Professional Documents
Culture Documents
Editerranean Hronicle: Volume 8, 2018
Editerranean Hronicle: Volume 8, 2018
M
2018
C
M
Mediterranean Chronicle
Mediterranean Chronicle
Volume 8, 2018
Volume 8, 2018
D I AV L O S
M
Former Editors in Chief
† Spyros Asonitis (Ionian University)
†Alfonso Leone (Università Federico II, Napoli)
Editor
Vaios Vaiopoulos (Ionian University)
Mediterranean Chronicle Editorial Board
Antonio Calabria (University of San Antonio,
USA)
Brian A. Catlos (UC Santa Cruz)
Aurelio Cernigliaro (Università Federico II,
Napoli)
Flocel Sabaté i Curull (Universidad de Lleida)
Roberto Delle Donne (Università Federico II,
Napoli)
Kaiti Diamantakou-Agathou (University of
Athens)
Philippo D’Oria (Università Federico II, Napoli)
Giuseppe Giliberti (Università di Urbino “Carlo
Bo”)
Mediterranean Chronicle Nick Gonis (UCL)
A journal on culture/s in the Mediterranean Gelina Harlaftis (Ionian University)
World Nicolas Karapidakis (Ionian University)
Arnd Kerkhecker (Institut für Klassische
http://www.mediterraneanchronicle.org/ Philologie. Universität Bern)
Masako Kido (Kyoritsu University, Tokyo)
ISSN 1791-9266 Liana Lomiento (Università di Urbino "Carlo Bo")
Dominique Mulliez (Université de Lille III)
Volume 8 Gerassimos Pagratis (University of Athens)
Corfu 2018 Theodoros Pappas (Ionian University)
Susan Shapiro (Utah State University)
Dimitrios Tsoungarakis (Ionian University)
Spyridon Tzounakas (University of Cyprus)
Mediterranean Chronicle is an international
refereed journal, working under the aegis of Publisher
Ionian University. DIAVLOS PUBLICATIONS
MC aims at promoting a discussion on culture/s 72-74, Mavromichali Str.
in the Mediterranean world focusing on the 10680 Athens Greece
Greek and Roman worlds (Medieval-Byzantine Tel. +302103631169
culture will also be included). Papers that will Fax +302103617473
present contributions in all the fields of www.diavlosbooks.com
Humanities concerning Mediterranean info@diavlosbooks.gr
civilization will be published.
MC will be published provisionally as one © Vaios Vaiopoulos
volume per year. Copyright for the journal as a whole belongs to
the editor; however copyright in the individual
Contributions are welcome in one of the articles belongs to their authors. Articles and
following languages: Italian, Greek, French, reviews represent the personal views of the author.
English, Portuguese, or Spanish. For individual or institutional subscriptions please
All articles should be accompanied by an consult the web site
abstract of about 200 words in English. (www.mediterraneanchronicle.org) or contact the
Topics: Humanities, History, Archaeology, publisher (Diavlos publcations).
Classical Philology. Articles can be submitted electronically to the
Bo”. editor: vaiosvaiopoulos@gmail.com or
vvaiop@ionio.gr
This Volume is separated into two parts: the first one, titled War and Conflict in the Mediter-
ranean Sea, comprises papers with a common subject. The selection of the papers (sub-
mitted to double reading as all papers submitted to the journal), and the initial editing
were by Georgios Theotokis, Aysel Yildiz, and Abdulmennan Mehmet Altintaş. The
final editing of the texts was made by the Editor of the Journal, Vaios Vaiopoulos, with
the contribution of Paolo Scirpo.
The second part of the Volume publishes the papers submitted to the journal according
to the usual procedure of double reading. These articles are published according to the
chronological order of their subjects, as is the usual practice for the Journal. The editing
of this section was made by the Editor of the Journal, Vaios Vaiopoulos, with the contri-
bution of Paolo Scirpo at the final stage.
1-6_volume8.qxp_Layout 1 03/06/2019 14:32 Page 3
Contents
Part I. War and Conflict in the Mediterranean Sea. Edited by Georgios Theotokis,
Aysel Yildiz, and Abdulmennan Mehmet Altintaş
Introduction by Georgios Theotokis, Aysel Yildiz.................................................................. 7
A. Naval Technology and Warfare
1. Philip Line: Galley Wars north and south: some observations on the tactics
employed in battles between oared ships in the High Middle Ages, 1000-1300..... 15
2. Konstantinos Karatolios: Greek fire, reconsidering a terrifying Byzantine weapon....37
3. Abdulmennan Mehmet Altintaş: Transition of War and Ship Materials between
the Mediterranean and Egypt-Red Sea during the 16th and 17th Centuries........51
4. Gerassimos D. Pagratis: War at sea and trade routes in the Mediterranean
during the Napoleonic period through the reports of Septinsular Republic’s
diplomatic representatives........................................................................................... 67
B. Military Organization and Warfare
5. Med Lakhdar Oulmi: The evolution of the defensive system of the Aurès
(VIII-XII century)........................................................................................................... 83
6. Georgios Theotokis and Aysel Yildiz: Diffusion of military knowledge
in the 17th century Ottoman Empire: the case of Esirî Hasan Ağa’s
“Advices to Commanders and Soldiers”.................................................................. 105
C. Warfare and Society
7. Juho Wilksman: The rabble: Attitudes towards the armed commoners
and using them in late Byzantine and early Ottoman armies...............................143
8. Efi Argyrou and Sevasti Lazari: The military elite as factor of identity in the Ionian
border between the Venetian and the Ottoman State: Lefkada, 1684-1797................159
9. Andriy Posun'ko: The Splintered Communities: Refugees, Mercenaries,
and Irregulars in the Russian-Ottoman Wars 1806–1812 and 1828-1829.............183
Euripides Ion, Berlin 1926, σ. 24· A.S. Owen, Euripides Ion. Edited with Introduction and
Commentary, Oxford 1957, σσ. xxxvi-xxxvii· A. Lesky, Η Σραγική Ποίηση των Αρχαίων
Ελλήνων. Σόμος Β΄. Ο Ευριπίδης και το Σέλος του Είδους (μετ. Ν.Φ. Φουρμουζιάδης), Αθήνα
32003, σσ. 260-261 και σημ. 2, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία· K. Zacharia, Converging
Truths. Euripides’ Ion and the Athenian Quest for Self-Definition, Leiden – Boston 2003, σσ. 3-5· L.
Swift, Euripides. Ion, Liverpool 2008, σσ. 28-30· G. Martin, «On the Date of Euripides’ Ion», CQ
60.2 (2010) 647-651. Ο Burian (στο W.S. Piero, Euripides Ion, New York – Oxford 1996, σ. 3)
βασισμένος στις μετρικές επιλογές του Ευριπίδη χρονολογεί τον Ίωνα μεταξύ του 412-410
π.Φ. Η Zacharia, ό.π., σ. 4, τον χρονολογεί το 412 π.Φ. Η Swift, ό.π., σσ. 28-30, διαφωνεί
τόσο με αυτούς που επιχειρούν μία χρονολόγηση βασισμένη στους ενδεχόμενους
υπαινιγμούς του Ευριπίδη στη σύγχρονή του ιστορική πραγματικότητα, όσο και με
αυτούς που στηρίζονται σε εσωτερικά κριτήρια, π.χ. ομοιότητες σε τόνο και ύφος με την
Άλκηστη και την Ελένη. Η ερευνήτρια βασίζεται, όπως και ο Burian, στα μετρικά
φαινόμενα των ευριπίδειων τραγωδιών ως μέθοδο χρονολόγησής τους και προτείνει την
περίοδο 420-410 π.Φ. ως πιθανή της σύνθεσης του Ίωνα. Και πάλι, όπως η ίδια διατείνεται,
μία προσπάθεια ακριβούς χρονολόγησης θα ήταν επισφαλής.
2 Lesky, ό.π., σ. 261.
- 207 -
Βασίλειος Δημογλίδης
3 Για τους διάφορους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στην τραγωδία αυτή, π.χ.
μελόδραμα, τραγικοκωμωδία, ρομάντσο, ειρωνικό δράμα, ελαφρό έργο, κ.ά., βλ. K.
Diamantakou-Agathou, «Euripides versus Aristophanes, Ion versus Birds. A Possibility of
‚Paracomic‛ Referentiality», Mediterranean Chronicle 2 (2012) 15-29, σ. 15 και σημ. 2, όπου και
η αντίστοιχη βιβλιογραφία.
