Professional Documents
Culture Documents
Hatzilazarou, Basileios Stoa
Hatzilazarou, Basileios Stoa
Hatzilazarou, Basileios Stoa
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
H ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ
Κ Α Ι Η Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η Τ Ο Υ Μ Ν Η Μ Ε Ι Α Κ ΟΥ
Τ Ο Π Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α, Λ Ε Ι Τ Ο Υ Ρ Γ Ι Ε Σ, Σ Υ Μ Β Ο Λ Ι Σ Μ Ο Ι
Δ η μ ή τ ρ ι ο ς Θ. Χ α τ ζ η λ α ζ ά ρ ο υ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ i
ΠΡΟΛΟΓΟΣ iv
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ix
i
5. ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ 242
6. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ 251
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Γ’ 256
Κεφάλαιο Ε’: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΙΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΑ 318
1. Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 319
1.1. Τα Ανάκτορα των Μουσών και η Δημόσια Βιβλιοθήκη 321
1.2. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του έτους 425 335
1.3. «Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui» και
η Βασίλειος Στοά 348
1.4. Η Βασιλική των Παιδευτηρίων από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα 360
2. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 364
3. ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ 370
4. ΑΠΟΗΧΟΙ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 378
4.1. Η παράδοση του Οικουμενικού Διδασκαλείου 379
4.2. Απόηχοι ενός χαμένου μνημείου 390
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Ε’ 401
ii
3. ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 441
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΤ’ 445
iii
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κάθε πόλη έχει την δική της Ιστορία. Αλλά μέσα στην ιστορία του κόσμου μας
ελάχιστες πόλεις περιβλήθηκαν την αίγλη που περιβάλλει την
Νινευής, της Βαβυλώνας, της Περσέπολης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας,
της Ρώμης. Η Πόλις των ονείρων, των θρύλων, των καημών και των θρήνων του
Ενυποστάτου Σοφίας, του Μονογενή Υιού και Λόγου του Θεού, Κυρίου Ιησού
Ηρακλείου, των Ισαύρων, των Μακεδόνων, των Κομνηνών, των Αγγέλων, των
Αγίου Ρωμανού και την αξιοπρέπεια του γένους με το αίμα του τα ξημερώματα
Αυτή η Πόλη, σήμερα, βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα
iv
λείψανα των τειχών, των εκκλησιών, των κινστερνών, των στηλών, των
και τα αόρατα, αυτά που κρύβονται καλά θαμμένα μέχρι σήμερα στο υπέδαφος
πλέον μόνο στο περιβάλλον των κειμένων. Η έρευνα των ορατών, των αοράτων
Κωνσταντινούπολης.
Στην ελληνική γλώσσα ο όρος μνημείο είναι παράγωγο της λέξης μνήμη.
«μαρτυρία της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του
περιόδου, όπως κάθε άνθρωπος, όσο και αν ανήκει στο ανθρώπινο γένος,
αποτελεί πάντοτε άμεση συνέχεια και φυσικό κληρονόμο των γονέων, που τον
Η σύνθετη σχέση της μνήμης και του μνημείου, όπως αποτυπώνεται στα
διδακτορικής διατριβής στον ευαίσθητο χώρο της τοπογραφίας μίας Πόλης, όπου
2Νόμος υπ’ αρ. 3028/2002: «Για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής
Κληρονομιάς», άρθρο 2, παράγραφος α.
v
μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης με οδηγό ένα από τα λιγότερο
Βασίλειο ή Βασιλική Στοά. Ένα μνημείο, που εξαιτίας της περίπλοκης ιστορίας,
μεταμορφώνεται συνεχώς στο περιβάλλον των κειμένων και στο πεδίο της
Σπουδών μου στην ειδίκευση της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας
ευγνωμοσύνη μου σε μία σειρά προσώπων και ιδρυμάτων που συνέβαλαν στην
προσκύνηση και δοξολογία προς τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό και την Υπεραγία
Θεοτόκο για όλες τις ευεργεσίες, αλλά και τη χάρη που μου δόθηκε αναξίως να
μελετήσω ένα κομμάτι από τη Βασιλεύουσαν Πόλιν του γένους μας, την Πόλη
Πετρίδη, την δασκάλα μου, ομότιμη καθηγήτρια κα Μαίρη Παναγιωτίδη και τον
και τις πολύτιμες συμβουλές τους, αλλά και τα υπόλοιπα αξιότιμα μέλη της
και τον λέκτορα κ. Γεώργιο Πάλλη για τον ευσυνείδητο κόπο, τις εύστοχες
vi
παρατηρήσεις και τη θετική αξιολόγηση τους. Ευχαριστίες εκφράζω προς τους
προϊσταμένους μου στη 2η ΕΒΑ - ΕΦΑΚΥΚ του ΥΠ.ΠΟ.Α., ιδιαιτέρως προς την κα
ολοκλήρωση της έρευνάς μου. Ακόμη εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς το
Fellowship for the Mediterranean Basin and Middle East 2012», χάρη στην οποία
τον έλληνα πρόξενο στην Πόλη, κ. Βίκτωρα Μαλιγκούδη, καθώς και τον κ.
3 Chatzilazarou D., «Visualizing a Lost Monument of Early Constantinople. The Basilica or Basileios
Stoa», στο «Προσλήψεις του Βυζαντίου. Παράδοση και τομές», τιμητικός τόμος για τις ομότιμες
καθηγήτριες του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μ. Παναγιωτίδη και Σ. Καλοπίση-Βέρτη, στη σειρά
BAR (υπό δημοσίευση).
vii
Εταιρείας4 κατά τα έτη 2011-2015 και σε άλλες ευκαιρίες5, ενώ κάποια
Χρυσός, τον οποίο ευχαριστώ για την καλόπιστη κριτική και τις παρατηρήσεις
του. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω, ακόμη, προς όλους τους συναδέλφους μου
στην πάλαι ποτέ 2η ΕΒΑ και νυν ΕΦΑΚΥΚ του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι
Τέλος, χωρίς λόγους αντάξιους ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου τους
γονείς μου, Θεμιστοκλή και Δέσποινα, την αδελφή μου, Ασπασία και τις κόρες
μου, Σοφία και Ζωή, για τη βοήθεια, την υπομονή, την ανοχή και τη στήριξή τους
όλα αυτά τα δημιουργικά, αλλά δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία η απαξίωση του
Βασιλική Στοά του αρχαίου κόσμου στο μνημειακό και γλωσσικό περιβάλλον της
πρωτοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης», Επιστημονική Συνάντηση: «Προσλήψεις του Βυζαντίου.
Παράδοση και τομές» προς τιμήν των Ομότιμων Καθηγητριών Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Σοφίας
Καλοπίση-Βέρτη και Μαρίας Παναγιωτίδη-Κεσίσογλου, Αθήνα, 30.01-01.02.2014. Chatzilazarou D.,
«Looking and Seeing the Invisible: Re-visualizing a Lost Monument of Early Constantinople, the
Basilica or Basilike Stoa», Workshop “Vision and Meaning in Byzantium”, Κωνσταντινούπολη,
Πανεπιστήμιο Koç, 16 Ιουλίου 2012.
6 Χατζηλαζάρου Δ., «Το διάδημα ‘’διὰ μαργαρίτων καὶ λίθων τιμίων’’ του Μεγάλου Κωνσταντίνου»,
Κατάρτισις, τεύχ. 16 (Μάιος-Ιούνιος 2014), 23-28. Χατζηλαζάρου Δ., «Η αφιέρωση της Μεγάλης
Εκκλησίας του Χριστού της Κωνσταντινούπολης στη Σοφία του Θεού», Κατάρτισις, τεύχ. 10 (Μάιος-
Ιούνιος 2013), 19-28.
viii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Οι ερμηνείες για την αστική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης είναι εύθραυστες, όχι
μόνο διότι προϋποθέτουν την υποκειμενική αξιολόγηση γνωστών και σαφέστατων
ενδείξεων, αλλά επίσης, διότι οικοδομούνται επάνω σε συμπεράσματα που μπορεί
εύκολα να αμφισβητηθούν από την αντικειμενική αξιοποίηση δεδομένων, τα οποία
παλαιότερα αγνοούνταν ή είχαν λανθασμένα ερμηνευθεί σχετικά με την τοπογραφία,
τη χρονολόγηση και τις λειτουργίες μεμονωμένων θέσεων. Η σωστή ταύτιση ενός μικρού
κομματιού αυτού του ‘’παζλ’’ μπορεί να σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της εικόνας που
είχαν ήδη λανθασμένα συναρμοστεί βρίσκουν ξεκάθαρα την ακριβή τους θέση – συχνά
με έναν απροσδόκητο τρόπο και με επιπτώσεις που φθάνουν πολύ μακριά. Οικεία
αρχαιολογικά ευρήματα αποκτούν μία εντελώς διαφορετική σημασία, όταν το
περιβάλλον της ανακάλυψής τους επανελέγχεται μαζί με μία κριτική επανεξέταση
εξίσου οικείων γραπτών πηγών.»
Paul Magdalino7
Βασίλειο Στοά, την έδρα των Παιδευτηρίων, της Βιβλιοθήκης, των Δικαστηρίων
και του Τυχαίου της Πόλης. Ο όρος μνημειακό κέντρο δηλώνει το συγκρότημα
Σύγκλητο, τη Βασιλική, το Μίλιον, την Αγία Ειρήνη και την Αγία Σοφία (εικ. 1).
κόσμου, το μεγαλείο του οποίου αποτυπώνεται ακόμη στα υλικά κατάλοιπά του.
ix
αυτοκρατορίες είχε ως συνέπεια, πέρα από τη φυσική φθορά και διάβρωση,
μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε Μουσείο το έτος 1934 υποβλήθηκε από τον
Η αυξανόμενη τουριστική κίνηση κατά το δεύτερο μισό του 20ού και τις
αρχές του 21ου αιώνα οδήγησε στην ανεξέλεγκτη πυκνή δόμηση της περιοχής
(τουρκ. Sultanahmet), εκτός από την έκταση που αντιστοιχεί στον Ιππόδρομο και
θαμμένο σε βάθος μερικών μέτρων κάτω από τη σύγχρονη «εἰς τὴν Πόλιν»-
του, χάρη στα οποία συνιστά το τουριστικό επίκεντρο της Πόλης και ολόκληρης
της Τουρκίας. Η μνημειώδης κλίμακα των ορατών λειψάνων του, ιδιαίτερα του
Η πρόοδος της αρχαιολογικής έρευνας κατά τον 20ό και 21ο αιώνα στα
μνημειακά κέντρα άλλων μεγάλων πόλεων του αρχαίου κόσμου, όπως της
Αθήνας, της Ρώμης, της Εφέσου, προσέφερε όχι μόνο την αποκάλυψη,
της αρχαιότητας, από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία μέχρι τη γλυπτική,
x
Σε αντιδιαστολή το μνημειακό κέντρο της πρωτεύουσας της χριστιανικής
δραστηριότητας περιστρέφεται διαχρονικά γύρω από τον χώρο αυτό, ακόμα δεν
του. Αγνοούμε απλά ζητήματα, όπως για παράδειγμα, εάν ο Ιππόδρομος και οι
xi
Από την εποχή του πρώτου ευρωπαίου ερευνητή της Βυζαντινής Πόλης,
είδη της ελληνικής γραμματείας από τον 4ο μέχρι και τον 15ο αιώνα, ενώ
αράβων και ρώσων επισκεπτών. Τα τελευταία χρόνια έχουν αξιοποιηθεί από την
κεφάλαιο (Β.1) της εργασίας μας. Διαπιστώνουμε ότι παρά την πρόοδο της
δυνατότητα να αποκαταστήσει.
και η Βασιλική Στοά, κυρίως εξαιτίας του ασαφούς λειτουργικού χαρακτήρα και
xii
της απροσδιόριστης χρονολόγησης της αρχικής φάσης τους. Τα γειτονικά αυτά
μεγάλη σημασία.
βασικά ζητήματα της σύνθεσης του μνημειακού κέντρου της Πόλης μέσα από τη
μνημειακό περιβάλλον του. Δεύτερον, επειδή πολλές γραπτές μαρτυρίες από τον
4ο μέχρι και τον 14ο αιώνα παρέχουν στοιχεία για τη μορφή, τη διακόσμηση και
καθιστά εφικτή μία διαφορετική «ανάγνωση» του μνημείου και της σχέσης με το
μνημειακό περιβάλλον του «με έναν απροσδόκητο τρόπο και με επιπτώσεις που
xiii
κατάλοιπο. Στη Notitia Urbis Constantinopolitanae13 (περ. 423-427), ένα διοικητικό
λόγο για την κατασκευή της υπόγειας Βασιλικής Κινστέρνας από τον
του 16ου αιώνα από τον Gilles, όταν «ανακάλυψε» τη Bασιλική Kινστέρνα.15 Με
απόληξης της Μέσης Οδού (Ρηγίας), και εντάσσεται οργανικά στο τοπογραφικό
πλαίσιο και τον ιστορικό χώρο του αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της
στο περιβάλλον των πηγών δυσχέρανε την αναγνώριση του μνημείου και την
οικοδόμημα, που κατελάμβανε μία τόσο μεγάλη επιφάνεια, απέναντι από τον
μελέτη της τοπογραφίας και της ιστορίας του μνημειακού κέντρου της Πόλης
13 Notitia Urbis, 232.V.1-233.V.14. Για τη χρονολόγησή της, βλ. Speck P., «Der Mauerbau in 60 Tagen»,
στο Beck, Studien, 135-178, κυρίως 144-150. Επίσης, βλ. Bardill, Brickstamps, 123-124. Berger, «Regionen
und Strassen», 350-351. Matthews, «Notitia Urbis», 82-84.
14 Βλ. Γ.1.10.
15 Gilles, De Topographia, 119 (II.ΧΧ): «Ex quibus intelligere possumus regiam porticum, et Basilicam
cisternam in eodem loco fuisse. Porticus regia non extat…». Ακόμη, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 471-472.
xiv
του Κωνσταντίνου. Οι γνώσεις μας γύρω από την αρχιτεκτονική μορφή και την
απαντήσεις σε απλά ερωτήματα, όπως πότε ιδρύθηκε, ποια υπήρξε η σχέση της
Κωνσταντινούπολης.
δεδομένων γύρω από το μνημειακό κέντρο της Πόλης και το συγκρότημα της
των κεντρικών δημόσιων αστικών χώρων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής
περιόδου. Η ίδια η έννοια «μνημειακό κέντρο» είναι τεχνητός όρος, ο οποίος δεν
έχει μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί στη μελέτη του συγκροτήματος, που περιβάλλει
xv
περιβάλλον του. Χάρη στις νεότερες εξελίξεις στον τομέα της ανακτορικής
τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο με επιρροές από τα ανάκτορα της Μέσης
Ανατολής και της Αιγύπτου μέσω των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου. Μία
έγκειται στο γεγονός ότι στο εσωτερικό ή στο άμεσο περιβάλλον τους
Gros19, H. Lauter20 και W. Hoepfner21 εξετάζουν πώς η παράδοση αυτή από την
αγορών και forum, των μεγάλων πόλεων του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Νεότεροι
Zanker23 για τη Ρώμη, του Ευαγγελίδη24 για τις Αγορές του ελλαδικού χώρου, της
Raja25 για μεγάλα αστικά κέντρα της ρωμαϊκής Ανατολής διερευνούν τους
17 Lévy, Le système palatial. Hoepfner-Brands, Basileia. Nielsen I. (επιμ.), The Royal Palace Institution in the
First Millenium B.C. Regional Development and Cultural Interchange between East and West, Monographs of
the Danish Institute at Athens, τ. 4, Aarhus 2001.
18 Nielsen, «Oriental Models». Nielsen, Hellenistic Palaces.
22 Alcock, Graecia Capta. Alcock, Archaeologies of the Greek Past. Alcock, «Reconfiguration of memory».
xvi
κατανοητά ως φορείς συμβολικών και ιδεολογικών μηνυμάτων. Ακόμη, για τη
για την πολεοδομική εξέλιξη στην περιοχή της Μικράς Ασίας, του Gros28 για τους
αυτοκράτορα να αναδείξει το Βυζάντιο σε Πόλη της Νίκης του αμέσως μετά την
Στρατηγίου στο πλάτωμα γύρω από το Ιερό Παλάτιο κατά τη μετάβαση από το
αυτοκρατορική έδρα και μόνιμη κατοικία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, καθώς και
την ανάδειξη του μνημειακού κέντρου του σε νοητό κέντρο της αυτοκρατορίας.
xvii
κατάσταση διατήρησης) και το πολυσύνθετο λειτουργικό, συμβολικό, βιωματικό
χρήσεων που διαθέτει, αποτελεί ιδανική περίπτωση για τη μελέτη ενός χαμένου
υλικού οργανισμού μέσα από την εξέλιξή του ως σημαίνοντος και σημαινομένου
ενός καταλόγου με όλες τις αναφορές της Βασιλικής στη βυζαντινή γραμματεία
Στοάς στο πλαίσιο της εξέλιξης των στωικών και αγοραίων οικοδομημάτων της
ἀγορᾶς τετραστόου» με την Βασίλειο Στοά σε τρεις άξονες, στην τοπογραφία του
xviii
δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας θα επαναπροσεγγίσουμε τον λειτουργικό
χαρακτήρα του μνημείου που φιλοξένησε την ανώτερη παιδεία, την δικαιοσύνη
και το Τυχαίο της Πόλης, υπό το φως νεότερων ευρημάτων. Ιδιαίτερα καθίσταται
μεταφορά της έδρας της ανώτερης εκπαίδευσης από τη Βασιλική στο Καπιτώλιο
το έτος 425 και το δεύτερο στην απόρριψη του αφηγήματος του λεγόμενου
τις ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στο πεδίο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας στα
κέντρο μέσα από την ιδιομορφία του ιδρυτικού εγχειρήματος του Κωνσταντίνου,
χωροθέτηση του μνημειακού κέντρου του Βυζαντίου και τον προσδιορισμό των
xix
τις επεμβάσεις που έλαβαν χώρα κατά την βυζαντινή και την οθωμανική
περίοδο και καθόρισαν την εξέλιξη και τη νεότερη διαμόρφωση του χώρου,
έρευνας του μνημειακού αυτού χώρου και των οικοδομημάτων του. Ακολούθως
της Ρώμης, των τετραρχικών εδρών και των βασιλικών πόλεων του ελληνιστικού
Βασιλείου Στοάς στη γραμματεία, το ιστορικό της έρευνάς της, διάγραμμα της
ιστορικής εξέλιξής της καθώς και τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη θέση, τη
μορφή και τον διάκοσμό της. Ακόμη διερευνώνται οι ονομασίες της με επίκεντρο
δικαστηρίων και του Τυχαίου της Πόλης. Ακόμη διερευνάται η επιβίωση του
του κατά τον 8ο αιώνα και επανεξετάζεται με ανανεωμένα κριτήρια το θέμα του
xx
παράδοση της ελληνιστικής βασιλείας. Επισημαίνονται οι πνευματικές ζυμώσεις
ιδανικά της αρχαίας βασιλείας, τη Σοφία και τη Δικαιοσύνη. Μέσα από την
xxi
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ
ΚΟΣΜΟΥ
ίδρυση της Κωνσταντινούπολης στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου ως ένα από τα
έκρηξη αυτή δεν υπήρξε το αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα στάθηκε η αιτία μιάς
ξεκίνησε κατά το δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα στην περιοχή της Προποντίδας
στη νότια είσοδο των Στενών του Βοσπόρου και η οποία, όπως θα δούμε, δεν
αναγκαιότητα.
έτους 306 στο Eboracum (σημερινό York) της Βρετανίας, όταν αμέσως μετά τον
1 Macdonald, Urban Appraisal, 30: «one of the most impressive exercises in city-making ever
undertaken». Παρόμοια εκφράζεται και ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 39: «ἕνα ἀστικὸ
φαινόμενο ἐξαιρετικοῦ μεγέθους».
2 «Imperator Caesar Flavius Valerius Constantinus Augustus», βλ. Millar, Emperor, 675. Σχετικά με τον
βίο και τις μετακινήσεις του Κωνσταντίνου μέσα από επίσημα τεκμήρια, βλ. Barnes, New Empire, 39-
43, 68-80.
1
λεγεώνες τον ανακήρυξαν Αύγουστο.3 Ο βασικότερος ενδιάμεσος σταθμός αυτής
της πορείας υπήρξε η βιβλική νίκη4 του Κωνσταντίνου στη Μιλβία γέφυρα στις
28 Οκτωβρίου 312 και η θριαμβευτική είσοδός του ως ελευθερωτή στη Ρώμη μετά
τον καταποντισμό του σφετεριστή Μαξεντίου και μεγάλου μέρους του στρατού
Σεπτεμβρίου του έτους 324 στην πεδιάδα της Χρυσόπολης6, απέναντι από την
λεγεώνες του Μεγάλου Κωνσταντίνου νίκησαν κατά κράτος τις λεγεώνες του
Λίγο μετά τη νίκη του και την κατάκτηση του ανατολικού τμήματος της
3 Bardill, Constantine, 83-86. Bidwell, «Constantius and Constantine», 31-40. Lenski, «Reign of
Constantine», 61-62, σημ. 16. Stefan A., «Les jeux d’ alliances des Tétrarques en 307-309 et l’élévation de
Constantin au rang d’Auguste», AT 14 (2006), 187-216, κυρίως 202-203. Ακολούθως, το έτος 307
αναγόρευσε τον Κωνσταντίνο Αύγουστο και ο Μαξιμίνος. Ο πρώτος Αύγουστος μετά την
παραίτηση του Διοκλητιανού, Γαλέριος, αναγνώρισε, αρχικά, το έτος 306 τον Κωνσταντίνο ως
Καίσαρα και το έτος 310 ως Αύγουστο.
4 Ο Ευσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 828.19-830.6 (ΙΧ.9.4-5) και Βίος Κωνσταντίνου, 34.26-35.5 (Ι.38.1-
2) παραβάλλει τον καταποντισμό του Μαξεντίου με εκείνον του Φαραώ και του στρατού του στην
Ερυθρά θάλασσα. Ακόμη βλ. Bardill, Constantine, 93, 363.
5 Για τα γεγονότα βλ. Bardill, Constantine, 92-93. Donciu R., L’empereur Maxence, Μπάρι 2012, 181-191.
Lenski, «Reign of Constantine», 69-72 και σημ. 56. Odahl, Constantine, 107-112. Potter, Constantine, 142-
145.
6 Lenski, «Reign of Constantine», 75-76. Odahl, Constantine, 179-181. Potter, Constantine, 213-214.
7 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 80.16-17 (ΙΙ.23.1): «Λικιννίου δὲ φυγόντος εἰς τὸ Βυζάντιον, ὁ Κωνσταντῖνος
«invictus» από το έτος 311 για να δηλώσει τη στενή σχέση του με τον θεό Sol, ίσως ακόμη και για να
ανακαλέσει μνήμες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο όρος «Ἀνίκητος» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά
για τον Αλέξανδρο και εισήλθε στον επίσημο τίτλο του ρωμαίου αυτοκράτορα από την εποχή του
Κομμόδου, βλ. Weinstock, «Victor», 212-215, 241-246. Fears, «Theology of Victory», 814, σημ. 397.
9 Ο Salway, «Constantine Augoustos», 38, σημ. 7, επισημαίνει ότι ο τίτλος του Κωνσταντίνου στα
λατινικά για το διάστημα 312-324 είναι: maximus pius felix invictus Augustus και για το διάστημα
324-330: maximus pius felix victor Augustus/maximus victor semper Augustus. Ο Weinstock, «Victor»,
243-245, υποστηρίζει ότι οι δύο προσηγορίες, «Invictus» και «Victor», βρίσκονταν σε παράλληλη
χρήση, αλλά μετά τη νίκη επί του Λικινίου σταμάτησε εντελώς η χρήση της πρώτης. Ακόμη, βλ.
Odahl, Constantine, 182.
10 Αυτός ο εικονογραφικός τύπος του Κωνσταντίνου συνιστούσε ρήξη με την παράδοση της
Τετραρχίας και ειδικότερα με τον τύπο του γενειοφόρου αυτοκράτορα, που είχε επικρατήσει στην
2
στις νομισματικές εκδόσεις, τον πολιτικό στέφανο βελανιδιάς11 του σωτήρα του
εικονογραφία από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., βλ. Bardill, Constantine, 11-24, 397. Hannestad N.,
«The Ruler Image of the Fourth Century: Innovation or Tradition», ActaAArtHist 15 (2001), 93-107.
11 Ο πολιτικός στέφανος από βελανιδιά, με τον οποίο αποδιδόταν τιμή στον σωτήρα του κράτους
κατά τη ρωμαϊκή παράδοση απέβη ηγεμονικό έμβλημα και δυναστικό σύμβολο στα χρόνια του
Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. Zanker, Αύγουστος, 134. Η αντικατάστασή του από το διάδημα
σύμφωνα με τον Bruun, Constantine, 43-46 συνδέεται με μία νέα αντίληψη της αυτοκρατορικής
εξουσίας. Η Alföldi, Constantinische Goldprägung, 135 αποσυνδέει την αλλαγή αυτή από τα γεγονότα
του 324 και θεωρεί ότι έλαβε χώρα κατά τα έτη 326-327 μετά τον θάνατο του Κρίσπου. Η Popović,
«Diadem», 116-118 χρονολογεί την αλλαγή αμέσως μετά τη νίκη στη Χρυσόπολη και διακρίνει τα
στάδια εξέλιξης της εικονογραφίας του διαδήματος. Στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου
το διάδημα ενσωματώνεται στην επίσημη αυτοκρατορική ενδυμασία, βλ. Αὐρήλιος Βίκτωρ,
Επιτομή De Caesaribus, 41.14: «Habitum regium gemmis et caput exornans perpetuo diademate».
Ευσέβιος, Τριακονταετηρικός, 205.14-15 (V.6) «ἐσθῆτά γε μὴν χρυσοϋφῆ ποικίλοις ἄνθεσιν
ἐξυφασμένην ἁλουργίδα τε βασιλικὴν σὺν αὐτῷ διαδήματι…». Διάδημα έφερε ακόμη και το νεκρό
σκήνωμα του Κωνσταντίνου, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 148.2-3 (IV.66.2): «…βασιλικοῖς τε
κόσμοις πορφύρᾳ τε καὶ διαδήματι τετιμημένον…». Η χρήση του διαδήματος στην εικονογραφία
του Κωνσταντίνου υπήρξε συστηματική με σαφείς δυναστικές και ιδεολογικές προεκτάσεις. Ο
Smith, «Public Image of Licinius», 177-178, συνδέει την υιοθέτηση του διαδήματος με τη νίκη επί του
Λικινίου, τα επερχόμενα Vicennalia του Κωνσταντίνου και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Ο
Bardill, Constantine, 11-19 και κυρίως 398, καταλήγει ότι ο Κωνσταντίνος με το διάδημα έδινε
έμφαση στην νεοϊδρυθείσα μοναρχία του και συσχέτιζε τον εαυτό του με τον μεγάλο κατακτητή
Αλέξανδρο. Ακόμη, βλ. Van Dam, Roman Revolution, 16-18.
12 Για το διάδημα, βλ. Alföldi A., Die monarchische Repräsentation im römischen Kaiserreiche, Ντάρμστατ
1970, 263-268. Alföldi, Constantinische Goldprägung, 93-95. Delbrueck, Spätantike Kaiserporträts, 56-66.
Μεμονωμένες αναφορές κάνουν λόγο για συγκεκριμένους ρωμαίους αυτοκράτορες που υποτίθεται
ότι φόρεσαν το διάδημα πριν από τον Κωνσταντίνο, βλ. Millar, Emperor, 612, σημ. 11. Τον Αυρηλιανό
αναφέρουν ο Αὐρήλιος Βίκτωρ, Επιτομή De Caesaribus, 35.5: «Iste primus apud Romanos diadema
capiti innexuit, gemmisque et aurata omni veste, quod adhuc fere incognitum Romanis moribus
visebatur, usus est» και ο Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 231.38-39 (ΧΙΙ): «ἐφόρει δὲ διάδημα ἔχον
ἀστέρα». Όμως, ο Smith, «Public Image of Licinius», 177, σημ. 34 απορρίπτει τις αναφορές τους με
βάση τη νομισματική μαρτυρία. Τον Διοκλητιανό αναφέρει μόνο ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν,
11.8-10 (I.4): «…ἄχρι Διοκλητιανοῦ, ὃς πρῶτος στέφανον ἐκ λίθου τιμίας συγκείμενον τῇ κεφαλῇ
περιθεὶς ἐσθῆτά τε καὶ τοὺς πόδας ψηφώσας…». Εντούτοις, στις αναφορές τους για τους
ανατολίζοντες νεωτερισμούς του Διοκλητιανού το διάδημα δεν αναφέρεται καθόλου από πολύ πιο
κοντινούς στα γεγονότα συγγραφείς, όπως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, Rerum Gestarum, XV.5.18, ο
Αυρήλιος Βίκτωρ, Caesares, 39.2-4, ο Ευτρόπιος, Breviarium, 166.10-11 (9.26) που αναφέρει: «Ornamenta
gemmarum vestibus calciamentisque indidit. Nam prius imperii insigne in chlamyde purpurea tantum
erat, reliqua communia» και ο Παιάνιος, Μετάφρασις Εὐτροπίου, 167.13-14 (9.26) που αποδίδει: «καὶ
τιμίους λίθους τοῖς τε ἐσθήμασι καὶ τοῖς ὑποδήμασιν ἐνήρμοσε· πρότερον δὲ τὸ διαφέρον τῆς
βασιλικῆς περιβολῆς ἀπὸ τῆς ἁλουργίδος ἦν μόνης». Αυτό τον νεωτερισμό μόνο δέχεται και ο
Demandt A., Die Spätantike römische Geschichte von Diocletian bis Justinian, 284-565 n. Chr., Μόναχο 1989,
221-222. Ο Smith, «Public Image of Licinius», 181, σημ. 58, θεωρεί ότι οι αναφορές για τη στροφή του
Διοκλητιανού προς ανατολικά πρότυπα οφείλονται σε εχθρικούς προς το πρόσωπό του ιστορικούς,
ενώ στο ίδιο, 177, σημ. 34, απορρίπτει την αναφορά του Delbrueck, Spätantike Kaiserporträts, 56-58, για
τον εντοπισμό διαδήματος σε μερικούς νομισματικούς τύπους του Λικινίου με βάση τα
εικονογραφικά στοιχεία.
3
προς τον ουρανό κατά το πρότυπο της εικονογραφίας του Μεγάλου
ίδρυση μιάς πόλης με το όνομά του στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου (εικ. 6),
και κοντινής στα γεγονότα ανώνυμης λατινικής πηγής του 4ου αιώνα:
primigenius16, πιθανότατα στις 8 Νοεμβρίου του έτους 324, μαζί με την ανάδειξη
γραμμή 15 στάδια δυτικά του τείχους του Βυζαντίου (περίπου 3 χλμ. ή 2 ρωμαϊκά μίλια). Για μία
σύνοψη των τοπογραφικών δεδομένων σχετικά με τον Κωνσταντίνειο περίβολο, βλ. Mango,
Développement urbain, 24-25.
16 Πρόκειται για αρχαία θρησκευτική τελετή, το σημαντικότερο οπτικό μέρος της τελετουργίας της
limitatio, κατά την οποία χαρασσόταν με χάλκινο άροτρο η γραμμή του Pomerium της προς ίδρυση
πόλης. Εξωτερικά της γραμμής αυτής ανεγειρόταν ο οχυρωματικός περίβολος, βλ. Gros,
Architecture Romaine I, 26-27. Rykwert, Idea of a Town, 65-66. Sewell, Roman Urbanism, 25 και σημ. 14. Η
αφήγηση του Φιλοστοργίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 20.6-21.6 (II.9), που παρουσιάζει τον
Κωνσταντίνο: «…τὸν περίβολον ὁριζόμενον βάδην τε περιιέναι, το δόρυ τῇ χειρί φέροντα·»,
φαίνεται ότι διασώζει με «χριστιανικό» ένδυμα τη ρωμαϊκή τελετή, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 36. Potter, Constantine, 241. Rykwert, Idea of a Town, 202. Εάν αυτό ισχύει, τότε η χάραξη
Pomerium αποδεικνύει ότι η Κωνσταντινούπολη, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, ιδρύθηκε με βάση
το ρωμαϊκό τυπικό ως μία νέα Πόλη και όχι ως η προέκταση μιάς παλαιάς. Σε αυτή την περίπτωση
δεν ισχύει ο παραλληλισμός με την Αδριάνεια επέκταση της Αθήνας, που προτείνει ο La Rocca,
«Fondazione», 564-565, 573-575, ο οποίος αλλοιώνει αυθαίρετα τη σημασία του χωρίου του
Φιλοστοργίου. Το Pomerium της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι δεν επεκτάθηκε αργότερα, όταν
οικοδομήθηκαν τα τείχη του Θεοδοσίου, όπως αντίθετα συνέβαινε στη Ρώμη κατά την
αυτοκρατορική περίοδο, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 293-296.
17 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 83.2-5 (58b): «…βασιλεῖ δὲ εἰκότως συναυξάνεται πόλις
ἡ τῆς βασιλείας ἡλικιῶτις. πυνθάνομαι γὰρ ὡς καὶ ἠμφίασεν ὁμοῦ ὁ γεννήτωρ τό τε ἄστυ τῷ
κύκλῳ καὶ τὸν υἱέα τῇ ἁλουργίδι». Σχετικά βλ. Bruun, Constantine, 69 και σημ. 6. Dagron, Γέννηση
μιάς πρωτεύουσας, 36. Ο λόγος του Θεμιστίου σύμφωνα με τον Dagron, «Témoignage de
4
ανάδειξη της μητέρας του, Ελένης, και της συζύγου του, Φαύστας, σε Αυγούστες.
Φαίνεται ότι από την αρχή η ιδρυτική πράξη της Πόλης του Κωνσταντίνου
της υπήρξε ένα σύνθετο γεγονός που υπαγορεύτηκε και εξυπηρέτησε μία σειρά
αυξήθηκε ακόμη περισσότερο κατά τον ύστερο 3ο και τον πρώιμο 4ο αιώνα,
διαδοχικά από τον Διοκλητιανό, τον Γαλέριο, τον Λικίνιο και από τον
Thémistios», 21, 205-212, εκφωνήθηκε το έτος 357. Ο Vanderspoel, Themistius, 250-251 προτείνει ως
πιθανή ημερομηνία την 1η Ιανουαρίου του ίδιου έτους.
18 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 30-31.
19 Millar, Εmperor, 51-54. Για πρωιμότερη περίοδο, βλ. Żyromski M.-Hatłas J., «The military importance
of the Bosporus and the Dardanelles in the Early Roman Empire (Principate)», στο Tsetskhladze, The
Bosporus, 173-177.
20 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.6.2-4. Ἠρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν,
ΙΙΙ.1.5-7. Historia Augusta, Septimius Severus, VIII.12-13. Birley, Septimius Severus, 172. Potter, Roman
Empire, 104. Spielvogel, Severus, 81.
21 Ἠρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν, IV.3.5-9: «...ἠξίουν διαιρεθῆναι τὴν βασιλείαν,
καὶ τὰ μὲν ὑπ' Εὐρώπην πάντα ἔχειν τὸν ᾿Αντωνῖνον, τὴν δὲ ἀντικειμένην ἤπειρον Ἀσίαν τε
καλουμένην πᾶσαν Γέτᾳ παραδοθῆναι…ἤρεσκε δὲ τὸν μὲν ᾿Αντωνῖνον ἐπὶ τῷ Βυζαντίῳ ἱδρῦσαι
στρατόπεδον, τὸν δὲ Γέταν ἐν Χαλκηδόνι τῆς Βιθυνίας, ὡς ἀντικείμενα ἀλλήλοις τὰ στρατόπεδα
φρουροίη τε τὴν ἑκατέρου ἀρχὴν καὶ κωλύοι τὰς διαβάσεις». Για το θέμα αυτό, βλ. Ball, Rome in the
East, 408, 431. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 20-22. Ο όρος «στρατόπεδον» δεν έχει
αποκλειστικά στρατιωτική σημασία, αλλά αποδίδει τον όρο «comitatus», την αυτοκρατορική
συνοδεία, τον μετακινούμενο διοικητικό μηχανισμό, που συνόδευε τον αυτοκράτορα, και τελικά
την αυτοκρατορική έδρα, βλ. Millar, Emperor, 42-43. Η απόδοση του όρου ως: «poste militaire avancé»
από τον Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 35, περιορίζει τη σημασία του.
22 O Millar, Emperor, 51-53, δείχνει ότι η Νικομήδεια είχε προτιμηθεί ως αυτοκρατορικό κέντρο στην
περιοχή, ήδη, από την εποχή των Σεβήρων. Ο Brown, Imperial Cities, 94-95, τη χαρακτηρίζει ως μία
μάλλον συμβολική πρωτεύουσα, συνδεδεμένη με την ανάρρηση και την παραίτηση του
Διοκλητιανού, διότι ο Ιππόδρομός της φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στο τέλος της βασιλείας του,
ενώ ο ίδιος απουσίαζε τα τελευταία 7 χρόνια από την πόλη.
5
Κατά την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τον R. Van dam23, οι σταθμοί-έδρες
αυτοκρατορίας, σχημάτιζαν ένα τόξο κατά μήκος των βόρειων και ανατολικών
συνόρων, που ξεκινούσε από τους Τρεβήρους και κατέληγε στην Αντιόχεια (εικ.
7). Ήδη, από τα μέσα του 3ου αιώνα τα σύνορα του Δούναβη και της Μαύρης
θάλασσας υφίστανται τις πιέσεις των γοτθικών φύλων24, ενώ το σύνορο της
Μεσοποταμίας τις πιέσεις των Σασσανιδών Περσών25, που είχαν ανακάμψει και
οι επιδρομές των Γότθων26 από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας στη Μικρά
Ασία και τα Βαλκάνια κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα ανέδειξαν τα μεγάλα
αμυντικά προβλήματα της περιοχής και τη μέγιστη σημασία της για το αμυντικό
απόστασή της από τα δύο προβληματικά σύνορα της αυτοκρατορίας 28 (εικ. 8). Ο
διάσταση. Θεωρεί ότι ο Βόσπορος και το Βόρειο Αιγαίο ήταν η μοναδική περιοχή
πόλης.
23 Van Dam, Rome and Constantinople, 29-30. Για τις μετακινήσεις των αυτοκρατόρων από τα τέλη του
2ου αι. μ.Χ. μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης βλ. Wilkes, «Provinces and Frontier», 241-252.
24 Brélaz C., La sécurité publique en Asie Mineure sous le Principat (Ier-IIIème s. ap. J.-C.). Institutions
municipales et institutions impériales dans l’Orient romain, Βασιλεία 2005, 296-298. Στις ελληνικές πηγές
οι Γότθοι αποκαλούνται αυτή την περίοδο «Σκύθες».
25 Potter, Roman Empire, 217-262. Wilkes, «Provinces and Frontier», 220-222.
26 Potter, Roman Empire, 245-246, 252, 255, 263-270. Wilkes, «Civil Defence», 187-190. Wilkes, «Provinces
την εποχή του Αυγούστου, βλ. Wilkes J.J., «The Danubian and Balkan Provinces», CAH Χ (1996), 2η
έκδ., 545-585.
28 Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 324-325.
6
βαρβαρικές επιθέσεις και να επανακάμψουν.30 Σε επίπεδο θρησκευτικό, εάν ο
εδώ, βρισκόταν πολύ πιο κοντά από ό,τι στους Τρεβήρους ή τα Μεδιόλανα στην
προθέσεις του Νικητή αυτοκράτορα και πώς συσχετίζονταν μεταξύ τους είναι
και πολιτιστικές συνιστώσες, που σημειώσαμε, είχαν, ήδη, εξυπηρετηθεί και για
Νικομήδεια.
εξαιρετικής θέσης της33, δεν ερμηνεύει πλήρως τις ιδιαιτερότητες του ιδρυτικού
εγχειρήματός της. Ο R. Van Dam34 παρατηρεί ότι η γεωγραφική θέση του αρχαίου
Βυζαντίου υπήρξε άβολη και δεν ήταν προφανής για την ίδρυση μιάς νέας
ότι η θέση είχε σημαντικά μειονεκτήματα, καθώς δεν υπήρχε κάποιο φυσικό
30 Wilkes, «Civil Defence», 189-192. Millar, «Herennius Dexippus», 28-29. Για ένα παράδειγμα
αντίστασης κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης το έτος 254, βλ. Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη»,
162.
31 Για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως χριστιανικής πρωτεύουσας, βλ. Alföldi, Conversion,
σε κείμενα του 1ου αιώνα, στις Πράξεις των Αποστόλων, στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου και
στην Αποκάλυψη του Ιωάννη.
33 Για πρόσφατες διατυπώσεις αυτής της άποψης, βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 25 και Schreiner,
Κωνσταντινούπολη, 35-36.
34 Van Dam, Rome and Constantinople, 50-52. O Vanderspoel, Themistius, 51 προσθέτει ότι μία νέα
πρωτεύουσα στην Ανατολή δεν ήταν απόλυτα απαραίτητη, ενώ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν
στη λάθος ακτή σε σχέση με τη Νικομήδεια και τη Νίκαια.
35 Isaac, Greek Settlements, 237.
7
εμπόδιο, να προστατεύει την πόλη oύτε επάρκεια πόσιμου ύδατος. Ο C. Mango37
πολλές πτυχές των οποίων, ακόμη, μας διαφεύγουν. Πολύ πιο ελκυστική είναι η
ρωμαϊκού κόσμου στην ελληνική Ανατολή.39 Όμως, όπως και ο ίδιος παρατηρεί,
το αποφασιστικό βήμα για την ίδρυση της Πόλης μπορεί να μην είχε ποτέ συμβεί
ή να μην είχε λάβει τελικά τη μορφή, που πήρε, εάν δεν είχε υπάρξει η νίκη του
Κωνσταντίνου στη Χρυσόπολη απέναντι από την αρχαία πόλη του Βυζαντίου.40
είναι η βασική αιτία που «τὰ τείχη προηγήθηκαν τῶν σπιτιῶν καὶ τὰ σπίτια
την ίδρυση της Πόλης του συνέχιζε μία αρχαία παράδοση43 νικητών ελλήνων
για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης με την καταστροφή του Βυζαντίου από τις λεγεώνες του
Σεπτιμίου Σεβήρου και την ανοικοδόμησή του.
41 Ο Woolf, «Roman Urbanization», 3, αναφερόμενος σε πρωιμότερη περίοδο θεωρεί ότι η ίδρυση
κάποιων ρωμαϊκών αποικιών στην Ανατολή, όπως η Κόρινθος, είχε σε μεγάλο βαθμό συμβολικούς
στόχους, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 79. O Kubat, «Morphological history», μελετώντας με τη μέθοδο
της «σύνταξης του χώρου» (space syntax) τη δενδροειδή ανάπτυξη της Οθωμανικής Πόλης ως
πολεοδομική κληρονομιά της ρωμαϊκής-βυζαντινής εποχής, καταλήγει ότι η Κωνσταντινούπολη
παρά τη μακρά περίοδο ισλαμικών επιρροών παραμένει μέχρι σήμερα κυρίως μιά συμβολική
σύνθεση, όπου η δομή του χώρου δεν διαμορφώνεται από την κίνηση των ανθρώπων, αλλά από τη
σχέση του με οικοδομήματα συμβολικού χαρακτήρα.
42 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 40.
43 Για την παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου σχετικά με την ανέγερση αρχιτεκτονικών
συμβόλων νίκης στα πεδία των μαχών και την πολιτική σημασία της ίδρυσης πόλεων μετά από
νικηφόρες μάχες, βλ. Jones, «Cities of Victory». Ο Woolf, «Roman Urbanization», 3 θεωρεί ότι η
ανέγερση πόλεων μετά από νίκες, όπως οι Νικοπόλεις του Αυγούστου και η Μαγνούπολις του
Πομπηίου, αποτελούν ευανάγνωστες δηλώσεις σε ένα προϋπάρχον συμβολικό σύστημα. Για την
ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως συνέχεια αυτής της παράδοσης, βλ. Bardill, Constantine, 251-252.
Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 50.
8
βασιλέων, ρωμαίων στρατηγών και αυτοκρατόρων, που συνέδεσαν μεγάλες
Αλεξάνδρου44 και του Αυγούστου.45 Μάλιστα η νίκη του Κωνσταντίνου, όπως και
η νίκη του Αυγούστου στο Άκτιο, έθεσε τέρμα σε μία μακρά περίοδο δυναστικών
προσέφερε μνημειακή έκφραση στο μήνυμα της νίκης του Κωνσταντίνου και της
44 Για την ίδρυση της Νικόπολης μετά τη μάχη στην Ισσό, βλ. Jones, «Cities of Victory», 106. Ο Fraser
P.M., Cities of Alexander the Great, Οξφόρδη 1996, 20-23, θεωρεί ότι η πόλη, επίσης, γνωστή ως
«Ἀλεξάνδρεια κατ’ Ἰσσόν» δεν ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αλλά ως τέτοια έμεινε στην
παράδοση. Για τη σχέση της πόλης με την νίκη χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ἠρωδιανοῦ,
Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν, III.4.3: «μένει δὲ ἔτι νῦν τρόπαιον καὶ δείγμα τῆς νίκης
ἐκείνης, πόλις ἐπὶ τοῦ λόφου Ἀλεξάνδρεια καλουμένη…». Ο Fraser, στο ίδιο, 23-24, σημειώνει και το
παράδειγμα της «Ἀλεξανδρείας ἐν Γρανίκῳ», η οποία θεωρεί ότι είναι μάλλον εσφαλμένη απόδοση
του ονόματος της Αλεξανδρείας Τρωάδος.
45 Για την ίδρυση της Νικόπολης της Ηπείρου μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο και της Νικόπολης
ανατολικά της Αλεξάνδρειας μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, βλ. Jones, «Cities of Victory», 106-
107. Επίσης, βλ. Doukellis P.N., «Actia Nicopolis: Idéologie imperiale, structures urbaines et
développement regional», JRA 3 (1990), 399-406, κυρίως 402-406. Purcell, «Nicopolitan Synoecism», 76-
78.
46 Πετυχημένη σύγκριση της εποχής του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου στο Van Dam, Roman
Revolution, 1-18, και Fears, «Theology of Victory», 751, 822. Η νίκη του Κωνσταντίνου στη Χρυσόπολη
είναι η πρώτη νίκη σε εμφύλιο πόλεμο, που εξυμνήθηκε δημόσια μετά τη νίκη του Αυγούστου στο
Άκτιο. Μάλιστα το κεντρικό μήνυμα της επιγραφής στην αψίδα του Κωνσταντίνου στη Ρώμη έχει
άμεση σχέση με το πρώτο χωρίο της Res Gestae του Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. Mayer E., «Civil
War and Public Dissent: The State Monuments of the Decentralised Roman Empire» στο Bowden-
Gutteridge-Machado, Social and Political Life, 141-155, κυρίως 145-149. Η πορεία του Κωνσταντίνου
προς τη μονοκρατορία παρουσιάζει αναλογίες με την ανάδειξη του Οκταβιανού Αυγούστου.
Φαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος συνειδητά επεδίωκε να συσχετίζει τον εαυτό του με τον πρώτο
Αύγουστο με τις νεανικές, αγένειες απεικονίσεις του, βλ. Bardill, Constantine, 44-45 ή τη μετατροπή
του αυτοκρατορικού τίτλου στην ανατολή από «Σεβαστός» σε «Αύγουστος», βλ. Salway,
«Constantine Augoustos», ο οποίος συνδέει την αλλαγή με την κατάλυση της αυτοκρατορικής
λατρείας. Ωστόσο, η προβολή της προσηγορίας «Αύγουστος» στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου για
τους ανατολικούς ελληνόφωνους πληθυσμούς θα επέτεινε τον σύνδεσμο του ιδίου με τον ιδρυτή
της αυτοκρατορικής δυναστείας, βλ. Bardill, Constantine, 339. Για την προέλευση του τίτλου, βλ.
Zanker, Αύγουστος, 138-142.
47 Ο Millar, Emperor, 55-56 παρατηρεί ότι η ίδρυση της Πόλης σηματοδοτούσε μία τεράστια αλλαγή
την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, ξεκινούν με μία φράση, η οποία δηλώνει την επανένωση της
αυτοκρατορίας: «ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια τῆς ἐπανένωσης τῆς
αὐτοκρατορίας».
9
Ο G. Woolf49 θεωρεί ότι η ύπαρξη των μεγάλων πόλεων του αρχαίου
από τη δική τους επικράτεια· και δεύτερον, την προθυμία των πολιτικά και
από περιοχές και πάλι πολύ πέρα από τη δική τους επικράτεια. Ειδικά, για τη
μέγεθος της πόλης, για τη συντήρηση του οποίου δαπανήθηκαν επί αιώνες τα
αναδείκνυαν το μνημειακό τοπίο της Αιώνιας Πόλης σε σκηνή για την επίδειξη
δύναμης και ασφάλειας προς τους επαρχιώτες, αλλά και τους εχθρούς της
ρωμαϊκής πολιτείας, και τέλος διαβεβαίωναν ότι η εξουσία τους ήταν προέκταση
της Res Publica της Συγκλήτου και του λαού της Ρώμης. Ο Αίλιος Αριστείδης
άστυ τη Ρώμη51 και επικράτεια όλες τις πόλεις υπό ρωμαϊκή κυριαρχία.
χώραις ἐστὶν, τοῦθ’ ἥδε ἡ πόλις τῇ πάσῃ οἰκουμένῃ, ὥσπερ αὐτῆς [χώρας] ἄστυ κοινὸν
ἀποδεδειγμένη· φαίης ἂν περιοίκους ἅπαντας…εἰς μίαν ταύτην ἀκρόπολιν συνέρχεσθαι». Ίδια
προσέγγιση και στον Δίωνα Κάσσιο, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LIΙ.19.6: «…ἵνα καὶ ταύτης ἰσομοιροῦντες
πιστοὶ σύμμαχοι ἡμῖν ὦσιν, ὥσπερ τινὰ μίαν τὴν ἡμετέραν πόλιν οἰκοῦντες, καὶ ταύτην μὲν ὄντως
πόλιν τὰ δὲ δὴ σφέτερα ἀγροὺς καὶ κώμας νομίζοντες εἶναι». Για τη διαδικασία διαμόρφωσης
αυτής της αντίληψης στους Έλληνες, βλ. Ando, «Rome», 5-34, κυρίως 26-30.
52 Όπως η Ρώμη, έτσι και η Κωνσταντινούπολη απορροφά τον πλούτο και τα αποθέματα της
αυτοκρατορίας, βλ. Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 92.6-11 (2.35.1): «…ηὔξησε τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς
μέγεθος πόλεως σφόδρα μεγίστης, ὥστε…πλῆθος ὑπὲρ τὴν χρείαν συναγαγεῖν, τῶν ἁπανταχοῦ
10
ισχυρών μηνυμάτων, αποκαλύπτει με ανάγλυφο τρόπο η ιδρυτική πράξη της
Αυτοκράτορας διαμόρφωσε από τη μία στιγμή στην άλλη, μία εν δυνάμει πόλη,
πρωτεύουσες, ακόμη και την Αλεξάνδρεια54 (εικ. 9). Η μνημειώδης κλίμακα της
γῆς ἢ στρατείας ἢ ἐμπορίας ἕνεκεν ἢ ἄλλων ἐπιτηδευμάτων εἰς ταύτην ἀγειρομένων». Ο Μιχαήλ
Χωνιάτης, Ἐπιστολαὶ, 70.64-65 (επιστ. 50) αποκαλύπτει ότι η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν αιώνες
αργότερα: «…οὐ χρημάτων πάντες ὁμοῦ ποταμοὶ ὡς ἐς μίαν θάλασσαν τὴν βασιλίδα πόλιν
συρρέουσιν;». Για το ίδιο θέμα, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 40. Magdalino,
«Byzantium=Constantinople», 44, 51-52.
53 Δεν γνωρίζουμε το ακριβές εμβαδόν της Πόλης του Κωνσταντίνου, καθώς δεν έχει
της Ρώμης, η Αλεξάνδρεια υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη της οικουμένης, βλ. Ἀριστέας, Ἐπιστολὴ,
109: «τοῦτο δὲ ἐγίνετο περὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ὑπερβάλλουσαν πάσας τῷ μεγέθει καὶ εὐδαιμονίᾳ
τὰς πόλεις». Για το μέγεθος της Αλεξάνδρειας μία ιδέα μάς δίνει η περιγραφή του Στράβωνα,
Γεωγραφικὰ, 17.1.8: «Ἔστι δὲ χλαμυδοειδὲς τὸ σχῆμα τοῦ ἐδάφους τῆς πόλεως, οὗ τὰ μὲν ἐπὶ μῆκος
πλευρά ἐστι τὰ ἀμφίκλυστα ὅσον τριάκοντα σταδίων ἔχοντα διάμετρον, τὰ δὲ ἐπὶ πλάτος οἱ ἰσθμοί,
ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ σταδίων ἑκάτερος, σφιγγόμενος τῇ μὲν ὑπὸ θαλάττης τῇ δ' ὑπὸ τῆς λίμνης». Fraser,
Ptolemaic Alexandria, 13, σημ. 64. Με έναν υποτυπώδη υπολογισμό το μέγεθος της πόλης ανερχόταν
περίπου σε 8 τ.χλμ. Όμως, η Κωνσταντινούπολη λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή της καταλαμβάνει
στον ρητορικό λόγο και την εικονογραφία τη θέση της μεγαλύτερης πόλης της αυτοκρατορίας
μετά τη Ρώμη, βλ. Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 18.18-19.1 (6b-c):
«…πόλιν τε ἐπώνυμον αὑτοῦ κατέστησεν ἐν οὐδὲ ὅλοις ἔτεσι δέκα, τοσούτῳ τῶν ἄλλων ἁπασῶν
μείζονα, ὅσῳ τῆς Ῥώμης ἐλαττοῦσθαι δοκεῖ, ἧς τὸ δευτέραν τετάχθαι μακρῷ βέλτιον ἔμοιγε
φαίνεται ἤ τὸ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πρώτην νομίζεσθαι». Λιβάνιος, Λόγοι (XVIII), «Ἐπιτάφιος ἐπὶ
Ἰουλιανῷ», 240.15-16 (11): «…καὶ διέτριβε περὶ αὐτοὺς ἐν τῇ μεγίστῃ μετὰ τὴν Ῥώμην πόλει φοιτῶν
εἰς διδασκαλεῖον…». Του ιδίου, Λόγοι (LIX) «Βασιλικὸς εἰς Κωνστάντιον καὶ Κώνσταντα», 255.8-9
(94): «…τὴν μεγίστην μὲν τῶν τῇδε πόλεων, τῆς δὲ ἁπασῶν μεγίστης δευτέραν». Του ιδίου,
Ἐπιστολαὶ, 185.2-3 (επιστ. 1061): «τά τε ἐν τῇ μεγίστῃ τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον πόλεων τά τε ἐν τῇ μετ’
ἐκείνην μεγίστῃ». Για την εικονογραφία, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 64-69. Bühl,
Constantinopolis und Roma, 35-54, 310-311.
11
μεγαλοπρεπή επίδειξη αυτοκρατορικής ισχύος55 και δήλωση σε ένα προϋπάρχον
συμβολικό σύστημα της ίδρυσης ενός νέου, πρώτης τάξης μεγέθους κέντρου
εξουσίας, που έχει την αναφορά του όχι σε μία συγκεκριμένη περιοχή, αλλά σε
της αυτοκρατορικής εξουσίας56, που φαίνεται ότι έλαβε χώρα κατά τη βασιλεία
του Κωνσταντίνου. Στις 11 Μαΐου του έτους 330 κατά τα εγκαίνια της Πόλης του
ο Κωνσταντίνος έστεψε τον εαυτό του για πρώτη φορά δημόσια στο Κάθισμα του
ἐκεῖ καὶ φορέσας τότε ἐν πρώτοις ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ κορυφῇ διάδημα διὰ μαργαρίτων καὶ λίθων
τιμίων…οὐδεὶς γὰρ τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλευσάντων τοιοῦτόν τί ποτε ἐφόρεσεν». Ιδιαίτερη σημασία
αποδίδει στο γεγονός το Πασχάλιον Χρονικόν, 529.11-19: «Ἔτους τα΄ τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεως
τοῦ κυρίου καὶ κε΄ τῆς ἑαυτοῦ βασιλείας Κωνσταντῖνος ὁ εὐσεβέστατος…πόλιν μεγίστην,
λαμπράν, καὶ εὐδαίμονα κτίσας, συγκλήτῳ τε τιμήσας, Κωνσταντινούπολιν κέκληκε πρὸ πέντε
ἰδῶν μαΐων, ἡμέρᾳ δευτέρᾳ τῆς ἑβδομάδος, ἰνδικτιῶνος τρίτης, τὸ πρότερον καλουμένην Βυζάντιον,
Ῥώμην αὐτὴν δευτέραν χρηματίζειν ἀναγορεύσας, ἐπιτελέσας ἱππικὸν ἀγῶνα πρῶτος, φορέσας
πρώτοις διάδημα διὰ μαργαριτῶν καὶ ἑτέρων τιμίων λίθων».
58 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 11.
59 Το διάδημα υπήρξε αρχαίο ανατολικό σύμβολο βασιλικής εξουσίας. Η χρήση του εντοπίζεται για
πρώτη φορά στα ανάγλυφα των Ασσυρίων βασιλέων και συνεχίζεται ακολούθως από τους
βασιλείς της Βαβυλώνας, της Μηδίας και της Περσίας, πριν το υιοθετήσουν ο Αλέξανδρος και οι
διάδοχοί του, βλ. Calmeyer P., «Zur Genese altiranischer Motive IV. “Persönliche Krone” und Diadem»,
AMIran 9 (1976), 45-63. Ritter W., Diadem und königsherrschart, Μόναχο 1965. Smith R.R.R., Hellenistic
Royal Portraits, Οξφόρδη 1988, 34-38. Για την παλαιότερη γνωστή αναφορά του διαδήματος, βλ.
Ξενοφών, Κύρου Παιδεία, 8.3.13: «ἐπὶ δὲ τούτοις ἤδη αὐτὸς ἐκ τῶν πυλῶν προυφαίνετο ὁ Κῦρος ἐφ’
ἅρματος ὀρθὴν ἔχων τὴν τιάραν καὶ χιτῶνα πορφυροῦν μεσόλευκον…εἶχε δὲ καὶ διάδημα περὶ τῇ
τιάρᾳ· καὶ οἱ συγγενεῖς δὲ αὐτοῦ τὸ αὐτὸ τοῦτο σημεῖον εἶχον, καὶ νῦν τὸ αὐτὸ τοῦτο ἔχουσι». Το
διάδημα ως σύμβολο βασιλικής εξουσίας απέφυγαν συνειδητά όλοι οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, από
την εποχή του δικτάτορα Ιουλίου Καίσαρα μέχρι και τον Κωνσταντίνο, πριν από τη νίκη του επί
του Λικινίου, βλ. Bardill, Constantine, 16-18. Για μία συνοπτική, αλλά έξοχη ανάλυση του χαρακτήρα
της ρωμαϊκής μοναρχίας, βλ. Chrysos E.K., «The Title Βασιλεὺς in Early Byzantine International
Relations», DOP 32 (1978), 29-75, κυρίως 64-70.
12
σύμβολο νόμιμης κατάκτησης και διαδοχής της βασιλείας της Ασίας.60 Ο Bardill61
επτά χρόνια. Ο θάνατός του περισσότερο από ό,τι η ζωή του υπηρέτησε το όραμά
του για την Πόλη του. Όσο εκείνος ζούσε, η Ρώμη παρέμενε, τουλάχιστον στα
60 Ο Αλέξανδρος αναγνώριζε έναν κώδικα νόμιμης κατάκτησης, όταν διαβεβαίωνε τη σύζυγο του
Δαρείου Γ’, βλ. Φλάβιος Ἀρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 2.12.5, ότι: «οὐδὲ κατὰ ἔχθραν οἱ γενέσθαι
τὸν πόλεμον πρὸς Δαρεῖον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀσίας διαπεπολεμῆσθαι ἐννόμως» ή όταν
απαντούσε στην επιστολή του Δαρείου, βλ. Φλάβιος Ἀρριανός, στο ίδιο, 2.14.7-9: «νῦν δὲ (νενίκηκα)
σὲ…καὶ τὴν χώραν ἔχω τῶν θεῶν μοι δόντων…καὶ τοῦ λοιποῦ ὅταν πέμπῃς παρ’ ἐμὲ, ὡς πρὸς
βασιλέα τῆς ᾿Ασίας πέμπε...».
61 Bardill, Constantine, 18, 398.
and the Tyche», επισήμαναν ότι δύο τύποι ασημένιων μεταλλίων, που εκδόθηκαν από το
νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης ως αναμνηστικά των εγκαινίων το έτος 330,
αντιγράφουν πιστά τα ασημένια τετράδραχμα βασιλέων της ελληνιστικής περιόδου. Ο
Κωνσταντίνος φόρεσε το διάδημα μόνο μετά την κατάκτηση του ανατολικού τμήματος της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που αντιστοιχούσε στα εδάφη της περσικής αυτοκρατορίας και στις
κατακτήσεις του Αλεξάνδρου. Ο Ευσέβιος στο προοίμιο του Βίου συγκρίνει τον Κωνσταντίνο με τον
Αλέξανδρο και τον Κύρο, τους ιδρυτές των δυναστειών αυτών και προηγούμενους κατακτητές-
φορείς του διαδήματος, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 17.29-19.5 (Ι.7-8). Ο Ιουλιανός συγκρίνει
τον Κωνστάντιο με τους Κύρο, Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο, βλ. Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν
αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 21.42-45 (7): «ἐπὶ τῶν οὕτω λαμπρὰ καὶ περιφανῆ πραξάντων, Κύρου
καὶ τοῦ τῆς ἡμετέρας οἰκιστοῦ πόλεως καὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου, καὶ εἴ τις ἄλλος τοιοῦτος
γέγονεν, ἑκὼν ἀφίημι·». Ακόμη βλ. τις συμβουλές του ρήτορα Μενάνδρου, Rhetores Graeci, 368-377
κυρίως 371, 377 (β΄ μισό 3ου αιώνα) για συγκρίσεις κατά το εγκώμιο βασιλέως με τη γέννηση του
Κύρου και τη βασιλεία του Αλεξάνδρου.
63 Για την έκφραση, βλ. Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 11.10 (I.4). Ο Λυδός συσχετίζει την τροπή «ἐπὶ
τὸ βασιλικόν» με την υιοθέτηση του διαδήματος, που εσφαλμένα αποδίδει στον Διοκλητιανό.
64 O Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 216, την αποκαλεί «dynastic city».
65 Σύμφωνα με τον Salway, «Constantine Augoustos», 38 και σημ. 7, ο Κωνσταντίνος κατά το έτος
των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης για να εορτάσει μία νίκη του επί των Γότθων προσέλαβε
την προσηγορία «triumphator». Κατά τα έτη 330-337 ο τίτλος του υπήρξε: «maximus victor ac
triumphator semper Augustus».
66 Συνοπτικά, το συμπέρασμα αυτό αποδίδει ο Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 92.4-11 (2.35.1): «Καίσαρα δὲ
καταστήσας ἤδη τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Κωνσταντῖνον, ἀποδείξας δὲ σὺν αὐτῷ καὶ Κωνστάντιον καὶ
Κώνσταντα παῖδας ὄντας αὐτῷ, ηὔξησε τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς μέγεθος πόλεως σφόδρα
μεγίστης, ὥστε καὶ τῶν μετ’ αὐτὸν αὐτοκρατόρων τοὺς πολλοὺς τὴν οἴκησιν ἑλομένους τὴν ἐν
αὐτῇ…».
13
μάτια των συγχρόνων του, η Βασιλεύουσα Πόλη της αυτοκρατορίας.67 Η πολύ
Μαυσωλείο71 των διαδόχων του ρωμαίων αυτοκρατόρων και την Πόλη του σε
67 Ο Ευσέβιος αναφέρει ως Βασιλεύουσα μόνο την Ρώμη, βλ. Βίος Κωνσταντίνου, Ι.28.19 (26), Ι.32.9
(33.1), Ι.36.3 (39.1), Ι.36.13 (40.1), ΙΙΙ.84.18 (7.2), ΙΙΙ.103.19 (47.1): «βασιλεύουσαν πόλιν» και στο ίδιο,
IV.146.27 (63.3), IV.148.32 (69.1): «βασιλίδα πόλιν». Το ίδιο και ο Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν
αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 15.4-5 (4): «Καὶ ἡ μὲν βασιλεύουσα τῶν ἁπάντων πόλις…». Όμως, το
έτος 357 ο Θεμίστιος ομιλεί για δύο βασιλίδες πόλεις, Παλαιά και Νέα Ρώμη, βλ. Λόγοι (3),
«Πρεσβευτικὸς ὑπὲρ Κωνσταντινουπόλεως ῥηθεὶς ἐν Ῥώμῃ», 60.8-10 (42a-b): «…ἡ κοινωνοῦσα καὶ
τῆς τύχης καὶ τοῦ ὀνόματος…συνᾴδουσι μὲν αἱ βασιλίδες..», 60.21-22 (42c): «… καὶ τῇ νέᾳ Ῥώμῃ
πρὸς τὴν ἀρχαίαν...». Για το θέμα αυτό, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 60-61. Ο Dagron,
στο ίδιο, 54 σημειώνει ότι: «Μέχρι τὸ 337 ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποκτᾶ σημασία μέσα στὴ λογικὴ
μιᾶς βασιλείας· μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου ἀρχίζει ἡ ἀποκλειστικὰ δική της ἱστορία». Για
τη χρονολόγηση του λόγου του Θεμιστίου, βλ. Dagron, «Témoignage de Thémistios», 20-21.
Vanderspoel, Themistius, 250-251.
68 Αυρήλιος Βίκτωρ, Liber de Caesaribus, 41.2-5.
70 Στη θεμελιώδη εργασία του Connerton P., How Societies Remember, Κέιμπριτζ 1989, 41-104, γίνεται
διάκριση ανάμεσα στην «εγγεγραμμένη μνήμη», η οποία αφορά υλικές, ορατές, αναμνηστικές
δραστηριότητες, όπως μνημεία, κείμενα, υλικές αναπαραστάσεις και την «ενσωματωμένη μνήμη»,
η οποία αφορά σωματικά τελετουργικά τυπικά, συμπεριφορές, διηγήσεις. Στον χώρο της
αρχαιολογίας τα τελευταία χρόνια έχει αξιοποιηθεί η διάκριση αυτή ως μεθοδολογικό εργαλείο με
ενδιαφέροντα αποτελέσματα, βλ. Van Dyke - Alcock, «Archaeologies of Memory: An Introduction»,
1-13. Το νεκρό σώμα και ο τάφος του κατακτητή, απελευθερωτή και ανανεωτή μονοκράτορα,
Κωνσταντίνου, «ενσωμάτωναν» μνημειακά τη συνέχεια, νομιμότητα και ανανέωση της βασιλικής
δυναστείας. Ο Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 144.16-145.8 (IV.60.1-4) επισημαίνει τη μεγάλη
σημασία, που απέδωσε ο Κωνσταντίνος στην προετοιμασία του τόπου ταφής του. O Αυρήλιος
Βίκτωρ, Liber de Caesaribus, 41.17 μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Ρώμης δυσαρεστήθηκαν από
την επιλογή του Κωνσταντίνου να ταφεί στην Πόλη του, ενώ η Σύγκλητος ζήτησε τη μεταφορά του
νεκρού σώματός του στη Ρώμη. Παρόμοια είναι και η αναφορά του Εὐσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου,
IV.148.32-149.12 (69.1-2). Ακόμη, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 26-27. Η Arce, «Imperial
Funerals», 120-121, συσχετίζει την τελετή της κηδείας του με εκείνες των αυτοκρατόρων, πριν από
τον 3ο αιώνα, και θεωρεί ότι απηχεί το ισχυρό δυναστικό πρότυπο της μοναρχίας του. Το νεκρό
σώμα του Κωνσταντίνου, ουσιαστικά, αναδείχτηκε σε νέο θεμέλιο λίθο της βασιλικής δυναστείας.
Όλοι οι αυτοκράτορες μέχρι το έτος 1028 ενταφιάστηκαν στους Αγίους Αποστόλους, βλ. Grierson
P., «The Tombs and Obits of the Byzantine Emperors (337-1042)», DOP 16 (1962), 3-60. Ο Bardill,
Constantine, 370-372 συσχετίζει το Ηρώο (Μαυσωλείο) του Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη
με το Ηρώο (Σήμα) του Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια. Η σημασία της επιλογής του
Κωνσταντίνου αναδεικνύεται, ακόμη περισσότερο, από την ενέργεια του Μωάμεθ του Πορθητή να
ιδρύσει στην ίδια θέση το δικό του Τέμενος και Μαυσωλείο, κατεδαφίζοντας τα αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα του ναού των Αγίων Αποστόλων και, ουσιαστικά, αντικαθιστώντας τον Κωνσταντίνο
στη θέση του ιδρυτή της Πόλης και της Βασιλικής δυναστείας, βλ. Johnson, Mausoleum, 129.
Kafescioğlu, Ottoman Capital, 122-123, 128-129. Kafescioğlu, Constantinopolis/ Istanbul, 66-67. Kuban,
Istanbul, 246-247. Malmberg, «New Palace of Mehmed», 49. Necipoğlu, Topkapi Palace, 249. Necipoğlu,
«Hagia Sophia», 198. Wulzinger K., «Die Apostelkirche und die Mehmedije zu Konstantinopel»,
Byzantion 7 (1932), 1-39. Διαφορετική άποψη έχει ο Berger, «Streets and Public Spaces», 169.
71 Η ανέγερση του Μαυσωλείου του Κωνσταντίνου και η μνημειακή περιγραφή της δημόσιας
έκθεσης και ταφής του νεκρού σώματός του από τον Ευσέβιο, Βίος Κωνσταντίνου, 147.10-150.16
(IV.65-72), αποτελούν «εγγεγραμμένες μνήμες» ενός «ενσωματωμένου βιώματος» στη συλλογική
μνήμη της Κωνσταντινούπολης, το οποίο απέκτησε θεμελιώδη σημασία για τους αυτοκράτορες,
14
Βασιλεύουσα72 της Αυτοκρατορίας. Το διάδημα πρωταγωνίστησε και πάλι στις
τον δημόσιο βίο και τον λαό της Πόλης με την ανάδειξη κατά τα επόμενα χρόνια του χώρου ταφής
του Κωνσταντίνου σε δυναστικό Μαυσωλείο και δεύτερο σε σημασία θρησκευτικό ιερό της Πόλης.
Αντίστοιχα, στη Ρώμη υπήρχαν τρία δυναστικά Μαυσωλεία, του Οκταβιανού Αυγούστου (για τη
δυναστεία των Ιουλίων και των Κλαυδίων), το Templum Gentis Flaviae (για τους Φλαβίους), και του
Αδριανού, όπου τάφηκαν όλοι οι αυτοκράτορες από τον Αδριανό μέχρι και τον Γέτα ή τον
Καρακάλλα, βλ. Johnson, Mausoleum, 17-40. Richardson, Topographical Dictionary, 247-253. Η τεράστια
συμβολική σημασία του Μαυσωλείου του Κωνσταντίνου αποτυπώνεται στις οργισμένες
αντιδράσεις του Κωνσταντίου και του λαού της Πόλης, εξαιτίας της μεταφοράς των λειψάνων του
Κωνσταντίνου στον Άγιο Ακάκιο με πρωτοβουλία του επισκόπου Μακεδονίου κατά το έτος 359, βλ.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ΙΙ.167.24-168.18 (38.35-43) και Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
IV.171.21-172.5 (21.3-6). O Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 461 θεωρεί ότι η μεταφορά
καταστρατηγούσε τις επιταγές της διαθήκης του Κωνσταντίνου και προκάλεσε φόβους για το
πεπρωμένο της πόλης. Ακόμη, βλ. Bardill, Constantine, 380-384. Ο Κωνστάντιος ενταφιάστηκε στο
Μαυσωλείο του πατέρα του, βλ. Αμμιανός Μαρκελλίνος, Rerum Gestarum, ΧΧΙ.16.20, όπως και η
σύζυγος του Ευσεβία. Το Μαυσωλείο μετέτρεψε σε δυναστικό ο Θεοδόσιος μεταφέροντας εκεί τα
λείψανα σχεδόν όλων των προ αυτού αυτοκρατόρων και των συζύγων τους, βλ. Croke,
«Reinventing Constantinople», 253-254, ακόμη και του Ιουλιανού, βλ. Johnson, Mausoleum, 103, σημ.
128 και 121. Van Dam, Roman Revolution, 60-61.
72 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 247.36-248.41 (XIII.10): «Ὁ δὲ αὐτὸς Κωνσταντῖνος ἔμεινεν
κείμενον χρυσῆς λάρνακος τὸ βασιλέως σκῆνος, βασιλικοῖς τε κόσμοις πορφύρᾳ τε καὶ διαδήματι
τετιμημένον, πλεῖστοι περιστοιχισάμενοι ἐπαγρύπνως δι’ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐφρούρουν».
74 Στην εκτεταμένη βιβλιογραφία, που αφορά το Μαυσωλείο του Κωνσταντίνου, τα βασικότερα
θέματα, που απασχόλησαν την έρευνα, είναι η αρχιτεκτονική μορφή του, εάν ήταν αρχικά
σταυρόσχημο ή κυκλικό, η τοπογραφική και χρονολογική σχέση του με τον ναό των Αγίων
Αποστόλων και η διάταξη των κενοταφίων των Αποστόλων και της λάρνακας του Κωνσταντίνου.
Για τις πιο πρόσφατες κριτικές ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας, βλ. Bardill, Constantine, 367-373.
Johnson, Mausoleum, 119-129. Η επιλογή της θέσης του δεν προσέλκυσε το ερευνητικό ενδιαφέρον. Ο
Κωνσταντίνος οικοδόμησε το Μαυσωλείο του στο εσωτερικό των τειχών, μολονότι ο ρωμαϊκός
νόμος όριζε οι ταφές να γίνονται εκτός του Pomerium, βλ. Grabar A., Martyrium. Recherches sur le
culte des reliques et l’ art chrétien antique, I, Παρίσι 1946, 230. Στη Ρώμη μόνο ο Τραϊανός στη στήλη του
και πιθανώς ο Δομιτιανός στο Templum Gentis Flaviae είχαν ταφεί εντός του Pomerium. Ο Johnson,
Mausoleum, 25, σημειώνει ότι οι αυτοκρατορικές ταφές ανήκαν στις πιθανές εξαιρέσεις του νόμου.
Ακόμη, βλ. Patterson J.R., «Living and Dying in the City of Rome: houses and tombs», στο Coulston-
Dodge, Ancient Rome, 259-289, κυρίως 264-265. Ousterhout, «Urban Identity», 339 και σημ. 44.
15
δίπλα στην κεντρική βόρεια οδό και κοντά στη βόρεια είσοδο της Πόλης του,
συνέδεσε τον εαυτό του με τον ιδρυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής δυναστείας,
τον αναμορφωτή και Pater Urbis76 της Ρώμης, προβάλλοντας εμμέσως τις
ιδιότητες αυτές στο πρόσωπό του με φόντο την Πόλη του. Συγχρόνως συνέδεσε
επιχείρησε να μεταφέρει στο μνημειακό τοπίο της Πόλης του μία συμβολική
δυτικά προάστια του Βυζαντίου (εικ. 6), η οποία ήταν αβέβαιο όχι μόνο αν θα
καταλαμβανόταν από κτήρια, αλλά και από πολίτες, αποτέλεσε ένα τεράστιο
αυτοκράτορας χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη της Πόλης του.77 Από την ιδρυτική
75 Claridge, Rome, 204-207. Frazer, «Maxentius’ buildings», 387. Zanker, Αύγουστος, 109-115. Ο
Οκταβιανός οικοδόμησε το Μαυσωλείο του μακριά από τα Σέρβια τείχη, δίπλα στη βόρεια οδό της
Ρώμης, την Flaminia οδό. Ο Van Dam, Roman Revolution, 53-54 έδειξε ότι η επιλογή της θέσης δεν
υπήρξε τυχαία, καθώς ο Αύγουστος συνειδητά ανέδειξε την οδό αυτή με τις επισκευές, που
εκτέλεσε, και τα μνημεία, που ανέγειρε σε αναμνηστικό μνημείο της γενναιοδωρίας και των
στρατιωτικών επιτυχιών του, που ενοποίησαν την Ιταλία. Στην απόληξη της οδού αυτής στο βόρειο
τμήμα του Πεδίου του Άρεως οικοδόμησε σύμφωνα με την Walker, «Moral Museum», 69, ένα
συγκρότημα μνημείων συνδεδεμένων με το πρόσωπό του, το Μαυσωλείο, τον Βωμό της Σεβαστής
Ειρήνης και το Ωρολόγιο με τον Αιγυπτιακό οβελίσκο. Μετά την ανέγερση των Αυρηλιανών τειχών
(περ. 270-275) το Μαυσωλείο βρέθηκε στο εσωτερικό των τειχών κοντά στη βόρεια είσοδο της
Ρώμης. Την αναλογική σχέση της θέσης των Μαυσωλείων του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου
έχουν, ήδη, επισημάνει οι Krautheimer, Three Christian Capitals, 58 και Ousterhout, «Urban Identity»,
335.
76 Favro, «”Pater urbis”», 61-84. Για άλλες συνδέσεις του Κωνσταντίνου με το πρόσωπο του
Αυγούστου, βλ. ανωτέρω σημ. 46. Ο Bardill, Constantine, 144 καταλήγει ότι τα μνημεία, τα
νομίσματα και οι επιστολές του Κωνσταντίνου μαρτυρούν ότι ο αυτοκράτορας έβλεπε τον εαυτό
του ως το νέο Αύγουστο ή Αλέξανδρο.
77 Για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως δημογραφικό στοίχημα, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 40 και σημ. 116. Για την ταχύτατη καθιέρωσή της, βλ. Elsner J., «The Itinerarium
Burdigalense: Politics and Salvation in the Geography of Constantine’s Empire», JRS 90 (2000), 181-195,
κυρίως 189.
16
Κωνσταντινούπολη υπήρξε ένα τεράστιο εργοτάξιο78, το οποίο επέβλεψε
προσωπικά ο ίδιος μεταφέροντας την έδρα του στη Νικομήδεια. Θα ήταν άτοπο
πολεοδομικού ιστού, της κατανομής του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, της
χωροθέτησης των βασικών έργων υποδομής και των λειτουργιών του δημόσιου
εκπονήθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και
78 Ο Ιουλιανός προσδιορίζει ότι ο Κωνσταντίνος οικοδόμησε την Πόλη του μέσα σε μία δεκαετία,
βλ. ανωτέρω, υποσημ. 54. Ακόμη βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 37-39.
79 Τα οικοδομικά προγράμματα του Κωνσταντίου, του Ιουλιανού και του Ουάλη υλοποιούν τον
αρχικό σχεδιασμό, που ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί μέσα στο διάστημα της βασιλείας του
Κωνσταντίνου. Η πιο ασφαλής απόδειξη είναι η κατασκευή του υδραγωγείου, το οποίο μπορεί να
ολοκληρώθηκε κατά τη βασιλεία του Ουάλη, αλλά οι εργασίες είχαν ξεκινήσει πολλά χρόνια
νωρίτερα, τουλάχιστον από την εποχή του Κωνσταντίου, ο οποίος οικοδόμησε και τις
Κωνσταντινιανές Θέρμες πάνω στη διαδρομή που είχε προβλεφθεί να ακολουθήσει ο αγωγός, βλ.
Θεμίστιος, Λόγοι, (4) «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.8-11 (58b): «…πηγάς τε μαστεύων
ἀφθονοτέρων ναμάτων, λουτρά τε ἐπώνυμα οἰκοδομούμενος, ὧν τὸ μέγεθος μὲν ἤδη ὁρᾶτε, τὸ
κάλλος δὲ ἐλπίζεται πρέπον τῷ μεγέθει…». Για τον προγραμματισμό του υδραγωγείου του Ουάλη
ήδη από την Κωνσταντίνεια περίοδο, βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 50, 110. Για το ό,τι ο Φόρος του
Θεοδοσίου είχε προβλεφθεί πολύ νωρίτερα να κατασκευαστεί στη θέση αυτή, βλ. Berger,
Κωνσταντινούπολη, 43-44. Σύμφωνα με τον Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 205, κατά την ίδρυση
νέων μεγάλων πόλεων χαράσσονταν επαρκείς ακάλυπτες εκτάσεις σε κεντρικά σημεία με σκοπό
τη μελλοντική οικοδόμησή τους, όταν θα υπήρχε η δυνατότητα. Ενδεικτικά, η συνολική ανάπτυξη
των δημόσιων χώρων της Μιλήτου ολοκληρώθηκε 500 χρόνια μετά την αρχική χάραξη της πόλης.
Ακόμη βλ. Owens, The City, 52-53. Το ίδιο συνέβαινε κατά τη χάραξη αρχαίων ρωμαϊκών αποικιών
με την πρόβλεψη μνημείων, τα οποία μπορεί να ανεγείρονταν πολλά χρόνια αργότερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οριοθέτηση του Forum κατά την επανίδρυση της Κορίνθου
ως ρωμαϊκής αποικίας το έτος 44 π.Χ. Μολονότι υπήρχε μικρός αριθμός αποίκων το Forum
σχεδιάστηκε πολύ μεγάλο, καθώς η πόλη προοριζόταν για διοικητικό κέντρο και εμπορικός κόμβος
του ρωμαϊκού κόσμου στην Ανατολή. Η χάραξη υλοποιήθηκε, χωρίς να τροποποιηθεί, κατά τους
επόμενους δύο αιώνες, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 242, 246, 252.
17
Α.1.2. Η ελληνορωμαϊκή πόλη και το μνημειακό της κέντρο
Η ανέγερση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το τελευταίο μεγάλο πολεοδομικό
υλικού και πνευματικού, δημόσιου και ιδιωτικού βίου των ελληνικών πόλεων. Η
που διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας ανήκουν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική
περίοδο. Την εποχή αυτή η εξωτερική μορφή των πόλεων άλλαξε με την
ανάδειξη νέων αρχών και αντιλήψεων στη διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού
και του αρχιτεκτονικού τοπίου83 καθώς και με την προσθήκη νέων οικοδομικών
τύπων και μνημείων ή την ανακαίνιση παλαιότερων.84 Από τη μία άκρη της
80 Σύμφωνα με τον Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 213-223 αποτελεί τον επίλογο στην
εξέλιξη της αρχαίας πόλης. Επίσης βλ. Magdalino, «Byzantium=Constantinople», 50.
81 Millar, «Greek City», 232-260, κυρίως 238.
82 Ευαγγελίδης, Αγορά, 20-22. Alcock S.E., «Heroic myths, but not for our times» στο Fentress E. (επιμ.),
Romanization and the City. Creation, Transformations and Failures, JRA suppl. 38 (2000), 221-226. Alcock
S.E., «The Problem of Romanization, The Power of Athens», στο Hoff M.C.-Rotroff S.I. (επιμ.), The
Romanization of Athens, Oxbow Monograph 94, 1997, 1-3. Βέβαια ο «εξελληνισμός» του ρωμαϊκού
κόσμου προηγήθηκε του «εκρωμαϊσμού» του ελληνικού, βλ. Guldager Bilde P., Nielsen I., Nielsen M.
(επιμ.), Aspects of Hellenism in Italy: Towards a Cultural Unity?, Acta Hyperborea 5, Κοπενγχάγη 1993.
Zanker P. (επιμ.), Hellenismus in Mittelitalien. Abhandlingen der Akademie der Wissenschaften in Göttingen,
Γκέτινγκεν 1976. Ακόμη, βλ. Veyne P., L' Empire gréco-romain, Le Seuil 2005, 163-257.
83 Η πληρέστερη ανάλυση ανήκει στον Macdonald, Urban Appraisal. Επίσης, βλ. Von Hesberg,
Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 79-88. Owens, The City, 121-148. Perring, «Spatial organisation», 275-280. Για
το ιδεολογικό πλαίσιο και τη σχέση του με τη Ρώμη βλ. Zanker, «City as Symbol».
84 Raja, Urban Development, 191-218.
85 Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 72-73. Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 77-81.
18
ρυθμούς, οπτικές συνθέσεις και μνημειακό χαρακτήρα, στοιχεία
πολεοδομικών προτύπων και των επιρροών που παρέλαβαν από τους Έλληνες
με δικές τους αντιλήψεις και αρχές, όπως την αυστηρή αξονικότητα, συμμετρία
και μετωπικότητα. 87 Μέσα από τη σύνθεση αυτή διαμορφώθηκε κατά την ύστερη
Ρώμης.90
86 Sewell, Roman Urbanism, 21-53. Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 77-88.
87 Sewell, Roman Urbanism, 57-58. Ο Macdonald, Urban Appraisal, 133-142 επισημαίνει τις ισχυρές
οπτικές αναζητήσεις της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.
88 Zanker, «City as Symbol», 25-29.
89 Gros, Architecture Romaine I, 211. Ευαγγελίδης, Αγορά, 30-31. Πρόσφατα, όμως, οι Quinn-Wilson,
«Capitolia», 117-173 επεσήμαναν ότι η διάδοση των Καπιτωλίων υπήρξε ευρεία μόνο στην ιταλική
χερσόνησο και τη Βόρεια Αφρική και πρότειναν ότι η ανέγερση Καπιτωλίου δεν συνδέεται
υποχρεωτικά με το νομικό καθεστώς της αποικίας.
90 Zanker, «City as Symbol», 33-41.
91 Ευαγγελίδης, Αγορά, 15-20. Jones, Greek City, 60-84. Woolf, «Roman Urbanization», 1-14. Γενικότερα
για την εξέλιξη των πόλεων μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, βλ. Hammond-Bartson, City in the
Ancient World, 279-302.
19
για τους ίδιους λόγους προώθησαν την αστικοποίηση στις επαρχίες της Δύσης.92
ευεργεσία ή έστω μία απλή αυτοκρατορική επίσκεψη.93 Ήδη από την εποχή του
μειωθεί αισθητά κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο και τα ταραγμένα χρόνια
των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων του 1ου αιώνα π.Χ., αυξήθηκε και πάλι. Οι
92 Jones R.F.J., «A False Start? The Roman Urbanization of Western Europe», World Archaeology 19 (1987),
47-57. Laurence-Cleary-Sears, City in Roman West. Ward-Perkins, «From Republic to Empire», 1-19.
93 Jones, Greek City, 64-65. Jones, «Cities of Victory», 101-108. Millar, «Greek City», 234-243. Macro,
«Cities of Asia Minor», 672-676. Purcell, «Nicopolitan Synoecism», 71-90. Ειδικά για την περιοχή της
Θράκης βλ. Jones, Cities, 8-27.
94 Coulton, Greek Stoa, 168. Mitchell, «Imperial Building», 19-25.
95 Τα παραδείγματα της Εφέσου και της Περγάμου, βλ. Parrish, «Urban plan», 9-11. Η επέμβαση
ήταν πιο ριζοσπαστική σε πόλεις που επανιδρύθηκαν ως ρωμαϊκές αποικίες, όπως η Κόρινθος, βλ.
Ευαγγελίδης, Αγορά, 251-252 και 276-279.
96 H διαδικασία αυτή ξεκίνησε ήδη από την ελληνιστική και κορυφώθηκε κατά την ρωμαϊκή
περίοδο, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 27-28, 188-193 και 292-4. O Coulton, Greek Stoa, 168-177 συνδέει την
ανάπτυξη της περίστυλης αγοράς με την παρακμή της ελεύθερα ιστάμενης ελληνικής στοάς.
97 Coulton, Greek Stoa, 174-175. Hellmann, Architecture Grecque, 272-283. O Hoff, Roman Agora, 244-248
99 Coulton, Greek Stoa, 178-180. Macdonald, Urban Appraisal, 33-51. Raja, Urban Development, 200-202.
102 Yegül, Bathing, 154-169. Farrington A., «Imperial Bath Buildings in South-West Asia Minor», στο
104 Coulton J.J., «Roman Aqueducts in Asia Minor», στο Macready-Thompson, Roman Architecture, 72-84.
20
αρχιτεκτονικής μεταμόρφωσης του αστικού τοπίου, η οποία για τον ελληνικό
Αδριανός χάρη στη μανιακή εκτίμησή του για τον ελληνικό πολιτισμό ωφέλησε
πολύ τον ελληνικό κόσμο. Μια σειρά από πόλεις απέκτησαν υδραγωγεία106, τα
αυτή, που με διαφορετική ένταση ανάλογα την πόλη και την αυτοκρατορική 108 ή
ιδιωτική συμμετοχή, φθάνει κυρίως μέχρι την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου109
(193-211) ή λίγο αργότερα, είχε ως αποτέλεσμα την ανανέωση της μορφής των
φορτισμένου τοπίου.110
105 Boatwright, Hadrian and the cities, 12-13, 108-143, 204-209. Mitchell, «Imperial Building», 23-24.
106 Alcock, Graecia Capta, 124-125. Boatwright, Hadrian and the cities, 109, πίν. 6.1 με κατάλογο των
πόλεων. Lolos Y. A., «The Hadrianic Aqueduct of Corinth (With an Appendix on the Roman
Aqueducts in Greece)», Hesperia 66 (1997), 271-314. Σύμφωνα με την Historia Augusta, De Vita Hadriani,
XX.5 ο Αδριανός έδωσε το όνομά του σε αμέτρητα υδραγωγεία: «Aquarum ductus etiam infinitos hoc
nomine nuncupavit». Στην περιοχή της Βιθυνίας είχε δωρήσει και στη Νίκαια, βλ. Mitchell, «Imperial
Building», 22-23. Στον κατάλογο θα πρέπει να προστεθεί και το αρχαίο Βυζάντιο, καθώς
αναφέρουν Αδριάνειο υδραγωγείο ο Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 364.39-41 (XVIII.17): «τὸ
ὕδωρ τὸ Ἀδριάνιον» και το Πασχάλιον Χρονικόν, 619.1-3. Η πορεία του αγωγού, που κατέληγε στη
Βασιλική Κινστέρνα, αποκαταστάθηκε χάρη στην έρευνα των Crow-Bardill-Bayliss, Water supply,
114-117, χάρτ. 12-15 (Kirkçesme Line). Στο κεφάλαιο Δ.3.2. θα μας απασχολήσει η τοπογραφική
σχέση του υδραγωγείου με τη Βασίλειο Στοά.
107 Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-179. Η πολυδάπανη κατασκευή ενός υδραγωγείου αφενός ήταν
έκφραση της ισχύος της κεντρικής εξουσίας και αφετέρου προωθούσε τον λειτουργικό και
αισθητικό εξοπλισμό των δημόσιων χώρων των πόλεων με μνημειακά έργα κοινής ωφελείας, όπως
κρήνες, νυμφαία, θέρμες, βεσπασιανές, τα οποία εκμεταλλεύονταν τη δυνατότητα συνεχούς
παροχής νερού. Σχετικά με τη σημασία του νερού και των κατασκευών που σχετίζονταν με την
μεταφορά και αποθήκευσή του για την αστική ζωή, βλ. Owens, The City, 158-161. Rogge S., «Water
Supply», 37-48.
108 MacMullen, «Roman Imperial Building», 207-235.
109 Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 164 επισημαίνει ως ιδιαίτερα γόνιμες περιόδους για την υλοποίηση
μεγάλων οικοδομικών προγραμμάτων στις Αγορές του ελλαδικού χώρου την αρχή της
αυτοκρατορικής περιόδου και τη βασιλεία του Αδριανού. Ενδεικτικά, στον χώρο της Μακεδονίας
γόνιμη υπήρξε και η ύστερη εποχή των Αντωνίνων (96-192) και η εποχή των Σεβήρων (193-235),
γεγονός που συνδέεται με την ενίσχυση της στρατιωτικής σημασίας της Εγνατίας οδού, εξαιτίας
της επιθετικότητας των Πάρθων, αλλά και την αναβάθμιση του μύθου του Αλεξάνδρου στο
πλαίσιο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, βλ. Νιγδελής Π. Μ., «Απ’ τον Κάσσανδρο στον Γαλέριο»,
Θεσσαλονικέων Πόλις 1 (1997), 21-29. Gagé J., «Alexandre le Grand en Macédoine dans la Ière moitié
du IIIe siècle ap. J.-C.», Historia 24 (1975), 1-16, κυρίως 12-14.
110 Raja, Urban Development, 192-196 και 215-218. Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 188-196 παρατηρεί ότι η
διαδικασία αυτή κορυφώθηκε στον χώρο της αγοράς με την ολοκλήρωση της οριοθέτησής της από
στοές ή κτήρια με κιονωτές προσόψεις και την ενίσχυση του χαρακτήρα της ως συμβολικού χώρου.
111 Ευαγγελίδης, Αγορά, 23.
21
μνημειακά στρώματα επάνω στον αρχικό πολεοδομικό πυρήνα.112 Αυτές οι
μηνύματα που ενίσχυσαν τον χαρακτήρα του υλικού οργανισμού των πόλεων ως
στη Δύση και την Ανατολή, υπήρξε ένα δομημένο και ιεραρχημένο με σαφήνεια
σύστημα, το οποίο καθόριζε και καθοδηγούσε συνεχώς τη θέση, την κίνηση και
το οπτικό πεδίο του πολίτη και του επισκέπτη.116 Βασικές πολεοδομικές αρχές,
όπως η συνεχόμενη ροή της κίνησης από την πύλη εισόδου μέχρι την πύλη
cardo και decumanus, που τέμνονταν κάθετα, και η κορύφωση του αστικού
116 Macdonald, Urban Appraisal, 17-22. Raja, Urban Development, 196. Perring, «Spatial organisation», 273-
275.
22
σχεδιασμού στο μνημειακό κέντρο117, επαναλαμβάνονται σταθερά σε πολλές
αυτοσυνειδησία της.118
στην πόλη. Στον κεντρικό δημόσιο χώρο φιλοξενήθηκαν κατά κανόνα πολιτικές
δραστηριότητες.120
με την Αγορά ή το Forum και αναπτύχθηκε γύρω από αυτό. 121 Η Αγορά ως
οδικές αρτηρίες που έρχονταν από τις πύλες του τείχους.124 Στις ελληνικές πόλεις
121 Ευαγγελίδης, Αγορά, 23-25. Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 175-179. Owens, The City, 153-154.
Parrish, «Urban plan», 38-39. Raja, Urban Development, 196. Martin, «Agora et forum». Waelkens,
«Hellenistic and Roman Influences», 81.
122 Ο Millet, «Encounters in the Agora», 211-218, ειδικά σημ. 25 καταγράφει με βάση τις πηγές 23
δραστηριότητες στον χώρο της Αγοράς των Αθηνών -από τη μέτρηση των αποστάσεων μέσα και
έξω από την Αττική με αφετηρία τον βωμό των 12 θεών μέχρι τον βασανισμό ενός σκλάβου- που
καταδεικνούν την κεντρική θέση της Αγοράς στη δημόσια ζωή της πόλης.
123 Ο Hölscher, Öffentliche Räume, 29-45 θεωρεί ότι η δημιουργία της αγοράς προϋπέθετε την ύπαρξη
μιάς θεσμικής συλλογικής αρχής, δηλαδή ενός σώματος πολιτών. Η λειτουργία της ως χώρου
συγκέντρωσης των πολιτών προϋπέθετε πάλι την ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκηση του θεσμού
της πόλης-κράτους.
124 Sewell, Roman Urbanism, 21-25.
23
η αγορά αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από το κεντρικό ιερό125, το οποίο συνήθως
ίδια χώρος ιερός126, και για αυτό οριοθετημένος, με λατρείες θεών και ηρώων που
σχετίζονταν με την πολιτική ζωή και τους θεσμούς της πόλης. Εντούτοις, τα
οικοδομήματα που στέγαζαν αυτές τις λατρείες ποτέ δεν απέκτησαν κεντρική
θέση στην οργάνωση του χώρου127 της αγοράς, σε αντίθεση με τα forum των
άρρηκτα ενωμένα.128
Αγοράς129, βόρεια του θρησκευτικού κέντρου της πόλης (Ακρόπολη). Στη Ρώμη
διαμορφώθηκε στο Forum Romanum130 κάτω από την προστατευτική σκιά του
κεντρικού ιερού, του ναού του Juppiter Optimus Maximus Capitolinus, ενώ
άλλου κύριου ιερού και Forum, στο σημείο τομής των κεντρικών οδικών
μια αρχέτυπη εικόνα της Ρώμης132 και αναδείχτηκε σε ένα από τα βασικά οπτικά
αστικού χώρου στους επισκέπτες της πόλης. Στις ελληνικές πόλεις της
125 Τα δύο κέντρα, πολιτικό και θρησκευτικό, απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα γύρω από τον οποίο
αναπτύχθηκαν οι πόλεις, βλ. Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 199-200.
126 Oι Hölscher, Öffentliche Räume, 43 και Zanker, «City as Symbol», 33-34 υποβαθμίζουν τον ιερό
χαρακτήρα της ελληνικής αγοράς και την παρουσιάζουν ως κυρίως πολιτικό χώρο, η δημιουργία
του οποίου προκάλεσε τον διαχωρισμό του πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου της πόλης. Όμως,
όπως σωστά παρατηρούν οι Martin, Agora grecque, 149 κ.ε. Martin, Urbanisme, 266-268. Sewell, Roman
Urbanism, 66 και Ευαγγελίδης, Αγορά, 25-26 ο ιερός χαρακτήρας της αγοράς, εκτός από τα ιερά και
τα ηρώα που διέθετε, προκύπτει από το γεγονός ότι ήταν χώρος σαφώς οριοθετημένος και
απροσπέλαστος σε όσους είχαν υποπέσει σε μίασμα.
127 Ευαγγελίδης, Αγορά, 34.
128 O Zanker, «City as Symbol», 33-34 θεωρεί ότι η στενή σύνδεση ιερού και πολιτικού χώρου,
Capitolium και forum, υπήρξε κατά βάση ρωμαϊκή σύλληψη. Στη ρωμαϊκή πόλη το πολιτικό και το
θρησκευτικό κέντρο, ως κύρια συστατικά του μνημειακού κέντρου, βρίσκονταν σε άμεση
τοπογραφική και ιδεολογική σχέση μεταξύ τους.
129 Camp, Αρχαία Αγορά, 29-34.
130 Gros, Architecture Romaine I, 212-214 και 216-219. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 152-158.
131 Ευαγγελίδης, Αγορά, 30-35. Sewell, Roman Urbanism, 57-58. Zanker, «City as Symbol», 27-29.
24
ανατολής, η διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου στο γεωμορφολογικό
ανάγλυφο υπήρξε το προϊόν μίας πιο σύνθετης και μακραίωνης διαδικασίας, που
επιρροές.133
εξαρτώνται κάθε φορά από τα κριτήρια που θέτουμε για να ορίσουμε τον
δομημένο και τον αδόμητο χώρο που το συνθέτουν. Συγχρόνως είναι δυνατόν σε
133 Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 175-179. Γενικά για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της ελληνικής
αγοράς μέσα στον αστικό ιστό, βλ. Hellmann, Architecture Grecque, 239-283.
134 Για τα δημόσια οικοδομήματα της αγοράς, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 168-176 και Hellmann,
Architecture Grecque, 284-290. Για τα αντίστοιχα του forum, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 284-288 και
Macdonald, Urban Appraisal, 114-130.
135 Ο υπαίθριος κεντρικός χώρος για συλλογικές δραστηριότητες αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα και
της αγοράς και του forum, βλ. Martin, «Agora et forum», 156-162. Tomlinson, From Mycenae to
Constantinople, 20-23. Gros, «Forum», 29-45. Gros, Architecture Romaine I, 207-209. Κατά την ύστερη
κλασική και ελληνιστική περίοδο η έμφαση μεταφέρεται από τον ίδιο τον χώρο στο αρχιτεκτονικό
πλαίσιο του, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 25-26.
25
μέρος της πόλης να έχει «μνημειοποιηθεί»136, όπως συνέβη στη Ρώμη, την
Αθήνα, την Έφεσο και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Κατά κανόνα, όμως,
ξεχώριζε απαραίτητα ένας δημόσιος χώρος, ο οποίος χάρη στην αρχαιότητα, την
ιστορικότητα και τους συμβολισμούς του, όριζε και αποτελούσε το νοητό κέντρο
μνημειακού κέντρου.
τη συλλογική ταυτότητα και ενότητα των ατόμων, ως πολιτών και υπηκόων της
136 Raja, Urban Development, 200-202. Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 81.
137 Για την αγορά ως το κέντρο της πόλης, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 23-25. Κατά την επέκταση του
ελληνισμού στην Ανατολή, το στίγμα για τη σημασία της αγοράς ως μνημειακού κέντρου και
θεσμικού-τοπογραφικού συμβόλου του ελληνικού χαρακτήρα της πόλης, έδωσε ο ίδιος ο Μ.
Αλέξανδρος, βλ. Ἀρριανὸς, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, ΙΙΙ.1.5: «…πόθος οὖν λαμβάνει αὐτὸν τοῦ ἔργου,
καὶ αὐτὸς τὰ σημεῖα τῇ πόλει ἔθηκεν, ἵνα τε ἀγορὰν ἐν αὐτῇ δείμασθαι ἔδει καὶ ἱερὰ ὅσα καὶ θεῶν
ὧντινων, τῶν μὲν ῾Ελληνικῶν, ῎Ισιδος δὲ Αἰγυπτίας, καὶ τὸ τεῖχος ᾗ περιβεβλῆσθαι».
138 Ευαγγελίδης, Αγορά, 193-196. Ο συμβολικός χαρακτήρας της αγοράς ενισχύθηκε κατά την
ρωμαϊκή περίοδο με την εισαγωγή ιερών οικοδομημάτων και λατρευτικών δραστηριοτήτων της
αυτοκρατορικής λατρείας, βλ. Evangelidis, «Architecture of the Imperial Cult».
139 Yegül, «Memory», 148-153. Raja, Urban Development, 215-218.
26
Συμβολικές αξίες, προσωπικές και κοινοτικές φιλοδοξίες140, τοπικοί
υψηλή αισθητικά τέχνη αποτύπωσε την ιστορία, τις πολιτιστικές αξίες και τις
Βαθμιαία μέσα στον 3ο αιώνα και κυρίως μετά το έτος 235 μ.Χ., η πολιτική
κρίση143, που έλαβε τη μορφή ενός συνεχούς και ανελέητου αγώνα για την
μεγάλες βαρβαρικές επιδρομές του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, που επέφεραν
140 Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-179. Macro, «Cities of Asia Minor», 682-683. Owens, The City, 122-123.
141 Alcock, «Reconfiguration of memory», 334-344. To πλέον καλά μελετημένο παράδειγμα είναι
βέβαια η Αγορά της Αθήνας, βλ. Alcock, Archaeologies of the Greek Past, 51-73.
142 Τα δύο σημαντικότερα μέσα προβολής της αυτοκρατορικής εξουσίας υπήρξαν, πρώτον, η
αυτοκρατορική λατρεία, βλ. Alcock, Graecia Capta, 181-191, 108-109. Evangelidis, «Architecture of the
Imperial Cult». Price, Rituals and Power, 136-146. Woolf, «Inventing empire», 320-321, και δεύτερον, η
χρηματοδότηση οικοδομικών προγραμμάτων από τον αυτοκράτορα και μέλη του οίκου του ή τις
τοπικές αριστοκρατίες προς τιμήν του, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-178. MacMullen, «Roman
Imperial Building», 207-214. Mitchell, «Imperial Building», 18-25.
143 Cameron, Ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 22-35. Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 305-
310. Liebeschuetz W., «The end of the ancient city», στο Rich J. (επιμ.), The City in Late Antiquity,
Λονδίνο 1992, 1-49, κυρίως 3-9. Corcoran, «Before Constantine», 35-58.
144 Potter, Roman Empire, 167-172, 217-280.
145 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 24 και 26. Ακόμη για τις καταστροφές σε πόλεις της Μικράς Ασίας, βλ.
Foss C., «Archaeology and the "Twenty Cities" of Byzantine Asia», AJA 81 (1977), 469-486, κυρίως 472
(Έφεσος), 476 (Σάρδεις), 477-478 (Μίλητος), 480 (Πέργαμον).
146 Στη Μικρά Ασία έχουν επισημανθεί δημόσια οικοδομικά προγράμματα που υλοποιήθηκαν κατά
τον 3ο αιώνα, βλ. Parrish, «Urban plan», 108-111 (Ιεράπολη), 162-164 (Ξάνθος), 178-182, 187 (Πέργη).
Επίσης στη Θεσσαλονίκη και στις πόλεις της Μακεδονίας, βλ. Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 148-
162. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη, 149-152. Για τη σημασία της Μακεδονίας αυτή την περίοδο, βλ.
ανωτέρω σημ. 109.
27
κλίμακας, που εντοπίζονται σε μία σειρά πόλεων αυτή την περίοδο, είναι
από τα κείμενα πληροφορούμαστε ότι κατά τον τρίτο αιώνα αναπτύχθηκαν μία
δύο Αυγούστους και δύο Καίσαρες σε Ανατολή και Δύση. Αυτό είχε ως
τους έδρες σε μία σειρά από πόλεις-σταθμούς κατά μήκος των βόρειων και
147 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 415-417, 441. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 213.
Ramage-Ramage, Ρωμαϊκή τέχνη, 292.
148 Ćurčić, Architecture in the Balkans, 17-18. Gregory T.E., «Fortification and Urban Design in Early
Byzantine Greece», στο Hohlfelder R.L. (επιμ.), City, Town and Countryside in the Early Byzantine Era,
New York 1982, 43-51. Wilkes, «Civil Defence», 187-192.
149 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 92-98. O Millar, Emperor, 40-53 δείχνει ότι οι
151 Καθώς εκείνος βρισκόταν συνεχώς εν κινήσει μακριά της ως μία μετακινούμενη πρωτεύουσα,
153 Cameron, Ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 60-84. Corcoran, «Before Constantine». Mitchell S., A
History of the Later Roman Empire, AD 284-641. The transformation of the Ancient World. Μάλντεν-
Οξφόρδη-Βικτώρια 2007, 47-62. Odahl, Constantine, 42-74. Potter, Roman Empire, 280-290, 333-363. Για
την πολιτική διαίρεση της αυτοκρατορίας κατά τη διακυβέρνηση της Τετραρχίας, βλ. Barnes, New
Empire, 195-200.
28
Ανατολή.154 Τα συγκροτήματα αυτά, εκτός από το ανάκτορο, μπορεί ακόμη να
154 Heucke, Circus und Hippodrom, 314-399. Carile, Vision of the Palace, 1-23. Χριστοδούλου,
Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 99-107, 109-124. Ward - Perkins, Imperial Architecture, 442-454
(Τρεβήροι, Θεσσαλονίκη). Ćurčić, Architecture in the Balkans, 18-22 (Σίρμιο, Θεσσαλονίκη).
155 Σύμφωνα με τον Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 383-389, 463-465 η ανακάλυψη
των αυτοκρατορικών επαύλεων με μαυσωλείο στη Ρωμυλιανή και το Šarkamen επιβάλλει την
επανεξέταση των μεγάλων περίκεντρων κτηρίων, όπως η Ροτόντα του Γαλεριανού συγκροτήματος
της Θεσσαλονίκης, που είχαν ερμηνευθεί παλαιότερα ως μαυσωλεία. Για τη Ροτόντα εκτιμά ότι
πρόκειται πιθανώς για ναό της επίσημης αρχαίας θρησκείας, που τυπολογικά μιμείται το Πάνθεον
της Ρώμης. Ο Johnson, Mausoleum, 74-75, θεωρεί ότι η Ροτόντα ανήκει στο οικοδομικό πρόγραμμα
του Γαλερίου, αλλά με βάση το μεγάλο μέγεθος, τα υψηλά παράθυρα με τον έντονο φωτισμό και
την έλλειψη κρύπτης απορρίπτει την ταύτισή της με το αρχικό μαυσωλείο του Γαλερίου.
156 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 418-421.
Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 69-70. Ο θεσμός της πόλης επιβιώνει ως το διοικητικό κύτταρο της
αυτοκρατορίας υπό τη συνεχή φροντίδα της αυτοκρατορικής εξουσίας, βλ. Jones, Greek city, 85-94.
Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 339-345. Για την εξέλιξη της θεσμικής και νομικής
σχέσης του αυτοκράτορα και των πόλεων από την εποχή του Αυγούστου έως και του Ιουλιανού,
βλ. Millar F., «Empire and City, Augustus to Julian: Obligations, Excuses and Status», JRS 73 (1983), 76-
96. Για την εξέλιξη του θεσμού των τοπικών βουλών, βλ. Whittow M., «Ruling the Late Roman and
Early Byzantine City: a continuous History», P&P, 129 (1990), 3-29. Για επιγραφικές μαρτυρίες σχετικά
με τη συνέχεια της οικοδομικής δραστηριότητας στις πόλεις κατά τη βασιλεία του Μ.
Κωνσταντίνου, του Κωνσταντίου και του Ιουλιανού, βλ. Lewin A., «Urban public building from
Constantine to Julian: the epigraphic evidence», στο Lavan L. (επιμ.), Recent Research in Late-Antique
Urbanism, JRA, suppl. 42, Portsmouth, Rhode Island 2001, 27-37. Για μία αρχαιολογική εικόνα της
επιβίωσης του αστικού οργανισμού και του προοδευτικού μετασχηματισμού του στη Μικρά Ασία,
βλ. Parrish, «Urban plan». Για την Ελλάδα, βλ. Spieser J.-M., «La ville en Grèce du IIIe au VIIe siècle»,
Villes et peuplement dans l’ Illyricum protobyzantin, Actes du colloque organisé par l’ Ecole francaise de
Rome (Ρώμη, 12-14 Mai 1982), École Française de Rome, αρ. 77, Ρώμη 1984, 315-338 [Επανεκτ. Spieser,
Urban and Religious Spaces, κεφ. II].
29
φορτισμένα με επάλληλα στρώματα σημασιών που συγκέντρωσαν κατά τη
περίπου χίλια χρόνια πολυτάραχου ιστορικού βίου στη θέση αυτή, ο οποίος είχε
αφήσει βαθιά τα αποτυπώματά του στον πολεοδομικό ιστό και το αστικό τοπίο
αλλά της προσδίδει και μία ιδιαίτερη γοητεία. Όσο θα ξεδιπλώνεται η μελέτη
μας, όλο και περισσότερο θα γίνεται κατανοητό πόσο μεγάλη σημασία έχει το
μνημειακό υπόβαθρο του Βυζαντίου για τη μελέτη του μνημειακού κέντρου της
του Βύζαντα στην Πόλη του Κωνσταντίνου δεν είναι άλλος από το μνημειακό
κέντρο.
160 Για την επιβίωση, τη μνημειακή σύνθεση και τον σταδιακό μετασχηματισμό των δημόσιων
αστικών χώρων της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης και της Εφέσου κατά την ύστερη αρχαιότητα,
βλ. Bauer, Stadt. Ο μετασχηματισμός λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα. Η Saradi,
Byzantine City, 148-352 και 441-462 με βάση αρχαιολογικές και γραπτές μαρτυρίες καταδεικνύει ότι
το μνημειακό κέντρο της πόλης σταδιακά παύει να λειτουργεί ως το διοικητικό και κοινωνικό
κέντρο της αστικής κοινότητας και παράλληλα απομονώνεται από το εμπορικό της κέντρο. Ο
Potter T.W., Towns in Late Antiquity: Iol Caesarea and its Context, Οξφόρδη 1995, 93-96 υποστηρίζει, με
βάση στοιχεία κυρίως από την Ιταλία και τη Β. Αφρική, ότι το forum έπαψε να είναι το επίκεντρο
του αστικού βίου μετά το τέλος του 4ου αιώνα σε πολλές πόλεις. Όμως, ο Lavan, «Fora and Agorai»,
με βάση αντιπροσωπευτικότερα δεδομένα και πλούσια τεκμηρίωση δείχνει ότι οι αγορές και τα
forum διατήρησαν τον μνημειακό και λειτουργικό χαρακτήρα τους ως ενεργά μνημειακά κέντρα
των ελληνορωμαϊκών πόλεων κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ενώ τοποθετεί την εξαφάνισή τους
από το αστικό τοπίο υστερότερα, κατά τον 6ο και 7ο αιώνα. Οι αλλαγές στους δημόσιους αστικούς
χώρους συνέβησαν παράλληλα με ευρύτερες θεσμικές και πολεοδομικές διεργασίες, αλλά και
ιστορικές εξελίξεις, που μετέβαλαν για μία ακόμη φορά την εικόνα των πόλεων, βλ. Liebeschuetz
W., The Decline and Fall of the Roman City, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 2001, 400-416. Mango C., Byzantine
Architecture, Λονδίνο 1979, 30-37. Spieser J.-M., «The City in Late Antiquity: A Re-Evaluation», στο
Spieser, Urban and Religious Spaces, 1-14. Zavagno L., Cities in transition: Urbanism in Byzantium between
late antiquity and the early Middle Ages AD 500-900. BAR, Διεθν. Σειρά, αρ. 2030, Οξφόρδη 2009.
30
Α.2. ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
στην παραθαλάσσια πεδινή έκταση δυτικά της Βοσπορείου Άκρας στις υπώρειες
Βυζαντίου (εικ. 17-18) απαντώνται στην Κύρου Ανάβαση161 και στα Ελληνικά162 του
Ξενοφώντα, σε δύο επεισόδια που εκτυλίχτηκαν κατά τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
σημεία, από τις οποίες προσδιορίζεται τοπωνυμικά μόνο η θέση της μιάς με την
στο βόρειο άκρο της χερσαίας (δυτικής) οχυρωματικής γραμμής κοντά στη
θάλασσα του Κερατίου και τα λιμάνια της πόλης, προφανώς στην απόληξη μιάς
αρχαίου Βυζαντίου.
να εξέρχονται από την πόλη διά μιάς πύλης του τείχους, που δεν προσδιορίζεται
161 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.1.-35. Περιγραφή της ολιγόωρης κατάληψης του Βυζαντίου κατά
το έτος 400 π.Χ. από τους εναπομείναντες Μυρίους κατά το ταξίδι της επιστροφής τους από τα
Κούναξα της Βαβυλωνίας.
162 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.10-22. Περιγραφή της λαθραίας παράδοσης του Βυζαντίου στον αθηναίο
στρατηγό Αλκιβιάδη από μία ομάδα Βυζαντίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου,
το έτος 409/8 π.Χ. Για το επεισόδιο, βλ. Isaac, Greek Settlements, 227. Για το αρχαίο Βυζάντιο, βλ.
Oberhummer-Miller-Kubitschek, «Byzantion». Bréhier, «Byzantion». Gyuzelev, West Pontic Coast, 155-
178.
163 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20.
164 Το γεγονός αυτό επεσήμανε ο Mango, Développement urbain, 15 και σημ. 12. Ο Στράβων
επιβεβαιώνει ότι η παραθαλάσσια βόρεια πλευρά του Βυζαντίου ήταν τειχισμένη βλ. Γεωγραφικά,
7.6.2.5: «ἔστι δὲ τὸ Κέρας προσεχὴς τῷ Βυζαντίων τείχει κόλπος ἀνέχων ὡς πρὸς δύσιν ἐπὶ σταδίους
ἑξήκοντα…».
31
τοπογραφικά, για να συνεχίσουν διά ξηράς το ταξίδι τους. Ξαφνικά προκλήθηκε
πανικός και οι στρατιώτες έτρεξαν να μπουν πάλι μέσα στην πόλη από την ίδια
πύλη. Επειδή, όμως, οι φρουροί της πρόλαβαν και την έκλεισαν, μερικοί
στρατιώτες «…ἔθεον ἐπὶ θάλατταν καὶ παρὰ τὴν χηλὴν τοῦ τείχους
έγιναν αμέσως αντιληπτοί από τους Βυζαντίους που βρίσκονταν στην Αγορά: «οἱ
προκύπτει πως υπήρχε άμεση οπτική επαφή και προφανώς απευθείας οδός από
την εν λόγω πύλη προς την Αγορά του Βυζαντίου. Συγχρόνως η αντίδραση των
165 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.17. Η χηλή του τείχους αναφέρεται και από τον Δίωνα Κάσσιο,
Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.10.5 κατά την περιγραφή της πολιορκίας του Βυζαντίου από τα
στρατεύματα του Σεπτιμίου Σεβήρου κατά τα έτη 193-195: «οἵ τε λιμένες ἐντὸς τείχους ἀμφότεροι
κλειστοὶ ἁλύσεσιν ἦσαν, καὶ αἱ χηλαὶ αὐτῶν πύργους ἐφ’ ἑκάτερα πολὺ προέχοντας ἔφερον…». Ο
Διονύσιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 11 περιγράφει τις χηλές περιφραστικά: «εἴργεται γὰρ ὑποδομήσεσι
τειχίων ἡ τῆς θαλάττης ἐπιδρομή». Ο Mango, Développement urbain, 13-16 και εικ. 1, κυρίως με βάση
το γεγονός ότι τα λιμάνια του Βυζαντίου ήδη από την εποχή του Ξενοφώντα περιλαμβάνονταν
εντός των οχυρώσεων της πόλης, όπως συνέβαινε και έξι αιώνες αργότερα κατά την εποχή του
Σεβήρου, υποστήριξε ότι δεν οικοδομήθηκαν ποτέ δύο οχυρωματικοί περίβολοι, ένας του Βύζαντα
και ένας του Σεβήρου, βλ. παρακάτω σημ. 191, αλλά ένας εκτεταμένος, ο οποίος υφίστατο ήδη την
εποχή του Ξενοφώντα, καταστράφηκε από τον Σεβήρο και ανοικοδομήθηκε, μάλλον επάνω στην
ίδια χάραξη, κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. Για τα λείψανα των τειχών του Βυζαντίου που έχουν
εντοπιστεί ή λανθασμένα ταυτιστεί, βλ. Barsanti, «Bisanzio romana», 18-24.
166 Ο Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.10.5 αποκαλύπτει και την αιτία για την οποία οι
στρατιώτες προτίμησαν να αναρριχηθούν στα θαλάσσια τείχη: «τοῦ δὲ δὴ περιβόλου τὰ μὲν πρὸς
τῆς ἠπείρου μέγα ὕψος <ἦρτο>, ὥστε καὶ τοὺς τυχόντας ἀπ’ αὐτῶν ἀμύνασθαι, τὰ δὲ πρὸς τῇ
θαλάττῃ ἧττον·».
167 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.19.
168 Η τοπογραφική αυτή σχέση αντικατοπτρίζεται και σε άλλες πηγές μέσα από την παρατακτική
σχέση των αναφορών στην Αγορά και το λιμάνι του Βυζαντίου, βλ.: Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί,
ΧΙΙ.32: «ἦσαν δὲ οἱ Βυζάντιοι καὶ διὰ τὸ δημοκρατεῖσθαι πολὺν ἤδη χρόνον καὶ τὴν πόλιν ἐπ'
ἐμπορίου κειμένην ἔχειν καὶ τὸν δῆμον ἅπαντα περὶ τὴν ἀγορὰν καὶ τὸν λιμένα διατρίβειν
ἀκόλαστοι καὶ συνουσιάζειν καὶ πίνειν εἰθισμένοι ἐπὶ τῶν καπηλείων». Ἀριστοτέλους, Οἰκονομικός,
32
Μετά την κατάληψη του Βυζαντίου, οι Μύριοι παρατάχθηκαν
Θρᾴκιον καλούμενον, ἔρημον οἰκιῶν καὶ πεδινόν».170 Εκεί, αφού ο Ξενοφών τους
μίλησε, «Κοιρατάδαν δέχονται στρατηγὸν καὶ ἔξω τοῦ τείχους ἀπῆλθον».171 Από
εσωτερικό των τειχών172 κοντά εις «τὰς πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον
Θρακίου, στο πλάτωμα ανατολικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, και προς βορρά
53, 59, 64-65, 70. Στην Άνδρο, βλ. Παλαιοκρασσά-Κοπίτσα Λ., «Η Αγορά της Αρχαίας Άνδρου.
Μορφή και Δραστηριότητες», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 311-326, κυρίως 311. Στη
Θάσο, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 95. Στην Κω, βλ. Γιαννικουρή Α.-Σκέρλου Ε.-Παπανικολάου Ε., «Η
Αγορά της Κω: Ανασκαφικά Δεδομένα», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 357-382, κυρίως
358 και Rocco G.-Livadiotti M., «The Agora of Kos: The Hellenistic and Roman Phases», στο
Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 383-423. Η αρχαιότητα της τοπογραφικής σχέσης αγοράς και
λιμανιού αποτυπώνεται στην περιγραφή της αγοράς των Φαιάκων στην Οδύσσεια, βλ. Σουέρεφ Κ.,
«Ἀγορή Φαιήκων. Ο Χώρος και η Συνέλευση», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 11-13.
170 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.24.
172 Ο Janin, Constantinople byzantine, 12-14 και ο Mamboury, Istanbul touristique, 61 θεωρούν ότι το
Θράκιον βρισκόταν στην περιοχή της πλατείας της Αγίας Σοφίας, επειδή βρισκόταν εξωτερικά των
τειχών του Βύζαντα, τα οποία κατά τη γνώμη τους περιέβαλλαν μόνο την Ακρόπολη του
Βυζαντίου μέχρι να οικοδομήσει ο Σεβήρος ένα νέο εκτεταμένο περίβολο. Τη θεωρία των δύο
περιβόλων απορρίπτει ο Mango, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 165.
173 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20.
Στρατήγιον.
175 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.12-14 (ΙΙ.30.2): «καὶ τὸ μὲν παλαιὸν εἶχε τὴν πύλην ἐν τῇ συμπληρώσει
οἰκοδομήσας κυκλοτερῆ, καὶ στοαῖς διστέγοις ταύτην περιλαβών, ἀψῖδας δύο μαρμάρου
Προκοννησίου μεγίστας ἀλλήλων ἀπετύπωσε, δι’ ὧν ἔνεστιν εἰσιέναι τε εἰς τὰς Σεβήρου στοὰς καὶ
τῆς πάλαι πόλεως ἐξιέναι».
33
αποτυπώνεται σε μία αναφορά του Δ. Κασσίου177, που αποκαθιστά ανάμεσα στις
Θράκιες πύλες και τη θάλασσα επτά πύργους.178 Το γεγονός ότι η περιοχή ήταν
τέχνης179, καθώς από την κλασική εποχή τα τείχη των ελληνικών πόλεων δεν
Ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από την είσοδο των Μυρίων είχε στο
είσοδος των Αθηναίων από την πύλη προς το Θράκιον: «…νυκτὸς ἀνοίξαντες
τὰς πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον καλουμένας εἰσήγαγον τὸ στράτευμα καὶ τὸν
πάντων εἰς τὴν ἀγοράν· ἐπεὶ δὲ πάντῃ οἱ πολέμιοι κατεῖχον, οὐδὲν ἔχοντες ὅ τι
από τις Πύλες του Θρακίου, δεν έγιναν αντιληπτοί από τους Βυζαντίους, που
καταλάβουν ολόκληρη την πόλη. Το κριτήριο για την επιλογή της συγκεκριμένης
πύλης, χωρίς αμφιβολία, υπήρξε το γεγονός ότι βρισκόταν μακριά από την
τοπογραφικά τη θέση της αρχαίας Αγοράς και της Πύλης του Θρακίου μέσα από
177 Δίων Κάσσιος, ‘Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.14.5: «ἑπτὰ μὲν γὰρ ἀπὸ τῶν Θρᾳκίων πυλῶν πύργοι
καθήκοντες πρὸς τὴν θάλασσαν ἦσαν…».
178 Ο Διονύσιος Βυζάντιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 5.14-16 (12) καθώς παραπλέει τα βόρεια τείχη του
Βυζαντίου με κατεύθυνση από τη Βοσπόρειο Άκρα προς το εσωτερικό του Κερατίου κόλπου μάς
πληροφορεί ότι ο έβδομος πύργος ήταν κυκλικός, είχε πολύ μεγάλο μέγεθος και συνέδεε το
παραθαλάσσιο με το χερσαίο (δυτικό) τείχος: «τὸ δ’ ἔνθεν, παραμειψαμένῳ κατὰ βάθος κείμενον
πύργον, περιφερῆ μὲν τὸ σχῆμα, πολὺν δ’ ἐπὶ πᾶν μέγεθος, συνάπτοντα δὲ πρὸς τὴν ἤπειρον τὸ
τεῖχος…». Η παραθαλάσσια πύλη πρέπει να βρισκόταν νότια του πύργου αυτού.
179 Hellmann, Architecture Grecque, 310-313, 323-326. Owens, The City, 150.
180 Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην περιοχή της Μικράς Ασίας: Πέργαμος, βλ. Radt,
«Pergamon», 43-49. Έφεσος, βλ. Scherrer, «Topography of Ephesos», 61-66. Πριήνη, βλ. Δοντάς,
Πριήνη, 48-50.
181 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20-21.
182 Ο Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς, 13.67.2.5 κατά την περιγραφή του ίδιου
γεγονότος χωροθετεί τους συγκεντρωμένους στο λιμάνι, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την άμεση
τοπογραφική σχέση λιμανιού και αγοράς: «…οἱ μὲν κατὰ τὴν πόλιν ὄντες Πελοποννήσιοι καὶ
πάντες οἱ τὴν ἀπάτην ἀγνοοῦντες ἐξεβοήθουν ἐπὶ τοὺς λιμένας».
34
κρατήσουμε και από τις δύο περιγραφές του Ξενοφώντα είναι ότι οι Βυζάντιοι, σε
αιώνες αργότερα ο Θεμίστιος στον λόγο του προς τιμή του Κωνσταντίου: «ἤ ἐπὶ
τοῖς λιμέσι τοῖς ἐντὸς πυλῶν, δι’ ὧν εἰσρεῖ καὶ ἐμπλέκεται ἡ θάλασσα τοῖς ἐν
μέσαις ταῖς ἀγοραῖς;».183 Τα εντός των πυλών λιμάνια, που αναφέρει ο ρήτορας,
όπως και ο Δίων Κάσσιος184 και ο Διονύσιος ο Βυζάντιος185, είναι τα λιμάνια του
Φόρο στη Notitia Urbis188 (περ. 423-7) στην περιγραφή της 5ης Ρεγιώνας:
19). Η θέση του δίπλα στη θάλασσα189 στην καρδιά του αρχικού οικιστικού
λιμένες, ὧν ὁ διὰ μέσου βαθὺς ἐπιεικῶς καὶ τῶν μὲν ἄλλων ἀνέμων ἀνήκοος, λιβὸς δ’
ἐκνικήσαντος οὐκ εἰς ἅπαν ὀχυρός, κλειστὸς δ’ ἀμφοτέρωθεν· εἴργεται γὰρ ὑποδομήσεσι τειχίων ἡ
τῆς θαλάττης ἐπιδρομή».
186 Η Notitia Urbis αναφέρει, επίσης, τρία λιμάνια με τις εξής ονομασίες: Portum prosforianum (234,
VI.18) στην 5η ρεγιώνα, Neorium και Portum (234, VII.9-10) στην 6η ρεγιώνα. Το γεγονός ότι μόνο ο
Προσφοριανός λιμένας βρισκόταν στην 5η Ρεγιώνα μαζί με το Στρατήγιο υποδεικνύει ότι αυτό
είναι το λιμάνι που οι αρχαίες πηγές αναφέρουν δίπλα στην Αγορά. Ο Προσφοριανός φαίνεται ότι
ήταν το εμπορικό λιμάνι, ενώ το Νεώριο ο πολεμικός ναύσταθμος της πόλης. Σχετικά με τα
λιμάνια του Βυζαντίου, βλ. Mango, Développement urbain, 14-15. Müller-Wiener W., Die Häfen von
Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul, Τυβίγγη 1994, 3-5. Η εναλλακτική ονομασία του Προσφοριανού
λιμένος ανεφέρεται από τον Αἴλιο Ἡρωδιανὸ, Περὶ ὀρθογραφίας, βλ. Grammatici Graeci, III.2, 483.13-
14: «Βοσπόριον τοῦ Βυζαντίου λιμήν. οἱ δ’ ἐγχώριοι Φωσφόριον αὐτὸ καλοῦσι
παραγραμματίζοντες» και την επαναλαμβάνει ο Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικὰ, 364.10-11 (Β 130).
187 Bauer, Stadt, 224-228.
188 Notitia Urbis, 233, VI.11-12. Για τη χρονολόγηση της Notitia, βλ. Εισαγωγή, υποσημ. 13.
189 Παραδόξως, οι κλασικοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι που ασχολήθηκαν με το αρχαίο Βυζάντιο
τοποθετούν εσφαλμένα το Στρατήγιο κοντά στην πύλη του Θρακίου και στη Μεγίστη Τετράστωο
Αγορά, στην πλαγιά του αυχένα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου λόφου, βλ. Oberhummer-
Miller-Kubitschek, «Byzantion», 1122, (εικ. 20). ΙΕΕ, τόμ. Γ1, 334. Gyuzelev, West Pontic Coast, 163.
35
Mango190 ταυτίζει το Στρατήγιο με την Αγορά της αρχαίας πόλης, η οποία
Σύμφωνα με τον Ησύχιο οφείλεται στη χρήση του χώρου για την απονομή του
Χρονικόν193 αποδίδουν τόσο την ονομασία όσο και την ανέγερση του Στρατηγίου
στον Αλέξανδρο τον Μέγα, ενώ την ανακαίνισή του στον Σεβήρο. Ο Janin θεωρεί
Δήμο των Βυζαντίων υποδεικνύει ότι επρόκειτο για κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα
της αρχαίας πόλης από το οποίο προφανώς έλαβε την ονομασία της η Αγορά. Ο
190 Mango, Développement urbain, 19. Ο ίδιος, «Triumphal Way», 177-178. Σχετικά με τη θέση του
Στρατηγίου, αρχικά ο ίδιος, Développement urbain [έκδοση 1985], 19 και σημ. 32 υποστήριξε ότι
γειτνίαζε με τις αποθήκες του Προσφοριανού λιμένος και προσδιόρισε τη θέση του στην περιοχή
γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του σημερινού Sirkeci. Αργότερα ο ίδιος, Développement urbain
[επανέκδοση Paris 1990], Addenda, 71, χωροθέτησε το Στρατήγιο στη θέση του Μεγάλου
Ταχυδρομείου της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να δώσει περισσότερα στοιχεία. Τέλος, ο ίδιος,
«Triumphal Way. Appendix. The Situation of the Strategion», 187-188, χωροθέτησε εκ νέου το
Στρατήγιον σε απόσταση περίπου 300 μ. ανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού του Sirkeci
σχεδόν πάνω στην ακτογραμμή του αρχαίου λιμανιού.
191 Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.5 (39).
192 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 146.13-15 (VIII.1): «ἔκτισεν ἐκεῖ τόπον, ὅνπερ ἐκάλεσε τὸ
Στρατήγιον· ἐκεῖ γὰρ στρατηγήσας τὰ τοῦ πολέμου μετὰ τοῦ ἰδίου στρατοῦ καὶ τῶν συμμάχων
αὐτοῦ…» και 222.82-85 (ΧΙΙ.20).
193 Πασχάλιον Χρονικὸν, 495.12-16: «καὶ τὸ λεγόμενον Στρατήγιον ἀνενέωσεν ὁ αὐτὸς Σεβῆρος, ὅπερ
ἦν πρώην κτισθὲν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος, ὅτε κατὰ Δαρείου ἐπεστράτευσεν, καὶ ἐκάλεσε
τὸν τόπον Στρατῆγιν· ἐκεῖ γὰρ στρατολογήσας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ὥρμησεν κατὰ Περσῶν εἰς
τὸν πόλεμον». Για την παράδοση που συνδέει τη μετάβαση του Αλεξάνδρου στην Ασία με το
Βυζάντιο και την περιοχή του Βοσπόρου, βλ. Berger A., «Alexander der Grosse am Bosporus», στο
Sode C.- Takács S. (επιμ.), Novum Millennium, Studies on Byzantine History and Culture dedicated to P.
Speck, Aldershot 2001, 13-20. Επίσης, βλ. La Rocca, «Fondazione», 557.
194 Janin, Constantinople byzantine, 431-2.
195 Łajtar, Inschriften, 23-32, επιγρ. αρ. 2.3: «ἔδοξε τᾶι βουλᾶι καὶ τῶι δάμωι, τοὶ στραταγοὶ εἶπαν·»
(μέσα 2ου αι. π.Χ.), 3.2-3: «ἔδοξε τᾷ βουλᾷ καὶ τῷ δάμῳ. τοὶ στραταγοὶ εἶπαν·» (μέσα 1ου αι. μ.Χ.),
4.6-7: «τοὶ δὲ στρατα[γοὶ επειμελείσθωσαν μετὰ] τᾶ[ς β]ουλᾶς ὅπως ταὶ τε πρεσβε[ῖαι
ἀποσταλῶντι]» (306-301 π.Χ.). Όπως προκύπτει από ένα στρατήγημα του Κλεάρχου, οι Στρατηγοί
ήταν δύο, βλ. Πολυαίνου, Στρατηγήματα, ΙΙ.2.7: «καὶ δὴ ἔπεμψαν τοὺς στρατηγοὺς δεησομένους τῆς
Κλεάρχου βοηθείας. ὁ δὲ…κατέπλευσεν ἐς Βυζάντιον καὶ συναγαγὼν ἐκκλησίαν συνεβούλευσε
πάντας τοὺς ἱππέας καὶ τοὺς ὁπλίτας ἐπιβῆναι τῶν νεῶν…οὕτω δὴ πάντων ἀναχθέντων ὁ
Κλέαρχος διψῆν ἔφη πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ πλησίον ἰδὼν καπηλεῖον μετ' αὐτῶν εἰσελθὼν
φυλακὴν καταστήσας ἔνδον ἀπέκτεινεν ἀμφοτέρους·».
196 Το Στρατήγιο ήταν η έδρα των Δέκα Στρατηγών και βρισκόταν μάλλον στη ΝΔ γωνία της
36
όπου εδρεύουν οι στρατηγοί, αξίωμα κοινό σε πολλές πόλεις του αρχαίου
κόσμου.
Ο Θεμίστιος στον επίλογο του λόγου, που εκφώνησε με την ευκαιρία της
ανάδειξής του σε Πρόεδρο της Συγκλήτου, τονίζει τη διαφορά του νέου πολιτικού
δραστηριότητας του Βυζαντίου παρέμεινε στο Στρατήγιο μέχρι την ίδρυση της
τις κυριότερες πολιτικές δραστηριότητες της αρχαίας πόλης. Δύο ακόμη πολύ
Ρεγιώνα κοντά στο Στρατήγιο, ενώ στις επιγραφές του Βυζαντίου αναφέρεται το
«βουλεῖον» ή «βουλευτήριον».200
197 Θεμίστιος, Λόγοι, (31), «Περὶ Προεδρίας εἰς τὴν Σύγκλητον», 192.10-12 (355c). Σύμφωνα με τον
Dagron, «Témoignage de Thémistios», 26, ο λόγος εκφωνήθηκε κατά τα έτη 384 ή 385. Σύμφωνα με
τον Vanderspoel, Themistius, 209-210, 250-251 την άνοιξη του 384.
198 Η πλέον κοντινή στα γεγονότα επιβεβαίωση της ίδρυσης της Συγκλήτου από τον Κωνσταντίνο
ανήκει και πάλι στο Θεμίστιο, Λόγοι, (4) «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 79.2-5 (55a-b): «καὶ
γὰρ ὅτι Κωνσταντίνου ἐστὶ γέννημα καὶ θρέμμα ἡ γερουσία καὶ ὅτι προσήκει αὐτῆς τῷ ἐκείνου υἱεῖ
κήδεσθαι, καὶ προορᾶν ὡς ὁμοπάτορος...». Ο λόγος εκφωνήθηκε το έτος 357, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
17.
199 Notitia Urbis, 233, VI.9.
200 Łajtar, Inschriften, 23-26, επιγρ. αρ. 2.39-40: «ἀναγράψαντας τὸ ψάφισμα εἰς τελαμῶνα ἀναθέμεν
εἰς τὸ βουλεῖον». Ο ίδιος, Inschriften, 27-30, επιγρ. αρ. 3.30-33: «τεθῆμεν δὲ αὐτοῦ καὶ εἰκόνα
ἐπίχρυσον ἐν τῶι βουλευτηρίωι ἐν τόπωι ὧι μὴ ἄλλος ἔχει, καὶ ἐπιγραφὰν ἐπιγράψαι τὰν
προδεδηλωμέναν·». Οι δύο όροι ταυτίζονται, βλ. Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 54. O Lavan, «Fora
and Agorai», 207-208 υποστηρίζει ότι τα βουλευτήρια στις αγορές των πόλεων συνέχισαν να
επισκευάζονται κατά τον 4ο και κατά τον 5ο αιώνα και ότι οι βουλές συνέχισαν να συνεδριάζουν
εκεί μέχρι τα μέσα, τουλάχιστον, του 5ου αιώνα.
201 Ραμού-Χαψιάδη Α., Ἀπό τή φυλετική κοινωνία στήν πολιτική. Πολιτειακή ἐξέλιξη τῆς Ἀθήνας,
37
παράδειγμα του συνοικισμού της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη202 ο
Θησέας προκειμένου να ενώσει τις κώμες της Αττικής κατήργησε τις κατά
τόπους αρχές και Βουλευτήρια ιδρύοντας στην Αθήνα ένα κεντρικό Πρυτανείο
προς τιμή της οποίας έκαιγε ακοίμητο πυρ, που συμβόλιζε τη ζωή της πόλης. Οι
πρώτοι άποικοι μετέφεραν μαζί τους στις αποικίες που ίδρυαν φλόγα από την
εστία του Πρυτανείου της Μητρόπολής τους ως ιερό σύμβολο της πηγής της
ζωής του νέου οικισμού. Στο Βυζάντιο, στην Αγορά του Στρατηγίου, η οποία
προφανώς είχε λάβει το όνομά της από την έδρα των δύο Στρατηγών, της
θα έκαιγε το ακοίμητο πυρ προς τιμή της Εστίας μεταφερμένο από το Πρυτανείο
του Δήμου.206
202 Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2.15: «ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς ἐβασίλευσε, γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ
δυνατὸς τά τε ἄλλα διεκόσμησε τὴν χώραν καὶ καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια
καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν, ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον, ξυνῴκισε
πάντας…».
203 Miller S. G., The Prytaneion: its Function and Architectural Form, Μπέρκλεϋ 1978, 13-14. Liddell-Scott,
αγοράς και συγχρόνως σημαντικά ανασκαφικά κριτήρια για την ταύτιση της θέσης της μέσα στον
αστικό ιστό, βλ. Hellmann, Architecture Grecque, 286-287.
205 Για την παράδοση σχετικά με τα Μέγαρα ως μητρόπολη του Βυζαντίου, βλ. Hanell, Megarische
Studien, 123 κ.ε., ο οποίος με βάση διάφορα τεκμήρια καταλήγει ότι είναι αληθινή. Ακόμη, βλ. Isaac,
Greek Settlements, 218-222. Ο Gyuzelev, West Pontic Coast, 158 θεωρεί ότι έλαβαν μέρος και άποικοι
από άλλες πόλεις. Tο Πρυτανείο των Μεγάρων αναφέρει ο Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις, 1.43.2.
206 Αυτή υπήρξε μία από τις κύριες λειτουργίες του θεάτρου στις ελληνικές πόλεις, βλ. Pont,
«Septime Sévère», 197. Kolb F., Agora und Theater: Volks-und Festversammlung, Βερολίνο 1981, 88, 90, 98.
Μία αναφορά στην Εκκλησία του Δήμου του Βυζαντίου σώζει ο Πολύαινος στα Στρατηγήματα, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 195. Σύμφωνα με τον Ευνάπιο ο δήμος συνέχισε να συγκεντρώνεται σε
σημαντικές περιστάσεις στο Θέατρο και κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, βλ. Εὐνάπιος, Βίοι
Σοφιστῶν, 20.11-15 (VI.2.9): «καὶ τότε δὴ τοῦ πολλάκις συμβαίνοντος κατὰ τὴν ὡρῶν φύσιν
συμβάντος, ὅ τε δῆμος ὑπὸ λιμοῦ παρεθέντες συνῄεσαν εἰς τὸ θέατρον, καὶ σπάνις ἦν τοῦ
μεθύοντος ἐπαίνου, καὶ τὸν βασιλέα κατεῖχεν ἀθυμία». Το Θέατρο, πιθανώς, βρισκόταν ανατολικά
της Ακρόπολης του Βυζαντίου, σύμφωνα με τον Martiny G., «The Great Theatre, Byzantium»,
Antiquity 12 (1938), 89-93. Ακόμη, βλ. Barsanti, «Bisanzio romana», 24. Mango, Développement urbain, 19
και σημ. 31. Matthews, «Notitia Urbis», 102 και σημ. 38. Ο Tezcan, Topkapi Sarayi, 120-123, εικ. 134-135
δημοσιεύει τμήμα μαρμάρινου εδωλίου που βρέθηκε σε κοντινή απόσταση, στην πύλη
Dĕgirmenkapi, των θαλασσίων τειχών.
38
έφιππο ανδριάντα του αυτοκράτορα, η λίθινη στήλη στην οποία αναγραφόταν ο
στήλη με τον νόμο ήταν, ακόμη στην εποχή του, ορατή στο Στρατήγιο. Η
αναφορά του υποδεικνύει δύο πράγματα, πρώτον ότι το πολιτικό κέντρο του
μνημειακού κέντρου της πόλης και επέλεξε εδώ να ενημερώσει τους Βυζαντίους
ιστορικού βίου το μνημειακό κέντρο του Βυζαντίου. Στον χώρο αυτό, που
δύο δύσκολες περιστάσεις του δημόσιου βίου, οι πολίτες του Βυζαντίου ήταν
συγκεντρωμένοι ακριβώς σε αυτό τον χώρο, στο νοητό κέντρο της πόλης τους.
Πληροφορίες για άλλα μνημεία στην περιοχή μάς παρέχει η αναφορά του
Ησυχίου ότι οι Βωμοί του Αίαντα και του Αχιλλέα καθώς και τα Λουτρά του
207 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.16-20 (Ι.16.1): «ἴσην τε τῇ βασιλευούσῃ Ῥώμῃ ἀποδείξας,
Κωνσταντινούπολίν τε μετονομάσας χρηματίζειν δευτέραν Ῥώμην νόμῳ ἐκύρωσεν· ὃς νόμος ἐν
λιθίνῃ καταγέγραπται στήλῃ καὶ δημοσίᾳ ἐν τῷ καλουμένῳ στρατηγίῳ, πλησίον τῷ ἑαυτοῦ
ἐφίππῳ προτέθειται». Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνει ή απλώς επαναλαμβάνει και ο Ἡσύχιος,
Πάτρια, 17.3-6 (39): «…δίκαιά τε πάντα πρὸς ζῆλον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δωρησαμένου, καθὰ
καὶ ἐν τῷ Στρατηγίῳ λεγομένῳ φόρῳ, ἔνθα ποτὲ οἱ στρατηγοῦντες τῆς πόλεως ἄνδρες τὰς τιμὰς
ὑπεδέχοντο, ἐπὶ λιθίνης ἀνέγραψε στήλης». Τον έφιππο ανδριάντα του Κωνσταντίνου αναφέρει
και ο Κεδρηνός, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 563.19-20: «ὅτι ἐν τῷ στρατηγίῳ ἐστὶν ὁ τρίπους Ἑκάτης καὶ ὁ
μέγας Κωνσταντῖνος ἔφιππος, φέρων σταυρόν».
208 Ο Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 81 σημειώνει ότι κατά την αυτοκρατορική
περίοδο στις πόλεις της Μ. Ασίας, όχι μόνο δεν διακόπηκε η πολιτική δραστηριότητα στην αγορά,
αλλά αντίθετα ο αριθμός των ψηφισμάτων αυξήθηκε. Ο Lavan, «Fora and Agorai», 211-212
παρουσιάζει μαρτυρίες σχετικά με την ανάρτηση νόμων ή ψηφισμάτων ως τεκμήρια για τη
συνέχιση της πολιτικής δραστηριότητας στην αγορά κατά τον 4ο και 5ο αιώνα.
209 Η μαρτυρία του συμφωνεί με εκείνη του Θεμιστίου, βλ. ανωτέρω σημ. 197.
39
Αχιλλέα βρίσκονταν κοντά στο Στρατήγιο.211 Τα Λουτρά του Αχιλλέα αναφέρει
και ένας νόμος212 που εκδόθηκε από τον Θεοδόσιο Β΄ (408-450) και τον
οικοδομήματα στην περιφέρειά της. Σημασία, ίσως, έχει ακόμη και η αναφορά
των Πατρίων215 που χωροθετεί τις Φυλακές του Βυζαντίου στο Στρατήγιο.
μνημειακό περιβάλλον της Αγοράς. Μια χαμένη σήμερα επιγραφή από την
Ολβία διασώζει το ψήφισμα217 της Βουλής και του Δήμου των Βυζαντίων σχετικά
211 Ἡσύχιος, Πάτρια, 7.6-8 (16): «Ἐγγὺς δὲ τοῦ καλουμένου Στρατηγίου Αἴαντος τε καὶ Ἀχιλλέως
βωμοὺς ἀνεθήκατο (Βύζας)· ἔνθα καὶ τὸ Ἀχιλλέως χρηματίζει λουτρόν». Για βωμούς αφιερωμένους
στη λατρεία ηρώων, ενταγμένους σε ηρώα, ιερά ή τεμένη, τα οποία βρίσκονταν στον χώρο της
αγοράς των αρχαίων πόλεων, βλ. Τζαβελοπούλου, Λατρείες ηρώων, 93-95. Οι Βυζάντιοι σύμφωνα
με τον Διονύσιο, Ἀνάπλους Βοσπόρου 17.4-6 (39) τιμούσαν τον Αίαντα: «Μετὰ δὲ τὸ Μέτωπον
Αἰάντειον, ἐπώνυμον Αἴαντος τοῦ Τελαμῶνος, ὃν κατὰ τινα μαντείαν σέβουσι Μεγαρεῖς· τὰ δ’ ἔθη
τῶν οἰκιστῶν νόμοι τοῖς ἀποίκοις». Για τη σχέση της λατρείας του Αίαντα με τα Μέγαρα, βλ.
Hanell, Megarische Studien, 188-189. Η αναφορά του Ησυχίου συνδέει το Βυζάντιο με τους Αχαιούς
διεκδικητές της Τροίας.
212 Codex Justinianus, 439, ΧΙ.42.6. Ο νόμος απευθύνεται προς τον Κύρο και εκδόθηκε κατά τα έτη 439-
441, όταν διετέλεσε Έπαρχος Πραιτωρίων. Τα Λουτρά είχαν ήδη καταστραφεί από πυρκαγιά το
έτος 433, βλ. Πασχάλιον Χρονικὸν, 582.5-6 και ο Κύρος τα ανακαίνισε. Τελικά εγκαινιάστηκαν το
έτος 443, βλ. Πασχάλιον Χρονικὸν, 583.17-18: «…ἐνεκαινίσθη τὸ δημόσιον λουτρὸν ὁ Ἀχιλλεὺς» και
Marcellinus Comes, Chronicon, 81.11-12 (έτ. 443). Ακόμη, βλ. Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 114-
115, 227. Ο Mango, Développement urbain, 18 και σημ. 30 θεωρεί ότι, ίσως, τα Λουτρά ταυτίζονται με
τις Thermae Eudocianae ή Thermae Honorianae που αναφέρει η Notitia Urbis, 233 στην 5η Ρεγιώνα.
213 Σχετικά με τη λατρεία των ηρώων στον χώρο της αγοράς, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 90.
κοινωφελείς υποδομές της αγοράς με κτίσματα δημόσιας υγιεινής, όπως θέρμες, βεσπασιανές και
κρήνες.
215 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 218.5-7 (ΙΙΙ.13): «Ὅτι εὑρὼν τὰς φυλακὰς ὁ μέγας Κωνσταντῖνος
τῶν Βυζαντίων εἰς τὸ Στραγήγιον ἐκεῖσε ἐφρούρει καὶ αὐτὸς τοὺς τιμωρουμένους». Ο Camp, Αγορά,
146-147 σημειώνει ότι στην Αθήνα το κτήριο της φυλακής σχετιζόταν με τα δικαστήρια, και ότι
μάλλον βρισκόταν έξω από τη ΝΔ γωνία της πλατείας της Αγοράς.
216 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 207.
217 Łajtar, Inschriften, 27-30, επιγρ. αρ. 3. Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 200. Δεν ήταν, όμως, βέβαιο ότι οι
Βυζάντιοι θα έστηναν τελικά τον ανδριάντα, όπως υποδεικνύει η περίπτωση του βασιλιά της
Βιθυνίας, Προυσία Α΄ (περ. 228-182 π.Χ.), βλ. Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.49.1, που τους κατηγορούσε:
«…ὅτι ψηφισαμένων τινὰς εἰκόνας αὐτοῦ ταύτας οὐκ ἀνετίθεσαν, ἀλλ’ εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην
ἄγοιεν…».
40
Βουλευτήριο της πόλης κατά τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Τα Πάτρια218 τοποθετούν
στο Στρατήγιο μία στήλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία βρισκόταν αρχικά
στήλη του Αλεξάνδρου, ενώ τα Πάτρια220 συνδέουν τον Τρίποδα με την μαντεία
περιοχή του Στρατηγίου με τη λατρεία της θεάς Τύχης. Σύμφωνα με τον Κόμη
Μέσα από τις πηγές προκύπτει ότι ο χαρακτήρας της περιοχής του
Στρατηγίου, λιγότερο από έναν αιώνα μετά την επέμβαση του Κωνσταντίνου,
218 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 183.6-14 (59). Berger, Patria, 406-408. H Bassett, Urban Image, 242-243
θεωρεί ότι πιθανώς ο Κεδρηνός αναφέρει ως ανδριάντα του Κωνσταντίνου τον έφιππο ανδριάντα
του Αλεξάνδρου. Φαίνεται να αγνοεί, όμως, ότι στο Στρατήγιο υπήρχε και έφιππος ανδριάντας του
Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 207.
219 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 66.7-8 (69): «Ὁ τρίπους ὁ ἐν τῷ Στρατηγίῳ τῷ μεγάλῳ, καθὰ
<ὁ> ἔχων τὰ παρῳχηκότα καὶ τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι· καὶ ὁ νότιος πόλος καὶ ἡ
λεκάνη τοῦ Τρικακκάβου ἡ τεθεῖσα εἰς τὰ Στείρου· εἰς μαντεῖον γὰρ ἦν ὁ τόπος· πλησίον δὲ ἐκεῖσε
καὶ ἡ Τύχη τῆς πόλεως».
221 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 207. Σχετική είναι και μία αναφορά του Στέφανου Βυζαντίου, Ἐθνικὰ,
364.10-15 (Β 130): «λέγεται καὶ Βοσπόριον τοῦ Βυζαντίου λιμήν. οἱ δὲ ἐγχώριοι Φωσφόριον αὐτὸ
καλοῦσι παραγραμματίζοντες· ἢ ὅτι Φιλίππου τοῦ Μακεδόνος διορύξαντος κατὰ τὴν πολιορκίαν
εἴσοδον κρυπτήν, ὅθεν ἀφανῶς οἱ ὀρύττοντες ἤμελλον τοῦ ὀρύγματος ἀναδῦναι, ἡ Ἑκάτη
φωσφόρος οὖσα δᾷδας ἐποίησε νύκτωρ τοῖς πολίταις φανῆναι. καὶ τὴν πολιορκίαν φυγόντες
Φωσφόριον τὸν τόπον ὠνόμασαν». Η ονομασία Φωσφόριον του Προσφοριανού λιμένος και η
ανάθεση του Τρίποδα της Εκάτης Φωσφόρου στο Στρατήγιο υπενθυμίζουν την άμεση
τοπογραφική σχέση λιμένος και Αγοράς, που εντοπίσαμε νωρίτερα, βλ. ανωτέρω υποσημ. 182, 186.
Σύμφωνα με τον Isaac, Greek Settlements, 235 φαίνεται ότι στο Βυζάντιο η Εκάτη Φωσφόρος
ταυτιζόταν με την Αρτέμιδα. Ακόμη, βλ. Loukopoulou L.D., Contribution à l’histoire de la Thrace
Propontique, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Μελετήματα 9, Αθήνα 1989, 105-109.
222 Marcellinus Comes, Chronicon, 97.15-17, (έτος 510): «Simulacrum aeneum in foro Strategii super
fornicem residens et cornu copiae Fortunae retinens incendio proflammatum est conbustumque amisit
brachium, quod tamen statuarii continuo solidarunt». Σύμφωνα με τον Mango, «Triumphal way», 178,
σημ. 36, πιθανώς η αψίδα αυτή ταυτίζεται με εκείνη που αναφέρεται ως αψίδα του Ουρβικίου στα
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 141.7-8 (52): «ἡ δὲ ἐκεῖσε ἀψὶς ἡ λεγομένη νῦν Οὐρβίκιος πόρτα ἦν
χερσαία τῶν Βυζαντίων».
223 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 220. Berger, Patria, 409-410.
41
ως: «in qua necessaria civitatis aedificia continentur»224, η σχέση της με τη ναυτική
κίνηση του Προσφοριανού λιμένος (Portum prosforianum) και της Σκάλας της
Constantiaca & Οlearia) και των 2 από τα 4 Macella της Πόλης. Γνωρίζουμε,
αυτή ξεκίνησε ήδη από τη βασιλεία του Κωνσταντίου (337-361) και συνεχίστηκε
Θεοδοσιανής δυναστείας226 πριν από τη συγγραφή του κειμένου της Notitia (423-
Παραστάσεις ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε στο Στρατήγιον τον πρώτο φόρο 227
της Πόλης, ενώ παράλληλα γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «μεγάλο» και «μικρό»
τους Καίσαρα Βάρδα και Βασίλειο Α΄ (867-886) καθώς και τη λειτουργία αγοράς
Στρατηγίου σε «forum Theodosiacum», μετά την ανακαίνισή του, αποτελεί πρακτική γνωστή της
Θεοδοσιανής δυναστείας και από άλλα παραδείγματα, όπως οι Θέρμες Κωνσταντινιαναί, που
εγκαινιάστηκαν ως Θεοδοσιαναί, βλ. Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 10, καθώς και το
«aqueductus Theodosiaco», βλ. Codex Theodosianus, 6.4.30. Για τον Θηβαίο Οβελίσκο, βλ. Mango,
«Triumphal Way», 187-188.
227 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 66.11-13 (69): «Γράφει δὲ ὁ αὐτὸς (Προμούντιος) καὶ
230 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 184 (ΙΙ.61) και 221 (ΙΙΙ.24). Berger, Patria, 409-410.
42
επιστολή του Μανουήλ Χρυσολωρά232 του έτους 1411 προς τον μελλοντικό
διάδοχο του θρόνου, Ιωάννη Η΄, υιό του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425),
όπου γίνεται λόγος για τους κενούς από ανδριάντες κίονες που σώζονταν ακόμη
εκεί.
εκεί μερικών πολύ βασικών έργων υποδομών και εμπορίου. Οι αναφορές στις
πηγές του Στρατηγίου, του Πρυτανείου, του Ταμείου, των Βωμών, των Λουτρών,
των Φυλακών, των αγαλμάτων, των στηλών και του Τρίποδα φανερώνουν ότι τα
αξιοποιηθεί διαφορετικά.
χαρακτήρας του Στρατηγίου μέσα στη μνημειακή τοπογραφία της Πόλης του
και τον δεύτερο λόφο της χερσονήσου, όπου ο νέος πολεοδομικός σχεδιασμός
των αρχαίων Βυζαντίων είχε διαμορφώσει στην περιοχή αυτή πριν από την
Μέσα από τις αναφορές των πηγών και τα δεδομένα της αρχαιολογικής
αρχαίας πόλης είχε επεκταθεί στην περιοχή νότια και νοτιοδυτικά της
232 Μανουήλ Χρυσολωράς, Σύγκρισις παλαιᾶς καὶ νέας Ῥώμης, 21 (PG 156, 45D).
43
Ακρόπολης, στο πλάτωμα ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο λόφο της
είναι οι γνωστές μας: «…πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον καλουμένας»233 για τις οποίες
είδαμε νωρίτερα, ότι στην εποχή του Ξενοφώντα βρίσκονταν μακριά από το
μνημειακό κέντρο της αρχαίας πόλης και οδηγούσαν σε πεδινό τόπο, έρημο
τοπογραφικό στίγμα της Πύλης τόσο σε σχέση με την τοπογραφία του αρχαίου
σχέση της με τις στοές του Σεβήρου234 (τελευταίο τμήμα της Μέσης Οδού) και την
Οι Πύλες του Θρακίου εξυπηρετούσαν χωρίς άλλο την οδική σύνδεση του
από τον Φόρο του Κωνσταντίνου 237, δηλαδή αμέσως εξωτερικά της Πύλης του
233 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20. Η ονομασία Θράκιον δεν αναφέρεται από τους βυζαντινούς
συγγραφείς.
234 Βλ. ανωτέρω σημ. 175.
235 Βλ. ανωτέρω σημ. 176. Ο Mamboury, Istanbul touristique, 61 πρότεινε ότι οι τέσσερις πυλώνες,
διαστάσεων 6,5 μ. Χ 1,3 μ., που αποκαλύφθηκαν το 1931 επί της Divan Yolu, σε απόσταση 75 μ.
ανατολικά του Πορφυρού Κίονος, αποτελούν λείψανα της Πύλης του Θρακίου του Βυζαντίου. Το
σχέδιο του Mamboury με τα αρχιτεκτονικά λείψανα δημοσιεύτηκε από τον Bardill, «The Palace of
Lausus», 72, σχέδ. 3. Η Barsanti, «Bisanzio romana», 22-23 ορθά παρατηρεί ότι οι πυλώνες και το
τριπλό τοξωτό άνοιγμα, που διαμορφωνόταν ανάμεσά τους, πιθανότερα αποτελούν λείψανα της
ανατολικής αψίδας του Φόρου του Κωνσταντίνου.
236 Για τη διαδρομή της, βλ. Mango, Développement urbain, 32-33 και Mango, «Triumphal Way», 174-175.
Στις σχετικές μαρτυρίες θα πρέπει να προστεθεί και η πληροφορία του Παιανίου, Μετάφρασις
Εὐτροπίου, 159.23-24 (9.15.2) αναφορικά με τη δολοφονία του Αυρηλιανού: «Σφάττεται τοίνυν
μεταξὺ τοῦ τε Βυζαντίου καὶ Ἡρακλείας κατὰ τὴν παλαιὰν λεωφόρον· ὄνομα δέ ἐστιν τῷ τόπῳ
Καινὸν φρούριον». Ήδη το 333 η διαδρομή της Εγνατίας είχε γίνει παραλιακή, όπως αποτυπώνει η
διαδοχή των σταθμών στο Itinerarium Burdigalense, βλ. Itineraria Romana, 91, 570.4-7: «Salambria,
Callum, Atyra, Regio». Ακόμη, βλ. Salway B., «There but Not There. Constantinople in the Itinerarium
Burdigalense», στο Grig-Gavin, Two Romes, 293-324.
237 Τα πρώτα σημαντικά ευρήματα ήλθαν στο φως κατά τις εργασίες κατασκευής του υπόγειου
δικτύου αποχέτευσης της Πόλης. Πολύτιμες πληροφορίες διασώθηκαν χάρη στον Mamboury,
«Fouilles Byzantines» Ι, 252-254, και σημαντικά ευρήματα αποκαλύφθηκαν σε μεταγενέστερη
ανασκαφική έρευνα, βλ. Firatli, «Short Report», 207-208. Ακόμη, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 219.
Τα ταφικά ευρήματα από την περιοχή αναφέρει συνοπτικά ο Gyuzelev, West Pontic Coast, 288-289.
Σύμφωνα με τον Mamboury, στο ίδιο, 254, το επίπεδο του Φόρου εντοπίστηκε σε βάθος -2,4 μ. ενώ
της νεκρόπολης σε βάθος περίπου -4μ. Ο Firatli, στο ίδιο, 207, εντόπισε το επίπεδο του Φόρου σε
βάθος -2,15 μ.
44
Θρακίου, και εκτείνονται προς τα δυτικά 238 και βορειοδυτικά. Εσωτερικά της
την ανέγερση πλευρικών στοών στα χρόνια της βασιλείας του Σεβήρου
της μεταγενέστερης Μέσης Οδού. Ακόμη και αν δεν οικοδόμησε ο Σεβήρος τις
στοές, όπως αμφισβητείται σήμερα239, γεγονός παραμένει ότι αυτή η περιοχή του
Βυζαντίου είχε αποκτήσει τόση σημασία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ώστε η κύρια
λεωφόρος που τη διέσχιζε από την Πύλη του Θρακίου να αναδειχτεί μνημειακά
εισερχόταν στην πόλη βορειότερα από το υδραγωγείο του Ουάλη και σε ύψος
238 Η αποκατάσταση της διαδρομής του οχυρωματικού περιβόλου των κλασικών χρόνων συνδέεται
από τον Mango Développement urbain, 15 και με το θέμα της αρχαίας νεκρόπολης. Οι παλαιότεροι
ερευνητές με βάση τη θεωρία των δύο οχυρωματικών περιβόλων, βλ. ανωτέρω σημ. 172, και την
ανεύρεση 11 θραυσμάτων από ταφικές στήλες σε διάφορες περιοχές γύρω από την Ακρόπολη,
θεωρούσαν ότι η αρχαία νεκρόπολη ξεκινούσε από την περιοχή κοντά στην Αγία Σοφία και
εκτεινόταν προς τα δυτικά, βλ. Firatli, Stèles funéraires, 9-10 και πίν. LXXV. Έτσι τα πήλινα ειδώλια
της ελληνιστικής περιόδου που αποκαλύφθησαν κατά τα έτη 1950-1952 δυτικά του ιπποδρόμου
κατά τις ανασκαφές για το νέο Δικαστικό Μέγαρο, βλ. κατωτέρω υποσημ. 247, ερμηνεύτηκαν ως
ταφικά κτερίσματα από τον Rollas, «Les figurines», 164-165. Ο Mango, Développement urbain, 15, σημ.
14-15, αφενός υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας των 11 ταφικών ευρημάτων (μικρά θραύσματα,
δεύτερη χρήση, ατελής τεκμηρίωση στον κατάλογο του Μουσείου) δεν στοιχειοθετεί την ύπαρξη
νεκρόπολης και αφετέρου παραθέτει την κατηγορηματική μαρτυρία του Mamboury ότι κατά τις
ανασκαφές για το δίκτυο αποχέτευσης επί της Μέσης οδού δεν βρέθηκαν καθόλου ταφικά
ευρήματα από την πλατεία της Αγίας Σοφίας μέχρι την περιοχή της στήλης του Κωνσταντίνου
(Çemberlitaş).
239 Τα τελευταία χρόνια οι αναφορές των βυζαντινών πηγών του 6ου αιώνα στο οικοδομικό
χαρακτηριστικά της αστικής αρχιτεκτονικής της Μικράς Ασίας κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ., βλ.
Parrish, «Urban plan», 11-12. Raja, Urban Development, 200-202. Waelkens, «Hellenistic and Roman
Influences», 81.
241 Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 10-17 και κυρίως 114-121.
242 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 106. Ο Αδριανός τιμήθηκε από το Βυζάντιο δύο φορές με το επώνυμο ιερό
αξίωμα της πόλης, εκείνο του Ιερομνήμονος, βλ. Boatwright, Hadrian and the cities, 58 και σημ. 5, 64,
69, η οποία θεωρεί ότι η σχέση του Αδριανού με το Βυζάντιο, πιθανώς, ερμηνεύεται από την
αυξανόμενη σημασία της πόλης κατά τον 2ο αιώνα μετά τις κατακτήσεις του Τραϊανού στη Δακία
και την προσάρτηση της Μοισίας.
45
30), όπως ρητά βεβαιώνουν ο Ι. Μαλάλας 243 και το Πασχάλιον Χρονικόν244, από
όπου υδροδοτούσε την πόλη του Βυζαντίου (εικ. 21). Σε αυτή την περιοχή έχουν
ανασκαφές στις Θέρμες του Ζευξίππου το έτος 1928 εντοπίστηκαν στο «κτήριο
ΙΙ» μία παλαιότερη κατασκευαστική φάση και ένα δάπεδο που θα μπορούσαν να
τεχνικές».246 Στις ανασκαφές των ίδιων Μουσείων για την ανέγερση του Νέου
Δικαστικού Μεγάρου στη βορειοδυτική πλευρά του Ιπποδρόμου και στο Παλάτιο
διευθυντής του Μουσείου της Αγίας Σοφίας, Μ. Ramazanoğlu, νότια της Αγίας
Ειρήνης, κατά τα έτη 1946-1948 αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μιάς οδού και ενός
Δύο ψηφιδωτά δάπεδα μας προσφέρουν μία ακόμη ματιά στα υλικά
κατάλοιπα της ρωμαϊκής πόλης από αυτό το επίπεδο. Κατά την ανασκαφή που
243 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 364.39-41 (XVIII.17): «ἔκτισε δὲ καὶ τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς
<Ἴλλου> κινστέρναν <μεγάλην>, βουλόμενος εἰσαγαγεῖν ἐν αὐτῇ τὸ ὕδωρ τὸ Ἀδριάνιον».
