Professional Documents
Culture Documents
Χαβενετιδου Οι Πεντε Σφραγιδες Και ο Χαμενος Πριγκιπας
Χαβενετιδου Οι Πεντε Σφραγιδες Και ο Χαμενος Πριγκιπας
Χαβενετιδου Οι Πεντε Σφραγιδες Και ο Χαμενος Πριγκιπας
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Σ Τ Ε Λ Λ Α Χ Α ΒΕΝ ΕΤ ΙΔ Ο Υ
ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΒΕΝΕΤΙΔΟΥ
Μυθιστόρημα
4 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Εκδόσεις Σαΐτα
Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα
Τ.: 2510 831856
Κ.: 6977 070729
e-mail: info@saitapublications.gr
website: www.saitapublications.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ....................................................................................................11
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ .............................................................................................12
10 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 11
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ζωή στο βασίλειο των Ρόδων έχει αρχίσει να επανέρχεται μερικά χρόνια
μετά το Μεγάλο Πόλεμο που έληξε με τη συντριβή της μάγισσας Σελίμα και τη
δολοφονία της βασιλικής οικογένειας λίγο αργότερα. Όλα φαίνεται πως
επανέρχονται στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους. Οι πέντε Σφραγίδες έχουν
ξεχαστεί κι όλοι φαίνεται πως είναι ικανοποιημένοι και προσπαθούν να
φτιάξουν πάλι τη ζωή τους.
Τα παιδιά που βρέθηκαν μόνα τα αγκάλιασε με στοργή η Ζηνοβία και τους
πρόφερε ένα σπιτικό στο μεγαλοπρεπές κάστρο του Παφνούτη. Τις τελευταίες
μέρες όμως το κόκκινο φεγγάρι είναι κακός οιωνός που ακόμα και τα παιδιά
διαισθάνονται πως κάτι κακό πλησιάζει. Η μελαγχολία των κόκκινων
αχτίνων επηρεάζει πιο πολύ απ’ όλους τον μικρό Αετομάτη, τον Βόρυ, που από
τη φύση του μπορεί κι αντιλαμβάνεται πράγματα που οι άλλοι δε μπορούν.
Μαζί με τον καλύτερο φίλο του τον Λέανδρο, τη γοργόνα Διώνη και τον
αινιγματικό Βυλτώρ βρίσκονται ξαφνικά σ΄ ένα δρόμο με πολλά μονοπάτια
που δεν έχουν ιδέα που θα τους βγάλουν. Δεν υπάρχει σωστή επιλογή. Όλοι οι
δρόμοι τους οδηγούν μακριά από την ασφάλεια και τη θαλπωρή του κάστρου
κι έτσι είναι λάθος. Βαδίζουν για έναν κόσμο που έχουν αποκοπεί από τότε
που ήταν μωρά και πρέπει να βρουν τον τρόπο να επιβιώσουν κάτι που
γίνεται ακόμα πιο δύσκολο από τους καταδιώκτες που κινούν γη και ουρανό
για να τους βρουν. Ο λόγος; Τα παιδιά κουβαλάνε κάτι μαζί τους, χωρίς να το
ξέρουν, που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο γύρω τους και να επαναφέρει το
χαμένο πρίγκιπα, την Πέμπτη Σφραγίδα.
12 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας οι βαριές πατημασιές του μαύρου
αλόγου τάραξαν την ησυχία. Κάλπαζε με μεγάλη ταχύτητα μέσα στο πυκνό
δάσος. Ο αναβάτης του, κουκουλωμένος με τη μαύρη κάπα του ήταν σκυφτός
και κρατούσε με το ένα χέρι το χαλινάρι. Είχε αφήσει πίσω του την Πόλη των
Ρόδων εδώ και πολύ ώρα, παρ’ όλα αυτά όμως ακόμα δεν ένιωθε ασφαλής
ούτε για τον εαυτό του κι ακόμα περισσότερο για το βαρύ φορτίο που είχε
επωμιστεί. Μόνο όταν έφερνε σε πέρας την αποστολή που είχε αναλάβει
μόνος του, το μυαλό του θα ηρεμούσε και θα ένιωθε σίγουρος για την
ασφάλεια του βασιλείου.
Στο βάθος, εκεί που τελείωναν τα φορτωμένα με βαριά κλαδιά δέντρα,
ο ορίζοντας άνοιγε και οι μελαγχολικές ακτίνες του φεγγαριού
καθρεπτίζονταν πάνω στα καθάρια και ήρεμα νερά μιας λίμνης. Όταν έφτασε
στην αποβάθρα μία μικρή βάρκα έπλεε γαλήνια. Κατέβηκε μ’ έναν γρήγορο
δρασκελισμό από το άλογό του κι έδεσε το χαλινάρι του στον κορμό ενός
χοντρού δέντρου.
«Γρήγορα, πέρασέ με απέναντι» φώναξε άγρια στον βαρκάρη που
κοιμόταν γαλήνιος, καλά χωμένος μέσα στην κάπα του.
Τρομαγμένος αυτός, πετάχτηκε πάνω. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι
είχε συμβεί. Η ώρα ήταν περασμένη και δεν έκανε βραδινά δρομολόγια. Η
νύχτα ήταν δροσερή κι η γωνιά του στη βάρκα ζεστή. Δεν ήταν διατεθειμένος
να χαλάσει την ησυχία του.
«Έλα το πρωί, κανένας δε θα σε δεχτεί στο κάστρο τέτοια ώρα, όλοι θα
κοιμούνται του καλού καιρού». Με τα μάτια σφιχτά σφαλισμένα άλλαξε
πλευρό γυρίζοντάς του επιδεικτικά την πλάτη.
«Είναι επείγον να περάσω απέναντι τώρα» απάντησε ο άντρας
κρατώντας τη φωνή του όσο πιο χαμηλά ήταν δυνατό. Ο βαρκάρης κίνησε να
σηκωθεί και να δηλώσει τη δυσαρέσκειά του. Αφού του είπε να φύγει, γιατί
επέμενε; Δεν πρόλαβε να κουνηθεί από τη θέση του, ούτε καν να ρίξει μια
ματιά στον αυστηρό άντρα. Ένα βαρύ χέρι τον καθήλωσε στη θέση του.
«Ξεκίνα τώρα» τον διέταξε.
Ο βαρκάρης ένιωσε ότι δεν είχε επιλογή. Αλλά ότι έπρεπε να
υπακούσει. Εδώ και λίγα χρόνια, από τότε που είχε συσταθεί το
ορφανοτροφείο για τα παιδιά που είχαν μείνει μόνα τους από τον μεγάλο
πόλεμο, είχε αναλάβει τη δουλειά να μεταφέρει κόσμο προς κι από το κάστρο.
Δεν του είχε ξανασυμβεί να ζητήσουν τη βοήθεια του τέτοια ώρα. Ο ίδιος ήταν
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 13
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
τους και φυσικά τους δικούς τους ανθρώπους. Μέσα στα δύο χρόνια από τη
λήξη του, ακόμα δεν έλεγαν να στρώσουν τα πράγματα και να επανέλθουν οι
ρυθμοί τους. Η ζωή κυλούσε δύσκολα και η ανοικοδόμηση των χωριών
καθυστερούσε, λόγω των μεγάλων καταστροφών που είχαν συντελεστεί στον
πόλεμο.
Αποδίδοντας εκεί την έλλειψη φρουρού, ο άντρας εισήλθε στον
προαύλιο χώρο του κάστρου. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του διέκρινε το
πράσινο υγρό γρασίδι, ενώ στη μέση ακριβώς υπήρχε ένα τεράστιο μαρμάρινο
σιντριβάνι, με τον υγρό γεμάτο ζωή κι ενέργεια πίδακα να πιτσιλάει με τις
δροσερές σταγόνες του το γρασίδι, τα χρωματιστά λουλούδια και τα μικρά
ανθισμένα θαμνάκια που το στόλιζαν περιμετρικά.
Δεν είχε χρόνο για να χαζέψει τριγύρω, όσο κι αν ήθελε να ρουφήξει
κάθε λεπτομέρεια από το διάσημο κάστρο του άρχοντα Παφνούτη. Είχε μια
αποστολή να εκτελέσει κι έπρεπε να γίνει σύντομα. Επιτάχυνε, και σε λίγα
δευτερόλεπτα βρέθηκε στο κατώφλι του εντυπωσιακού κάστρου που σαν
λαξεμένο μέσα στον βράχο έστεκε περήφανο κι ακλόνητο πάνω από το
κεφάλι του. Με το δεξί του χέρι πάλι, χτύπησε τη σιδερένια λαβή της
δίφυλλης πόρτας, και τράβηξε το χέρι του επιστρέφοντας τη λαβή στο κρύο
σιδερένιο στόμα του σκαλισμένου λιονταριού, ακλόνητου φρουρού και
παρατηρητή όσων περνούσαν το κατώφλι του κάστρου. Περίμενε για λίγα
λεπτά, όμως καμία απάντηση δεν πήρε.
Κοίταξε προς τα πάνω. Κανένα δωμάτιο δε φαινόταν φωτισμένο. Ήταν
φανερό ότι όλοι κοιμούνταν, όμως ο άντρας ήταν επίμονος. Χτύπησε ξανά
την πόρτα, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η ανυπομονησία του μεγάλωνε όσο
κανένας δεν άνοιγε την πόρτα.
Η νύχτα ήταν δροσερή και ο άντρας έσφιξε τα χέρια του στην αγκαλιά
του σαν να ήθελε να ζεσταθεί.
Μετά από λίγο, την ησυχία της νύχτας έσπασαν βαριές πατημασιές,
συρτά βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, σαν ξύλινα παπούτσια να
χαράζουν τη λεία επιφάνεια του πατώματος. Η πόρτα άνοιξε επιτέλους δειλά,
και πίσω της εμφανίστηκε το στρογγυλό κεφάλι μιας γυναίκας αρκετά
παχουλής, φορώντας τη νυχτικιά της κι ένα δαντελένιο σκουφάκι. Τα μάτια
της ήταν πρησμένα, προφανώς από τον ύπνο, και η διάθεσή της δε φαινόταν
να είναι ιδιαιτέρως καλή.
Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Τι θέλεις άνθρωπέ μου και χτυπάς μέσα στη νύχτα;» του είπε αρκετά
θυμωμένη. Η φωνή της είχε τη βραχνάδα του γλυκού ύπνου.
16 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Ο άντρας όμως δεν της έδωσε σημασία. Την παραμέρισε βίαια με το δεξί
του χέρι και μπήκε μέσα χωρίς καν να της μιλήσει. Η γυναίκα ενοχλήθηκε
φανερά από αυτή του την ενέργεια.
«Πώς τολμάς να μπαίνεις απρόσκλητος εδώ μέσα; Ξέρεις πού έχεις
έρθει;» του είπε με την τσιριχτή φωνή της.
Ο άντρας κοίταξε για λίγο τον χώρο γύρω του. Μπροστά στα μάτια του
απλωνόταν μια τεράστια σάλα. Το λευκό μαρμάρινο πάτωμα ερχόταν σε
αντίθεση με τη μαύρη γρανιτένια σκάλα που έστεκε μεγαλόπρεπα και από τις
δύο πλευρές. Στους πλαϊνούς τοίχους υπήρχαν μεγάλες αψίδες που
οδηγούσαν σε σκοτεινούς διαδρόμους. Έριξε ένα βλέμμα αδιαφορίας στη
γυναίκα.
«Πήγαινε να φωνάξεις τη Ζηνοβία. Πες της είναι επείγον» της φώναξε.
Η γυναίκα δε μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του άντρα λόγω της
κουκούλας του, όμως δεν την ενδιέφερε όποιος κι αν ήταν.
«Η κυρία Ζηνοβία είναι στο δωμάτιό της αυτή τη στιγμή και
ξεκουράζεται. Θα πρέπει να έρθετε κάποια πιο λογική ώρα αύριο για να τη
δείτε» ενώ μιλούσε κατευθυνόταν βιαστικά προς την πόρτα την οποία άνοιξε
και του έδειξε το δρόμο.
Ο άντρας την πλησίασε τόσο κοντά, που άκουγε την καρδιά της να
χτυπάει δυνατά από τον φόβο της. Άπλωσε το χέρι του και έκλεισε την πόρτα
με δύναμη. Ο θόρυβος την τάραξε, αλλά κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να
μην του δείξει την ανησυχία της.
«Δε σε φοβάμαι, αν δε φύγεις θα μπλέξεις άσχημα» του είπε αμήχανα,
ενώ από μέσα της καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που σηκώθηκε από το
ζεστό της κρεβάτι για να του ανοίξει. Τα πόδια έτρεμαν από τον φόβο της, από
τη σκοτεινή μορφή που είχε εμφανιστεί τόσο αργά το βράδυ.
Αυτός με μια αιφνιδιαστική κίνηση σήκωσε το χέρι του ψηλά. Η
γυναίκα νόμιζε ότι θα τη χτυπούσε κι έσκυψε το κεφάλι της για να καλυφθεί,
όμως ο βραδινός επισκέπτης γρήγορα αποκάλυψε ότι δεν είχε καμία τέτοια
διάθεση. Σήκωσε το χέρι του και κατέβασε την κουκούλα του για να φανεί το
πρόσωπό του.
Η γυναίκα στην αποκάλυψη του προσώπου του έκανε κάποια βήματα
πίσω, ώσπου έπεσε πάνω σ’ ένα μεγάλο πορσελάνινο βάζο γεμάτο με
ανθισμένα κλαδιά μυγδαλιάς. Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν πάρα πολύ
γοητευτικός, με γωνίες και έξυπνα, ζωηρά μάτια. Σίγουρα δεν ήταν η εικόνα
που περίμενε να δει, μιας και οι τρόποι του την παρέπεμπαν σε κανέναν
αγύρτη ζητιάνο, βρώμικο και με κακόβουλες διαθέσεις, που καμία σχέση δεν
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 17
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
είχε με το παρουσιαστικό του. Αυτό που τράβηξε περισσότερο απ’ όλα τη ματιά
της όμως, ήταν το οικόσημο με τα δύο ενωμένα ρόδα στο πέτο του άντρα.
«Είσαι μέλος της βασιλικής φρουράς» του είπε φανερά ξαφνιασμένη,
μην μπορώντας να τραβήξει το βλέμμα της από το πέτο.
«Εγώ είμαι η βασιλική φρουρά» της απάντησε με χαραγμένη τη θλίψη
στα μεγάλα του μάτια.
Ο άντρας προσπάθησε να γλυκάνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου
για να μην τον φοβάται.
«Είμαι απεσταλμένος του βασιλιά…. Ροδόλφου» ο άντρας κοίταξε προς
τα κάτω, μιας κι ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του. Γρήγορα όμως
ανέκτησε την αυτοσυγκρότησή του και συνέχισε. «Πρέπει να δω επειγόντως
τη Ζηνοβία. Έχω ένα πακέτο γι’ αυτήν». Της έκανε νόημα προς την αριστερή
πλευρά του σώματός του. «Πρέπει να της το παραδώσω απόψε, γι’ αυτό
πήγαινε να τη φωνάξεις και πες της να κατέβει γρήγορα».
Η γυναίκα πρόσεξε ότι κάτι προεξείχε από εκείνη την πλευρά. Αμέσως
κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο και δε χρειάστηκε άλλες εξηγήσεις. Από τότε
που το κάστρο του άρχοντα Παφνούτη είχε μετατραπεί σε καταφύγιο για
ορφανά παιδιά, της χτυπούσαν την πόρτα συνέχεια με νέα πακέτα. Συνήθως
όμως τ’ άφηναν στην είσοδο ή γενικά σε όποιον άνοιγε την πόρτα. Ποτέ δεν
είχε χρειαστεί να φωνάξει τη διευθύντρια του ορφανοτροφείου για να το
παραλάβει.
Δεν ήθελε να ρωτήσει άλλα όμως. Απεσταλμένος του βασιλιά σήμαινε
άκρα μυστικότητα και σίγουρα δε θα μπορούσε να του αποσπάσει καμία
πληροφορία.
Αμέσως λοιπόν αποχώρησε για να φωνάξει τη Ζηνοβία. Ο άντρας
άκουγε τα ξύλινα τσόκαρά της να απομακρύνονται καθώς ανέβαινε τη σκάλα.
Έμεινε λοιπόν στη θέση του για να την περιμένει.
Μετά από αρκετά λεπτά, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα η Ζηνοβία. Ο
άντρας δε θα μπορούσε να παραμείνει ασυγκίνητος στην παρουσία της. Μία
γυναίκα εντυπωσιακή, που το γαλάζιο των μαλλιών της φώτιζε το λευκό της
πρόσωπο και τα καστανά της μάτια όπου διαγραφόταν η σοφία όλου του
κόσμου μέσα τους. Ήταν ψιλόλιγνη και ντυμένη στα λευκά σαν οπτασία. Είχε
καιρό να τη δει, όμως την αναγνώρισε αμέσως.
«Ιλαρίωνα» του φώναξε αυτή όταν κατέβηκε τη σκάλα. «Ποιος καλός
άνεμος σε φέρνει στο ορφανοτροφείο τέτοια ώρα;».
«Ζηνοβία, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από τόσο καιρό» της είπε
ανακουφισμένος που επιτέλους έφτανε στο τέλος του ταξιδιού του. Αμέσως
18 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
όμως, η όψη του σκοτείνιασε. «Δυστυχώς, μόνο καλός δεν είναι ο άνεμος που
με έφερε εδώ».
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Ζηνοβία με ζωγραφισμένη την αγωνία
στο πρόσωπό της.
Ο Ιλαρίων έστρεψε το βλέμμα του στη γυναίκα που του είχε ανοίξει την
πόρτα. Είχε ακολουθήσει την Ζηνοβία και τώρα στεκόταν λίγα μέτρα πίσω
της, παρακολουθώντας την κουβέντα τους. Προσπαθούσε να περάσει
απαρατήρητη για να μπορέσει να είναι παρούσα, όμως ο άντρας δεν της έδωσε
αυτή την ευκαιρία.
Η Ζηνοβία κατάλαβε τι ήθελε ο παλιός της γνωστός και της έκανε
νόημα ν’ αποχωρήσει.
«Σ΄ ευχαριστώ Μερόπη που με ειδοποίησες. Θα τα πούμε αύριο το
πρωί».
Η Μερόπη φανερά απογοητευμένη που την έδιωξαν, αποχώρησε προς
τον δεξί διάδρομο κάνοντας το χαρακτηριστικό θόρυβο με τα τσόκαρά της που
ήταν τόσο οικείος πια στον Ιλαρίωνα.
Αφού απομακρύνθηκε αρκετά ώστε να μην ακούει, η Ζηνοβία μίλησε
στον Ιλαρίωνα.
«Τώρα μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα»».
Ο Ιλαρίωνας πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου κι ούτε υπάρχει τρόπος να σου
πω τα νέα με ανώδυνο τρόπο». Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα
περιμένοντας να ακούσει καρτερικά αυτά που φαινόταν ότι δεν ήταν
ευχάριστα νέα. «Ο βασιλιάς Ροδόλφος και η βασίλισσα Ροδάνθη
δολοφονήθηκαν σήμερα το πρωί».
Η Ζηνοβία άφησε μια κραυγή να της ξεφύγει στο άκουσμα αυτών των
τρομερών νέων. Ο τρόμος ζωγραφίστηκε στα μάτια της και έβαλε τα χέρια της
στο στόμα της για να μην αναστατώσει όλο το ορφανοτροφείο.
«Τι είναι αυτά που λες Ιλαρίωνα; Ποιος; Τι έγινε;» τον ρώτησε
έκπληκτη.
«Δεν μπορώ ν’ αποκαλύψω τίποτα ακόμα. Το μόνο που μπορώ να σου
πω είναι ότι πρόκειται για μια καλά οργανωμένη σκευωρία, την οποία και
είμαι διατεθειμένος να ξεσκεπάσω ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας μου της
ζωής. Το χρωστάω στον Ροδόλφο» είπε ο μεγαλόσωμος άντρας και κατέβασε
το κεφάλι σε ένδειξη πένθους. «Έχε το νου σου όμως, θα γυρίσω άμεσα στην
πόλη των Ρόδων» της εξήγησε. «Όταν είμαι σε θέση, θα επικοινωνήσω ξανά
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 19
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
μαζί σου». Η Ζηνοβία ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του, θέλοντας να
συμμεριστεί τον πόνο του.
«Μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε με
τρεμουλιαστή φωνή.
«Ναι» της απάντησε κοφτά. «Μπορείς να κάνεις για το νεκρό βασιλιά
ότι θα έκανες για τον οποιοδήποτε κάτοικο του βασιλείου μας».
Κοίταξε καχύποπτα δεξιά και αριστερά και αφού σιγουρεύτηκε ότι
κανείς δεν υπήρχε τριγύρω άνοιξε τη μαύρη μάλλινη κάπα του.
Τα μάτια της Ζηνοβίας γούρλωσαν στο θέαμα που αντίκρισε. Μέσα
στην αγκαλιά του ο Ιλαρίων κρατούσε ένα μικρό ξανθό αγόρι, ούτε δύο
χρονών, που κοιμόταν γαλήνιο μέσα στη ζεστή θαλπωρή της κάπας του
άντρα.
Η Ζηνοβία άνοιξε τα χέρια της και με προσοχή το πήρε στην αγκαλιά
της χωρίς να το ξυπνήσει.
«Είναι ο……;» πήγε να ρωτήσει η Ζηνοβία, όμως ο Ιλαρίων τη
σταμάτησε.
«Μην αναφέρεις τ’ όνομα του και καλό θα ήταν να τον μεγαλώσεις μ’
άλλο όνομα. Μόνο εσύ κι εγώ ξέρουμε ότι βρίσκεται εδώ και μόνο εσύ θα
ξέρεις το όνομα με το οποίο μεγαλώνει. Φρόντισέ τον, Ζηνοβία. Αυτή τη
στιγμή ο μικρός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο και μαζί μου δεν είναι ασφαλής». Η
Ζηνοβία τον κοίταξε για λίγο σκεφτική κι έκπληκτη με την απρόσμενη
κατάσταση που προέκυψε βραδιάτικα. Το βάρος της ευθύνης ήταν μεγάλο γι’
αυτήν. Θα έβαζε σε κίνδυνο όλα τα παιδιά αν ποτέ αποκαλυπτόταν η
κρυψώνα του μικρού πρίγκιπα. Από την άλλη όμως, φίδια την έζωσαν μεμιάς
αναλογιζόμενη τον υπαίτιο της μεγάλης συμφοράς κι οι τύψεις της
υπερίσχυσαν στην απόφασή της.
«Μην ανησυχείς Ιλαρίωνα, εσύ τελείωσε με τις υποθέσεις που άφησες
πίσω. Ο μικρός είναι πλέον σε καλά χέρια».
«Λες να είναι αυτός ο μικρός ο χαμένος πρίγκιπας στον οποίο
αναφέρεται η προφητεία; Θα ζήσουμε άραγε την αναγέννηση του οίκου των
αρχαίων βασιλιάδων της πόλης των Ρόδων;» αναρωτήθηκε με το
μελαγχολικό του ύφος, χαϊδεύοντας τα μαλλάκια του μικρού. Η Ζηνοβία
χαμογέλασε, έχοντας πλήρη επίγνωση τι της έλεγε.
«Υπό τη θωριά και την προστασία των φτερών του αετού θα αναγεννηθεί ο
χαμένος απόγονος της γενιάς των αρχαίων βασιλιάδων». Η Ζηνοβία τον
παρακολουθούσε σκεφτική, και για λίγο η σκέψη της πλανήθηκε νοερά, κάτι
που έγινε γρήγορα αντιληπτό από τον Ιλαρίωνα.
20 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
φασαριόζικη βοή ενός καταρράκτη. Όλα αυτά όμως του τα είχαν φανερώσει
εδώ και ώρα τα μάτια του, που του ξετύλιγαν εικόνες πιο μακρινές απ’ ότι των
συνηθισμένων ανθρώπων. Αυτός όμως δεν ήταν συνηθισμένος. Όχι, αυτός
ήταν ένας Αετομάτης, πλήρως εναρμονισμένος με τη φύση και προικισμένος
με το χάρισμα της ενόρασης. Η φωνή που τον ακολουθούσε δεν έλεγε να
κοπάσει. Ακόμα του μιλούσε. Τον καθοδηγούσε προς το ίδιο σημείο που τον
πήγαιναν τα πόδια του. Ήταν άβουλος εκείνη τη στιγμή. Δεν ένιωθε να
ελέγχει ούτε το σώμα του ούτε τις κινήσεις του. Η φωνή ήταν ο οδηγός του
και παραδινόταν σε αυτήν.
«Το δέντρο της ζωής είναι μπροστά σου. Αιώνιος προστάτης των
Αετομάτηδων κι όλης της φύσης. Οι τρεις νεράιδες που ζουν σε αυτό κινούν
τα νήματα της ζωής των ανθρώπων. Πλησίασέ τες». Ξαφνικά, η εικόνα
άλλαξε. Δεν βρισκόταν πια μέσα στο δάσος αλλά στα ρηχά νερά μιας λίμνης. Ο
καταρράκτης παραδίπλα πιτσιλούσε με ορμή τα καθαρά νερά του κι ένιωθε τις
δροσοσταλιές να κυλάνε στο πρόσωπό του. Στη μέση της λίμνης ένα πράσινο
δέντρο στεκόταν αγέρωχο και περήφανο. Το απαλό χάδι του αέρα χάιδευε την
πράσινη φυλλωσιά του και τα λευκά αρωματικά του άνθη χόρευαν στον
ρυθμό του. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του ήταν τρεις φιγούρες
χαραγμένες στον κορμό του δέντρου. Τρεις ανθρώπινες μορφές, που μόλις
ένιωσαν την παρουσία του, ξεπρόβαλλαν από το ξύλινο καταφύγιό τους. Η
όψη τους ήταν τρομαγμένη και θλιμμένη και σαν να προσπαθούσαν να του
πουν κάτι, όμως το στόμα τους ήταν σκληρό, ξύλο άκαμπτο σε αντίθεση με τα
υδάτινα, λαμπερά μαλλιά τους και τα ευκίνητα ξύλινα άκρα τους. Σαν να του
έκαναν νόημα να φύγει. Μα, τι μπορούσε να συμβεί σε αυτό το γαλήνιο μέρος;
Ο μικρός ήθελε να μείνει για πάντα εδώ και να μη χάσει ποτέ αυτήν την
αίσθηση ασφάλειας και θαλπωρής.
Ώσπου ξαφνικά σκοτείνιασε. Κόκκινα σύννεφα κάλυψαν τον
καταγάλανο ουρανό και τρομακτική, αφύσικη ησυχία διαδέχτηκε τη μελωδία
της φύσης. Οι κινήσεις των νεράιδων έγιναν σχεδόν μανιώδεις, ενώ ακόμα κι
ο καταρράκτης σώπασε επηρεασμένος από την απότομη αλλαγή της
ατμόσφαιρας. Πανικός άρχισε να έρπεται σαν το φίδι σιγά σιγά στην καρδιά
του. Η φωνή που μέχρι τώρα ήταν πιστός του σύντροφος, σώπασε κι αυτή.
Ήθελε να τσιρίξει, να φωνάξει δυνατά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε
κουφαθεί, αλλά πλέον δε χρειαζόταν. Ένας εκκωφαντικός κεραυνός έσκισε
στα δύο την πορφυρή αχλή που σκέπασε την πλάση κι έπεσε με μένος πάνω
στο πράσινο δέντρο βάζοντας φωτιά από τις ρίζες μέχρι και το τελευταίο
κλαδάκι. Τα λευκά λουλούδια μαύρισαν κι έλιωσαν παραδομένα στη μανία
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 25
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
κατεστραμμένες ζωές πολλών ανθρώπων άφησε και πολλά ορφανά πίσω του.
Έτσι, το μόνο μέρος που θα χωρούσαν ήταν το κάστρο του άρχοντα
Παφνούτη. Ήταν από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά οικήματα του
βασιλείου. Ήταν κλειστό, ερειπωμένο για πολλά χρόνια. Ο άρχοντας
Παφνούτης είχε δολοφονηθεί λίγο πριν ξεσπάσει ο μεγάλος πόλεμος. Ο ίδιος
δεν είχε οικογένεια ή συγγενείς για να το διεκδικήσουν, έτσι παρέμεινε
ακατοίκητο για πολλά χρόνια.
Ήταν διάσημο για τους θεόρατους και σκοτεινούς πύργους του και τα
αμέτρητα δωμάτιά του, τα οποία φιλοξενούσαν διάσημους αριστοκράτες και
περιζήτητους καλλιτέχνες που έδιναν ζωή στα καθημερινά συμπόσια του
άρχοντα. Πολύς κόσμος είχε διαβεί την πύλη του κάστρου ενώ δεκάδες
στολισμένες βάρκες μετέφεραν τους καλεσμένους στην αντίπερα όχθη.
Όλοι οι επιφανείς και σημαντικοί άνθρωποι της εποχής ήθελαν να
παρευρεθούν τουλάχιστον μία φορά σ’ ένα από τα συμπόσια του Παφνούτη,
ενώ οι υπηρέτες του δεν προλάβαιναν να συμμαζεύουν τα δωμάτια για τους
νεοαφιχθέντες λαμπερούς καλεσμένους του.
Όλα αυτά όμως τελείωσαν με την ανατριχιαστική δολοφονία του
άρχοντα Παφνούτη ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μπροστά στα έντρομα μάτια των
καλεσμένων. Ο δολοφόνος είχε μπει στην ομάδα των διασκεδαστών και όταν
είχε φτάσει σε αρκετά κοντινή απόσταση από τον στόχο του, του έμπηξε ένα
μαχαίρι μέσα στην καρδιά. Ο Παφνούτης δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι
είχε συμβεί. Απλά σωριάστηκε κάτω, προς μεγάλη έκπληξη όλων των
παρευρισκομένων.
Στην αρχή όλοι νόμιζαν ότι ήταν μία καλοστημένη φάρσα. Ο
Παφνούτης ήταν διάσημος για τις πλάκες που οργάνωνε ανά καιρούς στους
καλεσμένους του. Τα λεπτά περνούσαν όμως, κι ενώ όλοι τον επευφημούσαν
για τις θεατρικές του ικανότητες, αυτός παρέμενε ξαπλωμένος στο έδαφος
καθώς μια μικρή λιμνούλα αίματος είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω του.
Ένας από τους καλεσμένους τον πλησίασε για να δει τι συνέβαινε.
Σήκωσε το χέρι του πεσμένου άρχοντα για να πιάσει το σφυγμό του, όμως
έντρομος ανακοίνωσε ότι δεν υπήρχε σφυγμός. Ο πανικός που δημιουργήθηκε
στην αίθουσα δεν περιγράφεται. Όλοι έτρεχαν προς την έξοδο θέλοντας
απεγνωσμένα να φύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ένα μεγάλο κύμα
καλεσμένων ξεχύθηκε προς τις βάρκες κατευθυνόμενοι προς την αντίπερα
όχθη. Ήταν η τελευταία φορά που ένα τόσο μεγάλο πλήθος διέσχιζε τα
γαλήνια νερά της λιμνούλας.
28 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
είχαν χάσει το βιος τους και τους δικούς τους, και σαν ορφανοί θα
βολόδερναν από μέρος σε μέρος ψάχνοντας να βρουν κάπου να στεριώσουν.
Το ορφανοτροφείο είχε γίνει και γι’ αυτούς πλέον το σπίτι τους μετά από τόσα
χρόνια που έμεναν εκεί και φρόντιζαν την εύρυθμη λειτουργία του. Δεν
ήθελαν πλέον να φανταστούν τη ζωή τους έξω από αυτό. Η φροντίδα του
κάστρου κι η ανατροφή των παιδιών είχε γίνει σκοπός της ζωής τους, κι η
Ζηνοβία είχε βρει στο πρόσωπό τους ανθρώπους που ενστερνίζονταν το όραμά
της.
παιδιά είχαν χάσει τους γονείς τους, την οικογένειά τους. Είχαν χάσει την ίδια
τους τη ζωή και έπρεπε να την ξαναστήσουν από την αρχή μόνα τους,
γλείφοντας τις πληγές τους όπως τα πληγωμένα ζώα για να μπορέσουν να
ορθοποδήσουν και να επιβιώσουν.
Μετά το τέλος του πρωινού όλοι οι μαθητές κατευθύνονταν προς το
κεντρικό κτίριο όπου βρίσκονταν τα αμφιθέατρα. Ήταν η ώρα που υπήρχε
απίστευτος συνωστισμός στους διαδρόμους και στην αυλή που βρισκόταν
ανάμεσα στα κτίρια. Παιδιά όλων των ηλικιών με γεμάτα τα στομάχια και
διάθεση για γέλιο και παιχνίδι, έπαιρναν το δρόμο για τα αμφιθέατρα. Ήταν η
ώρα να γεμίσουν τώρα και το μυαλό τους με χρήσιμα πράγματα για τη ζωή
έξω από τις ερμητικά κλεισμένες πύλες του ορφανοτροφείου. Στο δρόμο για
το δικό τους μάθημα, ο Βόρυς με τον Λέανδρο άκουσαν δυνατές φωνές.
«Για να δούμε πως σπαρταράς σαν το ψάρι έξω από το νερό!». Η φωνή
τους ήταν γνώριμη.
«Ο Κορνήλιος» είπαν και οι δύο με μια φωνή.
«Μια μέρα δεν περνάει που να μη δημιουργήσει πρόβλημα σε κάποιον»
είπε ο Βόρυς που σχεδόν έτρεχε για να προλάβει το φίλο του, ο οποίος μόλις
αντιλήφθηκε τον στόχο τους άνοιξε το βήμα του για να φτάσει γρήγορα κοντά
τους.
«Μην την αγγίζετε» φώναξε ο Λέανδρος, «πάρτε τα βρωμόχερά σας
από πάνω της». Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και το κάτω χείλος του έτρεμε.
Ο Κορνήλιος με την παρέα του είχαν περικυκλώσει μια κοπέλα και
αυτός την κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Αυτή προσπαθούσε μάταια να
ελευθερωθεί. Το νεαρό αγόρι ήταν αρκετά δυνατό παρά το χαμηλό του
ανάστημα και δεν της άφηνε πολλά περιθώρια ούτε καν να κουνηθεί. Ένας
από την παρέα, ο Κλείτος, ένα παχουλό αγόρι με στρογγυλά μάτια σαν
κουμπότρυπες που ακολουθούσε τον Κορνήλιο κατά πόδας, κρατούσε έναν
κουβά με νερό από τη λίμνη του ορφανοτροφείου.
«Να κοιτάς τη δουλειά σου» του απάντησε ο Κορνήλιος. Δεν είχε
αφήσει ακόμα το χέρι της, ενώ το κορίτσι φαινόταν από το πονεμένο βλέμμα
της ότι ασφυκτιούσε από την υπερβολική δύναμη που ασκούσε ο
μεγαλόσωμος συμμαθητής της.
Ο Λέανδρος τον κάρφωσε με τα μάτια του και η όψη του αγρίεψε.
Ένιωσε το αίμα του να βράζει στις φλέβες του και οι παλμοί της καρδιάς του
έτρεχαν σαν χίλια άλογα. Ξαφνικά, δεν ένιωθε τίποτα γύρω του. Ήταν σαν να
εξαφανίστηκαν όλοι από μπροστά του και να βρισκόταν μέσα σε μια μαύρη
32 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αίθουσα μόνο με τον Κορνήλιο και την κοπέλα. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα
άλλο εκείνη τη στιγμή, ούτε μπορούσε να σκεφτεί κάτι.
«Δε σου δίνω άλλη ευκαιρία, άφησε τη Διώνη ελεύθερη» είπε με
δυνατή, καθαρή φωνή.
«Μη μου πεις ότι ποτέ δεν είχες την περιέργεια να μάθεις πως
μεταμορφώνεται μια κοπέλα σε γοργόνα; Εγώ καιρό τώρα το γυροφέρνω στο
μυαλό μου και σήμερα είπαμε με τα παιδιά να το ανακαλύψουμε από μόνοι
μας». Το μυαλό του Λέανδρου θόλωσε, τα λόγια του ακούγονταν
παραμορφωμένα στα αυτιά του και το ειρωνικό χαμόγελο του Κορνήλιου
ήταν το κόκκινο πανί που τον έκανε να ξεσπάσει.
Χωρίς να καταλάβει κανείς τι είχε συμβεί, ο Λέανδρος όρμησε με όλη
του τη δύναμη πάνω στον Κορνήλιο και τον πέταξε πάνω στον τοίχο. Αυτός
έβγαλε μία κραυγή πόνου και σωριάστηκε κάτω. Ο Λέανδρος έτρεξε να
σηκώσει τη Διώνη που από το τράνταγμα της πτώσης του Κορνήλιου, έπεσε κι
αυτή κάτω.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο νεαρός ξανθομάλλης σηκώνοντάς την
πάνω.
«Ναι, καλά είμαι, δεν χτύπησα» είπε, και πριν προλάβει να τελειώσει
την πρότασή της άκουσε έναν δυνατό κρότο και είδε τον Λέανδρο να πέφτει
καταπάνω της. Από πίσω του ακριβώς στεκόταν ο Κορνήλιος όρθιος, με το
βλέμμα του θριαμβευτή αποτυπωμένο στη σαρκαστική ματιά του και το
ειρωνικό του χαμόγελο, κρατώντας ένα χοντρό δερματόδετο βιβλίο στο χέρι
του που μόλις το είχε κοπανήσει στο κεφάλι του νεαρού αγοριού.
«Αυτό θα σου μάθει να μη χώνεις τη μύτη σου στις υποθέσεις των
άλλων» είπε και γύρισε γελώντας προς τους φίλους του.
Ο Βόρυς έτρεξε να συνεφέρει το φίλο του. Ο Λέανδρος όμως δεν έμεινε
για πολύ ώρα αναίσθητος. Πριν προλάβει ο Κορνήλιος να στρίψει στο
διάδρομο σηκώθηκε πάνω και του όρμησε από πίσω. Αυτός με μια κραυγή από
τον αιφνιδιασμό του Λέανδρου, έπεσε κάτω και το σώμα του κουβαριάστηκε
στο πάτωμα με του γεροδεμένου Λέανδρου. Η σκηνή που εκτυλίχτηκε
προσέλκυσε το ενδιαφέρον όλων των παιδιών που βρίσκονταν τριγύρω, και
όχι μόνο. Ζητωκραύγαζαν πάνω από τα κεφάλια και δήλωναν την προτίμησή
τους για το ποιος ήθελαν να νικήσει την αναμέτρηση. Η φασαρία που έκαναν
με τις δυνατές φωνές τους κάλυπτε τις κραυγές που έβγαζαν τα δύο αγόρια
πάνω στην έξαψη της αναμέτρησης. Δε γίνονταν συχνά φασαρίες στο χώρο
του ορφανοτροφείου κι έτσι τώρα ήταν μεγάλη είδηση ο καυγάς και σε
δευτερόλεπτα διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του ορφανοτροφείου.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 33
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Ο Λέανδρος και ο Κορνήλιος ήταν τα πιο δυνατά παιδιά και σίγουρα μία
αναμέτρηση μεταξύ τους θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Ο καυγάς καλά κρατούσε.
Τα δύο αγόρια αντάλλασαν διαδοχικά χτυπήματα. Άλλα πιο έντονα και άλλα
πιο ήπια. Τα ρούχα τους είχαν γεμίσει αίμα από τις μύτες τους που είχαν
ματώσει και από τις πληγές που είχαν ανοίξει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου.
Ο Κορνήλιος κατάφερε να του επιβληθεί και σκαρφάλωσε πάνω στο σώμα του
καθηλώνοντας τον εκεί, έρμαιο στα αδυσώπητα χτυπήματά του. Ο Λέανδρος
όμως, δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Συσσώρευσε όλα τα
αποθέματα δύναμης που του είχαν απομείνει, τράνταξε με ορμή τα γόνατά
του και μ’ έναν σφοδρό σπασμό εκσφενδόνισε τον Κορνήλιο λίγα μέτρα πιο
πέρα πάνω σε μια παρέα παιδιών που ήθελαν να παρακολουθήσουν τον καυγά
από μια απόσταση. Δεν ήταν τυχεροί όμως, καθώς ο Κορνήλιος έπεσε πάνω
τους και τους παρέσυρε όλους σαν ντόμινο κατακεραυνώνοντάς τους μιας και
δεν τον περίμεναν. Στις κραυγές επιδοκιμασίας προστέθηκαν και οι κραυγές
πόνου των παιδιών που χτυπήθηκαν κατά λάθος. Δεν σταμάτησε όμως το
μένος των δύο παιδιών. Όρθιοι τώρα, όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλο,
συγκρούοντας τα εύρωστα κορμιά τους.
Οι φωνές των παιδιών κι οι έντονες επευφημίες γρήγορα έγιναν
αντιληπτές από την επιστάτρια του ορφανοτροφείου την Αλέκτρα που
περνούσε από εκείνο το μέρος. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για καυγά κι έσπευσε
να εξομαλύνει την κατάσταση. Εκνευρισμένη άνοιγε τον δρόμο για να περάσει
ανάμεσα από τα παιδιά. Ήταν πάντα αυστηρή όταν επρόκειτο για καυγάδες. Η
ειρηνική συνύπαρξη των παιδιών ήταν κάτι που επεδίωκε με ιδιαίτερο ζήλο.
Άνοιξε δρόμο σπρώχνοντας τα παιδιά που παρακολουθούσαν και χωρίς να
χάσει χρόνο άρπαξε το χέρι του Λέανδρου και το χέρι του Κορνήλιου,
προσπαθώντας να τους χωρίσει.
«Μα, τι νομίζετε ότι κάνετε;». Η εικόνα των δύο παιδιών ήταν
κωμικοτραγική. Στέκονταν μπροστά στην Αλέκτρα και μπροστά στο μισό
σχεδόν ορφανοτροφείο με σκισμένα και ματωμένα ρούχα, τα μαλλιά τους
ήταν ανάκατα και το πρόσωπό τους βρώμικο και γεμάτο πληγές και μελανιές.
Με το ζόρι στέκονταν όρθιοι μιας και ήταν εξαντλημένοι και λαχανιασμένοι.
«Είστε ντροπή για το ορφανοτροφείο και για όσα σας μαθαίνουν. Ωραίο
παράδειγμα δίνετε στους μικρότερους». Η επιστάτρια ήταν φανερά
εκνευρισμένη. Η ένταση της φωνής της ήταν τόσο δυνατή που έφτασε μέχρι
τα γραφεία των καθηγητών. «Μπορώ να μάθω ποιος ήταν ο λόγος αυτής της
παρωδίας;» ρώτησε, έχοντας καρφωμένη τη ματιά της στον Λέανδρο.
34 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
διάδρομο κι ότι οι μόνοι που είχαν απομείνει ήταν οι αυτοί οι τρεις κι οι φίλες
της Διώνης που λίγο πιο πέρα χασκογελούσαν και τέντωναν τ’ αφτιά τους για
ν’ ακούσουν τι έλεγαν τα δύο παιδιά.
«Ναι, κι εγώ με τα κορίτσια έχουμε μάθημα σε λίγο και πρέπει να
βιαστούμε. Θα τα ξαναπούμε λοιπόν» είπε κοιτώντας τον Λέανδρο. Οι φίλες
της, την είχαν πλησιάσει και σχεδόν την τραβούσαν από το χέρι.
«Πάμε Διώνη, αν βιαστούμε θα πιάσουμε καλή θέση» της είπε μια
κοκκινομάλλα φίλη της ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τον Λέανδρο.
Το νεαρό αγόρι ήταν από τα πιο γοητευτικά παιδιά στο ορφανοτροφείο
και πολλά κορίτσια πάσχιζαν να βρεθούν κοντά για να τους ρίξει έστω και μία
ματιά. Ήθελαν να ανήκουν στον κόσμο του, έστω κι αν κρατούσε όσο μία
φευγαλέα ματιά από μέρους του. Έτσι και οι φίλες της Διώνης πλησίαζαν όλο
και πιο κοντά προς το μέρος του για να εξασφαλίσουν ένα βλέμμα που θα
γινόταν αντικείμενο συζήτησης στα κοριτσίστικα πηγαδάκια.
Όταν τα κορίτσια απομακρύνθηκαν, τον πλησίασε και πάλι ο Βόρυς, γι’
άλλη μια φορά χαμογελαστός. Ο Λέανδρος δεν του έδωσε την ευκαιρία να τον
κοροϊδέψει.
«Ξέρω τι θα πεις, γι’ αυτό άσ’ το γι’ άλλη φορά». Ο Βόρυς δεν μπορούσε
να κρατήσει τα γέλια του και δέχτηκε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
«Κορίτσια…., κατάλαβες εσύ κάποια διαφορά στο φόρεμα;» αυτό ήταν το
τελειωτικό χτύπημα για τον Βόρυ που μόνο που δεν κυλίστηκε κάτω
γελώντας. Ο Λέανδρος συνειδητοποίησε κι ο ίδιος πόσο αστείος φαινόταν κι
ακουγόταν και τα ηχηρά του γέλια συνόδεψαν του φίλου του, τουλάχιστον
μέχρι να μπουν στο φωτισμένο αμφιθέατρο.
Όταν τα δύο παιδιά μπήκαν στην αίθουσα, ο καθηγητής Σωφρόνης
ετοιμαζόταν ήδη για να διδάξει ιστορία. Ήταν ένα από τα χειρότερα και πιο
βαρετά μαθήματα για τους μαθητές και δεν έχαναν την ευκαιρία να το
δείχνουν έμπρακτα στους καθηγητές τους.
Την προηγούμενη φορά ο Ευμένης, ένας μικρός δεκάχρονος από την
τρίτη πτέρυγα, που ήταν μεγάλο ζιζάνιο και πειραχτήρι, κατάφερε να
τρυπώσει με πολύ προσοχή στο αναγνωστήριο και ν’ αντικαταστήσει τα
χοντρά κοκκάλινα γυαλιά του Σωφρόνη με άλλα που ναι μεν απ’ έξω ήταν
ίδια, ο φακός τους όμως ήταν διαφορετικός. Έτσι, ενώ ο καθηγητής δεν
μπορούσε να δει κοντά και τα φορούσε μόνο όταν ήθελε να διαβάσει βιβλία,
τώρα δε θα μπορούσε να δει καθόλου. Επιπλέον, τα είχε πασπαλίσει με αλοιφή
φαγούρας που είχε μάθει να παρασκευάζει στη βιβλιοθήκη.
38 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Όταν είχε μπει στην αίθουσα, όσοι γνώριζαν τι είχε συμβεί, δηλαδή
σχεδόν όλοι, με το ζόρι κρατιόντουσαν και δεν ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Οι
υπόλοιποι κάτι υποπτεύονταν, αλλά δε μπορούσαν να είναι και σίγουροι κι
έτσι απλά περίμεναν να δουν τι θα συμβεί.
Ο Σωφρόνης εκείνη τη μέρα ήθελε να τους μιλήσει για το γενεαλογικό
δέντρο των βασιλιάδων, ένα μάθημα δηλαδή με ημερομηνίες και άπειρα
ονόματα. Τα παιδιά είχαν πετύχει την καταλληλότερη μέρα για να χάσουν
μάθημα.
Ο καθηγητής τους ακόμα μιλούσε. Ανέλυε το μακρύ γενεαλογικό
δέντρο της βασιλικής οικογένειας και τα παιδιά είχαν αρχίσει ήδη να
πλήττουν. Ημερομηνίες, περίεργα και ιδιαίτερα μακροσκελή ονόματα, γάμοι
συμφερόντων, αναλύσεις στρατηγικών κι άλλες πληροφορίες με λεπτομέρειες
και στόμφο στην αφήγηση! Απλά δεν άντεχαν άλλο. Ήταν αβάσταχτο το
βασανιστήριο, κι η διαφυγή τους, το τέλος του μαθήματος, έμοιαζε σαν
μακρινή όαση, που όσο την ονειρεύονταν τόσο απομακρυνόταν από κοντά
τους.
«Αφού, λοιπόν, σας παρουσίασα προφορικά την ιστορία της βασιλικής
οικογένειας» ο καθηγητής ξερόβηξε, «τώρα θα σας διαβάσω υπομνήματα για
την περίοδο της βασιλείας του καθένα».
Ένα συγχρονισμένο βογκητό διατάραξε την ηρεμία της αίθουσας.
Ακόμα τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ο Σωφρόνης δεν πτοήθηκε από την
αντίδρασή τους. Ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους αντιδράσεις για το
μάθημα της ιστορίας. Δεν καταλάβαινε πώς τα παιδιά δεν αρέσκονταν να
μαθαίνουν την μακρόχρονη ιστορία του βασιλείου. Ο ίδιος από μικρός ακόμη
αναζητούσε τη συντροφιά των βιβλίων και τη γλυκιά ηδονή που ένιωθε κάθε
φορά που γυρνούσε ένα φύλλο περιμένοντας με αγωνία να δει σε ποια
μονοπάτια γνώσης θα τον οδηγούσαν οι νέες σελίδες. Δε φανταζόταν ότι θα
υπήρχε άλλη διασκέδαση από τη αδιάκοπη μελέτη. Ψαχούλεψε τις τσέπες του
ψάχνοντας τα γυαλιά του, όμως δεν τα βρήκε. Χαμογέλασε αμήχανα και πήγε
να ψάξει στον δερμάτινο χαρτοφύλακά του. Ένα επιφώνημα ανακούφισης
ακούστηκε να βγαίνει από αυτόν, που προσπάθησε να το καλύψει
ξεροβήχοντας. Με γοργά βήματα επέστρεψε στη θέση του, μπροστά ακριβώς
από τα πρώτα έδρανα με το χοντρό σκονισμένο βιβλίο στο χέρι, έτοιμος να
διαβάσει αποσπάσματά του στα παιδιά.
Κάτι διαφορετικό όμως υπήρχε στον αέρα από πριν. Οσμίστηκε στον
αέρα μια αδημονία και κάποια σπασμένα άκρα χειλιών, έτοιμα να
αποκαλύψουν τα λευκά δόντια που κρύβονταν πίσω τους. Επιπλέον, μέχρι
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 39
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
πριν από λίγο η πλειοψηφία των παιδιών είχε γείρει το κεφάλι τους πάνω στο
γραφείο και παρακολουθούσαν με περισσή βαρεμάρα την παράδοση, ενώ τώρα
ένας ένας σήκωνε το κεφάλι του και μία λάμψη προσμονής και
ανυπομονησίας διαφαινόταν στα μάτια τους.
Ο καθηγητής εξέλαβε το ξαφνικό ενδιαφέρον των μαθητών του για
τους βασιλείς σαν σημάδι μεγίστου ενδιαφέροντος απ’ αυτούς, κάτι που τον
γέμισε ικανοποίηση. Τα χρόνια που πέρασε σκυμμένος στα χοντρά
δερματόδετα βιβλία τον είχαν απομονώσει κάπως από τους υπόλοιπους
ανθρώπους καθιστώντας τον ανίκανο να διαβάσει πέρα από τα μάτια τους. Με
αρκετή δεξιότητα έβαλε τα γυαλιά του και άνοιξε το βιβλίο. Αμέσως κατάλαβε
ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε να δει καθόλου τα γράμματα και όσο
κοντά κι αν έφερνε το βιβλίο, πάλι δεν άλλαζε τίποτα. Ήταν όλα θολά, σαν να
μην είχε φορέσει καθόλου τα γυαλιά του κι επιχειρούσε με γυμνούς
οφθαλμούς να διαβάσει. Κάτι αδύνατο φυσικά, καθώς ένα ακόμη κουσούρι
που του είχε αφήσει η χρόνια ενασχόλησή του με τα βιβλία, ήταν κι η μείωση
της όρασης του.
Τα πρώτα χασκόγελα είχαν ήδη ξεκινήσει, ενώ ο Σωφρόνης
προσπαθούσε ακόμα να εντοπίσει το λάθος του. Έβαζε και έβγαζε συνεχόμενα
τα γυαλιά του, όμως καμιά διαφορά δεν έβλεπε. Και σα να μην έφτανε αυτό,
άρχισε μια φαγούρα στο κεφάλι του. Το τσούξιμο ήταν πολύ ήπιο στην αρχή
και δεν έδωσε σημασία. Το απέδωσε στην αμηχανία της στιγμής. Όμως, αφού
πέρασαν λίγα λεπτά το τσούξιμο έγινε πολύ έντονο, σχεδόν ανυπόφορο.
Βάδιζε πάνω κάτω ξύνοντας ταυτόχρονα το κεφάλι του. Του ερχόταν να
τραβήξει το δέρμα του από τη φαγούρα. Δεν ήξερε τι να κάνει, μια κατάσταση
στην οποία απέφευγε να φέρνει τον εαυτό του γι’ αυτό και πάντα τηρούσε το
πρόγραμμά του, για να αποφεύγει δυσάρεστες εκπλήξεις. Δεν καταλάβαινε τι
είχε συμβεί τώρα κι είχε βγει εκτός ρουτίνας. Το σίγουρο ήταν ότι δεν είχε
άλλη επιλογή από το να φύγει από την αίθουσα.
«Παιδιά» ξερόβηξε, «απ’ ό,τι φαίνεται δυστυχώς δε θα μάθετε σήμερα
για τους βασιλείς μας» ξερόβηξε πάλι, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να
μαζέψει τα πράγματά του και να ξύσει το κεφάλι του. «Μου προέκυψε κάτι
και πρέπει ν’ αναχωρήσω από την αίθουσα. Εσείς μπορείτε να συνεχίσετε την
ανάγνωση. Μην ξεχνάτε την εργασία σας για την επόμενη εβδομάδα για την
παρουσίαση όποιας βασιλικής οικογένειας θέλετε. Μην ξεχάσετε
λεπτομέρειες, όπως ημερομηνίες και ονόματα».
Αυτά πρόλαβε να πει και κουβαλώντας τα πράγματά του παραμάσχαλα,
βγήκε σχεδόν τρέχοντας έξω. Τα παιδιά λύθηκαν στα γέλια και άρχισαν να
40 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο που έμοιαζαν με φακίδες. Μία τσιριχτή κραυγή
τους έκανε όλους να γυρίσουν προς το μέρος του Κορνήλιου και της παρέας
του που χασκογελούσαν όσο πιο διακριτικά τους ήταν δυνατό για τα δεδομένα
της τάξης. Μετά από την επίπληξη του καθηγητή και το έντονα
αποδοκιμαστικό ύφος της κοπέλας προς το μέρος τους, η τάξη επανήλθε στους
ρυθμούς της.
«Ναι, ναι, τώρα αμέσως θ’ απαντήσω στην ερώτησή σου, εεε» έκανε
αμήχανος στην προσπάθεια του να θυμηθεί το όνομα της κοπέλας. Μάταια,
όμως. Ήξερε καλά ότι αυτό δε θα γινόταν μιας κι ενώ γνώριζε απ’ έξω κι
ανακατωτά όλους τους βασιλείς κι ημερομηνίες για οτιδήποτε κι αν είχε
συμβεί, δε θυμόταν το όνομα κανενός από τους μαθητές του και πάντα
βρισκόταν στην άκομψη θέση να δικαιολογεί την τόσο επιλεκτική αμνησία
του.
«Αριστέα» συμπλήρωσε το κορίτσι συνηθισμένο στις διαλείψεις του
καθηγητή.
«Βέβαια» είπε ξεροκαταπίνοντας, καταλαβαίνοντας ότι για μια ακόμη
φορά βρέθηκε εκτεθειμένος, «οι πέντε σφραγίδες λοιπόν» ξερόβηξε, κι
έκλεισε το βιβλίο του. «Δε χρειάζομαι να τις διαβάσω. Τις γνωρίζω απ’ έξω κι
ανακατωτά όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζετε κι εσείς. Δεν υπάρχει άνθρωπος
σ’ όλο το βασίλειο που να μη γνωρίζει ποιες είναι οι πέντε σφραγίδες. Αυτά τα
πέντε αντικείμενα σφραγίζουν την εξουσία του βασιλιά,… αλλά αυτό το είπα
ήδη».
Τα παιδιά είχαν αρχίσει ήδη να δυσανασχετούν. Τους ενοχλούσε
απίστευτα ο τρόπος παράδοσης του Σωφρόνη. Δε φτάνει που ήταν βαρετό το
θέμα, ο Σωφρόνης κατάφερνε να τους εκμηδενίσει το ενδιαφέρον.
Ο Σωφρόνης έβγαλε τα γυαλιά του κι η ανακούφισή του ήταν φανερή
που ήταν ακόμα στην τσέπη του και τίποτα δεν τους είχε συμβεί που θα τον
εξέθετε στην τάξη του.
«Οι πέντε σφραγίδες, λοιπόν, ήταν δώρο από τους πέντε ανώτερους
άρχοντες του βασιλείου ως δείγμα της υποταγής τους στον πρώτο βασιλιά,
τον ιδρυτή της Πόλης των Ρόδων, Θύρσο. Αυτές είναι το χρυσό κύπελλο της
Ούρσιας, το πανίσχυρο ξίφος της Ουρανούπολης, το ιερό στεφάνι από χρυσά
φύλλα ελιάς από το δάσος της Καλλιρόης και το δαχτυλίδι του άρχοντα
Πορφύριου, του δαμαστή των δράκων και τιθασευτή των πιο άγριων
στοιχείων της φύσης».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 43
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ποταμού Πάδου, που ρέει κάτω από το παλάτι για να τον παρασύρει και να τον
πνίξει με την ορμή του. Ερμηνείες πολλές, βεβαιότητα καμία».
Ο Σωφρόνης κοίταξε το ρολόι στον τοίχο.
«Πέρασε η ώρα. Λοιπόν, δεν είπαμε τελικά πολλά για τις σφραγίδες.
Δεν πειράζει, την επόμενη φορά».
Οι μαθητές του δεν του έδιναν καμία σημασία. Σαν υπνωτισμένοι
βγήκαν από την αίθουσα. Τους είχε συνεπάρει το θέμα της δολοφονίας ενός
βασιλιά και σχημάτιζαν πηγαδάκια όπου το συζητούσαν και το ανέλυαν
μεταξύ τους. Ο Βόρυς και ο Λέανδρος κατευθύνθηκαν προς την αυλή.
«Συγκλονιστική ιστορία, συμφωνείς;» τον ρώτησε ο Βόρυς. Δε
χρειαζόταν να του απαντήσει όμως. Ο Βόρυς μπορούσε να δει πόσο πολύ τον
είχε επηρεάσει η ιστορία του δολοφονημένου βασιλιά.
«Ναι, είναι απίστευτα εκεί έξω. Ανυπομονώ να βγω και να τα ζήσω
όλα. Βαρέθηκα να είμαι κλεισμένος εδώ. Πότε θα έρθει επιτέλους η ώρα της
ενηλικίωσής μου!»
Ο Βόρυς τον άκουγε και απορούσε μαζί του. Αυτός δεν ήθελε καθόλου
να φύγει από το ορφανοτροφείο.
«Πιστεύεις ότι ο μικρός πρίγκιπας είναι ζωντανός;» τον ρώτησε.
Ο Λέανδρος σταμάτησε και τον κοίταξε.
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι δυνατόν. Σίγουρα ο δολοφόνος θα τον
σκότωσε για μην υπάρχει διάδοχος για το θρόνο».
«Αν όμως τον άφησε στον ποταμό, όπως είπε ο Σωφρόνης, τότε μπορεί
να τον βρήκε κάποιος και να τον έσωσε» του είπε γεμάτος ενθουσιασμό ο
Βόρυς. Ο Λέανδρος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν έχω ιδέα, είναι πολύ περίεργη ιστορία, κι εμείς δε γνωρίζουμε
τίποτα γι’ αυτή, παρά μόνο τα ελάχιστα που μας είπε ο Σωφρόνης. Καλύτερα
να πηγαίνουμε γιατί θ’ αργήσουμε κι ο Κύρος θ’ αφηνιάσει σαν άγριο άλογο».
Ο Βόρυς έγνεψε καταφατικά γελώντας και τον ακολούθησε. Το ζήτημα
έληξε εκεί και δεν το ανάφερε κανένας ξανά. Αν και καμιά φορά κατά τη
διάρκεια της μέρας το έφερναν στο μυαλό τους κι αναρωτιόντουσαν τι να είχε
συμβεί πραγματικά στον μικρό πρίγκιπα.
Οι στάβλοι βρίσκονταν στην πλαϊνή μεριά του κάστρου. Ήταν ένα πολύ
ψηλό κυκλικό κτίριο, περιστοιχισμένο από πανύψηλα δέντρα. Ήταν σαν
φράχτης που οριοθετούσε τα σύνορα του προαύλιου χώρου του κάστρου με το
αχανές δάσος. Υπεύθυνος για τους στάβλους ήταν ο Κύρος, ο φόβος και ο
τρόμος των μικρών μαθητών καθώς δεν έχανε την ευκαιρία να τους φοβερίζει
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 47
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
με σκληρές τιμωρίες αν δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Εκτός απ’ αυτόν τη
φροντίδα των αλόγων την είχαν αναλάβει και κάποιοι ιπποκόμοι, πρώην
μαθητές του ορφανοτροφείου που μετά την ενηλικίωσή τους αποφάσισαν να
παραμείνουν εκεί. Αυτοί είχαν αναλάβει την καθημερινή περιποίηση των
αλόγων κι επίσης την επίβλεψη των τιμωρημένων μαθητών. Και καθώς ήταν
μεγαλύτεροι, φρόντιζαν να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη όσες μέρες κρατούσε
η τιμωρία. Με τις ευλογίες του Κύρου φυσικά.
Ο Λέανδρος κι ο Κορνήλιος θα έπρεπε κάθε απόγευμα για έναν μήνα
μαζί με τα υπόλοιπα άτομα του θαλάμου τους να παρευρίσκονται στους
στάβλους για να τους καθαρίζουν και να περιποιούνται τα άλογα. Όταν
έφτασαν στον στάβλο η εικόνα που αντίκρισαν τους ήταν πολύ γνώριμη. Όλες
οι ομάδες ήταν έτοιμες ν’ αναλάβουν τα σημερινά τους καθήκοντα. Τα δύο
αγόρια προσπάθησαν να ενσωματωθούν με τους υπόλοιπους του θαλάμου
τους όσο γινόταν πιο αθόρυβα για να μην τους πάρει είδηση ο επιστάτης.
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένος με την ανάθεση των
καθηκόντων κι επομένως δεν κατάλαβε ότι είχε κάποιους αργοπορημένους.
«Τυχεροί ήμασταν και σήμερα. Άλλη φορά θα πρέπει να είμαστε πιο
προσεχτικοί και να μην αργούμε».
Ο Λέανδρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Δεν τολμούσε να
μιλήσει. Οι καυστικές ματιές των υπολοίπων του θαλάμου του είχαν πάρει τη
μιλιά. Δεν ήταν πρώτη φορά που εξαιτίας του τρώγανε τιμωρία στους
στάβλους. Ο Δρώδης, ένα παχουλό παιδί από τον κοιτώνα τους, κίνησε προς
τη μεριά τους κουνώντας τα χέρια του ευδιάθετος.
«Σήμερα μας βάλανε στον καθαρισμό των αλόγων. Μας αναθέσανε
συγκεκριμένους στάβλους. Εγώ, εσύ, ο Βόρυς και ο Παρίνος θα πάμε στους
ανατολικούς στάβλους. Θα καλοπεράσουμε πάλι».
«Πάλι καλά που κάποιος το απολαμβάνει» του απάντησε ο Παρίνος που
ερχόταν από πίσω του. «Γιατί οι υπόλοιποι δεν είμαστε και τόσο
ενθουσιασμένοι με την ιδέα ότι για ένα μήνα θα βλέπουμε τα μούτρα του
Κύρου».
«Υπήρχε σοβαρός λόγος αυτή τη φορά Παρίνε για την τιμωρία».
«Ναι, ξέρω καλά Λέανδρε, όπως και την προηγούμενη που πλακώθηκες
στο ξύλο πάλι με την παρέα του Κορνήλιου επειδή μαλώσατε πάνω στ’
αγωνίσματα, την άλλη φορά που αργοπορούσες συνέχεια μιας και δε σε
ενδιέφερε το μάθημα του Σωφρόνη, όταν πήγες να μπεις στο δάσος για ν’
ακολουθήσεις μια περίεργη σκιά που κρύφτηκε εκεί, όταν λογομάχησες με τον
Μάγνο, τον καθηγητή, επειδή διαφωνούσες με αυτά που έλεγε…, και για
48 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
άλλους πολλούς λόγους. Το πρόβλημα είναι ότι ξεχνάς πως μαζί σου κάθε
φορά σέρνεις κι εμάς που δε φταίμε σε τίποτα. Είναι όλοι εξοργισμένοι μαζί
σου και καλά θα κάνεις να μην τους πλησιάζεις και πολύ όσο κρατάει η
τιμωρία». Ο Λέανδρος δαγκώθηκε. Ήξερε ότι όσα έλεγε ο Παρίνος ήταν
αλήθεια κι ότι κάθε φορά που ο ίδιος έκανε κάτι ενάντια στους κανονισμούς
την πλήρωναν και οι υπόλοιποι. Έτσι δε μίλησε, αρκέστηκε απλά σ’ ένα
χαμόγελο αμηχανίας και βγήκε από τη δύσκολη θέση όταν ο Κύρος τους έκανε
παρατήρηση να μη μιλάνε την ώρα που έδινε τις εντολές που έπρεπε να
ακολουθήσουν.
Οι στάβλοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις πτέρυγες όπου μέσα
βρίσκονταν τα καλύτερα άλογα που υπήρχαν σ’ όλη την περιοχή. Ο Κύρος
συνέχεια υπενθύμιζε στα παιδιά ότι θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεχτικοί
με τα άλογα καθότι προέρχονταν από τη βασιλική οικογένεια των
καθαρόαιμων αλόγων της Ούρσιας. Μιας χέρσας περιοχής που έβγαζε τα
καλύτερα και πιο γρήγορα άλογα του βασιλείου. Κανένα ζώο δεν μπορούσε να
τους παραβγεί. Ήταν τέτοια η φόρα τους, που μπορούσαν να διαλύσουν
ολόκληρα στρατεύματα με τη δύναμη και την ορμή τους. Αυτά τα άλογα δε θα
μπορούσαν να είναι ατημέλητα. Γι’ αυτό και πέρα από τους ιπποκόμους που
δούλευαν στους στάβλους, η Αλέκτρα γνωρίζοντας την ανάγκη για άτομα
στην περιποίηση των αλόγων, φρόντιζε πολλοί τιμωρημένοι να περνάνε
πολλές ώρες από εκεί και ποτέ να μη λείπει βοήθεια για τον Κύρο και τους
υπόλοιπους.
Ο Λέανδρος και ο Βόρυς έπιασαν δουλειά. Είχαν πολλά πράγματα να
κάνουν και όσο πιο γρήγορα τελείωναν τόσο πιο πολύ ελεύθερο χρόνο θα
είχαν για τον εαυτό τους. Η δουλειά τους δεν ήταν εύκολη. Τα άλογα δεν
έμεναν σταθερά σε ένα σημείο για να τα πλύνουν. Τα καθαρόαιμα βασιλικά
άλογα είχαν επίγνωση της αξίας τους και δεν ήταν πολύ ανεκτικά σε άτσαλες
κινήσεις. Πολλά παιδιά που έκαναν το λάθος να τα υποτιμήσουν είχαν φύγει
με σπασμένα πόδια και χέρια από τις κλωτσιές των αλόγων. Ο Κύρος τους το
είχε τονίσει από την αρχή ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικοί στον
καθαρισμό των αλόγων. Όσοι είχαν αψηφήσει τις συμβουλές του
δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Ο ίδιος γνώριζε πολλά πράγματα για τα
άλογα και τα αγαπούσε πολύ, και απαιτούσε από όλους να δείχνουν τον ίδιο
σεβασμό και αγάπη όπως αυτός.
«Κοίτα τι μεγάλα μάτια έχει αυτό το άλογο».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 49
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ελαφρώς, και κάθε φορά που συνέβαινε αυτό μόνο προβλήματα είχαν
προκύψει. Τον φώναξε μέσα για βοήθεια αποφεύγοντας κάποια λογομαχία με
τον επιστάτη, για να τελειώσουν τη δουλειά τους.
Ένας μόνο τοίχος στο δεύτερο επίπεδο δεν ήταν στολισμένος με βιβλία. Αντί
για βιβλία υπήρχε μία τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στην τραπεζαρία.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αντιπαράθεσης, ο Μάγνος ένιωθε πως έπρεπε να
βρει έναν σύμμαχο που να τον στηρίζει σ’ αυτήν του την προσπάθεια να πείσει
τα μέλη ότι έπρεπε να δράσουν ταχύτατα. Τότε μίλησε ο Πύρρος, ένας
κοντόχοντρος ανθρωπάκος με πυρόξανθα μαλλιά και πολύ στρουμπουλό
πρόσωπο.
