Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 30

Θ.

Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΗΛΙΑΣ

Σημειώσεις

ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Μέρος Α

Αθήνα 2016

1
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

5. Διαμόρφωση τιμών στις αγορές

5.1. Μορφές οργάνωσης της αγοράς

Οι μορφές οργάνωσης της αγοράς μπορεί να διακριθούν είτε ως προς τον


αριθμό των πωλητών είτε των αγοραστών. Στην πρώτη ταξινόμηση διακρίνεται
ο πλήρης ή τέλειος ή αμιγής ανταγωνισμός, το μονοπώλιο, το ολιγοπώλιο και ο
μονοπωλιακός ανταγωνισμός· οι τρεις τελευταίες παλαιότερα εκαλούντο
ατελής ανταγωνισμός. Στην δεύτερη το μονοψώνιο, ολιγοψώνιο και ο
ολιγοψωνιακός ανταγωνισμός. Υπάρχει τέλος και το διμερές μονοπώλιο, όπου
ένας είναι ο αγοραστής και ένας ο πωλητής.

Η Πολιτική Οικονομία και αργότερα η Οικονομική ανεπτύχθη αποκλειστικώς


με γνώμονα τον πλήρη ανταγωνισμό. Ο Smith θεμελίωσε την επιστήμη ακριβώς
επί αυτής της λογικής. Ο ανταγωνισμός λειτουργεί ως ένα "αόρατο χέρι"
(invisible hand), όπου οι πάντες αλληλοεξαρτώμενοι οδηγούνται προς το
άριστο. Οι ιδρυτές της οριακής ανάλυσης αντλώντας αυθεντία από τον Smith
εστιάσθηκαν σε αυτή τη μορφή οργάνωσης αγοράς. Τις υπόλοιπες τις
θεώρησαν ως αποκλίσεις, οι οποίες είτε θα παρέμεναν εξαιρέσεις, ή θα
εξαφανίζονταν.

5.2 Πλήρης ανταγωνισμός

Τα χαρακτηριστικά του τέλειου ανταγωνισμού σχετίζονται με:


α. την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού πωλητών και αγοραστών τέτοιου
πλήθους, ώστε ουδείς εξ αυτών δύναται να επηρεάσει την τιμή του
προϊόντος.
β. την ομοιογένεια του προϊόντος
γ. την ελευθερία εισόδου και εξόδου από τον κλάδο1.
Με βάση τα παραπάνω η επιχείρηση καλείται να δραστηριοποιηθεί με
δεδομένη την τιμή, όπως αυτή ορίζεται από την αγορά.

5.2.1. Βραχυχρόνιος περίοδος


1
Συχνά συμπεριλαμβάνεται στα παραπάνω χαρακτηριστικά η γνώση των τιμών
(υφισταμένων και μελλοντικών) εκ μέρους των αγοραστών και πωλητών.

2
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Στο σχήμα 5.1 αποτυπώνεται η καμπύλη του συνολικού κόστους (TC) και
η καμπύλη του συνολικού εσόδου TR.
Ο Πίνακας 5.1 παρουσιάζει την παραγωγή, το κόστος και το έσοδο μιας
μονάδος κατά τη βραχυχρόνια περίοδο στον αμιγή ανταγωνισμό.

α. Ισορροπία βάσει της συνολικής προσέγγισης

Στην περίπτωση αυτή, για να ευρεθεί το σημείο στο οποίο η επιχείρηση


μεγιστοποιεί τα κέρδη ή ελαχιστοποιεί τις ζημιές2, χρησιμοποιούνται τα
συνολικά μεγέθη, δηλαδή το συνολικό κόστος (TC) και το συνολικό έσοδο
(TR)3.
Η επιχείρηση μεγιστοποιεί το κέρδος της στο σημείο Γ4, στο οποίο η
απόσταση της καμπύλης των συνολικών εσόδων από την καμπύλη του
συνολικού κόστους είναι η μεγίστη. Παραγωγή πέραν του σημείου Β, ή προ του
Α (ποσότητες μεγαλύτερες από Q2 ή μικρότερες από Q1) εμφανίζει ζημιές
(TC>TR). Τα σημεία Α και Β, στα οποία τα συνολικά έσοδα ισούνται με τα
συνολικά έξοδα, ονομάζονται νεκρά ή αδρανή σημεία. Συνεπώς ο
επιχειρηματίας θα κινηθεί μεταξύ της περιοχής ΑΒ.

2
Αυτή είναι η κύρια υπόθεση της κλασικής αλλά και της νεοκλασικής προσέγγισης.
3
Η καμπύλη του συνολικού εσόδου (TR) στο πλήρη ανταγωνισμό είναι ευθεία γραμμή,
αφού αυτό προκύπτει ως το γινόμενο της ποσότητος επί την τιμή, η οποία είναι σε
όλα τα επίπεδα της παραγωγής σταθερή. Περαιτέρω διέρχεται από την αρχή των
αξόνων (εάν Ρ=0 τότε Q=0).
4
Η εφαπτομένη της καμπύλης του TC στο σημείο Γ, που απέχει περισσότερο από την
TR, είναι παράλληλη προς την τελευταία

3
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

P,C,R

TC
P3

TR
P2
B
P0

P1 Α
P΄1

0
Q1 Qo Q2 Q3 Q

Σχήμα 5.1

Η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της, όταν παράγει 60 (εξήντα) μονάδες


προϊόντος. (Τα συνολικά έσοδα είναι 300, ενώ το συνολικό κόστος είναι 270
μονάδες.
Πίνακας 5.1
Παραγωγή – κόστος – έσοδο κατά τη βραχυχρόνια περίοδο
στον πλήρη ανταγωνισμό (συνολική προσέγγιση)
Q P TR FC VC TC
Κέρδος ή
Παραγωγ Τιμή Συνολικά Σταθερό Μεταβλητό Συνολικό
ζημία
ή Έσοδα Κόστος Κόστος Κόστος

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7)

0 5 0 30 – 30 – 30
10 5 50 30 40 70 – 20
20 5 100 30 80 110 – 10
30 5 150 30 120 150 0
40 5 200 30 160 190 + 10
50 5 250 30 200 230 + 20
60 5 300 30 240 270 + 30
70 5 350 30 320 350 0
80 5 400 30 400 430 – 30

4
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

β. Ισορροπία βάσει της οριακής προσέγγισης – ατομική καμπύλη προσφοράς.

Στη περίπτωση αυτή για να ευρεθεί το σημείο ελαχιστοποίησης των ζημιών ή


μεγιστοποίησης των κερδών5, χρησιμοποιούνται τα οριακά μεγέθη (οριακό
κόστος, οριακό έσοδο) και το μέσο κόστος.
Η επιχείρηση δεν μπορεί να μεταβάλλει την τιμή, όπως αυτή ορίζεται από
την αγορά6 – σχήμα 5.27.

P D S

P1 Α

D
S

0 Qo Q

Σχήμα 5.2
Σχηματισμός αγοραίας τιμής (P1)

5
Η ανάλυση, που ακολουθεί, στηρίζεται στην υπόθεση ότι η επιχείρηση έχει ως κύριο ή
και αποκλειστικό στόχο την μεγιστοποίηση του κέρδους (Εφ΄ όσον υφίσταται ζημιά
να την ελαχιστοποιήσει).
6
Η αγοραία περίοδος αποτελεί συχνά κλάσμα της βραχυχρονίου και προσδιορίζεται από
το διάστημα, που η προσφορά δύναται να παραμείνει σταθερή. Στο προϊόν "έλαιο" η
αγοραία περίοδος είναι ένα έτος (το διάστημα μεταξύ της παραγωγής), ενώ στο αργό
πετρέλαιο μια ημέρα.
7
Συνθήκη ισορροπίας της επιχείρησης: MC = MR = AR = P
MR= οριακό ATC = μέσο συνολικό κόστος
έσοδο
AR = μέσο έσοδο AVC = μέσο μεταβλητό κόστος
P = τιμή Συνολικά έσοδα OQ1  OP1 ή εμβαδόν ΟQ1EP1
MC = οριακό Συνολικό κόστος Q1 B  OQ1 ή εμβαδόν ΟQ1BP2
ακαθάριστα
κόστος
κέρδος= P2 P 1  P2 B όπου, Οq1=P2B και P2 P 1  EB
Το συνολικό κέρδος ισούται με το εμβαδόν P2 P1 EB

