Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 21

1] Πως η κρίση της ‘κενής έδρας’ επηρέασε την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Η κρίση της κενής έδρας και ο Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου (1965)


Η αποτυχία του σχεδίου Fouchet είχε ως άμεση συνέπεια την οξύτατη επίθεση του
Ντε Γκολ κατά των οπαδών της υπερεθνικής ολοκλήρωσης και του θεσμικού
εκφραστή της, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η γαλλική αντίδραση δεν περιορίστηκε
σε φραστικές επιθέσεις, αλλά κλιμακώθηκε σε μια ανάσχεση ή και αναίρεση της
ενοποιητικής δυναμικής του κοινοτικού προτύπου με στόχο βέβαια την επιβεβαίωση
της υπεροχής «των εθνικών ταυτοτήτων που συγκροτούσαν την Ευρώπη των
Πατρίδων». Η επιδίωξη του Ντε Γκολ να υποβαθμίσει τον ρόλο της Επιτροπής, και
των ‘απάτριδων’ (φεντεραλιστών) τεχνοκρατών της, είχαν ως συνέπεια αρχικά την
αποτελμάτωση των κοινοτικών διεργασιών και, στη συνέχεια, την πρόκληση μιας
‘συνταγματικής’ κρίσης που απείλησε τη συνοχή ακόμη και την ύπαρξη της ΕΟΚ.
Η Γαλλία λοιπόν, λόγω της αντίθεσής της σε ορισμένες προτάσεις της Επιτροπής
(χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, εκχώρηση μεγαλύτερων εξουσιών
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για ζητήματα προϋπολογισμού, καθιέρωση ιδίων
πόρων της Κοινότητας, εισαγωγή του κανόνα της πλειοψηφίας στη διαδικασία
λήψης αποφάσεων) έπαυσε, από τον Ιούλιο του 1965, να συμμετέχει σε συνεδριάσεις
του Συμβουλίου και έθεσε ως προϋπόθεση για την εκ νέου ανάληψη της θέσης της
πολιτική συμφωνία σχετικά με τον ρόλο της Επιτροπής και τη λήψη αποφάσεων με
πλειοψηφία. Το επεισόδιο αυτό στην ιστορία της Ευρώπης είναι γνωστό ως η «κρίση
της κενής έδρας». Η επίλυση της κρίσης επιτεύχθηκε χάρη στο Συμβιβασμό του
Λουξεμβούργου (Ιανουάριος του 1966) που έκλινε υπέρ των γαλλικών απόψεων
(επιτεύχθηκε πρόοδος στο ζήτημα χρηματοδότησης της ΚΑΠ, συμφωνήθηκε η
αναβολή της θεσμοθέτησης των ιδίων πόρων της ΕΟΚ, καθώς και της επέκτασης των
εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί του προϋπολογισμού και υιοθετήθηκε
μια ‘φόρμουλα’ αναφορικά με την εφαρμογή του κανόνα της πλειοψηφίας στη λήψη
αποφάσεων). Αναφορικά με την λήψη αποφάσεων λοιπόν «όταν διακυβεύονται
πολύ σημαντικά συμφέροντα ενός ή πολλών χωρών, τα μέλη του Συμβουλίου
επιδιώκουν να καταλήξουν σε λύσεις που μπορούν να γίνουν δεκτές από όλους σε
πνεύμα σεβασμού των αμοιβαίων συμφερόντων». Σύμφωνα με τον Συμβιβασμό του
Λουξεμβούργου ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένα τεκμήριο υπέρ του κανόνα της
ομοφωνίας, ακόμα και στις περιπτώσεις που ρητώς προβλεπόταν από την
καταστατική συνθήκη η λήψη αποφάσεων κατά πλειοψηφία και δεν διακυβευόταν
ένα ‘πολύ σημαντικό εθνικό συμφέρον’. Η ομοφωνία και το βέτο δηλαδή παρέμειναν
ισχυρά. [Ο Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου έχασε τη σημασία του με την έναρξη
της ισχύος της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης τον Ιούλιο του 1987]

2] Να εκτιμήσετε την επιρροή που άσκησε ο Ντε Γκολ στη διαμόρφωση της
ενοποιητικής διαδικασίας.
Η έναρξη της λειτουργίας της ΕΟΚ και της ΕΚΑΧ συνέπεσε με την άνοδο στην
εξουσία του Ντε Γκολ, ο οποίος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος σε οποιαδήποτε
υπερεθνική έκφανση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θεωρούσε ότι οι ευρωπαϊκές
Κοινότητες ήταν μόνο τεχνικοί οργανισμοί – «χωρίς εξουσία και κατά συνέπεια
χωρίς πολιτική αποτελεσματικότητα» - και ότι τα κράτη – «μόνες οντότητες που
έχουν το δικαίωμα να διατάζουν και την εξουσία να επιβάλουν υπακοή» - έπρεπε να
αποτελούν τα βάθρα της Ευρώπης. Ο Ντε Γκολ δεν συμμεριζόταν την κοινοτική
λογική βάσει της οποίας η οικονομική ολοκλήρωση θα οδηγούσε νομοτελειακά στην
πολιτική ενοποίηση. Αντίθετα θεωρούσε ότι έπρεπε να απορριφθεί αυτή η
προσέγγιση και να επιδιωχθεί η συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών στο πολιτικό
και το αμυντικό επίπεδο. Η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει το σπέρμα
μιας συνομοσπονδίας, η οποία θα διασφάλιζε την ανεξαρτησία της από τις ΗΠΑ και
την Ατλαντική Συμμαχία. Η επιδίωξη από τη Γαλλία αυτής της πολιτικής Ευρώπης
θα προσθέσει ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η αποτυχία του σχεδίου Fouchet (1961) και η κρίση της ‘κενής έδρας’
Παρά την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, επανέρχεται στο
προσκήνιο το ζήτημα της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Το 1961,
μια διακυβερνητική επιτροπή με επικεφαλής έναν Γάλλο διπλωμάτη, τον Christian
Fouchet, εξουσιοδοτείται από τις έξι χώρες να καταρτίσει συγκεκριμένες προτάσεις
για την προώθηση της πολιτικής Ένωσης. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της, η
επιτροπή αυτή προτείνει τη δημιουργία μιας Ένωσης η οποία θα έχει ως στόχο τη
θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής πολιτικής άμυνας. Οι σχετικές
διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αποτυχία εξαιτίας αντιρρήσεων σε τρία σημεία: την
ασάφεια όσον αφορά τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας, τη διαφωνία ως προς τη
δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος το οποίο στόχευε στην
ανεξαρτησία έναντι της ατλαντικής συμμαχίας και τον υπερβολικά διακυβερνητικό
χαρακτήρα των προτεινομένων θεσμικών οργάνων, ο οποίος συνιστούσε απειλή για
τη διατήρηση της υπερεθνικής διάστασης των υφιστάμενων κοινοτικών θεσμικών
οργάνων.
Η Γαλλία, λόγω της αντίθεσής της σε ορισμένες προτάσεις της Επιτροπής που
αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση της κοινής αγροτικής πολιτικής,
έπαυσε, από τον Ιούλιο του 1965, να συμμετέχει σε συνεδριάσεις του Συμβουλίου και
έθεσε ως προϋπόθεση για την εκ νέου ανάληψη της θέσης της πολιτική συμφωνία
σχετικά με τον ρόλο της Επιτροπής και τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία. Το
επεισόδιο αυτό στην ιστορία της Ευρώπης είναι γνωστό ως η «κρίση της κενής
έδρας». Η επίλυση της κρίσης επιτεύχθηκε χάρη στο Συμβιβασμό του
Λουξεμβούργου (Ιανουάριος του 1966) σύμφωνα με τον οποίο «όταν διακυβεύονται
πολύ σημαντικά συμφέροντα ενός ή πολλών χωρών, τα μέλη του Συμβουλίου
επιδιώκουν να καταλήξουν σε λύσεις που μπορούν να γίνουν δεκτές από όλους σε
πνεύμα σεβασμού των αμοιβαίων συμφερόντων».
Οι δύο αρνήσεις της Γαλλίας στην ένταξη της Βρετανίας
Μετά την πρώτη μείωση των δασμών από την ΕΟΚ (1959) και τον αποκλεισμό της
από την περισσότερα υποσχόμενη κοινοτική αγορά, η Βρετανία (μετά από το
εγχείρημα της ΕΣΕΖ – Ιανουάριος 1960) αντιλήφθηκε ότι είχε ‘πάρει λάθος τρένο’ και
αποφάσισε την μετεπιβίβασή της. Το εγχείρημα όμως τελικά θα αποδειχθεί δυσχερές
και χρονοβόρο. Η πρώτη αίτηση για ένταξη της Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές
Κοινότητες έγινε στις 9 Αυγούστου 1961 (από τη συντηρητική κυβέρνηση
ΜακΜίλαν) και σηματοδοτούσε «το τέλος της ιστορίας χιλίων ετών» σύμφωνα με τον
αρχηγό του εργατικού κόμματος. Την υποψηφιότητα της Βρετανίας ακολούθησαν η
Δανία, η Ιρλανδία και η Νορβηγία. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις φαινόταν ότι
θα οδηγούσαν σε συμφωνία. Ωστόσο, ο Ντε Γκολ – χωρίς προηγούμενη συνεννόηση
με τους κοινοτικούς του εταίρους από τους οποίους οι μικρότεροι θεωρούσαν
ευπρόσδεκτη τη βρετανική ένταξη ως αντιστάθμισμα του δημιουργούμενου
γαλλογερμανικού άξονα μέσα στην Κοινότητα – προέβαλε βέτο στην εισδοχή της
Βρετανίας λόγω των φιλοαμερικανικών της δεσμών. Ο Γάλλος πρόεδρος θεωρούσε τη
Βρετανία ‘δούρειο ίππο’ των Αμερικανών, η οποία θα διευκόλυνε τη μεγαλύτερη
διείσδυσή τους στην κοινή αγορά. Μολονότι το γαλλικό βέτο δεν αφορούσε στις τρεις
άλλες υποψήφιες χώρες, όπως είχε ξεκαθαρίσει ο Ντε Γκολ, οι τελευταίες δεν ήταν
διατεθειμένες να προσχωρήσουν χωρίς τη Βρετανία. Η δεύτερη αίτηση της Βρετανίας
υπεβλήθη στις 10 Μαΐου 1967 (από την εργατική κυβέρνηση Χάρολντ) προβάλλοντας
τη συμβολή της χώρας στην ανάπτυξη της δυτικοευρωπαϊκής τεχνολογικής
συνεργασίας για την αντιμετώπιση της μεγάλης υπεροχής των ΗΠΑ στον τομέα της
υψηλής τεχνολογίας. Ο Ντε Γκολ δεν άργησε να φανερώσει τις προθέσεις του και
υποστηρίζοντας ότι ορισμένες πλευρές της βρετανικής οικονομίας μπορούσαν να
έχουν ‘καταστρεπτικές συνέπειες’ στο πλαίσιο της κοινής αγοράς, προέβαλε το
δεύτερο βέτο*** του, επικαλούμενος την ανάγκη «ριζικής αναμόρφωσης της Μεγάλης
Βρετανίας, προκειμένου να μπορέσει να ενωθεί με τα ηπειρωτικά κράτη». Για άλλη
μια φορά οι κοινοτικοί εταίροι απογοητεύτηκαν από τη γαλλική στάση και για άλλη
μια φορά οι άλλες τρείς υποψήφιες χώρες επέλεξαν να μην προχωρήσουν χωρίς τη
Βρετανία – η οποία ωστόσο δεν απέσυρε την αίτησή της. Άλλωστε ο ίδιος ο Ντε Γκολ
είχε δηλώσει απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε για το πρώτο βέτο ότι «η
Βρετανία θα μπει μια μέρα στην Κοινή Αγορά, αλλά οπωσδήποτε εγώ δεν θα είμαι
πια εδώ».

***Τρία ήταν τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτό το βέτο:


1] Η ομιλία του Κέννεντι που απέρριπτε έμμεσα τη θέση του Ντε Γκολ για τη
συγκρότηση ενός τριμερούς διευθυντηρίου (απαρτιζόμενο από ΗΠΑ, Βρετανία,
Γαλλία), ενώ πρότεινε μια ατλαντική εταιρική σχέση επί ίσης βάσης.
2] Οι συνομιλίες Ντε Γκολ – ΜακΜίλαν κατά τις οποίες ο πρώτος πρότεινε τη
συνένωση των πυρηνικών δυνάμεων κρούσεως των δύο χωρών, ενώ ο δεύτερος
παρέκαμψε το ζήτημα – μολονότι αργότερα ισχυρίστηκε ότι δεν του έγινε τέτοια
πρόταση.
3] Στην αμερικανο-βρετανική διάσκεψη κορυφής του Νασσάσου ο ΜακΜίλαν
δέχθηκε την προσφορά του Κέννεντι να εφοδιάσει την Βρετανία με πυραύλους υπό
τον όρο της υπαγωγής τους στον έλεγχο του ΝΑΤΟ, πράγμα που σήμαινε το τέλος
της ανεξαρτησίας της βρετανικής πυρηνικής δύναμης ανασχέσεως και τη στενότερη
εξάρτηση της Βρετανίας από τους Αμερικανούς.

