Εργασία Κινηματογράφου

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 12

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Σπουδές Στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό

Εργασία Κινηματογράφου

«Τα Κόκκινα Φανάρια»

1
Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν…

να που δεν ξέρουν τι 'ναι πόνος και καημός,

πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν,

πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός.

Πνιχτές ανάσες και βρισιές,

βαμμένα χείλια παγωμένα στις γωνιές.

Κι είναι θάνατος αργός

του πεζοδρόμιου ο νόμος ο σκληρός.

Πληρωμένες αγκαλιές,

ιστορίες τραγικές…

γράφονται μες στις κρύες φτωχογειτονιές.

Το τραγούδι σπαραγμός…

η ζωή κατατρεγμός,

το καλντερίμι ένας ατέλειωτος καημός…

Σβήσαν τα φώτα στα στενά…

του λιμανιού τα καλντερίμια σκοτεινά…

και σταμάτησε η ζωή…

το ψέμα το φτασιδωμένο της να ζει…

Πίκρα, δάκρυ, στεναγμός…

ξεχαστήκαν κι ο καημός…

έγινε όνειρο γαλάζιος ουρανός…

και τα πρόσωπα χλωμά,

κουρασμένα τα κορμιά… μέσα στον ύπνο ψάχνουν να βρουν λησμονιά…

2
Πολύ στοχευμένα «Του Λιμανιού Το Καλντερίμι» αποτυπώνει διεισδυτικά τις
μύχιες σκέψεις στις οποίες καταφεύγουν οι αιχμάλωτες στο χρόνο και τις κοινωνικές
συνθήκες ψυχές, αναζητώντας τη λύτρωση σε έναν κόσμο που βυθίζεται ολοένα και
περισσότερο στη σιωπή του. Ο ανθρώπινος πόνος, η εμπορευματοποίηση των
γυναικείων σωμάτων, οι «πληρωμένες αγκαλιές», τα στενά στα οποία καιροφυλακτεί
η ανταλλακτική εξίσωση της γυναικείας ψυχής με μια ταρίφα. «Πόσο πάει;» «Πόση
είναι η ταρίφα σου, πόρνη;», όπως πολύ χαρακτηριστικά κι επίμονα ο Δημήτρης
Παπαμιχαήλ ρωτά την υποψήφια «Πριγκιπέσσα», Τζένη Καρέζη.

Βρισκόμαστε στον Πειραιά, στην κακόφημη περιοχή της Τρούμπας, στις


αρχές της δεκαετίας του ’60. Το «Μπαρ της Φρύνης» είναι ένας από τους πολλούς
οίκους ανοχής της περιοχής και το διευθύνει η πατρόνα Μαντάμ Παρί (Δέσπω
Διαμαντίδου) με τη βοήθεια του Μιχαήλου (Γιώργος Φούντας). Στα δωμάτια του
«σπιτιού» της Μαντάμ Παρί, η ερωτική συναλλαγή μοιάζει με απλή ρουτίνα. Όμως,
για το καθένα από τα κορίτσια που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκεί, υπάρχει,
σιωπηρά, και ένας προσωπικός κόσμος. Σκληρός ή ουτοπικός, αναγκαίος ή κυνικός, ο
κόσμος αυτός είναι η μόνη αλήθεια μέσα στην καθημερινότητά τους. Έχουν την
ανάγκη να το βιώσουν, ακόμη κι αν χρειαστεί να πληρώσουν για αυτόν οποιοδήποτε
κόστος. Και για τις περισσότερες, το κόστος αποδεικνύεται επώδυνο. Θα μείνουν
αλώβητες μόνον όσες μπορούν να παγώσουν την ψυχή τους και να προχωρήσουν
χωρίς συναισθηματισμούς και δεσμεύσεις.

