Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 18

I. Zikoudis. MdGk.

203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -1-

-Βάλλω
Αμφι- --- αμφίβολος,η,ο / η αμφιβολία
Ανα- --- η αναβολή / αναβλητικός,η,ό
Αντικατα- --- η αντικαταβολή
Αντιπαρα- --- η αντιπαραβολή
Απο- --- η αποβολή / απόβλητος,η,ο
Δια- --- η διαβολή / διαβλητός,ή,ό / ο διάβολος
Εισ- --- η εισβολή
Εκ- --- η εκβολή
Εμ- --- το έμβολο / το εμβόλιο /εμβολιάζω / το έμβλημα /
εμβληματικός,ή,ό
Επι- --- η επιβολή / επιβλητικός,ή,ό
Κατα- --- η καταβολή
Μετα- --- η μεταβολή / ο μεταβολισμός / μεταβολίζω /
μεταβλητός,ή,ό
Ξεπρο- ---
Παρα- --- η παραβολή / το παράβολο
Παρεμ- --- η παρεμβολή / παρέμβλητος,η,ο /
παρεμβλητικός,ή,ό
Περι- --- η περιβολή, το περιβάλλον, ο περίβολος, το
περίβλημα
Προ- --- η προβολή / ο προβολέας / το πρόβλημα /
προβληματικός,ή,ό / προβληματίζω / ο
προβληματισμός / η προβλήτα / λαοπρόβλητος,η,ο
Προκατα- --- η προκαταβολή / προκαταβολικά /
προκαταβολικός,ή,ό
Προσ- --- η προσβολή / προσβλητικός
Συμ- --- η συμβολή / το συμβόλαιο / ο συμβολαιογράφος / ο
συμβαλλόμενος / το σύμβολο / συμβολίζω / ο
συμβολισμός / συμβολικός,ή,ό
Συνυπο- --- η συνυποβολή
Υπερ- --- η υπερβολή / υπερβολικός,ή,ό
Υπο- --- η υποβολή / υποβλητικός,ή,ό / η υποβλητικότητα /
ο υποβολέας / το υποβολείο / ο υποβολιμαίος,α,ο
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -2-
αμφιβάλλω Oι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν για όλα.
[amfiválo] αόρ. αμφέβαλα, απαρέμφ. αμφιβάλει: Αμφιβάλλω αν θα σε δεχτεί.
δεν είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ., έχω Αμφιβάλλω αν θα πληρώσει την ζημιά.
αμφιβολίες για κτ.: Πολύ δύσκολο. Αμφιβάλλω αν το κατάλαβε κανείς.
not sure about sth, to doubt. Θα του ζητήσεις αύξηση; – Γιατί, αμφιβάλλεις;

αναβάλλω Aνέβαλε το ταξίδι του για να πάει στην


[anaválo] αόρ. ανέβαλα, απαρέμφ. αναβάλει, κηδεία του φίλου του.
παθ. αόρ. αναβλήθηκα, γ' πρόσ. και ανεβλήθη, ανεβλήθησαν, Mην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να
απαρέμφ. αναβληθεί
κάνεις σήμερα.
μεταθέτω στο μέλλον: Aναβλήθηκαν οι εξετάσεις για ένα μήνα.
to postpone, to defer, to put off until later H δίκη αναβλήθηκε επ΄ αόριστον.

αντικαταβάλλω Η εταιρεία αντικαταβάλλει


[andikataválo] (βλ. καταβάλλω) : τα χρήματα που ξοδεύουν
πληρώνω χρήματα για κάποιο αγαθό, υπηρεσία κτλ. / ξεπληρώνω: οι εργαζόμενοι για την
to pay for, to pay off a debt, an installment etc./ to remunerate επιμόρφωσή τους / για
/ to reimburse δημόσιες σχέσεις.

αντιπαραβάλλω Αντιπαραβάλλω ένα αντίγραφο με το


[andiparaválo] (βλ. παραβάλλω) : πρωτότυπο.
παραβάλλω, συγκρίνω, αντιπαραθέτω. Αντιπαραβάλλω μία παλιά έκδοση με μια
To compare and contrast. καινούργια.

αποβάλλω Δεν μπορεί να αποβάλει τις κακές


[apoválo] αόρ. απέβαλα και απόβαλα, απαρέμφ. αποβάλει, του συνήθειες.
παθ. αόρ. αποβλήθηκα, γ' πρόσ. και απεβλήθη, απεβλήθησαν, Tον απέβαλαν / τον αποβάλανε από
απαρέμφ. αποβληθεί το σχολείο για τρεις μέρες.
παύω να έχω ιδιότητες, έξεις κτλ / επιβάλλω σε μαθητή Aποβλήθηκε οριστικά.
την ποινή της απομάκρυνσης από το σχολείο / έγκυος Aπέβαλε πια κάθε ντροπή.
γυναίκα παθαίνει αποβολή / απορρίπτω μόσχευμα: Η έγκυος φοβήθηκε τόσο πολύ που
To give up a habit / To suspend from school as κόντεψε να αποβάλει.
punishment / Medical term: to have a miscarriage, to O οργανισμός απέβαλε το τεχνητό
reject a transplant νεφρό, δεν το δέχτηκε.

διαβάλλω Δεν μπορεί να με διαβάλει διαρκώς στους


[δiaválo] αόρ. διέβαλα, απαρέμφ. διαβάλει, συναδέλφους μου.
παθ. αόρ. διαβλήθηκα, απαρέμφ. διαβληθεί : Στις εκλογές έχει την συνήθεια να διαβάλει
κατηγορώ κπ. ψευδώς και με ύπουλο τρόπο: και συκοφαντεί τους πολιτικούς αντιπάλους
to spread false rumors / slander about sb του.

εισβάλλω Αμερικανικός στρατός εισέβαλε στο Ιράκ.


[izválo] αόρ. εισέβαλα, απαρέμφ. εισβάλει : Θυμωμένοι διαδηλωτές εισέβαλαν στο κτίριο.
μπαίνω βίαια και ορμητικά ως εχθρός / Eισέβαλε στην αίθουσα φανερά οργισμένος.
εμφανίζομαι με τρόπο ορμητικό/δυναμικό Η αρνητική διαφήμιση εισέβαλε στην πολιτική ζωή.
to invade, to barge in, to storm in H τηλεόραση έχει εισβάλει για τα καλά στη ζωή μας.

εκβάλλω O Μισισιπής εκβάλλει στον κόλπο του


[ekválo] αόρ. εξέβαλα, απαρέμφ. εκβάλει, Μεξικού.
παθ. αόρ. εκβλήθηκα, απαρέμφ. εκβληθεί : O Nείλος εκβάλλει στη Mεσόγειο
βγάζω κτ. ή κπ. έξω από ένα χώρο, με δύναμη ή σχηματίζοντας ένα τεράστιο δέλτα.
με βία / (για ποταμό) χύνω τα νερά μου, Η αστυνομία εξέβαλε τους διαδηλωτές από
καταλήγω: το δικαστήριο.
to let out, to empty, to discharge
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -3-
εμβάλλω Μου (εν)έβαλε την ιδέα.
[emválo] βάζω κτ. μέσα σε άλλο: Με (εν)έβαλε σε πειρασμό / σε
to plant an idea into sb / to throw sb in temptation υποψίες.

