσεις οδυνηρές, καλό είναι να ξεκουράζεται κανείς, να κάνει και καμμιά βόλτα στα
διαλείμματα.
Του φέρανε τη σούπα, πήρε το κουτάλι του, αλλά ξαφνικά το ξανάφησε στο τραπέζι κι έκανε σαν νάθελε να πεταχτεί από την
καρέκλα του. Μια σκέψη απροσδόκητη είχε φωτίσει το μυαλό του. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε - κι ο Θεός ήξερε μονάχα το γιατί - τον
λόγο του άγχους του, αυτού του παράξενου άγχους του, που τον βασάνιζε εδώ και τόσες μέρες, που του είχε έρθει, ένας Θεός ήξερε
πως, και που δεν έπαυε στιγμή να τον περισφίγγει, ένας Θεός ήξερε γιατί! Τώρα, μονομιάς, όλα του φάνηκαν ξεκάθαρα και απλά
σαν τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Φταίει το καπέλο, μουρμούρισε σαν να τον είχε φωτίσει το Άγιο Πνεύμα. Για όλα, φταίει μονάχα αυτό το καταραμένο στρογγυλό
καπέλο με το απαίσιο κρέπι του!
Άρχισε να συλλογίζεται κι όσο συλλογιζόταν, γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός και το επεισόδιο έπαιρνε στα μάτια του όλο και πιο
παράξενη σημασία.
Μα... έγινε αλήθεια τίποτε; προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, δυσπιστώντας στον εαυτό του. Υπάρχει σε όλα αυτά τίποτε το
συγκεκριμένο;
Να τι είχε γίνει: δυο εβδομάδες περίπου πριν, δεν θυμόταν ακριβώς, αλλά νόμιζε πως θα ήταν δυο εβδομάδες, είχε συναντήσει για
πρώτη φορά στον δρόμο, όχι μακριά από τη διασταύρωση της Ποντιατσέσκαγια και της Μεστσάνσκαγια, έναν κύριο με κρέπι στο
καπέλο. Αυτός ο κύριος ήταν σαν όλους τους ανθρώπους, δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο, προσπέρασε γρήγορα, αλλά το κάπως επίμονο
βλέμμα του τράβηξε αμέσως την προσοχή του Βελτσάνινοβ. Πάντως η φυσιογνωμία του φάνηκε γνωστή. Σίγουρα κάπου θα τον είχε
συναντήσει στα παλιά χρόνια. Εξάλλου, μη δεν έχω απαντήσει χιλιάδες πρόσωπα στη ζωή μου; Δεν μπορώ να τα θυμάμαι όλα! Είκοσι
βήματα πιο πέρα έμοιαζε να είχε ξεχάσει τη συνάντηση, παρ' όλη τη μεγάλη εντύπωση που του είχε κάνει, εντύπωση που κράτησε όλη
τη μέρα παίρνοντας τη μορφή ενός αδικαιολόγητου εκνευρισμού, πολύ παράξενου. Τώρα, δυο εβδομάδες αργότερα, τα
θυμόταν όλα πολύ ζωηρά, θυμόταν ακόμη πως δεν καταλάβαινε τότε την αιτία του εκνευρισμού του, σε σημείο που δεν βρήκε καμμιά
σχέση ανάμεσα στην κακοκεφιά του όλο εκείνο το βράδυ και στην πρωινή συνάντηση. Μα ο κύριος έσπευσε μόνος του να του θυμίσει
την ύπαρξη του και την άλλη μέρα ξαναβρέθηκε μπροστά στον Βελτσάνινοβ στη Νέβσκη Προσπέκτ και πάλι τον κοίταξε περίεργα. Ο
Βελτσάνινοβ έφτυσε από το θυμό του κι αμέσως απόρησε για την πράξη του. Υπάρχουν πρόσωπα, είναι αλήθεια, που από την πρώτη
στιγμή προκαλούν μια βαθύτατη απέχθεια, χωρίς λόγο. Κάπου θα τον έχω δει, μουρμούρισε σκεφτικός, μισή ώρα μετά τη συνάντηση
αυτή. Και πάλι το βράδυ ήταν τρομερά δύσθυμος, είδε μάλιστα κι ένα κακό όνειρο, κι όμως δεν του πέρασε από το νου πως η αιτία
αυτής της καινούργιας και αλλόκοτης δυσφορίας ήταν ο ίδιος εκείνος πενθοφορεμένος κύριος, μόλο που στο διάστημα της βραδιάς τον
σκέφθηκε πολλές φορές. Ένιωσε μάλιστα και κάποια φούρκα για το ότι κάτι τέτοιες ανοησίες μπορούσαν να τον απασχολούν. Δεν
σκέφθηκε ούτε στιγμή ναποδώσει στον κύριο την κακή του διάθεση. Αν του περνούσε αυτή η ιδέα, θα το θεωρούσε σίγουρα πολύ
ταπεινωτικό. Δυο μέρες αργότερα αντάμωσαν ξανά μέσα στο πλήθος που έβγαινε από ένα βαποράκι του Νέβα. Την τρίτη αυτή φορά, ο
Βελτσάνινοβ ήταν έτοιμος να πάρει όρκο πως ο πενθοφορεμένος κύριος τον αναγνώρισε κι έκανε να τρέξει κοντά του, πασκίζοντας να
ανοίξει δρόμο ανάμεσα από το πλήθος, είχε τολμήσει του φάνηκε, να του απλώσει το χέρι, ίσως - ίσως και να είχε βγάλει κανένα
επιφώνημα και να τον είχε φωνάξει με τόνομα του... Γιαυτό, το τελευταίο, ο Βελτσάνινοβ δεν ήταν βέβαιος, αλλά... Μά ποιος είναι
λοιπόν αυτός ο παλιάνθρωπος και γιατί δεν έρχεται κοντά μου, αν με ξέρει πραγματικά κι έχει τόση επιθυμία να με πλησιάσει; έλεγε
μέσα του φουρκισμένος, καθώς ανέβαινε σένα αγοραίο αμάξι να πάει στο μοναστήρι του Σμόλνι. Μισή ώρα αργότερα, τσακωνόταν με
τον δικηγόρο του, το βράδυ και τη νύχτα όμως, μια αγωνία φριχτή, αφάνταστη τον κυρίεψε ξανά. Νά είναι από τη χολή μου;
αναρωτιόταν ανήσυχα, εξετάζοντας το πρόσωπο του στον καθρέφτη.
Αυτή ήταν η τρίτη συνάντηση. Για πέντε μέρες στη σειρά δεν ξαναείδε κανένα και ο παλιάνθρωπος δεν έδωσε σημεία ζωής.
Ωστόσο, κάπου - κάπου, η ανάμνηση του κυρίου με το κρέπι του ξαναρχόταν στο μυαλό κι αυτό τον έβαζε σε κάποια απορία. Μα θέλω
λοιπόν τόσο πολύ να τον ξαναδώ;... Χμ! Το ίδιο κι εκείνος, πιθανότατα. Έχει πολλές δουλειές στην Πετρούπολη. Και γιατί φοράει
πένθος; Με γνωρίζει σίγουρα, εγώ όμως δεν τον γνωρίζω. Και ϊιατί αυτοί οι άνθρωποι φορούν πένθος; Δεν τους πάει... Έχω την
εντύπωση πως αν τον έβλεπα από πιο κοντά, θα τον αναγνώριζα...
Κάτι φαινόταν να είχε πάρει μορφή στη μνήμη του, όπως όταν προσπαθείς να θυμηθείς μια γνωστή λέξη, που την ξέχασες ξαφνικά.
Την ξέρεις καλά τη λέξη και το ξέρεις πως την ξέρεις, ξέρεις τη σημασία της, σου έρχεται στα χείλη κι όμως, παρ' όλες τις προσπάθειες,
εκείνη ξεφεύγει.
Ήταν... πάει καιρός από τότε... Και ήταν... Ήταν εκεί... εκεί... Α, ας πάει στο διάβολο πια! φώναξε ξαφνικά, έξαλλος. Αξίζει τον κόπο
να εξευτελίζομαι έτσι γι' αυτόν τον παλιάνθρωπο!....
Ήταν τρομερά θυμωμένος. Το βράδυ, όταν θυμήθηκε εκείνον τον τόσο τρομερό θυμό, ένιωσε δυσφορία, σαν να τον είχαν τσακώσει
να κάνει κακό. Ταράχτηκε και απόρησε.
Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για να θυμώνει έτσι... στα καλά καθούμενα... μόνο στην ανάμνηση αυτού... . Δεν αποτελείωσε τη
σκέψη του.
Και την άλλη μέρα τον κυρίεψε μια αγανάκτηση ακόμη πιο άγρια-τούτη όμως τη φορά είχε την εντύπωση πως η αγανάκτηση του
είχε το λόγο της και πως αυτός είχε απόλυτα δίκιο. Ήταν από μέρους του μια αναίδεια ανήκουστη! Μια τέταρτη συνάντηση είχε
μεσολαβήσει. Ο κύριος με το πένθος είχε προβάλει ξανά, σαν να ξεφύτρωσε μέσα από τη γη. Ο Βελτσάνινοβ είχε καταφέρει επιτέλους
να πετύχει στο δρόμο τον σύμβουλο εκείνο της Επικρατείας που τον είχε τόσο ανάγκη και που έψαχνε να τον βρει από καιρό,
κυνηγώντας τον ακόμη και στην έπαυλη του. Ο κυβερνητικός αυτός υπάλληλος, που μόλις και γνώριζε τον Βελτσάνινοβ και τον
απέφευγε με κάθε τρόπο, του ξεγλιστρούσε ολοένα, ήταν φανερό πως κρυβόταν. Καταχαρούμενος που τον είχε πετύχει επιτέλους, ο
Βελτσάνινοβ άρχισε να βαδίζει πλάϊ του, βιαστικά, κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια. Προσπάθησε να φέρει την κουβέντα σένα ορισμένο
θέμα, ελπίζοντας ναποσπάσει από τον πονηρό αυτό γέρο τα λόγια που περίμενε από καιρό. Μα ο πονηρός γέρος φυλαγόταν
χαμογελούσε και δεν μιλούσε. Και να, στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, το μάτι του Βελτσάνινοβ πήρε στο αντικρινό πεζοδρόμιο τον κύριο με
το κρέπι στο καπέλο.
Στεκόταν και τους κοίταζε επίμονα και τους δυο. Τους ακολουθούσε, ήταν ολοφάνερο, έμοιαζε μάλιστα να τους κοροϊδεύει.
Α, στο διάβολο! μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ με λύσσα, είχε μόλις αφήσει τον κυβερνητικό υπάλληλο και εξηγούσε τώρα την
αποτυχία της προσπάθειας του με την αιφνίδια εμφάνιση αυτού του αναιδούς. Α, στο διάβολο! Να είναι άραγε βαλτός από κανένα; Με
παρακολουθεί, δεν χωράει αμφιβολία! Να τον πληρώσανε γι' αυτό; Και... και... μα το Θεό, με περιγελούσε! Θα τον μαυρίσω στο ξύλο,
τορκίζομαι!.. Τι κρίμα να μην έχω μπαστούνι! Θαγοράσω όμως. Αυτό δεν θα ταφήσω έτσι! Ποιος είναι; Θέλω να μάθω οπωσδήποτε
ποιος είναι!
Τέλος, ακριβώς τρεις μέρες μετά τη συνάντηση αυτή (την τέταρτη κατά σειρά), ξαναβρίσκουμε τον Βελτσάνινοβ στο εστιατόριο του,
καθώς το περιγράψαμε παραπάνω, πραγματικά σαστισμένο. Έχοντας τώρα μελετήσει προσεκτικά όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας,
ήταν υποχρεωμένος να παραδεχθεί τελικά πως ο μοναδικός λόγος της βαρυθυμίας του, του τόσο παράξενου άγχους του κι όλης της
ταραχής του εδώ και δυο εβδομάδες, δεν ήταν άλλος από τον κύριο με το πένθος, παρ' όλη τη μηδαμινότητά του.
Παραδέχομαι πως είμαι ένας υποχονδριακός, συλλογιζόταν ο Βελτσάνινοβ και πως, κατά συνέπεια, είμαι έτοιμος να κάνω τη μύγα
ελέφαντα, ωστόσο το γεγονός ότι ξέρω πως όλα αυτά είναι ίσως φανταστικά, μήπως με ξαλαφρώνει τάχα; Αν ο πρώτος τυχών είναι σε
θέση ναναστατώνει ολότελα έναν άνθρωπο, τότε... τότε... Πραγματικά, στη σημερινή την Πέμπτη συνάντηση, ο ελέφαντας του είχε
φανεί μύγα. Όπως και τις προηγούμενες φορές, ο κύριος είχε προσπεράσει γρήγορα, δίχως όμως να κοιτάξει στα μάτια τον
Βελτσάνινοβ, δίχως να κάνει πως τον γνώριζε, απεναντίας, είχε χαμηλώσει το βλέμμα και γενικά, έδινε την εντύπωση πως ήθελε να
περάσει απαρατήρητος. Ο Βελτσάνινοβ είχε γυρίσει και είχε φωνάξει δυνατά:
Ε, σείς! Με το κρέπι στο καπέλο! Κρυβόσαστε τώρα! Σταθείτε, ποιος είσαστε;
Τόσο η ερώτηση όσο και οι κραυγές ήταν ανόητες. Μα ο Βελτσάνινοβ το κατάλαβε αυτό πολύ αργά. Ο κύριος στράφηκε,
κοντοστάθηκε, ταράχτηκε, χαμογέλασε, έκανε κάτι να πει, δίστασε για ένα λεπτό κι έπειτα, ξαφνικά, έκανε μεταβολή και τόβαλε στα
πόδια δίχως να κοιτάξει πίσω του. Ο Βελτσάνινοβ, κατάπληκτος, τον παρακολούθησε με το βλέμμα. Έχει γούστο να είμαι εγώ που τον
κυνηγώ κι όχι αυτός εμένα! συλλογίστηκε.
Αφού έφαγε, πήρε ένα αμάξι και τράβηξε για τη βίλλα του συμβούλου της Επικρατείας. Αλλά δεν μπόρεσε να τον δει. του είπαν πως
δεν γύρισε από το πρωί στο σπίτι και ήταν ζήτημα αν θα γύριζε πριν από τις τρεις ή τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα, γιατί θα έμενε στην
πόλη, σε κάποιου φίλου του που γιόρταζε τα γενέθλια του. Ο Βελτσάνινοβ το πήρε αυτό σαν προσβολή, τόσο πειράχτηκε που, πάνω
στο πρώτο ξέσπασμα της οργής του, αποφάσισε να πάει ίσια σαυτόν που γιόρταζε. Πραγματικά ξεκίνησε. Λίγο όμως παραπέρα,
κάνοντας τη σκέψη πως το παραξήλωνε, πλήρωσε τον αμαξά στα μισά του δρόμου και τράβηξε με τα πόδια για το σπίτι του, κατά το
Μεγάλο Θέατρο. Ένιωθε την ανάγκη να περπατήσει. Για να καλμάρει τα ταραγμένα νεύρα του, έπρεπε με κάθε θυσία να κοιμηθεί τη
νύχτα και για να καταπολεμήσει την αϋπνία, έπρεπε να κουρασθεί. Έφθασε λοιπόν στο σπίτι του κατά τις δέκα και μισή, γιατί ο δρόμος
ήταν αρκετός και σταλήθεια ένιωθε πολύ κουρασμένος.
Το διαμέρισμα του, που το είχε νοικιάσει τον Μάρτη και που από τη μια μεριά το κατηγορούσε με τόση κακία, βλαστημώντας το, κι
από την άλλη - για να δικαιολογηθεί στον εαυτό του - έλεγε πως τούτο το σπίτι δεν ήταν παρά ένας καταυλισμός και πως για όλα
έφταιγε εκείνη η καταραμένη δίκη που τον κρατούσε προσωρινά στην Πετρούπολη, τούτο το σπίτι λοιπόν δεν ήταν καθόλου άβολο,
ούτε τόσο άσχημο όσο το χαρακτήριζε ο ίδιος. Η είσοδος, κάτω από τη θολωτή αυλόπορτα, ήταν αλήθεια κάπως σκοτεινή και
βρωμερή, το διαμέρισμα, στο δεύτερο πάτωμα, είχε δυο μεγάλες φωτεινές και ψηλοτάβανες κάμαρες, χωρισμένες μένα προθάλαμο
μισοσκότεινο, η μια κάμαρα έβλεπε στο δρόμο, η άλλη στην αυλή. Πλάϊ σαυτή τη δεύτερη ήταν ένα μικρό γραφείο, προωρισμένο να
χρησιμοποιείται για κοιτώνας. Μα ο Βελτσάνινοβ την είχε γεμίσει με βιβλία και χαρτιά, άτακτα σκορπισμένα εδώ κι εκεί, κοιμόταν λοιπόν
σε ένα από τα μεγάλα αυτά δωμάτια, σε εκείνο που έβλεπε στον δρόμο. Του στρώνανε σε ένα ντιβάνι. Είχε έπιπλα ευπρόσωπα, αν και
κάπως παλιά, ανάμεσα σαυτά και μερικά πολύτιμα πράγματα, λείψανα περασμένων μεγαλείων: πορσελάνες και μπρούντζους, γνήσια
χαλιά Μπουχάρα και δυο αρκετά καλούς πίνακες.
Όλα όμως ήταν μέσα στη σκόνη, άνω - κάτω, και δεν έβρισκες τίποτε στη θέση του από τότε που η Πελαγία, η κοπέλα που τον
υπηρετούσε, είχε φύγει να πάει να δει τους γονείς της στο Νόβγκοροντ, αφήνοντας τον μόνο. Η παράξενη τούτη κατάσταση, το να μένει
δηλαδή μια κοπέλα στο σπίτι ενός εργένη, ανθρώπου του κόσμου που ήθελε να τηρεί και τους τύπους, έκανε τον Βελτσάνινοβ να
κοκκινίζει, μολονότι ήταν ευχαριστημένος από αυτή την Πελαγία.
Η μικρή είχε μπει στην υπηρεσία του τότε που ο Βελτσάνινοβ είχε νοικιάσει το διαμέρισμα, την άνοιξη, γιατί είχε μείνει χωρίς θέση,
μια και η οικογένεια που την είχε κοντά της είχε φύγει για το εξωτερικό. Από την πρώτη στιγμή, η Πελαγία είχε βάλει κάποια τάξη στο
νοικοκυριό του, μετά την αναχώρηση της όμως ο Βελτσάνινοβ δεν είχε θελήσει να πάρει άλλη γυναίκα να τον υπηρετεί. Όσο για
υπηρέτη, δεν τους συμπαθούσε τους υπηρέτες και εξάλλου, δεν άξιζε τον κόπο να προσλάβει κανένα για τόσο λίγο καιρό. Του
συγύριζε λοιπόν τα δωμάτια κάθε πρωί η αδελφή της θυρωρού, η Μάρβα, που της άφηνε το κλειδί όταν έβγαινε. Μα η Μάρβα δεν
έκανε απολύτως τίποτε, έπαιρνε τακτικά το μισθό της και πιθανότατα, τον έκλεβε. Αλλά ο Βελτσάνινοβ αδιαφορούσε τώρα για τα πάντα
και ήταν ευχαριστημένος που μπορούσε να μένει στο σπίτι του ολομόναχος. Ωστόσο, όλα έχουν τα όρια τους και τα νεύρα του, όταν
ήταν στις κακές του, δεν στέργανε να υποφέρουν περισσότερο τούτη τη βρώμα και καμμιά φορά, τον έπιανε βαθύτατη αηδία όταν
έμπαινε στο σπίτι του.
Τούτη τη φορά, όμως, ξεντύθηκε γρήγορα - γρήγορα, έπεσε στο κρεβάτι του και χολοσκασμένος, προσπάθησε να διώξει κάθε
σκέψη από το μυαλό του και να κοιμηθεί με κάθε τρόπο αμέσως. Και το παράξενο ήταν πως αποκοιμήθηκε στη στιγμή, μόλις
ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Έναν ολόκληρο μήνα είχε να του συμβεί τέτοιο πράγμα.
Κοιμήθηκε κάπου τρεις ώρες, μα ο ύπνος του ήταν ταραγμένος. Είδε όνειρα παράξενα, από κείνα που βλέπει κάποιος όταν έχει
πυρετό. είχε κάνει, λέει, έναν φόνο και τον είχε αποκρύψει...
Άνθρωποι που δεν καταλάβαινες από που ξεφύτρωναν, μπαινόβγαιναν ασταμάτητα στο σπίτι του και τον κατηγορούσαν. Ήταν
κιόλας πάρα πολλοί, ολοένα όμως έρχονταν κι άλλοι, σε βαθμό που η πόρτα δεν έκλεινε πια και έμενε ορθάνοιχτη. Όλο, ωστόσο, το
ενδιαφέρον του ήταν συγκεντρωμένο σέναν άνθρωπο παράδοξο, κάποτε πολύ στενό φίλο του, πεθαμένο από καιρό, και που είχε
παρουσιασθεί κι αυτός ξαφνικά. Και το πιο βασανιστικό, ο
Βελτσάνινοβ δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. είχε ξεχάσει τόνομα του και δεν κατάφερνε να το θυμηθεί, ήξερε μονάχα πως
τον αγαπούσε κάποτε πολύ! Και, όπως έδειχναν τα πράγματα, το πλήθος που είχε συνταχθεί εκεί μέσα περίμενε από αυτόν τον
άνθρωπο μια λέξη που θα καταδίκαζε ή θα αθώωνε τον Βελτσάνινοβ. Η ανυπομονησία ήταν γενική. Ο άνθρωπος όμως καθόταν
ακίνητος και δεν ταποφάσιζε να μιλήσει. Ο θόρυβος δεν έπαυε λεπτό, η έξαψη φούντωνε. Ξάφνου, ο Βελτσάνινοβ, τρελλός από τη
φούρκα του, χτύπησε αυτόν τον άνθρωπο που επέμενε να κάθεται με το στόμα του κλειστό. Κι όταν τον χτύπησε, ένιωσε μια αλλόκοτη
ηδονή. Φρίκη για την πράξη αυτή και πόνος συνάμα του έσφιξαν την καρδιά, ακριβώς όμως αυτό το συναίσθημα ήταν που του
προξενούσε την αλλόκοτη εκείνη ηδονή. Έξαλλος, χτύπησε μια δεύτερη, μια τρίτη φορά και παραζαλισμένος από μανία και τρόμο,
κυριευμένος απο κάτι σαν τρέλλα - γεμάτη κι αυτή από απέραντη ηδονή - έπαψε να μετράει τα χτυπήματα του και συνέχισε
ασταμάτητα. Ήθελε να το εκμηδενίσει αυτό, όλα αυτά. Ξάφνου όμως έγινε κάτι καινούργιο: το πλήθος άρχισε να στριγγλίζει, όλοι
στράφηκαν κατά την πόρτα, λες και κάτι περίμεναν. την ίδια στιγμή το κουδούνι αντήχησε τρεις φορές, μα τόσο δυνατά, σάμπως να
ήθελε να το ξεχαρβαλώσει όποιος ήταν αυτός που το τραβούσε.
Ο Βελτσάνινοβ ξύπνησε, συνήλθε αμέσως, πετάχτηκε απο το κρεβάτι του και χύμηξε στην πόρτα.
Ήταν απόλυτα βέβαιος πως το κουδούνισμα δεν ήταν μια αυταπάτη και πως κάποιος είχε πραγματικά χτυπήσει την εξώθυρα. Θα
ήταν πολύ αφύσικο, αν ένας ήχος τόσο καθαρός, τόσο αισθητός, δεν ήταν παρά μια αυταπάτη.
Ωστόσο, προς μεγάλη του απορία, διαπίστωσε πως το κουδούνισμα ήταν συνέχεια του ονείρου του. Μισάνοιξε την
εξώθυρα, βγήκε στο κεφαλόσκαλο, έριξε μια ματιά στη σκάλα. Ψυχή πουθενά. Το κουδούνι κρεμόταν ακίνητο. Έκπληκτος αλλά
ικανοποιημένος, ξαναμπήκε στην κάμαρα του. Καθώς άναβε το λυχνάρι, θυμήθηκε πως είχε αφήσει την πόρτα μονάχα γερμένη, δίχως
να στρίψει το κλειδί και να βάλει τον σύρτη. Του συνέβαινε συχνά, όταν γύριζε στο σπίτι του, να μην κλειδώνει την πόρτα του για τη
νύχτα, δίχως να δίνει σαυτό ξεχωριστή σημασία. Η Πελαγία του είχε κάνει πολλές φορές την παρατήρηση γι' αυτό. Ξαναγύρισε λοιπόν
στον προθάλαμο να κλείσει την πόρτα, την άνοιξε άλλη μια φορά, κοίταξε έξω και έβαλε τον σύρτη, παραμελώντας ωστόσο να στρίψει
το κλειδί. Το ρολόι χτύπησε δυόμιση, μα ο Βελτσάνινοβ είχε κοιμηθεί τρεις ώρες.
Το όνειρο του τον είχε ταράξει τόσο πολύ, που δεν του ερχόταν να ξαναπλαγιάσει αμέσως, αποφάσισε να κάνει βόλτες μισή ώρα
μέσα στο δωμάτιο, ίσα - ίσα για να καπνίσει ένα πούρο. Ντύθηκε πρόχειρα, πλησίασε στο παράθυρο, ανασήκωσε τη βαριά κουρτίνα,
έπειτα το άσπρο στόρι. Είχε αρχίσει κιόλας να ξημερώνει.
Οι φωτεινές, καλοκαιρινές νύχτες της Πετρούπολης του ερεθίζανε πάντα τα νεύρα και δυναμώνανε, τώρα τελευταία, τις
αϋπνίες του. Γι' αυτό και είχε κρεμάσει στα παράθυρα του βαριές κουρτίνες που εμπόδιζαν το φως να γλιστρήσει μέσα όταν τις έκλεινε
ολότελα. Τις άνοιξε και ξεχνώντας το αναμμένο λυχνάρι πάνω στο τραπέζι, άρχισε να κόβει βόλτες πάνω - κάτω, κυριευμένος πάντα
απο ένα καταθλιπτικό και οδυνηρό συναίσθημα. Η εντύπωση του ονείρου δεν είχε ακόμη διαλυθεί. Η ιδέα πως είχε μπορέσει να
σηκώσει χέρι πάνω σεκείνο τον άνθρωπο και να τον χτυπήσει τον βασάνιζε τρομερά.
Μα ο άνθρωπος αυτός δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε ποτέ! Ήταν ένα όνειρο. Γιατί λοιπόν να υποφέρω;
Σαστισμένος, σάμπως να συγκεντρώνονταν όλες του οι έγνοιες σαυτό το σημείο, άρχισε να συλλογίζεται πως δεν υπήρχε άλλη
εξήγηση, πως ήταν πραγματικά άρρωστος. Ένας άνθρωπος άρρωστος!
Του ήταν πάντα οδυνηρό να ομολογεί στον εαυτό του πως έχανε τις δυνάμεις του και γερνούσε και στις κακές του στιγμές,
μεγαλοποιούσε τις σκοτούρες του από μοχθηρία, έτσι για να βασανίζεται.