3] Μετά την κρίση του 1956 του Σουέζ, Βρετανία και Γαλλία ακολουθούν
διαφορετικές πορείες. Να περιγράψετε και να εξηγήστε του λόγους και τις
συνέπειες που είχαν οι πράξεις τους στο ενοποιητικό εγχείρημα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, απ’ όλες τις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης,
μόνο η Βρετανία βρισκόταν έξω από τις Κοινότητες για λόγους καθαρά
‘προσωπικούς’. Η Γαλλία αρχικά επιθυμούσε την συμμετοχή της Βρετανίας στις
Κοινότητες για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, η γαλλική εξωτερική πολιτική της
εποχής έβλεπε θετικά το ενδεχόμενο να παίξει η Βρετανία εξισορροπητικό ρόλο στην
μεγάλη επιρροή που αναπόφευκτα θα άρχιζε να ασκεί η Γερμανία μέσα στις
Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δεύτερον, η Γαλλία θεωρούσε εκείνη την περίοδο της
συμμετοχή της Βρετανίας παράγοντα οικονομική σταθερότητας και βιομηχανικής
ευρωστίας για τις αναδυόμενες Κοινότητες. Παρ’ όλα αυτά η Βρετανία προτίμησε
αρχικά να τηρήσει επιφυλακτική στάση απέναντι στις ενοποιητικές πρωτοβουλίες
(ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αμφιβάλλοντας για την επιτυχία τους και στη συνέχεια να
πρωτοστατήσει στην ίδρυση μιας εναλλακτικής και χαλαρότερης ευρωπαϊκής
ομαδοποίησης της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών).
Η ΕΖΕΣ ιδρύθηκε το 1960 με τη Συνθήκη της Στοκχόλμης. Είχε ως μέλη 7 χώρες:
Βρετανία, Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Νορβηγία, Πορτογαλία και Σουηδία. Σε τι
διέφερε όμως το βρετανικό σχέδιο για μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών από το σχέδιο
των έξι για μια οικονομική κοινότητα, και τι σημαίνουν αυτές οι διαφορές διαχρονικά;
Εκτός από τις δύο βασικές προσεγγίσεις την βρετανική και την κοινοτική, όμως
εμφανίζεται και μία τρίτη, η γαλλική:
ΖΩΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: Βιομηχανικά Προϊόντα – Όχι στους κοινούς
εξωτερικούς δασμούς – Χαλαροί διακυβερνητικοί δεσμοί
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ: Ισχυροί υπερεθνικοί δεσμοί – Βιομηχανικά και
Αγροτικά προϊόντα – Ναι στους κοινούς εξωτερικούς δασμούς
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: Χαλαροί διακυβερνητικοί δεσμοί - Βιομηχανικά και
Αγροτικά προϊόντα – Ναι στους κοινούς εξωτερικούς δασμούς – Τομεακή μέθοδος
ενοποίησης.
Οι ομοιότητες λοιπόν και οι διαφορές των τριών προσεγγίσεων αφορούν κυρίως:
- τον χαρακτήρα των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών
- τα προϊόντα που θα συμπεριλαμβάνονταν στο κάθε σχήμα
- την ύπαρξη κοινών εξωτερικών δασμών απέναντι σε τρίτες χώρες
Η ‘γαλλική προσέγγιση’ αποδεικνύει ότι ακόμη και στο εσωτερικό της οικονομικής
κοινότητας υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το ποια θα έπρεπε να
είναι τα κύρια χαρακτηριστικά και οι μελλοντικές κατευθύνσεις ανάπτυξής της.
Η Γαλλία όχι μόνο πρωτοστάτησε στη δημιουργία της ΕΚΑΧ, αλλά έπαιξε και
κρίσιμο ρόλο στην ίδρυση των δύο άλλων Κοινοτήτων το 1957. Η αιχμή της
προσέγγισής τους ήταν η λειτουργική ιδέα της ενοποίησης συγκεκριμένων τομέων
της οικονομίας, οι οποίοι στη συνέχεια θα οδηγούσαν σε περαιτέρω ενοποίηση. Με
τις κυβερνήσεις Ντε Γκολ μετά το 1958 η προσέγγιση της Γαλλίας τροποποιήθηκε σε
κάποιο βαθμό. Η έμφαση στην τομεακή προσέγγιση παρέμεινε, αλλά χάθηκε ο
αρχικός ενθουσιασμός για τη δυναμική διάσταση της όλης διαδικασίας η οποία θα
οδηγούσε σε βαθύτερη ενοποίηση. Ο Ντε Γκολ έβλεπε να καχυποψία την
ισχυροποίηση των Κοινοτικών θεσμών και κυρίως της Επιτροπής. Επιθυμούσε τη
διατήρηση μιας διακυβερνητικής κατά κύριο λόγο θεσμικής δομής και τρόπου
λειτουργίας των Κοινοτήτων.
Η διαφοροποιημένη στάση της Βρετανίας* στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και η
υποστήριξη μιας εναλλακτικής πρότασης – ΕΣΕΖ – υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για
την πορεία της ευρωπαϊκής πολιτικής στο σύνολό της για τρείς βασικούς λόγους.
Άφησε στη Γαλλία – και κατ’ επέκταση στις γαλλογερμανικές σχέσεις – τον ρόλο του
κυρίαρχου παράγοντα στον καθορισμό των μετέπειτα εξελίξεων. Διαμόρφωσε
συνθήκες διαίρεσης μέσα στη δυτική Ευρώπη – ανάμεσα στους ‘έξι’ των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και τους ‘επτά’ της ΕΣΕΖ. Έθεσε τις βάσεις για την παγίωση – στην
εσωτερική πολιτική της Βρετανίας – μιας γενικά επιφυλακτικής προσέγγισης σε ό, τι
αφορά την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

*Στην αμερικανο-βρετανική διάσκεψη κορυφής του Νασσάσου ο ΜακΜίλαν


δέχθηκε την προσφορά του Κέννεντι να εφοδιάσει την Βρετανία με πυραύλους υπό
τον όρο της υπαγωγής τους στον έλεγχο του ΝΑΤΟ, πράγμα που σήμαινε το τέλος
της ανεξαρτησίας της βρετανικής πυρηνικής δύναμης ανασχέσεως και τη στενότερη
εξάρτηση της Βρετανίας από τους Αμερικανούς.

4] Πόσο σημαντικό είναι το σχέδιο Μάρσαλ στην ανοικοδόμηση και


ανασυγκρότηση της Ευρώπης;
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το στοίχημα της ανοικοδόμησης ήταν
μεγάλο τόσο για τους νικητές όσο και για τους ηττημένους. Πολλοί παράγοντες
διαμόρφωσαν μια ιδιαίτερα δύσκολη μεταπολεμική οικονομική κατάσταση. Τα
εμπορικά ελλείμματα των ευρωπαϊκών χωρών αυξάνονταν διαρκώς. Σε μεγάλο
βαθμό, αυτά τα ελλείμματα αφορούσαν συναλλαγές με τις ΗΠΑ – από τις οποίες οι
Ευρωπαίοι εισήγαγαν αγαθά και πρώτες ύλες σε μεγάλες ποσότητες ήδη από τα
χρόνια του πολέμου. Καθώς το άνοιγμα του ισοζυγίου εισαγωγών και εξαγωγών
συνέχισε να διευρύνεται το 1947 με ταχύτερους ρυθμούς, τα συναλλαγματικά
αποθέματα της Ευρώπης άρχισαν να εξανεμίζονται και το μέλλον των διεθνών
εμπορικών συναλλαγών διαγράφονταν αβέβαιο. Σε αυτή τη φάση – το καλοκαίρι
του ’47 – η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρενέβη με το λεγόμενο Σχέδιο Μάρσαλ. Το
«Πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Ανάκαμψη» περιλάμβανε αποστολές αγαθών αλλά
και κυρίως οικονομική βοήθεια, καθώς επίσης και παροχή δανείων. Το
«Πρόγραμμα» αποτελούσε μια πολύ σημαντική οικονομική δέσμευση από την
πλευρά των ΗΠΑ. Η οικονομική και πολιτική επένδυση ήταν τέτοια, ώστε η
κυβέρνηση Τρούμαν ουσιαστικά δημιούργησε ένα κρίσιμο αντικίνητρο για κάθε
μελλοντικό απομονωτισμό – προς αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων. Γιατί λοιπόν
αποφάσισε η αμερικανική κυβέρνηση αυτή τη σημαντικότατη μεταφορά πόρων προς
την Ευρώπη;
- Η οικονομική κατάσταση είχε γίνει τόσο δύσκολη που κάποια αμερικάνικη
παρέμβαση ήταν αναγκαία, αν οι συναλλαγές στην Ευρώπη επρόκειτο να
συνεχιστούν.
- Οι ΗΠΑ προσέβλεπαν σε μια ανοιχτή μεταπολεμική διεθνή οικονομία. Η
αμερικανική κυβέρνηση επιθυμούσε να επηρεάσει τις διεθνείς εξελίξεις έτσι
ώστε να επικρατήσει μακροπρόθεσμα η φιλελεύθερη προσέγγιση στις διεθνείς
οικονομικές σχέσεις και να εξασφαλιστούν οι συνθήκες απρόσκοπτης
λειτουργίας και επέκτασης της διεθνούς αγοράς.
- Η σημαντικότερη παράμετρος ήταν η επιθυμία της κυβέρνησης των ΗΠΑ να
αποτραπεί το ενδεχόμενο αύξησης της κομμουνιστικής επιρροής στις
κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες της Ευρώπης. Το Σχέδιο Μάρσαλ είχε
κύριο σκοπό την στήριξη και σταθεροποίηση των φιλελεύθερων πολιτικών
καθεστώτων στη μεταπολεμική Ευρώπη.
- Τέλος, η αμερικανική κυβέρνηση θέλησε να στηρίξει τα ευρωπαϊκά κράτη με
τρόπο που θα ενίσχυε ταυτόχρονα και τη μεταξύ τους συνεργασία, αφενός
γιατί επιθυμούσαν να αποφύγουν το ενδεχόμενο επανεμφάνισης του
εθνικισμού (και των συνακόλουθων εκείνων τάσεων που οδήγησαν την
Ευρώπη στο αιματοκύλισμα και τη διεθνή πολιτική σκηνή σε δραματικές
κρίσεις), αφετέρου ήταν προτιμότερη και πιο εύκολη η διαπραγμάτευση με τη
δυτική Ευρώπη, η οποία τελευταία μιλούσε ως σύμμαχος με μια φωνή.
Ποια ήταν λοιπόν η σημασία του Σχεδίου Μάρσαλ για τα πρώτα βήματα της
ευρωπαϊκής ενοποίησης; Η σημασία του με όρους οικονομικούς, με όρους θεσμικούς,
καθώς επίσης και με όρους που αφορούσαν την διαίρεση της Ευρώπης είναι οι εξής:
- Από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής οικονομίας το «Πρόγραμμα για την
Ευρωπαϊκή Ανάκαμψη» έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία της
οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης.
- Το «Πρόγραμμα» έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία θεσμών
συνεργασίας μεταξύ των κρατών της δυτικής Ευρώπης και είχε ιδιαίτερη
σημασία για τη μελέτη των απαρχών της ενοποίησης στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ
κατέστησαν σαφές ότι το Σχέδιο Μάρσαλ μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο ως
αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών ώστε να
καθοριστεί το είδος των προγραμμάτων που επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν
σε κάθε χώρα και ο τρόπος διανομής των πόρων. [Για τον σκοπό αυτό
ιδρύθηκε το 1948 ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας]
- Δεδομένου ότι το «Πρόγραμμα» οδηγούσε σε μεγάλη μεταφορά πόρων από
τις ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές χώρες, ήταν αναμενόμενο ότι θα επηρεαζόταν και η
μελλοντική κατεύθυνση της οικονομικής εξέλιξης των χωρών που
συμμετείχαν. [Το αν η ενίσχυση θα δινόταν στη βαριά βιομηχανία, ή την
ελαφριά βιομηχανία, ή τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας κ.ο.κ. επρόκειτο να
παίξει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της μελλοντικής θέσης της
ενδιαφερόμενης χώρας στη διεθνή οικονομία]
- Τέλος, το Σχέδιο Μάρσαλ συνέβαλε και στη διαίρεση της Ευρώπης. Οι
ανατολικές χώρες προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν, αλλά δεν αποδέχθηκαν
ύστερα από πιέσεις της ΕΣΣΔ. Είχε καταστεί άλλωστε σαφές ότι το
«Πρόγραμμα» σηματοδοτούσε μια διαφορετική λογική εξέλιξης από αυτή που
διαμορφώνονταν στη ζώνη επιρροής της ΕΣΣΔ.