επιβάλλω, -ομαι Επιβάλλω τη γνώμη μου / τις απόψεις μου


[epiválo]
αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, / τους όρους μου / πειθαρχία / κυρώσεις /
παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. και επεβλήθη, επεβλήθησαν, πρόστιμο σε κπ.
απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος : H κυβέρνηση θα επιβάλει νέους φόρους.
υποχρεώνω (με νόμο ή βία) κπ. να δεχτεί κτ. Tο δικαστήριο επέβαλε την ποινή του
δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο / καθιστώ κτ. αναγκαίο θανάτου στον κατηγορούμενο.
ή απαραίτητο Eπιβλήθηκε πρόστιμο στους παραβάτες.
(απρόσ.) Eπιβάλλεται να: πρέπει οπωσδήποτε να Δικτατορία επιβλήθηκε στην Αργεντινή.
(παθ.) διαθέτω εξαιρετικές ιδιότητες με τις οποίες H επιδημία επιβάλλει τη λήψη μέτρων.
ξεχωρίζω και προκαλώ υπερβολικό θαυμασμό, Μετά από σκληρή δουλειά η ανάπαυση
εντύπωση κτλ. / αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως επιβάλλεται.
ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κτ. / νικώ Eπιβάλλεται να γίνει αμέσως εγχείρηση.
σε αθλητικό αγώνα: Το νέο κτίριο επιβάλλεται με τον όγκο / με
to impose sth on sb (my opinion, views, τις διαστάσεις του.
conditions, discipline, punishment, fines) Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή
to force sb to accept sth και έγινε πρωθυπουργός σε μικρή ηλικία.
(impersonal construction) it is imperative to / It Aποτυχαίνει στη δουλειά του ο δάσκαλος
is absolutely mandatory that … που δεν επιβάλλεται στην τάξη.
to impose myself on others, to be imposing as Eπιβάλλομαι στον εαυτό μου, τον ελέγχω.
a figure, to command the respect of others H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε
to win another athletic team στην αντίστοιχη της Iταλίας.

καταβάλλω 1 Kατόρθωσαν να καταβάλουν τις


[kataválo] αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, δυνάμεις του εχθρού.
παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, H πολύχρονη αρρώστια τον έχει
απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος και καταβλημένος:
καταβάλει πολύ.
νικώ, εξουδετερώνω κπ. / εξαντλώ τις σωματικές ή Tελευταία καταβλήθηκε πολύ, φαίνεται
ψυχικές δυνάμεις κάποιου: σαν γέρος.
to defeat / to exhaust someone’s strength H δυστυχία καταβάλλει τον άνθρωπο.

καταβάλλω 2, -ομαι : Θα καταβάλω το φόρο σε τρεις μηνιαίες δόσεις.


πληρώνω μια οφειλή / διαθέτω, Η κυβέρνηση καταβάλλει επικουρικό επίδομα σε οικογένειες
ξοδεύω σωματικές ή ψυχικές με τρίτο παιδί.
δυνάμεις για κάποιο σκοπό Τα χρήματα της εγγύησης πρέπει να καταβληθούν αύριο.
to pay a debt, to deposit an Καταβάλλω κόπους / φροντίδες / προσπάθειες.
amount of money towards Kατέβαλε πολλούς κόπους για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
paying off a debt / to make an Aπό την κυβέρνηση καταβάλλονται προσπάθειες για τη λύση
effort, to strain every nerve tο των οικονομικών προβλημάτων των χαμηλόμισθων.

μεταβάλλω Μεταβάλλω γνώμη / άποψη.


[metaválo] αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία.
παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, Tο νερό μεταβάλλεται σε πάγο όταν
απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος :
ψύχεται, ενώ μεταβάλλεται σε υδρατμούς
κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. όταν θερμαίνεται.
To change sth, to convert sth into sth else

ξεπροβάλλω Το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από το βουνό.


[kseproválo] αόρ. ξεπρόβαλα, απαρέμφ. ξεπροβάλει H πόλη ξεπροβάλλει σιγά σιγά μπροστά μας
εμφανίζομαι να βγαίνω μέσα από ή πίσω μέσα από την ομίχλη.
από κτ.: Tον είδα να ξεπροβάλλει στην άκρη του
to appear out of sth δρόμου.
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -4-
παραβάλλω Παραβάλλω το χειρόγραφο με
[paraválo] αόρ. παρέβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, το τυπωμένο κείμενο.
παθ. αόρ. παραβλήθηκα, απαρέμφ. παραβληθεί : Παράβαλε / Πρβ. σελίδα 58.
συγκρίνω κτ. με κτ. άλλο, βάζοντας το ένα δίπλα στο άλλο H λειτουργία της καρδιάς μπορεί
(για να βρω ομοιότητες, διαφορές, λάθη κτλ.) / παρομοιάζω: να παραβληθεί με τη λειτουργία
to compare and contrast / to compare της αντλίας.

παρεμβάλλω Oι παράνομοι ραδιοσταθμοί


[paremválo] αόρ. παρενέβαλα, απαρέμφ. παρεμβάλει, παρεμβάλλουν παράσιτα στις
παθ. αόρ. παρεμβλήθηκα, απαρέμφ. παρεμβληθεί : τηλεπικοινωνίες.
βάζω κπ. ή κτ. ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα Οι ανταγωνιστές παρεμβάλλουν
/ επεμβαίνω σε μια διαδικασία διακόπτοντας μια συνέχεια εμπόδια στις διαπραγματεύσεις.
/ (παθ.) βρίσκομαι στη μέση, μπαίνω ανάμεσα: Aνάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα
to put sth between two things, to insert, to interpolate παρεμβλήθηκαν δυνάμεις του OHE.
/ to interfere, to interrupt / to fall in between Ανάμεσα στη Γαλλία και την Ιταλία
παρεμβάλλονται οι Άλπεις.

περιβάλλω Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.


[periválo] αόρ. περιέβαλα, απαρέμφ. περιβάλει, O πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
παθ. αόρ. περιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεβλήθη, Περιβάλλω κπ. με την εκτίμησή μου.
περιεβλήθησαν, απαρέμφ. περιβληθεί, μππ. περιβεβλημένος:
Περιβάλλω κπ. με την αγάπη μου.
καλύπτω / προστατεύω κτ. με πράγμα που Τα μέτρα για την προστασία των
τοποθετώ γύρω του / είμαι γύρω γύρω από κτ. αρχαιολογικών χώρων περιβάλλονται με
To cover, protect by surrounding, surround την ισχύ του νόμου.

προβάλλω Ένα όμορφο τοπίο πρόβαλε στα μάτια μας.


[proválo] αόρ. προέβαλα και πρόβαλα, απαρέμφ. προβάλει, Πολύ φοβήθηκα όταν πρόβαλε ξαφνικά
παθ. αόρ. προβλήθηκα, απαρέμφ. προβληθεί, λόγ. μππ. μπροστά μου με μάσκα στο πρόσωπο!
προβεβλημένος :
Το φεγγάρι προβάλλει πίσω από το βουνό.
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι / εκτείνω, Προβάλλει έπιτακτικά η ανάγκη για νέα μέτρα.
απλώνω κτ. προς τα εμπρός ή και προς τα έξω Άρχισαν να προβάλλουν τα προβλήματα.
/ σχηματίζω (σε μεγέθυνση) φωτεινά είδωλα Γεμάτος περιέργεια πρόβαλε το κεφάλι του
διάφορων αντικειμένων με φακούς ή προβολείς από το παράθυρο, για να δει τι συμβαίνει.
πάνω σε οθόνη ή σε άλλη επιφάνεια / Στην εκδήλωση προβλήθηκαν ταινίες / φίλμ.
παρουσιάζω κτ. (γεγονός, πρόσωπο, O κινηματογράφος προβάλλει δύο έργα.
αντικείμενο) συστηματικά και σε μεγάλη έκταση H ταινία /το φιλμ θα προβληθεί προσεχώς.
για να γίνει ευρύτερα γνωστό, να πάρει Το καινούργιο CD της γνωστής τραγουδίστριας
δημοσιότητα / εκφράζω με λόγια, διατυπώνω προβλήθηκε πολύ από τα μέσα ενημέρωσης.
(διαφωνία, αντίθεση, άρνηση, επιχειρήματα) / Δε χάνει ευκαιρία να προβάλλει τον εαυτό του.
(γεωμετρ.) αντιστοιχίζω ένα σημείο, γραμμή ή Θα κάνουμε μεγάλη έκθεση για να
σχήμα προς ένα άλλο επίπεδο ή γραμμή· προβληθούν στο εξωτερικό τα προϊόντα μας.
απεικονίζω / αντιστοιχίζω, μεταφέρω, αποδίδω Oι πράξεις βίας δεν πρέπει να προβάλλονται
ιδιότητες ή χαρακτηριστικά ενός πράγματος σε από την τηλεόραση.
κάποιο άλλο / (ψυχ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι Προβάλλει αντιρρήσεις / επιχειρήματα /
ως υποκείμενο του φαινομένου της προβολής, ισχυρισμούς / αξιώσεις.
κάνω προβολή. Το to appear, to emerge, to H Kίνα πρόβαλε βέτο στον OHE.
protrude / to project on a screen / to Kαταδικάστηκε, επειδή πρόβαλε αντίσταση
publicize / to put forth (an idea, an κατά αστυνομικών.
objection, an argument) / (geometry) to Προβάλλω ένα τρίγωνο πάνω σέ ένα επίπεδο.
trace, to project on a line or a level / to Eίναι λάθος να προβάλλονται ιδιότητες των
project (psychological term) εμψύχων στα άψυχα.

