Hatzilazarou, Basileios Stoa

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 614

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

H ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ

Κ Α Ι Η Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η Τ Ο Υ Μ Ν Η Μ Ε Ι Α Κ ΟΥ

ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Τ Ο Π Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α, Λ Ε Ι Τ Ο Υ Ρ Γ Ι Ε Σ, Σ Υ Μ Β Ο Λ Ι Σ Μ Ο Ι

Δ η μ ή τ ρ ι ο ς Θ. Χ α τ ζ η λ α ζ ά ρ ο υ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή:


Πλ. Πετρίδης, αναπλ. καθηγητής (επόπτης)
Μ. Παναγιωτίδη, ομότ. καθηγήτρια
Αθ. Μαρκόπουλος, ομότ. καθηγητής

Αθήνα, Ιούνιος 2016


«ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,

ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον,

Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν,

αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι,

Χριστὸν Θεοῦ Δύναμιν καὶ Θεοῦ Σοφίαν.»

Προς Κορινθίους Α’, 1.22-24


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ i
ΠΡΟΛΟΓΟΣ iv
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ix

Κεφάλαιο Α’: ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ.


ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ 1
1. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1
1.1. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης 1
1.2. Η ελληνορωμαϊκή πόλη και το μνημειακό της κέντρο 18
2. ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 31
2.1. Το μνημειακό κέντρο της πόλης του Βύζαντα 31
2.2. Το μνημειακό κέντρο της Πόλης του Κωνσταντίνου 49
3. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗΝ KOSTANTINIYYE ΚΑΙ ΤΗΝ
ISTANBUL 79
3.1. Το μνημειακό κέντρο κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή
περίοδο 80
3.2. Το μνημειακό κέντρο της οθωμανικής και τουρκικής Πόλης 86
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Α’ 94

Κεφάλαιο Β’: Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ Η ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ


ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 97
1. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 97
1.1. Α’ Περίοδος (Μέσα 19ου αιώνα-1927) 102
1.2. Β’ Περίοδος (1927-1985) 109
1.3. Γ’ Περίοδος (1985-…) 125
1.4. Διαπιστώσεις 147
2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΩΣ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΠΕΔΙΟΥ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 156
2.1. Η σχέση της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη στο περιβάλλον των
πηγών 157
2.2. Η πολεοδομική και ανακτορική παράδοση των βασιλικών
πόλεων του ελληνορωμαϊκού κόσμου 164
2.3. Η συμβολική εικόνα του Forum Romanum στο μνημειακό κέντρο της
Κωνσταντινούπολης 178
2.4. Το συμβολικό περιεχόμενο του εικονογραφικού προγράμματος του
μνημειακού κέντρου 189
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Β’ 201

Κεφάλαιο Γ’: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ 205


1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ 207
1.1-48: Κατάλογος πηγών 207
2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 228
3. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 236
4. ΘΕΣΗ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ 239

i
5. ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ 242
6. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ 251
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Γ’ 256

Κεφάλαιο Δ’: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΟΑΣ 258
1. ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΕΤΡΑΣΤΩΟΣ ΑΓΟΡΑ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ή ΑΥΓΟΥΣΤΑΙΟ; 260
2. ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 264
2.1. Η θεωρία ενός διευρυμένου Αυγουσταίου 264
2.2. Η μεταφορά της Στήλης του Ηλίου-Ζευξίππου 266
2.3. Η Αγορά, το Τετράστωο και οι Θέρμες του Ζευξίππου 269
3. Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΕΤΡΑΣΤΩΟΣ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ 271
3.1. Το τοπωνύμιο «Ζεύξιππος» 271
3.2. Η ενσωμάτωση της Αγοράς στην Πόλη του Κωνσταντίνου 274
3.3. Από τη Στοά του Βυζαντίου στην Τετράστωο Αγορά 282
3.4. Ο προσανατολισμός των οικοδομημάτων του μνημειακού κέντρου 290
3.5. Αγάλματα και λατρείες στην περιοχή του Ζευξίππου 293
4. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΑ 299
4.1. Μία άγνωστη Aγορά στην Κωνσταντινούπολη του 4ου αιώνα 300
4.2. Βασίλειος Aγορά και Βασίλειος Στοά 308
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Δ’ 315

Κεφάλαιο Ε’: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΙΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΑ 318
1. Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 319
1.1. Τα Ανάκτορα των Μουσών και η Δημόσια Βιβλιοθήκη 321
1.2. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του έτους 425 335
1.3. «Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui» και
η Βασίλειος Στοά 348
1.4. Η Βασιλική των Παιδευτηρίων από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα 360
2. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 364
3. ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ 370
4. ΑΠΟΗΧΟΙ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 378
4.1. Η παράδοση του Οικουμενικού Διδασκαλείου 379
4.2. Απόηχοι ενός χαμένου μνημείου 390
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Ε’ 401

Κεφάλαιο ΣΤ’: Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ


ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 403
1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΙΚΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 404
2. Η ΣΟΦΙΑ ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ
ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ 409
2.1. Η ελληνορωμαϊκή παράδοση. Κωνστάντιος και Θεμίστιος 411
2.2. Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Η Σοφία του Θεού 418
2.3. Ελληνορωμαϊκή και ιουδαιοχριστιανική σύνθεση. Κωνσταντίνος και
Ευσέβιος 426

ii
3. ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 441
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΤ’ 445

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Z’: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 450

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Πηγές περί του Οικουμενικού Διδασκαλείου, Π.1-12 457


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 467
1. Συντομογραφίες-Περιοδικά-Συλλογικά Έργα 467
2. Πρωτεύουσες Πηγές 470
2. Δευτερεύουσες Πηγές 474
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ-ΧΑΡΤΩΝ 506
ΕΙΚΟΝΕΣ-ΧΑΡΤΕΣ 510

iii
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Ὦ Πόλις, Πόλις, πόλεων πασῶν κεφαλή·

ὦ Πόλις, Πόλις, κέντρον τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν·

ὦ Πόλις, Πόλις, Χριστιανῶν καύχημα καὶ βαρβάρων ἀφανισμός·

ὦ Πόλις, Πόλις, ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρὸς δυσμάς,


ἔχουσα ἔνδον φυτὰ παντοῖα βρίθοντα καρποὺς πνευματικούς.

Ποῦ σου τὸ κάλλος, παράδεισε;»1

Κάθε πόλη έχει την δική της Ιστορία. Αλλά μέσα στην ιστορία του κόσμου μας
ελάχιστες πόλεις περιβλήθηκαν την αίγλη που περιβάλλει την

Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα Πόλις του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρξε

η τελευταία αυτοκρατορική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου στη διαδοχή της

Νινευής, της Βαβυλώνας, της Περσέπολης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας,
της Ρώμης. Η Πόλις των ονείρων, των θρύλων, των καημών και των θρήνων του

γένους των Ρωμ(α)ιών. Η Πρωτεύουσα της Χριστιανοσύνης. Η Πόλις της

Ενυποστάτου Σοφίας, του Μονογενή Υιού και Λόγου του Θεού, Κυρίου Ιησού

Χριστού και της Υπερμάχου Στρατηγού, Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Πόλις του


Αυτοκράτορος των Ρωμαίων, ως Χριστού Κυρίου και Υπερασπιστού της

Ορθοδόξου Πίστεως Βασιλέως. Η Πόλις του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, του

Ηρακλείου, των Ισαύρων, των Μακεδόνων, των Κομνηνών, των Αγγέλων, των

Παλαιολόγων. Η Πόλις «Κωνσταντίνου, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ Πιστοῦ Βασιλέως και

Αὐτοκράτορος Ῥωμαίων, τοῦ Παλαιολόγου», ο οποίος σφράγισε την Πύλη του

Αγίου Ρωμανού και την αξιοπρέπεια του γένους με το αίμα του τα ξημερώματα

της 29ης Μαΐου του έτους 1453.

Αυτή η Πόλη, σήμερα, βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα

πεντέμισι αιώνων οθωμανικής-τουρκικής ιστορίας και επιχώσεων. Μέσα στον

πολεοδομικό ιστό της σύγχρονης «εἰς τὴν Πόλιν»-Ισταμπούλ, ανάμεσα σε

οθωμανικά μνημεία, νεότερα και μοντέρνα κτίσματα επιπλέουν σαν νησίδες

αρχαιότητος, ρωμαϊκού και χριστιανικού μεγαλείου, τα εναπομείναντα ορατά

1 Δούκας, Τουρκοβυζαντινὴ Ἱστορία, 385.11-15 (XLΙ.1-2).

iv
λείψανα των τειχών, των εκκλησιών, των κινστερνών, των στηλών, των

ανακτόρων και του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Ορατά, διότι υπάρχουν

και τα αόρατα, αυτά που κρύβονται καλά θαμμένα μέχρι σήμερα στο υπέδαφος

της σύγχρονης μεγαλούπολης· αλλά και τα χαμένα, εκείνα που καταστράφηκαν

κατά τις ατέλειωτες ιστορικές περιπέτειες της Βασιλεύουσας και διασώζονται

πλέον μόνο στο περιβάλλον των κειμένων. Η έρευνα των ορατών, των αοράτων

και των χαμένων μνημείων επιχειρεί να ανασυνθέσει το μνημειακό τοπίο και να

αποκαταστήσει την εξέλιξη του πολεοδομικού οργανισμού της

Κωνσταντινούπολης.

Στην ελληνική γλώσσα ο όρος μνημείο είναι παράγωγο της λέξης μνήμη.

Το μνημείο αποτελεί πνευματικό και υλικό δημιούργημα που κατοχυρώνει τη

«μαρτυρία της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του

ανθρώπου».2 Το μνημείο μεταμορφώνεται στον χώρο της συλλογικής μνήμης σε

σημαίνον και σημαινόμενο, όπου σημαίνον αποτελεί ο υλικός οργανισμός και η

κατάσταση διατήρησής του, ενώ σημαινόμενο το πολυσύνθετο πνευματικό,

πολιτιστικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό, συμβολικό, ιδεολογικό

και βιωματικό περιεχόμενό του. Φορέα της μνήμης κατεξοχήν αποτελεί η

συλλογική οντότητα, που δημιούργησε και ενσωμάτωσε το μνημείο στην

κοινωνική δραστηριότητά της σε συγκεκριμένο χώρο και εποχή. Το μνημείο, όσο

και αν συνιστά κτήμα κοινό της ανθρωπότητας, θα αποτελεί πάντοτε

δημιούργημα μίας συγκεκριμένης κοινωνίας, πολιτισμού, θρησκείας, ιστορικής

περιόδου, όπως κάθε άνθρωπος, όσο και αν ανήκει στο ανθρώπινο γένος,

αποτελεί πάντοτε άμεση συνέχεια και φυσικό κληρονόμο των γονέων, που τον

γέννησαν και τον ανέθρεψαν.

Η σύνθετη σχέση της μνήμης και του μνημείου, όπως αποτυπώνεται στα

υλικά κατάλοιπα και στα κείμενα, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας

διδακτορικής διατριβής στον ευαίσθητο χώρο της τοπογραφίας μίας Πόλης, όπου

η μνήμη αποτελεί ακόμη ανοικτό πεδίο σύγκρουσης και αντιπαλότητας. Η

εργασία μας διερευνά σημαντικές πτυχές της διαδικασίας διαμόρφωσης του

2Νόμος υπ’ αρ. 3028/2002: «Για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής
Κληρονομιάς», άρθρο 2, παράγραφος α.

v
μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης με οδηγό ένα από τα λιγότερο

μελετημένα και περισσότερο αινιγματικά, χαμένα οικοδομήματά του, τη

Βασίλειο ή Βασιλική Στοά. Ένα μνημείο, που εξαιτίας της περίπλοκης ιστορίας,

της σύνθετης λειτουργίας και των διαφορετικών ονομασιών του,

μεταμορφώνεται συνεχώς στο περιβάλλον των κειμένων και στο πεδίο της

μνήμης, καθιστώντας δυσχερή την αναγνώρισή του. Η κατανόηση αυτών των

μεταμορφώσεων ανασυνθέτει νοερώς μπροστά μας το όραμα ενός πολύ

σημαντικού αυτοκρατορικού μνημείου της Πόλης του Κωνσταντίνου, που

συμμετείχε καθοριστικά στην τοπογραφική, λειτουργική και συμβολική σύνθεση

του μνημειακού κέντρου της.

Η παρούσα διατριβή αποτελεί καρπό επίμονης μελέτης της τοπογραφίας

της Κωνσταντινούπολης στο πλαίσιο του Β’ Κύκλου των Μεταπτυχιακών

Σπουδών μου στην ειδίκευση της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας

και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού

Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα, μετά από πέντε περίπου χρόνια εντατικής

εργασίας, αισθάνομαι την ανάγκη να αποδώσω θερμές ευχαριστίες και την

ευγνωμοσύνη μου σε μία σειρά προσώπων και ιδρυμάτων που συνέβαλαν στην

επίτευξη του στόχου μου.

Και πρώτα προσφέρω από βάθους καρδίας θερμή ευχαριστία,

προσκύνηση και δοξολογία προς τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό και την Υπεραγία

Θεοτόκο για όλες τις ευεργεσίες, αλλά και τη χάρη που μου δόθηκε αναξίως να

μελετήσω ένα κομμάτι από τη Βασιλεύουσαν Πόλιν του γένους μας, την Πόλη

της καρδιάς μας.

Ακολούθως, θερμώς ευχαριστώ τους σεβαστούς καθηγητές της τριμελούς

συμβουλευτικής επιτροπής, τον επόπτη μου, αναπληρωτή καθηγητή κ. Πλάτωνα

Πετρίδη, την δασκάλα μου, ομότιμη καθηγήτρια κα Μαίρη Παναγιωτίδη και τον

ομότιμο καθηγητή κ. Αθανάσιο Μαρκόπουλο, για την επιστημονική καθοδήγηση

και τις πολύτιμες συμβουλές τους, αλλά και τα υπόλοιπα αξιότιμα μέλη της

επταμελούς εξεταστικής επιτροπής, τον ομότιμο καθηγητή κ. Paul Magdalino,

τον καθηγητή κ. Albrecht Berger, τον επίκουρο καθηγητή κ. Σταύρο Μαμαλούκο

και τον λέκτορα κ. Γεώργιο Πάλλη για τον ευσυνείδητο κόπο, τις εύστοχες

vi
παρατηρήσεις και τη θετική αξιολόγηση τους. Ευχαριστίες εκφράζω προς τους

προϊσταμένους μου στη 2η ΕΒΑ - ΕΦΑΚΥΚ του ΥΠ.ΠΟ.Α., ιδιαιτέρως προς την κα

Αικατερίνη Δελλαπόρτα, καθώς και στα μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων,

που ενέκριναν τη χορήγηση των απαραίτητων εκπαιδευτικών αδειών για την

ολοκλήρωση της έρευνάς μου. Ακόμη εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς το

Ίδρυμα Γκεττύ και το Αμερικανικό Συμβούλιο Υπερπόντιων Ερευνητικών

Κέντρων (CAORC) για τη χορήγηση της υποτροφίας «Getty Research Exchange

Fellowship for the Mediterranean Basin and Middle East 2012», χάρη στην οποία

πραγματοποίησα επιτόπια τοπογραφική έρευνα το καλοκαίρι του 2012 στην

Κωνσταντινούπολη υλοποιώντας την ερευνητική πρόταση: «Looking and Seeing the

Invisible. An Architectural Approach of a Lost Monument of Constantinople: the Case of the

Basilike Stoa».3 Ευχαριστώ τους υπευθύνους του προγράμματος, καθηγητή κ.

Robert Ousterhout και δρ. Antony Greenwood, τη ρωμαίικη κοινότητα

Σταυροδρομίου και τον πρόεδρό της, κ. Γεώργιο Παπαλιάρη, για τη φιλοξενία,

τον έλληνα πρόξενο στην Πόλη, κ. Βίκτωρα Μαλιγκούδη, καθώς και τον κ.

Γιάννη Παΐσιο για τη βοήθειά τους, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της

Κωνσταντινούπολης (DAI), για τη χορήγηση ψηφιακών αντιγράφων των

σχετικών με την έρευνά μου ανέκδοτων σημειώσεων του Ernest Mamboury. Με

ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη ευχαριστώ τους φίλους και συναδέλφους, οι οποίοι μου

προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια με τη μετάφραση ξενόγλωσσων κειμένων, τη

διδάκτορα κλασικής αρχαιολογίας κα Μάρω Σπαθή (γερμανικά), την υποψήφια

διδάκτορα λατινικής φιλολογίας κα Αγγελική Ηλιοπούλου (λατινικά), και τον

συντηρητή αρχαιοτήτων κ. Αντώνη Βασιλείου (ιταλικά). Θερμώς ευχαριστώ την

φιλόλογο και επιμελήτρια κειμένων κα Μάγδα Τσολάκου για την τυπογραφική

και ορθογραφική επιμέλεια του κειμένου.

Τα κυριότερα συμπεράσματα κατά την εξέλιξη της έρευνάς μου

παρουσιάστηκαν κυρίως στα ετήσια συμπόσια της Χριστιανικής Αρχαιολογικής

3 Chatzilazarou D., «Visualizing a Lost Monument of Early Constantinople. The Basilica or Basileios
Stoa», στο «Προσλήψεις του Βυζαντίου. Παράδοση και τομές», τιμητικός τόμος για τις ομότιμες
καθηγήτριες του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μ. Παναγιωτίδη και Σ. Καλοπίση-Βέρτη, στη σειρά
BAR (υπό δημοσίευση).

vii
Εταιρείας4 κατά τα έτη 2011-2015 και σε άλλες ευκαιρίες5, ενώ κάποια

δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Κατάρτισις της Ι. Μητροπόλεως Χίου.6 Μέρος

αυτών των συμπερασμάτων διάβασε και σχολίασε ο καθηγητής κ. Ευάγγελος

Χρυσός, τον οποίο ευχαριστώ για την καλόπιστη κριτική και τις παρατηρήσεις

του. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω, ακόμη, προς όλους τους συναδέλφους μου

στην πάλαι ποτέ 2η ΕΒΑ και νυν ΕΦΑΚΥΚ του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι

μαζί με τον μόχθο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων αναπλήρωσαν

αγόγγυστα και συναδελφικά το φορτίο των υπηρεσιακών υποχρεώσεων που

δημιούργησε η απουσία μου.

Τέλος, χωρίς λόγους αντάξιους ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου τους

γονείς μου, Θεμιστοκλή και Δέσποινα, την αδελφή μου, Ασπασία και τις κόρες

μου, Σοφία και Ζωή, για τη βοήθεια, την υπομονή, την ανοχή και τη στήριξή τους

όλα αυτά τα δημιουργικά, αλλά δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία η απαξίωση του

ανθρώπινου προσώπου, η πνευματική και οικονομική κρίση, καθώς και η

αβεβαιότητα ανέδειξαν την ανάγκη να εξετάσουμε ξανά τα πρόσωπα, τις ιδέες

και τα πράγματα που έχουν αληθινά σημασία.

Δημήτριος Θ. Χατζηλαζάρου, Ιούνιος 2016

4 Χατζηλαζάρου Δ., «Η διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης ως


δυναμικού πεδίου σύνθεσης Ελληνορωμαϊκών αστικών παραδόσεων», 35ο Συμπόσιο Βυζαντινής και
Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας (ΣΒΜΑ) της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΧΑΕ), Αθήνα,
23-26 Απριλίου 2015. Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, 125-126. Χατζηλαζάρου Δ., «Το
διάδημα ‘’διὰ μαργαρίτων καὶ λίθων τιμίων’’ του Μεγάλου Κωνσταντίνου», 34ο ΣΒΜΑ της ΧΑΕ,
Αθήνα, 9-11 Μαΐου 2014. Περιλήψεις, 141-142. Χατζηλαζάρου Δ., «Η αφιέρωση της Μεγάλης
Εκκλησίας του Χριστού της Κωνσταντινούπολης στη Σοφία του Θεού», 33ο ΣΒΜΑ της ΧΑΕ, Αθήνα,
17-19 Μαΐου 2013. Περιλήψεις, 118-119. Χατζηλαζάρου Δ., «Από την Αγορά του Ζευξίππου στη
Βασιλική της Κωνσταντινούπολης», 32ο ΣΒΜΑ της ΧΑΕ, Αθήνα, 11-13 Μαΐου 2012. Περιλήψεις, 114-
115. Χατζηλαζάρου Δ., «Η Αγορά του Ζευξίππου. Η διαδρομή ενός αρχαίου μνημείου από το
Βυζάντιο στην Κωνσταντινούπολη», 31ο ΣΒΜΑ της ΧΑΕ, Αθήνα, 13-15 Μαΐου 2011. Περιλήψεις, 92-
93.
5 Χατζηλαζάρου Δ., «’’τὰ…πεπραγμένα ταῦτα ἐπί τε τῆς βασιλείου προθήσει στοᾶς’’: Η τελευταία

Βασιλική Στοά του αρχαίου κόσμου στο μνημειακό και γλωσσικό περιβάλλον της
πρωτοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης», Επιστημονική Συνάντηση: «Προσλήψεις του Βυζαντίου.
Παράδοση και τομές» προς τιμήν των Ομότιμων Καθηγητριών Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Σοφίας
Καλοπίση-Βέρτη και Μαρίας Παναγιωτίδη-Κεσίσογλου, Αθήνα, 30.01-01.02.2014. Chatzilazarou D.,
«Looking and Seeing the Invisible: Re-visualizing a Lost Monument of Early Constantinople, the
Basilica or Basilike Stoa», Workshop “Vision and Meaning in Byzantium”, Κωνσταντινούπολη,
Πανεπιστήμιο Koç, 16 Ιουλίου 2012.
6 Χατζηλαζάρου Δ., «Το διάδημα ‘’διὰ μαργαρίτων καὶ λίθων τιμίων’’ του Μεγάλου Κωνσταντίνου»,

Κατάρτισις, τεύχ. 16 (Μάιος-Ιούνιος 2014), 23-28. Χατζηλαζάρου Δ., «Η αφιέρωση της Μεγάλης
Εκκλησίας του Χριστού της Κωνσταντινούπολης στη Σοφία του Θεού», Κατάρτισις, τεύχ. 10 (Μάιος-
Ιούνιος 2013), 19-28.

viii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Οι ερμηνείες για την αστική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης είναι εύθραυστες, όχι
μόνο διότι προϋποθέτουν την υποκειμενική αξιολόγηση γνωστών και σαφέστατων
ενδείξεων, αλλά επίσης, διότι οικοδομούνται επάνω σε συμπεράσματα που μπορεί
εύκολα να αμφισβητηθούν από την αντικειμενική αξιοποίηση δεδομένων, τα οποία
παλαιότερα αγνοούνταν ή είχαν λανθασμένα ερμηνευθεί σχετικά με την τοπογραφία,
τη χρονολόγηση και τις λειτουργίες μεμονωμένων θέσεων. Η σωστή ταύτιση ενός μικρού
κομματιού αυτού του ‘’παζλ’’ μπορεί να σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της εικόνας που
είχαν ήδη λανθασμένα συναρμοστεί βρίσκουν ξεκάθαρα την ακριβή τους θέση – συχνά
με έναν απροσδόκητο τρόπο και με επιπτώσεις που φθάνουν πολύ μακριά. Οικεία
αρχαιολογικά ευρήματα αποκτούν μία εντελώς διαφορετική σημασία, όταν το
περιβάλλον της ανακάλυψής τους επανελέγχεται μαζί με μία κριτική επανεξέταση
εξίσου οικείων γραπτών πηγών.»

Paul Magdalino7

Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως στόχο τη διερεύνηση της τοπογραφικής,

λειτουργικής και συμβολικής σύνθεσης του μνημειακού κέντρου της


Κωνσταντινούπολης με οδηγό ένα από τα χαμένα μνημεία του, τη Βασιλική ή

Βασίλειο Στοά, την έδρα των Παιδευτηρίων, της Βιβλιοθήκης, των Δικαστηρίων

και του Τυχαίου της Πόλης. Ο όρος μνημειακό κέντρο δηλώνει το συγκρότημα

που διαμορφώθηκε στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου με επίκεντρο το Ιερό-

Μεγάλο Παλάτιο και συμπεριλάμβανε ένα σύνολο μεγαλοπρεπών

οικοδομημάτων, τον Ιππόδρομο, τις Θέρμες του Ζευξίππου, το Αυγουσταίο, τη

Σύγκλητο, τη Βασιλική, το Μίλιον, την Αγία Ειρήνη και την Αγία Σοφία (εικ. 1).

Το συγκρότημα αποτέλεσε διαχρονικά το νοητό κέντρο της Πόλης και της

αυτοκρατορίας, καθώς φιλοξένησε τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία,

λειτουργίες, δραστηριότητες και γεγονότα του δημόσιου βίου. Συγχρόνως,

αναδείχτηκε σε ένα από τα σημαντικότερα μνημειακά σύνολα του αρχαίου

κόσμου, το μεγαλείο του οποίου αποτυπώνεται ακόμη στα υλικά κατάλοιπά του.

Ο χώρος αυτός και τα οικοδομήματά του, κυρίως το Παλάτιο, ο

Ιππόδρομος και η Αγία Σοφία, προσέλκυσαν από νωρίς τα βλέμματα των

περιηγητών. Εδώ και αιώνες αποτελεί το επίκεντρο της τοπογραφικής και

αρχαιολογικής έρευνας της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, η

μακραίωνη και συνεχής χρήση του από δύο αλληλοδιάδοχες, αντίπαλες

7 Magdalino, Studies, εισαγωγή, xi (μετάφραση του γράφοντος).

ix
αυτοκρατορίες είχε ως συνέπεια, πέρα από τη φυσική φθορά και διάβρωση,

ακόμη, την καταστροφή πολλών μνημείων, εκτός εκείνων που αξιοποιήθηκαν

ιδεολογικά, όπως η Αγία Σοφία, ή χρηστικά, όπως η Βασιλική Κινστέρνα, από το

οθωμανικό καθεστώς. Η περιοχή του μνημειακού κέντρου παραμένει μέχρι

σήμερα αναπαλλοτρίωτη και αναξιοποίητη αρχαιολογικά, μολονότι μετά τη

μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε Μουσείο το έτος 1934 υποβλήθηκε από τον

γάλλο αρχιτέκτονα A. Prost πρόταση, η οποία δεν υλοποιήθηκε, για τη

μετατροπή του ανατολικού άκρου της χερσονήσου σε αρχαιολογικό πάρκο.8

Η αυξανόμενη τουριστική κίνηση κατά το δεύτερο μισό του 20ού και τις

αρχές του 21ου αιώνα οδήγησε στην ανεξέλεγκτη πυκνή δόμηση της περιοχής

(τουρκ. Sultanahmet), εκτός από την έκταση που αντιστοιχεί στον Ιππόδρομο και

το Αυγουσταίο, με μη αναστρέψιμα υλικά και αποτελέσματα συχνά

καταστρεπτικά για τις αρχαιότητες. Σήμερα το συγκρότημα αυτό διατηρείται

θαμμένο σε βάθος μερικών μέτρων κάτω από τη σύγχρονη «εἰς τὴν Πόλιν»-

Ισταμπούλ με εξαίρεση τα λιγοστά ορατά μνημεία και αρχιτεκτονικά λείψανά

του, χάρη στα οποία συνιστά το τουριστικό επίκεντρο της Πόλης και ολόκληρης

της Τουρκίας. Η μνημειώδης κλίμακα των ορατών λειψάνων του, ιδιαίτερα του

ναού της Θείας Σοφίας, αντανακλά επιβλητικά το μεγαλειώδες αυτοκρατορικό

όραμα του αρχαίου μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης.

Η πρόοδος της αρχαιολογικής έρευνας κατά τον 20ό και 21ο αιώνα στα

μνημειακά κέντρα άλλων μεγάλων πόλεων του αρχαίου κόσμου, όπως της

Αθήνας, της Ρώμης, της Εφέσου, προσέφερε όχι μόνο την αποκάλυψη,

συντήρηση και ανάδειξη σημαντικών αρχιτεκτονικών μνημείων, αλλά και την

εμβάθυνση της επιστημονικής γνώσης σε όλα τα πεδία του υλικού πολιτισμού

της αρχαιότητας, από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία μέχρι τη γλυπτική,

την κεραμεική, την επιγραφική, τη μικροτεχνία. Μέσα από πολύχρονες έρευνες

κατέστη δυνατή η ανασύνθεση της διαδικασίας διαμόρφωσης των κεντρικών

δημόσιων χώρων αυτών των αρχαίων πόλεων παρέχοντας πολύ σημαντικές

πληροφορίες για την πολεοδομική και ιστορική εξέλιξή τους.

8 Βλ. κατωτέρω, υποσημ. 485-487.

x
Σε αντιδιαστολή το μνημειακό κέντρο της πρωτεύουσας της χριστιανικής

ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παραμένει μέχρι σήμερα ένα θολό, δυσπρόσιτο

ερευνητικά και δυσερμήνευτο μνημειακό τοπίο, κυρίως διότι αρχαιολογικές

έρευνες με επιστημονική μέθοδο και τεκμηρίωση στον χώρο αυτό υπήρξαν

λιγοστές και περιορισμένης κλίμακας. Τα περισσότερα γνωστά αρχιτεκτονικά

λείψανα ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια ανεξέλεγκτων εκσκαφικών εργασιών

στο πλαίσιο δημόσιων και ιδιωτικών έργων. Σε λιγοστές περιπτώσεις μόνο

πραγματοποιήθηκαν σωστικές ανασκαφές. Από τα μνημειακά αυτά κατάλοιπα

λιγοστά διατηρήθηκαν επιφανειακά, συνήθως χωρίς επαρκή μέριμνα ανάδειξής

τους, ενώ τα υπόλοιπα καταστράφηκαν ή καταχώθηκαν κάτω από νεότερες

κατασκευές. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία συνεπής

προσπάθεια των αρχαιολογικών υπηρεσιών της Πόλης να ελέγξουν την

οικοδομική δραστηριότητα και να υλοποιήσουν αρχαιολογικές έρευνες με στόχο

την προστασία της βυζαντινής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η προβληματική αυτή κατάσταση δεν επέτρεψε να αποκατασταθεί μέχρι

σήμερα η κάτοψη μεγάλων τμημάτων του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης με αποτέλεσμα στα τοπογραφικά διαγράμματα που

χρησιμοποιούμε οι ακριβείς θέσεις και τα περιγράμματα πολλών μνημείων να

σημειώνονται υποθετικά. Μολονότι ο κύριος όγκος της ερευνητικής

δραστηριότητας περιστρέφεται διαχρονικά γύρω από τον χώρο αυτό, ακόμα δεν

έχει καταστεί δυνατή η ανασύνθεση της διαδικασίας διαμόρφωσης και εξέλιξής

του. Αγνοούμε απλά ζητήματα, όπως για παράδειγμα, εάν ο Ιππόδρομος και οι

Θέρμες του Ζευξίππου οικοδομήθηκαν στο πλαίσιο του Σεβήρειου οικοδομικού

προγράμματος, όπως ισχυρίζονται οι πηγές9, ή του Κωνσταντίνειου, όπως

προκρίνουν σοβαροί ερευνητές.10 Η άγνοιά μας και οι δυσχέρειες αυτές δεν

επέτρεψαν την κατανόηση της τοπογραφικής σύνθεσης ενός μνημειακού

συγκροτήματος με οικουμενική ακτινοβολία για τον κόσμο της ύστερης

αρχαιότητας και τους μεσαιωνικούς χρόνους.

9 Βλ. κατωτέρω, υποσημ. 287.


10 Βλ. κατωτέρω, υποσημ. 300-302 και 304-306.

xi
Από την εποχή του πρώτου ευρωπαίου ερευνητή της Βυζαντινής Πόλης,

P. Gilles, μέχρι σήμερα το κύριο εναλλακτικό ερευνητικό μέσο που διαθέτουμε

και αξιοποιούμε είναι η ιστορικοφιλολογική μελέτη των πηγών. Πληροφορίες

για το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης αλιεύουμε από όλα σχεδόν τα

είδη της ελληνικής γραμματείας από τον 4ο μέχρι και τον 15ο αιώνα, ενώ

σημαντικά στοιχεία ακόμη μας προσφέρουν οι αφηγήσεις κυρίως λατινόφωνων,

αράβων και ρώσων επισκεπτών. Τα τελευταία χρόνια έχουν αξιοποιηθεί από την

τοπογραφική έρευνα νέες, κυρίως συγκριτικές, μεθοδολογικές προσεγγίσεις και

τεχνολογικές δυνατότητες. Η εξέλιξη και οι κατευθύνσεις που έχει ακολουθήσει

η έρευνα του μνημειακού κέντρου και των οικοδομημάτων του κατατάσσονται

χρονολογικά σε τρεις περιόδους και παρουσιάζονται αναλυτικά στο δεύτερο

κεφάλαιο (Β.1) της εργασίας μας. Διαπιστώνουμε ότι παρά την πρόοδο της

αντίληψής μας για συγκεκριμένα οικοδομήματα και γνωστικά πεδία,

βρισκόμαστε ακόμη μακριά από την αποκατάσταση της μεγάλης εικόνας. Το

βασικό μειονέκτημα της έρευνας υπήρξε η ανεπαρκής προσπάθεια σύνδεσης της

διαμόρφωσης του χώρου αυτού με την πολεοδομική και αρχιτεκτονική παράδοση

του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Απέναντι στην αδυναμία διεξαγωγής ουσιαστικού αρχαιολογικού έργου

στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στα προβλήματα και στους

περιορισμούς που θέτει η ιστορικοφιλολογική έρευνα, καθίσταται αναγκαία η

αξιοποίηση κάθε δυνατής εναλλακτικής μεθόδου για την κατανόηση των

τοπογραφικών ζητημάτων. Ιδιαίτερα, για την ανασύνθεση του μνημειακού

κέντρου σημαντική προϋπόθεση αποτελεί η μελέτη των χαμένων και μη ορατών

μνημείων του. Μολονότι η απουσία του υλικού οργανισμού δυσχεραίνει την

προσέγγισή τους, ωστόσο η επανεξέταση παλαιών δεδομένων υπό το φως

νεότερων ευρημάτων και μεθοδολογικών προσεγγίσεων δύναται να

αναπληρώσει κενά ή παραλείψεις, που η παλαιότερη έρευνα δεν είχε τη

δυνατότητα να αποκαταστήσει.

Από τα μεγάλα οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου τα πλέον

αινιγματικά και λιγότερα μελετημένα παραμένουν μέχρι σήμερα το Αυγουσταίο

και η Βασιλική Στοά, κυρίως εξαιτίας του ασαφούς λειτουργικού χαρακτήρα και

xii
της απροσδιόριστης χρονολόγησης της αρχικής φάσης τους. Τα γειτονικά αυτά

μνημεία σχετίζονται όχι μόνο με σημαντικές δραστηριότητες του δημόσιου βίου,

αλλά και με ένα από τα παλαιότερα, πλέον δυσεπίλυτα και γοητευτικά

τοπογραφικά προβλήματα της Κωνσταντινούπολης, την ταύτιση της Μεγίστης

Τετραστώου Αγοράς του αρχαίου Βυζαντίου, που αναφέρει ο Ζώσιμος.11 Η

ταύτιση και αποκατάσταση της εν λόγω Αγοράς, καθώς σχετίζεται με τα αρχικά

στάδια της διαδικασίας διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου, έχει πολύ

μεγάλη σημασία.

Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής επιλέξαμε να επανεξετάσουμε

βασικά ζητήματα της σύνθεσης του μνημειακού κέντρου της Πόλης μέσα από τη

μελέτη και την αποκατάσταση του αρχιτεκτονικού και λειτουργικού χαρακτήρα

της Βασιλικής Στοάς. Οι λόγοι που επιλέξαμε το συγκεκριμένο μνημείο είναι

διάφοροι. Πρώτον, διότι διαθέτουμε το σπάνιο πλεονέκτημα να γνωρίζουμε

ακριβώς τη θέση του, καθώς και τα οικοδομήματα που συγκροτούσαν το

μνημειακό περιβάλλον του. Δεύτερον, επειδή πολλές γραπτές μαρτυρίες από τον

4ο μέχρι και τον 14ο αιώνα παρέχουν στοιχεία για τη μορφή, τη διακόσμηση και

τη λειτουργία του. Τρίτον, διότι τοπογραφικοί συσχετισμοί συνδέουν αόριστα τη

Βασιλική με τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά και κατά προέκταση με τη διαδικασία

διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της Πόλης. Τέταρτον, διότι παρουσιάζει

μεγάλο ενδιαφέρον ο σύνθετος λειτουργικός χαρακτήρας του μνημείου και η

σχέση του με σημαντικές δραστηριότητες του δημόσιου βίου. Πέμπτον, επειδή,

υπό το φως νεότερων ευρημάτων της τοπογραφικής έρευνας και μεθοδολογικών

προσεγγίσεων, διαπιστώσαμε ότι η επανεξέταση των παλαιών δεδομένων

καθιστά εφικτή μία διαφορετική «ανάγνωση» του μνημείου και της σχέσης με το

μνημειακό περιβάλλον του «με έναν απροσδόκητο τρόπο και με επιπτώσεις που

φθάνουν πολύ μακριά».12

Η Βασίλειος Στοά αποτελεί σήμερα ένα από τα πολλά μνημεία της

Κωνσταντινούπολης, από τα οποία δεν διατηρείται επιφανειακά κανένα υλικό

11 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31). Βλ. κατωτέρω, σημ. 1369.


12 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 7.

xiii
κατάλοιπο. Στη Notitia Urbis Constantinopolitanae13 (περ. 423-427), ένα διοικητικό

έγγραφο που καταχωρεί τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης σε 14 Ρεγιώνες

κατά το πρότυπο της πρεσβυτέρας Ρώμης, η Βασιλική (Basilicam) κατατάσσεται

μαζί με άλλα οικοδομήματα στην 4η Ρεγιώνα (εικ. 2). Ο Προκόπιος14 κάνοντας

λόγο για την κατασκευή της υπόγειας Βασιλικής Κινστέρνας από τον

Ιουστινιανό, την περιγράφει ως ένα πολύ μεγάλο ορθογώνιο τετράστωο

οικοδόμημα, που περιέβαλλε έναν υπερμεγέθη υπαίθριο αύλειο χώρο, στο

υπέδαφος του οποίου κατασκευάστηκε η κλειστή δεξαμενή. Η θέση της

Βασιλικής Στοάς στον χάρτη της Κωνσταντινούπολης προσδιορίστηκε στα μέσα

του 16ου αιώνα από τον Gilles, όταν «ανακάλυψε» τη Bασιλική Kινστέρνα.15 Με

βάση τα δεδομένα αυτά η Βασιλική χωροθετείται βόρεια της ανατολικής

απόληξης της Μέσης Οδού (Ρηγίας), και εντάσσεται οργανικά στο τοπογραφικό

πλαίσιο και τον ιστορικό χώρο του αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης (εικ. 3).

Στο περιβάλλον των κειμένων το μνημείο σημαίνεται με δύο τύπους

ονομασίας, την απλή, ως Βασιλική ή λατινιστί Basilica, και τη σύνθετη, ως

Βασίλειος ή Βασιλέως ή Βασιλική Στοά. Μαρτυρίες εντοπίζουμε κυρίως σε

ιστοριογραφικά κείμενα και χρονογραφίες, αλλά και στη νομοθεσία, σε

ανθολογίες επιγραμμάτων, σε εγκυκλοπαιδικά έργα. Η ποικιλία των ονομάτων

στο περιβάλλον των πηγών δυσχέρανε την αναγνώριση του μνημείου και την

ανασύνθεση των σχετικών με αυτό ιστορικών και τοπογραφικών δεδομένων. Η

νεότερη έρευνα προσέγγισε μάλλον απρόθυμα και αμήχανα τις

αποσπασματικές και ασύνδετες μαρτυρίες για το δυσερμήνευτο τετράστωο

οικοδόμημα, που κατελάμβανε μία τόσο μεγάλη επιφάνεια, απέναντι από τον

Ναό της Σοφίας του Θεού.

Ως αποτέλεσμα η Βασιλική κατέχει μέχρι σήμερα περιθωριακή θέση στη

μελέτη της τοπογραφίας και της ιστορίας του μνημειακού κέντρου της Πόλης

13 Notitia Urbis, 232.V.1-233.V.14. Για τη χρονολόγησή της, βλ. Speck P., «Der Mauerbau in 60 Tagen»,
στο Beck, Studien, 135-178, κυρίως 144-150. Επίσης, βλ. Bardill, Brickstamps, 123-124. Berger, «Regionen
und Strassen», 350-351. Matthews, «Notitia Urbis», 82-84.
14 Βλ. Γ.1.10.

15 Gilles, De Topographia, 119 (II.ΧΧ): «Ex quibus intelligere possumus regiam porticum, et Basilicam

cisternam in eodem loco fuisse. Porticus regia non extat…». Ακόμη, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 471-472.

xiv
του Κωνσταντίνου. Οι γνώσεις μας γύρω από την αρχιτεκτονική μορφή και την

οικοδομική εξέλιξή της παραμένουν λιγοστές, ενώ αγνοούμε, ακόμη, τις

απαντήσεις σε απλά ερωτήματα, όπως πότε ιδρύθηκε, ποια υπήρξε η σχέση της

με τα οικοδομικά προγράμματα του μνημειακού κέντρου και ποια η σημασία της

λειτουργικής χρήσης της. Ωστόσο, οι απαντήσεις σε αυτά τα ειδικότερα

ερωτήματα συνδέονται άρρηκτα με το γενικότερο ζήτημα της τοπογραφικής,

λειτουργικής και συμβολικής σύνθεσης του αυτοκρατορικού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης.

Η εργασία μας δεν παρουσιάζει καινούρια ανασκαφικά ευρήματα ή

ανακαλύψεις, αλλά περιορίζεται στην «κριτική επανεξέταση οικείων γραπτών

πηγών»16 και γνωστών ανασκαφικών, τοπογραφικών και αρχιτεκτονικών

δεδομένων γύρω από το μνημειακό κέντρο της Πόλης και το συγκρότημα της

Βασιλικής Στοάς και της Κινστέρνας. Θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τα

στοιχεία αυτά αξιοποιώντας νεότερες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και κριτήρια

συναφών ερευνητικών πεδίων. Η έρευνά μας διαρθρώνεται σε δύο αλληλένδετα

επίπεδα. Το πρώτο, γενικότερο, αφορά στην προσέγγιση του μνημειακού

κέντρου ως ενιαίου υλικού και λειτουργικού οργανισμού στο άμεσο περιβάλλον

του Ανακτόρου της Κωνσταντινούπολης. Το δεύτερο, ειδικότερο, στοχεύει στη

δυναμική προσέγγιση της Βασιλείου Στοάς ως συνεχώς εξελισσόμενου

σημαίνοντος και σημαινομένου στο περιβάλλον των κειμένων, ως

αρχιτεκτονικού μνημείου και λειτουργικού πολυχώρου και ως βασικού

συστατικού ενός ευρύτερου μνημειακού συνόλου.

Στο πρώτο επίπεδο, στη μελέτη του μνημειακού κέντρου, θα

αξιοποιήσουμε την πρόοδο της έρευνας των ανακτορικών συγκροτημάτων και

των κεντρικών δημόσιων αστικών χώρων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής

περιόδου. Η ίδια η έννοια «μνημειακό κέντρο» είναι τεχνητός όρος, ο οποίος δεν

έχει μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί στη μελέτη του συγκροτήματος, που περιβάλλει

το Ιερό Παλάτιο της Κωνσταντινούπολης. Επιλέξαμε να τον χρησιμοποιήσουμε

προκειμένου να αξιοποιήσουμε μεθοδολογικά τη στενή τοπογραφική και

λειτουργική σχέση του ανακτόρου με τα μνημεία, που συνθέτουν το άμεσο

16 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 7.

xv
περιβάλλον του. Χάρη στις νεότερες εξελίξεις στον τομέα της ανακτορικής

αρχιτεκτονικής έχει επισημανθεί η συνέχεια μίας παράδοσης17, η οποία διατρέχει

τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο με επιρροές από τα ανάκτορα της Μέσης

Ανατολής και της Αιγύπτου μέσω των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου. Μία

σημαντική ιδιαιτερότητα των ελληνορωμαϊκών ανακτορικών συγκροτημάτων

έγκειται στο γεγονός ότι στο εσωτερικό ή στο άμεσο περιβάλλον τους

εντοπίζονται οικοδομήματα που εξυπηρετούσαν σημαντικές λειτουργίες και

εθιμοτυπικές δραστηριότητες του δημόσιου βίου. Οι εργασίες των I. Nielsen18, P.

Gros19, H. Lauter20 και W. Hoepfner21 εξετάζουν πώς η παράδοση αυτή από την

Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και την Πέργαμο μεταβιβάστηκε στη Ρώμη. Η

ιδιαιτερότητα αυτή χαρακτηρίζει, επίσης, το αυτοκρατορικό συγκρότημα της

Κωνσταντινούπολης και το συνδέει με την ελληνορωμαϊκή ανακτορική

παράδοση, κυρίως με το Παλάτιο της Ρώμης.

Συγχρόνως, η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου του συγκροτήματος της

Κωνσταντινούπολης συνδέεται με την έρευνα των κεντρικών δημόσιων χώρων,

αγορών και forum, των μεγάλων πόλεων του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Νεότεροι

ερευνητές αναγνωρίζουν πίσω από την πολεοδομική, αρχιτεκτονική και

εικονογραφική σύνθεση των χώρων αυτών, ιδεολογικές, κοινωνιολογικές και

ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Οι εργασίες της Alcock22 για την Αθήνα, του

Zanker23 για τη Ρώμη, του Ευαγγελίδη24 για τις Αγορές του ελλαδικού χώρου, της

Raja25 για μεγάλα αστικά κέντρα της ρωμαϊκής Ανατολής διερευνούν τους

κεντρικούς δημόσιους αστικούς χώρους ως πεδία σύνθεσης πολιτικών,

θρησκευτικών και ιστορικών παραδόσεων, χορηγικών προθέσεων, αισθητικών

και φιλοσοφικών αντιλήψεων. Ο ίδιος ο χώρος, οι τοπογραφικές και οπτικές

σχέσεις των οικοδομημάτων, οι λειτουργίες και δραστηριότητες γίνονται

17 Lévy, Le système palatial. Hoepfner-Brands, Basileia. Nielsen I. (επιμ.), The Royal Palace Institution in the
First Millenium B.C. Regional Development and Cultural Interchange between East and West, Monographs of
the Danish Institute at Athens, τ. 4, Aarhus 2001.
18 Nielsen, «Oriental Models». Nielsen, Hellenistic Palaces.

19 Gros, «Palais Hellénistique». Gros, Architecture Romaine II, 242-261.

20 Lauter, «Regia hellénistique».

21 Hoepfner, «Von Alexandria über Pergamon».

22 Alcock, Graecia Capta. Alcock, Archaeologies of the Greek Past. Alcock, «Reconfiguration of memory».

23 Zanker, Αύγουστος. Zanker, «City as Symbol». Zanker, «“Popular” architecture».

24 Ευαγγελίδης, Αγορά. Evangelidis, «Architecture of the Imperial Cult».

25 Raja, Urban Development.

xvi
κατανοητά ως φορείς συμβολικών και ιδεολογικών μηνυμάτων. Ακόμη, για τη

σχέση του μνημειακού κέντρου αφενός με τον πολεοδομικό ιστό, αφετέρου με τα

μνημειακά συστατικά του θα αξιοποιήσουμε αντίστοιχα τις συμβολές των W.

Macdonald26 σχετικά με τη σύνθεση του αστικού οργανισμού και του D. Parrish27

για την πολεοδομική εξέλιξη στην περιοχή της Μικράς Ασίας, του Gros28 για τους

τύπους των δημόσιων μνημειακών κατασκευών και του J. Coulton29 σχετικά με

την εξέλιξη των στωικών οικοδομημάτων. Μεθοδολογικές προσεγγίσεις και

πορίσματα αυτών των ερευνών θα μας φανούν χρήσιμα προκειμένου να

διερευνήσουμε τη σχέση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης με

την ελληνορωμαϊκή, πολεοδομική και ανακτορική, αρχιτεκτονική παράδοση και

να κατανοήσουμε την τοπογραφική, λειτουργική και συμβολική σύνθεσή του.

Στην προσπάθεια αυτή θα αξιοποιήσουμε δύο βασικές συνθήκες που

αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητα της Πόλης του Κωνσταντίνου. Πρώτον, το ειδικό

πολεοδομικό, αρχιτεκτονικό και συμβολικό πλαίσιο που ορίζει το εγχείρημα του

αυτοκράτορα να αναδείξει το Βυζάντιο σε Πόλη της Νίκης του αμέσως μετά την

ολοκλήρωση του αγώνα για τη μονοκρατορία. Δεύτερον, τη μετατόπιση του

κεντρικού δημόσιου χώρου από την παραθαλάσσια περιοχή του αρχαίου

Στρατηγίου στο πλάτωμα γύρω από το Ιερό Παλάτιο κατά τη μετάβαση από το

αρχαίο Βυζάντιο στην Κωνσταντινούπολη. Οι ριζοσπαστικές αυτές επεμβάσεις

απηχούν την εξαιρετική αναβάθμιση ενός περιφερειακού αστικού κέντρου σε

αυτοκρατορική έδρα και μόνιμη κατοικία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, καθώς και

την ανάδειξη του μνημειακού κέντρου του σε νοητό κέντρο της αυτοκρατορίας.

Στο δεύτερο επίπεδο, το ειδικότερο, της εργασίας μας θα επιχειρήσουμε

να αναδείξουμε έναν συστηματικό τρόπο προσέγγισης των «χαμένων»

μνημείων της Κωνσταντινούπολης συνδυάζοντας την ιστορικοφιλολογική με

την αρχαιολογική έρευνα. Σημείο εκκίνησης αποτελεί η διαπίστωση ότι κατά τη

μεταφορά ενός οικοδομήματος από το μνημειακό τοπίο στο γλωσσικό πεδίο

μπορεί να υπάρξουν αποκλίσεις ανάμεσα στο «σημαίνον» (υλικός οργανισμός,

26 Macdonald, Urban Appraisal.


27 Parrish, Urbanism.
28 Gros, Architecture Romaine I.

29 Coulton, Greek Stoa

xvii
κατάσταση διατήρησης) και το πολυσύνθετο λειτουργικό, συμβολικό, βιωματικό

«σημαινόμενόν» του. Με το πέρασμα των αιώνων οι μεταβολές στην κατάσταση

διατήρησης, στη λειτουργική χρήση ή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των

οικοδομημάτων και οι εξελίξεις στην κοινωνία, την παιδεία, την ορολογία

αποτυπώνονται στα κείμενα με μεταβολές στις περιγραφές και στις ονομασίες

των μνημείων. Η Βασίλειος Στοά, με την ποικιλία ονομασιών και λειτουργικών

χρήσεων που διαθέτει, αποτελεί ιδανική περίπτωση για τη μελέτη ενός χαμένου

υλικού οργανισμού μέσα από την εξέλιξή του ως σημαίνοντος και σημαινομένου

στο περιβάλλον των κειμένων.

Το βασικότερο μειονέκτημα της έρευνας γύρω από τη Βασιλική, την

εξέλιξη της οποίας θα συζητήσουμε στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.2), υπήρξε ο

περιστασιακός και αποσπασματικός χαρακτήρας της, γεγονός που απέτρεψε τη

συνολική θεώρηση των δεδομένων και των ζητημάτων που συνδέονται με το

μνημείο. Το βασικότερο μεθοδολογικά εργαλείο μας θα αποτελέσει η σύνταξη

ενός καταλόγου με όλες τις αναφορές της Βασιλικής στη βυζαντινή γραμματεία

με αυστηρή χρονολογική σειρά. Μέσα από τις μαρτυρίες προκύπτουν στοιχεία

σχετικά με τη θέση, τη μορφή, τον διάκοσμο, την οικοδομική και λειτουργική

εξέλιξή της. Θα διερευνήσουμε την καταγωγή καθώς και το σημασιολογικό και

τυπολογικό περιεχόμενο της απλής (Βασιλική/Basilica) και της σύνθετης

ονομασίας (Βασίλειος/Βασιλέως/Βασιλική Στοά), ως στοιχείων μεταβαλλόμενων

μέσα στο γλωσσικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον της ύστερης αρχαιότητας,

προκειμένου να κατανοήσουμε τη σημασία των διαφορετικών ονομάτων και τις

επιπτώσεις της χρήσης τους στην ταυτότητα του μνημείου.

Ακολούθως, θα επανεξετάσουμε την αρχιτεκτονική μορφή της Βασιλείου

Στοάς στο πλαίσιο της εξέλιξης των στωικών και αγοραίων οικοδομημάτων της

ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Θα προβάλουμε τις πιθανές

επιπτώσεις που προκύπτουν από την ταύτιση της αινιγματικής «μεγίστης

ἀγορᾶς τετραστόου» με την Βασίλειο Στοά σε τρεις άξονες, στην τοπογραφία του

αρχαίου Βυζαντίου, στη διαδικασία διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης και στον ιστορικό και λειτουργικό χαρακτήρα του μνημείου.

Με αφετηρία την διερεύνηση των γραπτών πηγών σε συνάρτηση με νεότερα

xviii
δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας θα επαναπροσεγγίσουμε τον λειτουργικό

χαρακτήρα του μνημείου που φιλοξένησε την ανώτερη παιδεία, την δικαιοσύνη

και το Τυχαίο της Πόλης, υπό το φως νεότερων ευρημάτων. Ιδιαίτερα καθίσταται

δυνατή η συνεξέταση με ανανεωμένα κριτήρια δύο μεγάλων τοπογραφικών και

ιστορικών ζητημάτων της πρώιμης Κωνσταντινούπολης. Το πρώτο αφορά στη

μεταφορά της έδρας της ανώτερης εκπαίδευσης από τη Βασιλική στο Καπιτώλιο

το έτος 425 και το δεύτερο στην απόρριψη του αφηγήματος του λεγόμενου

«Οικουμενικού διδασκαλείου», το οποίο κατέστρεψε σύμφωνα με τις πηγές ο

Λέοντας Γ’ το έτος 726.

Βασικό κριτήριό μας αποτελεί η διαπίστωση ότι οι λειτουργίες του

μνημείου συμμετέχουν στη λειτουργική σύνθεση του αυτοκρατορικού κέντρου

της Κωνσταντινούπολης και οποιαδήποτε μεταβολή σε αυτές θα επηρέαζε και

τη σύνθεση του τελευταίου. Με αφετηρία αυτή τη διαπίστωση θα εξετάσουμε το

παιδευτικό εγχείρημα που στέγασε η Βασίλειος Στοά σε συνάρτηση με την

παράδοση ανάλογων μνημείων-ιδρυμάτων στο άμεσο περιβάλλον των

ελληνορωμαϊκών ανακτορικών συγκροτημάτων. Περαιτέρω, θα διερευνήσουμε

τις ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στο πεδίο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας στα

χρόνια της Κωνσταντίνειας δυναστείας, καθώς και τα βασικά λειτουργικά

χαρακτηριστικά της Βασιλικής Στοάς, την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη, με φόντο

την αρχαία βασιλική παράδοση.

Συνολικά, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την Κωνσταντινούπολη

ως υλικό και συμβολικό χώρο· το μνημειακό κέντρο ως τοπογραφική,

λειτουργική και συμβολική σύνθεση αστικών παραδόσεων· και την ταυτότητα

της Βασιλείου Στοάς ως υλικού φορέα της μνήμης, ως λειτουργικού πολυχώρου

και ως βασικού συστατικού της σύνθεσης του μνημειακού κέντρου. Η εργασία

μας διαρθρώνεται σε έξι κεφάλαια. Στο πρώτο θα εξετάσουμε το αυτοκρατορικό

κέντρο μέσα από την ιδιομορφία του ιδρυτικού εγχειρήματος του Κωνσταντίνου,

την ελληνορωμαϊκή πολεοδομική παράδοση που κληρονόμησε η Πόλη του, τη

χωροθέτηση του μνημειακού κέντρου του Βυζαντίου και τον προσδιορισμό των

οικοδομικών προγραμμάτων που καθόρισαν τη μορφή του νέου μνημειακού

κέντρου της Πόλης. Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου θα παρακολουθήσουμε

xix
τις επεμβάσεις που έλαβαν χώρα κατά την βυζαντινή και την οθωμανική

περίοδο και καθόρισαν την εξέλιξη και τη νεότερη διαμόρφωση του χώρου,

προκειμένου να γίνει κατανοητή η χωροθέτηση των μνημείων στα επόμενα

κεφάλαια, η οποία βασίζεται αναγκαστικά στις τοπογραφικές σταθερές της

σύγχρονης Πόλης. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και

τις κατευθύνσεις της ανασκαφικής, τοπογραφικής και ιστορικοφιλολογικής

έρευνας του μνημειακού αυτού χώρου και των οικοδομημάτων του. Ακολούθως

θα συγκρίνουμε το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης με τα αντίστοιχα

της Ρώμης, των τετραρχικών εδρών και των βασιλικών πόλεων του ελληνιστικού

κόσμου αναδεικνύοντας τη σχέση του δημόσιου χώρου του με το Forum

Romanum και άγνωστες πτυχές του μνημειακού του διακόσμου.

Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο κατάλογος με τις αναφορές της

Βασιλείου Στοάς στη γραμματεία, το ιστορικό της έρευνάς της, διάγραμμα της

ιστορικής εξέλιξής της καθώς και τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη θέση, τη

μορφή και τον διάκοσμό της. Ακόμη διερευνώνται οι ονομασίες της με επίκεντρο

το τυπολογικό και αρχιτεκτονικό περιεχόμενό τους. Στο τέταρτο κεφάλαιο

επανεξετάζεται η σχέση του μνημείου με τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά.

Αποκαθίσταται η αρχιτεκτονική μορφή της ως αρχαίας αγοράς, η ενσωμάτωσή

της στην Πόλη του Κωνσταντίνου, η σχέση της με το Αδριάνειο υδραγωγείο, η

ταύτισή της με την Αγορά ή Τετράστωο του Ζευξίππου. Διαφωτίζονται οι

μαρτυρίες για λατρευτικά στοιχεία, αγάλματα και αγοραίες χρήσεις στην

περιοχή της Βασιλικής. Τέλος καταδεικνύεται η λειτουργική ανανέωση και η

μετονομασία της Αγοράς σε Βασίλειο Στοά κατά τον 4ο αιώνα.

Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται οι λειτουργίες του δημόσιου βίου που

φιλοξένησε το μνημείο, η διαμόρφωση του αυτοκρατορικού εκπαιδευτικού

ιδρύματος με τη δημόσια βιβλιοθήκη, η λειτουργία των αυτοκρατορικών

δικαστηρίων και του Τυχαίου της Πόλης. Ακόμη διερευνάται η επιβίωση του

μνημείου στη συλλογική μνήμη της Κωνσταντινούπολης μετά την καταστροφή

του κατά τον 8ο αιώνα και επανεξετάζεται με ανανεωμένα κριτήρια το θέμα του

Οικουμενικού διδασκαλείου. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο τεκμηριώνεται η

σχέση του παιδευτικού εγχειρήματος που φιλοξένησε η Βασιλική με την

xx
παράδοση της ελληνιστικής βασιλείας. Επισημαίνονται οι πνευματικές ζυμώσεις

που ανέδειξαν τη σχέση της βασιλείας με τη σοφία σε πεδίο σύνθεσης της

ελληνορωμαϊκής με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Ιδιαίτερα, διερευνάται ο

λειτουργικός χαρακτήρας της Βασιλείου Στοάς, ο οποίος προβάλλει στο

περιβάλλον των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης δύο πολύ σημαντικά

ιδανικά της αρχαίας βασιλείας, τη Σοφία και τη Δικαιοσύνη. Μέσα από την

έρευνά μας αναδεικνύονται οι πνευματικές παραδόσεις επάνω στις οποίες

θεμελιώθηκε το μεγαλόπνοο όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου για το μέλλον

με την ίδρυση της τελευταίας βασιλικής Πόλης του ελληνορωμαϊκού κόσμου,

καθώς και οι επιρροές που άσκησαν στη σύνθεση του αυτοκρατορικού

μνημειακού κέντρου και στον λειτουργικό χαρακτήρα της Βασιλικής Στοάς.

xxi
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ

Α.1. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΥ

ΚΟΣΜΟΥ

Α.1.1. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης

Ο William L. Macdonald, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της

ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής κατά το β΄ μισό του 20ού αιώνα, χαρακτήρισε την

ίδρυση της Κωνσταντινούπολης στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου ως ένα από τα

εντυπωσιακότερα πολεοδομικά εγχειρήματα που έλαβαν χώρα ποτέ.1 H

Βασιλεύουσα Πόλις του Κωνσταντίνου δεν υπήρξε το παράγωγο ομαλής αστικής

ανάπτυξης, αλλά το προϊόν μιάς πολεοδομικής έκρηξης που μεγέθυνε μέσα σε

λιγότερο από το διάστημα μιάς γενεάς το Βυζάντιο από δευτερεύον

περιφερειακό αστικό κέντρο σε μεγάλη αυτοκρατορική πόλη της Ανατολής. Η

έκρηξη αυτή δεν υπήρξε το αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα στάθηκε η αιτία μιάς

απότομης μετακίνησης πληθυσμών και ραγδαίας δημογραφικής αύξησης, που

ξεκίνησε κατά το δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα στην περιοχή της Προποντίδας

στη νότια είσοδο των Στενών του Βοσπόρου και η οποία, όπως θα δούμε, δεν

υπαγορεύτηκε από κάποια επιτακτική πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική

αναγκαιότητα.

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε πρωταρχικά το αποτέλεσμα

της ολοκλήρωσης της μακρόχρονης νικηφόρου επέλασης προς τη μονοκρατορία

του Κωνσταντίνου Αυγούστου2 (306-337), η οποία ξεκίνησε στις 25 Ιουλίου του

έτους 306 στο Eboracum (σημερινό York) της Βρετανίας, όταν αμέσως μετά τον

θάνατο του πατέρα του, Κωνσταντίου Α΄ του Χλωρού (305-306), οι ρωμαϊκές

1 Macdonald, Urban Appraisal, 30: «one of the most impressive exercises in city-making ever
undertaken». Παρόμοια εκφράζεται και ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 39: «ἕνα ἀστικὸ
φαινόμενο ἐξαιρετικοῦ μεγέθους».
2 «Imperator Caesar Flavius Valerius Constantinus Augustus», βλ. Millar, Emperor, 675. Σχετικά με τον

βίο και τις μετακινήσεις του Κωνσταντίνου μέσα από επίσημα τεκμήρια, βλ. Barnes, New Empire, 39-
43, 68-80.

1
λεγεώνες τον ανακήρυξαν Αύγουστο.3 Ο βασικότερος ενδιάμεσος σταθμός αυτής

της πορείας υπήρξε η βιβλική νίκη4 του Κωνσταντίνου στη Μιλβία γέφυρα στις

28 Οκτωβρίου 312 και η θριαμβευτική είσοδός του ως ελευθερωτή στη Ρώμη μετά

τον καταποντισμό του σφετεριστή Μαξεντίου και μεγάλου μέρους του στρατού

του στον Τίβερη ποταμό.5 Η τελική μάχη επρόκειτο να κερδηθεί στις 18

Σεπτεμβρίου του έτους 324 στην πεδιάδα της Χρυσόπολης6, απέναντι από την

πόλη του Βυζαντίου, την οποία είχε προηγουμένως πολιορκήσει7, όπου οι

λεγεώνες του Μεγάλου Κωνσταντίνου νίκησαν κατά κράτος τις λεγεώνες του

Λικινίου Αυγούστου (308-324) αναδεικνύοντας τον Κωνσταντίνο ως τον πρώτο,

μετά τον θάνατο του Σεβήρου Αλεξάνδρου (222-235), αδιαφιλονίκητο

μονοκράτορα του ρωμαϊκού κράτους.

Λίγο μετά τη νίκη του και την κατάκτηση του ανατολικού τμήματος της

αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος αντικατέστησε στον επίσημο αυτοκρατορικό

τίτλο του την επωνυμία «Invictus»8 (Ανίκητος) με την προσηγορία «Victor»9

(Νικητής). Παράλληλα, αντικατέστησε στη νεανική, αγένειο απεικόνισή10 του

3 Bardill, Constantine, 83-86. Bidwell, «Constantius and Constantine», 31-40. Lenski, «Reign of
Constantine», 61-62, σημ. 16. Stefan A., «Les jeux d’ alliances des Tétrarques en 307-309 et l’élévation de
Constantin au rang d’Auguste», AT 14 (2006), 187-216, κυρίως 202-203. Ακολούθως, το έτος 307
αναγόρευσε τον Κωνσταντίνο Αύγουστο και ο Μαξιμίνος. Ο πρώτος Αύγουστος μετά την
παραίτηση του Διοκλητιανού, Γαλέριος, αναγνώρισε, αρχικά, το έτος 306 τον Κωνσταντίνο ως
Καίσαρα και το έτος 310 ως Αύγουστο.
4 Ο Ευσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 828.19-830.6 (ΙΧ.9.4-5) και Βίος Κωνσταντίνου, 34.26-35.5 (Ι.38.1-

2) παραβάλλει τον καταποντισμό του Μαξεντίου με εκείνον του Φαραώ και του στρατού του στην
Ερυθρά θάλασσα. Ακόμη βλ. Bardill, Constantine, 93, 363.
5 Για τα γεγονότα βλ. Bardill, Constantine, 92-93. Donciu R., L’empereur Maxence, Μπάρι 2012, 181-191.

Lenski, «Reign of Constantine», 69-72 και σημ. 56. Odahl, Constantine, 107-112. Potter, Constantine, 142-
145.
6 Lenski, «Reign of Constantine», 75-76. Odahl, Constantine, 179-181. Potter, Constantine, 213-214.

7 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 80.16-17 (ΙΙ.23.1): «Λικιννίου δὲ φυγόντος εἰς τὸ Βυζάντιον, ὁ Κωνσταντῖνος

κατόπιν ἐχώρει καὶ τὸ Βυζάντιον ἐπολιόρκει».


8 Σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 86-87 ο Κωνσταντίνος είχε υιοθετήσει την προσηγορία

«invictus» από το έτος 311 για να δηλώσει τη στενή σχέση του με τον θεό Sol, ίσως ακόμη και για να
ανακαλέσει μνήμες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο όρος «Ἀνίκητος» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά
για τον Αλέξανδρο και εισήλθε στον επίσημο τίτλο του ρωμαίου αυτοκράτορα από την εποχή του
Κομμόδου, βλ. Weinstock, «Victor», 212-215, 241-246. Fears, «Theology of Victory», 814, σημ. 397.
9 Ο Salway, «Constantine Augoustos», 38, σημ. 7, επισημαίνει ότι ο τίτλος του Κωνσταντίνου στα

λατινικά για το διάστημα 312-324 είναι: maximus pius felix invictus Augustus και για το διάστημα
324-330: maximus pius felix victor Augustus/maximus victor semper Augustus. Ο Weinstock, «Victor»,
243-245, υποστηρίζει ότι οι δύο προσηγορίες, «Invictus» και «Victor», βρίσκονταν σε παράλληλη
χρήση, αλλά μετά τη νίκη επί του Λικινίου σταμάτησε εντελώς η χρήση της πρώτης. Ακόμη, βλ.
Odahl, Constantine, 182.
10 Αυτός ο εικονογραφικός τύπος του Κωνσταντίνου συνιστούσε ρήξη με την παράδοση της

Τετραρχίας και ειδικότερα με τον τύπο του γενειοφόρου αυτοκράτορα, που είχε επικρατήσει στην

2
στις νομισματικές εκδόσεις, τον πολιτικό στέφανο βελανιδιάς11 του σωτήρα του

κράτους Imperator, το κυριότερο σύμβολο εξουσίας του ρωμαίου αυτοκράτορα

από την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου, με το διάδημα12, αρχαίο ανατολικό

σύμβολο βασιλικής εξουσίας. Μάλιστα σε αρκετούς νομισματικούς τύπους ο

Κωνσταντίνος εμφανίζεται με στραμμένη την κεφαλή και υψωμένο το βλέμμα

εικονογραφία από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., βλ. Bardill, Constantine, 11-24, 397. Hannestad N.,
«The Ruler Image of the Fourth Century: Innovation or Tradition», ActaAArtHist 15 (2001), 93-107.
11 Ο πολιτικός στέφανος από βελανιδιά, με τον οποίο αποδιδόταν τιμή στον σωτήρα του κράτους

κατά τη ρωμαϊκή παράδοση απέβη ηγεμονικό έμβλημα και δυναστικό σύμβολο στα χρόνια του
Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. Zanker, Αύγουστος, 134. Η αντικατάστασή του από το διάδημα
σύμφωνα με τον Bruun, Constantine, 43-46 συνδέεται με μία νέα αντίληψη της αυτοκρατορικής
εξουσίας. Η Alföldi, Constantinische Goldprägung, 135 αποσυνδέει την αλλαγή αυτή από τα γεγονότα
του 324 και θεωρεί ότι έλαβε χώρα κατά τα έτη 326-327 μετά τον θάνατο του Κρίσπου. Η Popović,
«Diadem», 116-118 χρονολογεί την αλλαγή αμέσως μετά τη νίκη στη Χρυσόπολη και διακρίνει τα
στάδια εξέλιξης της εικονογραφίας του διαδήματος. Στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου
το διάδημα ενσωματώνεται στην επίσημη αυτοκρατορική ενδυμασία, βλ. Αὐρήλιος Βίκτωρ,
Επιτομή De Caesaribus, 41.14: «Habitum regium gemmis et caput exornans perpetuo diademate».
Ευσέβιος, Τριακονταετηρικός, 205.14-15 (V.6) «ἐσθῆτά γε μὴν χρυσοϋφῆ ποικίλοις ἄνθεσιν
ἐξυφασμένην ἁλουργίδα τε βασιλικὴν σὺν αὐτῷ διαδήματι…». Διάδημα έφερε ακόμη και το νεκρό
σκήνωμα του Κωνσταντίνου, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 148.2-3 (IV.66.2): «…βασιλικοῖς τε
κόσμοις πορφύρᾳ τε καὶ διαδήματι τετιμημένον…». Η χρήση του διαδήματος στην εικονογραφία
του Κωνσταντίνου υπήρξε συστηματική με σαφείς δυναστικές και ιδεολογικές προεκτάσεις. Ο
Smith, «Public Image of Licinius», 177-178, συνδέει την υιοθέτηση του διαδήματος με τη νίκη επί του
Λικινίου, τα επερχόμενα Vicennalia του Κωνσταντίνου και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Ο
Bardill, Constantine, 11-19 και κυρίως 398, καταλήγει ότι ο Κωνσταντίνος με το διάδημα έδινε
έμφαση στην νεοϊδρυθείσα μοναρχία του και συσχέτιζε τον εαυτό του με τον μεγάλο κατακτητή
Αλέξανδρο. Ακόμη, βλ. Van Dam, Roman Revolution, 16-18.
12 Για το διάδημα, βλ. Alföldi A., Die monarchische Repräsentation im römischen Kaiserreiche, Ντάρμστατ

1970, 263-268. Alföldi, Constantinische Goldprägung, 93-95. Delbrueck, Spätantike Kaiserporträts, 56-66.
Μεμονωμένες αναφορές κάνουν λόγο για συγκεκριμένους ρωμαίους αυτοκράτορες που υποτίθεται
ότι φόρεσαν το διάδημα πριν από τον Κωνσταντίνο, βλ. Millar, Emperor, 612, σημ. 11. Τον Αυρηλιανό
αναφέρουν ο Αὐρήλιος Βίκτωρ, Επιτομή De Caesaribus, 35.5: «Iste primus apud Romanos diadema
capiti innexuit, gemmisque et aurata omni veste, quod adhuc fere incognitum Romanis moribus
visebatur, usus est» και ο Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 231.38-39 (ΧΙΙ): «ἐφόρει δὲ διάδημα ἔχον
ἀστέρα». Όμως, ο Smith, «Public Image of Licinius», 177, σημ. 34 απορρίπτει τις αναφορές τους με
βάση τη νομισματική μαρτυρία. Τον Διοκλητιανό αναφέρει μόνο ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν,
11.8-10 (I.4): «…ἄχρι Διοκλητιανοῦ, ὃς πρῶτος στέφανον ἐκ λίθου τιμίας συγκείμενον τῇ κεφαλῇ
περιθεὶς ἐσθῆτά τε καὶ τοὺς πόδας ψηφώσας…». Εντούτοις, στις αναφορές τους για τους
ανατολίζοντες νεωτερισμούς του Διοκλητιανού το διάδημα δεν αναφέρεται καθόλου από πολύ πιο
κοντινούς στα γεγονότα συγγραφείς, όπως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, Rerum Gestarum, XV.5.18, ο
Αυρήλιος Βίκτωρ, Caesares, 39.2-4, ο Ευτρόπιος, Breviarium, 166.10-11 (9.26) που αναφέρει: «Ornamenta
gemmarum vestibus calciamentisque indidit. Nam prius imperii insigne in chlamyde purpurea tantum
erat, reliqua communia» και ο Παιάνιος, Μετάφρασις Εὐτροπίου, 167.13-14 (9.26) που αποδίδει: «καὶ
τιμίους λίθους τοῖς τε ἐσθήμασι καὶ τοῖς ὑποδήμασιν ἐνήρμοσε· πρότερον δὲ τὸ διαφέρον τῆς
βασιλικῆς περιβολῆς ἀπὸ τῆς ἁλουργίδος ἦν μόνης». Αυτό τον νεωτερισμό μόνο δέχεται και ο
Demandt A., Die Spätantike römische Geschichte von Diocletian bis Justinian, 284-565 n. Chr., Μόναχο 1989,
221-222. Ο Smith, «Public Image of Licinius», 181, σημ. 58, θεωρεί ότι οι αναφορές για τη στροφή του
Διοκλητιανού προς ανατολικά πρότυπα οφείλονται σε εχθρικούς προς το πρόσωπό του ιστορικούς,
ενώ στο ίδιο, 177, σημ. 34, απορρίπτει την αναφορά του Delbrueck, Spätantike Kaiserporträts, 56-58, για
τον εντοπισμό διαδήματος σε μερικούς νομισματικούς τύπους του Λικινίου με βάση τα
εικονογραφικά στοιχεία.

3
προς τον ουρανό κατά το πρότυπο της εικονογραφίας του Μεγάλου

Αλεξάνδρου13 (εικ. 4-5).

Η πλέον σημαντική, όμως, αναμνηστική της νίκης του ενέργεια υπήρξε η

ίδρυση μιάς πόλης με το όνομά του στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου (εικ. 6),

όπως παρατηρεί ο ανώνυμος συγγραφέας της Origo Constantini, μιάς αξιόπιστης

και κοντινής στα γεγονότα ανώνυμης λατινικής πηγής του 4ου αιώνα:

«Constantinus autem ex <se> Byzantium Constantinopolim nuncupavit ob insignis

victoriae <memoriam>».14 Κατά την τελετουργική οριοθέτηση (limitatio) της

οχυρωματικής γραμμής15 της Πόλης, έλαβε χώρα η τελετή του sulcus

primigenius16, πιθανότατα στις 8 Νοεμβρίου του έτους 324, μαζί με την ανάδειξη

του υιού του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίου, σε Καίσαρα17, και πιθανώς την

13 Bardill, Constantine, 19-24. La Rocca, «Fondazione», 559-560.


14 Origo Constantini, 8.18-19. O Millar, Emperor, 53-54, θεωρεί ως πιθανώς σωστή την ερμηνεία του
ανώνυμου συγγραφέα. Ο Alföldi, «Foundation of Constantinople», 10-11, θεωρεί ότι ένας
νομισματικός τύπος, που κόπηκε στη Ρώμη το έτος 330 με την προτομή της Τύχης της
Κωνσταντινούπολης στην εμπρόσθια όψη και τη Νίκη στην πλώρη ενός πολεμικού πλοίου με την
επιγραφή Victoria Augusti στην οπίσθια όψη, εκφράζει με εικόνες το νοηματικό περιεχόμενο του εν
λόγω χωρίου. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Bardill, Constantine, 251-252, εικ. 170. Ο Dagron, Γέννηση
μιάς πρωτεύουσας, 29-30 με βάση το ίδιο χωρίο θεωρεί ότι: «ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ πόλη ποὺ
ὑπενθυμίζει τὴ νίκη ἐπὶ τοῦ Λικινίου ἐφόσον…ἀντιπροσωπεύει τὸν διαρκή θρίαμβο τῆς Ρώμης». Ο
Potter, Roman Empire, 384 επισημαίνει ότι κάποια από τα πιο γνωστά έργα τέχνης, που
μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ήταν μνημεία αναμνηστικά νικών, όπως η Στήλη των
Όφεων.
15 Ο Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.5-8 (II.30) αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος μετέφερε την οχυρωματική

γραμμή 15 στάδια δυτικά του τείχους του Βυζαντίου (περίπου 3 χλμ. ή 2 ρωμαϊκά μίλια). Για μία
σύνοψη των τοπογραφικών δεδομένων σχετικά με τον Κωνσταντίνειο περίβολο, βλ. Mango,
Développement urbain, 24-25.
16 Πρόκειται για αρχαία θρησκευτική τελετή, το σημαντικότερο οπτικό μέρος της τελετουργίας της

limitatio, κατά την οποία χαρασσόταν με χάλκινο άροτρο η γραμμή του Pomerium της προς ίδρυση
πόλης. Εξωτερικά της γραμμής αυτής ανεγειρόταν ο οχυρωματικός περίβολος, βλ. Gros,
Architecture Romaine I, 26-27. Rykwert, Idea of a Town, 65-66. Sewell, Roman Urbanism, 25 και σημ. 14. Η
αφήγηση του Φιλοστοργίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 20.6-21.6 (II.9), που παρουσιάζει τον
Κωνσταντίνο: «…τὸν περίβολον ὁριζόμενον βάδην τε περιιέναι, το δόρυ τῇ χειρί φέροντα·»,
φαίνεται ότι διασώζει με «χριστιανικό» ένδυμα τη ρωμαϊκή τελετή, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 36. Potter, Constantine, 241. Rykwert, Idea of a Town, 202. Εάν αυτό ισχύει, τότε η χάραξη
Pomerium αποδεικνύει ότι η Κωνσταντινούπολη, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, ιδρύθηκε με βάση
το ρωμαϊκό τυπικό ως μία νέα Πόλη και όχι ως η προέκταση μιάς παλαιάς. Σε αυτή την περίπτωση
δεν ισχύει ο παραλληλισμός με την Αδριάνεια επέκταση της Αθήνας, που προτείνει ο La Rocca,
«Fondazione», 564-565, 573-575, ο οποίος αλλοιώνει αυθαίρετα τη σημασία του χωρίου του
Φιλοστοργίου. Το Pomerium της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι δεν επεκτάθηκε αργότερα, όταν
οικοδομήθηκαν τα τείχη του Θεοδοσίου, όπως αντίθετα συνέβαινε στη Ρώμη κατά την
αυτοκρατορική περίοδο, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 293-296.
17 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 83.2-5 (58b): «…βασιλεῖ δὲ εἰκότως συναυξάνεται πόλις

ἡ τῆς βασιλείας ἡλικιῶτις. πυνθάνομαι γὰρ ὡς καὶ ἠμφίασεν ὁμοῦ ὁ γεννήτωρ τό τε ἄστυ τῷ
κύκλῳ καὶ τὸν υἱέα τῇ ἁλουργίδι». Σχετικά βλ. Bruun, Constantine, 69 και σημ. 6. Dagron, Γέννηση
μιάς πρωτεύουσας, 36. Ο λόγος του Θεμιστίου σύμφωνα με τον Dagron, «Témoignage de

4
ανάδειξη της μητέρας του, Ελένης, και της συζύγου του, Φαύστας, σε Αυγούστες.

Φαίνεται ότι από την αρχή η ιδρυτική πράξη της Πόλης του Κωνσταντίνου

υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με την Κωνσταντίνεια δυναστεία.18

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής

της υπήρξε ένα σύνθετο γεγονός που υπαγορεύτηκε και εξυπηρέτησε μία σειρά

από ιστορικές συνιστώσες. Γνωρίζουμε ότι η περιοχή της Προποντίδας

αναδείχτηκε κατά τον 3ο αιώνα σε πολύ σημαντικό γεωπολιτικό χώρο για το

αμυντικό σύστημα της αυτοκρατορίας.19 Τη σημασία της περιοχής είχε ήδη

σηματοδοτήσει η επιλογή του σφετεριστή Πεσκέννιου Νίγηρα (193-194) να

χρησιμοποιήσει το Βυζάντιο20 ως έδρα του μαζί με την Αντιόχεια, καθώς και η

απόφαση των υιών του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211), Καρακάλλα

(198-217) και Γέτα (209-211), να ορίσουν ως αυτοκρατορικές έδρες τους το

Βυζάντιο και τη Χαλκηδόνα αντίστοιχα.21 Η στρατηγική σημασία της περιοχής

αυξήθηκε ακόμη περισσότερο κατά τον ύστερο 3ο και τον πρώιμο 4ο αιώνα,

όπως υποδεικνύει η χρήση της Νικομήδειας22 ως αυτοκρατορικής έδρας,

διαδοχικά από τον Διοκλητιανό, τον Γαλέριο, τον Λικίνιο και από τον

Κωνσταντίνο μέχρι τα εγκαίνια της δικής του Πόλης.

Thémistios», 21, 205-212, εκφωνήθηκε το έτος 357. Ο Vanderspoel, Themistius, 250-251 προτείνει ως
πιθανή ημερομηνία την 1η Ιανουαρίου του ίδιου έτους.
18 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 30-31.

19 Millar, Εmperor, 51-54. Για πρωιμότερη περίοδο, βλ. Żyromski M.-Hatłas J., «The military importance

of the Bosporus and the Dardanelles in the Early Roman Empire (Principate)», στο Tsetskhladze, The
Bosporus, 173-177.
20 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.6.2-4. Ἠρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν,

ΙΙΙ.1.5-7. Historia Augusta, Septimius Severus, VIII.12-13. Birley, Septimius Severus, 172. Potter, Roman
Empire, 104. Spielvogel, Severus, 81.
21 Ἠρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν, IV.3.5-9: «...ἠξίουν διαιρεθῆναι τὴν βασιλείαν,

καὶ τὰ μὲν ὑπ' Εὐρώπην πάντα ἔχειν τὸν ᾿Αντωνῖνον, τὴν δὲ ἀντικειμένην ἤπειρον Ἀσίαν τε
καλουμένην πᾶσαν Γέτᾳ παραδοθῆναι…ἤρεσκε δὲ τὸν μὲν ᾿Αντωνῖνον ἐπὶ τῷ Βυζαντίῳ ἱδρῦσαι
στρατόπεδον, τὸν δὲ Γέταν ἐν Χαλκηδόνι τῆς Βιθυνίας, ὡς ἀντικείμενα ἀλλήλοις τὰ στρατόπεδα
φρουροίη τε τὴν ἑκατέρου ἀρχὴν καὶ κωλύοι τὰς διαβάσεις». Για το θέμα αυτό, βλ. Ball, Rome in the
East, 408, 431. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 20-22. Ο όρος «στρατόπεδον» δεν έχει
αποκλειστικά στρατιωτική σημασία, αλλά αποδίδει τον όρο «comitatus», την αυτοκρατορική
συνοδεία, τον μετακινούμενο διοικητικό μηχανισμό, που συνόδευε τον αυτοκράτορα, και τελικά
την αυτοκρατορική έδρα, βλ. Millar, Emperor, 42-43. Η απόδοση του όρου ως: «poste militaire avancé»
από τον Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 35, περιορίζει τη σημασία του.
22 O Millar, Emperor, 51-53, δείχνει ότι η Νικομήδεια είχε προτιμηθεί ως αυτοκρατορικό κέντρο στην

περιοχή, ήδη, από την εποχή των Σεβήρων. Ο Brown, Imperial Cities, 94-95, τη χαρακτηρίζει ως μία
μάλλον συμβολική πρωτεύουσα, συνδεδεμένη με την ανάρρηση και την παραίτηση του
Διοκλητιανού, διότι ο Ιππόδρομός της φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στο τέλος της βασιλείας του,
ενώ ο ίδιος απουσίαζε τα τελευταία 7 χρόνια από την πόλη.

5
Κατά την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τον R. Van dam23, οι σταθμοί-έδρες

στους οποίους κινούνταν οι αυτοκράτορες για τις αμυντικές ανάγκες της

αυτοκρατορίας, σχημάτιζαν ένα τόξο κατά μήκος των βόρειων και ανατολικών

συνόρων, που ξεκινούσε από τους Τρεβήρους και κατέληγε στην Αντιόχεια (εικ.

7). Ήδη, από τα μέσα του 3ου αιώνα τα σύνορα του Δούναβη και της Μαύρης

θάλασσας υφίστανται τις πιέσεις των γοτθικών φύλων24, ενώ το σύνορο της

Μεσοποταμίας τις πιέσεις των Σασσανιδών Περσών25, που είχαν ανακάμψει και

αισθάνονταν αρκετά δυνατοί για να προκαλέσουν την αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα,

οι επιδρομές των Γότθων26 από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας στη Μικρά

Ασία και τα Βαλκάνια κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα ανέδειξαν τα μεγάλα

αμυντικά προβλήματα της περιοχής και τη μέγιστη σημασία της για το αμυντικό

σύστημα της αυτοκρατορίας.27 Γεωπολιτικά, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της

Προποντίδας αυτή την ταραγμένη περίοδο υπήρξε η εγγύτητα και η ίση

απόστασή της από τα δύο προβληματικά σύνορα της αυτοκρατορίας 28 (εικ. 8). Ο

B. Ward-Perkins29 συνδυάζει τη γεωπολιτική σημασία με την οικονομική

διάσταση. Θεωρεί ότι ο Βόσπορος και το Βόρειο Αιγαίο ήταν η μοναδική περιοχή

της Μεσογείου, όπου διασταυρώνονταν η ζώνη στρατιωτικής και πολιτικής

δραστηριότητας των αυτοκρατόρων με τη δυνατότητα τροφοδοσίας μία μεγάλης

πόλης.

Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στο συμπαγές ελληνόφωνο τμήμα της

ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τη μακρά πολιτική και αστική παράδοση, την κοινή

ελληνική γλώσσα, παιδεία και πολιτιστική ομοιογένεια, που προσέδιδαν ισχυρό

ψυχικό φρόνημα στους πληθυσμούς προκειμένου να αντισταθούν στις

23 Van Dam, Rome and Constantinople, 29-30. Για τις μετακινήσεις των αυτοκρατόρων από τα τέλη του
2ου αι. μ.Χ. μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης βλ. Wilkes, «Provinces and Frontier», 241-252.
24 Brélaz C., La sécurité publique en Asie Mineure sous le Principat (Ier-IIIème s. ap. J.-C.). Institutions

municipales et institutions impériales dans l’Orient romain, Βασιλεία 2005, 296-298. Στις ελληνικές πηγές
οι Γότθοι αποκαλούνται αυτή την περίοδο «Σκύθες».
25 Potter, Roman Empire, 217-262. Wilkes, «Provinces and Frontier», 220-222.

26 Potter, Roman Empire, 245-246, 252, 255, 263-270. Wilkes, «Civil Defence», 187-190. Wilkes, «Provinces

and Frontier», 218-229.


27 Wilkes, «Provinces and Frontier», 253-255, 258-259. Η σημασία της περιοχής ήταν γνωστή, ήδη, από

την εποχή του Αυγούστου, βλ. Wilkes J.J., «The Danubian and Balkan Provinces», CAH Χ (1996), 2η
έκδ., 545-585.
28 Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 324-325.

29 Ward-Perkins, «Constantinople», 326 και σημ. 2.

6
βαρβαρικές επιθέσεις και να επανακάμψουν.30 Σε επίπεδο θρησκευτικό, εάν ο

Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν για την προώθηση του χριστιανισμού31, θα

μπορούσε εδώ να έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα, αφού υπήρχαν

συγκροτημένες χριστιανικές κοινότητες με ιστορία, ήδη, τριών αιώνων32, ενώ

εδώ, βρισκόταν πολύ πιο κοντά από ό,τι στους Τρεβήρους ή τα Μεδιόλανα στην

ιστορική κοιτίδα του χριστιανισμού. Ποιες ακριβώς υπήρξαν οι ιδρυτικές

προθέσεις του Νικητή αυτοκράτορα και πώς συσχετίζονταν μεταξύ τους είναι

μάλλον αδύνατο να διακριβωθεί. Μπορούμε, όμως, με βεβαιότητα να

παρατηρήσουμε ότι όλες οι γεωπολιτικές, στρατιωτικές, διοικητικές, οικονομικές

και πολιτιστικές συνιστώσες, που σημειώσαμε, είχαν, ήδη, εξυπηρετηθεί και για

αρκετά χρόνια από την υφιστάμενη στην περιοχή τετραρχική έδρα, τη

Νικομήδεια.

Η συμβατική άποψη ότι η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από τον

Κωνσταντίνο με βάση στρατηγικά και οικονομικά κριτήρια εξαιτίας της

εξαιρετικής θέσης της33, δεν ερμηνεύει πλήρως τις ιδιαιτερότητες του ιδρυτικού

εγχειρήματός της. Ο R. Van Dam34 παρατηρεί ότι η γεωγραφική θέση του αρχαίου

Βυζαντίου υπήρξε άβολη και δεν ήταν προφανής για την ίδρυση μιάς νέας

πρωτεύουσας. Ο B. Isaac35 αποφαίνεται ότι τα στρατηγικά και οικονομικά

πλεονεκτήματα της θέσης της αρχαίας πόλης δεν μετατράπηκαν ποτέ σε

ουσιαστική πολιτική και στρατιωτική δύναμη ή πολιτιστική άνθιση, διότι

βρισκόταν μακριά από το κέντρο του ελληνικού κόσμου. Ο J. Bardill36 σημειώνει

ότι η θέση είχε σημαντικά μειονεκτήματα, καθώς δεν υπήρχε κάποιο φυσικό

30 Wilkes, «Civil Defence», 189-192. Millar, «Herennius Dexippus», 28-29. Για ένα παράδειγμα
αντίστασης κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης το έτος 254, βλ. Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη»,
162.
31 Για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως χριστιανικής πρωτεύουσας, βλ. Alföldi, Conversion,

110-123. Odahl, Constantine, 232. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 214-215.


32 Την ίδρυση και τα πρώτα βήματα αυτών των κοινοτήτων μπορούμε να παρακολουθήσουμε, ήδη,

σε κείμενα του 1ου αιώνα, στις Πράξεις των Αποστόλων, στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου και
στην Αποκάλυψη του Ιωάννη.
33 Για πρόσφατες διατυπώσεις αυτής της άποψης, βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 25 και Schreiner,

Κωνσταντινούπολη, 35-36.
34 Van Dam, Rome and Constantinople, 50-52. O Vanderspoel, Themistius, 51 προσθέτει ότι μία νέα

πρωτεύουσα στην Ανατολή δεν ήταν απόλυτα απαραίτητη, ενώ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν
στη λάθος ακτή σε σχέση με τη Νικομήδεια και τη Νίκαια.
35 Isaac, Greek Settlements, 237.

36 Bardill, Constantine, 251.

7
εμπόδιο, να προστατεύει την πόλη oύτε επάρκεια πόσιμου ύδατος. Ο C. Mango37

θεωρεί ότι η τοποθεσία του Βυζαντίου μπορούσε να υποστηρίξει έναν πληθυσμό

μόνο 20.000 έως 30.000 κατοίκων και ότι, προκειμένου να αναπτυχθεί η

πληθωρική μεγαλούπολη, έπρεπε να υλοποιηθούν τεράστια έργα υποδομών,

πολλές πτυχές των οποίων, ακόμη, μας διαφεύγουν. Πολύ πιο ελκυστική είναι η

ερμηνεία του F. Millar38 ότι η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το

αποκορύφωμα μιάς μακράς διαδικασίας, που μετέφερε το κέντρο βάρους του

ρωμαϊκού κόσμου στην ελληνική Ανατολή.39 Όμως, όπως και ο ίδιος παρατηρεί,

το αποφασιστικό βήμα για την ίδρυση της Πόλης μπορεί να μην είχε ποτέ συμβεί

ή να μην είχε λάβει τελικά τη μορφή, που πήρε, εάν δεν είχε υπάρξει η νίκη του

Κωνσταντίνου στη Χρυσόπολη απέναντι από την αρχαία πόλη του Βυζαντίου.40

Πράγματι, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι απετέλεσε,

πρωτίστως, πολιτική επιλογή και συμβολική πράξη, προσέγγιση που επιτρέπει

να κατανοήσουμε καλύτερα την ιδιομορφία της. Η Κωνσταντινούπολη

κατασκευάστηκε εξαρχής ως συμβολικός χώρος41 με τη μορφή πόλης, και αυτή

είναι η βασική αιτία που «τὰ τείχη προηγήθηκαν τῶν σπιτιῶν καὶ τὰ σπίτια

προηγήθηκαν τῶν κατοίκων τους».42 Στην πραγματικότητα ο Κωνσταντίνος με

την ίδρυση της Πόλης του συνέχιζε μία αρχαία παράδοση43 νικητών ελλήνων

37 Mango, Développement urbain, 20-21.


38 Millar, Emperor, 53-54.
39 Για τη Ρώμη ως δημιούργημα της Ανατολής, την οποία ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην αρχική

κοιτίδα της, βλ. Ball, Rome in the East, 450.


40 Ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 17-22, συγκρίνει τη σημασία της μάχης της Χρυσόπολης

για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης με την καταστροφή του Βυζαντίου από τις λεγεώνες του
Σεπτιμίου Σεβήρου και την ανοικοδόμησή του.
41 Ο Woolf, «Roman Urbanization», 3, αναφερόμενος σε πρωιμότερη περίοδο θεωρεί ότι η ίδρυση

κάποιων ρωμαϊκών αποικιών στην Ανατολή, όπως η Κόρινθος, είχε σε μεγάλο βαθμό συμβολικούς
στόχους, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 79. O Kubat, «Morphological history», μελετώντας με τη μέθοδο
της «σύνταξης του χώρου» (space syntax) τη δενδροειδή ανάπτυξη της Οθωμανικής Πόλης ως
πολεοδομική κληρονομιά της ρωμαϊκής-βυζαντινής εποχής, καταλήγει ότι η Κωνσταντινούπολη
παρά τη μακρά περίοδο ισλαμικών επιρροών παραμένει μέχρι σήμερα κυρίως μιά συμβολική
σύνθεση, όπου η δομή του χώρου δεν διαμορφώνεται από την κίνηση των ανθρώπων, αλλά από τη
σχέση του με οικοδομήματα συμβολικού χαρακτήρα.
42 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 40.

43 Για την παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου σχετικά με την ανέγερση αρχιτεκτονικών

συμβόλων νίκης στα πεδία των μαχών και την πολιτική σημασία της ίδρυσης πόλεων μετά από
νικηφόρες μάχες, βλ. Jones, «Cities of Victory». Ο Woolf, «Roman Urbanization», 3 θεωρεί ότι η
ανέγερση πόλεων μετά από νίκες, όπως οι Νικοπόλεις του Αυγούστου και η Μαγνούπολις του
Πομπηίου, αποτελούν ευανάγνωστες δηλώσεις σε ένα προϋπάρχον συμβολικό σύστημα. Για την
ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως συνέχεια αυτής της παράδοσης, βλ. Bardill, Constantine, 251-252.
Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 50.

8
βασιλέων, ρωμαίων στρατηγών και αυτοκρατόρων, που συνέδεσαν μεγάλες

νίκες τους με την ίδρυση πόλεων, με διασημότερα παραδείγματα εκείνα του

Αλεξάνδρου44 και του Αυγούστου.45 Μάλιστα η νίκη του Κωνσταντίνου, όπως και

η νίκη του Αυγούστου στο Άκτιο, έθεσε τέρμα σε μία μακρά περίοδο δυναστικών

ερίδων και εμφυλίων πολέμων και τον ανέδειξε σε οικουμενικά αποδεκτό

μονοκράτορα, χωρίς αντεκδικητή ή σφετεριστή για το υπόλοιπο της βασιλείας

του.46 Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε ακριβώς τη στιγμή της κατάλυσης του

συστήματος της τετραρχίας-δυαρχίας47 και ακριβώς στο σημείο όπου

ολοκληρώθηκε ο αγώνας για τη μονοκρατορία, ως οπτικό σύμβολο που

προσέφερε μνημειακή έκφραση στο μήνυμα της νίκης του Κωνσταντίνου και της

επανένωσης48 της αυτοκρατορίας κάτω από έναν μονάρχη.

44 Για την ίδρυση της Νικόπολης μετά τη μάχη στην Ισσό, βλ. Jones, «Cities of Victory», 106. Ο Fraser
P.M., Cities of Alexander the Great, Οξφόρδη 1996, 20-23, θεωρεί ότι η πόλη, επίσης, γνωστή ως
«Ἀλεξάνδρεια κατ’ Ἰσσόν» δεν ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αλλά ως τέτοια έμεινε στην
παράδοση. Για τη σχέση της πόλης με την νίκη χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ἠρωδιανοῦ,
Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν, III.4.3: «μένει δὲ ἔτι νῦν τρόπαιον καὶ δείγμα τῆς νίκης
ἐκείνης, πόλις ἐπὶ τοῦ λόφου Ἀλεξάνδρεια καλουμένη…». Ο Fraser, στο ίδιο, 23-24, σημειώνει και το
παράδειγμα της «Ἀλεξανδρείας ἐν Γρανίκῳ», η οποία θεωρεί ότι είναι μάλλον εσφαλμένη απόδοση
του ονόματος της Αλεξανδρείας Τρωάδος.
45 Για την ίδρυση της Νικόπολης της Ηπείρου μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο και της Νικόπολης

ανατολικά της Αλεξάνδρειας μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, βλ. Jones, «Cities of Victory», 106-
107. Επίσης, βλ. Doukellis P.N., «Actia Nicopolis: Idéologie imperiale, structures urbaines et
développement regional», JRA 3 (1990), 399-406, κυρίως 402-406. Purcell, «Nicopolitan Synoecism», 76-
78.
46 Πετυχημένη σύγκριση της εποχής του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου στο Van Dam, Roman

Revolution, 1-18, και Fears, «Theology of Victory», 751, 822. Η νίκη του Κωνσταντίνου στη Χρυσόπολη
είναι η πρώτη νίκη σε εμφύλιο πόλεμο, που εξυμνήθηκε δημόσια μετά τη νίκη του Αυγούστου στο
Άκτιο. Μάλιστα το κεντρικό μήνυμα της επιγραφής στην αψίδα του Κωνσταντίνου στη Ρώμη έχει
άμεση σχέση με το πρώτο χωρίο της Res Gestae του Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. Mayer E., «Civil
War and Public Dissent: The State Monuments of the Decentralised Roman Empire» στο Bowden-
Gutteridge-Machado, Social and Political Life, 141-155, κυρίως 145-149. Η πορεία του Κωνσταντίνου
προς τη μονοκρατορία παρουσιάζει αναλογίες με την ανάδειξη του Οκταβιανού Αυγούστου.
Φαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος συνειδητά επεδίωκε να συσχετίζει τον εαυτό του με τον πρώτο
Αύγουστο με τις νεανικές, αγένειες απεικονίσεις του, βλ. Bardill, Constantine, 44-45 ή τη μετατροπή
του αυτοκρατορικού τίτλου στην ανατολή από «Σεβαστός» σε «Αύγουστος», βλ. Salway,
«Constantine Augoustos», ο οποίος συνδέει την αλλαγή με την κατάλυση της αυτοκρατορικής
λατρείας. Ωστόσο, η προβολή της προσηγορίας «Αύγουστος» στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου για
τους ανατολικούς ελληνόφωνους πληθυσμούς θα επέτεινε τον σύνδεσμο του ιδίου με τον ιδρυτή
της αυτοκρατορικής δυναστείας, βλ. Bardill, Constantine, 339. Για την προέλευση του τίτλου, βλ.
Zanker, Αύγουστος, 138-142.
47 Ο Millar, Emperor, 55-56 παρατηρεί ότι η ίδρυση της Πόλης σηματοδοτούσε μία τεράστια αλλαγή

σε σχέση με τις τετραρχικές έδρες.


48 Ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 28-29, παρατηρεί ότι γενικά οι πηγές, που μνημονεύουν

την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, ξεκινούν με μία φράση, η οποία δηλώνει την επανένωση της
αυτοκρατορίας: «ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια τῆς ἐπανένωσης τῆς
αὐτοκρατορίας».

9
Ο G. Woolf49 θεωρεί ότι η ύπαρξη των μεγάλων πόλεων του αρχαίου

κόσμου θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο βασικές αιτίες: πρώτον, την παροχή

υψηλού επιπέδου υπηρεσιών των πόλεων αυτών σε περιοχές πολύ μεγαλύτερες

από τη δική τους επικράτεια· και δεύτερον, την προθυμία των πολιτικά και

οικονομικά ισχυρών να κατευθύνουν επιπρόσθετες προσόδους σε αυτές με την

μορφή ανθρώπινου δυναμικού ή προμηθειών τροφίμων και άλλων αναγκαίων

από περιοχές και πάλι πολύ πέρα από τη δική τους επικράτεια. Ειδικά, για τη

Ρώμη ο Van Dam50 παρατηρεί ότι το τεράστιο πολεοδομικό και πληθυσμιακό

μέγεθος της πόλης, για τη συντήρηση του οποίου δαπανήθηκαν επί αιώνες τα

οικονομικά αποθέματα και το ανθρώπινο δυναμικό της ρωμαϊκής

αυτοκρατορίας, δεν υπαγορεύτηκε από κάποια φυσική, οικολογική προϋπόθεση

ή οικονομική αναγκαιότητα, αλλά ήταν τεχνητό. Αποτύπωνε την πολιτική

ιδεολογία και τη βούληση της αυτοκρατορικής εξουσίας να αναδείξει την πόλη

σε σύμβολο δύναμης, ενότητας και ασφάλειας της Ρωμαϊκής πολιτείας. Οι

αυτοκράτορες συντηρώντας το τεράστιο μέγεθος της Ρώμης με κάθε κόστος,

αναδείκνυαν το μνημειακό τοπίο της Αιώνιας Πόλης σε σκηνή για την επίδειξη

του μεγαλείου της αυτοκρατορικής εξουσίας, έστελναν ένα ισχυρό μήνυμα

δύναμης και ασφάλειας προς τους επαρχιώτες, αλλά και τους εχθρούς της

ρωμαϊκής πολιτείας, και τέλος διαβεβαίωναν ότι η εξουσία τους ήταν προέκταση

της Res Publica της Συγκλήτου και του λαού της Ρώμης. Ο Αίλιος Αριστείδης

εύστοχα παρατήρησε ότι η ρωμαϊκή οικουμένη ήταν τελικά μία πόλις-κράτος, με

άστυ τη Ρώμη51 και επικράτεια όλες τις πόλεις υπό ρωμαϊκή κυριαρχία.

Αυτό το τεράστιο τεχνητό πολεοδομικό μέγεθος, που δεν έχει σχέση με

πραγματικές συνθήκες και ανάγκες 52, αλλά λειτουργεί ως οπτικό σύμβολο

49 Woolf, «Roman Urbanization», 8-9.


50 Van Dam, Rome and Constantinople, 18-24.
51 Αἴλιος Ἀριστείδης, Λόγοι (14) «Εἰς Ῥώμην», 108.13-17 (61): «ὅπερ δὲ πόλις τοῖς αὑτῆς ὁρίοις καὶ

χώραις ἐστὶν, τοῦθ’ ἥδε ἡ πόλις τῇ πάσῃ οἰκουμένῃ, ὥσπερ αὐτῆς [χώρας] ἄστυ κοινὸν
ἀποδεδειγμένη· φαίης ἂν περιοίκους ἅπαντας…εἰς μίαν ταύτην ἀκρόπολιν συνέρχεσθαι». Ίδια
προσέγγιση και στον Δίωνα Κάσσιο, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LIΙ.19.6: «…ἵνα καὶ ταύτης ἰσομοιροῦντες
πιστοὶ σύμμαχοι ἡμῖν ὦσιν, ὥσπερ τινὰ μίαν τὴν ἡμετέραν πόλιν οἰκοῦντες, καὶ ταύτην μὲν ὄντως
πόλιν τὰ δὲ δὴ σφέτερα ἀγροὺς καὶ κώμας νομίζοντες εἶναι». Για τη διαδικασία διαμόρφωσης
αυτής της αντίληψης στους Έλληνες, βλ. Ando, «Rome», 5-34, κυρίως 26-30.
52 Όπως η Ρώμη, έτσι και η Κωνσταντινούπολη απορροφά τον πλούτο και τα αποθέματα της

αυτοκρατορίας, βλ. Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 92.6-11 (2.35.1): «…ηὔξησε τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς
μέγεθος πόλεως σφόδρα μεγίστης, ὥστε…πλῆθος ὑπὲρ τὴν χρείαν συναγαγεῖν, τῶν ἁπανταχοῦ

10
ισχυρών μηνυμάτων, αποκαλύπτει με ανάγλυφο τρόπο η ιδρυτική πράξη της

Κωνσταντινούπολης. Η οχυρωματική γραμμή που χαράξε ο Νικητής

Αυτοκράτορας διαμόρφωσε από τη μία στιγμή στην άλλη, μία εν δυνάμει πόλη,

που αμέσως κατατάχθηκε δεύτερη σε εμβαδόν53 σε ολόκληρη την αυτοκρατορία,

εκτοπίζοντας τα τετραρχικά κέντρα και τις άλλες ελληνιστικές βασιλικές

πρωτεύουσες, ακόμη και την Αλεξάνδρεια54 (εικ. 9). Η μνημειώδης κλίμακα της

«Νικόπολης» του Κωνσταντίνου αναδεικνύει εξαρχής τη συμβολική σημασία του

εγχειρήματός του. Όπως και η μνημειακή κλίμακα της Ρώμης, αποτελεί

γῆς ἢ στρατείας ἢ ἐμπορίας ἕνεκεν ἢ ἄλλων ἐπιτηδευμάτων εἰς ταύτην ἀγειρομένων». Ο Μιχαήλ
Χωνιάτης, Ἐπιστολαὶ, 70.64-65 (επιστ. 50) αποκαλύπτει ότι η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν αιώνες
αργότερα: «…οὐ χρημάτων πάντες ὁμοῦ ποταμοὶ ὡς ἐς μίαν θάλασσαν τὴν βασιλίδα πόλιν
συρρέουσιν;». Για το ίδιο θέμα, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 40. Magdalino,
«Byzantium=Constantinople», 44, 51-52.
53 Δεν γνωρίζουμε το ακριβές εμβαδόν της Πόλης του Κωνσταντίνου, καθώς δεν έχει

αποκατασταθεί η διαδρομή του Κωνσταντίνειου οχυρωματικού περιβόλου. Για τα διαθέσιμα


στοιχεία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 15. Ο Berger, Κωνσταντινούπολη, 30, θεωρεί ότι με τον
Κωνσταντίνειο περίβολο η πόλη είχε έκταση περίπου 7 τ.χλμ., δηλαδή τέσσερις έως πέντε φορές
μεγαλύτερη από το εμβαδόν του αρχαίου Βυζαντίου. Με το Θεοδοσιανό τείχος υπολογίζει ότι η
Πόλη έφθασε σε μέγεθος τα 12,7 τ.χλμ. Ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 40-41, αναφέρει ότι η
Κωνσταντινούπολη ξεπερνούσε κατά τρεισήμισι φορές το εμβαδόν του αρχαίου Βυζαντίου. Ο
Mango, Développement urbain, 24, σημειώνει μόνο τη μεταφορά της οχυρωματικής γραμμής από τον
Κωνσταντίνο, περίπου τρία χιλιόμετρα προς τα δυτικά με βάση τον Ζώσιμο, και αποφεύγει ορθά
να κάνει οποιονδήποτε υπολογισμό. Ο Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 39, υπολογίζει σε 6 τ.χλμ. την
έκταση της Κωνσταντίνειας Πόλης και σε 14 τ.χλμ. τη συνολική έκτασή της με τον Θεοδοσιανό
περίβολο, ενώ παρατηρεί ότι η Κωνσταντινούπολη, πλέον, ξεπερνούσε σε έκταση και την Ρώμη, η
οποία εντός του Αυρηλιανού τείχους είχε εμβαδόν 13,7 τ.χλμ. Γεγονός είναι ότι μόνο μετά την
ανέγερση του Θεοδοσιανών τειχών το μέγεθος της Κωνσταντινούπολης έγινε συγκρίσιμο με
εκείνο της Ρώμης, βλ. Ward-Perkins, «Old and New Rome», 63, εικ. 3.3.
54 Σε αυτήν τη φάση η Κωνσταντινούπολη συναγωνίζεται την Αλεξάνδρεια. Πριν από την ακμή

της Ρώμης, η Αλεξάνδρεια υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη της οικουμένης, βλ. Ἀριστέας, Ἐπιστολὴ,
109: «τοῦτο δὲ ἐγίνετο περὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ὑπερβάλλουσαν πάσας τῷ μεγέθει καὶ εὐδαιμονίᾳ
τὰς πόλεις». Για το μέγεθος της Αλεξάνδρειας μία ιδέα μάς δίνει η περιγραφή του Στράβωνα,
Γεωγραφικὰ, 17.1.8: «Ἔστι δὲ χλαμυδοειδὲς τὸ σχῆμα τοῦ ἐδάφους τῆς πόλεως, οὗ τὰ μὲν ἐπὶ μῆκος
πλευρά ἐστι τὰ ἀμφίκλυστα ὅσον τριάκοντα σταδίων ἔχοντα διάμετρον, τὰ δὲ ἐπὶ πλάτος οἱ ἰσθμοί,
ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ σταδίων ἑκάτερος, σφιγγόμενος τῇ μὲν ὑπὸ θαλάττης τῇ δ' ὑπὸ τῆς λίμνης». Fraser,
Ptolemaic Alexandria, 13, σημ. 64. Με έναν υποτυπώδη υπολογισμό το μέγεθος της πόλης ανερχόταν
περίπου σε 8 τ.χλμ. Όμως, η Κωνσταντινούπολη λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή της καταλαμβάνει
στον ρητορικό λόγο και την εικονογραφία τη θέση της μεγαλύτερης πόλης της αυτοκρατορίας
μετά τη Ρώμη, βλ. Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 18.18-19.1 (6b-c):
«…πόλιν τε ἐπώνυμον αὑτοῦ κατέστησεν ἐν οὐδὲ ὅλοις ἔτεσι δέκα, τοσούτῳ τῶν ἄλλων ἁπασῶν
μείζονα, ὅσῳ τῆς Ῥώμης ἐλαττοῦσθαι δοκεῖ, ἧς τὸ δευτέραν τετάχθαι μακρῷ βέλτιον ἔμοιγε
φαίνεται ἤ τὸ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πρώτην νομίζεσθαι». Λιβάνιος, Λόγοι (XVIII), «Ἐπιτάφιος ἐπὶ
Ἰουλιανῷ», 240.15-16 (11): «…καὶ διέτριβε περὶ αὐτοὺς ἐν τῇ μεγίστῃ μετὰ τὴν Ῥώμην πόλει φοιτῶν
εἰς διδασκαλεῖον…». Του ιδίου, Λόγοι (LIX) «Βασιλικὸς εἰς Κωνστάντιον καὶ Κώνσταντα», 255.8-9
(94): «…τὴν μεγίστην μὲν τῶν τῇδε πόλεων, τῆς δὲ ἁπασῶν μεγίστης δευτέραν». Του ιδίου,
Ἐπιστολαὶ, 185.2-3 (επιστ. 1061): «τά τε ἐν τῇ μεγίστῃ τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον πόλεων τά τε ἐν τῇ μετ’
ἐκείνην μεγίστῃ». Για την εικονογραφία, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 64-69. Bühl,
Constantinopolis und Roma, 35-54, 310-311.

11
μεγαλοπρεπή επίδειξη αυτοκρατορικής ισχύος55 και δήλωση σε ένα προϋπάρχον

συμβολικό σύστημα της ίδρυσης ενός νέου, πρώτης τάξης μεγέθους κέντρου

εξουσίας, που έχει την αναφορά του όχι σε μία συγκεκριμένη περιοχή, αλλά σε

ολόκληρη την «οικουμένη» της αυτοκρατορίας.

Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης

συνδέθηκε συνειδητά με τη σημαντική αλλαγή στην αντίληψη του χαρακτήρα

της αυτοκρατορικής εξουσίας56, που φαίνεται ότι έλαβε χώρα κατά τη βασιλεία

του Κωνσταντίνου. Στις 11 Μαΐου του έτους 330 κατά τα εγκαίνια της Πόλης του

ο Κωνσταντίνος έστεψε τον εαυτό του για πρώτη φορά δημόσια στο Κάθισμα του

Ιπποδρόμου με ένα διάδημα στολισμένο με μαργαριτάρια και πολύτιμους

λίθους.57 Είδαμε νωρίτερα ότι μετά τη νίκη στη Χρυσόπολη το διάδημα

αντικατέστησε τον πολιτικό στέφανο στην εικονογραφία του ρωμαίου

αυτοκράτορα58 και ότι η αλλαγή αυτή συνδυάστηκε με στοιχεία της

εικονογραφίας του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του

υιοθέτησαν το διάδημα59 από την ενδυμασία των Περσών Μεγάλων Βασιλέων ως

55 Van Dam, Rome and Constantinople, 60.


56 Bruun, Constantine, 43-46. Bardill, Constantine, 18, 153-154.
57 Μαλάλας Ἰωάννης, Χρονογραφία, 246.10-247.14: «…ἐπετέλεσεν ἱππικὸν, ἐν πρώτοις θεωρήσας

ἐκεῖ καὶ φορέσας τότε ἐν πρώτοις ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ κορυφῇ διάδημα διὰ μαργαρίτων καὶ λίθων
τιμίων…οὐδεὶς γὰρ τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλευσάντων τοιοῦτόν τί ποτε ἐφόρεσεν». Ιδιαίτερη σημασία
αποδίδει στο γεγονός το Πασχάλιον Χρονικόν, 529.11-19: «Ἔτους τα΄ τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεως
τοῦ κυρίου καὶ κε΄ τῆς ἑαυτοῦ βασιλείας Κωνσταντῖνος ὁ εὐσεβέστατος…πόλιν μεγίστην,
λαμπράν, καὶ εὐδαίμονα κτίσας, συγκλήτῳ τε τιμήσας, Κωνσταντινούπολιν κέκληκε πρὸ πέντε
ἰδῶν μαΐων, ἡμέρᾳ δευτέρᾳ τῆς ἑβδομάδος, ἰνδικτιῶνος τρίτης, τὸ πρότερον καλουμένην Βυζάντιον,
Ῥώμην αὐτὴν δευτέραν χρηματίζειν ἀναγορεύσας, ἐπιτελέσας ἱππικὸν ἀγῶνα πρῶτος, φορέσας
πρώτοις διάδημα διὰ μαργαριτῶν καὶ ἑτέρων τιμίων λίθων».
58 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 11.

59 Το διάδημα υπήρξε αρχαίο ανατολικό σύμβολο βασιλικής εξουσίας. Η χρήση του εντοπίζεται για

πρώτη φορά στα ανάγλυφα των Ασσυρίων βασιλέων και συνεχίζεται ακολούθως από τους
βασιλείς της Βαβυλώνας, της Μηδίας και της Περσίας, πριν το υιοθετήσουν ο Αλέξανδρος και οι
διάδοχοί του, βλ. Calmeyer P., «Zur Genese altiranischer Motive IV. “Persönliche Krone” und Diadem»,
AMIran 9 (1976), 45-63. Ritter W., Diadem und königsherrschart, Μόναχο 1965. Smith R.R.R., Hellenistic
Royal Portraits, Οξφόρδη 1988, 34-38. Για την παλαιότερη γνωστή αναφορά του διαδήματος, βλ.
Ξενοφών, Κύρου Παιδεία, 8.3.13: «ἐπὶ δὲ τούτοις ἤδη αὐτὸς ἐκ τῶν πυλῶν προυφαίνετο ὁ Κῦρος ἐφ’
ἅρματος ὀρθὴν ἔχων τὴν τιάραν καὶ χιτῶνα πορφυροῦν μεσόλευκον…εἶχε δὲ καὶ διάδημα περὶ τῇ
τιάρᾳ· καὶ οἱ συγγενεῖς δὲ αὐτοῦ τὸ αὐτὸ τοῦτο σημεῖον εἶχον, καὶ νῦν τὸ αὐτὸ τοῦτο ἔχουσι». Το
διάδημα ως σύμβολο βασιλικής εξουσίας απέφυγαν συνειδητά όλοι οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, από
την εποχή του δικτάτορα Ιουλίου Καίσαρα μέχρι και τον Κωνσταντίνο, πριν από τη νίκη του επί
του Λικινίου, βλ. Bardill, Constantine, 16-18. Για μία συνοπτική, αλλά έξοχη ανάλυση του χαρακτήρα
της ρωμαϊκής μοναρχίας, βλ. Chrysos E.K., «The Title Βασιλεὺς in Early Byzantine International
Relations», DOP 32 (1978), 29-75, κυρίως 64-70.

12
σύμβολο νόμιμης κατάκτησης και διαδοχής της βασιλείας της Ασίας.60 Ο Bardill61

θεωρεί ότι ο Κωνσταντίνος με την υιοθέτηση του διαδήματος συνειδητά

εμφάνισε τον εαυτό του ως νόμιμο διάδοχο της αυτοκρατορίας του Μ.

Αλεξάνδρου.62 Η ανανέωση «ἐπὶ τὸ βασιλικόν»63 του χαρακτήρα της

αυτοκρατορικής εξουσίας βρήκε την πληρέστερη μνημειακή έκφρασή της στην

ίδρυση της παμμεγέθους Κωνσταντινούπολης ως Βασιλικής Πόλης64, δηλαδή ως

μόνιμης έδρας και κατοικίας του Maximus Victor ac Triumphator65 Κωνσταντίνου

και της δυναστείας του.66

Ο Νικητής και Θριαμβευτής Αυτοκράτορας κατοίκησε μέσα σε αυτό το

μνημειακό σκηνικό επίδειξης της ανανεωμένης αυτοκρατορικής ισχύος του μόνο

επτά χρόνια. Ο θάνατός του περισσότερο από ό,τι η ζωή του υπηρέτησε το όραμά

του για την Πόλη του. Όσο εκείνος ζούσε, η Ρώμη παρέμενε, τουλάχιστον στα

60 Ο Αλέξανδρος αναγνώριζε έναν κώδικα νόμιμης κατάκτησης, όταν διαβεβαίωνε τη σύζυγο του
Δαρείου Γ’, βλ. Φλάβιος Ἀρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 2.12.5, ότι: «οὐδὲ κατὰ ἔχθραν οἱ γενέσθαι
τὸν πόλεμον πρὸς Δαρεῖον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀσίας διαπεπολεμῆσθαι ἐννόμως» ή όταν
απαντούσε στην επιστολή του Δαρείου, βλ. Φλάβιος Ἀρριανός, στο ίδιο, 2.14.7-9: «νῦν δὲ (νενίκηκα)
σὲ…καὶ τὴν χώραν ἔχω τῶν θεῶν μοι δόντων…καὶ τοῦ λοιποῦ ὅταν πέμπῃς παρ’ ἐμὲ, ὡς πρὸς
βασιλέα τῆς ᾿Ασίας πέμπε...».
61 Bardill, Constantine, 18, 398.

62 Πρόσφατα οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions» και Lenski, «Constantine

and the Tyche», επισήμαναν ότι δύο τύποι ασημένιων μεταλλίων, που εκδόθηκαν από το
νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης ως αναμνηστικά των εγκαινίων το έτος 330,
αντιγράφουν πιστά τα ασημένια τετράδραχμα βασιλέων της ελληνιστικής περιόδου. Ο
Κωνσταντίνος φόρεσε το διάδημα μόνο μετά την κατάκτηση του ανατολικού τμήματος της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που αντιστοιχούσε στα εδάφη της περσικής αυτοκρατορίας και στις
κατακτήσεις του Αλεξάνδρου. Ο Ευσέβιος στο προοίμιο του Βίου συγκρίνει τον Κωνσταντίνο με τον
Αλέξανδρο και τον Κύρο, τους ιδρυτές των δυναστειών αυτών και προηγούμενους κατακτητές-
φορείς του διαδήματος, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 17.29-19.5 (Ι.7-8). Ο Ιουλιανός συγκρίνει
τον Κωνστάντιο με τους Κύρο, Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο, βλ. Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν
αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 21.42-45 (7): «ἐπὶ τῶν οὕτω λαμπρὰ καὶ περιφανῆ πραξάντων, Κύρου
καὶ τοῦ τῆς ἡμετέρας οἰκιστοῦ πόλεως καὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου, καὶ εἴ τις ἄλλος τοιοῦτος
γέγονεν, ἑκὼν ἀφίημι·». Ακόμη βλ. τις συμβουλές του ρήτορα Μενάνδρου, Rhetores Graeci, 368-377
κυρίως 371, 377 (β΄ μισό 3ου αιώνα) για συγκρίσεις κατά το εγκώμιο βασιλέως με τη γέννηση του
Κύρου και τη βασιλεία του Αλεξάνδρου.
63 Για την έκφραση, βλ. Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 11.10 (I.4). Ο Λυδός συσχετίζει την τροπή «ἐπὶ

τὸ βασιλικόν» με την υιοθέτηση του διαδήματος, που εσφαλμένα αποδίδει στον Διοκλητιανό.
64 O Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 216, την αποκαλεί «dynastic city».

65 Σύμφωνα με τον Salway, «Constantine Augoustos», 38 και σημ. 7, ο Κωνσταντίνος κατά το έτος

των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης για να εορτάσει μία νίκη του επί των Γότθων προσέλαβε
την προσηγορία «triumphator». Κατά τα έτη 330-337 ο τίτλος του υπήρξε: «maximus victor ac
triumphator semper Augustus».
66 Συνοπτικά, το συμπέρασμα αυτό αποδίδει ο Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 92.4-11 (2.35.1): «Καίσαρα δὲ

καταστήσας ἤδη τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Κωνσταντῖνον, ἀποδείξας δὲ σὺν αὐτῷ καὶ Κωνστάντιον καὶ
Κώνσταντα παῖδας ὄντας αὐτῷ, ηὔξησε τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς μέγεθος πόλεως σφόδρα
μεγίστης, ὥστε καὶ τῶν μετ’ αὐτὸν αὐτοκρατόρων τοὺς πολλοὺς τὴν οἴκησιν ἑλομένους τὴν ἐν
αὐτῇ…».

13
μάτια των συγχρόνων του, η Βασιλεύουσα Πόλη της αυτοκρατορίας.67 Η πολύ

ισχυρή ακτινοβολία της προσωπικότητας 68 και των θριαμβευτικών νικών του69 σε

συνδυασμό με την επιλογή του να ταφεί στην Κωνσταντινούπολη το νεκρό

σώμα του70, ανέδειξαν κατά τα επόμενα χρόνια το Μαυσωλείο του σε δυναστικό

Μαυσωλείο71 των διαδόχων του ρωμαίων αυτοκρατόρων και την Πόλη του σε

67 Ο Ευσέβιος αναφέρει ως Βασιλεύουσα μόνο την Ρώμη, βλ. Βίος Κωνσταντίνου, Ι.28.19 (26), Ι.32.9
(33.1), Ι.36.3 (39.1), Ι.36.13 (40.1), ΙΙΙ.84.18 (7.2), ΙΙΙ.103.19 (47.1): «βασιλεύουσαν πόλιν» και στο ίδιο,
IV.146.27 (63.3), IV.148.32 (69.1): «βασιλίδα πόλιν». Το ίδιο και ο Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν
αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 15.4-5 (4): «Καὶ ἡ μὲν βασιλεύουσα τῶν ἁπάντων πόλις…». Όμως, το
έτος 357 ο Θεμίστιος ομιλεί για δύο βασιλίδες πόλεις, Παλαιά και Νέα Ρώμη, βλ. Λόγοι (3),
«Πρεσβευτικὸς ὑπὲρ Κωνσταντινουπόλεως ῥηθεὶς ἐν Ῥώμῃ», 60.8-10 (42a-b): «…ἡ κοινωνοῦσα καὶ
τῆς τύχης καὶ τοῦ ὀνόματος…συνᾴδουσι μὲν αἱ βασιλίδες..», 60.21-22 (42c): «… καὶ τῇ νέᾳ Ῥώμῃ
πρὸς τὴν ἀρχαίαν...». Για το θέμα αυτό, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 60-61. Ο Dagron,
στο ίδιο, 54 σημειώνει ότι: «Μέχρι τὸ 337 ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποκτᾶ σημασία μέσα στὴ λογικὴ
μιᾶς βασιλείας· μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου ἀρχίζει ἡ ἀποκλειστικὰ δική της ἱστορία». Για
τη χρονολόγηση του λόγου του Θεμιστίου, βλ. Dagron, «Témoignage de Thémistios», 20-21.
Vanderspoel, Themistius, 250-251.
68 Αυρήλιος Βίκτωρ, Liber de Caesaribus, 41.2-5.

69 Fears, «Theology of Victory», 824.

70 Στη θεμελιώδη εργασία του Connerton P., How Societies Remember, Κέιμπριτζ 1989, 41-104, γίνεται

διάκριση ανάμεσα στην «εγγεγραμμένη μνήμη», η οποία αφορά υλικές, ορατές, αναμνηστικές
δραστηριότητες, όπως μνημεία, κείμενα, υλικές αναπαραστάσεις και την «ενσωματωμένη μνήμη»,
η οποία αφορά σωματικά τελετουργικά τυπικά, συμπεριφορές, διηγήσεις. Στον χώρο της
αρχαιολογίας τα τελευταία χρόνια έχει αξιοποιηθεί η διάκριση αυτή ως μεθοδολογικό εργαλείο με
ενδιαφέροντα αποτελέσματα, βλ. Van Dyke - Alcock, «Archaeologies of Memory: An Introduction»,
1-13. Το νεκρό σώμα και ο τάφος του κατακτητή, απελευθερωτή και ανανεωτή μονοκράτορα,
Κωνσταντίνου, «ενσωμάτωναν» μνημειακά τη συνέχεια, νομιμότητα και ανανέωση της βασιλικής
δυναστείας. Ο Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 144.16-145.8 (IV.60.1-4) επισημαίνει τη μεγάλη
σημασία, που απέδωσε ο Κωνσταντίνος στην προετοιμασία του τόπου ταφής του. O Αυρήλιος
Βίκτωρ, Liber de Caesaribus, 41.17 μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Ρώμης δυσαρεστήθηκαν από
την επιλογή του Κωνσταντίνου να ταφεί στην Πόλη του, ενώ η Σύγκλητος ζήτησε τη μεταφορά του
νεκρού σώματός του στη Ρώμη. Παρόμοια είναι και η αναφορά του Εὐσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου,
IV.148.32-149.12 (69.1-2). Ακόμη, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 26-27. Η Arce, «Imperial
Funerals», 120-121, συσχετίζει την τελετή της κηδείας του με εκείνες των αυτοκρατόρων, πριν από
τον 3ο αιώνα, και θεωρεί ότι απηχεί το ισχυρό δυναστικό πρότυπο της μοναρχίας του. Το νεκρό
σώμα του Κωνσταντίνου, ουσιαστικά, αναδείχτηκε σε νέο θεμέλιο λίθο της βασιλικής δυναστείας.
Όλοι οι αυτοκράτορες μέχρι το έτος 1028 ενταφιάστηκαν στους Αγίους Αποστόλους, βλ. Grierson
P., «The Tombs and Obits of the Byzantine Emperors (337-1042)», DOP 16 (1962), 3-60. Ο Bardill,
Constantine, 370-372 συσχετίζει το Ηρώο (Μαυσωλείο) του Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη
με το Ηρώο (Σήμα) του Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια. Η σημασία της επιλογής του
Κωνσταντίνου αναδεικνύεται, ακόμη περισσότερο, από την ενέργεια του Μωάμεθ του Πορθητή να
ιδρύσει στην ίδια θέση το δικό του Τέμενος και Μαυσωλείο, κατεδαφίζοντας τα αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα του ναού των Αγίων Αποστόλων και, ουσιαστικά, αντικαθιστώντας τον Κωνσταντίνο
στη θέση του ιδρυτή της Πόλης και της Βασιλικής δυναστείας, βλ. Johnson, Mausoleum, 129.
Kafescioğlu, Ottoman Capital, 122-123, 128-129. Kafescioğlu, Constantinopolis/ Istanbul, 66-67. Kuban,
Istanbul, 246-247. Malmberg, «New Palace of Mehmed», 49. Necipoğlu, Topkapi Palace, 249. Necipoğlu,
«Hagia Sophia», 198. Wulzinger K., «Die Apostelkirche und die Mehmedije zu Konstantinopel»,
Byzantion 7 (1932), 1-39. Διαφορετική άποψη έχει ο Berger, «Streets and Public Spaces», 169.
71 Η ανέγερση του Μαυσωλείου του Κωνσταντίνου και η μνημειακή περιγραφή της δημόσιας

έκθεσης και ταφής του νεκρού σώματός του από τον Ευσέβιο, Βίος Κωνσταντίνου, 147.10-150.16
(IV.65-72), αποτελούν «εγγεγραμμένες μνήμες» ενός «ενσωματωμένου βιώματος» στη συλλογική
μνήμη της Κωνσταντινούπολης, το οποίο απέκτησε θεμελιώδη σημασία για τους αυτοκράτορες,

14
Βασιλεύουσα72 της Αυτοκρατορίας. Το διάδημα πρωταγωνίστησε και πάλι στις

τελετές. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο73 ο νεκρός Κωνσταντίνος, «τετιμημένος» με το

βασιλικό διάδημά του, τοποθετήθηκε μέσα σε χρυσή λάρνακα στην κεντρική

αίθουσα των ανακτόρων μέχρι την άφιξη του Κωνσταντίου. Ακολούθως

ενταφιάστηκε στο Μαυσωλείο, που ο ίδιος κατασκεύασε εσωτερικά των τειχών74

τον δημόσιο βίο και τον λαό της Πόλης με την ανάδειξη κατά τα επόμενα χρόνια του χώρου ταφής
του Κωνσταντίνου σε δυναστικό Μαυσωλείο και δεύτερο σε σημασία θρησκευτικό ιερό της Πόλης.
Αντίστοιχα, στη Ρώμη υπήρχαν τρία δυναστικά Μαυσωλεία, του Οκταβιανού Αυγούστου (για τη
δυναστεία των Ιουλίων και των Κλαυδίων), το Templum Gentis Flaviae (για τους Φλαβίους), και του
Αδριανού, όπου τάφηκαν όλοι οι αυτοκράτορες από τον Αδριανό μέχρι και τον Γέτα ή τον
Καρακάλλα, βλ. Johnson, Mausoleum, 17-40. Richardson, Topographical Dictionary, 247-253. Η τεράστια
συμβολική σημασία του Μαυσωλείου του Κωνσταντίνου αποτυπώνεται στις οργισμένες
αντιδράσεις του Κωνσταντίου και του λαού της Πόλης, εξαιτίας της μεταφοράς των λειψάνων του
Κωνσταντίνου στον Άγιο Ακάκιο με πρωτοβουλία του επισκόπου Μακεδονίου κατά το έτος 359, βλ.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ΙΙ.167.24-168.18 (38.35-43) και Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
IV.171.21-172.5 (21.3-6). O Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 461 θεωρεί ότι η μεταφορά
καταστρατηγούσε τις επιταγές της διαθήκης του Κωνσταντίνου και προκάλεσε φόβους για το
πεπρωμένο της πόλης. Ακόμη, βλ. Bardill, Constantine, 380-384. Ο Κωνστάντιος ενταφιάστηκε στο
Μαυσωλείο του πατέρα του, βλ. Αμμιανός Μαρκελλίνος, Rerum Gestarum, ΧΧΙ.16.20, όπως και η
σύζυγος του Ευσεβία. Το Μαυσωλείο μετέτρεψε σε δυναστικό ο Θεοδόσιος μεταφέροντας εκεί τα
λείψανα σχεδόν όλων των προ αυτού αυτοκρατόρων και των συζύγων τους, βλ. Croke,
«Reinventing Constantinople», 253-254, ακόμη και του Ιουλιανού, βλ. Johnson, Mausoleum, 103, σημ.
128 και 121. Van Dam, Roman Revolution, 60-61.
72 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 247.36-248.41 (XIII.10): «Ὁ δὲ αὐτὸς Κωνσταντῖνος ἔμεινεν

βασιλεύων ἔν Κωνσταντινουπόλει…καὶ ἔμεινεν ἐξ ἐκείνου εὐτυχὼς βασιλεύουσα». Η


Κωνσταντινούπολη μετά τον Κωνσταντίνο θα πρέπει να περιμένει μέχρι την βασιλεία του
Θεοδοσίου Α΄ για να γίνει και πάλι η μόνιμη κατοικία του Ρωμαίου αυτοκράτορα και να αναδειχτεί
σε ουσιαστική Βασιλεύουσα, βλ. Croke, «Reinventing Constantinople». Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 92-104. Mango, «Capital of the Oecumene?», 319-321. Το γεγονός αυτό οφείλεται
μάλλον σε αρνητικές συγκυρίες, όπως η Στάση του έτους 342, που προκάλεσε την οργή του
Κωνσταντίου για την Πόλη, βλ. Dagron, στο ίδιο, 127-128, 271, 491, και η πολεμική σύγκρουση με
τους Σασσανίδες Πέρσες, που απασχόλησε έντονα όλους τους αυτοκράτορες από τον Κωνσταντίνο
μέχρι και τον Ουάλη προς όφελος της Αντιόχειας. Όμως, όταν ο Θεοδόσιος έφθασε στην
Κωνσταντινούπολη, συνάντησε εκεί να διαβιούν τα εν ζωή μέλη των οικογενειών των προκατόχων
του αυτοκρατόρων, βλ. Croke, στο ίδιο, 244-245.
73 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 148.1-4 (IV.66.2): «κατὰ τὸ μεσαίτατον τῶν βασιλείων ἐφ’ ὑψηλῆς

κείμενον χρυσῆς λάρνακος τὸ βασιλέως σκῆνος, βασιλικοῖς τε κόσμοις πορφύρᾳ τε καὶ διαδήματι
τετιμημένον, πλεῖστοι περιστοιχισάμενοι ἐπαγρύπνως δι’ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐφρούρουν».
74 Στην εκτεταμένη βιβλιογραφία, που αφορά το Μαυσωλείο του Κωνσταντίνου, τα βασικότερα

θέματα, που απασχόλησαν την έρευνα, είναι η αρχιτεκτονική μορφή του, εάν ήταν αρχικά
σταυρόσχημο ή κυκλικό, η τοπογραφική και χρονολογική σχέση του με τον ναό των Αγίων
Αποστόλων και η διάταξη των κενοταφίων των Αποστόλων και της λάρνακας του Κωνσταντίνου.
Για τις πιο πρόσφατες κριτικές ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας, βλ. Bardill, Constantine, 367-373.
Johnson, Mausoleum, 119-129. Η επιλογή της θέσης του δεν προσέλκυσε το ερευνητικό ενδιαφέρον. Ο
Κωνσταντίνος οικοδόμησε το Μαυσωλείο του στο εσωτερικό των τειχών, μολονότι ο ρωμαϊκός
νόμος όριζε οι ταφές να γίνονται εκτός του Pomerium, βλ. Grabar A., Martyrium. Recherches sur le
culte des reliques et l’ art chrétien antique, I, Παρίσι 1946, 230. Στη Ρώμη μόνο ο Τραϊανός στη στήλη του
και πιθανώς ο Δομιτιανός στο Templum Gentis Flaviae είχαν ταφεί εντός του Pomerium. Ο Johnson,
Mausoleum, 25, σημειώνει ότι οι αυτοκρατορικές ταφές ανήκαν στις πιθανές εξαιρέσεις του νόμου.
Ακόμη, βλ. Patterson J.R., «Living and Dying in the City of Rome: houses and tombs», στο Coulston-
Dodge, Ancient Rome, 259-289, κυρίως 264-265. Ousterhout, «Urban Identity», 339 και σημ. 44.

15
δίπλα στην κεντρική βόρεια οδό και κοντά στη βόρεια είσοδο της Πόλης του,

στην αντίστοιχη θέση, που καταλάμβανε το δυναστικό Μαυσωλείο του

Οκταβιανού Αυγούστου75 στη μνημειακή τοπογραφία της Ρώμης (εικ. 10-11),

αναπαράγοντας ουσιαστικά τη θέση του δυναστικού Μαυσωλείου εκείνου στο

μνημειακό τοπίο της Κωνσταντινούπολης. Με την πράξη αυτή ο Κωνσταντίνος

συνέδεσε τον εαυτό του με τον ιδρυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής δυναστείας,

τον αναμορφωτή και Pater Urbis76 της Ρώμης, προβάλλοντας εμμέσως τις

ιδιότητες αυτές στο πρόσωπό του με φόντο την Πόλη του. Συγχρόνως συνέδεσε

την Κωνσταντινούπολη με τη Ρώμη. Μέσα από ανάλογες αναφορές σε αρχέτυπα

μνημεία της Αιώνιας Πόλης, όπως θα διαπιστώσουμε στο επόμενο κεφάλαιο,

επιχείρησε να μεταφέρει στο μνημειακό τοπίο της Πόλης του μία συμβολική

εικόνα της Ρώμης.

Η οριοθέτηση ενός νέου οικουμενικού κέντρου εξουσίας από τον

Κωνσταντίνο σε μία αχανή προάστια έκταση με αγρούς και νεκροταφεία στα

δυτικά προάστια του Βυζαντίου (εικ. 6), η οποία ήταν αβέβαιο όχι μόνο αν θα

καταλαμβανόταν από κτήρια, αλλά και από πολίτες, αποτέλεσε ένα τεράστιο

ιστορικό στοίχημα, για το οποίο δικαιώθηκε πολύ σύντομα ο Νικητής

αυτοκράτορας χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη της Πόλης του.77 Από την ιδρυτική

πράξη του έτους 324 μέχρι τουλάχιστον τα εγκαίνια του 330, η

75 Claridge, Rome, 204-207. Frazer, «Maxentius’ buildings», 387. Zanker, Αύγουστος, 109-115. Ο
Οκταβιανός οικοδόμησε το Μαυσωλείο του μακριά από τα Σέρβια τείχη, δίπλα στη βόρεια οδό της
Ρώμης, την Flaminia οδό. Ο Van Dam, Roman Revolution, 53-54 έδειξε ότι η επιλογή της θέσης δεν
υπήρξε τυχαία, καθώς ο Αύγουστος συνειδητά ανέδειξε την οδό αυτή με τις επισκευές, που
εκτέλεσε, και τα μνημεία, που ανέγειρε σε αναμνηστικό μνημείο της γενναιοδωρίας και των
στρατιωτικών επιτυχιών του, που ενοποίησαν την Ιταλία. Στην απόληξη της οδού αυτής στο βόρειο
τμήμα του Πεδίου του Άρεως οικοδόμησε σύμφωνα με την Walker, «Moral Museum», 69, ένα
συγκρότημα μνημείων συνδεδεμένων με το πρόσωπό του, το Μαυσωλείο, τον Βωμό της Σεβαστής
Ειρήνης και το Ωρολόγιο με τον Αιγυπτιακό οβελίσκο. Μετά την ανέγερση των Αυρηλιανών τειχών
(περ. 270-275) το Μαυσωλείο βρέθηκε στο εσωτερικό των τειχών κοντά στη βόρεια είσοδο της
Ρώμης. Την αναλογική σχέση της θέσης των Μαυσωλείων του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου
έχουν, ήδη, επισημάνει οι Krautheimer, Three Christian Capitals, 58 και Ousterhout, «Urban Identity»,
335.
76 Favro, «”Pater urbis”», 61-84. Για άλλες συνδέσεις του Κωνσταντίνου με το πρόσωπο του

Αυγούστου, βλ. ανωτέρω σημ. 46. Ο Bardill, Constantine, 144 καταλήγει ότι τα μνημεία, τα
νομίσματα και οι επιστολές του Κωνσταντίνου μαρτυρούν ότι ο αυτοκράτορας έβλεπε τον εαυτό
του ως το νέο Αύγουστο ή Αλέξανδρο.
77 Για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως δημογραφικό στοίχημα, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς

πρωτεύουσας, 40 και σημ. 116. Για την ταχύτατη καθιέρωσή της, βλ. Elsner J., «The Itinerarium
Burdigalense: Politics and Salvation in the Geography of Constantine’s Empire», JRS 90 (2000), 181-195,
κυρίως 189.

16
Κωνσταντινούπολη υπήρξε ένα τεράστιο εργοτάξιο78, το οποίο επέβλεψε

προσωπικά ο ίδιος μεταφέροντας την έδρα του στη Νικομήδεια. Θα ήταν άτοπο

να θεωρήσουμε ότι δεν υπήρξε, εξαρχής, ένας συνολικός σχεδιασμός του

πολεοδομικού ιστού, της κατανομής του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, της

χωροθέτησης των βασικών έργων υποδομής και των λειτουργιών του δημόσιου

βίου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι άμεσοι διάδοχοί του αξιοποίησαν,

υλοποίησαν ή και τροποποίησαν, ακόμη, αυτό τον αρχικό σχεδιασμό79, ο οποίος

εκπονήθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και

τους αρχιτέκτονές του ως μνημειακή έκφραση της βούλησης για τη δημιουργία

μιάς νέας Βασιλικής Πόλης στην Ανατολή. Οι άνθρωποι αυτοί, προκειμένου να

προσδώσουν μνημειακή έκφραση στο όραμά τους και να διαμορφώσουν το

αστικό τοπίο της Κωνσταντινούπολης, αξιοποίησαν τη μακραίωνη πολεοδομική,

αρχιτεκτονική και θεσμική παράδοση, που είχε διαμορφώσει η δημιουργική

συνύπαρξη του ελληνικού και του ρωμαϊκού πολιτισμού.

78 Ο Ιουλιανός προσδιορίζει ότι ο Κωνσταντίνος οικοδόμησε την Πόλη του μέσα σε μία δεκαετία,
βλ. ανωτέρω, υποσημ. 54. Ακόμη βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 37-39.
79 Τα οικοδομικά προγράμματα του Κωνσταντίου, του Ιουλιανού και του Ουάλη υλοποιούν τον

αρχικό σχεδιασμό, που ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί μέσα στο διάστημα της βασιλείας του
Κωνσταντίνου. Η πιο ασφαλής απόδειξη είναι η κατασκευή του υδραγωγείου, το οποίο μπορεί να
ολοκληρώθηκε κατά τη βασιλεία του Ουάλη, αλλά οι εργασίες είχαν ξεκινήσει πολλά χρόνια
νωρίτερα, τουλάχιστον από την εποχή του Κωνσταντίου, ο οποίος οικοδόμησε και τις
Κωνσταντινιανές Θέρμες πάνω στη διαδρομή που είχε προβλεφθεί να ακολουθήσει ο αγωγός, βλ.
Θεμίστιος, Λόγοι, (4) «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.8-11 (58b): «…πηγάς τε μαστεύων
ἀφθονοτέρων ναμάτων, λουτρά τε ἐπώνυμα οἰκοδομούμενος, ὧν τὸ μέγεθος μὲν ἤδη ὁρᾶτε, τὸ
κάλλος δὲ ἐλπίζεται πρέπον τῷ μεγέθει…». Για τον προγραμματισμό του υδραγωγείου του Ουάλη
ήδη από την Κωνσταντίνεια περίοδο, βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 50, 110. Για το ό,τι ο Φόρος του
Θεοδοσίου είχε προβλεφθεί πολύ νωρίτερα να κατασκευαστεί στη θέση αυτή, βλ. Berger,
Κωνσταντινούπολη, 43-44. Σύμφωνα με τον Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 205, κατά την ίδρυση
νέων μεγάλων πόλεων χαράσσονταν επαρκείς ακάλυπτες εκτάσεις σε κεντρικά σημεία με σκοπό
τη μελλοντική οικοδόμησή τους, όταν θα υπήρχε η δυνατότητα. Ενδεικτικά, η συνολική ανάπτυξη
των δημόσιων χώρων της Μιλήτου ολοκληρώθηκε 500 χρόνια μετά την αρχική χάραξη της πόλης.
Ακόμη βλ. Owens, The City, 52-53. Το ίδιο συνέβαινε κατά τη χάραξη αρχαίων ρωμαϊκών αποικιών
με την πρόβλεψη μνημείων, τα οποία μπορεί να ανεγείρονταν πολλά χρόνια αργότερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οριοθέτηση του Forum κατά την επανίδρυση της Κορίνθου
ως ρωμαϊκής αποικίας το έτος 44 π.Χ. Μολονότι υπήρχε μικρός αριθμός αποίκων το Forum
σχεδιάστηκε πολύ μεγάλο, καθώς η πόλη προοριζόταν για διοικητικό κέντρο και εμπορικός κόμβος
του ρωμαϊκού κόσμου στην Ανατολή. Η χάραξη υλοποιήθηκε, χωρίς να τροποποιηθεί, κατά τους
επόμενους δύο αιώνες, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 242, 246, 252.

17
Α.1.2. Η ελληνορωμαϊκή πόλη και το μνημειακό της κέντρο
Η ανέγερση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το τελευταίο μεγάλο πολεοδομικό

δημιούργημα του ελληνορωμαϊκού κόσμου.80 Με τον όρο «Ελληνορωμαϊκή

πόλη»81 δηλώνουμε το αποτέλεσμα της διείσδυσης των πολιτικών, διοικητικών,

κοινωνικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών και γλωσσικών ακόμη επιρροών που

επέφερε η ρωμαϊκή κυριαρχία σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού και κοινωνικού,

υλικού και πνευματικού, δημόσιου και ιδιωτικού βίου των ελληνικών πόλεων. Η

διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο

«Romanisation».82 Το πεδίο όπου μπορούμε σήμερα να παρακολουθήσουμε

καλύτερα τη διαμόρφωση του ελληνορωμαϊκού πολιτιστικού φαινομένου και την

οικουμενική ακτινοβολία του είναι η πολεοδομική εξέλιξη και η αρχιτεκτονική

διακόσμηση των πόλεων της Ανατολής.

Ουσιαστικά τα κυριότερα αρχιτεκτονικά λείψανα των αρχαίων πόλεων

που διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας ανήκουν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική

περίοδο. Την εποχή αυτή η εξωτερική μορφή των πόλεων άλλαξε με την

ανάδειξη νέων αρχών και αντιλήψεων στη διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού
και του αρχιτεκτονικού τοπίου83 καθώς και με την προσθήκη νέων οικοδομικών

τύπων και μνημείων ή την ανακαίνιση παλαιότερων.84 Από τη μία άκρη της

αυτοκρατορίας μέχρι την άλλη η αρχαιολογική σκαπάνη ανιχνεύει τα

μνημειακά κατάλοιπα μιάς κοινής πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής γλώσσας85


με παρόμοιες σχεδιαστικές αρχές, οικοδομικούς τύπους, διακοσμητικούς

80 Σύμφωνα με τον Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 213-223 αποτελεί τον επίλογο στην
εξέλιξη της αρχαίας πόλης. Επίσης βλ. Magdalino, «Byzantium=Constantinople», 50.
81 Millar, «Greek City», 232-260, κυρίως 238.

82 Ευαγγελίδης, Αγορά, 20-22. Alcock S.E., «Heroic myths, but not for our times» στο Fentress E. (επιμ.),

Romanization and the City. Creation, Transformations and Failures, JRA suppl. 38 (2000), 221-226. Alcock
S.E., «The Problem of Romanization, The Power of Athens», στο Hoff M.C.-Rotroff S.I. (επιμ.), The
Romanization of Athens, Oxbow Monograph 94, 1997, 1-3. Βέβαια ο «εξελληνισμός» του ρωμαϊκού
κόσμου προηγήθηκε του «εκρωμαϊσμού» του ελληνικού, βλ. Guldager Bilde P., Nielsen I., Nielsen M.
(επιμ.), Aspects of Hellenism in Italy: Towards a Cultural Unity?, Acta Hyperborea 5, Κοπενγχάγη 1993.
Zanker P. (επιμ.), Hellenismus in Mittelitalien. Abhandlingen der Akademie der Wissenschaften in Göttingen,
Γκέτινγκεν 1976. Ακόμη, βλ. Veyne P., L' Empire gréco-romain, Le Seuil 2005, 163-257.
83 Η πληρέστερη ανάλυση ανήκει στον Macdonald, Urban Appraisal. Επίσης, βλ. Von Hesberg,

Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 79-88. Owens, The City, 121-148. Perring, «Spatial organisation», 275-280. Για
το ιδεολογικό πλαίσιο και τη σχέση του με τη Ρώμη βλ. Zanker, «City as Symbol».
84 Raja, Urban Development, 191-218.

85 Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 72-73. Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 77-81.

18
ρυθμούς, οπτικές συνθέσεις και μνημειακό χαρακτήρα, στοιχεία

προσαρμοσμένα στις κατά τόπους ιδιαιτερότητες.

Οι Ρωμαίοι συστηματοποίησαν και εφάρμοσαν ευρέως αστικούς

σχεδιασμούς που αξιοποιούσαν βασικές αρχές της ελληνιστικής

αρχιτεκτονικής.86 Βαθμαία προχώρησαν σε ένα δημιουργικό συνδυασμό των

πολεοδομικών προτύπων και των επιρροών που παρέλαβαν από τους Έλληνες

με δικές τους αντιλήψεις και αρχές, όπως την αυστηρή αξονικότητα, συμμετρία

και μετωπικότητα. 87 Μέσα από τη σύνθεση αυτή διαμορφώθηκε κατά την ύστερη

δημοκρατική περίοδο ένας τυποποιημένος αλλά ευπροσάρμοστος πολεοδομικός

σχεδιασμός μιάς τειχισμένης πόλης με ορθογώνια χάραξη, στο κέντρο της

οποίας, στη διασταύρωση των κεντρικών οδικών αξόνων, αναπτυσσόταν ο

κεντρικός δημόσιος χώρος, το forum.88 Η κατασκευή του Καπιτωλίου (ναού της

Καπιτωλιακής Τριάδας) σε κεντρική θέση στο forum σφράγιζε το έδαφος της

αποικίας ως προέκταση της ίδιας της Ρώμης.89 Η σχεδόν ομοιόμορφη ανάπτυξη

αυτού του πολεοδομικού προτύπου, καθώς και η αναπαραγωγή ρωμαϊκών

οικοδομικών τύπων, όπως το comitium, η curia, η βασιλική, ο ιππόδρομος και

αργότερα οι θέρμες, το αμφιθέατρο και τα ιερά της αυτοκρατορικής λατρείας,

μετέτρεψαν σε επίπεδο αστικού σχεδιασμού κάθε μακρινή αποικία σε εικόνα της

Ρώμης.90

Ο Αύγουστος (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.) και οι διάδοχοί του αξιοποίησαν και

ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο τον ελληνιστικό θεσμό του πυκνού δικτύου

πόλεων-κρατών91 προκειμένου να οργανώσουν, να διοικήσουν και να

φορολογήσουν την ανατολική επικράτεια της αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα

86 Sewell, Roman Urbanism, 21-53. Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 77-88.
87 Sewell, Roman Urbanism, 57-58. Ο Macdonald, Urban Appraisal, 133-142 επισημαίνει τις ισχυρές
οπτικές αναζητήσεις της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.
88 Zanker, «City as Symbol», 25-29.

89 Gros, Architecture Romaine I, 211. Ευαγγελίδης, Αγορά, 30-31. Πρόσφατα, όμως, οι Quinn-Wilson,

«Capitolia», 117-173 επεσήμαναν ότι η διάδοση των Καπιτωλίων υπήρξε ευρεία μόνο στην ιταλική
χερσόνησο και τη Βόρεια Αφρική και πρότειναν ότι η ανέγερση Καπιτωλίου δεν συνδέεται
υποχρεωτικά με το νομικό καθεστώς της αποικίας.
90 Zanker, «City as Symbol», 33-41.

91 Ευαγγελίδης, Αγορά, 15-20. Jones, Greek City, 60-84. Woolf, «Roman Urbanization», 1-14. Γενικότερα

για την εξέλιξη των πόλεων μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, βλ. Hammond-Bartson, City in the
Ancient World, 279-302.

19
για τους ίδιους λόγους προώθησαν την αστικοποίηση στις επαρχίες της Δύσης.92

Στην Ανατολή μία σειρά από πόλεις ιδρύθηκαν ή επανιδρύθηκαν ως ρωμαϊκές

αποικίες, άλλες απέκτησαν καθεστώς ελεύθερης ή υποτελούς πολιτείας, ενώ

πολλές άλλαξαν τα ονόματά τους για να θυμίζουν κάποια αυτοκρατορική

ευεργεσία ή έστω μία απλή αυτοκρατορική επίσκεψη.93 Ήδη από την εποχή του

Αυγούστου η οικοδομική δραστηριότητα 94 στις ελληνικές πόλεις, η οποία είχε

μειωθεί αισθητά κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο και τα ταραγμένα χρόνια

των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων του 1ου αιώνα π.Χ., αυξήθηκε και πάλι. Οι

επεμβάσεις μπορούσαν να είναι τόσο καθοριστικές, ώστε να χαραχθεί εκ νέου ο

πολεοδομικός κάνναβος μιάς πόλης95, να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η

διαδικασία διαμόρφωσης της αγοράς σε περίκλειστο χώρο96, να ανεγερθεί

δεύτερη αγορά με εμπορικό μάλλον χαρακτήρα97, να δημιουργηθούν πρόσθετοι

δημόσιοι χώροι, πλατείες κατά μήκος των κεντρικών οδών98, να μετατραπούν οι

κύριοι οδικοί άξονες σε στωικές οδούς 99, να διακοσμηθούν οι δημόσιοι χώροι με

στήλες και αγάλματα, μνημειακές πύλες και αψίδες100, να προστεθούν κτήρια

και κατασκευές κοινής ωφελείας101, θέρμες102, λουτρά, βαλανεία, νυμφαία103,

κρήνες, υδραγωγεία.104 Ο δεύτερος αιώνας υπήρξε η χρυσή εποχή της

92 Jones R.F.J., «A False Start? The Roman Urbanization of Western Europe», World Archaeology 19 (1987),
47-57. Laurence-Cleary-Sears, City in Roman West. Ward-Perkins, «From Republic to Empire», 1-19.
93 Jones, Greek City, 64-65. Jones, «Cities of Victory», 101-108. Millar, «Greek City», 234-243. Macro,

«Cities of Asia Minor», 672-676. Purcell, «Nicopolitan Synoecism», 71-90. Ειδικά για την περιοχή της
Θράκης βλ. Jones, Cities, 8-27.
94 Coulton, Greek Stoa, 168. Mitchell, «Imperial Building», 19-25.

95 Τα παραδείγματα της Εφέσου και της Περγάμου, βλ. Parrish, «Urban plan», 9-11. Η επέμβαση

ήταν πιο ριζοσπαστική σε πόλεις που επανιδρύθηκαν ως ρωμαϊκές αποικίες, όπως η Κόρινθος, βλ.
Ευαγγελίδης, Αγορά, 251-252 και 276-279.
96 H διαδικασία αυτή ξεκίνησε ήδη από την ελληνιστική και κορυφώθηκε κατά την ρωμαϊκή

περίοδο, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 27-28, 188-193 και 292-4. O Coulton, Greek Stoa, 168-177 συνδέει την
ανάπτυξη της περίστυλης αγοράς με την παρακμή της ελεύθερα ιστάμενης ελληνικής στοάς.
97 Coulton, Greek Stoa, 174-175. Hellmann, Architecture Grecque, 272-283. O Hoff, Roman Agora, 244-248

συγκεντρώνει τα παραδείγματα των γνωστών «εμπορικών» αγορών. Ο Dickenson, «The Agora as


Political Centre», 56-57 επισημαίνει ότι, μολονότι υπήρχαν αγορές με καθαρά εμπορικό χαρακτήρα,
στις λεγόμενες πολιτικές αγορές δεν εκλείπουν τελείως οι εμπορικές δραστηριότητες.
98 Macdonald, Urban Appraisal, 51-66.

99 Coulton, Greek Stoa, 178-180. Macdonald, Urban Appraisal, 33-51. Raja, Urban Development, 200-202.

100 Parrish, «Urban plan», 27-28.

101 Ευαγγελίδης, Αγορά, 169-172 και 184-185.

102 Yegül, Bathing, 154-169. Farrington A., «Imperial Bath Buildings in South-West Asia Minor», στο

Macready-Thompson, Roman Architecture, 50-59.


103 Ενδεικτικά, βλ. Walker, «Roman Nymphaea».

104 Coulton J.J., «Roman Aqueducts in Asia Minor», στο Macready-Thompson, Roman Architecture, 72-84.

20
αρχιτεκτονικής μεταμόρφωσης του αστικού τοπίου, η οποία για τον ελληνικό

κόσμο κορυφώθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού 105 (117-138). Ο

Αδριανός χάρη στη μανιακή εκτίμησή του για τον ελληνικό πολιτισμό ωφέλησε

πολύ τον ελληνικό κόσμο. Μια σειρά από πόλεις απέκτησαν υδραγωγεία106, τα

οποία ήταν το υψηλότερο δείγμα ευεργετισμού107 για την εποχή. Η διαδικασία

αυτή, που με διαφορετική ένταση ανάλογα την πόλη και την αυτοκρατορική 108 ή

ιδιωτική συμμετοχή, φθάνει κυρίως μέχρι την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου109

(193-211) ή λίγο αργότερα, είχε ως αποτέλεσμα την ανανέωση της μορφής των

πόλεων με τη διαμόρφωση ενός νέου αρχιτεκτονικού και συμβολικά

φορτισμένου τοπίου.110

Σήμερα κατανοούμε την ελληνορωμαϊκή πόλη ως ένα δυναμικό πεδίο111

σύνθεσης μακραίωνων αρχιτεκτονικών εξελίξεων, που προσέθεσαν νέα

105 Boatwright, Hadrian and the cities, 12-13, 108-143, 204-209. Mitchell, «Imperial Building», 23-24.
106 Alcock, Graecia Capta, 124-125. Boatwright, Hadrian and the cities, 109, πίν. 6.1 με κατάλογο των
πόλεων. Lolos Y. A., «The Hadrianic Aqueduct of Corinth (With an Appendix on the Roman
Aqueducts in Greece)», Hesperia 66 (1997), 271-314. Σύμφωνα με την Historia Augusta, De Vita Hadriani,
XX.5 ο Αδριανός έδωσε το όνομά του σε αμέτρητα υδραγωγεία: «Aquarum ductus etiam infinitos hoc
nomine nuncupavit». Στην περιοχή της Βιθυνίας είχε δωρήσει και στη Νίκαια, βλ. Mitchell, «Imperial
Building», 22-23. Στον κατάλογο θα πρέπει να προστεθεί και το αρχαίο Βυζάντιο, καθώς
αναφέρουν Αδριάνειο υδραγωγείο ο Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 364.39-41 (XVIII.17): «τὸ
ὕδωρ τὸ Ἀδριάνιον» και το Πασχάλιον Χρονικόν, 619.1-3. Η πορεία του αγωγού, που κατέληγε στη
Βασιλική Κινστέρνα, αποκαταστάθηκε χάρη στην έρευνα των Crow-Bardill-Bayliss, Water supply,
114-117, χάρτ. 12-15 (Kirkçesme Line). Στο κεφάλαιο Δ.3.2. θα μας απασχολήσει η τοπογραφική
σχέση του υδραγωγείου με τη Βασίλειο Στοά.
107 Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-179. Η πολυδάπανη κατασκευή ενός υδραγωγείου αφενός ήταν

έκφραση της ισχύος της κεντρικής εξουσίας και αφετέρου προωθούσε τον λειτουργικό και
αισθητικό εξοπλισμό των δημόσιων χώρων των πόλεων με μνημειακά έργα κοινής ωφελείας, όπως
κρήνες, νυμφαία, θέρμες, βεσπασιανές, τα οποία εκμεταλλεύονταν τη δυνατότητα συνεχούς
παροχής νερού. Σχετικά με τη σημασία του νερού και των κατασκευών που σχετίζονταν με την
μεταφορά και αποθήκευσή του για την αστική ζωή, βλ. Owens, The City, 158-161. Rogge S., «Water
Supply», 37-48.
108 MacMullen, «Roman Imperial Building», 207-235.