4 Παραδείγματος χάριν ο H.D.F. Kitto, Αρχαία Ελληνική Σραγωδία (μετ. Λ. Ζενάκος),
Αθήνα 31985, σσ. 419-444, συστεγάζει και εξετάζει αυτά τα τέσσερα δράματα στο ίδιο
κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Νέα Σραγωδία: Σραγι-Κωμωδίες του Ευριπίδη». Βλ. και την
άποψη του Burian (στο Piero, ό.π., σ. 4) ότι ο Ίων ανήκει στην ίδια κατηγορία με την
Ιφιγένεια την εν Σαύροις και την Ελένη. Ο C.H. Whitman, Ο Ευριπίδης και ο Κύκλος του
Μύθου (μετ. Ε. Θωμαδάκη), Αθήνα 1996, σσ. 94-95, φαίνεται πως ενοχλείται με κάποιους
χαρακτηρισμούς που έχουν κατά καιρούς αποδοθεί στον Ίωνα και γράφει: «Τπήρξαν
ατυχείς, ακόμα και γελοίες, παρανοήσεις του νοήματός του. Σο έργο κατατάχθηκε
ανάμεσα στις λιγότερο σοβαρές δημιουργίες του Ευριπίδη χωρίς όμως να δηλωθεί και σε
τί έγκειται η ελαφρότητά του. Σο αποκάλεσαν ‘‘καθαρή κωμωδία’’. Σο αποκάλεσαν
ακόμη ‘‘σοφόκλειο’’ χωρίς να ορίσουν τα ‘‘σοφόκλεια’’ γνωρίσματά του».
5 Ο Γ. Υράγκογλου, «Κριτική Θεάτρου. Μία διαφορετική Προσέγγιση», στην Εφημερίδα
Θεσσαλονίκη, στη τήλη Πολιτισμός, στις 28.07.1994, στην κριτική του για την παράσταση
του Ίωνα από την Πειραματική κηνή της Σέχνης το 1994 στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει
πως υπάρχουν αρχαίες τραγωδίες που δεν ανεβαίνουν συχνά στη σύγχρονη ελληνική
θεατρική σκηνή για δύο λόγους, είτε επειδή ο μύθος τους είναι σχετικά άγνωστος στο
ευρύ κοινό, είτε επειδή προκαλούν αμηχανία· οι θεατές δηλαδή προβληματίζονται
σχετικά με το ύφος και το σκοπό που εξυπηρετεί η πλοκή τους.
6 Σο συγκεκριμένο δράμα ανέβηκε στην ελληνική σκηνή ελάχιστες, από όσο τουλάχιστον
γνωρίζουμε, φορές. Για τις παραστάσεις του Ίωνα από το 1939 έως το 1984 βλ. την
επιμέλεια της παραστασιογραφίας του Ίωνα που επιμελήθηκε ο Πλ. Μαυρομούστακος
(στο Κ. Σοπούζης, Ευριπίδης Ίων, Αθήνα 1993, σσ. 169-176). Ο ερευνητής καταγράφει
μόλις 7 παραστάσεις. Γνωρίζουμε ακόμη την παράσταση του 1994 από την Πειραματική
κηνή της Σέχνης στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Νικ Υιλίππου, την παράσταση του
1996 στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία πύρου Ευαγγελάτου (Αμφι-Θέατρο), την
παράσταση του 2003 από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου, και την
παράσταση του 2017 στο Υεστιβάλ Υιλίππων σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη. Για μία
ενδιαφέρουσα επισκόπηση και ανάλυση της σκηνοθετικής εμπειρίας της Λ. Κονιόρδου
πάνω στο συγκεκριμένο ευριπίδειο δράμα βλ. Ι. ακκούλη, Οι κηνικές Προσεγγίσεις της
Αρχαίας Ελληνικής Σραγωδίας από τη κηνοθέτη – Ηθοποιό Λυδία Κονιόρδου,
Μεταπτυχιακή Διατριβή: Πάτρα 2016, σσ. 29-38, και αντίστοιχα για αυτήν του
Ευαγγελάτου βλ. Ε. Βαρδή, Η Μέθοδος Προσέγγισης της Αττικής Σραγωδίας από τον
Ακαδημαϊκό-κηνοθέτη π. Α. Ευαγγελάτο όπως Προκύπτει από τη Μελέτη Σεσσάρων
Παραγωγών του (Βάκχες, 14-15 Αυγούστου 1993, Ίων, 16-17 Αυγούστου 1996, Ιφιγένεια εν
Σαύροις, 18-19 Ιουλίου 1997, Ελένη, 23-24 Ιουλίου 1999) για το Αμφι-Θέατρο και σε χέση με
την Κριτική Τποδοχή τους, Μεταπτυχιακή Διατριβή: Πάτρα 2008, σσ. 19-35.
7 Για μια κατατοπιστική μελέτη της ορολογίας και για μία ενδιαφέρουσα επισκόπηση της
σύγχρονης βιβλιογραφίας που σχετίζεται με το μεταθέατρο βλ. Ch. Thumiger, «On
Ancient and Modern (Meta)theatres. Definitions and Practices», MD 63 (2009) 9-58, σσ. 9-11·
Κ. Γακοπούλου, Θέατρο και Μεταθέατρο. Θέσεις και Αντι-θέσεις πάνω στην Ερμηνεία της
Αρχαίας Σραγωδίας, Αθήνα 2010, σσ. 15-55· Α. Πανταζοπούλου, Η Μήδεια ως Δημιουργός.
Μία «Μεταδραματική» Ανάγνωση της Μήδειας του Ευριπίδη και του ενέκα,
Μεταπτυχιακή Διατριβή: Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 5-16.
8 Αν και συχνά οι όροι «μεταθέατρο» και «μεταδράμα» διαχωρίζονται (ενδεικτικά βλ. A.
Schiesaro, The Passions in Play. Thyestes and the Dynamics of Senecan Drama, Cambridge 2003,
σσ. 14-15 και Δ.Ι. Ιακώβ, «Είναι οι Βάκχες του Ευριπίδη Μετατραγωδία;», στο Δ.Ι. Ιακώβ &
Ε. Παπάζογλου (επιμ.), Θυμέλη: Μελέτες για το Θέατρο Φαρισμένες στον Ν.Φ.
Φουρμουζιάδη, Ηράκλειο 2007, σσ. 49-62, σ. 50, σημ. 7), στην παρούσα εργασία
ταυτίζονται. Οι P. Wilson & O. Taplin, «The ‘‘Aetiology’’ of Tragedy in the Oresteia», PCPhS
39 (1994) 169-180, σ. 177, σημ. 5, προτιμούν τον όρο «αυτοαναφορικότητα» αντί του όρου
«μεταθέατρο» γιατί είναι πιο περιεκτικός και «carries less associated baggage». Για την
ανάγκη μιας περαιτέρω σημασιολογικής οριοθέτησης των όρων «αυτοαναφορικότητα»
και «μεταθέατρο» βλ. A. Bierl, Der Chor in der Alten Komödie. Ritual und Performativität,
München – Leipzig 2001, σσ. 42-43.
9 Σο μεταθέατρο αποτελεί μία πτυχή της εσωτερικής ποιητικής. Η δεύτερη αποτελεί μία
11 Πρόκειται για το έβδομο κεφάλαιο της μονογραφίας του, Segal, ό.π., σσ. 215-271.
12 Η Thumiger, ό.π., σ. 63 και σημ. 2, αναφέρει πως η έννοια του μεταθεάτρου έχει
δημιουργήσει έντονο ενδιαφέρον σε πρόσφατες μελέτες για το Αρχαίο Θέατρο. Για έναν
αρκετά σύντομο βιβλιογραφικό κατάλογο των κλασικών φιλολόγων που έχουν
ασχοληθεί με το μεταθέατρο στο Αρχαίο Δράμα βλ. ενδεικτικά I. Lada-Richards, «Η
Ανταπόκριση των Θεατών στην Αττική Σραγωδία των Κλασικών Φρόνων: υναίσθημα
- 209 -
Βασίλειος Δημογλίδης
Σραγωδίας, Αθήνα 1998, σ. 9, όταν λέει πως στην τραγωδία, επειδή αυτή είναι μίμησις
πράξεως, προϋποθέτει δηλαδή την είσοδο σε έναν πλασματικό κόσμο και σε βιώματα
των άλλων, είναι δύσκολο να ανιχνευτούν δείκτες εσωτερικής ποιητικής. Η Γακοπούλου,
ό.π., σσ. 275-282, συμπυκνώνει στα συμπεράσματα της μελέτης της όλες τις ενστάσεις
της σχετικά με τις μεταθεατρικές αναγνώσεις της Αρχαίας Ελληνικής Σραγωδίας. Πριν
από είκοσι τρία χρόνια οι Wilson & Taplin, ό.π., σ, 169 ήδη δήλωναν ότι το θέμα της
αυτοαναφορικότητας στην Αρχαία Ελληνική Σραγωδία είχε πολώσει την έρευνα.