244 Πασχάλιον Χρονικόν, 619.1-3: «Ἐποίησε δὲ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς καὶ τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς
Ἴλλου κινστέρναν μεγάλην, βουλόμενος βαλεῖν τὸ Ἀδριάνειον ὕδωρ τοῦ ἀγωγοῦ εἰς αὐτήν».
245 Casson-Talbot Rice, Second Report, 12-13, 50. Mango, «Sévère», 599-602.
247 Duyuran, «First Report», 38. Barsanti, «Bisanzio romana», 26. Mamboury, «Fouilles Byzantines» III,
αναφέρει, επίσης, την ανεύρεση στην περιοχή αυτή μιάς ενεπίγραφης βάσης με την επιγραφή
«ΓΑΙΟC CΚΥΜΝΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩ ΕΥΧΗΝ», την οποία συνδέει με τον ναό.
249 Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, 232-235. Barsanti, «Bisanzio romana», 27.
46
οποίο η Dalgiç250 με βάση στυλιστικά κριτήρια το χρονολογεί στον πρώιμο 2ο
αιώνα μ.Χ. και το αποδίδει σε κάποιο σημαντικό κτίσμα στο ΝΔ άκρο της
τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών το έτος 1935 στην οδό Çatalçeşme, περίπου 100
ανοικοδόμηση της πόλης κατά την εποχή του Σεβήρου. Τέλος η Barsanti253
του ρωμαϊκού Βυζαντίου και εκείνων που μεταφέρθηκαν μετά την ίδρυση της
Κωνσταντινούπολης.
από τον Κωνσταντίνο το μνημειακό κέντρο της Πόλης του. Το πλέον σημαντικό
που αναφέρει ο Ζώσιμος254, στις άκρες της μιάς στοάς της οποίας ο
Κωνσταντίνος ίδρυσε δύο ναούς αφιερωμένους στη Ρέα και την Τύχη. Το γεγονός
από την εποχή του Ιουλιανού αναδεικνύει την τοπογραφική σχέση της
τελευταίας με την Τετράστωο Αγορά, μολονότι αυτή μέχρι σήμερα δεν έχει
ευρήματα και την πορεία του Αδριάνειου Υδραγωγείου256 προκύπτει ότι η πόλη
255 Βλ. Σωκράτης, Γ.1.5. Σούδα, Γ.1.35. Νικηφόρος Κάλλιστος, Γ.1.48 και κατωτέρω, υποσημ. 1240-
1241.
256 Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 10-14, 114-117, εικ. 2.2 και χάρτης 15.
47
είχε ήδη επεκταθεί στα χρόνια του Αδριανού σε αυτό το πλάτωμα ανάμεσα στον
πρώτο και τον δεύτερο λόφο της χερσονήσου.257 Το γεγονός αυτό επέβαλε στους
μαρτυρία των πηγών, ο Σεβήρος στις αρχές του 3ου αιώνα προσέθεσε τον
Ιππόδρομο, τις Θέρμες του Ζευξίππου και οικοδόμησε τις Στοές, που πλαισίωσαν
μόνο με ελληνικές θεότητες και σύμβολα της πόλης, από την εποχή του
Αυγούστου και μετά αποτυπώνουν τις μορφές των ρωμαίων αυτοκρατόρων και
μελών του Οίκου τους. Σε όλο αυτό το διάστημα ο αστικός ιστός φαίνεται ότι
επεκτάθηκε στην περιοχή του παλαιότερα ερήμου οικιών Θρακίου μέχρι την
Πύλη του τείχους, όπου ο Κωνσταντίνος κατασκεύασε αργότερα τον Φόρο του.
Όταν οι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες της πόλης τους στον νικητή
αυτοκράτορα της μάχης της Χρυσόπολης 261, εκείνη πλέον εκτεινόταν262 σε δύο
257 Ο Janin, Constantinople byzantine, 16 υποστήριξε ότι η οικοδόμηση της Τετράστωης αγοράς
αποτέλεσε τον πυρήνα του οικοδομικού προγράμματος του Σεβήρου γύρω από τον οποίο
σχεδιάστηκε η (προς νότο) επέκταση της πόλης. Όμως, η επέκταση είχε ήδη λάβει χώρα στα χρόνια
του Αδριανού.
258 Ενδεικτικά, βλ. Łajtar, Inschriften, επιγραφές υπ’ αρ. 98, 117, 120, 127, 136, 140-144, 157-158, 171-172,
180-181, 184, 192, 198, 269, 273, 282, 294-296, 318, 321.
259 Łajtar, Inschriften, επιγραφές υπ’ αρ. 14, 54, 122-123, 300.
261 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 2.26.3: «Βυζάντιοι μὲν οὖν ἅμα τῷ ταῦτα γενέσθαι τὰς πύλας
χλμ. Πιο πιθανή φαίνεται η άποψη του Berger, Κωνσταντινούπολη, 21 που το υπολογίζει σε 1,2-1,5 τ.
χλμ.
48
επέκταση στον αυχένα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου λόφου, η οποία
υδροδοτήθηκε από τον Αδριάνειο Αγωγό και, όπου κατά το παράδειγμα πολλών
ελληνικών πόλεων, οικοδομήθηκε μάλλον μία δεύτερη Αγορά. Μέσα στη ροή της
δίπλα στα Ανάκτορα και τον Ιππόδρομο αυτή η δεύτερη Αγορά, η Μεγίστη
κόσμου. Η χωροθέτηση και η διαμόρφωσή του μέσα στον πολεοδομικό ιστό της
Πόλης σχετίζονται αποκλειστικά με τις επιλογές και τις προθέσεις του οικιστή
αυτοκράτορα και του επιτελείου του. Είδαμε στην αρχή του κεφαλαίου ότι το
ως μόνιμης έδρας και κατοικίας του Ρωμαίου Αυγούστου Κωνσταντίνου και της
αυτοκρατορικής δυναστείας του. Το καθοριστικό στοιχείο στη χωροθέτηση του
νέου μνημειακού κέντρου μέσα στον πολεοδομικό ιστό υπήρξε η θέση του
επίπεδο του πολεοδομικού ιστού του αρχαίου Βυζαντίου, και όχι στη νέα
νότια της αρχαίας Ακρόπολης επάνω στην ομαλή επιφάνεια του πλατώματος
που διαμορφώνεται ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο λόφο (εικ. 19). Το
έδαφος σχηματίζει κατωφέρεια στο βόρειο τμήμα της Βασιλικής, στο νότιο
τμήμα του Ιπποδρόμου και στο ανατολικό του Ιερού Παλατίου. Το μέσο
264Bolognesi Recchi-Franceschini, «Great Palace», 12-13. Bolognesi, «Gran Palazzo», 206-7, εικ. 9.
Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 90-91.
49
αποκαλυφθεί σε βάθος από -3 έως -7 μέτρα265 από την επιφάνεια που είχε το
έδαφος κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στο πλάτωμα αυτό οδηγούσε η
Μέση Οδός (πρώην Εγνατία) και η τελική προέκτασή της, η Ρηγία (πρώην
από τον Φόρο του Κωνσταντίνου (πρώην Πύλη του Θρακίου) στο Μεγάλο
καλεῖται ὁ νεὼς οὗτος· καλεῖται γὰρ οὐ στρατήγιον οὐδὲ θέατρον οὐδὲ ταμιεῖον,
Πόλης φιλοξενεί αφενός τις πολιτικές, διοικητικές και άλλες λειτουργίες του
που συνεχίζουν τις αυτοκρατορικές παραδόσεις της Ρώμης και των τετραρχικών
εξαίρεση ίσως το Τυχαίο. Από τη Ρώμη και τις Τετραρχικές έδρες μεταφέρονται
265 Ενδεικτικά, ο Mamboury, «Fouilles Byzantines» Ι, 252 σημειώνει ότι το επίπεδο του Αυγουσταίου
βρίσκεται περίπου σε βάθος -2,5 μ. έως -3 μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Στην έρευνα
στις Θέρμες του Ζευξίππου, βλ. Casson-Talbot Rice, Second Report, 7-8, 12 εντοπίστηκαν στο κτήριο Ι
δάπεδα σε βάθος -4,20 μ., -4,00 μ., -5,50 μ. και αγωγός σε βάθος -7,00 μ., ενώ στο κτήριο ΙΙ δάπεδα σε
βάθος -6,5 μ. και -6,3 μ. από τη στάθμη του εδάφους.
266 Η πρώτη διεθνής ανασκαφική έρευνα στην Κωνσταντινούπολη έλαβε χώρα γύρω από τη Στήλη
των Όφεων στο μνημειακό κέντρο της Πόλης το έτος 1855 από τον Newton, Travels, 25-36. Σχετικά
βλ. Bardill, «Archaeologists», 83-84. Mamboury, «Fouilles Byzantines» Ι, 231-232. Ousterhout,
«Rediscovery of Constantinople», 182-183, 191.
267 Η πρώτη συγκροτημένη παρουσίαση των οικοδομημάτων του μνημειακού κέντρου σε σχέση με
τοπογραφικά και ανασκαφικά δεδομένα ανήκει στον Mango, Brazen House, 36-60. Το υποθετικό
τοπογραφικό διάγραμμα που προτείνει, βλ. στο ίδιο, 23, εικ. 1 παραμένει σε γενικές γραμμές
αποδεκτό μέχρι σήμερα.
268 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 197.
50
υπόσταση. Η μεταφορά του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης
υπήρξε η πιο ισχυρή θεσμικά, οπτικά και συμβολικά επέμβαση του νικητή
Imperator στην τοπογραφία του αρχαίου Βυζαντίου μετά την επαναχάραξη του
λειτουργία του ρωμαϊκού κράτους, όπως την άσκηση της διοίκησης και την
και έλαβαν χώρα τα σημαντικότερα γεγονότα και τελετές του δημόσιου βίου της
Πόλης.
Ανάκτορα (palatium magnum), τη μόνιμη κατοικία του αυτοκράτορα και έδρα της
μνημειακό σκηνικό271 εφάμιλλο των λειτουργικών αναγκών και της αίγλης του
269Μία ιδέα για τις πολυσχιδείς διοικητικές, πολιτικές, δικαστικές και εθιμοτυπικές δραστηριότητες
του δημόσιου βίου του ρωμαίου αυτοκράτορα προσφέρει το έργο του Millar, Emperor.
270 Για τα οικοδομήματα ανά ρεγιώνα βλ. Notitia Urbis, 230-233: (1η ρεγιώνα) «Idem palatium
magnum», (2η ρεγιώνα) «Ecclesiam magnam, Ecclesiam antiquam, Senatum, Tribunal purpureis
gradibus exstructum, Thermas Zeuxippi», (3η ρεγιώνα) «Eundem circum maximum», (4η ρεγιώνα)
«Idem miliarium aureum, Augusteum, Basilicam».
271 To μνημειακό αυτό σκηνικό αποτελεί το φόντο σε όλες τις αυτοκρατορικές εθιμοτυπικές
δραστηριότητες και αποτυπώνεται στο Περὶ Βασιλείου τάξεως. Σχετικά με τις δραστηριότητες
αυτές βλ. Bauer, «Urban Space». Berger A., «Imperial and Ecclesiastical Processions in Constantinople»,
στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 73-87. Brubaker L., «Processions and Public Spaces in Early and
51
αυτοκρατορικού αξιώματος: η Σύγκλητος (Senatum), ως πολιτική συνέλευση272
προσδιόριζαν ουσιαστικά και συμβολικά το κέντρο της Πόλης αλλά και της
που καθόριζαν τη σπουδαιότητα του χώρου αυτού, όχι μόνο για την Πόλη αλλά
273 Για τη θεσμική ίδρυση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 517-555.
274 Για τη μεγάλη σημασία του Ιπποδρόμου στην πολιτική ζωή της πρώιμης Κωνσταντινούπολης,
βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 345-397 και του ιδίου, L’hippodrome de Constantinople, 135-184.
275 Για την καθημερινότητα στις αυτοκρατορικές θέρμες της ρωμαϊκής περιόδου βλ. Yegül, Bathing,
119-132. Για τις θέρμες ως σύμβολο του ρωμαϊκού τρόπου ζωής, βλ. Zanker, «City as Symbol», 39-40.
Zanker, «“Popular” architecture», 61-67. Ειδικά για τις θέρμες του Ζευξίππου βλ. Yegül, στο ίδιο, 184-
186 και Yegül, «Baths of Constantinople», 176-179, 190-191.
276 Το Miliarium Aureum κατασκευάστηκε στο Forum Romanum στη Ρώμη από τον Αύγουστο, το
έτος 20 π.Χ. ως το σημείο εκκίνησης των μεγάλων οδικών αρτηριών, από το οποίο γινόταν η
μέτρηση των αποστάσεων όλων των μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας βλ. Richardson,
Topographical Dictionary, 254. Το μνημείο αναδείκνυε συμβολικά το μνημειακό κέντρο της Ρώμης ως
επίκεντρο του ρωμαϊκού κόσμου, βλ. Coarelli, Rome and Environs, 64. Zanker, Αύγουστος, 195. Στην
Κωνσταντινούπολη η κατασκευή του Μιλίου στο μνημειακό κέντρο δίπλα στο Παλάτιο φαίνεται
ότι είχε το ίδιο συμβολικό περιεχόμενο.
52
Το πρώτο υλοποιήθηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο μετά την καταστροφή του
αρχαίου Βυζαντίου ύστερα από τριετή πολιορκία277 κατά τα έτη 193-195, εξαιτίας
της συμμετοχής της πόλης στην εξέγερση του σφετεριστή Πεσκέννιου Νίγηρα
(193-194). Το δεύτερο από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο κατά την ίδρυση της
κυρίως σε συγγραφείς του 6ου αιώνα: τον Ζώσιμο278, τον Ησύχιο279, τον Ιωάννη
Λυδό280, τον Ιωάννη Μαλάλα281 και το Πασχάλιον Χρονικόν282 του 7ου αιώνα. Οι
περιλαμβάνει την κατασκευή του Ιπποδρόμου και των Θερμών του Ζευξίππου.285
ανέγερση του Ιπποδρόμου, των Θερμών του Ζευξίππου, του ναού του Ηλίου ή
277 Οι δύο βασικές πηγές της τριετούς πολιορκίας είναι τα έργα του Δίωνος Κασσίου, Ῥωμαϊκὴ
Ἱστορία, LXXIV.10-14 και του Ἠρωδιανοῦ, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν, III.1-2 & 6. Για τον
πόλεμο ενάντια στον σφετεριστή Πεσκέννιο Νίγηρα και την πολιορκία του Βυζαντίου, βλ. Birley,
Septimius Severus, 172-188. Spielvogel, Severus, 75-87.
278 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.13-15 (ΙΙ.30.2) & 88.4-5 (ΙΙ.30.4).
280 Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ μηνῶν, 7.4-14 (Ι.12). Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-12 (ΙΙΙ.70).
281 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-76 (ΧΙΙ.20), βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1368.
283 Mango, Développement urbain, 19 και σημ. 36. Mango, «Sévère», 596-597.
285 Ησύχιος, Πάτρια, 15.13-16.6 (37). Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ μηνῶν, 7.8-12 (Ι.12) και Λυδὸς Ἰωάννης,
53
Απόλλωνος στην Ακρόπολη, του Κυνηγίου (αμφιθέατρο), του Θεάτρου, καθώς
Ζώσιμο, αναφέρουν την ανέγερση του Ιπποδρόμου και των Θερμών του
πρόγραμμα του Κωνσταντίνου, ενώ η διπλή αναφορά του στις Στοές του
οποίο: «…εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερὸν μέρος αὐτοῦ
ποιησάμενος…».289
οδήγησαν στην παρακμή της αυτοκρατορίας, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει την εγκατάλειψη της
πατρώας θρησκείας. Υπεύθυνο θεωρεί τον Μ. Κωνσταντίνο, προς τον οποίο στρέφει κυρίως την
αρνητική κριτική του τηρώντας μία συνεπή αντιχριστιανική στάση σε ολόκληρο το έργο του, βλ.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 340-347. Ridley, «Zosimus», 283-287. Treadgold, Early Byzantine
Historians, 109. Στο πεδίο της αυτοκρατορικής χορηγίας είναι χαρακτηριστικό ότι αποδίδει στον
Ιουλιανό σημαντικά οικοδομήματα της Κωνσταντινούπολης, των οποίων η ανέγερση είχε
ξεκινήσει στα χρόνια του Κωνσταντίου και απλώς συνεχίστηκε ή ολοκληρώθηκε κατά τη σύντομη
βασιλεία του Ιουλιανού, βλ. Henck, «Constantius», 285 και σημ. 38. Ωστόσο τα προτερήματα του
ύφους του: «σύντομος δὲ καὶ τὴν φράσιν εὐκρινής τε καὶ καθαρός, οὐδὲ τοῦ ἡδέος ἀπῳκισμένος»,
που σημειώνει ο Φώτιος, Βιβλιοθήκη, κώδ. 98, ΙΙ, 65.6-8, καθώς και η τάση του να περιγράφει
μνημεία της σύγχρονης του Κωνσταντινούπολης με ονομασίες ή με βάση τοπογραφικές σταθερές
της αρχαιότητας, θα μας φανούν πολύ χρήσιμα.
289 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.11-12 (ΙΙ.31). Οι Διόσκουροι, οι θεϊκοί ιππείς, λατρεύονταν ιδιαίτερα στη
Σπάρτη ως μυθικοί πρόγονοι της πόλης αλλά απέκτησαν πανελλήνια εμβέλεια και τιμώνταν σε
ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, βλ. Burkert W., Griechische Religion der archaischen und Klassischen
Epoche, ελλην. μτφρ.: Ἀρχαία Ἑλληνική Θρησκεία. Ἀρχαϊκή καί Κλασσική Ἐποχή. Μπεζαντάκος Ν.Π.
- Ἀβαγιανοῦ Ἀ. (μτφρ.), Ἀθῆναι 1993, 441-445. Τζαβελοπούλου, Λατρείες ηρώων, 42. Στη Ρώμη ήταν
προστάτες της τάξης των Ιππέων και είχαν άμεση σχέση με τον Ιππόδρομο, βλ. Bardill, Constantine,
262.
54
Ένα σημαντικό στοιχείο προσθέτουν ο Μαλάλας290 και το Πασχάλιον
οικοδόμημα, στο μέσο του οποίου υψωνόταν μία στήλη με χάλκινο άγαλμα του
οικοδομικά προγράμματα που αποδίδονται από τις πηγές στον Βύζαντα και τον
έχει παρατηρήσει ότι ο σύγχρονος της βασιλείας του Σεβήρου ιστορικός, Δίων
πολιορκία και την καταστροφή των τειχών του αρχαίου Βυζαντίου από τον
Σεβήρο, δεν αναφέρουν καμία επισκευή τους, ούτε κανένα άλλο έργο του
290 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.64-71 (ΧΙΙ.20): «…διότι ἐκεῖ ἵστατο ἐν μέσῳ τοῦ τετραστῴου
στήλη χαλκῆ τοῦ Ἡλίου, και ὑποκάτω αὐτῆς ἔγραφε τὸ μυστικὸν ὄνομα τοῦ ἡλίου· ‘’Ζευξίππῳ
θεῷ’’…οἱ δὲ τῆς πόλεως Βύζης οὕτως ὠνόμαζον τὸ αὐτὸ δημόσιον Ζεύξιππον κατὰ τὸ ὄνομα, ὅπερ
εἶχε τὸ πρότερον ὁ τόπος, καὶ οὐκέτι, ὡς εἶπεν ὁ βασιλεύς, εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ ὄνομα ἐκάλουν αὐτὸ
Σεβήριον. ὁ δὲ βασιλεὺς Σέβηρος τὸ Τετράστῳον, οὗπερ ἐν μέσῳ ἵστατο ἡ στήλη τοῦ ἡλίου,
προσέθηκε <πρὸς> τὸ δημόσιον…».
291 Πασχάλιον Χρονικόν, 494.16-22.
292 Όπως έχει υποστηρίξει ο Berger, «Alstadt von Byzanz», 25-28. Με την πρότασή του θα
55
θέα των κατεστραμμένων τειχών. Μολονότι γνωρίζουμε ότι συνέγραψε το
τμήμα αυτό του έργου του κατά τα έτη 218-9296, δηλαδή λίγα χρόνια μετά τον
θάνατο του Σεβήρου (211), δεν αναφέρει καμία μεταμέλεια του αυτοκράτορα και
πηγών την υποβάθμιση της Νικομήδειας, η οποία, όπως είδαμε νωρίτερα, είχε
της περιοχής και σε τετραρχική έδρα του Διοκλητιανού και των διαδόχων του.
ακρίβεια.299 Ο Mango300 θεωρεί ότι στη θέση των Θερμών του Ζευξίππου
από τους ανασκαφείς, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην αρχική ανασκαφική δημοσίευση, βλ.
Casson, Preliminary Report, 22, οι τοιχοποιίες των πεσσών που αποκαλύφθηκαν στο κτίσμα Ι (σειρές
πλίνθων που εναλλάσσονταν με μία σειρά λίθινων δόμων) αποδόθηκαν με βάση συγκριτικά
στοιχεία στη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ τα ίχνη καύσης στη βάση των πεσσών συσχετίστηκαν με την
πυρκαγιά της Στάσης του Νίκα. Αυτό, βέβαια, θα σήμαινε ότι κανένα ίχνος της Ιουστινιάνειας
ανακατασκευής του μνημείου δεν διασώθηκε. Στην επόμενη δημοσίευση οι ίδιες τοιχοποιίες
αναχρονολογήθηκαν ανάμεσα στην Ιουστινιάνεια περίοδο και τον 9ο αιώνα, βλ. Casson-Talbot
Rice, Second Report, 8-9. Όπως σημειώνει ο Bardill, Brickstamps, 52-53, 68, αυτού του είδους οι
τοιχοποιίες κατασκευαστικά ανήκουν πράγματι στον 6ο αιώνα και μπορούν με ασφάλεια να
αποδοθούν στην Ιουστινιάνεια ανοικοδόμηση του μνημείου.
56
προϋπήρχε ένα οικοδόμημα της ρωμαϊκής περιόδου με απροσδιόριστη ακριβή
αποδίδει μεν σε παλαιότερη από την Ιουστινιάνεια φάση του μνημείου κάποια
χρονολογηθούν στην εποχή του Κωνσταντίνου «in the light of the textual
και πάλι δεν έχει αποδώσει μέχρι σήμερα ακριβέστερα στοιχεία για την
χρονολόγησή του. Η μοναδική ένδειξη, που προκύπτει κατά τον Mango304, είναι
ότι η δυτική πτέρυγα του μνημείου σε όλο το μήκος της ανήκει στην ίδια
φάσεις των δύο μνημείων, ενώ με βάση τα οικοδομικά τους στοιχεία μπορεί να
303 Pont, «Septime Sévère», 194 και σημ. 35, όπου σημειώνει τη διάσταση απόψεων μεταξύ των
305 Με την άποψη αυτή φαίνεται ότι συμφωνεί και ο Bardill, «Hippodrome», 93-94. Προκύπτει όμως
το εξής παράδοξο: οι πηγές του 6ου αιώνα και γενικότερα της βυζαντινής περιόδου τιμούν
κατεξοχήν τον Κωνσταντίνο, με αποτέλεσμα συχνά να του αποδίδονται οικοδομήματα με τα οποία
δεν είχε απολύτως καμία σχέση. Πράγματι, θα ήταν πολύ απλό να του αποδώσουν την ανέγερση
και του μεγαλύτερου μνημείου της Κωνσταντινούπολης, εάν μάλιστα το είχε οικοδομήσει.
Εντούτοις στην περίπτωση αυτή όλες οι μαρτυρίες των πηγών συμφωνούν ότι ο Κωνσταντίνος δεν
οικοδόμησε αλλά ανακαίνισε τον Ιππόδρομο.
57
και του Σεβήρου306, στα χρόνια του οποίου, όπως άλλωστε είδαμε, ο
πολεοδομικός ιστός είχε πράγματι επεκταθεί στην περιοχή αυτή. Ωστόσο, επειδή
ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια της εποχής του Σεβήρου και των διαδόχων
195), η οποία συνεχίστηκε ακόμη και μετά τον θάνατο του Νίγηρα (194), όταν η
χρώματα την καταστροφή της πόλης, το έτος 198, μετά από διακοπή 20 χρόνων,
306 Αυτό σημειώνει ο Bardill, «Hippodrome», 94 για τις παλαιότερες φάσεις πλίνθινων τοιχοποιιών
του Ιπποδρόμου, οι οποίες αποτελούνται από μερικές σειρές μικρών πλίνθων (τετράγωνες με
πλευρά περ. 34 εκ.) που εναλλάσσονται με μερικές σειρές μικρών λίθινων δόμων.
307 Το γεγονός αυτό είναι καλά τεκμηριωμένο στις πηγές, βλ. Ἠρωδιανὸς, Τῆς μετὰ Μάρκον
βασιλείας Ἱστοριῶν, ΙΙΙ.6.9: «…παντός τε κόσμου καὶ τιμῆς ἀφαιρεθὲν τὸ Βυζάντιον, κώμη <τε
ἀποδειχθέν>, δουλεύειν Περινθίοις δῶρον ἐδόθη, ὥσπερ καὶ Ἀντιόχεια Λαοδικεῦσιν. ἔπεμψε δὲ καὶ
χρήματα πλεῖστα εἰς ἀνοικισμὸν τῶν πόλεων ἃς ἦν λυμηνάμενος ὁ Νίγρου στρατός». Για το
Βυζάντιο ακόμη βλ. Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.14.3. Για πηγές και βιβλιογραφία
σχετικά με την υποβάθμιση των πολιτικών δικαιωμάτων της Αντιόχειας από τον Σεβήρο, βλ.
Downey, «Malalas», 141-142, σημ. 2.
308 Για την υποβάθμιση και αποκατάσταση του Βυζαντίου σε σχέση με τις δύο Νεωκορίες της
ΙΙΙ.1.6-7.
58
κόπηκαν νέα νομίσματα310 στο τοπικό νομισματοκοπείο. Το γεγονός αυτό
υποδεικνύει όχι μόνο ότι η καταστροφή δεν υπήρξε τόσο ολοκληρωτική όσο
παρουσιάζεται, αλλά και ότι η ζωή ξαναβρήκε γρήγορα τον ρυθμό της και η
πόλη ανέκτησε τις δυνάμεις της, προκειμένου να συνεχίσει τον πολιτικό και
Γρήγορα ήλθε η κοινή, και πάλι, αποκατάσταση του Βυζαντίου και της
Historia Augusta311, εξέλιξη που πρέπει να έλαβε χώρα μέχρι το έτος 202.312 Στην
νομισματικός τύπος314 από το Βυζάντιο, ο οποίος φέρει από τη μία πλευρά την
προτομή του Σεβήρου και από την άλλη τον δείχνει να κάνει σπονδή σε έναν
310 Schönert-Geiss, Münzpägung ΙΙ, 64-78, αρ. 1462-1552. Οι κοπές νομισμάτων ξεκινούν το έτος 198,
καλύπτουν ολόκληρη τη βασιλεία του Σεπτιμίου Σεβήρου (έως το 211) και αφορούν τον ίδιο, τη
σύζυγό του Ιουλία Δόμνα και τους υιούς του Καρακάλλα και Γέτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα
τελευταία νομίσματα που εκδόθηκαν από το Βυζάντιο πριν από τις κοπές του έτους 198
χρονολογούνται το έτος 178, στην αρχή της βασιλείας του Κομμόδου, βλ. Schönert-Geiss, στο ίδιο,
62-64, αρ. 1444-1461. Δηλαδή η κοπή νομισμάτων από το Βυζάντιο ουσιαστικά επανεκκινείται πάλι
μετά από 20 χρόνια, κατά τη βασιλεία του Σεβήρου και μάλιστα δύο χρόνια μετά την υποτιθέμενη
συντριπτική καταστροφή της πόλης.
311 Historia Augusta, Antoninus Caracallus, I.7: «Antiochensibus et Byzantiis interventu suo iura vetusta
restituit, quibus iratus fuit Severus, quod Nigrum iuverant.». Ακόμη, βλ. Chastagnol, Histoire Auguste,
406-407, σημ. 5. Birley, Septimius Severus, 212-213.
312 Mango, «Sévère», 593. Η αλλαγή επιβεβαιώνεται από μία τιμητική για τον Καρακάλλα επιγραφή
της Περίνθου, όπου η επιγραφόμενη επικράτεια της πόλης επεκτείνεται μόνο μέχρι την
Συλημβρία, βλ. Pont, «Septime Sévère», 192 και σημ. 10. Για την Αντιόχεια βλ. Downey, «Malalas»,
142. Αντίστοιχη ήταν και η τύχη της Νίκαιας που στερήθηκε τη Νεωκορεία της από τον Σεπτίμιο
Σεβήρο, επειδή υποστήριξε τον Νίγηρα, αλλά σύντομα αποκαταστάθηκε βλ. Burrell, Neokoroi, 164-
165. Robert, «La Titulature», 27-28 και σημ. 134.
313 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 224.30-31 (ΧΙΙ.22). Και στην Αλεξάνδρεια, η οποία επίσης
υποστήριξε τον Νίγηρα, όταν τη συγχώρεσε, οικοδόμησε λουτρό με την ονομασία: «Σεβήριον», βλ.
Ἰωάννης Μαλάλας, στο ίδιο, 223.8-9 (ΧΙΙ.21). Αλλά και στη Λαοδίκεια της Συρίας μαζί με ιππόδρομο
και αμφιθέατρο οικοδόμησε δημόσιο λουτρό, βλ. Ἰωάννης Μαλάλας, στο ίδιο, 224.26 (ΧΙΙ.21). O
Mango, «Sévère», 597-598 για την Αντιόχεια και η Pont, «Septime Sévère», 196 για την Αντόχεια και
τη Λαοδίκεια σχολιάζουν αρνητικά τους παραλληλισμούς αυτούς, ως κατασκευές του Ιωάννη
Μαλάλα. Στην περίπτωση του Βυζαντίου οι δημόσιες θέρμες αναφέρονται σε δύο χωρία στην
Historia Augusta, Divus Aurelianus, X.3 & XIII.1 σχετικά με δύο επίσημες τελετές που έλαβαν χώρα
εκεί. Ο Chastagnol, Histoire Auguste, 965 και 982, σημ. 1 και 3 θεωρεί ότι τα αποσπάσματα αυτά
αναφέρουν φανταστικά πρόσωπα και είναι επινοημένες προσθήκες, αλλά αυτό δεν μειώνει τη
σημασία των αναφορών ως τεκμηρίων για την ύπαρξη δημοσίων Θερμών στο Βυζάντιο.
314 Schönert-Geiss, Münzpägung ΙΙ, 36-37, 65, αρ. 1466-1467. Mango, «Sévère», 594-595. Pont, «Septime
Sévère», 193.
59
αυτοκράτορα στην πόλη. Μάλιστα, όπως αναφέραμε στην αρχή του
κεφαλαίου315, μετά τον θάνατο του Σεβήρου οι δύο γιοι του, Καρακάλλας και
σημασίας της πόλης κατά τον 3ο αιώνα. Εντούτοις, το Βυζάντιο πράγματι είχε
σε αυτόν ιερών αθλητικών αγώνων, που διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια υπό
ίδιος ο Καρακάλλας κατά τα έτη που συμβασίλευσε με τον πατέρα του (198-211).
Σύμφωνα με τον Ησύχιο320 η πόλη κατά τη βασιλεία του Σεβήρου και του
που συνέδεε την ονομασία της πόλης με τη Σεβηριανή δυναστεία. Κυρίως, όμως,
319 Προς τιμή του Αυγούστου (Σεβαστού) Antoninus Caracallus. Robert, «La Titulature», 27-28, σημ.
134. Robert, «Deux concours», 23-24. Łajtar, Inschriften, 83, υπ’ αρ. 54. Σύμφωνα με την Schönert-Geiss,
Münzpägung ΙΙ, 39-41, οι αγώνες αναφέρονται ως «Ἀντωνίνεια Σεβαστὰ» από τη βασιλεία του
Καρακάλλα μέχρι και το έτος 227/8 επί Αλεξάνδρου Σεβήρου, ενώ μετά τη χρονολογία αυτή
αποκαλούνται απλώς «Σεβαστὰ». Η Dana, «Byzance Hellénistique», 35, σημειώνει ότι οι αγώνες
διενεργούνται ως Σεβαστά από το έτος 231/2 (Αλέξανδρος Σεβήρος) μέχρι το έτος 256/7
(Ουαλεριανός και Γαλλιηνός).
320 Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.7-8 (38): «Μέχρι μὲν οὖν περιῆν Σεβῆρος καὶ ὁ τούτου παῖς Ἀντωνῖνος, ἡ
πόλις Ἀντωνίνα προσηγορεύετο·». Βλ. Pont, «Septime Sévère», 192 και σημ. 12.
321 Ενδεικτικά, έτσι το ερμήνευσαν οι Bassett, Urban Image, 19. Bréhier «Byzantion», 1506. Dagron,
Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 17-22, 70-73. Ο μύθος που αναφέρει η Pont, «Septime Sévère», 192-193 δεν
κατασκευάστηκε από τις πηγές αλλά από τους ερευνητές, κυρίως τον Dagron.
322 Robert, «La Titulature», 26-27 και σημ. 132. Για την ονομασία «Ἀντωνινιανή» σε πόλεις της
60
του Δίωνος Κασσίου323 ότι οι πόλεις της Μικράς Ασίας στα χρόνια του
Αντίθετα τα στοιχεία που προκύπτουν από τις πηγές και τις υλικές
Πεσκέννιο Νίγηρα, λίγα μόνο χρόνια μετά την ατιμωτική τιμωρία τους. Τα
ιστορικά στοιχεία, που απηχούν οι μαρτυρίες του 6ου αιώνα, όπως του Ησυχίου
και του Μαλάλα, κατά εντυπωσιακό τρόπο επιβεβαιώνονται από τις σύγχρονες
βάση τις πηγές του 6ου αιώνα την ανακαινιστική επέμβαση του Σεβήρου στο
Βυζάντιο.324
τον Mango325 η καταστροφή και μη ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης μειώνει
οχυρωματικού περιβόλου. Όμως, στις αρχές του 3ου αιώνα, οι περιοχές της
Προποντίδας και της Μικράς Ασίας δεν αντιμετώπιζαν ακόμη κινδύνους από
αποτελεί η ίδια κίνδυνο, εάν έπεφτε στα χέρια σφετεριστών της εξουσίας, όπως
323 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXVΙΙ.9.5-7: «…ἔξω δὴ τούτων ἁπάντων καὶ οἰκίας αὐτῷ
παντοδαπάς, ἐπειδὴ τῆς ῾Ρώμης ἐξώρμησε, καὶ καταλύσεις πολυτελεῖς ἐν μέσαις ταῖς ὁδοῖς καὶ
ταῖς βραχυτάταις οἰκείοις δαπανήμασι κατασκευάζειν ἠναγκαζόμεθα, ἐν αἷς οὐχ ὅσον οὐκ
ἐνῴκησέ ποτε, ἀλλ' οὐδὲ ὄψεσθαι αὐτῶν τινὰ ἔμελλε. προσέτι καὶ θέατρα κυνηγετικὰ καὶ
ἱπποδρόμους πανταχοῦ, ὅπουπερ καὶ ἐχείμασεν ἢ καὶ χειμάσειν ἤλπισε, κατεσκευάσαμεν, μηδὲν
παρ' αὐτοῦ λαβόντες».
324 Ενδεικτικά, βλ. Robert, «La Titulature», 27, σημ. 134. Bassett, Urban Image, 18-22. Potter, Constantine,
240-241.
325 Mango, «Sévère», 595-596. Mango, «Hippodrome», 38. Την άποψή του υιοθετεί και ο Berger,
Κωνσταντινούπολη, 20-21.
61
έδειξε η εξέγερση του Νίγηρα. Οι πηγές του 6ου αιώνα δεν αναφέρουν την
ανοικοδόμηση των τειχών, ούτε οι πηγές του 3ου αιώνα, γεγονός απόλυτα
κατανοητό για μία πόλη, η κυριαρχία επί της οποίας εγκυμονούσε τον κίνδυνο
περίπτωση κατά την εποχή αυτή τα τείχη δεν αποτελούσαν προϋπόθεση για την
Άλλο επιχείρημα, που προβάλλεται, είναι ότι ο Δίων δεν αναφέρει καμία
Σεβήρου, ούτε στη Ρώμη328 ούτε καν στη Μεγάλη Λέπτιδα329, όπου υλοποιήθηκε
οικοδομικό πρόγραμμα του Σεβήρου στο Βυζάντιο αποσιωπάται από τους δύο
ιστορικούς, διότι απλά βρίσκεται έξω από τις προθέσεις της αφήγησής τους,
δηλαδή την ανάδειξη της αυστηρής συμπεριφοράς του Σεβήρου απέναντι στις
Στο θέμα των προθέσεων των πηγών ενδεικτική είναι η περίπτωση της
διπλής αναφοράς του Ζωσίμου στις Στοές του Σεβήρου.330 Επειδή δεν
Ζώσιμο μόνο του ως μία κατηγορία πηγών. Όμως οι αναφορές του εντάσσονται
Rowan, Under Divine Auspices, 67, σημ. 183 πως ο ιστορικός αποσιωπά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος
της οικοδομικής δραστηριότητας του αυτοκράτορα στη Ρώμη υπήρξε επιβεβλημμένο, εξαιτίας μιάς
πυρκαγιάς που είχε καταστρέψει τμήματα της Πόλης κατά τη βασιλεία του Κομμόδου.
329 Το Σεβήρειο οικοδομικό πρόγραμμα στη Μεγάλη Λέπτιδα ξεκίνησε στα τέλη του 2ου αιώνα και
εγκαινιάστηκε το έτος 216. Περιλάμβανε ένα νέο Forum (Severianum) με Βασιλική και ναό
αφιερωμένο στη λατρεία των Σεβήρων, μία μεγάλη Στωική οδό, ένα Νυμφαίο, ένα μεγάλο τεχνητό
λιμάνι με φάρο, αποθήκες, ναούς, τη διεύρυνση του υφιστάμενου Ιπποδρόμου και ένα μνημειακό
τετράπυλο, βλ. Ward-Perkins J. B., The Severan Buildings of Leptis Magna, An Architectural Survey,
Kenrick P. (επιμ.), Society for Libyan Studies, μονογραφία υπ’ αρ. 2, Τρίπολη 1993. Ward-Perkins J. B.,
«Severan Art and Architecture at Lepcis Magna», JRS 38 (1948), 59-80, κυρίως 59-72.
330 Βλ. ανωτέρω σημ. 175 και 176.
62
λειτουργούν ως απλοί τοπογραφικοί προσδιορισμοί. Μολονότι ο Mango θεωρεί
οικοδομικό πρόγραμμα του Σεβήρου αποτελεί κατασκευή των πηγών του 6ου
αιώνα φαίνεται μάλλον μία λογική συνέπεια παρά μια σκοπιμότητα. Το σχήμα
του Dagron για τους οικιστές της Κωνσταντινούπολης είναι αληθοφανές, διότι
μάλλον είναι και πραγματικό. Η συλλογική μνήμη των κατοίκων του αρχαίου
εξυψώνουν διοικητικά την Πόλη τους. Ούτε βέβαια κατά τον 6ο αιώνα υπήρξε
332 Χαρακτηριστικά βλ. Mango, Développement urbain, 16-17, σημ. 21, όπου αναφέρει: «Il y a enfin
Zosime, l’une de nos meilleures sources pour les origines de Constantinople…» και μάλιστα αξιοποιεί
ως απόδειξη για κάποιο συλλογισμό του δύο χωρία του Ζωσίμου, τα οποία βρίσκονται ακριβώς
δίπλα στις αναφορές του για τις Στοές του Σεβήρου.
333 Ενδεικτικά παραθέτουμε ανά συγγραφέα τις βασικές αναφορές των δύο προγραμμάτων:
Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.7-89.4 (ΙΙ.30-31): Σεβήρος και Μ. Κωνσταντίνος. Ησύχιος, Πάτρια, 15.13-
16.6 (37): Σεβήρος και 16.10-18.2 (39-41): Μ. Κωνσταντίνος. Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-12
(ΙΙΙ.70): Σεβήρος και 163.13-21 (ΙΙΙ.70): Μ. Κωνσταντίνος. Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-
222.85 (ΧΙΙ.20): Σεβήρος και 245.68-246.9 (ΧΙΙΙ.7-8): Μ. Κωνσταντίνος. Πασχάλιον Χρονικόν, 494.12-
495.14: Σεβήρος και 528.1-529.7: Μ. Κωνσταντίνος.
334 Χαρακτηριστικά ο Kaldellis, «Hesychios», 389, 402-403 αποκαλεί τους Προκόπιο, Ιωάννη Λυδό,
Αγαθία και Ησύχιο: «”Classicizing” authors of the sixth-century». Επίσης βλ. Kaldellis A., «Things Are
Not What They Are: Agathias “Mythistoricus” and the Last Laugh of Classical Culture», CQ 53 (2003),
295-300. Maas, John Lydus, 38-66. Treadgold, Historians, 216-217.
335 Σχετικά με την ίδρυση του αρχαίου Βυζαντίου από τον Βύζαντα και τις δύο μυθικές παραδόσεις
63
κάποια τοπικιστική αντιζηλία μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η επέμβαση του Σεβήρου στο Βυζάντιο, όταν
πρόγραμμα σε μία ακόμη επαρχιακή πόλη, γεγονός καθόλου ενδιαφέρον για τις
τις σύγχρονες των γεγονότων πηγές και υλικές μαρτυρίες, ενώ το πρόγραμμα
του Σεβήρου στο Βυζάντιο.337 Και, εφόσον δεν διαθέτουμε τα στοιχεία αυτά, είναι
336 Ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 8 έχει πολύ ορθά παρατηρήσει για ανάλογο θέμα: «Ὁ
ἱστορικὸς ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ ὑπερβολικὸ σκεπτικισμὸ τὶς πηγές του εἶναι ἐπικίνδυνα ἐλεύθερος·
ὁ θετικισμὸς του τὸν κάνει πιὸ σίγουρα μυθιστοριογράφο ἀπ’ ὅ,τι ἡ ὑπερβολικὴ εὐπιστία».
337 Αυτό είναι το συμπέρασμα του Mango, «Sévère», 608, όχι όμως και της Pont, «Septime Sévère»,
198, η οποία καταλήγει ότι το πρόγραμμα του Σεβήρου υπήρξε ιδεολογική κατασκευή των πηγών
του 6ου αιώνα και δεν συμβιβάζεται με τις κανονικότητες της αυτοκρατορικής ευεργετικής
πολιτικής, ούτε με τη γεωπολιτική αναμόρφωση της αυτοκρατορίας, που έλαβε χώρα από την
εποχή των Σεβήρων μέχρι τον Διοκλητιανό. Διαμορφώνεται, δηλαδή, ένα θεωρητικό σχήμα στο
οποίο, επειδή δεν προσαρμόζονται οι μαρτυρίες των πηγών, απορρίπτονται.
338 Μία σημαντική παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η συγκριτική εξέταση του
64
αναμένουμε τα μελλοντικά ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας. Συνεπώς,
του, είναι πολύ πιθανόν ότι χωροθέτησε το μνημειακό κέντρο της στην περιοχή
όπου η ευεργετική επέμβαση των προκατόχων339 του είχε ήδη δημιουργήσει έναν
Αδριάνειο Υδραγωγείο.
μνημειακό κέντρο που διαμόρφωσε στην Πόλη του, αντλούμε λιγοστά στοιχεία
από τους κοντινούς στα γεγονότα συγγραφείς, τον Ευσέβιο, τον Σωκράτη και τον
οικοδομικό πρόγραμμά του στην Πόλη είναι γενικές και πενιχρές, καθώς σκοπός
χαρακτηριστική είναι η διαφορά μεγέθους ανάμεσα στον Ιππόδρομο του Μαξεντίου (513 μ. μήκος)
και της Κωνσταντινούπολης.
339 Το πλέον παράδοξο είναι ότι νεότεροι ερευνητές, αφού θεώρησαν ως δεδομένη την αναίρεση του
342 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.7-25 (III.48-49), 107.30-108.8 (ΙΙΙ.54.2-3) και 144.2-145.8 (IV.58-60).
65
του δεν ήταν να περιγράψει τα μνημειακά οικοδομήματα του Κωνσταντίνου,
αιώνα, τον Σωκράτη344 και τον Σωζομενό345, από τους οποίους ο μεν πρώτος
προέρχονται από τις ίδιες πηγές του 6ου-7ου αιώνα, από τις οποίες αντλήσαμε
στοιχεία για το πρόγραμμα του Σεβήρου, τον Ζώσιμο346, τον Ησύχιο347, τον
Οι πηγές αυτές, μετά από μία σύντομη αναφορά στην κατασκευή των
Παλατίου351, της Συγκλήτου352, του Αυγουσταίου353 και των Στοών354 της Μέσης,
343 Η ευσέβεια (pietas) του Κωνσταντίνου, όπως εκφράστηκε μνημειακά μετά το έτος 324 μέσα από
το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμά του σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και τις επιστολές του είναι
ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει το πρόσωπό του με τον Οκταβιανό, μετά τη νίκη του οποίου στο
Άκτιο η ευσέβεια και η μνημειακή έκφρασή της αναδείχτηκαν σε κυρίαρχο μοτίβο του Αυγούστειου
κράτους, βλ. Zanker, Αύγουστος, 145-155, 246-247. Το έτος 28 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος με
εντολή της Συγκλήτου προχώρησε στην ανοικοδόμηση και αναστήλωση 82 ερειπωμένων ναών της
Ρώμης, γεγονός το οποίο επισημαίνει με έμφαση στο Res Gestae, 20.
344 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.11-55.6 (Ι.16.1-3).
349 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.13-21 (ΙΙΙ.70). Ο Λυδός περιγράφει μόνο την ανέγερση των
Στοών της Ρηγίας με αφορμή την καταστροφή τους κατά τη Στάση του Νίκα κατά αντιστοιχία με
τον Ζώσιμο που αναφέρει μόνο τις Στοές του Σεβήρου κατά την περιγραφή του οικοδομικού
προγράμματος του Κωνσταντίνου.
350 Πασχάλιον Χρονικόν, 528.1-529.7.
351 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.9-10 (ΙΙ.31.1): «…καὶ βασίλεια κατεσκεύασεν οὐ πολλῷ τῆς Ῥώμης
ἐλάττονα·». Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.76-79 (ΧΙΙΙ.7): «ἔκτισεν δὲ καὶ παλάτιον μέγα καὶ
εὐπρεπὲς καθ’ ὁμοιότητα ὡσαύτως τοῦ Ῥώμης πλησίον τοῦ Ἱππικοῦ <τὴν ἄνοδον ἀπὸ τοῦ
παλατίου εἰς τὸ κάθισμα τοῦ Ἱππικοῦ διὰ> τοῦ λεγομένου Κοχλίου…». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.16-18.2
(41): «ἀνῳκοδόμησεν…καὶ τὴν τῶν βασιλείων αὐλήν». Πασχάλιον Χρονικόν, 528.6-8. Μία έμμεση
επιβεβαίωση και χρήσιμη ματιά στο εσωτερικό του Παλατίου προσφέρει ο Ευσέβιος, Βίος
Κωνσταντίνου, 104.20-23 (III.49): «ὡς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀνακτόροις τῶν βασιλείων, κατὰ τὸν πάντων
ἐξοχώτατον οἶκον τῆς πρὸς τῷ ὀρόφω κεχρυσωμένης φατνώσεως κατὰ τὸ μεσαίτατον, μεγίστου
66
καθώς και η ανακαίνιση του Ιπποδρόμου355 και των Θερμών του Ζευξίππου.356
πίνακος ἀνηπλωμένου μέσον ἐμπεπῆχθαι τὸ τοῦ σωτηρίου πάθους σύμβολον…». Σε αυτό τον
χώρο πρέπει να τέθηκε προς προσκύνηση το νεκρό σώμα του Κωνσταντίνου «διαδήματι
τετιμημένον», βλ. ανωτέρω, υποσημ. 73.
352 Ο Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.17-19 (ΙΙ.3.6) αναφέρει: «βουλευτήριόν τε μέγα, ἣν
σύγκλητον ὁνομάζουσιν, ἕτερον συνεστήσατο, τὰς αὐτὰς τάξας τιμὰς καὶ ἱερομηνίας ᾗ καὶ
Ρωμαίοις τοῖς πρεσβυτέροις ἔθος». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.16-18.1 (41): «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ τοὺς τῆς
συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν οἰκους, Σενάτα τούτους ὀνομάσας, ἐν οἷς καὶ τοῦ Δωδωναίου
Διὸς ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ δύο τῆς Παλλάδος ἱδρύματα…». Την οικοδόμηση της Συγκλήτου
συνδυάζουν με την ίδρυση του Αυγουσταίου ο Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.2-5 (ΧΙΙΙ.8) και
το Πασχάλιον Χρονικόν, 528.21-529.4: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν κόγχην, καὶ ἔξω
μεγάλους κίονας στήσας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον, καλέσας τὸν τόπον
Αὐγουσταῖον, καθότι καὶ στήλην ἦν στήσας κατέναντι τῆς ἰδίας αὐτοῦ μητρὸς Ἑλένης Αὐγούστας
δεσποίνης ἐν πορφυρῷ κίονι».
353 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν, 163.7-9 (IV.138): «εἰς τὸ ἄσκεπον τῆς Δάφνης εἰς τὴν μικρὰν αὐλὴν
Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας ἔστησε στήλην τῆς ἑαυτοῦ μητρός, ἐξ ἧς ὠνόμασε τὸν τόπον
Αὐγουστεῖον». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.6-8 (40): «Καὶ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς Ἑλένης ἐπὶ κίονος ἀνέστησεν
ἄγαλμα καὶ τὸν τόπον ὠνόμασεν Αὐγουσταῖον·». Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 352 τις αναφορές
του Ιωάννη Μαλάλα και του Πασχαλίου Χρονικού.
354 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.95-2 (ΧΙΙΙ.8): «Ἔκτισεν δὲ δύο ἐμβόλους ἀπὸ τῆς εἰσόδου
τοῦ παλατίου ἕως τοῦ αὐτοῦ φόρου εὐπρεπεῖς καὶ κεκοσμημένους ἀνδριᾶσι καὶ μαρμάροις
διαφόροις, καλέσας τὸν τόπον τῶν ἐμβόλων Ῥηγίαν…». Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.19-21. Για την
κατασκευή τους κάνει λόγο ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.13-21 (ΙΙΙ.70) κατά την περιγραφή
της πυρκαγιάς της Στάσης του Νίκα, που διαδόθηκε από το μνημειακό κέντρο προς τα δυτικά:
«…ἡρπάγησαν αἱ μέχρι τῆς Κωνσταντίνου ἀγο[ρᾶς τὴν πόλιν] διευθύνουσαι στοαί, κάλλει καὶ
μεγέθει κιόνων εὐγράμμως [διασκη]νοῦσαι τὴν πλατεῖαν· Καμπανοὶ ταύτας εἰς χάριν
Κωνσταντίνου λέγονται κατασκευάσαι…». Οι έμβολοι αυτοί ανεγέρθησαν στη θέση των Στοών
του Σεβήρου, οι οποίες ταυτίζονται μάλλον με τους Τρωαδησίους Εμβόλους που αναφέρει ο
Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.14-17.1 (39): «…πόρρω δὲ μεταγαγόντος τὰ τείχη κατὰ τοὺς λεγομένους
Τρωαδησίους ἐμβόλους, πρότερον αὐτῶν οὐκ ἔξω τῆς ἐπωνύμου ἀγορᾶς τοῦ βασιλέως
κειμένων…». Όταν ο Κωνσταντίνος μετέφερε δυτικά τον οχυρωματικό περίβολο οι Τρωαδήσιοι
Έμβολοι ήταν ακόμη εσωτερικά της Αγοράς του Βασιλιά, δηλαδή της Πύλης του Θρακίου. Στη
Notitia Urbis, 239, XIII.9, συναντάμε τις «Porticus Troadenses» στη 12η Ρεγιώνα, δίπλα στη Χρυσή
Πύλη (Portam auream) του Κωνσταντίνειου περιβόλου, όπου προφανώς μεταφέρθηκαν. Ο Mango,
«Triumphal Way», 180 και σημ. 50 θεωρεί ότι πιθανώς έφθαναν μέχρι τον Φόρο του Αρκαδίου.
355 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.11-13 (ΙΙ.3.5): «…τὰ περὶ τὴν πόλιν διαθεὶς ἱπποδρόμῳ τε
καὶ κρήναις καὶ στοαῖς καὶ λοιποῖς οἰκοδομήμασι φιλοτίμως κοσμήσας…». Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα,
88.10-15 (ΙΙ.31.1): «καὶ τὸν ἱππόδρομον εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερὸν μέρος
αὐτοῦ ποιησάμενος, ὧν καὶ τὰ δείκηλα μέχρι νῦν ἔστιν ἐπὶ τῶν τοῦ ἱπποδρόμου στοῶν ἑστῶτα
ἰδεῖν. ἔστησεν δὲ κατά τι τοῦ ἱπποδρόμου μέρος καὶ τὸν τρίποδα τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος…».
Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.74-76 (ΧΙΙΙ.7). Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.4-6: «ἀναπληρώσας
καὶ τὸ Ἱππικόν, κοσμήσας αὐτὸ χαλκουργήμασι καὶ πάσῃ ἀρετῇ, ποιήσας ἐν αὐτῷ κάθισμα
θεωρίου βασιλικοῦ καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ ὄντος». Η αναφορά του Σωζομενοῦ,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 377.20-22 (VIII.21.4): «ἐλαθέντες δὲ ἔνθεν συνῆλθον πρὸ τοῦ ἄστεως εἴς τινα
χῶρον ὅν Κωνσταντῖνος ὁ βασιλεὺς μήπω τὴν πόλιν συνοικίσας εἰς ἱπποδρόμου θέαν ἐκάθηρε
ξύλοις περιτειχίσας·» έχει θεωρηθεί από τους Mango, «Hippodrome», 38 και Bardill, «Hippodrome»,
94, ως τεκμήριο, πως όταν ο Κωνσταντίνος έφθασε στο Βυζάντιο το έτος 324 δεν υπήρχε εν
λειτουργία ιππόδρομος. Όμως, ο Σωζομενός διασαφηνίζει ότι η κατασκευή του προσωρινού
ξύλινου ιπποδρόμου αφορούσε το διάστημα πριν από τον «συνοικισμό» της Πόλης, δηλώνοντας,
προφανώς, την περίοδο εντατικής ανέγερσης και ανακαίνισης των βασικών μνημείων και
υποδομών του Κωνσταντίνειου προγράμματος, όταν το εργοτάξιο του μνημειακού κέντρου θα
ήταν ακατάλληλο για τη συγκέντρωση μεγάλου πλήθους και τη διεξαγωγή ιπποδρομιών.
67
πληροφορούμαστε από τον Σωκράτη ότι ο Κωνσταντίνος ανοικοδόμησε μόνο
την Αγία Ειρήνη 357, την οποία βρήκε υφιστάμενη και την αύξησε σε μέγεθος και
του έτους 360. Με αφορμή τα εγκαίνια του ναού, το Πασχάλιο Χρονικό μας
νωρίτερα, δηλαδή το έτος 326.359 Από τις μαρτυρίες αυτές προκύπτει ότι η Αγία
356 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.5-9 (ΧΙΙΙ.8): «ὁμοίως δὲ ἀνεπλήρωσε καὶ τὸ λεγόμενον
Ζεύξιππον δημόσιον λουτρὸν κοσμήσας κίοσι καὶ μαρμάροις ποικίλοις καὶ χαλκουργήμασιν· εὗρε
γὰρ αὐτὸ ἀπλήρωτον, ἀρχθὲν μὲν πρῴην ὑπὸ Σεβήρου βασιλέως τὸ αὐτὸ δημόσιον». Πασχάλιον
Χρονικὸν, 529.5-7.
357 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.20-55.1 (Ι.16.2): «καὶ ἐν ταύτῃ τῇ πόλει δύο οἰκοδομήσας
ἐκκλησίας μίαν μὲν ἐπωνόμασεν Εἰρήνην, ἑτέραν δὲ τὴν τῶν ἀποστόλων ἐπώνυμον». Παρακάτω,
αναφέρόμενος στη Στάση του έτους 342 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Ορθοδόξων και
Αρειανών, βλ. στο ίδιο, 109.9-13 (ΙΙ.16.16) επεξηγεί: «κατὰ δὲ τὸν καιρὸν τοῦτον καὶ ὁ βασιλεὺς τὴν
μεγάλην ἐκκλησίαν ἔκτιζεν, ἥτις Σοφία μὲν προσαγορεύεται νῦν, συνῆπται δὲ τῇ ἐπωνύμῳ
Εἰρήνης· ἥν ὁ πατὴρ τοῦ βασιλέως μικρὰν οὖσαν τὸ πρότερον εἰς κάλλος καὶ μέγεθος ηὔξησεν, καὶ
νῦν εἰσιν ὑφ’ ἕνα περίβολον ἄμφω ὁρώμεναι, μίαν τὴν προσωνυμίαν ἔχουσαι». Το γεγονός ότι πριν
από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρχε χριστιανικός ναός στη θέση της Αγίας Ειρήνης
επεξηγεί την αναφορά της στη Notitia Urbis, 231, ΙΙΙ.7, ως «Ecclesiam antiquam». Η Αγία Ειρήνη
υπήρξε ο επισκοπικός ναός της Κωνσταντινούπολης μέχρι την ολοκλήρωση της πρώτης Αγίας
Σοφίας, που εγκαινιάστηκε το έτος 360, βλ. Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 30-31. Dagron, Γέννηση
μιάς πρωτεύουσας, 447-448. Για τη στάση του 342, βλ. Dagron, στο ίδιο, 485-491.Ο Bardill, Constantine,
253-254 συγκρίνει την αφιέρωση του ναού της Αγίας Ειρήνης με την ανάθεση του Βωμού της
Σεβαστής Ειρήνης στη Ρώμη, το έτος 9 π.Χ., ως αναμνηστικό μνημείο της Ειρήνης που οι
θεόσταλτες νίκες του αυτοκράτορα εγκαθίδρυσαν. Για τον Βωμό, βλ. Richardson, Topographical
Dictionary 287-8. Για τη συμβολική σημασία του μνημείου και του εικονογραφικού του διακόσμου,
βλ. Zanker, Αύγουστος, 163-173, 233-235. Με την ειρήνη που έφερε η νική κατά του Λικινίου στο
κράτος και την εκκλησία συνδέει την αφιέρωση του ναού ο Odahl, Constantine, 238-239.
358 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 181.9-12 (ΙΙ.43.11): «Εὐδοξίου δὲ ἀναδειχθέντος ἐπισκόπου τῆς
68
Κωνσταντίου. Το μεγάλο ερώτημα που παραμένει ανοικτό είναι πότε
του μνημειακού κέντρου. Ρητά αναφέρει τον Δελφικό Τρίποδα του Ιπποδρόμου
και τα ανάγλυφα με τις Μούσες του Ελικώνα: «ἐν αὐτῷ δ’ ἱπποδρομίῳ τοὺς ἐν
έναν πίνακα που κοσμούσε τα βασιλικά πρόθυρα361, τον πρόδρομο της Χαλκής
Πύλης και παρίστανε τον Κωνσταντίνο κρατώντας τον Σταυρό να πατάει επάνω
σε θαλάσσιο δράκοντα. Τέλος αναφέρει ότι είδε σε κρήνες στο μέσο αγορών της
360 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 108.2-4 (ΙΙΙ.54.2). Τα ανάγλυφα των Μουσών, όπως θα δούμε,
βρίσκονταν στο κτήριο της Συγκλήτου, δίπλα στα ανάκτορα. Σύμφωνα με τον Dagron, L’hippodrome
de Constantinople, 93, σημ. 67 η χρήση πληθυντικού «ἐν Δελφοῖς τρίποδας» από τον Ευσέβιο, όπως
και τον Σωκράτη, υποδηλώνει την αδυναμία των συγγραφέων να κατανοήσουν την αρχική μορφή
του μνημείου. Για τον Τρίποδα, βλ. Bassett, Urban Image, 224-227. Bardill, «Monuments», 164-167.
Madden, «Serpent Column», 111-145. Müller-Wiener, Bildlexikon, 71. Stichel, «“Schlangensäule”», 315-
348. Για τη συζήτηση σχετικά με τη μορφή του Τρίποδα, βλ. Ridgway, «Plataian Tripod». Ο Bardill,
Constantine, 144 θεωρεί ότι ήδη τον 2ο αιώνα μ.Χ. είχε αφαιρεθεί ο χρυσός τρίποδας και έμενε μόνο
το οφιοειδές χάλκινο στέλεχος, με βάση τον Παυσανία, 10.13.9: «ἐν κοινῷ δὲ ἀνέθεσαν ἀπὸ ἔργου
τοῦ Πλαταιᾶσιν οἱ ῞Ελληνες χρυσοῦν τρίποδα δράκοντι ἐπικείμενον χαλκῷ. ὅσον μὲν δὴ χαλκὸς ἦν
τοῦ ἀναθήματος, σῶον καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι ἦν· οὐ μέντοι κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ τὸν χρυσὸν οἱ Φωκέων
ὑπελίποντο ἡγεμόνες». Ο τρίποδας υπήρξε σύμβολο νίκης, έπαθλο αγώνων και ανάθημα θεών,
στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο Bardill, στο ίδιο, 144, 362 θεωρεί ότι ο Δελφικός Τρίποδας
προοριζόταν ως σύμβολο νίκης κατά των διωκτών των Χριστιανών, στους διωγμούς που
υποκινήθηκαν από τους χρησμούς του Απόλλωνα. Ωστόσο, θεωρώ ότι απηχείται μία σύνδεση και
πάλι με το πρόσωπο του Αυγούστου, ο οποίος, ως μνημείο της νίκης του στο Άκτιο, ανήγειρε ναό
του Απόλλωνα δίπλα στην οικία του, όπου αφιέρωσε χρυσούς τρίποδες ως σύμβολα νίκης,
ευσέβειας και ελπίδας, βλ. Zanker, Αύγουστος, 123-126. Ο ίδιος ο Αύγουστος στη Res Gestae, 34.2
αναφέρει πως, όταν έγινε κυρίαρχος της οικουμένης και με απόφαση της Συγκλήτου έλαβε τον
τίτλο «Αύγουστος»: «δάφναις δημοσίᾳ τὰ πρόπυλα μου ἐστέφθη», βλ. Zanker, στο ίδιο, 131-132.
Παραδόξως, στην Κωνσταντινούπολη ο Δελφικός Τρίποδας στον Ιππόδρομο βρισκόταν δίπλα στο
Παλάτιο της Δάφνης. Επιπλέον, με βάση υπολογισμούς που διασώθηκαν στην Γεωδαισία του
Ήρωνα του Νεοτέρου, βλ. Mango, «Euripe», 187-189, Mango, «Boukoleon», 46-47 και Bardill,
«Hippodrome», 140-141, ο Τρίποδας είχε τοποθετηθεί στην πιο κεντρική θέση απέναντι από το
Κάθισμα του Ιπποδρόμου, μολονότι ήταν ένα απογυμνωμένο λείψανο της αρχικής του μορφής,
χωρίς τον χρυσό διάκοσμό του και δεν διέθετε επιβλητικό μέγεθος, όπως ο κτιστός οβελίσκος.
Όμως, ως το κατεξοχήν σύμβολο νίκης στην πάλη των Ελλήνων εναντίον των Περσών,
αποτελούσε το πλέον κατάλληλο μνημειακό συμφραζόμενο για την τελετή της στέψης του
διαδήματος του Κωνσταντίνου στο Κάθισμα του Ιπποδρόμου κατά τα εγκαίνια της Πόλης του, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 57-62. Ο Τρίποδας συμβόλιζε την κατάκτηση της Ανατολής και τη διαδοχή της
περσικής και της ελληνικής αυτοκρατορίας.
361 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 82.2-10 (ΙΙΙ.3.1-2): «…καὶ ἐν [γραφῆς] ὑψηλοτάτῳ πίνακι πρὸ τῶν
βασιλικῶν προθύρων ἀνακειμένῳ …τὸ μὲν σωτήριον <σημεῖον> ὑπερκείμενον τῆς αὐτοῦ κεφαλῆς
τῇ γραφῇ παραδούς, τὸν δ’ ἐχθρὸν καὶ πολέμιον θῆρα τὸν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς τῶν
ἀθέων πολιορκήσαντα τυραννίδος κατὰ βυθοῦ φερόμενον ποιήσας ἐν δράκοντος μορφῇ. δράκοντα
γὰρ αὐτὸν καὶ σκολιὸν ὄφιν ἐν προφητῶν θεοῦ βίβλοις ἀνηγόρευε τὰ λόγια. διὸ καὶ βασιλεὺς ὑπὸ
τοῖς αὐτοῦ τε καὶ τῶν αὐτοῦ παίδων ποσὶ βέλει πεπαρμένον κατὰ μέσου τοῦ κύτους βυθοῖς τε
θαλάττης ἀπερριμμένον διὰ τῆς κηροχύτου γραφῆς ἐδείκνυ τοῖς πᾶσι τὸν δράκοντα…». Σχετικά
βλ. Bardill, Constantine, 143-144, 361. Cameron-Hall, Eusebius, 255-256. Grabar A., L’empereur dans l’art
byzantin. Recherches sur l’art officiel de l’empire Orient, Παρίσι 1936, 43-44. Mango, Brazen House, 23-24.
69
Πόλης τα σύμβολα του καλού Ποιμένα και τον Δανιήλ με τα λιοντάρια.362 Ο
Σωκράτης επίσης σημειώνει την παρουσία του Τρίποδα: «τὰ γοῦν ἀγάλματα
μετὰ τὸν πρὸς Μήδους πόλεμον».364 Τέλος στο πρόγραμμα του Κωνσταντίνου θα
πρέπει να συμπεριλάβουμε και την αναφορά του Ζωσίμου365 για την κατασκευή
των ναών της Τύχης και της Ρέας στις άκρες της μιάς στοάς της Μεγίστης
Ο Κωνστάντιος366 οικοδόμησε την Αγία Σοφία και συνέχισε τη διεύρυνση και τον
έδωσε στην Πόλη να έχει Γερουσία, όπως η Ρώμη, και οικοδόμησε Βιβλιοθήκη
362 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.17-19 (III.49): «Εἶδες δ’ ἄν ἐπὶ [μέσον] ἀγορῶν κειμέναις κρήναις
τὰ τοῦ καλοῦ ποιμένος σύμβολα, τοῖς ἀπὸ τῶν θείων λογίων ὁρμωμένοις γνώριμα, τόν τε Δανιὴλ
σὺν τοῖς λέουσιν ἐν χαλκῷ πεπελασμένον χρυσοῦ τε πετάλοις ἐκλάμποντα». Σχετικά βλ. Grigg R.,
«Constantine the Great and the Cult without Images», Viator 8 (1977), 1-32 κυρίως 5-7.
363 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 55.3-6 (Ι.16.3).
364 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 57.3-5 (ΙΙ.5.4). Ο «βοώμενος Πὰν» δεν είχε σχέση με τους
Δελφούς και τον Τρίποδα, ούτε υπήρξε ανάθημα των ελληνίδων πόλεων, αλλά σχετίζεται με τη
νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα, το έτος 490 π.Χ., μετά την
οποία εισάγεται επίσημα η λατρεία του στην Αττική, βλ. Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, VI.105. Δύο αναφορές
ακόμη, του Αισχύλου και του Στράβωνα, τον συσχετίζουν με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, βλ.
Borgeaud P., Recherches sur le dieu Pan, αγγλ. μτφρ.: The Cult of Pan in Ancient Greece, Atlass K.-Redfield
J. (μτφρ.), Σικάγο 1988, 133-137. Η Bassett, Urban Image, 248, καταχωρεί το άγαλμα του Πάνα στην
ενότητα «Unspecified Location». Ο Madden, «Serpent Column», 112, σημ. 5 αποδίδει τη διείσδυση του
Πάνα στο κείμενο του Σωζομενού σε αντιγραφικό λάθος. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορική
πρόταση, αρχικά, θα πρέπει να προσδιόριζε μόνο τον Δελφικό Τρίποδα.
365 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31.2-3).
366 Σχετικά με το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίου στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Henck,
«Constantius», 284-293.
367 Mango, Brazen House, 22.
368 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 127.2-7 (ΙΙΙ.11.3): «…ἔδωκε μὲν τῇ πόλει γερουσίαν ἔχειν ὥσπερ τῇ
Ῥώμῃ…ἔτι δὲ βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν
ἐναποθέμενος…».
70
στη Βασίλειο Στοά. Ο Ιωάννης Λυδός369, μάλιστα, κατονομάζει τη Σύγκλητο του
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λυθεί μία παρεξήγηση. Είναι βέβαιο ότι η
Σύγκλητο της Ρώμης στον Κωνστάντιο. Ωστόσο, θεωρώ ότι η έκφραση του
θεσμικού ρόλου των δύο Συγκλήτων, που ολοκληρώθηκε στο τέλος της
Ιουλιανό μία θεσμική εξέλιξη που έλαβε χώρα στο τέλος της βασιλείας του
στο κείμενο του Ζωσίμου ως πηγή της πληροφορίας. Συγχρόνως, όμως, συνιστά
συγκεκριμένο κτήριο και όχι σε θεσμική εξέλιξη. Με τον τρόπο αυτό, η εξέλιξη
369 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-163.2 (ΙΙΙ.70): «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς
εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι
σενᾶτον κατὰ τὴν Αὐγούστου [πανήγυριν - ἀφ’ ἧς ἐπὶ τὴν] ἀγοράν, ἣν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον…».
370 Ο Θεμίστιος, Λόγοι, (4) «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 79.2-5 (55a-b) δηλώνει
κατηγορηματικά: «καὶ γὰρ ὅτι Κωνσταντίνου ἐστὶ γέννημα καὶ θρέμμα ἡ γερουσία καὶ ὅτι
προσήκει αὐτῆς τῷ ἐκείνου υἱεῖ κήδεσθαι, καὶ προορᾶν ὡς ὁμοπάτορος...».
371 Origo Constantini, 9.2-3 (30): «ibi etiam senatum constituit secundi ordinis: claros vocavit».
373 Φιλοστόργιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 22.2 (ΙΙ.9): «καὶ βουλήν τε σύγκλητον τάξασθαι…».
375 Dagron, στο ίδιο, 153-154. Πρόσφατα ο Skinner, «Senate of Constantinople», προτείνε ότι η εξέλιξη
αυτή έλαβε χώρα νωρίτερα, κατά το ξεκίνημα της βασιλείας του Κωνσταντίου.
376 Ο Henck, «Constantius», 285, σημ. 38 παρατηρεί ότι όλα τα οικοδομήματα, που ο εθνικός
ιστορικός Ζώσιμος αποδίδει στον Ιουλιανό, θα πρέπει να αποδοθούν στον Κωνστάντιο, καθώς ο
Ιουλιανός διέμεινε στην Πόλη μόνο για ελάχιστους μήνες τον χειμώνα του έτους 361-362, πριν από
την προώθησή του προς την Αντιόχεια. Ο Berger, Κωνσταντινούπολη, 40, θεωρεί ότι η σύνδεση της
Συγκλήτου με τον Ιουλιανό από τον Ζώσιμο βασίζεται στις αντιχριστιανικές πεποιθήσεις του
πρώτου και στη θετική του στάση απέναντι στη νέα πρωτεύουσα.
71
μιάς διατύπωσης από τον Ζώσιμο στον Λυδό δημιούργησε μία νέα ιδρυτική
θυσίες στους βωμούς, διέταξε την επιστροφή στους τόπους προέλευσής τους των
γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών, που είχαν συληθεί από αρχαία μνημεία και
και ανάγλυφα. Στο εσωτερικό της μάλλον βρίσκονταν ήδη τα ανάγλυφα των
τον Ευσέβιο. Εξωτερικά του κτηρίου υπήρχαν τα αγάλματα του Δωδωναίου Δία
377 Χαρακτηριστικά ο Mango, Brazen House. 56-57 με βάση τις αναφορές τους σημειώνει ότι, μολονότι
η Σύγκλητος του μνημειακού κέντρου αποδίδεται στον Κωνσταντίνο, ο Ιουλιανός έχει, ίσως, πιο
ισχυρά ερείσματα.
378 Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 167-168.
379 Ο Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 108.3-4 (ΙΙΙ.54.2) αναφέρει: «τὰς δ’ Ἑλικωνίδας Μούσας ἐν
παλατίῳ». Η έκφραση «ἐν παλατίῳ» είναι πολύ γενική και δεν μπορεί να αποκλειστεί το
ενδεχόμενο τα ανάγλυφα να είχαν τοποθετηθεί ήδη στο κτήριο της Συγκλήτου, που βρισκόταν
δίπλα στα Ανάκτορα. Ο Θεμίστιος σε τρεις ομιλίες του κατά το έτος 384-5, τα αναφέρει στο
εσωτερικό της Συγκλήτου, βλ. Θεμίστιος, Λόγοι (31), «Περὶ προεδρίας εἰς τὴν Σύγκλητον», 191.21-
192.2 (355a-b): «ὧν καλῶς ποιοῦντες νεὼν ἀπεδείξατε τὸ βουλευτήριον καὶ τὰ αγάλματα
κατεστήσατε τῶν θεῶν ἐν τῷ σηκῷ ἔνθεν καὶ ἔνθεν…καὶ μετελήλυθεν ὁ Ἑλικὼν εἰς τὸν
Βόσπορον». Ο ίδιος, Λόγοι (19), «Ἐπὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου», 331.15-16
(228a-b): Δεῦρ’ ἴτε οὖν, ὦ φίλαι Μοῦσαι, αἳ τὸν νεὼν τὸν βουλαῖον ἡμῖν συνοικεῖτε...». Ο ίδιος, Λόγοι
(17), «Ἐπὶ τῇ χειροτονίᾳ τῆς πολιαρχίας», 308.24-27 (215d): «…ἀλλὰ τηνικαῦτα ἔσται πρόκριτος ἡ
βουλή, τηνικαῦτα νεὼς τῶν Μουσῶν, οὐ χαλκῶν ἔμπλεως ἀγαλμάτων, ἀλλ’ αὐτῶν γέμων τῶν
ἀρχετύπων». Για τη χρονολόγηση των ομιλιών βλ. Dagron, «Témoignage de Thémistios», 23-24, 26.
Vanderspoel, Themistius, 208-211, 250-251. Για το περιεχόμενό τους, βλ. Penella, Themistius, 34-37. Την
ανάμνηση των αναγλύφων διασώζει και ο Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.5-14 (V.24.5-6): «καὶ εἰς τὸν
εἰωθότα δέχεσθαι τὴν γερουσίαν οἶκον, πρὸ τῶν βασιλείων ὄντα…φασὶ δὲ ὡς καὶ τὰ δείκηλα τὰ ἐν
τῷ Ἑλικῶνι τὴν ἀρχὴν καθιδρυθέντα ταῖς Μούσαις, μέρος καὶ αὐτὰ τῆς κατὰ πάντων ἱεροσυλίας ἐν
τοῖς Κωνσταντίνου γενόμενα χρόνοις, ἀνατεθέντα τούτῳ τῷ τόπῳ…». Για τα ανάγλυφα, βλ.
Bassett, Urban Image, 150-151.
380 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.17-247.5 (V.24.7-8). Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.16-18.1 (41). Τα αγάλματα
τοῦ Κωνσταντίνου τῆς μάχης τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς τῶν γιγάντων εἰκὼν ἐν χαλκῷ πεποιημένη ἀντὶ
κρηπῖδος τοῦ βουλευτηρίου». Την ταύτιση με το κτήριο της Συγκλήτου στο μνημειακό κέντρο
επιβεβαιώνουν οι μαρτυρίες του Κωνσταντίνου Ροδίου και του Κεδρηνού, οι οποίοι αναφέρουν
εντυπωσιακή παράσταση Γιγαντομαχίας στη χάλκινη θύρα της βόρειας εισόδου της Συγκλήτου
του Φόρου του Κωνσταντίνου, που είχε μεταφερθεί από το Αρτεμίσιο της Εφέσου, βλ. James,
72
κρηπιδώματος. Τέλος, στον οπισθόδομο του μνημείου, σύμφωνα με τον
Θεμίστιο382, υπήρχε ακόμη στις μέρες του ο ανδριάντας ενός αρχηγού των Γετών,
σχέση του Κωνσταντίνου με την ανέγερση και διακόσμηση της Συγκλήτου του
μνημειακού κέντρου. Στην εξέλιξη της μελέτης μας θα ανιχνεύσουμε και άλλα
τεκμήρια της σχέσης αυτής, η οποία έχει μεγάλη σημασία για την τοπογραφική
Αυγουσταίο, γεγονός είναι ότι τόσο η ίδια όσο και ολόκληρο το μνημειακό
δεύτερου και του τρίτου τετάρτου του 4ου αιώνα κατά τις βασιλείες των
άλλα έργα στο μνημειακό κέντρο και, όταν πλέον ήλθε ο Θεοδόσιος να
κατοικήσει στο Ιερό Παλάτιο, δεν του απέμεινε παρά να προσθέσει στο
Χρυσό Μίλιο και τη Βασιλική Στοά στη Notitia Urbis384 αποτελεί το απόλυτο
κέντρο της Πόλης του. Εξαιτίας, όμως, των καταστροφών που υπέστησαν
Constantine of Rhodes, «Στίχοι Κωνσταντίνου ἀσηκρίτη τοῦ Ῥοδίου», 26.125-28.152. Κεδρηνὸς, Σύνοψις
Ἱστοριῶν, 565.7-16. Ο προσδιορισμός της θέσης εκείνης της Γιγαντομαχίας στη θύρα του κτηρίου
επιβεβαιώνει την ταύτιση της «ἀντὶ κρηπῖδος τοῦ βουλευτηρίου» Γιγαντομαχίας με το κτήριο της
Συγκλήτου του μνημειακού κέντρου. Ο λόγος του Θεμιστίου εκφωνήθηκε το έτος 376 σύμφωνα με
τον Dagron, «Témoignage de Thémistios», 22-23. Την άνοιξη του ίδιου έτους σύμφωνα με τον
Vanderspoel, Themistius, 251.
382 Θεμίστιος, Λόγοι (15), «Εἰς Θεοδόσιον· τίς ἡ βασιλικωτάτη τῶν ἀρετῶν», 276.5-9 (190d-191a):
«ἀκονιτὶ ἐφειλκύσω τὸν Γέτην δυνάστην, καὶ ἥκει σοι ἐθελοντὴς ὁ πάλαι σεμνὸς καὶ ὑψηλογνώμων
ἱκέτης εἰς τὴν πόλιν τὴν βασιλίδα, οὗ τὸν πατέρα ὁ παμμεγέθης Κωνσταντῖνος εἰκόνι
ἀπεμειλίσσετο τῇ νῦν ἔτι ἀνακειμένῃ πρὸς τῷ ὀπισθοδόμῳ τοῦ βουλευτηρίου». Εκφωνήθηκε το
έτος 381 σύμφωνα με τον Dagron, «Témoignage de Thémistios», 23. Στις 19 Ιανουαρίου του ίδιου
έτους σύμφωνα με τον Vanderspoel, Themistius, 208-211, 251.
383 Croke, «Reinventing Constantinople», 260.
73
τμήματα του μνημειακού αυτού συγκροτήματος και κυρίως εξαιτίας της
Κωνσταντίνου.
στις 20 Ιουνίου του έτους 404 και σχετίζεται με τα γεγονότα της πρώτης εξορίας
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όταν καταστράφηκαν η πρώτη Αγία Σοφία
και το κτήριο της Συγκλήτου.387 Με αφορμή τα γεγονότα αυτά, προκύπτει ότι είχε
385 Από τα σωζόμενα ή ανασκαφέντα αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου της
Κωνσταντινούπολης στην εποχή του Κωνσταντίνου έχουν αποδοθεί: Ο Ιππόδρομος, βλ. Mango,
«Sévère», 602-606. Mango, «Hippodrome», 37-38. Bardill, «Hippodrome», 93-94. Τα κατώτερα λείψανα
των Θερμών του Ζευξίππου, βλ. Bardill, Brickstamps, 68-69. Ο κτιστός οβελίσκος, βλ. Bardill,
Constantine, 154-158 και σημ. 42. Bardill, «Monuments», 154. Ακόμη η Στήλη των Όφεων, το
εσωτερικό στέλεχος του Δελφικού Τρίποδα, πρέπει να μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά
τη βασιλεία του Κωνσταντίνου. Η πρόταση των Ward-Perkins J.B., «Building Methods of Early
Byzantine Architecture», στο Talbot-Rice, Great Palace, 64 και Krautheimer R., Early Christian and
Byzantine Architecture, ελλην. μτφρ.: Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-
Τουφάνο Φ. (μτφρ.), Αθήνα 1998, 563, σημ. 27, πως ο οπίσθιος τοίχος του προπύλου της Αγίας
Σοφίας, που ανακαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του Schneider το έτος 1935, ανήκει στην εποχή του
Κωνσταντίνου, δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτή, βλ. Mathews, Early Churches, 14-17. Πρόσφατα ο
Bardill, Brickstamps, 107 έδειξε ότι τα σφραγίσματα των πλίνθων χρονολογούνται κατά τα έτη 413-
415, δηλαδή κατά την περίοδο ανοικοδόμησης της δεύτερης Αγίας Σοφίας, που εγκαινιάστηκε στις
10 Οκτωβρίου 415.
386 Δεν εντοπίσαμε αναφορές για καταστροφές από σεισμούς στο μνημειακό κέντρο. Ακόμη και οι
δύο μεγάλοι σεισμοί που έλαβαν χώρα στις 6 Νοεμβρίου 447 και 26 Ιανουαρίου 448 και προκάλεσαν
σοβαρές ζημίες στα τείχη του Θεοδοσίου καταστρέφοντας 57 πύργους, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 131, δεν επηρέασαν το μνημειακό κέντρο. Ακόμη βλ. Asutay-Effenberger N., Die
Landmauer von Konstantinopel. Historisch-topographische und baugeschichtliche Untersuchungen, Millennium-
Studies band 18, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2007, 39-50. Ιδιαίτερα για τον σεισμό της 26ης Ιανουαρίου, το
Πασχάλιον Χρονικόν, 589.6-8 αναφέρει: «ἔπαθε Κωνσταντινούπολις ἀπὸ σεισμοῦ…ἀπὸ τῶν
λεγομένων Τρῳαδησίων Ἐμβόλων ἕως τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου..», το οποίο βρισκόταν δυτικά του
φόρου του Κωνσταντίνου στην περιοχή των Αρτοπωλείων, βλ. Mango, Développement urbain, 30-31.
Για άλλες απόψεις σχετικά με την ακριβή χρονολόγηση των σεισμών αυτών, βλ. Croke B., «Two
Early Byzantine Earthquakes and their Liturgical Commemoration», Byzantion 51 (1981), 122-147.
387 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 342.21-343.4 (VI.18.17-18). Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
379.8-16 (VIII.22.4-6). Πασχάλιον Χρονικόν, 568.14-19. Η μαρτυρία του Ζωσίμου, Ἱστορία Νέα, 245.27-
247.4 (V.24.4-8) και κυρίως 246.3-6 (V.24.4): «ἥ τε γὰρ ἐκκλησία κατεφλέγετο πᾶσα, συνεδαπανᾶτο
δὲ ταύτῃ καὶ τὰ ἐχόμενα τῶν οἰκοδομημάτων, καὶ μάλιστα ὅσοις τὸ πῦρ ἐπῆγεν ἡ τοῦ γενομένου
πνεύματος καταιγίς» δημιουργεί την υποψία ότι και άλλα οικοδομήματα υπέστησαν ζημίες. Ο
Bardill, Brickstamps, 30 αναφέρει ότι έγιναν επισκευές ακόμη στον Ιππόδρομο και το Αυγουσταίο.
74
ήδη συντελεστεί η σημαντικότερη λειτουργική προσθήκη στο μνημειακό κέντρο
η ανέγερση του Πατριαρχικού Οίκου 388 δίπλα στην Αγία Σοφία. Η εξέλιξη αυτή
Πατριαρχείο389 και της Αγίας Σοφίας σε «Πρῶτον Ἱερόν»390 της Πόλης και της
χώρα το έτος 476, κατά τη διάρκεια του σφετερισμού της βασιλικής εξουσίας από
Ενδιαφέρον έχει η σύνδεση με τα καταστροφικά αποτελέσματα της πυρκαγιάς, τριών νόμων του
Θεοδοσιανού κώδικα του έτους 406 που επιβάλλουν οικοδομικές προδιαγραφές ασφαλείας κατά
την κατασκευή των στωικών οδών βλ. Codex Theodosianus, XV.I.44-46.
388 Αυτό διαφαίνεται από την πορεία που ακολούθησε ο Χρυσόστομος μετά το αυτοκρατορικό
παράγγελμα για την εξορία του κατεβαίνοντας από το Επισκοπείο κατευθείαν μέσα στον ναό, βλ.
Παλλαδίου, Διάλογος περὶ βίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, 206.31-208.68 (Χ): «’’Τὰ κατὰ σαὐτὸν οὖν
ἀναθεὶς τῷ Θεῷ, ἔξελθε τῆς ἐκκλησίας.’’ Οὕτως κατελθὼν ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης…τοῦ ἐπισκοπείου
σὺν τοῖς ἐπισκόποις, λέγει πᾶσι· ‘’Δεῦτε, προσευξάμενοι συνταξώμεθα τῷ ἀγγέλῳ τῆς
ἐκκλησίας’’…συνετάξατο, εἰπὼν τοῖς λοιποῖς ἔνδον ἐν τῷ ἱερατείῳ…Εἰσελθὼν δὲ ἐν τῷ
βαπτιστηρίῳ…Καὶ οὕτως ἐξῆλθεν ἐπὶ τὸ μέρος τὸ ἀνατολικὸν…». Αυτό υποστηρίζει και ο Mathews,
Early Churches, 12-13. Ο Mango, Brazen House, 54-56 τοποθετεί το Επισκοπείο μαζί με τη Μονή της
Αγίας Ολυμπιάδος ΝΑ της Αγίας Σοφίας, αλλά επισημαίνει τις δυσκολίες που αυτό δημιουργεί.
Ωστόσο, ορθότερα ο Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 32-39, εικ. 1, χωροθετεί το Επισκοπείο ΒΑ της
Αγίας Σοφίας και ΒΔ τη Μονή της Αγίας Ολυμπιάδος με τα προσκτίσματά της, τον ξενώνα και το
γηροκομείο. Πιθανώς το γνωστό ως Ξενοδοχείο του Σάμψων είναι μεταγενέστερη ονομασία του
Ξενώνα της Ολυμπιάδος. Το Επισκοπείο και η Μονή θα βρίσκονταν ανάμεσα στην Αγία Σοφία και
την Αγία Ειρήνη εντός του κοινού περιβόλου που περιέβαλλε τις δύο εκκλησίες, σύμφωνα με τον
Σωκράτη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 357.
389 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 517-555.
390 Αυτό τον χαρακτηρισμό αποδίδει στην Αγία Σοφία ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-24
(ΙΙΙ.70) κατά την περιγραφή της καταστρεπτικής πυρκαγιάς της Στάσης του Νίκα: «ἀρχῆς δὲ
λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν…».
391 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 616.3-20, βλ. Γ.1.40. Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 130.15-131.12
(XIV.2.22-24), βλ. Γ.1.43. Σοῦδα, 315.16-20 (Μ.120), λήμμα: «Μάλχος Βυζάντιος», βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 1118.
392 Η περιοχή των Χαλκοπρατείων βρισκόταν αμέσως ΒΔ του μνημειακού κέντρο της
75
εξαπλώθηκε νότια, κατέστρεψε μεγάλο τμήμα του συγκροτήματος της
Βασιλικής Στοάς με τη δημόσια Βιβλιοθήκη και μέσω της Ρηγίας κινήθηκε προς
τα δυτικά, κατέκαψε το Παλάτιο του Λαύσου 393 με πλήθος έργων της αρχαίας
τέχνης και έφθασε μέχρι τον Φόρο του Κωνσταντίνου. Και στις δύο περιπτώσεις
ανοικοδομήθηκαν.394
393 Σχετικά με τη θέση του Οίκου του Λαύσου και την πορεία της πυρκαγιάς βλ. Bardill «Palace of
Lausus», 67-86. Σχετικά με τα αρχαία έργα τέχνης που φιλοξενούσε, βλ. Bassett, Urban Image, 98-120,
232-238. Bassett, «Lausos Collection». Mango-Vickers-Francis, «Palace of Lausus». Το Παλάτιο του
Λαύσου, όπως και το Παλάτιο του Αντιόχου που ανακαλύφθηκε δυτικά του Ιπποδρόμου, βλ.
Müller-Wiener, Bildlexikon, 122-125, υπήρξαν μεγάλες πολυτελείς οικίες ανώτερων αυλικών
αξιωματούχων, οι οποίες πλαισίωναν το μνημειακό κέντρο.
394 Bardill, Brickstamps, 30, 32, 54-55.
395 Κυριότερες πηγές: Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων, 123.6-134.3 (Ι.24). Πασχάλιον Χρονικόν, 621.17-
623.11. Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.20-163.16 (ΙΙΙ.70). Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 396.54-
60 (ΧVΙΙΙ.71). Ἐκλογαὶ ἀπὸ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας Θεοδώρου Ἀναγνώστου, 112.22-25.
Θεοφάνης, Χρονογραφία, 181.24-186.2 (A.M. 6024). Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 647.13-648.23.
Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 153.3-156.13 (XIV.6.11-29). Σύνοψη των πηγών, βλ. Καρπόζηλος,
Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ, Ι, 402-405. Για την εξέλιξη των γεγονότων, βλ. Greatrex, «Nika Riot» και
Καρπόζηλος, στο ίδιο, 405-410. Η Στάση του Νίκα είναι ένα περιστατικό του δημόσιου βίου της
Κωνσταντινούπολης χαρακτηριστικό για τη σημασία του μνημειακού κέντρου ως νοητού κέντρου
της Πόλης, αφού, όπως παρατηρεί ο Greatrex, στο ίδιο, 63, η Στάση ξεκίνησε και έλαβε τέλος στον
Ιππόδρομο, ενώ η δυσαρέσκεια των δήμων εκφράστηκε μέσω καταστροφών στο μνημειακό κέντρο
και στο περιβάλλον του. Για τα αίτια και τις επιπτώσεις της Στάσης, βλ. Meier M., «Die Inszenierung
einer Katastrophe: Justinian und der Nika-Aufstand», ZPE 142 (2003), 273-300.
396 Greatrex, «Nika Riot», 86, εικ. 1. Για την πορεία των διαφόρων πυρκαγιών σε σχέση με τα
Ιπποδρόμου.
398 Σε αυτή την πυρκαγιά πρέπει να εντάσσεται και η καταστροφή των Θερμών του Ζευξίππου, την
οποία αναφέρουν ο Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων, 124.26 (Ι.24.9). Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν,
163.8-12 (ΙΙΙ.70). Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 647.23-648.15. Ακόμη βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ
Ἱστορικοὶ Ι, 406.
399 Βλ. Πασχάλιον Χρονικὸν, Γ.1.21.
76
Ιανουαρίου. Το Οκτάγωνο400, ο δημόσιος έμβολος ή μεγάλες στοές401 (Ρηγία)
μέχρι τον Φόρο του Κωνσταντίνου, και το Λίβυρνο κοντά στη Μαγναύρα το
Λυδός.402
μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης (εικ. 22), όπως προκύπτει από την
περιγραφή του Προκοπίου, που καταλαμβάνει τμήμα του πρώτου βιβλίου του
σωζόμενα μνημεία, η Αγία Σοφία405 και η Αγία Ειρήνη.406 Εάν δεν είχε διασωθεί η
Αγία Σοφία, η μεγαλειώδης περιγραφή του μεγέθους της από τον Προκόπιο407 θα
ἀπερρωγότες καθάπερ ἐν Λιπάρῃ ἣ Βεσβίῳ, κόνει καὶ καπνῷ καὶ δυσωδίᾳ τῶν ἀποτεφρουμένων
ὑλῶν ἀοίκητος, φόβον ἐλεεινὸν τοῖς θεωμένοις ἐνσείουσα…ἡ δὲ πόλις ἔρριπτο πυρὶ καὶ χώμασι καὶ
λειψάνων ἀμορφίᾳ κατάπληκτος».
403 Bardill, Brickstamps, 35-37.
404 Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 8.12-19.15 (Ι.1.20-Ι.2.16): Αγία Σοφία, Κίονας Ιουστινιανού στο
Αυγουσταίο, Αγία Ειρήνη, Ξενώνας Σάμψων, 39.5-41.19 (Ι.10): Βασιλείων Προπύλαια, Χαλκή Πύλη
μέχρι τον Οίκο του Άρεως, Θέρμες του Ζευξίππου, Ρηγία, Αυγουσταίο-Σύγκλητος, Ανάκτορα.
405 Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Αγία Σοφία ξεπερνά σε διαστάσεις ακόμη και το
μεγαλύτερο μνημείο της αρχαίας Ρώμης, το Πάνθεον, βλ. Ward-Perkins, «Old and New Rome», 77-
78, εικ. 3.12.
406 Όπως παρατηρεί ο Ousterhout, «Urban Identity», 337, η Αγία Ειρήνη καθόλου τυχαία είναι
αμέσως μετά την Αγία Σοφία ο δεύτερος σε μέγεθος ναός της Κωνσταντινούπολης.
407 Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 10.1-8 (Ι.1.27): «Θέαμα τοίνυν ἡ ἐκκλησία κεκαλλιστευμένον
γεγένηται, τοῖς μὲν ὁρῶσιν ὑπερφυὲς, τοῖς δὲ ἀκούουσι παντελῶς ἄπιστον· ἐπῆρται μὲν γὰρ ἐς
ὕψος οὐράνιον ὅσον, καὶ ὥσπερ τῶν ἄλλων οἰκοδομημάτων ἀποσαλεύουσα ἐπινένευκεν
ὑπερκειμένη τῇ ἄλλῃ πόλει, κοσμοῦσα μὲν αὐτήν, ὅτι αὐτῆς ἐστιν, ὡραϊζομένη δέ, ὅτι αὐτῆς οὖσα
καὶ ἐπεμβαίνουσα τοσοῦτον ἀνέχει, ὥστε δὴ ἐνθένδε ἡ πόλις ἐκ περιωπῆς ἀποσκοπεῖται»
77
πανηγυρικού λόγου.408 Με το πρόγραμμα αυτό ο Ιουστινιανός έδωσε μία
επίδοξους αντεκδικητές του. Στο πλαίσιο αυτό μεγάλη συμβολική σημασία είχε
αυτοκράτορα409 σε μία θέση που κατείχε κεντρική σημασία στον διάκοσμο του
αυλείου χώρου του Αυγουσταίου, τουλάχιστον από την εποχή του Θεοδοσίου410
ύψος και οπτική εμβέλεια τον κίονα του Κωνσταντίνου και το Αυγουσταίο
μνημειακού κέντρου του 4ου αιώνα, που καταστράφηκαν, στις ίδιες ακριβώς ή
408 Σχετικά με τον πανηγυρικό χαρακτήρα του Περί Κτισμάτων, βλ. Cameron Αv., Procopius and the
Sixth Century, Λονδίνο 1985, 84-86. Treadgold, Ηistorians, 190-191. Whitby M., «Procopius’ Buildings,
Book I: A Panegyrical Perspective», AT 8 (2000), 45-57.
409 Τον κίονα και το άγαλμα του Ιουστινιανού περιγράφει ο Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 17.9-18.25
(Ι.2.1-12). Για το θέμα βλ. Mango C., «The Columns of Justinian and his successors», στο Mango,
Studies, κεφ. X, 2-8.
410 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 157.8-16 (XIV.6.33-35). Ο Marcellinus Comes, Chronicon, 62.24-25
(390.3) αναφέρει την ανέγερση του ανδριάντα μαζί με την τοποθέτηση του Οβελίσκου του
Θεοδοσίου στον Ιππόδρομο: «Oboliscum in circo positum est; columna haut longe ab ecclesia
constituta est, quae argenteam Theodosii Magni statuam ferens hactenus contemplatur».
411 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 65.10-18 (68): «Δέον γινώσκειν ὅτι τὸ λεγόμενον Αὐγουσταῖον
στήλας τρεῖς διαδέχεται· Κωνσταντίνου τὸ πρῶτον, ἐν ο<ἷς> καὶ βασιλικαὶ ἦσαν κάτω ε΄ τοῦ κίονος,
Κωνσταντίου, Κώνσταντος καὶ Κωνσταν<τίνου> [Κώνσταν] τε καὶ Λικινίου· ἀλλὰ καὶ ὕστερον
Ἰουλιανοῦ. Ἐπὶ Θεοδοσίου οὖν τοῦ μεγάλου στήλη ἑτέρα τῷ κίονι διαδέχεται, ἀργυραῖα καὶ ἀυτή,
ἀλλὰ καὶ Ἀρκαδίου καὶ Ὁνωρίου πρ<ὸς> τῇ γῇ, ὡς ὁ Θεόδωρός φησι. Ἐν δὲ τοῖς Σωζομενοῦ
γράμμασι, φησίν, Ἰουστινιανός ἐστιν...».
412 Το μοναδικό μνημείο που δεν αναφέρεται στις πηγές μετά τη Στάση του Νίκα είναι η
Σύγκλητος, για την οποία έχει προταθεί ότι ανοικοδομήθηκε, αλλά απαντάται στις πηγές ως
Μαγναύρα (magna aula ή magna aurea), βλ. Mango, Brazen House, 57-58. Berger, Patria, 266-268.
Berger, «Senate», 140-142. Berger, Κωνσταντινούπολη, 50.
413 Χαρακτηριστική είναι η τοπογραφική σχέση της Ιουστινιάνειας Αγίας Σοφίας με το πρόπυλο
που ανέσκαψε ο Schneider το έτος 1935, βλ. Mathews, Early Churches, 14-17. Bardill, Brickstamps, 54-56
και 116. Στις Θέρμες του Ζευξίππου, ακριβώς κάτω από τα αρχιτεκτονικά λείψανα του 6ου αιώνα
εντοπίστηκε παλαιότερη φάση λουτρικής εγκατάστασης της ρωμαϊκής περιόδου, βλ. Casson-Talbot
Rice, Second Report, 5-14. Mango, «Sévère», 599-602. Bardill, Brickstamps, 67-69.
414 Το μοναδικό μνημείο το οποίο φαίνεται ότι μετατοπίστηκε μετά τη Στάση του Νίκα υπήρξε ο
Πατριαρχικός Οίκος, ο οποίος από τα βόρεια της Αγίας Σοφίας, όπου πιθανότατα βρισκόταν,
μεταφέρθηκε νότια του ναού επί βασιλείας Ιουστίνου Β΄ (565-578) και πατριαρχίας Ιωάννου Γ΄
Σχολαστικού (565-577). Η εξέλιξη αυτή και η προσθήκη του Θωμαΐτη τρικλίνου επί πατριαρχίας
Θωμά Α΄ (607-610) προσέδωσαν στο Πατριαρχικό Μέγαρο μνημειακές αναλογίες και πολύ
κεντρική θέση, δίπλα στο Αυγουσταίο και την αυτοκρατορική διαδρομή από το Παλάτιο προς την
Μεγάλη Εκκλησία, γεγονός που αποτυπώνει τοπογραφικά τη συνεχώς αυξανόμενη σημασία του
78
μορφή των μνημείων προσαρμόστηκε στις αρχιτεκτονικές εξελίξεις της εποχής.
ίδιες λειτουργίες και δραστηριότητες του δημόσιου βίου, αλλά κυρίως διότι η
ανακατασκευή και υλική αποκατάστασή του παρείχε οπτικά στους πολίτες και
Πατριαρχείου. Σχετικά, βλ. Cameron Av., «The Artistic Patronage of Justin II», Byzantion 50 (1980), 74-
75. Dirimtekin F., «Le local du Patriarcat à Sainte Sophie», IstMitt 13-14 (1963-1964), 113-127. Guilland
R., «Études sur Constantinople byzantine. Le Thomaïtès et le Patriarcat. Le Puits-Sacré.», JÖBG 5 (1956),
27-40 [Eπανέκδοση στο Guilland, Études topographiques, ΙΙ, 14-27]. Janin, «Palais patriarchal». Mango,
Brazen House, 52-54. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 178. Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 45-75.
415 Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στο Forum Romanum, του οποίου η πρώτη φάση μνημειακής
διαμόρφωσης ολοκληρώθηκε κατά την ύστερη δημοκρατική περίοδο, τον 2ο αιώνα π.Χ. Τα βασικά
μνημεία, οι Βασιλικές, οι ναοί των θεών, η Σύγκλητος, το Βήμα, και αργότερα τα αυτοκρατορικά
μνημεία, γνώρισαν διάφορες οικοδομικές φάσεις, καταστροφές, ανακαινίσεις, αλλαγές ονομασιών,
αλλά διατηρήθηκαν ως μνημειακές παρουσίες στον χώρο, στην ίδια ή κατά προσέγγιση θέση, που
είχε ορίσει η παράδοση και η συμβολική φόρτιση του Forum ως νοητό κέντρο της Ρώμης και του
Κράτους. Για διαγράμματα της οικοδομικής ιστορίας του Forum Romanum, βλ. Richardson,
Topographical Dictionary, 170-173. Coarelli, Rome and Environs, 44-47. Claridge, Rome, 63-67. To βασικό
μνημείο που υποβαθμίστηκε λειτουργικά και σχεδόν εξαλείφθηκε οπτικά κατά το οικοδομικό
πρόγραμμα του Ιουλίου Καίσαρα υπήρξε, όχι τυχαία, το Comitium (Εκκλησιαστήριο).
416 Αντίθετα, ο Mango, Développement urbain, 52, υποβαθμίζει το πρόγραμμα του μνημειακού
κέντρου, επειδή υλοποιήθηκε εξ ανάγκης, προκειμένου να τονίσει τη μεγάλη σημασία που δόθηκε
από τον Ιουστινιανό στην κατασκευή εκκλησιαστικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Ο Bardill,
Brickstamps, 36 σχολιάζει αρνητικά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός κατασκεύασε εξ ανάγκης το
μνημειακό κέντρο, χωρίς να το αναδιαμορφώσει, ως ένδειξη έλλειψης ενδιαφέροντος για την
επισκευή δημόσιων οικοδομημάτων και υποδομών.
79
μετέβαλαν τη φυσιογνωμία του, ως αστικού τοπίου, μέσα στο διάβα των αιώνων.
έρευνα.
περίοδο
Το αυτοκρατορικό μνημειακό συγκρότημα που ανακαίνισε ο Ιουστινιανός
πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου417 μέχρι και τον 12ο αιώνα (εικ.
ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος από τον Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή (969-976). Διασώθηκε μέχρι το έτος 1804
με την ονομασία «Arslanhane», όταν κατεδαφίστηκε για να διευρυνθούν παρακείμενοι στρατώνες,
ενώ ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα είχε μετατραπεί σε εκτροφείο λιονταριών, βλ. Asutay-
Effenberger & Effenberger, «Chalke-Kirche», 51-94. Eyice, «“Arslanhane”», 141-146. Mango, Brazen
House, 149-169.
80
Χαλκής Πύλης, τον Άγιο Ιωάννη Διιππίου420 ή την Αγία Ευφημία.421 Οι
δημόσιους χώρους.
συναντάμε σε κατάσταση ερειπιώνα, γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα, είναι η
Βασίλειος Στοά, όπως προκύπτει από τον Βίο του Πατριάρχη Ταρασίου422 (784-
806). Οι Θέρμες του Ζευξίππου423 μέχρι τον 10ο αιώνα είχαν σταματήσει να
λειτουργούν, ενώ ήδη από τον 8ο αιώνα φαίνεται ότι κάποιο τμήμα τους είχε
έτος 1201, δύο χρόνια προτού το μνημείο υποστεί καταστροφές κατά την
περιγραφή αναταραχών και στάσεων του 11ου και 12ου αιώνα, που
420 Ο ναός ξεκίνησε να οικοδομείται προς τιμήν του Αγίου Φωκά από τον αυτοκράτορα Φωκά (602-
610), αλλά ολοκληρώθηκε από τον Ηράκλειο (610-641) και αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον
Θεολόγο. Βρισκόταν στη θέση Διίππιον στο βόρειο άκρο του Ιπποδρόμου, αλλά η ακριβής
τοποθεσία δεν έχει ταυτιστεί με βεβαιότητα, βλ. Asutay-Effenberger & Effenberger, «Chalke-Kirche»,
69-94. Bardill «Palace of Lausus», 89-95. Berger, Patria, 277-280. Grélois, «Saint –Jean au Dihipppion».
Mango, «Diippion». Westbrook, «Freshfield Folio».
421 Το εξάγωνο του Παλατίου του Αντιόχου μετατράπηκε σε ναό της Αγίας Ευφημίας λίγο μετά το
έτος 680 πλαισιώνοντας το μνημειακό κέντρο της Πόλης με την τιμή μιάς πολύ σημαντικής
μάρτυρος για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Για την μεταφορά των λειψάνων βλ. Berger A., «Die
Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel», Ἑλληνικὰ 39 (1988),
311-322. Συνοπτικά για την οικοδομική ιστορία του μνημείου, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 122-125.
Τα αρχιτεκτονικά λείψανα έχουν ατυχώς ενσωματωθεί στο Νέο Δικαστικό Μέγαρο, βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 489. Για την ανασκαφική έρευνα και τις δημοσιεύσεις της, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 583-584.
422 Βίος Ἁγίου Ταρασίου Πατριάρχου, 97.1-8 (23), 221-222. Με το θέμα θα ασχοληθούμε στο κεφάλαιο
Ε.3.
423 Mango, Brazen House, 39-42. Yegül, «Baths of Constantinople», 177, 180. Τελευταία γνωστή αναφορά
της χρήσης τους ως λουτρών από τον αυτοκράτορα Φιλιππικό το έτος 713, βλ. Θεοφάνης,
Χρονογραφία, 383.5-9 (Α.Μ. 6205). Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 244.8-12 (XIV.26.9). Τον 10ο αιώνα ο
συγγραφέας των Πατρίων τα ανακαλεί με νοσταλγία, βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 168.5-9
(II.33). O Mango C., «Daily Life in Byzantium», στο Mango, Byzantium and its Image, κεφ. iv, συνδέει
την παρακμή τους με την γενικότερη εγκατάλειψη των μεγάλων θερμών της Κωνσταντινούπολης
κατά την διάρκεια των σκοτεινών αιώνων και την αλλαγή του καθημερινού τρόπου ζωής.
Παρόμοια άποψη διατυπώνει ο Magdalino, «Medieval Constantinople», 17-20.
424 Berger, Patria, 257-258. Ως φυλακές χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τον 13ο αιώνα.
425 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 530.50-51: «…ἁμίλλας τελέσοντες ἵππων καὶ θεάτροις τὸν
81
διαδραματίστηκαν στο μνημειακό κέντρο της Πόλης.426 Το Μεγάλο Παλάτιο, ήδη
από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά (963-969), είχε οχυρωθεί συρρικνωμένο με
τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στο ΒΔ άκρο της Πόλης, στην περιοχή των
Παλάτιο διατήρησε την αίγλη και μέρος από τις επίσημες διοικητικές και
συμβολικό κέντρο της Πόλης παρέμειναν στο αρχαίο μνημειακό κέντρο μέχρι
την Άλωση του 1204, όταν η Βασιλεία και η Αρχιερωσύνη πέρασαν αντίστοιχα
426 Mango, Brazen House, 92-96. Guilland, «Augoustéon», 169-171. Το Μίλιον χρησιμοποιείται ως
τοπογραφικό σημείο από τον Νικήτα Χωνιάτη, Χρονικὴ διήγησις, 554.34, 555.48 στην περιγραφή της
πυρκαγιάς, που ξέσπασε, κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, βλ. Guilland, Études
topographiques, II, 29-30.
427 O Mango, «Boukoleon», 41-46 θεωρεί ότι το Μ. Παλάτιο συρρικνώθηκε μετά την συγγραφή του
Περί Βασιλείου Τάξεως. Η αυτοκρατορική κατοικία απομονώθηκε πίσω από ένα ισχυρό τείχος, που
άφησε εκτός τα παλαιότερα ανακτορικά συγκροτήματα του 4ου και 5ου αιώνα, οχυρώνοντας την
περιοχή νότια από αυτά μέχρι την θάλασσα του Μαρμαρά. Επίσης, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon,
225-228, 235. Bardill, «Great Palace», 226. Bardill, «Visualizing the Great Palace», 7. Ousterhout, «Urban
Identity», 343-344.
428 Magdalino, «Medieval Constantinople», 79.
429 Berger, «Byzantine Court», 10-11. Müller-Wiener, Bildlexikon, 223-224, 235. Schreiner,
Κωνσταντινούπολη, 51-53. Για την ανάπτυξη της περιοχής των Βλαχερνών, βλ. Magdalino,
«Medieval Constantinople», 78-84
430 Magdalino, «Great Palace», 111-112. Μάλιστα ο Μανουήλ Κομνηνός ανέγειρε νέα αίθουσα του
θρόνου και προέβη σε ανακαινίσεις υφισταμένων τμημάτων του Μεγάλου Παλατίου, βλ.
Magdalino P., The Empire of Manuel I Komnenos, 1143-1180, Κέιμπριτζ 1993, 117-118. Ο Guilland, Études
topographiques, Ι, 545-547 καταλήγει ότι μέχρι το έτος 1204 στο Μεγάλο Παλάτιο παρέμεινε η
επίσημη αυτοκρατορική έδρα, αλλά, πλέον οι αυτοκράτορες κατοικούσαν συχνότερα στα
Ανάκτορα των Βλαχερνών ιδιαίτερα μετά την ανακαίνιση τους από τον Μανουήλ Κομνηνό.
Πιθανώς στο δικό του οικοδομικό πρόγραμμα εντάσσεται και η ανέγερση της αίθουσας που έμεινε
γνωστή ως «Μουχρουτάς», βλ. Asutay-Effenberger, «’’Muchrutas’’».
431 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 647.4-7: «Τῆς γὰρ ἡμετέρας βασιλείας ἄρτι διαπεττευθείσης
ἐς τοὺς Φραγκίσκους, ὁμοίως δὲ καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης κληρωθείσης τοῖς Βενετίκοις, οἷς ἐπίσταται
κρίμασιν ὁ τοῦ κοσμικοῦ τοῦδε σκάφους σκευαστὴς καὶ κυβερνήτης Κύριος…».
82
Από την μεγάλη πυρκαγιά432 που εξαπλώθηκε σε εκτεταμένες περιοχές
της Κωνσταντινούπολης στις 19-20 Αυγούστου του έτους 1203, κατά τη διάρκεια
Σοφίας και η δυτική πτέρυγα του Ιπποδρόμου. Κατά την Άλωση του 1204, μία
Α΄ της Φλάνδρας434 (1204-1205/6) και κάποιων από τους διαδόχους του, ενώ ως
θρησκευτικό κέντρο της Πόλης παρέμεινε στην Αγία Σοφία, η οποία με μικρές
432 Kidonopoulos, «Urban Physiognomy», 100-101. Kidonopoulos, Bauten, 122-125, 198-199. Madden,
«Fires», 84-89.
433 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 649.79-655.3. Ακόμη, βλ. Cutler, «De Signis».
434 Jacoby, «Latin Constantinople», 289-290. Kidonopoulos, Bauten, 156-157. Müller-Wiener, Bildlexikon,
227
435 Kidonopoulos, Bauten, 151-152. Queller D.E.-Madden T.F., The Fourth Crusade: The Conquest of
Constantinople, Φιλαδέλφια 1997, 193-194, 200-202. Είναι ενδεικτικό ότι οι δύο διεκδικητές του θρόνου
από τους κατακτητές, Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και Βαλδουΐνος της Φλάνδρας, αρχικά
εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Παλάτιο και το Ανάκτορο των Βλαχερνών, αντίστοιχα, ενώ ο Δόγης
Δάνδολος μάλλον στον Πατριαρχικό Οίκο. Πριν την εκλογή ο Δάνδολος ζήτησε από τους δύο
υποψηφίους να εγκαταλείψουν τα Ανάκτορα, τα οποία σφραγίστηκαν. Μετά την εκλογή, ο
Βαλδουΐνος μεταφέρθηκε στο Μεγάλο Παλάτιο και η στέψη του έγινε στην Αγία Σοφία.
436 Talbot, «Restoration of Constantinople», 246. Σύμφωνα με τον Jacoby, «Latin Constantinople», 285-
286, έγιναν ενέργειες για την επισκευή της Αγίας Σοφίας μετά τον σεισμό του 1231 ή του 1237.
Ακόμη, βλ. Kidonopoulos, Bauten, 122-124.
437 Talbot, «Restoration of Constantinople», 247, 250, 252. Kidonopoulos, Bauten, 151-153, 156-157.
83
Επισκευές έγιναν ακόμη στον Πατριαρχικό Οίκο και τον Ιππόδρομο.438 Τα
χρησιμοποιούνται για εθιμοτυπικές τελετές, ενώ φαίνεται ότι μέχρι και την
Άλωση του 1453 το Παλάτιο δεν περιήλθε ποτέ σε πλήρη εγκατάλειψη, μολονότι
και τον διοικητικό μηχανισμό της Πόλης και της θνήσκουσας αυτοκρατορίας
και αδιάπτωτη μέριμνα για την συντήρηση της Αγίας Σοφίας440, ακόμη και όταν
Παρά τη στέρηση της πολιτικής και διοικητικής σημασίας του, καθώς και
κέντρο παρέμεινε το θρησκευτικό και συμβολικό κέντρο της Πόλης και του
λαμβάνει χώρα στην Αγία Σοφία, ενώ ο λαός και ο στρατός περίμεναν
των ετών 1343-1346. Ενδεικτική της σημασίας του ναού για τον Ορθόδοξο κόσμο είναι η
πληροφορία ότι τα χρήματα προσέφερε ο Μέγας Δούκας της Μόσχας, βλ. Kidonopoulos, «Urban
Physiognomy», 109 και σημ. 144. Επίσης, βλ. Kidonopoulos, Bauten, 122-125. Majeska, Russian
Travellers, 199.
441 Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν, 252.2-15 (κεφ. Ζ΄): «Τοῦ μέλλοντος στεφθήσεσθαι κατὰ τὴν πρὸ τῆς
τρίκλινον τὸν λεγόμενον Θωμαΐτην, πρὸς τὸν Αὐγουστεῶνα ἀφορῶντα, ὅπου τὸ πλῆθος ἅπαν
ἵσταται μετὰ τοῦ φωσσάτου.». Ακόμη, βλ. Guilland, Études topographiques, Ι, 545.
84
Χρυσόβουλο443 του Μιχαήλ Η’ με δωρεές προς την Αγία Σοφία, από το κείμενο
του οποίου προκύπτει ότι υπήρχαν πλέον οικήματα στους υπαίθριους χώρους
αυτών των μνημείων. Το έτος 1341 ο Νικηφόρος Γρηγοράς 444 παραπονιέται για
την κακή κατάσταση διατήρησης του Παλατίου και του Πατριαρχικού Οίκου για
τα οποία λέει ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν. Στον Ιππόδρομο δεν διεξάγονταν
Στα τελευταία χρόνια πριν από την άλωση, καθώς ο πολεοδομικός ιστός
κυριότερες οικιστικές θέσεις μέσα στα τείχη παρέμεναν οι δύο ακραίοι πόλοι, η
περιοχή των Βλαχερνών και η αρχαία Ακρόπολη με την Αγία Σοφία447, δίπλα
στους μεγαλοπρεπείς ερειπιώνες των αρχαίων μνημείων της Πόλης, που είχαν
Δραγάσης Παλαιολόγος ΙΑ΄ (1448-1453) έκανε τον κόπο να έλθει από την
της Πόλης και της Αυτοκρατορίας του, και έπειτα επέστρεψε στα Ανάκτορα των
Βλαχερνών για να αποχαιρετήσει τους οικείους του πριν από την τελική μάχη.449
443 Ζέπος, Jus graecoromanum, Ι, 663: «…καὶ τὰ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς αὐλῆς τοῦ Αὐγουστεῶνος καὶ τῆς
καμάρας τοῦ Μιλίου εὐρισκόμενα οἰκήματα…». Mango, Brazen House, 46-47, σημ. 56. Οικίες σε
επαφή με το Αυγουσταίο, είχε ήδη αναφέρει ο Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 236.33: «οὐκοῦν
ὅσαι τῷ ἱερῷ οἰκίαι κατὰ τὸν Αὐγουστεῶνα συνήπτοντο…» κατά την περιγραφή της στάσης του
Καίσαρα Ιωάννη Κομνηνού εναντίον του Αλεξίου Β΄ (1080-1083) και της μητέρας του Μαρίας της
Αντιοχείας. Το Μίλιον αναφέρεται ακόμη από τον Στέφανο του Νόβγκοροντ, που επισκέφθηκε την
Πόλη το έτος 1348 ή 1349, βλ. Majeska, Russian Travellers, 34.
444 Νικηφόρος Γρηγορὰς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, I, 568.8-17 (ΧΙ.11).
ενδιαφέρον για την κατάσταση διατήρησης του Ιπποδρόμου κατά τον 14ο παρουσιάζουν οι
μαρτυρίες των Ρώσων ταξιδιωτών, βλ. Majeska, Russian Travellers, 252-258. Σχετικά με την σταδιακή
αποδόμηση του μνημείου βλ. Mango, «Hippodrome», 41-43. Ακόμη, βλ. Kidonopoulos, Bauten, 198-
199.
446 Bertrandon de la Broquière, Le voyage d’ Outremer, Schefer C. (επιμ.), Παρίσι 1892, 158.
τῆς τοῦ Θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα καὶ θεῖα
μυστήρια μετέλαβεν…Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα, ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν
αἰτήσας…τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;». Το επεισόδιο
αυτό αναφέρεται στο Chronicon Maius, το οποίο, όπως έχει τεκμηριώσει η νεότερη έρευνα, αποτελεί
85
Α.3.2. Το μνημειακό κέντρο της Οθωμανικής και Τουρκικής Πόλης
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, στις 29 Μαΐου 1453, ο Μωάμεθ Β΄ ο
εκείνος με τη σειρά του τον ναό της Αγίας Σοφίας450 και το Μεγάλο Παλάτιο. Η
πρώτη επίσημη πράξη του ως κατακτητή της Πόλης είχε τεράστια συμβολική
τζαμί για την προσευχή της Παρασκευής.451 Χάρη στην ενέργεια αυτή τα
κέντρο της πρωτεύουσας της διάδοχης αυτοκρατορίας 452 μέσα στο πλαίσιο των
συμπίλημα από παλαιότερα χρονικά με νόθες παρεμβολές. Το Χρονικό συνετέθη κατά τον 16ο
αιώνα από τον Μακάριο Μελισσηνό, μητροπολίτη Μονεμβασίας, αξιοποιώντας κυρίως ως πηγή
την επιστολή του αυτόπτη μάρτυρα της άλωσης, Λεονάρδου Λατίνου επισκόπου Χίου, βλ.
Philippides M.-Hanak W.K., The Siege and the Fall of Constantinople in 1453: Historiography, Topography
and Military Studies, Surrey-Burlington 2011, 146-152. Σε κάθε περίπτωση η τελευταία επίσκεψη του
Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία συνάδει με τον χαρακτήρα «προετοιμασίας» για την τελική
επίθεση που απηχούν όλα σχεδόν τα χρονικά και για τα δύο στρατόπεδα. Ως γεγονός την
αποδέχονται οι Nicol D. M., The Immortal Emperor. The life and legend of Constantine Palaiologos, last
Emperor of the Romans, Κέιμπριτζ 1992, 68-69. Runciman S., The Fall of Constantinople, 1453, Κέιμπριτζ
1965, 131-132. Mijatovich C., Constantine the Last Emperor of the Greeks or the Conquest of Constantinople by
the Turcs, ελλην. μτφρ.: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η τελευταία νύχτα της Πόλης, Δελέγκος Μ.
(μτφρ.), Αθήνα 2007, 210-211.
450 Necipoğlu, Topkapi Palace, 3. Necipoğlu, «Hagia Sophia», 196-197.
451 Kuban, Istanbul, 227-228. Ο Μωάμεθ με τον τρόπο αυτό αφιέρωσε στη λατρεία του δικού του θεού,
το πρώτο ιερό του Θεού της Πόλης και της Αυτοκρατορίας που κατέκτησε. Το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης μεταφέρθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, βλ. Πασαδαίος, Πατριαρχικός
Οίκος, 83-86. Janin, Églises, 45. Η Kafescioğlu, Ottoman Capital, 5-6, 28-32, 35 και η ίδια,
Constantinopolis/Istanbul, 18-22, ερμηνεύει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας ως μία επιλεκτική
οικειοποίηση του πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου της Ανατολικής Χριστιανοσύνης, από την
οποία εξαιρέθηκε μόνο το έφιππο άγαλμα του Ιουστινιανού, το οποίο αφαιρέθηκε, βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 469. Για την κοινότητα των Γαζήδων που έλαβαν μέρος στην Άλωση ο ναός ήταν το
συμβολικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, ο υπέρτατος στόχος της πολεμικής εμπλοκής τους.
Αργότερα η ανέγερση του τεμένους του Μωάμεθ (Fatih Çamii) αντικατέστησε το τέμενος της Αγίας
Σοφίας ως το πρωτεύον θρησκευτικό και εκπαιδευτικό κέντρο της οθωμανικής Πόλης, αλλά η
τελευταία παρέμεινε το επίσημο σουλτανικό τέμενος και μάλιστα το «Σύμβολο της Κατάκτησης»,
σε όλη την οθωμανική περίοδο, όπως παρατηρούν οι Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman
Architecture», 36-37. Ως σύμβολο της κατάκτησης οικοδομήθηκε και το τέμενος του Πορθητή, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 70.
452 Όπως παρατηρεί ο Kafadar, Ανάμεσα σε δύο κόσμους, 283-291 η ανάδειξη της
Κωνσταντινούπολης σε πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους δεν υπήρξε αυτονόητη, καθώς
γνώρισε την αντίδραση των Γαζήδων, που επέμεναν να διατηρηθεί ως πρωτεύουσα η
Αδριανούπολη.
86
Kostantiniyye453 (εικ. 24) και έδωσε το στίγμα για την ανάπτυξη του μνημειακού
κέντρου της στην ίδια περιοχή. Αφού οικοδόμησε αρχικά, ανάμεσα στα έτη 1453-
1458, ένα πρώτο Ανάκτορο (Eski saray-ı) στον τρίτο λόφο της Πόλης454, στην
περιοχή του Beyazit, το έτος 1458/9 ξεκίνησε την ανέγερση του Ανακτόρου (Saray-
ı Cedide-I Âmire), που είναι γνωστό σήμερα ως Topkapi455, επάνω στον λόφο της
της Αγίας Σοφίας456 και σε οπτική επαφή με τις σημαντικότερες συνοικίες της
Πόλης και τις κυριότερες θέσεις της ευρύτερης χερσαίας και θαλάσσιας περιοχής
Σοφίας και την Πλατεία των Αλόγων 458 (Atmeydanı), που διαμορφώθηκε στη
θέση του αρχαίου Ιπποδρόμου από τη συνεχιζόμενη αποδόμηση και επίχωση του
453 Αυτή υπήρξε η επίσημη ονομασία της Κωνσταντινούπολης στα αυτοκρατορικά έγγραφα και
νομίσματα κατά την οθωμανική περίοδο, βλ. Necipoğlu, Topkapi Palace, 3, 249. Hesseling, «Istambol»,
189-190. O Timm C., «Edirne Kapi and the Creation of Ottoman Ceremonial Iconography and
Topography», Athanor 30 (2012), 23-31, κυρίως 25 αναφέρει μία μαρμάρινη επιγραφή του έτους 1635
του Μουράτ Δ’ στη νότια πλευρά της Πύλης της Αδριανούπολης, η οποία αποκαλεί την Πόλη: «the
fortress of Kostantiniyye». Για παρόμοια αναφορά στην ιδρυτική επιγραφή στην κεντρική πύλη των
Ανακτόρων του Topkapi, βλ. Necipoğlu, στο ίδιο, 34-36. Επίσης στην είσοδο της αίθουσας
προσευχής του τεμένους του Πορθητή πάνω από την ιδρυτική επιγραφή του Μωάμεθ υπάρχει σε
επιγραφή το Hadith του Προφήτη Μωάμεθ για την άλωση της Κωνσταντινούπολης: «They will
conquer Kostantiniyya. Hail to the prince and the army to whom this is given», βλ. Kafescioğlu,
Ottoman Capital, 141 και η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 84.
454 Κριτόβουλος Ἴμβριος, Ξυγγραφῆς Ἱστοριῶν, 83.8-10 (Α.73.5): «ἐκλέγεται δὲ καὶ αὐτὸς τὸν μέσον
καὶ κάλλιστον χῶρον τῆς πόλεως εἰς οἰκοδομὴν βασιλείων». Kafescioğlu, Ottoman Capital, 32-34 και η
ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 22-24. Kuban, Istanbul, 254-255.
455 Kafescioğlu, Constantinopolis/Istanbul, 56-66. Necipoğlu, Topkapi Palace, 4-15. Ακόμη βλ. Kuban,
ερμηνεύεται από την Kafescioğlu, Ottoman Capital, 105 και η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 59-60 ως
ένδειξη οικειοποίησης από τον Μωάμεθ της βυζαντινής παράδοσης. Για αναλογίες του Ανακτόρου
του Μωάμεθ με το Μεγάλο Παλάτιο, βλ. Malmberg, «New Palace of Mehmed», 49-52. Σύμφωνα με
την Necipoğlu, Topkapi Palace, 37 η αυτοκρατορική Πύλη (Bāb-i hümāyūn) οικοδομήθηκε έκκεντρα σε
σχέση με την Πρώτη Αυλή του Ανακτόρου, προκειμένου να έχει τοπογραφική σχέση με την Αγία
Σοφία και αξονική με τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Χαλκής Πύλης του Μεγάλου Παλατίου.
457 Kafescioğlu, Ottoman Capital, 102-104 και η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 65-66. Necipoğlu, Topkapi
Palace, 242-243. Για τη σημασία της θέσης του Ανακτόρου του Μωάμεθ, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 913.
458 Ο Kuban, «Atmeydanı», 21-22 θεωρεί ότι η ονομασία σχετίζεται με τις ιπποδρομίες και την αγορά
αλόγων που λειτουργούσε στη θέση αυτή κατά την οθωμανική περίοδο. Είναι, όμως, αδύνατον να
είχε εκλείψει η ανάμνηση του αρχαίου Ιπποδρόμου, εντυπωσιακά τμήματα του οποίου ήταν ακόμη
ορατά, όπως αποδεικνύει η γκραβούρα με άποψη του μνημείου, που εκδόθηκε από τον Ονούφριο
Πανβίνιο το έτος 1600 και σύμφωνα με τον Mango, «Hippodrome», 41-42 και εικ. 2.1 χρονολογείται
περίπου στο έτος 1480. Για μία ενδιαφέρουσα σύγκριση του βυζαντινού Ιπποδρόμου με το
οθωμανικό Atmeydanı, βλ. Işin, «Atmeydanı».
87
μνημείου, αναδείχτηκε σε μνημειακό κέντρο της οθωμανικής Πόλης και
δρώμενα στο Atmeydanı από ένα κλειστό εξώστη (χαγιάτι) στην Οικία (Κονάκι)
του Ιμπραήμ Πασά461 (εικ. 25α-β), Μεγάλου Βεζίρη και γαμπρού του Σουλεϊμάν
σήμερα, στο μέσο περίπου της δυτικής πτέρυγας του Ιπποδρόμου, από τις
κέντρου είναι το γεγονός ότι το Κονάκι του Ιμπραήμ Πασά, ενός πολύ
(νότια) στη θέση, όπου τον 5ο αιώνα οικοδομήθηκε το Παλάτιο ενός άλλου
Πραιποσίτου Αντιόχου.463
Στη γύρω περιοχή και άλλοι μεγάλοι βεζίρηδες και πασάδες της
459 Kuban, «Atmeydanı», 18, 22-23, 29-31. Nutku Ö., «Festivities in Atmeydanı» στο Işin,
Hippodrom/Atmeydanı, 71-95. Για μία συνολική αποτίμηση της ιστορίας του χώρου, βλ. Baha Tanman-
Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 63-65. Σημαντικές απεικονίσεις της τελετουργικής χρήσης,
αλλά και των μνημείων του Ιπποδρόμου διέσωσαν τα σχέδια ρώσων ταξιδιωτών στην Πόλη, βλ.
Pyatnitsky, «Admirations».
460 Işin, «Atmeydanı», 16. Kuban, «Atmeydanı», 30.
461 Kuban, «Atmeydanı», 25-26. Müller-Wiener, Bildlexikon, 492-494. Η Οικία οικοδομήθηκε αρχικά
κατά τη βασιλεία του Μπαγιαζίτ Β’ (1481-1512) και αργότερα, μέχρι το έτος 1521, ανακαινίστηκε,
βλ. Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 35-36.
462 Gilles, De Topographia, 33 (I.VII). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 21. Επίσης, βλ. Mango,
«Hippodrome», 42-43.
463 Για τον Αντίοχο βλ., Greatrex G.-Bardill J., «Antiochus the Praepositus: A Persian Eunuch at the
Court of Theodosius II», DOP 50 (1997), 171-197. Για το μνημείο, τμήμα του οποίου αργότερα
μετατράπηκε σε ναό της Αγίας Ευφημίας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 421.
464 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 33.
465 Kuban, Istanbul, 326. Για τη σημασία και την εξέλιξη της οδού αυτής κατά την οθωμανική
περίοδο, βλ. Cerasi, «Divanyolu». Γενικότερα για τη σχέση του οδικού δικτύου της οθωμανικής
Πόλης με το βυζαντινό παρελθόν του και ειδικότερα για τη διατήρηση της Μέσης Οδού, βλ. Kubat
«Morphological history», 33-40.
88
βυζαντινών χρόνων. Στην επιφάνεια της Βασιλικής Κινστέρνας (Yerebatan)
ανεγέρθηκε, ήδη πριν το 1465, το μικρό Τζαμί466 του Ιμπραήμ Αγά (Üskübî
İbrahim Ağa Masjid, εικ. 25α.6), το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα επί της οδού
Yerebatan. Όταν στα μέσα του 16ου αιώνα ο P. Gilles επισκέφτηκε την περιοχή
αυτή, την επιφάνεια της, εκτός από το τζαμί, κατελάμβαναν οι ταπεινές οικίες
μιάς οθωμανικής συνοικίας467 που είχε αναπτυχθεί στην περιοχή. Από την
συνοικία αυτή δεν διασώθηκε κανένα ίχνος, εκτός από τις οπές στην οροφή της
Κινστέρνας που είχαν διανοίξει οι ένοικοι στα δάπεδα των σπιτιών τους
αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα.
κερκίδες της δυτικής πτέρυγας του μνημείου ως υλικό για το Κονάκι του
του Ιουστινιανού469 είχε αφαιρεθεί από τον Μωάμεθ τον Πορθητή μαζί με τη
κατεδάφιση του κίονα και γύρω στο 1540 η καταστροφή της βάσης του.
Αλλά η πιο σημαντική προσφορά του γάλλου ερευνητή στην περιοχή του
Columns of Justinian and his successors», στο Mango, Studies, κεφ. X, 6. Raby J., «Mehmed the
Conqueror and the Byzantine Rider of the Augustaion», Illinois Classical Studies 12 (1987), 305-313.
470 Gilles, De Topographia, 111-112 (ΙΙ.XVIIΙ). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 94-95. Ακόμη, βλ. Müller-
89
μνημειακού κέντρου υπήρξε η «ανακάλυψη» της Βασιλικής Κινστέρνας471, στην
οποία υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος που περιηγήθηκε με μία μικρή βάρκα υπό το
του Σουλτάνου Αχμέτ του Α΄ (1603-1617) κατά τη δεκαετία του 1610-1620, όταν
μεγάλα τμήματα της ανατολικής πτέρυγας του Ιπποδρόμου και λείψανα του
χώρος για την ανέγερση του τεμένους. Η περιοχή του μνημειακού κέντρου
δραστηριότητα, μέχρι περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα. Τότε στο πλαίσιο των
471 Gilles, De Topographia, 118-120 (ΙΙ.ΧΧ). Για αγγλική μετάφραση και σχολιασμό βλ. Byrd, Pierre
Gilles’ Constantinople, 100-102. Η Byrd θεωρεί ότι η περιγραφή του Gilles για την «ανακάλυψη» της
Κινστέρνας είναι η πιο δραματική και ρομαντική ολόκληρου του βιβλίου του, βλ. Byrd, «Pierre
Gilles», 13. Η Κινστέρνα, βέβαια, ήταν ήδη γνωστή στους κατοίκους της περιοχής που αντλούσαν
το πολύτιμο υδάτινο περιεχόμενό της και είχε προφανώς αξιοποιηθεί από τους Οθωμανούς μαζί
με τη γραμμή του Αδριάνειου Υδραγωγείου για την ύδρευση αυτού του τμήματος της oθωμανικής
Πόλης. Ο ίδιος ο Gilles υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της πλήρωσης της Κινστέρνας με νεαρό ύδωρ
τον χειμώνα.
472 Gilles, De Topographia, 119 (II.ΧΧ): «Ex quibus intelligere possumus regiam porticum, et Basilicam
cisternam in eodem loco fuisse. Porticus regia non extat, cisterna incolumnis permanet, quae cum
negligentia civium ignoraretur, a me peregrino diligenter quaesita venit in cognitionem multorum.»
μεταφρ. Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 101.
473 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 45-47. Kuban, «Atmeydanı», 26-28. Kuban,
Istanbul, 338-339.
474 Müller-Wiener, Bildlexikon, 236. Πόσο καταστροφική υπήρξε για τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά
λείψανα η ανέγερση του Τεμένους διαπίστωσε ο Mamboury κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την
αποχέτευση του Νέου Δικαστικού Μεγάρου. Την έκθεσή του δημοσιεύει ο Mango, Brazen House, 184-
188, κυρίως 188.
475 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 50-54.
476 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 55-56, 59. Çelik, Remaking of Istanbul, 139.
Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 130-134. Kuban, Istanbul, 488. Το κτήριο οικοδομήθηκε
ανάμεσα στα έτη 1846 και 1862. Χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα ως Πανεπιστήμιο και ακολούθως
παραχωρήθηκε διαδοχικά στα υπουργεία Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Εδώ συνεδρίασαν οι
90
οικοδομήματα, οι Οθωμανοί δεν εκτέλεσαν άλλο μεγάλο οικοδομικό έργο στο
νότιο τμήμα της ανατολικής απόληξης της χερσονήσου, ούτε επιχείρησαν ποτέ
στην περιοχή αυτή οικοδομήθηκαν από ξύλο και ευτελή υλικά, με αποτέλεσμα
παραβληθεί με εκείνη που επέφερε κατά τον 12ο αιώνα η ανέγερση του δεύτερου
πρώτη φορά από τη θεσμική παρουσία του Οθωμανού μονάρχη, καινοτομία που
Κωνσταντινούπολης το έτος 1854, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα σχεδιάστηκε,
εθνοσυνελεύσεις της Πρώτης (1876) και Δεύτερης Συνταγματικής Περιόδου (1908). Στη συνέχεια
πέρασε και πάλι στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και για αυτό έμεινε γνωστό ως
«Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο». Το έτος 1914 οικοδομήθηκαν δίπλα του οι Φυλακές, οι οποίες
διατηρούνται ανακαινισμένες ως το Ξενοδοχείο «Four Seasons», ενώ το Μέγαρο καταστράφηκε
από πυρκαγιά το έτος 1933. O Kuban, Istanbul, 486 επισημαίνει τη σύμπτωση ανέγερσης του πρώτου
Πανεπιστημίου της οθωμανικής Πόλης, περίπου στην ίδια θέση, όπου στη βυζαντινή
Κωνσταντινούπολη λειτούργησε το εκπαιδευτικό ίδρυμα της Μαγναύρας.
477 Kuban, Istanbul, 476, 484-485.
479 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 54-55. Çelik, Remaking of Istanbul, 111-115.
480 Ebersolt J.-Thiers A., «Les ruines et les substructions du Grand palais des empereurs byzantins»,
91
περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και του Ιπποδρόμου, καθιστώντας για πρώτη
φορά την περιοχή αυτή προσβάσιμη στην έρευνα, η οποία όπως θα δούμε στο
Άγκυρα.481 Μετά από 1593 συνεχόμενα έτη η Πόλη του Κωνσταντίνου έπαυσε να
καθώς οι κύριοι οικονομικοί πόροι του κράτους διετίθεντο, πλέον, για την
ανάπτυξη της Άγκυρας. 484 Το έτος 1934 ο Κεμάλ Ατατούρκ μετέτρεψε την Αγία
Σοφία σε Μουσείο και ζήτησε από τον γάλλο αρχιτέκτονα A. Prost να προτείνει
ένα πολεοδομικό σχέδιο485 για την ανάπτυξη της Πόλης. Μαζί με τις υπόλοιπες
αρχαιολογικό πάρκο. 486 Η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ, διότι θεωρήθηκε
ότι ευνοούσε μόνο τις βυζαντινές αρχαιότητες.487 Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη
αναδιαμόρφωση της Divan Yolu (Μέση Οδός) και γενικότερα του οδικού δικτύου
481 Ο Kafadar, Ανάμεσα σε δύο κόσμους, 285-286 χαρακτηρίζει τη μεταφορά ως: «σύμβολο ὁριστικῆς
ρήξης μὲ τὴν ὀθωμανικὴ πολιτικὴ τάξη».
482 Kuban, Istanbul, 501-503. Altinyildiz, «Architectural Heritage», 281.
483 Για την προέλευση της ονομασίας, βλ. Georgakas, «Constantinople», 358-367. Hesseling,
«Istambol».
484 Dilsiz, Byzantine Heritage, 14.
485 Ο Prost υπέβαλε την πρότασή του το έτος 1938 και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
oeuvre par Albert Gabriel», Anatolia Antiqua 16 (2008), 181-205. Pinon P., «Henri Prost, Albert Gabriel,
Istanbul Archaeological Park and the Hippodrome» στο Işin, Hippodrom/Atmeydanı, 152-167.
487 Altinyildiz, «Architectural Heritage», 292.
92
με αντάλλαγμα την καταστροφή δεκάδων μνημείων του βυζαντινού και του
οθωμανικού παρελθόντος.488
αιώνα οδήγησε στην τουριστική αξιοποίηση της ευρύτερης περιοχής του αρχαίου
ανοικοδόμηση της περιοχής γύρω από την Αγία Σοφία, το Αυγουσταίο και τον
αρχιτεκτονικά λείψανα του Παλατίου του Αντιόχου489 και του «Λαύσου». Σήμερα,
Κωνσταντινούπολης, της θέσης της Βασιλικής Στοάς και Κινστέρνας από τον P.
Gilles, οι γνώσεις μας για αυτόν τον πολύ σημαντικό μνημειακό χώρο
488 Kuban, Istanbul, 509-523. Altinyildiz, «Architectural Heritage», 295-296. Dilsiz, Byzantine Heritage, 15-
17.
489 Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Mamboury, «Fouilles Byzantines» III, 459, τον Οκτώβριο του
1951: «Que restera-t-il de tous ces édifices heureusement relevés, photographiés et annotés? A part la
salle octogonale et la plus grande partie de Ste-Euphémie, tout le reste a déjà disparu ou est en voie de
disparition. Ainsi en ont décidé ceux qui auraient dû pourtant parler en faveur de leur conservation». O
Mamboury παραπέμπει στη δήλωση του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Ανατολικών
Σπουδών, Gabriel A., «Recherches d’ Archéologie Byzantine depuis 1936», Anadolu 1 (1951), 74: «Il était
nécessaire que le nouveau Palais de Justice s’elevât en une region central de la ville et l’on peut accepter
que les bâtiments recouvrent les traces éparses des gradins de l’hippodrome byzantine dont toute
restauration serait d’ailleurs impossible». H παρήγορη ευαισθητοποίηση της νεότερης γενεάς
τούρκων βυζαντινολόγων κατέθεσε το έτος 2010 την αγωνία της για την προστασία του μνημείου
διά του A. Zeren, Cult of St. Euphemia, 134, εργασία που αποτυπώνει παράλληλα την οικτρή
κατάσταση διατήρησής του: «Today the ruins of the church are located within the garden of the Palace
of Justice in Sultan Ahmet which can be accessed from the parking place to the south…the weight of the
cars parked within the martyrion causes serious damage to the foundation of the historic structure…the
entire area should be protected from cars and all vehicles should be banned from parking within the
martyrion as soon as possible…the lack of maintenance and responsible management has led to very
serious and irreversible damage to the wall-paintings. Cars are parked within the martyrion and just in
front of the shed and due to the lack of care and awareness of cultural heritage values, the historical site
has turned into a garbage dump…».
93
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Α’
μία δεκαετία ένα περιφερειακό αστικό κέντρο στη δεύτερη σε μέγεθος πόλη σε
επιλογή και μία συμβολική πράξη αναμνηστική της ολοκλήρωσης του αγώνα
ιδρύθηκε ως Βασιλική πόλη του Κωνσταντίνου και της δυναστείας του και
στον χώρο της Αγοράς ή του Forum είχαν διαμορφωθεί τα μνημειακά κέντρα
προκειμένου να οργανώσει και να διοικήσει την επικράτειά της. Κατά τους δύο
συστήματος.
Όταν ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη του, το Βυζάντιο έκλεινε πίσω του
περίπου χίλια χρόνια ιστορικού βίου. Το μνημειακό κέντρο της πόλης είχε
94
αποτέλεσμα τη μεταφορά του μνημειακού κέντρου της Πόλης στο πλάτωμα
ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο λόφο της χερσονήσου, όπου ήδη κατά τη
οικοδόμησε τον Ιππόδρομο και τις Θέρμες του Ζευξίππου, πληροφορία που
ισχυρό οπτικά συμβολισμό που σηματοδότησε τη μετάβαση από την πόλη του
Κωνσταντίνειας δυναστείας κατά το δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα.
καταστροφές από πυρκαγιές κατά τα έτη 404, 476 και 532. Κατά τις δύο πρώτες
μνημειώδη κλίμακα από τον Ιουστινιανό, γεγονός που υποδεικνύει την τεράστια
πολιτικό, θρησκευτικό, διοικητικό, τελετουργικό και νοητό κέντρο της Πόλης και
της Αυτοκρατορίας μέχρι την άλωση του 1204. Μολονότι η μεταφορά της
συνοικία των Βλαχερνών θα μειώσει την σημασία του χώρου αυτού και θα
κέντρο της Οθωμανικής Πόλης να διαμορφωθεί στην ίδια θέση, ανάμεσα στο
Ανάκτορο που έκτισε στην Ακρόπολη του Βυζαντίου, την Αγία Σοφία που
95
μετέτρεψε σε Τέμενος και την Πλατεία των Αλόγων, στη θέση του Ιπποδρόμου.
κλίμακας επεμβάσεις, που κατέστρεψαν και τμήματα του Ιπποδρόμου και του
Παλατίου, υπήρξαν η ανέγερση του Κονακίου του Ιμπραήμ Πασά, του Τεμένους
Sultanahmet και του νέου Πανεπιστημίου (Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο). Μετά την
μετεξελίχτηκε σε τουριστικό επίκεντρο της Πόλης και υπέστη για πρώτη φορά
96
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ Η
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
ανά περίοδο της εξέλιξης του μνημειακού χώρου. Πολύτιμα ευρήματα και
πληροφορίες έρχονται στο φως σχετικά με όλα τα πεδία του δημόσιου βίου και
πολιτισμού, υλικού και πνευματικού, από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία
σημασία του για την ιστορία και την τοπογραφία της νέας πρωτεύουσας της
μέχρι και τον 15ο αιώνα, κυρίως της ελληνικής, αλλά και της λατινικής, της
και την εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο. Ο χώρος αυτός αποτέλεσε το επίκεντρο
97
βασικότερα αντικείμενα των βυζαντινών σπουδών, ήδη από τον 16ο αιώνα, αλλά
ορίζοντα της βυζαντινής Πόλης. Όμως, το γεγονός ότι η περιοχή αυτή δεν
Κωνσταντινούπολης.491
Η επιστημονική έρευνα του χώρου αυτού και των μνημείων του είναι
υποδομών και των κινητών ευρημάτων μέχρι το επίπεδο των λειτουργιών, των
Βυζάντιο, την Κωνσταντινούπολη, την Kostantiniyye και την «’ς τὴν Πόλι»-
491 Για την υποτυπώδη κατάσταση της αρχαιολογικής έρευνας μέχρι πρόσφατα στην Πόλη, βλ.
Ousterhout, «Urban Identity», 334-335: «…modern Istanbul has witnessed virtually no urban
archaeology…». Ακόμη βλ. Maguire H.-Ousterhout R., «Introduction. Constantinople: The Fabric of the
city», DOP 54 (2000), 157. Για τις συνεπείς προσπάθειες ανάπτυξης αστικής αρχαιολογίας τα
τελευταία χρόνια, αλλά με περιορισμένο αντίκτυπο στην έρευνα του μνημειακού κέντρου, βλ.
Karamut İ., «Excavations conducted under the auspices of Istanbul Archaeological Museums», στο
Istanbul: 8000 years, 10-17.
492 Mango, Développement urbain, 8-11.
98
αρχιτεκτονικές, τοπογραφικές και πολεοδομικές μελέτες, καθώς και σε
σηματοδοτούν η αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας και η ταύτιση της
Στήλης των Όφεων με τον Δελφικό Τρίποδα494 κατά τα μέσα του 19ου αιώνα.
από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα στον χώρο του μνημειακού κέντρου, θα
οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην ανανέωση των ερευνητικών στόχων και των
Πρωτοπόροι
Κατά την μακρά περίοδο από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα μέσα
του 19ου αιώνα ξεχώρισαν τρεις σημαντικές εργασίες, η επιτόπια τοπογραφική
έρευνα του P. Gilles στα μέσα του 16ου αιώνα και οι ιστορικοφιλολογικές μελέτες
των C. Ducange και A. Banduri κατά το δεύτερο μισό του 17ου και τις αρχές του
18ου αιώνα αντίστοιχα, οι οποίες έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της
99
Ο γάλλος ζωολόγος και μελετητής των κλασικών γραμμάτων, Pierre
έτη 1544-1547, περιηγήθηκε και κατέγραψε την επιτόπια έρευνά του σε ένα
Urbis και πολλές αναφορές πηγών της βυζαντινής περιόδου498, τις οποίες δεν
στο προηγούμενο κεφάλαιο, η εικόνα που μας προσφέρει για την κατάσταση
διατήρησης των βυζαντινών μνημείων έναν αιώνα μετά την άλωση είναι
πολύτιμη499, ενώ σε αυτόν οφείλεται η ταύτιση της θέσης της Βασιλικής Στοάς
και Κινστέρνας. Το έργο του έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας και
496 Byrd, «Pierre Gilles», 1-5. Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, xviii-xxv. Ousterhout, «Rediscovery of
Constantinople», 185.
497 Gilles, De Topographia Constantinopoleos.
498 Σύμφωνα με την Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, xxii-xxiii συνολικά έκανε χρήση περίπου 90
διαφορετικών έργων της ελληνικής γραμματείας, αρκετά από τα οποία ανήκουν σε συγγραφείς
της Βυζαντινής περιόδου.
499 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 468-472. Σύμφωνα με τον Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 47 το
λόγιος ρωμιός, Ιωάννης Μαλαξός, αλλά η συμβολή του δεν έχει ακόμη πλήρως αποκατασταθεί και
εκτιμηθεί. Κατέγραψε πολλά επιγράμματα και επιγραφές από χειρόγραφα ή απευθείας από τα
ίδια τα μνημεία, συγκέντρωσε κείμενα σχετικά με την ιστορία της βυζαντινής Πόλης, και έγραψε
μία σύντομη πραγματεία για τις Πύλες των Τειχών, βλ. Schreiner P., «John Malaxos (16th Century)
and his Collection of Antiquitates Constantinopolitanae», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 203-214.
501 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 47. Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 185. Για
τη σχέση της επιστημονικής εργασίας του Du Cange με τις αξιώσεις του γάλλου βασιλιά στον
θρόνο της Κωνσταντινούπολης, βλ. Spieser J.-M., «Du Cange and Byzantium», στο Cormack R.-
Jeffreys E. (επιμ.), Through the Looking Glass. Byzantium through British Eyes, Papers from the Twenty-
ninth Spring Symposium of Byzantine Studies (Λονδίνο, Μάρτιος 1995), Aldershot 2000, 199-210.
100
την εκδοτική εργασία του στη βυζαντινή γραμματεία με την έρευνα του Gilles
τέσσερα βιβλία, που εκδόθηκε στο Παρίσι το έτος 1680, χωρίς να έχει επισκεφτεί
του. Η προσφορά του υπήρξε σημαντική, αλλά και η επιρροή του μέχρι σήμερα
βρίσκουν την αφετηρία τους στο έργο του. Λίγα χρόνια αργότερα και πάλι στο
στον πρώτο τόμο του έργου του για την Ανατολική Αυτοκρατορία503 σημαντικά
κείμενα της βυζαντινής γραμματείας για την τοπογραφία της Πόλης μαζί με
μετάφραση, ενώ στο δεύτερο τόμο προχώρησε σε εκτενή σχολιασμό τους. Οι δύο
μας προσφέρει πολύτιμες ματιές στην εξέλιξη της κατάστασης διατήρησης των
19ο αιώνα οφείλουμε στον Εbersolt, Voyageurs du Levant. Για το τέλος αυτής της περιόδου, βλ.
Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 181-183.
505 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 46-47.
101
τεκμηρίωση της διαδικασίας φθοράς και αποδόμησης των μνημείων του κατά
της ιστορίας, της γεωγραφίας, του κλίματος, των μνημείων και των θεσμών της
στα μνημεία του Ιπποδρόμου και την Αγία Σοφία. Αλλά από τα μέσα του 19ου
αιώνα μία σειρά από παράγοντες 507, όπως ο ραγδαίος εκδυτικισμός και η
Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από τα μέσα του 19ου μέχρι την τρίτη δεκαετία του
και είχαν ως στόχο τον προσδιορισμό της θέσης των χαμένων μνημείων και των
506 Dallaway J., Constantinople Ancient and Modern, with excursions to the shores and islands of the Archipelago
and to the Troad, Λονδίνο 1797. Hammer, Constantinopolis. Κωνσταντινιάς.
507 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 48.
508 Για την κατάσταση της έρευνας στο τέλος του 19ου αιώνα γράφει ο Mordtmann, «Τοπογραφία»,
102
Ανασκαφική έρευνα, εκσκαφικές δραστηριότητες, τυχαία ευρήματα
έτος 1847 κατά τις εκσκαφικές εργασίες για τη θεμελίωση του Πανεπιστημίου509
Αγίας Σοφίας. Κατά τις εκσκαφές ήλθαν στο φως σε βάθος 3 μ. λείψανα
της Στήλης της Ευδοξίας και μία κεφαλή φιδιού από τη Στήλη των Όφεων.510
συντήρησης της Αγίας Σοφίας (Ayasofya Camii) που υλοποιήθηκαν κατά τα έτη
βυζαντινής Κωνσταντινούπολης.512
C. Newton513 στον Ιππόδρομο, γύρω από τη Στήλη των Όφεων. Όμως, εξαιτίας
Medjid, Λονδίνο 1852. Salzenberg, Baudenkmale, 95-110. Fossati G., Rilievi storico-artistici sulla architettura
bizantina dal IV al XV secolo, notizie intorno alle scoperte fatte in Santa Sofia a Constantinopoli, Maggio 1847-
Luglio 1849, Μιλάνο 1890. Lethaby-Swainson, Santa Sophia, 148-172. Mango C., Materials for the study of
the mosaics of St. Sophia at Istanbul, Dumbarton Oaks Studies 8, Ουάσινγκτον Π.Κ. 1962, 3-21. Necipoğlu,
«Hagia Sophia», 221-225. Teteriatnikov N.B., Mosaics of Hagia Sophia, Istanbul. The Fossati Restoration and
the Work of the Byzantine Institute, Ουάσινγκτον Π.Κ. 1998, 8-30.
512 Nelson, Hagia Sophia, 29-50. Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 187-192.
513 Newton, Travels, 25-28. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 231. Bardill, «Archaeologists», 83-84.
Ἕλληνες ἀπὸ τῶν Μήδων ἀκροθίνιον…οἱ Λακεδαιμόνιοι…ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις ὅσαι
103
χαρίστηκε αδαπάνως στους O. Frick515 και P. A. Dethier516, οι οποίοι έκαναν τον
κόπο να καθαρίσουν την επιφάνεια της Στήλης τον Ιανουάριο του 1856. Μετά το
εύρημα αυτό, τον Απρίλιο του 1856, μία δεύτερη βρετανική αποστολή υπό τον
λόρδο F. Napier ανέσκαψε τις επιχώσεις γύρω από τον Αιγυπτιακό και τον
Κτιστό Οβελίσκο.517 Η επιλογή της Στήλης των Όφεων υπήρξε ενδεικτική της
από ένα μνημείο της βυζαντινής περιόδου, αλλά της κλασικής αρχαιότητας.518 Οι
έρευνες αυτές υπήρξαν μάλλον συμπτωματικές και δεν είχαν καμία συνέχεια. Η
Τον Απρίλιο του έτους 1871 ξεκίνησαν κατά μήκος του ανατολικού και
νοτίου παραθαλάσσιου μετώπου της Πόλης οι εργασίες για την κατασκευή της
σιδηροδρομικής γραμμής του Orient Express, κατά τις οποίες ήλθαν στο φως
καταστροφές τους, ο Α. Πασπάτης.519 Το έτος 1891 επί της οδού Üçler Sk. σε
γίνει μία πρώτη έρευνα και αποτύπωση του μνημείου από τον E. Mamboury.521 Το
ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα·». Για τον Δελφικό τρίποδα, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 360.
515 Newton, Travels, 29-35. Frick O., «Die Schlangensäule zu Constantinopel», AA 89 (Μάιος 1856), στο
520 Σιδηρόπουλος Χ.Α., «Βυζαντιναὶ ἐπιγραφαί», ΚΕΦΣ, Παράρτημα του τόμου 19 (1891), 24-25.
104
διερευνητικές τομές στην περιοχή του Παλατίου του Βουκολέοντος. 522 Το έτος
Φυλακών του Sultanahmet (σήμερα ξενοδοχείο «Four Seasons») δίπλα στο Παλαιό
πολύ μεγάλος τοίχος μήκους 73,5 μ. και ύψους 10 μ. καθώς και λείψανα
ανασκαφικές έρευνες, βόρεια και νότια του κτηρίου των Παλαιών Φυλακών και
στη Σφενδόνη του Ιπποδρόμου, ενώ ακόμη μελέτησαν και αποτύπωσαν πέντε
(εικ. 28, Α έως Ε), η έρευνα των οποίων κατέστη δυνατή μετά τις πυρκαγιές525 των
έτος 1934 και ουσιαστικά ανήκουν στην επόμενη ερευνητική περίοδο. Το έτος
πλαίσιο των οποίων ήλθαν στο φως πλήθος αρχιτεκτονικών λειψάνων και
εκσκαφών και διέσωσε σημαντικά στοιχεία για την τοπογραφία της Πόλης.
Βυζαντίου βρισκόταν στην περιοχή του Φόρου του Κωνσταντίνου, εξωτερικά της
Πύλης του Θρακίου. Στην οδό Divan Yolu, η οποία ακολουθεί περίπου τη χάραξη
522 Mesguich M.R., «Un palais de Byzance: ‘’La maison de Justinien’’. Premiers travaux (Octobre-
Décembre 1913)», CRAI 58 (1914), 444-451. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 235.
523 Ο Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 237-238 θεώρησε πιθανό ότι ο τοίχος αποτέλεσε το
ανατολικό όριο του Αυγουσταίου, ενώ διέκρινε τις υποθεμελιώσεις σε δύο ομάδες, από τις οποίες
τη μία απέδωσε στη Σύγκλητο και την άλλη στο «Palais de la Magnaure».
524 Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 241-243.
105
μέχρι τον Φόρο του Θεοδοσίου. Κατά τις ίδιες εργασίες 528 το έτος 1926 στην
περιοχή του Μιλίου στο δυτικό άκρο της οδού Alemdar βρέθηκαν δύο βάσεις
Τοπογραφική έρευνα
Η αποκάλυψη των εντοίχιων ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας και η ταύτιση της
Στήλης των Όφεων με τον Δελφικό Τρίποδα στην αρχή της περιόδου αυτής
(1864), 242-259. Bourquelot F., «La Colonne Serpentine à Constantinople», Mémoires de la Société Impériale
des Antiquaires de France 28 (1865), 20-47. Fabricius E., «Das platäische Weihgeschenk in Delphi», JDAI 1
(1886), 176-191 κυρίως 177-178. Paluka B., «Die Säule Konstantins VII Porphyrogennetos auf dem
Hippodrom zu Konstantinopel», BΖ 5 (1896), 158-159. Swoboda H., «Epigraphisch-historische Beiträge»,
AEMO 20 (1897), 115-150, κυρίως 130-150.
531 Salzenberg, Baudenkmale, 45-113, πιν. VI-XXXII. Σταματιάδης Ε.Ι., Ἱστορικὴ περιγραφὴ τοῦ ἐν
Κωνσταντινουπόλει ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, Ἀθήνησι 1865. Lethaby-Swainson, Sancta Sophia.
Holtzinger H., Die Sophienkirche und verwandte Bauten der byzantinischen Architektur, Die Baukunst 8,
Βερολίνο 1898.
532 Labarte, Palais imperial. Didron A., «Le palais impérial de Constantinople», Annales Archéologiques 21
(1861), 261-276 & 309-328. Montucci H., Les Coupes des Palais des Empereurs Byzantins au Xe siècle, Παρίσι
1877. Πασπάτης Α., Τα βυζαντινά ανάκτορα και τα πέριξ αυτών Ιδρύματα. Μεθ’ ενός χάρτου
τοπογραφικού, ἐν Ἀθῆναις 1885. Hertzberg G., «Byzantinische Kaiserpaläste», Historische Zeitschrift 15
(1883), 451-462. Bent J.T., «Byzantine Palaces», The English Historical Review 2 (1887), 466-481. Bjeljaev D.,
«Byzantina I», Zapiski Imperatorskago Russkago Arheologičeskago Obŝcestva 5 (1892), 1-200.
533 Salzenberg, Baudenkmale, 36-45, 113-123. Pulgher D., Les anciennes églises Byzantines de Constantinople,
106
κινστέρνες535, τις στήλες536, γενικά τα μνημεία537, τις επιγραφές538 και τις
Μεγάλο Παλάτιο544, και την Αγία Σοφία545, ενώ προσωρινά υποχώρησε η έρευνα
γύρω από τον Ιππόδρομο546 και τα μνημεία του. Σημαντικό γεγονός υπήρξε η
535 Forchheimer P. - Strzygowski J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel: Beiträge zur
Geschichte der byzantinischen Baukunst und zur Topographie von Konstantinopel. Byzantinische Denkmäler,
ΙΙ, Βιέννη 1893.
536 Unger F. W., «Ueber die vier Kolossal-Säulen in Constantinopel», Repertorium für Kunstwissenschaft 2
(1879), 109-137.
537 Senz A., Bauwerke der Siebenhügelstadt am Bosporus, Βερολίνο 1889.
538 Dethier - Mordtmann, «Epigraphik». Curtis C.G - Αριστάρχης S., «Ἀνέκδοτοι ἐπιγραφαὶ
Βυζαντίου», ΚΕΦΣ παράρτημα του τόμου 17 (1885), 3-39. Curtis C.G.-Walker M.A., Broken Bits of
Byzantium, I-II, Κωνσταντινούπολη 1887-1891.
539 Reinach S., «La description de Constantinople par Bondelmonte», ΚΕΦΣ Εἰκοσιπενταετηρὶς 1861-
Halis Saxonum 1875. De la Berge C., De Rebus Byzantiorum ante Constantinum, Παρίσι 1877.
Oberhummer E.-Miller J.-Kubitschek W., «Byzantion», RE ΙΙΙ (1897), 1117-1157.
543 Hutton W. H., Constantinople. The Story of the old Capital of the Empire, Λονδίνο 1900. Van Millingen A.-
Gobbe W., Constantinople, Λονδίνο 1906. Gurlitt C., Konstantinopel, Βερολίνο 1908. Djelal Essad A.,
Constantinople. De Byzance à Stamboul, Παρίσι 1909. Leclercq H., «Byzance», DACL 2.1 (1910), 1363-1454.
Gurlitt C., Die Baukunst Konstantinopels, I-II, Βερολίνο 1912. Young G., Constantinople, Λονδίνο 1926.
544 Heisenberg A., Nikolaos Mesarites. Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Programm des k. alten
Gymnasiums zu Würzburg für das Studienjahr 1906/1907, Βύρτσμπουργκ 1907. Σιδερίδης Ξ.Α.,
«Τοπογραφικὰ τοῦ Μεγάλου Παλατίου καὶ τοῦ Ἱπποδρόμου Κωνσταντινουπόλεως», ΚΕΦΣ 31
(1909), 107-112. Ebersolt J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des Cérémonies, Παρίσι 1910.
Zanotti Α., Autour des murs de Constantinople, I. Tchatladi-Capou, Παρίσι 1911. Bury J.B., «The Great
Palace», BZ 21 (1912), 210-225. Bury J.B., «The Covered Hippodrome at Constantinople», Le Muséon III.1
(1915), 106-115. Ebersolt J., «Recherches dans les ruines du Grand Palais», στο Ebersolt J., Mission
archéologique de Constantinople, Παρίσι 1921, 28-37. Ebersolt, Sanctuaires, 17-30.
545 Preger T., «Die Erzählung vom Bau der Hagia Sophia», BZ 10 (1901) 455-476. Ἀντωνιάδης,
Ἔκφρασις, Ι-ΙΙΙ. Ebersolt J., Sainte Sophie de Constantinople: étude de topographie d’après le Livre des
Cérémonies, Παρίσι 1910. Palmov N., «Die Sophienkirche in Kpel», Svjetiljnik 5-8 (1915), 51-124.
Σωτηρίου Γ.Α., Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1917. Brehier L., «St. Sophia and the history
of the Church», The Constructive Quarterly 7 (1919), 193-215. Volonakis M.D., Saint Sophia and
Constantinople, history and art, Λονδίνο 1920. Ebersolt, Sanctuaires, 5-13.
546 Wace A.J.B., «The Base of the Obelisk of Theodosius», JHS 29 (1909), 60-69. Thiers A., «L’
Hippodrome de Constantinople», CRAI 57 (1913), 38-39. Gardthausen V., «Hippodrom und Velum in
Konstantinopel», BNJ 3 (1922), 342-350.
107
έκδοση της τρίτομης έκφρασης της Αγίας Σοφίας από τον Ε.Μ. Αντωνιάδη, ο
οποίος αφιέρωσε τμήμα του πρώτου τόμου στην τοπογραφία του μνημειακού
ζήτημα που συνδέεται στενά με τη Βασίλειο Στοά και την τοπογραφία του
μνημειακού κέντρου. Η έκδοση των Πατρίων555 από τον Th. Preger στις αρχές του
20ού αιώνα αφύπνισε το ενδιαφέρον για τη διαδικασία ίδρυσης της Πόλης του
Κωνσταντίνου556, και λίγα χρόνια αργότερα για τον αγαλματικό διάκοσμό της.557
Römer in die Verhältnisse des Ostens, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο του
Κιέλου, 1916.
551 Émereau C., «Notes sur les origines et la formation de Constantinople: les grands centres historiques
122.
553 Ebersolt J., «Mélanges d’histoire et d’archéologie byzantines. I. Études sur la vie publique et privée de
Konstantinopel vom IX. bis XI. jahrhundert», Philolog. Wochenschrift 43 (1923), 1178-1181. Schemmel F.,
«Die Schulen von Konstantinopel vom 12.-15. Jahrhundert», Philolog. Wochenschrift 45 (1925), 236-239.
Fuchs, Höhern schulen. Bréhier, «Εnseignement supérieur» Ι. Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ.
555 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ι-ΙΙ.
556 Preger T., «Das Gründungsdatum von Konstantinopel», Hermes 36 (1901), 336-342. Preger T., «Noch
einmal die Gründung Konstantinopels», Hermes 37 (1902), 316-318. Bréhier, «Constantin». Lathoud D.,
«La consécration et la dédicace de Constantinople», ÉΟ 23 (1924), 289-314. Lathoud D., «La consécration
et la dédicace de Constantinople», ÉΟ 24 (1925), 180-201.
557 Λάμπρος Σπ., «Περὶ ἀγαλμάτων, στηλῶν καὶ θεαμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως», ΝΕ 17
(1923), 1-29. Dawkins R. M., «Ancient Statues in Medieval Constantinople», Folklore 35 (1924), 209-248.
Dawkins R. M., «Ancient Statues in Medieval Constantinople. Additional Note», Folklore 35 (1924), 380.