109 Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 164 επισημαίνει ως ιδιαίτερα γόνιμες περιόδους για την υλοποίηση

μεγάλων οικοδομικών προγραμμάτων στις Αγορές του ελλαδικού χώρου την αρχή της
αυτοκρατορικής περιόδου και τη βασιλεία του Αδριανού. Ενδεικτικά, στον χώρο της Μακεδονίας
γόνιμη υπήρξε και η ύστερη εποχή των Αντωνίνων (96-192) και η εποχή των Σεβήρων (193-235),
γεγονός που συνδέεται με την ενίσχυση της στρατιωτικής σημασίας της Εγνατίας οδού, εξαιτίας
της επιθετικότητας των Πάρθων, αλλά και την αναβάθμιση του μύθου του Αλεξάνδρου στο
πλαίσιο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, βλ. Νιγδελής Π. Μ., «Απ’ τον Κάσσανδρο στον Γαλέριο»,
Θεσσαλονικέων Πόλις 1 (1997), 21-29. Gagé J., «Alexandre le Grand en Macédoine dans la Ière moitié
du IIIe siècle ap. J.-C.», Historia 24 (1975), 1-16, κυρίως 12-14.
110 Raja, Urban Development, 192-196 και 215-218. Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 188-196 παρατηρεί ότι η

διαδικασία αυτή κορυφώθηκε στον χώρο της αγοράς με την ολοκλήρωση της οριοθέτησής της από
στοές ή κτήρια με κιονωτές προσόψεις και την ενίσχυση του χαρακτήρα της ως συμβολικού χώρου.
111 Ευαγγελίδης, Αγορά, 23.

21
μνημειακά στρώματα επάνω στον αρχικό πολεοδομικό πυρήνα.112 Αυτές οι

διαστρωματώσεις της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου πλαισίωσαν,

τροποποίησαν ή αντικατέστησαν παλαιότερα μνημεία, επαναπροσδιορίζοντας

μερικώς ή ολικώς τις πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και

αισθητικές αξίες των μνημειακών τοπίων113 των ελληνικών πόλεων της

Ανατολής. Η δημιουργική έκφραση ιστορικών παραδόσεων και χορηγικών

προθέσεων μέσα από αρχιτεκτονικά μνημεία, διαδικασία που κορυφώθηκε κατά

τη ρωμαϊκή περίοδο, φόρτισε οπτικά το αστικό τοπίο με συμβολισμούς και

μηνύματα που ενίσχυσαν τον χαρακτήρα του υλικού οργανισμού των πόλεων ως

συμβολικού χώρου.114 Ο υλικός οργανισμός υπήρξε το αποτέλεσμα της διάταξης

του δομημένου και αδόμητου αστικού χώρου, της σύνθεσης αρχιτεκτονικών

μνημείων, οικοδομικών νησίδων, υποδομών, οδικού δικτύου, δημόσιων

μνημειακών χώρων. Ο συμβολικός χώρος υπήρξε το αποτέλεσμα της σύνθεσης

ιστορικών, θρησκευτικών, πολιτικών παραδόσεων και νέων ιδεολογικών

μηνυμάτων, που εκπορεύονταν κυρίως από τα νέα κέντρα εξουσίας,

εκφράστηκαν μέσα από την αρχιτεκτονική και διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη

αστική ταυτότητα της κάθε πόλης.115

Η ελληνορωμαϊκή πόλη, παρά τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα

στη Δύση και την Ανατολή, υπήρξε ένα δομημένο και ιεραρχημένο με σαφήνεια

σύστημα, το οποίο καθόριζε και καθοδηγούσε συνεχώς τη θέση, την κίνηση και

το οπτικό πεδίο του πολίτη και του επισκέπτη.116 Βασικές πολεοδομικές αρχές,

όπως η συνεχόμενη ροή της κίνησης από την πύλη εισόδου μέχρι την πύλη

εξόδου του οχυρωματικού περιβόλου, η ύπαρξη κεντρικών, συχνά στωικών,

cardo και decumanus, που τέμνονταν κάθετα, και η κορύφωση του αστικού

112 Macdonald, Urban Appraisal, 5-31.


113 Alcock, «Reconfiguration of memory», 334-344. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο υπήρξε η μεταφορά παλαιότερων μνημείων σε νέα μνημειακά περιβάλλοντα, βλ. Alcock,
Graecia Capta, 191-198. Τα μνημεία με την πάροδο του χρόνου αποκτούσαν νέα στρώματα σημασιών
χωρίς να χάνεται το αρχικό τους μήνυμα. Η μεταφορά και επαναχρησιμοποίησή τους δήλωνε την
αναπόφευκτη κυριαρχία της Ρώμης επάνω στο παλαιότερο συμβολικό τους περιεχόμενο.
114 Zanker, «City as Symbol».

115 Yegül, «Memory», 148-153.

116 Macdonald, Urban Appraisal, 17-22. Raja, Urban Development, 196. Perring, «Spatial organisation», 273-

275.

22
σχεδιασμού στο μνημειακό κέντρο117, επαναλαμβάνονται σταθερά σε πολλές

πόλεις της αυτοκρατορίας αναδεικνύοντας μία πολεοδομικά κοινή γλώσσα και

καθιστώντας οικείο και φιλόξενο το αστικό περιβάλλον. Η κάθε πόλη

αξιοποιώντας την κοινή πολεοδομική παράδοση και αρχιτεκτονική γλώσσα

μπορούσε να δομήσει τη μνημειακή ιδιαιτερότητά της με βάση την

αυτοσυνειδησία της.118

Οι κύριοι οδικοί άξονες του πολεοδομικού ιστού οδηγούσαν κατά κανόνα

στον κεντρικό δημόσιο χώρο, το μνημειακό κέντρο της ελληνορωμαϊκής πόλης.

Με τον όρο «μνημειακό κέντρο» 119 δηλώνεται το θεσμικό, αρχιτεκτονικό,

πολεοδομικό, ιδεολογικό και συμβολικό κέντρο της πολιτικής κοινωνίας, όπου

συγκεντρώνονταν οι κυριότερες δημόσιες λειτουργίες, ανεγείρονταν τα

σημαντικότερα κοινοτικά μνημεία και κορυφωνόταν ιεραρχικά η κίνηση μέσα

στην πόλη. Στον κεντρικό δημόσιο χώρο φιλοξενήθηκαν κατά κανόνα πολιτικές

και θρησκευτικές λειτουργίες, εμπορικές, πολιτιστικές και κοινωφελείς

δραστηριότητες.120

Διαχρονικά, το μνημειακό κέντρο της ελληνορωμαϊκής πόλης ταυτίστηκε

με την Αγορά ή το Forum και αναπτύχθηκε γύρω από αυτό. 121 Η Αγορά ως

πολυλειτουργικός χώρος122 συνάθροισης, επικοινωνίας, διαβούλευσης, ακόμη

συναλλαγής και εμπορίου των ελεύθερων πολιτών της πολιτειακά οργανωμένης

κοινωνίας123 βρισκόταν συνήθως σε επίπεδο, ομαλό έδαφος στην καρδιά της

πόλης ή σε κάποιο κεντρικό σημείο κατά κανόνα σε επαφή με τις κεντρικές

οδικές αρτηρίες που έρχονταν από τις πύλες του τείχους.124 Στις ελληνικές πόλεις

117 Martin, «Agora et forum», 156-164 και 179-181.


118 Raja, Urban Development, 191-196.
119 Zanker, «City as Symbol», 33.

120 Ευαγγελίδης, Αγορά, 168-176.

121 Ευαγγελίδης, Αγορά, 23-25. Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 175-179. Owens, The City, 153-154.

Parrish, «Urban plan», 38-39. Raja, Urban Development, 196. Martin, «Agora et forum». Waelkens,
«Hellenistic and Roman Influences», 81.
122 Ο Millet, «Encounters in the Agora», 211-218, ειδικά σημ. 25 καταγράφει με βάση τις πηγές 23

δραστηριότητες στον χώρο της Αγοράς των Αθηνών -από τη μέτρηση των αποστάσεων μέσα και
έξω από την Αττική με αφετηρία τον βωμό των 12 θεών μέχρι τον βασανισμό ενός σκλάβου- που
καταδεικνούν την κεντρική θέση της Αγοράς στη δημόσια ζωή της πόλης.
123 Ο Hölscher, Öffentliche Räume, 29-45 θεωρεί ότι η δημιουργία της αγοράς προϋπέθετε την ύπαρξη

μιάς θεσμικής συλλογικής αρχής, δηλαδή ενός σώματος πολιτών. Η λειτουργία της ως χώρου
συγκέντρωσης των πολιτών προϋπέθετε πάλι την ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκηση του θεσμού
της πόλης-κράτους.
124 Sewell, Roman Urbanism, 21-25.

23
η αγορά αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από το κεντρικό ιερό125, το οποίο συνήθως

βρισκόταν επάνω σε φυσικά υπερυψωμένη, περίοπτη θέση. Ήταν, όμως, και η

ίδια χώρος ιερός126, και για αυτό οριοθετημένος, με λατρείες θεών και ηρώων που

σχετίζονταν με την πολιτική ζωή και τους θεσμούς της πόλης. Εντούτοις, τα

οικοδομήματα που στέγαζαν αυτές τις λατρείες ποτέ δεν απέκτησαν κεντρική

θέση στην οργάνωση του χώρου127 της αγοράς, σε αντίθεση με τα forum των

ρωμαϊκών πόλεων, όπου το πολιτικό και το θρησκευτικό κέντρο συνυπήρχαν

άρρηκτα ενωμένα.128

Στην Αθήνα το μνημειακό κέντρο αναπτύχθηκε στον χώρο της αρχαίας

Αγοράς129, βόρεια του θρησκευτικού κέντρου της πόλης (Ακρόπολη). Στη Ρώμη

διαμορφώθηκε στο Forum Romanum130 κάτω από την προστατευτική σκιά του

κεντρικού ιερού, του ναού του Juppiter Optimus Maximus Capitolinus, ενώ

αργότερα επεκτάθηκε με την ανέγερση των αυτοκρατορικών φόρων (εικ. 12-13).

Στις ρωμαϊκές πόλεις ο πλέον διαδεδομένος αστικός σχεδιασμός προέβλεπε την

τοπογραφική συνύπαρξη του θρησκευτικού και πολιτικού κέντρου, Capitolium ή

άλλου κύριου ιερού και Forum, στο σημείο τομής των κεντρικών οδικών

αξόνων131 (εικ. 14-16). Αυτός ο μάλλον ιδεατός κανόνας προέβαλλε συμβολικά

μια αρχέτυπη εικόνα της Ρώμης132 και αναδείχτηκε σε ένα από τα βασικά οπτικά

σύμβολα Romanitas του αστικού τοπίου. Πρακτικά εξυπηρετούσε την

προσβασιμότητα στο μνημειακό κέντρο και βιωματικά την οικειότητα του

αστικού χώρου στους επισκέπτες της πόλης. Στις ελληνικές πόλεις της

125 Τα δύο κέντρα, πολιτικό και θρησκευτικό, απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα γύρω από τον οποίο
αναπτύχθηκαν οι πόλεις, βλ. Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 199-200.
126 Oι Hölscher, Öffentliche Räume, 43 και Zanker, «City as Symbol», 33-34 υποβαθμίζουν τον ιερό

χαρακτήρα της ελληνικής αγοράς και την παρουσιάζουν ως κυρίως πολιτικό χώρο, η δημιουργία
του οποίου προκάλεσε τον διαχωρισμό του πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου της πόλης. Όμως,
όπως σωστά παρατηρούν οι Martin, Agora grecque, 149 κ.ε. Martin, Urbanisme, 266-268. Sewell, Roman
Urbanism, 66 και Ευαγγελίδης, Αγορά, 25-26 ο ιερός χαρακτήρας της αγοράς, εκτός από τα ιερά και
τα ηρώα που διέθετε, προκύπτει από το γεγονός ότι ήταν χώρος σαφώς οριοθετημένος και
απροσπέλαστος σε όσους είχαν υποπέσει σε μίασμα.
127 Ευαγγελίδης, Αγορά, 34.

128 O Zanker, «City as Symbol», 33-34 θεωρεί ότι η στενή σύνδεση ιερού και πολιτικού χώρου,

Capitolium και forum, υπήρξε κατά βάση ρωμαϊκή σύλληψη. Στη ρωμαϊκή πόλη το πολιτικό και το
θρησκευτικό κέντρο, ως κύρια συστατικά του μνημειακού κέντρου, βρίσκονταν σε άμεση
τοπογραφική και ιδεολογική σχέση μεταξύ τους.
129 Camp, Αρχαία Αγορά, 29-34.

130 Gros, Architecture Romaine I, 212-214 και 216-219. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 152-158.

131 Ευαγγελίδης, Αγορά, 30-35. Sewell, Roman Urbanism, 57-58. Zanker, «City as Symbol», 27-29.

132 Zanker, «City as Symbol», 33-35.

24
ανατολής, η διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου στο γεωμορφολογικό

ανάγλυφο υπήρξε το προϊόν μίας πιο σύνθετης και μακραίωνης διαδικασίας, που

υλοποιήθηκε παράλληλα με πολιτικές, ιστορικές και θρησκευτικές εξελίξεις και

επιρροές.133

Το μνημειακό κέντρο συνέθεταν κατά περίπτωση δημόσια

οικοδομήματα134 με πολιτικό χαρακτήρα, όπως το πρυτανείο (curia), το αρχείο ή

μητρώο (tabularium), το βήμα (rostra)· θρησκευτικό χαρακτήρα όπως ναοί

παραδοσιακών θεοτήτων και της αυτοκρατορικής λατρείας, τάφοι ηρώων της

πόλης, βωμοί· σύνθετο χαρακτήρα, όπως η βασιλική και η στοά· εμπορικό

χαρακτήρα όπως το macellum· συμβολικό χαρακτήρα, όπως στήλες, αψίδες,

αγάλματα, επιγραφές· ψυχαγωγικό χαρακτήρα, όπως το θέατρο, το ωδείο·

κοινωφελείς υποδομές, όπως θέρμες, βαλανεία, νυμφαία, κρήνες. Από τον

μεγάλο αυτό κατάλογο μνημείων κάθε πόλη είχε τη δυνατότητα να επιλέξει, να

συνδυάσει και να συνθέσει με μοναδικό τρόπο το μνημειακό της κέντρο, το οποίο

διέθετε απαραίτητα ευρύ υπαίθριο χώρο, πλατεία135, η οποία εξυπηρετούσε την

πραγματοποίηση δημόσιων συγκεντρώσεων και επέτρεπε τη θέαση των

προσόψεων των μνημείων από ικανή απόσταση. Τη μνημειακή σύνθεση

ανεδείκνυαν ακόμη περισσότερο οι οδικοί άξονες που οδηγούσαν ή κατέληγαν

στον κεντρικό δημόσιο χώρο.

Το περιεχόμενο και τα ακριβή όρια του μνημειακού κέντρου της

ελληνορωμαϊκής πόλης, όπως ορίστηκαν, είναι μάλλον ρευστά καθώς

εξαρτώνται κάθε φορά από τα κριτήρια που θέτουμε για να ορίσουμε τον

δομημένο και τον αδόμητο χώρο που το συνθέτουν. Συγχρόνως είναι δυνατόν σε

μία πόλη να διαμορφώνονται περισσότερα «μνημειακά κέντρα» ή ακόμη μεγάλο

133 Müller-Wiener, Aρχιτεκτονική, 175-179. Γενικά για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της ελληνικής
αγοράς μέσα στον αστικό ιστό, βλ. Hellmann, Architecture Grecque, 239-283.
134 Για τα δημόσια οικοδομήματα της αγοράς, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 168-176 και Hellmann,

Architecture Grecque, 284-290. Για τα αντίστοιχα του forum, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 284-288 και
Macdonald, Urban Appraisal, 114-130.
135 Ο υπαίθριος κεντρικός χώρος για συλλογικές δραστηριότητες αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα και

της αγοράς και του forum, βλ. Martin, «Agora et forum», 156-162. Tomlinson, From Mycenae to
Constantinople, 20-23. Gros, «Forum», 29-45. Gros, Architecture Romaine I, 207-209. Κατά την ύστερη
κλασική και ελληνιστική περίοδο η έμφαση μεταφέρεται από τον ίδιο τον χώρο στο αρχιτεκτονικό
πλαίσιο του, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 25-26.

25
μέρος της πόλης να έχει «μνημειοποιηθεί»136, όπως συνέβη στη Ρώμη, την

Αθήνα, την Έφεσο και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Κατά κανόνα, όμως,

όσα μνημειακά συγκροτήματα ή μνημειακή έκταση και αν διέθετε μία πόλη,

ξεχώριζε απαραίτητα ένας δημόσιος χώρος, ο οποίος χάρη στην αρχαιότητα, την

ιστορικότητα και τους συμβολισμούς του, όριζε και αποτελούσε το νοητό κέντρο

της.137 Αυτός ήταν ο χώρος όπου είχαν οικοδομηθεί τα σημαντικότερα δημόσια

κτήρια, λάμβαναν χώρα οι κυριότερες λειτουργίες και συμβολικές

δραστηριότητες του δημόσιου βίου της πόλης και συγκεντρώνονταν οι αρχές σε

κάθε δύσκολη ή σημαντική περίσταση, προκειμένου να διαβουλευτούν ή να

αντιμετωπίσουν επείγοντα ζητήματα και να ανακοινώσουν τις αποφάσεις τους.

Οι ιδιότητες αυτές μας εισάγουν στο πλέον ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του

μνημειακού κέντρου.

Το μνημειακό κέντρο υπήρξε ο κατεξοχήν συμβολικός χώρος138 της

ελληνορωμαϊκής πόλης, το μνημειακό σκηνικό όπου η αρχιτεκτονική σύνθεση

πρόβαλε τις πολιτικές, κοινοτικές, εθνοφυλετικές, ιστορικές, θρησκευτικές και

μυθολογικές ταυτότητες της πόλης κατοχυρώνοντας τη συνέχειά τους στη

συλλογική μνήμη.139 Στο πλαίσιο αυτό συμπυκνώνονταν οπτικά οι ιδεολογικές,

συναισθηματικές, ψυχολογικές και ιστορικές συνιστώσες που σφυρηλατούσαν

τη συλλογική ταυτότητα και ενότητα των ατόμων, ως πολιτών και υπηκόων της

αυτοκρατορίας. Μέσα από μία μακροχρόνια και σωρευτική διαδικασία, τα

μεγάλα ιστορικά γεγονότα του δημόσιου βίου της πόλης αποτυπώθηκαν

μνημειακά στον κεντρικό δημόσιο χώρο.

Η συμβολική διάσταση του μνημειακού κέντρου αξιοποιήθηκε

συστηματικά από τα κέντρα εξουσίας των πόλεων και της αυτοκρατορίας.

136 Raja, Urban Development, 200-202. Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 81.
137 Για την αγορά ως το κέντρο της πόλης, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 23-25. Κατά την επέκταση του
ελληνισμού στην Ανατολή, το στίγμα για τη σημασία της αγοράς ως μνημειακού κέντρου και
θεσμικού-τοπογραφικού συμβόλου του ελληνικού χαρακτήρα της πόλης, έδωσε ο ίδιος ο Μ.
Αλέξανδρος, βλ. Ἀρριανὸς, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, ΙΙΙ.1.5: «…πόθος οὖν λαμβάνει αὐτὸν τοῦ ἔργου,
καὶ αὐτὸς τὰ σημεῖα τῇ πόλει ἔθηκεν, ἵνα τε ἀγορὰν ἐν αὐτῇ δείμασθαι ἔδει καὶ ἱερὰ ὅσα καὶ θεῶν
ὧντινων, τῶν μὲν ῾Ελληνικῶν, ῎Ισιδος δὲ Αἰγυπτίας, καὶ τὸ τεῖχος ᾗ περιβεβλῆσθαι».
138 Ευαγγελίδης, Αγορά, 193-196. Ο συμβολικός χαρακτήρας της αγοράς ενισχύθηκε κατά την

ρωμαϊκή περίοδο με την εισαγωγή ιερών οικοδομημάτων και λατρευτικών δραστηριοτήτων της
αυτοκρατορικής λατρείας, βλ. Evangelidis, «Architecture of the Imperial Cult».
139 Yegül, «Memory», 148-153. Raja, Urban Development, 215-218.

26
Συμβολικές αξίες, προσωπικές και κοινοτικές φιλοδοξίες140, τοπικοί

αυτοπροσδιορισμοί και ιδεολογικά μηνύματα επηρέασαν τον σχεδιασμό των

οικοδομικών προγραμμάτων, τα αρχιτεκτονικά και λειτουργικά στοιχεία των

μνημείων, τις αξονικές και οπτικές σχέσεις τους, τη διακόσμηση με αγάλματα

και επιγραφές. Οι δημόσιοι χώροι μετατράπηκαν σε θέατρα μνήμης141, όπου μία

υψηλή αισθητικά τέχνη αποτύπωσε την ιστορία, τις πολιτιστικές αξίες και τις

μνήμες της ελληνορωμαϊκής πόλης, αξιοποιώντας ένα πλούσιο οπτικό λεξιλόγιο

με σύνθετες ιδεολογικές, εικονολογικές και συμβολικές ερμηνείες. Στα

μνημειακά κέντρα των πόλεων η γλώσσα των εικόνων αξιοποιήθηκε στο

έπακρο, προκειμένου να τονιστεί η νοητή παρουσία και η κεντρική θέση του

αυτοκράτορα στον δημόσιο βίο142 και να επιτευχθεί η συγχώνευση του ελληνικού

παρελθόντος με τη ρωμαϊκή εξουσία.

Βαθμιαία μέσα στον 3ο αιώνα και κυρίως μετά το έτος 235 μ.Χ., η πολιτική

κρίση143, που έλαβε τη μορφή ενός συνεχούς και ανελέητου αγώνα για την

αυτοκρατορική εξουσία ανάμεσα κυρίως σε στρατιωτικούς διοικητές 144, και οι

μεγάλες βαρβαρικές επιδρομές του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, που επέφεραν

καταστροφές στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία145, είχαν ως αποτέλεσμα η

οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή, όπως και γενικότερα, να μειωθεί

αισθητά146 ή και να σταματήσει.147 Τα κυριότερα οικοδομικά έργα μεγάλης

140 Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-179. Macro, «Cities of Asia Minor», 682-683. Owens, The City, 122-123.
141 Alcock, «Reconfiguration of memory», 334-344. To πλέον καλά μελετημένο παράδειγμα είναι
βέβαια η Αγορά της Αθήνας, βλ. Alcock, Archaeologies of the Greek Past, 51-73.
142 Τα δύο σημαντικότερα μέσα προβολής της αυτοκρατορικής εξουσίας υπήρξαν, πρώτον, η

αυτοκρατορική λατρεία, βλ. Alcock, Graecia Capta, 181-191, 108-109. Evangelidis, «Architecture of the
Imperial Cult». Price, Rituals and Power, 136-146. Woolf, «Inventing empire», 320-321, και δεύτερον, η
χρηματοδότηση οικοδομικών προγραμμάτων από τον αυτοκράτορα και μέλη του οίκου του ή τις
τοπικές αριστοκρατίες προς τιμήν του, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-178. MacMullen, «Roman
Imperial Building», 207-214. Mitchell, «Imperial Building», 18-25.
143 Cameron, Ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 22-35. Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 305-

310. Liebeschuetz W., «The end of the ancient city», στο Rich J. (επιμ.), The City in Late Antiquity,
Λονδίνο 1992, 1-49, κυρίως 3-9. Corcoran, «Before Constantine», 35-58.
144 Potter, Roman Empire, 167-172, 217-280.

145 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 24 και 26. Ακόμη για τις καταστροφές σε πόλεις της Μικράς Ασίας, βλ.

Foss C., «Archaeology and the "Twenty Cities" of Byzantine Asia», AJA 81 (1977), 469-486, κυρίως 472
(Έφεσος), 476 (Σάρδεις), 477-478 (Μίλητος), 480 (Πέργαμον).
146 Στη Μικρά Ασία έχουν επισημανθεί δημόσια οικοδομικά προγράμματα που υλοποιήθηκαν κατά

τον 3ο αιώνα, βλ. Parrish, «Urban plan», 108-111 (Ιεράπολη), 162-164 (Ξάνθος), 178-182, 187 (Πέργη).
Επίσης στη Θεσσαλονίκη και στις πόλεις της Μακεδονίας, βλ. Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 148-
162. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη, 149-152. Για τη σημασία της Μακεδονίας αυτή την περίοδο, βλ.
ανωτέρω σημ. 109.

27
κλίμακας, που εντοπίζονται σε μία σειρά πόλεων αυτή την περίοδο, είναι

εσπευσμένες οχυρωματικές εργασίες148 και επισκευές. Παράλληλα μέσα κυρίως

από τα κείμενα πληροφορούμαστε ότι κατά τον τρίτο αιώνα αναπτύχθηκαν μία

σειρά από αυτοκρατορικές κατοικίες149 σε πόλεις-σταθμούς επάνω στις

διαδρομές που κινούνταν οι στρατωτικοί αυτοκράτορες και οι συνοδείες τους,

όπου μπορούσαν να σταθμεύουν αξιοπρεπώς κατά τις συνεχείς μετακινήσεις

τους.150 Η Ρώμη απώλεσε σταδιακά τη σύνδεσή της με το πρόσωπο του

αυτοκράτορα151 και τη σημασία της ως διοικητικής πρωτεύουσας, γεγονός από το

οποίο επωφελήθηκαν μία σειρά από μεγάλες πόλεις στις επαρχίες.152

Η κατάσταση επρόκειτο κάπως να εξομαλυνθεί με την άνοδο στον

αυτοκρατορικό θρόνο του Διοκλητιανού, ο οποίος εισήγαγε το σύστημα της

Τετραρχίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξημένες στρατιωτικές και

διοικητικές ανάγκες του ρωμαϊκού κράτους.153 Η εξουσία μοιράστηκε ανάμεσα σε

δύο Αυγούστους και δύο Καίσαρες σε Ανατολή και Δύση. Αυτό είχε ως

αποτέλεσμα την αύξηση των διοικητικών και γραφειοκρατικών μηχανισμών,

προκειμένου να εξυπηρετηθεί το νέο σύστημα διοίκησης. Κατά την περίοδο της

Τετραρχίας ανακαινίστηκαν και εμπλουτίστηκαν μνημειακά παλαιότερες

αυτοκρατορικές κατοικίες ή οικοδομήθηκαν νέα πολυτελή αυτοκρατορικά

συγκροτήματα που λειτούργησαν ως ανάκτορα των Τετραρχών και διοικητικές

τους έδρες σε μία σειρά από πόλεις-σταθμούς κατά μήκος των βόρειων και

ανατολικών συνόρων, όπως τα Μεδιόλανα, η Ακυληία, οι Τρεβήροι στη Δύση και

η Νικομήδεια, το Σίρμιο, η Σερδική, η Θεσσαλονίκη και η Αντιόχεια στην

147 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 415-417, 441. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 213.
Ramage-Ramage, Ρωμαϊκή τέχνη, 292.
148 Ćurčić, Architecture in the Balkans, 17-18. Gregory T.E., «Fortification and Urban Design in Early

Byzantine Greece», στο Hohlfelder R.L. (επιμ.), City, Town and Countryside in the Early Byzantine Era,
New York 1982, 43-51. Wilkes, «Civil Defence», 187-192.
149 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 92-98. O Millar, Emperor, 40-53 δείχνει ότι οι

περισσότεροι από αυτούς τους σταθμούς εξελίχτηκαν σε τετραρχικές έδρες.


150 Wilkes, «Provinces and Frontier», 241-252.

151 Καθώς εκείνος βρισκόταν συνεχώς εν κινήσει μακριά της ως μία μετακινούμενη πρωτεύουσα,

βλ. Millar, Emperor, 39. Wilkes, «Provinces and Frontier», 242-243.


152 Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 310.

153 Cameron, Ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 60-84. Corcoran, «Before Constantine». Mitchell S., A

History of the Later Roman Empire, AD 284-641. The transformation of the Ancient World. Μάλντεν-
Οξφόρδη-Βικτώρια 2007, 47-62. Odahl, Constantine, 42-74. Potter, Roman Empire, 280-290, 333-363. Για
την πολιτική διαίρεση της αυτοκρατορίας κατά τη διακυβέρνηση της Τετραρχίας, βλ. Barnes, New
Empire, 195-200.

28
Ανατολή.154 Τα συγκροτήματα αυτά, εκτός από το ανάκτορο, μπορεί ακόμη να

περιλάμβαναν ιππόδρομο, αίθουσα υποδοχής-βασιλική, ναό ή μαυσωλείο.155

Η ανέγερση των συγκροτημάτων αυτών καθώς και υψηλών

προδιαγραφών μνημείων γιγαντιαίων διαστάσεων, όπως οι θέρμες του

Διοκλητιανού156 και η Βασιλική του Μαξεντίου-Κωνσταντίνου157 στη Ρώμη, μας

παρέχουν ανάγλυφη εικόνα για τη διατήρηση μιας αρχιτεκτονικής τέχνης πολύ

υψηλού επιπέδου.158 Καθώς η ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξερχόταν σταδιακά από

μία ταραγμένη περίοδο εμφυλίων πολέμων και επιδρομών, η ελληνορωμαϊκή

πόλη επιβίωσε159 ως το διοικητικό κύτταρο της αυτοκρατορίας με τους θεσμούς,

τις λειτουργίες και τα οικοδομήματά της. Τα μνημειακά κέντρα των πόλεων,

στην Αγορά ή το Forum, φορτωμένα με διαστρωματώσεις μνημείων και

154 Heucke, Circus und Hippodrom, 314-399. Carile, Vision of the Palace, 1-23. Χριστοδούλου,
Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 99-107, 109-124. Ward - Perkins, Imperial Architecture, 442-454
(Τρεβήροι, Θεσσαλονίκη). Ćurčić, Architecture in the Balkans, 18-22 (Σίρμιο, Θεσσαλονίκη).
155 Σύμφωνα με τον Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 383-389, 463-465 η ανακάλυψη

των αυτοκρατορικών επαύλεων με μαυσωλείο στη Ρωμυλιανή και το Šarkamen επιβάλλει την
επανεξέταση των μεγάλων περίκεντρων κτηρίων, όπως η Ροτόντα του Γαλεριανού συγκροτήματος
της Θεσσαλονίκης, που είχαν ερμηνευθεί παλαιότερα ως μαυσωλεία. Για τη Ροτόντα εκτιμά ότι
πρόκειται πιθανώς για ναό της επίσημης αρχαίας θρησκείας, που τυπολογικά μιμείται το Πάνθεον
της Ρώμης. Ο Johnson, Mausoleum, 74-75, θεωρεί ότι η Ροτόντα ανήκει στο οικοδομικό πρόγραμμα
του Γαλερίου, αλλά με βάση το μεγάλο μέγεθος, τα υψηλά παράθυρα με τον έντονο φωτισμό και
την έλλειψη κρύπτης απορρίπτει την ταύτισή της με το αρχικό μαυσωλείο του Γαλερίου.
156 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 418-421.

157 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 426-428.

158 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 436-439.

159 Η Κωνσταντινούπολη παραμένει η πρωτεύουσα μιάς αυτοκρατορίας πόλεων, βλ. Dagron,

Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 69-70. Ο θεσμός της πόλης επιβιώνει ως το διοικητικό κύτταρο της
αυτοκρατορίας υπό τη συνεχή φροντίδα της αυτοκρατορικής εξουσίας, βλ. Jones, Greek city, 85-94.
Hammond-Bartson, City in the Ancient World, 339-345. Για την εξέλιξη της θεσμικής και νομικής
σχέσης του αυτοκράτορα και των πόλεων από την εποχή του Αυγούστου έως και του Ιουλιανού,
βλ. Millar F., «Empire and City, Augustus to Julian: Obligations, Excuses and Status», JRS 73 (1983), 76-
96. Για την εξέλιξη του θεσμού των τοπικών βουλών, βλ. Whittow M., «Ruling the Late Roman and
Early Byzantine City: a continuous History», P&P, 129 (1990), 3-29. Για επιγραφικές μαρτυρίες σχετικά
με τη συνέχεια της οικοδομικής δραστηριότητας στις πόλεις κατά τη βασιλεία του Μ.
Κωνσταντίνου, του Κωνσταντίου και του Ιουλιανού, βλ. Lewin A., «Urban public building from
Constantine to Julian: the epigraphic evidence», στο Lavan L. (επιμ.), Recent Research in Late-Antique
Urbanism, JRA, suppl. 42, Portsmouth, Rhode Island 2001, 27-37. Για μία αρχαιολογική εικόνα της
επιβίωσης του αστικού οργανισμού και του προοδευτικού μετασχηματισμού του στη Μικρά Ασία,
βλ. Parrish, «Urban plan». Για την Ελλάδα, βλ. Spieser J.-M., «La ville en Grèce du IIIe au VIIe siècle»,
Villes et peuplement dans l’ Illyricum protobyzantin, Actes du colloque organisé par l’ Ecole francaise de
Rome (Ρώμη, 12-14 Mai 1982), École Française de Rome, αρ. 77, Ρώμη 1984, 315-338 [Επανεκτ. Spieser,
Urban and Religious Spaces, κεφ. II].

29
φορτισμένα με επάλληλα στρώματα σημασιών που συγκέντρωσαν κατά τη

μακραίωνη λειτουργία τους, παρέμειναν ενεργά ως κέντρα του δήμοσιου βίου.160

Όταν ο Κωνσταντίνος έλαβε την ιστορική απόφαση να ιδρύσει την

Κωνσταντινούπολη στην ανατολική απόληξη μιας τριγωνικής χερσονήσου της

Θράκης στη νότια είσοδο του Βοσπόρου, το αρχαίο Βυζάντιο συμπλήρωνε

περίπου χίλια χρόνια πολυτάραχου ιστορικού βίου στη θέση αυτή, ο οποίος είχε

αφήσει βαθιά τα αποτυπώματά του στον πολεοδομικό ιστό και το αστικό τοπίο

της μεγαρικής αποικίας. Καθώς η πόλη του Βύζαντα αφομοιώθηκε ολόκληρη

μέσα στην Πόλη του Κωνσταντίνου, τα μνημεία της διασώθηκαν ως μνημειακό

υπόβαθρο, επάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν τα μνημεία στο ανατολικό τμήμα

της Κωνσταντινούπολης. Το στοιχείο αυτό δυσκολεύει την τοπογραφική έρευνα,

αλλά της προσδίδει και μία ιδιαίτερη γοητεία. Όσο θα ξεδιπλώνεται η μελέτη

μας, όλο και περισσότερο θα γίνεται κατανοητό πόσο μεγάλη σημασία έχει το

μνημειακό υπόβαθρο του Βυζαντίου για τη μελέτη του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης και ιδιαίτερα του μνημείου που θα μας απασχολήσει, της

Βασιλείου Στοάς, αλλά και πόσο παραμορφωτικά επέδρασε επάνω του ο

αντικατοπτρισμός του στο περιβάλλον των κειμένων. Ο κατεξοχήν αστικός

χώρος όπου μπορούμε να παρατηρήσουμε καλύτερα τη μετάβαση από την Πόλη

του Βύζαντα στην Πόλη του Κωνσταντίνου δεν είναι άλλος από το μνημειακό

κέντρο.

160 Για την επιβίωση, τη μνημειακή σύνθεση και τον σταδιακό μετασχηματισμό των δημόσιων
αστικών χώρων της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης και της Εφέσου κατά την ύστερη αρχαιότητα,
βλ. Bauer, Stadt. Ο μετασχηματισμός λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα. Η Saradi,
Byzantine City, 148-352 και 441-462 με βάση αρχαιολογικές και γραπτές μαρτυρίες καταδεικνύει ότι
το μνημειακό κέντρο της πόλης σταδιακά παύει να λειτουργεί ως το διοικητικό και κοινωνικό
κέντρο της αστικής κοινότητας και παράλληλα απομονώνεται από το εμπορικό της κέντρο. Ο
Potter T.W., Towns in Late Antiquity: Iol Caesarea and its Context, Οξφόρδη 1995, 93-96 υποστηρίζει, με
βάση στοιχεία κυρίως από την Ιταλία και τη Β. Αφρική, ότι το forum έπαψε να είναι το επίκεντρο
του αστικού βίου μετά το τέλος του 4ου αιώνα σε πολλές πόλεις. Όμως, ο Lavan, «Fora and Agorai»,
με βάση αντιπροσωπευτικότερα δεδομένα και πλούσια τεκμηρίωση δείχνει ότι οι αγορές και τα
forum διατήρησαν τον μνημειακό και λειτουργικό χαρακτήρα τους ως ενεργά μνημειακά κέντρα
των ελληνορωμαϊκών πόλεων κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ενώ τοποθετεί την εξαφάνισή τους
από το αστικό τοπίο υστερότερα, κατά τον 6ο και 7ο αιώνα. Οι αλλαγές στους δημόσιους αστικούς
χώρους συνέβησαν παράλληλα με ευρύτερες θεσμικές και πολεοδομικές διεργασίες, αλλά και
ιστορικές εξελίξεις, που μετέβαλαν για μία ακόμη φορά την εικόνα των πόλεων, βλ. Liebeschuetz
W., The Decline and Fall of the Roman City, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 2001, 400-416. Mango C., Byzantine
Architecture, Λονδίνο 1979, 30-37. Spieser J.-M., «The City in Late Antiquity: A Re-Evaluation», στο
Spieser, Urban and Religious Spaces, 1-14. Zavagno L., Cities in transition: Urbanism in Byzantium between
late antiquity and the early Middle Ages AD 500-900. BAR, Διεθν. Σειρά, αρ. 2030, Οξφόρδη 2009.

30
Α.2. ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Α.2.1. Το μνημειακό κέντρο της πόλης του Βύζαντα

Είναι γνωστό ότι ο αρχικός οικιστικός πυρήνας του Βυζαντίου αναπτύχθηκε

στην παραθαλάσσια πεδινή έκταση δυτικά της Βοσπορείου Άκρας στις υπώρειες

του πρώτου ανατολικά λόφου της χερσονήσου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως

Ακρόπολη. Οι παλαιότερες αναφορές του μνημειακού κέντρου του αρχαίου

Βυζαντίου (εικ. 17-18) απαντώνται στην Κύρου Ανάβαση161 και στα Ελληνικά162 του

Ξενοφώντα, σε δύο επεισόδια που εκτυλίχτηκαν κατά τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.

Εάν συνδυάσουμε τις περιγραφές των δύο επεισοδίων, το Βυζάντιο εμφανίζεται

να διαθέτει οχυρωματικό περίβολο με πύλες σε δύο τουλάχιστον διαφορετικά

σημεία, από τις οποίες προσδιορίζεται τοπωνυμικά μόνο η θέση της μιάς με την

έκφραση: «τὰς πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον καλουμένας»163, με την οποία θα

ασχοληθούμε αργότερα. Η άλλη πύλη, εκείνη που δεν προσδιορίζεται, βρισκόταν

στο βόρειο άκρο της χερσαίας (δυτικής) οχυρωματικής γραμμής κοντά στη

θάλασσα του Κερατίου και τα λιμάνια της πόλης, προφανώς στην απόληξη μιάς

βόρειας παραθαλάσσιας οδού. Αυτό προκύπτει από έναν μάλλον περίπλοκο

συνδυασμό τοπογραφικών δεδομένων, ο οποίος, όμως, θα μας βοηθήσει να

χωροθετήσουμε το μνημειακό κέντρο και βασικές τοπογραφικές σταθερές του

αρχαίου Βυζαντίου.

Ο Ξενοφώντας αναφέρει στην Ανάβαση πως ο ίδιος και οι Μύριοι

μεταφέρθηκαν με καράβια από τη Χρυσόπολη στα λιμάνια του Βυζαντίου, τα

οποία βρίσκονταν εντός του οχυρωματικού περιβόλου.164 Ξεκίνησαν απρόθυμα

να εξέρχονται από την πόλη διά μιάς πύλης του τείχους, που δεν προσδιορίζεται

161 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.1.-35. Περιγραφή της ολιγόωρης κατάληψης του Βυζαντίου κατά
το έτος 400 π.Χ. από τους εναπομείναντες Μυρίους κατά το ταξίδι της επιστροφής τους από τα
Κούναξα της Βαβυλωνίας.
162 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.10-22. Περιγραφή της λαθραίας παράδοσης του Βυζαντίου στον αθηναίο

στρατηγό Αλκιβιάδη από μία ομάδα Βυζαντίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου,
το έτος 409/8 π.Χ. Για το επεισόδιο, βλ. Isaac, Greek Settlements, 227. Για το αρχαίο Βυζάντιο, βλ.
Oberhummer-Miller-Kubitschek, «Byzantion». Bréhier, «Byzantion». Gyuzelev, West Pontic Coast, 155-
178.
163 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20.

164 Το γεγονός αυτό επεσήμανε ο Mango, Développement urbain, 15 και σημ. 12. Ο Στράβων

επιβεβαιώνει ότι η παραθαλάσσια βόρεια πλευρά του Βυζαντίου ήταν τειχισμένη βλ. Γεωγραφικά,
7.6.2.5: «ἔστι δὲ τὸ Κέρας προσεχὴς τῷ Βυζαντίων τείχει κόλπος ἀνέχων ὡς πρὸς δύσιν ἐπὶ σταδίους
ἑξήκοντα…».

31
τοπογραφικά, για να συνεχίσουν διά ξηράς το ταξίδι τους. Ξαφνικά προκλήθηκε

πανικός και οι στρατιώτες έτρεξαν να μπουν πάλι μέσα στην πόλη από την ίδια

πύλη. Επειδή, όμως, οι φρουροί της πρόλαβαν και την έκλεισαν, μερικοί

στρατιώτες «…ἔθεον ἐπὶ θάλατταν καὶ παρὰ τὴν χηλὴν τοῦ τείχους

ὑπερβαίνουσιν εἰς τὴν πόλιν…».165 Το γεγονός ότι η άμεση αντίδραση των

Μυρίων ήταν να κινηθούν προς τα θαλάσσια τείχη166 υποδεικνύει την εγγύτητα

της πύλης με αυτά.

Όταν κατάφεραν να ανοίξουν την πύλη και να εισέλθουν στην πόλη,

έγιναν αμέσως αντιληπτοί από τους Βυζαντίους που βρίσκονταν στην Αγορά: «οἱ

δὲ Βυζάντιοι ὡς εἶδον τὸ στράτευμα βίᾳ εἰσπῖπτον, φεύγουσιν ἐκ τῆς ἀγορᾶς, οἱ

μὲν εἰς τὰ πλοῖα, οἱ δὲ οἴκαδε, ὅσοι δὲ ἔνδον ἐτύγχανον ὄντες ἔξω, οἱ δὲ

καθεῖλκον τὰς τριήρεις, ὡς ἐν ταῖς τριήρεσι σῴζοιντο, πάντες δὲ ᾤοντο

ἀπολωλέναι, ὡς ἑαλωκυίας τῆς πόλεως».167 Από την περιγραφή του Ξενοφώντα

προκύπτει πως υπήρχε άμεση οπτική επαφή και προφανώς απευθείας οδός από

την εν λόγω πύλη προς την Αγορά του Βυζαντίου. Συγχρόνως η αντίδραση των

Βυζαντίων να καταφύγουν στα καράβια υποδεικνύει την εγγύτητα της

τελευταίας με τα λιμάνια168 και τη θάλασσα, τοπογραφική σχέση πολύ

συνηθισμένη στις αρχαίες παραθαλάσσιες πόλεις.169

165 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.17. Η χηλή του τείχους αναφέρεται και από τον Δίωνα Κάσσιο,
Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.10.5 κατά την περιγραφή της πολιορκίας του Βυζαντίου από τα
στρατεύματα του Σεπτιμίου Σεβήρου κατά τα έτη 193-195: «οἵ τε λιμένες ἐντὸς τείχους ἀμφότεροι
κλειστοὶ ἁλύσεσιν ἦσαν, καὶ αἱ χηλαὶ αὐτῶν πύργους ἐφ’ ἑκάτερα πολὺ προέχοντας ἔφερον…». Ο
Διονύσιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 11 περιγράφει τις χηλές περιφραστικά: «εἴργεται γὰρ ὑποδομήσεσι
τειχίων ἡ τῆς θαλάττης ἐπιδρομή». Ο Mango, Développement urbain, 13-16 και εικ. 1, κυρίως με βάση
το γεγονός ότι τα λιμάνια του Βυζαντίου ήδη από την εποχή του Ξενοφώντα περιλαμβάνονταν
εντός των οχυρώσεων της πόλης, όπως συνέβαινε και έξι αιώνες αργότερα κατά την εποχή του
Σεβήρου, υποστήριξε ότι δεν οικοδομήθηκαν ποτέ δύο οχυρωματικοί περίβολοι, ένας του Βύζαντα
και ένας του Σεβήρου, βλ. παρακάτω σημ. 191, αλλά ένας εκτεταμένος, ο οποίος υφίστατο ήδη την
εποχή του Ξενοφώντα, καταστράφηκε από τον Σεβήρο και ανοικοδομήθηκε, μάλλον επάνω στην
ίδια χάραξη, κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. Για τα λείψανα των τειχών του Βυζαντίου που έχουν
εντοπιστεί ή λανθασμένα ταυτιστεί, βλ. Barsanti, «Bisanzio romana», 18-24.
166 Ο Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.10.5 αποκαλύπτει και την αιτία για την οποία οι

στρατιώτες προτίμησαν να αναρριχηθούν στα θαλάσσια τείχη: «τοῦ δὲ δὴ περιβόλου τὰ μὲν πρὸς
τῆς ἠπείρου μέγα ὕψος <ἦρτο>, ὥστε καὶ τοὺς τυχόντας ἀπ’ αὐτῶν ἀμύνασθαι, τὰ δὲ πρὸς τῇ
θαλάττῃ ἧττον·».
167 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.19.

168 Η τοπογραφική αυτή σχέση αντικατοπτρίζεται και σε άλλες πηγές μέσα από την παρατακτική

σχέση των αναφορών στην Αγορά και το λιμάνι του Βυζαντίου, βλ.: Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί,
ΧΙΙ.32: «ἦσαν δὲ οἱ Βυζάντιοι καὶ διὰ τὸ δημοκρατεῖσθαι πολὺν ἤδη χρόνον καὶ τὴν πόλιν ἐπ'
ἐμπορίου κειμένην ἔχειν καὶ τὸν δῆμον ἅπαντα περὶ τὴν ἀγορὰν καὶ τὸν λιμένα διατρίβειν
ἀκόλαστοι καὶ συνουσιάζειν καὶ πίνειν εἰθισμένοι ἐπὶ τῶν καπηλείων». Ἀριστοτέλους, Οἰκονομικός,

32
Μετά την κατάληψη του Βυζαντίου, οι Μύριοι παρατάχθηκαν

στρατιωτικά στο Θράκιον: «τὸ δὲ χωρίον οἷον κάλλιστον ἐκτάξασθαί ἐστι τὸ

Θρᾴκιον καλούμενον, ἔρημον οἰκιῶν καὶ πεδινόν».170 Εκεί, αφού ο Ξενοφών τους

μίλησε, «Κοιρατάδαν δέχονται στρατηγὸν καὶ ἔξω τοῦ τείχους ἀπῆλθον».171 Από

την περιγραφή προκύπτει ότι «τὸ Θρᾴκιον καλούμενον» βρισκόταν στο

εσωτερικό των τειχών172 κοντά εις «τὰς πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον

καλουμένας».173 Την ακριβή χωροθέτηση της πύλης του Θρακίου174 οφείλουμε

στον Ζώσιμο, ο οποίος περίπου εννέα αιώνες αργότερα έδωσε το ακριβές

τοπογραφικό της στίγμα σε σχέση και με την τοπογραφία του αρχαίου

Βυζαντίου175 και της Κωνσταντινούπολης176 προσδιορίζοντας τη θέση της στην

περιοχή, όπου ο Κωνσταντίνος οικοδόμησε τον Φόρο του. Ο προσδιορισμός του

Ξενοφώντα «πεδινόν» έχει τοπογραφική σημασία, καθώς από τη θέση του

Θρακίου, στο πλάτωμα ανατολικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, και προς βορρά

μέχρι την παραθαλάσσια πύλη, το έδαφος σχημάτιζε κατωφέρεια και δεν

υπήρχε αλλού χώρος τόσο πρόσφορος για στρατιωτική παράταξη. Η κατωφέρεια

ΙΙ.2.3a (1346b): «Βυζάντιοι δὲ δεηθέντες χρημάτων τὰ τεμένη τὰ δημόσια ἀπέδοντο…ὠνοῦντο γὰρ


πολλοῦ ὧν ἦν καὶ τὸ ἄλλο κτῆμα· τοῖς δὲ θιασώταις ἕτερα χωρία, τὰ δημόσια ὅσα ἦν περὶ τὸ
γυμνάσιον ἢ τὴν ἀγορὰν ἢ τὸν λιμένα·».
169 Ενδεικτικά, στη Μίλητο, στη Ρόδο, στην Κνίδο και στην Αλικαρνασσό, βλ. Owens, The City, 33, 52-

53, 59, 64-65, 70. Στην Άνδρο, βλ. Παλαιοκρασσά-Κοπίτσα Λ., «Η Αγορά της Αρχαίας Άνδρου.
Μορφή και Δραστηριότητες», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 311-326, κυρίως 311. Στη
Θάσο, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 95. Στην Κω, βλ. Γιαννικουρή Α.-Σκέρλου Ε.-Παπανικολάου Ε., «Η
Αγορά της Κω: Ανασκαφικά Δεδομένα», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 357-382, κυρίως
358 και Rocco G.-Livadiotti M., «The Agora of Kos: The Hellenistic and Roman Phases», στο
Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 383-423. Η αρχαιότητα της τοπογραφικής σχέσης αγοράς και
λιμανιού αποτυπώνεται στην περιγραφή της αγοράς των Φαιάκων στην Οδύσσεια, βλ. Σουέρεφ Κ.,
«Ἀγορή Φαιήκων. Ο Χώρος και η Συνέλευση», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 11-13.
170 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.24.

171 Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 7.1.35.

172 Ο Janin, Constantinople byzantine, 12-14 και ο Mamboury, Istanbul touristique, 61 θεωρούν ότι το

Θράκιον βρισκόταν στην περιοχή της πλατείας της Αγίας Σοφίας, επειδή βρισκόταν εξωτερικά των
τειχών του Βύζαντα, τα οποία κατά τη γνώμη τους περιέβαλλαν μόνο την Ακρόπολη του
Βυζαντίου μέχρι να οικοδομήσει ο Σεβήρος ένα νέο εκτεταμένο περίβολο. Τη θεωρία των δύο
περιβόλων απορρίπτει ο Mango, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 165.
173 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20.

174 Ο Berger, Κωνσταντινούπολη, 21 εσφαλμένα θεωρεί ότι το Θράκιον μπορεί να ταυτίζεται με το

Στρατήγιον.
175 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.12-14 (ΙΙ.30.2): «καὶ τὸ μὲν παλαιὸν εἶχε τὴν πύλην ἐν τῇ συμπληρώσει

τῶν στοῶν ἅς Σεβῆρος ὁ βασιλεὺς ᾠκοδομήσατο…».


176 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.1-5 (ΙΙ.30.4): «ἀγορὰν δὲ ἐν τῷ τόπῳ καθ’ ὅν ἡ πύλη τὸ ἀρχαῖον ἦν

οἰκοδομήσας κυκλοτερῆ, καὶ στοαῖς διστέγοις ταύτην περιλαβών, ἀψῖδας δύο μαρμάρου
Προκοννησίου μεγίστας ἀλλήλων ἀπετύπωσε, δι’ ὧν ἔνεστιν εἰσιέναι τε εἰς τὰς Σεβήρου στοὰς καὶ
τῆς πάλαι πόλεως ἐξιέναι».

33
αποτυπώνεται σε μία αναφορά του Δ. Κασσίου177, που αποκαθιστά ανάμεσα στις

Θράκιες πύλες και τη θάλασσα επτά πύργους.178 Το γεγονός ότι η περιοχή ήταν

έρημη οικιών αποκαλύπτει πως τα τείχη του Βυζαντίου, τουλάχιστον στην

περιοχή αυτή, συμβάδιζαν με τις εξελίξεις της ελληνικής οχυρωματικής

τέχνης179, καθώς από την κλασική εποχή τα τείχη των ελληνικών πόλεων δεν

είχαν οργανική σχέση με τον πολεοδομικό ιστό, αλλά προστάτευαν μεγαλύτερη

περιοχή αξιοποιώντας αμυντικά στο έπακρο τη μορφολογία του εδάφους.180

Ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από την είσοδο των Μυρίων είχε στο

επεισόδιο του Πελοποννησιακού πολέμου, λίγα χρόνια νωρίτερα, η λαθραία

είσοδος των Αθηναίων από την πύλη προς το Θράκιον: «…νυκτὸς ἀνοίξαντες

τὰς πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον καλουμένας εἰσήγαγον τὸ στράτευμα καὶ τὸν

Ἀλκιβιάδην. ὁ δὲ Ἕλιξος καὶ ὁ Κοιρατάδας οὐδὲν τούτων εἰδότες ἐβοήθουν μετὰ

πάντων εἰς τὴν ἀγοράν· ἐπεὶ δὲ πάντῃ οἱ πολέμιοι κατεῖχον, οὐδὲν ἔχοντες ὅ τι

ποιήσαιεν, παρέδοσαν σφᾶς αὐτούς».181 Οι αθηναίοι στρατιώτες, όταν εισήλθαν

από τις Πύλες του Θρακίου, δεν έγιναν αντιληπτοί από τους Βυζαντίους, που

βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Αγορά182, και μάλιστα όχι προτού οι εισβολείς

καταλάβουν ολόκληρη την πόλη. Το κριτήριο για την επιλογή της συγκεκριμένης

πύλης, χωρίς αμφιβολία, υπήρξε το γεγονός ότι βρισκόταν μακριά από την

κατοικημένη ζώνη. Μακρυγορήσαμε προκειμένου να διευκρινίσουμε

τοπογραφικά τη θέση της αρχαίας Αγοράς και της Πύλης του Θρακίου μέσα από

τα σχετικά τεκμήρια. Το πλέον σημαντικό στοιχείο που οφείλουμε να

177 Δίων Κάσσιος, ‘Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.14.5: «ἑπτὰ μὲν γὰρ ἀπὸ τῶν Θρᾳκίων πυλῶν πύργοι
καθήκοντες πρὸς τὴν θάλασσαν ἦσαν…».
178 Ο Διονύσιος Βυζάντιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 5.14-16 (12) καθώς παραπλέει τα βόρεια τείχη του

Βυζαντίου με κατεύθυνση από τη Βοσπόρειο Άκρα προς το εσωτερικό του Κερατίου κόλπου μάς
πληροφορεί ότι ο έβδομος πύργος ήταν κυκλικός, είχε πολύ μεγάλο μέγεθος και συνέδεε το
παραθαλάσσιο με το χερσαίο (δυτικό) τείχος: «τὸ δ’ ἔνθεν, παραμειψαμένῳ κατὰ βάθος κείμενον
πύργον, περιφερῆ μὲν τὸ σχῆμα, πολὺν δ’ ἐπὶ πᾶν μέγεθος, συνάπτοντα δὲ πρὸς τὴν ἤπειρον τὸ
τεῖχος…». Η παραθαλάσσια πύλη πρέπει να βρισκόταν νότια του πύργου αυτού.
179 Hellmann, Architecture Grecque, 310-313, 323-326. Owens, The City, 150.

180 Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην περιοχή της Μικράς Ασίας: Πέργαμος, βλ. Radt,

«Pergamon», 43-49. Έφεσος, βλ. Scherrer, «Topography of Ephesos», 61-66. Πριήνη, βλ. Δοντάς,
Πριήνη, 48-50.
181 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20-21.

182 Ο Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς, 13.67.2.5 κατά την περιγραφή του ίδιου

γεγονότος χωροθετεί τους συγκεντρωμένους στο λιμάνι, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την άμεση
τοπογραφική σχέση λιμανιού και αγοράς: «…οἱ μὲν κατὰ τὴν πόλιν ὄντες Πελοποννήσιοι καὶ
πάντες οἱ τὴν ἀπάτην ἀγνοοῦντες ἐξεβοήθουν ἐπὶ τοὺς λιμένας».

34
κρατήσουμε και από τις δύο περιγραφές του Ξενοφώντα είναι ότι οι Βυζάντιοι, σε

δύο πολύ δύσκολες περιστάσεις του δημόσιου βίου τους, βρίσκονταν

συγκεντρωμένοι στην Αγορά της πόλης τους κοντά στη θάλασσα.

Την εγγύτητα της Αγοράς με τη θάλασσα και τα λιμάνια επιβεβαίωσε

αιώνες αργότερα ο Θεμίστιος στον λόγο του προς τιμή του Κωνσταντίου: «ἤ ἐπὶ

τοῖς λιμέσι τοῖς ἐντὸς πυλῶν, δι’ ὧν εἰσρεῖ καὶ ἐμπλέκεται ἡ θάλασσα τοῖς ἐν

μέσαις ταῖς ἀγοραῖς;».183 Τα εντός των πυλών λιμάνια, που αναφέρει ο ρήτορας,

όπως και ο Δίων Κάσσιος184 και ο Διονύσιος ο Βυζάντιος185, είναι τα λιμάνια του

Βυζαντίου και αργότερα της Κωνσταντινούπολης στον Κεράτιο, το Νεώριο και ο

Προσφοριανός λιμένας.186 Η Αγορά στην οποία εισρέουν τα κύματα μέσω των

λιμένων είναι η μοναδική παραθαλάσσια Αγορά της Κωνσταντινούπολης, το

Στρατήγιο187, το οποίο, λιγότερο από έναν αιώνα αργότερα, το συναντάμε ως

Φόρο στη Notitia Urbis188 (περ. 423-7) στην περιγραφή της 5ης Ρεγιώνας:

«Strategium, in quo est forum Theodosiacum et obeliscus Thebaeus quadrus» (εικ.

19). Η θέση του δίπλα στη θάλασσα189 στην καρδιά του αρχικού οικιστικού

πυρήνα του Βυζαντίου αναδεικνύει την πρωιμότητα και τη σημασία του. O

183 Θεμίστιος, Λόγοι, (4) «Εἰς Κωνστάντιον», 86.10-12 (60d).


184 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 165.
185 Διονύσιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 11: «Ὑποδέχονται δὲ τῆς ἄκρας τὴν πρώτην περιαγωγὴν τρεῖς

λιμένες, ὧν ὁ διὰ μέσου βαθὺς ἐπιεικῶς καὶ τῶν μὲν ἄλλων ἀνέμων ἀνήκοος, λιβὸς δ’
ἐκνικήσαντος οὐκ εἰς ἅπαν ὀχυρός, κλειστὸς δ’ ἀμφοτέρωθεν· εἴργεται γὰρ ὑποδομήσεσι τειχίων ἡ
τῆς θαλάττης ἐπιδρομή».
186 Η Notitia Urbis αναφέρει, επίσης, τρία λιμάνια με τις εξής ονομασίες: Portum prosforianum (234,

VI.18) στην 5η ρεγιώνα, Neorium και Portum (234, VII.9-10) στην 6η ρεγιώνα. Το γεγονός ότι μόνο ο
Προσφοριανός λιμένας βρισκόταν στην 5η Ρεγιώνα μαζί με το Στρατήγιο υποδεικνύει ότι αυτό
είναι το λιμάνι που οι αρχαίες πηγές αναφέρουν δίπλα στην Αγορά. Ο Προσφοριανός φαίνεται ότι
ήταν το εμπορικό λιμάνι, ενώ το Νεώριο ο πολεμικός ναύσταθμος της πόλης. Σχετικά με τα
λιμάνια του Βυζαντίου, βλ. Mango, Développement urbain, 14-15. Müller-Wiener W., Die Häfen von
Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul, Τυβίγγη 1994, 3-5. Η εναλλακτική ονομασία του Προσφοριανού
λιμένος ανεφέρεται από τον Αἴλιο Ἡρωδιανὸ, Περὶ ὀρθογραφίας, βλ. Grammatici Graeci, III.2, 483.13-
14: «Βοσπόριον τοῦ Βυζαντίου λιμήν. οἱ δ’ ἐγχώριοι Φωσφόριον αὐτὸ καλοῦσι
παραγραμματίζοντες» και την επαναλαμβάνει ο Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικὰ, 364.10-11 (Β 130).
187 Bauer, Stadt, 224-228.

188 Notitia Urbis, 233, VI.11-12. Για τη χρονολόγηση της Notitia, βλ. Εισαγωγή, υποσημ. 13.

189 Παραδόξως, οι κλασικοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι που ασχολήθηκαν με το αρχαίο Βυζάντιο

τοποθετούν εσφαλμένα το Στρατήγιο κοντά στην πύλη του Θρακίου και στη Μεγίστη Τετράστωο
Αγορά, στην πλαγιά του αυχένα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου λόφου, βλ. Oberhummer-
Miller-Kubitschek, «Byzantion», 1122, (εικ. 20). ΙΕΕ, τόμ. Γ1, 334. Gyuzelev, West Pontic Coast, 163.

35
Mango190 ταυτίζει το Στρατήγιο με την Αγορά της αρχαίας πόλης, η οποία

διατηρήθηκε και ανακαινίστηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο.

Η ονομασία «Στρατήγιον» έχει δεχθεί κατά καιρούς διάφορες ερμηνείες.

Σύμφωνα με τον Ησύχιο οφείλεται στη χρήση του χώρου για την απονομή του

αξιώματος στους «Στρατηγούντες»191 της πόλης. Ο Μαλάλας192 και το Πασχάλιον

Χρονικόν193 αποδίδουν τόσο την ονομασία όσο και την ανέγερση του Στρατηγίου

στον Αλέξανδρο τον Μέγα, ενώ την ανακαίνισή του στον Σεβήρο. Ο Janin θεωρεί

ως μάλλον μοναδική ορθή ερμηνεία του ονόματος τη χρήση του ως τόπου

εξασκήσεως των στρατιωτών.194 Όμως η αναφορά του όρου «στραταγοὶ» σε τρεις

επιγραφές195 του αρχαίου Βυζαντίου σε άμεση συνάρτηση με τη Βουλή και τον

Δήμο των Βυζαντίων υποδεικνύει ότι επρόκειτο για κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα

της αρχαίας πόλης από το οποίο προφανώς έλαβε την ονομασία της η Αγορά. Ο

όρος Στρατήγιον απαντάται και στην Αθήνα ως ονομασία οικοδομήματος196

190 Mango, Développement urbain, 19. Ο ίδιος, «Triumphal Way», 177-178. Σχετικά με τη θέση του
Στρατηγίου, αρχικά ο ίδιος, Développement urbain [έκδοση 1985], 19 και σημ. 32 υποστήριξε ότι
γειτνίαζε με τις αποθήκες του Προσφοριανού λιμένος και προσδιόρισε τη θέση του στην περιοχή
γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του σημερινού Sirkeci. Αργότερα ο ίδιος, Développement urbain
[επανέκδοση Paris 1990], Addenda, 71, χωροθέτησε το Στρατήγιο στη θέση του Μεγάλου
Ταχυδρομείου της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να δώσει περισσότερα στοιχεία. Τέλος, ο ίδιος,
«Triumphal Way. Appendix. The Situation of the Strategion», 187-188, χωροθέτησε εκ νέου το
Στρατήγιον σε απόσταση περίπου 300 μ. ανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού του Sirkeci
σχεδόν πάνω στην ακτογραμμή του αρχαίου λιμανιού.
191 Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.5 (39).

192 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 146.13-15 (VIII.1): «ἔκτισεν ἐκεῖ τόπον, ὅνπερ ἐκάλεσε τὸ

Στρατήγιον· ἐκεῖ γὰρ στρατηγήσας τὰ τοῦ πολέμου μετὰ τοῦ ἰδίου στρατοῦ καὶ τῶν συμμάχων
αὐτοῦ…» και 222.82-85 (ΧΙΙ.20).
193 Πασχάλιον Χρονικὸν, 495.12-16: «καὶ τὸ λεγόμενον Στρατήγιον ἀνενέωσεν ὁ αὐτὸς Σεβῆρος, ὅπερ

ἦν πρώην κτισθὲν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος, ὅτε κατὰ Δαρείου ἐπεστράτευσεν, καὶ ἐκάλεσε
τὸν τόπον Στρατῆγιν· ἐκεῖ γὰρ στρατολογήσας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ὥρμησεν κατὰ Περσῶν εἰς
τὸν πόλεμον». Για την παράδοση που συνδέει τη μετάβαση του Αλεξάνδρου στην Ασία με το
Βυζάντιο και την περιοχή του Βοσπόρου, βλ. Berger A., «Alexander der Grosse am Bosporus», στο
Sode C.- Takács S. (επιμ.), Novum Millennium, Studies on Byzantine History and Culture dedicated to P.
Speck, Aldershot 2001, 13-20. Επίσης, βλ. La Rocca, «Fondazione», 557.
194 Janin, Constantinople byzantine, 431-2.

195 Łajtar, Inschriften, 23-32, επιγρ. αρ. 2.3: «ἔδοξε τᾶι βουλᾶι καὶ τῶι δάμωι, τοὶ στραταγοὶ εἶπαν·»

(μέσα 2ου αι. π.Χ.), 3.2-3: «ἔδοξε τᾷ βουλᾷ καὶ τῷ δάμῳ. τοὶ στραταγοὶ εἶπαν·» (μέσα 1ου αι. μ.Χ.),
4.6-7: «τοὶ δὲ στρατα[γοὶ επειμελείσθωσαν μετὰ] τᾶ[ς β]ουλᾶς ὅπως ταὶ τε πρεσβε[ῖαι
ἀποσταλῶντι]» (306-301 π.Χ.). Όπως προκύπτει από ένα στρατήγημα του Κλεάρχου, οι Στρατηγοί
ήταν δύο, βλ. Πολυαίνου, Στρατηγήματα, ΙΙ.2.7: «καὶ δὴ ἔπεμψαν τοὺς στρατηγοὺς δεησομένους τῆς
Κλεάρχου βοηθείας. ὁ δὲ…κατέπλευσεν ἐς Βυζάντιον καὶ συναγαγὼν ἐκκλησίαν συνεβούλευσε
πάντας τοὺς ἱππέας καὶ τοὺς ὁπλίτας ἐπιβῆναι τῶν νεῶν…οὕτω δὴ πάντων ἀναχθέντων ὁ
Κλέαρχος διψῆν ἔφη πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ πλησίον ἰδὼν καπηλεῖον μετ' αὐτῶν εἰσελθὼν
φυλακὴν καταστήσας ἔνδον ἀπέκτεινεν ἀμφοτέρους·».
196 Το Στρατήγιο ήταν η έδρα των Δέκα Στρατηγών και βρισκόταν μάλλον στη ΝΔ γωνία της

Αγοράς, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 147-149.

36
όπου εδρεύουν οι στρατηγοί, αξίωμα κοινό σε πολλές πόλεις του αρχαίου

κόσμου.

Ο Θεμίστιος στον επίλογο του λόγου, που εκφώνησε με την ευκαιρία της

ανάδειξής του σε Πρόεδρο της Συγκλήτου, τονίζει τη διαφορά του νέου πολιτικού

κέντρου της Κωνσταντινούπολης από το παλαιό πολιτικό κέντρο του Βυζαντίου:

«ἠκούσατε γὰρ τοῦ ὀνόματος, ὃ καλεῖται ὁ νεὼς οὗτος· καλεῖται γὰρ οὐ

στρατήγιον οὐδὲ θέατρον οὐδὲ ταμιεῖον, ἀλλὰ γερουσία καὶ βουλευτήριον…».197

Εμμέσως προκύπτει από τη μαρτυρία του ότι το επίκεντρο της πολιτικής

δραστηριότητας του Βυζαντίου παρέμεινε στο Στρατήγιο μέχρι την ίδρυση της

Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης κατά τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου198

και συγχρόνως ότι το Στρατήγιο μαζί με το Θέατρο και το Ταμείο εξυπηρετούσαν

τις κυριότερες πολιτικές δραστηριότητες της αρχαίας πόλης. Δύο ακόμη πολύ

σημαντικά αγοραία πολιτικά οικοδομήματα του Βυζαντίου αλιεύουμε από τις

πηγές. Στη Notitia Urbis199 καταγράφεται το Πρυτανείο (Prytaneum) στην 5η

Ρεγιώνα κοντά στο Στρατήγιο, ενώ στις επιγραφές του Βυζαντίου αναφέρεται το

«βουλεῖον» ή «βουλευτήριον».200

Το Πρυτανείο και το Βουλευτήριο μαζί με την Αγορά, ως έκφραση

κεντρικής πολιτειακής οργάνωσης, αποτέλεσαν τα κύρια συστατικά στοιχεία της

ελληνικής πόλης-κράτους. 201 Η σημασία τους προκύπτει από το γνωστό

197 Θεμίστιος, Λόγοι, (31), «Περὶ Προεδρίας εἰς τὴν Σύγκλητον», 192.10-12 (355c). Σύμφωνα με τον
Dagron, «Témoignage de Thémistios», 26, ο λόγος εκφωνήθηκε κατά τα έτη 384 ή 385. Σύμφωνα με
τον Vanderspoel, Themistius, 209-210, 250-251 την άνοιξη του 384.
198 Η πλέον κοντινή στα γεγονότα επιβεβαίωση της ίδρυσης της Συγκλήτου από τον Κωνσταντίνο

ανήκει και πάλι στο Θεμίστιο, Λόγοι, (4) «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 79.2-5 (55a-b): «καὶ
γὰρ ὅτι Κωνσταντίνου ἐστὶ γέννημα καὶ θρέμμα ἡ γερουσία καὶ ὅτι προσήκει αὐτῆς τῷ ἐκείνου υἱεῖ
κήδεσθαι, καὶ προορᾶν ὡς ὁμοπάτορος...». Ο λόγος εκφωνήθηκε το έτος 357, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
17.
199 Notitia Urbis, 233, VI.9.

200 Łajtar, Inschriften, 23-26, επιγρ. αρ. 2.39-40: «ἀναγράψαντας τὸ ψάφισμα εἰς τελαμῶνα ἀναθέμεν

εἰς τὸ βουλεῖον». Ο ίδιος, Inschriften, 27-30, επιγρ. αρ. 3.30-33: «τεθῆμεν δὲ αὐτοῦ καὶ εἰκόνα
ἐπίχρυσον ἐν τῶι βουλευτηρίωι ἐν τόπωι ὧι μὴ ἄλλος ἔχει, καὶ ἐπιγραφὰν ἐπιγράψαι τὰν
προδεδηλωμέναν·». Οι δύο όροι ταυτίζονται, βλ. Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 54. O Lavan, «Fora
and Agorai», 207-208 υποστηρίζει ότι τα βουλευτήρια στις αγορές των πόλεων συνέχισαν να
επισκευάζονται κατά τον 4ο και κατά τον 5ο αιώνα και ότι οι βουλές συνέχισαν να συνεδριάζουν
εκεί μέχρι τα μέσα, τουλάχιστον, του 5ου αιώνα.
201 Ραμού-Χαψιάδη Α., Ἀπό τή φυλετική κοινωνία στήν πολιτική. Πολιτειακή ἐξέλιξη τῆς Ἀθήνας,

Ἀθήνα 1982, 65-66.

37
παράδειγμα του συνοικισμού της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη202 ο

Θησέας προκειμένου να ενώσει τις κώμες της Αττικής κατήργησε τις κατά

τόπους αρχές και Βουλευτήρια ιδρύοντας στην Αθήνα ένα κεντρικό Πρυτανείο

και Βουλευτήριο. Τα Πρυτανεία203 των πόλεων ήταν καθιερωμένα στην Εστία,

προς τιμή της οποίας έκαιγε ακοίμητο πυρ, που συμβόλιζε τη ζωή της πόλης. Οι

πρώτοι άποικοι μετέφεραν μαζί τους στις αποικίες που ίδρυαν φλόγα από την

εστία του Πρυτανείου της Μητρόπολής τους ως ιερό σύμβολο της πηγής της

ζωής του νέου οικισμού. Στο Βυζάντιο, στην Αγορά του Στρατηγίου, η οποία

προφανώς είχε λάβει το όνομά της από την έδρα των δύο Στρατηγών, της

ανώτερης πολιτειακής αρχής της πόλης, υπήρχαν ακόμη το Πρυτανείο204, όπου

θα έκαιγε το ακοίμητο πυρ προς τιμή της Εστίας μεταφερμένο από το Πρυτανείο

των Μεγάρων205, το Βουλευτήριο ή Βουλείον και το Ταμείο της πόλης. Στο

Θέατρο στις υπώρειες της Ακρόπολης, προφανώς, συγκαλούνταν η Εκκλησία

του Δήμου.206

Ο Μέγας Κωνσταντίνος σεβάστηκε τον πολιτικό χαρακτήρα του

Στρατηγίου, αφού σύμφωνα με τον Σωκράτη εδώ αναρτήθηκε, κοντά σε έναν

202 Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2.15: «ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς ἐβασίλευσε, γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ
δυνατὸς τά τε ἄλλα διεκόσμησε τὴν χώραν καὶ καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια
καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν, ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον, ξυνῴκισε
πάντας…».
203 Miller S. G., The Prytaneion: its Function and Architectural Form, Μπέρκλεϋ 1978, 13-14. Liddell-Scott,

Λεξικὸν, VII, 18, λήμμα: «πρυτανεῖον».


204 Το Πρυτανείο και το Βουλευτήριο αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία της ελληνικής

αγοράς και συγχρόνως σημαντικά ανασκαφικά κριτήρια για την ταύτιση της θέσης της μέσα στον
αστικό ιστό, βλ. Hellmann, Architecture Grecque, 286-287.
205 Για την παράδοση σχετικά με τα Μέγαρα ως μητρόπολη του Βυζαντίου, βλ. Hanell, Megarische

Studien, 123 κ.ε., ο οποίος με βάση διάφορα τεκμήρια καταλήγει ότι είναι αληθινή. Ακόμη, βλ. Isaac,
Greek Settlements, 218-222. Ο Gyuzelev, West Pontic Coast, 158 θεωρεί ότι έλαβαν μέρος και άποικοι
από άλλες πόλεις. Tο Πρυτανείο των Μεγάρων αναφέρει ο Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις, 1.43.2.
206 Αυτή υπήρξε μία από τις κύριες λειτουργίες του θεάτρου στις ελληνικές πόλεις, βλ. Pont,

«Septime Sévère», 197. Kolb F., Agora und Theater: Volks-und Festversammlung, Βερολίνο 1981, 88, 90, 98.
Μία αναφορά στην Εκκλησία του Δήμου του Βυζαντίου σώζει ο Πολύαινος στα Στρατηγήματα, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 195. Σύμφωνα με τον Ευνάπιο ο δήμος συνέχισε να συγκεντρώνεται σε
σημαντικές περιστάσεις στο Θέατρο και κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, βλ. Εὐνάπιος, Βίοι
Σοφιστῶν, 20.11-15 (VI.2.9): «καὶ τότε δὴ τοῦ πολλάκις συμβαίνοντος κατὰ τὴν ὡρῶν φύσιν
συμβάντος, ὅ τε δῆμος ὑπὸ λιμοῦ παρεθέντες συνῄεσαν εἰς τὸ θέατρον, καὶ σπάνις ἦν τοῦ
μεθύοντος ἐπαίνου, καὶ τὸν βασιλέα κατεῖχεν ἀθυμία». Το Θέατρο, πιθανώς, βρισκόταν ανατολικά
της Ακρόπολης του Βυζαντίου, σύμφωνα με τον Martiny G., «The Great Theatre, Byzantium»,
Antiquity 12 (1938), 89-93. Ακόμη, βλ. Barsanti, «Bisanzio romana», 24. Mango, Développement urbain, 19
και σημ. 31. Matthews, «Notitia Urbis», 102 και σημ. 38. Ο Tezcan, Topkapi Sarayi, 120-123, εικ. 134-135
δημοσιεύει τμήμα μαρμάρινου εδωλίου που βρέθηκε σε κοντινή απόσταση, στην πύλη
Dĕgirmenkapi, των θαλασσίων τειχών.

38
έφιππο ανδριάντα του αυτοκράτορα, η λίθινη στήλη στην οποία αναγραφόταν ο

νόμος που εκύρωνε την Κωνσταντινούπολη ως «δευτέραν Ῥώμην».207 Η αρχαία

παράδοση ανάρτησης νόμων ή ψηφισμάτων στις πολιτικές αγορές των πόλεων

βρισκόταν ακόμη σε ισχύ.208 Ο παρακείμενος χρόνος των ρημάτων που

χρησιμοποιεί ο Σωκράτης: «καταγέγραπται» και «προτέθειται» υποδηλώνει ότι η

στήλη με τον νόμο ήταν, ακόμη στην εποχή του, ορατή στο Στρατήγιο. Η

αναφορά του υποδεικνύει δύο πράγματα, πρώτον ότι το πολιτικό κέντρο του

Βυζαντίου εξακολουθούσε να βρίσκεται στον χώρο της παραθαλάσσιας αρχαίας

Αγοράς, όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να επανιδρύσει την πόλη209, και

δεύτερον ότι ο αυτοκράτορας σεβάστηκε τον χαρακτήρα του χώρου ως

μνημειακού κέντρου της πόλης και επέλεξε εδώ να ενημερώσει τους Βυζαντίους

για τις ενέργειές του.

Όλα τα στοιχεία που παραθέσαμε δείχνουν ότι στην περιοχή του

Στρατηγίου είχε διαμορφωθεί από την αστική παράδοση του χιλιόχρονου

ιστορικού βίου το μνημειακό κέντρο του Βυζαντίου. Στον χώρο αυτό, που

βρισκόταν κοντά στον Προσφοριανό λιμένα210 και συνδεόταν απευθείας με την

παραθαλάσσια πύλη της πόλης, οικοδομήματα με πολιτικό χαρακτήρα

εξυπηρετούσαν τις πολιτικές δραστηριότητες της πόλης. Είδαμε νωρίτερα ότι σε

δύο δύσκολες περιστάσεις του δημόσιου βίου, οι πολίτες του Βυζαντίου ήταν

συγκεντρωμένοι ακριβώς σε αυτό τον χώρο, στο νοητό κέντρο της πόλης τους.

Πληροφορίες για άλλα μνημεία στην περιοχή μάς παρέχει η αναφορά του

Ησυχίου ότι οι Βωμοί του Αίαντα και του Αχιλλέα καθώς και τα Λουτρά του

207 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.16-20 (Ι.16.1): «ἴσην τε τῇ βασιλευούσῃ Ῥώμῃ ἀποδείξας,
Κωνσταντινούπολίν τε μετονομάσας χρηματίζειν δευτέραν Ῥώμην νόμῳ ἐκύρωσεν· ὃς νόμος ἐν
λιθίνῃ καταγέγραπται στήλῃ καὶ δημοσίᾳ ἐν τῷ καλουμένῳ στρατηγίῳ, πλησίον τῷ ἑαυτοῦ
ἐφίππῳ προτέθειται». Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνει ή απλώς επαναλαμβάνει και ο Ἡσύχιος,
Πάτρια, 17.3-6 (39): «…δίκαιά τε πάντα πρὸς ζῆλον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δωρησαμένου, καθὰ
καὶ ἐν τῷ Στρατηγίῳ λεγομένῳ φόρῳ, ἔνθα ποτὲ οἱ στρατηγοῦντες τῆς πόλεως ἄνδρες τὰς τιμὰς
ὑπεδέχοντο, ἐπὶ λιθίνης ἀνέγραψε στήλης». Τον έφιππο ανδριάντα του Κωνσταντίνου αναφέρει
και ο Κεδρηνός, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 563.19-20: «ὅτι ἐν τῷ στρατηγίῳ ἐστὶν ὁ τρίπους Ἑκάτης καὶ ὁ
μέγας Κωνσταντῖνος ἔφιππος, φέρων σταυρόν».
208 Ο Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 81 σημειώνει ότι κατά την αυτοκρατορική

περίοδο στις πόλεις της Μ. Ασίας, όχι μόνο δεν διακόπηκε η πολιτική δραστηριότητα στην αγορά,
αλλά αντίθετα ο αριθμός των ψηφισμάτων αυξήθηκε. Ο Lavan, «Fora and Agorai», 211-212
παρουσιάζει μαρτυρίες σχετικά με την ανάρτηση νόμων ή ψηφισμάτων ως τεκμήρια για τη
συνέχιση της πολιτικής δραστηριότητας στην αγορά κατά τον 4ο και 5ο αιώνα.
209 Η μαρτυρία του συμφωνεί με εκείνη του Θεμιστίου, βλ. ανωτέρω σημ. 197.

210 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 186.

39
Αχιλλέα βρίσκονταν κοντά στο Στρατήγιο.211 Τα Λουτρά του Αχιλλέα αναφέρει

και ένας νόμος212 που εκδόθηκε από τον Θεοδόσιο Β΄ (408-450) και τον

Ουαλεντινιανό Γ΄ (425-455) και καθορίζει την υδροδότησή τους από το Αδριάνειο

Υδραγωγείο. Η λατρεία των ηρώων213 χωροθετούνταν κατά κανόνα στον χώρο

της αρχαίας αγοράς, ενώ τα λουτρά214 υπήρξαν συνηθισμένα κοινωφελή

οικοδομήματα στην περιφέρειά της. Σημασία, ίσως, έχει ακόμη και η αναφορά

των Πατρίων215 που χωροθετεί τις Φυλακές του Βυζαντίου στο Στρατήγιο.

Το γεγονός ότι στο Στρατήγιο τοποθετήθηκε ο έφιππος ανδριάντας του

Κωνσταντίνου216 μας παραπέμπει και στα οπτικά σύμβολα που φόρτιζαν το

μνημειακό περιβάλλον της Αγοράς. Μια χαμένη σήμερα επιγραφή από την

Ολβία διασώζει το ψήφισμα217 της Βουλής και του Δήμου των Βυζαντίων σχετικά

με την τοποθέτηση επιχρυσωμένου ανδριάντα του Ολβιοπολίτη Ορόντη στο

211 Ἡσύχιος, Πάτρια, 7.6-8 (16): «Ἐγγὺς δὲ τοῦ καλουμένου Στρατηγίου Αἴαντος τε καὶ Ἀχιλλέως
βωμοὺς ἀνεθήκατο (Βύζας)· ἔνθα καὶ τὸ Ἀχιλλέως χρηματίζει λουτρόν». Για βωμούς αφιερωμένους
στη λατρεία ηρώων, ενταγμένους σε ηρώα, ιερά ή τεμένη, τα οποία βρίσκονταν στον χώρο της
αγοράς των αρχαίων πόλεων, βλ. Τζαβελοπούλου, Λατρείες ηρώων, 93-95. Οι Βυζάντιοι σύμφωνα
με τον Διονύσιο, Ἀνάπλους Βοσπόρου 17.4-6 (39) τιμούσαν τον Αίαντα: «Μετὰ δὲ τὸ Μέτωπον
Αἰάντειον, ἐπώνυμον Αἴαντος τοῦ Τελαμῶνος, ὃν κατὰ τινα μαντείαν σέβουσι Μεγαρεῖς· τὰ δ’ ἔθη
τῶν οἰκιστῶν νόμοι τοῖς ἀποίκοις». Για τη σχέση της λατρείας του Αίαντα με τα Μέγαρα, βλ.
Hanell, Megarische Studien, 188-189. Η αναφορά του Ησυχίου συνδέει το Βυζάντιο με τους Αχαιούς
διεκδικητές της Τροίας.
212 Codex Justinianus, 439, ΧΙ.42.6. Ο νόμος απευθύνεται προς τον Κύρο και εκδόθηκε κατά τα έτη 439-

441, όταν διετέλεσε Έπαρχος Πραιτωρίων. Τα Λουτρά είχαν ήδη καταστραφεί από πυρκαγιά το
έτος 433, βλ. Πασχάλιον Χρονικὸν, 582.5-6 και ο Κύρος τα ανακαίνισε. Τελικά εγκαινιάστηκαν το
έτος 443, βλ. Πασχάλιον Χρονικὸν, 583.17-18: «…ἐνεκαινίσθη τὸ δημόσιον λουτρὸν ὁ Ἀχιλλεὺς» και
Marcellinus Comes, Chronicon, 81.11-12 (έτ. 443). Ακόμη, βλ. Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 114-
115, 227. Ο Mango, Développement urbain, 18 και σημ. 30 θεωρεί ότι, ίσως, τα Λουτρά ταυτίζονται με
τις Thermae Eudocianae ή Thermae Honorianae που αναφέρει η Notitia Urbis, 233 στην 5η Ρεγιώνα.
213 Σχετικά με τη λατρεία των ηρώων στον χώρο της αγοράς, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 90.

Τζαβελοπούλου, Λατρείες ηρώων, 31-136.


214 Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 169-170 σημειώνει ότι κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ενισχύονται οι

κοινωφελείς υποδομές της αγοράς με κτίσματα δημόσιας υγιεινής, όπως θέρμες, βεσπασιανές και
κρήνες.
215 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 218.5-7 (ΙΙΙ.13): «Ὅτι εὑρὼν τὰς φυλακὰς ὁ μέγας Κωνσταντῖνος

τῶν Βυζαντίων εἰς τὸ Στραγήγιον ἐκεῖσε ἐφρούρει καὶ αὐτὸς τοὺς τιμωρουμένους». Ο Camp, Αγορά,
146-147 σημειώνει ότι στην Αθήνα το κτήριο της φυλακής σχετιζόταν με τα δικαστήρια, και ότι
μάλλον βρισκόταν έξω από τη ΝΔ γωνία της πλατείας της Αγοράς.
216 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 207.

217 Łajtar, Inschriften, 27-30, επιγρ. αρ. 3. Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 200. Δεν ήταν, όμως, βέβαιο ότι οι

Βυζάντιοι θα έστηναν τελικά τον ανδριάντα, όπως υποδεικνύει η περίπτωση του βασιλιά της
Βιθυνίας, Προυσία Α΄ (περ. 228-182 π.Χ.), βλ. Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.49.1, που τους κατηγορούσε:
«…ὅτι ψηφισαμένων τινὰς εἰκόνας αὐτοῦ ταύτας οὐκ ἀνετίθεσαν, ἀλλ’ εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην
ἄγοιεν…».

40
Βουλευτήριο της πόλης κατά τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Τα Πάτρια218 τοποθετούν

στο Στρατήγιο μία στήλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία βρισκόταν αρχικά

στη Χρυσόπολη και μεταφέρθηκε εκεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Οι

Παραστάσεις219 αναφέρουν έναν Τρίποδα, τον οποίο φαίνεται ότι συγχέουν με τη

στήλη του Αλεξάνδρου, ενώ τα Πάτρια220 συνδέουν τον Τρίποδα με την μαντεία

και ο Κεδρηνός221 με την Εκάτη. Ακόμη, κάποια στοιχεία συσχετίζουν την

περιοχή του Στρατηγίου με τη λατρεία της θεάς Τύχης. Σύμφωνα με τον Κόμη

Μαρκελλίνο222, στο Στρατήγιο βρισκόταν μία αψίδα η οποία επιστεφόταν από

χάλκινο άγαλμα της Τύχης, η οποία κρατούσε κέρας της Αμάλθειας. Τα

Πάτρια223 αναφέρουν ότι η Τύχη της Πόλης βρισκόταν στο Στρατήγιο.

Μέσα από τις πηγές προκύπτει ότι ο χαρακτήρας της περιοχής του

Στρατηγίου, λιγότερο από έναν αιώνα μετά την επέμβαση του Κωνσταντίνου,

παρουσιάζει στοιχεία οικοδομικής και λειτουργικής ανανέωσης. Αυτό

υποδεικνύουν ο συνολικός χαρακτηρισμός της 5ης ρεγιώνας, στην οποία ανήκει,

218 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 183.6-14 (59). Berger, Patria, 406-408. H Bassett, Urban Image, 242-243
θεωρεί ότι πιθανώς ο Κεδρηνός αναφέρει ως ανδριάντα του Κωνσταντίνου τον έφιππο ανδριάντα
του Αλεξάνδρου. Φαίνεται να αγνοεί, όμως, ότι στο Στρατήγιο υπήρχε και έφιππος ανδριάντας του
Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 207.
219 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 66.7-8 (69): «Ὁ τρίπους ὁ ἐν τῷ Στρατηγίῳ τῷ μεγάλῳ, καθὰ

Προμούντιος Ἀλέξανδρον λέγει εἶναι τὸν Μακεδόνα».


220 Τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 184.1-6 (ΙΙ.61): «Ἵστατο δὲ εἰς τὸ αὐτὸ Στρατήγιον καὶ ὁ τρίπους

<ὁ> ἔχων τὰ παρῳχηκότα καὶ τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι· καὶ ὁ νότιος πόλος καὶ ἡ
λεκάνη τοῦ Τρικακκάβου ἡ τεθεῖσα εἰς τὰ Στείρου· εἰς μαντεῖον γὰρ ἦν ὁ τόπος· πλησίον δὲ ἐκεῖσε
καὶ ἡ Τύχη τῆς πόλεως».
221 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 207. Σχετική είναι και μία αναφορά του Στέφανου Βυζαντίου, Ἐθνικὰ,

364.10-15 (Β 130): «λέγεται καὶ Βοσπόριον τοῦ Βυζαντίου λιμήν. οἱ δὲ ἐγχώριοι Φωσφόριον αὐτὸ
καλοῦσι παραγραμματίζοντες· ἢ ὅτι Φιλίππου τοῦ Μακεδόνος διορύξαντος κατὰ τὴν πολιορκίαν
εἴσοδον κρυπτήν, ὅθεν ἀφανῶς οἱ ὀρύττοντες ἤμελλον τοῦ ὀρύγματος ἀναδῦναι, ἡ Ἑκάτη
φωσφόρος οὖσα δᾷδας ἐποίησε νύκτωρ τοῖς πολίταις φανῆναι. καὶ τὴν πολιορκίαν φυγόντες
Φωσφόριον τὸν τόπον ὠνόμασαν». Η ονομασία Φωσφόριον του Προσφοριανού λιμένος και η
ανάθεση του Τρίποδα της Εκάτης Φωσφόρου στο Στρατήγιο υπενθυμίζουν την άμεση
τοπογραφική σχέση λιμένος και Αγοράς, που εντοπίσαμε νωρίτερα, βλ. ανωτέρω υποσημ. 182, 186.
Σύμφωνα με τον Isaac, Greek Settlements, 235 φαίνεται ότι στο Βυζάντιο η Εκάτη Φωσφόρος
ταυτιζόταν με την Αρτέμιδα. Ακόμη, βλ. Loukopoulou L.D., Contribution à l’histoire de la Thrace
Propontique, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Μελετήματα 9, Αθήνα 1989, 105-109.
222 Marcellinus Comes, Chronicon, 97.15-17, (έτος 510): «Simulacrum aeneum in foro Strategii super

fornicem residens et cornu copiae Fortunae retinens incendio proflammatum est conbustumque amisit
brachium, quod tamen statuarii continuo solidarunt». Σύμφωνα με τον Mango, «Triumphal way», 178,
σημ. 36, πιθανώς η αψίδα αυτή ταυτίζεται με εκείνη που αναφέρεται ως αψίδα του Ουρβικίου στα
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 141.7-8 (52): «ἡ δὲ ἐκεῖσε ἀψὶς ἡ λεγομένη νῦν Οὐρβίκιος πόρτα ἦν
χερσαία τῶν Βυζαντίων».
223 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 220. Berger, Patria, 409-410.

41
ως: «in qua necessaria civitatis aedificia continentur»224, η σχέση της με τη ναυτική

κίνηση του Προσφοριανού λιμένος (Portum prosforianum) και της Σκάλας της

Χαλκηδόνος (Scalam Chalcedonensem) και κυρίως η καταγραφή ανάμεσα στις

υποδομές της των 4 από τις 6 σιταποθήκες (Horrea Troadensia, Valentiaca,

Constantiaca & Οlearia) και των 2 από τα 4 Macella της Πόλης. Γνωρίζουμε,

μάλιστα, πως οι σιταποθήκες οικοδομήθηκαν στο Στρατήγιο, αφού στο Περί

Βασιλείου Τάξεως αποκαλούνται ως: «τὰ ὀῤῥία τοῦ στρατηγίου».225 Οι ονομασίες

«Horrea Constantiaca» και «Horrea Valentiaca» μας πληροφορούν ότι η διαδικασία

αυτή ξεκίνησε ήδη από τη βασιλεία του Κωνσταντίου (337-361) και συνεχίστηκε

από τον Ουάλη (364-378). Οι εργασίες ανάπλασης του Στρατηγίου και

μετατροπής του σε Φόρο, στο πλαίσιο των οποίων τοποθετήθηκε και ο

τετράπλευρος Θηβαίος οβελίσκος, ολοκληρώθηκαν το αργότερο στα χρόνια της

Θεοδοσιανής δυναστείας226 πριν από τη συγγραφή του κειμένου της Notitia (423-

427). Η ανανέωση του χαρακτήρα της περιοχής διατηρήθηκε στη συλλογική

μνήμη και ταυτίστηκε με το πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με τις

Παραστάσεις ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε στο Στρατήγιον τον πρώτο φόρο 227

της Πόλης, ενώ παράλληλα γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «μεγάλο» και «μικρό»

Στρατήγιον.228 Οι τελευταίες αναφορές δραστηριοτήτων229 στο Στρατήγιο

αφορούν την αφαίρεση όλων των εναπομεινάντων χάλκινων αγαλμάτων230 από

τους Καίσαρα Βάρδα και Βασίλειο Α΄ (867-886) καθώς και τη λειτουργία αγοράς

ζωντανών προβάτων.231 Η τελευταία αναφορά του ονόματος βρίσκεται σε μία

224 Notitia Urbis, 233-234, VI.4-19.


225 Περί βασιλείου Τάξεως, 699.7-8: «Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, ὅταν ἐν ὀχήματι βούλεται προελθεῖν ὁ
βασιλεὺς καὶ ἰδεῖν τὰ ὀῤῥία τοῦ στρατηγίου». Περιγράφεται η διαδικασία επιθεώρησης των
σιταποθηκών του Στρατηγίου από τον αυτοκράτορα. Η πομπή ξεκινούσε από τον Ιππόδρομο και
διατηρήθηκε μέχρι τουλάχιστον την εποχή του Ιουστινιανού.
226 Notitia Urbis, 233, VI.11-12. Για τη χρονολόγηση, βλ. Εισαγωγή, υποσημ. 13. Η μετονομασία του

Στρατηγίου σε «forum Theodosiacum», μετά την ανακαίνισή του, αποτελεί πρακτική γνωστή της
Θεοδοσιανής δυναστείας και από άλλα παραδείγματα, όπως οι Θέρμες Κωνσταντινιαναί, που
εγκαινιάστηκαν ως Θεοδοσιαναί, βλ. Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 10, καθώς και το
«aqueductus Theodosiaco», βλ. Codex Theodosianus, 6.4.30. Για τον Θηβαίο Οβελίσκο, βλ. Mango,
«Triumphal Way», 187-188.
227 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 66.11-13 (69): «Γράφει δὲ ὁ αὐτὸς (Προμούντιος) καὶ

Κωνσταντῖνον τὸν ἅγιον ἐκεῖ πρῶτον φόρον τῇ πόλει ταύτῃ ἀναστῆσαι».


228 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 33.22-34.13 (24). Berger, Patria, 410-411.

229 Magdalino, «Medieval Constantinople», 57-58.

230 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 184 (ΙΙ.61) και 221 (ΙΙΙ.24). Berger, Patria, 409-410.

231 Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, XV.5.

42
επιστολή του Μανουήλ Χρυσολωρά232 του έτους 1411 προς τον μελλοντικό

διάδοχο του θρόνου, Ιωάννη Η΄, υιό του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425),

όπου γίνεται λόγος για τους κενούς από ανδριάντες κίονες που σώζονταν ακόμη

εκεί.

Τα στοιχεία που παραθέσαμε αποκαλύπτουν ότι ο πολεοδομικός

σχεδιασμός της Κωνσταντινούπολης είχε προβλέψει από πολύ νωρίς τη

λειτουργική ανανέωση του Στρατηγίου και της περιοχής του με τη χωροθέτηση

εκεί μερικών πολύ βασικών έργων υποδομών και εμπορίου. Οι αναφορές στις

πηγές του Στρατηγίου, του Πρυτανείου, του Ταμείου, των Βωμών, των Λουτρών,

των Φυλακών, των αγαλμάτων, των στηλών και του Τρίποδα φανερώνουν ότι τα

οικοδομήματα του αρχαίου Βυζαντίου διατηρήθηκαν ως μνημειακό υπόβαθρο, το

οποίο εμπλουτίστηκε με τα νεότερα οικοδομήματα της Πόλης του

Κωνσταντίνου. Η υλοποίηση της πρώτης σιταποθήκης ήδη στα χρόνια του

Κωνσταντίου υποδεικνύει ότι ο σχεδιασμός αυτός συνδέεται αναμφίβολα με τον

ιδρυτή αυτοκράτορα και το επιτελείο του. Συγχρόνως επιβεβαιώνει ότι η αρχαία

αγορά του Βυζαντίου, μολονότι διατηρούσε τα μνημεία της, είχε πλέον

εκκενωθεί από τον παραδοσιακό λειτουργικό προορισμό της και μπορούσε να

αξιοποιηθεί διαφορετικά.

Την ίδια ώρα που επαναπροσδιοριζόταν ο μνημειακός και λειτουργικός

χαρακτήρας του Στρατηγίου μέσα στη μνημειακή τοπογραφία της Πόλης του

Κωνσταντίνου, τεράστια σημασία αποκτούσε το πλάτωμα ανάμεσα στον πρώτο

και τον δεύτερο λόφο της χερσονήσου, όπου ο νέος πολεοδομικός σχεδιασμός

χωροθέτησε το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Προτού εξετάσουμε

τη διαδικασία διαμόρφωσης του νέου μνημειακού κέντρου είναι απαραίτητο να

διερευνήσουμε το μνημειακό υπόβαθρο το οποίο η πολεοδομική δραστηριότητα

των αρχαίων Βυζαντίων είχε διαμορφώσει στην περιοχή αυτή πριν από την

έλευση του Νικητή αυτοκράτορα.

Μέσα από τις αναφορές των πηγών και τα δεδομένα της αρχαιολογικής

έρευνας προκύπτει ότι κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο πολεοδομικός ιστός της

αρχαίας πόλης είχε επεκταθεί στην περιοχή νότια και νοτιοδυτικά της

232 Μανουήλ Χρυσολωράς, Σύγκρισις παλαιᾶς καὶ νέας Ῥώμης, 21 (PG 156, 45D).

43
Ακρόπολης, στο πλάτωμα ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο λόφο της

χερσονήσου. Οι πύλες εισόδου του οχυρωματικού περιβόλου στην περιοχή αυτή

είναι οι γνωστές μας: «…πύλας τὰς ἐπὶ τὸ Θρᾴκιον καλουμένας»233 για τις οποίες

είδαμε νωρίτερα, ότι στην εποχή του Ξενοφώντα βρίσκονταν μακριά από το

μνημειακό κέντρο της αρχαίας πόλης και οδηγούσαν σε πεδινό τόπο, έρημο

οικιών. Ο Ζώσιμος κατά την προσφιλή του συνήθεια παρέσχε το ακριβές

τοπογραφικό στίγμα της Πύλης τόσο σε σχέση με την τοπογραφία του αρχαίου

Βυζαντίου όσο και της Κωνσταντινούπολης, προσδιορίζοντας αντίστοιχα τη

σχέση της με τις στοές του Σεβήρου234 (τελευταίο τμήμα της Μέσης Οδού) και την

Αγορά-Φόρο του Κωνσταντίνου.235

Οι Πύλες του Θρακίου εξυπηρετούσαν χωρίς άλλο την οδική σύνδεση του

Βυζαντίου με τη Θρακική ενδοχώρα. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κατέληγε εδώ η

Εγνατία Οδός κατερχόμενη από το εσωτερικό της Θρακικής χερσονήσου.236 Στο

τελευταίο τμήμα της, πριν τα τείχη του Βυζαντίου, είχε αναπτυχθεί η

εκτεταμμένη νεκρόπολη της αρχαίας πόλης, τα ευρήματα της οποίας ξεκινούν

από τον Φόρο του Κωνσταντίνου 237, δηλαδή αμέσως εξωτερικά της Πύλης του

233 Ξενοφών, Ἐλληνικὰ, 1.3.20. Η ονομασία Θράκιον δεν αναφέρεται από τους βυζαντινούς
συγγραφείς.
234 Βλ. ανωτέρω σημ. 175.

235 Βλ. ανωτέρω σημ. 176. Ο Mamboury, Istanbul touristique, 61 πρότεινε ότι οι τέσσερις πυλώνες,

διαστάσεων 6,5 μ. Χ 1,3 μ., που αποκαλύφθηκαν το 1931 επί της Divan Yolu, σε απόσταση 75 μ.
ανατολικά του Πορφυρού Κίονος, αποτελούν λείψανα της Πύλης του Θρακίου του Βυζαντίου. Το
σχέδιο του Mamboury με τα αρχιτεκτονικά λείψανα δημοσιεύτηκε από τον Bardill, «The Palace of
Lausus», 72, σχέδ. 3. Η Barsanti, «Bisanzio romana», 22-23 ορθά παρατηρεί ότι οι πυλώνες και το
τριπλό τοξωτό άνοιγμα, που διαμορφωνόταν ανάμεσά τους, πιθανότερα αποτελούν λείψανα της
ανατολικής αψίδας του Φόρου του Κωνσταντίνου.
236 Για τη διαδρομή της, βλ. Mango, Développement urbain, 32-33 και Mango, «Triumphal Way», 174-175.

Στις σχετικές μαρτυρίες θα πρέπει να προστεθεί και η πληροφορία του Παιανίου, Μετάφρασις
Εὐτροπίου, 159.23-24 (9.15.2) αναφορικά με τη δολοφονία του Αυρηλιανού: «Σφάττεται τοίνυν
μεταξὺ τοῦ τε Βυζαντίου καὶ Ἡρακλείας κατὰ τὴν παλαιὰν λεωφόρον· ὄνομα δέ ἐστιν τῷ τόπῳ
Καινὸν φρούριον». Ήδη το 333 η διαδρομή της Εγνατίας είχε γίνει παραλιακή, όπως αποτυπώνει η
διαδοχή των σταθμών στο Itinerarium Burdigalense, βλ. Itineraria Romana, 91, 570.4-7: «Salambria,
Callum, Atyra, Regio». Ακόμη, βλ. Salway B., «There but Not There. Constantinople in the Itinerarium
Burdigalense», στο Grig-Gavin, Two Romes, 293-324.
237 Τα πρώτα σημαντικά ευρήματα ήλθαν στο φως κατά τις εργασίες κατασκευής του υπόγειου

δικτύου αποχέτευσης της Πόλης. Πολύτιμες πληροφορίες διασώθηκαν χάρη στον Mamboury,
«Fouilles Byzantines» Ι, 252-254, και σημαντικά ευρήματα αποκαλύφθηκαν σε μεταγενέστερη
ανασκαφική έρευνα, βλ. Firatli, «Short Report», 207-208. Ακόμη, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 219.
Τα ταφικά ευρήματα από την περιοχή αναφέρει συνοπτικά ο Gyuzelev, West Pontic Coast, 288-289.
Σύμφωνα με τον Mamboury, στο ίδιο, 254, το επίπεδο του Φόρου εντοπίστηκε σε βάθος -2,4 μ. ενώ
της νεκρόπολης σε βάθος περίπου -4μ. Ο Firatli, στο ίδιο, 207, εντόπισε το επίπεδο του Φόρου σε
βάθος -2,15 μ.

44
Θρακίου, και εκτείνονται προς τα δυτικά 238 και βορειοδυτικά. Εσωτερικά της

Πύλης σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζωσίμου υπήρχε μία λεωφόρος, η οποία με

την ανέγερση πλευρικών στοών στα χρόνια της βασιλείας του Σεβήρου

μετατράπηκε σε στωική οδό. Η οδός αυτή προφανώς ακολουθούσε τη χάραξη

της μεταγενέστερης Μέσης Οδού. Ακόμη και αν δεν οικοδόμησε ο Σεβήρος τις

στοές, όπως αμφισβητείται σήμερα239, γεγονός παραμένει ότι αυτή η περιοχή του

Βυζαντίου είχε αποκτήσει τόση σημασία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ώστε η κύρια

λεωφόρος που τη διέσχιζε από την Πύλη του Θρακίου να αναδειχτεί μνημειακά

κατά τη συνήθη αρχιτεκτονική πρακτική240 της Μικράς Ασίας.

Η έρευνα των Crow, Bardill και Bayliss241 σχετικά με το σύστημα

υδροδότησης του αρχαίου Βυζαντίου απέδειξε ότι το Αδριάνειο Υδραγωγείο242

εισερχόταν στην πόλη βορειότερα από το υδραγωγείο του Ουάλη και σε ύψος

περίπου 35 μ. Ακολουθώντας τις ισοϋψείς καμπύλες των βόρειων λόφων της

χερσονήσου κατέληγε στην περιοχή της Βασιλικής Κινστέρνας (περίπου υψομ.

238 Η αποκατάσταση της διαδρομής του οχυρωματικού περιβόλου των κλασικών χρόνων συνδέεται
από τον Mango Développement urbain, 15 και με το θέμα της αρχαίας νεκρόπολης. Οι παλαιότεροι
ερευνητές με βάση τη θεωρία των δύο οχυρωματικών περιβόλων, βλ. ανωτέρω σημ. 172, και την
ανεύρεση 11 θραυσμάτων από ταφικές στήλες σε διάφορες περιοχές γύρω από την Ακρόπολη,
θεωρούσαν ότι η αρχαία νεκρόπολη ξεκινούσε από την περιοχή κοντά στην Αγία Σοφία και
εκτεινόταν προς τα δυτικά, βλ. Firatli, Stèles funéraires, 9-10 και πίν. LXXV. Έτσι τα πήλινα ειδώλια
της ελληνιστικής περιόδου που αποκαλύφθησαν κατά τα έτη 1950-1952 δυτικά του ιπποδρόμου
κατά τις ανασκαφές για το νέο Δικαστικό Μέγαρο, βλ. κατωτέρω υποσημ. 247, ερμηνεύτηκαν ως
ταφικά κτερίσματα από τον Rollas, «Les figurines», 164-165. Ο Mango, Développement urbain, 15, σημ.
14-15, αφενός υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας των 11 ταφικών ευρημάτων (μικρά θραύσματα,
δεύτερη χρήση, ατελής τεκμηρίωση στον κατάλογο του Μουσείου) δεν στοιχειοθετεί την ύπαρξη
νεκρόπολης και αφετέρου παραθέτει την κατηγορηματική μαρτυρία του Mamboury ότι κατά τις
ανασκαφές για το δίκτυο αποχέτευσης επί της Μέσης οδού δεν βρέθηκαν καθόλου ταφικά
ευρήματα από την πλατεία της Αγίας Σοφίας μέχρι την περιοχή της στήλης του Κωνσταντίνου
(Çemberlitaş).
239 Τα τελευταία χρόνια οι αναφορές των βυζαντινών πηγών του 6ου αιώνα στο οικοδομικό

πρόγραμμα του Σεβήρου ερμηνεύονται ως ιστορική κατασκευή, προκειμένου να αναδειχθεί ένα


λαμπρό παρελθόν για την Πόλη του Κωνσταντίνου, βλ. Dagron, Constantinople imaginaire, 62-67, 70-
74. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 17-22. Pont, «Septime Sévère», 192-193. Mango Développement
urbain, 19. Mango, «Sévère», 594, 608.
240 Η μεταμόρφωση των λεωφόρων σε στωικές οδούς αναδεικνύεται σε ένα από τα κατεξοχήν

χαρακτηριστικά της αστικής αρχιτεκτονικής της Μικράς Ασίας κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ., βλ.
Parrish, «Urban plan», 11-12. Raja, Urban Development, 200-202. Waelkens, «Hellenistic and Roman
Influences», 81.
241 Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 10-17 και κυρίως 114-121.

242 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 106. Ο Αδριανός τιμήθηκε από το Βυζάντιο δύο φορές με το επώνυμο ιερό

αξίωμα της πόλης, εκείνο του Ιερομνήμονος, βλ. Boatwright, Hadrian and the cities, 58 και σημ. 5, 64,
69, η οποία θεωρεί ότι η σχέση του Αδριανού με το Βυζάντιο, πιθανώς, ερμηνεύεται από την
αυξανόμενη σημασία της πόλης κατά τον 2ο αιώνα μετά τις κατακτήσεις του Τραϊανού στη Δακία
και την προσάρτηση της Μοισίας.

45
30), όπως ρητά βεβαιώνουν ο Ι. Μαλάλας 243 και το Πασχάλιον Χρονικόν244, από

όπου υδροδοτούσε την πόλη του Βυζαντίου (εικ. 21). Σε αυτή την περιοχή έχουν

αποκαλυφθεί λιγοστά, μάλλον αδιευκρίνιστα, αρχιτεκτονικά λείψανα και

αρχαιολογικά ευρήματα του ρωμαϊκού Βυζαντίου. Κατά τις βρετανικές

ανασκαφές στις Θέρμες του Ζευξίππου το έτος 1928 εντοπίστηκαν στο «κτήριο

ΙΙ» μία παλαιότερη κατασκευαστική φάση και ένα δάπεδο που θα μπορούσαν να

χρονολογηθούν στη ρωμαϊκή περίοδο.245 Στις ανασκαφές που εκτέλεσαν κατά τη

δεκαετία του 1990 τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης στην

περιοχή ανατολικά-νοτιοανατολικά της Αγίας Σοφίας εντοπίστηκαν σε

διερευνητική τομή κάτω από τα λείψανα των βυζαντινών χρόνων οικοδομικά

κατάλοιπα από λαξευτή τοιχοποιία που «αντανακλά ρωμαϊκές δομικές

τεχνικές».246 Στις ανασκαφές των ίδιων Μουσείων για την ανέγερση του Νέου

Δικαστικού Μεγάρου στη βορειοδυτική πλευρά του Ιπποδρόμου και στο Παλάτιο

του Αντιόχου κατά τα έτη 1948-1952 αποκαλύφθηκαν κάτω από τα

αρχιτεκτονικά λείψανα της πρωτοβυζαντινής περιόδου στρώματα με ευρήματα

ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.247 Στις ανασκαφές που πραγματοποίησε ο

διευθυντής του Μουσείου της Αγίας Σοφίας, Μ. Ramazanoğlu, νότια της Αγίας

Ειρήνης, κατά τα έτη 1946-1948 αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μιάς οδού και ενός

οικοδομήματος ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο συσχέτισε με τον ναό του

Απόλλωνα248, που βρισκόταν πάνω στην Ακρόπολη.

Δύο ψηφιδωτά δάπεδα μας προσφέρουν μία ακόμη ματιά στα υλικά

κατάλοιπα της ρωμαϊκής πόλης από αυτό το επίπεδο. Κατά την ανασκαφή που

πραγματοποίησε ο Ramazanoğlu στο εσωτερικό της Αγίας Ειρήνης το έτος 1950

εντοπίστηκε ένα ψηφιδωτό δάπεδο249 με ασπρόμαυρο γεωμετρικό διάκοσμο, το

243 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 364.39-41 (XVIII.17): «ἔκτισε δὲ καὶ τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς
<Ἴλλου> κινστέρναν <μεγάλην>, βουλόμενος εἰσαγαγεῖν ἐν αὐτῇ τὸ ὕδωρ τὸ Ἀδριάνιον».
244 Πασχάλιον Χρονικόν, 619.1-3: «Ἐποίησε δὲ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς καὶ τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς

Ἴλλου κινστέρναν μεγάλην, βουλόμενος βαλεῖν τὸ Ἀδριάνειον ὕδωρ τοῦ ἀγωγοῦ εἰς αὐτήν».
245 Casson-Talbot Rice, Second Report, 12-13, 50. Mango, «Sévère», 599-602.

246 Denker, «Byzantine Great Palace», 13-14.

247 Duyuran, «First Report», 38. Barsanti, «Bisanzio romana», 26. Mamboury, «Fouilles Byzantines» III,

455-459. Rollas, «Les figurines», 164-168.


248 Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» Ι, 347-349. Ο Mamboury, «Fouilles Byzantines» III, 439

αναφέρει, επίσης, την ανεύρεση στην περιοχή αυτή μιάς ενεπίγραφης βάσης με την επιγραφή
«ΓΑΙΟC CΚΥΜΝΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩ ΕΥΧΗΝ», την οποία συνδέει με τον ναό.
249 Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, 232-235. Barsanti, «Bisanzio romana», 27.

46
οποίο η Dalgiç250 με βάση στυλιστικά κριτήρια το χρονολογεί στον πρώιμο 2ο

αιώνα μ.Χ. και το αποδίδει σε κάποιο σημαντικό κτίσμα στο ΝΔ άκρο της

Ακρόπολης του Βυζαντίου. Tο δεύτερο ψηφιδωτό δάπεδο αποκαλύφθηκε251 κατά

τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών το έτος 1935 στην οδό Çatalçeşme, περίπου 100

μ. δυτικά της Βασιλείου Στοάς. Είναι πολύχρωμο, σώζεται αποσπασματικά και

συνδυάζει τρεις προτομές και μία ολόσωμη ανδρική μορφή, με γεωμετρικό

διάκοσμο. Η Dalgiç252 το χρονολογεί στον πρώιμο 3ο αιώνα και το συνδέει με την

ανοικοδόμηση της πόλης κατά την εποχή του Σεβήρου. Τέλος η Barsanti253

συγκέντρωσε τα λίθινα κινητά ευρήματα, ανάγλυφα, αγάλματα, αρχιτεκτονικά

μέλη της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, αρκετά από τα οποία

αποκαλύφθηκαν στην περιοχή που μας απασχολεί, χωρίς όμως να υπάρχει η

δυνατότητα ασφαλούς διάκρισης μεταξύ εκείνων που ανήκουν στον διάκοσμο

του ρωμαϊκού Βυζαντίου και εκείνων που μεταφέρθηκαν μετά την ίδρυση της

Κωνσταντινούπολης.

Τα ευρήματα αυτά μας προϊδεάζουν για την ύπαρξη ενός μνημειακού

υποβάθρου της ρωμαϊκής περιόδου στην περιοχή όπου αργότερα διαμορφώθηκε

από τον Κωνσταντίνο το μνημειακό κέντρο της Πόλης του. Το πλέον σημαντικό

αρχαίο μνημείο που χωροθετείται εδώ υπήρξε η Μεγίστη Τετράστωος Αγορά

που αναφέρει ο Ζώσιμος254, στις άκρες της μιάς στοάς της οποίας ο

Κωνσταντίνος ίδρυσε δύο ναούς αφιερωμένους στη Ρέα και την Τύχη. Το γεγονός

ότι το Τυχαίο255 της Κωνσταντινούπολης χωροθετείται στη Βασίλειο Στοά ήδη

από την εποχή του Ιουλιανού αναδεικνύει την τοπογραφική σχέση της

τελευταίας με την Τετράστωο Αγορά, μολονότι αυτή μέχρι σήμερα δεν έχει

διευκρινιστεί. Εάν συνδυάσουμε τη μαρτυρία του Ζωσίμου με τα αρχαιολογικά

ευρήματα και την πορεία του Αδριάνειου Υδραγωγείου256 προκύπτει ότι η πόλη

250 Dalgiç, «Pre-Constantinian Mosaics», 124-127.


251 Mamboury, «Fouilles Byzantines» Ι, 279. Για εικόνα του ψηφιδωτού, βλ. Schneider, Byzanz, 92, αρ. 8,
πίν. 9. Για την θέση του στον τοπογραφικό χάρτη της Πόλης, βλ. Kleiss, Plan von Istanbul, 7, αρ. 8.
Επίσης βλ. Barsanti, «Bisanzio romana», 27. Mango, Développement urbain 13, σημ. 4.
252 Dalgiç, «Pre-Constantinian Mosaics», 127-130.

253 Barsanti, «Bisanzio romana», 30-45.

254 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31).

255 Βλ. Σωκράτης, Γ.1.5. Σούδα, Γ.1.35. Νικηφόρος Κάλλιστος, Γ.1.48 και κατωτέρω, υποσημ. 1240-

1241.
256 Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 10-14, 114-117, εικ. 2.2 και χάρτης 15.

47
είχε ήδη επεκταθεί στα χρόνια του Αδριανού σε αυτό το πλάτωμα ανάμεσα στον

πρώτο και τον δεύτερο λόφο της χερσονήσου.257 Το γεγονός αυτό επέβαλε στους

μηχανικούς του Αδριανού να κατασκευάσουν το Υδραγωγείο σε αυτό το

υψόμετρο, προκειμένου να υδροδοτήσουν πρώτα το ανώτερο τμήμα της πόλης

και μετά το κατώτερο. Σε αυτό το μνημειακό υπόβαθρο, εάν αληθεύει η

μαρτυρία των πηγών, ο Σεβήρος στις αρχές του 3ου αιώνα προσέθεσε τον

Ιππόδρομο, τις Θέρμες του Ζευξίππου και οικοδόμησε τις Στοές, που πλαισίωσαν

την πρόδρομη της Μέσης Οδού Λεωφόρο. Με το οικοδομικό πρόγραμμα του

Σεβήρου θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω, καθώς έχει άμεση σχέση με τη

διαδικασία διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης.

Το Βυζάντιο, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, εξελίχτηκε σε μία

ελληνορωμαϊκή πόλη. Καθώς περνούν τα χρόνια, διαπιστώνουμε τα ονόματα

στις επιγραφές να παρουσιάζουν ρωμαϊκές επιρροές258, έχουμε ακόμη και

λατινικές επιγραφές.259 Τα νομίσματα260, τα οποία προηγουμένως κοσμούνταν

μόνο με ελληνικές θεότητες και σύμβολα της πόλης, από την εποχή του

Αυγούστου και μετά αποτυπώνουν τις μορφές των ρωμαίων αυτοκρατόρων και

μελών του Οίκου τους. Σε όλο αυτό το διάστημα ο αστικός ιστός φαίνεται ότι

επεκτάθηκε στην περιοχή του παλαιότερα ερήμου οικιών Θρακίου μέχρι την

Πύλη του τείχους, όπου ο Κωνσταντίνος κατασκεύασε αργότερα τον Φόρο του.

Όταν οι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες της πόλης τους στον νικητή

αυτοκράτορα της μάχης της Χρυσόπολης 261, εκείνη πλέον εκτεινόταν262 σε δύο

επίπεδα, αφενός τον αρχικό παραθαλάσσιο οικιστικό πυρήνα με τα λιμάνια και

την Αγορά-μνημειακό κέντρο (Στρατήγιον), και αφετέρου τη μεταγενέστερη

257 Ο Janin, Constantinople byzantine, 16 υποστήριξε ότι η οικοδόμηση της Τετράστωης αγοράς
αποτέλεσε τον πυρήνα του οικοδομικού προγράμματος του Σεβήρου γύρω από τον οποίο
σχεδιάστηκε η (προς νότο) επέκταση της πόλης. Όμως, η επέκταση είχε ήδη λάβει χώρα στα χρόνια
του Αδριανού.
258 Ενδεικτικά, βλ. Łajtar, Inschriften, επιγραφές υπ’ αρ. 98, 117, 120, 127, 136, 140-144, 157-158, 171-172,

180-181, 184, 192, 198, 269, 273, 282, 294-296, 318, 321.
259 Łajtar, Inschriften, επιγραφές υπ’ αρ. 14, 54, 122-123, 300.

260 Schönert-Geiss, Münzpägung ΙΙ, 43-130.

261 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 2.26.3: «Βυζάντιοι μὲν οὖν ἅμα τῷ ταῦτα γενέσθαι τὰς πύλας

ἐκπετάσαντες ἐδέχοντο Κωνσταντῖνον…».


262 Ο Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 33 υπολογίζει ότι το εμβαδόν της πόλης δεν ξεπερνούσε τα 0,7 τ.

χλμ. Πιο πιθανή φαίνεται η άποψη του Berger, Κωνσταντινούπολη, 21 που το υπολογίζει σε 1,2-1,5 τ.
χλμ.

48
επέκταση στον αυχένα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου λόφου, η οποία

υδροδοτήθηκε από τον Αδριάνειο Αγωγό και, όπου κατά το παράδειγμα πολλών

ελληνικών πόλεων, οικοδομήθηκε μάλλον μία δεύτερη Αγορά. Μέσα στη ροή της

αφήγησης του Ζωσίμου263 για το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου,

δίπλα στα Ανάκτορα και τον Ιππόδρομο αυτή η δεύτερη Αγορά, η Μεγίστη

Τετράστωος, αναδύεται ως ένα από τα σημαντικότερα αρχαία οικοδομήματα του

μνημειακού υποβάθρου που το Βυζάντιο κληροδότησε στην Κωνσταντινούπολη.

Α.2.2. Το μνημειακό κέντρο της Πόλης του Κωνσταντίνου


Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης υπήρξε η τελευταία μεγάλης

κλίμακας μνημειακή σύνθεση δημόσιου χώρου του αρχαίου ελληνορωμαϊκού

κόσμου. Η χωροθέτηση και η διαμόρφωσή του μέσα στον πολεοδομικό ιστό της

Πόλης σχετίζονται αποκλειστικά με τις επιλογές και τις προθέσεις του οικιστή

αυτοκράτορα και του επιτελείου του. Είδαμε στην αρχή του κεφαλαίου ότι το

τεράστιο μέγεθος της Κωνσταντινούπολης ανταποκρίνεται στη δημιουργία της

ως μόνιμης έδρας και κατοικίας του Ρωμαίου Αυγούστου Κωνσταντίνου και της
αυτοκρατορικής δυναστείας του. Το καθοριστικό στοιχείο στη χωροθέτηση του

νέου μνημειακού κέντρου μέσα στον πολεοδομικό ιστό υπήρξε η θέση του

Αυτοκράτορα μέσα στην Πόλη του.

Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης διαμορφώθηκε στο


κεντρικό και νότιο τμήμα του ανατολικού άκρου της χερσονήσου, στο άνω

επίπεδο του πολεοδομικού ιστού του αρχαίου Βυζαντίου, και όχι στη νέα

επέκταση που οριοθετήθηκε με τον Κωνσταντίνειο περίβολο. Ο χώρος βρισκόταν

νότια της αρχαίας Ακρόπολης επάνω στην ομαλή επιφάνεια του πλατώματος
που διαμορφώνεται ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο λόφο (εικ. 19). Το

έδαφος σχηματίζει κατωφέρεια στο βόρειο τμήμα της Βασιλικής, στο νότιο

τμήμα του Ιπποδρόμου και στο ανατολικό του Ιερού Παλατίου. Το μέσο

υψόμετρο του πλατώματος του μνημειακού κέντρου βρίσκεται σήμερα περίπου

+32 μ. πάνω από τη θάλασσα264, ενώ αρχιτεκτονικά κατάλοιπά του έχουν

Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.8-89-2 (ΙΙ.31.1-3).


263

264Bolognesi Recchi-Franceschini, «Great Palace», 12-13. Bolognesi, «Gran Palazzo», 206-7, εικ. 9.
Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 90-91.

49
αποκαλυφθεί σε βάθος από -3 έως -7 μέτρα265 από την επιφάνεια που είχε το

έδαφος κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στο πλάτωμα αυτό οδηγούσε η

Μέση Οδός (πρώην Εγνατία) και η τελική προέκτασή της, η Ρηγία (πρώην

λεωφόρος με τις Στοές του Σεβήρου ή Τρωαδησίους Εμβόλους), που οδηγούσε

από τον Φόρο του Κωνσταντίνου (πρώην Πύλη του Θρακίου) στο Μεγάλο

Παλάτιο. Μολονότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφικές

έρευνες στην περιοχή, και τα τοπογραφικά διαγράμματα που διαθέτουμε

συνδυάζουν πραγματικά αρχιτεκτονικά λείψανα με υποθετικά περιγράμματα

μνημείων, εντούτοις μετά από διεθνή τοπογραφική έρευνα περίπου 160

χρόνων266 βρισκόμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη διάταξη267 των μνημείων του

αυτοκρατορικού κέντρου της Πόλης.

Το στίγμα για τη μεταφορά του μνημειακού κέντρου μάς παρέχει και

πάλι η ρητορική διακήρυξη του Θεμιστίου: «ἠκούσατε γὰρ τοῦ ὀνόματος, ὃ

καλεῖται ὁ νεὼς οὗτος· καλεῖται γὰρ οὐ στρατήγιον οὐδὲ θέατρον οὐδὲ ταμιεῖον,

ἀλλὰ γερουσία καὶ βουλευτήριον».268 Το Στρατήγιο ως κέντρο της πολιτικής

δραστηριότητας έχει πλέον αντικατασταθεί από τη Σύγκλητο. Το νέο κέντρο της

Πόλης φιλοξενεί αφενός τις πολιτικές, διοικητικές και άλλες λειτουργίες του

μνημειακού κέντρου του Βυζαντίου και αφετέρου τις λειτουργικές

δραστηριότητες και την πλούσια εθιμοτυπία του δημόσιου αυτοκρατορικού βίου

που συνεχίζουν τις αυτοκρατορικές παραδόσεις της Ρώμης και των τετραρχικών

εδρών. Από το Βυζάντιο μεταφέρονται μόνο οι λειτουργίες, όχι μνημεία, με

εξαίρεση ίσως το Τυχαίο. Από τη Ρώμη και τις Τετραρχικές έδρες μεταφέρονται

μαζί με τις λειτουργίες και τα μνημεία-σύμβολα που τους παρέχουν υλική

265 Ενδεικτικά, ο Mamboury, «Fouilles Byzantines» Ι, 252 σημειώνει ότι το επίπεδο του Αυγουσταίου
βρίσκεται περίπου σε βάθος -2,5 μ. έως -3 μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Στην έρευνα
στις Θέρμες του Ζευξίππου, βλ. Casson-Talbot Rice, Second Report, 7-8, 12 εντοπίστηκαν στο κτήριο Ι
δάπεδα σε βάθος -4,20 μ., -4,00 μ., -5,50 μ. και αγωγός σε βάθος -7,00 μ., ενώ στο κτήριο ΙΙ δάπεδα σε
βάθος -6,5 μ. και -6,3 μ. από τη στάθμη του εδάφους.
266 Η πρώτη διεθνής ανασκαφική έρευνα στην Κωνσταντινούπολη έλαβε χώρα γύρω από τη Στήλη

των Όφεων στο μνημειακό κέντρο της Πόλης το έτος 1855 από τον Newton, Travels, 25-36. Σχετικά
βλ. Bardill, «Archaeologists», 83-84. Mamboury, «Fouilles Byzantines» Ι, 231-232. Ousterhout,
«Rediscovery of Constantinople», 182-183, 191.
267 Η πρώτη συγκροτημένη παρουσίαση των οικοδομημάτων του μνημειακού κέντρου σε σχέση με

τοπογραφικά και ανασκαφικά δεδομένα ανήκει στον Mango, Brazen House, 36-60. Το υποθετικό
τοπογραφικό διάγραμμα που προτείνει, βλ. στο ίδιο, 23, εικ. 1 παραμένει σε γενικές γραμμές
αποδεκτό μέχρι σήμερα.
268 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 197.

50
υπόσταση. Η μεταφορά του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης

υπήρξε η πιο ισχυρή θεσμικά, οπτικά και συμβολικά επέμβαση του νικητή

Imperator στην τοπογραφία του αρχαίου Βυζαντίου μετά την επαναχάραξη του

τεράστιου μεγέθους της Πόλης.

Η νέα αυτοκρατορική Πόλη όφειλε να ανταποκριθεί με τον μνημειακό

εξοπλισμό της στις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες που δημιουργούσε η

παρουσία του αυτοκράτορα μέσα σε αυτήν. Η δημόσια παρουσία του Ρωμαίου

Αυγούστου περιλάμβανε πλήθος δραστηριοτήτων269 σημαντικών για τη θεσμική

λειτουργία του ρωμαϊκού κράτους, όπως την άσκηση της διοίκησης και την

εποπτεία των διοικητικών μηχανισμών, την απονομή δικαιοσύνης, την

τελετουργική συμμετοχή σε δημόσιες, πολιτικές και θρησκευτικές τελετές και

πολιτιστικά δρώμενα, τη δημόσια επικοινωνία με τους πολίτες. Η κατασκευή του

Ιερού Παλατίου ανατολικά του Ιπποδρόμου στη νοτιοανατολική απόληξη της

χερσονήσου του Βυζαντίου είχε ως αποτέλεσμα την εξαιρετική μνημειακή

αναβάθμιση της περιοχής αυτής. Στο μεγαλοπρεπές συγκρότημα που

διαμορφώθηκε γύρω του ανεγέρθηκαν τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά

μνημεία, στεγάστηκαν οι κυριότερες δημόσιες λειτουργίες και δραστηριότητες

και έλαβαν χώρα τα σημαντικότερα γεγονότα και τελετές του δημόσιου βίου της

Πόλης.

Το νέο μνημειακό κέντρο συγκροτούσαν μία σειρά από μνημεία και

μνημειακά διαμορφωμένους υπαίθριους χώρους, που καταγράφονται στις

ρεγιώνες 1 έως 4 της Notitia Urbis270, τα οποία περιέβαλλαν προστατευτικά τα

Ανάκτορα (palatium magnum), τη μόνιμη κατοικία του αυτοκράτορα και έδρα της

αυτοκρατορικής γραφειοκρατικής διοίκησης, και συνέθεταν ένα απαραίτητο

μνημειακό σκηνικό271 εφάμιλλο των λειτουργικών αναγκών και της αίγλης του

269Μία ιδέα για τις πολυσχιδείς διοικητικές, πολιτικές, δικαστικές και εθιμοτυπικές δραστηριότητες
του δημόσιου βίου του ρωμαίου αυτοκράτορα προσφέρει το έργο του Millar, Emperor.
270 Για τα οικοδομήματα ανά ρεγιώνα βλ. Notitia Urbis, 230-233: (1η ρεγιώνα) «Idem palatium

magnum», (2η ρεγιώνα) «Ecclesiam magnam, Ecclesiam antiquam, Senatum, Tribunal purpureis
gradibus exstructum, Thermas Zeuxippi», (3η ρεγιώνα) «Eundem circum maximum», (4η ρεγιώνα)
«Idem miliarium aureum, Augusteum, Basilicam».
271 To μνημειακό αυτό σκηνικό αποτελεί το φόντο σε όλες τις αυτοκρατορικές εθιμοτυπικές

δραστηριότητες και αποτυπώνεται στο Περὶ Βασιλείου τάξεως. Σχετικά με τις δραστηριότητες
αυτές βλ. Bauer, «Urban Space». Berger A., «Imperial and Ecclesiastical Processions in Constantinople»,
στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 73-87. Brubaker L., «Processions and Public Spaces in Early and

51
αυτοκρατορικού αξιώματος: η Σύγκλητος (Senatum), ως πολιτική συνέλευση272

των σημαντικότερων πολιτών αρχικά του ανατολικού τμήματος και σύντομα

ολόκληρης της αυτοκρατορίας, το εκκλησιαστικό συγκρότημα της Αγίας Σοφίας

(Ecclesiam magnam), της Αγίας Ειρήνης (Ecclesiam antiquam) και του

Πατριαρχείου273, ως το θρησκευτικό κέντρο της Πόλης και μεγάλου τμήματος της

αυτοκρατορίας, ο Ιππόδρομος (circum maximum), ως χώρος επικοινωνίας του

αυτοκράτορα με τους δήμους274 και σημαντικότερος χώρος διασκέδασης των

πολιτών, οι Θέρμες του Ζευξίππου (Thermas Zeuxippi), ως πολυχώρος

απολαυστικής αναψυχής και σύμβολο του ρωμαϊκού τρόπου ζωής 275, το

Αυγουσταίο (Augusteum), ένα τετράστωο οικοδόμημα, του οποίου δεν έχει

διευκρινιστεί ακόμη ο λειτουργικός χαρακτήρας. Η απόληξη της Μέσης οδού

(Ρηγία) και η κατασκευή του Χρυσού Μιλίου276 (miliarium aureum) εδώ

προσδιόριζαν ουσιαστικά και συμβολικά το κέντρο της Πόλης αλλά και της

αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η παρουσία των παιδευτηρίων και των

δικαστηρίων στη Βασίλειο Στοά (Basilicam) σημαίνει ότι κατατάσσονταν

ανάμεσα στις σημαντικότερες λειτουργίες της Πόλης. Περισσότερο, όμως, από

τον μνημειακό χαρακτήρα των οικοδομημάτων ήταν οι ίδιες οι λειτουργίες τους,

που καθόριζαν τη σπουδαιότητα του χώρου αυτού, όχι μόνο για την Πόλη αλλά

και για ολόκληρη την αυτοκρατορία.

Σύμφωνα με τις κυριότερες γραπτές πηγές το μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης διαμορφώθηκε από δύο βασικά οικοδομικά προγράμματα.

Middle Byzantine Constantinople», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 123-128. Dagron,


Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 109-121. Dagron, Emperor and Priest, 55-124.
272 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 137-168 και 219-240.

273 Για τη θεσμική ίδρυση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς

πρωτεύουσας, 517-555.
274 Για τη μεγάλη σημασία του Ιπποδρόμου στην πολιτική ζωή της πρώιμης Κωνσταντινούπολης,

βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 345-397 και του ιδίου, L’hippodrome de Constantinople, 135-184.
275 Για την καθημερινότητα στις αυτοκρατορικές θέρμες της ρωμαϊκής περιόδου βλ. Yegül, Bathing,

119-132. Για τις θέρμες ως σύμβολο του ρωμαϊκού τρόπου ζωής, βλ. Zanker, «City as Symbol», 39-40.
Zanker, «“Popular” architecture», 61-67. Ειδικά για τις θέρμες του Ζευξίππου βλ. Yegül, στο ίδιο, 184-
186 και Yegül, «Baths of Constantinople», 176-179, 190-191.
276 Το Miliarium Aureum κατασκευάστηκε στο Forum Romanum στη Ρώμη από τον Αύγουστο, το

έτος 20 π.Χ. ως το σημείο εκκίνησης των μεγάλων οδικών αρτηριών, από το οποίο γινόταν η
μέτρηση των αποστάσεων όλων των μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας βλ. Richardson,
Topographical Dictionary, 254. Το μνημείο αναδείκνυε συμβολικά το μνημειακό κέντρο της Ρώμης ως
επίκεντρο του ρωμαϊκού κόσμου, βλ. Coarelli, Rome and Environs, 64. Zanker, Αύγουστος, 195. Στην
Κωνσταντινούπολη η κατασκευή του Μιλίου στο μνημειακό κέντρο δίπλα στο Παλάτιο φαίνεται
ότι είχε το ίδιο συμβολικό περιεχόμενο.

52
Το πρώτο υλοποιήθηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο μετά την καταστροφή του

αρχαίου Βυζαντίου ύστερα από τριετή πολιορκία277 κατά τα έτη 193-195, εξαιτίας

της συμμετοχής της πόλης στην εξέγερση του σφετεριστή Πεσκέννιου Νίγηρα

(193-194). Το δεύτερο από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο κατά την ίδρυση της

Κωνσταντινούπολης. Όταν κατά τη Στάση του Νίκα το μνημειακό κέντρο της

Πόλης υπέστη μεγάλες καταστροφές, ο Ιουστινιανός προχώρησε σε ένα τεράστιο

πρόγραμμα «ανάκτησης» των μνημείων, η κλίμακα του οποίου είναι ακόμη

ορατή στην Αγία Σοφία και την Αγία Ειρήνη.

Το Σεβήρειο οικοδομικό πρόγραμμα

Πληροφορίες σχετικά με το οικοδομικό πρόγραμμα του Σεβήρου στην περιοχή

του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης έχουν φθάσει ως εμάς χάρη

κυρίως σε συγγραφείς του 6ου αιώνα: τον Ζώσιμο278, τον Ησύχιο279, τον Ιωάννη

Λυδό280, τον Ιωάννη Μαλάλα281 και το Πασχάλιον Χρονικόν282 του 7ου αιώνα. Οι

συγγραφείς αυτοί με εξαίρεση τον Ζώσιμο περιγράφουν το οικοδομικό

πρόγραμμα του Σεβήρου στο αρχαίο Βυζάντιο. Ο Mango283 κατατάσσει τις

σχετικές πηγές σε τρεις ομάδες αναφορικά με το περιεχόμενο του

προγράμματος. Συγκεκριμένα, η πρώτη ομάδα (Ζώσιμος) περιλαμβάνει μόνο

την κατασκευή των Στοών.284 Η δεύτερη ομάδα (Ησύχιος, Ιωάννης Λυδός)

περιλαμβάνει την κατασκευή του Ιπποδρόμου και των Θερμών του Ζευξίππου.285

Η τρίτη ομάδα (Ιωάννης Μαλάλας, Πασχάλιο Χρονικό) περιλαμβάνει την

ανέγερση του Ιπποδρόμου, των Θερμών του Ζευξίππου, του ναού του Ηλίου ή

277 Οι δύο βασικές πηγές της τριετούς πολιορκίας είναι τα έργα του Δίωνος Κασσίου, Ῥωμαϊκὴ
Ἱστορία, LXXIV.10-14 και του Ἠρωδιανοῦ, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν, III.1-2 & 6. Για τον
πόλεμο ενάντια στον σφετεριστή Πεσκέννιο Νίγηρα και την πολιορκία του Βυζαντίου, βλ. Birley,
Septimius Severus, 172-188. Spielvogel, Severus, 75-87.
278 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.13-15 (ΙΙ.30.2) & 88.4-5 (ΙΙ.30.4).

279 Ἡσύχιος, Πάτρια, 15.13-16.6 (37).

280 Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ μηνῶν, 7.4-14 (Ι.12). Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-12 (ΙΙΙ.70).

281 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-76 (ΧΙΙ.20), βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1368.

282 Πασχάλιον Χρονικόν, 494.12-495.6, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1369.

283 Mango, Développement urbain, 19 και σημ. 36. Mango, «Sévère», 596-597.

284 Βλ. ανωτέρω σημ. 175-176.

285 Ησύχιος, Πάτρια, 15.13-16.6 (37). Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ μηνῶν, 7.8-12 (Ι.12) και Λυδὸς Ἰωάννης,

Περὶ ἀρχῶν, 163.8-12 (ΙΙΙ.70).

53
Απόλλωνος στην Ακρόπολη, του Κυνηγίου (αμφιθέατρο), του Θεάτρου, καθώς

και την ανανέωση του Στρατηγίου.286

Μολονότι οι αναφορές παρουσιάζουν μεταξύ τους διακυμάνσεις σχετικά

με τα μνημεία που οικοδόμησε ο ρωμαίος αυτοκράτορας, όλοι, με εξαίρεση τον

Ζώσιμο, αναφέρουν την ανέγερση του Ιπποδρόμου και των Θερμών του

Ζευξίππου.287 Ο Ζώσιμος288 από την πλευρά του περιγράφει το οικοδομικό

πρόγραμμα του Κωνσταντίνου, ενώ η διπλή αναφορά του στις Στοές του

Σεβήρου γίνεται προκειμένου να ορίσει την τοπογραφική σχέση των μνημείων

του Βυζαντίου (Πύλη Θρακίου, Στοές Σεβήρου) με τα μνημεία της

Κωνσταντινούπολης (Αγορά Κωνσταντίνου). Όμως, και από τη δική του

περιγραφή προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος βρήκε υφιστάμενο τον Ιππόδρομο, τον

οποίο: «…εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερὸν μέρος αὐτοῦ

ποιησάμενος…».289

286 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-222.82 (ΧΙΙ.20). Πασχάλιον Χρονικόν, 494.12-495.12.


287 Ησύχιος, Πάτρια, 15.14-16.4 (37): «…λουτρὸν μὲν αὐτοῖς μέγιστον κατὰ τὸν τοῦ Διὸς Ἱππίου
βωμόν…πολυτελῶς ἐγείραντος καὶ τὸν τούτῳ πλησιάζοντα χῶρον τῆς ἱπποδρομίας τοῖς τοῦ Διὸς
ἀνακείμενον κούροις ἰκρίοις τε καὶ στοαῖς διακοσμήσαντος…». Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ μηνῶν, 7.8-12,
(Ι.12): «...κτίζει μὲν ἐκεῖσε διὰ τὸ τῆς πόλεως ἐπιτερπὲς λουτρὸν παμμέγεθες· εὑρὼν δὲ καὶ τὸν
παρακείμενον τόπον τοῖς Διοσκόροις ἀνακείμενον ἐποίησε τοῦτον ἱπποδρόμιον, ἰκρίοις καὶ στοαῖς
διακοσμήσας αὐτόν…». Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-10 (ΙΙΙ.70): «τὸ γὰρ δημόσιον βαλανεῖον
Σεβήρειον ἀπὸ Σεβήρου, [Ῥωμαίων ἡγησαμένου, παρωνόμασται…». Ἰωάννης Μαλάλας,
Χρονογραφία, 221.63-222.78 (ΧΙΙ.20): «…καὶ ἔκτισε δημόσιον λουτρὸν τὸ λεγόμενον Ζεύξιππον…τὸ
δὲ Ἱππικὸν ἔστησεν εἰς τὸ αὐτὸ Βυζάντιον…», και Πασχάλιον Χρονικόν, 494.15-495.9: «καὶ ἔκτισεν
ἐν αὐτῇ τὸ δημόσιον λουτρὸν τὸ λεγόμενον Ζεύξιππον…ἔκτισε δὲ καὶ τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ
Βυζάντιον…».
288 Κεντρική ιδέα του ιστοριογραφικού έργου του Ζωσίμου αποτελεί η αναζήτηση των αιτίων που

οδήγησαν στην παρακμή της αυτοκρατορίας, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει την εγκατάλειψη της
πατρώας θρησκείας. Υπεύθυνο θεωρεί τον Μ. Κωνσταντίνο, προς τον οποίο στρέφει κυρίως την
αρνητική κριτική του τηρώντας μία συνεπή αντιχριστιανική στάση σε ολόκληρο το έργο του, βλ.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 340-347. Ridley, «Zosimus», 283-287. Treadgold, Early Byzantine
Historians, 109. Στο πεδίο της αυτοκρατορικής χορηγίας είναι χαρακτηριστικό ότι αποδίδει στον
Ιουλιανό σημαντικά οικοδομήματα της Κωνσταντινούπολης, των οποίων η ανέγερση είχε
ξεκινήσει στα χρόνια του Κωνσταντίου και απλώς συνεχίστηκε ή ολοκληρώθηκε κατά τη σύντομη
βασιλεία του Ιουλιανού, βλ. Henck, «Constantius», 285 και σημ. 38. Ωστόσο τα προτερήματα του
ύφους του: «σύντομος δὲ καὶ τὴν φράσιν εὐκρινής τε καὶ καθαρός, οὐδὲ τοῦ ἡδέος ἀπῳκισμένος»,
που σημειώνει ο Φώτιος, Βιβλιοθήκη, κώδ. 98, ΙΙ, 65.6-8, καθώς και η τάση του να περιγράφει
μνημεία της σύγχρονης του Κωνσταντινούπολης με ονομασίες ή με βάση τοπογραφικές σταθερές
της αρχαιότητας, θα μας φανούν πολύ χρήσιμα.
289 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.11-12 (ΙΙ.31). Οι Διόσκουροι, οι θεϊκοί ιππείς, λατρεύονταν ιδιαίτερα στη

Σπάρτη ως μυθικοί πρόγονοι της πόλης αλλά απέκτησαν πανελλήνια εμβέλεια και τιμώνταν σε
ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, βλ. Burkert W., Griechische Religion der archaischen und Klassischen
Epoche, ελλην. μτφρ.: Ἀρχαία Ἑλληνική Θρησκεία. Ἀρχαϊκή καί Κλασσική Ἐποχή. Μπεζαντάκος Ν.Π.
- Ἀβαγιανοῦ Ἀ. (μτφρ.), Ἀθῆναι 1993, 441-445. Τζαβελοπούλου, Λατρείες ηρώων, 42. Στη Ρώμη ήταν
προστάτες της τάξης των Ιππέων και είχαν άμεση σχέση με τον Ιππόδρομο, βλ. Bardill, Constantine,
262.

54
Ένα σημαντικό στοιχείο προσθέτουν ο Μαλάλας290 και το Πασχάλιον

Χρονικόν.291 Οι Θέρμες του Σεβήρου έλαβαν την προσωνυμία του «Ζευξίππου»,

επειδή οικοδομήθηκαν δίπλα ή κοντά σε ένα προϋπάρχον τετράστωο

οικοδόμημα, στο μέσο του οποίου υψωνόταν μία στήλη με χάλκινο άγαλμα του

Ηλίου που αναγραφόταν: «Ζευξίππῳ θεῷ». Μάλιστα το Χρονικό προσδιορίζει το

κτίσμα αυτό ως «τὸ Τετράστῳον τοῦ Ζευξίππου». Η ταυτότητα του εν λόγω

οικοδομήματος, εάν δηλαδή ταυτίζεται με τη «Μεγίστη Τετράστωο Αγορά», ή με

άλλο οικοδόμημα292 της μνημειακής παρακαταθήκης του Βυζαντίου στην

περιοχή αυτή, προβάλλει ως επιτακτικό ερώτημα, το οποίο, όμως, δεν

βρισκόμαστε ακόμη σε θέση να διερευνήσουμε.

Η οικοδομική δραστηριότητα του Σεβήρου στο Βυζάντιο έχει έντονα

αμφισβητηθεί τα τελευταία χρόνια. Ο G. Dagron293 έχει υποστηρίξει ότι τα

οικοδομικά προγράμματα που αποδίδονται από τις πηγές στον Βύζαντα και τον

Σεβήρο αποτελούν φιλολογικές κατασκευές, οι οποίες αποσκοπούν να

διαμορφώσουν μία παράδοση οικιστών – ανακαινιστών της Κωνσταντινούπολης

και να τους παρουσιάσουν ως προδρόμους του Μ. Κωνσταντίνου. Ο σκοπός

βέβαια είναι προφανής, να εξυψωθεί η σπουδαιότητα της Πόλης. Ο C. Mango294

έχει παρατηρήσει ότι ο σύγχρονος της βασιλείας του Σεβήρου ιστορικός, Δίων

Κάσσιος295, και ο ελαφρώς μεταγενέστερος Ηρωδιανός, ενώ περιγράφουν την

πολιορκία και την καταστροφή των τειχών του αρχαίου Βυζαντίου από τον

Σεβήρο, δεν αναφέρουν καμία επισκευή τους, ούτε κανένα άλλο έργο του

αυτοκράτορα στο Βυζάντιο. Ιδιαίτερα, ο Δίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και

περιέγραψε πολύ ανάγλυφα την ψυχολογική εντύπωση που του προκάλεσε η

290 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.64-71 (ΧΙΙ.20): «…διότι ἐκεῖ ἵστατο ἐν μέσῳ τοῦ τετραστῴου
στήλη χαλκῆ τοῦ Ἡλίου, και ὑποκάτω αὐτῆς ἔγραφε τὸ μυστικὸν ὄνομα τοῦ ἡλίου· ‘’Ζευξίππῳ
θεῷ’’…οἱ δὲ τῆς πόλεως Βύζης οὕτως ὠνόμαζον τὸ αὐτὸ δημόσιον Ζεύξιππον κατὰ τὸ ὄνομα, ὅπερ
εἶχε τὸ πρότερον ὁ τόπος, καὶ οὐκέτι, ὡς εἶπεν ὁ βασιλεύς, εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ ὄνομα ἐκάλουν αὐτὸ
Σεβήριον. ὁ δὲ βασιλεὺς Σέβηρος τὸ Τετράστῳον, οὗπερ ἐν μέσῳ ἵστατο ἡ στήλη τοῦ ἡλίου,
προσέθηκε <πρὸς> τὸ δημόσιον…».
291 Πασχάλιον Χρονικόν, 494.16-22.

292 Όπως έχει υποστηρίξει ο Berger, «Alstadt von Byzanz», 25-28. Με την πρότασή του θα

ασχοληθούμε στο κεφάλαιο Δ.2.3.


293 Dagron, Constantinople imaginaire, 61-78. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 18-21 και σημ. 12-15.

Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 34-42.


294 Mango, Développement urbain, 14-15. Mango, «Sévère». Mango, «Hippodrome», 37-38.

295 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 277.

55
θέα των κατεστραμμένων τειχών. Μολονότι γνωρίζουμε ότι συνέγραψε το

τμήμα αυτό του έργου του κατά τα έτη 218-9296, δηλαδή λίγα χρόνια μετά τον

θάνατο του Σεβήρου (211), δεν αναφέρει καμία μεταμέλεια του αυτοκράτορα και

καμία επισκευαστική εργασία. Η πιο πρόσφατη εργασία ανήκει στην A.-V.

Pont297, η οποία επανεξετάζοντας τις ιστοριογραφικές και νομισματικές πηγές

κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα προβάλλοντας ως βασικό κίνητρο των

πηγών την υποβάθμιση της Νικομήδειας, η οποία, όπως είδαμε νωρίτερα, είχε

αναδειχτεί κατά τον 3ο και πρώιμο 4ο αιώνα σε πραγματικό γεωπολιτικό κέντρο

της περιοχής και σε τετραρχική έδρα του Διοκλητιανού και των διαδόχων του.

Προβληματικά είναι τα στοιχεία που παρέχει η αρχαιολογική έρευνα,

εξαιτίας του αποσπασματικού χαρακτήρα των ανασκαφών σε αυτό το τμήμα της

Πόλης. Τα πλέον σημαντικά ευρήματα για το θέμα μας αποκαλύφθηκαν κατά

την βρετανική ανασκαφή στις Θέρμες του Ζευξίππου298, όπου εντοπίστηκαν

διάφορες φάσεις. Κάτω από τις τοιχοποιίες της Ιουστινιάνειας περιόδου

εντοπίστηκε σε διάφορα αρχιτεκτονικά λείψανα μία παλαιότερη φάση, πιθανώς

ρωμαϊκών χρόνων, η οποία δεν κατέστη δυνατό να χρονολογηθεί με μεγαλύτερη

ακρίβεια.299 Ο Mango300 θεωρεί ότι στη θέση των Θερμών του Ζευξίππου

296 Millar F., A study of Cassius Dio, Οξφόρδη 1964, 194.


297 Pont, «Septime Sévère».
298 Οι βρεταννοί ανασκαφείς πρότειναν την ταύτιση με τις Θέρμες του Ζευξίππου των

αρχιτεκτονικών λειψάνων που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή βορειοανατολικά του Ιπποδρόμου


κατά τα έτη 1927 και 1928, βλ. Casson-Talbot Rice, Second Report, 14-16. O Mango, Brazen House, 38,
σημ. 7 σημειώνει ότι διατυπώθηκαν αμφιβολίες για την ταύτιση αυτή από διάφορους ερευνητές με
το σκεπτικό ότι τα ευρήματα δεν ήταν επαρκή για την ταύτιση των λειψάνων με λουτρικές
εγκαταστάσεις, βλ. Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 46-47. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 259-
260. Janin, Constantinople byzantine, 217. Κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την αποχέτευση του Νέου
Δικαστικού Μεγάρου το έτος 1952 σε μικρή απόσταση από τη βρετανική ανασκαφή
αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα που ανήκουν μάλλον σε δύο κτιστές δεξαμενές και μία
κινστέρνα. Ο Mamboury στην έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε από τον Mango, Brazen House, 184-188,
κυρίως 188, καταλήγει ότι τα νέα αυτά ευρήματα, που γειτνιάζουν άμεσα με τις βρετανικές
ανασκαφές, επιβεβαιώνουν ότι αυτή, πράγματι, υπήρξε η θέση των Θερμών του Ζευξίππου.
299 Casson-Talbot Rice, Second Report, 8-9, 13. Σχετικά με τη χρονολόγηση των φάσεων του μνημείου

από τους ανασκαφείς, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην αρχική ανασκαφική δημοσίευση, βλ.
Casson, Preliminary Report, 22, οι τοιχοποιίες των πεσσών που αποκαλύφθηκαν στο κτίσμα Ι (σειρές
πλίνθων που εναλλάσσονταν με μία σειρά λίθινων δόμων) αποδόθηκαν με βάση συγκριτικά
στοιχεία στη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ τα ίχνη καύσης στη βάση των πεσσών συσχετίστηκαν με την
πυρκαγιά της Στάσης του Νίκα. Αυτό, βέβαια, θα σήμαινε ότι κανένα ίχνος της Ιουστινιάνειας
ανακατασκευής του μνημείου δεν διασώθηκε. Στην επόμενη δημοσίευση οι ίδιες τοιχοποιίες
αναχρονολογήθηκαν ανάμεσα στην Ιουστινιάνεια περίοδο και τον 9ο αιώνα, βλ. Casson-Talbot
Rice, Second Report, 8-9. Όπως σημειώνει ο Bardill, Brickstamps, 52-53, 68, αυτού του είδους οι
τοιχοποιίες κατασκευαστικά ανήκουν πράγματι στον 6ο αιώνα και μπορούν με ασφάλεια να
αποδοθούν στην Ιουστινιάνεια ανοικοδόμηση του μνημείου.

56
προϋπήρχε ένα οικοδόμημα της ρωμαϊκής περιόδου με απροσδιόριστη ακριβή

χρονολόγηση, το οποίο πιθανώς ήταν ένα λουτρό με παλαίστρα. Ο Bardill301 με

βάση τα ανασκαφικά δεδομένα και τη μελέτη των ενσφράγιστων πλίνθων

αποδίδει μεν σε παλαιότερη από την Ιουστινιάνεια φάση του μνημείου κάποια

τμήματα τοιχοποιιών με μικρές πλίνθους, αλλά θεωρεί ότι θα πρέπει να

χρονολογηθούν στην εποχή του Κωνσταντίνου «in the light of the textual

evidence».302 Η Pont303 επικαλείται αυτή τη μαρτυρία του Bardill ως τεκμήριο ότι

στις Θέρμες του Ζευξίππου τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν υποδεικνύουν

οικοδομική δραστηριότητα πριν από το έτος 330.

Ο Ιππόδρομος, μολονότι γνώρισε περισσότερες ανασκαφικές εργασίες,

και πάλι δεν έχει αποδώσει μέχρι σήμερα ακριβέστερα στοιχεία για την

χρονολόγησή του. Η μοναδική ένδειξη, που προκύπτει κατά τον Mango304, είναι

ότι η δυτική πτέρυγα του μνημείου σε όλο το μήκος της ανήκει στην ίδια

κατασκευαστική φάση με τη σφενδόνη, στοιχείο που υποδεικνύει όχι δύο

κατασκευαστικές φάσεις αλλά μία, η οποία κατά τη γνώμη του θα πρέπει να

αποδοθεί στον Κωνσταντίνο.305 Ανεξάρτητα από τις απόψεις των ερευνητών,

γεγονός παραμένει ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί ασφαλή

αρχαιολογικά τεκμήρια, προκειμένου να χρονολογηθούν με ακρίβεια οι αρχικές

φάσεις των δύο μνημείων, ενώ με βάση τα οικοδομικά τους στοιχεία μπορεί να

χρονολογηθούν το ίδιο ικανοποιητικά τόσο στην περίοδο του Κωνσταντίνου όσο

300 Mango, «Sévère», 599-602.


301 Bardill, Brickstamps, 67-69 και 116-117. Οι δημοσιευμένες ενσφράγιστες πλίνθοι που μελετήθηκαν
ανήκουν στην Ιουστινιάνεια φάση, αλλά ο ίδιος σημειώνει ότι η δημοσίευση του υλικού υπήρξε
ελλιπής.
302 Bardill, Brickstamps, 69, χωρίς να διευκρινίζει ποια είναι τα κείμενα αυτά.

303 Pont, «Septime Sévère», 194 και σημ. 35, όπου σημειώνει τη διάσταση απόψεων μεταξύ των

Mango και Bardill.


304 Mango, «Sévère», 602-606. Mango, «Hippodrome», 37-38.

305 Με την άποψη αυτή φαίνεται ότι συμφωνεί και ο Bardill, «Hippodrome», 93-94. Προκύπτει όμως

το εξής παράδοξο: οι πηγές του 6ου αιώνα και γενικότερα της βυζαντινής περιόδου τιμούν
κατεξοχήν τον Κωνσταντίνο, με αποτέλεσμα συχνά να του αποδίδονται οικοδομήματα με τα οποία
δεν είχε απολύτως καμία σχέση. Πράγματι, θα ήταν πολύ απλό να του αποδώσουν την ανέγερση
και του μεγαλύτερου μνημείου της Κωνσταντινούπολης, εάν μάλιστα το είχε οικοδομήσει.
Εντούτοις στην περίπτωση αυτή όλες οι μαρτυρίες των πηγών συμφωνούν ότι ο Κωνσταντίνος δεν
οικοδόμησε αλλά ανακαίνισε τον Ιππόδρομο.

57
και του Σεβήρου306, στα χρόνια του οποίου, όπως άλλωστε είδαμε, ο

πολεοδομικός ιστός είχε πράγματι επεκταθεί στην περιοχή αυτή. Ωστόσο, επειδή

η υλοποίηση ή μη του Σεβήρειου προγράμματος συνδέεται άμεσα με το

μνημειακό υπόβαθρο της περιοχής του αυτοκρατορικού κέντρου και μάλιστα με

το δυσεπίλυτο πρόβλημα της Μεγίστης Τετραστώου Αγοράς, αξίζει εν συντομία

να εξετάσουμε όλες τις παραμέτρους που έχει αναδείξει η μέχρι σήμερα

διερεύνηση του ζητήματος.

Εάν συγκρίνουμε τις αναφορές των πηγών του 6ου-7ου αιώνα με

ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια της εποχής του Σεβήρου και των διαδόχων

του, θα διαπιστώσουμε ότι ισχυρές ενδείξεις υποδεικνύουν την οικοδομική

εμπλοκή του αυτοκράτορα στο Βυζάντιο. Το πρώτο βασικό στοιχείο είναι η

παράλληλη τύχη του Βυζαντίου με την Αντιόχεια. Οι δύο πόλεις υπήρξαν οι

πρωτεύουσες του αποσχιστικού κινήματος του Πεσκέννιου Νίγηρα στην

Ανατολή και η τιμωρία τους υπήρξε κοινή. Υποβιβάστηκαν σε κώμες307 και

υπήχθησαν, το μεν Βυζάντιο υπό την Πέρινθο308, η δε Αντιόχεια υπό την

Λαοδίκεια. Το Βυζάντιο μάλιστα αλώθηκε ύστερα από τριετή πολιορκία (193-

195), η οποία συνεχίστηκε ακόμη και μετά τον θάνατο του Νίγηρα (194), όταν η

συνεχιζόμενη αντίσταση της πόλης δεν είχε πλέον αποσχιστικές επιπτώσεις. Τα

γεγονότα αυτά αναδεικνύουν τη μεγάλη γεωπολιτική σημασία που είχε ήδη

αποκτήσει το Βυζάντιο για την ανατολική επικράτεια της αυτοκρατορίας.

Εξαιτίας ακριβώς της κατάχρησης της σημασίας αυτής στερήθηκε τα ισχυρά

τείχη του.309 Μολονότι ο Δίων Κάσσιος και ο Ηρωδιανός περιγράφουν με μελανά

χρώματα την καταστροφή της πόλης, το έτος 198, μετά από διακοπή 20 χρόνων,

306 Αυτό σημειώνει ο Bardill, «Hippodrome», 94 για τις παλαιότερες φάσεις πλίνθινων τοιχοποιιών
του Ιπποδρόμου, οι οποίες αποτελούνται από μερικές σειρές μικρών πλίνθων (τετράγωνες με
πλευρά περ. 34 εκ.) που εναλλάσσονται με μερικές σειρές μικρών λίθινων δόμων.
307 Το γεγονός αυτό είναι καλά τεκμηριωμένο στις πηγές, βλ. Ἠρωδιανὸς, Τῆς μετὰ Μάρκον

βασιλείας Ἱστοριῶν, ΙΙΙ.6.9: «…παντός τε κόσμου καὶ τιμῆς ἀφαιρεθὲν τὸ Βυζάντιον, κώμη <τε
ἀποδειχθέν>, δουλεύειν Περινθίοις δῶρον ἐδόθη, ὥσπερ καὶ Ἀντιόχεια Λαοδικεῦσιν. ἔπεμψε δὲ καὶ
χρήματα πλεῖστα εἰς ἀνοικισμὸν τῶν πόλεων ἃς ἦν λυμηνάμενος ὁ Νίγρου στρατός». Για το
Βυζάντιο ακόμη βλ. Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.14.3. Για πηγές και βιβλιογραφία
σχετικά με την υποβάθμιση των πολιτικών δικαιωμάτων της Αντιόχειας από τον Σεβήρο, βλ.
Downey, «Malalas», 141-142, σημ. 2.
308 Για την υποβάθμιση και αποκατάσταση του Βυζαντίου σε σχέση με τις δύο Νεωκορίες της

Περίνθου βλ. Burrell, Neokoroi, 236-239.