Με πήραν τα γεράματα! Πάει, γέρασα, μουρμούριζε καθώς πηγαινοερχόταν. Χάνω τη μνήμη μου, βλέπω φαντάσματα, όνειρα,
ακούω κουδουνίσματα... Α στο καλό! Το ξέρω από πείρα πως τέτοια όνειρα είναι για μένα συμπτώματα πυρετού... Είμαι βέβαιος πως
όλη αυτή η ιστορία με το κρέπι δεν είναι παρά ένα όνειρο. Ασφαλώς η χθεσινή μου σκέψη ήταν σωστή. Εγώ, εγώ τον κυνηγώ. Όχι
εκείνος εμένα. Φαντάζομαι γι' αυτόν τον άνθρωπο ένα παραμύθι και έπειτα πανικόβλητος, τρέχω να κρυφτώ κάτω από το τραπέζι. Και
γιατί τάχα τον χαρακτηρίζω παλιάνθρωπο. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος πολύ καθώς πρέπει. Εδώ που τα λέμε, το
πρόσωπο του
είναι αντιπαθητικό, δεν έχει όμως τίποτα το ιδιαίτερα άσχημο, είναι ντυμένος όπως όλοι μας. Το βλέμμα του όμως είχε κάτι... Να τα
μας, πάλι αρχίζω! Πάλι αυτόν συλλογίζομαι! Στο δλο το βλέμμα του! Μα δεν μπορώ λοιπόν να ζήσω χωρίς να σκέπτομαι αυτόν τον
κρεμανταλά!
Ανάμεσα στις διάφορες σκέψεις που ξεπηδούσαν στο μυαλό του, μια κυρίως τον ενόχλησε οδυνηρά.
κάποια στιγμή του πέρασε η ιδέα, με απόλυτη βεβαιότητα, πως ο κύριος με το κρέπι ήταν κάποτε στενός φίλος του και πως τώρα,
ξέροντας τον τόσο ξεπεσμένο, τον κορόιδευε όταν τον συναντούσε.
Πλησίασε μηχανικά στο παράθυρο να το ανοίξει, να πάρει λίγο αέρα και... ξάφνου ανατρίχιασε. του φάνηκε πως γινόταν κάτι το
πρωτάκουστο, το καταπληκτικό.
Δεν είχε προλάβει νανοίξει το παράθυρο, χώθηκε βιαστικά στο κενό που σχημάτιζε το κούφωμα του παραθύρου και κρύφτηκε εκεί.
στο αντικρινό ερημικό πεζοδρόμιο, ακριβώς μπροστά στο σπίτι, είχε διακρίνει ξαφνικά τον κύριο με το κρέπι στο καπέλο. Ο κύριος
στεκόταν στο πεζοδρόμιο, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τα παράθυρα του, σίγουρα δεν τον είχε δει και φαινόταν να εξετάζει με
περιέργεια το σπίτι, βυθισμένος σε συλλογή. Φαινόταν να διστάζει, λες και ετοιμαζόταν να πάρει μια απόφαση. Σήκωσε το χέρι κι
ακούμπησε το δάχτυλο στο μέτωπο του. Τελικά, πήρε την απόφαση του, έριξε ένα κλεφτό βλέμμα ολόγυρα, έπειτα, στις μύτες των
ποδιών, με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους, διέσχισε γρήγορα - γρήγορα τον δρόμο... Αυτό ήταν: Έμπαινε τώρα στην αυλή
από την πορτούλα, που έμενε ξεκλείδωτη το καλοκαίρι ίσαμε τις τρεις το πρωί, καμμιά φορά. Σε μένα έρχεται, σκέφθηκε ο Βελτσάνινοβ
και τρέχοντας κι αυτός στις μύτες των ποδιών, όρμησε στον προθάλαμο και στάθηκε στην πόρτα, με τα νεύρα τεντωμένα από την
αναμονή, το τρεμάμενο χέρι του πάνω στο σύρτη που ο ίδιος τον είχε σπρώξει λίγο πιο πριν, στήνοντας το αυτί του νακούσει τον
παραμικρό θόρυβο στη σκάλα.
Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που ανησυχούσε μήπως και δεν θάκουγε τον άγνωστο νανεβαίνει. Δεν καταλάβαινε τι
γινόταν, μα ένιωθε τα πάντα με δεκαπλασιασμένη ένταση. Θα έλεγες πως τόνειρο του έσμιγε με την πραγματικότητα. Ο Βελτσάνινοβ
ήταν γενναίος από φυσικού του, του άρεσε καμμιά φορά να περιφρονεί τον κίνδυνο, έτσι από γούστο, ακόμη κι όταν δεν τον έβλεπε
κανείς, μονάχα για δική του ικανοποίηση. Τώρα όμως υπήρχε και κάτι άλλο. ο πριν από λίγο υποχονδριακός, ο ανήσυχος και
γκρινιάρης, είχε μεταμορφωθεί ολότελα, δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Ένα γέλιο νευρικό, βουβό, του τράνταζε το στήθος. Ανάμεσα
από την κλειστή πόρτα, μάντευε την κάθε κίνηση του αγνώστου.
Α! Να τον, ανεβαίνει! Έφτασε, σκύβει ναφουγκραστεί, μόλις κι ανασαίνει, γλιστράει κλεφτά... Α!
Έπιασε το πόμολο, κάνει να το στρίψει! Λογάριαζε πως η πόρτα δεν θα ήταν κλειδωμένη! Το ξέρει πως καμμιά φορά ξεχνώ να
κλειδώσω! Στρίβει ξανά το πόμολο! Τί νομίζει, μπορεί να τινάξει το σύρτη; Λυπάσαι που θα πρέπει να φύγεις, ε; Λυπάσαι που θα
φύγεις άπρακτος ;
Και σταλήθεια, όλα έμοιαζαν να γίνονται έτσι όπως τα φανταζόταν. κάποιος στεκόταν πίσω από την πόρτα, δοκίμαζε την κλειδωνιά,
σιγά, αθόρυβα, και έστριβε το πόμολο. Είχε σίγουρα τον σκοπό του.
Μα ο Βελτσάνινοβ είχε κιόλας έτοιμη τη λύση του προβλήματος, περίμενε, σαν εκστατικός, την ευνοϊκή στιγμή, ετοιμαζόταν,
συγκέντρωνε την προσοχή του. ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να τραβήξει απότομα το σύρτη, νανοίξει έξαφνα την πόρτα και να
βρεθεί καταντικρύ σαυτό το σκιάχτρο.
Μα τι γυρεύετε εδώ, αγαπητέ μου κύριε;
Αυτό και έγινε. καραδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, τράβηξε μόλη του τη δύναμη το σύρτη, έσπρωξε την πόρτα και κόντεψε να
πέσει σχεδόν πάνω στον κύριο με το κρέπι στο καπέλο.
Η ΛΙΖΑ
Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν είχε στο νου του να το σκάσει. Ένας Θεός ξέρει, εξάλλου, για ποιο λόγο του είχε κάνει χθες ο Βελτσάνινοβ
αυτή την ερώτηση. σίγουρα δεν ήξερε τι έλεγε εκείνη την ώρα. Σένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Πακρόβ, του δείξανε το ξενοδοχείο
Πακροβσκη, δυο βήματα παραπέρα, σένα δρομάκι. Στο ξενοδοχείο, του είπαν πως ο κ. Τρουσότσκη είχε εγκατασταθεί σένα
επιπλωμένο δωμάτιο, στο σπίτι κάποιας Μαρίας Σισόγιεβνα, ένα παράρτημα δηλαδή του ξενοδοχείου, στο βάθος της αυλής. Καθώς
ανέβαινε στο δεύτερο πάτωμα, όπου ήταν τα επιπλωμένα δωμάτια, από μια πέτρινη σκάλα, στενή και βρωμερή, ο Βελτσάνινοβ άκουσε
ένα κλάμα, σαν να έκλαιγε ένα κοριτσάκι εφτάοχτώ χρόνων. Τα κλάματα ήταν σπαρακτικά. Άκουγες πνιχτά αναφιλητά να ξεσπάνε
ξαφνικά και ανάμεσα σαυτά, τις έξαλλες, βραχνές και τσιριχτές κραυγές ενός μεγάλου, καθώς και ποδοβολητά. Ο άνθρωπος αυτός
προσπαθούσε, θα έλεγες, να καλμάρει το παιδί και να μην ακουσθούν τα κλάματα του, ο ίδιος όμως έκανε ακόμη πιο μεγάλη φασαρία,
προσπαθώντας ωστόσο να συγκρατηθεί. Οι φωνές ήταν άγριες και το παιδί έμοιαζε να ικετεύει συγγνώμη. Προχωρώντας σένα στενό
διάδρομο, με δυο πόρτες δεξιά κι αριστερά, ο Βελτσάνινοβ απάντησε μια χοντρή και ψηλή γυναίκα, αναμαλλιασμένη και την ρώτησε
που θα μπορούσε να βρει τον Παύλο Παύλοβιτς. Του έδειξε με το δάχτυλο την πόρτα, από όπου ακουγόταν το κλάμα. Το
χοντροκαμωμένο και κόκκινο πρόσωπο της γυναίκας, που θα ήταν καμμιά σαρανταριά χρόνων, έδειχνε αγανάκτηση.
Τα βλέπετε πως διασκεδάζει! μουρμούρισε κατεβαίνοντας τη σκάλα.
Ο Βελτσάνινοβ έκανε να χτυπήσει την πόρτα, μα άλλαξε γνώμη και την άνοιξε απότομα. Στη μέση της μικρής κάμαρας, που ήταν
φορτωμένη με έπιπλα κακοβαμμένα, στεκόταν ο Παύλος Παυλοβιτς] μισοντυμένος, δίχως γιλέκο και σακκάκι, χειρονομώντας,
ίσως] μάλιστα και με γροθιές, αυτή ήταν η εντύπωση του Βελτσάνινοβ, προσπαθούσε να επιβάλει σιωπή σένα κοριτσάκι ίσαμε οχτώ
χρόνων, ντυμένο φτωχικά, ωστόσο σαν ένα παιδί από καλή οικογένεια μένα μαύρο κοντό φορεματάκι. Η μικρούλα φαινόταν να είχε
πάθει νευρική κρίση και άπλωνε τα χέρια της, κλαίγοντας με λυγμούς, στον Παύλο Παύλοβιτς σάμπως να ήθελε να γαντζωθεί επάνω
του, να τον αγκαλιάσει, να τον θερμοπαρακαλέσει. Μέσα σένα λεπτό όλα αυτά άλλαξαν. βλέποντας τον ξένο, το κοριτσάκι έμπηξε μια
κραυγή κι έτρεξε σαν σάϊτα στο διπλανό καμαράκι, ενώ ο Παύλος Παύλοβιτς, αφού έμεινε για μια στιγμή σαν
αποσβολωμένος, χαμογέλασε γλυκερά, ακριβώς όπως είχε χαμογελάσει την προηγούμενη νύχτα, όταν ο Βελτσάνινοβ του είχε|
ανοίξει ξαφνικά την πόρτα.
Αλέξη Ιβάνοβιτς! φώναξε, έκπληκτος. Αλήθεια, δεν σας περίμενα... Καθίστε, παρακαλώ... Να, εδώ, στο ντιβάνι ή σεκείνη εκεί την
πολυθρόνα... κι εγώ...
Έβαλε βιαστικά το σακάκι του, ξεχνώντας να φορέσει το γιλέκο του. Μην ενοχλείστε! Μείνετε έτσι όπως είσαστε! Ο Βελτσάνινοβ
κάθισε σε μια καρέκλα.
Όχι, όχι! Δεν είναι σωστό να σας δεχθώ έτσι. Να, τώρα είμαι ευπρεπής. Μα γιατί καθίσατε σεκείνη τη γωνιά; Ελάτε σαυτή την
πολυθρόνα, κοντά στο τραπέζι... Ε, λοιπόν, δεν σας περίμενα, αλήθεια...!
Κάθισε στην άκρη μιας ψάθινης καρέκλας, όχι πλάϊ στον απροσδόκητο επισκέπτη, αλλά γυρίζοντας το κάθισμα του έτσι ώστε να
έχει απέναντι του τον Βελτσάνινοβ.
Γιατί δεν με περιμένατε; Σας το είχα πει χθες πως θα ερχόμουν σήμερα, ακριβώς αυτή την ώρα.
Έλεγα πως δεν θα ερχόσαστε κι όταν ξύπνησα το πρωί και θυμήθηκα τι έγινε χθες, έχασα κάθε ελπίδα πως θα σας ξανάβλεπα στη
ζωή μου.
Ο Βελτσάνινοβ, στο μεταξύ, είχε εξετάσει το δωμάτιο. Ήταν άνω -κάτω, το κρεβάτι άστρωτο, ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί. πάνω στο
τραπέζι φλυτζάνια και απομεινάρια του πρωινού, ψίχουλα, ένα μπουκάλι σαμπάνια σχεδόν άδειο και πλάϊ, ένα ποτήρι. Έριξε μια ματιά
στη διπλανή κάμαρα. εκεί όμως βασίλευε απόλυτη ησυχία, η μικρή είχε βουβαθεί.
Πώς; Πίνετε τώρα;
Ο Βελτσάνινοβ έδειξε το μπουκάλι με τη σαμπάνια.
Ε, κάτι λίγο... μουρμούρισε ο Παύλος Παύλοβιτς με αμηχανία.
Πώς αλλάξατε;
Κακή συνήθεια. Μου ήρθε ξαφνικά. Από τότε, αλήθεια σας λέω. Αδύνατο να συγκρατηθώ! Μην ανησυχείτε Αλέξη Ιβάνοβιτς, όχι, δεν
είμαι μεθυσμένος τώρα και δε θα πω κουταμάρες, σαν χθες στο σπίτι σας. Σας λέω όμως την αλήθεια: αυτό άρχισε από τότε. Κι αν
κάποιος μου έλεγε, πριν από έξι μήνες, πως θα καταντούσα έτσι, αν μου έδειχνε στον καθρέφτη το πρόσωπο μου όπως είναι τώρα,
δεν θα τον πίστευα!
Ώστε ήσασταν μεθυσμένος χθες;
Ναι, ομολόγησε χαμηλόφωνα ο Παύλος Παύλοβιτς, κατεβάζοντας τα μάτια, ντροπιασμένος. Βλέπετε, δεν ήμουν εντελώς
μεθυσμένος, αλλά είχα πιει λίγες ώρες πριν. Σας το εξηγώ αυτό, γιατί, στη δική μου περίπτωση, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα μετά
το μεθύσι. Όταν η μέθη διαλύεται, γίνομαι κακός, σκληρός, σχεδόν τρελός και τότε η λύπη μου θεριεύει. Ισως να πίνω από τον καημό
μου. Κάτι τέτοιες στιγμές είμαι ικανός να κάνω τις πιο μεγάλες κουταμάρες, είμαι έτοιμος για καβγάδες. Θα σας φάνηκα πολύ
παράξενος χθες, ε;
Δεν θυμόσαστε τίποτε;
Πως δεν θυμάμαι! Τα θυμάμαι όλα...
Βλέπετε, Παύλε Παύλοβιτς, το ίδιο σκέφθηκα κι εγώ και την ίδια εξήγηση έδωσα στον εαυτό μου, είπε ο Βελτσάνινοβ σε τόνο
συμφιλιωτικό. Κι εγώ ήμουν, άλλωστε, κάπως εκνευρισμένος χθες και...
υπερβολικά απότομος. Το ομολογώ. Δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου πολύ καλά τώρα τελευταία και η ξαφνική σας επίσκεψη την
νύχτα...
Ναι, την νύχτα! Ο Παύλος Παύλοβιτς κούνησε το κεφάλι του σαν ναπορούσε κι έψεγε τον εαυτό του.
Μα γιατί τάχα το έκανα αυτό; Για τίποτε στον κόσμο δεν θα έμπαινα στο σπίτι σας, αν δεν ^ου ανοίγατε εσείς την πόρτα. Θα έφευγα.
Ήρθα κι άλλη φορά στο σπίτι σας, πριν από μια εβδομάδα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, και δεν σας βρήκα. Έχω κι εγώ την υπερηφάνεια μου,
Αλέξη Ιβάνοβιτς, μόλο που συναισθάνομαι... την κατάντια μου. Ανταμώσαμε στο δρόμο, αλλά συλλογιζόμουν: κι αν δεν με
αναγνωρίσει, αν μου γυρίσει την πλάτη του; Εννιά χρόνια δεν είναι παίξεγέλασε! Και δεν το αποφάσιζα να σας πλησιάσω. Χθες,
λοιπόν, γύριζα από την παλιά πόλη και είχα χάσει ολότελα την αίσθηση της ώρας. Φταίει τούτο εδώ. έδειξε το μπουκάλι, φταίει κι ο
καημός μου. Είναι κουτό, πολύ κουτό! Κι αν επρόκειτο για σας, θα είχα χάσει κάθε ελπίδα νανανεώσω πάλι γνωριμίες. Εσείς, όμως,
θυμόσαστε τα περασμένα και γιαυτό ήρθατε να με βρείτε, ακόμα και μετά τα χθεσινοβραδινά.
Ο Βελτσάνινοβ άκουγε προσεκτικά. Ο άνθρωπος αυτός φαινόταν να μιλάει με ειλικρίνεια, με κάποια αξιοπρέπεια μάλιστα. κι όμως ο
Βελτσάνινοβ δεν πίστευε λέξη από όσα του έλεγε. ,
Πέστε μου, Παύλε Παύλοβιτς, δεν είσαστε λοιπόν μόνος εδώ; Ποιανού είναι το κοριτσάκι που είδα πριν από λίγο;
Ο Παύλος Παύλοβιτς ανασήκωσε τα φρύδια με φανερή απορία. το καρφωμένο, ωστόσο, στον Βελτσάνινοβ βλέμμα του ήταν
πρόσχαρο και ευγενικό.
Ποιανού είναι η μικρή;
Μα είναι η Λίζα, είπε χαμογελώντας.
Ποια Λίζα; μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ και κάτι σκίρτησε μέσα του. Η εντύπωση ήταν πολύ απροσδόκητη. Πριν από λίγο, όταν είχε|
δει την Λίζα, μπαίνοντας στο δωμάτιο, είχε ξαφνιαστεί, χωρίς όμως να νιώσει κανένα προαίσθημα, χωρίς να του περάσει από το νου
καμμιά συγκεκριμένη ιδέα.
Μα, η Λίζα μας, η κόρη μας η Λίζα! ξανάπε ο Παύλος Παύλοβιτς, χαμογελώντας πάντα.
Η κόρη σας; Ώστε η Ναταλία... η Ναταλία Βασίλιεβνα έκανε παιδί; ρώτησε δειλά και διστακτικά ο Βελτσάνινοβ, με σιγανή φωνή.
; Δεν το ξέρατε; Αχ! Θεέ μου, τι κάθομαι και λέω! Πώς; μπορούσατε να το ξέρετε; Ο Θεός μας τη χάρισε μετά την!
αναχώρηση σας.
Ο Παύλος Παύλοβιτς κινήθηκε στην καρέκλα του, φανερά|
ταραγμένος, δίνοντας, ωστόσο, την εντύπωση πως η ταραχή αυτή του ήταν ευχάριστη.
Δεν είχα ιδέα, είπε ο Βελτσάνινοβ, χλωμιάζοντας.
Φυσικά, φυσικά! Ποιος θα μπορούσε να σας το είχε πει! ξανάπε ο Παύλος Παύλοβιτς με φωνή συγκινημένη και γλυκερή. Θα το
θυμόσαστε βέβαια πως είχαμε χάσει κάθε ελπίδα, η μακαρίτισσα κι εγώ-
Και να που ο Θεός μας ευλόγησε. Αχ, τι ένιωσα τότε! Μονάχα ο Ύψιστος το ξέρει! Ήταν ακριβώς ένα χρόνο μετά που φύγατε. Τι
λέω; Δεν είΧε περάσει χρόνος, πολύ λιγότερο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, εσείς φύγατε τον Οκτώβριο, ίσως και τον Νοέμβριο, έτσι
δεν είναι;
Εγώ έφυγα από το Τ... στις αρχές του Σεπτέμβρη, στις δώδεκα του Σεπτέμβρη, το θυμάμαι πολύ καλά...
Τον Σεπτέμβρη; Αλήθεια; Κι εγώ που νόμιζα... έκανε με απορία ο Παύλος Παύλοβιτς.
Αν είναι έτσι, τότε επιτρέψτε μου: εσείς φύγατε στις δώδεκα του Σεπτέμβρη και η Λίζα γεννήθηκε στις οκτώ Μάϊου. Έχουμε, λοιπόν,
Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος... δηλαδή οκτώ μήνες και μερικές
ημέρες... Αυτό είναι! Αν ξέρατε μονάχα πόσο η μακαρίτισσα...
Φέρτε τη λοιπόν... μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ με κομμένη φωνή.
Πολύ ευχαρίστως! αναφώνησε ο Παύλος Παύλοβιτς, αφήνοντας τη φράση του μισή, σαν να μην είχε καμμιά σημασία. Αμέσως! Θα
σας τη φέρω αμέσως!
Και μπήκε ξαφνικά στο καμαράκι της Λίζας.
Τρία ή τέσσερα λεπτά πέρασαν. από το καμαράκι ακούγονταν ψιθυρίσματα. η φωνή της Λίζας μόλις και ξεχώριζε κάπουκάπου. Τον
παρακαλεί να μη την φέρει εδώ, σκέφθηκε ο Βελτσάνινοβ. Τέλος, οι δυο τους παρουσιάστηκαν.
Να την! είναι πάντα ντροπαλή, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς. Είναι συνεσταλμένη, είναι περήφανη... Ίδια η μακαρίτισσα!
Η Λίζα δεν έκλαιγε πια. είχε τα μάτια της χαμηλωμένα. Ο πατέρας της την οδηγούσε από το χέρι.
Ήταν ένα κοριτσάκι ψηλόλιγνο, πολύ νόστιμο. Σήκωσε τα μεγάλα γαλανά μάτια της στον Βελτσάνινοβ, τον κοίταξε περίεργα, με
ύφος σκυθρωπό, και τα ξαναχαμήλωσε αμέσως. Το βλέμμα της είχε τη σοβαρότητα των παιδιών που, μόλις μείνουν μόνα μέναν
άγνωστο, πάνε και κάθονται σε μια γωνιά κι από κει παρατηρούν τον επισκέπτη που βλέπουν για πρώτη φορά. Ωστόσο, ίσως και κάτι
άλλο μέσα σαυτό το βλέμμα, μια σκέψη που δεν ήταν παιδιάστικη. αυτή την εντύπωση είχε ο Βελτσάνινοβ, όταν ο πατέρας της του την
έφερε κοντά.
Για κοίτα! Ο θείος γνώριζε τη μαμά. Ήταν φίλος μας. Μη Φοβάσαι, δώσε το χεράκι σου.
Το κοριτσάκι έκανε μια μικρή υπόκλιση κι άπλωσε το χέρι. Η Ναταλία Βασίλιεβνα δεν ήθελε να της μάθει να χαιρετά
με υπόκλιση. Έλεγε πάντα πως το παιδί έπρεπε να σκύβει λίγο το κεφάλι και να απλώνει το χέρι, εξήγησε ο Παύλος Παύλοβιτς στο
Βελτσάνινοβ, παρατηρώντας τον επίμονα.
Ο Βελτσάνινοβ ήξερε πως ο Παύλος Παύλοβιτς παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση, αλλά δεν φρόντιζε πια να κρύψει τη
συγκίνησι του. ακίνητος στην καρέκλα του, κρατούσε το χέρι της Λίζας και την κοίταζε προσεκτικά. Η μικρή όμως φαινόταν
πολύ συλλογισμένη, σαν κάτι να την απασχολούσε. Μόλο που είχε αφήσει το χέρι της στο χέρι του ξένου, δεν ξεκολλούσε τα μάτια απ<
τον πατέρα της κι άκουγε φοβισμένα την κάθε λέξη του. Ο Βελτσάνινοβ αναγνώρισε αμέσως αυτά τα μεγάλα, γαλανά μάτια.
εκείνο όμως που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το καταπληκτικά άσπρο και αβρό δέρμα του παιδιού και το χρώμα των
μαλλιών του. αυτά τα γνωρίσματα έλεγαν πολλά. Απεναντίας, το μακρουλό πρόσωπο και η καμπύλη των χειλιών θυμίζανε έντονα τη
Ναταλία Βασίλιεβνα. Στο μεταξύ ο Παύλος Παύλοβιτς κάτι είχε αρχίσει να διηγείται και μάλιστα πολύ ζωηρά και με πάθος. Ο
Βελτσάνινοβ όμως δεν άκουγε τίποτε. Το αυτί του άρπαξε μονάχα] την τελευταία φράση: ...Δεν μπορείτε λοιπόν να φαντασθείτε, Αλέξη
Ιβάνοβιτς, τι χαρά μας έδωσε αυτό το δώρο του Θεού! Από τη στιγμή που γεννήθηκε αυτή η μικρή, έγινε το παν για μένα. Αν είναι
θέλημα του Θεού να χάσω την ήσυχη ευτυχία μου, συλλογιζόμουν, θα μου μείνει πάντα η Λίζα. Γι' αυτό, τουλάχιστο, ήμουν βέβαιος!
Και η Ναταλία Βασίλιεβνα; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ. Η Ναταλία Βασίλιεβνα;
Ο Παύλος Παύλοβιτς έκανε έναν ανεπαίσθητο νευρικό μορφασμό. Εσείς την ξέρατε καλά... Θα θυμόσαστε ασφαλώς πως δεν της
άρεσε να εκδηλώνει τα αισθήματα της... Κι όμως, με τι σπαραγμό αποχαιρέτησε το παιδί λίγο πριν πεθάνει! Φανέρωσε τότε όλα τα
αισθήματα της... Είπα τώρα δα: λίγο πριν πεθάνει. Λοιπόν, μια μέρα πριν ξεψυχήσει, ξαφνικά ταράχτηκε, θύμωσε.
Είπε πως θέλαμε να την σκοτώσουμε μόλα εκείνα τα φάρμακα, πως δεν είχε παρά έναν απλό πυρετό και πως οι γιατροί μας δεν
καταλάβαιναν τι τους γίνεται. Είπε πως μόλις θα γυρίσει ο Κόχ, τον θυμόσαστε; τον ανθυπίατρό μας, ένα γεροντάκι; θα σηκωνόταν από
το κρεβάτι μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Κι όχι μονάχα αυτό! Πέντε ώρες πριν αρχίσει η αγωνία του θανάτου, θυμήθηκε πως σε τρεις
εβδομάδες έπρεπε χωρίς άλλο να πάει επίσκεψη στη θεία της, την νονά της Λίζας, που γιόρταζε τα γενέθλια της...
Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε απότομα, δίχως ναφήσει το χέρι της Λίζας, Είχε δει, έτσι του φάνηκε
πάντως, κάτι σαν παράπονο, σαν μομφή στο βλέμμα του παιδιού που κοίταζε ολοένα τον πατέρα του.
Μήπως είναι άρρωστη; ρώτησε με φωνή κοφτή, παράξενη.