14 Ο Bierl, ό.π., σ. 41, ισχυρίζεται πως όσον αφορά το γερμανόφωνο χώρο ενώ οι
2010, σσ. 175-176, ορίζει τη θεατρική ψευδαίσθηση ως εξής: «total involvement of the
represented characters in the fictive world created on stage, without acknowledgment of the
presence of an audience in another dimension of space and time». Ο όρος «ψευδαίσθηση»
φαίνεται να ενοχλεί τον K.J. Dover, Η Κωμωδία του Αριστοφάνη (μετ. Υ.Ι. Κακριδής),
Αθήνα 2010 (ανατύπωση· 11978), σ. 41, όταν χρησιμοποιείται για «θεατρικές μεθόδους,
όταν αυτές συντελούν στη δημιουργία φανταστικών καταστάσεων πολύ λιγότερο από
όσο τα λόγια του κειμένου και η συμμετοχή του κοινού». Για τη δυσκολία της χρήσης του
όρου «θεατρική ψευδαίσθηση» και στην τραγωδία και στην κωμωδία στη βάση του ότι
στην πρώτη περίπτωση το έργο παίζεται μπροστά στους θεατές, ενώ στη δεύτερη προς
τους θεατές βλ. G.A.H. Chapman, «Some Notes on Dramatic Illusion in Aristophanes», AJPh
104 (1983) 1-23, σ. 2.
17 Βλ. N. Slater, Plautus in Performance: The Theatre of the Mind, Princeton – New Jersey 1985, σ.
236.
21 S. Cole, «Annotated Innovation in Euripides’ Ion», CQ 58.1 (2008) 313-315.
22 Diamantakou-Agathou, ό.π..
23 Για την παραπομπή του μελετητή στις εργασίες των Wilamowitz και Bond βλ. Cole,
ό.π., σ. 313.
24 Βλ. Cole, ό.π., σ. 313.
- 211 -
Βασίλειος Δημογλίδης
25 Πρβλ. τον εύστοχο και ενδιαφέροντα όρο «remythicization» του A.Th. Cole, «The Ion of
Euripides and its Audience(s)», στο L. Edmunds & R.W. Wallace (επιμ.), Poet, Public, and
Performance in Ancient Greece, Baltimore – London 1997, σσ. 87-96, σ. 88. Ο μελετητής
αναφέρει ότι η έρευνα μέχρι και το 1997 απασχολήθηκε με το «πότε» και το «γιατί» των
μυθολογικών νεωτερισμών του Ευριπίδη σχετικά με τη γενεαλογία του Ίωνα, ενώ
απέφυγε να εξετάσει ζητήματα παράστασης καθώς και τη συνάφεια «ποιητής–κοινό»
στο ομώνυμο δράμα. O Cole, The Ion of Euripides..., σ. 96, διατείνεται ακόμη ότι στον Ίωνα
ο βαθμός αυτοαναφορικότητας του Ευριπίδη είναι τόσο προωθημένος όσο σε κανένα
άλλο έργο του. Εν προκειμένω μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ο νεολογισμός
metamythology που εισάγει ο M. Wright, Euripides’ Escape-Tragedies. A Study of Helen,
Andromeda and Iphigenia Among the Taurians, Oxford 2005, σ. 135, τον οποίο συσχετίζει με το
μεταθέατρο και τη μετα-αφήγηση και τον ορίζει ως «a type of discourse which arises when
mythical characters (here, but not necessarily, in dramatic fiction) are made to talk about
themselves and their own myths, or when myths are otherwise presented, in a deliberate and
self-conscious manner».
26 Βλ. Cole, Annotated Innovation..., σ. 313.
27 Για την ελληνική εκδοχή του άρθρου της ερευνήτριας βλ. K. Διαμαντάκου, «Ευριπίδης
ευριπίδεια τραγωδία ήταν πρόσφορη τόσο για κωμικά στοιχεία (comic elements) όσο και
για στοιχεία κωμωδίας (comedy elements) με αποτέλεσμα την «επίταση της τραγικής
‘αμφισημίας’ και της αινιγματικότητας του δισυπόστατου διονυσιακού υποστρώματος».
30 Για τις ερμηνευτικές προκαταλήψεις και τα ερμηνευτικά στερεότυπα στον τρόπο
προσέγγισης των ευριπίδειων τραγωδιών (και δη στην περίπτωση των Βακχών) ήδη από
την αρχαιότητα και το ρόλο του Αριστοφάνη σ’ αυτά βλ. Ε. Γκαστή, «Ερμηνευτικά
τερεότυπα στον Ευριπίδη: Σροπές και Ανατροπές στις Βάκχες», Λογεῖον 7 (2017) 216-245.
31 Βλ. Ε. Γκαστή, Αισχύλου Αγαμέμνων. Ζητήματα Εσωτερικής Ποιητικής, Αθήνα 2009, σσ.
Bain, «Audience Address in Greek Tragedy», CQ 25 (1975) 13-25. Για τα αρχαία σχόλια στις
τραγωδίες του Ευριπίδη βλ. E. Schwartz, Scholia in Euripidem, Berlin 1887-1891. Για όψεις
λογοτεχνικής κριτικής στα αρχαία σχόλια των αρχαιοελληνικών τραγωδιών βλ. Th.
Papadopoulou, «Tradition and Invention in the Greek Tragic Scholia: Some Examples of
Terminology», SIFC 16.2 (1998) 202-232· Th. Papadopoulou, «Literary Theory and
Terminology in the Greek Tragic Scholia. The Case of ΠΛΑΜΑ», BICS 43 (1999) 203-210·
P.E. Easterling, «Notes on Notes: The Ancient Scholia on Sophocles», στο υγχάρματα.
Studies in Honour of Jan Fredrik Kindstrand. Acta Universitatis Upsaliensis. Studia Graeca
Upsaliensia 21. VIII, Uppsala 2006, σσ. 21-36.
33 Βλ. Bain, Audience Address..., σ. 16, σημ. 2.
35 Ίσως να μην είναι τυχαίο, βέβαια, το γεγονός ότι στα αρχαιόθεμα δραματικά κείμενα
λατρευτική και τελετουργική διάσταση της Λυρικής Ποίησης βλ. Bierl, ό.π., σσ. 60-61.
- 213 -
Βασίλειος Δημογλίδης
μια διάκριση ανάμεσα στους Φορούς που αναφέρονται στη δική τους όρχηση και σε
χορούς που αναφέρονται σε μία εξωσκηνική χορεία (choral projection)· A. Bierl, «Was hat
Tragödie mit Dionysos zu tun? Rolle und Funktion des Dionysos am Beispiel der ‘Antigone‘
des Sophokles», Wjb 15 (1989) 43-58, και κυρίως σ. 45· A. Bierl, Der Chor in der Alten
Komödie..., σσ. 60-61, 113-114· Henrichs, ό.π., σσ. 86-90, για τη χορική αυτοαναφορικότητα
στα ευριπίδεια δράματα· A. Henrichs, «Dancing in Athens, Dancing on Delos: Some Patterns
of Choral Projection in Euripides», Philologus 140 (1996) 48-62, κυρίως σσ. 49-50· I. Torrance,
Metapoetry in Euripides, Oxford 2013, σ. 250· M. Wright, «The Tragedian as Critic. Euripides
and Early Greek Poetics» JHS 130 (2010) 165-184, κυρίως σ. 173· C. Sourvinou-Inwood,
Tragedy and Athenian Religion, Oxford 2003, σ. 417.
39 Βλ. O. Taplin, «Fifth-Century Tragedy and Comedy: A Synkrisis», JHS 106 (1986) 163-174,
σσ. 170-171.
40 Βλ. Dover, ό.π., σ. 209. Σο άρθρο του B. Seidensticker, «Comic Elements in Euripides’
Bacchai», AJPh 99 (1978) 303-320 ήταν αυτό που στην ουσία «ξεκίνησε» τη συζήτηση για
την παρείσφρηση του κωμικού στοιχείου στην τραγωδία, ενώ το βιβλίο του B.
Seidensticker, Palintonos Harmonia. Studien zu Komischen Elementen in der Griechischen Tragödie,
Göttingen 1982 είναι «το βασικότερο ‘έργο αναφοράς’ πάνω στο ζήτημα της λειτουργίας
του κωμικού στην τραγωδία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Λιγνάδης, «Η
Πρόσληψη του Κωμικού στην Σραγωδία: Αντανακλάσεις σε ύγχρονες Προσεγγίσεις
Ελλήνων κηνοθετών», στο Κ. Κυριακός (επιμ.), Σο Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο και η
Πρόσληψή του. Πρακτικά του Δ´ Πανελλήνιου Θεατρολογικού υνεδρίου, Πάτρα 2015, σσ.
507-520, σ. 509, σημ. 9.
41 Ο B.M.W. Knox, «Euripidean Comedy», στο A. Cheuse & R. Koffler (επιμ.), The Rarer
Action: Essays in Honor of Francis Fergusson, New Brunswick – New Jersey 1970, σσ. 68-96
(αναδημοσίευση στο βιβλίο του Word and Action, Baltimore – London 1979, σσ. 250-274), στη
μελέτη του με τον προωθημένο για την εποχή τίτλο «Euripidean Comedy» εξετάζει τα
κωμικά στοιχεία στην ευριπίδεια Ηλέκτρα και τον Ίωνα και διαπιστώνει ότι αυτά τα δύο
έργα προεξοφλούν τα δραματικά στοιχεία της κωμωδίας του τέταρτου αιώνα. Για μία
ενδιαφέρουσα επισκόπηση του άρθρου του Knox, βλ. Λιγνάδης, ό.π., σ. 508. Παρόμοια με
αυτή του Knox άποψη διατυπώνει αρκετά χρόνια αργότερα η D. Bartonkova, «Tricks in the
Plays Helen and Ion of Euripides», Graeco-Latina Brunensia SPFFBU 6-7 (2001-2002) 35-40, σ.
