Felix guattari περιθωριακά κινήματα και σοσιαλισμός PDF

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

ΑΜΦΙ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ
«Σεξουαλικότητες & Πολιτική»
γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών
6-7 Νοέμβρη 1982

Περιθωριακά κινήματα και σοσιαλισμός / Felix Gua ari

Η ουσία αυτού που θα ήθελα σήμερα να σας πω είναι ένα «ευχαριστώ», εφόσον ήδη ειπώθηκαν
όλα και μάλιστα σε μια γλώσσα αξιοθαύμαστης δεξιοτεχνίας στη συνάντηση αυτή. Ευχαριστώ την
ομάδα του ΑΜΦΙ που με προσκάλεσε. Ευχαριστώ όλες και όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ, κάτω
από αυτές τις «στενάχωρες» συνθήκες.

Την τελευταία φορά που είχα έρθει στην Ελλάδα πριν 4-5 χρόνια, είχα συναντήσει την ομάδα του
ΑΜΦΙ. Με είχαν προσκαλέσει για μια εκπομπή στην τηλεόραση και μου είχαν εξηγήσει σε πιο
βαθμό η ζωή των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί ήταν δύσκολη στην Ελλάδα. Επωφελήθηκα από
αυτήν την ευκαιρία για να μιλήσω «ζωντανά» (en direct). Οι παρατηρήσεις που είχα κάνει τότε,
είχανε γίνει αντικείμενο παρεξήγησης από τους ιθύνοντες. Έτσι, οι εφημερίδες των επόμενων
ημερών με χαρακτήριζαν «τρελλό» ή κάτι παρόμοιο, πράγμα βέβαια που δεν θεώρησα προσβολή.
Σήμερα έχω την εντύπωση ότι η κατάσταση είναι διαφορετική. Πρέπει λοιπόν να
επωφεληθούμε απ’αυτή, να προσπαθήσουμε να βγούμε από την καθαρά αμυντική θέση των
σεξουαλικών μειονοτήτων και να περάσουμε στην επίθεση, πράγμα που ολοφάνερα κάνουμε
σήμερα εδωπέρα. Όχι μόνο να βγούμε από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων ύπαρξης και
έκφρασης, αυτών ακριβώς των σεξουαλικών μειονοτήτων, αλλά να εκκινήσουμε από μια θέση
κατακτητική – αυτή που ο Γιώργος (Βέτσος) ανέπτυξε με ένα καταπληκτικό μπρίο - για να
δείξουμε ότι η προβληματική αυτή δεν αφορά μόνο τις μειονότητες, αλλά αφορά επίσης κι ένα
ολόκληρο γίγνεσθαι της κοινωνίας, ένα γίγνεσθαι της δημιουργίας. Θα επαναλάβω βέβαια, εδώ κι
εκεί, πράγματα που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών, θέτοντας δυο σειρές
σκέψεων. Η πρώτη περιστρέφεται γύρω από το θέμα των περιθωριακοτήτων και των μειονοτήτων
στον σημερινό κόσμο, και η δεύτερη διατυπώνει μερικές σκέψεις πάνω στο βασικό σημερινό
θέμα: «Σεξουαλικότητες και Πολιτική».
Από την εποχή περίπου της δεκαετίας του ‘60, οι παραδοσιακές προβληματικές των
σεξουαλικών μειονοτήτων (αλλά επίσης και του φεμινιστικού κινήματος), η σχέση μας με το
περιβάλλον, κ.ά. άλλαξαν σταδιακά τελείως φύση. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε σήμερα οι νέες
αυτές μορφές αγώνα και μορφές ευαισθησίας_(κακή εγγραφή).
Είναι αλήθεια ότι το κίνημα της δεκαετίας του 1960, το κίνημα της νέας κουλτούρας,
υπέστη ήττες σημαντικές στη Γαλλία, στην Ιταλία και στις Η.Π.Α.. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολύς
κόσμος το θεωρεί σαν προβληματική ξεπερασμένη. Κι όμως, το βλέπουμε να ξαναγεννιέται, εδώ
κι εκεί, με μια δυναμικότητα όλο και μεγαλύτερη. Αυτό συμβαίνει διότι έχει μια σχέση με το
χρόνο, με τον χώρο και τα κοινωνικά προβλήματα, διαφορετική από τις άλλες κοινωνικές
προβληματικές. Θα έπρεπε να προσέξουμε να μην γίνουμε θύματα της αυταπάτης που
συνίσταται στο να πιστεύουμε ότι οι προβληματικές αυτές δεν αφορούν παρά τις ανεπτυγμένες
χώρες, δηλαδή κοινωνίες πλούσιες και προνομιακές κοινωνίες που μπορούν να χαρίσουν στον
εαυτό τους την πολυτέλεια να πληρώσουν ένα «πλεόνασμα ψυχής», ένα πλεόνασμα επιθυμίας.