Δεν νομίζω... αλλά να, τα πράγματα τώρα τελευταία πήρανε το δρόμο που... μουρμούρισε ο Παύλος Παύλοβιτς με ύφος περίλυπο
και σκεφτικό. Είναι ένα παιδί παράξενο και πολύ νευρικό για την ηλικία του. Μετά το θάνατο της μητέρας της, ήταν άρρωστη δυο
εβδομάδες... Είναι φύση υστερική. Ακόμη πριν από λίγο, τη στιγμή ακριβώς που μπαίνατε, είχαμε κάτι κλάματα!.. Ακούς, Λίζα, ακούς;
Και για ποιο λόγο. Επειδή φεύγω και την αφήνω μόνη, πράγμα που σημαίνει, φαίνεται, πως δεν την αγαπώ πια;
όπως όταν ζούσε η μαμά της. Γι' αυτό μου έκανε παράπονα. Να ποιες είναι οι ιδέες ενός παιδιού, που δεν θα έπρεπε να έχει στο
νου του παρά μονάχα τις κούκλες του. Εδώ όμως δεν έχει κανένα να παίξει μαζί του...
Μα πώς έτσι; Είστε οι δυο σας μόνοι εδώ;
Ναι, μόνοι... Η παραδουλεύτρα έρχεται κάθε μέρα για λίγο για να συγυρίσει.
Κι όταν φεύγετε την αφήνετε ολομόναχη ;
Τι άλλο μπορώ να κάνω; Χθες, βγαίνοντας, την κλείδωσα σε εκείνο το καμαράκι. Γιαυτό είχαμε τα κλάματα το πρωί. Τι να κάνω
όμως; Κρίνετε και μόνος σας. Προχθές κατέβηκε μόνη της στην αυλή κι ένα παλιόπαιδο της πέταξε μια πέτρα στο κεφάλι. Μια άλλη
φορά, έβαλε τα κλάματα και παρακαλούσε όλους εδώ γύρω να της πουν που είχα πάει. Καταλαβαίνετε τώρα, δεν είναι πράγματα
σωστά αυτά.
Αλλά φταίω κι εγώ! Φεύγω για μια ώρα και γυρίζω την άλλη μέρα το πρωί, όπως έκανα χθες. Πάλι καλά που η σπιτονοικοκυρά την
έβγαλε από το καμαράκι κατά την απουσία μου, φέρνοντας έναν κλειδαρά να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ντρέπομαι που το λέω! Καμμιά
φορά συλλογίζομαι πως είμαι τέρας. Κι όλα αυτά επειδή το μυαλό μου είναι σκοτισμένο, ναι, σκοτισμένο...
Μπαμπά! έκανε η μικρή φοβισμένη και ανήσυχη.
Πάλι τα ίδια άρχισες; Τι σου είπα πρωτύτερα;
Δεν θα το ξανακάνω, δεν θα το ξανακάνω! είπε η Λίζα περίτρομη, απλώνοντας τα χέρια προς τον πατέρα της.
Αυτό δεν μπορεί να εξακολουθήσει έτσι, επενέβει εκνευρισμένος και με ύφος επιτακτικό ο Βελτσάνινοβ. Έχετε
περιουσία. Πώς το ανέχεσθε να μένετε σαυτό το μικρό διαμέρισμα] με τέτοιες συνθήκες;
Μικρό διαμέρισμα; Μα μπορεί να φύγουμε σε μια εβδομάδα.: Ξοδέψαμε ήδη πολλά λεφτά. Εξάλλου, ακόμη κι αν έχω κάποια
περιουσία...
Φθάνει, φθάνει πια! διέκοψε ο Βελτσάνινοβ, όλο και πιο εκνευρισμένος, σαν να έλεγε καθαρά:
Περιττό να μιλάς. Ξέρω τι θα πεις και με ποιο σκοπό θα το πεις... Ακούστε, θα σας κάνω μια πρόταση:
είπατε πως θα μείνετε εδώ άλλη μια εβδομάδα, μπορεί και δυο. Γνωρίζω εδώ μια οικογένεια που τη θεωρώ σαν δική μου, είκοσι
χρόνια τώρα, την οικογένεια του Προγορέλτσεβ. Είναι μυστικός σύμβουλος και θα μπορούσε να σας φανεί χρήσιμος στην υπόθεση
σας. Είναι τώρα με τους δικούς του στην εξοχή, όπου έχουν μια θαυμάσια έπαυλη. Η Κλαυδία Πετρόβνα Προγορέλτσεβνα είναι για
μένα σαν μητέρα, σαν αδελφή. Έχουν οχτώ παιδιά. Αφήστε με να τους πάω την Λίζα... χωρίς να χάνουμε καιρό. Θα την δεχθούν με
χαρά, θα την φροντίζουν σαν κόρη τους όσο θα μένει εκεί, ναι, σαν κόρη τους. Ήταν πολύ ταραγμένος και δεν το έκρυβε. Αυτό που
λέτε είναι αδύνατον, παρατήρησε ο Παύλος Παύλοβιτς κάνοντας τάχα τον δύσκολο, αν και, αυτή πάντως την εντύπωση είχε ο
Βελτσάνινοβ, στα μάτια του σπύθιζε μια λάμψη πονηριάς. Γιατί; Γιατί είναι αδύνατον;
Μα τι λέτε τώρα; Ναφήσω το παιδί να φύγει έτσι ξαφνικά, έστω και μέναν καλό φίλο σαν και σας, το παραδέχομαι, μα να μείνει με
μια οικογένεια άγνωστη και που ανήκει στην ανώτερη κοινωνία!
Αναρωτιέμαι πως θα το πάρουν οι άνθρωποι αυτό το πράγμα.
Μα σας είπα πως είμαι εκεί σαν στο σπίτι μου! διαμαρτυρήθηκε ο Βελτσάνινοβ, έξαλλος σχεδόν. Θα είναι μεγάλη χαρά για την
Κλαυδία Πετρόβνα να δεχθεί την Λίζα σαν να είναι κόρη μου... Α, στο καλό! Το ξέρετε πολύ καλά πως τα λέτε όλα αυτά, έτσι για να
γίνεται κουβέντα... Είναι ολοφάνερο.
Χτύπησε μάλιστα και το πόδι του.
Το λέω αυτό γιατί φοβάμαι μήπως τους φανεί παράξενο. Θα έπρεπε, πάντως, να περνάω να την βλέπω κάπου- κάπου. Τι θα
λέγανε αυτοί οι άνθρωποι αν δεν βλέπανε τον πατέρα... χα... χα... Και μάλιστα μια οικογένεια τόσο μεγαλοπιασμένη.
Μα είναι άνθρωποι πολύ απλοί, διόλου μεγαλοπιασμένοι!
ξεφώνισε ο Βελτσάνινοβ. Σας λέω πως έχουν πολλά παιδιά. Η μικρή θα συνέλθει, γιαυτό επιμένω... Θα σας παρουσιάσω αύριο
κιόλας, αν θέλετε. Εξάλλου, θα πρέπει οπωσδήποτε να πάτε για να τους ευχαριστήσετε. Αν αυτή είναι η επιθυμία σας, θα μπορούμε να
πηγαίνουμε στο σπίτι τους κάθε μέρα...
Και όμως...
Ανοησίες! Το ξέρετε άλλωστε και εσείς. Ακούστε, ελάτε σπίτι μου απόψε να κοιμηθείτε, για να ξεκινήσουμε αύριο πρωί-πρωί και να
είμαστε εκεί το μεσημέρι.
Τι καλός που είσαστε! Να περάσω την νύχτα στο σπίτι σας... Μεγάλη σας καλοσύνη, αλήθεια... Και πού βρίσκεται αυτή η έπαυλη;
ρώτησε ο Παύλος Παύλοβιτς ξαφνικά πολύ συγκινημένος.
Στο Λιεσνόγιε. Και τα ρουχαλάκια της μικρής! Μια οικογένεια τόσο αρχοντική... και μάλιστα σε μια έπαυλη... Καταλαβαίνετε τώρα...
η καρδιά του πατέρα...
Τι τα θέλει άλλα ρούχα; Έχει πένθος. Μπορεί να φοράει άλλα; Την βρίσκω ευπαρουσίαστη έτσι όπως είναι! Λίγα καθαρά
ασπρορουχα, ένα γιακαδάκι, είναι ό,τι χρειάζεται. πραγματικά το γιακαδάκι και το μεσοφόρι που κρεμόταν από το φόρεμα της μικρής
ήταν πολύ βρώμικα.
Αμέσως! Θαλλάξει ρούχα αμέσως! είπε με σπουδή ο Παύλος Παύλοβιτς. Θα της ετοιμάσω έπειτα τα άλλα της ασπρορουχα. Τα είχε
η Μαρία Σισόγιεβνα για να τα πλύνει.
Να στείλουμε τότε κάποιον να μας φέρει ένα αμάξι; διέκοψε ο Βελτσάνινοβ. Και γρήγορα, αν είναι δυνατόν.
Ένα εμπόδιο όμως παρουσιάστηκε. Η Λίζα επαναστάτησε. είχε παρακολουθήσει με τρόμο τη συζήτηση κι αν ο Βελτσάνινοβ είχε
βρει καιρό να την προσέξει καλύτερα όση ώρα προσπαθούσε να πείσει τον Παύλο Παύλοβιτς, θα έβλεπε την απόγνωση ζωγραφισμένη
στο προσωπάκι της.
Δεν φεύγω, δήλωσε η μικρή με φωνή αδύνατη, αλλά αποφασιστική.
Τα βλέπετε, τα βλέπετε; Ίδια η μητέρα της!
Όχι, δεν είμαι ίδια η μαμά, δεν είμαι ίδια η μαμά! τσίριζε απελπισμένη, στριφογυρίζοντας τα δάχτυλα της, διαμαρτυρόταν για την
τρομερή τούτη κατηγορία, πως έμοιαζε της μητέρας της.Μπαμπά, μπαμπά, αν μεγκαταλείψεις...
Έτρεξε ξαφνικά κοντά στον τρομοκρατημένο Βελτσάνινοβ
Κι εσείς, αν με πάρετε μαζί σας, θα...
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει- ο Παύλος Παύλοβιτς την άρπαξε από το χέρι και την έσυρε στο καμαράκι, δίχως να κάνει καμμιά
προσπάθεια να κρύψει το θυμό του. Ξανά ακούστηκαν ψιθυρίσματα και κλάματα πνιχτά. Ο Βελτσάνινοβ ετοιμαζόταν να μπει στη
διπλανή καμαρούλα, όταν ο Παύλος Παύλοβιτς βγήκε από κει και του δήλωσε, χαμογελώντας αντιπαθητικά, πως η μικρή θα ερχόταν
αμέσως. Ο Βελτσάνινοβ προσπαθούσε να μη τον κοιτάξει, γυρίζοντας αλλού το βλέμμα.
Παρουσιάστηκε η Μαρία Σισόγιεβνα, η ίδια εκείνη γυναίκα που ο Βελτσάνινοβ είχε συναντήσει μπαίνοντας στο διάδρομο. έβαλε σε
μια όμορφη βαλιτσούλα τα ασπρόρουχα που είχε φέρει για την
Λίζα. Εσείς θα πάρετε μαζί σας το παιδί, πατερούλη; ρώτησε τον Βελτσάνινοβ. Έχετε οικογένεια;
Καλά θα κάνετε. Είναι ένα ήσυχο κοριτσάκι και θα το βγάλετε από μια κόλαση.
Μα τι είναι αυτά που λέτε, Μαρία Σισόγιεβνα; τραύλισε ο Παύλος Παύλοβιτς.
Όχι, ψέματα; Μήπως δεν είναι κόλαση εδώ μέσα; Το βρίσκετε εσείς σωστό ένα παιδί, που τα καταλαβαίνει όλα, να βλέπει τέτοια
ρεζιλίκια; Σας φέρανε ένα αμάξι, πατερούλη. Στο Λιεσνόγιε θα πάτε; Ναι, ναι!
Καλό ταξίδι, λοιπόν!
Η Λίζα παρουσιάστηκε χλωμή, με χαμηλωμένα τα μάτια. πήρε το βαλιτσάκι χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον Βελτσάνινοβ.
Συγκρατήθηκε και δεν ρίχτηκε, όπως πριν από λίγο, στην αγκαλιά του πατέρα της, μήτε όταν τον αποχαιρέτησε- δεν ήθελε να τον δει.
Ο Παύλος Παύλοβιτς, πολύ αξιοπρεπής, τη φίλησε στο μέτωπο και της χάϊδεψε τα μαλλιά. Μαυτό το χάδι, τα χείλια του παιδιού
στράβωσαν και το πηγούνι του άρχισε να τρέμει, πάλι ωστόσο δεν σήκωσε τα μάτια. Ο Παύλος Παύλοβιτς ήταν λιγάκι ωχρός και τα
χέρια του τρέμανε. Ο Βελτσάνινοβ το πρόσεξε, μόλο που έκανε προσπάθεια να μη το βλέπει. Ένα ήθελε μονάχα: να φύγει το
γρηγορότερο. Δεν είμαι ένοχος, συλλογιζόταν. Έγινε αυτό που ήταν γραφτό!
Κατέβηκαν. Η Μαρία Σισόγιεβνα και η Λίζα φιλήθηκαν μόνο όταν κάθισε πια στο αμάξι. η μικρή σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον
πατέρα της και τότε, ενώνοντας ξαφνικά τα χέρια, έβγαλε μια κραυγή. Ένα δευτερόλεπτο ακόμη και θα ξεπεταγόταν από το αμάξι να
τρέξει κοντά του, αλλά τα άλογα ξεκίνησαν.
Η ΛΙΖΑ ΑΡΡΩΣΤΗ
Την άλλη μέρα το πρωί, περιμένοντας τον Παύλο Παύλοβιτς που είχε υποσχεθεί πως θα ερχόταν
ακριβώς στην ώρα για να πάνε μαζί στους Προγορέλτσεβ, ο Βελτσάνινοβ έκοβε βόλτες στο δωμάτιο
του, πίνοντας τον καφέ του με μικρές γουλιές και καπνίζοντας. Αισθανόταν σαν τον άνθρωπο που,
ξυπνώντας το πρωί, θυμάται αδιάκοπα πως έφαγε ένα χαστούκι το προηγούμενο βράδυ.
Χμ... καταλαβαίνει πολύ καλά πως έχουν τα πράγματα και θα μεκδικηθεί χρησιμοποιώντας την Λίζα,
συλλογιζόταν με τρόμο.
Η γλυκιά και μελαγχολική μορφή του άμοιρου παιδιού πρόβαλε μπροστά στα μάτια του. Η καρδιά του
άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα στη σκέψη πως θα την έβλεπε σε λίγο, σε δυο ώρες, την αγαπημένη του
την Λίζα. Δε χωράει αμφιβολία! σκέφτηκε μενθουσιασμό. Η Λίζα είναι η ζωή μου, ο μόνος σκοπός της
ζωής μου! Τί σημασία έχουν τα χαστούκια, οι αναμνήσεις; Πώς σπατάλησα έτσι τη ζωή μου; Όλα ως
τώρα ήταν αταξία και θλίψη... Στο εξής θαλλάξουν, θα είναι εντελώς διαφορετικά!
Παρά τον ενθουσιασμό του ωστόσο, όλο και βυθιζόταν σε μεγαλύτερη συλλογή.
Θα με βασανίσει χρησιμοποιώντας την Λίζα. είναι ολοφάνερο. Θα τυραννήσει και την Λίζα. Έτσι θα
εκδικηθεί για όλα. Χμ... φυσικά δεν μπορώ να τον αφήσω να επαναλάβει τα χθεσινά του καμώματα!
Και κοκκίνισε.
Και... όμως... δεν έρχεται και κοντεύει μεσημέρι.
Περίμενε ως τις δώδεκα και μισή, και η αγωνία του θεριεύε. Τέλος, η σκέψη που εδώ και αρκετή ώρα
του είχε περάσει από το μυαλό, η σκέψη πως ο Παύλος Παύλοβιτς δεν θα ερχόταν, επίτηδες,
μόνο και μόνο για να συνεχίσει τη χθεσινή του τακτική, τον έκανε έξω φρενών. Το ξέρει πως
εξαρτώμαι από αυτόν. Και τι θα γίνει τώρα με την Λίζα; Πώς θα παρουσιασθώ μόνος μου μπροστά
της;
Στο τέλος δεν κρατήθηκε και στη μια ακριβώς, έτρεξε στο Πακρόβ. Στο ξενοδοχείο του είπαν πως ο
Παύλος Παύλοβιτς δεν είχε κοιμηθεί στο δωμάτιο του τη νύχτα, πως είχε φανεί μονάχα το πρωί, στις
εννιά, και είχε ξαναφύγει ένα τέταρτο αργότερα. Ο Βελτσάνινοβ, όρθιος μπροστά στην πόρτα του
Παύλου Παύλοβιτς, άκουγε τις εξηγήσεις της υπηρέτριας και στριφογύριζε μηχανικά το πόμολο
προσπαθώντας νανοίξει. Όταν κατάλαβε τι έκανε, απομακρύνθηκε από την πόρτα και ζήτησε να δει
την Μαρία Σισόγιεβνα. Στο μεταξύ εκείνη, έχοντας μάθει ποιος είχε έρθει, παρουσιάστηκε μόνη της.
Ήταν μια εξαίρετη γυναίκα, μια γυναίκα με αισθήματα ευγενικά, όπως την περιέγραψε αργότερα ο
Βελτσάνινοβ, εξιστορώντας τη συνομιλία τους στην Κλαυδία Πετρόβνα. Η Μαρία Σισόγιεβνα του
έκανε μερικές ερωτήσεις για να μάθει πως είχε βολευτεί η μικρή κι άρχισε έπειτα να του λέει τι ήξερε
για τον Παύλο Παύλοβιτς.
Κατά τα λεγόμενα της: Αν δεν ήταν στη μέση το παιδί, θα τον είχε πετάξει από καιρό έξω από την
πόρτα. Τον είχαν διώξει κιόλας από το ξενοδοχείο εξ αιτίας της αχαρακτήριστης διαγωγής του. Μα δεν
ήταν αμαρτία να φέρνει γυναίκες την νύχτα στο δωμάτιο του τη στιγμή που είχε μαζί του ένα παιδί που
όλα τα καταλάβαινε; Της φώναζε της μικρής: Αυτή εδώ θα γίνει μητέρα σου, αν μου καπνίσει! Ε,
λοιπόν, εκείνη η γυναίκα ήταν βέβαια του δρόμου κι όμως ακόμη κι αυτή τον έφτυνε στο πρόσωπο. Ο
Παύλος Παύλοβιτς ξεφώνιζε στο παιδί: Δεν είσαι κόρη μου! Είσαι ένα νόθο. Τι λέτε! έφριξε ο
Βελτσάνινοβ.
Τον άκουσα η ίδια. Ήταν μεθυσμένος βέβαια, δεν ήξερε τι έλεγε, δεν μιλάει όμως κανείς έτσι μπροστά
σένα παιδί. Είναι μικρό ακόμη, μα το μυαλουδάκι του δουλεύει και καταλαβαίνει. Η μικρή κλαίει, το
βλέπω πως βασανίζεται. Τις προάλλες, λοιπόν, έγινε κάτι τρομερό στην αυλή μας: κάποιος υπάλληλος
είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο το προηγούμενο βράδυ και το άλλο πρωί τον βρήκανε κρεμασμένο. Είχε
κλέψει το ταμείο, κατά πως άκουσα. Όλοι μας τρέξαμε να δούμε. Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν ήταν στο
σπίτι και
κανείς δεν πρόσεχε το παιδί. Και τί βλέπω; Τη μικρή στο διάδρομο, μέσα στο πλήθος, να κοιτάζει τον
κρεμασμένο παράξενα. Έτρεξα και την έφερα εδώ. Και τι νομίζετε! Το έπιασε σύγκρυο το κακόμοιρο,
μαύρισε ξαφνικά το προσωπάκι του. Σωριάστηκε χάμω, με σπασμούς. Είδα κι έπαθα ώσπου να το
συνεφέρω. Κι από τότε είναι άρρωστο. Δεν λέει να γίνει καλά. 'Εκείνος, σαν γύρισε κι έμαθε τι έγινε,
βάλθηκε να τσιμπάει το παιδί σόλο το κορμάκι του, γιατί, ξέρετε, δεν το δέρνει, το τσιμπάει συνήθως.
Έπειτα μέθυσε και τότε άρχισε τις φοβέρες: θα κρεμαστώ κι εγώ, ξεφώνιζε στη μικρή. Θα κρεμαστώ
και θα φταις εσύ. Να, με τούτο εδώ το κορδόνι, το κορδόνι της κουρτίνας. Και δένει μια θηλειά
μπροστά στα μάτια του παιδιού. Το κακόμοιρο έκανε σαν τρελό, έμπηξε τις φωνές, τον αγκάλιασε με
τα χεράκια του. Δεν το ξανακάνω, δεν το ξανακάνω, ποτέ πια, τσίριζε. Ράγιζε η καρδιά μου μόνο που
το έβλεπα!
Μολονότι ο Βελτσάνινοβ όλα τα περίμενε από τον Παύλο Παύλοβιτς, έμεινε τόσο εμβρόντητος
ακούγοντας αυτή την αφήγηση, που δεν ήθελε καν να την πιστέψει. Η Μαρία Σισόγιεβνα του είπε κι
άλλα πολλά: μια φορά, λόγου χάρη, αν δε βρισκόταν η ίδια εκεί κατά τύχη, η Λίζα θα χυμούσε να
πέσει από το παράθυρο!
Ο Βελτσάνινοβ βγήκε από το ξενοδοχείο, τρικλίζοντας σαν μεθυσμένος: Θα τον σκοτώσω με μια
μαγκουριά στο κεφάλι, σαν σκυλί, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.
Πήρε το αμάξι και τράβηξε για το σπίτι των Προγορέλτσεβ. Δεν είχαν βγει ακόμη από την πόλη, όταν
ο αμαξάς αναγκάστηκε να σταματήσει, κοντά σένα γεφύρι, πλάϊ σένα κανάλι, γιατί εκείνη ακριβώς τη
στιγμή περνούσε μια νεκρική πομπή. στις δυο μεριές της γέφυρας διαβάτες κι άλλα αμάξια είχαν
σταματήσει. Ήταν μια μεγάλη κηδεία και μια ατέλειωτη σειρά πλούσιες άμαξες ακολουθούσαν την
νεκροφόρο. Στο παράθυρο μιας από αυτές τις άμαξες, ο Βελτσάνινοβ είδε να προβάλει ξαφνικά το
πρόσωπο του Παύλου Παύλοβιτς. Δε θα πίστευε στα μάτια του, αν ο Παύλος Παύλοβιτς, σκύβοντας
από το παράθυρο, δεν τον χαιρετούσε χαμογελώντας. Φαινόταν ενθουσιασμένος που είχε δει τον
Βελτσάνινοβ, του έκανε μάλιστα μια φιλική κίνηση κουνώντας το χέρι. Ο Βελτσάνινοβ πήδησε από το
αμάξι του και παρόλον τον συνωστισμό και τους αστυφύλακες και παρ όλο που η άμαξα του Παύλου
Παύλοβιτς είχε κιόλας προχωρήσει στο γεφύρι, τα κατάφερε να ξεγλιστρήσει ως εκεί. Ο Παύλος
Παύλοβιτς ήταν μόνος.
Τί συμβαίνει; του φώναξε ο Βελτσάνινοβ. Γιατί δεν φανήκατε; Πώς βρεθήκατε εδώ;
Κάνω το ύστατο καθήκον μου! Μη φωνάζετε! Μη φωνάζετε! Κάνω το ύστατο καθήκον μου, είπε ο
Παύλος Παύλοβιτς και γέλασε πονηρά, μισοκλείνοντας το ένα μάτι. Συνοδεύω στην τελευταία του
κατοικία το φθαρτό λείψανο του εξαίρετου φίλου μου Στεπάν Μιχαήλοβιτς.
Τι κουταμάρες είναι αυτές! Μέθυσε! Μα τρελλαθήκατε λοιπόν! ξεφώνισε ακόμη πιο δυνατά ο
Βελτσάνινοβ, που για μια στιγμή είχε μείνει άναυδος. Κατεβείτε γρήγορα κι ελάτε μαζί μου! Τώρα,
αμέσως!
Δεν μπορώ. Το καθήκον...
Θα σας κατεβάσω με τη βία! ούρλιαξε ο Βελτσάνινοβ.
Κι εγώ θα καλέσω βοήθεια! Θα καλέσω βοήθεια!
Ο Παύλος Παύλοβιτς ζάρωσε στη γωνιά του αμαξιού γελώντας ολοένα πιο εύθυμα, σαν να τα έβρισκε
όλα αυτά πολύ αστεία.
Προσοχή! Θα τσακιστείτε! φώναξε ένας αστυφύλακας.
Πραγματικά, ένα αμάξι, που δεν ανήκε στη νεκρική πομπή, είχε περάσει ανάμεσα από τάλλα,
προκαλώντας κάποια αναστάτωση. Ο Βελτσάνινοβ έπρεπε να παραμερίσει για να φυλαχτεί. άλλα
αμάξια τον ανάγκασαν να τραβηχτεί ακόμη μακρύτερα. Έφτυσε χάμω από οργή και ξαναγύρισε στο
μόνιππό του.
Πάντως, στα χάλια που ήταν, δεν μπορούσα να τον πάρω μαζί μου, συλλογίστηκε ανήσυχος και με
κάποια αμηχανία.
Όταν διηγήθηκε στην Κλαυδία Πετρόβνα τα όσα του είχε πει η Μαρία Σισόγιεβνα όπως και την
παράξενη συνάντηση του με τον Παύλο Παύλοβιτς, η καλή του φίλη έμεινε σκεφτική :
Ανησυχώ, του είπε. Πρέπει να διακόψετε κάθε επαφή μαζί του κι όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
Είναι ένας γελοίος μεθύστακας και τίποτα άλλο! της αποκρίθηκε ο Βελτσάνινοβ ζωηρά. Εγώ να τον
φοβηθώ; Και πως μπορώ να κόψω κάθε επαφή μαζί του τη στιγμή που είναι η Λίζα στη μέση; Μην
ξεχνάτε την Λίζα.
Στο μεταξύ η Λίζα ήταν στο κρεβάτι, άρρωστη. Αποβραδίς την είχε πιάσει πυρετός και περίμεναν
τώρα έναν διάσημο γιατρό που τον είχαν καλέσει από την πόλη, τα ξημερώματα. Όλα αυτά
αναστάτωσαν τον Βελτσάνινοβ. Η Κλαυδία Πετρόβνα τον οδήγησε κοντά στην άρρωστη.
Από χθες την παρακολουθώ με προσοχή, είπε σταματώντας
μπροστά στην πόρτα της Λίζας. Είναι ένα παιδί περήφανο και κλεισμένο στον εαυτό του. Ντρέπεται
γιατί βρίσκεται στο σπίτι μας και γιατί την εγκατέλειψε ο πατέρας της. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι
η αρρώστια της.
Την εγκατέλειψε ο πατέρας της; Τί σας κάνει να νομίζετε πως την εγκατέλειψε;
Και μόνο το γεγονός ότι την άφησε να έρθει σένα άγνωστο σπίτι και μέναν άνθρωπο... σχεδόν
άγνωστο επίσης, ή μάλλον μέναν άνθρωπο με τον οποίο είχε σχέσεις...
Μα εγώ την έφερα εδώ δια της βίας... Δεν βλέπω γιατί...
Αχ, Θεέ μου! η Λίζα, ένα παιδί, το βλέπει. Εγώ νομίζω πως εκείνος δεν πρόκειται να έρθει ποτέ,
απλούστατα.