προκαταβάλλω προκαταβάλλω
πληρώνω ένα χρηματικό ποσό εκ των προτέρων το ενοίκιο / το μισθό τριών μηνών
to pay in advance
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -5-
προσβάλλω Προσβάλλω την πόλη / τις θέσεις του
[prozválo] αόρ. προσέβαλα και πρόσβαλα, απαρέμφ. εχθρού / τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
προσβάλει, O ιός προσβάλλει το νευρικό σύστημα.
παθ. αόρ. προσβλήθηκα, γ' πρόσ. και προσεβλήθη,
Προσβλήθηκε από καρκίνο.
προσεβλήθησαν, απαρέμφ. προσβλη θεί, μππ. προσβλημένος
και προσβεβλημένος : Tα αλλαντικά / τα τρόφιμα προσβλήθηκαν
επιτίθεμαι, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου από μικροοργανισμούς.
στόχου / βλάπτω ή κάνω να νοσήσει / αλλοιώνω / Δεν ανέχομαι να με προσβάλλουν.
βρίζω, μειώνω, ταπεινώνω / αμφισβητώ το κύρος, Προσβάλλω τη δημόσια αιδώ.
την εγκυρότητα, δεν αποδέχομαι κτ. Πρόσβαλε τη γυναίκα του μπροστά σε
To offend, to attack / to cause sickness / to κόσμο.
attack sb’s reputation / to question the validity, Προσέβαλε τη διαθήκη / το συμβόλαιο / την
to contest (a will, a contract, a decision) απόφαση.

συμβάλλω Στο χτίσιμο της εκκλησίας έχουν συμβάλει όλοι οι


[simválo] αόρ. συνέβαλα, απαρέμφ. συμβάλει, κάτοικοι με προσωπική εργασία και με χρήματα.
παθ. αόρ. συμβλήθηκα, γ' πρόσ. και συνεβλήθη, H απομάκρυνση των βιομηχανιών συνέβαλε
συνεβλήθησαν, απαρέμφ. συμβληθεί, μππ.
αποφασιστικά στον καθαρισμό της λίμνης.
συμβεβλημένος :
παίρνω μέρος, συμμετέχω / ενώνομαι Στο σημείο όπου συμβάλλουν οι δύο δρόμοι υπάρχει
/ κάνω συμφωνία με κπ. ένα μνημείο.
To contribute, to participate / to O εργολάβος έχει συμβληθεί με το δημόσιο.
unite, to merge / to strike a contract, Tα συμβαλλόμενα μέρη / οι συμβαλλόμενοι
an agreement υπέγραψαν το συμφωνητικό / το συμβόλαιο.

συνυποβάλλω Mε την αίτηση πρέπει να


[sinipoválo] συνυποβάλω / να
υποβάλλω έγγραφο, μαζί με κτ. άλλο: συνυποβληθεί βεβαίωση της
to submit documents, to attach documents for submission εφορίας.

υπερβάλλω Έχει την τάση να υπερβάλλει.


[iperválo] αόρ. υπερέβαλα, απαρέμφ. υπερβάλει Δεν υπερβάλλω καθόλου όταν λέω ότι…
εμφανίζω κτ. με τρόπο υπερβολικό, μεγαλοποιώ Έλα, καϋμένε, μην υπερβάλλεις.
to exaggerate, to blow out of proportion Yπερβάλλει τους ενδεχόμενους κινδύνους.

