Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΟ 33 - ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ&ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΡΧΕΙΑ FB
ΕΠΟ 33 - ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ&ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΡΧΕΙΑ FB
2] Να εκτιμήσετε την επιρροή που άσκησε ο Ντε Γκολ στη διαμόρφωση της
ενοποιητικής διαδικασίας.
Η έναρξη της λειτουργίας της ΕΟΚ και της ΕΚΑΧ συνέπεσε με την άνοδο στην
εξουσία του Ντε Γκολ, ο οποίος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος σε οποιαδήποτε
υπερεθνική έκφανση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θεωρούσε ότι οι ευρωπαϊκές
Κοινότητες ήταν μόνο τεχνικοί οργανισμοί – «χωρίς εξουσία και κατά συνέπεια
χωρίς πολιτική αποτελεσματικότητα» - και ότι τα κράτη – «μόνες οντότητες που
έχουν το δικαίωμα να διατάζουν και την εξουσία να επιβάλουν υπακοή» - έπρεπε να
αποτελούν τα βάθρα της Ευρώπης. Ο Ντε Γκολ δεν συμμεριζόταν την κοινοτική
λογική βάσει της οποίας η οικονομική ολοκλήρωση θα οδηγούσε νομοτελειακά στην
πολιτική ενοποίηση. Αντίθετα θεωρούσε ότι έπρεπε να απορριφθεί αυτή η
προσέγγιση και να επιδιωχθεί η συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών στο πολιτικό
και το αμυντικό επίπεδο. Η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει το σπέρμα
μιας συνομοσπονδίας, η οποία θα διασφάλιζε την ανεξαρτησία της από τις ΗΠΑ και
την Ατλαντική Συμμαχία. Η επιδίωξη από τη Γαλλία αυτής της πολιτικής Ευρώπης
θα προσθέσει ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η αποτυχία του σχεδίου Fouchet (1961) και η κρίση της ‘κενής έδρας’
Παρά την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, επανέρχεται στο
προσκήνιο το ζήτημα της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Το 1961,
μια διακυβερνητική επιτροπή με επικεφαλής έναν Γάλλο διπλωμάτη, τον Christian
Fouchet, εξουσιοδοτείται από τις έξι χώρες να καταρτίσει συγκεκριμένες προτάσεις
για την προώθηση της πολιτικής Ένωσης. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της, η
επιτροπή αυτή προτείνει τη δημιουργία μιας Ένωσης η οποία θα έχει ως στόχο τη
θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής πολιτικής άμυνας. Οι σχετικές
διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αποτυχία εξαιτίας αντιρρήσεων σε τρία σημεία: την
ασάφεια όσον αφορά τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας, τη διαφωνία ως προς τη
δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος το οποίο στόχευε στην
ανεξαρτησία έναντι της ατλαντικής συμμαχίας και τον υπερβολικά διακυβερνητικό
χαρακτήρα των προτεινομένων θεσμικών οργάνων, ο οποίος συνιστούσε απειλή για
τη διατήρηση της υπερεθνικής διάστασης των υφιστάμενων κοινοτικών θεσμικών
οργάνων.
Η Γαλλία, λόγω της αντίθεσής της σε ορισμένες προτάσεις της Επιτροπής που
αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση της κοινής αγροτικής πολιτικής,
έπαυσε, από τον Ιούλιο του 1965, να συμμετέχει σε συνεδριάσεις του Συμβουλίου και
έθεσε ως προϋπόθεση για την εκ νέου ανάληψη της θέσης της πολιτική συμφωνία
σχετικά με τον ρόλο της Επιτροπής και τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία. Το
επεισόδιο αυτό στην ιστορία της Ευρώπης είναι γνωστό ως η «κρίση της κενής
έδρας». Η επίλυση της κρίσης επιτεύχθηκε χάρη στο Συμβιβασμό του
Λουξεμβούργου (Ιανουάριος του 1966) σύμφωνα με τον οποίο «όταν διακυβεύονται
πολύ σημαντικά συμφέροντα ενός ή πολλών χωρών, τα μέλη του Συμβουλίου
επιδιώκουν να καταλήξουν σε λύσεις που μπορούν να γίνουν δεκτές από όλους σε
πνεύμα σεβασμού των αμοιβαίων συμφερόντων».