Η Λίζα δεν απόρησε βλέποντας τον Βελτσάνινοβ μονάχο του. χαμογέλασε θλιμμένα και γύρισε προς
τον τοίχο το φλογισμένο από τον πυρετό κεφάλι της. Δεν μίλησε, δεν αποκρίθηκε ούτε με μια λέξη στα
δειλά παρήγορα λόγια του, στις υποσχέσεις του πως θα της έφερνε την άλλη μέρα οπωσδήποτε τον
πατέρα της. Μόνο όταν βγήκε από το δωμάτιο ο Βελτσάνινοβ, έβαλε ξαφνικά τα κλάματα.
Ο γιατρός έφθασε το βραδάκι. Εξέτασε την άρρωστη και τους κατατρόμαξε όλους με την παρατήρηση
του πως δεν έκαναν καλά να τον καλέσουν τόσο αργά. Όταν του είπαν πως η αρρώστια είχε εκδηλωθεί
μόλις το προηγούμενο βράδυ, δεν θέλησε στην αρχή να το πιστέψει. Όλα θα εξαρτηθούν από το πως
θα περάσει την νύχτα, δήλωσε στο τέλος. Έδωσε τις οδηγίες του κι έφυγε με την υπόσχεση πως θα
ξαναρχόταν την επομένη όσο γινόταν νωρίτερα. Ο Βελτσάνινοβ ήθελε με κάθε θυσία να μείνει την
νύχτα στο σπίτι των Προγορέλτσεβ, αλλά η ίδια η Κλαυδία Πετρόβνα τον παρακάλεσε να επιχειρήσει
άλλη μια φορά να φέρει εκείνο το τέρας.
Άλλη μια φορά, έκανε ο Βελτσάνινοβ, έξαλλος. Τούτη τη φορά θα τον δέσω με τα ίδια μου τα χέρια
και θα τον φέρω σηκωτό!
Η ιδέα να δέσει τον Παύλο Παύλοβιτς και να τον κουβαλήσει με τη βία, τον κυρίεψε σε τέτοιο σημείο,
που δεν μπορούσε πια να σταθεί στιγμή από την ανυπομονησία του.
Δεν αισθάνομαι πια τον εαυτό μου διόλου ένοχο απέναντι' του, είπε στην Κλαυδία Πετρόβνα καθώς
την αποχαιρετούσε. Παίρνω πίσω όλα τα αισθηματικά και μικρόψυχα λόγια που σας είπα χθες,
πρόσθεσε αγανακτισμένος.
Η Λίζα ήταν ξαπλωμένη, με τα μάτια κλειστά και φαινόταν να κοιμάται. θα έλεγε κανείς πως ήταν
καλύτερα. Όταν ο Βελτσάνινοβ έσκυψε, σιγά - σιγά, να φιλήσει έστω και την άκρη του νυχτικού της,
άνοιξε τα μάτια της, σαν να τον περίμενε και του ψιθύρισε:
Πάρτε με μαζί σας!
Ήταν μια παράκληση ήρεμη και πονεμένη, χωρίς ίχνος του θυμού της προηγούμενης μέρας. το έβλεπες
όμως πως το καταλάβαινε και η ίδια ότι η παράκληση της θα έμενε ανεκπλήρωτη. Μόλις ο
Βελτσάνινοβ, βαθύτατα απελπισμένος, άρχισε να της μιλάει για να την πείσει πως αυτό ήταν αδύνατο,
η μικρούλα έκλεισε τα μάτια και δεν έβγαλε πια μιλιά, σαν να μην τον άκουγε.
Όταν γύρισε στην πόλη, ο Βελτσάνινοβ τράβηξε ίσια για το Πακρόβ. Ήταν η ώρα εννιά. Ο Παύλος
Παύλοβιτς δεν ήταν στο δωμάτιο του. Ο Βελτσάνινοβ τον περίμενε μια ώρα ολόκληρη, κόβοντας
βόλτες στον διάδρομο με ανυπομονησία αβάσταχτη. Τέλος, η Μαρία Σισόγιεβνα τον έπεισε πως ο
Παύλος Παύλοβιτς δεν θα φαινόταν πριν από τα χαράματα. Ας είναι, αποφάσισε ο Βελτσάνινοβ, θα
ξανάρθω τα χαράματα! Και πήγε σπίτι του, κατασυγχυσμένος.
Ποια όμως ήταν η έκπληξη του, όταν, τη στιγμή που ανέβαινε τη σκάλα, έμαθε από την Μάρβα πως ο
χθεσινός επισκέπτης του τον περίμενε εκεί από τις δέκα.
Ήπιε μάλιστα και τσάϊ και μέστειλε ξανά ναγοράσω κρασί, από το χθεσινό. Μου έδωσε και πέντε
ρούβλια.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Ο Παύλος Παύλοβιτς είχε βολευτεί πολύ αναπαυτικά. Καθόταν σε μια πολυθρόνα, κάπνιζε και έπινε
το τέταρτο και τελευταίο ποτήρι της μπουκάλας με τη σαμπάνια. Μια τσαγιέρα κι ένα ποτήρι του
τσαγιού μισοαδειανό ήταν πλάϊ του, πάνω στο τραπέζι. Το ξαναμμένο πρόσωπο του ακτινοβολούσε
από ικανοποίηση. Είχε βγάλει μάλιστα το σακκάκι του και είχε μείνει με το γιλέκο.
Με συγχωρείτε, πιστέ μου φίλε! αναφώνησε βλέποντας τον Βελτσάνινοβ και σηκώθηκε βιαστικά να
φορέσει το σακκάκι του. Το έβγαλα για ναπολαύσω καλύτερα την ευχαρίστηση αυτών των λίγων
στιγμών.
Ο Βελτσάνινοβ τον πλησίασε με ύφος απειλητικό.
Δεν είσαστε ακόμη ολότελα μεθυσμένος; Μπορεί να συζητήσει κανείς μαζί σας;
Ο Παύλος Παύλοβιτς τα έχασε λιγάκι.
Όχι, όχι ολότελα... Ήπια στη μνήμη του συχωρεμένου, αλλά... όχι δεν είμαι εντελώς μεθυσμένος.
Είσαστε σε θέση να με καταλάβετε;
Γι' αυτό ακριβώς ήρθα, για να σας καταλάβω.
Τότε αρχίζω. Και πρώτα - πρώτα σας λέω πως είσαστε ένας παλιάνθρωπος! φώναξε ο Βελτσάνινοβ
βραχνά.
Αν αρχίσετε έτσι, πώς θα τελειώσετε; έκανε να διαμαρτυρηθεί ο Παύλος Παύλοβιτς που φαινόταν
πολύ τρομαγμένος.
Μα ο Βελτσάνινοβ εξακολουθούσε να ορύεται χωρίς να τον ακούει.
Η κόρη σας πεθαίνει. Είναι άρρωστη. Έχετε σκοπό να την εγκαταλείψετε, ναι ή όχι;
Αλήθεια; Πεθαίνει;
Είναι άρρωστη, βαριά άρρωστη. Κινδυνεύει!
Μπορεί να είναι μια απλή κρίση...
Μη λέτε κουταμαρες! Η ζωή της κινδυνεύει, σας λέω. Θα έπρεπε να πάτε να την δείτε, έστω και για
να...
Να ευχαριστήσω για την υποδοχή που της έκαναν! Το καταλαβαίνω πολύ καλά, Αλέξη Ιβάνοβιτς,
ανεκτίμητε, αγαπητέ μου φίλε! Αρπαξε ξαφνικά με τα δυο του χέρια το χέρι του Βελτσάνινοβ και
συνέχιζε σε τόνο αισθηματικό, κλαψιάρικο, σαν να εκλιπαρούσε τη συγγνώμη του. Αλέξη Ιβάνοβιτς,
μη φωνάζετε, μη φωνάζετε! Αν πεθάνω, αν εξαφανισθώ τούτη τη στιγμή, μεθυσμένος, μέσα στον
Νέβα, τί σημασία θα μπορούσε να έχει αυτό μαυτές τις συνθήκες; Όσο για τον κύριο Προγορέλτσεβ,
θα έχουμε πάντοτε όλον τον καιρό να πάμε...
Ο Βελτσάνινοβ συνήλθε και κάπως συγκρατήθηκε. Είσαστε μεθυσμένος και δεν καταλαβαίνω τι
θέλετε να πείτε, παρατήρησε αυστηρά. Είμαι πάντοτε πρόθυμος να σας δώσω εξηγήσεις. Θα ήμουν
μάλιστα πολύ ευχαριστημένος, αν τελειώναμε μια ώρα αρχίτερα μαυτή την ιστορία... Πήγα... πρώτα
από όλα όμως πρέπει να ξέρετε πως παίρνω τα μέτρα μου: Απόψε θα μείνετε εδώ. Αύριο το πρωί θα
φύγουμε μαζί. Δεν πρόκειται να σας αφήσω να μου ξεφύγετε! βρυχήθηκε ξανά. Θα σας δέσω και θα
σας πάρω μαζί μου!... Σας βολεύει αυτό το ντιβάνι;
Και, κοντανασαίνοντας, του έδειξε το φαρδύ κι αναπαυτικό ντιβάνι που βρισκόταν απέναντι σεκείνο
όπου κοιμόταν ο ίδιος, μπροστά στον τοίχο.
Ασφαλώς! Θα βολευτώ μια χαρά οπουδήποτε...
Όχι οπουδήποτε, αλλά σε τούτο το ντιβάνι. Ορίστε, πάρτε σεντόνια, μια κουβέρτα, ένα μαξιλάρι. (Ο
Βελτσάνινοβ τα έβγαλε όλα αυτά από ένα ντουλάπι και τα πέταξε βιαστικά στον Παύλο Παύλοβιτς
που άπλωσε τα χέρια του πειθήνια). Στρώστε το κρεβάτι σας αμέσως! Εμπρός λοιπόν!
Ο Παύλος Παύλοβιτς έμεινε ένα λεπτό όρθιος, με τα χέρια φορτωμένα, στη μέση του δωματίου-
φαινόταν διστακτικός. ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του. Όταν όμως ο Βελτσάνινοβ του
επανέλαβε τη διαταγή του με φωνή βροντερή, έσπευσε να την εκτελέσει. Έσπρωξε το τραπέζι και,
λαχανιάζοντας, άρχισε να απλώνει το σεντόνι. Ο Βελτσάνινοβ πλησίασε να τον
βοηθήσει, η υποταγή και ο τρόμος του Παύλου Παύλοβιτς τον ικανοποίησαν ως ένα σημείο.
Αποτελειώστε το ποτήρι σας και πλαγιάστε, είπε επιτακτικά. (Το ένιωθε πως του ήταν αδύνατο να
μιλήσει σάλλον τόνο). Εσείς στείλατε να σας φέρουν κρασί;
Ναι, εγώ... κρασί... το ήξερα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, πως εσείς δε θα θέλατε πια να μου αγοράσετε κρασί.
Πάλι καλά που το καταλάβατε. Πρέπει όμως να ξέρετε και κάτι ακόμη. Σας δηλώνω για μια ακόμη
φορά πως έλαβα τα μέτρα μου. Δε θα ανεχθώ πια τα καμώματα σας! Δε θα ανεχθώ πια τα φιλιά σας,
πάνω στο μεθύσι σας!
Το καταλαβαίνω κι εγώ πολύ καλά, Αλέξη Ιβάνοβιτς, πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει παρά μονάχα
μια φορά, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς και χαμογέλασε πονηρά.
Ακούγοντας αυτή την απάντηση, ο Βελτσάνινοβ, που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, στάθηκε απότομα
και δήλωσε με ύφος σχεδόν επίσημο:
Παύλε Παύλοβιτς, μιλήστε καθαρά! Είσαστε έξυπνος, το παραδέχομαι, σας βεβαιώνω όμως πως
ακολουθείτε λανθασμένο δρόμο! Μιλήστε καθαρά, κάνετε ό,τι έχετε σκοπό να κάνετε χωρίς αναβολή
κι εγώ σας δίνω το λόγο μου ναπαντήσω σόλες τις ερωτήσεις σας.
Πάλι ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε μεκείνο το πονηρό χαμόγελο που έκανε τον Βελτσάνινοβ έξω
φρενών.
Ακούστε, ξεφώνισε ξανά, πάψτε να παίζετε θέατρο. Διαβάζω μέσα σας όπως σένα ανοιχτό βιβλίο. Σας
το ξαναλέω: είμαι πρόθυμος ναπαντήσω σε όλες σας τις ερωτήσεις. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.
Και είμαι πρόθυμος επίσης να σας δώσω κάθε δυνατή, ακόμη και αδύνατη ικανοποίηση. Ω, πόσο θα
ήθελα να μπορούσατε να με καταλάβετε!
Αφού είσαστε τόσο καλός, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς πλησιάζοντας με χίλιες προφυλάξεις, θα σας πω
πως αυτά που λέγατε χθες για τον άγριο τύπο, μου κίνησαν πολύ το ενδιαφέρον.
Ο Βελτσάνινοβ έκανε ένα μορφασμό δυσφορίας και ξανάρχισε τις βόλτες του στην κάμαρα.
Όχι, Αλέξη Ιβάνοβιτς, μη στραβομουτσουνιάζετε, γιατί ειδικά αυτό το θέμα μενδιαφέρει τρομερά και
ήρθα επίτηδες για να το
ξεδιαλύνω... Μπερδεύει λιγάκι η γλώσσα μου, το ξέρω, αλλά μη μου θυμώνετε... Διάβασα κι εγώ κάτι
σένα περιοδικό, για τον άγριο' και για τον πράο τύπο. Το θυμήθηκα σήμερα το πρωί... μόνο που
ξέχασα τι ακριβώς έλεγε το άρθρο και, για να είμαι ειλικρινής, ούτε όταν το διάβαζα το κατάλαβα. Και
τώρα θέλω να ξέρω: σε ποιον τύπο ανήκε ο μακαρίτης Στεπάν Μιχαήλοβιτς Μπαγαούτοβ, στον άγριο
ή στον πράο τύπο;
Ο Βελτσάνινοβ δεν μίλησε. συνέχισε τις βόλτες του πάνω - κάτω.
Ο τύπος ο άγριος είναι εκείνος που θα έριχνε φαρμάκι στο ποτήρι του Μπαγαούτοβ, πίνοντας μαζί του
σαμπάνια για να γιορτάσει το ευτυχές γεγονός της συναντήσεως του, όπως κάνατε χθες μεμένα,
βρυχήθηκε, σταματώντας ξαφνικά. Δεν θα συνόδευε όμως ποτέ το λείψανο ως το νεκροταφείο, όπως
πήγατε χθες εσείς, παρακινημένος από δεν ξέρω κι εγώ ποια κρυφά και ταπεινά ελατήρια, μόνο και
μόνο για την ευχαρίστηση να παραστήσετε τον φανφαρόνο!
Δεν θα πήγαινε, αυτό είναι αλήθεια, συμφώνησε ο Παύλος Παύλοβιτς, μου μιλάτε όμως σένα τόνο...
Μα ο Βελτσάνινοβ, έξαλλος, εξακολουθούσε να ορύεται δίχως να τον ακούει:
Ο άγριος τύπος δεν είναι εκείνος που πλάθει με τη φαντασία του, ένας Θεός ξέρει ποια απίθανη
ιστορία, που βγάζει συμπεράσματα για το τι του χρωστάνε, που βρίσκει ηδονή στην ατιμία του,
κλαψουρίζει, παίζει θέατρο, ρίχνεται στην αγκαλιά των άλλων και, τελικά, καταλήγει στο να έχει χάσει
τον καιρό του με ηλιθιότητες... είναι αλήθεια πως θέλατε να κρεμαστείτε; Είναι αλήθεια;
Δεν αποκλείεται, πάνω στο μεθύσι, να μου πέρασε αυτή η ιδέα... δε θυμάμαι. Να ρίξει όμως κάποιος
φαρμάκι, Αλέξη Ιβάνοβιτς, όχι δα... τέτοια πράγματα δεν αρμόζουν σε ανθρώπους σαν εμάς. Είμαι
ένας δημόσιος υπάλληλος με καλή θέση, έχω και κάποια περιουσία. Στο κάτω - κάτω, μπορεί να
θελήσω να ξαναπαντρευτώ.
Άλλωστε, είναι και τα κάτεργα.
Ναι, φυσικά, θα μπορούσε να μου συμβεί κι αυτό το δυσάρεστο, αν και, τώρα, τα δικαστήρια
παραδέχονται συχνά ελαφρυντικές περιπτώσεις. Θα μου επιτρέψετε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, να σας διηγηθώ
μια ιστορία πολύ διασκεδαστική. Τη θυμήθηκα πρωτύτερα, στο αμάξι.
Είπατε πριν από λίγο: ρίχνεται στην αγκαλιά των άλλων... Μήπως θυμόσαστε τον Συμεών Πετρόβιτς
Λιβτσόβ; Είχε έρθει στο Τ... τον καιρό που είσαστε κι εσείς εκεί. Έ, λοιπόν, ο μικρότερος αδελφός του,
ένας από τους κομψότερους νέους της Πετρούπολης, ένας αριστοκράτης, ένας νέος με πολλές χάρες,
υπηρετούσε κάποτε στο Β... Εκεί λοιπόν λογόφερε κάποιο βράδυ με τον Γλουμπένκο, τον
συνταγματάρχη, μπροστά σε κάτι κυρίες, ανάμεσα σαυτές και μπροστά στην εκλεκτή της καρδιάς του.
Θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο, αλλά κατάπιε την προσβολή και σώπασε. Λίγο καιρό μετά, ο
Γλουμπένκο καταφέρνει να κερδίσει την εύνοια της αγαπημένης του Λιβτσόβ, του τη σουφρώνει
μάλλα λόγια και της προτείνει γάμο. Τί νομίζετε λοιπόν; Αυτός ο Λιβτσόβ έγινε στενός φίλος του
Γλουμπένκο. Όχι μονάχα συμφιλιώθηκε μαζί του, αλλά έγινε και κουμπάρος του και άλλαξε τα
στέφανα στον γάμο. Μετά την τελετή λοιπόν πλησιάζει τον Γλουμπένκο να τον συγχαρεί και να τον
φιλήσει. κι έτσι όπως ήταν, με το φράκο του, με τα μαλλιά καλοχτενισμένα και πασαλειμμένα με
πομάδα, μπροστά στα μάτια του διοικητή κι όλης της ανώτερης κοινωνίας δίνει ξαφνικά μια μαχαιριά
στην κοιλιά του Γλουμπένκο μας! Ο ίδιος του ο κουμπάρος! Αίσχος! Και να ήταν αυτό μονάχα! Το
χειρότερο είναι ότι μόλις έδωσε τη μαχαιριά, ο Λιβτσόβ κάνει σαν τρελός: Αχ, τι έκανα! Τι έκανα!
Κλαίει με λυγμούς, τρέμει, αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, ακόμη και τις κυρίες... Αχ, τι έκανα! Αχ, τι ήταν
αυτό που έκανα! Χα... Χα.. Χα... Ήταν να σκας από τα γέλια. Ο μόνος αξιολύπητος ήταν εκείνος ο
Γλουμπένκο, αν και τη γλίτωσε τελικά.
Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λέτε αυτά, παρατήρησε ο Βελτσάνινοβ αυστηρά, ζαρώνοντας τα
φρύδια.
Μα ακριβώς για κείνη τη μαχαιριά, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς χασκογελώντας. Είναι φανερό πως αυτός
ο Λιβτσόβ δεν ήταν ένας άντρας άγριος, αλλά ένας τιποτένιος, για να ξεχνάει έτσι, από την τρομάρα
του, κάθε ευπρέπεια, για να ρίχνεται στην αγκαλιά των κυριών μπροστά στο διοικητή! Κι όμως πέτυχε
το σκοπό του, έδωσε εκείνη τη μαχαιριά! Να γιατί σας διηγήθηκα αυτή την ιστορία.
Α, στο διάβολο! ούρλιαξε ο Βελτσάνινοβ με φωνή ξαφνικά αλλαγμένη, σαν να είχε σπάσει κάτι μέσα
του. Στο διάβολο, εσύ και η καταχθόνια ψυχολογία σου και οι βρωμερές, ύπουλες ιδέες σου!...
Νομίζεις πως θα με τρομάξεις!... Εσύ είσαι ικανός μονάχα ένα παιδί
να τυραννάς!... Δειλέ, θρασύδειλε! ξεφώνιζε έξαλλος, λαχανιάζοντας σε κάθε λέξη.
Ο Παύλος Παύλοβιτς πετάχτηκε από τη θέση του. το μεθύσι του διαλύθηκε απότομα, τα χείλια του
τρέμανε.
Εσείς λέτε εμένα δειλό, Αλέξη Ιβάνοβιτς; Εσείς λέτε δειλό, εμένα;
Ο Βελτσάνινοβ είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του.
Είμαι πρόθυμος να σας ζητήσω συγγνώμη, είπε, σκεφτικός και βλοσυρός, υστέρα από λίγο, αλλά
μέναν όρο; Ότι θα φερθείτε κι εσείς με ειλικρίνεια.
Εγώ, στη θέση σας, Αλέξη Ιβάνοβιτς, θα ζητούσα συγγνώμη χωρίς να θέσω όρους.
Σύμφωνοι, ας είναι! είπε ο Βελτσάνινοβ έπειτα από μια νέα σιωπή. Σας ζητώ συγγνώμη. Πρέπει
ωστόσο να το παραδεχθείτε, Παύλε Παύλοβιτς, πως ύστερα από όλα αυτά που έγιναν, πιστεύω πως δεν
έχω πια καμμιά υποχρέωση απέναντι σας, όχι μονάχα για όσα λέχθηκαν, αλλά για όλα.
Μικροπράγματα, τι έχουμε να μοιράσουμε;
Κι ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε, χαμηλώνοντας τα μάτια.
Αν είναι έτσι, τόσο το καλύτερο, τόσο το καλύτερο! Αποτελειώστε το ποτήρι σας και πλαγιάστε, γιατί
σας το είπα, δεν πρόκειται να σας αφήσω να μου ξεφύγετε...
Ναι, το κρασί..
Ο Παύλος Παύλοβιτς φαινόταν κάπως σαστισμένος. Πλησίασε το τραπέζι, ωστόσο, κι άρχισε να πίνει.
Σίγουρα θα είχε πιει κιόλας πάρα πολύ, γιατί το χέρι του έτρεμε κι έχυσε λίγο κρασί στο πάτωμα, στο
πουκάμισο και στο γιλέκο του. άδειασε το ποτήρι του ως τον πάτο, σαν να του ήταν αδύνατο ναφήσει
έστω και μια στάλα, το ακούμπησε ευλαβικά στο τραπέζι και πήγε πειθήνια να ξεντυθεί κοντά στο
κρεβάτι.
Δεν θα ήταν προτιμότερο να μη μείνω την νύχτα εδώ; ρώτησε ξαφνικά, άγνωστο γιατί, κρατώντας στο
χέρι το ένα παπούτσι του.
Όχι, δε θα ήταν προτιμότερο, αποκρίθηκε θυμωμένα ο Βελτσάνινοβ χωρίς να τον κοιτάξει,
τριγυρίζοντας ολοένα στην κάμαρα.
Ο Παύλος Παύλοβιτς γδύθηκε και πλάγιασε. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, έπεσε κι ο Βελτσάνινοβ
στο κρεβάτι του κι έσβησε το φως.
Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Κάτι καινούργιο είχε παρουσιαστεί που
μπέρδευε ακόμη περισσότερο την υπόθεση. ήταν ανήσυχος και ντρεπόταν για την ανησυχία του. Είχε
αρχίσει να μισοκοιμάται, όταν ένας ελαφρός θόρυβος τον ξύπνησε. Έριξε αμέσως μια ματιά προς το
κρεβάτι του Παύλου Παύλοβιτς. ήταν σκοτεινά, (οι κουρτίνες ήταν εντελώς κατεβασμένες), κι όμως
του φάνηκε πως ο Παύλος Παύλοβιτς δεν ήταν ξαπλωμένος, αλλά καθόταν στο κρεβάτι του.
Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ.
Μια σκιά, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς υστέρα από λίγο, με φωνή σβησμένη.
Τί; Ποια σκιά;
Εκεί κάτω, σαυτή την κάμαρα. Είδα κάτι σαν σκιά να περνάει μπροστά από την πόρτα.
Η σκιά ποιανού; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ έπειτα από λίγα λεπτά.
Η σκιά της Ναταλία Βασίλιεβνα.
Ο Βελτσάνινοβ κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι κι έριξε μια ματιά προς το διπλανό δωμάτιο,
που η πόρτα του έμενε πάντοτε ανοιχτή. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε κουρτίνες, μονάχα άσπρα στόρια,
γιαυτό ήταν και λιγότερο σκοτεινό.
Δεν υπάρχει τίποτε εκεί μέσα. Είσαστε μεθυσμένος. Πλαγιάστε! είπε ο Βελτσάνινοβ.
Ξάπλωσε ξανά και τυλίχτηκε με την κουβέρτα του. Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν έβγαλε μιλιά. ξάπλωσε κι
αυτός.
Την είδατε κι άλλη φορά αυτή τη σκιά; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ κάπου δέκα λεπτά αργότερα.
Ναι, μου φαίνεται πως την είδα μια φορά, απάντησε έπειτα από λίγα λεπτά ο Παύλος Παύλοβιτς
σιγανά.
Πάλι απλώθηκε σιωπή.
Ο Βελτσάνινοβ δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν είχε κοιμηθεί ή όχι- μια ώρα ολόκληρη
ωστόσο είχε περάσει όταν τινάχτηκε ξανά. Ήταν θόρυβος αυτό που τον είχε ξυπνήσει; Δεν ήξερε, είχε
όμως την εντύπωση πως κάτι ερχόταν προς το μέρος του, κάτι άσπρο που ξεχώριζε αόριστα μέσα στο
σκοτάδι και είχε φθάσει κιόλας στη μέση της κάμαρας. Ανακάθισε, προσπαθώντας να διαπεράσει με το
βλέμμα το σκοτάδι που τον τύλιγε.
Εσείς είσαστε, Παύλε Παύλοβιτς; ψιθύρισε.
Και το ψιθύρισμα αυτό, αντηχώντας μέσα στη σιγαλιά και το σκότος, του φάνηκε αλλόκοτο.
Καμμιά απάντηση. Δεν χωρούσε όμως αμφιβολία: κάποιος στεκόταν εκεί.
Εσείς είσαστε... Παύλε Παύλοβιτς; ξανάπε πιο δυνατά, τόσο δυνατά, που αν ο Παύλος Παύλοβιτς
κοιμόταν, σίγουρα θα ξυπνούσε και θαπαντούσε.
Κανείς δεν αποκρίθηκε, τώρα όμως του φάνηκε του Βελτσάνινοβ πως η λευκή και μόλις διακρινόμενη
μορφή ζύγωνε όλο και πιο πολύ. Και τότε έγινε μέσα του μια αιφνίδια αλλαγή. κάτι έσπασε μέσα του,
όπως πριν από λίγο ξεφώνισε μόλη του τη δύναμη, έξαλλος από θυμό, με φωνή λαχανιασμένη:
Αν έχετε το θράσος να φαντάζεσθε πως μπορείτε να με τρομάξετε, γυρίζω κι εγώ από το άλλο πλευρό,
χώνω το κεφάλι μου κάτω από την κουβέρτα μου και μένω ακίνητος όλη την νύχτα, για να σας δείξω
πόσο σας περιφρονώ... Μέθυσε! Γελοίε!... Ακόμη κι αν μείνετε εκεί ίσαμε το πρωί... σαν ένας
γελοίος... Να, σας φτύνω!