5] Αναλύστε τους λόγους που κατέστησαν τη Γαλλία και τη Γερμανία τις πιο
σημαντικές χώρες στη δρομολόγηση της ενοποιητικής διαδικασίας ολοκλήρωσης.
Οι πληγές που άφησε ο Β’ Παγκόσμιος δεν ήταν μόνο οικονομικής, κοινωνικής και
πολιτικής φύσης. Όλη αυτή η αστάθεια είχε πλήξει σε πολύ μεγάλο βαθμό την
εμπιστοσύνη για αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία σε διάφορους τομείς. Οι
οικονομίες πολέμου είχαν δοκιμαστεί στο έπακρο κι έπρεπε να
επαναπροσδιοριστούν και να μετασχηματιστούν σε οικονομίες ειρήνης. Το
πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό. Υπήρχε έντονη
καχυποψία κι τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης. Κάθε προσπάθεια συνεννόησης
προσέκρουε στα τείχη της εθνικής κυριαρχίας, της άμυνας και της εξωτερικής
πολιτικής, με αποτέλεσμα κάθε πολιτική προσπάθεια προσέγγισης, συνεννόησης και
συνεργασίας να πέφτει στο κενό.
Το καθεστώς της ηττημένης Γερμανίας δημιούργησε τριβές τόσο στις σχέσεις των
ΗΠΑ και των συμμάχων τους, όσο και της ΕΣΣΔ και των χωρών που είχαν περιέλθει
στη σφαίρα επιρροής της. Στα χρόνια μετά την κρίση του Βερολίνου (1948) η
Ομοσπονδιακή Γερμανία έγινε αιτία για ένα άλλο πρόβλημα, αυτή τη φορά μέσα στο
δυτικό μπλοκ. Η Δυτική Γερμανία αντιπροσώπευε μια χώρα δυνητικά ισχυρή από
άποψη τόσο οικονομική όσο και στρατιωτική. Ανέκυψε το ερώτημα λοιπόν τι
πολιτικές θα έπρεπε να υιοθετήσουν οι σύμμαχοι αναφορικά με την εξέλιξη της
Γερμανίας, χωρίς να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος (όταν οι επαχθείς όροι
οδήγησαν την χώρα στην εσωστρέφεια και ακόλουθη την κυριαρχία του ναζισμού).
Η Γερμανία θα έπρεπε να βοηθηθεί με τρόπο ο οποίος θα της επέτρεπε να
ανοικοδομήσει και να αναπτύξει την οικονομία της, αλλά και να αποκαταστήσει μια
περιορισμένη αλλά αξιόμαχη στρατιωτική οντότητα – στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και
των εξελισσόμενων θεσμών της ευρωπαϊκής συνεργασίας – χωρίς να αποτελέσει εκ
νέου δυνητική απειλή για την ειρήνη. Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος, τους
ευαίσθητους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και των αμυντικών σχεδιασμών, οι
ευρωπαίοι πολιτικοί επιχείρησαν να βρουν έναν κοινό τόπο συνεννόησης και
συνεργασίας. Τον βρήκαν στον τομέα της οικονομίας.
Εν μέσω του ψυχρού πολέμου λοιπόν, έκανε την εμφάνισή του το πρώτο φιλόδοξο
σχέδιο που επιχείρησε να απεγκλωβίσει και να αναστήσει την Ευρώπη. Το σχέδιο
Σουμάν* επιχείρησε αφενός μετατοπίσει το ενδιαφέρον από τις αδιέξοδες πολιτικές
αντιπαραθέσεις και αφετέρου να δώσει στον οικονομικό τομέα – που βρισκόταν ήδη
σε οριακό σημείο - μια νέα ώθηση προς μια νέα κατεύθυνση.
Το σχέδιο Σουμάν έθετε ως προϋπόθεση τη συνεργασία Γαλλίας και Γερμανίας. Η
βαρύτητα προς την κατεύθυνση της γαλλογερμανικής προσέγγισης δόθηκε διότι το
μεγαλύτερο ‘αγκάθι’ στην πραγμάτωση της ιδέας της ευρωπαϊκής συνεργασίας και
ολοκλήρωσης, εκείνη την περίοδο, ήταν η Γερμανία. Η βασική φιλοσοφία και
φιλοδοξία του σχεδίου Σουμάν ήταν να δημιουργηθεί μια «κοινότητα ειρηνικών
συμφερόντων» που θα ξεπερνούσε οριστικά τις καταστροφικές αντιπαλότητες του
παρελθόντος και θα άνοιγε ένα νέο δημιουργικό δρόμο ευημερίας και ανάπτυξης για
ολόκληρη την Ευρώπη. Το σχέδιο απλό, όσο και επαναστατικό, και το μήνυμα ηχηρό
και ξεκάθαρο. Με τη Διακήρυξη της 9ης Μαΐου του 1950 ο Ρομπερ Σουμάν, διεμήνυε
ότι η Γαλλία ήταν έτοιμη να αφήσει πίσω της τον γαλλογερμανικό ανταγωνισμό και
θεμελίωνε ουσιαστικά μια νέα Ευρώπη. Η de facto ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που
επιθυμούσε ο Σουμάν θα χτίζονταν πάνω στην αμοιβαία συμφωνία Γαλλίας και
Γερμανίας, για κοινή διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, με τη
συμμετοχή όσων χωρών συμμερίζονταν το όραμα για μια ενωμένη και ειρηνική
Ευρώπη.
Η πεποίθηση της Γαλλίας ότι η συνεργασία στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ αποτελούσε
μονόδρομο για την επιτυχία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν τόσο μεγάλη, που
δήλωνε αποφασισμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου ακόμη κι αν δεν
συμμετείχε καμία άλλη χώρα στο εγχείρημα. Το επαναστατικό σχέδιο Σουμάν όχι
μόνο έβγαζε τη Γερμανία από το περιθώριο, αλλά της πρόσφερε την ευκαιρία να
αναγεννηθεί και να διεκδικήσει τη θέση της στο νέο ευρωπαϊκό χάρτη. Επιπλέον η
ίδια η Γερμανία έβλεπε σε αυτή τη συνεργασία, εκτός από την ευκαιρία για
ανοικοδόμηση, έναν σύμμαχο απέναντι στην απειλή του ανατολικού μπλοκ. Από
την πλευρά της η Γαλλία ένιωθε ασφάλεια από το γεγονός ότι γειτνίαζε πλέον με
χώρα συνεργάτη-σύμμαχο κι όχι αντίπαλο. Παράλληλα αυτή η εγγύτητα της έδινε
μια νέα δυνατότητα για οικονομική ανάπτυξη μέσα από την πρόσβαση στις αγορές
και τις πρώτες ύλες της Γερμανίας.

*Ο Ρομπέρ Σουμάν - υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας από το 1948 έως το 1952 -
ήταν υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενότητας. Τον προβλημάτιζε όμως η θέση και ο
ρόλος της Γερμανίας στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό τοπίο, ιδιαίτερα μετά την
επικράτηση του Ανατολικού μπλοκ και την πολιτική και γεωγραφική διαίρεσή της.
Την ίδια αγωνία συμμεριζόταν και ο Ζαν Μονέ (Γάλλος πολιτικός σταθερά
προσανατολισμένος σε πολιτικές συνεργασίας και επίλυσης διαφορών), ο «πατέρας
της Ευρώπης», αυτός δηλαδή που εμπνεύστηκε και συνέταξε ουσιαστικά το σχέδιο
Σουμάν. Ο Ζαν Μονέ αντιλήφθηκε πολύ νωρίς ότι η μονόπλευρη, αδιάλλακτη και
άκαμπτη προσέγγιση σε πολιτικό επίπεδο άφηνε πολύ μικρά περιθώρια συνεννόησης
και συνεργασίας στις χώρες που είχαν μάθει μέχρι τότε να περιχαρακώνονται στην
ασφάλεια υπεράσπισης των εθνικών τους συμφερόντων. Έστρεψε λοιπόν το
ενδιαφέρον και τις προσπάθειές του σε έναν τομέα, που τη συγκεκριμένη χρονική
στιγμή χρειαζόταν επειγόντως αναζωογόνηση καθώς επηρέαζε άμεσα την ευημερία
των λαών, την οικονομία.

6] Οι καθοριστικοί παράγοντες που οδήγησαν στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το


1986.
Οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες που επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας
του 1970 οδήγησαν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1980 με αρκετά αντίξοες
συνθήκες. Οι πετρελαϊκές κρίσεις – ιδιαίτερα με οι δύο του ’73 & ‘79 – ενέτειναν τις
δυσκολίες διαμόρφωσης συντονισμένων ευρωπαϊκών πολιτικών, έμοιαζε να
απουσιάζει μια κοινή ευρωπαϊκή προοπτική αντιμετώπισης των δυσχερειών. Μια
άλλη κατάσταση παρατεταμένης κρίσης, γνωστή ως στασιμοπληθωρισμός, έτεινε να
παγιωθεί στη δυτική Ευρώπη. Ο στασιμοπληθωρισμός αποτέλεσε μια σημαντική
απειλή καθώς δεν ήταν δυνατόν να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά με τα δεδομένα
εργαλεία οικονομικής πολιτικής. Επιπλέον ο ανταγωνισμός που αντιμετώπιζαν τα
ευρωπαϊκά προϊόντα στις διεθνείς αγορές έλαβε νέες διαστάσεις από τα μέσα της
δεκαετίας του ’70. Ο ανταγωνισμός ήταν οξύτατος τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από
τις λεγόμενες «νέες βιομηχανικές χώρες» της νοτιοανατολικής Ασίας. Σε επίπεδο
διεθνούς πολιτικής, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι ευρωπαϊκές χώρες παρέμεναν
εγκλωβισμένες στη λογική του διπολισμού των δύο κυρίαρχων μπλοκ. Οι αλλαγές
που επέφερε η διακυβέρνηση Γκορμπατσόφ επηρέασαν και τις διεθνείς εξελίξεις
αρχίζοντας να διαφαίνεται σιγά-σιγά η δυνατότητα ανάδειξης της Ευρώπης ως ενός
σημαντικού παράγοντα στη διεθνή σκηνή. Στο πεδίο της ευρωπαϊκής πολιτικής, οι
Κοινότητες αντιμετώπιζαν και πάλι την πρόκληση της διεύρυνσης, αυτή τη φορά
από τη νότια Ευρώπη, που η ένταξη στις Ε.Κ. σήμαινε τόσο οικονομική ενίσχυση όσο
και εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και δημοκρατίας. Τα πρώτα χρόνια της
δεκαετίας του ’80 έφεραν μαζί τους ένα συνδυασμό σταδιακά σωρευμένων
οικονομικών και πολιτικών προκλήσεων για τις Ε.Κ. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
(ΕΕΠ) αντανακλά την απόφαση των κρατών – μελών να ξεπεραστεί η στασιμότητα
με τρόπους οι οποίοι αξιοποιούν την ύπαρξη του Κοινοτικού πλαισίου.
Πως δραστηριοποιήθηκαν οι Ε.Κ. για να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις.
Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ευρώπη βρισκόταν σε ένα κρίσιμο
σταυροδρόμι δημιούργησε προβληματισμό για την ανάγκη εξεύρεσης εθνικών ή
συντονισμένων ευρωπαϊκών λύσεων σε δύο πεδία που αφορούσαν:
- την οικονομική αναζωογόνηση και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των
ευρωπαϊκών προϊόντων
- τη θεσμική μεταρρύθμιση και τη βελτίωση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών
οργάνων.
Η προσπάθεια να ενισχυθεί η οικονομική θέση της δυτικής Ευρώπης διεθνώς
αποτέλεσε μια καθοριστικής σημασίας παράμετρο για τις εξελίξεις της δεκαετίας του
’80. Η βασική ιδέα που κυριάρχησε σε αυτή την προσπάθεια εξηγεί και τις
συγκεκριμένες στρατηγικές που ακολουθήθηκαν, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα να
επιλεγεί η λύση της πλήρους ολοκλήρωσης της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Έτσι, οι
κυβερνήσεις των κρατών – μελών των Ε.Κ. αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν τη
δυνατότητα που τους προσέφερε το για ξεπέρασμα της ευρωπαϊκής στασιμότητας η
ύπαρξη του Κοινοτικού πλαισίου. Αντί να διολισθήσουν και πάλι σε καθαρά εθνικές
στρατηγικές αποφάσισαν να επεκτείνουν, να εμβαθύνουν και να ολοκληρώσουν
πλήρως την κοινή αγορά που είχε ιδρυθεί με τη Συνθήκη της Ρώμης. Να
δημιουργήσουν δηλαδή μια πραγματική ενιαία αγορά με την κατάργηση κάθε
είδους διαχωριστικού φραγμού στο εσωτερικό των Κοινοτήτων.
Η προσπάθεια να ενισχυθεί η διεθνής οικονομική σχέση της δυτικής Ευρώπης
γρήγορα συνδυάστηκε με μια αντίστοιχη προσπάθεια να βελτιωθεί το θεσμικό
σύστημα των Ε.Κ. Τρία ήταν τα κύρια ζητήματα που κυριάρχησαν στις σχετικές
διαπραγματεύσεις: η διεύρυνση της Ε.Κ., οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της Βρετανίας, η
θεσμική μεταρρύθμιση. Η θεσμική διάσταση επικεντρώθηκε σε δύο σημεία: α) Στην
αποδοχή της ομοφωνίας ή στην υιοθέτηση πρόσθετων μορφών πλειοψηφίας στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων από Κοινοτικούς θεσμούς. [οι πιο ένθερμοι
‘ευρωπαϊστές’ επιθυμούσαν την υιοθέτηση κάποιας μορφής αυξημένης πλειοψηφίας,
επιχειρηματολογώντας ότι διαφορετικά η Κοινότητα θα παραλύσει], β) Στην ανάγκη
ενίσχυσης του δημοκρατικού χαρακτήρα του Κοινοτικού πλαισίου και αναβάθμισης
του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [σταδιακά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
απέκτησε μια σειρά από σημαντικές λειτουργίες, κύριοι σταθμοί σε αυτή την πορεία
ήταν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη 1986) και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
(1992)]
Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1985 η οποία
αποδείχθηκε μία από τις σημαντικότερες: κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
που αποτέλεσε σημαντικό αναθεωρητικό σταθμό τόσο σε σχέση με την ολοκλήρωση
της ενιαίας εσωτερικής αγοράς όσο και με θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