Οι δύο αρνήσεις της Γαλλίας στην ένταξη της Βρετανίας
Μετά την πρώτη μείωση των δασμών από την ΕΟΚ (1959) και τον αποκλεισμό της
από την περισσότερα υποσχόμενη κοινοτική αγορά, η Βρετανία (μετά από το
εγχείρημα της ΕΣΕΖ – Ιανουάριος 1960) αντιλήφθηκε ότι είχε ‘πάρει λάθος τρένο’ και
αποφάσισε την μετεπιβίβασή της. Το εγχείρημα όμως τελικά θα αποδειχθεί δυσχερές
και χρονοβόρο. Η πρώτη αίτηση για ένταξη της Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές
Κοινότητες έγινε στις 9 Αυγούστου 1961 (από τη συντηρητική κυβέρνηση
ΜακΜίλαν) και σηματοδοτούσε «το τέλος της ιστορίας χιλίων ετών» σύμφωνα με τον
αρχηγό του εργατικού κόμματος. Την υποψηφιότητα της Βρετανίας ακολούθησαν η
Δανία, η Ιρλανδία και η Νορβηγία. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις φαινόταν ότι
θα οδηγούσαν σε συμφωνία. Ωστόσο, ο Ντε Γκολ – χωρίς προηγούμενη συνεννόηση
με τους κοινοτικούς του εταίρους από τους οποίους οι μικρότεροι θεωρούσαν
ευπρόσδεκτη τη βρετανική ένταξη ως αντιστάθμισμα του δημιουργούμενου
γαλλογερμανικού άξονα μέσα στην Κοινότητα – προέβαλε βέτο στην εισδοχή της
Βρετανίας λόγω των φιλοαμερικανικών της δεσμών. Ο Γάλλος πρόεδρος θεωρούσε τη
Βρετανία ‘δούρειο ίππο’ των Αμερικανών, η οποία θα διευκόλυνε τη μεγαλύτερη
διείσδυσή τους στην κοινή αγορά. Μολονότι το γαλλικό βέτο δεν αφορούσε στις τρεις
άλλες υποψήφιες χώρες, όπως είχε ξεκαθαρίσει ο Ντε Γκολ, οι τελευταίες δεν ήταν
διατεθειμένες να προσχωρήσουν χωρίς τη Βρετανία. Η δεύτερη αίτηση της Βρετανίας
υπεβλήθη στις 10 Μαΐου 1967 (από την εργατική κυβέρνηση Χάρολντ) προβάλλοντας
τη συμβολή της χώρας στην ανάπτυξη της δυτικοευρωπαϊκής τεχνολογικής
συνεργασίας για την αντιμετώπιση της μεγάλης υπεροχής των ΗΠΑ στον τομέα της
υψηλής τεχνολογίας. Ο Ντε Γκολ δεν άργησε να φανερώσει τις προθέσεις του και
υποστηρίζοντας ότι ορισμένες πλευρές της βρετανικής οικονομίας μπορούσαν να
έχουν ‘καταστρεπτικές συνέπειες’ στο πλαίσιο της κοινής αγοράς, προέβαλε το
δεύτερο βέτο*** του, επικαλούμενος την ανάγκη «ριζικής αναμόρφωσης της Μεγάλης
Βρετανίας, προκειμένου να μπορέσει να ενωθεί με τα ηπειρωτικά κράτη». Για άλλη
μια φορά οι κοινοτικοί εταίροι απογοητεύτηκαν από τη γαλλική στάση και για άλλη
μια φορά οι άλλες τρείς υποψήφιες χώρες επέλεξαν να μην προχωρήσουν χωρίς τη
Βρετανία – η οποία ωστόσο δεν απέσυρε την αίτησή της. Άλλωστε ο ίδιος ο Ντε Γκολ
είχε δηλώσει απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε για το πρώτο βέτο ότι «η
Βρετανία θα μπει μια μέρα στην Κοινή Αγορά, αλλά οπωσδήποτε εγώ δεν θα είμαι
πια εδώ».