Και, πραγματικά, έφτυσε με λύσσα πάνω σαυτό το πράγμα που, όπως νόμιζε, ήταν ο Παύλος
Παύλοβιτς. στράφηκε κατά τον τοίχο, τράβηξε την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι του κι έμεινε
ακίνητος σαυτή τη στάση. Νεκρική σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Να τον πλησίαζε άραγε το φάντασμα
ή στεκόταν στην ίδια πάντα θέση; Ο Βελτσάνινοβ δεν μπορούσε να το ξέρει, αλλά η καρδιά του
χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε... Πέντε λεπτά τουλάχιστον πέρασαν έτσι και, ξάφνου, δυο βήματα
κοντά του, αντήχησε η αδύνατη, παραπονιάρικη φωνή του Παύλου Παύλοβιτς.
Σηκώθηκα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, να ψάξω να βρω... (και ονόμασε ένα απαραίτητο οικιακό σκεύος). Δεν το
βρήκα κοντά στο κρεβάτι μου και ήθελα... χωρίς να κάνω θόρυβο... να δω κάτω από το δικό σας...
Και γιατί δεν απαντήσατε... όταν φώναξα; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ με τρεμουλιαστή φωνή, ύστερα από
λίγο.
Φοβήθηκα... φωνάξατε τόσο δυνατά... που τρόμαξα...
Εκεί είναι, αριστερά, στη γωνιά κοντά στην πόρτα, μέσα στο κομμοδίνο. Ανάψτε το κερί.
Θα το βρω και χωρίς το κερί, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς ταπεινά, πηγαίνοντας προς το κομμοδίνο. Με
συγχωρείτε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, για την ενόχληση... Μέκανε άνω - κάτω το κρασί...
Ο Βελτσάνινοβ όμως δεν του έδωσε καμμιά απάντηση. Έμεινε ξαπλωμένος, με το πρόσωπο προς τον
τοίχο και πέρασε έτσι όλη την
νύχτα, χωρίς ναλλάξει πλευρό ούτε μια φορά. Ήθελε τάχα να κρατήσει τον λόγο του και να δείξει έτσι
την περιφρόνηση του; Ούτε ο ίδιος καταλάβαινε τα αισθήματα του. τα νεύρα του ήταν ερεθισμένα
τόσο, που στο τέλος τον έπιασε παραλήρημα κι άργησε πολύ ναποκοιμηθεί. Όταν ξύπνησε το άλλο
πρωί, κατά τις δέκα, τινάχτηκε κι ανακάθισε απότομα σαν να τον είχε σπρώξει κάποιος: ο Παύλος
Παύλοβιτς δεν ήταν πια στο δωμάτιο. είχε ξεγλιστρήσει σιγά - σιγά, τα χαράματα. το κρεβάτι του ήταν
άδειο, ξέστρωτο.
Το ήξερα, είπε ο Βελτσάνινοβ, χτυπώντας με την παλάμη το μέτωπο του.
ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Οι φόβοι του γιατρού βγήκαν αληθινοί: η κατάσταση της Λίζας χειροτέρεψε την νύχτα, πολύ
περισσότερο από ότι είχαν φαντασθεί το προηγούμενο βράδυ, ο Βελτσάνινοβ και η Κλαυδία
Πετρόβνα. Όταν ο Βελτσάνινοβ έφθασε το πρωί, η μικρή έκαιγε από τον πυρετό, αλλά είχε ακόμη τις
αισθήσεις της. Αργότερα, ο Βελτσάνινοβ βεβαίωνε πως η Λίζα του είχε χαμογελάσει, του είχε απλώσει
μάλιστα το φλογισμένο χεράκι της. Να είχε γίνει αλήθεια αυτό, ή να το φαντάστηκε άθελα του για να
παρηγορηθεί; Δεν μπόρεσε ποτέ να το εξακριβώσει. Το ίδιο βράδυ η άρρωστη έπεσε σε βυθό και δεν
ξαναβρήκε πια τις αισθήσεις της. Ξεψύχησε τη δέκατη μέρα. Αυτές οι δέκα μέρες, που τις πέρασε στο
σπίτι των Προγορέλτσεβ, στάθηκαν πολύ οδυνηρές για τον Βελτσάνινοβ, τόσο που όλοι γύρω του
ανησύχησαν, ακόμη και για τη ζωή του. Τις τελευταίες μέρες της αρρώστιας της Λίζας, καθόταν ώρες
συνέχεια σε μια γωνιά, χωρίς να σκέπτεται τίποτε, θα έλεγες. Η Κλαυδία Πετρόβνα προσπαθούσε να
τον διασκεδάσει, εκείνος όμως μόλις που της απαντούσε και έδειχνε πως οι κουβέντες της τον
ενοχλούσαν. Ασφαλώς η Κλαυδία Πετρόβνα δε θα το περίμενε ποτέ πως όλα αυτά μπορούσαν να του
κάνουν τόση εντύπωση. Τα παιδιά κατάφερναν κάπως καλύτερα να τον διασκεδάζουν. γελούσε
μάλιστα κάπου - κάπου μαζί τους- κάθε τόσο όμως σηκωνόταν από τη γωνιά του και πήγαινε, στις
μύτες των ποδιών, να ρίξει μια ματιά στην άρρωστη. Καμμιά φορά του φαινόταν πως τον αναγνώριζε.
Όπως όλοι οι άλλοι, δεν είχε πια καμμιά ελπίδα, δεν απομακρυνόταν όμως από το δωμάτιο όπου
ξεψυχούσε η Λίζα.
Μια - δυο φορές, ωστόσο, έδειξε σαυτό το διάστημα εξαιρετική δραστηριότητα. έτρεξε βιαστικά στην
Πετρούπολη, πήγε στους
διασημότερους γιατρούς και τους κάλεσε σε συμβούλιο κοντά στην άρρωστη. Το τελευταίο από αυτά
τα συμβούλια έγινε την παραμονή του θανάτου της μικρής. Τρεις μέρες πριν, η Κλαυδία Πετρόβνα
είχε παρακαλέσει επίμονα τον Βελτσάνινοβ να ψάξει να βρει επιτέλους τον Τρουσότσκη και να τον
φέρει: Αν γίνει καμμιά συμφορά, χωρίς να είναι ο Τρουσότσκη εδώ, δε θα μπορέσουμε ούτε να
θάψουμε την Λίζα. Ο Βελτσάνινοβ αποκρίθηκε αόριστα και αφηρημένα, πως θα του έγραφε. Τότε ο
Προγορέλτσεβ δήλωσε πως θα έβαζε αυτός την αστυνομία να βρει τον πατέρα της μικρής. Τέλος ο
Βελτσάνινοβ αποφάσισε να του γράψει λίγα λόγια και πήγε ο ίδιος το σημείωμα στο ξενοδοχείο του
Πακρόβ. Ο Παύλος Παύλοβιτς, κατά τη συνήθεια του, δεν ήταν εκεί, κι ο Βελτσάνινοβ άφησε το
γραμματάκι του στη Μαρία Σισόγιεβνα.
Η Λίζα πέθανε ένα όμορφο καλοκαιριάτικο βράδυ μαζί με το ηλιοβασίλεμα. Μονάχα τότε ο
Βελτσάνινοβ φάνηκε να συνέρχεται. Όταν είδε το άψυχο κορμάκι, ντυμένο με ένα άσπρο φόρεμα μιας
απ' τις κόρες της Κλαυδίας Πετρόβνα, πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, με λουλούδια στα σταυρωμένα
χεράκια του, ο Βελτσάνινοβ πλησίασε την Κλαυδία Πετρόβνα και της δήλωσε, και τα μάτια του
πετούσαν αστραπές εκείνη τη στιγμή, πως θα πήγαινε αμέσως να φέρει τον φονιά. Ξεκίνησε το ίδιο
λεπτό, μολονότι τον συμβούλεψαν ναναβάλει το ταξίδι του για την άλλη μέρα.
Ήξερε που θα έβρισκε τον Παύλο Παύλοβιτς. Δεν είχε πάει μονάχα για να καλέσει τους γιατρούς τον
τελευταίο καιρό στην Πετρούπολη. Πίστευε τότε πως, αν κατόρθωνε να φέρει τον Παύλο Παύλοβιτς
κοντά στη Λίζα, η μικρή θα γινόταν καλά, ακούγοντας τη φωνή του πατέρα της. και έτρεχε σαν τρελός
να τον βρει. Ο Παύλος Παύλοβιτς έμενε πάντα στο ίδιο δωμάτιο, αλλά ήταν άσκοπο να απευθυνθεί
κανείς στο ξενοδοχείο του. Πολλές φορές κάνει τρεις μέρες συνέχεια να κοιμηθεί εδώ κι ούτε φαίνεται
καθόλου, έλεγε η Μαρία Σισόγιεβνα, κι αν τύχει και έρθει, μεθυσμένος, κάθεται λίγα λεπτά και
ξαναφεύγει. Ξώκειλε πια ολότελα. Ο καμαριέρης του ξενοδοχείου, ανάμεσα σε πολλά άλλα,
πληροφόρησε τον Βελτσάνινοβ πως εδώ και λίγο καιρό ο Παύλος Παύλοβιτς είχε φιλίες με κάτι
ελαφρές γυναίκες, που τις είχε γνωρίσει στη λεωφόρο Βοζνεσένσκυ. Ο Βελτσάνινοβ τις βρήκε εύκολα.
Ύστερα από ένα καλό φαγητό και γενναίο φιλοδώρημα, οι γυναίκες αυτές θυμήθηκαν τον πελάτη τους
(το κρέπι στο καπέλο τους είχε
κάνει μεγάλη εντύπωση) και άρχισαν να τον βρίζουν... σίγουρα επειδή δεν πήγαινε πια να κάνει παρέα
μαζί τους. Η μια από αυτές, η Κάτια, δήλωσε πως μπορούσε να βρει τον Παύλο Παύλοβιτς
οποιαδήποτε ώρα. Τώρα τελευταία, είπε, δεν ξεκολλάει από το σπίτι της Μάσκα Προστακόβα. Και
φαίνεται να έχει λεφτά με ουρά. Όσο γι' αυτή τη Μάσκα, το καθαυτό της όνομα δεν είναι Προστακόβα,
αλλά Προχβόστοβα. Έκανε και κάμποσο καιρό στο νοσοκομείο για κάποια βαριά αρρώστια. Μια
μονάχα λέξη να πει κανείς, μια μονάχα, και τη στέλνει ίσια στη Σιβηρία.
Κι όμως η Κάτια δεν κατάφερε νανακαλύψει τον Παύλο Παύλοβιτς εκείνη την ημέρα, υποσχέθηκε
πάντως να τον βρει την επόμενη φορά. Σε αυτής λοιπόν της γυναίκας τη βοήθεια βασιζόταν τώρα ο
Βελτσάνινοβ.
Μόλις έφθασε στην πόλη, κατά τις δέκα, τράβηξε ίσια για το σπίτι όπου έμενε η Κάτια, ζήτησε να τη
δει, πλήρωσε όσα έπρεπε για τον χρόνο που θα κρατούσε η απουσία της, και ξεκίνησε μαζί της. Δεν
ήξερε ακόμη ούτε ο ίδιος τι είχε σκοπό να κάνει. Θα σκότωνε τον Παύλο Παύλοβιτς ή τον ήθελε
μονάχα για να του αναγγείλει τον θάνατο της κόρης του και να του εξηγήσει πως δεν μπορούσαν να τη
θάψουν χωρίς την παρουσία του; Οι πρώτες έρευνες τους στάθηκαν άκαρπες. πληροφορήθηκαν πως,
τρεις μέρες πριν, είχε γίνει άγριος καβγάς στο σπίτι της Μάσκα Προχβόστοβα και πως κάποιος
ταμειακός είχε σπάσει το κεφάλι του Παύλου Παύλοβιτς μένα σκαμνί. Συνέχισαν τις αναζητήσεις τους
και, για να μην τα πολυλογούμε, μόλις κατά τις δυο το πρωί, καθώς έβγαινε από κάποιο ύποπτο σπίτι
που του είχαν υποδείξει, ο Βελτσάνινοβ έπεσε ξαφνικά πάνω στον Παύλο Παύλοβιτς.
Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Δυο γυναίκες τον σέρνάνε σε αυτό το σπίτι. η μια τον βαστούσε από το
μπράτσο. ένας λεβέντης ίσαμε εκεί πάνω, ένας αντίπαλος σίγουρα, ακολουθούσε χειρονομώντας
ζωηρά ξεφωνίζοντας, με όλη του τη δύναμη, φοβέρες και περιλούζοντας τον Παύλο Παύλοβιτς με τις
χειρότερες βρισιές. Μέσα στάλλα, φώναζε πως ο Παύλος Παύλοβιτς τον εκμεταλλευόταν και του
φαρμάκωνε τη ζωή. Ο λόγος ήταν για κάτι λεφτά, από ότι κατάλαβε ο Βελτσάνινοβ. Οι γυναίκες, πολύ
φοβισμένες, βιάζονταν. Μόλις είδε τον Βελτσάνινοβ, ο Παύλος Παύλοβιτς όρμησε πάνω του,
απλώνοντας τα χέρια και ούρλιαξε σαν να τον σφάζανε:
Αδελφέ μου! Βοήθεια!
Βλέποντας το αθλητικό παράστημα του Βελτσάνινοβ, ο αντίπαλος έγινε άφαντος στη στιγμή. Ο
Παύλος Παύλοβιτς στράφηκε με ύφος θριαμβευτικό, απειλώντας τον με τις γροθιές του, κι έβγαλε μια
τσιριχτή κραυγή νίκης. Ο Βελτσάνινοβ, χωρίς να ξέρει κι αυτός καλά - καλά γιατί, τον άδραξε από τον
ώμο και βάλθηκε να τον τραντάζει τόσο δυνατά, που του άλλου του χτυπήσανε τα δόντια. Ο Παύλος
Παύλοβιτς έπαψε μονομιάς τις φωνές, στυλώνοντας στον βασανιστή του ένα βλέμμα αποβλακωμένο
από το μεθύσι, φοβισμένο και θολό. Μην ξέροντας, πιθανότατα, τι άλλο να του κάνει, ο Βελτσάνινοβ
τον έσπρωξε βάναυσα και τον κάθισε σε μια κοτρώνα στην άκρη του δρόμου. Η Λίζα πέθανε! του είπε.
Καθισμένος στην κοτρώνα, αγκιστρωμένος σε μια από τις γυναίκες, ο Παύλος Παύλοβιτς κοίταξε τον
Βελτσάνινοβ με το ίδιο πάντα αποβλακωμένο βλέμμα. Τέλος, κατάλαβε και το πρόσωπο του μονομιάς
άλλαξε έκφραση.
Πέθανε... μουρμούρισε με παράξενη φωνή. Να χαμογελούσε άραγε ακόμη μεκείνο το ηλίθιο χαμόγελο
του μεθυσμένου, ή μήπως ήταν ένας μορφασμός πόνου αυτό που είχε μεταμορφώσει έτσι το πρόσωπο
του; Ο Βελτσάνινοβ δεν μπόρεσε να διακρίνει, ένα λεπτό όμως αργότερα, ο Παύλος Παύλοβιτς
ύψωσε, με μεγάλη προσπάθεια, το δεξί του χέρι, που έτρεμε, να κάνει το σταυρό του. δεν αποτελείωσε
ωστόσο την κίνηση και κατέβασε το χέρι. Ύστερα από λίγο, ανασηκώθηκε αργά - αργά, έπιασε από
το μπράτσο τη γυναίκα, στηρίχτηκε επάνω της και άρχισε να περπατά, σαν να μην ήξερε τι έκανε, σαν
να είχε ξεχάσει τον Βελτσάνινοβ. Αυτός όμως τον άρπαξε ξανά από τον ώμο.
Δεν καταλαβαίνεις, μέθυσε, τέρας, πως είναι αδύνατον να την θάψουμε χωρίς εσένα ξεφώνισε. Ο
Παύλος Παύλοβιτς στράφηκε.
Τον θυμόσαστε... εκείνον τον υπολοχαγό του πυροβολικού; τραύλισε μπερδεύοντας τα λόγια του.
Τί; έκανε ο Βελτσάνινοβ νιώθοντας ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αυτός είναι ο πατέρας της!... Ψάξτε να
τον βρείτε... για την κηδεία... Λες ψέματα! ούρλιαξε ο Βελτσάνινοβ. Το λες από κακία... Το ήξερα πως
θα μου το σέρβιρες κι αυτό!
Έξαλλος, σήκωσε την τρομερή γροθιά του πάνω από το κεφάλι του Παύλου Παύλοβιτς. Άλλο ένα
λεπτό και θα τον σκότωνε μένα χτύπημα. Οι γυναίκες το βάλανε στα πόδια, μπήγοντας στριγγλιές, ο
Παύλος Παύλοβιτς έμεινε απαθής: μια έκφραση μίσους άγριου, ακράτητου, του παραμόρφωνε το
πρόσωπο.
Την ξέρεις εκείνη τη ρωσική μας έκφραση; είπε με φωνή σταθερή, σαν να μην ήταν πια μεθυσμένος
και ξεστόμισε μια βλαστήμια που είναι αδύνατον να γραφτεί στο χαρτί. Έ, λοιπόν, άρπα την!...
Απελευθερώθηκε με όλη του τη δύναμη από τα χέρια του Βελτσάνινοβ, που έχασε την ισορροπία του
και κόντεψε να πέσει χάμω. Οι γυναίκες πιάσανε τον Παύλο Παύλοβιτς από τις μασχάλες και,
σέρνοντας τον σχεδόν, απομακρύνθηκαν στριγγλίζοντας. Ο Βελτσάνινοβ δεν τους κυνήγησε.
Την άλλη μέρα, στη μία μετά το μεσημέρι, ένας μεσόκοπος δημόσιος υπάλληλος, πολύ καθώς πρέπει,
παρουσιάστηκε στο σπίτι των Προγορέλτσεβ κι έδωσε στην Κλαυδία Πετρόβνα ένα
σφραγισμένο φάκελο εκ μέρους του Παύλου Παύλοβιτς Τρουσότσκη. Μέσα στο φάκελο, εκτός από τα
έγγραφα τα απαραίτητα για την ταφή της Λίζας, ήταν ένα γράμμα και τριακόσια ρούβλια. Το γράμμα
ήταν σύντομο, γραμμένο με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Ο Παύλος Παύλοβιτς εξέφραζε στην
εκλαμπρότητά της, την Κλαυδία Πετρόβνα, την απεριόριστη ευγνωμοσύνη του για την καλοσύνη
που είχε δείξει σε μια ορφανή, καλοσύνη που γιαυτή μονάχα ο Θεός μπορούσε να την αμείψει. Μια
σοβαρή αδιαθεσία, εξηγούσε αόριστα, τον εμπόδιζε νακολουθήσει την κηδεία της άμοιρης και
πολυαγαπημένης κόρης του και βασιζόταν στην αγγελική καλοσύνη της εκλαμπρότητάς της; που
ασφαλώς θα δεχόταν ναναλάβει όλες τις σχετικές φροντίδες. Όσο για τα τριακόσια ρούβλια - έλεγε
παρακάτω στο γράμμα του - αυτά προορίζονταν για τα έξοδα της κηδείας και της αρρώστιας. 'Αν κατά
τύχη περίσσευε κάτι από αυτό το ποσό, παρακαλούσε ταπεινά και με βαθύτατο σεβασμό την
εκλαμπρότητά της να το χρησιμοποιήσει για τρισάγια υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της Λίζας.
Ο υπάλληλος δεν μπόρεσε να δώσει άλλες εξηγήσεις. άφησε μάλιστα στην Κλαυδία Πετρόβνα να
καταλάβει πως είχε δεχθεί να της φέρει το φάκελο, μόνο και μόνο επειδή τον είχε παρακαλέσει
επίμονα ο Παύλος Παύλοβιτς. Ο
Προγορέλτσεβ πειράχτηκε πολύ με τη φράση για τα έξοδα της αρρώστιας και δήλωσε πως έπρεπε να
κρατήσουν μονάχα πενήντα ρούβλια για την κηδεία, δεν μπορούσαν, βέβαια, ναπαγορεύσουν σέναν
πατέρα να πληρώσει την ταφή του παιδιού του, και να επιστρέψουν τα υπόλοιπα διακόσια πενήντα
ρούβλια στον κύριο Τρουσότσκη. Η Κλαυδία Πετρόβνα όμως αποφάσισε ναφήσει το ποσό στην
εκκλησία του νεκροταφείου, εις μνήμην της κόρης Ελισάβετ. Η απόδειξη της εκκλησίας παραδόθηκε
στον Βελτσάνινοβ για να τη στείλει αμέσως στον Παύλο Παύλοβιτς. Χωρίς να χάσει στιγμή ο
Βελτσάνινοβ την έστειλε με ειδικό ταχυδρόμο στο ξενοδοχείο του Πακρόβ.
Μετά την κηδεία, ο Βελτσάνινοβ εξαφανίσθηκε από την έπαυλη. Δυο εβδομάδες συνέχεια γύριζε
άσκοπα στην πόλη, ολομόναχος, τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του, που σκόνταφτε κάθε τόσο πάνω
στους διαβάτες. Άλλες φορές έμενε μέρες ολόκληρες στο δωμάτιο του, ξαπλωμένος στο ντιβάνι του,
ξεχνώντας και τα πιο στοιχειώδη πράγματα. Οι Προγορέλτσεβ πολλές φορές του στείλανε μηνύματα
να πάει σπίτι τους. Έδινε το λόγο του πως θα πήγαινε και το ξεχνούσε αμέσως. Μια μέρα, ήρθε η ίδια
η Κλαυδία Πετρόβνα, μα δεν τον βρήκε εκεί. Το ίδιο έγινε και με τον δικηγόρο του. κι ο δικηγόρος του
είχε να του αναγγείλει ένα νέο σημαντικό: είχε καταφέρει με διπλωματία μεγάλη να τακτοποιήσει το
ζήτημα και ο αντίδικος δεχόταν να έρθει σε συμβιβασμό που εξασφάλιζε στον Βελτσάνινοβ ένα
σεβαστό μέρος της αμφισβητούμενης κληρονομιάς. Δεν έλειπε πια παρά η δική του συγκατάθεση.
Όταν, τέλος, ο δικηγόρος κατόρθωσε να συναντήσει τον Βελτσάνινοβ, έμεινε κατάπληκτος με την
αδιαφορία και την απάθεια που έδειξε ο πελάτης του, ο άλλοτε τόσο ανυπόμονος, ακούγοντας το νέο.
Ήρθε ο Ιούλιος με τις ζέστες του, μα ο Βελτσάνινοβ είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Σαν ένα
απόστημα έτοιμο να σπάσει, ο πόνος του φαρμάκωνε την ψυχή και ακατάπαυστος, κυριαρχούσε στη
σκέψη του. Βασανιζόταν κυρίως με τη σκέψη πως η Λίζα δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει, πως είχε
πεθάνει δίχως να μάθει πόσο βαθιά την είχε αγαπήσει. Ο σκοπός της ζωής του, που είχε προβάλει
μπροστά του μέσα σένα εκθαμβωτικό φως, είχε χαθεί ξαφνικά, σβήνοντας μέσα στο αιώνιο σκοτάδι.
Τούτος ο σκοπός, το συλλογιζόταν τώρα ασταμάτητα, ήταν να
νιώθει η Λίζα την απέραντη αγάπη του κάθε στιγμή, κάθε ώρα της ζωής της. Όχι, έλεγε μέσα του
κυριευμένος από μελαγχολική έξαρση, κανείς δεν έχει και δεν μπορεί να έχει σκοπό ανώτερο από
αυτόν. Αν υπήρχε άλλος κανένας σκοπός, δεν μπορεί να είναι ανώτερος... Η αγάπη της Λίζας,
σκεφτόταν, θα μπορούσε να εξαγνίσει και να εξιλεώσει την προηγούμενη άχρηστη κι ανήθικη ζωή
μου. Κι εγώ, ο αργόσχολος, ο άσωτος, ο κουρασμένος, θα χάριζα τη στοργή μου, θα ανέτρεφα ένα
πλάσμα αγνό και ωραίο, και χάρη σαυτό το πλάσμα όλα θα μου είχαν συγχωρεθεί κι εγώ ο ίδιος θα
συγχωρούσα τον εαυτό μου.
Όλες αυτές οι σκέψεις, απολύτως συνειδητές, ήταν πάντα συνυφασμένες με την καθαρή,
ακατάπαυστη, πάντοτε οδυνηρή ανάμνηση της πεθαμένης μικρούλας.
Ξανάβλεπε το χλωμό προσωπάκι της, αναπολούσε την κάθε της έκφραση, την έβλεπε όπως ήταν μέσα
στο φέρετρο της, μέσα στα λουλούδια, ή να φλέγεται από τον πυρετό, αναίσθητη, με τα μάτια ανοιχτά
και απλανή. Θυμήθηκε ξαφνικά πώς, βλέποντας την νεκρή, είχε προσέξει, ένας Θεός ξέρει γιατί, - ότι
ένα δαχτυλάκι της ήταν μαυρισμένο. αυτό του είχε κάνει συγκλονιστική εντύπωση, είχε νιώσει τέτοια
συμπόνια για κείνο το δαχτυλάκι, που τότε, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, είχε πάρει την απόφαση να βρει
αμέσως τον Παύλο Παύλοβιτς και να τον σκοτώσει. Ως τότε, ήταν σαν αναίσθητος.
Να ήταν άραγε οι ταπεινώσεις που είχαν ραγίσει την περήφανη αυτή παιδική καρδιά, ή τα μαρτύρια
που είχε υποστεί τους τελευταίους τρεις μήνες από τον πατέρα της, τον πατέρα αυτόν που η αγάπη του
είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί σε μίσος, που την έβριζε, την κορόιδευε για τους φόβους της και την είχε
τελικά εγκαταλείψει σε ξένους; Ο Βελτσάνινοβ δεν έπαυε στιγμή να τα συλλογίζεται όλα αυτά και να
στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό του, με άπειρες παραλλαγές, τις ίδιες πάντα σκέψεις. Θυμήθηκε
ξαφνικά τα λόγια του Τρουσότσκη: Ξέρετε τι ήταν για μένα η Λίζα; Και κατάλαβε πως τούτα τα λόγια
δεν ήταν μια κραυγή μεθυσμένου. ήταν ένα ανυπόκριτο ξέσπασμα αγάπης. Πώς είχε μπορέσει αυτός ο
τύραννος να δείξει τόση σκληρότητα στο παιδί αυτό που τόσο ταγαπούσε; Κάθε φορά όμως έδιωχνε
μακριά από το νου του αυτή την ερώτηση. Υπήρχε σαυτό το σημείο κάτι το τρομακτικό, το πολύ
οδυνηρό και απροσδιόριστο.