558 Ebersolt, Voyageurs du Levant.
108
ερευνητικά εργαλεία σχετικά με τη χωροθέτηση των βυζαντινών μνημείων και
την κατάσταση διατήρησής τους κατά την οθωμανική περίοδο. Τέλος, από πολύ
βάση τις πηγές να ανασυνθέσουν την κάτοψη και τη μορφή του μνημειακού
Αντωνιάδη561 (εικ. 30) και Ebersolt562 (εικ. 31), αλλά η έλλειψη αρχαιολογικών
ερευνών δεν στάθηκε σύμμαχος στις προσπάθειές τους. Την ίδια περίοδο ο Van
οθωμανικού κράτους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επέτρεψαν την έναρξη της
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου του πολέμου διεξήχθη, όπως είδαμε, η
και στον Ιππόδρομο από τους Mamboury και Wiegand564, αλλά τα σημαντικά
στον Ιππόδρομο και τις Θέρμες του Ζευξίππου κατά τα έτη 1927-1928. Στα χρόνια
559 Oberhummer E., Konstantinopel unter Sultan Suleiman dem Großen, aufgenommen im Jahre 1559 durch
Melchior Lorichs aus Flensburg, nach der Handzeichnung des Künstlers in der Universitätsbibliothek zu Leiden
mit anderen alten Plänen herausgegeben und erläutert, Μόναχο 1902. Freshfield E.H., «Notes on a Vellum
Album containing some original sketches of public buildings and monuments, drawn by a German
artist who visited Constantinople in 1574» Archaeologia 72 (1922), 87-104. Wiegand Th., «Der Hippodrom
von Konstantinopel zur Zeit Suleimans d. Gr.», JDAI 23 (1908), 1-11.
560 Labarte, Palais imperial, χάρτης 2: «Le Grand Palais de Constantinople et ses abords».
561 Ἀντωνιάδης, Ἔκφρασις Ι, βιβλίον Β΄, κεφάλαιον Α΄, χάρτης: «Τὰ περὶ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν
564 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 524. Οι εργασίες διήρκεσαν από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο του
έτους 1918.
109
των μνημείων, τη συσχέτιση και ταύτιση των ορατών και των αποκαλυφθέντων
αρχιτεκτονικών λειψάνων, τη σύνδεσή τους με τις μαρτυρίες των πηγών και την
τελική ανασύνθεση της κάτοψης του μνημειακού κέντρου. Η περίοδος αυτή, που
έτος 1985, μπορεί να διακριθεί σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη, που διήρκεσε
λείψανα, για αρκετά από τα οποία διέσωσε πληροφορίες και πρόχειρα σχέδια η
συνεχής μέριμνα του E. Mamboury μέχρι σχεδόν τον θάνατό του κατά το έτος
1953.
διερεύνησε τις διαστάσεις και την κάτοψη του Ιπποδρόμου με τη διάνοιξη τομών
λείψανα από τις στοές, που σκίαζαν κάποτε τις ανώτερες σειρές των κερκίδων.
Στο εσωτερικό της αρένας δεν εντοπίστηκαν υπολείμματα της σπίνας γύρω από
τις βάσεις της Στήλης των Όφεων και των δύο Οβελίσκων. Στις τομές κατά
l’hippodrome de Constantinople», Gazzette des Beaux-Arts VI.3 (1930), 213-242. Mamboury, «Fouilles
Byzantines» I, 257-260. Janin, «La topographie» I, 127-129. Ακόμη βλ. Bardill, Brickstamps, 67-69. Bardill,
«Archaeologists», 84-85.
110
μήκος της ανατολικής πτέρυγας του μνημείου, βόρεια του Τάφου 568 (türbe) του
Στο πλαίσιο των εργασιών για το υπόγειο δίκτυο αγωγών το έτος 1931
στην οδό Caferiye Sk δυτικά της αγίας Σοφίας βρέθηκε τοίχος με πέντε
ημικυκλικές κόγχες παράλληλος με τον δυτικό τοίχο της αγίας Σοφίας 571 (εικ. 26).
του 1927 στη δυτική πτέρυγα του Ιπποδρόμου και διερεύνησαν μια νέα τομή στην
του ακανόνιστου σχήματος του μνημείου. Κατά τις εργασίες για την κατασκευή
βόρεια από τις βρετανικές ανασκαφές στις Θέρμες του Ζευξίππου και λείψανα
568 Ο τάφος του σουλτάνου Αχμέτ Α΄ βρίσκεται στο βόρειο άκρο της εξωτερικής αυλής του
ομώνυμου τεμένους.
569 Νότια της ημικυκλικής αψίδας (Building 2) βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα ενός παρόμοιου
κυκλικού θαλάμου κατά τις ανασκαφές των Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 45-47, περιοχή Εa,
πιν. XCV, CII.
570 Για τις σχετικές αμφιβολίες, αλλά και την επιβεβαίωση της ερμηνείας αυτής, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 298. Σημαντικό τεκμήριο υπήρξε η ανακάλυψη τριών μεγάλων βάσεων αγαλμάτων, οι δύο
από τις οποίες έφεραν αντίστοιχα τις επιγραφές ΕΚΑΒΗ και ΑΙCΧΗΝΗC, βλ. Casson – Talbot-Rice,
Second Report, 18-21, εικ. 8-12. Αγάλματα του Αισχίνη και της Εκάβης ανέφερε η «Χριστοδώρου
ποιητοῦ Θηβαίου Κοπτίτου Ἔκφρασις τῶν ἀγαλμάτων τῶν εἰς τὸ δημόσιον γυμνάσιον τοῦ
ἐπικαλουμένου Ζευξίππου», βλ. Παλατινὴ Ἀνθολογία Ι, 61.13-62.15: «Κεκροπίδης δ’ ἤστραπτε
νοήμονος ἄνθεα Πειθοῦς Αἰσχίνης, λασίης δὲ συνείρυε κύκλα παρειῆς, οἶα πολυτροχάλοισιν
ἀεθλεύων ἀγορῇσιν·» και 69.175-177: «Σὺ δ’ Ἕκτορος, ἔννεπε, μῆτερ, τίς σε, πολυτλήμων Ἑκάβη, τίς
δάκρυα λείβειν ἀθανάτων ἐδίδαξεν ἀφωνήτῳ ἐνὶ κόσμῳ;».
571 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 252. Bardill, Brickstamps, 66. Για σχεδιαστική αποτύπωση, βλ.
«Archaeologists», 88.
573 Mamboury, «Νouvel élément», 51-54. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 273-274.
111
βορειοδυτικό όριο του Αυγουσταίου. Το ίδιος έτος κατά τις εκσκαφικές
εργασίες574 για την ανέγερση οικιών επί της οδού Yerebatan sk., εντοπίστηκαν
τμήματα της πλακόστρωσης του αυλείου χώρου της Βασιλείου Στοάς από
βορειοδυτικά της Βασιλείου Κινστέρνας, στην οδό Salkim Söğüt sk. κατά την
οποίο ήταν εφικτή η πρόσβαση μέσω εξάβαθμης κλίμακας από μία παρακείμενη
δυτικά οδό (εικ. 36). Τα ευρήματα, που ανήκουν κατά πάσα πιθανότητα στη
το έτος 1935 έως το 1938, ενώ ο Prost επεξεργαζόταν την ιδέα του Αρχαιολογικού
578 Ενδεικτικά βλ. Schneider A. M., «Neue Arbeiten an der Hagia Sophia», AA 1935 στο JDAI 50 (1935),
305-311. Του ιδίου, «Die Grabung des Deutschen Archäologischen Institutes vor der Aya Sophia», Byz
10 (1935), 388-389. Του ιδίου, «Les fouilles de l’Ιnstitut archéologique allemand dans la cour occidentale
de Sainte-Sophie», ÉO 34 (1935), 253-254. Του ιδίου, «Die Grabung des Archäologischen Instituts des
Deutschen Reiches im ehemaligen Atriumshofe der Hagia Sophia», Forsch. u. Fortschr. 11 (1935), 282-283.
Του ιδίου, «Die Grabung des Deutschen Archäologischen Institutes vor der Aya Sophia», Gnomon 11
(1935), 381-382. Του ιδίου, «Las excavationes del Instituto Arqueológico Alemán en Hagia Sophia»,
Investigación y Progreso 9 (1935), 333-335. Ακόμη βλ. Caucig F.V., «Grabungen am Atrium der Hagia
Sophia», Die Christliche Kunst 31 (1934-1935), 348-351. Του ιδίου, «Die konstantinische Hagia Sophia
gefunden», Die Christliche Kunst 32 (1935-1936), 24-26. Medico H. E. Del, «Fouilles et découvertes
archéologiques à Constantinople», Byzantion 10 (1935), 778-781, κυρίως 778-779. Larsen S., «A
Forerunner of Hagia Sophia», AJA 41 (1937), 1-5. Του ιδίου, «Die zweite Sophienkirche in
Konstantinopel», Atlantis 9 (1937), 189-192. Schneider A. M., «Die Grabung des Deutschen
Archäologischen Institutes im Hofe der Aya Sofya», στο Atti del V Congresso Internazionale di Studi
Bizantini (Ρώμη, 20-26.09.1936), II, Ρώμη 1940 (Studi Byzantini e Neoellenici 6), 210-213.
112
Πάρκου579, η πρώτη ερευνητική αποστολή του Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέα
πλατώματος του Μεγάλου Παλατίου, νότια του τεμένους Sultanahmet στην οδό
περιέβαλε υπαίθριο αύλειο χώρο, τα δάπεδα των στοών του οποίου κοσμούνταν
υπό τη διεύθυνση του Lemerle581 στην περιοχή της ανατολικής πτέρυγας του
ανώτερα τμήματα τους (εικ. 38-39). Το έτος 1939 κατά την ανέγερση του γραφείου
του Διευθυντή του Μουσείου της Αγίας Σοφίας κοντά στο Βαπτιστήριο,
40). Την ίδια χρονιά κατά την κατεδάφιση ενός ετοιμόρροπου κτηρίου, που είχε
έρευνα το έτος 1942 υπό τη διεύθυνση του Schneider584, η οποία αποκάλυψε την
583 Bittel K.-Schneider A.M., «Das Martyrion der hl. Euphemia beim Hippodrom», AA 1941 στο JDAI 56
(1941), 296 - 315. Mamboury, «Fouilles Byzantines» IIΙ, 431-433. Janin, «La topographie» II, 198-199.
Zeren, Cult of St. Euphemia, 97-98.
584 Προκαταρκτική παρουσίαση, βλ. Schneider, «Euphemia-Martyrions». Schneider A.M., «Das
Martyrion der hl. Euphemia beim Hippodrom zu Konstantinopel», BZ 42 (1943), 178-185. Τελική
δημοσίευση, βλ. Naumann R.-Belting H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken,
IstForsch 25, Βερολίνο 1966. Δυστυχώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χάθηκε το
ανασκαφικό ημερολόγιο του Schneider, με αποτέλεσμα τα ανασκαφικά δεδομένα της τελικής
δημοσίευσης να μην είναι πλήρη, βλ. Mathews, Early Churches, 75, σημ. 87.
113
εξάγωνη αίθουσα του Παλατίου του Αντιόχου, που αργότερα μετατράπηκε σε
ναό της Αγίας Ευφημίας585 καθώς και τμήμα της εφαπτόμενης ημικυκλικής
Λίγο πριν από τα μέσα του 20ου αιώνα ξεκίνησε και η ανασκαφική
παχείς τοίχους που είχε την ίδια κατεύθυνση με τον ναό του Ιουστινιανού. Ο
περιοχή νότια της Αγίας Ειρήνης, ανάμεσα στον ναό και τον εξωτερικό περίβολο
ρωμαϊκή μέχρι και την παλαιολόγεια περίοδο και κυρίως τα κατάλοιπα μιάς
περίστυλης αυλής στον ίδιο άξονα με το αίθριο της Αγίας Ειρήνης και τον
εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας (εικ. 42-43). Τον Ιούλιο του έτους 1950 ο ίδιος
εντόπισε στο εσωτερικό της Αγίας Ειρήνης ένα ψηφιδωτό δάπεδο588 του πρώιμου
δίπλα ή και πάνω σε αρχιτεκτονικά λείψανα του Παλατίου του Αντιόχου 589 και
του Κονακίου του Ιμπραήμ Πασά. Ο R. Duyuran, ως βοηθός του διευθυντή των
Mamboury, «Fouilles Byzantines» IIΙ, 438-9. Κριτική των απόψεων του ανασκαφέα, βλ. Janin, «La
topographie» II, 199-202.
588 Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, 235. Mamboury, «Fouilles Byzantines» IIΙ, 439. Για το
πολιτεία σχετικά με την προστασία των βυζαντινών αρχαιοτήτων στο κέντρο της
Κωνσταντινούπολης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 489.
590 Duyuran, «First Report», 33-38. Duyuran, «Second Report», 74-80. Bardill, «Archaeologists», 89-90.
Mamboury, «Fouilles Byzantines» III, 455-459. Mamboury E., «Nouvelles fouilles archéologiques sur
l’emplacement de l’Hippodrome», TTOK-Bell 107 (1950), 24-28.
114
περιοχές, τους τομείς Α και Β. Στον τομέα Α δυτικά από το Κονάκι του Ιμπραήμ
Αντιόχου. Στη θέση αυτή οικοδομήθηκε το Νέο Δικαστικό Μέγαρο. Στον τομέα
υποδομών και των κερκίδων της δυτικής πτέρυγας του Ιπποδρόμου καθώς και
τμήματα της ημικυκλικής στοάς, της ροτόντας και της ανατολικής απόληξης του
δωμάτια593 (εικ. 45). Στο πλαίσιο των ίδιων εργασιών στο ανατολικό πεζοδρόμιο
εργασιών594 του έτους 1926, βρέθηκαν πάλι δύο βάσεις κιόνων πάνω σε
του Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέα του Εδιμβούργου στη θέση του
Συνεχίστηκε η αποκάλυψη και συντήρηση του ψηφιδωτού σε όλη την έκταση του
σχέση των ευρημάτων αυτών με την ταύτιση των Θερμών του Ζευξίππου, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
298.
594 Mango, Brazen House, 184, εικ. 36-37.
115
του Παλατίου του Βουκολέοντος. Κατά τα έτη 1958-1960 ο F. Dirimtekin596 από το
ανασκαφή του Ramazanoğlu ανάμεσα στην Αγία Ειρήνη και την Αγία Σοφία,
48). To έτος 1960 ο ίδιος συνέχισε παλαιότερη ανασκαφική έρευνα του R. Duyuran
κάτω από μικρό δωμάτιο στα νοτιοδυτικά του νάρθηκα της Αγίας Σοφίας, το
Χ 10,1 μ., η οροφή της οποίας διαμερίζεται σε έξι σταυροθόλια διάχωρα, που
φέρονται μέσω τόξων από τους πλευρικούς τοίχους και δύο κεντρικούς κίονες.
διαστήματα περίπου 3,4-3,5 μ., μπροστά από τοίχο, η οποία κατέληγε σε μικρή
απόσταση από τον δυτικό τοίχο του περιβόλου. Σε εργασίες βόρεια του ναού,
διαστάσεων 3 μ. X 3 μ.
Αυγουσταίου.
599 Dirimtekin, «Un hypogée».
600 Dirimtekin F., «Les fouilles faits dans le jardin de Sainte Sophie», AMY 6 (1965), 11-12.
601 Dolunay N.-Naumann R., «Untersuchungen zwischen Divan Yolu und Adalet Sarayi 1964», IAMY
116
εντοπιστεί κατά τα έτη 1950-1952 στις ανασκαφές στον τομέα Β του Duyuran602
(εικ. 50). Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας κατά μήκος της Divan Yolu
ανήκαν στην πίσω πλευρά της νότιας Στοάς που πλαισίωνε τη Μέση Οδό και
ανασκαφικές έρευνες στην αψίδα του ναού, όπου εντοπίστηκε η κρύπτη στον
χώρο του Ιερού Βήματος, καθώς και στο παρακείμενο βορειοδυτικά του αιθρίου
Μαρτύριο (εικ. 51). Το έτος 1967-8 οι N. Firatli και T. Ergil604 από τα Αρχαιολογικά
οικοδομικά λείψανα και αγωγό ύδατος δίπλα στον Πύργο του οθωμανικού
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και για τα επόμενα 20 χρόνια η
σε μικρής κλίμακας έρευνες. Το έτος 1979 έλαβε χώρα ανασκαφική έρευνα στο
αρχιτεκτονικά μέλη.
Τοπογραφική έρευνα
Το Μεγάλο Παλάτιο, η Αγία Σοφία και ο Ιππόδρομος εκτός από το επίκεντρο της
τοπογραφικής έρευνας κατά την περίοδο αυτή. Στην περιοχή του Μεγάλου
117
Παλατίου η δημοσίευση των ερευνών των Mamboury και Wiegand606 το έτος 1934
επίπεδα και προετοίμασε το έδαφος για την 1η βρετανική αποστολή.607 Παρά τις
αλλά έφεραν στο φως πολύ σημαντικά ψηφιδωτά.609 Σχεδόν παράλληλα με την
après trois années de recherches, les fouilles de Walker Trust, n’ont à peu près donné aucun resultat au
point de vue topographique».
609 Brett G., «The Mosaic of the Great Palace in Constantinople», JWI 5 (1942), 34-43. Brett G., «The
Brooklyn textiles and the Great Palace mosaic», BBI 2 (1950), 433-441. Talbot-Rice D., «Les mosaïques du
Grand Palais des Empereurs Byzantins à Constantinople», Revue des Arts 5 (1955), 159-166. Nordhagen
P.J., «The mosaics of the Great Palace of the Byzantine emperors», BZ 56 (1963), 53-68. Talbot-Rice D.,
«On the date of the mosaic floor of the Great Palace of the Byzantine Emperors at Constantinople»,
Χαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Κ. Ὀρλάνδον, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθῆναις Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 54,
Α΄, Ἀθῆναι 1965, 1-5. D’ Andria F. «Note sui mosaic del Palazzo Imperiale di Constantinopoli»,
Contributi dell’ Instituto di Archeologia, 2 (1966), 99-109.
610 Vogt, Livre de Cérémonies, I-ΙΙ.
611 Vogt A., «A propos des fouilles de M. Baxter à Istanbul. Une hypothèse», ÉO 35 (1936), 436-441. Vogt
A., «L’Hippodrome ‘’couvert“», ÉO 37 (1938), 23-35. Vogt A., «Notes de topographie byzantine. 1. Au
Grand Palais. 2. Sainte Marie de la Diaconesse, vulgairement la Diakonissa. 3. Le Palais patriarcal», ÉO
39 (1940), 78-89.
612 Οι περισσότερες μελέτες του επανεκδόθηκαν συγκεντρωμένες στο Guilland, Études topographiques
I, 1-368. Επιπλέον βλ. Guilland R., «Sur les itinéraires du Livre des Cérémonies», JÖBG 10 (1961), 39-52.
Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. Les XIX Lits», JÖBG 11/12 (1962/63), 85-113.
Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. La terrasse du Phare», JÖBG 13 (1964), 87-
101. Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. La porte d’ivoire. Ἡ ἐλεφαντίνη
πύλη», Byzantion 34 (1964), 329-346. Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. Le
dome à huit colonnes, les lampes, les Saints-Apôtres», BNJ 19 (1966), 63-74. Guilland R., « Études sur le
Grand Palais de Constantinople. Les limites du Grand Palais à l’ouest», RÉG 80 (1967), 413-417. Guilland
R., « Études sur le Grand Palais de Constantinople. Les Passages d’ Achille, Ἀχιλλεύς», JÖB 19 (1970),
103-107. Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. La disparition du Grand Palais»,
BSl 31 (1970), 189-191.
613 Mango, Brazen House. Ιδιαίτερα για τον ναό του Χριστού της Χαλκής Πύλης, βλ. στο ίδιο, 149-169
118
τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά ζητήματα του Μεγάλου Παλατίου615 και η
περίοδο.
615 Leclercq H., «Palais Impériaux et Royaux. VI. Le Grand-Palais à Constantinople», DACL 13.1 (1937),
510-585, κυρίως 527-548. Miranda S., El Gran Palacio Sargrado de Bizancio, Πόλη του Μεξικού 1955.
Talbot-Rice D., «The Great Palace of the Byzantine Emperors», Archaeology 10 (1957), 174-180. Mango C.-
Lavin I., «The Great Palace of the Byzantine Emperors», ArtB 42 (1960), 67-73. Dirimtekin F., «Les palais
imperiaux byzantins», CorsiRav 12 (1965), 225-245. Krautheimer, «Die Decanneacubita». Miranda S.,
Autour du Grand Palais de Byzance. Retifications du plan de l’étude sur le Grand Palais en 1966, Πόλη του
Μεξικού 1967. Miranda S., Autour du Grand Palais des Empereurs Byzantins. Nouvelles rectifications à
l’ensemble du Grand Palais, Πόλη του Μεξικού 1968. Miranda S., Le Palais des empereurs byzantines, Πόλη
του Μεξικού 1973. Miranda S., «Étude sur le Palais Sacré de Constantinople: le Walker Trust et le Palais
de Daphnè», BSl 44 (1983), 41-49, 196-204. Magdalino, «Great Palace».
616 Magdalino P., «The bath of Leo the Wise», στο Moffatt A. (επιμ.), Maistor: Classical, Byzantine and
Renaissance Studies for Robert Browning, Byzantina Austaliensia 5, Καμπέρα 1984, 225-240. Majeska,
Russian Travellers, 237-263.
617 Whittemore T., The Mosaics of St. Sophia at Istanbul. Preliminary Report on the First Year’s work 1931-
Sophia zu Konstantinopel», OC 36 (1941), 4-15. Emerson W.-Van Nice R.L., «Hagia Sophia Istanbul:
Preliminary Report of a Recent Examination of the Structure», AJA 47 (1943), 403-436. Struss -Roessler
O.H., «Die Hagia Sophia, Die Kirche der Göttlichen Weisheit. Eine Generelle untersuchung ihrer
konstruktion», BZ 42 (1943-49), 158-177. Emerson W.-Van Nice R.L., «Hagia Sophia. The Collapse of the
First Dome», Archaeology 4 (1951), 94-103. Emerson W.-Van Nice R.L., « Hagia Sophia. The Construction
of the Second Dome and its Later Repairs», Archaeology 4 (1951), 162-171. Macdonald W., «Design and
Technology in Hagia Sophia», Perspecta 4 (1957), 20-27. Dirimtekin F., «The Room on the South-West of
the Atrium», ΑΜΥ 2 (1960), 39-41. Kleiss W., «Beobachtungen in der Hagia Sophia in Istanbul», IstMitt
15 (1965), 168-185. Van Nice R.L., Saint Sophia in Istanbul. An Architectural Survey, I, Ουάσιγκτον Π.Κ.
1965. Mainstone R.J., «Justinian’s Church of St. Sophia, Istanbul: Recent Studies of Its Construction and
First Partial Reconstruction», Architectural History 12 (1969), 39-49. Mainstone R. J., «The Reconstruction
of the Tympana of St. Sophia at Istanbul», DOP 23/24 (1969/1970), 355-368.
619 Schneider, «Sophienkirche». Ramazanoğlu, Sentiren. Schneider A.M., Βιβλιοκρισία του
«Ramazanoğlu M., L’ ensemble de Ste-Irène et des diverses St.-Sophies», BZ 45 (1952), 220-221. Millet G.,
«Sainte Sophie avant Justinien», OCP 13 (1947), 597-612. Μαμεγκρής T., «Ἡ περὶ ‘’ἁγίων Σοφιῶν’’
διάλεξις τοῦ κυρίου Μουζαφφέρ Ῥαμαζανόγλου», Ὀρθοδοξία 22 (1948), 289-294. Ramazanoğlu M.,
«Die Baugeschichte der Sophien-Kirche Justinians», στο Atti del VIII Congresso Internazionale di Studi
Bizantini (Παλέρμο 1951), Studi Bizantini e Neoellenici 8, II, Ρώμη 1953, 224-231.
620 Mamboury, «Topographie de Sainte Sophie». Swift E. H., «The Bronze Doors of the Gate of the
Horologium at Hagia Sophia», ArtB 19 (1937), 137-147. Xydis S.G., «The Chancel Barrier, Solea and
Ambo of Hagia Sophia», ArtB 29 (1947), 1-24. Dirimtekin F., «Ayasofya’nin Bronz Kapilari (The Bronze
doors of St. Sophia)», AMY 3 (1961), 11-14, 42-46. Majeska G.P., «Notes on the Archaeology of St. Sophia
119
αρχιτεκτονικά μέλη622 του, τις νεότερες οικοδομικές επεμβάσεις623, τα
at Constantinople: The Green Marble Bands on the Floor», DOP 32 (1978), 299-308. Eyice S., «Ayasofya
Horologion’u ve Muvakkithanesi (The Saint Sophia Horologion and Clock Room)», AMY 9 (1983), 15-
24.
621 Μιχελὴς Π.Α., Ἡ Ἁγια-Σοφιὰ, Ἀθήνα 1946. Michelis P.A., L’Esthétique d’Haghia-Sophia, Faenza, 1963.
Cutler A., «Structure and Aesthetic at Hagia Sophia in Constantinople», The Journal of Aesthetics and Art
Criticism 25 (1966), 27-35.
622 Strube C., Polyeuktoskirche und Hagia Sophia. Umbildung und Auflösung antiker Formen, Entstehen des
«Hagia Sophia and the First Minaret Erected after the Conquest of Constantinople» AJA 54 (1950), 28-40.
624 Γεννάδιος Ηλιουπόλεως, «Τὸ Βαπτιστήριον τῆς Ἁγίας Σοφίας», Ορθοδοξία 18 (1943), 127-135.
Dirimtekin F., «Le Skevophylakion de Sainte-Sophie», RÉΒ 19 (1961), 390-400. Dirimtekin F., «Ayasofya
Baptisteri (The Baptistery of Saint Sophia)», TürkArkDerg 12 (1963), 54-87. Eyice S., «Le baptistere de
Sainte Sophie d’Istanbul», Atti del IX Congresso Internazionale di Archeologia Cristiana (Ρώμη 21-
27.09.1975), II, Ρώμη 1978, 257-273.
625 Guilland R., «Études sur Constantinople byzantine. Le Thomaïtès et le Patriarcat. Le Puits-Sacré.»,
JÖBG 5 (1956), 27-40. Janin, «Palais patriarchal». Dirimtekin F., «Le local du Patriarcat à Sainte Sophie»,
IstMitt 13-14 (1963-1964), 113-127. Pallas D.I., «Episkopion. III. Konstantinopel», RbK II (1971), 337-346.
Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 27-80.
626 Mango C.-Parker J., «A Twelfth-Century Description of St. Sophia», DOP 14 (1960), 233-245. Majeska
G., «St. Sophia in the fourteenth and fifteenth centuries: the Russian travelers on the relics», DOP 27
(1973), 69-87. Majeska, Russian Travellers, 199-236.
627 Downey G., «The Name of the Church of St. Sophia in Constantinople», HThR 52 (1959), 37-41.
Cameron Av., «Procopius and the Church of St. Sophia», HThR 58 (1965), 161-163 [ανατύπ. Cameron
Av., Continuity and Change in Sixth-Century Byzantium, Λονδίνο 1981, κεφ. IV].
628 Αλέξανδρος Λαυριώτης, «Καθορισμός της εορτής της Αγίας Σοφίας», Γρηγόριος Παλαμάς 16
(1931), 33-94. Zaloziecky W.R., Die Sophienkirche in Konstantinopel, und ihre stellung in der Geschichte der
Abendländischen Architektur, Ρώμη 1936. Schneider A. M., Die Hagia Sophia zu Konstantinopel, Βερολίνο
1939. Jantzen H., Die Hagia Sophia des Kaisers Justinian in Konstantinopel, Κολωνία 1967. Kähler H., Die
Hagia Sophia, Βερολίνο 1967. Sanpaolesi P., La chiesa di S. Sofia a Costantinopoli, Ρώμη 1978.
630 Vogt A., «L’hippodrome de Constantinople», Byzantion 10 (1935), 471-488. MacDonald W.L., The
120
συγκεκριμένα τμήματά632 του απασχόλησαν σε μικρότερο βαθμό την έρευνα,
Την ίδια περίοδο σύντομες μελέτες, που εξέτασαν κυρίως ιστορικά και
632 Piganiol A., «La loge impériale de l’hippodrome de Byzance et le problème de l’hippodrome
Couvert», Byzantion 11 (1936), 383-390. Mango, «Euripe».
633 Οι περισσότερες εργασίες επανεκδόθηκαν συγκεντρωμένες στο Guilland, Études topographiques I,
369-595. Επιπλέον βλ. Guilland R., «Études sur la Topographie de l’Hippodrome de Constantinople
Byzantine. L’escalier en colimaçon menant du Grand Palais à la tribune du Kathisma», ΔΧΑΕ 4 (1964-
1965), Περίοδος Δ΄, 281-291. Guilland R., «Études sur l’Hippodrome de Byzance: Les courses de
l'Hippodrome», BSl 27 (1966), 26-40. Guilland R., «Études sur l’Hippodrome de Byzance. VIII. Les
spectacles de l'Hippodrome. Les Factions à l’Hippodrome», BSl 29 (1968), 24-33. Guilland R., «Études
sur l’Hippodrome de Constantinople. X. La déchéance et la ruine de l’Hippodrome», BSl 30 (1969), 209-
219. Guilland R., «Études sur l’Hippodrome de Byzance. XI. Les dimensions de l’Hippodrome», BSl 31
(1970), 1-11. Guilland R., «Les Hippodromes de Byzance: l’Hippodrome de Sévère et l’Hippodrome de
Constantin le Grand», BSl 31 (1970), 182-188.
634 Waltz P., «Mélétê», Byzantion 13 (1938), 183-192. Vogt A., «Encore Mélétê», Byzantion 13 (1938), 193-
196. Guilland, «Augoustéon». Dirimtekin, «Augusteum». Mango, Brazen House, 42-47, 174-179.
635 Rodenwaldt R., AA 1931 στο JDAI 46 (1931), 328-336. Downey G., «Justinian as Achilles», TAPhA 71
(1940), 68-77. Lehmann P. W., «Theodosius or Justinian? A Renaissance Drawing of a Byzantine Rider»,
ArtB 41 (1959), 39-57. Mango C.-Lehmann P. W., «Letters to the Editor», ArtB 41 (1959), 351-358. Bovini
G., «Giustiniano sul cavallo di Teodosio», Felix Ravenna 36 (1963), 132-137.
636 Guilland R., «Autour du Livre des Cérémonies», Ἑλληνικὰ 16 (1958/9), 77-94, κυρίως 91-94.
639 Unger E., «Die Jere Batan Serai-Zisterne», στο Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 54-71.
640 Guilland R., «Études sur la topographie de Constantinople: Le palais de Lausus. Le Prétoire»,
Μέση, ἡ Ῥηγία» στο Actes du VIe CIEB (Παρίσι 27.07.-02.08.1948), ΙΙ, Παρίσι 1951, 171-182.
[Eπανέκδοση στο Guilland, Études topographiques, ΙΙ, 69-79].
642 Σημαντικές γενικές μελέτες με αναφορές στο μνημειακό κέντρο, βλ. Janin, Églises. Mathews, Early
Churches.
121
Ειρήνη643 και η Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων644, ή τοπογραφικό, όπως ο Αγ.
Ιωάννης Διιππίου.645
μνημειακό κέντρο, που είχαν ήδη κινήσει το ενδιαφέρον των μελετητών κατά
643 Dirimtekin F., «L’église Sainte Irène», CorsiRav 2 (1956), 41-45. Grossmann P., «Zum Atrium der
Irenekirche in Istanbul», IstMitt 15 (1965), 186-207. Peschlow U., Die Irenenkirche in Istanbul:
Untersuchungen zur Architektur, IstMitt beiheft 18, Τυβίγγη 1977.
644 Βλ. ανωτέρω σημ. 603. Ακόμη βλ. Mango C., «Notes on Byzantine monuments: Frescoes in the
Aufsätze zur Altertumskunde und Kunstgeschichte, IstForsch 17, Βερολίνο 1950, 149-158.
647 Mango, «Antique Statuary». Speck P., «Eudoxia-Säule und Pittakia», Ἑλληνικὰ 22 (1969), 430-435.
G., «La vedute di Constantinopoli di Christoforo Buondelmondi», StBiz 3 (1931), 247-279. Eyice S.,
Cristoforo Buondelmonti ve Istanbul’un en eski resmi, Κωνσταντινούπολη 1964.
649 Vasiliev A., «Harun-ibn-Yahya and his Description of Constantinople», Seminarium Kondakovianum 5
(1932), 149-163. Izzedin M., «Un prisonier arabe à Byzance au IXe siècle: Hârûn-ibn-Yahya», Revue des
Études Islamiques 15 (1941-1946), 41-62. Ciggaar K., «Une description de Constantinople traduite par un
pèlerin anglais», RÉB 34 (1976), 211-267.
650 Mango C., «The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey», AJA 55 (1951),
52-66.
651 Schneider A.M., «Ziegelstempel aus Konstantinopel», OC 34 (1936), 263-269. Mamboury E., «Une
nouvelle lecture raisonnée des inscriptions de briques byzantines et l’emploi de ces dernières dans la
datation des monuments des Ve et VIe siècles», Byzantion 19 (1949), 113-125. Mango C., «Byzantine Brick
Stamps», AJA 54 (1950), 19-27.
652 Gerland E., «Byzantion und die Gründung der Stadt Konstantinopel», BNJ 10 (1933/34), 93-105.
Alföldi A., «Die Probleme der Gründung Konstantinopels», Numizm Közlöny 41 (1942), 1-8. Frolow A.,
«La dédicace de Constantinople dans la tradition byzantine», RHR 127 (1944), 61-127. Alföldi A., «On
the Foundation of Constantinople: a few notes», JRS 37 (1947), 10-16. Bruun P., «Die Gründung
Konstantinopels», Finsk Tidskrift 146 (1949), 45-60. Manni E., «La fondazione di Costantinopoli in un
passo del Chronicon Paschale», στο Atti del VIII Congresso Internazionale di Studi Bizantini (Παλέρμο
1951), I, Ρώμη 1953, 416-419. Alföldi A., «Die Gründung von Konstantinopel», Atlantis 25 (1953), 155-
159. Hampl F., «Die Gründung von Konstantinopel», Südostforschungen 14 (1955), 10-21. Erzen A., «Über
die Gründung und den Namen der Stadt Istanbul» στο Akten des XI. Internationalen
ByzantinistenKongresses (Μόναχο 1958), II, Μόναχο 1960, 144-149. Beck H.G., «Konstantinopel – das
neue Rom», Gymnasium 71 (1964), 166-174. Cracco Ruggini L., «Pretestato e la Fondazione sacra di
Constantinopoli», Fontana M.J. (επιμ.), Miscellanea di studi classici in onore di E. Manni, Ρώμη 1980, 593-
610.
653 Bréhier L., «L’enseignement classique et l’enseignement religieux à Byzance», Revue d’Histoire et
Philosophie Religieuses 21 (1941), 34-69. Wendel C. «Die Erste Kaiserliche Bibliothek in Konstantinopel»,
122
δημοσιεύτηκαν ιστορικές654 και τοπογραφικές655 μελέτες γύρω από το αρχαίο
Zentralblatt für Bibliothekswesen 59 (1942), 193-209. Browning R., «The Patriarchal School at
Constantinople in the Twelfth Century», Byzantion 32 (1962), 167-202, κυρίως 167-180 [ανατύπ.
Browning R., Studies on Byzantine History, Literature and Education, Λονδίνο 1977, κεφ. X]. Lemerle,
Βυζαντινός Ουμανισμός. Kyriakis M.J., «The University: Origin and Early Phases in Constantinople»,
Byzantion 41 (1971), 161-182. Speck, Kaiserliche Universität. Lemerle P., «’’Le gouvernement des
Philosophes’’: notes et remarques sur l’enseignement, les écoles, la culture», στο Lemerle P., Cinq Études
sur le XIe siècle Byzantin, Παρίσι 1977, 195-248. Constantinides C.N., Higher Education in Byzantium in the
Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204-ca. 1310), Λευκωσία 1982.
654 Bréhier L., λήμμα «Byzance», DHGE 10 (1938), 1501-1511. Newskaja W.P., Byzanz in der Klassischen
657 Firatli N.- Robert L., Les Stèles funéraires de Byzance Gréco-Romaine. Bibliothèque Archéologique et
Historique de l’Institut Français d’Archéologie d’ Istanbul XV, Παρίσι 1964. Firatli N., «Annexe au Livre
sur ‘‘Les Stèles funéraires de Byzance Gréco-Romaine’’», IAMY XXV, 13-14 (1967), 188-209.
658 Rollas, «Les figurines», 164-170.
659 Schneider A. M., «Strassen und Quartiere Konstantinopels», MDAI 3 (1950), 68-79.
660 Mamboury E., «Contribution à la topographie générale de Constantinople», Actes du VIe CIEB
(Παρίσι 27.07.-02.08.1948), Παρίσι 1951, ΙΙ, 243-253. Για τη σχεδιαστική αποτύπωση των
αναλημματικών τοίχων της Πόλης βλ. Janin, Constantinople byzantine: «No VI. Constantinople. Les
Terrasses d’ après E. Mamboury».
661 Schneider A.M., «Brände in Konstantinopel», BZ 41 (1941), 382-403. Downey G., «Earthquakes at
Constantinople and Vicinity, A.D. 342-1454», Speculum 30 (1955), 596-600. Catafygiotu Topping E., «On
Earthquakes and Fires: Romanos’ Encomium to Justinian», ΒΖ 71 (1978), 22-35. Croke B., «Two Early
Byzantine Earthquakes and their Liturgical Commemoration», Byzantion 51 (1981), 122-147.
662 Majeska G.P., «The sanctification of the First Region: Urban Reorientation in Palaeologan
Constantinople», στο Πρακτικά του ΙΕ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινών Σπουδών (Ἀθῆναι,
Σεπτέμβριος 1976), ΙΙ.Α, Ἀθῆναι 1981, 359-365.
663 Krautheimer, Three Christian Capitals.
664 Krautheimer, «Die Decanneacubita». Müller-Wiener W., «Das ‘‘Sigma’’-eine spätantike Bauform»,
(1965), 11-45. Beck H.-G., «Grosstadt-Probleme: Konstantinopel vom 4.-6. jahrhundert», στο Beck,
Studien, 1-26. Beck H.G., «Constantinople: The Rise of a New Capital in the East», στο Weitzmann K.
(επιμ.), The Age of Spirituality, A Symposium, Νέα Υόρκη 1980, 29-37. Magdalino P., «The Byzantine
Aristocratic Oikos», στο Angold M. (επιμ.), The Byzantine Aristocracy, IX-XIII Centuries, BAR Διεθν.
Σειρ. αρ. 221, Οξφόρδη 1984, 92-111 [ανατύπ. Magdalino P., Tradition and Transformation in Medieval
Byzantium, Χάμπσαϊρ - Βερμόντ 1991, κεφ. II].
123
του G. Dagron666 Naissance d’une capitale που εξετάζει τη θεσμική συγκρότηση της
Κωνσταντινούπολης από την ίδρυσή της μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ ο
ίδιος διερεύνησε και την οργάνωση της θρησκευτικής ζωής μέσα στον αστικό
καθημερινή ζωή669 και τα μνημεία της.670 Ιδιαίτερα ξεχωρίζει αυτή την περίοδο η
το έτος 1964, στην οποία διακρίνει τρία εξελικτικά στάδια στην ανάπτυξη του
δημοσιεύτηκε το έτος 1936 από τον Α.Μ. Schneider672 και περιλάμβανε, εκτός από
όπου αποτυπώθηκαν όλα τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως στην
περιοχή του μνημειακού κέντρου κατά τα έτη 1918-1932 (εικ. 26). Το έτος 1965 ο
3, Βιέννη-Λειψία 1943. Liddell R., Byzantium and Istanbul, Λονδίνο 1956. Schneider A. M., Konstantinopel.
Gesicht und Gestalt einer geschichtlichen Weltmetropole, Μάιντς-Βερολίνο 1956. Becatti G.,
«Constantinopoli», EAA 2 (1959), 880-914. Sherrard P., Konstantinopel: Bild einer heiligen Stadt, Όλτεν-
Λωζάνη-Φράιμπουργκ 1963. Hearsey J.E.N., City of Constantine 324-1453, Λονδίνο 1963. Talbot-Rice D.
& Swaan W., Constantinople. Byzantium-Istanbul, Λονδίνο 1965. Bachteler K. (επιμ.), Istanbul. Beiträge zur
Geschichte und Entwicklung der Stadt am Goldenen Horn, Festschrift zum 60. Geburtstag von Dr. Kurt
Albrecht, Ludwigsburg 1967. Maclagan M., The City of Constantinople, Ancient People and Places 60,
Λονδίνο 1968. Pereira M., Istanbul. Aspects of a city, Λονδίνο 1968. Jacobs D., Constantinople. City on the
Golden Horn, Νέα Υόρκη 1969. Restle M., «Konstantinopel», στο Wessel K.-Restle M. (επιμ.), RbK IV
(1982), 366-737.
669 Downey G., Constantinople in the Age of Justinian, Norman 1960. Miller D. A., Imperial Constantinople,
W., Byzanz, Konstantinopel, Istanbul. Handbuch der Kunstdenkmäler, Μόναχο 1971. Sumner-Boyd H. &
Freely J., Strolling through Istanbul. A Guide to the City, Κωνσταντινούπολη 1972. Πασαδαίου Α., Ἡ
Πόλη τοῦ Βοσπόρου. Σύντομος συστηματικὸς οδηγὸς, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθῆναις Ἀρχαιολογικῆς
Ἐταιρείας αρ. 96, Ἀθῆναι 1981.
671 Janin, Constantinople byzantine, 9-42.
673 Schneider, Byzanz, πιν. 10, «Gesamtplan der Kaiserpaläste zwischen Hagia-Sophia, Hippodrom und
124
W. Kleiss674 επικαιροποίησε την εργασία του Schneider δημοσιεύοντας έναν
δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, με σημειωμένες τις κατόψεις υπό κλίμακα όλων των
μνημειακού κέντρου. Αναφέρουμε ιδιαίτερα τις προτάσεις των C. Vogt680 (εικ. 54),
(εικ. 57), το οποίο δεν έχει αναιρεθεί από τα μέχρι σήμερα ευρήματα.
το έτος 1985 υπήρξε ένα γεγονός σταθμός στην εξέλιξη της τοπογραφικής
674 Kleiss, Plan von Istanbul, «Istanbul. Topographisch-Archäologischer Plan. Lage der Byzantinischen
und Türkischen Denkmäler und Fundplätze im Modernen Strassenplan (Stand 1964)».
675 Müller-Wiener, Bildlexikon.
676 Στο ίδιο, «Lagerplan der historischen Monumente in der Altstadt Istanbul, in Galata und in Pera.
Maßstab 1:10.000».
677 Schneider, Byzanz, «Topographisch-Archäologischer plan, Stand der Forschung, 1935».
καὶ καταρτισθεὶς ὑπὸ ΜΙCN (κλ. 1:10.000), Χάρτης Ι, Φεβρουάριος 1936. Νομίδης Μ.Ι., Χάρτης
τοπογραφικός καὶ ἀρχαιολογικὸς τῆς μεσαιωνικῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκπονηθείς καὶ
καταρτισθεὶς ὑπὸ ΜΙCΝ. Σειρὰ Βυζαντινῶν μελετῶν. Σταμπούλ 1937.
679 Janin, Constantinople Byzantine (1964), πιν. Ι: «Byzance, Constantinople. Carte Archéologique et
Topographique».
680 Vogt, Livre de Cérémonies, I: «Le Grand Palais de Constantinople», C. Vogt, 1934.
681 Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος (1976), πιν. 2: «Ἀναπαράσταση τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἴκου μετὰ
τὸν Ἰουστινιανό».
682 Naumann, «Antiochus-Palast 1964», 147, εικ. 5.
684 Mango, Brazen House, 23, εικ. 1: «Conjectural reconstruction of the Chalkê and surrounding
buildings».
125
έρευνας της Κωνσταντινούπολης που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην τελευταία
Παλατίου, στη θέση του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου και στον κήπο των
ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα η δημοσίευσή τους και τα νέα ευρήματα δεν έχουν
έρευνες πεδίου στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και στο συγκρότημα της
πλήρη εξέλιξη στην περιοχή του μνημειακού κέντρου, καθώς δεν έχει ακόμη
οποία ήδη σημειώσαμε, συνεχίστηκε και κατά την πρώτη δεκαετία της τρίτης και
τελευταίας περιόδου, κατά την οποία έλαβαν χώρα μόνο δύο μικρής κλίμακας
126
ψηφιδωτών στο Περιστύλιο του Μεγάλου Παλατίου685 πραγματοποιήθηκαν τρεις
διερευνητικές τομές μετά την αφαίρεση τμημάτων του ψηφιδωτού δαπέδου στη
ακόμη κλίμακας ανασκαφικές εργασίες 686 που έλαβαν χώρα στον βόρειο
προαύλειο χώρο της Αγίας Σοφίας, στην περιοχή όπου είχε βρεθεί παλαιότερα
υπόγειος θάλαμος687 με ταφική χρήση, έφεραν στο φως δύο επάλληλα δάπεδα με
Κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού και την πρώτη του 21ου αιώνα η
έρευνες στην περιοχή του μνημειακού κέντρου και ιδιαίτερα του Μεγάλου
του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου (πρώην Πανεπιστήμιο) και του κήπου των
(Four Seasons Hotel). Κατά την έρευνα ήλθε στο φως ένα συγκρότημα
περίοδο και φαίνεται ότι λειτούργησε ως σκεπαστή αγορά. Κατά την ανέγερση
685 Jobst W., «Zur Archäologie des Kaiserpalastes von Konstantinopel», στο Jobst-Vetters,
Mosaikenforschung, 9-42, κυρίως 33-41. Jobst W., «Archäologie und Denkmalpflege im Bereich des
“Grossen Palastes” von Konstantinopel», στο Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue Forschungen, 33-40.
686 Koyunlu, A., «Die Bodenbelage und der Errichtungsort der I.II.III. Hagia Sophia im Lichte einer
688 Pasinli A., «’Büyük Saray’ bölgesinde Sultanhamet eski cezaevi bahçesindeki 1997-98 kazi
çalişmalari», IAMY 17 (2001), 56-101. Ακόμη βλ. Pasinli A., «’Büyük Saray’ Bölgesinde Sultanahmet Eski
Cezaevi Bahçesindeki 1997-1998 kazı Çalışmalarına Ait Rapor», 10. Müze Kurtarma Kazilari Semineri
(Kuşadasi, 24-28.04.1999), Άγκυρα 2000, 95-114. Pasinli A., «La Zona Settentrionale del Gran Palazzo:
Interventi di scavo il Giardino della Vecchia Prigione di Sultanahmet/Büyük Saray Bölgesinde
(Sultanahmet Eski Cezaevi Bahçesinde) yapilan kazilar», στο Bolognesi Recchi-Franceschini E., Il Gran
Palazzo degli Imperatori di Bisanzio/Bizans İmparatorlarının Büyük Sarayı, Associazione Palatina,
Κωνσταντινούπολη 2000, 37-45. Στην ίδια περιοχή είχε προηγηθεί περιορισμένη ανασκαφική
έρευνα το έτος 1937 μετά την καταστροφή από πυρκαγιά του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 581.
127
από τους οποίους φέρουν τοιχογραφίες με γεωμετρικό διάκοσμο και ανήκουν
αυτή συνεχίστηκαν και επεκτάθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα,
εργασίες στην εσωτερική αυλή του νότιου τμήματος του Παλαιού Δικαστικού
Μεγάρου έφεραν στο φως τα λείψανα μνημειακής πύλης, πλάτους 6,2 μ., για την
οποία έχει προταθεί ότι ταυτίζεται με τη Χαλκή Πύλη 690 (εικ. 58). Εκατέρωθεν της
τοιχογραφίες και ψηφιδωτό διάκοσμο. Στην περιοχή της βόρειας πτέρυγας του
μήκους 48 μ., στο μέσο της οποίας διέρχεται κτιστός υπόγειος καμαροσκέπαστος
υποκαύστων. Ακόμη ήλθε στο φως ένα συγκρότημα 15 ορθογώνιων χώρων που
689 Για νεότερες ανασκαφικές εκθέσεις, βλ. Passinli A., «’’Pittakia’’ ve ‘’Magnum Palatium-Büyük
Saray’’ bölgesinde 1999 yili kazi çalişmalari (Eski Sultanahmet Cezaevi Bahçesi)», 11. Müze Çalişmalari ve
Kurtarma Kazilari Sempozyumu (Denizli, 24-26.04.2000), Άγκυρα 2001, 41-64. Passinli A., «’’Pittakia’’ ve
‘’Magnum Palatium-Büyük Saray’’ bölgesinde 2000 yili kazi çalişmalari (Sultanahmet Eski Cezaevi
Bahçesi)», 12. Müze Çalişmalari ve Kurtarma Kazilari Sempozyumu (Kuşadasi, 25-27.04.2001), Άγκυρα 2002,
1-22. Passinli A., «’’Pittakia’’ ve ‘’Magnum Palatium-Büyük Saray’’ bölgesinde 2001 yili kazi çalişmalari
(Sultanahmet Eski Cezaevi Bahçesi)», 13. Müze Çalişmalari ve Kurtarma Kazilari Sempozyumu (Denizli, 22-
26.04.2002), Άγκυρα 2003, 1-16. Pasinli A., «Die Ausgrabungen im Nordareal des Grossen Palastes. Der
Garten des alten Gefängnisses von Sultanahmet» στο König-Bolognesi-Riemer, Palatia, 78-82. Ακόμη,
βλ. Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace». Denker, «Byzantine Great Palace».
690 Girgin, «Porte Monumentale». Ακόμη βλ. Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 135-136.
στον 4ο αιώνα, βλ. Denker, «Byzantine Great Palace», 16-17 και Denker A. «The Great Palace (Palatium
Magnum)», στο Denker, Byzantine Palaces, 14-69, κυρίως 24-25. Η θέση χρησιμοποιήθηκε ως
νεκροταφείο μετά την εγκατάλειψη του Μεγάλου Παλατίου. Μαζί με τις ταφές βρέθηκαν δύο
κούπες, ένα γυάλινο μυροδοχείο του 11-12ου αιώνα και ένα χάλκινο νόμισμα, βλ. Denker-Yağci-
Başak Akay, «Great Palace», 134-135, 151.
692 Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 137-139. Denker, «Byzantine Great Palace», 17-18.
128
έχει υποστεί καταστροφές κατά την ανέγερση του οικοδομήματος των Φυλακών.
Ayasofya Cad. στο πλαίσιο της ανέγερσης του ξενοδοχείου Eresin Crown Hotel
και 10 ταφικές στήλες της ελληνιστικής περιόδου. Τα έτη 1998-1999 στη συμβολή
των οδών Mimar Mehmetağa cad. και Amiral Tafdil sk. στο πλαίσιο εργασιών
έφερε στο φως ένα ψηφιδωτό δάπεδο, αρχιτεκτονικά λείψανα μάλλον από ναϊκό
μονογράμματα.697 Δυτικά της Αγίας Σοφίας μεταξύ των οδών Alemdar Cad. και
693 Özgümüş F., «Bukoleon Sarayı 2009 sezonu temizlik Çalışmaları/Cleaning Works of Bukoleon Palace
During 2009 Session», Vakif Restorasyon Yıllığı 4 (2012), 64-71.
694 Yilmaz O. - Eser M., «Ground-Penetrating Radar Surveys at the Fatih Mosque and the Church of St.
Sophia, Istanbul», SEG Technical Program Expanded Abstracts 2005, 1125-1128. Evren E. et als, «Sultan
Ahmet Camii’nde Arkeojeofizik Çalişmalar/Archeogeophysical Studies in the Sultan Ahmet (Blue)
Mosque», Vakif Restorasyon Yıllığı 4 (2012), 100-112.
695 Gökçay M.M. - Asal R., «Excavations in Küçük Ayasofya Street, Eminönü, Istanbul», Anatolia Antiqua
16 (2008), 207-230. Gökçay M.M. - Asal R., Kent arkeolojisi kapsaminda Eresin Crown Hotel İstanbul kazisi./A
foundation excavation at Küçükayasofya Street, Drew-Bar Th. (αγγλ. μτφρ.), Κωνσταντινούπολη 2009.
696 Düzgüner F., «Analpous Ve Prookhthoi’de Yeni Buluntular, Hagia Maria Hodegetria ve Nea Ekklesia
(Mesakepion) Kiliseleri», στο Başgelen-Johnson, Istanbul, 32-50. Düzgüner F.-Başak A., «Prookhthoi’de
Yeni Buluntular’ Yapi», Mimarlik Kültür Sanat 294 (2003), 92-96. Tülek, «Floor Mosaic».
697 Tunay, «Archaeological Findings», 226.
129
Kaferiye Sk. εντοπίστηκαν οικοδομικά λείψανα, τα οποία πιθανώς σχετίζονταν
Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έλαβε χώρα η πολύ σημαντική
έρευνας, βλ. Bono P.-Crow J.-Bayliss R., «The Water Supply of Constantinople: Archaeology and
Hydrogeology of an Early Medieval City», Environmental Geology 40 (2001) 1325-1333. Crow J. - Bayliss
R., «Reflections on the water supply of Byzantine Istanbul», στο Atasoy S. (επιμ.), International Byzantine
and Ottoman Symposium for the 550th Anniversary of Istanbul University (Κωνσταντινούπολη 30-
31.05.2003), Κωνσταντινούπολη 2004, 225-244. Crow J.-Bayliss R., «Water for the Queen of Cities: a
130
της Κωνσταντινούπολης, κατά την οποία διερευνήθηκε το δίκτυο των αγωγών
και των γεφυρών στη θρακική ενδοχώρα και αποκαταστάθηκε η διαδρομή των
δύο Υδραγωγείων, του Αδριανού και του Ουάλη, εντός του πολεοδομικού ιστού
(εικ. 21, 63). Όπως είδαμε νωρίτερα, η πορεία του Αδριάνειου αγωγού και η σχέση
του με τη Βασίλειο Κινστέρνα έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της
2004-2010 οι K.R. Dark και J. Kostenec, στο πλαίσιο του Hagia Sophia Project701,
λείψανα της βυζαντινής περιόδου, που σώζονται στο άμεσο περιβάλλον της,
υπόγειου Μετρό (Marmaray) στο Yenicapi, στη θέση του λιμένος του Θεοδοσίου
και τρόπων τεκμηρίωσης ανέδειξε την πρόοδο που έχει επιτύχει τις τελευταίες
review of recent research into the Byzantine and early Ottoman water supply of Constantinople»,
Basilissa 1 (2004), 27-49. Crow, «Infrastructure», 268-281.
701 Dark K.R.-Kostenec J., «The Hagia Sophia Project, Istanbul 2004-2008», BBBS 35 (2009), 56-68. Dark
K.R.-Kostenec J., «The Hagia Sophia Project, Istanbul: report on the 2009 season», BBBS 36 (2010), 40-49.
Dark K.R.-Kostenec J., «The Hagia Sophia Project, Istanbul 2004-2010», BBBS 37 (2011), 48-68. Για μία
σύνοψη των αποτελεσμάτων της έρευνας, βλ. Dark-Kostenec, «Hagia Sophia».
702 Για την πρόοδο των αρχαιολογικών ερευνών, βλ. Istanbul: 8000 years. Kocabaş, Yenikapi Shipwrecks.
Ercan A., Yenikapi, A Late Antique and Byzantine Harbor in Constantinople: A Historical, Archaeological and
Architectural Study of the Newly Discovered Remains. Μεταπτυχιακή διατριβή υποβληθείσα στο
Πανεπιστήμιο Koç, Κωνσταντινούπολη 2010. Kocabaş, Marmara-Metro Salvage excavations. Kocabaş U.,
«The Latest Link in the Long Tradition of Maritime Archaeology in Turkey: The Yenikapı Shipwrecks»,
European Journal of Archaeology 15 (2012), 1-15. Kiziltan-Baran Çelik, Shipwrecks of Yenikapi. Kocabaş,
«Yenikapı».
131
στην περιφέρεια του αστικού οργανισμού μακριά από το μνημειακό κέντρο της
Πόλης.
Τοπογραφική έρευνα
έρευνα κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα υπήρξε η μελέτη της
είχαν ήδη εργαστεί οι Émereau703 και Janin704 κατά τις δύο προηγούμενες
το κέντρο βάρους της πρωτοπορίας της έρευνας από τη μελέτη του υλικού
οργανισμού των μνημείων και της θέσης τους στον χώρο, στη διάκριση των
διαγράψει την ιστορία του αστικού χώρου από την ίδρυση του αρχαίου Βυζαντίου
μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τα επόμενα χρόνια
703 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 551. Ο Janin σχολίασε την εργασία του Émereau ως εξής: «C’est en effet une
étude capital pour qui veut se render compte du développement qu’a pris Constantinople au cours des
âges.», βλ. Janin R., «La topographie de Constantinople Byzantine. III. Études (1918-1938)», ÉO 38
(1939), 380-416, κυρίως 381.
704 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 671.
705 Ακόμη βλ. Mango C., «The Development of Constantinople as an Urban Centre», The 17th
International Byzantine Congress, Main Papers, Νιού Ροσέλ, Nέα Υόρκη 1986, 117-136.
706 Magdalino P., Constantinople médiévale: Études sur l'évolution des structures urbaines, TM Monographies
9, Παρίσι 1996. Magdalino, «Medieval Constantinople», στο Magdalino, Studies, κεφ. I. Ακόμη βλ.
Magdalino P., «Medieval Constantinople: Built Environment and Urban Development», στο Laiou Α.Ε.
(επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century, DOP series 39,
II, Ουάσινγκτον Π.Κ. 2002, 529-537. Magdalino P., «Constantine V and the Middle Age of
Constantinople», στο Magdalino, Studies, κεφ. IV.
707 Kuban, Istanbul.
132
διερευνήθηκαν πτυχές της εξέλιξης του αστικού οργανισμού κατά τη
Ottoman Istanbul», στο Akin N. - Batur A. - Batur W. (επιμ.), 7 centuries of Ottoman architecture: ‘’A
supranational heritage’’, Κωνσταντινούπολη 2000, 205-223 & 459-479. Kafescioğlu Ç., «La Capitale
imperial ottoman: Istanbul entre les XVe et XVIIIe siècles», στο Velmans, Byzance, 251-319. Kafescioğlu,
Constantinopolis/Istanbul. Necipoğlu G., «From Byzantine Constantinople to Ottoman Kostantiniyye:
Creation of a Cosmopolitan Capital and Visual Culture under Sultan Mehmed II», στο Anadol, From
Byzantium to Istanbul, 262-277.
711 Croke, «Reinventing Constantinople».
713 Berger A., «Bemerkungen zum Hippodrom von Konstantinopel», Boreas 20 (1997), 5-15. Pentcheva,
Eastmond A., «The Hippodrome of Constantinople and the Last Chariot Race», στο Kierkuc-Bielinski
J.J. & John G. (επιμ.), Stadia. Sport and Vision in Architecture, Λονδίνο 2012, 48-57. Yardimli S. -
Yakupoğlu E., «Architettura eremitica: the History of Hippodrome in Istanbul (Turchia)», στο Bertocci
S. - Parrinello S. (επιμ.), Architettura eremitica: sistemi progettuali e paesaggi culturali, atti del quarto
convegno internazionale di studi (La Verna, 20-22.09.2013), Firenze 2013, 514-517.
715 Métivier S., «Note sur l’hippodrome de Constantinople vu par les Arabes», TM 13 (2000), 175-180.
716 Basset, «Antiquities». Basset, Urban Image, 58-67, 85-89, 212-232. Bardill, «Monuments». Berger A.,
«The Hippodrome of Constantinople in Folklore and Legend», στο Pitarakis, Hippodrom/ Atmeydani,
194-205. Cutler A., «Herakles and the Hippodrome of Constantinople», στο ίδιο, 206-211.
133
ευρίπου του, όπως τη Στήλη των Όφεων717, τον Αιγυπτιακό Οβελίσκο718, το
του721 καθώς και η κατάσταση διατήρησης και η χρήση του χώρου κατά την
717 Madden, «Serpent Column». Stichel, «“Schlangensäule”». Dell’ Acqua F., «Constantinople 1453: the
Patriarch Gennadios, Mehmet the II and the serpent column in the Hippodrome», στο De Giorgi M. -
Hoffmann A. - Suthor N. (επιμ.), Synergies in Visual Culture-BildKulturen im Dialog: Festschrift für Gerhard
Wolf, Μόναχο 2013, 325-338.
718 Rebenich S., «Zum Theodosiusobelisken in Konstantinopel», IstMitt 41 (1991), 447-476. Safran L.,
«Points of View: The Theodosian Obelisk Base in Context», GRBS 34 (1993), 409-435. Effenberger A.,
«Überlegungen zur Aufstellung des Theodosios-Obelisken im Hippodrom von Konstantinopel» στο
Brenk B. (επιμ.), Innovation in der Spätantike, Studien und Perspektiven 1, Βισμπάντεν 1996, 207-283.
Teitler H.C., «De obelisk van de Hippodroom in Constantinopel en zijn Voetstuk», Hermeneus 68 (1996),
81-85. Speck P., «Beobachtungen zur Unterbasis des Theodosios-Obelisken im Hippodrom von
Konstantinopel», Boreas 20 (1997), 17-22. Geyssen J., «Presentations of Victory on the Theodosian
Obelisk Base», Byzantion 68 (1998), 47-55. Kiilerich B., The Obelisk Base in Constantinople. Court Art and
Imperial Ideology, ActaAArtHist 10, Ρώμη 1998. Effenberger A., «Nochmals zur Aufstellung des
Theodosius-Obelisken im Hippodrom von Konstantinopel», Gymnasium 114 (2007), 587-598.
719 Vespignani G., «Il gruppo bronzeo rappresentante la lotta tra l’aquila e il serpente sulla spina dell’
Ippodromo di Constantinopoli Nuova Roma», στο Pasi S.-Mandolesi A. (επιμ.), Studi in Memoria di
Patrizia Angiolini Martinelli, Studi e Scavi nuova serie 10, Μπολόνια 2005, 305-310.
720 Ducellier A., «Hippodrome et idéologie impériale à Byzance», στο Landes C. et als (επιμ.), Le cirque et
les courses de chars. Rome-Byzance, Κατάλογος Έκθεσης (Μουσείο Henri Prades), Lattes 1990, 173-185.
Giatsis S.G., «Ο Μεγάλος Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης ως χώρος της Βυζαντινής
Διπλωματίας», Nikephoros 3 (1990), 209-223. Heucke, Circus und Hippodrom. Vespignani, Il circo di
Constantinopoli. Dagron, L’hippodrome de Constantinople.
721 Dagron G., «L’Organisation et le déroulement des courses d’ après le Livre des Cérémonies», ΤΜ 13
(2000), 1-200. Giatsis S.G., «The organization of chariot-racing in the great hippodrome of Byzantine
Constantinople», International Journal of the History of Sport 17 (2000), 36-68. Roueché C., «The Factions
and Entertainment», στο Pitarakis, Hippodrom/Atmeydanı, 50-64. McCabe A., «The Horses of the
Hippodrome», στο ίδιο, 69-81.
722 Koutsogiannis Th., «The Hippodrome of Constantinople in the Renaissance», στο Motos Guirao-
Morfakidis Filactós, Constantinopla ΙΙΙ, 43-66. Grélois J.-P., «Western Travelers’ Perspectives on the
Hippodrome/Atmeydani: Realities and Legends (Fifteenth-Seventeenth Centuries)», στο Pitarakis,
Hippodrom/Atmeydanı, 213-239. Işin, Hippodrom/Atmeydanı. Pyatnitsky, «Admirations».
723 Van Nice R.L., Saint Sophia in Istanbul. An Architectural Survey, II, Ουάσιγκτον Π.Κ. 1986. Mainstone,
Hagia Sophia. Mark-Çakmak, Hagia Sophia. Hoffman, Hagia Sophia. Taylor R., «A Literary and Structural
Analysis of the First Dome on Justinian’s Hagia Sophia, Constantinople» JSAH 55 (1996), 66-78.
Hoffman, Hagia Sophia. Svenshon Η.-Stichel R.H.W., «Das unsichtbare Oktagramm und die Kuppel an
der ‘’goldenen Kette’’. Zum Grundrissentwurf der Hagia Sophia in Konstantinopel und zur Deutung
ihrer Architekturform», Bericht über die 42. Tagung für Ausgrabungswissenschaft und Bauforschung
(Koldwey-Gesellschaft) 2002, Στουτγκάρδη 2004, 187-205. Hoffmann V. (επιμ.), Der geometrische
Entwurf der Hagia Sophia in Istanbul: Bilder einer Ausstellung, Βέρνη 2005. Dark-Kostenec, «Hagia Sophia»,
217-237.
724 Mainstone, Hagia Sophia, 129-143. Dark-Kostenec, «Hagia Sophia», 213-217, εικ. 1. Westall,
«Constantius II».
134
άμεσου μνημειακού της περιβάλλοντος 725, η σχέση της με το σύστημα
725 Dark K.R.-Kostenec J., «The Byzantine Patriarchate in Constantinople and the Baptistery of the
Church of Hagia Sophia», Architectura 36 (2006), 113-130. Peschlow U., «Observations in the So-Called
Skevophylakion of Ayasofya in Istanbul», AST 26 (2008), 391-396. Dark K.R.-Kostenec J., «The
Patriarchal Palace at Constantinople in the Seventh Century: Locating the Thomaites and the Makron»»,
JÖB 64 (2014), 33-40.
726 Özkan-Aygün Ç., «The Wells, Subterranean Passage, Tunnels and Water Systems of Hagia Sophia in
architettonica costantinopolitana del V secolo», στο Barsanti, Bisanzio e l’Occidente, 61-78. Guiglia
Guidobaldi A.-Barsanti C. (επιμ.), Santa Sofia di Constantinopoli. L’ arredo marmoreo della Grande Chiesa
giustinianea, Studi di Antichità Cristiana 60, Βατικανό 2004. Guiglia Guidobaldi A., Barsanti C., della
Valle M., Flaminio R., Paribeni A., Yalçin A.B., «Aya Sofya Müzesi Bizans plastic eserler koleksiyonu»,
AST 23.1 (2006), 319-330. Russo E., «La decorazione scultorea della S. Sofia teodosiana di
Costantinopoli», Bizantinistica 9 (2007), 1-14. Russo E., «The Sculptural Decoration of the Theodosian
Church of St. Sophia», AST 26.1 (2009), 155-166.
728 Whitby M., «The Occasion of Paul the Silentiary’s Ekphrasis of S. Sophia», CQ 35 (1985), 215-228.
Macrides R.-Magdalino P., «The architecture of ekphrasis: construction and context of Paul the
Silentiary’s ekphrasis of Hagia Sophia», BMGS 12 (1988), 47-82. Mango C. «Byzantine writers on the
fabric of Hagia Sophia», στο Mark-Çakmak, Hagia Sophia, 41-56. Ousterhout R., «The Diegesis
concerning the building of Hagia Sophia», στο Başgelen-Johnson, Istanbul, 51-56. Fobelli M.L., Un tempio
per Giustiniano. Santa Sofia di Costantinopoli e la Descrizione di Paulo Silenziario, Ρώμη 2005. Durak K. Ş.,
«Ortaçağ’da Bizans’ın Komşularının Gözüyle Ayasofya Kilisesi», AMY 13 (2010), 231-248. Brubaker L.,
«Talking about the Great Church: ekphrasis and the Narration on Hagia Sophia», στο Vavřínek-Odorico-
Drbal, Ekphrasis, 80-87. Kostenec J.-Dark K., «Paul the Silentiary’s description of Hagia Sophia in the
light of new archaeological evidence», στο Vavřínek-Odorico-Drbal, Ekphrasis, 88-105.
729 Wallraff M., «Santa Sofia - Sofia dell’ imperatore. Note su Costantino e la sua nuova capitale sul
Θεσσαλονίκη. Ιστορία, Λατρεία και Τέχνη του Ιερού Ναού της του Θεού Σοφίας, Πρακτικά Ι΄
Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου (Ιερά Μονή Βλατάδων, 10-12.10.1996), Θεσσαλονίκη 2007, 57-
75.
731 Necipoğlu, «Hagia Sophia». Nelson, Hagia Sophia.
732 Cimok F., Saint Sophia, Κωνσταντινούπολη 1996. Mango C.-Ertuğ A., Hagia Sophia: A Vision for
disputae. The Skevophylakion of Hagia Sophia and the Entrances of the Liturgy-Revisited. Part I»,
Oriens Christianus 81 (1997), 1-35 & Του ιδίου, «Quaestiones disputae. The Skevophylakion of Hagia
Sophia and the Entrances of the Liturgy-Revisited. Part IΙ», Oriens Christianus 82 (1998), 53-87 [ανατύπ.
Taft R.F., Divine Liturgies-Human Problems in Byzantium, Armenia, Syria and Palestine, Aldershot 2001,
κεφ. VII & VIII]. Schneider W.C., «Der Kaiser im Geleit Gottes: der Grosse Einzug in der Hagia Sophia
135
αισθήσεων με έμφαση στη χρήση του φωτός734, καθώς και με ζητήματα
συμβολισμών.735
Κατά την περίοδο αυτή το επίκεντρο της τοπογραφικής έρευνας, όπως και
το Μεγάλο Παλάτιο. Η έρευνα γύρω από την τοπογραφία και την αρχιτεκτονική
Justinians und die Stellung des christlichen Kaisers in der Spätantike», Castrum Peregrini 247-249 (2001),
5-39. Schneider W.C.-Stichel R., «Der ‘Cherubische Einzug‘ in der Hagia Sophia Justinians: Aufführung
und Ereignis», στο Fischer -Lichte Ε. et als (επιμ.), Performativität und Ereignis, Τυβίγγη 2003, 377-394.
Schneider W.C., «Altarraum und Kuppel in der Hagia Sophia Justinians als ‘Szenen: Die Theatralität als
analytischer Horizont in den Altertumswissenschaften», στο Fischer-Lichte Ε. et als (επιμ.), Theatralität
als Modell in den Kulturwissenschaften, Theatralität 6, Τυβίγγη-Βασιλεία 2004, 183-211. Schneider W.C.,
«Der ‘’cherubinische Einzug’’ im ‘’Tempel des Lichts’’: Die Inszenierung der geistlichen Identität des
christlichen Kaisers in der Spätantike», ZAC 10 (2006), 336-357. Schneider W.C., «Abtun der Sorge und
Tanz. Der ‘Große Einzug’ und die Kuppel der Hagia Sophia Justinians», στο Altripp Μ.-Nauerth C.
(επιμ.), Architektur und Liturgie. Akten des Kolloqiums (Greifswald 25-27.07.2003), Βισμπάντεν 2006,
143-161. Stichel R., «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν: Kaiser Justinian am Altar der Hagia Sophia», στο ίδιο, 163-174.
Dimitriadou, Lunette Mosaic, 108-170.Stichel R.H.W., «Die Hagia Sophia Justinians, ihre liturgische
Einrichtung und der zeremonielle Auftritt des frühbyzantinischen Kaisers», στο Daim-Drauschke,
Byzanz, 25-57.
734 Grobe L.O. - Hauck O. - Noback A., «Das Licht in der Hagia Sophia-Eine Computersimulation», στο
Daim-Drauschke, Byzanz, 97-111. Stichel R.H.W.-Hauck O.-Noback A.: «Licht in der Hagia Sophia
Justinians: eine computergestützte Simulation», στο Schneider P.I. & Wulf-Rheidt U. (επιμ.), Licht-
Konzepte in der vormodernen Architektur, Internationales Kolloquium 2009 Berlin, Diskussionen zur
Archäologischen Bauforschung 10, Regensburg 2011, 271-249. Dimitriadou E., «From the Great Palace to
the Great Church: Art and Light in the Context of Court Ritual in Tenth-Century Constantinople», στο
Lidov, Hierotopy, 147-158. Godovanets A., «The Space of Hagia Sophia and the Late Antique Science of
Light», στο ίδιο, 136-146. Pentcheva B.V., «Hagia Sophia and Multisensory Aesthetics» Gesta 50 (2011)
93–111.
735 Wortley J., «Relics and the Great Church», BZ 99 (2006), 631-647. Schneider W.C., «Sorgefrei und
Tanz der Weisheit: Philosophie und Theologie im Kuppelrund der Hagia Sophia Justinians», Castrum
Peregrini 271-272 (2006), 52-90. Svenshon Η., «Das Bauwerk als ‘’aistheton soma’’. Eine Neuinterpretation
der Hagia Sophia im Spiegel antiker Vermessungslehre und angewandter Mathematik», στο Daim-
Drauschke, Byzanz, 59-95. Kaldellis, «The Making of Hagia Sophia».
736 Eyice S., «Istanbul’da Bizans Imparatorlarının Sarayı: Büyük Saray», Sanat Tarihi Araştırmaları Dergisi
1.3 (1988), 3-36. Magdalino P., «Βath of Leo…Revisited». Bolognesi Recchi-Franceschini E., «Where
Emperors Walked: the Great Palace», FMR 40 (1989), 25-48. Mango, «Palace of Marina». Mango C.,
«Ancient Spolia in the Great Palace of Constantinople», στο Moss C.- Kiefer K. (επιμ.), Byzantine East,
Latin West: Art-Historical Studies in honor of Kurt Weitzmann, Πρίνστον 1995, 645-657. Mango,
«Boukoleon». Kostenec, «Palace of Constantine». Bardill, «Great Palace». Bolognesi Recchi-Franceschini,
«Great Palace». Kostenec, «Magnaura». Bolognesi Recchi-Franceschini E., «Der byzantinische
Kaiserpalast im. 8 Jahrhundert» στο Stiegemann C. – Wemhoff M. (επιμ.), 799. Kunst und Kultur der
Karolingerzeit. Karl der Große und Papst Leo III. in Paderborn, Κατάλογος Έκθεσης (Paderborn 1999),
Ergänzungsband, Μάιντς 1999, 123-129. Bolognesi, «Gran Palazzo». Της ιδίας, Il Gran Palazzo degli
Imperatori di Bisanzio/Bizans İmparatorlarının Büyük Sarayı, Associazione Palatina, Κωνσταντινούπολη
2000. Της ιδίας, «Das Palastareal in byzantinischer und osmanischer Zeit», στο König-Bolognesi-
Riemer, Palatia, 60-69. Της ιδίας, «Das Südareal des Grossen Palastes. Der Boukoleon-Hafen und der
Kapi Ağasi Mahmut Ağa Komplex», στο ίδιο, 83-89. Asutay-Effenberger, «’’Muchrutas’’». Kostenec J.,
«The Heart of the Empire: The Great Palace of the Byzantine Emperors Reconsidered», στο Dark K.
(επιμ.), Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire, Οξφόρδη 2004, 4-36.
Kostenec J., «Observations on the Great Palace of Constantinople. The Sanctuaries of the Archangel
136
διάκοσμο της Χαλκής Πύλης737, τις Εκκλησίες738, συνεχίζεται παράλληλα με την
του Περί Βασιλείου Τάξεως739 και άλλων κειμένων.740 Μία σειρά από εργασίες
Michael, the Daphne Palace, and the Magnaura», RMS 31 (2006), 27-55. Bardill, «Visualizing the Great
Palace», 5-45. Schreiner P., «Zu Gast in den Kaiserpalästen Konstantinopels. Architektur und
Topographie in der Sicht fremdländischer Betrachter», στο Bauer, Visualisierungen, 101-134. Westbrook,
N.B., «An Architecture of Traces and Ascriptions: Interpreting the Vanished Great Palace of Byzantine
Emperors in Constantinople», Fabrications: the Journal of the Society of Architectural Historians, Australia
and New Zealand 16 (2006), 43-61. Dark K. R., «Roman Architecture in the Great Palace of the Byzantine
Emperors at Constantinople During the Sixth to Ninth Centuries», Byzantion 77 (2007), 87-105. Berger,
«Byzantine Court», 3-12. Auzépy M.-F., «The Great Palace and the Iconoclast Emperors», στο Ödekan-
Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 73-78. Westbrook, Early Byzantine Great Palace. Heher D., «Der
Boukoleonhafen und die angrenzenden Palaststrukturen», JÖB 64 (2014), 119-137
737 Auzepy M.-F., «La destruction de l’icone du Christ de la Chalce de Leon III: Propagande ou
realité», Byzantion 60 (1990), 445-492. Brubaker L. «The Chalke Gate, the construction of the past and
the Trier Ivory», BMGS 23 (1999), 258-285. Haldon J. – Ward-Perkins B., «Evidence from Rome for the
Image of Christ on the Chalke Gate in Constantinople», BMGS 23 (1999), 286-296. Zervoù Tognazzi I.,
«Propilei e Chalké, ingresso principale del Palazzo di Constantinopoli», στο Barsanti, Bisanzio e
l’Occidente, 33-59. Westbrook N. «The Chalkê: the Bronze Gate of the Byzantine Great Palace», Gatley J.
(επιμ.), στο Cultural Crossroads, στο Proceedings of the 26th International Conference of the Society of
Architectural Historians, Australia and New Zealand (Ώκλαντ 2009).
738 Magdalino P., «Observations on the Nea Ekklesia of Basil I», JÖB 37 (1987), 51-64. Μέντζου-Μεϊμάρη
Κ., «Ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Α΄ και η Νέα Εκκλησία. Αυτοκρατορική ιδεολογία και εικονογραφία»,
Βυζαντιακά 13 (1993), 49-93. Asutay-Effenberger & Effenberger, «Chalke-Kirche». Magdalino P.,
«L’église du Phare et les reliques de la Passion à Constantinople (VIIe/VIIIe-XIIIe siècles)», στο Durand
J.-Flusin B. (επιμ.), Byzance et les reliques du Christ, Centre de Recherche d’Histoire et Civilisation de
Byzance Mongraphies 17, Παρίσι 2004, 15-30.
739 Kresten O., ‘’Staatsempfänge’’ im kaiserpalast von Konstantinopel um die Mitte des 10. Jahrhunderts:
Beobachtungen zu kapitel II15 des sogenannten ‘’Zeremonienbuches’’, DenkschrWien 670, Βιέννη 2000.
Bolognesi Recchi-Franceschini E.-Featherstone M., «The Boundaries of the Palace: De Ceremoniis II, 13»,
Melanges Gilbert Dagron, TM 14 (2002), 37-46. Featherstone J.M., «The Chrysotriklinos Seen through De
Cerimoniis», στο Hoffmann L.M. (επιμ.), Zwischen Polis, Provinz und Peripherie. Beiträge zur byzantinischen
Geschichte und Kultur, Βισμπάντεν 2005, 845-852. Featherstone J.M., «The Great Palace as Reflected in
the De Cerimoniis», στο Bauer, Visualisierungen, 47-61. Featherstone J.M., «ΔΙ’ ΕΝΔΕΙΞΙΝ: Display in
Court Ceremonial (De Cerimoniis II, 15)», στο Cutler A. – Papaconstantinou A. (επιμ.), The Material and
the Ideal: Essays in Medieval Art and Archaeology in Honour of Jean-Michel Spieser, Λέιντεν-Βοστώνη 2007,
75-112. Featherstone J.M., «De Ceremoniis and the Great Palace», στο Stephenson, Byzantine World, 162-
174. Featherstone M.J., «De Ceremoniis: The Revival of Antiquity in the Great Palace and the
“Macedonian Renaissance”», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 139-144. Featherstone
M.J., «Der Große Palast von Konstantinopel. Tradition oder Erfindung?», BZ 106 (2013), 19-38.
740 Walker Α., «Middle Byzantine Aesthetics and the Incomparability of Islamic Art: The Architectural
Kaiserpalast von Konstantinopel und seine Mosaiken», Antike Welt 18.3 (1987), 2-22. Hellenkemper-
Salies, «Die Datierung». Trilling J., «The soul of the empire: style and meaning in the mosaic pavement
of the Byzantine Imperial Palace in Constantinople», DOP 43 (1989), 27-72. Jobst-Vetters,
Mosaikenforschung. Nordhagen P.J., «The mosaics of the Great Palace of Constantinople: A Note on an
Archaeological Puzzle», στο Rydén - Rosenquist, Aspects of Late Antiquity, 167-171. Jobst W.-Erdal B.-
Gurtner C., Istanbul. Büyük Saray Mosayiği. Araştırmalar, Onarım ve Sergileme 1983-1997/Istanbul. Das
137
Περιστυλίου, ενώ επανεξετάστηκαν οι χρονολογήσεις των οικοδομικών φάσεών
grosse byzantinische Palastmosaik. Seine Erforschung, Konservierung und Präsentation: 1983-1997/Istanbul, the
Great Palace Mosaic. The Story of its exploration, preservation and exhibition, Arkeoloji ve Sanat Yaninlari 6,
Κωνσταντινούπολη 1997. Jobst, «Palastmosaik». Parrish D. C., «The Art-Historical Context of the Great
Palace Mosaic at Constantinople», στο Morlier, Mosaïque, 1103-1117. Jobst W., «Il mosaic del Palazzo
Imperiale di Costantinopoli. Restauro-Iconografia-Cronologia», Bizantinistica 8 (2006), 1-18. Barsanti C.,
«I mosaici del Grande Palazzo Imperiale di Costantinopoli: alcune riflessioni», στο Lentini M.C. (επιμ.),
Mosaici Mediterranei, Καλτανισέτα 2009, 55-73.
742 Turnovsky P., «Fundbericht», στο Jobst-Vetters, Mosaikenforschung, 43-61. Turnovsky P., «Typologie
und Chronologie des Fundstoffes unter dem Palastmosaik», στο Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue
Forschungen, 55-62. Bardill-Hayes, «Excavations». Bardill, Brickstamps, 134-147.
743 Hunger H., «Der Kaiserpalast zu Konstantinopel. Seine Funktionen in der byzantinischen Außen-und
Innenpolitik», JÖB 36 (1986), 1-11. Cameron Α., «The Construction of Court Ritual: The Byzantine Book
of Ceremonies», στο Cannadine D. - Price S. (επιμ.), Rituals of Royalty. Power and Ceremonial in Traditional
Societies, Κέιμπριτζ 1987, 106-136. Magdalino P., «Βath of Leo…Revisited». Bolognesi Recchi-
Franceschini E., «Winter in the Great Palace: the Persistence of Pagan Festivals in Christian Byzantium»,
στο Efthymiadis S. - Rapp C. - Tsougarakis D. (επιμ.), Bosphorus: Essays in Honour of Cyril Mango, ByzF
21 (1995), 117-132. Kalavrezou I., «Helping Hands for the Empire: Imperial Ceremonies and the Cult of
Relics at the Byzantine Court», στο Maguire, Court Culture, 53-79. Flusin B., «Les reliques de la Sainte-
Chapelle et leur passé imperial à Constantinople», στο Durand J. & Laffitte M.-P. (επιμ.), Le trésor de la
Sainte-Chapelle, Κατάλογος Έκθεσης (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι 31.05-27.08.2001) Παρίσι 2001, 20-
31. Bauer F.A., «Potentieller Besitz. Geschenke im Rahmen des byzantinischen Kaiserzeremoniells», στο
Bauer, Visualisierungen, 135-169. Klein H.A., «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace
of Constantinople», στο Bauer, Visualisierungen, 79-99. Bolognesi Recchi Franceschini E., «The Scholae of
the Master of the Offices as the Palace Praetorium», Anatolia Antiqua 16 (2008), 231-257. Magdalino P.,
«Power Building and Power Space in Byzantine Constantinople: The Ethics and Dynamics of
Construction and Conservation», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 55-62. Macrides R.,
«Inside and Outside the Palace: Ceremonies in the Constantinople of the Palaiologoi», στο Ödekan-
Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 165-170.
744 Berger A., «Die akustische Dimension des Kaiserzeremoniells: Gesang, Orgelspiel und Automaten»
στο Bauer, Visualisierungen, 63-77. Carile M.C., «Constantinople and the Heavenly Jerusalem?: through
the Imperial Palace», Bizantinistica 8 (2006), 85-104. Carile, Vision of the Palace. Carile M.C., «Il Sacrum
Palatium risplendente di luce: immagine e realtà del palazzo imperiale di Constantinopoli», στο
Vespignani, Polidoro, 305-327. Carile M.C., «The Imperial Palace Glittering with Light: The Material and
Immaterial in the Sacrum Palatium», στο Lidov, Hierotopy, 105-135. Featherstone M.J., «Luxury in the
Palace: the Buildings of Theophilus», IAY 2 (2013), 33-40. Pitarakis B., «From the Hippodrome to the
Reception Halls of the Great Palace: Acclamations and Dances in the Service of Imperial ideology», στο
Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 129-138.
745 Maguire H., «Imperial gardens and the rhetoric of renewal», στο Magdalino P. (επιμ.), New
Constantines. The Rhythm of Imperial Renewal in Byzantium, 4th-13th Centuries. Papers from the 26th Spring
Symposium of Byzantine Studies (St. Andrews, Μάρτιος 1992), Aldershot 1994, 181-198. Littlewood A.,
«Gardens of the Palaces», στο Maguire, Court Culture, 13-38. Maguire H., «Gardens and Parks in
Constantinople», DOP 54 (2000), 251-264, κυρίως 258-259. Crow J., «Water and the Great Palace in
Constantinople», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 19-24. Littlewood A.R., «Palatial
Garden as Symbols of Imperial Power», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 63-66.
138
με την Πόλη.746 Επιπλέον, συγκριτικές μελέτες επιχειρούν να ανασυνθέσουν την
Παλατίων του Αντιόχου και του Λαύσου751, της Βασιλικής Κινστέρνας752, του
Ξενοδοχείου του Σαμψών753, της Αγίας Ευφημίας754, της Αγίας Ειρήνης755, της
746 Müller-Wiener, «Palast und stadt». Herrin J., «Byzance: le palais et la ville», Byzantion 61 (1991), 213-
230.
747 Westbrook N., «From literary topos to concrete site: Reconstructing the Great Palace through
typology, analogy and empiricism», στο Chapman M.- Ostwald M. (επιμ.), Imagining, Proceedings of the
27th International Conference of the Society of Architectural Historians, Australia and New Zealand
(Νιούκαστλ 2010), 457-462. Carile, Vision of the Palace.
748 Westbrook, «Between East and West». Redford S., «Constantinople, Konya, Conical Kiosks, Cultural
751 Torelli Landini E., «Note sugli scavi a nord-ovest dell’Ippodromo di Istanbul (1939/1964) e loro
753 Miller T.S., «The Sampson Hospital of Constantinople», ByzF 15 (1990), 101-135.
754 Berger A., «Die Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel»,
Ἑλληνικὰ 39 (1988), 311-322. Mango C., «The Relics of St. Euphemia and the Synaxarion of
Constantinople», στο Luca S. - Perria L. (επιμ.), Ὀπώρα. Studi in onore di mgr Paul Canart, Bolletino della
Badia Greca di Grottaferrata 53 (1999), 79-87. Goldfus H., «St. Euphemia’s Church by the Hippodrome of
Constantinople within the Broader Context of Early 7th-Century History and Architecture», Ancient
West and East 5 (2006), 178-198. Zeren, Cult of St. Euphemia.
755 Peschlow U., «Die Baugeschichte der Irenenkirche in Istanbul neu betrachtet», στο Striker C.L.
(επιμ.), Architectural Studies in Memory of Richard Krautheimer, Μάιντς 1996, 133-136. Feissel D., «De
Sainte-Irène au domaine de Rufin: Trois notes de toponymie constantinopolitaine», Mélanges Jean-Pierre
Sodini, ΤΜ 15 (2005), 245-260, κυρίως 245-252.
756 Wortley J., «The Marian Relics at Constantinople», GRBS 45 (2005), 171-187. Krausmüller D., «Making
the Most of Mary: The Cult of the Virgin in the Chalkoprateia from Late Antiquity to the Tenth
Century», στο Brubaker L. - Cunningham M.B. (επιμ.), The Cult of the Mother of God in Byzantium: Texts
and Images, Aldershot 2011, 219-245. Hennessy C., «The Chapel of Saint Jacob at the Church of the
Theotokos Chalkoprateia in Istanbul», στο Matthews R. - Curtis J. (επιμ.), Proceedings of the 7th
International Congress on the Archaeology of the Ancient Near East (Λονδίνο, 12-16.10.2010), II, Βισμπάντεν
2012, 351-366.
757 Grélois, «Saint-Jean au Dihipppion». Westbrook, «Freshfield Folio».
139
αντικείμενο μιάς σειράς μελετών758, κάποιες από τις οποίες επικεντρώθηκαν στις
συλλογές αγαλμάτων των Θερμών του Ζευξίππου759 και του Παλατίου του
Λαύσου760, στη στήλη του Ιουστινιανού761 στο Αυγουσταίο, στο άγαλμα της Ρέας-
Τύχης762 στη Βασιλική, στα Ωρολόγια763 και στο Λίβυρνο.764 Σημαντική πρόοδος
758 Bassett G.S., Paene omnium urbium nuditate: The Reuse of Antiquities in Constantinople. Fourth through
Sixth Centuries, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Bryn Mawer College 1985. Elvira M.A., «Las
estatuas animadas de Constantinopla», Erytheia 8 (1987), 99-115. Kiilerich B., «Sculpture in the Round in
the Early Byzantine Period: Constantinople and the East», στο Rydén - Rosenquist, Aspects of Late
Antiquity, 85-97. Sodini J.-P., «Images sculptées et propagande impériale du IVe au VIe siècle: recherches
récentes sur les colonnes honorifiques et les reliefs politiques à Byzance», στο Guillou A. – Durand J.
(επιμ.), Byzance et les images, Παρίσι 1994, 43-94. James L., «”Pray Not to Fall into Temptation and Be on
Your Guard”: Pagan Statues in Christian Constantinople», Gesta 35 (1996), 12-20. Saradi, «Perceptions».
Whitby M., «Pride and Prejudice in Procopius’ Buildings: Imperial Images in Constantinople», AT 8
(2000), 59-66. Bauer F. A., «Statuen hoher Würdenträger im Stadtbild Konstantinopels», BZ 96 (2003),
493-513. Muhammad T.M., «Can ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΧΡΟΝΙΚΑΙ be considered a Real Guide
to the Sculptures of Constantinople during the Isaurian Period?», BSl 64 (2006), 77-98. Bassett, Urban
Image. Bassett S., «Ancient Statuary in Fourth-Century Constantinople: Subject, Style and Function», στο
Bauer F.A. - Witschel C. (επιμ.), Statuen in der Spätantike, Studien und Perspektiven 23, Βισμπάντεν
2007, 189-197. Bravi A., «Ornamenta, Monumenta, Exempla. Greek Images of Gods in the Public Spaces of
Constantinople» in Mylonopoulos J. (επιμ.), Divine Images and Human Imaginations in Ancient Greece and
Rome, Religions in the Greco-Roman World 170, Λέιντεν-Βοστώνη 2010, 289-301. Basset S., «Sculpture
and the Rhetorical Imagination in Late Antique Constantinople», στο Dally - Ratté, Cities of Asia Minor,
27-42. James, Constantine of Rhodes, 159-180. Bassett S.A., «Late Antique Honorific Sculpture in
Constantinople», στο Birk S. - Kristensen T.M. - Poulsen B. (επιμ.), Using Images in Late Antiquity,
Οξφόρδη 2014, 78-95.
759 Bassett, «Historiae Custos». Saradi, «Perceptions», 40-57. Kaldellis, «Christodoros».
761 Raby J., «Mehmed the Conqueror and the Byzantine Rider of the Augustaion», ICS 12 (1987), 305-313.
G. - Lenski N. - Testa R.L. (επιμ.), Constantino Prima e dopo Constantino. Constantine before and after
Constantine, Μπάρι 2012, 521-532. Lenski, «Constantine and the Tyche».
763 Anderson, «Public Clocks».
765 Berger, «Streets and Public Spaces». Mango, «Triumphal Way». Dark, «Houses, streets and shops».
Westbrook, N.B., «Notes towards the reconstruction of the Forum of Strategion and its related roads in
Early Byzantine Constantinople», Journal of the Australian Early Medieval Association 9 (2013), 3-38.
Westbrook, N.B., «In the sewer: Evidence for the Street Layout of Byzantine Constantinople in the
Mamboury Archive», στο Myth, Nature, Heritage, Proceedings of the 29th Annual Conference of the Society of
Architectural Historians, Australia & New Zealand (Λόντσεστον Τασμανία, 2012), 1217-1235.
766 Berger, «Regionen und Strassen». Mango, «Fourteenth Region». Mango, «Le mystère de la XIVe
région».
767 Vercleyen Fr., «Tremblements de terre à Constantinople: L’impact sur la population», Byzantion 58
(1988), 155-173. Madden, «Fires». Greatrex G., «The Nika Riot: A Reappraisal», JHS 117 (1997), 60-86.
Westbrook N., «The Palace under siege: The Topography of the Nika Riots in Constantinople», Moulis
A. - Van der Plaat D. (επιμ.), Audience, Proceedings of the 28th International Conference of the Society of
140
κατασκευών και υποδομών768, ζητήματα σχετικά με την ίδρυση769 της Πόλης,
Architectural Historians, Australia and New Zealand (Μπρίσμπεϊν 2011), 1-19. Westbrook, N.B., «The
Account of the Nika Riot as Evidence for Sixth-century Constantinopolitan Topography», Journal of the
Australian Early Medieval Association 7 (2011), 33-54. Busà S., «Constantinopoli e I terremoti. ‘’Crolli di
simboli’’, succulti di paganesimo e risposte ‘’ufficiali’’ nella Bisanzio Giustinianea», Antesteria 1 (2012),
421-428.
768 Ousterhout R.G., «Building Medieval Constantinople», Proceedings of the PMR Conference 19-20 (1994-
(1261-1453), Κέντρον Ερεύνης Βυζαντίου 5, Ἀθῆναι 1996. Constantinides C.N., «Teachers and students
of rhetoric in the late Byzantine period», στο Jeffreys E. (επιμ.), Rhetoric in Byzantium, Papers from the
35th Spring Symposium of Byzantine Studies (Οξφόρδη, Μάρτιος 2001), Society for the Promotion of
Byzantine Studies Publications 11, Aldershot-Burlington 2003, 39-53. Markopoulos, «De la structure de
l’école byzantine». Markopoulos, «School in Byzantium». Markopoulos, «‘’higher education’’».
771 Dagron G., «Constantinople: Les sanctuaires et l’organisation de la vie religieuse», στο Actes du XIe
Congrès International d’Archéologie Chrétienne (Λυών, Βιέννη, Γκρενόμπλ, Γενεύη, Αόστα 21-28.09.1986),
Publications de l'École Française de Rome 123, II, Ρώμη 1989, 1069-1085. Baldovin F.J., The Urban
Character of Christian Worship. The Origins, Development, and Meaning of Stational Liturgy, OCA 228, Ρώμη
1987, 167-226. Magdalino P., «Church, Bath and Diakonia in Medieval Constantinople», στο Morris R.
(εκδ.), Church and People in Byzantium, 20th Spring Symposium of Byzantine Studies (Μάντσεστερ
1986), Μπέρμιγχαμ 1990, 165-188.
772 Dagron, Constantinople imaginaire. Cameron-Herrin, Parastaseis. Berger, Patria.
773 Micheau F., «Ibn Baţţūţa à Constantinople la Grande», Médiévales 12 (1987), 55-65. Ciggaar K.N.,
Western Travellers to Constantinople. The West and Byzantium, 962-1204: Cultural and Political Relations,
Λέιντεν - Νέα Υόρκη - Κολωνία 1996. Simeonova L., «In the depts of tenth-century Byzantine
ceremonial: the treatment of Arab prisoners of war at imperial banquets», BMGS 22 (1998), 75-104.
Angold M., «The decline of Byzantium seen through the eyes of western travellers», στο Macrides,
Travel, 213-232. Berger A., «Sightseeing in Constantinople: Arab travellers, c. 900-1300», στο ίδιο, 179-
191. Macrides R., «Constantinople: the crusaders’ gaze», στο ίδιο, 193-212. Papayanni A., «Byzantine
Constantinople in the thirteenth century, through the eyes of byzantines and foreigners», στο Motos
Guirao-Morfakidis Filactós, Constantinopla Ι, 295-309. Balard M., «Constantinople dans la première
moitié du XVe siècle, d’après les récits de voyages et les témoins du siege de 1453», στο ίδιο, 311-322.
Serrano Espinosa M., «Testimonios occidentals y griegos previos a la Caída: C. Buondelmonti y I.
Kananós», στο ίδιο, 323-334. Casas Olea M., «De Nóvgorod a Tsar’grad: el testimonio sobre
Constantinopla del peregrine Esteban de Nóvgorod», στο ίδιο, 341-352. Morales Osorio S.,
141
αποτυπώσεις.774 Ακόμη συνεχίστηκε η δημοσίευση σημαντικών κατηγοριών
Μουσείου775 και της συλλογής του Μουσείου της Αγίας Σοφίας776, τα ψηφιδωτά
«Constantinopla en la literature medieval española. Siglos XII-XV», στο ίδιο, 373-384. Effenberger A.,
«Antonij von Novgorod und die Kirche des Theodoros ἐν τοῖς Σφωρακίου - Ein beitrag zur sakralen
topographie von Konstantinopel», στο Iliev I. (επιμ.) Proceedings of the 22nd International Congress of
Byzantine Studies, (Σόφια 22-27.08.2011), Ι. Plenary Papers, Σόφια 2011, 285-308.
774 Smith Chr., «Cyriacus of Ancona’s Seven Drawings of Hagia Sophia», ArtB 69 (1987), 16-32. Berger
A., «Zur sogenannten Stadtansicht des Vavassore», IstMitt 44 (1994), 329-355. Halbout du Tanney D.,
Istanbul Seen by Matrakçı and the Miniatures of the 16th Century Istanbul, Κωνσταντινούπολη 1996.
Thomov T., «New Information about Cristoforo Buondelmonti’s Drawings of Constantinople»,
Byzantion 66 (1996), 431-453. Manners I.R., «Constructing the Image of Constantinople: The
Representation of Constantinople in Christopher Buondelmonti’s Liber Insularum Archipelagi», Annals
of the Association of American Geographers 87 (1997), 72-102. Berger A.-Bardill J., «The Representations of
Constantinople in Hartmann Schedel’s World Chronicle, and Related Pictures», BMGS 22 (1998), 2-37.
Barsanti C., «Un panorama di Costantinopoli dal ‘Liber insularum archipelagi’ di Cristoforo
Buondelmonti», στο Iacobini A. – Della Valle M., L’arte di Bisanzio e l’Italia al tempo dei Paleologi 1261-
1453, Milion 5, Ρώμη 1999, 35-54. Mango C.-Yerasimos S., Melchior Lorichs’ Panorama of Constantinople,
Βέρνη 1999. Stichel R.H.W., «Das Coliseo de Spiriti in Konstantinopel: ein Phantom. Ein Beitrag zur
Erklärung der Stadtansicht vom Vavassore-Typus», IstMitt 51 (2001), 445-459. Yalçin A.B., «XV. yy. ‘da
bir italyan gezgin: Cristoforo Buondelmonti ve Konstantinopolis», στο Atasoy S. (επιμ.), International
Byzantine and Ottoman Symposium for the 550th Anniversary of Istanbul University (Κωνσταντινούπολη
30-31.05.2003), Κωνσταντινούπολη 2004, 371-390. Westbrook N. - Dark K. R. - Van Meeuwen R.M.,
«Constructing Melchior Lorichs’s Panorama of Constantinople», JSAH 69 (2010), 62-87. Barsanti C., «Un
inedito disegno delle rovine del complesso costantinopolitano del Boukoléon», στο Angelelli W. -
Pomarici F. (επιμ.), Forme e Storia. Scritti di arte medioevale e moderna per Francesco Gandolfo, Ρώμη 2011,
45-58. Westbrook, «Freshfield Folio». Pyatnitsky, «Admirations».
775 Firatli N., La sculpture byzantine figurée au Musée Archéologique d’Istanbul, catalogue revu et présenté
par C. Metzger, A. Pralong et J.-P. Sodini. Bibliothèque de l’ institut Français d’ études Anatoliennes d’
Istanbul XXX, Παρίσι 1990.
776 Guiglia Guidobaldi A., Barsanti C., della Valle M., Flaminio R., Paribeni A., Yalçin A.B., «La
collezione delle sculture bizantine nel Museo della Santa Sofia a Istanbul», στο RolSA IV, Rivista on line
di Storia dell’Arte. Dipartimento di Storia dell’Arte. Università di Roma, IV, 2005, 1-11. Guiglia A. -
Barsanti C., «St. Sophia Museum Project 2006: The Marble Sculptures of the Middle-Byzantine Period»,
AST 25.2 (2008), 117-132. Guiglia A. - Barsanti C. - Paribeni A., «Saint Sophia Museum Project 2008: The
Byzantine Marble Capitals in the Ayasofya Müzesi, Istanbul», AST 27.1 (2010), 413-432. Guiglia A. -
Barsanti C., «The Byzantine Sculptures of the Ayasofya Museum in Istanbul: Ten years of Researches
(1999-2009)», AMY 13 (2010), 135-154. Barsanti C. - Guiglia A. (επιμ.), The Sculptures of the Ayasofya
Müzesi in Istanbul. A short Guide, Κωνσταντινούπολη 2010. Guiglia A. - Barsanti C. - Flaminio R., «Saint
Sophia Museum Project 2009: The Collection Of Byzantine Marble Slabs In The Ayasofya Müzesi,
Istanbul», AST 28.2 (2011), 361-376.
777 Dalgiç Ö., Late Antique floor mosaics of Constantinople prior to the Great Palace, Διδακτορική διατριβή
υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, 2008. Dalgiç, «Pre-Constantinian Mosaics». Dalgiç,
«Floor Mosaics».
778 Maguire H., «The medieval floors of the Great Palace», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 153-
174 [ανατύπ. Maguire H. (επιμ.), Image and Imagination in Byzantine Art, Aldershot 2007, κεφ. ΙΙ].
Guiglia Guidobaldi A., «The Marble Floor Decoration in Constantinople: Prolegomena to a Corpus»,
στο Şahin M. (επιμ.), 11th International Colloquium on ancient Mosaics (Προύσα 16-20.10.2009),
Κωνσταντινούπολη 2011, 413-436. Pedone S., «The Marble Omphalos of Saint Sophia in
Constantinople. An Analysis of an Opus Sectile Pavement of Middle Byzantine Age», στο ίδιο, 749-765.
779 Bardill, Brickstamps.
142
διερευνήθηκαν τοπογραφικά και αρχαιολογικά ζητήματα780 του αρχαίου
επιγραφέςτου.782
780 Berger, «Altstadt von Byzanz». Barsanti, «Bisanzio romana». Gyuzelev, West Pontic Coast, 151-179,
281-291.
781 Mango, «Sévère». Pont, «Septime Sévère».
783 Γκουτζιουκώστας Α. Ε., Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες). Τα κοσμικά
δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 37,
Θεσσαλονίκη 2004.
784 Δρακούλης Δ.Π., «Η Αστική Οργάνωση της Κωνσταντινούπολης στην Πρώιμη Βυζαντινή
Περίοδο», Κείμενα Εργασίας 8 (2011), 5-48. Drakoulis D.P., «The Functional Organization of Early
Byzantine Constantinople, according to the Notitia Urbis Constantinopolitanae», στο Korres Th. et als
(επιμ.), Openness. Studies in Honour of Vasiliki Papoulia, Θεσσαλονίκη 2012, 153-183. Δρακούλης Δ.Π.,
«Η αστική οργάνωση της πρώιμης Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με τη Notitia Urbis
Constantinopolitanae», Μνημείο & περιβάλλον 12 (2015), 39-65.
785 Thomov I. – Ilieva A., «The shape of the market: mapping the Book of the Eparch», BMGS 22 (1998),
105-116. Mundell Mango M.M., «The Commercial Map of Constantinople», DOP 54 (2000), 189-207.
Magdalino P., «The Maritime Neighborhoods of Constantinople: Commercial and Residential
Functions, Sixth to Twelfth Centuries», DOP 54 (2000), 209-226. Κυδωνόπουλος Β., «Περιοχές
εμπορικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων στην Κωνσταντινούπολης κατά την πρώιμη
παλαιολόγεια περίοδο (1261-1328)», στο Motos Guirao-Morfakidis Filactós, Constantinopla Ι, 269-284.
786 Dagron G., «”Ainsi rien n’échappera à la réglementation’’. État, Église, corporations, confréries: à
propos des inhumations à Constantinople (IVe-Xe siècle)» στο Kravari V. - Lefort J. - Morisson C.
(επιμ.), Hommes et richesses dans l’Empire byzantin, II. VIIIe – XVe siècle, Παρίσι 1991, 153-182. Çetinkaya
H., «Tarihi ve arkeolojik verilere göre Ayasofya’daki Türk dönemi öncesi mezarlar (Pre-Turkish burials
in Hagia Sophia according to historical and archaeological data)», AMY 13 (2010), 250-256.
787 Bompaire J., «La ville de Constantinople vue à travers le Livre des Cérémonies», στο Poirion D. (επιμ.),
Jérusalem, Rome, Constantinople: l’image et le mythe de la ville au Moyen Age, Colloque du Département
d’Etudes Médievales de l’Université de Paris-Sorbonne (Paris IV), Cultures et Civilisations médievales
5, Παρίσι 1986, 235-247. Bauer, «Urban Space». Berger A., «Imperial and Ecclesiastical Processions in
Constantinople», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 73-87. Brubaker L., «Topography and the
creation of public space in early medieval Constantinople», στο De Jong M. - Theuws F. - Van Rhijn C.,
Topographies of Power in the Early Middle Ages, Λέιντεν - Βοστώνη - Κολωνία 2001, 31-43. Berger A.,
«Straßen und Plätze in Konstantinopel als Schauplätze von Liturgie», στο Warland, Bildlichkeit, 9-19.
Diefenbach S., «Zwischen Liturgie und civilitas. Konstantinopel im 5. Jahrhundert und die Etablierung
eines städtischen Kaisertums», στο Warland, Bildlichkeit, 21-49. Dagron, Emperor and Priest, 85-124. Bauer
F.A., «Stadtverkehr in Konstantinopel. Die Zeremonialisierung des Alltags», στο Mertens D. (επιμ.),
Stadtverkehr in der antiken Welt, Palilia 18, Βισμπάντεν 2008, 193-211. Andrade N., «The Processions of
John Chrysostom and the Contested Spaces of Constantinople», JECS 18 (2010), 161-189. Brubaker L.,
«Processions and Public Spaces in Early and Middle Byzantine Constantinople», στο Ödekan-
Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 123-127.
788 Lagopoulos A.Ph., «Subjectivist historical geography and semiotics. The case of Constantinople», στο
Δημητριάδης Ε.Π. – Λαγόπουλος Α.Φ. – Τσότσος Γ. (επιμ.), Ιστορική γεωγραφία: δρόμοι και κόμβοι
της Βαλκανικής από την αρχαιότητα στην ενιαία Ευρώπη/Historical Geography: Roads and
Crossroads of the Balkans from Antiquity to the European Union, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου
143
των μνημείων του. Μελέτες συγκριτικές παραβάλλουν ζητήματα ιστορικά,
Ρώμη και άλλες μεγάλες πόλεις του αρχαίου κόσμου. Εργασίες συνθετικές
(επιμ.), Bysans och Norden, Ουψάλα 1989, 203-217. Bauer, Stadt. Mundell Mango M.M., «The Porticoed
Street at Constantinople», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 29-51. Van Dam, Rome and
Constantinople. Grig-Gavin, Two Romes. Malmberg S., «Triumphal Arches and Gates of Piety at
Constantinople, Ravenna, and Rome», στο Birk S. - Kristensen T.M. - Poulsen B. (επιμ.), Using Images in
Late Antiquity, Οξφόρδη 2014, 150-189.
790 Batur A. (επιμ.), Dünya Kenti Istanbul/Istanbul-World City, Κωνσταντινούπολη 1996. Freely J.,
Istanbul. The imperial city, Λονδίνο 1996. Petridis, «Constantinopla». Berger A., «Konstantinopel»,
Reallexikon für Antike und Christentum 21 (2006), 435-483. Yerasimos S., Constantinople. De Byzance à
Istanbul, Παρίσι 2000. Harris J., Constantinople: Capital of Byzantium, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 2007.
Schreiner P., Konstantinopel. Geschichte und Archäologie, Μόναχο 2007. Yerasimos S., Constantinople.
Istanbul’s Historical Heritage, Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια 2007. Cassanelli, Byzance. Velmans, Byzance. Berger A.,
Konstantinopel. Geschichte, Topographie, Religion, Antike und Christentum 3, Στουτγκάρδη 2011.
Σημειώνουμε ακόμη την αναμένομενη εδώ και χρόνια έκδοση της νέας μελέτης του καθηγητή C.
Mango με τίτλο: Late Antique and medieval Constantinople, AD 195–1204, η οποία εξαγγέλλεται στην
επίσημη ιστοσελίδα του καθηγητή, βλ. http://byzstud.history.ox.ac.uk//senior_members/mango_cyril.
html στον ιστοχώρο για τις σπουδές της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου στην
Οξφόρδη.
791 Freely J.-Çakmak A.S., Byzantine Monuments of Istanbul, Κέιμπριτζ 2004. Verzone P., Palazzi e domus
dalla tetrarchia al VII secolo, Bibliotheca archaeologica 46, Ρώμη 2011, 85-167.
792 Τελευταίο εγχείρημα παραμένει μέχρι σήμερα η εργασία του Müller-Wiener, Bildlexikon. Στη
σημαντική εργασία του Bardill, Brickstamps I-ΙΙ, παρουσιάζονται τα ανασκαφικά δεδομένα πολλών
αρχαιολογικών ερευνών της Κωνσταντινούπολης και αναθεωρούνται οι χρονολογήσεις τους με
βάση τη μελέτη των ενσφράγιστων πλίνθων.
793 Μόνο δύο τοπογραφικά διαγράμματα που δημοσιεύει ο J. Bardill αξίζει να αναφερθούν, βλ.
Bardill, «Palace of Lausus», 70, εικ. 2 (εικ. 3) και Bardill, Brickstamps, 65, εικ. 6 (εικ. 64).
794 Εξαίρεση αποτελούν οι αποτυπώσεις των αρχιτεκτονικών ευρημάτων των νεότερων τουρκικών
ανασκαφών στο Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο και τις Φυλακές, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 688-689, αλλά
δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί πλήρως, ούτε έχουν ενταχθεί στο γενικό τοπογραφικό διάγραμμα
του μνημειακού κέντρου, προκειμένου να αξιοποιηθούν ερευνητικά.
144
την άλλη πλευρά, τα τοπογραφικά διαγράμματα αντικαταστάθηκαν σε
Πόλης, που σχεδιάστηκαν ψηφιακά από τον A. Tayfun Öner796 (εικ. 65). Παρά τον
1922 και του ασφαλιστικού χάρτη του Jacques Pervititch798, καθώς αποτυπώνουν
ενδοχώρα της. Το Συνέδριο της Βέρνης του έτους 1994 αφιερώθηκε στην ιστορία
και την αρχιτεκτονική της Αγίας Σοφίας.801 Το Συμπόσιο του Dumbarton Oaks του
έτους 1998 αφιερώθηκε στην κατασκευή της Πόλης.802 To έτος 1999 έλαβε χώρα
στην Πόλη ένα διεθνές συνέδριο σχετικά με τα μνημεία, την τοπογραφία και την
795 Ενδεικτικά βλ. Kostenec, Walking thru Byzantium. Pitarakis, Hippodrom/Atmeydani. Denker, Byzantine
Palaces. Bardill, Constantine.
796 Tayfun Öner A., Hippodrome of Byzantium, Κωνσταντινούπολη 2010.
798 Ersoy S. - Anadol Ç. (επιμ.), Jacques Pervitich Sigorta Haritalarinda Istanbul/Istanbul in the Insurance
802 «Constantinople: The Fabric of the city». Οι ανακοινώσεις δημοσιεύτηκαν στον τόμο DOP 54 (2000),
157-264.
803 Necipoğlu, Byzantine Constantinople.
145
Παράλληλα με τη συνεχόμενη αύξηση του επιστημονικού ενδιαφέροντος
Κωνσταντινούπολη υπό τον τίτλο: «Istanbul through the Ages». Κατά τα έτη 2002
και 2003 έλαβαν χώρα δύο εκθέσεις, στη Ραβέννα804 και τους Τρεβήρους805
μία μεγάλη διεθνής Έκθεση με θέμα τη διαχρονική ιστορία της Πόλης.806 Την
Σπουδών στη μνήμη της Sevgi Gönül με θέμα τα Βυζαντινά Ανάκτορα της
θέμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πόλης. Παράλληλα το ίδιο έτος, δύο ακόμη
Μουσείο του Πέραν αφιερωμένη στην ιστορία, αρχαιολογία, λειτουργία και τον
περίοδο και η δεύτερη στο Μουσείο Sakip Sabanci με θέμα τη διαχρονική ιστορία
της Πόλης. 810 Η πιο πρόσφατη μεγάλη Έκθεση, που διοργανώθηκε το έτος 2013
804 Augenti A. (επιμ.), Palatia. Palazzi imperiali tra Ravenna e Bisanzio, Κατάλογος Έκθεσης (Ραβέννα
14.10.2002-04.01.2003), Φεράρα 2002.
805 König-Bolognesi-Riemer, Palatia.
146
Β.1.4. Διαπιστώσεις
της σε Μουσείο από τον Κεμάλ Ατατούρκ ή την εμπόδισαν, όπως η εγκατάλειψη
Δικαστικού Μεγάρου 817 (εικ. 25). Το κεντρικό πρόβλημα είναι πως η έρευνα των
Σήμερα, 160 χρόνια μετά την πρώτη ανασκαφή στη Στήλη των Όφεων820,
μπορούμε να αποτιμήσουμε συνολικά ότι η αρχαιολογική έρευνα του
819 Εντούτοις, δεν έχει ακόμη γεφυρωθεί η ιδεολογική προκατάληψη για το βυζαντινό παρελθόν,
γεγονός που τονίζεται συνεχώς από την αποσιώπηση της ρωμαίικης ονομασίας
«Κωνσταντινούπολη» και της αραβικής «Kostantiniyye», καθώς και από τη συστηματική προβολή
του όρου «Istanbul» στις προ-Τουρκικές περιόδους της ιστορίας της Πόλης, ακόμη και στις νεότερες
δημοσιεύσεις της τουρκικής αρχαιολογικής κοινότητας.
820 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 513.
147
μνημειακού κέντρου είχε κυρίως ευκαιριακό, αποσπασματικό, σωστικό
δημιούργησαν.
821 Για τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει αυτή η προοπτική, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 575. Για την
απογοήτευση βλ. Mango C. - Lavin I., «The Great Palace of the Byzantine Emperors», ABull 42 (1960),
67-73, κυρίως 70: «The Walker Trust excavations closed in 1955 and no further archaeological
exploration of the Great Palace is likely to occur in the immediate future. The hope, entertained before
the Second World War, of turning this whole area into an archaeological park, like the Athenian Agora
or the Roman Forum, appears to have been abandoned. This is a sad conclusion to great expectations;
for the fact that most clearly emerges from the Second Report is that the archaeological study of the
Palace has barely begun».
822 Η αρχαιολογική έρευνα στην αρχαία Αγορά των Αθηνών ξεκίνησε από την Αμερικανική
Αρχαιολογική Σχολή Κλασικών Σπουδών στις 25 Μαΐου 1931 παράλληλα με ένα σημαντικό
πρόγραμμα απαλλοτριώσεων, βλ. Leslie Shear T., «The Progress of the First Campaign of Excavation
in 1931», Hesperia 2.2 (1933), 96-109.
823 Για την εντατική ανασκαφική δραστηριότητα στο μνημειακό κέντρο της Ρώμης την ίδια περίοδο,
βλ. Carettoni G., «Excavations and Discoveries in the Forum Romanum and on the Palatine during the
Last Fifty Years», JRS 50 (1960), 192-203. Ενδεικτικά, για την ιδεολογική σύνδεση του φασιστικού
καθεστώτος με την αρχαία Ρώμη από διθυραμβική σκοπιά, βλ. Scott K., «Mussolini and the Roman
Empire», CJ 27 (1932), 645-657.
824 Ξεχωρίζουν οι έρευνες των Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste (Μεγάλο Παλάτιο-Ιππόδρομος,
1918/1932). Casson, Preliminary Report και Casson-Talbot Rice, Second Report (Ιππόδρομος-Θέρμες
Ζευξίππου, 1927/1928). Schneider, Grabung (Αίθριο Αγίας Σοφίας, 1935). Brett-Macaulay- Stevenson,
Great Palace και Talbot-Rice, Great Palace (Μεγάλο Παλάτιο, 1935-1938, 1952-1954). Οι δημοσιεύσεις
των υπόλοιπων ανασκαφικών ερευνών στην περιοχή του μνημειακού κέντρου παραμένουν στο
επίπεδο ανασκαφικών εκθέσεων. Από τις νεότερες έρευνες στην περιοχή του Παλαιού Δικαστικού
Μεγάρου ξεχωρίζουν οι δημοσιεύσεις των Pasinli, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 688-9 και Girgin, «Porte
Monumentale».
825 Η μερική τεκμηρίωσή τους οφείλεται στο ακούραστο προσωπικό ενδιαφέρον του Ε. Mamboury
και αποτυπώθηκε σε τρία πολύτιμα άρθρα-χρονικά των ευρημάτων της ανασκαφικής και
148
ελάχιστες μόνο περιπτώσεις οι εκσκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν ως σωστικές
ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου και του
κήπου των Παλαιών Φυλακών καθώς και τον έλεγχο της εκσκαφικής
μνημειακού κέντρου.
των πηγών σχετικά με την οικοδομική ιστορία των μνημείων και τις
λείψανα που ήλθαν στο φως. Η σύνθετη και μακροχρόνια αυτή διαδικασία είχε
εκσκαφικής δραστηριότητας στην Πόλη, βλ. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I-ΙΙΙ. Οι χειρόγραφες
σημειώσεις και τα πρόχειρα σχέδια των επιτόπιων παρατηρήσεών του συνθέτουν το «Αρχείο Ε.
Mamboury», που φυλάσσεται στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης
(DAI Istanbul).
826 Όπως στην περίπτωση του Παλατίου του Αντιόχου, βλ. ανωτέρω σημ. 583-584 και 590.
827 Χαρακτηριστικά βλ. τους χάρτες του Mamboury του έτους 1932 (εικ. 28) και του Bardill του έτους
149
Η τελευταία ερευνητική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη
στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και στο συγκρότημα της Αγίας Σοφίας,
κορυφαίο πεδίο της τοπογραφικής έρευνας υπήρξε η μελέτη της εξέλιξης του
μεγάλο βαθμό την αντίληψή μας για το μνημειακό τοπίο της βυζαντινής Πόλης.
150
Σήμερα, μολονότι αρκετά τμήματα της κάτοψης του μνημειακού κέντρου
ιστάμενα μνημεία, την Αγία Σοφία, την Αγία Ειρήνη και τη Βασιλική Κινστέρνα,
γνωρίζουμε τη θέση και την κάτοψη μόνο του Παλατίου του Αντιόχου και του
Είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι έχει ανασκαφεί μικρό τμήμα των Θερμών του
Ζευξίππου832, αλλά αγνοούμε την κάτοψη και τις διαστάσεις του μνημείου.
Γνωρίζουμε κατά προσέγγιση τη χάραξη της Μέσης Οδού833 και έχουμε εντοπίσει
τμήμα της νότιας Στοάς834 της, αλλά αγνοούμε το ακριβές πλάτος και τη σχέση
της με το Μίλιον και τη Χαλκή Πύλη. Πιθανώς η τελευταία, όπως και τα λείψανα
του ναού του Χριστού, αποκαλύφθηκαν κατά τις πρόσφατες ανασκαφές στη
θέση του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου835, αλλά αυτό δεν μπορεί ακόμη να
of Byzantine Constantinople», στο Kiziltan - Baran Çelik, Shipwrecks of Yenikapi, 13-15. Ωστόσο ο
Mango, Développement urbain, 25, σημ. 12, είχε παρουσιάσει ενδείξεις για τη χρονολόγηση των
παραθαλάσσιων τειχών από την εποχή του Θεοδοσίου Β’ μέχρι και μετά τη βασιλεία του Θεοφίλου.
Ύστερα από αυτές τις ανακαλύψεις ο Magdalino, Studies, εισαγωγή, xii σημείωσε: «these discoveries
demonstrate that very little can be concluded from the silence of the written sources on any aspect of
urban topography».
829 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 601.
831 Για τα νεότερα δεδομένα της έρευνας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 713.
832 Για τα ανασκαφικά ευρήματα βλ. ανωτέρω, υποσημ. 298, 567, 570, 593. Για την τοπογραφική
Byzantines» I, 253. Ακόμη βλ. Firatli-Ergil, «Milion Sounding» για την ανεύρεση αγωγού της Μέσης
κατά τη λεγόμενη «ανασκαφή του Μιλίου». Για την Οδό, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 269-270. Ο
Cerasi, «Divanyolu», 193, σημ. 14 θεωρεί ότι η διαδρομή της σημερινής οδού έχει μετατοπιστεί
περίπου 10-15 μ. νότια της Βυζαντινής Μέσης.
834 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 601.
836 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 574. Για τις διαστάσεις, βλ. Guilland, «Basilique», 102. Mango, Brazen House,
49.
837 Κατά καιρούς έχει προταθεί η σύνδεση διαφόρων αρχιτεκτονικών λειψάνων με τα περιμετρικά
όρια του Αυγουσταίου, βλ. Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 35, πίν. XC και XCI. Mamboury,
«Fouilles Byzantines» I, 237. Mamboury, «Νouvel élément», 60-61. Mango, Brazen House, 42-43. Eyice,
«“Arslanhane”», 141-142, εικ. 1-3. Dirimtekin, «Augusteum», 31-34, 80. Πασαδαίος, Πατριαρχικός
Οίκος, 48-49, πίν. 1. Bardill, «Palace of Lausus», 83, σημ. 67.
838 Για τα αρχιτεκτονικά λείψανα που έχουν συνδεθεί με το μνημείο βλ. Mamboury-Wiegand,
Kaiserpaläste, 35-37, πιν. XCI. Για τη χρονολόγησή τους βλ. Bardill, Brickstamps, 147-149. Για την
έρευνα γύρω από την Σύγκλητο, βλ. ανωτέρω σημ. 749.
151
Ιωάννη Διιππίου841, αγνοώντας την κάτοψη και τις διαστάσεις τους. Στο
χρονολόγηση της αρχικής φάσης του Ιπποδρόμου, όπως και των Θερμών του
άποψή μας, κεντρική θέση σε αυτή τη διαδικασία οφείλει να καταλάβει μία πολύ
ένα απλό, αλλά πολύ ουσιαστικό ερώτημα: Γιατί το μνημειακό κέντρο της
λειτουργική σύνθεση; Ωστόσο, την απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανώφελο
839 Η πρόταση των Firatli-Ergil, «Milion Sounding» για την ταύτιση της θέσης του Μιλίου δεν έχει
επιβεβαιωθεί. Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 636.
840 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 625, 725.
842 Ενδεικτική είναι η ποικιλία χρονολογήσεων σε όλο το εύρος της πρωτοβυζαντινής περιόδου που
152
Η αναζήτηση της «βυζαντινής» Κωνσταντινούπολης καθόρισε τις
αφετηρία κάποια δεδομένη χρονική στιγμή στο παρελθόν, είχαν πάντοτε φορά
την ερευνητική σκέψη ακόμη και όταν μελετά την ίδρυση της Πόλης. Η
και ενός λαού, που μολονότι αυτοαποκαλείται σε όλες τις πηγές και τα επίσημα
ούτε καν για να γίνουν κατανοητές. Η κύρια αστική παράδοση με την οποία
844 Χαρακτηριστικά βλ. Page G., Being Byzantine: Greek Identity before the Ottomans, Νέα Υόρκη 2008. Για
την παλαιότερη γνωστή «εξίσωση» του όρου «Ρωμαϊκός» με τον όρο «Βυζαντινός», βλ. Nicephori
Gregorae, Romanae, hoc est Byzantinae Historiae, Libri XI, Βασιλεία (Ελβετίας) 1562.
845 Ο δόκιμος όρος είναι: «Βυζαντιακός» ή «Βυζαντειανός», βλ. Αἴλιος Ἡρωδιανός, Περὶ
ὀρθογραφίας, στο Grammatici Graeci, III.2, 484.17-20: «Βυζάντιος τὸ ἐθνικὸν τοῦ Βύζας διὰ τοῦ ι, τὸ δὲ
κτητικὸν διὰ διφθόγγου. ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου. ἀπὸ δὲ τοῦ Βυζάντιος
Βυζαντία Βυζαντιακός. καὶ Βυζαντειανός διὰ διφθόγγου ὡς Ἡρακλειανός». Τη μαρτυρία του
επαναλαμβάνει ο Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικὰ, 386.12-17 (Β 190).
846 Berger, «Altstadt von Byzanz». Barsanti, «Bisanzio romana». Barsanti, «Constantinopoli». Mango,
«Sévère». Η πιο αξιόλογη προσπάθεια σύνδεσης του εγχειρήματος του Κωνσταντίνου με την
ελληνορωμαϊκή παράδοση ανήκει στον La Rocca, «Fondazione».
153
αυτοκρατορικών εδρών της Τετραρχικής περιόδου, αλλά αυτό περισσότερο
καθώς για αυτούς η σκιά του «βυζαντινού» μέλλοντός της, την απογύμνωνε ήδη
από την ελληνορωμαϊκή λάμψη της. Οι μελέτες τους συνήθως τελειώνουν με μία
απλή αναφορά του ονόματός της, και όπου υπάρχει κάτι περισσότερο η Πόλη
κόσμου.848
την Αγία Σοφία, η ερευνητική προσέγγισή τους περιορίστηκε κυρίως στο πεδίο
του υλικού οργανισμού. Μόνο κατά την τελευταία περίοδο, όταν η έρευνα
τοπογραφική έρευνα γύρω από το Παλάτιο από την εποχή του Labarte και του
εσωτερικής διάταξης των αιθουσών και των χώρων, που αναφέρει το Περί
847 Για τη σύνδεση με την Τετραρχική παράδοση κυρίως λόγω της διαμόρφωσης του Ανακτόρου και
της σχέσης του με τον Ιππόδρομο, βλ. Frazer, «Maxentius’ buildings». Mango, Développement urbain,
23-24. Müller-Wiener, «Palast und stadt». Ćurčić, «Late-antique palaces». Heucke, Circus und Hippodrom.
Pentcheva, «Hippodrome at Constantinople». Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 42-47. Carile,
Vision of the Palace, 2-19.
848 Macdonald, Urban Appraisal, 30. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 213-223.
154
Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος στη μελέτη των βασιλικών ανακτορικών
περιβάλλον. Μέσα από την προσέγγιση αυτή, στην οποία είναι αφιερωμένο το
λειτουργικός και συμβολικός χαρακτήρας της Βασιλείου Στοάς στη σύνθεση του
849Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 748. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτού του είδους οι μελέτες είναι
στραμμένες προς το μέλλον, καθώς συγκρίνουν αρχιτεκτονικά πρότυπα με παράλληλες
(σασσανιδικές) ή με μεταγενέστερες (αραβικές, σελτζουκικές, οθωμανικές) ανακτορικές
παραδόσεις και όχι με παλαιότερες (ελληνιστικές, ρωμαϊκές).
155
Β.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΩΣ
ΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
πολεοδομικούς ιστούς, στις θέσεις που είχε καθορίσει η αρχαία παράδοση και
που επανιδρύθηκαν ως ρωμαϊκές αποικίες στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την
Τριπολίτιδα οι παλαιοί κεντρικοί δημόσιοι χώροι φαίνεται ότι δεν απώλεσαν τη
τον λειτουργικό προορισμό του και η διαμόρφωση του νέου μνημειακού κέντρου
Τετραρχική παράδοση.
156
ακριβώς στο σημείο όπου ολοκληρώθηκε ο αγώνας για τη μονοκρατορία, ως
οπτικό σύμβολο που προσέφερε μνημειακή έκφραση στο μήνυμα της νίκης του
Κωνσταντίνου και της επανένωσης της αυτοκρατορίας κάτω από έναν μονάρχη.
του. Όπως και η μνημειακή κλίμακα της Ρώμης, αποτελεί μεγαλοπρεπή επίδειξη
ίδρυσης ενός νέου, πρώτης τάξης μεγέθους κέντρου εξουσίας, που έχει την
των πηγών
οικοδομικού προγράμματος του Νικητή Αυτοκράτορα στην Πόλη του και ειδικά
στο μνημειακό της κέντρο απηχεί ένα συνειδητό εγχείρημα θεσμικής και
853 Η Ρώμη ως πρότυπο της Κωνσταντινούπολης, βλ. Bardill, Constantine, 252. Magdalino,
«Byzantium=Constantinople», 51. Ousterhout, «Urban Identity», 335. Schreiner, Κωνσταντινούπολη,
112. Σχετικά με τη ρητορική και εικονογραφική εξομοίωση των δύο πόλεων, αντίστοιχα βλ. Dagron,
Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 51-52 και Bühl, Constantinopolis und Roma, 35-54.
854 Origo Constantini, 8.20-21 (30). Για μετάφραση βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 30-31: «Τὴν
ὁποία (Κωνσταντινούπολη) τὴν κόσμησε ἐξαιρετικὰ σὰν νὰ ἦταν πατρίδα του καὶ θέλησε νὰ τὴν
ἐξομοιώσει μὲ τὴν Ρώμη».
157
ἐκύρωσεν·».855 Ο Σωζομενός, αφού σκιαγραφεί πολύ συνοπτικά το κοσμικό
ὄντος», ενώ ο Μαλάλας 860 με τον ίδιο τρόπο αναφέρει την ανέγερση του μεγάλου
και ευπρεπούς παλατίου δίπλα στον Ιππόδρομο: «καθ’ ὁμοιότητα ὡσαύτως τοῦ
Ῥώμης ἐλάττονα·»861. Στο κείμενο των Πατρίων του Ησυχίου στον κώδικα
γύρω από τις έννοιες της ισότητας, της ομοιότητας και της μίμησης.863 Η επιμονή
855 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.16-18 (Ι.16.1). Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.2-3 (39): «…δίκαιά τε
πάντα πρὸς ζῆλον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δωρησαμένου…».
856 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.19-20 (ΙΙ.3.6).
859 Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.4-6: «ἀναπληρώσας καὶ τὸ Ἱππικόν, κοσμήσας αὐτὸ χαλκουργήμασι καὶ
πάσῃ ἀρετῇ, ποιήσας ἐν αὐτῷ κάθισμα θεωρίου βασιλικοῦ καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ ὄντος».
860 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.76-77 (ΧΙΙΙ.7): «ἔκτισεν δὲ καὶ παλάτιον μέγα καὶ εὐπρεπὲς
862 Ἡσύχιος, Πάτρια, 18.2 (41). Με τον όρο: «οἴκους» θα πρέπει να εννοήσουμε γενικά τα μνημειακά
οικοδομήματα όπως υποδεικνύει η χρήση του ίδιου όρου στην προηγούμενη πρόταση για τα δύο
κτήρια της Συγκλήτου, βλ. Ησύχιος, στο ίδιο, 17.15-16 (41): «…καὶ τοὺς τῆς συγκλήτου βουλῆς
ἀνῳκοδόμησεν οἴκους…».
863 Οι έννοιες αυτές απηχούνται έντονα και στη νομισματική εικονογραφία βλ. Bühl, Constantinopolis
und Roma, 35-43. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 55-59. Ramskold - Lenski, «Constantinople’s
Dedication Medallions», 46-47.
158
προγράμματος του Κωνσταντίνου και μάλιστα ήδη από τον 4ο αιώνα και
ιδιαίτερα από μία αξιόπιστη λατινική πηγή, η οποία τονίζει αυθόρμητα το θέμα
για τις σκοπιμότητες, που συνήθως αποδίδονται στους ιστορικούς του 6ου αιώνα,
των δύο Πόλεων αποτυπώνεται στο κείμενο μιάς άλλης πολύ σημαντικής
Ρώμης, όπως οργανώθηκε από τον Pater Urbis, Οκταβιανό Αυγούστο. 865 Αξίζει να
από την οικοδόμηση του Θεοδοσιανού περιβόλου. Κατά τη γνώμη μου, δεν θα
ήμασταν μακριά από την αλήθεια, εάν χρονολογούσαμε την εφαρμογή των
ακολουθεί μία άστατη κυκλική πορεία, αντίστροφη προς τους δείκτες του
ρολογιού, ξεκινώντας από την Porta Capena του Σερβίου τείχους στα νότια του
864 Σχετικά βλ. Berger, «Regionen und Strassen». Matthews, «Notitia Urbis». Για δύο πρόσφατες
σημαντικές σχεδιαστικές προτάσεις της κατανομής των ρεγιώνων, βλ. Mundell Mango,
«Commercial Map», εικ. 4 (εικ. 66) και Berger, «Regionen und Strassen», 353, εικ. 1 (εικ. 67). Οι 12
πρώτες ρεγιώνες αναφέρονται στην Κωνσταντίνεια Πόλη, η 13η στις Συκές (Πέραν) και η 14η δεν
έχει οριστικά ταυτιστεί μέχρι σήμερα, βλ. Mango, «Fourteenth Region» και Mango, «Le mystère de la
XIVe région».
865 Favro, «”Pater urbis”», 80-83. Για το ιδεολογικό πρόγραμμα στο οποίο εντάσσεται το μέτρο, βλ.
Θεοδοσίου οικοδομήθηκαν κατά τα έτη 404/5-413, βλ. Bardill, Brickstamps, 30-31, 122-125. Σχετικά με
τα τείχη, βλ. Asutay-Effenberger N., Die Landmauer von Konstantinopel. Historisch-topographische und
baugeschichtliche Untersuchungen, Millennium-Studies band 18, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2007.
867 Richardson, Topographical Dictionary, 331-332.
159
Forum Romanum (εικ. 68), ενώ το μνημειακό κέντρο της Πόλης, χωρίς να
εξαίρεται, κατανέμεται ανάμεσα στις ρεγιώνες ΙV, VIII, Χ, ΧΙ. Αντίθετα στην
μνημειακό κέντρο, το οποίο κατανέμεται ανάμεσα στις ρεγιώνες I, II, III, IV και
με συμμετρική σχετικά κατανομή βόρεια και νότια του άξονα της Μέσης Οδού
της Ρώμης απηχεί έναν ακατάστατο πολεοδομικό οργανισμό, στον οποίο υπήρξε
ένα γεωμετρικά χαραγμένο οδικό δίκτυο κατά μήκος μιάς κεντρικής οδικής
αρτηρίας. Απηχείται δηλαδή η χάραξη του πολεοδομικού ιστού της Πόλης του
Κωνσταντίνου, η οποία χωρίς αμφιβολία είναι έργο του ίδιου του αυτοκράτορα
περιγραφές870 του 4ου αιώνα που έχουν σωθεί για την Πρεσβυτέρα Ρώμη, γίνεται
στοιχείων των ίδιων οικοδομικών τύπων και θεσμικών αξιωμάτων: vici, domus,
868 Cornell, «Rome in the Middle Republic», 53-56. Zanker, Αύγουστος, 44-52.
869 Στην εποχή του Κωνσταντίνου αποδίδει την υποδιαίρεση της Πόλης σε ρεγιώνες και ο La Rocca,
«Fondazione», 570.
870 Curiosum Urbis Regionum XIV και Notitia Regionum Urbis XIV. Για την παράλληλη κριτική
της Παλαιάς Ρώμης γίνονται αναφορές μόνο σε παγανιστικά μνημεία, «aedem» και «templum»,
ενώ στην περιγραφή της Νέας Ρώμης με εξαίρεση το «Capitolium» και το «Augusteum»,
αναφέρονται μόνο χριστιανικά μνημεία, «Ecclesiam sive martyrium».
160
Η δεύτερη μέθοδος αξιοποιεί οικοδομήματα που στοιχειοθετούν μέσα στο
κείμενο της Notitia την οπτική, πολεοδομική, συμβολική και γεωφυσική ακόμη
έχει δύο περιβόλους872, έχει το δικό της Καπιτώλιο873, τον δικό της μοναδικό
Κολοσσό874 και τη δική της Pons Sublicium875, Ιερή ή Ξύλινη Γέφυρα επί του
872 Notitia Urbis, 242, XVI.14: «duplici muro». Στη Ρώμη πρόκειται για το Σέρβιο (4ος αι. π.Χ.) και το
Αυρηλιανό τείχος (3ος αι. μ.Χ.). Στη Notitia Urbis, 243.56-58 η απόσταση που μετράται από τη Χρυσή
Πύλη μέχρι τη θάλασσα (14.075 πόδια) αντιστοιχεί στο τείχος του Κωνσταντίνου, βλ. Berger,
Κωνσταντινούπολη, 146. Τα «duplici muro», είτε αναφέρονται στα τείχη του Κωνσταντίνου και του
Βυζαντίου (θα ήταν η μοναδική φορά που υποδηλώνονται στις πηγές) ή πιθανότερα αναφέρεται
στον Κωνσταντίνειο και τον Θεοδοσιανό περίβολο και είναι η μοναδική περίπτωση που τα νέα
τείχη λαμβάνονται υπόψη μες στο κείμενο της Notitia. Πάντως το πιθανότερο είναι ότι η
προέκταση του Θεοδοσίου δεν συνοδεύτηκε από επέκταση του Pomerium, όπως αντίστοιχα γινόταν
στη Ρώμη μετά από κάθε μεγάλη κατάκτηση, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 293-296,
στοιχείο που υποδεικνύει ότι η περιοχή αυτή δεν προοριζόταν εξαρχής για την επέκταση του
πολεοδομικού ιστού.
873 Notitia Urbis, 236.IX.10.
874 Notitia Urbis, 243.XVI.50: «colossum unum». Για τον Κολοσσό της Ρώμης, βλ. Richardson,
Topographical Dictionary, 93-94. Marlowe, «The Arch of Constantine», 225-229. Ως Κολοσσός έμεινε
γνωστό το άγαλμα που ανήγειρε ο Νέρωνας για τον εαυτό του ή τον θεό Ήλιο-Sol με τα
προσωπικά του χαρακτηριστικά στο Vestibulum της Domus Aurea στο Βελιανό λόφο της Ρώμης. Ο
Βεσπασιανός αφαίρεσε τα χαρακτηριστικά του Νέρωνα και το αφιέρωσε στο θεό Sol. Ο Αδριανός
το μετέφερε ΒΔ του Φλαβίου Αμφιθεάτρου (Κολοσσαίο). Ο Μαξέντιος το αφιέρωσε στον
θεοποιημένο νεκρό γιο του Ρωμύλο, με μετατροπές στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Σύμφωνα
με τη Marlowe ο Κωνσταντίνος, όπως και ο Βεσπασιανός, αφαίρεσε τα προσωπικά χαρακτηριστικά
του προκατόχου του. Ο Κολοσσός της Κωνσταντινούπολης έχει συνδεθεί από αρκετούς ερευνητές
με τον Κτιστό Οβελίσκο στον Ιππόδρομο, εξαιτίας της αναφοράς της λέξης «κολοσσὸς» στην
επιγραφή, η οποία μνημονεύει τις επισκευές που έγιναν στα χρόνια της βασιλείας του
Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (913-959), σχετικά βλ. Janin, Constantinople byzantine, 192-193.
Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 371. Πρόσφατα, βλ. Matthews, «Notitia Urbis», 112 και Ward-
Perkins, «Old and New Rome», 60, σημ. 19. Άλλοι ερευνητές, ορθότερα, συνδέουν την αναφορά
«Colossum unum» της Notitia με το άγαλμα του Κωνσταντίνου στο Φόρο του, βλ. Ousterhout,
«Urban Identity», 335. Ο Bardill, Constantine, 51 θεωρεί ότι ο Κολοσσός της Ρώμης υπήρξε πρόδρομος
του αγάλματος της στήλης του Κωνσταντίνου και στο ίδιο, 28-36, 104-109 ότι τα συγγενικότερα
παράλληλα του αγάλματος του Κωνσταντίνου αποτελούν οι κολοσσοί της Ρόδου και της Ρώμης.
Άλλωστε ο όρος «κολοσσός» αποδίδεται κατά την αρχαιότητα μόνο σε αγάλματα. Ιδιαίτερα
διαφωτιστική για το θέμα είναι μία επιστολή του Ιουλιανού που προσφέρει στους Αλεξανδρινούς
ένα «κολοσσικό ανδριάντα» του στη θέση ενός οβελίσκου, βλ. Ἰουλιανὸς, Ἐπιστολαὶ, 68.6-10 (επ. 59):
«…δίδωμι καὶ παρ' ὑμῖν ἀναστῆναι τὴν χαλκῆν εἰκόνα. Πεποίηται δὲ ἔναγχος ἀνδριὰς τῷ μεγέθει
κολοσσικός, ὃν ἀναστήσαντες ἕξετε <ἀντὶ> ἀναθήματος λιθίνου χαλκοῦν, ἀνδρός, οὗ φατε ποθεῖν,
εἰκόνα καὶ μορφὴν ἀντὶ τριγώνου λίθου χαράγματα ἔχοντος Αἰγύπτια». Ο οβελίσκος που αναφέρει
ο Ιουλιανός ταυτίζεται μάλλον με τον Αιγυπτιακό Οβελίσκο που ανήγειρε ο Θεοδόσιος στον
Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
875 Notitia Urbis, 241, XV.19: «Pontem sublicium sive ligneum». Για τη σημασία του μνημείου της
Ρώμης, βλ. Griffith A.B., «The Pons Sublicius in Context: Revisiting Rome’s First Public Work», Phoenix
63 (2009), 296-321.
876 Η περιοχή στην απέναντι όχθη του Τίβερη (Transtiberim) αποτελεί την 14η ρεγιώνα της Ρώμης,
ενώ η περιοχή στην απέναντι όχθη του Κερατίου (Sycena) την 13η.
161
αναμενόμενο, κορυφώνεται στην καταγραφή του μνημειακού κέντρου με την
που συνδέουν τη Νέα με την Παλαιά Ρώμη880, αλλά αξιοποιούνται ακόμη και ως
ΙΙΙ και IV αντίστοιχα, από τις τέσσερις ρεγιώνες του μνημειακού κέντρου της
Γιατί, όμως, δίπλα στο Παλάτιο και τον Ιππόδρομο, επιλέγεται το Χρυσό
συμβολική σημασία είχε η ίδρυση της Συγκλήτου 884 (Senatum) στη 2η ρεγιώνα. Η
συγκλητικοί της υπήρξαν αρχικά clari886 και όχι clarissimi, ενώ συγχρόνως τη
διαχωρίζει από όλες τις άλλες πόλεις και τις τετραρχικές έδρες. Η Σύγκλητος
Δεύτερη Ρώμη.
880 Από το ρωμαϊκό πρότυπο απομακρύνεται μόνο η πρόταξη της «Ecclesiam magnam» στη δεύτερη
Ρεγιώνα, βλ. Notitia Urbis, 231.ΙΙΙ.6, τη θέση της οποίας στην κορυφή της καταγραφής δικαιολογεί το
συνοδευτικό επίθετό της, που την εξομοιώνει με το «palatium magnum» και το «circum maximum».
881 Notitia Urbis, 230.ΙΙ.3 (palatii), 231.ΙV.3 (circi) και 232.V.2 (miliario aureo).
884 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 137-168. Skinner, «Senate of Constantinople». Ο Berger,
Κωνσταντινούπολη, 40, επεσήμανε την αναφορά της Συγκλήτου στον 28ο κανόνα της συνόδου της
Χαλκηδόνας (451), προκειμένου να αιτιολογηθεί η διοικητική και εκκλησιαστική εξίσωση της
Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη, βλ. Ράλλης Γ.Α.-Ποτλής Μ., Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν
Κανόνων, Ἀθήνησιν 1852, ΙΙ, 281.
885 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 51.
886 Origo Constantini, 9.2-3 (30): «ibi etiam senatum constituit secundi ordinis: claros vocavit».
162
Εκτός από τη Notitia Urbis, και άλλες πηγές που περιγράφουν το
μία απλή αναπαραγωγή μνημείων «κατὰ μίμησην» της Ρώμης, ο Μαλάλας 887 και
προσομοίωση κατά την ανέγερση του Μεγάλου Παλατίου, την ανακαίνιση του
Ιπποδρόμου, και την κατασκευή του Καθίσματος «καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ
Circus Maximus της Ρώμης το έτος 357 (εικ. 69). Στην αφιερωματική επιγραφή892,
Οβελίσκο να στολίσει την Πόλη που έφερε το όνομά του. Αντίθετα ο Αμμιανός
Μαρκελλίνος893 αναφέρει ότι τον προόριζε για τη Ρώμη, τον «ναό ολόκληρου του
Οβελίσκο της Ρώμης ενισχύει δύο προτάσεις που διατυπώθηκαν πρόσφατα και
890 Για τη σύνδεση του μνημείου αυτού με τον «Colossum unum» της Notitia Urbis, βλ. ανωτέρω
τον ναό του Άμμωνος στις Αιγυπτιακές Θήβες, τον μεγαλύτερο γνωστό οβελίσκο του αρχαίου
κόσμου με ύψος 32,5 μ. Το έτος 1588 μεταφέρθηκε από τον Ιππόδρομο στην πλατεία του Αγίου
Ιωάννη στο Λατερανό, όπου παραμένει μέχρι σήμερα γνωστός ως ο «Oβελίσκος του Λατερανού».
892 Σχετικά βλ. Fowden, «Nicagoras», 53-56.
894 Σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 154-158 και σημ. 42 και τον ίδιο, «Monuments», 154, ο Κτιστός
Οβελίσκος οικοδομήθηκε πριν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, όταν επιβεβαιώθηκε ότι
ήταν αδύνατη η έγκαιρη μεταφορά του αυθεντικού Οβελίσκου από την Αλεξάνδρεια, προκειμένου
να εξομοιώσει τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης με το Circus Maximus της Ρώμης, όπου ο
163
εξομοίωσης συνεχίστηκε στα χρόνια του Θεοδοσίου με την ανέγερση του
τελικά εξισορρόπησε τον αριθμό αυτών των μνημείων στους δύο Ιπποδρόμους.
διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου. Για τον σκοπό, όμως, αυτό θα πρέπει να
σχέση στην περιοχή του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης που έχει
άμεση επαφή με τον Ιππόδρομο και η σύνδεση των δύο μνημείων με το Κάθισμα,
Αύγουστος είχε ανεγείρει έναν άλλο Οβελίσκο από την Ηλιούπολη το έτος 10 π.Χ ως σύμβολο της
Αιγυπτιακής Νίκης του. Ο Οβελίσκος ξέμεινε στην Αλεξάνδρεια και μεταφέρθηκε τελικά από τον
Κωνστάντιο για να κοσμήσει το Circus Maximus της Ρώμης. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η
πρόταση της Marlowe, «The Arch of Constantine», 229 και της ιδίας, «Liberator urbis suae», 216,
σύμφωνα με την οποία ο Αιγυπτιακός οβελίσκος προοριζόταν εξαρχής από τον Κωνσταντίνο για
το Circus Maximus της Ρώμης, όπου ακόμη προσέθεσε ένα ανώτερο διάζωμα για τους θεατές. Το
διάζωμα εξυμνείται από τον Aurelius Victor, De Caesaribus, 40.27 και τον ρήτορα Ναζάριο βλ.
Panegyrici Latini, 4.35.5. Εάν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, τότε, κατά τη γνώμη μου, οι δίδυμοι
Οβελίσκοι αποτελούσαν αφιερώματα, που συμβόλιζαν τις δύο σημαντικότερες νίκες του
Κωνσταντίνου εναντίον του Μαξεντίου και του Λικινίου, στους ανακαινισμένους Ιπποδρόμους των
δύο Πόλεων, όπου έλαβαν χώρα. Σε αυτή την περίπτωση εξηγούνται ικανοποιητικά τόσο η
ασυμφωνία της αφιερωματικής επιγραφής του Οβελίσκου της Ρώμης με την αναφορά του
Αμμιανού, όσο και η συνειδητή προσομοίωση του Κτιστού Οβελίσκου με τον Οβελίσκο του
Λατερανού. Με τον Κωνσταντίνο συνδέει τον Κτιστό Οβελίσκο και ο Odahl, Constantine, 235.
895 Bardill, «Monuments», 155-164.
896 Η βασική μελέτη ανήκει στον Heucke, Circus und Hippodrom, 314-399. Για την πιο πρόσφατη
προσέγγιση βλ. Carile, Vision of the Palace, 1-23. Η γενικότερη τάση ανάμεσα στους βυζαντινολόγους
είναι η προσπάθεια ερμηνείας της τοπογραφικής αυτής σχέσης μέσα από την Τετραρχική
ανακτορική παράδοση, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 110-111. Magdalino, «Byzantium=
Constantinople», 51. Mango, Développement urbain, 24. Müller-Wiener, «Palast und stadt». Ο Ćurčić,
Architecture in the Balkans, 57 σημειώνει ότι το ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης πρέπει να
σχετίζεται με τα τετραρχικά ανάκτορα, διότι όπως στη Θεσσαλονίκη και το Σίρμιο, πλευρίζεται
από Ιππόδρομο και μαζί συνθέτουν μία τελετουργική ενότητα. Από την αντίληψη αυτή,
αναδεικνύοντας την απευθείας σχέση με τη Ρώμη, ορθά απομακρύνεται η Pentcheva, «Hippodrome
at Constantinople».
897 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 858-860.
164
δημιούργησε η ανέγερση της Οικίας του Οκταβιανού Αυγούστου 898 στον
Παλατίνο Λόφο της Ρώμης σε οπτική σχέση με το Circus Maximus899 (εικ. 70) και η
εθιμοτυπικά τον εαυτό του στον λαό της Ρώμης και επικοινωνούσε δημόσια μαζί
898 Gros, Architecture Romaine ΙI, 233-241. Walker, «Moral Museum», 62-63. Coarelli, Rome and Environs,
140-144. Claridge, Rome, 136-142. Richardson, Topographical Dictionary, 117-118. Ακόμη βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 956-957.
899 Gros, Architecture Romaine I, 231, 346-350, κυρίως 349. Coleman, «Entertaining Rome», 210-215. Ο
Royo, «Cirque et palais», 483 χαρακτηρίζει τον δεσμό ανάμεσα στην οικία του Αυγούστου και τον
Ιππόδρομο έμμεσο και μάλλον συμβολικό.
900 Το Pulvinar προϋπήρχε ως μία υπερυψωμένη εξέδρα όπου τοποθετούνταν τα αγάλματα των
θεών κατά τη διάρκεια των αγώνων. Με την ανακαίνισή του από τον Αύγουστο έλαβε τη μορφή
ναού. Μάλιστα στην ελληνική μετάφραση του Res Gesta Divi Augusti, 19.1 η αναφορά: «pulvinar ad
circum maximum» αποδίδεται ως: «ναὸν πρὸς τῷ μεγάλῳ ἱπποδρόμῳ». Πλέον ο Princeps
παρακολουθούσε από εδώ τους αγώνες μαζί με τα αγάλματα των θεών, βλ. Humphrey, Roman
Circuses, 78-83 και Rodríguez C., «The Pulvinar at the Circus Maximus: Worship of Augustus in
Rome?», Latomus 64 (2005), 619-625. Ο Van Den Berg, «“Pulvinar’’», 258-268, σημειώνει ότι το Pulvinar
του Circus Maximus της Ρώμης εξυπηρέτησε την κρατική λατρεία των θεοποιημένων
αυτοκρατόρων μαζί με τους θεούς. Ακόμη βλ. Coarelli, Rome and Environs, 323-324. Gros, «Palais
Hellénistique», 238. Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 169. Αργότερα οι Νέρωνας και Δομιτιανός
μετέφεραν το αυτοκρατορικό θεωρείο ψηλότερα σε πιο εξέχουσα θέση του Ιπποδρόμου και
πιθανώς ο δεύτερος το συνδύασε με την ημικυκλική πρόσοψη της Domus Augustana, βλ. Golvin J.-
C., «Réflexion relative aux questions soulevées par l’étude du pulvinar et de la spina du Circus
Maximus» στο Nelis-Clément & Roddaz, Le cirque romain, 79-87, κυρίως 81-82 και Bardill, Constantine,
157, σημ. 11. Σύμφωνα με τον Royo, «Cirque et palais», 483-485 το Pulvinar συμμετείχε στην
έκφραση της αυτοκρατορικής λατρείας. Το γεγονός ότι η σχέση των συγκροτημάτων του
Παλατίνου και του Μεγίστου Ιπποδρόμου αναπαράγεται στο ιερό της αυτοκρατορικής λατρείας
στην Ταρρακώνα αναδεικνύει κατά τη γνώμη του τη συμβολική σημασία και τη σύνδεσή της με τη
δυναστική λατρεία.
901 Το Παλάτιο είχε απευθείας πρόσβαση στον Ιππόδρομο, προς τον οποίο διαμόρφωνε την
μνημειακή πρόσοψή του, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 116. Η σχέση των δύο
συγκροτημάτων ήδη από την εποχή του Αυγούστου είχε και λειτουργικό χαρακτήρα, βλ. Gros,
«Palais Hellénistique», 236-239.
902 Van Den Berg, «“Pulvinar’’», 262, και σημ. 38. Ο Wallace-Hadrill A., «Civilis Princeps: Between
Citizen and King», JRS 72 (1982), 32-48, κυρίως 38 θεωρεί ότι οι Ιπποδρομίες και τα θέατρα στη Ρώμη
αντικατέστησαν την Comitia ως επίσημο χώρο επικοινωνίας του αυτοκράτορα με τον Populus
Romanus. Αυτή η πολιτική διάσταση διατηρήθηκε και στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης,
βλ. Heucke, Circus und Hippodrom. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 363-397 και κυρίως 393-397.
Σύμφωνα με την Pisani Sartorio, «Le cirque de Maxence», 70-72, όταν ο Ιππόδρομος βρισκόταν στο
περιβάλλον αυτοκρατορικής κατοικίας εκτός από τα θεάματα και τις ιπποδρομίες φορτιζόταν και
με άλλες συμβολικές σημασίες που σχετίζονταν με την αυτοκρατορική προπαγάνδα. Μάλιστα ο
ιππόδρομος μέχρι την εποχή των Αντωνίνων είχε αντικαταστήσει εντελώς το θέατρο, ως δημόσιο
οικοδόμημα θεαμάτων, στο περιβάλλον των επαρχιακών αυτοκρατορικών κατοικιών της Ιταλίας.
165
εκδηλώσεις της αυτοκρατορικής λατρείας. 903 Η σχέση αυτοκρατορικής κατοικίας
της εποχής των Σεβήρων στο Sessorium904, στη villa του Μαξεντίου στη Via
Appia905 (εικ. 72) και στο Παλάτιο του Ελεγαβάλου ad Spem Veterem.906 Έξω από
Θεσσαλονίκη907 (εικ. 73), πιθανώς και στην Αντιόχεια908 (εικ. 74). Ιππόδρομος
έδρες909 κατά την περίοδο της Τετραρχίας, όπως στα Μεδιόλανα (εικ. 75), τους
903 Gros, Architecture Romaine I, 229-231 και 350-357. Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 173 και
σημ. 266. Η τοπογραφική και λειτουργική σχέση του Circus maximus με την Οικία του Αυγούστου
στον Παλατίνο αναδείχτηκε σε πρότυπο για τα ιερά της αυτοκρατορικής λατρείας, όπως
υποδεικνύουν τα παραδείγματα της Ταρρακώνας και της Άγκυρας, βλ. Gros, «Palais Hellénistique»,
239 και Royo, «Cirque et palais », 483-485. Πολύ ενδεικτική είναι μία επιγραφή από το Σεβαστείο της
Άγκυρας, βλ. Dittenberger, OGIS, Supplementum, 203 (αρ. 533): «ἔτ[ι] πολλ[οὺς] τόπους ἀν(έ)[θηκ]ε
ὅπο[υ] τὸ Σεβαστῆόν ἐστιν καὶ ἡ παν[ή]γυρις γείνεται καὶ ὁ ἱπποδρόμος». Ο όρος «πανήγυρις» στο
πλαίσιο της αυτοκρατορικής λατρείας δήλωνε εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του
αυτοκράτορα. Για τη σχέση του όρου με την τοπογραφική σύνδεση της Οικίας του Αυγούστου με
τον Ιππόδρομο, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 958. Για τη σχέση του με το Αυγουσταίο της
Κωνσταντινούπολης, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 976. Για τη σχέση Αυτοκρατορικής και Ηλιακής
λατρείας και τη σύνδεσή τους με τις κοσμολογικές σημασίες του Ιπποδρόμου, βλ. Frazer A., «The
Cologne Circus Bowl: Basileus Helios and the Cosmic Hippodrome» στο Freeman Sandler L. (ed.),
Essays in Memory of Karl Lehmann, New York 1964, 105-113 κυρίως 109-113. Frazer, «Maxentius’
buildings», 387 και σημ. 17. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 378-393. Ο ίδιος, L’hippodrome de
Constantinople, 54-78.
904 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 91 και σημ. 116.
905 Frazer, «Maxentius’ buildings», 385-392. Heucke, Circus und Hippodrom, 391-394.
2ου αι. μ.Χ. Δίπλα στον Ιππόδρομο ο Διοκλητιανός κατασκεύασε ανάκτορο κατά τα τέλη του 3ου
αι. και οπωσδήποτε πριν από το 303.
909 Ο Frazer, «Maxentius’ buildings», 385-392 διατύπωσε μία πρόταση, που έλαχε γενικότερης
αποδοχής, ότι στις τετραρχικές έδρες τα ανακτορικά συγκροτήματα περιλάμβαναν ιππόδρομο και
μαυσωλείο. Για κριτική αυτής της θεωρίας, βλ. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 88-90.
Νεότεροι ερευνητές, που ασχολήθηκαν με τα αυτοκρατορικά συγκροτήματα της Τετραρχίας,
θεωρούν ότι η συνάφεια ιπποδρόμου και παλατίου είτε δεν υπάρχει είτε δεν αποδεικνύεται, βλ.
Χριστοδούλου, στο ίδιο, 417-419, 462-466. Brown, Imperial Cities 82-90. Heucke, Circus und Hippodrom,
314-399. Συγχρόνως τα λεγόμενα μαυσωλεία ερμηνεύονται ως ναοί της αρχαίας θρησκείας επάνω
στα πρότυπα του Πανθέου της Ρώμης, βλ. Χριστοδούλου, στο ίδιο, 378-389 και 418, 466-470, ο οποίος
υποβαθμίζει την πολιτική και θρησκευτική διάσταση του ιπποδρόμου σε χώρο παροχής απλώς
«ἄρτου καὶ θεαμάτων» κατά την περίοδο της Τετραρχίας, εξαιτίας του καταπιεστικού
στρατιωτικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Εντούτοις τα παραδείγματα της Ρώμης, της έπαυλης
στο Sessorium, της Αντιόχειας, της έπαυλης στη Via Appia, της Θεσσαλονίκης, πιθανώς των
Μεδιολάνων και αναμφισβήτητα της Κωνσταντινούπολης, υποδεικνύουν ότι η τοπογραφική
166
Τρεβήρους (εικ. 76), την Ακυληΐα, το Σίρμιο και τη Νικομήδεια, χωρίς να έχει
Στις τετραρχικές έδρες, για τις οποίες διαθέτουμε στοιχεία, φαίνεται ότι
πολης στη λιγότερο προνομιούχο θέση στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου (εικ.
19). Όταν μετά από 11 αιώνες ο Μωάμεθ ο Πορθητής θα βρεθεί στη θέση του
Κωνσταντίνου να πρέπει να επιλέξει μία θέση για το δικό του ανάκτορο 912, μετά
από μία πρώτη επιλογή στην περιοχή του Φόρου του Ταύρου (Beyazit), θα
καταλήξει στον λόφο της Αρχαίας Ακρόπολης (εικ. 24). Η ανέγερση του Yeni
σύνδεση Ιπποδρόμου και Ανακτόρου είχε ήδη προσλάβει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του
δημόσιου ρωμαϊκού βίου και πριν και μετά την περίοδο της Τετραρχίας.
910 Σύμφωνα με τον Ćurčić, Architecture in the Balkans, 22 το ανάκτορο της Θεσσαλονίκης είναι το
καλύτερα διατηρημένο από όλα τα τετραρχικά ανακτορικά συγκροτήματα, ενώ τα ανάκτορα των
Μεδιολάνων, Σιρμίου, Νικομήδειας και Αντιόχειας μας είναι γνωστά μόνο από γραπτές πηγές. Για
νεότερες αποτιμήσεις της έρευνας, βλ. Heucke, Circus und Hippodrom, 319-323 (Νικομήδεια), 324-332
(Τρεβήροι), 333-340 (Σίρμιο), 341-350 (Θεσσαλονίκη), 351-368 (Αντιόχεια), 369-378 (Μεδιόλανα), 379-
383 (Ακυληΐα). Ακόμη πιο πρόσφατα βλ. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 100-102
(Μεδιόλανα), 102-105 (Τρεβήροι), 105-107 (Ακυληΐα), 109-113 (Σίρμιο), 116-119 (Νικομήδεια). Carile,
Vision of the Palace, 1-23. Στα Μεδιόλανα ο Ιππόδρομος βρίσκεται στο δυτικό άκρο της πόλης, στην
ίδια περιοχή όπου τα τοπωνύμια δείχνουν ότι βρισκόταν και το συγκρότημα του ανακτόρου, χωρίς
αυτό να έχει ακόμη εντοπιστεί. Οι Τρεβήροι αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου
το Ανάκτορο βρίσκεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τον Ιππόδρομο, βλ. Humphrey, Roman
Circuses, 606. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Θεσσαλονίκης, 114. Στην Ακυληία δεν έχει εντοπιστεί το
ανάκτορο, ενώ ο ιππόδρομος χρονολογείται στα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αι. Στο Σίρμιο ο
Ιππόδρομος οικοδομήθηκε μετά το 313 μάλλον από τον Λικίνιο στο νότιο τμήμα της πόλης και έχει
εντοπιστεί ανασκαφικά. Κατά τη δεκαετία του 1950 θεωρήθηκε ότι το ανάκτορο εντοπίστηκε
ανάμεσα στον Ιππόδρομο και το τείχος της πόλης, όμως οι ενδείξεις είναι ανεπαρκείς και μάλλον
άστοχες. Στη Σερδική όπου ο Κωνσταντίνος διέμεινε συχνά κατά τα έτη 316-324 δεν έχει εντοπιστεί
ιππόδρομος, ούτε με βεβαιότητα το ανάκτορο. Στη Νικομήδεια ο Ιππόδρομος εγκαινιάστηκε από
τον Διοκλητιανό τον Νοέμβριο του 304. Δεν γνωρίζουμε την τοπογραφική του σχέση με το
ανάκτορο, το οποίο σύμφωνα με τον Lactantius, De Mortibus Persecutorum, 12.2-5 βρισκόταν κοντά σε
χριστιανική βασιλική.
911 Στη Θεσσαλονίκη, την Αντιόχεια, μάλλον και στα Μεδιόλανα, βλ. Frazer, «Maxentius’ buildings»,
εικ. 5-6. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Θεσσαλονίκης, 105-106. Το Σίρμιο εάν δεν επιβεβαιωθεί
ανασκαφικά η ύπαρξη του Ανακτόρου στην προτεινόμενη θέση δεν εντάσσεται σε αυτή την
ομάδα.
912 Malmberg, «New Palace of Mehmed», 49-52. Ο Μωάμεθ οικοδόμησε ανάμεσα στα έτη 1453-1458 το
πρώτο ανάκτορο του (Eski Sarayi) βόρεια του Beyazit Camii στην περιοχή του Φόρου του Θεοδοσίου,
βλ. Kafescioğlu, Ottoman Capital, 32-34. Η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 22-24. Ακολούθως κατά το
έτος 1458/9 επέλεξε τη θέση της αρχαίας Ακρόπολης του Βυζαντίου και ξεκίνησαν οι εργασίες
κατασκευής του Yeni (Topkapi) Sarayi, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το έτος 1478. Συνοπτικά για το
νέο ανάκτορο βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 495-499.
167
Saray -γνωστό σήμερα ως Topkapi- σε μία θέση με εξαιρετική θέα913 προς τις
θάλασσες της Προποντίδας, του Βοσπόρου και του Κερατίου και περίοπτη από
Ανάκτορό του. Το βέβαιο είναι ότι στην εποχή του Κωνσταντίνου η Ακρόπολη
λατρευτική σημασία της Ακρόπολης για τους εθνικούς κατοίκους της Πόλης.
ανακτόρου, αλλά η μεταφορά και διαμόρφωση του νέου μνημειακού κέντρου της
913 Η Necipoğlu, Topkapi Palace, 4-13, 123-200 θεωρεί ότι η οπτική σχέση του λόφου της Ακρόπολης με
την Πόλη και τα προάστια της καθόρισε τη θέση και τον σχεδιασμό του νέου ανακτορικού
συγκροτήματος, προκειμένου να αποτελεί αρχιτεκτονική επίδειξη ισχύος που δήλωνε συμβολικά
την κυριαρχία του σουλτάνου επάνω στους υπηκόους, τη στεριά και τη θάλασσα γύρω του.
914 Στην Ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου υπήρχαν τρεις ναοί, της Αφροδίτης, της Αρτέμιδος και
του Ηλίου-Απόλλωνος, βλ. Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.72-222.78 (ΧΙΙ.20), τους οποίους ο
Κωνσταντίνος άφησε χωρίς έσοδα, βλ. στο ίδιο, 248.56-59 (ΧΙΙΙ.13) και ο Θεοδόσιος μετέτρεψε
αντίστοιχα σε «καρουχαρεῖον», «ταβλοπαρόχιον» και «αὐλὴν οἰκημάτων», βλ. στο ίδιο, 267.75-82
(ΧΙΙΙ.38). Ακόμη βλ. Mango, Développement urbain, 18. Berger, Κωνσταντινούπολη, 23.