«Όλα αυτά που λες, τα γνωρίζουμε ήδη Μάγνο. Το θέμα είναι εσύ τι
προτείνεις να κάνουμε για ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση;»
Ο Μάγνος στο άκουσμα αυτών των λόγων ένιωσε ικανοποίηση που
κάποιος ενδιαφερόταν να ακούσει τι είχε στο μυαλό του. Οι υπόλοιποι δύο
καθηγητές όμως αντέδρασαν αρνητικά. Έτσι άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί,
χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τι λέει ο ένας ή ο άλλος. Το μόνο που
ακουγόταν ήταν ένας έντονος διάλογος χωρίς όμως συνοχή ή επιχειρήματα.
Οι τέσσερις καθηγητές μιλούσαν όλοι μαζί, φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια
τους. Το πρόσωπο όλων είχε κοκκινίσει και τα μάτια τους έβγαζαν σπίθες. Ο
καθένας ήθελε να περάσει τη δική του άποψη για τους δικούς του
προσωπικούς λόγους. Μονάχα ένας δε μιλούσε. Μία μορφή αμίλητη και
ανέκφραστη που παρακολουθούσε εδώ και ώρα τη διαμάχη των τεσσάρων
επιφανών καθηγητών. Μία μορφή που ο δικός της λόγος μετρούσε πάνω από
όλων των άλλων. Οι καθηγητές σταμάτησαν να μιλάνε και γύρισαν να
κοιτάξουν την ψιλόλιγνη φιγούρα, περιμένοντας από αυτήν τη λύση, την
απάντηση σε όλα τους τα προβλήματα. Η γυναικεία μορφή που υψώθηκε
μπροστά τους έδινε την αίσθηση ότι την περιέλουζε ένα φως γύρω της που της
απέδιδε μία απόκοσμη λάμψη. Δεν είχε κάποια ομορφιά στα χαρακτηριστικά
της, όμως το πρόσωπό της και η αβρότητα των χαρακτηριστικών της
τραβούσαν το βλέμμα τόσο πολύ που δύσκολα μπορούσε κάποιος να μην
αιχμαλωτιστεί από την πραότητα και τη λάμψη της. Το μόνο που ακουγόταν
τώρα στην αίθουσα ήταν η αναπνοή τους. Ώσπου η βελούδινη και επιβλητική
φωνή της Ζηνοβίας, της διευθύντριας του ορφανοτροφείου και προέδρου του
διοικητικού συμβουλίου, έσπασε τη σιωπή στην αίθουσα.
«Πρέπει να προστατέψουμε την πέμπτη σφραγίδα».
Η Ζηνοβία στεκόταν όρθια. Δεν κοιτούσε τους συνάδελφούς της. Το
βλέμμα της ήταν στραμμένο στη μεγάλη τζαμαρία πίσω από το τραπέζι. Η
τζαμαρία ήταν ένα τέχνασμα των καθηγητών για να μπορούν να
παρακολουθούν τους μαθητές τους χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Μέσα από
αυτήν την τζαμαρία έλεγχαν τις κινήσεις τους σε κάθε μέρος του κάστρου.
54 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
των Αετομάτηδων. Είναι ικανή να ψάξει να βρει έναν έναν για να τον
ανακαλύψει».
«Μα αφού όλοι οι Αετομάτηδες εξολοθρεύτηκαν στον μεγάλο πόλεμο».
Το πρόσωπο της Γλαφύρας είχε σκοτεινιάσει. Οι φόβοι της
επαληθεύτηκαν. Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Αντίθετα όλα ξανάρχιζαν. Ένιωθε
ότι θα ξαναζούσαν σκηνές από τον μεγάλο πόλεμο και ρίγος διαπερνούσε το
κορμί της. Η ήρεμη και γαλήνια έκφραση του προσώπου της χάθηκε και τη
θέση της πήρε η αγωνία και ο φόβος.
«Καταστράφηκε το χωριό τους κι οι περισσότεροι είναι αλήθεια ότι
εξοντώθηκαν. Υπάρχουν και αρκετοί που διασκορπίστηκαν σε κάθε γωνιά του
κόσμου. Αυτούς έχει βάλει στο μάτι η Σελίμα και έστειλε το πιο ισχυρό της
όπλο για να τους βρει όλους και να πάρει αυτό που θέλει».
Οι καθηγητές κοίταζαν με ανησυχία τη Ζηνοβία και άκουγαν με
προσοχή όσα τους έλεγε. Όσα άκουγαν δεν τους ήταν αρεστά όμως δυστυχώς
ήταν η πραγματικότητα.
«Και ποιο είναι το πιο ισχυρό της όπλο; Οι πιο σπουδαίοι της στρατηγοί,
όλα αυτά τα αποβράσματα, σκοτώθηκαν στον μεγάλο πόλεμο από τα
στρατεύματα της συμμαχίας και τους υπόλοιπους τους σκότωσε η ίδια επειδή
απέτυχαν. Απ’ όσο γνωρίζω δεν έμεινε κανένας ζωντανός».
Στα λόγια του Σωφρόνη συμφώνησαν όλοι οι καθηγητές. Ήταν
γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σελίμα είχε στείλει πολλούς
στρατηγούς της εναντίον της συμμαχίας. Όλοι τους ήταν μαγικά πλάσματα
που είχαν τρομερές δυνάμεις. Η συμμαχία όμως δεν αποτελούνταν μόνο από
ανθρώπους. Όλα τα μαγικά πλάσματα συνέβαλαν στην εξολόθρευση των
στρατευμάτων της Σελίμα. Και παρ’ όλο που είχε χάσει η Σελίμα τον πόλεμο,
δεν το έβαζε κάτω. Ξαναεμφανίστηκε λίγα χρόνια μετά, πιο δυνατή από ποτέ
και μ’ ένα καινούργιο όπλο.
«Έτσι είναι όπως τα λέτε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σελίμα
έχασε όλους τους φονικούς της στρατηγούς. Ταυτόχρονα όμως, γαλούχησε το
μεγαλύτερο όπλο της που δεν έλαβε μέρος στον μεγάλο πόλεμο γιατί ήταν
πολύ μικρή. Τώρα όμως είναι πανέτοιμη και πολύ δυνατή για να υπηρετήσει
τους σκοπούς της μητέρας της. Και το όνομα αυτής είναι Δάειρα».
Με το που ξεστόμισε το όνομα η Ζηνοβία, ένα κρύο αεράκι φύσηξε μέσα
στον χώρο της βιβλιοθήκης. Ήταν τόσο παγωμένο που όλοι οι καθηγητές
ανατρίχιασαν, η λάμψη που έβγαινε από την ουρά των πυγολαμπίδων
τρεμόπαιξε για λίγα δευτερόλεπτα ώσπου έσβησε τελείως, και οι
56 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
πυγολαμπίδες αφού έχασαν τη δύναμη τους έπεσαν νεκρές μέσα στο χρυσό
κουτάκι τους από το οποίο πριν από λίγο φώτιζαν το δωμάτιο.
Βαθύ σκοτάδι έπεσε μέσα στη βιβλιοθήκη, οι καθηγητές δεν τολμούσαν
να κουνηθούν από τη θέση τους και περίμεναν. Δεν έβλεπαν τίποτα, ώσπου η
Γλαφύρα χτύπησε τα χέρια της δυνατά και εμφανίστηκαν νέες πυγολαμπίδες
μέσα από μικρές τρύπες στον τοίχο κα αντικατέστησαν τις παλιές. Έβαλαν
όλη τους τη δύναμη και η αίθουσα φωτίστηκε πάλι από το ζεστό τους φως.
«Κι αυτό είναι μόνο η αρχή» ψέλλισε ο Σωφρόνης κουλουριασμένος
σχεδόν στην καρέκλα του τρέμοντας από φόβο.
«Αν η Δάειρα πάρει στα χέρια της την πέμπτη σφραγίδα, τότε η μητέρα
της θα αποκτήσει την υπέρτατη δύναμη. Έχει ήδη βάλει λυτούς και δεμένους
για να της φέρουν τις υπόλοιπες τέσσερις. Αυτή όμως που την ενδιαφέρει
περισσότερο, είναι αυτή που ποτέ κανένας δεν έχει δει και κανένας δεν ξέρει
τι είναι. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει πάσει θυσία να προστατέψουμε την πέμπτη
σφραγίδα». Η Ζηνοβία μίλησε με πυγμή. Ήταν καθήκον της να την ακούσουν
όλοι οι καθηγητές και να ενωθούν μαζί της για να πετύχουν τον στόχο τους.
«Τι θέλεις να κάνουμε Ζηνοβία; Είναι αδύνατο να ψάξουμε να βρούμε
όλους τους Αετομάτηδες έτσι που έχουν διασκορπιστεί. Πώς θα
προστατέψουμε κάτι που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται;»
Ο Πύρρος, με τα πυρόξανθα μαλλιά, ήταν έτοιμος να ακολουθήσει τη
Ζηνοβία όπου κι αν του ζητούσε. Εδώ και χρόνια που γνωρίζονταν την
ακολουθούσε πάντα, όπου κι αν πήγαινε. Ένιωθε σιγουριά και ασφάλεια
κοντά της. Η παρουσία της τον έκανε να νιώθει γαλήνη στην καρδιά του.
«Ο θυρεός των Αετομάτηδων βρίσκεται στο ορφανοτροφείο μας».
Με το άκουσμα αυτών των λόγων, τόσο πολύ ξαφνιάστηκαν οι
καθηγητές, που ενώ υπήρχε απόλυτη σιωπή στην αίθουσα, το μόνο που
ακουγόταν τώρα ήταν ο δυνατός χτύπος της καρδιάς τους. Ήταν δυνατόν; Η
πέμπτη σφραγίδα που θα όριζε την τύχη του κόσμου βρισκόταν στο
ορφανοτροφείο τους, ήταν μέσα στα χέρια τους, στη δική τους διάθεση. Ούτε
μπορούσαν να συλλάβουν στο μυαλό τους το μέγεθος της ευθύνης. Το
παραμικρό λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο, όχι μόνο για τους ίδιους,
αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.
«Μα πώς γίνεται αυτό; Αφού την πέμπτη σφραγίδα την κουβαλάει μαζί
του ένας από τους απόγονους των Αετομάτηδων. Τουλάχιστον έτσι λέγεται».
Η Γλαφύρα ήταν μπερδεμένη. Τόσον καιρό ο θησαυρός αυτός ήταν
μπροστά στα μάτια τους και αυτοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι.
«Ένας απόγονος των Αετομάτηδων;»
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 57
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
πάνω μας. Και με όσους φρουρούς κι αν βάζαμε, τίποτα δε μας έσωζε και θα
βάζαμε σε κίνδυνο και τη ζωή όλων των παιδιών. Πρέπει να συνεχίσουμε
ακριβώς όπως είμαστε τώρα. Τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει. Η συμπεριφορά
μας απέναντι στον Βόρυ θα είναι η ίδια. Και ο ίδιος δεν πρέπει να καταλάβει
ότι κουβαλάει ένα τόσο βαρύ φορτίο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να
κινήσουμε υποψίες. Μην ξεχνάτε ότι ο εχθρός έχει μάτια παντού. Ακόμη και
μέσα στο ορφανοτροφείο. Γι’ αυτό, μην αποκαλύψετε τίποτα και σε κανέναν.
Και σας εφιστώ την προσοχή. Οτιδήποτε περίεργο ή διαφορετικό υποπέσει
στην αντίληψή σας, να μου το αναφέρετε αμέσως και σε καμία μα καμία
περίπτωση μην επιτρέψετε στον Βόρυ να περάσει την εξωτερική πόρτα του
ορφανοτροφείου!»
«Μα Ζηνοβία, αργά ή γρήγορα θα μαθευτεί ότι ένας Αετομάτης υπάρχει
στο κάστρο. Κρατώντας τον εδώ βάζουμε σε κίνδυνο τους πάντες, και τα
παιδιά αλλά …κι εμάς». Ο Μάγνος πλησίασε τον Σωφρόνη κι ακούμπησε το
χέρι του στον ώμο με τόση δύναμη ώστε να τον κάνει να καθίσει κάτω.
«Η Ζηνοβία έχει δίκιο, εφόσον μέχρι τώρα δε μαθεύτηκε ότι υπάρχει
ένας Αετομάτης στο κάστρο, αν κανείς μας δε μιλήσει θα παραμείνει μυστικό.
Εξάλλου, όπως κι εμείς ξαφνιαστήκαμε που οι Αετομάτηδες έκρυψαν την
σπουδαιότερη απ’ όλες τις σφραγίδες σ’ ένα παιδί, έτσι κι η Σελίμα δε θα το
σκεφτεί καν. Προτείνω λοιπόν να ξεχάσουμε τη σημερινή συνέλευση και να
προσποιηθούμε ότι δε συνέβη ποτέ. Έτσι θα είμαστε κι εμείς πιο ήρεμοι και
κανένας δε θα υποπτευθεί ότι κάτι συμβαίνει».
«Μίλησες σωστά Μάγνο και τα λόγια σου αντιπροσωπεύουν ακριβώς
την επιθυμία μου. Τώρα μπορείτε να επιστρέψετε στις ασχολίες σας, και
είπαμε διακριτικότητα». Οι καθηγητές σηκώθηκαν από τις θέσεις κι ένας ένας
βγήκαν από τη βιβλιοθήκη. Μόνο η Γλαφύρα έμεινε, που ακόμα δεν είχε
σηκωθεί καν από τη θέση της.
«Φαντάζομαι ότι δε θα αποκαλύψεις τι είναι η περιβόητη Πέμπτη
σφραγίδα» είπε σιωπηλά στη Ζηνοβία. Η διευθύντρια με προσηλωμένη ακόμα
τη ματιά της στον τοίχο της γνώσης, δεν της απάντησε. «Ξέρεις, μπορούμε να
ζητήσουμε τη βοήθεια κάποιου, που θα μπορεί πιο εύκολα να κυκλοφορεί
δίπλα στον Βόρυ, χωρίς να υποπτευθεί κανείς τίποτα».
«Αυτό ούτε να το σκέφτεσαι» η Ζηνοβία στράφηκε προς το μέρος της
και τα σμιγμένα της φρύδια φανέρωναν την οργή της.
«Σκέψου το Ζηνοβία, ο ….»
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 59
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Εν τω μεταξύ, η μέρα πια έφτανε στο τέλος της για τα παιδιά του
ορφανοτροφείου. Όλα τα παιδιά είχαν τελειώσει με τις δουλειές τους και τα
μαθήματά τους και έφτανε η ώρα του βραδινού. Όταν η επιστάτρια του
ορφανοτροφείου, η Αλέκτρα, χτυπούσε την καμπάνα σήμαινε ότι όλα τα
παιδιά έπρεπε να κατέβουν στην μεγάλη αίθουσα, την τραπεζαρία, και να
γευματίσουν. Ο δρόμος για την τραπεζαρία περνούσε μέσα από ένα απέραντο
χολ του κάστρου. Στους τοίχους υπήρχαν αναμμένα κεριά μέσα σε περίτεχνα
σχεδιασμένα ασημένια κηροπήγια. Ενώ τα παιδιά κατευθύνονταν προς τη
μεγάλη σκάλα, μπορούσαν να χαζεύουν τον έναστρο ουρανό από τη γυάλινη
οροφή.
Καθώς πήγαινε να δειπνήσει, ο Βόρυς ήταν αφημένος στις σκέψεις του.
Τα βράδια στον ύπνο του βασανιζόταν. Έβλεπε συνέχεια το ίδιο όνειρο, την
ίδια επιβλητική γυναίκα. Έτρεμε στο άκουσμα της φωνής της και απέστρεφε
το βλέμμα του όταν εμφανιζόταν. Η εικόνα της τον είχε στοιχειώσει. Κάθε
πρωί αισθανόταν όλο και πιο κουρασμένος λες και το βράδυ αυτή η μορφή
απορροφούσε όλη του την ενέργεια. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον γι’ αυτά
του τα όνειρα. Δεν άντεχε άλλο να πηγαίνει για ύπνο με φόβο. Κατευθυνόταν
προς την τραπεζαρία σκεφτόμενος όλα αυτά τα πράγματα και καθώς ήταν
αφηρημένος έπεσε πάνω στον Μάγνο. Ο καθηγητής τον κοίταξε
συνοφρυωμένος. Με το που συναντήθηκαν οι ματιές τους, για έναν περίεργο
λόγο, κρύος ιδρώτας έλουσε τον Βόρυ. Ένιωσε ανήμπορος να κουνηθεί από
60 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Αυτόν τον ταραξία λοιπόν είχε απέναντί του ο Βόρυς. Μόλις πριν λίγες
ώρες τον είχε πιάσει ο ίδιος με τον Λέανδρο να πειράζει τη Διώνη, τη νεαρή
γοργόνα.
«Τι πόστο είχες σήμερα Κορνήλιε;» ο Βόρυς παρατήρησε ότι ο
Κορνήλιος ήταν αμίλητος και σκέφτηκε να του πιάσει την κουβέντα. Το αγόρι,
που έκοβε ένα κομμάτι ψωμί και το έβαζε στο στόμα του, τον κοίταξε λοξά.
«Στη λίμνη».
«Στη λίμνη; Για ποιο λόγο σας έστειλαν εκεί;»
«Πήγαινε να ρωτήσεις τον Κύρο αν είσαι τόσο περίεργος». Ο Βόρυς το
μετάνιωσε που είχε ανοίξει κουβέντα μαζί του. Λες και θα μπορούσε να
συζητήσει ποτέ κάποιος με τον Κορνήλιο.
«Εμείς ήμασταν στον στάβλο. Τα άλογα ήταν ανήσυχα σήμερα. Το ίδιο
είπαν και τα υπόλοιπα παιδιά που ασχολήθηκαν με αυτά».
«Όλοι είναι ανήσυχοι τις τελευταίες μέρες. Δεν έχετε προσέξει τους
καθηγητές; Είναι συνέχεια σκεπτικοί και αφηρημένοι. Σίγουρα κάτι
συμβαίνει». Ο Κορνήλιος μιλούσε και ταυτόχρονα έτρωγε μεγάλα κομμάτια
από το ψητό κοτόπουλο που είχε μπροστά του. Το δείπνο ήταν πάντα
πλουσιοπάροχο με σαλάτες, ορεκτικά, συνοδευτικά πιάτα, διάφορα κρέατα και
άφθονο μηλόζουμο, το αγαπημένο των παιδιών, που προσφερόταν σε κάθε
γεύμα.
Ο Βόρυς παρακολουθούσε τον Κορνήλιο που έτρωγε και μιλούσε και
προσπαθούσε να διαβάσει τη σκέψη του. Ήταν πλήρως αφοσιωμένος όταν
άκουσε τον Λέανδρο να του μιλάει. «Ξεκόλλα επιτέλους από τις σκέψεις σου.
Φάε καλά για να αντιμετωπίσεις χορτάτος τα φαντάσματα των ονείρων σου».
Με το άκουσμα της λέξης φάντασμα, ο Κορνήλιος ξέσπασε σε γέλια
γιατί του θύμισε την εικόνα του κακόμοιρου Σπάικου την ώρα που έτρεχε με
το λευκό σεντόνι μέσα στους διαδρόμους της πτέρυγάς τους.
«Δεν υποφέρεσαι Κορνήλιε». Ο Λέανδρος τον κοίταξε υποτιμητικά και
οι υπόλοιποι έβαλαν τα γέλια επίσης.
«Εφόσον ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για το που βρίσκομαι σχιστομάτη, σε
ενημερώνω ότι αύριο θα είμαστε κι εμείς στους στάβλους. Θα περάσουμε
καλά». Αυτά είπε στον Λέανδρο και του έκλεισε κοροϊδευτικά το μάτι. Ο
Λέανδρος όμως τον αγνόησε και μιας και είχε τελειώσει το φαγητό του,
σηκώθηκε για να πάει στον κοιτώνα του.
62 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Στο δρόμο για τον κοιτώνα τους ο Λέανδρος ήταν ανήσυχος. Δεν ήταν
ικανοποιημένος από τη ζωή του στο ορφανοτροφείο. Τον είχαν κουράσει τα
μαθήματα και η καθημερινή φροντίδα του χώρου. Αισθανόταν απέραντη
ευγνωμοσύνη γιατί αν δεν ήταν το ορφανοτροφείο ούτε μπορούσε να
φανταστεί που θα κατέληγε μόνος του. Στο ορφανοτροφείο τους είχαν μάθει
πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν στη ζωή τους
όταν ήταν έτοιμοι, δηλαδή μετά το δέκατο-όγδοο έτος της ηλικίας τους. Ο
Λέανδρος όμως ήταν ανυπόμονος να ζήσει τη ζωή του. Ήθελε να αποκτήσει
εμπειρίες. Να γνωρίσει κόσμο. Ήθελε να ζει την κάθε μέρα και την κάθε
στιγμή κάνοντας κάτι διαφορετικό. Από τότε που είχε μπει μικρός στο
ορφανοτροφείο δεν είχε ξαναβγεί. Σε κανένα παιδί δεν επιτρεπόταν να διαβεί
την εξωτερική πόρτα, παρά μόνο όταν θα έφτανε η στιγμή να φύγει. Μετά
όμως δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει ποτέ.
Ό,τι ήξερε για τον έξω κόσμο ήταν όσα τους έλεγαν οι καθηγητές τους.
Φανταζόταν όμως πως θα ήταν. Τον ονειρευόταν. Φανταζόταν πως οι πόλεις
θα ήταν γεμάτες κόσμο. Όλοι θα μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν, δε θα
είχαν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους να τους λέει τι να κάνουν και να
προγραμματίζουν τη μέρα τους. Θα ήταν ελεύθεροι να ανακαλύπτουν
συνέχεια νέα πράγματα και να εμπλουτίζουν τη ζωή τους με νέες εμπειρίες
και καινούργιες γνωριμίες. Θα ήταν ανεξάρτητοι και κύριοι του εαυτού τους
που δε θα χρειάζονταν να δίνουν λόγο σε κανέναν. Έκανε αυτές τις σκέψεις
και η καρδιά του φτερούγιζε. Ήθελε να έρθει η ώρα που θα έφευγε και θα τα
ζούσε όλα αυτά.
Ο Βόρυς τον είδε που περπατούσε έτσι ανήσυχος κι ήθελε να μάθει τι
του συνέβαινε. Όχι ότι δεν ήξερε. Γνώριζε πολύ καλά την ιδιοσυγκρασία του
Λέανδρου. Μπορούσε να δει μέσα στην ψυχή του τι ήταν αυτό που
λαχταρούσε. Τον θαύμαζε για τη γενναιότητά του και την τόλμη του. Ο ίδιος
ούτε που θα τολμούσε να ονειρευτεί ότι ο φίλος του. Φοβόταν το άγνωστο.
Έξω από τις πύλες του ορφανοτροφείου δεν τον περίμενε τίποτα. Δε θα ήξερε
ποτέ τι να κάνει. Η αβεβαιότητα του τι υπάρχει έξω τον τρόμαζε. Αν ήταν στο
χέρι του θα έμενε για πάντα στο ορφανοτροφείο. Εκεί ένιωθε ασφάλεια.
Ήξερε ότι τον προστάτευαν όπως και όλα τα παιδιά. Περνούσε καλά εκεί. Του
παρείχαν τα πάντα. Μόνος του δεν ήξερε αν θα μπορούσε να επιβιώσει.
Γνώριζε καλά όμως ότι σε λίγα χρόνια θα έπρεπε να φύγει. Κάθε φορά
που το σκεφτόταν κάτι μέσα του τον έτρωγε, μια ανησυχία, ένας πόνος. Και
κάθε φορά που προσπαθούσε να νιώσει ανακούφιση που είχε ακόμη καιρό να
μείνει στο ορφανοτροφείο ένα μαύρο σύννεφο σκίαζε την καρδιά του, κάτι
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 63
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
που τον έκανε να νιώθει φόβο και ανασφάλεια γιατί ήξερε πως αν έφευγε
νωρίτερα από το ορφανοτροφείο δε θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες. Θα τον
εξανάγκαζαν να φύγει. Και δεδομένου του περίεργου ονείρου που έβλεπε κάθε
βράδυ τον τελευταίο καιρό δε θα μπορούσε παρά να νιώθει περισσότερο φόβο.
Ενώ λοιπόν τα σκεφτόταν όλα αυτά αναστέναξε δυνατά μήπως κι έτσι
μπορέσει κι ελαφρύνει την καρδιά του από το βάρος που την είχε πλακώσει. Ο
Λέανδρος τον άκουσε δίπλα του και χαμογέλασε. Ήταν ένα ήσυχο παιδί που
δεν ζητούσε πολλά πράγματα από τη ζωή του. Την καθημερινότητα στο
ορφανοτροφείο τη ζούσε με ικανοποίηση και απέραντη ευγνωμοσύνη. Δεν
ήταν ανήσυχο πνεύμα όπως αυτός. Τον συμπαθούσε όμως πολύ. Από τότε που
θυμόταν τον εαυτό του στο ορφανοτροφείο ο Βόρυς ήταν μαζί του. Αν και δε
γνώριζε πώς ήταν η αδερφική αγάπη, ωστόσο ήταν σίγουρος πως θα έμοιαζε
αρκετά με τα συναισθήματά του για τον Βόρυ.
Έτσι αφηρημένοι στις σκέψεις τους φτάσανε μέχρι τη μεγάλη σκάλα.
Σε λίγα μέτρα στο τέλος του διαδρόμου ήταν το δωμάτιό τους. Ήταν η ώρα
που όλοι επέστρεφαν στα δωμάτιά τους και ο διάδρομος ήταν γεμάτος από
αγόρια όλων των ηλικιών, που σχημάτιζαν πηγαδάκια και σχολίαζαν τις πιο
ενδιαφέρουσες πτυχές της μέρας τους γελώντας, μιλώντας δυνατά και γενικά
δημιουργώντας μια ιδιαίτερα θορυβώδη κατάσταση. Σε λίγα λεπτά όλοι θα
έπρεπε να βρίσκονται στους κοιτώνες τους και προσπαθούσαν να πουν όσο
περισσότερα πράγματα προλάβαιναν προτού καληνυχτίσουν τους φίλους
τους. Ο Λέανδρος επιτάχυνε για να προλάβει τον φίλο του που είχε περάσει
αρκετά μπροστά από αυτόν.
Σε κάποια στιγμή τον είδε που σταμάτησε και κοιτούσε σαν χαμένος τη
γυάλινη οροφή. Ο Λέανδρος έφτασε κοντά στον Βόρυ και μιμήθηκε τον φίλο
του. Όταν σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω, αντίκρισε κάτι που δεν είχε
ξαναδεί. Πριν καλά καλά προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, ένιωσε να τον
πλησιάζουν και οι υπόλοιποι που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και να στρέφουν
το βλέμμα τους προς τα πάνω και να κοιτάνε με δέος. Ο ουρανός ήτανε
κατάμαυρος. Δεν υπήρχε ούτε ένα αστέρι, κάτι πολύ περίεργο καθώς κάθε
βράδυ που επέστρεφαν στον κοιτώνα τους, τους άρεσε να χαζεύουν τον
ουρανό που σαν ένα πέπλο κεντημένο με χιλιάδες αστέρια τους ακολουθούσε
μέχρι να μπούνε μέσα στο δωμάτιό τους. Απόψε όμως είχε συμβεί κάτι το
συγκλονιστικό. Δεν υπήρχε ούτε ένα αστέρι στον ουρανό. Και πέρα από αυτό
το φεγγάρι ήταν βαθυκόκκινο, θαρρείς αν το τρυπούσε κανείς με βελόνα,
πηχτές σταγόνες αίματος θα αργόπεφταν πάνω τους. Το θέαμα ήταν μεν
εκθαμβωτικό, από την άλλη όμως τους προκαλούσε, χωρίς να καταλαβαίνουν
64 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
πίσω από τη στάση τη δική μου και των καθηγητών σας». Ο Λέανδρος δεν της
απάντησε, παρά πήρε τον δρόμο για τον θάλαμό του.
«Αυτό θα το δούμε» ήταν το μόνο που συγκράτησε ο Βόρυς που τον
ακολουθούσε. Από τη στιγμή όμως που άκουσε τα λόγια του, ένα μεγαλύτερο
βάρος προστέθηκε στην ήδη φορτωμένη καρδιά του.
«Άντε, πηγαίνετε τώρα στον θάλαμό σας. Αύριο ξημερώνει καινούργια
μέρα, και που ξέρετε, μπορεί να είναι πιο ωραία από τη σημερινή» άκουσε την
Αλέκτρα να λέει στα υπόλοιπα παιδιά που κοιτούσαν αποχαυνωμένα το
πορφυρό φεγγάρι.
τι υπήρχε εκεί έξω. Δεν ήταν καν σίγουροι ότι το μέρος που έβλεπε ήταν
υπαρκτό ή αποκύημα της φαντασίας του.
Τα δύο αγόρια γύρισαν στο θάλαμό τους με πολλές σκέψεις να
στριφογυρίζουν στο μυαλό τους. Ο καθένας είχε διαφορετικά συναισθήματα. Ο
Βόρυς δεν είχε συνέλθει ακόμα από το τρομερό όνειρο και την πρόταση του
Λέανδρου. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να βγει έξω από το ορφανοτροφείο
και να περιπλανιέται σε άγνωστα μέρη. Ήθελε να κρυφτεί μέσα στο πάπλωμά
του και να μη βγει από εκεί παρά μόνο όταν όλα αυτά θα τελείωναν.
Του φαινόταν λογικό ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσει τους εφιάλτες
του ήταν να τους αντιμετωπίσει. Από τη μια φοβόταν, από την άλλη όμως η
ιδέα να ξαναβρεί την ηρεμία του, δεν του κακοφαινόταν.
Ο Λέανδρος με τη σειρά του, πέρασε το υπόλοιπο βράδυ
καταστρώνοντας σχέδια. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν μπορούσε να
κρύψει τη χαρά του. Δεν τον ενδιέφεραν οι κίνδυνοι. Δεν τους λογάριαζε καν.
Πίστευε ακράδαντα ότι μπορούσε να τους αντιμετωπίσει όλους. Η νεανική του
καρδιά χτυπούσε με δύναμη στην ιδέα της αναμέτρησης με κάποιον εχθρό.
Αισθανόταν πανέτοιμος να εφαρμόσει στην πράξη αυτά που μάθαινε τόσα
χρόνια με τους καθηγητές του. Και για τους δύο φίλους αυτή ήταν η δική τους
στιγμή. Ο ένας ζούσε τ’ όνειρό του κι ο άλλος τον εφιάλτη του.
Οι ώρες περνούσαν γρήγορα και πριν καν το καταλάβουν είχε
ξημερώσει. Όλα τα παιδιά άρχισαν να προετοιμάζονται στους κοιτώνες τους
για τη νέα μέρα. Ο ήλιος έλαμπε και με τις ζέστες του αχτίδες φώτισε ακόμα
και τις πιο απόμακρες γωνίες του κάστρου που ήταν σκοτεινές καθ’ όλη τη
διάρκεια της νύχτας. Σ’ όλους τους θαλάμους τα παιδιά ετοιμάζονταν για να
υποδεχτούν μια νέα, δημιουργική μέρα. Ταχτοποιούσαν τα κρεβάτια τους και
φορούσαν τα καθαρά τους ρούχα. Ήταν ξεκούραστα από τον βραδινό ύπνο και
γεμάτα διάθεση και όρεξη για κουβέντα και παιχνίδι.
Ο Λέανδρος και ο Βόρυς κατέβηκαν στην τραπεζαρία πιο νωρίς απ’
όλους. Είχαν σηκωθεί νωρίτερα και ετοιμάστηκαν όσο πιο αθόρυβα
μπορούσαν για να μην ξυπνήσουν και τους υπόλοιπους. Δεν άντεχαν άλλο
ξαπλωμένοι. Η υπερένταση της βραδιάς δεν τους είχε περάσει κι αδημονούσαν
για το πρώτο φως της μέρας. Η τραπεζαρία ήταν άδεια. Επικρατούσε νεκρική
σιγή στο μοναδικό μέρος στο κάστρο που είχε πάντα τόσο κόσμο. Τα μεγάλα
τραπέζια ήταν ήδη στρωμένα. Από τις κανάτες έβγαινε ο ατμός από το ζεστό
γάλα, τα πιατάκια ήταν άδεια και περίμεναν υπομονετικά μέχρι να έρθουν τα
παιδιά και να τα γεμίσουν με χορταστικές φέτες φρεσκοψημένου μαλακού
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 71
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Από το μυαλό της δεν μπορούσε να βγάλει τις συνέπειες που θα έπρεπε
να υποστεί εξαιτίας της πράξης της. Η Ζηνοβία τους είχε προειδοποιήσει ότι
κανένας δε θα εξαιρούνταν αν παρεκτρεπόταν και για κάποιο λόγο ένιωσε ότι
απευθυνόταν σε αυτήν το μήνυμά της. Κρατούσε το χέρι του παιδιού και το
χάιδευε, νιώθοντας απέραντες τύψεις για το κακό που σκόπιμα του
προκάλεσε.
«Μια μέρα ίσως καταλάβεις Δρώδη τα κίνητρά μου και μπορέσεις να με
συγχωρέσεις». Τα λόγια της έβγαιναν από την καρδιά της. Έβλεπε τον μικρό
και δε μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή ήταν υπαίτια.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα του αναρρωτηρίου και μπήκε μέσα
η Ζηνοβία. Από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της καταλάβαινε κανείς ότι
ήταν εξαιρετικά εκνευρισμένη.
«Γλαφύρα, τι νομίζεις ότι κάνεις;» Με το που πληροφορήθηκε το
γεγονός από τον Μάγνο δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να μαντέψει τι είχε
πραγματικά συμβεί και ποιος βρισκόταν πίσω από αυτό.
«Πες μου, είσαι υπεύθυνη εσύ γι’ αυτό;» Η Ζηνοβία είχε πλησιάσει το
κρεβάτι του Δρώδη και στεκόταν πάνω από το κεφάλι του κοιτάζοντάς τον.
Το φρικιαστικό θέαμα του παραμορφωμένου μαθητή, της προκαλούσε πόνο
και απελπισία.
«Ζηνοβία, άκουσέ με ό,τι έκανα ήταν μόνο για το καλό του
ορφανοτροφείου. Το παιδί σε λίγες μέρες θα γίνει καλά και δε θα θυμάται
τίποτα από όσα του συνέβησαν».
«Εντάξει λοιπόν, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα φαντάζομαι. Το γεγονός ότι
το παιδί θα γίνει καλά μ’ ένα μαγικό τρόπο τα εξαφανίζει όλα, έτσι;» Η
Ζηνοβία σχεδόν έτρεμε από την οργή της. Όχι, δε θα επέτρεπε σε κανέναν να
θέσει σε κίνδυνο τη ζωή των μαθητών της όσο ανιδιοτελή κι αν ήταν τα
κίνητρα του.
«Κατάλαβέ με, κάποιος επιτέλους έπρεπε να ενεργήσει. Αυτό είναι αρχή
και πιστεύω ότι όλα θα μπουν στον δρόμο τους τώρα». Η φωνή της Γλαφύρας
έβγαινε αβίαστα. Δε φώναζε. Με ήρεμο τόνο προσπαθούσε να εξηγήσει στη
Ζηνοβία το σκοπό της.
«Τόσα χρόνια διοικώ αυτό το ορφανοτροφείο, και πρώτη φορά ένα
παιδί κινδυνεύει να πεθάνει επειδή το δηλητηρίασε ένας καθηγητής του. Αυτό
είναι ανεπίτρεπτο και μη αποδεκτό!» Τίποτα απ’ όσα της έλεγε η Γλαφύρα δε
μπορούσαν να κατευνάσουν την οργή που ένιωθε μέσα της.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο η Αρέθα, η νοσοκόμα του
ορφανοτροφείου. Ήταν μια γυναίκα ψηλή και ευτραφής, της οποίας
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 77
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Αρέθα ένιωσε τόσο σπουδαία. Μία νεράιδα χρειαζόταν τη βοήθειά της! Αυτή
ένιωθε τόσο ασήμαντη. Ανύπαρκτη σχεδόν. Και κοίτα να δεις, κάποιος
σημαντικός τη χρειαζόταν. Η Γλαφύρα δεν υπήρχε λόγος να της πει άλλα. Θα
έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τη βγάλει ασπροπρόσωπη.
Η νεράιδα έριξε μια τελευταία ματιά στον Δρώδη και βγήκε από το
δωμάτιο. Η Αρέθα, ανακουφισμένη που η θέση της στο ορφανοτροφείο δε
διέτρεχε κίνδυνο, και με ανεβασμένη την αυτοπεποίθησή της, πήρε τη θέση
της Γλαφύρας στο πλάι του παιδιού.
«Οι δυο μας τώρα» του είπε σαν να περίμενε απάντηση απ’ αυτόν. «Δε
θα καταλάβεις τη διαφορά τώρα που έφυγε η Γλαφύρα». Η γυναίκα έξυσε
σκεπτική το κεφάλι της. «Για να θυμηθώ τι μου είπε, δύο φορές την ημέρα την
αλοιφή ή τρεις;»
Αποφάσισε να μην του δώσει σημασία. Εξάλλου ήταν η ώρα για να μπουν στην
αίθουσα . Το μάθημα των φυσικών επιστημών και της μελέτης και ερμηνείας
των σημαδιών της φύσης θ’ άρχιζε σε λίγο. Δεν πρόλαβαν να μπουν στην
αίθουσα, όταν τους πλησίασε η Διώνη χαμογελαστή και ευδιάθετη όπως
πάντα. Οι γοργόνες ήταν πλάσματα αισιόδοξα και χαρούμενα. Μέσα στις
αναποδιές τους έβρισκαν πάντα αφορμή για να χαμογελούν και ν’
απολαμβάνουν τη ζωή. Στην υπέρμετρη αισιοδοξία τους και αγάπη για τη ζωή
απέδιδαν όλοι τη μακροζωία τους. Δεν υπήρχε κάποια γοργόνα που να μη
μετρούσε εκατό χρόνια παρουσίας στη γη. Πολύ συχνά μάλιστα, στα τραγούδια
τους έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους για το δώρο που τόσο απλόχερα τους
είχε δοθεί. Παρά το γεγονός όμως ότι βιολογικά το σώμα τους νικούσε το
χρόνο, δεν ήταν αθάνατες. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου πόλεμου μάλιστα
πολλές ομάδες γοργόνων εξολοθρεύτηκαν και ο αριθμός τους είχε μειωθεί
σημαντικά.
«Μου φαίνεται ότι είστε λίγο απομονωμένοι από τους υπόλοιπους κι
όλο ψιθυρίζετε. Ετοιμάζετε κάτι;» Η μικρή γοργόνα δε θα μπορούσε να
φανταστεί φυσικά τι ήταν αυτό που τόσο απασχολούσε τα παιδιά. Το θέμα
ήταν όμως ότι δεν κρύβονταν τόσο καλά όσο νόμιζαν κι εύκολα μπορούσε να
καταλάβει κάποιος ότι κάτι τους απασχολούσε τον τελευταίο καιρό.
Ο Λέανδρος επιχείρησε να δικαιολογηθεί.
«Σαν τι θα μπορούσαμε να συζητάμε, Διώνη; Είμαστε απλά λίγο
ανήσυχοι για τον Δρώδη. Δεν ήταν λίγο αυτό που του έτυχε» ο Λέανδρος της
μιλούσε και την κοιτούσε στα μάτια. Θα μπορούσε για ώρες ατελείωτες να
χαζεύει το πανέμορφο πρόσωπό της έτσι λαμπερό και φωτεινό που ήταν.
«Α, ναι, τι ήταν κι αυτό, ανησυχήσαμε κι εμείς με τα κορίτσια πολύ,
ελπίζω να γίνει καλά σύντομα» είπε ενώ τα μπλε σαν τη θάλασσα μάτια της
γυάλιζαν. «Σας έχω και νέα, σήμερα θα είμαστε μαζί σας στο στάβλο».
«Πώς κι έτσι;» σχολίασε ξαφνιασμένος ο Βόρυς. «Τι κάνατε και σας
τιμώρησαν;»
Η Διώνη κατσούφιασε στη θύμηση των γεγονότων που προκάλεσαν
την τιμωρία τους, όμως γρήγορα ξαναβρήκε το χαμόγελο της.
«Να, τις τελευταίες μέρες δύο κορίτσια από το θάλαμο μου, η
Αφροξυλάνθη και η Ροδή αργούσαν συνεχώς στα μαθήματα. Χωρίς κανένα
λόγο. Κι έτσι μας τιμώρησαν. Ευτυχώς όμως, μόνο μία μέρα θα πρέπει να
δουλέψουμε στους στάβλους».
82 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
πολύωρης έκθεσης στη λάμψη της πέτρας. Σκέπασε ξανά την πέτρα προς
μεγάλη απογοήτευση των μαθητών της.
Όταν μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής, όλοι σταμάτησαν απότομα να
μιλάνε κι επέστρεψαν στη θέση τους. Ο καθηγητής Ταβήλιος ήταν το αντίθετο
του τακτικού άντρα. Ήταν πάντα ατημέλητος με βρώμικα, φθαρμένα ρούχα.
Η κοκκινωπή μακριά του γενειάδα ήταν μονίμως απεριποίητη. Τα μαλλιά του
περισσότερο έμοιαζαν με κλωνάρια από φωλιά πουλιού, τόσο άκαμπτα που
ήταν. Φουσκωμένα, κόκκινα, με μια μικρή ένδειξη φαλάκρας στο πίσω μέρος
της κεφαλής.
Το χειρότερο πάνω του όμως δεν είχε να κάνει με την αποκρουστική
κατά τα άλλα εμφάνισή του αλλά με μία συνήθειά του. Ήταν φανατικός
καπνιστής πίπας. Σχεδόν δεν την έβγαζε από το στόμα του, τόσο που το δεξί
του χείλος είχε κρεμάσει από το βάρος, τόσα χρόνια κατάχρησης. Ο καπνός
πλέον κυλούσε στο αίμα του και ο ίδιος μύριζε σαν δεκαπέντε καπνιστές μαζί.
Όταν περνούσε από τους διαδρόμους τα παιδιά έψαχναν παράθυρο ν’
ανοίξουν για να πάρουν καθαρό αέρα. Όσοι είχαν μάθημα μαζί του απέφευγαν
να καθίσουν στα μπροστινά καθίσματα διότι η δυσωδία ήταν ανυπόφορη.
Μάταια η Ζηνοβία τον είχε παρακαλέσει άπειρες φορές να εγκαταλείψει ή
έστω να μειώσει τη συνήθειά του για χάρη του ορφανοτροφείου και της
υγιεινής των μαθητών. Τόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση που σκεφτόταν
σοβαρά να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του.
«Σήμερα θ’ ασχοληθούμε με την παλιρροιακή δίνη, ένα σύνθετο κι
επικίνδυνο φαινόμενο που δημιουργείται όταν συναντιούνται δύο
παλιρροιακά ρεύματα κι έτσι σχηματίζεται μια τεράστια ρουφήχτρα που
ανάλογα με την ένταση και το μέγεθός της μπορεί να παρασύρει και τα πιο
βαριά πλοία».
Οι κινήσεις των χεριών του τη στιγμή της ένωσης των παλιρροιακών
κυμάτων και της δημιουργίας της δίνης ήταν κωμικοτραγικές. Φρόντιζε να
βρίσκεται πάντα κοντά στους μαθητές την ώρα που μιλούσε για να νιώθουν
την ένταση και τον ενθουσιασμό του για το μάθημα.
«Την προηγούμενη φορά είχαμε μιλήσει για τα παλιρροιακά ρεύματα,
ποιος θυμάται να μας πει τι είναι και πού τα συναντάμε;»
Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά. Ο Λέανδρος στο βάθος άκουγε
τις απαντήσεις των συμμαθητών του, ο λογισμός του όμως έτρεχε αλλού.
Άλλα πράγματα βασάνιζαν τη σκέψη του κι ανυπομονούσε να τελειώσει το
μάθημα για να έχει χρόνο για τον εαυτό του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί
σήκωσε το χέρι του.
84 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Σ’ ακούμε Λέανδρε, θέλεις να προσθέσεις κάτι για την κίνηση των
παλιρροιακών ρευμάτων στα νερά του βασιλείου;» Ο Λέανδρος δε θα
μπορούσε να δείχνει πιο αιφνιδιασμένος σ’ αυτήν την ερώτηση του καθηγητή
του.
«Για να πω την αλήθεια αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι αν μπορώ να
βγω για λίγο έξω» είπε και ο καθηγητής που δεν περίμενε αυτήν την
απάντηση του έγνεψε καταφατικά. Ο Λέανδρος τον ευχαρίστησε και κατέβηκε
δυο δυο τα σκαλιά του αμφιθέατρου. Όταν βγήκε έξω, απόλυτη ησυχία
επικρατούσε στους διαδρόμους. Όλοι ήταν απασχολημένοι στα μαθήματα
τους. Χωρίς να χάσει χρόνο ανέβηκε τρέχοντας τη μαρμάρινη σκάλα και
κατευθύνθηκε προς την πτέρυγα των καθηγητών.
Την ίδια στιγμή η Ζηνοβία διέσχιζε τη διπλή πόρτα του γραφείου της.
Ήταν ένας χώρος όπου ελάχιστοι είχαν το δικαίωμα πρόσβασης. Ήταν μια
τεράστια ορθογώνια αίθουσα. Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ράφια και
βιβλιοθήκες φορτωμένες με βιβλία και διάφορα αντικείμενα που αν και
εύκολα μπορούσε να τα δει κανείς μέσα από τα χοντρά τζάμια, δύσκολα όμως
θα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν το καθένα. Χιλιάδες πράγματα, τακτικά
οργανωμένα και τα περισσότερα σε άριστη κατάσταση.
Η διευθύντρια στο δεύτερο επίπεδο του δωματίου που ξεχώριζε από το
μαρμάρινο πλατύσκαλο, συνέλεγε αντικείμενα από όλα τα σημεία του
βασιλείου κι ακόμη πιο πέρα. Τα φύλασσε σε γυάλινες προθήκες που τις
περιποιούνταν ανελλιπώς κάθε μέρα. Τα αντικείμενα τα είχε προμηθευτεί από
τα ταξίδια που είχε πραγματοποιήσει πριν τον μεγάλο πόλεμο. Δεν είχε
αφήσει ούτε πόλη, ούτε χωριό του βασιλείου, που να μην το είχε επισκεφτεί
και να μην είχε γνωρίσει τις συνήθειες και τις καθημερινές ενασχολήσεις των
κατοίκων τους. Όταν έφευγε, πάντα της έδιναν κάτι σαν ενθύμιο από το
ταξίδι της. Τα περισσότερα ενθύμια που της είχαν δώσει, ήταν αντικείμενα
της καθημερινής τους ζωής ή κάποιο χειροποίητο έργο, απόδειξη της
εκτίμησής τους προς το πρόσωπό της. Πολλές φορές όμως τα ενθύμια που της
έδιναν δεν ήταν απλά αντικείμενα, αλλά σύμβολα του πολιτισμού τους σε μια
απέλπιδα προσπάθεια να διαφυλάξουν ό,τι μπορούσαν εν όψει του
καταστροφικού πολέμου που θα μπορούσε να σημάνει τον αφανισμό τους.
Ήταν σίγουροι ότι στα χέρια της Ζηνοβίας τα πολυτιμότερα αγαθά τους θα
διασώζονταν και αργότερα με τη λήξη του πολέμου ο κόσμος τους θα ζούσε
μέσα από αυτά.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 85
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Είχε να τον δει πάνω από πέντε χρόνια, και τώρα στεκόταν μπροστά
της. Σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που πληροφορήθηκε τη
φυγή του. Πόσο την είχε πληγώσει η απόφασή του να το σκάσει σαν τον
κλέφτη, χωρίς να της δοθεί καν η ευκαιρία να τον αποχαιρετήσει. Τόσα
χρόνια είχαν περάσει κι ούτε μια μέρα δεν πέρασε που να μην τον σκεφτεί.
Την έτρωγε η έννοια του για το που ήταν και τι έκανε. Μάθαινε τα
κατορθώματά του και κάθε φορά πονούσε η καρδιά της μη και του συνέβαινε
τίποτα κακό.
Ο νεαρός της χαμογέλασε και δειλά προχώρησε προς το μέρος της. Η
Ζηνοβία ερμηνεύοντας τις προθέσεις του κίνησε προς το καταφύγιό της, πίσω
από το γραφείο της. Εκεί δεν ήταν η Ζηνοβία, αλλά η διευθύντρια του
ορφανοτροφείου και θα έπρεπε να είναι αυστηρή με αυτούς που την
παράκουσαν και ενήργησαν εις βάρος του ορφανοτροφείου.
«Μπήκαν για μάθημα;» τον ρώτησε η Γλαφύρα.
«Ναι» απάντησε ο νεαρός. «Είχα ξεχάσει τη μυρωδιά του Ταβήλιου.
Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ» είπε σπάζοντας τα χείλη του κι ένα
αχνό, δειλό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του.
«Δε θα σου δοθεί η ευκαιρία να υποστείς ξανά ούτε τον Ταβήλιο ούτε
κάποιον άλλο καθηγητή. Αύριο το πρωί θα φύγεις όπως ήρθες. Έχεις μάθει
πλέον, δε θα σου είναι δύσκολο. Όσο για σένα Γλαφύρα, νομίζω ότι είναι
καιρός να ταχθείς πάλι με τις Σελεστίνες. Ελπίζω με την έγκαιρη
απομάκρυνση και των δύο να προλάβουμε τα χειρότερα».
«Όχι, Ζηνοβία. Εμένα δε με πειράζει, ας φύγω. Το περίμενα εξάλλου.
Τον Βυλτώρ όμως μην τον διώχνεις, τον χρειαζόμαστε εδώ».
«Δεν υπάρχει λόγος να ανοίξουμε ξανά αυτή τη συζήτηση. Η απόφασή
μου είναι οριστική και για τους δυο σας» είπε αυστηρά η Ζηνοβία.
«Ζηνοβία, δεν ήρθα εδώ άδικα. Ήρθα ….για να τηρήσω την υπόσχεσή
μου», το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι του για να μη δει την αντίδραση της
Ζηνοβίας. Η ταραχή της ήταν παραπάνω από φανερή. Να τηρήσει την
υπόσχεσή του! Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που εκείνο το κρύο βράδυ
είχε δέσει τον μικρό της Βυλτώρ με τα βαριά δεσμά μιας υπόσχεσης. Κι αυτός
το θυμήθηκε.
«Σου είχα υποσχεθεί να είμαι φύλακας για εκείνο το παιδί, το θυμάσαι;
Άφησέ με να το κάνω».
Η Ζηνοβία δε μιλούσε. Ναι, του το είχε ζητήσει κι αυτός, αν και μικρός,
το είχε δεχτεί με προθυμία. Υποταγμένη στον πόνο της ανάμνησης εκείνης της
βραδιάς, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 89
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Μετά από λίγο, η παρέα άρχισε να διαλύεται κι όλοι τράβηξαν για τις
αίθουσές τους. Οι δύο φίλοι συνέχισαν μόνοι τους για το μάθημα.
«Μα, τι πάθανε όλοι σήμερα; Από το πρωί πολύ φασαρία κι ανησυχία,
είναι λες κι όλοι τους είναι ταραγμένοι» απόρησε ο Βόρυς. Η ατμόσφαιρα ήταν
πολύ βαριά για τον ίδιο μιας και υπήρχαν πολύ έντονα συναισθήματα όπου κι
αν γυρνούσε το κεφάλι του. Τον είχε πιάσει πονοκέφαλος με όλη αυτήν τη
συναισθηματική δραστηριότητα.
«Η χθεσινή βραδιά μας ανησύχησε όλου,» σχολίασε ο Λέανδρος
χαζεύοντας τριγύρω. «Έγιναν πολλά πράγματα συνεχόμενα και δε μου κάνει
εντύπωση που μόνο γι’ αυτά συζητάνε».
«Δεν αντέχω ν’ ακούω άλλες ιστορίες» είπε τέλος ο Βόρυς. «Όλοι
έχουν δει κι έχουν ακούσει κάτι, πώς γίνεται αυτό;» Η Αλέκτρα η επιστάτρια,
που έτυχε να βρίσκεται κοντά και άκουσε την απορία του Βόρυ, τους πλησίασε
χαμογελαστή.
«Δε φταίνε τα παιδιά γι’ αυτήν την κατάσταση» σχολίασε κοιτώντας
στα μάτια τον Λέανδρο. «Μη νομίζετε ότι το κόκκινο φεγγάρι δε δημιουργεί
παρενέργειες. Αυτός που το προκαλεί ξέρει πολύ καλά τι κάνει» συμπλήρωσε
χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του.
«Πιστεύεις δηλαδή ότι αυτό το απόκοσμο χρώμα, δεν είναι κάτι που
απλά προέκυψε;» τη ρώτησε ο Λέανδρος.
«Ήδη είπα περισσότερα απ’ ότι πρέπει να γνωρίζετε» του απάντησε
αυτή κινούμενη να φύγει. «Ακολουθήστε αυτό που θα σας πω. Μη βρίσκεστε
εκτεθειμένοι στις ακτίνες του και δε θα σας πειράξει. Το κόκκινο φεγγάρι
τρέφεται από την αθωότητα και τα αγνά συναισθήματα των παιδιών». Η
γυναίκα ακούμπησε απαλά τον Βόρυ στον ώμο. «Αν κάποια στιγμή δε νιώσεις
καλά κι αισθανθείς πολύ βαρύ το κεφάλι σου, μη διστάσεις να ζητήσεις τη
βοήθεια της Ζηνοβίας. Αυτή θα ξέρει πώς να σε βοηθήσει». Τα δύο αγόρια
κοιτάχτηκαν μπερδεμένα, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας φυσικά.
«Μισό λεπτό Αλέκτρα», την παρακάλεσε ο Λέανδρος κρατώντας της το
χέρι. Η θέρμη του αγγίγματός του την έκανε να ριγήσει και μια υποψία
υγρασίας στα μάτια κίνησε την περιέργεια του Λέανδρου και του Βόρυ, που
πλησίασε κοντά της για να ψάξει το λόγο. Αυτή βλέποντάς τον να την
πλησιάζει χαμήλωσε το βλέμμα της, σα να ήξερε. «Αλέκτρα, γιατί κάποιος να
θέλει να δημιουργήσει τέτοιο μπέρδεμα στα παιδιά του ορφανοτροφείου; Δε
βλέπω το λόγο». Αυτή, κοιτώντας ακόμα χαμηλά για να αποφύγει τη
διερευνητική ματιά του Βόρυ, χαμογέλασε ανεπαίσθητα.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 93
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Μα, για να βρει αυτό που θέλει φυσικά και να δηλώσει την παρουσία
του. Έτσι μας κάνει να μην ξεχνάμε και σταγόνα σταγόνα ποτίζει την καρδιά
μας με φόβο», η φωνή της τώρα ήταν σιγανή, τόσο που με το ζόρι την άκουσε
ο Λέανδρος. Σα να μην ήθελε κανένας να την ακούσει να μιλάει. «Μη
βγαίνετε έξω το βράδυ, κάντε αυτό που σας λέω» είπε κι έφυγε γρήγορα σαν
την κυνηγημένη αφήνοντας πίσω της τα δύο παιδιά απορημένα και γεμάτα
ερωτηματικά.
«Περίεργο» είπε ο Λέανδρος, χωρίς ν’ αποτραβήξει ακόμα το βλέμμα
του από τηn ελαφρά γυρτή φιγούρα που απομακρυνόταν.
«Πράγματι πολύ περίεργο» σχολίασε κι ο Βόρυς, χαμένος στις δικές του
σκέψεις, προσπαθώντας να εξηγήσει την περίεργη στάση της επιστάτριας.
που σύμφωνα με τα λεγόμενά του είχαν αριστεύσει στη χρήση του σπαθιού.
Ποτέ κανένας όμως δεν είχε καταφέρει να τον πλησιάσει ούτε στη δεξιοτεχνία
ούτε στη χάρη των κινήσεών του.
Θαύμαζαν το πάθος που έβαζε την ώρα της αναμέτρησης και την
ευρηματικότητά του στις κινήσεις. Η άνεση του ήταν μνημειώδης και κανείς
ποτέ δεν είχε καταφέρει να φύγει νικητής από μια αναμέτρηση μαζί του. Το
σπαθί του ήταν σαν προέκταση του χεριού του και το χειριζόταν με τόση
μαεστρία σαν να είχαν περάσει οι αρθρώσεις του χεριού του μέσα στην
ατσάλινη λάμα του.
Εκείνη τη μέρα έκανε επίδειξη στους μαθητές του σε νέες φιγούρες. Τα
παιδιά ήταν στοιχισμένα σε δύο σειρές και τον παρακολουθούσαν μαγεμένα.
Αυτός έσκιζε τον αέρα με την κοφτερή λεπίδα του κι εναρμόνιζε το κορμί του
με τις κινήσεις των χεριών του. Όταν σταμάτησε, έφερε το σπαθί μπροστά από
το πρόσωπό του και το τέντωσε. Δίχως να πει τίποτα, απλά έδειξε…. Η μύτη
του σπαθιού του έδειχνε φανερά προς τη μεριά του Λέανδρου που στεκόταν
αρκετά μπροστά. Ήξερε καλά τι σήμαινε αυτή του η κίνηση… Τον
προσκαλούσε σε μάχη!
Ο Λέανδρος ήταν ένας από τους μαθητές που η κόψη του σπαθιού
προσανατολιζόταν συχνά πάνω του. Ήταν δυνατός κι είχε πάθος κι ένταση
ενώ φαινόταν ότι το διασκέδαζε. Κι ο ίδιος ο Μάγνος ζητούσε συνεχώς
δυνατούς αντιπάλους και για να παραδειγματίζονται οι πιο άπειροι και για να
ενισχύει το εγώ του, νικώντας τους όλους και δείχνοντας έτσι την υπεροχή
του.
Ο νεαρός βγήκε από τη σειρά του και με σταθερό βήμα προχώρησε προς
το μέρος του καθηγητή του. Τα παιδιά γνώριζαν ότι ο Λέανδρος ήταν δεινός
χειριστής του σπαθιού και περίμεναν μ’ ανυπομονησία να δουν πως θα
εξελισσόταν η μάχη.
«Θυμάσαι την προηγούμενη φορά που τον σήκωσε;» είπε ένα ξανθό
κορίτσι που είχε κολλήσει να κοιτάζει το αρχοντικό παράστημα του Λέανδρου,
σχολιάζοντας την προτίμηση του καθηγητή τους στο πρόσωπο του αγοριού.
«Παραλίγο να νικήσει με την αιφνιδιαστική του κίνηση. Ο Μάγνος δεν ήξερε
από πού του ήρθε».
Η Μυρτώ έσκυψε διακριτικά προς το μέρος της.
«Απλά ήταν τυχερός. Ένας θόρυβος απέσπασε την προσοχή του
Μάγνου και γι’ αυτό τα έχασε λίγο, όμως γρήγορα επανήλθε».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 95
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σπαθιά τώρα είχαν ανέβει πιο ψηλά κι οι κινήσεις τους ήταν ακόμα πιο
γρήγορες. Ο Λέανδρος φαινόταν ότι είχε αρχίσει να τον κουράζει η μάχη
ψηλά, και δοκίμασε να κατεβάσει σιγά σιγά την αναμέτρηση πιο χαμηλά. Ο
Μάγνος γρήγορα το αντιλήφθηκε και σαν έμπειρος ξιφομάχος το
εκμεταλλεύτηκε. Το σπαθί του αγκάλιασε του αντιπάλου του και το
προσκάλεσε να χορέψουν περιστροφικά σ’ έναν μανιώδη χορό, ο Λέανδρος
έχασε τον έλεγχο του ξίφους του, που αφού αιωρήθηκε γι’ αρκετά
δευτερόλεπτα στον αέρα, βρέθηκε καρφωμένο βαθιά στο χορταριασμένο
έδαφος λίγα μέτρα πιο πέρα ενώ ο ίδιος κατέληξε με τη μύτη του σπαθιού του
αντιπάλου του εφαπτόμενη πάνω στο λαιμό του.
Ο Μάγνος στεκόταν σε απόσταση αναπνοής από αυτόν, περιχαρής για
τη νίκη του.
«Καλή προσπάθεια Λέανδρε. Την άλλη φορά θα τα πας καλύτερα».
Ο Λέανδρος του χαμογέλασε, όμως μέσα του βρισκόταν σε αναβρασμό.
Αφού τον ελευθέρωσε ο καθηγητής του πήγε κι έβγαλε το σπαθί του από το
έδαφος και το τοποθέτησε στον πάγκο με τα υπόλοιπα. Το μάθημα είχε
τελειώσει και το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι μαθητές.
Είχαν αρχίσει ήδη να διασκορπίζονται. Τώρα όλοι ήταν ελεύθεροι να
ασχοληθούν μ’ ό,τι ήθελαν. Ο Βόρυς πήγε κοντά στον φίλο του για να τον
βοηθήσει.
«Τον δυσκόλεψες πάλι σήμερα τον Μάγνο» του είπε χτυπώντας του
την πλάτη.
«Δεν τον κέρδισα όμως», ο Λέανδρος ακουγόταν απογοητευμένος.
«Δεν έχει σημασία, έπρεπε να δεις τα παιδιά. Όλοι σε θαύμαζαν κι
εύχονταν να μπορούσαν να χειρίζονται το σπαθί με τη δική σου ευκολία».
Ο Λέανδρος όμως δεν του απάντησε. Δεν τον ενδιέφερε τι ήθελαν οι
άλλοι αλλά τι δεν μπορούσε να καταφέρει αυτός. Ο Βόρυς έβλεπε πόσο
αυστηρός ήταν με τον εαυτό του, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον
βοηθήσει.
«Είδες καθόλου τον καινούργιο στο μάθημα;» Ο Βόρυς έγνεψε
αρνητικά.
«Μπα, νομίζω ότι κάπου τον πήρε το μάτι μου απομακρυσμένο απ’
όλους, αλλά δεν έδωσα και πολύ σημασία».
«Πολύ μυστήριος τύπος. Τον συνάντησα πριν στην…», ο Λέανδρος
δαγκώθηκε μιας και δεν ήθελε να αποκαλύψει στον φίλο του που ήταν, για να
αποφύγει τις ερωτήσεις του. Ο Βόρυς όμως έπιασε την υπεκφυγή του, και μη
θέλοντας κι ο ίδιος να δώσει συνέχεια σ’ ένα θέμα που δεν ήθελε να
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 97
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
συζητήσει, έψαξε γύρω του να βρει ένα άσχετο θέμα. Από μακριά είδε τον
Παρίνο, τον μικρόσωμο φίλο τους, να τρέχει προς το μέρος τους. Φαινόταν
λαχανιασμένος και το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. «Κοίτα, έρχεται ο
Παρίνος. Λίγο αναστατωμένος μου φαίνεται». Ο Λέανδρος έστρεψε με τη
σειρά του το βλέμμα του στην κατεύθυνση που του είχε υποδείξει ο φίλος του.
Όταν τους πλησίασε δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπάθησε να ηρεμήσει για
να μπορέσει να μιλήσει. Ο Βόρυς τον ακούμπησε στον ώμο με έκδηλη την
ανησυχία του για την κατάστασή του.
«Ηρέμησε …. Πάρε μια ανάσα. Από τον στάβλο έρχεσαι;»
Το παιδί ανήμπορο ακόμα να μιλήσει κούνησε καταφατικά το κεφάλι
του.
«Κάποιο πρόβλημα με τον Κύρο;» ξαναρώτησε ο Βόρυς. Η απάντηση
που πήρε ήταν η ίδια. Ο Λέανδρος είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
«Θα μας πεις επιτέλους τι συμβαίνει;» Ο Παρίνος ξεροκατάπιε κι άρχισε
να κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε σαν μανιασμένο.
«Ο Κύρος σας ψάχνει. Έχετε αργήσει… είμαστε όλοι μαζεμένοι και σας
περιμένουμε. Τα παιδιά είναι πολύ θυμωμένα μαζί σου Λέανδρε γιατί εξαιτίας
σου θα πάρουμε παράταση στην τιμωρία».
Μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησαν για ποιο λόγο ο επιστάτης
των στάβλων έψαχνε να τους βρει, και γιατί ο Παρίνος από την αγωνία του
είχε βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση. Χωρίς να το καταλάβουν, είχαν
αφαιρεθεί και οι δύο στην κουβέντα τους και δεν πρόσεξαν ότι η αυλή γύρω
τους είχε αδειάσει. Όλοι οι μαθητές μετά το μάθημα του Μάγνου είχαν γυρίσει
στις ασχολίες τους ενώ αυτοί είχαν ξεχαστεί. Κανένας από τους δύο δεν
απάντησε. Απλά άρχισαν να τρέχουν προς τον στάβλο.
Όταν μπήκαν στον στάβλο βιάστηκαν να πάνε στο άλογο που τους είχε
αναθέσει ο επιστάτης. Κοίταξαν τριγύρω, αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι του
επιστάτη. Ήλπιζαν να ήταν απασχολημένος και να μην είχε παρατηρήσει την
αργοπορία τους. Προσπάθησαν να ελιχθούν όσο πιο απαρατήρητοι μπορούσαν.
Μέσα από τους στάβλους όμως, ένιωθαν τα βλέμματα των άλλων παιδιών να
τους καρφώνουν. Οι ελπίδες τους όμως γρήγορα γκρεμίστηκαν, όταν μπήκαν
στον στάβλο του Σείριου που τους έστειλε ο συμμαθητής τους. Ο Κύρος ήταν
ήδη εκεί και τους περίμενε. Είχε πάρει τη βούρτσα και έτριβε το άλογο που
φαινόταν να τ’ απολαμβάνει.
Μόλις τους πήρε είδηση, γύρισε το κεφάλι του. Το μάτι του έπεσε πάνω
τους και τους κοίταζε με οργή και θυμό. Τα παιδιά πρώτη φορά τον έβλεπαν
από τόσο κοντά. Το άλλο του το μάτι το είχε καλυμμένο μ’ ένα μαύρο μαντήλι
98 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
που το έδενε γύρω από το κεφάλι του. Ο χρόνος κι οι κακουχίες είχαν αφήσει
τα σημάδια τους πάνω του. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα κι ανακατωμένα,
απεριποίητα και λιγδιασμένα. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, γεμάτο ουλές
και ρυτίδες. Έλεγε σε όλους ότι ήταν ενθύμια από τον πόλεμο. Ο Βόρυς όμως
ποτέ δεν τον είχε πιστέψει. Έβλεπε ότι έλεγε ψέματα στην προσπάθειά του να
κρύψει το μυστικό του.
Λόγω της καθημερινής του δουλειάς στους στάβλους, τα ρούχα του και
τα ακάλυπτα σημεία του σώματός του ήταν γεμάτα με χώματα κι ακαθαρσίες
αλόγων. Ως εκ τούτου, η μυρωδιά που έβγαινε απ’ αυτόν ήταν τόσο έντονη
που τα παιδιά είχαν να το λένε ότι μύριζε περισσότερο κι απ’ όλα τα άλογα του
στάβλου μαζί.
«Ώστε αποφασίσατε να μας κάνετε επιτέλους την τιμή και να έρθετε;»
Η ειρωνεία ήταν διάχυτη στα λόγια του.
«Χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Μπορούμε να κάτσουμε όμως
περισσότερο για ν’ αναπληρώσουμε το χρόνο που χάσαμε».
«Και τι το πέρασες εδώ μικρέ; Εσύ είσαι αυτός που θα κανονίσει το
πρόγραμμα;» Ο Κύρος πλησίασε τον Λέανδρο τόσο κοντά, που το νεαρό αγόρι
ένιωθε έντονη τη δυσωδία της ανάσας του άντρα παρ’ όλο που τον περνούσε
ένα κεφάλι.
«Απλά θέλω να επανορθώσω» απάντησε όσο πιο γλυκά μπορούσε για
να κατευνάσει τα πνεύματα και να φύγει από κοντά του ο επιστάτης. Ο Κύρος
γέλασε δυνατά και τους γύρισε την πλάτη μουρμουρίζοντας.
«Να δούμε τι άλλο θ’ ακούσω σήμερα. Δε μας έφτανε η επιστροφή του
άλλου, τώρα θα μας κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα μας και τα μικρά».
Φανερώνοντας χαμηλόφωνα τις σκέψεις του, ο επιστάτης αποχώρησε από τον
στάβλο, αφήνοντας πίσω τον Λέανδρο να παίρνει βαθιές αναπνοές θέλοντας
να αναπληρώσει τον αέρα που έχασε από την παρουσία του Κύρου.
«Μα τι πράγμα κι αυτό. Από τον βρωμερό στον βρωμερότατο. Και μου
λες μετά γιατί θέλω να φύγω. Για ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα είναι η
απάντησή μου».
Ο Βόρυς δε φάνηκε να του δίνει σημασία. Ο Λέανδρος γρήγορα
αντιλήφθηκε ότι ο φίλος του ήταν αφηρημένος.
