Professional Documents
Culture Documents
Εργασία Κινηματογράφου
Εργασία Κινηματογράφου
Εργασία Κινηματογράφου
Εργασία Κινηματογράφου
1
Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν…
Πληρωμένες αγκαλιές,
ιστορίες τραγικές…
Το τραγούδι σπαραγμός…
η ζωή κατατρεγμός,
ξεχαστήκαν κι ο καημός…
2
Πολύ στοχευμένα «Του Λιμανιού Το Καλντερίμι» αποτυπώνει διεισδυτικά τις
μύχιες σκέψεις στις οποίες καταφεύγουν οι αιχμάλωτες στο χρόνο και τις κοινωνικές
συνθήκες ψυχές, αναζητώντας τη λύτρωση σε έναν κόσμο που βυθίζεται ολοένα και
περισσότερο στη σιωπή του. Ο ανθρώπινος πόνος, η εμπορευματοποίηση των
γυναικείων σωμάτων, οι «πληρωμένες αγκαλιές», τα στενά στα οποία καιροφυλακτεί
η ανταλλακτική εξίσωση της γυναικείας ψυχής με μια ταρίφα. «Πόσο πάει;» «Πόση
είναι η ταρίφα σου, πόρνη;», όπως πολύ χαρακτηριστικά κι επίμονα ο Δημήτρης
Παπαμιχαήλ ρωτά την υποψήφια «Πριγκιπέσσα», Τζένη Καρέζη.
3
Μαζί με την Ελένη, στον ίδιο χώρο, η Μαίρη (Μαίρη Χρονοπούλου)
ερωτεύεται παράφορα το νεαρό πελάτη του μπαρ, τον Άγγελο (Φαίδων Γεωργίτσης),
ο οποίος ανακαλύπτει για πρώτη φορά – όχι μόνον τη σεξουαλικότητά του, αλλά και -
τον έρωτα, στο πρόσωπο της έμπειρης και μεγαλύτερης ηλικιακά πόρνης.
Η Μυρσίνη (Ελένη Ανουσάκη) είναι η πιο μικρή και νεοφώτιστη πόρνη του
σπιτιού, προστατευόμενη της Μαντάμ Παρί, η οποία μπαίνει αμέσως στο πνεύμα της
δουλειάς.
4
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης αφηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία,
κατορθώνοντας να ξεναγήσει το θεατή στα πλακόστρωτα σοκάκια της Τρούμπας,
στον οίκο ανοχής της εποχής εκείνης, με οικοδέσποινα τη χυδαιότητα, την
αποκρουστική πραγματικότητα, αρκούμενος μόνο σε υπαινιγμούς και αποφεύγοντας
τη χρήση ρεαλιστικών εικόνων. Ο ρομαντισμός και το συγκροτημένο μελό είναι τα
στοιχεία που επικρατούν στην ταινία, καθώς η ευτυχία και το δράμα των ηρώων
εναλλάσσονται σε ένα εκπληκτικό ντεκόρ, με μια ατμόσφαιρα απέριττη και σκληρά
φωτισμένη. Η ιστορία εξελίσσεται με ομαλό τρόπο αφήγησης και ο σκηνοθέτης
καταφέρνει να οδηγήσει το θεατή σε ένα τέλος που ενώ «τακτοποιεί» μια σειρά
ζητημάτων, εντούτοις δεν του προσφέρει πλήρη κάθαρση.
Το καστ αποτελείται από μια ομάδα επίλεκτων ηθοποιών της εποχής εκείνης,
οι οποίοι ερμηνεύουν με συγκλονιστική δεξιοτεχνία, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες
του σκηνοθέτη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το
Δεκέμβριο του 1963, με την εισπρακτική επιτυχία 473.686 εισιτηρίων, κατακτώντας
την 3η θέση μεταξύ 92 ταινιών της σαιζόν 1963 – 1964 και αποσπώντας ταυτόχρονα
εξαιρετικά καλές κριτικές.