40, που υποστηρίζει ότι τόσο η Ελένη όσο και ο Ίων άσκησαν μεγάλη επίδραση στα
λογοτεχνικά εκείνα είδη, όπου ο ρεαλισμός διαδραματίζει έναν κυρίαρχο ρόλο, π.χ. Νέα
Κωμωδία και Αρχαίο Μυθιστόρημα. Πρβλ. ακόμη την άποψη του E. Segal, «‘The Comic
Catastrophe’: An Essay on Euripidean Comedy», στο A. Griffiths (επιμ.), Stage Directions.
Essays in Ancient Dramma in Honour of E.W. Handley, London 1995, σσ. 46-55, σ. 47 «...the
genre we call New Comedy (...) is merely the Euripidean formula with a) one thematic
alteration, and b) one structural change». Για μία σύντομη επισκόπηση της βιβλιογραφίας
σχετικά με τη λειτουργία του κωμικού στην Αρχαία Ελληνική Σραγωδία, βλ. Λιγνάδης,
ό.π., σσ. 508-510 και δη τις σημ. 6-15. Για τη λειτουργία της κωμικότητας στον Ίωνα βλ.
Seidensticker, Palintonos Harmonia..., σσ. 211-241.
42 Για τη σύζευξη κωμικών και τραγικών στοιχείων στον Ίωνα βλ. K. Zacharia, «The
marriage of Tragedy and Comedy in Euripides’ Ion», στο S. Jäkel & A. Timonen (επιμ.),
Laughter Down the Centuries. Vol. II, Turku 1995, σσ. 45-63.
43 Φρησιμοποιούμε το νεολογισμό «παρασατυρική παραπεμπτικότητα» (αγγλ.:
parasatyric referentiality· γερμ.: parasatirische Referentialität) κατ’ αναλογία προς την
ορολογία της Διαμαντάκου, Ευριπίδης εναντίον Αριστοφάνη..., «παρακωμική
παραπεμπτικότητα», και τον ανάγουμε γενικά στον όρο της διεθνούς βιβλιογραφίας
«paracomic/Paracomedy». Ενδεικτικά βλ. J. Kirkpatrick & F. Dunn, «Heracles, Cercopes, and
Paracomedy», TAPhA 132 (2002) 29-61· Diamantakou-Agathou, ό.π.· Cr. Jendza, «Bearing
Razors and Swords: Paracomedy in Euripides’ Orestes», AJPh 136.3 (2015) 447-468.
44 Άλλωστε, όπως υποστηρίζει και ο H. Bloom, Η Αγωνία της Επίδρασης. Μία Θεωρία για
την Ποίηση (μετ. Δ. Δημηρούλης), Αθήνα 1989, σ. 132, «ο κάθε ποιητής είναι ένα ον
ενεχόμενο σε μία διαλεκτική σχέση (...) με έναν άλλον ποιητή ή ποιητές».
45 Για την περιγραφή των έργων τέχνης βλ. Whitman, ό.π., σ. 101· για τη θέση τους στο
ναό και τη δραματική τους στόχευση βλ. Λ. Αθανασάκη, Ἀείδετο πὰν τέμενος. Οι Φορικές
Παραστάσεις και το Κοινό τους στην Αρχαϊκή και Πρώιμη Κλασική Περίοδο, Ηράκλειο 2009,
σσ. 326-327. Η ερευνήτρια αναφέρει πως τα μέλη του Φορού περιγράφουν το δυτικό
αέτωμα του ναού. Αντίθετα, η Zacharia, Converging Truths..., σ. 14, ισχυρίζεται ότι
αντικρίζουν την ανατολική κάτοψη. Η Torrance, ό.π., σ. 68, βασισμένη στη συμπλοκή
- 215 -
Βασίλειος Δημογλίδης
διδύμων προσώπων (188-189) προτείνει πως αναφέρονται και στα δύο αετώματα του ναού,
αλλά μπορούν να βλέπουν μόνο το ένα.
Δεν γνωρίζουμε εάν αυτά τα έργα που περιγράφει ο Φορός ήταν απτά, ορατά, και
αποτελούσαν μέρος της σκηνογραφίας της τραγωδίας, ή και εάν ακόμη υπήρχε τελικά
σκηνογραφία στον Ίωνα. Ο A. Farrington, «Γνῶθι σαυτόν. Social Self-Knowledge in
Euripides’ Ion», RhM 134 (1991) 120-136, σ. 127, στο άρθρο του που εξετάζει την πορεία της
«κοινωνικής αυτογνωσίας» στον Ίωνα ισχυρίζεται πως ο Ευριπίδης είναι ο μοναδικός
τραγικός που δημιουργεί τόσο λεπτομερείς περιγραφές βασισμένος μάλιστα εντελώς στη
φαντασία των θεατών για την ολοκλήρωση της υπόστασής τους (δηλ. των περιγραφών).
Για το θέμα της σκηνογραφίας στην Αρχαία Ελληνική Σραγωδία ενδεικτικά βλ. H.C.
Baldry, Tο Σραγικό Θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα (μετ. Γ. Xριστοδούλου & Λ. Xατζηκώστα),
Aθήνα 1981, σσ. 70-71· H.D. Blume, Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο (μετ. Μ. Ιατρού), Αθήνα
1993, σσ. 79-84· Ε. Κεφαλίδου, «Η Εικονολογία της Αττικής Σραγωδίας», στο Α.
Μαρκαντωνάτος & Φ. Σσαγγάλης (επιμ.), Αρχαία Ελληνική Σραγωδία. Θεωρία και Πράξη,
Αθήνα 2008, σσ. 637-725, σσ. 639-640.
46 Σην ιδιαίτερη ομορφιά των έργων τέχνης και την αισθητική απόλαυση που προκαλούν
ό.π., σ. 127 υποστηρίζει πως «This statuary, at which they (ενν. οι γυναίκες του Φορού)
stare, reverberates with visual echoes of well-known of contemporary Athenian art». Η
Torrance, ό.π., σ. 66, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Temple Architecture» (σσ. 66-69),
αναφέρει πως στην περιγραφή του ναού στον Ίωνα ο Ευριπίδης ενδεχομένως να έχει
επηρεαστεί τόσο από το ομώνυμο, μη σωζόμενο, δράμα του οφοκλή, όσο και από τη
σύγχρονή του τέχνη και αρχιτεκτονική.
48 Ο M. Pellegrino, Euripide Ione, Bari 2004, σ. 211, παρατηρεί πως η Πάροδος του Ίωνα είναι
σαν μία ἔκφρασις, δηλαδή μία περιγραφή έργου τέχνης, και εν προκειμένω ειδικότερα
περιγραφή του διαζώματος του ναού του Απόλλωνα. Για μία ενδιαφέρουσα ανάλυση της
Παρόδου του Ίωνα υπό την οπτική της ἐκφράσεως βλ. Fr.I. Zeitlin, «The Artful Eye: Vision,
Ecphrasis and Spectacle in Euripidean Theatre», στο S. Goldhill & R. Osborne (επιμ.), Art and
Text in Ancient Greek Culture, Cambridge 1994, σσ. 138-196, σσ. 147-156.
49 Γενικά, η ἔκφρασις στο Αρχαίο Δράμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεταθεατρική,
εφόσον στην ουσία ένα έργο τέχνης περικλείεται και εγκιβωτίζεται μέσα σε ένα άλλο,
αναδιπλασιάζοντας έτσι τα επίπεδα θεατρικής ψευδαίσθησης. Η Torrance, ό.π., σ. 64,
αναφέρει πως, «αν ως ἔκφρασις ορίζεται η περιγραφή ενός έργου τέχνης μέσα σε ένα
άλλο μεγαλύτερο (εν προκειμένω δράμα), που είναι συντεθειμένη κατά τέτοιον τρόπο
που να προσκαλεί το κοινό να ανταποκριθεί και να ερμηνεύσει τη σημασία του έργου
τέχνης, τότε η εμπλοκή των θεατών στο μικρόκοσμο της ἐκφράσεως μπορεί να
λειτουργήσει συνεκδοχικά ως μεταφορά της ανταπόκρισης του κοινού στην ποίηση». Η
ίδια ακόμη σχολιάζει (σ. 65) ότι η ἔκφρασις στον Ευριπίδη έχει τη δυνατότητα να
μεταφέρει μία μεταθεατρική χροιά.