Επιστρέφω, τώρα μόλις, από ένα ταξίδι στη Βραζιλία που διήρκησε αρκετές εβδομάδες,
όπου ανακάλυψα με μεγάλη μου έκπληξη, ότι η κατάσταση των μειονοτήτων είχε ριζικά αλλάξει
μέσα σε μερικούς μήνες. Ας με συγχωρήσουν οι αντιπρόσωποι του εδώ φεμινιστικού κινήματος
αν τις ταξινομώ στις μειονότητες. Πρόκειται εντελώς για μια γλωσσική ευκολία, ή για την άποψη
ότι ένα «γίγνεσθαι μειονότητα», ένα «γίγνεσθαι γυναίκα» αφορά το σύνολο της κοινωνίας.
Όλες οι καταπιεσμένες μειονότητες της Βραζιλίας, οι μαύροι, οι ινδιάνοι, το φεμινιστικό
κίνημα, το ομοφυλόφιλο κίνημα, οι οικολόγοι, πήραν μία σημαντική θέση στους σημερινούς
πολιτικούς αγώνες με την προοπτική των εκλογών που θα γίνουν σε μερικές μέρες στη χώρα αυτή
(και που έχουν να γίνουν εδώ και 18 χρόνια)*. Επωφελούμαι της ευκαιρίας να μιλήσω για την
προβληματική των μειονοτήτων στη Βραζιλία, όχι μόνο για να υπενθυμίσω ότι η προβληματική
αυτή αφορά ολόκληρο τον πλανήτη μας σήμερα, αλλά για να θέσω ένα πρόβλημα που συζητιέται
εκεί με τρόπο ενδιαφέροντα. Και που μπορεί να αφορά μερικές από τις απόψεις της κατάστασης
εδώ.
Υπάρχει στη Βραζιλία ένα νέο κόμμα, το Κόμμα των Εργαζομένων που βρίσκεται σε μια
διαδικασία οργάνωσης της εργατικής τάξης της Βραζιλίας με αφετηρία ένα συνδικαλιστικό κίνημα
που δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα. Αυτό το κόμμα, που ξεκίνησε με απόψεις αρκετά
παραδοσιακές της ιδεολογίας του εργατικού κινήματος, κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του,
κυρίως στις περιοχές του Ρίο και του Σάο Πάολο, τα μειονοτικά κινήματα των μαύρων, των
οικολόγων, των φεμινιστριών, των ομοφυλόφιλων. Καθώς μάλιστα, από την άλλη μεριά, η
καθολική εκκλησία, που έχει γερές βάσεις στην ύπαιθρο, υποστηρίζει το κόμμα αυτό βρισκόμαστε
μπροστά σ’ ένα παράξενο «κοκταίηλ» που ενοχλεί πολύ τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς
κύκλους.
Κάτω απ’ αυτή την προοπτική το ερώτημα που τίθεται, και πάνω στο οποίο τα
περιθωριακά και μειονοτικά κινήματα αρχίζουν να προβληματίζονται, είναι το ακόλουθο: μήπως
να γίνουν τα κινήματα αυτά αντικείμενο οικειοποίησης από αυτό το είδος πολιτικού κινήματος;
Είναι αλήθεια ότι σήμερα η θέση των μειονοτήτων (ιδιαίτερα των μαύρων και των γυναικών)
είναι εξαιρετικά δραματική, και προϋποθέτει για τη βελτίωσή της πολιτικούς αγώνες σε μεγάλη
κλίμακα. Άρα η δυνατότητα των μειονοτικών κινημάτων να παρέμβουν στην πολιτική σκηνή, δίνει
αποτελέσματα αρκετά εκπληκτικά, αφού σήμερα όλα τα κόμματα της αριστεράς, αλλά ακόμα και
της Δεξιάς, ενδιαφέρονται πλέον για την προβληματική των μειονοτήτων. Επισκέφθηκα, στην
πόλη Ρεσιφέ, μια μεγάλη φυλακή στη μέση της πόλης, η οποία μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά
και τέθηκε στη διάθεση των τοπικών βιοτεχνιών: να ένας τύπος οικειοποίησης (έφτιαξαν κάτι σαν
ένα μεγάλο μαγαζί, οικειοποιώντας έτσι μια ιδέα των περιθωριακών να έχουν ένα κοινό χώρο).
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η προβληματική της οικειοποίησης είναι πιο αισθητή στη βόρεια Βραζιλία
που βιώνει το Νότιο λιγάκι σε μια σχέση αποικιοκράτη προς αποικιοκρατούμενο, έτσι ώστε το
σύνολο του κινήματος να μην είναι αρκετά ομοιογενές.
Είναι όμως φανερό ότι υπάρχει ένα γενικό πρόβλημα που μέσα από το παράδειγμα αυτό
τίθενται στο σύνολο των μειονοτικών κινημάτων. Αν αναθέσουμε στο υπάρχον σύστημα να
διοικεί αυτού του είδους τα προβλήματα, οι δυνατότητες οικειοποίησης από μέρους της Κρατικής