5
Πριν προχωρήσουμε στη δραματουργική ανάλυση και διερεύνηση των
αφηγηματικών μοτίβων που θα μπορούσαν να συνδέσουν την κινηματογραφική
ταινία «Τα Κόκκινα Φανάρια» με το μελόδραμα, θα ήταν χρήσιμο να δούμε τα όρια
και τις διαστάσεις του δράματος, του μελού, και του μελοδράματος εν κατακλείδι.
Αντίστοιχη έκταση αποκτούν στην ελληνική γλώσσα και οι ορισμοί για το μελό και
το μελόδραμα. Ως μελόδραμα, λοιπόν, ορίζεται – γενικά – το έργο (κινηματογραφικό,
θεατρικό) στο οποίο κυριαρχεί η επιδίωξη να συγκινηθεί ο θεατής μέσω του έντονου
συναισθηματικού στοιχείου, και ειδικότερα είναι και το μελοποιημένο δραματικό
έργο το οποίο συνδυάζει τη σκηνική δράση με τη φωνητική μουσική. Παλαιότερα,
οριζόταν ως το ελαφρύ εκείνο σε περιεχόμενο δράμα, που δίνει έμφαση στην
εντυπωσιακή πλοκή και στα σκηνικά, ενώ οι χαρακτήρες είναι αδρομερείς και
απλουστευμένοι (καλοί εναντίον κακών).
6
Όσον αφορά το μελόδραμα, από το 1942 ως το 1965, κινείται κυρίως στα όρια
της κλασικής μελοδραματικής κινηματογραφικής αφήγησης, όπως αυτή
διαμορφώθηκε τόσο στην αμερικανική, όσο και στην ευρωπαϊκή εκδοχή του είδους,
το οποίο με τη σειρά του έχει στηριχτεί στις βάσεις του λογοτεχνικού μελοδράματος.
Πέρα από αυτά τα κλασικά μελοδραματικά μοτίβα, παρουσιάζονται στις
μελοδραματικές αφηγήσεις και στοιχεία που προκύπτουν από τη δυνατότητα του
μελοδράματος να ανανεώνεται με θεματικές, ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο στον
οποίο αναπτύσσεται η μελοδραματική αφήγηση. Και αυτό γιατί το μελόδραμα έχει
πολύ μεγάλη προσαρμοστική «ικανότητα» στα προβλήματα της εποχής τα οποία
αναδεικνύει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα «Κόκκινα Φανάρια».
Η Τρούμπα ήταν στις δόξες της τη δεκαετία του '50 – '60 και η «χρυσή
εποχή» της κράτησε περίπου 20 χρόνια, ενώ στους δρόμους της βρίσκονταν τα πιο
διάσημα «κακόφημα» καμπαρέ που άφησαν εποχή, όπως το «Τζων Μπουλ» και το
7
«Μπλακ Κατ» που με στριπτίζ και κονσομασιόν προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν
τους απαιτητικούς πελάτες.
Πίσω από το χορό, τη μουσική και τα φώτα, όμως, τα ωράρια των γυναικών
αυτών ήταν πραγματικά απάνθρωπα: Τα κορίτσια δούλευαν από τις δέκα το πρωί ως
τις δέκα το βράδυ και δέχονταν 100 με 120 βίζιτες την ημέρα, ενώ όσες δε
συμμορφώνονταν αποκτούσαν μια χαρακιά στο μάγουλο από τους νταβατζήδες τους,
«προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».
Στα πορνεία της Τρούμπας, η βίζιτα κόστιζε περίπου 27 δραχμές κανονικά, όμως
όταν έφτανε ο 6ος στόλος, το ποσό διπλασιαζόταν, αφού οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν
η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση
«αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.
Εκτός από τα 57 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς,
υπήρχαν κι άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν
«δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της
αστυνομίας.