7] Αποτιμήστε τη σημασία της αναθεώρησης των συνθηκών από το Μάαστριχτ κι


έπειτα έως τη Λισαβόνα.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι σηματοδοτεί τη
μετάβαση στην πολιτική διάσταση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Η Συνθήκη του
Μάαστριχτ συγκεντρώνει σε ένα ενιαίο κείμενο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις
Κοινότητες, την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ),
καθώς και τη συνεργασία στους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών
Υποθέσεων (ΔΕΥ). Η συνθήκη αυτή αποτελεί τη βάση της γνωστής «δομής των
πυλώνων». Στον κοινοτικό τομέα, οι βασικές καινοτομίες είναι: η έναρξη εφαρμογής
της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η οποία έγινε πραγματικότητα με την
απόφαση που ελήφθη το 1998 για τη θέσπιση του ενιαίου νομίσματος (ευρώ), η
θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, η υλοποίηση νέων πολιτικών (εκπαίδευσης,
πολιτισμού), καθώς και η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας που διέπει την
άσκηση των αρμοδιοτήτων. Τέλος, ένα κοινωνικό πρωτόκολλο επεκτείνει τις
κοινοτικές αρμοδιότητες στον κοινωνικό τομέα. Σε θεσμικό επίπεδο, ενισχύεται ο
ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χάρη στη θέσπιση της διαδικασίας
συναπόφασης σε ορισμένους τομείς και στη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στον
διορισμό των μελών της Επιτροπής. Οι εξελίξεις αυτές δεν θα ήταν δυνατές χωρίς την
ύπαρξη ενός βαθμού διαφοροποίησης μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, το
Ηνωμένο Βασίλειο δε συμμετέχει στο κοινωνικό πρωτόκολλο και διατηρεί το
δικαίωμα να αποφασίσει τη συμμετοχή του στη ζώνη του ευρώ, όπως και η Δανία. Η
κύρωση της συνθήκης δεν αποτέλεσε εύκολη διαδικασία, απόδειξη του γεγονότος ότι
αντιπροσώπευε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία μιας Ευρώπης με
πολιτιστική διάσταση.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ κατέστησε δυνατή την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της
Ένωσης. Έμφαση δόθηκε στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης και
στον συντονισμό των πολιτικών απασχόλησης. Η κοινοτική μέθοδος άρχισε να
εφαρμόζεται σε σημαντικούς τομείς οι οποίοι υπάγονταν μέχρι τότε στον τρίτο
πυλώνα, όπως η παροχή ασύλου, η μετανάστευση, η διέλευση των εξωτερικών
συνόρων, η καταπολέμηση της απάτης και η τελωνειακή συνεργασία. Η συνθήκη του
Άμστερνταμ περιλαμβάνει για πρώτη φορά διατάξεις που επιτρέπουν σε έναν
ορισμένο αριθμό κρατών μελών να αξιοποιήσουν τα κοινά θεσμικά όργανα για να
οργανώσουν μια ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους. Επιπλέον, η συνθήκη αυτή
ενισχύει τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου με την επέκταση της διαδικασίας
συναπόφασης και των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του. Προβλέπει, επίσης, την έναρξη
νέων διαπραγματεύσεων για την προετοιμασία των αναγκαίων θεσμικών
μεταρρυθμίσεων εν όψει της διεύρυνσης (σύνθεση της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου
και δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο) με στόχο τη διατήρηση του δημοκρατικού
χαρακτήρα και της αποτελεσματικότητας ενός οικοδομήματος που θα περιελάμβανε
πάνω από είκοσι μέλη. Η Συνθήκη υπήρξε απογοητευτική για εκείνους που
επιδίωκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις ενόψει της διεύρυνσης της Ε.Ε. που άρχισε να
διαφαίνεται. Παρ’ όλα αυτά συνέβαλε στην επίτευξη προόδου στον τομέα της
ολοκλήρωσης μετά την επιφυλακτικότητα που είχε ακολουθήσει το δανικό
δημοψήφισμα της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992. Σηματοδότησε επίσης την
επιθυμία της Βρετανικής κυβέρνησης να ενταχθεί στον κύριο κορμό της Ε.Ε.
Η Συνθήκη της Νίκαιας αφορά κυρίως τα «υπόλοιπα του Άμστερνταμ», δηλαδή τα
θεσμικά προβλήματα σχετικά με τη διεύρυνση τα οποία δεν διευθετήθηκαν το 1997.
Πρόκειται για τη σύνθεση της Επιτροπής, τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο
και την επέκταση των περιπτώσεων λήψης απόφασης με ειδική πλειοψηφία. Η εν
λόγω συνθήκη απλοποίησε επίσης τους κανόνες για την εφαρμογή της ενισχυμένης
συνεργασίας και κατέστησε αποτελεσματικότερο το σύστημα απονομής της
δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της
Νίκαιας, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της
Επιτροπής διακήρυξαν τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, τον οποίο είχε καταρτίσει ειδική συνέλευση. Με τη συνθήκη της Νίκαιας
καθίσταται εμφανές ότι η αρχιτεκτονική της Ένωσης θα πρέπει να λάβει μια
σφαιρική και σταθερή μορφή ώστε η Ένωση να είναι δυνατόν να λειτουργεί με
συνέπεια μετά τη διεύρυνση. Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης και η
κατάρτιση του Συντάγματος αποτελούν απόρροια αυτής της εξέλιξης. Η Συνθήκη της
Νίκαιας, ήταν πιο περιορισμένης εμβέλειας απ’ ότι οι προηγούμενες και αφορούσε
κυρίως θεσμικά θέματα τα οποία έθεσαν τις απαραίτητες βάσεις ώστε να
ενσωματώσει χώρες της Κεντρικής, Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης. Εκτός από την
πρόβλεψη για τη διεύρυνση η Συνθήκη προέβλεψε επίσης κάποια εμβάθυνση
δίνοντας περαιτέρω ώθηση στη διαδικασία ολοκλήρωσης μέσω των αυξημένων
εξουσιών που αναγνωρίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και της ευρύτερης
νομικής βάσης για την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας (Δεκέμβριος 2007) ήταν εκείνη που θέσπισε τη θέση του
Προέδρου του Κοινοβουλίου και του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα
Εξωτερικής Πολιτικής. Μπορεί οι κύριοι φορείς δράσης και αποφάσεων της Ε.Ε. να
εξακολουθούν να είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Υπουργών,
εκπρόσωποι ουσιαστικά των εθνικών κυβερνήσεων, ωστόσο προοδευτικά ο ρόλος της
Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απέκτησαν το δικό τους μερίδιο στην
εκπλήρωση της ολοκλήρωσης, όχι μόνο με την επιρροή που ασκούσαν στις
Διακυβερνητικές Διασκέψεις, αλλά και με τη θεσμική τους αναβάθμιση.
Η φύση των Συνθηκών και ο ρόλος που καλούνταν να διαδραματίσουν
Η επαναθεώρηση του συστήματος ειδικής πλειοψηφίας, η επέκταση της διαδικασίας
συναπόφασης σε περισσότερους τομείς, οι διατάξεις περί ενισχυμένης συνεργασίες
ήταν καινοτομίες που εισήγαγαν οι Συνθήκες προς την κατεύθυνση μιας πιο
ευέλικτης σχέσης συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών. Παράλληλα κάθε
καινούργια Συνθήκη οδηγούσε προς την αναβάθμιση του υπερεθνικού χαρακτήρα
της Ένωσης, ενισχύοντας τον θεσμικό ρόλο των υπερεθνικών οργάνων της Ένωσης,
με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να είναι εκείνο που επωφελήθηκε περισσότερο
ενισχύοντας τις εξουσίες και τις αρμοδιότητές του.
Βέβαια, κάθε νέα Συνθήκη προκειμένου να καλύψει ένα όλο και μεγαλύτερο σύνολο,
αντικρουόμενων συνήθως, εθνικών συμφερόντων συνοδευόταν από ολοένα και
περισσότερα Πρωτόκολλα, Δηλώσεις, Άρθρα και Ρήτρες, που προοδευτικά τις
καθιστούσαν πολύπλοκες κι έκαναν πιο δύσκολη την κύρωση και την εφαρμογή
τους. Οι συνεχόμενες δυσκολίες, για παράδειγμα, που αντιμετώπισε η Κοινότητα με
την κύρωση πολλών Συνθηκών, αρχής γενομένης με αυτή του Μάαστριχτ, υπήρξε
ικανή αφορμή ώστε να επιδιωχθεί η τροποποίηση στην διαδικασίας κύρωσης των
Συνθηκών. Ενώ παράλληλα υπογράμμιζε την στάση και την πρόθεση της
Κοινότητας, να μα παραμείνουν οι πολίτες έξω από τις διαδικασίες κατάρτισης των
Συνθηκών. Μετά από μια μακρά περίοδο αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων και
συμβιβασμών, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των αντίστοιχων
μεταρρυθμίσεων των Συνθηκών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας
κατόρθωσε να εξασφαλίσει για την Ένωση ένα «σταθερό και διαρκές θεσμικό
πλαίσιο» που να μην χρειάζεται περαιτέρω τροποποιήσεις, τουλάχιστον για το άμεσο
μέλλον. Γεγονός που εξυπηρέτησε τόσο τους ευρωσκεπτικιστές, που επί του παρόντος
δεν επιθυμούσαν μια περαιτέρω εμβάθυνση στα πρότυπα μιας ομοσπονδιακής
Ένωσης, ενώ ικανοποίησε και τους φιλοευρωπαϊστές, που θεωρούσαν ότι οι
υφιστάμενες Συνθήκες είναι αρκετά ευέλικτες και ανθεκτικές προς την όποια
βελτίωση της Ένωσης. (Nugent, 2012, 152-161). (Nugent, 2012, 147-157).

8] Πως οι εκάστοτε διαδικασίες επικύρωσης των συνθηκών έχουν επηρεάσει την


πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Στο βαθμό που οι πολιτικές και διοικητικές ελίτ καθορίζουν συνήθως τα
προγράμματα των δημόσιων πολιτικών και στο βαθμό που συνήθως λαμβάνουν
αποφάσεις χωρίς να συμβουλεύονται τους ψηφοφόρους τους, η πολιτική
δραστηριότητα σε όλα τα κράτη – έθνη μπορεί να θεωρηθεί υποκινούμενη από τις
ελίτ. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ε.Ε. καθώς σε αυτή δεν υπάρχουν άμεσες
διαδικασίες λογοδοσίας μεταξύ των υπευθύνων για τη λήψη αποφάσεων και των
πολιτών. Δεν προβλέπεται η δυνατότητα εκλογής μιας ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή
ενός ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με πλήρη εξουσία λήψης αποφάσεων. Προφανώς
αυτό δεν θα είχε πολύ μεγάλη σημασία αν μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι οι
περισσότεροι πολίτες υποστηρίζουν θερμά τη διαδικασία ολοκλήρωσης ή ότι
συμφωνούν να λαμβάνονται αποφάσεις για την ολοκλήρωση από τις αρμόδιες ελίτ.
Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο η διαδικασία ολοκλήρωσης υποκινείται από τις ελίτ
και ο βαθμός στον οποίο οι ελίτ δεν εκφράζουν πάντοτε τις ανησυχίες των λαών
φάνηκε σαφώς από τις δυσκολίες στην κύρωση των Συνθηκών. Τα προβλήματα
ξεκίνησαν όταν η διαδικασία κύρωσης των Συνθηκών – αρχής γενομένης με αυτή
του Μάαστριχτ (ΣΕΕ) – βασιζόταν σε εσωτερικά δημοψηφίσματα των χωρών –
μελών. [Το δημοψήφισμα των Δανών ήταν αρνητικό για τη ΣΕΕ, των Γάλλων οριακά
θετικό και οι δημοσκοπήσεις της περιόδου δείχνουν ότι Βρετανοί και Γερμανοί αν
είχαν την ίδια δυνατότητα θα είχαν απορρίψει κι εκείνοι την κύρωση της ΣΕΕ].
Ωστόσο, παρά τα όσα λέχθηκαν – μετά το Μάαστριχτ – για την προώθηση του
ανοίγματος και της δημοκρατίας στην Ε.Ε., δεν υπήρξε καμία κίνηση προς την
κατεύθυνση ανοίγματος της διαδικασίας κατάρτισης των Συνθηκών κατά τρόπο ώστε
να συμμετέχουν σε αυτή και οι πολίτες.
Η εντονότερη εκδήλωση αυτής της υποκινούμενης από τις ελίτ φύσης της
διαδικασίας ολοκλήρωσης – και αυτή που είχε τις σημαντικότερες συνέπειες –
παρουσιάστηκε όταν αρκετά κράτη – μέλη αποφάσισαν να διεξάγουν
δημοψηφίσματα σχετικά με τη Συνταγματική Συνθήκη. [Οι λαοί της Γαλλίας και των
Κάτων Χωρών απέρριψαν τη συνθήκη, για λόγους που δεν σχετίζονταν άμεσα με τη
Συνθήκη, αλλά για ανησυχίες σχετικά με τις πτυχές ολοκλήρωσης, την ενδεχόμενη
ένταξη της Τουρκία, την θεωρητικά αυξανόμενη επίδραση των αρχών της
φιλελεύθερης αγοράς και – για τους Ολλανδούς κυρίως – τη χρηματοδότηση του
προϋπολογισμού της Ε.Ε.] Τα δημοψηφίσματα αυτά έδειξαν ότι ορισμένες πτυχές της
διαδικασίας ολοκλήρωσης δεν υποστηρίζονταν τόσο σθεναρά από τους πολίτες όσο
από τις ελίτ.
Οι συνεχόμενες δυσκολίες που αντιμετώπισε η Κοινότητα με την κύρωση πολλών
Συνθηκών, με τελευταία αφορμή την κύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης, υπήρξαν
εφαλτήριο ώστε να επιδιωχθεί η τροποποίηση στην διαδικασίας κύρωσης των
Συνθηκών. Οι ηγέτες της Ε.Ε., όχι μόνο δεν αφουγκράστηκαν τα αποτελέσματα των
δημοσκοπήσεων των Ευρωπαίων πολιτών που δεν ήθελαν τη Συνταγματική
Συνθήκη, κι επομένως να πάρουν την απόφαση να την αφήσουν κατά μέρος,
αντίθετα προχώρησαν αφενός με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της Συνθήκης
μπορούσαν, αφετέρου πράττοντας ό, τι ήταν αναγκαίο προκειμένου να
ελαχιστοποιηθεί η ανάγκη για περαιτέρω δημοψηφίσματα κύρωσης. Οι ηγέτες της ΕΕ
έσπευσαν να παρακάμψουν τον σκόπελο «γνώμη κι επιθυμία των πολιτών»
επιχειρώντας μια ευρεία συναίνεση μεταξύ των κρατών-μελών ώστε να αποφευχθεί η
διενέργεια δημοψηφισμάτων. (Nugent, 158-159)