«Τι συμβαίνει; Είσαι εδώ;» του κούνησε το χέρι του μπροστά από τα
μάτια του για να τον συνεφέρει από τις σκέψεις του.
«Τον άκουσες τι είπε;» τον ρώτησε τελικά.
«Ποιο απ’ όλα;» ρώτησε αδιάφορα ο Λέανδρος.
«Κάτι για την επιστροφή κάποιου».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 99
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σχηματιζόταν στην πάνω γραμμή του αρχικού σίγμα ενώ στην πάνω του
τελικού σίγμα σχηματιζόταν μια λεπτή στενόμακρη ουρά που διέγραφε
ελλειπτική γραμμή. Πήρε μια βαθιά ανάσα αντλώντας δύναμη από το καθαρό
οξυγόνο κι άνοιξε την ξύλινη πόρτα του στάβλου. Το μαύρο εντυπωσιακό
άλογο ξεπρόβαλλε μπροστά του. Ήταν ψηλό με μακριά πόδια. Η χαίτη του
ήταν πλούσια κι έλαμπε στο φως του ήλιου. Το βλέμμα του ήταν αρρενωπό.
Κοιτούσε τα παιδιά με ανωτερότητα και κλάση. Τους επεξεργαζόταν από
ψηλά, έχοντας επίγνωση της αξίας του. Ο Βόρυς χωρίς να μιλήσει σε κανέναν,
πήρε την τσουγκράνα από τη γωνία και έσυρε άχυρα μπροστά στο άλογο για
να φάει.
Από την ξύλινη πόρτα ξεπρόβαλλε το κεφάλι του Κύρου, κάνοντας και
τους τρεις να στρέψουν το κεφάλι τους προς το μέρος του. Παρακολουθούσε
όλους τους μαθητές για να σιγουρευτεί ότι κάνουν καλή δουλειά και
περιποιούνται όπως αρμόζει τ’ άλογά του. Το βλέμμα του έπεσε επίμονο πάνω
στον Βυλτώρ, κάτι που παρατήρησαν οι δύο φίλοι.
«Να ακουμπάτε με προσοχή τα βρωμόχερά σας πάνω στον Σείριο, όσο
για εσένα…. σε παρακολουθώ πιο στενά από ποτέ», ο Λέανδρος κι ο Βόρυς
ήταν σα να μην υπάρχουν, τα λόγια του απευθύνονταν φανερά στο νεαρό
αγόρι.
«Βλέπω ότι έχεις φιλίες στο κάστρο» τον ειρωνεύτηκε ο Λέανδρος. Ο
νεαρός όμως δεν του έδωσε σημασία. Ο Βόρυς πλησίασε τον Λέανδρο,
κοιτώντας επιφυλακτικά τον νεαρό.
«Γιατί του μιλάς έτσι;» ψιθύρισε όσο πιο πολύ μπορούσε για να μην τον
ακούσει.
«Κάτι δε μου πάει καλά με αυτόν. Από πού ξεφύτρωσε ξαφνικά; Και τι
είναι αυτό το υφάκι; Ούτε μας μιλάει, ούτε καν το όνομα του δε μου είπε όταν
τον ρώτησα. Ποιος νομίζει ότι είναι επιτέλους; Τώρα πρέπει να τον
φορτωθούμε και στον θάλαμό μας». Ο Λέανδρος είχε σταθερό τόνο στη φωνή
του, αν και μιλούσε λίγο πιο χαμηλόφωνα. Δε φαινόταν να τον απασχολεί
ιδιαίτερα αν θα ακουστεί.
«Άκουσα ότι τον λένε Βυλτώρ, κι ότι πριν λίγα χρόνια ζούσε στο
κάστρο. Μετά δεν ξέρουν τι απέγινε, άλλοι λένε ότι το έσκασε, άλλοι ότι ζούσε
στο δάσος με τα ψηλά δέντρα και διάφορες άλλες εκδοχές». Ο Βόρυς φυσικά
δεν είχε καθίσει να συζητήσει το θέμα με κανέναν. Ήταν πράγματα που είχε
ακούσει με τα μάτια του όση ώρα περιφερόταν στο στάβλο αυτοεξόριστος.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 103
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σωρός με τα άχυρα κάτω και στην κυριολεξία είχε πνίξει την ομάδα της
Διώνης. Ο Κύρος ήταν σε έξαλλη κατάσταση και προσπαθούσε να σώσει ό,τι
μπορούσε. Ήταν αδύνατον όμως να στοιβάξει όλα τα δεμάτια μόνος του. Τα
κορίτσια είχαν ενθουσιαστεί με την κατάσταση κι ενώ τ’ άχυρα κάλυπταν τα
πόδια τους και σχεδόν το μισό τους σώμα, αυτές το πήραν σαν παιχνίδι κι
άρχισαν να πετάνε άχυρα η μία στην άλλη. Μέσα στον στάβλο επικρατούσε
πανικός από τις φωνές και τα γέλια των κοριτσιών. Όλες οι ομάδες είχαν
παρατήσει τη δουλειά τους και χάζευαν το απολαυστικό θέαμα. Όσο κι αν του
άρεσε και του Λέανδρου, ήξερε ότι όλα αυτά είχαν γίνει για έναν λόγο και δεν
έπρεπε να χασομερά.
«Πάμε να τελειώσουμε Βόρυ. Αν μας δει ο Κύρος, με τα νεύρα που έχει
θα ξεσπάσει πάνω μας».
«Δίκιο έχεις» απάντησε προβληματισμένος ο Βόρυς.
Τα δύο αγόρια γέλασαν και πήγαν στον στάβλο τους. Ο Βυλτώρ
βρισκόταν εκεί, ακριβώς όπως τον είχαν αφήσει. Σαν να μην είχε συμβεί
τίποτα. Ο Βόρυς έπιασε πάλι τον κουβά του και πήγε να τον γεμίσει. Την ώρα
που πλησίασε με το χέρι του την αντλία άκουσε τον Κύρο να τον φωνάζει.
«Εεε, μικρέ έλα να βοηθήσεις τα κορίτσια να μαζέψουν τ’ άχυρα» το
κεφάλι του Κύρου ξεπρόβαλλε από τη χαμηλή πόρτα του στάβλου. Ο τόνος
του ήταν επιτακτικός. Δεν ήταν κάτι που του το ζητούσε, αλλά το απαιτούσε…
Ο μικρός δεν είχε επιλογή, παράτησε τον κουβά κι ακολούθησε τον επιστάτη
απρόθυμα στον χώρο των άχυρων.
Ο Λέανδρος που παρακολουθούσε τη σκηνή έβραζε στο ζουμί του. Δεν
μπορούσε να το πιστέψει ότι και τώρα δε θα γινόταν αυτό που ήθελε. Είχε
μείνει μόνος του στο στάβλο με τον Βυλτώρ που ήταν φανερά απασχολημένος
στο τρίψιμο του αλόγου. Έπρεπε να δράσει γρήγορα, χωρίς περαιτέρω
καθυστερήσεις. Η κατάσταση επέβαλλε δραστικά μέτρα. Αποφασισμένος
άρπαξε τον κουβά που είχε παρατήσει πριν λίγο ο Βόρυς. Με γρήγορες
βιαστικές κινήσεις κατευθύνθηκε προς τη βρύση. Το είχε πάρει πολύ
προσωπικά ο Λέανδρος. Ένιωθε ότι αυτό το κρύο μεταλλικό αντικείμενο τον
κορόιδευε κι απωθούσε επίτηδες τις όποιες προσπάθειες του Βόρυ. Τώρα όμως
θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του.
Ο Βυλτώρ τον έβλεπε που έκανε απότομες κι βιαστικές κινήσεις και
απόρησε. Ήταν φανερό ότι κάτι απασχολούσε τον νεαρό. Τόσα χρόνια μόνος
και περιπλανώμενος σε πολλά αφιλόξενα μέρη είχε μάθει καλά ότι πίσω από
κάθε συμπεριφορά υπάρχει και κάποια αιτία. Μία κινητήρια δύναμη που
ωθούσε τον κόσμο να ενεργεί ανάλογα με το τι συνέβαινε βαθιά μέσα στην
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 107
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ψυχή του. Έτσι, τώρα κι ο Λέανδρος. Δεν του ήταν δύσκολο να ερμηνεύσει
την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Τόσην ώρα που δούλευε ήταν ξεκάθαρο
ότι το μυαλό του ήταν αλλού. Οι κινήσεις του ήταν απρόσεχτες, ενώ τη
βούρτσα την κρατούσε τόσο χαλαρά που σχεδόν χάιδευε τη ράχη του ζώου,
παρά έτριβε. Μία κίνηση αποδεκτή για ένα αδύναμο παιδί σαν τον Βόρυ αλλά
απαράδεκτη για ένα παιδί με τη σωματική διάπλαση του Λέανδρου. Πέρα από
αυτό, το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στη βρύση που πέρα από μια
κανονική βρύση δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν τόσο κολλημένος όμως, που
με τίποτα δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Ιδίως όταν ο Βόρυς
πλησίαζε προς τα εκεί σταματούσε τελείως κάθε του κίνηση και στεκόταν
ακίνητος περιμένοντας κάτι να συμβεί. Σχεδόν σταματούσε ν’ αναπνέει ενώ
τα μάτια του πρόδιδαν την αγωνία της ψυχής του. Και τώρα τα παράτησε όλα
και έτρεξε με ορμή προς τη βρύση σχεδόν παραμιλώντας. Ήταν σίγουρος ότι
σε πολύ λίγο κάτι θα συνέβαινε και χωρίς αμφιβολία θα το είχε προκαλέσει ο
Λέανδρος.
Δε χρειάστηκε να περιμένει για πολύ ο Βυλτώρ. Μέσα σε κλάσματα
δευτερολέπτου ένιωσε το υγρό και παγωμένο άγγιγμα του νερού που σαν
σιντριβάνι ξεπετιόταν με φόρα από τη βρύση. Η βρύση είχε σπάσει και το νερό
της λίμνης διασκορπιζόταν σ’ όλο τον στάβλο. Ο Λέανδρος στεκόταν πάνω
από τη βρύση, είχε βγάλει την μπλούζα του και προσπαθούσε με αυτήν να
περιορίσει την ορμή του νερού. Μάταια όμως, τίποτα δε θα μπορούσε να
κατευνάσει την οργή του τέρατος που είχε απελευθερώσει. Τα νερά έβρισκαν
τον δρόμο τους μέσα στο στάβλο και θρονιάζονταν σε κοίλα μέρη του στάβλου
σχηματίζοντας λακκούβες. Το άλογο βρεχόταν κι είχε αρχίσει να κινείται
δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του για το ορμητικό νερό που έπεφτε πάνω στη
ράχη του. Ο Βυλτώρ το κόλλησε στη γωνία του στάβλου προσπαθώντας να το
ηρεμήσει. Έπειτα πλησίασε τον Λέανδρο που ακόμα προσπαθούσε να
καταλαγιάσει την ορμή του νερού.
Ο Λέανδρος τον είδε να πλησιάζει. Τώρα είναι η ευκαιρία μου, σκέφτηκε.
«Γρήγορα Βυλτώρ, έξω από πίσω ακριβώς είναι η αντλία. Πήγαινε και
γύρισέ την για να σταματήσει το νερό».
Ο Βυλτώρ τον κοίταξε καχύποπτα. Δε θα τον άφηνε για πολύ ώρα μόνο
του. Τώρα πια ήταν βέβαιος ότι κάτι ετοίμαζε και ήθελε να τον διώξει από τον
στάβλο. Αν δεν πήγαινε όμως να κλείσει το νερό, σε λίγο θ’ άρχιζε να κυλάει
έξω και αν τους έπαιρνε χαμπάρι ο Κύρος θα είχαν μεγάλο πρόβλημα. Έτσι
βγήκε τρέχοντας από τον στάβλο. Όλοι ήταν απασχολημένοι με την
επανατοποθέτηση των άχυρων για ν’ ανοίξει ο δρόμος. «Πολύ βολικό»
108 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σκέφτηκε χωρίς να σταματήσει. Αν και τα νερά είχαν βγει έξω από τον στάβλο
τους, κανένας δεν τα είχε προσέξει. Χωρίς να χρονοτριβεί έτρεξε προς τα έξω
ψάχνοντας για την αντλία του στάβλου τους. Την εντόπισε γρήγορα και με
πολύ δύναμη την τράβηξε. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από την πύλη
του νερού που έκλεινε. Περίμενε για λίγο για να βεβαιωθεί ότι το νερό
σταμάτησε και βιάστηκε να μπει πάλι μέσα.
Εν τω μεταξύ ο Λέανδρος με το που βγήκε ο Βυλτώρ έξω, πέταξε τη
βρεγμένη του μπλούζα και πλησίασε το άλογο. Ήταν μουσκεμένο και οι
χοντρές σταγόνες διέσχιζαν το τραχύ του τρίχωμα μέχρι να καταλήξουν στο
πάτωμα. Η γωνία που τον είχε βάλει ο Βυλτώρ ήταν ακόμα στεγνή κι ο Σείριος
είχε ξεχάσει την ξαφνική αλλαγή στο στάβλο του κι είχε αφεθεί στην
απόλαυση του σανού που ακόμα ήταν στεγνό εκεί που καθόταν. Ο Λέανδρος
τον χάιδευε στη ράχη απαλά, προσπαθώντας να τον δωροδοκήσει για να
πετύχει τον σκοπό του. Το άλογο φαινόταν να το απολαμβάνει μιας και
καθόταν ατάραχο ενώ που και που χλιμίντριζε εκδηλώνοντας την
ευχαρίστησή του. Ο Λέανδρος χωρίς να χάσει χρόνο πιάστηκε σταθερά από τη
χαίτη του και ανέβηκε στη ράχη του. Ο νεαρός είχε ανέβει ξανά σε άλογο μιας
και στο ορφανοτροφείο είχαν την ευκαιρία να ιππεύουν πολύ συχνά. Όλα τ’
άλογα ήταν στη διάθεση των παιδιών εκτός από τρία, κι αυτό γιατί σύμφωνα
με τον Κύρο ήταν άγρια και δε θα μπορούσαν να τα κουμαντάρουν. Ο Σείριος
ήταν ένα από αυτά τα τρία. Ο Λέανδρος όμως δε φοβόταν ούτε κι είχε πειστεί
ποτέ. Όσες φορές κι αν του είχαν ζητήσει κάποια παιδιά που είχαν άνεση στην
ιππασία να τους αφήσει να δοκιμάσουν την τύχη τους σ’ ένα από αυτά τα
περήφανα άλογα, ο Κύρος ήταν αρνητικός, βαθιά πεπεισμένος ότι δε θα τα
κατάφερναν. Και να που τώρα ο Λέανδρος καβαλίκευε τον Σείριο με περίσσια
άνεση, σαν να τον καβαλούσε κάθε μέρα. Η αίσθηση από εκεί πάνω ήταν
μοναδική. Δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ ένα απλό άλογο. Ένιωθε σαν
βασιλιάς καβάλα στο πελώριο άτι. Το ίδιο δε δυσανασχετούσε με αυτόν πάνω.
Σαν παλιοί γνώριμοι, το άλογο τον δέχτηκε πάνω του. Ο Λέανδρος κουνούσε
τα πόδια του ψάχνοντας να βρει τον τρόπο να αιωρηθεί. Μάταια όμως. Το
άλογο δεν κουνιόταν με καμία του κίνηση. Τι το διέταξε να πετάξει, τι το
χάιδεψε στο κεφάλι, τι το τράβηξε από τη χαίτη, τίποτα. Το άλογο δεν έδειχνε
κάποιο σημάδι ότι θα μπορούσε να πετάξει. Τόση ήταν η προσήλωσή του που
δεν πρόσεξε ότι η βρύση στέρεψε και δεν ανάβλυζε πλέον νερό.
Ήταν απελπισμένος να τον κάνει να πετάξει. Ήταν σίγουρος ότι το
άλογο ήταν η διέξοδος από το ορφανοτροφείο. Ήταν έτοιμος να φύγει
μακριά. Μπορούσε να δει τον εαυτό του να καλπάζει ελεύθερος στον ουρανό,
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 109
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Ρώτα τον φίλο σου» του είπε ο Βυλτώρ δείχνοντας τον Λέανδρο.
«Δική του ήταν η φαεινή ιδέα να πλημμυρίσει τον στάβλο για να καβαλικέψει
τον Σείριο».
Δε χρειαζόταν ν’ ακούσει άλλα ο Βόρυς. Είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.
Γνώριζε καλά ότι ο φίλος του θα έφτανε στα άκρα για να πετύχει αυτό που
ήθελε. Ό, τι κι αν του έλεγε δε θα είχε κάποιο όφελος. Ο Λέανδρος ήταν
αποφασισμένος να φύγει από το ορφανοτροφείο και τίποτα και κανένας δε θα
μπορούσε να τον σταματήσει. Ένιωθε μέσα του ότι πολύ σύντομα θα
βρισκόταν αντιμέτωπος με το δίλημμα να μείνει μόνος του στο
ορφανοτροφείο ή να τον ακολουθήσει σε μια περιπέτεια χωρίς ελπίδες
επιτυχίας και σε μια αναζήτηση που δε θα τους έβγαζε πουθενά. Δεν είπε
τίποτα. Δεν πρόλαβε και να πει τίποτα. Ο Κύρος εισέβαλλε στην κυριολεξία
μέσα στον στάβλο. Είχε παρατηρήσει τα νερά που έβγαιναν από τον στάβλο
τους και κυλούσαν μέχρι την εξωτερική είσοδο. Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει
καλά και οι αναποδιές συνεχίζονταν. Όταν μπήκε στο στάβλο, δεν έβλεπε
σχεδόν μπροστά του από την αγανάκτηση. Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο Σείριος
ήταν ασφαλής στράφηκε στα τρία αγόρια.
«Ανεπρόκοπα ζώα» τους είπε φωνάζοντας, «πόσο δύσκολο είναι να
πλύνετε ένα άλογο;» Κοίταξε τη βρύση και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί.
«Τι τεμπέληδες, τσαπατσούληδες που είστε. Πώς καταφέρατε να μετατρέψετε
τον στάβλο του Σείριου σε λίμνη;» Οι φωνές του ήταν τόσο δυνατές που
τράβηξαν την προσοχή όλων των παιδιών. Σιγά σιγά άρχισαν να
συγκεντρώνονται έξω από τον στάβλο για να δούνε τι είχε συμβεί. Η μέρα είχε
αποδειχτεί πολύ επεισοδιακή και το απολάμβαναν, δεν προλάβαιναν να
παρακολουθούν τα περιστατικά που προέκυπταν συνέχεια. Ο Κύρος είχε
κοκκινίσει, ενώ το μοναδικό του μάτι είχε πρηστεί και κόντευε να πεταχτεί
έξω. Τους κοιτούσε και τους τρεις και δεν ήξερε πώς να εκφράσει την οργή
του καλύτερα. Η ματιά του έπεσε πάνω στον Βυλτώρ.
«Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που σε είδα ότι δεν επέστρεψες για
καλό. Είσαι ήδη μια μέρα εδώ και γύρισε ο κόσμος ανάποδα» ο Κύρος
δαγκώθηκε, κατάλαβε ότι είχε πει πολλά και ιδιαίτερα μπροστά σε τρίτους.
«Μικρέ» είπε δείχνοντας τον Βόρυ, «πάρε το άλογο από εδώ και βάλ’ το μαζί
με τον Μύρτο, μέχρι τουλάχιστον αυτοί οι δύο να καθαρίσουν τα νερά και να
συμμαζέψουν το χώρο. Δε θα φύγετε αν δεν τελειώσετε». Τους έριξε ένα
βλέμμα αποδοκιμασίας κι έφυγε με την ίδια ορμή που μπήκε πηγαίνοντας να
βρει καινούργια βρύση για να επιδιορθώσει τη ζημιά.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 111
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
φοβήθηκε καθόλου. Της ήταν γνώριμα τα κόλπα του Αρσένιου. Ο θυμός του
δεν κράτησε πολύ και σε λίγα λεπτά ο καπνός συρρικνώθηκε.
«Τι θα μου δώσεις γι’ αντάλλαγμα;» τη ρώτησε μετά από λίγο, αφού
είχε ηρεμήσει.
Η Ζηνοβία σκέφτηκε για λίγο κι απάντησε αποφασιστικά.
«Σου είπα ήδη….., την ελευθερία σου». Η καρδιά της σφίχτηκε γι’ ακόμη
μια φορά που αναγκάστηκε να ξεστομίσει αυτές τις λέξεις. Δε θα ήθελε με
τίποτα να τον δει να τριγυρνάει ελεύθερος. Θ’ ασχολιόταν μαζί του όμως,
αφού τελείωνε με τη Σελίμα.
«Καημένη Ζηνοβία, πόσο απελπισμένη πρέπει να’ σαι για να έρθεις σ’
εμένα. Με χρειάζεσαι, κι αυτό είμαι σίγουρος ότι σε σκοτώνει μέσα σου. Είμαι
περίεργος όμως. Γνωρίζει κανένας άλλος αυτό που πρόκειται να κάνεις;»
Μια πονηριά εντόπισε στα λόγια του η Ζηνοβία. Απορροφημένη όπως
ήταν στην κουβέντα τους δεν παρατήρησε την παρουσία ενός τρίτου στο
γραφείο, κάτι που δε διέφυγε της προσοχής του Αρσένιου που δε θα έχανε την
ευκαιρία να την εκθέσει.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και κανείς δε γνωρίζει, ούτε πρόκειται
να το μάθει για εσένα. Κι εσύ φρόντισε να μείνει έτσι».
«Τότε πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς θα το δικαιολογήσεις στον
παλιόφιλό μου που μας παρακολουθεί τόσην ώρα χωρίς να δηλώσει την
παρουσία του».
Έντρομη η Ζηνοβία γύρισε προς την πόρτα. Αντίκρισε έναν
αποσβολωμένο Μάγνο να κοιτάζει πότε αυτήν και πότε τον Αρσένιο.
Αιφνιδιασμένη τράβηξε το χρυσό σκοινί που τόσην ώρα κρατούσε στο χέρι της
κι έκλεισε την κουρτίνα.
με κανέναν μαθητή. Η ίδια δεν ήθελε. Τα αγαπούσε όμως όλα σαν παιδιά της
κι ήξερε το όνομα του καθενός απέξω. Την ώρα που έσερνε το καροτσάκι
έστελνε αμήχανα χαμόγελα προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ παρατηρούσε στα
μάτια όλων την απορία για την παρουσία της εκεί. Έτσι, πίσω από την
πληθωρική κορμοστασιά της, η Μερόπη έσερνε την κόρη της που κρατούσε
την ποδιά της, μην και την έχανε εκεί μέσα και δεν ήξερε πώς να βρει το
δρόμο για την κουζίνα μετά. Η μικρή κοιτούσε τα παιδιά και χαμογελούσε. Αν
και ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν είχε καμία επαφή μαζί τους. Η
Ζηνοβία της είχε επιτρέψει να παρακολουθεί τα μαθήματα με όλα τα παιδιά
και γενικά να απασχολείται σε όλες τις δραστηριότητες μαζί τους. Η Ευτέρπη
όμως είχε ζητήσει από τη μητέρα της να μην την αναγκάσει να το κάνει. Της
άρεσε η μοναξιά της και δεν ήθελε να συναναστρέφεται κανέναν, παρά μόνο
τη μητέρα της.
Τα παιδιά τις κοιτούσαν απορημένα και τις δύο την ώρα που διέσχιζαν
τη σάλα. Δεν ήταν κάτι που έβλεπαν κάθε μέρα, την εικόνα της μαγείρισσας
παρέα με την κόρη της. Η Μερόπη προσπάθησε πέρα από τις δυνάμεις της να
διασχίσει την αίθουσα με αξιοπρέπεια, γνωρίζοντας καλά ότι οι όροι είχαν
αντιστραφεί κι όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της. Πίσω από το
λαμπερό της χαμόγελο κρυβόταν η αμηχανία και η αγωνία κι ήθελε διακαώς
να τελειώσει αυτό που είχε να κάνει και να επιστρέψει άμεσα στο καταφύγιό
της. Η μικρή πίσω της τη δυσκόλευε, καθώς κρεμόταν κυριολεκτικά από τη
φούστα της. Κακώς πήρα μαζί μου την Ευτέρπη, σκέφτηκε. Έπρεπε να την αφήσω
στην κουζίνα. Πιο γρήγορα θα τελείωνα. Απορροφημένη στις σκέψεις της, η
Μερόπη έφτασε μέχρι το τραπέζι των παιδιών. Τους σέρβιρε όλους έναν έναν
κι άφηνε στον καθένα τον δίσκο του. Πρώτα σέρβιρε τον Βόρυ κι ύστερα τους
υπόλοιπους. Όταν έφτασε στον Βυλτώρ του χαμογέλασε και ακούμπησε τον
ώμο του. Αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο και την ευχαρίστησε.
«Χαίρομαι που σε βλέπω Βυλτώρ. Αδυνάτισες ή μήπως είναι ιδέα μου;»
του είπε κοιτάζοντάς τον διερευνητικά από πάνω μέχρι κάτω.
«Βλέπω δεν έχασες το χάρισμα της παρατηρητικότητας» της είπε και
γέλασε.
«Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ» του απάντησε η Μερόπη.
«Μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου, μας έλειψες». Η μελαγχολία έκανε την
εμφάνισή της στο πρόσωπό της. Μιλούσε χαμηλόφωνα για να μην την
ακούσουν τα παιδιά τριγύρω, όμως δεν ήταν δύσκολο για τους άλλους να
μαντέψουν τι λέγανε από την έκφραση στο πρόσωπό της. Ο Βυλτώρ
120 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
απέστρεψε το βλέμμα του. Η Μερόπη κατάλαβε ότι τον στεναχώρησε και του
χαμογέλασε.
«Έλα να με δεις κάποια στιγμή. Ξέρεις που θα με βρεις». Το νεαρό
παλικάρι δεν είπε τίποτα, αρκέστηκε να της ανταποδώσει το χαμόγελό της. Η
Μερόπη πήρε το καροτσάκι της και συνέχισε να σερβίρει τους υπόλοιπους που
την περίμεναν πώς και πώς να τους πάει τα μυρωδάτα φαγητά της.
Στο τραπέζι των παιδιών, ο Λέανδρος κοίταζε τον Βόρυ με σαστιμάρα.
Πολλά περίεργα πράγματα συνέβαιναν απόψε. Ο Λέανδρος έσκυψε προς το
αυτί του φίλου του.
«Αφού είδαμε και τον Βυλτώρ να γελάει, νομίζω ότι τα έχουμε δει όλα
γι’ απόψε. Τίποτα δε θα μου κάνει εντύπωση πια», του είπε και έσκασε ένα
χαμόγελο στον Βόρυ. Ο μικρός αετομάτης μιμήθηκε τον φίλο του και
διακριτικά χαμογέλασε.
Η βραδιά στην τραπεζαρία συνεχίστηκε ομαλά χωρίς άλλες εκπλήξεις.
Ήταν ήδη αρκετές για μία μέρα. Στον δρόμο για τον κοιτώνα τους τα παιδιά
χάζευαν για μία ακόμα νύχτα από τη γυάλινη οροφή, το κόκκινο φεγγάρι.
Ανησυχία και φόβος πλημμύρισαν την καρδιά τους. Η άγνοια για το τι
συνέβαινε τους τάραζε τον ψυχικό τους κόσμο κι όσο κι αν προσπαθούσαν να
το αποδώσουν σε μια λογική εξήγηση, οι προσπάθειές τους δεν έπιαναν τόπο.
Το ένιωθαν ότι κάτι συνέβαινε. Είχαν περάσει τόσα πολλά τα περισσότερα
παιδιά στη ζωή τους προτού καταλήξουν στο ορφανοτροφείο, που είχαν
αναπτύξει την ικανότητα να διαισθάνονται τον κίνδυνο όταν πλησίαζε. Έτσι
είχαν μάθει να επιβιώνουν. Σαν τα άγρια θηρία που ακόμα κι αν τα
περιποιηθείς, κι αν τα κάνεις να νιώσουν ασφαλή, η διαίσθησή τους δεν τα
εγκαταλείπει ποτέ. Απλά καταλαγιάζει κάπου βαθιά μέσα τους, μέχρι να έρθει
η στιγμή που θα βγει πάλι στην επιφάνεια. Αυτό ακριβώς ένιωθαν τώρα τα
περισσότερα παιδιά. Τον φόβο και την ανησυχία ότι το κακό πλησίαζε και για
μία ακόμη φορά θα έπρεπε να αναπτύξουν το ένστικτο επιβίωσης που
κοιμόταν τόσο καιρό κάτω από τη στέγη της ασφάλειας και της προστασίας
που τους πρόσφερε το ορφανοτροφείο.
Αυτό που τα τρόμαζε περισσότερο ήταν ο φόβος της αναγκαστικής
επιστροφής στον κόσμο. Τόσα χρόνια είχαν βολευτεί μια χαρά μέσα στο
ορφανοτροφείο. Δε χρειαζόταν πλέον να μοχθούν για να φάνε ή κάθε βράδυ
να ψάχνουν άλλο μέρος να κοιμηθούν. Είχαν την ευκαιρία να μάθουν
πράγματα, να γίνουν κάποιοι και με τα εφόδιά τους να μπορέσουν να βγουν
στον κόσμο προετοιμασμένοι να τον αντιμετωπίσουν στα ίσα. Τα περισσότερα
παιδιά όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμα για κάτι τέτοιο. Χρειάζονταν χρόνο. Το
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 121
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ένιωθαν όμως ότι δεν είχαν άλλον πια. Η κατάσταση είχε μπει στην τελική
ευθεία. Το κόκκινο φεγγάρι ήταν ένας οιωνός των γεγονότων που θα
ακολουθούσαν. Από εκεί που είχαν σταματήσει να σκέφτονται πλέον τη μέρα
θα τους ξημερώσει, διότι απλά ζούσαν την κάθε τους στιγμή με χαρά κι
ευτυχία, από τότε που εμφανίστηκε το κόκκινο φεγγάρι φοβόντουσαν να πάνε
για ύπνο.
«Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κοιμηθώ απόψε» είπε ο Βόρυς που
περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Πλέον γι’ αυτόν, εδώ και καιρό οι νύχτες
είχαν καταντήσει εφιαλτικές. Έτρεμε στην ιδέα τι θα του συνέβαινε αν
αποκοιμιόταν.
«Αν καταφέρεις να κοιμηθείς, ίσως μάθεις περισσότερα πράγματα για
το όνειρο».
«Όχι, Λέανδρε, δεν είναι καθόλου έτσι. Κάθε νύχτα νιώθω ότι με
τραβάει προς τα κάτω όλο και περισσότερο ο εφιάλτης μου και κάποια στιγμή
δε θα μπορέσω να ξυπνήσω».
«Μη λες ανοησίες Βόρυ. Ένα όνειρο είναι. Κάθε βράδυ σου δίνει
περισσότερα στοιχεία. Εξάλλου εγώ θα είμαι δίπλα σου και θα σε
παρακολουθώ. Άσε που δε θα είμαι ο μόνος».
«Εννοείς τον Βυλτώρ;»
«Ποιον άλλον; Έχω την εντύπωση ότι συνέχεια μας παρακολουθεί.
Έχει αρχίσει να με κουράζει αυτή η κατάσταση. Τώρα που μιλάμε κι είναι
αρκετά μακριά μας, νιώθω ότι μπορεί να μας ακούει». Ο Λέανδρος
χαμογέλασε. «Παραλογίζομαι, το ξέρω. Στο κάτω κάτω, τι μπορεί να θέλει
αυτός από εμάς;»
«Λες να κατάλαβε η Ζηνοβία ότι ψάχνεις να βρεις τρόπο να βγεις από
το ορφανοτροφείο και τον έβαλε να μας κατασκοπεύσει για να μάθει τους
σκοπούς μας;» Ο Λέανδρος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Αυτό ήταν κάτι που δεν
το είχε σκεφτεί. Η Ζηνοβία ήξεραν ότι είχε κάποιες δυνάμεις, αλλά τόσα
παιδιά υπήρχαν στο ορφανοτροφείο. Δε θα μπορούσε να ξέρει για τον καθένα
τι σκέψεις είχε. «Δίκιο έχεις», άκουσε σε κάποια στιγμή τον Βόρυ να λέει.
Ο Λέανδρος τον κοίταξε απορημένος.
«Σε ποιο πράγμα;» τον ρώτησε ο Λέανδρος. Εδώ και λίγα λεπτά δεν είχε
μιλήσει καθόλου, παρά μονάχα σκεφτόταν την ερώτηση του Βόρυ. Ο Βόρυς
από τη μεριά του συνειδητοποίησε την γκάφα του. Ήταν αφηρημένος,
χαμένος στις σκέψεις κι αυτός και δεν πρόσεξε ότι αυτά που άκουγε ήταν οι
σκέψεις του Λέανδρου κι όχι τα λόγια του.
122 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Για το όνειρο που μου έλεγες πριν» είπε γρήγορα στην προσπάθειά του
να διορθώσει την απροσεξία του. «Το σκέφτηκα και πιστεύω ότι έχεις δίκιο.
Κάθε φορά μου δίνει νέα στοιχεία και δε θα έπρεπε να φοβάμαι να κοιμηθώ».
Ο Βόρυς ήλπιζε ότι είχε διορθώσει το στιγμιαίο λάθος του. Κάτι για το οποίο
σιγουρεύτηκε όταν είδε ότι ο Λέανδρος δεν ήταν ιδιαίτερα προβληματισμένος.
«Όπως και να ‘χει δε νομίζω ότι η Ζηνοβία τον έστειλε να μας
παρακολουθήσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μπορεί να διαβάζει τις
σκέψεις όλων των παιδιών στο ορφανοτροφείο. Κανένας δεν μπορεί να το
κάνει αυτό».
Ο Βόρυς κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Καλύτερα να μην έχουμε πολλές επαφές μαζί του» είπε ο Λέανδρος.
«Κάτι δε μ’ αρέσει πάνω του».
«Συμφωνώ κι εγώ». Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο Βόρυς ήταν
να μπλέξει με κάποιον σαν τον Βυλτώρ. Αν και δεν είχε καταφέρει να
διαβάσει τη σκέψη του, μύριζε τους μπελάδες γύρω του και θα ήταν καλύτερο
για τον ίδιο να μείνει μακριά του.
Ο κοιτώνας για μια ακόμη φορά ήταν κοκκινωπός. Ο ύπνος δε θα
μπορούσε να είναι ήρεμος για κανέναν που κοιμόταν μέσα στο κόκκινο
πλέγμα του φεγγαριού. Ο Βόρυς το είχε πάρει απόφαση. Απόψε δε θα
κοιμόταν. Θα προσπαθούσε να μείνει ξύπνιος για ν’ αποφύγει δυσάρεστες
εκπλήξεις. Όλα τα παιδιά του θαλάμου φόρεσαν τις πιτζάμες τους και
χάθηκαν μέσα στη θαλπωρή των σκεπασμάτων τους. Ο Λέανδρος ξάπλωσε
παρέα με τις σκέψεις του. Οι ελπίδες να φύγει από το ορφανοτροφείο
εξανεμίστηκαν μετά την αποτυχία του Σείριου να πετάξει. Σκεφτόταν πόσο
ανόητος ήταν που στηρίχτηκε στα λόγια του Δρώδη, του μεγαλύτερου
παραμυθά του ορφανοτροφείου. Κάθε μέρα τους έλεγε κι ένα διαφορετικό
απίθανο περιστατικό που του είχε συμβεί και αυτός σαν ανόητος τον πίστεψε.
Κάτι θα βρω, δεν μπορεί. Δεν είναι κανένα απόρθητο φρούριο. Κάποιος τρόπος θα
υπάρχει.
Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας κι αφού είχαν περάσει αρκετές ώρες από
τότε που ξάπλωσαν, ο Λέανδρος ήταν ακόμα ξύπνιος όταν άκουσε θόρυβο να
έρχεται από το κρεβάτι στο παράθυρο. Από τη μια μεριά κοιμόταν ο Πάρης ο
Βόρειος ενώ από την άλλη κοιμόταν ο Βυλτώρ. Δεν κουνήθηκε από τη θέση
του, ούτε άνοιξε τα μάτια του. Δεν ήθελε να τρομάξει αυτόν που είχε
ξυπνήσει. Μέσα στο σκοτάδι η ακοή του είχε οξυνθεί και βασίστηκε σ’ αυτήν
του την αίσθηση για να ερμηνεύσει τις κινήσεις του ξύπνιου συμμαθητή του.
Τον άκουγε να ψάχνει τα παπούτσια του που βρίσκονταν κάτω από το
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 123
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
κρεβάτι. Ένιωσε να περνάει από μπροστά του και μισάνοιξε τα μάτια του για
να δει ποιος ήταν. Έκπληκτος είδε τον Βυλτώρ να φοράει την κάπα του και να
κινείται προς την πόρτα για να βγει έξω. Μα που πάει αυτός τέτοια ώρα; Έκανε
υπερπροσπάθεια να μην ξυπνήσει κανέναν, πατώντας στις μύτες των ποδιών
του. Με προσοχή έπιασε το μάνταλο της πόρτας και με δύναμη το κατέβασε
κάτω. Βγήκε έξω και με την ίδια προσοχή έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ο
Λέανδρος γύρισε προς τον Βόρυ και πρόσεξε ότι κι ο φίλος του δεν κοιμόταν
αλλά τον κοιτούσε απορημένος.
«Που πάει τόσο αργά;» ψιθύρισε στον φίλο του για να μην ξυπνήσει
κανέναν από το θάλαμο. Ο Λέανδρος ανασήκωσε τους ώμους του,
εκφράζοντας έτσι ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα.
Δεν ήταν αυτό που την απασχολούσε τώρα όμως, αλλά γιατί εδώ και λίγα
δευτερόλεπτα δεν κινιόταν και η γέφυρα συνέχιζε να ταλαντεύεται. Πανικός
άρχισε να την κυριεύει. Έκλεισε τα μάτια κι αφουγκράστηκε τους παλμούς
της γέφυρας. Και να πάλι η ταλάντευση. Σταθερός βηματισμός μπροστά της
που μπορούσε να σημαίνει ένα μόνο πράγμα. Δεν ήταν μόνη της στη γέφυρα!
Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν όταν άκουσε μια πόρτα μπροστά της ν’
ανοίγει και να κλείνει με δυνατό κρότο. Η Διώνη έμεινε ακίνητη. Δεν
μπορούσε να διακρίνει τίποτα μπροστά της λόγω της ομίχλης. Οι υπόλοιπες
αισθήσεις της όμως βρίσκονταν σε υπερδιέγερση. Ο βηματισμός είχε
σταματήσει, άρα πλέον μπορούσε να συνεχίσει. Όχι, δε θα γυρίσω πίσω. Όποιος
κι αν ήταν δε με κατάλαβε. Η φωνή του μυαλού της έτρεμε από τη μια από το
κρύο κι από την άλλη από τον φόβο της. Θα συνεχίσω, απλά θα μείνω κρυμμένη.
Είχε μπει σε τέτοια διαδικασία και να το βάλει κάτω δεν ήταν μια ιδέα που την
ευχαριστούσε. Έτσι συνέχισε να προχωράει με ιδιαίτερη προσοχή κι έχοντας
το νου της μην έχει καμιά αναπάντεχη συνάντηση.
Λίγα μέτρα πριν την πόρτα, η ανυπομονησία να μπει μέσα την κυρίεψε,
κι ενώ μέχρι τώρα ήταν προσεχτική, έχασε τη σταθερότητα του βήματός της
με αποτέλεσμα να σειστεί όλη η γέφυρα. Ξαφνικά, κι απροειδοποίητα άρχισε
να ταλαντεύεται προς κάθε κατεύθυνση με σταδιακά αυξανόμενο ρυθμό. Η
Διώνη συνειδητοποίησε την άκομψη κίνησή της και γαντζώθηκε από τα
πλαϊνά άκρα της γέφυρας. Ο ρυθμός της ταλάντευσης όλο κι αυξανόταν
προκαλώντας στη γοργόνα αναγούλα. Πρέπει να παραμείνω σταθερή και να μην
κουνιέμαι καθόλου, επαναλάμβανε στον εαυτό της. Η κατάσταση της
προκαλούσε μεγάλη δυσφορία, δεν το είχε προβλέψει αυτό. Ελπίζω το πρωί να
με βρει στο κρεβάτι μου, κι όχι στο γρασίδι του κάστρου, σκέφτηκε προσπαθώντας
να υποβαθμίσει λίγο τη σοβαρότητα της κατάστασης. Έκλεισε γι’ άλλη μια
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 127
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
φορά τα μάτια της για να μειώσει τις παρενέργειες της ταλάντευσης στο σώμα
της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή σύντομα θα σταματούσε να κινείται.
Πράγματι, μέσα σε ελάχιστα λεπτά η ατσάλινη γέφυρα έχανε την ισχύ
της, ώσπου τελικά έφτασε σε κατάσταση πλήρους ακινησίας. Η Διώνη
παρέμεινε ακίνητη στο ίδιο σημείο, κουρνιασμένη με το κεφάλι σκυφτό και τα
χέρια της γαντζωμένα στα στυλώματα της γέφυρας. Περίμενε λίγο να
συνέλθει και όταν ένιωσε ότι είχε επανέλθει σωματικά και ψυχικά, συνέχισε
την πορεία της προς την πόρτα. Για καλή της τύχη η πόρτα αυτή ήταν
ξεκλείδωτη. Έπιασε το μάνταλο και την άνοιξε. Μόλις μπήκε μέσα ξεφύσησε
από ανακούφιση που τα είχε καταφέρει.
«Στην επιστροφή θα πάω σίγουρα από μέσα» είπε χαμηλόφωνα.
«Σήκω Βόρυ».
«Τι συμβαίνει; Που θα πάμε;» Ο Βόρυς απρόθυμα σηκώθηκε από το
κρεβάτι του. Ο Λέανδρος είχε ντυθεί κιόλας κάνοντας όσο περισσότερη ησυχία
μπορούσε.
«Βιάσου σου λέω, θα τον χάσουμε».
«Μα τι λες; Θ’ ακολουθήσουμε τον Βυλτώρ;»
Ο Λέανδρος δεν είχε διάθεση για κουβεντούλα.
«Αν δε βιαστείς θα μείνουμε πίσω. Ντύσου γρήγορα. Θα σε περιμένω
έξω από την πόρτα».
Ο Βόρυς έβαλε το παντελόνι του και τα παπούτσια του όσο πιο γρήγορα
μπορούσε. Δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει τον φίλο του αλλά ούτε και να τον
αφήσει μόνο του. Επομένως αισθανόταν ότι δεν είχε κάποια επιλογή κι έτσι
ακολούθησε τις οδηγίες του Λέανδρου που είχε ήδη φτάσει στην πόρτα του
κοιτώνα. Την άνοιξε προσεχτικά, έβγαλε το κεφάλι του στον διάδρομο και
παρακολουθούσε τον Βυλτώρ που διέσχιζε με γοργό βήμα τον σκοτεινό
διάδρομο της πτέρυγάς τους. Ο Βόρυς πλησίασε το πλευρό του Λέανδρου κι
αυτός του έκανε νόημα να περιμένει.
«Για ποιον λόγο πρέπει να τον ακολουθήσουμε;» τον ρώτησε
χαμηλόφωνα.
«Είναι πολύ περίεργος τύπος αυτός ο Βυλτώρ. Πού πάει τέτοια ώρα;
Θέλω να μάθω τι συμβαίνει μ’ αυτόν τον τύπο. Κάτι δε μ’ αρέσει πάνω του.
Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις;»
«Ναι, να κοιμηθώ» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Η Αλέκτρα
μας προειδοποίησε να μη βγούμε έξω. Το φεγγάρι είναι επικίνδυνο. Είδες πόσο
128 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
έχει επηρεάσει πολλά παιδιά. Κι εξάλλου σου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί
να πηγαίνει στην τουαλέτα;»
«Οι τουαλέτες της πτέρυγας είναι χαλασμένες, δε μπορώ να φανταστώ
ότι κάποιος θα άφηνε τη ζεστή θαλπωρή του δωματίου του για να κάνει
βόλτες στο κάστρο ψάχνοντας τις τουαλέτες της άλλης πτέρυγας. Απλά θα τον
ακολουθήσουμε εκεί που θα πάει για να δούμε τι σκαρώνει». Ο Λέανδρος
έχοντας γυρισμένη την πλάτη του, του έκανε νόημα με το χέρι να τον
ακολουθήσει.
Ο Βυλτώρ είχε ήδη διασχίσει τον μεγάλο διάδρομο με τη γυάλινη
οροφή και κατευθυνόταν προς τη Μαύρη Σκάλα. Το βήμα του είχε
επιταχυνθεί. Τα παιδιά άνοιξαν με τη σειρά τους το βήμα τους και βάδιζαν πιο
γρήγορα για να μην τον χάσουν. Προχωρούσαν κοντά στον τοίχο για να μη
γίνουν αντιληπτοί. Έτσι κρατούσαν μια αρκετά μεγάλη απόσταση που θα τους
παρείχε κάλυψη, όχι τόσο μεγάλη που θα μπορούσαν να τον χάσουν. Βάδιζαν
σκυφτά και προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν σημεία που έπεφτε το κόκκινο φως
του φεγγαριού κι αποκαλυφθούν.
Αφού κατέβηκε τη Μαύρη Σκάλα, ο Βυλτώρ έστριψε δεξιά και
κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία. Τα παιδιά δεν πτοήθηκαν καθόλου αλλά
συνέχισαν την παρακολούθηση. Δε μιλούσαν καθόλου μεταξύ τους. Για να
επικοινωνήσουν χειρονομούσαν με τα χέρια τους. Ο Βυλτώρ γεμάτος
αυτοπεποίθηση και σίγουρος για τις κινήσεις του μπήκε μέσα στην
τραπεζαρία. Τα φώτα ήταν σβηστά. Μαύρο σκοτάδι επικρατούσε μέσα.
Απτόητο το νεαρό αγόρι προχώρησε προς τη μικρή πόρτα του μαγειρείου. Τα
παιδιά από πίσω του μπήκαν στο χώρο της τραπεζαρίας. Δεν είχε ξανατύχει να
βρεθούν εκεί μέσα τόσο αργά. Ποτέ δε θα πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να
επικρατεί τόση ησυχία σ’ εκείνον τον χώρο που κάθε μέρα φιλοξενούσε
εκατοντάδες παιδιά. Παρατήρησαν ότι ενώ ο χώρος της τραπεζαρίας ήταν
σκοτεινός μια μικρή δέσμη φωτός πιθανόν από κάποιο κερί ξεπρόβαλλε από
το μικρό παραθυράκι του μαγειρείου.
«Δες» του είπε χαμηλόφωνα δείχνοντας του με το χέρι μέσα στο
μαγειρείο. «Κάποιος τον περιμένει. Ας πλησιάσουμε για ν’ ακούσουμε τι λένε».
Ο Βόρυς τον κοίταζε ανήσυχος. Δεν του άρεσε το σκοτάδι κι είχε αρχίσει
να τον τρομάζει η εκκωφαντική ησυχία.
«Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα. Αν μας πάρουν είδηση δεν ξέρεις τι
μπορεί να συμβεί. Καλύτερα να επιστρέψουμε πίσω». Ο Βόρυς φοβόταν και
δεν ήταν διατεθειμένος να το κρύψει άλλο. Ο Λέανδρος τον κοίταξε
εκνευρισμένος.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 129
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Δε φτάσαμε μέχρι εδώ για να γυρίσουμε πίσω. Εξάλλου στο δωμάτιο
δεν μπορείς να κοιμηθείς. Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις απόψε. Έλα,
ας πλησιάσουμε».
«Μη με ρωτήσεις αν προτιμώ τους εφιάλτες από αυτό που κάνουμε
τώρα. Δε θα σου αρέσει η απάντηση» είπε και ο Λέανδρος τον τράβηξε από το
χέρι και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Προχώρησαν πολύ αργά προς τη διπλή πόρτα. Όταν έφτασαν ακριβώς
δίπλα, ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του και πίεσε το ένα φύλλο της πόρτας για
ν’ ανοίξει ελάχιστα. Ίσα ίσα για να μπορέσει να δει και ν’ ακούσει. Από τη
μικρή χαραμάδα της πόρτας μπορούσε να διακρίνει το χώρο του μαγειρείου.
Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που αντί για τοίχους είχε παράθυρα. Η Μερόπη
είχε φροντίσει να εξοπλίσει το χώρο της με μαύρες κουρτίνες ώστε το βράδυ
να μη μολύνει το δωμάτιο το κόκκινο φως. Στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος
πάγκος γεμάτος κατσαρόλες. Ήταν όλες καθαρές και τακτοποιημένες
ανάλογα με το μέγεθός τους. Στη μια μεριά του τοίχου εκεί που δεν υπήρχαν
καθόλου παράθυρα μια τεράστια ντουλάπα τον κάλυπτε ολόκληρο από πάνω
μέχρι κάτω και από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Μέσα από τα τζάμια
διέκριναν εκατοντάδες πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα πάλι
τακτοποιημένα και οργανωμένα. Στους υπόλοιπους τοίχους, κάτω από τα
παράθυρα, υπήρχαν πάγκοι όπου κείτονταν στοιβαγμένες όλες οι πρώτες ύλες
για τα αυριανά τραπέζια, καλούδια σ’ άφθονες ποσότητες, γάλα, αυγά,
μαρμελάδες, λαχανικά κι άλλα πολλά.
Ανάμεσα στους δύο πάγκους υπήρχε μια ξύλινη πόρτα που οδηγούσε
στην αυλή. Εκεί ακριβώς στεκόταν ο Βυλτώρ, κι η Μερόπη καθόταν πλάι του
και τον κοίταζε με λατρεία. Στο χέρι της κρατούσε ένα φαναράκι που έβγαζε
μια αχνή, θαμπή λάμψη χάρη στο μικρό κεράκι που ήταν στερεωμένο στη
βάση. Στην άλλη άκρη της κουζίνας, μπροστά στην ντουλάπα, η Ευτέρπη
προσπαθούσε να τακτοποιήσει τα πιάτα. Ο θόρυβος που τα ακουμπούσε το ένα
πάνω στο άλλο σχεδόν κάλυπτε τις φωνές της Μερόπης και του επισκέπτη της
κι έτσι τα παιδιά προχώρησαν λίγο πιο μπροστά για να ακούσουν καλύτερα. Ο
Βυλτώρ με τη Μερόπη συζητούσαν. Ο Λέανδρος με προσοχή άνοιξε λίγο
παραπάνω την πόρτα για να μπορεί ν’ ακούει τι λέγανε. Οι φωνές τους ίσα
που ακούγονταν και τα δύο παιδιά κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να
τους καταλάβουν.
«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω αγόρι μου», φάνηκε να του λέει η
Μερόπη. «Μας έλειψες. Έφυγες και δε γύρισες να μας δεις».
130 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Στην πόρτα δίπλα έχει τη σκούπα, άντε
πήγαινε να τη φέρεις». Αγανακτισμένη η Μερόπη δεν έδωσε σημασία στην
κλαμένη κοπέλα. Την είχε κουράσει η ατσαλοσύνη της. Δεν τολμούσε να την
αφήσει ποτέ μόνη της σ’ ένα μέρος, από φόβο μην προκαλέσει κάποιο κακό
στον εαυτό της. Μ’ αυτό το άγχος και την ανησυχία ζούσε κάθε μέρα
καθιστώντας πολύ αδύναμα τα νεύρα της και ιδιαίτερα σε παρόμοιες
καταστάσεις. Κάθε φορά που της έβαζε τις φωνές το μετάνιωνε οικτρά μετά,
καθότι ήξερε ότι δεν έφταιγε η μικρή της. Σε κάθε της κίνηση αναγνώριζε από
μακριά τις κινήσεις του ανεπρόκοπου του άντρα της και θλίψη κυρίευε την
καρδιά της που η μονάκριβη κόρη της είχε κληρονομήσει όλα τα κουσούρια
του που την είχαν οδηγήσει μακριά του. Ποτέ δε θα γλιτώσω από αυτόν,
σκεφτόταν. Η Ευτέρπη, με τα θολωμένα από το κλάμα μάτια της, εντόπισε την
σκούπα και σέρνοντας τα πόδια της από βαριεστιμάρα κίνησε προς εκεί.
Τα δύο αγόρια κοκάλωσαν. Ο Λέανδρος γύρισε το κεφάλι του στο πλάι
και πρόσεξε ότι η σκούπα ήταν ακριβώς δίπλα του.
«Τώρα;» του έκανε νόημα με τα χείλη του ο Βόρυς. Η απόγνωση ήταν
φανερά αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.
«Τώρα, ψυχραιμία» του απάντησε με τον ίδιο τρόπο ο Λέανδρος. Δεν
μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, κι αν έμεναν εκεί η Ευτέρπη θα τους έβλεπε
σίγουρα. Δεν τους ήταν δύσκολο να την ακούσουν να πλησιάζει. Το σύρσιμο
που έκαναν τα καλαμένια παπούτσια της ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά της
νύχτας σαν να τραβούσαν σακιά με πατάτες. Ήταν εγκλωβισμένοι εκεί. Η
Ευτέρπη σε πολύ λίγο θα τους ανακάλυπτε και θα τους παρέδιδε στη μητέρα
της. Δεν άργησε να βρεθεί η νεαρή κοπέλα μπροστά από τον πάγκο. Αν και
ήταν αφηρημένη, αμέσως πρόσεξε τα δύο σκυφτά αγόρια. Η τσιρίδα από την
τρομάρα της αντήχησε λογικά σ’ όλο το ορφανοτροφείο. Η Μερόπη γύρισε και
την κοίταξε ξαφνιασμένη όσο και ανήσυχη.
«Τι σου συμβαίνει παιδί μου σήμερα;» Η Μερόπη είχε αρχίσει να
ανησυχεί. «Μήπως έκατσες καθόλου έξω αφού σκοτείνιασε; Αυτό το φεγγάρι
θα μας τρελάνει όλους». Ο Λέανδρος έκανε νόημα στην Ευτέρπη να σωπάσει.
Αυτή τον αναγνώρισε αμέσως και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της. Ο
Βόρυς δεν τολμούσε να την κοιτάξει, άκουγε όμως πολύ έντονα τους
δυνατούς χτύπους της καρδιάς της κοπέλας. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν από το
φόβο της, μετά όμως θυμήθηκε ότι σχεδόν κάθε μέρα τους άκουγε κάθε φορά
που κάποιο κορίτσι περνούσε μπροστά από τον Λέανδρο και εκείνος της
χαμογελούσε ή απλά την κοιτούσε. Μα επιτέλους πώς το καταφέρνει αυτό το
πράγμα; αναρωτήθηκε ο Βόρυς.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 133
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Νόμιζα ότι είδα ένα ποντίκι» της απάντησε χωρίς να χάσει καιρό και
χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον Λέανδρο. Ήταν η πρώτη φορά που της
έδινε σημασία το όμορφο αγόρι και σίγουρα δεν ήθελε να του χαλάσει χατίρι
και να την κακοχαρακτηρίσει. Ο αναστεναγμός της μητέρας της ακούστηκε
καθαρά μέχρι το σημείο που βρίσκονταν τα τρία παιδιά. Ο Λέανδρος άπλωσε
το χέρι του, άρπαξε την σκούπα και την πρόσφερε στο κορίτσι. Αυτή του
χαμογέλασε ντροπαλά και την πήρε. Αμέσως επέστρεψε μπροστά από την
ντουλάπα για να σκουπίσει τα διασκορπισμένα γυαλιά.
Ο Λέανδρος εν τω μεταξύ έκανε νόημα στον Βόρυ. Τώρα ήταν η
ευκαιρία τους να βγούνε έξω, που και οι δύο ήταν απασχολημένες και με
γυρισμένη την πλάτη τους. Μερικά εκατοστά τους χώριζαν από την πόρτα. Τα
δύο παιδιά πήραν μια ανάσα και με γρήγορες και αθόρυβες κινήσεις έφτασαν
στην πόρτα. Την άνοιξαν σιγά σιγά κι ένας ένας βγήκαν έξω και στάθηκαν
κάτω από το περβάζι. Με το που βγήκαν έξω ένιωσαν το βραδινό δροσερό
αεράκι να τους χαϊδεύει το πρόσωπο. Μέσα στην κουζίνα η Ευτέρπη αφού
μάζεψε όλα τα γυαλιά πήγε τρέχοντας στον πάγκο, περιμένοντας να βρει τον
Λέανδρο. Ταχτοποίησε τα κοτσιδάκια της, ίσιωσε το φόρεμά της και μ’ ένα
μεγάλο χαμόγελο πλαισιωμένο στο πρόσωπό της έριξε μια αιφνίδια ματιά
μπροστά από τον πάγκο. Μεγάλη απογοήτευση την έπιασε όταν δεν είδε
κανέναν να την περιμένει εκεί. Η μητέρα της παρακολουθούσε απορημένη τις
περίεργες κινήσεις της κόρης της. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Η
Μερόπη δεν άντεξε να μην τη ρωτήσει τι της συνέβαινε.
«Τι ψάχνεις κορίτσι μου;» τη ρώτησε με έκδηλη την ανησυχία της.
«Δεν ξέρω» απάντησε με ειλικρίνεια η μικρή. «Μάλλον έφυγαν», είπε
τραυλίζοντας. Η Μερόπη δεν είχε διάθεση να συνεχίσει την κουβέντα μαζί
της. Την είχε κουράσει απόψε πολύ. Την πλησίασε και την αγκάλιασε.
«Πήγαινε να κοιμηθείς κουκλίτσα μου. Σε λίγο θα έρθω κι εγώ». Δε
χρειάστηκε να της το ξαναπεί και έφυγε από την κουζίνα σχεδόν τρέχοντας,
κοιτάζοντας ταυτόχρονα προς όλες τις μεριές, μήπως και ξαναδεί το ξανθό
αγόρι. Η Μερόπη παρακολουθούσε από μακριά την αλλοπρόσαλλη πορεία της
κόρης της και κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.
Τα δύο αγόρια δεν είχαν βρει ακόμα το κουράγιο να φύγουν από το
περβάζι. Δεν ήξεραν προς τα πού να κινηθούν κι έτσι απλά στέκονταν
υπολογίζοντας την πορεία τους. Πριν συνειδητοποιήσουν ότι είχαν καταφέρει
να βγουν έξω, δημιουργήθηκε ρεύμα από την ανοιχτή πόρτα κι η ηρεμία της
νύχτας ταράχτηκε από το δυνατό κρότο της πόρτας που έκλεισε απότομα κι
από την κραυγή της τρομαγμένης μαγείρισσας. Χωρίς να χάσουν λεπτό,
134 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
έτρεξαν σκυφτοί και κρύφτηκαν πίσω από τις βατομουριές. Δεν ήταν δύσκολο
να καταλάβουν ότι ο κρότος θ’ ανησυχούσε τη Μερόπη.
Με το που κρύφτηκαν πίσω από το θάμνο άκουσαν την πόρτα του
μαγειρείου ν’ ανοίγει. Η ογκώδης σιλουέτα της Μερόπης δεν άργησε να
εμφανιστεί. Έριχνε διερευνητικές ματιές στον χώρο γύρω της. Ο δυνατός
κρότος την τρόμαξε. Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και έντονο ρίγος
διαπέρασε το κορμί της. Μέσα στο μυαλό της χίλιες σκέψεις πέρασαν σε
κλάσματα δευτερολέπτου για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Λόγω των
περίεργων συνθηκών που επικρατούσαν τις τελευταίες μέρες τα νεύρα της
ήταν τεντωμένα και το μόνο που της έλειπε ήταν τέτοια ανεξήγητα
περιστατικά που της προκαλούσαν περισσότερο άγχος.
«Ο Βυλτώρ θα ξέχασε την πόρτα ανοιχτή, τι τρομάρα κι αυτή
βραδιάτικα» είπε, αφού για να επανέλθει η ψυχική της ηρεμία έπρεπε κάπου
να αποδώσει το τράνταγμα της πόρτας. Αφού είδε ότι δεν υπήρχε κανένας
τριγύρω, έκλεισε την πόρτα και γύρισε στη δουλειά της.
Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς έκατσαν για λίγο πίσω από τον θάμνο για να
πάρουν μια ανάσα. Η βραδιά εξελισσόταν πολύ επεισοδιακή κι αυτοί βρέθηκαν
μπλεγμένοι σε καταστάσεις που ούτε είχαν φανταστεί ποτέ. Κοιτάχτηκαν και
χαμογέλασαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Το γέλιο ήταν ένας τρόπος για να
ξεσπάσουν τα νεύρα τους που κρέμονταν από μια κλωστή από την ένταση της
βραδιάς. Η αδρεναλίνη που έτρεχε στο αίμα, σπάζοντας κάθε όριο ταχύτητας
που είχε πάει ποτέ, τους προκαλούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα που τους
γέμιζαν ευτυχία. Ακόμα κι ο Βόρυς που ήταν τόσο διστακτικός κι αρνητικός με
την όλη κατάσταση ένιωθε πρωτόγνωρα συναισθήματα ευφορίας να
κατακλύζουν την καρδιά του.
«Τώρα προς τα πού να πάμε; Είμαστε αρκετά πίσω από τον Βυλτώρ;»
αναρωτήθηκε ο Λέανδρος. Και οι δύο περιεργάζονταν τον χώρο τριγύρω.
Υπήρχαν παντού άτακτα φυτρωμένα μικρά θαμνάκια που έφεραν διάφορους
χρωματιστούς καρπούς. Στο βαθύ τέρμα της αυλής, τα όρια του κάστρου και ο
χώρος που μπορούσαν να κινηθούν τα παιδιά οριοθετούνταν από τα θεόρατα
δέντρα που σχημάτιζαν το απροσπέλαστο δάσος όπου κανένα παιδί δεν
επιτρεπόταν να βρεθεί. Ο Βυλτώρ είχε βγει αρκετά νωρίτερα απ’ αυτούς,
δίνοντας του μεγάλο προβάδισμα.
«Αν πήγε αριστερά, ο δρόμος θα τον βγάλει στην είσοδο του
ορφανοτροφείου. Άρα δε νομίζω να κατευθύνθηκε εκεί. Για ποιο λόγο να
θέλει να φύγει αφού έκανε τόσο κόπο να μπει. Αν πάει δεξιά όμως, θα
καταλήξει στη λίμνη της μοναξιάς. Είσοδος ή λίμνη;» Ο Βόρυς ένιωθε
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 135
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
περήφανος για τον εαυτό του. Δεν το πίστευε ότι αντί να ζητάει από τον
Λέανδρο να γυρίσουν πίσω του έδειχνε τη σωστή κατεύθυνση για να
προχωρήσουν κι άλλο. Ο Λέανδρος του χαμογέλασε, δείχνοντας ότι
συμφωνούσε μαζί του.
«Λίμνη. Οι θάμνοι θα μας καλύψουν μέχρι να φτάσουμε εκεί». Ο Βόρυς
του έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησαν. Καθώς σηκώθηκαν, συνειδητοποίησαν
και οι δυο ότι ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν έξω από το κάστρο βράδυ.
Όλα αυτά τα μέρη γύρω τους, τους ήταν γνωστά καθότι καθ’ όλη τη διάρκεια
της ημέρας είχαν τη δυνατότητα να τα περιεργαστούν ελεύθερα. Τώρα όμως,
κάτω από το φως του κόκκινου φεγγαριού, το τοπίο είχε αλλάξει δραματικά.
Οι σκιές των πελώριων αειθαλών δέντρων υψώνονταν σαν τεράστια τέρατα
που αντλούσαν δύναμη για να κινούνται από τον αέρα. Τα δυο παιδιά, αν και
γνώριζαν καλά τα κατατόπια, περπατούσαν δισταχτικά σαν να μην είχαν
ξαναβρεθεί σ’ εκείνη την πλευρά του κάστρου.
Ενώ περπατούσαν, ο Βόρυς ξαφνικά άρπαξε το χέρι του Λέανδρου και
του το έσφιξε, κάνοντάς του νόημα να σταματήσει.
«Στάσου. Γρήγορα κρύψου πίσω από αυτόν τον θάμνο». Και οι δύο
έσκυψαν πίσω από μια βατομουριά. Τα αρώματα που ανάβλυζε το όμορφο
φυτό είχαν αναστατώσει τη μύτη του Βόρυ, όμως δεν έκανε κάποια κίνηση ν’
αρπάξει έναν καρπό μιας και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Είχαν ήδη
πλησιάσει αρκετά κοντά στη λίμνη της μοναξιάς, που ονομάστηκε έτσι από τα
παιδιά, μιας και σπάνια τους έβγαζε ο δρόμος τους εκεί επειδή ήταν πολύ
απομακρυσμένη από το κεντρικό κτίριο. «Νάτος, εκεί στέκεται. Σαν να
περιμένει κάποιον». Γύρω από τη λίμνη υπήρχαν φυτεμένα δέντρα και
οπωροφόροι θάμνοι που στόλιζαν με τα χρώματα τους την ομορφιά της
λίμνης. Στις όχθες της ήταν γεμάτη χρωματιστά νούφαρα που σε κανονικές
συνθήκες φωτίζονταν από το φως του φεγγαριού. Τώρα τα όμορφα λουλούδια
ήταν κλειστά, μην μπορώντας ν’ αντέξουν τις κόκκινες δέσμες φωτός που
προέρχονταν από το φεγγάρι. Ο Βυλτώρ δεν κινούνταν καθόλου, απλά
στεκόταν εκεί με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό. Ήταν φανερό ότι
περίμενε κάποιον. Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς είχαν πλησιάσει όσο πιο κοντά
μπορούσαν, κρυμμένοι από τις φυλλωσιές των θάμνων. Ήταν κι οι δυο
περίεργοι να δουν ποιον θα συναντούσε.
Ξάφνου, στα βάθη του πορφυρού ορίζοντα είδαν μια λάμψη από το
κάστρο να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Κινούνταν με πολύ γρήγορο
ρυθμό κι όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο καταλάβαιναν ότι επρόκειτο για μια
νεράιδα ντυμένη στα λευκά μ’ ένα υπέροχο ζευγάρι φτερά. Ήταν η Γλαφύρα
136 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
και κατευθυνόταν προς τον Βυλτώρ. Αυτός την παρακολουθούσε από μακριά
και περίμενε υπομονετικά να τον πλησιάσει. Η Γλαφύρα είχε μια λάμψη γύρω
της, και καθώς κατέβαινε άφηνε μια ουρά από χρυσά αστράκια που χάνονταν
σε δευτερόλεπτα πριν προλάβουν ν’ ακουμπήσουν το έδαφος. Μόλις η νεράιδα
ακούμπησε τα πόδια της στο έδαφος, τα φτερά της ως δια μαγείας μαζεύτηκαν
και κρύφτηκαν κάτω από το μεταξωτό της λευκό φόρεμα. Στο μέτωπό της
ξεχώριζε από μακριά η χρυσή αλυσίδα με το διαμαντένιο κρεμαστό
μισοφέγγαρο, το σύμβολο του τάγματός της. Μόλις τα φτερά της
εξαφανίστηκαν, βάδισε προς τον Βυλτώρ. Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς είχαν μείνει
άφωνοι με την εντυπωσιακή είσοδο της νεράιδας. Δεν ήταν κάτι που είχαν
την ευκαιρία να δουν κάθε μέρα και τους είχε εντυπωσιάσει πολύ η αιθέρια
ύπαρξη.
Η Γλαφύρα αμέσως πλησίασε τον Βυλτώρ και, χωρίς να δίνει σημασία
σε τυπικούς χαιρετισμούς, μπήκε στο θέμα για το οποίο ήθελε να του μιλήσει.
«Βυλτώρ, πρέπει να με προσέξεις. Ο λόγος που σε κάλεσα εδώ είναι για
να σε προειδοποιήσω ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν από αύριο. Εγώ δε θα είμαι
πια εδώ και θα μείνεις μόνος σου».
«Θα φύγεις τελικά;» της αποκρίθηκε ο νεαρός.
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το ήξερα από την αρχή που σε κάλεσα ότι
ο ερχομός σου θα σήμαινε τη δική μου αποπομπή», η νεράιδα άπλωσε το χέρι
της προς τον νεαρό κι ακούμπησε τον ώμο του. «Μην ξεχνάς για ποιον λόγο
είσαι εδώ. Πρέπει πάση θυσία να προστατέψεις τον μικρό. Γίνε η σκιά του.
Μην τον αφήσεις λεπτό μόνο του. Να ξέρεις ότι τον ψάχνουν και πολύ
σύντομα θα έρθουν να τον ψάξουν εδώ. Τίποτα δεν πρέπει να του συμβεί!»
«Γλαφύρα, αν έρθουν εδώ τι να κάνω; Δε θα είναι ασφαλής αν
παραμείνουμε στο κάστρο. Θα πρέπει να τον φυγαδέψω».