εξουσίας, των πολιτικών κομμάτων και των παραδοσιακών οργανώσεων, αποδεικνύονται όλο και
μεγαλύτερες.
Έτσι, τελικά, ο πιο επικίνδυνος παράγων οικειοποίησης γίνεται ο παράγων που θα τον
ονόμαζα «παράγοντα αυτο-οικειοποίησης». Δηλαδή, οι ίδιες οι ομάδες (γυναικών, οικολόγων ή
ομοφυλόφιλων) γίνονται η σκυτάλη, η προέκταση της κρατικής εξουσίας, η σκυτάλη της
οικειοποίησης. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: Πως μπορούμε να αρθρώσουμε μειονοτικά
κινήματα, των οποίων η ουσία (essence) εξαρτάται από μια ιδιαιτερότητα (ή μια διαδικασία
ιδιαιτεροποίησης) με πολιτικούς αγώνες σε μεγάλη κλίμακα. Αν αύριο, στην Ελλάδα (όπως
πρόσφατα στη Γαλλία) η κυβέρνηση δημιουργήσει “Κύριο Πορνεία” ή τον κύριο «Εναλλακτική
Ψυχιατρική» κ.λπ. κ.λπ. (δηλαδή κυβερνητικούς υπεύθυνους για τα θέματα αυτά), ποια θα ήταν η
στάση των διαφόρων μειονοτικών κινημάτων στην Ελλάδα; Ήρθε, πιστεύω, ο καιρός να κάνουμε
τη γενική κριτική αποτίμηση, τον γενικό ισολογισμό του τι ήταν η αντι-κουλτούρα το μειονοτικό
κίνημα στη δεκαετία του ‘60.
Κατά βάθος υπάρχει σήμερα μια ψευδαίσθηση, (dilusion) που θα την αποκαλούσα
«αυταπάτη της προόδου» («αυταπάτη του προοδευτισμού»), η οποία συνίσταται στην άποψη ότι
τα πράγματα θα διορθωθούν μόνα τους από τη στιγμή που κάθε μειονοτικό κίνημα θα καταφέρει
να οργανωθεί στις δικές του βάσεις, και ότι δεν υπάρχει λόγος να ασχολείται κανείς με το πώς να
διαρθρωθούν με τις νέες πολιτικές προβληματικές. Αντίθετα, υπάρχει κάθε λόγος τα κινήματα
αυτά να διαπιστούν μπροστά σε κάθε πολιτική στράτευση. Κατά βάθος, πίσω απ’ αυτή τη στάση
παγίωσης μιας μικρής, μειονοτικής περιοχής, υπάρχει η άποψη ότι σήμερα ο παγκόσμιος
καπιταλισμός είναι ικανός από μόνος του να υπερβεί τις δυσκολίες του. Δηλαδή, σα να λέμε, οι
πιο εκσυγχρονισμένες συνιστώσες των βιομηχανοποιημένων κρατών, μπορούν να συμμαχήσουν
μ’ αυτά τα κινήματα απελευθέρωσης. Σήμερα στη Γαλλία, αυτή η τυφλή εμπιστοσύνη στον
παγκόσμιο καπιταλισμό, υιοθετείται απ’ αυτούς που θα αποκαλούσα «διανοούμενους
Φιλόσοφους». Κατά βάθος όλα είναι απλά: από τη μια υπάρχει ο σοσιαλισμός που είναι
ταυτόσημος με το Γκουλάγκ κι από την άλλη, ο καπιταλισμός που είναι ο «λιγότερο κακός των
κόσμων», και τον οποίο εμπιστευόμαστε ότι θα λύσει όλα τα προβλήματα όποια και να είναι η
βαναυσότητα της λογικής και των μεθόδων του. Υπάρχει έτσι ένα είδος μανιχαϊσμού και
διαίρεσης του κόσμου που, με αφορμή (την κατά τα άλλα απόλυτα δικαιολογημένη) καταγγελία
της καταπίεσης στις σοβιετικές χώρες, δίνει φερεγγυότητα στον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Σήμερα θα χαρακτήριζα τον καπιταλισμό σαν παγκόσμιο και αφομοιωμένο (integre) απ’
τους ανθρώπους. Είναι «παγκόσμιος» διότι λειτουργεί θαυμάσια σε συνεργασία με τις ανατολικές
γραφειοκρατικές κοινωνίες.
Είναι «παγκόσμιος» διότι είναι ικανός να εμφυτευθεί (s’implanter) στις χώρες του τρίτου
κόσμου (στους περιφερειακούς τομείς). Είναι αφομοιωμένος και αφοιμοιωτικός, διότι σήμερα
τείνει να εισχωρεί όχι μονάχα στο σύνολο όλων των τμημάτων (segments) της κοινωνίας, αλλά και
στις στάσεις ζωής και όρασης, στις συμπεριφορές, τις ευαισθησίες, κ.λπ.. Κατά βάθος, λοιπόν
αυτός ο παγκόσμιος καπιταλισμός απέδειξε ότι είναι ικανός όχι μόνο να ελέγξει τις παραγωγικές
δυνάμεις, αλλά και να κατασκευάσει την υποκειμενικότητα σ’ αυτόν τον πλανήτη. Η
υποκειμενικότητα σήμερα είναι κάτι που αποτελεί πιθανώς την υποαριθμόν 1 βιομηχανία του
νέου τύπου ολοκληροποιημένου παγκόσμιου καπιταλισμού.