Μια μέρα, σχεδόν ασυναίσθητα, πήγε στο νεκροταφείο όπου είχαν θάψει την Λίζα και κατευθύνθηκε
προς τον τάφο της. Από την ημέρα της κηδείας, ούτε μια φορά δεν είχε πάει εκεί. Του φαινόταν πως ο
πόνος του θα ήταν αβάσταχτος και δεν τολμούσε. Παράξενο όμως, όταν έσκυψε πάνω από το μνήμα
και το φίλησε, ένιωσε μονομιάς κάποια ανακούφιση. Η βραδιά ήταν γλυκιά, ο ήλιος έγερνε κοντά
στους τάφους, ολόγυρα, βλάσταινε παχύ, ολόδροσο χορτάρι, μια μέλισσα βούιζε μέσα σε μια
αγριοτριανταφυλλιά. τα λουλούδια, τα στέφανα που είχαν αποθέσει τα παιδιά της Κλαυδίας Πετρόβνα
στο μικρό μνήμα, ήταν ακόμη εκεί, μισομαραμένα. Και για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, κάποια
ελπίδα ήρθε να του δροσίσει την καρδιά. Τι ηρεμία! σκέφθηκε; πλημμυρισμένος από τη γαλήνη του
νεκροταφείου, ατενίζοντας τον φωτεινό, ολοκάθαρο ουρανό. Ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στο μέλλον,
ένα αίσθημα παράξενο, γαλήνιο και αγνό, γέμισε την ψυχή του. Είναι η Λίζα που μου το στέλνει.
Εκείνη είναι που μιλάει, συλλογίστηκε.
Είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, όταν ξεκίνησε για να γυρίσει σπίτι του. Όχι μακριά από το
νεκροταφείο, λίγο πιο πέρα στον δρόμο, πέρασε μπροστά από ένα ξύλινο σπιτάκι, κάτι σαν ταβέρνα.
Από τα μισοανοιγμένα παράθυρα, φαίνονταν άνθρωποι καθισμένοι γύρω από τραπέζια. Ο
Βελτσάνινοβ είχε ξαφνικά την εντύπωση πως ένας από αυτούς, καθισμένος πλάϊ στο παράθυρο, τον
κοίταζε κάπως περίεργα. Μην ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς; Ο Βελτσάνινοβ συνέχισε το δρόμο του. σε
λίγο άκουσε βιαστικά βήματα πίσω του, κάποιος έτρεχε να τον φθάσει. Ήταν πραγματικά ο Παύλος
Παύλοβιτς. Θα είχε πάρει σίγουρα θάρρος από την ήρεμη έκφραση του Βελτσάνινοβ, μπορεί, ακόμη,
να του είχε κινήσει την περιέργεια αυτή η έκφραση. Πλησίασε, χαμογελώντας δειλά, όχι πια μεκείνο
το χαμόγελο του μέθυσου. Δεν ήταν διόλου πιωμένος. Καλησπέρα, είπε. Καλησπέρα, αποκρίθηκε ο
Βελτσάνινοβ.
ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΑΚΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ.
Είδατε; Είδατε; φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς ορμώντας πάνω στον Βελτσάνινοβ, μόλις βγήκε
ο νεαρός.
Ναι, δεν έχετε τύχη, είπε ασυλλόγιστα ο Βελτσάνινοβ.
Αν δεν τον ενοχλούσε τόσο πολύ ο πόνος που αισθανόταν στο στήθος, δεν θα άφηνε να του ξεφύγουν
αυτά τα λόγια. Ο Παύλος Παύλοβιτς αναπήδησε σαν να τον έκαψε φωτιά.
Ε, λοιπόν, και εσείς; Από οίκτο, ασφαλώς, δεν μου δίνατε πίσω το βραχιόλι, ε;
Δεν βρήκα καιρό.
Με λυπηθήκατε μόλη σας την καρδιά, σαν αληθινός φίλος;
Ναι, ναι, σας λυπόμουν!
Ο Βελτσάνινοβ άρχισε να θυμώνει.
Διηγήθηκε ωστόσο στον Παύλο Παύλοβιτς, με λίγα λόγια, πως του είχαν δώσει το βραχιόλι και πως η
Νάντια Θεοδόσιεβνα τον είχε υποχρεώσει, σχεδόν δια της βίας, ναναλάβει αυτό το ζήτημα...
Καταλαβαίνετε, δεν ήθελα να το πάρω. Μου φθάνουν οι σκοτούρες που έχω.
Σας έπεισαν και το πήρατε! ειρωνεύτηκε ο Παύλος Παύλοβιτς.
Αυτό που λέτε είναι κωμικό και πρέπει να ζητήσετε συγγνώμη. Το είδατε και μόνος σας: δεν είμαι εγώ
εκείνος που παίζει τον κύριο ρόλο σαυτή την υπόθεση. Είναι άλλος.
Κι όμως την αφήσατε να σας πείσει.
Ο Παύλος Παύλοβιτς κάθισε και γέμισε το ποτήρι του.
Φαντάζεσθε πως θα υποχωρήσω μπροστά σαυτό το παλιόπαιδο; Θα τον τσακίσω, να τι θα κάνω!
Θα πάω εκεί κάτω αύριο κιόλας και θα βάλω τέλος σαυτά τα παιδιάστικα καμώματα...
Άδειασε το ποτήρι του σχεδόν μονορούφι και το ξαναγέμισε.
Συμπεριφερόταν με μια αδιαφορία για τους τύπους, ασυνήθιστη γιαυτόν.
Ακούς εκεί! Η Ναντιένκα και ο Σάσενκα!... χαριτωμένα παιδιά!... Χα, χα, χα!
Ήταν έξω φρενών.
Μια εκτυφλωτική αστραπή, που την ακολούθησε αμέσως ένα τρομερό μπουμπουνητό, φώτισε
φευγαλέα τα πρόσωπα τους. Η βροχή άρχισε να πέφτει σαν καταρράκτης. Ο Παύλος Παύλοβιτς
σηκώθηκε και έκλεισε το παράθυρο.
Εγκατασταθήκατε για καλά εδώ, βλέπω..., παρατήρησε ο Βελτσάνινοβ, μιλώντας με κόπο, τόσο
δυνατός ήταν ο πόνος του. Εγώ θα πλαγιάσω, είσαστε ελεύθερος να κάνετε ό,τι σας αρέσει.
Με τέτοιον παλιόκαιρο, δεν πετάει κανείς ούτε ένα σκυλί έξω, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς πειραγμένος
κι ωστόσο σχεδόν ευχαριστημένος που είχε το δικαίωμα να πειραχτεί.
Πολύ καλά, καθίστε, τελειώστε το κρασί σας... περάστε τη νύχτα εδώ, μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ
βαριεστημένα.
Ξάπλωσε στο ντιβάνι του, βογγώντας.
Να περάσω την νύχτα εδώ; Και... δεν θα φοβηθείτε ;
Να φοβηθώ τι;
Ο Βελτσάνινοβ σήκωσε απότομα το κεφάλι του.
Ω, τίποτε... έτσι το είπα... Την τελευταία φορά κάνατε σαν να φοβόσαστε κάτι, αλλά μπορεί και να μου φάνηκε.
Είσαστε ανόητος! δεν κρατήθηκε και του πέταξε ο Βελτσάνινοβ και γύρισε φουρκισμένος από το άλλο πλευρό, με το πρόσωπο
προς τον τοίχο.
Ω, έτσι το είπα, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς.
Ο άρρωστος αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Η επίπλαστη υπερένταση, που του είχε δώσει δύναμη όλη την ημέρα, έπεσε μονομιάς
και, καθώς η υγεία του ήταν κλονισμένη από καιρό, αισθάνθηκε ξαφνικά τρομερή εξάντληση.
Μα ο πόνος υπερίσχυσε, νικώντας την κούραση και τον ύπνο. Ύστερα από μια ώρα ξύπνησε και
αναγκάστηκε να σηκωθεί από τους πόνους. Η μπόρα είχε κοπάσει. η κάμαρα ήταν γεμάτη καπνούς από
τσιγάρα. το μπουκάλι άδειο. Ο Παύλος Παύλοβιτς κοιμόταν στο άλλο ντιβάνι, ξαπλωμένος ανάσκελα,
το κεφάλι προς τα πίσω, με τα ρούχα και τα παπούτσια του. Το λορνιόν του είχε γλιστρήσει από την
τσέπη του και κρεμόταν από ένα μεταξωτό κορδόνι, αγγίζοντας σχεδόν το δάπεδο. Το καπέλο του κυλιόταν
χάμω. Ο Βελτσάνινοβ τον κοίταξε με ύφος σκυθρωπό, δεν τον ξύπνησε όμως. Μην μπορώντας να
μείνει ξαπλωμένος, πηγαινοερχόταν διπλωμένος στα δύο στο δωμάτιο, βογγούσε και συλλογιζόταν με
αγωνία τον πόνο του.
Φοβόταν. Και όχι χωρίς λόγο. Τις είχε αυτές τις κρίσεις από καιρό, αλλά σε πολύ αραιά διαστήματα,
μια φορά τον χρόνο, μια φορά στα δυο χρόνια. Ήξερε πως ήταν από το συκώτι του. Η κρίση άρχισε με
μια δυσφορία στο στομάχι ή λίγο ψηλότερα, σένα ορισμένο σημείο στο στήθος μένα σφίξιμο,
αδύνατο στην αρχή, αλλά εκνευριστικό. Δυναμώνοντας λίγο, λίγο, δυο ώρες συνέχεια καμμιά φορά,
ο πόνος έφθανε τελικά σε τέτοια οξύτητα, το σφίξιμο γινόταν τόσο αβάσταχτο που ο άρρωστος νόμιζε
πως πέθαινε. Την τελευταία φορά που του είχε έρθει αυτή η κρίση, εδώ και ένα χρόνο, οι πόνοι είχαν
κρατήσει δέκα ολόκληρες ώρες και τον είχαν εξαντλήσει σε σημείο που, ξαπλωμένος στο κρεβάτι,
μόλις και μπορούσε να κουνήσει το χέρι του. Και ο γιατρός, εκείνη την ημέρα, δεν τον είχε αφήσει να
πάρει παρά μονάχα λίγες γουλιές ελαφρότατο τσάϊ και λίγο ψωμί μουσκεμένο σε ζωμό, λες και είχε να
κάνει με κανένα παιδάκι. Οι πόνοι παρουσιάζονταν χωρίς καμμιά πρόδηλη αφορμή, σχεδόν πάντοτε
όμως υστέρα από υπερβολική νευρική υπερδιέγερση. εξαφανίζονταν επίσης κατά τρόπο πολύ
παράξενο. Καμμιά φορά, ο γιατρός κατόρθωνε να εμποδίσει την εξέλιξη της κρίσης, από την αρχή,
από την πρώτη μισή ώρα, με ζεστές κομπρέσσες. άλλες πάλι φορές, όπως στην τελευταία κρίση, τίποτε
δεν οφελούσε και οι πόνοι υποχωρούσαν μονάχα με εμετικά. Αργότερα, ο γιατρός είχε ομολογήσει
πως είχε νομίσει για μια στιγμή πως δεν ήταν κρίση συκωτιού αλλά δηλητηρίαση.
Τώρα, αργούσε ακόμη πολύ να ξημερώσει και ο Βελτσάνινοβ δεν ήθελε να καλέσει γιατρό τη νύχτα.
Δεν τους συμπαθούσε άλλωστε τους γιατρούς. Στο τέλος ωστόσο δεν κρατήθηκε κι άρχισε να βογγάει
δυνατά. Τα βογγητά του ξύπνησαν τον Παύλο Παύλοβιτς. ανακάθησε στο ντιβάνι του και έμεινε έτσι
κάμποσα λεπτά, ακούγοντας με τρόμο τον Βελτσάνινοβ. Τον κοίταζε σαστισμένος να πηγαινοέρχεται
στο δωμάτιο. Ήταν φανερό πως το κρασί που είχε πιει τον είχε ζαλίσει περισσότερο από ό,τι συνήθως
και αργούσε να συνέλθει, κατάλαβε όμως επιτέλους και έτρεξε κοντά στον Βελτσάνινοβ, που με κόπο
μεγάλο του εξήγησε πως πονούσε.
Είναι από το συκώτι, ξέρω εγώ από αυτά! δήλωσε ο Παύλος Παύλοβιτς, ξαφνικά πολύ ταραγμένος.
Ο Πιότρ Κούζμιτς Πολοσούκιν, τον ξέρετε νομίζω, είχε τους ίδιους πόνους και ήταν από το συκώτι.
Πρέπει να βάλετε ζεστές κομπρέσσες. Ο Πιότρ Κούζμιτς έβαζε πάντα κομπρέσσες. Είναι επικίνδυνο,
μπορεί και να πεθάνει κανείς! Τρέχω να φωνάξω την Μάρβα, ε;
Δεν είναι ανάγκη, δεν είναι ανάγκη... Ο Βελτσάνινοβ τον απώθησε, εκνευρισμένος. Δεν χρειάζομαι
τίποτε!
Ο Παύλος Παύλοβιτς όμως, ένας Θεός ξέρει γιατί ήταν έξαλλος, λες και κινδύνευε η ζωή του ίδιου του
παιδιού του. Δεν ήθελε νακούσει τίποτε και παρακαλούσε επίμονα τον Βελτσάνινοβ να δεχθεί να βάλει
ζεστές κομπρέσσες και να πιει μονορούφι δυο-τρία φλυτζάνια ελαφρό τσάϊ, όχι απλώς ζεστό, αλλά
καυτό. Έτρεξε να ξυπνήσει την Μάρβα, δίχως να περιμένει την άδεια του Βελτσάνινοβ, την βοήθησε
νανάψει φωτιά στην από καιρό αχρησιμοποίητη κουζίνα και έβαλε νερό να βράσει στο σαμοβάρι. Στο
μεταξύ, υποχρέωσε τον άρρωστο να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι, τον ξέντυσε και τον κουκούλωσε
μένα πάπλωμα. Είκοσι λεπτά αργότερα, το τσάϊ ήταν έτοιμο. έτοιμη και η πρώτη κομπρέσσα.
Είναι ζεσταμένα πιάτα, πυρωμένα, έλεγε σχεδόν με ενθουσιασμό, τοποθετώντας πάνω στο στήθος του
Βελτσάνινοβ ένα πιάτο ζεσταμένο και τυλιγμένο με μια πετσέτα. Δεν έχουμε τίποτα άλλο πρόχειρο. Τα
πιάτα, άλλωστε, είναι ό,τι πρέπει, σας δίνω τον λόγο μου. Τα δοκίμασα εγώ ο ίδιος στον Πιότρ
Κούζμιτς. Ξέρετε, καμμιά φορά πεθαίνει κανείς από αυτούς τους πόνους. Πιέστε τώρα το τσάϊ σας
γρήγορα. Δεν πειράζει αν καείτε. Εδώ πρόκειται για τη ζωή σας, τί σημασία έχει αν καείτε και λιγάκι;
Έδινε διαταγές στη μισοκοιμισμένη ακόμη Μάρβα, της φώναζε να κάνει γρήγορα και άλλαζε τα πιάτα
κάθε τρία-τέσσερα λεπτά. Μετά το τρίτο πιάτο και το δεύτερο φλυτζάνι καυτό τσάϊ που το ήπιε
μονορούφι, ο Βελτσάνινοβ ένιωσε μονομιάς κάποια ανακούφιση.
Αφού σταματήσαμε τον πόνο, καλά πάμε, δόξα να 'χει ο Θεός, φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς κι έτρεξε
να ετοιμάσει άλλο πιάτο κι άλλο τσάϊ.
Το παν είναι να πολεμήσουμε το κακό από την αρχή, να μην ταφήσουμε να προχωρήσει, έλεγε και
ξανάλεγε κάθε τόσο.
Σε μισή ώρα, ο πόνος είχε σχεδόν υποχωρήσει, αλλά ο άρρωστος ήταν τόσο εξουθενωμένος που,
παρόλες τις ικεσίες του Παύλου Παύλοβιτς, αρνήθηκε να του βάλουν ακόμη ένα πιατάκι. Τα μάτια του
έκλειναν από την εξάντληση.
Να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, έλεγε με σβησμένη φωνή.
Είναι το καλύτερο που έχετε να κάνετε, συμφώνησε ο Παύλος
Παύλοβιτς.
Να μείνετε κι εσείς εδώ όλη την νύχτα... τί ώρα είναι;
Κοντεύει δύο παρά τέταρτο.
Πλαγιάστε.
Ναι, θα πλαγιάσω.
Μετά ένα λεπτό, ο άρρωστος φώναξε ξανά κοντά του τον Παύλο Παύλοβιτς.
Εσείς, εσείς..., του είπε ψιθυριστά καθώς ο άλλος έσκυβε από πάνω του, είσαστε καλύτερος από μένα!
Τα καταλαβαίνω όλα, όλα...
ευχαριστώ.
Κοιμηθείτε, κοιμηθείτε! έκανε σιγανά ο Παύλος Παύλοβιτς και ξαναγύρισε πατώντας στις μύτες των
ποδιών στο ντιβάνι του.
Ο άρρωστος, καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, τον άκουσε να στρώνει βιαστικά το κρεβάτι του, να
γδύνεται, να σβήνει το λυχνάρι και να ξαπλώνει, κρατώντας την αναπνοή του για να μην τον ξυπνήσει.
Ο Βελτσάνινοβ αποκοιμήθηκε αμέσως μετά το σβήσιμο του κεριού. το θυμήθηκε πολύ καθαρά
αργότερα. Όλο το διάστημα του ύπνου του όμως, ως τη στιγμή που ξύπνησε, είδε στο όνειρο του πως
δεν κοιμόταν και πως παρόλη την εξάντληση του δεν κατόρθωσε ναποκοιμηθεί. Ονειρεύτηκε πως
παραμιλούσε ξύπνιος και πως δεν μπορούσε να διώξει τις οπτασίες που κλωθογύριζαν μέσα στο
κεφάλι του, μολονότι το ένιωθε πως ήταν οπτασίες. Του ήταν όλες γνώριμες άλλωστε. το δωμάτιο
του γεμάτο κόσμο. η εξώθυρα ανοιχτή; άνθρωποι έμπαιναν, πολλοί μαζί, και άλλοι συνωστίζονταν
στη σκάλα. Μπροστά στο τραπέζι, στη μέση της κάμαρας, καθόταν ένας άντρας, απαράλλαχτα όπως
στο όνειρο που είχε δει έναν μήνα πριν. Όπως και τότε, ο άντρας ακουμπούσε τους αγκώνες του στο
τραπέζι, και δεν μιλούσε. αυτή όμως τη φορά, φορούσε ένα στρογγυλό καπέλο με κρέπι. Πώς; Ώστε κι
εκείνη τη φορά ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς; σκέφτηκε ο Βελτσάνινοβ. Σαν κοίταξε όμως πιο
προσεκτικά τον σιωπηλό αυτόν άνθρωπο, διαπίστωσε πως ήταν κάποιος άλλος. Μα
Ο, Παύλοβιτς, μα θα μπορούσε θαυμάσια να μην τον αναγνωρίσεις την πρώτη στιγμή, τόσο αλλαγμένη
ήταν η φυσιογνωμία του. Το πρόσωπο του ήταν πρασινοκίτρινο, παραμορφωμένο, τσακισμένο. τα
δεμένα πισθάγκωνα χέρια του τον ανάγκαζαν να κάθεται αλύγιστος στην πολυθρόνα. Κάθε τόσο
ανασκιρτούσε. Στύλωσε στον Βελτσάνινοβ ένα βλέμμα σταθερό, αλλά σβησμένο, σαν να μην έβλεπε
ακόμη τίποτε. Ξάφνου, χαμογέλασε αποβλακωμένα και δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού την
καράφα με το νερό που ήταν πάνω στο τραπέζι, μουρμούρισε.
Νερό...
Ο Βελτσάνινοβ γέμισε ένα ποτήρι και του έδωσε να πιει. Ο Παύλος Παύλοβιτς άνοιξε άπληστα τα
χείλη. Αφού ήπιε τρεις γουλιές, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε κατάματα τον Βελτσάνινοβ που
στεκόταν μπροστά του, με το ποτήρι στο χέρι. δεν είπε όμως τίποτε και ξανάρχισε να πίνει. Όταν
τελείωσε, πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ο Βελτσάνινοβ πήρε το μαξιλάρι του, μάζεψε τα ρούχα του, πήγε
στο διπλανό δωμάτιο και κλείδωσε τον Παύλο Παύλοβιτς εκεί που βρισκόταν.
Δεν πονούσε πια καθόλου, αλλά ένιωθε πάλι τρομερή αδυναμία, μετά τη μεγάλη προσπάθεια που είχε
κάνει. Προσπάθησε ναναλύσει τι είχε γίνει, αλλά δεν μπορούσε ακόμη να συγκεντρώσει τις σκέψεις
του, ο κλονισμός ήταν πολύ δυνατός. Έκλεινε τα μάτια του για καμμιά δεκαριά λεπτά, έπειτα
ανατρίχιαζε έξαφνα, ξυπνούσε, τα θυμόταν όλα, ανασήκωνε το κομμένο και τυλιγμένο στη ματωμένη
πετσέτα χέρι του και ξανάρχιζε να σκέπτεται με πυρετώδη έξαψη. Ένα σημείο μονάχα του φαινόταν
αναμφισβήτητο: ο Παύλος Παύλοβιτς ήθελε να του κόψει το λαρύγγι, αλλά ίσως να μην το ήξερε και ο
ίδιος πως είχε σκοπό να κάνει τέτοιο πράγμα, ένα τέταρτο της ώρας πιο πριν. Δεν ήταν απίθανο να είχε
προσέξει αποβραδίς το κουτί με τα ξυράφια, χωρίς αυτό να του προκαλέσει καμμιά συγκεκριμένη
σκέψη, και μόλο τούτο να έμεινε η εικόνα στη μνήμη του. (Συνήθως, τα ξυράφια ήταν κλειδωμένα στο
συρτάρι του γραφείου κι ο Βελτσάνινοβ τα είχε βγάλει την προηγούμενη μέρα για να ξυρίσει κάτι
περιττές τρίχες γύρω από το μουστάκι και τις φαβορίτες.
Ανάμεσα στα άλλα, σκέφτηκε: Αν το είχε αποφασίσει από καιρό να με σκοτώσει θα είχε ετοιμάσει από
πριν ένα μαχαίρι ή ένα πιστόλι και δεν θα υπολόγιζε στα δικά μου ξυράφια που δεν τα είδε παρά μονάχα χθες το βράδυ.
Τέλος χτύπησε έξι η ώρα. Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε, ντύθηκε και μπήκε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν
ο Παύλος Παύλοβιτς. Καθώς άνοιγε την πόρτα, αναρωτήθηκε, χωρίς να βρει καμμιά εξήγηση, για ποιο
λόγο είχε κλειδώσει εκεί τον Παύλο Παύλοβιτς αντί να τον πετάξει αμέσως έξω.
Είδε με απορία μεγάλη πως ο φυλακισμένος ήταν ντυμένος. είχε κατορθώσει να λύσει τα δεσμά του
και καθόταν στην πολυθρόνα. Μόλις αντίκρισε τον Βελτσάνινοβ, σηκώθηκε. κρατούσε κιόλας το
καπέλο του στο χέρι. Το ανήσυχο βλέμμα που έριξε βιαστικά στον Βελτσάνινοβ έμοιαζε να λέει:
Μην αρχίζεις, δεν πρέπει να μιλήσουμε...
Πηγαίνετε! είπε ο Βελτσάνινοβ. Πάρτε και το βραχιόλι σας, πρόσθεσε.
Ο Παύλος Παύλοβιτς πήρε το κουτάκι, το έβαλε στην τσέπη του και βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Βελτσάνινοβ τον ακολούθησε ως την εξώθυρα για να την κλείσει πίσω του. Τα βλέμματα τους
διασταυρώθηκαν για τελευταία φορά. Ο Παύλος Παύλοβιτς κοντοστάθηκε, κοιτάχτηκαν κατάματα,
σαν να δίσταζαν. Αυτό θα κράτησε πέντε δευτερόλεπτα. Τέλος ο Βελτσάνινοβ σήκωσε λιγάκι το χέρι
κι έδειξε την πόρτα.
Εμπρός, πηγαίνετε! Είπε σιγά και κλείδωσε την πόρτα.
Η ΑΝΑΛΥΣΗ
Χαρά απέραντη, απερίγραπτη, πλημμύρισε την ψυχή του: κάτι είχε τελειώσει, κάτι είχε φθάσει στη
λύση του. η φρικτή αγωνία που τον βασάνιζε έφευγε, εξαφανιζόταν. Έτσι του φαινόταν. Είχε κρατήσει
πέντε εβδομάδες. Ύψωνε το χέρι του, κοίταζε τη ματωμένη πετσέτα και μουρμούριζε: Τούτη τη φορά,
όλα τελείωσαν για καλά. Κι όλο εκείνο το πρωί, για πρώτη φορά ύστερα από τρεις εβδομάδες, δε
σκέφτηκε σχεδόν καθόλου την Λίζα, λες και το αίμα που είχε τρέξει από τα κομμένα του δάχτυλα είχε
τακτοποιήσει κι αυτόν τον λογαριασμό.
Ένιωσε πολύ καθαρά πως είχε γλυτώσει από έναν κίνδυνο τρομερό. Αυτοί οι άνθρωποι, συλλογιζόταν,
που, ένα λεπτό πριν, δεν ξέρουν ακόμη αν θα σκοτώσουν ή όχι, όταν μια φορά βρεθούν με ένα μαχαίρι
στο τρεμάμενο χέρι τους και αισθανθούν πάνω στα δάχτυλα τους τις πρώτες σταγόνες ζεστού αίματος,
ναι, αυτοί οι άνθρωποι δεν αρκούνται στο να σκοτώσουν, θέλουν και να σου κόψουν το κεφάλι.
Του ήταν αδύνατο να μείνει σπίτι του. Βγήκε με τη βεβαιότητα πως έπρεπε να κάνει κάτι αμέσως, ή
πως κάτι θα του συνέβαινε. Τριγύριζε στους δρόμους και περίμενε. Ένιωθε σφοδρή επιθυμία να
συναντήσει κάποιον, να κουβεντιάσει με οποιονδήποτε, ακόμη και με έναν άγνωστο, και τότε μονάχα
σκέφτηκε να πάει σέναν γιατρό να του δείξει το τραυματισμένο του χέρι.
Ο γιατρός, παλιός γνώριμος του, εξέτασε το τραύμα και είχε την περιέργεια να ρωτήσει πως είχε γίνει
αυτό. Ο Βελτσάνινοβ το έριξε στο αστείο, γέλασε και λίγο ακόμη θα τα έλεγε όλα. αλλά
συγκρατήθηκε. Ο γιατρός του έπιασε το σφυγμό και όταν έμαθε πως ο τραυματίας είχε πάθει και μια
κρίση από το συκώτι του την νύχτα,
τον έπεισε να πάρει ένα καταπραϋντικό φάρμακο που το είχε εκεί πρόχειρο. Τον καθησύχασε ως προς
το τραύμα του: Δεν είναι τίποτε, δεν μπορεί να έχει συνέπειες δυσάρεστες, είπε. Ο Βελτσάνινοβ
γέλασε και τον βεβαίωσε πως, απεναντίας, οι συνέπειες ήταν εξαίρετες. Άλλες δυο φορές στο
διάστημα της ημέρας, κυριεύθηκε από την ακατανίκητη επιθυμία να τα διηγηθεί όλα, τη μια φορά
μάλιστα σέναν κύριο που δεν τον γνώριζε καθόλου και που του μίλησε πρώτος αυτός, ο Βελτσάνινοβ,
σένα ζαχαροπλαστείο, μόλο που δεν του άρεσε ποτέ να πιάνει κουβέντα με αγνώστους σε δημόσια
κέντρα.