υποβάλλω Υποβάλλω μια ερώτηση


[ipoválo] αόρ. υπέβαλα και υπόβαλα, απαρέμφ. υποβάλει, Υποβάλλω αναφορά / μήνυση / υπόμνημα /
παθ. αόρ. υποβλήθηκα, γ' πρόσ. και υπεβλήθη, αίτηση διαζυγίου.
υπεβλήθησαν, απαρέμφ. υποβληθεί :
Yπέβαλε τα χαρτιά του για διορισμό.
καταθέτω ένα έγγραφο σε μια ανώτερη αρχή ή Έχετε υποβάλει τα απαραίτητα δικαιολογητικά;
υπηρεσία / χαιρετώ κάποιο επίσημο ή σεβαστό Oι φορολογικές δηλώσεις πρέπει να
πρόσωπο / υποχρεώνω κπ. να υποστεί κτ. ή υποβληθούν ως το τέλος του μηνός.
βρίσκομαι στην ανάγκη να κάνω κτ., συνήθ. Δεν υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του
δυσάρεστο / υπαγορεύω σε κπ. μια σκέψη, μια προέδρου.
ιδέα, μια δική μου επιθυμία με τέτοιον τρόπο, Υποβάλλω σε κπ. τα σέβη μου
ώστε αυτός ασυνείδητα να την υιοθετεί και να Υποβάλλω κπ. σε ανάκριση / σε δοκιμασία /
τη θεωρεί σαν δική του σε βασανιστήρια.
To submit (a question, a petition, a memo), Yποβλήθηκε σε μεγάλα έξοδα / σε κόπους /
to file (a complaint, for divorce) / to pay my σε θυσίες.
regards to sb / to subject sb to Πρέπει να υποβληθείτε σε δίαιτα / σε
interrogation, to torture / to put sb in debt, εγχείρηση / σε θεραπεία.
trouble, on diet / to put sb on medical Eίχε την ικανότητα να σου υποβάλει τις
treatment / to suggest (ideas), to plant ideas απόψεις του / τις απαντήσεις που αυτός ήθελε.
or desires in sb / to overwhelm with an Tον είχε υποβάλει σε τέτοιο βαθμό, ώστε είχε
emotion γίνει άβουλο όργανό του.
H μεγαλοπρέπεια του τοπίου με υποβάλλει.
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -6-
Vocabulary Quiz:
Nouns/adj deriving from Βάλλω
1. Ο καθηγητής Οικονομίας Χ θα πάρει που του έκαναν οι εφημερίδες και τα
το βραβείο Νομπέλ για την ....... του περιοδικά σαν την καλύτερη ταινία
στην καταπολέμηση της φτώχειας της χρονιάς.
σε χώρες της Αφρικής. a) προσβολή
a) προβολή b) προβολή
b) επιβολή c) καταβολή
c) αποβολή d) προκαταβολή
d) συμβολή
8. Ο Γιάννης πήρε 3 χρόνια ......... από
2. Η εταιρία αυτή πληρώνει τους το στρατό για να σπουδάσει Φυσική.
εργάτες ........ και όχι στο τέλος του a) αναβολή
μήνα. b) υποβολή
a) προσβλητικά c) παραβολή
b) υπερβολικά d) επιβολή
c) προκαταβολικά
d) συμβολικά 9. Ένα γαϊδούρι είναι το ........ του
Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ.
3. Το σχολείο τιμώρησε τον Κώστα με a) περίβλημα
....... 3 ημερών για κακή b) πρόβλημα
συμπεριφορά σε αθλητική c) έμβλημα
διοργάνωση με άλλο σχολείο. d) συμβόλαιο
a) περιβολή
b) αναβολή 10. Η σημερινή ομιλία είχε θέμα την
c) επιβολή ........ του καλού Σαμαρίτη από το
d) αποβολή Ευαγγέλιο του Λουκά.
a) προβολή
4. Ο τρόπος που μου μιλάει η μητέρα b) περιβολή
της γυναίκας μου είναι ......., αλλά c) προσβολή
δεν καταλαβαίνει ότι προσπαθεί να d) παραβολή
πατρονάρει τη ζωή μας.
a) παραβολικός 11. Ο καθαρισμός της λίμνης από τοξικά
b) υπερβολικός ....... πρέπει να μπει στα νέα μέτρα
c) συμβολικός της κυβέρνησης για την προστασία
d) προσβλητικός του περιβάλλοντος.
a) προβλήτα
5. Ξέρεις ότι ........ τερμιτών στο σπίτι b) απόβλητα
είναι καταστροφή του σπιτιού; c) διαβλητά
a) εισβολή d) μεταβλητά
b) αποβολή
c) αναβολή 12. Σήμερα θα υπογράψω το ......... για
d) εκβολή την αγορά του καινούργιου μου
σπιτιού.
a) συμβολισμό
6. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ........ b) σύμβολο
ότι ο άνθρωπος καταστρέφει το c) συμβόλαιο
περιβάλλον. d) συμβολικό
a) αμφιβολία
b) αμφίβολη 13. Υπάρχει μεγάλος ........ σήμερα στην
c) εισβολή κοινωνία για το φαινόμενο της
d) εκβολή υπερθέρμανσης του πλανήτη.
a) προβληματισμός
7. Το φιλμ των αδερφών Κοέν είχε b) συμβολισμός
μεγάλη επιτυχία μετα από την ........
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -7-
c) εμβληματισμός a) εμβολισμό
d) μεταβολισμός b) συμβολισμό
c) μεταβολισμό
14. Με εκνευρίζει η ......... συμπεριφορά d) προβληματισμό
του. Δεν μπορεί ποτέ να πάρει μια
απόφαση και να κάνει κάτι αμέσως. 18. Είναι ....... να θέλεις 4 βαλίτσες με
Τα αφήνει όλα για αργότερα: ρούχα για ένα ταξίδι 5 ημερών!
«Μανιάνα» που λένε οι Ισπανοί. a) συμβολή
a) αναβλητική b) επιβολή
b) αποβλητική c) υπερβολή
c) επιβλητική d) αναβολή
d) υποβλητική
19. Βρίσκω την ησυχία μέσα στο δάσος
15. Θέλω ......... να ζητήσω συγγνώμη εξαιρετικά ....... . Με βοηθάει να
για τη βλακία που θα σου πω ότι σταματήσω να σκέφτομαι τα
μόλις έκανα. προβλήματά μου και με μαθαίνει να
a) προσβλητικά απολαμβάνω την ομορφιά και την
b) προκαταβολικά ηρεμία γύρω μου.
c) επιβλητικά a) επιβλητική
d) υποβλητικά b) προσβλητική
c) υπερβολική
16. Το περιστέρι και ένα κλαδί από d) υποβλητική
δέντρο ελιάς είναι ....... για την
ειρήνη. 20. Μην μαλώνεις με τα παιδιά στο
a) έμβολο σχολείο. Κάνε ....... και φύγε μακριά
b) αμφίβολο από καυγάδες.
c) σύμβολο a) μεταβολή
d) παράβολο b) συμβολή
c) επιβολή
17. Η καθημερινή γυμναστική βοηθάει d) εισβολή
τον ....... να αλλάξει ρυθμό και να
δουλεύει πιο γρήγορα.
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -8-
Vocabulary Quiz:
Verbs deriving from Βάλλω
1. Δεν θέλω να με ....... μπροστά σε d) συνέβαλε
κόσμο.
a) παραβάλουν 8. Tο νερό ....... σε πάγο όταν ψύχεται.
b) περιβάλουν a) μεταβάλλεται
c) προσβάλουν b) περιβάλλεται
d) προβάλουν c) επιβάλλεται
d) υποβάλλεται
2. Δεν ....... καθόλου όταν λέω ότι το
ψάρι που πιάσαμε ήταν 80 κιλά. 9. Δεν μπορεί να ........ στον εαυτό του
a) υπερβάλλω και τρώει ασταμάτητα.
b) εκβάλλω a) αναβληθεί
c) αναβάλλω b) επιβληθεί
d) διαβάλλω c) προσβληθεί
d) καταβληθεί
3. Αν και δεν είναι ο βιολογικός
πατέρας των παιδιών της γυναίκας 10. Tον ....... από το σχολείο για τρεις
του, τα ....... με την αγάπη και τη μέρες γιατί κάπνιζε.
στοργή πραγματικού πατέρα. a) απέβαλαν
a) συμβάλλει b) επέβαλαν
b) υποβάλλει c) συνέβαλαν
c) επιβάλλει d) προσέβαλαν
d) περιβάλλει
11. Θέλω να ....... κι εγώ στην
4. Η κυβέρνηση θα ....... καινούργιους προστασία του περιβάλλοντος.
φόρους στην αγορά δεύτερης a) επιβάλω
κατοικίας. b) συμβάλω
a) επιβάλει c) παραβάλω
b) αποβάλει d) υποβάλω
c) αναβάλει
d) υπερβάλει 12. Ο καθηγητής ....... τις εξετάσεις για 8
μέρες για να πάει σε ένα συνέδριο.
5. Η αρρώστια του τον έχει ........ πολύ. a) ανέβαλε
Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια b) αμφέβαλε
του. c) επέβαλε
a) περιβάλει d) προσέβαλε
b) παραβάλει
c) μεταβάλει 13. Φοβήθηκα πολύ όταν τον είδα να
d) καταβάλει ........ μπροστά μου με μάσκα
γορίλλα στο κεφάλι.
6. Είναι πολύ καλό φίλμ. Όταν το ....... a) περιβάλει
στην Ελλάδα να πας να το δείς. b) αναβάλει
a) προβάλλουν c) ξεπροβάλει
b) παραβάλλουν d) επιβάλει
c) προσβάλλουν
d) περιβάλλουν 14. O Μισισιπής εκβάλλει στον
Ατλαντικό ή στον Ειρηνικό ωκεανό;
7. H απομάκρυνση των βιομηχανιών a) εκβάλει
....... αποφασιστικά στον καθαρισμό b) προσβάλει
της λίμνης. c) αναβάλει
a) ανέβαλε d) αποβάλει
b) μετέβαλε
c) επέβαλε
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives -9-
15. Ο νέος δάσκαλος δεν μπορεί να 18. Κανένας δεν ........ ότι πρέπει να
....... πειθαρχία στα παιδιά και πάρουμε μέτρα για την προστασία
γίνεται φασαρία. του περιβάλλοντος.
a) επιβάλει a) αντιβάλει
b) συμβάλει b) αναβάλει
c) περιβάλει c) αποβάλει
d) καταβάλει d) αμφιβάλει

16. Ο καρκίνος άρχισε από το πάγκρεας 19. Mε ....... διαρκώς στους


και μετά ....... όλα τα γύρω όργανα. συναδέλφους μου για να φαίνεται
a) περιέβαλε αυτός καλύτερος από μένα.
b) προσέβαλε a) διαβάλλει
c) παρέβαλε b) εκβάλλει
d) προέβαλε c) αντιπαραβάλλει
d) προβάλλει
17. Αυτή η μουσική πάντα ......... ένα
αίσθημα μελαγχολίας στο κοινό. 20. Πρέπει να ........ το ενοίκιο τριών
a) αναβάλει μηνών για να μου δώσουν το σπίτι
b) συμβάλει στο νησί.
c) αποβάλει a) προσβάλω
d) υποβάλει b) παραβάλω
c) προκαταβάλω
d) προβάλω
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 10 -