Δεν πρόκειται καθόλου (αντίθετα απ’ ό,τι το χαρακτήριζαν κάποτε οι μαρξιστές) για μια
«υπερδομή». Η παραγωγή της υποκειμενικότητας είναι κάτι που αφορά πράγματα σαν την
τηλεόραση, την εκπαίδευση της συλλογικής εργατικής δύναμης (force collec ve de travail), τις
συμπεριφορές, τις υποκειμενικές αναπαραστάσεις, τους τρόπους σημειοδότησης, τις μορφές
νομοθεσίας κ.λπ.).

Αυτό το σύστημα, μέσα από τους συλλογικούς εξοπλισμούς, τα μέσα ενημέρωσης κ.ά. δεν
κατασκευάζει απλώς την κυρίαρχη υποκειμενικότητα, αλλά διευθετεί και παράγει και τις ίδιες τις
περιθωριακότητες. Διαθέτει τα μέσα σήμερα να προγραμματίσει ακόμα και την παράβαση των
κανόνων αυτών.

Όλ’ αυτά, με την προϋπόθεση φυσικά να γίνονται σεβαστοί οι θεμελιακοί στόχοι του
καπιταλισμού αυτού: δηλαδή η πειθαρχοποίηση του συνόλου των κοινωνικών δυνάμεων του
πλανήτη, ο εγκλωβισμός τους στη δική του αντίληψη για την τάξη πραγμάτων-αισθημάτων-ιδεών
των ιεραρχικών και των κυρίαρχων διακρίσεων.