5
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
P, C, R
MC

AC
AVC
E΄ E
P1
B MR = AR = P
P2

0 Q1
Q0 Q

Σχήμα 5.3
Ισορροπία αντιπροσωπευτικής επιχείρησης

Η τιμή (P) ισούται με το οριακό έσοδο (MR) και το μέσο έσοδο (AR)8.
Η επιχείρηση ισορροπεί στο σημείο Ε, στο οποίο το οριακό κόστος
ισούται με το οριακό έσοδο9. Πέραν του σημείου αυτού υπάρχει αντικίνητρο να
λειτουργεί, αφού η παραγωγή μιας επιπρόσθετης μονάδας επιφέρει μεγαλύτερη
επιβάρυνση (οριακό κόστος) σε σχέση με την είσπραξη (οριακό έσοδο).
Αντιθέτως, πριν το σημείο αυτό, κάθε προσφερόμενη μονάδα προϊόντος έχει
μεγαλύτερο όφελος (οριακό έσοδο) από την δαπάνη παραγωγής (οριακό
κόστος).
Εάν στο σημείο ισορροπίας το κόστος ανά μονάδα προϊόντος (μέσο
κόστος) διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα, τότε η επιχείρηση
πραγματοποιεί κέρδη. Στο σχήμα 5.3 το σημείο ισορροπίας είναι το Ε (MR =
MC) και η επιχείρηση πωλεί OQ1 ποσότητες σε τιμή Q1E=OP1. (Συνολικά

8
Αφού το συνολικό έσοδο ισούται με την τιμή επί τις πωλήσεις έπεται ότι το μέσο
έσοδο ισούται με την τιμή ( TR  P  Q , AR  TR ή AR  P  Q ή AR  P ) Ομοίως,
Q Q
 TR  Q  P αφού η τιμή, που αντιμετωπίζει ο παραγωγός, στον πλήρη
MR   P
Q Q
ανταγωνισμό είναι αμετάβλητος.
9
Η μονάδα δεν ισορροπεί στο σημείο Ε΄, όπου MC=MR, διότι εάν αυξηθεί η παραγωγή
μετά το Q0, τότε το οριακό κόστος μειώνεται (όπως επίσης και το μέσο). Τουτέστιν,
μόνο όταν το οριακό κόστος τέμνει το MR από κάτω προς τα άνω υφίσταται
ισορροπία (σημείο Ε).

6
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

έσοδα OQ1EP1), ενώ το μέσο κόστος είναι Q1B=OP2 (συνολικό κόστος


BQ1OP2) και άρα τα κέρδη P2BEP110.
Οι γραφικές απεικονίσεις (4.5, 4.6 και 4.7 δηλώνουν τις πιθανές θέσεις,
στις οποίες μπορεί να ευρεθεί η επιχείρηση, κατά τον πλήρη ανταγωνισμό.
Η επιχείρηση εγκαταλείπει τον κλάδο κατά τη βραχυχρόνια περίοδο, όταν
δεν καλύπτει τα μεταβλητά της έξοδα, δηλαδή όταν η καμπύλη του μεταβλητού
της κόστους (στο σημείο ισορροπίας) βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από
αυτό της τιμής.
Ο Πίνακας 5.2 αποτυπώνει τα οριακά μεγέθη, το μέσο κόστος και τα
κέρδη11 μιας επιχείρησης στον πλήρη ανταγωνισμό.
Εάν η τιμή (P1) βρίσκεται πάνω από το ATC (μέσο συνολικό κόστος)
υπάρχουν κέρδη (σχήμα 5.5). Τα κέρδη ισούνται με Ρ2ΒΕΡ1.
Όταν η τιμή εφάπτεται του ATC (βρίσκεται στο επίπεδο P2) τότε δεν
εμφανίζονται ούτε κέρδη, ούτε ζημιές (σχήμα 5.6). Τα ακαθάριστα έσοδα της
επιχείρησης, αλλά και το κόστος είναι OQ2ΓP2. Η επιχείρηση πωλεί OQ2
ποσότητες σε τιμή OP2=Q2Γ. Το μέσο κόστος είναι επίσης Q2Γ.
Εφ’ όσον η τιμή (επίπεδο P3) κείται κάτω του μέσου κόστους (σχήμα 5.7) τότε
καταγράφονται ζημιές. Το σημείο ισορροπίας είναι το σημείο Δ (MC=MR=P),
τα συνολικά έσοδα της επιχείρησης είναι OQ3ΔP3 ενώ το κόστος OQ3ZP2 άρα
οι ζημιές P3ΔZP2.

10
Κατ΄ ουσίαν αυτά αποτελούν το πλεόνασμα (surplus) των κλασικών οικονομολόγων
(Smith, Ricardo) ή την υπεραξία (Marx).
11
Το κέρδος ή η ζημιά ανα μονάδα προϊόντος αποτελεί το υπόλοιπο του μέσου κόστους
από την τιμή, δηλαδή: P – AC. Τα συνολικά κέρδη (ή οι συνολικές ζημιές)
εκτιμώνται είτε μετά την αφαίρεση του συνολικού κόστους από τα συνολικά
έσοδα (TR–TC), είτε ως το γινόμενο του κέρδους (ή της ζημίας) επί τις
πωλούμενες ποσότητες, ήτοι: (P – AC)·Q.

7
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Πίνακας 5.2
Παραγωγή –κόστος– έσοδο κατά τη βραχυχρόνιο περίοδο
στον πλήρη ανταγωνισμό (οριακή προσέγγιση)
Q P TR TC MR MC ΑC Κέρδος κατά Συνολικά
Παραγωγή Τιμή Συνολικό Συνολικό Οριακό Οριακό Μέσο μονάδα Κέρδη ή
Έσοδο Κόστος Έσοδο Κόστος Κόστος προϊόντος ζημιές
0 10 – 5 – – – – –5
1 10 10 15 10 10 15 –5 –5
2 10 20 20 10 5 10 0 0
3 10 30 24 10 4 8 +2 6
4 10 40 28 10 4 7 +3 12
5 10 50 35 10 7 7 +3 15
6 10 60 45 10 10 7,5 + 2,5 15
7 10 70 56 10 11 8 +2 14
8 10 80 72 10 16 9 +1 8

Στην περίπτωση που καλύπτει τα μεταβλητά έξοδα –όπως στο σχήμα 5.7–
είναι δυνατόν να συνεχίζει να λειτουργεί – υπό την προϋπόθεση ότι προσδοκά
στο εγγύς μέλλον βελτίωση της θέσης της.

Ανακεφαλαίωση: Πιθανές θέσεις ισορροπίας της επιχείρησης κατά τη


βραχυχρόνιο περίοδο (πλήρης ανταγωνισμός).

P
P
MC
D ATC

E
P1 P1
MR=P
P2 P2
B

P3 P3

0 Q 0 Q1 Q

Σχήμα 5.4 Σχήμα 5.5

8
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

P P

MC
MC ATC
ATC
AVC

P1 P1

P2 Z
P2
Γ MR=P
P3 P3
Δ MR=P

0 Q2 0
Q Q3 Q

Σχήμα 5.6 Σχήμα 5.7

Από τα ανωτέρω τεκμαίρεται, ότι το οριακό κόστος (MC) αντανακλά τη


συμπεριφορά της επιχείρησης στη βραχυχρόνιο περίοδο στα διάφορα επίπεδα
τιμών. Τουτέστιν, η καμπύλη MC από το σημείο τομής του μέσου μεταβλητού
κόστους, αφού κάτω από αυτό η επιχείρηση παύει να παράγει, και εντεύθεν
συνιστά τη βραχυχρόνιο καμπύλη προσφοράς (ατομική καμπύλη προσφοράς).
Το "άθροισμα" των καμπυλών οριακού κόστους όλων των επιχειρήσεων (άνω
του μέσου μεταβλητού) αποτελεί τη βραχυχρόνιο προσφορά του κλάδου.
Ειδικότερα: στην περίπτωση που οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών
παραμείνουν αμετάβλητες (αν λόγου χάριν υφίσταται υποαπασχόληση των
συντελεστών, όπως ανεργία) τότε η καμπύλη βραχυχρονίου προσφοράς του
κλάδου προκύπτει από την οριζόντια άθροιση των αντίστοιχων καμπυλών των
επιχειρήσεων. Εάν αυξηθούν, όπως γίνεται συνήθως (κατά τεκμήριο συμβαίνει,
όταν απασχολούνται πλήρως οι συντελεστές), τότε η καμπύλη του οριακού
κόστους της επιχείρησης μετακινείται προς τα άνω (αφού πλέον ανέρχεται το
κόστος) και η βραχυχρόνιος καμπύλη προσφοράς του κλάδου διαφέρει της
ατομικής επιχείρησης (είναι ολιγότερος ελαστική). Στην περίπτωση που οι
τιμές των συντελεστών μειωθούν – σπανιότερο γεγονός – τότε συμβαίνει το
αντίθετο. Η αναμενόμενη αύξηση της παραγωγής θα είναι μεγαλύτερη από
αυτήν που θα επέρχετο, αν οι τιμές της εργασίας και του κεφαλαίου παρέμεναν
σταθερές (η καμπύλη του οριακού κόστους μετατίθεται προς τα κάτω και
δεξιά).