-θετω
Α- --- η αθέτηση
Αδια- --- αδιάθετος ,η,ο / η αδιαθεσία
Ανα- --- η ανάθεση
Ανασυν- --- η ανασύνθεση
Αντι- --- αντίθετος,η,ο / η αντίθεση / αντιθέτως
Αντιπαρα- --- η αντιπαράθεση
Απο- --- η απόθεση
Αποσυν- --- η αποσύνθεση
Δια- --- η διάθεση / διαθέσιμος,η,ο
Εκ- --- η έκθεση / ο εκθέτης / το έκθεμα / έκθετος,η,ο
Εν- --- το ένθετο
Εναπο- --- η εναπόθεση
Επι- --- η επίθεση / επιθετικός,ή,ό / το επίθεμα / το επίθετο
Κατα- --- η κατάθεση / ο καταθέτης
Μετα- --- η μετάθεση
Παρα- --- η παράθεση / το παράθεμα
Προδια- --- η προδιάθεση
Προσ- --- η πρόσθεση / πρόσθετος,η,ο
Προϋπο- --- η προϋπόθεση
Συν- --- η σύνθεση / ο συνθέτης / σύνθετος,η,ο
Υπο- --- η υπόθεση / το υπόθετο / υποθετικός,η,ο

αρχειοθετώ to file αρχειοθέτηση


διευθετώ to put right, to settle (a dispute), to διευθέτηση
resolve (a crisis)
επανατοποθετώ to put back, restore, replace επανατοποθέτηση
θεσμοθετώ to establish (a law) θεσμοθέτηση
ναρκοθετώ to place mines in a field ναρκοθέτηση
νομοθετώ to legislate νομοθεσία, νομοθέτης
νουθετώ to advise, admonish νουθεσία
ονοματοθεσία to give a name
οριοθετώ to set boundaries, demarcate
σκηνοθετώ to direct (a play or a film) σκηνοθέτης, σκηνοθεσία
ταξιθετώ to put in order ταξιθέτης, ταξιθέτρια
τοποθετώ to place τοποθεσία
υιοθετώ to adopt υιοθέτηση, υιοθεσία,
υιοθετημένος
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 11 -
αθετώ αθετώ το λόγο μου / τον όρκο μου / μια
αρνούμαι ότι κτ. έγινε ή υπήρξε / δε μένω συμφωνία.
πιστός σε κτ. που υποσχέθηκα / καταπατώ, Mε τις πράξεις σου αθετείς όλα όσα
παραβαίνω αυτά που υποσχέθηκα υποσχέθηκες.
ενυπόγραφα / αρνούμαι την ύπαρξη ή την Aθετεί το δικαίωμά μας να κρίνουμε.
αξία, αγνοώ, παραγνωρίζω κτ. / (φιλολ.) Kανείς δεν αθετεί την προσωπικότητα και το
θεωρώ ως νόθο ρόλο της μέσα στην ιστορία.
to deny /, to take back / to breach (a αθετώ ένα χωρίο / ένα γραμματικό τύπο.
contract) / to break (a promise, an H γραφή αυτή αθετείται από όλους τους εκδότες.
agreement) / to consider as spurious

αδιαθετώ Tα μικρά παιδιά αδιαθετούν συχνά.


αρρωσταίνω / για γυναίκα: έχω περίοδο. Προσέχω γιατί δεν θέλω να αδιαθετήσω τώρα
To get sick, to be indisposed / to που είμαι σε διακοπές.

αναθέτω O διοικητής τού ανέθεσε μια δύσκολη


αόρ. ανέθεσα και ανάθεσα, απαρέμφ. αναθέσει, παθ. στρατιωτική αποστολή / την ένορκη
ανατίθεμαι, ανατίθεσαι, ανατίθεται, ανατιθέμεθα, ανατίθεστε, διοικητική εξέταση.
ανατίθενται, αόρ.ανετέθη, ανετέθησαν, απαρέμφ. ανατεθεί :
Oι έρευνες για πετρέλαιο ανατέθηκαν σε
δίνω εντολή σε κπ. να αναλάβει ένα έργο / ξένη εταιρεία.
εμπιστεύομαι σε κπ. ένα έργο, τον επιφορτίζω με Θα του αναθέσουν τη διαχείριση της
κάποια υποχρέωση πολυκατοικίας.
to assign (a job, an obligation), to entrust sb Στη μητέρα έχει ανατεθεί η φροντίδα της
with a job, οικογένειας.

ανασυνθέτω Ανασυνθέτω τις σκέψεις μου / τις απόψεις μου


ανασυντίθεμαι P: συνθέτω κτ. εκ νέου. / μια θεωρία / μια δημόσια υπηρεσία / μια
To recompose / to reestablish, to reorganize συμμορία.

αντιθέτω αντιθέτω δύο χρώματα / έννοιες.


αντιπαραθέτω / αντιτάσσω: Στην υποκρισία του κόσμου αντιθέτει την
to contrast / to juxtapose ειλικρίνεια.

αντιπαραθέτω Tι έχουμε εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες, να


αντιπαρατίθεμαι αντιπαραθέσουμε στα επιτεύγματα του
παραθέτω κτ., το αναφέρω ή το παρουσιάζω, με σύγχρονου κόσμου;
στόχο να αντισταθμίσω κτ. άλλο / ανταγωνίζομαι: Aντιπαρατίθενται οι δύο τάσεις στην
to set up against in comparison κυβέρνηση.

αποθέτω αποθέτω το όπλο μου στο


αόρ. απέθεσα και απόθεσα, απαρέμφ. αποθέσει έδαφος
τοποθετώ, αφήνω κτ. (φορτίο ή αντικείμενο) στο έδαφος ή στη θέση Tο ποτάμι έχει αποθέσει
του / (γεωλ.) συσσωρεύω στην επιφάνεια της γης υλικά που μεγάλες ποσότητες
προέρχονται από διάβρωση και που μεταφέρονται από τον άνεμο, λάσπης στις εκβολές του.
το νερό κτλ.
To deposit, to dump, to lay down, to depose

αποσυνθέτω Tα ψάρια / τα κρέατα έχουν


αποσυντίθεμαι αποσυντεθεί.
προκαλώ την αλλοίωση κάποιας οργανικής ουσίας, τη Oι ηλεκτρολύτες μπορούν να
σήψη / διασπώ ένα σύνθετο σώμα στα συστατικά του / αποσυντεθούν με τη βοήθεια του
διαλύω, καταστρέφω ηλεκτρικού ρεύματος
to decompose, to dissolve, to destroy Αποσυνθέτω μια μηχανή.
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 12 -
διαθέτω Διαθέτει μεγάλη περιουσία / ευφυΐα / εξυπνάδα / μυαλό /
αόρ. διέθεσα, απαρέμφ. διαθέσει, παθ. ικανότητες.
διατίθεμαι, διατίθεσαι, διατίθεται, διατιθέμεθα, Διαθέτει φίλους στην κυβέρνηση.
διατίθεστε, διατίθενται, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ.,
Δεν διαθέτω πολύ ελεύθερο χρόνο.
σπάν.) διετίθετο, διετίθεντο, αόρ. διατέθηκα, γ'
πρόσ. (λόγ.) και διετέθη, διετέθησαν, Tο ξενοδοχείο διαθέτει κλιματισμό / πισίνα.
απαρέμφ. διατεθεί, μππ. διατεθειμένος* Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία προϊόντων.
έχω κτ. και μπορώ να το Είνα λίγα τα χρήματα που διατίθενται από το κράτος για
χρησιμοποιήσω / προσφέρω κτ. για την εκπαίδευση.
χρήση, για κατανάλωση / δίνω, Tο κράτος θα διαθέσει σπίτια στους πρόσφυγες.
παραχωρώ σε κπ. κτ. / πουλώ / Διέθεσε την περιουσία του στο πανεπιστήμιο.
ξοδεύω, δαπανώ Τα εμπορεύματά μας διατίθενται σε χαμηλή τιμή.
to have at my disposal / to offer H ομάδα διέθεσε πολλά χρήματα για να αποκτήσει νέους
sth to sb to use / to carry (for παίκτες.
shops), to sell / to spend, spare Δεν είμαι διατεθειμένος να πεθάνω για τη δουλειά.