«Ό,τι κι αν συμβεί μην τον βγάλεις έξω. Η Ζηνοβία θα σε βοηθήσει να
τον κρύψεις. Όσο είναι εδώ, είναι ασφαλής. Αν βγει έξω θα είναι εκτεθειμένος
και δε θα μπορούμε να ελέγξουμε την κατάσταση. Όταν συμβεί αυτό,
χαθήκαμε όλοι».
Η Γλαφύρα στράφηκε προς τη λίμνη και κοίταξε τον ορίζοντα και τους
χρωματισμούς των νερών με νοσταλγία. Θα της έλειπε το ορφανοτροφείο, τα
παιδιά, κι η καθημερινή ζωή εκεί.
«Γλαφύρα, λύσε μου μια απορία. Τι το σημαντικό έχει αυτό το παιδί; Το
βλέπω ότι είναι απόγονος των Αετομάτηδων, όμως πέρα από αυτό δεν
καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα τον ήθελε η Σελίμα».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 137
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Αντί να σου δώσουμε εμείς εξηγήσεις για κάτι που έγινε και δεν
μπορεί ν’ αλλάξει, ίσως θα ήταν καλύτερα να μας εξηγήσεις εσύ τι ήταν όλα
αυτά που συζητούσες με τη Γλαφύρα». Ο Βυλτώρ τον κοίταξε και χαμογέλασε.
Αναγνώριζε το θράσος του μικρού δεκαπεντάχρονου. Έβλεπε τον εαυτό του σ’
αυτόν και γι’ αυτό εκνευριζόταν περισσότερο.
«Υπάρχουν καταστάσεις που δε θα μπορούσατε να κατανοήσετε ακόμα
κι αν ήθελα να σας μιλήσω γι’ αυτές. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δε θέλω κι ούτε
πρόκειται να το κάνω». Τα λόγια του αντήχησαν σαν προσβολές στα αυτιά του
Λέανδρου. Η περιφρόνηση του Βυλτώρ τον εξόργιζε. Ο Βόρυς ακόμα δεν είχε
συνέλθει από την τρομάρα του. Το μόνο που ήθελε ήταν να μπει μέσα και να
γυρίσει στο ζεστό του κρεβάτι. Ήθελε να κλείσει τα μάτια του κι όταν τα
ξανάνοιγε τίποτα από όλα αυτά να μην είχε συμβεί. Η βραδιά είχε πάρει
απρόσμενη τροπή. Όχι ότι περίμενε ότι θα τους έβγαζε σε καλό η νυχτερινή
τους εξόρμηση. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ούτε στον ύπνο του ούτε
στον ξύπνιο του πλέον δε θα μπορούσε να είναι ασφαλής. Η ανασφάλεια είχε
πλέον ριζώσει μέσα του. Πέρα από αυτά ένιωθε τον αναβρασμό στην ψυχή του
Λέανδρου για τη στάση του Βυλτώρ. Δεν είχε πλέον άλλη δύναμη. Δεν ήθελε
να μάθει τίποτα από όσα συνέβαιναν κι ούτε να μπλέξει σε φασαρίες με τον
Βυλτώρ. Ο Λέανδρος ήταν έτοιμος να ορμήσει στον Βυλτώρ εκφράζοντας για
μια ακόμη φορά το θυμό του με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε. Ο Βόρυς τον
ακούμπησε στο μπράτσο προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
«Ας επιστρέψουμε στο δωμάτιο Λέανδρε» του είπε ξέπνοα κοιτάζοντάς
τον έντονα μέσα στα μάτια, «αύριο με καθαρό μυαλό θα το συζητήσουμε, τώρα
δεν είναι ούτε το μέρος ούτε κι η στιγμή κατάλληλη». Ο ήρεμος τόνος της
φωνής του, χαλιναγώγησε την έξαψη του Λέανδρου. Του φάνηκε
κουρασμένος και απογοητευμένος. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, χωρίς τη
σπιρτάδα και τη ζωντάνια που είχε συνηθίσει να διακρίνει μέσα σ’ αυτά. Είχε
ξεπεράσει τον εαυτό του σήμερα ο Βόρυς και δεν ήθελε να τον επιβαρύνει
άλλο. Ο Λέανδρος του έγνεψε συγκαταβατικά, κι ακολούθησε τον Βυλτώρ
στην επιστροφή για τον κοιτώνα τους.
οδυρμό όσων έμειναν για τον χαμό των δικών τους ανθρώπων. Θυμήθηκε τη
γνωριμία της με τον Αρσένιο, πώς την πλησίασε Μα πάνω απ’ όλα σκέφτηκε
τα ορφανά τα δικά της και τα εκατοντάδες άλλα που βρίσκονταν εκεί έξω και
τα ακόμα περισσότερα που θα δημιουργηθούν αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα.
Αποφασισμένη κοίταξε μέσα στον καθρέπτη. Η μαύρη φιγούρα είχε πλησιάσει
πολύ κοντά της. Έστεκε μπροστά της έτοιμος ν’ αποκτήσει ξανά υλική
υπόσταση και ν’ απολαύσει όλες τις χαρές της ζωής που είχε στερηθεί τόσα
χρόνια μέσα στον καθρέπτη. Μα πιο πολύ απ’ όλα ποθούσε να νιώσει τον αέρα
να περνάει από τα ρουθούνια του και να γεμίζει τα πνευμόνια του, να νιώσει
το αίμα του να ρέει ζεστό στις φλέβες του ώστε να δώσει πνοή στο κορμί του.
Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή που θα έπινε, θα γευόταν τα φαγητά, θα μύριζε
τον αέρα και θα ένιωθε με το σώμα του όλες τις αισθήσεις.
Η Ζηνοβία σήκωσε ψηλά τα χέρια της κι έκλεισε τα μάτια της. Ο
Μάγνος αποτραβήχτηκε στην πίσω γωνία αδημονώντας να δει τη συνέχεια. Η
Ζηνοβία μουρμούριζε μέσα από τα δόντια λόγια μιας γλώσσας αρχαίας και
ξεχασμένης από καιρό. Όσο περνούσαν τα λεπτά, τόσο ανύψωνε τον τόνο της
φωνής της. Το μουρμουρητό της ήταν συνεχόμενο χωρίς να κάνει καμία
παύση. Επαναλάμβανε διαρκώς το ίδιο στιχάκι με σταδιακά αυξανόμενο
ρυθμό και ένταση. Ξαφνικά ένα κύμα αέρα διαπέρασε το δωμάτιο. Οι βαριές
βελούδινες κουρτίνες που κάλυπταν τον καθρέπτη παραδίνονταν στη θέληση
και τη δύναμη του αέρα και χόρευαν στο ρυθμό που τους επέβαλλε. Η ένταση
της Ζηνοβίας όλο και αυξανόταν και παράλληλα αυξανόταν και η ισχύς του
αέρα. Σαν να έπαιρνε ενέργεια ο αέρας από το σθένος της φωνής της. Πλέον
δεν επρόκειτο για ένα φυσιολογικό φύσημα. Είχε σχηματιστεί μια μάζα που
στριφογυρνούσε γύρω από τον εαυτό της ακατάπαυστα. Τα λόγια της
διευθύντριας ήταν η τροφή του, του έδιναν ζωή και τον ενίσχυαν όλο και
περισσότερο.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν σε θέση να διακρίνουν το κωνοειδές
σχήμα που ξεπρόβαλλε με γοργούς ρυθμούς κι ότι πολύ σύντομα ο
ανεμοστρόβιλος θα ρήμαζε τα πάντα στο διάβα του μέσα στο δωμάτιο. Τα
διάφορα αντικείμενα δε θα έμεναν ανέπαφα στην ισχύ του. Μέσα σε
δευτερόλεπτα χαρτιά, μικρά ελαφριά αντικείμενα, αιωρούνταν στον αέρα
υποταγμένα στη θέληση του ανεμοστρόβιλου. Τα μακριά γαλάζια μαλλιά της
Ζηνοβίας είχαν ξελυθεί από τον περίτεχνο κότσο που τα χτένιζε πάντα και
ξεχύθηκαν κι αυτά στη μανιασμένη ορμή του αέρα. Ο Μάγνος, βλέποντας την
εικόνα που επικρατούσε, κρύφτηκε πίσω από ένα μπαούλο για να
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 143
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Δεν το πιστεύω ότι έχω ξανά το σώμα μου. Περίμενα πολλά χρόνια γι’
αυτή τη στιγμή και μου φαίνεται απίστευτο που επιτέλους ήρθε. Θέλω ν’
απολαύσω τα πάντα».
Ο Αρσένιο χόρευε μέσα στο δωμάτιο δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του. Η
Ζηνοβία όμως, γρήγορα του έκοψε τον αέρα.
«Μη βιάζεσαι, πρώτα έχεις μια δουλειά και μετά κάνε ό,τι θες».
Ο Αρσένιο κοίταξε τη Ζηνοβία χαμογελώντας. Τα σκουρόχρωμα μάτια
του γυάλιζαν ενώ το χαμόγελό του έκρυβε πολλά.
«Δεν μπορείς ν’ αφήσεις έναν άνθρωπο να χαρεί, έτσι; Κάτι θα κάνουμε
και γι’ εσένα. Η εκδίκηση θα είναι γλυκιά και θα έρθει σύντομα».
«Για ποια εκδίκηση μιλάς;» Η Ζηνοβία προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί,
μάταια όμως, ήταν ακόμα ανήμπορη. «Δε θα κάνεις τίποτα στη Σελίμα. Θ’
ακολουθήσεις τις διαταγές μου και σύμφωνα μ’ αυτές θα πορευτείς».
«Δεν κατάλαβες καλά, Ζηνοβία». Ο Αρσένιο την πλησίασε και στάθηκε
από πάνω της δείχνοντάς της ποιος έκανε κουμάντο τώρα. «Δεν είμαι χαζός
να εναντιωθώ στη Σελίμα. Ξέρεις, με τις δυνάμεις που έχει θα προτιμούσα να
την είχα με το μέρος μου κι όχι εναντίον μου. Δε νομίζω ότι θα μπορούσα ν’
αντιμετωπίσω ποτέ μια τόσο ισχυρή μάγισσα. Από την άλλη, εσύ στην
κατάσταση που βρίσκεσαι τώρα δε θα μπορέσεις να μου κάνεις κάποιο κακό
και θα είναι πιο εύκολο να σε εξουδετερώσω».
Η Ζηνοβία έμεινε αποσβολωμένη, ούτε τολμούσε να σκεφτεί τι είχε
συμβεί.
«Τι λες; Νομίζεις πώς μπορείς να με αντιμετωπίσεις; Μπορεί τώρα να
μην μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, όμως κι εσύ είσαι το ίδιο ανήμπορος μ’
εμένα».
Ο Αρσένιο γέλασε δυνατά και πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το
πρόσωπο της Ζηνοβίας. Μπορούσε να νιώσει τη ζεστή του ανάσα ν’ ακουμπάει
το πρόσωπό της.
«Γι’ αυτό κι εγώ προνόησα και δεν είμαι μόνος μου. Εσύ από την άλλη
δεν έχεις να στραφείς σε κάποιον τη δεδομένη στιγμή».
Η Ζηνοβία έντρομη στράφηκε προς τον Μάγνο. Η υπόνοια πως ένας
από τους πιο έμπιστους καθηγητές της την είχε προδώσει την καθιστούσε
ακόμα πιο ανίσχυρη.
«Τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα προγραμματίζουμε. Πήγα
να σε προειδοποιήσω να μην τον ελευθερώσεις, όμως τώρα που το έκανες
βοήθησες τον ίδιο κι εμένα, ενώ έφερες τον εαυτό σου σε πολύ δύσκολη
θέση».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 145
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
για το άγνωστο και τρόμος για την βίαιη πρόσκρουση, από την άλλη οδυρμός
για τον χαμό του μικρού παιδιού και τρόμος για την επόμενη μέρα και τη ζωή
χωρίς αυτήν. Το κοριτσάκι, προτού χαθεί κάτω από τα σύννεφα κι
εξαφανιστεί τελείως, ύψωσε τα χεράκια του ψηλά σε μια απέλπιδα
προσπάθεια να την αγκαλιάσει, αναζητώντας τη θέρμη του κορμιού της για να
την προετοιμάσει.
Αντί για θαλπωρή που έψαχνε την περίμενε μία αφιλόξενη και τραχιά
αγκαλιά στο τέλος της ανεξέλεγκτης πορείας της. Η πτώση της συνοδεύτηκε
από την κραυγή απελπισίας της Ζηνοβίας που αντήχησε σ’ όλη τη χαράδρα και
προκάλεσε και τους ογκώδεις βράχους να ριγήσουν μπροστά στο θρήνο της.
Λόγω του πολικού ψύχους τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά της ήταν
παγάκια που της χάραξαν το πρόσωπο κατά την κάθοδό τους, αφήνοντας
ανεξίτηλα σημάδια. Αγκάλιασε σφιχτά το αγόρι, που παραδόξως ήταν
ατάραχο σε όσα είχε γίνει μόλις μάρτυρας, γυρεύοντας παρηγοριά. Δεν
τολμούσε να κοιτάξει κάτω, ο πόνος της ήταν βαθύς και της μαράζωνε την
καρδιά.
Ο μικρός όμως, ακόμα ψύχραιμος, άνοιξε τα μάτια του και με το
μικροσκοπικό του χεράκι έδειξε τον μακρινό ορίζοντα. Τα υγρά και θολωμένα
μάτια της Ζηνοβίας ακολούθησαν τνο δείκτη του μικρού παιδιού. Η καρδιά
της επανήλθε στους κανονικούς της χτύπους στη θέα του χρυσού κοριτσιού
καβάλα σ’ ένα λευκό άλογο που είχε ανοίξει ρότα προς αντίθετη κατεύθυνση.
Τα δάκρυα της ήταν τώρα δάκρυα χαράς γιατί τουλάχιστον η μικρή είχε
σωθεί. Η ηρεμία της ψυχής δεν αποκαταστάθηκε όμως, διότι το άλογο της
ήταν γνώριμο κι αμέσως συνειδητοποίησε ότι σε λίγα χρόνια η μικρή, σαν
υποχείριο πλέον του ιδιοκτήτη του, θα επέστρεφε να της ζητήσει το λόγο που
ήταν τόσο αδύναμη και δεν την προστάτεψε.
Η ώρα είχε έρθει λοιπόν που η κοπέλα θα έπαιρνε την εκδίκησή της.
Κάτι λιγότερο από δεκατρία χρόνια μετά, το μικρό κοριτσάκι εμφανίστηκε
ξανά μπροστά της και στεκόταν στην πόρτα του γραφείου της και την
απειλούσε. Ήξερε ότι η πορεία της τελείωνε εκεί κι έπρεπε να έχει πίστη στη
δύναμη της ψυχής των άλλων για να συνεχίσουν το έργο της. Τα βλέφαρά της
ήταν βαριά κι έκλειναν. Καθώς έχανε τις αισθήσεις της βρήκε τη δύναμη να
ψελλίσει μία λέξη.
«Δάειρα».
κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Το βλέμμα της ήταν αγριεμένο και το
πρόσωπό της χλωμό. Οι σταγόνες του νερού έρρεαν αβίαστα στα νεανικά της
μάγουλα και της χάιδευαν απαλά το πρόσωπο. Αφού μάζεψε και τα τελευταία
κομμάτια της χαμένης της αυτοσυγκρότησης, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Το είχε πάρει απόφαση. Θα επέστρεφε μέσα από τους διαδρόμους του
ορφανοτροφείου κι ας έκανε παραπάνω ώρα.
«Τι ήταν αυτό;» Μια σειρά όμως από εκκωφαντικούς θορύβους την
καθήλωσαν στη θέση της. Συνεχείς και απερίγραπτα έντονοι. Το έδαφος στα
πόδια της σείστηκε ελαφρά κι η δόνηση διαπέρασε το κορμί της σαν
ανατριχίλα. Έμεινε μαρμαρωμένη εκεί, ανήμπορη να κουνηθεί. Η κάθε
κίνηση του σώματός της ή της σκέψης, πίστευε ότι θα την έφερναν σε πολύ
δύσκολη θέση. Η φασαρία συνεχίστηκε. Ακούγονταν σαν πράγματα να
πέφτουν με δύναμη κάτω και να χτυπάνε τους τοίχους με μανία. Μπορούσε να
διακρίνει πολύ καθαρά το θόρυβο του ανέμου που λυσσομανούσε. Το περίεργο
όμως ήταν ότι όλη η φασαρία προερχόταν από το εσωτερικό του κάστρου κι
όχι απέξω.
Ξαφνικά άκουσε τη μεγάλη πόρτα της τουαλέτας ν’ ανοίγει. Δεν
τόλμησε να κουνηθεί από τη θέση της, σχεδόν δεν ανέπνεε. Με την άκρη του
ματιού της μια περίεργη μορφή τράβηξε την προσοχή της. Ο μικροσκοπικός
άντρας στάθηκε μπροστά της. Οι τουαλέτες είχαν ελάχιστο φωτισμό παρ’ όλα
αυτά η μορφή του νάνου αποκαλύφθηκε μπροστά της. Ήταν ακόμα πιο
κοντός και σχετικά παχύς. Τα κατσαρά του μαλλιά έπεφταν ατίθασα στο
πρόσωπό του και τα έντονα χαρακτηριστικά του έκαναν την εικόνα του
σχεδόν αστεία, τόσο που αν τον είχε συναντήσει σε κανονικές συνθήκες θα
είχε γελάσει.
«Θα μου εξηγήσεις τι συμβαίνει επιτέλους;» άκουσε τον εαυτό της να
ρωτάει τον άγνωστο με τα ιδιαίτερα φανταχτερά ρούχα. Αυτός όμως δεν
απάντησε. Της έκανε απλά νόημα να σωπάσει φέρνοντας το κοντόχοντρο
δάχτυλό του μπροστά από τα σαρκώδη χείλη του.
Γρήγορα βήματα άκουσε να διασχίζουν το διάδρομο και δυνατά γέλια
έφτασαν στα αφτιά της. Δεν ήταν μόνο ένας. Όχι, δεν την ξεγελούσε πάλι η
φαντασία της. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι κάποια άτομα στέκονταν έξω από τον
διάδρομο. Δεν κουνιόταν καθόλου, σχεδόν δεν ανέπνεε. Η ώρα πέρασε και δεν
άκουγε τίποτα πια. Η αρχική ησυχία είχε πάρει πάλι τη θέση της στους
διαδρόμους της πτέρυγας.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 151
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
μέσα στο γραφείο της διευθύντριας. Είχαν ακούσει ότι έκρυβε μέσα χιλιάδες
θησαυρούς που τους προστάτευε η ίδια πάνω απ’ όλα.
Αυτό που αντίκρισε όμως όταν άνοιξε η βαριά πόρτα δεν ανταπεξήλθε
στις προσδοκίες της. Γύρω της επικρατούσε ένα χάος. Τίποτα δε φαινόταν να
είναι στη θέση του. Βιβλία, μικροέπιπλα, περίεργα αντικείμενα, όλα κείτονταν
ακατάστατα στο πάτωμα δημιουργώντας ένα σωρό από σαβούρες. Τα
περισσότερα έπιπλα ήταν αναποδογυρισμένα. Σε κάθε της βήμα ένιωθε κάτι
να σπάει κάτω από τα πόδια της και να γίνεται χίλια κομμάτια. Οι πίνακες
είχαν πέσει κάτω και κείτονταν με σπασμένα τα κάδρα τους, ενώ όσοι είχαν
παραμένει κρεμασμένοι στη θέση τους, στην κυριολεξία πήγαιναν πέρα δώθε .
Χοντρά δάκρυα έκαιγαν το πρόσωπό της. Δεν είχε φανταστεί τίποτα λοιπόν.
Κάτι είχε συμβεί εκεί πέρα. Κοιτώντας διερευνητικά τον χώρο, ψάχνοντας να
βρει μια ένδειξη που θα τη βοηθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, η θολή από
τα δάκρυα ματιά της έπεσε πάνω σε μια βαριά βελούδινη κόκκινη κουρτίνα
που σκέπαζε κάτι που έμοιαζε από το ξύλινο κάδρο του σαν καθρέφτης.
Σκούπισε τα δάκρυα της με τα χέρια της, στάθηκε μπροστά από τη βελούδινη
κουρτίνα και χωρίς δεύτερη σκέψη την τράβηξε.
«Ένας καθρέπτης……. που δεν είναι όμως καθρέπτης». Αυτό που
αντίκρισε ήταν ένας καθρέπτης μέσα στον οποίο δεν μπορούσε να διακρίνει το
είδωλό της. Ξαφνικά μια μαύρη κουκίδα άρχισε να ξεχωρίζει στο βάθος.
Κινούνταν με ταχύτητα προς το μέρος της, ενώ όσο πλησίαζε σχηματιζόταν
μια μαύρη ανθρώπινη φιγούρα. Η Διώνη ασυναίσθητα έκανε δύο βήματα προς
τα πίσω. Αποσβολωμένη κοιτούσε τη σκιά χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Το
θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα τρομακτικό. Ώσπου, η σκιά
διασπάστηκε στον αέρα και πίσω της κρυμμένη της φανερώθηκε μια οικεία
της μορφή.
«Καθηγήτρια Ζηνοβία, τι κάνετε μέσα στον καθρέπτη;»
Η Ζηνοβία δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή της όταν
ανακάλυψε ότι αυτός που άνοιξε την κουρτίνα ήταν μια μαθήτριά της.
«Διώνη, δεν περίμενα να δω εσένα. Είναι πολύ επικίνδυνο να
τριγυρνάς μόνη σου στο κάστρο το βράδυ».
«Από πότε;» απάντησε η γοργόνα με θράσος που ανάβλυζε από τον
φόβο της και την ψυχική ταλαιπωρία της βραδιάς.
«Συνέβησαν πολλά», το βλέμμα της Ζηνοβίας ήταν απλανές. «Αύριο θα
ξημερώσει νέα μέρα για το κάστρο».
«Ναι το έμαθα» απάντησε αποκαρδιωμένη η μικρή. «Γιατί όμως;»
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 153
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ξαφνικά η στιγμή που θα έβρισκε τη σωτηρία του μέσα στο διαβόητο δάσος.
Γύρισε το κεφάλι του πίσω για να ελέγξει αν οι άλλοι τον ακολουθούσαν.
Περίπου τον είχαν φτάσει οι άλλοι δύο. Αυτός που τους κυνηγούσε; Ναι, ήταν
κι αυτός από πίσω τους κι όλο και ζύγωνε. Μα, τι είναι αυτό το πράγμα;,
αναρωτήθηκε. Ο Δρώδης είχε δίκιο τελικά. Υπήρχαν ιπτάμενα άλογα. Όχι, ότι
χαιρόταν που επαληθεύτηκε. Άλλη ψυχική κατάσταση περίμενε πριν λίγες
ώρες ότι θα είχε αν μάθαινε ότι είναι αλήθεια τελικά ο μύθος της ένδοξης
ράτσας των ιπτάμενων αλόγων. Υποτίθεται ότι θα ήταν το μέσο διαφυγής του
από το ορφανοτροφείο, όχι μέσο επίθεσης από κάποιο κακόβουλο πλάσμα.
Δεν κοντοστάθηκε για πολύ ακόμα. Απρόθυμα, μπήκε μέσα στο μαύρο
δάσος. Ο Βυλτώρ τον είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, ώστε να μπορεί
να του μιλήσει.
«Γιατί δεν μπήκαμε από το μαγειρείο;» του φώναξε. «Τρέχουμε σαν
τους τρελούς και δεν ξέρουμε ακόμα τον λόγο. Εξήγησέ μας τι συμβαίνει». Ο
Λέανδρος δε θυμόταν να είχε φωνάξει τόσο δυνατά ποτέ σε κάποιον. Ο
Βυλτώρ όμως δεν του απάντησε. «Βόρυ, σταμάτα τώρα αμέσως» φώναξε στον
φίλο του. «Δεν κυνηγάει εμάς, αλλά αυτόν. Γιατί να γίνουμε κι εμείς θύματα
εξαιτίας του;» Ο Βόρυς σταμάτησε να τρέχει και τον πλησίασε.
«Μα τι λες, αφού άκουσες τι είπε η Γλαφύρα» του απάντησε
λαχανιασμένος. «Εμένα κυνηγάνε». Εν τω μεταξύ ο Βυλτώρ είχε σταματήσει
λίγο μπροστά τους. Αγριοκοίταξε τον Λέανδρο κι έτρεξε προς το μέρος του.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις; Δεν έχεις επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω σου;
Να ‘σαι σίγουρος ότι εγώ τώρα αν σταματήσω να τρέχω κανένας δε θα έρθει
καταπάνω μου. Δε θέλει εμένα. Τον φίλο σου κυνηγάει. Θέλεις να κάτσουμε
να τα πούμε; Έχεις την εντύπωση ότι έχουμε χρόνο;» Ο Βυλτώρ ήταν
οργισμένος και το έδειχνε έκδηλα.
«Γιατί δεν μπήκαμε στο κάστρο;» φώναξε ο Λέανδρος γι’ άλλη μια
φορά μην έχοντας ακούσει λέξη απ’ όσα του είχε μόλις πει ο Βυλτώρ.
«Πουθενά δε θα είναι ασφαλής, παρά μόνο σ’ ένα μέρος. Στον χρόνο
που μας απομένει μέχρι να μας φτάσει ή θα κουβεντιάσουμε ή θα προσπαθήσω
να θυμηθώ που είναι το πέρασμα. Διάλεξε».
Ο Λέανδρος τον κοίταξε προβληματισμένος. Είχαν μια βάση όσα του
έλεγε. Από την άλλη έβλεπε και τον Βόρυ έτσι ταλαιπωρημένο και τον έζωναν
οι τύψεις. Πού τους είχε μπλέξει πάλι; Ο ίδιος ήταν ανήμπορος να σκεφτεί
κάτι καλύτερο. Έκανε νόημα συγκατάβασης στον Βυλτώρ. Αυτός τάχιστα
μπήκε πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Δεν έτρεχαν πια,
απλά βάδιζαν πολύ γρήγορα. Δεν ήθελαν να ταράξουν την ησυχία και τη
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 159
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
εικόνας δεν ήταν το λευκό άτι, παρά ο αναβάτης του. Το πρόσωπό του δε
φαινόταν λόγω της μεγάλης μαύρης κουκούλας, που έδενε στον λαιμό του με
μια χρυσή πόρπη. Μια ασημένια λάμψη στο χρώμα του πάγου μέσα σ’ ένα
κρυστάλλινο φιαλίδιο περασμένο γύρω από το λαιμό του καταδιώκτη τους,
τράβηξε την προσοχή τους. Δεν είχαν οπτική επαφή μαζί του, όμως ένιωθαν
το φλογερό του βλέμμα να τους καρφώνει. Δεν τους άφησε για πολύ ώρα με
αναπάντητα ερωτηματικά. Με μια αστραπιαία κίνηση κατέβασε την
κουκούλα. Πάνω που τα παιδιά δεν πίστευαν ότι θα υπήρχε κάτι που θα τους
αιφνιδιάσει, το πρόσωπο που αντίκρισαν τους έκοψε την ανάσα.
«Είναι γυναίκα» ψέλλισε ο Λέανδρος ανήμπορος να συλλάβει στο
μυαλό του την εικόνα αυτής της εχθρικής γυναίκας. Με το που έπεσε η
κουκούλα αποκαλύφθηκαν τα πλούσια, ίσια, ξανθά μαλλιά της μυστηριώδους
μορφής. Τα μάτια της ήταν τόσο γαλανά σαν αποκομμένα κομμάτια του
ουρανού. Το δέρμα ήταν λευκό σαν την πιο αγνή νιφάδα χιονιού, ενώ το
βλέμμα της είχε την παγωμάρα του. Ήταν ανέκφραστη κι όμως τους
μαγνήτιζε με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσαν να τραβήξουν το βλέμμα τους
από πάνω της. Είχε άγρια ομορφιά με κάτι το απόκοσμο πάνω της. Για κάποια
δευτερόλεπτα που τους φάνηκαν αιώνες στέκονταν κι οι τέσσερις ακίνητοι.
Κανένας ήχος δεν έσπαγε την επιβεβλημένη ησυχία. Ούτε καν τα δέντρα δεν
κινούνταν. Συμμετείχαν κι αυτά με τη σειρά τους στην κορύφωση των
συναισθημάτων της σκηνής. Ένα πλατύ φύλλο έπεσε πάνω στο πρόσωπο του
Λέανδρου προκαλώντας του με το τραχύ του χάδι έντονη ανατριχίλα σ’ όλο
του το σώμα και μπλοκάροντάς του το οπτικό του πεδίο για δευτερόλεπτα.
Ήταν αρκετά όμως για να ξυπνήσει από την κατάσταση υπνωτισμού στην
οποία είχε πέσει ο ίδιος κι ο Βόρυς στη θέα της τρομαχτικής γυναίκας. Όταν
άνοιξε τα μάτια, ο φίλος του είχε εξαφανιστεί από δίπλα του.
«Βυλτώρ» η φωνή του, φωνή απελπισίας κι απόγνωσης. Η κατάσταση
είχε ξεφύγει από τον έλεγχό του. Να φωνάξει τον Βυλτώρ ήταν για κάποιο
λόγο το πρώτο πράγμα που του πέρασε από το μυαλό χωρίς να ξέρει όμως αν
αυτό ήταν το σωστό. Όταν εμφανίστηκε η γεροδεμένη μορφή του πίσω από
μια συστάδα από θάμνους ήταν πια αργά. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ούτε
ο Λέανδρος ούτε κι ο Βόρυς κατάλαβαν τι συνέβη. Ο Βυλτώρ έτρεξε κοντά
στον Λέανδρο. Κοίταξε προς τα πάνω κι είδε τον Βόρυ καθισμένο στη χαίτη
του ιπτάμενου αλόγου. Η γυναίκα τον κρατούσε δυνατά με το ένα χέρι της
από τη μέση για να μην πέσει ενώ με το άλλο αποδεκάτιζε τα διακλαδωμένα
κλαδιά που της μπλοκάριζαν το δρόμο. Και οι δύο άκουγαν τις πνιχτές
εκκλήσεις του για βοήθεια, ήταν ανήμποροι όμως ν’ αντιδράσουν. Μια
162 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
καταρρακτώδης βροχή από τεμαχισμένα φύλλα και κλαδιά έπεφτε πάνω στο
κεφάλι τους. Η βραδιά είχε πάρει τη χειρότερη δυνατή τροπή. Ο Λέανδρος
έβαλε τα κεφάλι του στα χέρια αδυνατώντας να πιστέψει ότι είχε χάσει τον
φίλο του. Στράφηκε στον Βυλτώρ.
«Λοιπόν; Έχεις κι άλλο λαμπρό σχέδιο;»
Δεν είχε τη συναίσθηση του χρόνου. Ακόμα όμως δεν είχε ξημερώσει.
Θα πρέπει όμως να ταξίδευαν αρκετή ώρα πάνω από τα σύννεφα. Ο Βόρυς είχε
κουραστεί και το σώμα του πονούσε από την τόση ώρα που πέρασε
καθηλωμένος πάνω στη δερμάτινη σέλα του αλόγου. Η αναμονή για το
άγνωστο τον σκότωνε.
«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις από εμένα. Άφησέ με να φύγω». Ο μικρός
μετά βίας κατάφερε να ψελλίσει αυτά τα λόγια. Γι’ άλλη μια φορά δεν
περίμενε απάντηση, όπως και δεν πήρε. Ήταν λόγια απελπισίας κι
αποτέλεσμα της σωματικής και ψυχικής του κόπωσης. Η αγέρωχη
συνεπιβάτισσά του συνέχιζε να καλπάζει δίχως να δίνει σημασία στις
εκκλήσεις του. Το άλογο κινιόταν με τρομαχτική ταχύτητα σχίζοντας τα
μαύρα σύννεφα και κόβοντάς τα στη μέση. Η εισπνοή του παγωμένου αέρα
υπότασσε όλες τις αισθήσεις του, που άσκοπα επιχειρούσε να συγκροτηθεί και
να βάλει όλα τα γεγονότα σε μια σειρά μήπως και βγάλει κάποια άκρη. Δεν
ένιωθε ασφαλής και φόβος για το άγνωστο δέσποζε στην καρδιά του που ήταν
ακόμα πιο ισχυρός κι από τον φόβο που ένιωθε για την τωρινή του κατάσταση
μιας κι η άγνοια για το τι έπεται καταλάμβανε τη σκέψη του.
Ο ουρανός ήταν μαύρος με αρκετά έντονες τις κόκκινες αποχρώσεις
από τη λάμψη του φεγγαριού. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε. Τα σύννεφα από
κάτω τους ήταν κατάμαυρα και καμία δέσμη φωτός δεν μπορούσε να τα
διαπεράσει, περιορίζοντας και σ’ αυτόν την όραση. Δεν ήταν όμως και
σίγουρος ότι ήθελε να δει τι υπήρχε από κάτω. Ώσπου σε κάποια στιγμή του
φάνηκε ότι μπορούσε να διακρίνει κάτι στον βαθύ ορίζοντα να τους
πλησιάζει. Μια γκρι κουκίδα που ξεχώριζε από τα σύννεφα. Ακόμα όμως ήταν
πολύ μακριά και τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν διακριτά. Προσήλωσε το
βλέμμα του. Τι περίεργο, σκέφτηκε. Όσο καλπάζει προς το μέρος τους το άλογο,
τόσο μεγαλώνει η φιγούρα. Σαν να έρχεται καταπάνω μας. Τέτοια ήταν η
ταχύτητα και των δύο που σε λίγη ώρα θα συγκρούονταν αν δεν έκανε κάτι.
Σαν να μην του έφταναν όλα τ’ άλλα απόψε, σε λίγο θα γινόταν και θύμα
σύγκρουσης ιπτάμενων αλόγων. Ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα δεν είχε
καταλάβει τίποτα γιατί κάλπαζε με τον ίδιο αμείωτο ρυθμό κι επιπλέον οι
χτύποι της καρδιάς της παρέμεναν σταθεροί. Ο Βόρυς γνώριζε πολύ καλά ότι
οι άνθρωποι μπορεί να προσπαθούν να κρύψουν τα συναισθήματά τους με τα
λόγια τους και τις πράξεις τους, τα μάτια τους όμως κι η καρδιά τους πάντα
τους πρόδιδαν.
Ο χρόνος περνούσε απελπιστικά αργά. Η παρέα τους προσέγγιζε πλέον
επικίνδυνα. Ο Βόρυς ήταν σε θέση να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά τους. Τα
164 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
του. Η φρενήρης κούρσα των τελευταίων λεπτών του είχε προκαλέσει ναυτία,
τουλάχιστον τώρα όμως ένιωθε λίγο καλύτερα γιατί μπορούσε ν’ αναπνεύσει.
«Και πύρινες μπάλες εναντίον μου;» είπε χαμηλόφωνα. «Δεν μπορώ να
φανταστώ τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί απόψε». Η γυναίκα πετούσε με
τη σειρά της πύρινες μπάλες από τα χέρια της προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν
ήταν κάτι που του προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση. Αν ο ίδιος ήταν ικανός να
διαβάζει τις ψυχές των άλλων, γιατί αυτοί να μην μπορούν να ανταλλάσσουν
εχθρικές φλογερές βολές. Όλοι οι μπλεγμένοι στην αναμέτρηση απέφευγαν
με επιδέξιους ελιγμούς τις φλόγες. Η γυναίκα γυρνούσε συνέχεια το κεφάλι
της ψάχνοντας να εντοπίσει τη θέση των αντιπάλων της. Αυτοί όμως ήταν
παντού. Τους είχαν περικυκλωμένους ενώ οι βολές τους έκαναν τη νύχτα
μέρα. Ο Βόρυς φανταζόταν ότι οι πύρινες μπάλες κάτω από τα σύννεφα θα
έμοιαζαν με εκκωφαντικούς κεραυνούς, προμηνύοντας με τη δύναμή τους
την έλευση έντονων βροχών.
Ξάφνου, και πάνω στην ένταση της εναέριας εμπλοκής στήθηκε
μπροστά τους από το πουθενά ένα κατάλευκο άλογο που όμοιό του ο Βόρυς δε
θυμόταν να είχε ξαναδεί. Ήταν δύο φορές μεγαλύτερο από τα φυσιολογικά
άλογα, αρχοντικά στολισμένο με λευκές μεταξωτές κορδέλες και ατσάλινη
περιμετρικά σκαλισμένη πανοπλία. Ούτε ο ίδιος ο Βόρυς δεν αντιλήφθηκε την
παρουσία αυτού του περήφανου αλόγου πόσω μάλλον η γυναίκα από πίσω
του που φανερά αιφνιδιασμένη τράβηξε με τόση βία τα χαλινάρια
κατευθύνοντάς το προς τα πάνω που ο Βόρυς νόμισε ότι θα έπνιγε το άλογο.
Το άλογο έκοψε απότομα ταχύτητα και για μια στιγμή έχασε τον ρυθμό του
προκαλώντας τους αναβάτες του να ανασηκωθούν από την ένταση. Ο Βόρυς
εξαιτίας αυτού ένιωσε ακόμα πιο χαλαρωμένη τη λαβή της γυναίκας που στην
προσπάθειά της να στείλει τις πύρινες μπάλες της προς όλες τις κατευθύνσεις
τον είχε αφήσει για λίγο. Η πορεία προς τα πάνω ήταν πολύ απότομη κι ο
Βόρυς σε δευτερόλεπτα ένιωσε να χάνει τη λαβή του και να γλιστράει από τη
σέλα. Αν και στιγμιαία χάρηκε που είχε καταφέρει να απελευθερωθεί από τη
βίαιη γυναίκα, η συνειδητοποίηση ότι έπεφτε στο κενό τον έκανε να συνέλθει.
Το μόνο που αντιλαμβανόταν τώρα ήταν ότι όπως το άλογο πρωτύτερα έσκιζε
τα σύννεφα με την ταχύτητά του, έτσι τώρα κι αυτός είχε βρεθεί σε ελεύθερη
πτώση αφήνοντας το σημάδι της θέρμης του κορμιού του στα σύννεφα που
διαπερνούσε. Το μυαλό του άδειασε. Η μόνη εικόνα που είχε στο μυαλό του
ήταν το κάστρο κι όλες οι στιγμές που πέρασε εκεί μέσα. Η ζωή του παίχτηκε
μπροστά του σαν σκηνή από θεατρικό έργο, σαν αυτά που οργάνωναν την
αρχή του καλοκαιριού.
166 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Την ομαλή ροή των εικόνων διέκοψε μια εκκωφαντική κραυγή που
βγήκε από τη γυναίκα που τον είχε αρπάξει τόσο βίαια νωρίτερα και
συνειδητοποίησε ότι τον είχε χάσει. Κινήθηκε προς τα κάτω για να τον
προλάβει, όμως τα υπόλοιπα άλογα την είχαν προλάβει και την
περικύκλωσαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησε ανταλλαγή πύρινων μπαλών
που πάλι με ελιγμούς απέφευγαν. Ο Βόρυς παρακολουθούσε τη μάχη, όμως
καθόλου δεν τον ενδιέφερε. Τα μάτια του ήταν στραμμένα εκεί, η ματιά του
όμως ταξίδευε πέρα από τα σύννεφα, μακριά ως το κάστρο. Εκεί όπου
αισθανόταν ασφάλεια κι ευτυχία. Η θύμηση του έφερε καλοκαιριά στην
παγωμένη από τους ψυχρούς ανέμους του τρόμου ψυχή του. Τώρα, όλα θα
τελείωναν.
Είχε περάσει τα σύννεφα. Σε λίγο, η σκληρή αγκαλιά του εδάφους θα
υποδεχόταν το κορμί του. Έκλεισε τα μάτια του. Δεν ήθελε να ξέρει πότε θα
φτάσει στο έδαφος. Αν και το ένιωθε. Ένιωθε τους παλμούς και τη θέρμη της
γης όσο την πλησίαζε. Μια γλυκιά ζεστασιά κάλυψε το κορμί του σαν να τον
σκέπαζαν με πουπουλένιο πάπλωμα. Η ταχύτητά του μειώθηκε ή έτσι του
φάνηκε κι έπεφτε πλέον πιο σιγά. Συνέχισε να πέφτει ώσπου το κορμί του
ακούμπησε κάτι μαλακό που του τσίμπησε όμως το σώμα, διαπερνώντας
ακόμα και τα ρούχα του σαν μικρές βελόνες. Τόσο ήταν ταλαιπωρημένο που
του φάνηκε σαν χάδι και το πιο απαλό κρεβάτι του κόσμου. Ένιωσε ένα χάδι
στο πρόσωπο, ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα που αποκατέστησε τη γαλήνη στην
ψυχή του και αφαίρεσε με μια κίνηση όλη την ψυχική κούραση. «Ίσως να μην
είναι τόσο τρομαχτικό τελικά». Ηρέμησε και παραδόθηκε σ’ έναν βαθύ ύπνο
που είχε καιρό να κάνει.
«Είναι ένα σημείο που προεξέχει πάνω στον κορμό. Φαίνεται σαν ξύλο,
όμως στην πραγματικότητα είναι μάρμαρο φιλοτεχνημένο από τους πιο
επιδέξιους μάστορες της πόλης των Ρόδων. Στο χρώμα δεν ξεχωρίζει από το
υπόλοιπο δέντρο. Στην υφή του όμως εύκολα μπορείς να το καταλάβεις».
«Και τι θα γίνει όταν το βρούμε;» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την
ερώτησή του κι άκουσε κάτι σαν σύρτης που ανοίγει. Ο Βυλτώρ δεν έχασε
χρόνο.
«Έλα να δεις τι θα γίνει». Ο Λέανδρος τον πλησίασε. Στο σημείο που
κοιτούσε, ένα ορθογώνιο κομμάτι είχε πιεστεί προς τα μέσα. Ως αποτέλεσμα
άνοιγε με πολύ αργούς ρυθμούς μια τεράστια μαρμάρινη πέτρα από κάτω προς
τα πάνω. Ο Λέανδρος έκρυψε το πρόσωπό του καθώς ένα τεράστιο σύννεφο
σκόνης πετάχτηκε πάνω τους.
«Πρέπει να έχει πολύ καιρό ν’ ανοιχτεί αυτή η πόρτα» σχολίασε ο
Λέανδρος. Πίσω από την πόρτα κι ενώ το σύννεφο διαλυόταν, φάνηκε ένα
σκαμμένο τούνελ μέσα στον κορμό με κατηφορικά σκαλοπάτια. Ο Λέανδρος
έκατσε να χαζεύει το θέαμα. Ο Βυλτώρ όμως δεν τον άφησε να χασομερήσει.
Έτσι, με ένα απότομο σπρώξιμο τον έστειλε μέσα στον κορμό. Ο ίδιος όμως
κοντοστάθηκε μιας κι ένιωσε από πίσω του μία απαίσια μυρωδιά που είχε
συναντήσει πολλές φορές στη ζωή του, τα βρωμερά χνώτα των Μαύρων
Γυπών. Ο Λέανδρος βρέθηκε να έρπεται στα γόνατα μετά τη βίαιη ώθηση του
Βυλτώρ. Το στόμα του μόλις που θα ανάβλυζε κουβέντες που θα περιέγραφαν
τη δυσαρέσκειά του για την κίνησή του αυτή, όταν ξαφνικά γύρισε το κεφάλι
του κι αντίκρισε το πιο τρομακτικό και συνάμα αποκρουστικό θέαμα της ζωής
του.
Τρία ζώα, πέρα από τις φυσιολογικές διαστάσεις των ζώων, είχαν
ορθώσει το φρόνημά τους μπροστά στον Βυλτώρ που έστεκε βαστώντας
προτεταμένο απειλητικά το αστραφτερό του ξίφος. Και τα τρία ήταν μαύρα,
δίνοντας άλλο ορισμό στο χρώμα, με το βαθύ και γυαλιστερό τόνο του
δέρματός τους που ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Η λεία επιφάνεια του δέρματός τους
αντανακλούσε πάνω στο θαμπό φως του φεγγαριού που διαπερνούσε το βαθύ
φύλλωμα των δέντρων. Τα μεγάλα κυκλικά πράσινα μάτια τους τόνιζαν
ακόμα περισσότερο το απόλυτο μαύρο που είχε μπλοκάρει οποιαδήποτε άλλη
εικόνα από το δάσος. Τα άκρα τους ήταν μακριά και ισχνά και το σώμα τους
πολύ αδύνατο. Πίσω από την πλάτη τους ξεπηδούσαν δύο πελώρια φτερά με
τα οποία σίγουρα θα έσκιζαν τους ουρανούς, καθιστώντας τα, τα πιο
τρομακτικά αρπακτικά από αέρος. Το πρόσωπό τους ήταν αλλοιωμένο, όλα τα
170 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αποσυντεθειμένα χόρτα και ζώα που δεν κατάφεραν να βρουν την έξοδο. Ο
δρόμος γινόταν κατηφορικός και η μεγαλύτερη απομάκρυνση από την πύλη
σήμαινε περισσότερη δυσωδία. Ενώ στην αρχή η έντονη μυρωδιά ήταν
υποφερτή, αφού πέρασε λίγη ώρα από τον εγκλεισμό τους μέσα στο δέντρο, η
μυρωδιά είχε γίνει ανυπόφορη. Για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους
και να μη λιποθυμήσουν από τις αναθυμιάσεις βάδιζαν με το χέρι κρεμασμένο
από τη μύτη τους για να μπορεί το χοντρό ύφασμα της κάπας τους να
φιλτράρει κάπως τον μολυσμένο αέρα.
Η ώρα περνούσε και η σιωπή κούραζε τον Λέανδρο. Ο Βυλτώρ δεν ήταν
κι η πιο ευχάριστη παρέα που θα ήθελε να έχει κάποιος μαζί του σ’ έναν
σκοτεινό και υγρό θάλαμο. Ο Λέανδρος όμως ήθελε να του πιάσει την
κουβέντα μήπως και περάσει η ώρα πιο γρήγορα.
«Πώς και τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Σου έχω ξαναπεί. Έζησα κι εγώ ένα διάστημα στο κάστρο. Κάποια
στιγμή απλά ήθελα ν’ ακολουθήσω τη μοίρα μου» του είπε χωρίς να τον
κοιτάει. Ο Λέανδρος κούνησε το κεφάλι του.
«Σε καταλαβαίνω» του απάντησε, «κι εγώ το ίδιο ακριβώς νιώθω, δεν
αντέχω άλλο εδώ, θέλω να βγω στον κόσμο».
Ο Βυλτώρ χαμογέλασε.
«Ε, λοιπόν, απόψε θα σου δοθεί αυτή η ευκαιρία. Ελπίζω μόνο να μην
το μετανιώσεις γιατί δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής».
Η πορεία τους μέσα στο υγρό και στενό τούνελ γινόταν με δυσκολία.
Υπήρχαν σημεία όπου έπρεπε να σκύβουν καθώς οι ρίζες από το αιωνόβιο
δέντρο μπερδεύονταν στα ρούχα τους και τους τραβούσαν πίσω. Το μονοπάτι
ήταν καλυμμένο με ολισθηρές πέτρες. Μία απρόσεχτη κίνηση εύκολα θα τους
σώριαζε κάτω. Η κατηφόρα δυσχέραινε αρκετά τις κινήσεις τους και σε
συνδυασμό με το σταδιακό στένεμα του τούνελ η πορεία τους είχε περιοριστεί
με πλάγια φορά.
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ο Λέανδρος δεν άφηνε την
κουβέντα τους. Ήταν η ευκαιρία του να μάθει κάποια παραπάνω πράγματα
για τον Βυλτώρ.
«Εσύ πώς κατάφερες να επιστρέψεις;» τον ρώτησε ενώ ταυτόχρονα
έσκυβε για να μη χτυπήσει το κεφάλι σε μια τεράστια ρίζα που μπλόκαρε τον
δρόμο του. Την ώρα που μιλούσε όμως, αντιλήφθηκε ότι δυσκολεύτηκε πάρα
πολύ για να μιλήσει. Σχεδόν τραύλιζε! Η ανάσα του είχε επιβραδυνθεί και
καταλάβαινε από την ανεξήγητη σωματική κόπωση ότι δεν είχε πολλές
αντοχές. Ο Βυλτώρ γύρισε και τον κοίταξε.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 173
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σαν ένα μικρό έντομο που πετούσε τριγύρω τους κι έψαχνε την είσοδο για να
γευτεί τη γύρη τους. Το λευκό λουλούδι καθόταν πάνω σ’ ένα μωβ φύλλο του
οποίου το κοτσάνι φαινόταν μέσα από το κρυστάλλινο νερό ότι έφτανε μέχρι
το βυθό της λίμνης.
Κι εκεί στην άκρη της λίμνης στεκόταν το πιο μεγάλο κι εντυπωσιακό
λουλούδι απ’ όλα, όχι με λευκά αλλά μωβ πέταλα που η αστραφτερή τους
λάμψη δημιουργούσε αντανακλάσεις με το νερό, σαν ο αρχηγός αυτής της
ομάδας των υπέροχων λουλουδιών. Ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του για να
κόψει ένα από αυτά. Η ομορφιά τους και το γλυκό μεθυστικό τους άρωμα τον
τραβούσαν. Μ’ ένα γρήγορο και συνάμα απαλό σάλτο ο Βυλτώρ βρέθηκε δίπλα
του ακουμπώντας του τον ώμο. Τον σήκωσε πάνω ρίχνοντας του ένα βλέμμα
αποδοκιμασίας.
«Αυτά τα λουλούδια δεν είναι για να τα ακουμπάμε. Μόνο να τα
θαυμάζουμε από μακριά. Έλα, μη χάνουμε άλλο χρόνο». Ο Λέανδρος τον
υπάκουσε χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δει τόσα
πράγματα όσα δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του μέχρι τώρα. Που να βγω κι έξω από
το ορφανοτροφείο. Ποιος ξέρει εκεί τι με περιμένει, είπε στον εαυτό του
χαμογελώντας και νιώθοντας την αγαλλίαση της γλυκιάς προσμονής. Ο
Βυλτώρ τον οδήγησε στη δεξιά μεριά της λίμνης.
«Από αυτό το δρομάκι θα περάσουμε απέναντι» του είπε δείχνοντάς
του με το χέρι ένα πέτρινο κι αρκετά στενό διάδρομο. «Ακολούθα τα βήματά
μου. Αργά και σταθερά βήματα Λέανδρε. Και προσπάθησε να μην ταράξεις τα
νερά της λίμνης».
Με πολύ προσοχή γαντζώθηκαν από τον τοίχο και προσπαθώντας να
διατηρήσουν την ισορροπία τους, βάδιζαν πάνω στον διάδρομο. Ήταν μια
επίπονη διαδικασία γιατί κι ο τοίχος και το έδαφος ήταν ιδιαίτερα ολισθηρά
λόγω της μεγάλης υγρασίας που επικρατούσε στην ανήλιαγη αίθουσα. Με μία
άγαρμπη κίνηση πολύ εύκολα θα έπεφταν μέσα στο νερό. Ο Λέανδρος
ακολουθούσε κατά πόδας τον Βυλτώρ. Ήταν γεροδεμένος κι η αθλητική του
κορμοστασιά συνέβαλε στο να έχει σταθερό πάτημα.
«Λίγο ακόμα και φτάνουμε», του έδινε κουράγιο ο Βυλτώρ. Είχε
πλησιάσει αρκετά στην απέναντι πλευρά και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε σ’ ασφαλές
έδαφος. Ο Λέανδρος ήταν λίγα μέτρα πίσω του κρατώντας μια απόσταση
ασφαλείας κι έτοιμος για το δικό του σάλτο. Το επόμενο βήμα του όμως
επρόκειτο να τον προδώσει. Βλέποντας την απόσταση να μειώνεται, δε
στερέωσε γερά το πόδι του και για λίγο έχασε την ισορροπία του.
Ταλαντεύτηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα αλλά γρήγορα επανήλθε. Με την
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 175
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
απρόσεχτη όμως κίνησή του ένα πετραδάκι μικρό έπεσε στη λίμνη
δημιουργώντας μεγάλο παφλασμό στα ήρεμα νερά της κι έντονο ήχο που
ακούστηκε σ’ όλο το χώρο σαν δυνατός κρότος. Ο Βυλτώρ κάρφωσε το βλέμμα
του στον Λέανδρο και βλέποντάς τον ότι ήταν έτοιμος να κινηθεί προεξέτεινε
τα χέρια του επιβλητικά διατάζοντάς τον να παραμείνει ακίνητος. Ο Λέανδρος
τρομοκρατήθηκε. Η έντονη αντίδραση του Βυλτώρ τον ανησύχησε. Συνέχισε
να τον κοιτάει επίμονα ελπίζοντας ότι θα του κάνει σινιάλο να προχωρήσει κι
ότι δε θα είχε κάποια συνέπεια η απρόσεχτη κίνησή του.
Οι προσδοκίες του όμως δεν επαληθεύτηκαν. Ενώ το βλέμμα του ήταν
καρφωμένο πάνω στον Βυλτώρ, άκουσε τα νερά της λίμνης να παφλάζουν με
σταθερά αυξανόμενο ρυθμό. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε ότι κάτω
από κάθε λουλούδι πηχτός αφρός σχηματίστηκε. Όσο φούσκωνε ο αφρός, το
λουλούδι που βρισκόταν στην κορυφή του όλο κι ανυψωνόταν. Ο αφρός
ανέβαινε κι ανέβαινε ώσπου άρχισε να παίρνει γυναικεία μορφή. Όταν
σχηματίστηκαν τα σώματα από αφρό κάτι σαν έκρηξη έγινε κι ο Λέανδρος
ένιωσε να καλύπτεται το σώμα του με τον πηχτό αφρό. Μια αίσθηση που του
δρόσισε το σώμα ενώ το πηχτό υγρό κυλούσε πάνω του. Όταν άνοιξε τα μάτια
του είδε ότι κάτω από τον αφρό κρύβονταν άυλα γυναικεία σώματα ντυμένα
με λευκά μακριά φορέματα. Τα πόδια τους και τα χέρια τους ήταν καλυμμένα
από τον λευκό χιτώνα τους. Το πρόσωπότ τους δεν είχε μορφή, το μόνο που
ξεχώριζε ήταν τα χρυσά τους μάτια που δεν ήταν σαν τα ανθρώπινα μάτια,
παρά ήταν περιστρεφόμενες χρυσές ίριδες σαν αυτές που είχε δει νωρίτερα να
περιτριγυρίζουν τα πέταλα των λουλουδιών και πάνω στα αστραφτερά
ασημένια μαλλιά τους, στην άκρη του κεφαλιού τους δέσποζαν σαν στολίδι τα
Ζίννια.
Ο Λέανδρος κοκάλωνε για δεύτερη φορά απόψε. Δεν τολμούσε να
γυρίσει το κεφάλι του να τις κοιτάξει κατάματα. Με την άκρη του ματιού του
ένιωθε το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω του. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία
και τα δύο αγόρια περίμεναν να δουν ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή τους. Ο
Βυλτώρ του έκανε νόημα με τα χέρια του να παραμείνει ακίνητος.
«Είναι οι Υδάτινες Νεράιδες» η φωνή του ήταν απαλή και κατάβαλε
μεγάλη προσπάθεια για να μην προκαλέσει θόρυβο που θα εκνεύριζε τα
μαγικά πλάσματα. «Αν παραμείνεις ακίνητος και ήρεμος δε θα σε πειράξουν».
Ο Λέανδρος άκουσε τα λόγια του αλλά δεν ήξερε για πόση ώρα θα κατάφερνε
να παραμείνει ακίνητος. Οι νεράιδες συσπειρώνονταν σε μια ομάδα κι
ενωμένες αιωρούνταν πάνω από τα διαυγή νερά της λίμνης κατευθυνόμενες
προς το μέρος του Λέανδρου. Αυτός βλέποντάς τες να τον πλησιάζουν
176 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αισθανόταν τους παλμούς της καρδιάς του ν’ αυξάνονται και παρά τις
προσπάθειές του δυσκολευόταν να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Οι νεράιδες
τον περικύκλωσαν. Άκουγε τις φωνές τους μέσα στο κεφάλι του, του
μιλούσαν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Οι φωνές τους ήταν δυνατές
σαν στριγκλιές, πέρα από την ένταση που μπορούσε να αντέξει ένας
ανθρώπινος οργανισμός. Κάλυψε με τα χέρια του τα αφτιά του ελπίζοντας ότι
ο πόνος θα σταματούσε, όμως μάταια. Ο πόνος ερχόταν από μέσα, του έκαιγαν
το κεφάλι. Έβλεπε τον Βυλτώρ ατάραχο κι ήταν σίγουρος ότι δεν άκουγε
τίποτα.
«Βοήθα με Βυλτώρ, δεν το αντέχω άλλο» του φώναξε. Τον είδε που
κουνούσε το στόμα του, του μιλούσε όμως δεν άκουγε τη φωνή του. Το μόνο
που άκουγε ήταν οι διαπεραστικές κραυγές των νεράιδων που τον είχαν
λυγίσει. Και τότε αντιλήφθηκε ότι μόνο αυτός άκουγε το θρήνο των νεράιδων
γιατί μόνο σαν θρήνο θα μπορούσε να περιγράψει την τόσο έντονη
συναισθηματική εκδήλωση των νεράιδων.
Ξαφνικά, πρόσεξε ότι οι νεράιδες έκαναν στην άκρη κι άνοιγαν το
δρόμο σε κάποιον για να περάσει. Από πίσω τους ξεπρόβαλλε μια άλλη
νεράιδα που διέφερε από τις άλλες. Ήταν πιο μεγαλόσωμη στο ανάστημα από
τις υπόλοιπες κι η φιγούρα της εξέπεμπε μια εσωτερική λάμψη που δεν είχαν
οι άλλες. Μπροστά της οι άλλες παραμέριζαν κι έδειχναν ένα είδος υποταγής.
Αιωρούνταν και τον πλησίαζε με καρφωμένο το παγωμένο βλέμμα της πάνω
του. Το τελευταίο πράγμα που παρατήρησε ο Λέανδρος πάνω της ήταν η μωβ
Ζίννια που στόλιζε τα μαλλιά της. Σ’ εκείνη λοιπόν ανήκε το πιο όμορφο και
λαμπερό λουλούδι που είχε δει νωρίτερα ο Λέανδρος στο κέντρο της λίμνης.
Η αρχηγός των νεράιδων πλησίασε το φοβισμένο αγόρι. Στάθηκε
μπροστά του. Ο Λέανδρος έντρομος γύρισε να την κοιτάξει. Τόσην ώρα ούτε
που τολμούσε ν’ αντικρίσει τις νεράιδες που είχαν στήσει έναν μαγικό χορό
γύρω του. Η εμπειρία του με αυτές τις νεράιδες ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’
αυτόν. Με το πέρασμα της ώρας ο αρχικός του φόβος τον εγκατέλειψε. Καμία
άλλη δεν τον είχε πλησιάσει τόσο κοντά. Έκπληκτος ανακάλυψε ότι δεν
υπήρχε πρόσωπο, παρά μόνο κάτι σαν λευκός καπνός κάλυπτε το πρόσωπό
της. Τα ασημένια της μαλλιά ήταν λυμένα, ίσια μακριά. Το φως από τα
αυλάκια έπεφτε πάνω τους κι η λάμψη που δημιουργούνταν διαπότιζε το
χώρο. Η μωβ Ζίννια με τα αμέτρητα πέταλα, απόλυτα συμμετρικά και στο
μέγεθος και στη θέση τους, ήταν καρφιτσωμένη πάνω σε μια σειρά από λευκές
πέρλες που δημιουργούσαν τη βάση για το πιο όμορφο κόσμημα απ’ όλα που
φορούσαν οι Υδάτινες Νεράιδες. Οι χρυσές λάμψεις στα μάτια της
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 177
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
έτρεξε σ’ αυτήν που είχε αναζητήσει καταφύγιο πίσω από το βαρύ μαρμάρινο
γραφείο.
«Διώνη, τι γυρεύεις εδώ;»
Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Βόρυς ήταν ξεκούραστος και ήρεμος. Για
πρώτη βραδιά μετά από καιρό δεν είχε δει τον καθημερινό εφιάλτη. Η
τρομερή φωνή που τον κρατούσε ξάγρυπνο τόσες νύχτες, απόψε είχε σωπάσει.
Βρισκόταν στη ζεστή θαλπωρή του κρεβατιού του και με το χέρι του χάιδευε
τα ποτισμένα με άρωμα λουλουδιών και φρεσκοπλυμένα σεντόνια του.
Χαμογέλασε φέρνοντας στο νου του τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς.
«Τι αληθινό όνειρο. Με τίποτα δε θ’ άλλαζα το ζεστό μου κρεβάτι και
την ηρεμία μου εδώ στο κάστρο». Σηκώθηκε για να ντυθεί, όμως διαπίστωσε
ότι κάθε κίνησή του, του έφερνε οξύ πόνο σαν να ήταν πιασμένος. Τα χέρια
του και τα πόδια δυσλειτουργούσαν κι ένιωθε το σώμα του βαρύ. Στηρίχτηκε
στο προσκέφαλο του κρεβατιού κι άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Μόλις τότε
συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν ήταν το κρεβάτι του κι επίσης εκείνο δεν ήταν
το δωμάτιό του. Αντί για την οικεία παγωμένη πέτρα, η κάμαρα που
βρισκόταν είχε τοίχους επενδυμένους με ξύλο. Πέρα από το κρεβάτι, μια απλή
λευκή ντουλάπα κι ένα λευκό ξύλινο γραφείο με αρκετά ερασιτεχνικά
σκαλίσματα στην όψη του. Το γραφείο βρισκόταν κάτω από ένα παράθυρο που
κάλυπτε τον τοίχο από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Σηκώθηκε όρθιος
πετώντας με μια απότομη κίνηση τα άγνωστα σκεπάσματα. Με κάθε βήμα του
ένιωθε σουβλιές στο σώμα του. Έβαλε τα δυνατά του όμως για να πλησιάσει
στο παράθυρο. Το γυμνά του πόδια μπλέχτηκαν μέσα στο στρωμένο χοντρό
κόκκινο χαλί κι η θέρμη του διαπέρασε κάθε σπιθαμή του κορμιού του.
Προβληματισμένος τράβηξε τη βαριά λευκή κουρτίνα. Χίλιες ιδέες πέρασαν
από το μυαλό του για το τι θα αντίκριζε και σε τι αφιλόξενα μέρη είχε
καταλήξει μετά την πτώση του από το άλογο. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν
ίσχυε κάτι τέτοιο.
Με το που τράβηξε την κουρτίνα οι ζεστές αχτίδες του ήλιου έκαψαν τα
μάτια του κι ασυναίσθητα τα έκλεισε. Όταν συνήθισε την αλλαγή τα άνοιξε
δειλά και τότε φανερώθηκε μπροστά του η καταπράσινη αυλή ενός
αγροτόσπιτου. Σαν ένας πίνακας μέσα από την κορνίζα του παράθυρου
φάνταζε αυτό που αντίκρισε. Η διαφορά ήταν ότι εδώ μπορούσε να μυρίσει
τον πίνακα και να χαθεί με τη ματιά του στα πιο μακρινά σημεία του ορίζοντα
που αποκάλυπτε ο φωτεινός ουρανός. Ένας μεγάλος χρωματιστός κήπος με
ευωδιαστά λουλούδια ήταν η πιο όμορφη πινελιά στο εξαίσιο τοπίο άγριας
180 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ομορφιάς που αντίκρισε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί πάνω στα βουνά που
απλώνονταν στα πόδια του. Ένα τοπίο πολύ διαφορετικό από το άγριο τοπίο
που κρυβόταν πίσω από τις κουρτίνες του δικού του δωματίου στο κάστρο.
Πελώρια βουνά με χιονισμένες κορυφές στόλιζαν το παράθυρο σ’ αυτό το
δωμάτιο. Απόκρημνες πλαγιές και δύσβατα μονοπάτια ξεχώριζαν μέσα από τα
δέντρα που δέσποζαν πάνω στα βουνά. Ο Βόρυς άκουγε τη φωνή της φύσης να
τον καλεί να χαθεί μέσα στις κοιλότητες των βουνών της. Δύσκολο ως και
ακατόρθωτο εγχείρημα για έναν άνθρωπο, όχι όμως για έναν απόγονο των
Αετομάτηδων που στο αίμα τους κυλούσε η πνοή της φύσης. Δεν παρέλειψε
να περιορίσει την όρασή του στα στενά ανθρώπινα πλαίσια. Έξω στην αυλή
του σπιτιού δεν υπήρχε κανένας που θα μπορούσε να του εξηγήσει πώς είχε
βρεθεί εκεί.
Ενώ ο μικρός περιεργαζόταν το τοπίο, άκουσε έναν κρότο στην πόρτα
πίσω του που τον έκανε να γυρίσει. Μη ξέροντας τι θα αντικρίσει μπροστά του
έτρεξε πανικόβλητος αναζητώντας προστασία πίσω από το κρεβάτι. Η πόρτα
άνοιξε και πίσω της φανερώθηκε μια γυναίκα κρατώντας στο χέρι της έναν
δίσκο με μυρωδάτα φαγητά. Αν και δεν ήταν μεγάλη σε ηλικία είχε λευκά
σπαστά μαλλιά με ξανθές τούφες που ξεπετάγονταν από διάφορα σημεία. Το
πρόσωπό της ήταν ρυτιδιασμένο, όχι από γηρατειά, αλλά περισσότερο από
κακουχίες και σκληρή εργασία. Το ίδιο φανέρωναν και τα χοντρά και τραχιά
της δάχτυλα που κρατούσαν σταθερά το βαρύ δίσκο. Όταν την είδε ο Βόρυς
ηρέμησε και γαληνεμένος βγήκε από την κρυψώνα του.
«Καλησπέρα….., αχ τι λέω, καλημέρα», είπε γελώντας αμήχανα με το
λάθος της. «Ξύπνησες βλέπω. Ελπίζω να ξεκουράστηκες». Πριν καλά καλά
μπει μέσα, έστρεψε το κεφάλι της ενοχλημένη προς τα κάτω. «Ανέσα, μην
κρέμεσαι από τη φούστα μου». Πίσω από τη γυναίκα ξεπρόβαλλε ένα μικρό
ξανθό κεφάλι. Δειλά φανερώθηκε ένα κοριτσάκι περίπου οχτώ χρονών. Η
ομοιότητά της με τη γυναίκα ήταν συγκλονιστική, έτσι γρήγορα ο Βόρυς
συμπέρανε ότι επρόκειτο για την κόρη της. Η Ανέσα χασκογελούσε δείχνοντας
τα στραβά μεγάλα μπροστινά της δόντια. Από την άλλη μεριά της φούστας της
γυναίκας ξεπρόβαλλε άλλο ένα κεφάλι. Σε αντίθεση με την ανοιχτόχρωμη
Ανέσα αυτό το κορίτσι ήταν μεν στην ίδια ηλικία αλλά μελαχρινή. Το δέρμα
της ήταν σταρένιο κι ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη γυναίκα και τη μικρή
της κόρη. Πέρα από τη διαφορά στην εμφάνιση, τα δύο κορίτσια διέφεραν στη
διάθεση. Η Ανέσα χασκογελούσε από αμηχανία και φόβο στη θέα του
άγνωστου στο σπίτι της. Η άλλη μικρή όμως είχε δύο μαύρα μάτια
σπινθηροβόλα που τον κατακεραύνωναν με τις καχύποπτες ματιές τους.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 181
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Συνόδεψε την Ανέσα στο γέλιο, του έριχνε όμως πλάγιες, διερευνητικές
ματιές προκαλώντας του την αντιπάθεια δηλώνοντάς του με το βλέμμα της
ότι ήταν παρείσακτος στο σπίτι της και δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτόν.
«Μην τους δίνεις σημασία», συνέχισε η γυναίκα χαμογελώντας. «Αυτή
είναι η Ανέσα κι αυτή είναι η Παρέσα. Είναι και οι δύο κόρες μου. Δίδυμες.
Εγώ είμαι η κυρία Μιραδέα. Κάτσε να φας και θα μας πεις μετά πως κατέληξες
να κοιμάσαι πάνω στο σωρό με τα άχυρά μας».
Ο Βόρυς έγνεψε συγκαταβατικά. Πεινούσε αρκετά και οι μυρωδιές από
το ζεστό γάλα, το φρεσκοψημένο ψωμί και τ’ αυγά είχαν ήδη ταξιδέψει από
την πόρτα μέχρι τη μύτη του. Η γυναίκα τον πλησίασε δισταχτικά κι άφησε
τον δίσκο κι έφυγε βιαστικά τραβώντας από πίσω της τις δύο κόρες της που
δεν έδειχναν διαθέσιμες να την ακολουθήσουν αλλά θα προτιμούσαν να
μείνουν για να περιεργαστούν τον ξένο. Ο Βόρυς είδε το φόβο στα μάτια της.
Δεν την αδικούσε. Δε θα ήταν και λίγο να βρει έναν άγνωστο να κοιμάται
στην αυλή τους.