Εκεί φιλοξενούνται πολλές γυναίκες, με την καθεμιά από αυτές να κουβαλά


το δικό της προσωπικά και συναισθηματικά βαρύ φορτίο στη ράχη της. Η Ελένη
(Τζένη Καρέζη), η αποκαλούμενη «Πριγκιπέσσα», είναι μία από τις γυναίκες που
διαμένουν στο σπίτι της Μαντάμ Παρί. Πρόκειται για μια κοπέλα από τη Ρουμανία
που σπούδασε Γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βουκουρεστίου, αλλά η
λαίλαπα του πολέμου την έφερε ως πρόσφυγα στην Ελλάδα. Δυο φορές ο πόλεμος
στη ζωή της μικρής «Πριγκίπισσας». Από τη μια οι σφαίρες στις κάννες των όπλων,
και από την άλλη το αιμοδιψές βλέμμα που ξεχειλίζει χυδαιότητα στο πρόσωπο των
ανδρών. Η γλυκιά κι ευαίσθητη Ελένη είναι ερωτευμένη με τον Πέτρο (Δημήτρης
Παπαμιχαήλ), έναν νεαρό φοιτητή, από τον οποίο κρατάει κρυφή την πραγματική της
επαγγελματική ζωή, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αντιμετωπίσει το αρρωστημένο
πάθος που τρέφει για αυτήν ο Μιχαήλος.

3
Μαζί με την Ελένη, στον ίδιο χώρο, η Μαίρη (Μαίρη Χρονοπούλου)
ερωτεύεται παράφορα το νεαρό πελάτη του μπαρ, τον Άγγελο (Φαίδων Γεωργίτσης),
ο οποίος ανακαλύπτει για πρώτη φορά – όχι μόνον τη σεξουαλικότητά του, αλλά και -
τον έρωτα, στο πρόσωπο της έμπειρης και μεγαλύτερης ηλικιακά πόρνης.

Η Άννα (Αλεξάνδρα Λαδικού) κρατάει καλά φυλαγμένο το μυστικό της, την


ύπαρξη ενός παιδιού, το οποίο εκείνη σπουδάζει κρυφά. Την Άννα την αγαπάει ο
Καπετάν Νικόλας (Μάνος Κατράκης), ένας μεσόκοπος ναυτικός, που κάθε φορά που
το καράβι πιάνει λιμάνι στον Πειραιά την επισκέπτεται στο σπίτι της Μαντάμ Παρί.

Η Μαρίνα (Κατερίνα Χέλμη) είναι άκρως εξαρτημένη και τρελά ερωτευμένη


με τον προστάτη της Ντορή (Κώστας Κούρτης) και καθημερινά βυθίζεται όλο και πιο
πολύ στο βούρκο της πορνείας.

Η Μυρσίνη (Ελένη Ανουσάκη) είναι η πιο μικρή και νεοφώτιστη πόρνη του
σπιτιού, προστατευόμενη της Μαντάμ Παρί, η οποία μπαίνει αμέσως στο πνεύμα της
δουλειάς.

Ανάμεσά τους βρίσκεται και η Κατερίνα (Ηρώ Κυριακάκη), η μεσόκοπη


καθαρίστρια του σπιτιού.

Όλες αυτές οι γυναίκες, οι φαινομενικά ολότελα διαφορετικές μεταξύ τους,


μοιράζονται κάτι κοινό. Πάθη, μυστικά, αδιέξοδους έρωτες, μαρτυρικές σιωπές που
τους σιγοκαίνε την ψυχή και επιθυμούν διακαώς να κραυγάσουν, αλλά κι ένα
μοναδικό όνειρο: αυτό της καλύτερης ζωής. Και όλα αυτά συμβαίνουν, λίγο πριν την
επιβολή του νόμου περί απαγόρευσης των «σπιτιών» στην Τρούμπα.