309 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXIV.14.4-7. Ἠρωδιανὸς, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστοριῶν,

ΙΙΙ.1.6-7.

58
κόπηκαν νέα νομίσματα310 στο τοπικό νομισματοκοπείο. Το γεγονός αυτό

υποδεικνύει όχι μόνο ότι η καταστροφή δεν υπήρξε τόσο ολοκληρωτική όσο

παρουσιάζεται, αλλά και ότι η ζωή ξαναβρήκε γρήγορα τον ρυθμό της και η

πόλη ανέκτησε τις δυνάμεις της, προκειμένου να συνεχίσει τον πολιτικό και

οικονομικό της βίο.

Γρήγορα ήλθε η κοινή, και πάλι, αποκατάσταση του Βυζαντίου και της

Αντιόχειας με την παρέμβαση του Καρακάλλα (198-217), όπως αναφέρει η

Historia Augusta311, εξέλιξη που πρέπει να έλαβε χώρα μέχρι το έτος 202.312 Στην

Αντιόχεια, όπως μαρτυρείται και στο Βυζάντιο, ο Σεβήρος οικοδόμησε Λουτρό με

την ονομασία «Σεβηριανόν».313 Ανάμεσα στα έτη 202-205 εκδόθηκε ένας

νομισματικός τύπος314 από το Βυζάντιο, ο οποίος φέρει από τη μία πλευρά την

προτομή του Σεβήρου και από την άλλη τον δείχνει να κάνει σπονδή σε έναν

βωμό με την επιγραφή «Κτίσις». Το γεγονός αυτό παράλληλα με την

ευγνωμοσύνη των Βυζαντίων υποδεικνύει και την οικοδομική δραστηριότητα του

310 Schönert-Geiss, Münzpägung ΙΙ, 64-78, αρ. 1462-1552. Οι κοπές νομισμάτων ξεκινούν το έτος 198,
καλύπτουν ολόκληρη τη βασιλεία του Σεπτιμίου Σεβήρου (έως το 211) και αφορούν τον ίδιο, τη
σύζυγό του Ιουλία Δόμνα και τους υιούς του Καρακάλλα και Γέτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα
τελευταία νομίσματα που εκδόθηκαν από το Βυζάντιο πριν από τις κοπές του έτους 198
χρονολογούνται το έτος 178, στην αρχή της βασιλείας του Κομμόδου, βλ. Schönert-Geiss, στο ίδιο,
62-64, αρ. 1444-1461. Δηλαδή η κοπή νομισμάτων από το Βυζάντιο ουσιαστικά επανεκκινείται πάλι
μετά από 20 χρόνια, κατά τη βασιλεία του Σεβήρου και μάλιστα δύο χρόνια μετά την υποτιθέμενη
συντριπτική καταστροφή της πόλης.
311 Historia Augusta, Antoninus Caracallus, I.7: «Antiochensibus et Byzantiis interventu suo iura vetusta

restituit, quibus iratus fuit Severus, quod Nigrum iuverant.». Ακόμη, βλ. Chastagnol, Histoire Auguste,
406-407, σημ. 5. Birley, Septimius Severus, 212-213.
312 Mango, «Sévère», 593. Η αλλαγή επιβεβαιώνεται από μία τιμητική για τον Καρακάλλα επιγραφή

της Περίνθου, όπου η επιγραφόμενη επικράτεια της πόλης επεκτείνεται μόνο μέχρι την
Συλημβρία, βλ. Pont, «Septime Sévère», 192 και σημ. 10. Για την Αντιόχεια βλ. Downey, «Malalas»,
142. Αντίστοιχη ήταν και η τύχη της Νίκαιας που στερήθηκε τη Νεωκορεία της από τον Σεπτίμιο
Σεβήρο, επειδή υποστήριξε τον Νίγηρα, αλλά σύντομα αποκαταστάθηκε βλ. Burrell, Neokoroi, 164-
165. Robert, «La Titulature», 27-28 και σημ. 134.
313 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 224.30-31 (ΧΙΙ.22). Και στην Αλεξάνδρεια, η οποία επίσης

υποστήριξε τον Νίγηρα, όταν τη συγχώρεσε, οικοδόμησε λουτρό με την ονομασία: «Σεβήριον», βλ.
Ἰωάννης Μαλάλας, στο ίδιο, 223.8-9 (ΧΙΙ.21). Αλλά και στη Λαοδίκεια της Συρίας μαζί με ιππόδρομο
και αμφιθέατρο οικοδόμησε δημόσιο λουτρό, βλ. Ἰωάννης Μαλάλας, στο ίδιο, 224.26 (ΧΙΙ.21). O
Mango, «Sévère», 597-598 για την Αντιόχεια και η Pont, «Septime Sévère», 196 για την Αντόχεια και
τη Λαοδίκεια σχολιάζουν αρνητικά τους παραλληλισμούς αυτούς, ως κατασκευές του Ιωάννη
Μαλάλα. Στην περίπτωση του Βυζαντίου οι δημόσιες θέρμες αναφέρονται σε δύο χωρία στην
Historia Augusta, Divus Aurelianus, X.3 & XIII.1 σχετικά με δύο επίσημες τελετές που έλαβαν χώρα
εκεί. Ο Chastagnol, Histoire Auguste, 965 και 982, σημ. 1 και 3 θεωρεί ότι τα αποσπάσματα αυτά
αναφέρουν φανταστικά πρόσωπα και είναι επινοημένες προσθήκες, αλλά αυτό δεν μειώνει τη
σημασία των αναφορών ως τεκμηρίων για την ύπαρξη δημοσίων Θερμών στο Βυζάντιο.
314 Schönert-Geiss, Münzpägung ΙΙ, 36-37, 65, αρ. 1466-1467. Mango, «Sévère», 594-595. Pont, «Septime

Sévère», 193.

59
αυτοκράτορα στην πόλη. Μάλιστα, όπως αναφέραμε στην αρχή του

κεφαλαίου315, μετά τον θάνατο του Σεβήρου οι δύο γιοι του, Καρακάλλας και

Γέτας, θέλησαν να ορίσουν ως αυτοκρατορικές έδρες τους το Βυζάντιο και την

Χαλκηδόνα αντίστοιχα. Το γεγονός αυτό υποβαθμίζεται από τους Dagron316 και

Pont317, ενώ ο Mango318 το θεωρεί απλώς ενδεικτικό της συνεχώς αυξανόμενης

σημασίας της πόλης κατά τον 3ο αιώνα. Εντούτοις, το Βυζάντιο πράγματι είχε

μία ειδική σύνδεση με το πρόσωπο του Καρακάλλα, όπως μαρτυρεί η αφιέρωση

σε αυτόν ιερών αθλητικών αγώνων, που διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια υπό

την επωνυμία: «Ἀντωνίνεια Σεβαστὰ».319 Φαίνεται πολύ πιθανό ότι ο

πραγματικός υποκινητής της οικοδομικής ανακαίνισης του Βυζαντίου υπήρξε ο

ίδιος ο Καρακάλλας κατά τα έτη που συμβασίλευσε με τον πατέρα του (198-211).

Σύμφωνα με τον Ησύχιο320 η πόλη κατά τη βασιλεία του Σεβήρου και του

Καρακάλλα είχε μετονομαστεί σε «Ἀντωνίνια». Το σημαντικό αυτό στοιχείο

ερμηνεύτηκε απλουστευτικά, ως μετατροπή του Βυζαντίου σε αποικία.321

Αντίθετα το γεγονός ότι την ίδια ακριβώς περίοδο η Νίκαια εμφανίζεται ως

«Αὐρηλιανὴ Ἀντωνινιανή»322 υποδεικνύει ότι απλώς πρόκειται για τιμητικό τίτλο

που συνέδεε την ονομασία της πόλης με τη Σεβηριανή δυναστεία. Κυρίως, όμως,

επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Ησυχίου, ο οποίος φαίνεται ότι διασώζει μία

πληροφορία, χωρίς να κατανοεί πλήρως τη σημασία της. Επιπλέον το παράπονο

315 Βλ. ανωτέρω σημ. 21.


316 Dagron, Constantinople imaginaire, 65.
317 Pont, «Septime Sévère», 192-193 και σημ. 15.

318 Mango, «Sévère», 607 και σημ. 25.

319 Προς τιμή του Αυγούστου (Σεβαστού) Antoninus Caracallus. Robert, «La Titulature», 27-28, σημ.

134. Robert, «Deux concours», 23-24. Łajtar, Inschriften, 83, υπ’ αρ. 54. Σύμφωνα με την Schönert-Geiss,
Münzpägung ΙΙ, 39-41, οι αγώνες αναφέρονται ως «Ἀντωνίνεια Σεβαστὰ» από τη βασιλεία του
Καρακάλλα μέχρι και το έτος 227/8 επί Αλεξάνδρου Σεβήρου, ενώ μετά τη χρονολογία αυτή
αποκαλούνται απλώς «Σεβαστὰ». Η Dana, «Byzance Hellénistique», 35, σημειώνει ότι οι αγώνες
διενεργούνται ως Σεβαστά από το έτος 231/2 (Αλέξανδρος Σεβήρος) μέχρι το έτος 256/7
(Ουαλεριανός και Γαλλιηνός).
320 Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.7-8 (38): «Μέχρι μὲν οὖν περιῆν Σεβῆρος καὶ ὁ τούτου παῖς Ἀντωνῖνος, ἡ

πόλις Ἀντωνίνα προσηγορεύετο·». Βλ. Pont, «Septime Sévère», 192 και σημ. 12.
321 Ενδεικτικά, έτσι το ερμήνευσαν οι Bassett, Urban Image, 19. Bréhier «Byzantion», 1506. Dagron,

Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 17-22, 70-73. Ο μύθος που αναφέρει η Pont, «Septime Sévère», 192-193 δεν
κατασκευάστηκε από τις πηγές αλλά από τους ερευνητές, κυρίως τον Dagron.
322 Robert, «La Titulature», 26-27 και σημ. 132. Για την ονομασία «Ἀντωνινιανή» σε πόλεις της

Κιλικίας, βλ. Jones, Cities, 206-207.

60
του Δίωνος Κασσίου323 ότι οι πόλεις της Μικράς Ασίας στα χρόνια του

Καρακάλλα υποχρεώθηκαν να οικοδομήσουν πολυτελείς κατοικίες και

αμφιθέατρα και ιπποδρόμους, προκειμένου να φιλοξενήσουν τον αυτοκράτορα,

επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι το πρόγραμμα που, σύμφωνα με τις πηγές,

υλοποιήθηκε στο Βυζάντιο δεν υπήρξε μία κραυγαλέα εξαίρεση.

Αντίθετα τα στοιχεία που προκύπτουν από τις πηγές και τις υλικές

μαρτυρίες του 3ου αιώνα αποκαλύπτουν με συνοχή τη συνειδητή προσπάθεια

του Σεβήρου και του Καρακάλλα να προσεταιριστούν με διάφορες ενέργειες τα

μεγάλα γεωπολιτικά κέντρα της Ανατολής, που υποστήριξαν ατυχώς τον

Πεσκέννιο Νίγηρα, λίγα μόνο χρόνια μετά την ατιμωτική τιμωρία τους. Τα

ιστορικά στοιχεία, που απηχούν οι μαρτυρίες του 6ου αιώνα, όπως του Ησυχίου

και του Μαλάλα, κατά εντυπωσιακό τρόπο επιβεβαιώνονται από τις σύγχρονες

των γεγονότων πηγές, πολύ περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλες

περιγραφές οικοδομικών προγραμμάτων, τα οποία η έρευνα αποδέχεται χωρίς

τόσο εξονυχιστικό έλεγχο. Επιπλέον, αρκετοί ερευνητές θεωρούν ως δεδομένη με

βάση τις πηγές του 6ου αιώνα την ανακαινιστική επέμβαση του Σεβήρου στο

Βυζάντιο.324

Ας εξετάσουμε, όμως, συνοπτικά και τα υπόλοιπα επιχειρήματα της

αρνητικής στην οικοδομική δραστηριότητα του Σεβήρου κριτικής. Σύμφωνα με

τον Mango325 η καταστροφή και μη ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης μειώνει

την πιθανότητα ανέγερσης τόσο σημαντικών μνημείων χωρίς την προστασία

οχυρωματικού περιβόλου. Όμως, στις αρχές του 3ου αιώνα, οι περιοχές της

Προποντίδας και της Μικράς Ασίας δεν αντιμετώπιζαν ακόμη κινδύνους από

εξωτερικούς εχθρούς. Αντίθετα, μία πόλη σαν το Βυζάντιο μπορούσε να

αποτελεί η ίδια κίνδυνο, εάν έπεφτε στα χέρια σφετεριστών της εξουσίας, όπως

323 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXVΙΙ.9.5-7: «…ἔξω δὴ τούτων ἁπάντων καὶ οἰκίας αὐτῷ
παντοδαπάς, ἐπειδὴ τῆς ῾Ρώμης ἐξώρμησε, καὶ καταλύσεις πολυτελεῖς ἐν μέσαις ταῖς ὁδοῖς καὶ
ταῖς βραχυτάταις οἰκείοις δαπανήμασι κατασκευάζειν ἠναγκαζόμεθα, ἐν αἷς οὐχ ὅσον οὐκ
ἐνῴκησέ ποτε, ἀλλ' οὐδὲ ὄψεσθαι αὐτῶν τινὰ ἔμελλε. προσέτι καὶ θέατρα κυνηγετικὰ καὶ
ἱπποδρόμους πανταχοῦ, ὅπουπερ καὶ ἐχείμασεν ἢ καὶ χειμάσειν ἤλπισε, κατεσκευάσαμεν, μηδὲν
παρ' αὐτοῦ λαβόντες».
324 Ενδεικτικά, βλ. Robert, «La Titulature», 27, σημ. 134. Bassett, Urban Image, 18-22. Potter, Constantine,

240-241.
325 Mango, «Sévère», 595-596. Mango, «Hippodrome», 38. Την άποψή του υιοθετεί και ο Berger,

Κωνσταντινούπολη, 20-21.

61
έδειξε η εξέγερση του Νίγηρα. Οι πηγές του 6ου αιώνα δεν αναφέρουν την

ανοικοδόμηση των τειχών, ούτε οι πηγές του 3ου αιώνα, γεγονός απόλυτα

κατανοητό για μία πόλη, η κυριαρχία επί της οποίας εγκυμονούσε τον κίνδυνο

να αποσχιστεί το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αλλά σε καμία

περίπτωση κατά την εποχή αυτή τα τείχη δεν αποτελούσαν προϋπόθεση για την

εκτέλεση οικοδομικών έργων.

Άλλο επιχείρημα, που προβάλλεται, είναι ότι ο Δίων δεν αναφέρει καμία

οικοδομική δραστηριότητα του Σεβήρου στο Βυζάντιο.326 Ωστόσο, ούτε ο Δίων327

ούτε ο Ηρωδιανός περιγράφουν κάποιο άλλο οικοδομικό πρόγραμμα ή έργο του

Σεβήρου, ούτε στη Ρώμη328 ούτε καν στη Μεγάλη Λέπτιδα329, όπου υλοποιήθηκε

το σημαντικότερο οικοδομικό πρόγραμμα της βασιλείας του. Προφανώς, το

οικοδομικό πρόγραμμα του Σεβήρου στο Βυζάντιο αποσιωπάται από τους δύο

ιστορικούς, διότι απλά βρίσκεται έξω από τις προθέσεις της αφήγησής τους,

δηλαδή την ανάδειξη της αυστηρής συμπεριφοράς του Σεβήρου απέναντι στις

πόλεις που υποστήριξαν τον σφετεριστή Πεσκέννιο Νίγηρα.

Στο θέμα των προθέσεων των πηγών ενδεικτική είναι η περίπτωση της

διπλής αναφοράς του Ζωσίμου στις Στοές του Σεβήρου.330 Επειδή δεν

κατονομάζει άλλο οικοδόμημα αυτού του αυτοκράτορα, ο Mango331 κατέταξε τον

Ζώσιμο μόνο του ως μία κατηγορία πηγών. Όμως οι αναφορές του εντάσσονται

στην περιγραφή του οικοδομικού προγράμματος του Μ. Κωνσταντίνου και

326 Mango, «Sévère», 599.


327 Ο Δίων αναφέρει μετά τον θάνατο του Σεβήρου, ως ανακεφαλαίωση του θνητού βίου του, ότι
ξόδεψε πολλά χρήματα για την επισκευή παλαιών κτισμάτων, στα οποία ανέγραψε το όνομά του
σαν να τα είχε ανεγείρει ο ίδιος, ενώ πολλά χρήματα κατανάλωσε μάταια σε επισκευές ή
κατασκευές άλλων οικοδομημάτων. Το μοναδικό συγκεκριμένο μνημείο που αναφέρει, βλ. Δίων
Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, LXXVΙ.16.3, είναι ένας υπερμεγέθης ναός αφιερωμένος στον Ηρακλή
και τον Διόνυσο, που δεν έχει μέχρι σήμερα ταυτιστεί, βλ. Rowan, Under Divine Auspices, 67-75.
328 Ενδεικτική της μεροληπτικής στάσης του Δίωνος απέναντι στον Σεβήρο είναι η παρατήρηση του

Rowan, Under Divine Auspices, 67, σημ. 183 πως ο ιστορικός αποσιωπά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος
της οικοδομικής δραστηριότητας του αυτοκράτορα στη Ρώμη υπήρξε επιβεβλημμένο, εξαιτίας μιάς
πυρκαγιάς που είχε καταστρέψει τμήματα της Πόλης κατά τη βασιλεία του Κομμόδου.
329 Το Σεβήρειο οικοδομικό πρόγραμμα στη Μεγάλη Λέπτιδα ξεκίνησε στα τέλη του 2ου αιώνα και

εγκαινιάστηκε το έτος 216. Περιλάμβανε ένα νέο Forum (Severianum) με Βασιλική και ναό
αφιερωμένο στη λατρεία των Σεβήρων, μία μεγάλη Στωική οδό, ένα Νυμφαίο, ένα μεγάλο τεχνητό
λιμάνι με φάρο, αποθήκες, ναούς, τη διεύρυνση του υφιστάμενου Ιπποδρόμου και ένα μνημειακό
τετράπυλο, βλ. Ward-Perkins J. B., The Severan Buildings of Leptis Magna, An Architectural Survey,
Kenrick P. (επιμ.), Society for Libyan Studies, μονογραφία υπ’ αρ. 2, Τρίπολη 1993. Ward-Perkins J. B.,
«Severan Art and Architecture at Lepcis Magna», JRS 38 (1948), 59-80, κυρίως 59-72.
330 Βλ. ανωτέρω σημ. 175 και 176.

331 Mango, Développement urbain, 19 και σημ. 36.

62
λειτουργούν ως απλοί τοπογραφικοί προσδιορισμοί. Μολονότι ο Mango θεωρεί

τον Ζώσιμο ως αξιόπιστη πηγή και σε άλλες περιπτώσεις δέχεται τη μαρτυρία

του332, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι έτοιμος να απορρίψει την οικοδόμηση

των Στοών, χωρίς καμία αιτιολόγηση. Όπως θα διαπιστώσουμε λίγο παρακάτω,

ανάλογες δυσχέρειες με αυτές των πηγών του οικοδομικού προγράμματος του

Σεβήρου αντιμετωπίζουμε και στην περίπτωση του προγράμματος του

Κωνσταντίνου, όπου οι σύγχρονες και κοντινές πηγές είναι πενιχρές και

στηριζόμαστε τελικά στους ίδιους συγγραφείς του 6ου αιώνα.333

Ουσιαστικά, δεν διαθέτουμε βάσιμα στοιχεία για να υποστηρίξουμε ότι το

οικοδομικό πρόγραμμα του Σεβήρου αποτελεί κατασκευή των πηγών του 6ου

αιώνα. Το γεγονός ότι το Προκωνσταντίνειο παρελθόν της Πόλης αποκτά

σημαντική θέση ανάμεσα στα θέματα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας που

απασχολούν την κλασικίζουσα ιστορική σκέψη334 και τη χρονογραφία του 6ου

αιώνα φαίνεται μάλλον μία λογική συνέπεια παρά μια σκοπιμότητα. Το σχήμα

του Dagron για τους οικιστές της Κωνσταντινούπολης είναι αληθοφανές, διότι

μάλλον είναι και πραγματικό. Η συλλογική μνήμη των κατοίκων του αρχαίου

Βυζαντίου είχε εξυψώσει τον Βύζαντα335 ως πρώτο οικιστή της πόλης. Οι

ιστορικοί και κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης σε μία εποχή κοντινή στα

γεγονότα και, αναμφίβολα, με περισσότερα στοιχεία από όσα διαθέτουμε εμείς

σήμερα, ανέδειξαν το σημαντικότερο οικοδομικό πρόγραμμα που προηγήθηκε

του Μ. Κωνσταντίνου, χωρίς μάλιστα να εξωραΐζουν το παρελθόν ή να

εξυψώνουν διοικητικά την Πόλη τους. Ούτε βέβαια κατά τον 6ο αιώνα υπήρξε

332 Χαρακτηριστικά βλ. Mango, Développement urbain, 16-17, σημ. 21, όπου αναφέρει: «Il y a enfin
Zosime, l’une de nos meilleures sources pour les origines de Constantinople…» και μάλιστα αξιοποιεί
ως απόδειξη για κάποιο συλλογισμό του δύο χωρία του Ζωσίμου, τα οποία βρίσκονται ακριβώς
δίπλα στις αναφορές του για τις Στοές του Σεβήρου.
333 Ενδεικτικά παραθέτουμε ανά συγγραφέα τις βασικές αναφορές των δύο προγραμμάτων:

Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.7-89.4 (ΙΙ.30-31): Σεβήρος και Μ. Κωνσταντίνος. Ησύχιος, Πάτρια, 15.13-
16.6 (37): Σεβήρος και 16.10-18.2 (39-41): Μ. Κωνσταντίνος. Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-12
(ΙΙΙ.70): Σεβήρος και 163.13-21 (ΙΙΙ.70): Μ. Κωνσταντίνος. Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-
222.85 (ΧΙΙ.20): Σεβήρος και 245.68-246.9 (ΧΙΙΙ.7-8): Μ. Κωνσταντίνος. Πασχάλιον Χρονικόν, 494.12-
495.14: Σεβήρος και 528.1-529.7: Μ. Κωνσταντίνος.
334 Χαρακτηριστικά ο Kaldellis, «Hesychios», 389, 402-403 αποκαλεί τους Προκόπιο, Ιωάννη Λυδό,

Αγαθία και Ησύχιο: «”Classicizing” authors of the sixth-century». Επίσης βλ. Kaldellis A., «Things Are
Not What They Are: Agathias “Mythistoricus” and the Last Laugh of Classical Culture», CQ 53 (2003),
295-300. Maas, John Lydus, 38-66. Treadgold, Historians, 216-217.
335 Σχετικά με την ίδρυση του αρχαίου Βυζαντίου από τον Βύζαντα και τις δύο μυθικές παραδόσεις

που σώζονται, βλ. Βεληγιάννη-Τερζή, Ελληνίδες Πόλεις, 51-55.

63
κάποια τοπικιστική αντιζηλία μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της

Νικομήδειας, ώστε να υποκινηθούν τόσοι συγγραφείς να κατασκευάσουν μία

μυθώδη ανακαίνιση του Βυζαντίου.336 Οι ανισότητες, που πράγματι υπάρχουν,

ανάμεσα στις μαρτυρίες τους σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος

αμφισβητούν μόνο την έκτασή του.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η επέμβαση του Σεβήρου στο Βυζάντιο, όταν

πραγματοποιήθηκε, υπήρξε απλώς ένα ακόμη αυτοκρατορικό οικοδομικό

πρόγραμμα σε μία ακόμη επαρχιακή πόλη, γεγονός καθόλου ενδιαφέρον για τις

σύγχρονές του ιστορικές πηγές. Η αναγωγή του Βυζαντίου σε

Κωνσταντινούπολη αναβάθμισε το οικοδομικό πρόγραμμα του Σεβήρου σε

αρχιτεκτονικό υπόβαθρο της νέας πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

και προκάλεσε ως λογική συνέπεια το ενδιαφέρον των μεταγενέστερων

συγγραφέων. Οι μαρτυρίες τους παρουσιάζουν μεγάλη συνέπεια και συνοχή με

τις σύγχρονες των γεγονότων πηγές και υλικές μαρτυρίες, ενώ το πρόγραμμα

που περιγράφουν, κυρίως η ανέγερση Ιπποδρόμου, Θερμών και Στωικής

Λεωφόρου, δεν είναι ασύμβατο με τις αυτοκρατορικές ευεργεσίες. Προφανώς,

δεν διαθέτουμε ακόμη τα απαραίτητα αρχαιολογικά τεκμήρια για να

αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε την υλοποίηση του οικοδομικού προγράμματος

του Σεβήρου στο Βυζάντιο.337 Και, εφόσον δεν διαθέτουμε τα στοιχεία αυτά, είναι

προτιμότερο να δεχόμαστε με επιφύλαξη τη μαρτυρία των πηγών338 και να

336 Ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 8 έχει πολύ ορθά παρατηρήσει για ανάλογο θέμα: «Ὁ
ἱστορικὸς ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ ὑπερβολικὸ σκεπτικισμὸ τὶς πηγές του εἶναι ἐπικίνδυνα ἐλεύθερος·
ὁ θετικισμὸς του τὸν κάνει πιὸ σίγουρα μυθιστοριογράφο ἀπ’ ὅ,τι ἡ ὑπερβολικὴ εὐπιστία».
337 Αυτό είναι το συμπέρασμα του Mango, «Sévère», 608, όχι όμως και της Pont, «Septime Sévère»,

198, η οποία καταλήγει ότι το πρόγραμμα του Σεβήρου υπήρξε ιδεολογική κατασκευή των πηγών
του 6ου αιώνα και δεν συμβιβάζεται με τις κανονικότητες της αυτοκρατορικής ευεργετικής
πολιτικής, ούτε με τη γεωπολιτική αναμόρφωση της αυτοκρατορίας, που έλαβε χώρα από την
εποχή των Σεβήρων μέχρι τον Διοκλητιανό. Διαμορφώνεται, δηλαδή, ένα θεωρητικό σχήμα στο
οποίο, επειδή δεν προσαρμόζονται οι μαρτυρίες των πηγών, απορρίπτονται.
338 Μία σημαντική παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η συγκριτική εξέταση του

Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης με τους υπόλοιπους 16 γνωστούς Ιπποδρόμους της ρωμαϊκής


Ανατολής, βλ. Dodge H., «Circuses in the Roman East: A Reappraisal», στο Nelis-Clément & Roddaz,
Le cirque romain, 133-146. Οι διαστάσεις του (μήκος περ. 450 και πλάτος περ. 90 μ.) τον συνδέουν με
μία ομάδα μεγάλων διαστάσεων Ιπποδρόμων που κατασκευάστηκαν στην περιοχή της
Συροπαλαιστίνης, την Τύρο (εποχή Σεβήρων), την Καισάρεια (τέλη 2ου αι.) και τα Βόστρα (? 2ος
αιώνας), σε περιφερειακά κέντρα με γεωπολιτική σημασία για την αυτοκρατορία. Επίσης, ο
Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 32 παραθέτει έναν πίνακα από τον οποίο προκύπτει ότι
ανάλογο μέγεθος είχε και ο Ιππόδρομος της Μεγάλης Λέπτιδος, ο οποίος έλαβε τις τελικές
διαστάσεις του, πάλι, κατά την εποχή του Σεβήρου βλ. ανωτέρω, υποσημ. 329, ενώ ακόμη

64
αναμένουμε τα μελλοντικά ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας. Συνεπώς,

όταν ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε τη χάραξη του πολεοδομικού ιστού της Πόλης

του, είναι πολύ πιθανόν ότι χωροθέτησε το μνημειακό κέντρο της στην περιοχή

όπου η ευεργετική επέμβαση των προκατόχων339 του είχε ήδη δημιουργήσει έναν

ρωμαϊκό μνημειακό πυρήνα στο Βυζάντιο, πλαισιώνοντας τη Μεγίστη

Τετράστωο Αγορά με τον Ιππόδρομο και τις Θέρμες που τροφοδοτούσε το

Αδριάνειο Υδραγωγείο.

Το Κωνσταντίνειο οικοδομικό πρόγραμμα

Σχετικά με το οικοδομικό πρόγραμμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου 340 στο νέο

μνημειακό κέντρο που διαμόρφωσε στην Πόλη του, αντλούμε λιγοστά στοιχεία

από τους κοντινούς στα γεγονότα συγγραφείς, τον Ευσέβιο, τον Σωκράτη και τον

Σωζομενό. Ο Ευσέβιος, όπως και ο Δίων Κάσσιος με τον Σεβήρο, υπήρξε

σύγχρονος του Κωνσταντίνου και επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη,

τουλάχιστον δύο φορές341, όσο εκείνος ζούσε. Μολονότι υπήρξε ο βασικός

βιογράφος του αυτοκράτορα, οι πληροφορίες342 που μας παρέχει για το

οικοδομικό πρόγραμμά του στην Πόλη είναι γενικές και πενιχρές, καθώς σκοπός

χαρακτηριστική είναι η διαφορά μεγέθους ανάμεσα στον Ιππόδρομο του Μαξεντίου (513 μ. μήκος)
και της Κωνσταντινούπολης.
339 Το πλέον παράδοξο είναι ότι νεότεροι ερευνητές, αφού θεώρησαν ως δεδομένη την αναίρεση του

Σεβήρειου οικοδομικού προγράμματος στο Βυζάντιο, προχώρησαν και στον εντοπισμό


προτιμότερου υποψηφίου για την ανέγερση του Ιπποδρόμου στο πρόσωπο του Λικινίου, για την
οικοδομική δραστηριότητα του οποίου στην πόλη δεν είναι απολύτως τίποτα γνωστό, βλ. Berger,
Κωνσταντινούπολη, 22. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 33. Stephenson P., Constantine, Unconquered
Emperor, Christian Victor, Λονδίνο 2009, 193-194. Ο τελευταίος, μάλιστα, έφθασε να συνδέσει την
αρχική επιλογή του Βυζαντίου από τον Μ. Κωνσταντίνο με την αποφασιστικότητά του να
εξαλείψει από την πόλη τη μνήμη του Λικινίου μέσω μιάς συστηματικής Damnatio Memoriae. Η
μοναδική τεκμηρίωση αυτής της φανταστικής εκδοχής, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στο ίδιο, 339
είναι ο Α. Berger: «to which I owe the revelation (not spelt out therein) that Licinius was responsible for
developing Byzantium». Από την άλλη πλευρά, οι Mango, «Hippodrome», 38 και Bardill,
«Hippodrome», 94 θεωρούν πως, όταν ο Κωνσταντίνος έφθασε στο Βυζάντιο, το έτος 324 δεν
υπήρχε εν λειτουργία ιππόδρομος, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 355. Σχετικά με τον Λικίνιο, αρκετά
διαφωτιστικό είναι το αρνητικό σχόλιο του Ἰουλιανοῦ, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα
Κωνστάντιον», 18.14-20 (6b): «Ἐπεὶ δὲ ἁπάντων κύριος (Κωνσταντῖνος) κατέστη, ὥσπερ ἐξ αυχμοῦ
τῆς ἀπληστίας τοῦ δυναστεύσαντος (Λικινίου) πολλῆς ἀπορίας χρημάτων οὔσης καὶ τοῦ πλούτου
τῶν βασιλείων ἐν μυχοῖς συνεληλαμένου, τὸ κλεῖθρον ἀφελὼν ἐπέκλυσεν ἀθρόως τῷ πλούτῳ
πάντα, πόλιν τε ἐπώνυμον αὑτοῦ κατέστησεν ἐν οὐδὲ ὅλοις ἔτεσι δέκα, τοσούτῳ τῶν ἄλλων
ἁπασῶν μείζονα, ὅσῳ τῆς Ῥώμης ἐλαττοῦσθαι δοκεῖ…».
340 Για την πληρέστερη παρουσίαση του βλ. Mango, Développement urbain, 25-36 και σχ. 1. Συνοπτικά,

βλ. Magdalino, «Byzantium=Constantinople», 50-53.


341 Cameron-Hall, Eusebius, 11.

342 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.7-25 (III.48-49), 107.30-108.8 (ΙΙΙ.54.2-3) και 144.2-145.8 (IV.58-60).

65
του δεν ήταν να περιγράψει τα μνημειακά οικοδομήματα του Κωνσταντίνου,

αλλά να αναδείξει τη χριστιανική ευσέβειά του343 μέσα από αυτά. Αν

εκλαμβάναμε ως επιχείρημα τη σιωπή του, θα έπρεπε να δεχθούμε επίσης ότι το

οικοδομικό πρόγραμμα του Μ. Κωνσταντίνου αποτελεί ιστορικό κατασκεύασμα.

Αντίστοιχα, εάν εξαιρέσουμε τους δύο εκκλησιαστικούς ιστορικούς του 5ου

αιώνα, τον Σωκράτη344 και τον Σωζομενό345, από τους οποίους ο μεν πρώτος

αναφέρεται αποκλειστικά στην ανέγερση εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ο

δεύτερος παρέχει σύντομες και γενικές πληροφορίες, ουσιαστικά οι βασικές

μαρτυρίες που διαθέτουμε για το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου

προέρχονται από τις ίδιες πηγές του 6ου-7ου αιώνα, από τις οποίες αντλήσαμε

στοιχεία για το πρόγραμμα του Σεβήρου, τον Ζώσιμο346, τον Ησύχιο347, τον

Ιωάννη Μαλάλα348, τον Ιωάννη Λυδό349 και το Πασχάλιο Χρονικό.350

Οι πηγές αυτές, μετά από μία σύντομη αναφορά στην κατασκευή των

τειχών και του Φόρου με τη στήλη του Κωνσταντίνου, επικεντρώνονται στην

περιγραφή της διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης.

Στο πρόγραμμα του Κωνσταντίνου αποδίδονται η ανέγερση του Ιερού

Παλατίου351, της Συγκλήτου352, του Αυγουσταίου353 και των Στοών354 της Μέσης,

343 Η ευσέβεια (pietas) του Κωνσταντίνου, όπως εκφράστηκε μνημειακά μετά το έτος 324 μέσα από
το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμά του σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και τις επιστολές του είναι
ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει το πρόσωπό του με τον Οκταβιανό, μετά τη νίκη του οποίου στο
Άκτιο η ευσέβεια και η μνημειακή έκφρασή της αναδείχτηκαν σε κυρίαρχο μοτίβο του Αυγούστειου
κράτους, βλ. Zanker, Αύγουστος, 145-155, 246-247. Το έτος 28 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος με
εντολή της Συγκλήτου προχώρησε στην ανοικοδόμηση και αναστήλωση 82 ερειπωμένων ναών της
Ρώμης, γεγονός το οποίο επισημαίνει με έμφαση στο Res Gestae, 20.
344 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.11-55.6 (Ι.16.1-3).

345 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.4-53.6 (ΙΙ.3.3-8).

346 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 87.7-89.4 (ΙΙ.30-31).

347 Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.10-18.2 (39-41).

348 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.68-246.9 (ΧΙΙΙ.7-8).

349 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.13-21 (ΙΙΙ.70). Ο Λυδός περιγράφει μόνο την ανέγερση των

Στοών της Ρηγίας με αφορμή την καταστροφή τους κατά τη Στάση του Νίκα κατά αντιστοιχία με
τον Ζώσιμο που αναφέρει μόνο τις Στοές του Σεβήρου κατά την περιγραφή του οικοδομικού
προγράμματος του Κωνσταντίνου.
350 Πασχάλιον Χρονικόν, 528.1-529.7.

351 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.9-10 (ΙΙ.31.1): «…καὶ βασίλεια κατεσκεύασεν οὐ πολλῷ τῆς Ῥώμης

ἐλάττονα·». Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.76-79 (ΧΙΙΙ.7): «ἔκτισεν δὲ καὶ παλάτιον μέγα καὶ
εὐπρεπὲς καθ’ ὁμοιότητα ὡσαύτως τοῦ Ῥώμης πλησίον τοῦ Ἱππικοῦ <τὴν ἄνοδον ἀπὸ τοῦ
παλατίου εἰς τὸ κάθισμα τοῦ Ἱππικοῦ διὰ> τοῦ λεγομένου Κοχλίου…». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.16-18.2
(41): «ἀνῳκοδόμησεν…καὶ τὴν τῶν βασιλείων αὐλήν». Πασχάλιον Χρονικόν, 528.6-8. Μία έμμεση
επιβεβαίωση και χρήσιμη ματιά στο εσωτερικό του Παλατίου προσφέρει ο Ευσέβιος, Βίος
Κωνσταντίνου, 104.20-23 (III.49): «ὡς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀνακτόροις τῶν βασιλείων, κατὰ τὸν πάντων
ἐξοχώτατον οἶκον τῆς πρὸς τῷ ὀρόφω κεχρυσωμένης φατνώσεως κατὰ τὸ μεσαίτατον, μεγίστου

66
καθώς και η ανακαίνιση του Ιπποδρόμου355 και των Θερμών του Ζευξίππου.356

Σχετικά με τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου

πίνακος ἀνηπλωμένου μέσον ἐμπεπῆχθαι τὸ τοῦ σωτηρίου πάθους σύμβολον…». Σε αυτό τον
χώρο πρέπει να τέθηκε προς προσκύνηση το νεκρό σώμα του Κωνσταντίνου «διαδήματι
τετιμημένον», βλ. ανωτέρω, υποσημ. 73.
352 Ο Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.17-19 (ΙΙ.3.6) αναφέρει: «βουλευτήριόν τε μέγα, ἣν

σύγκλητον ὁνομάζουσιν, ἕτερον συνεστήσατο, τὰς αὐτὰς τάξας τιμὰς καὶ ἱερομηνίας ᾗ καὶ
Ρωμαίοις τοῖς πρεσβυτέροις ἔθος». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.16-18.1 (41): «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ τοὺς τῆς
συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν οἰκους, Σενάτα τούτους ὀνομάσας, ἐν οἷς καὶ τοῦ Δωδωναίου
Διὸς ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ δύο τῆς Παλλάδος ἱδρύματα…». Την οικοδόμηση της Συγκλήτου
συνδυάζουν με την ίδρυση του Αυγουσταίου ο Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.2-5 (ΧΙΙΙ.8) και
το Πασχάλιον Χρονικόν, 528.21-529.4: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν κόγχην, καὶ ἔξω
μεγάλους κίονας στήσας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον, καλέσας τὸν τόπον
Αὐγουσταῖον, καθότι καὶ στήλην ἦν στήσας κατέναντι τῆς ἰδίας αὐτοῦ μητρὸς Ἑλένης Αὐγούστας
δεσποίνης ἐν πορφυρῷ κίονι».
353 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν, 163.7-9 (IV.138): «εἰς τὸ ἄσκεπον τῆς Δάφνης εἰς τὴν μικρὰν αὐλὴν

Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας ἔστησε στήλην τῆς ἑαυτοῦ μητρός, ἐξ ἧς ὠνόμασε τὸν τόπον
Αὐγουστεῖον». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.6-8 (40): «Καὶ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς Ἑλένης ἐπὶ κίονος ἀνέστησεν
ἄγαλμα καὶ τὸν τόπον ὠνόμασεν Αὐγουσταῖον·». Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 352 τις αναφορές
του Ιωάννη Μαλάλα και του Πασχαλίου Χρονικού.
354 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.95-2 (ΧΙΙΙ.8): «Ἔκτισεν δὲ δύο ἐμβόλους ἀπὸ τῆς εἰσόδου

τοῦ παλατίου ἕως τοῦ αὐτοῦ φόρου εὐπρεπεῖς καὶ κεκοσμημένους ἀνδριᾶσι καὶ μαρμάροις
διαφόροις, καλέσας τὸν τόπον τῶν ἐμβόλων Ῥηγίαν…». Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.19-21. Για την
κατασκευή τους κάνει λόγο ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.13-21 (ΙΙΙ.70) κατά την περιγραφή
της πυρκαγιάς της Στάσης του Νίκα, που διαδόθηκε από το μνημειακό κέντρο προς τα δυτικά:
«…ἡρπάγησαν αἱ μέχρι τῆς Κωνσταντίνου ἀγο[ρᾶς τὴν πόλιν] διευθύνουσαι στοαί, κάλλει καὶ
μεγέθει κιόνων εὐγράμμως [διασκη]νοῦσαι τὴν πλατεῖαν· Καμπανοὶ ταύτας εἰς χάριν
Κωνσταντίνου λέγονται κατασκευάσαι…». Οι έμβολοι αυτοί ανεγέρθησαν στη θέση των Στοών
του Σεβήρου, οι οποίες ταυτίζονται μάλλον με τους Τρωαδησίους Εμβόλους που αναφέρει ο
Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.14-17.1 (39): «…πόρρω δὲ μεταγαγόντος τὰ τείχη κατὰ τοὺς λεγομένους
Τρωαδησίους ἐμβόλους, πρότερον αὐτῶν οὐκ ἔξω τῆς ἐπωνύμου ἀγορᾶς τοῦ βασιλέως
κειμένων…». Όταν ο Κωνσταντίνος μετέφερε δυτικά τον οχυρωματικό περίβολο οι Τρωαδήσιοι
Έμβολοι ήταν ακόμη εσωτερικά της Αγοράς του Βασιλιά, δηλαδή της Πύλης του Θρακίου. Στη
Notitia Urbis, 239, XIII.9, συναντάμε τις «Porticus Troadenses» στη 12η Ρεγιώνα, δίπλα στη Χρυσή
Πύλη (Portam auream) του Κωνσταντίνειου περιβόλου, όπου προφανώς μεταφέρθηκαν. Ο Mango,
«Triumphal Way», 180 και σημ. 50 θεωρεί ότι πιθανώς έφθαναν μέχρι τον Φόρο του Αρκαδίου.
355 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.11-13 (ΙΙ.3.5): «…τὰ περὶ τὴν πόλιν διαθεὶς ἱπποδρόμῳ τε

καὶ κρήναις καὶ στοαῖς καὶ λοιποῖς οἰκοδομήμασι φιλοτίμως κοσμήσας…». Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα,
88.10-15 (ΙΙ.31.1): «καὶ τὸν ἱππόδρομον εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερὸν μέρος
αὐτοῦ ποιησάμενος, ὧν καὶ τὰ δείκηλα μέχρι νῦν ἔστιν ἐπὶ τῶν τοῦ ἱπποδρόμου στοῶν ἑστῶτα
ἰδεῖν. ἔστησεν δὲ κατά τι τοῦ ἱπποδρόμου μέρος καὶ τὸν τρίποδα τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος…».
Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.74-76 (ΧΙΙΙ.7). Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.4-6: «ἀναπληρώσας
καὶ τὸ Ἱππικόν, κοσμήσας αὐτὸ χαλκουργήμασι καὶ πάσῃ ἀρετῇ, ποιήσας ἐν αὐτῷ κάθισμα
θεωρίου βασιλικοῦ καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ ὄντος». Η αναφορά του Σωζομενοῦ,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 377.20-22 (VIII.21.4): «ἐλαθέντες δὲ ἔνθεν συνῆλθον πρὸ τοῦ ἄστεως εἴς τινα
χῶρον ὅν Κωνσταντῖνος ὁ βασιλεὺς μήπω τὴν πόλιν συνοικίσας εἰς ἱπποδρόμου θέαν ἐκάθηρε
ξύλοις περιτειχίσας·» έχει θεωρηθεί από τους Mango, «Hippodrome», 38 και Bardill, «Hippodrome»,
94, ως τεκμήριο, πως όταν ο Κωνσταντίνος έφθασε στο Βυζάντιο το έτος 324 δεν υπήρχε εν
λειτουργία ιππόδρομος. Όμως, ο Σωζομενός διασαφηνίζει ότι η κατασκευή του προσωρινού
ξύλινου ιπποδρόμου αφορούσε το διάστημα πριν από τον «συνοικισμό» της Πόλης, δηλώνοντας,
προφανώς, την περίοδο εντατικής ανέγερσης και ανακαίνισης των βασικών μνημείων και
υποδομών του Κωνσταντίνειου προγράμματος, όταν το εργοτάξιο του μνημειακού κέντρου θα
ήταν ακατάλληλο για τη συγκέντρωση μεγάλου πλήθους και τη διεξαγωγή ιπποδρομιών.

67
πληροφορούμαστε από τον Σωκράτη ότι ο Κωνσταντίνος ανοικοδόμησε μόνο

την Αγία Ειρήνη 357, την οποία βρήκε υφιστάμενη και την αύξησε σε μέγεθος και

κάλλος. Ο ίδιος αναφέρει ότι η Αγία Σοφία358 εγκαινιάστηκε στις 15 Φεβρουαρίου

του έτους 360. Με αφορμή τα εγκαίνια του ναού, το Πασχάλιο Χρονικό μας

πληροφορεί ότι ο Κωνσταντίνος έθεσε τα θεμέλια της Αγίας Σοφίας 34 χρόνια

νωρίτερα, δηλαδή το έτος 326.359 Από τις μαρτυρίες αυτές προκύπτει ότι η Αγία

Ειρήνη και η Αγία Σοφία απετέλεσαν συστατικά στοιχεία του μνημειακού

κέντρου της Βασιλεύουσας ήδη από τη βασιλεία των Κωνσταντίνου-

356 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.5-9 (ΧΙΙΙ.8): «ὁμοίως δὲ ἀνεπλήρωσε καὶ τὸ λεγόμενον
Ζεύξιππον δημόσιον λουτρὸν κοσμήσας κίοσι καὶ μαρμάροις ποικίλοις καὶ χαλκουργήμασιν· εὗρε
γὰρ αὐτὸ ἀπλήρωτον, ἀρχθὲν μὲν πρῴην ὑπὸ Σεβήρου βασιλέως τὸ αὐτὸ δημόσιον». Πασχάλιον
Χρονικὸν, 529.5-7.
357 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.20-55.1 (Ι.16.2): «καὶ ἐν ταύτῃ τῇ πόλει δύο οἰκοδομήσας

ἐκκλησίας μίαν μὲν ἐπωνόμασεν Εἰρήνην, ἑτέραν δὲ τὴν τῶν ἀποστόλων ἐπώνυμον». Παρακάτω,
αναφέρόμενος στη Στάση του έτους 342 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Ορθοδόξων και
Αρειανών, βλ. στο ίδιο, 109.9-13 (ΙΙ.16.16) επεξηγεί: «κατὰ δὲ τὸν καιρὸν τοῦτον καὶ ὁ βασιλεὺς τὴν
μεγάλην ἐκκλησίαν ἔκτιζεν, ἥτις Σοφία μὲν προσαγορεύεται νῦν, συνῆπται δὲ τῇ ἐπωνύμῳ
Εἰρήνης· ἥν ὁ πατὴρ τοῦ βασιλέως μικρὰν οὖσαν τὸ πρότερον εἰς κάλλος καὶ μέγεθος ηὔξησεν, καὶ
νῦν εἰσιν ὑφ’ ἕνα περίβολον ἄμφω ὁρώμεναι, μίαν τὴν προσωνυμίαν ἔχουσαι». Το γεγονός ότι πριν
από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρχε χριστιανικός ναός στη θέση της Αγίας Ειρήνης
επεξηγεί την αναφορά της στη Notitia Urbis, 231, ΙΙΙ.7, ως «Ecclesiam antiquam». Η Αγία Ειρήνη
υπήρξε ο επισκοπικός ναός της Κωνσταντινούπολης μέχρι την ολοκλήρωση της πρώτης Αγίας
Σοφίας, που εγκαινιάστηκε το έτος 360, βλ. Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 30-31. Dagron, Γέννηση
μιάς πρωτεύουσας, 447-448. Για τη στάση του 342, βλ. Dagron, στο ίδιο, 485-491.Ο Bardill, Constantine,
253-254 συγκρίνει την αφιέρωση του ναού της Αγίας Ειρήνης με την ανάθεση του Βωμού της
Σεβαστής Ειρήνης στη Ρώμη, το έτος 9 π.Χ., ως αναμνηστικό μνημείο της Ειρήνης που οι
θεόσταλτες νίκες του αυτοκράτορα εγκαθίδρυσαν. Για τον Βωμό, βλ. Richardson, Topographical
Dictionary 287-8. Για τη συμβολική σημασία του μνημείου και του εικονογραφικού του διακόσμου,
βλ. Zanker, Αύγουστος, 163-173, 233-235. Με την ειρήνη που έφερε η νική κατά του Λικινίου στο
κράτος και την εκκλησία συνδέει την αφιέρωση του ναού ο Odahl, Constantine, 238-239.
358 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 181.9-12 (ΙΙ.43.11): «Εὐδοξίου δὲ ἀναδειχθέντος ἐπισκόπου τῆς

μεγαλοπόλεως τηνικαῦτα καὶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία ἡ ὀνομαζομένη Σοφία ἐνεκαινίσθη… τῇ


πεντεκαιδεκάτῃ τοῦ Φεβρουαρίου μηνός».
359 Πασχάλιον Χρονικόν, 544.11-14: «Ἐπὶ τῆς αὐτῆς συνόδου τῶν ἐπισκόπων οὐ μετὰ πολλὰς ἡμέρας

τοῦ ἐνθρονισθῆναι τὸν Εὐδόξιον ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως τὰ ἐγκαίνια τῆς μεγάλης


Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς πόλεως ἐτελέσθη δι’ ἐτῶν λδ΄ μικρῷ πρόσω ἀφ’ οὗ θεμελίους κατεβάλετο
Κωνσταντῖνος νικητὴς, σεβαστός». O Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 452-455, θεωρεί πως η
έκφραση «ἀφ’ οὗ θεμελίους κατεβάλετο Κωνσταντῖνος» αναφέρεται στη θεμελίωση της πόλης και
όχι της Μεγάλης Εκκλησίας και πως ο ναός θεμελιώθηκε από τον Κωνστάντιο. Όμως, η
εξιστόρηση του Χρονικού διαρθρώνεται ανά έτος και δεν υπάρχει λόγος τα εγκαίνια του ναού να
χρονολογηθούν με βάση κάποιο άλλο γεγονός, δηλαδή τη θεμελίωση της Πόλης. Άλλωστε ο Μ.
Κωνσταντίνος εγκαινίασε, ίδρυσε, αφιέρωσε, αλλά δεν θεμελίωσε την Πόλη. Και αν ποτέ
πραγματοποιήθηκε τελετή «θεμελίωσης», αυτή θα έλαβε χώρα το έτος 324 και όχι το έτος 326.
Ουσιαστικά, η αναφορά των τριαντατεσσάρων ετών τονίζει απλώς το χρονικό κενό που
μεσολάβησε ανάμεσα στη θεμελίωση και τα εγκαίνια της Μεγάλης Εκκλησίας. Αντίστοιχα,
μεγάλο χρονικό διάστημα φαίνεται ότι μεσολάβησε ανάμεσα στη θεμελίωση και τα εγκαίνια του
δεύτερου μεγάλου θρησκευτικού ιδρύματος της εποχής των Κωνσταντίνου-Κωνσταντίου, του ναού
των Αγίων Αποστόλων, που εγκαινιάστηκε 10 χρόνια αργότερα, το έτος 370, βλ. Πασχάλιον
Χρονικὸν, 559.13-15. Bardill, Constantine, 381, σημ. 330. Ο Odahl, Constantine, 237, σημειώνει ότι το 326
θεμελιώθηκε ο ναός αφιερωμένος στον Χριστό, ως Σοφία του Θεού.

68
Κωνσταντίου. Το μεγάλο ερώτημα που παραμένει ανοικτό είναι πότε

αφιερώθηκε η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης στη Σοφία του Θεού.

Ο Ευσέβιος στρέφει κυρίως την προσοχή του στα διακοσμητικά στοιχεία

του μνημειακού κέντρου. Ρητά αναφέρει τον Δελφικό Τρίποδα του Ιπποδρόμου

και τα ανάγλυφα με τις Μούσες του Ελικώνα: «ἐν αὐτῷ δ’ ἱπποδρομίῳ τοὺς ἐν

Δελφοῖς τρίποδας, τὰς δ’ Ἑλικωνίδας Μούσας ἐν παλατίῳ».360 Επίσης περιγράφει

έναν πίνακα που κοσμούσε τα βασιλικά πρόθυρα361, τον πρόδρομο της Χαλκής

Πύλης και παρίστανε τον Κωνσταντίνο κρατώντας τον Σταυρό να πατάει επάνω

σε θαλάσσιο δράκοντα. Τέλος αναφέρει ότι είδε σε κρήνες στο μέσο αγορών της

360 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 108.2-4 (ΙΙΙ.54.2). Τα ανάγλυφα των Μουσών, όπως θα δούμε,
βρίσκονταν στο κτήριο της Συγκλήτου, δίπλα στα ανάκτορα. Σύμφωνα με τον Dagron, L’hippodrome
de Constantinople, 93, σημ. 67 η χρήση πληθυντικού «ἐν Δελφοῖς τρίποδας» από τον Ευσέβιο, όπως
και τον Σωκράτη, υποδηλώνει την αδυναμία των συγγραφέων να κατανοήσουν την αρχική μορφή
του μνημείου. Για τον Τρίποδα, βλ. Bassett, Urban Image, 224-227. Bardill, «Monuments», 164-167.
Madden, «Serpent Column», 111-145. Müller-Wiener, Bildlexikon, 71. Stichel, «“Schlangensäule”», 315-
348. Για τη συζήτηση σχετικά με τη μορφή του Τρίποδα, βλ. Ridgway, «Plataian Tripod». Ο Bardill,
Constantine, 144 θεωρεί ότι ήδη τον 2ο αιώνα μ.Χ. είχε αφαιρεθεί ο χρυσός τρίποδας και έμενε μόνο
το οφιοειδές χάλκινο στέλεχος, με βάση τον Παυσανία, 10.13.9: «ἐν κοινῷ δὲ ἀνέθεσαν ἀπὸ ἔργου
τοῦ Πλαταιᾶσιν οἱ ῞Ελληνες χρυσοῦν τρίποδα δράκοντι ἐπικείμενον χαλκῷ. ὅσον μὲν δὴ χαλκὸς ἦν
τοῦ ἀναθήματος, σῶον καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι ἦν· οὐ μέντοι κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ τὸν χρυσὸν οἱ Φωκέων
ὑπελίποντο ἡγεμόνες». Ο τρίποδας υπήρξε σύμβολο νίκης, έπαθλο αγώνων και ανάθημα θεών,
στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο Bardill, στο ίδιο, 144, 362 θεωρεί ότι ο Δελφικός Τρίποδας
προοριζόταν ως σύμβολο νίκης κατά των διωκτών των Χριστιανών, στους διωγμούς που
υποκινήθηκαν από τους χρησμούς του Απόλλωνα. Ωστόσο, θεωρώ ότι απηχείται μία σύνδεση και
πάλι με το πρόσωπο του Αυγούστου, ο οποίος, ως μνημείο της νίκης του στο Άκτιο, ανήγειρε ναό
του Απόλλωνα δίπλα στην οικία του, όπου αφιέρωσε χρυσούς τρίποδες ως σύμβολα νίκης,
ευσέβειας και ελπίδας, βλ. Zanker, Αύγουστος, 123-126. Ο ίδιος ο Αύγουστος στη Res Gestae, 34.2
αναφέρει πως, όταν έγινε κυρίαρχος της οικουμένης και με απόφαση της Συγκλήτου έλαβε τον
τίτλο «Αύγουστος»: «δάφναις δημοσίᾳ τὰ πρόπυλα μου ἐστέφθη», βλ. Zanker, στο ίδιο, 131-132.
Παραδόξως, στην Κωνσταντινούπολη ο Δελφικός Τρίποδας στον Ιππόδρομο βρισκόταν δίπλα στο
Παλάτιο της Δάφνης. Επιπλέον, με βάση υπολογισμούς που διασώθηκαν στην Γεωδαισία του
Ήρωνα του Νεοτέρου, βλ. Mango, «Euripe», 187-189, Mango, «Boukoleon», 46-47 και Bardill,
«Hippodrome», 140-141, ο Τρίποδας είχε τοποθετηθεί στην πιο κεντρική θέση απέναντι από το
Κάθισμα του Ιπποδρόμου, μολονότι ήταν ένα απογυμνωμένο λείψανο της αρχικής του μορφής,
χωρίς τον χρυσό διάκοσμό του και δεν διέθετε επιβλητικό μέγεθος, όπως ο κτιστός οβελίσκος.
Όμως, ως το κατεξοχήν σύμβολο νίκης στην πάλη των Ελλήνων εναντίον των Περσών,
αποτελούσε το πλέον κατάλληλο μνημειακό συμφραζόμενο για την τελετή της στέψης του
διαδήματος του Κωνσταντίνου στο Κάθισμα του Ιπποδρόμου κατά τα εγκαίνια της Πόλης του, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 57-62. Ο Τρίποδας συμβόλιζε την κατάκτηση της Ανατολής και τη διαδοχή της
περσικής και της ελληνικής αυτοκρατορίας.
361 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 82.2-10 (ΙΙΙ.3.1-2): «…καὶ ἐν [γραφῆς] ὑψηλοτάτῳ πίνακι πρὸ τῶν

βασιλικῶν προθύρων ἀνακειμένῳ …τὸ μὲν σωτήριον <σημεῖον> ὑπερκείμενον τῆς αὐτοῦ κεφαλῆς
τῇ γραφῇ παραδούς, τὸν δ’ ἐχθρὸν καὶ πολέμιον θῆρα τὸν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς τῶν
ἀθέων πολιορκήσαντα τυραννίδος κατὰ βυθοῦ φερόμενον ποιήσας ἐν δράκοντος μορφῇ. δράκοντα
γὰρ αὐτὸν καὶ σκολιὸν ὄφιν ἐν προφητῶν θεοῦ βίβλοις ἀνηγόρευε τὰ λόγια. διὸ καὶ βασιλεὺς ὑπὸ
τοῖς αὐτοῦ τε καὶ τῶν αὐτοῦ παίδων ποσὶ βέλει πεπαρμένον κατὰ μέσου τοῦ κύτους βυθοῖς τε
θαλάττης ἀπερριμμένον διὰ τῆς κηροχύτου γραφῆς ἐδείκνυ τοῖς πᾶσι τὸν δράκοντα…». Σχετικά
βλ. Bardill, Constantine, 143-144, 361. Cameron-Hall, Eusebius, 255-256. Grabar A., L’empereur dans l’art
byzantin. Recherches sur l’art officiel de l’empire Orient, Παρίσι 1936, 43-44. Mango, Brazen House, 23-24.

69
Πόλης τα σύμβολα του καλού Ποιμένα και τον Δανιήλ με τα λιοντάρια.362 Ο

Σωκράτης επίσης σημειώνει την παρουσία του Τρίποδα: «τὰ γοῦν ἀγάλματα

κόσμον τῇ Κωνσταντινουπόλει δημοσίᾳ προὐτίθει καὶ τοὺς Δελφικοὺς τρίποδας

ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τῆς αὐτῆς πόλεως δημοσιεύσας προέθηκεν. ταῦτα μὲν οὗν

δόξει περιττῶς λέγεσθαι· ὁρᾶται γὰρ πρότερον ἣ ἀκούεται».363 Ο Σωζομενός

επιβεβαιώνει την προέλευσή του: «καὶ οἱ ἐν Δελφοῖς τρίποδες καὶ ὁ Πὰν ὁ

βοώμενος, ὃν Παυσανίας ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ αἱ Ἑλληνίδες πόλεις ἀνέθεντο

μετὰ τὸν πρὸς Μήδους πόλεμον».364 Τέλος στο πρόγραμμα του Κωνσταντίνου θα

πρέπει να συμπεριλάβουμε και την αναφορά του Ζωσίμου365 για την κατασκευή

των ναών της Τύχης και της Ρέας στις άκρες της μιάς στοάς της Μεγίστης

Τετραστώου Αγοράς, αφού με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι το

μνημείο βρισκόταν στην περιοχή όπου χωροθετήθηκε το νέο μνημειακό κέντρο.

Στα χρόνια των αμέσων διάδόχων του μεγάλου Κωνσταντίνου

αποδίδονται συγκριτικά λιγοστές επεμβάσεις στο μνημειακό κέντρο της Πόλης.

Ο Κωνστάντιος366 οικοδόμησε την Αγία Σοφία και συνέχισε τη διεύρυνση και τον

εξωραϊσμό του Ιερού Παλατίου.367 Στο κεφάλαιο Δ.4.2 θα διαπιστώσουμε ότι

ανακαίνισε επίσης τη Βασίλειο Στοά. Ο Ιουλιανός, σύμφωνα με τον Ζώσιμο368,

έδωσε στην Πόλη να έχει Γερουσία, όπως η Ρώμη, και οικοδόμησε Βιβλιοθήκη

362 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.17-19 (III.49): «Εἶδες δ’ ἄν ἐπὶ [μέσον] ἀγορῶν κειμέναις κρήναις
τὰ τοῦ καλοῦ ποιμένος σύμβολα, τοῖς ἀπὸ τῶν θείων λογίων ὁρμωμένοις γνώριμα, τόν τε Δανιὴλ
σὺν τοῖς λέουσιν ἐν χαλκῷ πεπελασμένον χρυσοῦ τε πετάλοις ἐκλάμποντα». Σχετικά βλ. Grigg R.,
«Constantine the Great and the Cult without Images», Viator 8 (1977), 1-32 κυρίως 5-7.
363 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 55.3-6 (Ι.16.3).

364 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 57.3-5 (ΙΙ.5.4). Ο «βοώμενος Πὰν» δεν είχε σχέση με τους

Δελφούς και τον Τρίποδα, ούτε υπήρξε ανάθημα των ελληνίδων πόλεων, αλλά σχετίζεται με τη
νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα, το έτος 490 π.Χ., μετά την
οποία εισάγεται επίσημα η λατρεία του στην Αττική, βλ. Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, VI.105. Δύο αναφορές
ακόμη, του Αισχύλου και του Στράβωνα, τον συσχετίζουν με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, βλ.
Borgeaud P., Recherches sur le dieu Pan, αγγλ. μτφρ.: The Cult of Pan in Ancient Greece, Atlass K.-Redfield
J. (μτφρ.), Σικάγο 1988, 133-137. Η Bassett, Urban Image, 248, καταχωρεί το άγαλμα του Πάνα στην
ενότητα «Unspecified Location». Ο Madden, «Serpent Column», 112, σημ. 5 αποδίδει τη διείσδυση του
Πάνα στο κείμενο του Σωζομενού σε αντιγραφικό λάθος. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορική
πρόταση, αρχικά, θα πρέπει να προσδιόριζε μόνο τον Δελφικό Τρίποδα.
365 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31.2-3).

366 Σχετικά με το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίου στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Henck,

«Constantius», 284-293.
367 Mango, Brazen House, 22.

368 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 127.2-7 (ΙΙΙ.11.3): «…ἔδωκε μὲν τῇ πόλει γερουσίαν ἔχειν ὥσπερ τῇ

Ῥώμῃ…ἔτι δὲ βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν
ἐναποθέμενος…».

70
στη Βασίλειο Στοά. Ο Ιωάννης Λυδός369, μάλιστα, κατονομάζει τη Σύγκλητο του

μνημειακού κέντρου ως Γερουσία του Ιουλιανού.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λυθεί μία παρεξήγηση. Είναι βέβαιο ότι η

Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε ως θεσμός και ανεγέρθηκε ως

υλικό οικοδόμημα από τον Κωνσταντίνο. Αυτό επιβεβαιώνουν πηγές πολύ

κοντινές στα γεγονότα, όπως ο Θεμίστιος370, ο ανώνυμος συγγραφέας της Origo

Constantini371, ο Σωζομενός372 και ο Φιλοστόργιος.373 Η καλά τεκμηριωμένη

έρευνα του Dagron374 για τη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης έδειξε ότι η

ίδρυσή της οφείλεται στον Κωνσταντίνο και η θεσμική εξίσωσή της με τη

Σύγκλητο της Ρώμης στον Κωνστάντιο. Ωστόσο, θεωρώ ότι η έκφραση του

Ζωσίμου: «ὥσπερ τῇ Ῥώμῃ» αναφέρεται στην εξίσωση με νομοθετήματα του

θεσμικού ρόλου των δύο Συγκλήτων, που ολοκληρώθηκε στο τέλος της

βασιλείας του Κωνσταντίου, κατά τα έτη 359-361.375 Ο ιστορικός αποδίδει στον

Ιουλιανό μία θεσμική εξέλιξη που έλαβε χώρα στο τέλος της βασιλείας του

προκατόχου του376 και δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο κτήριο. Η διατύπωση του

Ιωάννη Λυδού: «Ἰουλιανοῦ γερουσίαν» αποτελεί άμεση διακειμενική αναφορά

στο κείμενο του Ζωσίμου ως πηγή της πληροφορίας. Συγχρόνως, όμως, συνιστά

προϊόν παρερμηνείας της διατύπωσης του ιστορικού, ως αναφορά σε

συγκεκριμένο κτήριο και όχι σε θεσμική εξέλιξη. Με τον τρόπο αυτό, η εξέλιξη

369 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-163.2 (ΙΙΙ.70): «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς
εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι
σενᾶτον κατὰ τὴν Αὐγούστου [πανήγυριν - ἀφ’ ἧς ἐπὶ τὴν] ἀγοράν, ἣν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον…».
370 Ο Θεμίστιος, Λόγοι, (4) «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 79.2-5 (55a-b) δηλώνει

κατηγορηματικά: «καὶ γὰρ ὅτι Κωνσταντίνου ἐστὶ γέννημα καὶ θρέμμα ἡ γερουσία καὶ ὅτι
προσήκει αὐτῆς τῷ ἐκείνου υἱεῖ κήδεσθαι, καὶ προορᾶν ὡς ὁμοπάτορος...».
371 Origo Constantini, 9.2-3 (30): «ibi etiam senatum constituit secundi ordinis: claros vocavit».

372 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 352.

373 Φιλοστόργιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 22.2 (ΙΙ.9): «καὶ βουλήν τε σύγκλητον τάξασθαι…».

374 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 137-155.

375 Dagron, στο ίδιο, 153-154. Πρόσφατα ο Skinner, «Senate of Constantinople», προτείνε ότι η εξέλιξη

αυτή έλαβε χώρα νωρίτερα, κατά το ξεκίνημα της βασιλείας του Κωνσταντίου.
376 Ο Henck, «Constantius», 285, σημ. 38 παρατηρεί ότι όλα τα οικοδομήματα, που ο εθνικός

ιστορικός Ζώσιμος αποδίδει στον Ιουλιανό, θα πρέπει να αποδοθούν στον Κωνστάντιο, καθώς ο
Ιουλιανός διέμεινε στην Πόλη μόνο για ελάχιστους μήνες τον χειμώνα του έτους 361-362, πριν από
την προώθησή του προς την Αντιόχεια. Ο Berger, Κωνσταντινούπολη, 40, θεωρεί ότι η σύνδεση της
Συγκλήτου με τον Ιουλιανό από τον Ζώσιμο βασίζεται στις αντιχριστιανικές πεποιθήσεις του
πρώτου και στη θετική του στάση απέναντι στη νέα πρωτεύουσα.

71
μιάς διατύπωσης από τον Ζώσιμο στον Λυδό δημιούργησε μία νέα ιδρυτική

παράδοση377 για τη Σύγκλητο του μνημειακού κέντρου.

Ακόμη ένα στοιχείο απομακρύνει τον Ιουλιανό από τη Σύγκλητο του

μνημειακού κέντρου. Αμέσως μετά την αυτοκρατορική είσοδό του στην

Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα άνοιξε τους αρχαίους ναούς και προσέφερε

θυσίες στους βωμούς, διέταξε την επιστροφή στους τόπους προέλευσής τους των

γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών, που είχαν συληθεί από αρχαία μνημεία και

χρησιμοποιηθεί ως μνημειακός διάκοσμος επί των προκατόχων του.378 Τη

Σύγκλητο κοσμούσαν, πιθανότατα, τη στιγμή εκείνη μία σειρά από αγάλματα

και ανάγλυφα. Στο εσωτερικό της μάλλον βρίσκονταν ήδη τα ανάγλυφα των

Μουσών του Ελικώνα379, τα οποία είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη

κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, όπως επιβεβαιώνει η αναφορά τους από

τον Ευσέβιο. Εξωτερικά του κτηρίου υπήρχαν τα αγάλματα του Δωδωναίου Δία

και της Αθηνάς Λινδίας380 και χάλκινη παράσταση Γιγαντομαχίας381 αντί

377 Χαρακτηριστικά ο Mango, Brazen House. 56-57 με βάση τις αναφορές τους σημειώνει ότι, μολονότι
η Σύγκλητος του μνημειακού κέντρου αποδίδεται στον Κωνσταντίνο, ο Ιουλιανός έχει, ίσως, πιο
ισχυρά ερείσματα.
378 Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 167-168.

379 Ο Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 108.3-4 (ΙΙΙ.54.2) αναφέρει: «τὰς δ’ Ἑλικωνίδας Μούσας ἐν

παλατίῳ». Η έκφραση «ἐν παλατίῳ» είναι πολύ γενική και δεν μπορεί να αποκλειστεί το
ενδεχόμενο τα ανάγλυφα να είχαν τοποθετηθεί ήδη στο κτήριο της Συγκλήτου, που βρισκόταν
δίπλα στα Ανάκτορα. Ο Θεμίστιος σε τρεις ομιλίες του κατά το έτος 384-5, τα αναφέρει στο
εσωτερικό της Συγκλήτου, βλ. Θεμίστιος, Λόγοι (31), «Περὶ προεδρίας εἰς τὴν Σύγκλητον», 191.21-
192.2 (355a-b): «ὧν καλῶς ποιοῦντες νεὼν ἀπεδείξατε τὸ βουλευτήριον καὶ τὰ αγάλματα
κατεστήσατε τῶν θεῶν ἐν τῷ σηκῷ ἔνθεν καὶ ἔνθεν…καὶ μετελήλυθεν ὁ Ἑλικὼν εἰς τὸν
Βόσπορον». Ο ίδιος, Λόγοι (19), «Ἐπὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου», 331.15-16
(228a-b): Δεῦρ’ ἴτε οὖν, ὦ φίλαι Μοῦσαι, αἳ τὸν νεὼν τὸν βουλαῖον ἡμῖν συνοικεῖτε...». Ο ίδιος, Λόγοι
(17), «Ἐπὶ τῇ χειροτονίᾳ τῆς πολιαρχίας», 308.24-27 (215d): «…ἀλλὰ τηνικαῦτα ἔσται πρόκριτος ἡ
βουλή, τηνικαῦτα νεὼς τῶν Μουσῶν, οὐ χαλκῶν ἔμπλεως ἀγαλμάτων, ἀλλ’ αὐτῶν γέμων τῶν
ἀρχετύπων». Για τη χρονολόγηση των ομιλιών βλ. Dagron, «Témoignage de Thémistios», 23-24, 26.
Vanderspoel, Themistius, 208-211, 250-251. Για το περιεχόμενό τους, βλ. Penella, Themistius, 34-37. Την
ανάμνηση των αναγλύφων διασώζει και ο Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.5-14 (V.24.5-6): «καὶ εἰς τὸν
εἰωθότα δέχεσθαι τὴν γερουσίαν οἶκον, πρὸ τῶν βασιλείων ὄντα…φασὶ δὲ ὡς καὶ τὰ δείκηλα τὰ ἐν
τῷ Ἑλικῶνι τὴν ἀρχὴν καθιδρυθέντα ταῖς Μούσαις, μέρος καὶ αὐτὰ τῆς κατὰ πάντων ἱεροσυλίας ἐν
τοῖς Κωνσταντίνου γενόμενα χρόνοις, ἀνατεθέντα τούτῳ τῷ τόπῳ…». Για τα ανάγλυφα, βλ.
Bassett, Urban Image, 150-151.
380 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.17-247.5 (V.24.7-8). Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.16-18.1 (41). Τα αγάλματα

διασώθηκαν της πυρκαγιάς του έτους 404.


381 Θεμίστιος, Λόγοι (13), «Ἐρωτικὸς ἢ περὶ κάλλους βασιλικοῦ», 253.7-9 (176d): «Ἔστιν ἐν τῷ ἄστει

τοῦ Κωνσταντίνου τῆς μάχης τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς τῶν γιγάντων εἰκὼν ἐν χαλκῷ πεποιημένη ἀντὶ
κρηπῖδος τοῦ βουλευτηρίου». Την ταύτιση με το κτήριο της Συγκλήτου στο μνημειακό κέντρο
επιβεβαιώνουν οι μαρτυρίες του Κωνσταντίνου Ροδίου και του Κεδρηνού, οι οποίοι αναφέρουν
εντυπωσιακή παράσταση Γιγαντομαχίας στη χάλκινη θύρα της βόρειας εισόδου της Συγκλήτου
του Φόρου του Κωνσταντίνου, που είχε μεταφερθεί από το Αρτεμίσιο της Εφέσου, βλ. James,

72
κρηπιδώματος. Τέλος, στον οπισθόδομο του μνημείου, σύμφωνα με τον

Θεμίστιο382, υπήρχε ακόμη στις μέρες του ο ανδριάντας ενός αρχηγού των Γετών,

τον οποίο είχε ανεγείρει ο Μ. Κωνσταντίνος. Οι αναφορές αυτές ενισχύουν τη

σχέση του Κωνσταντίνου με την ανέγερση και διακόσμηση της Συγκλήτου του

μνημειακού κέντρου. Στην εξέλιξη της μελέτης μας θα ανιχνεύσουμε και άλλα

τεκμήρια της σχέσης αυτής, η οποία έχει μεγάλη σημασία για την τοπογραφική

και συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης.

Ανεξάρτητα από το πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Σύγκλητος δίπλα στο

Αυγουσταίο, γεγονός είναι ότι τόσο η ίδια όσο και ολόκληρο το μνημειακό

κέντρο της Κωνσταντινούπολης με βάση τις πηγές αποτελούν κατασκευή του

δεύτερου και του τρίτου τετάρτου του 4ου αιώνα κατά τις βασιλείες των

Κωνσταντίνου, Κωνσταντίου και Ιουλιανού, δηλαδή δημιούργημα της

Κωνσταντίνειας δυναστείας. Κατά τη βασιλεία του Ουάλη δεν αναφέρονται

άλλα έργα στο μνημειακό κέντρο και, όταν πλέον ήλθε ο Θεοδόσιος να

κατοικήσει στο Ιερό Παλάτιο, δεν του απέμεινε παρά να προσθέσει στο

μνημειακό κέντρο ανδριάντες της δικής του βασιλικής δυναστείας.383

Μολονότι οι πηγές του Κωνσταντίνειου προγράμματος ανήκουν κυρίως

στον 6ο αιώνα, η αναφορά όλων των οικοδομημάτων που είδαμε μαζί με το

Χρυσό Μίλιο και τη Βασιλική Στοά στη Notitia Urbis384 αποτελεί το απόλυτο

terminus ante quem για τη διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης. Ουσιαστικά, κανένας σημαντικός ερευνητής δεν αρνείται

την εκτεταμένη οικοδομική επέμβαση του Μ. Κωνσταντίνου στο μνημειακό

κέντρο της Πόλης του. Εξαιτίας, όμως, των καταστροφών που υπέστησαν

Constantine of Rhodes, «Στίχοι Κωνσταντίνου ἀσηκρίτη τοῦ Ῥοδίου», 26.125-28.152. Κεδρηνὸς, Σύνοψις
Ἱστοριῶν, 565.7-16. Ο προσδιορισμός της θέσης εκείνης της Γιγαντομαχίας στη θύρα του κτηρίου
επιβεβαιώνει την ταύτιση της «ἀντὶ κρηπῖδος τοῦ βουλευτηρίου» Γιγαντομαχίας με το κτήριο της
Συγκλήτου του μνημειακού κέντρου. Ο λόγος του Θεμιστίου εκφωνήθηκε το έτος 376 σύμφωνα με
τον Dagron, «Témoignage de Thémistios», 22-23. Την άνοιξη του ίδιου έτους σύμφωνα με τον
Vanderspoel, Themistius, 251.
382 Θεμίστιος, Λόγοι (15), «Εἰς Θεοδόσιον· τίς ἡ βασιλικωτάτη τῶν ἀρετῶν», 276.5-9 (190d-191a):

«ἀκονιτὶ ἐφειλκύσω τὸν Γέτην δυνάστην, καὶ ἥκει σοι ἐθελοντὴς ὁ πάλαι σεμνὸς καὶ ὑψηλογνώμων
ἱκέτης εἰς τὴν πόλιν τὴν βασιλίδα, οὗ τὸν πατέρα ὁ παμμεγέθης Κωνσταντῖνος εἰκόνι
ἀπεμειλίσσετο τῇ νῦν ἔτι ἀνακειμένῃ πρὸς τῷ ὀπισθοδόμῳ τοῦ βουλευτηρίου». Εκφωνήθηκε το
έτος 381 σύμφωνα με τον Dagron, «Témoignage de Thémistios», 23. Στις 19 Ιανουαρίου του ίδιου
έτους σύμφωνα με τον Vanderspoel, Themistius, 208-211, 251.
383 Croke, «Reinventing Constantinople», 260.

384 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 270.

73
τμήματα του μνημειακού αυτού συγκροτήματος και κυρίως εξαιτίας της

συνολικής ανακατασκευής του μετά τη Στάση του Νίκα, ελάχιστα σωζόμενα

αρχιτεκτονικά λείψανα385 μπορούν να αποδοθούν σήμερα στην εποχή του

Κωνσταντίνου.

Καταστροφές και Ιουστινιάνειο οικοδομικό πρόγραμμα

Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στο Κωνσταντίνειο και

το Ιουστινιάνειο οικοδομικό πρόγραμμα υπέστη τη φθοροποιό δράση386 κυρίως

τριών μεγάλων πυρκαγιών, οι οποίες επέφεραν καταστροφές σε κάποια από τα

μνημεία και προκάλεσαν εργασίες ανακαίνισής τους. Η παλαιότερη έλαβε χώρα

στις 20 Ιουνίου του έτους 404 και σχετίζεται με τα γεγονότα της πρώτης εξορίας

του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όταν καταστράφηκαν η πρώτη Αγία Σοφία

και το κτήριο της Συγκλήτου.387 Με αφορμή τα γεγονότα αυτά, προκύπτει ότι είχε

385 Από τα σωζόμενα ή ανασκαφέντα αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου της
Κωνσταντινούπολης στην εποχή του Κωνσταντίνου έχουν αποδοθεί: Ο Ιππόδρομος, βλ. Mango,
«Sévère», 602-606. Mango, «Hippodrome», 37-38. Bardill, «Hippodrome», 93-94. Τα κατώτερα λείψανα
των Θερμών του Ζευξίππου, βλ. Bardill, Brickstamps, 68-69. Ο κτιστός οβελίσκος, βλ. Bardill,
Constantine, 154-158 και σημ. 42. Bardill, «Monuments», 154. Ακόμη η Στήλη των Όφεων, το
εσωτερικό στέλεχος του Δελφικού Τρίποδα, πρέπει να μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά
τη βασιλεία του Κωνσταντίνου. Η πρόταση των Ward-Perkins J.B., «Building Methods of Early
Byzantine Architecture», στο Talbot-Rice, Great Palace, 64 και Krautheimer R., Early Christian and
Byzantine Architecture, ελλην. μτφρ.: Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-
Τουφάνο Φ. (μτφρ.), Αθήνα 1998, 563, σημ. 27, πως ο οπίσθιος τοίχος του προπύλου της Αγίας
Σοφίας, που ανακαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του Schneider το έτος 1935, ανήκει στην εποχή του
Κωνσταντίνου, δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτή, βλ. Mathews, Early Churches, 14-17. Πρόσφατα ο
Bardill, Brickstamps, 107 έδειξε ότι τα σφραγίσματα των πλίνθων χρονολογούνται κατά τα έτη 413-
415, δηλαδή κατά την περίοδο ανοικοδόμησης της δεύτερης Αγίας Σοφίας, που εγκαινιάστηκε στις
10 Οκτωβρίου 415.
386 Δεν εντοπίσαμε αναφορές για καταστροφές από σεισμούς στο μνημειακό κέντρο. Ακόμη και οι

δύο μεγάλοι σεισμοί που έλαβαν χώρα στις 6 Νοεμβρίου 447 και 26 Ιανουαρίου 448 και προκάλεσαν
σοβαρές ζημίες στα τείχη του Θεοδοσίου καταστρέφοντας 57 πύργους, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 131, δεν επηρέασαν το μνημειακό κέντρο. Ακόμη βλ. Asutay-Effenberger N., Die
Landmauer von Konstantinopel. Historisch-topographische und baugeschichtliche Untersuchungen, Millennium-
Studies band 18, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2007, 39-50. Ιδιαίτερα για τον σεισμό της 26ης Ιανουαρίου, το
Πασχάλιον Χρονικόν, 589.6-8 αναφέρει: «ἔπαθε Κωνσταντινούπολις ἀπὸ σεισμοῦ…ἀπὸ τῶν
λεγομένων Τρῳαδησίων Ἐμβόλων ἕως τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου..», το οποίο βρισκόταν δυτικά του
φόρου του Κωνσταντίνου στην περιοχή των Αρτοπωλείων, βλ. Mango, Développement urbain, 30-31.
Για άλλες απόψεις σχετικά με την ακριβή χρονολόγηση των σεισμών αυτών, βλ. Croke B., «Two
Early Byzantine Earthquakes and their Liturgical Commemoration», Byzantion 51 (1981), 122-147.
387 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 342.21-343.4 (VI.18.17-18). Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,

379.8-16 (VIII.22.4-6). Πασχάλιον Χρονικόν, 568.14-19. Η μαρτυρία του Ζωσίμου, Ἱστορία Νέα, 245.27-
247.4 (V.24.4-8) και κυρίως 246.3-6 (V.24.4): «ἥ τε γὰρ ἐκκλησία κατεφλέγετο πᾶσα, συνεδαπανᾶτο
δὲ ταύτῃ καὶ τὰ ἐχόμενα τῶν οἰκοδομημάτων, καὶ μάλιστα ὅσοις τὸ πῦρ ἐπῆγεν ἡ τοῦ γενομένου
πνεύματος καταιγίς» δημιουργεί την υποψία ότι και άλλα οικοδομήματα υπέστησαν ζημίες. Ο
Bardill, Brickstamps, 30 αναφέρει ότι έγιναν επισκευές ακόμη στον Ιππόδρομο και το Αυγουσταίο.

74
ήδη συντελεστεί η σημαντικότερη λειτουργική προσθήκη στο μνημειακό κέντρο

ανάμεσα στα οικοδομικά προγράμματα του Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού,

η ανέγερση του Πατριαρχικού Οίκου 388 δίπλα στην Αγία Σοφία. Η εξέλιξη αυτή

συμβαδίζει με την ανάδειξη της Επισκοπής Κωνσταντινουπόλεως σε

Πατριαρχείο389 και της Αγίας Σοφίας σε «Πρῶτον Ἱερόν»390 της Πόλης και της

Αυτοκρατορίας. Τα δύο σημαντικότερα πρόσωπα-θεσμοί της Πόλης και του

Κράτους, ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης συγκατοικούν πλέον στην καρδιά

του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Η δεύτερη πυρκαγιά έλαβε

χώρα το έτος 476, κατά τη διάρκεια του σφετερισμού της βασιλικής εξουσίας από

τον Βασιλίσκο, και προκάλεσε καταστροφές στο ΒΔ τμήμα του μνημειακού

κέντρου. Η φωτιά391 ξεκίνησε από την περιοχή των Χαλκοπρατείων392,

Ενδιαφέρον έχει η σύνδεση με τα καταστροφικά αποτελέσματα της πυρκαγιάς, τριών νόμων του
Θεοδοσιανού κώδικα του έτους 406 που επιβάλλουν οικοδομικές προδιαγραφές ασφαλείας κατά
την κατασκευή των στωικών οδών βλ. Codex Theodosianus, XV.I.44-46.
388 Αυτό διαφαίνεται από την πορεία που ακολούθησε ο Χρυσόστομος μετά το αυτοκρατορικό

παράγγελμα για την εξορία του κατεβαίνοντας από το Επισκοπείο κατευθείαν μέσα στον ναό, βλ.
Παλλαδίου, Διάλογος περὶ βίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, 206.31-208.68 (Χ): «’’Τὰ κατὰ σαὐτὸν οὖν
ἀναθεὶς τῷ Θεῷ, ἔξελθε τῆς ἐκκλησίας.’’ Οὕτως κατελθὼν ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης…τοῦ ἐπισκοπείου
σὺν τοῖς ἐπισκόποις, λέγει πᾶσι· ‘’Δεῦτε, προσευξάμενοι συνταξώμεθα τῷ ἀγγέλῳ τῆς
ἐκκλησίας’’…συνετάξατο, εἰπὼν τοῖς λοιποῖς ἔνδον ἐν τῷ ἱερατείῳ…Εἰσελθὼν δὲ ἐν τῷ
βαπτιστηρίῳ…Καὶ οὕτως ἐξῆλθεν ἐπὶ τὸ μέρος τὸ ἀνατολικὸν…». Αυτό υποστηρίζει και ο Mathews,
Early Churches, 12-13. Ο Mango, Brazen House, 54-56 τοποθετεί το Επισκοπείο μαζί με τη Μονή της
Αγίας Ολυμπιάδος ΝΑ της Αγίας Σοφίας, αλλά επισημαίνει τις δυσκολίες που αυτό δημιουργεί.
Ωστόσο, ορθότερα ο Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 32-39, εικ. 1, χωροθετεί το Επισκοπείο ΒΑ της
Αγίας Σοφίας και ΒΔ τη Μονή της Αγίας Ολυμπιάδος με τα προσκτίσματά της, τον ξενώνα και το
γηροκομείο. Πιθανώς το γνωστό ως Ξενοδοχείο του Σάμψων είναι μεταγενέστερη ονομασία του
Ξενώνα της Ολυμπιάδος. Το Επισκοπείο και η Μονή θα βρίσκονταν ανάμεσα στην Αγία Σοφία και
την Αγία Ειρήνη εντός του κοινού περιβόλου που περιέβαλλε τις δύο εκκλησίες, σύμφωνα με τον
Σωκράτη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 357.
389 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 517-555.

390 Αυτό τον χαρακτηρισμό αποδίδει στην Αγία Σοφία ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-24

(ΙΙΙ.70) κατά την περιγραφή της καταστρεπτικής πυρκαγιάς της Στάσης του Νίκα: «ἀρχῆς δὲ
λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν…».
391 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 616.3-20, βλ. Γ.1.40. Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 130.15-131.12

(XIV.2.22-24), βλ. Γ.1.43. Σοῦδα, 315.16-20 (Μ.120), λήμμα: «Μάλχος Βυζάντιος», βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 1118.
392 Η περιοχή των Χαλκοπρατείων βρισκόταν αμέσως ΒΔ του μνημειακού κέντρο της

Κωνσταντινούπολης, σε χαμηλότερο υψομετρικά επίπεδο. Το πιθανότερο είναι ότι η ονομασία


προέρχεται από την τοπογραφία του αρχαίου Βυζαντίου. Κατά το β΄ μισό του 5ου αιώνα, ίσως μετά
από την πυρκαγιά του έτους 476 ανεγέρθηκε ακριβώς βόρεια της Βασιλικής Στοάς ο ναός της
Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων. Έτσι δίπλα στο μνημειακό κέντρο, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο,
οικοδομήθηκε το πρώτο σημαντικό ιερό της Θεοτόκου στην Πόλη. Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία,
102.10-12 (A.M. 5942) αποδίδει την ανέγερση του ναού στην Πουλχερία κατά το έτος 450. Όμως, στις
Novellae Justiniani, 20, (Νεαρὰ 3, κεφ. 1) αναφέρεται ότι η εκκλησία «ὠκοδομήθη παρὰ τῆς εὐσεβοῦς
τὴν λῆξιν Βηρίνης», συζύγου του Λέοντος Α΄ (457-474). Σχετικά με την αποσύνδεση του ναού από
την οικοδομική δραστηριότητα της Πουλχερίας, βλ. Mango C., «The Origins of the Blachernae Shrine
at Constantinople», Acta XIII Congressus Internationalis Archaeologiae Christianae, ΙΙ, Βατικανό 1998, 65-66.

75
εξαπλώθηκε νότια, κατέστρεψε μεγάλο τμήμα του συγκροτήματος της

Βασιλικής Στοάς με τη δημόσια Βιβλιοθήκη και μέσω της Ρηγίας κινήθηκε προς

τα δυτικά, κατέκαψε το Παλάτιο του Λαύσου 393 με πλήθος έργων της αρχαίας

τέχνης και έφθασε μέχρι τον Φόρο του Κωνσταντίνου. Και στις δύο περιπτώσεις

τα κατεστραμμένα δημόσια οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου

ανοικοδομήθηκαν.394

Η τρίτη και μεγαλύτερη καταστροφή έλαβε χώρα κατά τη Στάση του

Νίκα395 το έτος 532, όταν καταστράφηκαν τα περισσότερα οικοδομήματα του

μνημειακού κέντρου της Πόλης. Σύμφωνα με την αποκατάσταση των γεγονότων

που προτείνει ο Greatrex396, τα οικοδομήματα καταστράφηκαν σε μία σειρά από

διαδοχικές πυρκαγιές: η «αναβάθρα»397 του Ιπποδρόμου και η Ρηγία μέχρι τον

Ζεύξιππο398 την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου. Η Χαλκή Πύλη, η Σύγκλητος, το

Αυγουσταίο και η Αγία Σοφία τη νύχτα της Τετάρτης 14 Ιανουαρίου προς τα

ξημερώματα της Πέμπτης 15 Ιανουαρίου. Η Αγία Ειρήνη, το προσκιόνιο ή

προσκήνιο της Βασιλικής399 και ο Ξενώνας του Σαμψών την Παρασκευή 16

393 Σχετικά με τη θέση του Οίκου του Λαύσου και την πορεία της πυρκαγιάς βλ. Bardill «Palace of
Lausus», 67-86. Σχετικά με τα αρχαία έργα τέχνης που φιλοξενούσε, βλ. Bassett, Urban Image, 98-120,
232-238. Bassett, «Lausos Collection». Mango-Vickers-Francis, «Palace of Lausus». Το Παλάτιο του
Λαύσου, όπως και το Παλάτιο του Αντιόχου που ανακαλύφθηκε δυτικά του Ιπποδρόμου, βλ.
Müller-Wiener, Bildlexikon, 122-125, υπήρξαν μεγάλες πολυτελείς οικίες ανώτερων αυλικών
αξιωματούχων, οι οποίες πλαισίωναν το μνημειακό κέντρο.
394 Bardill, Brickstamps, 30, 32, 54-55.

395 Κυριότερες πηγές: Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων, 123.6-134.3 (Ι.24). Πασχάλιον Χρονικόν, 621.17-

623.11. Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.20-163.16 (ΙΙΙ.70). Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 396.54-
60 (ΧVΙΙΙ.71). Ἐκλογαὶ ἀπὸ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας Θεοδώρου Ἀναγνώστου, 112.22-25.
Θεοφάνης, Χρονογραφία, 181.24-186.2 (A.M. 6024). Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 647.13-648.23.
Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 153.3-156.13 (XIV.6.11-29). Σύνοψη των πηγών, βλ. Καρπόζηλος,
Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ, Ι, 402-405. Για την εξέλιξη των γεγονότων, βλ. Greatrex, «Nika Riot» και
Καρπόζηλος, στο ίδιο, 405-410. Η Στάση του Νίκα είναι ένα περιστατικό του δημόσιου βίου της
Κωνσταντινούπολης χαρακτηριστικό για τη σημασία του μνημειακού κέντρου ως νοητού κέντρου
της Πόλης, αφού, όπως παρατηρεί ο Greatrex, στο ίδιο, 63, η Στάση ξεκίνησε και έλαβε τέλος στον
Ιππόδρομο, ενώ η δυσαρέσκεια των δήμων εκφράστηκε μέσω καταστροφών στο μνημειακό κέντρο
και στο περιβάλλον του. Για τα αίτια και τις επιπτώσεις της Στάσης, βλ. Meier M., «Die Inszenierung
einer Katastrophe: Justinian und der Nika-Aufstand», ZPE 142 (2003), 273-300.
396 Greatrex, «Nika Riot», 86, εικ. 1. Για την πορεία των διαφόρων πυρκαγιών σε σχέση με τα

μνημεία, βλ. Bardill «Palace of Lausus», 84-86.


397 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 396.59 (ΧVΙΙΙ.71). Η αναβάθρα βρισκόταν στο βόρειο άκρο του

Ιπποδρόμου.
398 Σε αυτή την πυρκαγιά πρέπει να εντάσσεται και η καταστροφή των Θερμών του Ζευξίππου, την

οποία αναφέρουν ο Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων, 124.26 (Ι.24.9). Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν,
163.8-12 (ΙΙΙ.70). Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 647.23-648.15. Ακόμη βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ
Ἱστορικοὶ Ι, 406.
399 Βλ. Πασχάλιον Χρονικὸν, Γ.1.21.

76
Ιανουαρίου. Το Οκτάγωνο400, ο δημόσιος έμβολος ή μεγάλες στοές401 (Ρηγία)

μέχρι τον Φόρο του Κωνσταντίνου, και το Λίβυρνο κοντά στη Μαγναύρα το

Σάββατο 17 Ιανουαρίου. Η καταστροφή του μνημειακού κέντρου πρέπει να ήταν

συνολική. Με εξαίρεση τους εσωτερικούς χώρους του Μεγάλου Παλατίου και το

μεγαλύτερο μέρος του Ιπποδρόμου, ολόκληρο το μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι είχε υποστεί ανεπανόρθωτες ζημίες,

δραματική εικόνα των οποίων μας προσφέρει, ως αυτόπτης μάρτυς, ο Ιωάννης

Λυδός.402

Η κατάσταση υποχρέωσε τον Ιουστινιανό να προβεί σε ένα τεράστιο

οικοδομικό πρόγραμμα403 κατά το οποίο ανακατασκευάστηκε ολόκληρο το

μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης (εικ. 22), όπως προκύπτει από την

περιγραφή του Προκοπίου, που καταλαμβάνει τμήμα του πρώτου βιβλίου του

Περί Κτισμάτων.404 Δύο στοιχεία αναδεικνύουν τη σημασία της επέμβασης του

Ιουστινιανού. Το πρώτο είναι το ασύγκριτο μέγεθος, η μνημειώδης κλίμακα του

εγχειρήματος, μία μοναδική βιωματική εμπειρία του οποίου μας προσφέρουν τα

σωζόμενα μνημεία, η Αγία Σοφία405 και η Αγία Ειρήνη.406 Εάν δεν είχε διασωθεί η

Αγία Σοφία, η μεγαλειώδης περιγραφή του μεγέθους της από τον Προκόπιο407 θα

γινόταν σήμερα κατανοητή ως ρητορική υπερβολή στο πλαίσιο ενός

400 Βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1128.


401 Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων, 125.2-4 (Ι.24.9): «…ἐπὶ τούτοις τε ἄμφω αἱ μεγάλαι στοαὶ μέχρι
τῆς ἀγορᾶς ἀνήκουσαι, ἣ Κωνσταντίνου ἐπώνυμος ἐστιν…». Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.13-20
(ΙΙΙ.70). Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 396.56-60 (ΧVΙΙΙ.71). Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 647.19-
20.
402 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν,163.23-164.8 (ΙΙΙ.70): «…ὄρος ἦν ἡ πόλις καὶ βουνοὶ μέλανες

ἀπερρωγότες καθάπερ ἐν Λιπάρῃ ἣ Βεσβίῳ, κόνει καὶ καπνῷ καὶ δυσωδίᾳ τῶν ἀποτεφρουμένων
ὑλῶν ἀοίκητος, φόβον ἐλεεινὸν τοῖς θεωμένοις ἐνσείουσα…ἡ δὲ πόλις ἔρριπτο πυρὶ καὶ χώμασι καὶ
λειψάνων ἀμορφίᾳ κατάπληκτος».
403 Bardill, Brickstamps, 35-37.

404 Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 8.12-19.15 (Ι.1.20-Ι.2.16): Αγία Σοφία, Κίονας Ιουστινιανού στο

Αυγουσταίο, Αγία Ειρήνη, Ξενώνας Σάμψων, 39.5-41.19 (Ι.10): Βασιλείων Προπύλαια, Χαλκή Πύλη
μέχρι τον Οίκο του Άρεως, Θέρμες του Ζευξίππου, Ρηγία, Αυγουσταίο-Σύγκλητος, Ανάκτορα.
405 Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Αγία Σοφία ξεπερνά σε διαστάσεις ακόμη και το

μεγαλύτερο μνημείο της αρχαίας Ρώμης, το Πάνθεον, βλ. Ward-Perkins, «Old and New Rome», 77-
78, εικ. 3.12.
406 Όπως παρατηρεί ο Ousterhout, «Urban Identity», 337, η Αγία Ειρήνη καθόλου τυχαία είναι

αμέσως μετά την Αγία Σοφία ο δεύτερος σε μέγεθος ναός της Κωνσταντινούπολης.
407 Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 10.1-8 (Ι.1.27): «Θέαμα τοίνυν ἡ ἐκκλησία κεκαλλιστευμένον

γεγένηται, τοῖς μὲν ὁρῶσιν ὑπερφυὲς, τοῖς δὲ ἀκούουσι παντελῶς ἄπιστον· ἐπῆρται μὲν γὰρ ἐς
ὕψος οὐράνιον ὅσον, καὶ ὥσπερ τῶν ἄλλων οἰκοδομημάτων ἀποσαλεύουσα ἐπινένευκεν
ὑπερκειμένη τῇ ἄλλῃ πόλει, κοσμοῦσα μὲν αὐτήν, ὅτι αὐτῆς ἐστιν, ὡραϊζομένη δέ, ὅτι αὐτῆς οὖσα
καὶ ἐπεμβαίνουσα τοσοῦτον ἀνέχει, ὥστε δὴ ἐνθένδε ἡ πόλις ἐκ περιωπῆς ἀποσκοπεῖται»

77
πανηγυρικού λόγου.408 Με το πρόγραμμα αυτό ο Ιουστινιανός έδωσε μία

ξεκάθαρη μνημειακή απάντηση αυτοκρατορικής ισχύος στους επικριτές και

επίδοξους αντεκδικητές του. Στο πλαίσιο αυτό μεγάλη συμβολική σημασία είχε

και η ανέγερση του υπερμεγέθους κίονα με τον χάλκινο ανδριάντα του

αυτοκράτορα409 σε μία θέση που κατείχε κεντρική σημασία στον διάκοσμο του

αυλείου χώρου του Αυγουσταίου, τουλάχιστον από την εποχή του Θεοδοσίου410

Α΄, ίσως και του Κωνσταντίνου.411 Ο κίονας του Ιουστινιανού συναγωνιζόταν σε

ύψος και οπτική εμβέλεια τον κίονα του Κωνσταντίνου και το Αυγουσταίο

μετατράπηκε συμβολικά σε αυτοκρατορικό φόρο του Ιουστινιανού.

Το δεύτερο στοιχείο που αναδεικνύει τη σημασία του Ιουστινιάνειου

προγράμματος είναι η πλήρης ανακατασκευή όλων των οικοδομημάτων 412 του

μνημειακού κέντρου του 4ου αιώνα, που καταστράφηκαν, στις ίδιες ακριβώς ή

κατά προσέγγιση θέσεις413 τους, χωρίς προσθήκες ή μετατοπίσεις.414 Μόνο η

408 Σχετικά με τον πανηγυρικό χαρακτήρα του Περί Κτισμάτων, βλ. Cameron Αv., Procopius and the
Sixth Century, Λονδίνο 1985, 84-86. Treadgold, Ηistorians, 190-191. Whitby M., «Procopius’ Buildings,
Book I: A Panegyrical Perspective», AT 8 (2000), 45-57.
409 Τον κίονα και το άγαλμα του Ιουστινιανού περιγράφει ο Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 17.9-18.25

(Ι.2.1-12). Για το θέμα βλ. Mango C., «The Columns of Justinian and his successors», στο Mango,
Studies, κεφ. X, 2-8.
410 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 157.8-16 (XIV.6.33-35). Ο Marcellinus Comes, Chronicon, 62.24-25
(390.3) αναφέρει την ανέγερση του ανδριάντα μαζί με την τοποθέτηση του Οβελίσκου του
Θεοδοσίου στον Ιππόδρομο: «Oboliscum in circo positum est; columna haut longe ab ecclesia
constituta est, quae argenteam Theodosii Magni statuam ferens hactenus contemplatur».
411 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 65.10-18 (68): «Δέον γινώσκειν ὅτι τὸ λεγόμενον Αὐγουσταῖον

στήλας τρεῖς διαδέχεται· Κωνσταντίνου τὸ πρῶτον, ἐν ο<ἷς> καὶ βασιλικαὶ ἦσαν κάτω ε΄ τοῦ κίονος,
Κωνσταντίου, Κώνσταντος καὶ Κωνσταν<τίνου> [Κώνσταν] τε καὶ Λικινίου· ἀλλὰ καὶ ὕστερον
Ἰουλιανοῦ. Ἐπὶ Θεοδοσίου οὖν τοῦ μεγάλου στήλη ἑτέρα τῷ κίονι διαδέχεται, ἀργυραῖα καὶ ἀυτή,
ἀλλὰ καὶ Ἀρκαδίου καὶ Ὁνωρίου πρ<ὸς> τῇ γῇ, ὡς ὁ Θεόδωρός φησι. Ἐν δὲ τοῖς Σωζομενοῦ
γράμμασι, φησίν, Ἰουστινιανός ἐστιν...».
412 Το μοναδικό μνημείο που δεν αναφέρεται στις πηγές μετά τη Στάση του Νίκα είναι η

Σύγκλητος, για την οποία έχει προταθεί ότι ανοικοδομήθηκε, αλλά απαντάται στις πηγές ως
Μαγναύρα (magna aula ή magna aurea), βλ. Mango, Brazen House, 57-58. Berger, Patria, 266-268.
Berger, «Senate», 140-142. Berger, Κωνσταντινούπολη, 50.
413 Χαρακτηριστική είναι η τοπογραφική σχέση της Ιουστινιάνειας Αγίας Σοφίας με το πρόπυλο

που ανέσκαψε ο Schneider το έτος 1935, βλ. Mathews, Early Churches, 14-17. Bardill, Brickstamps, 54-56
και 116. Στις Θέρμες του Ζευξίππου, ακριβώς κάτω από τα αρχιτεκτονικά λείψανα του 6ου αιώνα
εντοπίστηκε παλαιότερη φάση λουτρικής εγκατάστασης της ρωμαϊκής περιόδου, βλ. Casson-Talbot
Rice, Second Report, 5-14. Mango, «Sévère», 599-602. Bardill, Brickstamps, 67-69.
414 Το μοναδικό μνημείο το οποίο φαίνεται ότι μετατοπίστηκε μετά τη Στάση του Νίκα υπήρξε ο

Πατριαρχικός Οίκος, ο οποίος από τα βόρεια της Αγίας Σοφίας, όπου πιθανότατα βρισκόταν,
μεταφέρθηκε νότια του ναού επί βασιλείας Ιουστίνου Β΄ (565-578) και πατριαρχίας Ιωάννου Γ΄
Σχολαστικού (565-577). Η εξέλιξη αυτή και η προσθήκη του Θωμαΐτη τρικλίνου επί πατριαρχίας
Θωμά Α΄ (607-610) προσέδωσαν στο Πατριαρχικό Μέγαρο μνημειακές αναλογίες και πολύ
κεντρική θέση, δίπλα στο Αυγουσταίο και την αυτοκρατορική διαδρομή από το Παλάτιο προς την
Μεγάλη Εκκλησία, γεγονός που αποτυπώνει τοπογραφικά τη συνεχώς αυξανόμενη σημασία του

78
μορφή των μνημείων προσαρμόστηκε στις αρχιτεκτονικές εξελίξεις της εποχής.

Το μνημειακό κέντρο ανοικοδομείται ή καλύτερα ανακτάται στην αρχική,

παραδοσιακή μορφή του, όχι απλώς προκειμένου να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις

ίδιες λειτουργίες και δραστηριότητες του δημόσιου βίου, αλλά κυρίως διότι η

ανακατασκευή και υλική αποκατάστασή του παρείχε οπτικά στους πολίτες και

τους κατοίκους της αυτοκρατορίας μηνύματα σταθερότητας, ασφάλειας και

συνέχειας, τα οποία η αυτοκρατορική εξουσία είχε την ισχύ να αποκαταστήσει.

Το πρόγραμμα του Ιουστινιανού, με τη μνημειώδη κλίμακα και τη

συντηρητικότητά του, αναδεικνύει την τεράστια συμβολική σημασία415 που είχαν

αποκτήσει πλέον ο χώρος και τα οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου ως

νοητού κέντρου της Πόλης και της Αυτοκρατορίας.416

Α.3. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗΝ KOSTANTINIYYE

ΚΑΙ ΤΗΝ ISTANBUL

Ο χώρος του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης φορτισμένος με τις

λειτουργικές και συμβολικές του ιδιότητες δεν αποτέλεσε στατικό, αλλά

δυναμικό πεδίο, όπου η αλληλεπίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας με τον

υλικό οργανισμό των μνημείων και η συνακόλουθη φθορά του χρόνου

Πατριαρχείου. Σχετικά, βλ. Cameron Av., «The Artistic Patronage of Justin II», Byzantion 50 (1980), 74-
75. Dirimtekin F., «Le local du Patriarcat à Sainte Sophie», IstMitt 13-14 (1963-1964), 113-127. Guilland
R., «Études sur Constantinople byzantine. Le Thomaïtès et le Patriarcat. Le Puits-Sacré.», JÖBG 5 (1956),
27-40 [Eπανέκδοση στο Guilland, Études topographiques, ΙΙ, 14-27]. Janin, «Palais patriarchal». Mango,
Brazen House, 52-54. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 178. Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 45-75.
415 Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στο Forum Romanum, του οποίου η πρώτη φάση μνημειακής

διαμόρφωσης ολοκληρώθηκε κατά την ύστερη δημοκρατική περίοδο, τον 2ο αιώνα π.Χ. Τα βασικά
μνημεία, οι Βασιλικές, οι ναοί των θεών, η Σύγκλητος, το Βήμα, και αργότερα τα αυτοκρατορικά
μνημεία, γνώρισαν διάφορες οικοδομικές φάσεις, καταστροφές, ανακαινίσεις, αλλαγές ονομασιών,
αλλά διατηρήθηκαν ως μνημειακές παρουσίες στον χώρο, στην ίδια ή κατά προσέγγιση θέση, που
είχε ορίσει η παράδοση και η συμβολική φόρτιση του Forum ως νοητό κέντρο της Ρώμης και του
Κράτους. Για διαγράμματα της οικοδομικής ιστορίας του Forum Romanum, βλ. Richardson,
Topographical Dictionary, 170-173. Coarelli, Rome and Environs, 44-47. Claridge, Rome, 63-67. To βασικό
μνημείο που υποβαθμίστηκε λειτουργικά και σχεδόν εξαλείφθηκε οπτικά κατά το οικοδομικό
πρόγραμμα του Ιουλίου Καίσαρα υπήρξε, όχι τυχαία, το Comitium (Εκκλησιαστήριο).
416 Αντίθετα, ο Mango, Développement urbain, 52, υποβαθμίζει το πρόγραμμα του μνημειακού

κέντρου, επειδή υλοποιήθηκε εξ ανάγκης, προκειμένου να τονίσει τη μεγάλη σημασία που δόθηκε
από τον Ιουστινιανό στην κατασκευή εκκλησιαστικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Ο Bardill,
Brickstamps, 36 σχολιάζει αρνητικά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός κατασκεύασε εξ ανάγκης το
μνημειακό κέντρο, χωρίς να το αναδιαμορφώσει, ως ένδειξη έλλειψης ενδιαφέροντος για την
επισκευή δημόσιων οικοδομημάτων και υποδομών.

79
μετέβαλαν τη φυσιογνωμία του, ως αστικού τοπίου, μέσα στο διάβα των αιώνων.

Σήμερα από το μνημειακό απόθεμα του χώρου αυτού παραμένουν ακόμη

ελάχιστες ζωντανές παρουσίες στην καθημερινότητα της Πόλης, η Αγία Σοφία,

η Αγία Ειρήνη, η Βασιλική Κινστέρνα, τα μεγάλα διακοσμητικά μνημεία του

Ιπποδρόμου και λιγοστά αρχιτεκτονικά λείψανα. Η ενότητα που ακολουθεί

επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη

μνημειακή εικόνα του χώρου αυτού, διατρέχοντας με συντομία την

τοπογραφική, λειτουργική και μνημειακή εξέλιξή του. Σκοπός είναι η

ανασύσταση της διαδικασίας αποδόμησης και φθοράς του μνημειακού κέντρου

της βυζαντινής περιόδου και η σύνδεση των χαμένων μνημείων του με τα

οθωμανικά-τουρκικά μνημειακά οικοδομήματα, που κατέλαβαν τη θέση τους

στον χώρο, και αξιοποιούνται ως τοπογραφικά ορόσημα από τη σύγχρονη

έρευνα.

Α.3.1. Το μνημειακό κέντρο κατά την μέση και ύστερη βυζαντινή

περίοδο
Το αυτοκρατορικό μνημειακό συγκρότημα που ανακαίνισε ο Ιουστινιανός

παρέμεινε το νοητό και ουσιαστικό, διοικητικό, πολιτικό, θρησκευτικό και


τελετουργικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης καθ’ όλη τη διάρκεια της

πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου417 μέχρι και τον 12ο αιώνα (εικ.

23). Οι οικοδομικές προσθήκες που έλαβαν χώρα κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο

αφορούσαν κυρίως τον εμπλουτισμό και την πλαισίωση του αυτοκρατορικού


κέντρου με μικρής σχετικά κλίμακας ναούς418, όπως τον Σωτήρα Χριστό419 της

417Magdalino, «Medieval Constantinople», 20, 42-45, 103-104.


418 Ο Mango, Développement urbain, 52, 61-62 επισημαίνει την προτίμηση για την ανέγερση
θρησκευτικών οικοδομημάτων και ευαγών ιδρυμάτων εις βάρος των δημοσίων μνημείων, ήδη από
την εποχή του Ιουστινιανού. O Magdalino, «Medieval Constantinople», 27-36, 53-55 ερμήνευσε την
αλλαγή ως μέρος μιάς έντονης διαδικασίας «εκχριστιανισμού» του αστικού τοπίου της Πόλης.
419 Ο μικρός ναός του Σωτήρος Χριστού ιδρύθηκε από τον Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό και

ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος από τον Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή (969-976). Διασώθηκε μέχρι το έτος 1804
με την ονομασία «Arslanhane», όταν κατεδαφίστηκε για να διευρυνθούν παρακείμενοι στρατώνες,
ενώ ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα είχε μετατραπεί σε εκτροφείο λιονταριών, βλ. Asutay-
Effenberger & Effenberger, «Chalke-Kirche», 51-94. Eyice, «“Arslanhane”», 141-146. Mango, Brazen
House, 149-169.

80
Χαλκής Πύλης, τον Άγιο Ιωάννη Διιππίου420 ή την Αγία Ευφημία.421 Οι

επεμβάσεις αυτές ενίσχυσαν τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά του μνημειακού

κέντρου, αλλά δεν αλλοίωσαν τη βασική τοπογραφική σύνθεσή του, καθώς

υλοποιήθηκαν σε περιφερειακές θέσεις και δεν επηρέασαν τους υπαίθριους

δημόσιους χώρους.

Προοδευτικά κάποια μνημεία καταστράφηκαν. Το πρώτο οικοδόμημα που

συναντάμε σε κατάσταση ερειπιώνα, γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα, είναι η

Βασίλειος Στοά, όπως προκύπτει από τον Βίο του Πατριάρχη Ταρασίου422 (784-

806). Οι Θέρμες του Ζευξίππου423 μέχρι τον 10ο αιώνα είχαν σταματήσει να

λειτουργούν, ενώ ήδη από τον 8ο αιώνα φαίνεται ότι κάποιο τμήμα τους είχε

μετατραπεί σε φυλακή με την ονομασία «Νούμερα».424 Η τελευταία ιπποδρομία,

πιθανώς, έλαβε χώρα στον Ιππόδρομο425 επί Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195-1203) το

έτος 1201, δύο χρόνια προτού το μνημείο υποστεί καταστροφές κατά την

πυρκαγιά του 1203. Το Αυγουσταίον και το Μίλιον αναφέρονται κατά την

περιγραφή αναταραχών και στάσεων του 11ου και 12ου αιώνα, που

420 Ο ναός ξεκίνησε να οικοδομείται προς τιμήν του Αγίου Φωκά από τον αυτοκράτορα Φωκά (602-
610), αλλά ολοκληρώθηκε από τον Ηράκλειο (610-641) και αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον
Θεολόγο. Βρισκόταν στη θέση Διίππιον στο βόρειο άκρο του Ιπποδρόμου, αλλά η ακριβής
τοποθεσία δεν έχει ταυτιστεί με βεβαιότητα, βλ. Asutay-Effenberger & Effenberger, «Chalke-Kirche»,
69-94. Bardill «Palace of Lausus», 89-95. Berger, Patria, 277-280. Grélois, «Saint –Jean au Dihipppion».
Mango, «Diippion». Westbrook, «Freshfield Folio».
421 Το εξάγωνο του Παλατίου του Αντιόχου μετατράπηκε σε ναό της Αγίας Ευφημίας λίγο μετά το

έτος 680 πλαισιώνοντας το μνημειακό κέντρο της Πόλης με την τιμή μιάς πολύ σημαντικής
μάρτυρος για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Για την μεταφορά των λειψάνων βλ. Berger A., «Die
Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel», Ἑλληνικὰ 39 (1988),
311-322. Συνοπτικά για την οικοδομική ιστορία του μνημείου, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 122-125.
Τα αρχιτεκτονικά λείψανα έχουν ατυχώς ενσωματωθεί στο Νέο Δικαστικό Μέγαρο, βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 489. Για την ανασκαφική έρευνα και τις δημοσιεύσεις της, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 583-584.
422 Βίος Ἁγίου Ταρασίου Πατριάρχου, 97.1-8 (23), 221-222. Με το θέμα θα ασχοληθούμε στο κεφάλαιο

Ε.3.
423 Mango, Brazen House, 39-42. Yegül, «Baths of Constantinople», 177, 180. Τελευταία γνωστή αναφορά

της χρήσης τους ως λουτρών από τον αυτοκράτορα Φιλιππικό το έτος 713, βλ. Θεοφάνης,
Χρονογραφία, 383.5-9 (Α.Μ. 6205). Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 244.8-12 (XIV.26.9). Τον 10ο αιώνα ο
συγγραφέας των Πατρίων τα ανακαλεί με νοσταλγία, βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 168.5-9
(II.33). O Mango C., «Daily Life in Byzantium», στο Mango, Byzantium and its Image, κεφ. iv, συνδέει
την παρακμή τους με την γενικότερη εγκατάλειψη των μεγάλων θερμών της Κωνσταντινούπολης
κατά την διάρκεια των σκοτεινών αιώνων και την αλλαγή του καθημερινού τρόπου ζωής.
Παρόμοια άποψη διατυπώνει ο Magdalino, «Medieval Constantinople», 17-20.
424 Berger, Patria, 257-258. Ως φυλακές χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τον 13ο αιώνα.

425 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 530.50-51: «…ἁμίλλας τελέσοντες ἵππων καὶ θεάτροις τὸν

δῆμον δεξιωσόμενοι». Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 25-28. Mango, «Hippodrome», 41.


Müller-Wiener, Bildlexikon, 67-68.

81
διαδραματίστηκαν στο μνημειακό κέντρο της Πόλης.426 Το Μεγάλο Παλάτιο, ήδη

από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά (963-969), είχε οχυρωθεί συρρικνωμένο με

βασικό πυρήνα το Παλάτιο του Βουκολέοντος427, όμως συνέχισε να αποτελεί την

έδρα του αυτοκράτορα.428 Η ίδρυση μιάς δεύτερης αυτοκρατορικής κατοικίας από

τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στο ΒΔ άκρο της Πόλης, στην περιοχή των

Βλαχερνών, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δεύτερου μνημειακού πόλου

μέσα στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος μετρίασε την πολιτική και διοικητική

σημασία του Μεγάλου Παλατίου. Σταδιακά μεταφέρθηκαν στο Ανάκτορο των

Βλαχερνών429, κυρίως κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, δραστηριότητες,

όπως η υποδοχή των επισήμων προσκεκλημένων. Εντούτοις, το Μεγάλο

Παλάτιο διατήρησε την αίγλη και μέρος από τις επίσημες διοικητικές και

εθιμοτυπικές λειτουργίες του430, οι οποίες μαζί με το θρησκευτικό και το

συμβολικό κέντρο της Πόλης παρέμειναν στο αρχαίο μνημειακό κέντρο μέχρι

την Άλωση του 1204, όταν η Βασιλεία και η Αρχιερωσύνη πέρασαν αντίστοιχα

στα χέρια των φράγκων και των λατίνων κατακτητών.431

426 Mango, Brazen House, 92-96. Guilland, «Augoustéon», 169-171. Το Μίλιον χρησιμοποιείται ως
τοπογραφικό σημείο από τον Νικήτα Χωνιάτη, Χρονικὴ διήγησις, 554.34, 555.48 στην περιγραφή της
πυρκαγιάς, που ξέσπασε, κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, βλ. Guilland, Études
topographiques, II, 29-30.
427 O Mango, «Boukoleon», 41-46 θεωρεί ότι το Μ. Παλάτιο συρρικνώθηκε μετά την συγγραφή του

Περί Βασιλείου Τάξεως. Η αυτοκρατορική κατοικία απομονώθηκε πίσω από ένα ισχυρό τείχος, που
άφησε εκτός τα παλαιότερα ανακτορικά συγκροτήματα του 4ου και 5ου αιώνα, οχυρώνοντας την
περιοχή νότια από αυτά μέχρι την θάλασσα του Μαρμαρά. Επίσης, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon,
225-228, 235. Bardill, «Great Palace», 226. Bardill, «Visualizing the Great Palace», 7. Ousterhout, «Urban
Identity», 343-344.
428 Magdalino, «Medieval Constantinople», 79.

429 Berger, «Byzantine Court», 10-11. Müller-Wiener, Bildlexikon, 223-224, 235. Schreiner,
Κωνσταντινούπολη, 51-53. Για την ανάπτυξη της περιοχής των Βλαχερνών, βλ. Magdalino,
«Medieval Constantinople», 78-84
430 Magdalino, «Great Palace», 111-112. Μάλιστα ο Μανουήλ Κομνηνός ανέγειρε νέα αίθουσα του

θρόνου και προέβη σε ανακαινίσεις υφισταμένων τμημάτων του Μεγάλου Παλατίου, βλ.
Magdalino P., The Empire of Manuel I Komnenos, 1143-1180, Κέιμπριτζ 1993, 117-118. Ο Guilland, Études
topographiques, Ι, 545-547 καταλήγει ότι μέχρι το έτος 1204 στο Μεγάλο Παλάτιο παρέμεινε η
επίσημη αυτοκρατορική έδρα, αλλά, πλέον οι αυτοκράτορες κατοικούσαν συχνότερα στα
Ανάκτορα των Βλαχερνών ιδιαίτερα μετά την ανακαίνιση τους από τον Μανουήλ Κομνηνό.
Πιθανώς στο δικό του οικοδομικό πρόγραμμα εντάσσεται και η ανέγερση της αίθουσας που έμεινε
γνωστή ως «Μουχρουτάς», βλ. Asutay-Effenberger, «’’Muchrutas’’».
431 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 647.4-7: «Τῆς γὰρ ἡμετέρας βασιλείας ἄρτι διαπεττευθείσης

ἐς τοὺς Φραγκίσκους, ὁμοίως δὲ καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης κληρωθείσης τοῖς Βενετίκοις, οἷς ἐπίσταται
κρίμασιν ὁ τοῦ κοσμικοῦ τοῦδε σκάφους σκευαστὴς καὶ κυβερνήτης Κύριος…».

82
Από την μεγάλη πυρκαγιά432 που εξαπλώθηκε σε εκτεταμένες περιοχές

της Κωνσταντινούπολης στις 19-20 Αυγούστου του έτους 1203, κατά τη διάρκεια

της πολιορκίας από τους κατακτητές, καταστράφηκαν ο εξωνάρθηκας της Αγίας

Σοφίας και η δυτική πτέρυγα του Ιπποδρόμου. Κατά την Άλωση του 1204, μία

από τις βασικότερες καταστροφές που υπέστη το μνημειακό κέντρο υπήρξε η

ληστρική απογύμνωση του Ιπποδρόμου από τα χάλκινα αγάλματα που τον

κοσμούσαν, προκειμένου να κοπούν νομίσματα.433 Κατά την διάρκεια της

κατοχής, Φράγκοι και Λατίνοι αναγνώρισαν τη σημασία του αρχαίου

μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Το Μεγάλο Παλάτιο

χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του πρώτου φράγκου αυτοκράτορα, Βαλδουΐνου

Α΄ της Φλάνδρας434 (1204-1205/6) και κάποιων από τους διαδόχους του, ενώ ως

ανακτορική κατοικία, ιδιαίτερα του τελευταίου αυτοκράτορα, Βαλδουίνου Β΄ του

Κουρτεναί (1228-1261), χρησιμοποιήθηκε και το Παλάτιο των Βλαχερνών.435 Το

θρησκευτικό κέντρο της Πόλης παρέμεινε στην Αγία Σοφία, η οποία με μικρές

μετατροπές αναδείχτηκε σε έδρα του λατινικού πατριαρχείου.436

Μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης το έτος 1261 η πρώτη

μέριμνα του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) υπήρξε η επισκευή των δύο

Παλατίων και της Αγίας Σοφίας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί εκεί η τελετή

στέψης του. Τμήματα του Μεγάλου Παλατίου επισκευάστηκαν και ο Μιχαήλ

έζησε εκεί δέκα χρόνια μέχρι το Ανάκτορο των Βλαχερνών να ανοικοδομηθεί.437

432 Kidonopoulos, «Urban Physiognomy», 100-101. Kidonopoulos, Bauten, 122-125, 198-199. Madden,
«Fires», 84-89.
433 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 649.79-655.3. Ακόμη, βλ. Cutler, «De Signis».

434 Jacoby, «Latin Constantinople», 289-290. Kidonopoulos, Bauten, 156-157. Müller-Wiener, Bildlexikon,

227
435 Kidonopoulos, Bauten, 151-152. Queller D.E.-Madden T.F., The Fourth Crusade: The Conquest of

Constantinople, Φιλαδέλφια 1997, 193-194, 200-202. Είναι ενδεικτικό ότι οι δύο διεκδικητές του θρόνου
από τους κατακτητές, Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και Βαλδουΐνος της Φλάνδρας, αρχικά
εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Παλάτιο και το Ανάκτορο των Βλαχερνών, αντίστοιχα, ενώ ο Δόγης
Δάνδολος μάλλον στον Πατριαρχικό Οίκο. Πριν την εκλογή ο Δάνδολος ζήτησε από τους δύο
υποψηφίους να εγκαταλείψουν τα Ανάκτορα, τα οποία σφραγίστηκαν. Μετά την εκλογή, ο
Βαλδουΐνος μεταφέρθηκε στο Μεγάλο Παλάτιο και η στέψη του έγινε στην Αγία Σοφία.
436 Talbot, «Restoration of Constantinople», 246. Σύμφωνα με τον Jacoby, «Latin Constantinople», 285-

286, έγιναν ενέργειες για την επισκευή της Αγίας Σοφίας μετά τον σεισμό του 1231 ή του 1237.
Ακόμη, βλ. Kidonopoulos, Bauten, 122-124.
437 Talbot, «Restoration of Constantinople», 247, 250, 252. Kidonopoulos, Bauten, 151-153, 156-157.

Müller-Wiener, Bildlexikon, 224, 236.

83
Επισκευές έγιναν ακόμη στον Πατριαρχικό Οίκο και τον Ιππόδρομο.438 Τα

επόμενα χρόνια ορισμένοι χώροι του Μεγάλου Παλατίου εξακολούθησαν να

χρησιμοποιούνται για εθιμοτυπικές τελετές, ενώ φαίνεται ότι μέχρι και την

Άλωση του 1453 το Παλάτιο δεν περιήλθε ποτέ σε πλήρη εγκατάλειψη, μολονότι

μεγάλα τμήματά του δεν χρησιμοποιούνταν πλέον και βρίσκονταν σε ερειπιώδη

κατάσταση.439 Μολονότι ο αυτοκράτορας μαζί με τους αυλικούς αξιωματούχους

και τον διοικητικό μηχανισμό της Πόλης και της θνήσκουσας αυτοκρατορίας

είχαν μεταφερθεί στα Ανάκτορα, στη συνοικία των Βλαχερνών, εντούτοις το

κύριο θρησκευτικό Ιερό της Κωνσταντινούπολης και του Ορθόδοξου

Χριστιανικού κόσμου παρέμεινε ενεργό ως έδρα του Πατριαρχείου στο αρχαίο

μνημειακό κέντρο της Πόλης. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει, ιδιαίτερα, η συνεχής

και αδιάπτωτη μέριμνα για την συντήρηση της Αγίας Σοφίας440, ακόμη και όταν

η οικονομική συγκυρία ήταν δυσμενής και το κόστος πολύ μεγάλο.

Παρά τη στέρηση της πολιτικής και διοικητικής σημασίας του, καθώς και

τη σταδιακή και αναπότρεπτη φθορά των μνημείων του, το παλαιό μνημειακό

κέντρο παρέμεινε το θρησκευτικό και συμβολικό κέντρο της Πόλης και του

Κράτους. Σύμφωνα με τον Ψευτοκωδινό441, η τελετή στέψης του αυτοκράτορα, ο

οποίος κατά την παραμονή διανυκτέρευε στο Μεγάλο Παλάτιο, συνέχισε να

λαμβάνει χώρα στην Αγία Σοφία, ενώ ο λαός και ο στρατός περίμεναν

συγκεντρωμένοι στον «Αὐγουστεῶνα»442, προκειμένου να τον επευφημήσουν και

να δεχθούν χρηματικά δώρα. Το Αυγουσταίον μαζί με το Μίλιον αναφέρονται σε

438 Kidonopoulos, «Urban Physiognomy», 102. Guilland, Études topographiques, Ι, 543.


439 Berger, «Byzantine Court», 11-12. Guilland, Études topographiques, Ι, 548-550. Majeska, Russian
Travellers, 244.
440 Όπως υποδεικνύει η περίπτωση της επισκευή του τρούλλου του μνημείου μετά τους σεισμούς

των ετών 1343-1346. Ενδεικτική της σημασίας του ναού για τον Ορθόδοξο κόσμο είναι η
πληροφορία ότι τα χρήματα προσέφερε ο Μέγας Δούκας της Μόσχας, βλ. Kidonopoulos, «Urban
Physiognomy», 109 και σημ. 144. Επίσης, βλ. Kidonopoulos, Bauten, 122-125. Majeska, Russian
Travellers, 199.
441 Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν, 252.2-15 (κεφ. Ζ΄): «Τοῦ μέλλοντος στεφθήσεσθαι κατὰ τὴν πρὸ τῆς

ἡμέρας ἐκείνης ἑσπέραν εἰς τὸ μέγα παλάτιον ἐρχομένου…καὶ διανυκτερεύοντος·…Περὶ δὲ ὥραν


τῆς ἡμέρας ταύτης δευτέραν ἀπέρχεται μὲν ὁ νέος βασιλεὺς εἰς τὴν ἁγίαν Σοφίαν…». Ο Ιγνάτιος
του Σμολένσκ περιγράφει την τελετή στέψης του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425) στις 11
Φεβρουαρίου 1932 στην Αγία Σοφία, βλ. Majeska, Russian Travellers, 104-113, 416-436. Για μία
ενδιαφέρουσα σύγκριση των δύο τυπικών της Βυζαντινής αυλής σε σχέση με την νέα τοπογραφία
της Πόλης, βλ. Magdalino P., «Pseudo-Kodinos’ Constantinople», στο Magdalino, Studies, ΧΙΙ, 1-14.
442 Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν, 254.26-255.1 (κεφ. Ζ΄): «Μετὰ τοῦτο τοίνυν ἀνέρχεται ἐπὶ τὸν

τρίκλινον τὸν λεγόμενον Θωμαΐτην, πρὸς τὸν Αὐγουστεῶνα ἀφορῶντα, ὅπου τὸ πλῆθος ἅπαν
ἵσταται μετὰ τοῦ φωσσάτου.». Ακόμη, βλ. Guilland, Études topographiques, Ι, 545.

84
Χρυσόβουλο443 του Μιχαήλ Η’ με δωρεές προς την Αγία Σοφία, από το κείμενο

του οποίου προκύπτει ότι υπήρχαν πλέον οικήματα στους υπαίθριους χώρους

αυτών των μνημείων. Το έτος 1341 ο Νικηφόρος Γρηγοράς 444 παραπονιέται για

την κακή κατάσταση διατήρησης του Παλατίου και του Πατριαρχικού Οίκου για

τα οποία λέει ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν. Στον Ιππόδρομο δεν διεξάγονταν

πλέον αρματοδρομίες445, αλλά ο Bertrandon de la Broquière446 αναφέρει ότι

παρακαλούθησε εκεί ιππικούς αγώνες δεξιοτεχνίας το έτος 1432.

Στα τελευταία χρόνια πριν από την άλωση, καθώς ο πολεοδομικός ιστός

της αρχαίας Βασιλεύουσας είχε διασπαστεί σε μικρότερους οικισμούς, οι δύο

κυριότερες οικιστικές θέσεις μέσα στα τείχη παρέμεναν οι δύο ακραίοι πόλοι, η

περιοχή των Βλαχερνών και η αρχαία Ακρόπολη με την Αγία Σοφία447, δίπλα

στους μεγαλοπρεπείς ερειπιώνες των αρχαίων μνημείων της Πόλης, που είχαν

εγκαταλειφθεί πλέον στη φθορά του αμείλικτου χρόνου. Το τελευταίο βράδυ

πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος

Δραγάσης Παλαιολόγος ΙΑ΄ (1448-1453) έκανε τον κόπο να έλθει από την

Βλαχέρνα στο αρχαίο μνημειακό και συμβολικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης,

στο «Πρῶτον Ἱερόν»448, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια του προστάτη Θεού

της Πόλης και της Αυτοκρατορίας του, και έπειτα επέστρεψε στα Ανάκτορα των

Βλαχερνών για να αποχαιρετήσει τους οικείους του πριν από την τελική μάχη.449

443 Ζέπος, Jus graecoromanum, Ι, 663: «…καὶ τὰ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς αὐλῆς τοῦ Αὐγουστεῶνος καὶ τῆς
καμάρας τοῦ Μιλίου εὐρισκόμενα οἰκήματα…». Mango, Brazen House, 46-47, σημ. 56. Οικίες σε
επαφή με το Αυγουσταίο, είχε ήδη αναφέρει ο Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, 236.33: «οὐκοῦν
ὅσαι τῷ ἱερῷ οἰκίαι κατὰ τὸν Αὐγουστεῶνα συνήπτοντο…» κατά την περιγραφή της στάσης του
Καίσαρα Ιωάννη Κομνηνού εναντίον του Αλεξίου Β΄ (1080-1083) και της μητέρας του Μαρίας της
Αντιοχείας. Το Μίλιον αναφέρεται ακόμη από τον Στέφανο του Νόβγκοροντ, που επισκέφθηκε την
Πόλη το έτος 1348 ή 1349, βλ. Majeska, Russian Travellers, 34.
444 Νικηφόρος Γρηγορὰς, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, I, 568.8-17 (ΧΙ.11).

445 Guilland, Études topographiques, Ι, 542-545. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 129-131. Μεγάλο

ενδιαφέρον για την κατάσταση διατήρησης του Ιπποδρόμου κατά τον 14ο παρουσιάζουν οι
μαρτυρίες των Ρώσων ταξιδιωτών, βλ. Majeska, Russian Travellers, 252-258. Σχετικά με την σταδιακή
αποδόμηση του μνημείου βλ. Mango, «Hippodrome», 41-43. Ακόμη, βλ. Kidonopoulos, Bauten, 198-
199.
446 Bertrandon de la Broquière, Le voyage d’ Outremer, Schefer C. (επιμ.), Παρίσι 1892, 158.

447 Magdalino, «Medieval Constantinople», 75-76.

448 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 390.

449 Ψευδο-Σφραντζής Γεώργιος, Χρονικὸν, 422.16-21 (ΙΙΙ.9.1): «Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ

τῆς τοῦ Θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα καὶ θεῖα
μυστήρια μετέλαβεν…Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα, ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν
αἰτήσας…τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;». Το επεισόδιο
αυτό αναφέρεται στο Chronicon Maius, το οποίο, όπως έχει τεκμηριώσει η νεότερη έρευνα, αποτελεί

85
Α.3.2. Το μνημειακό κέντρο της Οθωμανικής και Τουρκικής Πόλης
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, στις 29 Μαΐου 1453, ο Μωάμεθ Β΄ ο

Πορθητής (1451-1481) εισήλθε στη λεηλατημένη Πόλη και κατευθύνθηκε στο

αρχαίο μνημειακό και συμβολικό κέντρο της, προκειμένου να επισκεφτεί κι

εκείνος με τη σειρά του τον ναό της Αγίας Σοφίας450 και το Μεγάλο Παλάτιο. Η

πρώτη επίσημη πράξη του ως κατακτητή της Πόλης είχε τεράστια συμβολική

σημασία. Διέταξε τη μετατροπή του χριστιανικού ναού σε επίσημο σουλτανικό

τζαμί για την προσευχή της Παρασκευής.451 Χάρη στην ενέργεια αυτή τα

επόμενα χρόνια το αρχαίο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης θα

αναβιώσει ως το πολιτικό, διοικητικό, θρησκευτικό, εθιμοτυπικό και συμβολικό

κέντρο της πρωτεύουσας της διάδοχης αυτοκρατορίας 452 μέσα στο πλαίσιο των

αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών συμβάσεων του νέου καθεστώτος. Ο Μωάμεθ

έθεσε τις βάσεις για την τοπογραφική αναδιαμόρφωση της Οθωμανικής

συμπίλημα από παλαιότερα χρονικά με νόθες παρεμβολές. Το Χρονικό συνετέθη κατά τον 16ο
αιώνα από τον Μακάριο Μελισσηνό, μητροπολίτη Μονεμβασίας, αξιοποιώντας κυρίως ως πηγή
την επιστολή του αυτόπτη μάρτυρα της άλωσης, Λεονάρδου Λατίνου επισκόπου Χίου, βλ.
Philippides M.-Hanak W.K., The Siege and the Fall of Constantinople in 1453: Historiography, Topography
and Military Studies, Surrey-Burlington 2011, 146-152. Σε κάθε περίπτωση η τελευταία επίσκεψη του
Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία συνάδει με τον χαρακτήρα «προετοιμασίας» για την τελική
επίθεση που απηχούν όλα σχεδόν τα χρονικά και για τα δύο στρατόπεδα. Ως γεγονός την
αποδέχονται οι Nicol D. M., The Immortal Emperor. The life and legend of Constantine Palaiologos, last
Emperor of the Romans, Κέιμπριτζ 1992, 68-69. Runciman S., The Fall of Constantinople, 1453, Κέιμπριτζ
1965, 131-132. Mijatovich C., Constantine the Last Emperor of the Greeks or the Conquest of Constantinople by
the Turcs, ελλην. μτφρ.: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η τελευταία νύχτα της Πόλης, Δελέγκος Μ.
(μτφρ.), Αθήνα 2007, 210-211.
450 Necipoğlu, Topkapi Palace, 3. Necipoğlu, «Hagia Sophia», 196-197.

451 Kuban, Istanbul, 227-228. Ο Μωάμεθ με τον τρόπο αυτό αφιέρωσε στη λατρεία του δικού του θεού,

το πρώτο ιερό του Θεού της Πόλης και της Αυτοκρατορίας που κατέκτησε. Το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης μεταφέρθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, βλ. Πασαδαίος, Πατριαρχικός
Οίκος, 83-86. Janin, Églises, 45. Η Kafescioğlu, Ottoman Capital, 5-6, 28-32, 35 και η ίδια,
Constantinopolis/Istanbul, 18-22, ερμηνεύει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας ως μία επιλεκτική
οικειοποίηση του πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου της Ανατολικής Χριστιανοσύνης, από την
οποία εξαιρέθηκε μόνο το έφιππο άγαλμα του Ιουστινιανού, το οποίο αφαιρέθηκε, βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 469. Για την κοινότητα των Γαζήδων που έλαβαν μέρος στην Άλωση ο ναός ήταν το
συμβολικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, ο υπέρτατος στόχος της πολεμικής εμπλοκής τους.
Αργότερα η ανέγερση του τεμένους του Μωάμεθ (Fatih Çamii) αντικατέστησε το τέμενος της Αγίας
Σοφίας ως το πρωτεύον θρησκευτικό και εκπαιδευτικό κέντρο της οθωμανικής Πόλης, αλλά η
τελευταία παρέμεινε το επίσημο σουλτανικό τέμενος και μάλιστα το «Σύμβολο της Κατάκτησης»,
σε όλη την οθωμανική περίοδο, όπως παρατηρούν οι Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman
Architecture», 36-37. Ως σύμβολο της κατάκτησης οικοδομήθηκε και το τέμενος του Πορθητή, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 70.
452 Όπως παρατηρεί ο Kafadar, Ανάμεσα σε δύο κόσμους, 283-291 η ανάδειξη της
Κωνσταντινούπολης σε πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους δεν υπήρξε αυτονόητη, καθώς
γνώρισε την αντίδραση των Γαζήδων, που επέμεναν να διατηρηθεί ως πρωτεύουσα η
Αδριανούπολη.

86
Kostantiniyye453 (εικ. 24) και έδωσε το στίγμα για την ανάπτυξη του μνημειακού

κέντρου της στην ίδια περιοχή. Αφού οικοδόμησε αρχικά, ανάμεσα στα έτη 1453-

1458, ένα πρώτο Ανάκτορο (Eski saray-ı) στον τρίτο λόφο της Πόλης454, στην

έκταση όπου σήμερα υψώνεται το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης στην

περιοχή του Beyazit, το έτος 1458/9 ξεκίνησε την ανέγερση του Ανακτόρου (Saray-

ı Cedide-I Âmire), που είναι γνωστό σήμερα ως Topkapi455, επάνω στον λόφο της

Ακρόπολης σε άμεση τοπογραφική σχέση με το επίσημο Σουλτανικό Τέμενος

της Αγίας Σοφίας456 και σε οπτική επαφή με τις σημαντικότερες συνοικίες της

Πόλης και τις κυριότερες θέσεις της ευρύτερης χερσαίας και θαλάσσιας περιοχής

που την περιβάλλει.457

Η περιοχή ανάμεσα στο Ανάκτορο του Σουλτάνου, το τέμενος της Αγίας

Σοφίας και την Πλατεία των Αλόγων 458 (Atmeydanı), που διαμορφώθηκε στη

θέση του αρχαίου Ιπποδρόμου από τη συνεχιζόμενη αποδόμηση και επίχωση του

453 Αυτή υπήρξε η επίσημη ονομασία της Κωνσταντινούπολης στα αυτοκρατορικά έγγραφα και
νομίσματα κατά την οθωμανική περίοδο, βλ. Necipoğlu, Topkapi Palace, 3, 249. Hesseling, «Istambol»,
189-190. O Timm C., «Edirne Kapi and the Creation of Ottoman Ceremonial Iconography and
Topography», Athanor 30 (2012), 23-31, κυρίως 25 αναφέρει μία μαρμάρινη επιγραφή του έτους 1635
του Μουράτ Δ’ στη νότια πλευρά της Πύλης της Αδριανούπολης, η οποία αποκαλεί την Πόλη: «the
fortress of Kostantiniyye». Για παρόμοια αναφορά στην ιδρυτική επιγραφή στην κεντρική πύλη των
Ανακτόρων του Topkapi, βλ. Necipoğlu, στο ίδιο, 34-36. Επίσης στην είσοδο της αίθουσας
προσευχής του τεμένους του Πορθητή πάνω από την ιδρυτική επιγραφή του Μωάμεθ υπάρχει σε
επιγραφή το Hadith του Προφήτη Μωάμεθ για την άλωση της Κωνσταντινούπολης: «They will
conquer Kostantiniyya. Hail to the prince and the army to whom this is given», βλ. Kafescioğlu,
Ottoman Capital, 141 και η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 84.
454 Κριτόβουλος Ἴμβριος, Ξυγγραφῆς Ἱστοριῶν, 83.8-10 (Α.73.5): «ἐκλέγεται δὲ καὶ αὐτὸς τὸν μέσον

καὶ κάλλιστον χῶρον τῆς πόλεως εἰς οἰκοδομὴν βασιλείων». Kafescioğlu, Ottoman Capital, 32-34 και η
ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 22-24. Kuban, Istanbul, 254-255.
455 Kafescioğlu, Constantinopolis/Istanbul, 56-66. Necipoğlu, Topkapi Palace, 4-15. Ακόμη βλ. Kuban,

Istanbul, 255-258. Müller-Wiener, Bildlexikon, 495-499.


456 Η τοπογραφική σχέση του Ανακτόρου Topkapi με την Αγία Σοφία και τον Ιππόδρομο

ερμηνεύεται από την Kafescioğlu, Ottoman Capital, 105 και η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 59-60 ως
ένδειξη οικειοποίησης από τον Μωάμεθ της βυζαντινής παράδοσης. Για αναλογίες του Ανακτόρου
του Μωάμεθ με το Μεγάλο Παλάτιο, βλ. Malmberg, «New Palace of Mehmed», 49-52. Σύμφωνα με
την Necipoğlu, Topkapi Palace, 37 η αυτοκρατορική Πύλη (Bāb-i hümāyūn) οικοδομήθηκε έκκεντρα σε
σχέση με την Πρώτη Αυλή του Ανακτόρου, προκειμένου να έχει τοπογραφική σχέση με την Αγία
Σοφία και αξονική με τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Χαλκής Πύλης του Μεγάλου Παλατίου.
457 Kafescioğlu, Ottoman Capital, 102-104 και η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 65-66. Necipoğlu, Topkapi

Palace, 242-243. Για τη σημασία της θέσης του Ανακτόρου του Μωάμεθ, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 913.
458 Ο Kuban, «Atmeydanı», 21-22 θεωρεί ότι η ονομασία σχετίζεται με τις ιπποδρομίες και την αγορά

αλόγων που λειτουργούσε στη θέση αυτή κατά την οθωμανική περίοδο. Είναι, όμως, αδύνατον να
είχε εκλείψει η ανάμνηση του αρχαίου Ιπποδρόμου, εντυπωσιακά τμήματα του οποίου ήταν ακόμη
ορατά, όπως αποδεικνύει η γκραβούρα με άποψη του μνημείου, που εκδόθηκε από τον Ονούφριο
Πανβίνιο το έτος 1600 και σύμφωνα με τον Mango, «Hippodrome», 41-42 και εικ. 2.1 χρονολογείται
περίπου στο έτος 1480. Για μία ενδιαφέρουσα σύγκριση του βυζαντινού Ιπποδρόμου με το
οθωμανικό Atmeydanı, βλ. Işin, «Atmeydanı».

87
μνημείου, αναδείχτηκε σε μνημειακό κέντρο της οθωμανικής Πόλης και

Αυτοκρατορίας και λειτούργησε ως χώρος συνάθροισης του πληθυσμού με

συμβολική φόρτιση και τελετουργική χρήση.459 Έτσι το Ανάκτορο και το

θρησκευτικό ιερό συνδυάστηκαν με έναν χώρο δημόσιων συγκεντρώσεων, όπου,

αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, δεν υπήρχε δυνατότητα

οπτικής επικοινωνίας με τον Σουλτάνο, ο οποίος αθέατος 460 παρακολουθούσε τα

δρώμενα στο Atmeydanı από ένα κλειστό εξώστη (χαγιάτι) στην Οικία (Κονάκι)

του Ιμπραήμ Πασά461 (εικ. 25α-β), Μεγάλου Βεζίρη και γαμπρού του Σουλεϊμάν

του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566). Τμήμα του κτηρίου αυτού διατηρείται μέχρι

σήμερα, στο μέσο περίπου της δυτικής πτέρυγας του Ιπποδρόμου, από τις

κερκίδες της οποίας πολλά σωζόμενα υπολείμματα κατεδαφίστηκαν κατά την

ανέγερσή του.462 Χαρακτηριστικό της λειτουργικής συνέχειας του μνημειακού

κέντρου είναι το γεγονός ότι το Κονάκι του Ιμπραήμ Πασά, ενός πολύ

υψηλόβαθμου αξιωματούχου της οθωμανικής αυλής, βρισκόταν αμέσως δίπλα

(νότια) στη θέση, όπου τον 5ο αιώνα οικοδομήθηκε το Παλάτιο ενός άλλου

υψηλόβαθμου αξιωματούχου της ρωμαϊκής (βυζαντινής) αυλής, του

Πραιποσίτου Αντιόχου.463

Στη γύρω περιοχή και άλλοι μεγάλοι βεζίρηδες και πασάδες της

οθωμανικής αυλής έκτισαν τα κονάκια τους.464 Στο μνημειακό κέντρο της

οθωμανικής Πόλης συνέχισε να οδηγεί η Divan Yolu465, η Μέση Οδός των

459 Kuban, «Atmeydanı», 18, 22-23, 29-31. Nutku Ö., «Festivities in Atmeydanı» στο Işin,
Hippodrom/Atmeydanı, 71-95. Για μία συνολική αποτίμηση της ιστορίας του χώρου, βλ. Baha Tanman-
Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 63-65. Σημαντικές απεικονίσεις της τελετουργικής χρήσης,
αλλά και των μνημείων του Ιπποδρόμου διέσωσαν τα σχέδια ρώσων ταξιδιωτών στην Πόλη, βλ.
Pyatnitsky, «Admirations».
460 Işin, «Atmeydanı», 16. Kuban, «Atmeydanı», 30.

461 Kuban, «Atmeydanı», 25-26. Müller-Wiener, Bildlexikon, 492-494. Η Οικία οικοδομήθηκε αρχικά

κατά τη βασιλεία του Μπαγιαζίτ Β’ (1481-1512) και αργότερα, μέχρι το έτος 1521, ανακαινίστηκε,
βλ. Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 35-36.
462 Gilles, De Topographia, 33 (I.VII). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 21. Επίσης, βλ. Mango,

«Hippodrome», 42-43.
463 Για τον Αντίοχο βλ., Greatrex G.-Bardill J., «Antiochus the Praepositus: A Persian Eunuch at the

Court of Theodosius II», DOP 50 (1997), 171-197. Για το μνημείο, τμήμα του οποίου αργότερα
μετατράπηκε σε ναό της Αγίας Ευφημίας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 421.
464 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 33.

465 Kuban, Istanbul, 326. Για τη σημασία και την εξέλιξη της οδού αυτής κατά την οθωμανική

περίοδο, βλ. Cerasi, «Divanyolu». Γενικότερα για τη σχέση του οδικού δικτύου της οθωμανικής
Πόλης με το βυζαντινό παρελθόν του και ειδικότερα για τη διατήρηση της Μέσης Οδού, βλ. Kubat
«Morphological history», 33-40.

88
βυζαντινών χρόνων. Στην επιφάνεια της Βασιλικής Κινστέρνας (Yerebatan)

ανεγέρθηκε, ήδη πριν το 1465, το μικρό Τζαμί466 του Ιμπραήμ Αγά (Üskübî

İbrahim Ağa Masjid, εικ. 25α.6), το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα επί της οδού

Yerebatan. Όταν στα μέσα του 16ου αιώνα ο P. Gilles επισκέφτηκε την περιοχή

αυτή, την επιφάνεια της, εκτός από το τζαμί, κατελάμβαναν οι ταπεινές οικίες

μιάς οθωμανικής συνοικίας467 που είχε αναπτυχθεί στην περιοχή. Από την

συνοικία αυτή δεν διασώθηκε κανένα ίχνος, εκτός από τις οπές στην οροφή της

Κινστέρνας που είχαν διανοίξει οι ένοικοι στα δάπεδα των σπιτιών τους

προκειμένου να αντλούν νερό.

Στον Gilles οφείλουμε τη σημαντικότερη περιγραφή της κατάστασης

διατήρησης και των καταστροφών που υπέστησαν από τους Οθωμανούς τα

αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα.

Στον Ιππόδρομο κατέγραψε την αποδόμηση των τελευταίων 17 κιόνων της

κιονοστοιχίας της σφενδόνης468 που είχαν απομείνει, προκειμένου να

χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό κατά το διάστημα της παραμονής του

στην Πόλη (1544-1551), όπως είχαν, λίγα χρόνια νωρίτερα, αποδομηθεί οι

κερκίδες της δυτικής πτέρυγας του μνημείου ως υλικό για το Κονάκι του

Ιμπραήμ Πασά. Στο Αυγουσταίο πληροφορούμαστε ότι ο έφιππος ανδριάντας

του Ιουστινιανού469 είχε αφαιρεθεί από τον Μωάμεθ τον Πορθητή μαζί με τη

χάλκινη επένδυση του κίονα, ενώ κατά τα έτη 1510/1525 ακολούθησε η

κατεδάφιση του κίονα και γύρω στο 1540 η καταστροφή της βάσης του.

Νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας σώζονταν ακόμη 7 μνημειακών διαστάσεων

κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Gilles,

αποτελούσαν τμήμα από την κιονοστοιχία κάποιας στοάς του Αυγουσταίου.470

Αλλά η πιο σημαντική προσφορά του γάλλου ερευνητή στην περιοχή του

466 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 37 και σημ. 13.


467 Gilles, De Topographia, 119 (ΙΙ.XX). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 101.
468 Gilles, De Topographia, 91-92 (ΙΙ.XIII). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 76-77. Ακόμη, βλ. Mango,

«Hippodrome», 41-42. Müller-Wiener, Bildlexikon, 68.


469 Gilles, De Topographia, 104-105 (ΙΙ.XVII). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 88. Mango C., «The

Columns of Justinian and his successors», στο Mango, Studies, κεφ. X, 6. Raby J., «Mehmed the
Conqueror and the Byzantine Rider of the Augustaion», Illinois Classical Studies 12 (1987), 305-313.
470 Gilles, De Topographia, 111-112 (ΙΙ.XVIIΙ). Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 94-95. Ακόμη, βλ. Müller-

Wiener, Bildlexikon, 249. Kuban, Istanbul, 336.

89
μνημειακού κέντρου υπήρξε η «ανακάλυψη» της Βασιλικής Κινστέρνας471, στην

οποία υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος που περιηγήθηκε με μία μικρή βάρκα υπό το

φως πυρσών, και η ταύτιση της θέσης της Βασιλείου Στοάς.472

Η επόμενη μεγάλη μεταβολή στην περιοχή του μνημειακού κέντρου

υπήρξε η οικοδόμηση του τεμένους Sultanahmet473 (Μπλέ Τζαμί) για λογαριασμό

του Σουλτάνου Αχμέτ του Α΄ (1603-1617) κατά τη δεκαετία του 1610-1620, όταν

μεγάλα τμήματα της ανατολικής πτέρυγας του Ιπποδρόμου και λείψανα του

Μεγάλου Παλατίου ισοπεδώθηκαν474, προκειμένου να διαμορφωθεί ελεύθερος

χώρος για την ανέγερση του τεμένους. Η περιοχή του μνημειακού κέντρου

παρέμεινε, όπως είχε μέχρι τότε διαμορφωθεί με μικρές προσθήκες475,

συνδυάζοντας σημαντικά μνημεία της οθωμανικής πόλης με οικιστική

δραστηριότητα, μέχρι περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα. Τότε στο πλαίσιο των

μεταρρυθμίσεων με σκοπό την αναδιοργάνωση-εκσυγχρονισμό του οθωμανικού

κράτους, που έμειναν γνωστές με τον όρο Τανζιμάτ (1839-1876), ο σουλτάνος

Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ (1839-1861) έδωσε εντολή στους αδελφούς Φοσσάτι να

οικοδομήσουν ένα μνημειακών διαστάσεων νεοκλασικό κτήριο ανατολικά-

νοτιοανατολικά της αγίας Σοφίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως

Πανεπιστήμιο (Dar-ül Fünun).476 Με εξαίρεση τα δύο αυτά μνημειακά

471 Gilles, De Topographia, 118-120 (ΙΙ.ΧΧ). Για αγγλική μετάφραση και σχολιασμό βλ. Byrd, Pierre
Gilles’ Constantinople, 100-102. Η Byrd θεωρεί ότι η περιγραφή του Gilles για την «ανακάλυψη» της
Κινστέρνας είναι η πιο δραματική και ρομαντική ολόκληρου του βιβλίου του, βλ. Byrd, «Pierre
Gilles», 13. Η Κινστέρνα, βέβαια, ήταν ήδη γνωστή στους κατοίκους της περιοχής που αντλούσαν
το πολύτιμο υδάτινο περιεχόμενό της και είχε προφανώς αξιοποιηθεί από τους Οθωμανούς μαζί
με τη γραμμή του Αδριάνειου Υδραγωγείου για την ύδρευση αυτού του τμήματος της oθωμανικής
Πόλης. Ο ίδιος ο Gilles υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της πλήρωσης της Κινστέρνας με νεαρό ύδωρ
τον χειμώνα.
472 Gilles, De Topographia, 119 (II.ΧΧ): «Ex quibus intelligere possumus regiam porticum, et Basilicam

cisternam in eodem loco fuisse. Porticus regia non extat, cisterna incolumnis permanet, quae cum
negligentia civium ignoraretur, a me peregrino diligenter quaesita venit in cognitionem multorum.»
μεταφρ. Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, 101.
473 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 45-47. Kuban, «Atmeydanı», 26-28. Kuban,

Istanbul, 338-339.
474 Müller-Wiener, Bildlexikon, 236. Πόσο καταστροφική υπήρξε για τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά

λείψανα η ανέγερση του Τεμένους διαπίστωσε ο Mamboury κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την
αποχέτευση του Νέου Δικαστικού Μεγάρου. Την έκθεσή του δημοσιεύει ο Mango, Brazen House, 184-
188, κυρίως 188.
475 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 50-54.

476 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 55-56, 59. Çelik, Remaking of Istanbul, 139.

Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 130-134. Kuban, Istanbul, 488. Το κτήριο οικοδομήθηκε
ανάμεσα στα έτη 1846 και 1862. Χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα ως Πανεπιστήμιο και ακολούθως
παραχωρήθηκε διαδοχικά στα υπουργεία Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Εδώ συνεδρίασαν οι

90
οικοδομήματα, οι Οθωμανοί δεν εκτέλεσαν άλλο μεγάλο οικοδομικό έργο στο

νότιο τμήμα της ανατολικής απόληξης της χερσονήσου, ούτε επιχείρησαν ποτέ

να κατεδαφίσουν τη σφενδόνη του Ιπποδρόμου. Οι συνοικίες που ανεγέρθηκαν

στην περιοχή αυτή οικοδομήθηκαν από ξύλο και ευτελή υλικά, με αποτέλεσμα

να μην αφήσουν το αρνητικό αποτύπωμά τους στον χώρο.

Την περίοδο του Τανζιμάτ συντελέστηκε μία μεγάλη αλλαγή στη

λειτουργία του μνημειακού κέντρου της Οθωμανικής Πόλης, η οποία μπορεί να

παραβληθεί με εκείνη που επέφερε κατά τον 12ο αιώνα η ανέγερση του δεύτερου

ανακτορικού συγκροτήματος στη συνοικία των Βλαχερνών. Το έτος 1856 ο

Αμπντούλ Μετζίτ μετέφερε τη σουλτανική κατοικία στο Ανάκτορο Dolmabahce477

στον Βόσπορο, με αποτέλεσμα το μνημειακό κέντρο της Πόλης να εκκενωθεί για

πρώτη φορά από τη θεσμική παρουσία του Οθωμανού μονάρχη, καινοτομία που

υιοθέτησαν και οι διάδοχοί του. Σε αντίθεση, όμως, με την υστεροβυζαντινή

Κωνσταντινούπολη, το διοικητικό κέντρο της Πόλης παρέμεινε στην περιοχή του

μνημειακού κέντρου, το οποίο γνώρισε περαιτέρω ανάπτυξη την περίοδο αυτή

με την κατασκευή μνημειακών δημόσιων κτηρίων478, υπουργείων,

πανεπιστημίων, μουσείων και ιδιωτικών κατοικιών πασάδων και βεζίρηδων. Στο

βόρειο άκρο του Ιπποδρόμου διαμορφώθηκε το πρώτο πάρκο479 της

Κωνσταντινούπολης το έτος 1854, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα σχεδιάστηκε,

αλλά δεν υλοποιήθηκε, η διαμόρφωση ενός μεγάλου δημόσιου πάρκου στην

περιοχή του Atmeydanı. Κατά τα έτη 1912-13 δύο μεγάλες πυρκαγιές480

κατέστρεψαν την οθωμανική συνοικία και τα χαμόσπιτα που κατελάμβαναν την

εθνοσυνελεύσεις της Πρώτης (1876) και Δεύτερης Συνταγματικής Περιόδου (1908). Στη συνέχεια
πέρασε και πάλι στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και για αυτό έμεινε γνωστό ως
«Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο». Το έτος 1914 οικοδομήθηκαν δίπλα του οι Φυλακές, οι οποίες
διατηρούνται ανακαινισμένες ως το Ξενοδοχείο «Four Seasons», ενώ το Μέγαρο καταστράφηκε
από πυρκαγιά το έτος 1933. O Kuban, Istanbul, 486 επισημαίνει τη σύμπτωση ανέγερσης του πρώτου
Πανεπιστημίου της οθωμανικής Πόλης, περίπου στην ίδια θέση, όπου στη βυζαντινή
Κωνσταντινούπολη λειτούργησε το εκπαιδευτικό ίδρυμα της Μαγναύρας.
477 Kuban, Istanbul, 476, 484-485.

478 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 54-59, 62-65.

479 Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 54-55. Çelik, Remaking of Istanbul, 111-115.

480 Ebersolt J.-Thiers A., «Les ruines et les substructions du Grand palais des empereurs byzantins»,

CRAI 57 (1913), 31-39. Wulzinger K., «Byzantinische Substruktionsbauten Konstantinopels», JDAI 28


(1913), 370-395. Wiegand Th., «Die byzantinischen Kaiserpaläste zu Konstantinopel (Sitzung der
Archäologische Gesellschaft zu Berlin vom 9.06.1914)», ΑΑ 1914, στο JDAI 29 (1914), 100-105.
Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, «vorwort», v. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 237.

91
περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και του Ιπποδρόμου, καθιστώντας για πρώτη

φορά την περιοχή αυτή προσβάσιμη στην έρευνα, η οποία όπως θα δούμε στο

επόμενο κεφάλαιο ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα.

Καθοριστική τομή στην ιστορία της Πόλης υπήρξε η κατάργηση του

Οθωμανικού Σουλτανάτου την 1η Νοεμβρίου 1922 και η ίδρυση της Τουρκικής

Δημοκρατίας στις 29 Οκτωβρίου 1923, η οποία συνδυάστηκε συμβολικά με τη

μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου τουρκικού κράτους στην

Άγκυρα.481 Μετά από 1593 συνεχόμενα έτη η Πόλη του Κωνσταντίνου έπαυσε να

είναι αυτοκρατορική πρωτεύουσα482 και το μνημειακό της κέντρο να αποτελεί

συμβολικό κέντρο του Κράτους. Η οθωμανική Kostantiniyye άλλαξε επίσημα

ονομασία σε «Istanbul»483 και υπέστη τον περιορισμό της κρατικής μέριμνας,

καθώς οι κύριοι οικονομικοί πόροι του κράτους διετίθεντο, πλέον, για την

ανάπτυξη της Άγκυρας. 484 Το έτος 1934 ο Κεμάλ Ατατούρκ μετέτρεψε την Αγία

Σοφία σε Μουσείο και ζήτησε από τον γάλλο αρχιτέκτονα A. Prost να προτείνει

ένα πολεοδομικό σχέδιο485 για την ανάπτυξη της Πόλης. Μαζί με τις υπόλοιπες

προτάσεις του ο Prost εισηγήθηκε τη μετατροπή του αρχαίου μνημειακού

κέντρου, καθώς και ολόκληρου του ανατολικού άκρου της χερσονήσου, σε

αρχαιολογικό πάρκο. 486 Η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ, διότι θεωρήθηκε

ότι ευνοούσε μόνο τις βυζαντινές αρχαιότητες.487 Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη

δεκαετία του 1950, η κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές προέβη σε συνολική

αναδιαμόρφωση της Divan Yolu (Μέση Οδός) και γενικότερα του οδικού δικτύου

της Πόλης, προκειμένου να διευκολυνθεί η κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων

481 Ο Kafadar, Ανάμεσα σε δύο κόσμους, 285-286 χαρακτηρίζει τη μεταφορά ως: «σύμβολο ὁριστικῆς
ρήξης μὲ τὴν ὀθωμανικὴ πολιτικὴ τάξη».
482 Kuban, Istanbul, 501-503. Altinyildiz, «Architectural Heritage», 281.