9
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

5.2.2. Μακροχρόνιος ισορροπία

Σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού τείνει το κέρδος ή η ζημιά – στη


μακροχρόνιο περίοδο – να εξαφανισθεί.
Η ύπαρξη κέρδους σε ένα κλάδο δημιουργεί έλξη για είσοδο νέων
επιχειρήσεων. Η ύπαρξη ζημιάς συνιστά κίνητρο για εγκατάλειψη. Η "διαρροή"
αυτή συνεχίζεται, έως ότου επέλθει ισορροπία.
Εφ’ όσον στην μακροχρόνιο περίοδο όλοι οι συντελεστές παραγωγής
μεταβάλλονται, έπεται ότι κάθε επιχείρηση, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσει
τα κέρδη της, θα κινηθεί επί της καμπύλης μακροχρονίου κόστους (LAC)12
(σχήμα 5.8).

Ρ SMC1 LMC
SMC2
A Γ P1=MR1
Ρ1
Θ SAC1
Η SMC4 LAC
Β Δ
SAC4
SAC2
Ζ Κ
Ρ2
SMC3 P2=MR2
Λ
Μ SAC3

P0
E

0 Q΄2 Q1 Q2 Q0 Q

Σχήμα 5.8
Ισορροπία επιχείρησης κατά την μακροχρόνιο περίοδο
12
LAC = μακροχρόνιο μέσο κόστος
LMC = μακροχρόνιο οριακό κόστος
SAC1, SAC2, SAC3 ....= βραχυχρόνια μέσα κόστη περιόδου 1, 2, 3 κ.ο.κ
SMC1, SMC2, SMC3 ....= βραχυχρόνια οριακά κόστη αντιστοίχων
περιόδων.

10
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Έστω ότι η τιμή διαμορφώνεται στο ύψος Ρ1 και η επιχείρηση στο χρόνο t1
(βραχυχρόνιος περίοδος) αντιμετωπίζει καμπύλη οριακού κόστους SMC1. Το
σημείο ισορροπίας είναι το Α, στο οποίο το SMC1 (βραχυχρόνιο οριακό κόστος
της περιόδου t1) ισούται με το οριακό έσοδο MR. Άρα η επιχείρηση
πραγματοποιεί πωλήσεις OQ1 και έσοδα (ακαθάριστα) OQ1A Ρ1. Εάν η
καμπύλη μέσου κόστους στην ίδια περίοδο είναι η SAC1 τότε το μέσο κόστος
είναι Q1Δ, ενώ το συνολικό OQ1ΔΒ και άρα τα κέρδη είναι ίσα με ΒΔΑΡ1 (ΑΔ
το κέρδος ανά μονάδα προϊόντος, ΒΔ=OQ1 οι πωλήσεις).
Η ύπαρξη κέρδους αποτελεί κίνητρο εισόδου νέων επιχειρήσεων στον
κλάδο (στον πλήρη ανταγωνισμό υφίσταται ελευθερία εισόδου) και
λαμβάνοντας υπόψιν ότι η ζήτηση (των καταναλωτών) είναι δεδομένη, έπεται
ότι η τιμή θα μειωθεί, και άρα τα κέρδη θα εξαφανισθούν.
Η επιχείρηση όμως επιδιώκοντας το κέρδος, στην περίοδο t2 θα συρρικνώσει το
κόστος της, χρησιμοποιώντας πλέον σύγχρονη τεχνολογία, διαφορετικές
αναλογίες στους παραγωγικούς συντελεστές και έτσι θα έχει καμπύλη οριακού
κόστους SMC2 και μέσο κόστος SAC2. Αναδύονται δύο δυνατότητες ή να
εκσυγχρονισθεί ή να εγκαταλείψει την παραγωγή. Έστω ότι ο επιχειρηματίας
αρνείται να εκσυγχρονισθεί και παραμένει με το αυτό μέγεθος της επιχείρησης
και την αυτή τεχνολογία. Αυτό σημαίνει ότι αντιμετωπίζει την ίδια καμπύλη
μέσου και οριακού κόστους SAC1 και SMC1 αντιστοίχως. Το σημείο
ισορροπίας είναι το Ζ, όπου SMC1= MR2 ήτοι παράγει OQ΄2 ποσότητες. Τα
συνολικά έσοδα ισούνται με το εμβαδόν OQ΄2ZP2. Το μέσο κόστος είναι Q΄2Θ
και συνεπώς το συνολικό OQ΄2ΘΗ. Τουτέστιν η επιχείρηση υφίσταται
συνολική ζημιά Ρ2ΖΘΗ (ζημιά ανά μονάδα προϊόντος ΖΘ). Η ύπαρξη ζημιάς
αναγκάζει την επιχείρηση ή να εκσυγχρονισθεί (να μεταβάλλει τις καμπύλες
του κόστους) ή να εγκαταλείψει τον κλάδο. Εάν πραγματοποιήσει το πρώτο
τότε το μέγεθος της χαρακτηρίζεται από τις καμπύλες SAC2 και SMC2 τότε το
νέο επίπεδο παραγωγής θα είναι OQ2, τα συνολικά έσοδα OQ2ΚΡ2 και το
συνολικό κόστος OQ2ΜΛ (όπου ΜQ2 το κόστος ανα μονάδα παραγωγής) . Τα
συνολικά κέρδη είναι ΛΜΚΡ2 (ΚΜ το κέρδος ανά μονάδα).
Η δημιουργία κέρδους θα αποτελέσει έναυσμα για είσοδο νέων
επιχειρήσεων στον κλάδο με συνέπεια την εξαφάνιση του κέρδους κ.ο.κ13.
13
Υποτίθεται ότι οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών παραμένουν σταθερές καθ’
όλη την περίοδο.

11
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Η διαδικασία αυτή θα σταματήσει όταν η τιμή φθάσει στο χαμηλότερο


σημείο της καμπύλης μακροχρονίου μέσου κόστους (LAC) που είναι το Ε. Στο
σημείο αυτό η επιχείρηση πωλεί Oq0 ποσότητες σε τιμή Οp0 και άρα τα έσοδά
της είναι OQ0EP0 ενώ το κόστος της OQ0EP0. Στο σημείο Ε η καμπύλη
βραχυχρονίου μέσου κόστους SAC3 εφάπτεται της LAC. Επίσης από το ίδιο
σημείο διέρχεται η καμπύλη του βραχυχρονίου μέσου κόστους SMC3 και η
καμπύλη μακροχρονίου οριακού κόστους LMC. Ιδού λοιπόν γιατί ο τέλειος
ανταγωνισμός θεωρείται η ιδανική μορφή οργάνωσης της αγοράς. Ο
επιχειρηματίας μεγιστοποιεί τις πωλήσεις στη χαμηλότερη δυνατή τιμή.
Η συνθήκη ισορροπίας είναι: LMC=MR=R=LAC (σημείο Ε), στο οποίο
πωλούνται ποσότητες q0 σε τιμή P0 (σχήμα 5.8).

5.2.3 Μακροχρόνιος Προσφορά Κλάδου

Σε συνθήκες μεταβολής των τιμών των συντελεστών παραγωγής, τότε η


καμπύλη μακροχρόνιας προσφοράς του κλάδου14 διαφοροποιείται. Εφ’ όσον
ανέλθουν, τότε ο κλάδος είναι αύξοντος κόστους – σχήμα 5.9.

P
P D΄ D΄
S
S΄ S
Γ D Γ S΄
P3 P3
D Β LS Α Β
P2 P1
Α LS
P1

0 Q 0 Q1 Q2
Q1 Q3 Q2 Q

Σχήμα 5.9 ΣΣχήμα 5.10


Μακροχρόνιος προσφορά (LS) κλάδου Μακροχρόνιος προσφορά (LS) κλάδου
αυξανομένου κόστους σταθερού κόστους

14
Η βραχυχρόνιος καμπύλη προσφοράς του κλάδου προκύπτει από το άθροισμα των
ατομικών καμπυλών προσφοράς όλων των επιχειρήσεων, που ανήκουν σε αυτόν.