50 Ο S. Goldhill, Reading Greek Tragedy, Cambridge – New York 1986, σ. 275, με αφορμή τις
Βάκχες του Ευριπίδη αναφέρει ότι το λεξιλόγιο το σχετικό με την όραση παραπέμπει στη
δραματική ψευδαίσθηση του ίδιου του έργου. Οι γυναίκες του Φορού που περιεργάζονται
τα έργα τέχνης λειτουργούν ως τουρίστριες. Έτσι τις χαρακτηρίζει και η Zacharia,
Converging Truths..., σ. 16. Ο Burian (στο Piero, ό.π., σ. 9) τις χαρακτηρίζει ως τουρίστριες
που γεμάτες δέος/θαυμασμό και ευχαρίστηση αντικρίζουν για πρώτη φορά το διάσημο
ναό, και τον Ίωνα ως ξεναγό τους. Μέσω των ρημάτων όρασης που κατ’ επανάληψιν
χρησιμοποιούνται στην Πάροδο επιβεβαιώνεται αυτή η λειτουργία του Φορού. Άστοχη
είναι, ως εκ τούτου, η αρνητική κριτική του Λ. Πολενάκη, «Γυναίκες του Ευριπίδη. Η
Κρέουσα του «Ίωνα» και η Παράσταση της ‘Πειραματικής κηνής’», στην Εφημερίδα
Αυγή, στη στήλη Πολιτισμός, στις 27.08.1995, για την παράσταση του Ίωνα από την
Πειραματική κηνή της Σέχνης, όπου διαφωνεί με αυτήν την «τουριστική» παρουσίαση
του Φορού που επέλεξε για την παράστασή του ο σκηνοθέτης Νικ Υιλίππου.
51 Όταν οι τραγικοί ήρωες λειτουργούν ως εσωτερικοί θεατές της δικής τους παράστασης,
τότε είναι δυνατόν να γίνει λόγος για μεταθέατρο. χετικά βλ. A.J. Boyle, Tragic Seneca:
An Essay in Theatrical Tradition, London – New York 22003, σ. 114· A.J. Boyle, An Introduction
to Roman Tragedy, London – New York 2006, σσ. 210 και εξ. Η Lada-Richards, ό.π., σ. 461,
αναφέρει πως μια από τις εύκολα αναγνωρίσιμες εκφάνσεις μιας μεταθεατρικής
διάθεσης ενός δράματος είναι, πέραν άλλων, οι χαρακτήρες οι οποίοι δρουν ως
«ενδοδραματικό κοινό» ή «εσωτερικοί θεατές».
52 Ο M. Ringer, Electra and the Empty Urn. Metatheater and Role Playing, Chapel Hill – London
1998, σ. 8, υποστηρίζει πως είναι δυνατόν ένα πρόσωπο που συμμετέχει σε ένα θέατρον
ἐν θεάτρῳ να λειτουργεί και ως εσωτερικός συγγραφέας ή σκηνοθέτης. το χαρακτήρα
που κατευθύνει και ρυθμίζει τη συμπεριφορά των υπόλοιπων χαρακτήρων ο Ringer
αναγνωρίζει μία μεταθεατρική λειτουργία που συμβάλλει στη δημιουργία ενός έργου
μέσα στο έργο.
- 217 -
Βασίλειος Δημογλίδης
ἅρπαις ὁ Διὸς παῖς. /φίλα, πρόσιδ᾽ ὄσσοις (190-194).53 Μέσω των τριών
διαφορετικών αναβαθμών της όρασης, και της λειτουργίας του ὁρᾶν που
διαφαίνονται στις αντίστοιχες προστακτικές ἰδοὺ...ἄθρησον (190), πρόσιδ᾽
ὄσσοις (193), και της απάντησης της άλλης γυναίκας του Φορού ὁρῶ (194)
δηλώνεται αφενός το έντονο οπτικό ενδιαφέρον της σκηνής, αφετέρου η
προσπάθεια του Ευριπίδη να κατευθύνει αντίστοιχα το οπτικό ενδιαφέρον
των εξωτερικών θεατών του έργου του.54 Οι τρεις αυτοί διαφορετικοί
αναβαθμοί περιγράφουν τρεις διαφορετικούς τρόπους όρασης και κατ’
επέκταση πρόσληψης της πραγματικότητας.55
Σο ίδιο συμβαίνει και στην περιγραφή της δεύτερης εικαστικής
απεικόνισης. Και εδώ μία γυναίκα ζητάει από μία άλλη να κατευθύνει το
βλέμμα της προς την απεικόνιση του Βελλεροφόντη: καὶ μὰν τόνδ᾽
ἄθρησον /πτεροῦντος ἔφεδρον ἵππου (201-202). Σόσο στην προηγούμενη
περίπτωση, όσο και εδώ, πέρα από την κατεύθυνση της οπτικής
λειτουργίας, το ένα μέλος του Φορού ζητάει και την ενεργοποίηση της
αντιληπτικής ικανότητας τόσο του άλλου μέλους (εσωτερικός θεατής) όσο
και του εξωτερικού κοινού, εφόσον το ρήμα ἀθρέω (190, 201) που
χρησιμοποιείται και για τις δύο περιγραφές δεν σημαίνει απλώς «κοιτάω»,
αλλά «βλέπω κάτι με προσοχή / εξετάζω / σκέπτομαι».56 Επιπλέον, το β’
ενικό πρόσωπο των παραπάνω ρηματικών προτροπών ενδεχομένως να
δηλώνει ότι η μία γυναίκα στρέφεται προς την άλλη, ενώ η χρήση της
δεικτικής αντωνυμίας στο εκφώνημα ἰδοὺ τάνδε (190) και στο εκφώνημα
τόνδ᾽ ἄθρησον (201), παραπέμπει στη χειρονομιακότητα του κειμένου,57
53 Σα χωρία από τον Ίωνα ακολουθούν την έκδοση του J. Diggle, Euripides Fabulae vol II,
Oxford 1981, έτσι όπως αυτή αναδημοσιεύεται στο ερμηνευτικό υπόμνημα του K.H. Lee,
Euripides Ion, Warminster 1997, σσ. 42-157, όπου και η αντίστοιχη αγγλική μετάφραση.
54 Βλ. Lada-Richards, ό.π., σ. 461, σημ. 13: «Οι απλοί αμέτοχοι χαρακτήρες είναι πολλές
φορές προσηλωμένοι, μέσω λεκτικών και άλλων δεικτών, στην πράξη της θέασης,
κατευθύνοντας έτσι το βλέμμα του θεατρικού κοινού στο αντικείμενο της δικής τους
όρασης». Η Zacharia, Converging Truths..., σ. 16, τονίζει πως ο Ευριπίδης «αιχμαλωτίζει» το
Φορό στην πράξη της θέασης και καλεί τους θεατές να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες του
αντίκτυπου που το μεγαλείο του Δελφικού ναού έχει πάνω στις γυναίκες του Φορού.
55 Η διατύπωση σε αυτό το σημείο οφείλει πολλά στην Ε. Γκαστή, «οφοκλέους Αἴας. Η
Γλώσσης, Αθήνα 1999, σ. 35. το ετυμολογικό λεξικό του D. Chantraine, Dictionaire
Étymologique de la Langue Greque. Histoire des Mots (I-IV), Paris 1968-1980, σ. 28, στο
αντίστοιχο λήμμα αναφέρεται πως το ρήμα ἀθρέω σημαίνει «κατευθύνω το βλέμμα
προς, κοιτώ με προσοχή, δίνω προσοχή». το λεξικό των H.G. Liddell & R. Scott & H.S.
Jones, A Greek-English Lexicon, Oxford 91996, σ. 33, στο λήμμα ἀθρέω αναφέρονται οι εξής
σημασίες: gaze at, observe, look earnestly, look upon,
57 Η Ε. Γκαστή, «Αισχύλου Αγαμέμνων 782-974: Η Ποιητική της Δείξεως», στα Πρακτικά
του 8ου Διεθνούς υνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (ICGL8), Ιωάννινα 2010, σσ. 742-753,
σ. 743, θεωρεί ότι η χρήση αντωνυμιών ενδεχομένως ενέχει και τη χειρονομιακότητα του
κειμένου και αφορά την παραστασιμότητά του. Για τη χειρονομιακότητα πολύ
ενδεικτικά βλ. Β. Πούχνερ, ημειολογία του Θεάτρου, Αθήνα 1985, σσ. 42-45· K. Elam, Η
ημειωτική Θεάτρου και Δράματος (μετ. Κ. Διαμαντάκου), Αθήνα 2001, σ. 170.
58 Βλ. Ρούσσος, ό.π., σσ. 49, 51.
61 Σον όρο «σκηνική συμπεριφορά» δανείζομαι από την Ε. Παπάζογλου, «Η Θέα των
Προσώπων», στο Δ.Ι. Ιακώβ & Ε. Παπάζογλου (επιμ.), Θυμέλη: Μελέτες για το Θέατρο
Φαρισμένες στον Ν.Φ. Φουρμουζιάδη, Ηράκλειο 2007, σσ. 217-248, σ. 218, σημ. 6. τη
μελέτη της η ερευνήτρια ως σκηνοθετική συμπεριφορά ορίζει τόσο την κίνηση όσο και το
μέσο (ρήση, στιχομυθία, μονωδία, κραυγή, σιωπή) που χρησιμοποιεί ένα δραματικό
πρόσωπο.