3] Μετά την κρίση του 1956 του Σουέζ, Βρετανία και Γαλλία ακολουθούν
διαφορετικές πορείες. Να περιγράψετε και να εξηγήστε του λόγους και τις
συνέπειες που είχαν οι πράξεις τους στο ενοποιητικό εγχείρημα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, απ’ όλες τις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης,
μόνο η Βρετανία βρισκόταν έξω από τις Κοινότητες για λόγους καθαρά
‘προσωπικούς’. Η Γαλλία αρχικά επιθυμούσε την συμμετοχή της Βρετανίας στις
Κοινότητες για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, η γαλλική εξωτερική πολιτική της
εποχής έβλεπε θετικά το ενδεχόμενο να παίξει η Βρετανία εξισορροπητικό ρόλο στην
μεγάλη επιρροή που αναπόφευκτα θα άρχιζε να ασκεί η Γερμανία μέσα στις
Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δεύτερον, η Γαλλία θεωρούσε εκείνη την περίοδο της
συμμετοχή της Βρετανίας παράγοντα οικονομική σταθερότητας και βιομηχανικής
ευρωστίας για τις αναδυόμενες Κοινότητες. Παρ’ όλα αυτά η Βρετανία προτίμησε
αρχικά να τηρήσει επιφυλακτική στάση απέναντι στις ενοποιητικές πρωτοβουλίες
(ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αμφιβάλλοντας για την επιτυχία τους και στη συνέχεια να
πρωτοστατήσει στην ίδρυση μιας εναλλακτικής και χαλαρότερης ευρωπαϊκής
ομαδοποίησης της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών).
Η ΕΖΕΣ ιδρύθηκε το 1960 με τη Συνθήκη της Στοκχόλμης. Είχε ως μέλη 7 χώρες:
Βρετανία, Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Νορβηγία, Πορτογαλία και Σουηδία. Σε τι
διέφερε όμως το βρετανικό σχέδιο για μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών από το σχέδιο
των έξι για μια οικονομική κοινότητα, και τι σημαίνουν αυτές οι διαφορές διαχρονικά;
Εκτός από τις δύο βασικές προσεγγίσεις την βρετανική και την κοινοτική, όμως
εμφανίζεται και μία τρίτη, η γαλλική:
ΖΩΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: Βιομηχανικά Προϊόντα – Όχι στους κοινούς
εξωτερικούς δασμούς – Χαλαροί διακυβερνητικοί δεσμοί
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ: Ισχυροί υπερεθνικοί δεσμοί – Βιομηχανικά και
Αγροτικά προϊόντα – Ναι στους κοινούς εξωτερικούς δασμούς
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: Χαλαροί διακυβερνητικοί δεσμοί - Βιομηχανικά και
Αγροτικά προϊόντα – Ναι στους κοινούς εξωτερικούς δασμούς – Τομεακή μέθοδος
ενοποίησης.
Οι ομοιότητες λοιπόν και οι διαφορές των τριών προσεγγίσεων αφορούν κυρίως:
- τον χαρακτήρα των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών
- τα προϊόντα που θα συμπεριλαμβάνονταν στο κάθε σχήμα
- την ύπαρξη κοινών εξωτερικών δασμών απέναντι σε τρίτες χώρες
Η ‘γαλλική προσέγγιση’ αποδεικνύει ότι ακόμη και στο εσωτερικό της οικονομικής
κοινότητας υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το ποια θα έπρεπε να
είναι τα κύρια χαρακτηριστικά και οι μελλοντικές κατευθύνσεις ανάπτυξής της.
Η Γαλλία όχι μόνο πρωτοστάτησε στη δημιουργία της ΕΚΑΧ, αλλά έπαιξε και
κρίσιμο ρόλο στην ίδρυση των δύο άλλων Κοινοτήτων το 1957. Η αιχμή της
προσέγγισής τους ήταν η λειτουργική ιδέα της ενοποίησης συγκεκριμένων τομέων
της οικονομίας, οι οποίοι στη συνέχεια θα οδηγούσαν σε περαιτέρω ενοποίηση. Με
τις κυβερνήσεις Ντε Γκολ μετά το 1958 η προσέγγιση της Γαλλίας τροποποιήθηκε σε
κάποιο βαθμό. Η έμφαση στην τομεακή προσέγγιση παρέμεινε, αλλά χάθηκε ο
αρχικός ενθουσιασμός για τη δυναμική διάσταση της όλης διαδικασίας η οποία θα
οδηγούσε σε βαθύτερη ενοποίηση. Ο Ντε Γκολ έβλεπε να καχυποψία την
ισχυροποίηση των Κοινοτικών θεσμών και κυρίως της Επιτροπής. Επιθυμούσε τη
διατήρηση μιας διακυβερνητικής κατά κύριο λόγο θεσμικής δομής και τρόπου
λειτουργίας των Κοινοτήτων.
Η διαφοροποιημένη στάση της Βρετανίας* στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και η
υποστήριξη μιας εναλλακτικής πρότασης – ΕΣΕΖ – υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για
την πορεία της ευρωπαϊκής πολιτικής στο σύνολό της για τρείς βασικούς λόγους.