12
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Αρχικά ισορροπία επιτυγχάνεται στο Α, όπου στην τιμή Ρ1 οι προσφερόμενες


ποσότητες από όλες τις επιχειρήσεις (δηλαδή το σύνολο του κλάδου) είναι Q1.
Το επίπεδο τιμής αυτό αντιστοιχεί στο χαμηλότερο σημείο της καμπύλης του
μακροχρονίου μέσου κόστους (LAC) της τυπικής επιχείρησης, όπου ως ελέχθη
ισορροπεί (σημείο Ε στο σχήμα 5.8). Εάν αυξηθούν οι τιμές των συντελεστών,
με δεδομένη την τεχνολογία, τότε νέο σημείο ισορροπίας καθίσταται το Β, το
οποίο προκύπτει από μετατόπιση των καμπυλών ζητήσεως και προσφοράς (από
D σε D΄ και από S σε S΄). Η άνοδος των τιμών των συντελεστών, ήτοι του
κόστους, ισοδυναμεί τουτέστιν με μετατόπιση της καμπύλης LAC της
επιχείρησης προς τα άνω15. Το νέο σημείο ισορροπίας του κλάδου
επιτυγχάνεται σταδιακά. Αρχικώς, η καμπύλη βραχυχρονίου ζητήσεως του
κλάδου μετατοπίζεται στη θέση D΄ και η τιμή διαμορφώνεται στο επίπεδο Ρ3
(σημείο Γ, όπου η καμπύλη ζητήσεως D΄ τέμνει τη προσφορά S). Η μετατόπιση
αυτή προέρχεται από διεύρυνση της ζητήσεως του αγαθού, που παράγει ο
κλάδος. Το σημείο ισορροπίας για την τυπική επιχείρηση βρίσκεται επί της
καμπύλης του οριακού κόστους, αλλά σε υψηλότερο σημείο από εκείνο της
τομής του οριακού κόστους και του μακροχρόνιου μέσου κόστους (σχήμα 5.8).
Άρα οι επιχειρήσεις του κλάδου θα πραγματοποιήσουν κέρδη, με συνέπεια είτε
να εισέλθουν νέες επιχειρήσεις στον κλάδο, είτε (και) να αυξηθεί η παραγωγή
των υπαρχουσών επιχειρήσεων. Τούτο, μεταφράζεται με μετατόπιση της
καμπύλης βραχυχρονίου προσφοράς του κλάδου στη θέση S΄ και η τιμή θα
πέσει στο επίπεδο Ρ2 (σημείο Β). Οι ποσότητες θα ισούνται με Q2. Αυτό δηλοί
ότι εφ΄ όσον οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών δεν μπορούν να
καμφθούν, σε περίπτωση επέκτασης της ζητήσεως, αλλά τουναντίον να
αυξηθούν, η τυπική επιχείρηση θα έχει υψηλώτερο μακροχρόνιο μέσο κόστος
(άρα η καμπύλη LAC θα ανέλθει). Το νέο σημείο μακροχρονίου ισορροπίας της
τυπικής επιχείρησης (LMC=LAC) βρίσκεται στο επίπεδο τιμής Ρ2. Η γραμμή

15
Η γενναία υπόθεση που τίθεται, προφανώς κατά το μάλλον ή ήττον ανεδαφική, είναι
ότι όλες οι επιχειρήσεις διαθέτουν την αυτή καμπύλη κόστους. Οι εισηγητές της
νεοκλασικής προσέγγισης υπέθεταν ότι μακροχρονίως ο πλήρης ανταγωνισμός, η
επικράτηση του laissez faire, laissez passer, θα ωθούσε στην παρόμοια
συμπεριφορά των επιχειρήσεων και άρα grosso modo στα ίδια μεγέθη (ίδιο περίπου
κόστος)

13
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

που συνδέει τα τμήματα ΑΒ συνιστά την μακροχρόνια προσφορά του κλάδου


(LS).
Στο σχήμα 4.10 ιχνογραφούνται τα ανωτέρω, εφ΄ όσον η αύξηση της ζητήσεως
δεν παρασύρει σε άνοδο τις τιμές των συντελεστών. Η καμπύλη μακροχρονίου
προσφοράς είναι η LS, η οποία σε όλα της τα σημεία παραμένει παράλληλη
προς τον οριζόντιο άξονα16. Πρόκειται περί κλάδου σταθερού κόστους. Τέλος,
μια ολιγότερος συχνή περίπτωση είναι ο κλάδος φθίνοντος κόστους. Η αύξηση
της ζητήσεως, με μείωση των τιμών των συντελεστών, έχει ως απόρροια η
μακροχρόνια καμπύλη προσφοράς του κλάδου (LS) να διαμορφώνει τελικώς
αρνητική κλίση (το νέο σημείο ισορροπίας θα ευρίσκεται σε χαμηλότερο
επίπεδο από το αρχικό).

5.3 Μονοπώλιο

5.3.1 Ισορροπία στη βραχυχρόνια περίοδο

Στον Πίνακα 5.3 η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της, παράγοντας 35


μονάδες προϊόντος και πωλώντας σε τιμή 9 ανά μονάδα. Τα συνολικά έσοδα
είναι 315, ενώ το συνολικό κόστος 295.

16
Αρχικώς, η διεύρυνση της ζητήσεως για το αγαθό μετατόπισε την καμπύλη
βραχυχρονίου ζητήσεως του κλάδου και το σημείο ισορροπίας ήταν το Γ· η τιμή
ανήλθε στο επίπεδο Ρ3. Στο ύψος αυτό η τυπική επιχείρηση λειτουργεί με κέρδη,
αφού η τιμή (και άρα το οριακό έσοδο) τέμνει το οριακό κόστος σε υψηλότερο
σημείο. Η ύπαρξη κέρδους θα δημιουργήσει ώθηση για είσοδο νέων επιχειρήσεων ή
(και) αύξηση της παραγωγής των υπαρχουσών. Δεδομένου ότι οι τιμές των
συντελεστών παραμένουν σταθερές έπεται ότι η μεταβολή της προσφοράς θα
επαναφέρει την τιμή (σημείο Β) στα αρχικά επίπεδα. Οι ποσότητες όμως λόγω της
μεταβολής της ζητήσεως είναι Q2.

14
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Πίνακας 5.3
Παραγωγή –κόστος – έσοδο κατά τη βραχυχρόνια περίοδο στο μονοπώλιο
Τιμή Συνολικό Οριακό Συνολικό Οριακό Μέσο Κέρδος
P Έσοδο (TR) Έσοδο Κόστος Κόστος Κόστος ή ζημιά
Πωλήσεις

(MR) (TC) (MC) (AC)

5 15 75 – 80 – 16 –5
10 14 140 13 140 12 14 0
15 13 195 11 190 10 12,7 5
20 12 240 9 230 8 11,5 10
25 11 275 7 260 6 10,4 15
30 10 300 5 280 4 9,3 20
35 9 315 3 295 3 8,4 20
40 8 320 1 320 5 8 0
45 7 315 –1 350 6 7,8 – 35
50 6 300 –3 400 10 8 – 100

P
D
MC
ATC

P0 Β

Γ
Δ

A
D'

0 Q0 Q
MR

Σχήμα 5.11 Ισορροπία μονοπωλιακής επιχείρησης στη βραχυχρόνια περίοδο.

Το μέσο κόστος ανέρχεται σε 8,4· αφού η τιμή στο επίπεδο αυτό είναι 9 έπεται

15
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
ότι το κέρδος κατά μονάδα ανέρχεται σε 0,6 και τα συνολικά κέρδη σε 2017 (0,6
x 35 μονάδες που πωλεί στο συγκεκριμένο επίπεδο)

Όταν η τιμή κυμαίνεται στο ύψος των 15, τότε οι πωλήσεις ανέρχονται σε 5.
Για να αυξηθούν οι πωλήσεις ο μονοπωλητής ελαττώνει την τιμή. Εάν αυτή
πέσει στα 14 τότε αυτές καθίστανται 10. Ο επιχειρηματίας θα διαθέσει και τις
10 μονάδες προϊόντος στην τιμή των 14 και όχι τις πρώτες πέντε προς 15 και τις
επόμενες προς 14. Η αποτύπωση των στηλών (1) και (2) σχηματίζει την
καμπύλη ζητήσεως, ενώ (1) και (4) την καμπύλη του οριακού εσόδου – σχήμα
5.11. Όπως έχει ήδη αναφερθεί – στο περί εσόδων τμήμα– στο σημείο που η
ελαστικότης της καμπύλης ζητήσεως είναι ίση με τη μονάδα το οριακό έσοδο
μηδενίζεται. Αριστερά του σημείου, η ελαστικότης είναι μεγαλύτερη της
μονάδος (e>1) και το οριακό έσοδο είναι θετικό, ενώ δεξιά είναι μικρότερη της
μονάδος και το έσοδο αρνητικό

Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι επειδή η επιχείρηση αυξάνει τις πωλήσεις
της ελαττώνοντας την τιμή, η κάθε επιπλέον μονάδα εσόδου (MR) δεν αφορά
μόνο στις επιπρόσθετες μονάδες ποσοτήτων αλλά σε όλες. Στον Πίνακα 5.3
αποτυπώνονται τα ανωτέρω
Η επιχείρηση βρίσκεται σε ισορροπία, όταν το οριακό έσοδο (MR) ισούται
με το οριακό κόστος (MC)18, όταν δηλαδή το κόστος της επιπρόσθετης μονάδας
παραγωγής ισούται με το όφελος, που αυτή συνεισφέρει στην επιχείρηση. Στο
σχήμα 5.11 η επιχείρηση ισορροπεί στο σημείο Α (σημείο τομής των καμπυλών
οριακού εσόδου και οριακού κόστους). Οι πωλήσεις είναι OQ0 και η τιμή
πώλησης (η οποία δίνεται από την καμπύλη ζητήσεως) Q0B=OP0. Τα συνολικά
έσοδα συνεπώς είναι OQ0BP0.
Προκειμένου να εκτιμηθεί, εάν η επιχείρηση στο συγκεκριμένο επίπεδο
ισορροπίας πραγματοποιεί κέρδη ή ζημιές, χρησιμοποιείται η καμπύλη του
μέσου συνολικού κόστους (ATC). Όταν οι πωλήσεις είναι OQ0 (σημείο
ισορροπίας Α), τότε το κόστος ανά μονάδα προϊόντος ισούται με Q0Γ (το Γ
είναι σημείο της ATC) και το συνολικό κόστος αντιστοιχεί με το εμβαδόν
ΟQ0ΓΔ. Συνεπώς η διαφορά εσόδου και κόστους αποτελεί το κέρδος της
17
Η παρουσίαση εδράζεται σε στρογγυλοποιήσεις (το κόστος είναι 8,42 και άρα το
κέρδος 0,58). Υπενθυμίζεται η σχέση οριακού εσόδου και τιμής  1
MR  P1  
 e
18
Η καμπύλη του τελευταίου τέμνει, ανερχόμενη, την αντίστοιχη του οριακού εσόδου·
η κλίση του συνεπώς είναι – κατά τεκμήριο– θετική και μεγαλύτερη εκείνης του
οριακού εσόδου (το οποίο έχει αρνητική κλίση).

16
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
επιχείρησης. Η επιχείρηση κερδίζει ΒΓ κατά μονάδα, ή ΔΓΒP0 συνολικά19
(κέρδος ανά μονάδα επί τις πωλήσεις

5.3.2 Έλεγχοι Μονοπωλίου

α. Ειδική εισφορά ή εφάπαξ φόρος

Ένας τρόπος, που έχει προταθεί συχνά από παλαιότερους χρόνους,


προκειμένου να μειωθεί ή να εξαφανισθεί το κέρδος του μονοπωλίου, είναι η
επιβολή ενός φόρου τέτοιου ύψους, που να προσεγγίζει το μέγεθος του κέρδους
(εξυπακούεται ότι γνωρίζει η διοίκηση το ύψος των κερδών20).
Έτσι έστω ότι το μονοπώλιο λειτουργεί με μέσο κόστος SACo και οριακό
SMCo. Οι πωλούμενες ποσότητες είναι Q0 και η τιμή Ρ0 (ισορροπία
επιτυγχάνεται στο σημείο Α, όπου το οριακό έσοδο ισούται με το οριακό
κόστος). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβέρνηση γνωρίζει τις δαπάνες και τα
έσοδα της επιχείρησης21, και άρα τα κέρδη, όπως φαίνεται στο σχήμα 5.12,
ισούνται με ΔΓΒΡ0 (όπου ΓΒ το κέρδος ανά μονάδα και ΟQ0=ΔΓ οι πωλήσεις),
δύναται να επιβάλει εισφορά όσο και τα τελευταία. Άρα στην περίπτωση αυτή

19
Συνθήκη Ισορροπίας: MC=MR (σημείο Α)
MC= οριακό κόστος MR= οριακό έσοδο
ATC= μέσο κόστος DD΄= ζήτηση
Συνολικό κέρδος = P0B·BΓ, όπου P0B=OQ0, πωλήσεις, και ΓΒ=ΔP0, κέρδος ανά
μονάδα .
20
Η λογική του ελέγχου των μονοπωλίων εδράζεται στο γεγονός ότι συγκρίνοντας τον
αμιγή ανταγωνισμό με το μονοπώλιο προκύπτει ότι στο τελευταίο δεν υφίσταται
ενδογενής λόγος περιστολής των κερδών. Συνεπώς υποτίθεται, ότι η κυβέρνηση
γνωρίζει ποιο θα ήταν το επίπεδο των τιμών, εάν λειτουργούσε η αγορά υπό
καθεστώς τέλειου ανταγωνισμού. Αυτό σημαίνει, ηρωική υπόθεση, ότι το δημόσιο
είναι σε θέση να γνωρίζει τις καμπύλες κόστους και ζητήσεως στις δυο μορφές
αγοράς. Πάντως ορισμένα αγαθά είναι δύσκολο ή και αδύνατον να παραχθούν από
πολλές επιχειρήσεις τόσο λόγω του τεχνικώς και οικονομικώς ελαχίστου
αδιαιρέτου, όσο και λόγω της ίδιας της φύσης του συστήματος. (Ως ελάχιστο
οικονομικώς αδιαίρετο νοείται η μικρότερη ποσότητα, που δύναται να παραχθεί,
ώστε να καλύπτεται το κόστος παραγωγής).
21
Οι δαπάνες είναι ΟQ0ΓΔ και τα έσοδα ΟQ0ΒΡ0

17
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
ο φόρος λειτουργεί ως σταθερό κόστος, με συνέπεια το οριακό κόστος να μένει
αμετάβλητο.
Αφού ούτε το έσοδο διαφοροποιείται, σημαίνει ότι δεν θα μεταβληθούν
ούτε οι πωλούμενες ποσότητες (Q0), ούτε η τιμή (Ρ0) και η επιχείρηση θα
λειτουργήσει με υψηλότερο βραχύχρονο μέσο κόστος (SAC1)

P
SMC0

SAC1
Β
P0
SAC0
Δ
Γ

A
D

0 Q0
Q
MR

Σχήμα 5.12
Έλεγχος Μονοπωλίου: Εφάπαξ Φορολογία

β. Επιβολή ανωτάτης τιμής πώλησης

Η νέα τιμή ορίζεται Ρ0 και το σύνολο των πωλήσεων ανέρχεται σε Q0. Υπ’
αυτούς τους όρους παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα σε μικρότερη τιμή22.

22
Η καμπύλη ζητήσεως μετατρέπεται στην Ρ 0ΔD (κατ’ ουσίαν δεν υφίσταται ζήτηση
για τιμές άνω του σημείου Δ) και το οριακό έσοδο (MR) καθίσταται η κεκαμμένη
γραμμή Ρ0ΔΝΜ. Το σημείο, όθεν, Δ αποτελεί σημείο τομής του οριακού κόστους
και του οριακού εσόδου δημιουργώντας την εικόνα μιας «οιονεί» ανταγωνιστικής
αγοράς.

18
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Εφ’ όσον δεν υπάρξει παρέμβαση η


P,C,R
επιχείρηση θα λειτουργεί – σχήμα
5.13– με έσοδα OQ1BP1, ενώ το
SMC κέρδος ανά μονάδα είναι ΒΓ (το μέσο
κόστος στο επίπεδο ισορροπίας
ανέρχεται σε ΓQ1). Το δημόσιο, το
SAC
Β
μέγιστο που δύναται να επιτύχει, στην
P1
Δ προσπάθειά του να μειώσει τα κέρδη
P0 Γ είναι να επιβάλλει ανώτατη τιμή
A (προφανώς σε χαμηλότερο ύψος από
D
Ν την δημιουργούμενη στην αγορά), στο
0
Q1 Q0 Μ Q επίπεδο, που αυτή ισούται με το
MR οριακό κόστος (σημείο Δ).
Σχήμα 5.13
Επιβολή ανωτάτης τιμής πώλησης.

5.4. Μονοπωλιακός ανταγωνισμός

5.4.1. Γενικά

Η γνώση της αγοράς, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ταυτίζεται με τη γνώση


της συμπεριφοράς του καταναλωτή. Η αγορά – κάτι που διέφευγε ως ένα
σημείο της προσοχής των μεγάλων θεωρητικών της οριακής ανάλυσης – δεν
είναι ενιαία.23 Κατά συνέπεια η έρευνα για τις καταναλωτικές προτιμήσεις,
αλλά και για τη δυνατότητα επηρεασμού κάθε τμήματος της αγοράς, είναι το
κύριο χαρακτηριστικό των συγχρόνων εταιριών.

23
Ακόμα και αν είναι ενιαία, ο επιχειρηματίας θα επιδιώξει τη διαφοροποίησή της,
προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του. Η ανομοιογένεια της αγοράς είναι
αυτή, που επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό τη συντήρηση των μονοπωλίων ή των
ολιγοπωλίων.