62 Ο Owen, ό.π., σ. 85 ad 205, αναφέρει πως το μόριο τοι στο (205) «replies to a command
- 219 -
Βασίλειος Δημογλίδης
Δ.Ι. Ιακώβ), Αθήνα 21984, σ. 20, σημειώνει ότι το δέρκεσθαι σημαίνει «έχω ένα
συγκεκριμένο τρόπο βλέμματος» και πως στον Όμηρο υπογραμμίζει όχι τόσο τη
λειτουργία του ματιού όσο τη λάμψη του, που αντιλαμβάνεται κάποιος άλλος, και πως
πρόκειται για έναν εκφραστικό τρόπο βλέμματος.
67 Η διατύπωση εδώ οφείλει πολλά στη Γκαστή, «οφοκλέους Αἴας...», σ. 168.
68 Βλ. C. Chaston, Tragic Props and Cognitive Function. Aspects of the Function of Images in
Commentary and Appendixes, Oxford 1968, σ. 72, ο οποίος σχολιάζοντας το 1448b13 της
Ποιητικής του Αριστοτέλη ισχυρίζεται πως στην Πάροδο του Ευριπίδειου Ίωνα οι
γυναίκες του Φορού απλώς αναγνωρίζουν τα αντικείμενα θέασής τους.
70 Ο ταματάκος, ό.π., σ. 575, στο αντίστοιχο λήμμα σημειώνει πως το ρήμα αυτό
σημαίνει «ρίχνω το βλέμμα μου σε κάτι, βλέπω, παρατηρώ, ατενίζω». το ετυμολογικό
λεξικό του Chantraine, ό.π., σ. 633, ως σημασίες το ρήματος αναφέρονται οι εξής «στρέφω
το βλέμμα προς, βλέπω». Ο μελετητής τονίζει ότι με το ρήμα αυτό υπογραμμίζεται ότι το
φως πέφτει πάνω στα μάτια και όχι στο αντικείμενο θέασης. Ο Snell, ό.π., σ. 21, συνδέει
το ρήμα ετυμολογικά με το επίθετο λευκός (: λαμπρός, άσπρος) και θεωρεί πως
72 Βλ. Snell, ό.π., σ. 21. Ο ερευνητής σχολιάζει ακόμη πως το συγκεκριμένο σημασιολογικό
θυμίζει τους Θεωρούς ή Ισθμιαστές του Αισχύλου. Η Chaston, ό.π., σσ. 23-25, μελετά τη
λειτουργία της ἐκφράσεως στον Ίωνα, την Ιφιγένεια την εν Αυλίδι και στους Θεωρούς ή
Ισθμιαστές του Αισχύλου χωρίς, ωστόσο, να προβαίνει σε οποιαδήποτε μεταξύ τους
σύγκριση. Ο Burian (στο Piero, ό.π., σ. 9) παρατηρεί ότι το πιο κοντινό παράλληλο της
Παρόδου του Ίωνα προέρχεται από τους Θεωρούς ή Ισθμιαστές του Αισχύλου.
74 Η J. Gregory, «Η Σραγωδία του Ευριπίδη», στο J. Gregory (επιμ.), Όψεις και Θέματα της
- 221 -
Βασίλειος Δημογλίδης
364, σ. 310.
77 Βλ. Ν.Φ. Φουρμουζιάδης, ατυρικά, Αθήνα 21984, σ. 70.
78 Η R. Lämmle, Poetik des Satyrspiels, Heidelberg 2013, σ. 306, σημ. 1, υποθέτει πως ο διπλός
τίτλος του έργου οφείλεται στη σύγκρουση ανάμεσα στους δύο ρόλους που οι άτυροι
έχουν σε αυτό το έργο.
79 Πιο συγκεκριμένα ο μελετητής γράφει: «Αν ήταν δυνατό να δεχτούμε για το τρίτο
ό.π., σ. 278, σημ. 54, όταν βασισμένη στη δεύτερη σημασία του ουσιαστικού θεωρός (:
πρεσβευτής αποσταλμένος από την πολιτεία για να ρωτήσει το μαντείο) τον μεταφράζει
ως «The Sacred Delegation or At the Isthmian Games». Η μετάφραση του H.W. Smyth,
Aeschylus. Vol. II. Agamemnon, Libation Bearers, Eumenides, Fragments, London – New York
1926, σ. 406 «The Spectators at the Isthmian Games» καταφέρνει να συμπτύξει τις δύο
εναλλακτικές του τίτλου σε μία, εξαλείφοντας τη διάζευξή του, διατηρώντας παράλληλα
τη μεταθεατρική του διάσταση.
82 Ο όρος θεωρός σημαίνει «απεσταλμένος για να συμβουλευτεί το μαντείο» και
«θεατής». χετικά βλ. το αντίστοιχο λήμμα στο λεξικό των Liddell & Scott & Jones, ό.π., σ.
797, και του ταματάκου, ό.π., σ. 450.
83 Οποιαδήποτε «ανάγνωση» σατυρικών δραμάτων βρίσκεται εξ αρχής αντιμέτωπη με
«Metatheatricality in the Greek Satyr-Play», Arctos 35 (2001) 35-78, σσ. 40-41, 59-62, και
Torrance, ό.π., σσ. 64, 203, 278, 280. Αρκετά προωθημένη είναι η μελέτη του Kaimio και
των φοιτητών του, η οποία είναι η πρώτη, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, που
εξετάζει ζητήματα μεταθεατρικότητας στο ατυρικό Δράμα. Οι μελετητές θεωρούν (και
χωρίζουν την εργασία τους σε αντίστοιχες ενότητες) πως τέτοιες αυτοαναφορικές τροπές
εντοπίζονται α) στην όρχηση και στα άσματα του Φορού (σσ. 38-45), β) σε αναφορές στην
«ενόργανη» μουσική (σσ. 46-53), γ) σε αναφορές στην ενδυματολογική εμφάνιση
(κοστούμια) και τη χρήση προσωπείου (σσ. 53-59), δ) σε προσφωνήσεις προς τους θεατές
(audience address) (σσ. 59-62), και ε) σε αυτό που ο Genette ονόμασε Transtextuality (σσ. 63-
67). Για την ποιητική των Θεωρών ή Ισθμιαστών βλ. στο πρόσφατο βιβλίο της Lämmle,
ό.π., σσ. 306-312.
85 Τπάρχει πρόβλημα ως προς την ταυτότητα του ομιλούντος προσώπου. Ο R. Krumeich,
«Die Weihgeschenke Satyrn in Aischylos’ Theoroi oder Isthmiastai», Philologus 144.2 (2000) 176-
192, σ. 177, υποστηρίζει πως δεν υπάρχουν σίγουρα στοιχεία για την ταυτότητα του
προσώπου και υποθέτει πως πρόκειται για το ίσυφο. Ο A. Sommerstein, Η Ζωή και το
Έργο του Αισχύλου (μετ. Π. Πολυκάρπου – επιμ. και πρόλογος Α. Μαρκαντωνάτος),
Αθήνα 2017, σ.372, τον αποκαλεί «ο Εφευρέτης».
- 223 -
Βασίλειος Δημογλίδης
86 Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τί ακριβώς είναι αυτές οι εικόνες που μεταφέρουν επί
σκηνής οι άτυροι. τη σχετική βιβλιογραφία υπάρχουν δύο απόψεις: α) πινακίδες, β)
θεατρικές μάσκες. Ο Krumeich, ό.π., κυρίως σ. 176, προσπαθεί να αποδείξει πως αυτά
που οι άτυροι φέρνουν αποκλείεται να είναι μάσκες, αλλά ξύλινες ή πήλινες πινακίδες
(πίνακες), οι οποίες απεικονίζουν τους ατύρους σε ολόσωμη μάλιστα μορφή· αυτές τις
πινακίδες ο ίδιος τις ερμηνεύει ως στοιχείο της ιστορίας της τέχνης της Αθήνας του
πέμπτου αιώνα π.Φ. Με τη θέση του Krumeich συμφωνεί και η Lämmle, ό.π., σ. 308, σημ.