Η κινηματογραφική ταινία «Τα Κόκκινα Φανάρια» (1963 – 1964) βασίζεται


στο θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού «Το Σπίτι Με Τα Κόκκινα Φώτα», το οποίο
και σημείωσε επιτυχία αξιοσημείωτη και θεωρείται ένα από τα πιο αριστουργηματικά
μελό που έχουν γυριστεί και προβληθεί. Μια ταινία – σταθμός στην ιστορία του
ελληνικού κινηματογράφου, όχι μόνον για τη συγκλονιστική ερμηνευτική ικανότητα
των ηθοποιών, αλλά και για τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο αφουγκράζεται
την ευαισθησία της ανθρώπινης ψυχής που συνθλίβεται για να κυλήσει στο αυλάκι
της ομοιομορφίας.

4
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης αφηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία,
κατορθώνοντας να ξεναγήσει το θεατή στα πλακόστρωτα σοκάκια της Τρούμπας,
στον οίκο ανοχής της εποχής εκείνης, με οικοδέσποινα τη χυδαιότητα, την
αποκρουστική πραγματικότητα, αρκούμενος μόνο σε υπαινιγμούς και αποφεύγοντας
τη χρήση ρεαλιστικών εικόνων. Ο ρομαντισμός και το συγκροτημένο μελό είναι τα
στοιχεία που επικρατούν στην ταινία, καθώς η ευτυχία και το δράμα των ηρώων
εναλλάσσονται σε ένα εκπληκτικό ντεκόρ, με μια ατμόσφαιρα απέριττη και σκληρά
φωτισμένη. Η ιστορία εξελίσσεται με ομαλό τρόπο αφήγησης και ο σκηνοθέτης
καταφέρνει να οδηγήσει το θεατή σε ένα τέλος που ενώ «τακτοποιεί» μια σειρά
ζητημάτων, εντούτοις δεν του προσφέρει πλήρη κάθαρση.

Το καστ αποτελείται από μια ομάδα επίλεκτων ηθοποιών της εποχής εκείνης,
οι οποίοι ερμηνεύουν με συγκλονιστική δεξιοτεχνία, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες
του σκηνοθέτη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το
Δεκέμβριο του 1963, με την εισπρακτική επιτυχία 473.686 εισιτηρίων, κατακτώντας
την 3η θέση μεταξύ 92 ταινιών της σαιζόν 1963 – 1964 και αποσπώντας ταυτόχρονα
εξαιρετικά καλές κριτικές.

Το 1964 εκπροσώπησε τη χώρα μας στο Φεστιβάλ Καννών όπου δεν


κατάφερε να αποσπάσει κάποιο βραβείο, αλλά απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και
σχόλια. Επίσης, ήταν η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στα Βραβεία Όσκαρ του
1964, όπου και κατάφερε να μπει στην τελική πεντάδα, αλλά έχασε το βραβείο της
Καλύτερης Ξένης Ταινίας από το «8 1\2» του Φελίνι.

Τα «Κόκκινα Φανάρια προβλήθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως


επίσης και στην Αμερική και στην Ιαπωνία, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.

Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει και θα περάσουν, η διαχρονική σημασία


των «Κόκκινων Φαναριών» θα ρίχνει φως – όχι μόνο στα βήματα που μπορεί να
ακούγονται στα πλακόστρωτα στενά των κακόφημων οδών, αλλά και – στις σταθερές
αξίες της σεναριακής δραματικής τέχνης.

5
Πριν προχωρήσουμε στη δραματουργική ανάλυση και διερεύνηση των
αφηγηματικών μοτίβων που θα μπορούσαν να συνδέσουν την κινηματογραφική
ταινία «Τα Κόκκινα Φανάρια» με το μελόδραμα, θα ήταν χρήσιμο να δούμε τα όρια
και τις διαστάσεις του δράματος, του μελού, και του μελοδράματος εν κατακλείδι.

Συγκεκριμένα, ως δράμα – λέξη με εξαιρετικά διευρυμένη χρήση στη νεοελληνική


γλώσσα – ορίζεται αφενός (κατά την αρχαιότητα) ένα έμμετρο θεατρικό έργο
βασισμένο στο διάλογο, τη μουσική και την όρχηση, καθώς και το θεατρικό εκείνο
είδος στο οποίο ανήκουν η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα. Αφετέρου,
ως δράμα (γενικά) ορίζεται κάθε διαλογικό έργο και (ειδικά) κάθε κινηματογραφικό,
θεατρικό ή τηλεοπτικό έργο το οποίο στοχεύει στη συγκινησιακή υπερφόρτιση του
κοινού, μέσα από το θλιβερό ή βίαιο περιεχόμενό του.