9] Η σχέση πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης και πως έχει επηρεάσει την
εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

10] Αφού προσδιορίσετε τη σημασία της πολιτικής ολοκλήρωσης να παραθέσετε


τους παράγοντες που έχουν ανασχέσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

11] Γιατί έχει προχωρήσει λιγότερο η πολιτική ολοκλήρωση από την οικονομική
ολοκλήρωση. (μιλάμε για διακυβερνητικά όργανα – ομοφωνία – πλειοψηφία)

Η οικονομική ολοκλήρωση πριν από την πολιτική


Τα σημαντικότερα βήματα προόδου στον τομέα της ολοκλήρωσης είχαν αρχικά τη
μορφή συμφωνιών για την ολοκλήρωση είχαν αρχικά τη μορφή συμφωνιών για την
ολοκλήρωση πτυχών της οικονομικής δραστηριότητας. Στην πορεία έγινε κατανοητό
ότι οι συμφωνίες αυτές απαιτούν και πολιτική ολοκλήρωση, ώστε να υπάρχει
πολιτική καθοδήγηση και έλεγχος. Όπως είναι φυσικό στην πράξη υπήρξε σημαντική
επικάλυψη και σύγχυση μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου, αλλά
από το 1950-51, όταν ιδρύθηκε η ΕΚΑΧ, το οικονομικό στοιχείο συνήθως υπερίσχυε
του πολιτικού. Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε και μέσα από της Συνθήκες, με την
ενίσχυση των οργάνων της Ε.Ε., συνέπεια αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί η
ανάπτυξη της οικονομικής κυρίως πολιτικής. Ο βαθμός στον οποίος μεγάλο μέρος
των μεταρρυθμίσεων των Συνθηκών αφορά τη συμπόρευση με την οικονομική
ολοκλήρωση και τις οικονομικές ανάγκες προκύπτει εμφανώς από το γεγονός ότι
κάθε Συνθήκη περιλάμβανε επεκτάσεις της διαδικασίας λήψης αποφάσεων με ειδική
πλειοψηφία (η επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας αποτελούσε προαπαιτούμενο για
την έγκριση και την πρόοδο του Προγράμματος της ΕΕΑ). Με εξαίρεση την
φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση, όλες οι Συνθήκες υπαγόρευαν για όλα τα
ουσιαστικά θέματα οικονομικής πολιτικής στα οποία καταρτίζεται νομοθεσία να
υπάγονται πλέον στην ειδική πλειοψηφία.
Ευελιξία - Η πολιτική ολοκλήρωση και η σημασία της
Όταν τα κράτη – μέλη ήθελαν να ενεργήσουν από κοινού σε έναν τομέα πολιτικής
και οι καθιερωμένοι μηχανισμοί κρίνονταν ακατάλληλοι για το σκοπό αυτό,
αναζητούνταν συνήθως εναλλακτικοί τρόποι λειτουργίας [αυτό συνέβη για
παράδειγμα στην περίπτωση της εγκαθίδρυσης και της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής
Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), της καθιέρωσης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού
Συστήματος, και του συστήματος Σένγκεν] Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά,
όλες οι Συνθήκες, στηρίχθηκαν και επέκτειναν σε μεγάλο βαθμό την παράδοση της
προσαρμοστικότητας και της καινοτομίας όσον αφορά την ανάπτυξη των πολιτικών.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ συνέβαλε σε αυτό θεσπίζοντας δύο μη κοινοτικούς
πυλώνες, ενώ προέβλεψε για πρώτη φορά τη μη ένταξη κρατών – μελών σε τομείς
πολιτικής ρητά προσδιοριζόμενους στις Συνθήκες (οι ρήτρες εξαίρεσης του Η.Β. και
της Δανίας). Η Συνθήκη του Άμστερνταμ συμπεριέλαβε κι άλλες ρήτρες εξαίρεσης
και ‘συνταγματοποίησε’ περαιτέρω την αρχή της ευελιξίας με τις διατάξεις περί
ενισχυμένης συνεργασίας , επιτρέποντας την ανάπτυξη μερικών πολιτικών χωρίς τη
συμμετοχή όλων των κρατών – μελών, καθώς και με την πρόβλεψη για
‘εποικοδομητική αποχή’. Η Συνθήκη της Νίκαιας ενοποίησε τις διαδικασίες
ενισχυμένης συνεργασίας, καθιστώντας ευκολότερη την εφαρμογή τους. Η Συνθήκη
της Λισαβόνας συνέχισε την παράδοση διεύρυνσης της βάσης της Συνθήκης για
μεγαλύτερη ευελιξία, επιτρέποντας σε μη προσδιοριζόμενο αριθμό κρατών – μελών
να συμμετέχουν σε ‘μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία’ στον τομέα της αμυντικής
πολιτικής και αναγνωρίζοντας σε ορισμένα κράτη – μέλη ρήτρες προαιρετικής
συμμετοχής και ρήτρες εξαίρεσης σε σχέση με ορισμένα θέματα.
Πολιτική σταδιακής εξέλιξης
Η διαδικασία ολοκλήρωσης χαρακτηρίζεται από συνεχή σημάδια εξέλιξης και κάθε
«πρόοδος» ακολουθείται από πιέσεις για περαιτέρω βήματα προόδου. Για τη
διαμόρφωση της φύσης της εν λόγω εξέλιξης, οι συντάκτες των Συνθηκών ανέπτυξαν
ένα σχεδόν ιδανικό μοντέλο εξέλιξης της ολοκλήρωσης σε τρία στάδια. Στην πρώτη
φάση, οι κυβερνήσεις συνειδητοποιούν τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας με άλλες
χώρες της Ε.Ε. σε έναν συγκεκριμένο τομέα πολιτικής και επιχειρούν να αναπτύξουν
την εν λόγω συνεργασία σε πολύ χαλαρή διακυβερνητική βάση, συχνά το περιθώριο,
η ακόμη κι εκτός, του πλαισίου της Ε.Ε. Όταν αυτή η μορφή συνεργασίας
αποδεικνύεται ανεπαρκής, οι κυβερνήσεις προχωρούν στην δεύτερη φάση, στην
οποία ο τομέας πολιτικής αναγνωρίζεται με σαφήνεια στη Συνθήκη και εντάσσεται
ρητά στο οργανωτικό πλαίσιο της Ένωσης, μολονότι ακόμη κυρίως σε
διακυβερνητική βάση, καθώς ο ρόλος της Επιτροπής είναι περιορισμένος, το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαθέτει μόνο δικαιώματα διαβούλευσης, οι αποφάσεις του
Συμβουλίου λαμβάνονται ομόφωνα και το Δικαστήριο διαθέτει ελάχιστές – ή
καθόλου – εξουσίες. Στην τρίτη φάση, οι κυβερνήσεις συνειδητοποιούν ότι πρέπει να
θέσουν σε εφαρμογή ισχυρότερες διαδικασίες λήψης αποφάσεων εάν επιθυμούν την
επίτευξη των στόχων τους και έτσι ξεκινά η υπερεθνική πορεία με την ανάθεση
περισσότερων αρμοδιοτήτων και ρόλων στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο και στο Δικαστήριο, και κυρίως με τη δυνατότητα αποφάσεων από το
Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία.

12] Ποιο θεωρείται σημαντικότερο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το


Μάαστριχτ, τη δημιουργία της ΟΝΕ ή τη θεσμική αναδιάρθρωση της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δεν αποτέλεσε το τελικό στάδιο της
οικονομικής ενοποίησης. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και επεκτάθηκε με τη
λεγόμενη Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Ο στόχος της ΟΝΕ είχε
διατυπωθεί για πρώτη φορά στη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Χάγη
το 1969 ως ένας μακροπρόθεσμος στόχος. Ο προβληματισμός για την ΟΝΕ
εξελίχθηκε σε στενή σχέση με τη γενικότερη συζήτηση στο πλαίσιο της Κοινότητας
για τη μετεξέλιξη της στην κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [Η πρώτη αναφορά
στην ‘Ένωση’ βρισκόταν βέβαια στο Προοίμιο της Συνθήκης της Ρώμης (1957).
Επόμενος σταθμός σε αυτή την πορεία υπήρξε η διάσκεψη του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου στο Παρίσι (1972), ενώ το 1977 η Επιτροπή επανέφερε στο προσκήνιο το
στόχο της ΟΝΕ, παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες της δεκαετίας του ’70. Ο
στόχος της Ένωσης παρέμεινε ζωντανός και τον επιβεβαίωσε και πάλι η Διακήρυξη
της Στουτγάρδης το 1983. Γενική αναφορά στο στόχο της Ένωσης υπάρχει και στο
Προοίμιο της ΕΕΠ]. Οι συγκεκριμένες παράμετροι που ορίζουν την οικονομική
ένωση των χωρών της Κοινότητας αποκρυσταλλώθηκαν το 1989, στην αναφορά για
την ΟΝΕ της Επιτροπής υπό την προεδρεία του Ζακ Ντελόρ. Η αναφορά αυτή έθεσε
τις βάσεις για τη συμφωνία για την ΟΝΕ στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής
Διάσκεψης και τελικά της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή και ως
Συνθήκη του Μάαστριχτ (ΣΕΕ, 1992). Κύριες παράμετροι της ΟΝΕ:
- σύγκλιση των οικονομιών των χωρών – μελών
- σύγκλιση των κρατικών πολιτικών τους στο οικονομικό πεδίο
- νομισματική ένωση με την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ, και
την ίδρυση μιας κεντρικής νομισματικής αρχής – της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας
Συνεπώς οι χώρες της Κοινότητας προχωρούν πέρα από την παγίωση της εσωτερικής
αγοράς στη δημιουργία μιας συνολικά ενοποιημένης οικονομίας. Αυτή η
ενοποιημένη οικονομία δημιουργεί με τη σειρά της νέες συνθήκες και επηρεάζει την
πολιτική και τους όρους άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας στα κράτη – μέλη. Η
ΣΕΕ θέσπισε μια σειρά «κριτηρίων οικονομική σύγκλισης» στη βάση των οποίων τα
κράτη – μέλη της Ε.Κ. θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ και με απώτερο στόχο
την αντικατάσταση μέσα σε βάθος τριετίας την αντικατάσταση των εθνικών
νομισμάτων με το ευρώ. Το πρόγραμμα της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς
έτυχε σχεδόν γενικής αποδοχής από τους πολίτες της Κοινότητας. Ωστόσο, οι
αντιδράσεις σχετικά με την ΟΝΕ ποικίλλουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Σε αρκετές
χώρες οι πολίτες εμφανίζονται διστακτικοί απέναντι στο ενδεχόμενο εγκατάλειψης
του εθνικού νομίσματος, ενώ σε ορισμένες η πλειοψηφία εμφανίζεται προς το παρόν
αρνητική.
Ως αποτέλεσμα της ΣΕΕ – συνδυασμό με την ΕΕΠ που προηγήθηκε - οι θεσμικές
διαστάσεις της Κοινότητας τροποποιούνται σημαντικά:
- Ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης
αποφάσεων: α) συμμετέχει ενεργά στη λήψη αποφάσεων είτε προτείνοντας
τροποποιήσεις είτε απορρίπτοντας εξολοκλήρου μια νομοθετική πρόταση –
οπότε το Σ.Υ. μπορεί να την υιοθετήσει μόνο με ομοφωνία (διαδικασία
συνεργασίας) και β) μπορεί αφού ακολουθηθεί η «διαδικασία συνεργασίας»
να μπλοκάρει, με απόλυτη πλειοψηφία, μια νομοθετική πρόταση για την
οποία εξακολουθεί να είναι αδύνατη μια συμφωνία με το Σ.Υ. (διαδικασία
συναπόφασης).
- Ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον κοινοβουλευτικό
έλεγχο του Σ.Υ. και της Επιτροπής καθώς επίσης και στη διαδικασία διορισμού
της τελευταίας. Ενισχύονται έτσι τα στοιχεία δημοκρατικού ελέγχου στο
πολιτικό σύστημα της Κοινότητας και μειώνεται αντίστοιχα το λεγόμενο
«δημοκρατικό έλλειμμα».
- Ενισχύεται ο ρόλος της ειδικής πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων
στο Σ.Υ. έτσι οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία, ειδική πλειοψηφία ή
απλή πλειοψηφία. [Η ειδική πλειοψηφία άρχισε να εφαρμόζεται σε ολοένα
και περισσότερες περιπτώσεις με την ΕΕΠ και σήμερα καλύπτει τα
περισσότερα πεδία πολιτικής, περιλαμβανομένης της εσωτερικής αγοράς]
- Τίθενται υπό το Κοινοτικό καθεστώς – με τη δημιουργία αντίστοιχων
ρυθμίσεων – νέοι τομείς πολιτικής, όπως η προστασία του περιβάλλοντος.
- Δημιουργείται ένας νέος θεσμός η Επιτροπή των Περιφερειών, με συμβουλευτικό
κυρίως ρόλο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρός θεσμός, ωστόσο εκφράζει μια
σημαντική πραγματικότητα της Ε.Ε. καθώς αναγνωρίζει τη σημασία της
πολιτικής στα ‘υποεθνικά’ επίπεδα και κυρίως σε αυτό της περιφέρειας.
- Εισάγεται η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, με καθαρά συμβολική σημασία,
καθώς υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι πολίτες ανήκουν, πέρα από τις εθνικές-
κρατικές κοινότητες και σε μια ευρωπαϊκή κοινότητα.
- Εισάγεται η αρχή της επικουρικότητας που τονίζει τον ρόλο των κρατών για την
ανάληψη δράσης που ταιριάζει καλύτερα στο επίπεδο των κρατών και όχι το
υπερεθνικό. Η εισαγωγή της έννοιας της επικουρικότητας είχε διπλό στόχο.
Αφενός να υπογραμμιστεί ο συνεργατικός και συμπληρωματικός χαρακτήρας
των σχέσεων μεταξύ των κρατών της Κοινότητας ως διακριτών επιπέδων ενός
ενοποιημένου συστήματος. Αφετέρου, να καθησυχαστούν οι φόβοι όσων
προέβλεπαν ότι η συνεχής ανάπτυξη και επέκταση της δράστης της Ε.Κ.
περιορίζει ασφυκτικά τα πεδία των κυβερνήσεων.
(η ΟΝΕ είναι σημαντική κυρίως για συμβολικούς λόγους, αλλά το δεύτερο είναι πιο
σημαντικό γιατί έγινε σε κάποιο βαθμό πιο δημοκρατική η Ε.Ε.)