12. Για τη δεύτερη άποψη, ότι δηλαδή πρόκειται για θεατρικά προσωπεία, βλ. H.J. Mette,
Der Verlorene Aischylos. Berlin 1963, σ. 165· D.F. Sutton, The Greek Satyr Play, Meisenheim am
Glan 1980, σ. 29· B. Snell, «Aischylos’ ‘Isthmiastai’», στο B. Seidensticker (επιμ.), Satyrspiel,
Darmstadt 1989, σσ. 78-92, σ. 84· Zeitlin, ό.π., σ. 138. Η Torrance ό.π., σ. 279, βασισμένη σε
προγενέστερες απόψεις του O. Taplin, «A Curtain Call?», στο O. Taplin & R. Wyles (επιμ.),
The Pronomos Vase and its Context, Oxford 2010, σσ. 255-263, σσ. 259-263, σχετικά με τη χρήση
του προσωπείου στο ατυρικό Δράμα, ισχυρίζεται ότι θα μπορούσαν να κρατάνε μάσκες
ως ένδειξη ότι μόλις έφυγαν από μία χορική παράσταση. Η M. Stieber, «Aeschylus’ Theoroi
and Realism in Greek Art», TAPhA 124 (1994) 85-119, σ. 86, σημ. 4, θεωρεί πως αυτά που
φέρουν οι άτυροι έχουν ολόσωμη μορφή. Σο ίδιο υποστηρίζει, βασισμένος μάλιστα στη
χρήση του όρου μορφῇ (6), και ο S. Halliwell, The Aesthetics of Mimesis. Ancient Texts and
Modern Problems, Princeton – Oxford 2002, σ. 20.
Αν ισχύει η άποψη ότι όσα μεταφέρουν οι άτυροι είναι θεατρικές μάσκες, τότε
υπογραμμίζονται ακόμη περισσότερο τα μεταδραματικά επίπεδα των Θεωρών ή
Ισθμιαστών, αφού αφενός έτσι οι άτυροι/ηθοποιοί αυτοαναφορικά θα δήλωναν ότι
μόλις άφησαν μία θεατρική παράσταση και ξεκινάνε μία άλλη (Torrance, ό.π., σ. 279),
αφετέρου τα προσωπεία αντιπροσωπεύουν το ίδιο το θέατρο, και ως εκ τούτου ό,τι
«λέγεται» για αυτά ισχύει συνεκδοχικά για το Αρχαίο Δράμα. Η Zeitlin, ό.π., σ. 138,
ισχυρίζεται ότι τα προσωπεία που φέρουν οι άτυροι αναδιπλασιάζουν αυτό που οι
ηθοποιοί φορούν ως αναγνωριστικό σημείο της θεατρικής τους ταυτότητας. Για τη
μεταθεατρική δυναμική που ενέχουν οι παραπομπές στη χρήση του προσωπείου στο
ατυρικό Δράμα βλ. Torrance, ό.π., σσ. 279-280.
Επίσης, δεν γνωρίζουμε εάν πρόκειται για υπαρκτά αντικείμενα ή όχι. Ωστόσο εύλογη
μάς φαίνεται η παρατήρηση του Φουρμουζιάδη, ατυρικά, σ. 195, σημ. 130, ότι η χρήση
των δεικτικών αντωνυμιών τῶνδε (3) και τάδε (4) *εμείς επισημαίνουμε επίσης το πάντα
τάδε (2) και το τάδε (9)+ συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι όσα φέρουν οι άτυροι είναι
απτά και ορατά, και δεν αναφέρονται «απλώς σε μία παρούσα κατάσταση, όπως υπάρχει
γενικά η τάση να ερμηνεύονται οι στίχοι».
87 Για το αρχαίο κείμενο των Θεωρών ή Ισθμιαστών χρησιμοποιούμε την έκδοση του O.
Werner, Aischylos. Tragödien und Fragmente, München 1959, σσ. 648-657, όπου και γερμανική
μετάφραση. Για τη μοναδική ελληνική μετάφραση του συγκεκριμένου ατυρικού
Δράματος βλ. Σ. Ρούσσος, Αισχύλος. Αποσπάσματα, Αθήνα 1992, σσ. 56-63.
88 Ο Φουρμουζιάδης, ατυρικά, σ. 195, σημ. 129, σημειώνει ότι έτσι αντιλαμβάνεται τη
φράση ο Lloyd Jones. Αυτή τη σημασία φαίνεται να αντιλαμβάνονται τόσο ο Werner, ό.π.,
σ. 649, μεταφράζοντας «Sehn sie die Bilder – nicht nach Menschenart zu schaum», όσο και ο
Ρούσσος, Αισχύλος..., σ. 57, που αποδίδει το στίχο ως «Κοιτώντας τις εικόνες που δεν
μοιάζαν πως είχανε φτιαχτεί από χέρι ανθρώπου». Εύλογη θεωρεί αυτήν την ερμηνεία
και ο P. O’Sullivan, «Satyr and Image in Aeschylus’ Theoroi», CQ 50.2 (2000) 353-366, σσ. 356-
357, σημ. 20, ο οποίος δέχεται τη φράση τὸ Δαιδάλου μ*ί+μημα (8) ως επεξήγηση στο
εκφώνημα οὐ κατ’ ἄνθρώπους (1). Ο ίδιος ακόμη (σ. 360) αναφέρει πως κάποιοι ερευνητές
βλέπουν πίσω από το Δαιδάλου μ*ί+μημα τον Ήφαιστο, και πως, αν όντως ευσταθεί αυτή
η άποψη, τότε ενισχύεται η εμπλοκή της θεϊκής προέλευσης των απεικονίσεων στη
φράση οὐ κατ’ ἄνθρώπους.
89 Θεωρούμε πως αυτές οι ερμηνείες αφορούν την τραγωδία και όχι π.χ. το ίδιο το
ατυρικό Δράμα, γιατί όσα απεικονίζονται στις εικόνες που μεταφέρουν οι άτυροι
έχουν ένα περιεχόμενο τρομακτικό, αντίστοιχο δηλαδή με αυτό μιας τραγωδίας· κάτι που
βεβαίως ισχύει και για την Πάροδο του Ίωνα και για όσα και εκεί περιγράφουν οι
γυναίκες του Φορού.
90 Πρβλ. Αριστοτέλη Ποιητική 1448b10-13, όπου ο φιλόσοφος αναφέρει ότι κάποιος
93 Σα έργα που περιγράφουν οι γυναίκες στην Πάροδο του Ίωνα έχουν έναν αποτρόπαιο
- 225 -
Βασίλειος Δημογλίδης
που δημιουργούν στο Φορό. Όταν ζητούν από τον Ίωνα να εισέλθουν στο
ναό, η υπαγορευόμενη από τις θεατρικές συμβάσεις και αναμενόμενη
αρνητική απάντηση του νεωκόρου δίνει την ευκαιρία στις γυναίκες να
εκφράσουν για άλλη μία φορά την τέρψη που τους προκαλούν όλες οι
εικόνες που στολίζουν τα διαζώματα: ἃ δ᾽ ἐκτός, ὄμμα τέρψει (232).
Επιπλέον, ο Ευριπίδης μοιάζει να «απαντά» στη φαινομενική θεατρική
αφέλεια του Αισχύλου. Ενώ στο δεύτερο οι εικόνες που μεταφέρουν οι
άτυροι είναι δυνατό να τρομάξουν τη μητέρα τους,94 ο Ευριπίδης
«απαντάει» πως τρομακτικά θέματα, όπως αυτά που αφηγούνται οι
γυναίκες, είναι αυτά που προκαλούν την ἡδονὴν της τραγικής εμπειρίας
(ὄμμα τέρψει).
Πέρα από τα ζητήματα αποτελεσματικότητας της τρομακτικής
θεματολογίας στο πλαίσιο σύνθεσης της τραγωδίας, έντονη είναι και η
χρήση του λεξιλογίου της όρασης και στους Θεωρούς ή Ισθμιαστές, μέσω
του οποίου ενισχύεται η μεταθεατρική διάσταση του δράματος. Πιο
αναλυτικά, λοιπόν, και ο κορυφαίος λειτουργεί ως εσωτερικός
σκηνοθέτης, εφόσον είναι αυτός που κατευθύνει το βλέμμα και την
προσληπτική ευαισθησία τόσο των υπόλοιπων μελών του Φορού όσο και
των θεατών στις εικόνες που περιγράφει, οι οποίες απεικονίζουν
ατύρους. Οι τέσσερεις διαφορετικοί αναβαθμοί της όρασης που
εντοπίζονται στη χρήση των προστακτικών ἄθρησον (5), ἄθρει (9) ὅρα,
θεώρει (10) δηλώνουν και εδώ τέσσερεις διαφορετικούς τρόπους όρασης
και πρόσληψης της πραγματικότητας. Σο ρήμα θεωρῶ (10) παράγεται από
το ουσιαστικό θεωρός, σημαίνει «είμαι θεατής»95 και ως εκ τούτου μπορεί
να χαρακτηριστεί μεταθεατρικό, αφού ανακαλεί στοιχείο της θεατρικής
θέασης. Όπως στον Ίωνα, έτσι και στους Θεωρούς ή Ισθμιαστές ο Φορός
δρα ως εσωτερικό κοινό, κατευθύνοντας τη λειτουργία του ὁρᾶν των
εξωτερικών θεατών.
ἐναίρει/ τρισώματον ἀλκάν 203-204, καὶ Βρόμιος ἄλλον ἀπολέμοι-/ σι κισσίνοισι βάκτροις/
ἐναίρει Γᾶς τέκνων ὁ Βακχεύς 215-218).