Αντίστοιχη έκταση αποκτούν στην ελληνική γλώσσα και οι ορισμοί για το μελό και
το μελόδραμα. Ως μελόδραμα, λοιπόν, ορίζεται – γενικά – το έργο (κινηματογραφικό,
θεατρικό) στο οποίο κυριαρχεί η επιδίωξη να συγκινηθεί ο θεατής μέσω του έντονου
συναισθηματικού στοιχείου, και ειδικότερα είναι και το μελοποιημένο δραματικό
έργο το οποίο συνδυάζει τη σκηνική δράση με τη φωνητική μουσική. Παλαιότερα,
οριζόταν ως το ελαφρύ εκείνο σε περιεχόμενο δράμα, που δίνει έμφαση στην
εντυπωσιακή πλοκή και στα σκηνικά, ενώ οι χαρακτήρες είναι αδρομερείς και
απλουστευμένοι (καλοί εναντίον κακών).

Όσο για το μελό, που φαίνεται συνδεδεμένο στενά σημασιολογικά κι ετυμολογικά με


το μελόδραμα, αυτό ορίζει την κινηματογραφική ταινία που αποσκοπεί στην εύκολη
και χωρίς ποιοτικό βάθος συγκίνηση του κοινού (δείχνοντας ακραίες
συναισθηματικές εξάρσεις, δράματα, ερωτικά πάθη, συγκινήσεις) προς το οποίο
απευθύνεται.

Η μελέτη του ελληνικού κινηματογράφου δε στηρίζει την άποψη ότι η


κυρίαρχη διάστασή του είναι αυτή του δράματος. Ούτε οι αφηγήσεις, ούτε οι ήρωές
του συνολικά συγκροτούν μια ολοκληρωμένη και γνήσια δραματική έκφραση.
Αντίθετα, ο μελοδραματικός ήρωας και η μελοδραματική έκφραση φαίνεται να
κυριαρχούν συνολικά μέσα από συγκεκριμένες τεχνικές της αφήγησης σε όλο το
μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής που σχετίζεται με τη δημιουργία
συγκινήσεων.

6
Όσον αφορά το μελόδραμα, από το 1942 ως το 1965, κινείται κυρίως στα όρια
της κλασικής μελοδραματικής κινηματογραφικής αφήγησης, όπως αυτή
διαμορφώθηκε τόσο στην αμερικανική, όσο και στην ευρωπαϊκή εκδοχή του είδους,
το οποίο με τη σειρά του έχει στηριχτεί στις βάσεις του λογοτεχνικού μελοδράματος.
Πέρα από αυτά τα κλασικά μελοδραματικά μοτίβα, παρουσιάζονται στις
μελοδραματικές αφηγήσεις και στοιχεία που προκύπτουν από τη δυνατότητα του
μελοδράματος να ανανεώνεται με θεματικές, ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο στον
οποίο αναπτύσσεται η μελοδραματική αφήγηση. Και αυτό γιατί το μελόδραμα έχει
πολύ μεγάλη προσαρμοστική «ικανότητα» στα προβλήματα της εποχής τα οποία
αναδεικνύει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα «Κόκκινα Φανάρια».