Η ζωή στην περιοχή ήταν σκληρή, και όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο
Νίκος Μάθεσης, οι φόνοι ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε εφημερίδες τις δεκαετίας
του '60 υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τρούμπα.,
λόγω των καθημερινών συμπλοκών που είχαν οι «προστάτες» για τις ιερόδουλές ή
εξαιτίας διαφωνιών με πελάτες. Επίσης, στην περιοχή λειτουργούσαν και πολλές
«λέσχες» όπου σύχναζαν μπράβοι, αβανταδόροι και οι αυτοαποκαλούμενοι «μάγκες»,
έτοιμοι να βγάλουν μαχαίρι για λίγα λεφτά ή για μία κουβέντα παραπάνω.
8
Παράλληλα στην Τρούμπα μεγαλούργησαν και πολλοί γνωστοί ρεμπέτες, όπως ο
Μάρκος Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης. Μέρα
και βράδυ από όποιο καφενείο και αν περνούσε κανείς, δέσποζαν το μπουζούκι και ο
μπαγλαμάς, ενώ δεν απουσίαζε η μυρωδιά του χασίς από ναργιλέ και από τσιγαριλίκι.
Όσοι έπαιζαν μπουζούκι, συνήθως ήταν άνθρωποι της τούφας και το είχαν μάθει στη
φυλακή, ενώ για τα παιδιά κάτω των 20 χρόνων και τους «ανώμαλους»
απαγορευότανε η είσοδος «δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσιάς».
Από την άλλη πλευρά, ο Χρόνος στον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα δεν
είναι τυχαίος, αλλά διαδραματίζεται στο εδώ και τώρα. Στο παρόν. Πρόκειται για μια
περίοδο όπου στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχαν πολλά καμπαρέ, μπαρ, αλλά και
σπίτια με γυναίκες όπου υποδέχονταν διαφορετικής λογής ανθρώπους, ντόπιους αλλά
και ξένους, ακόμη και τον περίφημο 6ο αμερικανικό στόλο. Η μοναδικότητα της
ταινίας ωστόσο δεν οφείλεται μόνο στο «ιδιόμορφο» θέμα με το οποίο καταπιάνεται,
αλλά στον τρόπο που το αγγίζει. Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος που
σκιαγραφούνται μέσα από αυτή την ταινία τα ήθη των ανθρώπων της πιάτσας της
εποχής, αλλά και των πελατών των συγκεκριμένων στεκιών, με έναν τρόπο τόσο
λεπτό που παρά το θέμα της ταινίας είναι μεν ρεαλιστικός μα δε γίνεται ποτέ χυδαίος.
Γιατί, τι άλλο από Τέχνη μπορεί να αποπνέει μια σκηνή που παρόλο ότι
αποτυπώνεται ως ερωτική και αισθησιακή, όχι απλά δε γίνεται χυδαία, αλλά
εξαιρετικά ανθρώπινη; Ο Βασίλης Γεωργιάδης θέλησε να δείξει με τον δικό του
τρόπο ότι ακόμη και οι γυναίκες της Τρούμπας έχουν ψυχή, αλλά και τα δικά τους
όνειρα για μια ζωή καλύτερη, πιο ανθρώπινη. Αποδίδει με μαεστρία πολλούς τρόπους
με τους οποίους οι γυναίκες αυτές βρέθηκαν από κακή συγκυρία να εξασκούν το
αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, ενώ άλλες τις εκμεταλλεύονται οι νταβατζήδες
τους μέχρι εκεί που δεν το χωράει ανθρώπου νους. Ο Βασίλης Γεωργιάδης δείχνει
9
από το πρώτο πλάνο την πρόθεσή του να μη δημιουργήσει μια συμβατική ταινία,
τολμώντας μια κινηματογράφηση εντελώς αντισυμβατική με τα όσα γνώριζε μέχρι
εκείνη τη στιγμή ο Έλληνας θεατής. Έτσι δημιουργεί μια υποβλητική ταινία με
εξαιρετικά ρεαλιστική απεικόνιση της ατμόσφαιρας της εποχής και δεν είναι λίγες οι
σκηνές που θυμίζει στον θεατή τα περίφημα αμερικανικά φιλμ νουάρ.