Ο Βόρυς με λαιμαργία έπεσε πάνω στο φαί. Δεν ήταν κι ότι καλύτερο
είχε φάει ποτέ του, όμως είχε περάσει τόση ώρα από το τελευταίο του γεύμα
που θα έτρωγε οτιδήποτε του έδιναν για να ηρεμήσει το στομάχι του που
γρύλιζε από την ώρα που σηκώθηκε. Ήταν τόσο απορροφημένος στο φαί του
που δεν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει ξανά. Μέσα στο δωμάτιο μπήκαν
πατώντας στις μύτες των ποδιών τους τα δύο κορίτσια και κάθισαν πίσω του.
Προσπάθησαν να τον παρατηρήσουν αλλά με το που τον είδαν να τρώει έτσι
ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Ο Βόρυς ξαφνιασμένος γύρισε να τις κοιτάξει. Οι
μικρές συνέχισαν να γελάνε δυνατά με την Παρέσα να κουνάει γρήγορα τα
χέρια της προς το στόμα της μιμούμενη τις κινήσεις του Βόρυ. Η Παρέσα
σταμάτησε να γελάει απότομα και την ακολούθησε μετά από λίγο κι η αδερφή
της.
«Είσαι περίεργος» του είπε και ξέσπασε ξανά σε γέλια βάζοντας το χέρι
της μπροστά από το στόμα της. «Ο μπαμπάς μου λέει ότι έμεινες πολύ ώρα στο
κόκκινο φεγγάρι γι’ αυτό είσαι έτσι!» Η Ανέσα γελούσε πάλι κι από την
κακοτεχνία των δοντιών της πετάγονταν τα σάλια της παντού. Ο Βόρυς δεν
τους μίλησε. Απλά τις κοιτούσε απορημένος. Τα γέλια τους του είχαν φέρει
εκνευρισμό και δεν του άρεσε καθόλου που τον κορόιδευαν μπροστά στα
μούτρα του.
«Μη μιλάς έτσι» είπε το άλλο κορίτσι στην αδερφή της χωρίς όμως να
το πολυπιστεύει και η ίδια. Την ευχαριστούσε να βλέπει τη συμπεριφορά της
αδερφής της, κάτι ακατόρθωτο για τη δική της ιδιοσυγκρασία. «Εμάς δε μας
182 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Δε σκοπεύω να βλάψω κανέναν από την οικογένειά σας» του είπε
προσπαθώντας να τον καθησυχάσει.
«Θα μου απαντήσεις στις ερωτήσεις μου» του είπε. Ο Βόρυς είχε μείνει
πραγματικά άφωνος από τις εναλλασσόμενες σκηνές που εκτυλίσσονταν
μπροστά του. Ο άνθρωπος είναι τρελός, σκέφτηκε. Δεν ήταν κι η καλύτερη
πρώτη εικόνα για τον κόσμο έξω από το κάστρο. Πίσω από τον άντρα
εμφανίστηκε η σύζυγός του με τα κορίτσια τους γι’ άλλη μια φορά να
κρέμονται από τη φούστα της.
«Με λένε Βόρυ και μέχρι χθες έμενα στο κάστρο του άρχοντα
Παφνούτη» του είπε προλαβαίνοντας την πρώτη ερώτηση που ετοιμαζόταν να
του κάνει. «Μετά από μια σειρά γεγονότων που θα μου έπαιρνε μέρες να
περιγράψω και που δεν ξέρω αν καν θα με πιστεύατε μιας κι εγώ ο ίδιος δεν
μπορώ να το πιστέψω, βρέθηκα να κοιμάμαι στο κρεβάτι σας. Δεν έχω ιδέα τι
συνέβη. Το μόνο που γνωρίζω είναι αυτό που μου είπε η σύζυγός σας, ότι
δηλαδή με βρήκατε να κοιμάμαι στον αχυρώνα σας. Πώς έγινε αυτό, δυστυχώς
δεν είμαι σε θέση να σας αποκαλύψω». Ο Βόρυς τα είπε όλα αυτά με μια ανάσα
κι όταν τελείωσε πήρε μια βαθιά εισπνοή. Δεν ήθελε μπελάδες. Δεν είχε ιδέα
τι θα έκανε από εδώ και μπρος, αν όμως κατάφερνε να τον πάρει με το μέρος
του, ίσως θα τον βοηθούσε να γυρίσει πίσω. Ο άντρας τον κοίταζε σκεφτικός.
«Τι δουλειά έχεις έξω από το κάστρο; Στα δεκαοχτώ δε σας αφήνουν
ελεύθερους; Εσύ δε μου κάνεις για τόσο. Μήπως το έσκασες;»
«Όχι, όχι» βιάστηκε να του απαντήσει ο Βόρυς. «Πιστέψτε με, εγώ ποτέ
δε θα επιχειρούσα να φύγω από το κάστρο. Για κάποιο λόγο με πήρανε από
εκεί και τώρα θέλω να γυρίσω πίσω». Ο άντρας γέλασε ειρωνικά.
«Αν όντως είσαι αυτός που είσαι, τότε σίγουρα θα ξέρεις ότι αυτό δε
γίνεται. Κανένας δεν μπορεί να βρει το δρόμο για το κάστρο του Παφνούτη. Το
μονοπάτι χάθηκε πριν πολλά χρόνια και κανένας δε θα πλησίαζε ποτέ». Ο
Βόρυς στο άκουσμα αυτών των λόγων έκατσε στην καρέκλα του
απογοητευμένος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτά τα λόγια, αλλά για
πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος με τη βαρύτητα αυτών των λόγων.
«Ξαφνιάζεσαι ή μου φαίνεται;» συνέχισε ο άντρας έχοντας επίγνωση
της ισχύος των λόγων του. «Εγώ νομίζω ότι λες ψέματα κι είσαι ένας κοινός
ψεύτης που προσπαθεί να με παραπλανήσει κα να βλάψει την οικογένειά
μου». Ο Βόρυς σηκώθηκε έντρομος πάνω.
«Κλέφτης εγώ; Είναι ψέμα» φώναξε με όση δύναμη μπορούσε να
βγάλει από μέσα του.
184 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
κοιτάζουν, ώσπου η άμαξα έστριψε στο πέτρινο μονοπάτι και χάθηκε μέσα στα
δέντρα.
Το ταξίδι ήταν μακρύ. Ο Βόρυς καθόταν από τη μια μεριά της άμαξας κι
οι φρουροί απέναντί του. Δεν έπαιρναν τα μάτια τους από πάνω του. Τον
κοιτούσαν με δέος και θαυμασμό, κάτι που ξάφνιασε τον Βόρυ. Ήταν
ξεκάθαρο ότι δεν είχαν τη διάθεση να τον βλάψουν, όμως δε θα δίσταζαν να
χρησιμοποιήσουν το εντυπωσιακό σπαθί τους εναντίον του αν παρίστατο
ανάγκη. Μην μπορώντας να κάνει τίποτα, απλά υπέμενε το ταξίδι του. Ο
δρόμος ήταν τραχύς κι η άμαξα ανά διαστήματα έπεφτε πάνω σε πέτρες που
την ταρακουνούσαν ολόκληρη και μαζί ταρακουνιούνταν κι οι ίδιοι. Ο Βόρυς
χάζευε το τοπίο μέσα από το μικρό παραθυράκι. Διέσχιζαν το δάσος από ένα
λιθόστρωτο δρομάκι. Γύρω τους, τους περιστοίχιζαν μεγάλα δέντρα που με
τον ίσκιο τους, τους προστάτευαν από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο. Ανά
διαστήματα συναντούσαν και μικρές πηγές που κυλούσαν από τα βράχια
δημιουργώντας δυνατό παφλασμό από την πτώση τους. Μικρά ζώα
δροσίζονταν στα ήρεμα νερά τους και παρακολουθούσαν καχύποπτα το οικείο
στρογγυλό ‘ζώο’ που είχαν συνηθίσει να το βλέπουν να περνάει από το
δρομάκι που και που. Το ταξίδι συνέχιζε χωρίς κάτι ιδιαίτερο να συμβαίνει. Οι
φρουροί δεν είχαν αρθρώσει ούτε μια κουβέντα, ούτε όμως είχαν πάρει το
βλέμμα τους από πάνω του.
Ξαφνικά, η άμαξα σταμάτησε. Ο Βόρυς άνοιξε το κουρτινάκι και
πρόσεξε ότι είχαν φτάσει μπροστά σε μια πέτρινη γέφυρα. Το δάσος το είχαν
αφήσει πίσω τους. Κοίταξε πίσω του ψάχνοντας να εντοπίσει πόσο είχαν
απομακρυνθεί από αυτό. Τα δέντρα φαίνονταν πλέον σαν μια μάζα,
κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργώντας ένα φαινομενικά
απροσπέλαστο δάσος. Η άμαξα μετά την ολιγόλεπτη στάση ξεκίνησε ξανά. Τα
άλογα τώρα πήγαιναν πολύ σιγά για να περάσουν με ασφάλεια τη γέφυρα.
Από κάτω άκουγε το γάργαρο νερό του ποταμού να κυλάει ήρεμα στον δρόμο
του για το μεγάλο του ταξίδι προς τα νότια. Πέρα από τη γέφυρα, ο Βόρυς
διέκρινε ένα μεγάλο πέτρινο τείχος χτισμένο κατά μήκος της πλαγιάς. Μέσα σ’
αυτό δέσποζαν με την παρουσία τους μικρά πέτρινα σπιτάκια με τις μικρές
αυλές τους, που ενώνονταν μεταξύ τους με λιθόστρωτα δρομάκια. Στη μέση,
εκεί που ήταν συγκεντρωμένος όλος ο κόσμος, βρισκόταν η αγορά
πλημμυρισμένη από πάγκους με φρούτα, λαχανικά, υφάσματα και κάθε λογής
αγαθά. Πλήθος κόσμου είχε συρρεύσει για να προμηθευτεί τα απαραίτητα
αγαθά. Όλοι χαμογελαστοί κι ευδιάθετοι περιτριγύριζαν τους πάγκους ενώ
ταυτόχρονα συζητούσαν μεταξύ τους και συναντούσαν τους γνωστούς τους.
186 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
απομακρυνθεί από εκείνη την πραγματικότητα και βρεθεί έστω και νοερά σε
γνώριμα μέρη, όπου ήταν μέρος του συνόλου κι όχι κάτι ξεχωριστό.
Αφού προσπέρασαν και τον τελευταίο πάγκο και το τελευταίο σπίτι, η
ταλαιπωρημένη από τα λιθόστρωτα ελικοειδή δρομάκια άμαξα έφτασε
μπροστά από την πύλη του παλατιού. Η θεόρατη μαρμάρινη πόρτα άνοιξε
διάπλατα και υποδέχτηκε την άμαξα που κουβαλούσε τον Βόρυ. Μετά από
λίγο, η άμαξα σταμάτησε. Επιτέλους το ταξίδι τους είχε λάβει τέλος. Η πόρτα
άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκαν άλλοι δύο φρουροί με την ίδια στολή που
φορούσαν κι οι συνταξιδιώτες του. Το πρόσωπό τους ήταν ανέκφραστο και
παρατήρησε ότι απέφευγαν να τον κοιτάξουν, κάτι που ναι μεν του φάνηκε
περίεργο, όμως τον ικανοποίησε κιόλας διότι δεν ήθελε πλέον να είναι στο
κέντρο της προσοχής. Κατέβηκε βιαστικά την άμαξα και πλησίασε τους
φρουρούς. Μόλις βρέθηκε κοντά τους, με προβαρισμένες κινήσεις άρχισαν να
κινούνται ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια και συγχρονισμό στις κινήσεις
των χεριών και των ποδιών τους. Ο Βόρυς κατάλαβε ότι θα έπρεπε να τους
ακολουθήσει κι αυτό έπραξε.
Το παλάτι ορθωνόταν πελώριο μπροστά στα μάτια του, απόρθητο
φρούριο. Ήταν θωρακισμένο στον περίβολό του με πέτρα λαξεμένη σε
ισόμετρα σημεία με διάφορες πολεμικές παραστάσεις που απεικόνιζαν
πολεμικά στιγμιότυπα με τους γενναίους πολεμιστές του βασιλείου. Εικόνες
που στόχευαν να ενισχύσουν το φρόνημα των κατοίκων της πόλης με τα
πολυτραγουδισμένα κατορθώματα των γενναίων προγόνων τους αλλά επίσης
και να αποθαρρύνουν τους επίδοξους πολιορκητές της πόλης από πιθανές
σκέψεις πολεμικών ενεργειών εναντίον τους.
Ο Βόρυς είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να χαζεύει τις εντυπωσιακές
παραστάσεις. Οι ταλαντούχοι γλύπτες είχαν αποδώσει, όσο πιο πιστά ήταν
δυνατό, τα φυσικά σώματα πάνω στην πέτρα. Στα σφιχτά καλογραμμωμένα
σώματα των ιπποτών διαγράφονταν οι μύες με ακρίβεια. Τα χέρια και τα
πόδια τους είχαν τόση ένταση ώστε κοιτάζοντας από μακριά έδιναν την
εντύπωση ότι είχαν τη δική τους θέληση και θα κινούνταν από λεπτό σε
λεπτό. Τα μάτια τους κι οι γωνίες του προσώπου τους ήταν τόσο βαθιά
χαραγμένα, που το βλέμμα τους απέπνεε φόβο κι αποπροσανατόλιζε όποιον
τα κοιτούσε για ώρα. Οι αρχαίες στρατιές ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του
και ξεπηδούσαν μπροστά του, έτοιμες να χυθούν στην ένταση και το πάθος
της μάχης. Ο Βόρυς δεν ήξερε προς τα ποια μεριά να πρωτοκοιτάξει. Όλα του
φαίνονταν τόσο καινούργια και τόσο διαφορετικά σε σχέση με όσα είχε
συνηθίσει να βλέπει. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε βρεθεί
188 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αεράκι μετέφερε τα αρώματα των λουλουδιών και των δέντρων που στόλιζαν
με την ομορφιά τους και γέμιζαν με το μεθυστικό τους άρωμα την αυλή.
Γύρισε το κεφάλι κι έψαξε να βρει από πού ερχόταν αυτή η μεθυστική
μυρωδιά. Γρήγορα εντόπισε μια πύλη στην πλαϊνή πλευρά του παλατιού όπου
δέσποζε ένας κήπος καλά κρυμμένος πίσω από μια τεράστια καγκελόπορτα. Ο
Βόρυς έκλεισε τα μάτια κι εισέπνευσε βαθιά προσπαθώντας να ρουφήξει το
άρωμα όλων των λουλουδιών, σαν να έπαιρνε μια δόση κουράγιου και
δύναμης προτού μπει μέσα στο παλάτι. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί ν’ αντιμετώπιζε
εκεί. Τώρα όμως ένιωθε ότι ήταν έτοιμος ή σχεδόν έτοιμος να το
αντιμετωπίσει.
ανοιξιάτικο χάραμα. Έτρεχαν για να φτάσουν στο στάβλο προτού τους πάρει
κανένας είδηση.
Όταν επιτέλους τα κατάφεραν, άνοιξαν τη βαριά πόρτα και μπήκαν
μέσα. Και οι τρεις ήταν λαχανιασμένοι και κοντοστάθηκαν για να πάρουν μια
ανάσα. Μόλις συνήλθαν, ο Βυλτώρ τους οδήγησε μέσα στους δαιδαλώδεις
στάβλους με τους αμέτρητους αχυρώνες. Τα άλογα δεν ανησύχησαν όταν
αντιλήφθηκαν την παρουσία ξένων. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα περίμεναν
υπομονετικά την ώρα που θα ερχόταν ο Κύρος να τους δώσει φρέσκο νερό και
φαί. Ο Βυλτώρ προχωρούσε με αυτοπεποίθηση. Ήταν φανερό ότι ήξερε καλά
να βρει τον δρόμο στα ατελείωτα μονοπάτια των διαδρόμων. Ξαφνικά,
σταμάτησε μπροστά από έναν στάβλο. Ο Λέανδρος κοίταξε πάνω την
επιγραφή. Τα δύο φίδια που κύκλωναν τ’ όνομα του αλόγου του φάνηκαν
γνωστά.
«Ο στάβλος του Σείριου» ξεφώνισε. «Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι Βυλτώρ,
αλλά έχω την εντύπωση ότι θα γίνουμε ιδιαίτερα αντιληπτοί αν περάσουμε
μέσα από την αυλή του κάστρου καλπάζοντας».
«Δε θα περάσουμε μέσα από την αυλή, αλλά από πάνω!», λέγοντας
αυτά ο Βυλτώρ τράβηξε το μάνταλο από τη διπλή ξύλινη και γεμάτη
σκαλίσματα πόρτα και την άνοιξε διάπλατα. Πίσω της εμφανίστηκε ο Σείριος
περήφανος, δυνατός κι αγέρωχος. Στεκόταν και τους κοιτούσε με νόημα σαν
να ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Βυλτώρ τον πλησίασε και του χάιδεψε
τρυφερά τη μουσούδα. Το άλογο φάνηκε να απολαμβάνει τα χάδια του και
κατέβασε το κεφάλι του. Ο Βυλτώρ χαμογέλασε.
«Είσαι έτοιμος παλιόφιλε;»
Ο Λέανδρος δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του που
επιτέλους θα έφευγε από το κάστρο. Παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες να
τα κάνει να πετάξουν, δεν είχε κλονιστεί η πίστη του. Τώρα είχε έρθει
επιτέλους η στιγμή που θ’ απολάμβανε τον θρίαμβό του. Ο Βυλτώρ τους
άφησε για λίγο μόνους κι ο Λέανδρος με τη Διώνη έμειναν να χαζεύουν το
περήφανο άλογο που στεκόταν μπροστά τους. Ο Σείριος ήταν από τα
μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά άλογα που είχαν στο στάβλο. Ήταν το μόνο
που είχε αποκλειστικά δικό του χώρο λόγω της φλογερής του ιδιοσυγκρασίας.
Ήταν ιδιαίτερα ανήσυχο άλογο και σίγουρα θα χρειαζόταν έναν δυνατό κι
έμπειρο ιππέα για να το καβαλήσει, πόσω μάλλον για να πετάξει μαζί του.
Η Διώνη βλέποντας ότι είχε μείνει μόνη της με τον Λέανδρο αποφάσισε
ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσει. Τον πλησίασε αντλώντας
δύναμη από την ευγένεια των χαρακτηριστικών του προσώπου του.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 195
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ύψος. Το στομάχι του σφίχτηκε από την άνοδο, όμως δεν τον ενδιέφερε
καθόλου. Ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος κι άρχισε να φωνάζει δυνατά
απολαμβάνοντας την πορεία. Ο Βυλτώρ ήταν ακόμη μπροστά τους και τους
άνοιγε το δρόμο. Ο Λέανδρος έβλεπε τα πόδια του αλόγου να καλπάζουν στον
αέρα με τόση άνεση κι ευκολία κι η εικόνα που του έφερνε στο μυαλό ήταν
σαν να έτρεχε σ’ ένα μπλε λιβάδι φωτισμένο από τον λαμπερό ήλιο και
στολισμένο με τα λευκά σύννεφα. Γύρισε το κεφάλι για να δει το κάστρο. Μια
πικρία τσίμπησε την καρδιά του, ο ενθουσιασμός του όμως που επιτέλους είχε
βρει το δρόμο της φυγής του, ήταν πολύ μεγαλύτερος.
«Επιτέλους, ελεύθερος» αναφώνησε. Η Διώνη του έριξε ένα τρυφερό
βλέμμα και χαμογέλασε. Η ίδια δε χαιρόταν ιδιαίτερα που έφευγε. Αν δεν
παρουσιαζόταν τώρα η ανάγκη, δε θα επέλεγε εκούσια μια ζωή έξω από τις
διακλαδωτές ατσάλινες πύλες του κάστρου. Καταλάβαινε όμως ότι σε ένα
ανήσυχο πνεύμα σαν τον Λέανδρο, το ορφανοτροφείο του έκοβε τα φτερά.
«Κοίτα Διώνη» της φώναξε δείχνοντας με το χέρι του κάτω. «Θάλασσα γύρω
από το κάστρο. Γι’ αυτό δε μπορεί κανείς να το βρει. Είναι πάνω σ’ ένα νησί!»
Οι απόκρημνοι βράχοι κι οι ατελείωτοι γκρεμοί το καθιστούσαν
απροσπέλαστο με οποιοδήποτε μέσο πλην του αέρος. Ακόμα και το ίδιο το
ορφανοτροφείο στεκόταν στην κορυφή ενός τρομαχτικού γκρεμού που στο
τέρμα του τα κύματα τσακίζονταν πάνω στα σουβλερά βράχια.
Το άλογο κάλπαζε πολύ γρήγορα και είχε ήδη απομακρυνθεί από την
περιοχή του ορφανοτροφείου. Ο Λέανδρος έριξε μια τελευταία ματιά,
θέλοντας να κρατήσει αυτήν την εικόνα σαν την τελευταία από το κάστρο που
τον φιλοξένησε όλα αυτά τα χρόνια. Ένιωθε ευγνωμοσύνη και λύπη που
έφευγε, όμως είχε ανοίξει πλέον τα φτερά του. Τίποτα πλέον δε μπορούσε να
διακρίνει παρά μόνο τα πυκνά δέντρα που κάλυπταν τα πάντα κι έκρυβαν
οποιοδήποτε σημάδι ζωής πάνω στο νησί. Σε λίγο έγινε ένα από τα πολλά
καταπράσινα και γεμάτα βλάστηση νησάκια που βρίσκονταν τριγύρω και δεν
μπορούσε πλέον να το ξεχωρίσει ανάμεσα στα πολλά.
«Έτσι λοιπόν εξηγείται που είναι αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο».
«Ελπίζω να βρούμε μια μέρα τον δρόμο της επιστροφής» συμπλήρωσε
γεμάτη πικρία η Διώνη. Ο Λέανδρος όμως προσποιήθηκε ότι δεν την άκουσε.
Αυτός σε καμία περίπτωση δε θα ήθελε να γυρίσει πίσω. Κάθε καλπασμός του
Μύρτου τον έφερνε πιο κοντά στη νέα του ζωή, την οποία θα ζούσε όπως θα
ήθελε ο ίδιος.
Πετούσαν μέσα στα σύννεφα γι’ αρκετή ώρα. Ο ήλιος έκαιγε και δεν
μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο ψηλά. Τα άλογα κάλπαζαν πάνω στο λευκό στρώμα
198 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
τον Βυλτώρ και την απογοήτευσή του από το μέρος που τους είχε φέρει, που
είχε αφήσει χαλαρό το χαλινάρι.
«Λείπει και η Διώνη. Μα, ήταν πίσω μου και οι δύο. Θα πάω να τους
βρω».
«Όχι» του είπε ο Βυλτώρ απλώνοντας το χέρι του για να τον
σταματήσει. «Το μόνο που μου λείπει τώρα είναι να χάσω κι εσένα». Τα δύο
αγόρια στάθηκαν στις όχθες του ποταμού ελέγχοντας κάθε μεριά του μήπως
και τον εντοπίσουν. Ξαφνικά, ο Λέανδρος ύψωσε το χέρι του.
«Κοίτα εκεί» του φώναξε δείχνοντας με το δάχτυλό του ευθεία. Από
την απέναντι όχθη του ποταμού εμφανίστηκε η Διώνη να ιππεύει τον Μύρτο.
Η ίδια χαμογελούσε. Με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι του αλόγου και με
το άλλο προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή που έπεφτε με μανία στο
πρόσωπό της. Η θέα του όμορφου κοριτσιού πάνω στο άλογο τους έκοψε τη
μιλιά κι έμειναν εκεί να τη χαζεύουν όσο διέσχιζε με προσεχτικές κινήσεις το
χείμαρρο καβάλα στο λευκό άλογο.
«Αυτή δε βγάζει ουρά αν βραχεί;» ρώτησε ο Βυλτώρ χωρίς όμως να
τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της.
«Μόνο αν το επιθυμεί η ίδια γίνεται γοργόνα» απάντησε μαγεμένος ο
Λέανδρος. Ούτε αυτός κατάφερε ν’ αποστρέψει το βλέμμα του.
«Από εσένα, τον ιππεύει πολύ καλύτερα» του είπε κοροϊδευτικά. Και οι
δύο μαγεμένοι παρακολουθούσαν τη Διώνη που ίππευε τον Μύρτο με
απαράμιλλη άνεση και δεξιότητα. Ο αέρας που της έδινε το άλογο
πολλαπλασίαζε την ομορφιά και τη χάρη της. Ακόμα και το ίδιο το άλογο,
μαγεμένο από την επιβλητική παρουσία της, ακολουθούσε τον ρυθμό της και
κάλπαζε ήρεμα παρά την καταρρακτώδη βροχή. Όταν πλησίασε τ’ αγόρια,
κατέβηκε κι έδωσε τα χαλινάρια στον Λέανδρο.
«Κολυμπούσα στο ποτάμι, δεν άντεξα τον πειρασμό, τα νερά είναι
πεντακάθαρα και δε θυμάμαι να έχω κολυμπήσει ποτέ σε ποτάμι. Τότε τον
είδα να περιφέρεται και να τρώει από τους θάμνους. Αμέσως τον πλησίασα και
τον έφερα πίσω». Σαν να βγήκε από βαθιά νάρκη, ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι
του για να πιάσει το χαλινάρι.
«Ήμασταν τυχεροί που τον είδες. Από δική μου απροσεξία θα τον
χάναμε». Η Διώνη έσπευσε να τον παρηγορήσει.
«Μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε Λέανδρε. Μην κατηγορείς
τον εαυτό σου». Το χαμόγελό της ήταν αστραφτερό κι οι σταγόνες της βροχής
που χάιδευαν το πρόσωπό της δημιουργούσαν αντανακλάσεις με την
αλαβάστρινη επιδερμίδα της γοργόνας.
200 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Ο Βυλτώρ βγήκε από την καλύβα. Η βροχή δεν έδειχνε σημάδια ότι θα
σταματήσει. Το αντίθετο μάλιστα. Συνεχώς δυνάμωνε. Έτρεξε προς τον
στάβλο καλύπτοντας το κεφάλι του. Τα δύο άλογα βρίσκονταν εκεί
τρώγοντας το σανό τους. Ο Βυλτώρ πήρε την τσουγκράνα και πρόσθεσε κι
άλλο άχυρο. Ήξερε καλά ότι στα άλογα αν κάτι τους άρεσε πάρα πολύ πέρα
από τις βόλτες, ήταν το πολύ φαί. Βήματα ακούστηκαν πίσω του. Αμέσως
σταμάτησε τη δουλειά του και πέταξε κάτω τη τσουγκράνα. Δε χρειαζόταν να
γυρίσει το κεφάλι. Η έντονη μυρωδιά σάπιας σάρκας είχε ερεθίσει τα
ρουθούνια του από τη στιγμή που είχαν κατέβει με τα άλογα. Το ήξερε ότι
αυτός ήταν εκεί και τους παραμόνευε.
άλλη μια φορά η παρουσία του εκεί ήταν εξαιρετικό θέαμα γι’ αυτούς κι ήταν
σχεδόν σίγουρος ότι όλοι οι ευγενείς από πολύ νωρίς θα είχαν πιάσει καλή
θέση για να τον δουν από όσο το δυνατόν κοντινότερη απόσταση. Οι γνωστοί
ψίθυροι απορίας και θαυμασμού από τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα τον
συντρόφεψαν στην πορεία μέσα από τον ανθρώπινο διάδρομο προς τον θρόνο
του βασιλιά.
«Ένας απόγονος των Αετομάτηδων. Μα είναι δυνατόν;»
«Πρόσεξε το βάθος των ματιών και το έντονο βλέμμα του».
«Νόμιζα ότι δεν είχε μείνει κανένας ζωντανός».
Οι σκέψεις τους κι οι ψίθυροι γι’ άλλη μια φορά τον έφτασαν στα όριά
του. Δεν το άντεχε άλλο. Ήθελε αν γινόταν να σταματήσουν όλοι να μιλάνε
και να σκέφτονται γι’ αυτόν. Από το πλήθος κόσμου οι σκέψεις τους του
βάραιναν το κεφάλι και το ένιωθε βαρύ και ασήκωτο.
Καθώς προχωρούσε περιφρουρούμενος ακόμη, άνοιγε ο δρόμος εμπρός
του. Οι ευγενείς βημάτιζαν ελαφρώς προς τα πίσω για να περάσουν οι φρουροί
κι ο ίδιος. Είχαν προχωρήσει πλέον αρκετά κι ήταν σχεδόν στο τέλος της
σάλας. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν στην αίθουσα ήταν το σύρσιμο στο
λευκό μάρμαρο των γυναικείων φορεμάτων. Ο Βόρυς ανυπομονούσε να δει
από κοντά τον ξακουστό βασιλιά της πόλης των Ρόδων. Απέναντί του
ακριβώς ο διάδρομος τελείωνε μπροστά σε δύο χρυσούς θρόνους. Και οι δύο
ήταν φορτωμένοι με πετράδια πάνω σε σκαλισμένα λουλούδια. Κόκκινα
μαξιλάρια εφάρμοζαν στην πλάτη και το κάθισμα των θρόνων ενώ τα
μπράτσα κατέληγαν σε δύο τρομερές κεφαλές δράκων με κόκκινα ρουμπίνια
για μάτια που δημιουργούσαν ένα αληθοφανές σπινθηροβόλο βλέμμα. Οι
θρόνοι βρίσκονταν σ’ ένα μεγάλο βαθούλωμα του πίσω τοίχου που ήταν
επίσης καλυμμένος με κόκκινο βελούδο, ενώ τα χρωματιστά υφάσματα που
διακοσμούσαν τον χώρο έδιναν την αίσθηση της ζεστασιάς στην αχανή σάλα.
Δίπλα στον δεξί θρόνο στεκόταν ένας φρουρός μ’ ένα χρυσό κοντάρι στο χέρι
που ακουμπούσε στο μαρμάρινο δάπεδο. Ο Βόρυς κοίταξε δεξιά κι αριστερά
ψάχνοντας για τον βασιλιά, αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει κάπου.
Ώσπου, ο ήχος από το χρυσό κοντάρι πάνω στο μάρμαρο τον έκανε να στρέψει
το κεφάλι του πάλι δεξιά. Τρεις φορές το χτύπησε ο φρουρός το κοντάρι. Όλοι
στην αίθουσα έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του.
«Εισέρχεται ο ευεργέτης του βασιλείου και πανίσχυρος άρχοντας, ο
βασιλιάς Βαρούχ». Αμέσως όλοι στην αίθουσα, συμπεριλαμβανομένων και
των φρουρών, χαμήλωσαν το κεφάλι τους, ως ένδειξη σεβασμού. Ο Βόρυς
κοίταξε γύρω του απορημένος. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο έκδηλες
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 205
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ευγενικός μαζί του για να τον φέρει με τα νερά του αλλά δεν τα κατάφερνε
πολύ καλά.
«Πες μου ό,τι θυμάσαι» του είπε δείχνοντάς του τα μεγάλα του δόντια
σε μια προσπάθειά του να γελάσει.
«Να» είπε με κομμένη φωνή, «μια γυναίκα με άρπαξε και με πήρε
μακριά από το κάστρο. Δεν ξέρω όμως τι ήθελε από εμένα».
Ο βασιλιάς φανερά εκνευρισμένος πετάχτηκε από τη θέση του και
όρμησε κατά πάνω του. Ο Βόρυς πισωπάτησε στη θωριά της ψηλής και
γεροδεμένης κορμοστασιάς του βασιλιά. Στάθηκε από πάνω του κι έστρεψε το
ογκώδες σώμα του προς τα πάνω του. Και τότε συνέβη κάτι που ο μικρός δεν
το περίμενε. Μέσα από το πάτωμα καπνός άρχισε να βγαίνει και σιγά σιγά να
ανεβαίνει προς τα επάνω. Έντρομος περίμενε να δει τι κατάληξη θα είχε,
μέχρι που θα έφτανε η μαύρη καταχνιά. Έστρεψε το βλέμμα στους
υπόλοιπους παρευρισκομένους να διαβάσει από τα μάτια τους τι ήταν αυτό.
Όλοι όμως είχαν άγνοια. Δεν έβλεπαν τι συνέβαινε. Ακόμα ήταν σοκαρισμένοι
με τη δική του παρουσία εκεί. Εν τω μεταξύ κι άλλες δυο εστίες καπνού
ξεφύτρωσαν δίπλα πάλι στο βασιλιά. Μα πώς ήταν δυνατόν; σκέφτηκε
έντρομος. Τρεις γυναικείες μορφές σχηματίστηκαν, τόσο αποκρουστικές στη
θωριά τους που ο Βόρυς έκλεισε με τα χέρια τα μάτια του για να μην τις
βλέπει. Το πιο τρομαχτικό όμως πέρα από την εξωτερική τους ασχήμια, ήταν ο
οχετός των λόγων τους κι οι απειλές που εκτόξευαν εναντίον του. Ο βασιλιάς
έχοντας επίγνωση της θέσης και του κύρους του βάδισε με πομπώδες και
περήφανο ύφος, δεν έλειψε να παρατηρήσει τον τρόμο που είχε κάνει την
εμφάνισή του στη θέα των απόκοσμων πλασμάτων.
«Μήπως ήθελε αυτό;» γαύγισε αφήνοντας κάτι να κρέμεται από το χέρι
του. Ο Βόρυς αμέσως αναγνώρισε το φυλακτό του. Άστραφτε από το φως που
αντανακλούσε πάνω του. Η καρδιά του σκίρτησε στη θέα του κοσμήματός του
στα χέρια αυτού του άντρα. Αυτή τη φορά όμως δεν αντέδρασε όπως τότε με
τον άντρα στο αγροτόσπιτο. Σώπασε κι απλά θωρούσε με πονεμένη καρδιά το
φυλακτό. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα το
έβλεπε μπροστά του.
«Δεν ξέρω» ψέλλισε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Σας είπα δεν έχω
ιδέα τι ήθελε από εμένα».
«Πού το βρήκες;» συνέχισε ασυγκίνητος ο βασιλιάς.
«Το έκλεψε, είναι κλέφτης, σκότωσέ τον τώρα, εδώ μπροστά σε όλους», η
φωνή των πλασμάτων ήταν σιγανή με δική τους ηχώ.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 207
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
« Όχι, δεν το έκλεψα» άκουσε τον εαυτό του να λέει μπροστά στο
έκπληκτο κι απορημένο πλήθος που τον παρακολουθούσαν να μιλάει στον
αέρα δίπλα στον βασιλιά. Ο Βόρυς τον κοίταξε στα μάτια. Χίλιες εικόνες
πέρασαν μπροστά στα μάτια του. Καμία όμως δε στάθηκε. Όλες πέρασαν σε
ελάχιστα δευτερόλεπτα δίχως να καταλάβει κάτι. Καμία πληροφορία δεν
μπόρεσε ν’ αντλήσει γι’ αυτόν τον άντρα και την παρέα του. Τον προστατεύουν
αυτές, σκέφτηκε με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω τους. Ήταν σίγουρος ο
Βόρυς ότι η έκπληξή του αποτυπώθηκε στα μάτια του κι ο βασιλιάς τη διάβασε
εύκολα.
«Είναι μια Σφραγίδα το φυλακτό;» η φωνή ακούστηκε από το βάθος κι
ανήκε σε κάποιον από τους συγκεντρωμένους ευγενείς. Ο βασιλιάς σήκωσε το
βλέμμα του κι η ματιά του περιπλανήθηκε στην αίθουσα. «Εσύ τις έχεις δει τις
Σφραγίδες. Ήσουν ο έμπιστος του Ροδόλφου. Είναι αυτή μια από τις
Σφραγίδες;» Μεγάλο σούσουρο δημιουργήθηκε στην αίθουσα, με τους
ευγενείς να σχηματίζουν πηγαδάκια και να τεντώνουν το σώμα τους για να
δουν καλύτερα και τη Σφραγίδα και τον μικρό Αετομάτη.
«Είμαι ο μόνος στο Βασίλειο των Ρόδων που έχει δει τις πέντε
Σφραγίδες», ο βασιλιάς έτριψε με το χέρι του το σαγόνι του. «Να είστε βέβαιοι
ότι αυτή δεν είναι η Σφραγίδα που φύλαξαν οι Αετομάτηδες όταν πήγα με τον
Ροδόλφο να τους συναντήσω. Ο μικρός λέει ψέματα. Το έσκασε από το κάστρο
ο αχάριστος. Θα φροντίσω άμεσα να επιστρέψει πίσω». Ο Βόρυς ήθελε να
γελάσει ακούγοντας τα λόγια του βασιλιά. Θα τον έστελνε πίσω! Παρά την
τρομάρα του για τα απόκοσμα πλάσματα που συντρόφευαν τον βασιλιά
ένιωσε μεγάλη ανακούφιση, που δεν κράτησε όμως πολύ, μιας κι οι
τρομακτικές γυναίκες ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, αν φυσικά είναι ανοικτός ο
δρόμος της επιστροφής, που δε θα είναι, τότε το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη
του. Οι επευφημίες των ευγενών για τη μεγαλοψυχία του βασιλιά δεν είχαν
σταματημό. Στο κουρασμένο πρόσωπό του εμφανίστηκε ένα λεπτό χαμόγελο
σαν να τρεφόταν από την ανησυχία του μικρού. Συμμαχούσε με τις τρεις
τρομακτικές γυναίκες στην προσπάθειά τους να τον κοροϊδέψουν.
«Αρκετά, φτάνει» η φωνή του αντήχησε σε κάθε γωνιά της αίθουσας,
ενώ όλοι οι παριστάμενοι τον είδαν να χτυπάει με τα χέρια του τον αέρα.
Αμέσως όλοι υπάκουσαν στην εντολή του.
Ο βασιλιάς έσκυψε αργά στο αφτί του Βόρυ.
«Το ξέρω ότι γνωρίζεις, τις βλέπω να καθρεπτίζονται στα μάτια σου και
πολύ το απολαμβάνουν που επιτέλους θα έχουν ένα καινούργιο παιχνίδι για
να παίξουν» ψιθύρισε στο αφτί του. «Από εδώ και πέρα θα σε παρακολουθώ.
208 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Βγήκαν από αυτόν τον διάδρομο και πέρασαν μια μεγάλη πόρτα που με
δυσκολία κατάφερε να ανοίξει ο ένας φρουρός. Τόσο βαριά ήταν. Έκπληκτος
ο Βόρυς τον παρακολουθούσε. Μα, πού τον πήγαιναν; Πόσο πιο χαμηλά;
Μπήκαν σε ένα νέο τούνελ. Πιο σκοτεινό και πιο αποπνικτικό από το
προηγούμενο. Ακόμα και το φως του δαυλού τρεμόπαιζε εδώ από την έλλειψη
οξυγόνου. Αν δεν είχαν κι αυτό όμως δε θα υπήρχε καμία πηγή φωτός εκεί
κάτω. Πάλι σειρές από πόρτες ξανοίχτηκαν μπροστά του. Τώρα όμως κάτι
διαφορετικό πλανιόταν στον αέρα. Ένας ήχος όχι τόσο οικείος, αλλά δεν ήταν
δύσκολο να τον αναγνωρίσει. Ήχος από νερό που κυλούσε αργά κι ήρεμα.
Ένα ποτάμι μάλλον που θα διαπερνούσε τα υπόγεια της Πόλης των Ρόδων.
Στον βυθό της πόλης τον είχαν φέρει λοιπόν. Εκεί που ποτέ κανένας δεν
πλησιάζει και το φως του ήλιου ποτέ δεν το έχει ακουμπήσει με τις θερμές
ακτίνες του.
Δεν προχώρησαν πολύ κι ο Βόρυς παρατήρησε κάτι διαφορετικό σε μια
πόρτα. Ήταν βαμμένη κόκκινη. Είχε ένα μικρό παράθυρο όπως όλες οι
προηγούμενες ενώ μπόρεσε να ξεχωρίσει μια σχισμή στον πάτο της που ίσα
ίσα να χωρούσε ένα πιάτο φαί. Ο πίσω φρουρός τον πρόσεξε που κοιτούσε
επίμονα την πόρτα κι έσκυψε στο αφτί του για να μην τον πάρει χαμπάρι ο
μπροστινός φρουρός.
«Εκεί μέσα δεν επιτρέπεται κανένας να μπει. Λένε ότι είναι
φυλακισμένος κάποιος μεγάλος φονιάς και δε διακινδυνεύουν να τον
βγάλουν έξω. Μερικές φορές, όταν έχω σκοπιά εδώ, ακούω τα βογγητά του
από τον πόνο. Είναι πολλά χρόνια εδώ μέσα και λένε ότι ποτέ δε θα βγει», ο
φρουρός τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα αφέλειας. Ήταν καλοκάγαθος και δεν
υπήρχε το κακό στην καρδιά του. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Βόρυ,
σε αντίθεση με τον άλλο φρουρό που ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία. Γρήγορα
επανήλθε στη θέση του για να μην τον πάρει είδηση ο άλλος και τον
κατσαδιάσει πάλι.
«Για καλό μου το λες αυτό τώρα;» σιγομουρμούρισε φοβισμένος ο
Βόρυς.
Η πορεία τους σταμάτησε ακριβώς δίπλα από εκείνο το κελί, όταν και
οι δύο φρουροί σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα. Έντρομος ο Βόρυς,
σταμάτησε κι αυτός μαζί τους. Ο ένας ο φρουρός έβγαλε μία δεσμίδα κλειδιά
από την τσέπη του. Δοκίμασε αρκετά στην κλειδαριά δίνοντας ελπίδα στον
Βόρυ ότι ίσως είχαν πάρει λάθος κλειδιά μαζί τους, ώσπου ακούστηκε το κλικ
του σύρτη. Η πόρτα ξεκλείδωσε. Οι φρουροί παραμέρισαν και του έδειξαν τον
δρόμο. Το νεαρό αγόρι τους κοίταξε με ικετευτικά μάτια μήπως και καταφέρει
210 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Σε περίμενα Μύρωνα» του είπε χωρίς ακόμα να γυρίσει πίσω. «Με τη
βροχή βγαίνουν και τα ποντίκια και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να
εμφανιστείς».
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Βυλτώρ» του είπε. Η φωνή του ήταν
σφυριχτή, ανατριχιαστική σαν να μην είχε δύναμη να μιλήσει πιο δυνατά.
«Είδα και την παρέα σου. Δε νομίζεις ότι είναι λειψή;», ο Βυλτώρ γύρισε πίσω
και τον κοίταξε. Μπροστά του στεκόταν ένας ψηλός άντρας με μια μαύρη
μακριά κάπα. Η κουκούλα κάλυπτε το πρόσωπό του. Βρώμικα κομμάτια
υφάσματος κάλυπταν τα χέρια του και κάτω από τη βαριά κουκούλα
ξεπετάγονταν επίσης κομμάτια λεκιασμένα και ματωμένα.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Βυλτώρ.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 211
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Σύντομα».
«Ξέρεις πού θα βρούμε τον Βόρυ;»
«Κάτι έχω στο μυαλό μου», ο Βυλτώρ δεν τον κοιτούσε. Είχε γυρίσει
προς το παράθυρο.
«Eίναι τόσο σημαντικός ο Βόρυς ώστε να τον απαγάγει κάποιος; Γιατί;»
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα άλλο και δεν έχω διάθεση για μάθημα
ιστορίας. Θα γίνουν όλα όπως πρέπει». Ο Λέανδρος αγανακτισμένος που για
μια ακόμη φορά ο Βυλτώρ τον αγνοούσε, βγήκε από την καλύβα. Η βροχή είχε
σταματήσει, όμως τριγύρω υπήρχαν παντού λακκούβες με λάσπες. Η υγρασία
διαπέρασε τα κόκκαλά του και του ήρθε τρέμουλο. Σταμάτησε για ένα λεπτό
αλλά μετά αναθάρρησε και προχώρησε προς το ποτάμι. Η στάθμη του νερού
είχε πέσει, όμως ακόμα ήταν φουσκωμένη. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει δειλά
την εμφάνισή του πίσω από το βουνό. Είχε φωτίσει αρκετά. Έτσι κατάφερε να
δει τα ψηλά δέντρα που περιτριγύριζαν το καλυβάκι, τον μικρό στάβλο που
φιλοξενούσε τα άλογά τους και φυσικά λίγο παραπέρα τα ορμητικά νερά του
ποταμού που είχε πλημμυρίσει. Τότε εντόπισε τη Διώνη να κολυμπάει μέσα
στα παγωμένα νερά. Πλησίασε το ποτάμι κι έκατσε στις όχθες του χαζεύοντας
τη γοργόνα.
«Πρέπει να είναι πολύ παγωμένο το νερό» της φώναξε από μακριά. Η
Διώνη έκανε ένα μακροβούτι και πετάχτηκε έξω η καταπράσινη ουρά της.
Άστραφτε από τις πρώτες αδύναμες ακτίνες του ήλιου κι από τις
αντανακλάσεις σχηματίζονταν πάνω στα μεγάλα λέπια όλα τα χρώματα της
ίριδας. Το σώμα της ευλύγιστο επανήλθε στην επιφάνεια σαν να μην
στηριζόταν σε ραχοκοκαλιά, είχε γίνει ένα με το νερό, που το παγωμένο του
άγγιγμα ήταν χάδι για εκείνη.
«Δε θα το έλεγα κρύο. Έλα να το δοκιμάσεις!» Ο Λέανδρος γέλασε
δυνατά. Δεν είχε το κουράγιο να αρνηθεί αυτήν την πρόσκληση. Έβγαλε τα
παπούτσια του και πήδηξε μέσα στο παγωμένο νερό. Με την πρώτη βουτιά
νόμιζε ότι θα σταματούσε η καρδιά του από το κρύο. Ένιωσε να τον
πλακώνουν χιλιάδες τόνοι νερού και να μη μπορεί να βγει στην επιφάνεια. Η
αξιοπρέπειά του υπερνίκησε το πάγωμα του αίματός του. Όταν βγήκε στην
επιφάνεια, δεν το πίστευε ότι τα είχε καταφέρει. Η Διώνη στάθηκε απέναντί
του και τον κοιτούσε κοροϊδευτικά. Αυτός δεν έβλεπε όμως τα πειράγματα στο
πρόσωπό της. Πρώτη φορά την έβλεπε μεταλλαγμένη. Τα χρυσά μαλλιά της
έκλεβαν τη λάμψη του ήλιου και το σπινθήρισμα της ίριδας των ματιών της
ξεπερνούσε το λαμπύρισμα όλων των αστεριών. Το δέρμα της γυάλιζε, άσπρο,
λείο, αλαβάστρινο. Για πρώτη φορά μέσα στο νερό, το στοιχείο της, η Διώνη
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 213
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
μεταμορφώθηκε στα μάτια του. Δεν ήταν μια απλή κοπέλα σαν τις άλλες.
Ήταν μια γοργόνα, κι εκείνη τη στιγμή απέκτησε νόημα η λέξη για τον
Λέανδρο.
Την πλησίασε μαγεμένος από την απόκοσμη εικόνα της. Ένιωθε μια
αόρατη δύναμη να τον τραβάει προς το μέρος της. Η κοπέλα δεν είχε
αποστρέψει το βλέμμα της από πάνω του. Τον έβλεπε να τρέμει από το κρύο
νερό του ποταμού και την επιμονή του να παραμείνει μέσα για να περάσει
χρόνο μαζί της. Ήρθαν πολύ κοντά, σχεδόν αντικριστά. Ο Λέανδρος ένιωθε
την καρδιά του να καλπάζει στο στήθος του. Το σώμα του εξωτερικά είχε
παγώσει, εσωτερικά όμως ήταν σε αναβρασμό, καιγόταν από τη λαχτάρα του
να ακουμπήσει την κοπέλα. Η Διώνη για μια στιγμή, με την άκρη του ματιού
της, εντόπισε μια σκιά από πίσω τους. Πιτσίλισε με τα χέρια της το πρόσωπο
του Λέανδρου κι απομακρύνθηκε ελαφρά.
«Νομίζω ότι έκατσες πολύ μέσα. Τα χείλη σου μελάνιασαν. Βγες πριν
πάθεις τίποτα». Η κοπέλα συνέχισε να γελάει αμήχανα. Ο Λέανδρος σαν να
συνήλθε από την ύπνωση με τα λόγια της, για ν’ ανταποδώσει το κορόιδεμα
την πιτσίλισε κι αυτός με τη σειρά του.
«Εντάξει. Κέρδισες τη μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Θα τα ξαναπούμε».
Σχεδόν τρέχοντας βγήκε από το νερό. Τα ρούχα του έσταζαν κι ο ίδιος είχε
ξεπαγιάσει αλλά ήταν πολύ εγωιστής για να το παραδεχτεί. Τα στράγγιξε για
λίγο κι έτρεξε προς την καλύβα. Μόλις γύρισε το κεφάλι του όμως είδε τον
Βυλτώρ να κάθεται κάτω από έναν δέντρο να τρώει ένα μήλο.
Ξαφνιάστηκε που τον είδε εκεί. Τον είχε αφήσει μέσα και δεν κατάλαβε
πότε βγήκε έξω. «Έχεις ακουστά αυτό που λένε προσωπικός χώρος;» Ήταν
φανερά εκνευρισμένος που τους παρακολουθούσε σε μια τόσο προσωπική
στιγμή.
«Μη δίνεις τόση αξία στον εαυτό σου» του απάντησε κοφτά ο Βυλτώρ.
Ο Λέανδρος έκανε έναν μορφασμό αποδοκιμασίας και συνέχισε τον δρόμο του.
Ανυπομονούσε να κάτσει κοντά στο τζάκι. Ο Βυλτώρ προτού πάρει κι αυτός
τον δρόμο για την καλύβα, έριξε μια γρήγορη ματιά στο ποτάμι. Η Διώνη ήταν
ακόμα εκεί, να κάνει βουτιές με την πλούσια ουρά της απολαμβάνοντας τη
χαραυγή και τα όμορφα χρώματα της ανατολής πάνω στα καθάρια νερά του
ποταμού. Ο Βυλτώρ διερεύνησε το χώρο τριγύρω με μια γρήγορη ματιά κι
ακολούθησε τον Λέανδρο μέσα στην καλύβα.
Λίγο αργότερα, αφού έσβησε καλά τη φωτιά, ετοιμάστηκαν κι άφησαν
την καλύβα. Τα δύο αγόρια κρατούσαν τα άλογα κι η Διώνη περπατούσε
μπροστά. Βάδιζαν κατά μήκος του ποταμού και θαύμαζαν την ομορφιά του
214 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
τοπίου. Οι πρώιμες αχτίδες του ήλιου έκαναν τις σταλαγματιές της χθεσινής
μπόρας να λάμπουν. Από τις μυρωδιές της φύσης κυριαρχούσε η μυρωδιά του
υγρού χώματος και των βρεγμένων δέντρων. Η παρέα προχωρούσε για ώρα
διασχίζοντας το άγριο αγουροξυπνημένο τοπίο ώσπου έφτασε στις εκβολές
του ποταμού. Τα νερά του ορμητικού χειμάρρου κατέληγαν σ’ έναν βαθύ
καταρράκτη. Τα νερά έπεφταν αρμονικά, ήταν η κατάληξη του ταξιδιού τους,
το τέλος των περιπετειών τους. Το γάργαρο νερό χάιδευε τον κρυμμένο
γκρεμό και τον στόλιζε σαν τη μακριά κόμη μιας νύμφης που απλώνει τα
μαλλιά της για να ξαποστάσει στα βραχάκια δημιουργώντας αυτόν τον
εντυπωσιακό πίδακα γεμάτο πλούσια βλάστηση απ’ όλες τις πλευρές του.
«Αυτή είναι η πηγή της Νύμφης», ο Βυλτώρ προσπάθησε να μιλήσει
αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν. Τα νερά που έπεφταν δημιουργούσαν
μεγάλο θόρυβο, τόσο που σχεδόν δεν κατάλαβαν τι τους είπε.
Η Διώνη άκουγε το κάλεσμα του υγρού στοιχείου. Ήθελε να μπει μέσα
ν’ απολαύσει τα δροσερά νερά του χειμάρρου. Πριν γυρίσει να το πει και στους
άλλους όμως, η ματιά της έπεσε πάνω σε μια μαύρη μορφή που στεκόταν
ακίνητη στην απέναντι όχθη και τους παρακολουθούσε. Έκανε νόημα με τα
μάτια της στους άλλους κι αυτοί με τη σειρά τους γύρισαν και κοίταξαν. Ο
Βυλτώρ έπιασε από το μπράτσο τον Λέανδρο και τον τράβηξε προς το μέρος
του.
«Ό,τι κι αν γίνει σήμερα, εμπιστεύσου με». Ο Λέανδρος απόρησε, η
φασαρία ήταν πάλι πολύ μεγάλη που σχεδόν δεν άκουσε τι του είπε. Όμως δεν
του δόθηκε η ευκαιρία να ρωτήσει κάτι μιας κι ο Βυλτώρ τον έσπρωξε να
κουνηθεί. Ο μαυροφορεμένος άντρας έκανε νόημα στο άλογο να διασχίσει το
ποτάμι και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε μπροστά τους.
Ο Λέανδρος κι η Διώνη δεν έκρυψαν την έκπληξή τους για το
επίτευγμα του αλόγου. Ο Βυλτώρ για να τους προλάβει πριν τον ρωτήσουν
πώς κατάφερε το άλογο να διασχίσει τον χείμαρρο με τόση ευκολία σαν να
βάδιζε σε λιβάδι, τους έκανε νόημα με τα μάτια του προς το μέρος των δικών
τους αλόγων. Έτσι τους λύθηκε η απορία.
Ο Βυλτώρ προχώρησε μπροστά, αφήνοντας τον Σείριο στα χέρια της
Διώνης. Ο Λέανδρος κι η Διώνη έμειναν πίσω να κοιτάνε τους άλλους δύο να
μιλάνε χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ο Λέανδρος κράτησε το χέρι της
θέλοντας να την προστατέψει ενώ με το άλλο του χέρι κάλυπτε τη μύτη του
για να προστατευτεί από την έντονη δυσοσμία. Το παράδειγμά του
ακολούθησε κι η Διώνη.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 215
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Ενώ εσύ ξέρεις καλύτερα, έτσι;» του είπε ειρωνικά ο Βυλτώρ και τον
κοίταξε βαθιά στα μάτια. Διέκρινε τον φόβο στα μάτια του που ήταν σκοτεινά.
«Τι έγινε με τη Δάειρα; Πώς της ξέφυγε;» ρώτησε ο Βυλτώρ.
«Μία ερώτηση είπαμε, αν θες και δεύτερη θα πρέπει να κάνουμε νέα
συμφωνία» είπε και η ματιά του έπεσε πάνω στη γοργόνα. «Άσε τον μικρό
τώρα. Τήρησα τη συμφωνία μας. Τώρα είναι η σειρά σου». Ο Βυλτώρ άφησε το
χέρι του Λέανδρου, αφού πρώτα τον τράβηξε με δύναμη προς το μέρος του.
Μέσα σε δευτερόλεπτα έβγαλε το αστραφτερό σπαθί του από τη θήκη και το
ακούμπησε στο λαιμό του μαυροντυμένου άντρα.
«Δεν κάνω συμφωνίες με τυχοδιώκτες», ο Μύρωνας έκανε ν’ αρπάξει
και το δικό του σπαθί όμως ο Βυλτώρ μ’ ένα σάλτο βρέθηκε έφιππος από πίσω
του κρατώντας το χέρι του στην πλάτη και με την αστραφτερή λεπίδα του
σπαθιού του ακόμα να απειλεί το λαιμό του. «Φύγε και μη διανοηθείς να μας
ακολουθήσεις, γιατί θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις» είπε και μ’
ένα σάλτο βρέθηκε πάλι κοντά στους άλλους δύο. Ο Μύρωνας όταν συνήλθε
σχημάτισε τη γροθιά του και διέταξε το άλογό του να ξεκινήσει.
«Θα μου το πληρώσεις αυτό Βυλτώρ. Δεν τελειώνουμε εδώ. Αυτό που
θέλω θα το αποκτήσω και δε θα μου σταθείς εμπόδιο» ούρλιαξε ενώ κάλπαζε
μακριά. Ο Βυλτώρ δεν τον άφησε στιγμή από τα μάτια του, μέχρι που
απομακρύνθηκε τελείως. Ο Λέανδρος τον πλησίασε.
«Τι συνέβη μόλις τώρα;» τον ρώτησε φωνάζοντας, ξέροντας όμως ότι
δε θα έπαιρνε κάποια απάντηση.
«Μόλις μάθαμε που είναι ο Βόρυς» του απάντησε ο Βυλτώρ γεμάτος
ικανοποίηση.
«Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε έκπληκτη η Διώνη.
«Αυτός ήταν ένας τυχοδιώκτης, ένα ξέβρασμα των υπονόμων. Χτικιό
που έχει τα μάτια του παντού για να καρπώνεται τα οφέλη του με εκβιασμούς
κι απειλές».
«Και που είναι;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Λέανδρος.
«Είναι στην πόλη των Ρόδων. Άρα, προτού πάμε στο δάσος της
Καλλιρρόης θα περάσουμε μια βόλτα από εκεί για να δούμε τι συμβαίνει».
«Στην πόλη των Ρόδων! Η πόλη του βασιλιά» αναφώνησε η Διώνη
εκφράζοντας την ευχαρίστησή της. «Θα τον δούμε;» ρώτησε γεμάτη
ενθουσιασμό.
«Ελπίζω πως όχι» της έκοψε τη φόρα ο Βυλτώρ. «Πάμε για να βρούμε
τον Βόρυ και για κανέναν άλλο λόγο. Θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί να μη
μας πάρει είδηση κανένας».
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 217
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αυτοί με τη σειρά τους το δικό τους κερί που φώτιζε τον δρόμο τους. Σπάνια
κατέβαινε στα μπουντρούμια του παλατιού ο βασιλιάς κι η παρουσία του είχε
φέρει νευρικότητα στους φρουρούς. Δεν τους είχε συνηθίσει στις
αιφνιδιαστικές επισκέψεις. Τον είχαν από κοντά μη και ανακαλύψει τίποτα
παρασπονδίες από τις ώρες που περνούσαν εκεί κάτω. Δεν είχαν πολλά να
κάνουν και πολλές φορές περνούσαν την ώρα τους παίζοντας χαρτιά ή
στοχεύοντας με τα κοφτερά τους μαχαίρια σημάδια σε ξύλινους στόχους.
Μάλλον θέλει να μιλήσει μόνος του στον νεοφερμένο μικρό, σκέφτηκε ο ένας
φρουρός και προσπαθούσε να βρει κι άλλες δικαιολογίες όση ώρα διαρκούσε η
φρενήρης πορεία τους, για την παρουσία του εκεί που δε θα είχε σχέση με τους
δύο φρουρούς.
Μόλις μπήκε στον κεντρικό θάλαμο, ο Βαρούχ χωρίς να τους δώσει
σημασία έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω του καθιστώντας το σαφές ότι από
εκεί θα συνέχιζε μόνος του. Τα κεριά τους τρεμόπαιξαν από την ορμή της
πόρτας και γρήγορα με την παλάμη τους έσπευσαν να ζωντανέψουν την ιλαρή
φλόγα. Δε θα ‘θελαν να μείνουν χωρίς φως στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια
του υπογείου. Ο Βαρούχ περπατούσε τώρα αργά. Ήξερε καλά που πήγαινε. Το
κερί του είχε δυνατή φλόγα, δεν αρκούσε όμως για να φωτίσει τα μαύρα
μονοπάτια που είχε διαλέξει. Με περίσσια άνεση στάθηκε μπροστά σε μια από
τις χαμηλές ξύλινες πόρτες. Από την τσέπη του τράβηξε μια χοντρή χρυσή
αλυσίδα και την άφησε να κρεμαστεί από τα δάχτυλά του, πέφτοντας βαριά
προς τα κάτω. Στο κέντρο της μεσουρανούσε ένα κλειδί, απλό σαν το κλειδί
οποιασδήποτε πόρτας, σημαντικό όσο κανένα άλλο κλειδί σ’ όλο το βασίλειο.
Το άρπαξε και το έχωσε μέσα στην κλειδαρότρυπα στην κόκκινη πόρτα.
Ταίριαξε απόλυτα. Αμέσως το γύρισε ώσπου ακούστηκε η αποδέσμευση της
κλειδαριάς από τους κόλπους του άλλου μισού της.
Με το που άνοιξε η πόρτα, η δυσωδία της απλυσιάς και των
περιττωμάτων σα σύννεφο βγήκε έξω. Ο Βαρούχ πισωπάτησε σαν να τον
έσπρωξαν για να πάρει φόρα, οπλίστηκε μ’ όλο το θάρρος της καρδιάς του
προκειμένου να περάσει σ’ αυτό το μολυσματικό περιβάλλον. Οι δερμάτινες
μπότες του άφηναν το βαθύ αποτύπωμά τους πάνω στα διάσπαρτα άχυρα.
Ακόμα και το κερί έχασε τη λάμψη του και κινδύνευε να σβήσει από την
έλλειψη οξυγόνου. Τίποτα δε σάλευε μέσα στο κελί. Κανένας θόρυβος δεν
ακουγόταν. Για μια στιγμή η καρδιά του Βαρούχ φτερούγισε, αλλά γρήγορα
επανήλθε στη θέση της. Πάνω σ’ έναν σωρό από άχυρα που χρησίμευαν σαν
κρεβάτι, ένα ψηλό, ισχνό σώμα ήταν σωριασμένο. Δε φάνηκε να ενοχλείται
από την παρουσία του απρόσμενου επισκέπτη του. Η αργή παλμική κίνηση στο
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 219
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
στέρνο του επιβεβαίωσε στον Βαρούχ ότι ο άντρας ανέπνεε, έστω και βαριά.
Δεν κίνησε προς το μέρος του, παρά έμεινε να τον κοιτάει από μακριά. Το
άκρο του χειλιού του έγειρε προς τα πάνω κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο έκανε
σιγά σιγά την εμφάνισή του. Η εικόνα του κουβαριασμένου κουρελή, με τα
ανάκατα μακριά μαλλιά και τα ψειριασμένα μούσια, του έφερνε ψυχική
αγαλλίαση. Δεν είχε αφήσει όμως τον καθαρό αέρα μόνο για ν’ απολαύσει τη
θέα του πεσμένου άντρα.
«Και να σκεφτείς ότι όλα αυτά είχες τη δυνατότητα να τ’ αποφύγεις»
είπε στον παλιό γνωστό του. «Δική σου επιλογή είναι η κατάντια σου» είπε
δείχνοντας με το χέρι του το δωμάτιο, φανερά αηδιασμένος από τον χώρο που
βρισκόταν. «Μίλα μου» φώναξε στον μισοπεθαμένο άντρα. «Πες μου αυτό που
θέλω και θα σε γλιτώσω από τη μιζέρια σου την ίδια στιγμή. Δε βαρέθηκες
τόσα χρόνια; Πόσο πιο χαμηλά θα φτάσεις;», η βραχνή φωνή του αντηχούσε
μέσα στο υγρό δωμάτιο δημιουργώντας έναν ηχηρό αντίλαλο. Ο ξαπλωμένος
όμως άντρας ούτε που κουνήθηκε. Άκουγε το γνώριμο γουργούρισμα που
έκαναν μέσα από τα δόντια τους τα πλάσματα απολαμβάνοντας να τον
βλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Δεν έκανε κάποια διαφορά γι’ αυτόν η
παρουσία του άντρα. Σα να μην υπήρχε, σα να μην άκουγε, σα να μην είχε
αλλάξει τίποτα τη μαυρίλα της περιφρονημένης του ύπαρξης. Η απάθεια του
άντρα έφερνε ταραχή στον βασιλιά. Δεν άντεχε την ηρεμία με την οποία
υπέμενε τα βασανιστήριά του. Τον εξόργιζε η φαινομενική αδιαφορία του κι η
έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό του. Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλός, όπως
σιωπηλή είναι η πλάση πριν την ταρακουνήσει συθέμελα η εκκωφαντική
κραυγή του κεραυνού. Οι άνθρωποι είναι μέλη της φύσης και τη μιμούνται σε
όλες τις εκφάνσεις της συμπεριφοράς τους.
«Όρμα του, όρμα του» φώναζαν μέσα στο μυαλό του οι φωνές της
συνείδησής του. «Σε προσβάλει κι εσύ κάθεσαι κι ακούς;»
Ο Βαρούχ δεν άργησε να ξεσπάσει με τον πιο άγριο τρόπο. Με περίσσια
δύναμη όρμησε πάνω του και τον έσυρε μακριά από τα άχυρα. Το σώμα του
άντρα ήταν ισχνό κι η δύναμη που δέχτηκε μεγάλη, έτσι βρέθηκε να κείτεται
ανάσκελα στο άλλο άκρο του δωματίου, ψύχραιμος, χωρίς να κάνει τον
παραμικρό θόρυβο πόνου. Ο Βαρούχ χίμηξε πάνω του και του φώτισε το
πρόσωπο με το κερί. Ο άντρας απέστρεψε το βλέμμα του γυρεύοντας μια
σκοτεινή γωνιά για να κρυφτεί. Ο Βαρούχ αηδίασε στη θέα του λιπόσαρκου
σκελετωμένου προσώπου του, γεμάτο από κόκκινες ουλές από δαγκωματιές
αρουραίων. Δεν ήταν όμως τόσο η αποκρουστική εικόνα της κατάντιας αυτού
του ανθρώπου όσο το άκαμπτο φρόνημα που διέκρινε στα μάτια του. Η
220 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
μόνος του όμως στη δυστυχία. Ένα αγόρι που βρισκόταν έγκλειστο στο
διπλανό κελί είχε ξυπνήσει από τη φασαρία κι άθελά του παρακολούθησε
σχεδόν όλη τη δραματική σκηνή που εκτυλίχθηκε δίπλα. Βαθιά συμπόνια τον
κυρίεψε, συνάμα και περιέργεια, για τον λόγο που έφερε τον δύσμοιρο άντρα
σ’ αυτήν την κατάσταση. Δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει ότι κι αυτόν
τέτοια μοίρα τον περίμενε αν αποφάσιζε να μη συνεργαστεί με τον βασιλιά.
Άθελά του χοντρά βουβά δάκρυα ξεχύθηκαν από τους χείμαρρους των ματιών
του και μούσκεψαν τα μάγουλά του καθώς έφερνε στο μυαλό του εικόνες από
το πιθανό μέλλον του.
Ο Βόρυς καθόταν πάνω στο ξύλινο κρεβάτι του. Δεν υπήρχε στρώμα
από κάτω, παρά μόνο σανίδια, κι ένιωθε σουβλιές σ’ όλο το μήκος και το
πλάτος της πλάτης του. Του ήταν αδύνατον να ηρεμήσει και να κλείσει τα
μάτια του για λίγο. Πέρα από το τρομακτικό κι αφιλόξενο περιβάλλον, με το
που έκλεινε τα μάτια του περνούσαν σαν αναλαμπές από μπροστά του σκηνές
της προηγούμενης βραδιάς και τον αναστάτωναν. Ακόμα του φαινόταν
αδύνατο να συνειδητοποιήσει όσα είχε περάσει. Η απόλυτη ησυχία τον
τρόμαζε. Ο παραμικρός ασήμαντος ήχος τον έκανε να πετάγεται πάνω
έντρομος. Το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια και του δημιουργούσε εικόνες
από το σκοτάδι που ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν αληθινές ωστόσο κάρφωνε το
βλέμμα του πάνω τους μη και τις πετύχει να σαλεύουν. Πάνω που είχε
καταφέρει να ηρεμήσει για λίγο και να κλείσει τα μάτια του, έντονοι θόρυβοι
και δυνατές ομιλίες τον ανησύχησαν.
«Μήπως τα φαντάζομαι κι αυτά;» αναρωτήθηκε σφίγγοντας τα μάτια
του και κλείνοντας τα αφτιά του δυνατά με τα χέρια του, αρνούμενος να
παραδοθεί στις ύπουλες παγίδες του μυαλού. Όταν τα άνοιξε, αντιλήφθηκε
ότι για πρώτη φορά από τον εγκλεισμό του εκεί μέσα παρατηρούσε
πραγματική κίνηση. Οι δυνατές ομιλίες ήταν αληθινές και προέρχονταν από
εκεί. Δεν του ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει τη βραχνή φωνή του βασιλιά. «Τι
δουλειά έχει αυτός εδώ;» Κινούμενος από περιέργεια που υπερνίκησε τους
φόβους του, πλησίασε τον τοίχο και κόλλησε το αφτί του στην παγωμένη
επιφάνεια για να ακούσει πιο καθαρά. Προς μεγάλη του ευχαρίστηση είδε ότι
οι τοίχοι ήταν πολύ λεπτοί και μπορούσε να διακρίνει καθαρά την παραμικρή
λέξη του βασιλιά, όπως επίσης και την άηχη απάντηση του κρατούμενου. Όλο
και πιο κοντά πλησίαζε και πίεζε το αφτί του προς τον τοίχο για να μη χάσει
ούτε λεπτό του μονόλογου του βασιλιά.