19
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι η ανισοκατανομή του εισοδήματος έχει ως
απόρροια την τμηματοποίηση της αγοράς και άρα τη διαφοροποίηση της
ζητήσεως – μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων – με επακόλουθο τη
δημιουργία μιας αμφίδρομης σχέσης:
Το προϊόν να απευθύνεται σε συγκεκριμένους πελάτες, αλλά και οι
συγκεκριμένοι πελάτες να ικανοποιούνται από την παραγωγή προϊόντων
συγκεκριμένης ποιότητας.24

5.4.2 Η προσέγγιση του Chamberlin

Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός αποτελεί τη μορφή οργάνωσης αγοράς


εκείνη, στην οποία υπάρχει αριθμός πωλητών (όχι τόσο πολλοί όσο στον πλήρη
ανταγωνισμό), πάρα πολλοί αγοραστές και το προϊόν είναι κατά το μάλλον ή
ήττον διαφοροποιημένο. Η διαφοροποίηση μπορεί να είναι είτε επουσιώδης
(π.χ. αλλαγή στη συσκευασία), είτε σχετικά ουσιώδης (π.χ. μεταβολή στην
ποιότητα)25. Σύμφωνα με τον Chamberlin στο μονοπωλιακό ανταγωνισμό ο
επιχειρηματίας αντιμετωπίζει δύο καμπύλες ζητήσεως την D και την d. Επειδή
υπάρχουν πολλοί πωλητές, κάθε επιχειρηματίας υποθέτει ότι οι κινήσεις του
δεν καθίστανται ευρύτερα γνωστές, άρα πιστεύει ότι αντιμετωπίζει

24
Είναι δυνατόν ο επιχειρηματίας, εάν κρίνει ότι κάποιο τμήμα της αγοράς
διαμορφώνει άλλη καταναλωτική τάση, ή ότι αυτός αδυνατεί να καλύπτει
ικανοποιητικά τη ζήτησή του – για πολλούς λόγους, όπως μεταβολή καταναλωτικών
συνηθειών, διαφοροποίησης της ζητήσεως λόγω εφαρμογής σταθεροποιητικής
πολιτικής – να εγκαταλείψει το δεδομένο κομμάτι της αγοράς και να διεισδύσει
εντονότερα σε κάποιο άλλο. Η πολιτική του λοιπόν έχει εναλλακτικές δυνατότητες:
συγκράτηση, επέκταση, ή και παραίτηση από δοσμένη αγορά. Συνήθως οι εταιρείες
φροντίζουν να καλύπτουν με διαφορετικά προϊόντα – διαφορετικά τιμολόγια –
διαφορετικά τμήματα της αγοράς. Το ευρύ κοινό ταυτίζει εν πολλοίς την επιχείρηση
με το προϊόν. Αυτό σχετίζεται κυρίως με τη άνοδο από χαμηλότερο οικονομικό
στρώμα σε ευρωστώτερο σπανιότερα φαίνεται να ισχύει το αντίθετο. Συχνά οι
επιχειρήσεις στοχεύουν στο "φιλέτο" της αγοράς και ακολούθως, λόγω του
μιμητισμού (demonstration effect), διοχετεύουν μια παραλλαγή του προϊόντος –
σπάνια αυτούσιο – σε χαμηλότερα εισοδήματα.
25
Επειδή σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού το κέρδος συρρικνώνεται ή και
εξαφανίζεται, οι επιχειρηματίες προσπαθούν να διαφοροποιήσουν το προϊόν, έτσι
ώστε να καταστούν οιονεί μονοπωλητές. Τα επώνυμα εμπορεύματα (π.χ. είδη
ένδυσης, υπόδησης), το "όνομα", η "φήμη" του παρέχοντος την υπηρεσία (του
δικηγόρου, του ιατρού κ.λπ.), "ξεχωρίζουν" το αγαθό και επιτρέπουν υψηλότερη
τιμή.

20
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
ελαστικότερη καμπύλη ζητήσεως (d) από αυτήν που υπάρχει πράγματι, δηλαδή
την D26

(σχήμα 5.14).
P D
d

A
P0
B' B
P1

0 Q0 Q1 Q2 Q

Σχήμα 5.14
Οι καμπύλες ζητήσεως του Chamberlin

α. Βραχυχρόνιος περίοδος
Στη βραχυχρόνιo περίοδο η συνθήκη ισορροπίας είναι όμοια με αυτή του
μονοπωλίου27.

β. Μακροχρόνιος περίοδος

Αρχικά η ισορροπία επιτυγχάνεται όταν η τιμή είναι OP0 και η ποσότητα


OQ0. (κέρδος P0A·P1P0) – σχήμα 5.15. Προς μεγιστοποίηση του κέρδους ο κάθε

26
Μειώνοντας ελαφρώς την τιμή στο επίπεδο Ρ 1, προκειμένου να αυξήσει με ταχύτερο
ρυθμό τις πωλήσεις του και άρα τα έσοδα του, ο πωλητής σε καθεστώς
μονοπωλιακού ανταγωνισμού, εκτιμά ότι θα βρεθεί στο σημείο Β (Q2 ποσότητες).
Επειδή η ενέργεια του γίνεται αντιληπτή από τους ανταγωνιστές του, οι πωλήσεις
του τελικώς θα είναι Q1 (θα βρεθεί δηλαδή στο σημείο Β΄), κινούμενος στην
καμπύλη D (με μικρότερη ελαστικότης), και όχι στην d.
27
Η διαφοροποίηση των προϊόντων έχει ως αποτέλεσμα το "νέο" προϊόν να παρέχει
στον πωλητή μια "οιονεί" μονοπωλιακή δύναμη.

21
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

επιχειρηματίας28 ελαττώνει την τιμή θεωρώντας ότι η καμπύλη ζητήσεως που


αντιμετωπίζει είναι η d. Στην πραγματικότητα θα κινηθεί στη D (βλέπε σχήμα
5.15).

P D Ισορροπία επιτυγχάνεται όταν η d


d
εφάπτεται της LAC στο σημείο Δ.
A
P0 Σημειώνεται ότι το σημείο Δ δεν
ταυτίζεται με το Ε, το οποίο είναι
d LMC το χαμηλότερο σημείο της
P1 B
SMC καμπύλης μακροχρονίου μέσου
Δ
SAC LAC κόστους (σημείο τομής του LMC
P2
P3 E
και LAC), όπως συμβαίνει στον
πλήρη ανταγωνισμό. Στο σημείο
Γ
ισορροπίας Δ η επιχείρηση πωλεί
OQ1 ποσότητες σε τιμή OP229.
0 Q0 Q1 Q2 MR Q

Σχήμα 5.15

Το μακροχρόνιο σημείο ισορροπίας (σημείο Δ) βρίσκεται πάνω από το


σημείο Γ, στο οποίο το μακροχρόνιο οριακό κόστος ισούται με το οριακό
έσοδο30. Αυτό σημαίνει ότι όπως και στο μονοπώλιο δεν αριστοποιούνται οι
κοινωνικοί πόροι, ή απλούστερα εμφανίζεται μονοπωλιακό κέρδος ή
πλεόνασμα το οποίο καρπούται ο επιχειρηματίας. Κατά τον Chamberlin η
28
O Chamberlin δέχεται την υπόθεση, ασφαλώς αμφισβητήσιμη ως ένα βαθμό, ότι οι
διαφορές των προϊόντων είναι τέτοιας έκτασης, που δεν διαφοροποιούν σημαντικά
το κόστος του κάθε προϊόντος και ότι οι προτιμήσεις των καταναλωτών για τα
συγκεκριμένα αγαθά είναι περίπου οι αυτές. συνεπώς όλοι οι επιχειρηματίες
αντιμετωπίζουν grosso modo τις ίδιες καμπύλες ζητήσεως και κόστους.
29
Αντίστοιχη εξέλιξη εμφανίζεται εάν εισέλθουν νέες επιχειρήσεις στον κλάδο, αφού η
ύπαρξη κέρδους αποτελεί έναυσμα για δραστηριοποίηση νέων μονάδων. Η
καμπύλη D θα μετατοπισθεί προς τα αριστερά, αφού για το ίδιο μέγεθος ζητήσεως
αντιστοιχούν περισσότεροι παραγωγοί. Ο κάθε επιχειρηματίας, θα μειώσει την τιμή
του, κάποιες επιχειρήσεις ενδέχεται να εγκαταλείψουν τον κλάδο, και εν τέλει η
ισορροπία θα επιτευχθεί σε σημείο, που ευρίσκεται αριστερά του ελαχίστου (Ε) της
καμπύλης μακροχρονίου μέσου κόστους.
30
Θεωρητικά εξαφανίζεται το κέρδος, αφού η τιμή και το μέσο κόστος ισούνται με
Q1Δ.

22
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
διαφορά αυτή εξηγεί το κόστος διαφήμισης κ.λπ. Συνεπώς η διαφορά μεταξύ
του κόστους Δ και Ε αποτελεί κατ' ουσίαν το κόστος "διαφοροποιήσεως" του
προϊόντος.

Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός και το ολιγοπώλιο είναι οι βασικές


μορφές οργάνωσης αγοράς. Αφού η διαφοροποίηση του προϊόντος είναι το
χαρακτηριστικό του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, θα ανέμενε κανείς να
υπάρχει στην ανάλυση του Chamberlin και διαφοροποιημένη τιμή για το
αγαθό. Η τιμή του επώνυμου αρώματος, λόγου χάριν, διαφέρει ουσιωδώς από
την αντίστοιχη του απλού, αλλά και μεταξύ τους οι τιμές των επωνύμων
προϊόντων αποκλίνουν. Αντίστοιχες αποκλίσεις αναφύονται στο κόστος
λειτουργίας. Όθεν και η προσέγγιση του Chamberlin είναι αλυσιτελής. Η
ουσιώδης συνεισφορά του έγκειται στην αλληλεξάρτηση, που τόνισε, μεταξύ
των πωλητών.

5.5. Ολιγοπώλιο

Ολιγοπώλιο είναι η μορφή οργάνωσης αγοράς εκείνη στην οποία ο


αριθμός των πωλητών είναι μικρός ενώ των αγοραστών μεγάλος. Το προϊόν
μπορεί να είναι ομοιογενές ή και διαφοροποιημένο. Επειδή οι επιχειρήσεις είναι
λίγες υφίσταται στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ των και ως εκ τούτου είναι
αδύνατο να κατασκευασθεί καμπύλη ζητήσεως ενός ολιγοπωλητή εκτός και εάν
τεθούν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες όμως συχνά είναι αμφίβολες. Αυτός
είναι ο λόγος, μολονότι το ολιγοπώλιο τείνει να αποτελεί την πλέον
συνηθισμένη μορφή οργάνωσης αγοράς των συγχρόνων – τουλάχιστον –
οικονομιών, εντούτοις, να μην υφίσταται μια γενική θεωρία ολιγοπωλίου.

5.5.1 Υπόδειγμα τεθλασμένης καμπύλης ζητήσεως

Ανάμεσα στις πολλές λύσεις, που προτάθηκαν, ξεχωρίζει το υπόδειγμα της


κεκαμμένης καμπύλης ζητήσεως. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της άποψης

23
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α
αυτής ο Sweezy υπέδειξε μια ευσταθή λύση στο πρόβλημα του ολιγοπωλίου.
Η καμπύλη ζητήσεως είναι η τεθλασμένη ΕΑΖ΄. Η κάμψη της ΕΑΖ΄ στο Α
δημιουργεί ασυνέχεια στην καμπύλη οριακού εσόδου το οποίο είναι ΕΒΗΚ.
Στο τμήμα της ζητήσεως ΕΑ αντιστοιχεί οριακό έσοδο ΕΒ (σχήμα 5.16).
Ομοίως το οριακό έσοδο ΗΚ αντιστοιχεί στο τμήμα της ζητήσεως ΑΖ΄.
Στο σημείο Α (της ζητήσεως) το οριακό κόστος έχει μια «ασυνέχεια» ίση
με ΒΗ.
Το τμήμα αυτό (ΒΗ), είναι προφανές, ότι μπορεί να τέμνεται από
διάφορες καμπύλες οριακού κόστους όπως SMC1, SMC2 κ.λπ. Η τιμή πώλησης
για όλα τα επίπεδα οριακού κόστους θα είναι ΟΓ και η ποσότητα ΟΔ.

P Ζ

Άρα η τιμή στο


Γ A
SMC1
ολιγοπώλιο τείνει να
SAC1
B
είναι σταθερή
SMC2 Ε΄ μεταβαλλόμενη μόνο
SAC2
στην περίπτωση
Ζ΄
σημαντικής
H
διαφοροποίησης του
κόστους.
Κ
0 Δ
Q

Σχήμα 5.16
Ολιγοπώλιο: Υπόδειγμα Sweezy

Έχει δοθεί η εξήγηση ότι η ΕΕ΄ είναι η καμπύλη d και η ΖΖ΄ η D του
Chamberlin.
Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε επιχειρηματίας πιστεύει ότι οι άλλες
επιχειρήσεις δεν θα αυξήσουν την τιμή (τμήμα ΕΑ) αλλά μάλλον θα μειώσουν
αυτήν (τμήμα ΑΖ΄)31.

31
Ο ανταγωνισμός σε συνθήκες ολιγοπωλίου επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της
διαφοροποίησης του προϊόντος. Σημειώνεται ότι το τμήμα της ζητήσεως ΕΑ είναι
αρκετά ελαστικό ενώ αυτό της ΑΖ΄ ολίγο.

24
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

Ένα χαρακτηριστικό του ολιγοπωλίου είναι η σταθερότητα των τιμών η οποία


συχνά είναι αποτέλεσμα αδυναμίας πρόβλεψης των κινήσεων του ανταγωνιστή.
Περαιτέρω, ο κάθε ολιγοπωλητής αναγνωρίζοντας την ισχύ των αντιπάλων του
δεν προχωρεί εύκολα σε αυξήσεις τιμών32. Η παραπάνω θεωρία (τεθλασμένη
καμπύλη), προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτό το γεγονός. Ωστόσο εκείνο που δεν
ερμηνεύεται από αυτή τη θεωρία είναι που δημιουργείται η θλάση, δηλαδή σε
ποιο σημείο διαμορφώνεται η τιμή. Αυτό είναι φυσικό, αφού η τιμή δεν
διαμορφώνεται αποκλειστικά με βάση το κόστος.

5.5.2. Ισορροπία τιμής στο καρτέλ

α. Γενικά

Η σύσταση καρτέλ συνήθης πρακτική στο επιχειρείν αποτελεί σε


συνθήκες κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης, μια μετεξέλιξη των συντεχνιών της
ύστερης Αρχαιότητος και του Μεσαίωνος. Υπ’ αυτήν την έννοια οι κλασικοί
και οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι εκτιμούν εντελώς αρνητικά το ρόλο τους.
Τα καρτέλ με τη σημερινή τους μορφή έλαβαν ραγδαία άνοδο μετά το
1875.

β. Ισορροπία σε ηγέτιδα επιχείρηση

Στην περίπτωση αυτή, αρκούντως συνήθη, στον κλάδο υπάρχει κάποια


μεγάλη εταιρεία, και ένας αριθμός μικρότερων επιχειρήσεων33. Η τιμή ορίζεται

32
Έστω ότι υπάρχουν τρεις εταιρείες, οι οποίες παράγουν ένα προϊόν. Το υπόδειγμα
του Sweezy εξηγεί ότι εφ΄ όσον έλθουν σε συμφωνία ως προς την τιμή (ΟΓ) πωλούν
στην τιμή αυτή μολονότι το κόστος και για τις τρεις διαφέρει (η μια έχει μέσο
κόστος και οριακό κόστος SAC1 και SMC1, η άλλη SAC2 και SMC2 κ.λ.π). Τα
κέρδη της κάθε επιχείρησης επίσης διαφέρουν.
33
Ο τρόπος που δρουν οι ολιγοπωλιακές εταιρείες διαφέρει μεταξύ βραχυχρόνιας και
μακροχρόνιας περιόδου. Ενίοτε υπάρχουν είτε θεσμικά εμπόδια, είτε οικονομικά, τα
οποία απαγορεύουν τουλάχιστον βραχυχρονίως την απορρόφηση των μικρών από τη
μεγάλη επιχείρηση. Σε καθεστώς ανοικτών αγορών και παγκοσμιοποιημένης