Άφησε στη Γαλλία – και κατ’ επέκταση στις γαλλογερμανικές σχέσεις – τον ρόλο του
κυρίαρχου παράγοντα στον καθορισμό των μετέπειτα εξελίξεων. Διαμόρφωσε
συνθήκες διαίρεσης μέσα στη δυτική Ευρώπη – ανάμεσα στους ‘έξι’ των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και τους ‘επτά’ της ΕΣΕΖ. Έθεσε τις βάσεις για την παγίωση – στην
εσωτερική πολιτική της Βρετανίας – μιας γενικά επιφυλακτικής προσέγγισης σε ό, τι
αφορά την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
5] Αναλύστε τους λόγους που κατέστησαν τη Γαλλία και τη Γερμανία τις πιο
σημαντικές χώρες στη δρομολόγηση της ενοποιητικής διαδικασίας ολοκλήρωσης.
Οι πληγές που άφησε ο Β’ Παγκόσμιος δεν ήταν μόνο οικονομικής, κοινωνικής και
πολιτικής φύσης. Όλη αυτή η αστάθεια είχε πλήξει σε πολύ μεγάλο βαθμό την
εμπιστοσύνη για αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία σε διάφορους τομείς. Οι
οικονομίες πολέμου είχαν δοκιμαστεί στο έπακρο κι έπρεπε να
επαναπροσδιοριστούν και να μετασχηματιστούν σε οικονομίες ειρήνης. Το
πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό. Υπήρχε έντονη
καχυποψία κι τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης. Κάθε προσπάθεια συνεννόησης
προσέκρουε στα τείχη της εθνικής κυριαρχίας, της άμυνας και της εξωτερικής
πολιτικής, με αποτέλεσμα κάθε πολιτική προσπάθεια προσέγγισης, συνεννόησης και
συνεργασίας να πέφτει στο κενό.
Το καθεστώς της ηττημένης Γερμανίας δημιούργησε τριβές τόσο στις σχέσεις των
ΗΠΑ και των συμμάχων τους, όσο και της ΕΣΣΔ και των χωρών που είχαν περιέλθει
στη σφαίρα επιρροής της. Στα χρόνια μετά την κρίση του Βερολίνου (1948) η
Ομοσπονδιακή Γερμανία έγινε αιτία για ένα άλλο πρόβλημα, αυτή τη φορά μέσα στο
δυτικό μπλοκ. Η Δυτική Γερμανία αντιπροσώπευε μια χώρα δυνητικά ισχυρή από
άποψη τόσο οικονομική όσο και στρατιωτική. Ανέκυψε το ερώτημα λοιπόν τι
πολιτικές θα έπρεπε να υιοθετήσουν οι σύμμαχοι αναφορικά με την εξέλιξη της
Γερμανίας, χωρίς να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος (όταν οι επαχθείς όροι
οδήγησαν την χώρα στην εσωστρέφεια και ακόλουθη την κυριαρχία του ναζισμού).
Η Γερμανία θα έπρεπε να βοηθηθεί με τρόπο ο οποίος θα της επέτρεπε να
ανοικοδομήσει και να αναπτύξει την οικονομία της, αλλά και να αποκαταστήσει μια
περιορισμένη αλλά αξιόμαχη στρατιωτική οντότητα – στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και
των εξελισσόμενων θεσμών της ευρωπαϊκής συνεργασίας – χωρίς να αποτελέσει εκ
νέου δυνητική απειλή για την ειρήνη. Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος, τους
ευαίσθητους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και των αμυντικών σχεδιασμών, οι
ευρωπαίοι πολιτικοί επιχείρησαν να βρουν έναν κοινό τόπο συνεννόησης και
συνεργασίας. Τον βρήκαν στον τομέα της οικονομίας.
Εν μέσω του ψυχρού πολέμου λοιπόν, έκανε την εμφάνισή του το πρώτο φιλόδοξο
σχέδιο που επιχείρησε να απεγκλωβίσει και να αναστήσει την Ευρώπη. Το σχέδιο
Σουμάν* επιχείρησε αφενός μετατοπίσει το ενδιαφέρον από τις αδιέξοδες πολιτικές
αντιπαραθέσεις και αφετέρου να δώσει στον οικονομικό τομέα – που βρισκόταν ήδη
σε οριακό σημείο - μια νέα ώθηση προς μια νέα κατεύθυνση.