Αυτό που πρέπει να κοιτάξουμε σήμερα κατάματα είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός
παράγει τις δικές του εργατικές τάξεις με τρόπους που μπορεί να τις ενσωματώνει στο δικό του
σύστημα και σ’ ένα μεγάλο βαθμό να τις καθιστά συντηρητικές τουλάχιστον στους μοριακούς
χώρους της ευαισθησίας, των σεξουαλικών μειονοτήτων, της ηθικής.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παλιοί ταξικοί ανταγωνισμοί εξαφανίστηκαν. Υπάρχουν ακόμα,
αλλά παραμένουν ουσιαστικά σε συσχετισμούς δυνάμεων ποσοτικούς, σε συσχετισμούς
δυνάμεων ποσοτικούς, σε συσχετισμούς δυνάμεων σταθεροποιητικούς των κοινωνικών
συστημάτων. Σήμερα πια, η εργατική τάξη δεν είναι φορέας παρά συσχετισμών δυνάμεων
οικονομικών˙ δεν είναι φορέας των μετασχηματισμών της Ιστορίας, όπως υπήρξε σε διάφορες
περιόδους της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Αλλά οι κοινωνικές διακρίσεις σήμερα έχουν
άλλο χαρακτήρα. Δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με μια μετωπική αντιπαράθεση εργατικής
τάξης/αστικής τάξης, αλλά με ένα τριπολισμό σε μια σφαιρική παραγωγή υποκειμενικότητας.
Πρώτα-πρώτα, οι διάφορες ελίτ στις οποίες περιλαμβάνονται οι αστικές τάξεις και οι
γραφειοκρατίες των διαφόρων τύπων καθεστώτων. Δεύτερο, οι υπό εγγύηση (guaranty) και
εξασφάλιση εργατικές δυνάμεις, που έχουν μια εκπαίδευση και μια κοινωνική θέση-υπόσταση,
πράγμα που τις καθιστά αντικείμενο εκμετάλλευσης και ταυτόχρονα ιδιοκτήτες ενός τύπου
συλλογικής κοινωνικής εξουσίας. Και δε μιλάμε μόνο για την εξουσία που ασκεί ο εργαζόμενος
(όταν είναι ο μόνος μισθωτός της οικογένειας) πάνω σ’ αυτούς που ζούνε από τα εισοδήματά του,
όπου η εξουσία του ενήλικα γίνεται προέκταση της κρατικής εξουσίας, όπου η οικονομική δύναμη
του μισθωτού αποτελεί μια μεταβίβαση της τοπικής εξουσίας, αλλά μιλάμε επίσης και για το
είδος εκείνο της άδηλης συμμαχίας που δημιουργείται ανάμεσα στις ελίτ και τους
εξασφαλισμένους (εργαζόμενους) για να κυριαρχήσουν πάνω στην τεράστια μάζα του τρίτου
πόλου που τον αποτελούν οι μη εξασφαλισμένοι. Και όχι μόνο οι μη εξασφαλισμένοι εργάτες (οι
άνεργοι, οι εποχιακοί εργάτες), αλλά και οι τεράστιες μάζες του τρίτου κόσμου που είναι κατά
κάποιο τρόπο υπόδουλες ενός συγκεκριμένου τύπου κοινωνικής διαίρεσης σε παγκόσμια
κλίμακα.
Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε έναν μηχανισμό τεράστιας σημασίας με αυτήν την πολωτική
(polaire) κατηγορία των κοινωνικών ομάδων από ανθρώπους που δεν έχουν καμία εγγύηση στη
ζωή τους, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο φάσμα μειονοτικοποίησης και
περιθωριοποίησης που διαπερνάει ολόκληρη την κοινωνία. Μ’ άλλα λόγια, το θέμα των
μειονοτήτων δεν τίθεται μόνο στα παραδοσιακά μειονοτικά, περιθωριακά γκέττο γίνεται μια
διαδικασία ενεργητική, θετική του ενσωματωμένου παγκόσμιου καπιταλισμού που τείνει να
περιθωριοποιήσει και να καταστήσει ανασφαλές το σύνολο των υποκειμενικών καταστάσεων.
Κάθε νόμιμο δικαίωμα στη σχέση με την εργασία τείνει να χαθεί. Ακόμα και οι ελίτ και οι
ασφαλισμένες, εγγυημένες εργατικές τάξεις υπονομεύονται και διαβρώνονται απ’ αυτήν τη
διαδικασία περιθωριοποίησης. Είναι σαν να εκκρίνεται συνέχεια ένα τεράστιο άγχος, μια
υπαρξιακή ενοχή που διαποτίζει το σύνολο των υποκειμενικών στάσεων.

Κατά βάθος λοιπόν, ίσως εδώ να τίθεται το πρόβλημα των νέων πολιτικών προοπτικών για τους
αγώνες των μειονοτήτων. Κάποιος χθες κατά τη συζήτηση, ρώτησε τι ακριβώς συμβαίνει στη
σχέση ενός εργάτη με μια πόρνη; Βέβαια, αν τεθεί έτσι το πρόβλημα, το ερώτημα είναι άλυτο.
Επανέρχομαι όμως στο παράδειγμά μου από τη Βραζιλία, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να
συζητήσω με τον Λουλό (που είναι ο ιδρυτής του Κόμματος των Εργαζομένων της Βραζιλίας που
ανέφερα πιο πάνω). Εδώ και μερικά χρόνια ήταν ξεκάθαρα αντιομοφυλόφιλος, ξεκάθαρα αντι-
φεμινιστής, κ.λπ.. Είχε δηλαδή, τις κλασικές προκαταλήψεις της εξασφαλισμένης εργατικής τάξης
της Βραζιλίας. Σε συνέχεια, στη διαδικασία των κοινών αγώνων με τις μειονότητες αυτές,
πραγματοποιεί μια υπέρβαση των ανταγωνισμών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από
μια άλλη λογική και μια άλλη οπτική γωνία για να αντιμετωπίσουμε την πολιτική προβληματική.
Το ερώτημα είναι να μάθουμε πως μπορούν να εξελιχθούν, στις μέλλουσες πολιτικές
καταστάσεις, οι ικανότητες των μειονοτικών κινημάτων να επιβεβαιωθούν (s’affrimer) σαν
διαδικασία ιδιαιτεροποίησης , και ταυτόχρονα σαν τεράστια κοινωνική δύναμη. Π.χ. όταν το
φεμινιστικό κίνημα στη Γαλλία κινητοποιήθηκε για το θέμα της έκτρωσης και κατάφερε να
κινητοποιήσει όλες τις γυναίκες, καμιά κοινωνική δύναμη δε μπόρεσε να του αντισταθεί. Αυτό δε
σημαίνει ότι το φεμινιστικό κίνημα στη Γαλλία πρέπει να μεταμορφωθεί σε κίνημα κοινωνικής
αναταραχής. Το θέμα είναι να μπορέσει να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά του, σφυρηλατώντας
ταυτόχρονα τρόπους πάλης και συμμαχίας που να του επιτρέπουν να παρεμβαίνει στο κοινωνικό
πεδίο.
Τώρα έρχομαι στη δεύτερη σειρά των σκέψεών μου. Θέλω να αναφερθώ στη
σεξουαλικότητα και στη σχέση της με τα πολιτικά προβλήματα. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε
μπροστά στην ανάγκη να διαλύσουμε δύο μύθους, που θα τους αποκαλούσα «μύθους της
υποδομής». Η οικονομική υποδομή σαν καθοριστικός παράγοντας των ιδεολογικών και
υποκειμενικών υπερδομών, και ο ψυχολογικός μύθος (κυρίως φροϋδικός) μιας βιολογικής
ενορμητικής, λιμπιντικής υποδομής που καθορίζει τις ασυνείδητες αναπαραστάσεις και τις
επιθυμίες . Πάνω σ’ αυτή τη πρώτη δυσκολία της σχέσης, ανάμεσα στην οικονομική υποδομή και
τις υπερδομές, δεν θα επανέλθω, διότι αναφέρθηκα παραπάνω. Μου φαίνεται όμως ότι οφείλω
να υπογραμμίσω τα συμπεράσματα αυτής της ίδιας αντίληψης στο ενορμητικό πεδίο.