13] Περιγράψτε τους τρόπους για να αντιμετωπιστεί το δημοκρατικό έλλειμμα


μετά την Ευρωπαϊκή Πράξη. Επιτεύχθηκε και σε ποιο βαθμό;
Παρά την εισαγωγή του θεσμού της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και τη λειτουργία
ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και ομάδων συμφερόντων στο κοινοτικό επίπεδο,
η Ε.Ε. κατηγορείται για μη δημοκρατικές πρακτικές και ανεπαρκή εκπροσώπηση των
Ευρωπαίων πολιτών στα θεσμικά της όργανα. Η δημοκρατία εδράζεται στην ιδέα της
λαϊκής εξουσίας/κυριαρχίας σύμφωνα με την οποία ο κύριος στόχος της
δημοκρατικής κυβέρνησης και κατά συνέπεια το κύριο κριτήριο βάσει του οποίου τα
πολιτικά συστήματα πρέπει να αξιολογούνται αναφορικά με τη δημοκρατικότητά
τους είναι η εφαρμογή της θέλησης του λαού. Το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης
αναφέρεται ακριβώς στη δυσαρμονία ανάμεσα στις απαιτήσεις της σύγχρονης
δημοκρατίας και στις πραγματικές συνθήκες παραγωγής πολιτικής στην Ε.Ε.
(Λεοντίδου, σ. 170).
--- Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται κυρίως για να
τονιστεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της στερούνται δημοκρατικής
νομιμότητας και ότι φαίνονται απρόσιτα στον πολίτη, εξαιτίας της περίπλοκης
λειτουργίας τους. Σε κάθε στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το ζήτημα της
δημοκρατικής νομιμοποίησης ετίθετο κατά τρόπο όλο και πιο έντονο. Οι συνθήκες
του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας συνέβαλαν στη βελτίωση της
δημοκρατικής νομιμότητας του θεσμικού συστήματος, ενισχύοντας τις αρμοδιότητες
του Κοινοβουλίου σε θέματα διορισμού και ελέγχου της Επιτροπής και διευρύνοντας
διαδοχικά το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας συναπόφασης. Η συνθήκη της
Λισσαβόνας ακολουθεί και αυτή την ίδια οδό. Από τη μία, ενισχύει τις αρμοδιότητες
του Κοινοβουλίου σε νομοθετικά και δημοσιονομικά θέματα, και του επιτρέπει να
ασκήσει πιο αποτελεσματικό πολιτικό έλεγχο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα από τη
διαδικασία διορισμού τού προέδρου της Επιτροπής. Από την άλλη, επιδιώκει να
βελτιώσει τη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης,
δημιουργώντας δικαίωμα πρωτοβουλίας των πολιτών και αναγνωρίζοντας τη
σημασία τού διαλόγου μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και της
κοινωνίας των πολιτών. Εξάλλου, η συνθήκη προβλέπει ότι οι σύνοδοι του
Συμβουλίου Υπουργών είναι στο εξής δημόσιες, προκειμένου να ενισχυθεί η
διαφάνεια και η πληροφόρηση των ευρωπαίων πολιτών.
--- Η αλήθεια είναι ότι οι νομοθετικές εξουσίες και ο έλεγχος του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου επί της Επιτροπής έχουν πολύ αυξηθεί σε σχέση με τα πρώτα χρόνια
της ολοκλήρωσης, που είχε μόνο συμβουλευτικό ρόλο στη διαδικασία λήψης των
αποφάσεων και που, συνεπώς, το δημοκρατικό έλλειμμα στο ευρωπαϊκό επίπεδο
ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο που υπήρχε σε εθνικό επίπεδο. Τώρα, χάρη
στη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού
από το Συμβούλιο, που αντιπροσωπεύει τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις
των χωρών της Ένωσης, και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που αντιπροσωπεύει
άμεσα τους πολίτες της Ένωσης. Συνάγεται ότι το «δημοκρατικό έλλειμμα» είναι ένας
ακόμη μύθος που διαδίδεται από τους ευρωφοβικούς κύκλους. Κατά παράδοξο
τρόπο, αυτοί οι ίδιοι κύκλοι είναι μεταξύ των πλέον σφοδρών πολέμιων της
επέκτασης της διαδικασίας συναπόφασης στην κοινή εξωτερική πολιτική και
πολιτική ασφαλείας, η οποία θα μπορούσε να εξαλείψει τα κατάλοιπα του
δημοκρατικού ελλείμματος.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας ορίζει για πρώτη φορά τα δημοκρατικά θεμέλια της
Ένωσης, τα οποία στηρίζονται σε τρεις αρχές: την αρχή της δημοκρατικής ισότητας,
την αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την αρχή της συμμετοχικής
δημοκρατίας. Δηλώνει ότι σε όλες τις δραστηριότητές της, η Ένωση σέβεται την αρχή
της ισότητας των πολιτών της, οι οποίοι τυγχάνουν ίσης προσοχής από τα θεσμικά
και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της. Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται
στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα στο επίπεδο
της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να
συμμετέχει στον δημοκρατικό βίο της Ένωσης. Οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το
δυνατόν πιο ανοιχτά και εγγύτερα στους πολίτες. Τα θεσμικά όργανα διατηρούν
ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και την
κοινωνία των πολιτών. Πολίτες της Ένωσης, εφόσον αριθμούν τουλάχιστον ένα
εκατομμύριο και είναι υπήκοοι σημαντικού αριθμού κρατών μελών, μπορούν να
λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των
αρμοδιοτήτων της, να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι εν
λόγω πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή
των Συνθηκών. Ένας κανονισμός θεσπίζει τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που
απαιτούνται για την υποβολή πρωτοβουλίας πολιτών.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας επιδιώκει επίσης τον εκδημοκρατισμό της λειτουργίας της
Ένωσης μέσω της ενίσχυσης του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων, εμπνευσμένη
και αυτή από τη Συνταγματική Συνθήκη. Όπως ορίζει το άρθρο 12 της ΣΕΕ, τα
εθνικά κοινοβούλια συμβάλλουν ενεργά στην καλή λειτουργία της Ένωσης: (α) με το
να ενημερώνονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και να τους κοινοποιούνται
τα σχέδια νομοθετικών πράξεων της Ένωσης σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με
τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση· (β) μεριμνώντας ώστε
να τηρείται η αρχή της επικουρικότητας· (γ) συμμετέχοντας, στα πλαίσια του χώρου
ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στους μηχανισμούς αξιολόγησης της
υλοποίησης των πολιτικών της Ένωσης σε αυτό τον τομέα και συμπράττοντας στον
πολιτικό έλεγχο της Ευρωπόλ και στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της
Eurojust· (δ) συμμετέχοντας στις διαδικασίες αναθεώρησης των Συνθηκών · (ε) με το
να ενημερώνονται σχετικά με τις αιτήσεις προσχώρησης στην Ένωση· και (στ)
λαμβάνοντας μέρος στη διακοινοβουλευτική συνεργασία μεταξύ εθνικών
κοινοβουλίων και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

14] Τρείς πυλώνες. Εξηγήστε τη σημασία του κάθε πυλώνα.


Η Συνθήκη του Μάαστριχτ επιχείρησε να ανταποκριθεί στον στόχο του
μετασχηματισμού των Κοινοτικών σχέσεων. Έθεσε τα θεμέλια της ΟΝΕ και
δημιούργησε επίσης μια νέα οργανωτική μορφή με συμβολική σημασία – την
Ευρωπαϊκή Ένωση – βασισμένη τρεις πυλώνες:
- η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (που περιλαμβάνει και τις τρεις Ε.Κ.)
- η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ)
- η Συνεργασία στους τομείς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (ΣΔΕΥ)
Ο πρώτος πυλώνας, ο σημαντικότερος και νομικά περισσότερο έδραιος, αφορά τις
γνώριμες Ευρωπαϊκές Κοινότητες με τις δομές, τα πεδία πολιτικής και τις λειτουργίες
τους, δηλ. τις κοινοτικές διατάξεις και τις διατάξεις για την ΟΝΕ. Υιοθετήθηκαν δύο
σημαντικές νέες αρχές. Πρώτη η αρχή της επικουρικότητας – είχε την έννοια ότι οι
πολιτικές πρέπει να αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο, ίσως ακόμη και σε
περιφερειακό ή τοπικό, όποτε αυτό ήταν δυνατό. Η δεύτερη αρχή αφορούσε την
ιθαγένεια της Ένωσης. Οι λοιπές αναθεωρήσεις που έφερε η Συνθήκη του Μάαστριχτ
ήταν θεσμικές και πολιτικές. (ξεκίνησε από λειτουργισμό και κατέληξε σε
φεντεραλισμό)
Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τις διατάξεις για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και
Πολιτική Ασφάλειας. Σύμφωνα με την ΕΕΠ τα κράτη – μέλη «προσπαθούν να
διατυπώνουν και να εφαρμόζουν από κοινού μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική». Η
ΣΕΕ προσδιόρισε πιο αυστηρά αυτό τον στόχο ορίζοντας ότι τα κράτη – μέλη της Ε.Ε.
«καθορίζουν και εφαρμόζουν μια κοινή εξωτερική πολιτική ασφάλειας, η οποία
καλύπτει όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας […]
συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής διαμόρφωσης κοινής αμυντικής πολιτικής, η
οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινή άμυνα». Ο δεύτερος πυλώνας της ΣΕΕ ενέταξε
την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία στο ευρύτερο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Ο πυλώνας
αυτός ήταν εξαιρετικά σημαντικός επειδή εισήγαγε δύο νέα σημαντικά στοιχεία στην
διαδικασία ολοκλήρωσης της Δυτικής Ευρώπης. Πρώτον, μολονότι η εξωτερική
πολιτική διατήρησε ουσιαστικά τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της, δημιουργήθηκε
η δυνατότητα να λαμβάνονται ορισμένες σχετικές αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία.
Δεύτερον, η άμυνα περιλήφθηκε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα πολιτικής.
Ο τρίτος πυλώνας επικεντρώνεται στην διακυβερνητική συνεργασία στους τομείς
της δικαιοσύνης και της αστυνόμευσης, της πολιτικής του ασύλου και του ελέγχου
της μετανάστευσης από τρίτες χώρες προς την Ε.Ε. Όλα τα μέτρα που θα
λαμβάνονταν σε σχέση με τα θέματα αυτά έπρεπε να συμμορφώνονται με τις
διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι ο θεσμός στον οποίο ανατίθεται ο κρίσιμος ρόλος του
συντονισμού του όλου οικοδομήματος και της εξέλιξής του. Δηλαδή, μπορούσε να
υιοθετεί κοινές θέσεις, να προωθεί κάθε ενδεδειγμένη μορφή συνεργασίας και να
καταρτίζει συμβάσεις τις οποίες θα συνιστούσε στα κράτη – μέλη προς αποδοχή –
σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες. Όσον αφορά τις συνέπειες
στον τομές των πολιτικών, δημιουργήθηκε νομική βάση για συνεργασία σε τομείς
δραστηριότητας που στο παρελθόν αντιμετωπίζονταν είτε σε αμιγώς εθνική βάση είτε
σε μία χαλαρή και άτυπη συνεργασία μεταξύ των κρατών – μελών. Όσον αφορά τις
συνέπειες σε θεσμικά θέματα, μολονότι το διακυβερνητικό στοιχείο εξακολουθούσε
να κυριαρχεί, εμφανίστηκε αμυδρά και το υπερεθνικό στοιχείο λόγω της
δυνατότητας λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία σε ορισμένους τομείς
υλοποίησης πολιτικών.
Είναι γεγονός ότι οι τρεις πυλώνες δεν καλύπτονται πάντα από τις ίδιες αρχές
λειτουργίας, ούτε ακολουθούν την ίδια διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ο δεύτερος
και ο τρίτος πυλώνας ακολουθούν περισσότερο διακυβερνητικά πρότυπα,
αποφεύγοντας σε κάποιο βαθμό την ‘εμβάθυνση’ της θεσμικής ενοποίησης – που
χαρακτήρισε την πορεία των Κοινοτήτων. Ο δεύτερος και ο τρίτος αφορούν τομείς
και πεδία συνεργασίας μεταξύ των κρατών – μελών που εξελίχθηκαν σε σχέση με τις
Ε.Κ. αλλά χωρίς να ανήκουν τυπικά σε αυτές.