222 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
που έφυγα από εκεί. Ούτε που θυμάμαι. Χάνεις την αίσθηση του χρόνου εδώ
μέσα. Ξέρεις ότι λένε ότι κανείς δεν μπορεί να φύγει και να μπει μέσα; Εγώ
έφυγα με ιπτάμενο άλογο. Όχι με τη θέλησή μου. Με απήγαγε μια γυναίκα.
Όταν καταλάβει η καθηγήτρια Ζηνοβία ότι λείπω, είμαι σίγουρος ότι θα
κινήσει γη και ουρανό για να με βρει. Ο φίλος μου ο Λέανδρος θα της το πει».
Ο Βόρυς θα μπορούσε να συνεχίσει τη φλυαρία του για ώρες. Σταμάτησε
απότομα όμως, καθώς του φάνηκε ότι άκουσε μια ανεπαίσθητη κίνηση από το
διπλανό κελί. Σα να προσπαθούσε να του πει κάτι.
«….Ζη..νο…βία…» μουρμούρισε ο άντρας με πολύ κόπο. Ο Βόρυς με το
ζόρι τον άκουσε.
«Ναι, η καθηγήτρια Ζηνοβία είναι η διευθύντρια του ορφανοτροφείου.
Την ….ξέρεις;» ο Βόρυς τον ρώτησε διστακτικά, έκπληκτος στην ιδέα ότι θα
έβρισκαν θέμα κοινής αναφοράς οι δύο τους.
«…Ζη…νο…βία….» επανέλαβε ο άντρας με την ίδια άχρωμη και άψυχη
φωνή του. «….Ζη…νο…βία….» έλεγε και ξαναέλεγε συνέχεια. Ο μικρός
παρακολουθούσε το παραλήρημά του χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Ώσπου
σταμάτησε και δεν τον άκουγε πια. Απογοητευμένος από την άκαρπη
κουβέντα τους, επέστρεψε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να κοιμηθεί.
την πηγή της. Ώσπου η περιπλάνησή της στο κέντρο της άγνωστης πόλης την
οδήγησε στο κέντρο της πλατείας και το θέαμα που αντίκρισε εκεί την άφησε
άναυδη.
Περίπου δέκα με δεκαπέντε νεαρές κοπέλες ντυμένες με πολύχρωμα
φουντωτά φορέματα είχαν στήσει χορό και γοήτευαν τους περαστικούς με τις
αέρινες και συγχρονισμένες κινήσεις τους. Στέκονταν στις μύτες των ποδιών
τους και στροβιλίζονταν γύρω από τον εαυτό τους με απαράμιλλη χάρη και
ομορφιά. Το πρόσωπό τους έλαμπε από την ομορφιά που χαρίζει ένα
γενναιόδωρο χαμόγελο. Οι κινήσεις τους ήταν ανεπιτήδευτες. Τόση ήταν η
χάρη τους και η ευκολία με την οποία εκτελούσαν και τις πιο δύσκολες
κινήσεις, που φαίνονταν απλά σαν να μπορούσε ο καθένας να τις φέρει σε
πέρας.
Οι καβαλιέροι τους τις στήριζαν για να μη χάσουν τον ρυθμό τους και
τις σήκωναν ψηλά. Αυτές άνοιγαν τα χέρια προς τον ουρανό έτοιμες να
πετάξουν ψηλά και να ταξιδέψουν γι’ άλλες πολιτείες παρουσιάζοντας κι
αλλού το μοναδικό τους πρόγραμμα. Όταν τα αγόρια τις κατέβασαν, αυτές
τύλιξαν το δεξί τους πόδι γύρω από τη μέση τους, κι αυτοί τις έπιασαν για
άλλη μια φορά και τις στροβίλισαν στον αέρα μιμούμενοι την κίνηση των
ψαράδων όταν πετάνε τα δίχτυα τους. Αυτές όμως δεν τις πέταξαν. Τις
απόθεσαν στο έδαφος μαλακά γι’ άλλη μια φορά κι επιδόθηκαν σ’ έναν
γρήγορο χορό μόνοι τους, με αυτές να τους παρακολουθούν από πιο πίσω και
να δίνουν τον ρυθμό με τα παλαμάκια. Όσοι παρακολουθούσαν τη σκηνή τις
μιμήθηκαν και τα αγόρια πλέον χόρευαν συνοδευόμενοι από τον ενθουσιασμό
του πλήθους και τις μελωδίες των μουσικών που στέκονταν λίγο πιο πέρα. Η
Διώνη τους κοιτούσε μαγεμένη.
Ο Λέανδρος την εντόπισε εύκολα, οι αχτίνες του ήλιου ζωγράφιζαν στα
μαλλιά της όλες τις αποχρώσεις του χρυσού. Την πλησίασε και καθώς
στεκόταν πλάι της παρακολούθησε και αυτός το θέαμα. Ώσπου φωνές
ακούστηκαν, κι οι μουσικοί σταμάτησαν να ομορφαίνουν με τις νότες τους
την ατμόσφαιρα. Ο κόσμος παραγκωνίζονταν, και τα παιδιά δεν
καταλάβαιναν τον λόγο της ταραχής τους. Οι χορευτές διαλύθηκαν και
χάθηκαν μέσα στο πλήθος κι η πλατεία απογυμνώθηκε από την όμορφη
παρουσία τους. Ο δρόμος άνοιξε μπροστά τους και βαριά βήματα
συγχρονισμένου βηματισμού αντικατέστησαν τις επευφημίες του κόσμου.
Νεκρική σιγή έπεσε. Τα δύο παιδιά ακολούθησαν το παράδειγμα του
κόσμου. Ο Βυλτώρ ξεπρόβαλλε κοντά τους και τους οδήγησε προς τα πίσω,
χαμένους μέσα στον κόσμο. Ξαφνικά, έκανε την εμφάνισή του ένας λόχος
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 227
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
χορούς στο παλάτι γι’ αυτόν και τους ευγενείς, τους κόλακες, που
ξημεροβραδιάζονται στο πλάι του και σχίζονται να ικανοποιήσουν όλα του τα
θελήματα. Καλύτερα να μπούμε μέσα για να μη δίνουμε στόχο», ο Βυλτώρ
άνοιξε τον μανδύα του κι έβγαλε μια αλλαξιά από ρούχα για τον καθένα.
«Φορέστε αυτά. Τα συνολάκια σας δεν κυκλοφορούν έξω από το κάστρο.
Ελπίζω να σας κάνουν».
«Είναι ανάγκη να κλειστούμε μέσα; Έχει τόσα ωραία πράγματα να
χαζέψουμε εδώ!»
«Δεν είναι ώρα να χαζέψουμε. Έχουμε κάτι να κάνουμε αν θυμάσαι.
Δεν πρέπει να γίνουμε αντιληπτοί. Αν μαθευτεί ότι κυκλοφορούν ξένοι στην
πόλη, η περιέργεια θα κινήσει πολλούς για να έρθουν να δουν».
«Εντάξει, δεν καταλαβαίνω όμως γιατί κάποιος θα ενδιαφερόταν για
την άφιξή μας στην Πόλη».
«Και μόνο που κυκλοφορείτε μαζί μου δίνετε στόχο, γι’ αυτό μπείτε
μέσα». Τους οδήγησε μέσα στο χάνι ανοίγοντάς τους την πόρτα για να
περάσουν.
Το χάνι μέσα ήταν γεμάτο κόσμο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από
τον καπνό που κάπνιζαν όλοι και την έντονη μυρωδιά του κόκκινου
βαρελίσιου κρασιού. Διάσπαρτα μικρά τραπέζια δέσποζαν όπου τρώγανε και
πίνανε. Πιάτα με αχνιστά φαγητά στόλιζαν όλα τα τραπέζια, η περίφημη
κρεατόσουπα της Πόλης των Ρόδων που αποτελούνταν από διαλεκτά
κομμάτια μοσχαριού και φρέσκα λαχανικά και που από όλα τα μέρη του
βασιλείου έρχονταν για να δοκιμάσουν, δέσποζε σε κάθε τραπέζι κι είχε
ποτίσει με το θεσπέσιο άρωμά της όλη την ταβέρνα. Τα στομάχια των παιδιών
γουργούρισαν όταν το μεθυστικό άρωμα του λαχταριστού φαγητού
επισκέφτηκε τα ρουθούνια τους. Όλοι μιλούσαν δυνατά και γελούσαν ακόμα
πιο δυνατά. Ο Βυλτώρ μπήκε με άνεση και κάθισε σ’ ένα γωνιακό τραπέζι. Οι
άλλοι δύο κοιτούσαν με περιέργεια τον κόσμο τριγύρω τους. Ο Λέανδρος
πλησίασε τον Βυλτώρ κι έκατσε δίπλα του. Καθισμένος μπορούσε να
παρατηρήσει το μαγαζί και τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες. Όλοι εκτός από
φαί στο τραπέζι τους είχαν και πολλές καράφες με κρασί που το κατέβαζαν σα
νερό. Τα παιδιά του μαγαζιού δεν προλάβαιναν να φέρνουν καινούργιες. Την
προσοχή τους όμως τράβηξε μια παρέα στη γωνία που οι καράφες δε
χωρούσαν πια στο τραπέζι και όταν τελείωναν το ποτό τους πετούσαν τα
ποτήρια κάτω. Ο Λέανδρος στράφηκε στον Βυλτώρ, με αποστροφή στα μάτια.
«Αυτό είναι το καλύτερο μέρος που μπορείς να μας φέρεις;»
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 229
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Εδώ είναι όλοι μεθυσμένοι και δε δίνουν σημασία στους γύρω τους
παρά μόνο αν τους πειράξουν. Έχεις τέτοιες διαθέσεις;» Ο Λέανδρος δεν του
απάντησε. «Καλά το φαντάστηκα. Άρα θα είμαστε ασφαλείς εδώ. Μην
τριγυρνάτε πολύ εδώ μέσα. Ιδιαίτερα εσύ μικρή. Δεν είναι το κατάλληλο
μέρος για κορίτσια. Πήγαινε να βάλεις το φόρεμά σου κι εσύ Λέανδρε τα ρούχα
σου. Εγώ θα παραγγείλω να φάμε».
Μετά από πέντε λεπτά τα παιδιά επέστρεψαν και βρήκαν ένα τραπέζι
γεμάτο φαγητά. Η φημισμένη κρεατόσουπα άχνιζε στις ξύλινες κούπες τους
και το ψητό κρέας στο κέντρο του τραπεζιού τους γυάλισε μιας και τα
τελευταία τους γεύματα περιορίζονταν στη χορτόσουπα. Μόλις τους
επιτέθηκαν οι μυρωδιές, το στομάχι τους άρχισε να διαμαρτύρεται ξανά, τόσο
που στέκονταν και χάζευαν τα φαγητά αντί να ορμήσουν. Ώσπου δεν άντεξαν
άλλο κι έπεσαν με τα μούτρα. Όση ώρα έτρωγαν δε μιλούσαν για να μη
χάσουν καμία μπουκιά. Παρά την αρνητική εικόνα που έδινε σαν πρώτη
εικόνα το μαγαζί, το φαγητό ήταν υπέροχο. Στην μια άκρη μια πενταμελής
ορχήστρα έπαιζε έντονη μουσική κι έτσι μαζί με το φαγητό τους απολάμβαναν
και τις ωραίες μελωδίες.
«Μόλις πέσει ο ήλιος θα πάρουμε τα άλογα και θα τρυπώσουμε μέσα
στο παλάτι. Προσπαθήστε να είστε αόρατοι. Δεν πρέπει να μαθευτεί ότι ήρθαν
ξένοι στην πόλη». Αφού τελείωσε το γεύμα του, ο Βυλτώρ σηκώθηκε όρθιος.
«Πάω να δω τα άλογα». Τα δύο παιδιά που ακόμα έτρωγαν έγνεψαν
καταφατικά, σχεδόν δεν του έδωσαν σημασία. Ήταν απορροφημένα στο
φαγητό τους.
Ο Βυλτώρ έφυγε και τους άφησε μόνους. Η Διώνη έπινε το μηλόζουμό
της και χάζευε έξω από το παράθυρο την κίνηση.
«Πριν δύο μέρες ο καθηγητής Σιρόκο μας περιέγραψε τις ομορφιές του
βασιλείου κι εμείς προσπαθούσαμε να κλέψουμε τις εικόνες από τα μάτια του
μιας και δεν πιστεύαμε ότι θα αξιωνόμασταν ποτέ να διαβούμε την πύλη. Και
κοίτα τώρα που είμαστε!» Ο Λέανδρος ακολούθησε το βλέμμα της στην
πολυάσχολη πόλη.
«Ούτε τη μισή ομορφιά της πόλης και τη μεγαλοπρέπειά της δεν
περιέγραψε ο καθηγητής μας». Σώπασε μια στιγμή, μετά την κοίταξε στα
μάτια. «Διώνη θα συνεχίσεις αυτό που άρχισες στον στάβλο;» Η Διώνη πήρε
μια βαθιά ανάσα.
«Ναι, τώρα νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν ήθελα να το κάνω
μπροστά στον Βυλτώρ γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να τον εμπιστευτώ».
«Λοιπόν, τι συνέβη;»
230 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Έχω ένα μήνυμα για τη Γλαφύρα, γι’ αυτό επέμεινα να έρθω μαζί
σας».
«Μήνυμα;» απόρησε ο Λέανδρος. «Από ποιον;» Η Διώνη σταμάτησε για
ένα δευτερόλεπτο για να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.
«Από τη Ζηνοβία». Το βλέμμα του Λέανδρου ήταν σαστισμένο. Τόσο
αυτός όσο κι ο Βυλτώρ είχαν συμπεράνει από την κατάσταση που είχαν βρει
το γραφείο της ότι κάτι κακό της είχε συμβεί.
«Μα, πού την είδες;»
«Είναι φυλακισμένη μέσα σ’ έναν καθρέπτη στο γραφείο της. Αυτό
είναι το μήνυμά της για την Γλαφύρα. Πρέπει να γυρίσει επειγόντως στο
κάστρο καθώς όλα τα παιδιά βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο». Ο Λέανδρος δεν
μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε.
«Διώνη είσαι σίγουρη; Καταλαβαίνεις τι λες;» Η Διώνη ξέσπασε σε
λυγμούς.
«Νομίζεις ότι μου ήταν εύκολο να κουβαλάω αυτό το φορτίο μόνη μου;
Πρέπει να πάμε χωρίς καθυστέρηση στο δάσος της Καλλιρρόης και να την
προειδοποιήσουμε. Όλοι οι συμμαθητές μας κινδυνεύουν». Ο Λέανδρος
καθόταν αποσβολωμένος. Πόσες τύψεις στοίχειωναν τις σκέψεις του. Έβαλε
τα χέρια του στο κεφάλι του και μουρμούριζε.
«Εγώ φταίω, αν δεν ήμουνα περίεργος δε θα ακολουθούσα τον Βυλτώρ
εκείνο το βράδυ. Θα ήταν ασφαλής κι ο Βόρυς και τώρα θα ήμουνα στο
κάστρο».
«Λέανδρε δεν είναι δική σου ευθύνη ούτε το κάστρο ούτε κι εμείς. Άκου
με. Υπάρχει και κάτι ακόμα». Η Διώνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα κόκκινα
μάτια της μαρτυρούσαν τα δάκρυα που είχε ρίξει.
«Τι χειρότερο από αυτά;» ξεφώνισε απογοητευμένος ο Λέανδρος.
«Με προειδοποίησε να μην εμπιστευτώ κάποιον. Δε πρόλαβε να μου πει
ποιον, γιατί εξαφανίστηκε. Νομίζω όμως ότι ήταν για κάποιον που
γνωρίζουμε». Ο Λέανδρος χάθηκε στις σκέψεις του για μια στιγμή.
«Ποιον να εννοούσε;» ήταν φανερά προβληματισμένος. «Μόνο η
Γλαφύρα μπορεί να μας βοηθήσει τώρα. Καλά έκανες και μου μίλησες Διώνη».
«Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου ότι κάποιος γνωστός μας
κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Έχεις καμιά ιδέα ποιος μπορεί να είναι;»
«Δεν ξέρω Διώνη. Φαντάζομαι με τον καιρό θ’ αποκαλυφθεί». Εκείνη
τη στιγμή του ήρθε έντονη μυρωδιά ιδρώτα και ποτού σχεδόν από δίπλα του.
Γύρισε το κεφάλι του κι είδε έναν μεγαλόσωμο άντρα να στέκεται πάνω από
το κεφάλι του. Τα ρούχα του ήταν βρώμικα όπως και το πρόσωπό του. Ήταν
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 231
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
απεριποίητος και τα γένια του ήταν μακριά κι ατημέλητα. Η φάτσα του ήταν
αγριεμένη και τα μάτια κατακόκκινα από το πολύ κρασί. Η Διώνη σύρθηκε στο
κάθισμά της προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτή από τον μεθυσμένο άντρα.
«Κάθεσαι στη θέση μου μικρέ» βροντοφώναξε ενώ με δυσκολία
στεκόταν όρθιος. Ο Λέανδρος τον αγνόησε. Ήταν φανερό ότι γύρευε να
μπλέξει σε καυγά. «Άκουσες τι είπα; Σήκω φύγε τώρα που μπορείς». Ο
Λέανδρος πάλι δεν του αποκρίθηκε. Ένιωθε το πάνω χείλος του να συσπάται
και κατέβαλλε προσπάθεια για να μείνει στη θέση του. Του γύρισε την πλάτη
δείχνοντάς του την αδιαφορία του. Αυτή του η κίνηση εξόργισε τον άντρα.
«Δείτε τι έχουμε εδώ» φώναξε στους υπόλοιπους που βρίσκονταν μέσα στο
χάνι. «Έναν ψωροπερήφανο». Ο Λέανδρος δαγκώθηκε. Δεν ήξερε πόσο ακόμα
θα τον άντεχε πάνω από το κεφάλι του. Τότε ο άντρας έστρεψε το βλέμμα του
πάνω στη Διώνη που δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. «Έχει ωραία
παρέα το βλαμμένο. Έλα να κάτσεις στην παρέα μας ομορφούλα» της είπε
δείχνοντας με το χέρι του μια παρέα από μεθυσμένους τύπους που κάθονταν
σε μια γωνία και προκαλούσαν όλη τη φασαρία με τις φωνές και τα γέλια
τους. «Θα περάσεις καλύτερα μαζί μας απ’ ότι μ’ αυτόν» συνέχισε ο άντρας
απλώνοντας το χέρι του για να την αρπάξει. Δεν πρόλαβε να την ακουμπήσει
όμως. Τα γρήγορα αντανακλαστικά του Λέανδρου γράπωσαν το χέρι του τη
στιγμή που διέσχιζε το τραπέζι, πριν προλάβει να την ακουμπήσει.
«Μάζεψε το κουλό σου» του είπε εξαγριωμένος. «Δεν είναι για τα
δόντια σου αυτή». Βαθιά σιωπή έπεσε στο χάνι. Ο Λέανδρος είχε σηκωθεί
όρθιος κι ακόμα του κρατούσε με δύναμη το χέρι. Όλοι έστρεψαν το βλέμμα
τους στο τραπέζι για να δουν τι θα ακολουθήσει.
«Πως τολμάς νιάνιαρο;» γαύγισε ο άντρας. «Νομίζεις ότι είσαι
σπουδαίος;»
«Έλα να σου μάθω ποιος είμαι» απάντησε ο Λέανδρος. Το πρόσωπό του
είχε αναψοκοκκινίσει από την οργή.
«Ένα παιδαρέλι είσαι, φύγε πριν το μετανιώσεις».
«Η δύναμη κι η ανδρεία δε συμβαδίζουν με την ηλικία, είναι έμφυτα. Τι
έγινε, φοβάσαι;» φώναξε δυνατά ο Λέανδρος.
«Λέανδρε, μη. Πάμε να φύγουμε». Του είπε σιγανά από δίπλα η Διώνη.
Βαθιά μέσα της όμως ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε δρόμος να τον τραβήξει
αυτήν την στιγμή. Ο Λέανδρος ήταν πολύ προστατευτικός και δε θα επέτρεπε
σε κανέναν να την πειράξει.
232 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ένα ένα τ’ αντικείμενα που βρίσκονταν πάνω στο πρόσωπο του άντρα. Η
επίθεση που δέχτηκε από την καυτή σούπα και τα ασημένια αντικείμενα του
άφησαν πληγές στο πρόσωπο που τις δέχτηκε με μια κραυγή πόνου. Το ποτήρι
με το κρασί που εκσφενδονίστηκε κατά πάνω του, το άρπαξε με το ελεύθερό
του χέρι και το ήπιε μονορούφι προς τέρψη όλων, ξεφορτώνοντας το άδειο
δοχείο, δημιουργώντας έντονο πάταγο.
«Φιγουρατζή» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Λέανδρος
ακούγοντας την οχλοβοή και τα χειροκροτήματα του κόσμου γι’ αυτήν την
κίνηση του άντρα. Πήρε φόρα ο εύρωστος άντρας και κάρφωσε το σπαθί του
με δύναμη πάνω στο τραπέζι που στεκόταν ακόμα όρθιος ο Λέανδρος. Δεν τον
πρόλαβε όμως, καθώς ο νεαρός σαν αίλουρος πήδηξε από το τραπέζι και
στροβιλιζόμενος στον αέρα βρέθηκε από πίσω του. Πριν καν καταλάβει ο
άντρας τι είχε συμβεί, ο Λέανδρος που είχε έρθει τόσο κοντά του ώστε ήρθε
στη μύτη του η μυρωδιά της απλυσιάς του, τον κοπάνησε με την ανάποδη
μεριά του σπαθιού στο σβέρκο. Ο άντρας δεν κατάλαβε από πού του ήρθε το
χτύπημα. Όλα μαύρισαν γύρω του και σε δευτερόλεπτα το σώμα του παρέλυσε
και σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο Λέανδρος ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση για τη
νίκη του. Πρώτη φορά διαπληκτιζόταν έξω από το κάστρο και για μια ακόμη
φορά ήταν νικητής. Θα πήγαινε στο τραπέζι του να γιορτάσει τη νίκη του με
τη Διώνη.
Με το που έστρεψε το κορμί του όμως, ένιωσε στο πρόσωπό του τη
δυνατή γροθιά από ένα ισχνό χέρι. Κατάλαβε ένα ένα τα κόκκαλα από το χέρι
που τον χτύπησε. Ένας οξύς πόνος εμφανίστηκε στο πρόσωπό του κι η ώθηση
που δέχτηκε τον έσπρωξε μακριά κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του
και να πέσει πάνω σ’ ένα τραπέζι. Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει τα μάτια του, όταν
αισθάνθηκε δύο δυνατά χέρια να τον γραπώνουν και να τον σηκώνουν όρθιο.
Τον κρατούσαν σφιχτά με τα χέρια καλά ασφαλισμένα πίσω και το σώμα του
εκτεθειμένο. Τα σπαθί του είχε απελευθερωθεί από το χέρι του, μάλλον από
το χτύπημα, όπως σκέφτηκε. Μια ζαλάδα τον έπιασε και δεν ήθελε να ανοίξει
τα μάτια του. Ένα δυνατό πλήγμα στο στομάχι, τον δίπλωσε στα δύο. Μετά
ακολούθησε κι ένα ακόμη στα πλευρά. Ο πόνος μετατοπίστηκε από το
πρόσωπο στην κοιλιακή χώρα. Με δυσκολία άνοιξε τα μάτια του για να δει
ποιος του επιτιθόταν. Η όραση του ήταν ακόμα θολωμένη και δε διέκρινε
πολλά πράγματα. Δύο τύποι στέκονταν μπροστά του κι αποφάσιζαν ποιος θα
τον χτυπούσε μετά. Κοίταξε λίγο καλύτερα κι αμέσως τους αναγνώρισε. Ήταν
αυτοί που κάθονταν στο τραπέζι του μεγαλόσωμου άντρα. Μάλλον
εκνευρίστηκαν για τον τρόπο που είχε εξοντώσει τον φίλο τους και ήταν η
234 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ώρα για τα αντίποινα. Αυτό δεν είναι σωστό, σκέφτηκε οργισμένος ο Λέανδρος.
Η αδρεναλίνη ζέσταινε το αίμα του και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο πόνος
είχε εξαφανιστεί. Σα να μην είχε δεχτεί κανένα χτύπημα. Αυτός που τον
κρατούσε ήταν πολύ δυνατός και δε θα του ξέφευγε εύκολα. Χαμήλωσε το
κεφάλι του και το επανέφερε στην αρχική του θέση με τρομαχτική φόρα
κάνοντας τον αντίπαλο του να σφαδάσει από πόνο και να πέσει κάτω.
«Πάει κι αυτός» είπε χαμηλόφωνα. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά
τώρα μετά την τυφλή επίθεση που δέχτηκε. Σειρά είχαν οι άλλοι δυο. Η Διώνη
από μακριά του φώναζε να φύγουν, αυτός όμως δεν την άκουγε. Η ματιά του
είχε φιξαριστεί πάνω στους δύο άντρες που του επιτέθηκαν. Αυτοί, χωρίς να
χάνουν καιρό, του επιτέθηκαν κι οι δύο με τα σπαθιά τους. Ο Λέανδρος άοπλος
ακόμα εντόπισε με την άκρη του ματιού του το σπαθί του κάτω από ένα
τραπέζι. Πριν τον πλησιάσουν οι άλλοι δύο, σύρθηκε στο πάτωμα μέχρι να το
αρπάξει. Την ώρα που σερνόταν ένιωσε ένα έντονο τσούξιμο στην κοιλιακή
χώρα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Με το που το γράπωσε πετάχτηκε πάνω
έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει στα ίσα στους αντιπάλους του. Τον είχαν φτάσει
σχεδόν κι ο Λέανδρος πήρε θέση λυγίζοντας τα γόνατά του. Έσκυψε για ν’
αποφύγει το σπαθί του αδύνατου και ξάπλωσε για να υποδεχτεί την επίθεση
του ψαρομάλλη μέχρι ο πρώτος ν’ ανασυγκροτηθεί και να τον ξαναχτυπήσει.
Το ξίφος του διασταυρώθηκε με του ψαρομάλλη και με το πόδι του τον
ξάπλωσε κλωτσώντας τον στην ευαίσθητη περιοχή. «Αφού δεν παίζετε τίμια,
το ίδιο θα κάνω κι εγώ» είπε χαμηλόφωνα ενώ ταυτόχρονα μ’ ένα σάλτο
βρέθηκε πάλι όρθιος. Ο ψαρομάλλης ξάπλωσε στο πάτωμα πιάνοντας την
περιοχή που δέχτηκε το ισχυρό χτύπημα ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ο ισχνός
αντίπαλός του πρόταξε πάλι το ξίφος του. Στο πλάι του είχε συνταχθεί κι ο
παχουλός σύντροφός τους που τον κρατούσε ακίνητο όση ώρα τον χτυπούσαν.
Του επιτέθηκαν πάλι μαζί βγάζοντας ιαχές πολέμου. Ο Λέανδρος έτρεξε προς
το μπαρ. Χρησιμοποίησε μια καρέκλα σαν σκάλα κι ανέβηκε πάνω. Άρπαξε
δυο μπουκάλια κρασί και τα εκσφενδόνισε με υπερβάλλοντα ζήλο καταπάνω
τους. Τα μπουκάλια πέτυχαν το πέτρινο πάτωμα. Με την πρόσκρουση έγιναν
χίλια κομμάτια ενώ το περιεχόμενο τους απλώθηκε στα τριγύρω τραπέζια. Οι
δυο άντρες δεν πτοήθηκαν. Ο Λέανδρος συνέχισε να πετάει μπουκάλια
καταπάνω τους. Τα περισσότερα δεν τους βρήκαν, μιας κι η όραση του δεν είχε
επανέλθει τελείως. Έφτασαν το μπαρ και με βία χτυπούσαν τα σπαθιά τους
πάνω στην ξύλινη επιφάνεια προσπαθώντας να τον πετύχουν αφήνοντας
βαθιές χαραγματιές. Το νεαρό αγόρι όμως φαινόταν ότι κατάφερνε να τους
αποφύγει χοροπηδώντας. Οι άντρες είχαν οργιστεί κι εξαπέλυαν την επίθεσή
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 235
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
μπούμε από πίσω. Κανόνισα για τη μεταφορά μας. Είναι η ώρα που μπαίνει το
κρασί στο παλάτι. Αυτός που οδηγεί την άμαξα θα βάλει τρία ακόμα βαρέλια
για να μας βάλει μέσα. Να είστε πάντα από πίσω μου».
Ο Λέανδρος κι η Διώνη έγνεψαν καταφατικά και ξεκίνησαν για την
πίσω μεριά της πύλης του παλατιού. Τα τείχη ήταν ψηλά κι ανά λίγα μέτρα
έβλεπαν τα φυλάκια κι από πίσω τους φρουρούς με τις κόκκινες στολές να
παρατηρούν την κίνηση. Κάλπαζαν αργά για να μην κινήσουν την περιέργεια.
Σε λίγες ώρες θα σουρούπωνε για τα καλά. Πήγαν και στάθηκαν σε αρκετή
απόσταση από τα τείχη. Ο Βυλτώρ τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν
μέσα σ’ έναν στάβλο. Εκεί τους περίμενε μια άμαξα με τρία άλογα. Πίσω από
την άμαξα εμφανίστηκε ένας κοντόχοντρος άντρας σχεδόν καραφλός με
κατακόκκινα μάγουλα. Μόλις αναγνώρισε τον Βυλτώρ τον καλωσόρισε
εγκάρδια.
«Επιτέλους ήρθες, νόμιζα ότι το μετάνιωσες» του φώναξε από μακριά.
Ένα πλατύ χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπό του και τα μικρά σαν κουμπότρυπες
μάτια του άστραψαν. «Είναι και η μέρα τέτοια σήμερα και δε θα μου έκανε
εντύπωση αν δεν εμφανιζόσουν τελικά».
«Μου έτυχαν κάτι ζητήματα στο δρόμο και καθυστέρησα» του
απάντησε ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον Λέανδρο. «Τι συμβαίνει σήμερα
δηλαδή;» ρώτησε τον άντρα.
«Θα συναντήσετε κίνηση στους δρόμους του παλατιού σήμερα. Έχουν
συγκέντρωση όλοι οι πρίγκιπες κι όλοι τρέχουν σαν τους τρελούς» του
απάντησε ο άντρας ενώ σκάλιζε τα δόντια του με το δάχτυλό του.
«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση. Κάτι πήρε το αυτί μου. Είσαι
έτοιμος;» Ο άντρας γέλασε και χτύπησε με το χέρι του τρία μεγάλα βαρέλια
στην καρότσα. Δε ρώτησε τίποτα για την παρέα του Βυλτώρ. Τους έριξε μια
γρήγορη ματιά. Από το νεαρό της ηλικίας τους και το λιτό ντύσιμο κατάλαβε
ότι δεν επρόκειτο για κάποιους σημαντικούς.
«Όλα είναι έτοιμα, βολευτείτε» τους είπε γελώντας, ανοίγοντας τα
καπάκια από τα βαρέλια. Υπήρχαν βαρέλια σε όλα τα μεγέθη. Μπήκαν στα δύο
πιο μεγάλα κι ο οδηγός τους έκλεισε τα καπάκια από πάνω. Ο Βυλτώρ
πλησίασε τα άλογα, τα χάιδεψε κι άφησε ελεύθερα τα χαλινάρια τους.
«Ευχαριστώ για τη βοήθεια, τώρα επιστρέψτε στο σπίτι σας» τους είπε
κι αυτά απομακρύνθηκαν αργά από κοντά του. Από την τσέπη του έβγαλε ένα
σακούλι και το έδωσε στον οδηγό. Αυτός τα πήρε και τα έκρυψε τάχιστα στην
τσέπη του.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 239
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Λέανδρε» συμπλήρωσε η γοργόνα, ενώ στα χείλη του Βυλτώρ έκανε την
εμφάνισή του ένα ελαφρύ μειδίαμα.
Νιώθοντας πλέον ασφάλεια ότι όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με το
συμβούλιο και κανένας δεν παρατηρούσε την παρουσία τους εκεί, τα παιδιά
περπατούσαν με μεγάλα βήματα ανυπομονώντας να χαθούν μέσα στους
κόλπους του διάσημου κήπου. Διέσχισαν τη μεγαλοπρεπή πόρτα και το μέρος
που εμφανίστηκε μπροστά τους δεν το είχαν δει ούτε στα πιο τρελά τους
όνειρα. Η Διώνη αμέσως πήγε στο υψωματάκι για να απολαύσει τη θέα της
θάλασσας από ψηλά. Ο ενθουσιασμός της μικρής γοργόνας από τη στιγμή που
πάτησε το πόδι μέσα στον διάσημο κήπο έλειπε από τον Λέανδρο, που με το
που αντίκρισε τον κήπο, ένιωσε μεγάλη ταραχή στην καρδιά του. Νοσταλγία
και βαθιά θλίψη τον πλημμύρισαν κι άθελά του δάκρυα άρχισαν να
ξεχύνονται σαν χείμαρροι από τα μάτια του. Ένα βάρος φορτώθηκε στην
καρδιά του από το πουθενά κι ένιωθε να κρέμεται από μια κλωστή που αν
κοβόταν θα συνέτριβε τα πάντα μέσα του. Ο Βυλτώρ τον είδε να στέκεται
κοκαλωμένο με καρφωμένο το βλέμμα του στην τεχνητή λιμνούλα με τον
καταρράκτη, που τα νερά του από την ορμή του είχαν πιτσιλίσει όλο τον χώρο
γύρω από την πετρόχτιστη λιμνούλα.
«Έχω ξαναέρθει εδώ» είπε ανέκφραστος, χωρίς ν’ αποστρέψει το
βλέμμα του ή να κάνει την παραμικρή κίνηση.
«Το ξέρω» του απάντησε ο Βυλτώρ, κι έβαλε το χέρι του στον ώμο του
Λέανδρου, δείχνοντάς του ότι τον καταλάβαινε. «Πάμε να βρούμε τον φίλο
σου, όταν τελειώσουν όλα αυτά θα λυθούν όλες οι απορίες σου».
Ο Λέανδρος έγνεψε καταφατικά και τον ακολούθησε σκουπίζοντας τα
δάκρυά του. Η Διώνη ακόμα χάζευε τη θέα της απέραντης θάλασσας όταν την
πλησίασαν τα δύο αγόρια. Σε λίγα δευτερόλεπτα η παρέα είχε συναντηθεί
ξανά και χωρίς σταματημό ξαναπήρε το δρόμο της. Ο Βυλτώρ φαινόταν να
γνωρίζει καλά τα κατατόπια μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια του κήπου. Με
γρήγορους δρασκελισμούς τα παιδιά διάβαιναν τα στενά μονοπάτια μη
χάνοντας την ευκαιρία να χαζεύουν το μοναδικό τοπίο που απλωνόταν κάτω
από τα πόδια τους, αρκετά μέτρα στο τέλος του απότομου γκρεμού. Η
απέραντη γαλάζια θάλασσα, ήρεμη σαν λάδι, είχε στήσει σιωπηλό χορό με την
αμμουδιά δροσίζοντας τη χρυσή άμμο με την αφρώδη αλμύρα της. Ο
ορίζοντας ήταν καθαρός χωρίς σύννεφα κι η ματιά τους έφτανε μέχρι πέρα
μακριά, ως εκεί που τελείωνε το μπλε της θάλασσας και αναμειγνύονταν τα
νερά της με το γαλάζιο του καθάριου ουρανού. Τα δέντρα που υψώνονταν
πλάι τους χάραζαν την πορεία τους και τους οδηγούσαν σε αδιέξοδα χωρίς
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 243
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
απόφαση του νεαρού αγοριού, όρθωσε το χέρι του ψηλά και το κατέβασε με
δύναμη προς τα κάτω. Αμέσως εμφανίστηκαν από παντού περίπου δεκαπέντε
μαυροντυμένοι φρουροί, με το αποτύπωμα του λευκού αετού στο στέρνο της
πανοπλίας. Τα παιδιά δεν χρειάστηκε να ρωτήσουν ποιοι ήταν. Τους είχαν
συναντήσει νωρίτερα κι είχαν νιώσει στο πετσί τους την τρομάρα που είχαν
πάρει οι κάτοικοι της πόλης εξαιτίας της παρουσίας τους. Ο Μύρωνας ύπουλα
και μουλωχτά αποτραβήχτηκε, μη θέλοντας να λάβει μέρος στη σκηνή που θα
εξελισσόταν. Κρύφτηκε πίσω από ένα υψωματάκι, κρατώντας για τον εαυτό
του πανοραμική θέα του στενού μονοπατιού.
Ο κλοιός στένευε κι οι φρουροί πλησίαζαν με απειλητικές διαθέσεις.
Είχαν παρατεταμένα τα ξίφη τους, έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν χωρίς
κανέναν δισταγμό πάνω σ’ αυτούς που δεν υπάκουαν στη θέλησή τους. Αυτές
τις διαταγές είχαν πάρει και με ιδιαίτερο ζήλο τις εκτελούσαν. Ο Βυλτώρ με τη
σειρά του, περίστρεψε το σπαθί με τον καρπό του δηλώνοντας ότι ήταν
έτοιμος να αναμετρηθεί με όλους. Οι φρουροί όταν αναγνώρισαν το πρόσωπο
του νεαρού αγοριού δίστασαν για μια στιγμή. Η φήμη του ήταν γνωστή σε όλα
τα μήκη και τα πλάτη του βασιλείου και γνώριζαν καλά ότι τίποτα δεν
έκαμπτε το ηθικό του νεαρού. Ο Μύρωνας βλέποντας την καθυστέρηση κι
ανυπομονώντας για την αναμέτρηση και την παράδοση των παιδιών
σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από την κρυψώνα του.
«Είναι ένας κι είστε δεκαπέντε. Εμπρός λοιπόν, τι περιμένετε; Αυτή
είναι η δουλειά σας, να προστατέψετε το βασιλιά. Είστε το πιο εκλεκτό σώμα
του βασιλείου και δειλιάζετε; Ή αυτόν θα αντιμετωπίσετε ή τον βασιλιά». Οι
φρουροί αναθάρρησαν με τα λόγια του Μύρωνα και βγάζοντας πολεμική ιαχή
όρμησαν προς το μέρος των παιδιών. Ο Βυλτώρ κι ο Λέανδρος γρήγορα
απέκρουσαν με τα σπαθιά τους πρώτους που τους επιτέθηκαν. Η Διώνη
έβγαλε μια κραυγή τρομαγμένη από την επίθεση κι έπειτα σύρθηκε στα
γόνατα για να μην της έρθει κανένα αδέσποτο χτύπημα. Ο δρόμος την έβγαλε
πίσω από κάτι θάμνους κι έμεινε εκεί κρυμμένη παρακολουθώντας τη μάχη,
προσπαθώντας να μη δώσει το στίγμα της.
Εν τω μεταξύ οι φρουροί όλο κι αυξάνονταν, κι η κατάσταση
δυσχέραινε όσο περνούσε η ώρα. Ο Βυλτώρ είχε την κατάσταση υπό έλεγχο κι
ο Λέανδρος τον βοηθούσε σημαντικά στην απώθηση των αντιπάλων τους. Οι
ατσάλινες λάμες είχαν πιάσει δουλειά κι οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις από τα
αδιάκοπα χτυπήματα παρέπεμπε σε πεδίο μάχης παρά στο ειρηνικό τοπίο της
βασιλικής αυλής. Ο Λέανδρος είχε ξεχυθεί στον πυρετό της μάχης με περισσή
ανδρεία και θάρρος. Η ταλαιπωρία κι η κούραση από την πρωινή του
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 245
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
κάποιο φονικό είχε γίνει εκεί, σε εκείνο ακριβώς το σημείο που στεκόταν
τώρα.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν στη στιγμή, όταν άκουσε βαριά βήματα να
τον πλησιάζουν από πίσω. Κάποιος φρουρός κατάφερε να τον εντοπίσει,
φαντάστηκε. Αποφασισμένος να μην αφήσει τις αγνώστου προέλευσης
σκέψεις να τον επηρεάσουν τη στιγμή που οι φίλοι του τον χρειάζονταν
περισσότερο, γράπωσε με δύναμη το σπαθί του και στράφηκε αποφασιστικά
προς τον αντίπαλό του. Αυτό που αντίκρισε όμως του έκοψε τη φόρα, μιας κι
ακριβώς μπροστά του δε στεκόταν ένα μέλος της Μαύρης Φρουράς, αλλά ένας
καλοντυμένος άντρας, στολισμένος με ακριβά ρούχα και με ακριβοθώρητη
παρουσία. Το ύφος του ήταν αλαζονικό, κραύγαζε από μακριά το ανώτερο
αξίωμά του. Τον κοιτούσε καχύποπτα κι ένιωσε τη διερευνητική ματιά του να
παραβιάζει κάθε κανόνα ευπρέπειας και να περιπλανιέται πάνω σε κάθε
σπιθαμή του κορμιού του. Το φορτωμένο με πολύτιμες πέτρες σπαθί του,
αντανακλούσε τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, που ετοιμαζόταν να ανέβει
στο χρυσοσκαλισμένο άρμα του και να παραδώσει τη θέση του στο λαμπερό
φεγγάρι.
«Ένα ακόμη ποντίκι πιάστηκε στη φάκα». Η φωνή του ήταν βραχνή
και σκοπίμως βροντερή. Το ηθικό του Λέανδρου ωστόσο παρέμενε άκαμπτο,
αλύγιστο. Δεν ήταν έτοιμος ακόμα να λιγοψυχήσει. Είχε πολλά να δώσει.
Τόσα χρόνια στο ορφανοτροφείο δεν είχε πουθενά να διοχετεύσει την
ενέργειά του και με τα χρόνια είχε συγκεντρώσει πολλά αποθέματα δύναμης
κι αντοχής.
«Όσο τα χέρια μου είναι ελεύθερα και το σπαθί μου αναπνέει μέσα από
εμένα δεν είμαι αιχμάλωτος κανενός».
«Πολύ μεγάλη κουβέντα για έναν πιτσιρικά. Ποιός σου έμαθε να λες
τέτοιες ανοησίες;»
«Δε χρειάζομαι κανένα να μου μάθει τίποτα. Τα λόγια μου πηγάζουν
από το σθένος της καρδιάς μου». Ο άντρας γέλασε κοροϊδευτικά, και το ηχηρό
του γέλιο υπερνίκησε τον παφλασμό του νερού.
«Πού τον ξέρεις; Ρώτα τον και μετά σκότωσέ τον», ο άντρας δεν ήταν
μόνος του. Κι αν κι ο Λέανδρος δεν έβλεπε τους συνοδούς του, διέκρινε ότι ο
αρχοντοντυμένος άντρας ένιωθε την παρουσία κι άλλων στο χώρο.
«Η φυσιογνωμία σου είναι γνωστή. Είσαι από την Πόλη των Ρόδων;»,
μαλάκωσε τον τόνο του και περίμενε την απάντηση του νέου αγοριού.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 247
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
πήγε και στάθηκε πλάι στη λίμνη ενώ η Διώνη έμεινε προστατευμένη λίγο πιο
πίσω. Γράπωσε αποφασιστικά το σπαθί του και πλησίασε τον Λέανδρο. Τον
έσπρωξε με δύναμη παίρνοντας τη θέση του. Ο βασιλιάς αμέσως τον
αναγνώρισε και κατέβασε το σπαθί του. Τα φρύδια του έσμιξαν και τα μάτια
αγρίεψαν από την παρεμβολή του νέου ενώ οι μορφές που τον ακολουθούσαν
πάντα, κρύφτηκαν από τον τρόμο τους πίσω του.
«Εσύ;» φώναξε με τη βροντερή του φωνή. «Τι δουλειά έχεις εσύ στο
παλάτι; Είσαι προστάτης του μικρού;»
«Δεν είμαι προστάτης κανενός. Πάλεψε με τους ομοίους σου». Ο
βασιλιάς για άλλη μια φορά γέλασε.
«Εσύ δηλαδή θεωρείσαι όμοιός μου;» του είπε ειρωνικά χαχανίζοντας
από αμηχανία. «Πες μου τι θέλεις εδώ;» του είπε αγριεμένος.
«Δε θέλω τίποτα» αποκρίθηκε ήρεμος ο Βυλτώρ.
«Οι νεράιδες τον στείλανε για να σου πάρει τον θρόνο» του είπαν
χαμηλόφωνα σα να μην ήθελαν να τις ακούσει ο Βυλτώρ.
«Η Γλαφύρα σε έστειλε;» σχολίασε σκεπτικός.
«Δε θέλω τίποτα από εσένα, ούτε την πόλη σου, κι αυτό το λέω και σ’
εσένα και στις ξεπεσμένες που ακολουθούν τα βήματά σου» του απάντησε
δυναμικά και ταυτόχρονα κατακεραύνωσε με τη ματιά του τις τρεις παρουσίες
που μόλις κατάλαβαν ότι τις άκουσε εξαφανίστηκαν λιώνοντας μέσα σε ένα
μαύρο υγρό κι αφήνοντας πίσω μια μαύρη στάμπα που φανέρωνε την
παρουσία τους.
«Θες να πιστέψω δηλαδή ότι πέρασες μια βόλτα από εδώ για να μας
επισκεφτείς και να δημιουργήσεις το χάος στην αυλή; Τα έμαθα τα
κατορθώματά σου. Ήρθαν και με ειδοποίησαν ότι τα έβαλες με όλη τη
φρουρά. Επίδειξη δύναμης ήρθες να κάνεις;» Ο Βυλτώρ δεν πρόλαβε να
απαντήσει στην ειρωνεία του βασιλιά. Μια μαρμάρινη προτομή ενός παλιού
βασιλιά προσγειώθηκε πάνω στον τωρινό από εκεί που δεν το περίμενε. Ο
Βυλτώρ ξαφνιασμένος έστρεψε το βλέμμα του εκεί από όπου είχε πεταχτεί η
βαριά στήλη κι αντίκρισε έκπληκτος τον Λέανδρο να του γνέφει από μακριά
σκουπίζοντας τα χέρια του πάνω στο βαμβακερό και χιλιοσχισμένο παντελόνι
του. Ξανακοίταξε τον βασιλιά. Ήταν ζωντανός και προσπαθούσε να
απελευθερωθεί από τον βαρύ όγκο που είχε πέσει πάνω του τόσο
απροειδοποίητα κι έξαφνα. Ο Βυλτώρ προχώρησε βαριά προς το μέρος του
Λέανδρου.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 251
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Επιτέλους έκανες και κάτι σωστό» σχολίασε κάνοντας νόημα και στη
Διώνη να τους πλησιάσει. Ο Λέανδρος που τον είδε να παραπατάει και για
πρώτη φορά αδύναμο δε θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
«Δεν το περίμενα να κουραστείς τόσο εύκολα» του είπε κι άπλωσε το
χέρι του για να τον βοηθήσει να στηριχτεί πάνω του. «Τώρα, τι κάνουμε;»
ρώτησε μη γνωρίζοντας την επόμενή τους κίνηση.
«Θα συνεχίσουμε από εκεί που μας σταμάτησαν» του απάντησε ο
Βυλτώρ.
«Κι αν μας προλάβει η φρουρά;» ρώτησε η Διώνη που είχε κόψει ένα
κομμάτι ύφασμα από το φόρεμά της κι είχε δέσει το χέρι του Λέανδρου πάνω
από το βαθύ κόψιμο.
«Δε θα μας ακολουθήσουν. Έχουν να ασχοληθούν με το βασιλιά τους
τώρα, κι ούτε που φαντάζονται ότι εμείς θέλουμε να πάμε στα μπουντρούμια.
Μην ανησυχείς, είμαστε καλυμμένοι για τώρα». Την ώρα που περνούσαν
μπροστά από τους μαρμαρωμένους φρουρούς ο Λέανδρος δεν ήταν δυνατό να
μην αντιληφθεί το εξωπραγματικό θέαμα. Η Διώνη ακολούθησε την
απορημένη ματιά του στα ακίνητα σώματα των φρουρών. Κι η ίδια ακόμα δεν
ήταν σε θέση να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.
«Άσε, μη ρωτάς» του είπε προλαβαίνοντας την ερώτησή του, «όταν
καταφέρουμε με το καλό να ελευθερώσουμε τον Βόρυ, ο Βυλτώρ έχει πολλές
εξηγήσεις να μας δώσει». Ο Λέανδρος έγνεψε καταφατικά στο σχόλιό της.
«Κι όχι μόνο γι’ αυτό» συμπλήρωσε ο νεαρός μη θέλοντας να δώσει
συνέχεια σε κάτι που μπορούσε να γίνει αργότερα.
Ο Βαρούχ όρμησε μέσα στο δωμάτιό του. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο
από την οργή ενώ με το χέρι του κρατούσε ένα κάτι που θύμιζε λευκό πανί
μουσκεμένο από το αίμα του που ξεχυνόταν χωρίς σταματημό από το δυνατό
χτύπημα στο κεφάλι του. Το τράβηξε από την πληγή κι αηδιασμένος από τη
θέα του πηχτού αίματος το πέταξε κάτω. Χωρίς να σταματήσει στιγμή
κατευθύνθηκε προς το παράθυρο όπου πάνω στο λαξεμένο από ξύλο ακακίας
έπιπλο τον περίμεναν ασημένια ποτήρια και καράφες με διαφόρων ειδών
μυρωδάτα κρασιά. Χωρίς να ελέγχει τις κινήσεις του άρπαξε ένα ποτήρι και
χωρίς δισταγμό κατάπιε με μια μονοκοπανιά το περιεχόμενό του. Από πίσω
του ακούστηκαν βήματα πάνω στα καλογυαλισμένα μάρμαρα, βήματα που
πλησίαζαν βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας.
Μόλις σταμάτησε ο θόρυβος από τις δερμάτινες σόλες, εμφανίστηκε
μπροστά του ένας ευτραφής άντρας με στρογγυλό πρόσωπο. Τα μάτια του
252 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ήταν μικρά και στρογγυλά σαν κουμπότρυπες ενώ τα χείλη του ήταν ισχνά
και γυρισμένα προς τα έξω. Στη μέση του κεφαλιού του αντικατοπτριζόταν η
λάμψη από τον καθρέπτη στην είσοδο της πόρτας που τριγύρω ήταν
διακοσμημένος με τις αναπαραστάσεις πεντάμορφων κοριτσιών κι αγοριών
που είχαν μαζευτεί γύρω από τα νερά μιας ήρεμης λίμνης κι ήταν
περιτριγυρισμένοι από χαμηλά πράσινα δέντρα και ζώα του δάσους, ενώ στις
άκρες του κεφαλιού του πρόβαλλαν κατσαρά καστανά μαλλιά, επιμελώς
χτενισμένα και περιποιημένα.
«Άρχοντά μου» ψέλλισε λαχανιασμένος, «ευτυχώς σε πρόλαβα». Στα
χέρια του κρατούσε μια δερμάτινη μαύρη βαλίτσα που ακούμπησε πάνω σ’ ένα
στρογγυλό τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου. Την άνοιξε με προσοχή κι
έβγαλε από μέσα ένα καθαρό λευκό πανί κι ένα μπουκαλάκι γεμάτο μ’ ένα
διάφανο υγρό. Ο ήχος του φελλού που αποδεσμευόταν από το γυάλινο στόμιο
αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. Όσο νότιζε το πανί με το υγρό έριχνε κοφτές
ματιές προς το παράθυρο παρατηρώντας τον βασιλιά του. Στεκόταν αμίλητος
με την πλάτη γυρισμένη, δίχως να δίνει σημασία στην παρουσία του κι όλο και
περισσότερο αναρωτιόταν αν ήταν η κατάλληλη ώρα να περιποιηθεί το
τραύμα του. «Βασιλιά μου» είπε με τρεμουλιαστή φωνή κρατώντας το πανί
στο χέρι, «έχω την άδεια να σε πλησιάσω;» Καμία απάντηση δεν πήρε. Ο
Βαρούχ στεκόταν ακίνητος, κοιτάζοντας επίμονα προς τα έξω, γεμίζοντας το
ποτήρι του ξανά και ξανά. Το μάτι του έπεσε πάνω στη σκαλιστή μορφή του
που προεξείχε στον πάτο του κυπέλλου, σμιλεμένη από χρυσό,
αποτυπώνοντας όσο πιο παραστατικά ήταν δυνατό την προσωπογραφία του
βασιλιά. Το θεληματικό πηγούνι, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, το χοντρό
πάνω χείλος που κάλυπτε το ισχνό κάτω χείλος. Η ουλή που χώριζε το πάνω
χείλος του στα δύο, σουβενίρ από μια μαχαιριά κατά τον πόλεμο. Η οργή του
μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Ο θεραπευτής δε δοκίμασε να του απευθύνει το
λόγο ξανά. Έβλεπε ότι η παρουσία του ήταν περιττή, έτσι γύρισε απότομα
προς τη βαλίτσα του κι άρχισε να μαζεύει το εκτεθειμένο της περιεχόμενο με
γρήγορο και μεθοδικό ρυθμό, ένα ένα τα περιεχόμενα της βαλίτσας του που
είχε αραδιάσει τακτικά πάνω στο τραπεζάκι.
Μέσα σε δευτερόλεπτα άκουσε ένα σφύριγμα από το αριστερό του αυτί
κι ένιωσε την ύλη ενός ογκώδους αντικειμένου να τον προσπερνάει με
ταχύτητα και να του προκαλεί έντονο κάψιμο στα αυτί. Ενστικτωδώς, χωρίς
να έχει συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί κάλυψε με το χέρι του την αριστερή
πλευρά του προσώπου του και τα δάχτυλά του πλημμύρισαν από το καυτό
πηχτό υγρό. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου άκουσε έναν εκκωφαντικό
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 253
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Ο Βαρούχ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Ένιωθε
ότι ο Ροδόλφος τον κορόιδευε και γελούσε με την κατάστασή του. Το δεξί χέρι
του Ροδόλφου είχε αποκοπεί από την πρόσκρουση με το κύπελλο, όμως η
έκφραση κι η ζωντάνια των ματιών του, πέρα από το σημάδι του κόκκινου
κρασιού που είχε λερώσει το μουσαμά, παρέμεινε το ίδιο ακλόνητη. Ο πίνακας
είχε φιλοτεχνηθεί λίγο πριν τη δολοφονία της οικογένειας του Ροδόλφου, δεν
πρόλαβε όμως ούτε ο ίδιος ούτε και η Ροδάνθη να τον δουν να στολίζει το
κεντρικό σαλόνι των διαμερισμάτων τους. Μετά την ανάληψη των
καθηκόντων του νέου βασιλιά, ο πίνακας πέρασε στην ιδιοκτησία του να τον
κάνει ό,τι ήθελε. Ο ίδιος επέλεξε όμως να κοσμεί τον τοίχο του σαλονιού των
δικών του πλέον διαμερισμάτων με τη δικαιολογία ότι ήθελε να τιμήσει την
αδικοχαμένη οικογένεια και να τους έχει πάντα στο πλευρό του. Κατά βάθος ο
Βαρούχ ένιωθε ότι ο πίνακας αυτός ήταν ένα μέσο από το οποίο ο Ροδόλφος
θα έβλεπε την πορεία του και τα κατορθώματά του, ένας δίαυλος
επικοινωνίας με τους νεκρούς. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά,
γελούσε αυτάρεσκα, θαυμάζοντας τον εαυτό του και τα όσα είχε πετύχει.
Σήμερα όμως του φαινόταν ότι ο σαρκασμός είχε μεταπηδήσει στον
πίνακα κι ο ίδιος ο Ροδόλφος γελούσε μαζί του τώρα.
«Να σε πάρει, σταμάτα να γελάς, θα μου το πληρώσουν, θα τους
κρεμάσω από τον πιο ψηλό πύργο που τόλμησαν να μου φερθούν έτσι. Δεν
τελειώνει εδώ αυτό. Δεν τελειώνει έτσι, πολύ γρήγορα θα δεις». Οι κραυγές
του Βαρούχ έβγαιναν από μέσα του, από τα σωθικά του. Το πρόσωπό του είχε
κοκκινίσει τόσο, που θαρρείς θα έσκαγε από στιγμή σε στιγμή. Η πληγή στο
κεφάλι του είχε αρχίσει να ξεραίνεται και το αίμα που είχε μείνει στο
πρόσωπό του έγινε ένα με το δέρμα του.
«Είσαι τυφλός» του είπε μια από αυτές χαϊδεύοντάς του με τον αέρα της
φωνής της το αυτί του. «Εμείς ξέρουμε αλλά δε θα σου πούμε», τα γέλια τους
αντήχησαν σαν καμπάνες αφύπνισης για τον βασιλιά.
Εκείνη τη στιγμή της έντονης οργής και άσβεστου μίσους ένα αεράκι
εισέβαλλε απρόσκλητο στο δωμάτιο. Ένα δροσερό αεράκι που η πνοή του
έφερε γαλήνη στην ψυχή του βασιλιά. Φύσηξε το αεράκι κι απομάκρυνε τα
σύννεφα που σκοτείνιαζαν τα μάτια του. Τα οργισμένα μάτια του έδωσαν τη
θέση τους στα ψύχραιμα που εδώ και ώρα παραγκωνίζονταν. Με καθαρό
μυαλό πια κατάφερε να διακρίνει μια μικρή λεπτομέρεια στον πίνακα που
έφερε τα πάνω κάτω στην ψυχοδιάθεσή του.
«Τι σημαίνει αυτό;» συλλογίστηκε και κόλλησε το πρόσωπο πάνω στον
πίνακα για να βεβαιωθεί ότι δεν τον γελούσαν τα μάτια του. «Είναι δυνατόν;»
256 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Στην τύχη;» πετάχτηκε η Διώνη μέσα από τη μια στοά. «Δεν είναι λίγο
ριψοκίνδυνο; Πού οδηγούν οι άλλες δυο;»
«Σε πόρτες που καταλήγουν στο παλάτι» είπε προβληματισμένος ο
Βυλτώρ. «Είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθήσουμε να τις διασχίσουμε όλες».
Γρήγορα όμως η ζωντάνια επέστρεψε στα μάτια του. «Τα μπουντρούμια
βρίσκονται δίπλα ακριβώς στο ποτάμι». Πριν προλάβει καν να τελειώσει την
πρότασή του πήδηξε μέχρι την πρώτη στοά που βρισκόταν μπροστά τους κι
ακούμπησε το αυτί του κι από τις δύο μεριές προσπαθώντας να αφουγκραστεί
κάτι που θα έμοιαζε με κελάρυσμα ποταμού. «Τίποτα σ’ αυτήν» μουρμούρισε
απογοητευμένος. «Ούτε κι εδώ» είπε βγαίνοντας κι από τη δεύτερη στοά. Από
την τρίτη όμως δε βγήκε. Αντίθετα, έκανε νόημα στα παιδιά να τον
ακολουθήσουν, υποδηλώνοντας ότι είχε καταφέρει να εντοπίσει τη σωστή
στοά που θα τους οδηγούσε στον φίλο τους. Η στοά βρισκόταν ένα επίπεδο
κάτω από εκεί που βρίσκονταν. Αμέσως τα παιδιά κατάλαβαν ότι η πορεία
τους είχε γίνει κατηφορική. Όσο πιο πολύ κατέβαιναν τόσο πιο έντονα
άκουγαν το ποτάμι που κυλούσε δίπλα τους χωρίς να μπορούν να το δουν
ακόμη. Μετά από λίγα λεπτά κατηφόρας, ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με τα
ήρεμα νερά του ποταμού που διέσχιζε όλη την πόλη προσφέροντας έναν τόπο
χαλάρωσης για τους πολίτες πλάι στις χορταριασμένες του όχθες και τα
πέτρινα γεφυράκια του και έρρεε κάτω από το παλάτι των Ρόδων μέσα από τις
χαοτικές στοές, ώσπου τελείωνε το ταξίδι όταν γινόταν ένα με τη θάλασσα.
Το σκοτάδι μέσα στη στοά ήταν βαθύ κι απύθμενο, όμως καθόλου δεν
επηρέαζε την πορεία τους. Ο Βυλτώρ τους έδειχνε το δρόμο και τα δύο παιδιά
ακολουθούσαν από πίσω. Κανένας δε μιλούσε. Δεν είχαν και τίποτα να πουν.
Διακινδύνευαν πολλά και μόνο που βρίσκονταν εκεί, στο στόμα του λύκου.
Οποιαδήποτε λάθος τους κίνηση μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την
απελευθέρωση του φίλου τους κα τη δική τους ελευθερία.
«Πλησιάζουμε» είπε χαμηλόφωνα ο Βυλτώρ. Το έμπειρο αυτί του από
ώρα είχε πιάσει έναν ανεπαίσθητο ήχο από πίσω. Κάποιος έκανε ιδιαίτερη
προσπάθεια να μη γίνει αντιληπτός. Αμέσως, έφερε το χέρι του στο στόμα
δείχνοντας στους άλλους δύο ότι έπρεπε να σωπάσουν. Αυτοί δεν άκουσαν
τίποτα το διαφορετικό, παρά μόνο τη ροή του ποταμού. Είχαν πια πλησιάσει
πολύ κοντά κι έβλεπαν το γάργαρο νερό να κυλάει από μια βαθιά και
σκοτεινή σπηλιά προς την έξοδο. Αυτοί στέκονταν σ’ ένα παραπέτασμα αρκετά
ψηλότερα από τη στάθμη του ποταμού. Πλάι τους μικρές ξύλινες βάρκες
κινιόντουσαν με το ρυθμό που επέβαλλε η ροή του ποταμού. Ανήμπορες όμως
να τον ακολουθήσουν στο μακρύ του ταξίδι μιας και ήταν γερά δεμένες στην
258 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
άκρη. Μια μεγάλη ξύλινη πόρτα καλά αμπαρωμένη βρισκόταν από τη μεριά
του βράχου. Ο Βυλτώρ έβγαλε το σπαθί από τη θήκη του και με μια δυνατή
κίνηση έσπασε τα βαριά δεσμά της αλυσίδας.
«Από εδώ θα μπείτε. Τα μπουντρούμια είναι ακριβώς από πίσω. Σ’ ένα
από αυτά είναι ο Βόρυς. Μην καθυστερήσετε». Τα παιδιά πήγαν να φέρουν
αντίρρηση που δε θα ερχόταν αυτός μαζί τους. Ο Βυλτώρ όμως δεν τους άφησε
περιθώρια. «Θα σας συναντήσω εδώ όταν τελειώσω». Πριν γυρίσει προς τα
πίσω έπιασε τον ώμο του Λέανδρου. «Εσύ είσαι υπεύθυνος τώρα» του είπε με
σοβαρότητα. «Φέρσου ανάλογα». Ο Λέανδρος δεν απάντησε. Δε χρειαζόταν.
Κοίταξε πέρα από τις λέξεις, στα μάτια του που δε λένε ποτέ ψέματα. Η
επιπολαιότητα του Λέανδρου και το ασυγκράτητο του χαρακτήρα του ήταν
εκεί, έτοιμα ανά πάσα πηγή να βγουν στην επιφάνεια μπλοκάροντας τη
διαύγεια του μυαλού του και φέρνοντάς τον πάλι σε δύσκολη θέση. Ο Βυλτώρ
δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον εμπιστευτεί. Το βλέμμα του λοξοδρόμησε
και συνάντησε της Διώνης. Για πολύ λίγο, για δευτερόλεπτα. Χωρίς να χάνει
καιρό χάθηκε μέσα στο τούνελ από όπου μόλις είχαν έρθει. Ο Λέανδρος
περίμενε να χαθεί και το τελευταίο ίχνος του ίσκιου του και μετά στράφηκε
στη Διώνη.
«Πάμε;» της είπε χαμογελώντας. Η κοπέλα του έγνεψε καταφατικά.
Πρώτη φορά έμεναν μόνοι τους ν’ αντιμετωπίσουν το άγνωστο. Ένιωθε
ασφάλεια γιατί ο Λέανδρος θα την προστάτευε. Κι η ίδια όμως τις τελευταίες
ώρες είχε ανακαλύψει μια δύναμη κι ένα σθένος ψυχής μέσα της που δεν το
γνώριζε ότι είχε, αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι κρύβουν αλλά δεν το
γνωρίζουν και μόλις οι συνθήκες είναι ευνοϊκές βγαίνει στην επιφάνεια και
τους κάνει να φέρονται και να ενεργούν όπως ποτέ δε θα το περίμεναν. Το
νεαρό παλικάρι πλησίασε την πόρτα και με δύναμη την ώθησε προς τα μέσα
για να ανοίξει. Ένας μακρύς διάδρομος εκτεινόταν μπροστά του, το τέλος του
δεν ήταν ευδιάκριτο και το μοναδικό φως προερχόταν από τις δάδες που
κρατούσαν στα χέρια τους. «Τι περίεργο, κι άλλος σκοτεινός διάδρομος»
μουρμούρισε δυνατά ο Λέανδρος φανερώνοντας τη σκέψη του στη Διώνη.
«Ας μην καθυστερούμε λοιπόν» του είπε η Διώνη και χαμογελαστή
πέρασε μέσα πρώτη, ανοίγοντάς του το δρόμο. Από πίσω την ακολούθησε ο
Λέανδρος κλείνοντας την πόρτα πίσω του, αφήνοντας ένα μικρό κενό για να
τους φωτίσει τον δρόμο της επιστροφής.
τον Νικάνορα, έναν από τους προσωπικούς φρουρούς του βασιλιά. Ανώτατο
αξίωμα κι υπέρτατη τιμή για τον ίδιο και την οικογένειά του, όταν του
ανακοινώθηκε η προαγωγή του πριν δύο χρόνια από τον αρχηγό της φρουράς.
Πολλά και διάφορα είχαν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια που είχε την
ευκαιρία να παρατηρεί από κοντά τον βασιλιά. Βραδινές συνομιλίες στην
κάμαρά του χωρίς να έχει μπει κάποιος από την εξωτερική πόρτα, συχνές
εξάψεις οργής του βασιλιά, αναίτιες τις περισσότερες, οι σχεδόν τακτικές
επισκέψεις του στα μπουντρούμια σ’ ένα συγκεκριμένο κελί χωρίς την
παρουσία αυτών και γενικά πολύ μυστικοπάθεια. Είχε πάρει όμως όρκο. Δεν
έπρεπε να βλέπει ούτε να ακούει πράγματα που δε συμβάδιζαν με τις
αρμοδιότητές του. Αυτό κι έκανε. Κοιτούσε τη δουλειά του χωρίς να μιλάει
ποτέ σε κανέναν για όλα αυτά τα περίεργα που συνέβαιναν.
Πέρα από τις παραξενιές του, τον θαύμαζε τον Βαρούχ, ή μάλλον
θαύμαζε την πορεία του. Από προσωπικός φρουρός του Ροδόλφου κατάφερε
με τον ηρωισμό του να αναγορευτεί βασιλιάς ομόφωνα και με απαίτηση του
κόσμου που ένιωθαν ασφαλείς μαζί του. Ήταν πάντα αγέλαστος, υπερήφανος,
έχοντας πλήρη επίγνωση της θέσης του και της υποτέλειας των άλλων στο
πρόσωπό του. Πρώτη φορά τον είδε σήμερα σε τέτοια αλλοπρόσαλλη
κατάσταση. Από τη στιγμή που είχε ορμήσει αλαφιασμένος μέσα στο δωμάτιο,
θόρυβοι αναστάτωσης έρχονταν από το δωμάτιο. Τα βλέμματα απορίας που
αντάλλασε με τον άλλο φρουρό δήλωναν την παντελή τους άγνοια για το τι
συνέβαινε μα ταυτόχρονα και την έκπληξή τους προς την ξαφνική εκδήλωση
τόσο έντονων συναισθημάτων από τον βασιλιά.