25
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

– συνήθως ατύπως – από την ηγέτιδα επιχείρηση: οι υπόλοιπες ακολουθούν


πωλώντας στα ίδια περίπου επίπεδα. Δεδομένου ότι το κόστος διαφέρει η
ηγέτιδα επιχείρηση λαμβάνει υπ’ όψιν της το υψηλότερο κόστος των
μικρότερων εταιρειών. Επειδή κατά τεκμήριο η μεγαλύτερη μονάδα
πραγματοποιεί μαζικότερες πωλήσεις, τεκμαίρεται ότι κινείται σε καμπύλες
χαμηλότερου μέσου κόστους. Όθεν και το κέρδος της είναι υψηλότερο, άρα υπ’
αυτήν την έννοια, δικαιολογείται και η ανοχή της απέναντι στις μικρότερες.
Λειτουργεί δηλαδή όπως οι γαιοκτήμονες με τους μικρούς αγρότες (στην προ
του 1845 Βρετανία), που απολαύαναν υψηλή έγγειο πρόσοδο λόγω της ύπαρξης
αυτών.
Διακρίνονται δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά στην απλή μορφή καρτέλ, ενώ
η δεύτερη είναι η πλέον εξελιγμένη. Στην πρώτη (σχήμα 5.17), που είναι και η
πλέον πρωτόγονη, οι επιχειρήσεις του καρτέλ, υπό την καθοδήγηση της
μεγαλύτερης, ή των ολίγων ισχυρών του κλάδου, λειτουργούν ως ένα οιονεί
μονοπώλιο. Αφού οι τιμές των συντελεστών παραμένουν περίπου (ή και
ακριβώς) οι ίδιες –αποτελούν συχνότατα μέρος της συμφωνίας– έπεται ότι είναι
δυνατόν να αθροισθούν grosso modo οι καμπύλες κόστους των επιχειρήσεων
(καμπύλες SMC0). Οι πωλήσεις είναι Q0 και η τιμή Ρ0 (σημείο ισορροπίας Ζ).
Τα κέρδη θα κατανεμηθούν ανάλογα με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί
(διαπραγματευτική ισχύς της κάθε εταιρείας). Η ελαχιστοποίηση του κόστους
παραγωγής πραγματοποιείται ως να υπήρχε μια επιχείρηση με διάφορες
εγκαταστάσεις (εξίσωση οριακού κόστους κάθε επιχείρησης με το οριακό
έσοδο).
Στην πλέον χαλαρή συνένωση, δεύτερη περίπτωση, (σχήμα 5.18), που είναι
εξαιρετικά συνηθισμένη, οι επιχειρήσεις μοιράζουν την αγορά με διάφορα
κριτήρια (π.χ το γεωγραφικό). Η κάθε μια δεν εισδύει στην αγορά της άλλης
είτε φανερά (δεν αποστέλλει τα προϊόντα της), είτε αφανώς (τα επιβαρύνει με
ένα τίμημα καθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά). Έτσι η πρώτη διαθέτει ΟQα,
ενώ η δεύτερη QαQβ = ΟQα, εάν υποτεθείσθω η κάθε μια διαθέτει το ήμισυ της
αγοράς. Η συνολική καμπύλη ζητήσεως είναι η D, ενώ η κάθε μια επιχείρηση
αντιμετωπίζει το ½ αυτής που είναι η D΄. Με τιμή Ρ0 και έστω ότι η καμπύλη
του κόστους είναι η ίδια, η κάθε μια έχει έσοδα ΟQαΑΡ0= QαQβΒΑ (η καμπύλη
MR στο σχήμα αποτυπώνει το οριακό έσοδο της πρώτης επιχείρησης. Στο

οικονομίας μακροχρονίως οι πρακτικές αυτές διαφοροποιούνται.

26
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

σύνολο του κλάδου η D΄ αποτελεί την καμπύλη οριακού εσόδου).


Ανάλογη προσέγγιση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με περισσότερες των
δύο επιχειρήσεων, καθώς και όταν, όπως κατά τεκμήριο συμβαίνει, το κόστος
αποκλίνει μεταξύ των μονάδων.

P,C,R
P,C,R

SMC0
SMC0 A Β
P0 A
P0

SMC0΄
D

Z
Z P

0 Q0 0 Qα Qβ
MR Q Q
MR

Σχήμα 5.17 Σχήμα 5.18


Καρτέλ: "Οιονεί" Μονοπώλιο Καρτέλ: Διανομή Αγοράς

γ. Ισορροπία ολιγοπωλίου στην περίπτωση συμφωνίας

Οι επιχειρήσεις στην περίπτωση αυτή με γραπτές ή προφορικές


"συμφωνίες κυρίων" διαμοιράζουν την αγορά. Κατ’ ουσία δημιουργείται
μονοπωλιακή κατάσταση. Η τιμή μπορεί να μη διαφέρει καθόλου ή να
αποκλίνει.
Μια τέτοια περίπτωση αποτυπώνεται στο σχήμα 5.19. Η πρώτη επιχείρηση
πωλεί Q1 ποσότητες σε τιμή P1 και κερδίζει P1΄ΓΑΡ1, ενώ η δεύτερη πωλεί σε
τιμή Ρ2 με κέρδη ΔΒ κατά μονάδα. Αυτό σημαίνει ότι εάν το επιθυμεί η
δεύτερη επιχείρηση είναι δυνατόν να εξαναγκάσει την πρώτη να εγκαταλείψει
τον κλάδο.

27
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

P,C,R

SMC1

A
P1 SAC1
P2 Β
SMC2
P΄1 Γ
Z1 SAC2
P΄2 Δ

D
Z2

0 Q1 Q2 MR Q

Σχήμα 5.19
Ολιγοπώλιο σε περίπτωση συμφωνίας
Μολονότι λοιπόν η τιμή αποκλίνει και εφόσον η διαφοροποίηση δεν είναι
ουσιώδης η κάθε επιχείρηση δεν διεισδύει στην αγορά της άλλης.

Μονοψώνιο

Μονοψώνιο ορίζεται ως η μορφή οργάνωσης αγοράς, στην οποία ο


αγοραστής είναι μόνο ένας. Συνήθως υπάρχει η τάση στην Μικροοικονομική οι
οψωνιακές αγορές να αφορούν στους συντελεστές παραγωγής και δη αυτού της
εργασίας. Έτσι στην περίπτωση του μονοψωνίου υπάρχει μία μόνο επιχείρηση,
στην οποία δύναται να εύρουν εργασία οι εργαζόμενοι. Το φέουδο για
παράδειγμα ήταν, υπ’ αυτήν την έννοια, ένα είδος μονοψωνίου. Στις Η.Π.Α
(ιδιαίτερα στην περίοδο 1840– 1880 με τη φυγή προς τη Δύση), στην τσαρική
Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη κατά το 19ο αιώνα ανεδύθησαν πολλές
περιπτώσεις μονοψωνίου.
Γενικότερα το μονοψώνιο αποτελεί την αγορά εκείνη, στην οποία ο

28
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

αριθμός των πωλητών είναι μεγάλος, ενώ ο αγοραστής είναι ένας. Αποτελεί, ως
ένα βαθμό, το αντίστροφο του μονοπωλίου.

Ολιγοψώνιο

Το ολιγοψώνιο διαφέρει του μονοψωνίου, αφού σύγκειται από αριθμό


αγοραστών πλέον του ενός (και σχετικά περιορισμένος). Υπάρχει τάση, η οποία
όμως προκαλεί σύγχυση, στη συνήθη πρακτική, να ταυτίζεται το ολιγοψώνιο με
το ολιγοπώλιο, εκτός της περίπτωσης της αγοράς των παραγωγικών
συντελεστών.

Μονοψωνιακός ανταγωνισμός

Ο Μονοψωνιακός ανταγωνισμός συνιστά οργάνωση της αγοράς, στην οποία το


προϊόν είναι διαφοροποιημένο, ο αριθμός των πωλητών μεγάλος και ο αριθμός
των αγοραστών σχετικά μεγάλος.
Κατά τεκμήριο η μορφή αυτή ταυτίζεται με την αντίστοιχη του μονοπωλιακού
ανταγωνισμού, αφού διαπράττεται σύγχυση μεταξύ αγοραστών και πωλητών.
Τα αίτια δημιουργίας του μονοψωνίου ή του ολιγοψωνίου σχετίζονται με τη
δυνατότητα διάθεσης ενός αγαθού ή την κινητικότητα του παραγωγικού
συντελεστή. Συνήθως όμως η εξειδίκευση οδηγεί σε παρόμοιες καταστάσεις. Η
μονοκαλλιέργεια παραδείγματος χάριν ενός προϊόντος σε μια περιοχή από το
ένα μέρος αυξάνει τον καταμερισμό (και άρα την παραγωγικότητα) του
προϊόντος ή του συντελεστή, από το άλλο οδηγεί συχνά σε παρόμοιες
καταστάσεις. Η παραγωγή έστω του καπνού οδηγεί σε εξειδίκευση τους
κατοίκους μεν, από την άλλη επειδή οι καλλιεργητές διαθέτουν μηχανισμούς
διάθεσης του προϊόντος, εξαναγκάζονται να το παραδώσουν σε συγκεκριμένα
άτομα (ή εταιρείες), με απόρροια την ολιγοψωνιακή ή μονοψωνιακή
κατάσταση. Οι μεγάλοι διοργανωτές ταξειδίων (tour operators) δύναται, και

29
Θ. Παπαηλίας: Σημειώσεις στην Μικροοικονομική Μέρος Α

επιτυγχάνουν, να υπαγορεύουν τύπους προορισμού, κόστος, κέρδος κ.λ.π στις


μικρές χώρες. Μέσω της διαφήμισης αλλά και των οργανωμένων μετακινήσεων
η ολιγοψωνιακή διαφοροποίηση (ολιγοψωνιακός ανταγωνισμός) χειραγωγείται.
Τόσο οι πωλητές (κάτοικοι χώρας προορισμού), όσο και οι αγοραστές
(κάτοικοι χώρας αποστολής), ή καταναλωτές καθοδηγούνται και το
διαφορετικό προϊόν (χώρα) τείνει να εξομοιώνεται

30

You might also like