Η θέση της ψυχανάλυσης έχει εξελιχθεί πολύ στο πέρασμα του χρόνου γύρω απ’ τα ερωτήματα
αυτά. Η αρχική θέση του Φρόυντ ήταν τελείως παράδοξη, (και πιστεύω ότι ο πλούτος ακριβώς
αυτής της πρώτης θέσης αποτελούσε όλο τον παράδοξο χαρακτήρα της), με την έννοια ότι, από
τη μια μεριά ο Φρόυντ έπαιρνε σαν αφετηρία μια θέση βιολογική, ενστικτώδη, ενορμητική μιας
ενεργειακής λίμπιντο (δηλ. μιας αδιαφοροποίητης ενέργειας) που καθόριζε την ασυνείδητη ζωή,
και από την άλλη, την ίδια στιγμή, επεξεργαζόταν μια αναλυτική διαδικασία του ασυνειδήτου
procedure analy que) ιδιαίτερα εξειδικευένη που, μέσα απ’ το όνειρο, τις παραπραξίες, το
σύμπτωμα, κ.λπ., μας δείχνει έναν κόσμο του ασυνειδήτου, απέραντα πλούσιο. Στην ιστορία της
ψυχανάλυσης (και ιδιαίτερα την ιστορία του Φροϋδισμού) βλέπουμε μια απόπειρα να ξεπεραστεί
αυτό το αρχικό παράδοξο. Στην δεύτερη τοπική θεωρία του Φρόυντ βλέπουμε την έννοια της
«πηγής» ή της ενόρμησης να εξαφανίζονται προς όφελος της έννοιας του «αντικειμένου». Με τη
σημερινή στρουκτουραλιστική εξέλιξη της ψυχανάλυσης, η έννοια της λιμπιντικής υποδομής
εμφανίζεται, και θα μπορούσα αν είχα το χρόνο , να σας δείξω πώς, μέσα στο έργα του Λακάν, η
έννοια της λίμπιντο υποκαθίσταται από την έννοια του σημαίνοντος. Η λίμπιντο δεν είναι παρά
ένα ισοδύναμο κάποιας δυνατότητας μεταγραφής ανάμεσα στα ενορμητικά συστήματα και στο
ασυνείδητο, δεν είναι παρά ένα σημαίνον, δομημένο σαν γλώσσα. Θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε ότι έτσι κάναμε μια σημαντική πρόοδο, αφού ξεπεράσαμε το παράδοξο της
υποδομής. Το δομιστικό (στρουκτουραλιστικό) ασυνείδητο απελευθερώθηκε απ’ όλα αυτά τα
παράξενα πράγματα...(κακή εγγραφή)