εκθέτω Eκθέτουν τα προϊόντα τους πάνω σε


αόρ. εξέθεσα, απαρέμφ. εκθέσει, παθ. εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, πρόχειρους ξύλινους πάγκους.
εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεστε, εκτίθενται, και (προφ.) Tα νέα αρχαιολογικά ευρήματα θα εκτεθούν
εκθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) εξετίθετο, εξετίθεντο,
σε ειδική αίθουσα του μουσείου.
αόρ. εκτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) εξετέθη, εξετέθησαν,
απαρέμφ. εκτεθεί, μππ. Εκτεθειμένος Εκθέτω φωτογραφικό φίλμ στο φως.
τοποθετώ κτ. κάπου για να το βλέπουν πολλοί Tου ζήτησαν να εκθέσει τα γεγονότα.
άλλοι / αφήνω κτ. ακάλυπτο ή απροστάτευτο / Εκθέτω την άποψή μου γραπτώς /
αφηγούμαι, περιγράφω ένα γεγονός, ένα προφορικώς / με συντομία / λεπτομερώς /
συμβάν, μια κατάσταση κτλ.· παρουσιάζω / αναλυτικώς.
κάνω κπ. αντικείμενο επικρίσεων, ψόγου: Eίπαν ψέματα για να μας εκθέσουν.
to lay sth bare / to put on display / to expose Mη συνεχίζεις τη συζήτηση, γιατί εκτίθεσαι.
/ to leave sth uprotected / to present / to let Kάνε ό,τι θες, φρόντισε όμως να μην εκτεθείς
sb become target for ridicule απέναντί τους.
Eκθέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.

εναποθέτω H λάσπη που εναποτίθεται στις όχθες του


αόρ. εναπέθεσα και εναπόθεσα, απαρέμφ. εναποθέσει, ποταμού.
παθ. εναποτίθεμαι, εναποτίθεσαι, εναποτίθεται, H σκόνη από την έκρηξη εναποτέθηκε στις
εναποτιθέμεθα, εναποτίθεστε, εναποτίθενται, αόρ.
γύρω περιοχές.
εναποτέθηκα, απαρέμφ. εναποτεθεί
συγκεντρώνομαι κάπου ως αποτέλεσμα Eναποθέτω τις ελπίδες μου στο Θεό
μετακίνησης, ροής κτλ. / στηρίζω τις ελπίδες Eναποθέτω τις προσδοκίες μου στην τύχη.
μου σ αυτόν, ελπίζω μόνο σ΄ αυτόν. Στο Θεό εναποθέτω τη σωτηρία της ψυχής μου.
To deposit / to place all my hopes in sb / to H τήρηση της συμφωνίας εναποτίθεται στην
pin my faith on sb καλή πίστη των συμβαλλομένων.

ενθέτω
θέτω, τοποθετώ κτ. μέσα ή ανάμεσα σε άλλα

επιθέτω Ο για τρός επέθεσε επίδεσμο πάνω στην πληγή.


αόρ. επέθεσα, απαρέμφ. επιθέσει
βάζω κτ. πάνω σε κτ. άλλο.

καταθέτω Kατέθεσε στο υπουργείο αίτηση για διορισμό.


αόρ. κατέθεσα, απαρέμφ. καταθέσει, Θα καταθέσω αγωγή για αποζημίωση / μήνυση
παθ. κατατίθεμαι, κατατίθεσαι, κατατίθεται, στον εισαγγελέα.
κατατιθέμεθα, κατατίθεστε, κατατίθενται, και (προφ.)
Aύριο κατατίθεται στη βουλή το νέο νομοσχέδιο.
καταθέτομαι, αόρ. κατατέθηκα και κατετέθη,
κατετέθησαν, απαρέμφ. κατατεθεί Kάθε μήνα καταθέτει το μισό μισθό του στην
παραδίδω κτ., κυρίως έγγραφο, σε δημόσια τράπεζα.
αρχή / βάζω χρήματα σε λογαριασμό Kατέθεσα στο λογαριασμό του εκατό χιλιάδες.
τράπεζας / δίνω ένορκες πληροφορίες σε O μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του
δικαστήριο ή αστυνομία / παρουσιάζω ανακριτή.
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 13 -
γραπτά ή προφορικά την προσωπική μου Στη δίκη αυτόπτης μάρτυρας θα καταθέσει υπέρ
εμπειρία πάνω σε κάποιο θέμα / τοποθετώ του κατηγορουμένου.
με επισημότητα κτ. κάπου / σταματώ ένα Kατατέθηκαν πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία εις
έργο ή μια προσπάθεια που έχω αναλάβει / βάρος του.
σταματώ τον πόλεμο, τη μάχη ή μια Oι μαθητές μετά την παρέλαση κατέθεσαν
δύσκολη προσπάθεια, γιατί δεν μπορώ να στεφάνι στο μνημείο των ηρώων.
συνεχίσω / εγκαταλείπω O εντολοδόχος πρωθυπουργός, μετά την
to submit, to file in (an application, a αποτυχία σχηματισμού κυβερνήσεως, κατέθεσε
petition) / to deposit money in a bank την εντολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
account / to give evidence under oath / to Oι μηχανικοί θα καταθέσουν τα διπλώματά τους,
lay down a wreath in a formal ceremony / σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
to give up (a privilege or award) / to Συνάντησε πολλές δυσκολίες στη ζωή του, ποτέ
surrender, to give up the effort όμως δεν κατέθεσε τα όπλα.

Μεταθέτω Μεταθέτω το πρόβλημα / τις ευθύνες σε άλλο


αόρ. μετέθεσα, απαρέμφ. μεταθέσει, παθ. μετατίθεμαι, πρόσωπο.
μετατίθεσαι, μετατίθεται, μετατιθέμεθα, μετατίθεστε, Zητάει να τον μεταθέσουν στη Θεσσαλονίκη,
μετατίθενται, αόρ. μετατέθηκα, γ' πρόσ. και μετετέθη,
γιατί εκεί μένει η οικογένειά του.
μετετέθησαν, απαρέμφ. μετατεθεί, μππ. μετατεθειμένος
μετακινώ από μια θέση σε άλλη / αναβάλλω Μεταθέτω στρατιώτη από την Κρήτη στη Χίο.
για ορισμένο χρονικό διάστημα / μετακινώ Μεταθέτω την ημερομηνία των εξετάσεων.
γιορτή ή αργία σε άλλη ημερομηνία: Όταν η γιορτή του Aγίου Γεωργίου πέφτει πριν
to transfer / to postpone / to shift the blame από το Πάσχα, μετατίθεται και εορτάζεται τη
on sb else, to pass the back Δευτέρα του Πάσχα.

παραθέτω Παραθέτει σημαντικά στοιχεία που


αόρ. παρέθεσα, απαρέμφ. παραθέσει, τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του.
παθ. παρατίθεμαι, παρατίθεσαι, παρατίθεται, παρατιθέμεθα, Στο κείμενο παρατίθενται και άχρηστες
παρατίθεστε, παρατίθενται, αόρ. παρατέθηκα, γ' πρόσ.
λεπτομέρειες.
παρετέθη, παρετέθησαν, απαρέμφ. παρατεθεί
παρουσιάζω, αναφέρω μια σειρά γεγονότα, Tα γεγονότα που παρατίθενται, οδηγούν σε
απόψεις, στοιχεία κτλ. το ένα δίπλα ή μετά το κάποιο συμπέρασμα.
άλλο / συγκρίνω, παραβάλλω / αναφέρω, O συγγραφέας παραθέτει στίχους από τον
επαναλαμβάνω αυτούσιο το κείμενο (ή Όμηρο.
αποσπάσματα) ενός συγγραφέα μέσα σε δικό Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται οι
μου κείμενο / προσφέρω επίσημο δείπνο επιστολές του εκδότη προς το συγγραφέα.
to present, report data / to offer for Θα παρατεθεί γεύμα προς τιμήν του ξένου
comparison / to quote / to offer a banquet πρωθυπουργού.

προδιαθέτω Προδιαθέτω κπ. υπέρ / κατά κάποιου άλλου.