483 Για την προέλευση της ονομασίας, βλ. Georgakas, «Constantinople», 358-367. Hesseling,

«Istambol».
484 Dilsiz, Byzantine Heritage, 14.

485 Ο Prost υπέβαλε την πρότασή του το έτος 1938 και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

καταβλήθηκαν ανεπιτυχείς προσπάθειες να υλοποιηθεί, βλ. Angel A., «Projets et aménagements


urbains à Istanbul de 1933 à nos jours: Henri Prost à Istanbul de 1936 à 1951 (2ème partie)», Bulletin
d’information de l’observatoire urbain d’Istanbul, 3 (1992), 1-5. Kuban, Istanbul, 503-508.
486 Pinon P., «Le projet de Parc Archéologique d’Istanbul de Henri Prost et sa tentative de mise en

oeuvre par Albert Gabriel», Anatolia Antiqua 16 (2008), 181-205. Pinon P., «Henri Prost, Albert Gabriel,
Istanbul Archaeological Park and the Hippodrome» στο Işin, Hippodrom/Atmeydanı, 152-167.
487 Altinyildiz, «Architectural Heritage», 292.

92
με αντάλλαγμα την καταστροφή δεκάδων μνημείων του βυζαντινού και του

οθωμανικού παρελθόντος.488

Η συνεχώς αυξανόμενη τουριστική κίνηση κατά το δεύτερο μισό του 20ού

αιώνα οδήγησε στην τουριστική αξιοποίηση της ευρύτερης περιοχής του αρχαίου

μνημειακού κέντρου της ρωμαϊκής (βυζαντινής) και της οθωμανικής περιόδου,

το οποίο αναδείχτηκε σε τουριστικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης και

ολόκληρης της Τουρκίας. Η αξιοποίηση συνδυάστηκε με την ανεξέλεγκτη, πυκνή

ανοικοδόμηση της περιοχής γύρω από την Αγία Σοφία, το Αυγουσταίο και τον

Ιππόδρομο με μη αναστρέψιμα υλικά (σκυρόδεμα), και αποτελέσματα συχνά

καταστρεπτικά για τις αρχαιότητες, εμφανή με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο στα

αρχιτεκτονικά λείψανα του Παλατίου του Αντιόχου489 και του «Λαύσου». Σήμερα,

μολονότι βαδίζουμε ολοταχώς προς τη συμπλήρωση πεντακοσίων χρόνων από

την πρώτη σημαντική «ανακάλυψη» στο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης, της θέσης της Βασιλικής Στοάς και Κινστέρνας από τον P.

Gilles, οι γνώσεις μας για αυτόν τον πολύ σημαντικό μνημειακό χώρο

διατηρούνται ενοχλητικά αποσπασματικές και περιορισμένες, καθώς ο ίδιος

παραμένει αναπαλλοτρίωτος και αναξιοποίητος αρχαιολογικά.

488 Kuban, Istanbul, 509-523. Altinyildiz, «Architectural Heritage», 295-296. Dilsiz, Byzantine Heritage, 15-
17.
489 Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Mamboury, «Fouilles Byzantines» III, 459, τον Οκτώβριο του

1951: «Que restera-t-il de tous ces édifices heureusement relevés, photographiés et annotés? A part la
salle octogonale et la plus grande partie de Ste-Euphémie, tout le reste a déjà disparu ou est en voie de
disparition. Ainsi en ont décidé ceux qui auraient dû pourtant parler en faveur de leur conservation». O
Mamboury παραπέμπει στη δήλωση του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Ανατολικών
Σπουδών, Gabriel A., «Recherches d’ Archéologie Byzantine depuis 1936», Anadolu 1 (1951), 74: «Il était
nécessaire que le nouveau Palais de Justice s’elevât en une region central de la ville et l’on peut accepter
que les bâtiments recouvrent les traces éparses des gradins de l’hippodrome byzantine dont toute
restauration serait d’ailleurs impossible». H παρήγορη ευαισθητοποίηση της νεότερης γενεάς
τούρκων βυζαντινολόγων κατέθεσε το έτος 2010 την αγωνία της για την προστασία του μνημείου
διά του A. Zeren, Cult of St. Euphemia, 134, εργασία που αποτυπώνει παράλληλα την οικτρή
κατάσταση διατήρησής του: «Today the ruins of the church are located within the garden of the Palace
of Justice in Sultan Ahmet which can be accessed from the parking place to the south…the weight of the
cars parked within the martyrion causes serious damage to the foundation of the historic structure…the
entire area should be protected from cars and all vehicles should be banned from parking within the
martyrion as soon as possible…the lack of maintenance and responsible management has led to very
serious and irreversible damage to the wall-paintings. Cars are parked within the martyrion and just in
front of the shed and due to the lack of care and awareness of cultural heritage values, the historical site
has turned into a garbage dump…».

93
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Α’

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το τελευταίο και ίσως το μεγαλύτερο

πολεοδομικό εγχείρημα του ελληνορωμαϊκού κόσμου που μεταμόρφωσε μέσα σε

μία δεκαετία ένα περιφερειακό αστικό κέντρο στη δεύτερη σε μέγεθος πόλη σε

ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Συγχρόνως αποτέλεσε μία πολιτική

επιλογή και μία συμβολική πράξη αναμνηστική της ολοκλήρωσης του αγώνα

του Κωνσταντίνου Αυγούστου για τη μονοκρατορία. Η μνημειώδης κλίμακα της

Πόλης αποτελεί έκφραση σε ένα προϋπάρχον συμβολικό σύστημα της ίδρυσης


ενός νέου, οικουμενικού μεγέθους κέντρου εξουσίας. Η Κωνσταντινούπολη

ιδρύθηκε ως Βασιλική πόλη του Κωνσταντίνου και της δυναστείας του και

συνδέθηκε συνειδητά με μία σημαντική ανανέωση «ἐπὶ τὸ βασιλικόν» του

χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας.

Ο αυτοκράτορας και οι επιτελείς του αξιοποίησαν την πολεοδομική και

αρχιτεκτονική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου, σύμφωνα με την οποία

στον χώρο της Αγοράς ή του Forum είχαν διαμορφωθεί τα μνημειακά κέντρα

των πόλεων, όπου φιλοξενήθηκαν τα σημαντικότερα μνημεία, οι κυριότερες


λειτουργίες και τα σημαντικότερα γεγονότα του δημόσιου βίου. Η ρωμαϊκή

αυτοκρατορία αξιοποίησε και επέκτεινε το ελληνιστικό δίκτυο πόλεων,

προκειμένου να οργανώσει και να διοικήσει την επικράτειά της. Κατά τους δύο

πρώτους αιώνες μ.Χ. οι υλικοί οργανισμοί των πόλεων ανανεώθηκαν και


εμπλουτίστηκαν μνημειακά. Ο τρίτος αιώνας χαρακτηρίστηκε από σφοδρές

δυναστικές διαμάχες και βαρβαρικές επιδρομές που είχαν ως αποτέλεσμα τη

μείωση ή διακοπή των αστικών οικοδομικών προγραμμάτων. Η κατάσταση

σταθεροποιήθηκε κάπως με την εγκαθίδρυση του Τετραρχικού διοικητικού

συστήματος.

Όταν ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη του, το Βυζάντιο έκλεινε πίσω του

περίπου χίλια χρόνια ιστορικού βίου. Το μνημειακό κέντρο της πόλης είχε

διαμορφωθεί στην περιοχή της αρχαίας Αγοράς, το Στρατήγιον, σε επαφή με τον

Προσφοριανό λιμένα και άμεση οδική σύνδεση με τις παραθαλάσσιες πύλες.

Εδώ βρισκόταν το πολιτικό κέντρο της πόλης, με μνημεία όπως το Πρυτανείο, το

Στρατήγιο, το Βουλευτήριο, το Ταμείο. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης είχε ως

94
αποτέλεσμα τη μεταφορά του μνημειακού κέντρου της Πόλης στο πλάτωμα

ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο λόφο της χερσονήσου, όπου ήδη κατά τη

ρωμαϊκή περίοδο είχε επεκταθεί ο πολεοδομικός ιστός της πόλης, όπως

πιστοποιούν η διαδρομή του Αδριάνειου Υδραγωγείου και μία σειρά από

αρχαιολογικά ευρήματα. Στην περιοχή αυτή σύμφωνα με τις πηγές ο Σεβήρος

οικοδόμησε τον Ιππόδρομο και τις Θέρμες του Ζευξίππου, πληροφορία που

αμφισβητείται από νεότερους ερευνητές, μολονότι δεν διαθέτουμε ακόμη κάποιο

ασφαλές τεκμήριο. Η μεταφορά του μνημειακού κέντρου αποτέλεσε έναν πολύ

ισχυρό οπτικά συμβολισμό που σηματοδότησε τη μετάβαση από την πόλη του

Βύζαντα στην Πόλη του Κωνσταντίνου.

Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης αποτελεί δημιούργημα της

Κωνσταντίνειας δυναστείας κατά το δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα.

Μία σειρά από σπουδαία μνημεία, όπως το Παλάτιο, το Αυγουσταίο, η

Σύγκλητος, η Μεγάλη Εκκλησία, το Μίλιον, πλαισίωσαν το υφιστάμενο

μνημειακό υπόβαθρο. Η Αγία Ειρήνη ανοικοδομήθηκε, ο Ιππόδρομος και οι

Θέρμες ανακαινίστηκαν, ενώ η Βασίλειος Στοά ήταν ήδη υφιστάμενη κατά τα

φοιτητικά χρόνια του Ιουλιανού. Το μνημειακό κέντρο γνώρισε τρεις σημαντικές

καταστροφές από πυρκαγιές κατά τα έτη 404, 476 και 532. Κατά τις δύο πρώτες

καταστράφηκαν και ανακαινίστηκαν μεμονωμένα μνημεία. Το έτος 532 το

μνημειακό κέντρο καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και ανακτήθηκε σε

μνημειώδη κλίμακα από τον Ιουστινιανό, γεγονός που υποδεικνύει την τεράστια

λειτουργική και συμβολική σημασία του χώρου. Η περιοχή θα παραμείνει το

πολιτικό, θρησκευτικό, διοικητικό, τελετουργικό και νοητό κέντρο της Πόλης και

της Αυτοκρατορίας μέχρι την άλωση του 1204. Μολονότι η μεταφορά της

αυτοκρατορικής κατοικίας και του αυλικού και διοικητικού μηχανισμού στη

συνοικία των Βλαχερνών θα μειώσει την σημασία του χώρου αυτού και θα

επιταχύνει τη φθορά του Παλατίου και του Ιπποδρόμου, ωστόσο θα παραμείνει

το θρησκευτικό και συμβολικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.

Μετά την άλωση ο Μωάμεθ έθεσε τις βάσεις προκειμένου το μνημειακό

κέντρο της Οθωμανικής Πόλης να διαμορφωθεί στην ίδια θέση, ανάμεσα στο

Ανάκτορο που έκτισε στην Ακρόπολη του Βυζαντίου, την Αγία Σοφία που

95
μετέτρεψε σε Τέμενος και την Πλατεία των Αλόγων, στη θέση του Ιπποδρόμου.

Η περιοχή αυτή συνέχισε να φιλοξενεί το διοικητικό, τελετουργικό και

συμβολικό κέντρο της Πόλης. Εδώ οικοδομήθηκαν οικίες μεγάλων αυλικών

αξιωματούχων, Βεζύρηδων και Πασάδων, καθώς και συνοικίες. Μεγάλης

κλίμακας επεμβάσεις, που κατέστρεψαν και τμήματα του Ιπποδρόμου και του

Παλατίου, υπήρξαν η ανέγερση του Κονακίου του Ιμπραήμ Πασά, του Τεμένους

Sultanahmet και του νέου Πανεπιστημίου (Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο). Μετά την

ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας (1923) η Κωνσταντινούπολη και το

μνημειακό κέντρο της έχασαν την πρωτεύουσα σημασία τους. Το τελευταίο

μετεξελίχτηκε σε τουριστικό επίκεντρο της Πόλης και υπέστη για πρώτη φορά

εκτεταμένες επεμβάσεις με μη αναστρέψιμα υλικά.

96
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ Η

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ

ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Β.1. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ο τελικός στόχος της αρχαιολογικής έρευνας στα μνημειακά κέντρα των

αρχαίων πόλεων είναι η ανασύνθεση της διαδικασίας διαμόρφωσης και εξέλιξής

τους. Μέσα από πολύχρονες συστηματικές ανασκαφές αποκαλύπτονται τα

αρχιτεκτονικά λείψανα των μνημείων, αποκαθίστανται οι κατόψεις και οι

διαδοχικές οικοδομικές τους φάσεις και τελικά καθίσταται εφικτή η ανασύνθεση

ανά περίοδο της εξέλιξης του μνημειακού χώρου. Πολύτιμα ευρήματα και

πληροφορίες έρχονται στο φως σχετικά με όλα τα πεδία του δημόσιου βίου και

πολιτισμού, υλικού και πνευματικού, από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία

μέχρι τη γλυπτική, την κεραμεική, την επιγραφική, τη μικροτεχνία. Τα τελευταία

χρόνια, μάλιστα, η έρευνα αξιοποιεί τα αρχαιολογικά ευρήματα και

συμπεράσματα, προκειμένου να προσεγγίσει τις συμβολικές διαστάσεις των

μνημειακών κέντρων αναγνωρίζοντας ιδεολογικές, ανθρωπολογικές και

κοινωνιολογικές αξίες στην αρχιτεκτονική, οπτική και λειτουργική σύνθεσή

τους. Ιδιαίτερα, όταν μαρτυρίες γραπτές συνδέονται με τον χώρο και τα

οικοδομήματά του, τότε η σχέση μνήμης και μνημείου προωθεί την

αρχαιολογική έρευνα και ερμηνεία και φορτίζει με ζωντανές αναμνήσεις τον


αρχαιολογικό χώρο.

Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, χάρη στη θεμελιώδη

σημασία του για την ιστορία και την τοπογραφία της νέας πρωτεύουσας της

ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αναφέρεται σε πολυάριθμες μαρτυρίες από τον 4ο

μέχρι και τον 15ο αιώνα, κυρίως της ελληνικής, αλλά και της λατινικής, της

αραβικής και της ρωσσικής γραμματείας490 που αποτυπώνουν τα μνημεία του

και την εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο. Ο χώρος αυτός αποτέλεσε το επίκεντρο

της τοπογραφικής έρευνας της Κωνσταντινούπολης, ένα από τα παλαιότερα και

490 Συνοπτική παρουσίαση, βλ. Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 45-46.

97
βασικότερα αντικείμενα των βυζαντινών σπουδών, ήδη από τον 16ο αιώνα, αλλά

και των περιγραφών δεκάδων επισκεπτών, διπλωματών, εμπόρων και

περιηγητών, που επισκέφτηκαν την Kostantiniyye κατά την περίοδο της

οθωμανικής κυριαρχίας. Τα τελευταία 160 χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη και

μία σειρά από καταγεγραμμένες εκσκαφικές δραστηριότητες στο πλαίσιο

δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομικών έργων μάς επέτρεψαν να ρίξουμε

πολύτιμες ματιές στα αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου στον

ορίζοντα της βυζαντινής Πόλης. Όμως, το γεγονός ότι η περιοχή αυτή δεν

παραχωρήθηκε στην συστηματική αρχαιολογική έρευνα κατέστησε αδύνατη

μέχρι σήμερα την αποκατάσταση της τοπογραφικής διαμόρφωσης και της

χρονολογικής εξέλιξης της καρδιάς του πολεοδομικού ιστού της βυζαντινής

Κωνσταντινούπολης.491

Η επιστημονική έρευνα του χώρου αυτού και των μνημείων του είναι

σύνθετη, πολυεπίπεδη και συνεχίζει να αποτελεί το επίκεντρο της τοπογραφικής

έρευνας της Κωνσταντινούπολης. Πρωτογενώς, η έρευνα περιορίζεται στα ορατά

αρχιτεκτονικά λείψανα και στα διαθέσιμα ανασκαφικά και τοπογραφικά

στοιχεία. Δευτερογενώς, αξιοποιεί ένα πολύ πλούσιο αρχείο κειμένων και

εικόνων, που συνθέτουν μαζί με τις αναφορές της βυζαντινής γραμματείας, οι

περιγραφές ανατολικών και δυτικών επισκεπτών, διοικητικά έγγραφα της

βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου, χάρτες, σχέδια μνημείων και τοπίων.492 Τα

ερευνητικά πεδία εκτείνονται από τα υλικά κατάλοιπα των μνημείων, των

υποδομών και των κινητών ευρημάτων μέχρι το επίπεδο των λειτουργιών, των

θεσμών, της ιστορικής και πολεοδομικής εξέλιξης, ενώ χρονολογικά αφορούν το

Βυζάντιο, την Κωνσταντινούπολη, την Kostantiniyye και την «’ς τὴν Πόλι»-

Stambul.493 Οι ερευνητικές συμβολές διακρίνονται σε δημοσιεύσεις ανασκαφικών

αποτελεσμάτων, εκσκαφικών δραστηριοτήτων και πρόσφατα ερευνών πεδίου, σε

491 Για την υποτυπώδη κατάσταση της αρχαιολογικής έρευνας μέχρι πρόσφατα στην Πόλη, βλ.
Ousterhout, «Urban Identity», 334-335: «…modern Istanbul has witnessed virtually no urban
archaeology…». Ακόμη βλ. Maguire H.-Ousterhout R., «Introduction. Constantinople: The Fabric of the
city», DOP 54 (2000), 157. Για τις συνεπείς προσπάθειες ανάπτυξης αστικής αρχαιολογίας τα
τελευταία χρόνια, αλλά με περιορισμένο αντίκτυπο στην έρευνα του μνημειακού κέντρου, βλ.
Karamut İ., «Excavations conducted under the auspices of Istanbul Archaeological Museums», στο
Istanbul: 8000 years, 10-17.
492 Mango, Développement urbain, 8-11.

493 Georgakas, «Constantinople», 367.

98
αρχιτεκτονικές, τοπογραφικές και πολεοδομικές μελέτες, καθώς και σε

ιστορικές-φιλολογικές έρευνες που συνδέονται με τοπογραφικά και

αρχιτεκτονικά ζητήματα. Ένας μακρύς και συνεχώς αυξανόμενος κατάλογος

μελετητών προσέγγισαν και προσεγγίζουν μνημεία και ερευνητικά ζητήματα

του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης, συμβάλλοντας στη

διεπιστημονική προσπάθεια κατανόησής του.

Στο πρώτο μέρος του παρόντος κεφαλαίου θα επιχειρήσουμε να

διαγράψουμε, με άξονα τις σημαντικότερες επιστημονικές συμβολές, την

εξέλιξη της έρευνας αυτής και να επισημάνουμε ενδεικτικά τις κυριότερες

κατευθύνσεις που ακολούθησε. Την αφετηρία της επιστημονικής έρευνας του

μνημειακού κέντρου και γενικότερα της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης

σηματοδοτούν η αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας και η ταύτιση της

Στήλης των Όφεων με τον Δελφικό Τρίποδα494 κατά τα μέσα του 19ου αιώνα.

Προκειμένου να παρακολουθήσουμε τη μεγάλη πρόοδο που έχει συντελεστεί

από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα στον χώρο του μνημειακού κέντρου, θα

διακρίνουμε συμβατικά τρεις περιόδους με κριτήριο δύο σημαντικά γεγονότα, τα

οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην ανανέωση των ερευνητικών στόχων και των

μεθοδολογικών προσεγγίσεων.495 Αλλά προηγουμένως οφείλουμε μία σύντομη

αναφορά στους πρωτοπόρους της έρευνας.

Πρωτοπόροι

Κατά την μακρά περίοδο από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα μέσα
του 19ου αιώνα ξεχώρισαν τρεις σημαντικές εργασίες, η επιτόπια τοπογραφική

έρευνα του P. Gilles στα μέσα του 16ου αιώνα και οι ιστορικοφιλολογικές μελέτες

των C. Ducange και A. Banduri κατά το δεύτερο μισό του 17ου και τις αρχές του

18ου αιώνα αντίστοιχα, οι οποίες έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της

τοπογραφικής μελέτης της Κωνσταντινούπολης.

494 Τη σταδιακή ανάπτυξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος γύρω από τη βυζαντινή


Κωνσταντινούπολη και τα μνημεία της περιγράφει ο Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople»,
187-202.
495 Για μία συνοπτική παρουσίαση της αρχαιολογικής δραστηριότητας σε ολόκληρη την έκταση της

βυζαντινής Πόλης με ανάλογη περιοδοποίηση, βλ. Dark-Özgümüş, Constantinople, 4-11.

99
Ο γάλλος ζωολόγος και μελετητής των κλασικών γραμμάτων, Pierre

Gilles496 (Petrus Gyllius, 1490-1555) υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος περιηγητής με

ειλικρινές τοπογραφικό ενδιαφέρον. Επισκέφτηκε την οθωμανική Kostantiniyye

ως απεσταλμένος του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α΄ (1515-1547) κατά τα

έτη 1544-1547, περιηγήθηκε και κατέγραψε την επιτόπια έρευνά του σε ένα

έργο497 ταξινομημένο σε τέσσερα βιβλία, όπου εξετάζει συστηματικά τη

γεωγραφική θέση, ιστορία, μυθολογία και κυρίως την τοπογραφία της

βυζαντινής Πόλης με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Στο

μνημειακό κέντρο είναι αφιερωμένο το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου βιβλίου

του, όπου εξετάζονται αναλυτικά τα μνημεία με οδηγό το κείμενο της Notitia

Urbis και πολλές αναφορές πηγών της βυζαντινής περιόδου498, τις οποίες δεν

συσχετίζει πάντα επιτυχώς με τα σωζόμενα μνημειακά λείψανα. Όπως είδαμε

στο προηγούμενο κεφάλαιο, η εικόνα που μας προσφέρει για την κατάσταση

διατήρησης των βυζαντινών μνημείων έναν αιώνα μετά την άλωση είναι

πολύτιμη499, ενώ σε αυτόν οφείλεται η ταύτιση της θέσης της Βασιλικής Στοάς

και Κινστέρνας. Το έργο του έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας και

ουσιαστικά εγκαινιάζει την τοπογραφική έρευνα της Κωνσταντινούπολης.500

Στο πεδίο της φιλολογικής έρευνας πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή

του Charles du Fresne, sieur du Cange (1610-1688). Ο Du Cange501 συνδυάζοντας

496 Byrd, «Pierre Gilles», 1-5. Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, xviii-xxv. Ousterhout, «Rediscovery of
Constantinople», 185.
497 Gilles, De Topographia Constantinopoleos.

498 Σύμφωνα με την Byrd, Pierre Gilles’ Constantinople, xxii-xxiii συνολικά έκανε χρήση περίπου 90

διαφορετικών έργων της ελληνικής γραμματείας, αρκετά από τα οποία ανήκουν σε συγγραφείς
της Βυζαντινής περιόδου.
499 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 468-472. Σύμφωνα με τον Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 47 το

έργο του Gilles αναδείχτηκε σε κύριο οδηγό της προ-οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, με


αποτέλεσμα να μεταφραστεί στα αγγλικά, ήδη, το έτος 1729, βλ. The Antiquities of Constantinople, Ball
J. (μτφρ.), Λονδίνο.
500 Την ίδια περίοδο (1540/1550-1590) δραστηριοποιήθηκε ερευνητικά στην Κωνσταντινούπολη και ο

λόγιος ρωμιός, Ιωάννης Μαλαξός, αλλά η συμβολή του δεν έχει ακόμη πλήρως αποκατασταθεί και
εκτιμηθεί. Κατέγραψε πολλά επιγράμματα και επιγραφές από χειρόγραφα ή απευθείας από τα
ίδια τα μνημεία, συγκέντρωσε κείμενα σχετικά με την ιστορία της βυζαντινής Πόλης, και έγραψε
μία σύντομη πραγματεία για τις Πύλες των Τειχών, βλ. Schreiner P., «John Malaxos (16th Century)
and his Collection of Antiquitates Constantinopolitanae», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 203-214.
501 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 47. Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 185. Για

τη σχέση της επιστημονικής εργασίας του Du Cange με τις αξιώσεις του γάλλου βασιλιά στον
θρόνο της Κωνσταντινούπολης, βλ. Spieser J.-M., «Du Cange and Byzantium», στο Cormack R.-
Jeffreys E. (επιμ.), Through the Looking Glass. Byzantium through British Eyes, Papers from the Twenty-
ninth Spring Symposium of Byzantine Studies (Λονδίνο, Μάρτιος 1995), Aldershot 2000, 199-210.

100
την εκδοτική εργασία του στη βυζαντινή γραμματεία με την έρευνα του Gilles

προχώρησε στην εκπόνηση μιάς μνημειώδους τοπογραφικής πραγματείας502 σε

τέσσερα βιβλία, που εκδόθηκε στο Παρίσι το έτος 1680, χωρίς να έχει επισκεφτεί

ποτέ την Κωνσταντινούπολη. Στο έργο του επιχειρείται η ταξινόμηση ανά

μνημείο των αναφορών των πηγών και των διαθέσιμων τοπογραφικών

πληροφοριών, ενώ στοιχεία για το μνημειακό κέντρο διατρέχουν όλα τα βιβλία

του. Η προσφορά του υπήρξε σημαντική, αλλά και η επιρροή του μέχρι σήμερα

αδικαιολόγητα μεγάλη, καθώς, όπως θα διαπιστώσουμε, μερικές βασικές

ερμηνείες τοπογραφικών ζητημάτων, που «στοιχειώνουν» ακόμη την έρευνα,

βρίσκουν την αφετηρία τους στο έργο του. Λίγα χρόνια αργότερα και πάλι στο

Παρίσι, το έτος 1711, ο βενεδικτίνος λόγιος Anselmo Banduri (1670-1743) εξέδωσε

στον πρώτο τόμο του έργου του για την Ανατολική Αυτοκρατορία503 σημαντικά

κείμενα της βυζαντινής γραμματείας για την τοπογραφία της Πόλης μαζί με

μετάφραση, ενώ στο δεύτερο τόμο προχώρησε σε εκτενή σχολιασμό τους. Οι δύο

αυτοί άνδρες έθεσαν τα μεθοδολογικά θεμέλια της φιλολογικής προσέγγισης

της τοπογραφικής έρευνας της Κωνσταντινούπολης.

Παράλληλα σε ολόκληρη την οθωμανική περίοδο ένα ασταμάτητο ρεύμα

εμπόρων, διπλωματών, περιηγητών, που πυκνώνει όσο περνούν οι αιώνες,

επισκέπτεται την Πόλη, καταγράφει οπτικές και συναισθηματικές εμπειρίες και

μας προσφέρει πολύτιμες ματιές στην εξέλιξη της κατάστασης διατήρησης των

μνημείων.504 Κανένας, όμως, δεν επιχείρησε να συνεχίσει το έργο του Gilles,

καθώς το ανθρωπιστικό και ρομαντικό ενδιαφέρον τους στρεφόταν κυρίως προς

τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας ή τον ανατολίτικο εξωτισμό που απέπνεε

η οθωμανική πρωτεύουσα.505 Το μνημειακό κέντρο υπήρξε ο χώρος που

διαχρονικά, ήδη από τη βυζαντινή εποχή, τραβούσε τα βλέμματα και το

ενδιαφέρον των επισκεπτών, και οι καταγραφές τους συνιστούν γραπτή

502 Du Cange, Constantinopolis Christiana.


503 Banduri, Imperium orientale. Σχετικά, βλ. Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 185.
504 Μια εξαιρετική συνθετική παρουσίαση των περιηγητικών καταγραφών από τον 9ο μέχρι και τον

19ο αιώνα οφείλουμε στον Εbersolt, Voyageurs du Levant. Για το τέλος αυτής της περιόδου, βλ.
Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 181-183.
505 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 46-47.

101
τεκμηρίωση της διαδικασίας φθοράς και αποδόμησης των μνημείων του κατά

την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.

Οι παλαιότερες εργασίες506 του 19ου αιώνα επιχείρησαν να

ικανοποιήσουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον για γενικού χαρακτήρα περιγραφές

της ιστορίας, της γεωγραφίας, του κλίματος, των μνημείων και των θεσμών της

βυζαντινής και οθωμανικής Κωνσταντινούπολης μαζί με ιδιαίτερες αναφορές

στα μνημεία του Ιπποδρόμου και την Αγία Σοφία. Αλλά από τα μέσα του 19ου

αιώνα μία σειρά από παράγοντες 507, όπως ο ραγδαίος εκδυτικισμός και η

εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο ασθμαίνον οθωμανικό κράτος, μία γενικότερη

ρομαντική προέκταση του ερευνητικού ενδιαφέροντος προς τη μεσαιωνική

περίοδο, η ενεργητικότητα της ευκατάστατης και μορφωμένης ρωμαίικης

κοινότητας, καθώς και το ενδιαφέρον δυτικών ερευνητών, περαστικών ή

διαβιούντων και εργαζομένων στην Πόλη, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της

έρευνας508 γύρω από τη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη και τα μνημεία της.

B.1.1. Α΄ Περίοδος (Μέσα 19ου αιώνα-1927)

Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από τα μέσα του 19ου μέχρι την τρίτη δεκαετία του

20ού αιώνα. Χαρακτηριστικά της υπήρξαν η προοδευτική αφύπνιση και

ενεργοποίηση του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Πραγματοποιήθηκαν ιστορικές,

τοπογραφικές και αρχιτεκτονικές μελέτες που συνδύασαν τη μακρόχρονη

προσέγγιση των πηγών με την έρευνα των σωζόμενων μνημειακών λειψάνων

και είχαν ως στόχο τον προσδιορισμό της θέσης των χαμένων μνημείων και των

τοπωνυμίων της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης.

506 Dallaway J., Constantinople Ancient and Modern, with excursions to the shores and islands of the Archipelago
and to the Troad, Λονδίνο 1797. Hammer, Constantinopolis. Κωνσταντινιάς.
507 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 48.

508 Για την κατάσταση της έρευνας στο τέλος του 19ου αιώνα γράφει ο Mordtmann, «Τοπογραφία»,

9: «Τοὐναντίον δὲ ἡ δυστυχὴς Κωνσταντινούπολις, ἡ βασιλὶς τῶν πόλεων, ὠλιγωρήθη καὶ


ἐλησμονήθη ὑπὸ τῶν ἐπιστημόνων ὡς ἀντικείμενον ἄξιον περιφρονήσεως. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν
καθηγητής τις ἤ ἰατρὸς ἤ ἀρχιτέκτων ποιεῖται δειλὰ δοκίμια χωρὶς νὰ ἔχῃ μήτε ἠθικὴν ὑποστήριξιν
μηδεμίαν, μήτε μέσα, μήτε βιβλιοθήκην δημοσίαν, ἵνα καταφύγῃ πρὸς διάλυσιν τῆς παχείας
ὀμίχλης τῆς περιβαλλούσης ἀπὸ τοσούτων αἰώνων τὴν πηγὴν καὶ τὸ κέντρον τοῦ νεωτέρου ἡμῶν
πολιτισμοῦ».

102
Ανασκαφική έρευνα, εκσκαφικές δραστηριότητες, τυχαία ευρήματα

Τα παλαιότερα γνωστά ευρήματα του μνημειακού κέντρου ήλθαν στο φως το

έτος 1847 κατά τις εκσκαφικές εργασίες για τη θεμελίωση του Πανεπιστημίου509

(Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο), που ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ Α’ έδωσε

εντολή στους αδελφούς Fossati να οικοδομήσουν ανατολικά-νοτιοανατολικά της

Αγίας Σοφίας. Κατά τις εκσκαφές ήλθαν στο φως σε βάθος 3 μ. λείψανα

πλακόστρωσης, που θεωρήθηκε ότι ανήκει στο Αυγουσταίο, η ενεπίγραφη βάση

της Στήλης της Ευδοξίας και μία κεφαλή φιδιού από τη Στήλη των Όφεων.510

Καθώς οι εργασίες για την κατασκευή του κτηρίου προχωρούσαν ο σουλτάνος

έδωσε εντολή στους Fossati να εκτελέσουν εργασίες αναστήλωσης και

συντήρησης της Αγίας Σοφίας (Ayasofya Camii) που υλοποιήθηκαν κατά τα έτη

1847-1849. Η αποκάλυψη του ψηφιδωτού διακόσμου511 στο πλαίσιο των εργασιών

αυτών αποτέλεσε την αφετηρία διεθνούς ενδιαφέροντος για τη μελέτη της

βυζαντινής Κωνσταντινούπολης.512

Λίγα χρόνια αργότερα, στα τέλη του έτους 1855, πραγματοποιήθηκε με

επίσημο φιρμάνι η πρώτη ανασκαφική έρευνα στην Κωνσταντινούπολη από τον

C. Newton513 στον Ιππόδρομο, γύρω από τη Στήλη των Όφεων. Όμως, εξαιτίας

της βιασύνης του ιδίου να μεταβεί στην Αλικαρνασσό προκειμένου να

ανασκάψει το Μαυσωλείο, η δόξα της ανακάλυψης της επιγραφής, που

περιέτρεχε το χάλκινο οφειοειδές στέλεχος με τα ονόματα τουλάχιστον 31

ελληνικών πόλεων514 (εικ. 26), οι οποίες πολέμησαν εναντίον των Περσών,

509 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 476.


510 Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 134. Ebersolt, Voyageurs du Levant, 233. Gottwald J., «La
statue de l’Impératrice Eudoxie à Constantinople», ÉO 10 (1907), 274-276. Mamboury, «Fouilles
Byzantines» I, 230. Mordtmann, Esquisse topographique, 64. Newton, Travels, 26-27.
511 Σχετικά βλ. Fossati G., Aya Sofia Constantinople, As Recently Restored by Order of H.M. the Sultan Abdul

Medjid, Λονδίνο 1852. Salzenberg, Baudenkmale, 95-110. Fossati G., Rilievi storico-artistici sulla architettura
bizantina dal IV al XV secolo, notizie intorno alle scoperte fatte in Santa Sofia a Constantinopoli, Maggio 1847-
Luglio 1849, Μιλάνο 1890. Lethaby-Swainson, Santa Sophia, 148-172. Mango C., Materials for the study of
the mosaics of St. Sophia at Istanbul, Dumbarton Oaks Studies 8, Ουάσινγκτον Π.Κ. 1962, 3-21. Necipoğlu,
«Hagia Sophia», 221-225. Teteriatnikov N.B., Mosaics of Hagia Sophia, Istanbul. The Fossati Restoration and
the Work of the Byzantine Institute, Ουάσινγκτον Π.Κ. 1998, 8-30.
512 Nelson, Hagia Sophia, 29-50. Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 187-192.

513 Newton, Travels, 25-28. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 231. Bardill, «Archaeologists», 83-84.

Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 191.


514 Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1.132.2-3: «καὶ ὅτι ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ

Ἕλληνες ἀπὸ τῶν Μήδων ἀκροθίνιον…οἱ Λακεδαιμόνιοι…ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις ὅσαι

103
χαρίστηκε αδαπάνως στους O. Frick515 και P. A. Dethier516, οι οποίοι έκαναν τον

κόπο να καθαρίσουν την επιφάνεια της Στήλης τον Ιανουάριο του 1856. Μετά το

εύρημα αυτό, τον Απρίλιο του 1856, μία δεύτερη βρετανική αποστολή υπό τον

λόρδο F. Napier ανέσκαψε τις επιχώσεις γύρω από τον Αιγυπτιακό και τον

Κτιστό Οβελίσκο.517 Η επιλογή της Στήλης των Όφεων υπήρξε ενδεικτική της

αφετηρίας του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος για την Κωνσταντινούπολη, όχι

από ένα μνημείο της βυζαντινής περιόδου, αλλά της κλασικής αρχαιότητας.518 Οι

έρευνες αυτές υπήρξαν μάλλον συμπτωματικές και δεν είχαν καμία συνέχεια. Η

ανασκαφική δραστηριότητα θα παρέμενε αδρανής για αρκετά ακόμη χρόνια.

Τον Απρίλιο του έτους 1871 ξεκίνησαν κατά μήκος του ανατολικού και

νοτίου παραθαλάσσιου μετώπου της Πόλης οι εργασίες για την κατασκευή της

σιδηροδρομικής γραμμής του Orient Express, κατά τις οποίες ήλθαν στο φως

πολλά ευρήματα και καταστράφηκαν πλήθος αρχιτεκτονικών λειψάνων,

ανάμεσα στα οποία και τμήματα παραθαλάσσιων κτισμάτων του Μεγάλου

Παλατίου. Τις εργασίες παρακολούθησε, καταγράφοντας τα ευρήματα και τις

καταστροφές τους, ο Α. Πασπάτης.519 Το έτος 1891 επί της οδού Üçler Sk. σε

αρκετή απόσταση νοτιοδυτικά της θέσης του Παλατίου του Αντιόχου

εντοπίστηκε μαρμάρινη βάση κίονα με επιγραφή ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΠΡΕΠΟΣΙΤΟΥ.520

Το έτος 1912 με αφορμή οικοδομικές εργασίες κατεδαφίστηκαν τα κτίσματα που

περιέβαλλαν την αψίδα της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, με αποτέλεσμα να

γίνει μία πρώτη έρευνα και αποτύπωση του μνημείου από τον E. Mamboury.521 Το

έτος 1913 στο πλαίσιο στερεωτικών εργασιών πραγματοποιήθηκαν

ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα·». Για τον Δελφικό τρίποδα, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 360.
515 Newton, Travels, 29-35. Frick O., «Die Schlangensäule zu Constantinopel», AA 89 (Μάιος 1856), στο

Archäologischer Zeitung 14 (1855-1856), 207-208. Ο ίδιος, «Die Inschriften der Schlangensäule im


Hippodrom zu Constantinopel», ΑΑ 90 (Ιούνιος 1856), στο ίδιο, 217-224. Ο ίδιος, «Ausgrabung der
Schlangensäule auf dem Hippodrom zu Constantinopel», Monatsb. K. Preus. A. Berlin 1856, 162-181, 286-
287. Ο ίδιος, «Das plataeische Weihgeschenk zu Konstantinopel», Jahrbücher für Classische Philologie,
Suppl. Bd III.4 (1859), 487-555.
516 Dethier - Mordtmann, «Epigraphik», 3-48.

517 Newton, Travels, 35-39. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 231-232.

518 Ousterhout, «Rediscovery of Constantinople», 182-183.

519 Πασπάτης, Βυζαντιναὶ μελέται, 99-126. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 232-233.

520 Σιδηρόπουλος Χ.Α., «Βυζαντιναὶ ἐπιγραφαί», ΚΕΦΣ, Παράρτημα του τόμου 19 (1891), 24-25.

Bardill, Brickstamps, 56, σημ. 44.


521 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 234-235. Lafontaine J., «Fouilles et découvertes Byzantines à

Istanbul de 1952 à 1960», Byzantion 29-30 (1959-1960), 339-386, κυρίως 366-367.

104
διερευνητικές τομές στην περιοχή του Παλατίου του Βουκολέοντος. 522 Το έτος

1914 πραγματοποιήθηκαν εργασίες θεμελίωσης του κτηρίου των Παλαιών

Φυλακών του Sultanahmet (σήμερα ξενοδοχείο «Four Seasons») δίπλα στο Παλαιό

Δικαστικό Μέγαρο (πρώην Πανεπιστήμιο), κατά τις οποίες αποκαλύφθηκε ένας

πολύ μεγάλος τοίχος μήκους 73,5 μ. και ύψους 10 μ. καθώς και λείψανα

υποθεμελιώσεων (εικ. 27).523

Το έτος 1918 οι E. Mamboury και T. Wiegand524 πραγματοποίησαν

ανασκαφικές έρευνες, βόρεια και νότια του κτηρίου των Παλαιών Φυλακών και

στη Σφενδόνη του Ιπποδρόμου, ενώ ακόμη μελέτησαν και αποτύπωσαν πέντε

μεγάλες ομάδες αρχιτεκτονικών λειψάνων στην περιοχή του μεγάλου Παλατίου

(εικ. 28, Α έως Ε), η έρευνα των οποίων κατέστη δυνατή μετά τις πυρκαγιές525 των

ετών 1912-1913. Τα αποτελέσματα των εργασιών τους, όμως, δημοσιεύτηκαν το

έτος 1934 και ουσιαστικά ανήκουν στην επόμενη ερευνητική περίοδο. Το έτος

1919 ο Mamboury526 διερεύνησε με περιορισμένο αριθμό τομών και αποτύπωσε

τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά λείψανα του παραθαλάσσιου τμήματος του

Μεγάλου Παλατίου, που είναι γνωστό ως Παλάτιο του Βουκολέοντος.

Το έτος 1925 ξεκίνησαν οι εκσκαφικές εργασίες για την κατασκευή

υπόγειου δικτύου αγωγών στο ανατολικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης, στο

πλαίσιο των οποίων ήλθαν στο φως πλήθος αρχιτεκτονικών λειψάνων και

κινητών ευρημάτων. Ο Mamboury527 φιλότιμα παρακολούθησε την πρόοδο των

εκσκαφών και διέσωσε σημαντικά στοιχεία για την τοπογραφία της Πόλης.

Μεγάλη σημασία έχει η διαπίστωσή του ότι το νεκροταφείο του αρχαίου

Βυζαντίου βρισκόταν στην περιοχή του Φόρου του Κωνσταντίνου, εξωτερικά της

Πύλης του Θρακίου. Στην οδό Divan Yolu, η οποία ακολουθεί περίπου τη χάραξη

της Μέσης Οδού, αποκαλύφθηκαν αγωγοί υδροδότησης και αποχέτευσης που

ακολουθούσαν ευθύγραμμη πορεία από την περιοχή του Μιλίου-Αυγουσταίου

522 Mesguich M.R., «Un palais de Byzance: ‘’La maison de Justinien’’. Premiers travaux (Octobre-
Décembre 1913)», CRAI 58 (1914), 444-451. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 235.
523 Ο Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 237-238 θεώρησε πιθανό ότι ο τοίχος αποτέλεσε το

ανατολικό όριο του Αυγουσταίου, ενώ διέκρινε τις υποθεμελιώσεις σε δύο ομάδες, από τις οποίες
τη μία απέδωσε στη Σύγκλητο και την άλλη στο «Palais de la Magnaure».
524 Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 241-243.

525 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 480.

526 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 243-246.

527 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 251-254.

105
μέχρι τον Φόρο του Θεοδοσίου. Κατά τις ίδιες εργασίες 528 το έτος 1926 στην

περιοχή του Μιλίου στο δυτικό άκρο της οδού Alemdar βρέθηκαν δύο βάσεις

κιόνων επάνω σε πλακόστρωση και δίπλα σε τοίχο από τετραγωνισμένους

λίθους, ο οποίος αργότερα πλαισιώθηκε αμφίπλευρα με πλίνθινες τοιχοποιίες.

Τοπογραφική έρευνα

Η αποκάλυψη των εντοίχιων ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας και η ταύτιση της

Στήλης των Όφεων με τον Δελφικό Τρίποδα στην αρχή της περιόδου αυτής

έδωσαν το έναυσμα για τη σταδιακή ανάπτυξη του επιστημονικού

ενδιαφέροντος γύρω από τη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη και τα μνημεία της.

Όπως ήταν φυσικό η περιοχή του μνημειακού κέντρου αποτέλεσε το επίκεντρο

αυτού του ενδιαφέροντος, το οποίο περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον

Ιππόδρομο529 και τα διακοσμητικά μνημεία του530, την Αγία Σοφία531 και το

Μεγάλο Παλάτιο532 με το μνημειακό του περιβάλλον. Καθώς το ερευνητικό

ενδιαφέρον βαθμιαία απλωνόταν σε ολόκληρη την έκταση της βυζαντινής

Πόλης, αναφορές σε οικοδομήματα και ζητήματα που άπτονται του μνημειακού

κέντρου συμπεριλήφθηκαν σε μελέτες σχετικά με τις εκκλησίες533, τα τείχη534, τις

528 Mango, Brazen House, 184, εικ. 36-37.


529 Σταματιάδης Ε.Ι., Ὁ Ἰππόδρομος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθήνησιν 1868. Rambaud A., De
byzantino hippodromo et circensibus factionibus, Παρίσι 1870. Rambaud A., «Le monde byzantin: Le sport
et l’hippodrome à Constantinople», Revue des deux mondes 94 (1871), 761-794. Grosvenor E.A., The
Hippodrome of Constantinople and Its Still Existing Monuments, Λονδίνο 1889.
530 Wesler, F., «Zur sogenannten Schlangensäule in Konstantinopel», Jahrbücher für classische Philologie 10

(1864), 242-259. Bourquelot F., «La Colonne Serpentine à Constantinople», Mémoires de la Société Impériale
des Antiquaires de France 28 (1865), 20-47. Fabricius E., «Das platäische Weihgeschenk in Delphi», JDAI 1
(1886), 176-191 κυρίως 177-178. Paluka B., «Die Säule Konstantins VII Porphyrogennetos auf dem
Hippodrom zu Konstantinopel», BΖ 5 (1896), 158-159. Swoboda H., «Epigraphisch-historische Beiträge»,
AEMO 20 (1897), 115-150, κυρίως 130-150.
531 Salzenberg, Baudenkmale, 45-113, πιν. VI-XXXII. Σταματιάδης Ε.Ι., Ἱστορικὴ περιγραφὴ τοῦ ἐν

Κωνσταντινουπόλει ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, Ἀθήνησι 1865. Lethaby-Swainson, Sancta Sophia.
Holtzinger H., Die Sophienkirche und verwandte Bauten der byzantinischen Architektur, Die Baukunst 8,
Βερολίνο 1898.
532 Labarte, Palais imperial. Didron A., «Le palais impérial de Constantinople», Annales Archéologiques 21

(1861), 261-276 & 309-328. Montucci H., Les Coupes des Palais des Empereurs Byzantins au Xe siècle, Παρίσι
1877. Πασπάτης Α., Τα βυζαντινά ανάκτορα και τα πέριξ αυτών Ιδρύματα. Μεθ’ ενός χάρτου
τοπογραφικού, ἐν Ἀθῆναις 1885. Hertzberg G., «Byzantinische Kaiserpaläste», Historische Zeitschrift 15
(1883), 451-462. Bent J.T., «Byzantine Palaces», The English Historical Review 2 (1887), 466-481. Bjeljaev D.,
«Byzantina I», Zapiski Imperatorskago Russkago Arheologičeskago Obŝcestva 5 (1892), 1-200.
533 Salzenberg, Baudenkmale, 36-45, 113-123. Pulgher D., Les anciennes églises Byzantines de Constantinople,

Βιέννη 1878-1880. Πασπάτης, Βυζαντιναὶ μελέται, 277-409.


534 Van Millingen, Byzantine Constantinople, ο οποίος, εκτός από την περιγραφή των τειχών και των

πυλών τους, χωροθετεί τα λιμάνια της Πόλης.

106
κινστέρνες535, τις στήλες536, γενικά τα μνημεία537, τις επιγραφές538 και τις

περιγραφές των περιηγητών.539 Παράλληλα με τις γενικές και πολύπτυχες

εργασίες540 για την Κωνσταντινούπολη, εμφανίστηκαν οι πρώτες νεότερες

μελέτες με ειδικό ενδιαφέρον στην τοπογραφία της βυζαντινής Πόλης541, καθώς

και στην ιστορία και τοπογραφία του αρχαίου Βυζαντίου.542

Η στροφή προς τον 20ό αιώνα σηματοδότησε απλώς ένα συνεχώς

αυξανόμενο ποσοτικά και ποιοτικά ενδιαφέρον για τη βυζαντινή Πόλη543, το

Μεγάλο Παλάτιο544, και την Αγία Σοφία545, ενώ προσωρινά υποχώρησε η έρευνα

γύρω από τον Ιππόδρομο546 και τα μνημεία του. Σημαντικό γεγονός υπήρξε η

535 Forchheimer P. - Strzygowski J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel: Beiträge zur
Geschichte der byzantinischen Baukunst und zur Topographie von Konstantinopel. Byzantinische Denkmäler,
ΙΙ, Βιέννη 1893.
536 Unger F. W., «Ueber die vier Kolossal-Säulen in Constantinopel», Repertorium für Kunstwissenschaft 2

(1879), 109-137.
537 Senz A., Bauwerke der Siebenhügelstadt am Bosporus, Βερολίνο 1889.

538 Dethier - Mordtmann, «Epigraphik». Curtis C.G - Αριστάρχης S., «Ἀνέκδοτοι ἐπιγραφαὶ

Βυζαντίου», ΚΕΦΣ παράρτημα του τόμου 17 (1885), 3-39. Curtis C.G.-Walker M.A., Broken Bits of
Byzantium, I-II, Κωνσταντινούπολη 1887-1891.
539 Reinach S., «La description de Constantinople par Bondelmonte», ΚΕΦΣ Εἰκοσιπενταετηρὶς 1861-

1886, παράρτημα τόμου 18 (1888), 181-187.


540 Σκαρλάτος, Κωνσταντινούπολις, Ι-ΙΙΙ. Dethier P.A., Der Bosphor und Constantinopel, Βιέννη 1873.

Grosvenor E.A., Constantinople, I-ΙΙ, Λονδίνο 1895-1900.


541 Mordtmann, «Τοπογραφία». Mordtmann, Esquisse topographique. Oberhummer E., «Constantinopolis.

Abriß der Topographie und Geschichte», RE IV.1 (1899), 963-1013.


542 Schwen B.G., Historia Byzantiorum civitatis inde ab urbe aedificata usque ad aetatem Philippi Macedonis,

Halis Saxonum 1875. De la Berge C., De Rebus Byzantiorum ante Constantinum, Παρίσι 1877.
Oberhummer E.-Miller J.-Kubitschek W., «Byzantion», RE ΙΙΙ (1897), 1117-1157.
543 Hutton W. H., Constantinople. The Story of the old Capital of the Empire, Λονδίνο 1900. Van Millingen A.-

Gobbe W., Constantinople, Λονδίνο 1906. Gurlitt C., Konstantinopel, Βερολίνο 1908. Djelal Essad A.,
Constantinople. De Byzance à Stamboul, Παρίσι 1909. Leclercq H., «Byzance», DACL 2.1 (1910), 1363-1454.
Gurlitt C., Die Baukunst Konstantinopels, I-II, Βερολίνο 1912. Young G., Constantinople, Λονδίνο 1926.
544 Heisenberg A., Nikolaos Mesarites. Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Programm des k. alten

Gymnasiums zu Würzburg für das Studienjahr 1906/1907, Βύρτσμπουργκ 1907. Σιδερίδης Ξ.Α.,
«Τοπογραφικὰ τοῦ Μεγάλου Παλατίου καὶ τοῦ Ἱπποδρόμου Κωνσταντινουπόλεως», ΚΕΦΣ 31
(1909), 107-112. Ebersolt J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des Cérémonies, Παρίσι 1910.
Zanotti Α., Autour des murs de Constantinople, I. Tchatladi-Capou, Παρίσι 1911. Bury J.B., «The Great
Palace», BZ 21 (1912), 210-225. Bury J.B., «The Covered Hippodrome at Constantinople», Le Muséon III.1
(1915), 106-115. Ebersolt J., «Recherches dans les ruines du Grand Palais», στο Ebersolt J., Mission
archéologique de Constantinople, Παρίσι 1921, 28-37. Ebersolt, Sanctuaires, 17-30.
545 Preger T., «Die Erzählung vom Bau der Hagia Sophia», BZ 10 (1901) 455-476. Ἀντωνιάδης,

Ἔκφρασις, Ι-ΙΙΙ. Ebersolt J., Sainte Sophie de Constantinople: étude de topographie d’après le Livre des
Cérémonies, Παρίσι 1910. Palmov N., «Die Sophienkirche in Kpel», Svjetiljnik 5-8 (1915), 51-124.
Σωτηρίου Γ.Α., Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1917. Brehier L., «St. Sophia and the history
of the Church», The Constructive Quarterly 7 (1919), 193-215. Volonakis M.D., Saint Sophia and
Constantinople, history and art, Λονδίνο 1920. Ebersolt, Sanctuaires, 5-13.
546 Wace A.J.B., «The Base of the Obelisk of Theodosius», JHS 29 (1909), 60-69. Thiers A., «L’

Hippodrome de Constantinople», CRAI 57 (1913), 38-39. Gardthausen V., «Hippodrom und Velum in
Konstantinopel», BNJ 3 (1922), 342-350.

107
έκδοση της τρίτομης έκφρασης της Αγίας Σοφίας από τον Ε.Μ. Αντωνιάδη, ο

οποίος αφιέρωσε τμήμα του πρώτου τόμου στην τοπογραφία του μνημειακού

κέντρου.547 Από τα υπόλοιπα οικοδομήματα αντικείμενα ερευνών αποτέλεσαν η

Αγία Ειρήνη548 και η Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων549, ενώ συνεχίστηκε και η

μελέτη του αρχαίου Βυζαντίου.550

Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν οι πρώτες συμβολές σε σημαντικά

τοπογραφικά ζητήματα, όπως η εξέλιξη του αστικού χώρου551 και η διοικητική

υποδιαίρεσή του σε Ρεγιώνες552, καθώς και σε θέματα θεσμικά και λειτουργικά,

όπως η αυλική εθιμοτυπία553 και η λειτουργία της Ανώτερης Εκπαίδευσης554,

ζήτημα που συνδέεται στενά με τη Βασίλειο Στοά και την τοπογραφία του

μνημειακού κέντρου. Η έκδοση των Πατρίων555 από τον Th. Preger στις αρχές του

20ού αιώνα αφύπνισε το ενδιαφέρον για τη διαδικασία ίδρυσης της Πόλης του

Κωνσταντίνου556, και λίγα χρόνια αργότερα για τον αγαλματικό διάκοσμό της.557

Παράλληλα τα περιηγητικά κείμενα558 και σχέδια559 αναδείχτηκαν σε σημαντικά

547 Ἀντωνιάδης, Ἔκφρασις Ι, 41-69.


548 Van Millingen A., Byzantine Churches in Constantinople, their History and Architecture, Λονδίνο 1912,
84-105. Ebersolt J.-Thiers A., Les églises de Constantinople, Παρίσι 1913, 55-72. George W. S., The Church of
Saint Eirene at Constantinople, Οξφόρδη 1913. Ebersolt, Sanctuaires, 13-16.
549 Για την έρευνα του Mamboury στον ναό το έτος 1912, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 521. Ακόμη βλ. Jugie

M., «L’église de Chalcopratia et le culte de la ceinture de la Sainte Vierge à Constantinople», ÉO 16


(1913), 308-312. Ebersolt, Sanctuaires, 54-60. Lathoud D.-Pezaud P., «Le sanctuaire de la Vierge au
Chalcopratia», ÉO 23 (1924), 36-61.
550 Merle Η., Die Geschichte der Städte Byzantion und Kalchedon. Von ihrer Gründung bis zum Eingreifen der

Römer in die Verhältnisse des Ostens, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο του
Κιέλου, 1916.
551 Émereau C., «Notes sur les origines et la formation de Constantinople: les grands centres historiques

de la ville», RA, sér. V, 21 (1925) 1-25.


552 Émereau C., «Constantinople sous Théodose le Jeune. Les régions urbaines», Byzantion 2 (1925), 109-

122.
553 Ebersolt J., «Mélanges d’histoire et d’archéologie byzantines. I. Études sur la vie publique et privée de

la cour byzantine», RHR 76 (1917), 1-105.


554 Schemmel, «Hochschule» Ι. Schemmel, «Hochschule» IΙ. Schemmel F., «Die Schulen von

Konstantinopel vom IX. bis XI. jahrhundert», Philolog. Wochenschrift 43 (1923), 1178-1181. Schemmel F.,
«Die Schulen von Konstantinopel vom 12.-15. Jahrhundert», Philolog. Wochenschrift 45 (1925), 236-239.
Fuchs, Höhern schulen. Bréhier, «Εnseignement supérieur» Ι. Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ.
555 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ι-ΙΙ.

556 Preger T., «Das Gründungsdatum von Konstantinopel», Hermes 36 (1901), 336-342. Preger T., «Noch

einmal die Gründung Konstantinopels», Hermes 37 (1902), 316-318. Bréhier, «Constantin». Lathoud D.,
«La consécration et la dédicace de Constantinople», ÉΟ 23 (1924), 289-314. Lathoud D., «La consécration
et la dédicace de Constantinople», ÉΟ 24 (1925), 180-201.
557 Λάμπρος Σπ., «Περὶ ἀγαλμάτων, στηλῶν καὶ θεαμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως», ΝΕ 17

(1923), 1-29. Dawkins R. M., «Ancient Statues in Medieval Constantinople», Folklore 35 (1924), 209-248.
Dawkins R. M., «Ancient Statues in Medieval Constantinople. Additional Note», Folklore 35 (1924), 380.
558 Ebersolt, Voyageurs du Levant.

108
ερευνητικά εργαλεία σχετικά με τη χωροθέτηση των βυζαντινών μνημείων και

την κατάσταση διατήρησής τους κατά την οθωμανική περίοδο. Τέλος, από πολύ

νωρίς εμφανίστηκαν τα πρώτα τοπογραφικά διαγράμματα που επιχείρησαν με

βάση τις πηγές να ανασυνθέσουν την κάτοψη και τη μορφή του μνημειακού

κέντρου. Τα σημαντικότερα δημοσιεύτηκαν από τους Labarte560 (εικ. 29),

Αντωνιάδη561 (εικ. 30) και Ebersolt562 (εικ. 31), αλλά η έλλειψη αρχαιολογικών

ερευνών δεν στάθηκε σύμμαχος στις προσπάθειές τους. Την ίδια περίοδο ο Van

Millingen563 δημοσίευσε τον πρώτο σημαντικό αρχαιολογικό χάρτη της

Κωνσταντινούπολης (εικ. 32).

B.1.2. Β΄ Περίοδος (1927-1985)

Οι νέες ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την κατάρρευση του

οθωμανικού κράτους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επέτρεψαν την έναρξη της

αρχαιολογικής δραστηριότητας στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου του πολέμου διεξήχθη, όπως είδαμε, η

πρώτη σημαντική αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου

και στον Ιππόδρομο από τους Mamboury και Wiegand564, αλλά τα σημαντικά

αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν μόλις το έτος 1934. Η πρώτη, ουσιαστικά,

επίσημη ανασκαφική έρευνα μετά την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας

(1923) στην περιοχή του μνημειακού κέντρου υπήρξε η βρετανική ανασκαφή

στον Ιππόδρομο και τις Θέρμες του Ζευξίππου κατά τα έτη 1927-1928. Στα χρόνια

που ακολούθησαν η επιστημονική διερεύνηση του μνημειακού κέντρου εισήλθε

σε μία νέα φάση, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη ανασκαφική

δραστηριότητα με στόχους τη διερεύνηση των κατόψεων και των διαστάσεων

559 Oberhummer E., Konstantinopel unter Sultan Suleiman dem Großen, aufgenommen im Jahre 1559 durch
Melchior Lorichs aus Flensburg, nach der Handzeichnung des Künstlers in der Universitätsbibliothek zu Leiden
mit anderen alten Plänen herausgegeben und erläutert, Μόναχο 1902. Freshfield E.H., «Notes on a Vellum
Album containing some original sketches of public buildings and monuments, drawn by a German
artist who visited Constantinople in 1574» Archaeologia 72 (1922), 87-104. Wiegand Th., «Der Hippodrom
von Konstantinopel zur Zeit Suleimans d. Gr.», JDAI 23 (1908), 1-11.
560 Labarte, Palais imperial, χάρτης 2: «Le Grand Palais de Constantinople et ses abords».

561 Ἀντωνιάδης, Ἔκφρασις Ι, βιβλίον Β΄, κεφάλαιον Α΄, χάρτης: «Τὰ περὶ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν

ἱδρύματα, μεσούσης τῆς Ι΄ ἑκατονταετηρίδος».


562 Ebersolt, Grand Palais, σχέδιο: «Le Grand Palais de Constantinople», Thiers A., Νοέμβριος 1909.

563 Van Millingen, Byzantine Constantinople, «Map of Byzantine Constantinople».

564 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 524. Οι εργασίες διήρκεσαν από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο του

έτους 1918.

109
των μνημείων, τη συσχέτιση και ταύτιση των ορατών και των αποκαλυφθέντων

αρχιτεκτονικών λειψάνων, τη σύνδεσή τους με τις μαρτυρίες των πηγών και την

τελική ανασύνθεση της κάτοψης του μνημειακού κέντρου. Η περίοδος αυτή, που

καλύπτει τα χρόνια του Μεσοπολέμου και τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το

έτος 1985, μπορεί να διακριθεί σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη, που διήρκεσε

περίπου μέχρι τα μέσα του αιώνα, η ανασκαφική έρευνα του μνημειακού

κέντρου διεξήχθη κυρίως από δυτικοευρωπαίους αρχαιολόγους565 υπό την

επίβλεψη των τουρκικών κρατικών υπηρεσιών. Κατά τη δεύτερη φάση

ενεργοποιήθηκαν ανασκαφικά οι κρατικές υπηρεσίες, τα Αρχαιολογικά Μουσεία

της Κωνσταντινούπολης (İstanbul Arkeoloji Müzeleri) και το Αρχαιολογικό

Μουσείο της Αγίας Σοφίας (Ayasofya Arkeoloji Müzesi), ενίοτε σε συνεργασία με

το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.566 Παράλληλα η αδιάκοπη εκσκαφική-

οικοδομική δραστηριότητα αποκάλυψε πολλά μεμονωμένα αρχιτεκτονικά

λείψανα, για αρκετά από τα οποία διέσωσε πληροφορίες και πρόχειρα σχέδια η

συνεχής μέριμνα του E. Mamboury μέχρι σχεδόν τον θάνατό του κατά το έτος

1953.

Ανασκαφική έρευνα, εκσκαφικές δραστηριότητες, τυχαία ευρήματα

Κατά τα έτη 1927-1928 έλαβε χώρα η σημαντική βρετανική ερευνητική

αποστολή567 υπό τη διεύθυνση των S. Casson και D. Talbot Rice, η οποία

διερεύνησε τις διαστάσεις και την κάτοψη του Ιπποδρόμου με τη διάνοιξη τομών

σε διάφορες περιοχές του μνημείου (εικ. 33). Αποκαλύφθηκε ο τοίχος που


διαχώριζε τη δυτική πτέρυγα του Ιπποδρόμου από την αρένα και αρχιτεκτονικά

λείψανα από τις στοές, που σκίαζαν κάποτε τις ανώτερες σειρές των κερκίδων.

Στο εσωτερικό της αρένας δεν εντοπίστηκαν υπολείμματα της σπίνας γύρω από

τις βάσεις της Στήλης των Όφεων και των δύο Οβελίσκων. Στις τομές κατά

565Ε. Mamboury, Τ. Wiegand, S. Casson, D. Talbot-Rice, A.M. Schneider, J.H. Baxter.


566 Την περίοδο αυτή δραστηριοποιήθηκαν οι M. Ramazanoglu, N. Dolunay, R. Duyuran, F.
Dirimtekin, N. Firatli και R. Naumann, W. Kleiss.
567 Casson, Preliminary Report. Casson – Talbot-Rice, Second Report. Casson S., «Les fouilles à

l’hippodrome de Constantinople», Gazzette des Beaux-Arts VI.3 (1930), 213-242. Mamboury, «Fouilles
Byzantines» I, 257-260. Janin, «La topographie» I, 127-129. Ακόμη βλ. Bardill, Brickstamps, 67-69. Bardill,
«Archaeologists», 84-85.

110
μήκος της ανατολικής πτέρυγας του μνημείου, βόρεια του Τάφου 568 (türbe) του

Σουλτάνου Αχμέτ Α΄ δεν αποκαλύφθηκαν τμήματα του Ιπποδρόμου, όπως

αναμενόταν, αλλά λείψανα ενός κυκλικού θαλάμου (Building 1) και μιάς

ημικυκλικής αψίδας με εφαπτόμενα κτίσματα (Building 2) που επικοινωνούσε με

πλακόστρωτο αύλειο χώρο569, τα οποία συνδέθηκαν από τους ανασκαφείς με τις

Θέρμες του Ζευξίππου570 (εικ. 34).

Στο πλαίσιο των εργασιών για το υπόγειο δίκτυο αγωγών το έτος 1931

στην οδό Caferiye Sk δυτικά της αγίας Σοφίας βρέθηκε τοίχος με πέντε

ημικυκλικές κόγχες παράλληλος με τον δυτικό τοίχο της αγίας Σοφίας 571 (εικ. 26).

Το έτος 1932 οι Mamboury και Wiegand572 επέκτειναν τη βρετανική ανασκαφή

του 1927 στη δυτική πτέρυγα του Ιπποδρόμου και διερεύνησαν μια νέα τομή στην

περιοχή των κερκίδων της ανατολικής πτέρυγας. Χάρη στα αρχιτεκτονικά

ευρήματά τους κατέστη δυνατός ο ακριβέστερος υπολογισμός του πλάτους και

του ακανόνιστου σχήματος του μνημείου. Κατά τις εργασίες για την κατασκευή

υπόγειων δημόσιων αποχωρητηρίων573 και αγωγού το έτος 1934 στην πλατεία

του Sultanahmet (Atmeydani), βόρεια του Ιπποδρόμου, αποκαλύφθηκαν

μεμονωμένα αρχιτεκτονικά λείψανα τοίχων, πεσσών και πλακόστρωσης (εικ. 35).

Ακόμη εντοπίστηκαν μία κυκλική σκάλα (κοχλίας) σε απόσταση περίπου 50 μ.

βόρεια από τις βρετανικές ανασκαφές στις Θέρμες του Ζευξίππου και λείψανα

ενός μεγάλου τοίχου, ο οποίος κατά τον Mamboury θα μπορούσε να αποτελεί το

568 Ο τάφος του σουλτάνου Αχμέτ Α΄ βρίσκεται στο βόρειο άκρο της εξωτερικής αυλής του
ομώνυμου τεμένους.
569 Νότια της ημικυκλικής αψίδας (Building 2) βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα ενός παρόμοιου

κυκλικού θαλάμου κατά τις ανασκαφές των Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 45-47, περιοχή Εa,
πιν. XCV, CII.
570 Για τις σχετικές αμφιβολίες, αλλά και την επιβεβαίωση της ερμηνείας αυτής, βλ. ανωτέρω,

υποσημ. 298. Σημαντικό τεκμήριο υπήρξε η ανακάλυψη τριών μεγάλων βάσεων αγαλμάτων, οι δύο
από τις οποίες έφεραν αντίστοιχα τις επιγραφές ΕΚΑΒΗ και ΑΙCΧΗΝΗC, βλ. Casson – Talbot-Rice,
Second Report, 18-21, εικ. 8-12. Αγάλματα του Αισχίνη και της Εκάβης ανέφερε η «Χριστοδώρου
ποιητοῦ Θηβαίου Κοπτίτου Ἔκφρασις τῶν ἀγαλμάτων τῶν εἰς τὸ δημόσιον γυμνάσιον τοῦ
ἐπικαλουμένου Ζευξίππου», βλ. Παλατινὴ Ἀνθολογία Ι, 61.13-62.15: «Κεκροπίδης δ’ ἤστραπτε
νοήμονος ἄνθεα Πειθοῦς Αἰσχίνης, λασίης δὲ συνείρυε κύκλα παρειῆς, οἶα πολυτροχάλοισιν
ἀεθλεύων ἀγορῇσιν·» και 69.175-177: «Σὺ δ’ Ἕκτορος, ἔννεπε, μῆτερ, τίς σε, πολυτλήμων Ἑκάβη, τίς
δάκρυα λείβειν ἀθανάτων ἐδίδαξεν ἀφωνήτῳ ἐνὶ κόσμῳ;».
571 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 252. Bardill, Brickstamps, 66. Για σχεδιαστική αποτύπωση, βλ.

Schneider, Byzanz, πιν. 10. Müller-Wiener, Bildlexikon, 90.


572 Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 42-45. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 271-272. Bardill,

«Archaeologists», 88.
573 Mamboury, «Νouvel élément», 51-54. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 273-274.

111
βορειοδυτικό όριο του Αυγουσταίου. Το ίδιος έτος κατά τις εκσκαφικές

εργασίες574 για την ανέγερση οικιών επί της οδού Yerebatan sk., εντοπίστηκαν

τμήματα της πλακόστρωσης του αυλείου χώρου της Βασιλείου Στοάς από

μεγάλες ορθογώνιες πλάκες προκοννησίου μαρμάρου. Σε μικρή απόσταση

βορειοδυτικά της Βασιλείου Κινστέρνας, στην οδό Salkim Söğüt sk. κατά την

κατασκευή οικίας εντοπίστηκε ένας αναλημματικός τοίχος ανάμεσα στην

Κινστέρνα και τον ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων.

Η δεκαετία του 1930 σημαδεύτηκε από γεγονότα που προώθησαν την

αρχαιολογική έρευνα του μνημειακού κέντρου και δημιούργησαν μεγάλες

προσδοκίες575 σε συνδυασμό με την προοπτική του Αρχαιολογικού Πάρκου. Η

μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο με απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ, το

έτος 1934, επέτρεψε την επόμενη χρονιά στον γερμανό αρχαιολόγο A. M.

Schneider576 τη διεξαγωγή ανασκαφικής έρευνας στον προαύλειο χώρο δυτικά,

όπου βρισκόταν το αίθριο του ναού. Αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ενός

μνημειακού προπύλου με τοξωτό αέτωμα και πλούσιο γλυπτικό διακόσμο, στο

οποίο ήταν εφικτή η πρόσβαση μέσω εξάβαθμης κλίμακας από μία παρακείμενη

δυτικά οδό (εικ. 36). Τα ευρήματα, που ανήκουν κατά πάσα πιθανότητα στη

δεύτερη Αγία Σοφία577 (415-532), προσέλκυσαν το παγκόσμιο ενδιαφέρον.578 Από

το έτος 1935 έως το 1938, ενώ ο Prost επεξεργαζόταν την ιδέα του Αρχαιολογικού

574 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 274.


575 Ενδεικτικά ο Mamboury, «Fouilles Byzantines» IΙ, 304 έγραφε το έτος 1938: «Donc, la ville veut, dès
maintenant, réserver les droits des recherches archéologiques futures dans ces importants parages qui
sont appelés à devenir dans l’avenir, pour l’Istanbul kemaliste, ce que sont les forums de l’ancienne
Rome pour la Rome mussolinienne».
576 Schneider, Grabung. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 278-279. Janin, «La topographie» I, 125-126.

577 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 385.

578 Ενδεικτικά βλ. Schneider A. M., «Neue Arbeiten an der Hagia Sophia», AA 1935 στο JDAI 50 (1935),

305-311. Του ιδίου, «Die Grabung des Deutschen Archäologischen Institutes vor der Aya Sophia», Byz
10 (1935), 388-389. Του ιδίου, «Les fouilles de l’Ιnstitut archéologique allemand dans la cour occidentale
de Sainte-Sophie», ÉO 34 (1935), 253-254. Του ιδίου, «Die Grabung des Archäologischen Instituts des
Deutschen Reiches im ehemaligen Atriumshofe der Hagia Sophia», Forsch. u. Fortschr. 11 (1935), 282-283.
Του ιδίου, «Die Grabung des Deutschen Archäologischen Institutes vor der Aya Sophia», Gnomon 11
(1935), 381-382. Του ιδίου, «Las excavationes del Instituto Arqueológico Alemán en Hagia Sophia»,
Investigación y Progreso 9 (1935), 333-335. Ακόμη βλ. Caucig F.V., «Grabungen am Atrium der Hagia
Sophia», Die Christliche Kunst 31 (1934-1935), 348-351. Του ιδίου, «Die konstantinische Hagia Sophia
gefunden», Die Christliche Kunst 32 (1935-1936), 24-26. Medico H. E. Del, «Fouilles et découvertes
archéologiques à Constantinople», Byzantion 10 (1935), 778-781, κυρίως 778-779. Larsen S., «A
Forerunner of Hagia Sophia», AJA 41 (1937), 1-5. Του ιδίου, «Die zweite Sophienkirche in
Konstantinopel», Atlantis 9 (1937), 189-192. Schneider A. M., «Die Grabung des Deutschen
Archäologischen Institutes im Hofe der Aya Sofya», στο Atti del V Congresso Internazionale di Studi
Bizantini (Ρώμη, 20-26.09.1936), II, Ρώμη 1940 (Studi Byzantini e Neoellenici 6), 210-213.

112
Πάρκου579, η πρώτη ερευνητική αποστολή του Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέα

του Εδιμβούργου υπό τη διεύθυνση του βρετανού αρχαιολόγου J.H. Baxter

διεξήγαγε ανασκαφική έρευνα580 στη νοτιοανατολική γωνία του ανώτερου

πλατώματος του Μεγάλου Παλατίου, νότια του τεμένους Sultanahmet στην οδό

Arasta sk. Αποκαλύφθηκε κυρίως ένα ορθογώνιο περίστυλο οικοδόμημα που

περιέβαλε υπαίθριο αύλειο χώρο, τα δάπεδα των στοών του οποίου κοσμούνταν

με τα περίφημα ψηφιδωτά του Μεγάλου Παλατίου και οι εργασίες

επικεντρώθηκαν στην αποκάλυψή τους (εικ. 37).

Το έτος 1937, το Γαλλικό Ινστιτούτο πραγματοποίησε ανασκαφική έρευνα

υπό τη διεύθυνση του Lemerle581 στην περιοχή της ανατολικής πτέρυγας του

Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου (πρώην Πανεπιστήμιο), το οποίο έπεσε θύμα

πυρκαγιάς τον Δεκέμβριο του 1933. Αποκαλύφθηκαν τοιχοποιίες από

λαξευμένους δόμους στα κατώτερα και συνεχόμενες σειρές πλίνθων στα

ανώτερα τμήματα τους (εικ. 38-39). Το έτος 1939 κατά την ανέγερση του γραφείου

του Διευθυντή του Μουσείου της Αγίας Σοφίας κοντά στο Βαπτιστήριο,

αποκαλύφθηκαν582 δύο μικρά τμήματα τοιχοποιίας με κόγχη ανάμεσά τους, που

χρονολογήθηκαν με βάση κατασκευαστικά στοιχεία κατά τον 14ο-15ο αι. (εικ.

40). Την ίδια χρονιά κατά την κατεδάφιση ενός ετοιμόρροπου κτηρίου, που είχε

χρησιμοποιηθεί παλαιότερα ως φυλακή, στα βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου,

προκειμένου να ανεγερθεί το Νέο Δικαστικό Μέγαρο της Πόλης, εντοπίστηκαν

αρχιτεκτονικά λείψανα και σπαράγματα τοιχογραφιών με τον βίο και το

μαρτύριο της Αγίας Ευφημίας.583 Στη θέση αυτή πραγματοποιήθηκε ανασκαφική

έρευνα το έτος 1942 υπό τη διεύθυνση του Schneider584, η οποία αποκάλυψε την

579 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 485-6.


580 Brett-Macaulay-Stevenson, Great Palace. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 281-282. Mamboury,
«Fouilles Byzantines» II, 302-305. Janin, «La topographie» I, 129-130.
581 Mamboury, «Fouilles Byzantines» II, 306-07. Eyice, «“Arslanhane”», 141-142, εικ. 1-3.

582 Mango, Brazen House, 182-183.

583 Bittel K.-Schneider A.M., «Das Martyrion der hl. Euphemia beim Hippodrom», AA 1941 στο JDAI 56

(1941), 296 - 315. Mamboury, «Fouilles Byzantines» IIΙ, 431-433. Janin, «La topographie» II, 198-199.
Zeren, Cult of St. Euphemia, 97-98.
584 Προκαταρκτική παρουσίαση, βλ. Schneider, «Euphemia-Martyrions». Schneider A.M., «Das

Martyrion der hl. Euphemia beim Hippodrom zu Konstantinopel», BZ 42 (1943), 178-185. Τελική
δημοσίευση, βλ. Naumann R.-Belting H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken,
IstForsch 25, Βερολίνο 1966. Δυστυχώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χάθηκε το
ανασκαφικό ημερολόγιο του Schneider, με αποτέλεσμα τα ανασκαφικά δεδομένα της τελικής
δημοσίευσης να μην είναι πλήρη, βλ. Mathews, Early Churches, 75, σημ. 87.

113
εξάγωνη αίθουσα του Παλατίου του Αντιόχου, που αργότερα μετατράπηκε σε

ναό της Αγίας Ευφημίας585 καθώς και τμήμα της εφαπτόμενης ημικυκλικής

στοάς (εικ. 41).

Λίγο πριν από τα μέσα του 20ου αιώνα ξεκίνησε και η ανασκαφική

δραστηριότητα των τούρκων αρχαιολόγων στο μνημειακό κέντρο. Το έτος 1945, ο

διευθυντής του μουσείου της Αγίας Σοφίας, M. Ramazanoğlu, πραγματοποίησε

μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα586 κάτω από την πλακόστρωση του

δαπέδου της Μεγάλης Εκκλησίας, κατά την οποία εντοπίστηκε οικοδόμημα με

παχείς τοίχους που είχε την ίδια κατεύθυνση με τον ναό του Ιουστινιανού. Ο

Ramazanoğlu587 συνέχισε τα επόμενα χρόνια (1946-1947) ανασκάπτοντας την

περιοχή νότια της Αγίας Ειρήνης, ανάμεσα στον ναό και τον εξωτερικό περίβολο

του Ανακτόρου Topkapi. Αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα από τη

ρωμαϊκή μέχρι και την παλαιολόγεια περίοδο και κυρίως τα κατάλοιπα μιάς

περίστυλης αυλής στον ίδιο άξονα με το αίθριο της Αγίας Ειρήνης και τον

εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας (εικ. 42-43). Τον Ιούλιο του έτους 1950 ο ίδιος

εντόπισε στο εσωτερικό της Αγίας Ειρήνης ένα ψηφιδωτό δάπεδο588 του πρώιμου

2ου αιώνα μ.Χ.

Μετά από συζητήσεις χρόνων εγκρίθηκε τελικά η ανέγερση του Νέου

Δικαστικού Μεγάρου στη ΒΔ πλευρά της πλατείας του Sultanahmet (Atmeydani)

δίπλα ή και πάνω σε αρχιτεκτονικά λείψανα του Παλατίου του Αντιόχου 589 και

του Κονακίου του Ιμπραήμ Πασά. Ο R. Duyuran, ως βοηθός του διευθυντή των

Αρχαιολογικών Μουσείων της Κωνσταντινούπολης, επέβλεψε τις ανασκαφικές

και εκσκαφικές εργασίες590 που διεξήχθησαν κατά τα έτη 1950-1952, σε δύο

585 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 421.


586 Ramazanoğlu, Sentiren.
587 Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» Ι, 347-357. Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, 232-234.

Mamboury, «Fouilles Byzantines» IIΙ, 438-9. Κριτική των απόψεων του ανασκαφέα, βλ. Janin, «La
topographie» II, 199-202.
588 Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, 235. Mamboury, «Fouilles Byzantines» IIΙ, 439. Για το

ψηφιδωτό και τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 249-250.


589 Για την αντιμετώπιση αυτού του μνημείου, που εξακολουθεί να δυσφημίζει την τουρκική

πολιτεία σχετικά με την προστασία των βυζαντινών αρχαιοτήτων στο κέντρο της
Κωνσταντινούπολης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 489.
590 Duyuran, «First Report», 33-38. Duyuran, «Second Report», 74-80. Bardill, «Archaeologists», 89-90.

Mamboury, «Fouilles Byzantines» III, 455-459. Mamboury E., «Nouvelles fouilles archéologiques sur
l’emplacement de l’Hippodrome», TTOK-Bell 107 (1950), 24-28.

114
περιοχές, τους τομείς Α και Β. Στον τομέα Α δυτικά από το Κονάκι του Ιμπραήμ

Πασά ανασκάφτηκε η μεγάλων διαστάσεων ημικυκλική στοά δίπλα στο

εξάγωνο της Αγίας Ευφημίας και μικρότερα προσκτίσματα (εικ. 44). Η

ανακάλυψη μιάς ακόμη βάσης κίονα με την επιγραφή ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΠΡΕΠΟ591

επιβεβαίωσε ότι το οικοδόμημα υπήρξε κάποτε το Παλάτιο του πραιποσίτου

Αντιόχου. Στη θέση αυτή οικοδομήθηκε το Νέο Δικαστικό Μέγαρο. Στον τομέα

Β, βορειοανατολικά από το Κονάκι του Ιμπραήμ, αποκαλύφθηκαν τμήματα των

υποδομών και των κερκίδων της δυτικής πτέρυγας του Ιπποδρόμου καθώς και

τμήματα της ημικυκλικής στοάς, της ροτόντας και της ανατολικής απόληξης του

επιμήκους οικοδομήματος, που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως «Παλάτιο του

Λαύσου».592 Κατά την κατασκευή της αποχέτευσης του νέου Δικαστικού

Μεγάρου το έτος 1952 ανατολικότερα, κοντά στα ευρήματα της βρετανικής

ανασκαφής του 1927 στις Θέρμες του Ζευξίππου, αποκαλύφθηκαν τοίχος

κινστέρνας, καμαροσκέπαστος αγωγός νερού και δύο ή τρία κυκλικά ή αψιδωτά

δωμάτια593 (εικ. 45). Στο πλαίσιο των ίδιων εργασιών στο ανατολικό πεζοδρόμιο

της οδού Alemdar σε συμμετρική θέση με τα ευρήματα των εκσκαφικών

εργασιών594 του έτους 1926, βρέθηκαν πάλι δύο βάσεις κιόνων πάνω σε

πλακόστρωση και δίπλα σε τοίχο από τετραγωνισμένους λίθους, που αργότερα

επενδύθηκε και από τις δύο πλευρές με πλίνθινες τοιχοποιίες.

Κατά τα έτη 1952-54 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη ερευνητική αποστολή

του Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέα του Εδιμβούργου στη θέση του

Περιστυλίου του Μεγάλου Παλατίου υπό τη διεύθυνση του D. Talbot-Rice.595

Συνεχίστηκε η αποκάλυψη και συντήρηση του ψηφιδωτού σε όλη την έκταση του

Περιστυλίου, ανασκάφτηκε στα ανατολικά ένας επιμήκης προθάλαμος που

απολήγει σε αψιδωτή αίθουσα (εικ. 46) και μελετήθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα

591 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 520.


592 Σχετικά με την αποδοχή αυτής της ταύτισης, βλ. Bardill, «Palace of Lausus», 69, σημ. 13-15. Ο
συγγραφέας με βάση μαρτυρίες των πηγών υποστηρίζει δικαιολογημένα ότι το Παλάτιο του
Λαύσου βρισκόταν δυτικότερα στην απέναντι πλευρά της Μέσης Οδού.
593 Η αναφορά του Mamboury δημοσιεύτηκε από τον Mango, Brazen House, 184-188, εικ. 37. Για την

σχέση των ευρημάτων αυτών με την ταύτιση των Θερμών του Ζευξίππου, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
298.
594 Mango, Brazen House, 184, εικ. 36-37.

595 Talbot-Rice, Great Palace.

115
του Παλατίου του Βουκολέοντος. Κατά τα έτη 1958-1960 ο F. Dirimtekin596 από το

Αρχαιολογικό Μουσείο της Αγίας Σοφίας επέκτεινε προς τα νοτιοδυτικά την

ανασκαφή του Ramazanoğlu ανάμεσα στην Αγία Ειρήνη και την Αγία Σοφία,

προκειμένου να ολοκληρωθεί η αποκάλυψη των αρχιτεκτονικών λειψάνων και

κυρίως να γίνει δυνατή η κατάταξή τους σε χρονολογικές φάσεις, καθώς η

τεκμηρίωση της παλαιότερης ανασκαφικής έρευνας κρίθηκε ανεπαρκής (εικ. 47-

48). To έτος 1960 ο ίδιος συνέχισε παλαιότερη ανασκαφική έρευνα του R. Duyuran

κάτω από μικρό δωμάτιο στα νοτιοδυτικά του νάρθηκα της Αγίας Σοφίας, το

οποίο αναφέρεται ως «Ωρολόγιο». Αποκαλύφθηκε αίθουσα597 διαστάσεων 6,3 μ.

Χ 10,1 μ., η οροφή της οποίας διαμερίζεται σε έξι σταυροθόλια διάχωρα, που

φέρονται μέσω τόξων από τους πλευρικούς τοίχους και δύο κεντρικούς κίονες.

Το έτος 1962 σε ανασκαφικές εργασίες 598 που πραγματοποιήθηκαν στο

νοτιοδυτικό τμήμα του προαυλείου της Μεγάλης Εκκλησίας, αποκαλύφθηκε

εσωτερικά του νοτίου περιβόλου μαρμάρινη πεσσοστοιχία, με μετακιόνια

διαστήματα περίπου 3,4-3,5 μ., μπροστά από τοίχο, η οποία κατέληγε σε μικρή

απόσταση από τον δυτικό τοίχο του περιβόλου. Σε εργασίες βόρεια του ναού,

ανάμεσα στις κεντρικές εξωτερικές αντηρίδες και τον αναλημματικό τοίχο

παρακείμενου Imaret, εντοπίστηκε υπόγειος θάλαμος599 με ταφική χρήση (εικ.

49). Ακόμη σε δοκιμαστική τομή που πραγματοποιήθηκε νοτιοδυτικά του ναού,

βρέθηκε κλίμακα με 11 βαθμίδες που οδηγούσε σε καμαροσκέπαστο θάλαμο 600

διαστάσεων 3 μ. X 3 μ.

Το έτος 1964 οι N. Dolunay και R. Naumann601 από τα Αρχαιολογικά

Μουσεία της Κωνσταντινούπολης και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο

αντίστοιχα, ανέσκαψαν σε συνεργασία μεγάλο τμήμα της επιμήκους

επτάκογχης αίθουσας, που επικοινωνούσε μέσω δικόγχου προθαλάμου με τη

ροτόντα και την ημικυκλική αψίδα («Παλάτιο Λαύσου»), τα οποία είχαν

596 Dirimtekin, «Les fouilles».


597 Dirimtekin F., «Olympiade Kadinlar Manastiri/The Olympiados convent», AMY 4 (1962), 14-15 & 47-
48.
598 Dirimtekin, «Augusteum», 31-34, 80, ο οποίος θεώρησε ότι πρόκειται για τη βόρεια στοά του

Αυγουσταίου.
599 Dirimtekin, «Un hypogée».

600 Dirimtekin F., «Les fouilles faits dans le jardin de Sainte Sophie», AMY 6 (1965), 11-12.

601 Dolunay N.-Naumann R., «Untersuchungen zwischen Divan Yolu und Adalet Sarayi 1964», IAMY

XXIV, 11-12 (1964), 136-140. Naumann, «Antiochus-Palast 1964».

116
εντοπιστεί κατά τα έτη 1950-1952 στις ανασκαφές στον τομέα Β του Duyuran602

(εικ. 50). Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας κατά μήκος της Divan Yolu

αποκαλύφθησαν λείψανα από συνεχόμενους ορθογώνιους χώρους, οι οποίοι

ανήκαν στην πίσω πλευρά της νότιας Στοάς που πλαισίωνε τη Μέση Οδό και

ερμηνεύτηκαν ως καταστήματα. Κατά τα έτη 1964-1965 ο W. Kleiss603 μελέτησε

την αρχιτεκτονική της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων και πραγματοποίησε

ανασκαφικές έρευνες στην αψίδα του ναού, όπου εντοπίστηκε η κρύπτη στον

χώρο του Ιερού Βήματος, καθώς και στο παρακείμενο βορειοδυτικά του αιθρίου

Μαρτύριο (εικ. 51). Το έτος 1967-8 οι N. Firatli και T. Ergil604 από τα Αρχαιολογικά

Μουσεία της Κωνσταντινούπολης αποκάλυψαν ένα μεγάλο μαρμάρινο πεσσό,

οικοδομικά λείψανα και αγωγό ύδατος δίπλα στον Πύργο του οθωμανικού

συστήματος υδροδότησης, που υψώνεται νότια της ΝΑ γωνίας της Βασιλικής

Κινστέρνας (εικ. 52). Οι ανασκαφείς υποστήριξαν τη σχέση του πεσσού με τα

αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του Μιλίου.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και για τα επόμενα 20 χρόνια η

ανασκαφική δραστηριότητα στο μνημειακό κέντρο υποχώρησε και περιορίστηκε

σε μικρής κλίμακας έρευνες. Το έτος 1979 έλαβε χώρα ανασκαφική έρευνα στο

εσωτερικό του Σκευοφυλακίου605 της Μεγάλης Εκκλησίας, προκειμένου να

εντοπιστεί το αρχικό δάπεδό του, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν τα

κατώτερα τμήματα της εσωτερικής τοιχοποιίας του μνημείου και μαρμάρινα

αρχιτεκτονικά μέλη.

Τοπογραφική έρευνα

Το Μεγάλο Παλάτιο, η Αγία Σοφία και ο Ιππόδρομος εκτός από το επίκεντρο της

ανασκαφικής δραστηριότητας στην περιοχή του μνημειακού κέντρου και

γενικότερα της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν και τον κεντρικό πυρήνα της

τοπογραφικής έρευνας κατά την περίοδο αυτή. Στην περιοχή του Μεγάλου

602 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 590.


603 Kleiss, «Chalkopratenkirche». Kleiss W., «Neue Befunde zur Chalkopratenkirche in Istanbul», Akten
des VII Internationalen Kongresses für Christliche Archäologie (Τρεβήροι, 05-11.09.1965), I, Βατικανό -
Βερολίνο, 587-594. Kleiss W., «Grabungen im Bereich der Chalkopratenkirche in Istanbul 1965», IstMitt
16 (1966), 217-240.
604 Firatli-Ergil, «Milion Sounding».

605 Türkoğlu S, «Ayasofya Skevophilakionu kazisi», AMY 9 (1983), 25-35.

117
Παλατίου η δημοσίευση των ερευνών των Mamboury και Wiegand606 το έτος 1934

τεκμηρίωσε την ανάπτυξη των αρχιτεκτονικών λειψάνων σε διαφορετικά

επίπεδα και προετοίμασε το έδαφος για την 1η βρετανική αποστολή.607 Παρά τις

μεγάλες προσδοκίες οι έρευνες των Βρετανών δεν συνέβαλαν σχεδόν καθόλου

στην πρόοδο της τοπογραφικής έρευνας του ανακτορικού συγκροτήματος608,

αλλά έφεραν στο φως πολύ σημαντικά ψηφιδωτά.609 Σχεδόν παράλληλα με την

ανασκαφή ο Α. Vogt610 μετέφρασε στα γαλλικά και σχολίασε το Περί Βασιλείου

Τάξεως, ενώ επιχείρησε με μικρές μελέτες611 να αξιοποιήσει τις τοπογραφικές

πληροφορίες του κειμένου. Στην έρευνα των πηγών σχετικά με το Παλάτιο θα

επιδείξει ιδιαίτερη επιμονή ο R. Guilland.612 Πολύ σημαντική υπήρξε

μεθοδολογικά η δημοσίευση του C. Mango για τη Χαλκή Πύλη613, στην οποία

επιχειρήθηκε μία σημαντική αποτίμηση των αρχαιολογικών, τοπογραφικών και

ιστορικοφιλολογικών δεδομένων του μνημειακού κέντρου.614 Η έρευνα γύρω από

606 Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste.


607 Brett-Macaulay-Stevenson, Great Palace, 1.
608 Ενδεικτική είναι η απογοήτευση του Mamboury, «Fouilles Byzantines» II, 304: «Malheureusement,

après trois années de recherches, les fouilles de Walker Trust, n’ont à peu près donné aucun resultat au
point de vue topographique».
609 Brett G., «The Mosaic of the Great Palace in Constantinople», JWI 5 (1942), 34-43. Brett G., «The

Brooklyn textiles and the Great Palace mosaic», BBI 2 (1950), 433-441. Talbot-Rice D., «Les mosaïques du
Grand Palais des Empereurs Byzantins à Constantinople», Revue des Arts 5 (1955), 159-166. Nordhagen
P.J., «The mosaics of the Great Palace of the Byzantine emperors», BZ 56 (1963), 53-68. Talbot-Rice D.,
«On the date of the mosaic floor of the Great Palace of the Byzantine Emperors at Constantinople»,
Χαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Κ. Ὀρλάνδον, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθῆναις Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 54,
Α΄, Ἀθῆναι 1965, 1-5. D’ Andria F. «Note sui mosaic del Palazzo Imperiale di Constantinopoli»,
Contributi dell’ Instituto di Archeologia, 2 (1966), 99-109.
610 Vogt, Livre de Cérémonies, I-ΙΙ.

611 Vogt A., «A propos des fouilles de M. Baxter à Istanbul. Une hypothèse», ÉO 35 (1936), 436-441. Vogt

A., «L’Hippodrome ‘’couvert“», ÉO 37 (1938), 23-35. Vogt A., «Notes de topographie byzantine. 1. Au
Grand Palais. 2. Sainte Marie de la Diaconesse, vulgairement la Diakonissa. 3. Le Palais patriarcal», ÉO
39 (1940), 78-89.
612 Οι περισσότερες μελέτες του επανεκδόθηκαν συγκεντρωμένες στο Guilland, Études topographiques

I, 1-368. Επιπλέον βλ. Guilland R., «Sur les itinéraires du Livre des Cérémonies», JÖBG 10 (1961), 39-52.
Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. Les XIX Lits», JÖBG 11/12 (1962/63), 85-113.
Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. La terrasse du Phare», JÖBG 13 (1964), 87-
101. Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. La porte d’ivoire. Ἡ ἐλεφαντίνη
πύλη», Byzantion 34 (1964), 329-346. Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. Le
dome à huit colonnes, les lampes, les Saints-Apôtres», BNJ 19 (1966), 63-74. Guilland R., « Études sur le
Grand Palais de Constantinople. Les limites du Grand Palais à l’ouest», RÉG 80 (1967), 413-417. Guilland
R., « Études sur le Grand Palais de Constantinople. Les Passages d’ Achille, Ἀχιλλεύς», JÖB 19 (1970),
103-107. Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. La disparition du Grand Palais»,
BSl 31 (1970), 189-191.
613 Mango, Brazen House. Ιδιαίτερα για τον ναό του Χριστού της Χαλκής Πύλης, βλ. στο ίδιο, 149-169

και Eyice, «“Arslanhane”».


614 Mango, Brazen House, 36-72.

118
τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά ζητήματα του Μεγάλου Παλατίου615 και η

παράλληλη αξιοποίηση των γραπτών μαρτυριών616 θα συνεχιστούν σε όλη την

περίοδο.

Οι εργασίες συντήρησης των περίφημων ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας

από το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο617 που ξεκίνησαν το έτος 1931

σηματοδοτούν την αφετηρία της συστηματικής έρευνας του μνημειακού

συγκροτήματος και του περιβάλλοντος χώρου του. Παράλληλα με τις

ανασκαφικές δραστηριότητες, η έρευνα στράφηκε σε διάφορους τομείς, όπως την

αρχιτεκτονική618 του μνημείου, τις παλαιότερες φάσεις619, την εσωτερική

τοπογραφία620 και τις λειτουργικές κατασκευές του, την αισθητική621, τα

615 Leclercq H., «Palais Impériaux et Royaux. VI. Le Grand-Palais à Constantinople», DACL 13.1 (1937),
510-585, κυρίως 527-548. Miranda S., El Gran Palacio Sargrado de Bizancio, Πόλη του Μεξικού 1955.
Talbot-Rice D., «The Great Palace of the Byzantine Emperors», Archaeology 10 (1957), 174-180. Mango C.-
Lavin I., «The Great Palace of the Byzantine Emperors», ArtB 42 (1960), 67-73. Dirimtekin F., «Les palais
imperiaux byzantins», CorsiRav 12 (1965), 225-245. Krautheimer, «Die Decanneacubita». Miranda S.,
Autour du Grand Palais de Byzance. Retifications du plan de l’étude sur le Grand Palais en 1966, Πόλη του
Μεξικού 1967. Miranda S., Autour du Grand Palais des Empereurs Byzantins. Nouvelles rectifications à
l’ensemble du Grand Palais, Πόλη του Μεξικού 1968. Miranda S., Le Palais des empereurs byzantines, Πόλη
του Μεξικού 1973. Miranda S., «Étude sur le Palais Sacré de Constantinople: le Walker Trust et le Palais
de Daphnè», BSl 44 (1983), 41-49, 196-204. Magdalino, «Great Palace».
616 Magdalino P., «The bath of Leo the Wise», στο Moffatt A. (επιμ.), Maistor: Classical, Byzantine and

Renaissance Studies for Robert Browning, Byzantina Austaliensia 5, Καμπέρα 1984, 225-240. Majeska,
Russian Travellers, 237-263.
617 Whittemore T., The Mosaics of St. Sophia at Istanbul. Preliminary Report on the First Year’s work 1931-

1932. The Mosaics of the Narthex, Παρίσι 1933.


618 Swift E. H., Hagia Sophia, Νέα Υόρκη 1940. Schneider A.M., «Das Architektursystem der Hagia

Sophia zu Konstantinopel», OC 36 (1941), 4-15. Emerson W.-Van Nice R.L., «Hagia Sophia Istanbul:
Preliminary Report of a Recent Examination of the Structure», AJA 47 (1943), 403-436. Struss -Roessler
O.H., «Die Hagia Sophia, Die Kirche der Göttlichen Weisheit. Eine Generelle untersuchung ihrer
konstruktion», BZ 42 (1943-49), 158-177. Emerson W.-Van Nice R.L., «Hagia Sophia. The Collapse of the
First Dome», Archaeology 4 (1951), 94-103. Emerson W.-Van Nice R.L., « Hagia Sophia. The Construction
of the Second Dome and its Later Repairs», Archaeology 4 (1951), 162-171. Macdonald W., «Design and
Technology in Hagia Sophia», Perspecta 4 (1957), 20-27. Dirimtekin F., «The Room on the South-West of
the Atrium», ΑΜΥ 2 (1960), 39-41. Kleiss W., «Beobachtungen in der Hagia Sophia in Istanbul», IstMitt
15 (1965), 168-185. Van Nice R.L., Saint Sophia in Istanbul. An Architectural Survey, I, Ουάσιγκτον Π.Κ.
1965. Mainstone R.J., «Justinian’s Church of St. Sophia, Istanbul: Recent Studies of Its Construction and
First Partial Reconstruction», Architectural History 12 (1969), 39-49. Mainstone R. J., «The Reconstruction
of the Tympana of St. Sophia at Istanbul», DOP 23/24 (1969/1970), 355-368.
619 Schneider, «Sophienkirche». Ramazanoğlu, Sentiren. Schneider A.M., Βιβλιοκρισία του
«Ramazanoğlu M., L’ ensemble de Ste-Irène et des diverses St.-Sophies», BZ 45 (1952), 220-221. Millet G.,
«Sainte Sophie avant Justinien», OCP 13 (1947), 597-612. Μαμεγκρής T., «Ἡ περὶ ‘’ἁγίων Σοφιῶν’’
διάλεξις τοῦ κυρίου Μουζαφφέρ Ῥαμαζανόγλου», Ὀρθοδοξία 22 (1948), 289-294. Ramazanoğlu M.,
«Die Baugeschichte der Sophien-Kirche Justinians», στο Atti del VIII Congresso Internazionale di Studi
Bizantini (Παλέρμο 1951), Studi Bizantini e Neoellenici 8, II, Ρώμη 1953, 224-231.
620 Mamboury, «Topographie de Sainte Sophie». Swift E. H., «The Bronze Doors of the Gate of the

Horologium at Hagia Sophia», ArtB 19 (1937), 137-147. Xydis S.G., «The Chancel Barrier, Solea and
Ambo of Hagia Sophia», ArtB 29 (1947), 1-24. Dirimtekin F., «Ayasofya’nin Bronz Kapilari (The Bronze
doors of St. Sophia)», AMY 3 (1961), 11-14, 42-46. Majeska G.P., «Notes on the Archaeology of St. Sophia

119
αρχιτεκτονικά μέλη622 του, τις νεότερες οικοδομικές επεμβάσεις623, τα

προσκτίσματα624, τη σχέση του με το Πατριαρχείο625, τα κείμενα626, το όνομα627 και

την εορτή του.628 Συνθετικές μελέτες629 επικαιροποίησαν και αξιοποίησαν τα

νεότερα ερευνητικά δεδομένα. Ο Ιππόδρομος630, τα διακοσμητικά μνημεία631 και

at Constantinople: The Green Marble Bands on the Floor», DOP 32 (1978), 299-308. Eyice S., «Ayasofya
Horologion’u ve Muvakkithanesi (The Saint Sophia Horologion and Clock Room)», AMY 9 (1983), 15-
24.
621 Μιχελὴς Π.Α., Ἡ Ἁγια-Σοφιὰ, Ἀθήνα 1946. Michelis P.A., L’Esthétique d’Haghia-Sophia, Faenza, 1963.

Cutler A., «Structure and Aesthetic at Hagia Sophia in Constantinople», The Journal of Aesthetics and Art
Criticism 25 (1966), 27-35.
622 Strube C., Polyeuktoskirche und Hagia Sophia. Umbildung und Auflösung antiker Formen, Entstehen des

Kämpferkapitells, Bayerische Akademie der Wissenschaften Philosophisch-Historische Klasse


Abhandlungen N.F. 92, Μόναχο 1984.
623 Swift E. H., «The Latins at Hagia Sophia», AJA 39 (1935), 458-474. Emerson W. - Van Nice R.L.,

«Hagia Sophia and the First Minaret Erected after the Conquest of Constantinople» AJA 54 (1950), 28-40.
624 Γεννάδιος Ηλιουπόλεως, «Τὸ Βαπτιστήριον τῆς Ἁγίας Σοφίας», Ορθοδοξία 18 (1943), 127-135.

Dirimtekin F., «Le Skevophylakion de Sainte-Sophie», RÉΒ 19 (1961), 390-400. Dirimtekin F., «Ayasofya
Baptisteri (The Baptistery of Saint Sophia)», TürkArkDerg 12 (1963), 54-87. Eyice S., «Le baptistere de
Sainte Sophie d’Istanbul», Atti del IX Congresso Internazionale di Archeologia Cristiana (Ρώμη 21-
27.09.1975), II, Ρώμη 1978, 257-273.
625 Guilland R., «Études sur Constantinople byzantine. Le Thomaïtès et le Patriarcat. Le Puits-Sacré.»,

JÖBG 5 (1956), 27-40. Janin, «Palais patriarchal». Dirimtekin F., «Le local du Patriarcat à Sainte Sophie»,
IstMitt 13-14 (1963-1964), 113-127. Pallas D.I., «Episkopion. III. Konstantinopel», RbK II (1971), 337-346.
Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 27-80.
626 Mango C.-Parker J., «A Twelfth-Century Description of St. Sophia», DOP 14 (1960), 233-245. Majeska

G., «St. Sophia in the fourteenth and fifteenth centuries: the Russian travelers on the relics», DOP 27
(1973), 69-87. Majeska, Russian Travellers, 199-236.
627 Downey G., «The Name of the Church of St. Sophia in Constantinople», HThR 52 (1959), 37-41.

Cameron Av., «Procopius and the Church of St. Sophia», HThR 58 (1965), 161-163 [ανατύπ. Cameron
Av., Continuity and Change in Sixth-Century Byzantium, Λονδίνο 1981, κεφ. IV].
628 Αλέξανδρος Λαυριώτης, «Καθορισμός της εορτής της Αγίας Σοφίας», Γρηγόριος Παλαμάς 16

(1932), 35-36. Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος, «Ἡ ἐνιαύσιος πανήγυρις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ναοῦ


τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τοῦ ὀμωνύμου ἐν Θεσσαλονίκῃ», Ορθοδοξία 9 (1934) 474-479.
629 Andreades G. A., «Die Sophienkathedrale von Konstantinopel», Kunstwissenschaftliche Forschungen 1

(1931), 33-94. Zaloziecky W.R., Die Sophienkirche in Konstantinopel, und ihre stellung in der Geschichte der
Abendländischen Architektur, Ρώμη 1936. Schneider A. M., Die Hagia Sophia zu Konstantinopel, Βερολίνο
1939. Jantzen H., Die Hagia Sophia des Kaisers Justinian in Konstantinopel, Κολωνία 1967. Kähler H., Die
Hagia Sophia, Βερολίνο 1967. Sanpaolesi P., La chiesa di S. Sofia a Costantinopoli, Ρώμη 1978.
630 Vogt A., «L’hippodrome de Constantinople», Byzantion 10 (1935), 471-488. MacDonald W.L., The

Hippodrome at Constantinople, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο Harvard,


Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης 1956. Μαμώνη Κ., Ο μεγάλος Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης,
Εταιρεία Θρακικών Μελετών 132, Ἀθῆναι 1965.
631 Bruns G., Der Obelisk und seine Basis auf dem Hippodrom zu Konstantinopel, IstForsch 7,

Κωνσταντινούπολη 1935. Vasiliev A.A., «The monument of Porphyrius in the Hippodrome at


Constantinople», DOP 4 (1948), 29-49. Byvanck A.W., «De obelisk van Constantinopel», Mededelingen der
KNAW, Letterkunde, N.R. 23, no. 11 (1960), 311–332. Balty J.C., «Hiérarchie de l’empire et image du
Monde. La face nord-ouest de la base de l’obélisque théodosien à Constantinople», Byzantion 52 (1982),
60-71. Ménage V.L., «The Serpent Column in Ottoman Sources», AS 14 (1964), 169-173. Wrede H., «Zur
Errichtung des Theodosiusobelisken in Istanbul», IstMitt 16 (1966), 178-198. Cutler, «De Signis». Gauer
W., «Weihgeschenke aus den Perserkriegen», IstMitt, Beiheft 2, Τυβίγγη 1968, 75-96. Iversen E., Obelisks
in Exile, II, The Obelisks of Istanbul and England, Κοπενγχάγη 1972, 9-33. Cameron A., Porphyrius the
Charioteer, Οξφόρδη 1973. Kähler H., «Der Sockel des Theodosiusobelisken in Konstantinopel als
Denkmal der Spätantike», ActaAArtHist 6 (1975), 45-55. Ridgway, «Plataian Tripod».

120
συγκεκριμένα τμήματά632 του απασχόλησαν σε μικρότερο βαθμό την έρευνα,

ενώ ο βασικός μελετητής της περιόδου, ο Guilland633, επιχείρησε να διαφωτίσει

μία σειρά από τοπογραφικά και λειτουργικά ζητήματα του μνημείου.

Την ίδια περίοδο σύντομες μελέτες, που εξέτασαν κυρίως ιστορικά και

τοπογραφικά ζητήματα με βάση τις πηγές, αφιερώθηκαν και στα υπόλοιπα

κοσμικά οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου: το Αυγουσταίο634 και τη στήλη

του Ιουστινιανού635, το Μίλιον636, τις Θέρμες του Ζευξίππου637, τη Βασιλική, το

Οκτάγωνο και τη Βιβλιοθήκη638, τη Βασιλική Κινστέρνα639, το Παλάτιο του

Λαύσου640, τη Μέση Οδό.641 Παράλληλα και τα θρησκευτικά μνημεία642

προσέλκυσαν το αρχαιολογικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, όπως η Αγία

632 Piganiol A., «La loge impériale de l’hippodrome de Byzance et le problème de l’hippodrome
Couvert», Byzantion 11 (1936), 383-390. Mango, «Euripe».
633 Οι περισσότερες εργασίες επανεκδόθηκαν συγκεντρωμένες στο Guilland, Études topographiques I,

369-595. Επιπλέον βλ. Guilland R., «Études sur la Topographie de l’Hippodrome de Constantinople
Byzantine. L’escalier en colimaçon menant du Grand Palais à la tribune du Kathisma», ΔΧΑΕ 4 (1964-
1965), Περίοδος Δ΄, 281-291. Guilland R., «Études sur l’Hippodrome de Byzance: Les courses de
l'Hippodrome», BSl 27 (1966), 26-40. Guilland R., «Études sur l’Hippodrome de Byzance. VIII. Les
spectacles de l'Hippodrome. Les Factions à l’Hippodrome», BSl 29 (1968), 24-33. Guilland R., «Études
sur l’Hippodrome de Constantinople. X. La déchéance et la ruine de l’Hippodrome», BSl 30 (1969), 209-
219. Guilland R., «Études sur l’Hippodrome de Byzance. XI. Les dimensions de l’Hippodrome», BSl 31
(1970), 1-11. Guilland R., «Les Hippodromes de Byzance: l’Hippodrome de Sévère et l’Hippodrome de
Constantin le Grand», BSl 31 (1970), 182-188.
634 Waltz P., «Mélétê», Byzantion 13 (1938), 183-192. Vogt A., «Encore Mélétê», Byzantion 13 (1938), 193-

196. Guilland, «Augoustéon». Dirimtekin, «Augusteum». Mango, Brazen House, 42-47, 174-179.
635 Rodenwaldt R., AA 1931 στο JDAI 46 (1931), 328-336. Downey G., «Justinian as Achilles», TAPhA 71

(1940), 68-77. Lehmann P. W., «Theodosius or Justinian? A Renaissance Drawing of a Byzantine Rider»,
ArtB 41 (1959), 39-57. Mango C.-Lehmann P. W., «Letters to the Editor», ArtB 41 (1959), 351-358. Bovini
G., «Giustiniano sul cavallo di Teodosio», Felix Ravenna 36 (1963), 132-137.
636 Guilland R., «Autour du Livre des Cérémonies», Ἑλληνικὰ 16 (1958/9), 77-94, κυρίως 91-94.

Dirimtekin F., «The Milion (Miliurum, Aureum)», ΑΜΥ 8 (1969), 37-48.


637 Guilland, «Thermes de Zeuxippe». Guilland R., «Études sur le Grand Palais de Constantinople. Les

Noumera.», RÉB 19 (1961), 401-418. Ο Stupperich, «Statuenprogramm» μελέτησε με βάση την


έκφραση του Χριστοδώρου, στο 2ο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, τον αγαλματικό διάκοσμο
του μνημείου.
638 Guilland, «Basilique».

639 Unger E., «Die Jere Batan Serai-Zisterne», στο Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 54-71.

640 Guilland R., «Études sur la topographie de Constantinople: Le palais de Lausus. Le Prétoire»,

Ἑλληνικὰ 17 (1962), 95-104, κυρίως 95-99.


641 Guilland R., «Autour du Livre des Cérémonies de Constantin Porphyrogénète. La Mésè ou Régia: Ἡ

Μέση, ἡ Ῥηγία» στο Actes du VIe CIEB (Παρίσι 27.07.-02.08.1948), ΙΙ, Παρίσι 1951, 171-182.
[Eπανέκδοση στο Guilland, Études topographiques, ΙΙ, 69-79].
642 Σημαντικές γενικές μελέτες με αναφορές στο μνημειακό κέντρο, βλ. Janin, Églises. Mathews, Early

Churches.

121
Ειρήνη643 και η Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων644, ή τοπογραφικό, όπως ο Αγ.

Ιωάννης Διιππίου.645

Συνεχίστηκε η έρευνα σε μία σειρά θεματικών αξόνων σχετικών με το

μνημειακό κέντρο, που είχαν ήδη κινήσει το ενδιαφέρον των μελετητών κατά

την προηγούμενη περίοδο, όπως οι Ρεγιώνες646, ο αγαλματικός διάκοσμος647, τα

σχέδια των περιηγητών648 και οι τοπογραφικές πληροφορίες των πηγών649, οι

επιγραφές650, η σημασία της μελέτης των ενσφράγιστων πλίνθων651, η ίδρυση652

της Κωνσταντινούπολης και η λειτουργία της Ανώτερης Εκπαίδευσης.653 Ακόμη

643 Dirimtekin F., «L’église Sainte Irène», CorsiRav 2 (1956), 41-45. Grossmann P., «Zum Atrium der
Irenekirche in Istanbul», IstMitt 15 (1965), 186-207. Peschlow U., Die Irenenkirche in Istanbul:
Untersuchungen zur Architektur, IstMitt beiheft 18, Τυβίγγη 1977.
644 Βλ. ανωτέρω σημ. 603. Ακόμη βλ. Mango C., «Notes on Byzantine monuments: Frescoes in the

Octagon of St. Mary Chalkoprateia», DOP 23-24 (1969-70), 369-372.


645 Guilland R., «Μελέται περὶ τοῦ Ἱπποδρόμου τῆς Κωνσταντινουπόλεως», ΕΕΒΣ 20 (1950), 33-55,

κυρίως 33-39. Mango, «Diippion».


646 Schneider A. M., «Regionen und Quartiere in Konstantinopel», στο Kleinasien und Byzanz. Gesammelte

Aufsätze zur Altertumskunde und Kunstgeschichte, IstForsch 17, Βερολίνο 1950, 149-158.
647 Mango, «Antique Statuary». Speck P., «Eudoxia-Säule und Pittakia», Ἑλληνικὰ 22 (1969), 430-435.

Stupperich, «Statuenprogramm». Müller-Wiener W., «Spoiliennutzung in Istanbul», στο Boehmer R.M.-


Hauptmann H. (επιμ.), Beiträge zur Altertumskunde Kleinasiens. Festschrift für Kurt Bittel, I, Μάιντς 1983,
369-382.
648 Freshfield E. H., «Some sketches made in Constantinople in 1574», BZ 30 (1929/30), 519-522. Gerola

G., «La vedute di Constantinopoli di Christoforo Buondelmondi», StBiz 3 (1931), 247-279. Eyice S.,
Cristoforo Buondelmonti ve Istanbul’un en eski resmi, Κωνσταντινούπολη 1964.
649 Vasiliev A., «Harun-ibn-Yahya and his Description of Constantinople», Seminarium Kondakovianum 5

(1932), 149-163. Izzedin M., «Un prisonier arabe à Byzance au IXe siècle: Hârûn-ibn-Yahya», Revue des
Études Islamiques 15 (1941-1946), 41-62. Ciggaar K., «Une description de Constantinople traduite par un
pèlerin anglais», RÉB 34 (1976), 211-267.
650 Mango C., «The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey», AJA 55 (1951),

52-66.
651 Schneider A.M., «Ziegelstempel aus Konstantinopel», OC 34 (1936), 263-269. Mamboury E., «Une

nouvelle lecture raisonnée des inscriptions de briques byzantines et l’emploi de ces dernières dans la
datation des monuments des Ve et VIe siècles», Byzantion 19 (1949), 113-125. Mango C., «Byzantine Brick
Stamps», AJA 54 (1950), 19-27.
652 Gerland E., «Byzantion und die Gründung der Stadt Konstantinopel», BNJ 10 (1933/34), 93-105.

Alföldi A., «Die Probleme der Gründung Konstantinopels», Numizm Közlöny 41 (1942), 1-8. Frolow A.,
«La dédicace de Constantinople dans la tradition byzantine», RHR 127 (1944), 61-127. Alföldi A., «On
the Foundation of Constantinople: a few notes», JRS 37 (1947), 10-16. Bruun P., «Die Gründung
Konstantinopels», Finsk Tidskrift 146 (1949), 45-60. Manni E., «La fondazione di Costantinopoli in un
passo del Chronicon Paschale», στο Atti del VIII Congresso Internazionale di Studi Bizantini (Παλέρμο
1951), I, Ρώμη 1953, 416-419. Alföldi A., «Die Gründung von Konstantinopel», Atlantis 25 (1953), 155-
159. Hampl F., «Die Gründung von Konstantinopel», Südostforschungen 14 (1955), 10-21. Erzen A., «Über
die Gründung und den Namen der Stadt Istanbul» στο Akten des XI. Internationalen
ByzantinistenKongresses (Μόναχο 1958), II, Μόναχο 1960, 144-149. Beck H.G., «Konstantinopel – das
neue Rom», Gymnasium 71 (1964), 166-174. Cracco Ruggini L., «Pretestato e la Fondazione sacra di
Constantinopoli», Fontana M.J. (επιμ.), Miscellanea di studi classici in onore di E. Manni, Ρώμη 1980, 593-
610.
653 Bréhier L., «L’enseignement classique et l’enseignement religieux à Byzance», Revue d’Histoire et

Philosophie Religieuses 21 (1941), 34-69. Wendel C. «Die Erste Kaiserliche Bibliothek in Konstantinopel»,

122
δημοσιεύτηκαν ιστορικές654 και τοπογραφικές655 μελέτες γύρω από το αρχαίο

Βυζάντιο καθώς και αρχαιολογικά ευρήματα, νομίσματα656, ταφικές στήλες657 και

πήλινα ειδώλια658 από την κλασική/ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο.

Παράλληλα νέες ερευνητικές κατευθύνσεις, που σχετίζονται άμεσα ή

έμμεσα με την τοπογραφία του μνημειακού κέντρου, κίνησαν το ενδιαφέρον των

μελετητών, όπως το οδικό δίκτυο659, οι αναλημματικοί τοίχοι660, οι καταστροφές661

των μνημείων, ο λειτουργικός επαναπροσδιορισμός του αστικού χώρου662, η

συγκριτική τοπογραφική663 και αρχιτεκτονικήέρευνα.664 Η σημαντικότερη, όμως,

συμβολή υπήρξε η μελέτη των θεσμών665 με φόντο το αστικό τοπίο της

βυζαντινής μεγαλούπολης. Το έτος 1974 εκδόθηκε η πολύ σημαντική εργασία

Zentralblatt für Bibliothekswesen 59 (1942), 193-209. Browning R., «The Patriarchal School at
Constantinople in the Twelfth Century», Byzantion 32 (1962), 167-202, κυρίως 167-180 [ανατύπ.
Browning R., Studies on Byzantine History, Literature and Education, Λονδίνο 1977, κεφ. X]. Lemerle,
Βυζαντινός Ουμανισμός. Kyriakis M.J., «The University: Origin and Early Phases in Constantinople»,
Byzantion 41 (1971), 161-182. Speck, Kaiserliche Universität. Lemerle P., «’’Le gouvernement des
Philosophes’’: notes et remarques sur l’enseignement, les écoles, la culture», στο Lemerle P., Cinq Études
sur le XIe siècle Byzantin, Παρίσι 1977, 195-248. Constantinides C.N., Higher Education in Byzantium in the
Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204-ca. 1310), Λευκωσία 1982.
654 Bréhier L., λήμμα «Byzance», DHGE 10 (1938), 1501-1511. Newskaja W.P., Byzanz in der Klassischen

und hellenistischen Epoche, [Μόσχα 1953] Λειψία 1955.


655 Firatli, «New Discoveries».

656 Schönert-Geiss, Münzpägung I-II.

657 Firatli N.- Robert L., Les Stèles funéraires de Byzance Gréco-Romaine. Bibliothèque Archéologique et

Historique de l’Institut Français d’Archéologie d’ Istanbul XV, Παρίσι 1964. Firatli N., «Annexe au Livre
sur ‘‘Les Stèles funéraires de Byzance Gréco-Romaine’’», IAMY XXV, 13-14 (1967), 188-209.
658 Rollas, «Les figurines», 164-170.

659 Schneider A. M., «Strassen und Quartiere Konstantinopels», MDAI 3 (1950), 68-79.

660 Mamboury E., «Contribution à la topographie générale de Constantinople», Actes du VIe CIEB

(Παρίσι 27.07.-02.08.1948), Παρίσι 1951, ΙΙ, 243-253. Για τη σχεδιαστική αποτύπωση των
αναλημματικών τοίχων της Πόλης βλ. Janin, Constantinople byzantine: «No VI. Constantinople. Les
Terrasses d’ après E. Mamboury».
661 Schneider A.M., «Brände in Konstantinopel», BZ 41 (1941), 382-403. Downey G., «Earthquakes at

Constantinople and Vicinity, A.D. 342-1454», Speculum 30 (1955), 596-600. Catafygiotu Topping E., «On
Earthquakes and Fires: Romanos’ Encomium to Justinian», ΒΖ 71 (1978), 22-35. Croke B., «Two Early
Byzantine Earthquakes and their Liturgical Commemoration», Byzantion 51 (1981), 122-147.
662 Majeska G.P., «The sanctification of the First Region: Urban Reorientation in Palaeologan

Constantinople», στο Πρακτικά του ΙΕ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινών Σπουδών (Ἀθῆναι,
Σεπτέμβριος 1976), ΙΙ.Α, Ἀθῆναι 1981, 359-365.
663 Krautheimer, Three Christian Capitals.

664 Krautheimer, «Die Decanneacubita». Müller-Wiener W., «Das ‘‘Sigma’’-eine spätantike Bauform»,

στο festschrift Akurgal, Anadolu 21 (1978-80), 121-129.


665 Beck H. G., «Konstantinopel. Zur Sozialgeschichte einer früh-mittelalterlichen Hauptstadt», BZ 58

(1965), 11-45. Beck H.-G., «Grosstadt-Probleme: Konstantinopel vom 4.-6. jahrhundert», στο Beck,
Studien, 1-26. Beck H.G., «Constantinople: The Rise of a New Capital in the East», στο Weitzmann K.
(επιμ.), The Age of Spirituality, A Symposium, Νέα Υόρκη 1980, 29-37. Magdalino P., «The Byzantine
Aristocratic Oikos», στο Angold M. (επιμ.), The Byzantine Aristocracy, IX-XIII Centuries, BAR Διεθν.
Σειρ. αρ. 221, Οξφόρδη 1984, 92-111 [ανατύπ. Magdalino P., Tradition and Transformation in Medieval
Byzantium, Χάμπσαϊρ - Βερμόντ 1991, κεφ. II].

123
του G. Dagron666 Naissance d’une capitale που εξετάζει τη θεσμική συγκρότηση της

Κωνσταντινούπολης από την ίδρυσή της μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ ο

ίδιος διερεύνησε και την οργάνωση της θρησκευτικής ζωής μέσα στον αστικό

χώρο.667 Παράλληλα, συνεχίστηκε η επικαιροποίηση των δεδομένων της έρευνας

με τη συγγραφή συνθετικών μελετών668 για την Κωνσταντινούπολη, την

καθημερινή ζωή669 και τα μνημεία της.670 Ιδιαίτερα ξεχωρίζει αυτή την περίοδο η

τοπογραφική μελέτη για τη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη που εξέδωσε ο Janin

το έτος 1964, στην οποία διακρίνει τρία εξελικτικά στάδια στην ανάπτυξη του

πολεοδομικού οργανισμού της Πόλης.671

Η πρόοδος της αρχαιολογικής έρευνας της Κωνσταντινούπολης κατά την

περίοδο αυτή αποτυπώθηκε σε τρεις εργασίες που είχαν ως στόχο τη σύνδεση

των νέων αρχαιολογικών ευρημάτων με την τοπογραφική έρευνα. Η πρώτη

δημοσιεύτηκε το έτος 1936 από τον Α.Μ. Schneider672 και περιλάμβανε, εκτός από

τα νέα ευρήματα, ένα πολύ σημαντικό αρχαιολογικό χάρτη του Ε. Mamboury673,

όπου αποτυπώθηκαν όλα τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως στην

περιοχή του μνημειακού κέντρου κατά τα έτη 1918-1932 (εικ. 26). Το έτος 1965 ο

666 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας.


667 Dagron G., «Les moines et la ville: Le monachisme à Constantinople jusqu’au concile de Chalcédoine
(451)», TM 4 (1970), 229-276. Dagron G., «Le Christianisme dans la ville Byzantine», στο Dagron G., La
Romanité Chrétienne en Orient. Héritages et mutations, Λονδίνο 1984, κεφ. IX.
668 Mayer R., Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul. Eine genetische Stadtgeographie, DenkschrWien 71, Band

3, Βιέννη-Λειψία 1943. Liddell R., Byzantium and Istanbul, Λονδίνο 1956. Schneider A. M., Konstantinopel.
Gesicht und Gestalt einer geschichtlichen Weltmetropole, Μάιντς-Βερολίνο 1956. Becatti G.,
«Constantinopoli», EAA 2 (1959), 880-914. Sherrard P., Konstantinopel: Bild einer heiligen Stadt, Όλτεν-
Λωζάνη-Φράιμπουργκ 1963. Hearsey J.E.N., City of Constantine 324-1453, Λονδίνο 1963. Talbot-Rice D.
& Swaan W., Constantinople. Byzantium-Istanbul, Λονδίνο 1965. Bachteler K. (επιμ.), Istanbul. Beiträge zur
Geschichte und Entwicklung der Stadt am Goldenen Horn, Festschrift zum 60. Geburtstag von Dr. Kurt
Albrecht, Ludwigsburg 1967. Maclagan M., The City of Constantinople, Ancient People and Places 60,
Λονδίνο 1968. Pereira M., Istanbul. Aspects of a city, Λονδίνο 1968. Jacobs D., Constantinople. City on the
Golden Horn, Νέα Υόρκη 1969. Restle M., «Konstantinopel», στο Wessel K.-Restle M. (επιμ.), RbK IV
(1982), 366-737.
669 Downey G., Constantinople in the Age of Justinian, Norman 1960. Miller D. A., Imperial Constantinople,

Νέα Υόρκη 1969.


670 Eyice S., Istanbul. Petit guide à travers les monuments Byzantins et Turcs, Κωνσταντινούπολη 1955. Hotz

W., Byzanz, Konstantinopel, Istanbul. Handbuch der Kunstdenkmäler, Μόναχο 1971. Sumner-Boyd H. &
Freely J., Strolling through Istanbul. A Guide to the City, Κωνσταντινούπολη 1972. Πασαδαίου Α., Ἡ
Πόλη τοῦ Βοσπόρου. Σύντομος συστηματικὸς οδηγὸς, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθῆναις Ἀρχαιολογικῆς
Ἐταιρείας αρ. 96, Ἀθῆναι 1981.
671 Janin, Constantinople byzantine, 9-42.

672 Schneider, Byzanz.

673 Schneider, Byzanz, πιν. 10, «Gesamtplan der Kaiserpaläste zwischen Hagia-Sophia, Hippodrom und

Marmarameer in Konstantinopel, von Ernst Mamboury, 1918-1932».

124
W. Kleiss674 επικαιροποίησε την εργασία του Schneider δημοσιεύοντας έναν

χάρτη με ευρετήριο και σύντομη περιγραφή των παλαιών και νέων

ανασκαφικών ευρημάτων. Κορύφωση αυτής της προσπάθειας απετέλεσε το έτος

1977 η δημοσίευση από τον W. Müller-Wiener675 των βυζαντινών και οθωμανικών

μνημείων και ανασκαφικών ευρημάτων της Κωνσταντινούπολης με πλούσια

βιβλιογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση. Το έργο αυτό συνοδεύεται από τον

σημαντικότερο αρχαιολογικό χάρτη 676 της Κωνσταντινούπολης που έχει

δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, με σημειωμένες τις κατόψεις υπό κλίμακα όλων των

βυζαντινών και οθωμανικών μνημείων. Από τα πρωιμότερα εγχειρήματα

εκπόνησης αρχαιολογικών-τοπογραφικών χαρτών της Πόλης αξίζει να

σημειωθούν εκείνα των Schneider677, Μ. Ι. Νομίδη678 και R. Janin679 (εικ. 53).

Παράλληλα, συνεχίστηκε η προσπάθεια ανασύνθεσης της κάτοψης του

μνημειακού κέντρου. Αναφέρουμε ιδιαίτερα τις προτάσεις των C. Vogt680 (εικ. 54),

A. Πασαδαίου681, R. Naumann682 (εικ. 55), Müller-Wiener683 (εικ. 56) και κυρίως το

υποθετικό τοπογραφικό διάγραμμα που δημοσίευσε ο C. Mango684 το έτος 1959

(εικ. 57), το οποίο δεν έχει αναιρεθεί από τα μέχρι σήμερα ευρήματα.

Β.1.3. Γ΄ Περίοδος (1985-…)

Η δημοσίευση της εργασίας του C. Mango, Le développement urbain de Constantinople

το έτος 1985 υπήρξε ένα γεγονός σταθμός στην εξέλιξη της τοπογραφικής

674 Kleiss, Plan von Istanbul, «Istanbul. Topographisch-Archäologischer Plan. Lage der Byzantinischen
und Türkischen Denkmäler und Fundplätze im Modernen Strassenplan (Stand 1964)».
675 Müller-Wiener, Bildlexikon.

676 Στο ίδιο, «Lagerplan der historischen Monumente in der Altstadt Istanbul, in Galata und in Pera.

Maßstab 1:10.000».
677 Schneider, Byzanz, «Topographisch-Archäologischer plan, Stand der Forschung, 1935».

678 Νομίδης M. I., Βυζάντιον-Κωνσταντινούπολις. Χάρτης Τοπογραφικὸς-Ἀρχαιολογικὸς ἐκπονηθεὶς

καὶ καταρτισθεὶς ὑπὸ ΜΙCN (κλ. 1:10.000), Χάρτης Ι, Φεβρουάριος 1936. Νομίδης Μ.Ι., Χάρτης
τοπογραφικός καὶ ἀρχαιολογικὸς τῆς μεσαιωνικῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκπονηθείς καὶ
καταρτισθεὶς ὑπὸ ΜΙCΝ. Σειρὰ Βυζαντινῶν μελετῶν. Σταμπούλ 1937.
679 Janin, Constantinople Byzantine (1964), πιν. Ι: «Byzance, Constantinople. Carte Archéologique et

Topographique».
680 Vogt, Livre de Cérémonies, I: «Le Grand Palais de Constantinople», C. Vogt, 1934.

681 Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος (1976), πιν. 2: «Ἀναπαράσταση τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἴκου μετὰ

τὸν Ἰουστινιανό».
682 Naumann, «Antiochus-Palast 1964», 147, εικ. 5.

683 Müller-Wiener, Bildlexikon, 232, εικ. 263.

684 Mango, Brazen House, 23, εικ. 1: «Conjectural reconstruction of the Chalkê and surrounding

buildings».

125
έρευνας της Κωνσταντινούπολης που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην τελευταία

ερευνητική περίοδο. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη στροφή του

ερευνητικού ενδιαφέροντος προς τη σύνθετη πολεοδομική έρευνα, τον

εμπλουτισμό των ερευνητικών πεδίων, τη διεύρυνσή τους με νέες μεθοδολογικές

προσεγγίσεις και την αξιοποίηση νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων. Προς τις

κατευθύνσεις αυτές συνέβαλαν, αφενός η υποχώρηση της ανασκαφικής

δραστηριότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η οποία

συνεχίστηκε αποκλειστικά από τις τουρκικές κρατικές υπηρεσίες, τα

Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας, και

αφετέρου η αναπροσαρμογή των ερευνητικών στόχων στην περιοχή του

μνημειακού κέντρου. Οι ανασκαφικές τομές που διερευνούσαν τις κατόψεις και

τις διαστάσεις των μνημείων παραχώρησαν τη θέση τους σε σωστικές

ανασκαφικές έρευνες, οι οποίες επιχείρησαν να τεκμηριώσουν με επιστημονικές

μεθόδους τα αρχιτεκτονικά λείψανα και τα αρχαιολογικά ευρήματα και να

διακρίνουν χρονολογικές φάσεις. Ιδιαίτερα στην περιοχή του Μεγάλου

Παλατίου, στη θέση του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου και στον κήπο των

Παλαιών Φυλακών, οι σωστικές εξελίχτηκαν σε συστηματικές ανασκαφικές

έρευνες εξαιτίας της σπουδαιότητας των ευρημάτων. Εντούτοις δεν έχει

ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα η δημοσίευσή τους και τα νέα ευρήματα δεν έχουν

πλήρως αξιοποιηθεί τοπογραφικά. Συγχρόνως, αλλοδαποί ερευνητές

δραστηριοποιήθηκαν στην αρχαιολογική έρευνα του μνημειακού κέντρου με

έρευνες πεδίου στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και στο συγκρότημα της

Αγίας Σοφίας. Η τρίτη αυτή ερευνητική περίοδος βρίσκεται προς το παρόν σε

πλήρη εξέλιξη στην περιοχή του μνημειακού κέντρου, καθώς δεν έχει ακόμη

σημειωθεί ο επόμενος ερευνητικός σταθμός, που θα αναπροσαρμόσει τις

κατευθύνσεις και τους μελλοντικούς στόχους της έρευνας.

Ανασκαφική έρευνα, εκσκαφικές δραστηριότητες, τυχαία ευρήματα

Η υποχώρηση της ανασκαφικής δραστηριότητας στο μνημειακό κέντρο, την

οποία ήδη σημειώσαμε, συνεχίστηκε και κατά την πρώτη δεκαετία της τρίτης και

τελευταίας περιόδου, κατά την οποία έλαβαν χώρα μόνο δύο μικρής κλίμακας

έρευνες. Το έτος 1987 κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης των

126
ψηφιδωτών στο Περιστύλιο του Μεγάλου Παλατίου685 πραγματοποιήθηκαν τρεις

διερευνητικές τομές μετά την αφαίρεση τμημάτων του ψηφιδωτού δαπέδου στη

βόρεια και ανατολική στοά. Οι τομές αποκάλυψαν μία παλαιότερη φάση

δαπέδου και τα λείψανα των θεμελιώσεων των στυλοβατών. Περιορισμένης

ακόμη κλίμακας ανασκαφικές εργασίες 686 που έλαβαν χώρα στον βόρειο

προαύλειο χώρο της Αγίας Σοφίας, στην περιοχή όπου είχε βρεθεί παλαιότερα

υπόγειος θάλαμος687 με ταφική χρήση, έφεραν στο φως δύο επάλληλα δάπεδα με

μαρμάρινη πλακόστρωση σε διαφορετική στάθμη.

Κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού και την πρώτη του 21ου αιώνα η

γενικότερη εντατικοποίηση της τοπογραφικής έρευνας της βυζαντινής

Κωνσταντινούπολης συνοδεύτηκε από μερικές πολύ σημαντικές αρχαιολογικές

έρευνες στην περιοχή του μνημειακού κέντρου και ιδιαίτερα του Μεγάλου

Παλατίου. Κατά τα έτη 1997-1998 πραγματοποιήθηκε σωστική ανασκαφική

έρευνα688 από τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης στην περιοχή

του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου (πρώην Πανεπιστήμιο) και του κήπου των

Παλαιών Φυλακών με αφορμή την μετατροπή των τελευταίων σε ξενοδοχείο

(Four Seasons Hotel). Κατά την έρευνα ήλθε στο φως ένα συγκρότημα

καμαροσκέπαστων κτισμάτων, που χρονολογείται στην πρώιμη οθωμανική

περίοδο και φαίνεται ότι λειτούργησε ως σκεπαστή αγορά. Κατά την ανέγερση

του συγκροτήματος αυτού προσαρτήθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν

παλαιότεροι υπόγειοι καμαροσκέπαστοι χώροι της βυζαντινής περιόδου, κάποιοι

685 Jobst W., «Zur Archäologie des Kaiserpalastes von Konstantinopel», στο Jobst-Vetters,
Mosaikenforschung, 9-42, κυρίως 33-41. Jobst W., «Archäologie und Denkmalpflege im Bereich des
“Grossen Palastes” von Konstantinopel», στο Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue Forschungen, 33-40.
686 Koyunlu, A., «Die Bodenbelage und der Errichtungsort der I.II.III. Hagia Sophia im Lichte einer

Ausgrabung», ΑΜΥ 11 (1990), 147-156.


687 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 599.

688 Pasinli A., «’Büyük Saray’ bölgesinde Sultanhamet eski cezaevi bahçesindeki 1997-98 kazi

çalişmalari», IAMY 17 (2001), 56-101. Ακόμη βλ. Pasinli A., «’Büyük Saray’ Bölgesinde Sultanahmet Eski
Cezaevi Bahçesindeki 1997-1998 kazı Çalışmalarına Ait Rapor», 10. Müze Kurtarma Kazilari Semineri
(Kuşadasi, 24-28.04.1999), Άγκυρα 2000, 95-114. Pasinli A., «La Zona Settentrionale del Gran Palazzo:
Interventi di scavo il Giardino della Vecchia Prigione di Sultanahmet/Büyük Saray Bölgesinde
(Sultanahmet Eski Cezaevi Bahçesinde) yapilan kazilar», στο Bolognesi Recchi-Franceschini E., Il Gran
Palazzo degli Imperatori di Bisanzio/Bizans İmparatorlarının Büyük Sarayı, Associazione Palatina,
Κωνσταντινούπολη 2000, 37-45. Στην ίδια περιοχή είχε προηγηθεί περιορισμένη ανασκαφική
έρευνα το έτος 1937 μετά την καταστροφή από πυρκαγιά του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 581.

127
από τους οποίους φέρουν τοιχογραφίες με γεωμετρικό διάκοσμο και ανήκουν

στο Μεγάλο Παλάτιο.

Εξαιτίας της μεγάλης σημασίας των ευρημάτων, οι έρευνες στην περιοχή

αυτή συνεχίστηκαν και επεκτάθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα,

αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν τύχει τελικής δημοσίευσης.689 Οι ανασκαφικές

εργασίες στην εσωτερική αυλή του νότιου τμήματος του Παλαιού Δικαστικού

Μεγάρου έφεραν στο φως τα λείψανα μνημειακής πύλης, πλάτους 6,2 μ., για την

οποία έχει προταθεί ότι ταυτίζεται με τη Χαλκή Πύλη 690 (εικ. 58). Εκατέρωθεν της

Πύλης εκτείνονται λείψανα περιβόλου με κατεύθυνση από βορειοανατολικά

προς νοτιοδυτικά, ενώ νοτιοανατολικά αποκαλύφθηκε μικρός ναός με

τοιχογραφίες και ψηφιδωτό διάκοσμο. Στην περιοχή της βόρειας πτέρυγας του

Δικαστικού Μεγάρου αποκαλύφθηκε ένα ψηφιδωτό δάπεδο του 4ου αιώνα,

μεγάλα τμήματα του οποίου είχαν καταστραφεί σε μεταγενέστερη εποχή κατά

τη διάνοιξη τουλάχιστον 81 ταφών.691 Ανατολικότερα, στον κήπο των Παλαιών

Φυλακών (Four Seasons Hotel), εντοπίστηκε τμήμα οδού692, πλάτους 4 μ. και

μήκους 48 μ., στο μέσο της οποίας διέρχεται κτιστός υπόγειος καμαροσκέπαστος

αγωγός. Εκατέρωθεν της οδού αποκαλύφθηκαν οικοδομήματα της βυζαντινής

περιόδου, από τα οποία ξεκινούν μικρότεροι αγωγοί, που καταλήγουν στον

κεντρικό. Νοτιοδυτικά του δρόμου αποκαλύφθηκαν λουτρά με σύστημα

υποκαύστων. Ακόμη ήλθε στο φως ένα συγκρότημα 15 ορθογώνιων χώρων που

689 Για νεότερες ανασκαφικές εκθέσεις, βλ. Passinli A., «’’Pittakia’’ ve ‘’Magnum Palatium-Büyük
Saray’’ bölgesinde 1999 yili kazi çalişmalari (Eski Sultanahmet Cezaevi Bahçesi)», 11. Müze Çalişmalari ve
Kurtarma Kazilari Sempozyumu (Denizli, 24-26.04.2000), Άγκυρα 2001, 41-64. Passinli A., «’’Pittakia’’ ve
‘’Magnum Palatium-Büyük Saray’’ bölgesinde 2000 yili kazi çalişmalari (Sultanahmet Eski Cezaevi
Bahçesi)», 12. Müze Çalişmalari ve Kurtarma Kazilari Sempozyumu (Kuşadasi, 25-27.04.2001), Άγκυρα 2002,
1-22. Passinli A., «’’Pittakia’’ ve ‘’Magnum Palatium-Büyük Saray’’ bölgesinde 2001 yili kazi çalişmalari
(Sultanahmet Eski Cezaevi Bahçesi)», 13. Müze Çalişmalari ve Kurtarma Kazilari Sempozyumu (Denizli, 22-
26.04.2002), Άγκυρα 2003, 1-16. Pasinli A., «Die Ausgrabungen im Nordareal des Grossen Palastes. Der
Garten des alten Gefängnisses von Sultanahmet» στο König-Bolognesi-Riemer, Palatia, 78-82. Ακόμη,
βλ. Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace». Denker, «Byzantine Great Palace».
690 Girgin, «Porte Monumentale». Ακόμη βλ. Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 135-136.

Denker, «Byzantine Great Palace», 15-16.


691 Το ψηφιδωτό δάπεδο είχε χρονολογηθεί αρχικά στον 5ο-6ο, αλλά πρόσφατα αναχρονολογήθηκε

στον 4ο αιώνα, βλ. Denker, «Byzantine Great Palace», 16-17 και Denker A. «The Great Palace (Palatium
Magnum)», στο Denker, Byzantine Palaces, 14-69, κυρίως 24-25. Η θέση χρησιμοποιήθηκε ως
νεκροταφείο μετά την εγκατάλειψη του Μεγάλου Παλατίου. Μαζί με τις ταφές βρέθηκαν δύο
κούπες, ένα γυάλινο μυροδοχείο του 11-12ου αιώνα και ένα χάλκινο νόμισμα, βλ. Denker-Yağci-
Başak Akay, «Great Palace», 134-135, 151.
692 Denker-Yağci-Başak Akay, «Great Palace», 137-139. Denker, «Byzantine Great Palace», 17-18.

128
έχει υποστεί καταστροφές κατά την ανέγερση του οικοδομήματος των Φυλακών.

Το έτος 2009 πραγματοποιήθηκαν καθαρισμοί693 σε τμήματα του Παλατίου του

Βουκολέοντος, που αποκάλυψαν νέα αρχιτεκτονικά λείψανα και μαρμάρινα

μέλη. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες γεωφυσικές έρευνες 694

στην περιοχή του μνημειακού κέντρου.

Την ίδια περίοδο ο έλεγχος των εκσκαφικών δραστηριοτήτων στην

περιοχή του Μεγάλου Παλατίου από τα Αρχαιολογικά Μουσεία της

Κωνσταντινούπολης επέτρεψε τη διάσωση και τεκμηρίωση σημαντικών

αρχιτεκτονικών λειψάνων σε δύο θέσεις. Τα έτη 1994-1997 στην οδό Küçük

Ayasofya Cad. στο πλαίσιο της ανέγερσης του ξενοδοχείου Eresin Crown Hotel

πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα695 που έφερε στο φως οικοδομικά

λείψανα, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, ένα ψηφιδωτό δάπεδο της

πρωτοβυζαντινής περιόδου, λείψανα του συστήματος υδροδότησης, 11 τάφους

και 10 ταφικές στήλες της ελληνιστικής περιόδου. Τα έτη 1998-1999 στη συμβολή

των οδών Mimar Mehmetağa cad. και Amiral Tafdil sk. στο πλαίσιο εργασιών

ανέγερσης ιδιωτικού κτηρίου, πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα696 που

έφερε στο φως ένα ψηφιδωτό δάπεδο, αρχιτεκτονικά λείψανα μάλλον από ναϊκό

οικοδόμημα, ταφές, κόγχη με τοιχογραφία της Θεοτόκου και πηγή νερού-

αγίασμα. Δυστυχώς, την ίδια περίοδο καταγράφηκαν δύο περιπτώσεις

λαθραίων-καταστροφικών επεμβάσεων σε μνημεία. Στην εξωτερική αυλή του

Τεμένους Sultanahmet παράνομες εκσκαφές έφεραν στο φως κατάλοιπα του

Ιπποδρόμου, λείψανα από τοξωτές πύλες, μαρμάρινα εδώλια και κίονες με

μονογράμματα.697 Δυτικά της Αγίας Σοφίας μεταξύ των οδών Alemdar Cad. και

693 Özgümüş F., «Bukoleon Sarayı 2009 sezonu temizlik Çalışmaları/Cleaning Works of Bukoleon Palace
During 2009 Session», Vakif Restorasyon Yıllığı 4 (2012), 64-71.
694 Yilmaz O. - Eser M., «Ground-Penetrating Radar Surveys at the Fatih Mosque and the Church of St.

Sophia, Istanbul», SEG Technical Program Expanded Abstracts 2005, 1125-1128. Evren E. et als, «Sultan
Ahmet Camii’nde Arkeojeofizik Çalişmalar/Archeogeophysical Studies in the Sultan Ahmet (Blue)
Mosque», Vakif Restorasyon Yıllığı 4 (2012), 100-112.
695 Gökçay M.M. - Asal R., «Excavations in Küçük Ayasofya Street, Eminönü, Istanbul», Anatolia Antiqua

16 (2008), 207-230. Gökçay M.M. - Asal R., Kent arkeolojisi kapsaminda Eresin Crown Hotel İstanbul kazisi./A
foundation excavation at Küçükayasofya Street, Drew-Bar Th. (αγγλ. μτφρ.), Κωνσταντινούπολη 2009.
696 Düzgüner F., «Analpous Ve Prookhthoi’de Yeni Buluntular, Hagia Maria Hodegetria ve Nea Ekklesia

(Mesakepion) Kiliseleri», στο Başgelen-Johnson, Istanbul, 32-50. Düzgüner F.-Başak A., «Prookhthoi’de
Yeni Buluntular’ Yapi», Mimarlik Kültür Sanat 294 (2003), 92-96. Tülek, «Floor Mosaic».
697 Tunay, «Archaeological Findings», 226.

129
Kaferiye Sk. εντοπίστηκαν οικοδομικά λείψανα, τα οποία πιθανώς σχετίζονταν

με τη Μεγάλη Εκκλησία, αλλά χωρίς να διερευνηθούν και να τεκμηριωθούν

προχώρησε η ανέγερση του St. Sophia Hotel.698

Παράλληλα, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες υλοποιήθηκαν στην Πόλη και

αρχαιολογικές έρευνες πεδίου, κάποιες από τις οποίες σχετίζονται με την

περιοχή του μνημειακού κέντρου. Κατά τα έτη 1992-2008 η E. Bolognesi Recchi-

Franceschini699 διεξήγαγε πολύχρονη επιφανειακή έρευνα με στόχο αφενός την

αποτύπωση και μελέτη των αρχιτεκτονικών λειψάνων του Μεγάλου Παλατίου

και του Παλατίου του Βουκολέοντα σε σχέση με το γεωφυσικό ανάγλυφο και τα

τεχνητά πλατώματα που διαμόρφωσε η ανθρώπινη επέμβαση σε αυτό, και

αφετέρου τον καθορισμό των εθιμοτυπικών διαδρομών που περιγράφει το Περί

Βασιλείου Τάξεως (εικ. 59-62).

Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έλαβε χώρα η πολύ σημαντική

έρευνα πεδίου700 υπό τη διεύθυνση του J. Crow σχετικά με το δίκτυο υδροδότησης

698Dilsiz, Byzantine Heritage, 52.


699Bolognesi E., «The Great Palace Survey: the First Season (1992)», AST 11 (1993), 19-34. Της ιδίας, «The
Great Palace Survey. Τhe First Season», στο Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue Forschungen, 17-19. Της
ιδίας, «The Great Palace Survey: the Second Season (1993)», AST 14 (1996), 127-132. Της ιδίας, «The
Third Season of the Great Palace Survey (1994)», στο ίδιο, 133-142. Της ιδίας, «The Great Palace Survey:
the Fourth Season (1995)», AST 15 (1997), 15-30. Της ιδίας, «The First Year of the Boukoleon Restoration
Project and the Fifth Year of the Great Palace Survey in Istanbul (1996)», AST 16 (1998), 267-277. Της
ιδίας, «The Sixth Year of the Survey of the Great Palace: the Second Year of the preparatory study for
the Boukoleon Restoration Project (1997)», στο ίδιο, 278-286. Της ιδίας, «The Seventh Year of the Great
Palace Survey and the Third Year of the Boukoleon Restoration Project (1998)», AST 18 (2000), 137-146.
Της ιδίας, «The Great Palace 1999: The End of the Survey of the Boukoleon Harbour and the Beginning
of the Survey of the Külleysi Kapı Ağası Mahmut Ağa», AST 19 (2001), 155-168. Της ιδίας, «The
Eleventh Survey of the Great Palace: the Crossing of the Itineraries», AST 20 (2002), 113-126. Της ιδίας,
«The Western Boundaries of the Great Palace Area: Some Observations about Küçük Aya Sofya Camii
and Çardakli Hamam», AST 21 (2003), 225-234. Της ιδίας, «The Monumental Itinerary of the Palatine
Harbour of the Boukoleon», AST 22 (2004), 53-62. Της ιδίας, «The Chronological Phases of the Landing
Staircase Structures in the Boukoleon Area», AST 23 (2005), 409-416. Bolognesi E.M.-Berucci G.-
Carnerone D., «The Boukoleon Monumental Itinerary and the Two Connected Western and Eastern
Itineraries», AST 25 (2007), 117-128. Bolognesi Recchi-Franceschini E., «The Great Palace Itineraries»,
AST 26 (2008), 197-210. Για τη σύνθεση των αποτελεσμάτων των ερευνών αυτών, βλ. Bolognesi,
«Gran Palazzo» και της ιδίας, «Il Gran Palazzo degli Imperatori di Bisanzio alla luce della ricognizione
dell’Associazione Palatina Istanbul», στο Turchia e Italia. Orizzonti archeologici, a cura dell’Istituto Italiano
di Cultura di Istanbul, Arkeoloji ve Sanat 139 (2012), 178-190.
700 Τελική δημοσίευση, βλ. Crow-Bardill-Bayliss, Water supply. Ενδεικτικά για την εξέλιξη της

έρευνας, βλ. Bono P.-Crow J.-Bayliss R., «The Water Supply of Constantinople: Archaeology and
Hydrogeology of an Early Medieval City», Environmental Geology 40 (2001) 1325-1333. Crow J. - Bayliss
R., «Reflections on the water supply of Byzantine Istanbul», στο Atasoy S. (επιμ.), International Byzantine
and Ottoman Symposium for the 550th Anniversary of Istanbul University (Κωνσταντινούπολη 30-
31.05.2003), Κωνσταντινούπολη 2004, 225-244. Crow J.-Bayliss R., «Water for the Queen of Cities: a

130
της Κωνσταντινούπολης, κατά την οποία διερευνήθηκε το δίκτυο των αγωγών

και των γεφυρών στη θρακική ενδοχώρα και αποκαταστάθηκε η διαδρομή των

δύο Υδραγωγείων, του Αδριανού και του Ουάλη, εντός του πολεοδομικού ιστού

(εικ. 21, 63). Όπως είδαμε νωρίτερα, η πορεία του Αδριάνειου αγωγού και η σχέση

του με τη Βασίλειο Κινστέρνα έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της

τοπογραφικής διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου. Παράλληλα, κατά τα έτη

2004-2010 οι K.R. Dark και J. Kostenec, στο πλαίσιο του Hagia Sophia Project701,

μελέτησαν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία των εξωτερικών τοιχοποιιών και των

περιφερειακών χώρων της Μεγάλης Εκκλησίας σε συνάρτηση με τα οικοδομικά

λείψανα της βυζαντινής περιόδου, που σώζονται στο άμεσο περιβάλλον της,

προκειμένου να ανασυνθέσουν το ευρύτερο Πατριαρχικό-Εκκλησιαστικό

συγκρότημα που διαμορφώθηκε με επίκεντρο τον ναό.

Την ίδια περίοδο (2004-2012) τα Αρχαιολογικά Μουσεία της

Κωνσταντινούπολης υλοποίησαν τη σημαντικότερη σε έκταση, σε ευρήματα και

κυρίως σε τεκμηρίωση, ανασκαφική έρευνα702 που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην

Κωνσταντινούπολη για την κατασκευή του Μητροπολιτικού Σταθμού του

υπόγειου Μετρό (Marmaray) στο Yenicapi, στη θέση του λιμένος του Θεοδοσίου

στην Προποντίδα. Η εφαρμογή συγχρόνων, εξελιγμένων ανασκαφικών μεθόδων

και τρόπων τεκμηρίωσης ανέδειξε την πρόοδο που έχει επιτύχει τις τελευταίες

δεκαετίες η τουρκική αρχαιολογική κοινότητα. Συγχρόνως το μεγαλύτερο

αρχαιολογικό πρόγραμμα που υλοποιήθηκε ποτέ σχετικά με τη βυζαντινή

Κωνσταντινούπολη μετακίνησε το επίκεντρο της ανασκαφικής δραστηριότητας

review of recent research into the Byzantine and early Ottoman water supply of Constantinople»,
Basilissa 1 (2004), 27-49. Crow, «Infrastructure», 268-281.
701 Dark K.R.-Kostenec J., «The Hagia Sophia Project, Istanbul 2004-2008», BBBS 35 (2009), 56-68. Dark

K.R.-Kostenec J., «The Hagia Sophia Project, Istanbul: report on the 2009 season», BBBS 36 (2010), 40-49.
Dark K.R.-Kostenec J., «The Hagia Sophia Project, Istanbul 2004-2010», BBBS 37 (2011), 48-68. Για μία
σύνοψη των αποτελεσμάτων της έρευνας, βλ. Dark-Kostenec, «Hagia Sophia».
702 Για την πρόοδο των αρχαιολογικών ερευνών, βλ. Istanbul: 8000 years. Kocabaş, Yenikapi Shipwrecks.

Ercan A., Yenikapi, A Late Antique and Byzantine Harbor in Constantinople: A Historical, Archaeological and
Architectural Study of the Newly Discovered Remains. Μεταπτυχιακή διατριβή υποβληθείσα στο
Πανεπιστήμιο Koç, Κωνσταντινούπολη 2010. Kocabaş, Marmara-Metro Salvage excavations. Kocabaş U.,
«The Latest Link in the Long Tradition of Maritime Archaeology in Turkey: The Yenikapı Shipwrecks»,
European Journal of Archaeology 15 (2012), 1-15. Kiziltan-Baran Çelik, Shipwrecks of Yenikapi. Kocabaş,
«Yenikapı».

131
στην περιφέρεια του αστικού οργανισμού μακριά από το μνημειακό κέντρο της

Πόλης.

Τοπογραφική έρευνα

Το νεότερο και πλέον σύνθετο επίπεδο στο οποίο προχώρησε η τοπογραφική

έρευνα κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα υπήρξε η μελέτη της

πολεοδομικής ανάπτυξης της Κωνσταντινούπολης. Προς την κατεύθυνση αυτή

είχαν ήδη εργαστεί οι Émereau703 και Janin704 κατά τις δύο προηγούμενες

περιόδους αντίστοιχα, αλλά η καθοριστική τομή υπήρξε η έκδοση το έτος 1985

της μικρής, αλλά μνημειώδους σε σημασία μελέτης του C. Mango, Le

développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles). H εργασία αυτή705 μετέθεσε

το κέντρο βάρους της πρωτοπορίας της έρευνας από τη μελέτη του υλικού

οργανισμού των μνημείων και της θέσης τους στον χώρο, στη διάκριση των

χρονολογικών φάσεων ανάπτυξης του πολεοδομικού οργανισμού. Ως στοιχεία

της έρευνας αξιοποιήθηκαν αφενός τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα και

αφετέρου μετρήσιμα αστικά χαρακτηριστικά, που αντλήθηκαν κυρίως μέσα από

τις πηγές, όπως κατασκευές υποδομών, λιμάνια, υδραγωγεία, σιταποθήκες,

εμπορικές αγορές και κατηγορίες οικοδομημάτων, όπως οι εκκλησίες και οι

δημόσιοι χώροι. Μία δεκαετία περίπου αργότερα ο P. Magdalino706 επεξέτεινε με

ανάλογα μεθοδολογικά κριτήρια τη μελέτη της πολεοδομικής εξέλιξης της

Κωνσταντινούπολης στη μεσοβυζαντινή περίοδο, ενώ ο Kuban 707 επιχείρησε να

διαγράψει την ιστορία του αστικού χώρου από την ίδρυση του αρχαίου Βυζαντίου
μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τα επόμενα χρόνια

703 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 551. Ο Janin σχολίασε την εργασία του Émereau ως εξής: «C’est en effet une
étude capital pour qui veut se render compte du développement qu’a pris Constantinople au cours des
âges.», βλ. Janin R., «La topographie de Constantinople Byzantine. III. Études (1918-1938)», ÉO 38
(1939), 380-416, κυρίως 381.
704 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 671.

705 Ακόμη βλ. Mango C., «The Development of Constantinople as an Urban Centre», The 17th

International Byzantine Congress, Main Papers, Νιού Ροσέλ, Nέα Υόρκη 1986, 117-136.
706 Magdalino P., Constantinople médiévale: Études sur l'évolution des structures urbaines, TM Monographies

9, Παρίσι 1996. Magdalino, «Medieval Constantinople», στο Magdalino, Studies, κεφ. I. Ακόμη βλ.
Magdalino P., «Medieval Constantinople: Built Environment and Urban Development», στο Laiou Α.Ε.
(επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century, DOP series 39,
II, Ουάσινγκτον Π.Κ. 2002, 529-537. Magdalino P., «Constantine V and the Middle Age of
Constantinople», στο Magdalino, Studies, κεφ. IV.
707 Kuban, Istanbul.

132
διερευνήθηκαν πτυχές της εξέλιξης του αστικού οργανισμού κατά τη

Λατινοκρατία708, την υστεροβυζαντινή περίοδο709 και τη μετάβαση στην

οθωμανική κυριαρχία.710 Ακόμη έγιναν απόπειρες να αναδειχτεί η αστική

εξέλιξη στο σύντομο χρονικό διάστημα μιας βασιλείας711, αξιοποιώντας μάλιστα

και αρχαιολογικά δεδομένα.712

Η τοπογραφική έρευνα συνέχισε να εστιάζει σε μεμονωμένα

οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου, αφενός εμπλουτίζοντας τα ερευνητικά

της πεδία με νέες αναζητήσεις και αφετέρου διευρύνοντας παλαιότερους

θεματικούς άξονες με την εφαρμογή νέων μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Τα

τρία μεγάλα μνημεία συνέχισαν να αποτελούν το επίκεντρο της ερευνητικής

δραστηριότητας. Ο Ιππόδρομος, παράλληλα με το ενδιαφέρον για την

αρχιτεκτονική και τοπογραφική του διαμόρφωση713, την ιστορία714, τις αναφορές

των πηγών715, το εικονογραφικό πρόγραμμα716 και συγκεκριμένα μνημεία του

708 Jacoby, «Latin Constantinople».


709 Kidonopoulos, Bauten. Kidonopoulos, «Urban Physiognomy». Talbot, «Restoration of
Constantinople».
710 Kafescioğlu, Ottoman Capital. Yerasimos S., «La fondation d’Istanbul ottoman/The foundation of

Ottoman Istanbul», στο Akin N. - Batur A. - Batur W. (επιμ.), 7 centuries of Ottoman architecture: ‘’A
supranational heritage’’, Κωνσταντινούπολη 2000, 205-223 & 459-479. Kafescioğlu Ç., «La Capitale
imperial ottoman: Istanbul entre les XVe et XVIIIe siècles», στο Velmans, Byzance, 251-319. Kafescioğlu,
Constantinopolis/Istanbul. Necipoğlu G., «From Byzantine Constantinople to Ottoman Kostantiniyye:
Creation of a Cosmopolitan Capital and Visual Culture under Sultan Mehmed II», στο Anadol, From
Byzantium to Istanbul, 262-277.
711 Croke, «Reinventing Constantinople».

712 Barsanti, «Constantinopoli».

713 Berger A., «Bemerkungen zum Hippodrom von Konstantinopel», Boreas 20 (1997), 5-15. Pentcheva,

«Hippodrome at Constantinople». Golvin J.-C. – Fauquet F., «Les carceres de l’Hippodrome de


Constantinople, essai de restitution de leurs caractéristiques architecturales», BSocNatAntFr 2001, 128-
148. Golvin J.-C. – Fauquet F., «La spina de l’Hippodrome de Constantinople», BSocNatAntFr 2002, 129-
151. Golvin J.-C. – Fauquet F., «L’Hippodrome de Constantinople. Essai de restitution architecturale du
dernier état du monument», AT 15 (2007), 181-214. Golvin J.-C., «La restitution architectural de
l’hippodrome de Constantinople. Méthodologie, resultants, état d’advancement de la réflexion», στο
Nelis-Clément-Roddaz, Le cirque romain, 147-158. Bardill, «Hippodrome».
714 Kapitánffy I., «A Konstantnópolyi hippodromosz», História 12 (1990), 5-57. Mango, «Hippodrome».