915 Bardill, Constantine, 260-262, 305. Mango, Développement urbain, 33-34. Magdalino, «Byzantium=
Constantinople», 50. Στις περιγραφές του οικοδομικού προγράμματος του Κωνσταντίνου δεν
αναφέρεται καμία καταστροφή αρχαίου μνημείου. Ο ίδιος ο Ευσέβιος που αναφέρει καταστροφές
παγανιστικών μνημείων σε άλλες πόλεις, δεν αναφέρει καμία στην Κωνσταντινούπολη.
Συνηγορεί ακόμη το παράδειγμα της Παλαιάς Ρώμης, όπου ο Κωνσταντίνος σεβάστηκε τα
παγανιστικά μνημεία και οικοδόμησε τις χριστιανικές βασιλικές σε περιφερειακές θέσεις, βλ.
κατωτέρω, υποσημ. 1021.
916 Mango, «Sévère», 607. Με την άποψή του συμφωνεί και ο Bardill, Constantine, 25.
168
απομάκρυνσή της από την παράδοση των τετραρχικών εδρών.917 Στις έδρες για
πόλεων, τα οποία παρέμειναν ενεργά 918 (εικ. 77-79). Το φαινόμενο αυτό εξηγείται
της δυναστείας του υπήρξε η άμεση και συνεπής υλοποίηση ενός μεγάλου
δραστηριότητες της πόλης. Μία σειρά από οικοδομήματα στέγασαν τις κύριες
βλ. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Θεσσαλονίκης, 93-104 και 105-118 για το μνημειακό κέντρο και το
ανακτορικό συγκρότημα αντίστοιχα. Επίσης, βλ. Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 146-155 και 164-166
για το μνημειακό κέντρο και το ανακτορικό συγκρότημα αντίστοιχα. Τα δύο συγκροτήματα
συνδέονταν μεταξύ τους μέσω της Εγνατίας οδού, η οποία αποκαλείται via Regia, Μέση ή
Λεωφόρος, βλ. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 321, 445. Vitti, στο ίδιο, 105-108. Στην
Αντιόχεια, επίσης, τα δύο συγκροτήματα επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω μιάς κεντρικής οδού.
919 Gros, Architecture Romaine I, 208-209, 212-214, 216-219. Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 128-
132. Richardson, Topographical Dictionary, 170-174. Coarelli, Rome and Environs, 43-99. Claridge, Rome, 62-
103. Ιδιαίτερα για τη μορφή που έλαβε το Forum Romanum κατά την ύστερη αρχαιότητα, βλ.
Machado, «Building the Past».
169
Σύγκλητος (Curia Senatum), το Βήμα920 (Rostra), το αρχείο (Τabularium), οι
(Διοσκούρων), Vestam (Εστίας). Το πρώτο ιερό της Ρώμης, ο ναός του Διός
Μιλίου926 και πιθανώς του νέου Βήματος με τα έμβολα των αιγυπτιακών πλοίων
του Forum ως καρδιάς του μνημειακού κέντρου της Ρώμης προσέλκυσε την
ανέγερση όλων των αυτοκρατορικών φόρων, του ενός δίπλα στον άλλο (εικ. 13),
920 Πρόκειται για το Βήμα ή Τριβουνάλιο που βρισκόταν μπροστά από το Εκκλησιαστήριο, η
πρόσοψη του οποίου κοσμήθηκε με τα έμβολα (Rostra) που είχαν μεταφερθεί ως λάφυρα μετά τη
νικηφόρο ναυμαχία των Ρωμαίων εναντίον των Λατίνων στο Antium το έτος 338 π.Χ. Αργότερα
ανακαινίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Οκταβιανό Αύγουστο βλ. Richardson, Topographical
Dictionary, 334-337.
921 Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Καπιτωλιακή Τριάδα (Juppiter, Juno και Minerva). Τα εγκαίνια
του ναού στις 13 Σεπτεμβρίου 509 π.Χ. συνδέονταν με την εκδίωξη των Ετρούσκων βασιλέων από
τη Ρώμη και εορτάζονταν ως ημέρα ίδρυσης της Res Publica, βλ. Richardson, Topographical Dictionary,
170-174, 221-224. Ακόμη βλ. Bloch R., «Le départ des Étrusques de Rome selon l’annalistique et la
dédicace du temple de Jupiter Capitolin», RHR 159 (1961), 141-156.
922 Zanker, Αύγουστος, 116-119.
923 Φόροι του Ιουλίου Καίσαρα με ναό της Venus Genitrix, του Αυγούστου με ναό του Mars Ultor, του
Νέρβα (Transitorium) με ναό της Minerva, του Βεσπασιανού με ναό της Ειρήνης (Templum Pacis),
του Τραϊανού με ναό του θεοποιημένου Τραϊανού και της Πλωτίνας, βλ. Coarelli, Rome and Environs,
103-128. Claridge, Rome, 160-196. Gros, Architecture Romaine Ι, 212-213, 216-220.
924 Ναοί των θεοποιημένων Ιουλίου Καίσαρα, Βεσπασιανού και Τίτου, Αντωνίνου Ευσεβούς και
Φαυστίνας.
925 Αψίδες, Παρθιακή και Ακτιακή Αυγούστου, Τιβερίου, Σεπτιμίου Σεβήρου.
927 Ο Zanker, Αύγουστος, 118-123 και εικ. 61, θεωρεί ότι ο Αύγουστος οικοδόμησε μπροστά από το
ναό του θεοποιημένου Ιουλίου Καίσαρα και συμμετρικά απέναντι από το παλαιό, νέο Βήμα
ομιλητών. Τα έμβολα των συλληφθέντων αιγυπτιακών πλοίων ενσωματώθηκαν στο μνημείο ως
σύμβολα της νίκης στο Άκτιο και μεταφέρθηκαν και στο μάρμαρο. Επίσης, θεωρεί ότι το παλαιό
Βήμα ήταν διακοσμημένο, ακόμη, με τα έμβολα των λατινικών πλοίων από το Antium, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 920. Αντίθετα οι Richardson, Topographical Dictionary, 173, Machado, «Building the
Past», 164-165 και Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 65, υποστηρίζουν ότι το νέο Βήμα
οικοδομήθηκε από τους Τετράρχες.
170
οικοδομήσιμος χώρος, να δοθούν άκομψες λύσεις, όπως στον Φόρο του Νέρβα, ή
μνημειώδης πρόσοψή του (εικ. 71). Το Ανάκτορο ήδη από την εποχή του Τιβερίου
λόφου930 (εικ. 82) και στα χρόνια του Καλιγούλα συνδέθηκε με το forum
Ρώμης σε όλη σχεδόν την έκταση του Παλατίνου Λόφου είχε ως αποτέλεσμα δύο
και θρησκευτικό, κέντρο της Πόλης (Forum Romanum και Capitolium) και ο
ώριμα χρόνια της βασιλείας του Αυγούστου με το τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα ανακαίνισης
του Forum Romanum και ανέγερσης του Φόρου του Αυγούστου.
931 Gros, Architecture Romaine II, 243. Ward - Perkins, Imperial Architecture, 48, 83. Ο Δίων Κάσσιος,
59.28.5 αναφέρει για τον Καλιγούλα: «τό τε Διοσκόρειον τὸ ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ ῾Ρωμαίᾳ ὂν διατεμὼν
διὰ μέσου τῶν ἀγαλμάτων ἔσοδον δι' αὐτοῦ ἐς τὸ παλάτιον ἐποιήσατο, ὅπως καὶ πυλωροὺς τοὺς
Διοσκόρους, ὥς γε καὶ ἔλεγεν, ἔχῃ». Ο Σουητώνιος, βλ. Caligula, 4.22.2-4 μαζί με την εξέλιξη αυτή
αναφέρει ότι ένωσε με μία γέφυρα το Παλάτιο με τον ναό του Καπιτωλίνου Διός προκειμένου να
έχει άμεση πρόσβαση. Ακόμη βλ. Fears, «Cult of Juppiter», 71-72.
932 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 78-84. Η μνημειώδης είσοδος από το Forum διαμορφώθηκε
ανάμεσα στον ναό των Διοσκούρων και την Horrea Agrippiana από τον Δομιτιανό και
ολοκληρώθηκε από τον Αδριανό. Ο Νέρων με την οικοδόμηση της Domus Aurea επέκτεινε το
ανάκτορο πέρα του Παλατίνου Λόφου καταλαμβάνοντας μία τεράστια έκταση ανατολικά του
Forum Romanum, την οποία η δυναστεία των Φλαβίων απέδωσε και πάλι σε δημόσια χρήση με την
οικοδόμηση του Αμφιθεάτρου (Κολοσσαίου) σε κεντρικό σημείο αυτής της έκτασης, βλ. Gros,
Architecture Romaine II, 244-252.
933 Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας βλ. Gros, Architecture Romaine
ΙI, 231. Από την εποχή των Φλαβίων και μετά το ανακτορικό συγκρότημα πάνω στον Παλατίνο
Λόφο, όπως είχε διαμορφωθεί με τις διαδοχικές προσθήκες, θα αποκαλείται «Domus August(i)ana».
171
μνημειακό σύνολο934, ένα τεράστιο σκηνικό επίδειξης του αυτοκρατορικού
μεγαλείου (εικ. 84). Η εξέλιξη αυτή έφερε σε επαφή μεταξύ τους τέσσερα κύρια
την κατοικία του αυτοκράτορα και διοικητικό κέντρο του κράτους, τον κύριο
χώρο θεαμάτων, επίδειξης και επικοινωνίας του αυτοκράτορα με τον δήμο, τον
λατρεία της Πόλης και του Κράτους. Η νεότερη έρευνα935 έχει καταλήξει ότι τα
πρότυπα της διαμόρφωσης του ανακτορικού συγκροτήματος της Ρώμης και του
Περγάμου.
της περσικής αυτοκρατορίας καθώς και του αιγυπτιακού βασιλείου, όπως της
934 Lauter, «Regia hellénistique», 354-355, ο οποίος αναφέρεται στην τοπογραφική σύνδεση των
μνημειακών ενοτήτων μέσω της παράθεσής τους. Το Forum Romanum, όπως παρατηρεί η Nielsen,
Hellenistic Palaces, 180 δεν ενσωματώθηκε στο εσωτερικό του ανακτορικού συγκροτήματος της
Ρώμης.
935 Gros, «Palais Hellénistique». Lauter, «Regia hellénistique». Nielsen, Hellenistic Palaces, 178-179.
936 Nielsen, Hellenistic Palaces, 27-51. Nielsen I., «Oriental Models for Hellenistic Palaces ?», στο
Hoepfner W.-Brands G. (επιμ.), Basileia. Die Paläste der Hellenistichen Könige, Διεθνές Συνέδριο
(Βερολίνο, 16-20.12.1992). Mainz am Rhein 1996, 209-212.
937 Nielsen, Hellenistic Palaces, 23-26, 213-217 και πίν. 115.
938 Ο Gros, «Palais Hellénistique», 234-236 αναφερόμενος στην Πέργαμο και την Αλεξάνδρεια
περιγράφει τη σύνθεση αυτή ως παράθεση ιδιωτικών και δημόσιων, κοσμικών και θρησκευτικών
χώρων στα ανακτορικά συγκροτήματα και το άμεσο περιβάλλον τους.
172
εξυπηρετούσε λειτουργίες του δημόσιου βίου και το οποίο, μολονότι συνήθως
Στοιχεία για το θέμα που εξετάζουμε μας παρέχουν κυρίως δύο από τις
Σελευκιδών μέχρι το 64 π.Χ, όχι μόνο γνωρίζουμε ελάχιστα, αλλά και φαίνεται
ότι είχαν ήδη καταστραφεί εντελώς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Είναι ακόμη
π.Χ., γνωρίζουμε πολύ λιγότερα από όσα θα επιθυμούσαμε. Χάρη, όμως, στο
περιγραφή του Ανακτόρου και της πόλης, από την οποία πληροφορούμαστε ότι
Αλεξάνδρειας (εικ. 9). Στο εσωτερικό του συγκροτήματος, εκτός από τις
939 Ο Lauter, «Regia hellénistique», 352 υποστηρίζει εύστοχα ότι το ελληνιστικό ανάκτορο, το οποίο
συνήθως βρισκόταν στην περιφέρεια του πολεοδομικού ιστού, έτεινε να γίνει λειτουργικά,
αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά η καρδιά της πόλης, παρά το γεγονός ότι παραδοσιακά το
μνημειακό κέντρο της ελληνικής πόλης βρίσκονταν κατά κανόνα στο κέντρο του πολεοδομικού
ιστού. Κατά τη γνώμη του τα ανακτορικά συγκροτήματα ανεγείρονταν στην περιφέρεια των
πολεοδομικών ιστών, προκειμένου να αναδείξουν τον προστατευτικό ρόλο του βασιλιά, αλλά και
να διαθέτουν μία ελεύθερη πλευρά σε περίπτωση εξεγέρσεων.
940 Nielsen, Hellenistic Palaces, 112-115, 272-274. Owens, The City, 81.
941 Nielsen, Hellenistic Palaces, 130-133, 282-284. Fraser, Ptolemaic Alexandria, 14-31. Haas, Alexandria, 24-
28. Gros, «Palais Hellénistique», 234-236. Gros, Architecture Romaine ΙI, 231-232. Owens, The City, 68-69.
Hoepfner, «Von Alexandria über Pergamon», 275-279. Lauter, «Regia hellénistique», 349-351.
942 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8-10.
944 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.21-24: «μέρος δὲ τῶν βασιλείων ἐστὶ καὶ τὸ καλούμενον Σῆμα, ὃ
173
Αλεξάνδρου και οι διάδοχοί του χρησιμοποίησαν ως δυναστικό ηρώο και ιερό, το
θρησκευτικά ιερά, όπως ο ναός του Ποσειδώνα946 και το Αρσινόειον. Η Αγορά της
συνάθροισης των πολιτών φαίνεται ότι βρίσκονταν, επίσης, στο περιβάλλον του
τον Διοκλητιανό στο ταξίδι του στην Αίγυπτο 950 κατά το έτος 301/302 και θα είχε
δική του αντίληψη για το μνημειακό αυτό συγκρότημα, το οποίο στις μέρες του
Ακρόπολη της Περγάμου, πρωτεύουσας του κράτους των Ατταλιδών μέχρι το 133
π.Χ. Εκεί, κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκε ένα επιβλητικό μνημειακό
ιερό της πόλης, το Τέμενος της Αθηνάς, τον περίφημο Βωμό του Δία, την Άνω
945 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.9.10-11. Πολύβιος, Ἱστορίαι, 15.30.6. Στις ελληνιστικές πρωτεύουσες
και γενικότερα στον ελληνικό κόσμο το βασικότερο οικοδόμημα δημόσιων θεαμάτων,
συναθροίσεων του δήμου και επικοινωνίας με τον βασιλιά υπήρξε το θέατρο. Ο Lauter, «Regia
hellénistique», 345-347 και η Nielsen, Hellenistic Palaces, 81, 88, 111 σημειώνουν ότι θέατρα υπήρχαν
ακόμη στα ανάκτορα της Περγάμου, των Αιγών και της Πέλλας. Στη Ρώμη τις λειτουργίες αυτές
εξυπηρετούσε κυρίως το Circus Maximus, αλλά σύμφωνα με τον Zanker, Αύγουστος, 199-200, ήδη
από την εποχή του Αυγούστου εντάχθηκε στη διαδικασία αυτή και ο χώρος του θεάτρου.
946 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.9.11-13.
947 Ο Lauter, «Regia hellénistique», 351 θεωρεί ότι μπορεί και να εφάπτονταν με τα ανάκτορα. Ο
Hoepfner, «Von Alexandria über Pergamon», 276, εικ. 2, αποτύπωσε σχεδιαστικά τη γειτνίαση αυτή,
την οποία και ο Gros, «Palais Hellénistique», 236, θεωρεί πιθανή.
948 Fraser, Ptolemaic Alexandria, 31. Ο Lauter, «Regia hellénistique», 351 αποδίδει τη γειτνίαση με
πολλούς δημόσιους χώρους στην ανάγκη της βασιλείας των Πτολεμαίων να αξιοποιήσει όλες τις
δυνατότητες μοναρχικής προβολής που παρείχε η εποχή.
949 Haas, Alexandria, 28.
951 Nielsen, Hellenistic Palaces, 102-111, 270-272. Gros, «Palais Hellénistique», 234-236. Owens, The City,
87. Lauter, «Regia hellénistique», 351-352. Radt, «Pergamon», 45-49. Martin, Urbanisme, 127-146.
174
Αγορά952 και το Θέατρο με την επιβλητική στοά και τον ναό του Διονύσου (εικ.
86-87). Σε μία στοά του Ιερού της Αθηνάς υπήρχε η ξακουστή Βιβλιοθήκη της
Περγάμου και το διοικητικό αρχείο του κράτους.953 Μολονότι πρόκειται για μία
τα ίδια που εντοπίσαμε στο αυτοκρατορικό συγκρότημα της Ρώμης, δηλαδή την
δημόσιας επικοινωνίας με τον λαό, τον κεντρικό δημόσιο χώρο συνάθροισης των
συγκροτήματος της Ρώμης, όσο και για τη μετέπειτα επέκτασή του. Ο Αύγουστος
διαμόρφωσε στο δυτικό τμήμα του Παλατίνου λόφου (εικ. 88) ένα μνημειακό
συγκρότημα κατοικίας, ιερού άλσους, ναού του Απόλλωνος 956, στοάς των
952 Για τη γειτνίαση Αγοράς και Ανακτόρου σε άλλες βασιλικές πόλεις της ελληνιστικής περιόδου,
βλ. Drougou S., «Basileia (Palaeste) und Agora in den Hauptstädten Makedoniens», στο Γιαννικουρή,
Η αγορά στη Μεσόγειο, 255-264 για τις Αιγές και την Πέλλα. Για τη Δημητριάδα (εικ. 85),
πρωτεύουσα των Αντιγονιδών, βλ. Nielsen, Hellenistic Palaces, 92 και Owens, The City, 79-80. Ο Lauter,
«Regia hellénistique», 347-349 αναφέρει ότι η αγορά της Δημητριάδος λεγόταν ιερά και ότι εξαιτίας
της εγγύτητάς της με το ανάκτορο έχανε πολλές από τις διοικητικές και κοινωνικές λειτουργίες
της. Αντίθετα η Μπάτζιου-Ευσταθίου θεωρεί ότι υπήρξε το διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό
κέντρο της πόλης με το κεντρικό ιερό της Ιωλκίας Αρτέμιδος, βλ. Μπάτζιου-Ευσταθίου Α., Αρχαία
Δημητριάδα, Αθήνα (ΤΑΠΑ) 2002, 29-30. Μπάτζιου-Ευσταθίου Α., «Το ανάκτορο της Δημητριάδας»,
Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και Πολιτισμού της Θεσσαλίας, (Λάρισα 2006), Λάρισα
2008, 258-265.
953 Gros, «Palais Hellénistique», 234.
954 Για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου ενδεικτικά, βλ. Coqueugniot, Archives et
bibliothèques, 71-74 και 123-131 αντίστοιχα. Casson, Βιβλιοθήκες, 56-81 και 82-89. Βιβλιοθήκες
αναφέρονται ακόμη στα ανάκτορα της Πέλλας και την Αντιόχειας, βλ. Nielsen, Hellenistic Palaces,
25, σημ. 79 και 214, εικ. 115, αρ. 23.
955 Fraser, Ptolemaic Alexandria, 320-335.
956 Ο Οκταβιανός επικαλέστηκε τον θεό πριν από την κρίσιμη ναυμαχία στο Άκτιο και οικοδόμησε
τον ναό του δίπλα στην οικία του ως ευχαριστία για τη βοήθειά του. Ο ναός εγκαινιάστηκε στις 9
Οκτωβρίου του 28 π.Χ. Για τη σημασία της λατρείας του Απόλλωνα και της πράξης του Αυγούστου,
βλ. Zanker, Αύγουστος, 81-86, 123-128.
175
Δαναΐδων και βιβλιοθήκης, ελληνικής και λατινικής, η κύρια όψη του οποίου
στο Απολλώνιο μνημείο και την πανήγυρη του Ιπποδρόμου, που εξυμνούσαν τη
περὶ αὐτό, τάς τε ἀποθήκας τῶν βιβλίων, ἐξεποίησε καὶ καθιέρωσε. καὶ τὴν
πανήγυριν τὴν ἐπὶ τῇ νίκῃ τῇ πρὸς τῷ ᾿Ακτίῳ γενομένῃ ψηφισθεῖσαν ἤγαγε μετὰ
τοῦ ᾿Αγρίππου, καὶ ἐν αὐτῇ τὴν ἱπποδρομίαν διά τε τῶν παίδων καὶ διὰ τῶν
συγκροτημάτων.
κέντρο της Ρώμης και ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, καθώς σε αντίθεση με τον
ενωμένο κάτω από την εξουσία ενός μονάρχη και με απόλυτη πρωτεύουσα τη
Ρώμη.960 Ακόμη και κατά την περίοδο της Τετραρχίας, όταν η διοίκηση του
957 Nielsen, Hellenistic Palaces, 174-179, 293-295. Gros, Architecture Romaine Ι, 231. Zanker, Αύγουστος, 84-
85, 103-104. Tο πρότυπο για το συγκρότημα αυτό δεν υπήρχε στη ρωμαϊκή, αλλά στην ελληνιστική
αρχιτεκτονική παράδοση βλ. Lauter, «Regia hellénistique», 354-355. Ο Gros, «Palais Hellénistique»,
236-239 και Architecture Romaine ΙI, 237-238, 240 επισημαίνει τη σχέση αυτού του «σκηνογραφικού
συνόλου» με τα οικοδομήματα της Ακρόπολης της Περγάμου. Ο Fears, «Cult of Juppiter», 62 θεωρεί
ότι το ιερό του Απόλλωνα στον Παλατίνο Λόφο, όπως τα ιερά της Αθηνάς και του Δία στην
Ακρόπολη της Περγάμου, συμβόλιζε τη θεϊκώς χορηγηθείσα νίκη στην οποία ο μονάρχης όφειλε
τη θέση του. Ακόμη, για την Οικία του Αυγούστου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 898-899.
958 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, 53.1.3-4.
959 Για μια συνοπτική εξιστόρηση της διάσπασης και ιστορικής διαδρομής των βασιλείων αυτών, βλ.
Gehrke H.-J., Geschichte des Hellenismus, ελλην. μεταφρ.: Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου, Χανιώτης
Α. (μτφρ.), Αθήνα 2000, 55-77, 280-303.
960 Ο Ando, «Rome» έδειξε πως κατά την αυτοκρατορική περίοδο ακόμη και ο ελληνικός κόσμος
ταύτισε τη Ρώμη με την αυτοκρατορία αναγνωρίζοντάς την και ως δικό του κέντρο.
961 Η Marlowe, «Liberator urbis suae», 215-219 θεωρεί ότι τα χρόνια που ο Μαξέντιος έμεινε στην
εξουσία κατέδειξαν ότι η Ρώμη παρέμενε το συμβολικό κέντρο της αυτοκρατορίας και αυτό
176
των Vicennalia και Decennalia των Τετραρχών στην Αιώνια Πόλη962 και η
αυτοκρατορικής παράδοσης της Πόλης. 963 Από τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι
ανακτόρων. Εντούτοις, επειδή η αρχαιολογική έρευνα στις πόλεις αυτές δεν έχει
Σίρμιο965, εάν έχει κατανοηθεί σωστά, υποδεικνύει ότι τουλάχιστον εκεί πιθανώς
κέντρο, στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Παλατίου της Πόλης του
και έδρα της γραφειοκρατικής διοίκησης καθώς και ο δημόσιος χώρος θεαμάτων
Μίλιον και η Αγία Σοφία (εικ. 1). Εκ πρώτης όψεως, από το συγκρότημα αυτό
επιβεβαιώνεται από την προσπάθεια του Κωνσταντίνου να προβάλει τον εαυτό του ως ευεργέτη
της.
962 Bardill, Constantine, 72, και σημ. 267.
963 Για μία σύνοψη του οικοδομικού προγράμματος του Διοκλητιανού στη Ρώμη, βλ. Ward - Perkins,
965 Αμμιανός Μαρκελίνος Res Gestae, 30.5.16: «…palatii et curiae partem incendit et fori…». Μία
πυρκαγιά που προκλήθηκε από κεραυνό κατέστρεψε τμήμα του Ανακτόρου του Σιρμίου, του
Forum και της Curia, γεγονός που υποδεικνύει την τοπογραφική γειτνίασή τους.
177
απουσίαζε ο δημόσιος χώρος του Forum Romanum. Ο άμεσος τοπογραφικός
αξιώματος και τις εθιμοτυπικές ανάγκες του δημόσιου βίου, που τόσο
της Κωνσταντινούπολης
Οι μαρτυρίες των πηγών που περιγράφουν τη σχέση της Παλαιάς και της
Νέας Ρώμης με βάση τις έννοιες της ισότητας, της ομοιότητας ή της μίμησης
Συγκλήτου είχε τη μορφή Βασιλικής με κόγχη968 και ότι έξω από αυτό
966 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.2-5 (ΧΙΙΙ.8): «…κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν <ἔχουσαν
κόγχην> καὶ ἔξω μεγάλους κίονας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον, κατέναντι στήσας τῇ
ἰδίᾳ μητρὶ Ἑλένῃ στήλην Αὐγούστας ἐν πορφυρῷ μικρῷ κίονι, καλέσας τὸν τόπον Αὐγουστιῶνα».
967 Πασχάλιον Χρονικόν, 528.21-529.4: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν κόγχην, καὶ ἔξω
μεγάλους κίονας στήσας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον, καλέσας τὸν τόπον
Αὐγουσταῖον, καθότι καὶ στήλην ἦν στήσας κατέναντι τῆς ἰδίας αὐτοῦ μητρὸς Ἑλένης Αὐγούστας
δεσποίνης ἐν πορφυρῷ κίονι».
968 Σύμφωνα με τον Macdonald, Urban Appraisal, 122: οι αψίδες ήταν κατασκευές που συχνά
178
Προκοπίου η Σύγκλητος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Αυγουσταίου.969
δύο πηγές χωροθετούν τις στήλες στον αύλειο χώρο του τετραστώου
του Αυγουσταίου με την ανάθεση μιάς στήλης της Αυγούστας Ελένης972 από τον
969 Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 17.8-9 (Ι.2.1): «Ἀγορά τις πρὸ τοῦ βουλευτηρίου ἐτύγχανεν οὖσα·
καλοῦσι δὲ Αὐγουσταῖον τὴν ἀγορὰν οἱ Βυζάντιοι» και στο ίδιο, 39.5-11 (Ι.10.5-6): «Ἔστι δε τις ἀγορὰ
πρὸ τῶν βασιλείων περίστυλος. Αὐγουσταῖον καλοῦσι τὴν ἀγορὰν οἱ Βυζάντιοι…ταύτης ἐς τὰ πρὸς
ἕω τῆς ἀγορᾶς τὸ Βουλευτήριον ἵδρυται…». Η περιγραφή του Αυγουσταίου ως αγορά αποτελεί
αναχρονισμό που οφείλεται στην κλασικίζουσα γλώσσα του Προκοπίου, βλ. Saradi, Byzantine City,
212.
970 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν, 163.7-9 (IV.138): «εἰς τὸ ἄσκεπον τῆς Δάφνης εἰς τὴν μικρὰν αὐλὴν
Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας ἔστησε στήλην τῆς ἑαυτοῦ μητρός, ἐξ ἧς ὠνόμασε τὸν τόπον
Αὐγουστεῖον». Για την ονομασία «Δάφνη», βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 256.10-14 (ΙΙΙ.128) και
Berger, Patria, 263.
971 Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.6-8 (40): «Καὶ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς Ἑλένης ἐπὶ κίονος ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ
τὸν τόπον ὠνόμασεν Αὐγουσταῖον·». Ακόμη, βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 158.8-9 (ΙΙ.15) και
Berger, Patria, 237-238.
972 Ο Bardill, Constantine, 257-258 προτείνει ότι ο Κωνσταντίνος ανέδειξε τη μητέρα του Ελένη σε
Αυγούστα μετά την ήττα του Λικινίου, προκειμένου να ενισχύσει τη δική του νομιμότητα ως προς
τον θρόνο σε σχέση με τους ετεροθαλείς αδελφούς του. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η στήλη της
Ελένης στο Αυγουσταίο μαζί με τα 29 αγάλματα του τρωικού κύκλου στις γειτονικές Θέρμες του
Ζευξίππου, βλ. Bassett, Urban Image, 53-54, δημιουργούσαν έναν συμβολικό σύνδεσμο ανάμεσα στη
δυναστεία του Κωνσταντίνου και τις αρχαίες παραδόσεις της ρωμαϊκής ιστορίας.
973 Bauer, Stadt, 148-167. Müller-Wiener, Bildlexikon, 248-249.
974 Gradel I., Emperor Worship and Roman Religion, Οξφόρδη 2002, 80-84. Ειδικότερα για το θέμα, βλ.
Hänlein-Schäfer H., Veneratio Augusti: Eine Studie zu den Tempeln des Ersten romischen Kaisers, Ρώμη 1985.
975 Sjöqvist, «Kaisareion», 88-108.
976 Ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-163.16 (ΙΙΙ.70) αναφέρει το Αυγουσταίο ως «Αὐγούστου
Πανήγυρις»: «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον
ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι σενᾶτον κατὰ τὴν Αὐγούστου [πανήγυριν -
ἀφ’ ἧς ἐπὶ τὴν] ἀγοράν, ἣν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον…». Η έκφραση δηλώνει τον χώρο όπου
διεξάγονταν εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του αυτοκράτορος, δηλαδή το Αυγουσταίο. Ο
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν, 163.3-6 (IV.138) αναφέρει παρόμοιες εκδηλώσεις στην
Κωνσταντινούπολη στον χώρο του Αυγουσταίου: «Τῇ πέμπτῃ τοῦ Ὀκτωβρίου μηνὸς οἱ
ῥεγεωνάρχαι καὶ σεβαστοφόροι ἐχόρευον ἐν τῷ Γουστείῳ, οἷον ἐν τῷ ὀψοπωλείῳ, εἰς τιμὴν
Τιβερίου· τὸν δὲ τοιοῦτον τόπον νῦν οἱ ἰδιῶται Αὐγουστεῖον καλοῦσιν». Η μαρτυρία του
επαναλαμβάνεται στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 158.4-7 (ΙΙ.15), βλ. και Berger, Patria, 235-237. Ο
Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 39.10-15 (Ι.10.6-7) αναδεικνύει τη σχέση του Βουλευτηρίου με
179
προτείνει την πιθανότητα στη θέση του μνημείου να προϋπήρχε ναός της
κέντρο της Ρώμης, το κτήριο της Συγκλήτου (Curia Hostilia και αργότερα Iulia)
βρισκόταν στο πατροπαράδοτο Forum Romanum, και είχε ιερό χαρακτήρα για τη
Εκεί υπήρχε ο βωμός και το άγαλμα της Victoria981 επάνω σε σφαίρα, που έστησε
978 O Price, Rituals and Power, χάρτες IV και V, σημειώνει την ύπαρξη αυτοκρατορικής λατρείας και
ιερέα επιφορτισμένου με αυτή στο αρχαίο Βυζάντιο, αλλά δεν αναφέρει τις πηγές του. Η πόλη δεν
είχε διατελέσει νεωκόρος, βλ. Burrell, Neokoroi, 236-245. Η σχέση Ιπποδρόμου και Αυγουσταίου στην
Κωνσταντινούπολη απηχεί το σύμπλεγμα Ιπποδρόμου-Forum-Αυγουσταίου που συναντάμε στην
Ταρρακώνα, βλ. Gros, Architecture Romaine I, 229-231, 350-357 και στην επιγραφή από το Σεβαστείο
της Άγκυρας, βλ. ανωτέρω υποσημ. 903. Για την καθιέρωση ιερών αθλητικών αγώνων, των
«Ἀντωνινείων Σεβαστῶν», προς τιμή του Καρακάλλα κατά τον 3ο αιώνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
319. Η θεσμοθέτηση αυτών των αγώνων στο αρχαίο Βυζάντιο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την
ανέγερση ενός συμπλέγματος Ιπποδρόμου–Σεβαστείου, ως ιδανικό χώρο για τους εορτασμούς,
κατά το πρότυπο των άλλων πόλεων. Ο Robert, «Deux concours», 22, 24 και σημ. 7 αναφέρει ότι
κατά τον ύστερο 2ο και κυρίως τον 3ο αιώνα οι ιεροί αγώνες σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζονται
και με την ύστερη ονομασία «Αυγούστεια» αντί «Σεβαστά». Αυτό, πιθανώς, απηχεί και μία
ανάλογη μεταβολή της ονομασίας του ιερού της αυτοκρατορικής λατρείας. Ωστόσο, δεν
διαθέτουμε καμία σχετική μαρτυρία για το αρχαίο Βυζάντιο. Ο Salway, «Constantine Augoustos»,
39-49 έδειξε ότι η επωνυμία «Σεβαστός» του αυτοκρατορικού τίτλου αντικαταστάθηκε από το έτος
324 στην ανατολική επικράτεια με την προσηγορία «Αύγουστος», προωθώντας την κατάργηση της
αυτοκρατορικής λατρείας. Εάν το Αυγουσταίο προϋπήρχε πράγματι στο Βυζάντιο ως «Σεβαστείο»,
η περίοδος της βασιλείας του Κωνσταντίνου είναι η πλέον προφανής περίοδος για την αλλαγή της
ονομασίας του.
979 Σχετικά με το Forum Romanum κατά την ύστερη αρχαιότητα βλ. Bauer, Stadt, 7-46.
980 Η Curia Hostilia, βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του Forum Romanum σε αξονική σχέση με το
Κάσσιος 51.22.1. Σύμφωνα με τον Ηρωδιανό, 5.5.7 οι συγκλητικοί θυμίαζαν και έκαναν σπονδή
στον βωμό μπροστά στο άγαλμα με την είσοδό τους στο κτήριο: «…ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ ἀγάλματος
τῆς νίκης, ᾧ συνιόντες ἐς τὸ βουλευτήριον λιβανωτόν τε θυμιῶσιν ἕκαστος καὶ οἴνου σπένδουσι».
Σχετικά, βλ. Lavan, «Residual “Pagan” Statues», 445-446. Pohlsander H.A., «Victory: the story of a
statue», Historia 18 (1969), 588-597.
180
ο Οκταβιανός Αύγουστος στην πιο περίοπτη θέση της αίθουσας για να
συμβολίζει μέσα από την Αιώνια Νίκη της Ρώμης τη δική του Νίκη στο Άκτιο.
Από αυτή την πρώτη ρωμαϊκή Σύγκλητο όλες οι επαρχιακές Curiae προσέλαβαν
αρχιτεκτονικής.982
εδώ δεν τιμάται η Νίκη, αλλά οι Μούσες, οι κόρες του Δία και προστάτιδες
θεότητες της φιλοσοφίας986, της τέχνης και της επιστήμης: «ἠκούσατε γὰρ τοῦ
καὶ ἀνδρὸς ὅντινα τιμήσουσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο». 987 Εξωτερικά είχαν
Δία και της Αθηνάς.988 Οι θεότητες αυτές παραπέμπουν σε δύο από τις τρεις
πρὸ τῶν βασιλείων ὄντα…φασὶ δὲ ὡς καὶ τὰ δείκηλα τὰ ἐν τῷ Ἑλικῶνι τὴν ἀρχὴν καθιδρυθέντα
ταῖς Μούσαις, μέρος καὶ αὐτὰ τῆς κατὰ πάντων ἱεροσυλίας ἐν τοῖς Κωνσταντίνου γενόμενα
χρόνοις, ἀνατεθέντα τούτῳ τῷ τόπῳ…».
985 Bassett, Urban Image, 150-151.
986 Για τη σχέση της λατρείας των Μουσών με τις αρχαίες φιλοσοφικές σχολές, βλ. Boyancé, Culte
του λόγου κατά τα έτη 384 ή 385, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 197.
988 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.17-22 (V.24.7): «τοῦτο τῆς γερουσίας τὸ τέμενος, οὗπερ ἕνεκα ταῦτα
διέξειμι, Διὸς καὶ Ἀθηνᾶς ἀγάλματα πρὸ τῶν θυρῶν εἶχεν, ἐπί τινων βάσεων λιθίνων ἑστῶτα, καθ’
ὃ καὶ νῦν ἔστιν αὐτὰ θεάσασθε σχῆμα· φασὶ δὲ τὸ μὲν τοῦ Διὸς εἶναι τοῦ Δωδωναίου, τὸ δὲ τὸ ἐν τῇ
Λίνδῳ πάλαι καθιδρυμένον». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.15-18.1 (41): «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ τοὺς τῆς
συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν οἰκους, Σενάτα τούτους ὀνομάσας, ἐν οἷς καὶ τοῦ Δωδωναίου
Διὸς ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ δύο τῆς Παλλάδος ἱδρύματα…». Ακόμη, βλ. Bassett, Urban Image, 149,
151-152.
181
Juno, Minerva), υπό την προστασία των οποίων τελούσε η Res Publica.989 Ο
πατέρας των θεών Δίας θεωρούνταν από τους Ρωμαίους ως ο μόνος αληθινός
βασιλιάς990 τους καθώς και προστάτης της ρωμαϊκής πολιτείας και της
Ρώμη καθώς το δικό της Παλλάδιο, που μετέφερε ο Αινείας από την Τροία,
υπήρξε το έμβλημα της Αιώνιας Πόλης. Ως αγαπημένη κόρη του Δία που
Μία σειρά από μνημεία που οικοδομήθηκαν στην περιοχή γύρω από τη
για την εποχή εκείνη μέσο υπήρξε η ανέγερση μεγάλων κιόνων με ανδριάντες
ενισχυθεί η λατρεία του θεού Ηλίου-Sol ως θρησκευτικού συνδέσμου των υπηκόων της
αυτοκρατορίας. Μάλιστα ο Ελαγάβαλος (218-222) προσπάθησε να αντικαταστήσει την κύρια
λατρεία του ρωμαϊκού κράτους, του Juppiter Capitolinus, με τον θεό Ήλιο Elah-Gabal, προσπάθεια
που απέτυχε παταγωδώς και οδήγησε στον θάνατό του. O Juppiter παρέμεινε ο προστάτης θεός
της αυτοκρατορίας και η σημασία του αναδείχτηκε ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της Τετραρχίας από
την επιλογή του πρώτου Αυγούστου, Διοκλητιανού, να τον καθιερώσει ως κύριο προστάτη θεό με
τον οποίο είχε ειδική σχέση, επιστρέφοντας σε παραδοσιακά πρότυπα, βλ. Fears, «Cult of Juppiter»
και Bardill, Constantine, 63-68. Αυτό αποτύπωσαν εικονογραφικά οι επεμβάσεις των Τετραρχών στο
Παλαιό Βήμα στο Forum Romanum το έτος 303, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 996. O Δίας παρέμεινε για
τους εθνικούς πολίτες η κύρια προστάτιδα θεότητα του ρωμαϊκού κράτους και σε αυτούς
απευθυνόταν το εικονογραφικό πρόγραμμα της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης.
Αποκαλυπτικός είναι ο επίλογος στον λόγο προς τιμή των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού και
Ουάλη, που εκφώνησε την άνοιξη του 364 στην Κωνσταντινούπολη, ως αντιπρόσωπος της
Συγκλήτου και προφανώς στο κτήριο της Συγκλήτου, ο Θεμίστιος, Λόγοι (6), «Φιλάδελφοι, ἢ περὶ
φιλανθρωπίας», 125.3-7 (84a): «ἀλλ’ ὦ βασίλειε Ζεῦ, ὦ πάτερ ἀνθρώπων, ὦ πολιοῦχε, καὶ τῆς ἑῴας
Ῥώμης καὶ τῆς ἑσπερίας, φυλάττοις μὲν τῶν πόλεων τὴν ξυνωρίδα, φυλάττοις δὲ τῶν βασιλέων οἳ
τὸ σὸν βούλημα διασῴζουσιν». Για τον χρόνο και τον τόπο, βλ. Dagron, «Témoignage de
Thémistios», 21. Vanderspoel, Themistius, 250.
992 Για τη λατρεία της Αθηνάς-Minerva κατά την αυτοκρατορική περίοδο, βλ. Girard J.-L., «La place
de Minerve dans la religion romaine au temps du principat», ANRW II.17.1 (1981), 203-232, και ειδικά
226-228, σχετικά με την τιμή της ως προστάτιδας θεότητας από τους ίδιους τους αυτοκράτορες. Για
τη σχέση της με τον Δία, βλ. Herington, Athena Parthenos, 57-58, 62-63.
182
πορφυρή στήλη της Αυγούστας Ελένης. Ο Μαλάλας 993 και το Πασχάλιον
να στρέψουμε το βλέμμα μας στην εικόνα που είχε διαμορφωθεί στον κεντρικό
υπαίθριο χώρο του Forum Romanum μετά την υλοποίηση του τετραρχικού
οικοδομικού προγράμματος 995 μπροστά από την Curia Iulia (Σύγκλητος), που
ανακατασκευάστηκε την ίδια περίοδο. Το έτος 303 στη δυτική πλευρά του Forum,
Decennalia των Καισάρων. Η μεσαία, υψηλότερη, έφερε άγαλμα του Juppiter και
οι υπόλοιπες ανδριάντες των Τετραρχών (εικ. 89). Στην ανατολική πλευρά του
Iulii) με έμβολα από ναυτικές νίκες των Τετραρχών, που έφερε μία ομάδα πέντε
πλευρά του Forum απέναντι από την Ιουλία Βασιλική υψώθηκαν 7 μαρμάρινοι
κιόνων στις τρεις πλευρές της πλατείας απέναντι από τη Σύγκλητο και την
εξουσίας. Στο ΒΔ τμήμα αυτού του χώρου υψωνόταν ο λεγόμενος «κίονας του
Φόρου και ίσως έφερε ανδριάντα του Διοκλητιανού.999 Το κίνητρο του εν λόγω
998 Bauer, Stadt, 44-46. Claridge, Rome, 87-88. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 65-66.
183
νομιμοποίηση της εξουσίας των Τετραρχών μέσω της σύνδεσης των μνημείων
κατά τη γνώμη μου, στον χώρο αυτό ένα σημαντικό και επίκαιρο μνημειακό
ότι στη θέση του κίονα του Ιουστινιανού1001 στο Αυγουσταίο προϋπήρχε
με τη σειρά του υψώθηκε, πιθανώς, στη θέση ακόμη παλαιότερου ανδριάντα του
κεντρική θέση που κατείχε στη διαμόρφωση του υπαίθριου χώρου του Forum
Romanum ο υψηλός «κίονας του Φωκά». Μία σειρά από μνημεία μεταφέρουν
Notitia στη 2η ρεγιώνα ακριβώς δίπλα στη Σύγκλητο παραπέμπει στο Βήμα που
υψωνόταν κοντά στη Σύγκλητο της Ρώμης (εικ. 86). Η μαρμάρινη γαλέρα
1000 Machado, «Building the Past», 167-168. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 66-68.
1001 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 409.
1002 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 410.
1004 Notitia Urbis, 231.III.9. Το Τριβουνάλιο αναφέρεται μετά τη Σύγκλητο και πριν από τις Θέρμες
του Ζευξίππου. Ο Berger, «Altstadt von Byzanz», 10-11, σχέδ. 1 και ο ίδιος, Patria, 251, σχέδ. 6 ταυτίζει
το εν λόγω μνημείο με το Τριβουνάλιο-Δέλφακα και το χωροθετεί νότια των Θερμών του
Ζευξίππου. Εξαιτίας της αναφοράς του Τριβουναλίου σε διαφορετική ρεγιώνα από το Παλάτιο (1η
ρεγιώνα) υποστηρίζει ότι το μνημείο κατά την εποχή συγγραφής της Notitia δεν είχε ακόμη
ενσωματωθεί στο ανάκτορο. Για το ίδιο ζήτημα, βλ. Kostenec, «Palace of Constantine», 279-280.
Όμως, η περιγραφή της σύλληψης του Αγίου Παύλου του Ομολογητού (περ. 344) υποδεικνύει ότι οι
Θέρμες βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στο Παλάτιο ήδη από την εποχή του Κωνσταντίου, βλ.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 107.17-108.4 (ΙΙ.16.3-5) και Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
112.2-9 (ΙΙΙ.9.2). Αυτό είχαν ήδη επισημάνει οι Mango, Brazen House, 40 και Guilland, «Thermes de
Zeuxippe», 262. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να σεβαστούμε τη σειρά καταγραφής των μνημείων
στη Notitia. Το Τριβουνάλιο της Notitia δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον Δέλφακα. Πιθανώς η
κατασκευή αργότερα της Χαλκής Πύλης από τον Αναστάσιο υποχρέωσε τη μεταφορά του
Τριβουναλίου.
1005 Notitia Urbis, 232.V.11-12: «Liburnam marmoream, navalis victoriae monumentum». Ο Mango,
«Triumphal Way», 177-178 συσχετίζει το μνημείο με τη θαλάσσια νίκη του Κωνσταντίνου κατά του
Λικινίου στον Ελλήσποντο το έτος 324. Την ίδια άποψη έχει και η Radnóti-Alföldi, Liburna, 78-81. Με
τη νίκη αυτή συνέδεσαν ο Alföldi, «Foundation of Constantinople», 10-11 μία σειρά χάλκινων
νομισμάτων που εξέδωσε το νομισματοκοπείο της Ρώμης για τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης
184
και την οποία χωροθετεί το Πασχάλιον Χρονικόν 1006 κοντά στη Μαγναύρα1007,
παραπέμπει στην παράδοση προβολής των θαλάσσιων νικών στα δύο Βήματα
του Forum Romanum με την ενσωμάτωση σε αυτά των εμβόλων (Rostra) των
αποτελεί την πιο άμεση οπτική και συμβολική σύνδεση ανάμεσα στα δύο
μνημειακά κέντρα, η οποία δίνει το στίγμα του νέου νοητού κέντρου της Πόλης
Στο δυτικό άκρο αυτής της σύνθεσης μνημείων του Forum υψωνόταν η
Βασιλική (Basilica Porcia)1009 εμφανίστηκε στο Forum Romanum ήδη από τις αρχές
του 2ου αι. π.Χ., ενώ σύντομα δύο μεγάλες Βασιλικές όριζαν το βόρειο και το
αρκετές ανακατασκευές και επισκευές και ήταν γνωστά στα χρόνια του
και οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 32, σημ. 4 μία σειρά ασημένιων
μεταλλίων που τύπωσε το Νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης για την ίδια περίσταση.
1006 Πασχάλιον Χρονικόν, 622.9-10: «καὶ φυγόντες ἐκεῖθεν οἱ δῆμοι ἔβαλον πῦρ ἐπὶ τὸ Λίβυρνον ἐπὶ
τὴν Μαγναύραν…» κατά τα γεγονότα της Στάσης του Νίκα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 395-396. Για την
πιθανή θέση του μνημείου, βλ. τη σχεδιαστική πρόταση του Berger, Patria, 251, σχέδιο 6, αρ. 3.
1007 Με την ονομασία «Μαγναύρα», όπως είδαμε ανωτέρω υποσημ. 412, πιθανώς αναφέρεται στις
πηγές το κτήριο της Συγκλήτου μετά την ανοικοδόμησή του από τον Ιουστινιανό.
1008 Gros, «Basilica». Gros, Architecture Romaine Ι, 235-260.
1009 Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, Historia Romana, 39.44.7 αναφέρει ότι το έτος 184 κατασκευάστηκε από
τον M. Porcius Cato η Basilica Porcia, που υπήρξε η αρχαιότερη γνωστή Βασιλική της Ρώμης, βλ.
Richardson, Topographical Dictionary, 56.
1010 Richardson, Topographical Dictionary, 52-53.
1011 Richardson, Topographical Dictionary, 54-56. To μνημείο έλαβε το όνομά του μετά τη μνημειακή
ανοικοδόμησή του από τον Αιμίλιο Παύλο Λέπιδο το έτος 54 π.Χ. Αναφέρεται γενικά ως Basilica
Aemilia ή Paulli. Στις δύο καταγραφές της Ρώμης του 4ου αιώνα, βλ. Jordan, Topographie, 547,
αναφέρεται ως Basilicam Pauli.
185
Μέσα από τον δημιουργικό συσχετισμό των πηγών και τη συγκριτική
ανδριάντες, του Τριβουναλίου, της Μαρμάρινης Γαλέρας και του Χρυσού Μιλίου
Forum Romanum. Και, όπως συνέβαινε στο Forum Romanum και σε όλα τα
δημόσιο χώρο του Πρώτου Ιερού της Πόλης. Η μόνη διαφορά είναι ότι στη θέση
αφού ο ναός του Juppiter Capitolinus1014 όχι μόνο υπήρξε το πρώτο Ιερό της
186
συμβολική σημασία για την ίδια τη Ρώμη και τον ρωμαϊκό κόσμο.1015 H παρουσία
Crawley Quinn και Α. Wilson1016 έχει ισχυρό δεσμό με την ιδεολογία της
ως Νέας Ρώμης.
Πόλης (εικ. 6), στο σημείο όπου η Μέση οδός διακλαδιζόταν προς τον βορρά,
ακολουθώντας την χάραξη της παλαιάς Εγνατίας Οδού, και προς τη δύση,
στο σημείο αυτό δεν δημιουργεί ένα δεύτερο μνημειακό κέντρο (εικ. 23).
Καπιτωλίου από τον νέο κεντρικό δημόσιο χώρο1019, όπου τη θέση του πρώτου
1015 Για τη σχέση των εγκαινίων του ναού με την Res Publica, βλ. ανωτέρω υποσημ. 921. Για τον
Juppiter ως βασιλιά και προστάτη θεό των Ρωμαίων, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 990-991. Ο Fears, «Cult
of Juppiter», 106-107 θεωρεί ότι η λατρεία της Καπιτωλιακής τριάδος υπήρξε η κατεξοχήν εθνική
λατρεία της Ρώμης και ότι η ανέγερση Καπιτωλίου σε μία πόλη ήταν σύμβολο «εκρωμαϊσμού»,
διακήρυξη αφοσίωσης στους θεμελιώδεις θεσμούς της αυτοκρατορίας και στο πρόσωπο του
αυτοκράτορα. Ακόμη βλ. Zanker, «City as Symbol», 28-29, 35. Ευαγγελίδης, Αγορά, 30-34. Οι Crawley
Quinn-Wilson, «Capitolia», 167-168 θεωρούν ότι η ιδεολογική και θεσμική σημασία της ανέγερσης
Καπιτωλίων στον ρωμαϊκό κόσμο έχει υπερτονιστεί.
1016 Crawley Quinn-Wilson, «Capitolia», 147, 168.
1017 Mango, Développement urbain, 30. Βλ. και τη σχεδιαστική πρόταση του Berger, Patria, 347, σχ. 8.
1019 Αυτή είναι και η άποψη της Bassett, Urban Image, 35. Αντίθετα ο Bardill, Constantine, 263 θεωρεί
ότι η θέση του ναού βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο, στην καρδιά της πολεοδομικής επέκτασης
του Κωνσταντίνου. Ο La Rocca, «Fondazione», 581-582 υποστηρίζει ότι το Καπιτώλιο σχεδιάστηκε
από τον Κωνσταντίνο ως πυρήνας της νέας Πόλης του. Όμως, μετά τις αλλαγές του Κωνσταντίου
το μνημείο βρέθηκε σε έκκεντρη θέση και τελικά στην τοποθεσία, όπου θα όφειλε να βρισκόταν το
Καπιτώλιο της Πόλης, ανεγέρθηκε η Αγία Σοφία. Το μειονέκτημα αυτής της άποψης βρίσκεται στο
γεγονός ότι εκλαμβάνει ως Πόλη του Κωνσταντίνου μόνο το τμήμα της πολεοδομικής επέκτασης
και παραθεωρεί τον συνολικό επανασχεδιασμό των λειτουργιών του πολεοδομικού ιστού. Σχετικά
με το θέμα αυτό, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η υποβάθμιση της θέσης του Καπιτωλίου στην
Κωνσταντινούπολη μπορεί να συγκριθεί με την απώλεια κάποιων παραδοσιακών λειτουργιών του
Καπιτωλίου της Ρώμης κατά τη μετάβαση στην αυτοκρατορική περίοδο, που μεταφέρθηκαν στον
Φόρο του Αυγούστου και στον ναό του Απόλλωνα στον Παλατίνο, βλ. Bonnefond M., «Transferts de
fonctions et mutation idéologique: le Capitole et le Forum d’ Auguste», L'Urbs: espace urbain et histoire
(Ier siècle av. J.-C. - IIIe siècle ap. J.-C.). Actes du colloque international de Rome (8-12 Μαΐου 1985).
Publications de l'École française de Rome, 98. Ρώμη 1987, 251-278. Ακόμη, βλ. Zanker, Αύγουστος, 152, 282.
Gros, Architecture Romaine ΙI, 238. Fears, «Cult of Juppiter», 60-63. Σχετικά με το ιδεολογικό υπόβαθρο
της εξέλιξης που μας απασχολεί πολύ σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Fears, «Cult of
187
Ιερού καταλαμβάνει ένας ναός αφιερωμένος στον Χριστό, ως ένσαρκο Σοφία του
Θεού.1020 Το γεγονός αυτό θα έχει τεράστια σημασία, καθώς είναι η πρώτη φορά
κέντρο της Νέας Ρώμης θα έχει τη συμβολική αναφορά της σε ολόκληρη την
Juppiter», 118-122, ο οποίος σημειώνει ότι η επικράτηση του Διοκλητιανού διασφάλισε τη συνέχεια
της σημασίας της Ιόβειας θεολογίας στην επίσημη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδεολογία. Όμως,
μολονότι το έτος 306 ο Jupiter παρέμενε το επίκεντρο αυτής της ιδεολογίας ως ο προστάτης θεός
της αυτοκρατορίας και των αυτοκρατόρων, μέσα σε 18 χρόνια έμελλε να εξαφανιστεί εντελώς από
τα αυτοκρατορικά νομίσματα και όλα τα κρατικά μνημεία, εξαιτίας ακριβώς της βαθιάς σχέσης
του με το καθεστώς της Τετραρχίας. Τέλος, παρατηρεί ότι η διατήρηση της άμεσης σχέσης του
αυτοκράτορα με την ανώτατη θεότητα συνιστά τον δεσμό της εθνικής και της χριστιανικής
αυτοκρατορικής ιδεολογίας, που διασφάλισε τη συνέχεια της αυτοκρατορικής δομής και της
κλασικής παράδοσης. Κατά τη γνώμη μου, στην Κωνσταντινούπολη, το Καπιτώλιο και η
Σύγκλητος φαίνεται ότι σχετίζονται όχι λατρευτικά, αλλά ιδεολογικά με τον Δία ως προστάτη της
αυτοκρατορίας και αναφέρονται στους εθνικούς υπηκόους.
1020 Για τη θεμελίωση του ναού, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 359. Πρώτο Ιερό αποκαλεί την Αγία Σοφία ο
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-24 (ΙΙΙ.70): «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς
εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι
σενᾶτον». Μολονότι διατηρούνται η άμεση σχέση της αυτοκρατορικής εξουσίας με την ανώτατη
θεότητα, και η θέση του Πρώτου Ιερού στο άμεσο περιβάλλον του Παλατίου, τώρα η θεότητα αυτή
δεν είναι ο Δίας, αλλά ο Θεός των χριστιανών. Η αντικατάσταση της λατρείας του Διός
Καπιτωλίνου με τη λατρεία του Ιησού Χριστού δηλώθηκε και συμβολικά με τα εγκαίνια του ναού
της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού στα Ιεροσόλυμα στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 335, δηλαδή
κατά την εόρτιο ημέρα των εγκαινίων του Καπιτωλίου της Ρώμης, βλ. Γουλούλης Σ., «Ρωμαϊκές
γιορτές και εγκαίνια χριστιανικών ναών: Ρώμη – Ιερουσαλήμ – Αντιόχεια – Κωνσταντινούπολη»,
Κληρονομιά 34 (2004), 53-80, κυρίως 59-60 και σημ. 33. Σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 298 η
επιλογή της ημέρας δήλωνε πιθανώς ότι η ολοκλήρωση του ναού σηματοδοτούσε τη νίκη του
Χριστού επάνω στην παραδοσιακή ανώτατη θεότητα της Ρώμης.
1021 Η εξέλιξη αυτή φαίνεται ότι σχετίζεται με τις δύο μεγάλες νίκες του Κωνσταντίνου, στη Ρώμη
και τη Χρυσούπολη, και υλοποιήθηκε σε δύο στάδια. Ο Bardill, Constantine, 247-248 αντιλαμβάνεται
την ανέγερση του ναού του Λατερανού στη Ρώμη ως εκδήλωση της πίστης του Κωνσταντίνου ότι η
νίκη του στη Μιλβία Γέφυρα οφείλεται στον Θεό των χριστιανών. Όμως, ο ναός, όπως και τα
υπόλοιπα χριστιανικά μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου, οικοδομήθηκε στην περιφέρεια της
Παλαιάς Ρώμης μακριά από το μνημειακό της κέντρο, βλ. Krautheimer R., Rome, Profile of a City, 312-
1308, Νέα Υερσέη 1980, 20-31. Ο ίδιος, Three Christian Capitals, 12-31. Alexander S.S., «Studies in
Constantinian Church Architecture», Rivista di Archeologia Cristiana 49 (1973), 33-44, κυρίως 42. Ο Bardill
θεωρεί ότι το οικοδομικό αυτό πρόγραμμα έλαβε χώρα σε αυτοκρατορική και όχι δημόσια γη,
πρώτον διότι το μνημειακό κέντρο της Ρώμης ήταν ήδη ασφυκτικά κατειλημμένο από μνημεία, και
δεύτερον προκειμένου να αποφευχθούν οι αντιδράσεις της εθνικής πλειοψηφίας της Πόλης. Η
επιλογή αυτή είναι συνεπής με τη θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου ανάμεσα στα έτη 306-
324, όπως τη σκιαγραφεί ο Bardill, Constantine, 269-281. Η ανέγερση χριστιανικού ναού στο
μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης συνδέεται με μία γενικότερη στροφή, μετά τη νίκη του
έτους 324, στη δημόσια έκφραση της προσωπικής προτίμησης του Κωνσταντίνου προς τον Θεό των
χριστιανών, βλ. Bardill, Constantine, 281-306, διακηρύσσοντας μνημειακά την πίστη του
αυτοκράτορα ότι οι νίκες του χορηγήθηκαν από τον συγκεκριμένο Θεό, βλ. την επιστολή του
Κωνσταντίνου προς τους Ανατολικούς στον Εὐσέβιο, Βίος Κωνσταντίνου, 70.18-31 (ΙΙ.55.2) και
Bardill, Constantine, 235-236.
188
Αυτοκρατορία και θα σηματοδοτήσει την έναρξη της διαδικασίας ανανέωσης της
ιδιαιτερότητα που είχαν οι Θέρμες του Ζευξίππου να ανήκουν στον τύπο των
Γυμνασίων-Θερμών1026 (εικ. 91) της Μικράς Ασίας, διαμορφώνοντας στο
1022 Η διαδικασία αυτή με βάση τις πηγές θα πρέπει να συνδεθεί με τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, βλ.
Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.26-105.4 (ΙΙΙ.50.1-2). Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.11-15
(Ι.16.1). Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 51.12-15 (ΙΙ.3.1), αντίστοιχα, βλ. κατωτέρω, υποσημ.
2163-2165. Για το θρησκευτικό οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου, βλ. Krautheimer R., «The
Constantinian Basilica», DOP 21 (1967), 115-140. Armstrong G.T., «Constantine’s Churches», Gesta 6
(1967), 1-9. Alexander S.S., «Studies in Constantinian Church Architecture», Rivista di Archeologia
Cristiana 47 (1971), 281-330. Armstrong G.T., «Constantine’s Churches: Symbol and Structure», JSAH 33
(1974), 5-16. Krautheimer R., «The Ecclesiastical Building Policy of Constantine» στο Bonamente G. -
Fusco F. (επιμ.), Constantino il Grande dall’ antichità all’ umanesimo, Colloquio sul Cristianesimo nel
mondo antico (Ματσεράτα, 18-20.12.1990), ΙI, Ματσεράτα 1993, 509-552. Γκιολές Ν., «Η οικοδομική
δραστηριότητα του Μ. Κωνσταντίνου στην Ανατολή», στο Nish and Byzantium, V (Ναϊσσός 3-
5.06.2006), Ναϊσσός 2007, 99-111. Bardill, Constantine, 230-259.
1023 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 287, 356.
1025 Ćurčić, Architecture in the Balkans, 57. Ćurčić, «Late-antique palaces», 70-72. Όμως ο Ćurčić
189
αγαλμάτων, το περιεχόμενο ή τμήμα του περιεχομένου της οποίας διασώθηκε
στο ποίημα του Χριστοδώρου Κοπτίτου στο δεύτερο βιβλίο της Παλατινής
Ανθολογίας.
άνδρες. Η ερμηνεία της συλλογής αποτελεί θέμα συζήτησης εδώ και αρκετά
ιδανικό την Παιδεία. Συγχρόνως, ισχύει και για τον 4ο αιώνα η παρατήρηση του
Στη Ρώμη, δίπλα στο Forum Romanum, στις δύο κατά μήκος στοές του
Φόρου του Αυγούστου (εικ. 13, 92) αναπτύχθηκαν δύο γλυπτικά σύνολα1031
ενδόξων ανδρών (summi viri). Στη μία στοά ξεκινώντας από τον Αινεία, τον
1030 Ο Kaldellis, «Christodoros», 382-383 μεταθέτει την ερμηνεία από την συλλογή στο ποίημα και
στο πνευματικό περιβάλλον του 5ου αιώνα. Ωστόσο, η συμβολική γενεαλογία που απηχείται στην
ποιητική σύνθεση, προκύπτει πρωτίστως από τα γλυπτά που συνθέτουν την συλλογή και
αποτυπώνει εξίσου τις προθέσεις εκείνων που την ίδρυσαν κατά τον 4ο αιώνα.
1031 Zanker, Αύγουστος, 277-281. Richardson, Topographical Dictionary, 161. Gros, Architecture Romaine Ι,
216. Coarelli, Rome and Environs, 110-111. Walker, «Moral Museum», 65-66. Shaya J., «The Public Life of
Monuments: The Summi Viri of the Forum of Augustus», AJA 117 (2013), 83-110.
190
Ασκάνιο και τους βασιλείς της Άλβα Λόγγα παραστάθηκε η γενεαλογία των
Ιουλίων. Στην απέναντι στοά ξεκινώντας από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο
περικύκλωνε τον έφιππο ανδριάντα του Αυγούστου, που βρισκόταν στο μέσο του
Κωνσταντινούπολης.
αποκλειστικά, ανθρώπους που υπηρέτησαν τις Μούσες, μαζί με τους θεούς και
τους ήρωες που εξύμνησαν με την τέχνη τους, βρισκόταν σε διαλεκτική σχέση με
διάκοσμος στο εξωτερικό και το εσωτερικό του κτηρίου της Συγκλήτου συνέθετε
με συνέπεια ένα πολύ ισχυρό συμβολικό μήνυμα για το παρελθόν και το μέλλον
της Πόλης. Είδαμε νωρίτερα ότι τα αγάλματα του Δία και της Αθηνάς στην
πρόσοψη του Βουλευτηρίου είχε ιδιαίτερη σημασία και για τον ελληνικό κόσμο.
Οι δύο αυτοί θεοί έφεραν το κύριο βάρος του πολέμου και της νίκης κατά τη
1032 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 381. H Bassett, Urban Image, 148-152 δεν αναφέρει καθόλου την
παράσταση.
1033 Pollitt, Ελληνιστική εποχή, 133 και 138. Σύμφωνα με τον Vian, Guerre des géants, 280-290 η
παράσταση συμβόλιζε θεολογικά την τελική πράξη δημιουργίας του κόσμου και τον θρίαμβο της
κοσμικής τάξης απέναντι στην ύβρη και πολιτικά τον θρίαμβο του νόμου πάνω στις εσωτερικές
191
ως διαχρονικό σύμβολο της ίδρυσης της ελληνικής θρησκείας, της καθιέρωσης
του ηθικού νόμου, των βασικών αξιών και θεσμών του ελληνισμού. Ιδιαίτερα η
Αθήνας και ο Βωμός του Διός στην Ακρόπολη της Περγάμου. Στον
από το αέτωμα, το οποίο παρίστανε τη γέννηση της Αθηνάς από τον Δία (εικ. 93-
94), ενώ στη ζωφόρο οι Δώδεκα Ολύμπιοι θεοί επέβλεπαν την παράδοση του
ασπίδας του λατρευτικού αγάλματος της θεάς στο εσωτερικό του ναού. Στην
(εικ. 95) κοσμούσε τη ζωφόρο του Βωμού του Διός1035 ακριβώς δίπλα στο Τέμενος
του Παρθενώνα είναι γνωστό ότι η Αθήνα διακήρυττε τον πρωτεύοντα ρόλο της
στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα του ελληνικού κόσμου. Σύμφωνα με τον
και εξωτερικές δυνάμεις που απειλούσαν την πόλη. Από την εποχή του Αλεξάνδρου στην
παράσταση διείσδυσαν εικονογραφικές αναφορές στη σύγχρονη ιστορία. Κατά την αυτοκρατορική
περίοδο θα υπάρχουν εικονογραφικές αναφορές που θα συσχετίζουν τους αυτοκράτορες με την
ομάδα των θεών του Ολύμπου και οι Γίγαντες θα παίρνουν χαρακτηριστικά των Βαρβάρων, π.χ.
των Γερμανών. Ο Oliver, Demokratia, 121-124 θεωρεί ότι η παράσταση ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
συμβόλιζε τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Βαρβάρων και γενικότερα ότι υπήρξε ένα
διαχρονικό σύμβολο κάθε γενναίου αγώνα της πολιτισμένης ανθρωπότητας εναντίον των
τρομερών δυνάμεων των βαρβάρων και της αταξίας.
1034 Μπρούσκαρη, Ακρόπολη, 108-121. Παλαγγιά Ο., Ο γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα, Αθήναι
1989, 19, 35-39 (μετόπες), 58-69 (ζωφόρος), 71-82 (αέτωμα). Σχετικά με το συμβολικό περιεχόμενο
του εικονογραφικού προγράμματος, βλ. Herington, Athena Parthenos, 59-67. Ο ίδιος θεωρεί ότι η
Γιγαντομαχία τοποθετήθηκε στην ανατολική πλευρά του μνημείου, επειδή σχετίζεται αμεσότερα
με την Αθηνά, καθώς η κοσμική αυτή μάχη υπήρξε ο ιδιαίτερος θρίαμβος της θεάς.
1035 Smith, Hellenistic Sculpture, 157-164. Ridgway B.S., Hellenistic Sculpture, II. The Styles of ca. 200-100
B.C., Μάντισον-Λονδίνο 2000, 19-47. Κästner V., «The Architecture of the Great Altar of Pergamon»,
στο Koester, Pergamon, 137-161. Queyrel, L’autel de Pergame, 21-111. Ο Βωμός κατασκευάστηκε από τον
Ευμένη Β΄ (197-158 π.Χ.) και ήταν, πιθανώς, αφιερωμένος στον Δία και την Αθηνά Νικηφόρο, βλ.
Vian, Guerre des géants, 290. Stewart, «Pergamo», 34-39. Για την κατάσταση της έρευνας και μία πιο
σύνθετη άποψη, βλ. Queyrel, L’autel de Pergame, 112-122.
192
Smith1036 το εικονογραφικό πρόγραμμα του Βωμού του Διός εκτός από θεματική
είναι διάδοχος της Αθήνας και η νέα μητρόπολη, όπου συντελείται η υπεράσπιση
ίδιος επισημαίνει μία αναφορά του Ευσεβίου στον Τριακονταετηρικό Λόγο που
περιγράφει τους διώκτες των χριστιανών και εχθρούς του αυτοκράτορα με όρους
γνώμη του Fears, το γεγονός ότι ακόμη και ο Ευσέβιος χρησιμοποίησε στον
αυτοκρατορικό θρίαμβο επάνω στις δυνάμεις του κακού αναδεικνύει πόσο πολύ
1036 Smith, Hellenistic Sculpture, 159-162. Για τα διάφορα επίπεδα προσέγγισης και ερμηνείας του
μνημείου, βλ. Queyrel, L’autel de Pergame, 112-147 και κυρίως Massa-Pairault F.-H., La gigantomachie de
Pergame ou l’image du monde, BCH suppl. 50, Παρίσι-Αθήνα 2007.
1037 Την φιλοδοξία τους να καταστήσουν την Πέργαμο την κληρονόμο και προστάτιδα πόλη των
λαμπρών επιτευγμάτων του ελληνικού πολιτισμού μέσα στον ελληνιστικό κόσμο είχαν διακηρύξει
οι Ατταλίδες και στην ίδια την Ακρόπολη των Αθηνών με το λεγόμενο «μικρό ανάθημα των
Ατταλιδών», το οποίο μαζί με άλλες παραστάσεις απεικόνιζε και πάλι παράσταση Γιγαντομαχίας,
βλ. Pollitt, Ελληνιστική εποχή, 129-135. Γενικότερα για την πολιτική αξιοποίηση της τέχνης από
τους Ατταλίδες βλ. Gruen, «Culture as Policy».
1038 Fears, «Theology of Victory», 816-818. Ο Vian, Répertoire des Gigantomachies, 24-31, 99-102, 106-114
έχει συγκεντρώσει τις γνωστές παραστάσεις του θέματος από την εποχή του Αυγούστου έως και
τον 3ο αιώνα, ενώ ο Oliver, Demokratia, 152-169 περιγράφει την ιδεολογική συνέχεια του θέματος
κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και τη σύνδεσή του με τη Νίκη του Σεβαστού, ως εγκαθίδρυση της
κοσμικής τάξης και του νόμου. Σχετικά, βλ. Vian, Guerre des géants, 289-290.
1039 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 219.2-4 (9.8). Ακόμη, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 17.12-14
(Ι.5.1): «νικητὴν ἀπέδειξε παντὸς τυραννικοῦ γένους θεομάχων τ' ὀλετῆρα γιγάντων, οἳ ψυχῆς
ἀπονοίᾳ πρὸς αὐτὸν ἤραντο τὸν παμβασιλέα τῶν ὅλων δυσσεβείας ὅπλα».
193
Η πρόσφατη αναχρονολόγηση1040 στην περίοδο 340-370 του γλυπτικού
αφορμή την απεικόνιση του Έρωτα στην ίδια παράσταση, θα την περιγράψει
1040 Για την αναχρονολόγηση βλ. Kiilerich B.-Torp H., «Mythological sculpture in the fourth century
A.D.: the Esquiline group and the Silahtarağa statues», IstMitt 44 (1994), 307-316. Για τη σύνδεση του
αναχρονολογημένου συνόλου με την ευρύτερη γλυπτική παραγωγή της ίδιας περιόδου, βλ.
Bergmann M., Chiragan, Aphrodisias, Konstantinopel. Zur mythologischen Skulptur der Spätantike, Palilia 7,
Βισμπάντεν 1999.
1041 Για την ανασκαφική έρευνα βλ. Çoruh Z., «Silâhtarağa Kazısı/Excavations of Silâhtarağa», ΙΑΜΥ 4
(1950), 43-45 και 62-63. Başak Z., «Silâhtarağa Kazısı/The Silahtarağa Excavations», ΙΑΜΥ 5 (1952), 51-
55. Για τη δημοσίευση βλ. De Chaisemartin - Örgen, Silahtarağa, και ιδιαίτερα 90-95 για τη
χρονολόγηση στον 2ο αιώνα μ.Χ., όπου κάνουν λόγο για επανατοποθέτηση ή επανεπεξεργασία
του γλυπτικού συνόλου μετά τον 3ο αιώνα.
1042 Μεγάλη σημασία έχει ακόμη το γεγονός ότι τα βασιλικά πρόθυρα, σύμφωνα με τον ίδιο τον
Ευσέβιο, βλ. ανωτέρω υποσημ. 361, κοσμούνταν με κηρόχυτο πίνακα, όπου παριστανόταν ο
Κωνσταντίνος και οι υιοί του να νικούν έναν θαλάσσιο δράκοντα, εικόνα που χωρίς άλλο
απεικόνιζε τη νίκη του αυτοκράτορα και της δυναστείας του με τους εικονογραφικούς όρους της
παράστασης της Γιγαντομαχίας και παρέπεμπε, επίσης, στη Γιγαντομαχία της Συγκλήτου.
Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η παράσταση της Γιγαντομαχίας αξιοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί
εικονογραφικά η Νίκη του Κωνσταντίνου με έναν οικείο για τους υπηκόους του συμβολικό τρόπο,
ο οποίος, όπως δείχνει το παράδειγμα του Ευσέβιου, ήταν κατανοητός αλλά και αποδεκτός από
τους χριστιανούς. Αντίστοιχα σύμφωνα με τον Zanker, Αύγουστος, 121-122, 442, και η νίκη στο
Άκτιο παραβλήθηκε με τη νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών και αποδόθηκε συμβολικά με
την παράσταση της Αμαζονομαχίας.
1043 Θεμίστιος, Λόγοι (13), «Ἐρωτικὸς ἢ περὶ κάλλους βασιλικοῦ», 253.7-18 (176d-177a).
1044 Η πρώτη σημασία του όρου «κρηπίς» σύμφωνα με τους Ορλάνδο-Τραυλό, Λεξικόν, 160-161
δηλώνει: «θεμέλιον ή θεμέλια καὶ ἰδίᾳ βάσιν οἰκοδομήματος (ναοῦ, βωμοῦ, οἰκίας, τείχους)».
1045 Πιθανώς, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα άκμασε η Περγαμηνή
Νεοπλατωνική Σχολή με διδάσκαλο τον Αιδέσιο, μαθητή και διάδοχο του Ιαμβλίχου, κοντά στον
οποίο ήλθε να σπουδάσει ο Ιουλιανός, βλ. Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν, 25.1-4 (VI.4.7): «αὐτὸς δὲ εἰς τὴν
Ἀσίαν διαβὰς, ὅλης Ἀσίας προτεινούσης αὐτῷ χεῖρας, ἐν τῷ παλαιῷ Περγάμῳ καθιδρύθη, καὶ παρ'
194
Τα εικονογραφικά και αρχιτεκτονικά αυτά μηνύματα, τα οποία ήταν
«αφιέρωση» του εσωτερικού του «ναού» της Συγκλήτου στις Μούσες. Η λατρεία
των Μουσών στον ελληνικό κόσμο είχε άμεση σχέση με την παιδεία, την
θεοτήτων αυτών με τις τέχνες του Λόγου και τη Φιλοσοφία οδήγησε στην Αθήνα
στη σύνδεση του όρου «Μουσείο» και της λατρείας των Μουσών με τις
φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και κυρίως του Αριστοτέλη 1046, ο επικεφαλής
ελληνιστική περίοδο η παράδοση αυτή γνώρισε την κορύφωση της στο Μουσείο
της Αλεξάνδρειας1047, ενώ κατά τα ρωμαϊκά χρόνια συναντάμε μία σειρά από
της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης στις Μούσες είχε άμεση σχέση με την
παράθεση με την αφιέρωση της Συγκλήτου της Ρώμης στη Νίκη, που προέβαλε
τα ιδανικά της Δύναμης και της κυριαρχίας της Ρώμης, η Σύγκλητος της Νέας
Ρώμης προέβαλε τα ιδανικά της Σοφίας και της Παιδείας του ελληνισμού.
ἐκεῖνον μὲν Ἕλληνές τε ἐφοίτων καὶ οἱ πρόσχωροι, καὶ ἡ δόξα τῶν ἄστρων ἔψαυεν». Για σχόλια,
βλ. Becker, Eunapios, 244-252, 269-277. Ακόμη, βλ. Penella, Greek Philosophers, 63-70. Jones–Martindale–
Morris, Prosopography I, 14-15. Ο Βωμός της Περγάμου στεκόταν, ακόμη, υποβλητικός κατά τον 4ο
αιώνα. Καταστράφηκε, πιθανώς, γύρω στο έτος 530 ή αργότερα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί
ως οικοδομικό υλικό στο τείχος, που οχύρωσε την Ακρόπολη, στο οποίο ενσωματώθηκαν πολλές
από τις πλάκες της ζωφόρου της Γιγαντομαχίας, βλ. Rheidt K., Die Stadtgrabung, II, Die Byzantinische
Wohnstadt. Altertümer von Pergamon, 15.2, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1991, 168-173. Radt W., «Recent
Research in and about Pergamon: A survey (ca. 1987-1997)», στο Koester, Pergamon, 1-40, κυρίως 7.
Rheidt K., «In the Shadow of Antiquity: Pergamon and the Byzantine Millenium», στο Koester,
Pergamon, 395-423, κυρίως 399-400. Queyrel, L’autel de Pergame, 27-28.
1046 Boyancé, Culte des Muses, 249-327.
1048 Fraser, Ptolemaic Alexandria Ι, 315 και II, 469, σημ. 72 όπου παρατίθεται βιβλιογραφία με
επιγραφικές αναφορές του όρου «Μουσείο» από άλλες πόλεις. Για την Έφεσο, βλ. Lemerle,
«Inscriptions», 135-136. Σημειώνουμε ακόμη τη μαρτυρία του Λιβανίου, Λόγοι (1), «Βίος ή Περὶ τῆς
ἑαυτοῦ τύχης», 133.1-13 (102) ότι στην Αντιόχεια οι ανταγωνιστές του είχαν μεγαλύτερο
πλεονέκτημα από τον ίδιο στην εξεύρεση νέων μαθητών, διότι δίδασκαν στο «Μουσεῖον» της
Πόλης.
195
της Αθηνάς και στο δεύτερο κτήριο της Συγκλήτου1049, το οποίο βρισκόταν στον
Φόρο του Κωνσταντίνου. Η χάλκινη θύρα της βόρειας εισόδου του κτηρίου, που
επάνω σε κίονα ένα άγαλμα της Αθηνάς, για το οποίο έχει γίνει μεγάλη
γεγονός ότι η έκθεσή τους έλαβε χώρα με βάση την εικονογραφική παράδοση
της Πόλης. Η παρουσία αγαλμάτων της Αθηνάς εξωτερικά και των δύο κτηρίων
Τροία. Συγχρόνως, αποτύπωνε για τους εθνικούς πολίτες το όραμα της θεϊκής
1049 Για το κτήριο, βλ. Reinach, Commentaire archéologique, 55-60, σε συνδυασμό με την παρατήρηση του
Mango, Développement urbain, 26, σημ. 18. Για το άγαλμα της Αθηνάς, βλ. Bassett, Urban Image, 188-
192. Για τη σύνδεσή του με την Αθηνά Πρόμαχο του Φειδία βλ. Jenkins R., «The Bronze Athena at
Byzantium», JHS 67 (1947), 31-33. Ο ίδιος, «Further Evidence Regarding the Bronze Athena at
Byzantium», BSA 46 (1951), 72-74.
1050 Η Γιγαντομαχία αναφέρεται μόνο από τους Κωνσταντίνο Ρόδιο και Γεώργιο Κεδρηνό, οι οποίοι
περιγράφουν και το άγαλμα της Αθηνάς, βλ. James, Constantine of Rhodes, «Στίχοι Κωνσταντίνου
ἀσηκρίτη τοῦ Ῥοδίου», 26.125-30.162. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 565.5-16: «πρὸς δὲ τὰ βόρεια τοῦ
φόρου ἔστι τὸ σενάτον…ἐν ᾧ πύλη ἐστὶ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος, Τραϊανοῦ δώρημα, τῆς Σκυθῶν
μάχης ἔχουσα τὰς αἰτίας τὴν τῶν Γιγάντων μάχην καὶ τοὺς κεραυνοὺς τοῦ Διὸς καὶ τὸν Ποσειδῶνα
σὺν τῇ τριαίνῃ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα τόξον ἐσκευασμένον, κάτω δὲ τοὺς γίγαντας ὡς δράκοντας
ἐπερχομένους, χερσὶ βώλους ῥιπτοῦντας εἰς ὕψος καὶ βλοσυρὸν εἰσορῶντας. ἵστανται δὲ πρὸς τὴν
τοῦ φόρου πλατεῖαν ἀγάλματα δύο, πρὸς μὲν δύσιν τὸ τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς, κράνος ἔχον καὶ τὸ
Γοργόνειον τέρας καὶ ὄφεις περὶ τὸν τράχηλον ἐμπεπλεγμένους…». Reinach, Commentaire
archéologique, 58. H Bassett, Urban Image, 188-208 δεν αναφέρει καθόλου την παράσταση. Οι Vian,
Répertoire des Gigantomachies, 100, αρ. 472 και De Chaisemartin - Örgen, Silahtarağa, 89 ταυτίζουν
εσφαλμένα την παράσταση αυτή με τη Γιγαντομαχία στο κρηπίδωμα της Συγκλήτου.
1051 Jenkins R.J.H., «The bronze Athena at Byzantium», JHS 67 (1949), 31-33. Jenkins R.J.H., «Further
Evidence Regarding the Bronze Athena at Byzantium», BSA 46 (1951), 72-74. Για τις πηγές και τη
συζήτηση, βλ. Bassett, Urban Image, 188-192. Η επανάληψη των αγαλμάτων της Αθηνάς μπροστά
από τα δύο κτήρια της Συγκλήτου επισημαίνεται και από τον Ἡσύχιο, Πάτρια, 17.15-18.1 (41): «…
καὶ τοὺς τῆς συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν οἰκους, Σενάτα τούτους ὀνομάσας, ἐν οἷς καὶ τοῦ
Δωδωναίου Διὸς ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ δύο τῆς Παλλάδος ἱδρύματα…». Το θέμα επισημαίνει και
ο Lavan, «Residual “Pagan” Statues», 455-457.
1052 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 107.30-108.8 (ΙΙΙ.54.2-3): «ἔκδηλα τοῖς πᾶσιν ἐν ἀγοραῖς πάσαις τῆς
βασιλέως πόλεως προὐτίθετο, ὡς εἰς ἀσχήμονα θέαν προκεῖσθαι τοῖς ὁρῶσιν…τούτοις αὐτοῖς
ἀθύρμασιν ἐπὶ γέλωτι καὶ παιδιᾷ τῶν ὁρώντων βασιλέως κεχρημένου».
196
Σύγκλητος του μνημειακού κέντρου κοσμούνταν και με το άγαλμα του βασιλιά
θεών και ανθρώπων, Δία, μαζί με της Αθηνάς, από τη μία παραπέμπει στα
γειτονικά βασιλικά ανάκτορα και από την άλλη αποτυπώνει την πρωτεύουσα
συμπυκνώνονται στην διατύπωση του Ζωσίμου: «καὶ εἰς τὸν εἰωθότα δέχεσθαι
Πόλης του Κωνσταντίνου να διαδεχθεί ως Νέα Ρώμη τις μεγάλες πολιτικές και
Αθήνα και την Πέργαμο δεν ήταν τυχαία. Οι πόλεις αυτές εκτός από μεγάλα
κέντρα του ελληνικού κόσμου είχαν ως προστάτιδα θεά την Αθηνά, όπως την
είχε και η Ρώμη χάρη στην παράδοση της μεταφοράς του Παλλαδίου από την
διεκδικήσει τον ίδιο ρόλο. Η έξαρση της μορφής της Αθηνάς1055 και οι
δεσμός της Αθηνάς-Minerva με τη θεά Ρώμη υπήρξε σημαντικός και επηρέασε τις
αναπαραστάσεις της Ρώμης στην ελληνορωμαϊκή τέχνη. Μάλιστα στη Βιθυνία η Ρώμη
παριστανόταν στον τύπο της Αθηνάς Νικηφόρου του Φειδία, ενώ στα αθηναϊκά ασημένια
νομίσματα ως κεφαλή της θεάς Ρώμης χρησιμοποιήθηκε η κεφαλή της Αθηνάς. Στα νομίσματα
της Κωνσταντινούπολης ο ένας τύπος της Τύχης (της Ρώμης) παριστάνεται ως ένοπλη γυναικεία
μορφή με περικεφαλαία, η οποία παραπέμπει απευθείας στην παράσταση της ένοπλης Αθηνάς,
βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 49. Σε αυτό τον τύπο πρέπει να ανήκε το άγαλμα στο
Τυχαίο της Κωνσταντινούπολης («Τύχης ἐϋκίονα νηὸν»), όπως αποκαλύπτει η περιγραφή του ως
«χρυσασπίδι Ῥώμῃ» στο επίγραμμα της Παλατινὴς Ἀνθολογίας, ΙΧ.697, βλ. Γ.1.30. Χάλκινο
άγαλμα της Αθηνάς υπήρχε και ανατολικά, εξωτερικά του Τυχαίου, κοντά στο οποίο βρισκόταν
μαρμάρινο άγαλμα ένοπλης Αθηνάς μάλλον της αρχαϊκής περιόδου, το οποίο οι πολίτες
εκλάμβαναν ως αντίγραφο του Παλλαδίου, βλ. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων ΙΙ, 80.19-22 (V.15.11):
197
παραστάσεις της Γιγαντομαχίας εξωτερικά των δύο Συγκλήτων συνέδεαν
κληρονομιά.
επιθυμούσε να συνδέσει το όνομά του με την πόλη των Αθηνών. Ο ίδιος υπήρξε
φοιτητής φιλοσοφίας1058 του Λακταντίου και του Σωπάτρου στην αυλή του
Διοκλητιανού, ενώ ο Αυρήλιος Βίκτωρ 1059 μαρτυρεί τη μεγάλη εκτίμησή του για
τις καλές τέχνες και τη λογοτεχνία. Το γεγονός ότι η αξίωση ανάδειξης της
θέμα την αποδοχή του φιλοσόφου Θεμιστίου στο σώμα των συγκλητικών:
αὐτὴν εὐθηνεῖν βούλομαι κατὰ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν. ὅπερ δὴ καὶ
«…εἰκόνα δὲ αὐτοῦ λίθῳ τινὶ ἐγκεκολαμμένην δεικνύουσι[ν, οὓς δὴ] καὶ ἐς ἐμὲ ἐν τῷ τῆς Τύχης
ἱερῷ, <οὗ δὴ> πρὸ τοῦ χαλκοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἀγάλματος κεῖται ὅπερ αἴθριον ἐς τὰ πρὸς ἕω τοῦ νεὼ
ἵδρυται».
1056 Για τη σχέση Ρώμης, Τροίας και Περγάμου, βλ. Gruen, «Culture as Policy», 26-28. Για την
πολιτιστική επιρροή της Περγάμου στη Ρώμη, βλ. Kuttner A., «Republican Rome Looks at
Pergamon», HSPh 97 (1995), 157-178.
1057 Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 19.22-31 (6c-d): «Καλὸν ἴσως ἐνταῦθα
καὶ τῶν ἀοιδίμων Ἀθηνῶν μνησθῆναι, ἃς ἐκεῖνος (Κωνσταντῖνος) ἔργοις καὶ λόγοις τιμῶν τὸν
πάντα χρόνον διετέλει. Βασιλεὺς γὰρ ὢν καὶ κύριος πάντων, στρατηγὸς ἐκείνων ἠξίου καλεῖσθαι,
καὶ τοιαύτης εἰκόνος τυγχάνων μετ’ ἐπιγράμματος ἐγάννυτο πλέον ἢ τῶν μεγίστων τιμῶν
ἀξιωθείς. Ἀμειβόμενος δὲ ἐπ’ αὐτῇ τὴν πόλιν, πυρῶν μεδίμνους δίδωσι πολλάκις μυρίους καθ’
ἕκαστον ἔτος δωρεὰν καρποῦσθαι, ἐξ ὧν ὑπῆρχε τῇ πόλει μὲν ἐν ἀφθόνοις εἶναι, ἐκείνῳ δὲ ἔπαινοι
καὶ τιμαὶ παρὰ τῶν βελτίστων». Η μαρτυρία αυτή θα πρέπει να συσχετιστεί με το άρθρο του
Fowden, «Nicagoras», από το οποίο, επίσης, προκύπτει η εκτίμηση του Κωνσταντίνου προς το
μεγάλο πνευματικό κέντρο του ελληνισμού.
1058 Bardill, Constantine, 140-141. Barnes T.D., Constantine and Eusebius, Κέιμπριτζ Μασσ.-Λονδίνο 1981,
73-76. Corcoran S., The Empire of the Tetrarchs: Imperial Pronouncements and Government AD 284-324,
Οξφόρδη 2000, 263-265. Για τη σχέση του Κωνσταντίνου με τον Σώπατρο, βλ. Εὐνάπιος, Βίοι
Σοφιστῶν, 18.14-23.14 (VI.2-3). Για σχόλια στον βίο του Σωπάτρου, βλ. Becker, Eunapios, 252-261.
Ακόμη, βλ. Penella, Greek Philosophers, 49-53.
1059 Αυρήλιος Βίκτωρ, Επιτομή De Caesaribus, 41.14: «Commodissimus tamen rebus multis fuit:
calumnias sedare legibus severissimis, nutrire artes bonas, praecipue studia litterarum, legere ipse
scribere meditari audire legationes et querimonias provinciarum».
1060 Κωνστάντιος, Δημηγορία, 125.11-24 (20d-21b). Ακόμη, βλ. Penella, Themistius, 237, σημ. 1 και 239.
198
ἁπανταχόθεν ὁμολουγουμένως παρακεχωρηκέναι τῇ πόλει κρατεῖν φιλοσοφίᾳ,
καὶ ὥσπερ ἔκ τινος ἀκηράτου πηγῆς ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἡμετέρας φοιτᾶν
ἁπανταχοῦ τὰ διδάγματα τῆς ἀρετῆς. ὥσθ’ ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον, κοινὴν ὑμῖν
καὶ Θεμιστίῳ δίδωμι τὴν τιμὴν. μεταλαβὼν γὰρ παρ’ ἡμῶν ἀξιώματος Ῥωμαϊκοῦ
ἀντεισφέρει σοφίαν Ἑλληνικήν, ὥστε τὴν πόλιν διὰ τοῦτο δείκνυσθαι τὴν
ἡμετέραν κορυφὴν ὁμοῦ τύχης καὶ ἀρετῆς. νικῶσα γὰρ τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς νῦν
της παράσχει τα σκήπτρα της Φιλοσοφίας σε όλη την οικουμένη. Αυτήν ακριβώς
πλαισίωνε το όραμα της νέας Βασιλικής Πόλης με τα πρότυπα και τις αξίες του
Νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιούλιου Καίσαρα και του Οκταβιανού
1061 Η σύνδεση ρωμαϊκής εξουσίας και ελληνικής σοφίας, που επιζητεί ο Κωνστάντιος, αποδεικνύει
ότι η αντίληψη αυτή προϋπήρχε του Ιουλιανού και δεν υπήρξε δική του επινόηση, όπως
υποστηρίζει η Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 133-134. Ειδικά το εικονογραφικό πρόγραμμα της
Συγκλήτου, που την αποτυπώνει με σαφείς αναφορές στη Ρώμη και την Αθήνα, είναι πρωιμότερο
του Ιουλιανού, βλ. κεφάλαιο Α.2.2.
1062 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 39 και 42: «γιὰ νὰ δηλωθεῖ ὅτι ἡ Ρώμη τῆς Ἀνατολῆς
κληρονομεῖ τὴ δόξα καὶ τὰ πλούτη τοῦ ἑλληνισμοῦ». O Bardill, Constantine, 266-269 θεωρεί ότι με το
πρόγραμμα αυτό η Πόλη παρουσιαζόταν ως η νόμιμη διάδοχος της Ρώμης και της Τροίας, ενώ ο
ιδρυτής της ως άξιος διάδοχος νικητών στρατηγών και πετυχημένων πολιτικών.
1063 Bassett, Urban Image, 58-67, 212-232.
199
Στη Σύγκλητο και στις Θέρμες του Ζευξίππου1064 τα ιδανικά της Σοφίας και της
Παιδείας μαζί με τη Νίκη στο πνευματικό και ηθικό πεδίο διατύπωναν με όρους
μήνυμα έβρισκε την αναφορά του κυρίως στον ελληνικό και όχι τον ρωμαϊκό
κόσμο.
ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Βασίλειος Στοά, η έδρα των Παιδευτηρίων της Κωνσταντινούπολης ήδη από την
εποχή των φοιτητικών χρόνων του Ιουλιανού. Στο οικοδόμημα της Βασιλικής
η Βασίλειος Στοά απαντάται στο περιβάλλον των πηγών1065 από τον 4ο μέχρι και
τον 14ο αιώνα, μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονται κυρίως με ζητήματα
ονομασίας δεν έχουν επιτρέψει μέχρι σήμερα την αποκατάσταση της ιστορικής,
περιθωριακή θέση στη μελέτη της τοπογραφίας και της ιστορίας του μνημειακού
1064 Basset, Urban Image, 51-58. Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1028.
1065 Βλ. κεφάλαιο Γ.6.
200
παραδείγματα για τις ελλείψεις, τις παρανοήσεις και τις αδυναμίες της
θα προκύψουν στον χώρο και την έρευνα του μνημειακού κέντρου της
Κωνσταντινούπολης.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Β’
μέσα του 19ου αιώνα και από την αρχή επικεντρώθηκε στα τρία μεγάλα
μνημεία, τον Ιππόδρομο, την Αγία Σοφία και το Μεγάλο Παλάτιο. Τη μακρά
περίοδο από τότε μέχρι σήμερα διακρίνουμε σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη,
που διήρκεσε μέχρι την 3η δεκαετία του 20ού αιώνα, το ερευνητικό ενδιαφέρον
201
ευρήματα και να διακρίνουν χρονολογικές φάσεις. Παράλληλα, υλοποιήθηκαν
έρευνες πεδίου στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και στο συγκρότημα της
Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου στρέψαμε την έρευνα προς την
μνημειακού κέντρου της Πόλης. Οι πηγές ήδη από τον 4ο αιώνα περιγράφουν τη
σχέση της Παλαιάς με τη Νέα Ρώμη με όρους που δηλώνουν ισότητα, ομοιότητα
αφετηρία της στην Παλαιά Ρώμη, στο σύμπλεγμα Παλατίου και Circus Maximus.
Η εξάπλωση του Παλατίου επάνω στον Παλατίνο Λόφο και η σύνδεσή του με το
Πόλης και της αυτοκρατορίας. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι τα βασικά
Ρώμης και του μνημειακού του περιβάλλοντος συνεχίζουν την παράδοση των
της περιόδου της Τετραρχίας, καθώς από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν προκύπτει
202
ότι τα νέα αυτοκρατορικά συγκροτήματα συνδέθηκαν τοπογραφικά με τα
στα αντίστοιχα συγκροτήματα της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου και της Ρώμης
αναφορά του στο πρότυπο της Αιώνιας Ρώμης. Ο σχεδιασμός του μνημειακού
Μία σειρά από μαρτυρίες των πηγών και η σύγκρισή τους με τη μνημειακή
εικόνα του αρχέτυπου Forum Romanum κατά τον 4ο αιώνα αποκαλύπτουν ότι
αυτή εικόνα παρέπεμπε συνειδητά στο αρχέτυπο Forum Romanum. Και, όπως
άμεση τοπογραφική σχέση με τον κεντρικό δημόσιο χώρο του Πρώτου Ιερού της
Πόλης. Η μόνη διαφορά είναι ότι στη θέση που στη Ρώμη βρισκόταν το
Καπιτώλιο, στην Κωνσταντινούπολη συναντάμε τον ναό της Σοφίας του Θεού.
203
συστατικά της κοινής ελληνορωμαϊκής παράδοσης που κληρονόμησε η Πόλη.
Βασίλειος Στοά, η έδρα των Παιδευτηρίων και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της
Πόλης.
204
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
θεωρείται από όλους τους ερευνητές της τοπογραφίας και της ιστορίας της
Καπιτώλιο.1069
Λίγα χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας, πλέον, Ιουλιανός προσέφερε στη
Βασιλική θυσίες στο άγαλμα της Τύχης της Κωνσταντινούπολης.1070 Από δύο
Ησύχιος μας πληροφορεί ότι ο Βύζαντας ίδρυσε στον τόπο της Βασιλικής ναό με
Δεν σώζεται ακέραιος. Διασώθηκαν δύο αποσπάσματά του, τα οποία κατά τη συμπίληση του
Θεοδοσιανού κώδικα καταχωρήθηκαν σε διαφορετικά βιβλία: Codex Theodosianus, XIV.9.3 και
XV.1.53, βλ. Matthews, Theodosian Code, 26-27.
1069 Bréhier, «Εnseignement supérieur» Ι, 82-94. Fuchs, Höhern schulen, 2-8. Schneider, Byzanz, 25.
Marrou, History of education, 307-308. Janin, Constantinople byzantine, 175. Lemerle, Βυζαντινός
Ουμανισμός, 62-64. Davids, «Academic Instruction», 234-240. Speck, «Review», 6-16. Müller-Wiener,
Bildlexikon, 283. Cameron, «Empress and the Poet», 285-287. Mango, Développement urbain, 30 και σημ.
44. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 114-128. Για διαφορετική άποψη, βλ. Wendel, «Kaiserliche
Bibliothek», 56-58.
1070 Σωκράτης (Γ.1.5).
1072 Ο Cameron, «Theodorus», 269-286, έδειξε με πειστικά επιχειρήματα ότι πρόκειται για τον
Θεόδωρο Τηγανιστή, που χρημάτισε τουλάχιστον τρεις φορές έπαρχος της Κωνσταντινούπολης
στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστίνου Α’ (518-527) και έφερε μάλλον τιμητικά τον τίτλο του «ἀπὸ
ὑπάτων».
205
άγαλμα της Ρέας, τον οποίο στην εποχή του οι πολίτες τιμούσαν ακόμη ως
τετραστόου, κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας, εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί,
Κωνσταντινούπολης και τον ναό με το άγαλμα της Ρέας, αλλά δημιουργεί μία
Πόλης του, και η οποία απασχολεί την έρευνα ήδη από την εποχή του
αναδειχτεί η σημασία αυτού του χαμένου μνημείου για την τοπογραφία του
206
Γ.1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ
Η έρευνα των πηγών από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα συγκέντρωσε ένα αρκετά
βυζαντινής γραμματείας από τον 4ο έως και τον 14ο αιώνα, κυρίως όμως στα
έργα των ιστορικών και των χρονογράφων. Σημαντικές είναι ακόμη οι αναφορές
κατάταξη, στο μέτρο του εφικτού, με κριτήριο την τελευταία επεξεργασία που
σκόπιμο να τον εντάξουμε στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, καθώς πολύ
Κατάλογος Πηγών
τελευταίο τμήμα ενός εγκωμιαστικού λόγου που εκφώνησε για την Πόλη και τον
1077 Σχετικά με τον βίο και την καθηγητική σταδιοδρομία του Ιμέριου, βλ. Penella, Himerius, 1-7 και
Cribiore, School of Libanius, 54-58. Barnes T.D., «Himerius and the Fourth Century», CPh 82 (1987), 206-
225.
1078 Ειδικά για το διάστημα κατά το οποίο εκφωνήθηκε η ομιλία, και το θέμα εάν ήταν παρών ο
207
ο Έπαρχος1079: επαινεί και νουθετεί τον «κυβερνήτην» (Έπαρχο) της Πόλης:
κάλλει καὶ μεγέθει βεβαιουμένην, καὶ <ἀπ>έστω γνώμῃ δικαίᾳ μὴ φόβῳ νόμων
Στις 29 Οκτωβρίου 412 εκδόθηκε από τους αυτοκράτορες Ονώριο και Θεοδόσιο Β’
vetustae succedere…».1082
1079 Ο θεσμός της Επαρχίας της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε από τον Κωνστάντιο το έτος 359.
Μέχρι τότε την Πόλη διοικούσε ένας «ἄρχων» που είχε το αξίωμα του ανθυπάτου. Σχετικά με το
αξίωμα του Ανθυπάτου και την δημιουργία του αξιώματος του Επάρχου, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 243-273. Ο Έπαρχος στον οποίο αναφέρεται ο Ιμέριος είναι μάλλον ο κατά σειρά
δεύτερος Έπαρχος της Πόλης που κατείχε το αξίωμα ανάμεσα στον πρώτο Έπαρχο Ονωράτο (11
Σεπτεμβρίου 359 - ;361) και τον Μόδεστο (Χειμώνας 362/3 - ;363) βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 274-278. Σχετικά με την αναφορά του Ιμερίου στον άγνωστο Έπαρχο βλ. Penella,
Himerius, 45-46.
1080 Ἱμέριος, Λόγοι (XLI), «Εἰς Κωνσταντινούπολιν», 175.152-159 (14). Η μαρτυρία αυτή συσχετίζεται
πρώτη στην 5η ρεγιώνα και η δεύτερη στην 13η. Η τελευταία βρισκόταν στην περιοχή των Συκών,
αργότερα γνωστή ως Πέραν ή Γαλατά. Ο νομοθέτης προφανώς αναφέρεται στις Ονωριανές
Θέρμες της γειτονικής με την Βασιλική (4η) 5ης ρεγιώνας.
1082 Codex Theodosianus, XV.1.50. Ο συσχετισμός της «basilicae vetustae» με τη Βασιλική οφείλεται
στον Schlange-Schöningen, Kaisertum, 107, σημ. 54. Πιθανώς, το σχόλιο του Pharr, Theodosian Code,
429, ότι ο Ισίδωρος ήταν Έπαρχος της Ρώμης αποπροσανατόλισε την έρευνα. Για τον Ισίδωρο ως
Έπαρχο της Κωνσταντινούπολης (Σεπτέμβριος 410-Οκτώβριος 412), βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 302.
208
Γ.1.3. Notitia Urbis Constantinopolitanae
Ecclesiam sive martyrium sancti Menae. Stadium. Scala Timasi».1084 Στην 8η ρεγιώνα
της Πόλης καταγράφεται και δεύτερη Βασιλική που διακρίνεται υπό την
Σωκράτη1086, που συνεχίζει το έργο του Ευσεβίου και καλύπτει τα γεγονότα των
ετών 305-439. Η συγγραφή της ιστορίας έλαβε χώρα κατά το β΄ τέταρτο του 5ου
ἔνθα τότε τὰ παιδευτήρια ἦν, ἐν λιτῷ σχήματι προϊὼν καὶ ὑπὸ Μαρδονίου τοῦ
εὐνούχου παιδαγωγούμενος. Τῶν μὲν οὖν γραμματικῶν λόγων Νικοκλῆς ὁ
πιθανώς, στα τέλη του έτους 347 ή στις αρχές του έτους 3481089 και παρέχει το
terminus ante quem για την ανέγερση της Βασιλικής.1090
1083 Για τη χρονολόγηση της Notitia Urbis, βλ. Εισαγωγή, υποσημ. 13. Για μετάφραση και σχολιασμό,
βλ. Berger, «Regionen und Strassen». Matthews, «Notitia Urbis». Berger, Κωνσταντινούπολη, 145-158.
1084 Notitia Urbis, 232.V.5-15.
1085 Notitia Urbis, 236.ΙΧ.9. Για το μνημείο αυτό, που οικοδόμησε ο Θεοδόσιος Α’ σε επαφή με τον
Φόρο του, βλ. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 610.15-22, κατωτέρω, υποσημ. 1329. Mango, Développement
urbain, 44.
1086 Για τον Σωκράτη και το έργο του, βλ. Urbainczyk, Socrates. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις, από τις οποίες η πρώτη περατώθηκε λίγο μετά το 439, ενώ η δεύτερη
πριν από το 450, ίσως και πριν από το 444. Ο Treadgold, Early Byzantine Historians, 138 θεωρεί ότι η
πρώτη έκδοση δεν κυκλοφόρησε ποτέ, ενώ το έργο περατώθηκε πριν από το έτος 440.
1088 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 188.3-8 (ΙΙΙ.1.9-10). Τη φοίτηση του Ιουλιανού μαρτυρεί και ο
Λιβάνιος, Λόγοι (XVIII), «Ἐπιτάφιος ἐπὶ Ἰουλιανῷ», 240.15-16 (11): «…καὶ διέτριβε περὶ αὐτοὺς ἐν τῇ
μεγίστῃ μετὰ τὴν Ῥώμην πόλει φοιτῶν εἰς διδασκαλεῖον…».
1089 Kaster, Guardians of Language, 203 και κυρίως 319-321. Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 62-65.
1090 Σύμφωνα με τον Mango, Développement urbain, 26. Για τη σημασία της αναφοράς αυτής σχετικά
με την ιστορία και την τοπογραφία της ανώτερης εκπαίδευσης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1067.
209
Γ.1.5. Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία
Η δεύτερη μαρτυρία αφορά στη δημόσια προσφορά θυσιών από τον Ιουλιανό
ἵδρυται ἄγαλμα».1091
Τον Φεβρουαρίου του 440 δημοσιεύτηκε από τους αυτοκράτορες Θεοδόσιο Β’ και
Βαλεντινιανό Γ’ νόμος προς τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης Κύρο, που
πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από την εποχή του Αυγούστου
μέχρι την είσοδο του Αλαρίχου στη Ρώμη (410), κατά τα έτη 498-502.1095 Αναφέρει
ἐναποθέμενος».1096
1094 Ridley, «Zosimus». Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 340-349. Treadgold, Early Byzantine
Historians, 107-114.
1095 Cameron A., «The Date of Zosimus ‘New History’», Philologus 113 (1969), 106-110. Treadgold, Early
Byzantine Historians, 108. Κατά τα έτη 498-518 σύμφωνα με τον Καρπόζηλο, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
340-341, σημ. 3.
1096 Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία, 127.6-7 (III.11).
210
Γ.1.8. Νεαρά 82 Ιουστινιανού
Στις 6 Απριλίου του έτους 539 εκδόθηκε η Νεαρά 82 του Ιουστινιανού1097 προς τον
στοᾶς, ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν, ὄρθριοί τε εὐθὺς καὶ εἰς δείλην
παραστάντα ἡμῖν καὶ διὰ τὴν τῶν ἡμετέρων ὑπηκόων ὠφέλειαν πεπραγμένα
ταῦτα ἐπί τε τῆς βασιλείου προθήσει στοᾶς ἐπί τε τῶν ἄλλων μερῶν τῆς
μεγάλης ταύτης ἡμῶν πόλεως, ὥστε ἅπασι ταῦτα γενέσθαι φανερά, καὶ μαθεῖν
ὅτι διὰ πάντων ἡμῖν μέλει τῆς αὐτῶν ἀσφαλείας τε και ἀπραγμοσύνης».1099
550/11101 και κάνει λόγο για βίαιες παρεμβάσεις της στρατιωτικής φρουράς του
Μεγάλου Παλατίου στα δικαστήρια της Βασιλείου Στοάς: «καὶ στρατιῶται οἱ τὴν
ἐν Παλατίῳ φρουρὰν ἔχοντες ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ παρὰ τοὺς διαιτῶντας
1100 Cameron, Procopius. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 369-387. Kaldellis A., Procopius of Caesarea.
Tyranny, History and Philosophy at the End of Antiquity, Φιλαδέλφεια 2004. Treadgold, Early Byzantine
Historians, 176-226.
1101 Cameron, Procopius, 8, 48-53. Greatrex, «Dates», 101-114, κυρίως 113. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ
211
Γ.1.10. Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων
εἰσαγωγεῖς καὶ εἴ τινες ἄλλοι τοῦ ἔργου τούτου ἐπιμελοῦνται, αὐλή τίς ἐστιν
περίστυλος οὖσα, οὐκ ἐπὶ γεώδους ἐδάφους τοῖς αὐτὴν δειμαμένοις, ἀλλ’ ἐπὶ
ἑκάστην ἑστῶσαι. ταύτην τε οὖν καὶ τῶν στοῶν μίαν, ἥπερ αὐτῆς τέτραπται πρὸς
Μία αναφορά του Ιωάννη Λυδού1105 στο έργο του Περὶ ἀρχῶν τῆς Ῥωμαίων
Στοάς στην επιθυμία για ακόλαστο νυχτερινό βίο του Επάρχου Πραιτωρίων της
Ανατολής Ιωάννου Καππαδόκη: «δικαστὰς δὲ προβάλλεται ἐπὶ τῆς βασιλέως
στοᾶς, ὥστε ἐκείνων τῶν ἐπὶ χρήμασι δικῶν ἀκροωμένων, αὐτὸν, οἷς ἔφθημεν
εἰπόντες, ἀγρυπνεῖν».1106
1103 Cameron, Procopius, 8-9, 84-85. Greatrex, «Dates», 109-113. Treadgold, Early Byzantine Historians, 190-
191 και σημ. 3. Για χρονολόγηση στο έτος 560/1, βλ. Whitby M., «Justinian’s Bridge over the Sangarius
and the Date of Procopius’ De aedificiis», JHS 105 (1985), 142-147. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
377-378.
1104 Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 43.6-17 (Ι.11).
1105 Treadgold, Early Byzantine Historians, 258-264. Για την ένταξη του έργου του Λυδού στο ιστορικό
212
Γ.1.12. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία
(18ο) βιβλίο της Χρονογραφίας του, που αφορά τη βασιλεία του Ιουστινιανού.1108
Η πρώτη μαρτυρία κάνει λόγο για την οικοδόμηση της Βασιλικής Κινστέρνας
κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού: «ἔκτισε δὲ καὶ τὸ μεσίαυλον
τῆς βασιλικῆς <Ἴλλου> κινστέρναν <μεγάλην>, βουλόμενος εἰσαγαγεῖν ἐν αὐτῇ
τὸ ὕδωρ τὸ Ἀδριάνιον».1109
Πλακόστρωση του αυλείου χώρου και ανακαίνιση των στοών της Βασιλικής κατά
το έτος 541/2 από τον Έπαρχο Λογγίνο: «Καὶ τῷ αὐτῷ χρόνῳ Λογγῖνος ἔπαρχος
Δύο αναφορές εντοπίζονται στο ιστορικό έργο του σχολαστικού Αγαθία1112, που
συνέχισε την εξιστόρηση των στρατιωτικών γεγονότων των ετών 552-558, από το
25 και Treadgold, Early Byzantine Historians, 240, ο Μαλάλας ολοκλήρωσε την τέταρτη και τελευταία
εκδοχή της Χρονογραφίας του μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού τον Νοέμβριο του 565.
1109 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 364.39-40 (XVIII.17). Η μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνεται από
το Πασχάλιο Χρονικό (Γ.1.20), τον Θεοφάνη (Γ.1.25) και τον Κεδρηνό (Γ.1.41). Ο εκδότης με την
προσθήκη των όρων <Ἴλλου> και <μεγάλην> αποκαθιστά το κείμενο του Μαλάλα με βάση το
μεταγενέστερο Πασχάλιο Χρονικό. Όμως, η σύνθετη ονομασία «βασιλικῆς Ἴλλου» αποτελεί
μάλλον έμπνευση του ανώνυμου συγγραφέα του χρονικού, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1127.
1110 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 404.60-61 (XVIII.85).
1112 Cameron Av., Agathias, Οξφόρδη 1970. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 432-441. Treadgold,
Early Byzantine Historians, 279-290. Η συγγραφή της ιστορίας του χρονολογείται ανάμεσα στα έτη
570/573-579.
213
γὰρ ἰὼν πρὸ τῆς βασιλείου στοᾶς καὶ ἐν τοῖς τῶν βιβλίων ἥμενος πωλητηρίοις
Στο προοίμιο του 3ου βιβλίου του ο Αγαθίας διεκτραγωδεί πως είναι
ἀνάπλεα καὶ πραγμάτων ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι καὶ ἐς ἥλιον καταδύντα ἐκμελετῶ καὶ
ἀνελίττω·».1114
της ιστορίας του, μας πληροφορεί ότι παρά τις νομικές σπουδές του δεν θέλησε
να εργαστεί ως δικηγόρος και να συχνάζει στη Βασίλειο Στοά: «οὐ γάρ μοι
θυμῆρες ἦν ἀγωνίζεσθαι δίκας οὔτε μὴν ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ θαμίζειν καὶ
μαρτυρία για την αποκατάσταση της Βασιλικής Στοάς από τον ύπατο Ίλλο κατά
το έτος 478, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, που είχε καταστρέψει την
1117 Για την κατάσταση της έρευνας, βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 574-578. Ο Treadgold,
Early Byzantine Historians, 311-329, θεωρεί ότι το έργο του Ιωάννη, Ἱστορία Χρονικὴ, αντιγράφει τη
Χρονολογικὴ Ἐπιτομὴ του Ευσταθίου Επιφανέα, την οποία συμπλήρωσε με γεγονότα από τη
βασιλεία του Φωκά γύρω στο 610.
214
δημόσια βιβλιοθήκη1118: «Τῷ δὲ ἐπιόντι ἐνιαυτῷ, ὑπάτου μὲν ἀποδεδειγμένου
Ἰλλοῦ καὶ πρὸς τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς βασιλικῆς ἐσπουδακότος στοᾶς, ἑτέρα τις
Ηρακλείου την ιστορία της βασιλείας του Μαυρικίου (582-602). Στο προοίμιο του
μουσουργῶ κελαδήματα».1122
κινστέρνας κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού (527/8): «Ἐποίησε
1118 Για την πυρκαγιά και τις επιπτώσεις της, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 391-393. Η Σούδα μας
πληροφορεί ότι ο Μάλχος, συγγραφέας του 5ου αιώνα, κατέγραψε τα γεγονότα της Στάσης του
σφετεριστή Βασιλίσκου εναντίον του αυτοκράτορα Ζήνωνα κατά το έτος 476, όταν μία μεγάλη
πυρκαγιά κατέστρεψε το ΒΔ τμήμα του μνημειακού κέντρου και τη δημόσια βιβλιοθήκη, βλ.
Μάλχος Φιλαδελφεύς, 404, test. 2.2-4 (Σοῦδα III, 315.17-19, Μ.120): «ἐν ᾗ τὰ κατὰ Ζήνωνα καὶ
Βασιλίσκον καὶ τὸν ἐμπρησμὸν τῆς δημοσίας βιβλιοθήκης καὶ τῶν ἀγαλμάτων τοῦ
Αὐγουσταίου…».
1119 Ἰωάννης Ἀντιοχεὺς, 426.7-10 (234).
1120 Πασχάλιον Χρονικόν (Γ.1.20-21), Θεοφάνης (Γ.1.25), Κεδρηνὸς (Γ.1.41). Για την αποκατάσταση του
Οξφόρδη 1988, 28-51, 311-352. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 475-483. Ο Treadgold, Early
Byzantine Historians, 329-340 θεωρεί ότι η συγγραφή του έργου ξεκίνησε, πιθανώς, το έτος 628.
1122 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οἰκουμενικὴ Ἱστορία, 20.21-21.4.
1123 Ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 585-590, θεωρεί πιθανότερο ότι η συγγραφή του χρονικού
ξεκίνησε μετά την επιστροφή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, το έτος 630. Ο Treadgold, Early
Byzantine Historians, 340-349, κυρίως 341, σημειώνει ότι η χρονική έκταση του έργου έφθανε μέχρι
και το έτος 630, χρονιά κατά την οποία, πιθανώς, ολοκληρώθηκε και η συγγραφή του.
215
δὲ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς καὶ τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς Ἴλλου κινστέρναν
Κατά την πολύ σημαντική μαρτυρία του χρονικού για τη Στάση του Νίκα, στα
βοῤῥᾶς, καὶ τὸ πῦρ ἔξω τοῦ πραιτωρίου ἐδίωξεν, καὶ ἐκαὺθη τὸ βαλανεῖον τῶν
Ἀλεξάνδρου, καὶ ὁ ξενὼν τῶν Εὐβούλου ἐν μέρει καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἥτις ἦν
κτισθεῖσα ὑπὸ Ἴλλου τοῦ Ἰσαύρου τοῦ ἀντάρτου Ζήνωνος τοῦ βασιλέως…».1125 Ο
Mango1126 έχει ορθά προτείνει την αποκατάσταση του κειμένου: «ἡ ἁγία Εἰρήνη,
[καὶ ἡ βασιλικὴ] ἥτις ἦν κτισθεῖσα ὑπὸ Ἴλλου» καθώς γνωρίζουμε ότι ο Ίλλος
Βασίλειο Στοά.
1124 Πασχάλιον Χρονικόν, 619.1-3. Την αναφορά αυτή αντιγράφουν ο Θεοφάνης (Γ.1.25) και ο
Κεδρηνός (Γ.1.41), αναπαράγοντας και τον όρο «βασιλικῆς Ἴλλου».
1125 Πασχάλιον Χρονικόν, 622.10-14. Για την εξέλιξη των γεγονότων, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 396.
1126 Mango, Studies, Addenda, 1. Η αποκατάσταση προτείνεται με βάση τους Θεοφάνη (Γ.1.26) και
ανάμεσα στη Ρηγία (τελευταίο τμήμα της Μέσης Οδού) και τη Βασίλειο Στοά. Το μνημείο
αναφέρουν ακόμη ο Θεόδωρος Ἀναγνώστης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 113.11-14 (404): «…ὁ Αίλουρος
σὺν αὐτοῖς ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ Βασιλίσκου λιτανεύων εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἤρχετο…ἐλθὼν δὲ ἐπὶ τὴν
λεγομένην Ὀκτάγωνον κατηνέχθη πτώματι μεγάλῳ…» και τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως
(Γ.1.38). Ακόμη, βλ. Bardill «Palace of Lausus», 83-84. Berger, Patria, 282-284.
216
Γ.1.23. Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί
του α’ μισού του 8ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου γράφτηκε,
πιθανώς, πριν από την έναρξη της Εικονομαχίας (726): «Θέαμα α΄. Τὸ ἐν τῇ
Βασιλικῇ + σειρᾷ τῇ χρυσορόφῳ ἀνδρείκελον ἄγαλμα ὑπάρχον χρυσέμβαφον
Γλιαβάνου, μετὰ τὴν ἧτταν Τιβερίου τοῦ Ἀψιμάρου· ὅτε καὶ Φιλιππικὸς ἐν αὐτῷ
τῷ τόπῳ τῆς χρυσορόφου Βασιλικῆς ἀπεδοκιμάσθη, Τερβέλι τοῦ Βουλγαρίας
Θεοφάνη του Ομολογητή1131, που συνέγραψε μεταξύ των ετών 810/11 και 814/5 τη
συνέχεια του χρονικού του Γεωργίου Συγκέλλου από το έτος 284 έως το 813. Ο
ἄνθρωπος ἦν, καὶ ὑπὸ ἀνθρώπου θεὸν τεχθῆναι ἀδύνατον.’’ ταύτης ἐπελάβετο
Κωνσταντινουπόλεως…».1132
1129 Cameron-Herrin, Parastaseis, 1-53, για τη χρονολόγηση κυρίως 17-18. Dagron, Constantinople
imaginaire, 31-48.
1130 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.10-40.8 & 40.14-16 (37). Ο Dagron, Constantinople imaginaire, 43,
σημ. 77 προτείνει τη διόρθωση «ὄρος» αντί για «ὅρος» λόγω της κλίσης του εδάφους και της
ανάγκης κατασκευής της μνημειώδους σκάλας. Όμως, πρόκειται για πολύ χαμηλό λόφο (υψομ.
περ. 30 μ.), ενώ η λέξη «ὅρον» στην αιτιατική αναφέρεται στον ελέφαντα.
1131 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 117-153. Mango-Scott, Theophanes, xliii-c. Treadgold, Middle
217
Γ.1.25. Θεοφάνης, Χρονογραφία
Κατασκευή της Βασιλικής Κινστέρνας κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του
Μερική καταστροφή του μνημείου κατά τη Στάση του Νίκα: «καὶ ἐκαύθη πολὺ
μέρος τῆς πόλεως, καὶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία, καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, καὶ ὁ ξενὼν τοῦ
τοῦ παλατίου».1134
Στην αρχή της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886-912)
Civilis). Στο 58ο βιβλίο συμπεριλήφθηκε και ο νόμος του Θεοδοσίου του Β’ του
ἐλευθέρα ἔστω καὶ μήτε εἰκόνες ἐν αὐτῇ τιθέσθωσαν μήτε ἐργαστήριον γινέσθω
μία Χρονική Ἱστορία (απαντάται και ως Ἱστορία Ῥωμαϊκὴ καὶ παντοδαπή) σε έξι
βιβλία. Από το έργο αυτό διασώθηκε μόνο ένα μικρό απόσπασμα, επιγραφόμενο
1133 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 176.24-27. Ακόμη, βλ. Ιωάννης Μαλάλας (Γ.1.12). Πασχάλιον Χρονικόν
(Γ.1.20) και Κεδρηνός (Γ.1.41). Ο Θεοφάνης φαίνεται ότι αντιγράφει από το Πασχάλιο Χρονικό, αφού
αναπαράγει την έκφραση «βασιλικῆς Ἴλλου».
1134 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 181.27-30. Το «προσκιόνιον» πρέπει να βρισκόταν στο ανατολικό
τμήμα του μνημείου, όπως και τα υπόλοιπα οικοδομήματα, που αναφέρεται ότι καταστράφηκαν.
1135 Τρωιανός Σ.Ν., Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, 181-189.
1138 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 535-536. Kaldellis, «Hesychios». Treadgold, Early Byzantine
Historians, 270-278.
218
ως «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως κατὰ Ἡσύχιον Ἰλλούστριον»1139 και
εκτεινόμενο από την ίδρυση του αρχαίου Βυζαντίου μέχρι την ίδρυση της
γράφτηκε, πιθανώς, πριν από το τέλος του 9ου ή κατά το α’ μισό του 10ου
αιώνα.1140 Η πρώτη αναφορά αποδίδει στον Βύζαντα την ίδρυση ναού με άγαλμα
της θεάς Ρέας στον τόπο της Βασιλικής: «Ῥέας μὲν κατὰ τὸν τῆς βασιλικῆς
λεγόμενον τόπον νεών τε καὶ ἄγαλμα καθιδρύσατο, ὅπερ καὶ Τυχαῖον τοῖς
πολίταις τετίμηται».1141
ανάθεση αγάλματος του Βύζαντα και της Φιδάλειας στη Βασιλική: «Ἐπὶ δὲ τούτῳ
1139 Εκδόθηκε από τον Th. Preger, βλ. Ἡσύχιος, Πάτρια. Ακόμη, βλ. τα σχόλια του Dagron,
Constantinople imaginaire, 23-29.
1140 Dagron, Constantinople imaginaire, 23 και σημ. 4. Kaldellis, «Hesychios», 395. Το απόσπασμα του
Ησυχίου περιέχεται στον κώδικα Palatinus (Heidelbergae) 398, που ο Dagron χρονολογεί στο α’ μισό
του 10ου αιώνα. Ακόμη μεγάλο τμήμα του κειμένου συμπεριλήφθηκε σχεδόν αυτολεξεί σε ένα
ανώνυμο βίο του Κωνσταντίνου, η συγγραφή του οποίου χρονολογείται ανάμεσα στα τέλη του 9ου
και τον 11ο αιώνα, βλ. Opitz, «Vita Constantini», 568-576.
1141 Ἡσύχιος, Πάτρια, 6.9-11 (15).
1142 Ἡσύχιος, Πάτρια, 14.9-15 (34). Ο Łajtar, Inschriften, 35, αρ. 8Α, χρονολογεί την επιγραφή με βάση
την αναφορά του Ησυχίου μετά το 340 π.Χ. Θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί η αξία
του επιγράμματος, ως μαρτυρίας, μολονότι αποτελεί μάλλον λογοτεχνική απόδοση και όχι πιστή
αντιγραφή της αναθηματικής επιγραφής.
1143 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.696, ΙΧ.697 & ΙΧ.779. Για την Ανθολογία, βλ. Cameron, Greek Anthology,
97-120. Πρόκειται για το χειρόγραφο Palatinus (Heidelbergae) 23, το τελευταίο τμήμα του οποίου
βρίσκεται στο Παρίσι, Parisinus Suppl. gr. 384.
219
περιεχόμενό τους χρονολογούνται στον 6ο αιώνα, αλλά τα λήμματά τους είναι
από την κοινή πηγή τους, τη συλλογή που ο λόγιος Πρωτοπαπάς Κωνσταντίνος
Κεφαλάς1145 κυκλοφόρησε γύρω στο έτος 900, στην οποία συγκέντρωσε μεγάλο
αργότερα, αυτό δεν ήταν δυνατό, καθώς το μνημείο δεν υπήρχε πλέον.1146 Λόγω
συλλογή, που συντάχθηκε πριν από την καταστροφή του μνημείου κατά τον 8ο αιώνα, την οποία ο
Κεφαλάς είχε στη διάθεσή του. Σε αντίστοιχη περίπτωση, ο Cameron A., «Notes on Palladas», CQ 15
(1965), 215-229, κυρίως 220, πρότεινε τη συγγραφή των λημμάτων κάποιων επιγραμμάτων του
Παλλαδά κατά τον 10ο αιώνα, για τα οποία ο Mango, «Palace of Marina», 328-330, έδειξε ότι
γράφτηκαν, μάλλον, από λημματογράφο του β’ μισού του 6ου αιώνα και αντιγράφτηκαν από τον
Κεφαλά.
1147 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1072.
220
Γ.1.31. Παλατινή Ανθολογία, επίγραμμα ΙΧ.779
Λήμμα: «εἰς βάσιν τοῦ ὡρολογίου τοῦ εἰς τὴν ἁψῖδα τὴν κειμένην εἰς τὴν
Βασιλικήν».
Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Β’ Φωκά (963-969), συντελέστηκαν δύο
όνομα του Συμεών Μαγίστρου και Λογοθέτη.1154 Η πρώτη εκδοχή έφθανε μέχρι
τον θάνατο του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (948), ενώ η δεύτερη και πιο εκτεταμένη
επανάληψη της αρχικής λέξης «Χῶρος» στα γειτονικά επιγράμματα ΙΧ.631 και ΙΧ.662, που ανήκουν
στη γραφίδα του Αγαθία. Προτείνει ότι το εν λόγω επίγραμμα εντάσσεται χρονολογικά στην
εποχή του Ιουστινιανού και λογοτεχνικά στο περιβάλλον του Αγαθία.
1153 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.660.
1154 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 391-410. Wahlgren S., «Prolegomena», στο Συμεών
Μάγιστρος, Χρονικόν, 3-131. Treadgold, Middle Byzantine Historians, 203-224. Για τις υφολογικές
διαφορές των δύο εκδοχών, βλ. Μarkopoulos, «Sur les deux versions».
221
μέχρι το έτος 963. Κατά τις διαδοχικές αντιγραφές τα δύο κείμενα υπέστησαν
μεταφορά μιάς στήλης του Σολομώντα από τη Βασιλική στη Νέα Εκκλησία από
οὔσῃ μεγίστῃ κατεάξας προσέταξεν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ ἐκτυπωθῆναι καὶ τεθῆναι
κάτωθεν ἐν τοῖς θεμελίοις τῆς αὐτῆς Νέας, ὥστε θυσίαν ἑαυτὸν τότε τῷ τοιούτῳ
Γ.1.34. Σούδα
Μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, πιθανώς γύρω στο έτος 1000, σε μία εποχή με
σοφοὺς» το λεξικό (ἡ) «Σοῦδα».1156 Περιέχει ως λήμματα και τις δύο βασικές
του πρώτου θεάματος των Παραστάσεων Χρονικών (Γ.1.23), που την ίδια περίοδο
μόνο στη Βασίλειο Στοά της Αθήνας: «καὶ Βασίλειος στοά· δύο εἰσὶ στοαὶ παρ’
ἀλλήλας, ἥ τε τοῦ Ἐλευθερίου Διὸς καὶ ἡ Βασίλειος. ἔστι δὲ καὶ γ΄, ἥ πάλαι μὲν
Παανάκτιος ἐκαλεῖτο, νῦν δὲ μετωνομάσθη Ποικίλη».1158
1155 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικόν, 265.95-98 (132.14). Πρόκειται για την κριτική έκδοση της πρώτης
εκδοχής της Χρονογραφίας, όπου ο Wahlgren θεωρεί λανθασμένα ότι ο όρος βασιλική αναφέρεται
σε εκκλησία, βλ. στο ίδιο, 383 (Index verborum), και προτιμά τη γραφή: «ἐν τῇ βασιλικῇ οὔσῃ
μεγίστῃ». Φαίνεται ότι δεν είχε υπόψη του την αναφορά των Πατρίων (Γ.1.36), όπου η στήλη του
Σολομώντα χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη» και χωροθετείται στη Βασιλική Κινστέρνα. Προτιμούμε
τη γραφή «οὖσαν μεγίστην», η οποία αποδίδει τον επιθετικό προσδιορισμό στη στήλη, στην οποία
και νοηματικά ταιριάζει περισσότερο, καθώς η Βασιλική ήδη από τα τέλη του 8ου αιώνα είχε
μετατραπεί σε ερειπιώνα. Η γραφή αυτή απαντά σε μία σειρά από κώδικες: Vindobonensis hist. gr.
37, Vaticanus gr. 1807, Parisinus gr. 854, σε ένα consensus codicum και ως «οὖση μεγίστην» στον
Atheniensis, Μπενάκη, Ανταλλαξίμων 131. Για το αντίστοιχο χωρίο της δεύτερης εκδοχής της
Χρονογραφίας, βλ. Μarkopoulos, «Sur les deux versions», 283.
1156 Adler A., «Suidas (1)», RE 4.A.1 (1931), 675-717. Kazhdan A.P., «Souda», στο ODB, III, 1930-1931.
222
Γ.1.35. Σούδα
επισκόπου Χαλκηδόνος με τον Ιουλιανό, ενώ θυσίαζε στο Τυχαίο της Βασιλικής:
συνενώθηκαν περίπου το έτος 995 σε μία συλλογή που αναφέρεται στην ίδρυση,
που επιγράφεται: «περὶ στηλῶν», γίνεται λόγος για δύο αγάλματα στη Βασιλική
αὐτοῦ καὶ ὁρῶντα τὴν ἁγίαν Σοφίαν ὅτι ἐνικήθη εἰς μῆκος καὶ κάλλος ὑπὲρ τὸν
Στο ίδιο κείμενο στην επόμενη παράγραφο έχει καταχωρηθεί μία περίληψη του
223
ἀνδροείκελον ἄγαλμα χρυσέμβαφον· ἔνθα ἦν τὸ ἔξαμον Ἡρακλείου τοῦ
υιδ΄ μέχρι τοῦ δεκάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς τοῦ πατρὸς
Καβαλλίνου».1165
του Πασχαλίου Χρονικού1166, που γράφτηκε κατά τον 10ο αι. Μαζί με αναφορές
άλλων φυσικών καταστροφών, που έλαβαν χώρα από τη βασιλεία του Ζήνωνος
έως την εποχή του Κωνσταντίνου Ε’ (περ. 477-750), σημειώνονται τα μνημεία που
πυρπολήθηκαν κατά τη Στάση του Νίκα: «ἐκαύθη δὲ καὶ πολὺ μέρος τῆς πόλεως,
καὶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη καὶ ὁ ξενὼν τοῦ Σαμψὼν καὶ τὸ
Αὐγουστέον καὶ τὸ προσκήνιον τῆς Βασιλικῆς καὶ ἡ Χαλκὴ τοῦ παλατίου, καὶ
1166 Vatic. gr. 1941. Εκδόθηκαν από τον P. Schreiner, βλ. Βραχέα Χρονικά, 37-45, ο οποίος προτείνει ότι
αντιγράφησαν στο χειρόγραφο κατά τα μέσα του 11ου αιώνα. Για τα προβλήματα και τις απόψεις
της έρευνας, βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 577-581, ο οποίος καταλήγει ότι τα
αποσπάσματα προέρχονται από συμπίλημα των μέσων του 9ου αιώνα.
1167 Βραχέα Χρονικά, 42 (7.5-8). Το χωρίο έχει άμεση σχέση με την αναφορά του Θεοφάνη (Γ.1.26) και
με το απόσπασμα τῶν Ἐκλογῶν ἀπὸ τῆς Ἑκκλησιαστικῆς ἱστοριᾶς, 112.22-25: «ἐκαύθη δὲ καὶ ἡ
ἐκκλησία ἡ μεγάλη καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, καὶ ὁ ξενῶν τῶν Σαμψὼ, καὶ τὸ Αὐγουσταῖον, καὶ τὸ
προσκήνιον τῆς βασιλικῆς, καὶ ἡ χαλκὴ τοῦ Παλατίου·». Το «προσκήνιον» αποτελεί αντιγραφικό
224
Γ.1.40. Κεδρηνός Γεώργιος, Σύνοψις Ἱστοριῶν
Ο Γεώργιος Κεδρηνός1168 στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα
συνέγραψε χρονικό από κτίσεως κόσμου μέχρι το έτος 1057 με τίτλο «Σύνοψις
Ἱστοριῶν» αντιγράφοντας διάφορες πηγές και τον περίπου σύγχρονο του Ιωάννη
πυρκαγιά του έτους 476: «ἐν γὰρ τῷ μέσῳ τῶν Χαλκοπρατίων ἀρξάμενος
(ἐμπρησμὸς) αὐτάς τε ἀνάλωσεν ἄμφω τὰς στοὰς καὶ τὰ προσεχῆ πάντα, τήν τε
δώδεκα, μεθ’ ὧν βιβλίων καὶ τὸ τοῦ δράκοντος ἕτερον ποδῶν ἑκατὸν εἴκοσιν, ἐν
Αναφορά στην καταστροφική πυρκαγιά της Στάσης του Νίκα: «ἐκαύθη δὲ πολὺ
μέρος τῆς πόλεως, ἥ τε μεγάλη ἐκκλησία καὶ τὰ χαρτῷα αὐτῆς δικαιώματα καὶ ἡ
λάθος της λέξης «προσκιόνιον», που χρησιμοποιεί ο Θεοφάνης. Για τις Ἐκλογές, βλ. Καρπόζηλος,
Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 607-609, όπου σημειώνεται ότι ειδικά για το τμήμα, στο οποίο ανήκει το
συγκεκριμένο χωρίο, έχει προταθεί ότι προέρχεται από την Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία του Βασιλείου
τοῦ Κίλικος (6ος αι.).
1168 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙΙ, 331-341. Treadgold, Middle Byzantine Historians, 339-342. Για
μία θετική αποτίμηση, βλ. Σαββίδης Α.Γ.Κ., «Γεώργιος Κεδρηνός, ο υποβαθμισμένος βυζαντινός
χρονικογράφος», Βυζαντιακά 26 (2007), 209-220.
1169 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 616.4-10. Για την πυρκαγιά, βλ. Ιωάννης Αντιοχεύς (Γ.1.18).
1170 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 645.14-15. Ακόμη, βλ. Μαλάλας (Γ.1.12), Πασχάλιον Χρονικόν
225
Γ.1.43. Ζωναράς Ιωάννης, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν
τον θάνατο του Ιωάννη Β’ (1142). Στο έργο του περιέχονται δύο αναφορές στη
Βασιλική. Η πρώτη περιγράφει την πυρκαγιά του έτους 476: «Οὗ κρατοῦντος
ἀρξάμενος καὶ πάντα τὰ προσεχῆ τούτοις νεμηθεὶς καὶ ἀποτεφρώσας, τὰς τε τῶν
δημοσίων πλατειῶν στοὰς, καὶ τὰς αὐταῖς ἐπικειμένας οἱκοδομάς, ἀλλὰ μὴν καὶ
αὐτὴν τὴν κεκλημένην Βασιλικὴν, καθ’ ἥν καὶ βιβλιοθήκη ἐτύγχανε δώδεκα
χρυσοῖς γράμμασι τὰ τοῦ Ὁμῆρου ποιήματα, τήν τε Ἰλιὰδα καὶ τὴν Ὀδύσσειαν,
Στον ύστερο 13ο αιώνα χρονολογείται το εγκώμιο της Αγίας Θεοδοσίας του
λόγιου Ιωάννη Σταυρακίου1175: «Οἶκος ἦν ἐν τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ, ἡ δ᾿ ἔστιν ἐν
κατάκομος χάρισι· παγκαρπία γὰρ ἁπασῶν τῶν γραφῶν καὶ βίβλων, τῷ οἴκῳ
1172 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙΙ, 465-489. Treadgold, Middle Byzantine Historians, 388-399.
1173 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 130.15-131.8. Βλ. Ιωάννης Αντιοχεύς (Γ.1.18) και Κεδρηνός (Γ.1.40).
1174 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.17-260.2 (XV.3.13). Βλ. Πάτρια (Γ.1.38).
1175 Κουντουρά-Γαλάκη Ε., «Ἰωάννης Σταυράκιος: Ἕνας λόγιος στὴ Θεσσαλονίκη τῆς πρώιμης
226
ἐντεθησαύριστο, ὁπόσαι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ἱερῶν, ὁπόσαι τῶν ἔξωθεν, κοινὸν τῇ
Μάξιμος Πλανούδης στα τέλη του 13ου αιώνα, καταχωρήθηκε σχεδόν αυτούσια
η μαρτυρία του Ησυχίου1178 για την ανάθεση αγάλματος του Βύζαντα από τον
Στρατηγό Καλλιάδη:
οὕτως.
Ο Νικηφόρος Καλλίστου Ξανθόπουλος 1181 αναβίωσε στις αρχές του 14ου αιώνα
(περ. 1320) το είδος της εκκλησιαστικής ιστορίας, αντιγράφοντας παλαιότερες
πηγές. Στο έργο του, που φθάνει μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα,
1179 Πλανούδεια Ἀνθολογία, 106 (66). Łajtar, Inschriften, 35, αρ. 8Α.
1180 Πλανούδεια Ἀνθολογία, 106 (67). Łajtar, Inschriften, 36, αρ. 8Β.
227
παιδευτηρίοις κατὰ τὴν βασιλικὴν ἠκροᾶτο, τὰς προόδους ἐν εὐτελεῖ
Και η δεύτερη για την προσφορά θυσιών στην Τύχη: «καὶ ἐν τῇ βασιλικῇ δὲ τῇ
ἵδρυτο·».1183
Πρωτοπόρος στην έρευνα γύρω από το μνημείο που ορίζεται στις πηγές ως
Στοάς.1184 Σε τρία μικρά κεφάλαια του έργου του, που εκδόθηκε το έτος 1561,
που είχε στη διάθεσή του και της σύγχυσης της ορολογίας. Ο Ducange1186 χωρίς
ποτέ να επισκεφθεί την Πόλη το έτος 1680 καταχώρησε τις αναφορές των πηγών
1182 Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 436D-437A (Χ.1). Βλ. Σωκράτης, Γ.1.4.
1183 Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 496C (Χ.20). Βλ. Σωκράτης, Γ.1.5. Στην
εξιστόρηση του Νικηφόρου έπεται το επεισόδιο με τον Μάρι.
1184 Για την «ανακάλυψη», βλ. ανωτέρω, υποσημ. 471-472. Για τον Gilles και το έργο του βλ.
1186 Ducange, Historia Byzantina, ΙI, 144-155, υπό τον γενικό τίτλο: «Aedificia Alia Publica». Για τον ίδιο
228
επιγράμματα της Πλανούδειας Ανθολογίας με τη Βιβλιοθήκη της Βασιλικής.1189
Βασιλική πάνω από την κινστέρνα. Το έτος 1892 ο A.D. Mordtmann1195 ταυτίζει
την ονομασία «Ῥηγία» με τη Βασιλική, η οποία θεωρεί πως ήταν το «Παλάτι της
Δικαιοσύνης» και ξεχωριστό οικοδόμημα από την Βασιλική των Γουναρίων, την
οποία τοποθετεί ανάμεσα στο Οκτάγωνο και τον Φόρο του Κωνσταντίνου. Το
Από τις αρχές του 20ού αιώνα απασχόλησε έντονα την έρευνα η σχέση
1189 Ducange, Historia Byzantina, ΙI, 150-151. Για τα επιγράμματα, βλ. Πλανούδειa Ἀνθολογία, 107 (70-
71), από τα οποία προκύπτει ότι ο Έπαρχος της Πόλης Ιουλιανός έστησε τους ανδριάντες ενός
αυτοκρατορικού ζεύγους, ενώ μαρτυρείται μόνο το όνομα της αυτοκράτειρας Αναστασίας.
1190 Ο Banduri, Imperium orientale, II, 843 διόρθωσε το επίγραμμα της Ανθολογίας του Πλανούδη
IV.71. υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για τους αυτοκράτορες Ζήνωνα και Αναστάσιο. Η αυθαίρετη
διόρθωση διείσδυσε μάλιστα και στην κριτική έκδοση, βλ. Πλανούδειa Ἀνθολογία, 107 (71):
«Ἀναστασίῳ».
1191 Banduri, Imperium orientale, II, 618-619, 842-843, 853.
1193 Κωνσταντινιάς, 129. Η σύγχυση αυτή προέρχεται από τις αναφορές των Ἰωάννη Μαλάλα,
Χρονογραφία, 246.2-4 (ΧΙΙΙ.8) και Πασχαλίου Χρονικοῦ, 528.21-529.1: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν
ἔχουσαν κόγχην…ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον…», όπου ο όρος έχει αρχιτεκτονική σημασία.
1194 Σκαρλάτος, Κωνσταντινούπολις, Ι, 452-459. Ακόμη συσχετίζει τη Βασιλική με το Διδασκαλείο, τη
εμβόλου οδού (Regia) με την ονομασία της Βασιλικής. Ακόμη διαφορετικές ονομασίες του μνημείου
εκλαμβάνονται ως διαφορετικά οικοδομήματα.
1196 Forchheimer P. - Strzygowski J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel: Beiträge zur
Geschichte der byzantinischen Baukunst und zur Topographie von Konstantinopel. Byzantinische Denkmäler, ΙΙ.
Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel, Wien 1893, 177-181. Την κινστέρνα της Βασιλικής
Ίλλου ταύτισαν με το Binbirdirek.
1197 Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 3-10.
229
στο Καπιτώλιο ανάμεσα στα έτη 345-361 και ο Ιουλιανός ύστερα μετέφερε στους
έδρα της Φιλοσοφίας ή και ολόκληρη η Σχολή πριν από το 600. Τέλος δεν
τον Λέοντα Γ’. Το έτος 1926 ο L. Bréhier1198 κάνει λόγο για τη δημουργία της
εκπαιδευτικής δραστηριότητας στη Βασίλειο Στοά στα τέλη του 6ου αιώνα και τη
οικιών στην οδό Yerebatan, στην περιοχή του αύλειου χώρου της Βασιλικής, την
1,5 έως 2 μ. και πλάτους 0,7 έως 1,05 μ. σε βάθος 0,9 έως 1,7 μ. εξαιτίας της κλίσης
του εδάφους. Επίσης, κατά την κατασκευή οικίας στην οδό Salkim Söğüt sk.
τον ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε και
μία ενδελεχής μελέτη του E. Unger1202 για τη Βασιλική Κινστέρνα στο πλαίσιο της
Ίλλου.
στα έργα των A.M. Schneider και R. Guilland. Ο Schneider1203 το 1936 πρότεινε ότι
νότια της Βασιλικής και ότι ο προαύλειος χώρος, που αναφέρει ο Προκόπιος1204,
1201 Ο Bardill, Lausus, 78, σημ. 46 αναφέρει ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από το αρχείο:
230
Αγορά, που αναφέρει ο Ζώσιμος, βρισκόταν στη θέση της Βασιλικής, η οποία
το έτος 584 μέχρι τη διακοπή της λειτουργίας του από τον Φωκά. Το έτος 1942 ο C.
νόμου του Θεοδοσίου (425) αναφέρονταν στη Βασιλική και όχι στο Καπιτώλιο.
συγκέντρωσε και εξέτασε όλες τις γνωστές αναφορές στο μνημείο. Θεωρεί ότι η
αρχαία Τετράστωος Αγορά βρισκόταν στη θέση της Βασιλικής μέχρι την εποχή
του Κωνσταντίνου και ότι η Βασιλέως στοά ήταν στωικό κτίσμα προσαρτημένο
μέγαλες πλάκες, που αποκαλύφθηκαν το έτος 1934 στον αύλειο χώρο της
Βασιλικής, με την πλακόστρωση του Επάρχου Λογγίνου του έτους 542. Τέλος
Ο C. Mango1208 το έτος 1959 αφιέρωσε στη μελέτη του για τη Χαλκή Πύλη
ένα μικρό κεφάλαιο στη Βασιλική, όπου σκιαγραφεί την ιστορία του μνημείου
Τετράστωο από τη Βασιλική, για το οποίο θεωρεί ότι βρισκόταν στην περιοχή του
οικοδομήθηκε από τον Θεόδωρο Τρισέπαρχο1209 γύρω στο 410. Χωροθέτησε τον
Θεοδώρου στα αξιώματα του Υπάτου (399) και του Επάρχου (398, 408, 409) της Πόλης. O Cameron,
«Theodorus», 273 και σημ. 11 σχολίασε σχετικά: «Εditors and topographers alike have so far assumed
without a qualm that Theodorus’ consulship fell in 399 – and one scholar can even date all three of his
urban prefectures to 398, 408 and 409 (Guilland, Études – not surprisingly citing no sources)».
1208 Mango, Brazen House, 48-51. Για τη Βασιλική γίνεται λόγος ακόμη στο κεφάλαιο που εξετάζει τη
Guilland, «Basilique», 3-4, όπως αργότερα και ο Janin, Constantinople byzantine, 159.
1210 Janin, Constantinople Byzantine, 59-60.
231
ιστορίας της Βασιλικής1211, για την οποία θεωρεί ότι αγνοούμε από ποιον και
και απόψεις για την αρχική λειτουργία της Βασιλικής ως έδρας των
425 και την επιστροφή της στο Οκτάγωνο κατά τον 6ο αιώνα. Ανέδειξε τη
σημασία της ίδρυσης της Βιβλιοθήκης1214, αλλά υπέπεσε στο σφάλμα του Banduri
1974 συμφωνεί με την ταύτιση Τετραστώου και Αυγουσταίου και θεωρεί ότι η
Ακόμη μετά τη μεταφορά τους στο Καπιτώλιο το έτος 425 στη Βασιλική
την ταύτιση του ναού της Τύχης με την αψίδα και το Οκτάγωνο και άλλα
σχολιάζοντας τη μελέτη του Lemerle και τις συνέπειες στη Βασιλική της
εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του έτους 425, πρότεινε ορθά την αποσύνδεση των
1216 Ο Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 327, σημ. 60, σχολιάζει σχετικά: «Ὁ P. Speck ριψοκινδύνεψε
232
αυτοκρατορικών ανδριάντων από τη Βιβλιοθήκη.1218 Επίσης, την ίδια χρονιά ο G.
527). Συγχρόνως αμφισβήτησε την ταύτιση του ναού της Τύχης, του Οκταγώνου
και της αψίδας, που πρότεινε ο Speck και πρότεινε ότι η τελευταία ήταν
ουσιαστικά μία πύλη κοντά στον ναό της Τύχης στη βορειοανατολική γωνία της
νοτιοανατολικά της Βασιλικής, για την οποία δεν γνωρίζουμε πότε κτίστηκε. Το
μνημείο στέγαζε το Πανεπιστήμιο μέχρι το έτος 425 και πάλι πριν από τη
βασιλεία του Φωκά. Δεν δέχεται την καταστροφή του διδασκαλείου από τον
Λέοντα το 726. Στην εργασία του για την αστική ανάπτυξη της
Βασιλικής πριν από τη δεκαετία του 340 με βάση τη μαρτυρία του Σωκράτη (Γ.1.4)
Ο Α. Berger1227 κατά τα έτη 1987 και 1988 εξετάζοντας την τοπογραφία του
1218 Ο Speck, «Review», 12-13, σημ. 16 πρότεινε ως εξίσου πιθανή την ανάγνωση «Ἀναστασίην» του
επιγράμματος της Πλανούδειας Ἀνθολογίας, IV.71 και την ταύτιση των δύο αυτοκρατορικών
αγαλμάτων με το ζεύγος Τιβερίου και Αναστασίας, την οποία τελικά απέδειξε ο Feissel,
«Philadelphion», 515-521.
1219 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 420-421, 424-426.
1225 Mango, Développement urbain, 19. Χαρακτήρισε το Τετράστωο ως τη δεύτερη αγορά –η πρώτη είναι
1227 Berger, «Alstadt von Byzanz», 23-28 και σχ. 1. Berger, Patria, 417-422.
233
πιθανώς, με τη Βασιλική, αλλά δεν είναι εύκολο να απαντηθεί η σχέση τους και
νέα στοιχεία για την ιστορία του μνημείου προσέφερε το έτος 1995 η έρευνα του
Βασιλικής με την Τετράστωο Αγορά και τη συνέδεσε με μαρτυρίες του 4ου αιώνα,
αγοράς. Ακόμη διερεύνησε την ανέγερση της Βιβλιοθήκης και τη μεταφορά της
σχετίζεται με τη Βασιλική και όχι με το Αυγουσταίο και ότι η αρχική φάση της
πραγματικότητα ανήκουν στον Τιβέριο και τη σύζυγό του Αναστασία και ότι η
ανάθεσή τους έγινε στο Μουσείο του Καπιτωλίου μετά από εργασίες
μητέρας του Ελένης και έκτισε ναούς με αγάλματα της Ρέας και της Τύχης στη
Βασιλική.
1232 Feissel, «Philadelphion», 515-521 απέδειξε ότι τα δύο αγάλματα ανήκουν στον αυτοκράτορα
Τιβέριο και τη σύζυγό του Αναστασία και ότι η ανάθεσή τους έγινε στο Μουσείο του Καπιτωλίου
μετά από εργασίες ανακαίνισής του.
1233 Bassett, Urban Image, 20, 24, 71-73.
234
Ο P. Schreiner1234 το 2008 χρονολογεί την ανέγερση της Βασιλικής στα τέλη
του 4ου αιώνα. Θεωρεί ότι υπήρξε έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης μέχρι τη
ένα πρόσκτισμα της Βασιλικής, το Οκτάγωνο, την καταστροφή του οποίου από
με άγαλμα της Τύχης. Ο J. Bardill1236 το 2012 σημειώνει ότι η Βασιλική εάν δεν
Potter1237 το 2013 θεωρεί ότι το Τετράστωο και η Βασιλική ανήκουν στο Σεβήρειο
Στοά αναδεικνύει τις μεγάλες διαφορές, αλλά και την αποσπασματικότητά τους.
τοπογραφίας και της ιστορίας του δημόσιου βίου του μνημειακού κέντρου της
Πόλης: την ταύτιση της Μεγίστης Τετραστώου Αγοράς του αρχαίου Βυζαντίου,
τον προσδιορισμό της έδρας της ανώτερης εκπαίδευσης, πριν και μετά την
του «Οικουμενικού Διδασκαλείου» από τον Λέοντα Γ’ κατά την έναρξη της
αποκαταστήσουμε την ταυτότητα και την ιστορία της Βασιλείου Στοάς, αλλά και
να συνδέσουμε την έρευνά της με την έρευνα του μνημειακού κέντρου. Μολονότι
τα τρία ζητήματα φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους και έχουν απασχολήσει την
1238 Οριστικές απαντήσεις έχουν μέχρι σήμερα δοθεί μόνο σε δευτερεύοντα θέματα, όπως η ταύτιση
235
έρευνα μεμονωμένα, όσο θα ξεδιπλώνεται η μελέτη μας θα γίνεται κατανοητό
Μέσα από τις μαρτυρίες των πηγών (Γ.1.1-48) συγκεντρώνεται ένα πολύτιμο
ομιχλώδη εποχή του μύθου. Στον τόπο της Βασιλικής ο Βύζας ίδρυσε ναό με
άγαλμα της θεάς Ρέας, το οποίο οι πολίτες τιμούσαν ως Τυχαίο τον 6ο αιώνα.1239
Ο στρατηγός του Βυζαντίου Καλλιάδης ανέθεσε εδώ άγαλμα του Βύζαντα και
στα οποία φοίτησε και ο νεαρός Ιουλιανός, λειτουργούσαν στη Βασιλική.1241 Εδώ
απαγορεύεται μία σειρά από ξένες χρήσεις του μνημείου.1247 Το έτος 476 κατά τη
1242 Σωκράτης, Γ.1.5. Νικηφόρος Κάλλιστος, Γ.1.48. Στο Τυχαίο της Βασιλικής πιθανώς αναφέρεται
και ο Ιουλιανός, Ἐπιστολαί, 217.5-9 (176): «Ἰουλιανὸς πρὸς δῆμον εὐφημήσαντα ἐν τῷ Τυχαίῳ».
1243 Σούδα, Γ.1.35. Ακόμη βλ. Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 198.6-14 (V.4.8-9). Νικηφόρος
236
διάρκεια της Στάσης του Βασιλίσκου μία μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά, που
συγκροτήματος της Βασιλικής στοάς και της δημόσιας Βιβλιοθήκης της Πόλης.1248
αψίδα με τέσσερα ανοίγματα στη Βασιλική και ανακαίνισε το ναό της Τύχης.1250
Βασιλική.1253 Ο ίδιος δύο χρόνια αργότερα διόρισε σώμα 12 μόνιμων δικαστών και
Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα ο Προκόπιος1256 και ο Ιωάννης Λυδός1257
ίδια περίπου εποχή μαρτυρείται στο μνημείο η διδασκαλία της επιστήμης του
1248 Κεδρηνός, Γ.1.40. Ζωναράς, Γ.1.43. Για την πυρκαγιά, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 391-393, 1118.
1249 Ἰωάννης Ἀντιοχεὺς, Γ.1.18.
1250 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.30. Για τον Θεόδωρο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1072.
1251 Προκόπιος, Γ.1.10. Μαλάλας, Γ.1.12. Πασχάλιον Χρονικὸν, Γ.1.20. Θεοφάνης, Γ.1.125. Κεδρηνός,
Γ.1.41.
1252 Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.21-22. Θεοφάνης, Γ.1.26. Μέγας Χρονογράφος, Γ.1.39. Κεδρηνός, Γ.1.42.
1253 Μαλάλας, Γ.1.13. Για το Ωρολόγιο, βλ. Anderson, «Public Clocks», 24.
1255 Μαλάλας, Γ.1.14. O Λογγίνος υπήρξε Έπαρχος της Πόλης κατά τα έτη 537-542, βλ. «Longinus 2»,
1258 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.32. Βλ. Feissel, «Philadelphion», 511, σημ. 67.
1260 Παλατινή Ανθολογία, Γ.1.31. Για τον Ιουλιανό που υπήρξε Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης
κατά τα έτη 565-566, βλ. Cameron Al., «Some Prefects called Julian», BZ 47 (1997), 42-64, κυρίως 56-64.
237
παραπονιέται για τη βαρετή και αδιάφορη μελέτη δικαστικών υποθέσεων1261,
ενώ ο Μένανδρος καταφρονεί την εργασία του συνηγόρου στη Βασίλειο Στοά.1262
Στα χρόνια του Μαυρικίου μαρτυρείται ακόμη η διδασκαλία της φιλοσοφίας στη
Βασίλειο Στοά, η οποία διακόπτεται από τον Φωκά και αποκαθίσταται πάλι από
τον Ηράκλειο.1263
Από τις αρχές του 8ου αιώνα σώζονται μερικές ασαφείς πληροφορίες από
μάλλον άγνωστα γεγονότα της ζωής της Πόλης: ο Ιουστινιανός Β’ στο διάστημα
της δεύτερης ανόδου του στον θρόνο (705-711) ανέθεσε στη Βασιλική ένα
επίχρυσο γονυκλινές άγαλμα του εαυτού του και της συζύγου του Θεοδώρας,
713) μετά την ενθρόνιση ή την εκθρόνιση του Τιβερίου Αψιμάρου (703 ή 705), τη
Λίγο αργότερα, κατά τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του Λέοντα Γ’ (726),
αυτήν η δική του μορφή και να τοποθετηθεί στη θεμελίωση της Νέας
Εκκλησίας.1267
Επίσης βλ. «Julianus 15» στο Martindale, Prosopography ΙΙΙ, 735-736. O Anderson, «Public Clocks», 25
παρουσιάζει ως διαφορετικό αυτό το Ωρολόγιο από εκείνο που αναφέρει ο Μαλάλας, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 1251, αλλά χωρίς πειστικά επιχειρήματα.
1261 Ἀγαθίας, Γ.1.16.
1264 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, Γ.1.23. Σούδα, Γ.1.34. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Γ.1.37. Για
1267 Συμεών Μάγιστρος, Γ.1.33. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Γ.1.36. Ο Mango, «Antique Statuary»,
62-63 θεωρεί ότι πρόκειται για αρχαίο άγαλμα καθιστού φιλοσόφου που ερμηνεύτηκε από τους
χριστιανούς ως «Σολομών». Η Bassett, Urban Image, 155-156 προσθέτει πως το άγαλμα μπορεί ακόμη
να ανήκει σε ποιητή ή κάποια άλλη προσωπικότητα των γραμμάτων και ότι η καθιστή στοχαστική
στάση είναι μία ανακάλυψη του 3ου αι. π.Χ. Κατά τη γνώμη της το άγαλμα τοποθετήθηκε στη
Βασιλική είτε κατά την ανέγερση και διακόσμησή της από τον Μ. Κωνσταντίνο σύμφωνα με τον
238
Μολονότι η Βασιλική σπάνια αποτελεί το αντικείμενο των αφηγήσεων, οι
ιστορίας και των λειτουργιών του μνημείου, αλλά και γεγονότα του δημόσιου ή
του καθημερινού βίου της Πόλης. Μολονότι απηχείται μία «μυθική» σύνδεση της
αιώνα. Με εξαίρεση την πολύ ζωντανή αφήγηση των Παραστάσεων κατά τον
πρώιμο 8ο αιώνα, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις αρχές του 9ου για να
εντοπίσουμε πάλι μαρτυρίες στις πηγές. Κατά τον 10ο αιώνα οι αναφορές στη
Βασιλική είναι περίπου όσες και τον 6ο αιώνα, αλλά στη συνέχεια θα μειωθούν
δραματικά κατά τους επόμενους τέσσερις αιώνες και εξαφανίζονται μετά τον
πρώιμο 14ο αιώνα. Είναι, όμως, αλήθεια ότι οι αναφορές μετά τον 8ο αιώνα με
εξαίρεση τον Συμεών (Γ.1.33) και την αφήγηση των Πατρίων για την
μνημειακό της περιβάλλον, χάρη στην καταγραφή της στην 4η ρεγιώνα («Regio
IIII») της Notitia Urbis1268 (εικ. 2). Η Βασιλική («Basilicam») αναφέρεται μαζί με το
Ζώσιμο (εννοεί τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά), είτε μετά την ανακατασκευή της από την πυρκαγιά
του 476.
1268 Γ.1.3.
239
Μαρμάρινη Γαλέρα1269, μνημείο νίκης σε ναυμαχία («Liburnam marmoream,
προσδιορίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα από τον P. Gilles, όταν «ανακάλυψε»
στο υπέδαφος του αύλειου χώρου της Βασιλικής κατά το πρώτο έτος της
στην κατασκευή της υπόγειας κλειστής Κινστέρνας στο Περί Κτισμάτων1274 μας
την τοπογραφική σχέση των δύο μνημείων. Η Βασιλική Στοά υπήρξε ένα πολύ
υπέδαφος της νότιας στοάς και στον αύλειο χώρο1276 καθώς η κινστέρνα
επηρεάσουν τις υπόλοιπες τρεις στοές (εικ. 98). Η ορθογώνια επιμήκης κινστέρνα
1269 Για τη μετάφραση βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 150-151. Για το μνημείο, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
1005.
1270 Σχετικά με την 4η ρεγιώνα βλ. Berger, «Regionen und Strassen», 361-362, σχ. 1. Matthews, «Notitia
Urbis», 103-104. Η Mundell Mango, «Commercial Map», εικ. 4 (βλ. εικ. 66) προτείνει ελαφρώς
διαφορετικά όρια από τον Berger.
1271 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 471-472.
1272 Γ.1.12.
1273 Γ.1.20.
1274 Γ.1.10.
1275 «κατὰ τὴν βασιλέως στοάν…αὐλή τίς ἐστιν ὑπερμεγέθης, περιμήκης μὲν καὶ εὔρους ἱκανῶς
240
με διαστάσεις1278 138 μ. μήκος και 64,6 μ. πλάτος αναπαρήγαγε σε ελαφρώς
Βασιλικής να εδράζονται «ἐπὶ πέτρας»1279 και όχι στην οροφή της Κινστέρνας. Οι
Βασιλική Στοά αναφέρουν: «Ἐν γὰρ τῇ αὐτῇ χρυσορόφῳ Βασιλικῇ τὸν ἐλέφαντα
παραμένειν εἰς θέαμα ἐξαίσιον, ὅρον γὰρ εἶναι πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν
οικοδομήματος. Συγχρόνως και οι δύο πηγές μάς πληροφορούν ότι η οροφή της
της 8ης ρεγιώνας, που ο Θεοδόσιος Α’ κατασκεύασε στον ομώνυμο Φόρο του. Στα
πλάτος και των δύο στοών, περίπου 6 μ. η καθεμία. Στον άξονα βορρά-νότου υπολογίζουν μόνο το
πλάτος της βόρειας στοάς (6 μ.).
1281 Γ.1.23.
1282 Γ.1.37.
1285 Γ.1.27.
241
ξύλινων οροφών των στοών του, την επίστρωση των δαπέδων του με πολυτελή
χώρα το έτος 1934 στην οδό Yerebatan κατά την ανέγερση οικιών, όταν
βόρεια της ανατολικής απόληξης της Μέσης Οδού (εικ. 3). Γύρω της
χώρος εντάσσεται στην παράδοση των κοσμικών βασιλικών του Forum και του
(στοά)» και «Βασιλέως/Βασίλειος Στοά» είχαν, ήδη, μακρά ιστορία πίσω τους και
242
καταγωγή, το τυπολογικό περιεχόμενο και την εξέλιξη της σημασίας των δύο
απαντάται στην αρχαία γραμματεία κυρίως ως ονομασία μιάς μικρής στοάς (18
μ. Χ 7,5 μ.), που οικοδομήθηκε στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.
στη βορειοδυτική γωνία της Αγοράς των Αθηνών1287 (εικ. 99-100). Αργότερα
προστέθηκαν από μία πτέρυγα στα δύο άκρα του κτηρίου, με αποτέλεσμα να
την έδρα του δευτέρου ιεραρχικά άρχοντα της αθηναϊκής δημοκρατίας, του
άρχοντος βασιλέως, όπως σημειώνει ο Παυσανίας κατά το γ’ τέταρτο του 2ου αι.
μ.Χ.: «Πρώτη δέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ καλουμένη στοὰ βασίλειος, ἔνθα καθίζει βασιλεὺς
έστησαν στη Βασίλειο Στοά. Γύρω στο έτος 400 π.Χ. το μνημείο είχε αναδειχτεί σε
εκτεθειμένο σε δημόσια θέα, ένα επίσημο αντίγραφο των παλαιών νόμων της
καθήκοντα ήταν και ο κύριος εισηγητής σε δίκες ασεβείας και φόνου.1291 Στο
1287 Camp, Αρχαία Αγορά, 76-78 και 127-134. Coulton, Greek Stoa, 219-220. Παπαχατζής, Ἀττικὰ, 172-
175, σημ. 1.
1288 Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις, Ι.3.1-2, ο οποίος ερχόταν από την περιοχή του Κεραμεικού.
1289 Ἀριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, VII.1: «Ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς κύρβεις
Ανθρωποκτονίας του Δράκοντα και στήθηκε στη Βασίλειο Στοά κατά το έτος 409/8 π.Χ.,
παραγγέλλονταν οι αναγραφείς να χαράξουν τον νόμο σε λίθινη στήλη και να τον τοποθετήσουν:
«πρόσθεν τες στοᾶς τες βασιλείας», βλ. IG I2, 115.4.
1291 Gagarin M., «The Basileus in Athenian Homicide Law», στο Flensted-Ɉensen P. - Nielsen T.H. -
Rubinstein L. (επιμ.), Polis & Politics, Studies in Ancient Greek History, Κοπεγχάγη 2000, 569-579. Η
κατηγορία εναντίον του Σωκράτη το έτος 399 π.Χ. για αδίκημα ασεβείας, που ενέπιπτε στη
δικαιοδοσία του άρχοντος βασιλέως, εκτυλίχτηκε με φόντο τη Βασίλειο Στοά. Ο Ευθύφρων στην
αρχή του ομώνυμου Πλατωνικού διάλογου ρωτά τον φιλόσοφο «τί νεώτερον γέγονεν, ὅτι τὰς ἐν
Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβάς, περὶ τὴν τοῦ βασιλέως στοὰν διέτριβε», ενώ στο τέλος του διαλόγου
Θεαίτητος, 210D, ο Σωκράτης πληροφορεί τους φίλους του ότι πρέπει να παρουσιαστεί στη Στοά
243
κέντρο της πρόσοψης της Στοάς τοποθετήθηκε γύρω στο 330 π.Χ. μνημειακό
μαρμάρινο άγαλμα της θεάς της δικαιοσύνης, Θέμιδος. Ακόμη στον Κατ’
Ἀριστογείτονος λόγο αναφέρεται πως και η «ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ» συνεδρίαζε
στοὰν τριπλῆν»1293 που έκτισε ο Ηρώδης στη μία πλευρά του αύλειου χώρου του
Από την άλλη πλευρά, ο όρος «Βασιλική (στοά)» φαίνεται ότι δεν
δύο κωμωδίες του Πλαύτου1298 που χρονολογούνται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ.
Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος1299 αναφέρει ότι πριν από το έτος 210 π.Χ. δεν υπήρχαν
βασιλικές στη Ρώμη, ενώ λίγο αργότερα σημειώνει την ανέγερση της Basilica
Porcia1300 από τον M. Porcius Cato το 184 π.Χ., της αρχαιότερης γνωστής
του Βασιλέως για να απαντήσει στην κατηγορία που του έκανε ο Μέλητος. Εξαιτίας του μικρού
μεγέθους και του χαρακτήρα του μνημείου φαίνεται ότι δεν γίνονταν εδώ οι δίκες. O Camp, Αρχαία
Αγορά, 133, θεωρεί πως ο Σωκράτης αναφέρεται στην έγκληση, δηλαδή στην προδικαστική έκθεση
των επιχειρημάτων του κατηγόρου.