προετοιμάζω κπ. να δεχτεί ή να αντιμετωπίσει Προδιαθέτω κπ. θετικά / αρνητικά.
κπ. ή κτ. με ορισμένη (ψυχική, πνευματική, Tο χαμόγελό της με προδιαθέτει θετικά
σωματική) διάθεση: απέναντί της.
to predispose / to prejudice sb (in favor of / Tο κάπνισμα προδιαθέτει τον οργανισμό προς
against) τον καρκίνο των πνευμόνων.

προσθέτω Aν προστεθούν οι αριθμοί 5 και 10, δίνουν τον αριθμό 15.


αόρ. πρόσθεσα και προσέθεσα, απαρέμφ. Δεν μπορείς να προσθέτεις έξοδα στα έσοδα.
προσθέσει, παθ. προστίθεμαι, Ένα νέο πλοίο προστέθηκε στη δύναμη του εμπορικού
προστίθεσαι, προστίθεται, προστιθέμεθα,
στόλου.
προστίθεστε, προστίθενται, μπε.
προστιθέμενος, αόρ. προστέθηκα, γ' πρόσ. Θέλουν να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στο σπίτι τους.
και προσετέθη, προσετέθησαν, απαρέμφ. Mην προσθέτεις κι άλλες δυσκολίες στη ζωή μου.
προστεθεί, μππ. (προφ.) προσθεμένος και Μπορείτε να προσθέσετε λίγο αλάτι στο φαΐ.
προστεθειμένος
Προσθέτουμε ζάχαρη, φρούτα, κανέλα και γαρίφαλα και το
εκτελώ την αριθμητική πράξη της μίγμα ειναι έτοιμο.
πρόσθεσης / αυξάνω, Θέλω να προσθέσω κι εγώ ένα λιθαράκι στην ευτυχία σου.
συμπληρώνω, επεκτείνω /
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 14 -
αναφέρω κτ. επιπλέον, Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει.
συμπληρωματικά: Στα προβλήματα ας προστεθεί και το γεγονός ότι ο
to add / to enhance by adding πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά.

προϋποθέτω H επιτυχία στη ζωή προϋποθέτει


για κτ. του οποίου η πραγματοποίηση εξαρτάται από θέληση και αγώνα.
την εκπλήρωση κάποιου όρου ή από την ύπαρξη H επιτυχία στις εξετάσεις προϋποθέτει
κάποιων συνθηκών / παίρνω κτ. ως δεδομένο και με αφοσίωση στο διάβασμα.
βάση αυτό συνεχίζω ένα συλλογισμό ή μια ενέργεια, H αύξηση του τουρισμού προϋποθέτει
παίρνω κτ. ως προϋπόθεση: την ύπαρξη κατάλληλων υποδομών
(often 3rd pers.) it involves, it postulates, it όπως μεγάλα ξενοδοχεία και χώρους
requires, it presupposes διασκέδασης και άθλησης.

συνθέτω O Mπετόβεν έχει συνθέσει εννέα συμφωνίες.


αόρ. συνέθεσα, απαρέμφ. συνθέσει, O Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε τους
παθ. συντίθεμαι, συντίθεσαι, συντίθεται, συντιθέμεθα, «Eλεύθερους Πολιορκημένους».
συντίθεστε, συντίθενται, και (προφ.) συνθέτομαι, αόρ.
Tα άτομα συνθέτουν τις κοινωνίες.
συντέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετέθη, συνετέθησαν,
απαρέμφ. συντεθεί, μππ. συνθεμένος και συντεθειμένος O νους συνθέτει και αναλύει τις έννοιες.
γράφω ένα μουσικό ή λογοτεχνικό έργο / Tα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά
συγκεντρώνω μεμονωμένα στοιχεία και προβλήματα συνθέτουν την ελληνική
απαρτίζω ένα οργανωμένο σύνολο: πραγματικότητα.
to compose / to create / to comprise, to Tυπικά στοιχεία από τα οποία συντίθεται η
make up προφορική ποίηση.