….Και ο Λακάν αναπτύσσει ένα αντικείμενο της ενόρμησης εντελώς εξαγνισμένο, τελείως
καθαρμένο από τις συλλογικές του ρίζες που το αποκαλεί «matheme».Το «αντικείμενο, μικρό α»
γίνεται matheme του ασυνειδήτου. Κερδίσαμε όμως τίποτα από τη διαδικασία αυτή; Ας
πάρουμε, για παράδειγμα, τους διαδοχικούς ορισμούς της ομοφυλοφιλίας διαμέσου αυτής της
ιστορίας, σχηματικά. Μια από τις πρώτες εκδοχές της ομοφυλοφιλίας συνίστατο στο να λέει ότι ο
ομοφυλόφιλος ήταν «καθηλωμένος» σε κάποιο ψυχογεννητικό στάδιο: πρωκτικά, στοματικά ή
αργότερα, ναρκισσιστικό στάδιο. Μετά, σε κάποια άλλη φάση της ιστορίας της ψυχανάλυσης, ο
ομοφυλόφιλος βρέθηκε καθηλωμένος στην Οιδιπόδεια δομή. Η καθήλωση του ομοφυλόφιλου
δεν γίνεται πια πάνω ς’ ένα σωματοποιημένο ενορμητικό αντικείμενο, αλλά αναπηδάει από το
αδιέξοδο του Οιδιπόδειου συμπλέγματος. Μη μπορώντας να αποδεχτεί το σύμπλεγμα του
ευνουχισμού, εγκαταλείπει τις πατρικές ταυτίσεις και βρίσκεται αλυσοδεμένος ισόβια σε μια
ταύτιση με την μητέρα.
Και τελικά, με το στρουκτουραλισμό, όλ’ αυτά αποκαθαίρονται, και το πρόβλημα της
ομοφυλοφιλίας δεν αφορά παρά μια μαθηματική του φαλλού και ένα κάποιο τύπο σχέσης με την
«συμβολική τάξη». Εγώ όμως λέω το εξής: όλες αυτές οι διαδοχικές εκδόσεις ερμηνείας της
ομοφυλοφιλίας είναι συρρικνωτικές και πτωχευτικές για διάφορους λόγους, γιατί δε λαβαίνουν
υπόψη τους καθόλου την πραγματικότητα του γίγνεσθαι ομοφυλόφιλος, όπως ο Γιώργος Βέλτσος
μας περιέγραψε προηγουμένως με τόση επιτυχία. Η ομοφυλοφιλία πράγματι, δεν είναι κάποιος
που παραμένει εγκλωβισμένος στο ίδιο είναι αντίθετα κάποιος που στο γίγνεσθαι ομοφυλόφιλος
αναλαμβάνει και αποδέχεται τον άλλον

Το γίγνεσθαι ομοφυλόφιλος δεν είναι παλινδρομικό, και αν αποποιηθούμε μια πραγμοποιητική


και συρρικνωτική σύλληψη του ασυνειδήτου, θα έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε πως το
ομοφυλόφιλο γίγνεσθαι μπορεί να γίνει δημιουργικό.

Πόσες φορές, αντίθετα, δεν τίθεται το σεμνότυφο ερώτημα: «πώς συμβαίνει μεγάλοι δημιουργοί
να είναι ομοφυλόφιλοι;». Πιστεύω πως θα ‘πρεπε να θέσουμε την ερώτηση αντίστροφα: «Πώς
μπορεί να είναι κάποιος δημιουργός, χωρίς να μετάσχει ς’ ένα γυναικείο γίγνεσθαι; Χωρίς να έχει
μπει ς’ ένα παιδικό γίγνεσθαι; Σ’ ένα γίγνεσθαι ζώο, όπως ο Κάφκα, ς’ ένα γίγνεσθαι κόσμος, ς’
ένα γίγνεσθαι Γραφτό (λογοτεχνικό γίγνεσθαι);» Δεν προσπαθώ εδώ να μυθοποιήσω όπως μας
κατηγόρησαν (τον Ζιλ Ντελέζ κι εμένα) την κατάσταση του ομοφυλόφιλου, του τρελού ή του
περιθωριακού. Από τη στιγμή που αναμφισβήτητα υπάρχει μια τρέλα απίστευτα θλιβερή, μπορεί
ασφαλώς να υπάρχει και μια ομοφυλοφιλία άκρως συντηρητική, επανεδαφοποιημένη. Όταν
μιλάω για γίγνεσθαι ομοφυλόφιλο, για γίγνεσθαι θηλυκό, για γίγνεσθαι παιδικό, θέλω να
υποδηλώσω τι ακριβώς συμβαίνει στο επίπεδο του ασυνείδητου, να πω ότι το ασυνείδητο είναι
κάτι που μπορεί να δημιουργήσει τομές που δεν καταλήγουν καθόλου στην αταξία, σε μια
καταστροφή. Θέλω να πω ότι το ασυνείδητο δε λειτουργεί βάσει του σχήματος έρως/θάνατος, ή
βάσει του μετασχηματισμένου λακανικού δίπολου σχήματος συμβολική τάξη/ φαντασιακή
αταξία. Όταν η ρήξη ενός ομοφυλόφιλου γίγνεσθαι, ενός θηλυκού γίγνεσθαι, ενός παιδικού
γίγνεσθαι παρεμβαίνει στο ασυνείδητο, δεν εγκαταλείπουμε την Αρχή της Πραγματικότητας για
την Αρχή της Ηδονής, αλλά εγκαταλείπουμε ένα τύπο κυρίαρχης πραγματικότητας για την
δημιουργία μιας άλλης πραγματικότητας. Και εδώ, οι λογικές κατηγορίες της «πραγματικότητας»
και της «επιθυμίας» δε λειτουργούν καθόλου σαν διαζευκτικές αντιθέσεις.