1292 Κατ’ Ἀριστογείτονος, Α.23. Αποδίδεται στον Δημοσθένη ή σε άγνωστο συγγραφέα.
1295 Ἰούλιος Πολυδεύκης, Ὀνομαστικὸν, IX.44: «Ἐπὶ θεάτρῳ δὲ, καὶ στάδιον, ἱππόδρομον, ὠδεῖον,
1297 Coulton, Greek Stoa, 180-181. Παρόμιο αντιδάνειο υπήρξε ο όρος μάκελλος βλ. Ευαγγελίδης,
244
Βασιλικής. Μολονότι έχει υποστηριχτεί ότι η λέξη «Basilica» θα συνόδευε αρχικά
ως επίθετο τον όρο «Porticus»1301 (στοά), λίγο μετά την εμφάνιση της πρώτης
υψώνεται εν είδει φωταγωγού πάνω από τις στέγες των πλαγίων κλιτών (εικ.
103-105). Υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία στη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου,
στη θέση των εισόδων στις μακρές ή τις στενές πλευρές, στη διαμόρφωση
Forum μερικών αποικιών της στην Ιταλία. Συχνά στο εσωτερικό του κτηρίου
«basilica aula» και αποτελούσε μεταγραφή του «Atrium regium», ενός οικοδομήματος του Forum
Romanum της αρχαϊκής περιόδου, το οποίο κατά τη γνώμη του υπήρξε ο πρόγονος της ρωμαϊκής
βασιλικής. Ο Coulton, Greek Stoa, 180-182 θεωρεί ότι αρχέτυπο υπήρξε κάποιο κτίσμα της ελληνικής
Ανατολής, που ονομαζόταν «Βασιλικὴ Στοὰ», ενώ κατά τη μεταφορά του τύπου στη Δύση εξέπεσε
η λέξη Στοὰ. Την υπόστυλη αίθουσα της Δήλου, βλ. Leroux G., Délos, II.1, La Salle Hypostyle, Παρίσι
1909, την αντιλαμβάνεται απλώς ως παράλληλη αρχιτεκτονική εξέλιξη.
1304 Ενδεικτικά βλ. Ginouvès R., «Aux Origines de la Basilique», στο Jentel M.-O., Deschênes-Wagner G.
(επιμ.), Tranquillitas: mélanges en l’honneur de Tran Tam Tinh, Κεμπέκ 1994, 207-216. Welch K., «A new
view of the origins of the Basilica: the Atrium Regium, Graecostasis, and Roman diplomacy», JRA 16
(2003), 5-34, ειδικά 3-15 για την εξέλιξη της έρευνας. Wilson R.J.A., «On the origin of the Roman civic
Basilica», στο Omni pede stare. Saggi architettonici e circumvesuviani in memoriam J. de Waele, Νάπολη 2005,
129-139.
1305 Για τη εξέλιξη και την σημασία της βασιλικής κατά τη δημοκρατική περίοδο, βλ. Nünnerich-
Asmus, Basilika, 5-24. Για την αρχιτεκτονική εξέλιξη της κοσμικής Βασιλικής, βλ. Gros, Architecture
Romaine Ι, 238-260. Για τις παραλλαγές στις αναλογίες με γεωγραφική και χρονολογική κατανομή,
βλ. Scotton, «Basilica at Fano».
1306 David, «Τribunal», 222-228.
245
Από την εποχή της βασιλείας του Αυγούστου η θέση και η χρήση της
του Forum, του οποίου συνήθως καταλαμβάνει τη μία στενή πλευρά σε αξονική
(εικ. 15, 106-108). Πλέον στο κέντρο του στενού ή μακρού άξονα της βασιλικής
παλαιό τριβουνάλιο συνδυάστηκε με τον χώρο τιμής προς τον αυτοκράτορα, από
τον οποίο οι κοινοτικοί άρχοντες αντλούσαν πλέον την εξουσία τους1309 (εικ. 109).
Μέχρι και τον 2ο αιώνα μ.Χ. σχεδόν όλα τα παλαιά Forum των μεγάλων πόλεων
οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν, εφοδίασαν τα δημόσια κέντρα τους με αυτό τον
Στράβωνα στα χρόνια του Αυγούστου κατά την αναφορά του στις βασιλικές της
Ρώμης, αλλά η χρήση του όρου υπήρξε σπάνια κατά τους αυτοκρατορικούς
1307 Gros, «Forum», 45-52. Με την αναβάθμιση του ρόλου της βασιλικής διαμορφώθηκε το τριμερές
Forum (πλατεία, ναός, βασιλική), το οποίο αποτέλεσε βασικό συστατικό του ρωμαϊκού χαρακτήρα
(romanitas) της αρχαίας πόλης. Ειδικά για την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο, βλ. Nünnerich-
Asmus, Basilika, 55-81.
1308 Gros, «Forum», 47-57. Ακόμη, βλ. Nünnerich-Asmus, Basilika, 99-106.
1310 Laurence-Cleary-Sears, City in Roman West, 170-202. Ενδεικτικά ο Scotton, «Basilica at Fano», 43-47,
πιν. 1, παρουσιάζει έναν κατάλογο όλων των γνωστών βασιλικών, που ανέρχονται σε 154. Από
αυτές μία δεκάδα περίπου χρονολογούνται στη δημοκρατική περίοδο, 23 κατασκευάστηκαν στα
χρόνια της δημόσιας δράσης του Οκταβιανού Αυγούστου, περίπου 40 κατά τον υπόλοιπο 1ο και 35
κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.
1311 Zanker, «City as symbol», 36-37.
246
Βασιλικές Στοές, το πρώτο στην Αγορά της αρχαίας Θήρας 1314 και το δεύτερο με
δίγλωσση επιγραφή στην «πολιτική» Αγορά της Εφέσου1315 (εικ. 111-112). Όμως,
πορεία απ’ ό,τι στη Δύση. Μία σειρά από βασιλικές, οι οποίες καταλαμβάνουν τη
Βασιλικές της Εφέσου (176,4 μ. Χ 20 μ.), της Σμύρνης (159 μ. Χ 27 μ., εικ. 113), της
Κρήμνας (57 Χ 21 μ., εικ. 114), της Κυρήνης (περ. 94 μ. Χ 24 μ., εικ. 115), της
Αφροδισιάδος (περ. 146 μ. Χ 29 μ., εικ. 116), της Ασκάλωνος (87,9 μ. Χ 34 μ.) και
ανοικτή στωική διαμόρφωση της πλευράς προς την πλατεία της Αγοράς
Σχεδόν όλα αυτά τα μνημεία χρονολογούνται κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ. και
1314 Τιμητικό ψήφισμα της Βουλής και του Δήμου των Θηραίων (μέσα 2ου αι. μ.Χ.) προς τιμή του
Τίτου Φλάβιου Κλειτοσθένη Κλαυδιανού που ανακαίνισε τη Βασιλική Στοά και άλλα δημόσια
οικοδομήματα: «….τὴν ἐν τῇ πόλει Βασιλικὴν
στοάν, ἔργον ἀρχαῖον καὶ διαπρεπὲς καὶ οἷον οὐκ [ἄ]λ-
λο [π]ρ[ο]κόσ[μη]μα ἐν τῇ πόλει, κατηρειμμένον ἐκ πολ-
λῶν [ἤδη χρ]όνων ἐ[κ] τῶν ἰδίων κατασκευάσειν».
IG XII.3, 326.18-21 (Θήρας). Επίσης βλ. Balty, Curia Ordinis, 391-393. Ευαγγελίδης, Αγορά, 125-128.
1315 To μνημείο αναγράφεται ως «Βασιλική» στα λατινικά και «Βασιλική Στοά» στα ελληνικά, βλ.
Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 88, σημ. 112. Για την επιγραφή, που με βάση τους
επίσημους τίτλους του Αυγούστου χρονολογείται κατά τα έτη 2-14 μ.Χ., βλ. Börker C. - Merkelbach
R. - Engelmann H. - Knibbe D. (επιμ.), Die Inschriften von Ephesos, II, Nr. 101-599, Repertorium, IK 12,
Βόννη 1979, 132-133, αρ. 4. Knibbe D. - Büyükkolana M., «Die Bauinschrift der Basilica auf dem sog.
Staatmarkt von Ephesos», ÖJH 59 (1989), 43-45. Knibbe D. - Engelmann H. - Iplikçioğlu B., «Neue
Inschriften aus Ephesos XII», ÖJH 62 (1993), 148-149, αρ. 80. Για το μνημείο, βλ. Scherrer, «Ephesos», 5-
6. Gros, Architecture Romaine Ι, 245-246. Σιδέρης, Έφεσος, 137-138.
1316 Gros, Architecture Romaine Ι, 245-248. Coulton, Greek Stoa, 182-183. Για τις διαστάσεις ακόμη, βλ.
Scotton, «Basilica at Fano», 70, πίν. 15, ο οποίος απαριθμεί συνολικά 19 βασιλικές στο ανατολικό
τμήμα της αυτοκρατορίας, οι 15 τουλάχιστον από τις οποίες χρονολογούνται κατά τους 1ο και 2ο
αιώνα. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν και η ρωμαϊκή Βασιλική της Αγοράς των Αθηνών, βλ.
Camp, Αρχαία Αγορά, 229-231 και η Βασιλική της Αφροδισιάδος, βλ. Stinson P. «Local Meanings of
the Civil Basilica at Aphrodisias: Image, Text, and Monument», στο Cavalier-Descat-des Courtils,
Basiliques et Agoras, 107-126.
247
Κατά τον 3ο αιώνα η γενικότερη υποχώρηση της οικοδομικής
αναδείχτηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Τετραρχίας στο πλαίσιο των
Θεσσαλονίκη1319 (εικ. 117), στους Τρεβήρους1320 (εικ. 118), στη Ρώμη1321 (εικ. 119),
πιθανώς και την Αντιόχεια.1322 Ενδεικτικά, η ανέγερση αυτή την περίοδο της
διαστάσεις 100 μ. Χ 65 μ. και εμβαδόν 6.240 τ.μ. έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα
1317 Ο Scotton, «Basilica at Fano», 70, πιν. 15, καταγράφει συνολικά 9 βασιλικές κατά τον 3ο αιώνα,
από τις οποίες μόνο μία στο ανατολικό τμήμα (Άσπενδος).
1318 Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, De Mortibus Persecutorum, 7.8-10, ο Διοκλητιανός στην προσπάθειά
του να εξισώσει τη Νικομήδεια με τη Ρώμη, έκτισε μία σειρά οικοδομημάτων, ανάμεσα στα οποία
και βασιλικές.
1319 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 422-424. Βασιλική οικοδομήθηκε, πιθανώς, ως
αίθουσα υποδοχής στο ανατολικό τμήμα του Γαλεριανού Ανακτόρου σε επαφή με τον Ιππόδρομο.
1320 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 103-105. Βασιλική οικοδομήθηκε από τον
να οικοδομεί και ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε μετά το 313 την ανέγερση της Basilica Nova ή
Constantiniana δίπλα στο Forum Romanum.
1322 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 244.36-40 (ΧΙΙΙ.3): «ὁμοίως δὲ ἔκτισεν (Κωνσταντῖνος) καὶ τὴν
λεγομένην Ῥουφίνου βασιλικήν· ἦν γὰρ τοῦτο ἱερὸν τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ἐλυσεν αὐτὸ Ῥουφῖνος ὁ
ἔπαρχος τῶν ἱερῶν πραιτωρίων…καὶ ἐπλήρωσε τὴν αὐτὴν βασιλικὴν ἐπανερχομένου τοῦ αὐτοῦ
βασιλέως ἐπὶ Ῥώμην». Όμως, οι Jones–Martindale–Morris, Prosopography I, 779 θεωρούν ότι η
αναφορά αυτή, πιθανώς, αποδίδει στον Κωνσταντίνο τη Βασιλική, που ο Έπαρχος Πραιτωρίων
Ρουφίνος οικοδόμησε σύμφωνα με τον Ζώσιμο κατά το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου Α’, βλ.
κατωτέρω, υποσημ. 1323.
1323 Σε μέγεθος συγκρινόταν μαζί της μόνο η Basilica Ulpia στο Φόρο του Τραϊανού με διαστάσεις
113,8 μ. Χ 54,5 μ. και εμβαδόν 6.202,1 τ.μ. Η αμέσως επόμενη σε μέγεθος Βασιλική της Σμύρνης (159
μ. Χ 27 μ.) είχε εμβαδόν 4.293 τ.μ. και ακολουθούσαν η Ιουλία Βασιλική της Ρώμης (89 μ. Χ 41 μ.,
3.649 τ.μ.), η Βασιλική της Καρχηδόνας (83,28 μ. Χ 43,36 μ., 3.611,02 τ.μ.) και η Σεβηριανή Βασιλική
της Μεγάλης Λέπτιδος (88,8 μ. Χ 36 μ., 3.196,8 τ.μ.). Για τις μετρήσεις, βλ. Scotton, «Basilica at Fano»,
43-47, πίν. 1.
1324 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 426-428.
1325 Ο Scotton, «Basilica at Fano», 70, πίν. 15, καταγράφει συνολικά 10 κοσμικές βασιλικές, που
ανεγέρθηκαν κατά τον 4ο αιώνα, αλλά καμία στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Επίσης
εξακολούθησαν στις πηγές να απαντούν κοσμικά μνημεία με την ονομασία «βασιλική» ή
«βασίλειος στοά». Ενδεικτικά, βλ. Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 261.56-57 (XIΙΙ.30): «Καὶ
ποιήσας (Βάλης) ἄλλην βασιλικὴν κατέναντι τοῦ Κομμοδίου καὶ κοσμήσας τὰς τέσσαρας
βασιλικὰς κίοσι μεγάλοις Σαλωνιτικοῖς…». Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 219.14-16 (V.2.4): «ὃ δὲ (Ρουφίνος)
τιθασσεύων τὸν δῆμον βασιλικὴν ᾠκοδόμει στοάν, ἧς οὐδὲ ἓν ἡ πόλις (Ἀντιόχεια) ἔχει
διαπρεπέστερον οἰκοδόμημα». Ο Ρουφίνος διετέλεσε Έπαρχος Πραιτωρίων της Ανατολής επί
248
Η κατασκευή αντίστοιχου οικοδομήματος φαίνεται αδιανόητο να μην είχε
κατασκευή συνηθισμένη στις βασιλικές, όπως είδαμε νωρίτερα, αλλά και στα
κτήριο της Curia Senatum1328 του Forum Romanum, αλλά μάλλον στη Basilica
Constantiniana.
άξονα ανατολής-δύσης, και την τοπογραφική σχέση του, στο νότιο άκρο και
κάθετα, ως προς τον Φόρο του Θεοδοσίου και, παράλληλα, ως προς τη Μέση Οδό.
βασιλική χρησιμοποιείται εδώ ως αρχιτεκτονικός τύπος και όχι ως ονομασία του οικοδομήματος.
Εντούτοις εξαιτίας αυτού του χωρίου αρκετοί παλαιοί μελετητές, όπως είδαμε, ταύτισαν ή
συσχέτισαν τη Βασιλική-Βασίλειο Στοά με τη Σύγκλητο. Μάλιστα ο Balty, Curia Ordinis, 285 θεωρεί
ότι η Σύγκλητος ταυτίζεται με την αψίδα της Βασιλικής-Βασιλείου Στοάς.
1327 Macdonald, Urban Appraisal, 122. Balty, Curia Ordinis, 604-607. Για τη σχέση Βασιλικής και Curia,
1331 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 610.15-22: «ἐν δὲ τῷ ταύρῳ οἶκον καὶ αὐτὸν τοῖς λογάσι καὶ τῷ
βασιλεῖ ἐπιτήδειον, τοῖς μὲν εἰς τὸ συνιέναι καὶ τῶν πρακτέων διασκοπεῖν, τῷ δὲ ἐν τῇ ὑπάτῳ
προκαθημένῳ βουλῇ, ἐν δυοκαίδεκα ποικίλοις κίοσιν ἐκ Τρωϊκῆς λίθου, πέντε καὶ εἴκοσι ποδῶν
ἔχουσιν ὕψος, φέρουσι δὲ τὴν στέγην ἔκ τε νοτίου και βορείου πλευροῦ σὺν τοῖς παρ’ ἑκάτερα κατὰ
τὸ ἀνατολικὸν καὶ δυτικὸν ψαλίσιν, οὗ τὸ μὲν μῆκος σμ’ ποδῶν τὸ δὲ πλάτος πδ’ ἦν·».
249
Θεοδοσίου επαναλαμβάνει την διαρρύθμιση του Φόρου του Τραϊανού στη Ρώμη.
Το terminus ante quem για την ανέγερση της Θεοδοσιανής Βασιλικής αποτελούν
τα εγκαίνια του Φόρου το έτος 393, ενώ η καταστροφή της οφείλεται στην
πυρκαγιά του έτους 465. Το οικοδόμημα αυτό υπήρξε ένας ακόμη χώρος
Κατά την ύστερη αρχαιότητα οι δεσμοί ανάμεσα στην ορολογία και την
από συγγραφείς του 6ου αι. μ.Χ. καταλήγει αφενός ότι οι όροι «βασιλική» και
«βασίλειος στοά» βρίσκουν εφαρμογή αυτή την περίοδο και στα απλά στωικά
και στα τετράστωα1333 με αύλειο χώρο οικοδομήματα και αφετέρου ότι δεν
ασάφεια θεωρεί ότι ενίοτε οι δύο όροι μπορεί απλώς να δηλώνουν τον βασιλικό
εξαιτίας της μεγαλοπρέπειας και της πολυτέλειάς του. 1334 Σε αυτές τις
παράλληλα και για απλά στωικά και για τετράστωα με αύλειο χώρο
οικοδομήματα.
1332 Downey, «Stoa and Basilike», 197, 204, 206-211. Εντούτοις απέκλεισε από την έρευνά του τις
αναφορές στη Βασιλική της Κωνσταντινούπολης.
1333 Downey, «Stoa and Basilike», 204: «Basileios stoa and basilike thus seem to have been used in two
senses, (1) to describe buildings consisting apparently of covered colonnades enclosing open spaces,
which might be called basilicas».
1334 Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Coulton, Greek Stoa, 181.
1335 Όπως στην περίπτωση της Βασιλείου Στοάς που αναφέρει ο Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, 265.1-8 (IV.26.2-3) στην Αντιόχεια: «μεταξὺ δὲ τῶν τε βασιλείων καὶ τοῦ ποταμοῦ λεωφόρος
ἐστὶν…. διὰ ταύτης Ἀφραάτης παριὼν ὁ θεσπέσιος,….τοῦτον ἄνωθεν ἐκ τῆς βασιλείου στοᾶς
διακύπτων ὁ βασιλεὺς εἶδε…βαδίζοντα.». Ο Downey, «Stoa and Basilike», 205-206 παρατηρεί ότι ο
όρος «βασίλειος» εδώ αναφέρεται σε στοά του βασιλικού ανακτόρου, αλλά δεν διακρίνεται εάν έχει
τυπολογική σημασία ή αναφέρεται στον χαρακτήρα του κτίσματος.
250
διαχρονικά ένα από τα πλέον απαραίτητα συστατικά του. Ο μνημειακός αυτός
λειτουργίες της πόλης μαζί με στοιχεία της αυτοκρατορική λατρείας, ενώ χάρη
πολυτελούς κατασκευής.
ελληνικής Ανατολής. Είναι αλήθεια όμως ότι κανένα άλλο οικοδόμημα, εκτός
ίσως από τη Βασίλειο Στοά των Αθηνών, δεν συγκέντρωσε τόσο πολλές
αναφορές στις πηγές, με τόσο μεγάλη ποικιλία ονομάτων και κυρίως με τόσο
των κειμένων λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα και τελευταία γύρω στο έτος
1320. Συνολικά εντοπίσαμε 47 αναφορές, από τις οποίες οι 36 ανήκουν στον απλό
τύπο «Βασιλική» και 11 στον σύνθετο, όπου οι λέξεις «Βασιλεύς», «Βασίλειος» και
τη λέξη «στοά».
1336 Η εξέλιξη αυτή έλαβε ουσιαστικά χώρα στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, βλ. Εὐσέβιος,
Βίος Κωνσταντίνου, 98.12-13 (ΙΙΙ.31.1): «ὡς οὐ μόνον βασιλικὴν τῶν ἁπανταχοῦ βελτίονα», 99.3
(ΙΙΙ.32.1): «τὴν δἐ τῆς βασιλικῆς καμάραν», 106.20-21 (ΙΙΙ.53.2): «ἀξίαν τῆς καθολικῆς καὶ
ἀποστολικῆς ἐκκλησίας βασιλικὴν ἀνοικοδομηθῆναι», 106.25 (ΙΙΙ.53.2): «καὶ διαγράψαι βασιλικὴν
τῆς ἐμῆς φιλοτιμίας ἀξίαν». Για μία πρόσφατη σύνοψη των βασικότερων απόψεων σχετικά με την
πρόσληψη του κοσμικού αρχιτεκτονικού οικοδομήματος της Βασιλικής για τις λατρευτικές
ανάγκες της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας βλ. Kinney D., «The Church Basilica» στο Brandt J.R.-
Steen O. (επιμ.), Imperial Art as Christian Art-Christian Art as Imperial Art, ActaAArtHist 15, Ρώμη 2001,
115-135. Για τις αιτίες, βλ. Bardill, Constantine, 230-237.
251
Η αρχαιότερη αναφορά του μνημείου ανήκει στον σύνθετο τύπο και
εντοπίζεται στον εγκωμιαστικό λόγο του ρήτορα Ιμερίου1337 για την Πόλη και τον
πόλη της σοφίας, Αθήνα. Το γεγονός ότι η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε πάλι
περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα από τον Ζώσιμο1339 είτε υποδεικνύει ότι δεν
4ου και 5ου αιώνα είτε, απλώς, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έφθασαν ως εμάς
412 στον Θεοδοσιανό Κώδικα1341, ανάμεσα στα έτη 423-427 στη Notitia Urbis1342 και
φορές στο έργο του Σωκράτη. 1344 Αυτή είναι η συνηθέστερη και μακριοβιότερη
1340 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 277-339. Η Σούδα διασώζει την πληροφορία ότι ο Μάλχος
Φιλαδελφείας έγραψε για την καταστροφή της δημόσιας βιβλιοθήκης της Βασιλικής από την
πυρκαγιά του έτους 476, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1118, αλλά δεν έχει σωθεί το κείμενο. Αυτή είναι η
μόνη γνωστή αναφορά ιστορικού του 5ου αι.
1341 Γ.1.2.
1342 Γ.1.3.
1343 Γ.1.6.
1344 Γ.1.4-5.
1345 Βλ. Σωκράτης, Γ.1.4-5, Μαλάλας, Γ.1.12-14, Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.20-22, Παραστάσεις, Γ.1.23,
Θεοφάνης, Γ.1.24-26, Βασιλικά ξ’ βιβλία, Γ.1.27, Ησύχιος, Γ.1.28-29, Παλατινή Ανθολογία, Γ.1.30-32,
Συμεών Μάγιστρος, Γ.1.33, Σούδα, Γ.1.34-35, Πάτρια, Γ.1.36-38, Μέγας Χρονογράφος, Γ.1.39,
Κεδρηνός, Γ.1.40-42, Ζωναράς Γ.1.43-44, Πλανούδεια Ανθολογία, Γ.1.46, Νικηφόρος Ξανθόπουλος,
Γ.1.47-48.
252
Ἴλλου»1346, «βασιλικῆς τῶν Γουναρίων»1347, «βασιλικῇ τῇ χρυσορόφῳ»1348,
Παράλληλα γύρω στο έτος 500 απαντάται πάλι η σύνθετη ονομασία στο
έργο του Ζωσίμου και μιάς σειράς συγγραφέων, που καλύπτουν ολόκληρο τον 6ο
δόκιμη ονομασία Βασιλική Στοά.1352 Το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές τις
αποκλειστικά στα έργα των ιστοριογράφων αυτής της περιόδου. Κατά τη γνώμη
μου, τα δύο αυτά στοιχεία βεβαιώνουν ότι η σύνθετη ονομασία δεν δηλώνει
ιστοριογραφίας1355 του 6ου και του πρώιμου 7ου αιώνα εκδηλώνεται μέσα από τις
1351 Νεαρά 82, Γ.1.8, Προκόπιος, Γ.1.9, Αγαθίας, Γ.1.15-16, Μένανδρος, Γ.1.17. Στη Σούδα, Γ.1.34 η
1314-1315 (επιγραφές).
1353 Schneider, Byzanz, 23-26.
1355 Για τους κλασικίζοντες ιστορικούς του 6ου και 7ου αιώνα που συνεχίζουν την παράδοση της
ιστοριογραφίας του 4ου και 5ου αιώνα, βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 259-276. Οι
συγγραφείς αυτοί έγραφαν σε λόγια γλώσσα μιμούμενοι κάποιο κλασικό πρότυπο, ενώ οι
επιδράσεις των αρχαίων ιστορικών δεν εντοπίζονται μόνο στο ρητορικό ύφος, αλλά και στη δομή
των αφηγήσεών τους. Στο έργο τους μεταφέρουν γλωσσικούς τύπους, φράσεις ακόμη και την
253
άφθονες αρχαιοπρεπείς εκφράσεις και ονομασίες που χρησιμοποιούν στα έργα
Βασιλείου Στοάς στο κείμενο της 82ης Νεαράς του Ιουστινιανού. Στους
ορολογία των αρχαίων ιστορικών γύρω από στρατιωτικά θέματα, ονομασίες λαών, μηνών αλλά
και οικοδομημάτων. Όλοι οι ιστορικοί που χρησιμοποιούν τη σύνθετη ονομασία κατατάσσονται
στην κατηγορία των «κλασικών» ιστορικών, σύμφωνα με τον Treadgold, Early Byzantine Historians,
363-365 και σημ. 42. Ειδικά για τη σχέση ιστοριογραφίας και περιγραφής του αστικού τοπίου κατά
τον 6ο αι., βλ. Saradi, Byzantine City, 71-101, η οποία στο ίδιο, 212-214, σημειώνει την αναχρονιστική
χρήση του όρου «ἀγορὰ» την ίδια περίοδο. Μάλιστα ο Καλδέλλης φθάνει στο σημείο να αποδίδει
παγανιστικές πεποιθήσεις στους κλασικίζοντες ιστορικούς του 6ου αιώνα, βλ. Kaldellis,
«Hesychios». Kaldellis A., Procopius of Caesarea: Tyranny, History and Philosophy at the End of Antiquity,
Φιλαδέλφεια 2004. Kaldellis A., «The Religion of Ioannes Lydos», Phoenix 57 (2003), 300-316. Kaldellis
A., «Things Are Not What They Are: Agathias ‘’Mythistoricus’’ and the Last Laugh of Classical
Culture», CQ 53 (2003), 295-300. Kaldellis A., «The Historical and Religious Views of Agathias: A
Reinterpretation», Byzantion 69 (1999), 206-252.
1356 Γ.1.8. Χαρακτηριστική είναι η αναλογία της έκφρασης με την επιγραφή του 409/8 π.Χ.:«πρόσθεν
του κλασικίζοντος ιστοριογραφικού ρεύματος του 6ου αιώνα. Στην ίδια παράδοση τον εντάσσει και
ο Treadgold, Early Byzantine Historians, 270-278. Όμως, ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 535-537,
τον κατατάσσει ανάμεσα στους χρονογράφους.
1358 Βλ. Γ.1.28.
254
Μαλάλα και τον ανώνυμο συγγραφέα του Πασχαλίου Χρονικού. 1359 Ο ανώνυμος
δείχνει να έχει άμεση γνώση του μνημείου και οι αναφορές του φαίνεται ότι
ονομασίας του μνημείου, το οποίο στο εξής και μέχρι τον 14ο αιώνα απαντάται
μόνο ως Βασιλική.
Ακολουθεί μία σιγή των πηγών γύρω από το μνημείο για διάστημα
περίπου δύο αιώνων μέχρι τον πρώιμο 9ο με μοναδική εξαίρεση την περιγραφή
την ίδια περίοδο και μάλιστα πριν από την πτώση και την τύφλωση του
1362 Γ.1.23.
1363 Cameron-Herrin, Parastaseis, 212. Ακόμη, βλ. Speck, Kaiserliche Universität, 99 και σημ. 50. Η
καταστροφή της Βασιλικής έλαβε χώρα μετά από αυτή την αναφορά, ανάμεσα στον πρώιμο και
τον ύστερο 8ο αιώνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 422.
255
Φιλιππικού. Αυτή φαίνεται ότι υπήρξε η τελευταία αναφορά της Βασιλικής ως
μνημείο της Αγοράς των Αθηνών. Φαίνεται ότι πλέον έχει χαθεί ακόμη και η
ανάμνηση της σύνθετης ονομασίας. Από την εποχή της επιτομής του Ησυχίου1365
με άγνοια για το μνημείο. Ουσιαστικά αυτό που φαίνεται ότι έχει απομείνει από
της.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Γ’
1364 Γ.1.34.
1365 Γ.1.28-29.
1366 Ησύχιος, Γ.1.29. Κεδρηνός, Γ.1.40. Ζωναράς, Γ.1.44 (καλουμένῃ βασιλικῇ). Πλανούδεια
Ανθολογία, Γ.1.46.
1367 Ζωναράς, Γ.1.43.
256
πολυλειτουργικό χαρακτήρα του μνημείου, εξετάζοντας περιστασιακά κυρίως
του χαμένου αυτού μνημείου, συγκεντρώσαμε μέσα από τις αναφορές όλες τις
που έλαβαν χώρα σε αυτό, τη θέση και την τετράστωη αρχιτεκτονική μορφή του,
Βασιλική Κινστέρνα.
το μνημείο στο περιβάλλον των κειμένων, εξαιτίας των οποίων δεν κατέστη
παράδοση της Αθήνας και της φημισμένης Βασιλείου Στοάς, που υπήρξε ο
θεματοφύλακας των νόμων και της δικαιοσύνης στην αρχαία Αγορά της πόλης
δικαστική χρήση του μνημείου με την οποία είχε συνδεθεί. Ο σύνθετος τύπος
ουσιαστικά απηχεί την προσπάθεια, κυρίως των ιστοριογράφων του 6ου αιώνα,
Κωνσταντινούπολης.
257
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ
ἐν τῷ Βυζαντίῳ μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου, κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας,
ἀγάλματα, θατέρῳ μὲν μητρὸς θεῶν Ῥέας, …ἐν δὲ θατέρῳ Ῥώμης ἱδρύσατο
τετράστωη μορφή, τη μεγάλη εξωτερική κλίμακα και τον ναό της Τύχης σε ένα
μνημείο άγνωστο από αλλού, τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του αρχαίου
Βυζαντίου.
στη Χρονογραφία του κατά την περιγραφή του οικοδομικού προγράμματος του
αυτοκράτορα Σεβήρου στο αρχαίο Βυζάντιο: «Ἐλθὼν δὲ ὁ Σέβηρος ἐπὶ τὸ
Βυζάντιον, καὶ ἑωρακὼς τὴν τοποθεσίαν τῆς πόλεως καλήν, ἀνήγειρε τὴν
ἵστατο ἐν μέσῳ τοῦ τετραστῴου στήλη χαλκῆ τοῦ Ἡλίου, και ὑποκάτω αὐτῆς
ἔγραφε τὸ μυστικὸν ὄνομα τοῦ ἡλίου· ‘’Ζευξίππῳ θεῷ·’’ οἱ γὰρ Θρᾷκες οὕτως
ἔλεγον τὸν ἥλιον. οἱ δὲ τῆς πόλεως Βύζης οὕτως ὠνόμαζον τὸ αὐτὸ δημόσιον
Ζεύξιππον κατὰ τὸ ὄνομα, ὅπερ εἶχε τὸ πρότερον ὁ τόπος, καὶ οὐκέτι, ὡς εἶπεν ὁ
αὐτῆς Βυζουπόλεως ναόν, ἤτοι ἱερόν τῷ Ἡλίῳ, πλησίον τῶν ὄντων ἐκεῖ ἄλλων
δύο ἱερῶν τῶν κτισθέντων πρῴην ὑπὸ μὲν Βύζου τῇ Ἀρτέμιδι σὺν τῇ ἐλάφῳ, ὑπὸ
258
δὲ Φιδαλίας Ἀφροδίτῃ· καὶ ἀναγαγὼν ἐκ τοῦ Τετραστῴου ὁ Σέβηρος τὸ ἄγαλμα
Πασχάλιο Χρονικό: «καὶ ἐλθὼν ἀπὸ Ῥώμης μετὰ χρόνους πολλοὺς ὁ Σεβῆρος
τούτῳ τῷ χρόνῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐπὶ τὸ Βυζάντιον, καὶ ἑωρακὼς τὴν
τοποθεσίαν τῆς πόλεως καλήν, ἀνήγειρε τὴν Βυζοῦ πόλιν, καὶ ἔκτισεν ἐν αὐτῇ τὸ
δημόσιον λουτρὸν τὸ λεγόμενον Ζεύξιππον. καὶ ὅτι ἐκεῖ ἵστατο ἐν μέσῳ τοῦ
Τετραστῴου στήλη χαλκῆ τοῦ ἡλίου, και ὑποκάτω αὐτῆς ἔγραφε τὸ ὄνομα τοῦ
ἡλίου Ζευξίππου. οἱ δὲ Θρᾷκες οὕτως ἔλεγον τὸν τόπον Ἥλιον, οἱ δὲ τῆς πόλεως
ὄνομα, ὅπερ εἶχε πρῴην ὁ τόπος, καὶ οὐκέτι, ὡς εἶπεν ὁ βασιλεύς, εἰς τὸ ἴδιον
αὐτοῦ ὄνομα ἐκάλουν αὐτὸ Σεβήριον. ἐγένετο δὲ τὸ Τετράστῳον τοῦ
Ζευξίππου, ὅπου ἵστατο ἐν μέσῳ ἡ στήλη τοῦ ἡλίου, καὶ ἔκτισεν ἀντ’ αὐτοῦ ἐν τῇ
ἀκροπόλει τῆς αὐτῆς Βύζου πόλεως ναὸν ἤτοι ἱερὸν Ἀπόλλωνος, καὶ ἀντὶ τῶν
ἄλλων δύο ἱερῶν τῶν κτισθέντων πρώην ἀπὸ μὲν Βύζου Ἀρτέμιδι σὺν ἐλάφῳ,
Τετραστώου Αγοράς με τον ναό της Τύχης και του Τετραστώου με τις Θέρμες του
απασχόλησε την έρευνα, συνιστά η ταύτιση της Αγοράς και ακόμη, εάν οι δύο
259
Δ.1. ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΕΤΡΑΣΤΩΟΣ ΑΓΟΡΑ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ή ΑΥΓΟΥΣΤΑΙΟ;
Ουσιαστικά μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί τρεις βασικές προτάσεις για την
τέλη του 17ου αιώνα, ο οποίος με βάση δύο αναφορές του Προκοπίου 1373 εξέλαβε
βρήκε την πιο τεκμηριωμένη έκφρασή της στη μελέτη του Mango για τη Χαλκή
θεωρεί ότι αυτή υπήρξε αρχικά η λειτουργία του Αυγουσταίου 1376, πριν εξελιχτεί
(Μέσης Οδού), που οδηγούσε στη Χαλκή Πύλη και το Μίλιον. Η μετάβαση από το
Αυγουσταίο. Ως πρώτο επιχείρημα προτείνει ότι οι ναοί της Τύχης και της Ρέας
ταίριαζε στην περιγραφή του Ζωσίμου. Ο Labarte, Palais imperial, 32 ακολουθώντας τον Ducange
εξέλαβε ως φόρο το Αυγουσταίο, αλλά εξαιτίας μιάς σειράς παρανοήσεων κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι το χωρίο του Ζωσίμου για το Τετράστωο αναφέρεται στον Φόρο του
Κωνσταντίνου.
1375 Mango, Brazen House, 42-47.
1376 Για το μνημείο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 976. Ακόμη, βλ. Bauer, Stadt, 148-167. Guilland,
260
Ζώσιμος (εικ. 121). Καθώς η δυτική πλευρά του Αυγουσταίου εφαπτόταν με την
ανατολική στενή πλευρά της Βασιλικής, οι δύο ναοί θα μπορούσαν εξίσου καλά
και του Πασχάλιου Χρονικού1381, που αναφέρουν τη μεταφορά της στήλης του
στο μέσο του Τετραστώου. Από αυτό συμπεραίνει ότι οι Θέρμες πρέπει να
Τετραστώου Αγοράς. Καθώς, οι θέσεις της Βασιλικής και των Θερμών, όπως
έχουν καθοριστεί από την έρευνα1382, δεν είχαν σημείο επαφής μεταξύ τους, θα
«διευρυμένη» εκδοχή του θα περιλάμβανε και τις Θέρμες του Ζευξίππου1383 (εικ.
121, 122).
1378 Mango, Brazen House, 44: «Ιf, therefore, the flight of many steps mentioned by Zosimus and the
temples of Rhea and Fortuna were at the north-east corner of the Basilica, then they could also be
described as being at one end of the Augustaion, so that the argument in favour of placing the
Tetrastoon over the Cisterna Basilica loses some of its cogency». Η πρότασή του για τη χωροθέτηση
της κλίμακας στη ΒΑ γωνία της Βασιλικής έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους ερευνητές που
ασχολήθηκαν με το θέμα, βλ. Berger, Patria, 420-421. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 102. Bauer,
Stadt, 218-219. Επιπλέον ο Cameron, «Theodorus», 272, τοποθετεί στην ίδια θέση και την αψίδα που
αναφέρουν τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, ΙΧ.696 και 697.
1379 Ο Mango, Brazen House, 42-43, συσχετίζει μεταξύ τους μεμονωμένα αρχιτεκτονικά λείψανα, τα
οποία αποκαλύφθηκαν σε διαφορετικές ανασκαφικές έρευνες, και υπολογίζει τις διαστάσεις του
αρχικού Τετραστώου σε περίπου 190 μ. Χ 95 μ. Ωστόσο, παραδέχεται ότι τόσο μεγάλες διαστάσεις
δύσκολα εναρμονίζονται με τα ιστορικά δεδομένα. Με βάση αυτή την αποκατάσταση το ρωμαϊκό
Βυζάντιο θα διέθετε μία από τις μεγαλύτερες τετράστωες αγορές του αρχαίου κόσμου, ενώ στην
αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη όχι μόνο δεν υπήρχε τόσο μεγάλη αγορά ή forum, αλλά και
αυτό το Τετράστωο συρρικνώθηκε για να διαμορφωθεί το πρωτοβυζαντινό Αυγουσταίο. Η
πρόταση δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της και την ονομασία Augusteum, η οποία θα πρέπει να
προέκυψε ξαφνικά κατά τον 5ο αιώνα.
1380 Mango, Brazen House, 44-45.
1382 Για την ταύτιση της θέσης των Θερμών, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 298.
1383 Το τοπογραφικό διάγραμμα που σχεδίασε ο Speck, Kaiserliche Universität, 106, Schematischer
Lagerplan (εικ. 122) αναπαράγει τις απόψεις του Mango σχετικά με το Τετράστωο, τις Θέρμες και τη
Βασιλική. Ο Mango, Brazen House, 45, μολονότι υποννοεί ότι οι Θέρμες καταλάμβαναν τμήμα του
Τετραστώου, σχεδίασε τις Θέρμες δίπλα στο Τετράστωο, βλ. Mango, Développement urbain, χάρτης 1
(εικ. 120).
261
Ως τρίτο και βασικότερο επιχείρημά του ο Mango1384 προτείνει ότι το
Fora. Θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην περίπτωση της
Κωνσταντινούπολης.1388
Από την άλλη πλευρά οι Schneider και Guilland πρότειναν ότι στη θέση
αρμονική συμφωνία μεταξύ των χωρίων του Σωκράτη 1390 και του Ησυχίου1391, που
προσδιορίζουν τη θέση του ναού της Τύχης του αρχαίου Τετραστώου σε σχέση με
Lagerplan). Müller-Wiener, Bildlexikon, 248 και 283. Bassett, Urban Image, 20-24. Potter, Constantine, 259-
260.
1387 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του G. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 426, ο οποίος
Cassanelli, Byzance, 15-22 και πιν. 4-5. Anadol-Cuban, From Byzantium to Istanbul, 58.
1389 Schneider, Byzanz, 23-26 και Guilland, «Basilique», 3.
1390 Γ.1.5.
1391 Γ.1.28.
262
Τετραστώου με τη Βασιλική, η οποία υπήρξε ένα περίστυλο οικοδόμημα με
μεγάλο αύλειο χώρο, γύρω από τον οποίο διατάσσονταν σε ορθογώνιο σχήμα
διαδικασία μετάβασης από το ένα μνημείο στο άλλο. Νεότεροι μελετητές, όπως
Εκτός από αυτές τις δύο βασικές απόψεις διατυπώθηκε και μία τρίτη από
τον A. Berger, ο οποίος διαχωρίζει τις μαρτυρίες του Ζωσίμου και των δύο
Με βάση τις απόψεις που εκθέσαμε, συνάγεται ότι από την εποχή του
Ζωσίμου με τη Βασιλική και στην άποψη ότι στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχαν δύο τετράστωα.
1396 Berger, Patria, 418. Berger, Κωνσταντινούπολη, 35. Αυτή η ερμηνεία δεν λαμβάνει υπόψη της, ούτε
το κείμενο του Ζωσίμου που αναφέρει ρητά και τις δύο άκρες της μιάς στοάς του Τετραστώου, ούτε
το τυπολογικό περιεχόμενο του όρου «ναός», που είναι ασύμβατο με τη μορφή του Μιλίου, όπως
περιγράφεται στις πηγές, βλ. Mango, Brazen House, 47-48. Guilland, «Milion».
263
Δ.2. ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
και την Βασιλική διερχόταν μία σημαντική οδός1401 (εικ. 123, οδός Ε-Ε’), η οποία
διασταυρωνόταν με τη Μέση στο ύψος του Μιλίου1402 (εικ. 124) και οδηγούσε από
πραγματοποίησε ο Schneider1404 (εικ. 128). Από το επίπεδο της οδού μέσω μιάς
ανασκαφή των Firatli-Ergil, «Milion Sounding», 209-210, σχ. 1 (εικ. 124). Ο αγωγός έχει κατεύθυνση
από νοτιοδυτικά (Ιππόδρομος) προς βορειοανατολικά (Ακρόπολη) και διασταυρώνεται με τους
αγωγούς της Μέσης οδού. Ο Bardill, Brickstamps, 77, σημ. 79, σημειώνει ότι ο Firatli χρονολόγησε τον
αγωγό του νερού στον 6ο αιώνα χωρίς αρχαιολογικά στοιχεία.
1403 Σύμφωνα με τους Mango, Développement urbain, [επανέκδ. 1990], Addenda, 71 και Bardill, «Palace
of Lausus», 79, σημ. 55, η προέκταση αυτής της οδού, πιθανότατα, εντοπίστηκε να απολήγει σε μία
«arched gateway» κατά τις ανασκαφικές εργασίες στην Ακρόπολη για την επέκταση του
Αρχαιολογικού Μουσείου, βλ. Firatli, «New Discoveries», 568 και σχ. 2-3 (εικ. 127).
1404 Schneider, Grabung, 4 και πιν. 1. Σχετικά με την ταύτιση των αρχιτεκτονικών ευρημάτων με το
αίθριο της Θεοδοσιανής Αγ. Σοφίας βλ. Mathews, Early Churches, 14-16.
1405 Bardill, Brickstamps, 54-56 και 107. Η χρονολόγηση των ενσφράγιστων πλίνθων των
264
Ιπποδρόμου, του Τετραστώου και των Θερμών του Ζευξίππου με την Ακρόπολη
ανατολική πλευρά του Ιπποδρόμου (εικ. 123, 126) και το γεγονός ότι συνδέει ένα,
μάλλον, ρωμαϊκό μνημείο με την αρχαία Ακρόπολη του Βυζαντίου νομίζουμε ότι
υποδεικνύουν την παλαιότητά της. Εκατέρωθεν της οδού η Βασιλική Στοά και το
Αυγουσταίο, όχι μόνο δεν εφάπτονταν, αλλά απείχαν μεταξύ τους αρκετά μέτρα
της οδού.
προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των δύο μνημείων. Εάν οι ναοί της
Τύχης και της Ρέας ιδρύθηκαν πράγματι στη Βασιλική Στοά, τότε ο Ζώσιμος δεν
είχε απολύτως κανένα λόγο να προσδιορίσει τη θέση τους με βάση ένα άλλο
δύο «ειδωλολατρικών» ναών όχι σε σχέση με την τοπογραφία της σύγχρονής του
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε πως εκτός από τους ναούς της
Τύχης και της Ρέας, η Βασιλική και το Τετράστωο μοιράζονταν και ένα δεύτερο
τῶν ἀναβαθμῶν», όπως προκύπτει από την περιγραφή, ήταν μία συγκεκριμένη
μαρτυρίες βρίσκεται η αναφορά του Ζωσίμου ότι οι δύοι ναοί της Τύχης και της
Ρέας της Τετραστώου Αγοράς οικοδομήθηκαν «κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας,
1406 Γ.1.23.
1407 Γ.1.37.
265
εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί».1408 Ουσιαστικά με λιτό τρόπο δηλώνεται
του στα σκαλοπάτια, που οδηγούν στη στοά, σε χρόνο ενεστώτα «εἰς ἣν
διατύπωση, ζωντανεύει το κείμενο και παρέχει μία άμεση οπτική εντύπωση πως
στοά την οποία μπορούσαν να δουν, δηλαδή ένα υφιστάμενο κτήριο. Το γεγονός
αναγνώστες ένα τετράστωο μνημείο, το οποίο σωζόταν ακόμη στην εποχή τους
δεν εφάπτονταν, αλλά απείχαν αρκετά μέτρα μεταξύ τους· τόσο η τετράστωος
πολλά σκαλοπάτια· και τα δύο οικοδομήματα ήταν υφιστάμενα και ορατά στο
μνημειακό κέντρο της Πόλης την εποχή που ο Ζώσιμος έγραφε την ιστορία του.
1408Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.17-18 (ΙΙ.31). Οι Cameron-Herrin, Parastaseis, 213, προτείνουν τον
συσχετισμό των 72 αναβαθμών της Βασιλικής με τους «βαθμούς» του Τετραστώου. Ο Berger, Patria,
420-421, θεωρεί βέβαιη την ταύτισή τους.
266
ανέγερση των Θερμών του Ζευξίππου. Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει ότι οι
πληροφοριών.1411
την απομάκρυνση της στήλης του Ηλίου, μολονότι ενδεχομένως προκύπτει από
ανατολική πτέρυγα του Ιπποδρόμου στο βόρειο άκρο της. Εάν, λοιπόν, όπως
Μαλάλα, βλ. Treadgold, Early Byzantine Historians, 245-246. Ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
554-555 θεωρεί ότι αντικατοπτρίζει την ομιλουμένη της εποχής του. Ακόμη, βλ. James A.-Jeffreys M.-
Jeffreys E., «The Language of Malalas», στο Jeffreys-Croke-Scott, Studies, 217-244.
1412 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 298.
267
δημόσιον, ὃ ἔκτισεν αὐτός»1413 δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως ο Σεβήρος
έκτισε τα λουτρά δίπλα ή κοντά στο Τετράστωο, δηλαδή στον ίδιο τόπο.
Ωστόσο, η μεταφορά της στήλης του Ηλίου Ζευξίππου στο πλαίσιο του
μάλιστα ερμηνεύει την ενέργεια αυτή ως ένδειξη για «τὴν ἐκδίωξη ἤ τὴν
ἐκεῖ τὸν ἀρχαῖο θεὸ Ἥλιο-Ζεύξιππο καὶ τὸν ἐπανεγκαθιστᾶ στὴν ἀκρόπολη,
υποστηρικτής της λατρείας του θεού Ηλίου, την οποία προώθησε με διάφορους
Εκεί όπου ο Dagron βλέπει εκδίωξη και εκμηδένιση, ουσιαστικά πρόκειται για
θρησκευτικό κέντρο της πόλης και τον συνδυασμό της με τη λατρεία του
τον λατρευτικό συσχετισμό της με μία από τις κυριότερες πατρογονικές λατρείες
της πόλης.1416
1413 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.70-71 (ΧΙΙ.20). Η προσθήκη του <πρὸς> οφείλεται σε
ερμηνευτική πρόταση του Berger, βλ. κεφάλαιο Δ.2.3.
1414 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 424-425.
1415 Berrens S., Sonnenkult und Kaisertum von den Severern bis zu Constantin I (1993-337 n. Chr.), Historia
Einzelschrifthen 185, Στουτγκάρδη 2004, 39-47. Κραλίδης, Αυτοκρατορική λατρεία, 186-187 και σημ.
391. Bardill, Constantine, 54. Φαίνεται ότι μεγάλη σχέση με την προώθηση της λατρείας του Ηλίου
από τον Σεβήρο είχε το γεγονός πως η σύζυγός του, Ιουλία Δόμνα, ήταν η κόρη του αρχιερέα του
Hλίου στην Έμεσα της Συρίας. Ειδικά για το αρχαίο Βυζάντιο, βλ. την αναφορά της Matern, Helios
und Sol, 17 και σημ. 133.
1416 Για την παραδοσιακή λατρεία του Απόλλωνα στις αποικίες των Μεγαρέων στην Προποντίδα
και τον Εύξεινο Πόντο, βλ. Hanell, Megarische Studien, 164-172 και ειδικά για το Βυζάντιο, βλ. στο
ίδιο, 167-170. Για θέσεις λατρείας του Απόλλωνα στην ευρύτερη περιοχή του Βυζαντίου, βλ.
268
Από αυτή την άποψη η μεταφορά της λατρείας φαίνεται μάλλον ένα
τοποθέτηση του αγάλματος του Ήλιου επάνω και όχι μέσα στον ναό
η οποία βρίσκει το πρότυπό της στην τοποθέτηση αγάλματος του Ηλίου επάνω
σε άρμα στη σκεπή του ναού του Απόλλωνα, που κατασκεύασε ο Οκταβιανός
Αύγουστος στον Παλατίνο Λόφο της Ρώμης μετά τη νίκη του στο Άκτιο.1418 Η
Διονύσιος Βυζάντιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 17.2-3 (38), στην περιοχή Μέτωπον απέναντι από τη
Βοσπόρειο Άκρα και στο ίδιο, 19.7-8 (46), στη θέση Ἰασόνιον. Ο Gyuzelev, West Pontic Coast, 158,
υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα της παράδοσης για την ίδρυση του Βυζαντίου μετά από χρησμό του
Πυθίου Απόλλωνος.
1417 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.75-76 (ΧΙΙ.20): «καὶ ἀναγαγὼν ἐκ τοῦ Τετραστῴου ὁ
Σέβηρος τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἡλίου ἔστησεν ἄνωθεν τοῦ ἱεροῦ…». Ιερό του Απόλλωνα στο Βυζάντιο
αναφέρεται σε μία επιγραφή του 175-171 π.Χ, βλ. Łajtar, Inschriften, 19-22, αρ. 1, στίχ. 63-64. Μία
ενεπίγραφη βάση, που αναφέρει «ΓΑΙΟC CΚΥΜΝΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩ ΕΥΧΗΝ» βρέθηκε
κοντά στον ναό της Αγίας Ειρήνης, βλ. Mamboury, «Fouilles Byzantines» ΙΙΙ, 438-439. Ο Mamboury
τοποθετεί τον ναό του Απόλλωνα Προπυλαίου στα βορειοανατολικά της Αγίας Ειρήνης, όπου
εντοπίστηκαν σύμφωνα με τη μαρτυρία του μία κατασκευή ρωμαϊκών χρόνων και τα λείψανα μιάς
οδού.
1418 Claridge, Rome, 142-144. Platner S.B.-Ashby T.A., A Topographical Dictionary of Ancient Rome, I,
Λονδίνο 1929, 17. Ο ναός κατασκευάστηκε το έτος 28 π.Χ., καθώς ο Αύγουστος απέδωσε τη νίκη του
στο Άκτιο, τρία χρόνια νωρίτερα, στη βοήθεια του Απόλλωνα και τον ανέδειξε σε θεό-προστάτη
του. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της εποχής του Αυγούστου, το οποίο είχε πολύ
εντυπωσιακή πρόσοψη, η οποία κορυφωνόταν στο άρμα του Ηλίου. Ο Bardill, Constantine, 34
υποστήριξε ότι το άγαλμα του Ήλιου, πιθανώς, επαναχρησιμοποιήθηκε ως το άγαλμα της στήλης
του Κωνσταντίνου. Ωστόσο οι Παραστάσεις και τα Πάτρια αναφέρουν ένα άρμα του Ηλίου-Διός,
που βρισκόταν επάνω σε δύο στήλες κοντά στο Μίλιον, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1529-1531.
1419 Berger, «Alstadt von Byzanz», 25 και σημ. 65.
269
ως εξής: «<πρὸς> τὸ Τετράστῳον…προσέθηκε τὸ δημόσιον (λουτρὸν)» ή «τὸ
Yegül1422 (εικ. 91). Ο Berger θεωρεί ότι σκοπός της αφήγησης του Μαλάλα είναι η
ερμηνεία της ονομασίας «Ζεύξιππος», ενώ προτείνει μία δική του εκδοχή: όταν η
στήλη του Ηλίου μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη κατά την ενσωμάτωση του
για τη σχέση των Θερμών με την ονομασία «Ζεύξιππος». Αλλά η πρόταση του
ερευνητή προϋποθέτει, αφενός την αυθαίρετη προσθήκη μιάς πρόθεσης για την
1421 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΙ (Ι.61). Το δεύτερο βιβλίο της Ανθολογίας είναι αφιερωμένο στην
έκφραση του Χριστοδώρου Κοπτίτου για τα αγάλματα που κοσμούσαν το Γυμνάσιο-Θέρμες του
Ζευξίππου. Για τη συλλογή, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1027-1030.
1422 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1026.
270
Δ.3. Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΕΤΡΑΣΤΩΟΣ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ
πως ο Σεβήρος έκτισε τα Λουτρά δίπλα ή κοντά στο Τετράστωο, δηλαδή στον ίδιο
τόπο. Τα δύο χρονικά μάς πληροφορούν ότι στο αρχαίο Βυζάντιο υπήρχε ένα
Τετράστωο οικοδόμημα στο μέσο του οποίου βρισκόταν χάλκινη στήλη του θεού
Ένα βασικό στοιχείο, που προκύπτει από τα δύο κείμενα και διέλαθε
μέχρι σήμερα της προσοχής των ερευνητών1427, είναι ότι η ονομασία της
Λουτρά είχε ήδη εξελιχτεί σε τοπωνύμιο: «τὸ ὄνομα, ὅπερ εἶχε τὸ πρότερον ὁ
«ὅπου ἵστατο ἐν μέσῳ ἡ στήλη τοῦ ἡλίου» 1428, όπως ακριβώς αναφέρεται στο
την επιθυμία του Σεβήρου. Ουσιαστικά, τα δύο χρονικά μάς πληροφορούν ότι ο
Σεβήρος οικοδόμησε τις Θέρμες στον ίδιο τόπο, όπου βρισκόταν το Τετράστωο,
δηλαδή στην περιοχή του Ζευξίππου, η οποία έλαβε την ονομασία της από μία
1424 Η ονομασία επιβεβαιώνεται και από τον Ἰωάννη Λυδὸ, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-10 (ΙΙΙ.70): «τὸ γὰρ
δημόσιον βαλανεῖον Σεβήρειον ἀπὸ Σεβήρου…παρωνόμασται…».
1425 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.67-68 (ΧΙΙ.20).
1427 Μέχρι σήμερα η ονομασία «Ζεύξιππος» ταυτίζεται τοπογραφικά από την έρευνα αποκλειστικά
με τα ομώνυμα λουτρά, βλ. Guilland, «Thermes de Zeuxippe», 261-271 και Mango, Brazen House, 37-
42. Ο Berger, «Alstadt von Byzanz», 26-28 επιχειρεί να ερμηνεύσει την ταύτιση αυτή και ο Yegül,
«Baths of Constantinople», 176, φαίνεται ότι συμφωνεί.
1428 Πασχάλιον Χρονικόν, 495.1.
271
Ο Ιωάννης Λυδός κατά την περιγραφή των μνημείων, στα οποία
διαφορετική ερμηνεία για την προέλευση της ονομασίας Ζεύξιππος: «…ἐπὶ τὴν]
τιμὴν αὐτοῦ [τὴν ἀγορὰν οὕτως] ἐπωνόμασαν...».1430 Αυτό, όμως, που έχει
αποκλειστικά στις Θέρμες, αλλά προσδιορίζει και μία αγορά της πρώιμης
νόμου του Θεοδοσιανού κώδικα του έτους 424: «Quia plurimae domus cum
επιβεβαιώνει η μετάφρασή του στα Βασιλικά ξ’ βιβλία: «Ἐκ τῆς προσόδου τῶν
αποτελεί και η αναφορά του Γυμνασίου του Ζευξίππου στο λήμμα της έκφρασης
Αγορά, τις Θέρμες-Γυμνάσιο και τη στωική οδό του Ζευξίππου. Όταν αργότερα ο
1430 Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ ἀρχῶν, 163.1-5 (ΙΙΙ.70). Η 38η Ολυμπιάδα διεξήχθη το έτος 628 π.Χ. Εκτός
από την πρόταση του Λυδού στο προσωνύμιο Ζεύξιππος αποδίδονται από τις πηγές τρεις ακόμη
διαφορετικές ερμηνείες: Α. Όνομα του Ηλίου: Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.65-66 (ΧΙΙ.20)
και Πασχάλιον Χρονικόν, 494.17-18. Β. Ο Ηρακλής δάμασε τους ίππους του Διομήδη: Ἡσύχιος,
Πάτρια, 15.16-16.1 (37) και Γ. Ιερό Διός: λήμμα «Σεβῆρος», Σοῦδα ΙV, 335.2-3 (Ε.181).
1431 Codex Theodosianus, XV.1.52. Ο Pharr, Theodosian Code, 429 μεταφράζει ως «porticoes of Zeuxippus».
272
τετραστόου»1434, «Τετράστῳον τοῦ Ζευξίππου»1435 και «ἀγοράν, ἥν καλοῦσι
του αρχιτεκτονικού όρου «τετραστόου» στην ονομασία της Αγοράς δεν αποτελεί
υπήρξαν οι δύο αγορές του αρχαίου Βυζαντίου (εικ. 130). Η αναφορά του
τελευταίου στην 5η ρεγιώνα της Πόλης αποδεικνύει ότι διατήρησε το όνομα και
απάντηση, που διαθέτουμε, είναι ότι στο αρχαίο Βυζάντιο υπήρχε μία Μεγάλη
1437 Roueché C., Aphrodisias in Late Antiquity. The Late Roman and Byzantine Inscriptions, JRS Monograph 5,
Λονδίνο 1989, 39-42, επιγραφή αρ. 20: «Ἀγαθῆι Τύχηι / Φλ(άβιον) Κλ(αύδιον) [[Ἰουλιανὸν]]
Θεοδόσιον / v. τὸν αἰώνιον / καὶ εὐσεβέστατον / v. Αὔγουστον / Ἀντώνιος Τατιανὸς / ὁ
λαμπρ(ότατος) ἡγεμὼν / πᾶν τὸ ὁρώμενον / ἔργον τοῦ τετραστώου / ἐκ θεμελίων καὶ τὸν /
περικειμένον σύμπαν- / τα κόσμον τῇ μητροπόλι / v. κατασκευάσας». Χρονολογείται κατά την
βασιλεία του Ιουλιανού. Ακόμη, βλ. TAM II.1, αρ. 179.11-12: «ἡ στέγη τοῦ τετραστόου». Vulić N.,
«Inscription Grecque de Stobi», BCH 56 (1932), 291-298, κυρίως 293, στιχ. 11-13: «καὶ τὸ τρίκλεινον σὺν
τῷ τετραστόῳ». Για τη σημασία του όρου, βλ. Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 250, λήμμα:
«τετράστοος». Αντίστοιχα, ο όρος «τετράγωνος ἀγορὰ» αναφέρεται στη Δήλο, την Κύζικο, την
Έφεσο και τη Φασελίδα, βλ. Hellmann M.-C., Recherches sur le vocabulaire de l’Architecture Grecque,
d’après les inscriptions de Délos, BÉFAR αρ. 278, Αθήνα-Παρίσι 1992, 26-29 και σημ. 10. Sève M., «Un
décret de consolation à Cyzique», BCH 103 (1979), 327-359, κυρίως 330.65 και 346-347 και σημ. 101. O
Hoff, Roman Agora, 248, σημ. 46 επισημαίνει αντίστοιχες ονομασίες στη Σμύρνη, τη Σπάρτη και την
Παλμύρα («τετράδειον»). Κατά τη γνώμη του η ονομασία «τετράγωνος» συχνά αναφέρεται στις
«εμπορικές» αγορές των πόλεων.
1438 Βλ. κεφάλαιο Α.2.1.
273
Δ.3.2. Η ενσωμάτωση της Αγοράς στην Πόλη του Κωνσταντίνου
Μπορούμε πλέον να εξετάσουμε το τρίτο και κυριότερο επιχείρημα του
Κωνσταντίνεια Πόλη και μας εισάγει στο πιο κρίσιμο σημείο του
μνημειακό του περιβάλλον. Πράγματι είναι ορθή η παρατήρηση ότι την κεντρική
θέση στον σχεδιασμό αυτού του τμήματος της Κωνσταντίνειας Πόλης (εικ. 1)
κατέχει το Αυγουσταίο, στο οποίο κατέληγε το τελευταίο τμήμα της Μέσης οδού
(Divan Yolu) ανατολικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, γνωστού ως Ρηγίας, και
μήκος άξονάς της αποκλίνει έντονα από τον άξονα της Μέσης Οδού. Ως
αποτέλεσμα η νότια μακρά πλευρά της δεν έχει πρόσοψη προς την κεντρική οδό
και ανάμεσά τους διαμορφώνεται μία τριγωνική έκταση. Το μνημείο εντασσόταν
σε ένα πολεοδομικό τετράγωνο, που οριζόταν από τη Μέση οδό, την οδό που
Alemdar Caddesi) και τη διαγώνια οδό, που οδηγούσε πάλι από τα Χαλκοπρατεία
προς το Παλάτιο του Λαύσου1441 (εικ. 123, οδός C). Η ένσταση του Mango ότι οι
της. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού ο προσδιορισμός της κύριας όψης
του μνημείου θα βοηθήσει να προσεγγίσουμε τις ιδιαιτερότητές του.
Σύμφωνα με τον Bardill, «Palace of Lausus», 79-83 και εικ. 2, 7-9, η οδός αυτή ταυτίζεται με
1441
τμήματα των σύγχρονων οδών Çatalçeşme Sokagi και Alay Köşkü Caddesi. Ένδειξη για τη
χρονολόγησή της στην Προκωνσταντίνεια περίοδο αποτελεί η εύρεση ενός ψηφιδωτού του
πρώιμου 3ου αι. μ.Χ., βλ. Dalgiç, «Pre-Constantinian Mosaics», 127-130, με μέτωπο προς την οδό
Çatalçeşme Sokagi, βλ. Kleiss, Plan von Istanbul, 7, αρ. 8.
274
το Μίλιον, το Αυγουσταίο, τις Θέρμες του Ζευξίππου, τη Μεγάλη Εκκλησία και
την Αγία Ειρήνη. Συνεπώς, η κύρια όψη του μνημείου, αυτή που θα είχε τη
έδαφος με υψομετρική διαφορά περίπου 4 μ. από νότο προς βορρά (εικ. 131) με
ο Ζώσιμος, βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία του κτηρίου, εκεί όπου θεωρεί
ότι οικοδομήθηκαν οι ναοί της Τύχης και της Ρέας (εικ. 121). Όμως, η λύση μιάς
έκκεντρης κλίμακας και μάλιστα στη γωνία μεγάλου δημόσιου κτηρίου αποτελεί
(εικ. 122). Αλλά έτσι δεν δίνεται λύση στο πρόβλημα της πρόσβασης στο μνημείο,
που διαθέτουμε για την κατασκευή του κτηρίου. Η Βασιλική Στοά, το τετράστωο
οικοδόμημα που περιέβαλλε την υπερμεγέθη, περιμήκη και περίστυλο αυλή, την
βόρειας πλαγιάς του αυχένα, που διαμορφώνεται ανάμεσα στην Ακρόπολη του
με τις ισοϋψείς καμπύλες της κατωφέρειας του δεύτερου λόφου. Αυτό είχε ως
275
απευθείας πάνω στο φυσικό έδαφος, αφετέρου το δάπεδο της βόρειας μακράς
στοάς του να έχει υψομετρική διαφορά περίπου 4 έως 6 μ. από την επιφάνεια του
στην οδό Yerebatan, που αποκάλυψε τμήματα της πλακόστρωσης του αυλείου
χώρου της Βασιλικής Στοάς. Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας στην παρακείμενη
προς βορρά οδό Salkim Söğüt sk, κατά την κατασκευή οικίας αποκαλύφθηκε μία
περιέβαλλαν τον αύλειο χώρο (εικ. 133). Η ανακάλυψη αυτή επέτρεψε στον
της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων και ότι τα δάπεδα των δύο μνημείων είχαν
Βασιλικής Στοάς απαίτησε την κατασκευή ενός υψηλού και μεγάλου μήκους
βάθρου (εικ. 135). Η μαρτυρία του Προκοπίου ότι η περίστυλος αυλή της
Βασιλικής ήταν «…οὐκ ἐπὶ γεώδους ἐδάφους, ἀλλ’ ἐπὶ πέτρας πεποιημένη»,
υλοποίηση ολόκληρου του έργου μέσα στο πρώτο έτος της βασιλείας του
75.000 κυβ.μ. και συνολικού εμβαδού περίπου 9.000 τ.μ. με 336 κίονες ύψους
περίπου 9 μ., οι οποίοι υποστυλώνουν την οροφή της.1447 Φαίνεται πολύ πιθανό
Tonguç, Basilica Cistern, 13. Crow-Bardill-Bayliss, Water Supply, 127. Η Βασιλική Κινστέρνα είναι
μακράν η μεγαλύτερη κλειστή κινστέρνα της Κωνσταντινούπολης, η μοναδική που μπορεί να
συγκριθεί σε μέγεθος, μολονότι είναι σαφώς μικρότερη, με τις ανοικτές κινστέρνες, βλ. Crow-
Bardill-Bayliss, Water Supply, 215-217, εικ. 9.1-3.
276
αργότερα το εγχείρημα διάνοιξης της κινστέρνας. Το στοιχείο αυτό επεξηγεί εν
μέρει και την επιλογή του αύλειου χώρου της Βασιλικής για την κατασκευή της.
ένα υψηλού βαθμού δυσκολίας τεχνικό έργο, καθώς συνδύαζε αφενός την
εκσκαφή του υπεδάφους δίπλα στις υφιστάμενες στοές και αφετέρου την
κίονες (εικ. 97). Η περιγραφή του τρόπου εξόρυξης του εδάφους από τον
«ταύτην τε οὖν (αὐλὴν) καὶ τῶν στοῶν μίαν, ἥπερ αὐτῆς τέτραπται πρὸς ἄνεμον
του υπεδάφους ξεκίνησε μάλλον από τη νότια πλευρά (εικ. 137), κάτω από τη
νότια στοά της Βασιλικής, η οποία αντιστοιχούσε στην επιφάνεια του εδάφους
και κατευθύνθηκε από νότο προς βορρά, χωρίς να επηρεάσει τις υπόλοιπες τρεις
ανατολική και η δυτική στοά του μνημείου να εδράζονται «ἐπὶ πέτρας» και όχι
Η Βασιλική Στοά και ιδιαίτερα η βόρεια όψη της υπήρξε μία πολύ
υψηλό βάθρο της. Αναμφίβολα, εδώ στο μέσο της βόρειας στοάς διαμορφωνόταν
277
Σε ένα απόσπασμα των Πατρίων ο ανώνυμος συγγραφέας, προκειμένου να
βρισκόταν στην άλλη πλευρά της Βασιλικής ανάμεσα στη νοτιοανατολική της
τῆς Βασιλικῆς πλησίον του Μιλίου».1451 Νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημά μας
έχει, ήδη, δοθεί· η κύρια όψη της Βασιλικής Στοάς ήταν η βόρεια όψη.
Άλλωστε πολύ σύντομα, μέσα στο β’ μισό του 5ου αιώνα, με την οικοδόμηση του
ναού της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων 1452 η μεγαλοπρέπεια της βόρειας όψης
ένα τόσο μεγάλο και δαπανηρό κτήριο οικοδομήθηκε σε πλαγιά και μάλιστα σε
278
Κωνσταντίνο ως τμήμα της επέμβασής του στον υφιστάμενο πολεοδομικό ιστό
αρχαίο Βυζάντιο και αξιοποίησε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά
μνημεία του, τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του Ζευξίππου (εικ. 139). Και όπως
Ακρόπολη και τον αρχαίο οικιστικό πυρήνα του Βυζαντίου στη μικρή πεδιάδα
Λυδού. Στο γνωστό μας χωρίο για την αγορά του Ζευξίππου, ο Λυδός περιγράφει
και 16ης Ιανουαρίου στη Στάση του Νίκα: «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν
τῆς αὐλῆς εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ
χωρίου είναι ότι αναφέρεται στα πιο γνωστά μνημεία της Κωνσταντινούπολης
όχι με τα οικεία και σε ευρεία χρήση ονόματά τους, αλλά με τις αρχαίες ή
Αγία Σοφία, στη Σύγκλητο, στο Αυγουσταίο, στην Αγορά του Ζευξίππου και στα
1455Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1353 για το κλασικίζον ύφος των ιστοριογράφων αυτής της περιόδου,
στους οποίους εντάσσεται και ο Ιωάννης Λυδός, βλ. Treadgold, Early Byzantine Historians, 258-264 και
363, σημ. 42.
279
καταστροφικά αποτελέσματα δύο διαφορετικών πυρκαγιών1456, εντούτοις για την
Αδριάνειο Αγωγό αποτελεί στοιχείο κλειδί για την κατανόηση της τοπογραφίας
του συστήματος υδροδότησης μέσα στην Πόλη. 1459 Ο αγωγός κατέληγε στη
Βασιλική (υψόμ. περίπου 30 μ.), από όπου διακλαδιζόταν προς τις Θέρμες του
Ζευξίππου και την κάτω πόλη του Βυζαντίου.1460 Η παρατήρηση αυτή επέτρεψε
των βόρειων λόφων από τη Βασιλική μέχρι τα Θεοδοσιανά τείχη (εικ. 21, 63). Μία
σειρά από κινστέρνες, που μέχρι τότε φαινόταν τυχαία η θέση τους,
1456 Πασχάλιον Χρονικὸν, 621.17-622.2 (πυρκαγιά 15ης Ιανουαρίου) και 622.6-15 (πυρκαγιά 16ης
Ιανουαρίου). Βλ. κεφάλαιο Α.2.2.
1457 «Αὐγούστου Πανήγυριν». Ο Mango, Brazen House, 46, σημ. 55, αναφέρει μόνο τη φράση «ἐπὶ τὴν
1459 Crow-Bardill-Bayliss, Water Supply, 17: «the association of the Basilica Cistern with the Hadrianic
line provides key evidence for understanting the topography of the water supply system within the
city». Την πληροφορία ότι την Κινστέρνα υδροδοτούσε ο αγωγός του Αδριανού οφείλουμε στον
Μαλάλα (Γ.1.12) και το Πασχάλιον Χρονικόν (Γ.1.20).
1460 Η περαιτέρω διαδρομή του Υδραγωγείου μετά τη Bασιλική Κινστέρνα αποτυπώνεται στον νόμο
του Θεοδοσίου Β’ προς τον Έπαρχο Κύρο (440-441), βλ. Codex Justinianus, ΧΙ.43.6, που προσδιόριζε ότι
ο αγωγός του Αδριανού θα υδροδοτούσε μόνο το Ιερό Παλάτιο, τις Θέρμες του Ζευξίππου και τα
Λουτρά του Αχιλλέα, που βρίσκονταν κοντά στο Στρατήγιο. Συνεπώς μετά τη Βασιλική ο αγωγός
διακλαδιζόταν. Ο νότιος κλάδος υδροδοτούσε τις Θέρμες του Ζευξίππου και το Ιερό Παλάτιο (εικ.
142). Ο βόρειος κλάδος έφθανε μέχρι την περιοχή του Στρατηγίου. Οι Crow-Bardill-Bayliss, Water
Supply, 117 και χάρτης 15, θεωρούν ότι η βόρεια διακλάδωση ακολουθούσε τη δυτική κλιτύ της
Ακρόπολης.
280
διαπιστώθηκε ότι βρίσκονταν κατά μήκος του αγωγού και υδροδοτούνταν από
αυτόν.1461
2ου αιώνα να καταλήγει σε μία Κινστέρνα του 6ου αιώνα και η σύνδεσή τους να
έχει τόσο μεγάλη σημασία για την τοπογραφία του συστήματος υδροδότησης;
Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του αγωγού μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο
εάν στη θέση της Βασιλικής αποκαταστήσουμε την Αγορά του Ζευξίππου. Οι
υδροδοτήσουν ταυτόχρονα και την άνω και την κάτω πόλη του Βυζαντίου. Και
βέβαια στο άνω τμήμα κύριος προορισμός του Υδραγωγείου υπήρξε η Αγορά,
όπως συνέβαινε σε όλες τις πόλεις κατά την αρχαιότητα. Η μεταφορά του νερού
γινόταν μέσω υδραγωγείων στις αγορές και από εκεί η διανομή τους στον
Urbis1464 ενός Νυμφαίου στην 4η ρεγιώνα, ακριβώς δίπλα στη Βασιλική, αποκτά
απόληξη του Αδριάνειου Υδραγωγείου στον χώρο της Αγοράς του Ζευξίππου με
σκοπό την υδροδότηση του πληθυσμού και η αρχική κατασκευή του θα πρέπει
Θερμών στην περιοχή του Ζευξίππου, κοντά στην Αγορά, εξαρτήθηκε κυρίως
από τη δυνατότητα άμεσης και επαρκούς υδροδότησης, από την οποία αργότερα
Αγοράς κατά την αρχαιότητα, βλ. Rogge S., «Water Supply in Antiquity in the Mediterranean World»
στο Lange M.A. - Poszig D. - Herrmann A. (επιμ.), Water on Meditterranean Islands: Advanced Study
Course Sustainis. Zufo-Berichte Bd. 4, 2005, 37-60. Σχετικά με Νυμφαία της ρωμαϊκής περιόδου στις
ελληνικές πόλεις, βλ. Walker, «Roman Nymphaea».
1464 Notitia Urbis, 232 (V.8-9), βλ. Γ.1.3.
1465 Αντίστοιχο παράδειγμα η ανέγερση της μεγάλης Κρήνης-Νυμφαίου επί Αντωνίνου του
Ευσεβούς στη ΝΑ γωνία της Αγοράς των Αθηνών ως απόληξης του Αδριάνειου υδραγωγείου, βλ.
Leigh S., «The reservoir of Hadrian in Athens», JRA 10 (1997), 279-290. Ευαγγελίδης, Αγορά, 184-185.
281
πλεοναζόντων υδάτων του Αδριάνειου αγωγού1466, επέλεξε να οικοδομήσει την
Κινστέρνα στη Bασιλική Στοά για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι
μεταφοράς των υδάτων μέχρι την Κινστέρνα. Ο Αγωγός του Αδριανού, που
έφθανε μέχρι εδώ και υδροδοτούσε το Νυμφαίο της Αγοράς του Ζευξίππου,
πλαγιά του λόφου φαίνεται ότι υπήρξε συνειδητή επιλογή των αρχαίων
πανοραμική πρόσοψη προς την ακρόπολη, την κάτω πόλη και κυρίως προς την
είσοδο του Βοσπόρου, όπου συγκλίνουν οι οπτικοί άξονες της βόρειας στοάς (εικ.
139). Ουσιαστικά δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο για την περίοδο δόμησης του
του πολεοδομικού ιστού του Βυζαντίου1468 στον αυχένα μεταξύ του πρώτου
(ακρόπολη) και του δεύτερου λόφου. Το δυτικό άκρο της επέκτασης αυτής
ορίζεται από την Πύλη του Θρακίου1469 του αρχαίου τείχους (εικ. 1, 3), που
1466 Ο Προκόπιος (Γ.1.10) υπαινίσσεται ότι η διοχέτευση των υδάτων στην Κινστέρνα γινόταν με
κάποιο υδραυλικό σύστημα: «δεχόμενα γὰρ τὰ ἔλυτρα τάδε τοῦ ὀχετοῦ τὴν ἐπιρροὴν
ὑπερβλύζοντος στενοχωρουμένοις μὲν τοῖς ὕδασι τότε χαρίζεται χώραν, ποθεινῶν δὲ αὐτῶν
γινομένων ἐπὶ καιροῦ τοῖς δεομένοις παρέχεται πόρον». Όταν κατά τους χειμερινούς και
ανοιξιάτικους μήνες αυξανόταν η ροή του νερού στον αγωγό, τα ύδατα από τη μεγάλη πίεση
έβρισκαν διέξοδο προς τη Βασιλική Κινστέρνα.
1467 Βλ. αμέσως παρακάτω, κεφάλαιο Δ.3.2.
1468 Για την ιστορία και τα αρχαιολογικά ευρήματα του αρχαίου Βυζαντίου βλ., Gyuzelev, West Pontic
282
Ο Mango1470 τεκμηρίωσε ότι ο περίβολος αυτός χρονολογείται σε πολύ
πρώιμη περίοδο, ίσως ακόμη και πριν από την εποχή του Ξενοφώντα (περίπου
400 π.Χ.). Την πιο ασφαλή χρονολογική ένδειξη παρέχουν τα ταφικά ευρήματα,
Βυζαντίου, δυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου έως το Bayazit Camii, όπου
αιώνα π.Χ. (κυρίως τον ύστερο 4ο) έως και τον 4ο αι. μ.Χ. Ουσιαστικά ο ύστερος
4ος αιώνας π.Χ. σηματοδοτεί την έναρξη της οικοδομικής δραστηριότητας στη
των πόλεων μετατοπίζεται πλέον στο πεδίο της αυτοκρατορικής λατρείας και
οικοδομημάτων.1473 Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ύστερη ελληνιστική και κυρίως
283
αρχιτεκτονικό περίστυλο συγκρότημα αγοραίου ή θρησκευτικού χαρακτήρα.1474
άξονες να έχουν μεταφερθεί εσωτερικά στη σχέση της πλατείας και του
θεμελίωσή της, η έντονη οπτική σχέση της με την κάτω πόλη και το θαλάσσιο
θεωρεί ότι το βασικό αρχιτεκτονικό πρότυπο αυτού του είδους στοών υπήρξε η
Πέργαμος με τις εντυπωσιακές και τολμηρές στωικές κατασκευές της. Μία σειρά
από μικρότερα αστικά κέντρα1477, όπως οι Αιγές και η Άσσος, αντέγραψαν αυτές
στην Άλινδα και την Ηράκλεια του Λάτμου.1478 Η στοά του Βυζαντίου απηχεί
επιρροές από αυτή την ομάδα μνημείων ως προς την τολμηρή αρχιτεκτονική
ελληνιστικές στοές της Ρόδου, τη Στοά της Καμείρου1479 και τη Στοά της
1474 Coulton, Greek Stoa, 168-169. Ως ένδειξη αυτής της υποβάθμισης θεωρείται και το γεγονός ότι την
ίδια περίοδο στωικά οικοδομήματα χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να ενοποιήσουν τις προσόψεις
διαφορετικών οικοδομημάτων και να δημιουργήσουν την εντύπωση ενός ενιαίου αρχιτεκτονικού
συνόλου, βλ. Winter, Hellenistic Architecture, 59-60 και Coulton, Greek Stoa, 172-174.
1475 Αυτή η εξέλιξη βρίσκει τις απαρχές της στη διαμόρφωση των ελληνιστικών αγορών των
μεγάλων πόλεων της Ιωνίας, όπως της Μιλήτου και της Πριήνης, βλ. Coulton, Greek Stoa, 62-65 και
Ευαγγελίδης, Αγορά, 26-29. Για την ίδια εξέλιξη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Coulton, Greek Stoa,
173-174 και Ευαγγελίδης, Αγορά, 188-189.
1476 Coulton, Greek Stoa, 67-68.
1477 Coulton, Greek Stoa, 69-71. Winter, Hellenistic Architecture, 57. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάτω από τη
διώροφη θεμελίωση της νότιας στοάς της Αγοράς της Άσσου υπήρχε διαμορφωμένη μία μεγάλη
κινστέρνα.
1478 Coulton, Greek Stoa, 65-66.
1479 Coulton, Greek Stoa, 61-62 και 243. Ακόμη, βλ. Caliò L.M., «The Agora of Kamiros. A Hypothesis»,
284
Ακροπόλεως της Λίνδου1480, οι οποίες σχετίζονται με την αρχιτεκτονική της
αυχένα μεταξύ δύο λόφων και ήταν στραμμένη προς τον βορρά με εποπτική
κυριαρχείται από μία κεντρική μνημειακή κλίμακα που ενώνει δύο διαφορετικά
υψομετρικά επίπεδα, ενώ συγχρόνως η θέα της υπήρξε πολύ επιβλητική (εικ.
διαμόρφωνε ένα ευρύχωρο πλάτωμα μπροστά από τη Στοά, ενώ στις άκρες της
πρόταση για την κατασκευή των δύο ναών, που αναφέρει ο Ζώσιμος στις άκρες
της Στοάς του Βυζαντίου (εικ. 144). Ιδιαίτερα το στοιχείο της κεντρικής
συσχετισμό. Οι πόλεις του Βυζαντίου και της Ρόδου υπήρξαν ουσιαστικά από τις
μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις στον χώρο του Αιγαίου κατά την ελληνιστική
περίοδο. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός και ειδικότερα η επιβολή φόρου από τους
Βυζαντίους στα εμπορικά καράβια που διέπλεαν τον Βόσπορο, οδήγησε στον
ναυτικό αποκλεισμό του Βυζαντίου από τον στόλο της Ρόδου και των συμμάχων
της και στην απειλή πολεμικής σύγκρουσης1482 κατά το έτος 220 π.Χ. Μία φράση
του Παυσανία μας δημιουργεί την υποψία ότι ο ανταγωνισμός των δύο πόλεων
1480 Dyggve, Lindos, 217-297, πίν. VI.H, VI.Ο και εικ. VI.24. Επίσης Coulton, Greek Stoa, 61 και 251-252.
Κινστέρνα υπήρχε διαμορφωμένη και στη θεμελίωση του πλατώματος της Στοάς της Λίνδου.
1481 Μολονότι παλαιότερα η κατασκευή της Στοάς αποδιδόταν στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ., η
νεότερη έρευνα χρονολογεί την ανέγερσή της περί τα τέλη του 3ου αι., πιθανώς μετά τον σεισμό
του 227/226 π.Χ., βλ. Dyggve, Lindos, 247-254, Lippolis, E., «Il Santuario di Athana a Lindo», ASAtene
LXVI-LXVII (1988-89), 97-157, κυρίως 142-143. Παπαχριστοδούλου Ι., «Ιστορική και Αρχαιολογική
Εισαγωγή», στο: Ελευθερίου Β.-Πίκουλα Μ. (επιμ.), Αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη της
Λίνδου, Ι. Η Ελληνιστική Στοά, Αθήνα 2002, 26. Winter, Hellenistic Architecture, 217-218.
1482 Πολυβίου, Ἱστορίαι, IV.46.6-IV.52.10. Oberhummer-Miller-Kubitschek, «Byzantion», 1131-1136.
Bréhier, «Byzantion», 1504-1505. Ο Marinescu, Lysimachi Coinages, 409-413, αναφέρει μετά την
εκτόνωση της κρίσης κατά την τελευταία εικοσαετία του 2ου αι. π.Χ. τρεις περιπτώσεις, όπου το
Βυζάντιο μαζί με τη Ρόδο συνέβαλαν ως μεσάζοντες για την εκτόνωση πολεμικών εντάσεων
μεταξύ ελληνικών πόλεων. Ο Διονύσιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 19.9-10 (47), αναφέρει τοπωνύμιο
«Ῥοδίων περίβολοι» στην ευρύτερη περιοχή του Βυζαντίου.
285
βρήκε διέξοδο και στην οχυρωματική τέχνη. Ο περιηγητής στη προσπάθειά του
πολιτικός ανταγωνισμός για εξουσία, που είδαμε ότι αυτή την περίοδο βρήκε
και για τις αναλογίες που εντοπίζουμε στη στωική αρχιτεκτονική και την
εντάσσεται στις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της ελληνικής αγοράς κατά την
1483 Παυσανίου, Ἑλλάδος Περιήγησις, ΙV.31.5: «τὰ μὲν οὖν Βαβυλωνίων ἢ τὰ Μεμνόνεια τὰ ἐν
Σούσοις τείχη τοῖς Περσικοῖς οὔτε εἶδον οὔτε ἄλλων περὶ αὐτῶν ἤκουσα αὐτοπτούντων· τὰ δὲ ἐν
Άμβρόσσῳ τῇ Φωκικῇ ἔν τε Βυζαντίῳ καὶ Ῥόδῳ - ταῦτα γὰρ δὴ τετειχίσθαι δοκεῖ τὰ χωρία ἄριστα -,
τούτων Μεσσηνίοις ἐστὶν ἐχυρώτερον».
1484 Coulton, Greek Stoa, 173-174. Ευαγγελίδης, Αγορά, 188-196 και 292-293.
1485 Coulton, Greek Stoa, 174-177. Hoff, Roman Agora, 244-248. Hellmann, Architecture Grecque, 272-283.
Ωστόσο νεότερες προσεγγίσεις υποβαθμίζουν την αυστηρή διάκριση ανάμεσα σε πολιτικές και
εμπορικές αγορές, βλ. Sielhorst, «Hellenistic Agorai», 34-36. Dickenson, «The Agora as Political
Centre», κυρίως 56-57. Ευαγγελίδης, Αγορά, 60.
286
Η οριοθέτηση του ελεύθερου χώρου νότια της μνημειακής ελληνιστικής
πιθανότατα, όπως και στις περιπτώσεις άλλων πόλεων, κατά την αυτοκρατορική
κατασκευάσει τις Θέρμες και τον Ιππόδρομο. Άλλωστε μετά τη δυναστεία των
Την πιο ικανοποιητική περιγραφή για την τελική μορφή της Τετραστώου
βόρεια στοά. Η στοά αυτή και η νότια είχαν μήκος περίπου 150 μ., ενώ η
ανατολική και η δυτική περίπου 70 μ. Με βάση τις μαρτυρίες των πηγών κατά
υποδεικνύει ότι το ίδιο ίσχυε και κατά τη χρήση του οικοδομήματος ως αγορά. Οι
στις μεγάλες αγορές των πόλεων της Μικράς Ασίας1489, όπως της Εφέσου1490, της
1489 Για τις Αγορές της Μικράς Ασίας, βλ. Cavalier-Descat-des Courtils, Basiliques et Agoras, 207-307.
ενώ η Τετράγωνη Αγορά, 149,5 μ. Χ 149,5 μ. (ο αύλειος χώρος, 111 μ. Χ 111 μ.), βλ. Scherrer,
«Topography of Ephesos», 73.
1491 H Βόρεια Αγορά της Αφροδισιάδος είχε διαστάσεις 202 μ. Χ 72 μ., βλ. Raja, Urban Development, 30
και σημ. 86, ενώ η Νότια Αγορά, 212 μ. Χ 70 μ., βλ. στο ίδιο, 37-38 και σημ. 117.
287
Η διαμόρφωση της Αγοράς του Ζευξίππου σηματοδοτεί τη δημιουργία
ενός δεύτερου κέντρου μέσα στον πολεοδομικό ιστό του αρχαίου Βυζαντίου στην
περιοχή της νότιας (άνω) επέκτασής του. Πιθανώς η εξέλιξη αυτή υποδεικνύει τη
κοντά στο λιμάνι1498, στην περίπτωση του Βυζαντίου το Στρατήγιο είχε εδραιώσει
της άμεσης γειτνίασής του με τη θάλασσα και το εμπορικό λιμάνι φαίνεται ότι
1492 Η Αγορά της Πριήνης είχε στην τελική φάση της διαστάσεις 75,6 μ. Χ 46,3 μ., βλ. Δοντάς, Πριήνη,
54-56.
1493 Η Άνω Αγορά της Περγάμου είχε διαστάσεις περίπου 90 μ. Χ 83,7 μ. (43,5 μ. Χ 83,7 μ. στο
ανατολικό και 45 μ. Χ 53,5 μ. στο δυτικό τμήμα της), ενώ η Κάτω Αγορά περίπου 88 μ. Χ 55 μ., βλ.
Martin, Αgora grecque, πίν. Ι.
1494 Η Βόρεια Αγορά της Μιλήτου είχε διαστάσεις 101,5 μ. Χ 56,7 μ. και η Νότια Αγορά, 196,4 μ. Χ
125,7/120,9 μ. Χ 214,8/214,66 μ., βλ. Hellmann, Architecture Grecque, 263 και σημ. 76.
1496 Για τη βασική μελέτη, βλ. Hoff, Roman Agora. Ο Camp, Αρχαία Αγορά, 220 και εικ. 152 αναφέρει
ότι «Τὸ κτίσμα … εἶχε μορφὴ μεγάλης ὑπαίθριας αὐλῆς μὲ στοὲς κατὰ μῆκος τῶν τεσσάρων
πλευρῶν της…», περιγραφή που υπενθυμίζει την αναφορά του Προκοπίου (Γ.1.10): «αὐλή τίς ἐστιν
ὑπερμεγέθης, περιμήκης μὲν καὶ εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα, ἐν τετραπλεύρῳ δὲ περίστυλος οὖσα» για
τη Βασίλειο Στοά. Ο Σούρλας, «Ρωμαϊκή Αγορά», 110 και σχ. 1, αποκαθιστά τις αρχικές διαστάσεις:
111 μ. Χ 104 μ. Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 58-60, υποβαθμίζει την αυστηρή διάκριση ανάμεσα σε
πολιτική και εμπορική αγορά.
1497 Scherrer, «Ephesos», 4-9. Σιδέρης, Έφεσος, 42-45. Scherrer, «Topography of Ephesos», 66-68, 73-74.
1498 H Saradi, Byzantine city, 211 επισημαίνει την ύπαρξη στην Έφεσο και στην Πέργαμο της άνω
(πολιτικής) και της κάτω (εμπορικής) αγοράς. Ουσιαστικά οι άνω αγορές των δύο πόλεων ήταν οι
αρχαίες πολιτικές αγορές που διατήρησαν τον χαρακτήρα τους, ενώ σύμφωνα με την τάση της
εποχής η εμπορική δραστηριότητα απομονώθηκε και μεταφέρθηκε σε ιδιαίτερο χώρο πλησιέστερα
στο λιμάνι ή τους χερσαίους δρόμους (κάτω αγορές). Ωστόσο η νεότερη έρευνα δεν θεωρεί αυτή τη
διάκριση τόσο απόλυτη. Ειδικά για την Πέργαμο, βλ. Mathys M., «The Agorai of Pergamon: Urban
Space and Civic Stage», στο Cavalier-Descat-des Courtils, Basiliques et Agoras, 257-271.
1499 Ο χώρος της ελληνικής αγοράς ως φορέας ιστορικοπολιτικών βιωμάτων και πατρογονικών
θρησκευτικών συμβολισμών κατείχε ξεχωριστή θέση στη συλλογική συνείδηση των πολιτών ως το
κατεξοχήν κέντρο του αστικού βίου και ήταν αδύνατο να μετακινηθεί χωρίς να μεταβληθεί η
φυσιογνωμία της πόλης, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 195-196. Ακόμη και στις περιπτώσεις ίδρυσης
ρωμαϊκών αποικιών σε θέσεις αρχαίων ελληνικών πόλεων παρατηρήθηκε, όπου ήταν δυνατό, η
ενσωμάτωση του προρωμαϊκού αγοραίου χώρου σε κεντρική θέση στη χάραξη του νέου
πολεοδομικού ιστού και η αναδιοργάνωσή του κατά το πρότυπο του forum, βλ. στο ίδιο, 276-281.
288
Ενδείξεις για τον λειτουργικό χαρακτήρα της Αγοράς του Ζευξίππου και
στην Πύλη του Θρακίου, όπου κατέληγε η Εγνατία Οδός 1503, υποδεικνύει ακόμη
τεκμήριο για τον εμπορικό χαρακτήρα της Αγοράς του Ζευξίππου διασώθηκε,
πιθανώς, στον νόμο1504 του Ιουστινιάνειου κώδικα του έτους 440, που αφορά τη
Βασιλική Στοά.
της Βασιλικής, ακόμη η εισαγωγή αλόγων και ο εορτασμός γάμων. Ο όρος «ξένη
1500 Το στοιχείο αυτό είχε ήδη επισημάνει ο Mango, Brazen House, 45.
1501Lavan, «Fora and Agorai», 224 και σημ. 79.
1502 Στη Ρώμη μπροστά στο Circus Maximus υπήρχε το εμπορικό Forum Boarium, βλ. Richardson,
289
αλόγων απηχεί μία δραστηριότητα αγοραίου χώρου.1505 Στο εσωτερικό των
προπύλων της Αγοράς στον προαύλειο χώρο του Τετραστώου και όχι βέβαια στις
αγορές της Αντιόχειας και της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη γνώμη μου, όλες
για την εγκατάσταση νέων ξένων χρήσεων, αλλά για τα τελευταία «ενοχλητικά»
ασύμβατα με τις νέες λειτουργίες του μνημείου, ωστόσο η ισχυρή παράδοση δεν
κέντρου
Ο Janin1508 υποστήριξε ότι η οικοδόμηση της Τετράστωης αγοράς αποτέλεσε τον
πυρήνα του οικοδομικού προγράμματος του Σεβήρου γύρω από τον οποίο
σχεδιάστηκε η προς νότο επέκταση της πόλης. Μολονότι η επέκταση αυτή
πυρήνας γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκαν σημαντικά δημόσια κτήρια του
290
Κωνσταντινούπολης μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε και ένα παλαιό
κέντρου, που γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην απόκλιση της Αγίας Σοφίας και
της Αγίας Ειρήνης από τον προς ανατολάς λειτουργικό προσανατολισμό τους. Οι
Schneider και Mango αναζήτησαν την αιτία αυτής της ιδιομορφίας στην πρόθεση
Όμως η σχέση αυτή είναι ύστερη χρονολογικά και δεν αποτελεί την αιτία, αλλά
το αποτέλεσμα.
άξονες (εικ. 146). Ο πρώτος (κάθετος άξονας) ορίζεται από την επιμήκη
άξονας) ορίζεται από τις ισουψείς καμπύλες της βόρειας πλαγιάς του δεύτερου
αυτοί άξονες σχηματίζουν περίπου ορθή γωνία μεταξύ τους, που είναι
στραμμένη προς τον βορρά. Καθώς η χερσόνησος εξέχει από την ευρωπαϊκή
ακτή της Θράκης και προβάλλεται στο μέσο περίπου των Στενών του Βοσπόρου,
Στενών.
1509Ο Schneider, «Sophienkirche», 78, πρότεινε ότι η σχεδόν εγκάρσια αξονική σχέση Ιπποδρόμου-
Αγίας Σοφίας μπορεί να γίνει κατανοητή ως ένας κεντρικός σχεδιασμός που πραγματοποιήθηκε
από τον Μ. Κωνσταντίνο. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε ακόμη το Ιερό Παλάτιο και τα τρία
μνημεία διατάσσονταν σε σχέση με τους άξονες της Μέσης και του Αυγουσταίου. Ο Dagron, Η
γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 452-453, χαρακτηρίζει ενδιαφέρουσα την πρόταση του Schneider, αλλά
ανεπαρκώς τεκμηριωμένη. Ο Berger, «Alstadt von Byzanz», 15-23 και σχ. 1 (εικ. 145) πρότεινε την
αποκατάσταση του αρχαίου πολεοδομικού ιστού στην περιοχή του μνημειακού κέντρου σε
ορθογώνιες νησίδες διαστάσεων 130 μ. Χ 120 μ. με προσανατολισμό ΝΔ-ΒΑ. Ο Mango,
Développement urbain [1η επανέκδ. Παρίσι 1990], Addenda, 70-71, σχολιάζοντας την πρόταση του
Berger θεωρεί ότι ο προσανατολισμός των νησίδων υπαγορεύτηκε από την αξονική σχέση
Ιπποδρόμου-Αγίας Σοφίας και υποδεικνύει τρεις οδικούς άξονες, που αναπτύσσονται πάνω στον
ίδιο προσανατολισμό.
291
δεύτερου λόφου (οριζόντιος άξονας). Ο Ιππόδρομος κατασκευάστηκε εγκάρσιος
στον κατά μήκος άξονα της Αγοράς, ουσιαστικά προεκτείνοντας προς νότο τον
επιμήκη άξονα του πρώτου λόφου. Κατά τη γνώμη μου, η ανάπτυξη του
διαθέσιμο προς δόμηση χώρο, αλλά από την πρόθεση ανέγερσής του σε
εγκάρσια αξονική σχέση προς την Αγορά. 1510 Η αξονική σχέση των δύο μνημείων
αναπαράγει την εγκάρσια τομή των δύο μεγάλων γεωφυσικών αξόνων και
της Πόλης.
Το γεγονός ότι όλα τα βυζαντινά μνημεία1511 της Ακρόπολης και της γύρω
περιοχής, ακόμη και οι ναοί της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης και η βασιλική
του Topkapi Sarayi, αναπαράγουν τους άξονες των δύο αρχαίων μνημείων, της
Αγοράς και του Ιπποδρόμου (εικ. 131, 147), υποδεικνύει ότι και τα αρχαία μνημεία
που δεν σώθηκαν είχαν τον ίδιο προσανατολισμό1512, ο οποίος επιβλήθηκε για
λόγους στατικότητας και συμμετρίας. Είναι πολύ πιθανόν ότι η πρόσοψη της
δυτικής πλαγιάς της Ακρόπολης, που υψώνονταν επιβλητικά επάνω από την
Αγοράς του Ζευξίππου στη θέση της Βασιλικής Στοάς έχει μεγάλη σημασία και
για την κατανόηση της διαδικασίας διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της
Κωνσταντινούπολης.
Σε αυτή την περιοχή, στο σημείο εγκάρσιας τομής των δύο γεωφυσικών
1510 Μάλιστα ο κεντρικός κατά μήκος άξονας του Ιπποδρόμου συμπίπτει περίπου με την ανατολική
πλευρά της Βασιλικής, με αποτέλεσμα ο όγκος της τελευταίας να προβάλλεται μόνο στο δυτικό
τμήμα της πρόσοψης του Ιπποδρόμου. Η χωροθέτηση αυτή πρέπει να σχετίζεται με τους οπτικούς
άξονες και τη δυνατότητα καλύτερης θέασης της πρόσοψης του Ιπποδρόμου από την Ακρόπολη
και από την οδό που ανερχόταν από τον ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων ακολουθώντας τη
σύγχρονη Alemdar Caddesi μέχρι το Μίλιον, βλ. Mango, Développement urbain [2η επανέκδ. Παρίσι
2004], Addenda Altera, 74.
1511 Tezcan, Topkapi Sarayi, χάρτης 1 (Topografik harita). Εξαίρεση αποτελούν τα μνημεία της
περιοχής των Μαγγάνων, τα οποία, όμως, βρίσκονται στις ανατολικές παρυφές του λόφου της
Ακρόπολης κοντά στη θάλασσα.
1512 Στους ίδιους άξονες αναπτύσσονται και το ψηφιδωτό του 2ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στο
εσωτερικό της Αγίας Ειρήνης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 588, και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που
αποκαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο της αγίας Σοφίας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 586.
292
διαμορφώθηκε ένα μνημειακό αρχιτεκτονικό σύνολο με επιβλητική πρόσοψη
προς την κάτω πόλη και τη νότια είσοδο των Στενών του Βοσπόρου (εικ. 148-149).
Στο σύνολο αυτό κυριαρχούσε η βόρεια στοά με τα 150 μέτρα μήκος επάνω στο
τη δύναμη και την οικονομική ευρωστία 1513 του αρχαίου Βυζαντίου τόσο στους
κατοίκους του, όσο και στα φιλικά ή εχθρικά καράβια, που κατέρχονταν τα
στενά1514 ή εισέπλεαν στα λιμάνια της, την εποχή που ως ελεύθερη και
πόλεως Μιλίῳ χάλκεα ἀνέθηκε τρόπαια».1516 Την εποχή βέβαια που έγινε η
1513 Μία ισχυρή νομισματοκοπία κατά την ελληνιστική περίοδο αναδεικνύει την πολιτική
ανεξαρτησία και την οικονομική ευημερία της πόλης, βλ. Marinescu, Lysimachi Coinages, 400-429.
1514 Ο Πολύβιος, Ἱστορίαι, IV.43.7-44.5 περιγράφει τα δυνατά θαλάσσια ρεύματα στη νότια απόληξη
του Βοσπόρου: «…πλὴν ὅ γε ῥοῦς τὸ τελευταῖον ὁρμήσας ἀπὸ τῆς Βοὸς ἐπ’ αὐτὸ φέρεται τὸ
Βυζάντιον…» (IV.43.7). Όταν τα πλοία επιχειρούσαν να καταπλεύσουν προς τη Χαλκηδόνα, τα
δυνατά ρεύματα τα παρέσερναν προς το Βυζάντιο: «ἀλλ’ ὅμως εἰς τὴν μὲν βουληθέντα καταπλεῦσ’
οὐ ῥᾴδιον, πρὸς ἥν δέ, κἄν μὴ βούλῃ, φέρει κατ’ ἀνάγκην ὁ ῥοῦς» (IV.44.2). Ως απόδειξη για αυτό
αναφέρει ότι, όταν κάποιο πλοίο ήθελε να ταξιδέψει από τη Χαλκηδόνα προς το Βυζάντιο, δεν
μπορούσε να πλεύσει απευθείας, αλλά έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι τη Χρυσόπολη και την είσοδο
του Βοσπόρου από όπου τα ρεύματα αναγκαστικά το οδηγούσαν στο Βυζάντιο (IV.44.3-4). Η
παράμετρος αυτή, που υπήρξε πολύ σημαντική για τη ναυτική και οικονομική ακμή του Βυζαντίου,
συγχρόνως αναδεικνύει την εξαιρετική θέση και την άμεση οπτική σχέση της βόρειας στοάς με όλα
τα διερχόμενα καράβια.
1515 Το αξίωμα του στρατηγού που έχει άμεση σχέση με την ονομασία της κλασικής αγοράς του
Βυζαντίου, το Στρατήγιον, τεκμηριώνεται επιγραφικά, βλ. Łajtar, Inschriften, 23-32, επιγραφές αρ. 2,
3 και 4, στις οποίες ο όρος αναφέρεται με πολιτειακό περιεχόμενο: «ἔδοξε τᾷ βουλᾷ καὶ τῷ δάμῳ.
τοὶ στραταγοὶ εἶπαν·».
1516 Ἡσύχιος, Πάτρια, 13.5-8 (31).
293
νοτιοανατολική γωνία του Τετραστώου. Η επίδειξη τροπαίων1517 είναι μία
συνήθεια που αναφέρεται στις πηγές ότι λάμβανε χώρα σε αγορές και στοές των
ελληνικών πόλεων.
διαμόρφωσης και την ονομασία της Αγοράς. Στην ελληνιστική περίοδο μάλλον
χρονολογείται και η ανάθεση των αγαλμάτων του Βύζαντος και της συζύγου του
της βόρειας στοάς. Η ανάθεσή του αποδίδεται στον Σεβήρο, όμως, όπως εύστοχα
άγαλμα είχε μετακινηθεί από την αρχική θέση του στη βόρεια πλευρά της
Βασιλικής Στοάς: «ὅρον γὰρ εἶναι πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν τῶν οβ’
ἔλεγον»1523, αλλά παρέμενε ακόμη κατά τον 8ο αιώνα στο μνημείο: «Ἐν γὰρ τῇ
κοντά στο άγαλμα του Ιουστινιανού Β΄ και της Θεοδώρας: «ἔνθα αὐτοῦ τοῦ
στην ανατολική πλευρά του μνημείου: «ἐν αὐτῇ τῇ Βασιλικῇ χρυσορόφῳ ὀπίσω
1520 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.9-41.18 (37), βλ. Γ.1.23. Για σχόλια βλ. Cameron-Herrin,
1522 Cameron-Herrin, Parastaseis, 35 και 212-213. Για το άγαλμα, βλ. Bassett, Urban Image, 152.
294
τοῦ Μιλίου».1526 Ακόμη σύμφωνα με τις Παραστάσεις1527 στη Βασιλική
τοποθετήθηκε αρχικά ένα άγαλμα του Ηρακλή, που μεταφέρθηκε από τη Ρώμη
Μιλίῳ Ἡλίου. Ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ Ἡλίου Διὸς ἅρμα ἐν τέτρασιν ἵπποις πυρίνοις,
την Τύχη της Πόλης και έπειτα τοποθετήθηκε στη Σύγκλητο. Ο ανώνυμος
υποδεικνύει τη σχέση του θεάματος όχι με το Μίλιον αλλά με την Αγορά του
Ζευξίππου.
Παράλληλα στην ίδια περιοχή αναφέρονται μια σειρά από λατρείες που
λεγόμενον τόπον» ήταν η λατρεία της Ρέας1532, ήδη από την ομιχλώδη εποχή του
Ιερού του Διός1533, ενώ ο Ησύχιος μας πληροφορεί πως ο Σεβήρος έκτισε τα
λουτρά του Ζευξίππου «κατὰ τὸν τοῦ Διὸς Ἱππίου βωμόν, ἤτοι τὸ Ἡρακλέους
Ζευξίππου στα χρόνια του Κωνσταντίνου, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 107.30-108.1 (ΙΙΙ.54.2):
«ἔκδηλα (χαλκουργήματα) τοῖς πᾶσιν ἐν ἀγοραῖς πάσαις τῆς βασιλέως πόλεως προὐτίθετο·».
1529 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 41.19-42.17 (38). Για σχόλια βλ. Cameron-Herrin, Parastaseis, 215-
295
ἄλσος καλούμενον».1534 Ο Μαλάλας1535 και το Πασχάλιο χρονικό1536
επιβεβαιώνουν εμμέσως την ύπαρξη του άλσους στη θέση αυτή αναφερόμενοι
στην κατασκευή του γειτονικού Ιπποδρόμου από τον Σεβήρο. Η λατρεία του
Μίλιον. Η μαρτυρία πάλι για το άλσος ή κήπο του Ηρακλέους μάλλον σχετίζεται
σύμφωνα με τον Ησύχιο «κατὰ τὸν νῦν τοῦ Ἱπποδρομίου τόπον».1538 Στον
Διοσκούρων ἱερὸν μέρος αὐτοῦ ποιησάμενος, ὧν καὶ τὰ δείκηλα μέχρι νῦν ἔστιν
ἐπὶ τῶν τοῦ ἱπποδρόμου στοῶν ἑστῶτα ἰδεῖν».1539 Όλες αυτές οι αφηγήσεις περί
ιερών και αγαλμάτων στη γύρω περιοχή διασώζουν διάσπαρτες νησίδες της
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία αποκτά η μαρτυρία του Ζωσίμου για
την ανέγερση των ναών της Τύχης και της Ρέας στις δύο άκρες της βόρειας στοάς
φρυγική λατρεία της Μεγάλης Μητέρας των θεών για την οποία υπάρχουν
Βυζαντίοις…».
1537 Σύμφωνα με τον Delorme, Gymnasion, 338-340 και 347-348, στα Γυμνάσια, ιδιαίτερα από την
ελληνιστική περίοδο και μετά, γενικεύτηκε η λατρεία του Ηρακλή και του Ερμή. Οι δύο θεοί
αναδείχτηκαν σε προστάτες της γυμναστικής και συχνά υπήρχε ναΐσκος ή βωμός αφιερωμένος σε
αυτούς. Άμεση, επίσης, ήταν η τοπογραφική σχέση των αρχαίων Γυμνασίων με κάποιο άλσος,
κήπο ή δάσος, βλ. στο ίδιο, 332-336.
1538 Ἡσύχιος, Πάτρια, 7.2-3 (15).
1539 Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία, 88.10-13 (ΙΙ.31.1). Επίσης βλ. Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.2-4 (37).
1540 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31.2-3). Από την περιγραφή του Ζωσίμου προκύπτει πως οι
δύο ναοί εντάσσονταν οργανικά στη βόρεια στοά. Πιθανώς μετατράπηκαν σε ναοί τα δύο ακριανά
δωμάτια της βόρειας στοάς. Η στοά της Λίνδου με τα πλευρικά πτερύγια προσφέρει την πλέον
ενδιαφέρουσα πρόταση αποκατάστασης. Σύμφωνα με τον Coulton, Greek Stoa, 175 και σημ. 9, στο
χώρο της Ελληνικής Αγοράς οι λατρείες και τα ιερά κατέχουν δευτερεύουσα σημασία και
αρχιτεκτονική θέση, είτε με τη μορφή ναΐσκων, είτε με τη στέγαση της λατρείας σε ένα από τα
δωμάτια κάποιας στοάς.
1541 Η σύνδεση της λατρείας της Ρέας με τη φύλαξη των νόμων και των αρχείων των πόλεων
οδήγησε στον τοπογραφικό συσχετισμό του ιερού της με τα αρχεία (Μητρώα) στις αγορές των
πόλεων. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Αθήνα, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 119-120.
296
επιγραφικές1542 και ιστορικές1543 μαρτυρίες ότι λατρευόταν στο Βυζάντιο. Η
λατρεία αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία για την αρχαία Ρώμη.1544 Η περιγραφή του
αγάλματος της Ρέας από τον Ζώσιμο1545 παρουσιάζει άμεση σχέση με τον
εικονογραφικό τύπο της Κυβέλης που πλαισιώνεται από δύο λιοντάρια, κρατά
και της Τύχης ως σύμβολο της προστασίας που παρέχουν στην πόλη οι δύο
θεότητες.
ταυτιστεί με την προσωποίηση της πόλης και συνεπόμενα με την ευημερία και
την προστασία της. Η λατρεία της εντοπίζεται συχνά στις αγορές και τα forum
1542 Łajtar, Inschriften, 47-49, επιγραφές αρ. 17 και 18. Μάλιστα η επιγραφή αρ. 18, που συνοδεύει
ανάγλυφο με παράσταση ιππέα, αναφέρεται αόριστα ότι βρέθηκε κοντά στον Ιππόδρομο.
1543 Ο Διονύσιος Βυζάντιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 21.6 (52) αναφέρει: «καὶ Μητρὸς Θεῶν ἱερὸν» στην
Ρώμη το έτος 204 π.Χ. σε στιγμή μεγάλου εθνικού κινδύνου και ο ναός της ανεγέρθηκε στον
Παλατίνο Λόφο, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 242-3. Τον μαύρο μετεωρίτη που συμβόλιζε
τη θεά μετέφεραν οι Ρωμαίοι από τον Πεσσινούντα της Άνω Φρυγίας με την άδεια των βασιλέων
της Περγάμου. Μια ιδέα για τη θρησκευτική σημασία της για τους λόγιους εθνικούς του 4ου αι. μας
παρέχει ο Ιουλιανός, Λόγοι (VIII), «Εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν», που συνδέει τη λατρεία της με τον
ελληνισμό και την κυριαρχία της Ρώμης, βλ. Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 210-214.
1545 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.18-89.2 (ΙΙ.31): «…ναοὺς ᾠκοδομήσατο δύο, ἐγκαθιδρύσας ἀγάλματα,
θατέρῳ μὲν μητρὸς θεῶν Ῥέας, ὅπερ ἔτυχον οἱ σὺν Ἰάσονι πλεύσαντες ἱδρυσάμενοι κατὰ τὸ
Δίνδυμον ὄρος τὸ Κυζίκου τῆς πόλεως ὑπερκείμενον. φασὶν δὲ ὡς καὶ τοῦτο διὰ τὴν περὶ τὸ θεῖον
ἐλωβήσατο ῥᾳθυμίαν, τοὺς τε περὶ ἑκάτερα λέοντας περιελὼν καὶ τὸ σχῆμα τῶν χειρῶν
ἐναλλάξας· κατέχειν γὰρ πάλαι δοκοῦσα τοὺς λέοντας νῦν εἰς εὐχομένης μεταβέβληται σχῆμα,
τὴν πόλιν ἐφορῶσα καὶ περιέπουσα». Σχετικά με το άγαλμα, βλ. Bassett, Urban Image, 155, η οποία
υποστηρίζει πως ο Ζώσιμος δεν το είχε δει, διότι καταστράφηκε μαζί με τον ναό, πιθανώς, κατά
την πυρκαγιά του έτους 476. Όμως η έκφραση «φασὶν δὲ» αναφέρεται στην αρχική κατάσταση του
αγάλματος, της Κυβέλης με τους λέοντες, την οποία ο συγγραφέας γνώριζε μόνο από προφορική
παράδοση. Αντίθετα η περιγραφή «νῦν εἰς εὐχομένης μεταβέβληται σχῆμα, τὴν πόλιν ἐφορῶσα
καὶ περιέπουσα» υποδεικνύει ότι ο Ζώσιμος είχε άμεση οπτική εμπειρία της μορφής του
αγάλματος, που σωζόταν μαζί με το Τυχαίο ακόμα στις μέρες του. Ακόμη, βλ. Margutti, «Rea-
Tyche».
1546 Ferguson, Religions, 77-87. Ειδικά για τη λατρεία της Τύχης ως προσωποίησης της πόλης, βλ.
Ευαγγελίδης, Αγορά, 267. Στην Αντιόχεια ο Ιούλιος Καίσαρας σύμφωνα με τον Ἰωάννη Μαλάλα,
Χρονογραφία, 163.50-53 (IX.5), ανέθεσε άγαλμα της Τύχης της Ρώμης στη Βασιλική, που οικοδόμησε
και έμεινε γνωστή ως «Καισάρειον», η οποία σύμφωνα με τον Downey, «Stoa and Basilike», 201-202,
κατελάμβανε τη μία πλευρά του Forum. Το Τυχαίο της Κορίνθου βρισκόταν στο δυτικό άνδηρο του
297
Κωνσταντινούπολης1548 με συμβολισμούς που ανατρέχουν στο ελληνιστικό
την αναφορά του δευτέρου από τον Ζώσιμο ως αγάλματος της «μητρὸς θεῶν
Ῥέας», επειδή προήλθε από τη μετατροπή ενός αρχαίου αγάλματος της θεάς και
Η ανέγερση των δύο ναών και η επιλογή της βόρειας στοάς δεν ήταν
της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης στη βόρεια στοά της Αγοράς του
Forum, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 224-228. Ειδικά, για την ύστερη αρχαιότητα, βλ. Lavan, «Residual
“Pagan” Statues», 450-453, 468-471.
1548 Οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions» θεωρούν ότι τα ασημένια
μετάλλια που τυπώθηκαν από το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης για τα εγκαίνια και
μιμούνται τα ασημένια ελληνιστικά τετράδραχμα απηχούν την ίδρυση της Πόλης ως Δεύτερης
Ρώμης και τη συμβολική σύνδεσή της με την ελληνιστική αστική παράδοση και βασιλεία.
1549 Για την εικονογραφία της Ρώμης, βλ. Γούναρη Ε.Γ., Η εικονογραφία της Ρώμης στην αρχαία
Constantinopolis und die kaiserliche Medaillonprägung von 330-363 n. Chr., Saarbrücken 2001, 78-79.
Ιδιαίτερα οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 43-48, υποστήριξαν ότι η
απεικόνιση στον οπισθότυπο των ασημένιων μεταλλίων της θεάς Ρώμης και της Τύχης της
Κωνσταντινούπολης αποτυπώνουν τη μορφή των αγαλμάτων και επιβεβαιώνουν την ανέγερση
των δύο ναών, που αναφέρει ο Ζώσιμος. O Lenski, «Constantine and the Tyche», τονίζει τη σχέση
των αγαλμάτων των δύο ναΐσκων, που ανήγειρε ο Κωνσταντίνος, με τις μορφές στους
οπισθότυπους των μεταλλίων και υποστηρίζει ότι απεικόνιζαν τις προστάτιδες θεότητες, Ρώμη και
Κωνσταντινούπολη, της Πόλης και κατ’επέκταση της αυτοκρατορίας.
1551 Ο Bardill, Constantine, 262 ερμηνεύει τη μετατροπή του αγάλματος της Κυβέλης ως προσπάθεια
να εξομοιωθεί με την Τύχη της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να γίνει αποδεκτό από τους
χριστιανούς.
1552 H Toynbee, «Roma and Constantinopolis» Ι, 136, θεωρεί ότι οι δύο ναοί δεν είχαν λατρευτική
χρήση και προτείνει ότι λειτούργησαν ως: «architectural ‘’settings’’ for the statues». Ο Bardill,
Constantine, 262 θεωρεί ότι πρόκειται για ιεροφυλάκια που φιλοξενούσαν τα δύο αγάλματα και όχι
για τόπους λατρείας. Η μεγαλύτερη απόδειξη για την ομαλή ενσωμάτωση των συμβολισμών του
Τυχαίου στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί το γεγονός ότι ο σημαντικότερος αξιωματούχος
(Έπαρχος) της Πόλης ανακαίνισε τον ναό της Τύχης κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα και μάλιστα
καυχήθηκε για αυτό με ένα επίγραμμα στην αψίδα της Βασιλικής, βλ. Παλατινή Ανθολογία, Γ.1.30.
Η μοναδική γνωστή αντίδραση περιορίζεται στο πρόσωπο του Ιουλιανού και αφορά την προσφορά
λατρευτικής θυσίας στη θεά Τύχη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1242-1243.
298
επανίδρυση της Πόλης του ως Νέας Ρώμης.1553 Συγχρόνως επισημοποιούσε τη
μεταφορά του μνημειακού κέντρου από τον χώρο της αρχαίας Αγοράς του
συνέχειας στο μνημείο και την Πόλη. Στο νέο Τυχαίο δεν εγκαταστάθηκε,
βέβαια, η Τύχη του Βυζαντίου αλλά η Τύχη της Ρώμης (Flora) που
επιλογή της Αγοράς και ειδικά της βόρειας στοάς αποτελούσε την πιο ιδανική
από άποψη επιβλητικότητας, αλλά και την πιο ταιριαστή από πλευράς
Είναι εντελώς παράδοξο το γεγονός ότι μία δεκαετία μετά τον θάνατο του
τέλη της δεκαετίας του 340. Και μόνο η παρουσία του ναού της Τύχης, όπου λίγα
θυσίες στην Τύχη της Κωνσταντινούπολης, μας δημιουργεί την υποψία ότι δεν
Εάν η πρότασή μας για τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του Ζευξίππου είναι ορθή,
τότε δεν είναι δυνατόν το μνημείο να χάθηκε από την Πόλη του Κωνσταντίνου
ἐκάλεσεν Ἄνθουσαν…». Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.16-18: «τὴν δὲ τύχην τῆς πόλεως τῆς ὑπ’ αὐτοῦ
ἀνανεωθείσης ποιήσας θυσίαν ἀναίμακτον ἐκάλεσεν Ἀνθοῦσαν». Σχετικά με την εικονογραφία
των προσωποποιήσεων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο,
βλ. Bühl, Constantinopolis und Roma. Ακόμη, βλ. Toynbee, «Roma and Constantinopolis» Ι & ΙΙ. Για τη
σχέση Flora-Ανθούσας, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 37-38, 49-52.
299
χωρίς να αφήσει πουθενά το αποτύπωμά του. Αυτό το αποτύπωμα μας βοηθούν
να εντοπίσουμε μερικές αναφορές στις πηγές του 4ου αιώνα, τις κυριότερες από
μετά την άφιξή του στην Πόλη, και ενώ αναζητούσε εργασία ως καθηγητής,
εισήλθε στην αγορά, όπου είδε έναν καθηγητή της ρητορικής να κάθεται σε
θρόνο: «ὡς γὰρ δὴ ἐνέβαλον εἰς τὴν ἀγοράν, ὁρῶ τινα Καππαδόκην ἥκοντα ἐπί
θρόνον βασιλέως πέμποντος, καὶ γὰρ ἐτύγχανεν ἡ βουλὴ τὸν ἄνδρα ᾐτηκυῖα,
εκπαιδευτικούς κύκλους της Πόλης και συγκέντρωσε γύρω του ένα σημαντικό
αριθμό φοιτητών. Όμως η επιτυχία του προκάλεσε τον φθόνο των
ανταγωνιστών του και κυρίως του επίσημα διορισμένου σοφιστή της Πόλης,
300
Λιμένιο1561: «οὗτος πρὸ τῆς ἀρχῆς ἐν ἀγορᾷ καθήμενος ἤτησε παρὰ τῆς Τύχης εἰς
τοσοῦτον τὴν ἀρχήν, ἐν ὅσῳ γένοιτ’ ἂν αὐτῷ κτεῖναι ἐμέ. λαβόντος οὖν τὸ
στην αγορά, πριν από τη δίκη του Λιβανίου, ευχήθηκε στη θεά Τύχη να μπορέσει
μερικά στιγμιότυπα από την κοινωνική ζωή και την τοπογραφία της πρώιμης
Κωνσταντινούπολης πέντε χρόνια, μόνο, μετά τον θάνατο του ιδρυτή της. Η
ρητορική περιγραφή του ορθώνει μπροστά μας μία Αγορά φυσικά ενταγμένη
της Πόλης. Αλλά μέσα στο ρευστό τοπίο της τοπογραφίας της πρώιμης
αφορμή την κολακευτική αναφορά του τελευταίου στο πρόσωπο του Λιβανίου
«Οὐκ ἔλαθές με ῥῆμα μέγα περὶ ἐμοῦ φθεγξάμενος ἐν ἀγορᾷ τε καὶ ὄχλῳ».1564 Η
Ακόμη πιο σημαντική για το θέμα μας, αλλά και γενικότερα για την
με τον τίτλο «Φιλόσοφος ή Βασανιστὴς», που εκφωνήθηκε μεταξύ των ετών 345
και 355.1565 Σε ένα πολύ σημαντικό χωρίο ο Θεμίστιος κάνει λόγο για τα
Thémistios», 5-13. Για τη σχέση του με τον Λιβάνιο, βλ. Cribiore, School of Libanius, 61-66.
1564 Λιβάνιος, Ἐπιστολαὶ, 507.3-4 (ἐπ. 1477). Ο Schlange-Schöningen, Kaisertum, 122, σημ. 105
στις αρχές της καθηγητικής σταδιοδρομίας του Θεμιστίου μεταξύ 345 και 355. Ο Vanderspoel,
Themistius, 94-95, με βάση στοιχεία που εντοπίζει στο κείμενο το χρονολογεί κατά τον χειμώνα του
έτους 355/356. Ο Penella, Themistius, 14-16 και σημ. 53, διατυπώνει σοβαρή κριτική σχετικά με τα
επιχειρήματα που τεκμηριώνουν τις χρονολογήσεις αυτές, αλλά δεν αντιπροτείνει δική του
χρονολόγηση.
301
προβλήματα που δημιουργούνται από τη διδασκαλία της σοφιστικής παράλληλα
καθιστάναι καὶ πρατήριον ποιεῖν τοῦ δικαίου τὰ ἀνάκτορα τῶν Μουσῶν καὶ
τον χώρο της αγοράς. Είναι αλήθεια, όμως, ότι η αόριστη διατύπωσή τους και η
περαιτέρω τη θέση αυτής της αγοράς ή αυτών των αγορών. Τα μόνα στοιχεία
συγκεκριμένες λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα στον αόριστο χώρο της αγοράς.
στοιχείο ότι στην Αγορά υπήρχε θρόνος διδασκάλου στον οποίο καθόταν ο
Καππαδόκης σοφιστής αναμφίβολα για να διδάξει «ἐν ἀγορᾷ τε καὶ ὄχλῳ» «τὰς
ανοικτός, καθώς ο Λιβάνιος είδε τον σοφιστή να κάθεται, αμέσως μόλις εισήλθε
στον χώρο της Αγοράς: «ὡς γὰρ δὴ ἐνέβαλον εἰς τὴν ἀγοράν, ὁρῶ τινα
1566 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.19-44.7 (260b-c). Ακόμη, βλ. Schlange-
Schöningen, Kaisertum, 123-124.
1567 Ο όρος «ἐλευθέρους διατριβάς» είναι συνώνυμος της λατινικής έκφρασης «studiis liberalibus»
που συναντάμε στον Θεοδοσιανό κώδικα στον τίτλο της ενότητας που αναφέρεται στην
εκπαίδευση, βλ. Codex Theodosianus, XIV.9: «De Studiis Liberalibus Urbis Romae et
Constantinopolitanae».
1568 Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 100.14-16 (35).
302
Η εξέδρα1569 είναι αρχιτεκτονικός όρος με ευρύ περιεχόμενο, που δηλώνει
οποίες ήταν ανοικτές με δύο κίονες «ἐν παραστάσει» προς την εσωτερική αυλή.
Ο θρόνος του διδασκάλου βρισκόταν στο κέντρο της πλευράς απέναντι από την
είσοδο και περιμετρικά των τοίχων υπήρχε χαμηλό θρανίο για να κάθονται οι
μαθητές. Στα «Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας» του Ψευδο-Ηλία, ένα κείμενο του
7ου αιώνα, βρίσκουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «διὰ τοῦτο γὰρ τὰ
ὁρῶσιν ἀλλήλους καὶ τὸν διδάσκαλον».1570 Ουσιαστικά στο κείμενο αυτό ο όρος
περίπτωση της αναφοράς του Λιβανίου είναι ότι η εξέδρα ή διατριβή με τον
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο μάς προσφέρει η αναφορά της δίκης του
βρισκόταν στον χώρο της αγοράς ζήτησε από τη θεά Τύχη να διαρκέσει τόσο
παραιτούνται. Μετά τις απειλές του Λιμενίου και για τη δική του σωματική
1569 Για τη σημασία του όρου «ἐξέδρα», βλ. Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 103. Ειδικότερα για τη
μορφή και τη χρήση της εξέδρας στα αρχαία Γυμνάσια, βλ. Delorme, Gymnasion, 325-329. O
Vitruvius, De Architectura, V.11.1-4, θεωρεί ότι ευρύχωρες εξέδρες με καθίσματα μπορούσαν να
κατασκευάζονται και στις τρεις απλές στοές του περιστώου των Γυμνασίων. Συνήθως ελεύθερες
και υπαίθριες εξέδρες, που έφεραν αγάλματα ή είχαν γενική χρήση, υπήρχαν και στις πλατείες
των αρχαίων αγορών.
1570 Ἠλίας, Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας, 21.29-30. Η Wolska-Conus, «Stéphanos», 69-82, πρότεινε ότι
ο Ψευδο-Ηλίας είναι μάλλον το ίδιο πρόσωπο με τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα και οικουμενικό
διδάσκαλο, τη σημαντικότερη προσωπικότητα της ανώτερης εκπαίδευσης της Κωνσταντινούπολης
κατά το α’ μισό του 7ου αιώνα.
1571 Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 106.21-23 (46).
303
Λιβάνιος δεν προσδιορίζει με σαφήνεια τον χώρο όπου εξελίσσεται η δίκη, ο
χώρος πρέπει να είναι και πάλι η αγορά, αφού η περιγραφή του παρουσιάζει τα
γεγονότα ως συνεχόμενα.1572
λειτουργία.1575 Ένα μεγάλο μέρος της διεξαγόταν στον χώρο των δικαστηρίων,
1572 Με βάση την περιγραφή του Λιβανίου, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 106.1-12 (45), οι
εξελίξεις υπήρξαν δραματικά απότομες. Την προηγούμενη ημέρα της δίκης του, ο ανθύπατος
Αλέξανδρος, που είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μετά τα αιματηρά επεισόδια της
Στάσης του 342, έκανε γνωστό ότι προτίθεται να αθωώσει τον Λιβάνιο και να τιμωρήσει τους
συκοφάντες του. Αλλά κατά τη διάρκεια της νύκτας αποβλήθηκε από το αξίωμά του και την
επόμενη ημέρα το πρωί ανέλαβε ο Λιμένιος. Η έκφραση «ἐν ἀγορᾷ καθήμενος» έχει τη σημασία
«κάθημαι ἐν δικαστηρίῳ, συνεδριάζω» βλ. Liddell-Scott, Λεξικὸν, τ. 4, 205, λήμμα «κάθημαι».
Ακολουθεί η δίκη του Λιβανίου, η οποία φαίνεται ότι ήταν, ήδη, προκαθορισμένη να διεξαχθεί
εκείνη την ημέρα. Ο Lavan, «Fora and Agorai», 213-214, παρουσιάζει στοιχεία για τη λειτουργία
δικαστηρίων, τη διεξαγωγή βασανιστηρίων καθώς και την παραδειγματική εκτέλεση ποινών στον
χώρο της αγοράς κατά τον 4ο και 5ο αιώνα.
1573 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 18.1-6 (243a-b): «Ἄνδρες ὅσοι ξυνελέγητε ὑπ’
ἐμοῦ τήμερον εἰς τὸ θέατρον τῶν Μουσῶν, τί κάθησθε ἐκπεπληγμένοι; τί δὲ συνέχεσθε ὑπὸ
θάμβους; οὔτι που ὑμῖν καινὸν καὶ ἀλλόκοτον καταφαίνεται ἄνδρα τοῦ φιλοσοφίας ὀνόματος
ἀξιούμενον χθές τε ἀγείροντα ἑωρᾶσθαι καὶ νῦν καθήμενον ἐπὶ θρόνου τινὸς ὑψηλοῦ μάλα
σοφιστικῶς καὶ σοβαρῶς…». Κατά τη γνώμη μου, το «θέατρο των Μουσών» με τον «υψηλό θρόνο»
δηλώνει ρητορικά την εξέδρα ή διατριβή με τον θρόνο του καθηγητή, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1567,
την αναφορά του Ἠλία, όπου η εξέδρα παραβάλλεται με το θέατρο. Θεωρούμε ότι η εν λόγω
ομιλία εκφωνήθηκε σε μία από τις εξέδρες της Αγοράς-Βασιλικής.
1574 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 18.18-20 (244a): «ἰδοὺ γὰρ ὑμῖν διαρρήδην
αὐτὸς ἐγὼ λέγω κατ’ ἐμαυτοῦ ἐν κοινῷ θεάτρῳ ὅτι τούτου μοι τοῦ ὀνόματος οὐδὲν προσήκει…».
1575 Schlange-Schöningen, Kaisertum, 122-123 και σημ. 108.
304
ουσιαστικά υποβαθμίζει το πρακτικό μέρος της διδασκαλίας των σοφιστών, «τοῖς
πραγματικών φιλοσόφων.
η ανεπίτρεπτη κατά τον Θεμίστιο συνύπαρξη στον ίδιο χώρο της εκπαιδευτικής
τοῦ δικαίου τὰ ἀνάκτορα τῶν Μουσῶν καὶ ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς
διαπίστωση αυτή δεν συνιστά, βέβαια, την εποχή αυτή κάποια πρωτοτυπία.
να φιλοξενείται η λατρεία της Τύχης, που αφορούσε την ευημερία της πόλης. Η
Γυμνάσιο στον χώρο της Αγοράς, αλλά παραδείγματα από την Αντιόχεια1579, την
Lavan, «Agorai», 159-161. Η Saradi, Byzantine City, 211-214 περιγράφει τη σταδιακή παρακμή του
χώρου της αγοράς από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα καθώς και την εξέλιξη της σημασίας του όρου.
1579 Ο Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 133.4-7 (102) για να αυξήσει τον αριθμό των
μαθητών του μετέφερε τη διδακτική δραστηριότητά του στην περιφέρεια της Αγοράς της
Αντιοχείας: «αὐτὸς ἐκεῖσε ἐκαθήμην ψαύων τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἔδρασέ τι τὸ χωρίον προστεθέντων οἷς
305
Αθήνα1580 και την Ρώμη1581 μας υποδεικνύουν ότι αυτό δεν αποτελεί πρωτοτυπία
τοπογραφία της Πόλης την εποχή του Θεμιστίου και του Λιβανίου, δηλαδή
ανάμεσα στα έτη 340 και 374, προκύπτει ότι την περίοδο αυτή υπήρχαν τρεις
ἔνθα τότε τὰ παιδευτηρία ἦν…»1582, ακριβώς την περίοδο που μας απασχολεί,
Θεμίστιο και τον Λιβάνιο. Ωστόσο ο ιστορικός συνέγραψε το κείμενό του έναν
αιώνα μετά τα φοιτητικά χρόνια του Ιουλιανού. Αυτό σημαίνει πως η ονομασία
ίδιος γράφει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά πως ο Ιουλιανός και οι
ἔφην ἄρτι πλειόνων ἢ <δὶς> τοσούτων νέων…», γεγονός που είχε άμεσα αποτελέσματα αλλά όχι
εντελώς ικανοποιητικά. Μόνο με την εγκατάστασή του στο Βουλευτήριο της πόλης ο αριθμός των
μαθητών ξεπέρασε κάθε προσδοκία, βλ. στο ίδιο, 134.8-10 (104): «…ἱδρῦσθαὶ με ἐν τῷ βουλευτηρίῳ
τοσοῦτόν τε εἶναι τὸ ποίμνιον, ὥστε μὴ οἷόν τε εἶναι, πρὶν ἥλιον δῦναι, διὰ πάντων ἰέναι». Το
βουλευτήριο βρισκόταν, ασφαλώς, στην περιοχή της Αγοράς της πόλης.
1580 Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διδασκαλία των στωικών στην Ποικίλη Στοά και τη λειτουργία της
Βιβλιοθήκης του Πανταίνου στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αγοράς, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 225-229,
την ίδρυση της Βιβλιοθήκης του Αδριανού σε πολύ μικρή απόσταση ανατολικά της Αγοράς, βλ.
Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 293-298, την πρόταση ταύτισης της οικίας Ωμέγα στην
πλαγιά του Αρείου Πάγου με Φιλοσοφική Σχολή, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 242-253 και Camp,
«Philosophical Schools». Στο μεγάλο αυτό πνευματικό κέντρο η εντατικοποίηση των εκπαιδευτικών
δραστηριοτήτων στο περιβάλλον της αρχαίας Αγοράς συντελέστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
1581 Ο Marrou H. I., «La vie intellectuelle au Forum de Trajan et au Forum d’ Auguste», Mélanges d’
Archéologie et d’ Histoire, 49 (1932), 93-110 υποστηρίζει κυρίως με βάση επιγραφικά στοιχεία ότι στις
μεγάλες εξέδρες των αυτοκρατορικών Forum του Αυγούστου και του Τραϊανού λειτουργούσαν
ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο φόρος του Τραϊανού διέθετε και δύο πολύ σημαντικές
βιβλιοθήκες μία λατινική και μία ελληνική, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 177. Ακόμη βλ.
Lavan, «Fora and Agorai», 230, σημ. 94.
1582 Σωκράτης, Γ.1.4.
306
κι ο Ησύχιος σε σχέση με την τοπογραφία της σύγχρονής τους
μαρτυρίες του Σωκράτη, του Λιβανίου και του Θεμιστίου σχετικά με τον
αιώνα στη Βασιλική και στην Αγορά αντίστοιχα είναι και πάλι ισοδύναμες. Και
αναφέρονται στο ίδιο μνημείο. Απλά το μνημείο, που στα χρόνια του Σωκράτη
ονομαζόταν πλέον Βασιλική, στα χρόνια του Θεμιστίου και του Λιβανίου
ίδιες ακριβώς λειτουργίες που προσδιορίζονται στην Αγορά του 4ου αιώνα,
χωροθετούνται από τις πηγές του 5ου και του 6ου αιώνα στη Βασιλική. Ο
Σωκράτης, απλώς, προέβαλε την ονομασία, που είχε το μνημείο στην εποχή του,
Η άγνωστη αγορά της Κωνσταντινούπολης του 4ου αιώνα δεν είναι άλλη
Αγορά στην Κωνσταντίνεια Πόλη (εικ. 150) και παρέμεινε Αγορά στη συνείδηση
των κατοίκων της πρώιμης Κωνσταντινούπολης κατά τα πρώτα χρόνια μετά τον
θάνατο του ιδρυτή της. Ήταν εδώ, στα Μουσεία ή παιδευτήρια της Αγοράς του
Ζευξίππου, που φοίτησε ο Ιουλιανός και όχι της Βασιλικής, όπως νομίζαμε μέχρι
τώρα. Στην τύρβη της Αγοράς του Ζευξίππου τα Μουσεία βρίσκονταν σε άμεση
δίκη του Λιβανίου. Την εποχή δηλαδή ακόμη που η Αγορά του Ζευξίππου δεν
Τύχης και της Ρέας και η λειτουργία των Παιδευτηρίων. Οι οικοδομικές εργασίες,
307
που απαιτήθηκαν, περιορίζονται στην κατασκευή των δύο ναΐσκων, των εξεδρών
Λιβάνιος συνάντησε εδώ όλες αυτές τις δραστηριότητες, ήδη το έτος 341/2,
υποδεικνύει ότι η λειτουργική ανανέωση του μνημείου οφείλεται στον ίδιο τον
Κωνσταντινούπολης εξαιτίας της αιματηρής στάσης του έτους 342 1586 έστρεψε
και πάλι το ενδιαφέρον του προς αυτήν. Ο Θεμίστιος εξήρε την προσφορά του
1584 Η πληροφορία για την πρόσκαιρη τοποθέτηση του αγάλματος του Ηρακλή στην Αγορά, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1524-1525 και 1534, ίσως σχετίζεται με τη λειτουργία των παιδευτηρίων.
1585 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον». Ο λόγος απαγγέλθηκε την 1η
Ιανουαρίου του έτους 357 σύμφωνα με τους Dagron, «Témoignage de Thémistios», 21 και
Vanderspoel, Themistius, 96-100.
1586 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 97, 490, 501. Η κυριότερη συνέπεια για την Πόλη υπήρξε η
μείωση κατά το ήμισυ της πολιτικής αννώνα, από 80.000 σε 40.000 ημερήσιους άρτους, βλ.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 104.18-105.1 (ΙΙ.13.5). Ο Dagron, στο ίδιο, 609, με βάση αυτό το
μέτρο συμπεραίνει: «Ἡ τιμωρία τοῦ Κωνσταντίου Β΄ ἦταν, λοιπόν, περισσότερο πολιτικὴ παρὰ
οἰκονομική: ἀναστέλλει τὸ μέλλον τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς πρωτεύουσας». Την ίδια περίοδο ο
Κωνστάντιος είχε ως έδρα του την Αντιόχεια. Κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στις επιπτώσεις της
αιματηρής στάσης θα πρέπει να συγκαταλεχθεί και η αναστολή της υλοποίησης του οικοδομικού
προγράμματος που σχεδίασε ο Μ. Κωνσταντίνος.
1587 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.8-12 (58b-c): «πηγάς τε μαστεύων
308
καὶ μορίοις».1588 Άραγε μπορούμε να ταυτίσουμε αυτό το τόσο σημαντικό
μνημείο;
σημαίνει τεμάχιο, μέρος, μερίδα. Στο κριτικό υπόμνημα της έκδοσης του
οροφής του κτηρίου, δηλαδή την επένδυση της ξύλινης στέγης με φύλλα χρυσού,
Είδαμε νωρίτερα ότι την εποχή που ο Θεμίστιος έγραψε τον λόγο του,
ουσιαστικά δεν έχει καμία σχέση με τον όρο «βασίλειος» και δεν θα
1588 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.12-13 (58c). Ο Schlange-Schöningen,
Kaisertum, 104-105 και σημ. 47 συσχετίζει την αναφερόμενη αγορά με τη Βασιλική Στοά.
1589 Liddell-Scott, Λεξικόν, τ. 5, 309, λήμμα «μόριον».
1590 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83. Ο Vanderspoel, Themistius, 99 και
σημ. 129 προτείνει την ανάγνωση «μορρίοις» και μεταφράζει στα αγγλικά ως «murrhine» που
δηλώνει την «murr(h)a», είδος ποικίλης λιθίας από το οποίο οι αρχαίοι Ρωμαίοι παρασκεύαζαν
αγγεία και σκεύη, βλ. Κουμανούδη Σ., Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Αθήνα 2009, 716. Oxford Latin
Dictionary, Οξφόρδη 1968, 1147. Όμως, το προτεινόμενο «μορρίοις» αφενός δεν απαντάται σε
κανένα χειρόγραφο και αφετέρου είναι μάλλον άσχετο ως υλικό με τη διακόσμηση της αγοράς.
1591 Ενδεικτική είναι η προτίμηση του Μ. Κωνσταντίνου για τη διακόσμηση με φύλλα χρυσού της
οροφής μιάς σειράς μνημείων, βλ. Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 99.3-5 (ΙΙΙ.32.1): «τὴν δὲ τῆς
βασιλικῆς καμάραν πότερον λακωναρίαν ἢ δι’ ἑτέρας τινὸς ἐργασίας γενέσθαι σοι δοκεῖ, παρὰ σοῦ
γνῶναι βούλομαι. εἰ γὰρ λακωναρία μέλλοι εἶναι, δυνήσεται καὶ χρυσῷ καλλωπισθῆναι». Στο ίδιο,
100.12-16 (ΙΙΙ.36.2): «τὰ δὲ τῆς εἴσω στέγης (δώματα) γλυφαῖς φατνωμάτων ἀπηρτισμένα…χρυσῷ τε
διαυγεῖ δι’ ὅλου κεκαλλυμμένα, φωτὸς οἷα μαρμαρυγαῖς τὸν πάντα νεὼν ἐξαστράπτειν ἐποίει»
(Βασιλική της Αναστάσεως). Στο ίδιο, 104.20-22 (ΙΙΙ.49): «ὡς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀνακτόροις τῶν
βασιλείων, κατὰ τὸν πάντων ἐξοχώτατον οἶκον τῆς πρὸς τῷ ὀρόφῳ κεχρυσωμένης φατνώσεως…»
(κεντρική αίθουσα των Ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη). Στο ίδιο, 105.6-9 (ΙΙΙ.50.2): «εἴσω δὲ
τὸν εὐκτήριον οἶκον εἰς ἀμήχανον ἐπάρας ὕψος…, ὃν καὶ χρυσοῦ πλείονος ἀφθονίᾳ χαλκοῦ τε καὶ
τῆς λοιπῆς πολυτελοῦς ὕλης ἐστεφάνου κάλλεσιν» (Οκτάγωνο της Αντιοχείας). Στο ίδιο, 144.2-9
(IV.58): «διαλαβὼν δὲ λεπτοῖς φατνώμασι τὴν στέγην χρυσῷ τὴν πᾶσαν ἐκάλυπτεν·…καὶ τοῦτον δὲ
πολὺς περιέλαμπε χρυσός…δικτυωτὰ δὲ πέριξ ἐκύκλου τὸ δωμάτιον ἀνάγλυφα χαλκῷ καὶ χρυσῷ
κατειργασμένα» (Ναός των Αγίων Αποστόλων). Ο Mango, Développement urbain, 24 συσχετίζει τη
χρήση συγκεκριμένων υλικών, όπως του χρυσού, του αργύρου και του πορφυρίτη, με το βαρύ και
πομπώδες αρχιτεκτονικό ύφος της περιόδου της Τετραρχίας.
309
ασχοληθούμε μαζί του. Από τις δύο αγορές που μένουν, η μία είναι πράγματι
έργο βασιλέως, ο Φόρος ή Αγορά του Κωνσταντίνου1592, και με αυτή την έννοια
Ζευξίππου, βρισκόταν ενταγμένη στο νέο μνημειακό κέντρο της Πόλης κοντά
αρκούσε για να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «βασίλειος». Ποια, όμως, από τις
Γνωρίζουμε ότι ακριβώς αυτό το είδος διακόσμησης χαρακτηρίζει στον νόμο του
μαζί συνοδεύουν πάλι τη Βασιλική στην ελληνική απόδοση του νόμου του 440
Συγχρόνως καμία διακόσμηση αυτού του είδους δεν απαντάται στις πηγές σε
1592 Σχετικά με την ίδρυση και τη μορφή του Φόρου του Κωνσταντίνου, βλ. Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα,
88.1-5 (ΙΙ.30.4). Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.79-246.86 (ΧΙΙΙ.7). Πασχάλιον Χρονικόν, 528.9-16.
Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.12-15 (41). Ακόμη, βλ. Mango, Développement urbain, 25-26. Müller-Wiener,
Bildlexikon, 255-257. Ιδιαίτερα για τη στήλη του Κωνσταντίνου, βλ. Mango C., «Constantinopolitana»,
JDAI 80 (1965), 305-336 [επανέκδ.: Mango, Studies, κεφ. II]. Mango C., «Constantine’s Porphyry Column
and the Chapel of St. Constantine», ΔΧΑΕ 10 (1981), 103-110 [επανέκδ.: Mango, Studies, κεφ. IV].
Mango C., «Constantine’s Column» στο Mango, Studies, κεφ. III.
1593 Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.15-18.2 (41) «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ τοὺς τῆς συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν
οἴκους…καὶ τὴν τῶν βασιλείων αὐλήν». Λανθασμένα οι Speck, Kaiserliche Universität, 94, σημ. 17 και
Schlange-Schöningen, Kaisertum, 102, σημ. 38 και 104, σημ. 46, θεωρούν ότι οι ονομασίες «βασιλέως
αὐλή» ή «βασιλείων αὐλήν» μπορεί να αναφέρονται στη Βασιλική Στοά. Η παλαιότερη αναφορά
του όρου σε σχέση με το Παλάτιο της Πόλης εντοπίζεται στον Εὐσέβιο, Βίος Κωνσταντίνου, 122.5-6
(IV.7.1): «…παρατυχόντας ἡμᾶς πρὸ τῆς αὐλείου τῶν βασιλείων πυλῶν…».
1594 Ιουστινιάνειος Κώδικας, Γ.1.6.
1595 Είναι χαρακτηριστικό ότι και τις τρεις φορές που αναφέρεται η Βασιλική στο πρώτο θέαμα
συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «χρυσόροφος», βλ. Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.9-10,
40.6 και 40.14 (37) και Γ.1.23.
1596 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.16-17 (41) και Γ.1.37.
1598 Ο Vanderspoel, Themistius, 99 και σημ. 128 θεωρεί ότι με την έκφραση «δρόμῳ … ὑποστέγῳ» ο
Θεμίστιος αναφέρεται στον Ιππόδρομο, ενώ την έκφραση «βασίλειον ἀγορὰν» ταυτίζει με τον
Φόρο του Κωνσταντίνου. Επειδή και τα δύο αυτά έργα ανήκουν στον Μ. Κωνσταντίνο προτείνει
είτε πως ο Θεμίστιος αποδίδει στον Κωνστάντιο τα έργα του πατέρα του, είτε πως στον
Κωνστάντιο οφείλεται απλώς η διακόσμησή τους. Καμία από τις δύο υποθέσεις δεν μας φαίνεται
πιθανή. Μπροστά σε ένα κοινό από κατοίκους της Πόλης, συγκαιρινούς των δύο αυτοκρατόρων,
310
Θεμιστίου προκύπτει πως η πολυτελής διακόσμηση της Βασιλικής Στοάς
στο Τετράστωο, όταν αυτό ακόμη γινόταν αντιληπτό ως Αγορά στη συλλογική
του από τον Μ. Κωνσταντίνο ή ακόμη την πολυτελή διακόσμησή του από τον
προσδιορισμός αυτός στο εξής δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την ονομασία της και
πλέον θα έχει την κύρια σημασία. Συγχρόνως, αυτή η μοναδική αναφορά της
αρχαίας ιστορίας του μνημείου και του παραδοσιακού αγοραίου χαρακτήρα του.
Η νέα ονομασία του μνημείου μαρτυρείται για πρώτη φορά, πέντε μόνο
χρόνια μετά την αγόρευση του Θεμιστίου, από τον ρήτορα Ιμέριο1601, ο οποίος
καταγράφεται στη Notitia Urbis περίπου 60 χρόνια μετά και επιβεβαιώνεται από
είναι μάλλον απίθανο ο ρήτορας να διαστρεβλώνει τόσο πολύ την πραγματικότητα αποδίδοντας
στον Κωνστάντιο τα έργα του πατέρα του. Συγχρόνως όλες οι πηγές αναφέρουν την ανακαίνιση
του Ιπποδρόμου ως έργο του Κωνσταντίνου.
1599 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-17 (ΙΙ.31.2).
1602 Η αναφορά του Ιμερίου, βλ. Γ.1.1., παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη μαρτυρία του Ζωσίμου,
Ἱστορία Νέα, 127.3-7 (ΙΙΙ.11.3): «…λιμένα δὲ μέγιστον αὐτῇ δειμάμενος, τῶν ἀπὸ τοῦ νότου
κινδυνευόντων ἀλεξητήριον πλοίων, καὶ στοὰν σιγματοειδῆ μᾶλλον ἢ εὐθεῖαν, ἐπὶ τὸν λιμένα
κατάγουσαν, ἔτι δὲ βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν
ἐναποθέμενος…». Στη Notitia Urbis, 232 (IV.9), το λιμάνι αναφέρεται ως «Portum novum», ενώ η
φράση: «λιμένας περιπτυσσέτω στοὰς» καταγράφεται ως: «Porticum semirotundam, quae ex
similitudine fabricae sigma Graeco vocabulo nuncupatur.», βλ. στο ίδιο, 232 (IV.10-12). Η νοηματική
σύμπτωση των περιγραφών, ιδιαίτερα επειδή χρησιμοποιούν διαφορετικούς γλωσσικούς όρους,
είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή.
311
τον Ζώσιμο, ο οποίος το αποδίδει στον Ιουλιανό. Η έκφραση του Ιμερίου:
εννοεί την ανέγερση της Βιβλιοθήκης. Ο σοφιστής θεωρεί ότι δύο είναι τα βασικά
κάλλος και το μέγεθός της. Η διατύπωσή του μας υπενθυμίζει την περιγραφή
του Προκοπίου για την αυλή του μνημείου: «ὑπερμεγέθης, περιμήκης, μὲν καὶ
εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα».1604 Και είναι βέβαιο πως ειδικά για τη βόρεια στοά οι
χαρακτηρισμοί του Ιμερίου είναι απολύτως ακριβείς. Ενδιαφέρον, όμως, έχει και
η προτροπή που συμπληρώνει την αναφορά στο μνημείο: «καὶ <ἀπ>έστω γνώμῃ
τον Έπαρχο να μένει μακριά από τον άδικο χρηματισμό με τη δίκαιη κρίση του
κρίση του Επάρχου αποτελεί πρόσθετη απόδειξη ότι ο σοφιστής αναφέρεται στο
ίδιο μνημείο, στο οποίο οι σύγχρονοί του Λιβάνιος και Θεμίστιος χωροθετούν τη
δικαστική λειτουργία, δηλαδή την αγορά του Ζευξίππου. Τα κριτήρια του όρου
«βασίλειος» που θέτει ο Ιμέριος, το κάλλος και το μέγεθος του Τετραστώου, λίγα
χρόνια μετά την ανακαίνισή του από τον Κωνστάντιο, δηλώνουν τον αντάξιο
σοφίας, Αθήνα, από την οποία έρχεται ο ρήτορας, τη δόξα μιάς Βασιλείου Στοάς,
από τα έργα των ιστοριογράφων του 4ου και του 5ου αιώνα δεν μας επιτρέπει να
312
παρακολουθήσουμε τη διαδρομή της σύνθετης ονομασίας μέχρι περίπου το έτος
500, όταν τη συναντάμε πάλι στον Ζώσιμο. Αντίστοιχα, όταν στις αρχές του 5ου
αιώνα ο όρος «Βασιλική» συνδέθηκε με την Τετράστωο Αγορά, είχε ήδη μία
μακρά ιστορία πίσω του και μία διευρυμένη σημασία, ώστε να προσαρμόζεται σε
συστατικό του μνημειακού κέντρου των ρωμαϊκών πόλεων και ήταν αδιανόητο
περίοδος για τον επαναπροσδιορισμό του μνημείου υπήρξε το τρίτο τέταρτο του
επιβίωσε στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Πόλης, αλλά αποτυπώθηκε
στη διασωθείσα γραμματεία μόνο δύο φορές και με τρόπο κατανοητό μόνο για
ήταν η μαρτυρία του Ιωάννη Λυδού1605 για την Αγορά που καλείται Ζεύξιππος
(περ. μέσα 6ου αιώνα). Η πρώτη ήταν η περίφημη μαρτυρία του Ζωσίμου 1606 (περ.
500) για την ανέγερση των ναών της Τύχης και της Ρέας, στην οποία θα
αναφορά του στα σκαλοπάτια της μιάς στοάς σε χρόνο ενεστώτα: «εἰς ἣν
και ο επιμερισμός που δηλώνεται υποδεικνύουν πως και οι τέσσερις στοές του
313
πρωτοβυζαντινούς αναγνώστες. Τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας1608
και ο Ησύχιος1609 βεβαιώνουν, επιπλέον, πως και ο ναός της Τύχης σωζόταν
ακόμη στη Βασιλική του πρώιμου 6ου αιώνα. Ωστόσο, εκείνο που δεν υπήρχε
οριστικά.1610
πόλεις με συνεχή ιστορικό βίο. Από την Αγορά του Ζευξίππου στη Βασίλειο
Αγορά και από τη Βασίλειο Στοά στη Βασιλική, μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο
το Τυχαίο στην άκρη της μιάς στοάς του: «εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί»
παρέμεινε ένα ζωντανό μνημείο μέσα στον πολυτάραχο δημόσιο βίο της
ιδιωτικοποίησης και εκχριστιανισμού των αγοραίων χώρων των μεγάλων πόλεων από τον ύστερο
4ο έως και τον 6ο αιώνα καθώς και την παράλληλη ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων σε
αυτούς. Η κύρια αιτία υπήρξε η παρακμή του πολιτικού χαρακτήρα και των αντίστοιχων
λειτουργιών της αρχαίας αγοράς. Η περίπτωση της Αγοράς του Ζευξίππου είναι μοναδική, καθώς
η ενσωμάτωσή της στο αυτοκρατορικό συγκρότημα της Πόλης επιβάλλει την υποβάθμιση των
εμπορικών δραστηριοτήτων και τον λειτουργικό επαναπροσδιορισμό της. Μολονότι οι νέες
λειτουργίες που στεγάζει προέρχονται από τον χώρο της αρχαίας πολιτικής αγοράς, εντούτοις
περιβάλλονται την αίγλη του αυτοκρατορικού θεσμού και το μνημείο μεταμορφώνεται σε
συμβολικό πολυχώρο, που δεν έχει πλέον τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς αλλά της
ρωμαϊκής βασιλικής.
1611 Ο Magdalino, «Medieval Constantinople», 52-53, έχει επισημάνει το φαινόμενο της μετονομασίας
314
πρώιμης Κωνσταντινούπολης, το οποίο δεν έπαψε ποτέ να αντηχεί τους
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Δ’
Το πρώτο σημαντικό ζήτημα που αφορά τη Βασιλική Στοά είναι η σχέση της με
περιγραφή της Μεγίστης Αγοράς από τον Ζώσιμο. Ένα βασικό στοιχείο είναι η
γεγονός ότι στις πηγές συνοδεύει και άλλα οικοδομήματα, ανάμεσα στα οποία
και μία Αγορά, την Αγορά του Ζευξίππου που αναφέρει ο Ιωάννης Λυδός. Κατά
τη γνώμη μου, η Μεγίστη Τετράστωος Αγορά και η Αγορά ή Τετράστωο του
Ζευξίππου είναι το ίδιο μνημείο. Με βάση την περιγραφή του Λυδού για τη
διάδοση της πυρκαγιάς κατά τη Στάση του Νίκα, το μνημείο αυτό θα πρέπει να
ταυτιστεί με τη Βασιλική.
Καθώς η Βασιλική ανεγέρθηκε σε κεκλιμένο έδαφος, υποστηρίξαμε ότι η
βόρεια στοά της απαίτησε την κατασκευή ενός υψηλού λιθόκτιστου βάθρου. Στο
η ισχυρή θεμελίωσή της, η έντονη οπτική σχέση της με την κάτω πόλη και το
σχέση με δύο στοές της Ρόδου, με την οποία το Βυζάντιο βρισκόταν σε ναυτικό
315
και εμπορικό ανταγωνισμό. Η μετατροπή της στοάς σε τετράστωο εντάσσεται
οργανικά στις αρχιτεκτονικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στις αγορές των
ελληνικών πόλεων κατά την ύστερη ελληνιστική και κυρίως την ρωμαϊκή
περίοδο.
αξόνων στην απόληξη της χερσονήσου. Μία σειρά από μαρτυρίες για αγάλματα
Κωνσταντινούπολης. Μία σειρά από μαρτυρίες του Λιβανίου και του Θεμιστίου,
που έχουν μείνει μέχρι σήμερα αταύτιστες και συνδέουν μία άγνωστη Αγορά της
πιθανώς τη λατρεία της Τύχης, θεωρήσαμε ότι αναφέρονται στο ίδιο μνημείο,
Τυχαίο της Πόλης, ενώ την ίδια περίπου εποχή συναντάμε και τα δικαστήρια.
Αγορά του 4ου αιώνα χωροθετούνται από διάφορες πηγές του 5ου και του 6ου
στάδιο ανανέωσης της ονομασίας της. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιμέριος για
316
αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο της Πόλης. Αποτελεί ένα ξεχωριστό
317
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΙΟΥ ΣΤΗ
ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΑ
Δικαστήρια και το Τυχαίο στο μνημειακό κέντρο της Πόλης. Το παρόν κεφάλαιο
λειτουργίες του δημόσιου βίου που φιλοξενήθηκαν στη Βασίλειο Στοά. Στο
στον χρόνο. Ως χώρος δεν ορίζεται μόνο το συγκεκριμένο οικοδόμημα, αλλά και
την υλοποίησή τους θα είχε αντίκτυπο στη σύνθεση του μνημειακού της
318
Ε.1. Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
σοφιστές του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Μάρκος και ο Χρήστος, οι οποίοι έχαιραν της
Γραμματικού (μάλλον 2ος αι. μ.Χ.), που καταγόταν από το Βιθύνιον, σπούδασε
την τέχνη του στην Αθήνα και δίδαξε στο Βυζάντιο μέχρι τον θάνατό του σε
ηλικία 36 ετών.1614 Ο Διονύσιος Βυζάντιος χωροθετεί νότια της Βοσπορείου Άκρας
και κοντά στον αρχαίο ναό του Ποσειδώνα «ἔνδοθεν μὲν τοῦ τείχους στάδια καὶ
προηγούνται της καταστροφικής πολιορκίας του Σεβήρου, μετά την οποία δεν
με την Dana1616 κατά τον 3ο αιώνα το κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός στην πόλη
1612 Dana, «Byzance Hellénistique». Ακόμη, βλ. Bowersock, Greek sophists in the Roman Empire, Οξφόρδη
1969, 19-20.
1613 Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστῶν, 1.24 και 2.11.
1616 Dana, «Byzance Hellénistique», 35. Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 319.
1617 Παλατινὴ Ἀνθολογία, II, 61. Οι πηγές με συνέπεια αποδίδουν την ανέγερση των Θερμών στον
Σεβήρο, βλ. ανωτέρω σημ. 285-286, και την ανακαίνισή τους στον Κωνσταντίνο, βλ. ανωτέρω
υποσημ. 356. Ο Mango, «Sévère», 599-602 θεωρεί με βάση τα ευρήματα των βρετανικών ανασκαφών
ότι στη θέση των Θερμών προϋπήρχε λουτρό με παλαίστρα της ρωμαϊκής περιόδου.
1618 Yegül, Bathing, 184-186. Ο Yegül, «Baths of Constantinople», 177-179, ταυτίζει μάλιστα τα λείψανα
της ημικυκλικής εξέδρας (building 2), που αποκαλύφθηκε, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 567, 569 (εικ. 34),
με την εξέδρα της παλαίστρας. Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1026.
319
σωματικής άσκησης και παιδευτικής δραστηριότητας του Γυμνασίου (παλαίστρα
αποκλειστικά ανθρώπους, που υπηρέτησαν τις Μούσες, μαζί με τους θεούς και
τους ήρωες, που εξύμνησαν με την τέχνη τους, βρισκόταν σε διαλεκτική σχέση
Βασιλικής.
τραγικό ποιητή Όμηρο τον Βυζάντιο1621 (τέλη 4ου - α’ μισό 3ου αιώνα π.Χ.), τον
υιό της ποιήτριας Μοιρώς: «Ἵστατο δ’ ἄλλος Ὅμηρος, ὃν….γείνατο μήτηρ Μοιρὼ
1619 Yegül, Bathing, 101-132, για τις θέρμες της Ρώμης (ειδικά 123-126, για τις βιβλιοθήκες και τις
αίθουσες διδασκαλίας) και 154-173, για τις θέρμες της Μικράς Ασίας (ειδικά 155-157, για την
εκπαιδευτική τους χρήση).
1620 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1029.
1623 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.21 (260b), 44.3 (260c).
1625 Θεμίστιος, στο ίδιο,18.1-2 (243a). Για τη χρήση του όρου «θέατρο» ως αίθουσα διδασκαλίας, βλ.
Cribiore, «Spaces for Teaching», 146 και 149, σημ. 30 και ως χώρο αναγνώσεων, βλ. Cavallo, «Places of
Public Reading».
320
Ε.1.1. Τα Ανάκτορα των Μουσών και η Δημόσια Βιβλιοθήκη
χαρακτηρίζονται από τον Θεμίστιο κατά τα μέσα του 4ου αιώνα τα Παιδευτήρια
την αρχαϊκή περίοδο τα ιερά των Μουσών, τα οποία συνήθως δεν διέθεταν ναό,
αλλά μία στοά και βωμό.1626 Οι Μούσες ως προστάτιδες θεότητες της φιλοσοφίας,
της τέχνης και της επιστήμης και ο όρος «Μουσείο» συνδέθηκαν στην Αθήνα με
τις φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και κυρίως του Αριστοτέλη, των οποίων ο
(323-285 π.Χ.) στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων με επιδράσεις από τον
Αριστοτελικό Περίπατο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα1629 στον χώρο του ιδρύματος
1626 Roux G., «Le val des Muses et les Musées chez les auteurs anciens», BCH 78 (1954), 22-48, κυρίως 38-
45. Ακόμη βλ. Fraser, Ptolemaic Alexandria, ΙΙ, 468, σημ. 63.
1627 Boyancé, Culte des Muses, 249-327. Ακόμη, βλ. Rodis-Lewis G., «Platon, les Muses et le Beau», BAGB
1983, 265-276.
1628 Marrou, History of education, 189-191. Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 312-319. Blanck, Το βιβλίο, 185-
περίπατον καὶ ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου
φιλολόγων ἀνδρῶν. ἔστι δὲ τῇ συνόδῳ ταύτῃ καὶ χρήματα κοινὰ καὶ ἱερεὺς ὁ ἐπὶ τῷ Μουσείῳ
τεταγμένος τότε μὲν ὑπὸ τῶν βασιλέων νῦν δ' ὑπὸ Καίσαρος».
1630 Ο Blanck, Το βιβλίο, 186 αναφέρει ότι στο Μουσείο θεραπεύονταν όλες οι επιστήμες της εποχής,
όπως τα Μαθηματικά, Ζωολογία, Βοτανική, Αστρονομία, Φυσική και Ιατρική. Ωστόσο όλοι αυτοί οι
κλάδοι εντάσσονταν στο ευρύτερο πεδίο της Φιλοσοφίας.
1631 Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 318.
321
Η λειτουργία του Μουσείου φαίνεται ότι υποστηρίχτηκε με τη
συγκεντρωθούν όχι μόνο το σύνολο της ελληνικής γραμματείας, αλλά και όλα
συνέταξε ανάμεσα στα έτη 260 και 240 π.Χ. έναν κατάλογο της Βιβλιοθήκης που
έφθασε να κατέχει 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς τόμους. 1635 Η νεότερη
ταξινόμηση της γνώσης του αρχαίου κόσμου ως ένα πολύ ισχυρό σύμβολο
1632 Για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία, η οποία σε μεγάλο βαθμό
επαναλαμβάνει ήδη γνωστά δεδομένα. Βασική παραμένει η προσέγγιση του Frazer, Ptolemaic
Alexandria Ι, 320-335. Ακόμη βλ. Blanck, Το βιβλίο, 187-196. MacLeod, Library of Alexandria. Casson,
Βιβλιοθήκες, 56-81. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης Ι, 169-188. Coqueugniot, Archives et bibliothèques,
71-76. Ιδιαίτερα για την καταστροφή της Βιβλιοθήκης, βλ. Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction».
Αυστηρή κριτική στις πηγές και την έρευνα ασκεί ο Bagnall, «Library of Dreams».
1633 Blanck, Το βιβλίο, 187. Casson, Βιβλιοθήκες, 63-64. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης Ι, 169-173.
βιβλιογραφικό κατάλογο των ελληνικών έργων της βιβλιοθήκης με τίτλο «Πίνακες τῶν ἐν πάσῃ
παιδείᾳ διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν» που καταλάμβανε 120 βιβλία.