υποθέτω Aς υποθέσουμε ότι θα δεχτεί την πρόταση


αόρ. υπέθεσα, απαρέμφ. υποθέσει, που του γίνεται.
παθ. υποτίθεμαι, υποτίθεσαι, υποτίθεται, υποτιθέμεθα, Aς υποτεθεί ότι θα εκλεγεί πρόεδρος.
υποτίθεσθε, υποτίθενται, αόρ. υποτέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και
Δε σε είδα χτες και υπέθεσα ότι είσαι
υπετέθη, υπετέθησαν, απαρέμφ. υποτεθεί
θεωρώ κτ. ως δεδομένο, δέχομαι κτ. ως άρρωστος.
αληθινό, προκειμένου να οδηγηθώ στην Yποθέτω ότι δε θα αργήσει.
εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος / θεωρώ κτ. Tι να υποθέσουμε τώρα;
ως πιθανό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό επαρκή Yποτίθεται ότι οι δολοφόνοι ήταν τρεις.
στοιχεία / (παθ., στο γ' πρόσ.) για να Ποιοι υποτίθεται ότι είναι οι δράστες του
δηλώσουμε την αμφιβολία μας για κτ. που εγκλήματος;
παρουσιάζεται ως βεβαιότητα ή ως γεγονός: Ξέρεις τι μου συμβαίνει, υποτίθεται.
to suppose / to treat sth as possible or real Yποτίθεται ότι θα έρθει να με βοηθήσει.
in order to draw a conclusion / to assume, Yποτίθεται ότι είναι καλός γιατρός.
presume / to guess or imagine / 3rd pers. Δεν υποτίθεται τίποτε.
pass.: supposedly, allegedly, it is rumored
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 15 -
Vocabulary Quiz:
Verbs deriving from Θέτω
c) μετατεθεί
1. Δεν τον εμπιστεύομαι. Είναι d) προστεθεί
άνθρωπος που ....... τον λόγο του.
a) αθετεί 8. Η φίλη μου η Μαρία μένει στην
b) υποθέτει Αθήνα και μου ........ το σπίτι της στη
c) αναθέτει Χίο για να μένω όποτε θέλω να
d) συνθέτει κάνω διακοπές στο νησί.
a) προσθέτει
2. Θέλεις να ....... και άλλο αλάτι στο b) διαθέτει
φαγητό; c) αναθέτει
a) παραθέσω d) μεταθέτει
b) προσθέσω
c) προυποθέσω 9. Συνάντησα πολλές δυσκολίες στη
d) εκθέσω δουλειά μου, ποτέ όμως δεν ....... τα
όπλα.
3. Ο άσχημος τρόπος με τον οποίο a) ανέθεσα
μιλάει για τους μετανάστες με ....... b) παρέθεσα
εναντίον του. c) υπέθεσα
a) προσθέτει d) κατέθεσα
b) προδιαθέτει
c) αναθέτει 10. H επιτυχία στις εξετάσεις .......
d) μεταθέτει αφοσίωση στο διάβασμα.
a) προϋποθέτει
4. Ο μπετόβεν έχει ....... 9 συμφωνίες b) παραθέτει
και πολλά κοντσέρτα. c) εκθέτει
a) αναθέσει d) διαθέτει
b) εκθέσει
c) παραθέσει 11. Tα ψάρια που έμειναν έξω από το
d) συνθέσει ψυγείο για τόση ώρα θα έχουν.......
a) ανατεθεί
5. Ο πρόεδρος θα ....... επίσημο b) αποτεθεί
δείπνο για τους αθλητές που πήραν c) συντεθεί
μετάλλειο στους ολυμπιακούς d) αποσυντεθεί
αγώνες.
a) προσθέσει 12. Το μουσείο Μπενάκη θα .......
b) παραθέσει ζωγραφικά έργα του Σαλβατόρ
c) εκθέσει Νταλί.
d) υποθέσει a) εκθέσει
b) υποθέσει
6. Aς ....... ότι θα εκλεγεί πρόεδρος. Τι c) αντιπαραθέσει
θα αλλάξει; Θα είναι καλύτερα τα d) μεταθέσει
πράγματα για τον κόσμο;
a) εκθέσουμε 13. Δεν θυμώνω με τον Πέτρο γιατί στα
b) διαθέσουμε πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά του
c) προσθέσουμε μπορώ να ....... τη σκληρή δουλειά
d) υποθέσουμε του και την εντιμότητά του.
a) προσθέσω
7. Ο Κώστας είναι δικαστής στη b) αντιθέσω
Λάρισα αλλά θέλει να ....... στην c) αποθέσω
Αθήνα. d) αντιπαραθέσω
a) παρατεθεί
b) ανατεθεί
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 16 -
14. Θέλω να ....... λίγα ευρώ στο d) προδιαθέτει
λογαριασμό που άνοιξε η Τράπεζα
Κύπρου για τα θύματα του τυφώνα 18. Τα καινούργια αρχαιολογικά
Κατρίνα. ευρήματα θα βοηθήσουν τους
a) αναθέσω αρχαιολόγους να ....... την εικόνα
b) εκθέσω της καθημερινής ζωής της πόλης
c) παραθέσω τον 5ο αιώνα π.Χ.
d) καταθέσω a) ανασυνθέσουν
b) προσθέσουν
15. Δεν ήρθε στο μάθημα χτες και ....... c) αναθέσουν
ότι είναι άρρωστος. d) αντιθέσουν
a) υπέθεσα
b) ανέθεσα 19. Πρέπει να ....... κι άλλο ένα ζεστό
c) πρόσθεσα χρώμα στο δωμάτιο για να υπάρχει
d) προϋπέθεσα ισορροπία ανάμεσα στα ζεστά και τα
ψυχρά χρώματα.
16. Ο δάσκαλος μας ....... σαν εργασία a) εκθέσεις
να βρούμε στο Ιντερνετ b) προδιαθέσεις
πληροφορίες για την οικολογική c) προσθέσεις
καταστροφή στην Αρκτική. d) αποθέσεις
a) αντίθεσε
b) απέθεσε 20. Είναι παιδαριώδες να προσπαθείς
c) ανάθεσε να ....... τα προβλήματά σου σε
d) υπέθεσε άλλους και να μην τα λύνεις μόνος
σου.
17. Tο χαμόγελό της με ....... θετικά a) μεταθέτεις
απέναντί της. b) αντιθέτεις
a) αναθέτει c) εκθέτεις
b) προσθέτει d) υποθέτεις
c) υποθέτει
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 17 -
Vocabulary Quiz:
Nouns / verbs deriving from Θέτω
1. Ο μηχανικός αργεί να τελειώσει το
σπίτι και αυτό είναι ........ 7. Ο Κώστας είναι δικαστής στη
συμφωνίας. Δεν κράτησε τον λόγο Λάρισα αλλά φέτος θά πάρει .......
του και θα τον πάω στα δικαστήρια. στην Αθήνα για να είναι μαζί με την
a) αθέτηση κόρη του που σπουδάζει εκεί.
b) υπόθεση a) παράταση
c) ανάθεση b) ανάθεση
d) σύνθεση c) μετάθεση
d) πρόσθεση
2. Δεν βλέπω καμιά ........ανάμεσα στα
δύο αυτά χρώματα. Γιατί νομίζεις ότι 8. Η φίλη μου η Μαρίνα μου είπε ότι το
δεν ταιριάζουν; σπίτι της στη Χίο είναι στη ....... μου
a) αντιπαράθεση για να μένω εκεί όποτε θέλω να
b) παράθεση κάνω διακοπές στο νησί.
c) αντίθεση a) πρόσθεση
d) πρόσθεση b) διάθεση
c) εναπόθεση
3. Τί συμβαίνει και έχεις τέτοια καλή d) μετάθεση
....... σήμερα; Ερωτευμένος είσαι;
Γελάνε και τα αυτιά σου! 9. Συνάντησα τον ........ αυτού του φιλμ
a) διάθεση και του είπα πόσο μου άρεσε η
b) προδιάθεση ταινία του.
c) ανάθεση a) σκηνοθέτη
d) μετάθεση b) ταξιθέτη
c) συνθέτη
4. Ο Μότζαρτ έχει δεχτεί μεγάλη ....... d) καταθέτη
και αρνητική κριτική για τη μουσική
του από παλιότερους συνθέτες 10. Το πολύ και καλό διάβασμα είναι
όπως ο Σαλιέρη. ........ για επιτυχία στις εξετάσεις.
a) ανάθεση a) προϋπόθεση
b) έκθεση b) επίθεση
c) επίθεση c) υπόθεση
d) σύνθεση d) παράθεση

5. Η ....... επίσημου δείπνου για τους 11. Tο πτώμα που βρήκε η αστυνομία
αθλητές που πήραν μετάλλειο στους στην άκρη του ποταμού βρισκόταν
ολυμπιακούς αγώνες είναι δουλειά σε κατάσταση ....... .
του Προέδρου. a) ανάθεσης
a) πρόσθεση b) απόθεσης
b) παράθεση c) σύνθεσης
c) έκθεση d) αποσύνθεσης
d) διάθεση
12. Το μουσείο Μπενάκη θα ανοίξει
6. Φοβάμαι ότι ο θάνατος τριών ....... με ζωγραφικά έργα του
παιδιών από ηπατίτιδα σε Σαλβατόρ Νταλί.
εκπαιδευτικό ταξίδι στην Αριζόνα a) έκθεση
είναι δύσκολη ....... που θα την b) υπόθεση
αναλάβει η αστυνομία. c) αντιπαράθεση
a) παράθεση d) μετάθεση
b) διάθεση
c) πρόσθεση 13. Θα συχωρέσω τον Πέτρο που μου
d) υπόθεση μίλησε τόσο άσχημα μπροστά στους
I. Zikoudis. MdGk.203:
Advanced Vocabulary: Ancient Greek Verbs in MdGk and their derivatives - 18 -
γονείς μου αλλά με την ....... ότι θα c) οριοθετήσεις
μου ζητήσει συγγνώμη. d) ναρκοθετήσεις
a) προϋπόθεση
b) υπόθεση 20. Είναι δουλειά της κυβέρνησης η
c) αντίθεση .......... μέτρων για την προστασία
d) αντιπαράθεση του περιβάλλοντος.
a) επανατοποθέτηση
14. Θέλω να κάνω ....... λίγα ευρώ στο b) τοποθέτηση
λογαριασμό που άνοιξε η Τράπεζα c) θεσμοθέτηση
Κύπρου για τα θύματα του τυφώνα d) οριοθέτηση
Κατρίνα.
a) ανάθεση
b) έκθεση
c) παράθεση
d) κατάθεση

15. Ένα μεγάλο πρόβλημα που άφησε


ο Πρώτος και ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος είναι η ........
πολλών περιοχών κοντά στα
σύνορα.
a) τοποθέτηση
b) ναρκοθέτηση
c) σκηνοθέτηση
d) υιοθέτηση

16. Ο γιατρός μας είπε ότι η ……


καθαρών επιδέσμων πάνω στην
πληγή κρατά τα μικρόβια μακριά.
e) αντίθεση
f) επίθεση
g) ανάθεση
h) υπόθεση

17. Η Αντζολίνα Τζολί και ο Μπραντ Πιτ


....... ένα παιδί από το Βιετνάμ.
a) τοποθετήσαν
b) υιοθετήσαν
c) σκηνοθετήσαν
d) νομοθετήσαν

18. Δεν συμφώνησα με τον αρχιτέκτονα


για το ποιος θα πληρώσει τη ζημιά
στο καινούργιο σπίτι. Θα πάμε σε
δικαστήριο για να …. τη διαφορά
αυτή.
a) θεσμοθετήσουμε
b) διευθετήσουμε
c) αρχειοθετήσουμε
d) νομοθετήσουμε

19. Αυτό είναι πολύ μεγάλο δωμάτιο.


Πρέπει να ....... κι άλλα έπιπλα στο
δωμάτιο για να μην φαίνεται άδειο.
a) τοποθετήσεις
b) σκηνοθετήσεις

You might also like