Δεν θα επεξεργαστώ περισσότερο τις ιδέες αυτές, αλλά θα ήθελα απλώς να κάνω ένα
γκρουπάρισμα στα δύο θέματα για τα οποία μίλησα. Ο ενσωματωμένος παγκόσμιος
καπιταλισμός παράγει μια ομαλοποιημένη υποκειμενικότητα. Μια υποκειμενικότητα λειτουργική,
μια υποκειμενικότητα δημοσιουπαλληλική. Όλοι οι ψυχίατροι, ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές,
κ.λπ. του κόσμου, με όλες τις θεωρίες τους και όλα τα εξαρτήματά τους, προμηθεύουν συχνά τις
θεωρίες και τις πρακτικές της ομαλοποίησης αυτής της υποκειμενικότητας. Οι ψυχίατροι,
ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές, κ.λπ. Γίνονται συχνά οι πράκτορες αυτής της βιομηχανίας αιχμής
που παράγει υποκειμενικότητα. Μια άλλη σύλληψη της επιθυμίας, μια άλλη σύλληψη του
υποσυνείδητου, παραπέμπει σε μια άλλη σύλληψη της ψυχανάλυσης.

Όχι για μια ανάλυση περιορισμένη στους ειδικούς και τις επίσημα αναγνωρισμένες συντεχνίες.
Εάν η επιθυμία ανήκει σε όλους που καλείται να προχωρήσει σε διαδικασίες μοναδικοποίησης
και ιδιαιτεροποίησης, εάν μπορεί να γλιτώσει από τις διαδικασίες της ομαλοποίησης τότε
υπόκειται σε όλους άντρες, γυναίκες, παιδιά κ.λπ. Να σφυρηλατήσουν το δικό τους
(ψυχ)αναλυτικό εργαλείο. Και το να σφυρηλατήσουν το νέο αυτό εργαλείο ανάλυσης της ζωής της
επιθυμίας της καθημερινής ζωής του περιβάλλοντος κ.λπ δε σημαίνει τίποτε άλλο από το να
σφυρηλατήσουν μια καινούρια πολιτική.

Κατά τη γνώμη μου δεν θα υπάρξει σωτηρία για τις καταπιεσμένες μειονότητες χωρίς τη
δημιουργία νέων μορφών ανάλυσης του ασυνειδήτου. Του ασυνειδήτου δηλαδή, των
μορφωμάτων της επιθυμίας στο κοινωνικό πεδίο. Θα μου πείτε ίσως «Μα βάζετε την πολιτική
παντού - τι γίνεται λοιπόν, θα πρέπει να κάνουμε όλοι ομαδική ανάλυση;» Όχι ακριβώς. Αν η
πολιτική βρίσκεται σε όλα τα επίπεδα συμπεριλαμβανομένων και των πιο μοναδικών και των πιο
ατομικών, είναι διότι πρόκειται για μια άλλη πολιτική, την οποία αποκαλώ μικρο-πολιτική,
τελείως διαφορετική από την κλασική πολιτική για την οποία συνήθως μιλάμε. Όπως έλεγε και
προηγουμένως ο Βέλτσος, η επιθυμία είναι επίσης μια δημιουργία. Η ανάλυση μπορεί να γίνει
επίσης τέχνη ζωής. Το γίγνεσθαι-γυναίκα, γίγνεσθαι-ομοφυλόφιλος, γίγνεσθαι-παιδί είναι επίσης
σαν την τέχνη: κάτι που, από κάποια πλευρά του, ξεφεύγει τελείως από την κοινωνία. Κάτι που
έχει μια πλευρά απόλυτα μη επικοινωνήσιμη. Μια πλευρά ένθεν της ίδιας της μοναξιάς, στο ίδιο
το σημείο όπου η υποκειμενική ατομικότητα κρυσταλλώνεται.

Μετάφραση Αντρέας Βελισσαρόπουλος

You might also like