«Είναι μια από αυτές τις μέρες» σιγοψιθύρισε στον εαυτό του. «Τίποτα
σωστό δε θα γίνει σήμερα» συνέχισε οπλίζοντας τον εαυτό του με κουράγιο
για τα όσα θα επακολουθούσαν. Η μέρα του από το πρωί είχε δείξει τα
αρνητικά της σημάδια. Τον είχε πάρει ο ύπνος το πρωί για πρώτη φορά εδώ
και δύο χρόνια με αποτέλεσμα να καθυστερήσει. Στο δρόμο για το παλάτι,
σχεδόν μεσημέρι, ενώ έπρεπε να βιαστεί προσπάθησε να διαλύσει έναν καυγά
στο Χαμογελαστό Βαρέλι που του άφησε ένα έντονο πρήξιμο στο πρόσωπο
από ένα γυάλινο μπουκάλι που κατέβασαν πάνω στο κεφάλι του. Εδώ και ώρα
ένιωθε το αριστερό του ζυγωματικό να πρήζεται και να φουσκώνει, ό,τι
χειρότερο δηλαδή για τον προσωπικό φρουρό του βασιλιά που θα έπρεπε να
είναι υπόδειγμα σωστής συμπεριφοράς και παρουσίασης. Αυτά
στριφογυρνούσαν στο μυαλό του κι έπλαθε σενάρια για το πόσο
παραδειγματικά θα τιμωρούσε τον μικρό που άπλωσε χέρι πάνω του. Οι
σκέψεις του διακόπηκαν βίαια όταν άκουσε τη δίφυλλη πόρτα ν’ ανοίγει
260 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
μεγάλωναν με την ένταση της θλίψης του. Ο Βαρούχ σύρθηκε στο πάτωμα,
προσπαθώντας να ξεφύγει. Ακούμπησε με το χέρι του μια κρύα, λεία
επιφάνεια, και στηρίχτηκε πάνω της. Ήξερε καλά τι ήταν. Ο καθρέπτης μέσα
από τον οποίο μόλις πριν λίγα λεπτά θαύμαζε τον εαυτό του και τα
κατορθώματά του. Γύρισε το κεφάλι του να δει τι θα του φανέρωνε τώρα. Το
θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Τα γεμάτα ζωή και ευτυχία μάτια του έχασαν τη
λάμψη και το σφρίγος τους. Τώρα ήταν θολά, άψυχα, γερασμένα. Δεν είναι
δυνατόν. Ο θρόνος είναι δικός μου. Επιτέλους τα κατάφερα. Αυτές τι θέλουν τώρα;
Ας είναι, σκέφτηκε. Ακόμα κι έτσι, εγώ θα συνεχίσω αυτό που άρχισα και τίποτα δε
θα επιτρέψω να μπει εμπόδιο στον δρόμο μου. Σηκώθηκε όρθιος. Το σώμα του
ήταν νωθρό. Με δυσκολία συντόνιζε τις κινήσεις του. Άλλαξε ρούχα και
βγήκε από το δωμάτιο. Είχε πολλά να κάνει ακόμα. Οι νεράιδες από πίσω,
πιστοί του ακόλουθοι πλέον, δεν τον άφησαν στιγμή μόνο του.
Και να τώρα, που τον είχε οδηγήσει αυτή η πορεία του τόσα χρόνια. Ο
πίνακας ναι, ήταν βαρύς. Τι αξία όμως είχε ο σωματικός πόνος, μπροστά στην
αγαλλίαση της ψυχής; Καμία. Ξοπίσω του έτρεχαν οι πιστοί του ακόλουθοι
που τον εντόπισαν από τις κραυγές αλαλαγμού που έβγαζε. Μεγάλη έκπληξη
τους περίμενε όταν τον είδαν σ’ αυτήν την κατάσταση αγκαλιά με τον πίνακα
να τρέχει στους φωτεινούς διαδρόμους του παλατιού. Δεν κοντοστάθηκαν
όμως για πολύ. Αμέσως τον ακολούθησαν μήπως και κατάφερναν να βγάλουν
κάποια άκρη από την ανεξήγητη συμπεριφορά του.
Ο Βαρούχ κατευθύνθηκε προς τα υπόγεια μπουντρούμια, κάτι που τους
προξένησε ακόμα μεγαλύτερη απορία. Μπροστά στη μεγάλη καγκελωτή πόρτα
σταμάτησε. Είχε αντιληφθεί τους φρουρούς από πίσω του εδώ και ώρα. Δεν
ήταν μια από τις περιστάσεις που χρειαζόταν τη συνδρομή τους.
«Να μην περάσει κανείς το κατώφλι της πόρτας». Ο τόνος του ήταν
αυστηρός και δεν τους άφηνε περιθώρια αντιλογίας. Δίχως επιλογή
απομακρύνθηκαν απρόθυμα και τον άφησαν να διασχίσει μόνος του το
κατώφλι. Αμέσως ο βασιλιάς ξαναβρήκε το γρήγορο βήμα του. Ο διάδρομος
ήταν σκοτεινός και υγρός. Όπως ακριβώς κάθε φορά που είχε κατέβει κάτω
για να επισκεφτεί τον φιλοξενούμενό του. Όσο κατέβαινε, τόσο πιο έντονα
ακουγόταν το κελάρυσμα του ποταμού που έρρεε ήρεμος από κάτω. Όταν
έφτασε μπροστά από την οικεία του πόρτα, άφησε τον πίνακα κάτω κι έβγαλε
το καλά κρυμμένο κλειδί. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα κρατώντας τον πίνακα.
Με το φως του δαυλού φανερώθηκε σ’ όλο το μεγαλείο της η βρωμιά μέσα στο
μικρό δωμάτιο. Ο Βαρούχ αυτή τη φορά δεν κατευθύνθηκε προς τον σωρό με
τα άχυρα αλλά έστρεψε το φως προς τον απέναντι τοίχο. Η ανατριχιαστική
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 263
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
εικόνα του άντρα που απέστρεψε το φωτισμένο του πρόσωπο βογκώντας από
τον πόνο που του προκάλεσε η λάμψη τον αηδίασε. Δεν έκανε κάποια κίνηση
να αποστρέψει το φως. Το μαρτύριο του αλυσοδεμένου άντρα έφερνε τέρψη
στην ψυχή του.
«Δεν ήρθα γι’ αυτό που νομίζεις σήμερα» του είπε χαμογελώντας.
«Βλέπεις πλέον δε μ’ ενδιαφέρει αν θα μιλήσεις» συμπλήρωσε γεμάτος
ικανοποίηση. Μέσα στο μυαλό του επεξεργάζονταν χιλιάδες τρόπους με τους
οποίους θα του αποκάλυπτε αυτό που τσακίστηκε να πάει να του πει. Ο άντρας
ακόμα δεν τον κοιτούσε. Είχε γείρει το κεφάλι του κάτω από αδυναμία όσο κι
από περιφρόνηση για τον επισκέπτη του. Ο βασιλιάς για πρώτη φορά δεν
πτοήθηκε από τη συμπεριφορά του. Είχε κρυμμένο τον άσσο στο μανίκι κι
ήξερε πολύ καλά πως θα του παρακινούσε το ενδιαφέρον.
«Δεν έχεις πλέον τίποτα να κρύψεις από εμένα» είπε μνησίκακα. Αν
αναλογιστείς τη θυσία σου, τη ζωή που έχασες για κάτι που δεν υπάρχει
πια……» συνέχισε γελώντας σαρκαστικά. Τον πλησίασε στο πρόσωπο. Η
μυρωδιά ήταν αφόρητη, όμως δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία του. Η
περίσταση επέβαλλε να κάνει αυτή τη θυσία. «Το μυστικό σου αποκαλύφθηκε.
Ο προστατευόμενός σου εκτέθηκε».
Τότε, για πρώτη φορά ο κρατούμενος σήκωσε το κεφάλι του, και για
πρώτη φορά μετά από χρόνια τα μάτια τους αντάμωσαν. Πόσο μίσος διέκρινε
στο βλέμμα του και πόση ικανοποίηση μαρτυρούσαν τα μάτια του. Από την
άλλη, ο βασιλιάς ευχαριστημένος που επιτέλους του τράβηξε την προσοχή
διέκρινε ότι το σκαμμένο πρόσωπο του άντρα ήταν προβληματισμένο. Δεν
έχασε λοιπόν την ευκαιρία να τον διαφωτίσει και να ολοκληρώσει το γύρω
του θριάμβου του. Αμέσως έτρεξε προς την πόρτα, ξανασήκωσε τον βαρύ
πίνακα και τον τοποθέτησε μπροστά στον ανήμπορο άντρα.
«Βλέπεις;» του είπε φωτίζοντας τα πρόσωπα στον πίνακα. «Φτυστή
απομίμηση του πατέρα του, τον είδα σήμερα εδώ στο παλάτι, ήρθε ο ανόητος
στο στόμα του λύκου χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει. Αυτός είναι, είμαι
σίγουρος, το κλειδί της απόλυτης και παντοτινής μου κυριαρχίας. Επιτέλους
θα ηρεμήσω, όταν όλα θα γίνουν δικαιωματικά δικά μου. Μου είσαι άχρηστος
πια». Ο άντρας είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στον πίνακα. Χιλιάδες
αναμνήσεις τον στοίχειωσαν βλέποντας τα ξεχασμένα πρόσωπα μπροστά του.
Αναμνήσεις από μια άλλη εποχή, μακρινή, σα να μην είχε υπάρξει ποτέ κι όλα
ήταν αποκυήματα της φαντασίας του. Αν ίσχυαν όσα του είπε ο βασιλιάς, κι ο
μικρός βρισκόταν στο παλάτι τότε η ζωή του βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο κι
ο ίδιος ήταν ανήμπορος να τον προστατέψει. Ώσπου κάτι πρωτόγνωρο
264 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
διέκοψε τις σκέψεις του. Ζεστά δάκρυα έκαψαν τα μάγουλά του, δάκρυα που
από καιρό νόμιζε ότι είχαν στερέψει οι πηγές τους και πολλές φορές σε
στιγμές μοναξιάς και πόνου είχε αναζητήσει τη συντροφιά τους σαν βάλσαμο
στην τυραννισμένη του ψυχή, αλλά ποτέ δεν ήρθαν. Να που τώρα όμως μετά
από τόσα χρόνια φυλάκισης οι πηγές που είχαν στερέψει πλημμύρισαν και
ξεχύθηκαν σαν ορμητικοί χείμαρροι στο πρόσωπό του προσφέροντας την
ανακούφιση που τόσο αναζητούσε και παίρνοντας από πάνω του όλα τα
χρόνια της δυστυχίας και του πόνου. Ξαναγεννημένος από τα καυτά του
δάκρυα όπως ένα μωρό από τα υγρά της γέννας θυμήθηκε ποιος ήταν, όλα
ήταν πια ξεκάθαρα κι ύπαρξή του απέκτησε πάλι νόημα. Το φάντασμα που
ζούσε μέσα του εξαφανίστηκε και μια αόρατη πνοή αναζωογόνησε το
ταλαιπωρημένο κορμί του. Ο όρκος που είχε δώσει στον δολοφονημένο
βασιλιά να προστατέψει την οικογένειά του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες
τον καλούσε.
Ο βασιλιάς αναγνώρισε στα μάτια του κρατούμενου τη λάμψη και τη
δύναμη που κάτι του θύμισε, όμως δεν έμεινε για πολύ εκεί. Έβγαλε το σπαθί
του από τη θήκη του και το πέρασε από το λαιμό του άντρα αργά και
ψύχραιμα. Ο Ιλαρίων δεν κουνήθηκε, με στωικότητα περίμενε την κίνηση του
εχθρού του. Ο Βαρούχ φαινόταν διατεθειμένος πέρα για πέρα να κόψει το
νήμα της ζωής του Ιλαρίωνα εκείνη τη στιγμή.
«Θα ήθελα πολύ το σπαθί μου να βαφτεί με το αίμα σου» του είπε
κοιτάζοντας την αστραφτερή λεπίδα του που χάιδευε απειλητικά το
στραγγισμένο λαιμό του άντρα. «Σου αξίζει κάτι καλύτερο απ’ αυτό όμως. Θα
παρατείνω την άθλια ζωή σου μέχρι τη στιγμή που θα πιάσω τον Αύγουστο.
Θα σου τον φέρω εδώ μπροστά σου, το αποκορύφωμα του θριάμβου μου, και
θα τον σφάξω ενώπιόν σου. Μετά, θα ξέρεις ότι θα είναι η σειρά σου».
Απολάμβανε την κάθε στιγμή ρουφώντας με μανία κάθε αντίδραση πόνου του
Ιλαρίωνα, σαν το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών που φέρνουν παροδική
ευτυχία και σε ταξιδεύουν σε κόσμους διαφορετικούς που πλάθει το μυαλό για
να ικανοποιήσει τις ορέξεις του σε μια αντίθετη πραγματικότητα. Πέταξε τον
πίνακα κάτω κι όρμησε στην εξώπορτα παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής
στο παλάτι. Κάτι είχε αλλάξει όμως από την τελευταία φορά της επίσκεψής
του. Το σκοτάδι που έφερε το κλείσιμο της πόρτας δε φιλοξενούσε πλέον ένα
σχεδόν άψυχο κορμί αλλά μια ψυχή που βρισκόταν σε αναβρασμό και
μηχανευόταν τρόπους για τη διαφυγή της.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 265
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Ο Βόρυς για μια ακόμη φορά δε σάλεψε από το κρεβάτι του. Στο μυαλό
του στριφογυρνούσαν τα λόγια του βασιλιά. Πολλά έμπαιναν στη θέση τους,
όπως ο λόγος που είχε φυλακιστεί ο άντρας και το μυστικό που έκρυβε.
Αμέσως συνδύασε τις νέες πληροφορίες με αυτές που γνώριζε ήδη. «Σίγουρα
μιλούσε για τον χαμένο πρίγκιπα» συλλογίστηκε. «Δεν μπορεί να είναι κάτι
άλλο. Απίστευτο. Ο νόμιμος διάδοχος επέστρεψε και διεκδικεί τον θρόνο του.
Ο Λέανδρος θα ξετρελαθεί όταν του το πω». Σε κάθε επίσκεψη του βασιλιά
κάτι συνταρακτικό συνέβαινε που άλλαζε τα πάντα. Το νεανικό μυαλό του
έπλαθε χιλιάδες σενάρια για την εμφάνιση του χαμένου πρίγκιπα. Ένα
απρόσμενο κάλεσμα όμως τον διέκοψε.
«Μικρέ… μικρέ», αμέσως αναγνώρισε τη φωνή του συγκρατούμενού
του. Ο Βόρυς ξαφνιασμένος πλησίασε πιο κοντά για να τον ακούσει καλύτερα.
«Να …… φύγεις …. Όσο μπορείς …πιο γρήγορα».
«Οι φίλοι μου από μέρα σε μέρα θα έρθουν να με βρουν. Είμαι
σίγουρος».
«Να πας ……στη Ζηνοβία. Έχω ένα μήνυμα γι’ αυτήν. Μην το
αποκαλύψεις πουθενά, παρά μόνο στην ίδια».
«Από πού ξέρεις την καθηγήτρια Ζηνοβία;»
«Άκου προσεχτικά και μη το ξεχάσεις, ο μικρός είναι εκτεθειμένος».
«Μα ποιο είναι το νόημα σε αυτό;» ρώτησε απορημένος ο Βόρυς.
«Μη… ρωτάς σου είπα. Κατάλαβες;». Ο μικρός απάντησε καταφατικά. Η
φωνή του άντρα όλο κι έχανε τη δύναμή της κι έβλεπε ότι δεν είχε πολύ
χρόνο μαζί του.
«Μην πεις τίποτα σε κανέναν». Η φωνή του άντρα χανόταν όλο και
περισσότερο.
«Εντάξει, όμως μην ανησυχείς. Όταν έρθουν οι φίλοι μου θα σε
πάρουμε κι εσένα μαζί μας για να το πεις ο ίδιος στην καθηγήτρια Ζηνοβία».
«Βασίζομαι πάνω σου. Δεν έχω άλλη επιλογή». Ο Βόρυς κοίταξε το
απόλυτο σκοτάδι ακόμα πιο απορημένος. «Πάει, του έστριψε αυτού».
Σηκώθηκε και βρίσκοντας τον δρόμο στο βαθύ σκοτάδι, ξάπλωσε στο άβολο
κρεβάτι του. Το μυαλό του δεν έλεγε να ηρεμήσει. Η σκέψη του ταξίδευε προς
όλες τις κατευθύνσεις μα κυρίως γυρόφερνε στον Λέανδρο και τον Βυλτώρ.
«Μα, πού είναι επιτέλους;» οι σκέψεις του έγιναν κραυγή κι ο πόνος μέσα του
τον λύγισε και ξέσπασε σε λυγμούς.
266 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Έχεις δίκιο, αλλά σε κανέναν δεν αξίζει αυτή η κατάντια. Αυτός είναι
αποστεωμένος. Μήπως να τον βοηθούσαμε;»
«Διώνη, εδώ ήρθαμε για τον Βόρυ. Θα τον βρούμε και θα φύγουμε. Δεν
μπορούμε να τους βοηθήσουμε όλους εδώ μέσα».
«Έχεις δίκιο, μας καθυστέρησα, ας συνεχίσουμε Λέανδρε, συγχώρα με».
Το αγόρι της χαμογέλασε.
«Αν κάποια στιγμή δε νιώσεις καλά, θέλω να φύγεις, μην
καταπιέζεσαι».
«Όχι, είμαι καλύτερα». Η γοργόνα του χαμογέλασε και πλησίασε τη
διπλανή πόρτα. Η Διώνη σήκωσε για μια ακόμη φορά τη δάδα της σχεδόν
βέβαιη ότι η αναζήτησή τους θα απέβαινε άκαρπη. Μόλις το φως έλουσε με τη
θέρμη του τον υγρό θάλαμο, ταυτόχρονα έλουσε και με τη γλυκιά θέρμη της
ελπίδας της καρδιάς της. Πάνω στο ξύλινο κρεβάτι ένας μικροκαμωμένος
άντρας ξάπλωνε με το πρόσωπό του χωμένο μέσα στην αγκαλιά των χεριών
του. Από το ανάστημα του μα και από το βαθύ μαύρο χρώμα των μαλλιών του
αναγνώρισε τη φιγούρα του χαμένου φίλου της. Χωρίς να χάσει ευκαιρία
φώναξε τον Λέανδρο δείχνοντάς του με ενθουσιασμό το εύρημά της.
«Νομίζω ότι αυτός είναι» του είπε χαμογελώντας. Ο Λέανδρος κοίταξε
με τη σειρά του μέσα στο κελί. Η λάμψη της δάδας του αποκάλυψε ένα αγόρι
τυλιγμένο μέσα στα άκρα του. Την πνιγερή ησυχία έσπαγαν οι σπαρακτικοί
λυγμοί του. Μάτωσε η καρδιά του Λέανδρου όταν είδε τον φίλο του σ’ αυτήν
την κατάσταση, απροστάτευτο και δυστυχισμένο. Πλέον ήταν πλάι του όμως,
και δε θα τον ξανάφηνε μόνο του.
«Βόρυ» φώναξε όσο πιο χαμηλόφωνα του επέτρεπαν οι συνθήκες. Στον
διάδρομο δε φαινόταν κανένας φρουρός και ήδη κατά τη διάρκεια της
αναζήτησής του είχε καταλάβει ότι τα περισσότερα κελιά ήταν κενά. Παρ’ όλα
αυτά όμως δεν ήθελε να προκαλέσει την τύχη του. Ο Βόρυς δεν αποκρίθηκε
στο κάλεσμα του φίλου του. Ήταν βαθιά βυθισμένος στις σκέψεις του κι η
θλίψη του τον είχε απομονώσει σ’ έναν βουβό θρήνο αποκομμένο από
ο,τιδήποτε συνέβαινε γύρω του. Παρέμενε ακόμα ακίνητος, προφυλαγμένος
στην ασφάλεια της αγκαλιάς του. Ο Λέανδρος δεν έχασε το κουράγιο του.
«Βόρυ, ξύπνα, εγώ είμαι ο Λέανδρος». Πάλι όμως τίποτα. Η Διώνη βλέποντας
ότι ο φίλος τους ήταν χαμένος στους συλλογισμούς του, μάζεψε από το
διάδρομο μικρές πετρούλες, κι αφού συγκέντρωσε αρκετές στη χούφτα της
πλησίασε τον Λέανδρο προεκτείνοντας το χέρι της κι αποκαλύπτοντας τον
μικρό της θησαυρό.
268 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Πάρε» του είπε δίνοντάς του τις πέτρες, «αν τις πετάξεις πάνω του θα
γυρίσει σίγουρα». Ο Λέανδρος της χαμογέλασε επιβραβεύοντας την καλή της
ιδέα και με προσοχή άρχισε να τις πετάει μια μια καταπάνω του μέσα από το
στενό παραθυράκι της αμπαρωμένης πόρτας. Ο Βόρυς ένιωσε τα μικρά
χτυπηματάκια στο κορμί του όπως και τον ανεπαίσθητο και γαργαλιστικό
θόρυβο που έκαναν τα πετραδάκια που έπεφταν στο πέτρινο πάτωμα. Αμέσως
άνοιξε τα μάτια του σαστισμένος. Από μια θαμπή δεσμίδα φωτός στο
παραθυράκι της πόρτας πρόβαλε το κατάξανθο κεφάλι του φίλου του. Η
αγαλλίαση που ένιωσε έδωσε ζωή στο ταλαιπωρημένο του σώμα κι αμέσως
ξέχασε και την κούραση και τις κακουχίες που πέρασε σ’ εκείνο το κελί.
Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε στην πόρτα.
«Επιτέλους» φώναξε χαρούμενος. «Σε περίμενα Λέανδρε. Ήξερα ότι δε
θα με άφηνες μόνο μου».
«Δεν ήρθε μόνος του» πετάχτηκε χαμογελαστή η Διώνη δίπλα από τον
Λέανδρο. «Αν δεν ήμουν μαζί του ούτε μέχρι τη μέση δε θα είχε φτάσει
ακόμα». Ο Βόρυς της άρπαξε το χέρι μέσα από τα κάγκελα, φανερά έκπληκτος
από την παρουσία της.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Διώνη. Πώς
με βρήκατε εδώ;» τα δύο παιδιά χαμογέλασαν.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Κάτσε να σε βγάλουμε και μετά θα έχουμε
χρόνο να μιλήσουμε για τα όσα περάσαμε ψάχνοντας να σε βρούμε».
«Βόρυ, ξέρεις που είναι τα κλειδιά της πόρτας;» η ερώτηση του
Λέανδρου τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Ακόμα ο φίλος τους δεν
ήταν ελεύθερος, ενώ αν καθυστερούσαν κι άλλο ίσως να γινόντουσαν
αντιληπτοί και να κατέληγαν κι οι ίδιοι σ’ ένα από τα διπλανά κενά κελιά. Ο
Βόρυς από τη σαστιμάρα του καθυστέρησε ν’ απαντήσει προκαλώντας την
αδημονία του Λέανδρου. «Γρήγορα, σκέψου. Πρέπει να φύγουμε άμεσα από
εδώ». Ο Βόρυς έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να θυμηθεί αν είχε
προσέξει που είχαν βάλει τα κλειδιά οι φρουροί. Μάταια όμως, το σκοτάδι είχε
καλύψει ακόμα και τα πρόσωπά τους πόσο μάλιστα το μέρος που έβαλαν τα
κλειδιά.
«Δεν είμαι σίγουρος, Λέανδρε. Έχω την εντύπωση ότι τα κουβαλάνε
πάνω τους οι φρουροί». Τα τρία παιδιά αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Ούτε ο
Λέανδρος, ούτε η Διώνη είχαν σκεφτεί πώς θα άνοιγαν την πόρτα του κελιού
σε περίπτωση που δεν έβρισκαν τα κλειδιά. «Είναι αδύνατον να τα πάρουμε
από τους φρουρούς. Βρίσκονται έξω από την πόρτα και φυλάνε την κεντρική
είσοδο. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο». Και τα τρία παιδιά σώπασαν για λίγο
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 269
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αδερφός του, ήταν καρδιακός του φίλος και ο μοναδικός άνθρωπος που
μπορούσε να καταλάβει τις πιο καλά κρυμμένες επιθυμίες του που μόνο μαζί
του μοιραζόταν.
«Έλα Βόρυ, πάμε». Ο Βόρυς όμως δεν κουνήθηκε από τη θέση του παρά
την προτροπή του φίλου του. Δεν υπήρχε τίποτα που να ήθελε να κάνει
εκείνη τη στιγμή περισσότερο από το να φύγει μακριά και να μην κοιτάξει
ποτέ ξανά πίσω. Υπήρχε κάτι όμως που έπρεπε να κάνει πρώτα.
«Όχι ακόμα, πρέπει να ελευθερώσουμε τον φίλο μου δίπλα στο κελί με
την κόκκινη πόρτα». Τα μάτια του Λέανδρου άνοιξαν διάπλατα από την
έκπληξη.
«Είσαι τρελός; Πρέπει να φύγουμε τώρα. Ο τόπος από στιγμή σε στιγμή
θα γεμίσει φρουρούς. Πάμε σου λέω». Ο Λέανδρος του τραβούσε το χέρι, ο
Βόρυς όμως ήταν απτόητος.
«Όχι πριν τον ελευθερώσω. Του το υποσχέθηκα».
«Δεν μπορούμε να ελευθερώσουμε τους πάντες εδώ μέσα. Κάποιοι είναι
εγκληματίες, πού ξέρεις αν ο φίλος σου δεν είναι επικίνδυνος;»
«Απλά το ξέρω, Λέανδρε. Τον βασανίζουν εδώ μέσα. Σε κανέναν
άνθρωπο δεν αξίζουν τα βασανιστήρια ό,τι κι αν έχει συμβεί». Ανήμπορος ο
Λέανδρος, συμβιβάστηκε. Σκέφτηκε ότι περισσότερο χρόνο θα έχανε αν
προσπαθούσε να τον μεταπείσει, παρά αν απελευθέρωνε τον κρατούμενο.
«Φύγε εσύ Βόρυ, πιο σημαντικό είναι να σωθείς εσύ παρά εγώ.
Ακολούθησε τον διάδρομο ευθεία. Δίπλα στο ποτάμι θα βρεις τη Διώνη και
τον Βυλτώρ. Θα μείνω εγώ να τον βοηθήσω». Ο Βόρυς κοντοστάθηκε, πήγε
στη διπλανή πόρτα και κοίταξε από το παραθυράκι. Ο άντρας με τον οποίο
συνομιλούσε τις τελευταίες ώρες βρισκόταν κρεμασμένος από τα χέρια στον
απέναντι τοίχο. Είχε γείρει το κεφάλι του και φαινόταν σαν να κοιμάται. Η
λάμψη στο παραθυράκι του κίνησε την περιέργεια και πολύ αργά σήκωσε το
κεφάλι του πάνω. Στη θέα του αγοριού με τα αετίσια μάτια άνοιξε τα δικά του
διάπλατα, ξαφνιασμένος.
«Εσύ είσαι ο Βόρυς;» μουρμούρισε με όση δύναμη έβγαινε από τα
αδύναμα πνευμόνια του.
«Ναι, εγώ είμαι. Θυμάσαι που σου είπα για τον Λέανδρο τον φίλο μου
που θα μας σώσει; Ήρθε. Κάνε κουράγιο, σε λίγο θα είσαι ελεύθερος».
«Όχι» φώναξε με τη βραχνή φωνή του σε μια απέλπιδα προσπάθεια ν’
αποτρέψει τον μικρό. «Φύγε και κάνε αυτό που σου ζήτησα. Εγώ ολοκλήρωσα
την αποστολή μου». Ο Βόρυς όμως είχε ήδη εξαφανιστεί από το παραθυράκι.
Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ένιωθε αγαλλίαση κι ηρεμία να
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 271
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Φύγε τώρα Βόρυ» φώναξε ο Λέανδρος στον φίλο του. «Η Διώνη είναι
μόνη της και θέλω να ξέρω ότι είναι με κάποιον μέχρι να επιστρέψει ο
Βυλτώρ. Άσ’ τον σ’ εμένα τώρα». Ο Βόρυς έγνεψε καταφατικά κι
εξαφανίστηκε στον σκοτεινό διάδρομο τρέχοντας. Ο Λέανδρος έμεινε μόνος
μαζί με τον άντρα. Ακόμα δεν είχε σταματήσει να τον παρακαλεί να φύγει. Ο
Λέανδρος όμως σα να μην τον άκουγε. Έψαχνε να βρει κάτι αιχμηρό για να
παραβιάσει τα σιδερένια δεσμά του άντρα.
«Μην κάνεις φασαρία. Νομίζεις αν δεν μου το ζητούσε ο Βόρυς, εγώ θα
ήμουνα εδώ; Σε λίγο θα είσαι ελεύθερος, γιατί αντιδράς έτσι;»
«Δεν καταλαβαίνεις τι σου ζητάω; Δε θέλω να με ελευθερώσεις» του
είπε σχεδόν κλαίγοντας ο άντρας.
Κοίταξε τριγύρω να βρει κάτι που θ’ αποδέσμευε τον άντρα από τα
δεσμά του. Η ματιά του έπεσε πάνω σ’ έναν παρατημένο πίνακα, σχισμένο και
λερωμένο. Η αδύναμη λάμψη του κεριού, του αποκάλυψε τις φυσιογνωμίες
που κοσμούσαν το μουσαμά. Ρίγη ανατριχίλας τάραξαν το κορμί του κι
εικόνες έτρεχαν στο μυαλό του. Αφαιρέθηκε για λίγο, οι κραυγές απόγνωσης
του άντρα όμως τον επανέφεραν. Ο Λέανδρος ακόμα πιο πολύ μπερδεμένος
συνέχισε την αναζήτησή του στο βρώμικο κελί. Μέσα στους σωρούς με τα
άχυρα, το μάτι έπιασε κάτι αστραφτερό. Έσπευσε προς τα εκεί και σάλεψε τα
άχυρα. Πίσω τους αποκαλύφθηκε μια παλιά ξύλινη καρέκλα. Αμέσως
χαμογέλασε με ικανοποίηση και με δύναμη τράβηξε τα τσίγκινα σίδερα που
ένωναν τον ξύλινο πάτο της. Πλησίασε τον άντρα με ενθουσιασμό για να του
δείξει το εύρημά του. Η έντονη μυρωδιά της απλυσιάς του έφερε ζάλη.
Δίπλωσε το συρματάκι και το έβαλε στην κλειδαριά της αλυσίδας κουνώντας
το πέρα δώθε για να εφαρμόσει και να ξεκλειδώσει. Δεν πρόλαβε όμως.
Το κελί ξαφνικά φωτίστηκε πατόκορφα και πριν προλάβει καν να
συνειδητοποιήσει πώς έγινε αυτό, ένιωσε μια σουβλιά στον σβέρκο του από
ένα κρύο μεταλλικό αντικείμενο. Αμέσως όλα σκοτείνιασαν ξανά γύρω του. Η
τελευταία εικόνα πριν παραδοθεί στη ζάλη του ήταν τα μεγάλα γεμάτα
δάκρυα μάτια του αλυσοδεμένου άντρα κι ο πόνος στην ψυχή του που
διέκρινε μέσα σε αυτά. Μετά τα μάτια του σφάλισαν γερά κι αφέθηκε
ελεύθερος.
Εν τω μεταξύ ο Βυλτώρ είχε πάρει τον δρόμο του προς την έξοδο του
τούνελ. Εδώ και ώρα είχε νιώσει μια οικεία αύρα να τους ακολουθεί. Δεν είπε
τίποτα στα παιδιά για να μην τους ανησυχήσει καθώς η συνεύρεση με το
συγκεκριμένο άτομο λίγες ώρες νωρίτερα τους είχε προκαλέσει πρωτόγνωρα
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 273
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σύρθηκε, βρίσκοντας προστασία πίσω από έναν χαμηλό υγρό βράχο πριν η
πύρινη μπάλα σκάσει πάνω του.
Πριν προλάβει η Δάειρα να τον βομβαρδίσει με νέα πύρινη μπάλα
εξαπέλυσε τη δική του επίθεση με μια μπλε μπάλα που από την κορυφή της
ξεπηδούσαν κίτρινες φλόγες. Η σφοδρή του επίθεση δεν την πέτυχε καθώς κι
αυτή με τη σειρά της καλύφθηκε έγκαιρα πίσω από έναν άλλο βράχο. Η
πρόσκρουση πάνω στα υγρά τοιχώματα του τούνελ προκάλεσε μερική
κατολίσθηση προς το μέρος της Δάειρας, που κινούμενη σαν αίλουρος
κατάφερε με άνεση να ξεφύγει από την παγίδα που της έστησε ο Βυλτώρ.
Αφού ανασυγκρότησε τις δυνάμεις της, σηκώθηκε πάνω και πυρπόλησε
συνεχόμενα τον βράχο που βρισκόταν ο Βυλτώρ προκαλώντας τον να
φανερωθεί. Ένιωθε την ασφυκτική πίεση που δεχόταν ο βράχος, κατάλαβε ότι
πολύ σύντομα θα υπέκυπτε στα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα της
ατρόμητης γυναίκας. Κύλησε στο πέτρινο σκληρό πάτωμα μέχρι να βρει ένα
άλλο προστατευτικό σημείο. Έχοντας υπολογίσει σωστά τα βήματά του
βρέθηκε πίσω από έναν μεγαλύτερο βράχο. Η Δάειρα συνέχισε να
εκσφενδονίζει φονικές πύρινες σφαίρες ασυναίσθητα, χωρίς να κεντράρει. Το
τούνελ τρανταζόταν έντονα από το μένος και τη σφοδρότητα των
χτυπημάτων. Μικρές κατολισθήσεις προβλημάτισαν τον Βυλτώρ καθώς
έβλεπε ότι το τούνελ δε θα άντεχε για πολύ ακόμα.
Σηκώθηκε όρθιος κι έστρεψε τις βολές του προς τη δεξιά και την
αριστερή πλευρά της κοπέλας. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από την πύρινη
βολή του, τα χαρακτηριστικά του άγρια και τα μάτια του στραμμένα πάνω της.
Το τράνταγμα ήταν δυνατό κι αυτή έχασε την ισορροπία της, πέφτοντας δίπλα
στους αποκομμένους βράχους. Ακόμα κι έτσι ξαπλωμένη που ήταν, δεν έχασε
το κουράγιο της. Συνέχισε να στέλνει μανιασμένα τις φλογερές απειλές της.
Το φυλαχτό στο λαιμό της έλαμπε πλέον μόνιμα και φώτιζε τον κατάλευκο
μακρύ λαιμό της. Ο Βυλτωρ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η αντίπαλός του
είχε ακινητοποιηθεί στο πάτωμα και στόχευσε για άλλη μια φορά στα πλαινά
της. Η σπηλιά σείστηκε κι ένας υπόκωφος θόρυβος ανάγκασε και τους δύο να
σταματήσουν περιμένοντας να εκτονωθεί η πίεση και να απορροφηθεί στα
τοιχώματα της σπηλιάς. Τα τραντάγματα όμως ήταν ισχυρά κι η κατολίσθηση
που ακολούθησε τρομαχτική. Ένα πέτρινο τείχος ορθώθηκε γύρω τους, κι
αυτή βρέθηκε εγκλωβισμένη και λαβωμένη ανάμεσα στα χαλάσματα. Ο
δρόμος της πλέον είχε κλείσει κι η έξοδος ήταν ο μονόδρομος που θα έπρεπε
να ακολουθήσει. Ο Βυλτώρ έμεινε να σιγουρευτεί ότι η κοπέλα δε θα τον
ακολουθούσε. Η ίδια ηττημένη έλεγξε αν είχε πάθει κάποια ζημιά. Ήταν
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 275
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
εκτελέσει τη διαταγή της μητέρας της. Γρήγορα όμως εμφανίστηκε πίσω, αυτή
τη φορά σέρνοντας ένα καρότσι φορτωμένο με ασημένια ποτήρια και καράφες
με μυρωδάτο κόκκινο κρασί.
«Πολλά ποτήρια ετοίμασες μαμά» παρατήρησε η μικρή. «Θα είναι
πολλά άτομα σήμερα εδώ;»
«Ναι, κόρη μου, έχουν ένα πολύ σημαντικό συμβούλιο. Αλλά δε μας
πέφτει λόγος εμάς».
«Άκουσα ότι θα μαζευτούν όλοι οι πρίγκιπες σήμερα» πρόσθεσε ένας
από τους φρουρούς.
«Αν σκεφτείς ότι το συμβούλιο κανονίστηκε μόλις χθες, πάει να πει ότι
σημαντικό έχουν να συζητήσουν» είπε ο άλλος.
«Ναι, τι ήταν πάλι κι αυτό. Όταν είναι να βρεθούν μεταξύ τους οι
πρίγκιπες, μας δίνουν τουλάχιστον ένα μήνα για να προετοιμαστούμε. Για το
σημερινό μόλις χθες μας ενημέρωσαν» σχολίασε η μεγάλη υπηρέτρια
ανάβοντας ταυτόχρονα το τελευταίο κεράκι.
«Για κάτι κακό θα είναι σίγουρα. Ίσως να έχει σχέση με τον μικρό που
μας κουβάλησαν χθες. Από πού να ξεφύτρωσε αυτός;» είπε απορημένος ο ένας
φρουρός.
«Τον μπουντρουμιάσανε κατευθείαν» σχολίασε ο άλλος φρουρός.
«Γιατί, κλέφτης είναι;» ρώτησε η μικρή υπηρέτρια.
«Όχι, παιδί μου, απλά δε θέλουνε να φύγει» της είπε χαμογελώντας η
μαμά της.
«Ενώ στην αίθουσα του θρόνου ο βασιλιάς είπε ότι θα τον άφηνε
ελεύθερο».
«Ήσουνα μέσα την ώρα που τον έφεραν;» η μικρή γούρλωσε τα μάτια
της περιμένοντας την απάντηση του φρουρού.
«Ναι, πίσω από τους ευγενείς, όλοι φώναζαν κι επευφημούσαν το
βασιλιά για τη φιλευσπλαχνία του».
«Τι βλάκες!» η γυναίκα αμέσως μετάνιωσε τα λόγια της κι έκρυψε το
στόμα της με το χέρι της μιας και βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν στην
αίθουσα. Ο ένας φρουρός κοίταξε από μια σχισμή στην πόρτα και τους έκανε
νεύμα με το χέρι του. Κανένας δεν ερχόταν ακόμα.
«Μεγάλη έκπληξη πάντως για όλους ο μικρός, νόμιζα ότι είχαν
εξοντωθεί όλοι της φυλής του στον πόλεμο». Όλοι έγνεψαν καταφατικά στον
πρώτο φρουρό.
«Εγώ είμαι σίγουρος ότι κάτι κακό συμβαίνει. Δεν είναι τυχαίο που
εμφανίστηκε μπροστά μας από το πουθενά. Θυμηθείτε τα λόγια μου» είπε ο
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 277
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Τελευταίο άφησε τον βασιλιά που τον κάρφωσε με την αφοπλιστική της
ματιά.
«Η εξουσία του δε στηρίζεται πουθενά. Πολύ σύντομα όλα θα αλλάξουν
κι ο πραγματικός διάδοχος του θρόνου θα καταλάβει τη θέση που του αξίζει».
Ο βασιλιάς έκπληκτος έστρεψε το βλέμμα του στο απόκοσμο πλάσμα που
εισέβαλλε στο συμβούλιο των πριγκίπων. «Θέλω να μάθω ποιες είναι οι
αποφάσεις σχετικά με το πρόβλημα που προέκυψε». Κανένας από τους
πρίγκιπες δεν απάντησε. Όλοι την κοιτούσαν αποσβολωμένοι, μην
μπορώντας ν’ αρθρώσουν κουβέντα. Ο βασιλιάς έκανε νόημα σ’ έναν από τους
ακολούθους του να μιλήσει. Αυτός ξαφνιασμένος κι αρκετά απρόθυμος
αναγκάστηκε να υπακούσει.
«Δεν.. έχουν καταλήξει κάπου οι ομιλίες…. Αλλά δεν έχει και πολύ ώρα
που ξεκίνησαν. Τώρα που ήρθατε κι εσείς, η παρουσία σας θα συμβάλλει
σημαντικά στη λήψη των αποφάσεων».
«Αν και είμαστε απρόσκλητοι θα συνδράμουμε στη διευθέτηση του
θέματος που προέκυψε για μια ακόμη φορά κι επηρεάζει άμεσα όλους. Ελπίζω
ο εντιμότατος βασιλιάς σας να μας απευθύνει απευθείας το λόγο και να μη
χρησιμοποιεί τα φερέφωνά του να ενεργούν γι’ αυτόν. Τουλάχιστον αυτό θα
έπραττε ένας σωστός οικοδεσπότης, πόσο μάλιστα ένας βασιλιάς». Ο βασιλιάς
δαγκώθηκε από την άμεση επίθεση της νεράιδας. Δε θα δεχόταν σε καμία
περίπτωση ένα μαγικό πλάσμα να τον υπονομεύει τόσο ξεδιάντροπα μπροστά
στους υποτακτικούς του.
«Αν σκεφτείς Γλαφύρα ότι όλα τα δεινά αυτού του κόσμου προέρχονται
από τα μαγικά πλάσματα, τότε δε θα ήταν απορίας άξιον που δεν ήσασταν
καλεσμένοι στο αποψινό συμβούλιο». Η Γλαφύρα τον κοίταξε κατάματα.
«Να’ σαι σίγουρος βασιλιά μου ότι ακόμα κι εμείς να μην υπήρχαμε,
εσείς θα βρίσκατε τρόπο να αλληλοφαγωθείτε. Πάρε για παράδειγμα το
αποψινό συμβούλιο. Έχετε μαζευτεί όλοι οι πρίγκιπες και τόσην ώρα δεν
έχετε καταλήξει σ’ ένα κοινό σχέδιο δράσης».
«Τα καταφέραμε μια χαρά στο παρελθόν και το ίδιο θα κάνουμε και
τώρα».
«Θέλεις μήπως να σας αφήσουμε μόνους σας ενάντια στις δυνάμεις της
Σελίμα; Μάλλον δε θυμάσαι καλά τι είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια». Ο βασιλιάς
ήταν στριμωγμένος. Δεν τον συνέφερε να συνεχίσει την αντιπαράθεσή του με
τη Γλαφύρα. Η βοήθεια των μαγικών πλασμάτων θα ήταν καταλυτική κόντρα
στη Σελίμα και το ήξερε καλά. Έπρεπε να υποχωρήσει χωρίς να χάσει το
γόητρό του.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 281
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Όταν άνοιξε πια τα μάτια του δε βρισκόταν στο κελί και πλάι του δεν
είχε τον άγνωστο άντρα. Το δωμάτιο που τον είχαν μεταφέρει ήταν λουσμένο
στο φως, γεμάτο περίτεχνους πίνακες και ντυμένο με βαριά υφάσματα στους
τοίχους. Η πολυθρόνα που αγκάλιαζε το ταλαιπωρημένο κορμί του ήταν
βολική και κάθε πτυχή του σώματός του απολάμβανε την παραμονή του εκεί.
Το δωμάτιο περιστρεφόταν γύρω του. Δεν είχε συνέλθει ακόμα από το σφοδρό
χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι. Παρά τη ζαλάδα του, δεν παρέλειψε να
παρατηρήσει την ομορφιά και τον πλούτο που φανερωνόταν σε κάθε γωνιά
του δωματίου.
Το ταβάνι ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή δημιουργώντας
περίτεχνα σχήματα κι αρμονικές παραστάσεις. Οι πίνακες που στόλιζαν τους
τοίχους απεικόνιζαν πορτρέτα αγέλαστων ευγενών και βασιλιάδων με
πομπώδες ύφος. Τα κηροπήγια κρέμονταν από τα δόντια κεφαλών δράκων
σμιλεμένα στο χρυσάφι με κάθε λεπτομέρεια. Στο πάτωμα χοντρά μάλλινα
χαλιά έντυναν με τη ζεστασιά τους το δωμάτιο κι έδιναν την αίσθηση της
θαλπωρής στον αχανή χώρο που όσα έπιπλα κι αν είχε δεν ήταν δυνατόν να
γεμίσει με τίποτα. Ένας τεράστιος σκαλιστός καναπές τριγυρισμένος από
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 285
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
καρέκλες στο ίδιο μοτίβο. Όλα με χρυσές πινελιές που αναδείκνυαν τη χάρη
τους κι αντιπροσώπευαν το πρόσωπο που τα χρησιμοποιούσε.
Ένα έπιπλο ακριβώς απέναντί του κατακλυσμένο με όλων των
σχημάτων κρυστάλλινες καράφες, μικρά τραπεζάκια με τις συνοδευτικές τους
καρέκλες και τα διακοσμητικά τους και τέλος ένας χτισμένος καναπές,
ενσωματωμένος στον τοίχο με χρυσά κεντημένα μαξιλάρια που είχε θέα στη
θάλασσα για ώρες αναπόλησης και περισυλλογής. Αυτό που κίνησε
περισσότερο την προσοχή του Λέανδρου όμως, ήταν το τζάκι στον απέναντι
τοίχο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Από τις γωνίες του ξεπηδούσαν
μαρμάρινα ομοιώματα προσώπων τόσο εκφραστικά, που θαρρείς ανά πάσα
στιγμή θα σάλευαν και θα αποκτούσαν ψυχή.
«Να που συναντιόμαστε πάλι. Νόμιζες ότι θα κατάφερνες να
απομακρυνθείς από το παλάτι;», ο Λέανδρος γύρισε αιφνιδιασμένος στην
πόρτα. Ο βασιλιάς στεκόταν απέναντί του και τον θωρούσε μ’ ένα σαρκαστικό
μειδίαμα που έκανε το πρόσωπό του ακόμα πιο αποκρουστικό. Σηκώθηκε
όρθιος, πάντα σε ετοιμότητα, αν και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν ακόμα
σταθερά. Μόλις τότε διαπίστωσε ότι τα χέρια του ήταν γερά ασφαλισμένα σε
χοντρές σιδερένιες αλυσίδες. Τα κούνησε βίαια για να αποδεσμευτεί, το μόνο
που πέτυχε όμως ήταν να τα πληγώσει ακόμα περισσότερο και παραδομένος
άφησε ελεύθερο το σώμα του στην αγκαλιά της πολυθρόνας. Ο βασιλιάς
παρακολουθούσε με ικανοποίηση τις αγωνιώδεις προσπάθειές του και την
κατάληξή τους και ξέσπασε σε ηχηρά γέλια. «Δεν υπάρχει νόημα σε τίποτα πια
για εσένα μικρέ» του είπε, ενώ ταυτόχρονα γέμιζε ένα ποτήρι κρασί από μια
καράφα. Το μεθυστικό άρωμα του κρασιού επέβαλλε την παρουσία του στο
δωμάτιο και γαργάλησε μέχρι και τα ρουθούνια του Λέανδρου. «Δε σου έχουν
μάθει να μην τα βάζεις με τους ισχυρούς; Στο τέλος δεν ξέρεις τι μπορεί να
σου συμβεί», του Λέανδρου του φάνηκε πως είδε μια λάμψη να περνάει από τα
μάτια του βασιλιά.
«Γιατί με κυνηγάς;» του είπε με αυστηρό τόνο. Ο Βαρούχ πάλι ξέσπασε
σε ηχηρά γέλια.
«Ώστε δεν ξέρεις, έτσι;» τον πλησίασε και τον άρπαξε από το χέρι.
«Έκανα πολλά για να φτάσω εδώ που είμαι. Πράγματα για τα οποία δεν έχω
μετανιώσει ούτε λεπτό. Δε θα τα καταστρέψει όλα ένας τυχοδιώκτης που δεν
έχει ιδέα τι του γίνεται. Από τη στιγμή που πάτησες το πόδι σου στην Πόλη
των Ρόδων υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη». Σαν κεραμίδα έπεσαν τα
λόγια του βασιλιά πάνω στον Λέανδρο.
286 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Σκότωσέ τον τώρα, που τον έχεις του χεριού σου», η φωνή της έκπτωτης
νεράιδας σαν οξύ σφύριγμα ήχησε στα αυτιά του. Ο Βαρούχ σταμάτησε να
μιλάει για λίγο και με το χέρι του προσπάθησε να διώξει τη νεράιδα από το
πλάι του. Το είχε δοκιμάσει άπειρες φορές στο παρελθόν αλλά δεν είχε
καταφέρει πολλά. Ο Λέανδρος παρατήρησε την παράλογη συμπεριφορά του,
όμως δεν εστίασε την προσοχή του εκεί.
«Πολλά χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή, επιτέλους θα ολοκληρώσω
αυτό που ξεκίνησα κι όταν πια γίνει κι αυτό κανένας δε θα σταθεί εμπόδιο
στον δρόμο μου». Ο βασιλιάς συνέχισε το παραλήρημά του σφίγγοντας
ταυτόχρονα το χέρι του Λέανδρου. «Τα βλέπεις όλα αυτά γύρω σου. Τώρα πια
θα φύγουν οι σκιές και τα φαντάσματα που με στοιχειώνουν τόσα χρόνια. Σε
έψαχνα πολύ καιρό, κι ήρθες εσύ σ’ εμένα γιατί είναι γραπτό μου ν’ αποκτήσω
την απόλυτη δύναμη». Προς μεγάλη έκπληξη του βασιλιά, μέσα στο αχανές
δωμάτιο αντήχησαν τα δυνατά γέλια του Λέανδρου.
«Είσαι τρελός, σ’ ακούω τόση ώρα να μιλάς και δεν μπορώ να σε
παρακολουθήσω. Δεν είμαι εγώ αυτός που ψάχνεις. Αυτός που κρατούσες
φυλακισμένο το έσκασε και δεν πρόκειται να τον προλάβεις. Εγώ δε σου είμαι
χρήσιμος». Ο Λέανδρος φώναζε δυνατά καθιστώντας σαφές στον βασιλιά σε
πόσο χαμηλή υπόληψη τον είχε.
«Πώς τολμάει, ο κακορίζικος. Εξαφάνισέ τον τώρα. Σε χλευάζει μπροστά στα
μάτια σου», η νεράιδα ύψωσε το ανάστημά της μέσα σ’ ένα σύννεφο μαύρου
καπνού που μόνο ο Βαρούχ είχε την ικανότητα να δει. Ο Λέανδρος οσμίστηκε
σάπια σάρκα στον αέρα και δοκίμασε να απομακρυνθεί από τον Βαρούχ.
«Τι θράσος!» ξεστόμισε ξαφνιασμένος ο Βαρούχ. «Έχουν περάσει
πολλά χρόνια από τότε που κάποιος μου είχε μιλήσει με τέτοια αυθάδεια, και
δεν του βγήκε σε καλό. Έμαθα ότι τον γνώρισες στα μπουντρούμια, από αυτόν
πήρες μάθημα για να μιλάς έτσι;»
«Γι’ αυτό τον φυλάκισες και του προσφέρεις τέτοια ζωή που ούτε ζώα
στον στάβλο δε θα άντεχαν; Επειδή σου αντιμίλησε; Αν τέτοια μοίρα φυλάς
για εμένα δε με νοιάζει, στα μάτια μου είσαι πιο κάτω κι από σκουπίδι και δε
θα περάσει μέρα που να μην το φωνάζω». Η οργή του Βαρούχ όπλισε το χέρι
του με περίσσια δύναμη και το προσγείωσε με φόρα πάνω στο ροδαλό
μάγουλο του αγοριού. Οι νεράιδες στήσανε χορό γύρω του και τα γέλια τους
απόκοσμα και τρομαχτικά τον όπλισαν με περισσότερη δύναμη να τον
εξοντώσει για να τις ξεφορτωθεί.
«Τι κρίμα για εσένα μικρέ, δε θα ζήσεις αρκετά για να δεις κάτω από
ποιες συνθήκες επιβίωσε ο Ιλαρίων μέσα στο κελί του. Δε θα προλάβεις να
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 287
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
δεις τη νέα αυγή που ξημερώνει, καθώς οι ώρες σου παρά το νεαρό της
ηλικίας σου είναι μετρημένες». Τον τράβηξε από το χέρι με βία και τον
σήκωσε από την πολυθρόνα.
«Ποιος είναι ο Ιλαρίων; Για ποιον μιλάς; Πού με πας;» βροντοφώναξε ο
Λέανδρος.
«Έχε υπομονή, θα δεις σε λίγο» απάντησε χαιρέκακα ο Βαρούχ. Κάλυψε
το κεφάλι του μ’ ένα ύφασμα και το έδεσε στον λαιμό του. Ο Λέανδρος έβαλε
όλες τις δυνάμεις του διαμαρτυρόμενος, αλλά δεν καρπούσαν οι προσπάθειές
του. Ο ίδιος ήταν ανήμπορος να κινηθεί ελεύθερα λόγω των δεσμών του κι ο
βασιλιάς ήταν πολύ δυνατός. Με καλυμμένο το πρόσωπό του, τον έβγαλε έξω
από τα βασιλικά διαμερίσματα. Περπατούσαν γι’ αρκετή ώρα μέσα στους
διαδρόμους του παλατιού. Ο Λέανδρος αντιστεκόταν κι ο Βαρούχ σχεδόν τον
έσερνε στα καλογυαλισμένα μάρμαρα. Δίπλα τους βάδιζαν οι νεράιδες που
στρίγγλιζαν ρουφώντας τη δυστυχία του νεαρού αγοριού.
Γρήγορα η ατμόσφαιρα γύρω τους άλλαξε. Ο αέρας έγινε βαρύς κι η
πορεία τους κατηφορική. Ο Λέανδρος αμέσως αναγνώρισε την ασήκωτη
ατμόσφαιρα των μπουντρουμιών που δύσκολα μπορούσε να συνηθίσει
κάποιος και σχεδόν ποτέ δεν ξεχνούσε. Επικρατούσε ησυχία κι ο Λέανδρος
διέκρινε το μακρινό κελάρυσμα του ποταμού όπου θα τον περίμεναν οι φίλοι
του. Θα τους ξαναέβλεπε ποτέ ή ο κύκλος της ύπαρξής του είχε κλείσει
πετυχαίνοντας τον στόχο του που ήταν η απελευθέρωση του Βόρυ; Ο Βαρούχ
άνοιξε μια πόρτα και πέρασαν το κατώφλι της. Σταμάτησαν κι ο βασιλιάς
πέταξε το νεαρό αγόρι στο πάτωμα. Ο Βαρούχ τράβηξε απότομα το κάλυμμα
από το κεφάλι του. Τα μάτια του Λέανδρου γρήγορα συνήθισαν το σκοτάδι του
κελιού κι αμέσως αναγνώρισε το κελί που τον είχε οδηγήσει ο βασιλιάς. Η
ματιά του έπεσε στον αλυσοδεμένο άντρα που νωρίτερα απέτυχε ν’
απελευθερώσει.
«Τον βλέπεις αυτόν;» του φώναξε κρατώντας στα χέρια του το
ψειριασμένο κεφάλι του ταλαίπωρου άντρα που δύναμη δεν του είχε
απομείνει για να το κρατάει όρθιο μόνος του. Οι νεράιδες γι’ άλλη μια φορά
πλησίασαν τον παιδεμένο άντρα κι οσμίστηκαν με τέρψη κάθε σπιθαμή του
λιπόσαρκου κορμιού του. Ο πόνος κι η δυστυχία των άλλων που είχε προέλθει
από τα κατορθώματα της ψυχής που είχαν κάνει κατάληψη, τους έδινε ζωή
και νέα πνοή. «Σ’ αυτόν οφείλεται το γεγονός ότι τώρα είσαι εδώ κι
αντιμετωπίζεις αυτήν τη μοίρα σε αυτήν την ηλικία. Αν με είχες αφήσει να
ολοκληρώσω το έργο πριν τόσα χρόνια, τώρα τίποτα δε θα είχε συμβεί κι ο
μικρός δε θα περνούσε τις τελευταίες ώρες του αγωνιώντας για το τι θα του
288 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
κρύψει την ικανοποίηση και τη χαρά του. Αυτή τη στιγμή την ονειρευόταν
σχεδόν κάθε βράδυ κι είχε σχεδιάσει πολλούς τρόπους με το μυαλό του για
τον πιο αποδοτικό τρόπο απ’ όλους που θα του έφερνε τέτοια τέρψη ψυχής
όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Έκλεισε τα μάτια του για να ζήσει στο έπακρο
την ένταση της στιγμής, ύψωσε το σπαθί του και με φόρα το κατέβασε πάνω
στον Λέανδρο. Η ατσάλινη κοφτερή λάμα διαπέρασε τη σάρκα, χάθηκε μέσα
στο ζωντανό κορμί κι εμφανίστηκε πάλι από την άλλη πλευρά. Μια πνιχτή
κραυγή έσκισε την ηρεμία κι η μελωδία της γαργάλησε τ’ αυτιά του Βαρούχ.
Η ευτυχία του δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Σαν άνοιξε τα
μάτια του για να απολαύσει το θρίαμβό του διαπίστωσε ότι η κρύα λάμα του
δεν είχε κλέψει βίαια τη ζωή από το σώμα του Λέανδρου αλλά του
αλυσοδεμένου κρατούμενου που είχε πέσει πάνω στον Λέανδρο για να τον
προστατέψει.
«Μα, πώς;» ψέλλισε έκπληκτος. Οι νεράιδες εκστασιασμένες έπεσαν
πάνω στο τραυματισμένο κορμί του προσπαθώντας να απομυζήσουν και τα
τελευταία υπολείμματα πόνου και δυστυχίας. Προς μεγάλη τους απογοήτευση
τίποτα τέτοιο δε βρήκαν και νικημένες από την ανιδιοτελή ενέργεια του
άντρα, επέστρεψαν στο πλευρό του Βαρούχ.
Καθώς σωριαζόταν στο αχυρένιο πάτωμα, ο άντρας έπιασε το πρόσωπο
του Λέανδρου με τα δύο του χέρια.
«Η προφητεία, ο μικρός φίλος σου…. μείνε κοντά του» αυτά ήταν τα
τελευταία λόγια του προτού η ψυχή του απελευθερωμένη επιτέλους από το
βασανισμένο σώμα, τους έβλεπε από ψηλά. Όταν πια δεν υπήρχε κανένα ίχνος
ζωής μέσα του, η παλάμη του άνοιξε πλατιά κι από μέσα κύλησε πάνω στα
άχυρα ένα σιδερένιο αυτοσχέδιο γαντζάκι. Ο Λέανδρος το πήρε στα χέρια του.
Δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα για το που το βρήκε. Ήξερε. Αυτό που δεν
ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει όμως, ήταν γιατί αφού κατάφερε ν’
αποδεσμευτεί δεν έφυγε τρέχοντας για να σωθεί, παρά περίμενε καρτερικά
την έλευσή τους.
Ο Βαρούχ στεκόταν ακριβώς από πάνω του προσπαθώντας ακόμη να
καταλάβει πως αποδεσμεύτηκε. Προφανώς δεν είχε προσέξει το γαντζάκι την
ώρα που έπεφτε. Εκμεταλλεύτηκε τη σαστιμάρα του Βαρούχ, μάζεψε όλες τις
δυνάμεις του και τον κλότσησε δυνατά στα πόδια. Ο βασιλιάς από την έντονη
κρούση έπεσε άτσαλα κάτω, δημιουργώντας ένα κύμα σκόνης. Ο Λέανδρος μ’
ένα σάλτο πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να τρέχει με όση δύναμη του έδιναν τα
πόδια του. Δύναμη που στην παρούσα φάση και μετά τα όσα είχε περάσει
εκείνη τη μέρα δεν προερχόταν από το εύρωστο αλλά ταλαιπωρημένο και
290 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
χτυπημένο σώμα του, αλλά από την απύθμενη δύναμη της ψυχής του που
λαχταρούσε να σωθεί τώρα περισσότερο από ποτέ μιας και για πρώτη φορά
στη ζωή του έπαιρνε κάποιες πληροφορίες για την οικογένειά του.
Το δρόμο για το ποτάμι τον θυμόταν καλά, ο σκοτεινός διάδρομος δεν
τον ενοχλούσε καθόλου. Αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν το φως που
βρισκόταν ξοπίσω του κι οι βαριές πατημασιές που το συνόδευαν κι όλο και
κέρδιζαν έδαφος. Ο βασιλιάς δε θα τον άφηνε να ξεφύγει τόσο εύκολα, γι’
αυτό έβαλε όλες τις δυνάμεις του για να φτάσει γρήγορα τους άλλους.
που είχαν να κάνουν την εμφάνισή τους από το τελευταίο βράδυ της
παραμονής τους εκεί. «Εδώ θα μας συναντήσει ο Λέανδρος;» τη ρώτησε.
«Ναι, εδώ είναι το σημείο συνάντησης. Ο Βυλτώρ θα έρθει από εκεί»
του είπε δείχνοντας με το χέρι της το τούνελ από το οποίο είχαν μπει.
«Χαίρομαι που θα σε έχω εδώ κοντά μου, σκιάχτηκα μόνη μου εδώ πέρα».
Κάθισαν και οι δύο σ’ έναν βράχο κοντά στη βάρκα και περίμεναν. Η αναμονή
ήταν δύσκολη. Ο χρόνος περνούσε βασανιστικά αργά. Τους περιέπαιζε με την
αγωνία τους. Η Διώνη άρχισε να του αφηγείται όσα τους συνέβησαν από τη
στιγμή που εκείνη η γυναίκα τον άρπαξε. Ο Βόρυς ρουφούσε κάθε πληροφορία
και την παρακολουθούσε με απόλυτη προσοχή. Είχε γουρλώσει τα μάτια του,
ανήμπορος να πιστέψει όλα αυτά που τους είχαν συμβεί. Όταν η γοργόνα
τελείωσε την αφήγησή της ο Βόρυς δεν είχε λόγια να μιλήσει και να εκφράσει
όλα όσα κυρίευαν την ψυχή του. Είχε δει τις εικόνες που του περιέγραφε η
Διώνη και άκουγε την αλλαγή στους παλμούς της καρδιάς της, νιώθοντας το
φόβο της και την ανησυχία της. Σα να τα είχε ζήσει κι αυτός μαζί τους,
κοίταξε τη γοργόνα με μάτια γεμάτα απόγνωση.
Η σιγή διακόπηκε ξαφνικά, όταν από τα βάθη του σκοτεινού τούνελ
έκανε την εμφάνισή του ο Βυλτώρ. Η ικανοποίησή του ήταν εμφανής για την
παρουσία του Βόρυ, δεν άργησε όμως να παρατηρήσει την απουσία του
Λέανδρου. Ο Βόρυς έσπευσε να του διηγηθεί τι είχε συμβεί, από τύψεις
περισσότερο, μη μάθει από αλλού ότι τον είχε αφήσει μόνο του, όταν αυτός
κίνησε γη και ουρανό για να τον βρει και να τον ελευθερώσει. Ο Βυλτώρ, με
το που άκουσε την ιστορία του Βόρυ, όρμησε σαν τρελός στην πόρτα. Δεν
πρόλαβε όμως ν’ απλώσει το χέρι του για να την ανοίξει, όταν η πόρτα άνοιξε
από μόνη της. Από πίσω της ξεπρόβαλλε ο Λέανδρος, αιμόφυρτος και
λαχανιασμένος. Ο Βόρυς ταράχτηκε στη θέα του φίλου του, αλλά ακόμα πιο
πολύ τον συγκλόνισε η κατάληξη του άλλου κρατούμενου που κυριαρχούσε
στη σκέψη του φίλου του. Έτρεξε στο πλάι του Βυλτώρ να τον βοηθήσει, κι
αυτός τον έπιασε την κατάλληλη στιγμή που οι δυνάμεις του μετά την κούρσα
που έτρεξε τον εγκατέλειψαν, δείχνοντάς του ότι είχε υπερβεί τα όριά του.
«Γρήγορα, μπείτε στη βάρκα» φώναξε στους άλλους δύο που έμειναν
αποσβολωμένοι στο θέαμα που αντίκρισαν. Ο Λέανδρος είχε χάσει πλέον τις
αισθήσεις του. Πριν επιβιβαστούν στη βάρκα, ο Βόρυς τράβηξε τον Βυλτώρ
προς το μέρος του. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινιασμένο, τρομαγμένο.
«Δεν είναι μόνος του. Κάποιος τον κυνηγάει». Ο Βυλτώρ σαν να το
περίμενε, δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη.
292 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αντίκριζαν. Δεν είχαν ακούσει ποτέ από κανέναν ότι είχε πατήσει το πόδι του
στο δάσος. Οι νεράιδες το κρατούσαν κλειστό για όλους. Δεν ήθελαν να έχουν
επαφές με τον έξω κόσμο. Δεν τους ευχαριστούσε η συναναστροφή με τους
ανθρώπους. Ένιωθαν ότι μόλυναν την αγνότητα της ύπαρξής του με τις
άνομες πράξεις τους και τις συνεχείς εκδηλώσεις βίας. Είχαν απομονωθεί στο
δάσος της Καλλιρόης και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να εισέλθει, παρά μόνο αν
το επιθυμούσαν οι ίδιες. Αν και κανένας δεν είχε βρεθεί μέσα στο εσωτερικό
του δάσους, πολλές ιστορίες ακούγονταν γι’ αυτό. Ιστορίες για την ερημητική
ζωή που είχαν επιλέξει οι νεράιδες. Για τη μοναξιά που ένιωθαν,
απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο. Πολλοί χωρικοί των παράπλευρων
χωριών πολλές φορές ανάφεραν ότι είχαν ακούσει το μελαγχολικό τραγούδι
των νεράιδων, όμως ποτέ δεν είχαν πετύχει καμία να περιπλανιέται μόνη της.
Ζούσαν όλες μαζί κάτω από τα δέντρα, φύλακες του δάσους. Η ζωή μέσα στα
πανύψηλα δέντρα παρέμενε ένα μυστήριο γι’ αυτούς, κι όσες φορές κι αν
προσπάθησαν να διεισδύσουν μέσα στους κόλπους του, δεν κατάφεραν τίποτα.
Τα δέντρα ήξεραν να κρατάνε τα μυστικά των μαγικών πλασμάτων
καλά κρυμμένα. Η πλέξη τους ήταν τόσο πυκνή που ήταν αδύνατον να τη
διαπεράσει κάποιος, ούτε με το πιο ακονισμένο μαχαίρι. Οι κορμοί των
δέντρων ήταν καλυμμένοι με πράσινες φυλλωσιές. Τα πλατιά φύλλα των
κορμών σκέπαζαν κάθε πιθαμή των δέντρων κι ενώνονταν μεταξύ τους με
διασταυρωμένα κλαδιά. Το κάθε φύλλο μοναδικό, το διαπερνούσε μια
ασημένια αστραφτερή γραμμή που διέγραφε με γρήγορες κινήσεις τη
σπονδυλική στήλη του καθενός, χαρίζοντας ομορφιά εναλλασσόμενης
λάμψης στο δάσος. Τα παιδιά, από μακριά ακόμα, δεν παρέλειψαν να
παρατηρήσουν τις φυσικές δυσκολίες πρόσβασης που παρουσίαζε το δάσος.
Εύκολα το εντόπισαν στον ορίζοντα, μιας κι η στιλπνότητα των ποτισμένων
με ασημένια άχλη φύλλων τράβηξε αμέσως τη ματιά τους. Θαμπωμένοι
χάζευαν το εντυπωσιακό θέαμα που πρόσφερε ο αδιάκοπος κι ασυγχρόνιστος
χορός των αστραφτερών φύλλων που τονιζόταν ακόμα περισσότερο από το
σκοτάδι της νύχτας. Σίγουρα ήταν κάτι που έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή
τους.
«Όλο το δάσος λάμπει, είναι απίστευτο». Η Διώνη ήταν εμφανώς
παρασυρμένη στη χωρίς σταματημό διαδρομή της ασημένιας γραμμής. Ο
Λέανδρος κι ο Βόρυς απολάμβαναν επίσης τη μοναδικότητα της σκηνής που
παρακολουθούσαν. Για μια στιγμή ξέχασαν τις έννοιές τους και όσα τους
κυνηγούσαν. Ο Βυλτώρ, για πρώτη φορά κι αυτός, αφαιρέθηκε χαζεύοντας
την αντανάκλαση του μαγικού ασημένιου φωτός πάνω στη χρυσαφένια κώμη
298 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
της γοργόνας που την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο εξωτική, σα να ερχόταν
από έναν άλλο κόσμο μακρινό όπου τα πλάσματα εκεί είναι αγνά κι αμόλυντα
όσο η καρδιά ενός μωρού αλλά με ομορφιά σαγηνευτική που αντάξιά της δεν
υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο. Γρήγορα όμως γειώθηκε κι απέκτησε επαφή με το
περιβάλλον του καθώς ένιωσε την άγρυπνη ματιά του προβληματισμένου
Λέανδρου πάνω του. Πέρα από τον Λέανδρο, μια εξίσου απορημένη Διώνη τον
χάζευε, περιμένοντας μια εξήγηση που ήξερε όμως ενδόμυχα ότι δε θα
έπαιρνε ποτέ.
Ο μόνος που δε φάνηκε να ξαφνιάζεται από την απρόσμενη αδιακρισία
του Βυλτώρ ήταν ο Βόρυς, που αργά ή γρήγορα περίμενε ότι θα έπρεπε να
αφήσει ελεύθερα τα νερά του φράγματος που συγκρατούσαν την
παρορμητικότητα του Λέανδρου και την εσωτερική δύναμη του Βυλτώρ για
να κατευνάσει την πύρινη λαίλαπα που τους είχε ανάψει η αγνή ομορφιά της
μικρής γοργόνας. Δύο πύρινα μέτωπα που αν έβρισκαν τον τρόπο να ενωθούν
θα κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους κι ένιωθε ότι ήταν καθήκον του
να αποτρέψει αυτήν την κατάσταση, τώρα που ακόμα ήταν νωρίς. Έπρεπε
πολύ γρήγορα να σκεφτεί κάτι για να τους βγάλει όλους από τη δύσκολη θέση
που είχαν βρεθεί. Είχε παρατηρήσει ότι εδώ και λίγη ώρα τα νερά του ποταμού
αποκτούσαν ορμή, με αποτέλεσμα η βάρκα να δονείται στην ανεξέλεγκτη
ορμή του νερού και να ταλαντεύεται επικίνδυνα.
