Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 14

Ε N T Γ Κ Α Ρ Α Λ Λ Α Ν ΠΟΕ

Μετάφραση: Πάνος Πανασσης


ΟΥΛΑΛΟΥΜ

Οι ουρανοί ήταν σταχτιοί και βλοσυροί


τα φύλλα μαραμένα, ζαρωμένα,
τα φύλλα μαραμένα, κατεστραμένα.
Κι ήταν ερημική νύχτα του Οκτώβρη,
της πιό αμνημόνευτης χρονιάς μου,
κι ήταν κοντά στη σκοτεινή λίμνη του Ωμπέρ,
στη γεμάτη καταχνιά χώρα του Βέιρ,
κι ήταν στον υγρό βάλτο του Ωμπέρ,
στην στοιχειωμένη χώρα του Βέιρ.
Κάποτε εδώ, μέσα από μιά τιτάνια σειρά Η συζήτηση μας ήταν σοβαρή και βαριά,
από κυπαρίσσια, περιπλανιώμουνα μαζί με την μα οι σκέψεις μας μαραμένες, μουδιασμένες,
ψυχή μου. οι μνήμες μας προδοτικές, μαραμένες
Κι ήταν μέρες που σαν ηφαίστιο κόχλαζε η καρδιά γιατί δεν ξέραμε πως είχαμε Οκτώβρη,
μου κι ούτε που ξέραμε ποιά νύχτα ήταν αυτή ακριβώς.
και σαν ποταμός σκουριάς τον κυλάει, (Α, νύχτα, ανάμεσα στις νύχτες της χρονιάς).
και σαν λάβα που συνέχεια κυλάει, Δεν είχαμε προσέξει ούτε τη σκοτεινή λίμνη του
τα φλογισμένα κύματά της στα βουνά του Γιαανέκ, Ωμπέρ
στις απόμακρες περιοχές του Πόλου (κι ας είχαμε απ'εδώ ξανά περάσει)
που βαριά στενάζει καθώς κυλάει στα βουνά του κι ούτε θυμόμασταν τον υγρό βάλτο του Ωμπέρ
Γιαανέκ, ούτε τη στοιχειωμένη χώρα του Βέιρ.
μέσα στο βασίλειο του Βόρειου Πόλου.
Και τώρα καθώς πια η νύχτα έφευγε Και είπα: "Από την Άρτεμη είναι πιό ζεστή,
και τ' αστέρια έλεγαν πως φτάνει η αυγή και στριφογυρίζει μέσα από ένα κύμα στεναγμών,
και τα στέρια προμηνούσαν την αυγή, παρουσιάζεται σε μιά χώρα στεναγμών.
στην άκρη του μονοπατιού μας ένα αμυδρό Είδε πως τα δάκρυα δεν στεγνώνουνε
καταχνιασμένο φως φανερώθηκε, σ' αυτά τα μάγουλα, που πάνω τους ποτέ δεν
και από μέσα του σηκώθηκε ένα λαμπρό μισοφέγ­ πεθαίνει το σκουλήκι
γαρο
καθαρό, με το διπλό του κέρας.
και ήρθε αφού πέρασε του "Λέοντος" τ' αστέρια, Μα η ψυχή σηκώνοντας το δάχτυλο είπε:
για να μας δείξει το μονοπάτι των ουρανών, "Το υποψιάζομαι θλιβερά αυτό το αστέρι,
της λήθης την ουράνια ειρήνη μου φαίνεται παράξενη η χλωμάδα του.
και σηκώθηκε παρά το πείσμα του "Λέοντος", Ω, βιάσου, βιάσου, ας μην καθυστερούμε.
για να μας φωτίσει με τα λαμπρά της μάτια, Ω,φύγε, φύγε, ας φύγουμε, έτσι πρέπει".
και υψώθηκε μέσα από του "Λέοντος" τη σπηλιά, Μίλαγε με τρόμο αφήνοντας να πέσουν
του έρωτα δείχνοντας στα ολόφωτα της μάτια". τα φτερά της, προτού συρθούνε μεσ' στη σκόνη.
Έκλαιγε με αγωνία, αφήνοντας να πέσουν
τα φτερά της, προτού συρθούνε μεσ' στη σκόνη,
προτού θλιβερά συρθούνε μεσ'στη σκόνη.
Εγώ απάντησα: "Ενα όνειρο, μονάχα, είναι αυτό, Μπορούμε σίγουρα να εμπιστευτούμε στη λάμψη
ας πάμε με τo τρεμουλιαστό αυτό φως του,
ας τονιστούμε απ' αυτό το κρυστάλλινο φως, που δεν μπορεί παρά σωστά να μας οδηγήσει,
το φως το σιβυλλικό που ακτινοβολάει μιά κι ανεβαίνει τρέμοντας τα Ουράνια, μέσ' στη
με Ελπίδα και Ομορφιά αυτή τη νύχτα: νύχτα".
— Δες, τρέμοντας ανεβαίνει τον ουρανό μέσ' στη Ησύχασα έτσι την ψυχή μου κι έσκυψα και τη
νύχτα. φίλησα,
και κατώρθωσα να διαλύσω την κακή την διάθεση,
και σκόρπισα τους φόβους και τις ανησυχίες της,
και πήραμε το μονοπάτι ως το τέλος.
Μα εκεί μας σταμάτησε η πόρτα ενός μνημείου, Τότε η καρδιά μου έγινε σταχτιά και βλοσυρή,
πόρτα με κάτι γράμματα ενός μνημείου, σαν τα φύλλα που ήταν μαραμένα, ζαρωμένα,
και είπα "Τι γράφει εκεί, γλυκιά αδελφή, σαν τα φύλλα που ήταν μαραμένα, κατεστραμένα,
τι γράφουν αυτά τα γράμματα της πόρτας του κι έκραξα: "Ήταν σίγουρα Οκτώβρης,
μνημείου;" κι αυτή τη νύχτα μέσ' στις νύχτες όλης της χρονιάς.
Κι απάντησε: "Ουλαλούμ, Ουλαλούμ. Α, ποιος δαίμονας μ' έφερε εδώ πέρα;
Είναι το μνήμα της χαμένης σου Ουλαλούμ". Τώρα γνωρίζω καλά αυτή την σκοτεινή λίμνη του
Ωμπέρ
αυτή τη γεμάτη καταχνιά χώρα του Βέιρ,
τώρα γνωρίζω καλά τον υγρό βάλτο του Ωμπέρ,
αυτή την στοιχειωμένη χώρα του Βέιρ".
ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε,


σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε, τ' όνομα της
ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ, θα το έχετε ακουστά.
Και η κόρη αυτή είχε μονάχα μιά σκέψη,
να μ'αγαπά και να την αγαπώ.
Είμαστε και οι δυό μικρά παιδιά Κι ήταν γι' αυτό -πολλά χρόνια πριν-
σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό: που στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
Μα ήταν πελώρια η αγάπη που είχαμε κατέβηκε από τα σύννεφα στην ωραία μου
η ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ κι εγώ. Στον ουρανό ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ ψυχρός θανατερός
τα φτερωμένα σεραφείμ, που μας κοίταζαν, ο αγέρας και οι μεγάλοι συγγενείς της
γεμάτα ζήλεια ήταν. την πήραν και μ' άφησαν μόνο
για να την κλείσουνε σ' ένα μνήμα
στη χώρα αυτή δίπλα στο γιαλό.
Οι άγγελοι που δεν είχαν τη δική μας Κι από των πιό σοφών και πιό μεγάλων
ευτυχία, ζήλεψαν και γι'αυτό. η αγάπη μας πολύ πιό δυνατή-
Ναι! Και γι'αυτό (καθώς το ξέρουν όλοι και ούτε οι άγγελοι πάνω στους ουρανούς
στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό) κι ούτε ο δαίμονας κάτω από την θάλασσα
-αγέρας από τα σύννεφα κάποια νύχτα έχουνε την δύναμη την ψυχή μου
κατέβηκε ψυχρός θανατερός να τη χωρίσουν από την ψυχή
και μ' άρπαξε την ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ. της ωραίας μου ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ.
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δεν βγαίνει
χωρίς να μου φέρνει όνειρα
της ωραίας μου ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ.
Και πάντα, όταν βγαίνουν τ' αστέρια,
νιώθω τη λαμπερή ματιά
της ωραίας μου ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω,
αγαπημένη μου συντρόφισσα,
μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή
που της θάλασσας το κύμα αντιλαλεί.

You might also like