94 Αυτό που αναπαριστούν οι εικόνες που φέρουν οι άτυροι είναι τόσο αληθοφανές που
22-23, υποστηρίζει πως το ρήμα αυτό υπογραμμίζει την ένταση της πραγματικής οπτικής
λειτουργίας και την ενέργεια μέσω της οποίας το μάτι συλλαμβάνει το αντικείμενο
θέασης. Για τη μεταθεατρική διάσταση των αρχαίων όρων που έχουν να κάνουν με το
θεατή και το θέαμα βλ. Goldhill, ό.π., σσ. 74-75. Για τη δυνατότητα που παρέχει η χρήση
όρων ετυμολογικά συγγενών με το θεᾶσθαι στον ποιητή ώστε να αναδεικνύονται τα όρια
ανάμεσα στον κόσμο του θεατή και την πηγή του θεάματος βλ. Γκαστή, «οφοκλέους
Αἴας...», σ. 202.
96 Ο Griffith, ό.π., σ. 83, παρατηρεί ότι σ’ όλους τους ιαμβικούς τρίμετρους στίχους των
σωζόμενων σατυρικών δραμάτων του Αισχύλου υπάρχουν μόνο δύο περιπτώσεις όπου
παρατηρείται παραβίαση του ζεύγματος του Porson· και οι δύο απαντούν στους Θεωρούς
ή Ισθμιαστές.
97 Βλ. και το εύστοχο σχόλιο του Snell, Aischylos’ ‘Isthmiastai’, σ. 85 ad φωνῆς δεῖ μόνον:
αναφέρονται οι εξής σημασίες: «write beatifully, in point of style / paint beautifully». Η D.T.
Steiner, Images in Mind. Statues in Archaic and Classical Greek Literature, Princeton – Oxford
2001, σσ. 46-47, υποστηρίζει ότι ο όρος καλλίγραπτον υπογραμμίζει την επιδέξια
κατεργασία (skilled workmanship) που έχει παρεισφρήσει στην παραγωγή αυτών των
εικόνων.
99 Η Steiner, ό.π., σσ. 46-47, θεωρεί πως ο όρος μίμημα (8), η φράση φωνῆς δεῖ μόνον (8), και
ο όρος καλλίγραπτον (12) περιορίζουν το καλλιτεχνικό αντικείμενο στη σφαίρα μόνο της
αναπαράστασης.
100 Μία ενδεχόμενη διαβεβαίωση των ευκτικών που ενέχει το επίρρημα σαφῶς (14)
υπονομεύεται από την επίταση της δυνητικότητας αυτών. Για τη χρήση της δυνητικής
ευκτικής πολύ ενδεικτικά βλ. G.L. Cooper, Attic Greek Prose Syntax. Volume 1, Ann Arbor
42001, σσ. 682-684· E. Schwyzer, Η ύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (μετ. Γ.Ε.
- 227 -
Βασίλειος Δημογλίδης
101 Μετοχοποιώντας το ρήμα ἄν ἄζοιτο, τόσο ο Werner, ό.π., σ. 651, μεταφράζοντας «Kehrt
machte sie, scheu, erschreckt», όσο και ο Ρούσσος, Αισχύλος..., σ. 57, μεταφράζοντας
«γοργά θα τρέξει φοβισμένη» αποτυγχάνουν να μεταγράψουν στα σύγχρονα Γερμανικά
και αντίστοιχα Νέα Ελληνικά το σχήμα της χρονικής ανακολουθίας και συγχρόνως τις
αντίστοιχες ερμηνευτικές του συνδηλώσεις. Η προσθήκη βέβαια του γερμανού μελετητή
«scheu» στο μετάφρασμά του τονίζει το συναίσθημα απώθησης που θα μπορούσε να
προκαλέσει η εικόνα του ατύρου στη μητέρα του. Απόκλιση επιφέρει στο ερμηνευτικό
πλαίσιο των ευκτικών το ανωτέρω μεταφραστικό δείγμα του Ρούσσου, εφόσον με τη
χρήση της οριστικής «θα τρέξει» δηλώνει πως σίγουρα θα επιτευχθεί η προσδοκώμενη
καλλιτεχνική αρτιότητα της εικόνας.
102 Πολλές φορές η τεχνική του θεάτρου ἐν θεάτρῳ συστήνει στην πρωτοβάθμια
des Stücks gibt es nicht». Η Lämmle, ό.π., σ. 306, σημειώνει πως δεν υπάρχουν στοιχεία για
τη διδασκαλία του έργου, και πως κατά καιρούς η έρευνα θεωρεί ότι ανήκει στην ίδια
τετραλογία όπου ανήκει και ο Αθάμας. Μία πρώιμη χρονολόγηση του έργου υποθέτει
τόσο ο G. Conrad, Der Silen. Wandlung einer Gestalt des Griechischen Satyrspiels (Bochumer
του Αισχύλου μετά το θάνατό του πήραν μέρος σε δραματικούς αγώνες με την Ορέστεια.
Οι διάφορες τροπές, εξάλλου, της ευριπίδειας κριτικής στον Αισχύλο, όπως εντοπίζονται
στην Ηλέκτρα, τον Ορέστη και τις Υοίνισσες, δηλώνουν ακριβώς πως τα αισχύλεια
δράματα γνώριζαν επανεκτελέσεις την εποχή του Ευριπίδη.
106 Για παράδειγμα ο Φουρμουζιάδης, Ευριπίδου Ηλέκτρα, σ. 9, αναφέρεται στην εμμονή
108 Αν και την παραπομπή αυτή στο προγενέστερο σατυρικό δράμα του Αισχύλου θα την
- 229 -
Βασίλειος Δημογλίδης
Βιβλιογραφία
Gr. Allen, Intertextuality, London – New York 2000.
Λ. Αθανασάκη, Ἀείδετο πὰν τέμενος. Οι Φορικές Παραστάσεις και το
Κοινό τους στην Αρχαϊκή και Πρώιμη Κλασική Περίοδο, Ηράκλειο 2009.
D. Bain, «Audience Address in Greek Tragedy», CQ 25 (1975) 13-25.
D. Bain, Actors and Audience. A Study of Asides and Related Conventions in
Greek Drama, Oxford 1977.
H.C. Baldry, Tο Σραγικό Θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα (μετ. Γ.
Xριστοδούλου & Λ. Xατζηκώστα), Aθήνα 1981.
Ε. Βαρδή, Η Μέθοδος Προσέγγισης της Αττικής Σραγωδίας από τον
Ακαδημαϊκό – κηνοθέτη π. Α. Ευαγγελάτο όπως Προκύπτει από τη
Μελέτη Σεσσάρων Παραγωγών του (Βάκχες, 14-15 Αυγούστου 1993, Ίων, 16-
17 Αυγούστου 1996, Ιφιγένεια εν Σαύροις, 18-19 Ιουλίου 1997, Ελένη, 23-24
Ιουλίου 1999) για το Αμφι-Θέατρο και σε χέση με την Κριτική Τποδοχή
τους, Μεταπτυχιακή Διατριβή: Πάτρα 2008.
D. Bartonkova, «Tricks in the Plays Helen and Ion of Euripides», Graeco-
Latina Brunensia SPFFBU 6-7 (2001-2002) 35-40.
A. Bierl, «Was hat Tragödie mit Dionysos zu tun? Rolle und Funktion
des Dionysos am Beispiel der ‘Antigone‘ des Sophokles», Wjb 15 (1989) 43-58.
and Hecuba», AJPh 129 (2008) 173-198, σ. 174, παρατηρεί ότι στις τραγωδίες του Αισχύλου
τα καλλιτεχνήματα ενέχουν μία δυναμική η οποία μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα
(emotive powers). Σο ίδιο συμβαίνει και στα Ευριπίδεια δράματα, συνεχίζει ο μελετητής,
μόνο που εκεί ο Ευριπίδης προσθέτει και το στοιχείο της σύγχρονής του λογοτεχνικής
κριτικής.
- 231 -
Βασίλειος Δημογλίδης
- 233 -
Βασίλειος Δημογλίδης
- 235 -
Βασίλειος Δημογλίδης
Abstract
Metatheatre in the Parodos of Euripides’ Ion. A possibility of
“parasatyric” referentiality
Although the body of criticism that discusses the comic elements of Euripides’
tragedies (esp. the so-called tragic-comedies) is extensive, very little attention
has been given to their satyric aspects. The aim of this paper is to examine the
Parodos (ll. 184-236) of Euripides’ Ion in terms of its intertextual familiarity
with the Aeschylean satyric drama Theoroi or Isthmiastai. The degree of the
‚parasatyric‛ referentiality present in the Parodos demonstrates the
sophistication of Euripides’ metapoetic strategies.
Keywords
Tragic chorus, metapoetry, ekphrasis, ‚parasatyric‛ referentiality, self-
reference.
Βασίλειος Δημογλίδης
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
basilisdimo@gmail.com
- 237 -