Τα «Κόκκινα Φανάρια» είναι μια εντός τόπου και χρόνου κινηματογραφική


παραγωγή, η οποία κινείται γύρω από συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό άξονα. Η
περιοχή πήρε το όνομά της από την αντλία (τρόμπα) που ήταν τοποθετημένη από το
1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, (σημερινής 2ας
Μεραρχίας) στον Πειραιά και εφοδίαζε με νερό τα πλοία. Οι οίκοι ανοχής
εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν εκεί λίγο μετά την Κατοχή και γρήγορα
πολλαπλασιάστηκαν, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, λόγω της συχνής
διέλευσης των ναυτικών. Τα «Κόκκινα Φανάρια» καταλάμβαναν ένα μεγάλο
τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την
Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διός και είχε ως επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και
Νοταρά. Ωστόσο, επειδή εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια
ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, προκειμένου να μην έχουν «περίεργες»
επισκέψεις είχαν κολλήσει στις πόρτες τους ταμπέλες που έγραφαν «εδώ μένουν
οικογένειες». Οδός Ναυάρχου Νοταρά. Ο Χώρος στον οποίο οι φιλοξενούμενες
γυναίκες είναι διαθέσιμες στον αγοραίο έρωτα. Τα δωμάτια, ο εσωτερικός χώρος των
σπιτιών και ο εξωτερικός με τια αυλές τους, το Μπαρ της Φρύνης, προδίδουν μια
συγκεκριμένη κακόφημη περιοχή του λιμανιού, στην οποία οι τακτικές επισκέψεις
φιλήδονων ανδρών, ναυτικών που πιάνουν στεριά στον Πειραιά, εκτονώνουν τη δίψα
τους για γυναικεία κορμιά στους χυμούς των φιλοξενούμενων γυναικών.

Η Τρούμπα ήταν στις δόξες της τη δεκαετία του '50 – '60 και η «χρυσή
εποχή» της κράτησε περίπου 20 χρόνια, ενώ στους δρόμους της βρίσκονταν τα πιο
διάσημα «κακόφημα» καμπαρέ που άφησαν εποχή, όπως το «Τζων Μπουλ» και το

7
«Μπλακ Κατ» που με στριπτίζ και κονσομασιόν προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν
τους απαιτητικούς πελάτες.

Πίσω από το χορό, τη μουσική και τα φώτα, όμως, τα ωράρια των γυναικών
αυτών ήταν πραγματικά απάνθρωπα: Τα κορίτσια δούλευαν από τις δέκα το πρωί ως
τις δέκα το βράδυ και δέχονταν 100 με 120 βίζιτες την ημέρα, ενώ όσες δε
συμμορφώνονταν αποκτούσαν μια χαρακιά στο μάγουλο από τους νταβατζήδες τους,
«προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».

Οι ιστορίες των γυναικών αυτών ήταν συνήθως ιστορίες καταπίεσης, μοναξιάς ή


απελπισμένου έρωτα. Συνήθως την κοπέλα προτρέπουν και καθοδηγούν, οι
νταβατζήδες με την υπόσχεση ότι μόλις εξοικονομήσουν χρήματα θα την
παντρευτούν, ή κάποια έμπιστη φίλη που είναι στο «κουρμπέτι», ενώ πάντα λένε «για
λίγο καιρό να βγουν χρήματα και μετά το κόβουμε», αλλά ο «λίγος καιρός» δε
τελειώνει ποτέ. Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ιερόδουλες της εποχής ήταν
συνήθως και πολύ θρήσκες. Στο διπλανό καμαράκι από αυτό της «αμαρτίας», είχαν
ένα εικόνισμα και ένα καντηλάκι πάντα αναμμένο και προσεύχονταν για ένα
καλύτερο αύριο.

Στα πορνεία της Τρούμπας, η βίζιτα κόστιζε περίπου 27 δραχμές κανονικά, όμως
όταν έφτανε ο 6ος στόλος, το ποσό διπλασιαζόταν, αφού οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν
η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση
«αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.

Εκτός από τα 57 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς,
υπήρχαν κι άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν
«δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της
αστυνομίας.