Eastmond A., «The Hippodrome of Constantinople and the Last Chariot Race», στο Kierkuc-Bielinski
J.J. & John G. (επιμ.), Stadia. Sport and Vision in Architecture, Λονδίνο 2012, 48-57. Yardimli S. -
Yakupoğlu E., «Architettura eremitica: the History of Hippodrome in Istanbul (Turchia)», στο Bertocci
S. - Parrinello S. (επιμ.), Architettura eremitica: sistemi progettuali e paesaggi culturali, atti del quarto
convegno internazionale di studi (La Verna, 20-22.09.2013), Firenze 2013, 514-517.
715 Métivier S., «Note sur l’hippodrome de Constantinople vu par les Arabes», TM 13 (2000), 175-180.

716 Basset, «Antiquities». Basset, Urban Image, 58-67, 85-89, 212-232. Bardill, «Monuments». Berger A.,

«The Hippodrome of Constantinople in Folklore and Legend», στο Pitarakis, Hippodrom/ Atmeydani,
194-205. Cutler A., «Herakles and the Hippodrome of Constantinople», στο ίδιο, 206-211.

133
ευρίπου του, όπως τη Στήλη των Όφεων717, τον Αιγυπτιακό Οβελίσκο718, το

σύμπλεγμα αετού και φιδιού719, διερευνάται ως κοινωνικός, πολιτικός και

συμβολικός χώρος.720 Ακόμη εξετάζονται ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας

του721 καθώς και η κατάσταση διατήρησης και η χρήση του χώρου κατά την

οθωμανική περίοδο.722 Παράλληλα η αρχιτεκτονική μελέτη723 της Αγίας Σοφίας,

η έρευνα των παλαιότερων φάσεων724, η διερεύνηση των προσκτισμάτων και του

717 Madden, «Serpent Column». Stichel, «“Schlangensäule”». Dell’ Acqua F., «Constantinople 1453: the
Patriarch Gennadios, Mehmet the II and the serpent column in the Hippodrome», στο De Giorgi M. -
Hoffmann A. - Suthor N. (επιμ.), Synergies in Visual Culture-BildKulturen im Dialog: Festschrift für Gerhard
Wolf, Μόναχο 2013, 325-338.
718 Rebenich S., «Zum Theodosiusobelisken in Konstantinopel», IstMitt 41 (1991), 447-476. Safran L.,

«Points of View: The Theodosian Obelisk Base in Context», GRBS 34 (1993), 409-435. Effenberger A.,
«Überlegungen zur Aufstellung des Theodosios-Obelisken im Hippodrom von Konstantinopel» στο
Brenk B. (επιμ.), Innovation in der Spätantike, Studien und Perspektiven 1, Βισμπάντεν 1996, 207-283.
Teitler H.C., «De obelisk van de Hippodroom in Constantinopel en zijn Voetstuk», Hermeneus 68 (1996),
81-85. Speck P., «Beobachtungen zur Unterbasis des Theodosios-Obelisken im Hippodrom von
Konstantinopel», Boreas 20 (1997), 17-22. Geyssen J., «Presentations of Victory on the Theodosian
Obelisk Base», Byzantion 68 (1998), 47-55. Kiilerich B., The Obelisk Base in Constantinople. Court Art and
Imperial Ideology, ActaAArtHist 10, Ρώμη 1998. Effenberger A., «Nochmals zur Aufstellung des
Theodosius-Obelisken im Hippodrom von Konstantinopel», Gymnasium 114 (2007), 587-598.
719 Vespignani G., «Il gruppo bronzeo rappresentante la lotta tra l’aquila e il serpente sulla spina dell’

Ippodromo di Constantinopoli Nuova Roma», στο Pasi S.-Mandolesi A. (επιμ.), Studi in Memoria di
Patrizia Angiolini Martinelli, Studi e Scavi nuova serie 10, Μπολόνια 2005, 305-310.
720 Ducellier A., «Hippodrome et idéologie impériale à Byzance», στο Landes C. et als (επιμ.), Le cirque et

les courses de chars. Rome-Byzance, Κατάλογος Έκθεσης (Μουσείο Henri Prades), Lattes 1990, 173-185.
Giatsis S.G., «Ο Μεγάλος Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης ως χώρος της Βυζαντινής
Διπλωματίας», Nikephoros 3 (1990), 209-223. Heucke, Circus und Hippodrom. Vespignani, Il circo di
Constantinopoli. Dagron, L’hippodrome de Constantinople.
721 Dagron G., «L’Organisation et le déroulement des courses d’ après le Livre des Cérémonies», ΤΜ 13

(2000), 1-200. Giatsis S.G., «The organization of chariot-racing in the great hippodrome of Byzantine
Constantinople», International Journal of the History of Sport 17 (2000), 36-68. Roueché C., «The Factions
and Entertainment», στο Pitarakis, Hippodrom/Atmeydanı, 50-64. McCabe A., «The Horses of the
Hippodrome», στο ίδιο, 69-81.
722 Koutsogiannis Th., «The Hippodrome of Constantinople in the Renaissance», στο Motos Guirao-

Morfakidis Filactós, Constantinopla ΙΙΙ, 43-66. Grélois J.-P., «Western Travelers’ Perspectives on the
Hippodrome/Atmeydani: Realities and Legends (Fifteenth-Seventeenth Centuries)», στο Pitarakis,
Hippodrom/Atmeydanı, 213-239. Işin, Hippodrom/Atmeydanı. Pyatnitsky, «Admirations».
723 Van Nice R.L., Saint Sophia in Istanbul. An Architectural Survey, II, Ουάσιγκτον Π.Κ. 1986. Mainstone,

Hagia Sophia. Mark-Çakmak, Hagia Sophia. Hoffman, Hagia Sophia. Taylor R., «A Literary and Structural
Analysis of the First Dome on Justinian’s Hagia Sophia, Constantinople» JSAH 55 (1996), 66-78.
Hoffman, Hagia Sophia. Svenshon Η.-Stichel R.H.W., «Das unsichtbare Oktagramm und die Kuppel an
der ‘’goldenen Kette’’. Zum Grundrissentwurf der Hagia Sophia in Konstantinopel und zur Deutung
ihrer Architekturform», Bericht über die 42. Tagung für Ausgrabungswissenschaft und Bauforschung
(Koldwey-Gesellschaft) 2002, Στουτγκάρδη 2004, 187-205. Hoffmann V. (επιμ.), Der geometrische
Entwurf der Hagia Sophia in Istanbul: Bilder einer Ausstellung, Βέρνη 2005. Dark-Kostenec, «Hagia Sophia»,
217-237.
724 Mainstone, Hagia Sophia, 129-143. Dark-Kostenec, «Hagia Sophia», 213-217, εικ. 1. Westall,

«Constantius II».

134
άμεσου μνημειακού της περιβάλλοντος 725, η σχέση της με το σύστημα

υδροδότησης726, η δημοσίευση του μαρμάρινου αρχιτεκτονικού διακόσμου727, η

αξιοποίηση των πηγών728, η αναζήτηση γύρω από το όνομα729, τον εορτασμό730

και τη νεότερη ιστορία του μνημείου731, η επικαιροποίηση των δεδομένων της

έρευνας732, εμπλουτίζονται με νέους ερευνητικούς άξονες γύρω από τη σχέση της

αρχιτεκτονικής και του διακόσμου, αφενός με τη λειτουργική χρήση και την

τελετουργική εθιμοτυπία733, αφετέρου με τις βιωματικές προσλήψεις των

725 Dark K.R.-Kostenec J., «The Byzantine Patriarchate in Constantinople and the Baptistery of the
Church of Hagia Sophia», Architectura 36 (2006), 113-130. Peschlow U., «Observations in the So-Called
Skevophylakion of Ayasofya in Istanbul», AST 26 (2008), 391-396. Dark K.R.-Kostenec J., «The
Patriarchal Palace at Constantinople in the Seventh Century: Locating the Thomaites and the Makron»»,
JÖB 64 (2014), 33-40.
726 Özkan-Aygün Ç., «The Wells, Subterranean Passage, Tunnels and Water Systems of Hagia Sophia in

Istanbul», Frankfurter elektronische Rundschau zur Altertumskunde 1 (2006), 35-40.


727 Milella M., «I propilei della Santa Sofia teodosiana: continuità e transformazione nella decorazione

architettonica costantinopolitana del V secolo», στο Barsanti, Bisanzio e l’Occidente, 61-78. Guiglia
Guidobaldi A.-Barsanti C. (επιμ.), Santa Sofia di Constantinopoli. L’ arredo marmoreo della Grande Chiesa
giustinianea, Studi di Antichità Cristiana 60, Βατικανό 2004. Guiglia Guidobaldi A., Barsanti C., della
Valle M., Flaminio R., Paribeni A., Yalçin A.B., «Aya Sofya Müzesi Bizans plastic eserler koleksiyonu»,
AST 23.1 (2006), 319-330. Russo E., «La decorazione scultorea della S. Sofia teodosiana di
Costantinopoli», Bizantinistica 9 (2007), 1-14. Russo E., «The Sculptural Decoration of the Theodosian
Church of St. Sophia», AST 26.1 (2009), 155-166.
728 Whitby M., «The Occasion of Paul the Silentiary’s Ekphrasis of S. Sophia», CQ 35 (1985), 215-228.

Macrides R.-Magdalino P., «The architecture of ekphrasis: construction and context of Paul the
Silentiary’s ekphrasis of Hagia Sophia», BMGS 12 (1988), 47-82. Mango C. «Byzantine writers on the
fabric of Hagia Sophia», στο Mark-Çakmak, Hagia Sophia, 41-56. Ousterhout R., «The Diegesis
concerning the building of Hagia Sophia», στο Başgelen-Johnson, Istanbul, 51-56. Fobelli M.L., Un tempio
per Giustiniano. Santa Sofia di Costantinopoli e la Descrizione di Paulo Silenziario, Ρώμη 2005. Durak K. Ş.,
«Ortaçağ’da Bizans’ın Komşularının Gözüyle Ayasofya Kilisesi», AMY 13 (2010), 231-248. Brubaker L.,
«Talking about the Great Church: ekphrasis and the Narration on Hagia Sophia», στο Vavřínek-Odorico-
Drbal, Ekphrasis, 80-87. Kostenec J.-Dark K., «Paul the Silentiary’s description of Hagia Sophia in the
light of new archaeological evidence», στο Vavřínek-Odorico-Drbal, Ekphrasis, 88-105.
729 Wallraff M., «Santa Sofia - Sofia dell’ imperatore. Note su Costantino e la sua nuova capitale sul

Bosforo», στο Vespignani, Polidoro, 291-304


730 Φουντούλης Ι., «Ο ναός της του Θεού Σοφίας. Εορτολογικά προβλήματα», Χριστιανική

Θεσσαλονίκη. Ιστορία, Λατρεία και Τέχνη του Ιερού Ναού της του Θεού Σοφίας, Πρακτικά Ι΄
Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου (Ιερά Μονή Βλατάδων, 10-12.10.1996), Θεσσαλονίκη 2007, 57-
75.
731 Necipoğlu, «Hagia Sophia». Nelson, Hagia Sophia.

732 Cimok F., Saint Sophia, Κωνσταντινούπολη 1996. Mango C.-Ertuğ A., Hagia Sophia: A Vision for

Empires, Κωνσταντινούπολη 1997. Kleinbauer W. E., Saint Sophia at Constantinople: Singulariter in


Mundo, Δουβλίνο 1999. Kleinbauer W. E. - White A. - Matthews H., Hagia Sophia, Λονδίνο -
Κωνσταντινούπολη 2004. Aksit I., Hagia Sophia: The History and the Architecture, Κωνσταντινούπολη
2012.
733 Mainstone, Hagia Sophia, 219-235. Majeska, «The Emperor in His Church». Taft R.F., «Quaestiones

disputae. The Skevophylakion of Hagia Sophia and the Entrances of the Liturgy-Revisited. Part I»,
Oriens Christianus 81 (1997), 1-35 & Του ιδίου, «Quaestiones disputae. The Skevophylakion of Hagia
Sophia and the Entrances of the Liturgy-Revisited. Part IΙ», Oriens Christianus 82 (1998), 53-87 [ανατύπ.
Taft R.F., Divine Liturgies-Human Problems in Byzantium, Armenia, Syria and Palestine, Aldershot 2001,
κεφ. VII & VIII]. Schneider W.C., «Der Kaiser im Geleit Gottes: der Grosse Einzug in der Hagia Sophia

135
αισθήσεων με έμφαση στη χρήση του φωτός734, καθώς και με ζητήματα

συμβολισμών.735

Κατά την περίοδο αυτή το επίκεντρο της τοπογραφικής έρευνας, όπως και

της ανασκαφικής δραστηριότητας, στην περιοχή του μνημειακού κέντρου είναι

το Μεγάλο Παλάτιο. Η έρευνα γύρω από την τοπογραφία και την αρχιτεκτονική

διαμόρφωση τμημάτων ή ολόκληρου του συγκροτήματος 736, τη μορφή και το

Justinians und die Stellung des christlichen Kaisers in der Spätantike», Castrum Peregrini 247-249 (2001),
5-39. Schneider W.C.-Stichel R., «Der ‘Cherubische Einzug‘ in der Hagia Sophia Justinians: Aufführung
und Ereignis», στο Fischer -Lichte Ε. et als (επιμ.), Performativität und Ereignis, Τυβίγγη 2003, 377-394.
Schneider W.C., «Altarraum und Kuppel in der Hagia Sophia Justinians als ‘Szenen: Die Theatralität als
analytischer Horizont in den Altertumswissenschaften», στο Fischer-Lichte Ε. et als (επιμ.), Theatralität
als Modell in den Kulturwissenschaften, Theatralität 6, Τυβίγγη-Βασιλεία 2004, 183-211. Schneider W.C.,
«Der ‘’cherubinische Einzug’’ im ‘’Tempel des Lichts’’: Die Inszenierung der geistlichen Identität des
christlichen Kaisers in der Spätantike», ZAC 10 (2006), 336-357. Schneider W.C., «Abtun der Sorge und
Tanz. Der ‘Große Einzug’ und die Kuppel der Hagia Sophia Justinians», στο Altripp Μ.-Nauerth C.
(επιμ.), Architektur und Liturgie. Akten des Kolloqiums (Greifswald 25-27.07.2003), Βισμπάντεν 2006,
143-161. Stichel R., «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν: Kaiser Justinian am Altar der Hagia Sophia», στο ίδιο, 163-174.
Dimitriadou, Lunette Mosaic, 108-170.Stichel R.H.W., «Die Hagia Sophia Justinians, ihre liturgische
Einrichtung und der zeremonielle Auftritt des frühbyzantinischen Kaisers», στο Daim-Drauschke,
Byzanz, 25-57.
734 Grobe L.O. - Hauck O. - Noback A., «Das Licht in der Hagia Sophia-Eine Computersimulation», στο

Daim-Drauschke, Byzanz, 97-111. Stichel R.H.W.-Hauck O.-Noback A.: «Licht in der Hagia Sophia
Justinians: eine computergestützte Simulation», στο Schneider P.I. & Wulf-Rheidt U. (επιμ.), Licht-
Konzepte in der vormodernen Architektur, Internationales Kolloquium 2009 Berlin, Diskussionen zur
Archäologischen Bauforschung 10, Regensburg 2011, 271-249. Dimitriadou E., «From the Great Palace to
the Great Church: Art and Light in the Context of Court Ritual in Tenth-Century Constantinople», στο
Lidov, Hierotopy, 147-158. Godovanets A., «The Space of Hagia Sophia and the Late Antique Science of
Light», στο ίδιο, 136-146. Pentcheva B.V., «Hagia Sophia and Multisensory Aesthetics» Gesta 50 (2011)
93–111.
735 Wortley J., «Relics and the Great Church», BZ 99 (2006), 631-647. Schneider W.C., «Sorgefrei und

Tanz der Weisheit: Philosophie und Theologie im Kuppelrund der Hagia Sophia Justinians», Castrum
Peregrini 271-272 (2006), 52-90. Svenshon Η., «Das Bauwerk als ‘’aistheton soma’’. Eine Neuinterpretation
der Hagia Sophia im Spiegel antiker Vermessungslehre und angewandter Mathematik», στο Daim-
Drauschke, Byzanz, 59-95. Kaldellis, «The Making of Hagia Sophia».
736 Eyice S., «Istanbul’da Bizans Imparatorlarının Sarayı: Büyük Saray», Sanat Tarihi Araştırmaları Dergisi

1.3 (1988), 3-36. Magdalino P., «Βath of Leo…Revisited». Bolognesi Recchi-Franceschini E., «Where
Emperors Walked: the Great Palace», FMR 40 (1989), 25-48. Mango, «Palace of Marina». Mango C.,
«Ancient Spolia in the Great Palace of Constantinople», στο Moss C.- Kiefer K. (επιμ.), Byzantine East,
Latin West: Art-Historical Studies in honor of Kurt Weitzmann, Πρίνστον 1995, 645-657. Mango,
«Boukoleon». Kostenec, «Palace of Constantine». Bardill, «Great Palace». Bolognesi Recchi-Franceschini,
«Great Palace». Kostenec, «Magnaura». Bolognesi Recchi-Franceschini E., «Der byzantinische
Kaiserpalast im. 8 Jahrhundert» στο Stiegemann C. – Wemhoff M. (επιμ.), 799. Kunst und Kultur der
Karolingerzeit. Karl der Große und Papst Leo III. in Paderborn, Κατάλογος Έκθεσης (Paderborn 1999),
Ergänzungsband, Μάιντς 1999, 123-129. Bolognesi, «Gran Palazzo». Της ιδίας, Il Gran Palazzo degli
Imperatori di Bisanzio/Bizans İmparatorlarının Büyük Sarayı, Associazione Palatina, Κωνσταντινούπολη
2000. Της ιδίας, «Das Palastareal in byzantinischer und osmanischer Zeit», στο König-Bolognesi-
Riemer, Palatia, 60-69. Της ιδίας, «Das Südareal des Grossen Palastes. Der Boukoleon-Hafen und der
Kapi Ağasi Mahmut Ağa Komplex», στο ίδιο, 83-89. Asutay-Effenberger, «’’Muchrutas’’». Kostenec J.,
«The Heart of the Empire: The Great Palace of the Byzantine Emperors Reconsidered», στο Dark K.
(επιμ.), Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire, Οξφόρδη 2004, 4-36.
Kostenec J., «Observations on the Great Palace of Constantinople. The Sanctuaries of the Archangel

136
διάκοσμο της Χαλκής Πύλης737, τις Εκκλησίες738, συνεχίζεται παράλληλα με την

επεξεργασία των τοπογραφικών, λειτουργικών και εθιμοτυπικών πληροφοριών

του Περί Βασιλείου Τάξεως739 και άλλων κειμένων.740 Μία σειρά από εργασίες

αφιερώθηκαν στη μελέτη και στιλιστική αναχρονολόγηση των ψηφιδωτών741 του

Michael, the Daphne Palace, and the Magnaura», RMS 31 (2006), 27-55. Bardill, «Visualizing the Great
Palace», 5-45. Schreiner P., «Zu Gast in den Kaiserpalästen Konstantinopels. Architektur und
Topographie in der Sicht fremdländischer Betrachter», στο Bauer, Visualisierungen, 101-134. Westbrook,
N.B., «An Architecture of Traces and Ascriptions: Interpreting the Vanished Great Palace of Byzantine
Emperors in Constantinople», Fabrications: the Journal of the Society of Architectural Historians, Australia
and New Zealand 16 (2006), 43-61. Dark K. R., «Roman Architecture in the Great Palace of the Byzantine
Emperors at Constantinople During the Sixth to Ninth Centuries», Byzantion 77 (2007), 87-105. Berger,
«Byzantine Court», 3-12. Auzépy M.-F., «The Great Palace and the Iconoclast Emperors», στο Ödekan-
Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 73-78. Westbrook, Early Byzantine Great Palace. Heher D., «Der
Boukoleonhafen und die angrenzenden Palaststrukturen», JÖB 64 (2014), 119-137
737 Auzepy M.-F., «La destruction de l’icone du Christ de la Chalce de Leon III: Propagande ou

realité», Byzantion 60 (1990), 445-492. Brubaker L. «The Chalke Gate, the construction of the past and
the Trier Ivory», BMGS 23 (1999), 258-285. Haldon J. – Ward-Perkins B., «Evidence from Rome for the
Image of Christ on the Chalke Gate in Constantinople», BMGS 23 (1999), 286-296. Zervoù Tognazzi I.,
«Propilei e Chalké, ingresso principale del Palazzo di Constantinopoli», στο Barsanti, Bisanzio e
l’Occidente, 33-59. Westbrook N. «The Chalkê: the Bronze Gate of the Byzantine Great Palace», Gatley J.
(επιμ.), στο Cultural Crossroads, στο Proceedings of the 26th International Conference of the Society of
Architectural Historians, Australia and New Zealand (Ώκλαντ 2009).
738 Magdalino P., «Observations on the Nea Ekklesia of Basil I», JÖB 37 (1987), 51-64. Μέντζου-Μεϊμάρη

Κ., «Ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Α΄ και η Νέα Εκκλησία. Αυτοκρατορική ιδεολογία και εικονογραφία»,
Βυζαντιακά 13 (1993), 49-93. Asutay-Effenberger & Effenberger, «Chalke-Kirche». Magdalino P.,
«L’église du Phare et les reliques de la Passion à Constantinople (VIIe/VIIIe-XIIIe siècles)», στο Durand
J.-Flusin B. (επιμ.), Byzance et les reliques du Christ, Centre de Recherche d’Histoire et Civilisation de
Byzance Mongraphies 17, Παρίσι 2004, 15-30.
739 Kresten O., ‘’Staatsempfänge’’ im kaiserpalast von Konstantinopel um die Mitte des 10. Jahrhunderts:

Beobachtungen zu kapitel II15 des sogenannten ‘’Zeremonienbuches’’, DenkschrWien 670, Βιέννη 2000.
Bolognesi Recchi-Franceschini E.-Featherstone M., «The Boundaries of the Palace: De Ceremoniis II, 13»,
Melanges Gilbert Dagron, TM 14 (2002), 37-46. Featherstone J.M., «The Chrysotriklinos Seen through De
Cerimoniis», στο Hoffmann L.M. (επιμ.), Zwischen Polis, Provinz und Peripherie. Beiträge zur byzantinischen
Geschichte und Kultur, Βισμπάντεν 2005, 845-852. Featherstone J.M., «The Great Palace as Reflected in
the De Cerimoniis», στο Bauer, Visualisierungen, 47-61. Featherstone J.M., «ΔΙ’ ΕΝΔΕΙΞΙΝ: Display in
Court Ceremonial (De Cerimoniis II, 15)», στο Cutler A. – Papaconstantinou A. (επιμ.), The Material and
the Ideal: Essays in Medieval Art and Archaeology in Honour of Jean-Michel Spieser, Λέιντεν-Βοστώνη 2007,
75-112. Featherstone J.M., «De Ceremoniis and the Great Palace», στο Stephenson, Byzantine World, 162-
174. Featherstone M.J., «De Ceremoniis: The Revival of Antiquity in the Great Palace and the
“Macedonian Renaissance”», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 139-144. Featherstone
M.J., «Der Große Palast von Konstantinopel. Tradition oder Erfindung?», BZ 106 (2013), 19-38.
740 Walker Α., «Middle Byzantine Aesthetics and the Incomparability of Islamic Art: The Architectural

Ekphraseis of Nikolaos Mesarites», Muqarnas 27 (2010), 79-101. Featherstone J. M., «Theophanes


Continuatus VI and De Cerimoniis I.96», ΒΖ 104 (2011), 109-116. Featherstone M.J., «Theophanes
Continuatus: A History for the Palace», στο Odorico P. (επιμ.), La face cachée de la littérature byzantine. Le
texte en tant que message immédiat, Dossiers Byzantins 11, Παρίσι 2012, 123-135.
741 Cutler A., «The Elephants of the Great Palace Mosaic», BullAIEMA 10 (1985), 125-138. Jobst W., «Der

Kaiserpalast von Konstantinopel und seine Mosaiken», Antike Welt 18.3 (1987), 2-22. Hellenkemper-
Salies, «Die Datierung». Trilling J., «The soul of the empire: style and meaning in the mosaic pavement
of the Byzantine Imperial Palace in Constantinople», DOP 43 (1989), 27-72. Jobst-Vetters,
Mosaikenforschung. Nordhagen P.J., «The mosaics of the Great Palace of Constantinople: A Note on an
Archaeological Puzzle», στο Rydén - Rosenquist, Aspects of Late Antiquity, 167-171. Jobst W.-Erdal B.-
Gurtner C., Istanbul. Büyük Saray Mosayiği. Araştırmalar, Onarım ve Sergileme 1983-1997/Istanbul. Das

137
Περιστυλίου, ενώ επανεξετάστηκαν οι χρονολογήσεις των οικοδομικών φάσεών

του μέσω της μελέτης των αρχαιολογικών ευρημάτων.742 Παράλληλα δίδεται

έμφαση σε νέα ερευνητικά πεδία, όπως η λειτουργική και εθιμοτυπική χρήση743

με τις συμβολικές και ιδεολογικές προεκτάσεις της, η οπτική, ηχητική και

βιωματική πρόσληψη744 του υλικού οργανισμού και των εθιμοτυπικών

δραστηριοτήτων, ακόμη το φυσικό περιβάλλον του Παλατίου745 και η σχέση του

grosse byzantinische Palastmosaik. Seine Erforschung, Konservierung und Präsentation: 1983-1997/Istanbul, the
Great Palace Mosaic. The Story of its exploration, preservation and exhibition, Arkeoloji ve Sanat Yaninlari 6,
Κωνσταντινούπολη 1997. Jobst, «Palastmosaik». Parrish D. C., «The Art-Historical Context of the Great
Palace Mosaic at Constantinople», στο Morlier, Mosaïque, 1103-1117. Jobst W., «Il mosaic del Palazzo
Imperiale di Costantinopoli. Restauro-Iconografia-Cronologia», Bizantinistica 8 (2006), 1-18. Barsanti C.,
«I mosaici del Grande Palazzo Imperiale di Costantinopoli: alcune riflessioni», στο Lentini M.C. (επιμ.),
Mosaici Mediterranei, Καλτανισέτα 2009, 55-73.
742 Turnovsky P., «Fundbericht», στο Jobst-Vetters, Mosaikenforschung, 43-61. Turnovsky P., «Typologie

und Chronologie des Fundstoffes unter dem Palastmosaik», στο Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue
Forschungen, 55-62. Bardill-Hayes, «Excavations». Bardill, Brickstamps, 134-147.
743 Hunger H., «Der Kaiserpalast zu Konstantinopel. Seine Funktionen in der byzantinischen Außen-und

Innenpolitik», JÖB 36 (1986), 1-11. Cameron Α., «The Construction of Court Ritual: The Byzantine Book
of Ceremonies», στο Cannadine D. - Price S. (επιμ.), Rituals of Royalty. Power and Ceremonial in Traditional
Societies, Κέιμπριτζ 1987, 106-136. Magdalino P., «Βath of Leo…Revisited». Bolognesi Recchi-
Franceschini E., «Winter in the Great Palace: the Persistence of Pagan Festivals in Christian Byzantium»,
στο Efthymiadis S. - Rapp C. - Tsougarakis D. (επιμ.), Bosphorus: Essays in Honour of Cyril Mango, ByzF
21 (1995), 117-132. Kalavrezou I., «Helping Hands for the Empire: Imperial Ceremonies and the Cult of
Relics at the Byzantine Court», στο Maguire, Court Culture, 53-79. Flusin B., «Les reliques de la Sainte-
Chapelle et leur passé imperial à Constantinople», στο Durand J. & Laffitte M.-P. (επιμ.), Le trésor de la
Sainte-Chapelle, Κατάλογος Έκθεσης (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι 31.05-27.08.2001) Παρίσι 2001, 20-
31. Bauer F.A., «Potentieller Besitz. Geschenke im Rahmen des byzantinischen Kaiserzeremoniells», στο
Bauer, Visualisierungen, 135-169. Klein H.A., «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace
of Constantinople», στο Bauer, Visualisierungen, 79-99. Bolognesi Recchi Franceschini E., «The Scholae of
the Master of the Offices as the Palace Praetorium», Anatolia Antiqua 16 (2008), 231-257. Magdalino P.,
«Power Building and Power Space in Byzantine Constantinople: The Ethics and Dynamics of
Construction and Conservation», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 55-62. Macrides R.,
«Inside and Outside the Palace: Ceremonies in the Constantinople of the Palaiologoi», στο Ödekan-
Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 165-170.
744 Berger A., «Die akustische Dimension des Kaiserzeremoniells: Gesang, Orgelspiel und Automaten»

στο Bauer, Visualisierungen, 63-77. Carile M.C., «Constantinople and the Heavenly Jerusalem?: through
the Imperial Palace», Bizantinistica 8 (2006), 85-104. Carile, Vision of the Palace. Carile M.C., «Il Sacrum
Palatium risplendente di luce: immagine e realtà del palazzo imperiale di Constantinopoli», στο
Vespignani, Polidoro, 305-327. Carile M.C., «The Imperial Palace Glittering with Light: The Material and
Immaterial in the Sacrum Palatium», στο Lidov, Hierotopy, 105-135. Featherstone M.J., «Luxury in the
Palace: the Buildings of Theophilus», IAY 2 (2013), 33-40. Pitarakis B., «From the Hippodrome to the
Reception Halls of the Great Palace: Acclamations and Dances in the Service of Imperial ideology», στο
Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 129-138.
745 Maguire H., «Imperial gardens and the rhetoric of renewal», στο Magdalino P. (επιμ.), New

Constantines. The Rhythm of Imperial Renewal in Byzantium, 4th-13th Centuries. Papers from the 26th Spring
Symposium of Byzantine Studies (St. Andrews, Μάρτιος 1992), Aldershot 1994, 181-198. Littlewood A.,
«Gardens of the Palaces», στο Maguire, Court Culture, 13-38. Maguire H., «Gardens and Parks in
Constantinople», DOP 54 (2000), 251-264, κυρίως 258-259. Crow J., «Water and the Great Palace in
Constantinople», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 19-24. Littlewood A.R., «Palatial
Garden as Symbols of Imperial Power», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 63-66.

138
με την Πόλη.746 Επιπλέον, συγκριτικές μελέτες επιχειρούν να ανασυνθέσουν την

εικόνα του Ανακτόρου με βάση ανάλογα μνημεία και κείμενα747, και να

παραβάλουν την αρχιτεκτονική διαμόρφωσή του με σασσανιδικές, αραβικές,

σελτζουκικές ή οθωμανικές ανακτορικές παραδόσεις.748

Περιορισμένο υπήρξε το ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τοπογραφικά,

αρχιτεκτονικά και λειτουργικά ζητήματα των μικρότερων οικοδομημάτων του

μνημειακού κέντρου, της Συγκλήτου749, των Θερμών του Ζευξίππου750, των

Παλατίων του Αντιόχου και του Λαύσου751, της Βασιλικής Κινστέρνας752, του

Ξενοδοχείου του Σαμψών753, της Αγίας Ευφημίας754, της Αγίας Ειρήνης755, της

Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων756 και του Αγίου Ιωάννη Διιππίου.757 Ο

αγαλματικός διάκοσμος με τις συμβολικές προεκτάσεις του αποτέλεσε το

746 Müller-Wiener, «Palast und stadt». Herrin J., «Byzance: le palais et la ville», Byzantion 61 (1991), 213-
230.
747 Westbrook N., «From literary topos to concrete site: Reconstructing the Great Palace through

typology, analogy and empiricism», στο Chapman M.- Ostwald M. (επιμ.), Imagining, Proceedings of the
27th International Conference of the Society of Architectural Historians, Australia and New Zealand
(Νιούκαστλ 2010), 457-462. Carile, Vision of the Palace.
748 Westbrook, «Between East and West». Redford S., «Constantinople, Konya, Conical Kiosks, Cultural

Confluence», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 41-47. Malmberg, «New Palace of


Mehmed».
749 Berger, «Senate». Kostenec, «Magnaura». Stichel, «Sechs kolossale Säulen».

750 Yegül, «Baths of Constantinople», 176-179.

751 Torelli Landini E., «Note sugli scavi a nord-ovest dell’Ippodromo di Istanbul (1939/1964) e loro

identificazione», Storia dell’Arte 68 (1990), 5-35. Bardill, «Palace of Lausus».


752 Tonguç, Basilica Cistern.

753 Miller T.S., «The Sampson Hospital of Constantinople», ByzF 15 (1990), 101-135.

754 Berger A., «Die Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel»,

Ἑλληνικὰ 39 (1988), 311-322. Mango C., «The Relics of St. Euphemia and the Synaxarion of
Constantinople», στο Luca S. - Perria L. (επιμ.), Ὀπώρα. Studi in onore di mgr Paul Canart, Bolletino della
Badia Greca di Grottaferrata 53 (1999), 79-87. Goldfus H., «St. Euphemia’s Church by the Hippodrome of
Constantinople within the Broader Context of Early 7th-Century History and Architecture», Ancient
West and East 5 (2006), 178-198. Zeren, Cult of St. Euphemia.
755 Peschlow U., «Die Baugeschichte der Irenenkirche in Istanbul neu betrachtet», στο Striker C.L.

(επιμ.), Architectural Studies in Memory of Richard Krautheimer, Μάιντς 1996, 133-136. Feissel D., «De
Sainte-Irène au domaine de Rufin: Trois notes de toponymie constantinopolitaine», Mélanges Jean-Pierre
Sodini, ΤΜ 15 (2005), 245-260, κυρίως 245-252.
756 Wortley J., «The Marian Relics at Constantinople», GRBS 45 (2005), 171-187. Krausmüller D., «Making

the Most of Mary: The Cult of the Virgin in the Chalkoprateia from Late Antiquity to the Tenth
Century», στο Brubaker L. - Cunningham M.B. (επιμ.), The Cult of the Mother of God in Byzantium: Texts
and Images, Aldershot 2011, 219-245. Hennessy C., «The Chapel of Saint Jacob at the Church of the
Theotokos Chalkoprateia in Istanbul», στο Matthews R. - Curtis J. (επιμ.), Proceedings of the 7th
International Congress on the Archaeology of the Ancient Near East (Λονδίνο, 12-16.10.2010), II, Βισμπάντεν
2012, 351-366.
757 Grélois, «Saint-Jean au Dihipppion». Westbrook, «Freshfield Folio».

139
αντικείμενο μιάς σειράς μελετών758, κάποιες από τις οποίες επικεντρώθηκαν στις

συλλογές αγαλμάτων των Θερμών του Ζευξίππου759 και του Παλατίου του

Λαύσου760, στη στήλη του Ιουστινιανού761 στο Αυγουσταίο, στο άγαλμα της Ρέας-

Τύχης762 στη Βασιλική, στα Ωρολόγια763 και στο Λίβυρνο.764 Σημαντική πρόοδος

σημειώθηκε και σε άλλους παραδοσιακούς ερευνητικούς άξονες, όπως το οδικό

δίκτυο765, οι Ρεγιώνες766, οι καταστροφές του πολεοδομικού ιστού767, θέματα

758 Bassett G.S., Paene omnium urbium nuditate: The Reuse of Antiquities in Constantinople. Fourth through
Sixth Centuries, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Bryn Mawer College 1985. Elvira M.A., «Las
estatuas animadas de Constantinopla», Erytheia 8 (1987), 99-115. Kiilerich B., «Sculpture in the Round in
the Early Byzantine Period: Constantinople and the East», στο Rydén - Rosenquist, Aspects of Late
Antiquity, 85-97. Sodini J.-P., «Images sculptées et propagande impériale du IVe au VIe siècle: recherches
récentes sur les colonnes honorifiques et les reliefs politiques à Byzance», στο Guillou A. – Durand J.
(επιμ.), Byzance et les images, Παρίσι 1994, 43-94. James L., «”Pray Not to Fall into Temptation and Be on
Your Guard”: Pagan Statues in Christian Constantinople», Gesta 35 (1996), 12-20. Saradi, «Perceptions».
Whitby M., «Pride and Prejudice in Procopius’ Buildings: Imperial Images in Constantinople», AT 8
(2000), 59-66. Bauer F. A., «Statuen hoher Würdenträger im Stadtbild Konstantinopels», BZ 96 (2003),
493-513. Muhammad T.M., «Can ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΧΡΟΝΙΚΑΙ be considered a Real Guide
to the Sculptures of Constantinople during the Isaurian Period?», BSl 64 (2006), 77-98. Bassett, Urban
Image. Bassett S., «Ancient Statuary in Fourth-Century Constantinople: Subject, Style and Function», στο
Bauer F.A. - Witschel C. (επιμ.), Statuen in der Spätantike, Studien und Perspektiven 23, Βισμπάντεν
2007, 189-197. Bravi A., «Ornamenta, Monumenta, Exempla. Greek Images of Gods in the Public Spaces of
Constantinople» in Mylonopoulos J. (επιμ.), Divine Images and Human Imaginations in Ancient Greece and
Rome, Religions in the Greco-Roman World 170, Λέιντεν-Βοστώνη 2010, 289-301. Basset S., «Sculpture
and the Rhetorical Imagination in Late Antique Constantinople», στο Dally - Ratté, Cities of Asia Minor,
27-42. James, Constantine of Rhodes, 159-180. Bassett S.A., «Late Antique Honorific Sculpture in
Constantinople», στο Birk S. - Kristensen T.M. - Poulsen B. (επιμ.), Using Images in Late Antiquity,
Οξφόρδη 2014, 78-95.
759 Bassett, «Historiae Custos». Saradi, «Perceptions», 40-57. Kaldellis, «Christodoros».

760 Mango-Vickers-Francis, «Palace of Lausus». Bassett, «Lausos Collection».

761 Raby J., «Mehmed the Conqueror and the Byzantine Rider of the Augustaion», ICS 12 (1987), 305-313.

Papadaki-Oekland S., «The Representation of Justinian’s Column in a Byzantine Miniature of the


Twelfth Century», BZ 83 (1990), 63-71. Mango, «Columns of Justinian». Schreiner P., «Geträumte
Topographie: Isidor von Kiev, ein unbekanntes Kloster und die Justiniansäule zu Beginn des 15.
Jahrhunderts im Vat. Gr. 1891», Mélanges Gilbert Dagron, TM 14 (2002), 553-560.
762 Margutti S., «Constantino e Rea-Tyche: per una reinterpretazione di Zos. II, 31, 2-3», στο Bonamente

G. - Lenski N. - Testa R.L. (επιμ.), Constantino Prima e dopo Constantino. Constantine before and after
Constantine, Μπάρι 2012, 521-532. Lenski, «Constantine and the Tyche».
763 Anderson, «Public Clocks».

764 Radnóti-Alföldi, Liburna.

765 Berger, «Streets and Public Spaces». Mango, «Triumphal Way». Dark, «Houses, streets and shops».

Westbrook, N.B., «Notes towards the reconstruction of the Forum of Strategion and its related roads in
Early Byzantine Constantinople», Journal of the Australian Early Medieval Association 9 (2013), 3-38.
Westbrook, N.B., «In the sewer: Evidence for the Street Layout of Byzantine Constantinople in the
Mamboury Archive», στο Myth, Nature, Heritage, Proceedings of the 29th Annual Conference of the Society of
Architectural Historians, Australia & New Zealand (Λόντσεστον Τασμανία, 2012), 1217-1235.
766 Berger, «Regionen und Strassen». Mango, «Fourteenth Region». Mango, «Le mystère de la XIVe

région».
767 Vercleyen Fr., «Tremblements de terre à Constantinople: L’impact sur la population», Byzantion 58

(1988), 155-173. Madden, «Fires». Greatrex G., «The Nika Riot: A Reappraisal», JHS 117 (1997), 60-86.
Westbrook N., «The Palace under siege: The Topography of the Nika Riots in Constantinople», Moulis
A. - Van der Plaat D. (επιμ.), Audience, Proceedings of the 28th International Conference of the Society of

140
κατασκευών και υποδομών768, ζητήματα σχετικά με την ίδρυση769 της Πόλης,

σημαντικές λειτουργίες του μνημειακού κέντρου, όπως η Εκπαίδευση770 και η

οργάνωση της θρησκευτικής ζωής771, ο σχολιασμός των Πατρίων772, οι μαρτυρίες

των περιηγητικών κειμένων773, οι σχεδιαστικές και χαρτογραφικές

Architectural Historians, Australia and New Zealand (Μπρίσμπεϊν 2011), 1-19. Westbrook, N.B., «The
Account of the Nika Riot as Evidence for Sixth-century Constantinopolitan Topography», Journal of the
Australian Early Medieval Association 7 (2011), 33-54. Busà S., «Constantinopoli e I terremoti. ‘’Crolli di
simboli’’, succulti di paganesimo e risposte ‘’ufficiali’’ nella Bisanzio Giustinianea», Antesteria 1 (2012),
421-428.
768 Ousterhout R.G., «Building Medieval Constantinople», Proceedings of the PMR Conference 19-20 (1994-

1996), 35-67. Crow, «Infrastructure», 253-261. Crow-Bardill-Bayliss, Water supply.


769 Yerasimos S., Légendes d’Empire. La fondation de Constantinople et de Sainte-Sophie dans les traditions

turques, Bibliothèque de l’institut Français d’études Anatoliennes d’ Istanbul 31, Κωνσταντινούπολη -


Παρίσι 1990. La Rocca E., «La fondazione di Constantinopoli» στο Bonamente G. - Fusco F. (επιμ.),
Constantino il Grande dall’ antichità all’ umanesimo: Colloquio sul Cristianesimo nel mondo antico (Μακεράτα
18-20.12.1990), Ι, Μακεράτα 1992, 553-584. Calderone S., «Costantinopoli: la ‘’seconda Roma’’», στο
Momigliano A. - Schiavone A. (επιμ.), Storia di Roma, III. L’età tardoantica, 1. Crisi e trasformazioni, Τορίνο
1993, 723-749. Speck P., «Urbs quam Deo donavimus. Konstantins des Grossen Konzept für
Konstantinopel», Boreas 18 (1995), 143-173. Γουλούλης Σ., «Οι ψυχές των προγόνων και η οικοδομή
της πόλης. Το πλατωνικό υπόβαθρο των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης», Βυζαντιακά 18
(1998), 287‐307. Wilkinson K.W., «Palladas and the Foundation of Constantinople», JRS 100 (2010), 179-
194. Ramskold L., «Coins and Medallions struck for the Inauguration of Constantinopolis 11 May 330»
στο Rakocija M. (επιμ.), Niš and Byzantium, Ninth Symposium (Ναϊσσός, 3-5.06.2010), Niš IX, 125-157.
Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions». Γουλούλης Σ., «Η χριστιανική ‘’Πόλη
του Κωνσταντίνου’’ (330): Η εορτή του μάρτυρα Μωκίου (11/5) και η Μεσοπεντηκοστή», Θεολογία
85 (2014), 191-234.
770 Schlange-Schöningen, Kaisertum. Mergiali S., L’enseignement et les lettrés pendant l’époque des Paléologues

(1261-1453), Κέντρον Ερεύνης Βυζαντίου 5, Ἀθῆναι 1996. Constantinides C.N., «Teachers and students
of rhetoric in the late Byzantine period», στο Jeffreys E. (επιμ.), Rhetoric in Byzantium, Papers from the
35th Spring Symposium of Byzantine Studies (Οξφόρδη, Μάρτιος 2001), Society for the Promotion of
Byzantine Studies Publications 11, Aldershot-Burlington 2003, 39-53. Markopoulos, «De la structure de
l’école byzantine». Markopoulos, «School in Byzantium». Markopoulos, «‘’higher education’’».
771 Dagron G., «Constantinople: Les sanctuaires et l’organisation de la vie religieuse», στο Actes du XIe

Congrès International d’Archéologie Chrétienne (Λυών, Βιέννη, Γκρενόμπλ, Γενεύη, Αόστα 21-28.09.1986),
Publications de l'École Française de Rome 123, II, Ρώμη 1989, 1069-1085. Baldovin F.J., The Urban
Character of Christian Worship. The Origins, Development, and Meaning of Stational Liturgy, OCA 228, Ρώμη
1987, 167-226. Magdalino P., «Church, Bath and Diakonia in Medieval Constantinople», στο Morris R.
(εκδ.), Church and People in Byzantium, 20th Spring Symposium of Byzantine Studies (Μάντσεστερ
1986), Μπέρμιγχαμ 1990, 165-188.
772 Dagron, Constantinople imaginaire. Cameron-Herrin, Parastaseis. Berger, Patria.

773 Micheau F., «Ibn Baţţūţa à Constantinople la Grande», Médiévales 12 (1987), 55-65. Ciggaar K.N.,

Western Travellers to Constantinople. The West and Byzantium, 962-1204: Cultural and Political Relations,
Λέιντεν - Νέα Υόρκη - Κολωνία 1996. Simeonova L., «In the depts of tenth-century Byzantine
ceremonial: the treatment of Arab prisoners of war at imperial banquets», BMGS 22 (1998), 75-104.
Angold M., «The decline of Byzantium seen through the eyes of western travellers», στο Macrides,
Travel, 213-232. Berger A., «Sightseeing in Constantinople: Arab travellers, c. 900-1300», στο ίδιο, 179-
191. Macrides R., «Constantinople: the crusaders’ gaze», στο ίδιο, 193-212. Papayanni A., «Byzantine
Constantinople in the thirteenth century, through the eyes of byzantines and foreigners», στο Motos
Guirao-Morfakidis Filactós, Constantinopla Ι, 295-309. Balard M., «Constantinople dans la première
moitié du XVe siècle, d’après les récits de voyages et les témoins du siege de 1453», στο ίδιο, 311-322.
Serrano Espinosa M., «Testimonios occidentals y griegos previos a la Caída: C. Buondelmonti y I.
Kananós», στο ίδιο, 323-334. Casas Olea M., «De Nóvgorod a Tsar’grad: el testimonio sobre
Constantinopla del peregrine Esteban de Nóvgorod», στο ίδιο, 341-352. Morales Osorio S.,

141
αποτυπώσεις.774 Ακόμη συνεχίστηκε η δημοσίευση σημαντικών κατηγοριών

αρχαιολογικού υλικού, όπως τα βυζαντινά γλυπτά του Αρχαιολογικού

Μουσείου775 και της συλλογής του Μουσείου της Αγίας Σοφίας776, τα ψηφιδωτά

δάπεδα777, τα μαρμαροθετήματα778 και οι ενσφράγιστες πλίνθοι779, ενώ

«Constantinopla en la literature medieval española. Siglos XII-XV», στο ίδιο, 373-384. Effenberger A.,
«Antonij von Novgorod und die Kirche des Theodoros ἐν τοῖς Σφωρακίου - Ein beitrag zur sakralen
topographie von Konstantinopel», στο Iliev I. (επιμ.) Proceedings of the 22nd International Congress of
Byzantine Studies, (Σόφια 22-27.08.2011), Ι. Plenary Papers, Σόφια 2011, 285-308.
774 Smith Chr., «Cyriacus of Ancona’s Seven Drawings of Hagia Sophia», ArtB 69 (1987), 16-32. Berger

A., «Zur sogenannten Stadtansicht des Vavassore», IstMitt 44 (1994), 329-355. Halbout du Tanney D.,
Istanbul Seen by Matrakçı and the Miniatures of the 16th Century Istanbul, Κωνσταντινούπολη 1996.
Thomov T., «New Information about Cristoforo Buondelmonti’s Drawings of Constantinople»,
Byzantion 66 (1996), 431-453. Manners I.R., «Constructing the Image of Constantinople: The
Representation of Constantinople in Christopher Buondelmonti’s Liber Insularum Archipelagi», Annals
of the Association of American Geographers 87 (1997), 72-102. Berger A.-Bardill J., «The Representations of
Constantinople in Hartmann Schedel’s World Chronicle, and Related Pictures», BMGS 22 (1998), 2-37.
Barsanti C., «Un panorama di Costantinopoli dal ‘Liber insularum archipelagi’ di Cristoforo
Buondelmonti», στο Iacobini A. – Della Valle M., L’arte di Bisanzio e l’Italia al tempo dei Paleologi 1261-
1453, Milion 5, Ρώμη 1999, 35-54. Mango C.-Yerasimos S., Melchior Lorichs’ Panorama of Constantinople,
Βέρνη 1999. Stichel R.H.W., «Das Coliseo de Spiriti in Konstantinopel: ein Phantom. Ein Beitrag zur
Erklärung der Stadtansicht vom Vavassore-Typus», IstMitt 51 (2001), 445-459. Yalçin A.B., «XV. yy. ‘da
bir italyan gezgin: Cristoforo Buondelmonti ve Konstantinopolis», στο Atasoy S. (επιμ.), International
Byzantine and Ottoman Symposium for the 550th Anniversary of Istanbul University (Κωνσταντινούπολη
30-31.05.2003), Κωνσταντινούπολη 2004, 371-390. Westbrook N. - Dark K. R. - Van Meeuwen R.M.,
«Constructing Melchior Lorichs’s Panorama of Constantinople», JSAH 69 (2010), 62-87. Barsanti C., «Un
inedito disegno delle rovine del complesso costantinopolitano del Boukoléon», στο Angelelli W. -
Pomarici F. (επιμ.), Forme e Storia. Scritti di arte medioevale e moderna per Francesco Gandolfo, Ρώμη 2011,
45-58. Westbrook, «Freshfield Folio». Pyatnitsky, «Admirations».
775 Firatli N., La sculpture byzantine figurée au Musée Archéologique d’Istanbul, catalogue revu et présenté

par C. Metzger, A. Pralong et J.-P. Sodini. Bibliothèque de l’ institut Français d’ études Anatoliennes d’
Istanbul XXX, Παρίσι 1990.
776 Guiglia Guidobaldi A., Barsanti C., della Valle M., Flaminio R., Paribeni A., Yalçin A.B., «La

collezione delle sculture bizantine nel Museo della Santa Sofia a Istanbul», στο RolSA IV, Rivista on line
di Storia dell’Arte. Dipartimento di Storia dell’Arte. Università di Roma, IV, 2005, 1-11. Guiglia A. -
Barsanti C., «St. Sophia Museum Project 2006: The Marble Sculptures of the Middle-Byzantine Period»,
AST 25.2 (2008), 117-132. Guiglia A. - Barsanti C. - Paribeni A., «Saint Sophia Museum Project 2008: The
Byzantine Marble Capitals in the Ayasofya Müzesi, Istanbul», AST 27.1 (2010), 413-432. Guiglia A. -
Barsanti C., «The Byzantine Sculptures of the Ayasofya Museum in Istanbul: Ten years of Researches
(1999-2009)», AMY 13 (2010), 135-154. Barsanti C. - Guiglia A. (επιμ.), The Sculptures of the Ayasofya
Müzesi in Istanbul. A short Guide, Κωνσταντινούπολη 2010. Guiglia A. - Barsanti C. - Flaminio R., «Saint
Sophia Museum Project 2009: The Collection Of Byzantine Marble Slabs In The Ayasofya Müzesi,
Istanbul», AST 28.2 (2011), 361-376.
777 Dalgiç Ö., Late Antique floor mosaics of Constantinople prior to the Great Palace, Διδακτορική διατριβή

υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, 2008. Dalgiç, «Pre-Constantinian Mosaics». Dalgiç,
«Floor Mosaics».
778 Maguire H., «The medieval floors of the Great Palace», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 153-

174 [ανατύπ. Maguire H. (επιμ.), Image and Imagination in Byzantine Art, Aldershot 2007, κεφ. ΙΙ].
Guiglia Guidobaldi A., «The Marble Floor Decoration in Constantinople: Prolegomena to a Corpus»,
στο Şahin M. (επιμ.), 11th International Colloquium on ancient Mosaics (Προύσα 16-20.10.2009),
Κωνσταντινούπολη 2011, 413-436. Pedone S., «The Marble Omphalos of Saint Sophia in
Constantinople. An Analysis of an Opus Sectile Pavement of Middle Byzantine Age», στο ίδιο, 749-765.
779 Bardill, Brickstamps.

142
διερευνήθηκαν τοπογραφικά και αρχαιολογικά ζητήματα780 του αρχαίου

Βυζαντίου με έμφαση στην εποχή του Σεβήρου781 και δημοσιεύτηκαν οι

επιγραφέςτου.782

Νέοι θεματικοί άξονες απασχολούν τους ερευνητές, όπως η λειτουργία

της Δικαιοσύνης783, η οργάνωση του αστικού ιστού784, της εμπορικής785 και

ταφικής786 δραστηριότητας, η σχέση της τελετουργικής κίνησης787 με τους

δημόσιους χώρους και τα οικοδομήματα, η ταυτότητα του αστικού χώρου788 και

780 Berger, «Altstadt von Byzanz». Barsanti, «Bisanzio romana». Gyuzelev, West Pontic Coast, 151-179,
281-291.
781 Mango, «Sévère». Pont, «Septime Sévère».

782 Łajtar, Inschriften.

783 Γκουτζιουκώστας Α. Ε., Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες). Τα κοσμικά

δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 37,
Θεσσαλονίκη 2004.
784 Δρακούλης Δ.Π., «Η Αστική Οργάνωση της Κωνσταντινούπολης στην Πρώιμη Βυζαντινή

Περίοδο», Κείμενα Εργασίας 8 (2011), 5-48. Drakoulis D.P., «The Functional Organization of Early
Byzantine Constantinople, according to the Notitia Urbis Constantinopolitanae», στο Korres Th. et als
(επιμ.), Openness. Studies in Honour of Vasiliki Papoulia, Θεσσαλονίκη 2012, 153-183. Δρακούλης Δ.Π.,
«Η αστική οργάνωση της πρώιμης Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με τη Notitia Urbis
Constantinopolitanae», Μνημείο & περιβάλλον 12 (2015), 39-65.
785 Thomov I. – Ilieva A., «The shape of the market: mapping the Book of the Eparch», BMGS 22 (1998),

105-116. Mundell Mango M.M., «The Commercial Map of Constantinople», DOP 54 (2000), 189-207.
Magdalino P., «The Maritime Neighborhoods of Constantinople: Commercial and Residential
Functions, Sixth to Twelfth Centuries», DOP 54 (2000), 209-226. Κυδωνόπουλος Β., «Περιοχές
εμπορικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων στην Κωνσταντινούπολης κατά την πρώιμη
παλαιολόγεια περίοδο (1261-1328)», στο Motos Guirao-Morfakidis Filactós, Constantinopla Ι, 269-284.
786 Dagron G., «”Ainsi rien n’échappera à la réglementation’’. État, Église, corporations, confréries: à

propos des inhumations à Constantinople (IVe-Xe siècle)» στο Kravari V. - Lefort J. - Morisson C.
(επιμ.), Hommes et richesses dans l’Empire byzantin, II. VIIIe – XVe siècle, Παρίσι 1991, 153-182. Çetinkaya
H., «Tarihi ve arkeolojik verilere göre Ayasofya’daki Türk dönemi öncesi mezarlar (Pre-Turkish burials
in Hagia Sophia according to historical and archaeological data)», AMY 13 (2010), 250-256.
787 Bompaire J., «La ville de Constantinople vue à travers le Livre des Cérémonies», στο Poirion D. (επιμ.),

Jérusalem, Rome, Constantinople: l’image et le mythe de la ville au Moyen Age, Colloque du Département
d’Etudes Médievales de l’Université de Paris-Sorbonne (Paris IV), Cultures et Civilisations médievales
5, Παρίσι 1986, 235-247. Bauer, «Urban Space». Berger A., «Imperial and Ecclesiastical Processions in
Constantinople», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 73-87. Brubaker L., «Topography and the
creation of public space in early medieval Constantinople», στο De Jong M. - Theuws F. - Van Rhijn C.,
Topographies of Power in the Early Middle Ages, Λέιντεν - Βοστώνη - Κολωνία 2001, 31-43. Berger A.,
«Straßen und Plätze in Konstantinopel als Schauplätze von Liturgie», στο Warland, Bildlichkeit, 9-19.
Diefenbach S., «Zwischen Liturgie und civilitas. Konstantinopel im 5. Jahrhundert und die Etablierung
eines städtischen Kaisertums», στο Warland, Bildlichkeit, 21-49. Dagron, Emperor and Priest, 85-124. Bauer
F.A., «Stadtverkehr in Konstantinopel. Die Zeremonialisierung des Alltags», στο Mertens D. (επιμ.),
Stadtverkehr in der antiken Welt, Palilia 18, Βισμπάντεν 2008, 193-211. Andrade N., «The Processions of
John Chrysostom and the Contested Spaces of Constantinople», JECS 18 (2010), 161-189. Brubaker L.,
«Processions and Public Spaces in Early and Middle Byzantine Constantinople», στο Ödekan-
Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 123-127.
788 Lagopoulos A.Ph., «Subjectivist historical geography and semiotics. The case of Constantinople», στο

Δημητριάδης Ε.Π. – Λαγόπουλος Α.Φ. – Τσότσος Γ. (επιμ.), Ιστορική γεωγραφία: δρόμοι και κόμβοι
της Βαλκανικής από την αρχαιότητα στην ενιαία Ευρώπη/Historical Geography: Roads and
Crossroads of the Balkans from Antiquity to the European Union, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου

143
των μνημείων του. Μελέτες συγκριτικές παραβάλλουν ζητήματα ιστορικά,

τοπογραφικά, πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά της Κωνσταντινούπολης789 με τη

Ρώμη και άλλες μεγάλες πόλεις του αρχαίου κόσμου. Εργασίες συνθετικές

εξακολουθούν να επικαιροποιούν τα νεότερα δεδομένα γύρω από την

τοπογραφία790 και τα μνημεία της Πόλης791, αλλά η πρόοδος της αρχαιολογικής-

τοπογραφικής έρευνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει, ακόμη,

αποτυπωθεί σε κάποια συγκεντρωτική μελέτη.792

Κατά την τελευταία ερευνητική περίοδο η υποχώρηση και ο περιορισμός

της ανασκαφικής δραστηριότητας επηρέασαν αρνητικά την πρόοδο της

τοπογραφικής αποτύπωσης των αρχιτεκτονικών λειψάνων του μνημειακού

κέντρου793, με αποτέλεσμα να μην διαθέτουμε ακόμη και σήμερα ένα γενικό

τοπογραφικό διαγράμμα με μετρήσεις ακριβείας και ψηφιακή σχεδίαση.794 Από

Ιστορικής Γεωγραφίας (Θεσσαλονίκη 25-27.09.1995), Θεσσαλονίκη 1998, 23-32. Ousterhout, «Urban


Identity». Ousterhout R., «Sacred Geographies and Holy Cities: Constantinople as Jerusalem», στο
Lidov A. (επιμ.), Hierotopy: The Creation of Sacred Spaces in Byzantium and Medieval Russia, Μόσχα 2006,
98-116.
789 Brun R., «An Urban Design Imported from Rome to Constantinople - New Rome», στο Piltz E.

(επιμ.), Bysans och Norden, Ουψάλα 1989, 203-217. Bauer, Stadt. Mundell Mango M.M., «The Porticoed
Street at Constantinople», στο Necipoğlu, Byzantine Constantinople, 29-51. Van Dam, Rome and
Constantinople. Grig-Gavin, Two Romes. Malmberg S., «Triumphal Arches and Gates of Piety at
Constantinople, Ravenna, and Rome», στο Birk S. - Kristensen T.M. - Poulsen B. (επιμ.), Using Images in
Late Antiquity, Οξφόρδη 2014, 150-189.
790 Batur A. (επιμ.), Dünya Kenti Istanbul/Istanbul-World City, Κωνσταντινούπολη 1996. Freely J.,

Istanbul. The imperial city, Λονδίνο 1996. Petridis, «Constantinopla». Berger A., «Konstantinopel»,
Reallexikon für Antike und Christentum 21 (2006), 435-483. Yerasimos S., Constantinople. De Byzance à
Istanbul, Παρίσι 2000. Harris J., Constantinople: Capital of Byzantium, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 2007.
Schreiner P., Konstantinopel. Geschichte und Archäologie, Μόναχο 2007. Yerasimos S., Constantinople.
Istanbul’s Historical Heritage, Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια 2007. Cassanelli, Byzance. Velmans, Byzance. Berger A.,
Konstantinopel. Geschichte, Topographie, Religion, Antike und Christentum 3, Στουτγκάρδη 2011.
Σημειώνουμε ακόμη την αναμένομενη εδώ και χρόνια έκδοση της νέας μελέτης του καθηγητή C.
Mango με τίτλο: Late Antique and medieval Constantinople, AD 195–1204, η οποία εξαγγέλλεται στην
επίσημη ιστοσελίδα του καθηγητή, βλ. http://byzstud.history.ox.ac.uk//senior_members/mango_cyril.
html στον ιστοχώρο για τις σπουδές της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου στην
Οξφόρδη.
791 Freely J.-Çakmak A.S., Byzantine Monuments of Istanbul, Κέιμπριτζ 2004. Verzone P., Palazzi e domus

dalla tetrarchia al VII secolo, Bibliotheca archaeologica 46, Ρώμη 2011, 85-167.
792 Τελευταίο εγχείρημα παραμένει μέχρι σήμερα η εργασία του Müller-Wiener, Bildlexikon. Στη

σημαντική εργασία του Bardill, Brickstamps I-ΙΙ, παρουσιάζονται τα ανασκαφικά δεδομένα πολλών
αρχαιολογικών ερευνών της Κωνσταντινούπολης και αναθεωρούνται οι χρονολογήσεις τους με
βάση τη μελέτη των ενσφράγιστων πλίνθων.
793 Μόνο δύο τοπογραφικά διαγράμματα που δημοσιεύει ο J. Bardill αξίζει να αναφερθούν, βλ.

Bardill, «Palace of Lausus», 70, εικ. 2 (εικ. 3) και Bardill, Brickstamps, 65, εικ. 6 (εικ. 64).
794 Εξαίρεση αποτελούν οι αποτυπώσεις των αρχιτεκτονικών ευρημάτων των νεότερων τουρκικών

ανασκαφών στο Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο και τις Φυλακές, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 688-689, αλλά
δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί πλήρως, ούτε έχουν ενταχθεί στο γενικό τοπογραφικό διάγραμμα
του μνημειακού κέντρου, προκειμένου να αξιοποιηθούν ερευνητικά.

144
την άλλη πλευρά, τα τοπογραφικά διαγράμματα αντικαταστάθηκαν σε

πρόσφατες δημοσιεύσεις795 από τρισδιάστατες ψηφιακές απεικονίσεις

μεμονωμένων μνημείων και τμημάτων του πολεοδομικού ιστού της βυζαντινής

Πόλης, που σχεδιάστηκαν ψηφιακά από τον A. Tayfun Öner796 (εικ. 65). Παρά τον

αληθοφανή και εντυπωσιακό οπτικά χαρακτήρα τους, οι απεικονίσεις αυτές

λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, καθώς συμπληρώνουν εξ ανάγκης τα κενά

της αρχαιολογικής έρευνας με αυθαίρετες αποκαταστάσεις. Σημαντικές

συμβολές στη μελέτη της τοπογραφίας αποτελούν οι εκδόσεις των

χαρτογραφικών αποτυπώσεων της Κωνσταντινούπολης797 από το 1453 μέχρι το

1922 και του ασφαλιστικού χάρτη του Jacques Pervititch798, καθώς αποτυπώνουν

την εξέλιξη του πολεοδομικού ιστού της Kostantiniyye-Istanbul.

Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η διοργάνωση

επιστημονικών συναντήσεων αφιερωμένων ειδικά στη βυζαντινή

Κωνσταντινούπολη και τα μνημεία της, που συνοδεύτηκαν από την έκδοση

πρακτικών με σημαντικές ερευνητικές συμβολές. To έτος 1991

πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ένα συμπόσιο σχετικά με τις

τουρκοαυστριακές έρευνες και εργασίες συντήρησης στα ψηφιδωτά του

Μεγάλου Παλατίου. 799 Το 27ο Ανοιξιάτικο Συμπόσιο Βυζαντινών Σπουδών800

στην Οξφόρδη το έτος 1993 διαπραγματεύτηκε τη σχέση της Πόλης με την

ενδοχώρα της. Το Συνέδριο της Βέρνης του έτους 1994 αφιερώθηκε στην ιστορία

και την αρχιτεκτονική της Αγίας Σοφίας.801 Το Συμπόσιο του Dumbarton Oaks του

έτους 1998 αφιερώθηκε στην κατασκευή της Πόλης.802 To έτος 1999 έλαβε χώρα

στην Πόλη ένα διεθνές συνέδριο σχετικά με τα μνημεία, την τοπογραφία και την

καθημερινή ζωή στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη.803

795 Ενδεικτικά βλ. Kostenec, Walking thru Byzantium. Pitarakis, Hippodrom/Atmeydani. Denker, Byzantine
Palaces. Bardill, Constantine.
796 Tayfun Öner A., Hippodrome of Byzantium, Κωνσταντινούπολη 2010.

797 Yetişkin Kubilay A. (επιμ.), Maps of Istanbul 1422-1922, Κωνσταντινούπολη 2010.

798 Ersoy S. - Anadol Ç. (επιμ.), Jacques Pervitich Sigorta Haritalarinda Istanbul/Istanbul in the Insurance

Maps of Jacques Pervitich, Κωνσταντινούπολη 2001.


799 Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue Forschungen.

800 Mango-Dagron, Constantinople.

801 Hoffman, Hagia Sophia.

802 «Constantinople: The Fabric of the city». Οι ανακοινώσεις δημοσιεύτηκαν στον τόμο DOP 54 (2000),

157-264.
803 Necipoğlu, Byzantine Constantinople.

145
Παράλληλα με τη συνεχόμενη αύξηση του επιστημονικού ενδιαφέροντος

διοργανώθηκαν και οι πρώτες μεγάλες Εκθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων

δημοσιεύτηκαν κατάλογοι με ερευνητικές συμβολές. Tο έτος 1998 εγκαινιάστηκε

η νέα πτέρυγα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης, στον

πρώτο όροφο της οποίας εκτέθηκαν πολύ σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα σε

τοπογραφικές ενότητες από το αρχαίο Βυζάντιο και τη βυζαντινή

Κωνσταντινούπολη υπό τον τίτλο: «Istanbul through the Ages». Κατά τα έτη 2002

και 2003 έλαβαν χώρα δύο εκθέσεις, στη Ραβέννα804 και τους Τρεβήρους805

αντίστοιχα, με θέμα τα ανακτορικά συγκροτήματα της ύστερης αρχαιότητας και

τη σχέση τους με το Μεγάλο Παλάτιο. Το έτος 2009 εγκαινιάστηκε στο Παρίσι

μία μεγάλη διεθνής Έκθεση με θέμα τη διαχρονική ιστορία της Πόλης.806 Την

επόμενη χρονιά, διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη το 2ο Συμπόσιο Βυζαντινών

Σπουδών στη μνήμη της Sevgi Gönül με θέμα τα Βυζαντινά Ανάκτορα της

Πόλης.807 Στο πλαίσιο του Συμποσίου εγκαινιάστηκε μία Έκθεση808 με το ίδιο

θέμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πόλης. Παράλληλα το ίδιο έτος, δύο ακόμη

σημαντικές Εκθέσεις έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, η πρώτη στο

Μουσείο του Πέραν αφιερωμένη στην ιστορία, αρχαιολογία, λειτουργία και τον

μνημειακό διάκοσμο του Ιπποδρόμου809 κατά τη βυζαντινή και οθωμανική

περίοδο και η δεύτερη στο Μουσείο Sakip Sabanci με θέμα τη διαχρονική ιστορία

της Πόλης. 810 Η πιο πρόσφατη μεγάλη Έκθεση, που διοργανώθηκε το έτος 2013

από τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης με θέμα τα ναυάγια

από το λιμένα του Θεοδοσίου 811, επιβεβαίωσε το μεγάλο ενδιαφέρον της

επιστημονικής κοινότητας για τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα στην

περιφέρεια της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης.

804 Augenti A. (επιμ.), Palatia. Palazzi imperiali tra Ravenna e Bisanzio, Κατάλογος Έκθεσης (Ραβέννα
14.10.2002-04.01.2003), Φεράρα 2002.
805 König-Bolognesi-Riemer, Palatia.

806 Ölçer-Eldem, De Byzance à Istanbul.

807 Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court.

808 Denker, Byzantine Palaces.

809 Pitarakis-Işin, Hippodrom/Atmeydanı, Ι-ΙΙ.

810 Anadol, From Byzantium to Istanbul.

811 Kiziltan-Baran Çelik, Shipwrecks of Yenikapi.

146
Β.1.4. Διαπιστώσεις

Το μνημειακό κέντρο αποτέλεσε διαχρονικά το επίκεντρο της αρχαιολογικής και

τοπογραφικής έρευνας της Κωνσταντινούπολης. Η μελέτη του εξελίχθηκε

παράλληλα με τις ιστορικές περιπέτειες και διαδρομές του ύστερου οθωμανικού

κράτους και της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας. Πολιτικές αποφάσεις

επηρέασαν την εξέλιξη της έρευνας αυτής· την προώθησαν, όπως οι


αναστηλωτικές εργασίες στην Αγία Σοφία από τους Fossati812 και η μετατροπή

της σε Μουσείο από τον Κεμάλ Ατατούρκ ή την εμπόδισαν, όπως η εγκατάλειψη

του σχεδίου για το Αρχαιολογικό Πάρκο813 και η καταστροφή σημαντικών

μνημειακών λειψάνων κατά την υλοποίηση μεγαλόπνοων αστικών σχεδιασμών:

κατασκευή Πανεπιστημίου814 (Παλαιό Δικαστικό Μέγαρο), Σιδηροδρομικής

γραμμής Orient Express815, Παλαιών Φυλακών816 (Four Seasons Hotel), Νέου

Δικαστικού Μεγάρου 817 (εικ. 25). Το κεντρικό πρόβλημα είναι πως η έρευνα των

βυζαντινών αρχαιοτήτων εμπλέκεται σε βασικά ζητήματα ιδεολογίας και


ταυτότητας818 για την Τουρκική Δημοκρατία, τα οποία μέχρι πρόσφατα δεν

επέτρεψαν τη θετική αντιμετώπισή της. Η πρόσφατη διαχείριση των

αρχαιολογικών ευρημάτων στον λιμένα του Θεοδοσίου στο Yenikapi κατέδειξε

ότι στην τουρκική κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μία διαδικασία


επανεκτίμησης και οικειοποίησης του βυζαντινού παρελθόντος, ως σημαντικής

παρακαταθήκης της εγχώριας πολιτιστικής κληρονομιάς819, καθώς ολοένα και

περισσότερο γίνεται κατανοητή η βαρύνουσα σημασία του.

Σήμερα, 160 χρόνια μετά την πρώτη ανασκαφή στη Στήλη των Όφεων820,
μπορούμε να αποτιμήσουμε συνολικά ότι η αρχαιολογική έρευνα του

812 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 511.


813 Bλ. ανωτέρω, υποσημ. 485-487.
814 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 476.

815 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 519.

816 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 523.

817 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 489.

818 Dilsiz, Byzantine Heritage, 22-32. Altinyildiz, «Architectural Heritage».

819 Εντούτοις, δεν έχει ακόμη γεφυρωθεί η ιδεολογική προκατάληψη για το βυζαντινό παρελθόν,

γεγονός που τονίζεται συνεχώς από την αποσιώπηση της ρωμαίικης ονομασίας
«Κωνσταντινούπολη» και της αραβικής «Kostantiniyye», καθώς και από τη συστηματική προβολή
του όρου «Istanbul» στις προ-Τουρκικές περιόδους της ιστορίας της Πόλης, ακόμη και στις νεότερες
δημοσιεύσεις της τουρκικής αρχαιολογικής κοινότητας.
820 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 513.

147
μνημειακού κέντρου είχε κυρίως ευκαιριακό, αποσπασματικό, σωστικό

χαρακτήρα και ελλιπή τεκμηρίωση. Η εγκατάλειψη του σχεδίου για το

αρχαιολογικό πάρκο υπήρξε το μεγάλο στοίχημα που έχασε η

Κωνσταντινούπολη821, την ίδια εποχή που η Αθήνα822 και η Ρώμη823 προχωρούσαν

στη συστηματική διερεύνηση των δικών τους αρχαίων μνημειακών κέντρων.

Παρά τις φιλοδοξίες, λιγοστές υπήρξαν οι αρχαιολογικές έρευνες824 με σαφείς

επιστημονικούς στόχους, ικανοποιητική για την εποχή τους τεκμηρίωση και

τελική δημοσίευση, οι οποίες περιορίστηκαν σε μικρές επιφάνειες του κεντρικού

δημόσιου αστικού χώρου. Μολονότι προσέφεραν πολύτιμες ματιές στα

μνημειακά κατάλοιπα της βυζαντινής Πόλης, οι απαντήσεις που παρείχαν σε

τοπογραφικά, κυρίως, ζητήματα υπήρξαν λιγότερες από τα ερωτήματα που

δημιούργησαν.

Το μεγαλύτερο μέρος των αρχιτεκτονικών λειψάνων που ήλθαν στο φως

οφείλεται στην ανεξέλεγκτη εκσκαφική δραστηριότητα στο πλαίσιο δημόσιων

και ιδιωτικών οικοδομικών έργων. Τα λείψανα αυτά τεκμηριώθηκαν

ανεπαρκώς825 ή παρέμειναν τελείως ατεκμηρίωτα και συχνά καταστράφηκαν. Σε

821 Για τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει αυτή η προοπτική, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 575. Για την
απογοήτευση βλ. Mango C. - Lavin I., «The Great Palace of the Byzantine Emperors», ABull 42 (1960),
67-73, κυρίως 70: «The Walker Trust excavations closed in 1955 and no further archaeological
exploration of the Great Palace is likely to occur in the immediate future. The hope, entertained before
the Second World War, of turning this whole area into an archaeological park, like the Athenian Agora
or the Roman Forum, appears to have been abandoned. This is a sad conclusion to great expectations;
for the fact that most clearly emerges from the Second Report is that the archaeological study of the
Palace has barely begun».
822 Η αρχαιολογική έρευνα στην αρχαία Αγορά των Αθηνών ξεκίνησε από την Αμερικανική

Αρχαιολογική Σχολή Κλασικών Σπουδών στις 25 Μαΐου 1931 παράλληλα με ένα σημαντικό
πρόγραμμα απαλλοτριώσεων, βλ. Leslie Shear T., «The Progress of the First Campaign of Excavation
in 1931», Hesperia 2.2 (1933), 96-109.
823 Για την εντατική ανασκαφική δραστηριότητα στο μνημειακό κέντρο της Ρώμης την ίδια περίοδο,

βλ. Carettoni G., «Excavations and Discoveries in the Forum Romanum and on the Palatine during the
Last Fifty Years», JRS 50 (1960), 192-203. Ενδεικτικά, για την ιδεολογική σύνδεση του φασιστικού
καθεστώτος με την αρχαία Ρώμη από διθυραμβική σκοπιά, βλ. Scott K., «Mussolini and the Roman
Empire», CJ 27 (1932), 645-657.
824 Ξεχωρίζουν οι έρευνες των Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste (Μεγάλο Παλάτιο-Ιππόδρομος,

1918/1932). Casson, Preliminary Report και Casson-Talbot Rice, Second Report (Ιππόδρομος-Θέρμες
Ζευξίππου, 1927/1928). Schneider, Grabung (Αίθριο Αγίας Σοφίας, 1935). Brett-Macaulay- Stevenson,
Great Palace και Talbot-Rice, Great Palace (Μεγάλο Παλάτιο, 1935-1938, 1952-1954). Οι δημοσιεύσεις
των υπόλοιπων ανασκαφικών ερευνών στην περιοχή του μνημειακού κέντρου παραμένουν στο
επίπεδο ανασκαφικών εκθέσεων. Από τις νεότερες έρευνες στην περιοχή του Παλαιού Δικαστικού
Μεγάρου ξεχωρίζουν οι δημοσιεύσεις των Pasinli, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 688-9 και Girgin, «Porte
Monumentale».
825 Η μερική τεκμηρίωσή τους οφείλεται στο ακούραστο προσωπικό ενδιαφέρον του Ε. Mamboury

και αποτυπώθηκε σε τρία πολύτιμα άρθρα-χρονικά των ευρημάτων της ανασκαφικής και

148
ελάχιστες μόνο περιπτώσεις οι εκσκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν ως σωστικές

ανασκαφές826, αλλά χωρίς ουσιαστική δυνατότητα τεκμηρίωσης

στρωματογραφικών δεδομένων και οικοδομικών φάσεων. Αυτό το είδος

ανασκαφικής-εκσκαφικής δραστηριότητας δυσχέρανε τη σύνδεση των

αρχαιολογικών ευρημάτων με την τοπογραφική έρευνα και ευθύνεται για τη

διαμόρφωση τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων, όπου τα αρχιτεκτονικά λείψανα

αποτυπώνονται ως νησίδες σε ένα απροσδιόριστο μνημειακό τοπίο.827 Η

κατάσταση αυτή άλλαξε τις δύο τελευταίες δεκαετίες με τις σημαντικές

ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου και του

κήπου των Παλαιών Φυλακών καθώς και τον έλεγχο της εκσκαφικής

δραστηριότητας που διέσωσε σημαντικές αρχαιότητες. Η τελική δημοσίευση

αυτών των εργασιών θα προσφέρει πολύ σημαντικά στοιχεία και θα προσθέσει

νέες κατόψεις μνημειακών συγκροτημάτων στο τοπογραφικό διάγραμμα του

μνημειακού κέντρου.

Τα ερευνητικά κενά που άφησε αναπάντητα στην κάτοψη του κεντρικού

δημόσιου χώρου ο αποσπασματικός χαρακτήρας της ανασκαφικής

δραστηριότητας επιχείρησε να αναπληρώσει η τοπογραφική έρευνα. Η μελέτη

των πηγών σχετικά με την οικοδομική ιστορία των μνημείων και τις

λειτουργικές-εθιμοτυπικές δραστηριότητες που φιλοξένησαν, η έρευνα γύρω

από τη μνημειακή αρχιτεκτονική, η μελέτη των τοπογραφικών,

γεωμορφολογικών δεδομένων, των σχεδιαστικών αποτυπώσεων της οθωμανικής

περιόδου και των αρχαιολογικών ευρημάτων αξιοποιήθηκαν, προκειμένου να

χωροθετηθούν ακριβέστερα τα μνημεία και να ταυτιστούν τα αρχιτεκτονικά

λείψανα που ήλθαν στο φως. Η σύνθετη και μακροχρόνια αυτή διαδικασία είχε

πολλά θετικά αποτελέσματα, αλλά γρήγορα φάνηκε ότι δεν θα μπορούσε να

δώσει οριστικές απαντήσεις, χωρίς ανασκαφική επιβεβαίωση.

εκσκαφικής δραστηριότητας στην Πόλη, βλ. Mamboury, «Fouilles Byzantines» I-ΙΙΙ. Οι χειρόγραφες
σημειώσεις και τα πρόχειρα σχέδια των επιτόπιων παρατηρήσεών του συνθέτουν το «Αρχείο Ε.
Mamboury», που φυλάσσεται στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης
(DAI Istanbul).
826 Όπως στην περίπτωση του Παλατίου του Αντιόχου, βλ. ανωτέρω σημ. 583-584 και 590.

827 Χαρακτηριστικά βλ. τους χάρτες του Mamboury του έτους 1932 (εικ. 28) και του Bardill του έτους

1997 (εικ. 3) και 2004 (εικ. 64).

149
Η τελευταία ερευνητική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη

άνθιση σε πεδία, κατευθύνσεις και συμβολές της τοπογραφικής μελέτης του

μνημειακού κέντρου. Η έρευνα στράφηκε σε νέες κατευθύνσεις, όπως τη σχέση

αρχιτεκτονικής μορφής και διακόσμου με τη λειτουργική χρήση, τη σχέση

τελετουργικής κίνησης με τη διαμόρφωση των δημόσιων χώρων και

οικοδομημάτων, τις οπτικές σχέσεις και βιωματικές προσλήψεις των μνημείων,

τη λειτουργική οργάνωση και την ταυτότητα του αστικού χώρου, ζητήματα

ιδεολογικού και συμβολικού χαρακτήρα. Εφαρμόστηκαν νέες μεθοδολογικές

προσεγγίσεις, όπως οι συγκριτικές μελέτες, που επωφελήθηκαν από την πρόοδο

της αρχαιολογικής έρευνας σε ανάλογα μνημεία, αστικά τοπία και λειτουργικά

ζητήματα, καθώς και οι διεπιστημονικές προσεγγίσεις που αξιοποίησαν κυρίως

τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες σε ζητήματα οπτικών σχέσεων και

απεικονίσεων μνημειακών τοπίων. Παράλληλα, σε αντιστάθμισμα των

περιορισμών της ανασκαφικής δραστηριότητας, υλοποιήθηκαν έρευνες πεδίου

στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και στο συγκρότημα της Αγίας Σοφίας,

που προσέγγισαν τα αρχιτεκτονικά λείψανα κυρίως με βάση κριτήρια

τοπογραφικά. Το εφαλτήριο της ερευνητικής ανανέωσης και συγχρόνως το

κορυφαίο πεδίο της τοπογραφικής έρευνας υπήρξε η μελέτη της εξέλιξης του

πολεοδομικού οργανισμού της Κωνσταντινούπολης, η οποία καθορίζει ακόμη σε

μεγάλο βαθμό την αντίληψή μας για το μνημειακό τοπίο της βυζαντινής Πόλης.

Ωστόσο, πλέον, γίνονται όλο και περισσότερο κατανοητές οι εγγενείς

μεθοδολογικές αδυναμίες της.828

828Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λιμένα του Θεοδοσίου (Yenikapi). Η ανασκαφική


έρευνα έφερε εκεί στο φως 37 ναυάγια πλοίων, που αποδεικνύουν ότι η εμπορική δραστηριότητα
του λιμανιού συνεχίστηκε από τον 5ο μέχρι και τον 10ο-11ο αιώνα, βλ. Kocabaş, «Yenikapı». Asal R.,
«Yenikapı Excavations and Trade in İstanbul in Antiquity», στο Kiziltan-Baran Çelik, Shipwrecks of
Yenikapi, 7-10. Kocabaş U., «Life at the Theodosian Harbour, Wreks and a rapid Silting», στο Kocabaş,
Yenikapi Shipwrecks, 25-36. και ο ίδιος, «Istanbul University Yenikapi Shipwrecks Project: The Ships»,
στο Kocabaş, Marmara-Metro Salvage excavations, 23-33. Οι ανακαλύψεις αυτές ανατρέπουν μέρος των
συμπερασμάτων και των ποσοτικών μετρήσεων της μελέτης του Mango, Développement urbain, 51-62
σχετικά με την παρακμή του αστικού οργανισμού της Πόλης, που βασίστηκε ανάμεσα σε άλλα
επιχειρήματα και στη σταδιακή επίχωση και εγκατάλειψη του λιμένος του Θεοδοσίου, ήδη από τον
6ο-7ο αιώνα, ο οποίος δεν απαντά πλέον στις πηγές. Παράλληλα εντοπίστηκαν τμήματα
οχυρωματικού περιβόλου, τα οποία με βάση τα κατασκευαστικά τους στοιχεία και αναλύσεις
δενδροχρονολόγησης χρονολογήθηκαν στον τέταρτο αιώνα, κατά τη βασιλεία του μεγάλου
Κωνσταντίνου, βλ. Ercan A., Yenikapi, A Late Antique and Byzantine Harbor in Constantinople: A Historical,
Archaeological and Architectural Study of the Newly Discovered Remains. Μεταπτυχιακή Διατριβή
υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο Koç, Κωνσταντινούπολη 2010, 110-111. Magdalino P., «The Harbors

150
Σήμερα, μολονότι αρκετά τμήματα της κάτοψης του μνημειακού κέντρου

έχουν σχεδόν αποκατασταθεί, η συνολική εικόνα παραμένει θολή. Εκτός από τα

ιστάμενα μνημεία, την Αγία Σοφία, την Αγία Ειρήνη και τη Βασιλική Κινστέρνα,

γνωρίζουμε τη θέση και την κάτοψη μόνο του Παλατίου του Αντιόχου και του

«Λαύσου»829, της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων830, και του Ιπποδρόμου.831

Είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι έχει ανασκαφεί μικρό τμήμα των Θερμών του

Ζευξίππου832, αλλά αγνοούμε την κάτοψη και τις διαστάσεις του μνημείου.

Γνωρίζουμε κατά προσέγγιση τη χάραξη της Μέσης Οδού833 και έχουμε εντοπίσει

τμήμα της νότιας Στοάς834 της, αλλά αγνοούμε το ακριβές πλάτος και τη σχέση

της με το Μίλιον και τη Χαλκή Πύλη. Πιθανώς η τελευταία, όπως και τα λείψανα

του ναού του Χριστού, αποκαλύφθηκαν κατά τις πρόσφατες ανασκαφές στη

θέση του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου835, αλλά αυτό δεν μπορεί ακόμη να

επιβεβαιωθεί οριστικά. Γνωρίζουμε τη θέση και υπολογίζουμε κατά προσέγγιση

τις διαστάσεις της Βασιλείου Στοάς836, όπως κατά προσέγγιση χωροθετούμε το

Αυγουσταίο837, τη Σύγκλητο838, το Μίλιον839, τον Πατριαρχικό Οίκο840, τον Άγιο

of Byzantine Constantinople», στο Kiziltan - Baran Çelik, Shipwrecks of Yenikapi, 13-15. Ωστόσο ο
Mango, Développement urbain, 25, σημ. 12, είχε παρουσιάσει ενδείξεις για τη χρονολόγηση των
παραθαλάσσιων τειχών από την εποχή του Θεοδοσίου Β’ μέχρι και μετά τη βασιλεία του Θεοφίλου.
Ύστερα από αυτές τις ανακαλύψεις ο Magdalino, Studies, εισαγωγή, xii σημείωσε: «these discoveries
demonstrate that very little can be concluded from the silence of the written sources on any aspect of
urban topography».
829 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 601.

830 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 603.

831 Για τα νεότερα δεδομένα της έρευνας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 713.

832 Για τα ανασκαφικά ευρήματα βλ. ανωτέρω, υποσημ. 298, 567, 570, 593. Για την τοπογραφική

έρευνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 637, 750.


833 Χάρη στην ανεύρεση των αγωγών υδροδότησης και αποχέτευσης, βλ. Mamboury, «Fouilles

Byzantines» I, 253. Ακόμη βλ. Firatli-Ergil, «Milion Sounding» για την ανεύρεση αγωγού της Μέσης
κατά τη λεγόμενη «ανασκαφή του Μιλίου». Για την Οδό, βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 269-270. Ο
Cerasi, «Divanyolu», 193, σημ. 14 θεωρεί ότι η διαδρομή της σημερινής οδού έχει μετατοπιστεί
περίπου 10-15 μ. νότια της Βυζαντινής Μέσης.
834 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 601.

835 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 690.

836 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 574. Για τις διαστάσεις, βλ. Guilland, «Basilique», 102. Mango, Brazen House,

49.
837 Κατά καιρούς έχει προταθεί η σύνδεση διαφόρων αρχιτεκτονικών λειψάνων με τα περιμετρικά

όρια του Αυγουσταίου, βλ. Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, 35, πίν. XC και XCI. Mamboury,
«Fouilles Byzantines» I, 237. Mamboury, «Νouvel élément», 60-61. Mango, Brazen House, 42-43. Eyice,
«“Arslanhane”», 141-142, εικ. 1-3. Dirimtekin, «Augusteum», 31-34, 80. Πασαδαίος, Πατριαρχικός
Οίκος, 48-49, πίν. 1. Bardill, «Palace of Lausus», 83, σημ. 67.
838 Για τα αρχιτεκτονικά λείψανα που έχουν συνδεθεί με το μνημείο βλ. Mamboury-Wiegand,

Kaiserpaläste, 35-37, πιν. XCI. Για τη χρονολόγησή τους βλ. Bardill, Brickstamps, 147-149. Για την
έρευνα γύρω από την Σύγκλητο, βλ. ανωτέρω σημ. 749.

151
Ιωάννη Διιππίου841, αγνοώντας την κάτοψη και τις διαστάσεις τους. Στο

εσωτερικό του Μεγάλου Παλατίου η ταύτιση των ορατών και των

αποκαλυφθέντων αρχιτεκτονικών λειψάνων εξακολουθεί να είναι αβέβαιη, ενώ

μετά από ογδόντα χρόνια έρευνας ανοικτή παραμένει η ακριβής χρονολόγηση

των περίφημων ψηφιδωτών δαπέδων.842 Επιπλέον, αγνοούμε ακόμη την ακριβή

χρονολόγηση της αρχικής φάσης του Ιπποδρόμου, όπως και των Θερμών του

Ζευξίππου843, ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για τη διαδικασία διαμόρφωσης

του κεντρικού δημόσιου χώρου της Πόλης.

Με δεδομένη αυτή την κατάσταση στην ανασκαφική και τοπογραφική

έρευνα του μνημειακού κέντρου καθίσταται ζήτημα πρωτεύουσας σημασίας η

αξιοποίηση όλων των ανεκμετάλλευτων δεδομένων και προσεγγίσεων, που

μπορούν να συμπληρώσουν και να εμβαθύνουν τη γνώση μας σε αυτό. Κατά την

άποψή μας, κεντρική θέση σε αυτή τη διαδικασία οφείλει να καταλάβει μία πολύ

σημαντική ερευνητική διάσταση, η οποία μπορεί να διαφωτίσει άγνωστες πτυχές

της διαδικασίας τοπογραφικής διαμόρφωσης και συμβολικής σύνθεσης του

μνημειακού κέντρου. Μέσα από τον πλούτο των μεθοδολογικών προσεγγίσεων

και ερευνητικών συμβολών, που παρουσιάσαμε στο κεφάλαιο αυτό, απουσιάζει

ένα απλό, αλλά πολύ ουσιαστικό ερώτημα: Γιατί το μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης προσέλαβε τη συγκεκριμένη τοπογραφική διαμόρφωση και

λειτουργική σύνθεση; Ωστόσο, την απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανώφελο

να την αναζητήσουμε στο «βυζαντινό» μέλλον της Πόλης. Η έρευνά μας θα

πρέπει να στραφεί προς το ελληνορωμαϊκό παρελθόν.

839 Η πρόταση των Firatli-Ergil, «Milion Sounding» για την ταύτιση της θέσης του Μιλίου δεν έχει
επιβεβαιωθεί. Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 636.
840 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 625, 725.

841 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 645, 757.

842 Ενδεικτική είναι η ποικιλία χρονολογήσεων σε όλο το εύρος της πρωτοβυζαντινής περιόδου που

αποτυπώνει ο πίνακας 1, τον οποίο δημοσίευσε ο Hellenkemper-Salies, «Die Datierung», 275


συγκεντρώνοντας τις προτεινόμενες χρονολογήσεις μέχρι το έτος 1987. Ο Jobst, «Palastmosaik»,
1089-1092 αξιοποιώντας τη μελέτη της κεραμεικής από την P. Turnovsky, που αποκαλύφθηκε κατά
τις τομές του έτους 1987, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 685 και 742 επιβεβαιώνει παλαιότερη πρόταση του
Talbot-Rice, «On the date» για μία χρονολόγηση των ψηφιδωτών γύρω στο έτος 530, λίγο πριν ή
μετά. Ο Bardill, Brickstamps, 134-147 επανεξετάζοντας τα ανασκαφικά δεδομένα, και μαζί με τον J.
Hayes τα κεραμεικά ευρήματα των βρετανικών ανασκαφών, βλ. Bardill-Hayes, «Excavations»,
θεωρεί ότι η δεύτερη φάση του δαπέδου του Περιστυλίου, στην οποία ανήκουν τα ψηφιδωτά,
κατασκευάστηκε αρκετά αργότερα, πιθανότερα στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα, βλ. Bardill,
Brickstamps, 146.
843 Για τον Ιππόδρομο και τις Θέρμες, αντίστοιχα βλ. ανωτέρω, υποσημ. 304-306 και 299-303.

152
Η αναζήτηση της «βυζαντινής» Κωνσταντινούπολης καθόρισε τις

διαδρομές που ακολούθησε η νεότερη τοπογραφική έρευνα. Οι διαδρομές αυτές

υπήρξαν μονοδιάστατες στην κατηγορία του χρόνου, καθώς, επιλέγοντας ως

αφετηρία κάποια δεδομένη χρονική στιγμή στο παρελθόν, είχαν πάντοτε φορά

προς το ιστορικό μέλλον. Αυτή η μονοσήμαντη προσέγγιση, όσο χρήσιμη και αν

υπήρξε, δεν επέτρεψε ποτέ τη σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τις

πολεοδομικές παραδόσεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου, που κληρονόμησε και

διαμόρφωσαν το αστικό της τοπίο. Η ισχυρή ροπή προς το μέλλον καταδιώκει

την ερευνητική σκέψη ακόμη και όταν μελετά την ίδρυση της Πόλης. Η

Κωνσταντινούπολη αντιμετωπίζεται ως μία εν δυνάμει «βυζαντινή» Πόλη, ήδη

από την ίδρυσή της, πρωτεύουσα μιάς αμάρτυρης «βυζαντινής» αυτοκρατορίας

και ενός λαού, που μολονότι αυτοαποκαλείται σε όλες τις πηγές και τα επίσημα

έγγραφα του ως «Ῥωμαίοι», μεταμορφώνεται στις νεότερες μελέτες, ακόμη και

στις μεταφράσεις των πηγών, σε «Byzantine».844 Όσο αδόκιμος υπήρξε ο όρος

«βυζαντινός»845, άλλο τόσο λειτούργησε ως ένα τεχνητό ιστορικό όριο που

απέκοψε την Κωνσταντινούπολη από τις Ελληνορωμαϊκές πολεοδομικές,

αρχιτεκτονικές, πολιτικές, ιστορικές, και θρησκευτικές παραδόσεις της.

Στο επίπεδο της τοπογραφίας, οι «βυζαντινολόγοι» ερευνητές δεν

διερεύνησαν την σύνδεση με τις αστικές παραδόσεις του αρχαίου κόσμου. Το

βασικό πολεοδομικό παρελθόν, που αναγνώρισε η τοπογραφική έρευνα στην

Πόλη υπήρξε ο περιορισμένος αστικός χώρος του ελληνορωμαϊκού Βυζαντίου846,

αλλά αυτό δεν στάθηκε ποτέ αρκετό, προκειμένου να ερμηνευτούν οι

ιδιαιτερότητες του πολεοδομικού εγχειρήματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου,

ούτε καν για να γίνουν κατανοητές. Η κύρια αστική παράδοση με την οποία

συσχετίστηκε επιδερμικά η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η παράδοση των

844 Χαρακτηριστικά βλ. Page G., Being Byzantine: Greek Identity before the Ottomans, Νέα Υόρκη 2008. Για
την παλαιότερη γνωστή «εξίσωση» του όρου «Ρωμαϊκός» με τον όρο «Βυζαντινός», βλ. Nicephori
Gregorae, Romanae, hoc est Byzantinae Historiae, Libri XI, Βασιλεία (Ελβετίας) 1562.
845 Ο δόκιμος όρος είναι: «Βυζαντιακός» ή «Βυζαντειανός», βλ. Αἴλιος Ἡρωδιανός, Περὶ

ὀρθογραφίας, στο Grammatici Graeci, III.2, 484.17-20: «Βυζάντιος τὸ ἐθνικὸν τοῦ Βύζας διὰ τοῦ ι, τὸ δὲ
κτητικὸν διὰ διφθόγγου. ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου. ἀπὸ δὲ τοῦ Βυζάντιος
Βυζαντία Βυζαντιακός. καὶ Βυζαντειανός διὰ διφθόγγου ὡς Ἡρακλειανός». Τη μαρτυρία του
επαναλαμβάνει ο Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικὰ, 386.12-17 (Β 190).
846 Berger, «Altstadt von Byzanz». Barsanti, «Bisanzio romana». Barsanti, «Constantinopoli». Mango,

«Sévère». Η πιο αξιόλογη προσπάθεια σύνδεσης του εγχειρήματος του Κωνσταντίνου με την
ελληνορωμαϊκή παράδοση ανήκει στον La Rocca, «Fondazione».

153
αυτοκρατορικών εδρών της Τετραρχικής περιόδου, αλλά αυτό περισσότερο

παραπλάνησε παρά διαφώτισε την έρευνα. Η βασική τοπογραφική σχέση, η

οποία επισημάνθηκε επιγραμματικά χωρίς να διερευνηθούν οι συνέπειές της

υπήρξε η γειτνίαση Παλατίου και Ιπποδρόμου.847 Από την άλλη πλευρά, οι

κλασικοί αρχαιολόγοι δεν μπήκαν στον κόπο να προσεγγίσουν την

Κωνσταντινούπολη υπό το φως της πολεοδομικής εξέλιξης του αρχαίου κόσμου,

καθώς για αυτούς η σκιά του «βυζαντινού» μέλλοντός της, την απογύμνωνε ήδη

από την ελληνορωμαϊκή λάμψη της. Οι μελέτες τους συνήθως τελειώνουν με μία

απλή αναφορά του ονόματός της, και όπου υπάρχει κάτι περισσότερο η Πόλη

αναγνωρίζεται σαφώς ως το τελευταίο μεγάλο εγχείρημα του ελληνορωμαϊκού

κόσμου.848

Μολονότι το επίκεντρο της τοπογραφικής έρευνας της

Κωνσταντινούπολης περιστρέφεται διαχρονικά γύρω από τα τρία μεγάλα

οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου, το Μεγάλο Παλάτιο, τον Ιππόδρομο και

την Αγία Σοφία, η ερευνητική προσέγγισή τους περιορίστηκε κυρίως στο πεδίο

του υλικού οργανισμού. Μόνο κατά την τελευταία περίοδο, όταν η έρευνα

εστίασε στο Μεγάλο Παλάτιο και διερευνήθηκαν ζητήματα λειτουργικής χρήσης

και τελετουργικής κίνησης, αναδείχτηκε η ύπαρξη μιάς διαλεκτικής σχέσης

ανάμεσα στο Ανάκτορο και το μνημειακό του περιβάλλον. Ωστόσο, η

τοπογραφική έρευνα γύρω από το Παλάτιο από την εποχή του Labarte και του

Πασπάτη μέχρι σήμερα έχει αναλωθεί κυρίως στην αποκατάσταση της

εσωτερικής διάταξης των αιθουσών και των χώρων, που αναφέρει το Περί

Βασιλείου Τάξεως. Η μονοδιάστατη προσέγγιση της Κωνσταντινούπολης ως

βυζαντινής πόλης δεν επέτρεψε ο χώρος του μνημειακού κέντρου να

αντιμετωπιστεί ως αυτό που πράγματι υπήρξε, δηλαδή το τελευταίο μεγάλο

ανακτορικό συγκρότημα του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

847 Για τη σύνδεση με την Τετραρχική παράδοση κυρίως λόγω της διαμόρφωσης του Ανακτόρου και
της σχέσης του με τον Ιππόδρομο, βλ. Frazer, «Maxentius’ buildings». Mango, Développement urbain,
23-24. Müller-Wiener, «Palast und stadt». Ćurčić, «Late-antique palaces». Heucke, Circus und Hippodrom.
Pentcheva, «Hippodrome at Constantinople». Dagron, L’hippodrome de Constantinople, 42-47. Carile,
Vision of the Palace, 2-19.
848 Macdonald, Urban Appraisal, 30. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, 213-223.

154
Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος στη μελέτη των βασιλικών ανακτορικών

συγκροτημάτων και των κεντρικών δημόσιων αστικών χώρων της ελληνιστικής

και της ρωμαϊκής περιόδου παρέχει τα ερευνητικά εργαλεία, προκειμένου να

διερευνήσουμε την τοπογραφική και λειτουργική σύνθεση του αυτοκρατορικού

μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Σημαντικές μεθοδολογικές

πτυχές της προσέγγισής μας συνιστούν η σχέση του συγκροτήματος αυτού με

μνημειακά πρότυπα, αστικές παραδόσεις και βασιλικά ανακτορικά

συγκροτήματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, καθώς και η συμβολική διάσταση

της τοπογραφικής σύνθεσής του. Έμφαση δεν θα δοθεί στην αρχιτεκτονική

μορφή του Μεγάλου Παλατίου, όπως επιχειρούν οι νεότερες συγκριτικές

μελέτες849, αλλά στην τοπογραφική και λειτουργική σχέση με το μνημειακό του

περιβάλλον. Μέσα από την προσέγγιση αυτή, στην οποία είναι αφιερωμένο το

δεύτερο μέρος του παρόντος κεφαλαίου, θα αναδειχθεί και ο ξεχωριστός

λειτουργικός και συμβολικός χαρακτήρας της Βασιλείου Στοάς στη σύνθεση του

μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης.

849Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 748. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτού του είδους οι μελέτες είναι
στραμμένες προς το μέλλον, καθώς συγκρίνουν αρχιτεκτονικά πρότυπα με παράλληλες
(σασσανιδικές) ή με μεταγενέστερες (αραβικές, σελτζουκικές, οθωμανικές) ανακτορικές
παραδόσεις και όχι με παλαιότερες (ελληνιστικές, ρωμαϊκές).

155
Β.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΩΣ

ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΩΝ

ΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ

Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου συνεχίστηκε στους

κεντρικούς δημόσιους χώρους των ελληνικών πόλεων η διαδικασία μνημειακής

ανάδειξης που είχε ξεκινήσει κατά την ελληνιστική περίοδο.850 Ωστόσο τα

μνημειακά κέντρα των πόλεων παρέμειναν αμετακίνητα μέσα στους

πολεοδομικούς ιστούς, στις θέσεις που είχε καθορίσει η αρχαία παράδοση και

παράλληλα με τη σταδιακή «μνημειοποίησή» τους διατήρησαν τον

πολυλειτουργικό χαρακτήρα τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις αρχαίων πόλεων

που επανιδρύθηκαν ως ρωμαϊκές αποικίες στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την
Τριπολίτιδα οι παλαιοί κεντρικοί δημόσιοι χώροι φαίνεται ότι δεν απώλεσαν τη

λειτουργική σημασία τους και βαθμιαία προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της

νέας ταυτότητας τους ως forum.851 Παράλληλα σε αρκετές πόλεις βρισκόταν ήδη

σε λειτουργία ή κατασκευάστηκε μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση μία δεύτερη


Αγορά852, η οποία είχε κυρίως εμπορικό χαρακτήρα.

Η εκκένωση του παραδοσιακού μνημειακού κέντρου του Βυζαντίου από

τον λειτουργικό προορισμό του και η διαμόρφωση του νέου μνημειακού κέντρου

της Κωνσταντινούπολης στο περιβάλλον του Μεγάλου Παλατίου αποτελεί

μάλλον ένα ξεχωριστό παράδειγμα στην πολεοδομική ιστορία του

ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η ιδιαιτερότητα του Βυζαντίου υπήρξε η παρουσία του

αυτοκράτορα μέσα στην Πόλη. Το γεγονός αυτό επέβαλε το νέο μνημειακό

κέντρο να πλαισιώνει μνημειακά την αυτοκρατορική κατοικία. Εξαιτίας, όμως,

της παρουσίας του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, η πολεοδομική

επέμβαση του Κωνσταντίνου συνδέθηκε από τη νεότερη έρευνα με την

Τετραρχική παράδοση.

Στο κεφάλαιο Α.1 υποστηρίξαμε ότι η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε


ακριβώς τη στιγμή της κατάλυσης του συστήματος της τετραρχίας-δυαρχίας, και

850 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 96.


851 Ευαγγελίδης, Αγορά, 276-280.
852 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 97.

156
ακριβώς στο σημείο όπου ολοκληρώθηκε ο αγώνας για τη μονοκρατορία, ως

οπτικό σύμβολο που προσέφερε μνημειακή έκφραση στο μήνυμα της νίκης του

Κωνσταντίνου και της επανένωσης της αυτοκρατορίας κάτω από έναν μονάρχη.

Επίσης προτείναμε ότι η μνημειώδης επέκταση της «Νικόπολης» του

Κωνσταντίνου αναδεικνύει εξαρχής τη συμβολική σημασία του εγχειρήματός

του. Όπως και η μνημειακή κλίμακα της Ρώμης, αποτελεί μεγαλοπρεπή επίδειξη

αυτοκρατορικής ισχύος και δήλωση σε ένα προϋπάρχον συμβολικό σύστημα της

ίδρυσης ενός νέου, πρώτης τάξης μεγέθους κέντρου εξουσίας, που έχει την

αναφορά του όχι σε μία συγκεκριμένη περιοχή, αλλά σε ολόκληρη την

«οικουμένη» της αυτοκρατορίας. Στις σελίδες που έπονται, θα διερευνήσουμε

πώς τα μηνύματα αυτά εκφράστηκαν μέσα από την τοπογραφική, λειτουργική,

εικονογραφική και συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου με φόντο την

πολεοδομική και ανακτορική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Β.2.1. Η σχέση της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη στο περιβάλλον

των πηγών

Σύμφωνα με τις πηγές το βασικό πρότυπο για τη μνημειακή διαμόρφωση της


Πόλης του Κωνσταντίνου αποτέλεσε η Πρεσβυτέρα Ρώμη. Η περιγραφή του

οικοδομικού προγράμματος του Νικητή Αυτοκράτορα στην Πόλη του και ειδικά

στο μνημειακό της κέντρο απηχεί ένα συνειδητό εγχείρημα θεσμικής και

οπτικής προσομοίωσης της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη.853 Η πλέον κοντινή


στα γεγονότα πηγή, ο ανώνυμος συγγραφέας της Origo Constantini επισημαίνει:

«…quam (Constantinopolim) velut patriam cultu decoravit ingenti et Romae

desideravit acquari».854 Ο Σωκράτης αναφέρει επιγραμματικά: «καὶ διαφόροις

κοσμήσας οἰκοδομήμασιν· ἴσην τε τῇ βασιλευούσῃ Ῥώμῃ ἀποδείξας

Κωνσταντινούπολιν τε μετονομάσας χρηματίζειν δευτέραν Ῥώμην νόμῳ

853 Η Ρώμη ως πρότυπο της Κωνσταντινούπολης, βλ. Bardill, Constantine, 252. Magdalino,
«Byzantium=Constantinople», 51. Ousterhout, «Urban Identity», 335. Schreiner, Κωνσταντινούπολη,
112. Σχετικά με τη ρητορική και εικονογραφική εξομοίωση των δύο πόλεων, αντίστοιχα βλ. Dagron,
Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 51-52 και Bühl, Constantinopolis und Roma, 35-54.
854 Origo Constantini, 8.20-21 (30). Για μετάφραση βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 30-31: «Τὴν

ὁποία (Κωνσταντινούπολη) τὴν κόσμησε ἐξαιρετικὰ σὰν νὰ ἦταν πατρίδα του καὶ θέλησε νὰ τὴν
ἐξομοιώσει μὲ τὴν Ρώμη».

157
ἐκύρωσεν·».855 Ο Σωζομενός, αφού σκιαγραφεί πολύ συνοπτικά το κοσμικό

οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου, αποφαίνεται: «ἐν πᾶσι δὲ δεῖξαι


σπουδάσας ἐφάμιλλον τῇ παρὰ Ἰταλοῖς Ῥώμῃ τὴν ὁμώνυμον αὐτῷ πόλιν οὐ

διήμαρτεν».856 Ο Φιλοστόργιος857 προσθέτει: «ἱδρυσάμενον δὲ τὴν πόλιν Ἄλμα

Ῥώμαν ὀνομάσαι…καὶ τὸν ἄλλον ἔν αὐτῇ τῆς πολιτείας πολυτελῶς κόσμον


καταστήσασθαι, ὡς ἀρκεῖν εἰς ἀντίπαλον κλέος τῇ προτέρᾳ Ῥώμῃ». Ιδιαίτερα ο

Μαλάλας858 και το Πασχάλιον Χρονικόν859 περιγράφουν την ανακαίνιση του

Ιπποδρόμου και την ανέγερση του Καθίσματος ως συνειδητό εγχείρημα

προσομοίωσης με τον Ιππόδρομο της Ρώμης: «καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ

ὄντος», ενώ ο Μαλάλας 860 με τον ίδιο τρόπο αναφέρει την ανέγερση του μεγάλου

και ευπρεπούς παλατίου δίπλα στον Ιππόδρομο: «καθ’ ὁμοιότητα ὡσαύτως τοῦ

Ῥώμης». Ο Ζώσιμος με συγκριτική διατύπωση υποδεικνύει παρόμοια πρόθεση

στην ανέγερση του Παλατίου: «…καὶ βασίλεια κατεσκεύασεν οὐ πολλῷ τῆς

Ῥώμης ἐλάττονα·»861. Στο κείμενο των Πατρίων του Ησυχίου στον κώδικα

Angelicus gr. 22 το Καπιτώλιο εξαίρεται ανάμεσα στα περιφανή οικοδομήματα

που ανεγέρθησαν για να υπογραμμίσουν τη σύνδεση των δύο Πόλεων: «Ὁ δὲ


βασιλεὺς οὐ μόνον οἴκους ἐν Κωνσταντινουπόλει περιφανεῖς κατὰ μίμησιν

Ῥώμης καὶ τὸ Καπετώλιον ἔκτισεν…».862 Οι όροι που χρησιμοποιούν οι πηγές για

να περιγράψουν τη σχέση της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης περιστρέφονται

γύρω από τις έννοιες της ισότητας, της ομοιότητας και της μίμησης.863 Η επιμονή

των συγγραφέων στην ανάδειξη αυτών των χαρακτηριστικών του οικοδομικού

855 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.16-18 (Ι.16.1). Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.2-3 (39): «…δίκαιά τε
πάντα πρὸς ζῆλον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δωρησαμένου…».
856 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 52.19-20 (ΙΙ.3.6).

857 Φιλοστόργιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 21.6-22.5 (ΙΙ.9).

858 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.74-76 (ΧΙΙΙ.7).

859 Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.4-6: «ἀναπληρώσας καὶ τὸ Ἱππικόν, κοσμήσας αὐτὸ χαλκουργήμασι καὶ

πάσῃ ἀρετῇ, ποιήσας ἐν αὐτῷ κάθισμα θεωρίου βασιλικοῦ καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ ὄντος».
860 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.76-77 (ΧΙΙΙ.7): «ἔκτισεν δὲ καὶ παλάτιον μέγα καὶ εὐπρεπὲς

καθ’ ὁμοιότητα ὡσαύτως τοῦ Ῥώμης πλησίον τοῦ Ἱππικοῦ…».


861 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.9-10 (ΙΙ.31.1).

862 Ἡσύχιος, Πάτρια, 18.2 (41). Με τον όρο: «οἴκους» θα πρέπει να εννοήσουμε γενικά τα μνημειακά

οικοδομήματα όπως υποδεικνύει η χρήση του ίδιου όρου στην προηγούμενη πρόταση για τα δύο
κτήρια της Συγκλήτου, βλ. Ησύχιος, στο ίδιο, 17.15-16 (41): «…καὶ τοὺς τῆς συγκλήτου βουλῆς
ἀνῳκοδόμησεν οἴκους…».
863 Οι έννοιες αυτές απηχούνται έντονα και στη νομισματική εικονογραφία βλ. Bühl, Constantinopolis

und Roma, 35-43. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 55-59. Ramskold - Lenski, «Constantinople’s
Dedication Medallions», 46-47.

158
προγράμματος του Κωνσταντίνου και μάλιστα ήδη από τον 4ο αιώνα και

ιδιαίτερα από μία αξιόπιστη λατινική πηγή, η οποία τονίζει αυθόρμητα το θέμα

της εξομοίωσης («Romae desideravit acquari») χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί

για τις σκοπιμότητες, που συνήθως αποδίδονται στους ιστορικούς του 6ου αιώνα,

μας υποχρεώνει να λάβουμε τη μαρτυρία τους πολύ σοβαρά υπόψη μας.

Το πλέον σημαντικό εγχείρημα προσομοίωσης των μνημειακών τοπίων

των δύο Πόλεων αποτυπώνεται στο κείμενο μιάς άλλης πολύ σημαντικής

πρώιμης λατινικής πηγής, της Notitia Urbis. Το κείμενο αυτό αποτυπώνει τη

διοικητική υποδιαίρεση της Κωνσταντινούπολης σε 14 Ρεγιώνες864, γεγονός που

μεταφέρει στις όχθες του Κερατίου το διοικητικό πρότυπο της Πρεσβυτέρας

Ρώμης, όπως οργανώθηκε από τον Pater Urbis, Οκταβιανό Αυγούστο. 865 Αξίζει να

σημειωθεί ότι η Θεοδοσιανή επέκταση της Πόλης, μολονότι είχε ήδη

συντελεστεί, όταν το κείμενο της Notitia διαμορφώθηκε866, αγνοήθηκε τελείως

κατά τη χωροθέτηση των ρεγιώνων. Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει ότι η

διοικητική προσομοίωση των δύο πολεοδομικών οργανισμών έλαβε χώρα πριν

από την οικοδόμηση του Θεοδοσιανού περιβόλου. Κατά τη γνώμη μου, δεν θα

ήμασταν μακριά από την αλήθεια, εάν χρονολογούσαμε την εφαρμογή των

ρεγιώνων κατά την περίοδο, που σχεδιάστηκε συνολικά ο νέος πολεοδομικός

οργανισμός, δηλαδή κατά τη βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Αυτό επιβεβαιώνεται εμμέσως, εάν συγκρίνουμε τη χωροθέτηση των

ρεγιώνων της Ρώμης867 και της Κωνσταντινούπολης. Στη Ρώμη η χωροθέτηση

ακολουθεί μία άστατη κυκλική πορεία, αντίστροφη προς τους δείκτες του

ρολογιού, ξεκινώντας από την Porta Capena του Σερβίου τείχους στα νότια του

864 Σχετικά βλ. Berger, «Regionen und Strassen». Matthews, «Notitia Urbis». Για δύο πρόσφατες
σημαντικές σχεδιαστικές προτάσεις της κατανομής των ρεγιώνων, βλ. Mundell Mango,
«Commercial Map», εικ. 4 (εικ. 66) και Berger, «Regionen und Strassen», 353, εικ. 1 (εικ. 67). Οι 12
πρώτες ρεγιώνες αναφέρονται στην Κωνσταντίνεια Πόλη, η 13η στις Συκές (Πέραν) και η 14η δεν
έχει οριστικά ταυτιστεί μέχρι σήμερα, βλ. Mango, «Fourteenth Region» και Mango, «Le mystère de la
XIVe région».
865 Favro, «”Pater urbis”», 80-83. Για το ιδεολογικό πρόγραμμα στο οποίο εντάσσεται το μέτρο, βλ.

Zanker, Αύγουστος, 207-211.


866 Για τη χρονολόγηση του κείμενου της Notitia Urbis, βλ. Εισαγωγή, υποσημ. 13. Τα τείχη του

Θεοδοσίου οικοδομήθηκαν κατά τα έτη 404/5-413, βλ. Bardill, Brickstamps, 30-31, 122-125. Σχετικά με
τα τείχη, βλ. Asutay-Effenberger N., Die Landmauer von Konstantinopel. Historisch-topographische und
baugeschichtliche Untersuchungen, Millennium-Studies band 18, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2007.
867 Richardson, Topographical Dictionary, 331-332.

159
Forum Romanum (εικ. 68), ενώ το μνημειακό κέντρο της Πόλης, χωρίς να

εξαίρεται, κατανέμεται ανάμεσα στις ρεγιώνες ΙV, VIII, Χ, ΧΙ. Αντίθετα στην

Κωνσταντινούπολη η χωροθέτηση των Ρεγιώνων (εικ. 66-67) ξεκινά από το

μνημειακό κέντρο, το οποίο κατανέμεται ανάμεσα στις ρεγιώνες I, II, III, IV και

με συμμετρική σχετικά κατανομή βόρεια και νότια του άξονα της Μέσης Οδού

κατευθύνεται προς τα δυτικά μέχρι τον Κωνσταντίνειο περίβολο. Η περίπτωση

της Ρώμης απηχεί έναν ακατάστατο πολεοδομικό οργανισμό, στον οποίο υπήρξε

δύσκολη η εφαρμογή διοικητικών ορίων.868 Στην περίπτωση της

Κωνσταντινούπολης αποτυπώνεται ένας συνολικός πολεοδομικός και

διοικητικός σχεδιασμός, που υλοποιήθηκε αξιοποιώντας ως σπονδυλική στήλη

ένα γεωμετρικά χαραγμένο οδικό δίκτυο κατά μήκος μιάς κεντρικής οδικής

αρτηρίας. Απηχείται δηλαδή η χάραξη του πολεοδομικού ιστού της Πόλης του

Κωνσταντίνου, η οποία χωρίς αμφιβολία είναι έργο του ίδιου του αυτοκράτορα

και των επιτελών του.869

Εάν τώρα συγκρίνουμε το κείμενο της Notitia με τις αντίστοιχες

περιγραφές870 του 4ου αιώνα που έχουν σωθεί για την Πρεσβυτέρα Ρώμη, γίνεται

φανερό ότι η προσομοίωση επιτυγχάνεται με δύο μεθόδους. Η πρώτη αφορά τη

χρήση κοινής επαναλαμβανόμενης ορολογίας για τους οικοδομικούς τύπους, τις

κατασκευές και τον διάκοσμό τους, π.χ. thermas, balneum, macellum,

amphitheatrum, porticum, basilicam, forum, nymfeum, theatrum, stadium, domum,

monetam, portam, scalam, statuam, equos, columnam.871 Η σχέση των δύο

πολεοδομικών οργανισμών τονίζεται ιδιαίτερα στο τελευταίο τμήμα της

καταγραφής κάθε ρεγιώνας από τη συνοπτική αναφορά των ποσοτικών

στοιχείων των ίδιων οικοδομικών τύπων και θεσμικών αξιωμάτων: vici, domus,

balnea, pistrina, και vicomagistri, curatores.

868 Cornell, «Rome in the Middle Republic», 53-56. Zanker, Αύγουστος, 44-52.
869 Στην εποχή του Κωνσταντίνου αποδίδει την υποδιαίρεση της Πόλης σε ρεγιώνες και ο La Rocca,
«Fondazione», 570.
870 Curiosum Urbis Regionum XIV και Notitia Regionum Urbis XIV. Για την παράλληλη κριτική

έκδοση τους, βλ. Jordan, Topographie, 539-574.


871 Στο επίπεδο αυτό παρατηρείται μία βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο Πόλεις. Στην περιγραφή

της Παλαιάς Ρώμης γίνονται αναφορές μόνο σε παγανιστικά μνημεία, «aedem» και «templum»,
ενώ στην περιγραφή της Νέας Ρώμης με εξαίρεση το «Capitolium» και το «Augusteum»,
αναφέρονται μόνο χριστιανικά μνημεία, «Ecclesiam sive martyrium».

160
Η δεύτερη μέθοδος αξιοποιεί οικοδομήματα που στοιχειοθετούν μέσα στο

κείμενο της Notitia την οπτική, πολεοδομική, συμβολική και γεωφυσική ακόμη

αναλογία - εξομοίωση των δύο Πόλεων. Η Κωνσταντινούπολη, όπως και η Ρώμη

έχει δύο περιβόλους872, έχει το δικό της Καπιτώλιο873, τον δικό της μοναδικό

Κολοσσό874 και τη δική της Pons Sublicium875, Ιερή ή Ξύλινη Γέφυρα επί του

Κερατίου, η αναφορά της οποίας προσομοιώνει πετυχημένα τον στενό και

επιμήκη Κεράτιο κόλπο με τον Τίβερη.876 Η διαδικασία αυτή, όπως θα ήταν

872 Notitia Urbis, 242, XVI.14: «duplici muro». Στη Ρώμη πρόκειται για το Σέρβιο (4ος αι. π.Χ.) και το
Αυρηλιανό τείχος (3ος αι. μ.Χ.). Στη Notitia Urbis, 243.56-58 η απόσταση που μετράται από τη Χρυσή
Πύλη μέχρι τη θάλασσα (14.075 πόδια) αντιστοιχεί στο τείχος του Κωνσταντίνου, βλ. Berger,
Κωνσταντινούπολη, 146. Τα «duplici muro», είτε αναφέρονται στα τείχη του Κωνσταντίνου και του
Βυζαντίου (θα ήταν η μοναδική φορά που υποδηλώνονται στις πηγές) ή πιθανότερα αναφέρεται
στον Κωνσταντίνειο και τον Θεοδοσιανό περίβολο και είναι η μοναδική περίπτωση που τα νέα
τείχη λαμβάνονται υπόψη μες στο κείμενο της Notitia. Πάντως το πιθανότερο είναι ότι η
προέκταση του Θεοδοσίου δεν συνοδεύτηκε από επέκταση του Pomerium, όπως αντίστοιχα γινόταν
στη Ρώμη μετά από κάθε μεγάλη κατάκτηση, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 293-296,
στοιχείο που υποδεικνύει ότι η περιοχή αυτή δεν προοριζόταν εξαρχής για την επέκταση του
πολεοδομικού ιστού.
873 Notitia Urbis, 236.IX.10.

874 Notitia Urbis, 243.XVI.50: «colossum unum». Για τον Κολοσσό της Ρώμης, βλ. Richardson,

Topographical Dictionary, 93-94. Marlowe, «The Arch of Constantine», 225-229. Ως Κολοσσός έμεινε
γνωστό το άγαλμα που ανήγειρε ο Νέρωνας για τον εαυτό του ή τον θεό Ήλιο-Sol με τα
προσωπικά του χαρακτηριστικά στο Vestibulum της Domus Aurea στο Βελιανό λόφο της Ρώμης. Ο
Βεσπασιανός αφαίρεσε τα χαρακτηριστικά του Νέρωνα και το αφιέρωσε στο θεό Sol. Ο Αδριανός
το μετέφερε ΒΔ του Φλαβίου Αμφιθεάτρου (Κολοσσαίο). Ο Μαξέντιος το αφιέρωσε στον
θεοποιημένο νεκρό γιο του Ρωμύλο, με μετατροπές στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Σύμφωνα
με τη Marlowe ο Κωνσταντίνος, όπως και ο Βεσπασιανός, αφαίρεσε τα προσωπικά χαρακτηριστικά
του προκατόχου του. Ο Κολοσσός της Κωνσταντινούπολης έχει συνδεθεί από αρκετούς ερευνητές
με τον Κτιστό Οβελίσκο στον Ιππόδρομο, εξαιτίας της αναφοράς της λέξης «κολοσσὸς» στην
επιγραφή, η οποία μνημονεύει τις επισκευές που έγιναν στα χρόνια της βασιλείας του
Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (913-959), σχετικά βλ. Janin, Constantinople byzantine, 192-193.
Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 371. Πρόσφατα, βλ. Matthews, «Notitia Urbis», 112 και Ward-
Perkins, «Old and New Rome», 60, σημ. 19. Άλλοι ερευνητές, ορθότερα, συνδέουν την αναφορά
«Colossum unum» της Notitia με το άγαλμα του Κωνσταντίνου στο Φόρο του, βλ. Ousterhout,
«Urban Identity», 335. Ο Bardill, Constantine, 51 θεωρεί ότι ο Κολοσσός της Ρώμης υπήρξε πρόδρομος
του αγάλματος της στήλης του Κωνσταντίνου και στο ίδιο, 28-36, 104-109 ότι τα συγγενικότερα
παράλληλα του αγάλματος του Κωνσταντίνου αποτελούν οι κολοσσοί της Ρόδου και της Ρώμης.
Άλλωστε ο όρος «κολοσσός» αποδίδεται κατά την αρχαιότητα μόνο σε αγάλματα. Ιδιαίτερα
διαφωτιστική για το θέμα είναι μία επιστολή του Ιουλιανού που προσφέρει στους Αλεξανδρινούς
ένα «κολοσσικό ανδριάντα» του στη θέση ενός οβελίσκου, βλ. Ἰουλιανὸς, Ἐπιστολαὶ, 68.6-10 (επ. 59):
«…δίδωμι καὶ παρ' ὑμῖν ἀναστῆναι τὴν χαλκῆν εἰκόνα. Πεποίηται δὲ ἔναγχος ἀνδριὰς τῷ μεγέθει
κολοσσικός, ὃν ἀναστήσαντες ἕξετε <ἀντὶ> ἀναθήματος λιθίνου χαλκοῦν, ἀνδρός, οὗ φατε ποθεῖν,
εἰκόνα καὶ μορφὴν ἀντὶ τριγώνου λίθου χαράγματα ἔχοντος Αἰγύπτια». Ο οβελίσκος που αναφέρει
ο Ιουλιανός ταυτίζεται μάλλον με τον Αιγυπτιακό Οβελίσκο που ανήγειρε ο Θεοδόσιος στον
Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
875 Notitia Urbis, 241, XV.19: «Pontem sublicium sive ligneum». Για τη σημασία του μνημείου της

Ρώμης, βλ. Griffith A.B., «The Pons Sublicius in Context: Revisiting Rome’s First Public Work», Phoenix
63 (2009), 296-321.
876 Η περιοχή στην απέναντι όχθη του Τίβερη (Transtiberim) αποτελεί την 14η ρεγιώνα της Ρώμης,

ενώ η περιοχή στην απέναντι όχθη του Κερατίου (Sycena) την 13η.

161
αναμενόμενο, κορυφώνεται στην καταγραφή του μνημειακού κέντρου με την

εξομοίωση των ονομασιών τριών μνημείων με τα ρωμαϊκά αρχέτυπά τους:

«palatium magnum»877, «circum maximum»878 και «miliarium aureum».879 Μάλιστα

τα τρία μνημεία όχι μόνο προτάσσονται στις καταγραφές ως μνημεία-σύμβολα

που συνδέουν τη Νέα με την Παλαιά Ρώμη880, αλλά αξιοποιούνται ακόμη και ως

τοπογραφικά στίγματα στα αντίστοιχα εισαγωγικά σημειώματα 881 των τριών, Ι,

ΙΙΙ και IV αντίστοιχα, από τις τέσσερις ρεγιώνες του μνημειακού κέντρου της

«Urbs Constantinopolitana Nova Roma».882

Γιατί, όμως, δίπλα στο Παλάτιο και τον Ιππόδρομο, επιλέγεται το Χρυσό

Μίλιον ως συνδετικός κρίκος των δύο Πόλεων; Απλά, διότι ο επιχρυσωμένος

μιλιοδείκτης883 που ανεγέρθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο το 20 π.Χ. στο

Forum Romanum συμβόλιζε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μνημείο τη

θέση της Ρώμης ως κέντρου της Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή του Χρυσού

Μιλίου στην Κωνσταντινούπολη δήλωνε συμβολικά τη δημιουργία ενός νέου

κέντρου ανάλογης οικουμενικής εμβέλειας. Αντίστοιχα μεγάλη πολιτική και

συμβολική σημασία είχε η ίδρυση της Συγκλήτου 884 (Senatum) στη 2η ρεγιώνα. Η

παρουσία της στην Κωνσταντινούπολη την εξισώνει με τη Ρώμη885, μολονότι οι

συγκλητικοί της υπήρξαν αρχικά clari886 και όχι clarissimi, ενώ συγχρόνως τη

διαχωρίζει από όλες τις άλλες πόλεις και τις τετραρχικές έδρες. Η Σύγκλητος

είναι μία βασική θεσμική προϋπόθεση της Κωνσταντινούπολης για να γίνει

Δεύτερη Ρώμη.

877 Notitia Urbis, 230.ΙΙ.8.


878 Notitia Urbis, 232.ΙV.7.
879 Notitia Urbis, 232.V.6.

880 Από το ρωμαϊκό πρότυπο απομακρύνεται μόνο η πρόταξη της «Ecclesiam magnam» στη δεύτερη

Ρεγιώνα, βλ. Notitia Urbis, 231.ΙΙΙ.6, τη θέση της οποίας στην κορυφή της καταγραφής δικαιολογεί το
συνοδευτικό επίθετό της, που την εξομοιώνει με το «palatium magnum» και το «circum maximum».
881 Notitia Urbis, 230.ΙΙ.3 (palatii), 231.ΙV.3 (circi) και 232.V.2 (miliario aureo).

882 Notitia Urbis, 229.1-2 (επιγραφή).

883 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 276.

884 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 137-168. Skinner, «Senate of Constantinople». Ο Berger,

Κωνσταντινούπολη, 40, επεσήμανε την αναφορά της Συγκλήτου στον 28ο κανόνα της συνόδου της
Χαλκηδόνας (451), προκειμένου να αιτιολογηθεί η διοικητική και εκκλησιαστική εξίσωση της
Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη, βλ. Ράλλης Γ.Α.-Ποτλής Μ., Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν
Κανόνων, Ἀθήνησιν 1852, ΙΙ, 281.
885 Magdalino, «Byzantium= Constantinople», 51.

886 Origo Constantini, 9.2-3 (30): «ibi etiam senatum constituit secundi ordinis: claros vocavit».

162
Εκτός από τη Notitia Urbis, και άλλες πηγές που περιγράφουν το

οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου, όπως είδαμε νωρίτερα, απηχούν τη

σύνδεση σημαντικών μνημείων του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης με τα ρωμαϊκά αρχέτυπά τους. Μάλιστα περισσότερο από

μία απλή αναπαραγωγή μνημείων «κατὰ μίμησην» της Ρώμης, ο Μαλάλας 887 και

το Πασχάλιον Χρονικόν888 απηχούν μία συνειδητή αρχιτεκτονική ή οπτική

προσομοίωση κατά την ανέγερση του Μεγάλου Παλατίου, την ανακαίνιση του

Ιπποδρόμου, και την κατασκευή του Καθίσματος «καθ’ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ

ὄντος». Πρόσφατα επισημάνθηκε από τον Ward-Perkins889 ένα εντυπωσιακό

υλικό τεκμήριο μιάς τέτοιας προσομοίωσης στον Ιππόδρομο της

Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για τη διαπίστωση ότι ο Κτιστός Οβελίσκος890

της Κωνσταντινούπολης κατασκευάστηκε ακριβώς στις ίδιες διαστάσεις και την

ίδια μορφή με τον Αιγυπτιακό Οβελίσκο891, που ο Κωνστάντιος Β’ ανήγειρε στο

Circus Maximus της Ρώμης το έτος 357 (εικ. 69). Στην αφιερωματική επιγραφή892,

η οποία δεν σώζεται σήμερα, αναγραφόταν ότι ο Κωνσταντίνος προόριζε τον

Οβελίσκο να στολίσει την Πόλη που έφερε το όνομά του. Αντίθετα ο Αμμιανός

Μαρκελλίνος893 αναφέρει ότι τον προόριζε για τη Ρώμη, τον «ναό ολόκληρου του

κόσμου». Μολονότι δεν διαθέτουμε στοιχεία για τη χρονολόγηση του Κτιστού

Οβελίσκου της Κωνσταντινούπολης, το γεγονός ότι είναι δίδυμος με τον

Οβελίσκο της Ρώμης ενισχύει δύο προτάσεις που διατυπώθηκαν πρόσφατα και

τον συσχετίζουν με την εποχή του Κωνσταντίνου.894 Η προσπάθεια οπτικής

887 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 858, 860.


888 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 859.
889 Ward-Perkins, «Old and New Rome», 59-61, εικ. 3.2.

890 Για τη σύνδεση του μνημείου αυτού με τον «Colossum unum» της Notitia Urbis, βλ. ανωτέρω

υποσημ. 874. Ο Bardill, «Monuments», 154-157 υποστηρίζει ότι ο Κτιστός Οβελίσκος θα


εξυπηρετούσε την παραδοσιακή σύνδεση του Ιπποδρόμου με την Ηλιακή λατρεία και του
Κωνσταντίνου με τον προστάτη θεό του.
891 Richardson, Topographical Dictionary, 273-274. Πρόκειται για τον Oβελίσκο του Τούθμωση Γ΄ από

τον ναό του Άμμωνος στις Αιγυπτιακές Θήβες, τον μεγαλύτερο γνωστό οβελίσκο του αρχαίου
κόσμου με ύψος 32,5 μ. Το έτος 1588 μεταφέρθηκε από τον Ιππόδρομο στην πλατεία του Αγίου
Ιωάννη στο Λατερανό, όπου παραμένει μέχρι σήμερα γνωστός ως ο «Oβελίσκος του Λατερανού».
892 Σχετικά βλ. Fowden, «Nicagoras», 53-56.

893 Αμμιανός Μαρκελλίνος, Res gestae, XVII.4.12-14.

894 Σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 154-158 και σημ. 42 και τον ίδιο, «Monuments», 154, ο Κτιστός

Οβελίσκος οικοδομήθηκε πριν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, όταν επιβεβαιώθηκε ότι
ήταν αδύνατη η έγκαιρη μεταφορά του αυθεντικού Οβελίσκου από την Αλεξάνδρεια, προκειμένου
να εξομοιώσει τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης με το Circus Maximus της Ρώμης, όπου ο

163
εξομοίωσης συνεχίστηκε στα χρόνια του Θεοδοσίου με την ανέγερση του

Αιγυπτιακού Οβελίσκου895 στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος

τελικά εξισορρόπησε τον αριθμό αυτών των μνημείων στους δύο Ιπποδρόμους.

Οι διαπιστώσεις αυτές μας υποχρεώνουν προτού βιαστούμε να απορρίψουμε τις

μαρτυρίες του Μαλάλα και του Πασχαλίου Χρονικού ως «αναξιόπιστες» πηγές

του 6ου-7ου αιώνα, να διερευνήσουμε τη σημασία τους σε σχέση με τη

διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου. Για τον σκοπό, όμως, αυτό θα πρέπει να

αφήσουμε πίσω μας τα κείμενα και να διεισδύσουμε στην πολεοδομική και

ανακτορική παράδοση των βασιλικών πόλεων του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Β.2.2. Η πολεοδομική και ανακτορική παράδοση των βασιλικών

πόλεων του ελληνορωμαϊκού κόσμου

Η γειτνίαση Ιερού Παλατίου και Ιπποδρόμου συνθέτει τη βασική τοπογραφική

σχέση στην περιοχή του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης που έχει

απασχολήσει μέχρι σήμερα την έρευνα.896 Η ανέγερση του Ιερού Παλατίου897 σε

άμεση επαφή με τον Ιππόδρομο και η σύνδεση των δύο μνημείων με το Κάθισμα,

το αυτοκρατορικό θεωρείο, συνεχίζει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση που

Αύγουστος είχε ανεγείρει έναν άλλο Οβελίσκο από την Ηλιούπολη το έτος 10 π.Χ ως σύμβολο της
Αιγυπτιακής Νίκης του. Ο Οβελίσκος ξέμεινε στην Αλεξάνδρεια και μεταφέρθηκε τελικά από τον
Κωνστάντιο για να κοσμήσει το Circus Maximus της Ρώμης. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η
πρόταση της Marlowe, «The Arch of Constantine», 229 και της ιδίας, «Liberator urbis suae», 216,
σύμφωνα με την οποία ο Αιγυπτιακός οβελίσκος προοριζόταν εξαρχής από τον Κωνσταντίνο για
το Circus Maximus της Ρώμης, όπου ακόμη προσέθεσε ένα ανώτερο διάζωμα για τους θεατές. Το
διάζωμα εξυμνείται από τον Aurelius Victor, De Caesaribus, 40.27 και τον ρήτορα Ναζάριο βλ.
Panegyrici Latini, 4.35.5. Εάν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, τότε, κατά τη γνώμη μου, οι δίδυμοι
Οβελίσκοι αποτελούσαν αφιερώματα, που συμβόλιζαν τις δύο σημαντικότερες νίκες του
Κωνσταντίνου εναντίον του Μαξεντίου και του Λικινίου, στους ανακαινισμένους Ιπποδρόμους των
δύο Πόλεων, όπου έλαβαν χώρα. Σε αυτή την περίπτωση εξηγούνται ικανοποιητικά τόσο η
ασυμφωνία της αφιερωματικής επιγραφής του Οβελίσκου της Ρώμης με την αναφορά του
Αμμιανού, όσο και η συνειδητή προσομοίωση του Κτιστού Οβελίσκου με τον Οβελίσκο του
Λατερανού. Με τον Κωνσταντίνο συνδέει τον Κτιστό Οβελίσκο και ο Odahl, Constantine, 235.
895 Bardill, «Monuments», 155-164.

896 Η βασική μελέτη ανήκει στον Heucke, Circus und Hippodrom, 314-399. Για την πιο πρόσφατη

προσέγγιση βλ. Carile, Vision of the Palace, 1-23. Η γενικότερη τάση ανάμεσα στους βυζαντινολόγους
είναι η προσπάθεια ερμηνείας της τοπογραφικής αυτής σχέσης μέσα από την Τετραρχική
ανακτορική παράδοση, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 110-111. Magdalino, «Byzantium=
Constantinople», 51. Mango, Développement urbain, 24. Müller-Wiener, «Palast und stadt». Ο Ćurčić,
Architecture in the Balkans, 57 σημειώνει ότι το ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης πρέπει να
σχετίζεται με τα τετραρχικά ανάκτορα, διότι όπως στη Θεσσαλονίκη και το Σίρμιο, πλευρίζεται
από Ιππόδρομο και μαζί συνθέτουν μία τελετουργική ενότητα. Από την αντίληψη αυτή,
αναδεικνύοντας την απευθείας σχέση με τη Ρώμη, ορθά απομακρύνεται η Pentcheva, «Hippodrome
at Constantinople».
897 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 858-860.

164
δημιούργησε η ανέγερση της Οικίας του Οκταβιανού Αυγούστου 898 στον

Παλατίνο Λόφο της Ρώμης σε οπτική σχέση με το Circus Maximus899 (εικ. 70) και η

μνημειακή ανακαίνιση που ανέδειξε το Pulvinar900 σε αυτοκρατορικό θεωρείο. Η

μεταγενέστερη ανάπτυξη του ανακτορικού συγκροτήματος στον Παλατίνο Λόφο

καλλιέργησε αυτή τη σκηνογραφική σχέση901 διαμορφώνοντας ένα μνημειακό

συγκρότημα Παλατίου-Ιπποδρόμου (εικ. 71), όπου ο αυτοκράτορας επιδείκνυε

εθιμοτυπικά τον εαυτό του στον λαό της Ρώμης και επικοινωνούσε δημόσια μαζί

του.902 Φαίνεται, μάλιστα, ότι ο Ιππόδρομος συνδυάστηκε με εορταστικές

898 Gros, Architecture Romaine ΙI, 233-241. Walker, «Moral Museum», 62-63. Coarelli, Rome and Environs,
140-144. Claridge, Rome, 136-142. Richardson, Topographical Dictionary, 117-118. Ακόμη βλ. κατωτέρω,
υποσημ. 956-957.
899 Gros, Architecture Romaine I, 231, 346-350, κυρίως 349. Coleman, «Entertaining Rome», 210-215. Ο

Royo, «Cirque et palais», 483 χαρακτηρίζει τον δεσμό ανάμεσα στην οικία του Αυγούστου και τον
Ιππόδρομο έμμεσο και μάλλον συμβολικό.
900 Το Pulvinar προϋπήρχε ως μία υπερυψωμένη εξέδρα όπου τοποθετούνταν τα αγάλματα των

θεών κατά τη διάρκεια των αγώνων. Με την ανακαίνισή του από τον Αύγουστο έλαβε τη μορφή
ναού. Μάλιστα στην ελληνική μετάφραση του Res Gesta Divi Augusti, 19.1 η αναφορά: «pulvinar ad
circum maximum» αποδίδεται ως: «ναὸν πρὸς τῷ μεγάλῳ ἱπποδρόμῳ». Πλέον ο Princeps
παρακολουθούσε από εδώ τους αγώνες μαζί με τα αγάλματα των θεών, βλ. Humphrey, Roman
Circuses, 78-83 και Rodríguez C., «The Pulvinar at the Circus Maximus: Worship of Augustus in
Rome?», Latomus 64 (2005), 619-625. Ο Van Den Berg, «“Pulvinar’’», 258-268, σημειώνει ότι το Pulvinar
του Circus Maximus της Ρώμης εξυπηρέτησε την κρατική λατρεία των θεοποιημένων
αυτοκρατόρων μαζί με τους θεούς. Ακόμη βλ. Coarelli, Rome and Environs, 323-324. Gros, «Palais
Hellénistique», 238. Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 169. Αργότερα οι Νέρωνας και Δομιτιανός
μετέφεραν το αυτοκρατορικό θεωρείο ψηλότερα σε πιο εξέχουσα θέση του Ιπποδρόμου και
πιθανώς ο δεύτερος το συνδύασε με την ημικυκλική πρόσοψη της Domus Augustana, βλ. Golvin J.-
C., «Réflexion relative aux questions soulevées par l’étude du pulvinar et de la spina du Circus
Maximus» στο Nelis-Clément & Roddaz, Le cirque romain, 79-87, κυρίως 81-82 και Bardill, Constantine,
157, σημ. 11. Σύμφωνα με τον Royo, «Cirque et palais», 483-485 το Pulvinar συμμετείχε στην
έκφραση της αυτοκρατορικής λατρείας. Το γεγονός ότι η σχέση των συγκροτημάτων του
Παλατίνου και του Μεγίστου Ιπποδρόμου αναπαράγεται στο ιερό της αυτοκρατορικής λατρείας
στην Ταρρακώνα αναδεικνύει κατά τη γνώμη του τη συμβολική σημασία και τη σύνδεσή της με τη
δυναστική λατρεία.
901 Το Παλάτιο είχε απευθείας πρόσβαση στον Ιππόδρομο, προς τον οποίο διαμόρφωνε την

μνημειακή πρόσοψή του, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 116. Η σχέση των δύο
συγκροτημάτων ήδη από την εποχή του Αυγούστου είχε και λειτουργικό χαρακτήρα, βλ. Gros,
«Palais Hellénistique», 236-239.
902 Van Den Berg, «“Pulvinar’’», 262, και σημ. 38. Ο Wallace-Hadrill A., «Civilis Princeps: Between

Citizen and King», JRS 72 (1982), 32-48, κυρίως 38 θεωρεί ότι οι Ιπποδρομίες και τα θέατρα στη Ρώμη
αντικατέστησαν την Comitia ως επίσημο χώρο επικοινωνίας του αυτοκράτορα με τον Populus
Romanus. Αυτή η πολιτική διάσταση διατηρήθηκε και στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης,
βλ. Heucke, Circus und Hippodrom. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 363-397 και κυρίως 393-397.
Σύμφωνα με την Pisani Sartorio, «Le cirque de Maxence», 70-72, όταν ο Ιππόδρομος βρισκόταν στο
περιβάλλον αυτοκρατορικής κατοικίας εκτός από τα θεάματα και τις ιπποδρομίες φορτιζόταν και
με άλλες συμβολικές σημασίες που σχετίζονταν με την αυτοκρατορική προπαγάνδα. Μάλιστα ο
ιππόδρομος μέχρι την εποχή των Αντωνίνων είχε αντικαταστήσει εντελώς το θέατρο, ως δημόσιο
οικοδόμημα θεαμάτων, στο περιβάλλον των επαρχιακών αυτοκρατορικών κατοικιών της Ιταλίας.

165
εκδηλώσεις της αυτοκρατορικής λατρείας. 903 Η σχέση αυτοκρατορικής κατοικίας

και ιπποδρόμου αναπαράγεται αργότερα στη Ρώμη, σε αυτοκρατορική έπαυλη

της εποχής των Σεβήρων στο Sessorium904, στη villa του Μαξεντίου στη Via

Appia905 (εικ. 72) και στο Παλάτιο του Ελεγαβάλου ad Spem Veterem.906 Έξω από

τη Ρώμη, συναντάται στο Γαλεριανό αυτοκρατορικό συγκρότημα στη

Θεσσαλονίκη907 (εικ. 73), πιθανώς και στην Αντιόχεια908 (εικ. 74). Ιππόδρομος

υπήρχε, ακόμη, στις περισσότερες πόλεις που αναδείχτηκαν σε αυτοκρατορικές

έδρες909 κατά την περίοδο της Τετραρχίας, όπως στα Μεδιόλανα (εικ. 75), τους

903 Gros, Architecture Romaine I, 229-231 και 350-357. Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 173 και
σημ. 266. Η τοπογραφική και λειτουργική σχέση του Circus maximus με την Οικία του Αυγούστου
στον Παλατίνο αναδείχτηκε σε πρότυπο για τα ιερά της αυτοκρατορικής λατρείας, όπως
υποδεικνύουν τα παραδείγματα της Ταρρακώνας και της Άγκυρας, βλ. Gros, «Palais Hellénistique»,
239 και Royo, «Cirque et palais », 483-485. Πολύ ενδεικτική είναι μία επιγραφή από το Σεβαστείο της
Άγκυρας, βλ. Dittenberger, OGIS, Supplementum, 203 (αρ. 533): «ἔτ[ι] πολλ[οὺς] τόπους ἀν(έ)[θηκ]ε
ὅπο[υ] τὸ Σεβαστῆόν ἐστιν καὶ ἡ παν[ή]γυρις γείνεται καὶ ὁ ἱπποδρόμος». Ο όρος «πανήγυρις» στο
πλαίσιο της αυτοκρατορικής λατρείας δήλωνε εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του
αυτοκράτορα. Για τη σχέση του όρου με την τοπογραφική σύνδεση της Οικίας του Αυγούστου με
τον Ιππόδρομο, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 958. Για τη σχέση του με το Αυγουσταίο της
Κωνσταντινούπολης, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 976. Για τη σχέση Αυτοκρατορικής και Ηλιακής
λατρείας και τη σύνδεσή τους με τις κοσμολογικές σημασίες του Ιπποδρόμου, βλ. Frazer A., «The
Cologne Circus Bowl: Basileus Helios and the Cosmic Hippodrome» στο Freeman Sandler L. (ed.),
Essays in Memory of Karl Lehmann, New York 1964, 105-113 κυρίως 109-113. Frazer, «Maxentius’
buildings», 387 και σημ. 17. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 378-393. Ο ίδιος, L’hippodrome de
Constantinople, 54-78.
904 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 91 και σημ. 116.

905 Frazer, «Maxentius’ buildings», 385-392. Heucke, Circus und Hippodrom, 391-394.

906 Pisani Sartorio, «Le cirque de Maxence», 70, εικ. 41.

907 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 410-419. Μάλιστα ο Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη

Θεσσαλονίκης, 111-115 επισημαίνει ότι στο Γαλεριανό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης ο


Ιππόδρομος στη συγκεκριμένη θέση κατασκευάστηκε αντίθετα προς την κλίση του εδάφους, αλλά
θεωρεί ότι αυτό έγινε προκειμένου να μην διασπαστεί η ενότητα μεταξύ Ανακτόρου και Ροτόντας.
Ο Χριστοδούλου, στο ίδιο, 454 προτείνει με επιφύλαξη ότι η παρουσία Ιπποδρόμου στο Γαλεριανό
ανάκτορο παραπέμπει στο πρότυπο της Ρώμης.
908 Χριστοδούλου, στο ίδιο, 119-124. Ο Ιππόδρομος έχει εντοπιστεί και χρονολογηθεί στις αρχές του

2ου αι. μ.Χ. Δίπλα στον Ιππόδρομο ο Διοκλητιανός κατασκεύασε ανάκτορο κατά τα τέλη του 3ου
αι. και οπωσδήποτε πριν από το 303.
909 Ο Frazer, «Maxentius’ buildings», 385-392 διατύπωσε μία πρόταση, που έλαχε γενικότερης

αποδοχής, ότι στις τετραρχικές έδρες τα ανακτορικά συγκροτήματα περιλάμβαναν ιππόδρομο και
μαυσωλείο. Για κριτική αυτής της θεωρίας, βλ. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 88-90.
Νεότεροι ερευνητές, που ασχολήθηκαν με τα αυτοκρατορικά συγκροτήματα της Τετραρχίας,
θεωρούν ότι η συνάφεια ιπποδρόμου και παλατίου είτε δεν υπάρχει είτε δεν αποδεικνύεται, βλ.
Χριστοδούλου, στο ίδιο, 417-419, 462-466. Brown, Imperial Cities 82-90. Heucke, Circus und Hippodrom,
314-399. Συγχρόνως τα λεγόμενα μαυσωλεία ερμηνεύονται ως ναοί της αρχαίας θρησκείας επάνω
στα πρότυπα του Πανθέου της Ρώμης, βλ. Χριστοδούλου, στο ίδιο, 378-389 και 418, 466-470, ο οποίος
υποβαθμίζει την πολιτική και θρησκευτική διάσταση του ιπποδρόμου σε χώρο παροχής απλώς
«ἄρτου καὶ θεαμάτων» κατά την περίοδο της Τετραρχίας, εξαιτίας του καταπιεστικού
στρατιωτικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Εντούτοις τα παραδείγματα της Ρώμης, της έπαυλης
στο Sessorium, της Αντιόχειας, της έπαυλης στη Via Appia, της Θεσσαλονίκης, πιθανώς των
Μεδιολάνων και αναμφισβήτητα της Κωνσταντινούπολης, υποδεικνύουν ότι η τοπογραφική

166
Τρεβήρους (εικ. 76), την Ακυληΐα, το Σίρμιο και τη Νικομήδεια, χωρίς να έχει

διευκρινιστεί η σχέση του με τα ανάκτορα.910

Στις τετραρχικές έδρες, για τις οποίες διαθέτουμε στοιχεία, φαίνεται ότι

τα αυτοκρατορικά συγκροτήματα οικοδομήθηκαν στην περιφέρεια του

πολεοδομικού ιστού911, ενίοτε κοντά στο τείχος, αφού προστέθηκαν σε

υφιστάμενους πολεοδομικούς οργανισμούς. Την παράδοση αυτή ακολουθεί και η

διαμόρφωση του συγκροτήματος Ανακτόρου-Ιπποδρόμου της Κωνσταντινού-

πολης στη λιγότερο προνομιούχο θέση στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου (εικ.

19). Όταν μετά από 11 αιώνες ο Μωάμεθ ο Πορθητής θα βρεθεί στη θέση του

Κωνσταντίνου να πρέπει να επιλέξει μία θέση για το δικό του ανάκτορο 912, μετά

από μία πρώτη επιλογή στην περιοχή του Φόρου του Ταύρου (Beyazit), θα

καταλήξει στον λόφο της Αρχαίας Ακρόπολης (εικ. 24). Η ανέγερση του Yeni

σύνδεση Ιπποδρόμου και Ανακτόρου είχε ήδη προσλάβει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του
δημόσιου ρωμαϊκού βίου και πριν και μετά την περίοδο της Τετραρχίας.
910 Σύμφωνα με τον Ćurčić, Architecture in the Balkans, 22 το ανάκτορο της Θεσσαλονίκης είναι το

καλύτερα διατηρημένο από όλα τα τετραρχικά ανακτορικά συγκροτήματα, ενώ τα ανάκτορα των
Μεδιολάνων, Σιρμίου, Νικομήδειας και Αντιόχειας μας είναι γνωστά μόνο από γραπτές πηγές. Για
νεότερες αποτιμήσεις της έρευνας, βλ. Heucke, Circus und Hippodrom, 319-323 (Νικομήδεια), 324-332
(Τρεβήροι), 333-340 (Σίρμιο), 341-350 (Θεσσαλονίκη), 351-368 (Αντιόχεια), 369-378 (Μεδιόλανα), 379-
383 (Ακυληΐα). Ακόμη πιο πρόσφατα βλ. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 100-102
(Μεδιόλανα), 102-105 (Τρεβήροι), 105-107 (Ακυληΐα), 109-113 (Σίρμιο), 116-119 (Νικομήδεια). Carile,
Vision of the Palace, 1-23. Στα Μεδιόλανα ο Ιππόδρομος βρίσκεται στο δυτικό άκρο της πόλης, στην
ίδια περιοχή όπου τα τοπωνύμια δείχνουν ότι βρισκόταν και το συγκρότημα του ανακτόρου, χωρίς
αυτό να έχει ακόμη εντοπιστεί. Οι Τρεβήροι αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου
το Ανάκτορο βρίσκεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τον Ιππόδρομο, βλ. Humphrey, Roman
Circuses, 606. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Θεσσαλονίκης, 114. Στην Ακυληία δεν έχει εντοπιστεί το
ανάκτορο, ενώ ο ιππόδρομος χρονολογείται στα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αι. Στο Σίρμιο ο
Ιππόδρομος οικοδομήθηκε μετά το 313 μάλλον από τον Λικίνιο στο νότιο τμήμα της πόλης και έχει
εντοπιστεί ανασκαφικά. Κατά τη δεκαετία του 1950 θεωρήθηκε ότι το ανάκτορο εντοπίστηκε
ανάμεσα στον Ιππόδρομο και το τείχος της πόλης, όμως οι ενδείξεις είναι ανεπαρκείς και μάλλον
άστοχες. Στη Σερδική όπου ο Κωνσταντίνος διέμεινε συχνά κατά τα έτη 316-324 δεν έχει εντοπιστεί
ιππόδρομος, ούτε με βεβαιότητα το ανάκτορο. Στη Νικομήδεια ο Ιππόδρομος εγκαινιάστηκε από
τον Διοκλητιανό τον Νοέμβριο του 304. Δεν γνωρίζουμε την τοπογραφική του σχέση με το
ανάκτορο, το οποίο σύμφωνα με τον Lactantius, De Mortibus Persecutorum, 12.2-5 βρισκόταν κοντά σε
χριστιανική βασιλική.
911 Στη Θεσσαλονίκη, την Αντιόχεια, μάλλον και στα Μεδιόλανα, βλ. Frazer, «Maxentius’ buildings»,

εικ. 5-6. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Θεσσαλονίκης, 105-106. Το Σίρμιο εάν δεν επιβεβαιωθεί
ανασκαφικά η ύπαρξη του Ανακτόρου στην προτεινόμενη θέση δεν εντάσσεται σε αυτή την
ομάδα.
912 Malmberg, «New Palace of Mehmed», 49-52. Ο Μωάμεθ οικοδόμησε ανάμεσα στα έτη 1453-1458 το

πρώτο ανάκτορο του (Eski Sarayi) βόρεια του Beyazit Camii στην περιοχή του Φόρου του Θεοδοσίου,
βλ. Kafescioğlu, Ottoman Capital, 32-34. Η ίδια, Constantinopolis/Istanbul, 22-24. Ακολούθως κατά το
έτος 1458/9 επέλεξε τη θέση της αρχαίας Ακρόπολης του Βυζαντίου και ξεκίνησαν οι εργασίες
κατασκευής του Yeni (Topkapi) Sarayi, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το έτος 1478. Συνοπτικά για το
νέο ανάκτορο βλ. Müller-Wiener, Bildlexikon, 495-499.

167
Saray -γνωστό σήμερα ως Topkapi- σε μία θέση με εξαιρετική θέα913 προς τις

θάλασσες της Προποντίδας, του Βοσπόρου και του Κερατίου και περίοπτη από

τις περισσότερες περιοχές της Πόλης καταδεικνύει πόσο ελάχιστα προνομιακή

ήταν η θέση που επέλεξε ο Νικητής αυτοκράτορας για να οικοδομήσει το

Ανάκτορό του. Το βέβαιο είναι ότι στην εποχή του Κωνσταντίνου η Ακρόπολη

ήταν κατειλημμένη από τα ειδωλολατρικά μνημεία914 του παραδοσιακού

θρησκευτικού κέντρου του αρχαίου Βυζαντίου. Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι δεν

λειτούργησε ισοπεδωτικά μέσα στον αρχαίο πολεοδομικό ιστό προκειμένου να

εξοικονομήσει οικοδομήσιμο χώρο.915 Σεβάστηκε την αρχαιότητα και τη

λατρευτική σημασία της Ακρόπολης για τους εθνικούς κατοίκους της Πόλης.

Επιπλέον, ανοικτό παραμένει στην έρευνα το ενδεχόμενο τη χωροθέτηση του

Ιερού Παλατίου να καθόρισε η προΰπαρξη στην ίδια θέση παλαιότερης

αυτοκρατορικής κατοικίας του 3ου αιώνα, όπως έχει προτείνει ο C. Mango.916

Το καθοριστικό στοιχείο στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης δεν

υπήρξε η επιλογή της θέσης, η αρχιτεκτονική μορφή ή η εσωτερική διάταξη του

ανακτόρου, αλλά η μεταφορά και διαμόρφωση του νέου μνημειακού κέντρου της

Πόλης στο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου. Εξέλιξη που συντελέστηκε

παράλληλα με την εκκένωση του μνημειακού κέντρου του αρχαίου Βυζαντίου

από τη λειτουργική και συμβολική σημασία του. Η ριζοσπαστική αυτή επέμβαση

αντανακλά τη συνειδητή σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη και την

913 Η Necipoğlu, Topkapi Palace, 4-13, 123-200 θεωρεί ότι η οπτική σχέση του λόφου της Ακρόπολης με
την Πόλη και τα προάστια της καθόρισε τη θέση και τον σχεδιασμό του νέου ανακτορικού
συγκροτήματος, προκειμένου να αποτελεί αρχιτεκτονική επίδειξη ισχύος που δήλωνε συμβολικά
την κυριαρχία του σουλτάνου επάνω στους υπηκόους, τη στεριά και τη θάλασσα γύρω του.
914 Στην Ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου υπήρχαν τρεις ναοί, της Αφροδίτης, της Αρτέμιδος και

του Ηλίου-Απόλλωνος, βλ. Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.72-222.78 (ΧΙΙ.20), τους οποίους ο
Κωνσταντίνος άφησε χωρίς έσοδα, βλ. στο ίδιο, 248.56-59 (ΧΙΙΙ.13) και ο Θεοδόσιος μετέτρεψε
αντίστοιχα σε «καρουχαρεῖον», «ταβλοπαρόχιον» και «αὐλὴν οἰκημάτων», βλ. στο ίδιο, 267.75-82
(ΧΙΙΙ.38). Ακόμη βλ. Mango, Développement urbain, 18. Berger, Κωνσταντινούπολη, 23.
915 Bardill, Constantine, 260-262, 305. Mango, Développement urbain, 33-34. Magdalino, «Byzantium=

Constantinople», 50. Στις περιγραφές του οικοδομικού προγράμματος του Κωνσταντίνου δεν
αναφέρεται καμία καταστροφή αρχαίου μνημείου. Ο ίδιος ο Ευσέβιος που αναφέρει καταστροφές
παγανιστικών μνημείων σε άλλες πόλεις, δεν αναφέρει καμία στην Κωνσταντινούπολη.
Συνηγορεί ακόμη το παράδειγμα της Παλαιάς Ρώμης, όπου ο Κωνσταντίνος σεβάστηκε τα
παγανιστικά μνημεία και οικοδόμησε τις χριστιανικές βασιλικές σε περιφερειακές θέσεις, βλ.
κατωτέρω, υποσημ. 1021.
916 Mango, «Sévère», 607. Με την άποψή του συμφωνεί και ο Bardill, Constantine, 25.

168
απομάκρυνσή της από την παράδοση των τετραρχικών εδρών.917 Στις έδρες για

τις οποίες διαθέτουμε στοιχεία, τα αυτοκρατορικά συγκροτήματα

αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από τα παραδοσιακά μνημειακά κέντρα των

πόλεων, τα οποία παρέμειναν ενεργά 918 (εικ. 77-79). Το φαινόμενο αυτό εξηγείται

ικανοποιητικά από την κατασκευή του ανακτόρου σε έναν υφιστάμενο και εν

λειτουργία πολεοδομικό ιστό, όπου η αυτοκρατορική επέμβαση είχε απλώς

προσθετικό χαρακτήρα. Αυτό που ξεχωρίζει το εγχείρημα του Κωνσταντίνου και

της δυναστείας του υπήρξε η άμεση και συνεπής υλοποίηση ενός μεγάλου

οικοδομικού προγράμματος, το οποίο, αξιοποιώντας τη μακρά πολεοδομική και

ανακτορική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου, ανέδειξε το μνημειακό

κέντρο της Κωνσταντινούπολης, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μνημειακό

συγκρότημα της ρωμαϊκής περιόδου, σε συνεπτυγμένη εικόνα του

αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της Ρώμης. Προκειμένου, όμως, να

τεκμηριώσουμε την άποψη αυτή, θα πρέπει να μεταφερθούμε από τον Κεράτιο

στις όχθες του Τίβερη.