Το σχέδιο Σουμάν έθετε ως προϋπόθεση τη συνεργασία Γαλλίας και Γερμανίας. Η
βαρύτητα προς την κατεύθυνση της γαλλογερμανικής προσέγγισης δόθηκε διότι το
μεγαλύτερο ‘αγκάθι’ στην πραγμάτωση της ιδέας της ευρωπαϊκής συνεργασίας και
ολοκλήρωσης, εκείνη την περίοδο, ήταν η Γερμανία. Η βασική φιλοσοφία και
φιλοδοξία του σχεδίου Σουμάν ήταν να δημιουργηθεί μια «κοινότητα ειρηνικών
συμφερόντων» που θα ξεπερνούσε οριστικά τις καταστροφικές αντιπαλότητες του
παρελθόντος και θα άνοιγε ένα νέο δημιουργικό δρόμο ευημερίας και ανάπτυξης για
ολόκληρη την Ευρώπη. Το σχέδιο απλό, όσο και επαναστατικό, και το μήνυμα ηχηρό
και ξεκάθαρο. Με τη Διακήρυξη της 9ης Μαΐου του 1950 ο Ρομπερ Σουμάν, διεμήνυε
ότι η Γαλλία ήταν έτοιμη να αφήσει πίσω της τον γαλλογερμανικό ανταγωνισμό και
θεμελίωνε ουσιαστικά μια νέα Ευρώπη. Η de facto ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που
επιθυμούσε ο Σουμάν θα χτίζονταν πάνω στην αμοιβαία συμφωνία Γαλλίας και
Γερμανίας, για κοινή διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, με τη
συμμετοχή όσων χωρών συμμερίζονταν το όραμα για μια ενωμένη και ειρηνική
Ευρώπη.
Η πεποίθηση της Γαλλίας ότι η συνεργασία στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ αποτελούσε
μονόδρομο για την επιτυχία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν τόσο μεγάλη, που
δήλωνε αποφασισμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου ακόμη κι αν δεν
συμμετείχε καμία άλλη χώρα στο εγχείρημα. Το επαναστατικό σχέδιο Σουμάν όχι
μόνο έβγαζε τη Γερμανία από το περιθώριο, αλλά της πρόσφερε την ευκαιρία να
αναγεννηθεί και να διεκδικήσει τη θέση της στο νέο ευρωπαϊκό χάρτη. Επιπλέον η
ίδια η Γερμανία έβλεπε σε αυτή τη συνεργασία, εκτός από την ευκαιρία για
ανοικοδόμηση, έναν σύμμαχο απέναντι στην απειλή του ανατολικού μπλοκ. Από
την πλευρά της η Γαλλία ένιωθε ασφάλεια από το γεγονός ότι γειτνίαζε πλέον με
χώρα συνεργάτη-σύμμαχο κι όχι αντίπαλο. Παράλληλα αυτή η εγγύτητα της έδινε
μια νέα δυνατότητα για οικονομική ανάπτυξη μέσα από την πρόσβαση στις αγορές
και τις πρώτες ύλες της Γερμανίας.
*Ο Ρομπέρ Σουμάν - υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας από το 1948 έως το 1952 -
ήταν υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενότητας. Τον προβλημάτιζε όμως η θέση και ο
ρόλος της Γερμανίας στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό τοπίο, ιδιαίτερα μετά την
επικράτηση του Ανατολικού μπλοκ και την πολιτική και γεωγραφική διαίρεσή της.
Την ίδια αγωνία συμμεριζόταν και ο Ζαν Μονέ (Γάλλος πολιτικός σταθερά
προσανατολισμένος σε πολιτικές συνεργασίας και επίλυσης διαφορών), ο «πατέρας
της Ευρώπης», αυτός δηλαδή που εμπνεύστηκε και συνέταξε ουσιαστικά το σχέδιο
Σουμάν. Ο Ζαν Μονέ αντιλήφθηκε πολύ νωρίς ότι η μονόπλευρη, αδιάλλακτη και
άκαμπτη προσέγγιση σε πολιτικό επίπεδο άφηνε πολύ μικρά περιθώρια συνεννόησης
και συνεργασίας στις χώρες που είχαν μάθει μέχρι τότε να περιχαρακώνονται στην
ασφάλεια υπεράσπισης των εθνικών τους συμφερόντων. Έστρεψε λοιπόν το
ενδιαφέρον και τις προσπάθειές του σε έναν τομέα, που τη συγκεκριμένη χρονική
στιγμή χρειαζόταν επειγόντως αναζωογόνηση καθώς επηρέαζε άμεσα την ευημερία
των λαών, την οικονομία.