Η ζωή στην περιοχή ήταν σκληρή, και όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο
Νίκος Μάθεσης, οι φόνοι ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε εφημερίδες τις δεκαετίας
του '60 υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τρούμπα.,
λόγω των καθημερινών συμπλοκών που είχαν οι «προστάτες» για τις ιερόδουλές ή
εξαιτίας διαφωνιών με πελάτες. Επίσης, στην περιοχή λειτουργούσαν και πολλές
«λέσχες» όπου σύχναζαν μπράβοι, αβανταδόροι και οι αυτοαποκαλούμενοι «μάγκες»,
έτοιμοι να βγάλουν μαχαίρι για λίγα λεφτά ή για μία κουβέντα παραπάνω.

8
Παράλληλα στην Τρούμπα μεγαλούργησαν και πολλοί γνωστοί ρεμπέτες, όπως ο
Μάρκος Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης. Μέρα
και βράδυ από όποιο καφενείο και αν περνούσε κανείς, δέσποζαν το μπουζούκι και ο
μπαγλαμάς, ενώ δεν απουσίαζε η μυρωδιά του χασίς από ναργιλέ και από τσιγαριλίκι.
Όσοι έπαιζαν μπουζούκι, συνήθως ήταν άνθρωποι της τούφας και το είχαν μάθει στη
φυλακή, ενώ για τα παιδιά κάτω των 20 χρόνων και τους «ανώμαλους»
απαγορευότανε η είσοδος «δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσιάς».

Το 1967 ο τότε δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την


απαγόρευση όλων των δραστηριοτήτων στην περιοχή, αφού πέραν των συνθηκών
που είχαν δημιουργήσει γκέτο για τους Πειραιώτες, η εγκατάσταση ναυτιλιακών
εταιρειών στην Ακτή Μιαούλη ήταν μία καλή ευκαιρία για αναδόμηση, εκκαθάριση
και ανάπτυξη της περιοχής. Μέχρι το 1970 το λιμενικό είχε πλέον τον πλήρη έλεγχο,
ενώ τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και τα καταγώγια της εποχής κατεδαφίστηκαν.
Σήμερα στην περιοχή στεγάζονται το δικαστικό Μέγαρο Πειραιά και οι Διευθύνσεις
του ΝΑΤ και του Υπουργείου Ναυτιλίας.

Από την άλλη πλευρά, ο Χρόνος στον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα δεν
είναι τυχαίος, αλλά διαδραματίζεται στο εδώ και τώρα. Στο παρόν. Πρόκειται για μια
περίοδο όπου στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχαν πολλά καμπαρέ, μπαρ, αλλά και
σπίτια με γυναίκες όπου υποδέχονταν διαφορετικής λογής ανθρώπους, ντόπιους αλλά
και ξένους, ακόμη και τον περίφημο 6ο αμερικανικό στόλο. Η μοναδικότητα της
ταινίας ωστόσο δεν οφείλεται μόνο στο «ιδιόμορφο» θέμα με το οποίο καταπιάνεται,
αλλά στον τρόπο που το αγγίζει. Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος που
σκιαγραφούνται μέσα από αυτή την ταινία τα ήθη των ανθρώπων της πιάτσας της
εποχής, αλλά και των πελατών των συγκεκριμένων στεκιών, με έναν τρόπο τόσο
λεπτό που παρά το θέμα της ταινίας είναι μεν ρεαλιστικός μα δε γίνεται ποτέ χυδαίος.
Γιατί, τι άλλο από Τέχνη μπορεί να αποπνέει μια σκηνή που παρόλο ότι
αποτυπώνεται ως ερωτική και αισθησιακή, όχι απλά δε γίνεται χυδαία, αλλά
εξαιρετικά ανθρώπινη; Ο Βασίλης Γεωργιάδης θέλησε να δείξει με τον δικό του
τρόπο ότι ακόμη και οι γυναίκες της Τρούμπας έχουν ψυχή, αλλά και τα δικά τους
όνειρα για μια ζωή καλύτερη, πιο ανθρώπινη. Αποδίδει με μαεστρία πολλούς τρόπους
με τους οποίους οι γυναίκες αυτές βρέθηκαν από κακή συγκυρία να εξασκούν το
αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, ενώ άλλες τις εκμεταλλεύονται οι νταβατζήδες
τους μέχρι εκεί που δεν το χωράει ανθρώπου νους. Ο Βασίλης Γεωργιάδης δείχνει