Μπήκε σε διάφορα μαγαζιά, αγόρασε μια εφημερίδα, πήγε να δει τον ράφτη του και του παρήγγειλε
μια φορεσιά. Η ιδέα να πάει στους Προγορέλτσεβ εξακολουθούσε να του είναι δυσάρεστη και
προσπαθούσε να μην τους συλλογίζεται. Εξάλλου, δεν μπορούσε να πάει στην εξοχή. Πρόσμενε κάτι
που θα γινόταν οπωσδήποτε εδώ, στην πόλη. Έφαγε το μεσημέρι με όρεξη μεγάλη, κουβέντιασε με το
γκαρσόνι και τον κύριο που καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι και ήπιε μισό μπουκάλι κρασί. Ούτε του
περνούσε από το μυαλό πως μπορούσε να του ξανάρθει η χθεσινοβραδινή κρίση, βέβαιος πως το κακό
είχε περάσει οριστικά από τη στιγμή που, ύστερα από τους πόνους, είχε πηδήσει από το κρεβάτι του
και είχε συντρίψει τον φονιά του.
Κατά το βράδυ, ωστόσο, του ήρθαν ζαλάδες και στιγμές-στιγμές, ιδέες όμοιες μεκείνες του χθεσινού
εφιάλτη του κλωθογύριζαν επίμονα στο μυαλό του.
Γύρισε στο σπίτι του όταν άρχισε πια να σκοτεινιάζει κι ένιωσε σχεδόν φόβο μόλις μπήκε στο δωμάτιο
του. Το διαμέρισμα του του φάνηκε μελαγχολικό, καταθλιπτικό. Τριγύρισε στις κάμαρες αρκετές
φορές, πήγε ακόμη και στην κουζίνα όπου δεν έμπαινε ποτέ. Εδώ ζέσταιναν τα πιάτα, συλλογίστηκε.
Έκλεισε ξανά την πόρτα και άναψε τα λυχνάρια, νωρίτερα από ότι συνήθως. Κλειδώνοντας την πόρτα,
θυμήθηκε πως, περνώντας πριν από λίγο έξω από το θυρωρείο, είχε καλέσει την Μάρβα να την
ρωτήσει αν, στο διάστημα της απουσίας του, είχε έρθει ο Παύλος Παύλοβιτς, σαν να την θεωρούσε
πραγματικά δυνατή αυτή την επίσκεψη.
Αφού αμπαρώθηκε για καλά, άνοιξε το γραφείο του, έβγαλε το κουτί με τα ξυράφια και εξέτασε με
προσοχή το χθεσινό ξυράφι.
Πάνω στην φιλντισένια λαβή μόλις και διακρίνονταν λίγα ίχνη από αίμα. Ξανάβαλε το ξυράφι στη
θέση του και ξανακλείδωσε το κουτί ' στο συρτάρι του γραφείου. Νύσταζε και καταλάβαινε πως
έπρεπε να πλαγιάσει αμέσως, γιατί διαφορετικά αύριο δε θα ήταν ικανός για τίποτα. Και η αυριανή
μέρα, άγνωστο γιατί, του φαινόταν πως έμελλε να είναι μια μέρα μοιραία, αποφασιστική. Οι ίδιες
σκέψεις που στον δρόμο, όλη την ημέρα, δεν τον είχαν αφήσει ούτε στιγμή, συνωστίζονταν τώρα στο
άρρωστο μυαλό του, το σφυροκοπούσαν ασταμάτητα, επίμονα, συλλογιζόταν, συλλογιζόταν κι άργησε
πολύ ναποκοιμηθεί.
Αν υποθέσουμε πως βάλθηκε να μου κόψει το λαρύγγι χωρίς προμελέτη, σκεφτόταν, θα ήθελα να
ξέρω: του πέρασε από το κεφάλι αυτή η ιδέα και άλλοτε, έστω και μια φορά; Να την είχε άραγε
τουλάχιστον σε μια από τις κακές του στιγμές;
Απάντησε σε τούτη την ερώτηση κατά τρόπο αρκετά παράξενο: Ναι, ο Παύλος Παύλοβιτς ήθελε να
τον σκοτώσει, αλλά η ιδέα του φόνου δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Μάλλα λόγια: Ο
Παύλος Παύλοβιτς ήθελε να σκοτώσει... Αυτό δεν έχει νόημα, αλλά έτσι είναι, συλλογιζόταν ο
Βελτσάνινοβ. Δεν ήρθε στην Πετρούπολη για τον Μπαγαούτοβ, ούτε για να πετύχει την προαγωγή
του, κι ας έτρεχε στα υπουργεία κι ας πήγε να δει τον Μπαγαούτοβ όταν έφτασε εδώ. Ο θάνατος του
Μπαγαούτοβ τον έκανε έξω φρενών. Αυτόν όμως τον περιφρονούσε. Για μένα ήρθε στην Πετρούπολη,
φέρνοντας μαζί του και την Λίζα... κι εγώ μήπως το περίμενα πως θα... επιχειρούσε να με σκοτώσει;
Κατέληξε στο συμπέρασμα πως το περίμενε και συγκεκριμένα από τη στιγμή που είχε δει τον Παύλο
Παύλοβιτς νακολουθεί με ταμάξι την κηδεία του Μπαγαούτοβ. Από τότε, κάτι περίμενα, όχι όμως
ακριβώς αυτό. Ασφαλώς δεν το φανταζόμουν πως θα ήθελε να με σκοτώσει!... και είναι δυνατόν,
φώναξε έξαφνα ανασηκώνοντας απότομα το κεφάλι του από το μαξιλάρι και ανοίγοντας τα μάτια.
Είναι, αλήθεια, δυνατόν αυτός ο τρελός να ήταν ειλικρινής όταν με βεβαίωνε χθες το βράδυ πως
μαγαπούσε, όταν το σαγόνι του έτρεμε από τη συγκίνηση και χτυπιόταν στο στήθος με τη γροθιά
του;... ναι, ήταν ειλικρινής, είπε μέσα του προχωρώντας περισσότερο εξονυχιστικά στην ανάλυση του
ζητήματος. Αυτός ο Κουασιμόδος από το Τ... ήταν μεγαλόψυχος και κουτός, σε σημείο που ήταν
ικανός να νοιώσει συμπάθεια για τον εραστή της γυναίκας του, της γυναίκας του που η διαγωγή της, είκοσι ολόκληρα
χρόνια, του είχε φανεί άψογη. Εννιά χρόνια μεκτιμούσε, φύλαγε με σεβασμό στη μνήμη του τις
εκφράσεις μου. Θεέ μου, κι εγώ να μην υποψιάζομαι τίποτε! Όχι, δεν έλεγε ψέματα χθες. Με αγαπούσε
όμως άραγε χθες, όταν μου μιλούσε για την αγάπη του κι έλεγε, Ας τακτοποιήσουμε τους
λογαριασμούς μας; Ναι, μαγαπούσε και με μισούσε ταυτοχρόνως, κι αυτή είναι η πιο δυνατή αγάπη...
Δεν αποκλείεται ,και σίγουρα έτσι είναι, να του έκανα στο Τ... εντύπωση πραγματικά καταπληκτική
και να είχα επάνω του επίδραση ευεργετική. Ναι, αυτό έγινε μαυτόν τον Σίλλερ με μορφή
Κουασιμόδου. Με είδε στη φαντασία του εκατό φορές ανώτερο από ότι είμαι, γιατί του έκανα βαθιά
εντύπωση μέσα στη φιλοσοφική του απομόνωση... Είμαι περίεργος να ήξερα τι ακριβώς του έκανε
εντύπωση. Μήπως τα πάντα καινούργια γάντια μου και ο τρόπος που τα φορούσα; Οι Κουασιμόδοι
ενθουσιάζονται με την καλαισθησία! Ω, πως ενθουσιάζονται! Τα γάντια είναι με το παραπάνω αρκετά
για ορισμένους ανθρώπους, και μάλιστα για τους αιωνίους συζύγους. Τα υπόλοιπα τα βλέπουν με τη
φαντασία τους χίλιες φορές καλύτερα από ότι είναι στην πραγματικότητα και είναι πρόθυμοι να
σκοτωθούν στην ανάγκη για σένα, αν τους το ζητήσεις. κι έχει σε μεγάλη εκτίμηση την ικανότητα μου
να κατακτώ τις γυναίκες! Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι ακριβώς αυτή μου η γοητεία που του έκανε
εντύπωση περισσότερο από κάθε άλλο. κι εκείνη η διαμαρτυρία του χθες: Κι αυτός ακόμη! Τότε σε ποιον να πιστέψει κανείς;
Υστερα από μια τέτοια κραυγή διαμαρτυρίας, γίνεται κανείς θηρίο άγριο...
Χμ!... Ήρθε εδώ για να μαγκαλιάσει και να κλάψει όπως είπε τόσο ύπουλα ο ίδιος. Δηλαδή ερχόταν στην Πετρούπολη για να μου
κόψει το λαρύγγι, αλλά φανταζόταν πως ερχόταν για να μαγκαλιάσει και να κλάψει... κι έφερε και την Λίζα. Αν έκλαιγα μαζί του, ίσως να
με συγχωρούσε, γιατί ήθελε μόλη του την καρδιά να συγχωρήσει!... Κι όλα αυτά, από την πρώτη συνάντηση, μεταμορφώθηκαν σε
γκριμάτσες ενός μέθυσου, σε γελοιότητες, σε κλαψουρίσματα πειραγμένης γυναικούλας, και τα κέρατα, τα κέρατα που τόσο
καμάρωνε γιαυτά! Γιαυτό ήρθε μεθυσμένος, για να μπορεί να δώσει διέξοδο, έστω και με γελοίες γκριμάτσες, σαυτό που βάραινε την
καρδιά του. Αν δεν ήταν
μεθυσμένος, δε θα μιλούσε... Πόσο τον ευχαριστούσαν εκείνες οι γκριμάτσες, εκείνα τα γελοία καμώματα! Α, πόσο τον
ευχαριστούσαν! Και πως χάρηκε όταν με κατάφερε επιτέλους να τον φιλήσω.
Δεν ήξερε όμως ακόμη πως θα τελείωναν όλα αυτά: με φιλιά ή με μαχαιριές; Τελικά βρήκε προτιμότερο να φιλήσει και να σκοτώσει.
Ήταν η φυσικότερη λύση. Ναι, η ζωή δεν αγαπά τα τέρατα και τα ξεφορτώνεται με λύσεις φυσικές. Το τερατωδέστερο τέρας είναι εκείνο
που έχει ευγενικά
αισθήματα. Το ξέρω αυτό από προσωπική πείρα, Παύλε Παύλοβιτς! Η φύση δεν είναι μητέρα για τα τέρατα, αλλά μητριά. Η φύση
γεννάει ένα τέρας και, αντί να το λυπηθεί, το καταδικάζει. κι έτσι πρέπει.. Ταγκαλιάσματα και τα δάκρυα συγγνώμης δεν αρμόζουν, στην
εποχή μας, ούτε καν στους αξιοπρεπείς ανθρώπους. Τι να πούμε τότε για τους άλλους, Παύλε Παύλοβιτς; Ναι, έκανε ακόμη και την
ανοησία να με πάει στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του! Μονάχα ένας Κουασιμόδος του είδους του θα ήταν ικανός να συλλάβει την
ιδέα πως θα μπορούσε ναναστηθεί και ναρχίσει μια καινούργια ζωή με την βοήθεια της αθωότητας της δεσποινίδας Ζαχλιέμπινιν. Μα
δε φταίτε εσείς, Παύλε
Παύλοβιτς, δε νφταίτε καθόλου! Είσαστε ένα τέρας και, συνεπώς, κάθετι δικό σας, τα όνειρα και οι ελπίδες σας, πρέπει να είναι
τερατώδη!... Κι ωστόσο, μόλο που είναι ένα τέρας, δεν πίστεψε στο όνειρο
του, ήθελε να έχει τη δική μου υψηλή έγκριση, γιατί εμένα με σέβονται όλοι και μεκτιμούν. Του χρειαζόταν η επιδοκιμασία ενός
Βελτσάνινοβ, η επιβεβαίωση του Βελτσάνινοβ, για να πιστέψει πως
τούτο το όνειρο δεν ήταν όνειρο; αλλά πραγματικότητα. Με πήγε εκεί ακριβώς επειδή με σέβεται,
επειδή είχε εμπιστοσύνη στην ευγένεια των αισθημάτων μου, νομίζοντας ίσως ίσως πως θα φιλιόμαστε
εκεί, πίσω από ένα θάμνο, με δάκρυα στα μάτια, δυο βήματα μακριά από την προσωποποίηση της
αθωότητας. Ναι! ο αιώνιος αυτός σύζυγος δεν μπορούσε παρά να τιμωρήσει αργά ή γρήγορα μια για
πάντα τον εαυτό του. Και για να αυτοτιμωρηθεί, άρπαξε το ξυράφι, όχι προμελετημένα, είναι αλήθεια,
αλλά πάντως το άρπαξε!... Και είχε πει κάποτε: 'Ωστόσο του έδωσε μια μαχαιριά μπροστά στον
διοικητή. Αλήθεια, να είχε άραγε κάτι τέτοιο στον νου του, όταν μου διηγήθηκε εκείνη την ιστορία του
κουμπάρου; κι εκείνη την νύχτα που σηκώθηκε από το κρεβάτι του και στεκόταν στη μέση της κάμαρας, τι να είχε στον νου του;...
Χμ!
Όχι, το έκανε για ναστειευτεί. Σηκώθηκε για δικό του λόγο και, άμα είδε πως φοβήθηκα, δεν μου έδωσε απάντηση για δέκα λεπτά
της ώρας, γιατί του ήταν πολύ ευχάριστο να νιώθει πως τον φοβόμουν... Ποιος ξέρει; Μπορεί να του γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή που
στεκόταν μέσα στο σκοτάδι, για πρώτη φορά, η ιδέα να... Κι όμως, αν δεν ξεχνούσα τα ξυράφια πάνω στο τραπέζι χθες,
πιθανότατα τίποτε δε θα γινόταν. Είναι έτσι άραγε; Είναι αλήθεια έτσι; Με απόφευγε πάντως και
άφησε να περάσουν δυο εβδομάδες για να έρθει να με δει. Κρυβόταν γιατί με λυπόταν. Διάλεξε πρώτα τον Μπαγαούτοβ κι όχι
εμένα. κι εκείνα τα πιάτα που έτρεχε να ζεστάνει την νύχτα, ελπίζοντας έτσι να δώσει άλλη κατεύθυνση στις σκέψεις του: από το
μαχαίρι στη συγκίνηση ! ... Ήθελε να με σώσει και να σωθεί κι ο ίδιος... με τα ζεσταμένα πιάτα.
Και για πολλή ώρα ακόμη δούλεψε έτσι, μέσα στο κενό; το αρρωστημένο μυαλό αυτού του άλλοτε κοσμικού κυρίου ώσπου στο
τέλος ηρέμησε.
Το πρωί ο Βελτσάνινοβ ξύπνησε, με το κεφάλι πάντοτε άρρωστο, αλλά κυριευμένος από έναν τρόμο
καινούργιο, ολότελα απροσδόκητο.
Ο καινούργιος αυτός τρόμος πήγαζε από τη βαθιά ριζωμένη μέσα του βεβαιότητα πως αυτός, ο Βελτσάνινοβ, ο άνθρωπος του
κόσμου, θα πήγαινε την ίδια κιόλας μέρα, από δική του πρωτοβουλία, στο σπίτι του Παύλου Παύλοβιτς... Γιατί; Με ποιο σκοπό; Δεν
είχε ιδέα και, αηδιασμένος, δεν ήθελε να σταματήσει σαυτή τη σκέψη. Ένα ήξερε μονάχα, πως θα σερνόταν ως εκεί, δίχως να
καταλαβαίνει τον λόγο.
Η τρελή τούτη σκέψη, δεν μπορούσε να τη χαρακτηρίσει αλλιώς, ήταν τόσο επίμονη, που τελικά πήρε μια μορφή αρκετά λογική. Ο
Βελτσάνινοβ της βρήκε μάλιστα και μια δικαιολογία: από χθες ακόμη, φανταζόταν πως άμα θα γύριζε στην κάμαρα του, ο Παύλος
Παύλοβιτς θα κλειδωνόταν και θαυτοκτονούσε, περνώντας μια θηλειά στο λαιμό του, όπως είχε κάνει εκείνος ο ταμίας κατά τα
λεγόμενα της Μαρίας Σισόγιεβνα. Η ιδέα αυτή εξελίχθηκε προοδευτικά σε βεβαιότητα παράλογη, αλλά ακατανίκητη. Μα γιατί
τάχα αυτός ο ηλίθιος θα ήθελε να κρεμαστεί; έλεγε μέσα του, προσπαθώντας ναποδιώξει αυτή τη σκέψη. Θυμόταν τα λόγια της Λίζας...
Άλλωστε, κι εγώ στη θέση του μπορεί ναυτοκτονούσα... συλλογιζόταν.
Τέλος, αντί να πάει να δειπνήσει, τράβηξε για το ξενοδοχείο του Παύλου Παύλοβιτς. Θα ρωτήσω
μονάχα την Μαρία Σισόγιεβνα, αποφάσισε. Μόλις όμως κατέβηκε τη σκάλα, σταμάτησε στην
αυλόπορτα.
Μα τί κάνω; μουρμούρισε κατακόκκινος από ντροπή. Θα συρθώ ως εκεί για να τον φιλήσω και να
κλάψω; Είναι ανάγκη να προσθέσω σαυτή την κατάντια και τον παράλογο αυτόν εξευτελισμό;
Η Θεία Πρόνοια όμως, που φυλάει άγρυπνα όλους τους καθώς πρέπει ανθρώπους, τον γλύτωσε από
αυτόν τον παράξενο εξευτελισμό. Μόλις βγήκε στον δρόμο είδε μπροστά του τον Αλέξανδρο Λόμποβ.
Ο νεαρός ήταν λαχανιασμένος και πολύ ταραγμένος.
Κι εγώ σε σας ερχόμουν! Λοιπόν, ο Παύλος Παύλοβιτς ο φίλος μας...
Κρεμάστηκε; τραύλισε ο Βελτσάνινοβ σαν χαμένος.
Κρεμάστηκε; Γιατί;
Ο Λόμποβ γούρλωσε τα μάτια του.
Τίποτε... τίποτε... εξακολουθείστε!
Διάβολε! Έχετε ιδέες πολύ παράξενες! Όχι, δεν κρεμάστηκε. γιατί να κρεμαστεί; Απεναντίας, έφυγε.
Τώρα δα τον έβαλα στο τραίνο και τον ξαπόστειλα. Αλλά, Θεέ μου, πως πίνει! Αδειάσαμε τρία
μπουκάλια. Ήταν κι ο Πρεντποσίλοβ... Πως πίνει! Πως πίνει! Τραγουδούσε μέσα στο βαγόνι. Σας θυμήθηκε, σας στέλνει
χαιρετίσματα. Αλλά είναι παλιάνθρωπος! Τί λέτε κι εσείς, ε;
Ο νεαρός ήταν μεθυσμένος. Το ξαναμμένο του πρόσωπο, τα λαμπερά μάτια του, η γλώσσα του που μπερδευόταν, το
μαρτυρούσαν. Ο Βελτσάνινοβ ξέσπασε σένα βροντερό γέλιο.
Ώστε στο τέλος συμφιλιωθήκατε, γίνατε σαν δυο αδελφοί! Χα, χα, χα! Φιληθήκατε και κλάψατε μαζί!
Αχ, εσείς οι ποιητές! Σίλλερ!
Με βρίζετε, παρακαλώ! Ξέρετε, παραιτήθηκε από κάθε αξίωση εκεί κάτω. Ήταν χθες εκεί, πήγε και σήμερα. Μας πρόδωσε...
Κλειδώσανε την Νάντια σε μια κάμαρα. Φωνές, κλάματα!...Εμείς πάντως δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε! Αν ξέρατε όμως πως πίνει!
κι έπειτα, κακούς τρόπους που έχει! Όλο για σας μιλούσε. Μπορεί όμως κανείς να τον συγκρίνει ποτέ μεσάς; Εσείς είσαστε ένας
άνθρωπος
αξιοπρεπής, του καλού κόσμου. Τώρα αναγκαστήκατε ν αποτραβηχτείτε, για λόγους οικονομικούς, νομίζω... Να τον πάρει ο
διάβολος! Δεν πολυκατάλαβα τι μου έλεγε...
Ώστε εκείνος σας μίλησε μαυτά τα λόγια για μένα;
Ναι, μη θυμώνετε! Αξίζει περισσότερο να είναι κανείς καλός πολίτης από το νανήκει στην αριστοκρατία. Το λέω αυτό γιατί σήμερα
στην Ρωσία δεν ξέρει κανείς ποιον να εκτιμήσει και ποιον όχι.Παραδεχθείτε το κι εσείς! Είναι μεγάλη αρρώστια της εποχής μας... να μην
ξέρεις ποιον να έχεις
σε εκτίμηση. Αλήθεια δεν λέω;
Ναι, ναι. Εκείνος τί έλεγε;
Εκείνος; Ποιος εκείνος; Α, ναι! Αλήθεια, γιατί έλεγε κάθε τόσο και λιγάκι: ο Βελτσάνινοβ είναι πενήντα χρόνων, αλλά
κατεστραμμένος; Και γιατί: αλλά κατεστραμμένος και όχι και κατεστραμμένος;
Γελούσε και το ξανάλεγε αυτό χίλιες φορές. Στο βαγόνι άρχισε το τραγούδι κι έπειτα έβαλε τα κλάματα. Ήταν απλούστατα
αηδιαστικό! Αυτός ο μεθυσμένος άνθρωπος ήταν αξιολύπητος! Α, δεν τους υποφέρω τους ηλιθίους. Μετά άρχισε να μοιράζει λεπτά
στους φτωχούς για την ανάπαυση της ψυχής της Ελισάβετ. Ήταν η γυναίκα του;
Η κόρη του.
Τί έχει το χέρι σας;
Κόπηκε. Δεν είναι τίποτε, θα περάσει.
Ξέρετε, έκανε καλά που έφυγε. Ας πάει στο διάβολο. Βάζω όμως στοίχημα πως μόλις φτάσει εκεί, θα
παντρευτεί. Δεν το νομίζετε ;
Μα κι εσείς θέλετε να παντρευτείτε.
Εγώ;... Εγώ, δεν είναι το ίδιο πράγμα... Είσαστε πολύ παράξενος. Αν εσείς είσαστε πενήντα χρόνων,
εκείνος πρέπει να είναι εξήντα. Εδώ χρειάζεται λογική. κι έπειτα, ξέρετε, κάποτε ήμουν φανατικός
πανσλαβιστής, αλλά τώρα πιστεύω πως από τη Δύση περιμένουμε το φως... Λοιπόν, χαίρετε. Ευτυχώς
που σας αντάμωσα εδώ και δεν αναγκάστηκα νανέβω στο διαμέρισμα σας. Μην επιμένετε να έρθω
μέσα, αποκλείεται, δεν έχω καιρό!...
Έκανε λίγα βήματα, αλλά ξαναγύρισε σχεδόν αμέσως.
Πού έχω τον νου μου; Μου έδωσε ένα γράμμα για σας. Αυτό εδώ. Γιατί δεν ήρθατε να τον ξεπροβοδίσετε στο σταθμό;
Ο Βελτσάνινοβ ανέβηκε στο διαμέρισμα του και άνοιξε το φάκελο που είχε γραμμένο επάνω τόνομα του.
Ο φάκελος δεν είχε μέσα ούτε μία λέξη γραμμένη από τον Παύλο
Παύλοβιτς. είχε όμως ένα άλλο γράμμα. Ο Βελτσάνινοβ αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα. Το χαρτί
ήταν κιτρινισμένο, το μελάνι ξεθωριασμένο. Το γράμμα είχε γραφτεί εδώ και δέκα χρόνια, δύο μήνες
πριν από την αναχώρηση του από το Τ... Δεν του είχε όμως σταλεί και είχε αντικατασταθεί μένα άλλο.
Αυτό φαινόταν καθαρά από το περιεχόμενο του. Σε τούτο το γράμμα η Ναταλία Βασίλιεβνα τον
αποχαιρετούσε για πάντα, όπως σεκείνο που είχε λάβει ο Βελτσάνινοβ, και ομολογώντας του πως
αγαπούσε κάποιον άλλον, δεν του έκρυβε την ευγνωμοσύνη της. Απεναντίας, για να τον παρηγορήσει,
του έγραφε πως θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει ευκαιρία να του στείλει το παιδί τους και τον
βεβαίωνε πως η φιλία τους θα ήταν πια παντοτινή, τώρα που, με τη γέννηση του παιδιού, θα είχαν και
οι δύο, άλλες, κοινές υποχρεώσεις. Με λίγα λόγια, το γράμμα της δεν ήταν πολύ λογικό, ο σκοπός της
όμως ήταν ίδιος. ναπαλλαγεί από την αγάπη του Βελτσάνινοβ. Του έδινε μάλιστα την άδεια να
ξαναρθεί στο Τ..., ύστερα από ένα χρόνο, για να δει το παιδί. Άγνωστο γιατί, είχε αλλάξει γνώμη και
είχε αντικαταστήσει τούτο το γράμμα μεκείνο που του είχε στείλει!
Ο Βελτσάνινοβ χλώμιασε διαβάζοντας αυτές τις γραμμές,φαντάστηκε όμως τον Παύλο Παύλοβιτς να
βρίσκει αυτό το γράμμα και να το διαβάζει για πρώτη φορά, μπροστά στην εβένινη κασετίνα με τα
φιλντισένια στολίδια.
Κι αυτός θα κιτρίνισε σαν πεθαμένος, σκέφτηκε βλέποντας το πρόσωπο του στον καθρέφτη.
Θα διάβαζε, θα έκλεινε τα μάτια πιθανότατα, θα τα ξανάνοιγε με την ελπίδα πως το γράμμα θα γινόταν
ένα άγραφο χαρτί... Σίγουρα θα έκανε αυτή την προσπάθεια, το λιγότερο τρεις φορές !...