Το μνημειακό κέντρο της Αιώνιας Πόλης διαμορφώθηκε κατά την

πολύχρονη δημοκρατική περίοδο στην περιοχή του Forum919 (Magnum ή

Romanum) όπου συναντήθηκαν από πολύ νωρίς οι πολιτικές και εμπορικές

δραστηριότητες της πόλης. Μία σειρά από οικοδομήματα στέγασαν τις κύριες

λειτουργίες του δημόσιου βίου (εικ. 12), το Εκκλησιαστήριο (Comitium), η

917 Αντίθετα οι βυζαντινολόγοι ερευνητές εντάσσουν το ανακτορικό συγκρότημα της


Κωνσταντινούπολης στην πολεοδομική και διοικητική παράδοση της Τετραρχίας, βλ. Berger,
Κωνσταντινούπολη, 26. Mango, Développement urbain, 23-24. Müller-Wiener, «Palast und stadt». Ćurčić,
Architecture in the Balkans, 57. Ο Magdalino, «Byzantium=Constantinople», 51 σωστά τονίζει τη
συνειδητή μίμηση της Ρώμης.
918 Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα είναι η Θεσσαλονίκη,

βλ. Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Θεσσαλονίκης, 93-104 και 105-118 για το μνημειακό κέντρο και το
ανακτορικό συγκρότημα αντίστοιχα. Επίσης, βλ. Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 146-155 και 164-166
για το μνημειακό κέντρο και το ανακτορικό συγκρότημα αντίστοιχα. Τα δύο συγκροτήματα
συνδέονταν μεταξύ τους μέσω της Εγνατίας οδού, η οποία αποκαλείται via Regia, Μέση ή
Λεωφόρος, βλ. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 321, 445. Vitti, στο ίδιο, 105-108. Στην
Αντιόχεια, επίσης, τα δύο συγκροτήματα επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω μιάς κεντρικής οδού.
919 Gros, Architecture Romaine I, 208-209, 212-214, 216-219. Von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, 128-

132. Richardson, Topographical Dictionary, 170-174. Coarelli, Rome and Environs, 43-99. Claridge, Rome, 62-
103. Ιδιαίτερα για τη μορφή που έλαβε το Forum Romanum κατά την ύστερη αρχαιότητα, βλ.
Machado, «Building the Past».

169
Σύγκλητος (Curia Senatum), το Βήμα920 (Rostra), το αρχείο (Τabularium), οι

Βασιλικές (Basilica Sempronia και Aemilia) και οι ναοί των παραδοσιακών

θεοτήτων, Templum Concordiae (Ομόνοιας), Saturni (Κρόνου), Castorum

(Διοσκούρων), Vestam (Εστίας). Το πρώτο ιερό της Ρώμης, ο ναός του Διός

Καπιτωλίνου921 (Juppiter Optimus Maximus Capitolinus) υψωνόταν επιβλητικά

δίπλα στο Forum, επάνω στον Καπιτωλίνο λόφο, ολοκληρώνοντας με συμβολικά

φορτισμένο τρόπο τη σύνθεση του μνημειακού κέντρου (εικ. 80). Η μετάβαση

στην αυτοκρατορική περίοδο εκφράστηκε μνημειακά922 με την ανάδειξη του

Forum Romanum σε κατεξοχήν χώρο προβολής της αυτοκρατορικής εξουσίας με

την ανέγερση των αυτοκρατορικών φόρων923, των ναών της αυτοκρατορικής

λατρείας924 και μνημείων-συμβόλων, όπως των τιμητικών αψίδων925, του Χρυσού

Μιλίου926 και πιθανώς του νέου Βήματος με τα έμβολα των αιγυπτιακών πλοίων

από τη ναυμαχία του Ακτίου.927 Η ιερότητα και η τεράστια συμβολική φόρτιση

του Forum ως καρδιάς του μνημειακού κέντρου της Ρώμης προσέλκυσε την

ανέγερση όλων των αυτοκρατορικών φόρων, του ενός δίπλα στον άλλο (εικ. 13),

σε άμεση επαφή με αυτό, ακόμη και αν χρειάστηκε, προκειμένου να εξευρεθεί

920 Πρόκειται για το Βήμα ή Τριβουνάλιο που βρισκόταν μπροστά από το Εκκλησιαστήριο, η
πρόσοψη του οποίου κοσμήθηκε με τα έμβολα (Rostra) που είχαν μεταφερθεί ως λάφυρα μετά τη
νικηφόρο ναυμαχία των Ρωμαίων εναντίον των Λατίνων στο Antium το έτος 338 π.Χ. Αργότερα
ανακαινίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Οκταβιανό Αύγουστο βλ. Richardson, Topographical
Dictionary, 334-337.
921 Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Καπιτωλιακή Τριάδα (Juppiter, Juno και Minerva). Τα εγκαίνια

του ναού στις 13 Σεπτεμβρίου 509 π.Χ. συνδέονταν με την εκδίωξη των Ετρούσκων βασιλέων από
τη Ρώμη και εορτάζονταν ως ημέρα ίδρυσης της Res Publica, βλ. Richardson, Topographical Dictionary,
170-174, 221-224. Ακόμη βλ. Bloch R., «Le départ des Étrusques de Rome selon l’annalistique et la
dédicace du temple de Jupiter Capitolin», RHR 159 (1961), 141-156.
922 Zanker, Αύγουστος, 116-119.

923 Φόροι του Ιουλίου Καίσαρα με ναό της Venus Genitrix, του Αυγούστου με ναό του Mars Ultor, του

Νέρβα (Transitorium) με ναό της Minerva, του Βεσπασιανού με ναό της Ειρήνης (Templum Pacis),
του Τραϊανού με ναό του θεοποιημένου Τραϊανού και της Πλωτίνας, βλ. Coarelli, Rome and Environs,
103-128. Claridge, Rome, 160-196. Gros, Architecture Romaine Ι, 212-213, 216-220.
924 Ναοί των θεοποιημένων Ιουλίου Καίσαρα, Βεσπασιανού και Τίτου, Αντωνίνου Ευσεβούς και

Φαυστίνας.
925 Αψίδες, Παρθιακή και Ακτιακή Αυγούστου, Τιβερίου, Σεπτιμίου Σεβήρου.

926 Richardson, Topographical Dictionary, 254. Zanker, Αύγουστος, 195.

927 Ο Zanker, Αύγουστος, 118-123 και εικ. 61, θεωρεί ότι ο Αύγουστος οικοδόμησε μπροστά από το

ναό του θεοποιημένου Ιουλίου Καίσαρα και συμμετρικά απέναντι από το παλαιό, νέο Βήμα
ομιλητών. Τα έμβολα των συλληφθέντων αιγυπτιακών πλοίων ενσωματώθηκαν στο μνημείο ως
σύμβολα της νίκης στο Άκτιο και μεταφέρθηκαν και στο μάρμαρο. Επίσης, θεωρεί ότι το παλαιό
Βήμα ήταν διακοσμημένο, ακόμη, με τα έμβολα των λατινικών πλοίων από το Antium, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 920. Αντίθετα οι Richardson, Topographical Dictionary, 173, Machado, «Building the
Past», 164-165 και Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 65, υποστηρίζουν ότι το νέο Βήμα
οικοδομήθηκε από τους Τετράρχες.

170
οικοδομήσιμος χώρος, να δοθούν άκομψες λύσεις, όπως στον Φόρο του Νέρβα, ή

να πραγματοποιηθούν τεράστια τεχνικά έργα, όπως στην περίπτωση του Φόρου

του Τραϊανού928 (εικ. 81).

Παράλληλα με αυτή τη διαδικασία επάνω στον Παλατίνο λόφο, με

αρχικό πυρήνα την οικία του Οκταβιανού Αυγούστου (Domus Augusti),

αναπτύχθηκε σταδιακά το Ανακτορικό συγκρότημα929 (Domus Palatinae ή

Palatium) δίπλα στο Circus Maximus, προς το οποίο διαμορφωνόταν η

μνημειώδης πρόσοψή του (εικ. 71). Το Ανάκτορο ήδη από την εποχή του Τιβερίου

(Domus Tiberiana) επεκτάθηκε προς τη βορειοδυτική πλευρά του Παλατίνου

λόφου930 (εικ. 82) και στα χρόνια του Καλιγούλα συνδέθηκε με το forum

Romanum931 (εικ. 83), διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε στα χρόνια του

Δομιτιανού932 (Domus Flavia933). Η μνημειακή επέκταση του Ανακτόρου της

Ρώμης σε όλη σχεδόν την έκταση του Παλατίνου Λόφου είχε ως αποτέλεσμα δύο

προηγουμένως ανεξάρτητα μνημειακά συγκροτήματα, το μνημειακό, πολιτικό

και θρησκευτικό, κέντρο της Πόλης (Forum Romanum και Capitolium) και ο

σημαντικότερος χώρος δημόσιων θεαμάτων (Circus Maximus), να συνδεθούν

τοπογραφικά και να συγκροτήσουν μαζί με το Ανάκτορο ένα εκτεταμένο

928 Coarelli, Rome and Environs, 113, 115.


929 Gros, Architecture Romaine II, 242-261. Richardson, Topographical Dictionary, 114-117. Coarelli, Rome
and Environs, 144-153. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 51-56.
930 Σύμφωνα με τον Gros, Architecture Romaine II, 240-241 η εξέλιξη αυτή είχε ήδη διαφανεί στα

ώριμα χρόνια της βασιλείας του Αυγούστου με το τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα ανακαίνισης
του Forum Romanum και ανέγερσης του Φόρου του Αυγούστου.
931 Gros, Architecture Romaine II, 243. Ward - Perkins, Imperial Architecture, 48, 83. Ο Δίων Κάσσιος,

59.28.5 αναφέρει για τον Καλιγούλα: «τό τε Διοσκόρειον τὸ ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ ῾Ρωμαίᾳ ὂν διατεμὼν
διὰ μέσου τῶν ἀγαλμάτων ἔσοδον δι' αὐτοῦ ἐς τὸ παλάτιον ἐποιήσατο, ὅπως καὶ πυλωροὺς τοὺς
Διοσκόρους, ὥς γε καὶ ἔλεγεν, ἔχῃ». Ο Σουητώνιος, βλ. Caligula, 4.22.2-4 μαζί με την εξέλιξη αυτή
αναφέρει ότι ένωσε με μία γέφυρα το Παλάτιο με τον ναό του Καπιτωλίνου Διός προκειμένου να
έχει άμεση πρόσβαση. Ακόμη βλ. Fears, «Cult of Juppiter», 71-72.
932 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 78-84. Η μνημειώδης είσοδος από το Forum διαμορφώθηκε

ανάμεσα στον ναό των Διοσκούρων και την Horrea Agrippiana από τον Δομιτιανό και
ολοκληρώθηκε από τον Αδριανό. Ο Νέρων με την οικοδόμηση της Domus Aurea επέκτεινε το
ανάκτορο πέρα του Παλατίνου Λόφου καταλαμβάνοντας μία τεράστια έκταση ανατολικά του
Forum Romanum, την οποία η δυναστεία των Φλαβίων απέδωσε και πάλι σε δημόσια χρήση με την
οικοδόμηση του Αμφιθεάτρου (Κολοσσαίου) σε κεντρικό σημείο αυτής της έκτασης, βλ. Gros,
Architecture Romaine II, 244-252.
933 Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας βλ. Gros, Architecture Romaine

ΙI, 231. Από την εποχή των Φλαβίων και μετά το ανακτορικό συγκρότημα πάνω στον Παλατίνο
Λόφο, όπως είχε διαμορφωθεί με τις διαδοχικές προσθήκες, θα αποκαλείται «Domus August(i)ana».

171
μνημειακό σύνολο934, ένα τεράστιο σκηνικό επίδειξης του αυτοκρατορικού

μεγαλείου (εικ. 84). Η εξέλιξη αυτή έφερε σε επαφή μεταξύ τους τέσσερα κύρια

μνημειακά και λειτουργικά συστατικά που διαμόρφωσαν μία ενιαία σύνθεση:

την κατοικία του αυτοκράτορα και διοικητικό κέντρο του κράτους, τον κύριο

χώρο θεαμάτων, επίδειξης και επικοινωνίας του αυτοκράτορα με τον δήμο, τον

κεντρικό δημόσιο χώρο-πολιτικό κέντρο καθώς και την κύρια θρησκευτική

λατρεία της Πόλης και του Κράτους. Η νεότερη έρευνα935 έχει καταλήξει ότι τα

πρότυπα της διαμόρφωσης του ανακτορικού συγκροτήματος της Ρώμης και του

μνημειακού του περιβάλλοντος βρίσκονται στα ανακτορικά συγκροτήματα των

ελληνιστικών βασιλικών πρωτευουσών, κυρίως της Αλεξάνδρειας και της

Περγάμου.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η αρχαιολογική έρευνα936 των ανακτορικών

συγκροτημάτων της ελληνιστικής περιόδου έχει αναδείξει τις αρχιτεκτονικές

επιρροές τους από τα μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα της βαβυλωνιακής και

της περσικής αυτοκρατορίας καθώς και του αιγυπτιακού βασιλείου, όπως της

Βαβυλώνας, των Σούσων, των Πασαργάδων, της Περσέπολης, της Μέμφιδας.

Αυτό που ξεχωρίζει, όμως, τα ελληνιστικά ανακτορικά συγκροτήματα από τα

παλαιότερα πρότυπά τους είναι η ανέγερση στο εσωτερικό του βασιλικού

συγκροτήματος και στο άμεσο περιβάλλον του μνημείων με δημόσιο

χαρακτήρα937, όπως χώρων θρησκευτικής λατρείας, οικοδομημάτων δημόσιων

θεαμάτων, επιστημονικών ιδρυμάτων και βιβλιοθηκών, γυμνασίων ή

παλαιστρών, χώρων δημόσιων συναθροίσεων των πολιτών. Τα μνημεία αυτά

διαμόρφωναν δίπλα στα οικοδομήματα της βασιλικής κατοικίας ένα μεγάλο

μνημειακό συγκρότημα938 με ανοικτό προς τους πολίτες χαρακτήρα που

934 Lauter, «Regia hellénistique», 354-355, ο οποίος αναφέρεται στην τοπογραφική σύνδεση των
μνημειακών ενοτήτων μέσω της παράθεσής τους. Το Forum Romanum, όπως παρατηρεί η Nielsen,
Hellenistic Palaces, 180 δεν ενσωματώθηκε στο εσωτερικό του ανακτορικού συγκροτήματος της
Ρώμης.
935 Gros, «Palais Hellénistique». Lauter, «Regia hellénistique». Nielsen, Hellenistic Palaces, 178-179.

936 Nielsen, Hellenistic Palaces, 27-51. Nielsen I., «Oriental Models for Hellenistic Palaces ?», στο

Hoepfner W.-Brands G. (επιμ.), Basileia. Die Paläste der Hellenistichen Könige, Διεθνές Συνέδριο
(Βερολίνο, 16-20.12.1992). Mainz am Rhein 1996, 209-212.
937 Nielsen, Hellenistic Palaces, 23-26, 213-217 και πίν. 115.

938 Ο Gros, «Palais Hellénistique», 234-236 αναφερόμενος στην Πέργαμο και την Αλεξάνδρεια

περιγράφει τη σύνθεση αυτή ως παράθεση ιδιωτικών και δημόσιων, κοσμικών και θρησκευτικών
χώρων στα ανακτορικά συγκροτήματα και το άμεσο περιβάλλον τους.

172
εξυπηρετούσε λειτουργίες του δημόσιου βίου και το οποίο, μολονότι συνήθως

βρισκόταν στην περιφέρεια του πολεοδομικού ιστού, αποτέλεσε ουσιαστικά το

μνημειακό κέντρο κάθε βασιλικής πόλης. 939 Δυστυχώς τα περισσότερα και τα

κυριότερα από αυτά τα συγκροτήματα δεν σώζονται σήμερα και είμαστε

υποχρεωμένοι να τα προσεγγίσουμε κυρίως μέσα από τις πηγές.

Στοιχεία για το θέμα που εξετάζουμε μας παρέχουν κυρίως δύο από τις

σημαντικότερες ελληνιστικές βασιλικές πρωτεύουσες, η Αλεξάνδρεια και η

Πέργαμος. Για τα ανάκτορα της Αντιόχειας940, πρωτεύουσας του κράτους των

Σελευκιδών μέχρι το 64 π.Χ, όχι μόνο γνωρίζουμε ελάχιστα, αλλά και φαίνεται

ότι είχαν ήδη καταστραφεί εντελώς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Είναι ακόμη

αλήθεια ότι και για το σημαντικότερο ελληνιστικό βασιλικό συγκρότημα, εκείνο

της Αλεξάνδρειας941, πρωτεύουσας του κράτους των Πτολεμαίων μέχρι το έτος 30

π.Χ., γνωρίζουμε πολύ λιγότερα από όσα θα επιθυμούσαμε. Χάρη, όμως, στο

γεωγραφικό ενδιαφέρον του Στράβωνα942 διαθέτουμε μία αρκετά λεπτομερή

περιγραφή του Ανακτόρου και της πόλης, από την οποία πληροφορούμαστε ότι

το τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα των Πτολεμαίων καταλάμβανε το ένα

τέταρτο ή τρίτο της έκτασης που περιέκλειε ο οχυρωματικός περίβολος της

Αλεξάνδρειας (εικ. 9). Στο εσωτερικό του συγκροτήματος, εκτός από τις

βασιλικές κατοικίες, κήπους και άλση, υπήρχαν το περίφημο Μουσείο943, ένα

μεγάλο επιστημονικό και δευτερευόντως εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο διέθετε

τη σημαντικότερη βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου, το Σήμα944, ο τάφος όπου ο

ιδρυτής της δυναστείας, Πτολεμαίος Α΄, ενταφίασε το νεκρό σώμα του

939 Ο Lauter, «Regia hellénistique», 352 υποστηρίζει εύστοχα ότι το ελληνιστικό ανάκτορο, το οποίο
συνήθως βρισκόταν στην περιφέρεια του πολεοδομικού ιστού, έτεινε να γίνει λειτουργικά,
αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά η καρδιά της πόλης, παρά το γεγονός ότι παραδοσιακά το
μνημειακό κέντρο της ελληνικής πόλης βρίσκονταν κατά κανόνα στο κέντρο του πολεοδομικού
ιστού. Κατά τη γνώμη του τα ανακτορικά συγκροτήματα ανεγείρονταν στην περιφέρεια των
πολεοδομικών ιστών, προκειμένου να αναδείξουν τον προστατευτικό ρόλο του βασιλιά, αλλά και
να διαθέτουν μία ελεύθερη πλευρά σε περίπτωση εξεγέρσεων.
940 Nielsen, Hellenistic Palaces, 112-115, 272-274. Owens, The City, 81.

941 Nielsen, Hellenistic Palaces, 130-133, 282-284. Fraser, Ptolemaic Alexandria, 14-31. Haas, Alexandria, 24-

28. Gros, «Palais Hellénistique», 234-236. Gros, Architecture Romaine ΙI, 231-232. Owens, The City, 68-69.
Hoepfner, «Von Alexandria über Pergamon», 275-279. Lauter, «Regia hellénistique», 349-351.
942 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8-10.

943 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.16-21, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1629.

944 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.21-24: «μέρος δὲ τῶν βασιλείων ἐστὶ καὶ τὸ καλούμενον Σῆμα, ὃ

περίβολος ἦν ἐν ᾧ αἱ τῶν βασιλέων ταφαὶ καὶ ἡ Ἀλεξάνδρου·».

173
Αλεξάνδρου και οι διάδοχοί του χρησιμοποίησαν ως δυναστικό ηρώο και ιερό, το

(Διονυσιακό) Θέατρο945 και η Παλαίστρα, τα οποία φαίνεται ότι επικοινωνούσαν

απευθείας με τα βασιλικά διαμερίσματα μέσω μιάς στοάς («Σύριγξ»), ακόμη

θρησκευτικά ιερά, όπως ο ναός του Ποσειδώνα946 και το Αρσινόειον. Η Αγορά της

Αλεξάνδρειας και το Γυμνάσιο, οι δύο σημαντικότεροι δημόσιοι χώροι

συνάθροισης των πολιτών φαίνεται ότι βρίσκονταν, επίσης, στο περιβάλλον του

ανακτορικού συγκροτήματος. 947 Πιθανώς, ακόμη, κοντά βρισκόταν και το

Στάδιο948 της πόλης. Γνωρίζουμε ότι τα Ανάκτορα υπέστησαν διάφορες

καταστροφές κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και ίσως καταστράφηκαν ολοσχερώς

κατά τη βασιλεία του Αυρηλιανού949 (270-275). Ο Κωνσταντίνος συνόδεψε μάλλον

τον Διοκλητιανό στο ταξίδι του στην Αίγυπτο 950 κατά το έτος 301/302 και θα είχε

δική του αντίληψη για το μνημειακό αυτό συγκρότημα, το οποίο στις μέρες του

πρέπει να σωζόταν σε ερειπιώδη κατάσταση.

Την πλέον διευκρινιστική εικόνα για τα ελληνιστικά ανάκτορα και το

μνημειακό περιβάλλον τους μας προσφέρει η αρχαιολογική έρευνα στην οχυρή

Ακρόπολη της Περγάμου, πρωτεύουσας του κράτους των Ατταλιδών μέχρι το 133

π.Χ. Εκεί, κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκε ένα επιβλητικό μνημειακό

συγκρότημα γύρω από τα βασιλικά ανάκτορα951, το οποίο περιλάμβανε το κύριο

ιερό της πόλης, το Τέμενος της Αθηνάς, τον περίφημο Βωμό του Δία, την Άνω

945 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.9.10-11. Πολύβιος, Ἱστορίαι, 15.30.6. Στις ελληνιστικές πρωτεύουσες
και γενικότερα στον ελληνικό κόσμο το βασικότερο οικοδόμημα δημόσιων θεαμάτων,
συναθροίσεων του δήμου και επικοινωνίας με τον βασιλιά υπήρξε το θέατρο. Ο Lauter, «Regia
hellénistique», 345-347 και η Nielsen, Hellenistic Palaces, 81, 88, 111 σημειώνουν ότι θέατρα υπήρχαν
ακόμη στα ανάκτορα της Περγάμου, των Αιγών και της Πέλλας. Στη Ρώμη τις λειτουργίες αυτές
εξυπηρετούσε κυρίως το Circus Maximus, αλλά σύμφωνα με τον Zanker, Αύγουστος, 199-200, ήδη
από την εποχή του Αυγούστου εντάχθηκε στη διαδικασία αυτή και ο χώρος του θεάτρου.
946 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.9.11-13.

947 Ο Lauter, «Regia hellénistique», 351 θεωρεί ότι μπορεί και να εφάπτονταν με τα ανάκτορα. Ο

Hoepfner, «Von Alexandria über Pergamon», 276, εικ. 2, αποτύπωσε σχεδιαστικά τη γειτνίαση αυτή,
την οποία και ο Gros, «Palais Hellénistique», 236, θεωρεί πιθανή.
948 Fraser, Ptolemaic Alexandria, 31. Ο Lauter, «Regia hellénistique», 351 αποδίδει τη γειτνίαση με

πολλούς δημόσιους χώρους στην ανάγκη της βασιλείας των Πτολεμαίων να αξιοποιήσει όλες τις
δυνατότητες μοναρχικής προβολής που παρείχε η εποχή.
949 Haas, Alexandria, 28.

950 Lenski, «Reign of Constantine», 60 και σημ. 8.

951 Nielsen, Hellenistic Palaces, 102-111, 270-272. Gros, «Palais Hellénistique», 234-236. Owens, The City,

87. Lauter, «Regia hellénistique», 351-352. Radt, «Pergamon», 45-49. Martin, Urbanisme, 127-146.

174
Αγορά952 και το Θέατρο με την επιβλητική στοά και τον ναό του Διονύσου (εικ.

86-87). Σε μία στοά του Ιερού της Αθηνάς υπήρχε η ξακουστή Βιβλιοθήκη της

Περγάμου και το διοικητικό αρχείο του κράτους.953 Μολονότι πρόκειται για μία

μακρινή εποχή με διαφορετικές ιστορικές συνιστώσες, πολιτιστικές αναζητήσεις

και πολεοδομικές αντιλήψεις, διαπιστώνουμε ότι τα μνημειακά κέντρα της

Αλεξάνδρειας και της Περγάμου διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον των

βασιλικών ανακτόρων και είχαν ως κύρια μνημειακά και λειτουργικά συστατικά

τα ίδια που εντοπίσαμε στο αυτοκρατορικό συγκρότημα της Ρώμης, δηλαδή την

κατοικία του βασιλιά και διοικητικό κέντρο, οικοδομήματα θεαμάτων και

δημόσιας επικοινωνίας με τον λαό, τον κεντρικό δημόσιο χώρο συνάθροισης των

πολιτών και το θρησκευτικό κέντρο της πόλης. Επιπλέον, στα συγκροτήματα

αυτά λειτούργησαν οι δύο σημαντικότερες βιβλιοθήκες954 και το μεγαλύτερο

επιστημονικό ίδρυμα του αρχαίου κόσμου, το Μουσείο955 της Αλεξάνδρειας.

Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, τα βασιλικά ανάκτορα της Αλεξάνδρειας

και της Περγάμου απετέλεσαν τα πρότυπα τόσο για τη διαμόρφωση κατά τη

βασιλεία του Αυγούστου του μνημειακού πυρήνα του ανακτορικού

συγκροτήματος της Ρώμης, όσο και για τη μετέπειτα επέκτασή του. Ο Αύγουστος

διαμόρφωσε στο δυτικό τμήμα του Παλατίνου λόφου (εικ. 88) ένα μνημειακό

συγκρότημα κατοικίας, ιερού άλσους, ναού του Απόλλωνος 956, στοάς των

952 Για τη γειτνίαση Αγοράς και Ανακτόρου σε άλλες βασιλικές πόλεις της ελληνιστικής περιόδου,
βλ. Drougou S., «Basileia (Palaeste) und Agora in den Hauptstädten Makedoniens», στο Γιαννικουρή,
Η αγορά στη Μεσόγειο, 255-264 για τις Αιγές και την Πέλλα. Για τη Δημητριάδα (εικ. 85),
πρωτεύουσα των Αντιγονιδών, βλ. Nielsen, Hellenistic Palaces, 92 και Owens, The City, 79-80. Ο Lauter,
«Regia hellénistique», 347-349 αναφέρει ότι η αγορά της Δημητριάδος λεγόταν ιερά και ότι εξαιτίας
της εγγύτητάς της με το ανάκτορο έχανε πολλές από τις διοικητικές και κοινωνικές λειτουργίες
της. Αντίθετα η Μπάτζιου-Ευσταθίου θεωρεί ότι υπήρξε το διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό
κέντρο της πόλης με το κεντρικό ιερό της Ιωλκίας Αρτέμιδος, βλ. Μπάτζιου-Ευσταθίου Α., Αρχαία
Δημητριάδα, Αθήνα (ΤΑΠΑ) 2002, 29-30. Μπάτζιου-Ευσταθίου Α., «Το ανάκτορο της Δημητριάδας»,
Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και Πολιτισμού της Θεσσαλίας, (Λάρισα 2006), Λάρισα
2008, 258-265.
953 Gros, «Palais Hellénistique», 234.

954 Για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου ενδεικτικά, βλ. Coqueugniot, Archives et

bibliothèques, 71-74 και 123-131 αντίστοιχα. Casson, Βιβλιοθήκες, 56-81 και 82-89. Βιβλιοθήκες
αναφέρονται ακόμη στα ανάκτορα της Πέλλας και την Αντιόχειας, βλ. Nielsen, Hellenistic Palaces,
25, σημ. 79 και 214, εικ. 115, αρ. 23.
955 Fraser, Ptolemaic Alexandria, 320-335.

956 Ο Οκταβιανός επικαλέστηκε τον θεό πριν από την κρίσιμη ναυμαχία στο Άκτιο και οικοδόμησε

τον ναό του δίπλα στην οικία του ως ευχαριστία για τη βοήθειά του. Ο ναός εγκαινιάστηκε στις 9
Οκτωβρίου του 28 π.Χ. Για τη σημασία της λατρείας του Απόλλωνα και της πράξης του Αυγούστου,
βλ. Zanker, Αύγουστος, 81-86, 123-128.

175
Δαναΐδων και βιβλιοθήκης, ελληνικής και λατινικής, η κύρια όψη του οποίου

ανέπτυσσε εντυπωσιακή οπτική σχέση με το Circus Maximus.957 Από την

περιγραφή του Δίωνος Κασσίου958 προκύπτει η προγραμματική σχέση ανάμεσα

στο Απολλώνιο μνημείο και την πανήγυρη του Ιπποδρόμου, που εξυμνούσαν τη

Νίκη στο Άκτιο: «τό τε ᾿Απολλώνιον τὸ [τε] ἐν τῷ Παλατίῳ καὶ τὸ τεμένισμα τὸ

περὶ αὐτό, τάς τε ἀποθήκας τῶν βιβλίων, ἐξεποίησε καὶ καθιέρωσε. καὶ τὴν

πανήγυριν τὴν ἐπὶ τῇ νίκῃ τῇ πρὸς τῷ ᾿Ακτίῳ γενομένῃ ψηφισθεῖσαν ἤγαγε μετὰ

τοῦ ᾿Αγρίππου, καὶ ἐν αὐτῇ τὴν ἱπποδρομίαν διά τε τῶν παίδων καὶ διὰ τῶν

ἀνδρῶν τῶν εὐγενῶν ἐποίησε». Το Domus Augusti με διαδοχικές προσθήκες,

όπως είδαμε, επεκτάθηκε προς τα βόρεια και τα ανατολικά με αποτέλεσμα να

δημιουργηθεί μία μνημειώδης τοπογραφική σύνθεση του συγκροτήματος

Παλατίου-Ιπποδρόμου με το μνημειακό, πολιτικό και θρησκευτικό, κέντρο της

Ρώμης, σύνθεση που συνέχιζε την παράδοση των ελληνιστικών ανακτορικών

συγκροτημάτων.

Το συγκρότημα αυτό αποτέλεσε το νοητό και ουσιαστικό μνημειακό

κέντρο της Ρώμης και ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, καθώς σε αντίθεση με τον

διασπασμένο σε βασίλεια ελληνιστικό κόσμο959, το ρωμαϊκό κράτος παρέμεινε

ενωμένο κάτω από την εξουσία ενός μονάρχη και με απόλυτη πρωτεύουσα τη

Ρώμη.960 Ακόμη και κατά την περίοδο της Τετραρχίας, όταν η διοίκηση του

Κράτους μεταφέρθηκε σε περιφερειακά κέντρα, η Ρώμη εξακολούθησε να

αποτελεί το νοητό κέντρο της αυτοκρατορίας961, όπως αποδεικνύει ο εορτασμός

957 Nielsen, Hellenistic Palaces, 174-179, 293-295. Gros, Architecture Romaine Ι, 231. Zanker, Αύγουστος, 84-
85, 103-104. Tο πρότυπο για το συγκρότημα αυτό δεν υπήρχε στη ρωμαϊκή, αλλά στην ελληνιστική
αρχιτεκτονική παράδοση βλ. Lauter, «Regia hellénistique», 354-355. Ο Gros, «Palais Hellénistique»,
236-239 και Architecture Romaine ΙI, 237-238, 240 επισημαίνει τη σχέση αυτού του «σκηνογραφικού
συνόλου» με τα οικοδομήματα της Ακρόπολης της Περγάμου. Ο Fears, «Cult of Juppiter», 62 θεωρεί
ότι το ιερό του Απόλλωνα στον Παλατίνο Λόφο, όπως τα ιερά της Αθηνάς και του Δία στην
Ακρόπολη της Περγάμου, συμβόλιζε τη θεϊκώς χορηγηθείσα νίκη στην οποία ο μονάρχης όφειλε
τη θέση του. Ακόμη, για την Οικία του Αυγούστου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 898-899.
958 Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, 53.1.3-4.

959 Για μια συνοπτική εξιστόρηση της διάσπασης και ιστορικής διαδρομής των βασιλείων αυτών, βλ.

Gehrke H.-J., Geschichte des Hellenismus, ελλην. μεταφρ.: Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου, Χανιώτης
Α. (μτφρ.), Αθήνα 2000, 55-77, 280-303.
960 Ο Ando, «Rome» έδειξε πως κατά την αυτοκρατορική περίοδο ακόμη και ο ελληνικός κόσμος

ταύτισε τη Ρώμη με την αυτοκρατορία αναγνωρίζοντάς την και ως δικό του κέντρο.
961 Η Marlowe, «Liberator urbis suae», 215-219 θεωρεί ότι τα χρόνια που ο Μαξέντιος έμεινε στην

εξουσία κατέδειξαν ότι η Ρώμη παρέμενε το συμβολικό κέντρο της αυτοκρατορίας και αυτό

176
των Vicennalia και Decennalia των Τετραρχών στην Αιώνια Πόλη962 και η

υλοποίηση ενός μνημειακού οικοδομικού προγράμματος εφάμιλλου της

αυτοκρατορικής παράδοσης της Πόλης. 963 Από τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι

σήμερα δεν προκύπτει ότι τα νέα αυτοκρατορικά συγκροτήματα που

ανεγέρθησαν στις Τετραρχικές έδρες συνδέθηκαν τοπογραφικά με τα μνημειακά

κέντρα των πόλεων αυτών, ούτε ότι συγκροτήθηκαν μνημειακές συνθέσεις με

δημόσιο χαρακτήρα κατά τα πρότυπα των ελληνορωμαϊκών βασιλικών

ανακτόρων. Εντούτοις, επειδή η αρχαιολογική έρευνα στις πόλεις αυτές δεν έχει

ακόμη εντοπίσει με ασφάλεια τα μνημειακά κατάλοιπα των περισσότερων

αυτοκρατορικών συγκροτημάτων964 και ως εκ τούτου δεν έχει διευκρινιστεί η

σύνθεση του μνημειακού τους περιβάλλοντος, το θέμα αυτό θα πρέπει να

παραμείνει ανοιχτό, ενώ μία αναφορά του Αμμιανού Μαρκελλίνου για το

Σίρμιο965, εάν έχει κατανοηθεί σωστά, υποδεικνύει ότι τουλάχιστον εκεί πιθανώς

το Ανάκτορο συσχετίστηκε με το μνημειακό κέντρο της πόλης.

Ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας των μεγάλων βασιλικών ανακτορικών

συγκροτημάτων του ελληνορωμαϊκού κόσμου διαμορφώθηκε στο νέο μνημειακό

κέντρο, στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Παλατίου της Πόλης του

Κωνσταντίνου. Ο σχεδιασμός του συγκροτήματος αυτού έφερε σε άμεσο

τοπογραφικό συσχετισμό τα κύρια μνημειακά και λειτουργικά συστατικά του

αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της Ρώμης. Η κατοικία του αυτοκράτορα

και έδρα της γραφειοκρατικής διοίκησης καθώς και ο δημόσιος χώρος θεαμάτων

και επικοινωνίας του αυτοκράτορα με τους δήμους, δηλαδή το συγκρότημα

Παλατίου και Ιπποδρόμου, συσχετίστηκε και εδώ με το πολιτικό, συμβολικό και

θρησκευτικό κέντρο της Πόλης, που συνέθεταν αντίστοιχα η Σύγκλητος, το

Μίλιον και η Αγία Σοφία (εικ. 1). Εκ πρώτης όψεως, από το συγκρότημα αυτό

επιβεβαιώνεται από την προσπάθεια του Κωνσταντίνου να προβάλει τον εαυτό του ως ευεργέτη
της.
962 Bardill, Constantine, 72, και σημ. 267.

963 Για μία σύνοψη του οικοδομικού προγράμματος του Διοκλητιανού στη Ρώμη, βλ. Ward - Perkins,

Imperial Architecture, 417-421. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 59-68. Ενδεικτικά είναι,


ιδιαίτερα, το μέγεθος και η πολυτέλεια των Θερμών του Διοκλητιανού.
964 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 910.

965 Αμμιανός Μαρκελίνος Res Gestae, 30.5.16: «…palatii et curiae partem incendit et fori…». Μία

πυρκαγιά που προκλήθηκε από κεραυνό κατέστρεψε τμήμα του Ανακτόρου του Σιρμίου, του
Forum και της Curia, γεγονός που υποδεικνύει την τοπογραφική γειτνίασή τους.

177
απουσίαζε ο δημόσιος χώρος του Forum Romanum. Ο άμεσος τοπογραφικός

συσχετισμός του Μεγάλου Παλατίου και του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης διαμόρφωσε ένα πολύ ισχυρό, οπτικά και συμβολικά,

μνημειακό τελετουργικό σκηνικό, εφάμιλλο με την αίγλη του αυτοκρατορικού

αξιώματος και τις εθιμοτυπικές ανάγκες του δημόσιου βίου, που τόσο

παραστατικά αποτυπώνει το Περί Βασιλείου Τάξεως. Η τοπογραφική και

λειτουργική σύνθεση του αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης την τοποθετεί τελευταία στη σειρά των μεγάλων

βασιλικών πόλεων του ελληνιστικού και ελληνορωμαϊκού κόσμου, μετά την

Αλεξάνδρεια, την Πέργαμο και τη Ρώμη.

Β.2.3. Η συμβολική εικόνα του Forum Romanum στο μνημειακό κέντρο

της Κωνσταντινούπολης

Οι μαρτυρίες των πηγών που περιγράφουν τη σχέση της Παλαιάς και της

Νέας Ρώμης με βάση τις έννοιες της ισότητας, της ομοιότητας ή της μίμησης

μπορούν πλέον να γίνουν κατανοητές υπό καινούριες προϋποθέσεις. Μέσα από


μία προσεκτικότερη ανάγνωση και συγκριτική εξέταση διαφόρων μαρτυριών και

στοιχείων προκύπτει ότι στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης το

συνειδητό εγχείρημα προσομοίωσης των δύο Πόλεων προσέλαβε συγκεκριμένη

αρχιτεκτονική μορφή, η οποία αναπαρήγαγε μία συμβολική εικόνα του Forum


Romanum στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Παλατίου.

Κατά την περιγραφή του οικοδομικού προγράμματος του Κωνσταντίνου ο

Μαλάλας966 και το Πασχάλιον Χρονικόν967 αναφέρουν ότι το κτήριο της

Συγκλήτου είχε τη μορφή Βασιλικής με κόγχη968 και ότι έξω από αυτό

ανεγέρθησαν μεγάλοι κίονες με ανδριάντες. Σύμφωνα με την περιγραφή του

966 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.2-5 (ΧΙΙΙ.8): «…κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν <ἔχουσαν
κόγχην> καὶ ἔξω μεγάλους κίονας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον, κατέναντι στήσας τῇ
ἰδίᾳ μητρὶ Ἑλένῃ στήλην Αὐγούστας ἐν πορφυρῷ μικρῷ κίονι, καλέσας τὸν τόπον Αὐγουστιῶνα».
967 Πασχάλιον Χρονικόν, 528.21-529.4: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν κόγχην, καὶ ἔξω

μεγάλους κίονας στήσας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον, καλέσας τὸν τόπον
Αὐγουσταῖον, καθότι καὶ στήλην ἦν στήσας κατέναντι τῆς ἰδίας αὐτοῦ μητρὸς Ἑλένης Αὐγούστας
δεσποίνης ἐν πορφυρῷ κίονι».
968 Σύμφωνα με τον Macdonald, Urban Appraisal, 122: οι αψίδες ήταν κατασκευές που συχνά

συναντούμε στις Curia. Ακόμη, βλ. Balty, Curia Ordinis, 604-607.

178
Προκοπίου η Σύγκλητος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Αυγουσταίου.969

Συνεπώς με τη φράση «καὶ ἔξω μεγάλους κίονας (στήσας) καὶ ἀνδριάντας», οι

δύο πηγές χωροθετούν τις στήλες στον αύλειο χώρο του τετραστώου

Αυγουσταίου. Πράγματι ο Ι. Λυδός970 και ο Ησύχιος971 συσχετίζουν την ονομασία

του Αυγουσταίου με την ανάθεση μιάς στήλης της Αυγούστας Ελένης972 από τον

ίδιο τον Κωνσταντίνο στον χώρο αυτό. Το Αυγουσταίο973 μαζί με τη Βασίλειο

Στοά παραμένουν μέχρι σήμερα τα δύο πιο μυστηριώδη οικοδομήματα του

μνημειακού κέντρου. Η ονομασία του μνημείου παραπέμπει σε ναό του

Οκταβιανού Αυγούστου ή γενικότερα της αυτοκρατορικής λατρείας974 στη Δύση.

Στην Ανατολή, όμως, ο ναός αυτός ονομαζόταν Σεβαστεῖον ή σπανιότερα

Καισάρειον.975 Στις πηγές απηχείται σποραδικά η σύνδεση του Αυγουσταίου της

Κωνσταντινούπολης με αυτοκρατορικούς εορτασμούς976, ενώ ο Mango977 έχει

969 Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 17.8-9 (Ι.2.1): «Ἀγορά τις πρὸ τοῦ βουλευτηρίου ἐτύγχανεν οὖσα·
καλοῦσι δὲ Αὐγουσταῖον τὴν ἀγορὰν οἱ Βυζάντιοι» και στο ίδιο, 39.5-11 (Ι.10.5-6): «Ἔστι δε τις ἀγορὰ
πρὸ τῶν βασιλείων περίστυλος. Αὐγουσταῖον καλοῦσι τὴν ἀγορὰν οἱ Βυζάντιοι…ταύτης ἐς τὰ πρὸς
ἕω τῆς ἀγορᾶς τὸ Βουλευτήριον ἵδρυται…». Η περιγραφή του Αυγουσταίου ως αγορά αποτελεί
αναχρονισμό που οφείλεται στην κλασικίζουσα γλώσσα του Προκοπίου, βλ. Saradi, Byzantine City,
212.
970 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν, 163.7-9 (IV.138): «εἰς τὸ ἄσκεπον τῆς Δάφνης εἰς τὴν μικρὰν αὐλὴν

Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας ἔστησε στήλην τῆς ἑαυτοῦ μητρός, ἐξ ἧς ὠνόμασε τὸν τόπον
Αὐγουστεῖον». Για την ονομασία «Δάφνη», βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 256.10-14 (ΙΙΙ.128) και
Berger, Patria, 263.
971 Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.6-8 (40): «Καὶ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς Ἑλένης ἐπὶ κίονος ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ

τὸν τόπον ὠνόμασεν Αὐγουσταῖον·». Ακόμη, βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 158.8-9 (ΙΙ.15) και
Berger, Patria, 237-238.
972 Ο Bardill, Constantine, 257-258 προτείνει ότι ο Κωνσταντίνος ανέδειξε τη μητέρα του Ελένη σε

Αυγούστα μετά την ήττα του Λικινίου, προκειμένου να ενισχύσει τη δική του νομιμότητα ως προς
τον θρόνο σε σχέση με τους ετεροθαλείς αδελφούς του. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η στήλη της
Ελένης στο Αυγουσταίο μαζί με τα 29 αγάλματα του τρωικού κύκλου στις γειτονικές Θέρμες του
Ζευξίππου, βλ. Bassett, Urban Image, 53-54, δημιουργούσαν έναν συμβολικό σύνδεσμο ανάμεσα στη
δυναστεία του Κωνσταντίνου και τις αρχαίες παραδόσεις της ρωμαϊκής ιστορίας.
973 Bauer, Stadt, 148-167. Müller-Wiener, Bildlexikon, 248-249.

974 Gradel I., Emperor Worship and Roman Religion, Οξφόρδη 2002, 80-84. Ειδικότερα για το θέμα, βλ.

Hänlein-Schäfer H., Veneratio Augusti: Eine Studie zu den Tempeln des Ersten romischen Kaisers, Ρώμη 1985.
975 Sjöqvist, «Kaisareion», 88-108.

976 Ο Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-163.16 (ΙΙΙ.70) αναφέρει το Αυγουσταίο ως «Αὐγούστου

Πανήγυρις»: «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον
ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι σενᾶτον κατὰ τὴν Αὐγούστου [πανήγυριν -
ἀφ’ ἧς ἐπὶ τὴν] ἀγοράν, ἣν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον…». Η έκφραση δηλώνει τον χώρο όπου
διεξάγονταν εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του αυτοκράτορος, δηλαδή το Αυγουσταίο. Ο
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν, 163.3-6 (IV.138) αναφέρει παρόμοιες εκδηλώσεις στην
Κωνσταντινούπολη στον χώρο του Αυγουσταίου: «Τῇ πέμπτῃ τοῦ Ὀκτωβρίου μηνὸς οἱ
ῥεγεωνάρχαι καὶ σεβαστοφόροι ἐχόρευον ἐν τῷ Γουστείῳ, οἷον ἐν τῷ ὀψοπωλείῳ, εἰς τιμὴν
Τιβερίου· τὸν δὲ τοιοῦτον τόπον νῦν οἱ ἰδιῶται Αὐγουστεῖον καλοῦσιν». Η μαρτυρία του
επαναλαμβάνεται στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 158.4-7 (ΙΙ.15), βλ. και Berger, Patria, 235-237. Ο
Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 39.10-15 (Ι.10.6-7) αναδεικνύει τη σχέση του Βουλευτηρίου με

179
προτείνει την πιθανότητα στη θέση του μνημείου να προϋπήρχε ναός της

αυτοκρατορικής λατρείας978, ήδη από τον 3ο αιώνα.

Η κατασκευή της Συγκλήτου ανατολικά του Αυγουσταίου συνέδεσε

άμεσα την περιοχή αυτή με το Forum Romanum.979 Το παραδοσιακό πολιτικό

κέντρο της Ρώμης, το κτήριο της Συγκλήτου (Curia Hostilia και αργότερα Iulia)

βρισκόταν στο πατροπαράδοτο Forum Romanum, και είχε ιερό χαρακτήρα για τη

ρωμαϊκή πολιτεία, καθώς είχε εγκαινιαστεί, όπως και το Comitium, ως ναός.980

Εκεί υπήρχε ο βωμός και το άγαλμα της Victoria981 επάνω σε σφαίρα, που έστησε

εορταστικές εκδηλώσεις: «ταύτης ἐς τὰ πρὸς ἕω τῆς ἀγορᾶς τὸ Βουλευτήριον ἵδρυται…ἔνθα δὴ


ξυνιοῦσα ἔτους ἀρχομένου ἡ Ρωμαίων βουλὴ σύγκλητος ἐνιαύσιον ἑορτὴν ἄγει, τὰ τῆς πολιτείας
ὀργιάζουσα ἐς ἀεὶ νόμιμα».
977 Mango, «Sévère», 607. Bardill, Constantine, 264.

978 O Price, Rituals and Power, χάρτες IV και V, σημειώνει την ύπαρξη αυτοκρατορικής λατρείας και

ιερέα επιφορτισμένου με αυτή στο αρχαίο Βυζάντιο, αλλά δεν αναφέρει τις πηγές του. Η πόλη δεν
είχε διατελέσει νεωκόρος, βλ. Burrell, Neokoroi, 236-245. Η σχέση Ιπποδρόμου και Αυγουσταίου στην
Κωνσταντινούπολη απηχεί το σύμπλεγμα Ιπποδρόμου-Forum-Αυγουσταίου που συναντάμε στην
Ταρρακώνα, βλ. Gros, Architecture Romaine I, 229-231, 350-357 και στην επιγραφή από το Σεβαστείο
της Άγκυρας, βλ. ανωτέρω υποσημ. 903. Για την καθιέρωση ιερών αθλητικών αγώνων, των
«Ἀντωνινείων Σεβαστῶν», προς τιμή του Καρακάλλα κατά τον 3ο αιώνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
319. Η θεσμοθέτηση αυτών των αγώνων στο αρχαίο Βυζάντιο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την
ανέγερση ενός συμπλέγματος Ιπποδρόμου–Σεβαστείου, ως ιδανικό χώρο για τους εορτασμούς,
κατά το πρότυπο των άλλων πόλεων. Ο Robert, «Deux concours», 22, 24 και σημ. 7 αναφέρει ότι
κατά τον ύστερο 2ο και κυρίως τον 3ο αιώνα οι ιεροί αγώνες σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζονται
και με την ύστερη ονομασία «Αυγούστεια» αντί «Σεβαστά». Αυτό, πιθανώς, απηχεί και μία
ανάλογη μεταβολή της ονομασίας του ιερού της αυτοκρατορικής λατρείας. Ωστόσο, δεν
διαθέτουμε καμία σχετική μαρτυρία για το αρχαίο Βυζάντιο. Ο Salway, «Constantine Augoustos»,
39-49 έδειξε ότι η επωνυμία «Σεβαστός» του αυτοκρατορικού τίτλου αντικαταστάθηκε από το έτος
324 στην ανατολική επικράτεια με την προσηγορία «Αύγουστος», προωθώντας την κατάργηση της
αυτοκρατορικής λατρείας. Εάν το Αυγουσταίο προϋπήρχε πράγματι στο Βυζάντιο ως «Σεβαστείο»,
η περίοδος της βασιλείας του Κωνσταντίνου είναι η πλέον προφανής περίοδος για την αλλαγή της
ονομασίας του.
979 Σχετικά με το Forum Romanum κατά την ύστερη αρχαιότητα βλ. Bauer, Stadt, 7-46.

980 Η Curia Hostilia, βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του Forum Romanum σε αξονική σχέση με το

Comitium. Όταν ανοικοδομήθηκε το έτος 44 π.Χ. ως Curia Iulia έλαβε αρχιτεκτονικά


χαρακτηριστικά ναϊκού οικοδομήματος και η θέση της μετατοπίστηκε λίγα μέτρα προς τα
ανατολικά, προκειμένου να συνδεθεί με τη ΝΑ γωνία του Φόρου του Καίσαρα. Μετά την
καταστροφή της στην πυρκαγιά του έτους 283, ανοικοδομήθηκε από τον Διοκλητιανό στην ίδια
θέση διατηρώντας τη ναϊκή μορφή και τις διαστάσεις του αρχαίου κτηρίου, βλ. Richardson,
Topographical Dictionary, 102-104. Coarelli, Rome and Environs, 57-59. Claridge, Rome, 71-74. Gros,
Architecture Romaine Ι, 208-209, 213, 261-263. Ειδικά για την Curia Iulia, βλ. Balty, Curia Ordinis, 15-23.
Οι επίσημες συνεδριάσεις της Συγκλήτου είχαν ιερό χαρακτήρα. Εκτός από τον χώρο της
Συγκλήτου μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα μόνο σε ναούς θεοτήτων ή της αυτοκρατορικής
λατρείας. Για τον ιερό χαρακτήρα της Συγκλήτου βλ. Balty, Curia Ordinis, 10 και σημ. 8, 607-612.
981 Zanker, Αύγουστος, 118. Το άγαλμα ήταν πρωτότυπο ελληνιστικό από τον Τάραντα, βλ. Δίων

Κάσσιος 51.22.1. Σύμφωνα με τον Ηρωδιανό, 5.5.7 οι συγκλητικοί θυμίαζαν και έκαναν σπονδή
στον βωμό μπροστά στο άγαλμα με την είσοδό τους στο κτήριο: «…ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ ἀγάλματος
τῆς νίκης, ᾧ συνιόντες ἐς τὸ βουλευτήριον λιβανωτόν τε θυμιῶσιν ἕκαστος καὶ οἴνου σπένδουσι».
Σχετικά, βλ. Lavan, «Residual “Pagan” Statues», 445-446. Pohlsander H.A., «Victory: the story of a
statue», Historia 18 (1969), 588-597.

180
ο Οκταβιανός Αύγουστος στην πιο περίοπτη θέση της αίθουσας για να

συμβολίζει μέσα από την Αιώνια Νίκη της Ρώμης τη δική του Νίκη στο Άκτιο.

Από αυτή την πρώτη ρωμαϊκή Σύγκλητο όλες οι επαρχιακές Curiae προσέλαβαν

ιερό χαρακτήρα, συχνά αναφέρονταν σε επιγραφές ως aedes ή templum και

είχαν μορφολογικά χαρακτηριστικά (κυρίως το αέτωμα) της ναϊκής

αρχιτεκτονικής.982

Στην Κωνσταντινούπολη οι αναφορές δύο όψιμων εθνικών, του

φιλοσόφου και συγκλητικού Θεμιστίου983 και του ιστορικού Ζωσίμου984, απηχούν

ανάλογη ιεροπρεπή αντίληψη της διακόσμησης του οικοδομήματος της

Συγκλήτου, πιθανώς από την εποχή του Κωνσταντίνου, με τα ανάγλυφα των

Ελικωνίδων Μουσών.985 Η βασική διαφορά με τη Σύγκλητο της Ρώμης είναι ότι

εδώ δεν τιμάται η Νίκη, αλλά οι Μούσες, οι κόρες του Δία και προστάτιδες

θεότητες της φιλοσοφίας986, της τέχνης και της επιστήμης: «ἠκούσατε γὰρ τοῦ

ὀνόματος, ὃ καλεῖται ὁ νεὼς οὗτος· καλεῖται γὰρ οὐ στρατήγιον οὐδὲ θέατρον

οὐδὲ ταμιεῖον, ἀλλὰ γερουσία καὶ βουλευτήριον, ἐν ᾧ τῆς Καλλιόπης ἡ προεδρία

καὶ ἀνδρὸς ὅντινα τιμήσουσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο». 987 Εξωτερικά είχαν

τοποθετηθεί επάνω σε λίθινες βάσεις τα αγάλματα του πατέρα των Μουσών,

Δία και της Αθηνάς.988 Οι θεότητες αυτές παραπέμπουν σε δύο από τις τρεις

λατρευόμενες θεότητες της Καπιτωλιανής Τριάδας (Juppiter Optimus Maximus,

982 Gros, Architecture Romaine Ι, 261.


983 Ναό αφιερωμένο στις Μούσες αποκαλεί τη Σύγκλητο ο Θεμίστιος, Λόγοι (31), «Περὶ προεδρίας
εἰς τὴν Σύγκλητον», 191.21-192.2 (355a-b): «ὧν καλῶς ποιοῦντες νεὼν ἀπεδείξατε τὸ βουλευτήριον
καὶ τὰ αγάλματα κατεστήσατε τῶν θεῶν ἐν τῷ σηκῷ ἔνθεν καὶ ἔνθεν…καὶ μετελήλυθεν ὁ Ἑλικὼν
εἰς τὸν Βόσπορον». Τα ανάγλυφα αναφέρει πρώτη φορά ο Ευσέβιος, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 379.
984 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.5-14 (V.24.5-6): «καὶ εἰς τὸν εἰωθότα δέχεσθαι τὴν γερουσίαν οἶκον,

πρὸ τῶν βασιλείων ὄντα…φασὶ δὲ ὡς καὶ τὰ δείκηλα τὰ ἐν τῷ Ἑλικῶνι τὴν ἀρχὴν καθιδρυθέντα
ταῖς Μούσαις, μέρος καὶ αὐτὰ τῆς κατὰ πάντων ἱεροσυλίας ἐν τοῖς Κωνσταντίνου γενόμενα
χρόνοις, ἀνατεθέντα τούτῳ τῷ τόπῳ…».
985 Bassett, Urban Image, 150-151.

986 Για τη σχέση της λατρείας των Μουσών με τις αρχαίες φιλοσοφικές σχολές, βλ. Boyancé, Culte

des Muses, 231-327.


987 Θεμίστιος, Λόγοι, (31) «Περὶ Προεδρίας εἰς τὴν Σύγκλητον», 192.10-14 (355c). Για τη χρονολόγηση

του λόγου κατά τα έτη 384 ή 385, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 197.
988 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.17-22 (V.24.7): «τοῦτο τῆς γερουσίας τὸ τέμενος, οὗπερ ἕνεκα ταῦτα

διέξειμι, Διὸς καὶ Ἀθηνᾶς ἀγάλματα πρὸ τῶν θυρῶν εἶχεν, ἐπί τινων βάσεων λιθίνων ἑστῶτα, καθ’
ὃ καὶ νῦν ἔστιν αὐτὰ θεάσασθε σχῆμα· φασὶ δὲ τὸ μὲν τοῦ Διὸς εἶναι τοῦ Δωδωναίου, τὸ δὲ τὸ ἐν τῇ
Λίνδῳ πάλαι καθιδρυμένον». Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.15-18.1 (41): «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ τοὺς τῆς
συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν οἰκους, Σενάτα τούτους ὀνομάσας, ἐν οἷς καὶ τοῦ Δωδωναίου
Διὸς ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ δύο τῆς Παλλάδος ἱδρύματα…». Ακόμη, βλ. Bassett, Urban Image, 149,
151-152.

181
Juno, Minerva), υπό την προστασία των οποίων τελούσε η Res Publica.989 Ο

πατέρας των θεών Δίας θεωρούνταν από τους Ρωμαίους ως ο μόνος αληθινός

βασιλιάς990 τους καθώς και προστάτης της ρωμαϊκής πολιτείας και της

αυτοκρατορικής εξουσίας.991 Η θεά Αθηνά992 πάλι, είχε ιδιαίτερη σχέση με τη

Ρώμη καθώς το δικό της Παλλάδιο, που μετέφερε ο Αινείας από την Τροία,

υπήρξε το έμβλημα της Αιώνιας Πόλης. Ως αγαπημένη κόρη του Δία που

επικοινωνούσε με τη Δύναμη και τη Σοφία του και συγχρόνως ως προστάτιδα

της Πόλης ενέπνεε με την σωφροσύνη της εκείνους που κυβερνούσαν τα

δημόσια πράγματα, τις συνελεύσεις και τις αποφάσεις της Συγκλήτου.

Μία σειρά από μνημεία που οικοδομήθηκαν στην περιοχή γύρω από τη

Σύγκλητο προσομοιώνουν το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης με το

αρχέτυπο Forum Romanum. Το πλέον χαρακτηριστικό και πραγματικά επίκαιρο

για την εποχή εκείνη μέσο υπήρξε η ανέγερση μεγάλων κιόνων με ανδριάντες

στον υπαίθριο χώρο του Αυγουσταίου, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε η

989 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 921.


990 Bardill, Constantine, 17. Fears, «Cult of Juppiter», 55 και σημ. 252. Χαρακτηριστικά όταν ο Μάρκος
Αντώνιος προσέφερε το διάδημα στον Ιούλιο Καίσαρα το έτος 44 π.Χ., εκείνος το αφιέρωσε στον
ναό του Δία στο Καπιτώλιο λέγοντας ότι αυτός είναι ο αληθινός βασιλιάς των Ρωμαίων. Ήδη από
την ελληνιστική εποχή οι βασιλείς παριστάνονταν με τα χαρακτηριστικά του Δία και αυτό
συνεχίστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Zanker, Αύγουστος, 302-312. Ο Bardill, Constantine, 213-
216 πρότεινε ακόμη ότι ο Κωνσταντίνος στον κολοσσιαίο ανδριάντα του στην αψίδα της Basilica
Nova ή Constantini απεικονιζόταν με τα χαρακτηριστικά του Juppiter Optimus Maximus.
991 Κατά τον τρίτο αιώνα επιχειρήθηκε από τον Σεβήρο (193-211) και τον Αυρηλιανό (270-275) να

ενισχυθεί η λατρεία του θεού Ηλίου-Sol ως θρησκευτικού συνδέσμου των υπηκόων της
αυτοκρατορίας. Μάλιστα ο Ελαγάβαλος (218-222) προσπάθησε να αντικαταστήσει την κύρια
λατρεία του ρωμαϊκού κράτους, του Juppiter Capitolinus, με τον θεό Ήλιο Elah-Gabal, προσπάθεια
που απέτυχε παταγωδώς και οδήγησε στον θάνατό του. O Juppiter παρέμεινε ο προστάτης θεός
της αυτοκρατορίας και η σημασία του αναδείχτηκε ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της Τετραρχίας από
την επιλογή του πρώτου Αυγούστου, Διοκλητιανού, να τον καθιερώσει ως κύριο προστάτη θεό με
τον οποίο είχε ειδική σχέση, επιστρέφοντας σε παραδοσιακά πρότυπα, βλ. Fears, «Cult of Juppiter»
και Bardill, Constantine, 63-68. Αυτό αποτύπωσαν εικονογραφικά οι επεμβάσεις των Τετραρχών στο
Παλαιό Βήμα στο Forum Romanum το έτος 303, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 996. O Δίας παρέμεινε για
τους εθνικούς πολίτες η κύρια προστάτιδα θεότητα του ρωμαϊκού κράτους και σε αυτούς
απευθυνόταν το εικονογραφικό πρόγραμμα της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης.
Αποκαλυπτικός είναι ο επίλογος στον λόγο προς τιμή των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού και
Ουάλη, που εκφώνησε την άνοιξη του 364 στην Κωνσταντινούπολη, ως αντιπρόσωπος της
Συγκλήτου και προφανώς στο κτήριο της Συγκλήτου, ο Θεμίστιος, Λόγοι (6), «Φιλάδελφοι, ἢ περὶ
φιλανθρωπίας», 125.3-7 (84a): «ἀλλ’ ὦ βασίλειε Ζεῦ, ὦ πάτερ ἀνθρώπων, ὦ πολιοῦχε, καὶ τῆς ἑῴας
Ῥώμης καὶ τῆς ἑσπερίας, φυλάττοις μὲν τῶν πόλεων τὴν ξυνωρίδα, φυλάττοις δὲ τῶν βασιλέων οἳ
τὸ σὸν βούλημα διασῴζουσιν». Για τον χρόνο και τον τόπο, βλ. Dagron, «Témoignage de
Thémistios», 21. Vanderspoel, Themistius, 250.
992 Για τη λατρεία της Αθηνάς-Minerva κατά την αυτοκρατορική περίοδο, βλ. Girard J.-L., «La place

de Minerve dans la religion romaine au temps du principat», ANRW II.17.1 (1981), 203-232, και ειδικά
226-228, σχετικά με την τιμή της ως προστάτιδας θεότητας από τους ίδιους τους αυτοκράτορες. Για
τη σχέση της με τον Δία, βλ. Herington, Athena Parthenos, 57-58, 62-63.

182
πορφυρή στήλη της Αυγούστας Ελένης. Ο Μαλάλας 993 και το Πασχάλιον

Χρονικόν994, μολονότι διασώζουν αυτή την πληροφορία, δεν φαίνεται να

συνειδητοποιούν τη σημασία της. Προκειμένου να την κατανοήσουμε, θα πρέπει

να στρέψουμε το βλέμμα μας στην εικόνα που είχε διαμορφωθεί στον κεντρικό

υπαίθριο χώρο του Forum Romanum μετά την υλοποίηση του τετραρχικού

οικοδομικού προγράμματος 995 μπροστά από την Curia Iulia (Σύγκλητος), που

ανακατασκευάστηκε την ίδια περίοδο. Το έτος 303 στη δυτική πλευρά του Forum,

επάνω στο Παλαιό Βήμα996 με τα έμβολα (Rostra Augusti) υψώθηκαν πέντε

στήλες με αφορμή τους εορτασμούς για τα Vicennalia των Αυγούστων και τα

Decennalia των Καισάρων. Η μεσαία, υψηλότερη, έφερε άγαλμα του Juppiter και

οι υπόλοιπες ανδριάντες των Τετραρχών (εικ. 89). Στην ανατολική πλευρά του

Forum κατασκευάστηκε ή ανακατασκευάστηκε όμοιο Βήμα997 (Rostra Aedis Divi

Iulii) με έμβολα από ναυτικές νίκες των Τετραρχών, που έφερε μία ομάδα πέντε

κιόνων αντίστοιχη με εκείνη του παλαιού Βήματος. Αντίστοιχα στη νότια

πλευρά του Forum απέναντι από την Ιουλία Βασιλική υψώθηκαν 7 μαρμάρινοι

κίονες με ανδριάντες επάνω σε υψηλές πλίνθους (εικ. 90). Η παράταξη των

κιόνων στις τρεις πλευρές της πλατείας απέναντι από τη Σύγκλητο και την

Αιμιλία Βασιλική (Basilica Paulli-Aemilia) διαμόρφωσε έναν κλειστό υπαίθριο

χώρο, ο οποίος αποτύπωνε ένα συγκεντρωτικό και ιεραρχημένο πρότυπο

εξουσίας. Στο ΒΔ τμήμα αυτού του χώρου υψωνόταν ο λεγόμενος «κίονας του

Φωκά»998, ο οποίος, είτε κατασκευάστηκε νωρίτερα κατά τον 2ο αιώνα, είτε

ανεγέρθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω τετραρχικού προγράμματος, απετέλεσε

πάντως κεντρικό στοιχείο της νέας τετραρχικής διαρρύθμισης του Ρωμαϊκού

Φόρου και ίσως έφερε ανδριάντα του Διοκλητιανού.999 Το κίνητρο του εν λόγω

προγράμματος φαίνεται ότι υπήρξε η προβολή της παρουσίας και η

993 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 966.


994 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 967.
995 Richardson, Topographical Dictionary, 173. Bauer, Stadt, 21-24, 101-105, εικ. 42-44. Χριστοδούλου,

Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 64-66. Machado, «Building the Past», 164-168.


996 Richardson, Topographical Dictionary, 334-337. Bauer, Stadt, 21-24, εικ. 8-9. Claridge, Rome, 85-87.

Bardill, Constantine, 72, σημ. 267 και εικ. 64.


997 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 927.

998 Bauer, Stadt, 44-46. Claridge, Rome, 87-88. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 65-66.

999 Richardson, Topographical Dictionary, 173.

183
νομιμοποίηση της εξουσίας των Τετραρχών μέσω της σύνδεσης των μνημείων

και των νικών τους με το μνημειακό κέντρο του ρωμαϊκού παρελθόντος.1000

Η ανέγερση υψηλών κιόνων με ανδριάντες στον υπαίθριο χώρο του

Αυγουσταίου μπροστά από τη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης μεταφέρει,

κατά τη γνώμη μου, στον χώρο αυτό ένα σημαντικό και επίκαιρο μνημειακό

χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής μορφής του Forum Romanum. Η πληροφορία

ότι στη θέση του κίονα του Ιουστινιανού1001 στο Αυγουσταίο προϋπήρχε

παλαιότερος υψηλός κίονας με ασημένιο ανδριάντα του Θεοδοσίου 1002, ο οποίος

με τη σειρά του υψώθηκε, πιθανώς, στη θέση ακόμη παλαιότερου ανδριάντα του

ίδιου του Κωνσταντίνου σύμφωνα με τις Παραστάσεις1003, παραπέμπει στην

κεντρική θέση που κατείχε στη διαμόρφωση του υπαίθριου χώρου του Forum

Romanum ο υψηλός «κίονας του Φωκά». Μία σειρά από μνημεία μεταφέρουν

ανάλογα μνημειακά χαρακτηριστικά από το αρχέτυπο Forum της Ρώμης στον

κεντρικό δημόσιο χώρο της Κωνσταντινούπολης. Το Τριβουνάλιο με βαθμίδες

από πορφυρίτη («Tribunal purpureis gradibus exstructum»)1004 που αναφέρει η

Notitia στη 2η ρεγιώνα ακριβώς δίπλα στη Σύγκλητο παραπέμπει στο Βήμα που

υψωνόταν κοντά στη Σύγκλητο της Ρώμης (εικ. 86). Η μαρμάρινη γαλέρα

(«Liburnam marmoream»)1005 που αναφέρει η Notitia ως μνημείο ναυτικής νίκης

1000 Machado, «Building the Past», 167-168. Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 66-68.
1001 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 409.
1002 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 410.

1003 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 411.

1004 Notitia Urbis, 231.III.9. Το Τριβουνάλιο αναφέρεται μετά τη Σύγκλητο και πριν από τις Θέρμες

του Ζευξίππου. Ο Berger, «Altstadt von Byzanz», 10-11, σχέδ. 1 και ο ίδιος, Patria, 251, σχέδ. 6 ταυτίζει
το εν λόγω μνημείο με το Τριβουνάλιο-Δέλφακα και το χωροθετεί νότια των Θερμών του
Ζευξίππου. Εξαιτίας της αναφοράς του Τριβουναλίου σε διαφορετική ρεγιώνα από το Παλάτιο (1η
ρεγιώνα) υποστηρίζει ότι το μνημείο κατά την εποχή συγγραφής της Notitia δεν είχε ακόμη
ενσωματωθεί στο ανάκτορο. Για το ίδιο ζήτημα, βλ. Kostenec, «Palace of Constantine», 279-280.
Όμως, η περιγραφή της σύλληψης του Αγίου Παύλου του Ομολογητού (περ. 344) υποδεικνύει ότι οι
Θέρμες βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στο Παλάτιο ήδη από την εποχή του Κωνσταντίου, βλ.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 107.17-108.4 (ΙΙ.16.3-5) και Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
112.2-9 (ΙΙΙ.9.2). Αυτό είχαν ήδη επισημάνει οι Mango, Brazen House, 40 και Guilland, «Thermes de
Zeuxippe», 262. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να σεβαστούμε τη σειρά καταγραφής των μνημείων
στη Notitia. Το Τριβουνάλιο της Notitia δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον Δέλφακα. Πιθανώς η
κατασκευή αργότερα της Χαλκής Πύλης από τον Αναστάσιο υποχρέωσε τη μεταφορά του
Τριβουναλίου.
1005 Notitia Urbis, 232.V.11-12: «Liburnam marmoream, navalis victoriae monumentum». Ο Mango,

«Triumphal Way», 177-178 συσχετίζει το μνημείο με τη θαλάσσια νίκη του Κωνσταντίνου κατά του
Λικινίου στον Ελλήσποντο το έτος 324. Την ίδια άποψη έχει και η Radnóti-Alföldi, Liburna, 78-81. Με
τη νίκη αυτή συνέδεσαν ο Alföldi, «Foundation of Constantinople», 10-11 μία σειρά χάλκινων
νομισμάτων που εξέδωσε το νομισματοκοπείο της Ρώμης για τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης

184
και την οποία χωροθετεί το Πασχάλιον Χρονικόν 1006 κοντά στη Μαγναύρα1007,

παραπέμπει στην παράδοση προβολής των θαλάσσιων νικών στα δύο Βήματα

του Forum Romanum με την ενσωμάτωση σε αυτά των εμβόλων (Rostra) των

ηττημένων πλοίων. Το Χρυσό Μίλιον ανάμεσα στο Αυγουσταίο και τη Βασιλική

αποτελεί την πιο άμεση οπτική και συμβολική σύνδεση ανάμεσα στα δύο

μνημειακά κέντρα, η οποία δίνει το στίγμα του νέου νοητού κέντρου της Πόλης

και της Αυτοκρατορίας (εικ. 12).

Στο δυτικό άκρο αυτής της σύνθεσης μνημείων του Forum υψωνόταν η

λεγόμενη Βασιλική ή Βασίλειος Στοά της Κωνσταντινούπολης. Η Βασιλική1008,

κατά κανόνα επίμηκες δρομικό κτήριο που χωριζόταν με εσωτερικές

κιονοστοιχίες σε δύο ή περισσότερα κλίτη, ως πολυλειτουργικό δημόσιο

οικοδόμημα αναδείχτηκε κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο σε ένα από

τα βασικότερα μνημειακά συστατικά του forum των ρωμαϊκών πόλεων. Η πρώτη

Βασιλική (Basilica Porcia)1009 εμφανίστηκε στο Forum Romanum ήδη από τις αρχές

του 2ου αι. π.Χ., ενώ σύντομα δύο μεγάλες Βασιλικές όριζαν το βόρειο και το

νότιο τμήμα του κεντρικού δημόσιου χώρου. Τα οικοδομήματα αυτά γνώρισαν

αρκετές ανακατασκευές και επισκευές και ήταν γνωστά στα χρόνια του

Κωνσταντίνου ως Βασιλική Ιουλία1010 και Βασιλική Αιμιλία.1011 Η τετράστωη

Βασιλική της Κωνσταντινούπολης, μολονότι αρχιτεκτονικά δεν είχε καμία σχέση

με τα μνημεία αυτά, συμπλήρωνε με την παρουσία της στο μνημειακό κέντρο

και κυρίως με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της ένα από τα πλέον απαραίτητα

μνημειακά συστατικά του ρωμαϊκού Forum.

και οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 32, σημ. 4 μία σειρά ασημένιων
μεταλλίων που τύπωσε το Νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης για την ίδια περίσταση.
1006 Πασχάλιον Χρονικόν, 622.9-10: «καὶ φυγόντες ἐκεῖθεν οἱ δῆμοι ἔβαλον πῦρ ἐπὶ τὸ Λίβυρνον ἐπὶ

τὴν Μαγναύραν…» κατά τα γεγονότα της Στάσης του Νίκα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 395-396. Για την
πιθανή θέση του μνημείου, βλ. τη σχεδιαστική πρόταση του Berger, Patria, 251, σχέδιο 6, αρ. 3.
1007 Με την ονομασία «Μαγναύρα», όπως είδαμε ανωτέρω υποσημ. 412, πιθανώς αναφέρεται στις

πηγές το κτήριο της Συγκλήτου μετά την ανοικοδόμησή του από τον Ιουστινιανό.
1008 Gros, «Basilica». Gros, Architecture Romaine Ι, 235-260.

1009 Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, Historia Romana, 39.44.7 αναφέρει ότι το έτος 184 κατασκευάστηκε από

τον M. Porcius Cato η Basilica Porcia, που υπήρξε η αρχαιότερη γνωστή Βασιλική της Ρώμης, βλ.
Richardson, Topographical Dictionary, 56.
1010 Richardson, Topographical Dictionary, 52-53.

1011 Richardson, Topographical Dictionary, 54-56. To μνημείο έλαβε το όνομά του μετά τη μνημειακή

ανοικοδόμησή του από τον Αιμίλιο Παύλο Λέπιδο το έτος 54 π.Χ. Αναφέρεται γενικά ως Basilica
Aemilia ή Paulli. Στις δύο καταγραφές της Ρώμης του 4ου αιώνα, βλ. Jordan, Topographie, 547,
αναφέρεται ως Basilicam Pauli.

185
Μέσα από τον δημιουργικό συσχετισμό των πηγών και τη συγκριτική

εξέταση που επιχειρήσαμε διαφάνηκε ότι στο πλαίσιο του Κωνσταντίνειου

οικοδομικού προγράμματος στην περιοχή του μνημειακού κέντρου έλαβε χώρα

ένα συνειδητό εγχείρημα οπτικής προσομοίωσης της συμβολικής εικόνας του

παραδοσιακού δημόσιου ρωμαϊκού Forum, όπως την έχει περιγράψει ο Zanker1012,

επάνω στον άξονα Συγκλήτου, Αυγουσταίου, Βασιλικής μέσω της

αναπαραγωγής μνημείων-συμβόλων και της εικονογραφικής γλώσσας του

μνημειακού διακόσμου. Η ανέγερση της Συγκλήτου, των υψηλών κιόνων με

ανδριάντες, του Τριβουναλίου, της Μαρμάρινης Γαλέρας και του Χρυσού Μιλίου

υποδεικνύουν ότι η συμβολική αυτή εικόνα παρέπεμπε συνειδητά στο αρχέτυπο

Forum Romanum. Και, όπως συνέβαινε στο Forum Romanum και σε όλα τα

παραδοσιακά ρωμαϊκά Forum, η συμβολική αυτή εικόνα ολοκληρωνόταν με την

ανέγερση σε κεντρική θέση και άμεση τοπογραφική σχέση με τον κεντρικό

δημόσιο χώρο του Πρώτου Ιερού της Πόλης. Η μόνη διαφορά είναι ότι στη θέση

αναλογικά που στη Ρώμη βρισκόταν το Καπιτώλιο, στην Κωνσταντινούπολη

συναντάμε τον ναό της Σοφίας του Θεού.

Το στοιχείο αυτό αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διαφορές ανάμεσα

στα μνημειακά κέντρα των δύο αυτοκρατορικών πόλεων.1013 Το Καπιτώλιο είναι

το βασικότερο μνημείο που απουσιάζει από τη συμβολική εικόνα του Forum

Romanum στο αυτοκρατορικό συγκρότημα της Νέας Ρώμης. Η

Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ Νέα Ρώμη χωρίς Καπιτώλιο,

αφού ο ναός του Juppiter Capitolinus1014 όχι μόνο υπήρξε το πρώτο Ιερό της

ρωμαϊκής πολιτείας, αλλά συγχρόνως αποτέλεσε ένα μνημείο με τεράστια

1012 Zanker, «City as Symbol», 33-35.


1013 Η άλλη καθοριστική διαφορά υπήρξε η απουσία των αυτοκρατορικών φόρων από το μνημειακό
κέντρο της Νέας Ρώμης σε αντίθεση με την Παλαιά Ρώμη, όπου όλοι οι αυτοκρατορικοί φόροι
οικοδομήθηκαν, όπως είδαμε, δίπλα στην αρχαία ιερότητα του Forum Romanum. Το στίγμα έδωσε
και πάλι η επιλογή του Κωνσταντίνου να οικοδομήσει τον Φόρο του αμέσως εξωτερικά της Πύλης
προς το Θράκιον στη δική του επέκταση της Πόλης. Η ενέργεια αυτή μπορεί να προσεγγιστεί με
αρκετές διαφορετικές ερμηνείες, αλλά η πιο απλή και πρακτική αιτία είναι ότι, όπως και στην
περίπτωση της Ακρόπολης, δεν υπήρχε επαρκής ελεύθερος προς δόμηση χώρος στον υφιστάμενο
πολεοδομικό ιστό του Βυζαντίου. Η επιλογή αυτή έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη των
αυτοκρατορικών φόρων κατά μήκος της Μέσης Οδού, παράδοση που συνέχισαν οι αυτοκράτορες
της Θεοδοσιανής δυναστείας. Πιθανώς ακόμη η θέση του Φόρου του Θεοδοσίου είχε ήδη
προκαθοριστεί από την εποχή του Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 79.
1014 Richardson, Topographical Dictionary, 221-224. Coarelli, Rome and Environs, 30-34.

186
συμβολική σημασία για την ίδια τη Ρώμη και τον ρωμαϊκό κόσμο.1015 H παρουσία

του Κωνσταντίνειου Καπιτωλίου στην Κωνσταντινούπολη σύμφωνα με τους J.

Crawley Quinn και Α. Wilson1016 έχει ισχυρό δεσμό με την ιδεολογία της

αυτοκρατορικής Ρώμης και σαφή σχέση με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης

ως Νέας Ρώμης.

Το Καπιτώλιο επιδέξια χωροθετήθηκε στην Κωνσταντίνεια επέκταση της

Πόλης (εικ. 6), στο σημείο όπου η Μέση οδός διακλαδιζόταν προς τον βορρά,

ακολουθώντας την χάραξη της παλαιάς Εγνατίας Οδού, και προς τη δύση,

κατευθυνόμενη προς τη Χρυσή Πύλη.1017 Στις ρωμαϊκές πόλεις στη διασταύρωση

των δύο κεντρικών οδικών αξόνων η οικοδόμηση του Καπιτωλίου όριζε το

μνημειακό κέντρο της πόλης, όπου ανεγειρόταν το forum και τα υπόλοιπα

δημόσια οικοδομήματα.1018 Στην Κωνσταντινούπολη η ανέγερση του Καπιτωλίου

στο σημείο αυτό δεν δημιουργεί ένα δεύτερο μνημειακό κέντρο (εικ. 23).

Αντίθετα φαίνεται ότι περισσότερο εξυπηρετεί την απομάκρυνση του

Καπιτωλίου από τον νέο κεντρικό δημόσιο χώρο1019, όπου τη θέση του πρώτου

1015 Για τη σχέση των εγκαινίων του ναού με την Res Publica, βλ. ανωτέρω υποσημ. 921. Για τον
Juppiter ως βασιλιά και προστάτη θεό των Ρωμαίων, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 990-991. Ο Fears, «Cult
of Juppiter», 106-107 θεωρεί ότι η λατρεία της Καπιτωλιακής τριάδος υπήρξε η κατεξοχήν εθνική
λατρεία της Ρώμης και ότι η ανέγερση Καπιτωλίου σε μία πόλη ήταν σύμβολο «εκρωμαϊσμού»,
διακήρυξη αφοσίωσης στους θεμελιώδεις θεσμούς της αυτοκρατορίας και στο πρόσωπο του
αυτοκράτορα. Ακόμη βλ. Zanker, «City as Symbol», 28-29, 35. Ευαγγελίδης, Αγορά, 30-34. Οι Crawley
Quinn-Wilson, «Capitolia», 167-168 θεωρούν ότι η ιδεολογική και θεσμική σημασία της ανέγερσης
Καπιτωλίων στον ρωμαϊκό κόσμο έχει υπερτονιστεί.
1016 Crawley Quinn-Wilson, «Capitolia», 147, 168.

1017 Mango, Développement urbain, 30. Βλ. και τη σχεδιαστική πρόταση του Berger, Patria, 347, σχ. 8.

1018 Ευαγγελίδης, Αγορά, 30 και σημ. 39.

1019 Αυτή είναι και η άποψη της Bassett, Urban Image, 35. Αντίθετα ο Bardill, Constantine, 263 θεωρεί

ότι η θέση του ναού βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο, στην καρδιά της πολεοδομικής επέκτασης
του Κωνσταντίνου. Ο La Rocca, «Fondazione», 581-582 υποστηρίζει ότι το Καπιτώλιο σχεδιάστηκε
από τον Κωνσταντίνο ως πυρήνας της νέας Πόλης του. Όμως, μετά τις αλλαγές του Κωνσταντίου
το μνημείο βρέθηκε σε έκκεντρη θέση και τελικά στην τοποθεσία, όπου θα όφειλε να βρισκόταν το
Καπιτώλιο της Πόλης, ανεγέρθηκε η Αγία Σοφία. Το μειονέκτημα αυτής της άποψης βρίσκεται στο
γεγονός ότι εκλαμβάνει ως Πόλη του Κωνσταντίνου μόνο το τμήμα της πολεοδομικής επέκτασης
και παραθεωρεί τον συνολικό επανασχεδιασμό των λειτουργιών του πολεοδομικού ιστού. Σχετικά
με το θέμα αυτό, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η υποβάθμιση της θέσης του Καπιτωλίου στην
Κωνσταντινούπολη μπορεί να συγκριθεί με την απώλεια κάποιων παραδοσιακών λειτουργιών του
Καπιτωλίου της Ρώμης κατά τη μετάβαση στην αυτοκρατορική περίοδο, που μεταφέρθηκαν στον
Φόρο του Αυγούστου και στον ναό του Απόλλωνα στον Παλατίνο, βλ. Bonnefond M., «Transferts de
fonctions et mutation idéologique: le Capitole et le Forum d’ Auguste», L'Urbs: espace urbain et histoire
(Ier siècle av. J.-C. - IIIe siècle ap. J.-C.). Actes du colloque international de Rome (8-12 Μαΐου 1985).
Publications de l'École française de Rome, 98. Ρώμη 1987, 251-278. Ακόμη, βλ. Zanker, Αύγουστος, 152, 282.
Gros, Architecture Romaine ΙI, 238. Fears, «Cult of Juppiter», 60-63. Σχετικά με το ιδεολογικό υπόβαθρο
της εξέλιξης που μας απασχολεί πολύ σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Fears, «Cult of

187
Ιερού καταλαμβάνει ένας ναός αφιερωμένος στον Χριστό, ως ένσαρκο Σοφία του

Θεού.1020 Το γεγονός αυτό θα έχει τεράστια σημασία, καθώς είναι η πρώτη φορά

που η κύρια προστάτιδα θεότητα στο μνημειακό κέντρο ελληνορωμαϊκής και

μάλιστα βασιλικής πόλης αντικαθίσταται από τη λατρεία του Θεού των

χριστιανών.1021 Η παρουσία χριστιανικού ναού στο αυτοκρατορικό μνημειακό

κέντρο της Νέας Ρώμης θα έχει τη συμβολική αναφορά της σε ολόκληρη την

Juppiter», 118-122, ο οποίος σημειώνει ότι η επικράτηση του Διοκλητιανού διασφάλισε τη συνέχεια
της σημασίας της Ιόβειας θεολογίας στην επίσημη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδεολογία. Όμως,
μολονότι το έτος 306 ο Jupiter παρέμενε το επίκεντρο αυτής της ιδεολογίας ως ο προστάτης θεός
της αυτοκρατορίας και των αυτοκρατόρων, μέσα σε 18 χρόνια έμελλε να εξαφανιστεί εντελώς από
τα αυτοκρατορικά νομίσματα και όλα τα κρατικά μνημεία, εξαιτίας ακριβώς της βαθιάς σχέσης
του με το καθεστώς της Τετραρχίας. Τέλος, παρατηρεί ότι η διατήρηση της άμεσης σχέσης του
αυτοκράτορα με την ανώτατη θεότητα συνιστά τον δεσμό της εθνικής και της χριστιανικής
αυτοκρατορικής ιδεολογίας, που διασφάλισε τη συνέχεια της αυτοκρατορικής δομής και της
κλασικής παράδοσης. Κατά τη γνώμη μου, στην Κωνσταντινούπολη, το Καπιτώλιο και η
Σύγκλητος φαίνεται ότι σχετίζονται όχι λατρευτικά, αλλά ιδεολογικά με τον Δία ως προστάτη της
αυτοκρατορίας και αναφέρονται στους εθνικούς υπηκόους.
1020 Για τη θεμελίωση του ναού, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 359. Πρώτο Ιερό αποκαλεί την Αγία Σοφία ο

Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-24 (ΙΙΙ.70): «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν τῆς αὐλῆς
εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι
σενᾶτον». Μολονότι διατηρούνται η άμεση σχέση της αυτοκρατορικής εξουσίας με την ανώτατη
θεότητα, και η θέση του Πρώτου Ιερού στο άμεσο περιβάλλον του Παλατίου, τώρα η θεότητα αυτή
δεν είναι ο Δίας, αλλά ο Θεός των χριστιανών. Η αντικατάσταση της λατρείας του Διός
Καπιτωλίνου με τη λατρεία του Ιησού Χριστού δηλώθηκε και συμβολικά με τα εγκαίνια του ναού
της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού στα Ιεροσόλυμα στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 335, δηλαδή
κατά την εόρτιο ημέρα των εγκαινίων του Καπιτωλίου της Ρώμης, βλ. Γουλούλης Σ., «Ρωμαϊκές
γιορτές και εγκαίνια χριστιανικών ναών: Ρώμη – Ιερουσαλήμ – Αντιόχεια – Κωνσταντινούπολη»,
Κληρονομιά 34 (2004), 53-80, κυρίως 59-60 και σημ. 33. Σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 298 η
επιλογή της ημέρας δήλωνε πιθανώς ότι η ολοκλήρωση του ναού σηματοδοτούσε τη νίκη του
Χριστού επάνω στην παραδοσιακή ανώτατη θεότητα της Ρώμης.
1021 Η εξέλιξη αυτή φαίνεται ότι σχετίζεται με τις δύο μεγάλες νίκες του Κωνσταντίνου, στη Ρώμη

και τη Χρυσούπολη, και υλοποιήθηκε σε δύο στάδια. Ο Bardill, Constantine, 247-248 αντιλαμβάνεται
την ανέγερση του ναού του Λατερανού στη Ρώμη ως εκδήλωση της πίστης του Κωνσταντίνου ότι η
νίκη του στη Μιλβία Γέφυρα οφείλεται στον Θεό των χριστιανών. Όμως, ο ναός, όπως και τα
υπόλοιπα χριστιανικά μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου, οικοδομήθηκε στην περιφέρεια της
Παλαιάς Ρώμης μακριά από το μνημειακό της κέντρο, βλ. Krautheimer R., Rome, Profile of a City, 312-
1308, Νέα Υερσέη 1980, 20-31. Ο ίδιος, Three Christian Capitals, 12-31. Alexander S.S., «Studies in
Constantinian Church Architecture», Rivista di Archeologia Cristiana 49 (1973), 33-44, κυρίως 42. Ο Bardill
θεωρεί ότι το οικοδομικό αυτό πρόγραμμα έλαβε χώρα σε αυτοκρατορική και όχι δημόσια γη,
πρώτον διότι το μνημειακό κέντρο της Ρώμης ήταν ήδη ασφυκτικά κατειλημμένο από μνημεία, και
δεύτερον προκειμένου να αποφευχθούν οι αντιδράσεις της εθνικής πλειοψηφίας της Πόλης. Η
επιλογή αυτή είναι συνεπής με τη θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου ανάμεσα στα έτη 306-
324, όπως τη σκιαγραφεί ο Bardill, Constantine, 269-281. Η ανέγερση χριστιανικού ναού στο
μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης συνδέεται με μία γενικότερη στροφή, μετά τη νίκη του
έτους 324, στη δημόσια έκφραση της προσωπικής προτίμησης του Κωνσταντίνου προς τον Θεό των
χριστιανών, βλ. Bardill, Constantine, 281-306, διακηρύσσοντας μνημειακά την πίστη του
αυτοκράτορα ότι οι νίκες του χορηγήθηκαν από τον συγκεκριμένο Θεό, βλ. την επιστολή του
Κωνσταντίνου προς τους Ανατολικούς στον Εὐσέβιο, Βίος Κωνσταντίνου, 70.18-31 (ΙΙ.55.2) και
Bardill, Constantine, 235-236.

188
Αυτοκρατορία και θα σηματοδοτήσει την έναρξη της διαδικασίας ανανέωσης της

θρησκευτικής παράδοσης των δημόσιων αστικών χώρων.1022

Β.2.4. Το συμβολικό περιεχόμενο του εικονογραφικού προγράμματος

του μνημειακού κέντρου


Το μοναδικό κτίσμα του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης που δεν

συνάδει με τη συμβολική εικόνα του Forum Romanum είναι οι Θέρμες του

Ζευξίππου, τις οποίες ο Κωνσταντίνος βρήκε μάλλον υφιστάμενες στη θέση

αυτή και απλώς τις ανακαίνισε.1023 Σύμφωνα με τον Zanker οι Θέρμες

απετέλεσαν μνημειακό αντίτυπο του ρωμαϊκού τρόπου ζωής1024, ενώ σύμφωνα


με τον Ćurčić υπήρξαν μία κατηγορία μνημείων που συχνά συναντάμε στο

περιβάλλον των αυτοκρατορικών και αριστοκρατικών παλατίων κατά την

ύστερη αρχαιότητα.1025 Ο Κωνσταντίνος αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο την

ιδιαιτερότητα που είχαν οι Θέρμες του Ζευξίππου να ανήκουν στον τύπο των
Γυμνασίων-Θερμών1026 (εικ. 91) της Μικράς Ασίας, διαμορφώνοντας στο

Γυμνάσιο του Ζευξίππου μία πλούσια συλλογή χάλκινων και μαρμάρινων

1022 Η διαδικασία αυτή με βάση τις πηγές θα πρέπει να συνδεθεί με τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, βλ.
Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.26-105.4 (ΙΙΙ.50.1-2). Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.11-15
(Ι.16.1). Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 51.12-15 (ΙΙ.3.1), αντίστοιχα, βλ. κατωτέρω, υποσημ.
2163-2165. Για το θρησκευτικό οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου, βλ. Krautheimer R., «The
Constantinian Basilica», DOP 21 (1967), 115-140. Armstrong G.T., «Constantine’s Churches», Gesta 6
(1967), 1-9. Alexander S.S., «Studies in Constantinian Church Architecture», Rivista di Archeologia
Cristiana 47 (1971), 281-330. Armstrong G.T., «Constantine’s Churches: Symbol and Structure», JSAH 33
(1974), 5-16. Krautheimer R., «The Ecclesiastical Building Policy of Constantine» στο Bonamente G. -
Fusco F. (επιμ.), Constantino il Grande dall’ antichità all’ umanesimo, Colloquio sul Cristianesimo nel
mondo antico (Ματσεράτα, 18-20.12.1990), ΙI, Ματσεράτα 1993, 509-552. Γκιολές Ν., «Η οικοδομική
δραστηριότητα του Μ. Κωνσταντίνου στην Ανατολή», στο Nish and Byzantium, V (Ναϊσσός 3-
5.06.2006), Ναϊσσός 2007, 99-111. Bardill, Constantine, 230-259.
1023 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 287, 356.

1024 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 275.

1025 Ćurčić, Architecture in the Balkans, 57. Ćurčić, «Late-antique palaces», 70-72. Όμως ο Ćurčić

συνεξετάζει χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα σε αυτοκρατορικά παλάτια και παλάτια


αριστοκρατών ή αξιωματούχων. Με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη και ίσως τη Σερδική, βλ.
Ćurčić, Architecture in the Balkans, 51 δεν συναντάμε δημόσια λουτρά στο άμεσο περιβάλλον
αυτοκρατορικών ανακτόρων εντός πόλεων.
1026 Για τα Γυμνάσια-Θέρμες της Μικράς Ασίας, βλ. Yegül, Bathing, 154-176. Ο Yegül, «Baths of

Constantinople», 176-179 έκανε μία ενδιαφέρουσα προσπάθεια να ερμηνεύσει τα αρχιτεκτονικά


ευρήματα των βρετανικών ανασκαφών των ετών 1927-28 με βάση τις γνωστές κατόψεις των
Γυμνασίων-Θερμών της Μικράς Ασίας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Θέρμες του Ζευξίππου
εντάσσονται στην κατηγορία των Γυμνασίων-Θερμών με ακανόνιστη κάτοψη, όπως οι Θέρμες της
Φαυστίνας στη Μίλητο. Η πρότασή του, όμως, εκλαμβάνει ως τοπογραφικά δεδομένα υποθέσεις
που δεν έχουν επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Ακόμη, βλ. Yegül, Bathing, 184-186 και Bassett, «Historiae
Custos», 494.

189
αγαλμάτων, το περιεχόμενο ή τμήμα του περιεχομένου της οποίας διασώθηκε

στο ποίημα του Χριστοδώρου Κοπτίτου στο δεύτερο βιβλίο της Παλατινής

Ανθολογίας.

Η συλλογή του Ζευξίππου περιλάμβανε 81 αγάλματα από τα οποία,

σύμφωνα με την Bassett1027, 11 ανήκουν σε θεούς και ημίθεους, 31 σε ήρωες (2 του

Θηβαϊκού και 29 του Τρωϊκού κύκλου) και 34 σε ιστορικά πρόσωπα, κυρίως

έλληνες ποιητές, φιλοσόφους, ρήτορες, ιστορικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς

άνδρες. Η ερμηνεία της συλλογής αποτελεί θέμα συζήτησης εδώ και αρκετά

χρόνια.1028 Χωρίς να γνωρίζουμε το πλήρες περιεχόμενο και την ακριβή διάταξή

της μπορούμε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία να συμφωνήσουμε με την

Bassett1029 ότι αποτελεί μία συμβολική σύνθεση του ελληνορωμαϊκού

παρελθόντος, το οποίο διεκδικεί η Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη και νέα

πνευματική μητρόπολη του ελληνικού πολιτισμού προβάλλοντας ως βασικό

ιδανικό την Παιδεία. Συγχρόνως, ισχύει και για τον 4ο αιώνα η παρατήρηση του

Καλδέλλη1030 ότι η συλλογή προβάλλει μία συμβολική γενεαλογία των προγόνων

του μυθικού και ιστορικού παρελθόντος που κληρονόμησε η Κωνσταντινούπολη.

Στη Ρώμη, δίπλα στο Forum Romanum, στις δύο κατά μήκος στοές του

Φόρου του Αυγούστου (εικ. 13, 92) αναπτύχθηκαν δύο γλυπτικά σύνολα1031

ενδόξων ανδρών (summi viri). Στη μία στοά ξεκινώντας από τον Αινεία, τον

1027 Bassett, «Historiae Custos», 501-505. Basset, Urban Image, 160-185.


1028 Αρχικά προτάθηκε από τον Stupperich, «Statuenprogramm» ότι η έμφαση που δίδεται στον
τρωϊκό κύκλο αποσκοπούσε να αναδείξει τη θέση της Κωνσταντινούπολης ως νέας Τροίας. H
Bassett, «Historiae Custos», 505-506, αντιπρότεινε ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα αποτελεί μία
σύνθεση της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, που παρουσιάζει την Κωνσταντινούπολη ως φύλακα
της ιστορικής και πολιτιστικής παρακαταθήκης της Ελλάδας και της Ρώμης. Αργότερα, όμως,
εμπλούτισε την ερμηνεία της αναγνωρίζοντας και τη σημασία του τρωϊκού κύκλου ως συνδέσμου
της Κωνσταντινούπολης με το παρελθόν της Ρώμης, βλ. η ίδια, Urban Image, 53-58. Πρόσφατα ο
Kaldellis, «Christodoros» υποβάθμισε τη δυνατότητά μας να αποκαταστήσουμε το περιεχόμενο της
συλλογής εξαιτίας των συμβάσεων της λογοτεχνικής έκφρασης του Χριστοδώρου και πρότεινε να
μεταφερθεί το βάρος της ερμηνείας στον τρόπο που οι πνευματικοί άνθρωποι του 5ου αιώνα
μπορούσαν να κατασκευάσουν συμβολικές γενεαλογίες και δεσμούς για να νομιμοποιήσουν
πολιτικές, στρατιωτικές ή δυναστικές διεκδικήσεις.
1029 Bassett, «Historiae Custos». Basset, Urban Image, 53-58. Bassett, «Ancient Statuary», 194-197.

1030 Ο Kaldellis, «Christodoros», 382-383 μεταθέτει την ερμηνεία από την συλλογή στο ποίημα και

στο πνευματικό περιβάλλον του 5ου αιώνα. Ωστόσο, η συμβολική γενεαλογία που απηχείται στην
ποιητική σύνθεση, προκύπτει πρωτίστως από τα γλυπτά που συνθέτουν την συλλογή και
αποτυπώνει εξίσου τις προθέσεις εκείνων που την ίδρυσαν κατά τον 4ο αιώνα.
1031 Zanker, Αύγουστος, 277-281. Richardson, Topographical Dictionary, 161. Gros, Architecture Romaine Ι,

216. Coarelli, Rome and Environs, 110-111. Walker, «Moral Museum», 65-66. Shaya J., «The Public Life of
Monuments: The Summi Viri of the Forum of Augustus», AJA 117 (2013), 83-110.

190
Ασκάνιο και τους βασιλείς της Άλβα Λόγγα παραστάθηκε η γενεαλογία των

Ιουλίων. Στην απέναντι στοά ξεκινώντας από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο

αντιπαρατέθηκε μία προσεκτικά επιλεγμένη σειρά επιφανών ρωμαίων

αξιωματούχων και θριαμβευτών στρατηγών. Αναπαραστάθηκε έτσι μία

ενοποιημένη εικόνα της ρωμαϊκής μυθολογίας και ιστορίας, η οποία

περικύκλωνε τον έφιππο ανδριάντα του Αυγούστου, που βρισκόταν στο μέσο του

Φόρου. Στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να διαθέτουμε μέτρο σύγκρισης με τη

συνέπεια του εικονογραφικού αυτού προγράμματος, δίπλα στη συμβολική

εικόνα του Forum Romanum, το Γυμνάσιο του Ζευξίππου φαίνεται ότι

μετατράπηκε σε μία γλυπτοθήκη ενδόξων ηρωϊκών και ιστορικών μορφών, όπου

αναπαραστάθηκε μία ενοποιημένη αντίληψη του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος

και μία συμβολική γενεαλογία ποιητών, φιλοσόφων, ιστορικών, πολιτικών και

στρατιωτικών ανδρών, κυρίως Ελλήνων και δευτερευόντως Ρωμαίων, οι οποίοι

νομιμοποιούσαν τις πνευματικές και πολιτικές διεκδικήσεις της

Κωνσταντινούπολης.

Το εικονογραφικό αυτό πρόγραμμα, το οποίο προέβαλε, σχεδόν

αποκλειστικά, ανθρώπους που υπηρέτησαν τις Μούσες, μαζί με τους θεούς και

τους ήρωες που εξύμνησαν με την τέχνη τους, βρισκόταν σε διαλεκτική σχέση με

τα εικονογραφικά θέματα που κοσμούσαν τη γειτονική Σύγκλητο. Ο μνημειακός

διάκοσμος στο εξωτερικό και το εσωτερικό του κτηρίου της Συγκλήτου συνέθετε

με συνέπεια ένα πολύ ισχυρό συμβολικό μήνυμα για το παρελθόν και το μέλλον

της Πόλης. Είδαμε νωρίτερα ότι τα αγάλματα του Δία και της Αθηνάς στην

πρόσοψη του μνημείου παρέπεμπαν στην προστάτιδα της ρωμαϊκής πολιτείας

Καπιτωλιανή τριάδα. Όμως, η απομόνωση των δύο αυτών θεοτήτων στην

πρόσοψη του Βουλευτηρίου είχε ιδιαίτερη σημασία και για τον ελληνικό κόσμο.

Οι δύο αυτοί θεοί έφεραν το κύριο βάρος του πολέμου και της νίκης κατά τη

Γιγαντομαχία, η οποία απεικονιζόταν στο κρηπίδωμα του Βουλευτηρίου 1032 και

αποτελούσε σύμφωνα με τον Pollitt1033 αγαπημένο θέμα του ελληνικού κόσμου

1032 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 381. H Bassett, Urban Image, 148-152 δεν αναφέρει καθόλου την
παράσταση.
1033 Pollitt, Ελληνιστική εποχή, 133 και 138. Σύμφωνα με τον Vian, Guerre des géants, 280-290 η

παράσταση συμβόλιζε θεολογικά την τελική πράξη δημιουργίας του κόσμου και τον θρίαμβο της
κοσμικής τάξης απέναντι στην ύβρη και πολιτικά τον θρίαμβο του νόμου πάνω στις εσωτερικές

191
ως διαχρονικό σύμβολο της ίδρυσης της ελληνικής θρησκείας, της καθιέρωσης

του ηθικού νόμου, των βασικών αξιών και θεσμών του ελληνισμού. Ιδιαίτερα η

παράσταση αυτή υπήρξε δημοφιλές θέμα ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούσαν

τους εαυτούς τους ως θεματοφύλακες του ελληνικού πολιτισμού.

Τα πιο σημαντικά μνημεία του αρχαίου κόσμου, όπου συναντάται ο

συνδυασμός αυτών των θεμάτων, είναι ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη της

Αθήνας και ο Βωμός του Διός στην Ακρόπολη της Περγάμου. Στον

Παρθενώνα1034 οι ανατολικές μετόπες έφεραν παράσταση Γιγαντομαχίας κάτω

από το αέτωμα, το οποίο παρίστανε τη γέννηση της Αθηνάς από τον Δία (εικ. 93-

94), ενώ στη ζωφόρο οι Δώδεκα Ολύμπιοι θεοί επέβλεπαν την παράδοση του

κεντητού πέπλου της Αθηνάς, ο οποίος κοσμούνταν παραδοσιακά, επίσης, με

παράσταση Γιγαντομαχίας. Η ίδια παράσταση κοσμούσε και το εσωτερικό της

ασπίδας του λατρευτικού αγάλματος της θεάς στο εσωτερικό του ναού. Στην

Πέργαμο, η πλέον μνημειώδης παράσταση Γιγαντομαχίας του αρχαίου κόσμου

(εικ. 95) κοσμούσε τη ζωφόρο του Βωμού του Διός1035 ακριβώς δίπλα στο Τέμενος

της προστάτιδας θεότητας της πόλης, Αθηνάς. Με το εικονογραφικό πρόγραμμα

του Παρθενώνα είναι γνωστό ότι η Αθήνα διακήρυττε τον πρωτεύοντα ρόλο της

στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα του ελληνικού κόσμου. Σύμφωνα με τον

και εξωτερικές δυνάμεις που απειλούσαν την πόλη. Από την εποχή του Αλεξάνδρου στην
παράσταση διείσδυσαν εικονογραφικές αναφορές στη σύγχρονη ιστορία. Κατά την αυτοκρατορική
περίοδο θα υπάρχουν εικονογραφικές αναφορές που θα συσχετίζουν τους αυτοκράτορες με την
ομάδα των θεών του Ολύμπου και οι Γίγαντες θα παίρνουν χαρακτηριστικά των Βαρβάρων, π.χ.
των Γερμανών. Ο Oliver, Demokratia, 121-124 θεωρεί ότι η παράσταση ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
συμβόλιζε τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Βαρβάρων και γενικότερα ότι υπήρξε ένα
διαχρονικό σύμβολο κάθε γενναίου αγώνα της πολιτισμένης ανθρωπότητας εναντίον των
τρομερών δυνάμεων των βαρβάρων και της αταξίας.
1034 Μπρούσκαρη, Ακρόπολη, 108-121. Παλαγγιά Ο., Ο γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα, Αθήναι

1989, 19, 35-39 (μετόπες), 58-69 (ζωφόρος), 71-82 (αέτωμα). Σχετικά με το συμβολικό περιεχόμενο
του εικονογραφικού προγράμματος, βλ. Herington, Athena Parthenos, 59-67. Ο ίδιος θεωρεί ότι η
Γιγαντομαχία τοποθετήθηκε στην ανατολική πλευρά του μνημείου, επειδή σχετίζεται αμεσότερα
με την Αθηνά, καθώς η κοσμική αυτή μάχη υπήρξε ο ιδιαίτερος θρίαμβος της θεάς.
1035 Smith, Hellenistic Sculpture, 157-164. Ridgway B.S., Hellenistic Sculpture, II. The Styles of ca. 200-100

B.C., Μάντισον-Λονδίνο 2000, 19-47. Κästner V., «The Architecture of the Great Altar of Pergamon»,
στο Koester, Pergamon, 137-161. Queyrel, L’autel de Pergame, 21-111. Ο Βωμός κατασκευάστηκε από τον
Ευμένη Β΄ (197-158 π.Χ.) και ήταν, πιθανώς, αφιερωμένος στον Δία και την Αθηνά Νικηφόρο, βλ.
Vian, Guerre des géants, 290. Stewart, «Pergamo», 34-39. Για την κατάσταση της έρευνας και μία πιο
σύνθετη άποψη, βλ. Queyrel, L’autel de Pergame, 112-122.

192
Smith1036 το εικονογραφικό πρόγραμμα του Βωμού του Διός εκτός από θεματική

συγγένεια περιείχε και εκλεπτυσμένες αναφορές στον γλυπτό διάκοσμο του

Παρθενώνα, στοιχεία με τα οποία οι Ατταλίδες διακήρυτταν ότι το Πέργαμον

είναι διάδοχος της Αθήνας και η νέα μητρόπολη, όπου συντελείται η υπεράσπιση

του πολιτισμού και του ελληνισμού.1037

Σύμφωνα με τον J.R. Fears1038 η παράσταση της Γιγαντομαχίας κατά τη

ρωμαϊκή περίοδο διατήρησε τη μεγάλη θρησκευτική και πολιτική σημασία της

και οι συμβολισμοί της αξιοποιήθηκαν από την αυτοκρατορική εικονογραφία. Ο

ίδιος επισημαίνει μία αναφορά του Ευσεβίου στον Τριακονταετηρικό Λόγο που

εκφώνησε στην Κωνσταντινούπολη προς τιμή του Κωνσταντίνου, όπου

περιγράφει τους διώκτες των χριστιανών και εχθρούς του αυτοκράτορα με όρους

που παραπέμπουν απευθείας στην παράσταση της Γιγαντομαχίας: «ποῖ τὸ τῶν

θεομάχων γιγάντων στῖφος καὶ τῶν δρακόντων τὰ συρίγματα, οἳ τὰς γλώττας

ἀκονήσαντες φωνὰς ἀθέους κατὰ τοῦ παμβασιλέως ἠφίεσαν;».1039 Κατά τη

γνώμη του Fears, το γεγονός ότι ακόμη και ο Ευσέβιος χρησιμοποίησε στον

πανηγυρικό του λόγο το κατεξοχήν παγανιστικό θέμα που συμβόλιζε τον

αυτοκρατορικό θρίαμβο επάνω στις δυνάμεις του κακού αναδεικνύει πόσο πολύ

η Γιγαντομαχία αποτελούσε πλέον βασικό συστατικό της αντίληψης των

πολιτών για την αυτοκρατορική τάξη.

1036 Smith, Hellenistic Sculpture, 159-162. Για τα διάφορα επίπεδα προσέγγισης και ερμηνείας του
μνημείου, βλ. Queyrel, L’autel de Pergame, 112-147 και κυρίως Massa-Pairault F.-H., La gigantomachie de
Pergame ou l’image du monde, BCH suppl. 50, Παρίσι-Αθήνα 2007.
1037 Την φιλοδοξία τους να καταστήσουν την Πέργαμο την κληρονόμο και προστάτιδα πόλη των

λαμπρών επιτευγμάτων του ελληνικού πολιτισμού μέσα στον ελληνιστικό κόσμο είχαν διακηρύξει
οι Ατταλίδες και στην ίδια την Ακρόπολη των Αθηνών με το λεγόμενο «μικρό ανάθημα των
Ατταλιδών», το οποίο μαζί με άλλες παραστάσεις απεικόνιζε και πάλι παράσταση Γιγαντομαχίας,
βλ. Pollitt, Ελληνιστική εποχή, 129-135. Γενικότερα για την πολιτική αξιοποίηση της τέχνης από
τους Ατταλίδες βλ. Gruen, «Culture as Policy».
1038 Fears, «Theology of Victory», 816-818. Ο Vian, Répertoire des Gigantomachies, 24-31, 99-102, 106-114

έχει συγκεντρώσει τις γνωστές παραστάσεις του θέματος από την εποχή του Αυγούστου έως και
τον 3ο αιώνα, ενώ ο Oliver, Demokratia, 152-169 περιγράφει την ιδεολογική συνέχεια του θέματος
κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και τη σύνδεσή του με τη Νίκη του Σεβαστού, ως εγκαθίδρυση της
κοσμικής τάξης και του νόμου. Σχετικά, βλ. Vian, Guerre des géants, 289-290.
1039 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 219.2-4 (9.8). Ακόμη, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 17.12-14

(Ι.5.1): «νικητὴν ἀπέδειξε παντὸς τυραννικοῦ γένους θεομάχων τ' ὀλετῆρα γιγάντων, οἳ ψυχῆς
ἀπονοίᾳ πρὸς αὐτὸν ἤραντο τὸν παμβασιλέα τῶν ὅλων δυσσεβείας ὅπλα».

193
Η πρόσφατη αναχρονολόγηση1040 στην περίοδο 340-370 του γλυπτικού

συμπλέγματος Γιγαντομαχίας, που αποκαλύφθηκε σε μικρή απόσταση ΒΔ της

Κωνσταντινούπολης, στην περιοχή Silâhtarağa1041 και το οποίο αρχικά είχε

χρονολογηθεί στον 2ο αιώνα μ.Χ., επιβεβαιώνει την επικαιρότητα του θέματος

στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο που μας απασχολεί. Ακόμη

περισσότερο η παρομοίωση του Ευσεβίου θα μπορούσε να αποτελεί μιά άμεση

οπτική παραπομπή στην εντυπωσιακή χάλκινη ανάγλυφη παράσταση

Γιγαντομαχίας που κοσμούσε τη μνημειακή πρόσοψη της Συγκλήτου δίπλα στο

Ανάκτορο του Κωνσταντίνου.1042 Λίγα χρόνια αργότερα ο Θεμίστιος1043 με

αφορμή την απεικόνιση του Έρωτα στην ίδια παράσταση, θα την περιγράψει

αναδεικνύοντας εκ νέου την επικαιρότητά της. Η εκ πρώτης όψεως περίεργη

έκφρασή του: «ἀντὶ κρηπῖδος τοῦ βουλευτηρίου»1044, θα μπορούσε κάλλιστα να

προσδιορίζει ένα έξοχο εγχείρημα αρχιτεκτονικής παραπομπής στη ζωφόρο της

Γιγαντομαχίας του Βωμού της Περγάμου1045, η οποία περιέτρεχε το μνημείο

ακριβώς κάτω από τον στυλοβάτη της κιονοστοιχίας.

1040 Για την αναχρονολόγηση βλ. Kiilerich B.-Torp H., «Mythological sculpture in the fourth century
A.D.: the Esquiline group and the Silahtarağa statues», IstMitt 44 (1994), 307-316. Για τη σύνδεση του
αναχρονολογημένου συνόλου με την ευρύτερη γλυπτική παραγωγή της ίδιας περιόδου, βλ.
Bergmann M., Chiragan, Aphrodisias, Konstantinopel. Zur mythologischen Skulptur der Spätantike, Palilia 7,
Βισμπάντεν 1999.
1041 Για την ανασκαφική έρευνα βλ. Çoruh Z., «Silâhtarağa Kazısı/Excavations of Silâhtarağa», ΙΑΜΥ 4

(1950), 43-45 και 62-63. Başak Z., «Silâhtarağa Kazısı/The Silahtarağa Excavations», ΙΑΜΥ 5 (1952), 51-
55. Για τη δημοσίευση βλ. De Chaisemartin - Örgen, Silahtarağa, και ιδιαίτερα 90-95 για τη
χρονολόγηση στον 2ο αιώνα μ.Χ., όπου κάνουν λόγο για επανατοποθέτηση ή επανεπεξεργασία
του γλυπτικού συνόλου μετά τον 3ο αιώνα.
1042 Μεγάλη σημασία έχει ακόμη το γεγονός ότι τα βασιλικά πρόθυρα, σύμφωνα με τον ίδιο τον

Ευσέβιο, βλ. ανωτέρω υποσημ. 361, κοσμούνταν με κηρόχυτο πίνακα, όπου παριστανόταν ο
Κωνσταντίνος και οι υιοί του να νικούν έναν θαλάσσιο δράκοντα, εικόνα που χωρίς άλλο
απεικόνιζε τη νίκη του αυτοκράτορα και της δυναστείας του με τους εικονογραφικούς όρους της
παράστασης της Γιγαντομαχίας και παρέπεμπε, επίσης, στη Γιγαντομαχία της Συγκλήτου.
Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η παράσταση της Γιγαντομαχίας αξιοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί
εικονογραφικά η Νίκη του Κωνσταντίνου με έναν οικείο για τους υπηκόους του συμβολικό τρόπο,
ο οποίος, όπως δείχνει το παράδειγμα του Ευσέβιου, ήταν κατανοητός αλλά και αποδεκτός από
τους χριστιανούς. Αντίστοιχα σύμφωνα με τον Zanker, Αύγουστος, 121-122, 442, και η νίκη στο
Άκτιο παραβλήθηκε με τη νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών και αποδόθηκε συμβολικά με
την παράσταση της Αμαζονομαχίας.
1043 Θεμίστιος, Λόγοι (13), «Ἐρωτικὸς ἢ περὶ κάλλους βασιλικοῦ», 253.7-18 (176d-177a).

1044 Η πρώτη σημασία του όρου «κρηπίς» σύμφωνα με τους Ορλάνδο-Τραυλό, Λεξικόν, 160-161

δηλώνει: «θεμέλιον ή θεμέλια καὶ ἰδίᾳ βάσιν οἰκοδομήματος (ναοῦ, βωμοῦ, οἰκίας, τείχους)».
1045 Πιθανώς, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα άκμασε η Περγαμηνή

Νεοπλατωνική Σχολή με διδάσκαλο τον Αιδέσιο, μαθητή και διάδοχο του Ιαμβλίχου, κοντά στον
οποίο ήλθε να σπουδάσει ο Ιουλιανός, βλ. Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν, 25.1-4 (VI.4.7): «αὐτὸς δὲ εἰς τὴν
Ἀσίαν διαβὰς, ὅλης Ἀσίας προτεινούσης αὐτῷ χεῖρας, ἐν τῷ παλαιῷ Περγάμῳ καθιδρύθη, καὶ παρ'

194
Τα εικονογραφικά και αρχιτεκτονικά αυτά μηνύματα, τα οποία ήταν

ακόμη εύληπτα κατά τον 4ο αιώνα, βρίσκονταν σε διαλεκτική σχέση με την

«αφιέρωση» του εσωτερικού του «ναού» της Συγκλήτου στις Μούσες. Η λατρεία

των Μουσών στον ελληνικό κόσμο είχε άμεση σχέση με την παιδεία, την

καλλιτεχνική δημιουργία και την επιστημονική ενασχόληση. Η σχέση των

θεοτήτων αυτών με τις τέχνες του Λόγου και τη Φιλοσοφία οδήγησε στην Αθήνα

στη σύνδεση του όρου «Μουσείο» και της λατρείας των Μουσών με τις

φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και κυρίως του Αριστοτέλη 1046, ο επικεφαλής

φιλόσοφος των οποίων αναδεικνυόταν σε ιερέα των Μουσών. Κατά την

ελληνιστική περίοδο η παράδοση αυτή γνώρισε την κορύφωση της στο Μουσείο

της Αλεξάνδρειας1047, ενώ κατά τα ρωμαϊκά χρόνια συναντάμε μία σειρά από

μουσεία σε επιγραφές σε διάφορες πόλεις του ελληνικού κόσμου.1048 Η αφιέρωση

της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης στις Μούσες είχε άμεση σχέση με την

παιδευτική παράδοση του ελληνικού κόσμου. Σε αντίθεση ή καλύτερα σε

παράθεση με την αφιέρωση της Συγκλήτου της Ρώμης στη Νίκη, που προέβαλε

τα ιδανικά της Δύναμης και της κυριαρχίας της Ρώμης, η Σύγκλητος της Νέας

Ρώμης προέβαλε τα ιδανικά της Σοφίας και της Παιδείας του ελληνισμού.

Η συνέπεια του εικονογραφικού προγράμματος της Συγκλήτου

αποκαλύπτει σε κάθε περίπτωση τον συνειδητό σχεδιασμό και την ευρηματική

υλοποίησή του, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την προγραμματική

επανάληψη της παράστασης της Γιγαντομαχίας και του τεράστιου αγάλματος

ἐκεῖνον μὲν Ἕλληνές τε ἐφοίτων καὶ οἱ πρόσχωροι, καὶ ἡ δόξα τῶν ἄστρων ἔψαυεν». Για σχόλια,
βλ. Becker, Eunapios, 244-252, 269-277. Ακόμη, βλ. Penella, Greek Philosophers, 63-70. Jones–Martindale–
Morris, Prosopography I, 14-15. Ο Βωμός της Περγάμου στεκόταν, ακόμη, υποβλητικός κατά τον 4ο
αιώνα. Καταστράφηκε, πιθανώς, γύρω στο έτος 530 ή αργότερα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί
ως οικοδομικό υλικό στο τείχος, που οχύρωσε την Ακρόπολη, στο οποίο ενσωματώθηκαν πολλές
από τις πλάκες της ζωφόρου της Γιγαντομαχίας, βλ. Rheidt K., Die Stadtgrabung, II, Die Byzantinische
Wohnstadt. Altertümer von Pergamon, 15.2, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1991, 168-173. Radt W., «Recent
Research in and about Pergamon: A survey (ca. 1987-1997)», στο Koester, Pergamon, 1-40, κυρίως 7.
Rheidt K., «In the Shadow of Antiquity: Pergamon and the Byzantine Millenium», στο Koester,
Pergamon, 395-423, κυρίως 399-400. Queyrel, L’autel de Pergame, 27-28.
1046 Boyancé, Culte des Muses, 249-327.

1047 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 943, 955.

1048 Fraser, Ptolemaic Alexandria Ι, 315 και II, 469, σημ. 72 όπου παρατίθεται βιβλιογραφία με

επιγραφικές αναφορές του όρου «Μουσείο» από άλλες πόλεις. Για την Έφεσο, βλ. Lemerle,
«Inscriptions», 135-136. Σημειώνουμε ακόμη τη μαρτυρία του Λιβανίου, Λόγοι (1), «Βίος ή Περὶ τῆς
ἑαυτοῦ τύχης», 133.1-13 (102) ότι στην Αντιόχεια οι ανταγωνιστές του είχαν μεγαλύτερο
πλεονέκτημα από τον ίδιο στην εξεύρεση νέων μαθητών, διότι δίδασκαν στο «Μουσεῖον» της
Πόλης.

195
της Αθηνάς και στο δεύτερο κτήριο της Συγκλήτου1049, το οποίο βρισκόταν στον

Φόρο του Κωνσταντίνου. Η χάλκινη θύρα της βόρειας εισόδου του κτηρίου, που

είχε μεταφερθεί από το Αρτεμίσιο της Εφέσου, κοσμούνταν με εντυπωσιακή

παράσταση Γιγαντομαχίας1050, ενώ εξωτερικά του οικοδομήματος υψωνόταν

επάνω σε κίονα ένα άγαλμα της Αθηνάς, για το οποίο έχει γίνει μεγάλη

συζήτηση εάν είναι η αυθεντική Αθηνά Πρόμαχος του Φειδία.1051 Η γνωστή

αναφορά του Ευσεβίου1052 σχετικά με τη δήθεν χλευαστική τοποθέτηση των

αρχαίων αγαλμάτων σε δημόσια θέα στην Κωνσταντινούπολη παρέβλεπε το

γεγονός ότι η έκθεσή τους έλαβε χώρα με βάση την εικονογραφική παράδοση

του αρχαίου κόσμου διαμορφώνοντας δεσμούς με το αρχιτεκτονικό περιβάλλον

και αποτυπώνοντας συμβολικά μηνύματα οικεία και προσιτά στους κατοίκους

της Πόλης. Η παρουσία αγαλμάτων της Αθηνάς εξωτερικά και των δύο κτηρίων

της Συγκλήτου τόνιζε τη σχέση της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη και την

Τροία. Συγχρόνως, αποτύπωνε για τους εθνικούς πολίτες το όραμα της θεϊκής

Σοφίας που «εμπνέει» τις αποφάσεις της Συγκλήτου και «επικοινωνεί» με τη

δύναμη του προστάτη θεού της αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι μόνο η

1049 Για το κτήριο, βλ. Reinach, Commentaire archéologique, 55-60, σε συνδυασμό με την παρατήρηση του
Mango, Développement urbain, 26, σημ. 18. Για το άγαλμα της Αθηνάς, βλ. Bassett, Urban Image, 188-
192. Για τη σύνδεσή του με την Αθηνά Πρόμαχο του Φειδία βλ. Jenkins R., «The Bronze Athena at
Byzantium», JHS 67 (1947), 31-33. Ο ίδιος, «Further Evidence Regarding the Bronze Athena at
Byzantium», BSA 46 (1951), 72-74.
1050 Η Γιγαντομαχία αναφέρεται μόνο από τους Κωνσταντίνο Ρόδιο και Γεώργιο Κεδρηνό, οι οποίοι

περιγράφουν και το άγαλμα της Αθηνάς, βλ. James, Constantine of Rhodes, «Στίχοι Κωνσταντίνου
ἀσηκρίτη τοῦ Ῥοδίου», 26.125-30.162. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 565.5-16: «πρὸς δὲ τὰ βόρεια τοῦ
φόρου ἔστι τὸ σενάτον…ἐν ᾧ πύλη ἐστὶ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος, Τραϊανοῦ δώρημα, τῆς Σκυθῶν
μάχης ἔχουσα τὰς αἰτίας τὴν τῶν Γιγάντων μάχην καὶ τοὺς κεραυνοὺς τοῦ Διὸς καὶ τὸν Ποσειδῶνα
σὺν τῇ τριαίνῃ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα τόξον ἐσκευασμένον, κάτω δὲ τοὺς γίγαντας ὡς δράκοντας
ἐπερχομένους, χερσὶ βώλους ῥιπτοῦντας εἰς ὕψος καὶ βλοσυρὸν εἰσορῶντας. ἵστανται δὲ πρὸς τὴν
τοῦ φόρου πλατεῖαν ἀγάλματα δύο, πρὸς μὲν δύσιν τὸ τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς, κράνος ἔχον καὶ τὸ
Γοργόνειον τέρας καὶ ὄφεις περὶ τὸν τράχηλον ἐμπεπλεγμένους…». Reinach, Commentaire
archéologique, 58. H Bassett, Urban Image, 188-208 δεν αναφέρει καθόλου την παράσταση. Οι Vian,
Répertoire des Gigantomachies, 100, αρ. 472 και De Chaisemartin - Örgen, Silahtarağa, 89 ταυτίζουν
εσφαλμένα την παράσταση αυτή με τη Γιγαντομαχία στο κρηπίδωμα της Συγκλήτου.
1051 Jenkins R.J.H., «The bronze Athena at Byzantium», JHS 67 (1949), 31-33. Jenkins R.J.H., «Further

Evidence Regarding the Bronze Athena at Byzantium», BSA 46 (1951), 72-74. Για τις πηγές και τη
συζήτηση, βλ. Bassett, Urban Image, 188-192. Η επανάληψη των αγαλμάτων της Αθηνάς μπροστά
από τα δύο κτήρια της Συγκλήτου επισημαίνεται και από τον Ἡσύχιο, Πάτρια, 17.15-18.1 (41): «…
καὶ τοὺς τῆς συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν οἰκους, Σενάτα τούτους ὀνομάσας, ἐν οἷς καὶ τοῦ
Δωδωναίου Διὸς ἀνέστησεν ἄγαλμα καὶ δύο τῆς Παλλάδος ἱδρύματα…». Το θέμα επισημαίνει και
ο Lavan, «Residual “Pagan” Statues», 455-457.
1052 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 107.30-108.8 (ΙΙΙ.54.2-3): «ἔκδηλα τοῖς πᾶσιν ἐν ἀγοραῖς πάσαις τῆς

βασιλέως πόλεως προὐτίθετο, ὡς εἰς ἀσχήμονα θέαν προκεῖσθαι τοῖς ὁρῶσιν…τούτοις αὐτοῖς
ἀθύρμασιν ἐπὶ γέλωτι καὶ παιδιᾷ τῶν ὁρώντων βασιλέως κεχρημένου».

196
Σύγκλητος του μνημειακού κέντρου κοσμούνταν και με το άγαλμα του βασιλιά

θεών και ανθρώπων, Δία, μαζί με της Αθηνάς, από τη μία παραπέμπει στα

γειτονικά βασιλικά ανάκτορα και από την άλλη αποτυπώνει την πρωτεύουσα

θέση του οικοδομήματος αυτού στην πολιτική διαδικασία, στοιχεία που

συμπυκνώνονται στην διατύπωση του Ζωσίμου: «καὶ εἰς τὸν εἰωθότα δέχεσθαι

τὴν γερουσίαν οἶκον, πρὸ τῶν βασιλείων ὄντα…».1053

Το εικονογραφικό πρόγραμμα της Συγκλήτου προέβαλε την αξίωση της

Πόλης του Κωνσταντίνου να διαδεχθεί ως Νέα Ρώμη τις μεγάλες πολιτικές και

πνευματικές μητροπόλεις του ελληνικού κόσμου. Η ιδιαίτερη αναφορά στην

Αθήνα και την Πέργαμο δεν ήταν τυχαία. Οι πόλεις αυτές εκτός από μεγάλα

κέντρα του ελληνικού κόσμου είχαν ως προστάτιδα θεά την Αθηνά, όπως την

είχε και η Ρώμη χάρη στην παράδοση της μεταφοράς του Παλλαδίου από την

Τροία. Η Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αναδειχθεί σε Νέα Ρώμη έπρεπε

να μοιραστεί με την Πρεσβυτέρα Ρώμη και την Τροία το Παλλάδιο της

Αθηνάς.1054 Προκειμένου να αναδειχθεί σε πολιτιστική μητρόπολη του

ελληνισμού, έπρεπε να διαδεχτεί τις σημαντικότερες πόλεις που είχαν

διεκδικήσει τον ίδιο ρόλο. Η έξαρση της μορφής της Αθηνάς1055 και οι

1053 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 246.5-6 (V.24.5).


1054 Σχετικά με το Παλλάδιο στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων ΙΙ, 80.2-
81.4 (V.15.8-14): «Βυζάντιοι δέ φασι τὸ ἄγαλμα τοῦτο Κωνσταντῖνον βασιλέα ἐν τῇ ἀγορᾷ, ἣ αὐτοῦ
ἐπώνυμός ἐστι, κατορύξαντα θέσθαι». Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.83-86 (XIII.7).
Πασχάλιον Χρονικόν, 528.13-16: «ὁ δὲ αὐτὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἀφελὼν κρυπτῶς ἀπὸ Ῥώμης
τὸ λεγόμενον Παλλάδιον ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ ὑπ’ αὐτοῦ κτισθέντι φόρῳ ὑποκάτω τοῦ κίονος τῆς
στήλης αὐτοῦ, ὥς τινες λέγουσι τῶν Βυζαντίων ἐκ διαδοχῆς ἀκούσαντες». Πάτρια
Κωνσταντινουπόλεως, 174.1-3 (ΙΙ.45). Για το Παλλάδιο και τις απόψεις παλαιότερων ερευνητών, βλ.
Bassett, Urban Image, 205-206, ενώ η ίδια θεωρεί πιθανή υπό προϋποθέσεις τη μεταφορά του. Για μία
χαμένη σήμερα Καμέα που απεικονίζει πιθανώς τον Κωνσταντίνο να κρατεί με το αριστερό του
χέρι το Παλλάδιο, βλ. στο ίδιο, 196, 200, πιν. 22. Για την πολιτική και θρησκευτική σημασία της
παράδοσης αυτής στο περιβάλλον της ύστερης αρχαιότητας, βλ. Ando, Matter of the Gods, 186-195.
1055 Σύμφωνα με τον Mellor R., «The Goddess Roma», ANRW II.17.2 (1981), 950-1030, κυρίως 962 ο

δεσμός της Αθηνάς-Minerva με τη θεά Ρώμη υπήρξε σημαντικός και επηρέασε τις
αναπαραστάσεις της Ρώμης στην ελληνορωμαϊκή τέχνη. Μάλιστα στη Βιθυνία η Ρώμη
παριστανόταν στον τύπο της Αθηνάς Νικηφόρου του Φειδία, ενώ στα αθηναϊκά ασημένια
νομίσματα ως κεφαλή της θεάς Ρώμης χρησιμοποιήθηκε η κεφαλή της Αθηνάς. Στα νομίσματα
της Κωνσταντινούπολης ο ένας τύπος της Τύχης (της Ρώμης) παριστάνεται ως ένοπλη γυναικεία
μορφή με περικεφαλαία, η οποία παραπέμπει απευθείας στην παράσταση της ένοπλης Αθηνάς,
βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 49. Σε αυτό τον τύπο πρέπει να ανήκε το άγαλμα στο
Τυχαίο της Κωνσταντινούπολης («Τύχης ἐϋκίονα νηὸν»), όπως αποκαλύπτει η περιγραφή του ως
«χρυσασπίδι Ῥώμῃ» στο επίγραμμα της Παλατινὴς Ἀνθολογίας, ΙΧ.697, βλ. Γ.1.30. Χάλκινο
άγαλμα της Αθηνάς υπήρχε και ανατολικά, εξωτερικά του Τυχαίου, κοντά στο οποίο βρισκόταν
μαρμάρινο άγαλμα ένοπλης Αθηνάς μάλλον της αρχαϊκής περιόδου, το οποίο οι πολίτες
εκλάμβαναν ως αντίγραφο του Παλλαδίου, βλ. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων ΙΙ, 80.19-22 (V.15.11):

197
παραστάσεις της Γιγαντομαχίας εξωτερικά των δύο Συγκλήτων συνέδεαν

συμβολικά το πολιτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης με τις ρωμαϊκές (Ρώμη,

Τροία) και τις ελληνικές (Αθήνα, Πέργαμον1056) παραδόσεις που διεκδικούσε ως

κληρονομιά.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ιουλιανό1057, ο Κωνσταντίνος τιμούσε και

επιθυμούσε να συνδέσει το όνομά του με την πόλη των Αθηνών. Ο ίδιος υπήρξε

φοιτητής φιλοσοφίας1058 του Λακταντίου και του Σωπάτρου στην αυλή του

Διοκλητιανού, ενώ ο Αυρήλιος Βίκτωρ 1059 μαρτυρεί τη μεγάλη εκτίμησή του για

τις καλές τέχνες και τη λογοτεχνία. Το γεγονός ότι η αξίωση ανάδειξης της

Κωνσταντινούπολης σε νέα πνευματική μητρόπολη υπαγορευόταν από την

αυτοκρατορική βούληση της Κωνσταντίνειας δυναστείας διακηρύσσει

πανηγυρικά η δημηγορία του Κωνσταντίου1060 που διαβάστηκε στη Σύγκλητο με

θέμα την αποδοχή του φιλοσόφου Θεμιστίου στο σώμα των συγκλητικών:

«ἁπανταχοῦ γὰρ τῆς οἰκουμένης φιλοσοφίαν ἐκλάμπειν ἐσπουδακὼς μάλιστα

αὐτὴν εὐθηνεῖν βούλομαι κατὰ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν. ὅπερ δὴ καὶ

πυνθάνομαι ὑπάρχειν αὐτῇ διὰ Θεμίστιον, συνόδοις μὲν νέων φιλοσοφούντων

ἁβρυνομένῃ, γινομένῃ δὲ κοινὸν παιδεύσεως καταγώγιον, ὥστε ἅπαντας

«…εἰκόνα δὲ αὐτοῦ λίθῳ τινὶ ἐγκεκολαμμένην δεικνύουσι[ν, οὓς δὴ] καὶ ἐς ἐμὲ ἐν τῷ τῆς Τύχης
ἱερῷ, <οὗ δὴ> πρὸ τοῦ χαλκοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἀγάλματος κεῖται ὅπερ αἴθριον ἐς τὰ πρὸς ἕω τοῦ νεὼ
ἵδρυται».
1056 Για τη σχέση Ρώμης, Τροίας και Περγάμου, βλ. Gruen, «Culture as Policy», 26-28. Για την

πολιτιστική επιρροή της Περγάμου στη Ρώμη, βλ. Kuttner A., «Republican Rome Looks at
Pergamon», HSPh 97 (1995), 157-178.
1057 Ιουλιανός, Λόγοι (Ι), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 19.22-31 (6c-d): «Καλὸν ἴσως ἐνταῦθα

καὶ τῶν ἀοιδίμων Ἀθηνῶν μνησθῆναι, ἃς ἐκεῖνος (Κωνσταντῖνος) ἔργοις καὶ λόγοις τιμῶν τὸν
πάντα χρόνον διετέλει. Βασιλεὺς γὰρ ὢν καὶ κύριος πάντων, στρατηγὸς ἐκείνων ἠξίου καλεῖσθαι,
καὶ τοιαύτης εἰκόνος τυγχάνων μετ’ ἐπιγράμματος ἐγάννυτο πλέον ἢ τῶν μεγίστων τιμῶν
ἀξιωθείς. Ἀμειβόμενος δὲ ἐπ’ αὐτῇ τὴν πόλιν, πυρῶν μεδίμνους δίδωσι πολλάκις μυρίους καθ’
ἕκαστον ἔτος δωρεὰν καρποῦσθαι, ἐξ ὧν ὑπῆρχε τῇ πόλει μὲν ἐν ἀφθόνοις εἶναι, ἐκείνῳ δὲ ἔπαινοι
καὶ τιμαὶ παρὰ τῶν βελτίστων». Η μαρτυρία αυτή θα πρέπει να συσχετιστεί με το άρθρο του
Fowden, «Nicagoras», από το οποίο, επίσης, προκύπτει η εκτίμηση του Κωνσταντίνου προς το
μεγάλο πνευματικό κέντρο του ελληνισμού.
1058 Bardill, Constantine, 140-141. Barnes T.D., Constantine and Eusebius, Κέιμπριτζ Μασσ.-Λονδίνο 1981,

73-76. Corcoran S., The Empire of the Tetrarchs: Imperial Pronouncements and Government AD 284-324,
Οξφόρδη 2000, 263-265. Για τη σχέση του Κωνσταντίνου με τον Σώπατρο, βλ. Εὐνάπιος, Βίοι
Σοφιστῶν, 18.14-23.14 (VI.2-3). Για σχόλια στον βίο του Σωπάτρου, βλ. Becker, Eunapios, 252-261.
Ακόμη, βλ. Penella, Greek Philosophers, 49-53.
1059 Αυρήλιος Βίκτωρ, Επιτομή De Caesaribus, 41.14: «Commodissimus tamen rebus multis fuit:

calumnias sedare legibus severissimis, nutrire artes bonas, praecipue studia litterarum, legere ipse
scribere meditari audire legationes et querimonias provinciarum».
1060 Κωνστάντιος, Δημηγορία, 125.11-24 (20d-21b). Ακόμη, βλ. Penella, Themistius, 237, σημ. 1 και 239.

Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 51.

198
ἁπανταχόθεν ὁμολουγουμένως παρακεχωρηκέναι τῇ πόλει κρατεῖν φιλοσοφίᾳ,

καὶ ὥσπερ ἔκ τινος ἀκηράτου πηγῆς ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἡμετέρας φοιτᾶν

ἁπανταχοῦ τὰ διδάγματα τῆς ἀρετῆς. ὥσθ’ ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον, κοινὴν ὑμῖν

καὶ Θεμιστίῳ δίδωμι τὴν τιμὴν. μεταλαβὼν γὰρ παρ’ ἡμῶν ἀξιώματος Ῥωμαϊκοῦ

ἀντεισφέρει σοφίαν Ἑλληνικήν, ὥστε τὴν πόλιν διὰ τοῦτο δείκνυσθαι τὴν

ἡμετέραν κορυφὴν ὁμοῦ τύχης καὶ ἀρετῆς. νικῶσα γὰρ τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς νῦν

προσλαμβάνει τὸ τιμιώτατον.». Με την εισδοχή του Θεμιστίου στη Σύγκλητο ως

εκπροσώπου της ελληνικής σοφίας1061, ο Κωνστάντιος διακήρυττε τη βούλησή

του να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κοινό παιδεύσεως καταγώγιο και να

της παράσχει τα σκήπτρα της Φιλοσοφίας σε όλη την οικουμένη. Αυτήν ακριβώς

τη διακήρυξη αποτύπωναν με εικόνες και σύμβολα οικεία στον ελληνικό κόσμο

τα εικονογραφικά προγράμματα της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου.

Μέσα στο μνημειώδες αρχιτεκτονικό πλαίσιο του ανακτορικού

συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης, ο εικονογραφικός διάκοσμος

πλαισίωνε το όραμα της νέας Βασιλικής Πόλης με τα πρότυπα και τις αξίες του

ενωμένου ελληνορωμαϊκού κόσμου ως: «μία πρωτεύουσα ποὺ χτίστηκε γιὰ να

γίνει τὸ πολιτικὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας καὶ ὁ προνομιοῦχος τόπος

συνάντησης τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου».1062 Σύμφωνα με την

Bassett1063, ο μνημειακός διάκοσμος του Ιπποδρόμου αποτύπωνε την εικόνα της

Νίκης της Ρώμης μαζί με το δυναστικό παρελθόν και την αυτοκρατορική

κληρονομιά της Κωνσταντινούπολης, που κερδήθηκε χάρη στις στρατιωτικές

Νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιούλιου Καίσαρα και του Οκταβιανού

Αυγούστου. Ο Ιππόδρομος διατύπωνε με όρους ρωμαϊκούς το όραμα για το

μέλλον. Στο Αυγουσταίο αποτυπωνόταν η δυναστική συνέχεια και νομιμότητα.

1061 Η σύνδεση ρωμαϊκής εξουσίας και ελληνικής σοφίας, που επιζητεί ο Κωνστάντιος, αποδεικνύει
ότι η αντίληψη αυτή προϋπήρχε του Ιουλιανού και δεν υπήρξε δική του επινόηση, όπως
υποστηρίζει η Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 133-134. Ειδικά το εικονογραφικό πρόγραμμα της
Συγκλήτου, που την αποτυπώνει με σαφείς αναφορές στη Ρώμη και την Αθήνα, είναι πρωιμότερο
του Ιουλιανού, βλ. κεφάλαιο Α.2.2.
1062 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 39 και 42: «γιὰ νὰ δηλωθεῖ ὅτι ἡ Ρώμη τῆς Ἀνατολῆς

κληρονομεῖ τὴ δόξα καὶ τὰ πλούτη τοῦ ἑλληνισμοῦ». O Bardill, Constantine, 266-269 θεωρεί ότι με το
πρόγραμμα αυτό η Πόλη παρουσιαζόταν ως η νόμιμη διάδοχος της Ρώμης και της Τροίας, ενώ ο
ιδρυτής της ως άξιος διάδοχος νικητών στρατηγών και πετυχημένων πολιτικών.
1063 Bassett, Urban Image, 58-67, 212-232.

199
Στη Σύγκλητο και στις Θέρμες του Ζευξίππου1064 τα ιδανικά της Σοφίας και της

Παιδείας μαζί με τη Νίκη στο πνευματικό και ηθικό πεδίο διατύπωναν με όρους

ελληνικούς το όραμα της νέας μητρόπολης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.

Ειδικά στα δύο αυτά μνημεία παρά τη δημιουργική διάθεση συγχώνευσης

ρωμαϊκών στοιχείων με πνευματικά σύμβολα του ελληνισμού, το κυρίαρχο

μήνυμα έβρισκε την αναφορά του κυρίως στον ελληνικό και όχι τον ρωμαϊκό

κόσμο.

Mέσα από τις επιλογές αυτές το αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο

αναδείχτηκε ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος της Κωνσταντινούπολης, όπου

αποτυπώθηκαν μνημειακά οι αυτοκρατορικές παραδόσεις της Ρώμης και η

προσήλωση στις πνευματικές παραδόσεις του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Η

Κωνσταντινούπολη μέσα από οικείες εικόνες και σύμβολα συνδέθηκε με την

παράδοση των μεγάλων πνευματικών κέντρων του ελληνικού κόσμου. Με

απόλυτη συνέπεια αυτοκρατορικής βούλησης και εικονογραφικού

προγράμματος διατυπώθηκε η αξίωση η Πόλη του Κωνσταντίνου να αναδειχτεί

σε οικουμενικό πνευματικό κέντρο της Ελληνικής Σοφίας, σε νέα μητρόπολη του

ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.

Το κατεξοχήν οικοδόμημα το οποίο επιφορτίστηκε με την αποστολή να

προσδώσει υλική και πνευματική υπόσταση στην αξίωση αυτή υπήρξε η

Βασίλειος Στοά, η έδρα των Παιδευτηρίων της Κωνσταντινούπολης ήδη από την

εποχή των φοιτητικών χρόνων του Ιουλιανού. Στο οικοδόμημα της Βασιλικής

διαμορφώθηκε, όπως θα δούμε, ένα μεγάλο εκπαιδευτικό συγκρότημα, το οποίο

συμπεριλάμβανε και τη δημόσια Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης. Μολονότι

η Βασίλειος Στοά απαντάται στο περιβάλλον των πηγών1065 από τον 4ο μέχρι και

τον 14ο αιώνα, μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονται κυρίως με ζητήματα

ονομασίας δεν έχουν επιτρέψει μέχρι σήμερα την αποκατάσταση της ιστορικής,

αρχιτεκτονικής και λειτουργικής εξέλιξής της. Η Βασιλική κατέχει αδίκως μία

περιθωριακή θέση στη μελέτη της τοπογραφίας και της ιστορίας του μνημειακού

κέντρου και συγχρόνως αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα

1064 Basset, Urban Image, 51-58. Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1028.
1065 Βλ. κεφάλαιο Γ.6.

200
παραδείγματα για τις ελλείψεις, τις παρανοήσεις και τις αδυναμίες της

τοπογραφικής έρευνας της Κωνσταντινούπολης. Στα κεφάλαια που ακολουθούν

θα στρέψουμε το ερευνητικό ενδιαφέρον μας προς την κατεύθυνση της

Βασιλείου Στοάς επιχειρώντας να αποκαταστήσουμε την τοπογραφική θέση, την

αρχιτεκτονική μορφή, τη λειτουργική χρήση και την ιστορική σημασία του

μνημείου, καθώς και να προβάλουμε τα ενδιαφέροντα καινούρια δεδομένα που

θα προκύψουν στον χώρο και την έρευνα του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Β’

Η έρευνα του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε γύρω στα

μέσα του 19ου αιώνα και από την αρχή επικεντρώθηκε στα τρία μεγάλα

μνημεία, τον Ιππόδρομο, την Αγία Σοφία και το Μεγάλο Παλάτιο. Τη μακρά

περίοδο από τότε μέχρι σήμερα διακρίνουμε σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη,

που διήρκεσε μέχρι την 3η δεκαετία του 20ού αιώνα, το ερευνητικό ενδιαφέρον

αφυπνίστηκε βαθμιαία συνδυάζοντας τη μελέτη των πηγών με την έρευνα των


σωζομένων μνημειακών λειψάνων. Η βρετανική ανασκαφή στις Θέρμες του

Ζευξίππου κατά τα έτη 1927-1928 σηματοδοτεί τη μετάβαση στη δεύτερη

ερευνητική περίοδο, που διήρκεσε μέχρι το έτος 1985. Η περίοδος αυτή

χαρακτηρίζεται από έντονη ανασκαφική δραστηριότητα, η οποία αποσκοπούσε


κυρίως να προσδιορίσει τη θέση, την κάτοψη και τις διαστάσεις των μνημείων

και να ανασυνθέσει την τοπογραφική διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου.

Το έτος 1985 η έκδοση της εργασίας του C. Mango, Le développement urbain

de Constantinople υπήρξε ένα γεγονός-σταθμός που έστρεψε το ερευνητικό

ενδιαφέρον προς τη σύνθετη πολεοδομική έρευνα. Κατά την περίοδο των

τελευταίων 40 χρόνων αναπτύχθηκαν νέοι ερευνητικοί άξονες και

μεθοδολογικές προσεγγίσεις, που αξιοποίησαν και νέες τεχνολογικές

δυνατότητες. Η ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε με σωστικές ανασκαφικές

έρευνες σε περιορισμένες επιφάνειες, οι οποίες επιχείρησαν να τεκμηριώσουν με

επιστημονικές μεθόδους τα αρχιτεκτονικά λείψανα και τα αρχαιολογικά

201
ευρήματα και να διακρίνουν χρονολογικές φάσεις. Παράλληλα, υλοποιήθηκαν

έρευνες πεδίου στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου και στο συγκρότημα της

Αγίας Σοφίας. Ωστόσο, μετά από 160 χρόνια συστηματικής τοπογραφικής

έρευνας, δεν έχει γίνει δυνατό να αποκατασταθεί η κάτοψη του μνημειακού

κέντρου, ούτε έχουμε εμβαθύνει ικανοποιητικά στην κατανόηση της διαδικασίας

διαμόρφωσης και εξέλιξής του.

Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου στρέψαμε την έρευνα προς την

κατεύθυνση της πολεοδομικής και ανακτορικής ελληνορωμαϊκής παράδοσης

που κληρονόμησε η Κωνσταντινούπολη, καθώς η μελέτη των βασιλικών

ανακτορικών συγκροτημάτων και των κεντρικών δημόσιων αστικών χώρων της

ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου παρέχει τα ερευνητικά εργαλεία

προκειμένου να διερευνήσουμε την τοπογραφική και λειτουργική σύνθεση του

μνημειακού κέντρου της Πόλης. Οι πηγές ήδη από τον 4ο αιώνα περιγράφουν τη

σχέση της Παλαιάς με τη Νέα Ρώμη με όρους που δηλώνουν ισότητα, ομοιότητα

ή μίμηση. Ιδιαίτερα, το κείμενο της Notitia Urbis αποκαλύπτει μία συνειδητή

προσπάθεια προσομοίωσης των μνημειακών τοπίων των δύο πόλεων, η οποία

κορυφώνεται στην περιοχή του μνημειακού κέντρου με την ανάδειξη μνημείων-

συμβόλων της Παλαιάς στη Νέα Ρώμη, όπως το Παλάτιο, ο Ιππόδρομος, το

Χρυσό Μίλιο, η Σύγκλητος.

Η βασική τοπογραφική σχέση στο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης, η γειτνίαση Ιπποδρόμου και Παλατίου, βρίσκει την

αφετηρία της στην Παλαιά Ρώμη, στο σύμπλεγμα Παλατίου και Circus Maximus.

Η εξάπλωση του Παλατίου επάνω στον Παλατίνο Λόφο και η σύνδεσή του με το

Forum Romanum και τον Καπιτωλίνο Λόφο είχε ως αποτέλεσμα το συγκρότημα

αυτό να συσχετιστεί τοπογραφικά με το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της

Πόλης και της αυτοκρατορίας. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι τα βασικά

μνημειακά και λειτουργικά συστατικά του ανακτορικού συγκροτήματος της

Ρώμης και του μνημειακού του περιβάλλοντος συνεχίζουν την παράδοση των

ανακτορικών συγκροτημάτων των ελληνιστικών βασιλικών πόλεων. Η

παράδοση αυτή δεν φαίνεται να συνεχίστηκε από τα ανακτορικά συγκροτήματα

της περιόδου της Τετραρχίας, καθώς από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν προκύπτει

202
ότι τα νέα αυτοκρατορικά συγκροτήματα συνδέθηκαν τοπογραφικά με τα

μνημειακά κέντρα των πόλεων, ούτε ότι συγκροτήθηκαν μνημειακές συνθέσεις

με δημόσιο χαρακτήρα κατά τα πρότυπα των ελληνορωμαϊκών βασιλικών

ανακτόρων, πρότυπα που βρίσκουν την εφαρμογή τους στο αυτοκρατορικό

μνημειακό κέντρο της Νέας Ρώμης.

Η τοπογραφική σύνθεση του Παλατίου με τον Ιππόδρομο και το

πολιτικοθρησκευτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης παραπέμπει απευθείας

στα αντίστοιχα συγκροτήματα της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου και της Ρώμης

με τον δημόσιο, ανοικτό και συγχρόνως συγκεντρωτικό χαρακτήρα της. Το

μνημειακό κέντρο της Πόλης του Κωνσταντίνου διατυπώνει σαφείς βασιλικές,

δυναστικές αξιώσεις, τη νομιμοποίηση των οποίων αντλεί μέσα από τη συνεχή

αναφορά του στο πρότυπο της Αιώνιας Ρώμης. Ο σχεδιασμός του μνημειακού

κέντρου της Κωνσταντινούπολης διαγράφει μία συνεπή προσπάθεια

προσομοίωσης των συστατικών του με τα μνημειακά αρχέτυπά τους στη Ρώμη.

Μία σειρά από μαρτυρίες των πηγών και η σύγκρισή τους με τη μνημειακή

εικόνα του αρχέτυπου Forum Romanum κατά τον 4ο αιώνα αποκαλύπτουν ότι

έλαβε χώρα μία συνειδητή προσπάθεια προσομοίωσης της συμβολικής εικόνας

του παραδοσιακού ρωμαϊκού Forum, επάνω στον άξονα Συγκλήτου,

Αυγουσταίου, Βασιλικής μέσω της αναπαραγωγής μνημείων-συμβόλων και της

εικονογραφικής γλώσσας του μνημειακού διακόσμου. Η ανέγερση της

Συγκλήτου, των υψηλών κιόνων με ανδριάντες, του Τριβουναλίου, της

Μαρμάρινης Γαλέρας και του Χρυσού Μιλίου υποδεικνύουν ότι η συμβολική

αυτή εικόνα παρέπεμπε συνειδητά στο αρχέτυπο Forum Romanum. Και, όπως

συνέβαινε στο Forum Romanum και σε όλα τα παραδοσιακά ρωμαϊκά Forum, η

συμβολική αυτή εικόνα ολοκληρωνόταν με την ανέγερση σε κεντρική θέση και

άμεση τοπογραφική σχέση με τον κεντρικό δημόσιο χώρο του Πρώτου Ιερού της

Πόλης. Η μόνη διαφορά είναι ότι στη θέση που στη Ρώμη βρισκόταν το

Καπιτώλιο, στην Κωνσταντινούπολη συναντάμε τον ναό της Σοφίας του Θεού.

Το αυτοκρατορικό μνημειακό συγκρότημα της Νέας Ρώμης διακοσμήθηκε

με αρχαία έργα τέχνης, τα οποία με συνέπεια αποτυπώνουν τα πρότυπα της

ρωμαϊκής Δύναμης-Νίκης και της ελληνικής Σοφίας-Παιδείας, τα σημαντικότερα

203
συστατικά της κοινής ελληνορωμαϊκής παράδοσης που κληρονόμησε η Πόλη.

Ιδιαίτερα το εικονογραφικό πρόγραμμα της Συγκλήτου, όπως αποκαθίσταται, σε

συνάρτηση με τη δημηγορία του Κωνσταντίου για την υποδοχή του φιλοσόφου

Θεμιστίου στη Σύγκλητο αποκαλύπτουν την προγραμματική βούληση της

Κωνσταντίνειας δυναστείας να αναδειχτεί η Πόλη σε οικουμενικό κέντρο

φιλοσοφίας και σε νέα πνευματική Μητρόπολη του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το

βασικότερο οικοδόμημα το οποίο επιφορτίστηκε με την υλοποίηση αυτής της

αποστολής υπήρξε ένα χαμένο σήμερα μνημείο της Κωνσταντινούπολης, η

Βασίλειος Στοά, η έδρα των Παιδευτηρίων και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της

Πόλης.

204
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ

Η Βασίλειος Στοά ή Βασιλική υπήρξε ένα από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα

οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης, ένας χώρος

πολυλειτουργικός που φιλοξένησε εξέχουσες λειτουργίες και δραστηριότητες

του δημόσιου βίου. Η αρχαιότητά της προκύπτει από τη μαρτυρία του


εκκλησιαστικού ιστορικού, Σωκράτη, ότι ο νεαρός Ιουλιανός φοίτησε στα

Παιδευτήρια της Βασιλικής.1066 Εξαιτίας αυτής της αναφοράς, το μνημείο

θεωρείται από όλους τους ερευνητές της τοπογραφίας και της ιστορίας της

εκπαίδευσης ως η έδρα των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων 1067 της

Κωνσταντινούπολης, μέχρι το έτος 425. Τότε εκδόθηκε ο περίφημος

«εκπαιδευτικός νόμος»1068 του Θεοδοσίου Β΄, ο οποίος κατά τη γνώμη σχεδόν

όλων σηματοδοτεί τη μεταφορά της έδρας της ανώτερης εκπαίδευσης στο

Καπιτώλιο.1069
Λίγα χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας, πλέον, Ιουλιανός προσέφερε στη

Βασιλική θυσίες στο άγαλμα της Τύχης της Κωνσταντινούπολης.1070 Από δύο

επιγραφές στην αψίδα του μνημείου, που διασώθηκαν ως επιγράμματα της

Παλατινής Ανθολογίας1071, μαθαίνουμε ότι ο ναός της Τύχης με το άγαλμα της


χρυσάσπιδος Ρώμης, ανακαινίστηκε από τον έπαρχο της Πόλης, Θεόδωρο.1072 Ο

Ησύχιος μας πληροφορεί ότι ο Βύζαντας ίδρυσε στον τόπο της Βασιλικής ναό με

1066 Σωκράτης (Γ.1.4).


1067 Κυρίως, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 3. Schneider, Byzanz, 25. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός,
64-65, σημ. 60. Speck, Kaiserliche Universität, 94. Ο ίδιος, «Review», 12, σημ. 15. Müller-Wiener,
Bildlexikon, 283. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 101-107.
1068 Ο νόμος δημοσιεύτηκε προς τον έπαρχο της Πόλης, Κωνστάντιο, στις 27 Φεβρουαρίου του 425.

Δεν σώζεται ακέραιος. Διασώθηκαν δύο αποσπάσματά του, τα οποία κατά τη συμπίληση του
Θεοδοσιανού κώδικα καταχωρήθηκαν σε διαφορετικά βιβλία: Codex Theodosianus, XIV.9.3 και
XV.1.53, βλ. Matthews, Theodosian Code, 26-27.
1069 Bréhier, «Εnseignement supérieur» Ι, 82-94. Fuchs, Höhern schulen, 2-8. Schneider, Byzanz, 25.

Marrou, History of education, 307-308. Janin, Constantinople byzantine, 175. Lemerle, Βυζαντινός
Ουμανισμός, 62-64. Davids, «Academic Instruction», 234-240. Speck, «Review», 6-16. Müller-Wiener,
Bildlexikon, 283. Cameron, «Empress and the Poet», 285-287. Mango, Développement urbain, 30 και σημ.
44. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 114-128. Για διαφορετική άποψη, βλ. Wendel, «Kaiserliche
Bibliothek», 56-58.
1070 Σωκράτης (Γ.1.5).

1071 Παλατινὴ Ἀνθολογία (Γ.1.30).

1072 Ο Cameron, «Theodorus», 269-286, έδειξε με πειστικά επιχειρήματα ότι πρόκειται για τον

Θεόδωρο Τηγανιστή, που χρημάτισε τουλάχιστον τρεις φορές έπαρχος της Κωνσταντινούπολης
στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστίνου Α’ (518-527) και έφερε μάλλον τιμητικά τον τίτλο του «ἀπὸ
ὑπάτων».

205
άγαλμα της Ρέας, τον οποίο στην εποχή του οι πολίτες τιμούσαν ακόμη ως

Τυχαίο.1073 Το ζήτημα αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον χάρη σε μία αναφορά του

Ζωσίμου κατά την περιγραφή του οικοδομικού προγράμματος του

Κωνσταντίνου στην Πόλη του: «οὔσης δὲ ἐν τῷ Βυζαντίῳ μεγίστης ἀγορᾶς

τετραστόου, κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας, εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί,

ναοὺς ᾠκοδομήσατο δύο, ἐγκαθιδρύσας ἀγάλματα, θατέρῳ μὲν μητρὸς θεῶν

Ῥέας,…ἐν δὲ θατέρῳ Ῥώμης ἱδρύσατο Τύχην».1074 Ο Ζώσιμος συνδέει τα

παραπάνω στοιχεία, τον ναό με το άγαλμα της Τύχης της Ρώμης-

Κωνσταντινούπολης και τον ναό με το άγαλμα της Ρέας, αλλά δημιουργεί μία

διαφορετική εξίσωση, όπου τη θέση της Βασιλικής καταλαμβάνει ένα άγνωστο

μνημείο του αρχαίου Βυζαντίου, η «Μεγίστη Τετράστωος Αγορά».

Ο τρόπος που συσχετίσαμε τις πηγές απηχεί μάλλον τον μαθηματικό

χαρακτήρα των «παλαιών τοπογραφικών προβλημάτων», τα οποία ο Lemerle

χαρακτήρισε «ἴσως ἄλυτα»1075, αλλά μας προσφέρει και μία συμπυκνωμένη

εικόνα των βασικών ζητημάτων που θα μας απασχολήσουν. Το πρώτο είναι η

σχέση της Βασιλικής Στοάς με τη μνημειακή τοπογραφία τόσο της

Κωνσταντινούπολης, όσο και του αρχαίου Βυζαντίου. Κυριότερο ζητούμενο

παραμένει η ταύτιση της άγνωστης Τετραστώου Αγοράς, η οποία προϋπήρχε

στην περιοχή, όπου ο Κωνσταντίνος διαμόρφωσε το μνημειακό κέντρο της

Πόλης του, και η οποία απασχολεί την έρευνα ήδη από την εποχή του

Ducange.1076 Το δεύτερο είναι ο σύνθετος λειτουργικός χαρακτήρας του μνημείου

που φιλοξένησε τα Παιδευτήρια, τη Βιβλιοθήκη, τα Δικαστήρια και το Τυχαίο της

Κωνσταντινούπολης. Στα επόμενα κεφάλαια θα επανεξετάσουμε τη Βασιλική

ως σημαίνον και σημαινόμενο στο περιβάλλον των πηγών και τα διαθέσιμα

τοπογραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα, αξιοποιώντας νεότερα ευρήματα και

στοιχεία, που παραθεωρήθηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου να

αναδειχτεί η σημασία αυτού του χαμένου μνημείου για την τοπογραφία του

μνημειακού κέντρου και τον δημόσιο βίο της Πόλης.

1073 Ἡσύχιος (Γ.1.28).


1074 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31).
1075 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 327, σημ. 60.

1076 Ducange, Constantinopolis Christiana, I.70.

206
Γ.1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ

Η έρευνα των πηγών από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα συγκέντρωσε ένα αρκετά

μεγάλο αριθμό αναφορών στη Βασιλική σε κείμενα διαφόρων ειδών της

βυζαντινής γραμματείας από τον 4ο έως και τον 14ο αιώνα, κυρίως όμως στα

έργα των ιστορικών και των χρονογράφων. Σημαντικές είναι ακόμη οι αναφορές

στη Νομοθεσία, ενώ αξιόλογες πληροφορίες προσφέρουν οι Παραστάσεις, τα

Πάτρια και η Παλατινή Ανθολογία, αλλά χρειάζεται προσοχή στην αξιοποίησή

τους. Το μνημείο απαντάται, στο περιβάλλον των κειμένων, είτε με απλή


ονομασία ως Βασιλική ή λατινιστί Basilica, είτε με σύνθετη ονομασία ως

Βασίλειος ή Βασιλέως ή Βασιλική Στοά. Συχνά, ακόμη, γίνεται χρήση επιθετικών

ή ουσιαστικών προσδιορισμών που δυσχέραναν την αναγνώρισή του.

Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης συγκεντρώθηκαν όλες οι γνωστές, και

μερικές ακόμη άγνωστες, αναφορές σε έναν κατάλογο με απόλυτη χρονολογική

κατάταξη, στο μέτρο του εφικτού, με κριτήριο την τελευταία επεξεργασία που

υπέστη κάθε κείμενο. Επειδή ο κατάλογος αναδείχτηκε σε βασικό εργαλείο της

έρευνάς μας, διαφωτίζοντας σημαντικά δεδομένα που μέχρι σήμερα είχαν


παραθεωρηθεί, και αποτέλεσε τη βάση για πολλά συμπεράσματά μας, κρίναμε

σκόπιμο να τον εντάξουμε στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, καθώς πολύ

συχνά θα παραπέμπουμε σε αυτόν.

Κατάλογος Πηγών

Γ.1.1. Ιμέριος, Λόγος XLI

Η παλαιότερη γνωστή αναφορά στη Βασιλική ανήκει στον εθνικό σοφιστή

Ιμέριο1077, όταν προσκεκλημένος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ήλθε στην

Κωνσταντινούπολη από την Αθήνα, μετά τις 11 Δεκεμβρίου 361.1078 Στο

τελευταίο τμήμα ενός εγκωμιαστικού λόγου που εκφώνησε για την Πόλη και τον

νέο αυτοκράτορα, ο ρήτορας παρουσιάζει το οικοδομικό πρόγραμμα που επιτελεί

1077 Σχετικά με τον βίο και την καθηγητική σταδιοδρομία του Ιμέριου, βλ. Penella, Himerius, 1-7 και
Cribiore, School of Libanius, 54-58. Barnes T.D., «Himerius and the Fourth Century», CPh 82 (1987), 206-
225.
1078 Ειδικά για το διάστημα κατά το οποίο εκφωνήθηκε η ομιλία, και το θέμα εάν ήταν παρών ο

Ιουλιανός, βλ. Penella, Himerius, 34-35.

207
ο Έπαρχος1079: επαινεί και νουθετεί τον «κυβερνήτην» (Έπαρχο) της Πόλης:

«…ἀλλὰ βαθυνέτω λιμένας καὶ περιπτυσσέτω στοάς, ἀσπαστὴν πλωτῆρσιν ἐκ

θαλαττίων πόνων ἀνάπαυλαν· ἐγειρέτω δὲ καὶ τεμένη θεοῖς καὶ εὐμενίζοιτο τὸ


κρεῖττον τῇ πόλει φίλον τ’ ἐργάζοιτο· ἀποτεινέτω δὲ καὶ στοὰν οἶμαι βασίλειον

κάλλει καὶ μεγέθει βεβαιουμένην, καὶ <ἀπ>έστω γνώμῃ δικαίᾳ μὴ φόβῳ νόμων

τοῦ λήμματος· τὸ μὲν γὰρ δειλίας, τὸ δὲ σωφροσύνης τεκμήριον».1080

Γ.1.2. Θεοδοσιανός Κώδικας, XV.1.50

Στις 29 Οκτωβρίου 412 εκδόθηκε από τους αυτοκράτορες Ονώριο και Θεοδόσιο Β’

νόμος προς τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, Ισίδωρο, σχετικά με την

κατασκευή μιάς μεγαλοπρεπούς στοάς μπροστά από τις Ονωριανές Θέρμες.1081 Ο

νόμος προέβλεπε την απαλλοτρίωση των ιδιωτικών ιδιοκτησιών, την επιφάνεια

των οποίων θα κατελάμβανε η στοά, και την ανταλλαγή τους με το δικαίωμα

κατοχής τμήματος της παλαιάς (αρχαίας) Βασιλικής: «Nam in locum privati


aedificii, quod in usum publicum translatum est, occupationem basilicae iubemus

vetustae succedere…».1082

1079 Ο θεσμός της Επαρχίας της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε από τον Κωνστάντιο το έτος 359.
Μέχρι τότε την Πόλη διοικούσε ένας «ἄρχων» που είχε το αξίωμα του ανθυπάτου. Σχετικά με το
αξίωμα του Ανθυπάτου και την δημιουργία του αξιώματος του Επάρχου, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 243-273. Ο Έπαρχος στον οποίο αναφέρεται ο Ιμέριος είναι μάλλον ο κατά σειρά
δεύτερος Έπαρχος της Πόλης που κατείχε το αξίωμα ανάμεσα στον πρώτο Έπαρχο Ονωράτο (11
Σεπτεμβρίου 359 - ;361) και τον Μόδεστο (Χειμώνας 362/3 - ;363) βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 274-278. Σχετικά με την αναφορά του Ιμερίου στον άγνωστο Έπαρχο βλ. Penella,
Himerius, 45-46.
1080 Ἱμέριος, Λόγοι (XLI), «Εἰς Κωνσταντινούπολιν», 175.152-159 (14). Η μαρτυρία αυτή συσχετίζεται

με τη Βασιλική για πρώτη φορά.


1081 Στη Notitia Urbis 233.VI.7 και 240.XIV.10 αναφέρονται αντίστοιχα δύο Thermas Honorianas, η

πρώτη στην 5η ρεγιώνα και η δεύτερη στην 13η. Η τελευταία βρισκόταν στην περιοχή των Συκών,
αργότερα γνωστή ως Πέραν ή Γαλατά. Ο νομοθέτης προφανώς αναφέρεται στις Ονωριανές
Θέρμες της γειτονικής με την Βασιλική (4η) 5ης ρεγιώνας.
1082 Codex Theodosianus, XV.1.50. Ο συσχετισμός της «basilicae vetustae» με τη Βασιλική οφείλεται

στον Schlange-Schöningen, Kaisertum, 107, σημ. 54. Πιθανώς, το σχόλιο του Pharr, Theodosian Code,
429, ότι ο Ισίδωρος ήταν Έπαρχος της Ρώμης αποπροσανατόλισε την έρευνα. Για τον Ισίδωρο ως
Έπαρχο της Κωνσταντινούπολης (Σεπτέμβριος 410-Οκτώβριος 412), βλ. Dagron, Γέννηση μιάς
πρωτεύουσας, 302.

208
Γ.1.3. Notitia Urbis Constantinopolitanae

Η αμέσως επόμενη αναφορά γίνεται στη Notitia Urbis (423-427)1083: «Regio

IIII….Continet in se: Ιdem miliarium aureum. Augusteum. Basilicam. Nympheum.

Porticum Fanionis. Liburnam marmoream, navalis victoriae monumentum.

Ecclesiam sive martyrium sancti Menae. Stadium. Scala Timasi».1084 Στην 8η ρεγιώνα

της Πόλης καταγράφεται και δεύτερη Βασιλική που διακρίνεται υπό την

ονομασία: «Basilicam Theodosianam».1085

Γ.1.4. Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία

Οι δύο επόμενες χρονικά μαρτυρίες περιέχονται στην Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του

Σωκράτη1086, που συνεχίζει το έργο του Ευσεβίου και καλύπτει τα γεγονότα των

ετών 305-439. Η συγγραφή της ιστορίας έλαβε χώρα κατά το β΄ τέταρτο του 5ου

αιώνα και, πιθανώς, ολοκληρώθηκε ανάμεσα στα έτη 439-443.1087 Η πρώτη

αναφορά σχετίζεται με τις σπουδές του νεαρού Ιουλιανού: «Ἰουλιανὸς δὲ


αὐξηθεὶς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει παιδευτῶν ἠκροᾶτο, εἰς τὴν βασιλικὴν,

ἔνθα τότε τὰ παιδευτήρια ἦν, ἐν λιτῷ σχήματι προϊὼν καὶ ὑπὸ Μαρδονίου τοῦ
εὐνούχου παιδαγωγούμενος. Τῶν μὲν οὖν γραμματικῶν λόγων Νικοκλῆς ὁ

Λάκων ἦν αὐτῷ παιδευτής, ῥητορικὴν δὲ παρὰ Ἐκηβολίῳ κατώρθου τῷ σοφιστῇ,

Χριστιανῷ τότε τυχγάνοντι».1088 Η φοίτηση του Ιουλιανού χρονολογείται,

πιθανώς, στα τέλη του έτους 347 ή στις αρχές του έτους 3481089 και παρέχει το
terminus ante quem για την ανέγερση της Βασιλικής.1090

1083 Για τη χρονολόγηση της Notitia Urbis, βλ. Εισαγωγή, υποσημ. 13. Για μετάφραση και σχολιασμό,
βλ. Berger, «Regionen und Strassen». Matthews, «Notitia Urbis». Berger, Κωνσταντινούπολη, 145-158.
1084 Notitia Urbis, 232.V.5-15.

1085 Notitia Urbis, 236.ΙΧ.9. Για το μνημείο αυτό, που οικοδόμησε ο Θεοδόσιος Α’ σε επαφή με τον

Φόρο του, βλ. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 610.15-22, κατωτέρω, υποσημ. 1329. Mango, Développement
urbain, 44.
1086 Για τον Σωκράτη και το έργο του, βλ. Urbainczyk, Socrates. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,

114-129. Treadgold, Early Byzantine Historians, 134-145.


1087 Urbainczyk, Socrates, 19-20. Ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 115 θεωρεί ότι το έργο

κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις, από τις οποίες η πρώτη περατώθηκε λίγο μετά το 439, ενώ η δεύτερη
πριν από το 450, ίσως και πριν από το 444. Ο Treadgold, Early Byzantine Historians, 138 θεωρεί ότι η
πρώτη έκδοση δεν κυκλοφόρησε ποτέ, ενώ το έργο περατώθηκε πριν από το έτος 440.
1088 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 188.3-8 (ΙΙΙ.1.9-10). Τη φοίτηση του Ιουλιανού μαρτυρεί και ο

Λιβάνιος, Λόγοι (XVIII), «Ἐπιτάφιος ἐπὶ Ἰουλιανῷ», 240.15-16 (11): «…καὶ διέτριβε περὶ αὐτοὺς ἐν τῇ
μεγίστῃ μετὰ τὴν Ῥώμην πόλει φοιτῶν εἰς διδασκαλεῖον…».
1089 Kaster, Guardians of Language, 203 και κυρίως 319-321. Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 62-65.

1090 Σύμφωνα με τον Mango, Développement urbain, 26. Για τη σημασία της αναφοράς αυτής σχετικά

με την ιστορία και την τοπογραφία της ανώτερης εκπαίδευσης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1067.

209
Γ.1.5. Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία

Η δεύτερη μαρτυρία αφορά στη δημόσια προσφορά θυσιών από τον Ιουλιανό

στην Τύχη της Κωνσταντινούπολης στη Βασιλική: «θυσίας δὲ ἐπετέλει τῇ

Κωνσταντινουπόλεως Τύχῃ δημοσίᾳ ἐν τῇ βασιλικῇ, ἔνθα καὶ τὸ τῆς Τύχης

ἵδρυται ἄγαλμα».1091

Γ.1.6. Ιουστινιάνειος Κώδικας, VIII.11.21

Τον Φεβρουαρίου του 440 δημοσιεύτηκε από τους αυτοκράτορες Θεοδόσιο Β’ και
Βαλεντινιανό Γ’ νόμος προς τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης Κύρο, που

αφορά αποκλειστικά τη Βασιλική: «Βasilicam inauratam et marmoribus decoratam

liberam in perpetuum manere neque alicuius imaginis pictarum cuiuslibet honoris

tabularum adumbratione fuscari iubemus, neque in aliqua parte eiusdem basilicae

tabulato quicquam opere stationes ergasteriave constitui sancimus. Illud quoque

decernimus, ne in eam equos liceat intromitti vel nuptias celebrari».1092 Ο νόμος

απαγορεύει οποιαδήποτε ξένη χρήση, την ανάρτηση πινάκων και πινακίδων, τη

λειτουργία καταλυμάτων και εργαστηρίων σε οποιοδήποτε τμήμα της Βασιλικής,


την εισαγωγή αλόγων και τον εορτασμό γάμων σε αυτή.1093

Γ.1.7. Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία

Ο εθνικός συγγραφέας Ζώσιμος1094 έγραψε τη Νέα Ἱστορία για τους τέσσερις

πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από την εποχή του Αυγούστου

μέχρι την είσοδο του Αλαρίχου στη Ρώμη (410), κατά τα έτη 498-502.1095 Αναφέρει

ότι ο Ιουλιανός οικοδόμησε τη βιβλιοθήκη στη Βασίλειο Στοά: «ἔτι δὲ


βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν

ἐναποθέμενος».1096

1091 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 206.12-13 (ΙΙΙ.11).


1092 Codex Justinianus, VIII.11.21.
1093 Για μία συνοπτική απόδοση του νόμου στα ελληνικά, βλ. Γ.1.27 (Βασιλικά ξ’ βιβλία).

1094 Ridley, «Zosimus». Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 340-349. Treadgold, Early Byzantine

Historians, 107-114.
1095 Cameron A., «The Date of Zosimus ‘New History’», Philologus 113 (1969), 106-110. Treadgold, Early

Byzantine Historians, 108. Κατά τα έτη 498-518 σύμφωνα με τον Καρπόζηλο, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
340-341, σημ. 3.
1096 Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία, 127.6-7 (III.11).

210
Γ.1.8. Νεαρά 82 Ιουστινιανού

Στις 6 Απριλίου του έτους 539 εκδόθηκε η Νεαρά 82 του Ιουστινιανού1097 προς τον

έπαρχο Πραιτωρίων της Ανατολής Ιωάννη, με την οποία επαναπροσδιορίστηκε

σώμα δώδεκα μόνιμων δικαστών, που έδρευαν σε «οἰκίσκους» της Βασιλείου

Στοάς, και καθορίστηκαν θέματα σχετικά με τη δικανική διαδικασία. Στο τρίτο


κεφάλαιο αναφέρεται: «Καθεδοῦνται δὲ οἱ διαιτηταὶ διηνεκῶς ἐπὶ τῆς βασιλείου

στοᾶς, ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν, ὄρθριοί τε εὐθὺς καὶ εἰς δείλην

ὀψίαν».1098 Στον επίλογο της Νεαράς ο Ιουστινιανός προτρέπει τον έπαρχο να

αναρτήσει τον νόμο στη Βασίλειο Στοά: «<Ἐπίλογος.> Ἡ τοίνυν σὴ ὑπεροχὴ τὰ

παραστάντα ἡμῖν καὶ διὰ τὴν τῶν ἡμετέρων ὑπηκόων ὠφέλειαν πεπραγμένα
ταῦτα ἐπί τε τῆς βασιλείου προθήσει στοᾶς ἐπί τε τῶν ἄλλων μερῶν τῆς

μεγάλης ταύτης ἡμῶν πόλεως, ὥστε ἅπασι ταῦτα γενέσθαι φανερά, καὶ μαθεῖν

ὅτι διὰ πάντων ἡμῖν μέλει τῆς αὐτῶν ἀσφαλείας τε και ἀπραγμοσύνης».1099

Γ.1.9. Προκόπιος, Ἀνέκδοτα

Οι επόμενες δύο αναφορές ανήκουν στον κυριότερο ιστορικό της


βασιλείας του Ιουστινιανού Προκόπιο1100 από την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Η

πρώτη βρίσκεται στα Ἀνέκδοτα, τα οποία γράφτηκαν πιθανότατα κατά το έτος

550/11101 και κάνει λόγο για βίαιες παρεμβάσεις της στρατιωτικής φρουράς του

Μεγάλου Παλατίου στα δικαστήρια της Βασιλείου Στοάς: «καὶ στρατιῶται οἱ τὴν
ἐν Παλατίῳ φρουρὰν ἔχοντες ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ παρὰ τοὺς διαιτῶντας

γενόμενοι βιαίᾳ χειρὶ τὰς δίκας ἐσῆγον».1102

1097 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 27-35.


1098 Novellae Justiniani, 402.32-403.1 (Νεαρά 82, κεφ. III). Η Νεαρά 82 και ειδικά αυτό το απόσπασμα
συμπεριλήφθηκε και στα Basilicorum libri LX, VII.1.5, 298.18-19: «Καθεδοῦνται δὲ οἱ δικασταὶ
διηνεκῶς ἐπὶ τῆς βασιλέως στοᾶς, ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν…». Ακόμη σχολιάζεται και
στην Εκλογή των Βασιλικών (περ. 1142), βλ. Ecloga Basilicorum, έκδ. Burgmann L., Forschungen zur
Byzantinischen Rechtsgeschichte band 15, Φρανκφούρτη του Μάιν 1988, 236.2-3: «…διωρίσατο τούτους
ἀκροᾶσθαι ἀπὸ ὄρθρου ἄχρι δείλης ὀψίας τῶν δικῶν καθεζομένους ἐπὶ τῆς βασιλικῆς στοᾶς…».
1099 Novellae Justiniani, 408.15-21 (Νεαρά 82, Ἐπίλογος).

1100 Cameron, Procopius. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 369-387. Kaldellis A., Procopius of Caesarea.

Tyranny, History and Philosophy at the End of Antiquity, Φιλαδέλφεια 2004. Treadgold, Early Byzantine
Historians, 176-226.
1101 Cameron, Procopius, 8, 48-53. Greatrex, «Dates», 101-114, κυρίως 113. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ

Ἱστορικοὶ Ι, 373. Treadgold, Early Byzantine Historians, 187-188, σημ. 73.


1102 Προκόπιος, Ἀνέκδοτα, 92.11-13 (14.13).

211
Γ.1.10. Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων

Η δεύτερη αναφορά του Προκοπίου βρίσκεται στο Περὶ Κτισμάτων, η συγγραφή

του οποίου, πιθανώς, διακόπηκε κατά το έτος 554/51103 χωρίς να ολοκληρωθεί

εντελώς ή να υποστεί τελική επεξεργασία. Αποτελεί την πιο σημαντική

περιγραφή της Βασιλείου Στοάς και παρέχει πολύτιμες τεχνικές πληροφορίες:


«κατὰ τὴν βασιλέως στοάν, ἵνα δὴ τὰς δίκας παρασκευάζονται οἵ τε ῥήτορες καὶ

εἰσαγωγεῖς καὶ εἴ τινες ἄλλοι τοῦ ἔργου τούτου ἐπιμελοῦνται, αὐλή τίς ἐστιν

ὑπερμεγέθης, περιμήκης μὲν καὶ εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα, ἐν τετραπλεύρῳ δὲ

περίστυλος οὖσα, οὐκ ἐπὶ γεώδους ἐδάφους τοῖς αὐτὴν δειμαμένοις, ἀλλ’ ἐπὶ

πέτρας πεποιημένη. στοαί τε τὴν αὐλὴν περιβάλλουσι τέσσαρες, κατὰ πλευρὰν

ἑκάστην ἑστῶσαι. ταύτην τε οὖν καὶ τῶν στοῶν μίαν, ἥπερ αὐτῆς τέτραπται πρὸς

ἄνεμον νότον, ἐς βάθους μέγα τι χρῆμα κατορύξας Ἰουστινιανὸς βασιλεύς,

ἀποβαλλομένοις τῇ περιουσίᾳ κατὰ τὰς ἄλλας ὥρας τοῖς ὕδασιν ἐς θέρος ἐν

ἐπιτηδείῳ θησαυρὸν ἔθετο».1104

Γ.1.11. Ιωάννης Λυδός, Περὶ ἀρχῶν

Μία αναφορά του Ιωάννη Λυδού1105 στο έργο του Περὶ ἀρχῶν τῆς Ῥωμαίων

πολιτείας, που γράφτηκε πιθανότατα ανάμεσα στα έτη 554-558, χωρίς να

ολοκληρωθεί, αποδίδει την αναδιοργάνωση των δικαστηριών της Βασιλείου

Στοάς στην επιθυμία για ακόλαστο νυχτερινό βίο του Επάρχου Πραιτωρίων της
Ανατολής Ιωάννου Καππαδόκη: «δικαστὰς δὲ προβάλλεται ἐπὶ τῆς βασιλέως

στοᾶς, ὥστε ἐκείνων τῶν ἐπὶ χρήμασι δικῶν ἀκροωμένων, αὐτὸν, οἷς ἔφθημεν

εἰπόντες, ἀγρυπνεῖν».1106

1103 Cameron, Procopius, 8-9, 84-85. Greatrex, «Dates», 109-113. Treadgold, Early Byzantine Historians, 190-
191 και σημ. 3. Για χρονολόγηση στο έτος 560/1, βλ. Whitby M., «Justinian’s Bridge over the Sangarius
and the Date of Procopius’ De aedificiis», JHS 105 (1985), 142-147. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
377-378.
1104 Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 43.6-17 (Ι.11).

1105 Treadgold, Early Byzantine Historians, 258-264. Για την ένταξη του έργου του Λυδού στο ιστορικό

του πλαίσιο, βλ. Maas, John Lydus, 71-82.


1106 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 156.19-21 (ΙΙΙ.65).

212
Γ.1.12. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία

Ο Ιωάννης Μαλάλας1107 αναφέρεται τρεις φορές στη Βασιλική στο τελευταίο

(18ο) βιβλίο της Χρονογραφίας του, που αφορά τη βασιλεία του Ιουστινιανού.1108

Η πρώτη μαρτυρία κάνει λόγο για την οικοδόμηση της Βασιλικής Κινστέρνας

κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού: «ἔκτισε δὲ καὶ τὸ μεσίαυλον
τῆς βασιλικῆς <Ἴλλου> κινστέρναν <μεγάλην>, βουλόμενος εἰσαγαγεῖν ἐν αὐτῇ

τὸ ὕδωρ τὸ Ἀδριάνιον».1109

Γ.1.13. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία

Απομάκρυνση ενός Ωρολογίου το έτος 537: «μετηνέχθη δὲ καὶ τὸ ὡρολογεῖον τὸ


πλησίον τοῦ Αὐγουστίου καὶ τῆς βασιλικῆς».1110

Γ.1.14. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία

Πλακόστρωση του αυλείου χώρου και ανακαίνιση των στοών της Βασιλικής κατά

το έτος 541/2 από τον Έπαρχο Λογγίνο: «Καὶ τῷ αὐτῷ χρόνῳ Λογγῖνος ἔπαρχος

πόλεως προεβλήθη· ὅστις ἔστρωσεν τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς κιστέρνης.


ἔκτισεν δὲ καὶ τοὺς ἐμβόλους τῆς αὐτῆς βασιλικῆς εὐπρεπῶς».1111

Γ.1.15. Αγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄

Δύο αναφορές εντοπίζονται στο ιστορικό έργο του σχολαστικού Αγαθία1112, που

συνέχισε την εξιστόρηση των στρατιωτικών γεγονότων των ετών 552-558, από το

σημείο που σταμάτησε ο Προκόπιος. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη βιβλιοπωλείων


στη Βασίλειο Στοά: «Ἀνὴρ γάρ τις Σύρος τὸ γένος, Οὐράνιος ὄνομα…πολλάκις

1107 Jeffreys-Croke-Scott, Studies. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 538-558. Treadgold, Early


Byzantine Historians, 235-256.
1108 Σύμφωνα με τους Croke B., «Malalas, the Man and His Work», στο Jeffreys-Croke-Scott, Studies, 21-

25 και Treadgold, Early Byzantine Historians, 240, ο Μαλάλας ολοκλήρωσε την τέταρτη και τελευταία
εκδοχή της Χρονογραφίας του μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού τον Νοέμβριο του 565.
1109 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 364.39-40 (XVIII.17). Η μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνεται από

το Πασχάλιο Χρονικό (Γ.1.20), τον Θεοφάνη (Γ.1.25) και τον Κεδρηνό (Γ.1.41). Ο εκδότης με την
προσθήκη των όρων <Ἴλλου> και <μεγάλην> αποκαθιστά το κείμενο του Μαλάλα με βάση το
μεταγενέστερο Πασχάλιο Χρονικό. Όμως, η σύνθετη ονομασία «βασιλικῆς Ἴλλου» αποτελεί
μάλλον έμπνευση του ανώνυμου συγγραφέα του χρονικού, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1127.
1110 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 404.60-61 (XVIII.85).

1111 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 407.9-11 (XVIII.91).

1112 Cameron Av., Agathias, Οξφόρδη 1970. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 432-441. Treadgold,

Early Byzantine Historians, 279-290. Η συγγραφή της ιστορίας του χρονολογείται ανάμεσα στα έτη
570/573-579.

213
γὰρ ἰὼν πρὸ τῆς βασιλείου στοᾶς καὶ ἐν τοῖς τῶν βιβλίων ἥμενος πωλητηρίοις

διεπληκτίζετο καὶ ἐμεγαληγόρει πρὸς τοὺς αὐτόθι ἀγειρομένους…».1113

Γ.1.16. Αγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄

Στο προοίμιο του 3ου βιβλίου του ο Αγαθίας διεκτραγωδεί πως είναι

υποχρεωμένος να μελετά ολημερίς δικαστικές υποθέσεις και αποφάσεις από το

αρχείο της Βασιλείου Στοάς, μολονότι θα ήθελε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη

συγγραφή: «…ἀλλ’ ἔγωγε ἥμενος ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ βιβλίδια πολλὰ δικῶν

ἀνάπλεα καὶ πραγμάτων ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι καὶ ἐς ἥλιον καταδύντα ἐκμελετῶ καὶ

ἀνελίττω·».1114

Γ.1.17. Μένανδρος Προτήκτωρ

Ο Μένανδρος1115 με τη σειρά του συνεχίζοντας το έργο του Αγαθία, συνέγραψε


μετά την αναρρίχηση στον θρόνο του Μαυρικίου τα ιστορικά γεγονότα των ετών

558-582. Στο σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα, που παρεμβάλλει στο προοίμιο

της ιστορίας του, μας πληροφορεί ότι παρά τις νομικές σπουδές του δεν θέλησε

να εργαστεί ως δικηγόρος και να συχνάζει στη Βασίλειο Στοά: «οὐ γάρ μοι
θυμῆρες ἦν ἀγωνίζεσθαι δίκας οὔτε μὴν ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ θαμίζειν καὶ

δεινότητι λόγων τὰς τῶν ἐντυγχανόντων οἰκειοῦσθαι φροντίδας».1116

Γ.1.18. Ιωάννης Αντιοχεύς

Σε ένα απόσπασμα του Ιωάννη Αντιοχέα1117, μιάς προβληματικής μορφής

της χρονογραφίας του 6ου-πρώιμου 7ου αιώνα διασώθηκε μία σημαντική

μαρτυρία για την αποκατάσταση της Βασιλικής Στοάς από τον ύπατο Ίλλο κατά

το έτος 478, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, που είχε καταστρέψει την

1113 Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄, 78.6-12 (ΙΙ.29.1-2).


1114 Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄, 84.15-17 (ΙΙΙ.1.4).
1115 Blockley R.C., «Introduction», στο Μένανδρος Προτήκτωρ, 1-30. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ

Ἱστορικοὶ Ι, 455-462. Treadgold, Early Byzantine Historians, 293-299.


1116 Μένανδρος Προτήκτωρ, 40.8-11 (fragm. 1).

1117 Για την κατάσταση της έρευνας, βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 574-578. Ο Treadgold,

Early Byzantine Historians, 311-329, θεωρεί ότι το έργο του Ιωάννη, Ἱστορία Χρονικὴ, αντιγράφει τη
Χρονολογικὴ Ἐπιτομὴ του Ευσταθίου Επιφανέα, την οποία συμπλήρωσε με γεγονότα από τη
βασιλεία του Φωκά γύρω στο 610.

214
δημόσια βιβλιοθήκη1118: «Τῷ δὲ ἐπιόντι ἐνιαυτῷ, ὑπάτου μὲν ἀποδεδειγμένου

Ἰλλοῦ καὶ πρὸς τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς βασιλικῆς ἐσπουδακότος στοᾶς, ἑτέρα τις

κατ’ αὐτοῦ γίνεται ἐπιβουλὴ ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε».1119 Η μαρτυρία αυτή διαφωτίζει

τη σημασία της έκφρασης: «βασιλικῆς Ἴλλου».1120

Γ.1.19. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οἰκουμενικὴ Ἱστορία

Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης1121 συνέγραψε στα χρόνια της βασιλείας του

Ηρακλείου την ιστορία της βασιλείας του Μαυρικίου (582-602). Στο προοίμιο του

έργου του η προσωποίηση της Φιλοσοφίας αφηγείται στην Ιστορία τον


εξοστρακισμό της από τη Βασίλειο Στοά: «ΦΙΛ. … κἀγὼ δὴ τότε τῆς βασιλέως
στοᾶς ἐξωστρακίσθην, ὦ θύγατερ, καὶ τῆς Ἀττικῆς ἐπιβαίνειν οὐκ ἦν, ὁπότε τὸν

ἐμὸν βασιλέα Σωκράτην (Μαυρίκιο) ὁ Θρᾴξ ἐκεῖνος διώλεσεν Ἄνυτος (Φωκάς).

χρόνῳ δ’ ὕστερον Ἡρακλεῖδαι διέσωσαν καὶ τὴν πολιτείαν ἀπέδοσαν τό τε ἄγος

τῶν ἀνακτόρων ἀποδιοπομπήσαντο, ναὶ δῆτα καὶ πρὸς τὰ βασιλέων τεμένη

εἰσῴκισαν. καὶ περιλαλῶ τὰ βασίλεια καὶ ταῦτα δὴ τὰ ἀρχαῖα καὶ Ἀττικὰ

μουσουργῶ κελαδήματα».1122

Γ.1.20. Πασχάλιον Χρονικόν

Στο ανώνυμο Πασχάλιο Χρονικό1123, η συγγραφή του οποίου ξεκίνησε ή

ολοκληρώθηκε γύρω στο έτος 630, καταγράφεται η κατασκευή της βασιλικής

κινστέρνας κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού (527/8): «Ἐποίησε

1118 Για την πυρκαγιά και τις επιπτώσεις της, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 391-393. Η Σούδα μας
πληροφορεί ότι ο Μάλχος, συγγραφέας του 5ου αιώνα, κατέγραψε τα γεγονότα της Στάσης του
σφετεριστή Βασιλίσκου εναντίον του αυτοκράτορα Ζήνωνα κατά το έτος 476, όταν μία μεγάλη
πυρκαγιά κατέστρεψε το ΒΔ τμήμα του μνημειακού κέντρου και τη δημόσια βιβλιοθήκη, βλ.
Μάλχος Φιλαδελφεύς, 404, test. 2.2-4 (Σοῦδα III, 315.17-19, Μ.120): «ἐν ᾗ τὰ κατὰ Ζήνωνα καὶ
Βασιλίσκον καὶ τὸν ἐμπρησμὸν τῆς δημοσίας βιβλιοθήκης καὶ τῶν ἀγαλμάτων τοῦ
Αὐγουσταίου…».
1119 Ἰωάννης Ἀντιοχεὺς, 426.7-10 (234).

1120 Πασχάλιον Χρονικόν (Γ.1.20-21), Θεοφάνης (Γ.1.25), Κεδρηνὸς (Γ.1.41). Για την αποκατάσταση του

κειμένου του Μαλάλα (Γ.1.12), βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1109.


1121 Whitby M., The Emperor Maurice and Ηis Historian:Theophylact Simocatta on Persian and Balkan Warfare,

Οξφόρδη 1988, 28-51, 311-352. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 475-483. Ο Treadgold, Early
Byzantine Historians, 329-340 θεωρεί ότι η συγγραφή του έργου ξεκίνησε, πιθανώς, το έτος 628.
1122 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οἰκουμενικὴ Ἱστορία, 20.21-21.4.

1123 Ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 585-590, θεωρεί πιθανότερο ότι η συγγραφή του χρονικού

ξεκίνησε μετά την επιστροφή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, το έτος 630. Ο Treadgold, Early
Byzantine Historians, 340-349, κυρίως 341, σημειώνει ότι η χρονική έκταση του έργου έφθανε μέχρι
και το έτος 630, χρονιά κατά την οποία, πιθανώς, ολοκληρώθηκε και η συγγραφή του.

215
δὲ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς καὶ τὸ μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς Ἴλλου κινστέρναν

μεγάλην, βουλόμενος βαλεῖν τὸ Ἀδριάνειον ὕδωρ τοῦ ἀγωγοῦ εἰς αὐτήν».1124

Γ.1.21. Πασχάλιον Χρονικόν

Κατά την πολύ σημαντική μαρτυρία του χρονικού για τη Στάση του Νίκα, στα

γεγονότα της Παρασκευής 16 Ιανουαρίου αναφέρεται: «ἐφύσησεν γὰρ ἄνεμος

βοῤῥᾶς, καὶ τὸ πῦρ ἔξω τοῦ πραιτωρίου ἐδίωξεν, καὶ ἐκαὺθη τὸ βαλανεῖον τῶν

Ἀλεξάνδρου, καὶ ὁ ξενὼν τῶν Εὐβούλου ἐν μέρει καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἥτις ἦν

κτισθεῖσα ὑπὸ Ἴλλου τοῦ Ἰσαύρου τοῦ ἀντάρτου Ζήνωνος τοῦ βασιλέως…».1125 Ο

Mango1126 έχει ορθά προτείνει την αποκατάσταση του κειμένου: «ἡ ἁγία Εἰρήνη,
[καὶ ἡ βασιλικὴ] ἥτις ἦν κτισθεῖσα ὑπὸ Ἴλλου» καθώς γνωρίζουμε ότι ο Ίλλος

ανακαίνισε τη Βασιλική1127 και όχι την Αγία Ειρήνη.

Γ.1.22. Πασχάλιον Χρονικόν

Κατά την περιγραφή της πυρπόλησης του Οκταγώνου το Σάββατο 17 Ιανουαρίου

ο συγγραφέας του χρονικού χρησιμοποίησε μία ακόμη σύνθετη ονομασία για το

μνημείο, αμάρτυρη από αλλού: «καὶ ἑωρακότες ἑαυτοὺς βαλλομένους οἱ ὄχλοι,


ἦλθον αὐτοὶ εἰς τὸν Ὀκτάγωνον τὸν ὄντα εἰς μέσον τῆς βασιλικῆς τῶν

Γουναρίων καὶ τοῦ δημοσίου Ἐμβόλου τῆς Ῥηγίας».1128 Οι τοπογραφικοί

συσχετισμοί ταυτίζουν την αινιγματική «Βασιλική των Γουναρίων» με τη

Βασίλειο Στοά.

1124 Πασχάλιον Χρονικόν, 619.1-3. Την αναφορά αυτή αντιγράφουν ο Θεοφάνης (Γ.1.25) και ο
Κεδρηνός (Γ.1.41), αναπαράγοντας και τον όρο «βασιλικῆς Ἴλλου».
1125 Πασχάλιον Χρονικόν, 622.10-14. Για την εξέλιξη των γεγονότων, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 396.

1126 Mango, Studies, Addenda, 1. Η αποκατάσταση προτείνεται με βάση τους Θεοφάνη (Γ.1.26) και

Κεδρηνό (Γ.1.42), που αναφέρουν τη Βασιλική ανάμεσα στα κατεστραμμένα μνημεία.


1127 Βλ. Ιωάννης Αντιοχεύς (Γ.1.18). Η σύνδεση του Ίλλου για δεύτερη φορά με τη Βασιλική και

μάλιστα ο επεξηγηματικός χαρακτήρας της συγκεκριμένης αναφοράς συμμαρτυρούν ότι η


έκφραση «βασιλικῆς Ἴλλου» αποτελεί έμπνευση του συγγραφέα του χρονικού.
1128 Πασχάλιον Χρονικόν, 622.21-623.2. Από την περιγραφή προκύπτει ότι το Οκτάγωνο βρισκόταν

ανάμεσα στη Ρηγία (τελευταίο τμήμα της Μέσης Οδού) και τη Βασίλειο Στοά. Το μνημείο
αναφέρουν ακόμη ο Θεόδωρος Ἀναγνώστης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 113.11-14 (404): «…ὁ Αίλουρος
σὺν αὐτοῖς ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ Βασιλίσκου λιτανεύων εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἤρχετο…ἐλθὼν δὲ ἐπὶ τὴν
λεγομένην Ὀκτάγωνον κατηνέχθη πτώματι μεγάλῳ…» και τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως
(Γ.1.38). Ακόμη, βλ. Bardill «Palace of Lausus», 83-84. Berger, Patria, 282-284.

216
Γ.1.23. Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί

Μία πολύ σημαντική μαρτυρία σχετικά με τον αγαλματικό διάκοσμο της

Βασιλικής διασώζουν οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί1129, ένα συλλογικό έργο

του α’ μισού του 8ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου γράφτηκε,

πιθανώς, πριν από την έναρξη της Εικονομαχίας (726): «Θέαμα α΄. Τὸ ἐν τῇ
Βασιλικῇ + σειρᾷ τῇ χρυσορόφῳ ἀνδρείκελον ἄγαλμα ὑπάρχον χρυσέμβαφον

(ἔνθα τὸ ἔξαμον Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως κατεσκευάσθη), τὸ γονυκλινὲς,

Ἰουστινιανοῦ ἐστὶ κατὰ τὸ δεύτερον <αὐ>τοῦ τὴν Κωνσταντινούπολιν

τυραννήσαντος, καὶ πλησίον αὐτοῦ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ἀδελφῆς Ἰβουζήρου

Γλιαβάνου, μετὰ τὴν ἧτταν Τιβερίου τοῦ Ἀψιμάρου· ὅτε καὶ Φιλιππικὸς ἐν αὐτῷ
τῷ τόπῳ τῆς χρυσορόφου Βασιλικῆς ἀπεδοκιμάσθη, Τερβέλι τοῦ Βουλγαρίας

ἐκεῖσε πολλάκις καθίσαντος καὶ Γλιαβάνου Χαζάρι·…Ἐν γὰρ τῇ αὐτῇ


χρυσορόφῳ Βασιλικῇ τὸν ἐλέφαντα παραμένειν εἰς θέαμα ἐξαίσιον· ὅρον γὰρ

εἶναι πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν τῶν οβ΄ ἔλεγον·».1130

Γ.1.24. Θεοφάνης, Χρονογραφία

Τρεις αναφορές στη Βασιλική περιλαμβάνονται στη χρονογραφία του

Θεοφάνη του Ομολογητή1131, που συνέγραψε μεταξύ των ετών 810/11 και 814/5 τη

συνέχεια του χρονικού του Γεωργίου Συγκέλλου από το έτος 284 έως το 813. Ο

Ευσέβιος, ένας σχολαστικός της Βασιλικής, αντέδρασε πρώτος στην προτροπή


του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου (428-431), να μην αποκαλείται η

Παναγία Θεοτόκος: «‘‘θεοτόκον τὴν Μαρίαν καλείτω μηδείς· Μαρία γὰρ

ἄνθρωπος ἦν, καὶ ὑπὸ ἀνθρώπου θεὸν τεχθῆναι ἀδύνατον.’’ ταύτης ἐπελάβετο

πρῶτον τῆς φωνῆς Εὐσέβιός τις, σχολαστικὸς τῆς βασιλικῆς

Κωνσταντινουπόλεως…».1132

1129 Cameron-Herrin, Parastaseis, 1-53, για τη χρονολόγηση κυρίως 17-18. Dagron, Constantinople
imaginaire, 31-48.
1130 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.10-40.8 & 40.14-16 (37). Ο Dagron, Constantinople imaginaire, 43,

σημ. 77 προτείνει τη διόρθωση «ὄρος» αντί για «ὅρος» λόγω της κλίσης του εδάφους και της
ανάγκης κατασκευής της μνημειώδους σκάλας. Όμως, πρόκειται για πολύ χαμηλό λόφο (υψομ.
περ. 30 μ.), ενώ η λέξη «ὅρον» στην αιτιατική αναφέρεται στον ελέφαντα.
1131 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 117-153. Mango-Scott, Theophanes, xliii-c. Treadgold, Middle

Byzantine Historians, 38-77. Οι τελευταίοι υποβαθμίζουν τη συγγραφική προσφορά του Θεοφάνη,


διότι θεωρούν ότι ο βασικός όγκος του υλικού της Χρονογραφίας οφείλεται στον Σύγκελλο.
1132 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 88.16-19.

217
Γ.1.25. Θεοφάνης, Χρονογραφία

Κατασκευή της Βασιλικής Κινστέρνας κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του

Ιουστινιανού: «Ὁ δ’ αὐτὸς βασιλεὺς (Ιουστινιανός) ἐπλήρωσε καὶ τὸ δημόσιον

λουτρὸν τὸ εἰς τὰ Δαγισθέου, ὅ ἤρξατο κτίζειν Ἀναστάσιος ὁ βασιλεύς, καὶ τὸ

μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς Ἴλλου κιστέρναν μεγάλην ἐποίησεν».1133

Γ.1.26. Θεοφάνης, Χρονογραφία

Μερική καταστροφή του μνημείου κατά τη Στάση του Νίκα: «καὶ ἐκαύθη πολὺ
μέρος τῆς πόλεως, καὶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία, καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, καὶ ὁ ξενὼν τοῦ

Σαμψὼν, καὶ τὸ Αὐγουσταῖον, καὶ τὸ προσκιόνιον τῆς βασιλικῆς, καὶ ἡ Χαλκῆ

τοῦ παλατίου».1134

Γ.1.27. Βασιλικά ξ’ βιβλία, LVIII.12.21

Στην αρχή της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886-912)

συστηματοποιήθηκε και εκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα σε 60 βιβλία υπό τον

τίτλο «Βασιλικὰ ξ’ βιβλία»1135 το Ιουστινιάνειο Ρωμαϊκό δίκαιο (Corpus Juris

Civilis). Στο 58ο βιβλίο συμπεριλήφθηκε και ο νόμος του Θεοδοσίου του Β’ του

έτους 440 για τη Βασιλική1136: «[Ἡ] βασιλικὴ κεχρυσωμένη καὶ μεμαρμαρ[ωμέν]η

ἐλευθέρα ἔστω καὶ μήτε εἰκόνες ἐν αὐτῇ τιθέσθωσαν μήτε ἐργαστήριον γινέσθω

ἤ ἵππος εἰσ[αγέσ]θω ἐν αὐτῇ ἤ γάμος ἐπιτελείσθω παντελῶς ἐν αὐτῇ».1137

Γ.1.28. Ησύχιος ο Μιλήσιος, Πάτρια

Ο Ησύχιος1138 ο Ιλλούστριος εκ Μιλήτου, συγγραφέας του 6ου αιώνα, συνέγραψε

μία Χρονική Ἱστορία (απαντάται και ως Ἱστορία Ῥωμαϊκὴ καὶ παντοδαπή) σε έξι

βιβλία. Από το έργο αυτό διασώθηκε μόνο ένα μικρό απόσπασμα, επιγραφόμενο

1133 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 176.24-27. Ακόμη, βλ. Ιωάννης Μαλάλας (Γ.1.12). Πασχάλιον Χρονικόν
(Γ.1.20) και Κεδρηνός (Γ.1.41). Ο Θεοφάνης φαίνεται ότι αντιγράφει από το Πασχάλιο Χρονικό, αφού
αναπαράγει την έκφραση «βασιλικῆς Ἴλλου».
1134 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 181.27-30. Το «προσκιόνιον» πρέπει να βρισκόταν στο ανατολικό

τμήμα του μνημείου, όπως και τα υπόλοιπα οικοδομήματα, που αναφέρεται ότι καταστράφηκαν.
1135 Τρωιανός Σ.Ν., Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, 181-189.

1136 Ιουστινιάνειος Κώδικας, Γ.1.6.

1137 Basilicorum libri LX, LVIII.12.21, 2674.6-9.

1138 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 535-536. Kaldellis, «Hesychios». Treadgold, Early Byzantine

Historians, 270-278.

218
ως «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως κατὰ Ἡσύχιον Ἰλλούστριον»1139 και

εκτεινόμενο από την ίδρυση του αρχαίου Βυζαντίου μέχρι την ίδρυση της

Βασιλεύουσας, όπου περιλαμβάνονται δύο αναφορές στη Βασιλική. Ωστόσο το

απόσπασμα αποτελεί επιτομή του πρωτοτύπου κειμένου του Ησυχίου, που

γράφτηκε, πιθανώς, πριν από το τέλος του 9ου ή κατά το α’ μισό του 10ου

αιώνα.1140 Η πρώτη αναφορά αποδίδει στον Βύζαντα την ίδρυση ναού με άγαλμα

της θεάς Ρέας στον τόπο της Βασιλικής: «Ῥέας μὲν κατὰ τὸν τῆς βασιλικῆς

λεγόμενον τόπον νεών τε καὶ ἄγαλμα καθιδρύσατο, ὅπερ καὶ Τυχαῖον τοῖς

πολίταις τετίμηται».1141

Γ.1.29. Ησύχιος ο Μιλήσιος, Πάτρια

Η δεύτερη αναφορά αποδίδει στον Στρατηγό του Βυζαντίου Καλλιάδη την

ανάθεση αγάλματος του Βύζαντα και της Φιδάλειας στη Βασιλική: «Ἐπὶ δὲ τούτῳ

Καλλιάδης στρατηγῶν τοῦ Βυζαντίου ἄριστά τε πρὸς τοὺς ὀθνείους τε καὶ

ἐμφυλίους πολεμίους ἀγωνισάμενος τὸ περιβόητον τοῦ Βύζαντος ἄγαλμα κατὰ

τὴν καλουμένην Βασιλικὴν ἀνέθηκε καὶ ἐπέγραψεν οὕτως·

Τὸν κρατερὸν Βύζαντα καὶ ἱμερτὴν Φιδάλειαν

εἰν ἑνὶ κοσμήσας ἄνθετο Καλλιάδης».1142

Γ.1.30. Παλατινή Ανθολογία, επίγραμμα ΙΧ.696

Τα λήμματα τριών επιγραμμάτων της Παλατινής Ανθολογίας1143, το χειρόγραφο


της οποίας χρονολογείται κατά προσέγγιση στη δεκαετία 930-940, αναφέρουν ότι

αναγράφονταν στην αψίδα της Βασιλικής. Τα επιγράμματα με βάση το

1139 Εκδόθηκε από τον Th. Preger, βλ. Ἡσύχιος, Πάτρια. Ακόμη, βλ. τα σχόλια του Dagron,
Constantinople imaginaire, 23-29.
1140 Dagron, Constantinople imaginaire, 23 και σημ. 4. Kaldellis, «Hesychios», 395. Το απόσπασμα του

Ησυχίου περιέχεται στον κώδικα Palatinus (Heidelbergae) 398, που ο Dagron χρονολογεί στο α’ μισό
του 10ου αιώνα. Ακόμη μεγάλο τμήμα του κειμένου συμπεριλήφθηκε σχεδόν αυτολεξεί σε ένα
ανώνυμο βίο του Κωνσταντίνου, η συγγραφή του οποίου χρονολογείται ανάμεσα στα τέλη του 9ου
και τον 11ο αιώνα, βλ. Opitz, «Vita Constantini», 568-576.
1141 Ἡσύχιος, Πάτρια, 6.9-11 (15).

1142 Ἡσύχιος, Πάτρια, 14.9-15 (34). Ο Łajtar, Inschriften, 35, αρ. 8Α, χρονολογεί την επιγραφή με βάση

την αναφορά του Ησυχίου μετά το 340 π.Χ. Θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί η αξία
του επιγράμματος, ως μαρτυρίας, μολονότι αποτελεί μάλλον λογοτεχνική απόδοση και όχι πιστή
αντιγραφή της αναθηματικής επιγραφής.
1143 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.696, ΙΧ.697 & ΙΧ.779. Για την Ανθολογία, βλ. Cameron, Greek Anthology,

97-120. Πρόκειται για το χειρόγραφο Palatinus (Heidelbergae) 23, το τελευταίο τμήμα του οποίου
βρίσκεται στο Παρίσι, Parisinus Suppl. gr. 384.

219
περιεχόμενό τους χρονολογούνται στον 6ο αιώνα, αλλά τα λήμματά τους είναι

σαφώς μεταγενέστερα. Επειδή αυτά επαναλαμβάνονται σχεδόν όμοια στην

Παλατινή και την Πλανούδεια Ανθολογία, ο Cameron1144 θεωρεί ότι προέρχονται

από την κοινή πηγή τους, τη συλλογή που ο λόγιος Πρωτοπαπάς Κωνσταντίνος

Κεφαλάς1145 κυκλοφόρησε γύρω στο έτος 900, στην οποία συγκέντρωσε μεγάλο

αριθμό επιγραμμάτων από κείμενα και μνημεία της Κωνσταντινούπολης.

Θεωρεί μάλιστα ότι τα λήμματα συνέγραφε απευθείας ο Κεφαλάς κατά χώρα,

ενώ αντέγραφε τα επιγράμματα. Στην περίπτωση της Βασιλικής, όπως θα δούμε

αργότερα, αυτό δεν ήταν δυνατό, καθώς το μνημείο δεν υπήρχε πλέον.1146 Λόγω

έλλειψης άλλων στοιχείων, καταχωρούμε τις αναφορές των λημμάτων για τη

Βασιλική στην εποχή σύνταξης της ανθολογίας του Κεφαλά.

Το παλαιότερο χρονολογικά επίγραμμα αναφέρεται στην κατασκευή της

αψίδας στη Βασιλική από τον Θεόδωρο Τρισέπαρχο1147:


Λήμμα: «εἰς ἁψῖδα ἐν τῇ βασιλικῇ ἐν Βυζαντίῳ»

«Τετραπόροις ἁψῖσι πόλιν Θεόδωρος ἐγείρας

ἄξιός ἐστι πόλιν καὶ τέτρατον ἡνιοχεῦσαι».1148

Στην αψίδα της βασιλικής αναγραφόταν και το επόμενο επίγραμμα:

Λήμμα: «Εἰς ἕτερον μέρος τῆς αὐτῆς ἁψῖδος»

«Ἔπρεπέ σοι, Θεόδωρε, Τύχης ἐϋκίονα νηὸν

ἔργου κοσμῆσαι θαύματι τοσσατίου

δῶρά τε κυδήεντα πορεῖν χρυσασπίδι Ῥώμῃ,

ἥ σ’ ὕπατον τεῦξεν καὶ τρισέπαρχον ὁρᾷ».1149

1144 Cameron, «Theodorus», 269.


1145 Για την εργασία του Κεφαλά, βλ. Cameron, Greek Anthology, 121-159 και 334-343.
1146 Πιθανόν, τα επιγράμματα της Βασιλικής και τα λήμματά τους προέρχονται από κάποια

συλλογή, που συντάχθηκε πριν από την καταστροφή του μνημείου κατά τον 8ο αιώνα, την οποία ο
Κεφαλάς είχε στη διάθεσή του. Σε αντίστοιχη περίπτωση, ο Cameron A., «Notes on Palladas», CQ 15
(1965), 215-229, κυρίως 220, πρότεινε τη συγγραφή των λημμάτων κάποιων επιγραμμάτων του
Παλλαδά κατά τον 10ο αιώνα, για τα οποία ο Mango, «Palace of Marina», 328-330, έδειξε ότι
γράφτηκαν, μάλλον, από λημματογράφο του β’ μισού του 6ου αιώνα και αντιγράφτηκαν από τον
Κεφαλά.
1147 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1072.

1148 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.696.

1149 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.697.

220
Γ.1.31. Παλατινή Ανθολογία, επίγραμμα ΙΧ.779

Το τρίτο επίγραμμα μαρτυρεί την επανατοποθέτηση του Ωρολογίου, που

αφαίρεσε ο Ιουστινιανός1150, στην αψίδα της Βασιλικής επί Ιουστίνου Β’:

Λήμμα: «εἰς βάσιν τοῦ ὡρολογίου τοῦ εἰς τὴν ἁψῖδα τὴν κειμένην εἰς τὴν

Βασιλικήν».

Δῶρον Ἰουστίνοιο τυραννοφόβου βασιλῆος

καὶ Σοφίης ἀλόχου, φέγγος ἐλευθερίης,

ὡράων σκοπίαζε σοφὸν σημάντορα χαλκὸν

αὐτῆς ἐκ μονάδος μέχρι δυωδεκάδος,

ὅντινα συληθέντα Δίκης θρόνον ἡνιοχεύων

εὗρεν Ἰουλιανὸς χερσὶν ἀδωροδόκοις».1151

Γ.1.32. Παλατινή Ανθολογία, επίγραμμα ΙΧ.660

Ένα ακόμη επίγραμμα, που μάλλον συνδέεται με τον Αγαθία1152, αναφέρεται

στη λειτουργία της έδρας του δικαίου στη Βασιλική:

Λήμμα: «εἰς τὴν βασιλικὴν τῶν παιδευτηρίων ἐν Βυζαντίῳ»

«Χῶρος ἐγὼ θεσμοῖσιν ἀνειμένος· ἐνθάδε πηγὴ

ἄφθονος Αὐσονίων ἐκκέχυται νομίμων,

ἥ πᾶσιν τέταται μὲν ἀείναος, ἠϊθέοις δὲ

ἐνθάδ’ ἀγειρομένοις πάντα δίδωσι ῥόον».1153

Γ.1.33. Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης, Χρονογραφία

Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Β’ Φωκά (963-969), συντελέστηκαν δύο

εκδοχές μιάς Χρονογραφίας από κτίσεως κόσμου, η οποία μας παραδόθηκε με το

όνομα του Συμεών Μαγίστρου και Λογοθέτη.1154 Η πρώτη εκδοχή έφθανε μέχρι

τον θάνατο του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (948), ενώ η δεύτερη και πιο εκτεταμένη

1150 Βλ. Μαλάλας, Γ.1.13.


1151 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.779.
1152 Ο Robert L., Épigrammes du Bas-Empire, Hellenica IV, Παρίσι 1948, 132, σημ. 3, σημειώνει την

επανάληψη της αρχικής λέξης «Χῶρος» στα γειτονικά επιγράμματα ΙΧ.631 και ΙΧ.662, που ανήκουν
στη γραφίδα του Αγαθία. Προτείνει ότι το εν λόγω επίγραμμα εντάσσεται χρονολογικά στην
εποχή του Ιουστινιανού και λογοτεχνικά στο περιβάλλον του Αγαθία.
1153 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.660.

1154 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 391-410. Wahlgren S., «Prolegomena», στο Συμεών

Μάγιστρος, Χρονικόν, 3-131. Treadgold, Middle Byzantine Historians, 203-224. Για τις υφολογικές
διαφορές των δύο εκδοχών, βλ. Μarkopoulos, «Sur les deux versions».

221
μέχρι το έτος 963. Κατά τις διαδοχικές αντιγραφές τα δύο κείμενα υπέστησαν

επεξεργασία και συμπληρώσεις με αποτέλεσμα να σώζονται σήμερα με

σημαντικές παραλλαγές σε αρκετά χειρόγραφα. Στη Χρονογραφία μαρτυρείται η

μεταφορά μιάς στήλης του Σολομώντα από τη Βασιλική στη Νέα Εκκλησία από

τον Βασίλειο Α’ (867-886): «ἀλλὰ καὶ τὴν στήλην Σολομῶντος ἐν τῇ βασιλικῇ

οὔσῃ μεγίστῃ κατεάξας προσέταξεν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ ἐκτυπωθῆναι καὶ τεθῆναι

κάτωθεν ἐν τοῖς θεμελίοις τῆς αὐτῆς Νέας, ὥστε θυσίαν ἑαυτὸν τότε τῷ τοιούτῳ

κτίσματι καὶ Θεῷ προσάγων».1155

Γ.1.34. Σούδα

Μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, πιθανώς γύρω στο έτος 1000, σε μία εποχή με

έντονα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέροντα, συντάχθηκε από έντεκα «ἄντρες

σοφοὺς» το λεξικό (ἡ) «Σοῦδα».1156 Περιέχει ως λήμματα και τις δύο βασικές

ονομασίες της Βασιλικής. Στο λήμμα «βασιλική» καταχωρήθηκε μία περίληψη

του πρώτου θεάματος των Παραστάσεων Χρονικών (Γ.1.23), που την ίδια περίοδο

ενσωματώθηκε και στο κείμενο των Πατρίων (Γ.1.38): «Βασιλική· ὅτι ἐν τῇ

βασιλικῇ ὀπίσω τοῦ μιλίου ἵστατο ἀνδρείκελον ἄγαλμα χρυσέμβαφον, ἔνθα ἦν

καὶ τὸ ἔξαμον ἕως Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως, γυνυκλινὲς Ἰουστίνου τοῦ

τυράννου. ἐκεῖ ὁ Τέρβελις ἐδημηγόρησεν· ἐν οἷς ἐλέφας ἵστατο παμμεγέθης ὑπὸ

Σευήρου κατεσκευασμένος».1157 Όμως, το λήμμα «Βασίλειος στοά» αναφέρεται

μόνο στη Βασίλειο Στοά της Αθήνας: «καὶ Βασίλειος στοά· δύο εἰσὶ στοαὶ παρ’

ἀλλήλας, ἥ τε τοῦ Ἐλευθερίου Διὸς καὶ ἡ Βασίλειος. ἔστι δὲ καὶ γ΄, ἥ πάλαι μὲν
Παανάκτιος ἐκαλεῖτο, νῦν δὲ μετωνομάσθη Ποικίλη».1158

1155 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικόν, 265.95-98 (132.14). Πρόκειται για την κριτική έκδοση της πρώτης
εκδοχής της Χρονογραφίας, όπου ο Wahlgren θεωρεί λανθασμένα ότι ο όρος βασιλική αναφέρεται
σε εκκλησία, βλ. στο ίδιο, 383 (Index verborum), και προτιμά τη γραφή: «ἐν τῇ βασιλικῇ οὔσῃ
μεγίστῃ». Φαίνεται ότι δεν είχε υπόψη του την αναφορά των Πατρίων (Γ.1.36), όπου η στήλη του
Σολομώντα χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη» και χωροθετείται στη Βασιλική Κινστέρνα. Προτιμούμε
τη γραφή «οὖσαν μεγίστην», η οποία αποδίδει τον επιθετικό προσδιορισμό στη στήλη, στην οποία
και νοηματικά ταιριάζει περισσότερο, καθώς η Βασιλική ήδη από τα τέλη του 8ου αιώνα είχε
μετατραπεί σε ερειπιώνα. Η γραφή αυτή απαντά σε μία σειρά από κώδικες: Vindobonensis hist. gr.
37, Vaticanus gr. 1807, Parisinus gr. 854, σε ένα consensus codicum και ως «οὖση μεγίστην» στον
Atheniensis, Μπενάκη, Ανταλλαξίμων 131. Για το αντίστοιχο χωρίο της δεύτερης εκδοχής της
Χρονογραφίας, βλ. Μarkopoulos, «Sur les deux versions», 283.
1156 Adler A., «Suidas (1)», RE 4.A.1 (1931), 675-717. Kazhdan A.P., «Souda», στο ODB, III, 1930-1931.

1157 Σοῦδα Ι, 459.19-23 (Β.157).

1158 Σοῦδα Ι, 459.11-14 (Β.153).

222
Γ.1.35. Σούδα

Ακόμη στο λήμμα «Μάρις» παρατίθεται το επεισόδιο της συνάντησης του

επισκόπου Χαλκηδόνος με τον Ιουλιανό, ενώ θυσίαζε στο Τυχαίο της Βασιλικής:

«Μάρις, … καταλαβὼν δὲ Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην θύοντα τῇ Τύχῃ ἐν τῇ

βασιλικῇ Κωνσταντινουπόλεως… πολλὰ τὸν βασιλέα προσελθὼν περιύβρισε

τὸν ἀσεβῆ καλῶν, τὸν ἀποστάτην, τὸν ἄθεον».1159

Γ.1.36. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

Mε το όνομα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως1160 τέσσερα κείμενα

συνενώθηκαν περίπου το έτος 995 σε μία συλλογή που αναφέρεται στην ίδρυση,

την τοπογραφία και τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Στο δεύτερο κείμενο,

που επιγράφεται: «περὶ στηλῶν», γίνεται λόγος για δύο αγάλματα στη Βασιλική

Κινστέρνα. Η στήλη του Σολομώντα, μολονότι είχε μεταφερθεί στη Νέα

Εκκλησία έναν αιώνα νωρίτερα1161, περιγράφεται ως υφιστάμενη: «Περὶ τῆς

βασιλικῆς κινστέρνης. Ἡ δὲ λεγομένη βασιλικὴ κινστέρνα ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ

μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ δὲ καθεζομένη ἐπὶ δίφρου ἐκεῖσε μεγάλη στήλη ἐστὶν


τοῦ Σολομῶντος, ἥν ἀνέστησεν ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς κρατοῦτα τὴν σιαγόνα

αὐτοῦ καὶ ὁρῶντα τὴν ἁγίαν Σοφίαν ὅτι ἐνικήθη εἰς μῆκος καὶ κάλλος ὑπὲρ τὸν

παρ’ αὐτοῦ κτισθέντα ναὸν ἐν Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖσε δὲ ἵσταται στήλη τοῦ

μεγάλου Θεοδοσίου ἐπὶ δύο κιόνων τετραδικῶν χρυσεμβάφων ὄπισθεν τῆς


Βασιλικῆς πλησίον τοῦ Μιλίου».1162

Γ.1.37. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

Στο ίδιο κείμενο στην επόμενη παράγραφο έχει καταχωρηθεί μία περίληψη του

πρώτου θεάματος των Παραστάσεων σχετικά με τα αγάλματα της Βασιλικής:

«Θέαμα α΄. Τὸ δὲ ἐν αὐτῇ τῇ Βασιλικῇ χρυσορόφῳ ὀπίσω τοῦ Μιλίου ἦν

1159 Σοῦδα ΙΙΙ, 325.2-6 (Μ.201).


1160 Τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν από τον Preger Th., βλ. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως. Για την
χρονολόγηση της συλλογής, βλ. Preger Th., Beiträge zur Textgeschichte der Πάτρια
Κωνσταντινουπόλεως, Μόναχο 1895. Με τη χρονολόγηση συμφωνούν οι Cameron-Herrin, Parastaseis,
4 και σημ. 15 και Dagron, Constantinople imaginaire, 48-60, κυρίως 48. Μεταγενέστερο είναι μόνο το
«Appendix. Recensiones topographicae», στο Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 290-313, που είναι
αφιερωμένο στον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό.
1161 Βλ. Συμεών Μάγιστρος, Γ.1.33.

1162 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.6-15 (40).

223
ἀνδροείκελον ἄγαλμα χρυσέμβαφον· ἔνθα ἦν τὸ ἔξαμον Ἡρακλείου τοῦ

βασιλέως· καὶ γυνυκλινὲς Ἰουστινιανοῦ τοῦ τυράννου. Ἐν ᾗ ὁ Τερβέλις

ἐδημηγόρησεν· ἐν οἷς ἐλέφας ἵστατο παμμεγέθης ὑπὸ Σευήρου

κατεσκευασμένος. ὅρος δὲ ἦν πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν·».1163

Γ.1.38. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

Στο τρίτο κείμενο, που επιγράφεται: «περὶ κτισμάτων», περιλαμβάνεται μία

αναφορά στο Οκτάγωνο1164 και τη χρήση του ως Οικουμενικό διδασκαλείο: «Τὸ δὲ

Τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον, εἰς ὅ ἦσαν στοαὶ ὀκτὼ ἤγουν καμαροειδεῖς τόποι,

διδασκαλεῖον ἐκεῖσε ἐτύγχανεν οἰκουμενικόν· καὶ οἱ βασιλεύοντες αὐτοὺς

ἐβουλεύοντο καὶ οὐδὲν ἔπραττον χωρὶς αὐτῶν· ἐξ οὗ καὶ ἐξ αὐτῶν ἐγένοντο

πατριάρχαι καὶ ἀρχιεπίσκοποι. Πλησίον δὲ τῆς Βασιλικῆς ἦν καὶ διήρκεσε ἔτη

υιδ΄ μέχρι τοῦ δεκάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς τοῦ πατρὸς

Καβαλλίνου».1165

Γ.1.39. Μέγας Χρονογράφος

Δεκαοκτώ χρονογραφικά αποσπάσματα, που επιγράφονται: «ἀπὸ τοῦ μεγάλου


χρονογράφου», έχουν προστεθεί από διαφορετικό χέρι στο μοναδικό χειρόγραφο

του Πασχαλίου Χρονικού1166, που γράφτηκε κατά τον 10ο αι. Μαζί με αναφορές

άλλων φυσικών καταστροφών, που έλαβαν χώρα από τη βασιλεία του Ζήνωνος

έως την εποχή του Κωνσταντίνου Ε’ (περ. 477-750), σημειώνονται τα μνημεία που
πυρπολήθηκαν κατά τη Στάση του Νίκα: «ἐκαύθη δὲ καὶ πολὺ μέρος τῆς πόλεως,

καὶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη καὶ ὁ ξενὼν τοῦ Σαμψὼν καὶ τὸ

Αὐγουστέον καὶ τὸ προσκήνιον τῆς Βασιλικῆς καὶ ἡ Χαλκὴ τοῦ παλατίου, καὶ

ἐγένετο φόβος μέγας».1167

1163 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.16-172.3 (41).


1164 Βλ. Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.22.
1165 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226.7-14 (31).

1166 Vatic. gr. 1941. Εκδόθηκαν από τον P. Schreiner, βλ. Βραχέα Χρονικά, 37-45, ο οποίος προτείνει ότι

αντιγράφησαν στο χειρόγραφο κατά τα μέσα του 11ου αιώνα. Για τα προβλήματα και τις απόψεις
της έρευνας, βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 577-581, ο οποίος καταλήγει ότι τα
αποσπάσματα προέρχονται από συμπίλημα των μέσων του 9ου αιώνα.
1167 Βραχέα Χρονικά, 42 (7.5-8). Το χωρίο έχει άμεση σχέση με την αναφορά του Θεοφάνη (Γ.1.26) και

με το απόσπασμα τῶν Ἐκλογῶν ἀπὸ τῆς Ἑκκλησιαστικῆς ἱστοριᾶς, 112.22-25: «ἐκαύθη δὲ καὶ ἡ
ἐκκλησία ἡ μεγάλη καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, καὶ ὁ ξενῶν τῶν Σαμψὼ, καὶ τὸ Αὐγουσταῖον, καὶ τὸ
προσκήνιον τῆς βασιλικῆς, καὶ ἡ χαλκὴ τοῦ Παλατίου·». Το «προσκήνιον» αποτελεί αντιγραφικό

224
Γ.1.40. Κεδρηνός Γεώργιος, Σύνοψις Ἱστοριῶν

Ο Γεώργιος Κεδρηνός1168 στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα

συνέγραψε χρονικό από κτίσεως κόσμου μέχρι το έτος 1057 με τίτλο «Σύνοψις

Ἱστοριῶν» αντιγράφοντας διάφορες πηγές και τον περίπου σύγχρονο του Ιωάννη

Σκυλίτζη. Η πρώτη αναφορά στη Βασιλική γίνεται με αφορμή την καταστροφική

πυρκαγιά του έτους 476: «ἐν γὰρ τῷ μέσῳ τῶν Χαλκοπρατίων ἀρξάμενος

(ἐμπρησμὸς) αὐτάς τε ἀνάλωσεν ἄμφω τὰς στοὰς καὶ τὰ προσεχῆ πάντα, τήν τε

καλουμένην βασιλικήν, ἐν ᾗ ἀπέκειτο βιβλιοθήκη ἔχουσα βίβλους μυριάδας

δώδεκα, μεθ’ ὧν βιβλίων καὶ τὸ τοῦ δράκοντος ἕτερον ποδῶν ἑκατὸν εἴκοσιν, ἐν

ᾧ ἦν γεγραμμένα τὰ τοῦ Ὁμήρου ποιήματα, ἥ τε Ἰλιὰς καὶ ἡ Ὀδύσσεια, χρυσέοις

γράμμασι, μετὰ καὶ τῆς ἱστορίας τῆς τῶν ἡρώων πράξεως».1169

Γ.1.41. Κεδρηνός Γεώργιος, Σύνοψις Ἱστοριῶν

Κατασκευή της βασιλικής κινστέρνας: «Πληροῖ δὲ (Ἰουστινιανὸς) καὶ τὸ


μέσαυλον τῆς βασιλικῆς Ἴλλου κινστέρνης, ἥν καὶ μεγάλην ἐποίησε…».1170

Γ.1.42. Κεδρηνός Γεώργιος, Σύνοψις Ἱστοριῶν

Αναφορά στην καταστροφική πυρκαγιά της Στάσης του Νίκα: «ἐκαύθη δὲ πολὺ

μέρος τῆς πόλεως, ἥ τε μεγάλη ἐκκλησία καὶ τὰ χαρτῷα αὐτῆς δικαιώματα καὶ ἡ

πρόσοδος πᾶσα, ἥ τε ἁγία Εἰρήνη καὶ οἱ ξενῶνες, ὅ τε τοῦ Σαμψὼν καὶ ὁ


Εὐβούλου, μετὰ τῶν ἀρρώστων, καὶ τὸ προσκήνιον τῆς βασιλικῆς καὶ τὸ

Αυγουσταῖον καὶ ἡ χαλκόστεγος τοῦ παλατίου…».1171

λάθος της λέξης «προσκιόνιον», που χρησιμοποιεί ο Θεοφάνης. Για τις Ἐκλογές, βλ. Καρπόζηλος,
Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙ, 607-609, όπου σημειώνεται ότι ειδικά για το τμήμα, στο οποίο ανήκει το
συγκεκριμένο χωρίο, έχει προταθεί ότι προέρχεται από την Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία του Βασιλείου
τοῦ Κίλικος (6ος αι.).
1168 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙΙ, 331-341. Treadgold, Middle Byzantine Historians, 339-342. Για

μία θετική αποτίμηση, βλ. Σαββίδης Α.Γ.Κ., «Γεώργιος Κεδρηνός, ο υποβαθμισμένος βυζαντινός
χρονικογράφος», Βυζαντιακά 26 (2007), 209-220.
1169 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 616.4-10. Για την πυρκαγιά, βλ. Ιωάννης Αντιοχεύς (Γ.1.18).

1170 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 645.14-15. Ακόμη, βλ. Μαλάλας (Γ.1.12), Πασχάλιον Χρονικόν

(Γ.1.20) και Θεοφάνης (Γ.1.125).


1171 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 647.13-17. Ακόμη, βλ. Πασχάλιον Χρονικόν (Γ.1.21), Θεοφάνης

(Γ.1.26), Μέγας Χρονογράφος (Γ.1.39).

225
Γ.1.43. Ζωναράς Ιωάννης, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν

Ο Ιωάννης Ζωναράς1172 συνέγραψε χρονογραφία από κτίσεως κόσμου μέχρι το

έτος 1118 με τίτλο «Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν», η οποία, πιθανώς, ολοκληρώθηκε μετά

τον θάνατο του Ιωάννη Β’ (1142). Στο έργο του περιέχονται δύο αναφορές στη

Βασιλική. Η πρώτη περιγράφει την πυρκαγιά του έτους 476: «Οὗ κρατοῦντος

ἐμπρησμὸς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐγένετο μέγιστος, ἐκ τῶν Χαλκοπρατίων

ἀρξάμενος καὶ πάντα τὰ προσεχῆ τούτοις νεμηθεὶς καὶ ἀποτεφρώσας, τὰς τε τῶν

δημοσίων πλατειῶν στοὰς, καὶ τὰς αὐταῖς ἐπικειμένας οἱκοδομάς, ἀλλὰ μὴν καὶ
αὐτὴν τὴν κεκλημένην Βασιλικὴν, καθ’ ἥν καὶ βιβλιοθήκη ἐτύγχανε δώδεκα

μυριάδας βιβλίων ἀποκειμένων ἐν ἀυτῇ ἔχουσα· ἐν οἷς ἀναγράφεται εἶναι καὶ

δράκοντος ἔντερον, μήκους ὄν ποδῶν ἑκατὸν εἴκοσιν, ἔχον ἐγγεγραμμένα

χρυσοῖς γράμμασι τὰ τοῦ Ὁμῆρου ποιήματα, τήν τε Ἰλιὰδα καὶ τὴν Ὀδύσσειαν,

οὗ καὶ ὁ Μάλχος τὰ περὶ τούτων τῶν βασιλέων συγγραφόμενος μέμνηται».1173

Γ.1.44. Ζωναράς Ιωάννης, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν

Η δεύτερη αναφορά σχετίζεται με τη λειτουργία του διδασκαλείου στην περιοχή


της Βασιλικής Στοάς: «πρὸς δὲ τοῖς ἄλλοις οἷς κατὰ τῶν εὐσεβούντων εἰργάσατο
(Λέων Γ’) καὶ τοῦτο πεποίηκεν. οἶκος ἦν ἐν τῇ καλουμένῃ Βασιλικῇ ἔγγιστα τῶν

Χαλκοπρατίων βασίλειος, ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς

εὐγενεστέρας καὶ θειοτέρας πολλαὶ ἐναπέκειντο».1174

Γ.1.45. Ιωάννης Σταυράκιος, Εγκώμιο Αγίας Θεοδοσίας

Στον ύστερο 13ο αιώνα χρονολογείται το εγκώμιο της Αγίας Θεοδοσίας του
λόγιου Ιωάννη Σταυρακίου1175: «Οἶκος ἦν ἐν τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ, ἡ δ᾿ ἔστιν ἐν

τοῖς χαλκοπρατῶν, καὶ ὁ οἶκος, παράδεισος ἄλλος Θεοῦ, παντοδαπαῖς

κατάκομος χάρισι· παγκαρπία γὰρ ἁπασῶν τῶν γραφῶν καὶ βίβλων, τῷ οἴκῳ

1172 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙΙΙ, 465-489. Treadgold, Middle Byzantine Historians, 388-399.
1173 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 130.15-131.8. Βλ. Ιωάννης Αντιοχεύς (Γ.1.18) και Κεδρηνός (Γ.1.40).
1174 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.17-260.2 (XV.3.13). Βλ. Πάτρια (Γ.1.38).

1175 Κουντουρά-Γαλάκη Ε., «Ἰωάννης Σταυράκιος: Ἕνας λόγιος στὴ Θεσσαλονίκη τῆς πρώιμης

Παλαιολόγειας ἐποχῆς», Σύμμεικτα 16 (2003), 379-394.

226
ἐντεθησαύριστο, ὁπόσαι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ἱερῶν, ὁπόσαι τῶν ἔξωθεν, κοινὸν τῇ

πόλει πρυτανεῖον, κοινὸν τοῖς βουλομένοις ἐντρύφημα».1176

Γ.1.46. Πλανούδεια Ανθολογία, επίγραμμα IV.66

Στη λεγόμενη Πλανούδεια Ανθολογία1177 που διαμόρφωσε ο λόγιος μοναχός

Μάξιμος Πλανούδης στα τέλη του 13ου αιώνα, καταχωρήθηκε σχεδόν αυτούσια

η μαρτυρία του Ησυχίου1178 για την ανάθεση αγάλματος του Βύζαντα από τον

Στρατηγό Καλλιάδη:

Λήμμα: «Καλλιάδης, στρατηγὸς Βυζαντίου, στρατηγῶν τοῦ Βυζαντίου ἄριστα τε

πρὸς τοὺς ὀθνείους τε καὶ ἐμφυλίους πολέμους ἀγωνισάμενος τὸ περιβόητον τοῦ


Βύζαντος ἄγαλμα κατὰ τὴν καλουμένην Βασιλικὴν ἀνέθηκεν, επιγράψας

οὕτως.

Τὸν κρατερὸν Βύζαντα καὶ ἱμερτὴν Φιδάλειαν

εἰν ἑνὶ κοσμήσας ἄνθετο Καλλιάδης».1179

Στο ίδιο άγαλμα αναφερόταν και το επόμενο επίγραμμα:

Λήμμα: «εἰς τὸ αὐτὸ.

Ἱμερτὴ Φιδάλεια δάμαρ Βύζαντος ἐτύχθην·

εἰμὶ δὲ βουπάλεως δῶρον ἀεθλοσύνης».1180

Γ.1.47. Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία

Ο Νικηφόρος Καλλίστου Ξανθόπουλος 1181 αναβίωσε στις αρχές του 14ου αιώνα
(περ. 1320) το είδος της εκκλησιαστικής ιστορίας, αντιγράφοντας παλαιότερες

πηγές. Στο έργο του, που φθάνει μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα,

συμπεριλήφθηκαν οι δύο αναφορές του Σωκράτη, η πρώτη για τη φοίτηση του

Ιουλιανού στη Βασιλική: «Ὁ δὲ Ἰουλιανὸς τοῖς ἐν Κωνσταντινουπόλει

1176 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.158-162.


1177 Wendel C., «Planudes, Maximos», RE XX2 (1950), 2202-2253, κυρίως 2236-2239. Aubreton R., «La
tradition manuscrite des épigrammes de l’Anthologie Palatine», REA 70 (1968), 32-82, κυρίως 32-43.
Auberton R., «Notice», στο Πλανούδειa Ἀνθολογία, 1-59. Ο Πλανούδης επεξεργάστηκε κυρίως τη
διάρθρωση δύο παλαιότερων συλλογών επιγραμμάτων σε έναν αυτόγραφο κώδικα (Venet.
Marcianus gr. 481) πριν από τον Σεπτέμβριο του έτους 1299 σύμφωνα με τον κολοφώνα, στον οποίο
αργότερα διόρθωσε τη χρονολογία (1301), βλ. Turyn A., Dated Greek Manuscripts of the Thirteenth and
Fourteenth Centuries in the Libraries of Italy, I, Ουρμπάνα-Σικάγο-Λονδίνο 1972, 91-92.
1178 Βλ., Ησύχιος, Γ.1.29.

1179 Πλανούδεια Ἀνθολογία, 106 (66). Łajtar, Inschriften, 35, αρ. 8Α.

1180 Πλανούδεια Ἀνθολογία, 106 (67). Łajtar, Inschriften, 36, αρ. 8Β.

1181 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ΙV, 99-120.

227
παιδευτηρίοις κατὰ τὴν βασιλικὴν ἠκροᾶτο, τὰς προόδους ἐν εὐτελεῖ

πεποιημένος τῷ σχήματι ὑπὸ Μαρδονίου τοῦ εὐνούχου ἀγόμενος».1182

Γ.1.48. Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία

Και η δεύτερη για την προσφορά θυσιών στην Τύχη: «καὶ ἐν τῇ βασιλικῇ δὲ τῇ

τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπέθυε Τύχῃ, ὅπου δὴ καὶ τὸ τῆς Τύχης ἄγαλμα

ἵδρυτο·».1183

Γ.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Πρωτοπόρος στην έρευνα γύρω από το μνημείο που ορίζεται στις πηγές ως

Βασιλική ή Βασίλειος Στοά υπήρξε δικαιωματικά ο P. Gilles, ο άνθρωπος που


«ανακάλυψε» τη Βασιλική Κινστέρνα και ταύτισε τη θέση της Βασιλείου

Στοάς.1184 Σε τρία μικρά κεφάλαια του έργου του, που εκδόθηκε το έτος 1561,

διερευνά ζητήματα1185 σχετικά με το μνημείο, ενδεικτικά των λιγοστών πηγών

που είχε στη διάθεσή του και της σύγχυσης της ορολογίας. Ο Ducange1186 χωρίς
ποτέ να επισκεφθεί την Πόλη το έτος 1680 καταχώρησε τις αναφορές των πηγών

στο μνημείο σε πέντε διαφορετικά κτήρια, τη Σύγκλητο (Senatus), το Καπιτώλιο

(Capitolium), τη Βιβλιοθήκη (Bibliotheca) τη Βασιλική Ίλλου (Basilicae Illi) και τη

Βασιλική των Γουναρίων (Basilica Gunariorum). Στον C. Ducange οφείλονται δύο


σημαντικές απόψεις, που παραμένουν αποδεκτές μέχρι σήμερα, η ταύτιση της

«μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου» με το Αυγουσταίο1187 και η χωροθέτηση του

εκπαιδευτικού νόμου του έτους 425 στο Καπιτώλιο.1188 Επίσης συνέδεσε

λανθασμένα την ανάθεση δύο επίχρυσων αγαλμάτων που αναφέρουν δύο

1182 Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 436D-437A (Χ.1). Βλ. Σωκράτης, Γ.1.4.
1183 Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 496C (Χ.20). Βλ. Σωκράτης, Γ.1.5. Στην
εξιστόρηση του Νικηφόρου έπεται το επεισόδιο με τον Μάρι.
1184 Για την «ανακάλυψη», βλ. ανωτέρω, υποσημ. 471-472. Για τον Gilles και το έργο του βλ.

ανωτέρω, υποσημ. 496-498.


1185 Gilles, De Topographia Constantinopoleos, 107-120, (ΙΙ.XVIII-XX).

1186 Ducange, Historia Byzantina, ΙI, 144-155, υπό τον γενικό τίτλο: «Aedificia Alia Publica». Για τον ίδιο

και το έργο του, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 501.


1187 Ducange, Historia Byzantina, I, 70, 147.

1188 Ducange, Historia Byzantina, I, 149-150.

228
επιγράμματα της Πλανούδειας Ανθολογίας με τη Βιβλιοθήκη της Βασιλικής.1189

Ο A. Banduri1190 (1711) διόρθωσε αυθαίρετα το όνομα της αυτοκράτειρας

«Ἀναστασίην» σε «Ἀναστασίου» και καταχώρησε με τη σειρά του τις αναφορές

της Βασιλικής σε διαφορετικά μνημεία.1191

Ο J.V. Hammer1192 το έτος 1822 υποστήριξε ότι η Βασιλική Κινστέρνα και η

Κινστέρνα της Βασιλικής Ίλλου ταυτίζονται. Ο ανώνυμος συγγραφέας της

Κωνσταντινιάδος1193 το έτος 1844 σημείωσε ότι η Βασιλική ταυτίζεται με τη

Σύγκλητο, στην οποία είναι συνημμένη η Βιβλιοθήκη. Ο Β.Δ. Σκαρλάτος1194 το

1851 αναφέρει τη Βασιλική ως «προσκήνιον» ή «προπύλαιο» της Συγκλήτου,

συγχέει τον αγαλματικό διάκοσμο των δύο οικοδομημάτων, αλλά τοποθετεί τη

Βασιλική πάνω από την κινστέρνα. Το έτος 1892 ο A.D. Mordtmann1195 ταυτίζει

την ονομασία «Ῥηγία» με τη Βασιλική, η οποία θεωρεί πως ήταν το «Παλάτι της

Δικαιοσύνης» και ξεχωριστό οικοδόμημα από την Βασιλική των Γουναρίων, την

οποία τοποθετεί ανάμεσα στο Οκτάγωνο και τον Φόρο του Κωνσταντίνου. Το

έτος 1893 οι P. Forchheimer και J. Strzygowski1196 διέκριναν τη Βασιλική Κινστέρνα

από την Κινστέρνα της Βασιλικής Ίλλου.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα απασχόλησε έντονα την έρευνα η σχέση

του μνημείου με την εκπαιδευτική δραστηριότητα. Ο F. Schemmel1197 το 1912

προτείνει ότι η έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης μεταφέρθηκε από τη Βασιλική

1189 Ducange, Historia Byzantina, ΙI, 150-151. Για τα επιγράμματα, βλ. Πλανούδειa Ἀνθολογία, 107 (70-
71), από τα οποία προκύπτει ότι ο Έπαρχος της Πόλης Ιουλιανός έστησε τους ανδριάντες ενός
αυτοκρατορικού ζεύγους, ενώ μαρτυρείται μόνο το όνομα της αυτοκράτειρας Αναστασίας.
1190 Ο Banduri, Imperium orientale, II, 843 διόρθωσε το επίγραμμα της Ανθολογίας του Πλανούδη

IV.71. υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για τους αυτοκράτορες Ζήνωνα και Αναστάσιο. Η αυθαίρετη
διόρθωση διείσδυσε μάλιστα και στην κριτική έκδοση, βλ. Πλανούδειa Ἀνθολογία, 107 (71):
«Ἀναστασίῳ».
1191 Banduri, Imperium orientale, II, 618-619, 842-843, 853.

1192 Hammer, Constantinopolis, Ι, 554.

1193 Κωνσταντινιάς, 129. Η σύγχυση αυτή προέρχεται από τις αναφορές των Ἰωάννη Μαλάλα,

Χρονογραφία, 246.2-4 (ΧΙΙΙ.8) και Πασχαλίου Χρονικοῦ, 528.21-529.1: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν
ἔχουσαν κόγχην…ἥνπερ ἐκάλεσε Σενᾶτον…», όπου ο όρος έχει αρχιτεκτονική σημασία.
1194 Σκαρλάτος, Κωνσταντινούπολις, Ι, 452-459. Ακόμη συσχετίζει τη Βασιλική με το Διδασκαλείο, τη

Βιβλιοθήκη και τα επιγράμματα για τους αυτοκρατορικούς ανδριάντες.


1195 Mordtmann, Esquisse topographique, 66-68. Ο συγγραφέας συγχέει γλωσσικά την ονομασία της

εμβόλου οδού (Regia) με την ονομασία της Βασιλικής. Ακόμη διαφορετικές ονομασίες του μνημείου
εκλαμβάνονται ως διαφορετικά οικοδομήματα.
1196 Forchheimer P. - Strzygowski J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel: Beiträge zur

Geschichte der byzantinischen Baukunst und zur Topographie von Konstantinopel. Byzantinische Denkmäler, ΙΙ.
Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel, Wien 1893, 177-181. Την κινστέρνα της Βασιλικής
Ίλλου ταύτισαν με το Binbirdirek.
1197 Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 3-10.

229
στο Καπιτώλιο ανάμεσα στα έτη 345-361 και ο Ιουλιανός ύστερα μετέφερε στους

κενούς χώρους της Βασιλικής τη δημόσια Βιβλιοθήκη. Στη Βασιλική επέστρεψε η

έδρα της Φιλοσοφίας ή και ολόκληρη η Σχολή πριν από το 600. Τέλος δεν

αποδέχεται την πυρπόληση του Οικουμενικού διδασκαλείου στη Βασιλική από

τον Λέοντα Γ’. Το έτος 1926 ο L. Bréhier1198 κάνει λόγο για τη δημουργία της

Βιβλιοθήκης στη Βασιλική και χωροθετεί την ανώτερη εκπαίδευση στο

Καπιτώλιο. Την ίδια χρονιά ο F. Fuchs1199 διερευνά την αναδιοργάνωση της

εκπαιδευτικής δραστηριότητας στη Βασίλειο Στοά στα τέλη του 6ου αιώνα και τη

σχέση της με το Οικουμενικό διδασκαλείο.

Το έτος 1934 ο E. Mamboury1200 παρακολούθησε με αφορμή την κατασκευή

οικιών στην οδό Yerebatan, στην περιοχή του αύλειου χώρου της Βασιλικής, την

αποκάλυψη μεγάλων ορθογώνιων πλακών από προκοννήσιο μάρμαρο μήκους

1,5 έως 2 μ. και πλάτους 0,7 έως 1,05 μ. σε βάθος 0,9 έως 1,7 μ. εξαιτίας της κλίσης

του εδάφους. Επίσης, κατά την κατασκευή οικίας στην οδό Salkim Söğüt sk.

αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα ενός αναλημματικού τοίχου και ενός

καμαροσκέπαστου θόλου1201 ανάμεσα στη βόρεια παρυφή της Κινστέρνας και

τον ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε και

μία ενδελεχής μελέτη του E. Unger1202 για τη Βασιλική Κινστέρνα στο πλαίσιο της

οποίας αποκαταστάθηκε και η ταύτισή της με την Κινστέρνα της Βασιλικής

Ίλλου.

Οι πρώτες πιο εξειδικευμένες αναφορές στη Βασιλική Στοά βρίσκονται

στα έργα των A.M. Schneider και R. Guilland. Ο Schneider1203 το 1936 πρότεινε ότι

η Βασιλέως Στοά, η έδρα των δικαστηρίων, υπήρξε ένα ξεχωριστό οικοδόμημα

νότια της Βασιλικής και ότι ο προαύλειος χώρος, που αναφέρει ο Προκόπιος1204,

βρισκόταν δίπλα μόνο στην τελευταία. Υποστήριξε ακόμη πως η Τετράστωος

1198 Bréhier, «Enseignement supérieur» Ι, 82-94.


1199 Fuchs, Höhern schulen, 8-16.
1200 Mamboury «Fouilles Byzantines» Ι, 274.

1201 Ο Bardill, Lausus, 78, σημ. 46 αναφέρει ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από το αρχείο:

«Mamboury brickstams notes (property of C. Mango): “Edifice entourant la citerne basilique”». Σε


επικοινωνία μας με τον C. Mango, προκειμένου να εξετάσουμε το υλικό αυτό στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής, ο διαπρεπής καθηγητής μάς ενημέρωσε ότι οι σημειώσεις δεν βρίσκονται
πλέον στην κατοχή του.
1202 Unger, «Die Jere Batan».

1203 Schneider, Byzanz, 23-26.

1204 Προκόπιος, Γ.1.10

230
Αγορά, που αναφέρει ο Ζώσιμος, βρισκόταν στη θέση της Βασιλικής, η οποία

στέγαζε το «Πανεπιστήμιο» της Κωνσταντινούπολης μέχρι το έτος 425, όταν

μεταφέρθηκε στο Καπιτώλιο. Το «Πανεπιστήμιο» επέστρεψε πάλι στη Βασιλική

το έτος 584 μέχρι τη διακοπή της λειτουργίας του από τον Φωκά. Το έτος 1942 ο C.

Wendel1205 υποστήριξε ότι οι τοπογραφικοί προσδιορισμοί του εκπαιδευτικού

νόμου του Θεοδοσίου (425) αναφέρονταν στη Βασιλική και όχι στο Καπιτώλιο.

Το έτος 1954 ο Guilland1206 αφιέρωσε ένα άρθρο στη Βασιλική, όπου

συγκέντρωσε και εξέτασε όλες τις γνωστές αναφορές στο μνημείο. Θεωρεί ότι η

αρχαία Τετράστωος Αγορά βρισκόταν στη θέση της Βασιλικής μέχρι την εποχή

του Κωνσταντίνου και ότι η Βασιλέως στοά ήταν στωικό κτίσμα προσαρτημένο

μάλλον στη νότια πλευρά του περίστυλου οικοδομήματος. Συσχέτισε τις

μέγαλες πλάκες, που αποκαλύφθηκαν το έτος 1934 στον αύλειο χώρο της

Βασιλικής, με την πλακόστρωση του Επάρχου Λογγίνου του έτους 542. Τέλος

πρότεινε ότι ο Θεοδώρος Τρισέπαρχος1207 ανακαίνισε τη Βασιλική το έτος 408.

Ο C. Mango1208 το έτος 1959 αφιέρωσε στη μελέτη του για τη Χαλκή Πύλη

ένα μικρό κεφάλαιο στη Βασιλική, όπου σκιαγραφεί την ιστορία του μνημείου

μέσα από τη χρονολογική ιεράρχηση των πηγών. Επιχείρησε να αποσυνδέσει το

Τετράστωο από τη Βασιλική, για το οποίο θεωρεί ότι βρισκόταν στην περιοχή του

Αυγουσταίου. Ταυτίζει τη Βασιλική με τη Βασίλειο Στοά και θεωρεί ότι

οικοδομήθηκε από τον Θεόδωρο Τρισέπαρχο1209 γύρω στο 410. Χωροθέτησε τον

ναό της Τύχης στη ΒΑ γωνία της Βασιλικής σε επαφή με το Αυγουσταίο. Ο R.

Janin1210 το 1964 υποστήριξε ότι το Τετράστωο του «Σεβήρου» διευρυμένο και

εξωραϊσμένο ταυτίζεται με το Αυγουσταίο. Παρουσίασε γνωστές πτυχές της

1205 Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 56-58.


1206 Guilland, «Basilique», 3-13.
1207 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.30. Μάλιστα χρονολόγησε λανθασμένα τη σταδιοδρομία του

Θεοδώρου στα αξιώματα του Υπάτου (399) και του Επάρχου (398, 408, 409) της Πόλης. O Cameron,
«Theodorus», 273 και σημ. 11 σχολίασε σχετικά: «Εditors and topographers alike have so far assumed
without a qualm that Theodorus’ consulship fell in 399 – and one scholar can even date all three of his
urban prefectures to 398, 408 and 409 (Guilland, Études – not surprisingly citing no sources)».
1208 Mango, Brazen House, 48-51. Για τη Βασιλική γίνεται λόγος ακόμη στο κεφάλαιο που εξετάζει τη

σχέση Αυγουσταίου και Τετράστωου, βλ. στο ίδιο, 42-47.


1209 Στην ταύτιση και χρονολόγηση του προσώπου αυτού, προφανώς παρασύρθηκε από τον

Guilland, «Basilique», 3-4, όπως αργότερα και ο Janin, Constantinople byzantine, 159.
1210 Janin, Constantinople Byzantine, 59-60.

231
ιστορίας της Βασιλικής1211, για την οποία θεωρεί ότι αγνοούμε από ποιον και

πότε οικοδομήθηκε και ότι Θεόδωρος υπήρξε υπεύθυνος μόνο για τη

μεγαλοπρέπειά της. Αντιλαμβάνεται τη Βασιλική, το Οκτάγωνο και τη

Βιβλιοθήκη ως ενιαίο συγκρότημα. Καταχωρεί ανεξάρτητα τη Βασιλική Ίλλου

αλλά θεωρεί ότι ταυτίζεται με τη Βασιλική.1212

Κατά τη δεκαετία του 1970 δημοσιεύτηκαν δύο σημαντικές μελέτες για

την ανώτερη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη, που έθιξαν και τοπογραφικά

ζητήματα. Ο P. Lemerle1213 το έτος 1971 ανακεφαλαίωσε τις βασικές μαρτυρίες

και απόψεις για την αρχική λειτουργία της Βασιλικής ως έδρας των

παιδευτηρίων, τη μεταφορά της ανώτερης εκπαίδευσης στο Καπιτώλιο το έτος

425 και την επιστροφή της στο Οκτάγωνο κατά τον 6ο αιώνα. Ανέδειξε τη

σημασία της ίδρυσης της Βιβλιοθήκης1214, αλλά υπέπεσε στο σφάλμα του Banduri

και συνέδεσε τους αυτοκρατορικούς ανδριάντες με την ανακαίνιση της

Βιβλιοθήκης μετά την πυρκαγιά του έτους 476.

Ο P. Speck1215 στη μελέτη του για το αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο το έτος

1974 συμφωνεί με την ταύτιση Τετραστώου και Αυγουσταίου και θεωρεί ότι η

Βασιλική οικοδομήθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο και στέγασε τα παιδευτήρια.

Ακόμη μετά τη μεταφορά τους στο Καπιτώλιο το έτος 425 στη Βασιλική

εγκαταστάθηκαν τα δικαστήρια της Πόλης. Κατά την εκτίμησή του ο Θεόδωρος

Τρισέπαρχος ανοικοδόμησε το μνημείο, αλλά τα επιγράμματα ανήκουν στον 6ο

αιώνα και, πιθανώς, σχετίζονται με τον Θεόδωρο Τηγανιστή. Διερεύνησε ακόμη

την ταύτιση του ναού της Τύχης με την αψίδα και το Οκτάγωνο και άλλα

τοπογραφικά ζητήματα1216, ενώ χαρακτηρίζει ως μύθο την ιστορία της

καταστροφής του Οικουμενικού διδασκαλείου. Την ίδια χρονιά ο Speck1217

σχολιάζοντας τη μελέτη του Lemerle και τις συνέπειες στη Βασιλική της

εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του έτους 425, πρότεινε ορθά την αποσύνδεση των

1211 Janin, Constantinople Byzantine, 157-162.


1212 Janin, Constantinople byzantine, 176-7.
1213 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 64-65 και σημ. 60.

1214 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 64-65 και σημ. 64-72.

1215 Speck, Kaiserliche Universität, 92-107.

1216 Ο Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 327, σημ. 60, σχολιάζει σχετικά: «Ὁ P. Speck ριψοκινδύνεψε

μὲ τὴ σειρά του σ’αυτὰ τὰ τοπογραφικὰ, ἴσως ἄλυτα, προβλήματα».


1217 Speck, «Review», 12-16 και σημ. 15, 16, 22, 25 και 28.

232
αυτοκρατορικών ανδριάντων από τη Βιβλιοθήκη.1218 Επίσης, την ίδια χρονιά ο G.

Dagron1219 χωροθετεί το Τετράστωο στη θέση «μελλοντικῆς ἐγκατάστασης τοῦ

Αὐγουσταίου»1220, αλλά σημειώνει και τη σύγχυσή του με τη Βασιλική στις

πηγές.1221 Ακόμη ο Π.Α Γιαννόπουλος1222 εξετάζοντας με βάση τις πηγές τη θέση

του «Οικουμενικού διδασκαλείου» καταλήγει ότι αυτό καταλάμβανε το

νοτιοανατολικό τμήμα της Βασιλικής.

Ο Α. Cameron1223 το 1976 έδειξε με πειστικά επιχειρήματα ότι ο Θεόδωρος

πράγματι ταυτίζεται με τον Θεόδωρο Τηγανιστή, η ανάδειξη του οποίου στα

ανώτατα αξιώματά του χρονολογείται κατά τη βασιλεία του Ιουστίνου Α’ (518-

527). Συγχρόνως αμφισβήτησε την ταύτιση του ναού της Τύχης, του Οκταγώνου

και της αψίδας, που πρότεινε ο Speck και πρότεινε ότι η τελευταία ήταν

ουσιαστικά μία πύλη κοντά στον ναό της Τύχης στη βορειοανατολική γωνία της

Βασιλικής. Ο Müller-Wiener1224 θεωρεί το έτος 1977 ότι το Τετράστωο βρισκόταν

νοτιοανατολικά της Βασιλικής, για την οποία δεν γνωρίζουμε πότε κτίστηκε. Το

μνημείο στέγαζε το Πανεπιστήμιο μέχρι το έτος 425 και πάλι πριν από τη

βασιλεία του Φωκά. Δεν δέχεται την καταστροφή του διδασκαλείου από τον

Λέοντα το 726. Στην εργασία του για την αστική ανάπτυξη της

Κωνσταντινούπολης ο Mango το 1985 επανέλαβε ως δεδομένη τη σχέση του

Αυγουσταίου με την Τετράστωο Αγορά1225 και αναχρονολόγησε την ίδρυση1226 της

Βασιλικής πριν από τη δεκαετία του 340 με βάση τη μαρτυρία του Σωκράτη (Γ.1.4)

για την φοίτηση του Ιουλιανού.

Ο Α. Berger1227 κατά τα έτη 1987 και 1988 εξετάζοντας την τοπογραφία του

αρχαίου Βυζαντίου υποστήριξε ότι η Μεγίστη Τετράστωος Αγορά ταυτίζεται,

1218 Ο Speck, «Review», 12-13, σημ. 16 πρότεινε ως εξίσου πιθανή την ανάγνωση «Ἀναστασίην» του
επιγράμματος της Πλανούδειας Ἀνθολογίας, IV.71 και την ταύτιση των δύο αυτοκρατορικών
αγαλμάτων με το ζεύγος Τιβερίου και Αναστασίας, την οποία τελικά απέδειξε ο Feissel,
«Philadelphion», 515-521.
1219 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 420-421, 424-426.

1220 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 420, σημ. 11.

1221 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 426.

1222 Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement», 82-91.

1223 Cameron, «Theodorus».

1224 Müller-Wiener, Bildlexikon, 283-285.

1225 Mango, Développement urbain, 19. Χαρακτήρισε το Τετράστωο ως τη δεύτερη αγορά –η πρώτη είναι

το γνωστό Στρατήγιον– του αρχαίου Βυζαντίου.


1226 Mango, Développement urbain, 26 και σημ. 24 και 25.

1227 Berger, «Alstadt von Byzanz», 23-28 και σχ. 1. Berger, Patria, 417-422.

233
πιθανώς, με τη Βασιλική, αλλά δεν είναι εύκολο να απαντηθεί η σχέση τους και

ότι ο ναός της Τύχης ταυτίζεται με το Μίλιον.1228 Η C. Barsanti1229 το έτος 1992

υπέδειξε ως πιθανή τη σύνδεση της Βασιλικής με το οικοδομικό πρόγραμμα του

Σεβήρου στο αρχαίο Βυζάντιο. Ταυτίζει ακόμη τη Μεγίστη Αγορά με το

Αυγουσταίο και παραλληλίζει την εγγύτητά της με τη Βασιλική με το

συγκρότημα Βασιλικής-Φόρουμ του Σεβήρου στη Μεγάλη Λέπτιδα. Σημαντικά

νέα στοιχεία για την ιστορία του μνημείου προσέφερε το έτος 1995 η έρευνα του

Schlange-Schöningen1230 για την εκπαίδευση. Υποστήριξε την άμεση σχέση της

Βασιλικής με την Τετράστωο Αγορά και τη συνέδεσε με μαρτυρίες του 4ου αιώνα,

που αναφέρονται σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες στον χώρο μιάς άγνωστης

αγοράς. Ακόμη διερεύνησε την ανέγερση της Βιβλιοθήκης και τη μεταφορά της

εκπαιδευτικής δραστηριότητας στο Καπιτώλιο.

Ο F. A. Bauer1231 το έτος 1996 θεωρεί ότι η Μεγίστη Τετράστωος Αγορά

σχετίζεται με τη Βασιλική και όχι με το Αυγουσταίο και ότι η αρχική φάση της

Βασιλικής, πιθανώς, χρονολογείται πριν από τη βασιλεία του Μεγάλου

Κωνσταντίνου. Υπονοεί ακόμη ότι η Βασιλέως Στοά βρισκόταν δίπλα στο

Τετράστωο και ήταν μάλλον ξεχωριστό οικοδόμημα. Ο D. Feissel1232 το έτος 2003

απέδειξε ότι τα δύο αυτοκρατορικά αγάλματα που αποδίδονταν στους Ζήνωνα

και Αναστάσιο και χωροθετούνταν στη Βιβλιοθήκη της Βασιλικής στην

πραγματικότητα ανήκουν στον Τιβέριο και τη σύζυγό του Αναστασία και ότι η

ανάθεσή τους έγινε στο Μουσείο του Καπιτωλίου μετά από εργασίες

ανακαίνισής του. Το 2004 η S. Bassett1233 θεωρεί το Τετράστωο και τη Βασιλική ως

δύο περίστυλα οικοδομήματα που οικοδόμησε ο Σεβήρος το ένα απέναντι από το

άλλο. Ο Κωνσταντίνος αφιέρωσε το Τετράστωο ως Αυγουσταίο προς τιμή της

μητέρας του Ελένης και έκτισε ναούς με αγάλματα της Ρέας και της Τύχης στη

Βασιλική.

1228 Ακόμη, βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 35.


1229 Barsanti, «Constantinopoli», 129.
1230 Schlange-Schöningen, Kaisertum, 101-107.

1231 Bauer, Stadt, 149-151 και 218-220.

1232 Feissel, «Philadelphion», 515-521 απέδειξε ότι τα δύο αγάλματα ανήκουν στον αυτοκράτορα

Τιβέριο και τη σύζυγό του Αναστασία και ότι η ανάθεσή τους έγινε στο Μουσείο του Καπιτωλίου
μετά από εργασίες ανακαίνισής του.
1233 Bassett, Urban Image, 20, 24, 71-73.

234
Ο P. Schreiner1234 το 2008 χρονολογεί την ανέγερση της Βασιλικής στα τέλη

του 4ου αιώνα. Θεωρεί ότι υπήρξε έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης μέχρι τη

μεταρρύθμιση του Θεοδοσίου Β’, αλλά συνέχισαν να γίνονται μαθήματα.

Σημειώνει ότι η Βιβλιοθήκη και η σχολή που ίδρυσε ο Θεοδόσιος βρίσκονταν σε

ένα πρόσκτισμα της Βασιλικής, το Οκτάγωνο, την καταστροφή του οποίου από

τον Λέοντα Γ’ χαρακτηρίζει ως θρύλο. Ο K.W. Wilkinson1235 το έτος 2010 θεωρεί

ότι το Τετράστωο ταυτίζεται με τη Βασιλική, όπου ο Κωνσταντίνος ανήγειρε ναό

με άγαλμα της Τύχης. Ο J. Bardill1236 το 2012 σημειώνει ότι η Βασιλική εάν δεν

είναι Κωνσταντίνειο οικοδόμημα, υπήρχε πάντως ήδη τη δεκαετία του 340. O D.

Potter1237 το 2013 θεωρεί ότι το Τετράστωο και η Βασιλική ανήκουν στο Σεβήρειο

οικοδομικό πρόγραμμα και ο Κωνσταντίνος αφιέρωσε το πρώτο στη μητέρα του

(Αυγουσταίο), ενώ στο δεύτερο εγκατέστησε διάφορους θεσμούς, τη Βιβλιοθήκη

και δύο μικρά ιερά της Ρέας και της Τύχης.

Η σύντομη παρουσίαση των προσεγγίσεων των ερευνητών στη Βασιλική

Στοά αναδεικνύει τις μεγάλες διαφορές, αλλά και την αποσπασματικότητά τους.

Το μνημείο απασχόλησε κυρίως σε σχέση με τρία σημαντικά ζητήματα της

τοπογραφίας και της ιστορίας του δημόσιου βίου του μνημειακού κέντρου της

Πόλης: την ταύτιση της Μεγίστης Τετραστώου Αγοράς του αρχαίου Βυζαντίου,

τον προσδιορισμό της έδρας της ανώτερης εκπαίδευσης, πριν και μετά την

εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Θεοδοσίου Β’ το έτος 425, και την καταστροφή

του «Οικουμενικού Διδασκαλείου» από τον Λέοντα Γ’ κατά την έναρξη της

Εικονομαχίας, το έτος 726.1238 Στη συνέχεια της μελέτης μας θα επιχειρήσουμε να

αποκαταστήσουμε την ταυτότητα και την ιστορία της Βασιλείου Στοάς, αλλά και

να συνδέσουμε την έρευνά της με την έρευνα του μνημειακού κέντρου. Μολονότι

τα τρία ζητήματα φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους και έχουν απασχολήσει την

1234 Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 46, 201, 205.


1235 Wilkinson K.W., «Palladas and the Foundation of Constantinople», JRS 100 (2010), 179-194, κυρίως
184-185.
1236 Bardill, Constantine, 262 και σημ. 245.

1237 Potter, Constantine, 259-260.

1238 Οριστικές απαντήσεις έχουν μέχρι σήμερα δοθεί μόνο σε δευτερεύοντα θέματα, όπως η ταύτιση

της κινστέρνας της Βασιλικής Ίλλου με τη Βασιλική Κινστέρνα, η χρονολόγηση της


δραστηριότητας του Θεοδώρου Τρισεπάρχου και η αποσύνδεση των αυτοκρατορικών ανδριάντων
από τη Βασιλική.

235
έρευνα μεμονωμένα, όσο θα ξεδιπλώνεται η μελέτη μας θα γίνεται κατανοητό

πόσο πολύ συνδέονται το ένα με το άλλο.

Γ.3. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Μέσα από τις μαρτυρίες των πηγών (Γ.1.1-48) συγκεντρώνεται ένα πολύτιμο

απόθεμα πληροφοριών για τη Βασιλική, οι οποίες μας παρέχουν τη δυνατότητα

να αποκαταστήσουμε, έστω αποσπασματικά, ένα σχεδιάγραμμα της ιστορίας

του μνημείου. Οι παλαιότερες χρονολογικά μαρτυρίες αναφέρονται στην

ομιχλώδη εποχή του μύθου. Στον τόπο της Βασιλικής ο Βύζας ίδρυσε ναό με
άγαλμα της θεάς Ρέας, το οποίο οι πολίτες τιμούσαν ως Τυχαίο τον 6ο αιώνα.1239

Ο στρατηγός του Βυζαντίου Καλλιάδης ανέθεσε εδώ άγαλμα του Βύζαντα και

της Φιδάλειας συνοδευόμενο από αναθηματικό επίγραμμα.1240

Στο τέλος της δεκαετίας του 340 τα παιδευτήρια της Κωνσταντινούπολης,

στα οποία φοίτησε και ο νεαρός Ιουλιανός, λειτουργούσαν στη Βασιλική.1241 Εδώ

βρισκόταν ναός και άγαλμα της Τύχης, όπου ο αυτοκράτορας Ιουλιανός

προσέφερε δημόσιες θυσίες.1242 Σε μία τέτοια περίσταση τον έλεγξε δημόσια ο

γηραιός και τυφλός επίσκοπος Χαλκηδόνας, Μάρις.1243 Στο σύντομο διάστημα


της βασιλείας του ο Ιουλιανός οικοδόμησε στο συγκρότημα της Βασιλείου Στοάς

τη δημόσια Βιβλιοθήκη της πόλης.1244

Το έτος 412 παραχωρήθηκε σε ιδιώτες το δικαίωμα κατοχής ενός

τμήματος της Βασιλικής.1245 Κατά τα έτη 423-427 η Βασιλική καταγράφεται στην


4η ρεγιώνα της Κωνσταντινούπολης μαζί με άλλα μνημεία.1246 Το έτος 440

απαγορεύεται μία σειρά από ξένες χρήσεις του μνημείου.1247 Το έτος 476 κατά τη

1239 Ησύχιος, Γ.1.28.


1240 Ησύχιος, Γ.1.29. Πλανούδεια Ανθολογία, Γ.1.46. Το πολιτειακό αξίωμα του στρατηγού, που έχει
άμεση σχέση με την ονομασία του Στρατηγίου, τεκμηριώνεται και επιγραφικά στο Βυζάντιο, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 195.
1241 Σωκράτης, Γ.1.4. Νικηφόρος Κάλλιστος, Γ.1.47.

1242 Σωκράτης, Γ.1.5. Νικηφόρος Κάλλιστος, Γ.1.48. Στο Τυχαίο της Βασιλικής πιθανώς αναφέρεται

και ο Ιουλιανός, Ἐπιστολαί, 217.5-9 (176): «Ἰουλιανὸς πρὸς δῆμον εὐφημήσαντα ἐν τῷ Τυχαίῳ».
1243 Σούδα, Γ.1.35. Ακόμη βλ. Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 198.6-14 (V.4.8-9). Νικηφόρος

Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 496C-D.


1244 Ζώσιμος, Γ.1.7. Πιθανώς στη Βιβλιοθήκη αναφέρεται και η «επέκταση» της Βασιλικής που

μαρτυρεί ο σύγχρονος των γεγονότων Ιμέριος, Γ.1.1.


1245 Θεοδοσιανός κώδικας, Γ.1.2.

1246 Notitia Urbis, Γ.1.3.

1247 Ιουστινιάνειος κώδικας, Γ.1.6. Βασιλικά ξ’ βιβλία, Γ.1.27.

236
διάρκεια της Στάσης του Βασιλίσκου μία μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά, που

ξεκίνησε από την περιοχή των Χαλκοπρατείων, κατέστρεψε τμήμα του

συγκροτήματος της Βασιλικής στοάς και της δημόσιας Βιβλιοθήκης της Πόλης.1248

Το έτος 478 η Βασιλική ανακαινίστηκε με μέριμνα του Επάρχου Ίλλου.1249

Κατά τη βασιλεία του Ιουστίνου Α’ ο τρισέπαρχος Θεόδωρος οικοδόμησε

αψίδα με τέσσερα ανοίγματα στη Βασιλική και ανακαίνισε το ναό της Τύχης.1250

Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού κατασκευάστηκε στο

υπέδαφος της Βασιλικής η Κινστέρνα, προκειμένου να αποθηκεύει τα

πλεονάζοντα ύδατα του Αδριάνειου Υδραγωγείου κατά τους χειμερινούς

μήνες.1251 Κατά τη Στάση του Νίκα υπέστησαν καταστροφές από πυρκαγιά η

Βασιλική (προσκιόνιο) και το γειτονικό Οκτάγωνο.1252 Ο Ιουστινιανός το έτος 537

απομάκρυνε ένα Ωρολόγιο που βρισκόταν ανάμεσα στο Αυγουσταίο και τη

Βασιλική.1253 Ο ίδιος δύο χρόνια αργότερα διόρισε σώμα 12 μόνιμων δικαστών και

αναδιοργάνωσε τη δικαστική λειτουργία της Βασιλικής.1254 Το έτος 541/2

επιστρώθηκε ο αύλειος χώρος και ανακαινίστηκαν οι στοές του μνημείου από

τον Έπαρχο της Πόλης Λογγίνο.1255

Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα ο Προκόπιος1256 και ο Ιωάννης Λυδός1257

σχολιάζουν τη λειτουργία της δικαιοσύνης στα δικαστήρια της Βασιλικής. Την

ίδια περίπου εποχή μαρτυρείται στο μνημείο η διδασκαλία της επιστήμης του

Δικαίου1258 και η ύπαρξη βιβλιοπωλείων.1259 Ο έπαρχος Ιουλιανός κατά τη

διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Β’ επανατοποθέτησε στην αψίδα της

Βασιλικής το Ωρολόγιο, που είχε αφαιρέσει ο Ιουστινιανός.1260 Ο Αγαθίας

1248 Κεδρηνός, Γ.1.40. Ζωναράς, Γ.1.43. Για την πυρκαγιά, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 391-393, 1118.
1249 Ἰωάννης Ἀντιοχεὺς, Γ.1.18.
1250 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.30. Για τον Θεόδωρο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1072.

1251 Προκόπιος, Γ.1.10. Μαλάλας, Γ.1.12. Πασχάλιον Χρονικὸν, Γ.1.20. Θεοφάνης, Γ.1.125. Κεδρηνός,

Γ.1.41.
1252 Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.21-22. Θεοφάνης, Γ.1.26. Μέγας Χρονογράφος, Γ.1.39. Κεδρηνός, Γ.1.42.

1253 Μαλάλας, Γ.1.13. Για το Ωρολόγιο, βλ. Anderson, «Public Clocks», 24.

1254 Νεαρά 82, Γ.1.8.

1255 Μαλάλας, Γ.1.14. O Λογγίνος υπήρξε Έπαρχος της Πόλης κατά τα έτη 537-542, βλ. «Longinus 2»,

στο Martindale, Prosopography ΙΙΙ, 795-6.


1256 Προκόπιος, Γ.1.9-10.

1257 Ἰωάννης Λυδὸς, Γ.1.11.

1258 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.32. Βλ. Feissel, «Philadelphion», 511, σημ. 67.

1259 Αγαθίας, Γ.1.15.

1260 Παλατινή Ανθολογία, Γ.1.31. Για τον Ιουλιανό που υπήρξε Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης

κατά τα έτη 565-566, βλ. Cameron Al., «Some Prefects called Julian», BZ 47 (1997), 42-64, κυρίως 56-64.

237
παραπονιέται για τη βαρετή και αδιάφορη μελέτη δικαστικών υποθέσεων1261,

ενώ ο Μένανδρος καταφρονεί την εργασία του συνηγόρου στη Βασίλειο Στοά.1262

Στα χρόνια του Μαυρικίου μαρτυρείται ακόμη η διδασκαλία της φιλοσοφίας στη

Βασίλειο Στοά, η οποία διακόπτεται από τον Φωκά και αποκαθίσταται πάλι από

τον Ηράκλειο.1263

Από τις αρχές του 8ου αιώνα σώζονται μερικές ασαφείς πληροφορίες από

μάλλον άγνωστα γεγονότα της ζωής της Πόλης: ο Ιουστινιανός Β’ στο διάστημα

της δεύτερης ανόδου του στον θρόνο (705-711) ανέθεσε στη Βασιλική ένα

επίχρυσο γονυκλινές άγαλμα του εαυτού του και της συζύγου του Θεοδώρας,

εδώ αποδοκιμάστηκε ο Βαρδάνης (ο μελλοντικός αυτοκράτορας Φιλιππικός, 711-

713) μετά την ενθρόνιση ή την εκθρόνιση του Τιβερίου Αψιμάρου (703 ή 705), τη

Βασιλική επισκέφτηκαν πολλές φορές ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας, Τέρβελ, και ο

Χαγάνος των Χαζάρων, Γλιαβάνος, γυναικαδελφός του Ιουστινιανού και εδώ

καταβλήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά για τη διατήρηση συνθηκών ειρήνης.1264

Λίγο αργότερα, κατά τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του Λέοντα Γ’ (726),

καταστράφηκε ένα σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, γνωστό ως «Οικουμενικό

διδασκαλείο», το οποίο στεγαζόταν στο Οκτάγωνο1265 κοντά στη Βασιλική ή στην

ίδια τη Βασιλική.1266 Τέλος ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών, αφού κατέβασε τη στήλη

του «Σολομώντα» που βρισκόταν στη Βασιλική, έδωσε εντολή να αποτυπωθεί σε

αυτήν η δική του μορφή και να τοποθετηθεί στη θεμελίωση της Νέας

Εκκλησίας.1267

Επίσης βλ. «Julianus 15» στο Martindale, Prosopography ΙΙΙ, 735-736. O Anderson, «Public Clocks», 25
παρουσιάζει ως διαφορετικό αυτό το Ωρολόγιο από εκείνο που αναφέρει ο Μαλάλας, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 1251, αλλά χωρίς πειστικά επιχειρήματα.
1261 Ἀγαθίας, Γ.1.16.

1262 Μένανδρος, Γ.1.17.

1263 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Γ.1.19.

1264 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, Γ.1.23. Σούδα, Γ.1.34. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Γ.1.37. Για

σχολιασμό, βλ. Cameron-Herrin, Parastaseis, 210-215.


1265 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Γ.1.38.

1266 Ζωναράς, Γ.1.44.

1267 Συμεών Μάγιστρος, Γ.1.33. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Γ.1.36. Ο Mango, «Antique Statuary»,

62-63 θεωρεί ότι πρόκειται για αρχαίο άγαλμα καθιστού φιλοσόφου που ερμηνεύτηκε από τους
χριστιανούς ως «Σολομών». Η Bassett, Urban Image, 155-156 προσθέτει πως το άγαλμα μπορεί ακόμη
να ανήκει σε ποιητή ή κάποια άλλη προσωπικότητα των γραμμάτων και ότι η καθιστή στοχαστική
στάση είναι μία ανακάλυψη του 3ου αι. π.Χ. Κατά τη γνώμη της το άγαλμα τοποθετήθηκε στη
Βασιλική είτε κατά την ανέγερση και διακόσμησή της από τον Μ. Κωνσταντίνο σύμφωνα με τον

238
Μολονότι η Βασιλική σπάνια αποτελεί το αντικείμενο των αφηγήσεων, οι

αναφορές που παρουσιάσαμε αποτυπώνουν ενδιαφέροντα στιγμιότυπα της

ιστορίας και των λειτουργιών του μνημείου, αλλά και γεγονότα του δημόσιου ή

του καθημερινού βίου της Πόλης. Μολονότι απηχείται μία «μυθική» σύνδεση της

Βασιλικής με το αρχαίο Βυζάντιο, η παλαιότερη μαρτυρία για την παρουσία της

στο τοπογραφικό προσκήνιο της Πόλης ανάγεται πράγματι στα φοιτητικά

χρόνια του Ιουλιανού. Οι αναφορές αυξάνονται προοδευτικά κατά τον 5ο,

κορυφώνονται τον 6ο και αποκλιμακώνονται απότομα κατά τον πρώιμο 7ο

αιώνα. Με εξαίρεση την πολύ ζωντανή αφήγηση των Παραστάσεων κατά τον

πρώιμο 8ο αιώνα, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις αρχές του 9ου για να

εντοπίσουμε πάλι μαρτυρίες στις πηγές. Κατά τον 10ο αιώνα οι αναφορές στη

Βασιλική είναι περίπου όσες και τον 6ο αιώνα, αλλά στη συνέχεια θα μειωθούν

δραματικά κατά τους επόμενους τέσσερις αιώνες και εξαφανίζονται μετά τον

πρώιμο 14ο αιώνα. Είναι, όμως, αλήθεια ότι οι αναφορές μετά τον 8ο αιώνα με

εξαίρεση τον Συμεών (Γ.1.33) και την αφήγηση των Πατρίων για την

καταστροφή του διδασκαλείου (Γ.1.38) αποτελούν επανάληψη γνωστών

γεγονότων ή παλαιότερων αφηγήσεων, στις οποίες έχει χαθεί η αμεσότητα της

περιγραφής και η Βασιλική επιβιώνει περισσότερο ως ανάμνηση παρά ως

ζωντανή παρουσία στο σκηνικό της Πόλης.

Γ.4. ΘΕΣΗ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ


Η Βασίλειος Στοά αποτελεί σήμερα ένα από τα πολλά χαμένα μνημεία της
Κωνσταντινούπολης, από τα οποία δεν διατηρείται επιφανειακά κανένα υλικό

κατάλοιπο. Ωστόσο διαθέτουμε το σπάνιο πλεονέκτημα να γνωρίζουμε ακριβώς

τη θέση, καθώς και τα οικοδομήματα που συγκροτούσαν το άμεσο και ευρύτερο

μνημειακό της περιβάλλον, χάρη στην καταγραφή της στην 4η ρεγιώνα («Regio

IIII») της Notitia Urbis1268 (εικ. 2). Η Βασιλική («Basilicam») αναφέρεται μαζί με το

Χρυσό Μίλιον («Miliarium aureum»), το Αυγουσταίο («Augusteum»), ένα

Νυμφαίο («Nympheum»), τη Στοά του Φανίου («Porticum Fanionis»), τη

Ζώσιμο (εννοεί τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά), είτε μετά την ανακατασκευή της από την πυρκαγιά
του 476.
1268 Γ.1.3.

239
Μαρμάρινη Γαλέρα1269, μνημείο νίκης σε ναυμαχία («Liburnam marmoream,

navalis victoriae monumentum»), την Εκκλησία ή μαρτύριο του Αγίου Μηνά

(«Ecclesiam sive martyrium sancti Menae»), το Στάδιον («Stadium») και τη Σκάλα

του Τιμασίου («Scalam Timasi»). Η 4η ρεγιώνα1270 σύμφωνα με την περιγραφή της

εκτεινόταν από το Μίλιον μέχρι τη Βοσπόρειον Άκραν και βρισκόταν ανάμεσα

στη 2η (Ακρόπολη) και την 5η ρεγιώνα (Στρατήγιον) της Πόλης.

Η θέση της Βασιλικής Στοάς στον χάρτη της Κωνσταντινούπολης

προσδιορίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα από τον P. Gilles, όταν «ανακάλυψε»

τη Bασιλική Kινστέρνα1271 (εικ. 97). Η Kινστέρνα σύμφωνα με τη σημαντική

μαρτυρία του Ιωάννη Μαλάλα1272 και του Πασχαλίου Χρονικού1273 οικοδομήθηκε

στο υπέδαφος του αύλειου χώρου της Βασιλικής κατά το πρώτο έτος της

βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), προκειμένου να αποθηκεύσει τα

πλεονάζοντα ύδατα του Αδριάνειου Υδραγωγείου. Ο Προκόπιος αναφερόμενος

στην κατασκευή της υπόγειας κλειστής Κινστέρνας στο Περί Κτισμάτων1274 μας

προσφέρει τη σημαντικότερη οπτική περιγραφή της Βασιλικής και πολύτιμες

τεχνικές πληροφορίες, οι οποίες μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε ακριβώς

την τοπογραφική σχέση των δύο μνημείων. Η Βασιλική Στοά υπήρξε ένα πολύ

μεγάλο ορθογώνιο τετράστωο οικοδόμημα που περιέβαλλε έναν υπερμεγέθη

υπαίθριο αύλειο χώρο.1275 Εκσκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν μόνο στο

υπέδαφος της νότιας στοάς και στον αύλειο χώρο1276 καθώς η κινστέρνα

κατασκευάστηκε στο «μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς»1277, χωρίς οι εκσκαφές να

επηρεάσουν τις υπόλοιπες τρεις στοές (εικ. 98). Η ορθογώνια επιμήκης κινστέρνα

1269 Για τη μετάφραση βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 150-151. Για το μνημείο, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
1005.
1270 Σχετικά με την 4η ρεγιώνα βλ. Berger, «Regionen und Strassen», 361-362, σχ. 1. Matthews, «Notitia

Urbis», 103-104. Η Mundell Mango, «Commercial Map», εικ. 4 (βλ. εικ. 66) προτείνει ελαφρώς
διαφορετικά όρια από τον Berger.
1271 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 471-472.

1272 Γ.1.12.

1273 Γ.1.20.

1274 Γ.1.10.

1275 «κατὰ τὴν βασιλέως στοάν…αὐλή τίς ἐστιν ὑπερμεγέθης, περιμήκης μὲν καὶ εὔρους ἱκανῶς

ἔχουσα, ἐν τετραπλεύρῳ δὲ περίστυλος οὖσα…στοαί τε τὴν αὐλὴν περιβάλλουσι τέσσαρες, κατὰ


πλευρὰν ἑκάστην ἑστῶσαι».
1276 «ταύτην (αὐλὴν) τε οὖν καὶ τῶν στοῶν μίαν, ἥπερ αὐτῆς τέτραπται πρὸς ἄνεμον νότον, ἐς

βάθους μέγα τι χρῆμα κατορύξας Ἰουστινιανὸς βασιλεύς».


1277 Μαλάλας, Γ.1.12. Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.20. Θεοφάνης, Γ.1.25. Κεδρηνός, Γ.1.41: «μέσαυλον».

240
με διαστάσεις1278 138 μ. μήκος και 64,6 μ. πλάτος αναπαρήγαγε σε ελαφρώς

μικρότερο μέγεθος το σχήμα και τον προσανατολισμό του τετραστώου, στο

«μεσίαυλον», προκειμένου η βόρεια, η ανατολική και η δυτική στοά της

Βασιλικής να εδράζονται «ἐπὶ πέτρας»1279 και όχι στην οροφή της Κινστέρνας. Οι

Guilland και Mango συνδυάζοντας την αναλυτική περιγραφή του Προκοπίου με

τις καταμετρημένες εσωτερικές διαστάσεις της κινστέρνας υπολογίζουν το

αρχικό μέγεθος του Τετραστώου1280 σε τουλάχιστον 150 μ. Χ 70 μ.

Δύο πολύ σημαντικές πληροφορίες για τη μορφολογία του

οικοδομήματος μας προσφέρουν οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ. Κατά την

περιγραφή του θεάματος ενός «παμμεγέθους» αγάλματος ελέφαντα στη

Βασιλική Στοά αναφέρουν: «Ἐν γὰρ τῇ αὐτῇ χρυσορόφῳ Βασιλικῇ τὸν ἐλέφαντα

παραμένειν εἰς θέαμα ἐξαίσιον, ὅρον γὰρ εἶναι πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν

τῶν οβ’ ἔλεγον».1281 Στα Πάτρια αναπαράγεται: «ἐν αὐτῇ τῇ Βασιλικῇ

χρυσορόφῳ…ὅρος δὲ ἦν πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν».1282 Μία μεγάλη

μνημειακή εξωτερική κλίμακα, που λειτουργεί και ως τοπογραφικός

προσδιορισμός, βρισκόταν σε κάποια από τις τέσσερις πλευρές του

οικοδομήματος. Συγχρόνως και οι δύο πηγές μάς πληροφορούν ότι η οροφή της

Βασιλικής ήταν επενδυμένη με φύλλα χρυσού.

Αυτή η τελευταία πληροφορία επιβεβαιώνεται από τον νόμο του έτους

4401283, όπου η Βασιλική προσδιορίζεται ως «Basilicam inauratam et marmoribus

decoratam…», προφανώς για να διακριθεί από την «Basilicam Theodosianam»1284

της 8ης ρεγιώνας, που ο Θεοδόσιος Α’ κατασκεύασε στον ομώνυμο Φόρο του. Στα

Βασιλικά ξ’ βιβλία η ίδια φράση του νόμου διασώζεται σε ελληνική μετάφραση:

«[Ἡ] βασιλικὴ κεχρυσωμένη καὶ μεμαρμαρ[ωμέν]η…».1285 Οι αναφορές αυτές

υποδεικνύουν τον πολυτελή διάκοσμο του μνημείου, την επιχρύσωση των

1278 Müller-Wiener, Bildlexikon, 285, σχ. 323.


1279 «οὐκ ἐπὶ γεώδους ἐδάφους τοῖς αὐτὴν δειμαμένοις, ἀλλ’ ἐπὶ πέτρας πεποιημένη».
1280 Guilland, «Basilique», 6. Mango, Brazen House, 49. Στον άξονα ανατολής-δύσης προσθέτουν το

πλάτος και των δύο στοών, περίπου 6 μ. η καθεμία. Στον άξονα βορρά-νότου υπολογίζουν μόνο το
πλάτος της βόρειας στοάς (6 μ.).
1281 Γ.1.23.

1282 Γ.1.37.

1283 Ιουστινιάνειος Κώδικας, Γ.1.6.

1284 Notitia Urbis, 236, ΙΧ.9. Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1085.

1285 Γ.1.27.

241
ξύλινων οροφών των στοών του, την επίστρωση των δαπέδων του με πολυτελή

μάρμαρα, ίσως ακόμη και των τοίχων του με ορθομαρμαρώσεις.

Σήμερα δεν σώζεται κανένα υλικό κατάλοιπο από τη Βασιλική Στοά. Η

μοναδική εκσκαφική-ανασκαφική δραστηριότητα1286 είδαμε νωρίτερα ότι έλαβε

χώρα το έτος 1934 στην οδό Yerebatan κατά την ανέγερση οικιών, όταν

εντοπίστηκαν μεγάλες ορθογώνιες πλάκες από προκοννήσιο μάρμαρο από την

πλακόστρωση του αύλειου χώρου της Βασιλικής. Με βάση τα ευρήματα ο

Mamboury καταλήγει στη διαπίστωση ότι ολόκληρη η επιφάνεια της Κινστέρνας

αποτελούσε μία εσωτερική ορθογώνια πλακοστρωμένη αυλή περιμετρικά της

οποίας αναπτυσσόταν μία ζώνη οικοδομημάτων. Η διαπίστωσή του

επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Προκοπίου για τη μορφή του μνημείου.

Με βάση τα στοιχεία αυτά η Βασίλειος Στοά χωροθετείται με ακρίβεια

στο ΒΔ άκρο του αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης,

βόρεια της ανατολικής απόληξης της Μέσης Οδού (εικ. 3). Γύρω της

αναπτύσσονταν τα σημαντικότερα μνημεία της Πόλης: βόρεια ο ναός της

Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, βορειοανατολικά η Αγία Ειρήνη, ανατολικά η

Αγία Σοφία, νοτιοανατολικά το Αυγουσταίο, το Μίλιον, οι Θέρμες του Ζευξίππου

και το Ιερό Παλάτιο, νότια ο Ιππόδρομος. Ουσιαστικά μαζί με τον Ιππόδρομο

οριοθετούσαν το δυτικό άκρο του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης,

το οποίο αποτέλεσε το τοπογραφικό και αρχιτεκτονικό πλαίσιο καθώς και τον

ιστορικό χώρο όπου η Βασίλειος Στοά εξελίχτηκε ως μνημειακό οικοδόμημα και

επιφορτίστηκε με σημαντικές δραστηριότητες του δημόσιου βίου της Πόλης.

Γ.5. ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ

Η Βασιλική Στοά της Κωνσταντινούπολης ως οικοδόμημα και λειτουργικός

χώρος εντάσσεται στην παράδοση των κοσμικών βασιλικών του Forum και του

μνημειακoύ κέντρου της ελληνορωμαϊκής πόλης. Οι ονομασίες «Βασιλική

(στοά)» και «Βασιλέως/Βασίλειος Στοά» είχαν, ήδη, μακρά ιστορία πίσω τους και

συγκεκριμένο σημασιολογικό και αρχιτεκτονικό περιεχόμενο πολύ πριν από την

ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Στο σημείο αυτό θα διερευνήσουμε την

1286 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 274.

242
καταγωγή, το τυπολογικό περιεχόμενο και την εξέλιξη της σημασίας των δύο

κύριων ονομασιών του μνημείου με ειδική αναφορά στην ύστερη αρχαιότητα. Τα

συμπεράσματα θα μας επιτρέψουν να αξιολογήσουμε κριτικά τους

διαφορετικούς τύπους ονομάτων που συναντήσαμε στις πηγές.

Ο όρος «Βασιλέως/Βασίλειος Στοά» είναι σαφώς αρχαιότερος, καθώς

απαντάται στην αρχαία γραμματεία κυρίως ως ονομασία μιάς μικρής στοάς (18

μ. Χ 7,5 μ.), που οικοδομήθηκε στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.

στη βορειοδυτική γωνία της Αγοράς των Αθηνών1287 (εικ. 99-100). Αργότερα

προστέθηκαν από μία πτέρυγα στα δύο άκρα του κτηρίου, με αποτέλεσμα να

πάρει τη μορφή στοάς σχήματος Π (εικ. 101-102). Η Βασίλειος Στοά αποτελούσε

την έδρα του δευτέρου ιεραρχικά άρχοντα της αθηναϊκής δημοκρατίας, του

άρχοντος βασιλέως, όπως σημειώνει ο Παυσανίας κατά το γ’ τέταρτο του 2ου αι.

μ.Χ.: «Πρώτη δέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ καλουμένη στοὰ βασίλειος, ἔνθα καθίζει βασιλεὺς

ἐνιαυσίαν ἄρχων ἀρχὴν καλουμένην βασιλείαν».1288

Ο Αριστοτέλης στην Ἀθηναίων Πολιτεία1289 αναφέρει ότι οι Αθηναίοι

ανέγραψαν τους νόμους του Σόλωνα σε ξύλινους «κύρβεις», τους οποίους

έστησαν στη Βασίλειο Στοά. Γύρω στο έτος 400 π.Χ. το μνημείο είχε αναδειχτεί σε

ένα είδος αρχείου, όπου φυλασσόταν, χαραγμένο σε λίθινες στήλες και

εκτεθειμένο σε δημόσια θέα, ένα επίσημο αντίγραφο των παλαιών νόμων της

αθηναϊκής πολιτείας.1290 Παράλληλα η Βασίλειος Στοά σχετιζόταν και με τη

δικανική διαδικασία, καθώς ο άρχων βασιλεύς μαζί με τα θρησκευτικά του

καθήκοντα ήταν και ο κύριος εισηγητής σε δίκες ασεβείας και φόνου.1291 Στο

1287 Camp, Αρχαία Αγορά, 76-78 και 127-134. Coulton, Greek Stoa, 219-220. Παπαχατζής, Ἀττικὰ, 172-
175, σημ. 1.
1288 Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις, Ι.3.1-2, ο οποίος ερχόταν από την περιοχή του Κεραμεικού.

1289 Ἀριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, VII.1: «Ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς κύρβεις

ἔστησαν ἐν τῇ στοᾷ τῇ βασιλείῳ καὶ ὤμοσαν χρήσεσθαι πάντες».


1290 Χαρακτηριστικά στους τελευταίους στίχους μιάς επιγραφής, που ανέγραφε τον νόμο περί

Ανθρωποκτονίας του Δράκοντα και στήθηκε στη Βασίλειο Στοά κατά το έτος 409/8 π.Χ.,
παραγγέλλονταν οι αναγραφείς να χαράξουν τον νόμο σε λίθινη στήλη και να τον τοποθετήσουν:
«πρόσθεν τες στοᾶς τες βασιλείας», βλ. IG I2, 115.4.
1291 Gagarin M., «The Basileus in Athenian Homicide Law», στο Flensted-Ɉensen P. - Nielsen T.H. -

Rubinstein L. (επιμ.), Polis & Politics, Studies in Ancient Greek History, Κοπεγχάγη 2000, 569-579. Η
κατηγορία εναντίον του Σωκράτη το έτος 399 π.Χ. για αδίκημα ασεβείας, που ενέπιπτε στη
δικαιοδοσία του άρχοντος βασιλέως, εκτυλίχτηκε με φόντο τη Βασίλειο Στοά. Ο Ευθύφρων στην
αρχή του ομώνυμου Πλατωνικού διάλογου ρωτά τον φιλόσοφο «τί νεώτερον γέγονεν, ὅτι τὰς ἐν
Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβάς, περὶ τὴν τοῦ βασιλέως στοὰν διέτριβε», ενώ στο τέλος του διαλόγου
Θεαίτητος, 210D, ο Σωκράτης πληροφορεί τους φίλους του ότι πρέπει να παρουσιαστεί στη Στοά

243
κέντρο της πρόσοψης της Στοάς τοποθετήθηκε γύρω στο 330 π.Χ. μνημειακό

μαρμάρινο άγαλμα της θεάς της δικαιοσύνης, Θέμιδος. Ακόμη στον Κατ’

Ἀριστογείτονος λόγο αναφέρεται πως και η «ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ» συνεδρίαζε

ενίοτε «καθεζομένη ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ».1292

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο συναντάμε σπάνια την ονομασία και με

ευρύτερο σημασιολογικά περιεχόμενο. Ο Ιώσηπος αναφέρει μία «βασίλειον

στοὰν τριπλῆν»1293 που έκτισε ο Ηρώδης στη μία πλευρά του αύλειου χώρου του

Ναού στην Ιερουσαλήμ. Ο Coulton1294 παρατηρεί πως η ονομασία του Ιωσήπου

μπορεί εξίσου να δηλώνει οικοδόμημα με χαρακτηριστικά βασιλικής ή το

μεγαλοπρεπές έργο βασιλέα. Η αναφορά της ονομασίας από τον Ιούλιο

Πολυδεύκη1295 κατά τον ύστερο 2ο αιώνα μ.Χ. ανάμεσα σε άλλους τύπους

οικοδομημάτων, μάλλον τον συσχετίζει με συγκεκριμένο είδος οικοδομήματος,

αλλά δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη σημασία του.

Από την άλλη πλευρά, ο όρος «Βασιλική (στοά)» φαίνεται ότι δεν

σχετίζεται με αρχέτυπο οικοδόμημα, αλλά με συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο,

δηλαδή επίμηκες δρομικό κτήριο, που χωρίζεται με εσωτερικές κιονοστοιχίες σε

δύο ή περισσότερα κλίτη.1296 O όρος φαίνεται ότι αποτελεί αντιδάνειο από το

λατινοποιημένο «Basilica»1297, οι παλαιότερες αναφορές του οποίου βρίσκονται σε

δύο κωμωδίες του Πλαύτου1298 που χρονολογούνται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ.

Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος1299 αναφέρει ότι πριν από το έτος 210 π.Χ. δεν υπήρχαν

βασιλικές στη Ρώμη, ενώ λίγο αργότερα σημειώνει την ανέγερση της Basilica

Porcia1300 από τον M. Porcius Cato το 184 π.Χ., της αρχαιότερης γνωστής

του Βασιλέως για να απαντήσει στην κατηγορία που του έκανε ο Μέλητος. Εξαιτίας του μικρού
μεγέθους και του χαρακτήρα του μνημείου φαίνεται ότι δεν γίνονταν εδώ οι δίκες. O Camp, Αρχαία
Αγορά, 133, θεωρεί πως ο Σωκράτης αναφέρεται στην έγκληση, δηλαδή στην προδικαστική έκθεση
των επιχειρημάτων του κατηγόρου.
1292 Κατ’ Ἀριστογείτονος, Α.23. Αποδίδεται στον Δημοσθένη ή σε άγνωστο συγγραφέα.

1293 Ιώσηπος, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία, XV.11.5.

1294 Coulton, Greek Stoa, 181.

1295 Ἰούλιος Πολυδεύκης, Ὀνομαστικὸν, IX.44: «Ἐπὶ θεάτρῳ δὲ, καὶ στάδιον, ἱππόδρομον, ὠδεῖον,

βουλευτήριον, ἀγορὰν, δικαστήριον, βασίλειον αὐλὴν, βασίλειον στοὰν, βασίλειον δικαστήριον·».


1296 Richardson, Topographical Dictionary, 50.

1297 Coulton, Greek Stoa, 180-181. Παρόμιο αντιδάνειο υπήρξε ο όρος μάκελλος βλ. Ευαγγελίδης,

Αγορά, 186 και σημ. 778.


1298 Plautus, Curculio, στιχ. 470-482. Plautus, Captivi, στιχ. 813-815.

1299 Titus Livius, Historia Romana, XXVI.27.2-4.

1300 Στο ίδιο, XXXIX.44.7.

244
Βασιλικής. Μολονότι έχει υποστηριχτεί ότι η λέξη «Basilica» θα συνόδευε αρχικά

ως επίθετο τον όρο «Porticus»1301 (στοά), λίγο μετά την εμφάνιση της πρώτης

Βασιλικής στη Ρώμη οι δύο όροι αναφέρονται σε διαφορετικές κατηγορίες

κτηρίων.1302 Μολονότι η ερμηνεία της ονομασίας και ο εντοπισμός

αρχιτεκτονικών αρχετύπων συνθέτουν ένα αρκετά πολύπλοκο ζήτημα1303,

ολοένα και περισσότερο γίνεται κατανοητό ότι τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του

οικοδομήματος εντοπίζονται στις βασιλικές αίθουσες υποδοχής των

ελληνιστικών, κυρίως των Πτολεμαϊκών ανακτόρων.1304

O συνήθης τύπος βασιλικής1305 κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους φέρει

εσωτερικά περιμετρική κιονοστοιχία, ενώ το μεσαίο τμήμα του κτίσματος

υψώνεται εν είδει φωταγωγού πάνω από τις στέγες των πλαγίων κλιτών (εικ.

103-105). Υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία στη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου,

στη θέση των εισόδων στις μακρές ή τις στενές πλευρές, στη διαμόρφωση

ορθογώνιων ή ημικυκλικών αψίδων. Κατά τον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ.

κατασκευάστηκε ένας περιορισμένος αριθμός βασιλικών στη Ρώμη και στα

Forum μερικών αποικιών της στην Ιταλία. Συχνά στο εσωτερικό του κτηρίου

υψωνόταν το τριβουνάλιο1306, ένα υψηλό πόδιο, από όπου ο ανώτατος άρχοντας

της πόλης ασκούσε τη δικαστική εξουσία.

1301 Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 51.


1302 Coulton, Greek Stoa, 180 και σημ. 5. Ενδεικτικά η Βasilica Aemilia (Paulli), που κατασκευάστηκε το
έτος 179 π.Χ., είναι διαφορετικό μνημείο από την Porticus Aemilia, που κατασκευάστηκε την ίδια
περίοδο, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 54-56 & 311-312.
1303 Ο Gros, Architecture Romaine Ι, 235-237 και ο ίδιος, «Basilica», 612, θεωρεί ότι ο αρχικός όρος ήταν

«basilica aula» και αποτελούσε μεταγραφή του «Atrium regium», ενός οικοδομήματος του Forum
Romanum της αρχαϊκής περιόδου, το οποίο κατά τη γνώμη του υπήρξε ο πρόγονος της ρωμαϊκής
βασιλικής. Ο Coulton, Greek Stoa, 180-182 θεωρεί ότι αρχέτυπο υπήρξε κάποιο κτίσμα της ελληνικής
Ανατολής, που ονομαζόταν «Βασιλικὴ Στοὰ», ενώ κατά τη μεταφορά του τύπου στη Δύση εξέπεσε
η λέξη Στοὰ. Την υπόστυλη αίθουσα της Δήλου, βλ. Leroux G., Délos, II.1, La Salle Hypostyle, Παρίσι
1909, την αντιλαμβάνεται απλώς ως παράλληλη αρχιτεκτονική εξέλιξη.
1304 Ενδεικτικά βλ. Ginouvès R., «Aux Origines de la Basilique», στο Jentel M.-O., Deschênes-Wagner G.

(επιμ.), Tranquillitas: mélanges en l’honneur de Tran Tam Tinh, Κεμπέκ 1994, 207-216. Welch K., «A new
view of the origins of the Basilica: the Atrium Regium, Graecostasis, and Roman diplomacy», JRA 16
(2003), 5-34, ειδικά 3-15 για την εξέλιξη της έρευνας. Wilson R.J.A., «On the origin of the Roman civic
Basilica», στο Omni pede stare. Saggi architettonici e circumvesuviani in memoriam J. de Waele, Νάπολη 2005,
129-139.
1305 Για τη εξέλιξη και την σημασία της βασιλικής κατά τη δημοκρατική περίοδο, βλ. Nünnerich-

Asmus, Basilika, 5-24. Για την αρχιτεκτονική εξέλιξη της κοσμικής Βασιλικής, βλ. Gros, Architecture
Romaine Ι, 238-260. Για τις παραλλαγές στις αναλογίες με γεωγραφική και χρονολογική κατανομή,
βλ. Scotton, «Basilica at Fano».
1306 David, «Τribunal», 222-228.

245
Από την εποχή της βασιλείας του Αυγούστου η θέση και η χρήση της

βασιλικής αναβαθμίζονται. Το μνημείο αποκτά κεντρική θέση στον σχεδιασμό

του Forum, του οποίου συνήθως καταλαμβάνει τη μία στενή πλευρά σε αξονική

σχέση απέναντι από το Καπιτώλιο ή τον ναό της αυτοκρατορικής λατρείας1307

(εικ. 15, 106-108). Πλέον στο κέντρο του στενού ή μακρού άξονα της βασιλικής

συναντάμε ορθογώνια ή ημικυκλική αψίδα, που έχει ερμηνευθεί ως aedes

Augusti1308, χώρος με στοιχεία αυτοκρατορικής λατρείας, όπου συνήθως υπήρχαν

αγάλματα της αυτοκρατορικής οικογένειας. Με έντονη συμβολική σημασία το

παλαιό τριβουνάλιο συνδυάστηκε με τον χώρο τιμής προς τον αυτοκράτορα, από

τον οποίο οι κοινοτικοί άρχοντες αντλούσαν πλέον την εξουσία τους1309 (εικ. 109).

Μέχρι και τον 2ο αιώνα μ.Χ. σχεδόν όλα τα παλαιά Forum των μεγάλων πόλεων

της αυτοκρατορίας ανακαινίστηκαν με την ίδρυση βασιλικών, ενώ όλες σχεδόν

οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν, εφοδίασαν τα δημόσια κέντρα τους με αυτό τον

τύπο οικοδομήματος1310 (εικ. 110). Ουσιαστικά η βασιλική υπήρξε ένας τύπος

κτηρίου-πολυχώρου με ποικίλες χρήσεις. Λειτούργησε ως έδρα των κρατικών

αξιωματούχων, στέγασε πολιτικές, δικαστικές, και κοινοτικές λειτουργίες,

συναθροίσεις πολιτών και ασφαλώς διαφόρων τύπων εμπορικές δραστηριότητες.

Ο Zanker1311 παρατηρεί ότι μέσα στη βασιλική ενσωματώθηκε η πολιτική και

δικαστική ταυτότητα της ρωμαϊκής πόλης.

Ο όρος «στοαὶ βασιλικαί»1312 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον

Στράβωνα στα χρόνια του Αυγούστου κατά την αναφορά του στις βασιλικές της

Ρώμης, αλλά η χρήση του όρου υπήρξε σπάνια κατά τους αυτοκρατορικούς

χρόνους.1313 Επιγραφικά στην ελληνική Ανατολή δύο κτήρια μαρτυρούνται ως

1307 Gros, «Forum», 45-52. Με την αναβάθμιση του ρόλου της βασιλικής διαμορφώθηκε το τριμερές
Forum (πλατεία, ναός, βασιλική), το οποίο αποτέλεσε βασικό συστατικό του ρωμαϊκού χαρακτήρα
(romanitas) της αρχαίας πόλης. Ειδικά για την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο, βλ. Nünnerich-
Asmus, Basilika, 55-81.
1308 Gros, «Forum», 47-57. Ακόμη, βλ. Nünnerich-Asmus, Basilika, 99-106.

1309 David, «Τribunal», 228-241.

1310 Laurence-Cleary-Sears, City in Roman West, 170-202. Ενδεικτικά ο Scotton, «Basilica at Fano», 43-47,

πιν. 1, παρουσιάζει έναν κατάλογο όλων των γνωστών βασιλικών, που ανέρχονται σε 154. Από
αυτές μία δεκάδα περίπου χρονολογούνται στη δημοκρατική περίοδο, 23 κατασκευάστηκαν στα
χρόνια της δημόσιας δράσης του Οκταβιανού Αυγούστου, περίπου 40 κατά τον υπόλοιπο 1ο και 35
κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.
1311 Zanker, «City as symbol», 36-37.

1312 Στράβων, Γεωγραφικά, V.3.8.

1313 Coulton, Greek Stoa, 180-181.

246
Βασιλικές Στοές, το πρώτο στην Αγορά της αρχαίας Θήρας 1314 και το δεύτερο με

δίγλωσση επιγραφή στην «πολιτική» Αγορά της Εφέσου1315 (εικ. 111-112). Όμως,

στην Ανατολή ο αρχιτεκτονικός τύπος της Βασιλικής ακολούθησε διαφορετική

πορεία απ’ ό,τι στη Δύση. Μία σειρά από βασιλικές, οι οποίες καταλαμβάνουν τη

μία πλευρά των αγορών μεγάλων πόλεων, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που

συνδυάζουν την κάτοψη της βασιλικής με τυπολογικά στοιχεία της στοάς.1316 Οι

Βασιλικές της Εφέσου (176,4 μ. Χ 20 μ.), της Σμύρνης (159 μ. Χ 27 μ., εικ. 113), της

Κρήμνας (57 Χ 21 μ., εικ. 114), της Κυρήνης (περ. 94 μ. Χ 24 μ., εικ. 115), της

Αφροδισιάδος (περ. 146 μ. Χ 29 μ., εικ. 116), της Ασκάλωνος (87,9 μ. Χ 34 μ.) και

της Ασπένδου (105,5 μ. Χ 26,9 μ.) με τις ιδιαίτερα επιμήκεις διαστάσεις, τη

δρομική, με μονή ή διπλή κιονοστοιχία, διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου, τη

δυσδιάκριτη διαφοροποίηση του κεντρικού κλίτους από τα πλαϊνά και την

ανοικτή στωική διαμόρφωση της πλευράς προς την πλατεία της Αγοράς

θυμίζουν έντονα τα μεγάλα στωικά οικοδομήματα των ελληνιστικών χρόνων.

Σχεδόν όλα αυτά τα μνημεία χρονολογούνται κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ. και

αποτυπώνουν την ισχυρή παράδοση των στωικών οικοδομημάτων στον ελληνικό

κόσμο της Ανατολής.

1314 Τιμητικό ψήφισμα της Βουλής και του Δήμου των Θηραίων (μέσα 2ου αι. μ.Χ.) προς τιμή του
Τίτου Φλάβιου Κλειτοσθένη Κλαυδιανού που ανακαίνισε τη Βασιλική Στοά και άλλα δημόσια
οικοδομήματα: «….τὴν ἐν τῇ πόλει Βασιλικὴν
στοάν, ἔργον ἀρχαῖον καὶ διαπρεπὲς καὶ οἷον οὐκ [ἄ]λ-
λο [π]ρ[ο]κόσ[μη]μα ἐν τῇ πόλει, κατηρειμμένον ἐκ πολ-
λῶν [ἤδη χρ]όνων ἐ[κ] τῶν ἰδίων κατασκευάσειν».
IG XII.3, 326.18-21 (Θήρας). Επίσης βλ. Balty, Curia Ordinis, 391-393. Ευαγγελίδης, Αγορά, 125-128.
1315 To μνημείο αναγράφεται ως «Βασιλική» στα λατινικά και «Βασιλική Στοά» στα ελληνικά, βλ.

Waelkens, «Hellenistic and Roman Influences», 88, σημ. 112. Για την επιγραφή, που με βάση τους
επίσημους τίτλους του Αυγούστου χρονολογείται κατά τα έτη 2-14 μ.Χ., βλ. Börker C. - Merkelbach
R. - Engelmann H. - Knibbe D. (επιμ.), Die Inschriften von Ephesos, II, Nr. 101-599, Repertorium, IK 12,
Βόννη 1979, 132-133, αρ. 4. Knibbe D. - Büyükkolana M., «Die Bauinschrift der Basilica auf dem sog.
Staatmarkt von Ephesos», ÖJH 59 (1989), 43-45. Knibbe D. - Engelmann H. - Iplikçioğlu B., «Neue
Inschriften aus Ephesos XII», ÖJH 62 (1993), 148-149, αρ. 80. Για το μνημείο, βλ. Scherrer, «Ephesos», 5-
6. Gros, Architecture Romaine Ι, 245-246. Σιδέρης, Έφεσος, 137-138.
1316 Gros, Architecture Romaine Ι, 245-248. Coulton, Greek Stoa, 182-183. Για τις διαστάσεις ακόμη, βλ.

Scotton, «Basilica at Fano», 70, πίν. 15, ο οποίος απαριθμεί συνολικά 19 βασιλικές στο ανατολικό
τμήμα της αυτοκρατορίας, οι 15 τουλάχιστον από τις οποίες χρονολογούνται κατά τους 1ο και 2ο
αιώνα. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν και η ρωμαϊκή Βασιλική της Αγοράς των Αθηνών, βλ.
Camp, Αρχαία Αγορά, 229-231 και η Βασιλική της Αφροδισιάδος, βλ. Stinson P. «Local Meanings of
the Civil Basilica at Aphrodisias: Image, Text, and Monument», στο Cavalier-Descat-des Courtils,
Basiliques et Agoras, 107-126.

247
Κατά τον 3ο αιώνα η γενικότερη υποχώρηση της οικοδομικής

δραστηριότητας επηρέασε και την ανέγερση των κοσμικών βασιλικών.1317

Εντούτοις η εξέχουσα σημασία των μνημείων αυτών, ως χώρων υποδοχής,

αναδείχτηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Τετραρχίας στο πλαίσιο των

αυτοκρατορικών προγραμμάτων, που υλοποιήθηκαν στη Νικομήδεια1318, στη

Θεσσαλονίκη1319 (εικ. 117), στους Τρεβήρους1320 (εικ. 118), στη Ρώμη1321 (εικ. 119),

πιθανώς και την Αντιόχεια.1322 Ενδεικτικά, η ανέγερση αυτή την περίοδο της

μεγαλύτερης βασιλικής όλων των εποχών, της Basilica Constantiniana1323, με

διαστάσεις 100 μ. Χ 65 μ. και εμβαδόν 6.240 τ.μ. έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα

μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα της κλασικής αρχαιότητας.1324 Με βάση

τα διαθέσιμα στοιχεία, κοσμικές βασιλικές συνέχισαν να οικοδομούνται και μετά

από αυτή την περίοδο.1325

1317 Ο Scotton, «Basilica at Fano», 70, πιν. 15, καταγράφει συνολικά 9 βασιλικές κατά τον 3ο αιώνα,
από τις οποίες μόνο μία στο ανατολικό τμήμα (Άσπενδος).
1318 Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, De Mortibus Persecutorum, 7.8-10, ο Διοκλητιανός στην προσπάθειά

του να εξισώσει τη Νικομήδεια με τη Ρώμη, έκτισε μία σειρά οικοδομημάτων, ανάμεσα στα οποία
και βασιλικές.
1319 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 422-424. Βασιλική οικοδομήθηκε, πιθανώς, ως

αίθουσα υποδοχής στο ανατολικό τμήμα του Γαλεριανού Ανακτόρου σε επαφή με τον Ιππόδρομο.
1320 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 103-105. Βασιλική οικοδομήθηκε από τον

Κωνστάντιο ή τον Κωνσταντίνο ως αίθουσα υποδοχής των Ανακτόρων.


1321 Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά συγκροτήματα, 77-80. Bauer, Stadt, 57-59. Ο Μαξέντιος ξεκίνησε

να οικοδομεί και ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε μετά το 313 την ανέγερση της Basilica Nova ή
Constantiniana δίπλα στο Forum Romanum.
1322 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 244.36-40 (ΧΙΙΙ.3): «ὁμοίως δὲ ἔκτισεν (Κωνσταντῖνος) καὶ τὴν

λεγομένην Ῥουφίνου βασιλικήν· ἦν γὰρ τοῦτο ἱερὸν τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ἐλυσεν αὐτὸ Ῥουφῖνος ὁ
ἔπαρχος τῶν ἱερῶν πραιτωρίων…καὶ ἐπλήρωσε τὴν αὐτὴν βασιλικὴν ἐπανερχομένου τοῦ αὐτοῦ
βασιλέως ἐπὶ Ῥώμην». Όμως, οι Jones–Martindale–Morris, Prosopography I, 779 θεωρούν ότι η
αναφορά αυτή, πιθανώς, αποδίδει στον Κωνσταντίνο τη Βασιλική, που ο Έπαρχος Πραιτωρίων
Ρουφίνος οικοδόμησε σύμφωνα με τον Ζώσιμο κατά το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου Α’, βλ.
κατωτέρω, υποσημ. 1323.
1323 Σε μέγεθος συγκρινόταν μαζί της μόνο η Basilica Ulpia στο Φόρο του Τραϊανού με διαστάσεις

113,8 μ. Χ 54,5 μ. και εμβαδόν 6.202,1 τ.μ. Η αμέσως επόμενη σε μέγεθος Βασιλική της Σμύρνης (159
μ. Χ 27 μ.) είχε εμβαδόν 4.293 τ.μ. και ακολουθούσαν η Ιουλία Βασιλική της Ρώμης (89 μ. Χ 41 μ.,
3.649 τ.μ.), η Βασιλική της Καρχηδόνας (83,28 μ. Χ 43,36 μ., 3.611,02 τ.μ.) και η Σεβηριανή Βασιλική
της Μεγάλης Λέπτιδος (88,8 μ. Χ 36 μ., 3.196,8 τ.μ.). Για τις μετρήσεις, βλ. Scotton, «Basilica at Fano»,
43-47, πίν. 1.
1324 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 426-428.

1325 Ο Scotton, «Basilica at Fano», 70, πίν. 15, καταγράφει συνολικά 10 κοσμικές βασιλικές, που

ανεγέρθηκαν κατά τον 4ο αιώνα, αλλά καμία στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Επίσης
εξακολούθησαν στις πηγές να απαντούν κοσμικά μνημεία με την ονομασία «βασιλική» ή
«βασίλειος στοά». Ενδεικτικά, βλ. Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 261.56-57 (XIΙΙ.30): «Καὶ
ποιήσας (Βάλης) ἄλλην βασιλικὴν κατέναντι τοῦ Κομμοδίου καὶ κοσμήσας τὰς τέσσαρας
βασιλικὰς κίοσι μεγάλοις Σαλωνιτικοῖς…». Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 219.14-16 (V.2.4): «ὃ δὲ (Ρουφίνος)
τιθασσεύων τὸν δῆμον βασιλικὴν ᾠκοδόμει στοάν, ἧς οὐδὲ ἓν ἡ πόλις (Ἀντιόχεια) ἔχει
διαπρεπέστερον οἰκοδόμημα». Ο Ρουφίνος διετέλεσε Έπαρχος Πραιτωρίων της Ανατολής επί

248
Η κατασκευή αντίστοιχου οικοδομήματος φαίνεται αδιανόητο να μην είχε

συμπεριληφθεί στο οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου στην Πόλη του. Ο

Μαλάλας και το Πασχάλιο Χρονικό μας ενημερώνουν ότι το οικοδόμημα αυτό

στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε η Σύγκλητος: «κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν

ἔχουσαν κόγχην…ἥνπερ ἐκάλεσεν Σενᾶτον…».1326 Η κόγχη-αψίδα υπήρξε

κατασκευή συνηθισμένη στις βασιλικές, όπως είδαμε νωρίτερα, αλλά και στα

κτήρια των τοπικών πρυτανείων (Curia).1327 H Σύγκλητος της

Κωνσταντινούπολης ως βασιλική με κόγχη δεν παραπέμπει αρχιτεκτονικά στο

κτήριο της Curia Senatum1328 του Forum Romanum, αλλά μάλλον στη Basilica

Constantiniana.

Στην Κωνσταντινούπολη εκτός από τη βασιλική με κόγχη (οικοδομικός

τύπος), τη Βασιλική-Βασίλειο Στοά (ονομασία), αναφέρεται ακόμη η Basilicam

Theodosianam1329 στην 8η ρεγιώνα. Ο Mango1330 με βάση την περιγραφή του

Κεδρηνού1331 αποκαθιστά τις διαστάσεις του μνημείου (80 μ. Χ 28 μ.), την

εσωτερική αρχιτεκτονική διαρρύθμισή του με την οροφή να φέρεται από δύο

κιονοστοιχίες με 12 κίονες στον άξονα βορρά-νότου και κτιστούς πεσσούς στον

άξονα ανατολής-δύσης, και την τοπογραφική σχέση του, στο νότιο άκρο και

κάθετα, ως προς τον Φόρο του Θεοδοσίου και, παράλληλα, ως προς τη Μέση Οδό.