1635 Πρόκειται για τα Προλεγόμενα του Τζέτζη στα Σχόλια εἰς τον Ἀριστοφάνην, βλ. Στάϊκος, Ιστορία
της Βιβλιοθήκης Ι, 233-234, σημ. 36. Ακόμη, βλ. Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 329 και Casson,
Βιβλιοθήκες, 65. Ο Τζέτζης αναφέρει ότι υπήρχε και μία δεύτερη βιβλιοθήκη εκτός των Ανακτόρων
η οποία κατείχε 42.800 βιβλία. Γενικά θεωρείται ότι αναφέρεται στη Βιβλιοθήκη του Σεραπείου,
που καταστράφηκε το έτος 391.
1636 Erskine, «Culture and Power». Yun Lee Too, Idea of the Library, 31-36. Διάφορες μαρτυρίες απηχούν
τις εξεζητημένες μεθόδους που χρησιμοποιήσαν οι Πτολεμαίοι για τον εμπλουτισμό της
Βιβλιοθήκης, βλ. Blanck, Το βιβλίο, 187-188 και Casson, Βιβλιοθήκες, 61-63, καθώς και τον σκληρό
ανταγωνισμό τους με τους Ατταλίδες της Περγάμου, βλ. Blanck, Το βιβλίο, 200-202. Erskine, «Culture
and Power», 46. Casson, Βιβλιοθήκες, 87-88.
1637 Ο Στράβωνας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1629, σημειώνει ότι ο επικεφαλής του Μουσείου στις μέρες
του διοριζόταν από τον Καίσαρα. Παλαιότερα είχε συνδεθεί η καταστροφή της Βιβλιοθήκης με μία
πυρκαγιά, που έβαλε ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν βρέθηκε πολιορκημένος στην Αλεξάνδρεια. Η
νεότερη έρευνα θεωρεί ότι η Βιβλιοθήκη δεν καταστράφηκε τότε, βλ. Heller-Roazen, «Tradition’s
Destruction», 147-151. Bagnall, «Library of Dreams», 356-358. Watts, City and School, 149. Ο Suetonius,
Divus Claudius, 42: «veteri Alexandriae Musio additum ex ipsius nomine;» αναφέρει ότι ο Κλαύδιος
322
πιθανώς, καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά τη βασιλεία του Αυρηλιανού 1638,
ενώ και η λειτουργία του Μουσείου συνεχίστηκε, αφού ένα από τα τελευταία
του Μουσείου, πιθανώς και χωρίς να προϋποτίθεται η φυσική παρουσία του στην
βάση δύο επιγραφές, και για την ύπαρξη Μουσείου στην Αθήνα1642, αλλά
φαίνεται ότι δεν ισχύουν. Ωστόσο κάτω από την επιρροή της φήμης του
προσέθεσε μία νέα πτέρυγα στο Μουσείο. Ο Casson, Βιβλιοθήκες, 177-178 θεωρεί ότι αναφέρεται
στην Βιβλιοθήκη.
1638 Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 334-335. Blanck, Το βιβλίο, 193-195. Heller-Roazen, «Tradition’s
Destruction», 148-150. Casson, Βιβλιοθήκες, 79-81. Watts, City and School, 150. Yun Lee Too, Idea of the
Library, 38-40.
1639 Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction», 150. Mckenzie, «Late Antique Alexandria», 69.
πόλεις που κάνουν λόγο για άτομα που σιτίζονταν ατελώς στο Μουσείο, τις οποίες συνδέει με την
Αλεξάνδρεια και τις συσχετίζει με δύο αναφορές του Φιλοστράτου, Βίοι Σοφιστών, 1.22 (Διονύσιος
Μιλήσιος): «᾿Αδριανὸς γὰρ…αὐτὸν…(ἐγ)κατέλεξε δὲ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσι καὶ τοῖς ἐν τῷ
Μουσείῳ σιτουμένοις, τὸ δὲ Μουσεῖον τράπεζα Αἰγυπτία ξυγκαλοῦσα τοὺς ἐν πάσῃ τῇ γῆ
ἐλλογίμους.» και 1.25 (Πολέμων Σοφιστής). Ακόμη, βλ. Fraser, Ptolemaic Alexandria ΙΙ, 470-471, σημ.
84. Watts, City and School, 147-148.
1641 Lemerle, «Inscriptions», 135-136.
1642 Oliver, «ΜΟΥΣΕΙΟΝ», 191-196. O Lemerle, «Inscriptions», 136-137, δέχεται την άποψη του Oliver
επιγραφικές αναφορές του όρου «Μουσεῖο» στην Έφεσο, στη Σμύρνη και στην Αίγινα. Ακόμη, βλ.
Marrou, History of education, για την Έφεσο και τη Σμύρνη. Ο Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ
τύχης», 133.7-8 (102) αναφέρει ότι στην Αντιόχεια οι ανταγωνιστές του είχαν μεγαλύτερο
πλεονέκτημα από τον ίδιο στην εξεύρεση νέων μαθητών διότι δίδασκαν στο Μουσείο της Πόλης:
«τὸ Μουσεῖον δὲ τῶν ἄλλων ἦν, ῥοπὴ τοῖς ἔχουσι μεγάλη».
323
Επιπλέον, η τοπογραφική σύνδεση των Μουσείων της Πόλης με το άλλο μεγάλο
αξίωση της Πόλης του Κωνσταντίνου να διαδεχθεί ως Νέα Ρώμη τις μεγάλες
Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η βούληση αυτή
υλοποιήθηκε.
Δύο χρόνια αργότερα στην πανηγυρική ομιλία1645 του στη Σύγκλητο κατά
τελευταία την «χρυσῷ καὶ μορίοις»1646 ανακαίνιση της Βασιλείου Αγοράς. Έπειτα
1648 Θεμίστιος, στο ίδιο, 84.11-87.17 (59b-61d). Τη μεγάλη σημασία του αποσπάσματος αυτού
324
συγκρότηση από τον Κωνστάντιο ενός αντιγραφικού εργαστηρίου, όπου τα
παλαιά και εφθαρμένα χειρόγραφα ειλητάρια των έργων του Πλάτωνα, του
Αριστοτέλη, του Δημοσθένη, του Ισοκράτη, του Θουκυδίδη και πολλών άλλων
αλλά είχε καταντήσει σπάνιο και εξίτηλο και ξεχασμένο στο σκοτάδι 1651, η
βασιλέως προμήθεια «κινεῖ καὶ ἐγείρει ὥσπερ ἐξ Ἅιδου, καὶ τοιαῦτα ἕτερα ὑμῖν
κληρονομιάς. Ωστόσο, πέρα από το εγχείρημα και πίσω από τον ρητορικό
στόμφο του Θεμιστίου, ο Wendel1654 διέκρινε την ανακοίνωση της ίδρυσης της
ὕστερον ὑμῖν ἀναβιώσεται μὲν δημοσίᾳ…»1655 και «τοιαῦτα ἕτερα ὑμῖν καὶ
σοφίας στο χώρον της Βιβλιοθήκης, αφού πρώτα ολοκληρωθεί η μεταφορά τους
Ζώσιμος αποδίδει τα εύσημα για την ανέγερσή της στον Ιουλιανό: «ἔτι δὲ
1649 Θεμίστιος, στο ίδιο, 85.9-17 (60a): «…καὶ τάττει μὲν ἄρχοντα ἐπὶ τῷ ἔργῳ, καὶ ἐπιδίδωσι τὴν
χορηγίαν τῷ ἐπιτηδεύματι. καὶ ἐργάζονται ὑμῖν ταῦτα τὰ ἔργα οὐ χαλκεῖς καὶ τέκτονες καὶ
λιθολόγοι, ἀλλ’ οἱ τῆς Κάδμου καὶ Παλαμήδους τέχνης δημιουργοί, οἳ ἱκανοί εἰσι τὸν νοῦν
μετοικίζειν ἐκ παλαιοῦ σκήνους ἐκτετηκότος εἰς ἀρτιπαγές τε καὶ νεουργόν. καὶ ὀλίγῳ ὕστερον
ὑμῖν ἀναβιώσεται μὲν δημοσίᾳ ὁ πάνσοφος Πλάτων, ἀναβιώσεται δὲ ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ ὁ ῥήτωρ ὁ
Παιανιεύς, καὶ ὁ τοῦ Θεοδώρου καὶ ὁ τοῦ Ὀλώρου».
1650 Θεμίστιος, στο ίδιο, 86.1-3 (60c).
1651 Θεμίστιος, στο ίδιο, 86.3-4 (60c): «…ἀλλὰ σπανίου τε καὶ ἀποθέτου, ἀμένηνόν τε ἤδη καὶ
1654 Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 50-55. Ακόμη, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 59.
Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 22-23. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 105. Blanck, Το βιβλίο, 245-246.
Schlange-Schöningen, Kaisertum, 104-106. Henck, «Constantius», 286. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης
ΙΙΙ, 29-34.
1655 Θεμίστιος, στο ίδιο, 85.15 (60a).
325
βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν
του αποδίδει ο Ζώσιμος, κατά το σύντομο διάστημα της βασιλείας του και κατά
γεγονότων Ιμέριος επαινώντας τον Έπαρχο της Πόλης και όχι τον αυτοκράτορα
αναφέρεται, χωρίς άλλο, στις εργασίες ανέγερσης του κτηρίου με την έκφραση:
βρισκόταν, ήδη, σε εξέλιξη λίγο μετά την άφιξη του Ιουλιανού στην
Κωνσταντινούπολη.
1661 Codex Theodosianus, XIV.9.2 (8 Μαΐου 372): «Antiquarios ad bibliothecae codices componendos vel
pro vetustate reparandos quattuor Graecos et tres Latinos scribendi peritos legi iubemus. Quibus de
caducis popularibus, et ipsi enim videntur e populo, conpetentes inpertiantur annonae. ad eiusdem
bibliothecae custodiam condicionalibus et requirendis et protinus adponendis.». Για αγγλική
μετάφραση, βλ. Pharr, Theodosian Code, 414.
1662 Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 25-26.
326
συμπίπτει χρονικά με μία σημαντική αλλαγή στην τεχνολογία του βιβλίου, την
Η διατύπωση του νόμου του 372 δεν υποννοεί απλώς την αντιγραφή των
Βιβλιοθήκης μάς είναι γνωστό από τους Κεδρηνό1664 και Ζωναρά1665, οι οποίοι
κατά την αφήγηση της μεγάλης πυρκαγιάς, η οποία της προξένησε καταστροφές
πηγή έναν συγγραφέα σύγχρονο των γεγονότων, τον Μάλχο τον Φιλαδελφέα.1666
Από τις πληροφορίες που διαθέτουμε, δεν προκύπτουν στοιχεία για την
μορφή και την ακριβή θέση του κτηρίου της Βιβλιοθήκης σε σχέση με την
Βασιλική Στοά. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο διαμορφώθηκε στη Ρώμη ένας τύπος
διπλής βιβλιοθήκης με δίδυμους χώρους για τη στέγαση της ελληνικής και της
τους τοίχους εκτός από τον τοίχο της εισόδου και μεγάλη αξονική ημικυκλική ή
ορθογώνια κόγχη που έφερε άγαλμα (εικ. 151).1667 Στην ελληνική ανατολή
χώρων φύλαξης βιβλίων1668, από τον 2ο αιώνα μ.Χ. συναντάται και το ρωμαϊκό
1667 Gros, Architecture Romaine Ι, 363-368. Blanck, Το βιβλίο, 219-230. Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του
Αδριανού», 288-291. Casson, Βιβλιοθήκες, 130-173. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης ΙΙ, 327-361. Οι
Βιβλιοθήκες είχαν συνήθως ορθογώνια κάτοψη, ή ημικυκλική στην περίπτωση που ήταν
προσαρτημένες σε Θέρμες. Περιμετρικά των τοίχων με τα τοιχαρμάρια διαμορφωνόταν υψηλό
πόδιο, το οποίο έφερε απλή ή δίτονη κιονοστοιχία. Στην τελευταία περίπτωση διαμορφωνόταν
όροφος με δεύτερη σειρά περιμετρικών κογχών για τη φύλαξη βιβλίων.
1668 Στα ελληνιστικά χρόνια δεν έχουμε στοιχεία για τη διαμόρφωση ιδιαίτερου κτηριακού τύπου
Βιβλιοθήκης. Ο παραδοσιακός τύπος είναι εκείνος της βιβλιοθήκης των ελληνικών γυμνασίων, που
αποτελείται από αίθουσες στη μία πλευρά ενός περιστυλίου και σε επικοινωνία με αυτό, βλ.
Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 292. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη μορφή της
327
αρχιτεκτονικό πρότυπο, αλλά με ενιαία αίθουσα και όχι δίδυμες βιβλιοθήκες.
Αθήνα και του Κέλσου στην Έφεσο. Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού 1669 (131-132 μ.Χ.)
είναι ενσωματωμένη στο κέντρο της μιάς στενής πλευράς ενός μεγάλου
εξέδρες στις μακρές πλευρές του (εικ. 153), και αντιγράφει πιθανώς τη
διαμόρφωση του Φόρου του Βεσπασιανού (Templum Pacis, εικ. 154) στη Ρώμη. Η
Βιβλιοθήκη του Κέλσου (περ. 110 μ.Χ.) αποτελεί αυτόνομο και περίκομψο
οικοδόμημα (εικ. 155), που φέρει στην πρόσοψή του τις προσωποποιήσεις της
Σοφίας, της Αρετής, της Έννοιας και της Επιστήμης του Κέλσου, του οποίου
αποτέλεσε και Μαυσωλείο. 1670 Ας σημειωθεί και η μαρτυρία του Βιτρουβίου ότι οι
τους απαιτεί τον πρωινό φωτισμό, και επίσης τα βιβλία δεν καταστρέφονται από
δεν ανεγέρθηκε στον αύλειο χώρο του τετραστώου της Βασιλικής, ο οποίος,
τμήμα κάποιας από τις στοές του μνημείου, αλλά ότι ανεγέρθηκε ξεχωριστό
Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Στην Πέργαμο η θέση της Βιβλιοθήκης ταυτίστηκε
από τους ανασκαφείς κατά τα τέλη του 19ου αι. με τέσσερα δωμάτια πίσω από το περιστύλιο στον
όροφο μιάς στοάς του ιερού της Αθηνάς Πολιάδος κοντά στα βασιλικά Ανάκτορα (εικ. 152), βλ.
Nagy G., «The Library of Pergamon as a Classical Model», στο Koester, Pergamon, 185-232. Ακόμη, βλ.
Blanck, Το βιβλίο, 199-202. Casson, Βιβλιοθήκες, 82-88. Η παραδοσιακή αυτή ταύτιση έχει
αμφισβητηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, βλ. Coqueugniot, Archives et bibliothèques, 123-131, και το
ζήτημα παραμένει ανοικτό. Ωστόσο, βέβαιη εξακολουθεί να θεωρείται η γειτνίαση της
Βιβλιοθήκης με τα Ανάκτορα.
1669 Gros, Architecture Romaine Ι, 365. Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 293-326. Casson,
1672 Γ.1.7.
1673 Γ.1.1.
328
κάποιου εξωτερικού προσαρτήματος. Αυτό το προσάρτημα (εικ. 134) δεν
κεκλιμένο έδαφος.1674
Κατά τη γνώμη μου, η μόνη θέση που παρείχε επαρκή επίπεδο χώρο για
την ανέγερση της Βιβλιοθήκης βρισκόταν εξωτερικά της νότιας μακράς στοάς
βρισκόταν στην περιοχή αυτή ανάμεσα στη Βασιλική και τη Ρηγία είναι το
Οκτάγωνο1675, η χρήση του οποίου δεν μας είναι γνωστή, εκτός από μία αναφορά
Οκτάγωνο πυρπολήθηκε κατά τη Στάση του Νίκα.1677 Ωστόσο καμία πηγή δεν
Βιβλιοθήκη της ρωμαϊκής περιόδου δεν είχε σχήμα Οκτάγωνο. Το σχήμα αυτό
αυτό τον επίκαιρο για τον 4ο αιώνα τύπο, προκειμένου να εξάρει με την
1674 Η προσπάθεια του Speck, Kaiserliche Universität, 92-107, να ταυτίσει το Οκτάγωνο με τον ναό της
Τύχης και την Αψίδα, αλλά και να το τοποθετήσει νοτιοανατολικά της Βασιλικής για πολλούς
λόγους δεν ευσταθεί, όπως έδειξε και ο Cameron, «Theodorus», 271-273. Ακόμη, βλ. Bardill «Palace of
Lausus», 83-84.
1675 Γ.1.22.
1676 Γ.1.38. Με βάση την αναφορά αυτή οι Guilland, «Basilique», 7-9 και Mango, Brazen House, 48-49
θεωρούν ότι το Οκτάγωνο υπήρξε έδρα του «Πανεπιστημίου», ενώ οι Bréhier, «Εnseignement
supérieur» ΙΙ, 18-22, 27 και Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 325-327, υποστηρίζουν ότι η έδρα της
ανώτερης εκπαίδευσης επέστρεψε εκεί από το Καπιτώλιο κατά τον ύστερο 6ο αι.
1677 Πασχάλιον Χρονικόν, 623.2-5: «καὶ ἑωρακότες οἱ στρατιῶτες ὅτι οὐκ ἠδύναντο εἰσελθεῖν, ἐπάνω
αὐτῶν ἔβαλον πῦρ, καὶ ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον, καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ πυρὸς ἐκαύθη τὰ πέριξ τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου τῶν Σφωρακίου…».
1678 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 433-438. Ακόμη, βλ. Ćurčić S., «Secular and sacred in Byzantine
329
δημιουργίας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης νότια και σε
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ακριβή θέση και τη μορφή της Βιβλιοθήκης,
αυτό που πραγματικά έχει σημασία και προκύπτει με ασφάλεια από τα στοιχεία
που διαθέτουμε είναι το γεγονός ότι η συγκρότησή της υπήρξε ένας κεντρικός
κατά το τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα παράλληλα με την πολυτελή ανακαίνιση
και την αλλαγή της ονομασίας της Βασιλείου Αγοράς-Στοάς. Κατά τη γνώμη
ανάμεσα στα έτη 355-357, ξεκίνησε και η ανέγερση του οικοδομήματος της
βασιλείας του Ιουλιανού, ο οποίος μάλιστα προσέφερε και την προσωπική του
χωροθέτησή της στη Βασίλειο Στοά υποδεικνύει ότι η λειτουργία της υπήρξε
Θεμιστίου και ας τον αφήσουμε να συνεχίσει το εγκώμιό του για τον Κωνστάντιο
ἥξουσιν ἡμῖν ἐπὶ ταύτην τὴν ἐμπορίαν οὐ κάπηλοι καὶ ναῦται καὶ φορτικὸς
ὄχλος, ἀλλ’ οἱ ἔκκριτοι καὶ φιλομαθέστατοι καὶ ὅ τι ἄνθος Ἑλλήνων, λόγοι καὶ
Ο Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 24-25 και 32-33, αδικαιολόγητα διακρίνει δύο Βιβλιοθήκες, εκείνη του
1679
Κωνσταντίου, που τη χαρακτηρίζει Πανεπιστημιακή και τη χωροθετεί στο Οκτάγωνο, και εκείνη
του Ιουλιανού, που τη χαρακτηρίζει δημόσια και τη χωροθετεί στη Βασίλειο Στοά. Έτσι, δύο
συνεχόμενοι αυτοκράτορες σε διάστημα 5 ετών κατασκεύασαν δύο διαφορετικές βιβλιοθήκες τη
μία δίπλα στην άλλη. Ωστόσο η αιτιολόγησή του δεν στηρίζεται στις πηγές: «ὁ Ἰουλιανὸς ἵδρυσε
νέαν βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως στοᾷ καὶ δὲν ἐπεξέτεινε τὴν τοῦ Κωνσταντίου, διότι τὸ οἴκημα,
ἔν τῷ ὁποίῳ ἐστεγάζετο αὕτη, δὲν ἐπήρκει ὅπως στεγάσῃ καὶ νέα προσκτήματα». Αντίστοιχη
διάκριση, βλ. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης ΙΙΙ, 33, 42 και σημ. 77.
330
παιδεία τὰ ἀγοράσματα. μῶν οὖν ὑμῖν φαίνονται ἀπεικότως αἱ Μοῦσαι
ἐκοινώνησε;»1680 και λίγο παρακάτω: «ἀλλ’ εἰς τόσον ἄρα προὔβη ἡ γνώμη τῆς
οφέλη από την εφαρμογή ενός μεγαλόπνοου προγράμματος για την ανάπτυξη
1680 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 87.2-9 (61b).
1681 Θεμίστιος, στο ίδιο, 87.15-17 (61c).
1682 Αυτή την άποψη έχει και ο Vanderspoel, Themistius, 99-100.
1683 Ο Θεμίστιος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Κωνσταντινούπολης κατά τις
βασιλείες των διαδοχικών αυτοκρατόρων Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού, Ουάλη και Θεοδοσίου
Α’, ενώ κατά τη βασιλεία του τελευταίου αναδείχτηκε και Έπαρχος της Πόλης, βλ. Dagron,
«Témoignage de Thémistios», 8-13 και Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 149 και 230.
331
Αναμφισβήτητα, η δημόσια Βιβλιοθήκη προσαρτήθηκε στην Αγορά-
και αόριστα να διασωθεί για τις επομένες γενεές, αλλά για να ενσωματωθεί
σημαντικής βιβλιοθήκης.
Μολονότι στη Ρώμη αναφέρεται κατά τα μέσα του 4ου αιώνα η ύπαρξη 28
κέντρο της ανώτερης παιδείας στο άμεσο περιβάλλον των Ανακτόρων. Αυτός ο
1684 Τον όρο «Παιδευτήρια» χρησιμοποιεί ο Σωκράτης, Γ.1.4. Με βάση την αναφορά του, η Βασιλική
θεωρείται ως η έδρα των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης μέχρι το
έτος 425, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 3. Schneider, Byzanz, 25. Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 53-
55. Janin, Constantinople byzantine, 158. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 64-65, σημ. 60. Speck,
Kaiserliche Universität, 94. Ο ίδιος, «Review», 12, σημ. 15. Müller-Wiener, Bildlexikon, 283. Schlange-
Schöningen, Kaisertum, 101-107. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 201.
1685 «BIBLIOTHECAE XXVIII» αναφέρουν το Curiosum Urbis Regionum XIV και η Notitia Regionum Urbis
XIV μετά την περιγραφή των 14 ρεγιώνων ως πρώτη από τις κατηγορίες των μνημείων, βλ. Jordan,
Topographie, 565. Για τις βιβλιοθήκες της Ρώμης, βλ. Blanck, Το βιβλίο, 219-229. Gros, Architecture
Romaine Ι, 363-368. Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 287-291. Casson, Βιβλιοθήκες, 130-148,
160-163. Οι αρχαιότερες και σημαντικότερες βιβλιοθήκες της Ρώμης βρίσκονταν συγκεντρωμένες
γύρω από το Forum Romanum: Βιβλιοθήκη του Πολλίωνος στο Atrium Libertatis, Βιβλιοθήκη του
ναού του Αυγούστου, Βιβλιοθήκη του ναού της Ειρήνης στον Φόρο του Βεσπασιανού και οι
Βιβλιοθήκες του Φόρου του Τραϊανού. Στον Παλατίνο Λόφο ο Αύγουστος ανήγειρε Βιβλιοθήκη ως
προσάρτημα στον ναό του Απόλλωνος, για την οποία η νεότερη έρευνα αναγνωρίζει ότι συνεχίζει
την ελληνιστική παράδοση των βιβλιοθηκών που συνδέονταν με τα βασιλικά ανάκτορα. Για
σχετική βιβλιογραφία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 957.
332
άμεσος σύνδεσμος Βιβλιοθήκης και Μουσείων στο νέο μνημειακό κέντρο της
όσο της Αλεξάνδρειας, όπου το Μουσείο μαζί με τη Βιβλιοθήκη και την εξέδρα
συνέθεταν στην περιοχή των Ανακτόρων ένα απαράμιλλο για τον αρχαίο κόσμο
στη μέγιστη ακμή της, όταν εκδηλώθηκε η πυρκαγιά του έτους 476, μαρτυρείται
πως διέθετε τον ίδιο αριθμό βιβλίων (120.000) με εκείνον που από παρανόηση
των 120 πινάκων του Καλλιμάχου θεωρήθηκε και από νεότερους μελετητές ότι
εγχειρήματος περίπου στα μέσα του 4ου αιώνα μάς προσφέρει ο Άγιος Γρηγόριος
1686 Στη Ρώμη μέχρι την εποχή του Αδριανού δεν εντοπίζουμε αντίστοιχο συγκρότημα υπό την
αυτοκρατορική αιγίδα, αλλά πολλές σχολές που σχετίζονταν με τις βιβλιοθήκες της Πόλης. Το
Αθήναιο, που ίδρυσε ο Αδριανός και υποστηρίχθηκε από μεγάλη βιβλιοθήκη, λειτούργησε ως
εκπαιδευτικό ίδρυμα φιλοσοφίας, ρητορικής και ποίησης, ελληνικής και λατινικής, αλλά και ως
χώρος διαλέξεων, βλ. García L.A., «Una revisión de las Fuentes históricas que mencionan el
Athenaeum de Roma», Habis 46 (2015), 261-278. Richardson, Topographical Dictionary, 40-41. Ωστόσο, το
ίδρυμα αυτό δεν συναγωνίστηκε στον ελληνικό κόσμο τη φήμη του Αλεξανδρινού Μουσείου.
1687 Ο Marrou, History of education, 189, σημειώνει ότι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιλάμβανε
120.000 τόμους.
1688 Γρηγόριος Θεολόγος, Ἐπιτάφιος Μεγάλου Βασιλείου, 146.1-5 (14).
333
μετοικούντων…».1689 Στις εξέδρες του επίσημου χώρου δημόσιας διδασκαλίας της
υποδεικνύει πως η εγκατάστασή της στον χώρο αυτό οφείλεται στον νέο οικιστή
και επώνυμο ιδρυτή της Πόλης, Μ. Κωνσταντίνο. Κατά τη γνώμη μου, σε εκείνον
παρακάτω, κατέχει κεντρική θέση στον γενικότερο σχεδιασμό της σύνθεσης του
εκπαίδευσης στην Πόλη του, ωστόσο δεν ανήκει σε εκείνον η τιμή για τη
1689 Λιβανίου, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 97.19-20 (30). Μία εικόνα για την πνευματική ζωή
της πρωτεύουσας κατά τον 4ο αιώνα παρέχει ο Schlange-Schöningen, Kaisertum, 111-114.
1690 Για τους καθηγητές, βλ. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 50-53 (Νικοκλής και Εκηβόλιος), 54-56
και 69-77 (Θεμίστιος), 91-97 (Λιβάνιος, Νικοκλής, Βημάρχιος). Ειδικά για τους γραμματικούς, βλ.
Kaster, Guardians of Language, 241 (Αμμώνιος), 289 (Ελλάδιος), 317-321 (Νικοκλής). Ακόμη για την
ύπαρξη καθηγητών δημόσια διορισμένων στην Κωνσταντινούπολη, βλ. τις αναφορές του
Λιβανίου, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 100.14-18 (35), 120.1-6 (74), 122.4-123.2 (78-80). Codex
Theodosianus, VI.21.1. Επίσης, βλ. Jones, LRE III, 998-1002. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 63-64.
Speck, «Review», 11-12. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 97-101, 121-123. Markopoulos, «‘’higher
education’’», 33-34.
1691 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 405.11-14 (Α.Μ. 6218): «ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν
εὐσεβῆ παίδευσιν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς
καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν». Πάτρια
Κωνσταντινουπόλεως, 226.7-14 (31): «Τὸ δὲ Τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον…διδασκαλεῖον ἐκεῖσε
ἐτὺγχανεν οἰκουμενικὸν… Πλησίον δὲ τῆς Βασιλικῆς ἦν καὶ διήρκησε ἔτη υιδ΄ μέχρι τοῦ δεκάτου
χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς τοῦ πατρὸς Καβαλλίνου». Το έτος 727/6 πλην 414 χρόνια
αντιστοιχεί στο έτος 313/2. Για τον υπολογισμό, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 326. Η
χρονολογία σχετίζεται με την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων και όχι με την ίδρυση των
Παιδευτηρίων της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο και οι δύο μαρτυρίες απηχούν την παράδοση ότι η
παιδευτική λειτουργία στην Πόλη ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του ιδρυτή της.
1692 Ο Wendel, «Bibel-Auftrag», και ο ίδιος, «Kaiserliche Bibliothek», υποστήριξε ότι η ίδρυση της
Βιβλιοθήκης συνδέεται με την παραγγελία του Μ. Κωνσταντίνου προς τον Ευσέβιο Καισαρείας για
την αντιγραφή και την αποστολή 50 τόμων της Αγίας Γραφής. Όμως ο ίδιος ο παραγγελιοδότης
δηλώνει πως η χρήση τους θα είναι εκκλησιαστική, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 134.6-11
(IV.36.2): «…ὅπως ἃν πεντήκοντα σωμάτια ἐν διφθέραις ἐγκατασκεύοις εὐανάγνωστά τε καὶ πρὸς
τὴν χρῆσιν εὐμετακόμιστα…γραφῆναι κελεύσειας, τῶν θείων δηλαδὴ γραφῶν, ὧν μάλιστα τήν τ’
ἐπισκευὴν καὶ τὴν χρῆσιν τῷ τῆς ἐκκλησίας λόγῳ ἀναγκαίαν εἶναι γινώσκεις». Μάλιστα ο
334
Μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου και κυρίως μετά την αιματηρή
σε νεκρό διάστημα για την εξέλιξη των θεσμών και των μνημείων της Πόλης. Η
απόφαση του αυτοκράτορα κοντά στο τέλος της βασιλείας του να «συγχωρήσει»
της υλοποίησης των σχεδιασμών του πατέρα του. Μία από τις πρώτες ενέργειές
συγκρότηση της δημόσιας Βιβλιοθήκης στην έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης της
Μουσῶν» (βιβλία).1694
της Βασιλικής. Πρόκειται για έναν από τους γνωστότερους νόμους του
Κωνσταντίνος συσχετίζει την παραγγελία με την πρόθεση, που διαφαίνεται στην εισαγωγή της
επιστολής του, να κατασκευασθούν και άλλες εκκλησίες στην Πόλη του καθώς αυξανόταν ο
αριθμός των χριστιανών, βλ. στο ίδιο, 134.1-4 (IV.36.1). Ακόμη, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός,
59 και σημ. 36.
1693 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1584.
1694 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 86.5-6 (60c). Στον αγαλματικό
διάκοσμο των Παιδευτηρίων του 4ου αιώνα πρέπει να ανήκε το άγαλμα του «Σολομώντα», που
αναφέρουν τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.8-12 (40), βλ. Γ.1.36. Ο Mango, «Antique Statuary»,
62-63 θεωρεί ότι πρόκειται για άγαλμα αρχαίου φιλοσόφου που ερμηνεύτηκε αργότερα ως
«Σολομών». Η Bassett, Urban Image, 155-156 προσθέτει πως θα μπορούσε ακόμη να είναι το
άγαλμα ενός ποιητή ή ενός διανοουμένου και ότι ο τύπος της καθιστής στοχαστικής μορφής
επινοήθηκε κατά τον 3ο αι. π.Χ.
335
βιβλία1695, που εκδόθηκαν την ίδια ημερομηνία, στις 27 Φεβρουαρίου 425, από τον
πρωτεύουσα λειτουργία του δημόσιου βίου της Πόλης του Κωνσταντίνου, που
ερμηνεία ότι ο νόμος του 425 αναφέρεται στο Καπιτώλιο είναι ορθή, τότε η
εγχείρημα του 4ου αιώνα, τη Βιβλιοθήκη, και μεταβολή της σύνθεσης του
1695 Το πρώτο, Codex Theodosianus, XIV.9.3 [=Codex Justinianus, XI.19.1] καταχωρήθηκε στο κεφάλαιο:
«De Studiis Liberalibus Urbis Romae et Constantinopolitanae», ενώ το δεύτερο, Codex Theodosianus,
XV.1.53, στο κεφάλαιο: «De Operibus Publicis».
1696 Σχετικά με τον νόμο και το περιεχόμενό του, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 62-63. Speck,
κώδικα (140 από τους 1.107) κατατμήθηκαν σε δύο ή περισσότερα τμήματα, τα οποία
καταχωρήθηκαν κάτω από διαφορετικούς τίτλους.
1698 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 304. Martindale, Prosopography ΙΙ, 318 (Constantius 4).
336
επανεξετάσουμε αξιοποιώντας τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνά
θέα (δημόσια διδασκαλία) όλους όσοι σφετεριζόμενοι για τους εαυτούς τους το
στα δημόσια διδασκαλεία και κελιά (αίθουσες) τους μαθητές, που έχουν
συγκεντρώσει από παντού. Ούτως ώστε, αν κάποιος από αυτούς μετά από τη
υφίσταται το στίγμα της ατίμωσης που του αξίζει, αλλά και να αντιλαμβάνεται
ότι πρέπει να εκδιωχθεί από την ίδια την πόλη στην οποία παραμένει
τον χρόνο τους μόνο για εκείνους τους μαθητές, τους οποίους διδάσκουν εντός
Εξαιρούνται όμως όσοι από αυτούς θεωρούνται διορισμένοι στο διδασκαλείο του
1700 Η μετάφραση των δύο αποσπασμάτων έγινε από την υποψήφια διδάκτορα λατινικής
φιλολογίας, κα Αγγελική Ηλιοπούλου –την οποία ευχαριστώ θερμώς για τη βοήθειά της– σε
συνεργασία με τον συγγραφέα. Τυχόν λάθη βαρύνουν μόνο τον τελευταίο. Η παλαιότερη
μετάφραση του Pharr, Theodosian Code, 414-415 (XIV.9.1) & 429-430 (XV.1.53), λήφθηκε υπόψη.
1701 Codex Theodosianus, 787.1-6 (XIV.9.3): «IMP. THEOD(OSIUS) A. ET VALENTIANUS CAES.
Universos, qui usurpantes sibi nomina magistrorum in publicis magistrationibus cellulisque collectos
undecumque discipulos circumferre consuerunt, ab ostentatione vulgari praecipimus amoveri, ita ut, si
qui eorum post emissos divinae sanctionis adfatus quae prohibemus adque damnamus iterum forte
temptaverit, non solum eius quam meretur infamiae notam subeat, verum etiam pellendum se ex ipsa
ubi versatur inlicite urbe cognoscat».
1702 Codex Theodosianus, 787.6-9 (XIV.9.3): «Illos vero, qui intra plurimorum domus eadem exercere
privatim studia consuerunt, si ipsis tantummodo discipulis vacare maluerint, quos intra parietes
domesticos docent, nulla huiusmodi interminatione prohibemus».
1703 Codex Theodosianus, 787.9-13 (XIV.9.3): «Sin autem ex eorum numero fuerint, qui videntur intra
Capitolii auditorium constituti, ii omnibus modis privatarum aedium studia sibi interdicta esse
cognoscant scituri, quod, si adversum caelestia statuta facientes fuerint deprehensi, nihil penitus ex illis
privilegiis consequentur, quae his, qui in Capitolio tantum docere praecepti sunt, merito deferuntur».
337
Να έχει, λοιπόν, πρώτα το ιδιαίτερα δικό μας διδασκαλείο, ανάμεσα σε
αυτούς τους οποίους η εκπαίδευση συστήνει για την άπταιστη γνώση της
λατινικής γλώσσας, τρεις διδασκάλους της ρητορικής και δέκα της γραμματικής.
Επίσης, ανάμεσα σε αυτούς, οι οποίοι είναι γνωστό ότι υπερέχουν ως προς την
σοφιστικής και δέκα ομοίως της γραμματικής.1704 Και επειδή δεν ευχόμαστε να
ερμηνεύουν τα είδη του δικαίου και των νόμων. Ούτως ώστε να φροντίσει η
μεγαλειότητά σου στον καθένα από αυτούς να ανατεθεί ένας ιδιαίτερος χώρος,
με τη βόρεια στοά, στις οποίες αναδεικνύεται τόση ευρύτητα χώρου και τόση
της ομορφιάς τους έχουν τις προδιαγραφές ενός κατάλληλου δημόσιου χώρου.1706
Αυτές, όμως, οι οποίες συνδέονται τόσο με την ανατολική όσο και με τη δυτική
πλευρά, στις οποίες δεν υπάρχει δρόμος διέλευσης ούτε εισόδου ούτε εξόδου, να
1704 Codex Theodosianus, 787.13-16 (XIV.9.3): «Habeat igitur auditorium specialiter nostrum in his
primum, quos Romanae eloquentiae doctrina commendat, oratores quidem tres numero, decem vero
grammaticos; in his etiam, qui facundia Graecitatis pollere noscuntur, quinque numero sint sofistae et
grammatici aeque decem».
1705 Codex Theodosianus, 787.16-23 (XIV.9.3): «Et quoniam non his artibus tantum adulescentiam
gloriosam optamus institui, profundioris quoque scientiae adque doctrinae memoratis magistris
sociamus auctores. Unum igitur adiungi ceteris volumus, qui philosofiae arcana rimetur, duo quoque,
qui iuris ac legum formulas pandant, ita ut unicuique loca specialiter deputata adsignari faciat tua
sublimitas, ne discipuli sibi invicem possint obstrepere vel magistri neve linguarum confusio permixta
vel vocum aures quorundam aut mentes a studio litterarum avertat. DAT. III KAL. MART.
CONSTAN(TINO)P(OLI) THEOD(OSIO) A. XI ET VALENT(INIANO) CONSS».
1706 Codex Theodosianus, 814.1-4 (XV.1.53): «IDEM A. ET VALENTINIANUS CAES. CONSTANTIO
P(RAEFECTO) U(RBI). Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui, in quibus tantum
amplitudinis et decoris esse monstratur, ut publicis commodis possint capacitatis ac pulchritudinis suae
admiratione sufficere, supra dictorum consessibus deputabit».
338
διατάξει να παραχωρηθούν για τις χρήσεις των παλαιών εστιατορίων. 1707 Με
εκείνες απ’ την άλλη, οι οποίες θεωρούνται κάπως πιο χαμηλές και πιο στενές,
πρέπει να ενωθεί ο χώρος των γειτονικών κελιών (αιθουσών) και από τις δύο
δικαίωμα να έχουν στην ιδιοκτησία τους αυτά τα κελιά, είτε από αυτοκρατορική
γενναιοδωρία, είτε από οποιαδήποτε άλλη δωρεά, είτε από νόμιμη αγορά, η
στη δημόσια και την ιδιωτική ανώτερη εκπαίδευση. Απαγορεύει στους ιδιώτες
1707 Codex Theodosianus, 814.4-6 (XV.1.53): «Eas vero, quae tam orientali quam occidentali lateri
copulantur, quas nulla a platea aditus adque egressus patens pervias facit, veterum usibus popinarum
iubebit adscribi».
1708 Codex Theodosianus, 814.6-8 (XV.1.53): «His tamen ipsis, quae humiliores aliquanto adque angustiores
putantur, vicinarum spatia cellularum ex utriusque lateris portione oportet adiungi, ne quid aut
ministris eorundem locorum desit aut populis».
1709 Codex Theodosianus, 814.8-12 (XV.1.53): «Sane si qui memoratas cellulas probabuntur vel imperatoria
largitate, vel quacumque alia donatione aut emptione legitima possidere, eos magnificentia tua
conpetens pro isdem de publico pretium iubebit accipere. DAT. III KAL. MAR.
CONSTAN(TINO)P(OLI) D. N. THEOD(OSIO) A. XI ET VAL(ENTINI)ANO CAES. I CONSS».
1710 Codex Theodosianus, 787.1-13 (XIV.9.3).
339
δεύτερο απόσπασμα1714, το οποίο περιλαμβάνει σαφείς οδηγίες για την
πρώτο ζήτημα, για τον διαχωρισμό της ανώτερης εκπαίδευσης, είναι θεωρητικό,
Ωστόσο το ζήτημα της ταύτισης, εδώ και πολλά χρόνια, θεωρείται ότι έχει
απαντηθεί ικανοποιητικά από την έρευνα. Από την εποχή του Ducange1715 μέχρι
σήμερα όλοι σχεδόν οι μελετητές 1716 της τοπογραφίας και της ιστορίας της
Είναι αλήθεια ότι αυτό που απασχόλησε πρωτίστως τους ερευνητές υπήρξε η
του όρου «Capitolii auditorium» στο πρώτο απόσπασμα του νόμου, λίγο πριν από
schulen, 2-8. Schneider, Byzanz, 25. Marrou, History of education, 307-308. Janin, Constantinople byzantine,
175. Jones, LRE II, 707. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 62-64. Davids, «Academic Instruction», 234-
240. Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 31. Speck, «Review», 6-16. Müller-Wiener, Bildlexikon, 283. Mango,
Βυζάντιο, 156-157. Cameron, «Empress and the Poet», 285-287. Mango, Développement urbain, 30 και
σημ. 44. Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 147-149, 151-156. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 114-
128. Feissel, «Philadelphion», 510-521. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 201. Berger, Κωνσταντινούπολη,
73-74.
1717 Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 56-58.
340
Το αρχέτυπο Καπιτώλιο, ο ναός των θεοτήτων Juppiter, Juno και Minerva
στον Καπιτωλίνο Λόφο, συνδέεται με την ίδρυση της Res Publica, όπως είδαμε1718,
και υπήρξε το επίσημο θρησκευτικό κέντρο της Ρώμης και της Αυτοκρατορίας.
Στο πρώτο κεφάλαιο (Α.1.2) αναφερθήκαμε στην κεντρική θέση που κατέχουν οι
οπτικό σύμβολο Romanitas του αστικού τοπίου (εικ. 14-16). Το κύριο μορφολογικό
θεοτήτων.
Ωστόσο το μνημείο, όπως και ο ναός της Τύχης1720, φαίνεται ότι συνδέεται με την
οικοδομική δραστηριότητα του ίδιου του Κωνσταντίνου και με την πρόθεσή του
του νέου μνημειακού κέντρου, όπως συμβαίνει στην Παλαιά Ρώμη και σε όλες
τις πόλεις του ρωμαϊκού κόσμου όπου εντοπίζεται. Τη θέση του εκεί, ως πρώτου
και προς τη δύση (εικ. 6). Όμως, στην περιοχή αυτή δεν διαμορφώθηκε ένα
μία τοποθεσία που κοσμούσαν διάφορα μνημεία από πορφυρίτη λίθο, πιθανώς
1721 Ἡσύχιος, Πάτρια, 18.2 (41), σημ. 2: «Ὁ δὲ βασιλεὺς…κατὰ μίμησιν Ῥώμης καὶ τὸ Καπετώλιον
341
από την εποχή του Κωνσταντίνου. Το έτος 407 εξαιτίας μιάς καταιγίδας έπεσε το
auditorium». Ωστόσο η ταύτιση αυτή, μολονότι παραμένει εδώ και αιώνες μία
ικανοποιεί επαρκώς τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος του 425 και τις
γνωστικών πεδίων μεταφέρθηκε πίσω στη Βασιλική1726 κατά τον ύστερο 6ο αιώνα
δεύτερο απόσπασμα του νόμου, με την ιστορία, τη θέση και την αρχιτεκτονική
1726 Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι η έδρα του «Πανεπιστημίου» επέστρεψε στη Βασιλική κατά τον
ύστερο 6ο αιώνα, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 8. Fuchs, Höhern schulen, 8-16. Schneider, Byzanz, 25.
Speck, «Review», 15, σημ. 25. Müller-Wiener, Bildlexikon, 284. Άλλοι υποστηρίζουν ότι επέστρεψε στο
Οκτάγωνο δίπλα στη Βασιλική, βλ. Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 18-22, 27. Lemerle,
Βυζαντινός Ουμανισμός, 325-327. Ο Feissel, «Philadelphion», 511 και σημ. 67-68, θεωρεί ότι μόνο
μερικά μαθήματα μεταφέρθηκαν πίσω στη Βασιλική. Μάλιστα μερικοί μελετητές χρονολογούν
συγκεκριμένα το γεγονός κατά το έτος 587, βλ. Lemerle, στο ίδιο, 326-327, ο οποίος αποδεικνύει ότι ο
αριθμός αυτός προέκυψε από την παρερμηνεία του έτους 414 (υιδ΄), που αναφέρουν τα Πάτρια
(Γ.1.38), και ανιχνεύει τη διαδρομή του λάθους προς τα πίσω μέχρι την εποχή του Du cange.
1727 Οι Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 56-58 και Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 201, θεωρούν ότι δεν
έπαψε ποτέ η εκπαιδευτική χρήση της Βασιλικής και ότι μεταφέρθηκαν στο Καπιτώλιο μόνο
κάποια μαθήματα. Ο Wendel θεωρεί ότι παρέμειναν οι έδρες του δικαίου και της φιλοσοφίας και
μεταφέρθηκαν εκείνες της γραμματικής και της ρητορικής.
1728 Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 147-149, 151-154.
1729 Ουσιαστικά το βασικό στοιχείο που έχει καταλήξει η νεότερη έρευνα είναι ότι το Καπιτώλιο
βρισκόταν πολύ κοντά, βλ. Mango, Développement urbain, 30, ή ακριβώς στη θέση του Lâleli camii, βλ.
Speck, «Urbs», 146, σημ. 25. Πρώτος ανέδειξε την τοπογραφική αυτή σχέση ο ανώνυμος
συγγραφέας της Κωνσταντινιάδος, 42.
342
οικοδομήματος1730 (εικ. 156), στις οποίες χωροθετεί τις αναφερόμενες από τον
τρόπο ότι όλα όσα γνωρίζουμε για τα Καπιτώλια δύσκολα μπορούν να βρουν
καθώς μία σειρά από βασικά προβλήματα που ανακύπτουν δεν απαντώνται
ανεγέρθηκε χάρη στην τεράστια συμβολική σημασία του για την αυτοκρατορική
ιδεολογία και την παράδοση της Ρώμης1732, ενώ γνωρίζουμε ότι το άλλο
τιμάται και να ανακαινίζεται μέχρι τουλάχιστον το α’ μισό του 6ου αιώνα. Μία
ακόμη παρατήρηση που αφορά γενικότερα την άποψη ότι το έτος 425 ιδρύθηκε ή
που ταυτίζουν το Καπιτώλιο με την έδρα των 31 καθηγητικών εδρών, διότι στην
ανυπόστατη και πως η έδρα της ανώτερης παιδείας με τις νεοσύστατες έδρες
παγανιστικού ναού και την τελική αξιοποίησή του ως εκπαιδευτικού ιδρύματος, μεσολάβησε ένα
διάστημα κατά το οποίο το μνημείο εγκαταλείφθηκε και περιήλθε σε αχρηστία. Τότε τμήματά του
πωλήθηκαν ή δωρήθηκαν σε ιδιώτες, ενώ κάποια από αυτά μετατράπηκαν σε εστιατόρια. Ωστόσο
ο ισχυρός συμβολικός δεσμός του Καπιτωλίου με την Παλαιά Ρώμη καθιστά αδιανόητη την
απαξίωση και την έκπτωσή του σε ιδιωτική ιδιοκτησία, καθώς και την εγκατάσταση εστιατορίων.
Αντίθετα η μετατροπή του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, όταν πλέον ο θρησκευτικός του χαρακτήρας
είχε ατονήσει, εμφανίζεται ως ιδανική λύση για την αξιοποίησή του.
343
Ένα ακόμη μειονέκτημα αυτής της ταύτισης μέχρι το έτος 2003 υπήρξε το
γεγονός ότι μόνο δύο γνωστές αναφορές τεκμηριώνουν την ύπαρξη αυτού του
(μέσα – β’ μισό 5ου αι.). Η μοναδική ουσιαστικά βέβαιη μαρτυρία ανήκει στον
λατινικής γλώσσας στο Καπιτώλιο. 1735 Ωστόσο το έτος 2003 ο D. Feissel με μία
σημαντική ταύτιση ενίσχυσε τις μαρτυρίες για την ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού
βάσης, η οποία εντοπίστηκε το έτος 1930 αμέσως δυτικά του Lâleli camii της
και την ίδρυση σε αυτό ενός Μουσείου από κάποιον Μουσήλιο, ο οποίος το
(ΙΧ.799) και η θέση ανεύρεσης της βάσης επιβεβαιώνουν ότι το Φιλαδέλφιο και
1733 Είναι χαρακτηριστική η ανισότητα των μαρτυριών για τα δύο κτήρια που παρουσιάζει ο Speck,
«Review», 14-16.
1734 Grammatici Latini, 14.3-6: «Et quia praetermittendum mihi non visum est quod eventus admonuit,
quodam tempore, dum ars in Capitolio die competenti tractaretur, unus e florentibus discipulis
Iohannes a grammatico venia postulata intendens in alterum sciscitatus est, qua differentia dici debeat
consularis». Για τον Cledonius και την επισήμανση ότι το τμήμα αυτό του κειμένου θεωρείται ως
μεταγενέστερη προσθήκη, βλ. Kaster, Guardians of Language, 255-256.
1735 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 117.7-11 (ΙΙΙ.29): «τούτοις ἐπιψηφισαμένου τοῦ τηνικαῦτα τὴν
πολιαρχίαν ἰθύνοντος καὶ τόπον διδασκάλοις ἀπονενεμημένον ἀφορίσαντός μοι ἐπὶ τῆς
Καπιτωλίδος αὐλῆς, ἐχόμενος τῆς στρατείας ἐπαίδευον, καὶ μεγαλοφρονεῖν ἐξηγόμην».
1736 Feissel, «Philadelphion».
1737 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.800: (Λήμμα:) «ἐν τῷ αὐτῷ»: «Ταῦτα λόγοις ἀνέθηκεν ἑκὼν Μουσήλιος
ἔργα,/πιστεύων καθαρῶς, ὡς Θεός ἐστι Λόγος». Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.801: (Λήμμα:) «ἐν τῷ
αὐτῷ»: «Μουσείου τὰ μὲν αὐτὸς ἐτεύξατο, πολλὰ δὲ σώσας/ἑστῶτα σφαλερῶς, ἵδρυσεν
ἀσφαλέως».
1738 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.799: (Λήμμα:) «ἐν τῷ πορφυρῷ κίονι εἰς τὸ Φιλαδέλφιον»: «Εὔνους μὲν
344
Το επίγραμμα ΙΧ.801 μας πληροφορεί ότι ο Μουσήλιος ανακαίνισε κάποιο
όρο «Μουσεῖον» ως εκπαιδευτικό ίδρυμα, όχι ναό των Μουσών, που συνδυάζεται
Μουσήλιο θεωρεί ότι πρόκειται για τον «Musellius praepositus sacri cubiculi»,
στον οποίο απευθύνεται ένας νόμος του Θεοδοσιανού κώδικα του έτους 4141740
και ο οποίος είναι ο μόνος γνωστός πραιπόσιτος ανάμεσα στα έτη 400 και 419.
έτος 420.
ίδια θέση και κατά την ίδια εποχή φαίνεται μάλλον απίθανη, ενώ ο ευεργετισμός
και για αυτό προσφέρεται τιμητικά στον ίδιο τον αυτοκράτορα και τη Ρώμη.
dévouement à la fois aux Lettres, à l’empereur dont l’image ornait l’intérieur de l’edifice, et à Rome
(Constantinople) en lui faisant don du Mouseion qui lui manquait. Il semble que Théodose n’ ait plus eu
dans les années suivantes qu’à achever d’organiser l’etablissement public dont l’évergétisme de
Mousèlios avait matériellement posé les fondations».
1742 Speck, «Review», 13, σημ. 22.
345
Η ταύτιση του Μουσείου με το συγκρότημα του Φιλαδελφίου-Καπιτωλίου
οδήγησε ακόμη στην αποκατάσταση και δύο επιγραμμάτων της Ανθολογίας του
Μουσηλίου από τον έπαρχο Ιουλιανό στα χρόνια του Τιβερίου (578-582) και της
είδαμε, στη ρητορική παράδοση της Πόλης χάρη στις αναφορές του Θεμιστίου
μέσα του 4ου αιώνα. Ο Μουσήλιος δεν χάρισε στη Νέα Ρώμη το Μουσείο, που της
έλειπε, όπως θεωρεί ο Feissel1750, αλλά ίδρυσε ένα νέο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Και
Frankfurt, apud Andreae Wecheli heredes, 1600 και ανατυπώθηκαν στην έκδοση Dübner F,
Epigrammatum Anthologia Palatina, II, Παρίσι 1872, 615: «ὡς ἀνοιχθέντος μουσείου, ὁ βασιλεὺς χρυσῆν
ἑαυτοῦ εἰκόνα ἐν τοῖς τοῦ φροντιστηρίου προθύροις στῆσαι προσέταξε» (XVI.70) και «μετὰ τὸ
μουσεῖον ἀνοῖξαι» (XVI.71).
1748 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.21 (260b), 44.3 (260c).
346
«Πανεπιστήμιο», αλλά αυτό που ο ίδιος ο νόμος του 425 αναφέρει, δηλαδή ένα
αυτοκράτορα και την Πόλη. Όσο σημαντικό και αν υπήρξε, δεν θα πρέπει να
περισσότερα από ένα «auditoria legum».1751 Το έτος 364, δηλαδή 61 χρόνια πριν
από την έκδοση του νόμου του Θεοδοσίου, ο όρος «auditorium» σε ένα νόμο1752
που ιδρύεται και λειτουργεί από κάποιον που έχει κριθεί ικανός ηθικά και
μορφωτικά για να εργαστεί ως καθηγητής. Από τη σημασία αυτή του όρου, μέχρι
δημόσιο μνημείο με ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο για την Πόλη που ήθελε να
θεωρείται συνεχιστής και διάδοχος στη βασιλική εξουσία της Παλαιάς Ρώμης.
διάφορες θεωρίες γύρω από το εκπαιδευτικό ίδρυμα του Καπιτωλίου είναι και το
γεγονός ότι μερικοί μελετητές εφεύραν την ύπαρξη ενός «Capitolii auditorium»
και στην παλαιά Ρώμη. O πρώτος που διατύπωσε την άποψη αυτή ήταν ο A.
1751 Jones Hall L., Roman Berytus: Beirut in Late Antiquity, Λονδίνο 2004, 66-67. Collinet, École de droit, 181.
Ακόμη, βλ. Cribiore, «Spaces for Teaching», 148-149.
1752 Codex Theodosianus, XIII.3.6: «Si qui erudiendis adulescentibus vita partier et facundia idoneus erit,
vel novum instituat auditorium vel repetat intermissum» δηλαδή «εάν κάποιος βρεθεί κατάλληλος
από χαρακτήρα και ευγλωττία για να διδάσκει τους νέους, είτε θα ιδρύσει ένα νέο auditorium, είτε
θα αναλάβει κάποιο που έχει εγκαταλειφθεί». Ο νόμος εκδόθηκε στις 11 Ιανουαρίου 364 με τα
ονόματα των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού και Ουάλη, αλλά εάν η ημερομηνία είναι σωστή θα
εκδόθηκε από τον Ιοβιανό. Απευθύνεται προς τον Επαρχο Πραιτωρίων Μαμερτίνο. Για μετάφραση,
βλ. Pharr, Theodosian Code, 388.
1753 Pazzini A., «L’ Atheneum di Adriano e il “Capitolii Auditorium” (L’università romana de l’
347
Reusser.1755 Το «Capitolii auditorium» της Ρώμης προέκυψε από την άγνοια των
Βασιλική Στοά
νόμου του 425 αναφέρεται στο «Capitolii auditorium», ο Carl Wendel1757 υπήρξε ο
μοναδικός μελετητής ο οποίος υποστήριξε ότι η βόρεια στοά του οικοδομήματος,
που περιγράφεται, ανήκει στη Βασιλική και όχι στο Καπιτώλιο. Είναι αλήθεια ότι
η εργασία του δεν είχε σχέση με την τοπογραφία και το επιχείρημά του είναι
χαρακτηριστικά που αποδίδει ο νόμος στις εξέδρες της βόρειας στοάς: «ευρύτητα
δὲ περίστυλος οὖσα».1759 Ωστόσο στη βόρεια στοά της Βασιλικής χωροθετεί μόνο
τη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και του Δικαίου, ενώ θεωρεί ότι οι έδρες της
προϋποθέσεις που θέτουν τα δύο αποσπάσματα του νόμου του έτους 425
348
ικανοποιούνται πλήρως μόνο εάν στη θέση του άγνωστου οικοδομήματος
Είδαμε ότι το πρώτο απόσπασμα χωρίζεται σε δύο τμήματα.1760 Στο πρώτο τμήμα
καθηγητικές έδρες. Τα δύο μέρη χωρίζονται μεταξύ τους ακριβώς μετά την
αποκλειστικά δικό μας». Κατά τη γνώμη μου, με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης όχι
μόνο δεν αναφέρεται στο «Capitolii auditorium», αλλά αντίθετα διαχωρίζει, κατά
πριν από το σημείο αυτό. Δεν το κατονομάζει, διότι είναι σε όλους γνωστό ως το
επίσημο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Στοά του Βασιλέως, στο άμεσο
περιβάλλον των ανακτόρων, και τελεί από την εποχή του Κωνσταντίνου και των
1764 Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής δραστηριότητας του ανώνυμου κοιαίστωρα, που
349
Παιδευτηρίων της Βασιλείου Στοάς με την ίδρυση των 31 καθηγητικών εδρών θα
την αίγλη της στο πρόσωπο του αυτοκράτορα υπό την προστασία του οποίου
τελούσε το όλο εγχείρημα. Καθώς στο δεύτερο απόσπασμα του νόμου (XV.1.53)
της Βασιλικής.
αναλογίες που εντόπισε ο Wendel ανάμεσα στη διατύπωση του νόμου και στην
περιγραφή της Βασιλείου Στοάς από τον Προκόπιο (Γ.1.10). Το επιχείρημά του
στην πλαγιά του λόφου με την ισχυρή θεμελίωση, την εντυπωσιακή πρόσοψη
μήκους 150 μ., τη μνημειακή κέντρική κλίμακα και την εποπτική θέα προς την
κάτω πόλη και τα στενά του Βοσπόρου την ανέδειξε σε ισχυρό οπτικό σύμβολο
της δύναμης και της οικονομικής ευρωστίας του αρχαίου Βυζαντίου. Είδαμε
εξαιρετικό μέγεθος και την ομορφιά της επισήμανε ο Ιμέριος: «…στοὰν οἶμαι
1766 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.12-13 (58c).
1767 Γ.1.1.
1768 Γ.1.6. Ακόμη, βλ. Γ.1.23. Γ.1.27. Γ.1.37.
1769 Codex Theodosianus, 814.2-4 (XV.1.53): «…in quibus tantum amplitudinis et decoris esse monstratur,
350
δυνατότητα να διατεθούν 31 αίθουσες διδασκαλίας, οι οποίες να έχουν κατά
μέσο όρο 4,5 μ. πλάτος, ενώ εάν η βόρεια στοά ήταν διπλή καθ’ ύψος ή κατά
ήταν ήδη υφιστάμενες.1770 Κατά τη γνώμη μου, η διατύπωση του νόμου του 425
διατύπωση του νόμου διακρίνουμε επιρροές από την περιγραφή του Γυμνασίου
πρώτο χωρίο του δευτέρου αποσπάσματος του νόμου1774 του 425 εξυμνεί την
τέταρτο κεφάλαιο (Δ.4.1) με αφορμή τις περιγραφές του Λιβανίου1775 και του
Θεμιστίου.1776
Ο νόμος, ακόμη, παραγγέλλει από τις εξέδρες μόνο εκείνες που είναι
χαμηλές και στενές να ενωθούν με τα εφαπτόμενα και από τις δύο πλευρές τους
1770 Codex Theodosianus, 814.1-2 (XV.1.53): «Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui...»
1771 Σύμφωνα με τον Vitruvius, De Architectura, V.11.1-4, τα γυμνάσια (παλαίστρες) είναι τετράστωα
με τρεις απλές και μία διπλή στοά, η οποία είναι στραμμένη προς τον βορρά και έχει μεγάλο
πλάτος. Στις στοές υπάρχουν ευρύχωρες εξέδρες, ενώ οι πιο εξέχουσες αίθουσες, όπως το εφηβαίο,
που είναι μία διπλή σε μέγεθος εξέδρα με καθίσματα, βρίσκονται στη βόρεια στοά. Ακόμη, βλ.
Delorme, Gymnasion, 489-491, 496-497.
1772 Vitruvius, De Architectura, V.11.2.
351
κελιά, προκειμένου να γίνουν πιο ευρύχωρες.1777 Ο λατινικός όρος «cellularum»
μας θυμίζει την αναφορά στα δημόσια διδασκαλεία του πρώτου αποσπάσματος:
ένα δίπλα στο άλλο, δεν είναι άλλα από τα συνεχόμενα επιμήκη δωμάτια στο
πίσω τμήμα της βόρειας στοάς της Βασιλικής, τα οποία πρόκειται να ενωθούν με
διδασκαλίας.
nostrum», όπως περιγράφεται από το νόμο του 425, έφεραν στο φως ανασκαφές
της πολωνικής αρχαιολογικής σχολής στην τοποθεσία Kom El-Dikka στο κέντρο
τον κατά μήκος άξονά της. Με τη στενή όψη τους πλαισιώνουν το πέρασμα
και καταλήγουν σε καθηγητικό θρόνο στον υψηλότερο αναβαθμό στο κέντρο της
τη συνένωση δύο δωματίων, το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πίσω από το άλλο.
1777 Codex Theodosianus, 814.6-8 (XV.1.53): «His tamen ipsis, quae humiliores aliquanto adque angustiores
putantur, vicinarum spatia cellularum ex utriusque lateris portione oportet adiungi, ne quid aut
ministris eorundem locorum desit aut populis».
1778 Codex Theodosianus, 787.2 (XIV.9.3).
1779 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 17-21. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 472-473.
1780 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 21-29. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 473.
352
υπάρχει μικρό θέατρο από τα μέσα του 4ου αι., το οποίο αρχικά ήταν ανοικτό και
θεωρούν ότι το συγκρότημα, η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε κατά τον ύστερο 5ο
ή τον πρώιμο 6ο αιώνα, παρέμεινε σε χρήση, πιθανώς, μέχρι τα τέλη του 7ου
αιώνα.1782
Αλεξάνδρειας μας παρέχει μία ανάγλυφη εικόνα της μορφής των αιθουσών
παράλληλο1786 στις περιγραφές του νόμου του 425 για το αυτοκρατορικό ίδρυμα
αίθουσες και να υλοποιήσει την παραγγελία του τελευταίου χωρίου του πρώτου
Το επόμενο βασικό ζήτημα που αναδύεται από την περιγραφή του νόμου
είναι η μορφή του οικοδομήματος και η χρήση των πλαϊνών στοών του. Εκτός
1784 Ἠλίας, Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας, 21.29-30: «διὰ τοῦτο γὰρ τὰ θέατρα κυκλοτερῆ διὰ τὸ
ἀλλήλους βλέπειν, καὶ αἱ διατριβαὶ κυκλοτερεῖς, ἵνα ὁρῶσιν ἀλλήλους καὶ τὸν διδάσκαλον».
Ακόμη, βλ. Majcherek, «Late Roman Auditoria», 41.
1785 Welch, «Some Architectural Prototypes», 117-118, 121.
1786 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 44. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 476.
1787 Codex Theodosianus, 787.19-22 (XIV.9.3): «..ita ut unicuique loca specialiter deputata adsignari faciat
tua sublimitas, ne discipuli sibi invicem possint obstrepere vel magistri neve linguarum confusio
permixta vel vocum aures quorundam aut mentes a studio litterarum avertat».
353
από τη βόρεια στοά, αναφέρονται η ανατολική και δυτική πλευρά του κτηρίου. 1788
δρόμους.1789 Μολονότι δεν γίνεται λόγος για νότια πλευρά ή στοά στον νόμο,
ωστόσο η επισήμανση ότι η ανατολική και η δυτική πλευρά δεν είχαν πρόσβαση
σε δρόμο σημαίνει οπωσδήποτε ότι το κτήριο ήταν κλειστό και από τη νότια
ήταν τετράστωο.
ανταποκρίνονται στα δεδομένα του νόμου. Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.2) είδαμε
το δάπεδο της βόρειας να έχει υψομετρική διαφορά περίπου 4 έως 6 μ. από την
επιφάνειά του (εικ. 132). Κατά συνέπεια η ανατολική και η δυτική στοά
νότο προς βορρά. Δεν θα ήταν, άρα, πρακτικό να διανοιχτούν είσοδοι στις στενές
διαμόρφωσή του κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η ανατολική πλευρά του δεν είχε
γεγονός ότι η νότια στοά δεν αναφέρεται καθόλου στον εκπαιδευτικό νόμο μάς
Βασιλικής.
Και ερχόμαστε σε ένα από τα πιο δύσκολα σημεία του νόμου, την
παραχώρηση των αιθουσών (εξεδρών) της ανατολικής και δυτικής στοάς για τη
354
(veterum), δηλαδή λειτουργούσαν εκεί πολλά χρόνια. Αυτό το δεδομένο του
νόμου και μάλιστα η παλαιότητά του είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευθεί στην
περίπτωση του Καπιτωλίου. Αλλά και στην περίπτωση της Βασιλικής Στοάς τι
παιδεία; Ακόμη περισσότερο γιατί ο νόμος του 425, ενώ αναδιοργανώνει την
εστίασης δεν ήταν κάτι καινούριο. Ο συνδυασμός αυτός που ανιχνεύεται στο
Συμπόσιον του Πλάτωνα και χαρακτηρίζει την λειτουργία της σχολής του
αυτό το χαρακτηριστικό είχε τόσο κεντρική σημασία ώστε κατά τους ρωμαϊκούς
σίτιση εκτός από τιμητική διάκριση και οικονομική ωφέλεια, επέτρεπε στα μέλη
μοιράζονται τις γνώσεις και τους στοχασμούς τους κατά την κοινή τράπεζα, το
συνέχεια της λειτουργίας των οποίων κατοχυρώνει ο νόμος του 425 στην
1794 Ο Coulton, Greek Stoa, 10-11, έχει δείξει ότι οι δημόσιες εστιάσεις αποτελούσαν μία συνήθη
355
Κωνσταντινούπολης απηχούν μία συνειδητή σχέση με το αρχέτυπο του
Αλεξανδρινού Μουσείου.
του νόμου του 425, το οποίο αγνοήθηκε συστηματικά από όλους σχεδόν τους
οικοδόμημα είχε αρχικά δημόσιο χαρακτήρα και αργότερα κάποια τμήματα του
«ιδιωτικοποιήθηκαν».
καθεστώς της Βασιλικής έχει την αφετηρία του στον δημόσιο χαρακτήρα της
παραπέμπει στον γειτονικό νόμο1799 του έτους 412 στον Θεοδοσιανό κώδικα,
απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους στη θέση των οποίων ανεγέρθηκε μία
μεγαλοπρεπής στοά μπροστά από τις Ονωριανές Θέρμες της 5ης ρεγιώνας. Ο
νόμος αυτός, που εκδόθηκε από τους αυτοκράτορες Ονώριο (393-423) και
356
Θεοδόσιο Β’ (408-450), θα πρέπει να αποδοθεί σε πρωτοβουλία του Ονωρίου,
μνημείου που έφερε το όνομα του, ενώ ο Θεοδόσιος ήταν ακόμη μόνο 11 ετών.
Έτσι εξηγείται και γιατί 13 χρόνια αργότερα, όταν ο Θεοδόσιος ανακάλεσε αυτή
όνομά του. Το γεγονός ότι περίπου δύο χρόνια νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή ο
(Δ.3.3) είδαμε ότι λίγα χρόνια αργότερα, το έτος 440, με έναν άλλο νόμο 1800 που
Καπιτώλιο, αλλά η έδρα των Παιδευτηρίων της Πόλης από την εποχή του
τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος του 425.1801 Όλα τα στοιχεία οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι τα Παιδευτήρια της Βασιλικής με τον νόμο του 425 όχι μόνο δεν
και αναβαθμίστηκαν με την επέκταση της λειτουργίας τους και την ανακαίνιση
1801Το γεγονός ότι κατά τα φοιτητικά χρόνια του Ιουλιανού τα Παιδευτήρια βρίσκονταν στη
Βασιλική σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σωκράτη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 188.3-4 (ΙΙΙ.1.9):
«Ἰουλιανὸς δὲ αὐξηθεὶς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει παιδευτῶν ἠκροᾶτο, εἰς τὴν βασιλικὴν, ἔνθα
τότε τὰ παιδευτήρια ἦν…», βλ. Γ.1.4, δεν συνεπάγεται ότι στην εποχή του συγγραφέα, πλέον, δεν
βρίσκονταν εκεί, όπως έχει υποστηριχθεί. Η διατύπωση του Σωκράτη, μάλλον, τονίζει την
πρωιμότητα ή την αποκλειστικότητα της παρουσίας των παιδευτηρίων στη Βασιλική.
357
Τα Μουσεία-Παιδευτήρια και η Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης
αποτέλεσαν ένα συνειδητό εγχείρημα των αυτοκρατόρων του 4ου αιώνα, που
κορυφώθηκε κατά τον πρώιμο 5ο αιώνα στο πιο κεντρικό σημείο της Πόλης, στο
εξέδρες και τα εστιατόριά του στη Βασίλειο Στοά δίπλα στη Βιβλιοθήκη, ένα
ότι η κεντρική ιδέα του γλυπτικού διακόσμου του Γυμνασίου διαγώνια απέναντι
από τους κορυφαίους θεσμούς του δημόσιου βίου της Πόλης. Αρκετοί μελετητές
διακρίνουν πίσω από την εκπαιδευτική πολιτική του Θεοδοσίου την επιρροή της
προνόμια των καθηγητών.1806 Μισό μήνα μετά τον εκπαιδευτικό νόμο του 425
1805 Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 5-6. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 62, σημ. 53. Cameron, «Empress
358
απονομή της σε όσους καθηγητές συμπλήρωναν 20 χρόνια διδασκαλίας. 1807 Το
σύμφωνα με την ίδια και τον Dagron1810, απηχεί με τον επίσημο χαρακτήρα και
τη φιλόδοξη οικουμενικότητά του τον χάρτη που εκπoνήθηκε στα χρόνια του
Αυγούστου με μέριμνα του Αγρίππα και εκτέθηκε επίσημα το έτος 7 μ.Χ. στη
Στοά της Πόλλας (Vipsania) στη Ρώμη. Αυτή την επιστημονική διάθεση μελέτης
για τους «ξένους λαούς» και τη «γνώση της Γης», περίπου 10 χρόνια νωρίτερα,
1807 Codex Theodosianus, VI.21.1 (15.03.425). To «memorato auditorio», το οποίο, επίσης, δεν αναφέρεται
ποιο είναι, πρέπει να ταυτίζεται με το «auditorium specialiter nostrum» της Βασιλικής.
1808 Στις 26 Μαρτίου 429 εξαγγέλθηκε στη Σύγκλητο, βλ. Codex Theodosianus, Ι..1.5, η κωδικοποίηση
των νόμων από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι τη βασιλεία του Θεοδοσίου Β΄, η οποία μαζί με
τον Γρηγοριανό και τον Ερμογενειανό κώδικα, θα αποτελούσαν τη βάση για μία συνολική
κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου. Από το μεγαλόπνοο αυτό στόχο επιτεύχθηκε το πρώτο μέρος,
με την έκδοση περισσότερων από 2.500 αυτοκρατορικών νομοθετημάτων των ετών 313-437 στο
Θεοδοσιανό κώδικα το έτος 438. Το δεύτερο σκέλος του προγράμματος υλοποιήθηκε τελικά στα
χρόνια του Ιουστινιανού, βλ. Jones, LRE, 475-476. Honoré, Law, 124-127. Matthews, Theodosian Code, 10-
12. Το εγχείρημα είχε πολύ μεγάλη πρακτική, πολιτική και πολιτιστική σημασία. Η συμβολή των
καθηγητών και σχολαστικών της Βασιλικής, του αρχείου και της Βιβλιοθήκης της πρέπει να
θεωρείται δεδομένη.
1809 Wolska-Conus W., «Deux Contributions à l’histoire de la Géographie», TM 5 (1973), 259-279, κυρίως
274-279. Πιθανώς ο χάρτης συνοδευόταν από ένα κείμενο, το οποίο βοηθούσε τους φοιτητές να
διαβάζουν τις επεξηγηματικές επιγραφές του, το οποίο ταυτίζεται πιθανώς με το Divisio orbis
terrae. Για τις εκδόσεις του κειμένου αυτού, βλ. στο ίδιο, 274, σημ. 1.
1810 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 78-81.
1811 Notitia Urbis, 229.4-11. Για ελλην. μεταφρ., βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 147.
359
Ε.1.4. Η Βασιλική των Παιδευτηρίων από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα
στη Βασίλειο Στοά. Ο επόμενος σημαντικός σταθμός στην ιστορία του υπήρξε η
καταστροφική πυρκαγιά1812 του έτους 476 κατά την εξέγερση του Βασιλίσκου.
Ανάμεσα στα βιβλία ξεχώριζε ένα ειλητάριο από έντερο δράκοντα μήκους 120
Ωστόσο ο Ιωάννης Αντιοχεύς1816 μας πληροφορεί ότι ο ύπατος Ίλλος το έτος 478
κοντά έναν αιώνα αργότερα μας πληροφορεί για κάποιο Ουράνιο που
διαπληκτιζόταν συχνά με όσους σύχναζαν «πρὸ τῆς βασιλείου στοᾶς καὶ ἐν τοῖς
καταστροφή της Βιβλιοθήκης δεν υπήρξε ολοκληρωτική και πως ό,τι περισώθηκε αποτέλεσε τον
πυρήνα της νέας Βιβλιοθήκης που επανασυστήθηκε επί Ζήνωνος. Ωστόσο συνδέει λανθασμένα με
την ανακαίνιση της Βιβλιοθήκης τα επιγράμματα της Πλανούδειας Ἀνθολογίας, IV.70-71. Βλ.
Feissel, «Philadelphion», 515-521.
1815 Η Σούδα που διασώζει την ανάμνηση της μαρτυρίας του Μάλχου αναφέρει μόνο τον εμπρησμό
1817 Κατά τις πυρκαγιές της Στάσης του Νίκα, το έτος 532, το κτήριο δεν υπέστη μεγάλες
καταστροφές. Αναφέρεται μόνο το προσκιόνιο ή προσκήνιο της Βασιλικής, που βρισκόταν στην
ανατολική πλευρά του, βλ. Γ.1.21, Γ.1.26, Γ.1.39 και Γ.1.42.. Ωστόσο πυρπολήθηκε το Οκτάγωνο, βλ.
Γ.1.22.
1818 Γ.1.15.
360
της Βιβλιοθήκης. Τα πωλητήρια βιβλίων, όπως γνωρίζουμε από τη Ρώμη1820,
της Πόλης διαφύλαξε την ανάμνηση ότι η Βασιλική συνέχισε για πολλά χρόνια
επίγραμμα που αποδίδεται στο περιβάλλον του Αγαθία και χρονολογείται στην
σημαντική όχι μόνο για τη διδασκαλία του δικαίου, αλλά και για την
εδράζεται η νομική σχολή της Πόλης, στην οποία μαζί με εκείνες της Ρώμης και
1820 Blanck, Το βιβλίο, 160-173, κυρίως 169. Η περιοχή με τα περισσότερα βιβλιοπωλεία της Ρώμης
βρισκόταν στο Vicus Scandalarius κοντά στον ναό της Ειρήνης με τη δημόσια Βιβλιοθήκη της.
Ακόμη, βλ. Casson, Βιβλιοθήκες, 167-170.
1821 Γ.1.32 και σημ. 1152.
1822 Γ.1.4. Το λήμμα, το οποίο δεν αποτελεί απλώς έναν τοπογραφικό προσδιορισμό, αλλά ορισμό
της ιστορίας του κτηρίου, πρέπει να γράφτηκε κατά τον 6ο αιώνα, όπως και το επίγραμμα. Σχετικά
με τη χρονολόγηση παρόμοιων λημμάτων, βλ. Γ.1.30 και σημ. 1146.
1823 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.19-44.7 (260b-c).
361
βασιλεία του Ιουστινιανού οι περίφημοι αντικήνσορες (antecessores).1826 Πιθανώς,
απηχεί ακόμη την σχέση των καθηγητών, σχολαστικών, υποδομών και αρχείων
ρωμαϊκού δικαίου.1827
Φιλοσοφίας στη Βασίλειο Στοά. Bρίσκεται στο προοίμιο της Ιστορίας του
προσωποποιήσεις της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας. 1828 Η Φιλοσοφία δηλώνει ότι
εξοστρακίστηκε από τη Βασίλειο Στοά κατά την τυραννία του Φωκά (602-610),
«βασιλέων τεμένη» θεωρούμε ότι και πάλι γίνεται γίνεται λόγος για τη Βασίλειο
Στοά.1829 Είδαμε νωρίτερα ότι κάποιοι ερευνητές με βάση την προηγούμενη και
από το Καπιτώλιο στη Βασιλική κατά τον ύστερο 6ο αιώνα, κάποιοι μάλιστα
εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Βασίλειο Στοά μας εισάγει στο α΄ μισό του 7ου αιώνα
κατέληξε στην Τραπεζούντα όπου έγινε μαθητής του Τυχικού κατά την τρίτη
δεκαετία του 7ου αιώνα. Μία ομάδα νέων από την Κωνσταντινούπολη με τη
τον δάσκαλό του. Ο τελευταίος αγαπούσε τον Ανανία σε σημείο να τον ζηλεύουν
1826 Scheltema, Antécesseurs, 3-16. Ο Τρωιάνος Σ.Ν., Η θέση του Νομικού/Δικαστή στη Βυζαντινή
Κοινωνία, Αθήνα 1993, 14-19, θεωρεί ότι η διδασκαλία ανατέθηκε στους αντικήνσορες στο πλαίσιο
μιάς ευρύτερης αναδιάρθρωσης των νομικών σπουδών. Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού η θέση
τους στη διδασκαλία πέρασε στους σχολαστικούς.
1827 Για τα ονόματα των αντικηνσόρων που συμμετείχαν στην Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση και
αναφέρονται στα προοίμια του Κώδικα και του Πανδέκτη, βλ. Scheltema, Antécesseurs, 4. Επιπλέον, οι
περισσότεροι από τους υπόλοιπους αξιωματούχους που αναφέρονται, πιθανώς, θα ήταν απόφοιτοι
της σχολής του Δικαίου της Βασιλικής.
1828 Γ.1.19.
1829 Την ίδια άποψη έχουν οι Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 75-76 και Speck, «Review», 15, σημ. 25.
1831 Μπαρτικιάν Χρ. Μ., Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, Βυζαντινά Κείμενα & Μελέται 18,
362
οι συμμαθητές του «τῆς βασιλικῆς αὐλῆς». Με τον όρο αυτό, «la cour royale» στη
πληροφορία σχετικά με το ταξίδι των φοιτητών από την Πόλη μόνο και μόνο για
που απηχείται εμμέσως και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η μεγάλη φήμη
δραστηριότητας στη Βασίλειο Στοά κατά τον 6ο και το α’ μισό του 7ου αιώνα. Σε
απηχούν την ίδια δραστηριότητα. Το πρώτο είναι η αναφορά του 71ου κανόνα
της Πενθέκτης («ἐν Τρούλλῳ») Συνόδου (691), στη διδασκαλία των πολιτικών
7ου αιώνα, του εικονομάχου ποιητή Ιγνατίου1838, στα χρόνια της βασιλείας του
αναχρονολογήθηκε από το δεύτερο μισό του 6ου στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα.
1836 Σύνταγμα Β’, 469: «Τοὺς διδασκομένους τοὺς πολιτικοὺς νόμους μὴ δεῖν τοῖς Ἑλληνικοῖς ἔθεσι
κεχρῆσθαι…». Σύμφωνα με τον Τρωιάνο Σ., «Οι σπουδές του Δικαίου στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα στη
Μακεδονία κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα», Βυζαντινά 21 (2000), 475-492, κυρίως 477, στην
Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή πρέπει να υπήρχαν οργανωμένες νομικές σπουδές, που
λειτουργούσαν στο πλαίσιο ιδιωτικών σχολών, πιθανώς συντεχνιακής πρωτοβουλίας. Ωστόσο
καμία ένδειξη στον κανόνα δεν υποδηλώνει ιδιωτικού χαρακτήρα διδασκαλία. Ακόμη, βλ.
Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 50, σημ. 193.
1837 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 77, σημ. 29, 81. Wolska-Conus, «Stéphanos», 13-17, 21-24 και 87-
89.
1838 Wolska-Conus W., «De quibusdam Ignatiis», ΤΜ 4 (1970), 329-360, κυρίως 351-357 και 359-360.
Ουμανισμός, 76-77. Ο Theodoridis C., «Der Hymnograph Klemens terminus post quem für
Choiroboskos», BZ 73 (1980), 341-345, αναχρονολόγησε τη δράση του κατά το πρώτο μισό του 9ου αι.
Για το έργο του, βλ. Kaster, Guardians of Language, 394-396.
363
Ο τίτλος σχετίζεται πράγματι με την ανώτερη εκπαίδευση, αφού κατά τον 5ο
Οκτάγωνο, αλλά και μία σειρά από πηγές με τις οποίες θα ασχοληθούμε
παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο (Ε.4) συσχετίζουν τον τίτλο αυτό, όπως θα δούμε,
χωροθέτηση της ανώτερης παιδείας στην Αγορά του Ζευξίππου από τον Μ.
Ζευξίππου αποτέλεσε το κέντρο της ανώτερης παιδείας της Πόλης. Το έτος 425
υπέστη το οικοδόμημα αυτό κατά την πυρκαγιά του έτους 476, συνέχισε να
Στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.5) είδαμε ότι η Βασιλική με την προσθήκη του
τριβουναλίου και αργότερα του aedes Augusti υπήρξε η έδρα της δικαστικής
τμήματος του πολιτικού βίου, υπήρξε η Αγορά. Στο Βυζάντιο η λειτουργία αυτή
1840 Collinet, École de droit 124-157, 167-176. Ο Dvornik F., «Photius et la réorganisation de l’Académie
Patriarcale», AnBoll 68 (1950), 108-125, κυρίως 113-118, υποστήριξε ότι ο όρος, λόγω της σχέσης του με
τον πατριαρχικό τίτλο, αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη Πατριαρχικής Ακαδημίας. Ωστόσο, ο
Darrouzès J., Recherches sur les «offikia» de l’Eglise byzantine, Παρίσι 1970, 67-72, παρατηρεί ότι η
παλαιότερη μνεία του όρου, που μπορεί να συνδεθεί ασφαλώς με τη Μεγάλη Εκκλησία,
χρονολογείται κατά τον 11ο αιώνα. Για μία αναδρομή στο ζήτημα, βλ. Lemerle, Βυζαντινός
Ουμανισμός, 81-83. Ακόμη, βλ. Speck, Kaiserliche Universität, 65-66, σημ. 52.
1841 Γ.1.38.
364
πρέπει να εδραζόταν στο αρχαίο μνημειακό κέντρο, το Στρατήγιο, όπου
βρίσκονταν και οι φυλακές της πόλης.1842 Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα οι αγορές και
Τυχαίο της Πόλης είχαν μεταφερθεί στο χώρο της Αγοράς του Ζευξίππου στο
άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου, όπου ο ανθύπατος Λιμένιος δίκασε τον
Βασανιστὴς» λίγα χρόνια αργότερα, ανάμεσα στα έτη 345-355, ότι τα δικαστήρια
συνυπήρχαν με τα Μουσεία της Πόλης στον χώρο της Αγοράς και ότι οι
δικαστήρια.1845
Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.4.2) είδαμε ακόμη ότι μέσα στο τρίτο τέταρτο
Βιβλιοθήκης και η μεταβολή της ονομασίας του. Με τον τρόπο αυτό η συμβολική
τον πολυτελή, λειτουργικό πολυχώρο της Βασιλικής. Και, όπως ήταν σύμφωνο
με τη μακραίωνη παράδοση της αρχέτυπης Βασιλείου Στοάς της Αθήνας και του
Κωνσταντινούπολη μετά τις 11 Δεκεμβρίου του 361. Εκτός από τη μεταβολή της
365
θεσπισμένου αξιώματος του Επάρχου της Πόλης: «καὶ <ἀπ>έστω γνώμῃ δικαίᾳ
είναι η μοναδική στοά της Βασιλικής για την οποία δεν γίνεται λόγος σε σχέση
νόμου του 425, θεωρούμε ότι σε αυτό το τμήμα του οικοδομήματος στεγάζονταν
Νεαρά 82 του Ιουστινιανού που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου του έτους 539. Το
προοίμιο1848 της Νεαράς μας πληροφορεί ότι κατά τη βασιλεία του Ζήνωνα έλαβε
διάταξη του Ζήνωνα και διόρισε ένα σώμα 12 έμπειρων νομομαθών δικαστών, οι
1846 Γ.1.1. Για τη θέσπιση του αξιώματος του Επάρχου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1079. Για την ερμηνεία
του χωρίου, βλ. κεφάλαιο Δ.4.2.
1847 Γ.1.24.
1848 Novellae Justiniani, 400.19-27 (Νεαρά 82, «Προοίμιον»), 401.17-19 (κεφ. Ι).
1849 Για τους αξιωματούχους που ασκούσαν δικαστικά καθήκοντα κατά την πρώιμη βυζαντινή
366
αξιωματούχοι.1850 Κάθε δικαστής οριζόταν να έχει ως βοηθούς δύο παρέδρους και
διηνεκῶς ἐπὶ τῆς βασιλείου στοᾶς, ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν, ὄρθριοί τε
εὐθὺς καὶ εἰς δείλην ὀψίαν».1851 Καθώς το σώμα των δικαστών συγκροτήθηκε με
τη Νεαρά, το χωρίο «ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν» δεν αναφέρεται στους
χαμαιδικαστές, που δίκαζαν μέχρι τότε με βάση τη διάταξη του Ζήνωνα. Ο όρος
«οἰκίσκοι», προφανώς, αντιστοιχεί με τον όρο «cella» του νόμου του 425. Με τους
όρους αυτούς δηλώνονται τα δωμάτια στο πίσω τμήμα των στοών. Η αναφορά
της δικαστικής χρήσης των οικίσκων στο κείμενο της Νεαράς υποδεικνύει ότι η
προηγούμενα χρόνια.
για δικαστές που δίκαζαν ξεχωριστά στους οικίσκους της Βασιλείου Στοάς, χωρίς
συνεξέταση μιάς υπόθεσης. Σύμφωνα με τον F. Goria1853 είναι η πρώτη φορά που
συντάχθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι., ως «θείοι» δικαστές,
δηλαδή αυτοκρατορικοί, καθώς είχαν διοριστεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και
δεν ανήκαν στην τάξη των αρχόντων.1855 Επιπλέον ο νόμος όριζε ότι, όταν
1850 Novellae Justiniani, 401.23-402.22 (Νεαρά 82, κεφ. I). Τα ονόματα που αναφέρονται είναι δεκατρία,
αλλά ο τελευταίος, ο Αππίονας, δεν ανήκει στους δικαστές, βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή
δικαιοσύνης, 28-29, σημ. 109.
1851 Novellae Justiniani, 402.32-403.1 (Νεαρά 82, κεφ. III). Βλ. Γ.1.8.
367
κάποιος από τους δικαστές θα έπαυε να δικάζει, τότε ο ίδιος αυτοκράτορας θα
διόριζε κάποιον άλλο στη θέση του.1856 Το σώμα θα διέθετε σταθερά 12 δικαστές,
κεφαλή τους θα πρέπει να εκλάβουμε τον ίδιο τον αυτοκράτορα στο όνομα του
παρουσίας της δικαστικής λειτουργίας στη Βασίλειο Στοά κατά τον 6ο αιώνα. Ο
Προκόπιος μας πληροφορεί για την αλλοίωση της ευθυκρισίας των δικαστών της
Βασιλείου Στοάς εξαιτίας της βίαιης παρέμβασης των στρατιωτών της φρουράς
του Παλατιού.1859 Σε άλλη αναφορά1860 του μαρτυρεί την παρουσία στο μνημείο
ρητόρων και εισαγωγέων και άλλων, που ασχολούνται με την προετοιμασία των
δικών, απηχώντας τον ορισμό της Νεαράς 82: «ἑκάστου μέντοι δικαστοῦ δύο μὲν
μελετητών1862, και η μαρτυρία του Ιωάννη Λυδού1863 για τους δικαστές που διόρισε
του.
1860 Γ.1.10.
1863 Γ.1.11.
368
Ακολουθεί η μαρτυρία κάποιου που προτιμούσε να υπηρετεί τις Μούσες
Βασίλειο Στοά, στην οποία εργαζόταν, μάλλον, ως ένας από τους υπαλλήλους
που παρασκεύαζαν τις δίκες στην υπηρεσία κάποιου δικαστή. Ωστόσο μας
«…ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι καὶ ἐς ἥλιον καταδύντα…». Η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη
σημασία, διότι μας πληροφορεί για την ύπαρξη δικαστικού αρχείου στο μνημείο,
σχολαστικού «ἀγωνίζεσθαι δίκας», διότι δεν του ήταν ευχάριστο να συχνάζει στη
Βασίλειο Στοά: «καί μοι καταθύμιοι ἦσαν οἵ τε θόρυβοι τῶν χρωμάτων καὶ οἱ
ἁμιλλητήριοι τῶν ἵππων ἀγῶνες, ἔτι γε μὴν καὶ ἡ παντόμιμος ὄρχησις».1868 Αυτή
είναι και η τελευταία άμεση αναφορά στη δικαστική λειτουργία της Βασιλείου
Στοάς.
στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.6) ότι το στοιχείο αυτό οδήγησε τους Schneider1870 και
οικοδόμημα στο νότιο τμήμα της Βασιλικής, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη
και η χρήση του όρου σχεδόν αποκλειστικά από τους ιστοριογράφους αυτής της
1864 Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄, 84.6-7 (ΙΙΙ.1.2): «ἐθέλω γάρ, εἰ ἐπ’ ἐμοὶ εἴη, καὶ περὶ πλείστου
ποιοῦμαι ταῖς Μούσαις, φασί, τὰς Χάριτας καταμιγνύναι».
1865 Γ.1.16.
1866 Novellae Justiniani, 403.1 (Νεαρά 82, κεφ. ΙII). «…ὄρθριοί τε εὐθὺς καὶ εἰς δείλην ὀψίαν».
1867 Γ.1.17.
1869 Novellae Justiniani, 402.31-32 (Νεαρά 82, κεφ. γ΄) και 408.17-18 (Νεαρά 82, Ἐπίλογος): «βασιλείου
στοᾶς». Προκόπιος, Ἀνέκδοτα, 92.12 (14.13): «τῇ βασιλείῳ στοᾷ» και Περὶ Κτισμάτων, 43.6 (Ι.11.12):
«τὴν βασιλέως στοάν». Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 156.19-20 (ΙΙΙ.65): «τῆς βασιλέως στοᾶς».
Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄, 84.15-16 (ΙΙΙ.1.4): «τῇ βασιλείῳ στοᾷ». Μένανδρος Προτίκτωρ, 40.9
(fragm.1, Σούδα ΙΙΙ, 361.27-28, Μ 591): «τῇ βασιλείῳ στοᾷ».
1870 Schneider, Byzanz, 23-26.
369
περιόδου αποτυπώνει την επίμονη προσπάθεια των ανθρώπων του πνεύματος
δικαστών στη Βασίλειο Στοά. Ο Zachariä von Lingenthal1872 θεωρεί ότι ο θεσμός
των Μακεδόνων με τους Κριτές επί του Ιπποδρόμου και του Βήλου, ενώ και η
οι κριτές αυτοί έχουν περίπου τις ίδιες αρμοδιότητες με τους 12 δικαστές του
Ιουστινιανού, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί μία συνέχεια μεταξύ τους,
καθώς τους χωρίζουν αρκετοί αιώνες. Ωστόσο, όπως ο ίδιος σημειώνει1875, κατά
Ιουστινιάνεια περίοδο.1877
Βασιλείου Στοάς συμπλήρωναν οι ναοί της Τύχης και της Ρέας, που μαρτυρεί ο
Ζώσιμος.1878 Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.3) προτείναμε ότι οι ναοί αυτοί στις άκρες
κατά το παράδειγμα της ελληνιστικής Στοάς της Λίνδου (εικ. 144). Στο ίδιο
ταυτιστεί με την προσωποίηση της πόλης και συνεπόμενα με την ευημερία και
1877 Haldon J.F., Byzantium in the Seventh Century, Κέιμπριτζ 1990, 272-273.
370
την προστασία της. Η ανέγερση των δύο ναών επισημοποιούσε την μεταφορά
του μνημειακού κέντρου από το Στρατήγιο στο μνημειακό περιβάλλον του Ιερού
Ρώμης και της Τύχης της Κωνσταντινούπολης (πρώην άγαλμα της Κυβέλης), τα
οικιστής διατύπωσε την πολιτική επιλογή του για την επανίδρυση της Πόλης του
ως Νέας Ρώμης.
περιγραφή της δίκης του Λιβανίου στην Αγορά του Ζευξίππου κατά το έτος
342.1879 Η προσφορά θυσιών στο άγαλμα της Τύχης στο Τυχαίο της
Μάρις ‘’ἀλλ’ ἐγὼ χάριν ἔχω τῷ θεῷ μου τῆς τυφλώσεως’’, ἔφη, ‘’ἵνα μή σε
προσωρινά τον λατρευτικό εις βάρος του συμβολικού χαρακτήρα του ναού της
(επ. 176): «Ἰουλιανὸς πρὸς δῆμον εὐφημήσαντα ἐν τῷ Τυχαίῳ. Εἰ μὲν εἰς τὸ θέατρον λαθὼν
εἰσῆλθον, εὐφημεῖτε· εἰ δὲ εἰς τὰ ἱερὰ, τὴν ἡσυχίαν ἄγετε καὶ μετενέγκατε ὑμῶν τὰς εὐφημίας εἰς
τοὺς θεούς· μᾶλλον δὲ οἱ θεοὶ τῶν εὐφημιῶν χρῃζουσιν».
1882 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 198.6-8 (V.4.8). Το επεισόδιο αναφέρει και η Σούδα, βλ.
Γ.1.35.
1883 Σωζομενὸς, στο ίδιο, 198.10-14 (V.4.9).
371
Τύχης. Αλλά αυτό υπήρξε μία σύντομη παρένθεση στην ιστορία του μνημείου,
βασιλεία του Ιουστίνου Α’ (518-527). Για το γεγονός αυτό μας πληροφορεί ένα
εισόδου στο οικοδόμημα, τη βόρεια ή τη νότια. Ωστόσο, φαίνεται πιο πιθανό ότι
Βασιλικής, η οποία τουλάχιστον μέχρι τον νόμο του 425 παρέμενε κλειστή. Το
της χρυσάσπιδης Ρώμης όχι απλώς διατηρήθηκε απέναντι από τον ναό της
5ου αιώνα, βλ. Guilland, «Basilique», 3. Mango, Brazen House, 49. Janin, Constantinople byzantine, 158-
159. Μάλιστα οι ανωτέρω ερευνητές απέδιδαν στον Θεόδωρο την ανέγερση ή την ανακαίνιση της
ίδιας της Βασιλικής. Πρώτος ο Speck, Kaiserliche Universität, 100-101 υποστήριξε ότι τα επιγράμματα
θα πρέπει να χρονολογηθούν στον 6ο αιώνα. Ο Cameron, «Theodorus», απέδειξε την ταύτιση του
Θεοδώρου των επιγραμμάτων με τον Θεόδωρο Τηγανιστή.
1886 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.697. Αναγραφόταν μαζί με το ΙΧ.696, στην Αψίδα της Βασιλικής, βλ.
Γ.1.30.
1887 O Speck, Kaiserliche Universität, 100-107 πρότεινε πως η Αψίδα, ο ναός της Τύχης και το Οκτάγωνο
είναι διαφορετικές ονομασίες του ίδιου μνημείου, που βρισκόταν ανατολικά σε μικρή απόσταση
από τη Βασιλική, βλ. Schematischer Lageplan. Τις δυσκολίες που παρουσιάζουν τα συμπεράσματα
του Speck, ανέδειξε δύο χρόνια αργότερα ο Cameron, «Theodorus», 271-273, ο οποίος ορθά ταύτισε
την Αψίδα με πύλη στη ΒΑ γωνία της Βασιλικής δίπλα στο Τυχαίο. Ωστόσο, εξαιτίας της
κατωφέρειας η πύλη με την αψίδα της θα πρέπει να χωροθετηθούν νοτιότερα, μάλλον στο κέντρο
της ανατολικής πλευράς.
372
Σοφίας του Θεού, αλλά και ανακαινίστηκε με δαπάνες του πρώτου
αξιωματούχου της Πόλης, ο οποίος μάλιστα καυχήθηκε για την πράξη του.
αναφέρει τον ναό της Τύχης στην προσπάθειά του να χωροθετήσει ένα άγαλμα
Μολονότι έκτοτε δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, το βέβαιο είναι ότι κανένα
ιδεολογία και τον δημόσιο βίο της Πόλης.1890 Το παράδειγμα της Αλεξάνδρειας,
ακόμη, κατά τις αρχές του 7ου αιώνα, ενισχύει την πιθανότητα ο
Κωνσταντινούπολης.
1888 Γ.1.28.
1889 Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων ΙΙ, 80.19-22 (V.15.11): «…εἰκόνα δὲ αὐτοῦ λίθῳ τινὶ
ἐγκεκολαμμένην δεικνύουσι[ν, οὓς δὴ] καὶ ἐς ἐμὲ ἐν τῷ τῆς Τύχης ἱερῷ, <οὗ δὴ> πρὸ τοῦ χαλκοῦ τῆς
Ἀθηνᾶς ἀγάλματος κεῖται ὅπερ αἴθριον ἐς τὰ πρὸς ἕω τοῦ νεὼ ἵδρυται».
1890 Ακριβώς το αντίθετο, οι πηγές και η εικονογραφία μάς πληροφορούν για την άμεση σχέση του
ναού και του αγάλματος της Τύχης με την αυτοκρατορική ιδεολογία, βλ. Lenski, «Constantine and
the Tyche», 339-352. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 49-51, 348-350. Γενικότερα για τις Τύχες των
πόλεων, βλ. Shelton, «Imperial Tyches».
1891 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οἰκουμενικὴ Ἱστορία, 310.13-20 (VIII.13.10). Ακόμη, βλ. Gibson,
«Alexandrian Tychaion».
1892 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 247.16-29 (ΧΙΙΙ.8): «…κελεύσας διὰ θείου αὐτοῦ τύπου τῇ αὐτῇ
ἡμέρᾳ ἐπιτελεῖσθαι τὴν ἑορτὴν τοῦ γενεθλίου τῆς πόλεως αὐτοῦ…ποιήσας ἑαυτῷ ἄλλην στήλην
ξοάνου κεχρυσωμένην βαστάζουσαν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ χειρὶ τὴν τύχην τῆς αὐτῆς πόλεως καὶ αὐτὴν
κεχρυσωμένην, <ἣν> ἐκάλεσεν ῎Ανθουσαν, κελεύσας κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν τοῦ γενεθλιακοῦ
ἱππικοῦ εἰσιέναι τὴν αὐτὴν τοῦ ξοάνου στήλην… καὶ ἔρχεσθαι εἰς τὸ σκάμμα κατέναντι τοῦ
βασιλικοῦ καθίσματος, καὶ ἐγείρεσθαι τὸν κατὰ καιρὸν βασιλέα καὶ προσκυνεῖν, ὡς θεωρεῖ τὴν
αὐτὴν στήλην Κωνσταντίνου καὶ τῆς τύχης τῆς πόλεως. καὶ πεφύλακται τοῦτο τὸ ἔθος ἕως τοῦ
νῦν». Η ονομασία Ανθούσα είναι απλή μετάφραση του λατινικού ονόματος της Τύχης της Ρώμης
(Flora). Ακόμη, βλ. Πασχάλιον Χρονικόν, 529.20-530.11. Με βάση μία αναφορά στις Παραστάσεις
Σύντομοι Χρονικαὶ, 21.10-16 (5) έχει υποστηριχθεί ότι η τελετή καταργήθηκε από τον Θεοδόσιο, βλ.
373
οικοδόμημα με τα αυτοκρατορικά Παιδευτήρια και Δικαστήρια αναδεικνύει την
οργανισμό της αυτοκρατορίας, αποτελούσε βασικό θεμέλιο για την ευημερία και
των πολιτών. Η συνύπαρξη του Τυχαίου αναδεικνύει συμβολικά ότι οι δύο αυτές
θεμέλια επάνω στα οποία εδράζεται η ευημερία της Πόλης και της
Αυτοκρατορίας.
βασιλείας του στην κατασκευή της τεράστιας Κινστέρνας στο υπέδαφος του
υδάτων του Αδριάνειου Υδραγωγείου. Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.2) κάναμε λόγο
για τις μεγάλες τεχνικές δυσχέρειες του εγχειρήματος, που απαιτούσε αφενός
την εκσκαφή του υπεδάφους δίπλα στις υφιστάμενες στοές της Βασιλικής και
σειρές από 12 κίονες (εικ. 97). Η ενέργεια αυτή προτάχθηκε ως δημόσιο έργο από
τεράστιο αυτό εγχείρημα συνιστούσε μνημειακή υλική έκφραση της ισχύος του
ρωμαϊκού κράτους και των τεχνικών δυνατοτήτων του μέσα στο ίδιο το
Lenski, «Constantine and the Tyche», 342-343. Για την σημασία της τελετής, ακόμη βλ. Dagron,
Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 348-351.
1893 Βλ. Μαλάλας, Γ.1.12 και Πασχάλιο Χρονικό, Γ.1.20. Τη μαρτυρία τους επαναλαμβάνει ο
Θεοφάνης, Γ.1.25.
374
υπέδαφος του κτηρίου που στέγαζε συμβολικά την ευημερία της Πόλης,
Η τελευταία μαρτυρία
πολιτείας. Ακόμη και η διπλή ονομασία της απηχούσε την ελληνική (Βασίλειος
της, αλλά και η αξιοποίηση των υποδομών και των αρχείων της κατά την
θεωρείται βέβαιη.
Εντούτοις, από ένα σημείο και μετά οι πηγές για το μνημείο σωπαίνουν.
Μετά τις αναφορές του Πασχαλίου Χρονικού κατά τον πρώιμο 7ο και μέχρι τον
Χρονογραφία του Θεοφάνη, μόνο μία πηγή αναφέρεται στη Βασιλική. Η έλλειψη
στοιχείων, κατά τα φαινόμενα, δεν μας επιτρέπει να διερευνήσουμε τη συνέχεια
έλλειψη στοιχείων εκλαμβάνεται ως τεκμήριο για την ύφεση ή και διακοπή της
1894 Markopoulos, «‘’higher education’’», 34-36. Treadgold W.T., The Byzantine Revival 780-842,
Στάνφορντ, Καλιφόρνια 1988, 51-58. Mango, Βυζάντιο, 163-166. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 65-
101. Fuchs, Höhern schulen, 6-18. Νομικές σπουδές σε ύφεση, βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή
δικαιοσύνης, 49-50. Ζέπος, «Βυζαντινή νομική παιδεία». Ο Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 22-28
και ο ίδιος, «L’enseignement», 461-464 υποστηρίζει την επιβίωση της ανώτερης παιδείας.
1895 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 37-50. Η υποβάθμιση συσχετίζεται με την ύφεση των
νομικών σπουδών.
375
παρακμής της Κωνσταντινούπολης, που ανασυστήνει η τοπογραφική έρευνα
στον πρώιμο 7ο και τον πρώιμο 9ο αιώνα είναι πολύ σημαντική, διότι είναι
το πρώτο τέταρτο του 8ου αιώνα. Αυτό που προκύπτει αβίαστα από την πηγή
είναι η μεγάλη σημασία του μνημείου για τον δημόσιο βίο της Πόλης. Η
711) τον επιχρυσωμένο γονατιστό ανδριάντα του μαζί με άγαλμα της συζύγου
του. Εκεί βρισκόταν και το πελώριο άγαλμα ενός ελέφαντα. Εκεί μπροστά στο
άγαλμα του Ιουστινιανού λάμβαναν θέση οι αρχηγοί των Βουλγάρων και των
άμεσο περιβάλλον του μνημείου «ἔνθα καὶ σχολὴ φυλαττόντων πολλή»1900, ενώ
1896 Ο Mango, Développement urbain, 51-62 σημειώνει ένα ισχυρό ρήγμα στη συνέχεια του αστικού βίου
της Κωνσταντινούπολης κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, μία μεγάλη παρακμή και «αγροτοποίηση»
(ruralisation) του αστικού τοπίου. Ο Magdalino, «Medieval Constantinople», 27-36, 53-55, ερμήνευσε
τις αλλαγές του αστικού τοπίου της Πόλης όχι ως παρακμή, αλλά ως μέρος μιάς έντονης
διαδικασίας «Χριστιανοποίησης». Την πρόταση αυτή σχολίασε αρνητικά ο Mango, Développement
urbain [επανέκδ. Παρίσι 2004], Addenda Altera, 73. Ο Magdalino, Studies, «introduction», ix-xi
σημείωσε τις αρνητικές συνέπειες του σχολίου αυτού στην αποδοχή της μελέτης του από την
επιστημονική κοινότητα, υιοθετώντας το ως δική του παράλειψη: «I perhaps placed too little
emphasis on the severity of the crisis and the impact of the revival that the city underwent in the reign
of Constantine V (741-775)». Ωστόσο, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στον λιμένα του Θεοδοσίου
(Yenikapi) υποδεικνύουν ότι το ρήγμα στην πραγματικότητα δεν υπήρξε τόσο βαθύ ή δεν υπήρξε
καθόλου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 828.
1897 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.9-41.18 (37). Ακόμη, βλ. Γ.1.23.
1899 Οι Cameron-Herrin, Parastaseis, 212, θεωρούν ότι οι Παραστάσεις αναφέρονται στην εξορία του
Φιλιππικού το έτος 703. Ο Speck, Kaiserliche Universität, 99-100, σημ. 50 θεωρεί ότι συνδέεται με την
πτώση του το έτος 713.
1900 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 40.16-17 (37)
376
το άγαλμα του ελέφαντα «ἕως τῆς σήμερον τοῖς φιλοσοφοῦσιν ἐν πείρᾳ
προτέθειται θέαμα».1901
πραγματικότητα και καθιστά σαφές ότι το μνημείο στεκόταν ανέπαφο στη θέση
του κατά την εποχή που γράφτηκε το συγκεκριμένο χωρίο των Παραστάσεων. Το
ύφος του ίδιου θεάματος στα Πάτρια υποδηλώνει μια περασμένη εποχή.1902 Το
χώρο ανάθεσης βασιλικών ανδριάντων. Μέσα από τις περιγραφές προκύπτει ότι
το μνημείο διατηρεί τη σημασία του για τον δημόσιο βίο ως συστατικό του
μνημειακού κέντρου της Πόλης. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δεν βρήκαμε εδώ
377
Ε.4. ΑΠΟΗΧΟΙ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ
«Byzantinists have learned to be wary of their sources and especially anything written after
the collapse and defeat of iconoclasm. However despite the degree of make-believe in the
tenth-century reconstruction of the past, it is worth asking if all the smoke and mirrors
completely distort reality. I do not think they do...»
Paul Magdalino1903
Ταρασίου (784-806), που συνέγραψε ο διάκονος Ιγνάτιος μετά το έτος 843 1904: «ἔτι
λευχειμονῶν τοῖς ἱεροῖς ἀμφίοις ἐπὶ τὸν καλούμενον τῆς παλαιᾶς βασιλικῆς
Ἑστίας ἠριπωμένον ἤδη τόπον ἀφικνεῖτο. Ἐκεῖ γὰρ μεγίστην ὑποδοχὴν τοῖς
είναι το Μεγάλο Παλάτιον, το οποίο αυτή την εποχή δεν έχει ακόμη
συρρικνωθεί.1906 Ο όρος απηχεί την άγνοια του συγγραφέα για την πραγματική
βασιλικού χώρου δίπλα στην Αγία Σοφία, ο οποίος μετά την ερείπωσή του
με στοιχεία την παρουσία μεγάλου αριθμού φτωχών στις στοές της Αγίας
Σοφίας και στη Θεοτόκο των Χαλκοπρατείων. Η ελπίδα μιάς ελεημοσύνης από
τα ανάκτορα και τους αξιωματούχους επεξηγεί τη συγκέντρωση αυτή. Ο
«βασιλικῆς», με τον τεράστιο αύλειο χώρο του απέναντι από το αίθριο της Αγίας
Σοφίας, ήταν ο ιδανικός χώρος για την παράθεση του Πασχαλίου γεύματος του
υποσημ. 427-428.
1907 Βίος Ἁγίου Ταρασίου Πατριάρχου, 221-222.
378
πληροφορίες. Η πρώτη είναι ότι στα τέλη του 8ου αιώνα η Βασίλειος Στοά είχε
πλέον μετατραπεί σε ερειπιώνα και η δεύτερη ότι στα μέσα του 9ου αιώνα η
ανάμνηση του οικοδομήματος και της ονομασίας του είχε ήδη ξεθωριάσει. Η ίδια
αβεβαιότητα απηχείται και από άλλες μαρτυρίες, που σύντομα θα δούμε ότι
κατά τον πρώιμο 8ο αι. (περ. 715) και πριν από την πατριαρχία του Ταρασίου ή
κατά τα πρώτα έτη αυτής, δηλαδή πριν από το τέλος του 8ου αιώνα. Μέσα σε
με την περιοχή της Βασιλικής. Βρισκόμαστε, πλέον, μπροστά στο τρίτο μεγάλο
τοπογραφικό και ιστορικό ερώτημα, που σχετίζεται με την ιστορία της Βασιλικής
Από τα μέσα του 9ου αιώνα μέχρι και τον πρώιμο 14ο αιώνα, 12 πηγές της
ιδρύματος στην περιοχή γύρω από τη Βασιλική Κινστέρνα κατά το 9ο ή 10ο έτος
της βασιλείας του Λέοντα Γ’, δηλαδή κατά το πρώτο έτος της Εικονομαχίας
(αρχές-τέλη 8ου αιώνα) μέσα στο οποίο συνέβη και η καταστροφή της Βασιλικής,
οποίος συνέγραψε το χρονικό του μετά την οριστική λήξη της εικονομαχίας,
379
κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Γ’ (842-867).1908 Ο συγγραφέας επικαλείται την
προφορική μαρτυρία («φασὶ») πολύ έμπιστων ανδρών: «Φασὶ δέ τινες καὶ τοῦτο
σθεναρά, διέταξε να τους κλείσουν στο διδασκαλείο και το βράδυ έδωσε εντολή
και όσα πράγματα υπήρχαν εκεί.1913 «ἔκτοτε οὖν ἡ τῶν ἐπιστημῶν γνῶσις ἐν
τῶν ἡμερῶν Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας τῶν εὐσεβῶν καὶ πιστῶν βασιλέων».1914 Το
τελευταίο χωρίο, όπως θα δούμε, θεωρήθηκε ότι υποδηλώνει και την αιτία
«κατασκευής» της εν λόγω ιστορίας από την εικονόφιλη παράταξη, δηλαδή την
1908 Σύμφωνα με τον Treadgold, Middle Byzantine Historians, 115-116, το ολοκλήρωσε γύρω στο έτος
875.
1909 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1-3.
1910 «κατὰ τύπον ἀρχαῖον», βλ. Liddell-Scott, Λεξικὸν, τ. 8, 110-111, λήμμα «τύπος»: «ΙV. Διάταγμα
δόγμα, Βυζ.».
1911 «βασιλικὰς διαίτας», βλ. Liddell-Scott, Λεξικὸν, τ. 2, 413, λήμμα «δίαιτα». Ο όρος έχει δύο
σημασίες: αφενός τρόπος ζωής σε σχέση με τροφή, ιματισμό, οίκηση και αφετέρου διαιτησία, διά
διαιτητών επίλυση διαφοράς. Κατά τη γνώμη μου, τα συμφραζόμενα «κρατύνοντας δόγματα,
βασιλικὰς διαίτας καὶ βίβλους» υποδεικνύουν τη δεύτερη σημασία. Ωστόσο, ο Ζωναράς αποδίδει
τον όρο ως δωρεάν σίτιση: Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.6: «τούτοις καὶ σιτήσεις ἀνεῖντο
δημόσιαι».
1912 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.3-9: «ἐν ᾧ ὑπῆρχε κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς
διδάσκαλος ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ ἑτέρους μαθητὰς αὐτοῦ καὶ συλλήπτορας προύχοντας ἄνδρας τὸν
ἀριθμὸν ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα,
βασιλικὰς διαίτας καὶ βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας, ὧν οἱ βασιλεῖς ἄνευ βουλὴν ἤ γνώμην οὐκ
ἐθέσπιζον».
1913 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.9-19.
380
αμαύρωση των εικονομάχων βασιλέων και την έξαρση των αναστηλωτών των
Κωνσταντινούπολης1915 (περ. 995), Βίος Πατριάρχη Γερμανού (μετά τον ύστερο 11ο
αιώνα), Γεώργιος Κεδρηνός (τέλη 11ου-αρχές 12ου), Ιωάννης Ζωναράς (α’ μισό
(πρώιμος 14ος αι.). Άλλες από αυτές τις πηγές μεταφέρουν σχεδόν αυτούσια την
και ο Εφραίμ. Ωστόσο μία σειρά από βασικά στοιχεία, που επαναλαμβάνονται σε
ζητήματος.
1915 Ο Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement», διακρίνει δύο διαφορετικές παραδόσεις στις πηγές με
βάση τη χωροθέτηση του Οικουμενικού Διδασκαλείου, η οποία αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο
της έρευνάς του. Τη μία παράδοση συνιστούν τα Πάτρια, ενώ την άλλη οι υπόλοιπες πηγές.
1916 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1-3. Ακόμη βλ. Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου,
224.330: «πρὸς τὸ παλάτιον τῆς βασιλικῆς λεγομένης Κιγστέρνης». Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν,
795.19: «πρὸς γὰρ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ κινστέρνῃ». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.1-3: «Ἐν
δὲ τῇ βασιλικῇ μεγάλῃ κινστέρνῃ, τῇ παρὰ τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ πλησίον τῆς μεγάλης
ἐκκλησίας τῆς θεοῦ λόγου Σοφίας κτισθείσῃ».
381
Σταυράκιος: «ἦν ἐν τῇ καλουμένῃ Βασιλικῇ ἔγγιστα τῶν Χαλκοπρατίων». 1917 Τα
την Αγία Σοφία: «ἐγγὺς τοῦ τεμένους τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ σοφίας».1921 Ο μοναχός
προσδιορισμό.
(αγία Σοφία), είτε από βόρεια (Χαλκοπρατεία), είτε από νότια (Οκτάγωνο). Όταν
δεν περιστρέφονται γύρω της, τότε χωροθετούν ακριβώς τη θέση της με βάση
τις αναφορές αυτές με την ανάλογη κριτική διάθεση που αρμόζει στην αφήγηση
μιάς προφορικής παράδοσης, καθώς οι ίδιες δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους
την τεκμηρίωση της ιστορικής μαρτυρίας, αλλά την καταγραφή μιάς συλλογικής
περιμένουμε.
οικοδομήματος, αλλά οι συγγραφείς δεν γνωρίζουν την ιστορία και την ακριβή
1917 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.19. Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.158-159: «ἐν
τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ, ἡ δ᾿ ἔστιν ἐν τοῖς χαλκοπρατῶν».
1918 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 11-12.
1921 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.7. Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 228.4191: «Τοῦ
382
ονομασία του. Έτσι το κτήριο αναφέρεται ως «παλάτιον…σεμνόν»1922, «οἶκος…
την ακριβή μορφή του, ουσιαστικά του αποδίδουν την πλέον κοινότυπη, εκείνη
του οίκου ή παλατίου, η οποία αντιστοιχεί στην «παλαιά βασιλική Εστία» που
ένα δίπλα στο άλλο («ἀλληλουχίᾳ») με βάση τον κοινό περίβολο, αποτελεί μία
συγκροτημάτων της Αλεξάνδρειας και της βόρειας Στοάς της Βασιλικής, για τα
οποία είναι βέβαιο ότι ο συγγραφέας δεν είχε καμία οπτική αντίληψη. Είναι
αὐτῷ τόπῳ τοῦ διδασκαλείου» 1929, «τὸ τῆς σοφίας ὡς ἀληθῶς ἐνδιαίτημα».1930 Ο
1922 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.3. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.71. Κεδρηνὸς,
Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.19-20.
1923 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.18-260.1 και 261.1-2.
1925 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 228.4192. Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.8.
383
προϊστάμενός του αποκαλείται, όπως είδαμε, από τον Γεώργιο μοναχό: «κατὰ
Γλύκα1939, ως άντρας με βίο αγγελικό, φύλακας και παροχεύς σοφίας από τον
της φιλοσοφικής διδασκαλίας του και αναδεικνύει τα οφέλη της: «ταύτην γὰρ
τὴν τιμὴν πρὸς τοῦ βασιλέως ἐλάμβανε, καὶ τὴν ἐφορείαν μυσταγωγῶν ὁμοῦ καὶ
καθῆσθαι διδάσκαλος».
1934 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.20-21: «ἐν ᾧ κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς ἐκάθητο
διδάσκαλος».
1935 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.2-4: «ἦν δ’ οὗτος ἀνέκαθεν τοῦ προύχοντος ἐν λόγοις
διδάσκαλος οἰκουμενικός».
1937 Ἐφραίμ, Χρονικὸν, 65.1705-1706: «σὺν σφῶν προέδρῳ, πρακτέων παραινέτῃ,/οἰκουμενικῷ τὴν
τιμὴν διδασκάλῳ».
1938 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.140-142: «καὶ ἐπὶ τούτων ὁ τῶν
ὅλων κατὰ πᾶν εἶδος παιδείας ὑπερφέρων, καὶ ταῖς ἐπιστήμαις ἐπισημότερος, ὃς καὶ οἰκουμενικὸς
διδάσκαλος ἤκουε·».
1939 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.10-11: «ἔχουσαι φύλακά τε καὶ προϊστάμενον ἄνδρα τίμιον
καὶ σοφὸν».
1940 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.162-164: «Ἀνὴρ ἐν τούτῳ τὸν βίον ἀγγελικός, τὸν
λόγον πτηνὸς καὶ μετάρσιος, φύλαξ ὁμοῦ καὶ παροχεὺς σοφίας ἀδάπανος τοῖς οἷς ἡ σπουδὴ πρὸς
λόγους καὶ παιδείας πάσης ἀκρόασιν·».
1941 Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.4-5: «ἐν ᾧ κατὰ διαδοχὴν προεκάθητό τις διδάσκαλος
ἱερὸς, ὁ τῶν ἄλλων διαφορώτατος».
1942 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4198-4200: «θεῖος ἀνὴρ πεπίστευτο, προέχων ἐν σοφίᾳ/καὶ
πλέον πάντων ταῖς αὐγαῖς τῆς γνώσεως ἐκλάμπων,/ἄλλος, ἄν εἴποι τις, Ἀδὰμ ἔνθεος
δενδροκόμος».
1943 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.142-150.
384
Ο προϊστάμενος αυτός είχε γύρω του δώδεκα άνδρες, μαθητές του, οι
οποίοι συγχρόνως είναι και διδάσκαλοι της σχολής. Σύμφωνα με τον Γεώργιο
διαφορές στη διατύπωση, αλλά όχι στην ουσία.1945 Μοναδική εξαίρεση αποτελούν
τα Πάτρια, που απαριθμούν 16, και μάλιστα μοναχούς1946 από τους οποίους
δηλώνουν την άμισθη σχέση με τους μαθητές τους. 1950 Επιπλέον, οι άνδρες αυτοί
παρουσιάζονται σαν κλειδοκράτορες της γνώσης, της σοφίας, αλλά και των
1944 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 4-8, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1912.
1945 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.72-75: «ἔχων συλλήπτορας ἄνδρας τῶν ἐν τέλει τὸν ἀριθμὸν
ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα, βασιλικὰς τε
διαίτας καὶ βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας». Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.332-334: «ἔχων ὑφ'
ἑαυτὸν μαθητὰς καὶ βίῳ σεμνοὺς καὶ λόγῳ σοφοὺς καὶ πάντων ἐν πᾶσιν ὑπερέχοντας ἐγχωρίων,
ἐπηλύδων καὶ πολιτῶν, τὸν ἀριθμὸν δεκαδύο». Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.21-23: «ἔχων
μαθητὰς λόγῳ καὶ βίῳ σεμνοὺς τὸν ἀριθμὸν δώδεκα. οὗτοι πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην τάχει τε καὶ
μεγέθει φύσεως μετερχόμενοι οὐχ ἥκιστα τὴν ἐκκλησιαστικὴν μετῄεσαν θεοσοφίαν·». Ζωναράς,
Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.4-5: «ὅς καὶ δώδεκα εἶχεν ἑτέρους συνοικοῦντας αὐτῷ, κἀκείνους τῆς λογικῆς
παιδείας μετέχοντας κατὰ τὸ ἀκρότατον». Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.11-12: «ἦσαν δὲ καὶ
ὑπ’αὐτὸν ἕτεροι ἄνδρες θαυμαστοί, ὡσεὶ ιβ΄». Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4203-4206: «τούτῳ
συνῆσαν ἕτεροι καὶ συνδιῆγον ἄνδρες, καθάπερ ὑποστράτηγοι γενναίῳ στρατηγέτῃ, ἀστέρες
ἄντικρυς φαιδροὶ καὶ τῆς νυκτὸς δᾳδοῦχοι, ἐπλήρουν δὲ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ζῳοφόρου κύκλου».
Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.165-168: «Δύο καὶ δέκα τούτῳ ὀπαδοὶ κατάμφω,
κατά τε βίον καὶ λόγον, συνοικουροῦντες αὐτῷ, καὶ τοῦ μακαρίου ἐκείνου χώρου καὶ αὐτοὶ εἰς
κόρον παραπολαύοντες· καὶ ἦν αὐτοῖς οὐ μέτριον τὸ αἰδέσιμον, οἷς τε τὸν βίον ἦσαν λαμπροὶ καὶ
οἷς τὸν λόγον ἀκρότατοι». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.5-9: «ἔχων ὑφ’ ἑαυτὸν καὶ μαθητὰς
δώδεκα, γνώσει καὶ ἀρετῇ τῶν ἄλλων ἐξοχωτάτους· οὗτοι πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην τάχει καὶ
μεγέθει φύσεως μετερχόμενοι, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τὴν ἔκκλησιαστικὴν ἅπασαν θεοσοφίαν».
Ἐφραίμ, Χρονικὸν, 65.1703-1704: «μεθ’ ὧν σοφῶν σύστημα διπλῆς ἑξάδος/ἀνδρῶν λογάδων καὶ
διδασκάλων λόγων». Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.139-140: «καὶ
διδάσκαλοι ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅσα δὴ ταῦτα, δυοκαίδεκα δ᾿ ἦν, εἰσαεὶ καθιδρύοντο».
1946 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226.17-18: «κατέκαυσεν ἐκεῖσε τοὺς διδάσκοντας δεκαὲξ
μοναχούς».
1947 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 10-11.
1950 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.12: «ἀμισθὶ τοὺς θέλοντας ἐκπαιδεύοντες». Μανασσής,
Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4207: «ἄμισθοι δ’ ἦσαν παιδευταὶ τοῖς ἐρασταῖς τοῦ λόγου». Σκουταριώτης,
Σύνοψις Χρονικὴ, 123.9-10: «τοὺς μανθάνειν βουλομένους τὴν ὁποιανοῦν παιδείαν ἐδίδασκον
ἀμισθί·».
1951 «βασιλικὰς διαίτας»: Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.7. Συμεών Μάγιστρος,
Χρονικὸν, 183.74.
385
ἄνευ βουλὴν ἤ γνώμην οὐκ ἐθέσπιζον».1952 Ο Βίος του Γερμανού μας πληροφορεί
της πίστεως.1953
πολλών και καλών βιβλίων: «βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας» 1954, «βίβλοις πολλαῖς
εκκλησιαστική γραμματεία: «ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς
1952 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 8-9. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.75-76.
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 9-10: «καὶ οἱ βασιλεύοντες αὐτοὺς ἐβουλεύοντο καὶ οὐδὲν
ἔπραττον χωρὶς αὐτῶν·». Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.334-335: «ὧν τῆς γνώμης χωρὶς οὐ
θεμιτὸν τι ποιεῖν ἑξῆν οὐδέ τοῖς βασιλεῦσιν αὐτοῖς». Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 796.1-2. «ὧν τῆς
γνώμης χωρὶς οὐ θεμιτόν τι ποιεῖν ἐδόκει οὐδὲ τοῖς βασιλεῦσιν αὐτοῖς». Ζωναράς, Ἐπιτομὴ
Ἱστοριῶν, 260.6-8: «παρ’ αὐτοῖς ἐφοίτων οἷς ἔμελε λογικῆς παιδείας καὶ γνώσεως, οὕς καὶ ὁ
βασιλεύων συμβούλους ἐν τοῖς πρακτέοις πεποίητο». Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.12-14:
«τοσοῦτον δὲ τὴν ἀρετὴν ἦσαν περιώνυμοι ὡς καὶ τοὺς βασιλεῖς μηδὲν τι πράττειν ἄνευ αὐτῶν».
Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4212-4215: «Τοσοῦτον δ’ἦν τὸ περιὸν τῆς ἀρετῆς ἐκείνοις/ὡς μηδ’
αὐτοῖς τοῖς ἄναξι καινοτομεῖν ἐξεῖναι/ἤ πράττειν τι καινοπρεπὲς καὶ πέρα τοῦ συνήθους,/ἄν μὴ
μετέσχον τῆς βουλῆς κἀκεῖνοι καὶ τῆς γνώμης·». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.10-11: «ὧν
τῆς γνώμης χωρὶς οὐδὲ βασιλεῦσιν ἐξῆν ποιεῖν τι, τοῖς γε συνετωτέροις». Ακροπολίτης
Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.157-159: «οὗ δὴ καὶ βασιλεὺς εἵνεκα, τούτους πρὸ
πάντων ἄλλων, ὁμόφρονάς τε καὶ ὁμογνώμονας σχεῖν ἐπειράσατο· ἐνόμισε γὰρ ὡς, εἴπερ
ὁμοδόξους αὐτοὺς κτήσαιτο, ἕξει σχεδὸν πάντας ὁμόφρονας».
1953 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.342-346: «μὴ συγκατατίθεσθαι τῇ ἀσεβείᾳ τῆς αἱρέσεως
ἔλεγον, μήθ’ὅλως αἱρεῖσθαι τὴν ἄτοπον αὐτοῦ βουλὴν εἰς πέρας ἄγαγεῖν. μήτε μὴν καταδέχεσθαι
παραχαραχθῆναί τι τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν παραδόσεων ἤ ποσῶς
ἐνδοῦναι νομοθετηθῆναι κατὰ κοινοῦ τὸν νεαρῶς ἐκτεθέντα νεωτεροποιὸν ὅρον τῆς πίστεως».
1954 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 7-8. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.74-75.
1955 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 226.353. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 796.6.
1957 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.1-2. Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.160-162:
«παγκαρπία γὰρ ἁπασῶν τῶν γραφῶν καὶ βίβλων, τῷ οἴκῳ ἐντεθησαύριστο, ὁπόσαι τῶν καθ᾿
ἡμᾶς ἱερῶν, ὁπόσαι τῶν ἔξωθεν, κοινὸν τῇ πόλει πρυτανεῖον, κοινὸν τοῖς βουλομένοις
ἐντρύφημα». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.13-15: «αὐτῷ οἴκῳ καὶ ταῖς ἔν αὐτῷ
ἀποτεθησαυρισμέναις ἱεραῖς βίβλοις τῆς θείας Γραφῆς, καὶ τῆς ἔξωθεν [σοφίας]».
1958 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.174.
1959 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.8-10: «ἐν ᾧ βίβλοι τεθησαυρισμέναι ἦσαν, τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ
386
προϊστάμενος είναι και φύλακας των βιβλίων: «ἐν ᾧ βίβλοι τεθησαυρισμέναι
Τελικά ο Λέων, μετά την αποτυχία του να μεταπείσει τους σοφούς αυτούς
έμψυχο δυναμικό και την υποδομή του: «κατακαῆναι τοὺς ἄνδρας σὺν τῶν
οἰκημάτων καὶ τῶν βιβλίων καὶ τῶν λοιπῶν αὐτοῖς ὑπαρχόντων».1963 Ανάμεσα
στα υπάρχοντα που καταστράφηκαν, εκτός από τα βιβλία, αναφέρονται και ιερά
ή τίμια σκεύη: «αὐτοῖς οἰκήμασιν ἅμα καὶ βίβλοις πολλαῖς καὶ καλαῖς καὶ πᾶσι
πυρκαγιά1966 που κατέστρεψε τη Βασιλική το έτος 476: «Ἐκεῖ καὶ τοῦ δράκοντος
1965 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 230.4233-4236: «ἦσαν ἐκεῖ τὰ κάλλιστα πάντων τῶν
παιδευμάτων,/καὶ τόμος εἷς ἐξαίσιος ἐκ δράκοντος ἐντέρου,/τὰς δέλτους τὰς Ὁμηρικὰς φέρων
ἐγγεγραμμένας,/τὴν Ἰλιάδα τε φημι καὶ τὰ τῆς Ὀδυσσείας».
1966 Βλ. Κεδρηνός, Γ.1.40 και Ζωναράς, Γ.1.43.
387
Γερμανού παρέχει ως χρονολογία το ένατο έτος της βασιλείας του Λέοντα1968
διάρκεια λειτουργίας του ιδρύματος (414 έτη): «καὶ διήρκεσε ἔτη υιδ΄ μέχρι τοῦ
χρονολογία αντιστοιχεί στο έτος 312/3, όταν δεν είχε, ακόμη, ιδρυθεί η
Κωνσταντινούπολη.
επαναλαμβάνει στην εισαγωγή της αφήγησής του ένα χωρίο του Θεοφάνη1971
ἅπαν Ῥωμαίων, καὶ οἱ τὴν σοφίαν ζητοῦντες ἀνέκαθεν Ἕλληνες, ὥσπου καὶ ὁ
θεῖος Παῦλος διεμαρτύρατο· οὐ γὰρ ὅτι γε τοιούτων ἀνδρῶν ἐστέρηται, ἀλλὰ καὶ
και καταλήγει: «τὰ λοιπά δ᾿ εἰ βούλοιτό τις μαθεῖν, τῇ περὶ αὐτῶν ἱστορίᾳ
1968 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 226.355-357: «Ἔτος ἦν ὅτε ταῦτα τῷ τολμητῇ τῶν τοιούτων
ἐδεδραματούργητο, μικρόν τι πλεῖστον ἤ ἔλαττον, ἔνατον ἐξ ὅτου τυραννικῶς τῆς βασιλείας
ἐδράξατο».
1969 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 12-14.
1971 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 405.11-12: «ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ
παίδευσιν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς καὶ μετὰ
ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γὲγονεν».
1972 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.18-19.
388
οικουμενικός διδάσκαλος, τέταρτον συνεπικουρείται από 12 σοφούς ή ιερούς
μαθητές, πέμπτον το πολύτιμο περιεχόμενο του ιδρύματος είναι πολλά και καλά
Βιβλιοθήκης της, όπως αποκαταστάθηκε στα δύο πρώτα μέρη του πέμπτου
κεφαλαίου (Ε.1-2).
ερευνητές1975 του 20ού και του 21ου αιώνα ως μύθευμα της εικονόφιλης μερίδας,
απέτρεψε τους μελετητές από τη θετική αποτίμηση είναι το γεγονός ότι όλες
συμβάν δεν αναφέρεται σε καμία πηγή της περιόδου της εικονομαχίας, ούτε από
εικόνων, Θεοδώρας και Μιχαήλ Γ’, και ανά εποχή εξυπηρέτησε διαφορετικές
1975 Κυρίως, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 9. Fuchs, Höhern schulen, 8-18. Bréhier, «Εnseignement
supérieur» ΙΙ, 20-28. Schneider, Byzanz, 25-26. 1950. Bréhier, «L’enseignement», 462-464. Dvornik,
«Académie Patriarcale», 115-118. Mango, Brazen House, 50. Janin, Constantinople byzantine, 160. Lemerle,
Βυζαντινός Ουμανισμός, 84-89. Speck, Kaiserliche Universität, 74-87. Müller-Wiener, Bildlexikon, 284.
Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement». Ζέπος, «Βυζαντινή νομική παιδεία», 744. Magdalino,
«Medieval Constantinople», 40. Kountoura-Galake, «Oikoumenikos Didaskalos».
1976 Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 9. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 88-89. Kountoura-Galake,
1980 Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 13-28. Guilland, «Basilique», 6-9. Ο Yannopoulos, «Notes sur l’
emplacement», θεωρεί ως μύθευμα την καταστροφή του διδασκαλείου από τον Λέοντα, αλλά όχι
την ύπαρξή του. Πλησίασε περισσότερο από όλους στην ταύτιση της θέσης του με τη Βασιλική,
αλλά περιπλέχτηκε στον λαβύρινθο των διαφορετικών περιγραφών και απόψεων για την
389
παρέχουν οι πηγές σε σχέση με το μνημείο, στο οποίο παραπέμπουν, δηλαδή τη
Βασίλειο Στοά.
Βιβλιοθήκης της Βασιλικής, αιώνες μετά την καταστροφή της, όταν πλέον το
εκείνη του Γεωργίου Μοναχού, με σαφήνεια προτάσσει την προέλευσή της από
απομονώσουμε τις πληροφορίες που μας παρέχει για τις λειτουργίες της
Βασιλικής.
της ανάμνησης ότι στη Βασιλική Στοά λειτούργησε ένα πολύ σημαντικό
εκπαιδευτικό ίδρυμα. Το ίδρυμα χωροθετείται από όλες τις πηγές στη θέση της
τοπογραφία της περιοχής. Το αποτέλεσμα, όπως αποτυπώνεται σχεδιαστικά (εικ. 163), χωροθετεί
ένα φανταστικό κτήριο πάνω από τη Βασιλική Κινστέρνα.
1981 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1.
1982 Γ.1.38.
390
σημαντικό στοιχείο είναι η ανάμνηση της Βιβλιοθήκης, η οποία συνέχισε να
λειτουργεί στη Βασιλική και μετά την πυρκαγιά του 476.1984 Άλλο στοιχείο είναι ο
ονόματα καθηγητών του δικαίου στα διδασκαλεία της Βηρυτού, ενώ από τον 7ο
εκείνης του Χριστού με τους 12 μαθητές του.1988 Ωστόσο, αυτή συνιστά και την
ανάμνηση του σώματος των 12 «θείων» δικαστών1989, που θέσπισε στη Βασιλική ο
1983 Όπως είδαμε, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1675-1678, είναι ανοικτό το ενδεχόμενο το Οκτάγωνο να
στέγαζε τη Βιβλιοθήκη.
1984 Το γεγονός ότι οι νεότερες πηγές αναφέρονται στη Βιβλιοθήκη της Βασιλικής υποδεικνύει και η
σύγχυση του Μανασσή και του Σκουταριώτη για την καταστροφή του ειληταρίου με την Ιλιάδα και
την Οδύσσεια κατά τον εμπρησμό του 726. Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1965-1967.
1985 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1838-1840.
1987 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Γ.1.19. Περιπτώσεις σαν του Στεφάνου απηχεί μία πληροφορία από
τον Βίο του Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.335-340: «Ἐκ τούτων εἴ τινα συμβέβηκε τελευτᾶν,
συναθροιζόμενοι πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ πᾶσαν γῆν τὴν ὑπὸ Ῥωμαίους ἀπέστελλον ὡς ἑαυτοὺς
μεταπέμπτους ποιούμενοι τοὺς εἰς ἄκρον ἅπασαν γνῶσιν τῆς τε θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς
μετιόντας φιλοσοφίας, ἐξ ὧν ἀκριβεστάτῃ ἐρεύνῃ τὸν εἰδήμονα καὶ κρείττονα κατ’ἐκλογὴν τῶν
λοιπῶν ἑαυτοῖς ἐποιοῦντο συναρίθμιον».
1988 Kountoura-Galake, «Oikoumenikos Didaskalos», 173-174, σημ. 5. Γκουτζιουκώστας, Απονομή
391
διέθεταν «βασιλικὰς διαίτας»1990, και οι βασιλείς χωρίς τη γνώμη ή τη συμβουλή
Από τις αφηγήσεις απηχείται η ενίσχυση της σχέσης των θείων δικαστών
τους απέναντι στον Λέοντα Γ’ και η διαφωνία με την εικονομαχική πολιτική του
οποία είχε ισχύ νόμου, φαίνεται ότι το σώμα των 12 δικαστών τήρησε
μέσα από την ταύτιση των 12 σοφών διδασκάλων με τους 12 θείους δικαστές
χώρο της συλλογικής μνήμης των αντρών αυτών σε μοναχούς, ιερούς άντρες,
Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies, Πανεπιστήμιο Μπίρμινγκχαμ (Μάρτιος 1975) 1977, 1-6,
κυρίως 2, σημ. 2-3. Την έκδοση δύο διαταγμάτων, τα έτη 726 και 730, υποστήριξε ο Anastos Μ. V.,
«Leo III’s edict against the Images in the year 726-27 and Italo-Byzantine relations between 726 and
730», ByzF 3 (1968), 5-41, κυρίως 5, 7 και 24. Ακόμη, βλ. Vasiliev A.A., History of the Byzantine Empire,
Ελλ.μτφρ. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, τ. Α’, Αθήνα 2006, 258-259. Bury J.B., A
History of the Later Roman Empire: From Arcadius to Irene (395 A.D. to 800 A.D.), τ. II, Άμστερνταμ 1966,
432.
1993 Ο Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.342-346, παρέχει την πιο λογικοφανή αιτία, ότι δηλαδή
οι «διδάσκαλοι» δεν συγκατατέθηκαν να εκδοθεί, ως νόμος, ο νεωτεροποιός όρος της πίστεως, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1953.
1994 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1946-1949. Σημειωτέον ότι η αρχική πηγή, ο Γεώργιος Μοναχός, δεν
υπαινίσσεται τον «ιερό» χαρακτήρα των προσώπων αυτών, αλλά δηλώνει ότι «κρατύνουν» τα
εκκλησιαστικά δόγματα.
1995 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1942.
392
καρπούς του παραδείσου1996, αλλά και γιατί «υπήρχαν» ανάμεσα στα
Ακαδημία.1998
που τίθεται στην υπηρεσία των βασιλέων δεν είναι ανακάλυψη του 9ου αιώνα
μ.Χ., αλλά εντάσσεται σε μία ευρύτερη και πολύ αρχαιότερη παράδοση. Μία
πολύ σημαντική για το θέμα μας προσέγγιση περιλαμβάνεται στον 49ο λόγο του
Δίωνος Χρυσοστόμου1999 (περ. 40-120), όπου η εξάρτηση των βασιλέων από τους
σοφούς συμβούλους τους εκφράζεται με την ίδια σχεδόν διατύπωση: «ὧν ἄνευ
μάλλον, βέβαιοι ότι ο Γεώργιος Μοναχός δεν ήταν εξοικειωμένος με την κλασική
σειρά από λαούς οι οποίοι ανέδειξαν τους σοφούς τους, κάστες ανθρώπων που
βασιλέων και των αρχόντων τους: οι Πέρσες τους Μάγους, οι Αιγύπτιοι τους
1999 Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι (49), «Παραίτησις ἀρχῆς ἐν βουλῇ», 49.6.1-49.9.1: «εὕροι δ' ἄν τις
σπανίως μὲν φιλοσόφους ἄρξαντας ἐν τοῖς ἀνθρώποις…καὶ κοινῇ δὲ τὰ ἰσχυρότατα τῶν ἐθνῶν,
ἐπειδὴ οὐ δύνανται ἀεὶ βασιλεύεσθαι ὑπὸ τῶν φιλοσόφων, ἐπιστάτας τοῖς βασιλεῦσι καὶ ἄρχοντας
τούτους ἀπέδειξαν· Πέρσαι μὲν οἶμαι τοὺς καλουμένους παρ' αὐτοῖς μάγους, οἳ τῆς φύσεως ἦσαν
ἔμπειροι καὶ τοὺς θεοὺς ᾔδεσαν ὡς δεῖ θεραπεύειν· Αἰγύπτιοι δὲ τοὺς ἱερέας, οἳ τὴν αὐτὴν
ἐπιστήμην εἶχον τοῖς μάγοις, τῶν θεῶν ἐπιμελούμενοι καὶ τὰ ξύμπαντα γιγνώσκοντες ὅπῃ τε καὶ
ὅπως ἔχοι· Ἰνδοὶ δὲ Βραχμᾶνας, ἐγκρατείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ διαφέροντας καὶ τῇ πρὸς τὸ θεῖον φιλίᾳ,
ὅθεν μᾶλλον ἴσασι τὰ μέλλοντα ἢ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὰ παρόντα αὐτοῖς· Κελτοὶ δὲ οὓς ὀνομάζουσι
Δρυΐδας, καὶ τούτους περὶ μαντικὴν ὄντας καὶ τὴν ἄλλην σοφίαν· ὧν ἄνευ τοῖς βασιλεῦσιν οὐδὲν
ἐξῆν πράττειν οὐδὲ βουλεύεσθαι, ὥστε τὸ μὲν ἀληθὲς ἐκείνους ἄρχειν, τοὺς δὲ βασιλέας αὐτῶν
ὑπηρέτας καὶ διακόνους γίγνεσθαι τῆς γνώμης… καὶ γὰρ δὴ τοῦτον εἰκός ἐστι πᾶσαν ἀρχὴν
ἱκανώτατα διοικῆσαι, ὃς τὴν χαλεπωτάτην ἀρχὴν διηνεκῶς ἄρχων δύναται παρέχειν ἀναμάρτητον
αὑτόν. ὁ τοίνυν φιλόσοφος ἀεὶ αὑτοῦ ἄρχει·». Στο ίδιο, 49.13.1-2: «ἀλλὰ τοῦ γε ὄντως φιλοσόφου τὸ
ἔργον οὐχ ἕτερόν ἐστιν ἢ ἀρχὴ ἀνθρώπων». Ακόμη, βλ. Στράβων, Γεωγραφικά, 16.2.38-39, ο οποίος
αναφερόμενος στον Μωϋσή κάνει λόγο για μία παράδοση ιερών σοφών ανδρών του αρχαίου
κόσμου, οι οποίοι μετέφεραν τα προστάγματα των θεών στους ανθρώπους.
2000 Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1952.
2001 Σύμφωνα με τον Treadgold, Middle Byzantine Historians, 117, ο Γεώργιος έλαβε μόνο βασική
393
ότι στην ίδια θέση για τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό βρίσκονται οι φιλόσοφοι, οι
οποίοι, επειδή τα καταφέρνουν στο πιο δύσκολο αξίωμα, την εξουσία επάνω
στον εαυτό τους και τα πάθη τους, είναι ικανοί να εξουσιάσουν και τους άλλους
το γεγονός ότι οκτώ αιώνες περίπου μετά τον Δίωνα στη μεσοβυζαντινή
αρχέτυπο του Αλεξανδρινού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης στα Ανάκτορα της
των Μουσών της Ακαδημίας του Πλάτωνα και του Λυκείου του Αριστοτέλη2003,
επιστημονικό ίδρυμα του αρχαίου κόσμου. Στην Αλεξάνδρεια, όπως και στο
επικεφαλής του Μουσείου ήταν ιερέας των Μουσών2005 που διοριζόταν από τους
άνδρες διέμεναν και σιτίζονταν στον «οἶκον μέγαν» του Μουσείου2006, το οποίο
κατείχε πολύ σημαντική θέση, όπως και ο Οικουμενικός διδάσκαλος ήταν ο ίδιος
2002 Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 537-542. Chesnut,«The Ruler and the Logos», 1310-1312.
Bardill, Constantine, 138. Whitmarsh T., Greek Literature and the Roman Empire: The Politics of Imitation,
Οξφόρδη 2001, 190-216.
2003 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1627.
2004 Για το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, βλ. ανωτέρω, κεφάλαιο Ε.1.1.
2005 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.20-21: «ἱερεὺς ὁ ἐπὶ τῷ Μουσείῳ τεταγμένος τότε μὲν ὑπὸ τῶν
394
ο φύλακας των βιβλίων στην Κωνσταντινούπολη.2007 Και οι δύο Βιβλιοθήκες
αποσιωπήθηκε εντελώς.
ενδιαφέρον, που συνδέει τις παραδόσεις των ιδρυμάτων των δύο πόλεων· και τα
γραπτές μαρτυρίες. 2011 Αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την έξοχη μελέτη του
Μουσείο, την εξέλιξή του, ακόμη και τις επιστήμες που θεράπευε. Παράλληλα, ο
της Βιβλιοθήκης από πυρκαγιά: «the conflagration remains the supreme emblem of
βασική διαφορά ανάμεσα στο Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και
ότι γύρω από το πρώτο υπάρχει μία ισχυρή ερευνητική παράδοση, η οποία
2011 Η βασικότερη πηγή είναι Τά Προλεγόμενα του Τζέτζη στα Σχόλια εἰς τὸν Ἀριστοφάνην, βλ.
2014 Heller-Roazen, στο ίδιο, 150: «One might be tempted to suggest that, had there not been a fire to
395
άκριτα αποδέχεται το αφήγημα των πηγών, ενώ γύρω από το δεύτερο υπάρχει
των σοφών συμβούλων των βασιλέων και στην ειδικότερη του Αλεξανδρινού
κεφάλαιο, στέγασε δύο λειτουργίες 2015 με κεντρική σημασία για τον δημόσιο βίο
λειτουργία του εκπαιδευτικού ιδρύματος και της Βιβλιοθήκης τελούσαν υπό την
είδαμε, στο αρχέτυπο του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Η
Βασιλική τελούσαν, επίσης, υπό τη μέριμνα του αυτοκράτορα, στο όνομα του
απευθείας από τον ίδιο τον αυτοκρατόρα 2016, ο οποίος, συγχρόνως, εγγυόταν την
της Βασιλικής με τις λειτουργίες της, όπως την ξεθώριασε η αχλύς του χρόνου
αναζήτηση της σοφίας και την απονομή της δικαιοσύνης. Η διαπίστωση ότι η
2015 Το αφήγημα του «Οικουμενικού διδασκαλείου» συγχέει και συνδυάζει σε μία την παιδευτική
λειτουργία του μνημείου και τον τίτλο του «Οικουμενικού Διδασκάλου» με την ανάμνηση των 12
αυτοκρατορικών δικαστών, δηλαδή τη δικαστική χρήση της Βασιλικής.
2016 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1856.
2017 Novellae Justiniani, 407.29-408.1 (Νεαρά 82, κεφ. ΧIII): «Πᾶς δὲ δικαστὴς εἴτε ἀρχὴν ἔχων εἴτε
ἄλλως δικάζων τηρείτω τοὺς νόμους καὶ κατὰ τούτους φερέτω τὰς ψήφους, καὶ κἄν εἰ συμβαίη
κέλευσιν ἡμετέραν ἐν μέσῳ κἄν εἰ θεῖον τύπον, κἄν εἰ πραγματικὸς εἴη, φοιτῆσαι λέγοντα τοιῶςδε
χρῆναι τὴν δίκην τεμεῖν, ἀκολουθείτω τῷ νόμῳ. ἡμεῖς γὰρ ἐκεῖνο βουλόμεθα κρατεῖν, ὅπερ οἱ
ἡμέτεροι βούλονται νόμοι». Σε αυτό το χωρίο της Νεαράς 82 θεμελιώνεται το ανυποχώρητο των 12
ανδρών, που απηχούν οι πηγές.
396
παραδόσεις οφείλεται στο γεγονός ότι οι λειτουργίες του αποτελούσαν γνήσια
Κωνσταντίνου και των διαδόχων του. Αυτό που δεν ήταν γνήσιο ήταν το
των Δικαστηρίων της Πόλης –με τυχόν εξελίξεις, μεταβολές, ακόμη και ύφεση
στην λειτουργία τους, τις οποίες δεν είναι δυνατόν προς το παρόν να
διαγνώσουμε– μέχρι την τελική καταστροφή της μέσα στον 8ο αιώνα. Τις ίδιες
καταστροφή του μνημείου έλαβε χώρα μετά την αναφορά των Παραστάσεων,
ανάμεσα στον πρώιμο 8ο (περ. 715) και τα τέλη του 8ου αιώνα. Η εικόνα
συνολικής ερείπωσης, που περιγράφει ο Βίος του Αγίου Ταρασίου2019, δεν μπορεί
397
πυρκαγιές.2020 Δεν υφίσταται κανένας λόγος να αμφισβητήσουμε τη μαρτυρία
των πηγών για την καταστροφή σε μία νέα πυρκαγιά κατά τον 8ο αιώνα ενός
μνημείου που είχε ήδη καταστεί δύο φορές πυρόπληκτο κατά τα έτη 4762021 και
αρχείο) και οι ξύλινες στέγες των στοών του συνιστούσαν διαχρονικά και την
αχίλλειο πτέρνα του απέναντι σε μία από τις σημαντικότερες απειλές του
και εάν ηθικός αυτουργός της υπήρξε πράγματι ο Λέοντας Γ’, είναι πολύ
ερευνητικού ορίζοντα αυτής της εργασίας. Αλλά η αμαύρωση της μνήμης των
από τον αφελή χαρακτήρα των αφηγήσεων κρύβεται ένας ουσιαστικός πυρήνας
αληθείας, τον οποίο η νεότερη έρευνα δεν μπόρεσε να εκτιμήσει. Κι αυτό, διότι
αυτοκρατορικό κέντρο της ανώτερης παιδείας της Βασιλεύουσας από την εποχή
του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι την τελική καταστροφή της. Εάν δεχθούμε
την άποψη των μελετητών ότι η ιστορία αυτή αποτελεί μύθευμα, τότε είναι
του αναδεικνύει την ισχυρή διατήρηση μιάς ανάμνησης η οποία τοποθέτει στον
398
λειτουργιών του. Είναι ο απόηχος του μνημείου στον χώρο της συλλογικής
έτος της βασιλείας του Λέοντα. Η μάλλον αταίριαστη εκ πρώτης όψεως χρήση
του μνημειακού κέντρου, αποδεικνύει όχι μόνο η παραμονή τους στο μνημείο
2024 Για το Διδασκαλείο, βλ. Mango, Brazen House, 50, και Mango, Βυζάντιο, 164-166. Ο ίδιος, «The
Availability of Books in the Byzantine Empire, A.D. 750-850», στο Mango, Byzantium and its Image, κεφ.
vii, εντοπίζει ένα κενό περίπου 50 ετών μετά το 730 στη λογοτεχνική παραγωγή. Ακόμη βλ.
Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 84-89, για το διδασκαλείο, και 98-101, για την «ἔκλειψη…ἐκείνης
τῆς μορφῆς τῆς παιδείας ποὺ συνέχιζε τὴν ἀρχαία παράδοση·». Για τη γενικότερη πολιτισμική και
παιδευτική υποχώρηση, ακόμη βλ. Treadgold W.T., «The Revival of Byzantine Learning and the
Revival of Byzantine State», AHR 84 (1979), 1245-1266, κυρίως 1245-1251. Ο ίδιος, The Byzantine Revival
780-842, Στάνφορντ Καλιφόρνια 1988, 51-58.
2025 Lemerle, στο ίδιο, 100: «οἱ εἰκονολάτρες ἀκολουθοῦν τὴ γραμμὴ τοῦ ‘’οὐμανιστικοῦ’’
παίδευσιν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς καὶ
μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ Σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν».
2027 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1715-1716.
399
μέχρι την αρχή της Εικονομαχίας, αλλά και μετά από αυτήν η επανασύσταση
τους ως αυτοκρατορικά εγχειρήματα στην ίδια περιοχή, και μάλιστα γύρω από
τη Βασιλική.2029 Έτσι συναντάμε στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’ την
1055) ίδρυσε φιλοσοφική και νομική σχολή στη Μονή των Μαγγάνων 2035
ανατολικά της Ακρόπολης, κοντά στο μνημειακό κέντρο και άμεσα προσβάσιμη
από αυτό. Η επίμονη παρουσία αυτών των δύο πολύ σημαντικών ιδανικών της
2029 Ο Magdalino «Medieval Constantinople», 40 και σημ. 138, κάνοντας λόγο για τη Θεοτόκο των
Χαλκοπρατείων και τον Άγιο Θεόδωρο Σφορακίου, που εφάπτονταν βόρεια και νοτιοδυτικά της
Βασιλικής, επισημαίνει τον εντοπισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στο άμεσο περιβάλλον
του μνημείου: «…which adjoined the Basilica to the north and south respectively. Is it coincidence that
these were the very churches where schools are first attested in the late eighth and early ninth
centuries?». Για τις δευτεροβάθμιες αυτές σχολές, ακόμη βλ. Browning R., «The Patriarchal School at
Constantinople in the Twelfth Century», στο Browning R., Studies on Byzantine History, Literature and
Education, Λονδίνο 1977, κεφ. X, 171-173.
2030 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 137-140, 144-145. Speck, Kaiserliche Universität, 4-13. Markopoulos,
Α’ (802-810). Μαρτυρίες για τη συνέχειά του απαντούν στα χρόνια των άμεσων διαδόχων του,
ακόμη κατά το β’ μισό του 9ου αιώνα και κατά τη βασιλεία του Βασιλείου Α’ (867-889). Ο Goria,
Giustizia, 330, θεωρεί ότι το δικαστήριο αυτό αποτελεί ανασύσταση του σώματος των 12 δικαστών
του Ιουστινιανού. Ωστόσο ο Γκουτζιουκώστας παρατηρεί ότι η μόνη αναλογία τους είναι ότι
πρόκειται για δικαστήρια με μόνιμα μέλη, τα οποία είχαν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την
απονομή δικαιοσύνης.
2032 Επανασύσταση προτείνουν οι Speck, Kaiserliche Universität, 22-28, και Markopoulos, «‘’higher
θα λειτουργούσαν νοτιοανατολικά του ανοικτού ιπποδρόμου, μεταξύ αυτού και του Παλατίου της
Δάφνης, αλλά δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση τους.
2034 Ο Γκουτζιουκώστας, στο ίδιο, 124-159, έδειξε ότι πρόκειται για δικαστικά σώματα με μόνιμα
μέλη που συνεδρίαζαν στον Σκεπαστό Ιππόδρομο. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν τον αριθμό 12
είτε σε σχέση και με τα δύο σώματα, είτε μόνο για τους κριτές του Βήλου. Ο Zachariä von
Lingenthal, Geschichte, 358-360, πρότεινε ότι οι κριτές επί του Ιπποδρόμου ταυτίζονται με τους 12
δικαστές του Ιουστινιανού. Ο Γκουτζιουκώστας, στο ίδιο, 159-165, καταλήγει ότι υπάρχουν
ομοιότητες μεταξύ των κριτών των δύο σωμάτων με τους δικαστές του Ιουστινιανού, ως προς τις
αρμοδιότητες αλλά θεωρεί ότι δεν υπάρχει συνέχεια του θεσμού λόγω της χρονικής απόστασης
από τον 6ο έως και τον 9ο/10ο αιώνα. Ωστόσο, το σώμα που θέσπισε ο Ιουστινιανός, με βάση τα
νεότερα δεδομένα, πρέπει να λειτούργησε, τουλάχιστον, μέχρι τον πρώιμο 8ο αιώνα.
2035 Markopoulos, «‘’higher education’’», 38-39 και σημ. 81 με σχετική βιβλιογραφία.
400
στην πολύ μεγάλη σημασία που είχαν για την αυτοκρατορική ιδεολογία. Στο
Κωνσταντινούπολης.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Ε’
νόμου του έτους 425, εξαιτίας του οποίου όλοι σχεδόν οι ερευνητές υποστηρίζουν
ότι το έτος αυτό η έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης μεταφέρθηκε στο Καπιτώλιο.
κέντρο της ανώτερης παιδείας από τον φυσικό του χώρο, το άμεσο περιβάλλον
των ανακτόρων, και δεν επέτρεψε να γίνει κατανοητή η εξέχουσα σημασία του
Κωνσταντινούπολης.
401
τις μαρτυρίες σχετικά με την παρουσία του Τυχαίου στο οικοδόμημα της
Βασιλικής, το οποίο όχι μόνο δεν ενόχλησε τη χριστιανική κοινότητα της Πόλης
αλλά παρέμεινε σε λειτουργία και ανακαινίστηκε κατά το α’ μισό του 6ου αιώνα.
Οι άμεσες μαρτυρίες για τη λειτουργική χρήση του μνημείου φθάνουν μέχρι τον
τέλη του ίδιου αιώνα. Συσχετίσαμε την καταστροφή της Βασιλικής με κάποιο
αιώνες αργότερα την ανάμνηση, όπως διασώθηκε στη συλλογική μνήμη της
μέχρι την καταστροφή του μνημείου από πυρκαγιά ανάμεσα στον πρώιμο και
402
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ
επίκεντρου της νέας βασιλικής Πόλης και νοητού κέντρου ολόκληρης της
αυτοκρατορίας.
Η αρχική υλοποίηση του μνημειακού κέντρου κατά το β’ και γ’ τέταρτο
του 4ου αιώνα από την Κωνσταντίνεια δυναστεία2036 και η εξέλιξή του στον
όπου αρχαίες και νέες παραδόσεις συγχωνεύτηκαν σε ένα καινούριο όραμα για
λειτουργικές αξίες, τις τοπογραφικές και οπτικές σχέσεις και τον εικονογραφικό
403
ΣΤ.1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ
ΚΟΣΜΟΥ
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.2) υποστηρίξαμε ότι στο νέο μνημειακό κέντρο της
Επιπλέον, στο ίδιο κεφάλαιο (Β.2.3) υποδείξαμε ότι στο πλαίσιο του
τύπος, όπως είδαμε στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.5), με τον μνημειακό και
διακοσμημένη Στοά του Βασιλέως και σε έδρα της παιδείας, της δικαιοσύνης και
των συμβόλων της ευημερίας (Τυχαίο) της Πόλης και της αυτοκρατορίας.
404
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.4) ακόμη υποστηρίξαμε ότι ο εικονογραφικός
η νίκη, η δυναστική συνέχεια και η σοφία-παιδεία. Μέσα από εικόνες οικείες και
σοφίας.
Αντιόχειας), και στη Ρώμη.2037 Ήδη, από την αρχική φάση του Παλατίου της
όπου λάμβαναν χώρα και μαθήματα.2038 Ωστόσο στη Ρώμη δεν καταβλήθηκε
Αλεξάνδρειας. Ήδη, στα χρόνια της βασιλείας του Αυγούστου υπήρχαν στην
2037 Nielsen, Hellenistic Palaces, 88 (Πέλλα), 110 (Πέργαμον), 113 (Αντιόχεια), 131 (Αλεξάνδρεια), 214-
215, εικ. 115. Ειδικά για τις Βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
1632 και 1668.
2038 Nielsen, στο ίδιο, 174-178 (Ρώμη). Gros, Architecture Romaine Ι, 364. Gros, «Palais Hellénistique», 237-
405
Αιώνια Πόλη τρεις δημόσιες βιβλιοθήκες, ενώ στα μέσα του 4ου αιώνα
παράλληλό της όχι στη Ρώμη, αλλά στην Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια, όπου στην
της βασιλείας –ή και της τυραννίας– είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν, όπως στη
(7ος αι. π.Χ.), στη Βιβλιοθήκη του Πεισίστρατου στην Αθήνα2044, ή στο
χαρακτήρα2046, καθώς ποτέ πριν δεν είχε επιχειρηθεί τόσο συστηματική και
2039 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1686. Στα χρόνια του Αυγούστου οικοδομήθηκαν η Βιβλιοθήκη του
Πολλίωνος στο Atrium Libertatis, η Βιβλιοθήκη του ναού του Απόλλωνα στον Παλατίνο Λόφο και η
Βιβλιοθήκη στη Στοά της Οκταβίας.
2040 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1687.
2042 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1999. Ο Beaulieu, «De l’Esagil au Mouseion», υποστήριξε την επιρροή του
προτύπου των σοφών αστρονόμων Χαλδαίων ιερέων του ναού του Esagil στη Βαβυλώνα μέσω της
κατάκτησης του Μ. Αλεξάνδρου στην ίδρυση του Μουσείου της Αλεξάνδρειας.
2043 Van De Mieroop, Ancient Near East, 261-265.
2044 Σύμφωνα με τον Blanck, Το βιβλίο, 179-180, ο Πεισίστρατος συγκρότησε την πρώτη δημόσια
βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Οι Πέρσες το 480 π.Χ. μετά την κατάκτηση της πόλης τη μετέφεραν στην
Περσία, απ’ όπου επέστρεψε τα βιβλία στην Αθήνα ο Σέλευκος Νικάνωρ το 300 π.Χ. Άλλος
γνωστός τύραννος βιβλιοσυλλέκτης ήταν ο Πολυκράτης της Σάμου.
2045 Ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) θεωρείται ότι συγκρότησε τη μακεδονική βασιλική βιβλιοθήκη, η
οποία έφθασε μέχρι τον Περσέα (179-168 π.Χ.), βλ. Casson, Βιβλιοθήκες, 107-109.
2046 Προκύπτει από τις υπερβολές των Πτολεμαίων στην αναζήτηση νέων βιβλίων και τον
ανταγωνισμό τους με τους Ατταλίδες της Περγάμου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1636.
406
μεγαλόπνοη προσπάθεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και αποθήκευσης της
ιερός χαρακτήρας της γνώσης και του νόμου τους δεν ξένιζε, καθώς και για τους
Έλληνες η γνώση είχε ιερό χαρακτήρα αφού εμπνεόταν με τη δύναμη των θεών,
της Αθηνάς, του Ερμή, των Μουσών2050, και προστατευόταν από αυτούς. Στο
τόσο την ελληνική όσο την ιουδαϊκή κοινότητα της διασποράς.2051 Το εγχείρημα
Κωνσταντινούπολη.
μαζί με τα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, την
2047 Ο Beaulieu, «De l’Esagil au Mouseion», 30-32, υποστήριξε ότι το εγχείρημα του Μουσείου ως
θεσμού υπό τη βασιλική προστασία των Λαγιδών απηχεί ανάλογους θεσμούς της Μεσοποταμίας,
αλλά με Περιπατητικό προσανατολισμό. Τη σχέση του εγχειρήματος της Βιβλιοθήκης της
Αλεξάνδρειας με τη μεσοποταμιακή παράδοση αναδεικνύει και ο MacLeod R., «Introduction:
Alexandria in History and Myth», στο MacLeod, Library of Alexandria, 2-3. Πιθανότατα υπήρξαν
επιρροές, αλλά ποτέ οι Ασσύριοι ή Βαβυλώνιοι ή Πέρσες βασιλείς δεν είχαν προσδώσει τόσο
συστηματικό και καθολικό χαρακτήρα στην αναζήτηση και συγκέντρωση της γνώσης στο
περιβάλλον των ανακτόρων τους.
2048 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1633. Σύμφωνα με τον Momigliano, «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του
Ιουδαϊσμού», 138, οι πλατωνικοί και οι πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είχαν προετοιμάσει τους Έλληνες
να εκτιμήσουν τις αυστηρά ιεραρχικές κοινότητες, όπως την ιουδαϊκή, όπου ο φιλόσοφος-βασιλιάς
δεν απείχε πολύ από τον ιερέα-βασιλιά.
2049 Σύμφωνα με τον Momigliano, «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του Ιουδαϊσμού», 136-143, οι Έλληνες
φιλόσοφοι και ιστορικοί ανακάλυψαν τους Ιουδαίους κυρίως μετά την κατάκτηση της Ανατολής
από τον Μ. Αλέξανδρο και «τους παρουσίασαν…ως ιερατική κάστα σοφών ενός αναμενόμενου
ανατολικού τύπου». Σ’ αυτή την προοπτική εντάσσεται και η αναφορά του Στράβωνα, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1999.
2050 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 235.25-29 (ΧΙΙΙ.2): «ἀλλὰ καὶ τῆς σφῶν αὐτῶν διανοίας τοὺς
λογισμοὺς καὶ αὐτὸν δὴ τὸν τούτων ἑρμηνέα λόγον θεοὺς ἀνειπεῖν οὐκ ἀπώκνησαν, Ἀθηνᾶν μὲν
τὴν διάνοιαν τὸν δὲ λόγον ῾Ερμῆν ἐπονομάσαντες καὶ τάς γε τῶν μαθημάτων ἐπηβόλους δυνάμεις
Μνημοσύνην καὶ Μούσας ἀνειπόντες». Οι φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη,
όπως και το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, υπήρξαν ιερά ιδρύματα με ιερέα επικεφαλής, γεγονός που
σεβάστηκε η ρωμαϊκή κατάκτηση, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1627-1629.
2051 Το αποτέλεσμα υπήρξε η διαμόρφωση της κοινότητας των «Ἑλληνιστῶν» Ιουδαίων, βλ. Πράξεις
τῶν Ἀποστόλων, 6.1. Ο Momigliano, «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του Ιουδαϊσμού», 150, σημειώνει
ότι «το κείμενο των Ο’ παρέμεινε αποκλειστικό κτήμα των Ιουδαίων έως ότου το οικειοποιήθηκαν
οι Χριστιανοί».
407
Πέργαμο, πέρασαν στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι βρέθηκαν διαχειριστές του
του Πόντου μετά την ήττα του Περσέα και του Μιθριδάτη Στ’ μεταφέρθηκαν στη
Ρώμη.2052 Μάλιστα η Βιβλιοθήκη του Περσέα ήταν το μοναδικό λάφυρο που πήρε
μετά τη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. ο νικητής στρατηγός Αιμίλιος Παύλος. Οι
πρώτο κεφάλαιο (Α.1.1) υποδείξαμε ότι διάφορα στοιχεία, όπως η ανέγερση της
νέας βασιλικής πόλης ως συμβόλου της νίκης του, η υιοθέτηση του διαδήματος, η
ασημένια μετάλλια των εγκαινίων απηχούν μία συνειδητή σύνδεση της ίδρυσης
χωροθέτηση της ανώτερης παιδείας, της δικαιοσύνης και του Τυχαίου της Πόλης
στο νέο μνημειακό κέντρο απηχεί την παράδοση των ελληνιστικών ανακτορικών
από το Ανάκτορο.