«Βυλτώρ, κάτι συμβαίνει με τον ποταμό» είπε δραματοποιώντας όσο
μπορούσε την κατάσταση για να τραβήξει την προσοχή και των άλλων. «Τα
νερά του αγριεύουν, θα τσακιστούμε στα βράχια χωρίς κουπιά». Ο Βυλτώρ σα
να ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο που τον είχε ρίξει η αμηχανία του, σηκώθηκε
όρθιος και κοίταξε μπροστά. Ο ποταμός μπροστά τους διαπλάτυνε και τα νερά
του άλλαζαν χρώμα κι από το σκούρο πράσινο, τώρα αποκτούσαν ένα ανοιχτό
γαλάζιο σα να ήταν η αντανάκλαση του ουρανού πάνω σε χρυσοστολισμένο
καθρέπτη. Όση εκτυφλωτική ομορφιά είχαν τα νερά σ’ εκείνο το σημείο,
επίσης είχαν και τόση ορμητικότητα και τώρα όλοι κρατιόντουσαν γερά για
να μη βρεθούν μέσα σ’ αυτά.
«Θα κολυμπήσω μπροστά, για να δω που καταλήγουν τα νερά. Αν
πρόκειται για καταρράκτη θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη βάρκα νωρίς», η
Διώνη σηκώθηκε πάνω κι ετοιμάστηκε να ριχτεί στην υγρή αγκαλιά του
λαχταριστού νερού. Ο Βυλτώρ άπλωσε τα χέρια του και την έπιασε σχεδόν
στον αέρα, πριν προλάβει να βουτήξει μέσα. Ο Λέανδρος κινούμενος από την
εσωτερική του ανάγκη να προστατεύει τους δικούς του ανθρώπους πετάχτηκε
πάνω, έτοιμος να ορμήσει στον Βυλτώρ για τον τρόπο που έπιασε τη Διώνη. Ο
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 299
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Βόρυς που διάβασε τις προθέσεις του, άπλωσε με τη σειρά του τα δικά του
χέρια και τον κάθισε κάτω. «Μα, τι κάνεις;» φώναξε η Διώνη στον Βυλτώρ
ενώ είχε πάρει ξανά τη θέση της στη βάρκα. «Γιατί με σταμάτησες;»
«Πλησιάζουμε σε δίνη. Ούτε κι εσύ δεν μπορείς να κολυμπήσεις εδώ.
Θα σε παρασύρουν τα δυνατά ρεύματα και μέσα σε λίγα λεπτά θα σε
ξεβράσουν σε πολύ μακρινά μέρη».
«Τι λες; Εγώ είμαι γοργόνα, μπορώ να κολυμπήσω παντού».
«Όχι, εδώ» της είπε επιτακτικά ο Βυλτώρ και της γύρισε την πλάτη
επιστρέφοντας στη θέση του, εμφανώς αγνοώντας την. Ξετύλιξε το σκοινί με
το οποίο ήταν δεμένη η βάρκα στην προβλήτα του υπόγειου τούνελ στο
παλάτι, έδεσε τη μια άκρη του στο κάθισμά του, δέθηκε γύρω του, κι έδωσε
μετά το υπόλοιπο στον Λέανδρο δίπλα του. «Δεθείτε όπως κι εγώ και
κρατηθείτε γερά. Αυτό που θα κάνετε σε λίγο δεν το έχετε ξαναδοκιμάσει».
«Ναι, γιατί κάθε μέρα προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τρελές πάνω σε
ιπτάμενα άλογα και βασιλιάδες με σοβαρά προβλήματα εγωισμού» σχολίασε ο
Λέανδρος ενώ περνούσε το σκοινί στον Βόρυ. Οι άλλοι δύο γέλασαν με την
άκρη του χειλιού τους στο σχόλιο του Λέανδρου. Γρήγορα όμως τους πέρασε η
χαρά μπροστά σε αυτό που αντίκρισαν τα μάτια τους. Στην αρχή δεν
κατάλαβαν που βρίσκονταν. Ακολουθούσαν πειθήνια τις οδηγίες του Βυλτώρ
που είχε αναλάβει από μόνος του το ρόλο του προστάτη τους. Η βάρκα πλέον
είχε αφεθεί απόλυτα στη θέληση των βίαιων υπόγειων ρευμάτων. Όλοι τους
κρατιόνταν γερά και παίρνοντας βαθιές ανάσες προσπαθούσαν να ηρεμήσουν
τα στομάχια τους από το έντονο ταρακούνημα. Τα νερά του ποταμού τους
είχαν καταμουσκέψει από τα ίσα με τη βάρκα κύματα που είχαν υψωθεί.
«Γιατί δεν υπάρχει ποτέ εύκολος τρόπος μ’ εσένα;» απευθύνθηκε ο
Βόρυς στον Βυλτώρ, αναλογιζόμενος όλα όσα είχαν τραβήξει από τη στιγμή
που είχαν μπλέξει μαζί του. Ο Λέανδρος συμφώνησε χαμογελώντας. Ενώ
όμως και οι τρεις παρά τη δεινότητα της κατάστασής τους γελούσαν με το
τελευταίο σχόλιο του Βόρυ, ένα απόκοσμο βουητό τους έκανε να σωπάσουν
και να γυρέψουν την πηγή απ’ όπου προήλθε. Έστρεψαν όλοι το βλέμμα τους
μπροστά κι η θέα της υδάτινης ρουφήχτρας τους πάγωσε το αίμα. Τα νερά απ’
όλους τους ορίζοντες μαζεύονταν σ’ ένα σημείο και η σφοδρή τους ένωση
δημιουργούσε αυτή τη βοή ψυχοβγάλτη που θα λύγιζε και την καρδιά του πιο
γενναίου. Πέρα από τη βοή όμως, αυτό που επίσης τους ανησυχούσε, ήταν το
γεγονός ότι βάδιζαν απευθείας για την μεγάλη απύθμενη τρύπα, χωρίς να
προσπαθούν καν να το αποφύγουν.
300 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
αστραφτερή ουρά της και κολύμπησε προς το μέρος του. Αυτός, αμέσως την
τράβηξε πάνω, κι εκείνη επειδή δε μπορούσε ακόμα να σταθεί στα πόδια της
έπεσε στην αγκαλιά του και δεν κουνήθηκε καθόλου. Ο Βυλτώρ τη σκέπασε με
τα γραμμωμένα του χέρια και την έσφιξε προσπαθώντας να την προστατέψει
και να την ηρεμήσει. Το κορμί της έτρεμε από την υπερπροσπάθεια, κι αν και
ήθελε να χαλαρώσει, δεν ήταν δυνατόν καθώς η δίνη ακόμα τους παράσερνε
στο ρυθμό της. Ώσπου ξαφνικά και χωρίς κανένα σημάδι, όλα σταμάτησαν.
Ο Λέανδρος κάθισε δίπλα τους και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε
ανήμπορος. Πάντα ήθελε να έχει τον έλεγχο σε ό,τι συνέβαινε, να αποφασίζει
αυτός πως θα κινούνταν και να ελέγχει τη μοίρα του. Βλέποντας όμως τον
αδερφικό του φίλο και το κορίτσι για το οποίο έτρεφε τόσο τρυφερά
συναισθήματα σ’ αυτήν την κατάσταση κι αυτόν ανίκανο να τους βοηθήσει,
ένιωθε μικρός κι αβοήθητος. Τη στιγμή εκείνη της αυτοκριτικής του διέκρινε
μια λάμψη να τον πλησιάζει κι αμέσως αναγνώρισε τη Γλαφύρα που μαζί με
την ιπτάμενη συνοδεία της ολοκλήρωσαν την απόκοσμη εικόνα του δάσους.
Τα φυτά παραμέρισαν για να περάσει η μεγαλοπρεπής νεράιδα με τη συνοδεία
της, δημιουργώντας της ένα χρωματιστό μονοπάτι. «Καθηγήτρια Γλαφύρα, τι
ανακούφιση που ήρθες τόσο γρήγορα».
«Γεια σου Λέανδρε», τον πλησίασε και του χάιδεψε το πρόσωπο. «Κι
εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, αν και θα προτιμούσα να ήταν καλύτερες οι
συνθήκες. Για να δω τα παιδιά». Ο Λέανδρος της άνοιξε το δρόμο και της
έδειξε που κείτονταν τα δύο αναίσθητα παιδιά. Πλησίασε πρώτα τη Διώνη και
της άλειψε την πληγή με μια μωβ αλοιφή που εμφάνισε από ένα μικρό
γυάλινο δοχείο που το καπάκι του είχε σκαλισμένο πάνω του τη σελήνη
ραντισμένη με χρυσόσκονη. Στη συνέχεια έγειρε πάνω από το κεφάλι του
Βόρυ και ακούμπησε στα χείλη του ένα θεραπευτικό ρόφημα.
Έπειτα, στράφηκε στα άτομα της συνοδείας της.
«Πάρτε τους και τους δύο. Εγώ θα έρθω με τον Λέανδρο». Οι συνοδοί
της, δύο νεράιδες απερίγραπτης καλλονής πήραν στην αγκαλιά τους τα δύο
παιδιά, κι αφού άνοιξαν τα ασημοκεντημένα μεγαλοπρεπή φτερά τους, πήραν
τον δρόμο της επιστροφής. «Μην ανησυχείς για τα παιδιά» του είπε όταν οι
νεράιδες έφυγαν. «Θα γίνουν πολύ γρήγορα καλά. Για να δω κι εσένα», η
φωνή της ήταν γλυκιά και ήρεμη κι έφερε αγαλλίαση στην ψυχή του
Λέανδρου. Τώρα που ήταν κοντά της, ένιωθε ασφάλεια.
«Δεν έχω τίποτα εγώ, είμαι καλά», η Γλαφύρα του χαμογέλασε
τρυφερά, όπως πάντα. Από τότε που ήταν παιδί, ο Λέανδρος τη θυμάται πάντα
χαμογελαστή να εμπνέει κουράγιο και δύναμη σ’ όλα τα παιδιά του
ορφανοτροφείου που είχαν περάσει άσχημα χάρη στις δεινότητες του
πολέμου.
«Δεν είναι κακό να έχεις πληγωθεί». Τον πλησίασε κι άλειψε και σ’
αυτόν μια αλοιφή πάνω στις πληγές του. «Είσαι χλωμός και τα μάτια σου
είναι θολά. Ταλαιπωρήθηκες στο ταξίδι σου Λέανδρε, όμως αποζημιώθηκες
διότι έμαθες πράγματα για εσένα».
306 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Ακόμα δεν είχε ανοίξει τα μάτια του, αλλά είχε ξυπνήσει. Βρισκόταν
στη φάση που το μυαλό ανανεωμένο μετά από έναν ευχάριστο κι άνετο ύπνο,
έμπαινε πάλι σε διέγερση και θα έδινε εντολή στα βλέφαρα ν’ ανοίξουν. Η
αίσθηση των κλινοσκεπασμάτων πάνω στο κορμί του τον ηρεμούσε και τον
ευχαριστούσε όσο τίποτα τις τελευταίες μέρες. Πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση
στον εαυτό του και δεν έλεγε με τίποτα να τα ανοίξει. Φοβόταν μήπως
χάνονταν όλα και ξυπνούσε μέσα στην άβολη ξύλινη βάρκα. Η εσωτερική
δύναμη ενός δεκαπεντάχρονου που δεν αντέχει την οκνηρία τον κάθισε
τάχιστα στα πόδια του στην άκρη του κρεβατιού χαζεύοντας το νεραϊδίσιο
δωμάτιο που τον φιλοξενούσε.
Ένα λευκό φως πλημμύριζε το δωμάτιο. Που δε θύμιζε σε τίποτα τα
κανονικά δωμάτια. Ήταν πολύπλευρο κι οι τοίχοι που ξεκινούσαν λοξά από
ψηλά, ενώνονταν με αυτούς που ξεκινούσαν από χαμηλά, κάπου στη μέση, σε
μια καμπύλη. Επιπλέον πέρα από την ιδιαιτερότητά τους ποτέ στη ζωή του δεν
είχε δει ένα διαμάντι ή πολύτιμους λίθους, πέρα από τις ομορφιές που
αντίκρισε στο παλάτι των Ρόδων. Τώρα όμως αυτή τη στιγμή είχε την
εντύπωση ότι ζούσε μέσα σ’ ένα τεραστίων διαστάσεων διαμάντι! Αστραφτερό
γυαλί αντικαθιστούσε τους κοινούς τούβλινους τοίχους, γυαλί που λαμπύριζε
κι υποδεχόταν το ζεστό φως που ερχόταν απέξω. Αυτό, πέρα από το γυαλί,
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 307
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
διαπερνούσε και τις αραχνοΰφαντες λευκές κουρτίνες που στόλιζαν τον χώρο
με περίτεχνους κόμπους.
Όταν σηκώθηκε πάνω ο Λέανδρος αισθάνθηκε ανάλαφρος, σα να
κοιμόταν εδώ και μέρες. Ήταν καθαρός και φορούσε μπλε βαμβακερά ρούχα.
Η ύφανσή τους ήταν λεπτή κι ένιωθε τις ίνες τους να χαϊδεύουν την
επιδερμίδα του και να γίνονται ένα με τις κινήσεις των άκρων του. Το πρώτο
πράγμα που του πέρασε από το μυαλό ήταν να βγει έξω και να ψάξει τους
φίλους του. Στάθηκε στο κατώφλι της μεγάλης γυάλινης πόρτας κι έψαξε το
χερούλι για να την ανοίξει. Πριν το καταλάβει όμως, η πόρτα αραίωσε κι
εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια του αφήνοντας πίσω τη χαρακτηριστική
ασημένια αχλή των νεράιδων.
Βγήκε έξω και έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θέαμα που
αντίκρισε. Χιλιάδες απαστράπτοντα διαμάντια φανερώθηκαν μπροστά στα
μάτια του. Είχε καταλάβει από το δικό του ότι δεν ήταν χτισμένα στη γη, όμως
αυτό που πραγματικά ίσχυε ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Όλα τα
διαμερίσματα διαμάντια κρέμονταν από τα κλαδιά ενός τεράστιου δέντρου.
Πολλοί διακλαδωμένοι κορμοί στήριζαν το πάνω μέρος του δέντρου, κι όσο κι
αν προσπάθησε ο Λέανδρος, με τίποτα δεν κατάφερε να βρει τη βάση αυτών
των χοντρών κορμών. Το φύλλωμα του δέντρου ήταν πυκνό και τα κλαδιά
του αμέτρητα, όπως αμέτρητα ήταν και τα διαμερίσματα διαμάντια. Όλα
ενώνονταν μεταξύ τους από γυάλινες γέφυρες που λειτουργούσαν σαν
δρόμοι. Στα τοιχάκια ήταν σκαλισμένες μορφές νεράιδων που σα να του
φάνηκε ότι σάλευαν ανά διαστήματα.
Πατώντας πάνω στη γέφυρα συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ σταθερή,
χωρίς σημάδι επικίνδυνων κλυδωνισμών. Μπροστά του απλώνονταν πολλά
δρομάκια και προσπαθούσε να αποφασίσει ποιο να ακολουθήσει. Ενώ καθόταν
ακόμα αποχαυνωμένος από το πρωτόγνωρο θέαμα, άκουσε μια γνώριμη φωνή
να φωνάζει το όνομά του. Γύρισε και είδε τον Βυλτώρ στα δεξιά του να τον
καλεί να πάει στο μέρος του. Αμέσως, χαρούμενος που είδε ένα οικείο του
πρόσωπο, τον ακολούθησε.
«Πώς είναι το χέρι σου;» τον ρώτησε ο Βυλτώρ. Ο Λέανδρος είχε
ξεχάσει ότι ήταν πληγωμένος. Από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει δεν είχε
νιώσει κάποια ενόχληση και το είχε ξεχάσει τελείως.
«Για να δούμε» του απάντησε σηκώνοντας το μανίκι του. Προς μεγάλη
του έκπληξη είδε ότι το τραύμα του είχε σχεδόν εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω
μια μικρή ουλή. «Απίστευτο, γιατρεύτηκε».
308 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Τα γιατρικά της Γλαφύρας έχουν πάντα πολύ γρήγορη επίδραση» του
είπε ο Βυλτώρ, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο.
«Έμαθες κάτι για τον Βόρυ και τη Διώνη;», η αγωνία του για την τύχη
των φίλων του ήταν ολοφάνερη.
«Και οι δύο είναι πολύ καλά, πριν λίγο πήγα να τους δω. Αναρρώνουν.
Αργότερα θα σε πάω να τους δεις». Ο Λέανδρος απόρησε.
«Γιατί όχι τώρα; Έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε;»
«Ναι» του απάντησε χωρίς δισταγμό ο Βυλτώρ. «Τώρα έχουμε να πάμε
στο συμβούλιο των νεράιδων. Είμαστε οι επίτιμοι προσκεκλημένοι, μας έχουν
ετοιμάσει καλές θέσεις». Ο Λέανδρος διέκρινε την ειρωνεία στα λόγια του
Βυλτώρ.
«Τι εννοείς;»
«Δε θα μας υποδεχτούν όπως περιμέναμε, Λέανδρε. Οι νεράιδες δε θα
μας βοηθήσουν». Ο Λέανδρος ακόμα δεν καταλάβαινε.
«Γιατί είχαμε ζητήσει τη βοήθειά τους σε κάτι;» σχολίασε, γνωρίζοντας
καλά ότι απάντηση δε θα έπαιρνε. Ακολούθησαν τη μεγάλη γέφυρα μπροστά
τους. Ήταν σίγουρα η κεντρική μιας και ήταν η πιο πλατιά απ’ όλες κι
επιπλέον ασημένια άχλη απελευθερωνόταν σε κάθε τους πάτημα. Ο Λέανδρος
δεν έχανε την ευκαιρία να παρατηρεί τα διαμερίσματα διαμάντια που
αποκαλύπτονταν στα μάτια τους. Άλλα πιο ψηλά, άλλα πιο χαμηλά.
«Αφού οι νεράιδες πετάνε, για ποιον λόγο έχουν τις γέφυρες;» Ο
Βυλτώρ δεν μπόρεσε να μη γελάσει με την παρατήρηση του Λέανδρου.
«Δεν έχεις άδικο. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Μάλλον για ομορφιά».
Ώσπου η γέφυρα άνοιξε κι άλλο σε φάρδος και σχηματίστηκε μια μικρή
στρόγγυλη πλατεία. Στο κέντρο της δέσποζε μια τεράστια νεραϊδίσια μορφή,
σμιλεμένη με απόλυτη ακρίβεια σε λευκό μάρμαρο. Η μορφή της δεσποτική
και το βλέμμα της αυστηρό. Τα μάτια της και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του
προσώπου της έμοιαζαν σχεδόν αληθινά κι απέπνεαν μεγάλη δύναμη. Σα να
ήταν κρυμμένο μέσα στο άγαλμα ένα ζωντανό σώμα που από στιγμή σε στιγμή
θα αποτίναζε τα μαρμάρινα δεσμά του και θα επανερχόταν στη ζωή. Τριγύρω
μικρότερες μορφές το περιστοίχιζαν σαν την ακολουθία της αρχοντικής
μορφής. Ο Βυλτώρ παρατήρησε το ενδιαφέρον του Λέανδρου για το άγαλμα.
«Είναι η Καλλιρόη. Η πρώτη βασίλισσα των νεράιδων. Οι υπόλοιπες
νεράιδες την τιμούν και της αποδίδουν τις τιμές που της αξίζουν. Αυτή τις
μάζεψε τις νεράιδες όταν ακόμα ήταν αερικά σε λίμνες και δάση,
καταδιωγμένες από τους ανθρώπους, απόκληρες και μιαρές. Καταδικασμένες
να περιπλανιούνται χωρίς σκοπό, η Καλλιρόη τις συσπείρωσε και τους
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 309
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
για τις νεράιδες αλλά και για τα ζώα που τα χτυπούν κυνηγοί ή και πιο σπάνια
για ανθρώπους που τους βρίσκουν λαβωμένους έξω από το δάσος ή σε
κοντινές αποστάσεις. Εκεί είναι και τα παιδιά τώρα». Ο Λέανδρος κοιτούσε με
δέος τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων. Δεν έμοιαζαν με τους θαλάμους. Αντί για
τοίχους είχαν κι εδώ τζάμια όμως σε κυκλικό σχήμα αυτή τη φορά, όχι
πολυγωνικό. Αντί για πόρτα, είχαν μια τεράστια θολωτή αψίδα που κάλυπτε
όλη την μπροστινή πλευρά. Πάνω από την αψίδα έστεκαν μαρμάρινες
ζωφόροι που αναπαριστούσαν εικόνες από τη ζωή των νεράιδων και της
φύσης.
«Οι εικόνες είναι ίδιες με αυτές που είχε η άμαξα όταν με έφεραν»
θυμήθηκε ο Λέανδρος κι εξέφρασε την έκπληξή του δυνατά. Οι παραστάσεις
που ξεχώρισε ήταν από χορούς των νεράιδων, από τελετές. Η μορφή που
δέσποζε σε όλες αυτές τις εικόνες ήταν της Καλλιρόης που της απέδιδαν όλες
τις τιμές εκφράζοντας έτσι την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους για το
πρόσωπό της.
Είχαν πια φτάσει στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου. Μόλις πέρασαν
κάτω από τη μαρμάρινη αψίδα, τα βήματά τους, τους οδήγησαν σε μια
πελώρια σάλα που όμοια της δεν είχε ξαναδεί ο Λέανδρος. Από έξω το κτίριο
φαινόταν μεγάλο, αλλά από μέσα φαινόταν αχανές. Σ’ όλο το μήκος των
στρόγγυλων τοίχων υπήρχαν γυάλινα διαζώματα για τις νεράιδες. Τριάντα
πέντε διαζώματα πρόλαβε να μετρήσει. Απέναντί τους έστεκαν ατομικά
επίσης γυάλινα κουβούκλια, προφανώς για τις εξέχουσες προσωπικότητες. Το
πρόσωπό του σχεδόν καθρεφτιζόταν στο άσπιλο γυαλισμένο μαρμάρινο
πάτωμα της σάλας.
Ο χώρος ήταν γεμάτος κι ένα χαμηλό σούσουρο από λεπτές φωνές
σταμάτησε με το που έκαναν την εμφάνισή τους. Ένιωθαν όλα τα βλέμματα
στραμμένα πάνω τους, να τους παρακολουθούν και να περιμένουν κάποια
κίνηση απ’ αυτούς. Η Γλαφύρα, που καθόταν σ’ ένα από τα κουβούκλια,
κατέβηκε από την τιμητική θέση της και τους πλησίασε. Κάτι που παρατήρησε
ο Λέανδρος ήταν ότι δεν υπήρχαν καθόλου σκάλες για να κατέβουν από τα
υψηλά διαζώματα κι από τα κουβούκλια.
«Εδώ δε βλέπω να βάλανε σκάλες για ομορφιά», ο Λέανδρος
χαμογέλασε μέσα από τα δόντια του αλλά το σοβαρό ύφος του Βυλτώρ του
έδωσε να καταλάβει ότι δεν ήταν ώρα για αστεία.
Η Γλαφύρα όταν τους είδε, άνοιξε τα ασημένια της φτερά κι έφτασε στο
μέρος τους. Τους οδήγησε στα χαμηλότερα διαζώματα για να μπορέσουν να
καθίσουν.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 311
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
σίγουρη ότι κάτι μηχανεύεται αυτή η μικρή και τότε ξέρεις τι θα γίνει;
Μπορείς να το διανοηθείς; Όλες οι νεράιδες θα χάσουν το σπίτι τους και θα
γίνουμε πάλι έρμαια στη θέληση των ανθρώπων. Δε θα υπάρχει η πολιτεία
μας κι οι νεράιδες θα καταδικαστούν στην αφάνεια και την περιφρόνηση των
ανθρώπων, ώσπου να εκλείψουν τελείως. Αυτό θέλεις; Η χρόνια έκθεσή σου
με τους ανθρώπους μάλλον σε έκανε να σκέφτεσαι αυτούς περισσότερο παρά
τις αδερφές σου».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια Καλλιρόη, ακριβώς επειδή σκέφτομαι τις
αδερφές μου, σου ζητάω να μην ενεργήσεις μ’ αυτόν τον τρόπο. Κράτησέ τον
εδώ μέχρι να ανδρωθεί και να μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους σαν αντάξιός
τους. Μην τον καταδικάζεις στην αποτυχία, Καλλιρόη».
«Η απόφασή μου είναι αμετάκλητη. Δεν επιθυμώ οι νεράιδες να
βοηθήσουν τους ανθρώπους. Μας έχουν βλάψει αρκετά κι έχουμε πάρει το
μάθημά μας. Βλέπεις οι άνθρωποι δε μαθαίνουν από τα λάθη τους, εμείς όμως
ναι, και με γνώμονα αυτά δεν τα ξανακάνουμε. Στους ανθρώπους έχουμε
στείλει τη Ζηνοβία που είναι η μόνη ισάξια της Σελίμα κι η μόνη που μπορεί
να την αντιμετωπίσει. Αυτό αρκεί. Ο μικρός κι η παρέα του θα φύγουν από το
δάσος παίρνοντας μαζί τους κι αυτό που μας είχε εμπιστευτεί ο πατέρας του
πριν από πολλά χρόνια. Όσο για εσένα Γλαφύρα, η θέση σου είναι πλέον στο
δάσος κι αν θέλεις να παραμείνεις στην αγκαλιά του δάσους μας καλά θα
κάνεις να μείνεις αμέτοχη σ’ αυτήν την ιστορία και να αφήσεις τα πράγματα
να κυλήσουν όπως πρέπει. Δεν είναι μια από τις αρμοδιότητές μας να
μπλεκόμαστε στις υποθέσεις των ανθρώπων. Το γνωρίζεις καλά». Φωνές
επιδοκιμασίας αντήχησαν μέσα στην αίθουσα. Όλες οι νεράιδες που
παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τη στιχομυθία ανάμεσα στις δύο
επιφανείς νεράιδες σηκώθηκαν όρθιες κι επικροτούσαν χειροκροτώντας την
απόφαση της Καλλιρόης.
Εκείνη τη στιγμή, μέσα στη φασαρία και την ένταση, εισήλθαν στην
αίθουσα ο Βόρυς με τη Διώνη. Και οι δύο ήταν θαμπωμένοι με το βάθος της
αίθουσας κι από την παρουσία τόσων πολλών νεράιδων. Όλοι στράφηκαν
προς το μέρος τους. Μια γοργόνα κι ένας Αετομάτης δεν ήταν κάτι που
έβλεπαν κάθε μέρα. Η Καλλιρόη, όταν τους είδε να πλησιάζουν τους φίλους
τους, χαμογέλασε ειρωνικά.
«Οι υπόλοιποι προστατευόμενοί σου φαντάζομαι, Γλαφύρα. Οφείλω να
το παραδεχτώ ότι έκανες καλή επιλογή. Μια χαμένη γοργόνα, ένας
τελευταίος απόγονος των Αετομάτηδων, ο Βυλτώρ κι ο μικρός σωτήρας μας.
Η προφητεία απ’ ό,τι φαίνεται ολοκληρώνεται. Ένας παραπάνω λόγος να
316 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
εμμένω στην απόφασή μου. Για πείτε μου» είπε στρεφόμενη στα παιδιά, «είμαι
περίεργη να μάθω πως καταφέρατε και φύγατε από το κάστρο. Είμαι σίγουρη
ότι η Ζηνοβία δε θα συμφωνούσε ποτέ σε κάτι τόσο παράτολμο». Η Διώνη
προχώρησε μπροστά από τους υπόλοιπους.
«Η ίδια η καθηγήτρια Ζηνοβία μου ζήτησε να έρθω να σας βρω», η
μικρή μίλησε δυνατά και καθαρά. Πήρε δύναμη και κουράγιο από τα λόγια της
Ζηνοβίας και την άμεση ανάγκη να τη βοηθήσει κάποιος. Η Καλλιρόη σήκωσε
το βλέμμα της και κοίταξε πρώτα τη μικρή γοργόνα και μετά τη Γλαφύρα σαν
να περίμενε μια εξήγηση.
«Δε γνωρίζω τίποτα γι’ αυτό, Καλλιρόη» απάντησε προς υπεράσπιση
του εαυτού της. «Έχω πολλές μέρες να επικοινωνήσω με τη Ζηνοβία». Η
Διώνη δεν έχασε ευκαιρία, προχώρησε μπροστά και με δυνατή φωνή για να
ακουστεί μέσα στην αχανή αίθουσα αποκάλυψε επιτέλους το μυστικό της.
«Δεν μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί της, ούτε εσύ, ούτε κανένας
άλλος. Είναι φυλακισμένη μέσα σ’ έναν καθρέπτη». Τα λόγια της αντήχησαν
σαν την πιο βαριά κατάρα μέσα στην αίθουσα κι αυτό το ένιωσαν βαθιά τα
παιδιά από την αναταραχή που προκάλεσε.
«Πού το ξέρεις εσύ;» τη ρώτησε αμέσως η Καλλιρόη.
«Ήμουνα εκεί κοντά όταν εκτυλίχτηκε η σκηνή. Είχα την ατυχία και τα
βίωσα όλα από πρώτο χέρι», η φωνή της κόμπιασε στην ανάμνηση της
φρικιαστικής κατάστασης που είχε βιώσει. «Πριν εξαφανιστεί η καθηγήτρια,
μου ζήτησε να έρθω και να σας ενημερώσω», η Διώνη αφηγήθηκε όλη την
ιστορία της βραδιάς. Η Καλλιρόη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Η Διώνη ένιωσε το
βλέμμα του Βυλτώρ πάνω της, από την ντροπή της όμως που δεν του είχε
αποκαλύψει την αλήθεια, δεν τόλμησε να γυρίσει να τον κοιτάξει. Η Γλαφύρα
στράφηκε στα παιδιά.
«Με τη Ζηνοβία έξω από το παιχνίδι, πολύ δύσκολα θα συναινέσει να
μας βοηθήσει» τους είπε χαμηλόφωνα.
«Άμα επιστρέψουμε στο κάστρο, έχεις τη δύναμη να την επαναφέρεις;»
τη ρώτησε με αγωνία ο Λέανδρος.
«Ναι Λέανδρε, μπορώ να το κάνω, αλλά πρόκειται για προδοσία.
Κάποιος από τους καθηγητές σίγουρα, κι έχω στο μυαλό μου ποιος θα ήταν
ικανός για κάτι τέτοιο. Φοβάμαι όμως ότι δε θα είναι μόνος του κι αυτό θα με
δυσκολέψει, καθώς δε θα μπορέσω να προσεγγίσω το κάστρο», η απογοήτευση
της Γλαφύρας ήταν εμφανής. Όλοι στράφηκαν προς την Καλλιρόη, μιας κι
ήταν έτοιμη ν’ ανακοινώσει την απόφαση του συμβουλίου.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 317
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Αφήγηση Ηλιάνθης
«»Η μέρα ήταν ζεστή κι έτσι, μετά από διαταγή της Ροδάνθης, πήρα τον
μικρό Αύγουστο στην αγαπημένη του λίμνη. Όσην ώρα αυτός έπαιζε, εγώ
χάζευα μια τον μικρό να προσπαθεί να πιάσει τα ψαράκια και μια τα γαλάζια
νερά της θάλασσας. Ο μικρός ήταν υπέροχος. Γελούσε και έπαιζε χαρούμενος.
Το γέλιο αντηχούσε στα άδεια πέτρινα δρομάκια της αυλής. Δεν υπάρχει
μεγαλύτερη ευτυχία από τα γέλια ενός αθώου παιδιού. Ενός παιδιού που σε
λίγα μόλις λεπτά γκρεμίστηκε ο κόσμος του κι η ζωή του έφερε τα πάνω
κάτω. Κάτι διαφορετικό όμως υπήρχε στον κήπο, κι όσο κι αν προσπαθούσα να
βρω τι έλειπε, δεν μπορούσα.
Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή που είχαμε πάει στην αυλή,
όταν μας πλησίασε ο Βαρούχ. Αυτός ο γλειώδης άντρας που ποτέ δεν τον
συμπάθησα. Προσπαθούσα να τον αποφύγω από την πρώτη μέρα που τον
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 321
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
έφερε ο Ροδόλφος στο παλάτι και τον έβαλε έναν από τους δύο πιστούς του
ακολούθους. Από την πρώτη κιόλας μέρα λοιπόν, έβλεπα ότι το μάτι του
γυάλιζε. Το έβλεπα τη στιγμή που κοιτούσε τον Ροδόλφο, τη στιγμή που
στεκόταν πλάι στη Ροδάνθη, μα ακόμη περισσότερο το καταλάβαινα όταν
πλησίαζε τον μικρό. Με πόσο μίσος τον κοίταζε. Σα να του είχε κάνει το
μεγαλύτερο κακό στον κόσμο. Ποιος άνθρωπος θα ήταν δυνατόν να μη
συμπαθεί ένα αθώο πλασματάκι που σκορπούσε απλόχερα το χαμόγελό του.
Μη νομίζετε όμως, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Κι ο μικρός μου
Αύγουστος ούτε που τον ήθελε. Με το που ένιωθε την παρουσία του, έβαζε
αμέσως τα κλάματα κι έκλαιγε τόσο δυνατά που ούτε άμα τον αφήναμε
πεινασμένο μια μέρα δε θα έκανε τόσο θόρυβο. Ενώ λοιπόν καθόμασταν στη
λιμνούλα, ο μικρός ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση έβαλε τα
κλάματα. Τον πήρα στην αγκαλιά μου καθώς δεν μπορούσα να καταλάβω τι
του είχε συμβεί. Δεν πρόλαβα να τον καθησυχάσω τραγουδώντας του ένα
νανούρισμα, όταν πίσω από τις φυλλωσιές πετάχτηκε αυτός ο τρομακτικός
άντρας. Ήταν πιο αγριεμένος από ποτέ και στο χέρι του κρατούσε ένα μαχαίρι
που έσταζε αίματα. Μέχρι να βρω το κουράγιο να συνέλθω από το σοκ, μια
λίμνη από αίμα είχε σχηματιστεί εκεί που κυλούσαν οι σταγόνες. Σα χαμένη
έχασα τον έλεγχο της ματιάς μου κι άθελά μου έπεσε πάνω σε μια πεσμένη
μορφή παραδίπλα, που καλυπτόταν από το δασύ φύλλωμα των θάμνων δίπλα
μας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν η Ροδάνθη.
«Δώσε μου τον μικρό» μου φώναξε δυνατά. Φυσικά δεν υπήρχε
περίπτωση να τον υπακούσω. Τι δουλειά είχε αυτός με τον μικρό πρίγκιπα.
Σαν είδε ότι δεν έκανα αυτό που με πρόσταζε, αγρίεψε ακόμα περισσότερο. Τα
μάτια του ήταν κατακόκκινα, σα να είχαν γεμίσει με αίμα.
«Φύγε μακριά» του απάντησα έξαλλη. Τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο,
αλλά έκανα ό,τι μπορούσα για να μην το δείξω. Και τότε, την ώρα του
πανικού, συνειδητοποίησα τι έλειπε. Τα Ζίννια, οι προστάτες της βασιλικής
οικογένειας. Κοίταξα στη λίμνη και τα όμορφα νούφαρα που στόλιζαν τη
λίμνη είχαν εξαφανιστεί. Σα να διάβασε αυτός την απορία στο βλέμμα μου.
«Μην ψάχνεις άδικα. Κανένας δεν μπορεί να σώσει τον μικρό πρίγκιπα
τώρα. Ας πούμε ότι τα Ζίννια κοιμήθηκαν». Αυτός χαμογέλασε και μου
φάνηκε ότι ήταν γέλιο ευτυχίας επειδή θα έκανε κάτι που θα τον
ευχαριστούσε πολύ. Όσο ερχόταν προς το μέρος μου, τόσο εγώ
απομακρυνόμουνα. Ο μικρός είχε βαλαντώσει στο κλάμα νιώθοντας τον
κίνδυνο να πλησιάζει. «Δώσε μου τον και θα σε αφήσω να φύγεις» μου είπε,
προσπαθώντας να κατεβάσει λίγο την ένταση της φωνής του. Η ταραχή του
322 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
όμως δεν ήταν δυνατόν να κρυφτεί από το καμουφλάρισμα της φωνής του.
Κουνούσε πέρα δώθε τα χέρια του και φερόταν λες κι έβλεπε φάντασμα
μπροστά του. Ο ίδιος έμοιαζε πάντως με φάντασμα, τόσο χλωμό και χωρίς
ζωντάνια που ήταν το πρόσωπό του.
«Φύγε, θα βάλω τις φωνές».
«Για δοκίμασε, κανένας δε θα έρθει. Είναι όλοι απασχολημένοι έξω από
το παλάτι, εκεί που τους έστειλα για να μείνω πίσω ανενόχλητος και να κάνω
αυτό που θέλω».
«Είσαι τρελός, τι θέλεις από εμένα;»
«Από εσένα τίποτα, από τον μικρό θέλω κάτι κι εσύ είσαι εμπόδιο» είπε
ενώ συνέχιζε να πλησιάζει προς το μέρος μου. Κάποια στιγμή δε γινόταν να
πάω άλλο πίσω. Είχα φτάσει μέχρι το κάγκελο δίπλα στον γκρεμό. Ήμουν
τόσο τρομαγμένη. Όχι για εμένα και τη δική μου ζωή. Για τον μικρό έτρεμε η
ψυχή μου. Είχα μαντέψει τους σκοπούς του και δεν μπορούσα καν να το
διανοηθώ πως κάποιος θα ήθελε να βλάψει ένα μικρό μωρό. Αυτό δεν έβρισκε
ησυχία. Ήταν επίσης κατατρομαγμένο. Ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς μου
που κάλπαζαν σα χίλια άλογα και καταλάβαινε ότι κάτι κακό συνέβαινε.
Αλλά ούτε κι ο Βαρούχ ήταν ήρεμος. Το βλέμμα του ήταν αγριεμένο,
ψυχρό. Σήκωσε το βρωμερό του χέρι και τράβηξε με τη βία από την αγκαλιά
μου τον μικρό. Αυτός σπαρταρούσε κι άπλωσε τα χεράκια του ικετευτικά
ζητώντας να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Μάτωσε η καρδιά μου εκείνη τη
στιγμή. Προσπάθησα να τον διεκδικήσω ορμώντας πάνω του, όμως αυτός
ήταν δυνατός, και με μια σπρωξιά που μου έδωσε σωριάστηκα στο σκληρό
έδαφος χτυπώντας το κεφάλι μου πάνω σ’ έναν βράχο.
Από εκεί δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Το κλάμα του μωρού έγινε
ακόμα πιο έντονο. Η λεπίδα του σπαθιού του έλαμπε όταν τη σήκωσε για να
την καρφώσει πάνω στο κορμάκι του. Τότε ήταν που σαν από θαύμα βρέθηκε
μπροστά του ο Ιλαρίωνας, ο πιστός σύμβουλος και φύλακας του Ροδόλφου.
Για κάποιο λόγο είχε γυρίσει πίσω. Ίσως να μυρίστηκε την παγίδα που
έστελνε όλους τους φρουρούς ο Βαρούχ. Με το που είδε να κρατάει το μωρό
έτοιμος να το θανατώσει, όρμησε κατά πάνω του μη δίνοντάς του χρόνο για
να εκτελέσει την αποτρόπαια πράξη του. Το μωρό έπεσε κάτω και για καλή
του τύχη προσγειώθηκε στο χώμα ακριβώς δίπλα από τον λιθόστρωτο δρόμο.
Οι δύο άντρες είχαν πιαστεί στα χέρια και κατέβαλλαν προσπάθειες να
κρατήσει ο ένας τον άλλο κάτω. Οι φωνές τους ήταν άγριες.
Αν και πονούσε το κεφάλι μου κατάλαβα ότι ήταν η στιγμή μου για να
σώσω τον μικρό. Σύρθηκα προς το μέρος του. Δεν ήταν πολύ μακριά μου.
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 323
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Άπλωσα το χέρι μου για να τον τραβήξω κοντά μου. Ευτυχώς το κλάμα του με
καθησύχασε από την αρχή ότι ήταν ζωντανός και δεν είχε χτυπήσει από τη
βίαιη πτώση. Τον πήρα πάνω μου και βάζοντας όλη τη δύναμή μου σηκώθηκα
πάνω και κίνησα ν’ απομακρυνθώ. Οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει κι
αυτό που μου έδινε δύναμη να συνεχίσω παρά τον απίστευτο πόνο στο σώμα
μου ήταν η ελπίδα μου μήπως και καταφέρω να τον σώσω. Ενώ ένιωθα ότι
είχα απομακρυνθεί από τους δυο άντρες ένιωσα ένα βαρύ άγγιγμα στον ώμο
μου. Τρομοκρατήθηκα. Τι θα έκανα αν ήταν αυτός; Το σίγουρο είναι ότι δε θα
του έδινα το μωρό χωρίς να το παλέψω πρώτα.
«Ηρέμησε, εγώ είμαι», η φωνή του Ιλαρίωνα με καθησύχασε. Τώρα
ένιωθα ασφάλεια ότι το μωρό δε θα πάθαινε τίποτα. «Δώσέ μου τον, πρέπει να
τον φυγαδέψω. Ακόμα κινδυνεύει». Χωρίς δεύτερη σκέψη του έδωσα τον
μικρό. «Φύγε γρήγορα από το παλάτι. Δεν είσαι ασφαλής. Θα ψάξω να σε βρω
όταν εξασφαλίσω τον μικρό». Καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται, κάτι
μέσα μου, μου έλεγε ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον μικρό
μου Αύγουστο. Ο Ιλαρίωνας δεν πρόλαβε να κρατήσει τον λόγο του και να
έρθει για εμένα.
Μόλις γύρισε στο παλάτι, μια δυσάρεστη έκπληξη τον περίμενε. Μπήκε
στην αίθουσα του θρόνου και προχώρησε προς το κέντρο. Όλοι οι αυλικοί
ήταν παρόντες, συντετριμμένοι για τον χαμό του Ροδόλφου. Πέρα από τον
πόνο του κόσμου ένιωθε και την απέχθειά τους στο πρόσωπό του χωρίς να
καταλαβαίνει τον λόγο. Ενώ προχωρούσε προς τον θρόνο, τον έβριζαν και του
πετούσαν αντικείμενα. Όλοι ήταν έτοιμοι να του ορμήσουν. Τίποτα όμως δεν
τάραξε περισσότερο τον Ιλαρίωνα απ’ όταν είδε τον Βαρούχ να κάθεται στον
θρόνο και να φοράει το στέμμα του βασιλιά. Αυτήν την προδοσία δε μπορούσε
να την αντέξει. Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί.
«Έχεις το θράσος να εμφανίζεσαι εδώ μπροστά στους εντιμότατους
αριστοκράτες της πόλης μας; Μας μολύνεις όλους με την παρουσία σου». Ο
Ιλαρίωνας οργισμένος όρμησε καταπάνω του. Ο Βαρούχ έκανε νόημα στους
φρουρούς να τον συλλάβουν. «Δεν έπιασε το σχέδιό σου, μπορεί να
δολοφόνησες τη βασιλική οικογένεια για ν’ ανέβεις στον θρόνο, όλοι όμως
ζήτησαν από εμένα ν’ αναλάβω την εξουσία της πόλης».
«Ψεύτη, εσύ τους δολοφόνησες» φώναξε δυνατά ο Ιλαρίωνας, πιστός
ακόλουθος του βασιλιά. Τον κρατούσαν δέσμιο οι φρουροί που πριν από λίγο
ήταν φίλοι και συνάδερφοι. Με μαύρη καρδιά εκτέλεσαν το καθήκον τους
αλλά δεν είχαν επιλογή. Οι εντολές του νέου βασιλιά δε γινόταν να
παραβιαστούν.
324 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
προστατευμένος απ’ αυτήν. Ήταν ο μόνος που έπρεπε να δει τι είχε να του
αποκαλύψει η πηγή. Εκεί μέσα έβλεπε καθαρά.
Μπροστά στον βράχο άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους εικόνες.
Θολές στην αρχή, αλλά όλο και καθάριζαν. Ένας άντρας και μια γυναίκα τον
κοίταζαν. Ήταν ντυμένοι στα λευκά, του χαμογελούσαν. Μια εσωτερική
λάμψη τους φώτιζε κι έκανε τα ξανθά τους μαλλιά να χρυσίζουν. Τα δάκρυα
που άθελά του φούσκωσαν σα χείμαρροι στα μάτια του, θόλωσαν την εικόνα.
Με το χέρι του τα σκούπισε για να μη χάσει ούτε μια εικόνα των γονιών του. Ο
πατέρας του, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε προς μια κατεύθυνση. Ο Λέανδρος
έστρεψε το κεφάλι του προς τα εκεί και τότε του αποκαλύφθηκε ο σκοπός της
ζωής του μπροστά του. Ένα ξίφος, λιτό στη διακόσμησή του που έφερε τον
θυρεό της Πόλης των Ρόδων, ένα χρυσό κύπελλο, σκαλισμένο σε κάθε του
πλευρά αναπαριστώντας τους διάσημους ιππότες του βασιλείου, ένα
δαχτυλίδι με δύο μπλεγμένα φίδια με κόκκινα ρουμπίνια για μάτια και λεπτή
διχαλωτή γλώσσα από φύλλα χρυσού, ένα χρυσό στεφάνι ελιάς με τα μικρά
της φύλλα σμιλεμένα πιστά και τέλος, εμφανίστηκε ο Βόρυς φορώντας στον
λαιμό του το φυλακτό που τον είχε δει να φοράει μια φορά κατά λάθος την
ώρα που είχε σκοντάψει κι είχε πέσει κάτω.
Παρ’ όλη την έκπληξή του, τίποτα δεν μπορούσε να τον προετοιμάσει
για την τελευταία εικόνα. Είδε τον εαυτό του ντυμένο με αστραφτερά
πορφυρά ρούχα. Ένας άντρας του πρόσφερε το ξίφος, στο χέρι του κρατούσε
το κύπελλο γεμάτο με κόκκινο κρασί, στο δεξί του δάχτυλο φορούσε το
δαχτυλίδι, ενώ το κεφάλι του στόλιζε το χρυσό στεφάνι ελιάς. Στεκόταν
ανέκφραστος μέσα σ’ ένα λευκό περιβάλλον, τα μάτια του ήταν καρφωμένα
πάνω στον εαυτό του στην πηγή, σα να έβλεπε στον καθρέπτη. Πλήθος κόσμου
εμφανίστηκε μπροστά του να τον επευφημεί. Όλοι ένα πρόσωπο, μια φωνή.
Αυτός μια βιαστική μορφή ξεχώρισε, που δεν ήταν σαν τους άλλους,
αλλά είχε κάτι πάνω της που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Δεν κατάφερε να
κλέψει πολλά χαρακτηριστικά από το πρόσωπό της, παρά μόνο τη
σμαραγδένια λάμψη των ματιών της. Η εικόνα θόλωσε και πάλι και αργά και
σταθερά χάθηκε μαζί με τη λάμψη. Τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια και
πλησίασαν τον Λέανδρο που είχε πια βγει από τη λίμνη. Τα ρούχα του ήταν
μουσκεμένα κι ο ίδιος τουρτούριζε από το κρύο. Προχώρησε προς τα παιδιά
που με αγωνία τον περίμεναν για να μάθουν τι του είχε αποκαλύψει η πηγή.
Αυτός όμως, ήθελε να μάθει κάτι άλλο πρώτα.
«Θα συνεχίσεις τώρα την ιστορία; Θέλω να μάθω για τις πέντε
σφραγίδες» είπε στρέφοντας την προσοχή του στο μεγαλύτερο αγόρι.
330 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
έτσι πολύ γρήγορα έφτασε στην πόρτα του κάστρου. Όταν είπε στη Ζηνοβία
ποιος ήταν ο μικρός, αυτή σοκαρίστηκε.
«Φρόντισε να μείνει επτασφράγιστο μυστικό η παρουσία του εδώ,
ανάθρεψέ τον και προστάτεψέ τον» της είπε. Ένιωθε ανακουφισμένος. Ήξερε
καλά ότι το μοναδικό μέρος που θα ήταν ασφαλής ο μικρός πρίγκιπας ήταν
μέσα στο ορφανοτροφείο.
«Μην ανησυχείς» του είπε. «Πριν λίγο μας ήρθε ένας Αετομάτης. Κι
όλοι είναι απασχολημένοι με αυτόν. Κανένας δε θα του δώσει σημασία». Όταν
έφυγε ο Ιλαρίωνας, η Ζηνοβία σήκωσε το μωρό ψηλά.
«Δεν μπορείς να κυκλοφορείς με το όνομα Αύγουστος», το μωρό της
χαμογέλασε κι αυτή τον αγκάλιασε. Είχε πολύ αγάπη και στοργή να δώσει σ’
όλα τα ορφανά που της έφερναν. Αυτό το παιδί όμως ήταν το πιο σημαντικό
απ’ όλα. Από τότε που γεννήθηκε συμβόλιζε την ελπίδα. Για λίγο καιρό θα
έπρεπε να μείνει κρυμμένος, όμως θα ερχόταν η ώρα που θα πάλευε γι’ αυτό
που συμβόλιζε και με τους αγώνες του θα κατάφερνε να επαληθεύσει την
προφητεία Υπό τη θωριά και την προστασία των φτερών του αετού, θ’ αναγεννηθεί
ο χαμένος απόγονος της γενιάς των αρχαίων βασιλιάδων. Εσύ είσαι η ελπίδα του
κόσμου ότι μια μέρα όλα θα επανέλθουν όπως ήταν παλιά και το αίμα του
Ροδόλφου θα τους καθοδηγήσει σ’ αυτόν τον δρόμο». Θα σε φωνάζουμε ….».
εκείνη τη στιγμή που θα ονόμαζε τον μικρό άκουσε έναν θόρυβο από τον
διάδρομο κι έτρεξε έντρομη να δει ποιος ήταν.
«Είναι συγκλονιστικά όλα αυτά Βυλτώρ, αλλά εσύ πώς τα ξέρεις;»
ρώτησε πονηρά η Διώνη. Η αφήγησή του την είχε υπνωτίσει και την είχε
ταξιδέψει σε μια εποχή που αν και την είχε ζήσει, ωστόσο δεν τη θυμόταν
καθόλου.
«Όταν ο Ιλαρίωνας έδωσε το μωρό στη Ζηνοβία εγώ ήμουν κρυμμένος
πίσω από μια μεγάλη γλάστρα κι άκουσα όλη τη συζήτηση. Γρήγορα η Ζηνοβία
με κατάλαβε.
«»Βυλτώρ, τι θα κάνω εγώ μ’ εσένα;» Με πλησίασε και με αγκάλιασε
στοργικά. «Δε θέλω να μιλήσεις ποτέ σε κανέναν για όσα άκουσες. Τώρα που
ξέρεις την αλήθεια θα με βοηθήσεις να προστατέψουμε τον μικρούλη. Εσύ
είσαι δυνατό αγόρι. Μου το υπόσχεσαι;» Τότε ούτε επτά χρονών δεν ήμουνα κι
ένιωσα βαρύ τον όρκο που πήρα. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω
για τη Ζηνοβία»».
«Γι’ αυτό όταν σε κάλεσε η Γλαφύρα στο κάστρο, εσύ ήρθες αμέσως»
συμπέρανε ο Βόρυς.
332 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«»Μετά από λίγο η Ζηνοβία με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Ακόμα είχε
στην αγκαλιά της τον μικρό κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι την είχα
διακόψει και δεν είχε προλάβει να δώσει ένα νέο όνομα στο μωρό.
Συνωμοτικά έσκυψε πάνω μου.
«Τι λες; Πώς να τον βγάλουμε τον μικρό;», δίπλα στο κρεβάτι μου είχα
ένα παιχνίδι με το οποίο έπαιζα κάθε μέρα. Το μάτι έπεσε αμέσως πάνω του κι
η Ζηνοβία με ακολούθησε. Ήταν ένα πάνινο κουκλάκι που έμοιαζε με
λιοντάρι. Αυτή χαμογέλασε και με φίλησε στο μέτωπο ικανοποιημένη.
«Λοιπόν, το όνομά του θα είναι Λέανδρος για να του θυμίζει πάντα ότι η
καρδιά του θα πρέπει να είναι δυνατή σαν του λιονταριού για να
αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής του». Εγώ συμφώνησα, κι αφού με
καληνύχτισε βγήκε από το δωμάτιο παίρνοντας μαζί της και το νέο μέλος της
οικογένειας του ορφανοτροφείου. Τον έβαλε στο δωμάτιο με άλλα παιδιά και
πάντα του φερόταν όπως σε όλους για να μην υποψιαστεί ποτέ κανένας ποιος
ήταν. Ήταν σίγουρη ότι κάποια στιγμή κάποιος προδότης θα κατάφερνε να
βρει τον δρόμο του μέσα στο κάστρο ψάχνοντας να βρει αν ο διάδοχος ήταν
κρυμμένος ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν έπεσε έξω και
πράγματι κάποιος την πρόδωσε.»»
ακόμη φορά, τον έριξε κάτω και προσπαθούσε να τον χτυπήσει. Ο Βυλτώρ
κρατούσε τα χέρια του και ήρεμος επεδίωκε να τον αποκρούσει.
«Δεν ήσουνα έτοιμος να τον αντιμετωπίσεις. Ούτε και τώρα», ο Βυλτώρ
φώναζε προσπαθώντας να τον λογικέψει αλλά τίποτα, ο Λέανδρος δε
συνερχόταν. Ο Βόρυς κι η Διώνη είχαν πέσει πάνω του και τον τραβούσαν, η
δύναμή τους όμως δεν έφτανε του γεροδεμένου Λέανδρου που τίποτα δεν
ήταν δυνατό να τον σηκώσει πάνω από τον Βυλτώρ.
«Λέανδρε, δε σου φταίει ο Βυλτώρ, θέλει να σε βοηθήσει», η Διώνη
κατέβαλλε κι αυτή τη δική της προσπάθεια. Έβλεπε την αδικία σε βάρος του
Βυλτώρ και δεν το άντεχε.
«Αν το ήξερα θα τον είχα σκοτώσει» συνέχιζε να φωνάζει ο Λέανδρος
προσπαθώντας να χτυπήσει τον Βυλτώρ.
«Μην αυταπατάσαι. Ο Βαρούχ είναι δεινός ξιφομάχος. Από τους
καλύτερους στο βασίλειο. Αν ήξερε ποιος είσαι από την αρχή δε θα είχε
αρκεστεί στο να πληγώσει το χέρι σου. Θυμήσου τι έγινε μετά που
αποκαλύφθηκε η ταυτότητά σου. Θα σε είχε σκοτώσει προτού καν το
καταλάβεις». Ο Βυλτώρ ένιωθε πλέον τα χέρια του Λέανδρου να χαλαρώνουν
και με μια αιλουροειδή κίνηση κατάφερε ν’ αποδεσμευτεί από τη δυνατή λαβή
του. «Η ώρα δεν έφτασε ακόμα, Λέανδρε. Όταν θα έρθει, θα το καταλάβεις και
τότε θα είσαι έτοιμος να εκδικηθείς τομ θάνατο των γονιών σου». Ο Λέανδρος
είχε ηρεμήσει. Κάθισε ανακούρκουδα με τα χέρια του στο πρόσωπό του. Ο
Βόρυς είχε απομακρυνθεί εδώ και ώρα. Δεν άντεχε άλλο αυτήν την έκρηξη
συναισθημάτων. Γι’ αυτόν ο πόνος που ένιωθε ο Λέανδρος ήταν δεκαπλάσιος
στην ψυχή του. Η Διώνη τύλιξε τον Λέανδρο μέσα στην αγκαλιά της. Ήθελε
να του σταθεί εκείνη την ώρα της απόγνωσης, που ένιωθε ότι έχανε τον
δρόμο του. Ο Βυλτώρ τους άφησε μόνους κι έψαξε τον Βόρυ. Οι
συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές δεν ήταν το καλύτερό του κι ήθελε όσο
γινόταν να τις αποφεύγει.
«Λέανδρε, εγώ θα σε βοηθήσω να πάρεις την εκδίκησή σου», αυτός της
χαμογέλασε. Τα μάτια του ήταν υγρά και κατακόκκινα από τη συγκίνηση και
το ξέσπασμα.
«Ποτέ δε θα σε έβαζα σε κίνδυνο Διώνη, το ξέρεις. Είναι τόσα πολλά τα
συναισθήματα που έχω μέσα μου. Πόνος και θλίψη. Έχουν γίνει όλα μια
μπάλα κι έχουν κολλήσει στον λαιμό μου. Νιώθω ότι δεν μπορώ ν’
αναπνεύσω».
334 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
«Πάμε να το πούμε και στους άλλους» του είπε και τον τράβηξε προς το
τούνελ από το οποίο είχαν έρθει. Ο Λέανδρος χαμήλωσε το πρόσωπο φανερά
απογοητευμένος. Ένιωσε την έμμεση άρνησή της, δεν ήθελε να το παραδεχτεί
αλλά του φάνηκε ότι υπήρχε κάποιος ακόμα που τη διεκδικούσε. Τη δεδομένη
στιγμή δεν είχε επιλογή, φόρεσε το πιο μεγάλο του χαμόγελο, όση πίκρα κι αν
ένιωθε μέσα του και μπαίνοντας μπροστά την καθοδήγησε προς την έξοδο. Ο
ενθουσιασμός του έδωσε νέα δύναμη και ορμή και δεν μπορούσε να
συγκρατηθεί. Το τούνελ ήταν σκοτεινό, η νέα προοπτική της ζωής του όμως
έδωσε φως στα μάτια του για να βρει τον δρόμο του. Από πίσω του έτρεχε η
Διώνη ακολουθώντας τον τρελό ρυθμό του.
«Περίμενε λίγο, δε βλέπω τίποτα μπροστά μου», ο Λέανδρος όμως δεν
την άκουγε. Έτρεχε σαν τρελός, χαμένος στις σκέψεις του. Δε βρισκόταν μέσα
στο τούνελ της πηγής της γνώσης. Εκείνη τη στιγμή με το μυαλό του διέσχιζε
τα μονοπάτια και τις οδούς που θα περνούσε. Έβλεπε μπροστά του να τον
περιμένουν οι άνθρωποι που θα γνώριζε και τα λόγια που θα αντάλλασε μαζί
τους. Τα μέρη που θα επισκεπτόταν κι οι υπερβάσεις που θα έκανε για να
ξεπεράσει τους σκοπέλους. Μα, πάνω απ’ όλα στο μυαλό του εμφανιζόταν η
εικόνα των γονιών του που θα ήταν ο οδηγός που θα τον καθοδηγούσε στις
πιο μαύρες ώρες αλλά και τις μεγαλύτερες χαρές που ήλπιζε ότι θα
υπερτερούσαν, μέχρι να πετύχαινε τον στόχο και να επέστρεφε θριαμβευτής
στη γενέτειρά του, για να διεκδικήσει αυτό που ήταν δικαιωματικά δικό του.
Μόλις σκαρφάλωσαν στα κοφτερά δόντια του δράκου, συνάντησαν
τους άλλους δύο. Ορμώμενοι από την αγωνία τους για το τι είχε συμβεί,
έτρεξαν προς το μέρος του Λέανδρου και της Διώνης. Όσην ώρα οι δυο τους
ήταν μέσα στη σπηλιά ο Βυλτώρ ασχολήθηκε με το τάισμα των αλόγων κι ο
Βόρυς κάθισε κάτω από ένα δέντρο και μ’ ένα κλαδάκι σκάλιζε το χώμα
δημιουργώντας σχήματα και παραστάσεις που αμέσως τα διέγραφε. Ο
Λέανδρος τους διηγήθηκε τι του είχε αποκαλύψει η πηγή της γνώσης και τις
δικές του αποφάσεις. Δε χρειάστηκε πολύ. Ο Βόρυς τον ακούμπησε με το χέρι
του στον ώμο, δείχνοντάς του μ’ αυτόν τον τρόπο την συμπαράστασή του.
«Από πού θα ξεκινήσουμε;» του είπε χαμογελώντας.
«Δεν έχω ιδέα Βόρυ», ο Λέανδρος αμέσως έστρεψε τη ματιά του στον
Βυλτώρ. Ήταν ο μόνος που δεν είχε μιλήσει ακόμα.
«Νομίζετε ότι θα είναι εύκολο αυτό που σκέφτεστε να κάνετε, δεν
ξέρετε καν πώς να κάνετε την αρχή» είπε ο Βυλτώρ.
«Δεν έχουμε κάποια άλλη επιλογή, Βυλτώρ, είναι κάτι που πρέπει να
γίνει. Θα τον βρούμε τον δρόμο μας». Ο Βυλτώρ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Οι
336 Στέλλα Χαβενετίδου
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
υπόλοιποι κρέμονταν από τα χείλη του. Το γνώριζαν όλοι πολύ καλά ότι δε θα
έφταναν μακριά χωρίς αυτόν.
«Πού έβαλες τον πάπυρο που σου έδωσε η Καλλιρόη;» Ο Λέανδρος τον
έβγαλε από το πουκάμισό του που τον είχε βάλει για να τον προστατέψει. Τον
κράτησε στα χέρια του και τον άνοιξε. Η σφραγίδα έσπασε πάλι στα δύο κι η
κορδέλα έπεσε στο υγρό χώμα. Προς μεγάλη έκπληξη των παιδιών ο χάρτης
ήταν κενός, δεν υπήρχε τίποτα σχεδιασμένο πάνω του.
«Μα, δεν καταλαβαίνω» είπε ο Λέανδρος προβληματισμένος και
κοίταξε τον Βυλτώρ περιμένοντας μια απάντηση.
«Περίμενε λίγο και θα φανερωθεί μπροστά στα μάτια σου το επόμενό
μας βήμα», ο Λέανδρος χαμογέλασε αμυδρά νιώθοντας ανακούφιση που ο
Βυλτώρ θα ερχόταν μαζί του. Πράγματι, σε λίγα δευτερόλεπτα, η ασημένια
γραμμή που σχεδίαζε τον σκελετό των φύλλων του δάσους, έκανε την
εμφάνισή της πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί. «Είναι η Ασημένια Γραφίδα, όπως
καταλάβατε το σήμα κατατεθέν του δάσους της Καλλιρόης. Αυτή είναι που τα
δημιούργησε όλα και συνεχίζει να τα σχεδιάζει όλα, να τα συντηρεί για τα
μάτια μας, τουλάχιστον για όσο καιρό θέλει αυτή. Το ίδιο ισχύει και για εδώ. Η
Γραφίδα θα σχεδιάσει αυτό που θέλει το μυαλό σου, είναι μαγεμένη εδώ να
υποδείξει τη θέση των πέντε σφραγίδων. Όχι όμως όλων μαζί αλλά μια μία,
όπως τις έκρυψε κι ο πατέρας σου, με την ίδια σειρά». Ενώ ο Βυλτώρ μιλούσε,
η γραφίδα σχεδίαζε και με την ασημένια λάμψη της δημιουργούσε τον χάρτη
μιας ευρύτερης περιοχής του βασιλείου.
Τα παιδιά μαγεμένα την παρακολουθούσαν να σχεδιάζει με ακρίβεια
λεπτομέρειες που ούτε όσοι είχαν βρεθεί σε εκείνα τα μέρη δε θα γνώριζαν ότι
υπήρχαν. Κάτι τους φάνηκε οικείο στην εικόνα όσο ολοκληρωνόταν το
σχέδιο. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ψάχνοντας με τα μάτια τους να
ελέγξουν αν ήταν αλήθεια αυτό που είχε περάσει από το μυαλό τους. Δεν ήταν
πολλά μέρη που ανταποκρίνονταν στην περιγραφή. Παντού θάλασσα και μόνο
μια υπόνοια στεριάς στη μέση. Ψηλά δέντρα σκέπαζαν τον ουρανό και
παρείχαν κάλυψη στο απροσπέλαστο κάστρο, χτισμένο πάνω στα απόκρημνα
βράχια του γκρεμού. Δεν υπήρχε αμφιβολία, η Γραφίδα τους έστελνε πίσω στο
κάστρο. Κι εκεί, στο κέντρο ακριβώς του πάπυρου, σ’ ένα παράθυρο του
ορφανοτροφείου, η Γραφίδα σταμάτησε καταδεικνύοντας το μέρος όπου είχε
αποτεθεί η πρώτη σφραγίδα.
«Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να επιστρέψουμε στο ορφανοτροφείο»
σχολίασε ο Λέανδρος τερματίζοντας την αμήχανη σιωπή που είχε πέσει στην
Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 337
_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
παρέα. Κι ο ίδιος δεν το πίστευε ότι μετά τα όσα είχε περάσει για να φύγει,
τώρα ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει πίσω.
«Κοίτα το δωμάτιο που δείχνει η γραφίδα, είναι στον πύργο του
Παφνούτη» φώναξε ενθουσιασμένος ο Βόρυς.
«Ναι, δίκιο έχεις» απάντησε η Διώνη δείχνοντας με το δάχτυλό της. Η
απογοήτευση έκανε την εμφάνισή της στο πρόσωπό της. «Είναι αδύνατο,
κανένας ποτέ δε βρήκε την είσοδο για τον πύργο».
«Για όλα πάντα υπάρχει μια είσοδος» συμπλήρωσε ο Βυλτώρ γεμάτος
αυτοπεποίθηση.
«Εσύ έχεις μπει ποτέ μέσα;» τον ρώτησε ο Λέανδρος.
«Όχι» βιάστηκε να απαντήσει ο Βυλτώρ, «αλλά απ’ ό,τι φαίνεται θα
πάω. Τα πράγματα δεν είναι τα ίδια στο κάστρο» συμπλήρωσε, «η Ζηνοβία
είναι φυλακισμένη και να είστε σίγουροι ότι εκεί μόνο εχθρούς έχουμε τώρα,
που θέλουν ότι κι εμείς. Αν καταλάβουν τον λόγο της επιστροφής μας εκεί,
καταλαβαίνετε ότι τερματίζει και την αποστολή μας». Οι υπόλοιποι έγνεψαν
καταφατικά. Καταλάβαιναν και πολύ καλά μάλιστα.
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν» είπε ο Βόρυς δίνοντας το σύνθημα. «Πού θα
βρούμε ιπτάμενα άλογα;» ρώτησε στρέφοντας το βλέμμα του στον Βυλτώρ.
«Βόρυ, αυτή τη φορά δε θα χρησιμοποιήσουμε ιπτάμενα άλογα, θα
πρέπει να πάμε πεζοί».
«Καλή αρχή κάνουμε» σχολίασε αυτός.
«Το σημαντικό είναι ότι θα είμαστε όλοι μαζί, και τώρα δε θα
χωριστούμε» συμπλήρωσε ο Λέανδρος. «Όλοι μαζί έχουμε περισσότερες
πιθανότητες απ’ ότι μόνο ένας». Ο Βόρυς τον κοίταξε καταβάλλοντας μεγάλη
προσπάθεια να κρύψει τη δυσπιστία που έκρυβαν τα λόγια του αυτά. Ήταν
προικισμένος με το χάρισμα της ενόρασης κι όχι με την πρόβλεψη των
μελλούμενων. Ωστόσο ξεκάθαρα διέκρινε ότι το μέλλον της παρέας τους
διαγραφόταν ζοφερό εξαιτίας της δυνατής φλόγας που έκαιγε μέσα και στα
τρία παιδιά και θα ερχόταν η στιγμή που θα έβαζε φωτιά και θα πυρπολούσε
τα σχέδιά τους. Για τώρα το δάσος ανοιγόταν στα πόδια τους. Η ενέργεια της
νεανικής καρδιάς τους, τους φώναζε να προχωρήσουν με τόλμη αψηφώντας
τις κακουχίες, προσηλωμένοι στον στόχο τους, βάζοντας τα δυνατά τους για
να τον πετύχουν.
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό
σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν
άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό.
Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της
πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να
επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη,
καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την
ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και
περιορισμούς.
Μια προφητεία φέρνει αναταραχή στο Βασίλειο των Ρόδων. Στο ορφανοτροφείο
το κόκκινο φεγγάρι προμηνύει συμφορές που σύντομα θα φέρουν τα πάνω κάτω
στην ζωή των παιδιών. Μια απαγωγή θα γίνει εκείνο το βράδυ και μία βιαστική
φυγή. Η συνέχεια φέρνει τους μικρούς ήρωες αντιμέτωπους με καταστάσεις που
δεν πίστευαν ποτέ ότι θα βίωναν. Η μοίρα όλων είναι προδιαγεγραμμένη. Ή
μήπως όχι;
ISBN: 978-618-5040-64-2