9
από το πρώτο πλάνο την πρόθεσή του να μη δημιουργήσει μια συμβατική ταινία,
τολμώντας μια κινηματογράφηση εντελώς αντισυμβατική με τα όσα γνώριζε μέχρι
εκείνη τη στιγμή ο Έλληνας θεατής. Έτσι δημιουργεί μια υποβλητική ταινία με
εξαιρετικά ρεαλιστική απεικόνιση της ατμόσφαιρας της εποχής και δεν είναι λίγες οι
σκηνές που θυμίζει στον θεατή τα περίφημα αμερικανικά φιλμ νουάρ.

Από την άλλη, πρόκειται για μια ταινία όπου η Μουσική έχει την ίδια
βαρύτητα στην επιτυχία της όσο έχει η σκηνοθεσία και οι ηθοποιοί της. Η υπέροχη –
σχεδόν «σπαρακτική» κάποιες φορές – μουσική είναι του Σταύρου Ξαρχάκου, σε
στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στα «Κόκκινα Φανάρια» ακούγονται
τραγούδια-μύθοι, όπως η «Άπονη Ζωή», το «Σου 'φερα Νερό Στις Χούφτες», το «Στα
Χέρια Σου Μεγάλωσαν» και πολλά άλλα. Στην ταινία εμφανίζεται ο Γρηγόρης
Μπιθικώτσης, που ερμηνεύει κάποια από τα τραγούδια, ενώ δυναμική εμφάνιση
πραγματοποιεί και ο Γιώργος Ζαμπέτας με το τραγούδι του «Ο Πιο Καλός Ο
Μαθητής». Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην τηλεοπτική έκδοση της
ταινίας δεν περιλαμβάνεται το εξαιρετικό τραγούδι «Το Καλντερίμι», που αποτέλεσε
και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της λαϊκής τραγουδίστριας Πόλυ Πάνου.

Καμία ταινία ωστόσο, όσο καλό σενάριο κι αν έχει, όσο υπέροχη μουσική κι
αν διαθέτει, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά εάν δε διαθέτει πολύ καλούς ηθοποιούς
και δυνατές ερμηνείες. Στα «Κόκκινα Φανάρια» ωστόσο, οι ηθοποιοί δεν είναι απλά
«καλοί», αλλά ανυπέρβλητοι: Η Τζένη Καρέζη, ο Γιώργος Φούντας, ο Δημήτρης
Παπαμιχαήλ, ο Μάνος Κατράκης, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Φαίδων Γεωργίτσης, η
Αλεξάνδρα Λαδικού, η Ελένη Ανουσάκη, ο Νότης Περιγιάλης, η Ηρώ Κυριακάκη, ο
Κώστας Κούρτης, η Κατερίνα Χέλμη, και η Δέσπω Διαμαντίδου, συνθέτουν ένα καστ
ηθοποιών που προκαλεί ίλιγγο. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί ουσιαστικά να
ξεχωρίσει κάποιος ως πρωταγωνιστής, η Τζένη Καρέζη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως
τέτοια, αφού κατά πολλούς, στα «Κόκκινα Φανάρια» δίνει τον καλύτερό της εαυτό,
σε μια ερμηνεία που απαιτεί από την ίδια όλο της το ταλέντο. Και η ίδια το
προσφέρει απλόχερα: Η τραγική φιγούρα που πλάθει μιλάει από μόνη της. Μάλιστα,
η επιτυχία της αυτή την ώθησε ένα χρόνο αργότερα, να υποδυθεί έναν ακόμα,
παρόμοιο ρόλο, στην ταινία «Λόλα» της Finos Film. Στα «Κόκκινα Φανάρια» η
Καρέζη έχει ερωτευθεί έναν νεαρό, ο οποίος δεν ξέρει ότι η ίδια είναι πόρνη, κάτι
που του το κρύβει επιμελώς. Στον ρόλο του νεαρού είναι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ,
σε μια ερμηνεία έκπληξη. Κορυφαία στιγμή της ερμηνείας του, η στιγμή της

10
αποκάλυψης της πραγματικής ταυτότητας της αγαπημένης του. Ο κλαυσίγελος που ο
ίδιος «βγάζει», καθηλώνει τον θεατή με την τραγικότητα της στιγμής. Οι εξαιρετικές
ερμηνείες φυσικά δε σταματούν σε αυτούς τους δύο ηθοποιούς.