ΦΕΝΤΕΡΑΛΙΣΜΟΣ: Υποδεικνύει ότι τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη κινούνται προς μια


μορφή πολιτικής ένωσης. Ο φεντεραλισμός δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη συγκρότηση
πολιτικών θεσμών ομοσπονδιακού τύπου. Για να πραγματοποιηθούν τα σχέδια του
φεντεραλισμού απαιτείται μια βασική πολιτική συμφωνία για ένα Ευρωπαϊκό
Σύνταγμα. Προτείνεται έτσι η συγκρότηση ενός συστήματος διακυβέρνησης με δύο
βασικά επίπεδα – ομοσπονδία και κράτη – και θεσμικές σχέσεις τέτοιες που να
επιτρέπουν την εξισορρόπηση μεταξύ των εξουσιών των διαφορετικών επιπέδων. Το
ομοσπονδιακό (υπερεθνικό) επίπεδο αποκτά σημαντικούς ρόλους στον καθορισμό
των κοινών πολιτικών και εξωτερικών σχέσεων της ομοσπονδιακής Ευρώπης.
ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: Οι διακυβερνητικές σχέσεις ως βασική έννοια
μπορούν να συσχετιστούν με τη συνεργασία μεταξύ των κρατών. Η προσέγγιση αυτή
επιχειρεί να εξηγήσει τις εξελίξεις και τα χαρακτηριστικά της ενοποίησης μέσα από
τις διαπραγματεύσεις, τη συνεργασία, τη συνύπαρξη αλλά και τις διαφορές και τις
διαφωνίες μεταξύ των κρατών – μελών. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση τα κράτη
(και οι κυβερνήσεις τους) είναι αυτά που ελέγχουν αποφασιστικά τη διαδικασία
λήψης αποφάσεων στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Αποτελούν τους κύριους
πρωταγωνιστές και η εθνική κυριαρχία δεν υφίσταται σημαντικές αλλοιώσεις. Οι
κυβερνήσεις δρουν με βάση το εθνικό συμφέρον των χωρών τους, υιοθετώντας
πολιτικές ευνοϊκές προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση εφόσον αυτές δεν προσκρούουν
στα εθνικά τους συμφέροντα. Διαφορετικά είναι σε θέση να ανακόψουν την πορεία
της ενοποίησης.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ: Ο δρόμος που ακολούθησαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες στην
πρώτη δεκαετία τους. Το μοντέλο της λειτουργικής προσέγγισης δίνει έμφαση στις
οικονομικές διαδικασίες. Δεν ξεκινά από τους πολιτικούς θεσμούς – όπως ο
φεντεραλισμός – αλλά από έναν ή περισσότερους σημαντικούς τομείς της
οικονομίας. Ο λειτουργισμός ερμηνεύει την πρόοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως
αποτέλεσμα σταδιακών επιτευγμάτων, τα οποία βασίζονται σε επιτυχίες στην περιοχή
της οικονομικής ολοκλήρωσης και επεκτείνονται κατόπιν και στην πολιτική
ολοκλήρωση. Η πρόοδος αυτή επιτυγχάνεται χάρη σε έναν μηχανισμό που μπορούμε
να ονομάσουμε διάχυση των λειτουργικών αποτελεσμάτων (π.χ. όταν επιτευχθεί ένα
προχωρημένο επίπεδο ολοκλήρωσης σε έναν τομέα, τότε γίνεται αισθητή η ανάγκη
αυξημένης συνεργασίας ή ολοκλήρωσης και σε άλλους τομείς που συνδέονται με τον
πρώτο).

15] Εξηγήστε συνοπτικά τη διακυβερνητική και τη λειτουργική προσέγγιση και


αναφέρεται παραδείγματα στην ιστορική εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη δεκαετία του ’60 οι κυβερνήσεις 5 εκ των 6 κρατών – μελών της τότε Κοινότητας
ήταν πρόθυμες να δεχτούν, ακόμη και να ενθαρρύνουν, κάποια υπερεθνικά βήματα.
Ωστόσο, ο Γάλλος Πρόεδρος Ντε Γκολ, που επιθυμούσε να διατηρήσει «την αδιαίρετη
κυριαρχία του έθνους-κράτους», δεν συμφωνούσε. Προκειμένου να προλάβει
ορισμένες υπερεθνικές εξελίξεις που επρόκειτο να θεσπιστούν στην Κοινότητα,
απέσυρε το 1965 τους Γάλλους εκπροσώπους από τα κύρια όργανα λήψης
αποφάσεων της Κοινότητας. Αποτέλεσμα της επακόλουθης κρίσης ήταν ο
Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου το 1966, ο οποίος, μολονότι δεν είχε νομική ισχύ,
είχε ως συνέπεια να επικρατήσουν τα διακυβερνητικά στοιχεία στις διαδικασίες
λήψης αποφάσεων της Κοινότητας: οι εξουσίες της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου περιορίστηκαν και οι αποφάσεις του Συμβουλίου άρχισαν πλέον να
λαμβάνονται ομόφωνα – ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες οι Συνθήκες
επέτρεπαν τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία.
Λειτουργική προσέγγιση θα μπορούσε να αποτελεί η περίπτωση της ΕΚΑΧ, η οποία
είχε διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του εδάφους για
την ΕΟΚ, καθώς η ολοκλήρωση σε έναν τομέα θεωρούνταν ότι προωθούσε την
περαιτέρω ολοκλήρωση. Ωστόσο, η επιβράδυνση του ρυθμού της διαδικασίας
ολοκλήρωσης μετά την κρίση του 1965-1966 στην ΕΟΚ και την ύφεση της παγκόσμιας
οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κλόνισε τις θέσεις των υποστηρικτών
του νεολειτουργισμού. Αυτό συνέβη επειδή, αντί η ολοκλήρωση της πολιτικής να
προχωρήσει γοργά και αντί η πολιτική συμπεριφορά και η λήψη αποφάσεων να
αποκτήσουν ολοένα και περισσότερο υπερεθνικό χαρακτήρα, η ολοκλήρωση των
πολιτικών δεν εξελίχθηκε με τον τρόπο που ανέμεναν, ενώ η λήψη αποφάσεων
συνέχισαν να έχουν εθνικά ερείσματα και να υπακούν σε εθνικές επιταγές. Ως εκ
τούτου ο νεολειτουργισμός απώλεσε μεγάλο μέρος της αίγλης και της απήχησής του.
Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η ολοκλήρωση ξαναβρήκε το
ρυθμό της, ο νεολειτουργισμός αξιολογήθηκε εκ νέου και επανήλθε σε κάποιο βαθμό
στο προσκήνιο. Αποδείξεις που υποστηρίζουν τις θέσεις του νεολειτουργισμού
σχετίζονται τόσο με τη λειτουργική όσο και με την πολιτική εκχείλιση. Όσον αφορά
τη λειτουργική εκχείλιση, γίνεται συνήθως αναφορά στην εσωτερική αγορά, όπου οι
αρχικές ‘απαιτήσεις’ για εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς επεκτάθηκαν σταθερά
ώστε να συμπεριλάβουν, μεταξύ άλλων, την κοινωνική διάσταση, το ενιαίο νόμισμα
και κάποιο βαθμό δημοσιονομικής εναρμόνισης. Όσον αφορά την πολιτική
εκχείλιση, αναφέρονται συχνά οι μεγάλες πρόοδοι στη λήψη αποφάσεων σε
υπερεθνικό επίπεδο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ο «κινητήριος ρόλος» της
Επιτροπής, η συχνή χρησιμοποίηση της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο και η
υποστήριξη που παρείχαν τα δικαστήρια της Ε.Ε. σε μεγάλο μέρος των ενεργειών
ολοκλήρωσης θεωρούνται στοιχεία που εμπίπτουν στο νεολειτουργικό πλαίσιο.
(Nugent 583-588) φορολογία – εξωτερική πολιτική – άμυνα = διακυβερνητικά
(διακυβερνητικά ή λειτουργικά παραδείγματα μεμονωμένα ή συνδυαστικά Νούτζεντ
τελευταίο κεφάλαιο σ.σ. 571-605 και το επίμετρο)

16] Ποιες μεταρρυθμίσεις από τις διατάξεις της συνθήκης της Λισαβόνας
συμβάλουν στην διεύρυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και γιατί.(Νουτζεντ)
Η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί θετικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση,
ενισχύοντας τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών, βελτιώνοντας τη δικαστική
συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών και κάνοντας βήματα για μια πραγματικά
Κοινή Εξωτερική Πολιτική. Σε ό, τι αφορά τη θεσμική δομή της Ένωσης εξακολουθεί
να στηρίζεται στο τρίπτυχο: Ευρωκοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, εισάγοντας
ωστόσο ορισμένα νέα στοιχεία τα οποία βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα, τη
συνοχή και τη διαφάνεια των οργάνων της. Το Ευρωκοινοβούλιο αποκτά νέες
σημαντικές εξουσίες όσον αφορά τη νομοθεσία και τον προϋπολογισμό της Ε.Ε.,
αλλά και τις διεθνείς συμφωνίες. Ειδικότερα, η αυξημένη χρήση της διαδικασίας
συναπόφασης κατά την άσκηση της πολιτικής διασφαλίζει την ισότιμη θέση του
Ευρωκοινοβουλίου με το Συμβούλιο. Καινοτομία της Συνθήκης είναι ότι συνδέει
άμεσα την επιλογή υποψηφίου για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής με τα
αποτελέσματα των ευρωεκλογών, ενώ προβλέπει νέες ρυθμίσεις για τη μελλοντική
σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου. Επίσης, ο ρόλος του Προέδρου της Επιτροπής
ενισχύεται, αφού ο ίδιος μπορεί να εξαναγκάσει σε παραίτηση μέλος του Σώματος
των Επιτρόπων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ρόλος του οποίου είναι να δίνει την
αναγκαία πολιτική ώθηση, γίνεται θεσμικό όργανο της Ένωσης χωρίς όμως να
αποκτά νέες αρμοδιότητες. Καθιερώνεται το αξίωμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου, ο οποίος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για δυόμιση χρόνια
και έχει ως κύρια αποστολή του αφενός να μεριμνά για την κατάλληλη προετοιμασία
και συνέχεια των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και αφετέρου να
καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συναίνεσης.
Η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο επεκτείνεται σε νέους τομείς
πολιτικής (π.χ. μετανάστευση και πολιτιστικός τομέας). Το Συμβούλιο αποφασίζει με
ειδική πλειοψηφία, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται ομοφωνία
(φορολογία, εξωτερική πολιτική, άμυνα, κοινωνική ασφάλιση). Από το 2014 και
μετά, η ειδική πλειοψηφία θα βασίζεται στη διττή πλειοψηφία των κρατών μελών και
των πληθυσμών, εκπροσωπώντας έτσι τη διττή νομιμότητα της Ένωσης. Διττή
πλειοψηφία επιτυγχάνεται όταν μία απόφαση λαμβάνεται από το 55% των κρατών
μελών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της Ένωσης,
ενισχύοντας τόσο τη διαφάνεια όσο και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας
λήψης αποφάσεων. Για να μη μπορεί ένας πολύ μικρός αριθμός πολυπληθέστερων
κρατών μελών να παρεμποδίζει τη λήψη των αποφάσεων, η λεγόμενη «μειοψηφία
αρνησικυρίας» (μειοψηφία του βέτο) θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 4
κράτη-μέλη, διαφορετικά θα θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική πλειοψηφία ακόμα
και αν δεν ικανοποιείται το κριτήριο του πληθυσμού. Ο νέος τρόπος υπολογισμού
συμπληρώνεται από έναν μηχανισμό χάρη στον οποίο δύνεται η δυνατότητα σε
μικρά κράτη-μέλη που προσεγγίζουν τον αριθμό που απαιτείται για τη μειοψηφία
αρνησικυρίας να εκδηλώνουν την αντίθεσή τους σε μια απόφαση. Στην περίπτωση
αυτή, το Συμβούλιο πρέπει να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για την
εξεύρεση, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μιας ικανοποιητικής λύσης.