Αλεξανδρινού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης του. Όπως είδαμε στο πέμπτο
2052 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2045. Ο Blanck, Το βιβλίο, 198, αναφέρει τη βιβλιοθήκη του βασιλιά του
Πόντου, Μιθριδάτη Στ’, που μετέφερε στη Ρώμη ο Λούκουλλος.
2053 Marrou, History of education, 301-310. Millar, Emperor, 491-506.
408
βιβλίων του Ιουλιανού στη Βιβλιοθήκη, σύμφωνα με τον Ζώσιμο2055 και η
σημασία που δόθηκε στο παιδευτικό εγχείρημα στο άμεσο περιβάλλον του
φαίνεται ότι διατήρησε τον αυτοκρατορικό χαρακτήρα και την κεντρική θέση του
στον δημόσιο βίο της Πόλης, μέχρι την οριστική καταστροφή του κατά τον 8ο
αιώνα.
του, μολονότι συνέχιζε τον σύνδεσμο της αρχαίας βασιλείας με την παιδευτική
συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου έχει ως κεντρική ιδέα την έννοια
της σοφίας και τη σχέση της με τη Βασιλεία. Το γεγονός αυτό είναι μοναδικό
στον αρχαίο κόσμο για τον σύνθετο και πολύπλευρο χαρακτήρα του, καθώς
στην Πόλη την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο βήμα στην εξέλιξη
χριστιανική Σοφία.
2055 Γ.1.7.
2056 Codex Theodosianus, 787.13 (XIV.9.3).
409
Είδαμε νωρίτερα στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.4) ότι τα εικονογραφικά
αποκαθίστανται από τις πηγές, αποτύπωναν τα ιδανικά της σοφίας και της
παιδείας μαζί με τη νίκη στο πνευματικό και ηθικό πεδίο και συγχρόνως
αναδειχτεί η Πόλη του πατέρα του σε οικουμενικό κέντρο της ελληνικής σοφίας,
Ιερού της Πόλης και της Αυτοκρατορίας στη Σοφία του Θεού.
κόσμου, την Αθηνά και τις Μούσες της Συγκλήτου με την έννοια της Σοφίας του
με την άλλη με επίκεντρο την έννοια της σοφίας. Το γεγονός αυτό, μολονότι δεν
έχει επισημανθεί δεόντως μέχρι σήμερα, δεν αποτελεί τυχαίο συμβάν ή απλή
τον όρο σοφία και τη σχέση του με την βασιλεία. Η κεντρική θέση που κατέχει η
έννοια της σοφίας στη συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου αναδεικνύει
Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης.
η πρώτη μέσα στον χώρο της ελληνορωμαϊκής και η δεύτερη στο πεδίο της
βάση την πλατωνική συζήτηση για την ιδανική πολιτεία τη σχέση της σοφίας με
ενεργά σε αυτές τις εξελίξεις. Η δεύτερη ζύμωση είναι πιο σύνθετη, καθώς
410
συνέδεσε την έννοια της βασιλείας με τη Σοφία του Θεού και επιχείρησε να
διατυπώσει τις ιδέες της μέσω μιάς σύνθεσης της χριστιανικής διδασκαλίας με
απηχεί τις απόψεις του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος προσδιόρισε τον χώρο της
Δηλώνει ότι κριτής όλων και επιστάτης είναι ο φιλόσοφος.2059 Ο ίδιος επιδιωκεί η
2057 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1060 και 1644. Πρόκειται για τη «Δημηγορία Κωνσταντίου αὐτοκράτορος
πρὸς τὴν σύγκλητον ὑπὲρ Θεμιστίου», η οποία αναγνώστηκε απόντος του Κωνσταντίου στη
Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης κατά την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 355, βλ. Dagron,
«Témoignage de Thémistios», 20 και 60-65.
2058 Κωνστάντιος, Δημηγορία, 124.1-8 (19c-d): «ἀλλ’ ὅμως τῶν πολλῶν ἀτραπῶν αἱ μὲν ἄλλαι
σκολιαὶ καὶ ἀκροσφαλεῖς, μόνη δὲ ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος ἡ δι’ ἀρετῆς…μηδὲν ἄλλο τοιοῦτον
γνώρισμα ἡγεῖσθε τῶν λαμπροτάτων ὡς γνώμην ὀρθὴν καὶ διάνοιαν ἀγαθήν, ἃ μάλιστα
μεταδιώκει φιλοσοφία».
2059 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 124.31-125.4 (20c): «τὸ δὲ ἀληθὲς κριτὴς ἁπάντων ἐστὶ καὶ ἐπιστάτης ὁ
φιλόσοφος. καὶ γὰρ ὅπως δήμῳ προσενεκτέον καὶ ὅπως τὴν γερουσίαν θεραπευτέον καὶ ἁπλῶς
ἁπάσης πολιτείας κανών ἐστιν ἐξητασμένος καὶ ἀκριβής».
2060 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 125.11-25 (20d-21b). Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1060.
2061 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 125.28-31 (21b): «…πόσῳ μᾶλλον αὔξειν τὴν γερουσίαν τοιαύτῃ
προσθήκῃ, ἣ τὰς ψυχὰς βελτίους ποιήσει τῶν ἐνοικούντων καὶ μετὰ τῶν ἄλλων οἰκοδομημάτων
καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς ἀναστήσει γυμνάσιον».
411
των αγαθών.2062 Η αληθινή φιλοσοφία δεν αυτοεξορίζεται από τον δημόσιο βίο
και την επιμέλεια των δημόσιων πραγμάτων, αλλά επιμελείται της Πόλεως με
την παρασκευή αρίστων πολιτών.2063 Πρέπει λοιπόν να αποδοθεί στη σοφία, την
παιδεία και την αρετή ο αρμόζων διάκοσμος, σεβασμός και βραβείο και να
λάμψει η άριστη των επιστημών, η φιλοσοφία, παντού και σε όλους. 2064 Με αυτό
τον τρόπο ο Κωνστάντιος θα τιμήσει επάξια τη μνήμη του πατέρα του. 2065 Το
ο εικονογραφικός διάκοσμος της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου και
πηγάζουν από την Πολιτεία του Πλάτωνα και κυρίως το Ε’ και Στ΄ βιβλίο, όπου
του αληθινού έρωτα για την αληθινή φιλοσοφία οι ίδιοι οι βασιλείς ή οι γιοι
2062 Κωνστάντιος, Δημηγορία, 125.31-126.7 (21b-c): «ὡς ὁ μὲν τῇ πόλει τὰ ἄλλα παρασκευαζόμενος τὰ
πρῶτα δίδωσι τῶν ἀγαθῶν, φρονήσεως δὲ καὶ παιδείας επιμελούμενος τὸ κυριώτατον ἐκπορίζει…
οὐκ ἔστιν αἰσθανομένων τοῦ μεγέθους τῆς φιλοσοφίας. ὃ γὰρ καθ’ ἑαυτὸ πάντων αὐταρκέστατον
τῶν ἀγαθῶν…».
2063 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 126.29-127.5 (22b): «μηδὲ γὰρ δὴ νομίζετε τὴν ἀληθινὴν φιλοσοφίαν
παντάπασιν ἐξορίζειν ἑαυτὴν τοῦ κοινοῦ βίου μηδὲ ἀποστρέφεσθαι παντελῶς τὴν τῶν κοινῶν
ἐπιμέλειαν, ἀλλ’ ἴστε ὡς ὃς μάλιστα ἐπιμέλεται πόλεως καὶ ὁ κατασκευάζων ἀρίστους ἀνθρώπους
ἀρίστους ἀεὶ ποιεῖ καὶ πολίτας»
2064 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 128.11-16 (23c): «δεῖ δὲ καὶ τοῖς λόγοις ὑπὲρ ἅπαντα δίδοσθαι τὴν
ἁρμόζουσαν σεμνότητα καὶ τῇ σοφίᾳ τὸν οἰκεῖον κόσμον ἀποδιδόναι καὶ τῇ παιδεύσει τὸ πρέπον
γέρας καὶ τὸ ἐνοφειλόμενον ἆθλον τῇ ἀρετῇ καὶ τὴν ἀρίστην τῶν ἐπιστημῶν, λέγω δὲ φιλοσοφίαν,
πανταχόθεν καὶ ἐν πᾶσιν ἐκλάμπειν».
2065 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 128.8-11 (23b): «οὕτως γὰρ ἄν καὶ τῷ θειοτάτῳ πατρί πράττοιμεν
κεχαρισμένα, τὴν ἐπώνυμον αὐτοῦ βουλὴν ἀνθεῖν τε καὶ θάλλειν τοῖς μεγίστοις τῶν ἀγαθῶν
παρασκευάζοντες.», 128.20-23 (23d): «χαρίζομαι δέ, εὖ οἶδα, μεγάλα καὶ τὠμῷ πατρί, οὐ νεὼν οὐδὲ
γυμνάσιον ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ θειοτάτου, ἀλλὰ ἄνδρα ἀγαθὸν ἀφιερώσας».
2066 Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 177-183. Bogomolov A.S., History of Ancient Philosophy,
ελλην. μετάφρ.: Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας (Ελλάδα και Ρώμη), Βώρος Φ.Κ. (μετάφρ.), Αθήνα
1995, 306-309. Pappas N., Plato and the Republic, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2003, 82-92. Reeve C.D.C.,
Philosopher-Kings. The Argument of Plato’s Republic, Ινδιανάπολις-Κέιμπριτζ 2006, 191-195. Weiss R.,
Philosophers in the Republic. Plato’s Two Paradigms, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 2012, 49-128.
2067 Πλάτωνος, Πολιτεία, 473d: «Ἐὰν μή, ἦν δ’ ἐγώ, ἢ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἢ
οἱ βασιλῆς τε νῦν λεγόμενοι καὶ δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καὶ ἱκανῶς, καὶ τοῦτο εἰς
ταὐτὸν συμπέσῃ, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία…οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα... ταῖς πόλεσι, δοκῶ
δ’ οὐδὲ τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει, οὐδὲ αὕτη ἡ πολιτεία…ἢν λόγῳ δειληλύθαμεν.», 500e: «…πρὶν ἄν
πόλεως τὸ φιλόσοφον γένος ἐγκρατὲς γένηται, οὔτε πόλει οὔτε πολίταις κακῶν παῦλα ἔσται, οὐδὲ
ἡ πολιτεία ἢν μυθολογοῦμεν λόγῳ ἔργῳ τέλος λήψεται;».
412
τους.2068 Κατατάσσει τους πολίτες σε τρεις τάξεις με βάση την υπεροχή μιάς από
τις ψυχικές αρετές, τη σωφροσύνη, την ανδρεία ή τη σοφία, τις οποίες συνέχει η
χαρίσματα εκείνου που θα κυβερνήσει την πόλη, δηλαδή του φιλοσόφου. 2071 Ο
και κόσμιος.2072 Με αυτά που μαθαίνει γίνεται «τεχνίτης» της σωφροσύνης και
της δικαιοσύνης και κάθε αρετής των άλλων πολιτών.2073 Σαν ζωγράφος
πολίτη με βάση την αρετή ώστε να μοιάζει κατά την ομηρική διατύπωση με
2068 Πλάτωνος, Πολιτεία, 499b-c: «…οὔτε πόλις οὔτε πολιτεία οὐδέ γ’ ἀνὴρ ὁμοίως μη ποτε γένηται
τέλεος, πρὶν ἄν τοῖς φιλοσόφοις τούτοις τοῖς ὀλίγοις καὶ οὐ πονηροῖς…ἀνάγκη τις ἐκ τύχης
περιβάλῃ…πόλεως ἐπιμεληθῆναι, καὶ τῇ πόλει κατηκόῳ γενέσθαι, ἢ τῶν νῦν ἐν δυναστείαις ἢ
βασιλείαις ὄντων ὑέσιν ἢ αὐτοῖς ἔκ τινος θείας ἐπιπνοίας ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως
ἐμπέσῃ».
2069 Στο ίδιο, 504a: «…τριττὰ εἴδη ψυχῆς διαστησάμενοι συνεβιβάζομεν δικαιοσύνης τε πέρι καὶ
σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας καὶ σοφίας ὃ ἕκαστον εἴη», 435b: «᾿Αλλὰ μέντοι πόλις γε ἔδοξεν εἶναι
δικαία ὅτε ἐν αὐτῇ τριττὰ γένη φύσεων ἐνόντα τὸ αὑτῶν ἕκαστον ἔπραττεν, σώφρων δὲ αὖ καὶ
ἀνδρεία καὶ σοφὴ διὰ τῶν αὐτῶν τούτων γενῶν ἄλλ' ἄττα πάθη τε καὶ ἕξεις», 427e: «…οἶμαι ἡμῖν
τὴν πόλιν, εἴπερ ὀρθῶς γε ᾤκισται, τελέως ἀγαθὴν εἶναι. ᾿Ανάγκη γ', ἔφη. Δῆλον δὴ ὅτι σοφή τ'
ἐστὶ καὶ ἀνδρεία καὶ σώφρων καὶ δικαία. Δῆλον», 433d: «᾿Ενάμιλλον ἄρα, ὡς ἔοικε, πρὸς ἀρετὴν
πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς καὶ τῇ σωφροσύνῃ καὶ τῇ ἀνδρείᾳ ἡ τοῦ ἕκαστον ἐν αὐτῇ τὰ αὑτοῦ
πράττειν δύναμις».
2070 Στο ίδιο, 350d: «…ἐπειδὴ δὲ οὖν διωμολογησάμεθα τὴν δικαιοσύνην ἀρετὴν εἶναι καὶ σοφίαν,
τὴν δὲ ἀδικίαν κακίαν τε καὶ ἀμαθίαν…», 351a: «…εἴπερ σοφία τε καὶ ἀρετή ἐστιν δικαιοσύνη,
ῥᾳδίως οἶμαι φανήσεται καὶ ἰσχυρότερον ἀδικίας, ἐπειδήπερ ἐστὶν ἀμαθία ἡ ἀδικία…».
2071 Στο ίδιο, 487a: «…εἰ μή φύσει εἴη μνήμων, εὐμαθής, μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τε καὶ
ἀνθρώπῳ γίγνεται·».
2073 Στο ίδιο, 500d: «Ἄν οὖν τις, εἶπον, αὐτῷ ἀνάγκη γένηται ἃ ἐκεῖ ὁρᾷ μελετῆσαι (ὁ φιλόσοφος) εἰς
ἀνθρώπων ἤθη καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ τιθέναι καὶ μὴ μόνον ἑαυτὸν πλάττειν, ἆρα κακὸν δημιουργὸν
αὐτὸν οἴει γενήσεσθαι σωφροσύνης τε καὶ δικαιοσύνης καὶ συμπάσης τῆς δημοτικῆς ἀρετῆς;
Ἥκιστά γε, ἦ δ' ὅς».
2074 Στο ίδιο, 500e-501a: «Ἀλλ' ἐὰν δὴ αἴσθωνται οἱ πολλοὶ ὅτι ἀληθῆ περὶ αὐτοῦ λέγομεν,
χαλεπανοῦσι δὴ τοῖς φιλοσόφοις καὶ ἀπιστήσουσιν ἡμῖν λέγουσιν ὡς οὐκ ἄν ποτε ἄλλως
εὐδαιμονήσειε πόλις, εἰ μὴ αὐτὴν διαγράψειαν οἱ τῷ θείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι; Οὐ
χαλεπανοῦσιν, ἦ δ' ὅς, ἐάνπερ αἴσθωνται. ἀλλὰ δὴ τίνα λέγεις τρόπον τῆς διαγραφῆς; Λαβόντες,
ἦν δ' ἐγώ, ὥσπερ πίνακα πόλιν τε καὶ ἤθη ἀνθρώπων…».
413
εικόνα και ομοίωση θεού.2075 Η ιδανική αυτή πολιτεία χαρακτηρίζεται ως
«καλλίπολις».2076
αρχές της πλατωνικής Πολιτείας επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τον ίδιο τον
Θεμίστιο2077 σε τέσσερις λόγους, που εκφώνησε ανάμεσα στα έτη 355 και 357.2078 Ο
τις Μούσες2083 και ευφραίνεται με τα άνθη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.2084
2075 Πλάτωνος, Πολιτεία, 501b: «Ἔπειτα οἶμαι ἀπεργαζόμενοι πυκνὰ ἂν ἑκατέρωσ' ἀποβλέποιεν,
πρός τε τὸ φύσει δίκαιον καὶ καλὸν καὶ σῶφρον καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, καὶ πρὸς ἐκεῖν' αὖ τὸ ἐν τοῖς
ἀνθρώποις ἐμποιοῖεν, συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον,
ἀπ' ἐκείνου τεκμαιρόμενοι, ὃ δὴ καὶ Ὅμηρος ἐκάλεσεν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐγγιγνόμενον θεοειδές τε
καὶ θεοείκελον».
2076 Στο ίδιο, 527c: «῾Ως οἷόν τ' ἄρα, ἦν δ' ἐγώ, μάλιστα προστακτέον ὅπως οἱ ἐν τῇ καλλιπόλει σοι
φιλοσοφία και δεν εντάσσεται στο νεοπλατωνικό κίνημα της εποχής του, όπως έδειξε ο O’Meara,
Platonopolis, 206-208, καθώς υποτάσσει τον φιλόσοφο στον βασιλιά, τη γνώση στη δράση. Ακόμη, βλ.
Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 622-626.
2078 Η παλαιότερη συνιστά την ευχαριστήρια ομιλία του Θεμίστιου, βλ. Λόγοι (2), «Εἰς Κωνστάντιον
τὸν αὐτοκράτορα, ὅτι μάλιστα φιλόσοφος ὁ βασιλεύς, ἢ χαριστήριος», μετά την ανάδειξή του σε
Συγκλητικό πιθανώς κατά τον Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του έτους 355. Η δεύτερη αφορά τη σχέση της
φιλοσοφίας και της σοφιστικής, βλ. Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ φιλόσοφος» και εκφωνήθηκε
πιθανότερα κατά το έτος 355/356 στην Κωνσταντινούπολη. Η τρίτη ομιλία, βλ. Λόγοι (4), «Εἰς τὸν
αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», η οποία εκφωνήθηκε στη Σύγκλητο κατά την 1η Ιανουαρίου του
έτους 357, περιλαμβάνει την εξαγγελία για τη συγκρότηση της δημόσιας Βιβλιοθήκης και την
αναβάθμιση της παιδείας. Η τέταρτη ομιλία, βλ. Λόγοι (3), «Πρεσβευτικὸς ὑπὲρ
Κωνσταντινουπόλεως ῥηθεὶς ἐν Ῥώμῃ», εκφωνήθηκε στην Παλαιά Ρώμη κατά τον Μάιο ή το
φθινόπωρο του έτους 357. Για τις χρονολογήσεις, βλ. Θεμίστιος, Λόγοι Ι, xx. Dagron, «Témoignage de
Thémistios», 20-24. Vanderspoel, Themistius, 250.
2079 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 37.1-3 (29d): «Μὴ οὖν ὑμεῖς ἐξαπατᾶσθε μηδὲ ὁρῶντες
πόρρωθεν καὶ ἀκούοντες ἔπαινον φιλοσόφου καὶ βασιλέως, ἄλλον τινὰ οἴεσθε τὸν φιλόσοφον ἢ
τὸν βασιλέα», 49.4-8 (36a): «Πάλιν τοίνυν ὥσπερ παλαιστὴς ὁ λόγος πολλὰ ἐξελιχθεὶς τὴν αὐτὴν
παρέχει λαβὴν καὶ δείκνυσι μάλιστα φιλόσοφον τὸν βασιλέα, ὅτι μάλιστα ἐπιτρέπει τὰ αὑτοῦ
πράγματα τῇ τοῦ λόγου ἡγεμονίᾳ, ὃν οὐ δεδίασιν, ἀλλ' ὑπὲρ οὗ δεδοίκασιν οἱ ἀρχόμενοι.», 51.14-19
(37b-c): «ὅστις…ἵσταται ὑψοῦ τε ἄτρεπτος καὶ ἀνέκπληκτος καὶ μόνῳ πέποιθε τῷ λόγῳ πρὸς τὸν
ἀγῶνα, τοῦτον εὐλαβησόμεθα εἰπεῖν πρὸς φιλίου τὸν κορυφαῖον φιλόσοφον;».
2080 Θεμίστιος, στο ίδιο, 37.12-15 (30a): «οὕτω δὴ βασιλεὺς ὁ τῷ ὄντι καὶ οὐ ψευδώνυμος αὐτὸς τὴν
ἐζήτησε, καὶ τοῦτον ὑπέλαβεν οἰκειότατον εἶναι διάκονον καὶ τιμῇ βασιλέως προσήκοντα ἀγαθοῦ
καὶ φιλοσόφου».
2083 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 77.17-19 (54a): «φιλόλογος γὰρ οὐχ ἧττόν ἐστιν ἢ
φιλοπόλεμος καὶ τὰ ξένια τῶν Μουσῶν οὐκ ἀτιμότερα τῶν τοῦ ῾Ηφαίστου ποιεῖται».
414
Η φιλοσοφία είναι φίλη του.2085 Ζει ενάρετα και επιδιώκει τη φιλοσοφία, η οποία
και βέβαιο κάλλος. 2087 Ως φιλόσοφος αποκλείει την ψυχή του από τις ηδονές,
αλλά προσφέρει στην Πόλη του τις νόμιμες, η οποία έτσι γίνεται
την αρετή και τη φρόνηση και εμπορεύσιμα αγαθά τους λόγους και την
παιδεία2089, ώστε της παρέχει ως δημόσιο αγαθό τον πλούτο της σοφίας.2090
Αυτές δεν συνιστούν απλώς απόψεις του Θεμιστίου, αλλά του ίδιου του
τον ίδιο δρόμο, ο πρώτος με λόγο και επιστήμη γνωρίζει τον βασιλέα του
2084 Θεμίστιος, στο ίδιο, 77.23-78.5 (54b): «ἀλλ' ὃν ἐγὼ ἐπλεξάμην, ἄνθη ἀκήρατα συλλεξάμενος ἐκ
τῶν Πλάτωνος καὶ ᾿Αριστοτέλους λειμώνων, καὶ ἔδειξα τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ ἐν τῷ αὐτῷ τούτῳ
θεάτρῳ, εὐφράνθη τε ὡς οὐκ ἄλλῳ δώρῳ καὶ περὶ πολλοῦ ἐποιήσατο· καὶ ἡ χαλκῆ εἰκὼν ἐξ ἐκείνου
τοῦ ᾄσματος».
2085 Θεμίστιος, στο ίδιο, 78.13-18 (54c-d): «…ἀλλὰ τῆς φίλης βασιλεῖ φιλοσοφίας. φίλην γὰρ αὐτὴν
βασιλεῖ ὀνομάζειν οὐ δυσωποῦμαι, ἣν…καὶ ἐς τοσόνδε ἐποίησεν ἐρίτιμόν τε καὶ εὐκλεᾶ ὥστε
πολλοὺς εἶναι τοὺς περιβλέποντας καὶ ζητοῦντας καὶ ἑτοίμους ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ θεραπεύειν».
2086 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 64.5-10 (45a-b): «τί παρὰ φιλοσοφίας ψήφισμα
ἐπικομίζεται; ὅτι πρᾳότητι νικᾷς, ὅτι σωφρονέστερον διάγεις τῶν πάνυ μετρίων ἰδιωτῶν, ὅτι
παιδείαν περὶ πλείστου ποιῇ, ὅτι φιλοσοφίαν μεταδιώκεις. αὕτη ἡ δύναμις καὶ ἡ σὴ στρατιὰ καὶ οἱ
φύλακες οἱ σοὶ καὶ οἱ δορυφόροι....».
2087 Θεμίστιος, στο ίδιο, 66.28-67.3 (47c): «πλέον ἡ σὴ πόλις τῆς πατρῴας διενήνοχεν ἢ τῆς ἀρχαίας
ἐκείνη, καὶ μεταβέβηκεν εἰς ἀληθινὸν καὶ βέβαιον κάλλος ἀντὶ ψευδοῦς καὶ ἐξιτήλου…ὃν δὲ σὺ
κόσμον αὐτῇ περιτίθης, ἅμα τῷ κάλλει καὶ πρὸς τὸν χρόνον παρασκευάζεται…».
2088 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 83.15-19 (58c-d): «…καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀποκλείων
ταῖς ἡδοναῖς συναλίζει ὑμῖν τὰς νομίμους ἁπανταχόθεν. ὥστε καὶ ὅσα παρ' ἑτέροις ἀγαπητὰ
θεάματα καὶ ἀκούσματα κατακορῆ ἡμῖν καὶ πλήσμια ἤδη, καὶ ἐκ τούτου σωφρονεστέρα γίνεται ἡ
πόλις·».
2089 Θεμίστιος, στο ίδιο, 87.2-9 (61b): «ὃ δὲ ἄρτι ἐμπόριον ὑμῖν κατασκευάζεται βασιλεύς, ἀρετή ἐστιν
ἐκ τοῦδε καὶ φρόνησις τὰ ἀγώγιμα. καὶ ἥξουσιν ἡμῖν ἐπὶ ταύτην τὴν ἐμπορίαν…οἱ ἔκκριτοι καὶ
φιλομαθέστατοι καὶ ὅ,τι ἄνθος Ἑλλήνων, λόγοι καὶ παιδεία τὰ ἀγοράσματα. μῶν οὖν ὑμῖν
φαίνονται ἀπεικότως αἱ Μοῦσαι συστρατεύεσθαι τῷ βασιλεῖ καὶ διδόναι αὐτῷ νίκας ἐξαιρέτους, ὧν
ὁ ῎Αρης οὐκ ἐκοινώνησε;».
2090 Θεμίστιος, στο ίδιο, 87.16-17 (61c): «...ὥστε καὶ σοφίας ὑμῖν δημόσιον πλοῦτον ἐμηχανήσατο».
2091 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 42.4-11 (32b-c): «καίτοι σχεδόν τι ἅπασα
καταπέπλησται ἡ τοῦ θείου Πλάτωνος ξυγγραφὴ καὶ οὐκ ἔστιν ὀλίγα ῥήματα ἐξελόμενον
ἐπιλέγεσθαι ὑμῖν ὥσπερ γραμματέα, ἀλλὰ βιβλίων ὅμαδος ὅλος ἐπ' ἀλλήλοις συντεταγμένων
ἐπισχυρίζεται μάλιστα εἶναι φιλόσοφον τὸν βασιλέα, Πολιτεῖαί τε αἱ κλειναὶ καὶ οἱ θεσπέσιοι
Νόμοι καὶ πᾶσα ἡ περὶ τὴν πλάτανον διατριβὴ τὴν ἀμφιλαφῆ τε καὶ ὑψηλήν».
2092 Θεμίστιος, στο ίδιο, 46.7-13 (34b-c): «ὡς σχεδόν τι ἁπανταχοῦ ὁ πάνσοφος Πλάτων ξύνδρομα
πορεύεσθαι ὑπολαμβάνει τὸν ἀληθινὸν βασιλέα καὶ τὸν φιλόσοφον. πρὸς γὰρ τὸ αὐτὸ παράδειγμα
ἀμφοτέροις ἥ τε ἅμιλλα καὶ ἡ σπουδή, ἀλλὰ τῷ μὲν ἄχρι λόγου καὶ ἐπιστήμης, τῷ δὲ ἄχρι τοῦ
πράγματος καὶ τοῦ ἔργου. τὸν μὲν γὰρ τοῦδε τοῦ ξύμπαντος βασιλέα ὁ μὲν ἐπίσταται μόνον, ὁ δὲ
καὶ μιμεῖται·». Ακόμη βλ. στο ίδιο, 46.14-47.10 (34c-d) για την μίμηση του Δία από τον επίγειο
βασιλέα χάρη στην οποία «ὁ τῆς Καλλιόπης χορὸς…οὐ παύεται ἀνακαλῶν τοὺς βασιλέας
διοτρεφεῖς τε καὶ διογενεῖς».
415
άκουσε τον Πλάτωνα, έθεσε ως δεσμό ανάμεσα στους πολίτες την επιθυμία και
τον πόθο, και χάρη σ’ αυτόν η Πόλη ευδαιμονεί, σαν ο θεός να την
επιτροπεύει.2093 Ο ίδιος ο Πλάτωνας πριν από τον Θεμίστιο έχει μιλήσει για τον
Κωνστάντιο2094, ο οποίος, όπως και ο θεός οδηγεί στην τάξη από την αταξία.2095
στον Θεμίστιο και στους συγκαιρινούς του να δουν αληθινά αυτά που εκείνος
2093 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 67.19-68.5 (48b-c): «Αἴτιον δὲ ὅτι καλῶς ἤκουσας
Πλάτωνος τοῦ σοφοῦ καὶ δεσμὸν ὑπέλαβες ἰσχυρότερον ἀνάγκης ἐπιθυμίαν. καὶ διὰ τοῦτο ἐάσας
τὸν φόβον ἔρωτι καὶ πόθῳ καταδεῖς τοὺς οἰκήτορας. ἐξ οὗ γὰρ ὑπὸ σοῦ πλαττομένη καὶ τρεφομένη
εἰς τὴν οἰκείαν ἀκμήν τε καὶ ὥραν ἐβλάστησε καὶ ἀνέδραμε…συρρεόντων γὰρ εἰς ἕνα χῶρον τῶν
ἀγαθῶν ἁπάντων καὶ τῶν δοκούντων ὑπὸ τοῦ χορηγοῦ τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας ἕτοιμον ἔχει
τὴν ἀπόλαυσιν ἕκαστος οὗ πρὸ τῶν ἄλλων ἑάλωκε. καὶ ἀξία γε τυγχάνειν ἡ πόλις καὶ ταύτης παρὰ
σοῦ τῆς φιλοτιμίας καὶ ἔτι μείζονος. ἔοικε γὰρ αὐτῆς ἐμφανῶς ὁ θεὸς ἐπιτροπεύειν καὶ μισθὸν
δίκαιον ἀποδιδόναι τοῖς συνιεῖσιν αὐτοῦ τῆς διανοίας».
2094 Θεμίστιος, στο ίδιο, 65.4-10 (46a): «σὲ δέ, ὦ βασιλεῦ, καὶ Πλάτων ὁ σοφὸς ἐμοῦ πρότερον
ἀνεκήρυττε, καὶ ἵνα μὴ ἄλλως με κομψεύεσθαι ὑπολάβῃς, ἰδού σοι λέγω τὰ ῥήματα οὔτε μέγα οὔτε
μικρὸν μετακινήσας. τότε γάρ φησιν ἄριστα τὸν βίον καὶ εὐδαιμονέστατα ἕξειν, ὅταν γένηται
βασιλεὺς νέος, σώφρων, μνήμων, ἀνδρεῖος, μεγαλοπρεπής, εὐμαθής.». Σύγκρινε με Πλάτωνος,
Νόμοι, 710c: «Πῶς λέγεις; εἰ τύραννος γένοιτο, φῄς, νέος, σώφρων, εὐμαθής, μνήμων, ἀνδρεῖος,
μεγαλοπρεπής;» Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2071 και Πλάτωνος, Πολιτεία, 490c: «Καὶ δὴ τὸν
ἄλλον τῆς φιλοσόφου φύσεως χορὸν…ἀνδρεία, μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη·».
2095 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 43.13-44.3 (33a): «… ἀλλ' αὐτὸς ὁ Πλάτων ἐρεῖ τὸ ἔργον
τοῦ θεοῦ τῇ λαμπρᾷ καὶ μεγάλῃ φωνῇ. βουληθεὶς γάρ, φησίν, ὁ θεὸς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον
δὲ μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ καὶ πᾶν ὅσον ἡμῖν ὁρατὸν παραλαβών, οὐχ ἡσυχίαν ἄγον,
ἀλλὰ κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος
ἐκείνου τοῦτο πάντως ἄμεινον εἶναι», 44.11-45.7 (33c-d): «εἰ γὰρ ἐγὼ δύο ὀνόματα μόνα τῶν ὑπὸ
Πλάτωνος γεγραμμένων μεταβαλών τε καὶ μεθαρμόσας ἐρεσχελοίην πρὸς ὑμᾶς καὶ
ἀγροικιζοίμην, οἷα πολλὰ εἰώθασιν οἱ νέοι Πλάτωνος θιασῶται, ὅτι ταῦτα πάντα συγγέγραπται τῷ
φιλοσόφῳ οὐδέν τι μεῖον προμαντευομένῳ καὶ προφητεύοντι περὶ τοῦδε τοῦ βασιλέως, εὖ οἶδ' ὅτι
χαλεπῶς ἄν με ἐξερεῖτε, εἰ τεχνάζω καὶ σκευωροῦμαι περὶ τὴν λέξιν. ἀθρεῖτε οὖν καὶ
ἐπιφυλάττετε. ἰδοῦ γὰρ λέγω ὅτι βουληθεὶς ὁ τῆς γῆς βασιλεὺς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον δὲ
μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ παραλαβὼν τὴν βασιλείαν οὐχ ἡσυχίαν ἄγουσαν, ἀλλὰ
κινουμένην πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως εἰς τάξιν ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, μῶν καὶ ἔχοιτε ἂν εἰπεῖν
οὕτως ῥᾳδίως ᾗ παραλλάττει τὰ ῥήματα;».
2096 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 88.3-7 (62a): «εἰ μὴ οἴονται καὶ Πλάτωνα ἐπαινέτην
εἶναι καὶ ὑμνοποιὸν τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέως, ὁπόταν λέγῃ καὶ γράφῃ ἄντικρυς οὑτωσί, τότε ἄριστα
τὸν βίον καὶ εὐδαιμονέστατα ἕξειν, ὅταν γένηται βασιλεὺς νέος, σώφρων, μνήμων, ἀνδρεῖος,
μεγαλοπρεπής, εὐμαθής».
2097 Θεμίστιος, στο ίδιο, 89.3-7 (62d): «ἡμῖν δὲ ἔδωκεν ὁ θεὸς ἐπιδεῖν τὴν μορφὴν ἐν ᾗ ἐξέλαμψαν οἱ
τύποι καὶ ἐξεφάνησαν, εἴημεν, ὡς ἔοικε, τοῦ θείου Πλάτωνος οὐ κολακικώτεροι, ἀλλ'
εὐποτμότεροι, ὅτι ὁπόσα ἐκεῖνος ὠνειροπόλησεν, ὕπαρ ἡμεῖς τεθεάμεθα».
2098 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 65.19-28 (46b-c): «σὲ δέ, ὦ θεία κεφαλή, ὥσπερ τύπον
416
μπορούν πλέον οι άνθρωποι να το δουν στον Κωνστάντιο.2099 Έτσι η
Στο πεδίο της διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της Πόλης, η πλέον
κέντρου της ανώτερης παιδείας και της Βιβλιοθήκης στη Βασίλειο Στοά κατά το
προθέσεις του με την απότιση τιμής στη μνήμη του πατέρα του με τρόπο που
ρητορικού λόγου από τον Κωνστάντιο και τον Θεμίστιο και αποτυπώθηκε
2099 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 56.5-12 (40a-b): «οὕτω γὰρ τῷ ὄντι φιλόσοφός ἐστιν ὁ
γενναῖος ὥστε καὶ τὸν συνάρχοντα φιλόσοφον ἐποιήσατο, οὐχ ὅτι προσήκει αὐτῷ κατὰ γένος, ἀλλ'
ὅτι αὐτῷ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἀγχιστεύει. οὔκουν δεοίμην ἂν εὔχεσθαι ἔτι, καθάπερ ὁ πάνσοφος
Πλάτων, ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ γένους τοῦ ἀνθρωπίνου, ξυνδραμεῖν ποτε βασιλείᾳ φιλοσοφίαν καὶ
συμπορευθῆναι, μηδὲ διεσπάσθαι ἀεὶ καὶ ἀπερρωγέναι· ἀλλ' ἔνεστι καὶ ἀπολαύειν καὶ
ἐμφορεῖσθαι τοῦ ἀνελπίστου θεάματος».
2100 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2076.
2101 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 59.1 (41a): «τὴν καλλίπολιν», 60.1 (42a): «ἡ καλλίπολις»,
62.25-63.2 (44a-b): «ἀλλ' ὁ μὲν (Κωνσταντῖνος) ταύτην πρότερον ἐλευθερώσας τὴν πόλιν ἐκ
τυραννίδος ὁμοίας καὶ παρὰ μικρὸν ὁμωνύμου οὕτως ἐπὶ τὸν συνοικισμὸν τῆς καλλιπόλεως
ὥρμησεν», 63.10 (44b): «ἡ καλλίπολις». Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 83.24 (58d): «τῆς
καλλιπόλεως». Θεμίστιος, Λόγοι, (6), «Φιλάδελφοι», 123.16 (83b): «…τὰς ἀφορμάς, δι’ ἃς ὁ
Κωνσταντῖνος ἑάλω τῆς καλλιπόλεως…». Θεμίστιος, Λόγοι, (34), «Πρὸς τοὺς αἰτιασαμένους ἐπὶ τῷ
δέξασθαι τὴν ἀρχήν», 221.6-7 (XII): «…ὑπάρχει μοι καὶ χρόνῳ σεμνύνεσθαι ὅσον πεπολίτευμαι τῇ
καλλιπόλει».
2102 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 983-987.
2103 Πλάτωνος, Πολιτεία, 499d: «Εἰ τοίνυν ἄκροις εἰς φιλοσοφίαν πόλεώς τις ἀνάγκη
ἐπιμεληθῆναι…περὶ τούτου ἕτοιμοι τῷ λόγῳ διαμάχεσθαι, ὡς γέγονεν ἡ εἰρημένη πολιτεία καὶ
ἔστιν καὶ γενήσεταί γε, ὅταν αὕτη ἡ Μοῦσα πόλεως ἐγκρατὴς γένηται».
2104 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2065.
417
επιχείρησε να αναδείξει την Κωνσταντινούπολη ως την ιδανική πλατωνική
πολιτεία, όπου η (φιλο)σοφία κυβερνά τον βασιλιά, από τον οποίο πηγάζουν και
αρίστους τους πολίτες και ευδαίμονα την Πόλη. Διαπιστώνουμε ένα συνειδητό
βαθμό μέσα από τη συγκρότηση των Παιδευτηρίων και της Βιβλιοθήκης στη
Θέρμες του Ζευξίππου και το εικονογραφικό πρόγραμμά του, την αφιέρωση της
σύμβολα της σοφίας (Αθηνά) και της βασιλείας (Δίας) στην πρόσοψη πάνω από
στη Σύγκλητο και θα προσέδιδε στη σοφία τον οικείο διάκοσμό της.2106
αρχαίου κόσμου, της ιουδαιοχριστιανικής, μέσα από την αφιέρωση του Πρώτου
2106Κατά τη διατύπωση του Κωνστάντιου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2064. Ο Θεμίστιος συνέχισε να
επαναλαμβάνει τις θέσεις αυτές σε λόγους του προς τους επόμενους αυτοκράτορες του β’ μισού
του 4ου αι., κυρίως για να τους προτρέψει να μιμηθούν το πλατωνικό πρότυπο, ενώ όταν τους
επαινεί, υπολείπεται κατά πολύ της εκτίμησης του για τον Κωνστάντιο. Χαρακτηριστικά βλ.
Θεμίστιος, Λόγοι, (7), «Περὶ τῶν ἠτυχηκότων ἐπὶ Οὐάλεντος» (χειμώνας 366/367), 149.4-9 (99b):
«Φιλοσοφίαν τοίνυν, ὦ βασιλεῦ, ἅπαντες μὲν ᾐδέσθησαν ὥσπερ τι πάτριον ἱερὸν οἱ σὺν νόμῳ τὰς
βασιλείας διαδεξάμενοι, πολλοὶ δὲ καὶ συμπαρέλαβον ἐπιστατοῦσαν καὶ τοῦ βίου σφῶν
προεστήσαντο, οἷς ἐκτιννύει τὰ γινόμενα χαριστήρια, ἀνεξάλειπτον αὐτῶν τὴν ἀγαθὴν μνήμην τῷ
παντὶ χρόνῳ συμπαραπέμπουσα», 150.25-151.3 (100d): «καλόν τι διασώσασθαι τὰ ζώπυρα τῆς
φιλοσοφίας· σημεῖον γὰρ βασιλέως εὐδαίμονος αὕτη ἡ τέχνη ἐπιδιδοῦσα, καὶ ἀνάγκη ἀρετὴν
ἔντιμον εἶναι παρ' οἷς φιλοσοφία σπουδῆς ἀξιοῦται, ἐν ᾗ δεῖ σε μνήμην ἀθάνατον καὶ ἀγήρω
καταλιπεῖν». Θεμίστιος, Λόγοι, (13), «Ἐρωτικὸς ἢ περὶ κάλλους βασιλικοῦ» (έτος 376), 238.11-18
(166b): «καὶ διὰ ταύτην τὴν προσεδρείαν εἶδον ἐκεῖ ἄνθρωποι θέαμα τοῖς νῦν ἄπιστον καὶ ἀδόκητον
καὶ διήγημα ἀμυδρὸν ἤδη τῆς παλαιᾶς εὐδαιμονίας, βασιλείαν συνθακοῦσαν φιλοσοφίᾳ καὶ
τριβώνιον ἁλουργίδι συνδιαιτώμενον καὶ ἐπανιόντα κόσμον εἰς τὰ βασίλεια, ᾧ Τραϊανὸς ἐκοσμεῖτο
καὶ Μάρκος καὶ Ἀντωνῖνος, ὃν Ἀλέξανδρος ὁ μέγας οὐκ ἐκοσμήθη, οὐδὲ Κῦρος ὁ Μῆδος, οὐδὲ
Ξέρξης ὁ ἀλαζών». Θεμίστιος, Λόγοι, (17), «Ἐπὶ τῇ χειροτονίᾳ τῆς πολιαρχίας» (έτος 384), 306.17-23
(204a-b): «Καὶ ἤνεγκεν ὁ καθ' ἡμᾶς χρόνος βασιλείαν αἰσθανομένην τῶν τοῖς παλαιοῖς
δεδογμένων, οἳ καλῶς ἕξειν τηνικαῦτα ταῖς πόλεσι τὰ πράγματα ὑπελάμβανον, ὅταν τῇ τοῦ λέγειν
ἀρετῇ ἡ τοῦ πράττειν ἐξουσία συνδράμῃ καὶ εἰς ταὐτὸν ἔλθωσιν ἄμφω, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ
φιλοσοφία, ἃς πρώτας ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς συντρεχούσας ὁ φιλοσοφώτατος αὐτοκράτωρ…». Για τις
χρονολογήσεις, βλ. Dagron, «Témoignage de Thémistios», 20-23. Vanderspoel, Themistius, 250-251.
418
Ιερού της Πόλης στον νέο προστάτη Θεό της αυτοκρατορίας, τον Ιησού Χριστό,
ως την ένσαρκο Σοφία του Θεού. Η αφιέρωση του θρησκευτικού κέντρου της
Πόλης και της αυτοκρατορίας αναδεικνύει την κεντρική θέση που αποδόθηκε
Ο όρος «Σοφία του Θεού» αντλεί την προέλευσή του από τη Σοφιολογική
Σοφία Σειράχ και η Σοφία Σολομώντος περιέχουν πολλές αναφορές στη σοφία,
κόσμο2110, κάθεται δίπλα στον Θρόνο Του2111 και ταυτίζεται με τον Λόγο Του.2112
Θεό2113, ομιλεί περί της σαρκώσεώς Της2114, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτει και τη
ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν·».
2110 Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα με τον Λόγο Του και με τη Σοφία Του κατασκεύασε τον
άνθρωπο, βλ. Σοφία Σολομῶντος, 9.2: «Θεὲ πατέρων καὶ κύριε τοῦ ἐλέους ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν
λόγῳ σου καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατασκευάσας ἄνθρωπον…». Εκείνη είναι η δημιουργός των πάντων,
βλ. Στο ίδιο, 7.12: «εὐφράνθην δὲ ἐπὶ πᾶσιν, ὅτι αὐτῶν ἡγεῖται σοφία, ἠγνόουν δὲ αὐτὴν γενέτιν
εἶναι τούτων», 7.21: «ἡ γὰρ πάντων τεχνῖτις ἐδίδαξεν με σοφία». Παροιμίαι, 3.19: «ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ
ἐθεμελίωσεν τὴν γὴν, ἡτοίμασεν δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει·», 8.26-31: «κύριος ἐποίησεν χώρας καὶ
ἀοικήτους καὶ ἄκρα οἰκούμενα τῆς ὑπ’ οὐρανόν. ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ
καὶ ὅτε αφώριζεν τὸν ἑαυτοῦ θρόνον ἐπ’ ἀνέμων. ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη…καὶ ἰσχυρὰ
ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ’ αὐτῷ ἁρμόζουσα, ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρεν, καθ’ ἡμέραν δὲ
εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ὅτε εὐφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας καὶ
ἐνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων». Για την «ἐν τῇ Σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ» δημιουργία του κόσμου, βλ.
Πένο, Σοφία του Θεού, 138-143.
2111 Σοφία Σολομῶντος, 9.4: «δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν», 9.10: «ἐξαπόστειλον
αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτὴν».
2112 Σοφία Σειράχ, 24.1-3: «Ἡ σοφία αἰνέσει ψυχὴν αὐτῆς καὶ ἐν μέσῳ λαοῦ αὐτῆς καυχήσεται· ἐν
ἐκκλησίᾳ ὑψίστου στόμα αὐτῆς ἀνοίξει καὶ ἔναντι δυνάμεως αὐτοῦ καυχήσεται Ἐγὼ ἀπὸ στόματος
ὑψίστου ἐξῆλθον καὶ ὡς ὁμίχλη κατεκάλυψα γῆν·». Σοφία Σολομῶντος, 18.15: «ὁ παντοδύναμος σου
λόγος ἀπ’ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλείων…».
2113 Σοφία Σολομῶντος, 7.25-26: «ἀτμὶς γάρ ἐστιν τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως καὶ ἀπόρροια τῆς τοῦ
παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής…ἀπαύγασμα γάρ ἐστιν φωτὸς ἀιδίου καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον
τῆς τοῦ θεοῦ ἐνεργείας καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ». Με τους ίδιους όρους ο Απόστολος
Παύλος περιγράφει τον Ιησού Χριστό στην επιστολή Πρὸς Ἐβραίους, 1.1-3: «…ὁ Θεὸς…ἐπ’ ἐσχάτου
τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὅν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας
419
βασιλική εξουσία Της επί της Ιερουσαλήμ.2115 Ο όρος χρησιμοποιείται στην Καινή
Διαθήκη από τον Ιησού Χριστό με τρόπο που αποκαλύπτει ότι Εκείνος είναι η
τους πρώτους τρεις αιώνες έγινε περιστασιακή χρήση του όρου προκειμένου να
Ο όρος «σοφία» προσέλαβε κεντρική θέση κατά τον 4ο αιώνα στο πλαίσιο
της μεγάλης θεολογικής διαμάχης που προκάλεσε η αίρεση του Αρείου. Ήδη
ἐποίησεν· ὅς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα
τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι’ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν
ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς».
2114 Παροιμίαι, 9.1: «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον…» ως αντίστοιχο του Κατὰ Ἰωάννην, 1.14:
«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο…». Βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 60-64, 98-99. Ακόμη το κύριο
χαρακτηριστικό του Υιού του Θεού, το «Γεννητόν» αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της Σοφίας, βλ.
Παροιμίαι, 8.22-25: «κύριος ἔκτισέν με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος
ἐθεμελίωσεν με ἐν ἀρχῇ…πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με…» και Πένο, στο ίδιο, 103-104.
2115 Σοφία Σειράχ, 24.8-11: «τὸτε ἐνετείλατο μοι ὁ κτίστης ἁπάντων, καὶ ὁ κτίσας με κατέπαυσεν τὴν
σκηνήν μου καὶ εἶπεν Ἐν Ἰακὼβ κατασκήνωσον καὶ ἐν Ἰσραὴλ κατακληρονομήθητι…ἐν πόλει
ἠγαπημένῃ ὁμοίως με κατέπαυσεν, καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐξουσία μου·».
2116 Ο Ιησούς Χριστός στην Καινή Διαθήκη συσχετίζει συχνά τη Σοφία της Παλαιάς Διαθήκης με το
πρόσωπό του, βλ. Κατά Λουκάν, 11.49: «διἀ τοῦτο καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶπεν· ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς
προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ εξ αὐτῶν αποκτενοῦσι καὶ εκδιώξουσιν…». Κατὰ Ματθαῖον, 11.19:
«καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς», 12.42: «βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει
μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν
σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε». Ενώ οι ακροατές του αναρωτιόντουσαν, βλ.
Κατά Ματθαῖον, 13.55: «πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις;». Κατὰ Μᾶρκον, 6.2: «καὶ τίς ἡ
σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται;». Παράλληλα ο
Κύριος συχνά ομιλεί με ανάλογους λόγους και ύφος με εκείνο της Σοφίας στην Παλαιά Διαθήκη,
βλ. Κατὰ Ἰωάννην, 6.35: «ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ διψήσῃ
πώποτε», ενώ η Σοφία, βλ. Σοφία Σειράχ, 24.21: «οἱ ἐσθίοντες με ἔτι πεινάσουσιν, καὶ οἱ πίνοντες με
ἔτι διψήσουσιν». Επίσης, Κατὰ Ματθαῖον, 11.28: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ
πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», ενώ η Σοφία, βλ. Σοφία Σειράχ, 24.19: «προσέλθετε πρός
με, οἱ ἐπιθυμοῦντές μου, καὶ ἀπό τῶν γενημάτων μου ἐμπλήσθητε·». Επίσης η παραβολή των
βασιλικών γάμων, βλ. Κατὰ Ματθαῖον, 22.2-4 και το Μυστικό Δείπνο παραπέμπουν στην
περιγραφή του δείπνου που προσφέρει η Σοφία, βλ. Παροιμίαι 9.1-5 και Πένο, Σοφία του Θεού, 65-
70. Η δήλωση του Χριστού: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου·», βλ. Κατὰ Ἰωάννην, 8.12, παραπέμπει στη
Σοφία Σολομῶντος, 7.26: «ἀπαύγασμα γάρ ἐστιν φωτὸς ἀιδίου». Με αυτούς τους τρόπους ο Ιησούς
Χριστός αποκαλύπτει εμμέσως ότι Εκείνος είναι η Σοφία του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης και
υποδεικνύει ότι οι δύο Διαθήκες αποτελούν μία αδιάρρηκτη ενότητα στο πρόσωπό Του.
2117 Προς Κορινθίους Α’, 1.22-24: «ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,
ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς
δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν·».
2118 Μετά το αποστολικό κήρυγμα, κατά τον 2ο και 3ο αιώνα πατέρες της εκκλησίας και χριστιανοί
θεολόγοι, όπως οι Ιγνάτιος και Θεόφιλος Αντιοχείας, Ιουστίνος μάρτυς, Κλήμης Αλεξανδρείας,
Ιππόλυτος, Ωριγένης, χρησιμοποίησαν τον όρο «Σοφία» για να δείξουν ότι ο Χριστός είναι η Σοφία
του Θεού που μαρτυρείται στην Παλαιά Διαθήκη, βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 101-104. Ακόμη, βλ.
Meyendorff J., «L’iconographie de la Sagesse Divine dans la tradition Byzantine», CahArch 10 (1959),
259-277, κυρίως 259-260. Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία», 125-126, 128.
420
στην επιστολή με την οποία κινήθηκε το ζήτημα ο άγιος Αλέξανδρος
πως ο Υιός είναι κτίσμα και ποίημα και όχι αληθινή Σοφία του Πατέρα.2119
ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στο εάν ο Υιός είναι ο αληθινός
καταχρηστικώς.2120 Ο Μέγας Αθανάσιος που ήταν παρών στη σύνοδο γράφει πως
σειρά τοπικών συνόδων κυρίως ανάμεσα στα έτη 340 και 360 οι οποίες
2119 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 8.1-6 (Ι.6.10): «Κτίσμα γάρ ἐστιν καὶ ποίημα ὁ Υἱός. οὔτε δὲ
ὅμοιος κατ’ οὐσίαν τῷ Πατρὶ ἐστιν, οὔτε ἀληθινὸς καὶ φύσει τοῦ Πατρὸς Λόγος ἐστὶν, οὔτε ἀληθινὴ
Σοφία αὐτοῦ ἐστι, ἀλλ’εἷς μὲν τῶν ποιημάτων καὶ γενητῶν ἐστιν, καταχρηστικῶς δε Λόγος καὶ
Σοφία λέγεται, γενόμενος καὶ αὐτὸς τῷ ἰδίῳ τοῦ θεοῦ λόγῳ, καὶ τῇ ἐν τῷ θεῷ σοφίᾳ, ἐν ᾗ καὶ τὰ
πάντα καὶ αὐτὸν πεποίηκεν ὁ θεός». Ακόμη, βλ. Ανωνύμου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 26.5-10 (ΙΙ.3.7-
8). Για τη σημασία του όρου «Σοφία» στη διδασκαλία του Αρείου, βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική
Ιστορία, 388-390.
2120 Αυτό εμμέσως επιβεβαιώνεται και από τη σημαντική θέση που κατέχει η περί «Σοφίας»
συζήτηση στον διάλογο μεταξύ του φιλοσόφου Φαίδωνος και των επισκόπων της Συνόδου της
Νίκαιας, βλ. Ανωνύμου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 58.11-68.7 (ΙΙ.17.14-ΙΙ.20.8).
2121 Πένο, Σοφία του Θεού, 106. Για τη Σύνοδο της Νίκαιας και τη συζήτηση για τη «Σοφία», βλ. Μ.
Ἀθανασίου, «Περὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου» PG 25, 416-476, κυρίως 448-465 (15-26). Γενικότερα, για τα
διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη Σύνοδο, βλ. Barnes, Constantine, 120-126.
2122 Στα σύμβολα όλων αυτών των συνόδων προστέθηκαν οι όροι Λόγος και Σοφία, βλ. Σωκράτης,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 100.21-22 (ΙΙ.10.11): «…λόγον ζῶντα, σοφίαν, ζωήν, φῶς ἀληθινόν…»
(Σύνοδος Αντιοχείας, μεταξύ 326-330). Μ. Αθανασίου, «Περὶ τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καὶ Σελευκείᾳ
Συνόδων», Athanasius Werke, τ. 2.1, έκδ. Opitz H.G., Βερολίνο 1940, 23.3: «…λόγον ζῶντα, σοφίαν
ζῶσαν, φῶς ἀληθινόν…» (δεύτερο σύμβολο Συνόδου Αντιόχειας, 341), 24.3: «…τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ, θεόν, λόγον, δύναμιν καὶ σοφίαν…» (τρίτο σύμβολο Συνόδου Αντιόχειας, 341), 25.3:
«…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ ζωὴν καὶ φῶς ἀληθινόν…» (τέταρτο σύμβολο Συνόδου
Αντιόχειας, 341). Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 111.15-16 (ΙΙ.18.4): «…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν
καὶ δύναμιν καὶ ζωὴν καὶ φῶς ἀληθινόν…» (Σύμβολο που απέστειλαν οι Αρειανοί στον
αυτοκράτορα Κώνσταντα το έτος 341), 112.22-23 (ΙΙ.19.4): «…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ
ζωὴν καὶ φῶς ἀληθινόν…» (Όρος Πίστεως ανατολικών επισκόπων πριν την Σύνοδο της Σαρδικής,
343), 141.21-22 (ΙΙ.30.6): «…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν καὶ φῶς ἀληθινόν καὶ ζωήν…» (Σύνοδος Σιρμίου,
357), 173.8-9 (ΙΙ.40.14): «…θεὸν λόγον ἐκ θεοῦ μονογενῆ, φῶς, ζωήν, ἀλήθειαν, σοφίαν, δύναμιν…»
(Σύνοδος Σελευκείας Ισαυρίας, 359). Για τις συνόδους αυτές, βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, 107
(Αντιόχεια, 326-330), 138-140 (Αντιόχεια, 341), 148-151 (Σαρδική, 343), 191-192 (Σίρμιο, 357), 201-202
(Σελεύκεια, 359). Ακόμη, βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, 470-507. Οι Αρειανοί συμφωνούσαν ότι
ο Χριστός είναι η Σοφία του Θεού που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά θεωρούσαν τη
Σοφία αυτή κτιστή, βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 104-106. π. Ρωμανίδης Ι.Σ., Δογματική και Συμβολική
Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1999, 31-33. Είναι
χαρακτηριστικός ο όρος «πρωτόγονος καὶ πρωτόκτιστος τοῦ θεοῦ σοφία», που χρησιμοποιεί ο
αρειανίζων Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 22.24 (Ι.2.21).
421
πατέρες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο στην προσπάθειά τους να
τεκμηριώσουν με βάση την Αγία Γραφή ότι ο Χριστός είναι η Άκτιστος και
Την ίδια περίοδο ο Ευσέβιος συνέδεσε τον όρο «σοφία» με το πρόσωπο του
αρετή του βασιλιά,2124 ο οποίος διέθετε στην ψυχή του και τη θεία και την
ανθρώπινη σοφία.2125 Λίγα χρόνια νωρίτερα στην ομιλία του προς τον Σύλλογο
2123 Πατέρες της Εκκλησίας, όπως οι Μέγας Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αμφιλόχιος
Ικονίου, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, ερμήνευσαν με βάση την
ταύτιση αυτή διάφορα χωρία της Αγίας Γραφής, που αναφέρονταν στη «Σοφία» κατά τη
χριστολόγικη έριδα, βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 32-151.
2124 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 81.29-32 (ΙΙΙ.2.2): «καὶ τί νεώτερον ⌈ἢ⌉ τὸ θαῦμα τῆς βασιλέως
ἀρετῆς ἐκ θεοῦ σοφίας τῷ θνητῷ γένει δεδωρημένον; τοιγάρτοι τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ σὺν
παρρησίᾳ τῇ πάσῃ πρεσβεύων εἰς πάντας διετέλει, μηδ<ὲν> ἐγκαλυπτόμενος τὴν σωτήριον
ἐπηγορίαν…».
2125 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 195.17-18 (Προ.3): «θείων γάρ τοι καὶ ἀνθρωπείων σοφίας οὔσης
[καὶ] ἐν βασιλέως ψυχῇ», 223.23-26 (ΧΙ.1): «Φέρε δή σοι, Νικητὰ Μέγιστε Κωνσταντῖνε…οὐ σὲ
μυοῦντες τὸν ἐκ θεοῦ σεσοφισμένον…».
2126 Ο Barnes, Constantine, 113-120 εκθέτει την εξέλιξη της έρευνας χάρη στην οποία γίνεται πλέον
αποδεκτό ότι η ομιλία αυτή ανήκει πράγματι στον Κωνσταντίνο και κατά τη γνώμη του
εκφωνήθηκε το Πάσχα του έτους 325 στη Νικομήδεια. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η διατύπωση στα
χωρία σχετικά με τη θεότητα του Χριστού απηχεί τις αρειανίζουσες απόψεις του Ευσεβίου, όπως
διατυπώνονταν πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας. Ο Bardill, Constantine, 299-302 ομοίως αποδέχεται
την αυθεντικότητα του λόγου, αλλά θεωρεί ότι είναι λίγα χρόνια πρωιμότερος.
2127 Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 166.10-15 (ΧΙ.1-2): «καὶ ταῦτα μὲν ἡμῖν μετρίως
εἰρήσθω· εἰ γὰρ καὶ μὴ ἀπὸ πρώτης τῆς ἡλικίας μηδ' ἐκ σπαργάνων, ὡς φασίν, οἱ χρηστοὶ τῶν
ἀνθρώπων σοφοὶ γίγνονται, ἀλλ' ὅμως ἀγαπητόν, εἰ κἂν ἐν τῇ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ τὴν σοφίαν
εὐτυχῶσιν. ἡμῖν δὲ παιδεία μὲν ἡ ἐξ ἀνθρώπων οὐδεμία πώποτε συνήρατο, θεοῦ δέ ἐστιν ἅπαντα
τὰ δωρήματα, ὅσα ἐν ἤθεσι καὶ τρόποις εὐδοκιμεῖ παρὰ τοῖς νοῦν ἔχουσιν».
2128 Κωνσταντίνος, στο ίδιο, 168.30-169.21 (ΧΙ.10-14): «...ἡ ἐκ σπαργάνων σοφία τοῦ θεοῦ,
ἐντρεπόμενός τε αὐτὸν μετὰ αἰδοῦς ὁ τῶν λουτρῶν πάροχος ᾿Ιορδάνης, πρὸς τούτῳ τε βασιλικὸν
χρίσμα ὁμόψυχον τῆς πάντων συνέσεως, παιδεία δὲ καὶ δύναμις παράδοξα κατορθοῦσα καὶ τὰ
ἀνίατα ἰωμένη, καὶ εὐχῶν ἀνθρωπίνων ταχεῖα καὶ ἀνεμπόδιστος βεβαίωσις, καὶ ὅλως ὁ σύμπας
ὑπὲρ ἀνθρώπων βίος, διδασκαλία τε οὐ φρόνησιν ἀλλὰ σοφίαν διδάσκουσα, τῶν φοιτητῶν οὐ τὰς
πολιτικὰς λεγομένας ἀρετὰς μανθανόντων ἀλλὰ τὰς εἰς τὸν νοητὸν κόσμον ἀτραποὺς
ἀγούσας...ταύτην σοι τὴν εὐχαριστίαν κατὰ τὸ δυνατὸν ἀποδίδομεν, Χριστὲ ὁ θεὸς καὶ σωτήρ,
μεγάλου πατρὸς μεγίστη πρόνοια, σώζοντί τ' ἐκ τῶν κακῶν καὶ τὴν μακαριωτάτην διδασκαλίαν
διδάσκοντι. οὐ γὰρ ἐγκωμιάζων ταῦτ' ἀλλ' εὐχαριστῶν λέγω. τίς γὰρ ἄν σε κατ' ἀξίαν ὑμνήσειεν
ἄνθρωπος; σὲ μὲν γὰρ λόγος ἐξ οὐκ ὄντων τὰ ὄντα γεννῆσαι, σὲ δὲ φῶς αὐτοῖς ἀνάψαι καὶ τὴν
ἄτακτον τῶν στοιχείων σύγχυσιν κατακοσμῆσαι τάξει καὶ μέτρῳ».
422
το οποίο λίγα χρόνια αργότερα επρόκειτο να επικαλεστεί και ο Θεμίστιος.2129
του Θεού» με τον αυτοκράτορα και την Κωνσταντινούπολη, στο χωρίο του Βίου,
εντελώς από τη «Σοφία του Θεού», έκρινε σκόπιμο να διακηρύσσει η Πόλη του το
ιδιαίτερο όνομά της: «καὶ τὴν αὑτοῦ πόλιν τῷ τῶν μαρτύρων καθιέρου θεῷ.
Ὅλως δ’ ἐμπνέων Θεοῦ σοφίας, ἥν τῆς ἐπηγορίας τὴν αὐτοῦ πόλιν ἐπώνυμον
ἀποφῆναι ἔκρινε…».2130 Η διακήρυξη του ονόματος της Θείας Σοφίας από την
Η επιλογή του ονόματος «Σοφία του Θεού» από όλα τα ονόματα του
Χριστού, τα οποία είναι πράγματι πολλά2132, για την αφιέρωση του Πρώτου Ιερού
της Πόλης οφείλεται εκτός από τη χρήση του ως γέφυρα με τον ελληνισμό, ήδη
2132 Γρηγόριος Νύσσης, «Περὶ τοῦ τὶ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα πρὸς Ἀρμόνιον», βλ. De professione
Christiana ad Harmonium, στο Gregorii Nysseni opera, τ. 8.1., έκδ. Jaeger W., Λέιντεν 1963, 134-135: «ἀλλ'
ἐπειδή, καθώς φησιν ἡ γραφή, ἄφραστόν ἐστι τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, πάσης ὑπερκείμενον
καταληπτικῆς ἐπινοίας, ἀναγκαίως οἱ τῷ ἁγίῳ πνεύματι θεοφορούμενοι προφῆται καὶ ἀπόστολοι
πολλοῖς ὀνόμασί τε καὶ νοήμασιν ἐπὶ τὴν σύνεσιν τῆς ἀφθάρτου φύσεως ἡμᾶς χειραγωγοῦσιν,
ἄλλου πρὸς ἄλλο τι τῶν θεοπρεπῶν νοημάτων ἡμᾶς διευθύνοντος· ὥστε τὴν μὲν ἐπὶ πάντων
ἐξουσίαν τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι παραδηλοῦσθαι, τὸ δὲ πάθους παντὸς καὶ κακίας πάσης
ἀμιγὲς καὶ ἐλεύθερον τοῖς τῆς ἀρετῆς ὀνόμασιν ὀνομάζεσθαι, ἑκάστης πρὸς τὸ κρεῖττον νοουμένης
τε καὶ λεγομένης· ὥστε τὸ αὐτὸ δικαιοσύνην τε εἶναι καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ ἀλήθειαν
ἀγαθότητά τε καὶ ζωὴν καὶ σωτηρίαν καὶ ἀφθαρσίαν καὶ τὸ ἀμετάβλητόν τε καὶ ἀναλλοίωτον καὶ
πᾶν ὅ τί πέρ ἐστιν ὑψηλὸν νόημα διὰ τῶν τοιούτων ὀνομάτων δηλούμενον, πάντα τὸν Χριστὸν καὶ
εἶναι καὶ λέγεσθαι». Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγοι (2), «Τοῦ αὐτοῦ ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον
φυγῆς ἕνεκεν…», PG 35, 500B-C (98): «Τίς μήπω διὰ πασῶν ὁδεύσας τῶν τοῦ Χριστοῦ προσηγοριῶν
καὶ δυνάμεων, καὶ ἔργῳ καὶ θεωρίᾳ, τῶν τε ὑψηλοτέρων καὶ πρώτων, καὶ τῶν δι' ἡμᾶς
ταπεινοτέρων καὶ τελευταίων, τοῦ Θεοῦ, τοῦ Υἱοῦ, τῆς Εἰκόνος, τοῦ Λόγου, τῆς Σοφίας, τῆς
Ἀληθείας, τοῦ Φωτὸς, τῆς Ζωῆς, τῆς Δυνάμεως, τῆς Ἀτμίδος, τῆς Ἀποῤῥοίας, τοῦ Ἀπαυγάσματος,
τοῦ Ποιητοῦ, τοῦ Βασιλέως, τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Νόμου, τῆς Ὁδοῦ, τῆς Θύρας, τοῦ Θεμελίου, τῆς
Πέτρας, τοῦ Μαργαρίτου, τῆς Εἰρήνης, τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς Ἀπολυτρώσεως, τοῦ
Ἀνθρώπου, τοῦ Δούλου, τοῦ Ποιμένος, τοῦ Ἀμνοῦ, τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ Θύματος, τοῦ Πρωτοτόκου
πρὸ κτίσεως, Πρωτοτόκου ἐκ τῶν νεκρῶν, τῆς Ἀναστάσεως·».
423
από την εποχή του Παύλου2133, στη μεγάλη σχέση του με τη βασιλεία. Η σχέση
Παλαιάς Διαθήκης, στο κείμενο της Σοφίας Σολομώντος. Η Σοφία είναι από τα
οποιοδήποτε άλλο, ήδη, από τους Αποστόλους και την Πρώτη Εκκλησία τόσο
χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο (κεφ. 1-5) αναφέρεται στη ζωή και τους αγώνες
των δικαίων, το δεύτερο (6-9) μιλά για τη δημιουργό των πάντων Σοφία, η οποία
χορηγεί τη βασιλεία στους βασιλείς και κατασκευάζει φίλους του Θεού και
γένους από τη Θεία Σοφία. Ιδιαίτερα τονίζεται η Σωτηρία του Λαού του Θεού
μέσω του Θεράποντός Του Μωυσή, από τους Ειδωλολάτρες Αιγυπτίους που
Στο δεύτερο μέρος, ιδιαίτερα στα κεφ. 6-7, θεμελιώνεται η σχέση της
επιθυμία της Σοφίας οδηγεί σε αυτήν: «ἐπιθυμία ἄρα σοφίας ἀνάγει ἐπὶ
βασιλείαν. εἰ οὖν ἥδεσθε ἐπὶ θρόνοις καὶ σκήπτροις, τύραννοι λαῶν, τιμήσατε
σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε».2136 Η Σοφία είναι ανώτερη από τη
Σοφία είναι η αληθινή επιθυμία της παιδείας, η οποία οδηγεί στην τήρηση των
νόμων.2138 Το πλήθος των σοφών συνιστά τη σωτηρία του κόσμου και στον
γῆς·…ὅτι ἐδόθη παρὰ κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ ὑψίστου ὃς ἐξετάσει ὑμῶν τὰ
ἔργα καὶ τὰς βουλὰς διερευνήσει·».
2136 Σοφία Σολομῶντος, 6.20-21.
2137 Στο ίδιο, 7.7-8: «διὰ τοῦτο εὐξάμην, καὶ φρόνησις ἐδόθη μοι· ἐπεκαλεσάμην, καὶ ἦλθέν μοι
πνεῦμα σοφίας. προέκρινα αὐτὴν σκήπτρων καὶ θρόνων καὶ πλοῦτον οὐδὲν ἡγησάμην ἐν
συγκρίσει αὐτῆς·».
2138 Στο ίδιο, 6.17-19: «ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἡ ἀληθεστάτη παιδείας ἐπιθυμία, φροντὶς δὲ παιδείας ἀγάπη,
ἀγάπη δὲ τήρησις νόμων αὐτῆς, προσοχὴ δὲ νόμων βεβαίωσις ἀφθαρσίας, ἀφθαρσία δὲ ἐγγὺς εἶναι
ποιεῖ θεοῦ·».
424
φρόνιμο βασιλιά οφείλεται η ευστάθεια του λαού του.2139 Η Σοφία του Σολομώντα
βεβαιώνει ότι ακόμη και το βασιλικό διάδημα χορηγείται από τον Θεό. 2140 Οι
βασιλείς και οι άρχοντες ως υπηρέτες του Θεού θα πρέπει να φυλάξουν τον νόμο
Του, διότι εκείνος θα εξετάσει τα έργα τους, εάν είναι σύμφωνα με το Θέλημά
Του και θα αποδώσει την κρίση Του.2141 Μέσα από το κείμενο αυτό ο βασιλιάς
αρχαίου κόσμου, που ζητεί από τον Θεό να του χορηγήσει τη Σοφία Του για να
κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό Του και να οικοδομήσει τον ναό του Θεού.2142 Ο
λαό του Θεού προς την ελευθερία, ενώ οι εχθροί του καταποντίζονται στο νερό
και σε Νέο Σολωμόντα που οικοδομεί τον νέο ναό του Θεού της Καινής
Διαθήκης.2144
2139 Στο ίδιο, 6.24: «πλῆθος δὲ σοφῶν σωτηρία κόσμου, καὶ βασιλεὺς φρόνιμος εὐστάθεια δήμου».
2140 Στο ίδιο, 5.16: «…διὰ τοῦτο λήμψονται το βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους
ἐκ χειρὸς κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν».
2141 Σοφία Σολομῶντος, 6.3-5: «ὃς ἐξετάσει ὑμῶν τὰ ἔργα καὶ τὰς βουλὰς διερευνήσει· ὅτι ὑπηρέται
ὄντες τῆς αὐτοῦ βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς οὐδὲ ἐφυλάξατε νόμον οὐδὲ κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ
θεοῦ ἐπορεύθητε. φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστήσεται ὑμῖν, ὅτι κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσιν
γίνεται».
2142 Στο ίδιο, 9.1-10: «Θεὲ πατέρων καὶ κύριε τοῦ ἐλέους/ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου/καὶ τῇ
σοφίᾳ σου κατασκευάσας ἀνθρωπον,…/δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν…./συ με
προείλω βασιλέα λαοῦ σου/και δικαστὴν υἱῶν σου καὶ θυγατέρων·/εἶπας οἰκοδομῆσαι ναὸν ἐν ὄρει
ἁγίῳ σου/καὶ ἐν πόλει κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον/μίμημα σκηνῆς ἁγίας, ἥν προητοίμασας
ἀπ’ ἀρχῆς…/ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν/καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτὴν,/ἵνα
συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ,/και γνῶ τί εὐάρεστον ἐστιν παρὰ σοί.». Αναφέρεται στην προσευχή του
Σολομώντα, που εισακούστηκε, στο Βασιλειών Γ’, 3.9-13: «…καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν
ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ συνίειν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι
τίς δυνήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον;…ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ
σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. καὶ ἃ οὐκ
ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσιν·».
2143 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 34.26-35.5 (Ι.38.1-2): «ὥσπερ γοῦν ἐπ’ αὐτοῦ ποτε Μωϋσέως τοῦ τε
θεοσεβοῦς Ἑβραίων γένους «ἅρματα Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἔρριψεν εἰς θάλασσαν καὶ
ἐπιλέκτους ἀναβάτας τριστάτας κατεπόντισεν ἐν ἐρυθρᾷ», κατὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ Μαξέντιος οἵ τ’
ἀμφ’ αὐτὸν ὁπλῖται καὶ δορυφόροι «ἔδυσαν εἰς βυθὸν ὡσεὶ λίθος»… μηχανὴν ὀλέθρου καθ’ ἑαυτοῦ
συνεπήξατο, ὧδε πῃ ἑλεῖν τὸν τῷ θεῷ φίλον ἐλπίσας». Παρόμοιο χωρίο, βλ. Ο ίδιος, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία, 828.19-830.6 (ΙΧ.9.4-5). Παράβαλε με Σοφία Σολομῶντος, 10.15-20.
2144 Εὐσέβιος Τριακονταετηρικός Λόγος, 259.23-29 (XVIII.3): «οἶκον εὐκτήριον, τρόπαιον τῆς κατά τοῦ
425
ΣΤ.2.3. Ελληνορωμαϊκή και ιουδαιοχριστιανική σύνθεση.
Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Ευσέβιος περιστασιακά στον Βίο και
Κωνσταντίνο, στην Πόλη του, στις 25 Ιουλίου του έτους 3362145, συνδυάζει την
εξαπλώνει σε όλους τη χάρη του Πατέρα Του, κοσμώντας με θεϊκές δυνάμεις την
2145 Barnes T., Constantine and Eusebius, Κέιμπριτζ Μασσ. 1981, 253. Cameron-Hall, Eusebius, 184.
2146 Desmond, Philosopher-Kings, 153-156. Baynes, «Eusebius and the Christian Empire». Dvornik,
Byzantine Political Philosophy, 611-622. Chesnut, «The Ruler and the Logos», 1329-1332. Bardill,
Constantine, 126-140, κυρίως 138-140. Ειδικά ο O’Meara, Platonopolis, 145-151, δείχνει τη σχέση του
ιδεολογικού υποβάθρου του Τριακονταετηρικού Λόγου με την Πολιτεία του Πλάτωνα και τη
νεοπλατωνική φιλοσοφία.
2147 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 204.17-21 (V.4): «ὁ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον τοῦ μεγάλου βασιλέως
ἀπεικονισμένος ἰδέαν καὶ ταῖς ἐξ αὐτῆς τῶν ἀρετῶν αὐγαῖς ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ τῇ διανοίᾳ
μορφωθείς…ἀληθῶς δὴ καὶ μόνος φιλόσοφος βασιλεὺς οὗτος…». Ακόμη, βλ. ο ίδιος, Βίος
Κωνσταντίνου, 130.28-131.5 (IV.29.1-2): «Καὶ μὴν τὴν αὐτὸς αὐτοῦ διάνοιαν τοῖς ἐνθέοις συναύξων
λόγοις, ἐπαγρύπνους μὲν διῆγε τοὺς τῶν νυκτῶν καιρούς, σχολῇ δὲ λογογραφῶν συνεχεῖς ἐποιεῖτο
τὰς παρόδους, προσήκειν ἡγούμενος ἑαυτῷ λόγῳ παιδευτικῷ τῶν ἀρχομένων κρατεῖν λογικήν τε
τὴν σύμπασαν καταστήσασθαι βασιλείαν. διὸ δὴ συνεκάλει μὲν αὐτός, μυρία δ' ἔσπευδεν ἐπ'
ἀκρόασιν πλήθη φιλοσοφοῦντος ἀκουσόμενα βασιλέως».
2148 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 198.32-199.3 (I.6): «…αὐτὸς δ' ἂν εἴη ὁ τοῦδε τοῦ σύμπαντος
καθηγεμὼν κόσμου, ὁ…τοῦ θεοῦ λόγος, παρ' οὗ καὶ δι' οὗ τῆς ἀνωτάτω βασιλείας τὴν εἰκόνα
φέρων ὁ τῷ θεῷ φίλος βασιλεὺς κατὰ μίμησιν τοῦ κρείττονος τῶν ἐπὶ γῆς ἁπάντων τοὺς οἴακας
διακυβερνῶν ἰθύνει». Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 17.12 (Ι.5.1): «…τῆς δ' αὐτοῦ μοναρχικῆς
ἐξουσίας τὴν εἰκόνα δούς…».
2149 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 199.4-8 (II.1): «Ὁ μέν γε τοῦ θεοῦ μονογενὴς λόγος τῷ αὐτοῦ πατρὶ
συμβασιλεύων ἐξ ἀνάρχων αἰώνων εἰς ἀπείρους καὶ ἀτελευτήτους αἰῶνας διαρκεῖ· <ὁ> δὲ τούτῳ
φίλος, ταῖς ἄνωθεν βασιλικαῖς ἀπορροίαις χορηγούμενος τῷ τε τῆς θεικῆς ἐπηγορίας ἐπωνύμῳ
δυναμούμενος, μακραῖς ἐτῶν περιόδοις τῶν ἐπὶ γῆς κρατεῖ.». Στο ίδιο, 198.23-27(Ι.6): «…ὁ προὼν
αὐτοῦ μονογενὴς λόγος…τῆς πάντων ὑπεριλάσκεται σωτηρίας, πρωτείοις μὲν τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς
δευτερείοις δὲ τῆς πατρικῆς βασιλείας ἐνδοξαζόμενος…».
2150 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 202.1-6 (ΙΙΙ.6): «…ὧν πάντων ὁ βασιλικὸς καθηγεῖται λόγος οἷά τις μεγάλου
βασιλέως ὕπαρχος…ὃν δὴ ζῶντα λόγον καὶ νόμον καὶ σοφίαν...». Παρόμοια, στο ίδιο, 215.31
(VII.13), ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται «…ὁ δ' οἷα μεγάλου βασιλέως ὕπαρχος…».
2151 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 199.8-12 (ΙΙ.2): «εἶθ' ὁ μὲν τῶν ὅλων σωτὴρ τὸν σύμπαντα οὐρανόν τε καὶ
κόσμον τήν τε ἀνωτάτω βασιλείαν εὐπρεπῆ τῷ αὐτοῦ πατρὶ παρασκευάζει· ὁ δὲ τούτῳ φίλος αὐτῷ
τῷ μονογενεῖ καὶ σωτῆρι λόγῳ τῶν ἐπὶ γῆς τοὺς ὑποχειρίους προσάγων ἐπιτηδείους πρὸς τὴν
αὐτοῦ βασιλείαν καθίστησιν».
426
κατ’ εικόνα Του πλασμένη ανθρώπινη ψυχή2152 και προσομοιάζοντας την επίγεια
ουράνιας βασιλείας κατά την άνω αρχέτυπη ιδέα διακυβερνά τους υπηκόους
του.2154 Όπως αληθινός βασιλιάς είναι εκείνος που μιμούμενος την επέκεινα
την αρχέτυπην εικόνα του Μεγάλου Βασιλέως και τις αρετές Του αναδεικνύεται
2152 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 202.8-13 (ΙΙΙ.6): «ὁ δὲ…τάς τε τοῦ πατρὸς χάριτας ἀφθόνως ἐξαπλῶν εἰς
πάντας μέχρι καὶ τῶν ἐπὶ γῆς λογικῶν τὸ τῆς βασιλικῆς δυναστείας ἐξέτεινεν μίμημα, θεϊκαῖς
δυνάμεσι τὴν κατ' εἰκόνα τὴν αὐτοῦ πεποιημένην ἀνθρώπου ψυχὴν κατακοσμήσας· ἔνθεν αὐτῇ
καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν ἡ κοινωνία θεϊκῆς ἐξ ἀπορροίας περίεστι».
2153 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 203.16-19 (IV.2): «…ἐπλήρου τε ἀρρήτῳ δυνάμει τὴν σύμπασαν ὅσην ἥλιος
ἐφορᾷ τοῦ κηρύγματος, τῷ τῆς κατὰ γῆν βασιλείας μιμήματι τὴν οὐράνιον ἐκτυπούμενος, ἐφ' ἣν
καὶ σπεύδειν τὸ πᾶν τῶν ἀνθρώπων παρορμᾷ γένος, ἀγαθὴν ἐλπίδα ταύτην προβεβλημένος».
2154 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 201.7-21 (ΙΙΙ.4-5): «ὁ δ', ὡς φῶς ἡλίου [μαρμαρυγαῖς, ταῖς τῶν καισάρων
ἐπιλάμψεσι] τοὺς πορρωτάτω τοῖς τόποις ἀπῳκισμένους ταῖς εἰς μακρὸν ἐξ αὐτοῦ
παραπεμπομέναις ἀκτῖσι καταυγάζει…εἶθ' ὑπὸ μίαν ζεύγλην βασιλικοῦ τεθρίππου τέτταρας
ὑποζεύξας αὐτὸς αὐτῷ οἷά τινας πώλους τοὺς ἀνδρειοτάτους καίσαρας ἡνίαις τε αὐτοὺς ἐνθέου
συμφωνίας τε καὶ ὁμονοίας ἁρμοσάμενος, ἄνωθεν ὑψηλῶς ἡνιοχῶν ἐλαύνει, ὁμοῦ τὴν σύμπασαν
ὅσην ἥλιος ἐφορᾷ διϊππεύων, αὐτός τε τοῖς πᾶσιν ἐπιπαρὼν καὶ τὰ πάντα διασκοπούμενος.
κἄπειτα τῆς οὐρανίου βασιλείας εἰκόνι κεκοσμημένος, ἄνω βλέπων κατὰ τὴν ἀρχέτυπον ἰδέαν
τοὺς κάτω διακυβερνῶν ἰθύνει, μονάρχου δυναστείας μιμήματι κραταιούμενος·».
2155 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 203.20-27 (V.1-2): «Ἧς ὁ μὲν τῷ θεῷ φίλος ἐντεῦθεν ἤδη μεθέξει, ταῖς
ἐμφύτοις τῷ θεῷ κοσμηθεὶς ἀρεταῖς καὶ τὰς ἐκεῖθεν ἀπορροίας τῇ ψυχῇ καταδεδεγμένος, καὶ
λογικὸς μὲν ἐκ τοῦ καθόλου γεγονὼς λόγου, σοφίας δὲ μετουσίᾳ σοφός, ἀγαθὸς δ' ἀγαθοῦ
κοινωνίᾳ, καὶ δίκαιος μετοχῇ δικαιοσύνης, σώφρων τε σωφροσύνης ἰδέᾳ, καὶ τῆς ἀνωτάτω
μετασχὼν δυνάμεως ἀνδρεῖος. ἀτὰρ δὴ καὶ βασιλεὺς ἀληθεῖ λόγῳ χρηματίσειεν <ἂν> οὗτος ὁ τῆς
ἐπέκεινα βασιλείας τὸ μίμημα βασιλικαῖς ἀρεταῖς τῇ ψυχῇ μεμορφωμένος». Ειδικά η σωφροσύνη
και η δικαιοσύνη, που αποδίδει ο Ευσέβιος στον Κωνσταντίνο, βλ., στο ίδιο, 205.18-20 (V.6): «…τῇ
ψυχῇ δι' ἐπιστήμην τοῦ θείου περίβλημα σωφροσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ εὐσεβείᾳ τε καὶ ταῖς λοιπαῖς
ἀρεταῖς πεποικιλμένον τὸν ἐπ' ἀληθείας πρέποντα βασιλεῖ κόσμον περιτίθησιν», αποτελούν
βασικές αρετές για τον Πλάτωνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073. Τις ίδιες αρετές αποζητά και ο
Κωνσταντίνος, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 2197-2198.
2156 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2069.
2157 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 204.17-24 (V.)4: «ὁ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον τοῦ μεγάλου βασιλέως
ἀπεικονισμένος ἰδέαν καὶ ταῖς ἐξ αὐτῆς τῶν ἀρετῶν αὐγαῖς ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ τῇ διανοίᾳ
μορφωθείς, ἐξ αὐτῶν δὲ ἀποτελεσθεὶς σώφρων, ἀγαθός, δίκαιος, ἀνδρεῖος, εὐσεβής, φιλόθεος.
ἀληθῶς δὴ καὶ μόνος φιλόσοφος βασιλεὺς οὗτος ὁ ἑαυτὸν εἰδὼς καὶ τὰς ἔξωθεν αὐτῷ μᾶλλον δ'
οὐρανόθεν ἐπαρδομένας παντὸς ἀγαθοῦ χορηγίας ἐξεπιστάμενος, ὁ τῆς μονάρχου δυναστείας τὸ
σεβάσμιον πρόσρημα τῷ τῆς ἀμπεχόνης ἐξαιρέτῳ περιβλήματι…». Οι αρετές που αποδίδει ο
Ευσέβιος στον Κωνσταντίνο, συνδυάζουν το πλατωνικό πρότυπο με στοιχεία της αυτοκρατορικής
ιδεολογίας και της χριστιανικής πίστης. Η ευσέβεια υπήρξε σημαντική αρετή όχι μόνο για τους
χριστιανούς, αλλά και για τον ρωμαίο αυτοκράτορα, καθώς σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση
σχετιζόταν με την νίκη. Στη χρυσή τιμητική ασπίδα (clipeus virtutis) που η Σύγκλητος αφιέρωσε
προς τιμή του Αυγούστου στο Βουλευτήριο (Curia) στο Forum Romanum, η ευσέβεια (pietas)
427
Μεγάλου Βασιλέως νικά τους εχθρούς του και ως εικόνα του Παμβασιλέως σώζει
ανάλογη για τον υψηλό προορισμό τους παιδεία με επίκεντρο την ευσέβεια.2159 Ο
Ευσέβιος κάνει συχνή χρήση του όρου «Σοφία» για να δηλώσει τον Υιό του
Θεού2160, o οποίος είναι για όλους τους ανθρώπους, Έλληνες και βαρβάρους, η
πηγή του λόγου, της φρόνησης, της δικαιοσύνης, των τεχνών, της αρετής, του
φιλοσόφου έρωτα της παιδείας, του αγαπημένου ονόματος της σοφίας, και της
αναγραφόταν μαζί με την ανδραγαθία (virtus), επιείκεια (clementia) και τη δικαιοσύνη (iustitia), βλ.
Zanker, Αύγουστος, 135-136 και ανωτέρω, υποσημ. 981 για τη σύνδεσή της με τη Νίκη του
θριαμβευτή του Ακτίου. Για τη σχέση του Κωνσταντίνου με τη Νίκη, βλ. Fears, «Theology of
Victory», 818-824. Για την ευσέβεια ο ίδιος ως ρωμαίος αυτοκράτορας και χριστιανός δηλώνει:
«ἐπικαλοῦμαι δὲ σὲ αὐτὴν σύμμαχον τοῖς λεγομένοις, ὦ θεοσέβεια, ἁγνόν τινα νόμον
ὑπάρχουσαν, πάντων τε ἀγαθῶν εὐκταιοτάτην ἐλπίδα, ὁσιότητος διδάσκαλον, ἀθανασίας
ὑπόσχεσιν ἀκίβδηλον· σὲ μέν, εὐσέβεια καὶ φιλανθρωπία, προσκυνῶ…», βλ. Κωνσταντίνος, Λόγος
τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 187.19-22 (ΧΧΙ.4).
2158 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 215.16-24 (VII.12): «καὶ τοῦθ' ὁ μέγας βασιλεὺς οὐρανόθεν ἐνήργει,
ὁπλίτην ἄμαχον τὸν αὐτοῦ θεράποντα προστησάμενος (χαίρει γὰρ ὧδε προσφωνούμενος
εὐσεβείας ὑπερβολῇ βασιλεύς)· ὃν δὴ νικητὴν παντὸς τοῦ τῶν πολεμίων ἀπέφηνε γένους, ἕνα κατὰ
πολλῶν ἐγείρας. οἱ μὲν γὰρ ἦσαν μυρίοι πολλοί τε, πολλῶν ἅτε φίλοι δαιμόνων, μᾶλλον δ' οὐδένες
ἦσαν, ὅθεν οὐδ' εἰσίν, ὁ δ' ἐξ ἑνὸς εἷς βασιλεύς, εἰκὼν ἑνὸς τοῦ παμβασιλέως, καὶ οἱ μὲν ἀθέῳ ψυχῇ
τοὺς εὐσεβεῖς ἄνδρας μιαιφόνοις ἀνῄρουν σφαγαῖς, ὁ δὲ τὸν αὐτοῦ σωτῆρα μιμούμενος καὶ μόνον
σώζειν εἰδὼς καὶ τοὺς ἀθέους ἔσωζεν εὐσεβεῖν διδάσκων».
2159 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 141.9-14 (IV.51.2): «Κλῆρον δ' ἀγαθὸν καὶ ψυχῆς σωτήριον τοῖς
αὐτοῖς ποριζόμενος τὰ θεοσεβείας αὐτοῖς ἐνίει σπέρματα, θείοις μὲν προσάγων μαθήμασι,
διδασκάλους δ' ἐφιστὰς εὐσεβείᾳ δεδοκιμασμένους ἄνδρας, καὶ τῶν ἔξωθεν δὲ λόγων καθηγητὰς
ἑτέρους εἰς ἄκρον ἥκοντας παιδεύσεως τοῖς αὐτοῖς ἐφίστη· ἄλλοι πολεμικῶν αὐτοῖς ἐξῆρχον
μαθημάτων, ἕτεροι τῶν πολιτικῶν ἐπιγνώμονας αὐτοὺς καθίστων, οἱ δὲ νόμων ἐμπείρους αὐτοὺς
εἰργάζοντο».
2160 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 195.12-13 (Προ.2): «μύσται τῆς καθόλου σοφίας», 198.12 (Ι.5): «τῆς
πάντων ἥκων τοῦ θεοῦ λόγος…ἔνθεν ἅπασιν ἀνθρώποις ῞Ελλησιν ὁμοῦ καὶ βαρβάροις οἱ κατὰ
φύσιν αὐτομαθεῖς λογισμοί, ἔνθεν λόγου καὶ σοφίας ἔννοιαι, ἔνθεν φρονήσεως καὶ δικαιοσύνης
σπέρματα, ἔνθεν αἱ τῶν τεχνῶν καταλήψεις, ἔνθεν ἀρετῆς ἐπιστήμη σοφίας τε φίλον ὄνομα καὶ
σεμνὸς φιλοσόφου παιδείας ἔρως, ἔνθεν ἀγαθοῦ παντὸς καὶ καλοῦ γνῶσις, ἔνθεν αὐτοῦ φαντασία
428
Μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και τη διακήρυξη ότι ο Χριστός
είναι ο αληθινός Λόγος και Σοφία του Πατέρα, τρεις βασικές πηγές μας, ο
«Σοφία» κατά τις θεολογικές συζητήσεις των ετών 320 έως 360, η διττή σχέση του
θεοῦ καὶ βίος θεοσεβείας ἐπάξιος, ἔνθεν ἀνθρώπῳ βασιλείας ἰσχὺς καὶ κράτος ἄμαχον τῶν ἐπὶ γῆς
ἁπάντων».
2162 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 109.2-6 (ΙΙΙ.55.1): «οἷα δέ τις οὐρανοπετὴς ἀετῶν ὀξυωπέστατος
ἄνωθεν ἀφ' ὑψηλοῦ τὰ πορρωτάτω διεστῶτα κατὰ γῆς ἴδοι, ὧδε καὶ οὗτος τῆς αὐτοῦ καλλιπόλεως
τὴν βασιλικὴν ἀμφιπολεύων ἑστίαν δεινόν τι ψυχῶν θήρατρον ἐπὶ τοῦ Φοινίκων λανθάνον ἔθνους
ἐξ ἀπόπτου συνεῖδεν». Το ίδιο χωρίο επαναλαμβάνει στον Τριακονταετηρικὸ, 216.26-29 (VIII.5).
2163 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 94.24.-107.25 (III.25-54.1). Χαρακτηριστικά, βλ. 104.26-105.4 (ΙΙΙ.50.1-
2): «Τούτοις μὲν οὖν τὴν αὐτοῦ πόλιν ἐκαλλώπιζε. τὴν δὲ Βιθυνῶν ἄρχουσαν ὀμοίως ἀναθήματι
μεγίστης καὶ ὑπερφυοῦς ἐκκλησίας ἐτίμα ἐξ οἰκείων θησαυρῶν κἀνταῦθα τῷ αὐτοῦ σωτῆρι κατ’
εχθρῶν καὶ θεομάχων ἀνυψῶν νικητήρια. καὶ τῶν λοιπῶν δ’ ἐθνῶν τὰς μάλιστα κρατιστευούσας
πόλεις, ταῖς τῶν εὐκτηρίων φιλοκαλίαις ἐκπρέπειν ἐποίει, ὥσπερ οὖν καὶ {τὴν} ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς
μητροπόλεως, ἥ τὴν ἐπώνυμον εἴληχεν Ἀντιόχου προσηγορίαν·».
2164 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.11-15 (Ι.16.1): «ὁ δὲ βασιλεὺς μετὰ τὴν σύνοδον ἐν
εὐφροσύναις διῆγεν. ἐπιτελέσας γοῦν δημοτελῆ τῆς εἰκοσαετηρίδος ἑαυτοῦ ἑορτὴν εὐθέως περὶ τὸ
ἀνορθοῦν τὰς ἐκκλησίας ἐσπούδαζεν, ἐποίει τε τοῦτο κατὰ τε τὰς ἄλλας πὸλεις καὶ ἐν τῇ αὐτοῦ
ἐπωνύμῳ…».
2165 Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 51.12-15 (ΙΙ.3.1): «Ὁ δὲ βασιλεὺς…πανταχοῦ
περικαλλεστάτους ναοὺς ἀνίστη τῷ Χριστῷ, διαφερόντως δὲ ἐν ταῖς μητροπόλεσιν, ὡς ἐπὶ τῆς
Νικομηδέων τῆς Βιθυνῶν, καὶ Ἀντιοχείας τῆς παρὰ τὸν Ὀρόντην ποταμὸν καὶ ἐπὶ τῆς Βυζαντίων
πόλεως…».
2166 Καθώς σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 235-237, ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι ο Θεός των
Χριστιανών τού χορήγησε τη νίκη κατά του Λικινίου. Για τη σχέση της μνημειακής έκφρασης της
ευσέβειας του Κωνσταντίνου με εκείνης του Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. ανωτέρω σημ. 343.
2167 Για τα Ιεροσόλυμα, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 139.25 (IV.46): «Οἵος δ’ ὁ τοῦ σωτῆρος νεὼς,
οἵον τὸ σωτήριον ἄντρον…». Για τη Νικομήδεια, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2163. Για την Αντιόχεια, βλ.
Μαλάλας, Χρονογραφία, 250.83-85 (XIII.17): «Καὶ γενόμενος ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ ἀνεπλήρωσε
τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν ἐπιγράψας ταῦτα· Χριστῷ Κωνστάντιος ἐπέραστον οἶκον ἔτευξεν…».
2168 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 359. Στο ίδιο γεγονός πρέπει να αναφέρονται ο Ευσέβιος, ο Σωκράτης και
429
και αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού2169 από τον Κωνσταντίνο, ενώ οικοδομήθηκε
και εγκαινιάστηκε από τον Κωνστάντιο το έτος 360.2170 Με αυτό τον τρόπο το
Πρώτο Ιερό της Πόλης και της αυτοκρατορίας διακήρυσσε τη σχέση της Σοφίας
«Λόγος», που χρησιμοποιήθηκε, ήδη, από τον 1ο αιώνα ως βασικό όχημα για τη
την ιδιαίτερη σχέση του όρου «Σοφία» με την βασιλεία και την ανάδειξη του από
2169 Ο Σωτηρίου Γ.Α., Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1917, 11-12, εύστοχα σημειώνει ότι η
αφιέρωση στη Σοφία του Θεού πρέπει να έλαβε χώρα μαζί με τη θεμελίωση του ναού «ὑπὸ τὴν
ἐπίδρασιν τοῦ τότε συντελεσθέντος θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας». Κατά τη γνώμη μου, την αφιέρωση
στη Σοφία υπονοεί και ο Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 53.2-4 (ΙΙ.3.7): «Ταύτην μὲν οὖν (την
Κωνσταντινούπολη) ὡσεί τινα νεοπαγῆ Χριστοῦ πόλιν καὶ ὁμὼνυμον ἑαυτῷ γεραίρων
Κωνσταντῖνος…», ενώ έτσι θα πρέπει να γίνει κατανοητός και ο απόηχος της συλλογικής μνήμης
της Κωνσταντινούπολης στο απολυτίκιο του θεοστέπτου βασιλέως: «ὁ ἐν βασιλεῦσιν ἀπόστολός
σου, Κύριε, βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο·», βλ. Τυπικόν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, έκδ.
Mateos J., OCA 165, Ρώμη 1962, 296.16-18 (Μαΐου κα΄).
2170 Για τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 358. Η πρόταση του Westall,
«Constantius II», 43: «The Hagia Sophia is an intrusion upon a space that was presumably left vacant at
the very heart of the new city», εάν ισχύει, ενισχύει περαιτέρω την άποψη ότι το οικοδομικό
πρόγραμμα του Κωνσταντίου υλοποιεί τον αρχικό σχεδιασμό που έλαβε χώρα στα χρόνια του
Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 79. Η πρόταση του Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 143-
150, κυρίως 145-146, ότι οικοδομήθηκε αρχικά αυτοκρατορική αίθουσα αφιερωμένη στη σοφία του
Κωνσταντίνου, η οποία αργότερα μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη «Σοφία του Χριστού» (sic)
βασίζεται σε μία «λογική» κατασκευή και όχι σε τεκμήρια.
2171 Με το όνομα «Σοφία» θα πρέπει να συνδεθεί και το προοίμιο του νόμου, βλ. Codex Theodosianus,
XIII.5.7 του έτους 334 που δηλώνει: «Pro commoditate urbis, quam aeterno nomine iubente deo
donavimus», δηλαδή «Για την ωφέλεια της Πόλης την οποία τιμήσαμε με το Αιώνιο Όνομα με την
Κέλευση του Θεού» [Το όνομα αυτό έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Ενδεικτικά, βλ. Bardill,
Constantine, 251-252 (Κωνσταντίνος). Van Dam, Roman Revolution, 58 (Νέα ή Δεύτερη Ρώμη)]. Στο ίδιο
όνομα του Θεού αναφέρεται ο Κωνσταντίνος, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 70.18-27 (ΙΙ.55.1),
στην επιστολή του προς τους ανατολικούς επαρχιώτες: «Σὲ νῦν τὸν μέγιστον θεὸν, παρακαλῶ·…τὸ
μὲν γὰρ ὄνομά σου γνησίως ἀγαπῶ τὴν δὲ δύναμιν εὐλαβοῦμαι …». Το όνομα του Θεού που
συνοδεύει τη Δύναμή του είναι βέβαια η Σοφία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2117. Αυτή είναι η θεϊκή
επηγορία που δυναμώνει τον Κωνσταντίνο, βλ. Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 199.6-8 (ΙΙ.1): «…<ὁ>
δὲ τούτῳ φίλος, ταῖς ἄνωθεν βασιλικαῖς ἀπορροίαις χορηγούμενος τῷ τε τῆς θεικῆς ἐπηγορίας
ἐπωνύμῳ δυναμούμενος, μακραῖς ἐτῶν περιόδοις τῶν ἐπὶ γῆς κρατεῖ».
2172 Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, 233-240.
2173 Για τη διαμόρφωση του νέου μνημειακού κέντρου αυτή την περίοδο, βλ. κεφάλαιο Α.2.2.
430
παρουσία της Σοφίας στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων προέβαλε την
σημασία της στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η Σοφία ανέδειξε τον Κωνσταντίνο
σε φίλο του Θεού: «καὶ κατὰ γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσὶας μεταβαίνουσα φίλους θεοῦ
περίοδο φαίνεται ότι διοχετεύτηκαν κυρίως μέσα από δύο πολύ σημαντικά
κείμενα, την Πολιτεία του Πλάτωνα και τη Σοφία του Σολομώντα. Τα κείμενα
αυτά δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, αλλά παρουσιάζουν ισχυρές αναλογίες2175
ανθρώπινη σοφία, ενώ η Σοφία στη θεϊκή. Η βασικότερη αναλογία τους έγκειται
στην ανάδειξη της σχέσης της βασιλείας με τη σοφία, χάρη στην οποία εξαίρεται
η έννοια της σοφίας στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων και προβάλλεται στο
πρόσωπο του αυτοκράτορα. Στη Σοφία Σολομώντος ο Θεός χορηγεί την Σοφία
και μέσω αυτής τη βασιλεία.2176 Στην Πολιτεία οι βασιλείς από θεία έμπνευση
ερωτεύονται την αληθινή φιλοσοφία.2177 Η Σοφία μέσω του βασιλιά χορηγεί την
ευστάθεια του δήμου και μέσω των σοφών την σωτηρία του κόσμου2178, ενώ όταν
ευδαιμονία.2179 Εκείνοι που αποκτούν τη Θεία Σοφία γίνονται φίλοι του Θεού και
431
προφήτες2180, ενώ ο φιλόσοφος συναναστρεφόμενος με το θείο γίνεται και ο ίδιος
θείος.2181 Η αρχή της Σοφίας είναι η αληθινή επιθυμία της παιδείας, η οποία
οδηγεί μέσω της αγάπης και του νόμου στην αφθαρσία που κάνει τον άνθρωπο
μάθηση, η οποία θα τους φανερώσει εκείνη την αιώνια ουσία που δεν
Σοφία του Θεού κάνει τον βασιλιά σοφό ώστε να κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό
λαό του. Η Πολιτεία αναδεικνύει τη φιλοσοφία, η οποία μέσα από την ενατένιση
του θείου καθιστά τον φιλόσοφο ικανό να μορφώσει την αρετή και να
Πλάτωνα και η Σοφία του Σολομώντα μέσα από την κοινή προοπτική τους στο
θέμα της σχέσης βασιλείας και σοφίας αξιοποιήθηκαν ως ένα ιδανικό πεδίο
2180 Σοφία Σολομῶντος, 7.14: «ἀνεκλιπὴς γὰρ θησαυρός ἐστιν ἀνθρώποις, ὃν οἱ κτησάμενοι πρὸς
θεὸν ἐστείλαντο φιλίαν διὰ τὰς ἐκ παιδείας δωρεὰς συσταθέντες». Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
2174.
2181 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2072.
2183 Πλάτωνος, Πολιτεία, 485a-b: «Τοῦτο μὲν δὴ τῶν φιλοσόφων φύσεων πέρι ὡμολογήσθω ἡμῖν ὅτι
μαθήματός γε ἀεὶ ἐρῶσιν ὃ ἂν αὐτοῖς δηλοῖ ἐκείνης τῆς οὐσίας τῆς ἀεὶ οὔσης καὶ μὴ πλανωμένης
ὑπὸ γενέσεως καὶ φθορᾶς».
2184 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2142.
2186 Σοφία Σολομῶντος, 8.7: «καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τις, οἱ πόνοι ταύτης εἰσὶν ἀρεταί·
σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν
ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις».
2187 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2069.
432
Πατέρες της εκκλησίας2189 και χριστιανοί θεολόγοι2190 ή φιλόσοφοι2191
βάσεις για τη σύνθεση αυτή. Την απόδειξη μας παρέχει η ομιλία του προς τον
Σύλλογο των Αγίων2192, στην οποία αναδεικνύει την εκπλήρωση της προσμονής
και αναζήτησης του αρχαίου κόσμου στο πρόσωπο του Σωτήρα Χριστού. Το
πρώτο τμήμα του λόγου (3-10) αναφέρεται στη φιλοσοφία και περιλαμβάνει
της πλατωνικής με την χριστιανική διδασκαλία για τον νοητό κόσμο και τον
Θεό.2194 Επισημαίνει το ολίσθημα του Πλάτωνα στην πολυθεΐα2195 και πώς ο ίδιος
2189 Μεθόδιος Ολύμπου, Μέγας Αθανάσιος, Γρηγόριος Νύσσης, αντίστοιχα βλ. Παπαδόπουλος,
Πατρολογία, 67-68, 280, 594-595. Ακόμη, βλ. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς, 2.4.18.1-4. Dvornik,
Byzantine Political Philosophy, 595-601. Ωστόσο τα σχόλια για τον Πλάτωνα δεν ήταν πάντα
θετικά, βλ. Θεόφιλος Αντιοχείας, πρὸς Αὐτόλυκον, έκδ. Grant R.M., Οξφόρδη 1970, 3.16: «Πλάτων
δέ, ὁ δοκῶν Ἑλλήνων σοφώτερος γεγενῆσθαι, εἰς πόσην φλυαρίαν ἐχώρησεν!».
2190 Όπως ο Λακτάντιος, βλ. Bardill, Constantine, 141.
2191 Numenius, Fragments, έκδ. Des Places E., Παρίσι 1973, 51 (fr. 8): «Τί γάρ ἐστι Πλάτων ἢ Μωσῆς
2193 Barnes, Constantine, 116-118. Ο Bardill, Constantine, 138-142, κυρίως 140-141, υποδεικνύει ότι η
προσέγγιση του Κωνσταντίνου επηρεάστηκε πιθανώς από τον Λακτάντιο ή τον Ευσέβιο.
2194 Αφού αναφέρει από τους σοφούς άνδρες του αρχαίου κόσμου, τον Σωκράτη και τον Πυθαγόρα,
αναγνωρίζει ως ηπιώτατο τον Πλάτωνα, βλ. Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 163.15-
31 (IX.3-4): «αὐτός τε ὁ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους ἠπιώτατος Πλάτων, [καὶ] τὰς διανοίας τῶν
ἀνθρώπων πρῶτος ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἐπὶ τὰ νοητὰ καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχοντα ἐθίσας ἀνακύψαι
ἀναβλέψαι τ' ἐπὶ τὰ μετάρσια διδάξας, πρῶτον μὲν θεὸν ὑφηγήσατο τὸν ὑπὲρ τὴν οὐσίαν, καλῶς
ποιῶν, ὑπέταξε δὲ τούτῳ καὶ δεύτερον, καὶ δύο οὐσίας τῷ ἀριθμῷ διεῖλε, μιᾶς οὔσης τῆς
ἀμφοτέρων τελειότητος, τῆς τε οὐσίας τοῦ δευτέρου θεοῦ τὴν ὕπαρξιν ἐχούσης ἐκ τοῦ πρώτου…ὁ
δὲ λόγος αὐτὸς θεὸς ὢν αὐτὸς τυγχάνει καὶ θεοῦ παῖς…μέχρι μὲν οὖν τούτου Πλάτων σώφρων
ἦν·». Η διάκριση ανάμεσα σε πρώτο και δεύτερο θεό σύμφωνα με τον Barnes, Constantine, 117-118,
πιθανώς αντλείται από τον Νουμήνιο. Είναι συμβατή με τις αρειανίζουσες απόψεις και
διατυπώσεις του Ευσεβίου πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας και πιθανώς οφείλεται σε δική του
επεξεργασία, διότι ο ίδιος ο Μ. Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Αλέξανδρο
Αλεξανδρείας και τον Άρειο ψέγει τη διερεύνηση μη αναγκαίων ζητημάτων, βλ. Εὐσέβιος, Βίος
Κωνσταντίνου, 76.2-4 (ΙΙ.69.2): «οὔτε ἐρωτᾶν ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐξ ἀρχῆς προσῆκον ἦν, οὔτε
ἐρωτώμενον ἀποκρίνασθαι. τὰς γὰρ τοιαύτας ζητήσεις, ὁπόσας μὴ νόμου τινὸς ἀνάγκη προστάττει
ἀλλ' ἀνωφελοῦς ἀργίας ἐρεσχελία προτίθησιν...». Ακόμη, βλ. Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
13.19-14.2 (Ι.7.4-5).
2195 Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 163.31-164.1 (IX.5): «ἐν δὲ τοῖς ἑξῆς εὑρίσκεται
διαμαρτάνων τῆς ἀληθείας, πλῆθός τε θεῶν εἰσάγων καὶ ἑκάστοις ἐπιτιθεὶς μορφάς, ὅπερ καὶ
παραίτιον ἐγένετο τῆς μείζονος πλάνης παρὰ τοῖς ἀλογίστοις τῶν ἀνθρώπων…».
433
διόρθωσε το σφάλμα με άλλα στοιχεία της διδασκαλίας του. 2196 Επιπλέον,
επαινεί ως θαυμαστή τη διδαχή για τις ψυχές όσων έζησαν ενάρετα, πως
κατοικούν «ἐν τοῖς καλλίστοις τοῦ οὐρανοῦ», η οποία μπορεί να πείσει τον
Σοφία.2199 Ο ίδιος ο Πλάτωνας ακολούθησε μέσω του Πυθαγόρα τη Σοφία και τον
Νόμο του Μωυσή2200, ο οποίος οδήγησε σε τάξη τον άτακτο λαό κατά το
πλατωνικό πρότυπο2201 και υπήρξε πρότυπο σοφίας για τους αρχαίους σοφούς
αποκαθιστώντας την τάξη του ουρανού, που διασαλεύτηκε στα χρόνια των
2196 Στο ίδιο, 164.6-15 (ΙΧ.6): «δοκεῖ δέ μοι ὁ αὐτὸς ἐπιλαμβανόμενος ἑαυτοῦ διορθοῦν τὸ ἁμάρτημα,
ἐν οἷς φανερῶς διαβεβαιοῦται τὸν θεὸν ἡμῖν ἐμπνεῦσαι τὸν ἑαυτοῦ λόγον, τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ
σαφῶς δηλῶν λογικὴν ψυχὴν ὑπάρχειν, διϊστῶν δὲ τὰ πάντα εἰς δύο εἴδη, νοητόν τε καὶ αἰσθητόν,
τὸ <μὲν .... τὸ δὲ> συγκείμενον ἐκ σώματος ἁρμογῆς καὶ τὸ μὲν νῷ καταληπτόν, τὸ δὲ δόξῃ μετ'
αἰσθήσεως δοξαστόν· ὥστε τὸ μὲν τοῦ ἁγίου πνεύματος μετέχον, ἅτε δὴ ἀσύνθετον καὶ ἄλυτον,
αἰώνιόν τε εἶναι καὶ τὴν ἀίδιον ζωὴν λελογχέναι, τὸ δὲ αἰσθητόν, πάντη διαλυόμενον καθ' ὃν καὶ
συνέστη λόγον, ἄμοιρον εἶναι τῆς ἀιδίου ζωῆς».
2197 Στο ίδιο, 164.15-20 (IX.7): «θαυμαστῶς δὲ καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς διδάσκει, τοὺς μὲν εὖ βιώσαντας,
ψυχὰς δηλαδὴ τῶν ὁσίων τε καὶ ἀγαθῶν ἀνδρῶν μετὰ τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος ἀναχώρησιν ἐν τοῖς
καλλίστοις τοῦ οὐρανοῦ καθιεροῦσθαι. ἀλλὰ καὶ βιωφελῶς· τίς γὰρ οὐκ ἂν πεισθεὶς αὐτῷ καὶ τὴν
εὐτυχίαν ταύτην προσδοκήσας, τὸν ἄριστον βίον, δικαιοσύνην καὶ σωφροσύνην, ἀσκήσει, τὴν δὲ
κακίαν ἀποστραφήσεται;».
2198 Στο ίδιο, 159.18-20 (VI.2): «καὶ τήν γε εἱμαρμένην θεοῦ εἶναι καὶ νομίζεσθαι προαίρεσιν
ἀποδεχόμεθα· ἀλλὰ πῶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ αἱ λοιπαὶ ἀρεταὶ καθ' εἱμαρμένην;»,
165.28-30 (XI.1): «…ἀλλὰ καρτερικῶς τε καὶ γενναίως ὑφιστάμενοι τὸ δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης
καὶ τῶν λοιπῶν ἄκος», 172.30-32 (XIII): «…ἐνθένδε ἡ πίστις, καὶ ἡ πρὸς τὸν θεὸν εὐσέβεια
δικαιοσύνη τε καὶ σωφροσύνη καὶ παντοίας ἀρετῆς εὐδαιμονία συνέστη», 184.25-26 (XX.6): «τὸν
μετὰ δικαιοσύνης τε καὶ σωφροσύνης βίον». Για τη σημασία των αρετών αυτών στην πλατωνική
Πολιτεία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073. Για τη χρήση τους από τον Ευσέβιο, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
2155.
2199 Στο ίδιο, 187.14-16 (ΧΧ.3): «τί δ' ὅλως κοινὸν σοφίᾳ τε καὶ ἡδονῇ; ἀλλὰ ταῦτα ἐφείσθω λέγειν τοῖς
ἀγαγών, πειθοῖ τε καὶ αἰδοῖ τὰς ψυχὰς αὐτῶν κατακοσμήσας...ὃς τοσοῦτον ὑπερῆρε σοφίᾳ τοὺς
πρὸ αὐτοῦ, ὥστε καὶ τοὺς ἐπαινουμένους ὑπὸ τῶν ἐθνῶν ἤτοι σοφοὺς καὶ φιλοσόφους ζηλωτὰς τῆς
ἐκείνου σοφίας γενέσθαι. Πυθαγόρας γὰρ τὴν ἐκείνου σοφίαν μιμησάμενος εἰς τοσοῦτον ἐπὶ
σωφροσύνῃ διαβεβόηται, ὥστε καὶ τῷ σωφρονεστάτῳ Πλάτωνι παράδειγμα τὴν ἑαυτοῦ ἐγκράτειαν
καταστῆσαι». Ο Στράβων, Γεωγραφικά, 16.2.35 είχε ήδη μιλήσει για τον Μωϋσή ως ιερό σοφό άνδρα
και είχε αναδείξει την ομοιότητα της διδασκαλίας του με εκείνης του Πλάτωνα για τη μετά θάνατο
ζωή: «Μωσῆς γάρ τις τῶν Αἰγυπτίων ἱερέων…τούτου δὴ τίς ἂν εἰκόνα πλάττειν θαρρήσειε νοῦν
ἔχων ὁμοίαν τινὶ τῶν παρ' ἡμῖν…καὶ προσδοκᾶν δεῖν ἀγαθὸν παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ δῶρον ἀεί τι καὶ
σημεῖον τοὺς σωφρόνως ζῶντας καὶ μετὰ δικαιοσύνης, τοὺς δ' ἄλλους μὴ προσδοκᾶν». Ακόμη για
τον Νουμήνιο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2191.
2201 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2095.
434
διωκτών των χριστιανών.2202 Στο ίδιο κείμενο ο Κωνσταντίνος παρουσιάζει ως
πλατωνικούς όρους.2203
ήδη, επιχειρήσει και ο Ευσέβιος.2204 Ιδιαίτερα σημαντική για το θέμα μας είναι η
θεολογία, προκειμένου να εγκωμιάσει τον Κωνσταντίνο. Έτσι κάνει λόγο για τις
2202 Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 170.15-23 (ΧΙ.16): «…ἡνίκα νύκτες ἡμερινὸν φῶς
ἐπικαλύπτουσαι τὸν ἥλιον ἠφάνιζον…ἐζητεῖτο δὲ καὶ τὸ αἴτιον τοῦ τηλικούτου κακοῦ, καὶ εἴ τι
πλημμελὲς ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ θεῖον γένοιτο, ἕως ὅτε ἠπίῳ μεγαλοψυχίᾳ τῆς τῶν ἀσεβῶν
ὕβρεως ὑπερφρονήσας ἀποκαθίστησι τὸν οὐρανὸν σύμπαντα τῇ τῶν ἄστρων κατακοσμῶν χορείᾳ.
τοιγάρτοι ποσῶς καὶ ἡ τοῦ κόσμου πρόσοψις σκυθρωπῶσα εἰς τὴν οἰκείαν αὖθις ἀποκαθίστατο
φαιδρότητα».
2203 Στο ίδιο, 170.30-171.24 (ΧΙΙ.1-5): «τί οὖν ἐγένετο ἐμπόδιον τῆς μακαριωτάτης διδασκαλίας;…τί δὲ
ὅτι προσφιλὲς ἦν ἐκείνοις ἀμελεῖν τῶν προστάξεων καὶ ἀνορέκτους παρέχειν τὰς ἀκοὰς τῷ τεθέντι
νόμῳ;…ὁ γάρ τοι μισθὸς τοῦ τῷ θεῷ πείθεσθαι ὁ ἄφθαρτος καὶ ἀίδιος βίος, οὗ δυνατὸν
ἀντιποιεῖσθαι τοῖς εἰδόσι τὸν θεὸν καὶ τοῖς τὸν ἑαυτῶν βίον ζηλωτὸν παρεχομένοις καὶ οἷον
παράδειγμα αἰώνιον τοῖς πρὸς ἅμιλλαν ζῆν προῃρημένοις. διὰ τοῦτο οὖν ἡ διδασκαλία παρεδόθη
τοῖς σοφοῖς, ἵν' ὅπερ ἂν ἐκεῖνοι παραγγέλλωσι, τοῦτο μετ' ἐπιμελείας ὑπὸ τῶν ὑπηκόων
παραφυλάσσηται καθαρᾷ ψυχῇ ἀληθής τε ᾖ καὶ βεβαία ἡ φυλακὴ τῆς κελεύσεως τοῦ θεοῦ…
διαδέχεται δὴ τόνδε τὸν βίον μνήμη διαρκὴς καὶ αἰώνιος δόξα μάλα εἰκότως, εἴπερ ὅ τε βίος
σώφρων τοῦ μάρτυρος καὶ τῶν παραγγελμάτων μνήμων…σωφρονέστατα δὲ πολλῶν καὶ τὰ
συμπόσια...», 174.8-15 (XV.1): «Καὶ μὴν ὁ τοῦ θεοῦ παρακαλεῖ παῖς πρὸς τὴν ἀρετὴν ἅπαντας,
διδάσκαλον ἑαυτὸν τοῖς εὖ φρονοῦσιν τῶν τοῦ πατρὸς παραγγελμάτων καθιστάς…καὶ καλέσας ὡς
ἑαυτὸν τοὺς ἀρίστους τῶν τηνικαῦτα βιωφελῆ παιδείαν ἐπαίδευσε, σώφρονος βίου φάρμακον,
πίστιν καὶ δικαιοσύνην, αὐτοὺς ἐκδιδάξας ἄντικρυς τοῦ ἐκ τῆς ἀντικειμένης φύσεως φθόνου...»,
174.21-31 (XV.2): «διδάσκων ἐπίσκεψίν τινα τοῦ πατρὸς εἶναι τοιαύτην…στερρότητα διανοίας μετὰ
φιλοσοφίας, ἥτις ἐστὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ ἀγαθοῦ γνῶσις, ἐθίζουσα καὶ τοὺς μετὰ δικαιοσύνης
πλουτοῦντας κοινωνεῖν τῶν παρόντων τοῖς πενιχροτέροις φιλανθρώπῳ διανεμήσει,… μόνην
φάσκων εἶναι πάσης ἀξίαν ἐπιμελείας τὴν ἀρετήν».
2204 Ο Kofsky A., Eusebius of Caesarea against Paganism, τ. 3, Λέιντεν-Βοστώνη 2000, 282-286,
υποδεικνύει την κριτική στάση του Ευσεβίου απέναντι στον Πλάτωνα. Από τη μία πλευρά τον
αναγνωρίζει ως τον αρχαίο φιλόσοφο, που η διδασκαλία του επηρεάστηκε από τους εβραίους και
έφθασε εγγύτερα στη Θεία αλήθεια, ενώ από την άλλη τον ψέγει, επειδή δεν απέδωσε την
αρμόζουσα λατρεία στον Θεό, αλλά λάτρεψε ως θεό τη δημιουργία. Ακόμη, βλ. Bardill, Constantine,
141. O’Meara, Platonopolis, 145-151. Barnes, Constantine, 117. Chesnut,«The Ruler and the Logos», 1329-
1331.
2205 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 203.23-24 (V.1): «καὶ δίκαιος μετοχῇ δικαιοσύνης, σώφρων τε
σωφροσύνης ἰδέᾳ», 205.18-20 (V.6): «…τῇ ψυχῇ δι' ἐπιστήμην τοῦ θείου περίβλημα σωφροσύνῃ καὶ
δικαιοσύνῃ εὐσεβείᾳ τε καὶ ταῖς λοιπαῖς ἀρεταῖς πεποικιλμένον τὸν ἐπ' ἀληθείας πρέποντα
βασιλεῖ κόσμον περιτίθησιν». Για τις αρετές αυτές στην Πολιτεία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073 και
στον λόγο του Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2197-2198.
435
ιδέα του φιλοσόφου βασιλιά και των αρετών του2206, την άφθαρτη βασιλεία2207,
2206 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 204.11-21 (V.4): «διὸ δὴ μόνος ἡμῖν βασιλεὺς…ὁ τῷ παμβασιλεῖ θεῷ φίλος, ὁ
δὴ μόνος ἐλεύθερος μᾶλλον δὲ [ὁ] κύριος ἀληθῶς…νικητὴς δὲ ἡδονῶν καὶ τῶν κατὰ
φύσιν…αὐτοκράτωρ ἀληθῶς οὗτος…ὁ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον τοῦ μεγάλου βασιλέως ἀπεικονισμένος
ἰδέαν καὶ ταῖς ἐξ αὐτῆς τῶν ἀρετῶν αὐγαῖς ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ τῇ διανοίᾳ μορφωθείς, ἐξ αὐτῶν δὲ
ἀποτελεσθεὶς σώφρων, ἀγαθός, δίκαιος, ἀνδρεῖος, εὐσεβής, φιλόθεος. ἀληθῶς δὴ καὶ μόνος
φιλόσοφος βασιλεὺς οὗτος…».
2207 Στο ίδιο, 204.30-31 (V.5): «…τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀσώματον τοῦ θεοῦ βασιλείαν ποθεῖ…».
2208 Στο ίδιο, 206.16-21 (VI.9): «εἶναι καὶ ὑπὲρ τὸν παρόντα αἰῶνα θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν, <ἣν> τοῖς
εὖ διηγωνισμένοις ἐν ἀγαθῶν ἐλπίσι τεταμιεῦσθαι ἐδίδαξεν, καὶ ἐν.. τοῖς μὲν σωφρόνως καὶ
εὐσεβῶς βεβιωκόσιν τὴν ἐνθένδε ἐπὶ τὰ κρείττω μετάβασίν τε καὶ μετοικίαν γενήσεσθαι, τοῖς δὲ
ἐληλεγμένοις ἐν τῷδε χῶρον ἀπονεῖμαι τὸν προσήκοντα».
2209 Στο ίδιο, 218.22-25 (ΙΧ.5): «τίς τὸ σεμνὸν τουτὶ καὶ θεοσεβὲς βασίλειον αὐτόν τε τὸν καλλίνικον
ἡμῶν τά τε κατὰ δαιμόνων αὐτῷ πανταχοῦ γῆς ἀνεγηγερμένα τρόπαια καὶ τῶν ὑψηλῶν τὸν
ἀφανισμὸν προέγνω;».
2210 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2076 και 2162.
2211 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 239.14-16 (ΧΙΙΙ.8): «…ὅτι δὲ μὴ καὶ ἀνθρώπους ἔθυσαν, παντοίαις
2213 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 224.27-31 (ΧΙ.5): «διατριβὰς καὶ διδασκαλεῖα καθ' ὅλης τῆς τῶν
ἐθνῶν οἰκουμένης πηξάμενος ἔν [τε] χώραις καὶ κώμαις ἀγροῖς τε καὶ ἐρημίαις ταῖς θ' ἁπανταχοῦ
πόλεσιν εἰς τὴν τῶν ἐνθέων μαθημάτων παίδευσιν ἀφθόνως ἐπικαλεῖται, ῞Ελληνας ὁμοῦ καὶ
βαρβάρους, σοφοὺς καὶ ἰδιώτας…», 251.20-25 (XVI.9): «τίς πώποτε ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος νόμους
εὐσεβεῖς καὶ σώφρονας λόγῳ μόνῳ δίχα πάσης γραφῆς διαταξάμενος, τούτους διὰ τῶν αὐτοῦ
φοιτητῶν ἀπὸ περάτων γῆς καὶ εἰς ἄκρα τῆς ὅλης οἰκουμένης, διδασκαλεῖα πανταχοῦ γῆς ἀνοίξας,
εἰς ἐπήκοον ἀνθρώποις πᾶσι βαρβάροις ὁμοῦ καὶ ῞Ελλησιν ἀναγινώσκεσθαι ῥᾳδίως ἐκράτυνεν;».
2214 Στο ίδιο, 237.11-15 (ΧΙΙΙ.5): «καὶ οὐτ' ἀρετῆς διδασκαλεῖα καθ' ὃν ἔζων χρόνον συστησαμένους,
σωτηρίοις μαθήμασιν ἐκπαιδεύονται,…τὸν ἀφανῆ καὶ ἀόρατον κτίστην τῶν ὅλων ὁμολογεῖν,
μόνον αὐτὸν σέβειν δεδιδαγμένους…λόγοι δ' οὖν καὶ μαθήματα καὶ προτροπαὶ σώφρονος καὶ
θεοσεβοῦς βίου εἰς ἐξάκουστον πᾶσιν ἔθνεσι κηρύττονται…τοσοῦτος βασιλεὺς…οἷά τις ὑποφήτης
τοῦ παμβασιλέως θεοῦ κέκραγεν, πάντας ὁμοῦ τοὺς ὑπ' αὐτῷ ποιμαινομένους ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος
γνῶσιν ἀνακαλούμενος. καὶ δὴ μέσοις βασιλείων οἴκοις…ἱερεῖς δὲ καὶ θιασῶται θεοῦ βασιλικῆς
ὕμνοις εὐσεβείας σεμνυνόμενοι πανηγυρίζουσιν…ἀγαθῶν τε λόγος εὐαγγελικὸς…χοροί τε
436
έμπνευση των Μουσών, που σχετίζεται με την αρχαία σοφία, επιστρατεύεται,
δίδαξε τον φιλόσοφο, δίκαιο και σώφρονα βίο2219, μετέδωσε φιλόσοφα δόγματα,
βασιλεία των Ρωμαίων σαν δύο βλαστοί αναφύονται μαζί.2221 Οι μαθητές του ως
παντοῖοι ᾠδαῖς ἐπινικίοις γεραίρουσι…ψυχαί τε λογικαὶ δι' ὧν περιβέβληνται σωμάτων ὥσπερ διὰ
μουσικῶν ὀργάνων τοὺς πρέποντας ὕμνους αὐτῷ…ὁμοῦ τε τοῖς κατ' ἀνατολὰς οἰκοῦσιν οἱ τὰ πρὸς
δυσμὰς λαχόντες…τοῖς αὐτοῦ μαθήμασιν ἐκπαιδεύονται, τοῖς τε κατὰ μεσημβρίαν οἱ τὴν ἀρκτῴαν
διειληφότες λῆξιν σύμφωνα κελαδοῦσι μέλη…».
2216 Στο ίδιο, 242.15-28 (XIV.4-5): «οὕτω δῆτα ὁ κοινὸς ἁπάντων σωτὴρ εὐεργετικὸν ἑαυτὸν τοῖς πᾶσι
καὶ σωτήριον παρέσχε δι' ὀργάνου οὗ προβέβλητο ἀνθρωπίνου, οἷά τις μουσικὸς ἀνὴρ διὰ τῆς
λύρας τὴν σοφίαν δεικνύμενος. Ὀρφέα μὲν δὴ μῦθος ῾Ελληνικὸς παντοῖα γένη θηρίων θέλγειν τῇ
ᾠδῇ ἐξημεροῦν τε τῶν ἀγρίων τοὺς θυμούς, ἐν ὀργάνῳ πλήκτρῳ κρουομένων χορδῶν,
παραδίδωσιν, καὶ τοῦθ' ῾Ελλήνων ᾄδεται χορῷ…τοιγαροῦν ὁ πάνσοφος καὶ παναρμόνιος τοῦ θεοῦ
λόγος ψυχαῖς ἀνθρώπων πολυτρόποις κακίαις ὑποβεβλημέναις παντοίας θεραπείας
προβαλλόμενος, μουσικὸν ὄργανον χερσὶ λαβών, αὐτοῦ ποίημα σοφίας, τὸν ἄνθρωπον, ᾠδὰς καὶ
ἐπῳδὰς διὰ τούτου λογικοῖς ἀλλ' οὐκ ἀλόγοις θηρσὶν ἀνεκρούετο, πάντα τρόπον ἀνήμερον
῾Ελλήνων τε καὶ βαρβάρων πάθη τε ἄγρια καὶ θηριώδη ψυχῶν...».
2217 Στο ίδιο, 244.5-11 (XIV.12): «…τότε δὲ τὸν θεὸν λόγον ὑποφαίνων, μεγαλουργῶν καὶ
παραδοξοποιῶν ὡς θεός, καὶ τῶν μελλόντων ἔσεσθαι προαναφωνῶν τὰς προρρήσεις, καὶ τὸν μὴ
τοῖς πολλοῖς ὁρώμενον θεοῦ λόγον τοῖς ἔργοις αὐτοῖς ἐπιδεικνύμενος ἐν τεραστίαις πράξεσι,
θαύμασί τε καὶ σημείοις καὶ παραδόξοις δυνάμεσι, ναὶ μὴν καὶ διδασκαλίαις ἐνθέοις ἄνω πρὸς τὸν
ὑπερουράνιον τόπον τὰς ψυχὰς παρασκευάζεσθαι προαγούσαις».
2218 Στο ίδιο, 253.1-6 (XVI.9): «τίς δ' ἕτερος ὡς ὁ ἡμέτερος σωτὴρ…ἔδωκεν τοῖς καθαρῶς καὶ
ἄνδρας γυναικῶν τε ἱερείας καὶ χοροὺς ἀειπαρθένων…τοῖς τῆς ἐνθέου διδασκαλίας αὐτοῦ
μαθήμασι καθ' ὅλης συνίστη τῆς οἰκουμένης…ἐγκρατείᾳ τε καὶ ῥώμῃ βίου στερροῦ χρῆσθαι μετὰ
σωφροσύνης; τίς…ἀναπέπεικεν λογικὰς τροφὰς ψυχαῖς λογικαῖς καταλλήλους δι' ἐνθέων
ἀναγνωσμάτων ἀντικαταλλάξασθαι τῶν τοῦ σώματος τροφῶν; τίς…θανάτου μὲν καταφρονεῖν
ἐδίδαξεν ἀθάνατον δὲ πεπεῖσθαι εἶναι τὴν αὐτῶν ψυχήν, καὶ δίκης ὀφθαλμὸν ὑπάρχειν ἔφορον
τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων εὐσεβῶν τε καὶ ἀσεβῶν, δικαιωτήρια <τε> θεοῦ προσδοκᾶν, καὶ
τούτων ἕνεκα δικαίου καὶ σώφρονος δεῖν ἐπιμελεῖσθαι βίου;».
2220 Στο ίδιο, 257.32-258.14 (XVII.13): «…παρίτω δὲ πᾶς φιλόσοφος καὶ ἡμῖν λεγέτω, τίς ἐκ τοῦ παντὸς
αἰῶνος ἤκουσέν ποτε θεὸς καὶ ἥρως αἰωνίου ζωῆς οὐρανίου τε βασιλείας μαθήματα πρόξενα
παραδεδωκὼς ἀνθρώποις, οἷα ὁ ἡμέτερος σωτήρ, φιλοσόφοις δόγμασιν μυρία πλήθη καθ' ὅλης τῆς
οἰκουμένης συνασκεῖσθαι ποιήσας, οὐρανόν τε πείσας μεταδιώκειν καὶ τὰς ἐν οὐρανῷ διατριβὰς
θεοφιλέσι ψυχαῖς ἀποκειμένας ἐλπίζειν; τίς πώποτε θεὸς ἢ καὶ ἥρως [ἄνθρωπος] τὴν ἀφ' ἡλίου
ἀνίσχοντος μέχρι δυομένου…ταῖς λαμπροτάταις τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας αὐγαῖς κατηύγασέν τε καὶ
ἐφώτισεν…τίς πώποτε θεὸς ἢ καὶ ἥρως πάντας θεούς τε καὶ ἥρωας ῾Ελληνικοὺς καὶ βαρβάρους
παραγκωνισάμενος, μηδένα μὲν ἐκείνων θεὸν εἶναι νομίζειν ἐνομοθέτησεν καὶ νομοθετήσας
ἔπεισεν· ἔπειτα πολεμηθεὶς ὑπὸ πάντων, εἷς ὢν αὐτὸς τὸ πᾶν τῶν ἐναντίων στρατόπεδον
καθεῖλεν, τῶν ἐξ αἰῶνος ἁπάντων θεῶν τε καὶ ἡρώων κρατῶν…».
2221 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 249.9-18 (XVI.3-4): «ἀλλὰ θεὸς μὲν <εἷς> εἰς πάντας ἐκηρύττετο· ἐν
ταὐτῷ δὲ καὶ βασιλεία μία τοῖς πᾶσιν ἡ ῾Ρωμαίων ἐπήνθει…ὡς δὲ ἑνὸς θεοῦ γνῶσις πᾶσιν
ἀνθρώποις παρεδίδοτο καὶ τρόπος εἷς εὐσεβείας σωτήριός τε ἡ Χριστοῦ διδασκαλία, κατὰ ταῦτα καὶ
βασιλέως ἑνὸς ὑφ' ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν χρόνον καθ' ὅλης τῆς ῾Ρωμαίων ἀρχῆς ὑποστάντος εἰρήνη
βαθεῖα τὰ σύμπαντα διελάμβανεν· ὁμοῦ τε καὶ ὑφ' ἑνὶ καιρῷ ὥσπερ ἐξ ἑνὸς θείου νεύματος
ἀνεφύοντο εἰς ἀνθρώπους ἀγαθῶν δύο βλαστοί, ἥ τε ῾Ρωμαίων ἀρχὴ καὶ ἡ εὐσεβὴς διδασκαλία».
437
νομοθέτες σύνταξαν γραφές και βιβλία.2222 Επιπλέον το σώμα του Χριστού, όπως
και του Σωκράτη, χαρακτηρίζεται ως ένθεο άγαλμα Σοφίας2223, ενώ την ίδια
2222 Στο ίδιο, 256.24-32 (XVII.9): «τὸ δὲ ἄνδρας εὐτελεῖς καὶ ἀγροίκους ἐξ ἁλείας μεταγαγεῖν τὴν
ἀρχὴν καὶ τούτους νομοθέτας καὶ νομοδιδασκάλους ἀποφῆναι τῆς ἀνθρώπων οἰκουμένης, οἷόν σοι
εἶναι δοκεῖ; τὸ δὲ ἐπαγγείλασθαι καὶ λόγῳ μὲν εἰπεῖν ἔργῳ δὲ ποιῆσαι αὐτοὺς ἁλιέας ἀνθρώπων,
καὶ τοσαύτην αὐτοῖς ἀρετήν τε καὶ δύναμιν παρασχεῖν, ὡς καὶ γραφὰς συντάξαι καὶ βίβλους
παραδοῦναι, καὶ ταύτας εἰς τοσοῦτον κρατῦναι, ὡς καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης παντοίᾳ γλώσσῃ
βαρβάρων τε καὶ Ἑλλήνων μεταβαλλομένας παρὰ πᾶσι τοῖς ἔθνεσι μελετᾶσθαι, καὶ πιστεύεσθαι
θεῖα εἶναι λόγια τὰ ἐν αὐταῖς καταβεβλημένα».
2223 Στο ίδιο, 241.28-242.6 (XIV.3): «διὸ δὴ νεὼν πανάγιον αὐτὸς αὐτῷ σωματικὸν ὄργανον
κατεσκευάσατο, λογικῆς δυνάμεως αἰσθητικὸν οἰκητήριον, ἄγαλμα σεμνὸν καὶ πανίερον, ξοάνου
παντὸς ἀψύχου προτιμότερον…τὸ δ' ἔνθεον ἄγαλμα σοφίας ἐνθέου δυνάμει πεποικιλμένον ζωῆς
μετεῖχεν καὶ νοερᾶς οὐσίας, ἄγαλμα πάσης ἀρετῆς ἔμπλεων, [ἄγαλμα] θείου λόγου οἰκητήριον
νεώς τε ἅγιος ἁγίου θεοῦ». Η ίδια έκφραση χρησιμοποιείται την ίδια περίοδο για τον Σωκράτη, βλ.
Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν, 6.2.4: «ὥσπερ οὖν ὅτε ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ μεγάλου Σωκράτους…ὅν γε
ᾤοντο πάντες Ἀθηναῖοι περιπατοῦν ἄγαλμα σοφίας τυγχάνειν…».
2224 Κατά τον ύστερο 3ο και τον 4ο αιώνα, ο Κύριος εμφανίζεται συχνά ως φιλόσοφος που διδάσκει
τους μαθητές του, γενειοφόρος ή αγένειος, γύρω από μία εξέδρα, βλ. Zanker P., Maske des Sokrates,
αγγλ. μετάφρ.: The Mask of Socrates. The Image of the Intellectual in Antiquity, Shapiro A. (μτφρ.),
Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-Οξφόρδη 1995, 289-297. Ειδικά για τον γενειοφόρο τύπο ο Zanker, στο ίδιο,
297-307, υποστηρίζει ότι προέρχεται από τον τύπο του θείου ανδρός, ασκητικού φιλοσόφου,
θαυματοποιού. Ακόμη, βλ. Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία», 119-131. Mathews T.F., The Clash
of Gods. A Reinterpretation of Early Christian, Πρίνστον-Νιου Τζέρσεϋ 1995, 92-114, κυρίως 109-114
(φιλόσοφος) και 54-91 (θαυματοποιός). Η διδασκαλική είναι η πρωτεύουσα ιδιότητα με την οποία
εμφανίζεται ο Χριστός στα Ευαγγέλια, βλ. Κατὰ Ἰωάννην, 8.31-32: «ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ
ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.»,
13.13: «ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ». Κατὰ Ματθαῖον,
23.8-10: «ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός…μηδὲ κληθῆτε
καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός». Ακόμη, βλ. Κατὰ Ματθαῖον, 4.23, 5.2, 7.28-
29, 8.19, 9.11, 9.35, 10.24-25, 11.1, 12.38, 13.54, 17.24, 19.16, 21.23, 22.16,22.24, 22.33, 22.36, 26.18, 26.25,
26.49, 26.55. Κατὰ Μᾶρκον, 1.21-22, 1.27, 2.13, 4.1-2, 4.38, 5.35, 6.2, 6.6, 6.34, 8.31, 9.5, 9.17, 9.31, 9.38, 10.1,
10.17, 10.20, 10.35, 10.46, 12.14, 12.19, 12.32, 12.35, 12.38, 12.43, 13.1, 14.14, 14.45, 14.49 Κατὰ Λουκᾶν,
4.15, 4.31-32, 5.3, 5.17, 6.6, 7.40, 8.49, 9.38, 10.25, 11.1, 11.45, 12.13, 13.10, 13.22, 13.26, 14.26-27, 14.33,
18.18, 19.39, 20.1, 20.21, 20.28, 20.39, 21.7, 21.37, 22.11, 23.5. Κατὰ Ἰωάννην, 1.39, 1.50, 3.2, 4.31, 6.25, 6.59,
7.14-17, 7.28, 7.35, 8.2-4, 8.20, 9.2, 9.27-28, 11.8, 11.28, 13.14, 17.25-26, 18.19-20, 19.38, 20.16. Συγχρόνως οι
απόστολοι αποκαλούνται σχεδόν αποκλειστικά μαθητές. Η ιδιότητα αυτή του Χριστού αποδόθηκε
την εποχή αυτή στον ρητορικό λόγο και στην εικονογραφία με βάση τα παραδοσιακά σχήματα της
ελληνικής σοφίας, αλλά και τις απαραίτητες διαφοροποιήσεις, βλ. Zanker, στο ίδιο, 307-321.
2225 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1019-1021.
438
αυτοκρατορικής ιδεολογίας επιχειρήθηκε συνειδητά και με συνέπεια μία
τον όρο «σοφία» και τη σχέση του με τη βασιλεία. Τα ζεύγη αυτοκρατόρων και
Θεμίστιου, την ίδια περίοδο (320-360) που εξελισσόταν η συζήτηση γύρω από τον
όρο «Σοφία» στο πλαίσιο της χριστολογικής έριδας, οικοδόμησαν έναν ισχυρό
δεσμό ανάμεσα στην κατ’ εικόνα και κατά μίμηση θεού βασιλεία και την
αναζήτηση της θείας και της ανθρώπινης σοφίας. Κατά τη βασιλεία του
λόγο και στην αφιέρωση του καθεδρικού ναού της Πόλης στη Θεία Σοφία. Κατά
ανέγερση του ναού της Σοφίας του Θεού, ενώ ένας εθνικός φιλόσοφος
του Θεού κατά το πρότυπο της Σοφίας Σολομώντος. Αυτά τα δύο σύμβολα-
έννοιες, τη Μούσα και τη Θεία Σοφία, ο Ευσέβιος συσχέτισε καθόλου τυχαία και
πρόταξε στο προοίμιο του λόγου 2227 που εκφώνησε στην Κωνσταντινούπολη με
έτος 336, όταν μεγάλο μέρος του οικοδομικού προγράμματος του αυτοκράτορα
2226 Για το πλατωνικό πρότυπο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2103. Για την αφιέρωση, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 983-987.
2227 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 195.9-17 (Προ.2): «οἱ μέν γε δημώδεις μειρακίων τε σοφίσμασι
πεπατημένους μετιόντες λόγους μοῦσάν τε ἡδεῖαν καὶ πάνδημον ἀσπαζόμενοι θνητὰς ἀκοὰς
θνητοῖς διηγήμασι θελγόντων, ἡδονῇ τὸ κριτήριον ἀποδόντες· οἱ δ' αὐτῆς μύσται τῆς καθόλου
σοφίας, θείων ἐπιστήμης ἅτε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπήβολοι, τὴν τοῦ κρείττονος ἐκλογὴν ἐν ἀγαθοῦ
μοίρᾳ θέμενοι τὰς αὐτοῦ βασιλέως θεοπρεπεῖς ἀρετὰς φιλοθέους τε πράξεις τῶν ἀνθρωπίνων
προὐτίμησάν τε καὶ εἵλοντο, δευτέροις ἀνυμνεῖν τὰ δεύτερα τῶν καλῶν παραχωρήσαντες». Τα
ανάγλυφα των Μουσών είχαν ήδη μεταφερθεί στο Παλάτιο της Κωνσταντινούπολης, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 360.
439
είχε ήδη υλοποιηθεί. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι την έμπνευση για αυτό τον
έλαβε χώρα για πρώτη φορά στο βασιλικό περιβάλλον της ελληνιστικής
Αλεξάνδρειας. Η μετάφραση των Ιερών Γραφών των εβραίων στα ελληνικά δεν
οδήγησε στη σύνθεση των δύο παραδόσεων, αλλά στην πνευματική προσέγγισή
ιουδαίων ελληνιστών και συγγραφείς όπως ο Φίλωνας και ο Ιώσηπος. Τώρα στο
να επαναληφθεί. Πλέον ήταν η σειρά της Πολιτείας του Πλάτωνα2228 και της
των δύο μεγάλων αρχαίων παραδόσεων και η συνάντηση αυτή κορυφώθηκε στο
σοφίας. Στον χώρο αυτό με τη συμβολική γλώσσα της αρχιτεκτονικής και της
από τους εθνικούς και τους χριστιανούς πολίτες η σοφία αναδείχτηκε μνημειακά
και συμβολικά στο κατεξοχήν πεδίο σύνθεσης του αρχαίου με τον νέο κόσμο. Η
ελληνική σοφία και η παιδευτική παράδοση του αρχαίου κόσμου που προέβαλαν
Απηχείται η επίδραση λογίων, όπως ο Ευσέβιος και ο νεοπλατωνικός φιλοσόφος Σώπατρος, που
2228
αναφέρει ο Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν, 6.2.1-3: «Σώπατρος δὲ ὁ πάντων δεινότερος, διά τε φύσεως
ὕψος καὶ ψυχῆς μέγεθος, οὐκ ἐνεγκὼν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν, ἐπὶ τὰς βασιλικὰς αὐλὰς
ἔδραμεν ὀξύς, ὡς τὴν Κωνσταντίνου πρόφασίν τε καὶ φορὰν τυραννήσων καὶ μεταστήσων τῷ
λόγῳ. καὶ ἐς τοσοῦτόν γε ἐξίκετο σοφίας καὶ δυνάμεως, ὡς ὁ μὲν βασιλεὺς ἑαλώκει τε ὑπ' αὐτῷ, καὶ
δημοσίᾳ σύνεδρον εἶχεν, εἰς τὸν δεξιὸν καθίζων τόπον, ὃ καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν ἄπιστον. οἱ δὲ
παραδυναστεύοντες ῥηγνύμενοι τῷ φθόνῳ πρὸς βασιλείαν ἄρτι φιλοσοφεῖν
μεταμανθάνουσαν…».
440
ναό της Σοφίας του Θεού. Η ανάδειξη της Σοφίας σε Προστάτη Θεό της
σοφία, ανθρώπινη και θεϊκή, αρχαία και νέα, εθνική και χριστιανική. Η
ξεκάθαρη δήλωση του Ευσεβίου2230 επιβεβαιώνει ότι η Πόλη αφιερώθηκε από τον
Κωνσταντίνο στη Σοφία του Θεού και αυτό αποδεικνύει το γεγονός ότι η
συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου της κορυφωνόταν στην έννοια της
πνευματικό κέντρο της οικουμένης. Η ανέγερση του ναού της Θείας Σοφίας
ακριβώς απέναντι από τον χώρο αναζήτησης, διδασκαλίας και μελέτης της
παράδοση της σχέσης της βασιλείας με την αναζήτηση της σοφίας, αποτυπώνει
σοφίαν».2231 Ωστόσο, η συμβολική σχέση των δύο μνημείων ήταν ακόμη πιο
σύνθετη.
2229 Το στοιχείο αυτό επεξηγεί και τη φιλότιμη στάση των τυχόν εθνικών αξιωματούχων απέναντι
στον ναό της Σοφίας, που επισημαίνει ο Kaldellis, «The Making of Hagia Sophia».
2230 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2130.
441
βασιλείας που σχετίζονταν ιδεολογικά μεταξύ τους. Το πρότυπο του σοφού
νομοθέτη βασιλιά, που κυβερνά και κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό του,
προβάλλεται στην παράδοση της αρχαίας βασιλείας ήδη από την εποχή του
Παλαιά Διαθήκη 2233, όπου ο ίδιος ο Θεός ανέδειξε σε κατεξοχήν πρότυπο τον
επισημαίνει επίμονα τη στενή σχέση του βασιλιά με τον Λόγο και τον Νόμο2240,
στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, ο οποίος αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του
2232 Van De Mieroop, Ancient Near East, 111-115. Dale Launderville, Comparative Study of Kingship, 46-48,
97-99, 105-107, 117.
2233 Dale Launderville, Comparative Study of Kingship, 114-116.
2234 Ο Θεός έδωσε στον Σολομώντα καρδιά φρόνιμη και σοφή, που τον έκανε να ξεχωρίζει από
όλους τους προηγούμενους και τους επόμενους βασιλείς, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2142. Ο λαός το
κατάλαβε όταν δίκασε τις δύο πόρνες και απέδωσε απόλυτη δικαιοσύνη, βλ. Σοφία Σολομῶντος,
3.28: «καὶ ἤκουσαν πᾶς Ισραηλ τὸ κρίμα τοῦτο, ὃ ἔκρινεν ὁ βασιλεύς, καὶ ἐφοβήθησαν ἀπὸ
προσώπου τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶδον ὅτι φρόνησις θεοῦ ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίωμα». Ο Σολομών
ξεχώρισε από όλους τους ανθρώπους και τους βασιλείς, βλ. στο ίδιο, 5.9-14: «Καὶ ἔδωκεν κύριος
φρόνησιν τῷ Σαλωμων καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα…καὶ ἐπληθύνθη Σαλωμων σφόδρα ὑπὲρ τὴν
φρόνησιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου καὶ ἐσοφίσατο ὑπὲρ
πάντας τοὺς ἀνθρώπους… καὶ παρεγίνοντο πάντες οἱ λαοὶ ἀκοῦσαι τῆς σοφίας Σαλωμων, καὶ
ἐλάμβανεν δῶρα παρὰ πάντων τῶν βασιλέων τῆς γῆς, ὅσοι ἤκουον τῆς σοφίας αὐτοῦ». Στη
Βασίλειο Στοά ένα άγαλμα αρχαίου φιλοσόφου ερμηνευόταν ως άγαλμα του Σολομώντα, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1694.
2235 Desmond, Philosopher-Kings, 8-9. Fears, Princeps a Diis Electus, 22-26.
2236 Dale Launderville, Comparative Study of Kingship, 108-113, 118. Fears, Princeps a Diis Electus, 29-31.
2237 Ο Olmstead A.T., History of the Persian Empire, ελλην. μτφρ.: Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας,
Πέππα Ευ. (μτφρ.), Αθήνα 2002, 209-217 συγκρίνει την νομοθεσία του Δαρείου με τον κώδικα του
Χαμμουραμπί.
2238 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073.
2240 Bardill, Constantine, 137-138. Desmond, Philosopher-Kings, 19-111. Chesnut,«The Ruler and the
Logos». Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 245-277, 534-549. Baynes, «Eusebius and the Christian
Empire». Goodenough E.R., «The Political Philosophy of Hellenistic Kingship», Yale Classical Studies 1
(1929), 55-102.
2241 Millar, Emperor, 3-6, 228-272, 507-549. Χαρακτηριστικά βλ. στο ίδιο, 228: «From the very beginning
the giving of justice was an essential element in the role played by the emperors».
442
Η τελευταία Βασιλική Στοά στην τελευταία Βασιλική Πόλη του αρχαίου
βασιλείας, της απονομής δικαιοσύνης και της διδασκαλίας και μελέτης της
και η σύνθετη (Βασίλειος Στοά), παραπέμπουν στη σχέση του με τον Νόμο κατά
τη ρωμαϊκή και την ελληνική παράδοση. Όπως είδαμε στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.5), η
περιβάλλον των ανακτόρων και στο ίδιο μνημείο αποτελεί γεγονός μοναδικό
ευημερία της Πόλης και της αυτοκρατορίας. Ο συσχετισμός των τριών αυτών
σωφροσύνη και η δικαιοσύνη είναι βασικές πολιτικές αρετές, από τις οποίες
Καλλίπολη δεν είχε παραδώσει μόνο στην εξουσία της Μούσας το πολιτικό
κέντρο της, αλλά δίπλα σε αυτό διέθετε ένα συγκρότημα όπου οι βασικές
και ο ναός της Σοφίας του Θεού. Η Θεία Σοφία, όπως μαρτυρεί ο Σολομώντας,
443
χορηγεί τη σοφία στον βασιλιά για να κυβερνήσει και να κρίνει με δικαιοσύνη,
αποτελεί εικόνα, όπως υποστήριξε ο Ευσέβιος, της ουράνιας βασιλείας του Θεού
Λόγου και Σοφίας του Πατρός, ο οποίος κυβερνά με Σοφία τον κόσμο,
προκειμένου να τον σώσει, και τον οποίο θα κρίνει με δικαιοσύνη. Στο πλέον
«βασιλεία»: «…καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς οὗ
η Βασιλική της Σοφίας του Θεού συνθέτουν ένα μνημειακό συγκρότημα, όπου
της αρχαίας βασιλείας. Στη στοά του επίγειου Βασιλέως προωθείται η μελέτη και
ευδαιμονία της πόλης, ενώ στη Βασιλική της Αγίας Σοφίας, ο «Βασιλεύς των
Σοφία του Θεού, που κυβερνά τον κόσμο, τον οποίο θα κρίνει με απόλυτη
σώμα της Βασιλικής, που θέσπισε ο Ιουστινιανός. Το γεγονός ότι κατά την
Ισραήλ με τους δώδεκα μαθητές του 2245, προβάλλεται στη Βασίλειο Στοά, όπου ο
επίγειος βασιλιάς κρίνει τους πολίτες με τους δώδεκα θείους δικαστές του. Μέσα
από την άμεση τοπογραφική παράθεσή τους, τα δύο μνημεία, αναδείχτηκαν στο
444
μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού
Παλατίου, σε ένα ισχυρό οπτικά σύμβολο του δυϊκού χαρακτήρα της βυζαντινής
βασιλείας.
στον έντονα συμβολικό χαρακτήρα του, που κορυφώνεται στην έννοια της
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΤ’
κεντρική ιδέα της σύνθεσης του μνημειακού κέντρου της κορυφώνεται στην
έννοια της σοφίας με την αφιέρωση του καθεδρικού ναού της Πόλης στη Σοφία
του Θεού και την παράθεσή της με τα σύμβολα της σοφίας του αρχαίου κόσμου.
445
Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με δύο παράλληλες,
πνευματικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, στο πεδίο της
κυρίαρχο συστατικό της παιδείας, από το οποίο πηγάζει η αρετή, και την Πόλη
εξουσίαζε η Μούσα.
ελληνορωμαϊκού κόσμου, τις Μούσες και την Αθηνά, παρατέθηκε η έννοια της
Θεού» πηγάζει από την Παλαιά Διαθήκη και προβάλλεται στο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού στην Καινή από τον ίδιο, τους Αποστόλους και αργότερα
Σοφία του Πατέρα αποτέλεσε το επίκεντρο της θεολογικής διαμάχης γύρω από
την αίρεση του Αρείου στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου και του
του Κωνσταντίνου, την οποία ο ίδιος ενέπνεε και ήθελε η Πόλη του να
διακηρύσσει. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος στον λόγο του προς τον σύλλογο των
Αγίων αναφέρει ότι συνάντησε τη Σοφία, την οποία σε άλλο σημείο ταυτίζει με
το πρόσωπο του Χριστού. Η επιλογή του όρου «Σοφία» για την αφιέρωση του
446
Σοφία παρέχει τη βασιλεία στους βασιλείς ενώ ο ίδιος ο Σολομών ζητάει από τον
Ευσέβιος. Ο Ευσέβιος στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε το έτος 336 στην
φιλόσοφος βασιλεύς που μιμείται τον Λόγο του Θεού και κυβερνά τους υπηκόους
του κατά την αρχέτυπη ιδέα της ουράνιας βασιλείας. Ο όρος Θεία Σοφία
χρησιμοποιείται συχνά δηλώνοντας τη σχέση της με τον Λόγο του Θεού και τον
επίγειο βασιλιά.
τη θεμελίωση του καθεδρικού ναού της μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στο
συγκατοικεί με την Θεία Σοφία στο μνημειακό κέντρο της Πόλης του.
την περίοδο, φαίνεται ότι διοχετεύτηκαν κυρίως μέσα από την Πολιτεία του
Πλάτωνα και την Σοφία του Σολομώντα. Τα δύο κείμενα εμφανίζουν ισχυρές
ιδεολογικές αναλογίες κυρίως μέσα από τον τρόπο που συσχετίζουν τη βασιλεία
με τη σοφία και τη δικαιοσύνη για τη σωτηρία του κόσμου και την ευδαιμονία
της πόλης. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα και η Σοφία του Σολομώντα μέσα από την
κοινή προοπτική στο θέμα αυτό συνιστούσαν ένα ιδανικό πεδίο σύγκλισης του
447
ελληνισμού με τον χριστιανισμό στο πεδίο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.
δυναστείας η έννοια της σοφίας απέκτησε κεντρική θέση στον χώρο της
καθεδρικού ναού της Πόλης στη Θεία Σοφία. Κατά τη βασιλεία του
κορυφώνεται με την ανέγερση του ναού της Σοφίας του Θεού. Η συνάντηση των
αντικατάσταση του προστάτη Θεού της αυτοκρατορίας από τον Ιησού Χριστό
προϋποθέσεις για την ευημερία της Πόλης, την οποία συμβολίζει το Τυχαίο. Η
σοφία και η δικαιοσύνη υπήρξαν δύο πολύ σημαντικά ιδανικά της αρχαίας
κυβερνά και κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό του αποτυπώνεται μνημειακά στη
448
σύνθεση αυτή απηχεί την πλατωνική διδασκαλία για τις σημαντικότερες
ευδαιμονία της πόλης. Αυτό το πρότυπο επίγειας βασιλείας αποτελεί εικόνα, της
ουράνιας βασιλείας του αληθινού Λόγου και Σοφίας του Πατρός, ο οποίος
κυβερνά τον κόσμο με Σοφία, προκειμένου να τον σώσει, και τον οποίο θα κρίνει
μνημεία αναδείχτηκαν στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου σε ένα ισχυρό
οπτικό σύμβολο του δυϊκού χαρακτήρα της βυζαντινής βασιλείας. Με τον τρόπο
κέντρου της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε όχι μόνο τον τελευταίο κρίκο της
πεδίο σύνθεσης την έννοια της σοφίας και τη σχέση της με τη βασιλεία.
449
Ζ’. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
κόσμου. Ιδρύθηκε ως οπτικό σύμβολο της Νίκης του Κωνσταντίνου και της
για τη μονοκρατορία. Η ίδρυσή της συνδέθηκε με μία αλλαγή στην αντίληψη του
450
την παράδοση των ανακτορικών συγκροτημάτων των μεγάλων βασιλικών
Περγάμου και κυρίως της Παλαιάς Ρώμης, γεγονός που απηχεί σαφείς
παράδοση των τετραρχικών εδρών με την οποία συνδέεται μέχρι σήμερα από
την έρευνα.
κεντρική θέση και άμεση τοπογραφική σχέση του Πρώτου Ιερού της Πόλης, του
δημόσιας Βιβλιοθήκης, ακόμη των Δικαστηρίων και του Τυχαίου της Πόλης.
Μέσα από την επανεξέταση των πηγών και την ανασύνθεση των
451
σημαντικότερα μνημεία του αρχαίου Βυζαντίου με επιβλητική πρόσοψη προς
την κάτω πόλη και τα Στενά του Βοσπόρου. Η απόφαση του Κωνσταντίνου να
περιοχή γύρω από την Αγορά οδήγησε στον λειτουργικό επαναπροσδιορισμό της
Δικαστηρίων στη νότια, ενώ η ανατολική και η δυτική στοές της φιλοξένησαν
χώρους εστίασης. Σε ναΐσκους στις άκρες της βόρειας στοάς του μνημείου
της Πόλης πίσω από την εστεμμένη με το πολυποίκιλτο διάδημα κεφαλή του
στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου απηχεί την παραδοσιακή σχέση των
452
Η επανεξέταση του εκπαιδευτικού νόμου του 425 επιβεβαιώνει ότι τα
Παιδευτηρίων και Δικαστηρίων μαζί με τα σύμβολα της ευημερίας στη Στοά του
και την κεντρική θέση τους στη λειτουργική και συμβολική σύνθεση του
του μνημείου κατά τον 8ο αιώνα. Το γεγονός ότι η παιδεία και η δικαιοσύνη
μέχρι την Εικονομαχία, αλλά και μετά από αυτήν, η επανασύστασή τους ως
αυτοκρατορικά εγχειρήματα στην ίδια περιοχή και μάλιστα γύρω από την
σχετίζεται άμεσα με τις ιδεολογικές ζυμώσεις, που έλαβαν χώρα στο πεδίο της
Θεό της αυτοκρατορίας στην θέση του Διός-Juppiter. Κατά τη βασιλεία του Μ.
453
φόντο τη θεολογική διαμάχη για τον Χριστό ως αληθινή Σοφία του Πατέρα, που
πρόσωπο του Κωνσταντίνου και δήλωσε ότι ο αυτοκράτορας αφιέρωσε την Πόλη
και υλοποίηση του προτύπου της πλατωνικής Πολιτείας, που ανέδειξαν την
σύνθεση του μνημειακού κέντρου της Πόλης με την προβολή των συμβόλων της
σοφίας δίπλα σε εκείνα της βασιλείας. Η χωροθέτηση των Παιδευτηρίων και της
διάκοσμο της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου, που πρόβαλε τα
σύμβολα της ελληνορωμαϊκής σοφίας, την Αθηνά και τις Μούσες. Η έννοια της
του καθεδρικού ναού της Πόλης στη Σοφία του Θεού, γεγονός μοναδικό στον
αρχαίο κόσμο. Η παράθεση των συμβόλων της σοφίας κατά την ελληνορωμαϊκή
κείμενα, την Πολιτεία του Πλάτωνα και την Σοφία του Σολομώντα, που
βασιλείας, προβάλλουν την έννοια της σοφίας σε κεντρική ιδέα στο άμεσο
περιβάλλον των ανακτόρων και στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η Μούσα, στην
454
οποία αφιερώνεται η Σύγκλητος, εξουσιάζει την Καλλίπολη-Κωνσταντινούπολη
συγκατοικεί με τη Θεία Σοφία στο μνημειακό κέντρο της Πόλης του σύμφωνα με
τη Σοφία Σολομώντος.
επάνω στις οποίες εδραζόταν η ευημερία της Πόλης και της αυτοκρατορίας,
Βασίλειο Στοά του ναού της Ενσάρκου Θείας Σοφίας, η οποία κυβερνά τον
Η παράθεση του ναού της Αγίας Σοφίας με τη Βασίλειο Στοά και τον
πρόβαλε τη σοφία, θεία και ανθρώπινη, χριστιανική και ελληνορωμαϊκή, νέα και
Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». Η κορύφωση της συμβολικής σύνθεσης
του αρχαίου κόσμου, η Αγορά του Ζευξίππου-Βασιλική Στοά αποτέλεσε ένα από
μνημεία ως υλικοί οργανισμοί μέσα στο μεταβαλλόμενο αστικό τοπίο, αλλά και
455
ως σημεία, σημαίνοντα και σημαινόμενα, μέσα στο εξελισσόμενο γλωσσικό
οικιστής της μέσα από μία πράξη υψηλού συμβολικού περιεχομένου ανέδειξε το
της ρωμαϊκής με την ελληνική και την χριστιανική κληρονομιά. Ιδιαίτερα, στην
αρχαία Αγορά του Ζευξίππου εκτός από την Πολιάδα Ρέα με τη Ρωμαϊκή Τύχη
χριστιανική. Μέσα στην καρδιά της Πόλης του Κωνσταντίνου η Αρχαία Αγορά
σύμβολο της διαδρομής από το αρχαίο Βυζάντιο και την Παλαιά Ρώμη στη Νέα
Ρώμη-Κωνσταντινούπολη.
Δημήτριος Θ. Χατζηλαζάρου
456
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΠΗΓΕΣ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΥ
ἄνδρας τῶν ἐν τέλει τὸν ἀριθμὸν ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ
Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1-22. Για την χρονολόγηση, βλ. Afinogenov D., «The
2246
457
τὰ ἐκκλησιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα, βασιλικὰς τε διαίτας καὶ
ἄνδρας σὺν τοῖς οἰκήμασι καὶ βιβλίοις καὶ τοῖς λοιποῖς αὐτῶν πᾶσι».2247
αχούς».2248
224.330 «οἷς πάλαι πρὸς τὸ παλάτιον τῆς βασιλικῆς λεγομένης Κιγστέρνης ἀφώ-
458
τοὺς εἰς ἄκρον ἅπασαν γνῶσιν τῆς τε θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς με-
σθαι τὴν ἄτοπον αὐτοῦ βουλὴν εἰς πέρας ἄγαγεῖν. μήτε μὴν καταδέ-
ρῶς ἐκτεθέντα νεωτεροποιὸν ὅρον τῆς πίστεως, μᾶλλον μὲν οὖν ἀσπά-
ὑφάψας, αὐτοῖς οἰκήμασιν ἅμα καὶ βίβλοις πολλαῖς καὶ καλαῖς καὶ
λος, ἔχων μαθητὰς λόγῳ καὶ βίῳ σεμνοὺς τὸν ἀριθμὸν δώδεκα.
796 ὧν τῆς γνώμης χωρὶς οὐ θεμιτόν τι ποιεῖν ἐδόκει οὐδὲ τοῖς βασι-
459
ραζε πεῖσαι τῇ αὐτοῦ αἱρέσει. καταθέσθαι δὲ μὴ καταδεχομένους
διὰ δὲ τῆς νυκτὸς πῦρ κυκλόθεν ὑφάψας αὐταῖς ἑστίαις καὶ βί-
260 σίλειος, ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς εὐγενεστέ-
261 μὲν ἀφῆκεν εἰς τὴν σφετέραν πορευθῆναι διατριβήν, τὸν οἶκον
460
αφθῆναι νυκτός, οὕτω τόν τε οἶκον σὺν ταῖς βίβλοις καὶ τοὺς
καὶ τοῦτο. ἐγγὺς τοῦ τεμένους τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ σοφίας
461
4200 ἄλλος, ἄν εἴποι τις, Ἀδὰμ ἔνθεος δενδροκόμος
4230 τοὺς ἄνδρας, φεῦ, τοὺς ἱεροὺς καὶ σὺν αὐτοῖς τὰς βίβλους.