Δύο χρόνια πέρασαν έπειτα από τα γεγονότα που περιγράψαμε. Ξαναβρίσκουμε τον κύριο
Βελτσάνινοβ, μία όμορφη καλοκαιρινή μέρα, καθισμένο σένα βαγόνι μιας από τις καινούργιες
σιδηροδρομικές μας γραμμές. Πήγαινε στην Οδησσό να δει κάποιον φίλο του, αλλά και μέναν άλλο
σκοπό, όχι λιγότερο ευχάριστο: με τη μεσολάβηση αυτού του φίλου, είχε την ελπίδα να συναντήσει μία
χαριτωμένη γυναίκα. Από καιρό τώρα επιθυμούσε να γνωριστεί στενότερα μαυτή την ενδιαφέρουσα
γυναίκα. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, σημειώνουμε μονάχα πως ο Βελτσάνινοβ είχε αλλάξει
πολύ μέσα σαυτά τα τελευταία δύο χρόνια, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι η κατάσταση του είχε
καλυτερέψει. Η παλιά του υποχονδρία είχε εξαφανισθεί, δίχως ναφήσει ίχνη Από τις αναμνήσεις και
τις ανησυχίες, συνέπειες της αρρώστιας του, που τον βασάνιζαν στην Πετρούπολη δύο χρόνια πριν,
τότε που παιδευόταν μεκείνη την ατέλειωτη δίκη, δεν του είχε απομείνει παρά μονάχα μία κρυφή
ντροπή για την παλιά του μικροψυχία. Η πεποίθηση πως η κατάσταση εκείνη δεν θα
ξαναπαρουσιαζόταν ποτέ πια και πως κανείς δε θα μάθαινε τίποτε, τον παρηγορούσε ως ένα σημείο. Η
αλήθεια ήταν πως είχε εγκαταλείψει τις κοσμικές σχέσεις του εκείνη την εποχή. παραμελούσε το
ντύσιμο του, κρυβόταν, κι αυτό όλος ο κόσμος το είχε σίγουρα προσέξει. Σε λίγο καιρό όμως
ξαναπαρουσιάστηκε στον κόσμο, δείχνοντας τόση μεταμέλεια, με τόση αυτοπεποίθηση και τόσο
αλλαγμένος που όλοι συγχώρησαν αμέσως την παροδική αποστασία του.
Ακόμη κι αυτοί που είχαν πάψει να τον χαιρετούν, έσπευσαν να του απλώσουν το χέρι, χωρίς καν να
του κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις, σαν να πίστευαν πως όλο τούτο το διάστημα ο παλιός
τους φίλος έλειπε για ιδιωτικές του υποθέσεις που δεν ενδιέφεραν κανέναν και είχε μόλις ξαναγυρίσει.
Η αιτία της τόσο ευχάριστης αυτής αλλαγής ήταν αναμφισβήτητα η ευνοϊκή έκβαση της δίκης του.
Ο Βελτσάνινοβ είχε πάρει εξήντα χιλιάδες ρούβλια. Δεν ήταν βέβαια πολλά, αλλά είχαν γιαυτόν
μεγάλη σημασία. Πρώτα-πρώτα, πατούσε πάλι σε στέρεο έδαφος, άρα το ηθικό του είχε τονωθεί.
έπειτα, ήξερε πως δεν θα σπαταλούσε τα τελευταία του χρήματα σαν ένας βλάκας, όπως είχε
σκορπίσει τις δύο πρώτες του περιουσίες, και πως το ποσό αυτό θα του έφθανε ως το τέλος της ζωής
του. Δεν πάει να γκρεμιστεί το κοινωνικό μας οικοδόμημα, δεν πάνε να μας ξεφωνίζουν σταυτιά μας
ό,τι θέλουν! συλλογιζόταν πολλές φορές, προσπαθώντας ναναλύσει τανήκουστα, απίθανα πράγματα
που γίνονταν γύρω του στην Ρωσία. Οι άνθρωποι, οι ιδέες, μπορούν ναλλάζουν. Εγώ θα έχω πάντα
εξασφαλισμένο ένα εκλεκτό φαγητό, σαν αυτό που έχω μπροστά μου και, συνεπώς, είμαι
προετοιμασμένος για όλα.
Τούτη η σκέψη, γλυκιά σαν την ηδονή, τον είχε κυριέψει με τον καιρό ολότελα, επιδρώντας ακόμη και
στην εξωτερική του εμφάνιση, για να μην πούμε τίποτε για το ηθικό του. Τώρα, ήταν άλλος άνθρωπος,
σε σύγκριση με κείνον τον χαμένο που περιγράψαμε στην αρχή και που του συνέβαιναν τόσο
ανάρμοστα πράγματα. Ήταν εύθυμος, πρόσχαρος, επιβλητικός. Κι αυτές ακόμη οι ανησυχητικές
ρυτίδες που είχαν φανεί γύρω από τα μάτια του, δεν υπήρχαν πια. Ως και το χρώμα του είχε αλλάξει.
Το πρόσωπο του ήταν πιο άσπρο και πιο ροδαλό.
Καθώς καθόταν άνετα σένα βαγόνι της πρώτης θέσεως, μια σκέψη πολύ ευχάριστη του ήλθε στο
μυαλό. Στον επόμενο σταθμό, υπήρχε μία διακλάδωση. μία καινούργια σιδηροδρομική γραμμή που
τραβούσε προς τα δεξιά. Αν αφήσω την απ' ευθείας γραμμή και πάρω την άλλη, προς τα δεξιά, θα
μπορέσω, δύο σταθμούς πιο πέρα, να επισκεφθώ μία κυρία που μόλις γύρισε από το εξωτερικό και
βρίσκεται τώρα μόνη στην επαρχία, πράγμα πολύ δυσάρεστο γιαυτήν, αλλά πολύ ευνοϊκό για μένα. Θα
μπορούσα λοιπόν να σκοτώσω την ώρα μου εκεί κατά τρόπο τόσο ευχάριστο όσο και στην Οδησσό,
τόσο περισσότερο που τίποτε δε μεμποδίζει να πάω στην Οδησσό αργότερα. Δίσταζε όμως ακόμη και
δεν το αποφάσιζε. Περίμενε το απροσδόκητο γεγονός που θα τον έκανε να πάρει την απόφαση. Στο
μεταξύ το τραίνο πλησίαζε στον σταθμό. Και το γεγονός δεν άργησε να παρουσιασθεί.
Στον σταθμό αυτό, το τραίνο σταματούσε σαράντα λεπτά, οι ταξιδιώτες μπορούσαν να κατεβούν για
φαγητό. Πλήθος ανυπόμονο και βιαστικό συνωστιζόταν, όπως συνήθως, στην είσοδο της αίθουσας
αναμονής. και, όπως συνήθως επίσης, δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο. Μία κυρία, που είχε κατέβει από
ένα βαγόνι δευτέρας θέσεως, πολύ νόστιμη, αλλά ντυμένη κάπως φανταχτερά για μία ταξιδιώτισσα,
έσερνε σχεδόν με τα δύο χέρια έναν νέο και όμορφο αξιωματικό, έναν ουλάνο, που προσπαθούσε να
της ξεφύγει. Ο νεαρούλης αξιωματικός ήταν στουπί στο μεθύσι. Η κυρία, που ήταν μεγαλύτερη του
και συγγενής του ασφαλώς, δεν εννοούσε να τον αφήσει, πιθανότατα από το φόβο της μήπως ο νεαρός
τρέξει πάλι ίσια στον μπουφέ με τα ποτά. Ο ουλάνος, λοιπόν, μέσα στο πλήθος, έπεσε κάποια στιγμή
πάνω σέναν νεαρό έμπορο που μεθοκοπούσε στο σταθμό και δεν ήξερε πια τι του γινόταν, ήταν εδώ
και δύο μέρες εκεί, έπινε παρέα με φίλους, σκορπούσε τα λεφτά του κι όλο έχανε το τραίνο που έπρεπε
να πάρει για να συνεχίσει το ταξίδι του. Αγριος καβγάς ξέσπασε: ο αξιωματικός στρίγγλιζε, ο έμπορος
έβριζε. Η κυρία βρισκόταν σε απόγνωση και, προσπαθώντας ολοένα να τραβήξει τον ουλάνο μακριά,
του φώναξε ικετευτικά: Μήτιενκα, Μήτιενκα! Η στάση της φάνηκε σκανδαλώδης στον νεαρό έμπορο
όλοι γελούσαν. Αυτό ήταν αλήθεια, εκείνος όμως, ένας Θεός ξέρει γιατί, αγανάκτησε, σαν να έβρισκε
όλη αυτή τη σκηνή τρομερά ανήθικη.
Ακούς εκεί!... Μήτιενκα, Μήτιενκα! έκανε επιτιμητικά, κοροϊδεύοντας την ψιλή φωνούλα της κυρίας.
Σαν δεν ντρέπονται! Ακόμη και μέσα στον κόσμο!
Πλησίασε τρικλίζοντας την κυρία, που είχε σωριαστεί σε μία καρέκλα, βάζοντας και τον ουλάνο να
καθίσει πλάϊ της, την κοίταξε από πάνω ως κάτω περιφρονητικά και της είπε σέρνοντας τη φωνή του:
Είσαι ένα γύναιο, ένα γύναιο!
Η κυρία έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή κι έριξε γύρω της βλέμματα απελπισμένα, περιμένοντας
βοήθεια. Ντρεπόταν και φοβόταν. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο αξιωματικός πετάχτηκε από την
καρέκλα του ουρλιάζοντας κι έκανε να χυμήξει πάνω στον έμπορο, γλίστρησε όμως και ξανασωριάστηκε στην καρέκλα του. Τα
γέλια γύρω δυνάμωσαν και κανείς δεν αποφάσιζε να κάνει κάτι. Ο Βελτσάνινοβ ήταν εκείνος που έτρεξε να σώσει την κατάσταση.
Άδραξε τον έμπορο από το γιακά, τον τράνταξε και τον πέταξε πέντε βήματα πιο πέρα από την πανικόβλητη κυρία. Ο έμπορος,
κατατρομαγμένος από την σπρωξιά και το ανάστημα του Βελτσάνινοβ, άφησε αμέσως τους φίλους να τον πάρουν από κει. Το
επιβλητικό παρουσιαστικό ενός κυρίου τόσο κομψοντυμένου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση στους αργόσχολους που είχαν μαζευτεί.
Τα γέλια σταμάτησαν. Η κυρία, κατακόκκινη, με δάκρυα στα μάτια, άρχισε να του εκφράζει με λόγια θερμά την ευγνωμοσύνη της.
Ο ουλάνος ψέλλιζε: Ευχαριστώ, ευχαριστώ. κι έκανε ναπλώσει το χέρι στον Βελτσάνινοβ. Άλλαξε όμως γνώμη και ξαπλώθηκε
φαρδύς-πλατύς στις δυο καρέκλες.
; Μήτιενκα! αναστέναξε η κυρία επιτιμητικά, ενώνοντας τα χέρια. ',
Ο Βελτσάνινοβ ήταν ευχαριστημένος από την περιπέτεια και την επέμβαση του. Η κυρία του κίνησε το ενδιαφέρον. σίγουρα μία
εύπορη επαρχιώτισσα, πλούσια ντυμένη, αλλά χωρίς γούστο, με τρόπους κάπως γελοίους.
Συγκέντρωνε, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις που μπορούσαν να εξασφαλίσουν την επιτυχία σέναν ματαιόδοξο πρωτευουσιάνο με
ορισμένες βλέψεις επάνω σε μια γυναίκα. Πιάσανε κουβέντα. Η κυρία μιλούσε ζωηρά και τα είχε με τον άντρα της που εξαφανίσθηκε
ξαφνικά από το βαγόνι κι έφταιγε αυτός για όλα... γιατί γίνεται άφαντος ακριβώς τη στιγμή που τον χρειάζεται κανείς.
Είχε κάπου να πάει...τραύλισε ο ουλάνος.
Ω! Μήτιενκα! Και ένωσε πάλι τα χέρια της μπροστά στο στήθος.
Ο Βελτσάνινοβ σκέφθηκε. Τον κακομοίρη τον σύζυγο. Τι έχει νακούσει!
Πώς λέγεται; Θέλετε να πάω να τον βρω; πρότεινε.
Πα... Παύλος... Παύ.,.λιτς, μουρμούρισε ο ουλάνος.
Ο σύζυγος σας λέγεται Παύλος Παύλοβιτς; ρώτησε με περιέργεια ο Βελτσάνινοβ.
Και ξάφνου το φαλακρό κεφάλι, που το ήξερε τόσο καλά, πρόβαλε ανάμεσα σαυτόν και στην κυρία.
Μέσα σένα δευτερόλεπτο, ξαναείδε τον κήπο του Ζαχλιέμπινιν, ταθώα παιχνίδια και το ανυπόφορο φαλακρό κεφάλι που χωνόταν
αδιάκοπα ανάμεσα του και στην Νάντια Θεοδόσιεβνα.
Ήρθες επιτέλους! φώναξε νευριασμένη η κυρία.
Ναι, ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς. Με κατάπληξη και φόβο, κοίταξε τον Βελτσάνινοβ, απολιθωμένος, σαν να έβλεπε ένα φάντασμα.
Τόση ήταν η ταραχή του που για αρκετή ώρα έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτε από όσα του έλεγε θυμωμένα και γρήγορα-γρήγορα η
γυναίκα του. Σκίρτησε τέλος και κατάλαβε τη φρικτή του θέση. το φταίξιμο του, το είχε κάνει ο Μήτιενκα και πως αυτός ο m'sieu, η κυρία
έτσι αποκαλούσε τον Βελτσάνινοβ, άγνωστο για ποιο λόγο, στάθηκε για μας ένας φύλακας άγγελος, σωτήρας μας, ενώ εσύ
εξαφανίζεσαι πάντα όταν πρέπει να είσαι κοντά μου!
Ο Βελτσάνινοβ έβαλε τα γέλια.
Μα είμαστε παλιοί φίλοι, φίλοι παιδικοί! είπε στην κυρία που τον κοίταζε με απορία, αγκαλιάζοντας από τον ώμο με οικειότητα και με
μια κίνηση προστατευτική τον Παύλο Παύλοβιτς, που χαμογελούσε σαν χαμένος. Δε σας μίλησε ποτέ για τον Βελτσάνινοβ;
Όχι, ποτέ, αποκρίθηκε η κυρία κάπως σαστισμένη.
Ελάτε, παρουσιάστε με στη σύζυγο σας, άπιστε φίλε!
Ναι, είναι ο κύριος Βελτσάνινοβ, Λίποτσκα. Κι από δω..., άρχισε ο Παύλος Παύλοβιτς με αμηχανία και κόμπιασε.
Η γυναίκα του κοκκίνισε και του έριξε μια άγρια ματιά, σίγουρα επειδή την είπε Λίποτσκα.
Και φανταστείτε, ούτε καν με ειδοποίησε πως θα παντρευόταν και δε με κάλεσε στο γάμο. Εσείς όμως, Ολυμπιάδα...
Σεμιώνοβνα, συμπλήρωσε ψιθυριστά ο Παύλος Παύλοβιτς.
Σεμιώνοβνα! είπε ξαφνικά και ο ουλάνος που λαγοκοιμόταν.
'Εσείς, όμως, πρέπει να τον συγχωρήσετε, Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα για χάρη μου, για χάρη της γνωριμίας μας... Είναι ένας
εξαίρετος σύζυγος!
Κι ο Βελτσάνινοβ χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Παύλο Παύλοβιτς.
Αγάπη μου, είχα φύγει μονάχα για μια στιγμούλα.... Προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Παύλος Παύλοβιτς.
Κι άφησες να προσβάλουν τη γυναίκα σου, τον διέκοψε η Λίποτσκα. Ποτέ δεν είσαι εκεί που πρέπει όταν σε χρειάζονται. Κι όταν δε
σε χρειάζονται, ξεφυτρώνεις εκεί που δεν πρέπει.
Εκεί που δεν πρέπει, ξεφυτρώνετε... εκεί που δεν πρέπει... εκεί που δεν πρέπει..., επικύρωνε ο ουλάνος.
Η Λίποτσκα πνιγόταν σχεδόν από το θυμό της. Το καταλάβαινε και η ίδια πως δεν ήταν σωστό να γίνεται αυτή η συζήτηση μπροστά
στον Βελτσάνινοβ. Κοκκίνιζε, αλλά της ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί.
Είσαι με το παραπάνω προνοητικός εκεί που δεν πρέπει... υπερβολικά προνοητικός, συνέχισε άθελα της.
Ο Μήτιενκα κόρωσε κι αυτός με τη σειρά του:
Κάτω από το κρεβάτι... ψάχνει να βρει εραστές... κάτω από το κρεβάτι... εκεί που δεν πρέπει...δεν πρέπει...
Δεν υπήρχε τρόπος να κάνει κανείς τον Μήτιενκα να σωπάσει. Ωστόσο, όλα τελείωσαν καλά.
Ο Βελτσάνινοβ κουβέντιασε με την κυρία, οι δυο τους γνωρίστηκαν καλύτερα. Έστειλαν τον Παύλο Παύλοβιτς να παραγγείλει καφέ
και ζωμό. Η Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα εξήγησε στον Βελτσάνινοβ πως ερχόταν από το Ο..., όπου υπηρετούσε ο άντρας της, και
πήγαιναν τώρα να μείνουν δυο μήνες στο αγρόκτημα τους, που ήταν σαράντα βέρτσια μακριά από το σταθμό. είχαν εκεί ένα ωραιότατο
σπίτι με κήπο. θα τους έρχονταν και πολλοί καλεσμένοι. εξάλλου, είχαν και αρκετούς γείτονες και αν και ο Αλέξης Ιβάνοβιτς είχε την
καλοσύνη να τους επισκεφθεί στη μοναξιά τους, θα τον υποδέχονταν σαν φύλακα αγγελό τους, γιατί της ήταν αδύνατο να μην
αναλογίζεται με τρόμο τι θα γινόταν αν... Με λίγα λόγια, τον θεωρούσε πια σαν φύλακα άγγελο της...
Και σωτήρα, και σωτήρα! επέμενε ζωηρά ο ουλάνος.
Ο Βελτσάνινοβ ευχαρίστησε ευγενικά και αποκρίθηκε πως θα χαιρόταν πάρα πολύ, πως ήταν ελεύθερος, αργόσχολος και πως η
πρόσκληση της Ολυμπιάδας Σεμιώνοβνα τον κολάκευε εξαιρετικά.
Αμέσως κατόπιν άρχισε να μιλάει για διάφορα πράγματα πολύ εύθυμα και κατάφερε να γλιστρήσει με τρόπο στην κουβέντα δύο-
τρία κομπλιμέντα. Η Λίποτσκα κοκκίνισε από ευχαρίστηση και μόλις γύρισε ο Παύλος Παύλοβιτς, του είπε με ενθουσιασμό πως ο
Αλέξης Ιβάνοβιτς είχε την καλοσύνη να δεχθεί την πρόσκληση της να μείνει μαζί τους ένα μήνα στην εξοχή. Είχε μάλιστα υποσχεθεί να
είναι εκεί σε μία εβδομάδα. Ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε σαν χαμένος και δεν έβγαλε μιλιά. Η Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα ανασήκωσε
τους ωραίους ώμους της και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Τέλος, χωρίστηκαν. Νέες εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης και ξανά φύλακας
άγγελος, Μήτιενκα, και τα λοιπά. Ο Παύλος Παύλοβιτς συνόδευσε τη γυναίκα του και
τον ουλάνο ως το βαγόνι του. Ο Βελτσάνινοβ άναψε ένα πούρο και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω-κάτω στο κρηπίδωμα. Ήξερε πως
ο Παύλος Παύλοβιτς θα έτρεχε σε λίγο κοντά του για να του μιλήσει ως τη στιγμή που ο σταθμάρχης θα έδινε το σήμα για την
αναχώρηση του τραίνου. Όπως και έγινε.
Ο Παύλος Παύλοβιτς παρουσιάστηκε. Σόλη του τη φυσιογνωμία και στα μάτια του διάβαζες μια ανήσυχη ερώτηση. Ο Βελτσάνινοβ
γέλασε, τον έπιασε φιλικά από το μπράτσο, τον τράβηξε σένα παγκάκι που ήταν εκεί κοντά και τον έβαλε να καθίσει πλάϊ του. Δεν
μιλούσε γιατί ήθελε ναρχίσει πρώτος ο Παύλος Παύλοβιτς.
Ώστε έτσι; Θα έρθετε στο σπίτι μας; τραύλισε ο Παύλος Παύλοβιτς, χωρίς περιστροφές.
Ήμουν βέβαιος! Δεν αλλάξατε καθόλου. Ο Βελτσάνινοβ ξέσπασε σένα βροντερό γέλιο. Αλλά εσείς...
τον χτύπησε ξανά στον ώμο. το πιστέψατε σοβαρά, έστω κι ένα λεπτό, πως θα ερχόμουν στο σπίτι σας και μάλιστα για ένα μήνα;
Χα, χα!
Ο Παύλος Παύλοβιτς σηκώθηκε περιχαρής.
Ώστε δεν θα έρθετε; έκανε, χωρίς να προσπαθήσει καθόλου να κρύψει τη χαρά του.
Όχι, δεν θα έρθω, δεν θα έρθω! χαμογέλασε ο Βελτσάνινοβ με αυταρέσκεια.
Δεν καταλάβαινε γιατί όλα αυτά του φαίνονταν τόσο κωμικά, κι όμως, όσο το συλλογιζόταν, τόσο πιο ευχάριστο του φαινόταν αυτό
το επεισόδιο.
Αλήθεια; Το λέτε σοβαρά; ρώτησε ο Παύλος Παύλοβιτς, περιμένοντας με πυρετώδη αγωνία την απάντηση.
Σας το είπα: δεν θα έρθω... Τι παράξενος άνθρωπος που είσαστε!
Αλλά, τότε... τι θα πω στην Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα όταν δε φανείτε, ύστερα από μια εβδομάδα,κι εκείνη θα σας περιμένει;
Σπουδαίο πράγμα! Να της πείτε πως έσπασα το πόδι μου, ή κάτι τέτοιο.
Δεν θα με πιστέψει, ψιθύρισε ο Παύλος Παύλοβιτς με παράπονο.
Και θα σας τα ψάλει; Γέλασε πάλι ο Βελτσάνινοβ με την καρδιά του. Παρατηρώ, αγαπητέ μου, πως τρέμετε μπροστά στη
χαριτωμένη σύζυγο σας, ε;
Ο Παύλος Παύλοβιτς προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν το κατόρθωσε. Το ότι ο Βελτσάνινοβ είχε αρνηθεί να πάει, ήταν
ευχάριστο. το να παίρνει όμως το θάρρος να μιλάει με οικειότητα για την κυρία Τρουσότσκη, δεν του ήταν διόλου ευχάριστο. Το
πρόσωπο του Παύλου Παύλοβιτς σκοτείνιασε.
Ο Βελτσάνινοβ το πρόσεξε. Στο μεταξύ, το τραίνο σφύριζε για δεύτερη φορά. Από μακριά ακούστηκε μία ανήσυχη φωνίτσα: η
Λίποτσκα καλούσε τον άντρα της. Ο Παύλος Παύλοβιτς κουνήθηκε ανήσυχα, αλλά δεν έτρεξε προς το βαγόνι του. Ήταν φανερό πως
περίμενε να του υποσχεθεί ο Βελτσάνινοβ άλλη μια φορά πως δε θα πήγαινε στο σπίτι τους.
Ποιο είναι το οικογενειακό όνομα της γυναίκας σας; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ, σαν να μην πρόσεξε την αγωνία του Παύλου Παύλοβιτς.
Είναι η κόρη του παπά μας, αποκρίθηκε εκείνος, τεντώνοντας ταυτί και ρίχνοντας ανήσυχα βλέμματα προς το βαγόνι του.
Α, καταλαβαίνω, την παντρευτήκατε για την ομορφιά της.
Ο Παύλος Παύλοβιτς στραβομουτσούνιασε.
Και ποιος είναι αυτός ο Μήτιενκα;
Τίποτε... μακρινός συγγενής μας, δικός μου συγγενής... γιος της μακαρίτισσας εξαδέλφης μου...
Τόνομα του είναι Γουλούμπτσικοβ... Τον είχαν διώξει από το στρατό για κάποιο χρηματικό ζήτημα, μετά όμως τον ξαναπήραν.
Εμείς τακτοποιήσαμε την υπόθεση... είναι ένας δυστυχισμένος νέος!...
Κι ο Βελτσάνινοβ σκέφτηκε: Όπως το φαντάστηκα, όλα εντάξει, δεν λείπει τίποτε.
Παύλε Παύλοβιτς! ακούστηκε ξανά, με τόνο πιο εκνευρισμένο, η φωνή που ερχόταν από το βαγόνι.
Πα..λ Πά.,.λιτς, επανέλαβε μια άλλη φωνή, βραχνή από το κρασί.
Ο Παύλος Παύλοβιτς έκανε να φύγει, αλλά ο Βελτσάνινοβ τον άρπαξε με δύναμη από το μπράτσο και τον σταμάτησε.
Θέλετε να πάω αμέσως να διηγηθώ στη γυναίκα σας πως αποπειραθήκατε να μου κόψετε το λαρύγγι;
Τι λέτε;
Πώς; Όχι, όχι, για τόνομα του Θεού! φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς κατατρομαγμένος.
Παύλε Παύλοβιτς! Παύλε Παύλοβιτς! ξανακούστηκαν οι φωνές.
Εμπρός, πηγαίνετε! .. Ο Βελτσάνινοβ τον άφησε επιτέλους, γελώντας με την καρδιά του.
Λοιπόν; Δεν θα έρθετε; τραύλισε για τελευταία φορά, με απόγνωση, ο Παύλος Παύλοβιτς, σταυρώνοντας μάλιστα τα χέρια πάνω
στο στήθος του, όπως άλλοτε.
Σας τορκίζομαι! Τρέξτε, λοιπόν, γιατί θα βρείτε τον μπελά σας!
Με μια κίνηση πλατιά, ο Βελτσάνινοβ άπλωσε το χέρι του. Το άπλωσε και ρίγησε: ο Παύλος Παύλοβιτς δεν το πήρε αυτό το χέρι.
τράβηξε το δικό του.
Το τελευταίο σφύριγμα πριν από την αναχώρηση του τραίνου αντήχησε.
Τότε, μέσα σε μια στιγμή, έγινε μια αλλαγή: και οι δυο μεταμορφώθηκαν, θα έλεγες. Κάτι τρεμούλιασε κι έσπασε μέσα στην καρδιά
του Βελτσάνινοβ που, μόλις ένα λεπτό πριν, γελούσε τόσο εύθυμα. Έπιασε τον Παύλο Παύλοβιτς από τον ώμο.
Αν εγώ, εγώ, σας δίνω αυτό το χέρι, κι έδειξε την παλάμη του αριστερού χεριού του με το βαθύ σημάδι που είχε αφήσει το τραύμα,
έχετε υποχρέωση να το πάρετε!
Τα χείλη του ήταν κάτασπρα και τρέμανε καθώς είπε αυτά τα λόγια.
Χλώμιασε και ο Παύλος Παύλοβιτς. Ελαφροί σπασμοί διέτρεξαν το πρόσωπο του.
Και η Λίζα; ψέλλισε.
Και, ξάφνου, τα χείλη, τα μάγουλα, το πηγούνι του άρχισαν να τρέμουν και δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια του.
Ο Βελτσάνινοβ στεκόταν ακίνητος, σαν απολιθωμένος.
Παύλε Παύλοβιτς! Παύλε Παύλοβιτς! ούρλιαζαν από το βαγόνι, σαν να σφάζανε κανέναν.
Ένα σφύριγμα αντήχησε.
Ο Παύλος Παύλοβιτς συνήλθε, έκανε μια κίνηση απελπισίας κι άρχισε να τρέχει. το τραίνο ξεκινούσε κιόλας. κατάφερε ωστόσο
ναρπαχτεί από την πόρτα και να πηδήσει στο βαγόνι. Ο Βελτσάνινοβ έμεινε εκεί ως το βράδυ, ανέβηκε στο επόμενο τραίνο που
ακολουθούσε την ίδια γραμμή. Δεν λοξοδρόμησε και δεν πήγε να επισκεφθεί την κυρία που έμενε μόνη της στην εξοχή: δεν είχε
διάθεση. Πόσο όμως το μετάνιωσε αργότερα!