9] Η σχέση πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης και πως έχει επηρεάσει την
εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
11] Γιατί έχει προχωρήσει λιγότερο η πολιτική ολοκλήρωση από την οικονομική
ολοκλήρωση. (μιλάμε για διακυβερνητικά όργανα – ομοφωνία – πλειοψηφία)
16] Ποιες μεταρρυθμίσεις από τις διατάξεις της συνθήκης της Λισαβόνας
συμβάλουν στην διεύρυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και γιατί.(Νουτζεντ)
Η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί θετικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση,
ενισχύοντας τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών, βελτιώνοντας τη δικαστική
συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών και κάνοντας βήματα για μια πραγματικά
Κοινή Εξωτερική Πολιτική. Σε ό, τι αφορά τη θεσμική δομή της Ένωσης εξακολουθεί
να στηρίζεται στο τρίπτυχο: Ευρωκοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, εισάγοντας
ωστόσο ορισμένα νέα στοιχεία τα οποία βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα, τη
συνοχή και τη διαφάνεια των οργάνων της. Το Ευρωκοινοβούλιο αποκτά νέες
σημαντικές εξουσίες όσον αφορά τη νομοθεσία και τον προϋπολογισμό της Ε.Ε.,
αλλά και τις διεθνείς συμφωνίες. Ειδικότερα, η αυξημένη χρήση της διαδικασίας
συναπόφασης κατά την άσκηση της πολιτικής διασφαλίζει την ισότιμη θέση του
Ευρωκοινοβουλίου με το Συμβούλιο. Καινοτομία της Συνθήκης είναι ότι συνδέει
άμεσα την επιλογή υποψηφίου για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής με τα
αποτελέσματα των ευρωεκλογών, ενώ προβλέπει νέες ρυθμίσεις για τη μελλοντική
σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου. Επίσης, ο ρόλος του Προέδρου της Επιτροπής
ενισχύεται, αφού ο ίδιος μπορεί να εξαναγκάσει σε παραίτηση μέλος του Σώματος
των Επιτρόπων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ρόλος του οποίου είναι να δίνει την
αναγκαία πολιτική ώθηση, γίνεται θεσμικό όργανο της Ένωσης χωρίς όμως να
αποκτά νέες αρμοδιότητες. Καθιερώνεται το αξίωμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου, ο οποίος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για δυόμιση χρόνια
και έχει ως κύρια αποστολή του αφενός να μεριμνά για την κατάλληλη προετοιμασία
και συνέχεια των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και αφετέρου να
καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συναίνεσης.
Η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο επεκτείνεται σε νέους τομείς
πολιτικής (π.χ. μετανάστευση και πολιτιστικός τομέας). Το Συμβούλιο αποφασίζει με
ειδική πλειοψηφία, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται ομοφωνία
(φορολογία, εξωτερική πολιτική, άμυνα, κοινωνική ασφάλιση). Από το 2014 και
μετά, η ειδική πλειοψηφία θα βασίζεται στη διττή πλειοψηφία των κρατών μελών και
των πληθυσμών, εκπροσωπώντας έτσι τη διττή νομιμότητα της Ένωσης. Διττή
πλειοψηφία επιτυγχάνεται όταν μία απόφαση λαμβάνεται από το 55% των κρατών
μελών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της Ένωσης,
ενισχύοντας τόσο τη διαφάνεια όσο και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας
λήψης αποφάσεων. Για να μη μπορεί ένας πολύ μικρός αριθμός πολυπληθέστερων
κρατών μελών να παρεμποδίζει τη λήψη των αποφάσεων, η λεγόμενη «μειοψηφία
αρνησικυρίας» (μειοψηφία του βέτο) θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 4
κράτη-μέλη, διαφορετικά θα θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική πλειοψηφία ακόμα
και αν δεν ικανοποιείται το κριτήριο του πληθυσμού. Ο νέος τρόπος υπολογισμού
συμπληρώνεται από έναν μηχανισμό χάρη στον οποίο δύνεται η δυνατότητα σε
μικρά κράτη-μέλη που προσεγγίζουν τον αριθμό που απαιτείται για τη μειοψηφία
αρνησικυρίας να εκδηλώνουν την αντίθεσή τους σε μια απόφαση. Στην περίπτωση
αυτή, το Συμβούλιο πρέπει να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για την
εξεύρεση, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μιας ικανοποιητικής λύσης.