462
αἴ αἴ μισὸκαλος ψυχὴ! φεῦ γνώμη θηριώδης!
«Οἶκος ἦν ἐν τῇ λε-
βλων, τῷ οἴκῳ ἐντεθησαύριστο, ὁπόσαι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ἱερῶν, ὁπόσαι τῶν ἔξωθεν,
τὸν βίον ἀγγελικός, τὸν λόγον πτηνὸς καὶ μετάρσιος, φύλαξ ὁμοῦ καὶ παροχεὺς σο-
φίας ἀδάπανος τοῖς οἷς ἡ σπουδὴ πρὸς λόγους καὶ παιδείας πάσης ἀκρόασιν· καὶ
165 ἦν αὐτῷ ἡ κλῆσις τοῦ ἀξιώματος, διδάσκαλος οἰκουμενικός. Δύο καὶ δέκα τούτῳ
ὀπαδοὶ κατάμφω, κατά τε βίον καὶ λόγον, συνοικουροῦντες αὐτῷ, καὶ τοῦ μακαρίου
ἐκείνου χώρου καὶ αὐτοὶ εἰς κόρον παραπολαύοντες· καὶ ἦν αὐτοῖς οὐ μέτριον τὸ
αἰδέσιμον, οἷς τε τὸν βίον ἦσαν λαμπροὶ καὶ οἷς τὸν λόγον ἀκρότατοι. Τούτους ὁ τύ-
ραννος ὑπελθὼν ὡς τῆς αὐτῆς αὐτῷ κοινωνήσαιεν κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων μανί-
170 ας, ὡς ἄν, εἰ πρὸς τέλος αὐτῷ τὸ μεταπεῖσαι τοὺς τηλικούτους ἄνδρας· καὶ γένοιτο
ἐντεῦθεν τοὺς πάντας ῥᾳδίως σχοίη καὶ ἀπραγμόνως ταῖς τῆς εἰκονομαχίας ἄρκυσιν
ἐνζωγρήσειεν. Ἀλλ᾿ ἐκείνους γε, πύργον ἰσχύος εὐθὺς εὕρατο, καὶ τεῖχος στερέμνιον
ἀποκρουόμενον πόρρω τὴν αὐτοῦ προσβολήν. Τοίνυν καὶ τῶν θαυμαστῶν ἐκείνων ἀνδρῶν
συνηγμένων ὁμοῦ τῷ φυλακτηρίῳ τῶν βίβλων οἴκῳ, ὕλην κυκλόθεν ὁ μυσα-
175 ρὸς προστάττει βαλεῖν, καὶ ἀναφθῆναι τὸ τάχος καὶ πυρποληθῆναι τὸν οἶκον ἐκεῖνον
αὔτανδρον μετάγε τοῦ τοσούτου τῶν γραφῶν θησαυροῦ. Γέγονεν οὕτω νύκτωρ, καὶ
δὲ παντοδαποῦς σοφίας λόγοι, οὓς τὰ τῶν βίβλων ἐθαλάμευον ἔλυτρα, ἀλλὰ καὶ
463
λόγου Σοφίας κτισθείσῃ, οἶκος ἦν βασιλικὸς μέγιστος καὶ πε-
[σοφίας] ἀωρὶ τῶν νυκτῶν τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους καὶ λογίους σύμ-
Π.11. Εφραίμιος
127.133 «10. Πρὸς τῶν ἄνω βασιλέων, οἳ καὶ τὴν κλῆσιν ἠλήθευσαν ὡς ἐνὸν διὰ βίου συν-
464
ἅπαν ὃ ταύτην εὐκλεεστέραν καθίστησι διὰ σπουδῆς αὔξειν ποιούμενοι, πρὸς οὖν τῶν
διῃρημένά πως καὶ συνῃμμένα τυγχάνοντα, διῃρημένα μὲν τοῖς οἰκήμασι, τῇ δ᾿ ἀλ-
οἶκον τοῖς ἔξωθεν, ποικίλον καὶ πολυώφορον· καὶ διδάσκαλοι ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅσα δὴ
ταῦτα, δυοκαίδεκα δ᾿ ἦν, εἰσαεὶ καθιδρύοντο· καὶ ἐπὶ τούτων ὁ τῶν ὅλων κατὰ πᾶν
ἐφορείαν μυσταγωγῶν ὁμοῦ καὶ μυστῶν, ἐπιτέτραπτο. Ἦν μὲν οὖν οὕτω τοῦτο
διενεργούμενον ἄνωθεν, καὶ ὁ λόγος ἔνθεν εἶχεν αὐξάνεσθαι, καὶ τὸ κατὰ φύσιν
ἀνθρώπῳ πρὸς τοῦ αὐτολόγου, πρὸς τῆς αὐτοσοφίας αὐτῆς ἐξ αὐτῆς τῆς γενέσεως
ἐγκατασπαρέν, καὶ ὃ δυνάμει πᾶσι κοινῶς ἔνεστι, πρὸς τὴν κατ᾿ ἐπιτηδειότητα διῄρε-
το κίνησιν, καὶ πολλοῖς εἰς ἐνέργειαν, εἰ καὶ μὴ πᾶσι, προήγετο, τῇ τε καλῶς διοικεῖν
εἰδυίᾳ φιλοσοφίᾳ καὶ πρὸς τὸ κρεῖττον τὰ καθ᾿ ἡμᾶς μεταφέρειν καὶ ὑψηλότερον,
καὶ βασιλεία πεπαιδαγώγητο, καὶ πολιτεία κατήρτιστο, καὶ τὸ δημῶδες καὶ ὡς ἐπίπαν
ἀστάθμητον, ὡς ἐνὸν ἐρρύθμιστο καὶ συνέσταλτο.
127.151 11. Ἦν μὲν οὖν ἐκ μακροῦ τοῦθ᾿ οὕτως ἔχον· κατ᾿ ἐκεῖνο δέ γε καιροῦ ἄνδρες
ἀριπρεπεῖς καὶ διάσημοι, τοὺς παρὰ τὰς σπουδὰς θρόνους ἐπὶ κόσμῳ σφῶν ἔλαχον καὶ
μᾶλλον ὁ τῶν ἄλλων πρωτεύων, καὶ τὴν τιμὴν ὕπατος· οὐ γὰρ δὴ τὰ ἐκτὸς οὗτοι καὶ
θύραθεν μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ ἔνδον καὶ θεῖα φιλοσοφεῖν ἤθελον. Ἀμέλει τοι καὶ θεῖα
καὶ περιείχοντο κἀπὶ ταύταις πάντας συντηρεῖν ἔργον πεποίηντο, ὅθεν καὶ διὰ τιμῆς
πάσης, διὰ πολλοῦ τε σεβάσματος εἶχον, σφᾶς ἅπαντες· οὗ δὴ καὶ βασιλεὺς εἵνεκα,
τούτους πρὸ πάντων ἄλλων, ὁμόφρονάς τε καὶ ὁμογνώμονας σχεῖν ἐπειράσατο·
ἐνόμισε γὰρ ὡς, εἴπερ ὁμοδόξους αὐτοὺς κτήσαιτο, ἕξει σχεδὸν πάντας ὁμόφρονας.
Ἀλλ᾿ οὐκ ἴσχυσεν οὐδένα σφῶν μεταστῆσαι, οὐ πρῶτον, οὐκ ἔσχατον, οὐ μέσον·
πᾶσι μὲν γὰρ ἐπὶ τῷδε τρόποις ἐχρήσατο, οὐδέν δ᾿ ὅ,τι καὶ ἤνυσε. Τὰ μὲν γὰρ πρῶτα
μετὰ πολλῆς ὅ,τι πραότητος, τὰ τῆς γνώμης ἐξήγγελλε, καί οἱ σύμφρονας σχεῖν
ἤθελεν· ὡς δ᾿ ἐλέγχοντας εἶδεν αὐτοῦ τὴν ἀπόνοιαν, καὶ μηδ᾿ ἄν, εἴ τι καὶ γένοιτο,
τὴν τῶν ἁγίων εἰκόνων διισχυριζομένους ἀθετῆσαι προσκύνησιν, πρὸς ἀπειλὰς καὶ
ὕβρεις ἐχώρησεν.
12. Ὡς δ᾿ οὐδὲ οὕτω μετέπειθε πάντων ἀπογνοὺς ἄλλων, ὅλος τῆς ἀπηνείας
ἑαυτοῦ γίνεται· ὅθεν καὶ χώραν δοὺς αὐτοῖς σκέψεως, πέμπει τοὺς αὐτοῖς οἰκήμασι
128.168 κατακαύσοντας. Καὶ οἳ τὴν ὥραν τηρήσαντες, ὅτε καὶ οἱ πρὸς τὸν κοινὸν ἁπάντων
πάνυ βραχεῖ τῷ παμφάγῳ πάντες πυρί, αὐταῖς βίβλοις, αὐταῖς οἰκίαις, κατανάλωνται.
465
Ὢ πάθους, ὢ ζημίας, ἣν ὑποσταίη μὲν τὸ δοκοῦν ἡ Κωνσταντίνου, ταῖς δ᾿ ἀληθείαις,
γένος ἅπαν Ῥωμαίων, καὶ οἱ τὴν σοφίαν ζητοῦντες ἀνέκαθεν Ἕλληνες, ὥσπου καὶ
ὁ θεῖος Παῦλος διεμαρτύρατο· οὐ γὰρ ὅτι γε τοιούτων ἀνδρῶν ἐστέρηται, ἀλλὰ καὶ
τοῦτο μέν, ὡς ἔφθην, εἰπὼν ἕν τι τῶν τοῦ βασιλέως καθ᾿ ἡμῶν ἔργον, ἕν τι τῶν τότε
δεινῶν καὶ τῆς μελλούσης, ὡς εἰπεῖν, κακίας προοίμιον· τὰ λοιπά δ᾿ εἰ βούλοιτό τις
466
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ-ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΑΑ Archäologischer Anzeiger
ActaAArtHist Acta ad Archaeologiam et Artium Historiam Pertinentia
ΑΔ Ἀρχαιολογικὸν Δελτίον
ΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη
AEMO Archaeologisch-Epigraphische Mitteilungen aus Österreich-
Ungarn
AHR The American Historical Review
AJA American Journal of Archaeology
AMIran Archäologische Mitteilungen aus Iran
AMY Ayasofya Müzesi Yıllığı
Anadolu Anadolu (Anatolia)
AnBoll Analecta Bollandiana
ANRW Aufstieg und Niedergang der römischen Welt
Archaeologia Archaeologia or Miscellaneous Tracts relating to Antiquity.
Society of Antiquaries of London
Architectura Architectura. Zeitschrift fur Geschichte der Baukunst
ArtB Art Bulletin
AS Anatolian Studies. Journal of the British Institute of
Archaeology at Ankara
AST Araştırma Sonuçları Toplantısı
AT Antiquité Tardive
BAGB Bulletin de l’Association G. Budé
BAR British Archaeological Reports
BBBS Bulletin of British Byzantine Studies
BBI Bulletin of the Byzantine Institute of America
BCH Bulletin de Correspondance Hellénique
BÉFAR Bibliothèque des Écoles Françaises d’Athènes et de Rome
Bizantinistica Bizantinistica: Rivista di studi Bizantini e Slavi
BJ Bonner Jahrbücher
BMGS Byzantine and Modern Greek Studies
BNJ Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher
Boreas Boreas. Münstersche Beiträge zur Archäologie. Münster :
Archäologisches Seminar der Universität.
BSl Byzantinoslavica. Revue Internationale des Études
Byzantines
BSocNatAntFr Bulletin de la Société Nationale des Antiquaires de France
BT Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum
Teubneriana
BullAIEMA Bulletin d’information de l’Association internationale pour
l’étude de la mosaïque antique
Byzantion Byzantion. Revue internationale des études Byzantines
ByzF Byzantinische Forschungen
ByzSym Βυζαντινά Σύμμεικτα
BZ Byzantinische Zeitschrift
CA Classical Antiquity
CAH Cambridge Ancient History
467
CahArch Cahiers Archéologiques
CBal Cahiers Balkaniques
CÉFR Collection de l'École Française de Rome
CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae
CIEB Congrès International des Études Byzantines
CJ Classical Journal
CorsiRav Corsi di cultura sull’arte ravennate e bizantina
CPh Classical Philology
CQ The Classical Quarterly
CRAI Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions
et Belles – Lettres
CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae
ΔΧΑΕ Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας
DACL Cabrol F.-Leclercq H., Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et
de Liturgie, Παρίσι 1907-1953
DenkschrWien Österreichische Akademie der Wissenschaften in Wien,
Philosophisch-Historische Klasse, Denkschriften
DHGE Dictionnaire d’ Histoire et de Géographie Ecclésiastiques
DOP Dumbarton Oaks Papers
ΕAΑ Enciclopedia Dell’Arte Antica Classica e Orientale
ΕΕΒΣ Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν
Ἑλληνικὰ Ἑλληνικὰ. Φιλολογικὸν, Ἱστορικὸν καὶ Λαογραφικὸν
Περιοδικὸν Σύγγραμμα.
ÉΟ Échos d’ Orient
Erytheia Erytheia. Revista de Estudios Byzantinos y Neogriegos
FMR The Magazine of Franco Maria Ricci Preview Issue
Forsch. u. Fortschr. Forschungen und Fortschritte
GCS Griechischen Christlichen Schriftsteller der ersten
Jahrhunderte
GRBS Greek, Roman and Byzantine Studies
Habis Habis. Filología clásica, historia antigua, arqueología clásica.
Universidad de Sevilla
Hellenica Hellenica. Recueil d'épigraphie, de numismatique et
d'antiquités grecques.
Hesperia Hesperia. The Journal of the American School of Classical
Studies at Athens
Historia Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte
HSPh Harvard Studies in Classical Philology
ΗΤhR Harvard Theological Review
IAMY Istanbul Arkeoloji Müzeleri Yilliği
IAY Istanbul Araştirmalari Yilliği
ICS Illinois Classical Studies
IG Inscriptiones Graecae
IstForsch Istanbuler Forschungen
IstMitt Istanbuler Mitteilungen
JBL Journal of Biblical Literature
JDAI Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts
JECS Journal of Early Christian Studies
JHC Journal of the History of Collections
JHS Journal of Hellenic Studies
JLA Journal of Late Antiquity
468
JMedHist Journal of Medieval History
JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik. Wien
JÖBG Jahrbuch des Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft
JRA Journal of Roman Archaeology
JRS Journal of Roman Studies
JSAH Journal of the Society of Architectural Historians
JWI Journal of the Warburg and Courtauld Institutes
ΚΕΦΣ Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς
Σύλλογος
KNAW Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen
MDAI Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts.
MGH AAnt Monumenta Germaniae Historica, Auctorum
Antiquissimorum
Milion Milion. Studi e ricerche d’arte bizantina
Monatsb. K. Preus. A. Berlin Monatsberichte der Königlichen Preussiche Akademie der
Wissenschaften zu Berlin
Le Muséon Le Muséon. Revue des Études Orientales
Νέα Ῥώμη Νέα Ῥώμη. Rivista di Ricerche Bizantinistiche
NE Νέος Ἑλληνομνήμων
NZ Numismatische Zeitschrift
OC Oriens christianus. Hefte für die Kunde des christlichen
Orients
OCA Orientalia Christiana Analecta
OCP Orientalia Christiana Periodica
ODB The Oxford Dictionary of Byzantium, Kazhdan A.P. (επιμ.), Ι-
ΙΙΙ, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 1991
OGIS Orientis Graeci Inscriptiones Selectae
ÖJH Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Institutes
in Wien.
PAPhS Proceedings of the American Philosophical Society
PG Migne J.-P., Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca,
Παρίσι 1857-1866
PMR Conference Patristic, Medieval, and Renaissance Conference. Villanova
University
P&P Past and Present
RA Revue Archéologique
RbK Reallexikon zur byzantinischen Kunst
RBPh Revue Βelge de Philologie et d’Histoire
RE Pauly-Wissowa, Realencyclopädie der classischen Altertum-
swissenschaft, Στουτγάρδη 1897-.
REA Revue des Études Anciennes
REArm Revue des Études Arméniennes
RÉB Revue des Études Byzantines
RÉG Revue des Études Grecques
RHist Revue Historique
RHR Revue de l’Histoire des Religions
RIA Rivista dell'Istituto Nazionale d'Archeologia e Storia
dell'Arte
RMS Reading Medieval Studies
SC Sources Chretiennes
StBiz Studi Bizantini e Neoellenici
469
TAPhA Transactions of the American Philological Association
TM Travaux et Mémoires du Centre de Recherche d’Histoire et
Civilisation de Byzance
TTOK-Bell Bulletin officiel du Touring et Automobile Club de Turquie
TürkArkDerg Türk Arkeoloji Dergisi
VV Vizantijskij Vremennik
ZAC Zeitschrift für Antikes Christentum
ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik
ZRVI Zbornik Radova Vizantološkog Instituta
2. ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄ Agathiae Myrinaei historiarum libri quinque, έκδ. Keydell R.,
CFHB 2, Series Berolinensis, Βερολίνο 1967.
Αἴλιος Ἀριστείδης, Λόγοι Aelii Aristidis Smyrnaei quae supersunt omnia, έκδ. Keil B., II,
Βερολίνο 1958.
Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, «Τοῦ σοφωτάτου μεγάλου Λογοθέτου Κωνσταντί-νου τοῦ
Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Ἀκροπολίτου λόγος εἰς τὴν ἁγίαν ὁσιομάρτυρα
Θεοδοσίαν Θεοδοσίαν», έκδ. Kotzabassi S., Das hagiographische Dossier
der heiligen Theodosia von Konstantinopel, Byzantinisches
Archiv 21, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2009, 123-140.
Ανωνύμου, Ἐκκλησιαστικὴ Anonyme Kirchengeschichte (Gelasius Cyzicenus, CPG 6034),
Ἱστορία έκδ. Hansen G.C., GSC N.F. 9, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2002.
Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Lamza L., Patriarch Germanos I. von Konstantinopel (715-730),
Πατριάρχου Das östliche Christentum, NF 27, Βoύρζμπουργκ 1975.
Βίος Ἁγίου Ταρασίου Efthymiadis S., The Life of the Patriarch Tarasios by Ignatios the
Πατριάρχου Deacon, BHG 1698, Birmingham Byzantine and Ottoman
monographs 4, Ashgate 1998.
Βραχέα Χρονικά Die byzantinischen Kleinchroniken, έκδ. Schreiner P., CFHB
12.1, Series Vindobonensis, Βιέννη 1975, 37-45.
Basilicorum libri LX Basilicorum libri LX. Series A, Volumen VII. Textus librorum
LIII-LIX, έκδ. Scheltema H. J., Van der Wal N., Γκρόνινγκεν
1974.
Γεώργιος Μοναχός, Georgii monachi Chronicon, έκδ. C. de Boor, ΙΙ, ΒΤ, Λειψία
Χρονικόν σύντομον 1904 (ανατύπωση Wirth P., Στουτγκάρδη 1978).
Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Michaelis Glycae Annales, έκδ. Bekker I., CSHB, Βόννη 1836.
Χρονική
Codex Justinianus Corpus Juris Civilis, II, Codex Justinianus, έκδ. Krueger P.,
Βερολίνο 1892.
Codex Theodosianus Theodosiani Libri XVI cum Constitutionibus Sirmondianis, II,
έκδ. Mommsen T., Βερολίνο 1905.
Γρηγόριος Θεολόγος, Grégoire de Nazianze, Discours 42-43, «Εἰς τὸν μέγαν
Ἐπιτάφιος Μεγάλου Βασίλειον ἐπιτάφιος», έκδ. Bernardi J., SC 384, Παρίσι 1992,
Βασιλείου 116-307.
Διονύσιος, Ἀνάπλους Dionysii Byzantii, Anaplus Bospori, έκδ. Güngerich R.,
Βοσπόρου Βερολίνο 1927.
Δούκας, Τουρκοβυζαντινὴ Ducas, Istoria Turco-Bizantinӑ (1341-1462), έκδ. Grecu V.,
Ἱστορία Scriptores Byzantini 1, Βουκουρέστι 1958.
Digesta Corpus Juris Civilis, I, Digesta, έκδ. Mommsen Th., Βερολίνο
1889.
470
Dittenberger, OGIS, Dittenberger W. (έκδ.), OGIS, Supplementum Sylloges
Supplementum Inscriptionum Graecarum, II, Λειψία 1905.
Ἐκλογαὶ ἀπὸ τῆς Ἐκλογαὶ ἀπὸ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας Θεοδώρου
Ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριᾶς Ἀναγνωστοῦ ἀπὸ φωνῆς Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ
Θεοδώρου Ἀναγνωστοῦ Ξανθοπούλου. Anecdota Graeca e codd. Manuscriptis
Bibliothecae Regiae Parisiensis, έκδ. Cramer J.A., II, Οξφόρδη
1839 (ανατύπ. Hildesheim 1967), 87-114.
Ἐπαρχικὸν βιβλίον Das Eparchenbuch Leons des Weisen, έκδ. Koder J., CFHB 33,
Series Vindobonensis, Βιέννη 1991.
Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν Eunapii Vitae sophistarum, έκδ. Giangrande J., Ρώμη 1956.
Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου Eusebius' Werke I.1. Über das Leben des Kaisers Konstantin, έκδ.
Winkelmann F., GCS, Βερολίνο 1975.
Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Eusebius, Die Kirchengeschichte, έκδ. Winkelmann F., GCS
Ἱστορία N.F. 6, Βερολίνο 1999.
Εὐσέβιος, Eusebius' Werke I. Über das Leben Constantins, Constantins
Τριακονταετηρικὸς Rede and die heilige Versammlung, Tricennatsrede an Constantin,
έκδ. Heikel Ι.Α., GCS 7, Leipzig 1902, 195-259.
Ευτρόπιος, Breviarium Eutropi Breviarium ab urbe condita cum versionibus Graecis,
έκδ. Landolf P.-Droysen Η., MGH, AAnt II, Βερολίνο 1879.
Ἐφραίμ, Χρονικόν Ephraem Aenii, Historia Chronica, έκδ. Lampsides Od., CFHB
27, Series Atheniensis, Αθήνα 1990.
Ζέπος, Jus graecoromanum Jus graecoromanum. Νεαραὶ καὶ Χρυσόβουλλα τῶν μετὰ
τὸν Ἰουστινιανὸν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, Ζέπος Ι.-
Ζέπος Π. (επιμ.), I, Αθήνα 1931.
Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum libri XVIII, έκδ. Büttner-
Wobst Th., III, CSHB, Βόννη 1897.
Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα Zosimi, Historia Nova, έκδ. Mendelssohn L., Λειψία 1887
(ανατύπ. Hildesheim 1963).
Grammatici Graeci Grammatici Graeci, III.2, Herodiani Technici reliquiae, έκδ.
Lentz A., Λειψία 1868 (ανατύπ. Hildesheim 1979).
Grammatici Latini Grammatici Latini, V, Artium Scriptores Minores, έκδ. Keil H.,
Λειψία 1868.
Ἠλίας, Προλεγόμενα τῆς Elias, Porphyrii Isagogen et Aristotelis Categorias Commentaria
Φιλοσοφίας στο Commentaria in Aristotelem Graeca, έκδ. Busse A.,
XVIII.1, Βερολίνο 1900.
Ἡσύχιος, Πάτρια Scriptores originum constantinopolitanarum, Ι, έκδ. Preger Th.,
ΒΤ, Λειψία 1901, 1-18.
Θεμίστιος, Λόγοι Themistii Orationes quae supersunt, έκδ. Schenkl H. - Downey
G.-Norman A.F., Ι-ΙΙΙ, ΒΤ, Λειψία 1965-1974.
Θεόδωρος Ἀναγνώστης, Theodorus Anagnostes, Kirchengeschichte, έκδ. Hansen G. C.,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία GCS, NF 3, Βερολίνο 1995.
Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστικὴ Theodoret, Kirchengeschichte, έκδ. Parmentier L. – Hansen
Ἱστορία, G.C., GCS, NF 5, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2009.
Θεοφάνης, Χρονογραφία Theophanis Chronographia, Ι-ΙΙ, έκδ. C. de Boor, Λειψία 1883-
1885, (ανατύπ. Olms G., Hildesheim 1963).
Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Theophylacti Simocattae Historiae, έκδ. C. de Boor, Λειψία
Οἰκουμενικὴ Ἱστορία 1887 (ανατύπ. Wirth P., Στουτγκάρδη 1972).
Ἰμέριος, Λόγοι Himerii Declamationes et Orationes, έκδ. Colonna A., Ρώμη
1951.
Ἰουλιανὸς, Ἐπιστολαὶ L’ empereur Julien, Oeuvres complètes. Lettres et fragments, I.2,
έκδ. Bidez J., Παρίσι 1924.
471
Ἰουλιανὸς, Λόγοι L’ empereur Julien, Oeuvres complètes. Discours de Julien César,
I.1-ΙΙ.1-2, έκδ. Bidez J.-Rochefort G.-Lacombrade C., Παρίσι
1924-1964.
Itineraria Romana Itineraria Romana, I, έκδ. Cuntz O., Λειψία 1929.
Ἰωάννης Ἀντιοχεὺς Ioannis Antiocheni, fragmenta quae supersunt omnia, έκδ.
Mariev S., CFHB 47, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα
Υόρκη 2008.
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν Ioannis Lydi De Magistratibus Populi Romani, έκδ. Wünsch R.,
Λειψία 1903.
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν Ioannis Laurentii Lydi Liber de Mensibus, έκδ. Wünsch R.,
CSHB, Λειψία 1898.
Ἰωάννης Μαλάλας, Ioannis Malalae Chronographia, έκδ. Thurn I., CFHB 35, Series
Χρονογραφία Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2000.
Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος «Βίος καὶ μαρτύριον τῆς ἁγίας καὶ πανενδόξου
Ἁγίας Θεοδοσίας ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας τοῦ χαρτοφύλακος
Θεσσαλονίκης Σταυρακίου», έκδ. Kotzabassi S., Das
hagiographische Dossier der heiligen Theodosia von
Konstantinopel, Byzantinisches Archiv 21, Βερολίνο-Νέα
Υόρκη 2009, 84-98.
Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν Georgius Cedrenus, Compendium Historiarum, έκδ. Bekker I., Ι,
CSHB, Βόννη 1838.
Κριτόβουλος Ἴμβριος, Critobuli Imbriotae historiae, έκδ. Reinsch D. R., CFHB 22,
Ξυγγραφῆς Ἱστοριῶν Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1983.
Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν περί τῶν ὀφφικίων τοῦ
παλατίου Kωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς
μεγάλης ἐκκλησίας, έκδ. J. Verpeaux, Pseudo-Kodinos: Traité
des Offices, Paris 1966.
Κωνστάντιος, Δημηγορία Δημηγορία Κωνσταντίου αὐτοκράτορος πρὸς τὴν
σύγκλητον ὑπὲρ Θεμιστίου, Themistii Orationes Quae
Supersunt, έκδ. Schenkl H. - Downey G. - Norman A. F., III,
BT, Λειψία 1974, 121-128.
Κωνσταντίνου, Λόγος τῷ Eusebius' Werke I. Über das Leben Constantins, Constantins
τῶν ἁγίων συλλόγῳ Rede and die heilige Versammlung, Tricennatsrede an Constantin,
έκδ. Heikel Ι.Α., GCS 7, Leipzig 1902, 151-192.
Λιβάνιος, Ἐπιστολαὶ Libanii Opera, XI, Epistolae 840-1544, έκδ. Förster R., Λειψία
1922.
Λιβάνιος, Λόγοι Libanii Opera, Ι-ΙV, έκδ. Förster R., Λειψία 1903-1908.
Lactantius, De Mortibus Lactantius, De Mortibus Persecutorum, έκδ. Creed J.L.,
Persecutorum Οξφόρδη 1984.
Μάλχος Φιλαδελφεύς Blockley R.C., The Fragmentary Classicising Historians of the
Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and
Malchus, I, Towbridge-Wiltshire 1981 & II, Λιβερπουλ 1983.
Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ Constantini Manassis Breviarium Chronicum, έκδ. Lampsidis
Od., CFHB 36.1, Series Atheniensis, Αθήνα 1996.
Μανουήλ Χρυσολωράς, Έκδ. Billò C., «Manuele Crisolora, Confronto tra l'Antica e la
Σύγκρισις παλαιᾶς καὶ νέας Nuova Roma», Medioevo Greco, 0 (2000), 1-26.
Ῥώμης
Marcellinus Comes, Chronicon Marcellini V.C. Comitis Chronicon, έκδ. Mommsen T., MGH
AAnt 11, Chronica minora 2, Βερολίνο 1894, 37-108.
Μένανδρος Προτήκτωρ Blockley R. C., The History of Menander the Guardsman,
Λίβερπουλ 1985.
472
Μιχαήλ Χωνιάτης, Michaelis Choniatae Epistulae, έκδ. Kolovou F., CFHB 41,
Ἐπιστολαὶ Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2001.
Νικηφόρος Γρηγορὰς, Nicephori Gregorae, Byzantina Historia, έκδ. Schopen L.-
Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία Bekker Ι., CSΗB, Βόννη 1829-1855.
Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Νικηφόρος Καλλίστου Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Ἱστορία, PG 146.
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, έκδ. van Dieten J.,
διήγησις, CFHB 11.1, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1975.
Notitia Urbis Notitia dignitatum accedunt Notitia Urbis Constantinopolitanae
et Latercula Provinciarum, έκδ. Seeck O., Βερολίνο 1876
(ανατύπ. Frankfurt-Main 1962).
Novellae Justiniani Corpus Juris Civilis, III, Novellae Justiniani, έκδ. Schoell R. –
Kroll G., Βερολίνο 1895.
Origo Constantini Excerpta Valesiana, έκδ. Moreau J., Λειψία 1968.
Παιάνιος, Μετάφρασις Παιάνιος, Μετάφρασις τῆς Εὐτροπίου Ῥωμαϊκῆς Ἱστορίας,
Εὐτροπίου έκδ. Landolf P.-Droysen Η., MGH, AAnt II, Βερολίνο 1879.
Παλατινὴ Ἀνθολογία Anthologie Grecque, έκδ. Waltz P., Ι-ΧΙΙ, Παρίσι 1928-1970.
Παλλαδίου, Διάλογος περὶ Palladios, Dialogue sur la Vie de Jean Chrystostome, Ι, έκδ.
βίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Malingrey A.-M. & Leclercq Ph., SC 341, Παρίσι 1988.
Παραστάσεις Σύντομοι Scriptores originum constantinopolitanarum, έκδ. Preger Th., Ι,
Χρονικαὶ ΒΤ, Λειψία 1901, 19-73.
Πασχάλιον Χρονικόν Chronicon paschale, έκδ. Dindorf L., Ι, CSHB, Βόννη 1832.
Πάτρια Scriptores originum constantinopolitanarum, έκδ. Preger Th., ΙΙ,
Κωνσταντινουπόλεως ΒΤ, Λειψία 1907.
Περὶ Βασιλείου τάξεως Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae
Byzantinae libri duo, έκδ. Reiske J. J., CSHB, Βόννη 1829-1830.
Πλανούδειa Ἀνθολογία Anthologie Grecque. Anthologie de Planude, έκδ. Aubreton R. -
Buffière F., ΧΙΙΙ, Παρίσι 1980.
Προκόπιος, Ἀνέκδοτα Procopii Caesariensis opera omnia, III, Historia Arcana, έκδ.
Haury J. – Wirth G., Λειψία 1963.
Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων Procopii Caesariensis opera omnia, IV, De Αedificiis libri VI, έκδ.
Haury J. – Wirth G., Λειψία 1964.
Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Procopii Caesariensis opera omnia, I-ΙΙ, De Bellis, έκδ. Haury J. –
Πολέμων Wirth G., Λειψία 1962.
Res Gestae Res Gestae Divi Augusti, έκδ. Bidez J., Παρίσι 2007.
Rhetores Graeci Rhetores Graeci, III, έκδ. Spengel L., Λειψία 1856.
Σκουταριώτης, Σύνοψις Σύνοψις Χρονική, έκδ. Σάθας Κ. Ν., Μεσαιωνική
Χρονικὴ Βιβλιοθήκη VII, Παρίσι-Βιέννη 1894.
Σοῦδα Suidae Lexikon I-V, έκδ. Adler A., Λειψία 1928-1938.
Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικὰ Stephani Byzantii Ethnica, εκδ. Billerbeck M., CFHB 43.1, τομ.
Ι: Α-Γ, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2006.
Συμεών Μάγιστρος, Symeonis Magistri et Logothetae Chronicon, έκδ. Wahlgren S.,
Χρονικόν CFHB 44.1, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2006.
Σύνταγμα Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ
πανευφήμων ὰποστόλων καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ
τοπικῶν συνόδων καὶ τῶν κατά μέρος ἁγίων πατέρων, έκδ.
Ράλλης Γ.Α. - Ποτλής Μ., Α’-Στ’, Ἀθήνησιν 1852-1859.
Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Sozomenus Kirchengeschichte, έκδ. Bidez J. - Hansen G. C.,
Ἱστορία GCS, NF 4, Βερολίνο 1995.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Socrates Kirchengeschichte, έκδ. Hansen G. C., GCS, NF 1,
Ἱστορία Βερολίνο 1995.
473
Φιλοστόργιος, Philostorgius Kirchengeschichte, έκδ. Bidez J.-Winkelmann F.,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία GCS 21, Λειψία 1913.
Φώτιος, Βιβλιοθήκη Photius, Bibliothèque, έκδ. Henry R., I-VIII, Παρίσι 1959-1977.
Ψευδο-Σφραντζής Γεώργιος, Georgios Sphrantzes, Memorii 1401-1477, Ȋn anexǎ Pseudo-
Χρονικὸν Phrantzes: Macarie Melissenos, Cronica 1258-1481, έκδ. Grecu
V., Scriptores Byzantini V, Βουκουρέστι 1966, 150-591.
3. ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΗΓΕΣ
474
Arce, «Imperial Funerals» Arce J., «Imperial Funerals in the Later Roman Empire:
Change and Continuity», στο Theuws F.-Nelson J.L. (επιμ.),
Rituals of Power. From Late Antiquity to the Early Middle
Ages, Λέιντεν-Βοστώνη-Κολωνία 2000, 115-129.
Asutay-Effenberger, Asutay-Effenberger N., «’’Muchrutas’’ der Seldschukische
«’’Muchrutas’’» Schaupavillon im Grossen Palast von Konstantinopel»,
Byzantion 74 (2004), 313-329.
Asutay-Effenberger & Asutay-Effenberger N.-Effenberger A., «Zur Kirche auf
Effenberger, «Chalke-Kirche» einem Kupferstich von Gugas Inciciyan und zum Standort
der Chalke-Kirche», BZ 97 (2004), 51-94.
Βεληγιάννη-Τερζή, Βεληγιάννη-Τερζή Χ., Οι Ελληνίδες Πόλεις και το Βασίλειο
Ελληνίδες Πόλεις των Οδρυσών από Αβδήρων Πόλεως μέχρι Ίστρου Ποταμού,
Αθήνα 2004.
Bagnall, «Library of Dreams» Bagnall R.S., «Alexandria: Library of Dreams», PAPhS 146
(2002), 348-362.
Baha Tanman-Vefa Baha Tanman M.-Vefa Çobanoğlu A., «Ottoman Architecture
Çobanoğlu, «Ottoman in Atmeydani and its Environs» στο Işin,
Architecture» Hippodrom/Atmeydanı, 32-70.
Ball, Rome in the East Ball W., Rome in the East. The transformation of an empire,
Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2000.
Balty, Curia Ordinis Balty J.C., Curia Ordinis: recherches d’architecture et d’urbanisme
antiques sur les curies provinciales du monde romain, Βρυξέλες
1994.
Banduri, Imperium orientale Banduri A., Imperium orientale: sive Antiquitates
Constantinopolitanae in quatuor partes distributae: quam ex variis
scriptorum graecorum operibus & praesertim ineditis adornate,
commentariis & geographicis, topographicis, aliisque quam
plurimis monumentorum ac nomismatum tabellis illustrantur &
ad intelligentiam cum sacrae tum profanae historiae apprime
conducunt, Παρίσι 1711.
Bardill, «Archaeologists» Bardill J., «Archaeologists and excavations in the
Hippodrome» στο Pitarakis, Hippodrom/Atmeydanı, 83-90.
Bardill, Brickstamps Bardill J., Brickstamps of Constantinople, Ι, Οξφόρδη 2004.
Bardill, Constantine Bardill J., Constantine Divine Emperor of the Christian Golden
Age, Κέιμπριτζ 2012.
Bardill, «Great Palace» Bardill J., «The Great Palace of the Byzantine Emperors and
the Walker Trust Excavations», JRA 12 (1999), 216-230.
Bardill, «Hippodrome» Bardill J., «The Architecture and Archaeology of the
Hippodrome in Constantinople» στο Pitarakis,
Hippodrom/Atmeydanı, 91-148.
Bardill, «Monuments» Bardill J., «The Monuments and Decoration of the
Hippodrome in Constantinople» στο Pitarakis,
Hippodrom/Atmeydanı, 149-184.
Bardill, «Palace of Lausus» Bardill J., «The Palace of Lausus and Nearby Monuments in
Constantinople: A Topographical Study», AJA 101 (1997), 67-
95.
Bardill, «Visualizing the Bardill J., «Visualizing the Great Palace of the Byzantine
Great Palace» Emperors at Constantinople. Archaeology, Text and
Topograhy», στο Bauer, Visualisierungen, 5-45.
Bardill-Hayes, «Excavations» Bardill J.-Hayes J.W., «Excavations beneath the Peristyle
Mosaic in the Great Palace of the Byzantine Emperors: The
475
Pottery from Site D, 1936», CahArch 50 (2002), 27-40.
Barnes, Constantine Barnes T.D., Constantine: Dynasty, Religion and Power in the
Later Roman Empire, Τσίτσεστερ 2011.
Barnes, New Empire Barnes T.D., The New Empire of Diocletian and Constantine,
Κέιμπριτζ Μασ.-Λονδίνο 1982.
Barsanti, Bisanzio e l’Occidente Barsanti C. et als (επιμ.), Bisanzio e l’Occidente: arte,
archeologia, storia. Studi in onore di Fernarda de’Maffei. Ρώμη
1996.
Barsanti, «Bisanzio romana» Barsanti C., «Note archeologiche su Bisanzio romana»,
Million 2 (1990), 11-50.
Barsanti, «Constantinopoli» Barsanti C., «Constantinopoli: Testimonianze archeologiche
di età Constantiniana», Bonamente G.-Fusco F. (επιμ.),
Constantino il Grande dall’ antichità all’ umanesimo, Colloquio
sul Cristianesimo nel mondo antico (Ματσεράτα, 18-
20.12.1990), Ι, Ματσεράτα 1992, 115-150.
Başgelen-Johnson, Istanbul Başgelen N. – Johnson B. (επιμ.), Myth to Modernity, I,
Istanbul Selected Themes, Arkeoloji ve Sanat, annual suppl.,
Κωνσταντινούπολη 2002.
Bassett, «Ancient Statuary» Bassett S., «Ancient Statuary in Fourth-Century
Constantinople: Subject, Style and Function», στο Bauer
F.A.-Witschel C. (επιμ.), Statuen in der Spätantike,
Βισμπάντεν 2007.
Bassett, «Antiquities» Bassett G. S., «The Antiquities in the Hippodrome in
Constantinople», DOP 45 (1991), 87-96.
Bassett, «Historiae Custos» Bassett Guberti S., «Historiae Custos: Sculpture and
Tradition in the Baths of Zeuxippos», AJA 100 (1996), 491-
506.
Bassett, «Lausos Collection» Bassett Guberti S., «’’Excellent Offerings’’: The Lausos
Collection in Constantinople», ArtB 82 (2000), 6-25.
Bassett, Urban Image Bassett S., The Urban Image of Late Antique Constantinople,
Κέιμπριτζ 2004.
Bauer, Stadt Bauer F. A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike.
Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den
spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos, Μάιντς
1996.
Bauer, «Urban Space» Bauer F.A., «Urban Space and Ritual: Constantinople in Late
Antiquity», στο Brandt J. R.-Steen O. (επιμ.), Imperial Art as
Christian Art-Christian Art as Imperial Art, Acta ad
Archaeologiam et atrium historiam pertinentia 15, Ρώμη 2001,
27-62.
Bauer, Visualisierungen Bauer F. A. (επιμ.), Visualisierungen von Herrschaft:
Frühmittelalterliche Residenzen - Gestalt und Zeremoniell,
Internationales Kolloquium (Κωνσταντινούπολη 3-
4.06.2004), Byzas 5, Κωνσταντινούπολη 2006.
Baynes, «Eusebius and the Baynes N.H., «Eusebius and the Christian Empire», στο
Christian Empire» Baynes N.H., Byzantine Studies and Other Essays,
Πανεπιστήμιο του Λονδίνου 1955, κεφ. ΙΧ.
Beaulieu, «De l’Esagil au Beaulieu P.-A., «De l’Esagil au Mouseion: l’organisation de la
Mouseion» recherche scientifique au IVe siècle avant J.-C.», στο Briant
P.- Joannès F. (επιμ.), La transition entre l’empire achéménide et
les royaumes hellénistiques (vers 350-300 av. J.-C.), Actes du
476
colloque organisé au College de France (Παρίσι, 22-
23.11.2004), Παρίσι 2006, 17-36.
Beck, Studien Beck H.-G. (επιμ.), Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels,
Miscellanea Byzantina Monacensia 14 (1973).
Becker, Eunapios Becker M., Eunapios aus Sardes. Biographien über Philosophen
und Sophisten. Einleitung, Übersetzung, Kommentar,
Στουτγκάρδη 2013.
Berger, «Altstadt von Berger A., «Die Altstadt von Byzanz in der
Byzanz» vorjustinianischen Zeit», Varia 2, Ποικίλα Βυζαντινά 6,
Βόννη 1987, 9-30.
Berger, «Byzantine Court» Berger A., «The Byzantine Court as a Physical Space», στο
Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 3-12.
Berger, Κωνσταντινούπολη Berger A., Konstantinopel. Geschichte, Topographie, Religion,
ελλην. μτφρ.: Κωνσταντινούπολη. Ιστορία, Τοπογραφία,
Θρησκεία. Τσατσούλης Χρ. (μτφρ.), Αθήνα 2013.
Berger, «Langa Bostani» Berger Α., «Der Langa Bostani in Istanbul», IstMitt 43 (1993),
467-77.
Berger, Patria Berger A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos,
Ποικίλα Βυζαντινά 8, Βόννη 1988.
Berger, «Regionen und Berger A., «Regionen und Strassen in Frühen
Strassen» Konstantinopel», IstMitt 47 (1997), 349-414.
Berger, «Senate» Berger A., «Die Senate von Konstantinopel», Boreas 18 (1995),
131-142.
Berger, «Streets and Public Berger A., «Streets and Public Spaces in Constantinople»,
Spaces» DOP 54 (2000), 161-172.
Bidwell, «Constantius and Bidwell P., «Constantius and Constantine at York» στο
Constantine» Constantine the Great, York’s Roman Emperor, Hartley E. et als
(επιμ.), Κατάλογος Έκθεσης. Υόρκη 2006, 31-40.
Birley, Septimius Severus Birley A. R., Septimius Severus, The African Emperor, Λονδίνο
1999.
Blanck, Το βιβλίο Blanck H., Das Buch in der Antike, ελλην. μεταφρ.: Το βιβλίο
στην Αρχαιότητα, Γεωργοβασίλης Δ. Γ.-Pfreimter M.
(μτφρ.), Αθήνα 2008.
Boatwright, Hadrian and the Boatwright M. T., Hadrian and the Cities of the Roman Empire,
cities Νέο Τζέρσεϋ 2000.
Bolognesi, «Gran Palazzo» Bolognesi E., «Il Gran Palazzo», Bizantinistica 2 (2000), 197-
242.
Bolognesi Recchi- Bolognesi Recchi-Franceschini E., «The Great Palace of
Franceschini, «Great Palace» Constantinople. An introduction to the main areas of
activity, ground levels and phases of development», στο
Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue Forschungen, 9-16.
Bowden-Gutteridge- Bowden W. - Gutteridge A. - Machado C. (εκδ.), Social and
Machado, Social and Political Political Life in Late Antiquity, Late Antique Archaeology 3.1,
Life Λέιντεν-Βοστώνη 2006.
Boyancé, Culte des Muses Boyancé P., Le Culte des Muses chez les philosophes Grecs.
Études d’ histoire et de psychologie religieuses. BÉFAR αρ. 141,
Παρίσι 1937.
Bréhier «Byzantion» Bréhier L., λήμμα «Byzantion», DHGE 10 (1938), 1501-1511.
Bréhier, «Constantin» Bréhier L., «Constantin et la fondation de Constantinople»,
RH 119, II, (1915), 241-272.
Bréhier, «Εnseignement Bréhier L., «Notes sur l’histoire de l’enseignement supérieur
477
supérieur» Ι à Constantinople», Byzantion 3 (1926), 73-94.
Bréhier, «Εnseignement Bréhier L., «Notes sur l’histoire de l’enseignement supérieur
supérieur» ΙΙ à Constantinople», Byzantion 4 (1927-1928), 13-28.
Bréhier, «L’enseignement» Bréhier L., «L’enseignement» στο La civilisation Byzantine: le
monde Byzantin, Παρίσι 1950, 456-470.
Brett - Macaulay - Stevenson, Brett G. - Macaulay W. J. - Stevenson R. B. K., The Great
Great Palace Palace of the Byzantine Emperors, being a First Report on the
excavations carried out in Istanbul on behalf of the Walker Trust
(The University of St Andrews) 1935-1938, Οξφόρδη-Λονδίνο
1947.
Brown, Imperial Cities Brown T.J., Emperors and Imperial Cities, AD 284-423,
Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης 2000.
Bruun, Constantine Bruun P. M., Constantine and Licinius A.D. 313-337, in
Sutherland C.H.V.-Garson R.A.G. (επιμ.), The Roman Imperial
Coinage, VII, Λονδίνο 1966.
Bühl, Constantinopolis und Bühl G., Constantinopolis und Roma. Stadtpersonifikationen der
Roma Spätantike, Ζυρίχη 1995.
Burrell, Neokoroi Burrell B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors,
Λέιντεν-Βοστώνη 2004.
Byrd, «Pierre Gilles» Byrd K.M., «Pierre Gilles and the topography of
Constantinople» στο Başgelen-Johnson, Istanbul,1-15.
Byrd, Pierre Gilles’ Byrd K.M., Pierre Gilles’ Constantinople. A modern English
Constantinople Translation with Commentary, Νέα Υόρκη 2008.
Byrd, Pierre Gilles’ Topography Byrd K.M., Pierre Gilles’ Topography of Constantinople and its
antiquities. A new Translation with Commentary. Διδ. Διατριβή,
Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Νιού Τζέρσεϋ 2002.
Γιαννικουρή, Η αγορά στη Γιαννικουρή Α. (επιμ.), Η αγορά στη Μεσόγειο από τους
Μεσόγειο Ομηρικούς έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους, Διεθνές
επιστημονικό συνέδριο (Κως,14-17 Απριλίου 2011), Αθήνα
2011.
Γκουτζιουκώστας, Απονομή Γκουτζιουκώστας Α.Ε., Η απονομή δικαιοσύνης στο
δικαιοσύνης Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες). Τα κοσμικά δικαιοδοτικά
όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, Βυζαντινά
Κείμενα και Μελέται 37, Θεσσαλονίκη 2004.
Cameron, «Empress and the Cameron Al., «The Empress and the Poet: Paganism and
Poet» Politics at the Court of Theodosius II» στο Winkler J. J.,
Williams G. (εκδ.), Later Greek Literature, Yale Classical Studies
27 (1982), 217-289.
Cameron, Greek Anthology Cameron Al., The Greek Anthology from Meleager to Planudes,
Οξφόρδη 1993.
Cameron, «Theodorus» Cameron, Al. «Theodorus τριcέπαρχοc», GRBS 17 (1976),
269-286.
Cameron, Ύστερη Ρωμαϊκή Cameron Av., The Later Roman Empire, ελλην. μτφρ.: Η
αυτοκρατορία ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Κράλλη Ι. (μτφρ.), Αθήνα
2000.
Cameron, Procopius Cameron Av. Procopius and the Sixth Century, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 1985 [επανεκτ. 2005].
Cameron-Hall, Eusebius Cameron Av.-Hall S.G. (μετφρ.-σχολ.), Eusebius, Life of
Constantine, Οξφόρδη 1999.
Cameron-Herrin, Parastaseis Constantinople in The Early Eighth Century: The Parastaseis
Syntomoi Chronikai. Introduction, Translation and Commentary.
478
Cameron, Av. – Herrin, J. (έκδ.), Columbia Studies in the
Classical Tradition 10, Λέιντεν 1984.
Camp, Αρχαία Αγορά Camp J. M., The Athenian Agora, ελλην. μτφρ.: Η αρχαία
Αγορά της Αθήνας, Κλεώπα Μ. (μτφρ.), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005.
Camp, «Philosophical Camp J. M., «The Philosophical Schools of Roman Athens»
Schools» στο Walker-Cameron, Greek Renaissance, 50-55.
Carile, Vision of the Palace Carile M.C., The Vision of the Palace of the Byzantine Emperors
as a Heavenly Jerusalem, Studi e Ricerche di Archeologia e
Storia dell’ Arte 12, Σπολέτο 2012.
Cassanelli, Byzance Cassanelli R. et als, Byzance, Constantinople, Istanbul, Παρίσι-
Μιλάνο 2008.
Casson, Βιβλιοθήκες Casson L., Libraries in the Ancient World, ελλην. μτφρ.: Οι
βιβλιοθήκες στον αρχαίο κόσμο, Α. Φιλιπποπούλου (μτφρ.),
ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
Casson, Preliminary Report Casson S. et als., Preliminary Report upon the Excavations
Carried out in the Hippodrome of Constantinople in 1927 on
Behalf of the British Academy, Λονδίνο 1928.
Casson-Talbot Rice, Second Casson S. - Talbot Rice D., Second Report upon the Excavations
Report Carried out in and near the Hippodrome of Constantinople in 1928
on Behalf of the British Academy, Λονδίνο 1929.
Cavalier-Descat- des Courtils, Cavalier L.-Descat R.- des Courtils J. (επιμ.), Basiliques et
Basiliques et Agoras Agoras de Grèce et d’Asie Mineure, Ausonius Éditions,
Mémoires 27, Μπορντώ 2012.
Cavallo, «Places of Public Cavallo G., «Places of Public Reading in Late Antiquity», στο
Reading» Derda -Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 151-
156.
Çelik, Remaking of Istanbul Çelik Z., The Remaking of Istanbul. Portrait of an Ottoman
City in the Nineteenth Century, Μπέρκλεϊ-Λος Άντζελες-
Λονδίνο 1986.
Cerasi, «Divanyolu» Cerasi M., «The Urban and Architectural Evolution of the
Istanbul Divanyolu: Urban Aesthetics and Ideology in
Ottoman Town Building», Muqarnas 22 (2005), 189-232.
Chastagnol, Histoire Auguste Chastagnol Α. (μτφρ., σχολ.), Histoire Auguste, Παρίσι 1994.
Chesnut,«The Ruler and the Chesnut, G.F. «The Ruler and the Logos in Neopythagorean,
Logos» Middle Platonic, and Late Stoic Political Philosophy» ANRW
II.16 (1978), 1310-1332.
Claridge, Rome Claridge A., Rome. Oxford Archaeological Guides, Οξφόρδη
2010.
Coarelli, Rome and Environs Coarelli F., Rome and Environs, An Archaeological Guide,
University of California Press 2007.
Coleman, «Entertaining Coleman K., «Entertaining Rome», στο Coulston-Dodge,
Rome» Ancient Rome, 210-258.
Collinet, École de droit Collinet P., Histoire de l’École de droit de Beyrouth, Παρίσι
1925.
Constantinides, Higher Constantinides C.N., Higher Education in Byzantium in the
Education Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204-ca. 1310),
Λευκωσία 1982.
Coqueugniot, Archives et Coqueugniot G., Archives et bibliothèques dans le monde grec.
bibliothèques Édifices et organization, Ve siècle avant notre ère-IIe siècle de notre
ère, BAR Διεθν. Σειρ. αρ. 2536, 2013.
Corcoran, «Before Corcoran S. «Before Constantine» στο Lenski N. (επιμ.), The
479
Constantine» Cambridge Companion to the Age of Constantine, Νέα Υόρκη
2006, 35-58.
Cornell, «Rome in the Middle Cornell T.J., «The City of Rome in the Middle Republic (c.
Republic» 400-100 BC)», στο Coulston-Dodge, Ancient Rome, 42-60.
Coulston-Dodge, Ancient Coulston J.-Dodge H. (επιμ.), Ancient Rome: the Archaeology of
Rome the Eternal City, Oxford University School of Archaeology
Monograph 54, Οξφόρδη 2000.
Coulton, Greek Stoa Coulton J. J., The Architectural Development of the Greek Stoa,
Οξφόρδη 1976.
Cribiore, School of Libanius Cribiore R., The School of Libanius in Late Antique Antioch, Νέο
Τζέρσεϋ-Οξφόρδη 2007.
Cribiore, «Spaces for Cribiore R., «Spaces for Teaching in Late Antiquity», στο
Teaching» Derda -Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 143-
150.
Croke, «Reinventing Croke B., «Reinventing Constantinople: Theodosius I’s
Constantinople» imprint on the imperial city», στο McGill S., Sogno C., Watts
E. (επιμ.), From the Tetrarchs to the Theodosians. Later Roman
History and Culture, 284-450 CE. Yale Classical Studies αρ. 34,
Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη 2010, 241-264.
Crow, «Infrastructure» Crow J., «The infrastructure of a great city: earth, walls and
water in late antique Constantinople», στο Lavan L.-Zanini
E.-Sarantis E. (επιμ.), Technology in Transition A.D. 300-650,
Late Antique Archaeology 4 (2006), Λέιντεν-Βοστώνη 2007,
251-285.
Crow-Bardill-Bayliss, Water Crow J.-Bardill J.-Bayliss R., The water supply of Byzantine
supply Constantinople, Λονδίνο 2008.
Ćurčić, Architecture in the Ćurčić S., Architecture in the Balkans from Diocletian to
Balkans Süleyman the Magnificent (ca. 300-ca. 1550), Λονδίνο 2008.
Ćurčić, «Late-antique Ćurčić S., «Late-antique palaces: the meaning of urban
palaces» context», Ars Orientalis 23 (1993), 67-90.
Cutler, «De Signis» Cutler A., «The De Signis of Niketas Choniates: A
Reappraisal», AJA 72 (1968), 113-118.
Δοντάς, Πριήνη Δοντάς Ν.Α., Πριήνη, Αθήνα 2000.
Δρακούλης, Δρακούλης Π. Δ., «Χαρτογραφικές Πληροφορίες,
«Χαρτογραφικές Σχεδιαστικοί Συμβολισμοί και Δίκτυα Επικοινωνίας στην
Πληροφορίες» Ύστερη Αρχαιότητα: Η Tabula Peutingeriana και τα
Itineraria Picta» στο Ρωσικόπουλος Δ. - Σαββαΐδης Π.
(επιμ.), Η εξέλιξη των οργάνων, των μεθόδων και των
συστημάτων μετρήσεων των επιστημών της αποτύπωσης
στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 2005, 81-106.
Dagron, Γέννηση μιάς Dagron G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses
πρωτεύουσας institutions de 330 à 451, ελλην. μτφρ.: H γέννηση μιάς
πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από
το 330 ως το 451. Λουκάκη Μ. (μτφρ.), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.
Dagron, Constantinople Dagron G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des
imaginaire Patria. Bibliothèque Byzantine, αρ. 8., Παρίσι 1984.
Dagron, Emperor and Priest Dagron G., Emperor and Priest: The Imperial Office in
Byzantium, Κέιμπριτζ 2003.
Dagron, L’hippodrome de Dagron G., L’hippodrome de Constantinople. Jeux, peuple et
Constantinople politique, Παρίσι 2011.
Dagron, «Témoignage de Dagron G., «L’Empire romain d’Orient au IVe siècle et les
480
Thémistios» traditions politiques de l’Hellénisme: le témoignage de
Thémistios», TM 3 (1968), 1-242.
Daim-Drauschke, Byzanz Daim F.-Drauschke J. (επιμ.), Byzanz - Das Römerreich im
Mittelalter, Monographien des Römisch-Germanischen
Zentralmuseum 84, 2.1, Μάιντς 2010.
Dale Launderville, Dale Launderville, O.S.B., A Comparative Study of Kingship in
Comparative Study of Kingship Biblical Israel, Homeric Greece, and Mesopotamia of the Old
Babylonian Period, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο
Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής, Ουάσινγκτον Π.Κ.
1986.
Dalgiç, «Floor Mosaics» Dalgiç Ö., «The Corpus of Floor Mosaics from Istanbul» στο
Daim F.- Drauschke J. (επιμ.), Byzanz: Das Römerreich im
Mittelalter, 2.1, Schauplätze, Μάιντς 2010, 127-133.
Dalgiç, «Pre-Constantinian Dalgiç Ö., «Pre-Constantinian Mosaics from Istanbul» στο
Mosaics» Alchermes -Evans-Thomas (εκδ.), ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΕΟΡΤΙΚΑ,
124-130.
Dally - Ratté, Cities of Asia Dally O. - Ratté C. (επιμ.), Archaeology and the Cities of Asia
Minor Minor in Late Antiquity, Kelsey Museum Publication 6, Ανν
Άρμπορ Μίσιγκαν 2011.
Dana, «Byzance Dana M., «Byzance Hellénistique et Impériale: un centre
Hellénistique» culturel avant Constantinople?», στο Tsetskhladze, The
Bosporus, 29-38.
Dark, «Houses, streets and Dark K. R., «Houses, streets and shops in Byzantine
shops» Constantinople from the fifth to the twelfth centuries»,
JMedHist 30 (2004), 83-107.
Dark-Kostenec, «Hagia Dark K.-Kostenec J., «A new archaeological study of Hagia
Sophia» Sophia, Istanbul», στο Iliev I. (επιμ.) Proceedings of the 22nd
International Congress of Byzantine Studies, (Σόφια 22-
27.08.2011), Ι. Plenary Papers, Σόφια 2011, 213-237.
Dark-Özgümüş, Dark K.-Özgümüş F., Constantinople. Archaeology of a
Constantinople Byzantine Megalopolis. Final Report of the Istanbul Rescue
Archaeology Project 1998-2004, Οξφόρδη 2013.
David, «Τribunal dans la David J.-M. «Le tribunal dans la basilique: évolution
basilique» fonctionnelle et symbolique de la République à l'Empire»
στο Architecture et société. De l'archaïsme grec à la fin de la
République. Actes du Colloque international organisé par le Centre
national de la recherche scientifique et l'École française de Rome
(Rome 2-4 décembre 1980). Publications de l'École française
de Rome 66. Ρώμη 1983, 219-241.
Davids, «Academic Davids A. J. M., «A Note on Academic Instruction in the
Instruction» Capitol of Constantinople», Studia Byzantina et Neohellenica
Neerlandica, Λέιντεν 1972, 234-240.
De Chaisemartin - Örgen, De Chaisemartin N. - Örgen E., Les documents sculptés de
Silahtarağa Silahtarağa, Παρίσι 1984.
De Grummond– Ridgway, De Grummond N.T. – Ridgway B.S., From Pergamon to
From Pergamon Sperlonga. Sculpture and Context, Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-
Λονδίνο 2000.
Delbrueck, Spätantike Delbrueck R., Spätantike Kaiserporträts von Contantinus
Kaiserporträts Magnus bis zum Ende des Westreichs, Βερολίνο-Λειψία 1933.
Delorme, Gymnasion Delorme J., Gymnasion, Étude sur les monuments consacrés à
l’éducation en Grèce (des origines à l’ empire romain). BÉFAR αρ.
481
196, Παρίσι 1960.
Denker, «Byzantine Great Denker A., «Excavations at the Byzantine Great Palace
Palace» (Palatium Magnum) in the Area of the Old Sultanahmet
Jail», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 13-
18.
Denker, Byzantine Palaces Denker A. et als (επιμ.), İstanbul’Daki Bizans
Saraylar/Byzantine Palaces in Istanbul, Κατάλογος Έκθεσης,
Istanbul Archaeological Museum (21.06.10-02.10.11),
Κωνσταντινούπολη 2011.
Denker-Yağci-Başak Akay, Denker A.-Yağci G.-Başak Akay A., «The Great Palace
«Great Palace» Excavation», στο Istanbul: 8000 years, 126-141.
Derda -Markiewicz- Derda T. - Markiewicz T. - Wipszycka E. (εκδ.), Alexandria:
Wipszycka, Alexandria: Auditoria of Kom El-Dikka and Late Antique Education, Journal of
Auditoria Juristic Papyrology, Supplement 8, Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας
2007.
Desmond, Philosopher-Kings Desmond W., Philosopher-Kings of Antiquity, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 2011.
Dethier - Mordtmann, Dethier P. A. - Mordtmann A. D., «Epigraphik von
«Epigraphik» Byzantion und Constantinopolis von dem ältesten Zeiten bis
zum Jahre Christi 1453», DenkschrWien 13 (1864), 1-94.
Dickenson, «The Agora as Dickenson C. P., «The Agora as Political Centre in the
Political Centre» Roman Period», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο,
47-60.
Dilsiz, Byzantine Heritage Dilsiz A., The Byzantine Heritage of Istanbul: Resource or
Burden? A Study on the Surviving Ecclesiastical Architecture of
the Historical Peninsula within the Framework of Perception,
Preservation and Research in the Turkish Republican Period.
Μεταπτυχιακή διατριβή (M.A.) υποβληθείσα στο
Πανεπιστήμιο Koç, Κωνσταντινούπολη 2006.
Dimitriadou, Lunette Mosaic Dimitriadou E., The Lunette Mosaic in the Southwest Vestibule
of Hagia Sophia at Constantinople. A Reconsideration,
Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Courtauld Institute
of Art, Λονδίνο 2009.
Dirimtekin, «Augusteum» Dirimtekin F., «The Augusteum», AMY 8 (1969), 24-42.
Dirimtekin, «Les fouilles» Dirimtekin F., «Les fouilles faites en 1946-1947 et en 1958-
1960 entre Sainte-Sophie et Sainte-Irène à Istanbul», CahArch
13 (1962), 161-185.
Dirimtekin, «Un hypogée» Dirimtekin F., «Un hypogée dans le jardin dit ‘‘du Vizir’’ au
nord de Sainte Sophie», IAMY XXIII, 10 (1962), 109-115.
Downey, «Malalas» Downey G., «Malalas on the History of Antioch under
Severus and Caracalla», Transactions and Proceedings of the
American Philological Association 68 (1937), 141-156.
Downey, «Stoa and Basilike» Downey G., «The Architectural significance of the use of the
words Stoa and Basilike in Classical Literature», AJA 41
(1937), 194-211.
Du Cange, Constantinopolis Du Cange C., Constantinopolis Christiana seu Descriptio urbis
Christiana Constantinopolitanae qualis extitit sub Imperatoribus Christianis
ex variis scriptoribus contexta & adornata, libri quatuor, Παρίσι
1680.
Duyuran, «First Report» Duyuran R., «First Report on the Excavations on the Site of
the New Palace of Justice at Istanbul», ΙΑΜΥ 5 (1952), 22-38.
482
Duyuran, «Second Report» Duyuran R., «Second Report on the Excavations on the Site
of the New Palace of Justice at Istanbul», ΙΑΜΥ 6 (1953), 74-
80.
Dvornik, «Académie Dvornik F., «Photius et la réorganisation de l’Académie
Patriarcale» Patriarcale», AnBoll 68 (1950), 108-125.
Dvornik, Byzantine Political Dvornik F., Early Christian and Byzantine Political Philosophy:
Philosophy Origins and Background, I-II, Ουάσινγκτον Π.Κ. 1966.
Dyggve, Lindos III Dyggve Ε., Lindos. Fouilles de l’Acropole 1902-1914 et 1952. III,
Le Sanctuaire d’Athana Lindia et L’Architecture Lindienne, I,
Βερολίνο-Κοπεγχάγη 1960.
Ευαγγελίδης, Αγορά Ευαγγελίδης Β., Η Αγορά των πόλεων της Ελλάδας από τη
Ρωμαϊκή κατάκτηση ως τον 3ο αι. μ.Χ., Θεσσαλονίκη 2010.
Ebersolt, Grand Palais Ebersolt J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des
Cérémonies, Παρίσι 1910.
Ebersolt, Sanctuaires Ebersolt J., Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens
trésors des églises de Constantinople, Παρίσι 1921.
Ebersolt, Voyageurs du Levant Ebersolt J., Constantinople byzantine et les voyageurs du Levant,
Παρίσι 1918 [ανατυπ. Λονδίνο 1986].
Erskine, «Culture and Power» Erskine A., «Culture and Power in Ptolemaic Egypt: The
Museum and Library of Alexandria», Greece & Rome, 42
(1995), 38-48.
Evangelidis, «Architecture of Evangelidis V., «The Architecture of the Imperial Cult in the
the Imperial Cult» Agoras of the Greek cities», ΕΓΝΑΤΙΑ 12 (2008), 125-144.
Ewald-Noreňa, Emperor and Ewald B.C.-Noreňa C.F. (επιμ.), The Emperor and Rome. Space,
Rome Representation and Ritual. Yale Classical Studies 35, Κέιμπριτζ
– Νέα Υόρκη 2010.
Eyice, «“Arslanhane”» Eyice S., «Sur l’Archéologie de l’edifice dit “Arslanhane” et
de ses environs», IAMY XXIV, 11-12 (1964), 141-146.
Φειδάς, Εκκλησιαστική Φειδάς Β.Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α, Αθήνα 2002.
Ιστορία
Favro, «”Pater urbis”» Favro D., «”Pater urbis”: Augustus as City Father of Rome»,
JSAH 51 (1992), 61-84
Fears, «Cult of Juppiter» Fears J.R., «The Cult of Juppiter and Roman Imperial
Ideology», ANRW II.17.1 (1981), 3-141.
Fears, Princeps a Diis Electus Fears J.R., Princeps a Diis Electus: The Divine Election of the
Emperor as a Political Concept of Rome, Papers and
Monographs of the American Academy in Rome XXVI,
Ρώμη 1977.
Fears, «Theology of Victory» Fears J.R., «The Theology of Victory at Rome», ANRW,
II.17.2. (1981), 736-826.
Feissel, «Philadelphion» Feissel D., «Le Philadelphion de Constantinople: inscriptions
et écrits patriographiques», CRAI 147 (2003), 495-523.
Ferguson, Religions Ferguson J., The Religions of the Roman Empire, Λονδίνο 1970.
Firatli, «New Discoveries» Firatli N. «New Discoveries Concerning the First Settlement
of Ancient Istanbul - Byzantion», στο The Proceedings of the
Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara -
Izmir 1973, Ι, Άγκυρα 1978, 565-574.
Firatli, «Short Report» Firatli N., «Short Report on Finds and Archaeological
Activities outside the Museum», IAMY, XXIV, 11-12, 1964,
207-215.
Firatli, Stèles funéraires Firatli N., Les Stèles funéraires de Byzance Gréco-Romaine.
483
Bibliothèque Archéologique et Historique de l’Institut
Français d’Archéologie d’ Istanbul XV, Παρίσι 1964.
Firatli-Ergil, «Milion Firatli N. - Ergil T., «The “Milion” Sounding», IAMY 15-16
Sounding» (1969), 208-212.
Fowden, «Nicagoras» Fowden G., «Nicagoras of Athens and the Lateran Obelisk»,
JHS 107 (1987), 51-57.
Fraser, Ptolemaic Alexandria Fraser P. M., Ptolemaic Alexandria, I (κείμενο) & II
(σημειώσεις), Οξφόρδη 1972.
Frazer, «Maxentius’ Frazer A., «The iconography of the emperor Maxentius’
buildings» buildings in Via Appia», Art Bulletin 48 (1966), 385-392.
Fuchs, Höhern schulen Fuchs F., Die höhern schulen von Konstantinopel in Mittelalter,
Byzantinisches Archiv 8, Βερολίνο 1926. [ανατύπ.
Άμστερνταμ 1964].
Georgakas, «Constantinople» Georgakas D. J., «The names of Constantinople», TAPhA 78
(1947), 347-367.
Gibson, «Alexandrian Gibson C.A., «The Alexandrian Tychaion and the Date of
Tychaion» Ps.-Nicolaus Progymnasmata», CQ 59 (2009), 608-623.
Gilles, De Topographia Gilles P., De Topographia Constantinopoleos et De Illius
Constantinopoleos Antiquitatibus Libri Quatuor, Λυών 1561, στο Byrd, Pierre
Gilles’ Topography, 9-251.
Girgin, «Porte Monumentale» Girgin Ç., «La Porte Monumentale trouvée dans les fouilles
près de l’ancienne Prison de Sultanahmet», Anatolia Antiqua
16 (2008), 259-290.
Goria, Giustizia Goria F., «La giustizia nell’impero romano d’Oriente:
organizzazione giudiziaria», στο La giustizia nell’Alto
Medioevo (secoli V-VIII). Settimane di studio del Centro
Italiano di Studi sull’Alto Medioevo (7-13.04.1994), 42 (1995),
259-330.
Graindor, «Université Graindor P., «Le nom de l’université d’Athènes sous
d’Athènes» l’Empire», RBPh 17 (1938), 207-212.
Greatrex, «Dates» Greatrex G., «The Dates of Procopius’ Works», BMGS 18
(1994), 101-114.
Greatrex, «Nika Riot» Greatrex G., «The Nika Riot: A Reappraisal», JHS 117 (1997),
60-86.
Grélois, «Saint-Jean au Grélois J.-P., «Note sur la disparition de Saint-Jean au
Dihipppion» Dihipppion», RÉB 64-65 (2006-2007), 369-372.
Grig-Gavin, Two Romes Grig L.-Gavin K. (εκδ.), Two Romes. Rome and Constantinople
in Late Antiquity, Οξφόρδη 2012.
Gros, Architecture Romaine Ι Gros P., L’ architecture Romaine du début du IIIe siècle av. J.C. à
la fin du Haut Empire, 1. Les Monuments Publics, Παρίσι 1996.
Gros, Architecture Romaine ΙI Gros P., L’ architecture Romaine du début du IIIe siècle av. J.C. à
la fin du Haut Empire, 2. Maisons, palais, villas et tombeaux,
Παρίσι 2001.
Gros, «Basilica» Gros P., «Basilica», EAA 2 Suppl., Ρώμη 1994, 612-616.
Gros, «Forum» Gros P., «Les étapes de l' aménagement monumental du
forum: οbservations comparatives (Italie, Gaule
Narbonnaise, Tarraconaise)». La Città nell' Italia settentrionale
in étà romana. Morfologia, strutture e funzionamento dei centri
urbani delle Regiones X e XI. Atti del convegno di Trieste (13-
15/03/1987). Publications de l'École française de Rome 130. Ρώμη
1990, 29-68.
484
Gros, «Palais Hellénistique» Gros P., «Le Palais Hellénistique et l’architecture
Augustéenne: l’exemple du complexe du palatin», στο
Hoepfner-Brands, Basileia, 234-239.
Gruen, «Culture as Policy» Gruen E.S., «Culture as Policy: The Attalids of Pergamon»,
στο De Grummond– Ridgway, From Pergamon, 17-31.
Guilland, «Augoustéon» Guilland R., «L’ Augoustéon. Ὁ Αὐγουστέων», ΕΕΒΣ 18
(1948), 153-172 [ανατύπ. στο Guilland, Études topographiques,
ΙΙ, 40-54].
Guilland, «Basilique» Guilland R., «La Basilique, la Bibliothèque et l’ Octogone»,
Mélanges d’ Histoire Littéraire et de Bibliographie offerts à Jean
Bonnerot, Παρίσι 1954, 97-107. [ανατύπ. στο Guilland, Études
topographiques, ΙΙ, 3-13].
Guilland, Études Guilland R., Études topographiques de Constantinople byzantine,
topographiques I-ΙΙ, Βερολίνο-Άμστερνταμ 1969.
Guilland, «Milion» Guilland R., «Autour du Livre des Cérémonies», Ἑλληνικὰ
16 (1958/9), 77-94, κυρίως 91-94. [ανατύπ. στο Guilland,
Études topographiques, ΙΙ, 28-31].
Guilland, «Thermes de Guilland R., «Études sur la topographie de Byzance. Les
Zeuxippe» Thermes de Zeuxippe», JÖBG 15 (1966), 261-271.
Gyuzelev, West Pontic Coast Gyuzelev M., The West Pontic Coast, Between Emine Cape and
Byzantion During the First Millenium BC, Μπουργκάς 2008.
Haas, Alexandria Haas C., Alexandria in Late Antiquity. Topography and Social
Conflict, Βαλτιμόρη-Λονδίνο 1997.
Hammer, Constantinopolis Hammer J.V., Constantinopolis und der Bosporus, örtlich und
geschichtlich beschrieben, Ι-ΙΙ, Pesth 1822.
Hammond-Bartson, City in Hammond M.-Bartson L.J., The City in the Ancient World,
the Ancient World Κέιμπριτζ Μασσ. 1972.
Hanell, Megarische Studien Hanell K., Megarische Studien, inaugural dissertation, Λούντ
1934.
Hellenkemper-Salies, «Die Hellenkemper-Salies G., «Die Datierung der Mosaiken in
Datierung» Grossen Palast zu Konstantinopel», BJ 187 (1987), 273-308.
Heller-Roazen, «Tradition’s Heller-Roazen D., «Tradition’s Destruction: On the Library
Destruction» of Alexandria», October 100 (2002), 133-153.
Hellmann, Architecture Hellmann M.-C., L’Architecture Grecque, 3. Habitat, urbanisme
Grecque et fortifications, Παρίσι 2010.
Henck, «Constantius» Henck N., «Constantius ὁ Φιλοκτίστης», DOP 55 (2001), 279-
304
Herington, Athena Parthenos Herington C.J., Athena Parthenos and Athena Polias: A Study in
the Religion of Periclean Athens, Μάντσεστερ 1955, 52-67.
Hesseling, «Istambol» Hesseling D., «Istambol», RÉG 3 (1890), 189-196.
Heucke, Circus und Hippodrom Heucke C., Circus und Hippodrom als politischer Raum:
Untersuchungen zum grossen Hippodrom Konstantinopel und zu
entsprechenden Anlangen in spätantiken Kaiserresidenzen,
Ζυρίχη-Νέα Υόρκη 1994
Hoepfner, «Von Alexandria Hoepfner W., «Von Alexandria über Pergamon nach
über Pergamon» Nikopolis. Städtebau und Stadtbilder hellenistischer Zeit»,
στο Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassische
Archäologie (Βερολίνο 1988), Μάιντς 1990, 275-285.
Hoepfner-Brands, Basileia Hoepfner W.-Brands G. (επιμ.), Basileia. Die Paläste der
Hellenistichen Könige, Διεθνές Συνέδριο (Βερολίνο, 16-
20.12.1992). Μάιντς Ρήνου 1996.
485
Hoff, Roman Agora Hoff M., The Roman Agora of Athens, διδακτορική διατριβή
υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, 1988.
Hoffman, Hagia Sophia Hoffman, V. (επιμ.), Die Hagia Sophia in Istanbul, Akten des
Berner Kolloquiums (Βέρνη 21.10.1994), Neue Berner
Schriften zur Kunst 3, Βέρνη 1997.
Hölscher, Öffentliche Räume Hölscher T., Öffentliche Räume in frühen griechischen Städten,
Χαϊδελβέργη 1998.
Honoré, Law Honoré T., Law in the Crisis of Empire, 379-455 AD, Οξφόρδη
1998.
Humphrey, Roman Circuses Humphrey J.H., Roman Circuses. Arenas for Chariot Racing,
Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες 1986.
Isaac, Greek Settlements Isaac B., The Greek Settlements in Thrace until the Macedonian
Conquest, Studies of the Dutch Archaeological and Historical
Society X, Λέιντεν 1986.
Işin, «Atmeydanı» Işin E., «Atmeydani. The Problematic of a Cross-Cultural
Venue», στο Işin, Hippodrom/Atmeydanı, 10-16.
Işin, Hippodrom/Atmeydanı Işin E. (επιμ.), Hippodrom / Atmeydanı. İstanbul’un Tarih
Sahnesi-A Stage for Istanbul’s History, Κατάλογος Έκθεσης,
ΙI, Pera Museum Publication 39, Κωνσταντινούπολη 2010.
Istanbul: 8000 years Istanbul: 8000 years brought to daylight. Marmaray, Metro,
Sultanahmet excavations, Karamani-Pekin A. - Kangal S.
(επιμ.), Κωνσταντινού-πολη 2007.
Jacobs, Aesthetic maintenance Jacobs I., Aesthetic maintenance of civic space: the ‘classical’ city
from the 4th to the 7th c. AD, Orientalia Lovaniensia Analecta
193, Λέουβεν 2013.
Jacoby, «Latin Jacoby D., «Τhe Urban Evolution of Latin Constantinople
Constantinople» (1204-1261)», Necipoğlu N. (επιμ.), Byzantine Constantinople.
Monuments, Topography and Everyday Life. Λέιντεν 2001, 277-
294.
James, Constantine of Rhodes James L. (επιμ.), Constantine of Rhodes, On Constantinople and
the Church of the Holy Apostles, with a new edition of the Greek
text by Ioannis Vassis, Surrey-Burlington 2012.
Janin, Constantinople byzantine Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et
répertoire topographique, 2, Παρίσι 1964.
Janin, Églises Janin R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantin Ι. Le
Siège de Constantinople et le Patriarcat Œcuménique. III: Les
églises et les monastères, 2, Παρίσι 1969.
Janin, «La topographie» I Janin R., «La topographie de Constantinople byzantine.
Études et Découvertes (1918-1938)», ÉO 38 (1939), 118-150.
Janin, «La topographie» II Janin R., «La topographie de Constantinople byzantine.
Études et découvertes (1938-1950)», RÉB 8 (1951), 197-214.
Janin, «Palais patriarchal» Janin R., «Le palais patriarchal de Constantinople», RÉB 20
(1962), 131-155.
Jeffreys-Croke-Scott, Studies Jeffreys E.-Croke B.-Scott R. (επιμ.), Studies in John Malalas,
Σίδνεϋ 1990.
Jobst, «Palastmosaik» Jobst W., «Das Palastmosaik von Konstantinopel.
Chronologie und Ikonographie», στο Morlier, Mosaïque,
1083-1101.
Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Jobst W.-Kastler R.-Scheibelreiter V. (επιμ.), Neue
Neue Forschungen Forschungen und Restaurierungen im byzantinischen Kaiserpalast
von Istanbul, Akten der Internationalen Fachtagung
486
(Κωνσταντινούπολη 6-8.11.1991), DenkschrWien 273,
Βιέννη 1999.
Jobst-Vetters, Jobst W. - Vetters H. (επιμ.), Mosaikenforschung im
Mosaikenforschung Kaiserpalast von Konstantinopel. Vorbericht über das Forschungs-
und Restaurierungsprojekt am Palastmosaik in den Jahren 1983-
1988, DenkschrWien 228, Βιέννη 1992.
Johnson, Mausoleum Johnson M.J., The Roman Imperial Mausoleum in Late Antiquity,
Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη 2009.
Jones, Cities Jones A.H.M., Cities of the Eastern Roman Provinces, Οξφόρδη
1971.
Jones, «Cities of Victory» Jones J.E., «Cities of Victory – Patterns and Parallels», in
Chrysos E. (ed), Nikopolis I, Proceedings of the 1st International
Symposium on Nicopolis (23-29.09.1984), Πρέβεζα 1987, 99-
108.
Jones, Greek city Jones A.H.M., The Greek city from Alexander to Justinian,
Οξφόρδη 1940.
Jones, LRE Jones A.H.M., The Later Roman Empire, 284-602. A social,
economic and administrative survey, Ι-ΙΙΙ, Οξφόρδη 1964.
Jones– Martindale– Morris, Jones A.H.M. – Martindale J.R. – Morris J., The Prosopography
Prosopography I of the Later Roman Empire, I, A.D. 260-395, Κέιμπριτζ 1971.
Jordan, Topographie Jordan H., Topographie der Stadt Rom im Altertum, II, Βερολίνο
1871.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ Ι (4ος-7ος αἰ.), τόμ. Α’, Ἀθήνα 1997.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ ΙΙ (8ος-10ος αἰ.), τόμ. Β’, Ἀθήνα 2002.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ ΙΙΙ (11ος-12ος αἰ.), τόμ. Γ’, Ἀθήνα 2009.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ ΙV (13ος-15ος αἰ.), τόμ. Δ’, Ἀθήνα 2015.
Κραλίδης, Αυτοκρατορική Κραλίδης Α. Φ., Η αυτοκρατορική λατρεία στην περίοδο
λατρεία της Τετραρχίας (284-313 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 2010.
Κωνσταντινιάς Κωνσταντινιάς Παλαιὰ τε καὶ νεωτέρα: ἣτοι περιγραφὴ
Κωνσταντινουπόλεως ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τοῦ νῦν…
Συνταχθεῖσα παρά ἀνδρός φιλολόγου καὶ φιλαρχαιολόγου,
ἐν Κωνσταντινουπόλει 1844.
Kafadar, Ανάμεσα σε δύο Kafadar C., Between Two Worlds: The Construction of the
κόσμους Ottoman State, ελλην. μτφρ.: Ανάμεσα σε δύο κόσμους: Η
κατασκευή του Οθωμανικού κράτους, Αθήνα 2008.
Kafescioğlu, Constantinopolis/ Kafescioğlu Ç., Constantinopolis/Istanbul: Cultural Encounter,
Istanbul Imperial Vision, and the Construction of the Ottoman Capital,
University Park Pennsylvania 2009.
Kafescioğlu, Ottoman Capital Kafescioğlu Ç., The Ottoman Capital in the Making: The
Reconstruction of Constantinople in the Fifteenth Century,
Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Harvard, 1996.
Kaldellis, «Christodoros» Kaldellis A., «Christodoros on the Statues of the Zeuxippos
Baths: A New Reading of the Ekphrasis», GRBS 47 (2007),
361–383.
Kaldellis, «Hesychios» Kaldellis A., «The Works and Days of Hesychios the
Illoustrios of Miletos», GRBS 45 (2005), 381-403.
Kaldellis, «The Making of Kaldellis A., «The Making of Hagia Sophia and the Last
487
Hagia Sophia» Pagans of New Rome», JLA 6 (2013), 347-366.
Kaster, Guardians of Language Kaster R.A., Guardians of Language: The Grammarian and
Society in Late Antiquity, Μπέρκλεϋ 1988.
Kidonopoulos, Bauten Kidonopoulos V., Bauten in Konstantinopel 1204-1328. Verfall
und Zerstörung, Restaurierung, Umbau und Neubau von Profan-
und Sakralbauten, Βισμπάντεν 1994.
Kidonopoulos, «Urban Kidonopoulos V., «Τhe Urban Physiognomy of
Physiognomy» Constantinople from the Latin Conquest through the
Palaiologan Era», Parpulov G. R. (μεταφρ.) στο Brooks S. T.
(επιμ.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557). Perspectives
on Late Byzantine Art and Culture, The Metropolitan Museum
of Art Symposia, Νιού Χέιβεν-Λονδίνο 2006, 98-117.
Kiziltan-Baran Çelik, Kiziltan Z.-Baran Çelik G. (επιμ.), Stories from the hidden
Shipwrecks of Yenikapi Harbor: Shipwrecks of Yenikapi, Κατάλογος Έκθεσης Ιstanbul
Archaeological Museums, 2013, Κωνσταντινούπολη 2013.
Kleiss, «Chalkopratenkirche» Kleiss W., «Neue Befunde zur Chalkopratenkirche in
Istanbul», IstMitt 15 (1965), 149-167.
Kleiss, Plan von Istanbul Kleiss W., Topographisch-archäologischer Plan von Istanbul:
Verzeichnis der Denkmäler und Fundorte. Τυβίγγη 1965.
Kocabaş, Marmara-Metro Kocabaş U., (επιμ.), Istanbul Archaeological Museums,
Salvage excavations Proceedings of the 1st Symposium on Marmara-Metro Salvage
excavations (Κωνσταντινούπολη 5-6.05.2008),
Κωνσταντινούπολη 2010.
Kocabaş, «Yenikapı» Kocabaş U., «Theodosius Harbour and Yenikapı. Byzantine
Shipwrecks Excavation, İstanbul-Turkey», στο Karagianni F.
(επιμ.), Medieval Ports in North Aegean and the Black Sea. Links
to the Maritime Routes of the East, Πρακτικά Διεθνούς
Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη 04-06.12.2013), Θεσσαλονίκη
2013, 401-413.
Kocabaş, Yenikapi Shipwrecks Kocabaş U. (επιμ.), Yenikapi Shipwrecks, Ι, The “old ships” of
the “New Gate”, Κωνσταντινούπολη 2008.
Koester, Pergamon Koester H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods, Harvard
Theological Studies 46, Harvard 1998.
König-Bolognesi-Riemer, König M.-Bolognesi Recchi Franceschini E.-Riemer E. (επιμ.),
Palatia Palatia. Kaiserpaläste in Konstantinopel, Ravenna und Trier,
Κατάλογος Έκθεσης, Schriftenreihe des Rheinischen
Landesmuseums Trier 27, Τρεβήροι 2003.
Kostenec, «Magnaura» Kostenec J., «Studies on the Great Palace in Constantinople.
2. The Magnaura», Byzantinoslavica 60 (1999), 161-182.
Kostenec, «Palace of Kostenec J., «Studies on the Great Palace in Constantinople.
Constantine» 1. The Palace of Constantine the Great», BSl 59 (1998), 279-
296.
Kostenec, Walking thru Kostenec J., Walking thru Byzantium: Great Palace region (3D
Byzantium Modelling and Illustrations, Tayfun Oner A.),
Κωνσταντινούπολη 2007.
Kountoura-Galake, Kountoura-Galake E., «Legend and Reality: The Case of
«Oikoumenikos Didaskalos» Oikoumenikos Didaskalos in the Early Palaiologan Period»,
στο Stavrakos C.-Wassiliou A.-K.-Krikorian M. K. (επιμ.),
Hypermachos. Studien zu Byzantinistik, Armenologie und
Georgistik. Festschrift für Werner Seibt zum 65. Geburtstag,
Βισμπάντεν 2008, 173-186.
488
Krautheimer, «Die Krautheimer R., «Die Decanneacubita in Konstantinopel. Ein
Decanneacubita» kleiner Beitrag zur Frage Rom und Byzanz»,
στο Schumacher W.N. (επιμ.), Tortulae. Studien zu
altchristlichen und byzantinischen Monumenten, Φράιμπουργκ
1966, 195-199.
Krautheimer, Three Christian Krautheimer R., Three Christian Capitals, Topography and
Capitals Politics, Μπέρκλεϋ – Λος Άντζελες – Λονδίνο 1982.
Kuban, «Atmeydani» Kuban D., «Atmeydani» στο Işin, Hippodrom/Atmeydanı, 17-
31.
Kuban, Istanbul Kuban D., Istanbul: An Urban History. Byzantion,
Constantinopolis, Istanbul. Κωνσταντινούπολη 1996.
Kubat, «Morphological Kubat A.S., «The Morphological history of Istanbul», Urban
history» Morphology 3 (1999), 28-41.
Labarte, Palais imperial Labarte J., Le Palais impérial de Constantinople et ses abords,
Sainte-Sophie, le Forum Augustéon, et l’Hippodrome, tels qu’ils
existaient au dixième siècle, Παρίσι 1861.
Łajtar, Inschriften Łajtar A., Die Inschriften von Byzantion, Βόννη 2000.
La Rocca, «Fondazione» La Rocca E., «La fondazione di Constantinopoli», Bonamente
G. - Fusco F. (επιμ.), Constantino il Grande dall’ antichità all’
umanesimo: Colloquio sul Cristianesimo nel mondo antico,
Ματσεράτα (18-20.12. 1990), Ι, Ματσεράτα 1992, 553-584.
Laurence-Cleary-Sears, City Laurence R., Cleary S.E., Sears G. (επιμ.), The City in the
in Roman West Roman West c. 250 BC - c. AD 250, Κέιμπριτζ 2011.
Lauter, «Regia hellénistique» Lauter H., «Les éléments de la regia hellénistique» στο Lévy,
Le système palatial, 345-355.
Lavan, «Agorai» Lavan, L. A. «The agorai of Antioch and Constantinople as
seen by John Chrysostom» στο Drinkwater J. - Salway B.
(εκδ.), Wolf Liebeschuetz Reflected. Essays presented by
Colleagues, Friends & Pupils. University of London, Bulletin of
the Institute of Classical Studies suppl. 91, Λονδίνο 2007,
157-167.
Lavan, «Fora and Agorai» Lavan L., «Fora and Agorai in Mediterranean Cities during
the 4th and 5th c. A.D.» στο Bowden-Gutteridge-Machado,
Social and Political Life, 195-249.
Lavan, «Residual “Pagan” Lavan L., «Political Talismans? Residual “Pagan” Statues in
Statues» Late Antique Public Space» στο Lavan L.-Mulryan M. (εκδ.),
The Archaeology of Late Antique “Paganism”, Λέιντεν-
Βοστώνη 2011, 439-477.
Lemerle, Βυζαντινός Lemerle P., Le premier humanisme byzantin. Notes et remarques
Ουμανισμός sur enseignement et culture à Byzance des origines au Xe siècle,
ελλην. μτφρ.: Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός.
Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την
παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα. Μ.
Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου (μτφρ.), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.
Lemerle, «Inscriptions» Lemerle P., «Inscriptions Latines et Grecques de Philippes»,
BCH 59 (1935), 126-164.
Lenski, Age of Constantine Lenski N. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of
Constantine, Νέα Υόρκη 2006.
Lenski, «Constantine and the Lenski N., «Constantine and the Tyche of Constantinople»,
Tyche» στο Wienand J. (επιμ.), Contested Monarchy: Integrating the
Roman Empire in the Fourth Century AD, Οξφόρδη 2015,
489
330-352.
Lenski, «Reign of Lenski N., «The Reign of Constantine» στο Lenski, Age of
Constantine» Constantine, 59-90.
Lethaby-Swainson, Sancta Lethaby W.R. - Swainson H., The Church of Sancta Sophia,
Sophia Constantinople. A Study of Byzantine Building, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 1894.
Lévy, Le système palatial Lévy E. (επιμ.), Le système palatial en Orient, en Grèce et à
Rome, Actes du Colloque de Strasbourg, 19-22.06.1985.
Université des Sciences Humaines de Strasbourg, Travaux
du Centre de Recherche sur le Proche-Orient et la Grèce
Antiques, 9, Στρασβούργο 1987.
Liddell-Scott, Λεξικὸν Liddell H. G. – Scott R., Λεξικὸν τῆς Ἐλληνικῆς Γλώσσης,
τομ. 1-8, Αθήνα 2006.
Lidov, Hierotopy Lidov A. (επιμ.), Hierotopy of Light and Fire in the Culture of
the Byzantine World, Μόσχα 2013.
Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι Μανάφης Κ. Α., Αἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Βιβλιοθῆκαι,
Αὐτοκρατορικαί καί Πατριαρχικαί καί περί τῶν ἐν αὐταῖς
χειρογράφων μέχρι τῆς ἁλώσεως (1453), Ἀθήνα 1972.
Μπρούσκαρη, Ακρόπολη Μπρούσκαρη Μ., Τα μνημεία της Ακρόπολης, Αθήνα 1996.
Maas, John Lydus Maas M., John Lydus and the Roman Past. Antiquarianism and
politics in the age of Justinian, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1992.
Macdonald, Urban Appraisal Macdonald W.L., The Architecture of the Roman Empire. Vol II,
An Urban Appraisal. Yale Publications in the History of Art,
35, Νιού Χέιβεν - Λονδίνο 1986.
Machado, «Building the Past» Machado C., «Building the Past: Monuments and Memory in
the Forum Romanum» στο Bowden W.-Gutteridge A.-
Machado C. (επιμ.), Social and Political Life in Late Antiquity,
Late Antique Archaeology 3.1, Λέιντεν - Βοστώνη 2006, 157-
192.
MacLeod, Library of MacLeod R. (επιμ.), The Library of Alexandria: Centre of
Alexandria Learning in the Ancient World, Λονδίνο 2000
MacMullen, «Roman Imperial MacMullen R., «Roman Imperial Building in the Provinces»,
Building» HSPh 64 (1959), 207-235.
Macready-Thompson, Roman Macready S.-Thompson F.H. (επιμ.), Roman Architecture in
Architecture the Greek World, The society of antiquaries of London,
Occasional Papers (new series) 10, Λονδίνο 1987.
Macrides, Travel Macrides R. (επιμ.), Travel in the Byzantine World, Papers
from the 34th Spring Symposium of Byzantine Studies
(Μπίρμινγχαμ, Απρίλιος 2000), Society for the Promotion of
Byzantine Studies Publications 10, Aldershot-Burlington
2002.
Macro, «Cities of Asia Minor» Macro A.D., «The Cities of Asia Minor under the Roman
Imperium», ANRW II.7.2 (1980), 658-697.
Madden, «Fires» Madden Th., «The Fires of the Fourth Crusade in
Constantinople, 1203-1204: A Damage Assessment», ΒΖ 84-
85 (1991-92), 72-93.
Madden, «Serpent Column» Madden Th. F., «The Serpent Column of Delphi in
Constantinople: Placement, Purposes, and Mutilations»,
BMGS 16 (1992), 111-145.
Magdalino, «Βath of Magdalino P., «The bath of Leo the Wise and the
Leo…Revisited» “Macedonian Renaissance” Revisited: Topography,
490
Iconography, Ceremonial, Ideology», DOP 42 (1988), 97-118.
Magdalino, «Byzantium= Magdalino P., «Byzantium=Constantinople», in James L.
Constantinople» (επιμ.), A Companion to Byzantium, Malden-Oxford 2010, 43-
54.
Magdalino, «Great Palace» Magdalino P., «Manuel Komnenos and the Great Palace»,
Essays presented to Sir Steven Runciman, BMGS 4 (1978), 101-
114 [ανατύπ. Magdalino, Tradition, κεφ. V].
Magdalino, «Maritime Magdalino P., «The Maritime Neighborhoods of
Neighborhoods» Constantinople: Commercial and Residential Functions,
Sixth to Twelfth Centuries», DOP 54 (2000), 209-226.
Magdalino, «Medieval Magdalino P., «Medieval Constantinople», στο Magdalino,
Constantinople» Studies, 1-111.
Magdalino, Studies Magdalino P. (επιμ.), Studies on the History and Topography of
Byzantine Constantinople, Variorum Collected Studies,
Aldershot 2007.
Maguire, Court Culture Maguire H. (επιμ.), Byzantine Court Culture from 829 to 1204,
Ουάσινγκτον Π.Κ. 1997.
Mainstone, Hagia Sophia Mainstone R.J., Hagia Sophia: Architecture, Structure and
Liturgy of Justinian’s Great Church, Λονδίνο 1988.
Majcherek, «Auditoria of Majcherek G., «The Auditoria of Kom El-Dikka: A Glimpse
Kom El-Dikka» of Late Antique Education in Alexandria» στο Proceedings of
the Twenty-Fifth International Congress of Papyrology (Ανν
Άρμπορ 2007), American Studies in Papyrology, Ανν
Άρμπορ 2010, 471-484.
Majcherek, «Late Roman Majcherek G., «The Late Roman Auditoria of Alexandria: An
Auditoria» Archaeological Overview», στο Derda-Markiewicz-
Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 11-49.
Majeska, Russian Travellers Majeska G.P., Russian Travellers to Constantinople in the
Fourteenth and Fifteenth Centuries, Ουάσινγκτον, Π.Κ. 1984.
Majeska, «The Emperor in Majeska G.P., «The Emperor in His Church: Imperial Ritual
His Church» in the Church of St. Sophia», στο Maguire, Court Culture, 1-
11.
Malmberg, «New Palace of Malmberg S., «The New Palace of Mehmed Fatih and its
Mehmed» Byzantine Legacy», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek,
Byzantine Court, 49-52.
Mamboury, «Fouilles Mamboury E., «Les Fouilles Byzantines à Istanbul et dans sa
Byzantines» I banlieue immédiate aux XIXe et XXe siècles», Byzantion 11
(1936), 229-283.
Mamboury, «Fouilles Mamboury E., «Les Fouilles Byzantines à Istanbul et dans sa
Byzantines» II banlieue immédiate en 1936-1937», Byzantion 13 (1938), 301-
310.
Mamboury, «Fouilles Mamboury E., «Les Fouilles Byzantines à Istanbul et ses
Byzantines» III environs et les trouvailles archéologiques faites au cours de
constructions ou de travaux officiels et privés depuis 1936»,
Byzantion 21 (1951), 425-459.
Mamboury, Istanbul Mamboury E., Istanbul touristique, Κωνσταντινούπολη 1951.
touristique
Mamboury, «Νouvel Mamboury Ε., «Un nouvel élément pour la topographie de
élément» l’antique Byzance», ΑΑ 49 (1934), 50-61.
Mamboury, «Topographie de Mamboury E., «Topographie de Sainte Sophie. Le sanctuaire
Sainte Sophie» et la Soléa, le Mitatorion, le Puits Sacré. Le Passage de St.
491
Nicolas etc.», στο Atti del V Congresso Internazionale di Studi
Bizantini, (Ρώμη 20-26.09.1936), ΙΙ, Ρώμη 1940, 197-209.
Mamboury-Wiegand, Mamboury E.-Wiegand T., Die Kaiserpaläste von
Kaiserpaläste Konstantinopel: zwischen dem Hippodrom und dem
Marmarameer, Βερολίνο 1934.
Mango, «Antique Statuary» Mango C., «Antique Statuary and the Byzantine Beholder»,
DOP 17 (1963), 55-75.
Mango, Βυζάντιο Mango C., Byzantium. The Empire of New Rome, Λονδίνο,
1980. Ελλην. μτφρ.: Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας
Ρώμης, Τσουγκαράκης Δ. (μτφρ.), Αθήνα 2010.
Mango, «Boukoleon» Mango C., «The Palace of the Boukoleon», CArch 45 (1997),
41-50.
Mango, Brazen House Mango C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the
Imperial Palace of Constantinople, Kopenhagen 1959.
Arkæologisk-kunsthistoriske Meddelelser edgivet af Det
Kongelige Danske Videnskabernes Selskab, 4.4.
Mango, Byzantium and its Mango C., Byzantium and its Image. History and Culture of the
Image Byzantine Empire and its Heritage, Λονδίνο 1984.
Mango, «Capital of the Mango C., «Constantinople: Capital of the Oecumene?»,
Oecumene?» Χρυσός Ε. (επιμ.), Το Βυζάντιο ως Οικουμένη (Byzantium
as Oecumene), Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Εθνικού
Ιδρύματος Ερευνών Αθήνα 2001, Διεθνές Συμπόσιο αρ. 16,
Αθήνα 2005, 319-324.
Mango, «Columns of Mango C., «The Columns of Justinian and his successors»,
Justinian» στο Mango, Studies, κεφ. X.
Mango, Développement urbain Mango C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe
siècles), TM, Monographies 2, Paris 1985 [επανέκδοση
Παρίσι 1990 και 2004].
Mango, «Diippion» Mango C., «Le Diippion. Étude historique et
topographique», RÉB 8 (1950), 152-161.
Mango, «Euripe» Mango C., «L’Euripe de l’hippodrome de Constantinople.
Essai d’identification», RÉB 7 (1949), 180-193.
Mango, «Fourteenth Region» Mango C., «The Fourteenth Region of Constantinople» στο
Mango, Studies, κεφ. VIII.
Mango, «Hippodrome» Mango C., «A History of the Hippodrome of
Constantinople», στο Pitarakis, Hippodrom/Atmeydani, 36-43.
Mango, «Le mystère de la Mango C., «Le mystère de la XIVe région de
XIVe région» Constantinople», Mélanges Gilbert Dagron, TM 14 (2002), 449-
455
Mango, «Palace of Marina» Mango C., «The Palace of Marina, the Poet Palladas and the
Bath of Leo VI», Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανόλη
Χατζηδάκη, Ι, ΑΔ δημοσιεύματα αρ. 46, Αθήνα 1991, 321-
330.
Mango, «Sévère» Mango C., «Sévère et Byzance», CRAI 147 (2003), 593-608.
Mango, Studies Mango C. (επιμ.), Studies on Constantinople, Variorum
Reprints, Aldershot 1993.
Mango, «Triumphal Way» Mango C., «The Triumphal Way of Constantinople and the
Golden Gate», DOP 54 (2000), 173-188.
Mango, «Water Supply» Mango C., «The Water Supply of Constantinople» στο
Mango-Dagron, Constantinople, 9-18.
Mango-Dagron, Mango C.-Dagron G. (επιμ.), Constantinople and its hinterland,
492
Constantinople Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine
Studies (Οξφόρδη, 2-6.04.1993), Aldershot 1995.
Mango-Scott, Theophanes The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near
Eastern History, AD 284-813. Translated with Introduction and
Commentary, Mango C.-Scott R., Οξφόρδη 1997.
Mango-Vickers-Francis, Mango C. - Vickers M. - Francis E., «The Palace of Lausus at
«Palace of Lausus» Constantinople and its Collection of Ancient Statues», JHC 4
(1992), 89-98.
Margutti, «Rea-Tyche» Margutti S., «Constantino e Rea-Tyche: per una
reinterpretazione di Zos. II, 31, 2-3», στο Bonamente G.-
Lenski N.-Testa R.L. (επιμ.), Constantino Prima e dopo
Constantino. Constantine before and after Constantine, Μπάρι
2012, 521-532.
Marinescu, Lysimachi Coinages Marinescu C.A., Making and Spending Money along the
Bosporus: The Lysimachi Coinages minted by Byzantium and
Chalcedon and their Socio-cultural Context, διδακτορική
διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια,
Νέα Υόρκη 1996.
Mark-Çakmak, Hagia Sophia Mark R. – Çakmak A.Ş. (επιμ.), Hagia Sophia from the Age of
Justinian to the Present, Κέιμπριτζ 1992.
Markopoulos, «De la Markopoulos A., «De la structure de l’école byzantine. Le
structure de l’école maître, les livres et le processus éducatif», στο Mondrain B.
byzantine» (επιμ.), Lire et écrire à Byzance, CNRS-Centre de Recherche
d’Histoire et Civilisation de Byzance Monographies 19,
Παρίσι 2006, 85-96.
Markopoulos, «‘’higher Markopoulos A., «In search for ‘’higher education’’ in
education’’» Byzantium», ZRVI 50 (2013), 29-44.
Markopoulos, «School in Markopoulos A., «The School in Byzantium: Structure and
Byzantium» Problems», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine
Court, 189-193.
Μarkopoulos, «Sur les deux Μarkopoulos A., «Sur les deux versions de la chronographie
versions» de Symeon Logothèthe», BZ 76 (1983), 279-284.
Marlowe, «Liberator urbis Marlowe E., «Liberator urbis suae. Constantine and the
suae» Ghost of Maxentius», στο Ewald-Noreňa, Emperor and Rome,
199-219.
Marlowe, «The Arch of Marlowe E., «Framing the Sun: The Arch of Constantine and
Constantine» the Roman Cityscape», ArtB 88 (2006), 223-242.
Marrou, History of education Marrou H. I., A History of education in Antiquity, Lamb G.
(μτφρ.), Λονδίνο 1956.
Marrou, «Vie intellectuelle» Marrou H. I., «La vie intellectuelle au Forum de Trajan et au
Forum d’ Auguste», Mélanges d’Archéologie et d’Histoire 49
(1932), 93-110.
Martin, «Agora et forum» Martin R., «Agora et forum», Architecture et urbanisme.
Publications de l'École française de Rome αρ. 99. Ρώμη 1987,
155-185.
Martin, Agora grecque Martin R., Recherches sur l'agora grecque: études d'histoire et
d'architecture urbaines, BÉFAR αρ. 174, Παρίσι 1951.
Martin, Urbanisme Martin R., L’ urbanisme dans la Grèce antique, Παρίσι 1974.
Martindale, Prosopography ΙΙ Martindale J.R., The Prosopography of the Later Roman Empire,
II, A.D. 395-527, Κέιμπριτζ 1980.
Martindale, Prosopography ΙΙΙ Martindale J.R., The Prosopography of the Later Roman Empire,
493
III, A.D. 527-641, Κέιμπριτζ 1992.
Matern, Helios und Sol Matern P., Helios und Sol, Kulte und Ikonographie des
griechischen und römischen Sonnengottes, Κωνσταντινούπολη
2002.
Mathews, Early Churches Mathews T.F., The Early Churches of Constantinople.
Αrchitecture and Liturgy, University Park, Πενσυλβάνια-
Λονδίνο 1971.
Matthews, «Notitia Urbis» Matthews J. «The Notitia Urbis Constantinopolitanae», στο
Grig-Gavin, Two Romes, 81-115.
Matthews, Theodosian Code Matthews J. F., Laying down the law. Α study of the Theodosian
Code. Νιου Χέιβεν-Λονδίνο 2000.
Mckenzie, «Late Antique Mckenzie J.S., «The Place in Late Antique Alexandria
Alexandria» ‘’Where Alchemists and Scholars Sit (…) Was Like Stairs’’»,
στο Derda -Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 53-
83.
Millar, Emperor Millar F., The Emperor in the Roman World (31 BC - AD 337),
Λονδίνο 1992.
Millar, «Greek City» Millar F., «The Greek City in the Roman Period», στο
Hansen M.H. (εκδ.), The Ancient Greek City-State, Κοπεγχάγη
1993, 232-260.
Millar, «Herennius Millar F., «P. Herennius Dexippus: the Greek World and the
Dexippus» Third-Century Invasions», JRS 59 (1969), 12-29.
Millet, «Encounters in the Millet P., «Encounters in the Agora», Cartledge P.A.-Millet
Agora» P.-Von Reden S. (εκδ.), Kosmos: Essays in order, conflict and
Community in Classical Athens, Κέιμπριτζ 1998, 203-228.
Mitchell, «Imperial Building» Mitchell S.F.S.A., «Imperial Building in the Eastern Roman
Provinces», στο Macready S. - Thompson F.H. (επιμ.), Roman
Architecture in the Greek World, The society of antiquaries of
London, Occasional Papers (new series) 10, Λονδίνο 1987,
18-25.
Momigliano, «Η Ελληνιστική Momigliano Α., «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του
ανακάλυψη του Ιουδαϊσμού», στο Momigliano A., Alien Wisdom. The Limits of
Ιουδαϊσμού» Hellenization, ελλην. μτφρ.: Ξένη Σοφία. Τα όρια του
εξελληνισμού στην αρχαιότητα, Κατσιβελάκη Α. (μτφρ.),
Αθήνα 1998, 125-156.
Mordtmann, Esquisse Mordtmann A.D., Esquisse topographique de Constantinople,
topographique Λιλ 1892.
Mordtmann, «Τοπογραφία» Mordtmann A., «Τοπογραφία Κωνσταντινουπόλεως»,
ΚΕΦΣ, Παράρτημα του τόμου 19 (1891), 9-14.
Morlier, Mosaïque Morlier H. κ.α. (επιμ.), La mosaïque Gréco-Romaine IX.2, CÉFR
352, Ρώμη 2005.
Motos Guirao-Morfakidis Motos Guirao E.-Morfakidis Filactós M. (επιμ.),
Filactós, Constantinopla Constantinopla. 550 años de su caída/Κωνσταντινούπολη. 550
χρόνια από την άλωση, Ι-III, Γρανάδα 2006.
Müller-Wiener, Müller-Wiener W., Griechisches Bauwesen in der Antike, ελλην.
Aρχιτεκτονική μετφρ.: Η αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα, Σμίτ-Δούνα
Μ. (μτφρ.), Θεσσαλονίκη 1995.
Müller-Wiener, Bildlexikon Müller-Wiener W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls,
Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh,
Τυβίγγη 1977.
Müller-Wiener, «Palast und Müller-Wiener W., «Zum verhaltnis von palast und stadt in
494
stadt» Konstantinopel», AMY 11 (1990), 120-129.
Mundell Mango, Mundell Mango M.M., «The Commercial Map of
«Commercial Map» Constantinople», DOP 54 (2000), 189-207.
Naumann, «Antiochus-Palast Naumann R., «Vorbericht über die Ausgrabungen zwischen
1964» Mese und Antiochus-Palast 1964 in Istanbul», IstMitt 15
(1965), 135-148.
Necipoğlu, Byzantine Necipoğlu N. (επιμ.), Byzantine Constantinople: Monuments,
Constantinople Topography and Everyday Life, Λέιντεν-Βοστώνη-Κολωνία
2001.
Necipoğlu, «Hagia Sophia» Necipoğlu G., «The Life of an Imperial Monument: Hagia
Sophia after Byzantium», στο Mark-Çakmak, Hagia Sophia,
195-225.
Necipoğlu, Topkapi Palace Necipoğlu G., Architecture, Ceremonial, and Power: The Topkapi
Palace in the Fifteenth and Sixteenth Centuries, Κέιμπριτζ
Μασσ.-Λονδίνο 1991.
Nelis-Clément - Roddaz, Le Nelis-Clément J. - Roddaz J.-M. (επιμ.), Le cirque romain et son
cirque romain image, Actes du colloque international (Μπορντώ
19‐21.10.2006), Ausonius Éditions, Mémoires 20, Μπορντώ
2008.
Nelson, Hagia Sophia Nelson R.S., Hagia Sophia, 1850-1950. Holy Wisdom Modern
Monument, Σικάγο-Λονδίνο 2004.
Newton, Travels Newton C.T., Travels and discoveries in the Levant, II, Λονδίνο
1865.
Nielsen, Hellenistic Palaces Nielsen I., Hellenistic Palaces. Tradition and Renewal, Studies in
Hellenistic Civilization V, Ώρχους-Οξφόρδη-Κονέκτικατ
1999.
Nielsen, «Oriental Models» Nielsen I., «Oriental Models for Hellenistic Palaces ?», στο
Hoepfner-Brands, Basileia, 209-212.
Nünnerich-Asmus, Basilika Nünnerich-Asmus A., Basilika und Porticus, Βιέννη 1994.
Ορλάνδος- Τραυλός, Ορλάνδος Α. Κ. - Τραυλός Ι. Ν., Λεξικόν ἀρχαίων
Λεξικόν ἀρχιτεκτονικῶν ὅρων. Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθῆναις
Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας, αρ. 94, Ἀθῆναι 1986.
Oberhummer- Miller- Oberhummer E. - Miller J. - Kubitschek W., J., λήμμα
Kubitschek, «Byzantion» «Byzantion», RE 3 (1897), 1117-1157.
Odahl, Constantine Odahl C.M., Constantine and the Christian Empire, Νέα Υόρκη
2004.
Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Ödekan A.-Necipoğlu N.-Akyürek E. (επιμ.), The Byzantine
Byzantine Court Court: Source of Power and Culture, Papers from the Second
International Sevgi Gönül Byzantine Studies Symposium
(Κωνσταντινούπολη 21-23.06.2010), Κωνσταντινούπολη
2013.
Ölçer- Eldem, De Byzance à Ölçer N. - Eldem E. (επιμ.), De Byzance à Istanbul, un port pour
Istanbul deux continents. Κατάλογος Έκθεσης, Galeries Νationales
(Grand Palais, Champs-Élysées, 10.10.2009-25.01.2010),
Παρίσι 2009.
Oliver, Demokratia Oliver J.H., Demokratia, the Gods and the Free World,
Βαλτιμόρη 1960.
Oliver, «ΜΟΥΣΕΙΟΝ» Oliver J.H., «The ΜΟΥΣΕΙΟΝ in Late Attic Inscriptions»,
Hesperia 3 (1934), 191-196.
O’Meara, Platonopolis O’Meara D.J., Platonopolis. Platonic Political Philosophy in Late
Antiquity, Οξφόρδη 2005.
495
Opitz, «Vita Constantini» Opitz H.G., «Die Vita Constantini, Des Codex Angelicus 22»,
Byzantion 9 (1934), 535-593.
Ousterhout, «Rediscovery of Ousterhout R., «The Rediscovery of Constantinople and the
Constantinople» Beginnings of Byzantine Archaeology: A Historiographic
Survey», στο Bahrani Z. - Çelik Z. - Eldem E. (επιμ.) Scramble
for the Past: A Story of Archaeology in the Ottoman Empire, 1753-
1914, Κωνσταντινούπολη 2011, 181-211.
Ousterhout, «Urban Identity» Ousterhout R., «Constantinople and the Construction of a
Medieval Urban Identity», στο Stephenson , Byzantine World,
334-351.
Owens, The City Owens E.J., The City in the Greek and Roman World, Λονδίνο -
Νέα Υόρκη 1991
Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Πάλλας Δ. Ι., «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία. Η
Θεία Σοφία» εικονογραφική περιπέτεια μιάς θεολογικής έννοιας»,
ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), 119-144.
496
del Mediterráneo, Μπαρτσελόνα 1998, 202-205.
Pharr, Theodosian Code Pharr C. (μτφρ.), The Theodosian Code and Novels, and the
Sirmondian Constitutions. The Corpus of Roman Law, 1,
Πρίνστον 1952.
Pisani Sartorio, «Le cirque de Pisani Sartorio G., «Le cirque de Maxence et les cirques de
Maxence» l’Italie antique» στο Nelis-Clément & Roddaz, Le cirque
romain, 47-78.
Pitarakis, Pitarakis B. (επιμ.), Hippodrom / Atmeydanı. İstanbul’un Tarih
Hippodrom/Atmeydanı Sahnesi-A Stage for Istanbul’s History, Κατάλογος Έκθεσης, Ι,
Pera Museum Publication 39, Κωνσταντινούπολη 2010.
Pollitt, Ελληνιστική εποχή Pollitt J.J., Art in the Hellenistic Age, ελλην. μετφρ.: Η τέχνη
στην Ελληνιστική εποχή, Γκάζη Α. (μτφρ.), Αθήνα 1994.
Pont, «Septime Sévère» Pont A.-V., «Septime Sévère à Byzance: L’invention d’un
fondateur», AT 18 (2010), 191-198.
Popović, «Diadem» Popović I., «Diadem of Constantine’s Portrait from Naissus.
Origin and Evolution of the New Imperial insignia», Nis and
Byzantium III, Ναϊσσός 2005, 103-118.
Potter, Constantine Potter D., Constantine the Emperor, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη
2013.
Potter, Roman Empire Potter D. S., The Roman Empire at Bay AD 180-395, Νέα
Υόρκη-Λονδίνο 2004.
Price, Rituals and Power Price S.R.F., Rituals and Power: the Roman Imperial Cult in Asia
Minor, Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη-Μελβούρνη 1985.
Purcell, «Nicopolitan Purcell N., «The Nicopolitan Synoecism and Roman Urban
Synoecism» Policy», in Chrysos E. (ed), Nikopolis I, Proceedings of the 1st
International Symposium on Nicopolis, 23-29 September 1984,
Preveza 1987, 71-90.
Pyatnitsky, «Admirations» Pyatnitsky Y., «Admirations in Pen and Brush: Russian
Sources on Istanbul and the Monuments of the
Hippodrome», στο Terra Antiqua Balcanica et Mediterranea,
Διεθνές Συνέδριο, Βάρνα 23.02.2007, Acta Musei Varnaensis
VIII.1, Βάρνα 2011, 321-350.
Queyrel, L’autel de Pergame Queyrel F., L’autel de Pergame. Images et pouvoir en Grèce
d’Asie, Παρίσι 2005.
Quinn-Wilson, «Capitolia» Quinn J.C.-Wilson A., «Capitolia», JRS 103 (2013), 117-173.
Radnóti-Alföldi, Liburna Radnóti-Alföldi M., Phoenix aus der Asche die Liburna, ein
Gründungsmonument von Constantinopolis, Στουτγκάρδη
2004.
Radt, «Pergamon» Radt W., «The urban development of Pergamon», στο
Parrish, Urbanism, 43-56.
Raja, Urban Development Raja R., Urban Development and Regional Identity in the Eastern
Roman Provinces, 50 BC-AD 250. Aphrodisias, Ephesos, Athens,
Gerasa, Κοπεγχάγη 2012.
Ramage-Ramage, Ρωμαϊκή Ramage N. H. - Ramage A., Roman Art. Romulus to
τέχνη Constantine, ελλην. μεταφρ.: Ρωμαϊκή τέχνη από τον
Ρωμύλο έως τον Κωνσταντίνο, Ιωακειμίδου Χ. (μτφρ.),
Θεσσαλονίκη, 2000.
Ramazanoğlu, «Neue Ramazanoğlu M., «Neue Forschungen zur
Forschungen» Ι Architekturgeschichte der Irenenkirche und des Komplexes
der Sophienkirche», στο Actes du VIe Congrès International des
Études Byzantines (Παρίσι 1948), II, Παρίσι 1951, 347-357.
497
Ramazanoğlu, «Neue Ramazanoğlu M., «Neue Forschungen zur
Forschungen» ΙΙ Architekturgeschichte der Irenen-Kirche und des Komplexes
der Sophien-Kirche» στο Atti dello VIII Congresso
Internazionale di Studi Bizantini, Παλέρμο 1951, II, Studi
Bizantini e Neoellenici αρ. 8, Παλέρμο 1953, 232-5.
Ramazanoğlu, Sentiren Ramazanoğlu M., Sentiren ve Ayasofyalar Manzumesi. L’
ensemble de Ste-Irène et des diverses St.-Sophies,
Κωνσταντινούπολη 1946.
Ramskold - Lenski, Ramskold L. - Lenski N., «Constantinople’s Dedication
«Constantinople’s Dedication Medallions and the Maintenance of Civic Traditions», NZ
Medallions» 119 (2012), 31-58.
Reinach, Commentaire Description des oeuvres d’art et de l’église des Saints Apôtres de
archéologique Constantinople. Poème en vers iambiques par Constantine le
Rhodien, publié… par Émile Legrand et suivi d’un commentaire
archéologique par Théodore Reinach, Παρίσι 1896, 35-74.
Richardson, Topographical Richardson L. Jr., A new Topographical Dictionary of Ancient
Dictionary Rome, Βαλτιμόρη 1992.
Ridgway, «Plataian Tripod» Ridgway B.S., «The Plataian Tripod and the Serpentine
Column», AJA 81 (1977), 374-379.
Ridley, «Zosimus» Ridley R.T., «Zosimus the Historian», BZ 65 (1972), 277-302.
Robert, «Deux concours» Robert L., «Deux concours grecs à Rome», CRAI 114 (1970),
6-27.
Robert, «La Titulature» Robert L., «La Titulature de Nicée et de Nicomédie: La gloire
et la haine», HSPh 81 (1977), 1-39.
Rogge, «Water Supply» Rogge S., «Water Supply in Antiquity in the Mediterranean
World» στο Lange M.A. - Poszig D. - Herrmann A. (επιμ.),
Water on Meditterranean Islands: Advanced Study Course
Sustainis. Zufo-Berichte Bd. 4, 2005, 35-60.
Rollas, «Les figurines» Rollas A.N., «Les figurines en terre cuite d’Istanbul», IAMY
XXIV, 11-12 (1964), 164-170.
Rowan, Under Divine Auspices Rowan C., Under Divine Auspices. Divine Ideology and the
Visualisation of Imperial Power in the Severan Period,
Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη 2012.
Royo, «Cirque et palais» Royo M., «De la Domus Gelotiana aux Horti Spei Veteris:
retour sur la question de l’association entre cirque et palais à
Rome», στο Nelis-Clément & Roddaz, Le cirque romain, 481-
495.
Rydén - Rosenquist, Aspects of Rydén L.-Rosenquist J.O. (επιμ.), Aspects of Late Antiquity and
Late Antiquity Early Byzantium, Papers Read at a Colloquium Held at the
Swedish Research Institute (Κωνσταντινούπολη 31.05-
05.06.1992), Swedish Research Institute in Istanbul
Transactions 4, Ουψάλα 1993.
Rykwert, Idea of a Town Rykwert J., The Idea of a Town: the anthropology of urban form in
Rome, Italy and the ancient world, Πρίνστον Ν. Τζ. 1976.
Σιδέρης, Έφεσος Σιδέρης Α. (επιμ.), Έφεσος, Ιστορία και Αρχιτεκτονική,
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2010.
Σκαρλάτος, Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, Ἡ Κωνσταντινούπολις.
Κωνσταντινούπολις Περιγραφὴ τοπογραφικὴ, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορικὴ τῆς
περιωνύμου ταύτης μεγαλοπόλεως…, Ι-ΙΙΙ, ἐν Ἀθήνῃσιν
1851-1869.
Σούρλας, «Ρωμαϊκή Αγορά» Σούρλας Δ., «Νεότερα στοιχεία για τη Ρωμαϊκή Αγορά της
498
Αθήνας» στο Βλίζος Σ. (επιμ.), Η Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή
εποχή. Πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες, Μουσείο
Μπενάκη 4ο παράρτημα, Αθήνα 2008, 99-114.
Στάϊκος, Ιστορία της Στάϊκος Κ. Σ., Η ιστορία της Βιβλιοθήκης στο Δυτικό
Βιβλιοθήκης Ι πολιτισμό, Ι. Ἀπὸ τὸν Μίνωα στὴν Κλεοπάτρα. Ὁ Ἑλληνικός
Κόσμος ἀπὸ τὶς Ἀρχειακὲς Βιβλιοθῆκες τῶν Μινωιτῶν ἕως
τὴν Οἰκουμενικὴ Βιβλιοθήκη τῶν Πτολεμαίων, Αθήνα 2002.
Στάϊκος, Ιστορία της Στάϊκος Κ. Σ., Η ιστορία της Βιβλιοθήκης στο Δυτικό
Βιβλιοθήκης ΙΙ πολιτισμό, ΙΙ. Βιβλιοθήκες του Ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Από την προσωκρατική έως την πτώση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας (6ος-4ος αι. μ.Χ.). Αθήνα 2005.
Στάϊκος, Ιστορία της Στάϊκος Κ. Σ., Η ιστορία της Βιβλιοθήκης στο Δυτικό
Βιβλιοθήκης ΙΙΙ πολιτισμό, ΙΙΙ. Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως τον
καρδινάλιο Βησσαρίωνα. Αυτοκρατορικές, Μοναστηριακές,
Σχολικές και Ιδιωτικές Βιβλιοθήκες στον Βυζαντινό κόσμο,
Αθήνα 2006.
Salway, «Constantine Salway B., «Constantine Augoustos (Not Sebastos)» στο
Augoustos» Drinkwater J.-Salway B. (εκδ.), Wolf Liebeschuetz Reflected.
Essays presented by Colleagues, Friends & Pupils. Bulletin of the
Institute of Classical Studies suppl. 91, Λονδίνο 2007, 37-50.
Salway, «Itinerarium Salway B., «There but Not There. Constantinople in the
Burdigalense» Itinerarium Burdigalense», στο Grig-Gavin, Two Romes, 293-
324.
Salzenberg, Baudenkmale Salzenberg W., Alt-christliche Baudenkmale von Constantinopel
vov V. bis XII. Jahrhundert, Βερολίνο 1854.
Saradi, Byzantine City Saradi H. G., The Byzantine City in the Sixth Century. Literary
Images and Historical Reality, Αθήνα 2006.
Saradi, «Perceptions» Saradi H., «Perceptions and Literary Interpretations of
Statues and the Image of Constantinople», Βυζαντιακά 20
(2000), 39-77.
Scheltema, Antécesseurs Scheltema H. J., L’enseignement de droit des Antécesseurs,
Λέιντεν 1970.
Schemmel, «Hochschule» Ι Schemmel F., «Die Hochschule von Konstantinopel in IV.
jahrhundert», Neue Jahrbücher für das kl. Altertum 22 (1908),
147-168.
Schemmel, «Hochschule» ΙΙ Schemmel F., «Die Hochschule von Konstantinopel vom V.
bis IX. jahrhundert», Wissenschaftliche Beilage zu dem
Jahresbericht des Königl, Wilhelms-Gymnasiums, Βερολίνο 1912,
3-24.
Scherrer, «Ephesos» Scherrer P., «The City of Ephesos from the Roman Period to
Late Antiquity» στο Koester H. (εκδ.), Ephesus: Metropolis of
Asia, Harvard Theological Studies 41, Valley Forge 1995, 1-
25.
Scherrer, «Topography of Scherrer P., «The historical topography of Ephesos», στο
Ephesos» Parrish D. (εκδ.), Urbanism in Western Asia Minor. New Studies
on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and
Xanthos, JRA Supplement 45, 2001, 57-87.
Schlange-Schöningen, Schlange-Schöningen H., Kaisertum und Bildungswesen in
Kaisertum Spätantiken Konstantinopel, Στουτγκάρδη 1995.
Schneider, Byzanz Schneider A. M., Byzanz. Vorarbeiten zur Topographie und
Archäologie der Stadt. IstForsch 8, Βερολίνο 1936.
499
Schneider, «Euphemia- Schneider A.M., «Grabung im Bereich des Euphemia-
Martyrions» Martyrions zu Konstantinopel», AA 1943 στο JDAI 58 (1943),
255-289.
Schneider, Grabung Schneider A.M., Die Grabung im Westhof der Sophienkirche zu
Istanbul. IstForsch 12, Βερολίνο 1941.
Schneider, «Sophienkirche» Schneider A. M., «Die vorjustinianische Sophienkirche», BZ
36 (1936), 77-85.
Schönert-Geiss, Münzpägung Schönert-Geiss E. (επιμ.), Griechisches Münzwerk: Die
Münzpägung Von Byzantion, I: Autonome Zeit, Βερολίνο
1970, II: Kaiserzeit, Βερολίνο 1972.
Schreiner, Schreiner P., Konstantinopel. Geschichte und Archäologie,
Κωνσταντινούπολη ελλην. μτφρ.: Κωνσταντινούπολη. Ἱστορία καὶ
Ἀρχαιολογία, Φωσβινκέλ Α., (μτφρ.), Αθήνα 2014
Scotton, «Basilica at Fano» Scotton P.D., «The Basilica at Fano and the Vitruvian Norm»,
στο Cavalier L.-Descat R.- des Courtils J. (επιμ.), Basiliques et
Agoras de Grèce et d’Asie Mineure, Ausonius Éditions,
Mémoires 27, Μπορντώ 2012, 25-89.
Sewell, Roman Urbanism Sewell J., The Formation of Roman Urbanism, 338-200 B.C.:
Between Contemporary Foreign Influence and Roman Tradition,
JRA suppl. 79, Portsmouth, Rhode Island, 2010.
Shelton, «Imperial Tyches» Shelton K. J., «Imperial Tyches», Gesta [Papers related to
Objects in the Exhibition «Age of Spirituality». The
Metropolitan Museum of Art (Νοέμβριος 1977-Φεβρουάριος
1978)], 18 (1979), 27-38.
Sielhorst, «Hellenistic Sielhorst B.M.A., «Hellenistic Agorai. Formation, Reception
Agorai» and Semantics of an Urban Space», στο Γιαννικουρή, Η
αγορά στη Μεσόγειο, 31-46.
Sjöqvist, «Kaisareion» Sjöqvist E., «Kaisareion, A study in architectural
iconography», Opuscula romana I (1954), 86-108.
Skinner, «Senate of Skinner A., «The early development of the senate of
Constantinople» Constantinople», BMGS 32 (2008), 128-148.
Smith, Hellenistic Sculpture Smith, R.R.R., Hellenistic Sculpture, Λονδίνο 1991.
Smith, «Public Image of Smith R.R.R., «The Public Image of Licinius I: Portrait
Licinius» Sculpture and Imperial Ideology in the Early Fourth
Century», JRS 87 (1997), 170-202.
Speck, Kaiserliche Universität Speck P., Die Kaiserliche Universität von Konstantinopel, Byz.
Archiv 14, Μόναχο 1974.
Speck, «Review» Speck P., «Review of P. Lemerle, Le premier humanisme
byzantin. Notes et remarques sur enseignement et culture à
Byzance des origines au Xe siècle», ΒΖ 67 (1974), 385-393
[ανατύπ. Takács S. (επιμ.), Understanding Byzantium. Studies
in Byzantine Historical Sources, Aldershot-Burlington 2003, 6-
16].
Speck, «Urbs quam Deo Speck P., «Urbs quam Deo donavimus. Konstantins des
donavimus» Grossen Konzept für Konstantinopel», Boreas 18 (1995), 143-
173.
Spielvogel, Severus Spielvogel J., Septimius Severus, Ντάρμστατ 2006.
Spieser, Urban and Religious Spieser J.-M. (επιμ.), Urban and Religious Spaces in Late
Spaces Antiquity and Early Byzantium, Aldershot-Burlington 2001.
Steinby, Lexicon Steinby E.M. (επιμ.), Lexicon Topographicum Urbis Romae, vol.
I-VI, Ρώμη 1993-2000.
500
Stephenson, Byzantine World Stephenson P. (επιμ.), The Byzantine World, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 2010.
Stewart, «Pergamo» Stewart A., «Pergamo Ara Marmorea Magna. On the Date,
Reconstruction and Functions of the Great Altar of
Pergamon», στο De Grummond– Ridgway, From Pergamon,
32-57.
Stichel, «“Schlangensäule”» Stichel R.H.W., «Die “Schlangensäule” im Hippodrom von
Istanbul», IstMitt 47 (1997), 315-348.
Stichel, «Sechs kolossale Stichel R.H.W., «Sechs kolossale Säulen nahe Hagia Sophia
Säulen» und die Curia Justinians am Augusteion in Konstantinopel»,
Architectura 30 (2000), 1-25.
Stupperich, Stupperich R., «Das Statuenprogramm in den Zeuxippos-
«Statuenprogramm» Thermen», IstMitt 32 (1982), 210-235.
Τζαβελοπούλου, Λατρείες Τζαβελοπούλου Αικ., Λατρείες ηρώων στις αγορές της
ηρώων αρχαιότητας, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2011.
Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη Τιγγινάγκα Ι., «Η μεγάλη ανατολική αίθουσα της
του Αδριανού» βιβλιοθήκης του Αδριανού (βιβλιοστάσιο)», ΑΔ 54 (1999),
Α’, Μελέτες, 285-326.
Τραυλός, Πολεοδομικὴ Τραυλός Ι., Πολεοδομικὴ ἐξέλιξις τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τῶν
ἐξέλιξις προϊστορικῶν χρόνων μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνος,
Ἀθήνα 1993.
Talbot, «Restoration of Talbot A. M., «The Restoration of Constantinople under
Constantinople» Michael VIII», DOP 47 (1993), 243-261.
Talbot-Rice, Great Palace Talbot-Rice D. (επιμ.), The Great Palace of the Byzantine
Emperors. Second Report, Εδιμβούργο 1958.
Talbot-Rice, «On the date» Talbot-Rice D., «On the date of the mosaic floor of the Great
Palace of the Byzantine Emperors at Constantinople»,
Χαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Κ. Ὀρλάνδον, Βιβλιοθήκη τῆς
ἐν Ἀθῆναις Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 54, Α΄, Ἀθῆναι 1965,
1-5.
Tezcan, Topkapi Sarayi Tezcan H., Topkapi Sarayi ve Çevresinin Bizans Devri
Arkeolojisi, Κωνσταντινούπολη 1989.
Tomlinson, From Mycenae to Tomlinson R.A., From Mycenae to Constantinople: the Evolution
Constantinople of the Ancient City, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1992.
Tonguç, Basilica Cistern Tonguç L., The Basilica Cistern (Yerebatan Sarayi) and the other
Cisterns of Istanbul, Key to Turkey Tourism Publications, I,
Κωνσταντινούπολη 1990.
Toynbee, «Roma and Toynbee J. M. C., «Roma and Constantinopolis in late-
Constantinopolis» Ι Antique art from 312 to 365», JRS 37 (1947), 135-144.
Toynbee, «Roma and Toynbee J. M. C., «Roma and Constantinopolis in late-
Constantinopolis» ΙΙ Antique art from 365 to Justin II», Studies presented to D. M.
Robinson, II, Σαιντ Λούις 1953, 261-277.
Treadgold, Early Byzantine Treadgold W., The Early Byzantine Historians, Νέα Υόρκη-
Historians Χάμσαϊρ 2007.
Treadgold, Middle Byzantine Treadgold W., The Middle Byzantine Historians, Νέα Υόρκη-
Historians Χάμσαϊρ 2013.
Tsetskhladze, The Bosporus Tsetskhladze G.R. κ.α. (επιμ.), The Bosporus: Gateway between
the Ancient West and East (1st Millennium BC–5th Century AD),
501
Proceedings of the Fourth International Congress on Black Sea
Antiquities (Κωνσταντινούπολη, 14–18 Σεπτεμβρίου 2009),
BAR, Διεθν. Σειρά, αρ. 2517, Οξφόρδη 2013.
Tülek, «Floor Mosaic» Tülek F., «A Fifth Century Floor Mosaic and a Mural of
Virgin of Pege in Constantinople», CahArch 52 (2005-08),
23-30.
Tunay, «Archaeological Tunay M. I., «Byzantine Archaeological Findings in Istanbul
Findings» during the Last Decade», στο Necipoğlu, Byzantine
Constantinople, 217-234.
Unger, «Die Jere Batan» Unger E., «Die Jere Batan Serai-Zisterne», στο Mamboury-
Wiegand, Kaiserpaläste, 54-71.
Urbainczyk, Socrates Urbainczyk T., Socrates of Constantinople: Historian of Church
and State, Ανν Άρμπορ 1997.
Van Dam, Roman Revolution Van Dam R., The Roman Revolution of Constantine, Κέιμπριτζ
2007.
Van Dam, Rome and Van Dam R., Rome and Constantinople. Rewriting Roman
Constantinople History during Late Antiquity, Baylor University Press 2010
Van De Mieroop, Ancient Van De Mieroop M., A History of the Ancient Near East ca.
Near East 3000-323 B.C., Μάλντεν-Οξφόρδη-Βικτώρια 2007.
Van Den Berg, «“Pulvinar’’» Van Den Berg C., «The “Pulvinar’’ in Roman Culture»,
TAPhA, 138 (2008), 239-273.
Vanderspoel, Themistius Vanderspoel J., Themistius and the Imperial Court: Oratory,
Civic Duty and Paideia from Constantius to Theodosius, Ανν
Άρμπορ 1995.
Van Dyke-Alcock, Van Dyke R.M. - Alcock S.E., «Archaeologies of Memory: An
«Archaeologies of Memory» Introduction» στο Van Dyke R.M. - Alcock S.E. (επιμ.),
Archaeologies of Memories, Malden MA 2003, 1-13.
Van Millingen, Byzantine Van Millingen A., Byzantine Constantinople. The Walls of the
Constantinople City and Adjoining Historical Sites, Λονδίνο 1899.
Vavřínek-Odorico-Drbal, Vavřínek V.-Odorico P.-Drbal V. (επιμ.), Proceedings of the
Ekphrasis colloquium: Ekphrasis. La representation des monuments dans le
literatures byzantine et byzantinο-slaves. Réalités et imaginaires
(Πράγα 18-20.03.2010), Byzantinoslavica 69.3, Πράγα 2011.
Velmans, Byzance Velmans T. κ.α. (επιμ.), Byzance: Constantinople, Istanbul,
Παρίσι 2008.
Vespignani, Il circo di Vespignani G., Ιππόδρομος. Il circo di Constantinopoli Nuova
Constantinopoli Roma dalla realtà alla storiografia, Quaderni della Rivista di
bizantinistica 14, Σπολέτο 2010.
Vespignani, Polidoro Vespignani G. (επιμ.), Polidoro. Studi offerti ad Antonio Carile,
Σπολέτο 2013.
Vian, Guerre des géants Vian F., La guerre des géants. Le mythe avant l’époque
Hellénistique, Παρίσι 1952.
Vian, Répertoire des Vian F., Répertoire des Gigantomachies figurées dans l’art Grec et
Gigantomachies Romain, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο
Πανεπιστήμιου του Παρισίου, Παρίσι 1951.
Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Vitti M., Ἡ πολεοδομικὴ ἐξέλιξη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὴν
ἴδρυση τῆς ἔως τὸν Γαλέριο, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις
Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας, αρ. 160, Ἀθήναι 1996.
Vogt, Livre de Cérémonies Vogt A. (μτφρ., σχολ.), Constantin VII Porphyrogénète, Le Livre
de Cérémonies, I-II (texte-commentaire), Παρίσι 1935-1940.
von Hesberg, Ρωμαϊκή von Hesberg H., Römische Baukunst, ελλην. μτφρ.: Ρωμαϊκή
502
αρχιτεκτονική αρχιτεκτονική, Παπαγεωργίου Π. (μτφρ.), Θεσσαλονίκη
2009.
Waelkens, «Hellenistic and Waelkens M., «Hellenistic and Roman Influences in the
Roman Influences» Imperial Architecture of Asia Minor», στο Walker-Cameron,
Greek Renaissance, 77-88.
Walker, «Moral Museum» Walker S., «The Moral Museum: Augustus and the City of
Rome», στο Coulston-Dodge, Ancient Rome, 61-75
Walker, «Roman Nymphaea» Walker S., «Roman Nymphaea in the Greek World», στο
Macready-Thompson, Roman Architecture, 60-72.
Walker-Cameron, Greek Walker S. - Cameron A. (επιμ.), The Greek Renaissance in the
Renaissance Roman Empire, Bulletin of the Institute of Classical Studies,
Supplementum 55, Λονδίνο 1989.
Ward-Perkins, Ward-Perkins B., «Constantinople: a City and its ideological
«Constantinople» territory» in Brogiolo G.P.-Gauthier N.-Christie N. (ed.),
Towns and their Territories between Late Antiquity and the Early
Middle Ages, Λέιντεν-Βοστώνη-Κολωνία 2000, 325-345.
Ward-Perkins, «Old and New Ward-Perkins B., «Old and New Rome Compared. The Rise
Rome» of Constantinople», Grig L.-Gavin K. (εκδ.), Two Romes. Rome
and Constantinople in Late Antiquity, Οξφόρδη 2012, 53-78.
Ward-Perkins, «From Ward-Perkins J.B., «From Republic to Empire: reflections on
Republic to Empire» the early provincial architecture of the Roman west», JRS 60
(1970), 1-19.
Ward - Perkins, Imperial Ward - Perkins J.B., Roman Imperial Architecture, The Pelican
Architecture History of Art, Harmondsworth 1989.
Warland, Bildlichkeit Warland R. (επιμ.), Bildlichkeit und Bildorte von Liturgie.
Schauplätze in Spätantike, Byzanz und Mittelalter, Βισμπάντεν
2002.
Watts, City and School Watts E.J., City and School in Late Antique Athens and
Alexandria, Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-Λονδίνο 2006.
Weinstock, «Victor» Weinstock S., «Victor and Invictus», ΗΤhR 50 (1957), 211-247.
Welch, «Some Architectural Welch K. E., «Some Architectural Prototypes for the
Prototypes» Auditoria at Kom El-Dikka and Three Late Antique (Fifth
Cent. AD) Comparanda from Aphrodisias in Caria», στο
Derda-Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 115-133.
Wendel, «Bibel-Auftrag» Wendel C. «Der Bibel-Auftrag Kaiser Konstantins»,
Zentralblatt für Bibliothekswesen 56 (1939), 165-175.
Wendel, «Kaiserliche Wendel C. «Die Erste Kaiserliche Bibliothek in
Bibliothek» Konstantinopel», Zentralblatt für Bibliothekswesen 59 (1942),
193-209 [Ανατύπωση στο Wendel C., Kleine Schriften zum
Antiken Buch-und Bibliothekswesen, Greven 1974, 46-63].
Westall, «Constantius II» Westall R., «Constantius II and the Great Church of
Constantinople», Νέα Ῥώμη 8 (2011), 21-50.
Westbrook, «Between East Westbrook, N.B., «An Exchange Between East and West:
and West» Emulations and Borrowings in Roman Byzantine, Sasanian
and Arabic Palaces, from the Third to Tenth Centuries», στο
Open, Proceedings of the 30th Annual Conference of the Society of
Architectural Historians, Australia and New Zealand
(Queensland 2013), 365-374.
Westbrook, Early Byzantine Westbrook N., An Architectural Interpretation of the Early
Great Palace Byzantine Great Palace in Constantinople, from Constantine I to
Heraclius, Διδακτ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Δυτικής
503
Αυστραλίας, Περθ 2013.
Westbrook, «Freshfield Folio» Westbrook N., «The Freshfield Folio view of the
Hippodrome in Istanbul and the Church of St. John
Diippion», στο Nathan G.- Garland L. (επιμ.), Basileia: Essays
on Imperium and Culture in Honour of E.M. and M.J. Jeffreys,
Byzantina Australiensia 17, Μπρίσμπεϊν 2011, 231-262.
Wilkes, «Civil Defence» Wilkes J.J., «Civil Defence in Third-Century Achaia», στο
Walker-Cameron, Greek Renaissance, 187-192.
Wilkes, «Provinces and Wilkes J.J., «Provinces and Frontier», CAH ΧII (2008), 2η
Frontier» έκδ., 212-268.
Winter, Hellenistic Architecture Winter F. E., Studies in Hellenistic Architecture. Τορόντο-
Μπάφαλο-Λονδίνο 2006.
Wolska-Conus, «Stéphanos» Wolska-Conus W., «Stéphanos d’Athènes et Stéphanos
d’Alexandrie. Essai d’identification et de biographie», RÉB
47 (1989), 5-89.
Woolf , «Inventing empire» Woolf G., «Inventing empire in ancient Rome» στο Alcock
S.E. - D’ Altroy T.N. - Morrison K.D. - Sinopoli C.M. (επιμ.),
Empires: Perspectives from Archaeology and History, Κέιμπριτζ
2001, 311-322.
Woolf, «Roman Woolf G., «The Roman Urbanization of the East» στο Alcock
Urbanization» S.E. (επιμ.), The Early Roman Empire in the East, Oxbow
Monograph 95 (1997), 1-14.
Yannopoulos, «Notes sur Yannopoulos P. A., «Notes sur l’emplacement de l’
l’emplacement» “Οἰκουμενικὸν διδασκαλεῖον”», Byzantion 44 (1974), 68-91.
Yegül, Bathing Yegül F.K., Bathing in the Roman world, Κέμπριτζ-Νέα Υόρκη
2010.
Yegül, «Baths of Yegül F., «Baths of Constantinople: An Urban Symbol in a
Constantinople» Changing World» στο Caraher W. R., Hall L. J., Moore R. S.,
Archaeology and History in Roman, Medieval and Post-Medieval
Greece. Studies on Method and Meaning in Honor of Timothy E.
Gregory, Ashgate 2008, 169-195.
Yegül, «Memory» Yegül F. K., «Memory, metaphor and meaning in the cities of
Asia Minor» στο Fentress E. (ed.), Romanization and the City.
Creation, Transformations and Failures, JRA suppl. 38 (2000),
133-153.
Yun Lee Too, Idea of the Yun Lee Too, The Idea of the Library in the Ancient World,
Library Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 2010.
Χριστοδούλου, Χριστοδούλου Δ. Ν., Αυτοκρατορικά οικοδομικά
Αυτοκρατορικά συγκροτήματα στα Βαλκάνια την περίοδο της Τετραρχίας
συγκροτήματα (284-313 μ.Χ.), Ι-ΙΙΙ (Κείμενο: Ι-ΙΙ, Εικόνες: ΙΙΙ), Διδακτ.
Διατριβή υποβληθείσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2004.
Ζέπος, «Βυζαντινή νομική Ζέπος Π. Ι., «Η Βυζαντινή νομική παιδεία κατά τον Ζ΄
παιδεία» αιώνα», Βυζάντιον, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο, τ. ΙΙ,
Αθήνα 1986, 735-749.
Zachariä von Lingenthal, Zachariä von Lingenthal Κ.Ε., Geschichte des griechisch-
Geschichte römischen Rechts, Βερολίνο 1892.
Zanker, Αύγουστος Zanker P., Augustus und die Macht der Bilder, ελλην. μτφρ.: Ο
Αύγουστος και η δύναμη των εικόνων, Πάγκαλος Γ.-
Πεχλιβάνος Μ. (μτφρ.), Αθήνα 2009.
Zanker, «City as Symbol» Zanker P., «The city as symbol: Rome and the creation of an
504
urban image» στο Fentress E. (επιμ.), Romanization and the
City, creation, transformations and failures, JRA suppl. 38
(2000), 25-41.
Zanker, «“Popular” Zanker P., «By the emperor, for the people. “Popular”
architecture» architecture in Rome», στο Ewald-Noreňa, Emperor and
Rome, 45-87.
Zeren, Cult of St. Euphemia Zeren A., Following the Traces of a Female Saint in and out of
Constantinople: The Cult of St. Euphemia and a Rescue Project
Proposal for the Church by the Hippodrome. Μεταπτυχιακή
διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο Koç,
Κωνσταντινούπολη 2010.
505
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ-ΧΑΡΤΩΝ
506
Εικ. 42: Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, πιν. LXIV, εικ. 2.
Εικ. 43: Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, πιν. LXV, εικ. 3.
Εικ. 44: Duyuran, «Second Report», πιν. ΙΙ.
Εικ. 45: Mango, Brazen House, 187, εικ. 37.
Εικ. 46: Bardill, Brickstamps, 137, εικ. 19.
Εικ. 47: Dirimtekin, «Les fouilles», 163, πιν. 1.
Εικ. 48: Dirimtekin, «Les fouilles», 164, εικ. 1.
Εικ. 49 Dirimtekin, «Un hypogée», πιν. ΙΙΙ.
Εικ. 50: Naumann, «Antiochus-Palast 1964», 136, εικ. 1.
Εικ. 51: Kleiss, «Chalkopratenkirche», 153, εικ. 2.
Εικ. 52: Firatli-Ergil, «Milion Sounding», πιν. 1.
Εικ. 53: Janin, Constantinople Byzantine, πιν. Ι.
Εικ. 54: Vogt, Livre de Cérémonies, I: «Le Grand Palais de Constantinople».
Εικ. 55: Naumann, «Antiochus-Palast 1964», 147, εικ. 5.
Εικ. 56: Müller-Wiener, Bildlexikon, 232, εικ. 263.
Εικ. 57: Mango, Brazen House, 23, εικ. 1.
Εικ. 58: Girgin, «Porte Monumentale», εικ. 3.
Εικ. 59: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. VIII, εικ. 9.
Εικ. 60: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. IX, εικ. 10.
Εικ. 61: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. X, εικ. 11.
Εικ. 62: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. XII, εικ. 13.
Εικ. 63: Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 111, χάρτ. 12.
Εικ. 64: Bardill, Brickstamps, 65, εικ. 6.
Εικ. 65: Pitarakis, Hippodrom/Atmeydanı, 100, εικ. 8.7.
Εικ. 66: Mundell Mango, «Commercial Map», εικ. 4.
Εικ. 67: Berger, «Regionen und Strassen», 353, εικ. 1.
Εικ. 68: Coarelli, Rome and Environs, 7, εικ. 2.
Εικ. 69: Ward-Perkins, «Old and New Rome», 61, εικ. 3.2.
Εικ. 70: Zanker, Αύγουστος, 104, εικ. 52.
Εικ. 71: Coarelli, Rome and Environs, 134, εικ. 37.
Εικ. 72: Coarelli, Rome and Environs, 389, εικ. 106.
Εικ. 73: Mentzos A., «Reflections on the Architectural History of the Tetrarchic
Palace Complex at Thessalonikē», στο Nasrallah L. - Bakirtzis Ch. -
Friesen S.J. (επιμ.), From Roman to Early Christian Thessalonikē. Studies in
Religion and Archaeology, Harvard Theological Studies 64, Κέιμπριτζ
Μασσ. 2010, 333-359, κυρίως 334, εικ. 1.
Εικ. 74: Nielsen, Hellenistic Palaces, 114, εικ. 58.
Εικ. 75: Frazer, «Maxentius’ buildings», εικ. 6.
Εικ. 76: Frazer, «Maxentius’ buildings», εικ. 8.
Εικ. 77: Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 124.
Εικ. 78: Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 125.
Εικ. 79: Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη, Χάρτες, «Συγκριτικός πίνακας σχεδίων
Ελληνιστικών πόλεων».
Εικ. 80: Coarelli, Rome and Environs, 48, εικ. 14.
Εικ. 81: Ramage-Ramage, Ρωμαϊκή τέχνη, 103, εικ. 3.3.
Εικ. 82: Richardson, Topographical Dictionary, 280, εικ. 63.
Εικ. 83: Lanciani R., Rovine e scavi di Roma antica, Ρώμη 1985, χάρτ. 72.
507
Εικ. 84: Zanker, «“Popular” architecture», 76, χάρτ. 2.4.
Εικ. 85: Marzolff P. – Böser W., Demetrias III. Demetrias und seine Halbinsel,
Deutschen archäologischen Forschungen in Thessalien Bd. 19, Βόννη
1980, εικ. 111.
Εικ. 86: Radt, «Pergamon», εικ. 2.1.
Εικ. 87: Μουσείο Περγάμου. Φωτογραφία μακέτας.
Εικ. 88: Zanker, Αύγουστος, 85, εικ. 40.
Εικ. 89: Bardill, Constantine, 77, εικ. 64.
Εικ. 90: Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά οικοδομικά συγκροτήματα ΙΙΙ, εικ. 9.
Εικ. 91: Yegül, «Baths of Constantinople», 178, εικ. 11.6.
Εικ. 92: Zanker, Αύγουστος, 257, εικ. 149.
Εικ. 93: Μουσείο Ακροπόλεως. Φωτογραφία μακέτας.
Εικ. 94: Μπρούσκαρη, Ακρόπολη, 134, εικ. 92.
Εικ. 95: Μουσείο Περγάμου. Δυτική όψη του Βωμού της Περγάμου.
Εικ. 96: Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης. Φωτογραφία.
Εικ. 97: Müller-Wiener, Bildlexicon, 285, εικ. 323.
Εικ. 98: Κατασκευή Βασιλικής Κινστέρνας (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 99: Camp, Αρχαία Αγορά, 104, εικ. 55.
Εικ. 100: Camp, Αρχαία Αγορά, 115, εικ. 66.
Εικ. 101: Camp, Αρχαία Αγορά, 129, εικ. 76.
Εικ. 102: Camp, Αρχαία Αγορά, 75, εικ. 36.
Εικ. 103: Gros, Architecture Romaine Ι, 240, εικ. 284.
Εικ. 104: David, «Τribunal dans la basilique», 224, εικ. 1.
Εικ. 105: Gros, Architecture Romaine Ι, 215, εικ. 254.
Εικ. 106: Gros, Architecture Romaine Ι, 215, εικ. 253.
Εικ. 107: Gros, Architecture Romaine Ι, 223, εικ. 268.
Εικ. 108: Gros, Architecture Romaine Ι, 224, εικ. 269.
Εικ. 109: David, «Τribunal dans la basilique», 231, εικ. 3.
Εικ. 110: Ward Perkins J.B., The Severan Buildings of Lepcis Magna. An Architectural
Survey, Τρίπολη 1993, 8, εικ. 4.
Εικ. 111: Ευαγγελίδης, Αγορά, 126, εικ. 23.
Εικ. 112: Σιδέρης, Έφεσος, 136.
Εικ. 113: Gros, Architecture Romaine Ι, 247, εικ. 295.
Εικ. 114: Parrish, «Urban plan», 36, εικ. 1.15.
Εικ. 115: Ward-Perkins J. B., «Severan Art and Architecture at Lepcis Magna»,
JRS 38 (1948), 59-80, κυρίως 63, εικ. 7
Εικ. 116: Saradi, Byzantine City, 508, σχέδ. ΙΧ.
Εικ. 117: Αθανασίου, «Βασιλική», 115, σχ. 1.
Εικ. 118: Ward - Perkins, Imperial Architecture, 445, εικ. 299.
Αθανασίου, «Βασιλική», 117, σχ. 2.
Εικ. 119: Coarelli, Rome and Environs, 95, εικ. 25.
Lenski, Age of Constantine, πιν. 6.
Εικ. 120: Mango, Développement urbain, χάρτης 1.
Εικ. 121: Βασιλική στοά και «διευρυμένο» Τετράστωο (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 122: Speck, Kaiserliche Universität, 106, «Schematischer Lageplan».
Εικ. 123: Berger, «Streets and Public Spaces», πιν. 1.
Εικ. 124: Firatli-Ergil, «Milion Sounding», σχ. 1.
508
Εικ. 125: Tezcan, Topkapi Sarayi, απόσπασμα από τον χάρτη (Topografik harita).
Εικ. 126: Müller-Wiener, Bildlexicon, 232, εικ. 263.
Εικ. 127: Firatli, «New Discoveries», 567, σχ. ΙΙΙ, 2.
Εικ. 128: Mathews, Early Churches, 15, εικ. 1.
Εικ. 129: Bardill, «Hippodrome», 105, εικ. 8.12.
Εικ. 130: Οι αγορές του αρχαίου Βυζαντίου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 131: Müller-Wiener, Bildlexicon, απόσπασμα από το Lagerplan.
Εικ. 132: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 133: Kleiss, «Chalkopratenkirche», 150, εικ. 1.
Εικ. 134: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 135: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 136: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 137: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 138: Το ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 139: Το ανατολικό άκρο του Βυζαντίου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 140: Το μνημειακό κέντρο της Πόλης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 141: Το μνημειακό κέντρο της Πόλης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 142: Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 143: Dyggve, Lindos III, πιν. VI, H.
Εικ. 144: Dyggve, Lindos III, 289, πιν. VI, 24.
Εικ. 145: Berger, «Altstadt von Byzanz», 29, σχ. 1.
Εικ. 146: Το ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 147: Tezcan, Topkapi Sarayi, απόσπασμα από τον χάρτη (Topografik harita).
Εικ. 148: Αεροφωτογραφία του Βοσπόρου.
Εικ. 149: Το ανατολικό άκρο του Βυζαντίου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 150: Το ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 151: Casson, Βιβλιοθήκες, 137, 6.3.
Εικ. 152: Coqueugniot, Archives et bibliothèques, 124, εικ. 27.1. Wataghin G.C., «Le
Biblioteche nella Tarda Antichità: L’apporto dell’Archeologia», ΑΤ 18
(2010), 21-62, κυρίως 24, εικ. 1.
Εικ. 153: Τραυλός, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξις, 99, εικ. 55.
Εικ. 154: Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», πιν. 118, α-β.
Εικ. 155: Σιδέρης, Έφεσος, 288. Casson, Βιβλιοθήκες, 185, 7.5.
Εικ. 156: Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 152, εικ. 1.
Εικ. 157: Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 478, εικ. 1.
Εικ. 158: Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 481, εικ. 4.
Εικ. 159: Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 480, εικ. 3.
Εικ. 160: Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 53, εικ.
1.Β. Ασημένιο Μετάλλιο Κωνσταντίνου με θεά Ρώμη (330).
Εικ. 161: Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 53, εικ.
1.Α. Ασημένιο Μετάλλιο Κωνσταντίνου με Τύχη Κωνσταντινουπό-
λεως (330).
Εικ. 162: Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 53, εικ.
2.Α. Ασημένιο Τετράδραχμο Δημητρίου Α’ Σωτήρος (162-150 π.Χ.).
Εικ. 163: Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement», πιν. Ι.
509
ΕΙΚΟΝΕΣ - ΧΑΡΤΕΣ
ΑΓ. ΕΙΡΗΝΗ
ΦΟΡΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΑΓ. ΣΟΦΙΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΑΙΟ
ΠΥΛΗ
ΘΡΑΚΗΣ (;)
ΧΑΛΚΗ (;)
ΠΑΛΑΤΙΟ ΜΕΓΑ
ΘΕΡΜΕΣ
ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ
Via Flaminia
Εικ. 12. Το Forum Romanum περίπου το έτος 10 μ.Χ.
Forum Pacis
Forum
Augusti
Curia
Forum
Julium
Forum
Traiani
Forum
Forum
Εικ. 14. Υποθετικές αποκαταστάσεις των αρχικών κατόψεων των coloniae maritimae:
1. Ostia. 2. Terracina. 3. Minturnae. 4. Puteoli
Σφενδόνη
Atmeydani
Ιπποδρόμου
Αγία
Τζαμί Σοφία
SultanAhmet
Παλαιό Δικαστικό
Μέγαρο
Φυλακές
Παλαιό
B
Δικαστικό
Μέγαρο
Νέο Δικαστικό
Μέγαρο
Φυλακές
Κονάκι
Ιμπραήμ
Πασά
Τζαμί
SultanAhmet
Σφενδόνη
Ιπποδρόμου
Εικ. 26. Οι επιγραφές στη Εικ. 27. Λείψανα μεγάλου τοίχου και άλλων οικοδομικών
Στήλη των Όφεων λειψάνων στην περιοχή των Παλαιών Φυλακών
Εικ. 28. Χάρτης του E. Mamboury με τα αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου
της Κωνσταντινούπολης που αποκαλύφθησαν κατά τα έτη 1918-1932
Εικ. 29. Χάρτης του μνημειακού κέντρου του J. Labarte (1861)
Εικ. 30. Χάρτης του μνημειακού κέντρου του Ε.Μ. Αντωνιάδη (1907)
Εικ. 31. Χάρτης του μνημειακού κέντρου του A. Thiers (1909)
Εικ. 32. Χάρτης της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης των F.R. von Hubner- A. van Millingen
Εικ. 33. Σχεδιαστική αποτύπωση των αρχιτεκτονικών λειψάνων του Ιπποδρόμου και
των τομών που διενεργήθηκαν από την Βρετανική αποστολή
Εικ. 36. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως από την ανασκαφή του
Schneider A.M. στον προαύλειο χώρο δυτικά της Αγίας Σοφίας το έτος 1935
Εικ. 37. Αποκατάσταση των λειψάνων του Μεγάλου Περιστυλίου που ήλθαν στο φως κατά
την Βρετανική ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου (1935-1938)
Εικ. 38-39. Η θέση και κατά μήκος τομή των οικοδομικών λειψάνων που εντοπίστηκαν κατά την
ανασκαφική έρευνα του Lemerle στην περιοχή του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου το έτος 1937
Εικ. 40. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως κοντά στο
Βαπτιστήριο της Αγίας Σοφίας το έτος 1939
Εικ. 41. Η θέση και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως κατά την ανασκαφή
του Schneider στο εξάγωνο του Παλατίου του Αντιόχου (Αγία Ευφημία) το έτος 1942
Εικ. 42-43. Τα ευρήματα των ανασκαφών του Ramazanoglu νότια
της Αγίας Ειρήνης κατά τα έτη 1946-1947
Εικ. 44. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που αποκαλύφθησαν κατά τις ανασκαφές για την
κατασκευή του νέου Δικαστικού Μεγάρου που επέβλεψε ο Duyuran τα έτη 1950-1952.
Εικ. 45. Τα οικοδομικά λείψανα που ήλθαν στο φως κατά τις εκσκαφικές εργασίες για
την κατασκευή της αποχέτευσης του νέου Δικαστικού Μεγάρου το έτος 1952
Εικ. 46. Τα λείψανα του προθαλάμου και της αψιδωτής αίθουσας ανατολικά του Μεγάλου
Περιστυλίου που ήλθαν στο φως κατά την Βρεταννική ανασκαφική έρευνα (1952-1954)
Εικ. 47-48. Τα λείψανα που ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές των Ramazanoglu και
Dirimtekin στην περιοχή νότια της Αγίας Ειρήνης κατά τα έτη 1946-1947 και 1958-1960
κάτοψη και σχεδιαστική αναπαράσταση
Εικ. 49. Κάτοψη του υπόγειου ταφικού θαλάμου που αποκαλύφθηκε βόρεια της Αγίας Σοφίας
Εικ. 50. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα του λεγόμενου «Παλατίου του Λαύσου» και
καταστημάτων κατά μήκος της Μέσης Οδού που ήλθαν στο φως το έτος 1964
Εικ. 51. Αποκατάσταση του συγκροτήματος της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων
από τον W. Kleiss με βάση τις έρευνες των ετών 1964-65
Εικ. 57. Υποθετικό τοπογραφικό διάγραμμα του μνημειακού κέντρου του C. Mango (1959)
Εικ. 58. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της μνημειακής πύλης στη νότια εσωτερική αυλή του Παλαιού δικαστικού Μεγάρου
Εικ. 59-62. Τοπογραφική αποτύπωση των πλατωμάτων στην περιοχή του
μνημειακού κέντρου στα 32, 26, 21 και 16 μ. σύμφωνα με την E. Bolognesi
Εικ. 66. Οι Ρεγιώνες Ι-ΧΙΙ σύμφωνα με τους Mundell Mango MM. και Wilkins A.
Εικ. 67. Οι Ρεγιώνες Ι-ΧΙΙΙ της Κωνσταντινούπολης σύμφωνα με τον A. Berger
Εικ. 70. Η σχέση του ναού του Απόλλωνα και της Οικίας του Αυγούστου
στον Παλατίνο Λόφο με το Circus Maximus. Μακέτα.
Εικ. 71. Το συγκρότημα Παλατίου-Ιπποδρόμου κατά τον 3ο αιώνα
Εικ. 77-78. Ο πολεοδομικός ιστός της Θεσσαλονίκης πριν και μετά την ανέγερση
του Γαλεριανού συγκροτήματος
Παλάτιο
Εικ. 82. Το ανακτορικό συγκρότημα επάνω στον Παλατίνο λόφο και η σχέση
του με το Circus Maximus και το Forum Romanum
Εικ. 89. Αναπαράσταση της μορφής του Παλαιού Βήματος (Rostra Augusti) το 303 μ.Χ.
Εικ. 90. Αναπαράσταση της μορφής του Forum Romanum
μετά τις επεμβάσεις της Τετραρχικής περιόδου
Βασιλική
Κινστέρνα
Σκαλοπάτια
καθόδου
Εικ. 98. Σχηματικό διάγραμμα της Βασιλικής Στοάς. Με πράσινο χρώμα δηλώνεται η περιοχή
των εκσκαφικών εργασιών, με μαύρο οι τρεις στοές που δεν επηρεάστηκαν.
Εικ. 99. Η Βασίλειος Στοά γύρω στο 400 π.Χ.
Εικ. 100. Η Αγορά των Αθηνών στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Εικ. 101. Η Βασίλειος Στοά γύρω στο 300 π.Χ.
Εικ. 105. Το Forum του Luni Εικ. 106. Το Forum της Brescia
Εικ. 107. Το Forum της Clunia Εικ. 108. Το Forum του Glanum
Εικ. 115. Η Βασιλική της Κυρήνης Εικ. 116. Η Βασιλική της Αφροδισιάδος
Εικ. 117. Η Βασιλική του Γαλεριανού Ανακτόρου της Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη
αγωγός
Εικ. 124. Κάτοψη των αρχιτεκτονικών ευρημάτων της ανασκαφής του «Μιλίου».
Με διακεκομμένες γραμμές σημειώνεται η διαδρομή των αγωγών
αψιδωτή
πύλη
ανασκαφή
αρχαιολογικού
μουσείου
Εικ. 125. Κάτοψη της ανασκαφής για την προέκταση του αρχαιολογικού μουσείου.
Με την διακεκομμένη γραμμή δηλώνεται η προέκταση της οδού που αποκαλύφθηκε
Εικ. 126. Γενικό τοπογραφικό διάγραμμα του Μεγάλου Παλατίου και των γύρω
μνημείων. Με διακεκομμένη γραμμή δηλώνεται κατά προσέγγιση η πορεία της οδού
που οδηγούσε από τον Ιππόδρομο προς την Ακρόπολη
αψιδωτή
πύλη
Εικ. 127. Κάτοψη με τα αρχιτεκτονικά ευρήματα της ανασκαφής του αρχαιολογικού μουσείου.
Με τις δύο παράλληλες γραμμές σημειώνεται η διαδρομή του αγωγού και της οδού
κλίμακα
οδός
Εικ. 135. Η υψηλή θεμελίωση που απαιτήθηκε για την κατασκευή της Βασιλικής
Εικ. 136. Πιθανή διαμόρφωση υπόγειων χώρων στην θεμελίωση της Βασιλικής
Εικ. 137. Η κατασκευή της κινστέρνας στο υπέδαφος της Βασιλικής από Ν προς Β
Εικ. 138. Πρόταση για την χωροθέτηση της κλίμακας στο μέσο της βόρειας στοάς της Βασιλικής
Εικ. 142. Πορεία του Αδριάνειου Υδραγωγείου σε σχέση με τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης
Εικ. 143. Η επιβλητική πρόσοψη της Ελληνιστικής Στοάς της Λίνδου.
Στο μέσο η μνημειώδης κλίμακα. Στις άκρες διακρίνονται τα πλευρικά πτερύγια
Εικ. 145. Η πρόταση του Berger για ορθογώνιες νησίδες με προσανατολισμό από ΝΔ προς ΒΑ
Εικ. 146. Οι δύο εγκάρσιοι άξονες που κυριαρχούν στο γεωφυσικό ανάγλυφο
B
ανασκαφή
αρχαιολογικού
μουσείου
Εικ. 147. Τα Βυζαντινά μνημεία του πρώτου λόφου (Ακρόπολη) της Κωνσταντινούπολης
ΕΥΞΕΙΝΟΣ
ΠΟΝΤΟΣ
ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ
Εικ. 148. Αεροφωτογραφία. Η σχέση των στενών του Βοσπόρου με την χερσόνησο της Πόλης
Εικ. 149. Η άμεση οπτική σχέση του οριζόντιου άξονα με τη νότια είσοδο των Στενών
Εικ. 150. Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης κατά τον τέταρτο αιώνα
Στήλη Τραϊανού
Βιβλιοθήκη Βιβλιοθήκη
Εικ. 151. Βιβλιοθήκες του Τραϊανού στο Forum Traiani στη Ρώμη
Εικ. 152. Η προτεινόμενη ταύτιση της Βιβλιοθήκης της Περγάμου
διδασκαλεία