Από την άλλη, πρόκειται για μια ταινία όπου η Μουσική έχει την ίδια
βαρύτητα στην επιτυχία της όσο έχει η σκηνοθεσία και οι ηθοποιοί της. Η υπέροχη –
σχεδόν «σπαρακτική» κάποιες φορές – μουσική είναι του Σταύρου Ξαρχάκου, σε
στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στα «Κόκκινα Φανάρια» ακούγονται
τραγούδια-μύθοι, όπως η «Άπονη Ζωή», το «Σου 'φερα Νερό Στις Χούφτες», το «Στα
Χέρια Σου Μεγάλωσαν» και πολλά άλλα. Στην ταινία εμφανίζεται ο Γρηγόρης
Μπιθικώτσης, που ερμηνεύει κάποια από τα τραγούδια, ενώ δυναμική εμφάνιση
πραγματοποιεί και ο Γιώργος Ζαμπέτας με το τραγούδι του «Ο Πιο Καλός Ο
Μαθητής». Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην τηλεοπτική έκδοση της
ταινίας δεν περιλαμβάνεται το εξαιρετικό τραγούδι «Το Καλντερίμι», που αποτέλεσε
και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της λαϊκής τραγουδίστριας Πόλυ Πάνου.
Καμία ταινία ωστόσο, όσο καλό σενάριο κι αν έχει, όσο υπέροχη μουσική κι
αν διαθέτει, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά εάν δε διαθέτει πολύ καλούς ηθοποιούς
και δυνατές ερμηνείες. Στα «Κόκκινα Φανάρια» ωστόσο, οι ηθοποιοί δεν είναι απλά
«καλοί», αλλά ανυπέρβλητοι: Η Τζένη Καρέζη, ο Γιώργος Φούντας, ο Δημήτρης
Παπαμιχαήλ, ο Μάνος Κατράκης, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Φαίδων Γεωργίτσης, η
Αλεξάνδρα Λαδικού, η Ελένη Ανουσάκη, ο Νότης Περιγιάλης, η Ηρώ Κυριακάκη, ο
Κώστας Κούρτης, η Κατερίνα Χέλμη, και η Δέσπω Διαμαντίδου, συνθέτουν ένα καστ
ηθοποιών που προκαλεί ίλιγγο. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί ουσιαστικά να
ξεχωρίσει κάποιος ως πρωταγωνιστής, η Τζένη Καρέζη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως
τέτοια, αφού κατά πολλούς, στα «Κόκκινα Φανάρια» δίνει τον καλύτερό της εαυτό,
σε μια ερμηνεία που απαιτεί από την ίδια όλο της το ταλέντο. Και η ίδια το
προσφέρει απλόχερα: Η τραγική φιγούρα που πλάθει μιλάει από μόνη της. Μάλιστα,
η επιτυχία της αυτή την ώθησε ένα χρόνο αργότερα, να υποδυθεί έναν ακόμα,
παρόμοιο ρόλο, στην ταινία «Λόλα» της Finos Film. Στα «Κόκκινα Φανάρια» η
Καρέζη έχει ερωτευθεί έναν νεαρό, ο οποίος δεν ξέρει ότι η ίδια είναι πόρνη, κάτι
που του το κρύβει επιμελώς. Στον ρόλο του νεαρού είναι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ,
σε μια ερμηνεία έκπληξη. Κορυφαία στιγμή της ερμηνείας του, η στιγμή της
10
αποκάλυψης της πραγματικής ταυτότητας της αγαπημένης του. Ο κλαυσίγελος που ο
ίδιος «βγάζει», καθηλώνει τον θεατή με την τραγικότητα της στιγμής. Οι εξαιρετικές
ερμηνείες φυσικά δε σταματούν σε αυτούς τους δύο ηθοποιούς.
11
12