17] Με ποια κριτήρια και γιατί θα κατατάσσατε τα όργανα της Ευρωπαϊκής


Ένωσης σε υπερεθνικά και ποια διακυβερνητικά; (και γιατί το έκαναν;)
Στις Ε.Κ. η νομοθετική εξουσία ασκείται από ένα διακυβερνητικό όργανο το
Συμβούλιο των Υπουργών (Σ.Υ.) που αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών –
μελών που είναι οι υπουργοί των εθνικών κυβερνήσεων. Είναι ο ισχυρότερος και ο
σημαντικότερος θεσμός των Ε.Κ. Είναι όργανο καθαρά διακυβερνητικό. Οι
αντιπρόσωποι των κρατών – μελών συμμετέχουν σε αυτό όχι μόνο για να πάρουν
κοινές αποφάσεις, αλλά για να υποστηρίξουν τις θέσεις και τα συμφέροντα των
κρατών τους.
Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την Επιτροπή, στην οποία ανήκει και η
νομοθετική πρωτοβουλία η οποία ασκείται με εισηγήσεις στο Συμβούλιο των
Υπουργών. Επικεφαλής της Επιτροπής είναι 20 Επίτροποι, οι οποίοι διορίζονται από
τις εθνικές κυβερνήσεις. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι επικεφαλής αυτών των
Επιτρόπων και έχει τη δυνατότητα να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική
ζωή της Κοινότητας. Οι Επίτροποι οφείλουν να είναι εντελώς ανεξάρτητοι από τις
εθνικές κυβερνήσεις που τους υπέδειξαν. Ρόλος τους είναι να εκπροσωπούν τα κοινά
συμφέροντα της Κοινότητας – κι όχι αυτά των επί μέρους κρατών – μελών. Η
Επιτροπή είναι ένα κατεξοχήν υπερεθνικό όργανο.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παίζει ένα συνεχώς διευρυνόμενο ρόλο τόσο ως προς τη
συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων όσο και ως προς τον πολιτικό έλεγχο του Σ.Υ. και
της Επιτροπής. Τα διάφορα κράτη εκπροσωπούνται στο Ευρ. Κ. από αριθμό
Ευρωβουλευτών ο οποίος αντιστοιχεί χονδρικά στον πληθυσμό τους. Αρχικά η κύρια
λειτουργία του ήταν να γνωμοδοτεί για τις προτάσεις που υπέβαλλε η Επιτροπή στο
Σ.Υ. – έπειτα από αίτημα του Συμβουλίου. Σταδιακά απέκτησε μια σειρά από
σημαντικές λειτουργίες μέσα από τις αναθεωρήσεις των Συνθηκών. Το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο είναι μακράν το θεσμικό όργανο που επωφελήθηκε περισσότερο από τις
μεταρρυθμίσεις των Συνθηκών, καθώς κάθε Συνθήκη από την ΕΕΠ και έπειτα
ενίσχυε σημαντικά τις εξουσίες του [δημιουργώντας νέες νομοθετικές διαδικασίες
προς όφελός του – διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διαδικασιών –
αυξάνοντας τις εξουσίες του σε σχέση με πολλές αποφάσεις οι οποίες δεν
λαμβάνονται μέσω κανονικών νομοθετικών διαδικασιών π.χ. το δικαίωμα να εκλέγει
τον Πρόεδρο της Επιτροπής βάσει πρότασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με τον
υποψήφιο να απηχεί το αποτέλεσμα των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –
την εφαρμογή της διαδικασίας συναπόφασης σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες
ισχύει η λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο – το μέγεθος και η
σύνθεση των πολυετών δημοσιονομικών πλαισίων και των ετήσιων
προϋπολογισμών]
Σύνοδος Κορυφής και Σ.Υ = διακυβερνητικά – Επιτροπή και Ευρωκοινοβούλιο =
υπερεθνικά
18] Πως θα χαρακτηρίζατε το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ο ρόλος που έπαιζε το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο ήταν κυρίως διττός: απλώς συμβουλευτικός (διαδικασία διαβούλευσης)
ή ενεργητικής συμμετοχής (διαδικασία συνεργασίας), ανάλογα με το πεδίο πολιτικής
για το οποίο επρόκειτο να ληφθούν αποφάσεις. Αυτό που πέτυχαν οι τροποποιήσεις
της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Συνθήκης του Άμστερνταμ ήταν η ενίσχυση
του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ρόλο του και την επιρροή του το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο ακολούθησε μια διττή στρατηγική. Αφενός υιοθέτησε την προσέγγιση
των σταδιακών αλλαγών, στο πλαίσιο της οποίας αξιολόγησε πλήρως όλες τις
υφιστάμενες εξουσίες του κι έκανε ό, τι μπορούσε για να εξακριβώσει σε ποιο βαθμό
μπορούσε να τις ασκήσει. Αφετέρου, υιοθέτησε μια μαξιμαλιστική προσέγγιση, με
στόχο να επιτύχει τη θεμελιώδη μεταρρύθμιση των διοργανικών σχέσεων και
ειδικότερα τη διεύρυνση των εξουσιών του Κοινοβουλίου έναντι του Συμβουλίου
των Υπουργών. Κατά τις περιόδους που οδήγησαν στις μεταρρυθμίσεις των
Συνθηκών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αξιοποιώντας τη συζήτηση σχετικά με το
«δημοκρατικό έλλειμμα», ζητούσε μεταξύ άλλων νομοθετικές εξουσίες συναπόφασης
με το Συμβούλιο σε πολλούς τομείς πολιτικής (πρόοδος που επιτεύχθηκε με τις
Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Λισαβόνας). Ωστόσο, παρά τις
προσπάθειές του και την αυξημένη επιρροή που κατάφερε να αποκτήσει το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξακολουθεί να μη θεωρείται πραγματικό Κοινοβούλιο.
Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή: δεν μπορεί να ανατρέψει μια κυβέρνηση – οι τυπικές
νομοθετικές εξουσίες του παραμένουν πιο αδύναμες από εκείνες των εθνικών
Κοινοβουλίων – σε σημαντικούς τομείς της πολιτικής δραστηριότητας της Ε.Ε.
(πολιτική της ΟΝΕ, εξωτερική πολιτική, πολιτική άμυνας) περιορίζεται σε μεγάλο
βαθμό στην παραλαβή πληροφοριών και σε γνωμοδοτικό ρόλο. Βέβαια η έκταση της
«επίσημης διαφοράς» του Ευρ. Κ. με τα εθνικά Κοινοβούλια μειώθηκε αισθητά με τη
Συνθήκη της Λισαβόνας με το πρώτο να αποκομίζει: σημαντικές εξουσίες στον τομέα
του προϋπολογισμού – αναγκαία έγκριση του Ευρ. Κ. για τη λήψη σημαντικών
αποφάσεων για θέματα που μέχρι τότε απαιτούνταν μόνο η έγκριση του
Συμβουλίου. Αξιολογώντας τη σημασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν πρέπει
κανείς να περιοριστεί στις τυπικές δυνατότητές του. Εάν η σύγκριση με τα εθνικά
Κοινοβούλια επεκταθεί ώστε να περιλάβει όσα πραγματικά συμβαίνουν στην πράξη,
τότε οι εξουσίες που ασκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι από πολλές απόψεις
συγκρίσιμες με τις εξουσίες που ασκούν πολλά εθνικά Κοινοβούλια. Κατά την
άσκηση ορισμένων από τις λειτουργίες του – ειδικά κατά την εξέταση νομοθετικών
προτάσεων – το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στα
τεκταινόμενα απ’ ότι ασκούν τα Κοινοβούλια των κρατών – μελών στα οποία η
εκτελεστική εξουσία έχει δεσπόζουσα θέση. (Nugent, σ. 300-301)

19] Σε ποιο βαθμό οι απόπειρες ανάπτυξης μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής


πολιτικής έχουν ενισχύσει την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λειτουργεί
στο παγκόσμιο σύστημα ως μια ενιαία οντότητα.
Τα πεδία της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής εξελίχθηκαν στη δυτική Ευρώπη
ως στενά συνδεόμενα, αλλά διακριτά πεδία. Από το 1970 τα κράτη των Ε.Κ.
κατέβαλαν προσπάθειες να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας στην εξωτερική
πολιτική, το οποίο δεν θα αμφισβητούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΝΑΤΟ και τη
σημασία των ευρω-ατλαντικών σχέσεων στα ζητήματα άμυνας και κοινής ασφάλειας.
Διαμορφώθηκαν λοιπόν στο πεδίο άμυνας και εξωτερικής πολιτικής θεσμοί που είτε
συνδέονται με τις Ε.Κ. είτε είναι εντελώς διακριτοί και αναπτύσσονται παράλληλα,
χωρίς βέβαια αυτή η παράλληλη πορεία να σημαίνει έλλειψη συνεργασίας και
ενδεχομένως έλλειψη κοινών στόχων.
Συνδεόμενοι θεσμοί: η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασίας (ΕΠΣ) – τέθηκε σε
λειτουργία το 1970 – είχε σκοπό τη δημιουργία ενός πλαισίου μέσα στο οποίο οι
χώρες των Ε.Κ. θα επιχειρούσαν τη διαμόρφωση κοινών θέσεων εξωτερικής
πολιτικής.
Παράλληλοι θεσμοί: η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) – ιδρύθηκε το 1955 – με σκοπό
την παροχή ενός πλαισίου δυτικοευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας. Το ΝΑΤΟ, και
η Συνδιάσκεψη για την Ασφάλεια και τον Αποκλεισμό στην Ευρώπη ή το Συμβούλιο
της Ευρώπης.
Οι εξελίξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή της δεκαετίας του ’80 και του ’90 –
κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, διάλυση της ΕΣΣΔ, τέλος της διπολικής
αντιπαράθεσης – έδωσε την ευκαιρία στη δυτική Ευρώπη να κάνει κάποιες απόπειρες
προς την κατεύθυνση μιας περισσότερο ενιαίας και αυτόνομης παρουσίας στη διεθνή
πολιτική. Παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις ευνόησαν τη σταδιακή συγχώνευση στο
δεύτερο πυλώνα (ΚΕΠΠΑ) της Ε.Ε. των συνδεόμενων ΕΠΣ αλλά και κάποιων
παράλληλων ΔΕΕ θεσμών η εμπειρία έδειξε – ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία – ότι η
ΚΕΠΠΑ συναντά ουσιαστικές δυσκολίες όταν έρχεται αντιμέτωπη με κρίσεις.
Πρώτα, πρώτα, δεν μπορεί να ασκηθεί πραγματική εξωτερική πολιτική χωρίς κάποιο
υπόβαθρο κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας. Όμως, για την άμυνα και την
ασφάλεια η Ε.Ε. εξακολουθεί να βασίζεται στο ΝΑΤΟ και στις στενές σχέσεις με τις
ΗΠΑ. Έτσι, η κυριαρχία του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη παραμένει. Κατά δεύτερο λόγο η
παρουσία του ΝΑΤΟ και του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ κάποιες φορές επισκιάζει,
αλλά συχνά έρχεται και να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται από τις εσωτερικές
διαφορές στο πλαίσιο της Ε.Ε. [Στην περίπτωση της γιουγκοσλαβικής κρίσης, στην
πρώτη φάση (1991-1992) οι ΗΠΑ απέφυγαν κάποια ενεργητική συμμετοχή,
αναμένοντας να πάρουν την πρωτοβουλία οι χώρες της Ε.Κ. Ωστόσο, οι
διακυβερνητικές διαφορές και οι διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών – μελών
εμπόδισαν την Κοινότητα να παίξει έναν ισχυρό και ξεκάθαρο ρόλο στην κρίση. Ο
παράγοντας δηλαδή των σχέσεων ΝΑΤΟ – Ε.Ε. δεν επαρκεί για την εξήγηση των
εσωτερικών δυσκολιών της Ευρώπης στα πεδία της ΚΕΠΠΑ]

20] Αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα πεδίο όπου τα μέλη μπορούν να


συνεργάζονται ναι ή όχι. Τι είδους οργανισμός είναι;
- προσωπική σκέψη και ανάλυση
1] Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια διαδικασία χωρίς τέρμα. Πως
αντιλαμβάνεστε τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (τι χαρακτηριστικά θα θέλαμε
να αποκτήσει)
2] Μεσούσης της οικονομικής κρίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται αδύναμη για την
υπέρβασή της οικονομικής κρίσης. Που οφείλεται η αδυναμία αυτή;
3] Ποιες είναι οι αξίες και οι αρχές που καθιστούν το ενοποιητικό εγχείρημα διαρκές
(δηλ. πιο βιώσιμο) παρά την ένταση της οικονομικής κρίσης.

You might also like