Μοναδική στον ρόλο της η Δέσπω Διαμαντίδου, η οποία υποδύεται τη θρυλική


Μαντάμ Παρί, δίχως να κρύβει και τις θεατρικές της καταβολές. Ο Γιώργος Φούντας
από την πλευρά του, κινείται διαρκώς στα ψηλά ερμηνευτικά standards που τον είχε
συνηθίσει ο θεατής, ως το απόλυτο αρσενικό, ο βαρύς και ασήκωτος μάγκας.
Ξεχωριστή η παρουσία του Μάνου Κατράκη, έστω και σε δεύτερο ρόλο, ενώ και η
Μαίρη Χρονοπούλου ερμηνεύει με απόλυτη μαεστρία το ρόλο της. Στα πρώτα του
βήματα στον κινηματογράφο εμφανίζεται και ο νεαρός Φαίδων Γεωργίτσης, ο οποίος
τα πηγαίνει πολύ καλά δίπλα σε αυτά τα «ιερά τέρατα» που τον τοποθετεί ο
Γεωργιάδης να παίξει. Απόλυτα συγκινητικός για άλλη μια φορά ο Νότης
Περιγιάλης, στο ρόλο του φτωχού περιπλανώμενου ζητιάνου που προσπαθεί να
εξασφαλίσει τα καλύτερα για την αγαπημένη του (Ηρώ Κυριακάκη). Οι δυο τους
συνθέτουν ένα ζευγάρι που ερμηνευτικά δεν ξεχνάς ποτέ. Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά
πρέπει να γίνει στην πανέμορφη Ελένη Ανουσάκη σε έναν ρόλο ιδιαίτερα
αισθησιακό, με πολλές αποκαλυπτικές σκηνές, οι οποίες όμως παραμένουν
πεισματικά σκηνές τέχνης και ποτέ αισχρές.

Κανείς δεν μπορεί να λησμονήσει την άκρως μελοδραματική φιγούρα που


ενσαρκώνει η συναισθηματική εξαρτημένη και κακοποιημένη Κατερίνα Χέλμη. Η
μονίμως επαναλαμβανόμενη φράση της στον Ντορή «Μη φύγεις, θα φαρμακωθώ»,
προμηνύει μια σαδομαζοχιστική σχέση θύματος και θύτη, στην οποία αυτός που
εξουσιάζει δεν είναι άλλος από το συμφέρον και την ίδια την εξουσία. Η βαθειά
ερωτευμένη πόρνη βιώνει μια σχέση τόσο έντονης συναισθηματικής εξάρτησης, στην
οποία καταλήγει έρμαιο του ίδιου του «βιαστή» της, βυθίζοντας τον εαυτό της ολοένα
και περισσότερο στο βούρκο και τον όλεθρο της πορνείας. Είναι αυτή που σέρνει το
κορμί της στο πάτωμα, τραβά χαρακτηριστικά τον Ντορή από το σακάκι του, πέφτει
στα γόνατα ικετεύοντας το θύτη της, και καταλήγει σε ένα μοναδικό κρεσέντο
ουρλιαχτού, έναν κλαυσίγελο δακρύων. Εξίσου μεγάλης κοινωνικά σημασίας είναι
και η απάντηση του ίδιου του Ντορή, ο οποίος την απειλεί και την εκβιάζει με την
απάντηση – προειδοποίησή του: «Στο είχα πει, μη σηκώσεις μπαϊράκι».

11
12

You might also like