Ο ερευνητής καταλήγει ότι το συγκρότημα Φόρου, Βασιλικής και Στήλης του

Θεοδοσίου Α’ και Αρκαδίου (392-395), βλ. Jones-Martindale-Morris, Prosopography I, 778-781 (Flavius


Rufinus 18). Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 280.82-84 (XIV.13): «Ἔκτισε δὲ καὶ ἐν Ἀντιόχεια τῇ
μεγάλῃ βασιλικὴν διάφωτον μεγάλην, πάνυ εὐπρεπῆ, κατέναντι οὖσαν τῶν λεγομένων Ἄθλων,
ἥντινα οἱ Ἀντιοχεῖς καλοῦσι τὴν Ἀνατολίου…», πρόκειται για τον magister utriusque militiae per
Orientem, Ανατόλιο, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του το έτος 433, βλ. Martindale, Prosopography
ΙΙ, 84-86 (Fl. Anatolius 10).
1326 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 246.2-4 (ΧΙΙΙ.8). Πασχάλιον Χρονικόν, 528.21-529.1. Ο όρος

βασιλική χρησιμοποιείται εδώ ως αρχιτεκτονικός τύπος και όχι ως ονομασία του οικοδομήματος.
Εντούτοις εξαιτίας αυτού του χωρίου αρκετοί παλαιοί μελετητές, όπως είδαμε, ταύτισαν ή
συσχέτισαν τη Βασιλική-Βασίλειο Στοά με τη Σύγκλητο. Μάλιστα ο Balty, Curia Ordinis, 285 θεωρεί
ότι η Σύγκλητος ταυτίζεται με την αψίδα της Βασιλικής-Βασιλείου Στοάς.
1327 Macdonald, Urban Appraisal, 122. Balty, Curia Ordinis, 604-607. Για τη σχέση Βασιλικής και Curia,

βλ. στο ίδιο, 255-407.


1328 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 980.

1329 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1085.

1330 Mango, Développement urbain, 43-45.

1331 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 610.15-22: «ἐν δὲ τῷ ταύρῳ οἶκον καὶ αὐτὸν τοῖς λογάσι καὶ τῷ

βασιλεῖ ἐπιτήδειον, τοῖς μὲν εἰς τὸ συνιέναι καὶ τῶν πρακτέων διασκοπεῖν, τῷ δὲ ἐν τῇ ὑπάτῳ
προκαθημένῳ βουλῇ, ἐν δυοκαίδεκα ποικίλοις κίοσιν ἐκ Τρωϊκῆς λίθου, πέντε καὶ εἴκοσι ποδῶν
ἔχουσιν ὕψος, φέρουσι δὲ τὴν στέγην ἔκ τε νοτίου και βορείου πλευροῦ σὺν τοῖς παρ’ ἑκάτερα κατὰ
τὸ ἀνατολικὸν καὶ δυτικὸν ψαλίσιν, οὗ τὸ μὲν μῆκος σμ’ ποδῶν τὸ δὲ πλάτος πδ’ ἦν·».

249
Θεοδοσίου επαναλαμβάνει την διαρρύθμιση του Φόρου του Τραϊανού στη Ρώμη.

Το terminus ante quem για την ανέγερση της Θεοδοσιανής Βασιλικής αποτελούν

τα εγκαίνια του Φόρου το έτος 393, ενώ η καταστροφή της οφείλεται στην

πυρκαγιά του έτους 465. Το οικοδόμημα αυτό υπήρξε ένας ακόμη χώρος

συνεδρίασης της Συγκλήτου και μία πραγματική Βασιλική αρχιτεκτονικά και

λειτουργικά. Ωστόσο ο Κεδρηνός την αποκαλεί: «οἶκον».

Κατά την ύστερη αρχαιότητα οι δεσμοί ανάμεσα στην ορολογία και την

αρχιτεκτονική τυπολογία χαλαρώνουν. Ο Downey1332 εξετάζοντας παραδείγματα

από συγγραφείς του 6ου αι. μ.Χ. καταλήγει αφενός ότι οι όροι «βασιλική» και

«βασίλειος στοά» βρίσκουν εφαρμογή αυτή την περίοδο και στα απλά στωικά

και στα τετράστωα1333 με αύλειο χώρο οικοδομήματα και αφετέρου ότι δεν

δηλώνουν συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο. Παράλληλα με την τυπολογική

ασάφεια θεωρεί ότι ενίοτε οι δύο όροι μπορεί απλώς να δηλώνουν τον βασιλικό

χαρακτήρα ενός οικοδομήματος, είτε ως προϊόν αυτοκρατορικής ανάθεσης είτε

εξαιτίας της μεγαλοπρέπειας και της πολυτέλειάς του. 1334 Σε αυτές τις

περιπτώσεις η σημασία των όρων είναι μάλλον διφορούμενη και δύσκολο να

διακριθεί ποιο νόημα υπερισχύει.1335 Η περίπτωση της Βασιλικής-Βασιλείου

Στοάς της Κωνσταντινούπολης αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για

το γεγονός ότι οι δύο όροι χρησιμοποιήθηκαν κατά την ύστερη αρχαιότητα

παράλληλα και για απλά στωικά και για τετράστωα με αύλειο χώρο

οικοδομήματα.

Συμπερασματικά η βασιλική ως οικοδομικός τύπος υπήρξε, ίσως, το πιο

σύνθετο λειτουργικά οικοδόμημα του μνημειακού κέντρου της ελληνορωμαϊκής

πόλης, με το οποίο συνδέθηκε ήδη από την εμφάνισή της, συνιστώντας

1332 Downey, «Stoa and Basilike», 197, 204, 206-211. Εντούτοις απέκλεισε από την έρευνά του τις
αναφορές στη Βασιλική της Κωνσταντινούπολης.
1333 Downey, «Stoa and Basilike», 204: «Basileios stoa and basilike thus seem to have been used in two

senses, (1) to describe buildings consisting apparently of covered colonnades enclosing open spaces,
which might be called basilicas».
1334 Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Coulton, Greek Stoa, 181.

1335 Όπως στην περίπτωση της Βασιλείου Στοάς που αναφέρει ο Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστικὴ

Ἱστορία, 265.1-8 (IV.26.2-3) στην Αντιόχεια: «μεταξὺ δὲ τῶν τε βασιλείων καὶ τοῦ ποταμοῦ λεωφόρος
ἐστὶν…. διὰ ταύτης Ἀφραάτης παριὼν ὁ θεσπέσιος,….τοῦτον ἄνωθεν ἐκ τῆς βασιλείου στοᾶς
διακύπτων ὁ βασιλεὺς εἶδε…βαδίζοντα.». Ο Downey, «Stoa and Basilike», 205-206 παρατηρεί ότι ο
όρος «βασίλειος» εδώ αναφέρεται σε στοά του βασιλικού ανακτόρου, αλλά δεν διακρίνεται εάν έχει
τυπολογική σημασία ή αναφέρεται στον χαρακτήρα του κτίσματος.

250
διαχρονικά ένα από τα πλέον απαραίτητα συστατικά του. Ο μνημειακός αυτός

πολυχώρος στέγασε τις κυριότερες πολιτικές, δικαστικές και εμπορικές

λειτουργίες της πόλης μαζί με στοιχεία της αυτοκρατορική λατρείας, ενώ χάρη

στη δυνατότητα φιλοξενίας μεγάλου αριθμού πολιτών αναδείχτηκε σε

κατεξοχήν χώρο υποδοχής των αυτοκρατορικών ανακτόρων. Κατά την ύστερη

αρχαιότητα το περιεχόμενο του όρου διευρύνθηκε με την πρόσληψή του ως

αρχιτεκτονικού κελύφους του χριστιανικού χώρου λατρείας.1336 Την ίδια περίοδο

οι όροι «βασιλική» και «βασίλειος στοά» –ο δεύτερος προέρχεται από το

αρχέτυπο οικοδόμημα της Αθηναϊκής Αγοράς– δηλώνουν απλά και περίστυλα

στωικά οικοδομήματα ή ακόμη μνημεία αυτοκρατορικής ανάθεσης και

πολυτελούς κατασκευής.

Γ.6. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ

Οι ονομασίες της Βασιλικής Στοάς της Κωνσταντινούπολης, όπως προκύπτει

από τη σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε, εντάσσονται στη μακρά

ονοματολογική παράδοση των στωικών οικοδομημάτων στον χώρο της

ελληνικής Ανατολής. Είναι αλήθεια όμως ότι κανένα άλλο οικοδόμημα, εκτός
ίσως από τη Βασίλειο Στοά των Αθηνών, δεν συγκέντρωσε τόσο πολλές

αναφορές στις πηγές, με τόσο μεγάλη ποικιλία ονομάτων και κυρίως με τόσο

μακραίωνη διαδρομή. Το μνημείο απαντάται για πρώτη φορά στο περιβάλλον

των κειμένων λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα και τελευταία γύρω στο έτος
1320. Συνολικά εντοπίσαμε 47 αναφορές, από τις οποίες οι 36 ανήκουν στον απλό

τύπο «Βασιλική» και 11 στον σύνθετο, όπου οι λέξεις «Βασιλεύς», «Βασίλειος» και

«Βασιλική» ως ουσιαστικός και επιθετικοί προσδιορισμοί αντίστοιχα συνοδεύουν

τη λέξη «στοά».

1336 Η εξέλιξη αυτή έλαβε ουσιαστικά χώρα στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, βλ. Εὐσέβιος,
Βίος Κωνσταντίνου, 98.12-13 (ΙΙΙ.31.1): «ὡς οὐ μόνον βασιλικὴν τῶν ἁπανταχοῦ βελτίονα», 99.3
(ΙΙΙ.32.1): «τὴν δἐ τῆς βασιλικῆς καμάραν», 106.20-21 (ΙΙΙ.53.2): «ἀξίαν τῆς καθολικῆς καὶ
ἀποστολικῆς ἐκκλησίας βασιλικὴν ἀνοικοδομηθῆναι», 106.25 (ΙΙΙ.53.2): «καὶ διαγράψαι βασιλικὴν
τῆς ἐμῆς φιλοτιμίας ἀξίαν». Για μία πρόσφατη σύνοψη των βασικότερων απόψεων σχετικά με την
πρόσληψη του κοσμικού αρχιτεκτονικού οικοδομήματος της Βασιλικής για τις λατρευτικές
ανάγκες της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας βλ. Kinney D., «The Church Basilica» στο Brandt J.R.-
Steen O. (επιμ.), Imperial Art as Christian Art-Christian Art as Imperial Art, ActaAArtHist 15, Ρώμη 2001,
115-135. Για τις αιτίες, βλ. Bardill, Constantine, 230-237.

251
Η αρχαιότερη αναφορά του μνημείου ανήκει στον σύνθετο τύπο και

εντοπίζεται στον εγκωμιαστικό λόγο του ρήτορα Ιμερίου1337 για την Πόλη και τον

αυτοκράτορα Ιουλιανό. Ο Ιμέριος ερχόταν στην Κωνσταντινούπολη από την

πόλη, όπου βρισκόταν η πρωτότυπος Βασίλειος Στοά1338 του αρχαίου κόσμου. Η

διατύπωση του προσδιορίζει ως κριτήρια του «Βασίλειος» το κάλλος και το

μέγεθος του οικοδομήματος, αλλά η ονομασία στα αυτιά των πεπαιδευμένων

ακροατών του λόγου του, αναμφισβήτητα, θα απηχούσε μία σύνδεση με την

πόλη της σοφίας, Αθήνα. Το γεγονός ότι η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε πάλι

περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα από τον Ζώσιμο1339 είτε υποδεικνύει ότι δεν

είχε ακόμη ωριμάσει στο πολιτιστικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης του

4ου και 5ου αιώνα είτε, απλώς, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έφθασαν ως εμάς

τα έργα των ιστορικών του 5ου αιώνα.1340

Η Βασιλική εμφανίζεται πάλι με τη λατινική ονομασία «Basilica» το έτος

412 στον Θεοδοσιανό Κώδικα1341, ανάμεσα στα έτη 423-427 στη Notitia Urbis1342 και

το έτος 440 στον Ιουστινιάνειο Κώδικα1343, ενώ ως «Βασιλική» καταχωρείται δύο

φορές στο έργο του Σωκράτη. 1344 Αυτή είναι η συνηθέστερη και μακριοβιότερη

ονομασία του μνημείου.1345 Απαντάται στις περισσότερες πηγές και καλύπτει

ολόκληρο το διάστημα μέχρι τον πρώιμο 14ο αιώνα. Σε μερικές περιπτώσεις

συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό ή ουσιαστικό προσδιορισμό, «βασιλικῆς

1337 Γ.1.1. Για τον Ιμέριο βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1077.


1338 Η Βασίλειος Στοά μαζί με τη Θόλο ήταν από τα ελάχιστα κτίσματα της Αγοράς της Αθήνας που
επέζησαν της καταστροφής των Ερούλων (267 μ.Χ.) και η χρήση τους συνεχίστηκε κατά τον 4ο
αιώνα, βλ. Camp, Athenian Agora, 236-237, εικ. 166. Ο Ιμέριος είχε καθημερινή οπτική επαφή με το
μνημείο κατά την πολυετή διαμονή του στην Αθήνα.
1339 Γ.1.7.

1340 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 277-339. Η Σούδα διασώζει την πληροφορία ότι ο Μάλχος

Φιλαδελφείας έγραψε για την καταστροφή της δημόσιας βιβλιοθήκης της Βασιλικής από την
πυρκαγιά του έτους 476, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1118, αλλά δεν έχει σωθεί το κείμενο. Αυτή είναι η
μόνη γνωστή αναφορά ιστορικού του 5ου αι.
1341 Γ.1.2.

1342 Γ.1.3.

1343 Γ.1.6.

1344 Γ.1.4-5.

1345 Βλ. Σωκράτης, Γ.1.4-5, Μαλάλας, Γ.1.12-14, Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.20-22, Παραστάσεις, Γ.1.23,

Θεοφάνης, Γ.1.24-26, Βασιλικά ξ’ βιβλία, Γ.1.27, Ησύχιος, Γ.1.28-29, Παλατινή Ανθολογία, Γ.1.30-32,
Συμεών Μάγιστρος, Γ.1.33, Σούδα, Γ.1.34-35, Πάτρια, Γ.1.36-38, Μέγας Χρονογράφος, Γ.1.39,
Κεδρηνός, Γ.1.40-42, Ζωναράς Γ.1.43-44, Πλανούδεια Ανθολογία, Γ.1.46, Νικηφόρος Ξανθόπουλος,
Γ.1.47-48.

252
Ἴλλου»1346, «βασιλικῆς τῶν Γουναρίων»1347, «βασιλικῇ τῇ χρυσορόφῳ»1348,

«βασιλικὴν τῶν παιδευτηρίων»1349, που δυσχέραναν στα αρχικά στάδια της

έρευνας την ταύτιση του μνημείου.

Παράλληλα γύρω στο έτος 500 απαντάται πάλι η σύνθετη ονομασία στο

έργο του Ζωσίμου και μιάς σειράς συγγραφέων, που καλύπτουν ολόκληρο τον 6ο

και τον πρώιμο 7ο αιώνα: ο Προκόπιος, ο Ιωάννης Λυδός, ο Αγαθίας, ο

Μένανδρος Προτήκτωρ, ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης χρησιμοποιούν τους τύπους

Βασιλέως Στοά1350 ή Βασίλειος Στοά1351, ενώ ο Ιωάννης Αντιοχεύς επαναφέρει τη

δόκιμη ονομασία Βασιλική Στοά.1352 Το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές τις

αναφορές σχετίζονται με τη δικαστική λειτουργία του μνημείου οδήγησε τους

Schneider1353 και Guilland1354 να υποστηρίξουν ότι η Βασιλέως Στοά αποτελούσε

ξεχωριστό οικοδόμημα στο νότιο τμήμα της Βασιλικής, το οποίο ήταν

αφιερωμένο στη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Η πρότασή τους παραβλέπει αφενός ότι οι αναφορές ανήκουν σε μία

πολύ περιορισμένη χρονικά περίοδο και αφετέρου ότι εντοπίζονται σχεδόν

αποκλειστικά στα έργα των ιστοριογράφων αυτής της περιόδου. Κατά τη γνώμη

μου, τα δύο αυτά στοιχεία βεβαιώνουν ότι η σύνθετη ονομασία δεν δηλώνει

συγκεκριμένο τμήμα του μνημείου ή τοπογραφικό προσδιορισμό, όπως

υποστηρίχθηκε, αλλά αποτυπώνει την επίμονη προσπάθεια των ανθρώπων του

πνεύματος να συντηρήσουν στην εποχή τους αναμνήσεις της κλασικής

αρχαιότητας. Αυτό το έντονα κλασικιστικό, αρχαιολατρικό ρεύμα της

ιστοριογραφίας1355 του 6ου και του πρώιμου 7ου αιώνα εκδηλώνεται μέσα από τις

1346 Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.20. Θεοφάνης, Γ.1.25. Κεδρηνὸς, Γ.1.41.


1347 Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.22.
1348 Παραστάσεις, Γ.1.23. Πάτρια, Γ.1.37.

1349 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.32.

1350 Ζώσιμος, Γ.1.7, Προκόπιος, Γ.1.10, Λυδός, Γ.1.11, Θεοφύλακτος, Γ.1.19.

1351 Νεαρά 82, Γ.1.8, Προκόπιος, Γ.1.9, Αγαθίας, Γ.1.15-16, Μένανδρος, Γ.1.17. Στη Σούδα, Γ.1.34 η

ονομασία αναφέρεται μόνο στο μνημείο της Αθήνας.


1352 Ιωάννης Αντιοχεύς, Γ.1.18. Για τη χρήση του όρου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1312 (Στράβωνας) και

1314-1315 (επιγραφές).
1353 Schneider, Byzanz, 23-26.

1354 Guilland, «Basilique», 3.

1355 Για τους κλασικίζοντες ιστορικούς του 6ου και 7ου αιώνα που συνεχίζουν την παράδοση της

ιστοριογραφίας του 4ου και 5ου αιώνα, βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 259-276. Οι
συγγραφείς αυτοί έγραφαν σε λόγια γλώσσα μιμούμενοι κάποιο κλασικό πρότυπο, ενώ οι
επιδράσεις των αρχαίων ιστορικών δεν εντοπίζονται μόνο στο ρητορικό ύφος, αλλά και στη δομή
των αφηγήσεών τους. Στο έργο τους μεταφέρουν γλωσσικούς τύπους, φράσεις ακόμη και την

253
άφθονες αρχαιοπρεπείς εκφράσεις και ονομασίες που χρησιμοποιούν στα έργα

τους οι ιστορικοί αυτής της περιόδου.

Από αυτή την άποψη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά της

Βασιλείου Στοάς στο κείμενο της 82ης Νεαράς του Ιουστινιανού. Στους

επιλόγους των Νεαρών ο αυτοκράτορας κατά κανόνα προτρέπει τον Έπαρχο

Πραιτωρίων να ενημερώσει εγγράφως («προγράμμασι») τους υπαλλήλους ή

προφορικά («κηρύγμασι») τον λαό σχετικά με το περιεχόμενο κάθε νόμου.

Ωστόσο σε αυτή τη Νεαρά προτρέπει τον Έπαρχο να αναρτήσει το κείμενο του

νόμου στη Βασίλειο Στοά: «τὰ…πεπραγμένα ταῦτα ἐπί τε τῆς βασιλείου

προθήσει στοᾶς».1356 Ο συνδυασμός της λειτουργίας των δικαστηρίων με την

πρόθεση-ανάρτηση του νόμου και την ονομασία «βασίλειος στοά» απηχείται ως

μία συνειδητή προσπάθεια σύνδεσης του μνημείου της Κωνσταντινούπολης με

το κλασικό μεγαλείο της Αθήνας και τη δόξα μίας Βασιλείου Στοάς,

θεματοφύλακα των Νόμων και της Δικαιοσύνης.

Ακόμη η απουσία του Ησυχίου1357 από τον κατάλογο των συγγραφέων

που χρησιμοποίησαν την αρχαιοπρεπή σύνθετη ονομασία, οφείλεται,

πιθανότατα, στην κατοπινή επεξεργασία, που υπέστη το κείμενό του για να

ενταχθεί στη λογοτεχνική παράδοση των Πατρίων.1358 Την περίοδο αυτή το

μνημείο αναφέρεται ως «Βασιλική» μόνο από τους χρονογράφους Ιωάννη

ορολογία των αρχαίων ιστορικών γύρω από στρατιωτικά θέματα, ονομασίες λαών, μηνών αλλά
και οικοδομημάτων. Όλοι οι ιστορικοί που χρησιμοποιούν τη σύνθετη ονομασία κατατάσσονται
στην κατηγορία των «κλασικών» ιστορικών, σύμφωνα με τον Treadgold, Early Byzantine Historians,
363-365 και σημ. 42. Ειδικά για τη σχέση ιστοριογραφίας και περιγραφής του αστικού τοπίου κατά
τον 6ο αι., βλ. Saradi, Byzantine City, 71-101, η οποία στο ίδιο, 212-214, σημειώνει την αναχρονιστική
χρήση του όρου «ἀγορὰ» την ίδια περίοδο. Μάλιστα ο Καλδέλλης φθάνει στο σημείο να αποδίδει
παγανιστικές πεποιθήσεις στους κλασικίζοντες ιστορικούς του 6ου αιώνα, βλ. Kaldellis,
«Hesychios». Kaldellis A., Procopius of Caesarea: Tyranny, History and Philosophy at the End of Antiquity,
Φιλαδέλφεια 2004. Kaldellis A., «The Religion of Ioannes Lydos», Phoenix 57 (2003), 300-316. Kaldellis
A., «Things Are Not What They Are: Agathias ‘’Mythistoricus’’ and the Last Laugh of Classical
Culture», CQ 53 (2003), 295-300. Kaldellis A., «The Historical and Religious Views of Agathias: A
Reinterpretation», Byzantion 69 (1999), 206-252.
1356 Γ.1.8. Χαρακτηριστική είναι η αναλογία της έκφρασης με την επιγραφή του 409/8 π.Χ.:«πρόσθεν

τες στοᾶς τες βασιλείας», βλ. IG I2, 115.4,


1357 Σύμφωνα με τον Kaldellis, «Hesychios», 389-403, ο Ησύχιος ανήκει στους βασικούς εκπροσώπους

του κλασικίζοντος ιστοριογραφικού ρεύματος του 6ου αιώνα. Στην ίδια παράδοση τον εντάσσει και
ο Treadgold, Early Byzantine Historians, 270-278. Όμως, ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 535-537,
τον κατατάσσει ανάμεσα στους χρονογράφους.
1358 Βλ. Γ.1.28.

254
Μαλάλα και τον ανώνυμο συγγραφέα του Πασχαλίου Χρονικού. 1359 Ο ανώνυμος

δείχνει να έχει άμεση γνώση του μνημείου και οι αναφορές του φαίνεται ότι

απηχούν ονομασίες οικείες της σύγχρονής του Κωνσταντινούπολης, «Βασιλικὴ

Ἴλλου» και «Βασιλικὴ τῶν Γουναρίων».1360 Μάλιστα διασώζει την πολύ

σημαντική πληροφορία ότι στη Βασιλική Κινστέρνα διοχέτευσε ο Ιουστινιανός τα

πλεονάζοντα ύδατα του Αδριάνειου υδραγωγείου. Μετά τον πρώιμο 7ο αιώνα

μαζί με την παραδοσιακή ιστοριογραφία1361 θα εκλείψει και ο σύνθετος τύπος της

ονομασίας του μνημείου, το οποίο στο εξής και μέχρι τον 14ο αιώνα απαντάται

μόνο ως Βασιλική.

Ακολουθεί μία σιγή των πηγών γύρω από το μνημείο για διάστημα

περίπου δύο αιώνων μέχρι τον πρώιμο 9ο με μοναδική εξαίρεση την περιγραφή

του πρώτου θεάματος των Παραστάσεων Χρονικών.1362 Η πολύ σημαντική αυτή

μαρτυρία, επίσης, απηχεί άμεση προσωπική γνώση για τη Βασιλική του

ανώνυμου συγγραφέα τους, ο οποίος παρουσιάζει γεγονότα άγνωστα από άλλη

πηγή μέχρι και την βασιλεία του Βαρδάνη-Φιλιππικού (711-713). Οι Cameron-

Herrin1363 θεωρούν πιθανό ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα γράφτηκε ακριβώς

την ίδια περίοδο και μάλιστα πριν από την πτώση και την τύφλωση του

1359 Μαλάλας, Γ.1.12-14. Πασχάλιον Χρονικόν, Γ.1.20-22.


1360 Μολονότι η παρουσία «Γουναρίων» στη Βασιλική προβληματίζει, ωστόσο μάλλον
επιβεβαιώνεται. Στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως 300.5-9 (192) αναφέρεται: «Περὶ τῆς μεγάλης
κινστέρνας τῆς βασιλικῆς· Ἡ πλακωτὴ βασιλικὴ κινστέρνα μαλακταρέα ἦν, ὅτε ἐκτίζετο ἡ ἁγία
Σοφία· ὡσαύτως καὶ ἡ ἄνωθεν αὐτῆς στενή, ἡ Βασιλισκάριον ὀνομαζομένη, καὶ αὐτὴ μαλακταρέα
ἐτύγχανε τοῦ δηλικάτου τῆς ἁγίας Σοφίας». Οι μαλακατάριοι συσχετίζονται με τη βυρσοποιία στο
Ἐπαρχικὸν βιβλίον, 122.597-605 (14.2): «Μὴ ἐάσθωσαν οἱ λωροτόμοι κοινωνεῖν τοῖς μαλακαταρίοις·
…ἐνεργείτωσαν δὲ μετὰ τῶν λωροτόμων, ἀλλὰ τὰ τῶν βυρσοποιῶν ἐνεργείτωσαν καὶ
ἐργαζέσθωσαν τὰς βύρσας, μὴ τὰς ἐν τοῖς ὀχήμασιν ἐνεργούσας, ἀλλὰ τὰς ἐν τοῖς πεδίλοις. Οἱ δὲ
βυρσοδέψαι ἄλλον βαθμὸν ἐχέτωσαν ἐνεργοῦντες ἐν τοῖς ὑγροῖς, εἰ καὶ ὑπὸ τὸν αὐτὸν προστάτην
εἰσὶν καὶ ἐν ἑνὶ συντελοῦσι τῷ συμπόνῳ. ἡ γὰρ διαφορὰ οὕτως ἐστίν· αὐτοὶ μὲν μαλακατάριοι
καλούμενοι, οὗτοι δὲ βυρσοδέψαι». Σύμφωνα με την μετάφραση και τον σχολιασμό των Κόλια Γ.Τ.
- Χρόνη Μ., Το Επαρχικόν βιβλίον Λέοντος ς’ του Σοφού, Αθήνα 2010, 211, 215-216, οι μαλακατάριοι
επεξεργάζονταν τα δέρματα, που προορίζονταν για υποδήματα, μετά την αρχική επεξεργασία
τους από τους βυρσοδεψούς, προκειμένου να γίνουν πιο μαλακά. Διακρίνονται από τους
βυρσοποιούς, οι οποίοι κατατάσσονταν στα βάναυσα επαγγέλματα, εξαιτίας της αναδιδόμενης
δυσοσμίας κατά την επεξεργασία των δερμάτων με υγρές ουσίες. Η Βασιλική υπήρξε πράγματι
ένα πολύ μεγάλο κτήριο με πολλούς διαθέσιμους χώρους, οι οποίοι φαίνεται ότι μπορούσαν να
αξιοποιηθούν ποικιλοτρόπως.
1361 Για το θέμα αυτό βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 610-616.

1361 Για το θέμα αυτό βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 610-616.

1362 Γ.1.23.

1363 Cameron-Herrin, Parastaseis, 212. Ακόμη, βλ. Speck, Kaiserliche Universität, 99 και σημ. 50. Η

καταστροφή της Βασιλικής έλαβε χώρα μετά από αυτή την αναφορά, ανάμεσα στον πρώιμο και
τον ύστερο 8ο αιώνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 422.

255
Φιλιππικού. Αυτή φαίνεται ότι υπήρξε η τελευταία αναφορά της Βασιλικής ως

υπαρκτού μνημείου μέσα στην καθημερινή ζωή της Πόλης.

Από τον Θεοφάνη και μετά οι αναφορές αποτελούν κυρίως αντιγραφές

και επαναλήψεις παλαιότερων γεγονότων με ελάχιστες εξαιρέσεις. Παντού το

μνημείο απαντάται ως «Βασιλική». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της

Σούδας1364, όπου το λήμμα «βασιλική» παραπέμπει στο μνημείο της

Κωνσταντινούπολης, ενώ το λήμμα «βασίλειος στοά» μόνο στο αρχέτυπο

μνημείο της Αγοράς των Αθηνών. Φαίνεται ότι πλέον έχει χαθεί ακόμη και η

ανάμνηση της σύνθετης ονομασίας. Από την εποχή της επιτομής του Ησυχίου1365

εισάγεται μία μικρή αλλά χαρακτηριστική προσθήκη στην ονομασία του

μνημείου. Η Βασιλική τώρα γίνεται: «καλουμένην βασιλικὴν»1366, «κεκλημένην

βασιλικὴν»1367, «βασιλικῆς λεγόμενον τόπον».1368 Πλέον ακόμη και η απλή

ονομασία δηλώνεται με ανασφάλεια, με άγνοια για το περιεχόμενό της, δηλαδή

με άγνοια για το μνημείο. Ουσιαστικά αυτό που φαίνεται ότι έχει απομείνει από

τη Βασιλική είναι ο τόπος που κάποτε καταλάμβανε και η ασαφής ανάμνησή

της.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Γ’

Η Βασίλειος Στοά ή Βασιλική υπήρξε ένα από τα αρχαιότερα και

σημαντικότερα οικοδομήματα του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης,


που φιλοξένησε εξέχουσες λειτουργίες και δραστηριότητες του δημόσιου βίου, τα

Παιδευτήρια, τη Βιβλιοθήκη, τα Δικαστήρια και το Τυχαίο. Στο περιβάλλον των

πηγών εντοπίστηκαν 48 αναφορές της Βασιλικής Στοάς κυρίως σε

ιστοριογραφικά κείμενα και χρονογραφίες, αλλά και στη νομοθεσία και σε

συλλογές επιγραμμάτων. Ωστόσο, η έρευνα αντιμετώπισε μέχρι σήμερα με

αμηχανία την τοπογραφική και ιστορική σημασία, καθώς και τον

1364 Γ.1.34.
1365 Γ.1.28-29.
1366 Ησύχιος, Γ.1.29. Κεδρηνός, Γ.1.40. Ζωναράς, Γ.1.44 (καλουμένῃ βασιλικῇ). Πλανούδεια

Ανθολογία, Γ.1.46.
1367 Ζωναράς, Γ.1.43.

1368 Ησύχιος, Γ.1.28.

256
πολυλειτουργικό χαρακτήρα του μνημείου, εξετάζοντας περιστασιακά κυρίως

την σχέση της Βασιλικής με τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά, που αναφέρει ο

Ζώσιμος, καθώς και τη σχέση της με την ανώτερη εκπαίδευση. Προκειμένου να

επανεξετάσουμε συστηματικά τον αρχιτεκτονικό και λειτουργικό χαρακτήρα

του χαμένου αυτού μνημείου, συγκεντρώσαμε μέσα από τις αναφορές όλες τις

διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την οικοδομική εξέλιξη, τις δραστηριότητες

που έλαβαν χώρα σε αυτό, τη θέση και την τετράστωη αρχιτεκτονική μορφή του,

τη μνημειακή κλίμακα και τον πολυτελή διάκοσμό του, τη σχέση του με τη

Βασιλική Κινστέρνα.

Ακολούθως, εξετάσαμε τις διαφορετικές ονομασίες με τις οποίες απαντά

το μνημείο στο περιβάλλον των κειμένων, εξαιτίας των οποίων δεν κατέστη

δυνατό να αναγνωριστούν όλες οι σχετικές με αυτό αναφορές. Διακρίναμε δύο

τύπους ονομασιών, τον απλό (Βασιλική, Basilica) και τον σύνθετο

(Βασιλέως/Βασίλειος/Βασιλική Στοά), που συνδέουν το μνημείο αντίστοιχα με

την παράδοση των κοσμικών ρωμαϊκών βασιλικών και με την κλασική

παράδοση της Αθήνας και της φημισμένης Βασιλείου Στοάς, που υπήρξε ο

θεματοφύλακας των νόμων και της δικαιοσύνης στην αρχαία Αγορά της πόλης

της Σοφίας. Τέλος, εξετάσαμε τη χρονολογική εξέλιξη της χρήσης των

ονομασιών αυτών και αποσυνδέσαμε τον σύνθετο τύπο ονομασίας από τη

δικαστική χρήση του μνημείου με την οποία είχε συνδεθεί. Ο σύνθετος τύπος

ουσιαστικά απηχεί την προσπάθεια, κυρίως των ιστοριογράφων του 6ου αιώνα,

να διατηρήσουν μέσω της χρήσης αρχαϊζουσών γλωσσικών εκφράσεων

αναμνήσεις της κλασικής αρχαιότητας στο περιβάλλον της πρωτοβυζαντινής

Κωνσταντινούπολης.

257
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΟΑΣ

Θα ξεκινήσουμε από το αρχαιότερο, αινιγματικότερο και δυσχερέστερο να

απαντηθεί ερώτημα, τη σχέση της Βασιλείου Στοάς με τη Μεγίστη Τετράστωο

Αγορά, που αναφέρει ο Ζώσιμος κατά την περιγραφή του οικοδομικού

προγράμματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην πόλη του Βυζαντίου: «οὔσης δὲ

ἐν τῷ Βυζαντίῳ μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου, κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας,

εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί, ναοὺς ᾠκοδομήσατο δύο, ἐγκαθιδρύσας

ἀγάλματα, θατέρῳ μὲν μητρὸς θεῶν Ῥέας, …ἐν δὲ θατέρῳ Ῥώμης ἱδρύσατο

Τύχην».1369 Ο Ζώσιμος αποδίδει τρία βασικά χαρακτηριστικά της Βασιλικής, την

τετράστωη μορφή, τη μεγάλη εξωτερική κλίμακα και τον ναό της Τύχης σε ένα
μνημείο άγνωστο από αλλού, τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του αρχαίου

Βυζαντίου.

Τον όρο «Τετράστωο» επαναφέρει στο προσκήνιο ο Ιωάννης Μαλάλας

στη Χρονογραφία του κατά την περιγραφή του οικοδομικού προγράμματος του
αυτοκράτορα Σεβήρου στο αρχαίο Βυζάντιο: «Ἐλθὼν δὲ ὁ Σέβηρος ἐπὶ τὸ

Βυζάντιον, καὶ ἑωρακὼς τὴν τοποθεσίαν τῆς πόλεως καλήν, ἀνήγειρε τὴν

Βυζούπολιν καὶ ἔκτισε δημόσιον λουτρὸν τὸ λεγόμενον Ζεύξιππον, διότι ἐκεῖ

ἵστατο ἐν μέσῳ τοῦ τετραστῴου στήλη χαλκῆ τοῦ Ἡλίου, και ὑποκάτω αὐτῆς

ἔγραφε τὸ μυστικὸν ὄνομα τοῦ ἡλίου· ‘’Ζευξίππῳ θεῷ·’’ οἱ γὰρ Θρᾷκες οὕτως

ἔλεγον τὸν ἥλιον. οἱ δὲ τῆς πόλεως Βύζης οὕτως ὠνόμαζον τὸ αὐτὸ δημόσιον

Ζεύξιππον κατὰ τὸ ὄνομα, ὅπερ εἶχε τὸ πρότερον ὁ τόπος, καὶ οὐκέτι, ὡς εἶπεν ὁ

βασιλεύς, εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ ὄνομα ἐκάλουν αὐτὸ Σεβήριον. ὁ δὲ βασιλεὺς


Σέβηρος τὸ Τετράστῳον, οὗπερ ἐν μέσῳ ἵστατο ἡ στήλη τοῦ ἡλίου, προσέθηκε

<πρὸς> τὸ δημόσιον, ὃ ἔκτισεν αὐτός, ἀντ’ αὐτοῦ κτίσας ἐν τῇ ἀκροπόλει τῆς

αὐτῆς Βυζουπόλεως ναόν, ἤτοι ἱερόν τῷ Ἡλίῳ, πλησίον τῶν ὄντων ἐκεῖ ἄλλων

δύο ἱερῶν τῶν κτισθέντων πρῴην ὑπὸ μὲν Βύζου τῇ Ἀρτέμιδι σὺν τῇ ἐλάφῳ, ὑπὸ

1369 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31).

258
δὲ Φιδαλίας Ἀφροδίτῃ· καὶ ἀναγαγὼν ἐκ τοῦ Τετραστῴου ὁ Σέβηρος τὸ ἄγαλμα

τοῦ Ἡλίου ἔστησεν ἄνωθεν τοῦ ἱεροῦ…».1370

Τις ίδιες πληροφορίες διατυπωμένες με παρόμοιο ύφος διασώζει το

Πασχάλιο Χρονικό: «καὶ ἐλθὼν ἀπὸ Ῥώμης μετὰ χρόνους πολλοὺς ὁ Σεβῆρος

τούτῳ τῷ χρόνῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐπὶ τὸ Βυζάντιον, καὶ ἑωρακὼς τὴν

τοποθεσίαν τῆς πόλεως καλήν, ἀνήγειρε τὴν Βυζοῦ πόλιν, καὶ ἔκτισεν ἐν αὐτῇ τὸ

δημόσιον λουτρὸν τὸ λεγόμενον Ζεύξιππον. καὶ ὅτι ἐκεῖ ἵστατο ἐν μέσῳ τοῦ
Τετραστῴου στήλη χαλκῆ τοῦ ἡλίου, και ὑποκάτω αὐτῆς ἔγραφε τὸ ὄνομα τοῦ

ἡλίου Ζευξίππου. οἱ δὲ Θρᾷκες οὕτως ἔλεγον τὸν τόπον Ἥλιον, οἱ δὲ τῆς πόλεως

Βυζαντίων καὶ αὐτοὶ ὠνόμασαν τὸ αὐτὸ δημόσιον λουτρὸν Ζεύξιππον κατὰ τὸ

ὄνομα, ὅπερ εἶχε πρῴην ὁ τόπος, καὶ οὐκέτι, ὡς εἶπεν ὁ βασιλεύς, εἰς τὸ ἴδιον
αὐτοῦ ὄνομα ἐκάλουν αὐτὸ Σεβήριον. ἐγένετο δὲ τὸ Τετράστῳον τοῦ

Ζευξίππου, ὅπου ἵστατο ἐν μέσῳ ἡ στήλη τοῦ ἡλίου, καὶ ἔκτισεν ἀντ’ αὐτοῦ ἐν τῇ

ἀκροπόλει τῆς αὐτῆς Βύζου πόλεως ναὸν ἤτοι ἱερὸν Ἀπόλλωνος, καὶ ἀντὶ τῶν

ἄλλων δύο ἱερῶν τῶν κτισθέντων πρώην ἀπὸ μὲν Βύζου Ἀρτέμιδι σὺν ἐλάφῳ,

ἀπὸ δὲ Φεδαλίας Ἀφροδίτῃ. καὶ ἀναγαγὼν Σεβῆρος ὁ βασιλεὺς ἐκ τοῦ


Τετραστῴου τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἡλίου ἔστησεν αὐτὸ ἄνω ἐν τῷ ἱερῷ…».1371

Από τις αναφορές που παρουσιάσαμε, προκύπτει ότι η Μεγίστη

Τετράστωος Αγορά προϋπήρχε του Κωνσταντίνου, ενώ το Τετράστωο προϋπήρχε

του οικοδομικού προγράμματος του Σεβήρου. Η τοπογραφική σχέση της

Τετραστώου Αγοράς με τον ναό της Τύχης και του Τετραστώου με τις Θέρμες του

Ζευξίππου χωροθετούν τα οικοδομήματα αυτά σε μία συγκεκριμένη και

περιορισμένη σε έκταση περιοχή του μνημειακού κέντρου. Βασικό ερώτημα, που

απασχόλησε την έρευνα, συνιστά η ταύτιση της Αγοράς και ακόμη, εάν οι δύο

ονομασίες περιγράφουν το ίδιο οικοδόμημα.

1370 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-76 (ΧΙΙ.20).


1371 Πασχάλιον Χρονικόν, 494.12-495.6.

259
Δ.1. ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΕΤΡΑΣΤΩΟΣ ΑΓΟΡΑ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ή ΑΥΓΟΥΣΤΑΙΟ;

Ουσιαστικά μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί τρεις βασικές προτάσεις για την

ταύτιση της Τετραστώου Αγοράς. Η παλαιότερη ανήκει στον Ducange1372 στα

τέλη του 17ου αιώνα, ο οποίος με βάση δύο αναφορές του Προκοπίου 1373 εξέλαβε

το Αυγουσταίο ως αγορά, το κατέταξε στα «Fora publica» και πρότεινε την

ταύτισή του με τη «Μεγίστη Τετράστωο Αγορά».1374 Η πρόταση του Ducange

βρήκε την πιο τεκμηριωμένη έκφρασή της στη μελέτη του Mango για τη Χαλκή

Πύλη.1375 Η κεντρική ιδέα του ερευνητή είναι ότι η Τετράστωος Αγορά


ενσωματώθηκε στην Πόλη του Κωνσταντίνου ως αγορά ή φόρουμ (εικ. 120) και

θεωρεί ότι αυτή υπήρξε αρχικά η λειτουργία του Αυγουσταίου 1376, πριν εξελιχτεί

σε προαύλειο χώρο της Αγίας Σοφίας που εξυπηρετούσε την εθιμοτυπική

μετάβαση του αυτοκράτορα από το Παλάτιο προς τη Μεγάλη Εκκλησία.1377 Κατά

την άποψή του η Τετράστωη Αγορά ταυτίζεται με μία υποθετική διευρυμένη

μορφή του Αυγουσταίου, η οποία θα συμπεριλάμβανε και το τμήμα της Ρηγίας

(Μέσης Οδού), που οδηγούσε στη Χαλκή Πύλη και το Μίλιον. Η μετάβαση από το

Τετράστωο στο συρρικνωμένο Αυγουσταίο πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον 4ο


και τον 6ο αιώνα, προκειμένου να δημιουργηθεί μία «πομπική» οδός, η οποία θα

κατέληγε στη Χαλκή Πύλη.

Ο Mango τεκμηρίωσε την άποψή του με τρία βασικά επιχειρήματα, τα

οποία αξιοποιώντας ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία υποβαθμίζουν τη


σύνδεση του Τετραστώου με τη Βασιλική και ενισχύουν την ταύτιση με το

Αυγουσταίο. Ως πρώτο επιχείρημα προτείνει ότι οι ναοί της Τύχης και της Ρέας

βρίσκονταν στη βορειοανατολική γωνία της Βασιλικής, όπου την πρόσβαση

εξαιτίας της κλίσης του εδάφους εξυπηρετούσαν τα σκαλοπάτια, που αναφέρει ο

1372 Ducange, Historia Byzantina, I.70 (Ι.XXIV).


1373 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 969.
1374 H άλλη πιθανή κατά τον Ducange εκδοχή, ο Φόρος του Κωνσταντίνου, ήταν κυκλικός και δεν

ταίριαζε στην περιγραφή του Ζωσίμου. Ο Labarte, Palais imperial, 32 ακολουθώντας τον Ducange
εξέλαβε ως φόρο το Αυγουσταίο, αλλά εξαιτίας μιάς σειράς παρανοήσεων κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι το χωρίο του Ζωσίμου για το Τετράστωο αναφέρεται στον Φόρο του
Κωνσταντίνου.
1375 Mango, Brazen House, 42-47.

1376 Για το μνημείο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 976. Ακόμη, βλ. Bauer, Stadt, 148-167. Guilland,

«Augoustéon». Müller-Wiener, Bildlexikon, 248-249.


1377 Ο Mango, Brazen House, 43, 46, συμπληρώνει την άποψη του Guilland, «Augoustéon», 161-165.

260
Ζώσιμος (εικ. 121). Καθώς η δυτική πλευρά του Αυγουσταίου εφαπτόταν με την

ανατολική στενή πλευρά της Βασιλικής, οι δύο ναοί θα μπορούσαν εξίσου καλά

να χωροθετηθούν περιγραφικά στο ένα άκρο του Τετραστώου-Αυγουσταίου.1378

Η πρότασή του προϋποθέτει ένα «διευρυμένο» Τετράστωο-Αυγουσταίο1379

εφαπτόμενο με τη Βασιλική Στοά (εικ. 122).

Το δεύτερο επιχείρημα1380 αντλείται από τα χωρία του Ιωάννη Μαλάλα

και του Πασχάλιου Χρονικού1381, που αναφέρουν τη μεταφορά της στήλης του

Ηλίου από το Τετράστωο παράλληλα με την ανέγερση των Θερμών του

Ζευξίππου. Ο Mango πιστεύει ότι η μεταφορά υπήρξε υποχρεωτική, προκειμένου

να διαμορφωθεί ελεύθερος προς οικοδόμηση χώρος, καθώς η στήλη βρισκόταν

στο μέσο του Τετραστώου. Από αυτό συμπεραίνει ότι οι Θέρμες πρέπει να

εφάπτονταν και μάλιστα να συνέπιπταν σε κάποιο βαθμό με την έκταση της

Τετραστώου Αγοράς. Καθώς, οι θέσεις της Βασιλικής και των Θερμών, όπως

έχουν καθοριστεί από την έρευνα1382, δεν είχαν σημείο επαφής μεταξύ τους, θα

πρέπει ως Τετράστωο να νοηθεί και πάλι το Αυγουσταίο, το οποίο στην

«διευρυμένη» εκδοχή του θα περιλάμβανε και τις Θέρμες του Ζευξίππου1383 (εικ.

121, 122).

1378 Mango, Brazen House, 44: «Ιf, therefore, the flight of many steps mentioned by Zosimus and the
temples of Rhea and Fortuna were at the north-east corner of the Basilica, then they could also be
described as being at one end of the Augustaion, so that the argument in favour of placing the
Tetrastoon over the Cisterna Basilica loses some of its cogency». Η πρότασή του για τη χωροθέτηση
της κλίμακας στη ΒΑ γωνία της Βασιλικής έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους ερευνητές που
ασχολήθηκαν με το θέμα, βλ. Berger, Patria, 420-421. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 102. Bauer,
Stadt, 218-219. Επιπλέον ο Cameron, «Theodorus», 272, τοποθετεί στην ίδια θέση και την αψίδα που
αναφέρουν τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, ΙΧ.696 και 697.
1379 Ο Mango, Brazen House, 42-43, συσχετίζει μεταξύ τους μεμονωμένα αρχιτεκτονικά λείψανα, τα

οποία αποκαλύφθηκαν σε διαφορετικές ανασκαφικές έρευνες, και υπολογίζει τις διαστάσεις του
αρχικού Τετραστώου σε περίπου 190 μ. Χ 95 μ. Ωστόσο, παραδέχεται ότι τόσο μεγάλες διαστάσεις
δύσκολα εναρμονίζονται με τα ιστορικά δεδομένα. Με βάση αυτή την αποκατάσταση το ρωμαϊκό
Βυζάντιο θα διέθετε μία από τις μεγαλύτερες τετράστωες αγορές του αρχαίου κόσμου, ενώ στην
αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη όχι μόνο δεν υπήρχε τόσο μεγάλη αγορά ή forum, αλλά και
αυτό το Τετράστωο συρρικνώθηκε για να διαμορφωθεί το πρωτοβυζαντινό Αυγουσταίο. Η
πρόταση δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της και την ονομασία Augusteum, η οποία θα πρέπει να
προέκυψε ξαφνικά κατά τον 5ο αιώνα.
1380 Mango, Brazen House, 44-45.

1381 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1368-1369.

1382 Για την ταύτιση της θέσης των Θερμών, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 298.

1383 Το τοπογραφικό διάγραμμα που σχεδίασε ο Speck, Kaiserliche Universität, 106, Schematischer

Lagerplan (εικ. 122) αναπαράγει τις απόψεις του Mango σχετικά με το Τετράστωο, τις Θέρμες και τη
Βασιλική. Ο Mango, Brazen House, 45, μολονότι υποννοεί ότι οι Θέρμες καταλάμβαναν τμήμα του
Τετραστώου, σχεδίασε τις Θέρμες δίπλα στο Τετράστωο, βλ. Mango, Développement urbain, χάρτης 1
(εικ. 120).

261
Ως τρίτο και βασικότερο επιχείρημά του ο Mango1384 προτείνει ότι το

Τετράστωο ενσωματώθηκε ως αγορά ή forum στο σχέδιο της Κωνσταντίνειας

Πόλης και κατά συνέπεια θα πρέπει να αποτέλεσε σημείο σύγκλισης διαφόρων

οδικών αρτηριών και να περιστοιχίστηκε από ανάλογου χαρακτήρα δημόσια

μνημεία, όπως βουλευτήριο, ναούς, βασιλική, μνημειακή αψίδα, στήλες με

αγάλματα, λουτρά και γενικώς μνημεία, που συνήθως περιέβαλλαν τα ρωμαϊκά

Fora. Θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην περίπτωση της

Βασιλικής Στοάς, αλλά ικανοποιούνται πλήρως στην περίπτωση του

Αυγουσταίου.1385 Εξαιτίας της φαινομενικής ικανοποίησης των προϋποθέσεων

των πηγών, διάφοροι μελετητές της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης

αποδέχτηκαν την προτεινόμενη ταύτιση1386, είναι αλήθεια, όχι πάντοτε με την

ίδια βεβαιότητα.1387 Η πρόταση αυτή είναι σήμερα ευρύτερα αποδεκτή και

απαντάται σε γενικού χαρακτήρα εγχειρίδια σχετικά με την ιστορία της

Κωνσταντινούπολης.1388

Από την άλλη πλευρά οι Schneider και Guilland πρότειναν ότι στη θέση

του Τετραστώου, που αναφέρει ο Ζώσιμος, βρισκόταν η Βασιλική.1389 Η πρότασή

τους βασίζεται κυρίως σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο προκύπτει από την

αρμονική συμφωνία μεταξύ των χωρίων του Σωκράτη 1390 και του Ησυχίου1391, που

προσδιορίζουν τη θέση του ναού της Τύχης του αρχαίου Τετραστώου σε σχέση με

την τοπογραφία της σύγχρονής τους Κωνσταντινούπολης. To δεύτερο

επιχείρημά τους προκύπτει από τις προφανείς τυπολογικές ομοιότητες του

1384 Mango, Brazen House, 45-46.


1385 Μάλιστα η Barsanti, «Constantinopoli», 129, συνέκρινε την τοπογραφική σχέση Αυγουσταίου-
Τετραστώου και Βασιλικής με το συγκρότημα Forum και Βασιλικής του Σεβήρου στη Μεγάλη
Λέπτιδα.
1386 Janin, Constantinople Byzantine, 59-60. Speck, Kaiserliche Universität, 92-94 και 106 (Schematischer

Lagerplan). Müller-Wiener, Bildlexikon, 248 και 283. Bassett, Urban Image, 20-24. Potter, Constantine, 259-
260.
1387 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του G. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 426, ο οποίος

μολονότι με βάση τις πηγές υποδεικνύει τη σχέση Τετραστώου-Βασιλικής: «Ἀπὸ τὴ διασταύρωση


ἐξάλλου τῶν πηγῶν προκύπτει … ὅτι τὸ Τετράστωον συγχέεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ τὴ
Βασιλική», ωστόσο χωροθετεί το Τετράστωο στην τοποθεσία του Αυγουσταίου, βλ. στο ίδιο, 420,
σημ. 11.
1388 Από τις εκδόσεις των τελευταίων χρόνων ενδεικτικά αναφέρουμε δύο πολυτελείς καταλόγους:

Cassanelli, Byzance, 15-22 και πιν. 4-5. Anadol-Cuban, From Byzantium to Istanbul, 58.
1389 Schneider, Byzanz, 23-26 και Guilland, «Basilique», 3.

1390 Γ.1.5.

1391 Γ.1.28.

262
Τετραστώου με τη Βασιλική, η οποία υπήρξε ένα περίστυλο οικοδόμημα με

μεγάλο αύλειο χώρο, γύρω από τον οποίο διατάσσονταν σε ορθογώνιο σχήμα

τέσσερις στοές. Ωστόσο, οι δύο ερευνητές εξαιτίας της προφανούς διακειμενικής

συμφωνίας και της τυπολογικής ομοιότητας δεν διερεύνησαν περισσότερο τη

διαδικασία μετάβασης από το ένα μνημείο στο άλλο. Νεότεροι μελετητές, όπως

οι Schlange-Schöningen1392 και Bauer1393, έλαβαν θέση υπέρ της άποψης αυτής με

επιχειρήματα κυρίως ιστορικού και φιλολογικού ενδιαφέροντος.

Εκτός από αυτές τις δύο βασικές απόψεις διατυπώθηκε και μία τρίτη από

τον A. Berger, ο οποίος διαχωρίζει τις μαρτυρίες του Ζωσίμου και των δύο

Χρονικών θεωρώντας ότι αναφέρονται σε δύο διαφορετικά Τετράστωα, τα οποία

συνυπήρχαν σε αυτό το τμήμα της πόλης. Το Τετράστωο, που αναφέρουν ο

Μαλάλας και το Πασχάλιο Χρονικό, ταυτίζεται κατά τη γνώμη του με το γνωστό

Γυμνάσιο του Ζευξίππου, το οποίο ενσωματώθηκε στις Θέρμες-Γυμνάσιο του

Ζευξίππου1394, ενώ η Τετράστωος Αγορά, που αναφέρει ο Ζώσιμος, μάλλον

σχετίζεται με τη Βασιλική.1395 Ο ναός της Τύχης πιθανώς ταυτίζεται με το

Μίλιον.1396 Ο Berger απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε σχέση του

Τετραστώου με το Αυγουσταίο, ενώ επιχειρεί κυρίως να ερμηνεύσει την

τοπογραφική σχέση του Τετραστώου με το τοπωνύμιο «Ζεύξιππος».

Με βάση τις απόψεις που εκθέσαμε, συνάγεται ότι από την εποχή του

Ducange μέχρι σήμερα η ταύτιση της Μεγίστης Τετραστώου Αγοράς έχει

διχαστεί ανάμεσα στα δύο μάλλον πιο αινιγματικά οικοδομήματα του

μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης, τη Βασιλική και το Αυγουσταίο.

Τα επιχείρηματα που έχουν προταθεί καθώς προσεγγίζουν από διαφορετικές

οπτικές γωνίες τη σχέση των δύο μνημείων με το Τετράστωο αποτελούν την

ιδανικότερη αφετηρία για την επανεξέταση του ζητήματος.

1392 Schlange-Schöningen, Kaisertum, 101-102.


1393 Bauer, Stadt, 218-220.
1394 Berger, «Alstadt von Byzanz», 24-28. Στο άρθρο αυτό ο μελετητής αφήνει, ακόμη, ανοικτό το

ενδεχόμενο το Τετράστωο, που αναφέρει ο Ζώσιμος, να ταυτίζεται με το Τετράστωο του Μαλάλα


και το Γυμνάσιο του Ζευξίππου.
1395 Σε νεότερη μελέτη του ο Berger, Patria, 417-422, καταλήγει στη σύνδεση του Τετραστώου του

Ζωσίμου με τη Βασιλική και στην άποψη ότι στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχαν δύο τετράστωα.
1396 Berger, Patria, 418. Berger, Κωνσταντινούπολη, 35. Αυτή η ερμηνεία δεν λαμβάνει υπόψη της, ούτε

το κείμενο του Ζωσίμου που αναφέρει ρητά και τις δύο άκρες της μιάς στοάς του Τετραστώου, ούτε
το τυπολογικό περιεχόμενο του όρου «ναός», που είναι ασύμβατο με τη μορφή του Μιλίου, όπως
περιγράφεται στις πηγές, βλ. Mango, Brazen House, 47-48. Guilland, «Milion».

263
Δ.2. ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Δ.2.1. Η θεωρία ενός «διευρυμένου» Αυγουσταίου


Η ταύτιση του Αυγουσταίου με την Τετράστωο Αγορά, όπως εύστοχα

παρατήρησε ο C. Mango1397, προϋποθέτει ένα «διευρυμένο» Αυγουσταίο, που

εφάπτεται με τη Βασιλική, προκειμένου να ικανοποιούνται οι συνθήκες τις

οποίες θέτουν οι περιγραφές του Ζωσίμου1398, του Σωκράτη1399 και του

Ησυχίου.1400 Ωστόσο, έχει τεκμηριωθεί ανασκαφικά ότι ανάμεσα στο Αυγουσταίο

και την Βασιλική διερχόταν μία σημαντική οδός1401 (εικ. 123, οδός Ε-Ε’), η οποία

διασταυρωνόταν με τη Μέση στο ύψος του Μιλίου1402 (εικ. 124) και οδηγούσε από

την ανατολική πλευρά του Ιπποδρόμου στην Ακρόπολη του αρχαίου

Βυζαντίου1403 (εικ. 125-127). Η διέλευσή της τεκμηριώθηκε ανασκαφικά δυτικά του

αίθριου της Θεοδοσιανής Αγίας Σοφίας κατά τις ανασκαφές, που

πραγματοποίησε ο Schneider1404 (εικ. 128). Από το επίπεδο της οδού μέσω μιάς

μνημειακής κλίμακας 6 βαθμίδων πραγματοποιούνταν η πρόσβαση στη

μνημειακή είσοδο του αιθρίου του ναού, που εγκαινιάστηκε το 415.1405

Είναι πολύ πιθανό, ακόμη, το ενδεχόμενο η οδός να ανήκει στο οδικό

δίκτυο του αρχαίου Βυζαντίου, το οποίο κληρονόμησε η Κωνσταντινούπολη. Εάν

υπήρχε απευθείας αρχαία οδός που εξυπηρετούσε την επικοινωνία του

1397 Mango, Brazen House, 42-44.


1398 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31): «οὔσης δὲ ἐν τῷ Βυζαντίῳ μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου,
κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας, εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί, ναοὺς ᾠκοδομήσατο δύο,
θατέρῳ μὲν μητρὸς θεῶν Ῥέας, …ἐν δὲ θατέρῳ Ῥώμης ἱδρύσατο Τύχην».
1399 (Γ.1.5) Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 206.12-13 (ΙΙΙ.11): «θυσίας δὲ ἐπετέλει τῇ
Κωνσταντινουπόλεως Τύχῃ δημοσίᾳ ἐν τῇ βασιλικῇ, ἔνθα καὶ τὸ τῆς Τύχης ἵδρυται ἄγαλμα».
1400 (Γ.1.28) Ἡσύχιος, Πάτρια, 6.9-11 (15): «Ῥέας μὲν κατὰ τὸν τῆς βασιλικῆς λεγόμενον τόπον νεών

τε καὶ ἄγαλμα καθιδρύσατο, ὅπερ καὶ Τυχαῖον τοῖς πολίταις τετίμηται».


1401 Berger, «Regionen», 392, πίν. 4. Berger, «Streets», 163 και πίν. 1. Δεν γνωρίζουμε εάν η οδός

συνεχιζόταν ανατολικά του Ιπποδρόμου.


1402 Πιθανότατα τη διαδρομή αυτής της οδού υποδεικνύει ο αγωγός που εντοπίστηκε κατά την

ανασκαφή των Firatli-Ergil, «Milion Sounding», 209-210, σχ. 1 (εικ. 124). Ο αγωγός έχει κατεύθυνση
από νοτιοδυτικά (Ιππόδρομος) προς βορειοανατολικά (Ακρόπολη) και διασταυρώνεται με τους
αγωγούς της Μέσης οδού. Ο Bardill, Brickstamps, 77, σημ. 79, σημειώνει ότι ο Firatli χρονολόγησε τον
αγωγό του νερού στον 6ο αιώνα χωρίς αρχαιολογικά στοιχεία.
1403 Σύμφωνα με τους Mango, Développement urbain, [επανέκδ. 1990], Addenda, 71 και Bardill, «Palace

of Lausus», 79, σημ. 55, η προέκταση αυτής της οδού, πιθανότατα, εντοπίστηκε να απολήγει σε μία
«arched gateway» κατά τις ανασκαφικές εργασίες στην Ακρόπολη για την επέκταση του
Αρχαιολογικού Μουσείου, βλ. Firatli, «New Discoveries», 568 και σχ. 2-3 (εικ. 127).
1404 Schneider, Grabung, 4 και πιν. 1. Σχετικά με την ταύτιση των αρχιτεκτονικών ευρημάτων με το

αίθριο της Θεοδοσιανής Αγ. Σοφίας βλ. Mathews, Early Churches, 14-16.
1405 Bardill, Brickstamps, 54-56 και 107. Η χρονολόγηση των ενσφράγιστων πλίνθων των

αρχιτεκτονικών ευρημάτων επιβεβαιώνει τη χρονολογία.

264
Ιπποδρόμου, του Τετραστώου και των Θερμών του Ζευξίππου με την Ακρόπολη

του Βυζαντίου, η συγκεκριμένη διαδρομή αναμφισβήτητα είναι η πλέον άμεση

και εδαφολογικά κατάλληλη. Η ταύτιση του προσανατολισμού της με την

ανατολική πλευρά του Ιπποδρόμου (εικ. 123, 126) και το γεγονός ότι συνδέει ένα,

μάλλον, ρωμαϊκό μνημείο με την αρχαία Ακρόπολη του Βυζαντίου νομίζουμε ότι

υποδεικνύουν την παλαιότητά της. Εκατέρωθεν της οδού η Βασιλική Στοά και το

Αυγουσταίο, όχι μόνο δεν εφάπτονταν, αλλά απείχαν μεταξύ τους αρκετά μέτρα

απόσταση, καθώς η ανατολική στοά της Βασιλικής υποχωρούσε από το μέτωπο

της οδού.

Η ιδέα ενός διευρυμένου Αυγουσταίου αποτελεί μία λογική «κατασκευή»

προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των δύο μνημείων. Εάν οι ναοί της

Τύχης και της Ρέας ιδρύθηκαν πράγματι στη Βασιλική Στοά, τότε ο Ζώσιμος δεν

είχε απολύτως κανένα λόγο να προσδιορίσει τη θέση τους με βάση ένα άλλο

οικοδόμημα, το οποίο -σύμφωνα με όλα τα στοιχεία- δεν εκτεινόταν ποτέ στη

θέση που ο Mango ισχυρίστηκε. Αντίθετα ο Ζώσιμος προσδιόρισε τη θέση των

δύο «ειδωλολατρικών» ναών όχι σε σχέση με την τοπογραφία της σύγχρονής του

Κωνσταντινούπολης (Βασιλική), όπως έκαναν ο Σωκράτης κι ο Ησύχιος, αλλά σε

αναφορά με την τοπογραφία του Παγανιστικού Βυζαντίου (Τετράστωο).

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε πως εκτός από τους ναούς της

Τύχης και της Ρέας, η Βασιλική και το Τετράστωο μοιράζονταν και ένα δεύτερο

κοινό χαρακτηριστικό. Νωρίτερα είδαμε ότι η Βασιλική διέθετε, σύμφωνα με τις

Παραστάσεις1406 και τα Πάτρια1407, μία μνημειακή εξωτερική κλίμακα. Το «μέρος

τῶν ἀναβαθμῶν», όπως προκύπτει από την περιγραφή, ήταν μία συγκεκριμένη

και χαρακτηριστική θέση της Βασιλικής Στοάς που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί

ως τοπογραφικός προσδιορισμός. Σε άμεση συμφωνία με τις δύο αυτές

μαρτυρίες βρίσκεται η αναφορά του Ζωσίμου ότι οι δύοι ναοί της Τύχης και της

Ρέας της Τετραστώου Αγοράς οικοδομήθηκαν «κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας,

1406 Γ.1.23.
1407 Γ.1.37.

265
εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί».1408 Ουσιαστικά με λιτό τρόπο δηλώνεται

και εδώ μία μεγάλη εξωτερική κλίμακα.

Αξίζει να επισημάνουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια της

αφήγησης. Ο Ζώσιμος ανάμεσα σε μία μετοχή: «οὔσης…ἀγορᾶς τετραστόου» και

ένα ρήμα: «ναοὺς ᾠκοδομήσατο» αορίστου χρόνου, παρεμβάλλει την αναφορά

του στα σκαλοπάτια, που οδηγούν στη στοά, σε χρόνο ενεστώτα «εἰς ἣν

ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί». Η φαινομενικά ασύμβατη, αλλά αυθόρμητη

διατύπωση, ζωντανεύει το κείμενο και παρέχει μία άμεση οπτική εντύπωση πως

ο συγγραφέας, ουσιαστικά, υποδεικνύει στους αναγνώστες του 6ου αιώνα μία

στοά την οποία μπορούσαν να δουν, δηλαδή ένα υφιστάμενο κτήριο. Το γεγονός

ότι ο Ζώσιμος αισθάνεται την ανάγκη να ξεχωρίσει και να υποδείξει τη

συγκεκριμένη στοά με τα σκαλοπάτια, υποδηλώνει ακόμη ότι και οι υπόλοιπες

στοές ήταν υφιστάμενες και ορατές. Ουσιαστικά, η παράδοξη γραμματικά

περιγραφή του συγγραφέα υποδεικνύει οπτικά στους σύγχρονούς του

αναγνώστες ένα τετράστωο μνημείο, το οποίο σωζόταν ακόμη στην εποχή τους

και το οποίο υπήρξε κάποτε Αγορά.

Το χωρίο του Ζωσίμου θα μας απασχολήσει και πάλι αργότερα. Προς το

παρόν σημασία έχουν οι εξής τρεις διαπιστώσεις: Η Βασιλική και το Αυγουσταίο

δεν εφάπτονταν, αλλά απείχαν αρκετά μέτρα μεταξύ τους· τόσο η τετράστωος

Βασιλική όσο και η Τετράστωος Αγορά διέθεταν μία εξωτερική κλίμακα με

πολλά σκαλοπάτια· και τα δύο οικοδομήματα ήταν υφιστάμενα και ορατά στο

μνημειακό κέντρο της Πόλης την εποχή που ο Ζώσιμος έγραφε την ιστορία του.

Παρακάτω θα δούμε ότι η μνημειακή αυτή κλίμακα αποτελούσε οργανικό τμήμα

της Βασιλικής, ενώ αποκλείεται οποιαδήποτε σχέση της με το Αυγουσταίο, το

οποίο ανεγέρθηκε σε εντελώς επίπεδο χώρο.

Δ.2.2. Η μεταφορά της Στήλης του Ηλίου-Ζευξίππου


Σύμφωνα με τον Mango1409 η απομάκρυνση της στήλης του Ηλίου από το

Τετράστωο συνδέεται με την ανάγκη εξοικονόμησης ελεύθερου χώρου για την

1408Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.17-18 (ΙΙ.31). Οι Cameron-Herrin, Parastaseis, 213, προτείνουν τον
συσχετισμό των 72 αναβαθμών της Βασιλικής με τους «βαθμούς» του Τετραστώου. Ο Berger, Patria,
420-421, θεωρεί βέβαιη την ταύτισή τους.

266
ανέγερση των Θερμών του Ζευξίππου. Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει ότι οι

Θέρμες συνέπιπταν σε κάποιο βαθμό με την έκταση της Τετραστώου Αγοράς,

δηλαδή το γειτονικό Αυγουσταίο. Τα δύο χωρία, στα οποία βασίζεται το

επιχείρημα του Mango, παρουσιάζουν εξαιρετική ομοιότητα μεταξύ τους, καθώς

φαίνεται ότι το Πασχάλιο Χρονικό αντιγράφει τον Μαλάλα.1410 Η μαρτυρία τους

ενσωματώνει ένα πραγματικό στοιχείο, που διατηρήθηκε στην τοπογραφία της

Βυζαντινής Πόλης, το τοπωνύμιο «Ζεύξιππος». Συγχρόνως συνδυάζει και δύο

μάλλον φανταστικά στοιχεία, την υποτιθέμενη «Βυζούπολη» και την απόδοση

θρακικής καταγωγής στην ελληνική λέξη «Ζεύξιππος». Το ύφος των δύο

κειμένων, δυσνόητο και με κακή σύνταξη, ομοιάζει περισσότερο με πρόχειρη και

αυτούσια μεταφορά προφορικού λόγου παρά με καταγραφή επεξεργασμένων

πληροφοριών.1411

Η σχέση αιτίου-αποτελέσματος ανάμεσα στην ανέγερση των Θερμών και

την απομάκρυνση της στήλης του Ηλίου, μολονότι ενδεχομένως προκύπτει από

την αφήγηση των δύο χρονικών, δεν εναρμονίζεται με τα αρχαιολογικά

δεδομένα. Τα οικοδομικά λείψανα, που ταυτίστηκαν με τις Θέρμες του

Ζευξίππου1412 (εικ. 129), σύμφωνα με τους υπολογισμούς εφάπτονταν με την

ανατολική πτέρυγα του Ιπποδρόμου στο βόρειο άκρο της. Εάν, λοιπόν, όπως

υποστηρίζει ο Mango, τα ανασκαφέντα λείψανα βρίσκονταν στο εσωτερικό ενός

«διευρυμένου» Τετραστώου, τότε το νοτιοδυτικό τμήμα του Τετραστώου θα

έπρεπε να συμπίπτει με το βορειοανατολικό τμήμα του Ιπποδρόμου. Η

αμφίσημη διατύπωση του Μαλάλα: «τὸ Τετράστῳον…προσέθηκε <πρὸς> τὸ

1409 Mango, Brazen House, 44-45.


1410 Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 586-588. Ο Treadgold, Early Byzantine Historians, 343-345
θεωρεί ότι ο ανώνυμος συγγραφέας του χρονικού χρησιμοποίησε και αντέγραψε από την έκδοση
της χρονογραφίας του Μαλάλα, που ολοκληρώθηκε το έτος 533. Η αξιοπιστία του Μαλάλα έχει
κατά καιρούς αμφισβητηθεί με το επιχείρημα ότι εισάγει φανταστικά στοιχεία στην αφήγησή του.
Κριτική για αυτό ακριβώς το χωρίο, βλ. Berger, «Alstadt von Byzanz», 27 και σημ. 72. Για τη νεότερη
προσέγγιση του θέματος, βλ. Treadgold, Early Byzantine Historians, 235-256, ο οποίος επισημαίνει ότι
συγχρόνως καταγράφονται και πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες στο έργο του Μαλάλα. Ο
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι, 550-553 κάνει λόγο για αναχρονισμούς, ανακρίβειες και
παραποιήσεις των γεγονότων, που οφείλονται κυρίως στην έλλειψη ιστορικής προοπτικής.
1411 Η αδεξιότητα στη γλωσσική έκφραση αποτελεί γενικότερο σύμπτωμα του Χρονικού του

Μαλάλα, βλ. Treadgold, Early Byzantine Historians, 245-246. Ο Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ Ι,
554-555 θεωρεί ότι αντικατοπτρίζει την ομιλουμένη της εποχής του. Ακόμη, βλ. James A.-Jeffreys M.-
Jeffreys E., «The Language of Malalas», στο Jeffreys-Croke-Scott, Studies, 217-244.
1412 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 298.

267
δημόσιον, ὃ ἔκτισεν αὐτός»1413 δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως ο Σεβήρος

έκτισε τα λουτρά δίπλα ή κοντά στο Τετράστωο, δηλαδή στον ίδιο τόπο.

Ωστόσο, η μεταφορά της στήλης του Ηλίου Ζευξίππου στο πλαίσιο του

οικοδομικού προγράμματος του Σεβήρου έχει διαφορετική σημασία. Ο Dagron1414

συνδέει τη μεταφορά με πολιτικές σκοπιμότητες, τον εκρωμαϊσμό της πόλης, και

μάλιστα ερμηνεύει την ενέργεια αυτή ως ένδειξη για «τὴν ἐκδίωξη ἤ τὴν

ἐκμηδένιση τῆς ἀρχαίας λατρείας». Κατά τη γνώμη του «ὁ αὐτοκράτορας

προκειμένου νὰ κατασκευάσει λουτρὰ ποὺ θὰ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ διώχνει ἀπὸ

ἐκεῖ τὸν ἀρχαῖο θεὸ Ἥλιο-Ζεύξιππο καὶ τὸν ἐπανεγκαθιστᾶ στὴν ἀκρόπολη,

ἀλλὰ στὸ ναὸ ἑνὸς ταπεινοῦ Ἀπόλλωνα…συγκέντρωση ποὺ μετατρέπει σὲ

θρησκευτικὸ μουσεῖο τὸ αρχαῖο κέντρο τῆς πόλης καὶ “ἐκλαϊκεύει’’ τὸ νέο». Ο

μελετητής με την προσέγγισή του αυτή παραθεωρεί ένα πολύ σημαντικό

στοιχείο, τη θρησκευτική πολιτική του Σεβήρου.

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211) υπήρξε, πριν τον Αυρηλιανό, ο κυριότερος

υποστηρικτής της λατρείας του θεού Ηλίου, την οποία προώθησε με διάφορους

τρόπους ως συνδετικό κρίκο ενάντια στο θρησκευτικό κατακερματισμό της

ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ως μέσο ενίσχυσης της θέσης του αυτοκράτορα.1415

Εκεί όπου ο Dagron βλέπει εκδίωξη και εκμηδένιση, ουσιαστικά πρόκειται για

την προώθηση της ευνοούμενης λατρείας του αυτοκράτορα στο παραδοσιακό

θρησκευτικό κέντρο της πόλης και τον συνδυασμό της με τη λατρεία του

Απόλλωνα. Ουσιαστικά η μεταφορά υποδηλώνει αναβάθμιση μιάς

υποδεέστερης θεότητας στο θρησκευτικό περιβάλλον του Βυζαντίου μέσα από

τον λατρευτικό συσχετισμό της με μία από τις κυριότερες πατρογονικές λατρείες

της πόλης.1416

1413 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.70-71 (ΧΙΙ.20). Η προσθήκη του <πρὸς> οφείλεται σε
ερμηνευτική πρόταση του Berger, βλ. κεφάλαιο Δ.2.3.
1414 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 424-425.

1415 Berrens S., Sonnenkult und Kaisertum von den Severern bis zu Constantin I (1993-337 n. Chr.), Historia

Einzelschrifthen 185, Στουτγκάρδη 2004, 39-47. Κραλίδης, Αυτοκρατορική λατρεία, 186-187 και σημ.
391. Bardill, Constantine, 54. Φαίνεται ότι μεγάλη σχέση με την προώθηση της λατρείας του Ηλίου
από τον Σεβήρο είχε το γεγονός πως η σύζυγός του, Ιουλία Δόμνα, ήταν η κόρη του αρχιερέα του
Hλίου στην Έμεσα της Συρίας. Ειδικά για το αρχαίο Βυζάντιο, βλ. την αναφορά της Matern, Helios
und Sol, 17 και σημ. 133.
1416 Για την παραδοσιακή λατρεία του Απόλλωνα στις αποικίες των Μεγαρέων στην Προποντίδα

και τον Εύξεινο Πόντο, βλ. Hanell, Megarische Studien, 164-172 και ειδικά για το Βυζάντιο, βλ. στο
ίδιο, 167-170. Για θέσεις λατρείας του Απόλλωνα στην ευρύτερη περιοχή του Βυζαντίου, βλ.

268
Από αυτή την άποψη η μεταφορά της λατρείας φαίνεται μάλλον ένα

πραγματικό γεγονός, το οποίο δεν σχετίζεται αιτιολογικά με την κατασκευή των

Θερμών. Απλώς αποτελεί μέρος του ιδίου οικοδομικού προγράμματος. Η

τοποθέτηση του αγάλματος του Ήλιου επάνω και όχι μέσα στον ναό

υποδεικνύει ότι πράγματι αφορά υφιστάμενο ναό του Απόλλωνα1417 όπου

προϋπήρχε λατρευτικό άγαλμα. Παράλληλα, απηχείται μία ρωμαϊκή παράδοση,

η οποία βρίσκει το πρότυπό της στην τοποθέτηση αγάλματος του Ηλίου επάνω

σε άρμα στη σκεπή του ναού του Απόλλωνα, που κατασκεύασε ο Οκταβιανός

Αύγουστος στον Παλατίνο Λόφο της Ρώμης μετά τη νίκη του στο Άκτιο.1418 Η

αίσθηση πως ο Μαλάλας μεταφέρει την πληροφορία χωρίς να συνειδητοποιεί τη

σημασία της ενισχύει ακόμη περισσότερο την αυθεντικότητά της.

Δ.2.3. Η Αγορά, το Τετράστωο και οι Θέρμες του Ζευξίππου


Ο Berger1419 διακρίνει το Τετράστωο που αναφέρουν ο Μαλάλας και το Πασχάλιο

Χρονικό1420 από την Τετράστωο Αγορά που αναφέρει ο Ζώσιμος. Τα δύο

Τετράστωα οικοδομήματα συνυπήρχαν απλώς στην ίδια περιοχή του αρχαίου


Βυζαντίου. Ακόμη πρότεινε να συμπληρωθεί η αμφίσημη έκφραση «τὸ

Τετράστῳον…προσέθηκε τὸ δημόσιον (λουτρὸν)» με τις προθέσεις «πρὸς» ή «εἰς»

Διονύσιος Βυζάντιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 17.2-3 (38), στην περιοχή Μέτωπον απέναντι από τη
Βοσπόρειο Άκρα και στο ίδιο, 19.7-8 (46), στη θέση Ἰασόνιον. Ο Gyuzelev, West Pontic Coast, 158,
υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα της παράδοσης για την ίδρυση του Βυζαντίου μετά από χρησμό του
Πυθίου Απόλλωνος.
1417 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.75-76 (ΧΙΙ.20): «καὶ ἀναγαγὼν ἐκ τοῦ Τετραστῴου ὁ

Σέβηρος τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἡλίου ἔστησεν ἄνωθεν τοῦ ἱεροῦ…». Ιερό του Απόλλωνα στο Βυζάντιο
αναφέρεται σε μία επιγραφή του 175-171 π.Χ, βλ. Łajtar, Inschriften, 19-22, αρ. 1, στίχ. 63-64. Μία
ενεπίγραφη βάση, που αναφέρει «ΓΑΙΟC CΚΥΜΝΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩ ΕΥΧΗΝ» βρέθηκε
κοντά στον ναό της Αγίας Ειρήνης, βλ. Mamboury, «Fouilles Byzantines» ΙΙΙ, 438-439. Ο Mamboury
τοποθετεί τον ναό του Απόλλωνα Προπυλαίου στα βορειοανατολικά της Αγίας Ειρήνης, όπου
εντοπίστηκαν σύμφωνα με τη μαρτυρία του μία κατασκευή ρωμαϊκών χρόνων και τα λείψανα μιάς
οδού.
1418 Claridge, Rome, 142-144. Platner S.B.-Ashby T.A., A Topographical Dictionary of Ancient Rome, I,

Λονδίνο 1929, 17. Ο ναός κατασκευάστηκε το έτος 28 π.Χ., καθώς ο Αύγουστος απέδωσε τη νίκη του
στο Άκτιο, τρία χρόνια νωρίτερα, στη βοήθεια του Απόλλωνα και τον ανέδειξε σε θεό-προστάτη
του. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της εποχής του Αυγούστου, το οποίο είχε πολύ
εντυπωσιακή πρόσοψη, η οποία κορυφωνόταν στο άρμα του Ηλίου. Ο Bardill, Constantine, 34
υποστήριξε ότι το άγαλμα του Ήλιου, πιθανώς, επαναχρησιμοποιήθηκε ως το άγαλμα της στήλης
του Κωνσταντίνου. Ωστόσο οι Παραστάσεις και τα Πάτρια αναφέρουν ένα άρμα του Ηλίου-Διός,
που βρισκόταν επάνω σε δύο στήλες κοντά στο Μίλιον, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 1529-1531.
1419 Berger, «Alstadt von Byzanz», 25 και σημ. 65.

1420 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1370-1371.

269
ως εξής: «<πρὸς> τὸ Τετράστῳον…προσέθηκε τὸ δημόσιον (λουτρὸν)» ή «τὸ

Τετράστῳον… προσέθηκε <εἰς> τὸ δημόσιον (λουτρὸν)», προκειμένου να

προκύπτει νοηματικά ότι το προϋπάρχον Τετράστωο ενσωματώθηκε στις Θέρμες

κατά την ανέγερσή τους.

Ο ερευνητής, επιπλέον, ταυτίζει το Τετράστωο του Μαλάλα με το

Γυμνάσιο του Ζευξίππου, το οποίο μαρτυρείται στο εισαγωγικό λήμμα της

εκφράσεως του ποιητή Χριστοδώρου Κοπτίτου: «Ἔκφρασις τῶν ἀγαλμάτων τῶν

εἰς τὸ δημόσιον γυμνάσιον τοῦ ἐπικαλουμένου Ζευξίππου».1421 Γνωρίζουμε ότι τα

μεγάλα αυτοκρατορικά συγκροτήματα θερμών της Μικράς Ασίας αποτελούσαν

ουσιαστικά μία σύνθεση Γυμνασίου-Θερμών. Σε αυτή την κατηγορία ενέπιπτε,

προφανώς, και η περίπτωση των λουτρών του Ζευξίππου, όπως υποστηρίζει ο

Yegül1422 (εικ. 91). Ο Berger θεωρεί ότι σκοπός της αφήγησης του Μαλάλα είναι η

ερμηνεία της ονομασίας «Ζεύξιππος», ενώ προτείνει μία δική του εκδοχή: όταν η

στήλη του Ηλίου μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη κατά την ενσωμάτωση του

Τετραστώου στις Θέρμες, η βάση με την επιγραφή «Ζευξίππῳ Θεῷ» παρέμεινε

κατά χώρα και από αυτήν προέκυψε το όνομά τους.1423

Η άποψη του Berger φαινομενικά συνδυάζει και ερμηνεύει κάποια βασικά

στοιχεία της αφήγησης του Μαλάλα. Πράγματι, το γυμνάσιο τυπολογικά

υπάγεται στα τετράστωα οικοδομήματα, ενώ ακόμη και εντασσόμενο στην

αρχιτεκτονική σύνθεση των γυμνασίων-θερμών της Μικράς Ασίας διατηρήσε

την τετράστωη μορφή του. Συγχρόνως, προτείνεται μία λογικοφανής ερμηνεία

για τη σχέση των Θερμών με την ονομασία «Ζεύξιππος». Αλλά η πρόταση του

ερευνητή προϋποθέτει, αφενός την αυθαίρετη προσθήκη μιάς πρόθεσης για την

προσαρμογή του νοήματος και αφετέρου τη συνύπαρξη δύο ανεξάρτητων

τετραστώων οικοδομημάτων σε μία περιορισμένη έκταση του αρχαίου

Βυζαντίου. Ωστόσο, ο Μαλάλας και το Χρονικό μας παρέχουν ενδείξεις μιάς

διαφορετικής προσέγγισης του ζητήματος, την οποία αξίζει να διερευνήσουμε.

1421 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΙ (Ι.61). Το δεύτερο βιβλίο της Ανθολογίας είναι αφιερωμένο στην
έκφραση του Χριστοδώρου Κοπτίτου για τα αγάλματα που κοσμούσαν το Γυμνάσιο-Θέρμες του
Ζευξίππου. Για τη συλλογή, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1027-1030.
1422 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1026.

1423 Berger, «Alstadt von Byzanz», 26-28.

270
Δ.3. Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΕΤΡΑΣΤΩΟΣ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ

Δ.3.1. Το τοπωνύμιο «Ζεύξιππος»


Λίγο νωρίτερα προτείναμε πως το χωρίο του Μαλάλα: «τὸ Τετράστῳον…

προσέθηκε τὸ δημόσιον (λουτρὸν) ὃ ἔκτισεν αὐτός» δεν μπορεί παρά να σημαίνει

πως ο Σεβήρος έκτισε τα Λουτρά δίπλα ή κοντά στο Τετράστωο, δηλαδή στον ίδιο

τόπο. Τα δύο χρονικά μάς πληροφορούν ότι στο αρχαίο Βυζάντιο υπήρχε ένα

Τετράστωο οικοδόμημα στο μέσο του οποίου βρισκόταν χάλκινη στήλη του θεού

Ηλίου που αναγραφόταν «Ζεύξιππος». Όταν αργότερα ο Σεβήρος οικοδόμησε το

Λουτρό, θέλησε αυτό να φέρει το όνομά του, Σεβήρειον1424, αλλά οι κάτοικοι

«…ὠνόμαζον τὸ αὐτὸ δημόσιον Ζεύξιππον κατὰ τὸ ὄνομα, ὅπερ εἶχε τὸ πρότερον

ὁ τόπος…»1425, «καὶ αὐτοὶ ὠνόμασαν τὸ αὐτὸ δημόσιον λουτρὸν Ζεύξιππον κατὰ

τὸ ὄνομα, ὅπερ εἶχε πρῴην ὁ τόπος».1426

Ένα βασικό στοιχείο, που προκύπτει από τα δύο κείμενα και διέλαθε

μέχρι σήμερα της προσοχής των ερευνητών1427, είναι ότι η ονομασία της

λατρευόμενης θεότητας «Ζεύξιππος» κατά την εποχή που οικοδομήθηκαν τα

Λουτρά είχε ήδη εξελιχτεί σε τοπωνύμιο: «τὸ ὄνομα, ὅπερ εἶχε τὸ πρότερον ὁ

τόπος». Και όπως ήταν φυσικό το τοπωνύμιο προσδιόριζε αρχικά το Τετράστωο,

«ὅπου ἵστατο ἐν μέσῳ ἡ στήλη τοῦ ἡλίου» 1428, όπως ακριβώς αναφέρεται στο

Πασχάλιο Χρονικό, δηλαδή «τὸ Τετράστῳον τοῦ Ζευξίππου».1429 Όταν αργότερα

οικοδομήθηκαν τα Λουτρά στον ίδιο τόπο, ο τοπογραφικός προσδιορισμός «τοῦ

Ζευξίππου», δηλαδή στην περιοχή του Ζευξίππου, αποδείχτηκε ισχυρότερος από

την επιθυμία του Σεβήρου. Ουσιαστικά, τα δύο χρονικά μάς πληροφορούν ότι ο

Σεβήρος οικοδόμησε τις Θέρμες στον ίδιο τόπο, όπου βρισκόταν το Τετράστωο,

δηλαδή στην περιοχή του Ζευξίππου, η οποία έλαβε την ονομασία της από μία

χάλκινη στήλη του Ηλίου που αναγραφόταν ως «Ζεύξιππος».

1424 Η ονομασία επιβεβαιώνεται και από τον Ἰωάννη Λυδὸ, Περὶ ἀρχῶν, 163.8-10 (ΙΙΙ.70): «τὸ γὰρ
δημόσιον βαλανεῖον Σεβήρειον ἀπὸ Σεβήρου…παρωνόμασται…».
1425 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.67-68 (ΧΙΙ.20).

1426 Πασχάλιον Χρονικὸν, 494.19-20.

1427 Μέχρι σήμερα η ονομασία «Ζεύξιππος» ταυτίζεται τοπογραφικά από την έρευνα αποκλειστικά

με τα ομώνυμα λουτρά, βλ. Guilland, «Thermes de Zeuxippe», 261-271 και Mango, Brazen House, 37-
42. Ο Berger, «Alstadt von Byzanz», 26-28 επιχειρεί να ερμηνεύσει την ταύτιση αυτή και ο Yegül,
«Baths of Constantinople», 176, φαίνεται ότι συμφωνεί.
1428 Πασχάλιον Χρονικόν, 495.1.

1429 Πασχάλιον Χρονικόν, 494.22.

271
Ο Ιωάννης Λυδός κατά την περιγραφή των μνημείων, στα οποία

μεταδόθηκε διαδοχικά η πυρκαγιά κατά τη Στάση του Νίκα, προτείνει μία

διαφορετική ερμηνεία για την προέλευση της ονομασίας Ζεύξιππος: «…ἐπὶ τὴν]

ἀγοράν, ἥν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον ἀπὸ Ζευξίππου βασιλέως [ὑφ’ ᾧ ἐπὶ τῆς

τριακοστῆς ὀγδόης] Ὀλυμπιάδος Μεγαρεῖς εἰς Βυζάντιον ἀποικήσαν]τες πρὸς

τιμὴν αὐτοῦ [τὴν ἀγορὰν οὕτως] ἐπωνόμασαν...».1430 Αυτό, όμως, που έχει

μεγάλη σημασία εδώ είναι η επιβεβαίωση ότι η ονομασία δεν αναφέρεται

αποκλειστικά στις Θέρμες, αλλά προσδιορίζει και μία αγορά της πρώιμης

Κωνσταντινούπολης. Εξίσου σημαντικό τεκμήριο προσφέρει η αναφορά ενός

νόμου του Θεοδοσιανού κώδικα του έτους 424: «Quia plurimae domus cum

officinis suis in porticibus Zeuxippi esse memorantur».1431 Ο όρος «porticibus

Zeuxippi» δεν αναφέρεται στα λουτρά, αλλά σε στωικές οδούς, όπως

επιβεβαιώνει η μετάφρασή του στα Βασιλικά ξ’ βιβλία: «Ἐκ τῆς προσόδου τῶν

οἰκημάτων τῶν ἐπάνω τῶν ὁδῶν τοῦ Ζευξίππου».1432 Αντίστοιχο τεκμήριο

αποτελεί και η αναφορά του Γυμνασίου του Ζευξίππου στο λήμμα της έκφρασης

του Χριστοδώρου.1433 Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα πως το όνομα

«Ζεύξιππος», άσχετα από την προέλευσή του, εξελίχτηκε προοδευτικά σε

ονομασία ενός συγκεκριμένου τόπου (τοπωνύμιο) του Βυζαντίου και

συνεκδοχικά προσδιόριζε και τα μνημεία του τόπου αυτού: το Τετράστωο ή

Αγορά, τις Θέρμες-Γυμνάσιο και τη στωική οδό του Ζευξίππου. Όταν αργότερα ο

τόπος αυτός αφομοιώθηκε στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, η

ονομασία «Ζεύξιππος» διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη της Πόλης και

σταδιακά κατέστη δηλωτική σχεδόν αποκλειστικά των Θερμών.

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία μπορούμε, πλέον, να ταυτίσουμε τις

αλληλοσυμπληρούμενες αναφορές των πηγών: «μεγίστης ἀγορᾶς

1430 Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ ἀρχῶν, 163.1-5 (ΙΙΙ.70). Η 38η Ολυμπιάδα διεξήχθη το έτος 628 π.Χ. Εκτός
από την πρόταση του Λυδού στο προσωνύμιο Ζεύξιππος αποδίδονται από τις πηγές τρεις ακόμη
διαφορετικές ερμηνείες: Α. Όνομα του Ηλίου: Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.65-66 (ΧΙΙ.20)
και Πασχάλιον Χρονικόν, 494.17-18. Β. Ο Ηρακλής δάμασε τους ίππους του Διομήδη: Ἡσύχιος,
Πάτρια, 15.16-16.1 (37) και Γ. Ιερό Διός: λήμμα «Σεβῆρος», Σοῦδα ΙV, 335.2-3 (Ε.181).
1431 Codex Theodosianus, XV.1.52. Ο Pharr, Theodosian Code, 429 μεταφράζει ως «porticoes of Zeuxippus».

1432 Basilicorum libri LX, LVIII.12.19.

1433 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1421.

272
τετραστόου»1434, «Τετράστῳον τοῦ Ζευξίππου»1435 και «ἀγοράν, ἥν καλοῦσι

Ζεύξιππον»1436, οι οποίες ουσιαστικά αναφέρονται στο ίδιο μνημείο, τη Μεγίστη

Τετράστωο Αγορά του Ζευξίππου. Σε αντίθεση με τον Berger πιστεύουμε ότι οι

Ζώσιμος, Μαλάλας και το Πασχάλιο Χρονικό αναφέρονται σε ένα και μοναδικό

Τετράστωο οικοδόμημα, που λειτούργησε ως Αγορά της αρχαίας πόλης. Η χρήση

του αρχιτεκτονικού όρου «τετραστόου» στην ονομασία της Αγοράς δεν αποτελεί

βέβαια πρωτοτυπία του Βυζαντίου, όπως υποδεικνύει το Τετράστωο της

Αφροδισιάδος και άλλα παραδείγματα. 1437

Φαίνεται ότι η Μεγίστη Τετράστωος Αγορά μαζί με το Στρατήγιον1438

υπήρξαν οι δύο αγορές του αρχαίου Βυζαντίου (εικ. 130). Η αναφορά του

τελευταίου στην 5η ρεγιώνα της Πόλης αποδεικνύει ότι διατήρησε το όνομα και

τη χρήση του: «Strategium, in quo est forum Theodosiacum…».1439 Αντίθετα, η

Αγορά του Ζευξίππου εξαφανίστηκε νωρίς από το μνημειακό προσκήνιο της

Κωνσταντινούπολης και το τοπωνύμιο Ζεύξιππος επιβίωσε μόνο ως ονομασία

των Λουτρών. Μολονότι πολλά είναι τα ερωτήματα, προς το παρόν η μοναδική

απάντηση, που διαθέτουμε, είναι ότι στο αρχαίο Βυζάντιο υπήρχε μία Μεγάλη

Τετράστωος Αγορά στην περιοχή του Ζευξίππου, κοντά στην οποία

οικοδομήθηκαν τα ομώνυμα δημόσια Λουτρά.

1434 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-17 (ΙΙ.31).


1435 Πασχάλιον Χρονικὸν, 494.22.
1436 Λυδὸς Ἰωάννης, Περὶ ἀρχῶν, 163.1-2 (ΙΙΙ.70).

1437 Roueché C., Aphrodisias in Late Antiquity. The Late Roman and Byzantine Inscriptions, JRS Monograph 5,

Λονδίνο 1989, 39-42, επιγραφή αρ. 20: «Ἀγαθῆι Τύχηι / Φλ(άβιον) Κλ(αύδιον) [[Ἰουλιανὸν]]
Θεοδόσιον / v. τὸν αἰώνιον / καὶ εὐσεβέστατον / v. Αὔγουστον / Ἀντώνιος Τατιανὸς / ὁ
λαμπρ(ότατος) ἡγεμὼν / πᾶν τὸ ὁρώμενον / ἔργον τοῦ τετραστώου / ἐκ θεμελίων καὶ τὸν /
περικειμένον σύμπαν- / τα κόσμον τῇ μητροπόλι / v. κατασκευάσας». Χρονολογείται κατά την
βασιλεία του Ιουλιανού. Ακόμη, βλ. TAM II.1, αρ. 179.11-12: «ἡ στέγη τοῦ τετραστόου». Vulić N.,
«Inscription Grecque de Stobi», BCH 56 (1932), 291-298, κυρίως 293, στιχ. 11-13: «καὶ τὸ τρίκλεινον σὺν
τῷ τετραστόῳ». Για τη σημασία του όρου, βλ. Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 250, λήμμα:
«τετράστοος». Αντίστοιχα, ο όρος «τετράγωνος ἀγορὰ» αναφέρεται στη Δήλο, την Κύζικο, την
Έφεσο και τη Φασελίδα, βλ. Hellmann M.-C., Recherches sur le vocabulaire de l’Architecture Grecque,
d’après les inscriptions de Délos, BÉFAR αρ. 278, Αθήνα-Παρίσι 1992, 26-29 και σημ. 10. Sève M., «Un
décret de consolation à Cyzique», BCH 103 (1979), 327-359, κυρίως 330.65 και 346-347 και σημ. 101. O
Hoff, Roman Agora, 248, σημ. 46 επισημαίνει αντίστοιχες ονομασίες στη Σμύρνη, τη Σπάρτη και την
Παλμύρα («τετράδειον»). Κατά τη γνώμη του η ονομασία «τετράγωνος» συχνά αναφέρεται στις
«εμπορικές» αγορές των πόλεων.
1438 Βλ. κεφάλαιο Α.2.1.

1439 Notitia Urbis, 233, VI.11-12.

273
Δ.3.2. Η ενσωμάτωση της Αγοράς στην Πόλη του Κωνσταντίνου
Μπορούμε πλέον να εξετάσουμε το τρίτο και κυριότερο επιχείρημα του

Mango1440, που αφορά στην ενσωμάτωση της Τετραστώου Αγοράς στην

Κωνσταντίνεια Πόλη και μας εισάγει στο πιο κρίσιμο σημείο του

προβληματισμού μας γύρω από τη θέση του μνημείου και τη σχέση με το

μνημειακό του περιβάλλον. Πράγματι είναι ορθή η παρατήρηση ότι την κεντρική

θέση στον σχεδιασμό αυτού του τμήματος της Κωνσταντίνειας Πόλης (εικ. 1)

κατέχει το Αυγουσταίο, στο οποίο κατέληγε το τελευταίο τμήμα της Μέσης οδού

(Divan Yolu) ανατολικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, γνωστού ως Ρηγίας, και

γύρω από το οποίο αναπτύσσονταν τα σημαντικότερα μνημεία της Πόλης. Στη

βορειοδυτική πλευρά του βρισκόταν το Μίλιον και η Βασιλική Στοά, βόρεια η

Αγία Σοφία, ανατολικά η Σύγκλητος και νότια τα λουτρά του Ζευξίππου, η

Χαλκή Πύλη και το συγκρότημα του Μεγάλου Παλατίου.

Αντίθετα η τετράστωη Βασιλική ενσωματώνεται άκομψα, καθώς ο κατά

μήκος άξονάς της αποκλίνει έντονα από τον άξονα της Μέσης Οδού. Ως

αποτέλεσμα η νότια μακρά πλευρά της δεν έχει πρόσοψη προς την κεντρική οδό
και ανάμεσά τους διαμορφώνεται μία τριγωνική έκταση. Το μνημείο εντασσόταν

σε ένα πολεοδομικό τετράγωνο, που οριζόταν από τη Μέση οδό, την οδό που

κατευθυνόταν από τα Χαλκοπρατεία προς το Μίλιο (συμπίπτει μερικώς με την

Alemdar Caddesi) και τη διαγώνια οδό, που οδηγούσε πάλι από τα Χαλκοπρατεία
προς το Παλάτιο του Λαύσου1441 (εικ. 123, οδός C). Η ένσταση του Mango ότι οι

όψεις της Βασιλικής αφομοιώνονταν στο δομημένο περιβάλλον και δεν

εξαίρονταν ικανοποιητικά ισχύει τουλάχιστον για τη νότια και τη δυτική πλευρά

της. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού ο προσδιορισμός της κύριας όψης
του μνημείου θα βοηθήσει να προσεγγίσουμε τις ιδιαιτερότητές του.

Μία προφανής απάντηση προκύπτει από τη γειτνίαση της ανατολικής

πλευράς της Βασιλικής με τα σημαντικότερα κτίσματα του μνημειακού κέντρου,

Mango, Brazen House, 45-46.


1440

Σύμφωνα με τον Bardill, «Palace of Lausus», 79-83 και εικ. 2, 7-9, η οδός αυτή ταυτίζεται με
1441

τμήματα των σύγχρονων οδών Çatalçeşme Sokagi και Alay Köşkü Caddesi. Ένδειξη για τη
χρονολόγησή της στην Προκωνσταντίνεια περίοδο αποτελεί η εύρεση ενός ψηφιδωτού του
πρώιμου 3ου αι. μ.Χ., βλ. Dalgiç, «Pre-Constantinian Mosaics», 127-130, με μέτωπο προς την οδό
Çatalçeşme Sokagi, βλ. Kleiss, Plan von Istanbul, 7, αρ. 8.

274
το Μίλιον, το Αυγουσταίο, τις Θέρμες του Ζευξίππου, τη Μεγάλη Εκκλησία και

την Αγία Ειρήνη. Συνεπώς, η κύρια όψη του μνημείου, αυτή που θα είχε τη

μεγαλύτερη σημασία, ήταν η ανατολική. Ωστόσο, η πλευρά αυτή, εκτός από το

γεγονός ότι ήταν στενή και δύσκολα μπορούσε να αποτελεί πρόσοψη,

παρουσίαζε ένα ακόμη βασικό μειονέκτημα. Αναπτυσσόταν πάνω σε κεκλιμένο

έδαφος με υψομετρική διαφορά περίπου 4 μ. από νότο προς βορρά (εικ. 131) με

αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται εν γένει αισθητικά η οποιαδήποτε αρχιτεκτονική

διαμόρφωσή της. Ο Mango1442, όπως είδαμε, προκειμένου να γεφυρώσει αυτή την

κατωφέρεια πρότεινε ότι η κλίμακα με τους πολλούς αναβαθμούς, που αναφέρει

ο Ζώσιμος, βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία του κτηρίου, εκεί όπου θεωρεί

ότι οικοδομήθηκαν οι ναοί της Τύχης και της Ρέας (εικ. 121). Όμως, η λύση μιάς

έκκεντρης κλίμακας και μάλιστα στη γωνία μεγάλου δημόσιου κτηρίου αποτελεί

σαφώς ανορθόδοξη επιλογή, ξένη προς τις αρχιτεκτονικές συμβάσεις της

εποχής. Ο Speck1443, που μάλλον συνειδητοποιεί το αρχιτεκτονικό παράδοξο,

προκειμένου να αποφύγει αυτή την άβολη αποκατάσταση, σχεδιάζει την

κλίμακα ελεύθερη πάνω στο επικλινές έδαφος βορειοανατολικά της Βασιλικής

(εικ. 122). Αλλά έτσι δεν δίνεται λύση στο πρόβλημα της πρόσβασης στο μνημείο,

που η υψομετρική διαφορά δημιουργεί.

Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να επανεξετάσουμε τις πληροφορίες

που διαθέτουμε για την κατασκευή του κτηρίου. Η Βασιλική Στοά, το τετράστωο

οικοδόμημα που περιέβαλλε την υπερμεγέθη, περιμήκη και περίστυλο αυλή, την

οποία αναφέρει ο Προκόπιος1444, κατασκευάστηκε στο ψηλότερο σημείο της

βόρειας πλαγιάς του αυχένα, που διαμορφώνεται ανάμεσα στην Ακρόπολη του

Βυζαντίου και τον δεύτερο λόφο της Κωνσταντινούπολης. Ο άξονας του

μνημείου αναπτυσσόταν κάθετος στον άξονα του Ιπποδρόμου και παράλληλος

με τις ισοϋψείς καμπύλες της κατωφέρειας του δεύτερου λόφου. Αυτό είχε ως

αποτέλεσμα, αφενός η νότια μακρά πλευρά του οικοδομήματος να θεμελιώνεται

1442 Mango, Brazen House, 44.


1443 Speck, Kaiserliche Universität, 99, σημ. 45 και 106, Lagerplan. Ας σημειωθεί ότι οι ισοϋψείς
καμπύλες, που αποτυπώνονται στα διάφορα τοπογραφικά διαγράμματα, αφορούν σημερινές
μετρήσεις. Ο Mango, Brazen House, 44, εύστοχα παρατηρεί ότι η κλίση ήταν ακόμη μεγαλύτερη κατά
τη βυζαντινή περίοδο.
1444 Γ.1.10.

275
απευθείας πάνω στο φυσικό έδαφος, αφετέρου το δάπεδο της βόρειας μακράς

στοάς του να έχει υψομετρική διαφορά περίπου 4 έως 6 μ. από την επιφάνεια του

εδάφους (εικ. 132).

Αναφερθήκαμε νωρίτερα στην εκσκαφική δραστηριότητα του έτους 1934

στην οδό Yerebatan, που αποκάλυψε τμήματα της πλακόστρωσης του αυλείου

χώρου της Βασιλικής Στοάς. Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας στην παρακείμενη

προς βορρά οδό Salkim Söğüt sk, κατά την κατασκευή οικίας αποκαλύφθηκε μία

αναλημματική κατασκευή, η οποία συγκρατούσε τη ζώνη των κτισμάτων που

περιέβαλλαν τον αύλειο χώρο (εικ. 133). Η ανακάλυψη αυτή επέτρεψε στον

Mamboury1445 να διαπιστώσει ότι η Βασιλική ουσιαστικά εφαπτόταν με τον ναό

της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων και ότι τα δάπεδα των δύο μνημείων είχαν

υψομετρική διαφορά μεταξύ τους περίπου 12 μέτρα (εικ. 134).

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η θεμελίωση του βορείου τμήματος της

Βασιλικής Στοάς απαίτησε την κατασκευή ενός υψηλού και μεγάλου μήκους

βάθρου (εικ. 135). Η μαρτυρία του Προκοπίου ότι η περίστυλος αυλή της

Βασιλικής ήταν «…οὐκ ἐπὶ γεώδους ἐδάφους, ἀλλ’ ἐπὶ πέτρας πεποιημένη»,

αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς τη λιθόκτιστη θεμελίωση και όχι βέβαια σε

βραχώδες υπέδαφος, το οποίο θα καθιστούσε αδύνατη την εκσκαφή της

τεράστιας Κινστέρνας (Yerebatan Saray) σε βάθος περίπου 10 μ. και μάλιστα την

υλοποίηση ολόκληρου του έργου μέσα στο πρώτο έτος της βασιλείας του

Ιουστινιανού.1446 Πρόκειται πιθανώς για τη μεγαλύτερη κλειστή κινστέρνα του

αρχαίου κόσμου, διαστάσεων 138 μ. Χ 64,6 μ., συνολικής χωρητικότητας περίπου

75.000 κυβ.μ. και συνολικού εμβαδού περίπου 9.000 τ.μ. με 336 κίονες ύψους

περίπου 9 μ., οι οποίοι υποστυλώνουν την οροφή της.1447 Φαίνεται πολύ πιθανό

ότι στη λιθόκτιστη θεμελίωση, που υπονοεί ο Προκόπιος, υπήρχαν ήδη

διαμορφωμένοι υπόγειοι χώροι (εικ. 136), η ενσωμάτωση των οποίων διευκόλυνε

1445 Mamboury, «Fouilles Byzantines» I, 274.


1446 Σύμφωνα με τους Μαλάλα (Γ.1.12), Πασχάλιον Χρονικὸν (Γ.1.20) και Θεοφάνη (Γ.1.25). Ακόμη,
βλ. Crow-Bardill-Bayliss, Water Supply, 128. Ωστόσο λόγω της μνημειώδους έκτασης του έργου δεν
μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο απλώς να ξεκίνησε ή να ολοκληρώθηκε τότε.
1447 Για τις διαστάσεις, βλ. Unger, «Die Jere Batan», 55-56. Müller-Wiener, Bildlexicon, 284-5, εικ. 322-3.

Tonguç, Basilica Cistern, 13. Crow-Bardill-Bayliss, Water Supply, 127. Η Βασιλική Κινστέρνα είναι
μακράν η μεγαλύτερη κλειστή κινστέρνα της Κωνσταντινούπολης, η μοναδική που μπορεί να
συγκριθεί σε μέγεθος, μολονότι είναι σαφώς μικρότερη, με τις ανοικτές κινστέρνες, βλ. Crow-
Bardill-Bayliss, Water Supply, 215-217, εικ. 9.1-3.

276
αργότερα το εγχείρημα διάνοιξης της κινστέρνας. Το στοιχείο αυτό επεξηγεί εν

μέρει και την επιλογή του αύλειου χώρου της Βασιλικής για την κατασκευή της.

Αναμφισβήτητα η υλοποίηση της υπόγειας Βασιλικής Κινστέρνας υπήρξε

ένα υψηλού βαθμού δυσκολίας τεχνικό έργο, καθώς συνδύαζε αφενός την

εκσκαφή του υπεδάφους δίπλα στις υφιστάμενες στοές και αφετέρου την

υποστύλωση της οροφής ενός τεράστιου υπόγειου θαλάμου με 28 σειρές από 12

κίονες (εικ. 97). Η περιγραφή του τρόπου εξόρυξης του εδάφους από τον

Προκόπιο ανταποκρίνεται στη μορφή της θεμελίωσης που περιγράψαμε:

«ταύτην τε οὖν (αὐλὴν) καὶ τῶν στοῶν μίαν, ἥπερ αὐτῆς τέτραπται πρὸς ἄνεμον

νότον, ἐς βάθους μέγα τι χρῆμα κατορύξας Ἰουστινιανὸς βασιλεύς…». Η εξόρυξη

του υπεδάφους ξεκίνησε μάλλον από τη νότια πλευρά (εικ. 137), κάτω από τη

νότια στοά της Βασιλικής, η οποία αντιστοιχούσε στην επιφάνεια του εδάφους

και κατευθύνθηκε από νότο προς βορρά, χωρίς να επηρεάσει τις υπόλοιπες τρεις

στοές. Όπως αναφέραμε νωρίτερα1448, η ορθογώνια επιμήκης κινστέρνα

αναπαρήγαγε σε μικρότερο μέγεθος το σχήμα και τον προσανατολισμό του

Τετραστώου στο «μεσίαυλον τῆς βασιλικῆς»1449, προκειμένου η βόρεια, η

ανατολική και η δυτική στοά του μνημείου να εδράζονται «ἐπὶ πέτρας» και όχι

στην οροφή της κινστέρνας.

Η Βασιλική Στοά και ιδιαίτερα η βόρεια όψη της υπήρξε μία πολύ

εντυπωσιακή κατασκευή, καθώς υψωνόταν σε μήκος 150 μέτρων επάνω στο

υψηλό βάθρο της. Αναμφίβολα, εδώ στο μέσο της βόρειας στοάς διαμορφωνόταν

το πλέον κατάλληλο λειτουργικά και μορφολογικά τμήμα του οικοδομήματος

για να χωροθετήσουμε το «μέρος τῶν ἀναβαθμῶν»1450 (εικ. 138). Οι 72 αναβαθμοί

των Παραστάσεων θα εξυπηρετούσαν την πρόσβαση στη βόρεια στοά από το

χαμηλότερο επίπεδο της πλαγιάς των Χαλκοπρατείων, ενώ συγχρόνως θα

διαμορφωνόταν μία μνημειακή κλίμακα αντάξια της επιβλητικής βόρειας

πρόσοψης του μνημείου. Ο αριθμός των αναβαθμών ανταποκρίνεται ακριβώς

στην υψομετρική διαφορά, που διαπίστωσε ο Mamboury, καθώς 72 βαθμίδες ενός

συνηθισμένου μέσου ύψους 0,17 μ. αντιστοιχούν σε συνολικό υψόμετρο 12,24 μ.

1448 Βλ. κεφάλαιο Γ.4.


1449 Πασχάλιον Χρονικὸν, Γ.1.20.
1450 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, Γ.1.23. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Γ.1.37.

277
Σε ένα απόσπασμα των Πατρίων ο ανώνυμος συγγραφέας, προκειμένου να

προσδιορίσει τη θέση ενός αγάλματος του Θεοδοσίου του Μεγάλου, που

βρισκόταν στην άλλη πλευρά της Βασιλικής ανάμεσα στη νοτιοανατολική της

γωνία και το Μίλιον, χρησιμοποίησε τον τοπογραφικό προσδιορισμό: «ὄπισθεν

τῆς Βασιλικῆς πλησίον του Μιλίου».1451 Νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημά μας

έχει, ήδη, δοθεί· η κύρια όψη της Βασιλικής Στοάς ήταν η βόρεια όψη.

Αυτό, βέβαια, αντί να λύνει το πρόβλημα της ενσωμάτωσης του

οικοδομήματος στον πολεοδομικό ιστό της Πόλης του Κωνσταντίνου, δημιουργεί

καινούρια ζητήματα. Τι νόημα είχε η ανέγερση μιάς τόσο μεγάλης και

δαπανηρής κατασκευής με την κύρια πρόσοψη στραμμένη προς βορρά, όταν ο

πυρήνας της Κωνσταντίνειας Πόλης βρισκόταν ανατολικά και νότιά της;

Άλλωστε πολύ σύντομα, μέσα στο β’ μισό του 5ου αιώνα, με την οικοδόμηση του

ναού της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων 1452 η μεγαλοπρέπεια της βόρειας όψης

θα δεχόταν ένα πλήγμα, ενώ η πολυδάπανη θεμελίωσή της θα μπορούσε

εύκολα να εξοικονομηθεί, εάν η κατασκευή του κτηρίου είχε μετατοπιστεί 70 μ.

νοτιότερα. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα ο άξονας της Βασιλικής θα μπορούσε

να κατασκευαστεί παράλληλος προς τη Μέση Οδό, προκειμένου η πρόσοψη της

νότιας στοάς να διαμορφώνεται παράλληλα ή να διανοίγεται προς τη Ρηγία. Η

περίπτωση να μην υπήρχε επαρκής κενός χώρος νοτιότερα ή ανατολικότερα,

προκειμένου να κατασκευαστεί η Βασιλική, φαίνεται μάλλον απίθανη, διότι τα

περισσότερα μνημεία στην περιοχή αυτή οφείλονται στην οικοδομική

δραστηριότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.1453 Ποιος ήταν, λοιπόν, ο λόγος που

ένα τόσο μεγάλο και δαπανηρό κτήριο οικοδομήθηκε σε πλαγιά και μάλιστα σε

κατεύθυνση αντίρροπη προς την ανάπτυξη της Κωνσταντίνειας Πόλης;

Νομίζω ότι η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι μόνο μία. Το

τετράστωο οικοδόμημα γνωστό ως Βασιλική Στοά δεν κατασκευάστηκε από τον

1451 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Γ.1.36.


1452 Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, 102.10-12, αποδίδει την οικοδόμηση του Ναού της Θεοτόκου των
Χαλκοπρατείων στην Αυγούστα Πουλχερία το έτος 450. Στις Novellae Justiniani, 20.23-27 (Νεαρὰ 3,
κεφ. 1), αναφέρεται ότι ο ναός «…ὠκοδομήθη παρὰ τῆς εὐσεβοῦς τὴν λῆξιν Βηρίνης…». Σχετικά με
την αποσύνδεση του ναού από την οικοδομική δραστηριότητα της Πουλχερίας, βλ. Mango C., «The
Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople», Acta XIII Congressus Internationalis Archaeologiae
Christianae, ΙΙ, 1998, 65-66.
1453 Βλ. κεφάλαιο Α.2.2. Ακόμη, βλ. Mango, Développement urbain, 26-27.

278
Κωνσταντίνο ως τμήμα της επέμβασής του στον υφιστάμενο πολεοδομικό ιστό

του Βυζαντίου. Ακριβώς το αντίθετο. Η Κωνσταντινούπολη κληρονόμησε από το

αρχαίο Βυζάντιο και αξιοποίησε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά

μνημεία του, τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του Ζευξίππου (εικ. 139). Και όπως

θα ήταν αναμενόμενο, το κτίσμα ήταν στραμμένο προς το βορρά, προς την

Ακρόπολη και τον αρχαίο οικιστικό πυρήνα του Βυζαντίου στη μικρή πεδιάδα

δυτικά της Βοσπορείου άκρας και νότια του Προσφοριανού λιμένος.

Την πιο κατηγορηματική επιβεβαίωση ότι η Αγορά του Ζευξίππου

ταυτίζεται με τη Βασιλική Στοά οφείλουμε στον λογοτεχνικό οίστρο του Ιωάννη

Λυδού. Στο γνωστό μας χωρίο για την αγορά του Ζευξίππου, ο Λυδός περιγράφει

αναλυτικά τα οικοδομήματα που καταστράφηκαν κατά τις πυρκαγιές της 15ης

και 16ης Ιανουαρίου στη Στάση του Νίκα: «ἀρχῆς δὲ λαβόμενον τὸ πῦρ ἐκ τῶν

τῆς αὐλῆς εἰσόδων, εἶτα ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τὸ πρῶτον ἱερόν, ἐξ οὗ ἐπὶ τὴν Ἰουλιανοῦ

[γερουσίαν] - ἣν καλοῦσι σενᾶτον κατὰ τὴν Αὐγούστου [πανήγυριν - ἀφ’ ἧς ἐπὶ

τὴν] ἀγοράν, ἣν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον ἀπὸ Ζευξίππου βασιλέως…τὸ γὰρ

δημόσιον βαλανεῖον Σεβήρειον ἀπὸ Σεβήρου…παρωνόμασται…τῶν δὲ

τηλικούτων σωμάτων [εἰς πῦρ] μεταβαλόντων ἡρπάγησαν αἱ μέχρι τῆς

Κωνσταντίνου ἀγο[ρᾶς τὴν πόλιν] διευθύνουσαι στοαὶ…».1454 Η ιδιαιτερότητα του

χωρίου είναι ότι αναφέρεται στα πιο γνωστά μνημεία της Κωνσταντινούπολης

όχι με τα οικεία και σε ευρεία χρήση ονόματά τους, αλλά με τις αρχαίες ή

αρχαιοπρεπείς ονομασίες1455 τους (εικ. 140-141). Μέσα σε ένα περιβάλλον

πρωτοβυζαντινών κτισμάτων ξεχωρίζουν δύο αρχαία μνημεία, η Αγορά του

Ζευξίππου και το Βαλανείο του Σεβήρου.

Η περιγραφή της μετάδοσης της φλόγας δεν αφήνει περιθώρια για

παρανοήσεις. Με αφετηρία τη Χαλκή Πύλη η φωτιά μεταδόθηκε διαδοχικά στην

Αγία Σοφία, στη Σύγκλητο, στο Αυγουσταίο, στην Αγορά του Ζευξίππου και στα

ομώνυμα Λουτρά. Μολονότι η δραματική αφήγηση του Λυδού ενοποιεί τα

Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 162.21-163.14 (ΙΙΙ.70).


1454

1455Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1353 για το κλασικίζον ύφος των ιστοριογράφων αυτής της περιόδου,
στους οποίους εντάσσεται και ο Ιωάννης Λυδός, βλ. Treadgold, Early Byzantine Historians, 258-264 και
363, σημ. 42.

279
καταστροφικά αποτελέσματα δύο διαφορετικών πυρκαγιών1456, εντούτοις για την

έρευνά μας είναι πολύτιμοι οι τοπογραφικοί συσχετισμοί του. Η Αγορά του

Ζευξίππου δεν είναι βέβαια το Αυγουσταίο1457, από το οποίο μεταδόθηκε η

φλόγα, αλλά το μοναδικό παρακείμενο και πραγματικά τετράστωο οικοδόμημα,

δηλαδή η Βασιλική Στοά.

Μία σημαντική επιβεβαίωση του αγοραίου χαρακτήρα της Βασιλικής

ήλθε να προσφέρει η δημοσίευση της έρευνας των J. Crow, J. Bardill και R.

Bayliss1458 σχετικά με το σύστημα υδροδότησης της Κωνσταντινούπολης. Οι

ερευνητές παρατήρησαν ότι η σύνδεση της Βασιλικής κινστέρνας με τον

Αδριάνειο Αγωγό αποτελεί στοιχείο κλειδί για την κατανόηση της τοπογραφίας

του συστήματος υδροδότησης μέσα στην Πόλη. 1459 Ο αγωγός κατέληγε στη

Βασιλική (υψόμ. περίπου 30 μ.), από όπου διακλαδιζόταν προς τις Θέρμες του

Ζευξίππου και την κάτω πόλη του Βυζαντίου.1460 Η παρατήρηση αυτή επέτρεψε

στους ερευνητές να αποκαταστήσουν τη διαδρομή του Αδριάνειου Υδραγωγείου

ακολουθώντας με κλίση 1 μ. ανά χιλιόμετρο τις ισοϋψείς καμπύλες των κλιτύων

των βόρειων λόφων από τη Βασιλική μέχρι τα Θεοδοσιανά τείχη (εικ. 21, 63). Μία

σειρά από κινστέρνες, που μέχρι τότε φαινόταν τυχαία η θέση τους,

1456 Πασχάλιον Χρονικὸν, 621.17-622.2 (πυρκαγιά 15ης Ιανουαρίου) και 622.6-15 (πυρκαγιά 16ης
Ιανουαρίου). Βλ. κεφάλαιο Α.2.2.
1457 «Αὐγούστου Πανήγυριν». Ο Mango, Brazen House, 46, σημ. 55, αναφέρει μόνο τη φράση «ἐπὶ τὴν

Ἰουλιανοῦ [γερουσίαν] - ἥν καλοῦσι σενᾶτον κατὰ τὴν Αὐγούστου [πανήγυριν]», προτείνει τη


μετάφραση «Market (or fair) of Augustus» για την έκφραση «Αὐγούστου Πανήγυριν» και τη
χρησιμοποιεί ως επιχείρημα για να αποδείξει ότι ακόμη και στην εποχή του Λυδού το Αυγουσταίο-
Τετράστωο παρέμενε μία δημόσια πλατεία-Αγορά της Κωνσταντινούπολης. Το γεγονός ότι
ακριβώς δίπλα στην «Αὐγούστου Πανήγυριν» ο Λυδός αναφέρει την πραγματική Αγορά: «ἐπὶ τὴν
ἀγοράν, ἥν καλοῦσι Ζεύξιππον» αποσιωπήθηκε. Επιπλέον, η μετάφραση που προτείνεται για τον
όρο: «Αὐγούστου Πανήγυριν» είναι αναντίστοιχη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 976.
1458 Crow-Bardill-Bayliss, «Water Supply», κυρίως 10-17, 114-121.

1459 Crow-Bardill-Bayliss, Water Supply, 17: «the association of the Basilica Cistern with the Hadrianic

line provides key evidence for understanting the topography of the water supply system within the
city». Την πληροφορία ότι την Κινστέρνα υδροδοτούσε ο αγωγός του Αδριανού οφείλουμε στον
Μαλάλα (Γ.1.12) και το Πασχάλιον Χρονικόν (Γ.1.20).
1460 Η περαιτέρω διαδρομή του Υδραγωγείου μετά τη Bασιλική Κινστέρνα αποτυπώνεται στον νόμο

του Θεοδοσίου Β’ προς τον Έπαρχο Κύρο (440-441), βλ. Codex Justinianus, ΧΙ.43.6, που προσδιόριζε ότι
ο αγωγός του Αδριανού θα υδροδοτούσε μόνο το Ιερό Παλάτιο, τις Θέρμες του Ζευξίππου και τα
Λουτρά του Αχιλλέα, που βρίσκονταν κοντά στο Στρατήγιο. Συνεπώς μετά τη Βασιλική ο αγωγός
διακλαδιζόταν. Ο νότιος κλάδος υδροδοτούσε τις Θέρμες του Ζευξίππου και το Ιερό Παλάτιο (εικ.
142). Ο βόρειος κλάδος έφθανε μέχρι την περιοχή του Στρατηγίου. Οι Crow-Bardill-Bayliss, Water
Supply, 117 και χάρτης 15, θεωρούν ότι η βόρεια διακλάδωση ακολουθούσε τη δυτική κλιτύ της
Ακρόπολης.

280
διαπιστώθηκε ότι βρίσκονταν κατά μήκος του αγωγού και υδροδοτούνταν από

αυτόν.1461

Πώς όμως ερμηνεύεται αυτό το παράδοξο γεγονός, ένα Υδραγωγείο του

2ου αιώνα να καταλήγει σε μία Κινστέρνα του 6ου αιώνα και η σύνδεσή τους να

έχει τόσο μεγάλη σημασία για την τοπογραφία του συστήματος υδροδότησης;

Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του αγωγού μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο

εάν στη θέση της Βασιλικής αποκαταστήσουμε την Αγορά του Ζευξίππου. Οι

μηχανικοί του Αδριανού1462 επέλεξαν τη συγκεκριμένη διαδρομή, προκειμένου να

υδροδοτήσουν ταυτόχρονα και την άνω και την κάτω πόλη του Βυζαντίου. Και

βέβαια στο άνω τμήμα κύριος προορισμός του Υδραγωγείου υπήρξε η Αγορά,

όπως συνέβαινε σε όλες τις πόλεις κατά την αρχαιότητα. Η μεταφορά του νερού

γινόταν μέσω υδραγωγείων στις αγορές και από εκεί η διανομή τους στον

πληθυσμό μέσω κρηναίων κατασκευών ή νυμφαίων.1463 Η αναφορά στη Notitia

Urbis1464 ενός Νυμφαίου στην 4η ρεγιώνα, ακριβώς δίπλα στη Βασιλική, αποκτά

πλέον ιδιαίτερη σημασία. Το Νυμφαίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελούσε την

απόληξη του Αδριάνειου Υδραγωγείου στον χώρο της Αγοράς του Ζευξίππου με

σκοπό την υδροδότηση του πληθυσμού και η αρχική κατασκευή του θα πρέπει

να χρονολογηθεί στη ρωμαϊκή περίοδο.1465 Η επιλογή ανέγερσης αργότερα των

Θερμών στην περιοχή του Ζευξίππου, κοντά στην Αγορά, εξαρτήθηκε κυρίως

από τη δυνατότητα άμεσης και επαρκούς υδροδότησης, από την οποία αργότερα

επωφελήθηκε και το Ιερό Παλάτιο.

Όταν ο Ιουστινιανός αποφάσισε να ενισχύσει τα υδάτινα αποθέματα του

μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης με την αποθήκευση των

1461 Crow-Bardill-Bayliss, Water Supply, 116-117 και χάρτες 12-15.


1462 Με την αυτοκρατορική χορηγία του Υδραγωγείου ίσως σχετίζεται το γεγονός πως το Βυζάντιο
τίμησε τον Αδριανό δύο φορές με το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα του Ἱερομνήμονος, βλ. Łajtar,
Inschriften, 71-74, υπ’ αρ. 37.1 και 38.1. Boatwright, Hadrian and the Cities, 58 και σημ. 5.
1463 Σχετικά με την παροχή νερού στον πληθυσμό μέσα από κρηναία οικοδομήματα στον χώρο της

Αγοράς κατά την αρχαιότητα, βλ. Rogge S., «Water Supply in Antiquity in the Mediterranean World»
στο Lange M.A. - Poszig D. - Herrmann A. (επιμ.), Water on Meditterranean Islands: Advanced Study
Course Sustainis. Zufo-Berichte Bd. 4, 2005, 37-60. Σχετικά με Νυμφαία της ρωμαϊκής περιόδου στις
ελληνικές πόλεις, βλ. Walker, «Roman Nymphaea».
1464 Notitia Urbis, 232 (V.8-9), βλ. Γ.1.3.

1465 Αντίστοιχο παράδειγμα η ανέγερση της μεγάλης Κρήνης-Νυμφαίου επί Αντωνίνου του

Ευσεβούς στη ΝΑ γωνία της Αγοράς των Αθηνών ως απόληξης του Αδριάνειου υδραγωγείου, βλ.
Leigh S., «The reservoir of Hadrian in Athens», JRA 10 (1997), 279-290. Ευαγγελίδης, Αγορά, 184-185.

281
πλεοναζόντων υδάτων του Αδριάνειου αγωγού1466, επέλεξε να οικοδομήσει την

Κινστέρνα στη Bασιλική Στοά για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι

υπήρχαν, ήδη, διαμορφωμένοι υπόγειοι χώροι1467 στην υψηλή λιθόκτιστη

θεμελίωσή της, που μπορούσαν να αξιοποιηθούν, προκειμένου να διαμορφωθεί

μία τεράστια υπόγεια κινστέρνα, η οποία μάλιστα δεν θα έφερε τα φορτία

υπέργειων κατασκευών χάρη στον ελεύθερο αύλειο χώρο του Τετραστώου. Ο

δεύτερος λόγος είναι ότι δεν χρειαζόταν να πραγματοποιηθούν εργασίες

μεταφοράς των υδάτων μέχρι την Κινστέρνα. Ο Αγωγός του Αδριανού, που

έφθανε μέχρι εδώ και υδροδοτούσε το Νυμφαίο της Αγοράς του Ζευξίππου,

συνέχιζε να υδροδοτεί το ίδιο Νυμφαίο στη Βασιλική.

Δ.3.3. Από τη Στοά του Βυζαντίου στην Τετράστωο Αγορά


Η οικοδόμηση της Αγοράς του Ζευξίππου και ιδιαίτερα της βόρειας στοάς στην

πλαγιά του λόφου φαίνεται ότι υπήρξε συνειδητή επιλογή των αρχαίων

Βυζαντίων. Σκοπός ήταν η ανέγερση ενός μνημείου εντυπωσιακού με

πανοραμική πρόσοψη προς την ακρόπολη, την κάτω πόλη και κυρίως προς την
είσοδο του Βοσπόρου, όπου συγκλίνουν οι οπτικοί άξονες της βόρειας στοάς (εικ.

139). Ουσιαστικά δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο για την περίοδο δόμησης του

τετραστώου. Όμως η οικοδόμηση του έπεται αναμφίβολα της νότιας επέκτασης

του πολεοδομικού ιστού του Βυζαντίου1468 στον αυχένα μεταξύ του πρώτου
(ακρόπολη) και του δεύτερου λόφου. Το δυτικό άκρο της επέκτασης αυτής

ορίζεται από την Πύλη του Θρακίου1469 του αρχαίου τείχους (εικ. 1, 3), που

βρισκόταν ανατολικά του Φόρου του Κωνσταντίνου.

1466 Ο Προκόπιος (Γ.1.10) υπαινίσσεται ότι η διοχέτευση των υδάτων στην Κινστέρνα γινόταν με
κάποιο υδραυλικό σύστημα: «δεχόμενα γὰρ τὰ ἔλυτρα τάδε τοῦ ὀχετοῦ τὴν ἐπιρροὴν
ὑπερβλύζοντος στενοχωρουμένοις μὲν τοῖς ὕδασι τότε χαρίζεται χώραν, ποθεινῶν δὲ αὐτῶν
γινομένων ἐπὶ καιροῦ τοῖς δεομένοις παρέχεται πόρον». Όταν κατά τους χειμερινούς και
ανοιξιάτικους μήνες αυξανόταν η ροή του νερού στον αγωγό, τα ύδατα από τη μεγάλη πίεση
έβρισκαν διέξοδο προς τη Βασιλική Κινστέρνα.
1467 Βλ. αμέσως παρακάτω, κεφάλαιο Δ.3.2.

1468 Για την ιστορία και τα αρχαιολογικά ευρήματα του αρχαίου Βυζαντίου βλ., Gyuzelev, West Pontic

Coast, 155-177 και 281-291.


1469 Βλ. κεφάλαιο Α.2.1.

282
Ο Mango1470 τεκμηρίωσε ότι ο περίβολος αυτός χρονολογείται σε πολύ

πρώιμη περίοδο, ίσως ακόμη και πριν από την εποχή του Ξενοφώντα (περίπου

400 π.Χ.). Την πιο ασφαλή χρονολογική ένδειξη παρέχουν τα ταφικά ευρήματα,

κυρίως οι επιτύμβιες στήλες1471, που αποκαλύφθηκαν εξωτερικά των τειχών του

Βυζαντίου, δυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου έως το Bayazit Camii, όπου

εκτεινόταν η αρχαία νεκρόπολη (εικ. 120). Οι στήλες χρονολογούνται από τον 4ο

αιώνα π.Χ. (κυρίως τον ύστερο 4ο) έως και τον 4ο αι. μ.Χ. Ουσιαστικά ο ύστερος

4ος αιώνας π.Χ. σηματοδοτεί την έναρξη της οικοδομικής δραστηριότητας στη

νότια επέκταση της αρχαίας πόλης.

Μία ακόμη έμμεση χρονολογική ένδειξη μας προσφέρει η εξέλιξη της

στωικής αρχιτεκτονικής στη Μικρά Ασία. Η πρακτική της ανέγερσης στοών με

ισχυρές θεμελιώσεις σε πλαγιές λόφων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της

αρχιτεκτονικής των μικρασιατικών πόλεων κατά την ελληνιστική περίοδο.1472

Αυτές οι μεγαλεπήβολες και πολυδάπανες στωικές κατασκευές με τις

εντυπωσιακές προσόψεις εντάσσονται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού

αυτοπροβολής, επίδειξης πλούτου και ισχύος, καθώς και εξάπλωσης της

πολιτικής επιρροής ηγεμόνων και πόλεων της ελληνιστικής περιόδου. Με τη

ρωμαϊκή κατάκτηση η πρακτική αυτή εκλείπει, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ

των πόλεων μετατοπίζεται πλέον στο πεδίο της αυτοκρατορικής λατρείας και

του ευεργετισμού με στόχο την προσέλκυση της αυτοκρατορικής εύνοιας. Στη

μνημειακή αρχιτεκτονική πεδίο έκφρασης αυτών των αναζητήσεων

αναδεικνύεται, πλέον, η ανέγερση δημόσιων κοινωφελών και λατρευτικών

οικοδομημάτων.1473 Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ύστερη ελληνιστική και κυρίως

τη ρωμαϊκή περίοδο συντελείται η αφομοίωση, που συχνά εκλαμβάνεται ως

υποβάθμιση, του αυτόνομου στωϊκού οικοδομήματος σε ένα ευρύτερο

1470 Mango, Développement urbain, 13-15.


1471 Firatli, Stèles funéraires, 9-10 και 44. Επίσης βλ. Mango, Développement urbain, 15 και σημ. 14-15 για
την έκταση της νεκρόπολης. Ο Müller-Wiener, Bildlexikon, 219 θεωρεί ότι η νεκρόπολη συνεχιζόταν
εκατέρωθεν της Θρακικής οδού (Μέση) μέχρι την περιοχή της Αγίας Σοφίας, αλλά τα ευρήματα
δεν το επιβεβαιώνουν.
1472 Winter, Hellenistic Architecture, 59. Coulton, Greek Stoa, 64-72.

1473 Ευαγγελίδης, Αγορά, 176-179.

283
αρχιτεκτονικό περίστυλο συγκρότημα αγοραίου ή θρησκευτικού χαρακτήρα.1474

Παράλληλα σύμφωνα με αισθητικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις

της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου αυτά τα μνημειακά συγκροτήματα

συνιστούν απομονωμένες μεταξύ τους αυτόνομες μονάδες. Στις ελληνικές

πόλεις κατασκευάζονται πλέον κλειστές τετράστωες αγορές, με τους οπτικούς

άξονες να έχουν μεταφερθεί εσωτερικά στη σχέση της πλατείας και του

περιστυλίου. Οι θέσεις που επιλέγονται είναι συνήθως επίπεδες, ομαλές ή

μπορούν εύκολα να εξομαλυνθούν.1475

Ο μνημειώδης χαρακτήρας της βόρειας στοάς της Βασιλικής, η ισχυρή

θεμελίωσή της, η έντονη οπτική σχέση της με την κάτω πόλη και το θαλάσσιο

πέρασμα του Βοσπόρου και η εντυπωσιακή πρόσοψη με τη μεγάλη μνημειακή

κλίμακα υποδεικνύουν την αυτόνομη, αυτοτελή κατασκευή της. Ο Coulton1476

θεωρεί ότι το βασικό αρχιτεκτονικό πρότυπο αυτού του είδους στοών υπήρξε η

Πέργαμος με τις εντυπωσιακές και τολμηρές στωικές κατασκευές της. Μία σειρά

από μικρότερα αστικά κέντρα1477, όπως οι Αιγές και η Άσσος, αντέγραψαν αυτές

τις εντυπωσιακές κατασκευές, ενώ στωικά οικοδομήματα με υψηλή θεμελίωση

σε πλαγιές λόφων, που αποτελούσαν τμήματα αγορών, εντοπίστηκαν ακόμη

στην Άλινδα και την Ηράκλεια του Λάτμου.1478 Η στοά του Βυζαντίου απηχεί

επιρροές από αυτή την ομάδα μνημείων ως προς την τολμηρή αρχιτεκτονική

σύλληψη, την επιβλητική οπτικά κατασκευή και την ισχυρή θεμελίωση.

Ιδιαίτερα ομοιότητες και αναλογίες εντοπίζονται κυρίως με δύο

ελληνιστικές στοές της Ρόδου, τη Στοά της Καμείρου1479 και τη Στοά της

1474 Coulton, Greek Stoa, 168-169. Ως ένδειξη αυτής της υποβάθμισης θεωρείται και το γεγονός ότι την
ίδια περίοδο στωικά οικοδομήματα χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να ενοποιήσουν τις προσόψεις
διαφορετικών οικοδομημάτων και να δημιουργήσουν την εντύπωση ενός ενιαίου αρχιτεκτονικού
συνόλου, βλ. Winter, Hellenistic Architecture, 59-60 και Coulton, Greek Stoa, 172-174.
1475 Αυτή η εξέλιξη βρίσκει τις απαρχές της στη διαμόρφωση των ελληνιστικών αγορών των

μεγάλων πόλεων της Ιωνίας, όπως της Μιλήτου και της Πριήνης, βλ. Coulton, Greek Stoa, 62-65 και
Ευαγγελίδης, Αγορά, 26-29. Για την ίδια εξέλιξη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Coulton, Greek Stoa,
173-174 και Ευαγγελίδης, Αγορά, 188-189.
1476 Coulton, Greek Stoa, 67-68.

1477 Coulton, Greek Stoa, 69-71. Winter, Hellenistic Architecture, 57. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάτω από τη

διώροφη θεμελίωση της νότιας στοάς της Αγοράς της Άσσου υπήρχε διαμορφωμένη μία μεγάλη
κινστέρνα.
1478 Coulton, Greek Stoa, 65-66.

1479 Coulton, Greek Stoa, 61-62 και 243. Ακόμη, βλ. Caliò L.M., «The Agora of Kamiros. A Hypothesis»,

στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο, 343-355.

284
Ακροπόλεως της Λίνδου1480, οι οποίες σχετίζονται με την αρχιτεκτονική της

Περγάμου. Η μεν πρώτη μήκους 207 μ. ήταν κατασκευασμένη σε πλαγιά, στον

αυχένα μεταξύ δύο λόφων και ήταν στραμμένη προς τον βορρά με εποπτική

θέα. Η πρόσοψη της δεύτερης, στραμμένη προς τα βορειοανατολικά,

κυριαρχείται από μία κεντρική μνημειακή κλίμακα που ενώνει δύο διαφορετικά

υψομετρικά επίπεδα, ενώ συγχρόνως η θέα της υπήρξε πολύ επιβλητική (εικ.

143). Μία ισχυρή θεμελίωση με υπόγειους καμαροσκέπαστους χώρους

διαμόρφωνε ένα ευρύχωρο πλάτωμα μπροστά από τη Στοά, ενώ στις άκρες της

εξείχαν δύο πλευρικά πτερύγια, τα οποία συνιστούν μία πολύ πετυχημένη

πρόταση για την κατασκευή των δύο ναών, που αναφέρει ο Ζώσιμος στις άκρες

της Στοάς του Βυζαντίου (εικ. 144). Ιδιαίτερα το στοιχείο της κεντρικής

μνημειακής κλίμακας, χαρακτηριστικό που σπάνια απαντάται στη στωική

αρχιτεκτονική, αλλά και τα επιμέρους αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία

αναδεικνύουν τη Στοά της Λίνδου1481 ως το πλησιέστερο σωζόμενο αρχιτεκτονικό

παράλληλο για τη Στοά του Βυζαντίου.

Τα ιστορικά στοιχεία που διαθέτουμε συγκλίνουν σε αυτόν το

συσχετισμό. Οι πόλεις του Βυζαντίου και της Ρόδου υπήρξαν ουσιαστικά από τις

μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις στον χώρο του Αιγαίου κατά την ελληνιστική

περίοδο. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός και ειδικότερα η επιβολή φόρου από τους

Βυζαντίους στα εμπορικά καράβια που διέπλεαν τον Βόσπορο, οδήγησε στον

ναυτικό αποκλεισμό του Βυζαντίου από τον στόλο της Ρόδου και των συμμάχων

της και στην απειλή πολεμικής σύγκρουσης1482 κατά το έτος 220 π.Χ. Μία φράση

του Παυσανία μας δημιουργεί την υποψία ότι ο ανταγωνισμός των δύο πόλεων

1480 Dyggve, Lindos, 217-297, πίν. VI.H, VI.Ο και εικ. VI.24. Επίσης Coulton, Greek Stoa, 61 και 251-252.
Κινστέρνα υπήρχε διαμορφωμένη και στη θεμελίωση του πλατώματος της Στοάς της Λίνδου.
1481 Μολονότι παλαιότερα η κατασκευή της Στοάς αποδιδόταν στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ., η

νεότερη έρευνα χρονολογεί την ανέγερσή της περί τα τέλη του 3ου αι., πιθανώς μετά τον σεισμό
του 227/226 π.Χ., βλ. Dyggve, Lindos, 247-254, Lippolis, E., «Il Santuario di Athana a Lindo», ASAtene
LXVI-LXVII (1988-89), 97-157, κυρίως 142-143. Παπαχριστοδούλου Ι., «Ιστορική και Αρχαιολογική
Εισαγωγή», στο: Ελευθερίου Β.-Πίκουλα Μ. (επιμ.), Αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη της
Λίνδου, Ι. Η Ελληνιστική Στοά, Αθήνα 2002, 26. Winter, Hellenistic Architecture, 217-218.
1482 Πολυβίου, Ἱστορίαι, IV.46.6-IV.52.10. Oberhummer-Miller-Kubitschek, «Byzantion», 1131-1136.

Bréhier, «Byzantion», 1504-1505. Ο Marinescu, Lysimachi Coinages, 409-413, αναφέρει μετά την
εκτόνωση της κρίσης κατά την τελευταία εικοσαετία του 2ου αι. π.Χ. τρεις περιπτώσεις, όπου το
Βυζάντιο μαζί με τη Ρόδο συνέβαλαν ως μεσάζοντες για την εκτόνωση πολεμικών εντάσεων
μεταξύ ελληνικών πόλεων. Ο Διονύσιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 19.9-10 (47), αναφέρει τοπωνύμιο
«Ῥοδίων περίβολοι» στην ευρύτερη περιοχή του Βυζαντίου.

285
βρήκε διέξοδο και στην οχυρωματική τέχνη. Ο περιηγητής στη προσπάθειά του

να τεκμηριώσει ότι τα τείχη της αρχαίας Μεσσήνης ήταν τα οχυρώτερα του

ελληνικού κόσμου, τα συγκρίνει με τα τείχη της Ρόδου και του Βυζαντίου.1483 Ο

πολιτικός ανταγωνισμός για εξουσία, που είδαμε ότι αυτή την περίοδο βρήκε

πρόσφορο πεδίο έκφρασης στη μνημειακή αρχιτεκτονική, ευθύνεται, πιθανώς,

και για τις αναλογίες που εντοπίζουμε στη στωική αρχιτεκτονική και την

οχυρωματική τέχνη των δύο πόλεων.

Η διαδικασία μετατροπής της βόρειας στοάς σε κλειστό τετράστωο

εντάσσεται στις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της ελληνικής αγοράς κατά την

ελληνιστική και κυρίως τη ρωμαϊκή περίοδο. Οι μεμονωμένες στοές των αγορών

των ελληνικών πόλεων σταδιακά με την προσθήκη περιμετρικών στοών ή

άλλων μνημείων, που πλαισίωσαν και απομόνωσαν τους δημόσιους χώρους,

μετατράπηκαν σε κλειστές αγορές1484 κανονικού ή ακανόνιστου τετράπλευρου

σχήματος. Αυτή η τάση οριοθέτησης και μνημειακής ανάδειξης των δημόσιων

χώρων με περιμετρικά κυρίως στωικά οικοδομήματα ξεκίνησε ήδη από την

ύστερη ελληνιστική, αλλά ολοκληρώθηκε κατά την αυτοκρατορική περίοδο.

Η διαδικασία μετατροπής των ανοικτών αγορών σε κλειστές αποτυπώνει

αντιλήψεις πολιτικές, κοινωνικές, αισθητικές και θρησκευτικές της περιόδου.

Πρακτικά οι αντιλήψεις αυτές υπαγόρευαν τη διάκριση και απομόνωση της

εμπορικής από την πολιτική δραστηριότητα.1485 Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την

ανέγερση νέων τετράστωων αγοραίων συγκροτημάτων στις μεγάλες πόλεις,

προκειμένου να απομονωθεί εκεί η εμπορική δραστηριότητα και ο χώρος της

πολιτικής αγοράς να επιφορτιστεί με το λατρευτικό και συμβολικό περιεχόμενο

της αυτοκρατορικής λατρείας. Νομίζουμε ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει

να εντάξουμε και τη διαμόρφωση της τετράστωης Αγοράς του Ζευξίππου.

1483 Παυσανίου, Ἑλλάδος Περιήγησις, ΙV.31.5: «τὰ μὲν οὖν Βαβυλωνίων ἢ τὰ Μεμνόνεια τὰ ἐν
Σούσοις τείχη τοῖς Περσικοῖς οὔτε εἶδον οὔτε ἄλλων περὶ αὐτῶν ἤκουσα αὐτοπτούντων· τὰ δὲ ἐν
Άμβρόσσῳ τῇ Φωκικῇ ἔν τε Βυζαντίῳ καὶ Ῥόδῳ - ταῦτα γὰρ δὴ τετειχίσθαι δοκεῖ τὰ χωρία ἄριστα -,
τούτων Μεσσηνίοις ἐστὶν ἐχυρώτερον».
1484 Coulton, Greek Stoa, 173-174. Ευαγγελίδης, Αγορά, 188-196 και 292-293.

1485 Coulton, Greek Stoa, 174-177. Hoff, Roman Agora, 244-248. Hellmann, Architecture Grecque, 272-283.

Ωστόσο νεότερες προσεγγίσεις υποβαθμίζουν την αυστηρή διάκριση ανάμεσα σε πολιτικές και
εμπορικές αγορές, βλ. Sielhorst, «Hellenistic Agorai», 34-36. Dickenson, «The Agora as Political
Centre», κυρίως 56-57. Ευαγγελίδης, Αγορά, 60.

286
Η οριοθέτηση του ελεύθερου χώρου νότια της μνημειακής ελληνιστικής

Στοάς του Βυζαντίου με την ανέγερση περιμετρικά στωικών οικοδομημάτων

είναι μία διαδικασία που μπορεί να διήρκεσε αιώνες και να ολοκληρώθηκε

πιθανότατα, όπως και στις περιπτώσεις άλλων πόλεων, κατά την αυτοκρατορική

περίοδο. Το terminus ante quem σε αυτή τη διαδικασία θέτει σύμφωνα με τον

Μαλάλα και το Πασχάλιο Χρονικό το Σεβήριο οικοδομικό πρόγραμμα1486, καθώς

το Τετράστωο ήταν ήδη διαμορφωμένο, όταν ο Σεβήρος αποφάσισε να

κατασκευάσει τις Θέρμες και τον Ιππόδρομο. Άλλωστε μετά τη δυναστεία των

Σεβήρων το πολιτικό χάος που επικράτησε και οι συνεχόμενοι εμφύλιοι πόλεμοι

για την εξουσία υπήρξαν η βασική αιτία αναστολής της οικοδομικής

δραστηριότητας κατά τον 3ο αιώνα.1487

Την πιο ικανοποιητική περιγραφή για την τελική μορφή της Τετραστώου

Αγοράς μας παρέχουν τα επίθετα με τα οποία ο Προκόπιος περιγράφει τον

αύλειο χώρο της Βασιλικής: «ὑπερμεγέθης, περιμήκης, εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα, ἐν

τετραπλεύρῳ δὲ περίστυλος οὖσα».1488 Το συγκρότημα διαμορφωνόταν από

τέσσερις στοές ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζε με τη μνημειακή πρόσοψή της η

βόρεια στοά. Η στοά αυτή και η νότια είχαν μήκος περίπου 150 μ., ενώ η

ανατολική και η δυτική περίπου 70 μ. Με βάση τις μαρτυρίες των πηγών κατά

την πρωτοβυζαντινή περίοδο φαίνεται ότι δεν υπήρχαν άλλα κτήρια

ενσωματωμένα στις στοές εσωτερικά ή εξωτερικά της Βασιλικής, στοιχείο που

υποδεικνύει ότι το ίδιο ίσχυε και κατά τη χρήση του οικοδομήματος ως αγορά. Οι

διαστάσεις του Τετραστώου, όπως έχουν υπολογιστεί, το κατατάσσουν ανάμεσα

στις μεγάλες αγορές των πόλεων της Μικράς Ασίας1489, όπως της Εφέσου1490, της

Αφροδισιάδος1491, της Περγάμου1492, της Πριήνης1493, της Μιλήτου1494 και της

Μαγνησίας του Μαιάνδρου.1495

1486 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 221.62-222.82 (ΧΙΙ.20). Πασχάλιον Χρονικὸν, 494.12-495.12.


1487 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 143-147.
1488 (Γ.1.10). Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 43.9-10 (Ι.11.12)

1489 Για τις Αγορές της Μικράς Ασίας, βλ. Cavalier-Descat-des Courtils, Basiliques et Agoras, 207-307.

Hellmann, Architecture Grecque, 260-279. Martin, Αgora grecque, 372-431.


1490 Η Άνω (πολιτική) Αγορά της Εφέσου είχε διαστάσεις 160 μ. Χ 58 μ. βλ. Scherrer, «Ephesos», 4,

ενώ η Τετράγωνη Αγορά, 149,5 μ. Χ 149,5 μ. (ο αύλειος χώρος, 111 μ. Χ 111 μ.), βλ. Scherrer,
«Topography of Ephesos», 73.
1491 H Βόρεια Αγορά της Αφροδισιάδος είχε διαστάσεις 202 μ. Χ 72 μ., βλ. Raja, Urban Development, 30

και σημ. 86, ενώ η Νότια Αγορά, 212 μ. Χ 70 μ., βλ. στο ίδιο, 37-38 και σημ. 117.

287
Η διαμόρφωση της Αγοράς του Ζευξίππου σηματοδοτεί τη δημιουργία

ενός δεύτερου κέντρου μέσα στον πολεοδομικό ιστό του αρχαίου Βυζαντίου στην

περιοχή της νότιας (άνω) επέκτασής του. Πιθανώς η εξέλιξη αυτή υποδεικνύει τη

διαμόρφωση ενός χώρου πιο εντατικά αφιερωμένου σε εμπορικές

δραστηριότητες, όπως συνέβη στην αρχαία Αθήνα με την κατασκευή της

Ρωμαϊκής Αγοράς1496 και στην Έφεσο με την ανέγερση της Τετράγωνης

Αγοράς1497, οικοδομήματα με τα οποία ομοιάζει μορφολογικά η Μεγίστη

Τετράστωος Αγορά. Μολονότι η μεγάλη σημασία των θαλάσσιων εμπορικών

δρόμων υπαγορεύει την προτίμηση η εμπορική αγορά της πόλης να βρίσκεται

κοντά στο λιμάνι1498, στην περίπτωση του Βυζαντίου το Στρατήγιο είχε εδραιώσει

τον πολιτικό χαρακτήρα του χάρη στη μακραίωνη χρήση του ως

πολυλειτουργικού και συμβολικού δημόσιου χώρου της πόλης.1499 Ωστόσο, λόγω

της άμεσης γειτνίασής του με τη θάλασσα και το εμπορικό λιμάνι φαίνεται ότι

δεν απώλεσε ποτέ εντελώς τις εμπορικές δραστηριότητές του.

1492 Η Αγορά της Πριήνης είχε στην τελική φάση της διαστάσεις 75,6 μ. Χ 46,3 μ., βλ. Δοντάς, Πριήνη,
54-56.
1493 Η Άνω Αγορά της Περγάμου είχε διαστάσεις περίπου 90 μ. Χ 83,7 μ. (43,5 μ. Χ 83,7 μ. στο

ανατολικό και 45 μ. Χ 53,5 μ. στο δυτικό τμήμα της), ενώ η Κάτω Αγορά περίπου 88 μ. Χ 55 μ., βλ.
Martin, Αgora grecque, πίν. Ι.
1494 Η Βόρεια Αγορά της Μιλήτου είχε διαστάσεις 101,5 μ. Χ 56,7 μ. και η Νότια Αγορά, 196,4 μ. Χ

163,5 μ., βλ. Martin, Αgora grecque, 396-398 και πίν. Ι.


1495 Η Αγορά της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, η οποία δεν ήταν ακριβώς ορθογώνια είχε διαστάσεις

125,7/120,9 μ. Χ 214,8/214,66 μ., βλ. Hellmann, Architecture Grecque, 263 και σημ. 76.
1496 Για τη βασική μελέτη, βλ. Hoff, Roman Agora. Ο Camp, Αρχαία Αγορά, 220 και εικ. 152 αναφέρει

ότι «Τὸ κτίσμα … εἶχε μορφὴ μεγάλης ὑπαίθριας αὐλῆς μὲ στοὲς κατὰ μῆκος τῶν τεσσάρων
πλευρῶν της…», περιγραφή που υπενθυμίζει την αναφορά του Προκοπίου (Γ.1.10): «αὐλή τίς ἐστιν
ὑπερμεγέθης, περιμήκης μὲν καὶ εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα, ἐν τετραπλεύρῳ δὲ περίστυλος οὖσα» για
τη Βασίλειο Στοά. Ο Σούρλας, «Ρωμαϊκή Αγορά», 110 και σχ. 1, αποκαθιστά τις αρχικές διαστάσεις:
111 μ. Χ 104 μ. Ο Ευαγγελίδης, Αγορά, 58-60, υποβαθμίζει την αυστηρή διάκριση ανάμεσα σε
πολιτική και εμπορική αγορά.
1497 Scherrer, «Ephesos», 4-9. Σιδέρης, Έφεσος, 42-45. Scherrer, «Topography of Ephesos», 66-68, 73-74.

1498 H Saradi, Byzantine city, 211 επισημαίνει την ύπαρξη στην Έφεσο και στην Πέργαμο της άνω

(πολιτικής) και της κάτω (εμπορικής) αγοράς. Ουσιαστικά οι άνω αγορές των δύο πόλεων ήταν οι
αρχαίες πολιτικές αγορές που διατήρησαν τον χαρακτήρα τους, ενώ σύμφωνα με την τάση της
εποχής η εμπορική δραστηριότητα απομονώθηκε και μεταφέρθηκε σε ιδιαίτερο χώρο πλησιέστερα
στο λιμάνι ή τους χερσαίους δρόμους (κάτω αγορές). Ωστόσο η νεότερη έρευνα δεν θεωρεί αυτή τη
διάκριση τόσο απόλυτη. Ειδικά για την Πέργαμο, βλ. Mathys M., «The Agorai of Pergamon: Urban
Space and Civic Stage», στο Cavalier-Descat-des Courtils, Basiliques et Agoras, 257-271.
1499 Ο χώρος της ελληνικής αγοράς ως φορέας ιστορικοπολιτικών βιωμάτων και πατρογονικών

θρησκευτικών συμβολισμών κατείχε ξεχωριστή θέση στη συλλογική συνείδηση των πολιτών ως το
κατεξοχήν κέντρο του αστικού βίου και ήταν αδύνατο να μετακινηθεί χωρίς να μεταβληθεί η
φυσιογνωμία της πόλης, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 195-196. Ακόμη και στις περιπτώσεις ίδρυσης
ρωμαϊκών αποικιών σε θέσεις αρχαίων ελληνικών πόλεων παρατηρήθηκε, όπου ήταν δυνατό, η
ενσωμάτωση του προρωμαϊκού αγοραίου χώρου σε κεντρική θέση στη χάραξη του νέου
πολεοδομικού ιστού και η αναδιοργάνωσή του κατά το πρότυπο του forum, βλ. στο ίδιο, 276-281.

288
Ενδείξεις για τον λειτουργικό χαρακτήρα της Αγοράς του Ζευξίππου και

τις δραστηριότητες που στέγασε παρέχει καταρχήν η αρχιτεκτονική μορφή της

ως απλό τετράστωο, περίστυλο οικοδόμημα με ελεύθερο υπαίθριο χώρο, στο

οποίο δεν ενσωματώνονται κτήρια σχετικά με πολιτικές ή άλλες δραστηριότητες:

πρυτανείο, βουλευτήριο, βασιλική, ωδείο, ναοί.1500 Στις εμπορικές αγορές η

εκτεταμένη επιφάνεια του κενού αύλειου χώρου χωριζόταν σε μικρά τμήματα,

όπου πλανόδιοι πωλητές μπορούσαν να εκθέσουν την πραμάτεια τους σε

ξύλινους πάγκους.1501 Μία άλλη ένδειξη αποτελεί η άμεση τοπογραφική σχέση

της Αγοράς με τον Ιππόδρομο που απηχεί εμπορικού χαρακτήρα πολεοδομικούς

σχεδιασμούς της ρωμαϊκής περιόδου.1502 Επιπλέον, η θέση της Aγοράς κοντά

στην Πύλη του Θρακίου, όπου κατέληγε η Εγνατία Οδός 1503, υποδεικνύει ακόμη

τη σχέση της με τη χερσαία εμπορική οδό (εικ. 24), η οποία θα εξυπηρετούσε τη

μεταφορά των προϊόντων της θρακικής ενδοχώρας. Αλλά το πιο σημαντικό

τεκμήριο για τον εμπορικό χαρακτήρα της Αγοράς του Ζευξίππου διασώθηκε,

πιθανώς, στον νόμο1504 του Ιουστινιάνειου κώδικα του έτους 440, που αφορά τη

Βασιλική Στοά.

Ο νόμος αποτελεί την κορύφωση στην προσπάθεια ελέγχου των χρήσεων

και δραστηριοτήτων της «basilicam inauratam et marmoribus decoratam».

Απαγορεύονται ρητά οποιαδήποτε ξένη χρήση, η ανάρτηση εικόνων και

πινακίδων, η λειτουργία καταλυμάτων και εργαστηρίων σε οποιοδήποτε τμήμα

της Βασιλικής, ακόμη η εισαγωγή αλόγων και ο εορτασμός γάμων. Ο όρος «ξένη

χρήση» προσδιορίζεται σε σχέση με την κατεστημένη εκπαιδευτική, δικαστική

και βιβλιοθηκονομική λειτουργία του μνημείου. Η απαγόρευση της λειτουργίας

καταστημάτων και εργαστηρίων υποδεικνύει την επιβίωση του εμπορικού

χαρακτήρα του Τετραστώου. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται, μάλλον, και η

απαγόρευση της ανάρτησης εικόνων και πινακίδων. Η απαγόρευση εισαγωγής

1500 Το στοιχείο αυτό είχε ήδη επισημάνει ο Mango, Brazen House, 45.
1501Lavan, «Fora and Agorai», 224 και σημ. 79.
1502 Στη Ρώμη μπροστά στο Circus Maximus υπήρχε το εμπορικό Forum Boarium, βλ. Richardson,

Topographical Dictionary, 162-164 και Coarelli, Rome and Environs, 307-309.


1503 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 236.

1504 Γ.1.6. Για απόδοση στην ελληνική, βλ. Γ.1.27.

289
αλόγων απηχεί μία δραστηριότητα αγοραίου χώρου.1505 Στο εσωτερικό των

κλειστού τύπου αγορών η είσοδος γινόταν μέσω μνημειακών πυλών ή

προπύλων.1506 Ο νόμος, προφανώς, απαγορεύει την εισαγωγή αλόγων μέσω των

προπύλων της Αγοράς στον προαύλειο χώρο του Τετραστώου και όχι βέβαια στις

στοές του οικοδομήματος.

Η πιο παράδοξη απαγόρευση αφορά τους εορτασμούς γάμων στη

Βασιλική. Και αυτή η απαγόρευση θα πρέπει να κατανοηθεί ως μία

δραστηριότητα αγοραίου χαρακτήρα, όπως έδειξε ο Lavan1507 συγκεντρώνοντας

αναφορές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σε εορτασμούς γάμων στις

αγορές της Αντιόχειας και της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη γνώμη μου, όλες

αυτές οι απαγορεύσεις αποτελούν το αρνητικό αποτύπωμα των εμπορικών,

βιοτεχνικών και εθιμοτυπικών δραστηριοτήτων της Αγοράς του Ζευξίππου, που

συνεχίστηκαν στην ανακαινισμένη Βασιλική Στοά. Ουσιαστικά δεν πρόκειται

για την εγκατάσταση νέων ξένων χρήσεων, αλλά για τα τελευταία «ενοχλητικά»

απομεινάρια των δραστηριοτήτων της Αγοράς του Ζευξίππου, που κατέστησαν

ασύμβατα με τις νέες λειτουργίες του μνημείου, ωστόσο η ισχυρή παράδοση δεν

επέτρεψε την εξάλειψή τους.

Δ.3.4. Ο προσανατολισμός των οικοδομημάτων του μνημειακού

κέντρου
Ο Janin1508 υποστήριξε ότι η οικοδόμηση της Τετράστωης αγοράς αποτέλεσε τον

πυρήνα του οικοδομικού προγράμματος του Σεβήρου γύρω από τον οποίο
σχεδιάστηκε η προς νότο επέκταση της πόλης. Μολονότι η επέκταση αυτή

συντελέστηκε, όπως είδαμε, πολύ νωρίτερα, το Τετράστωο υπήρξε πράγματι ο

πυρήνας γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκαν σημαντικά δημόσια κτήρια του

Βυζαντίου, όπως οι Θέρμες και ο Ιππόδρομος. Η διαπίστωση ότι η Αγορά του

Ζευξίππου υπήρξε το αρχαιότερο οικοδόμημα του μνημειακού κέντρου της

1505 Lavan, «Agorai», 158, κυρίως 162 και σημ. 25.


1506 Όπως οι πύλες εισόδου στην Τετράγωνη Αγορά της Εφέσου, βλ. Σιδέρης, Έφεσος, 306-310
(Νότια, Βόρεια και Δυτική Πύλη), ή οι πύλες της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας, βλ. Τραυλός,
Πολεοδομικὴ ἐξέλιξις, 100-101 και Σούρλας, «Ρωμαϊκή Αγορά», 100, σχ. 1.
1507 Lavan, «Agorai», 161.

1508 Janin, Constantinople byzantine, 16.

290
Κωνσταντινούπολης μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε και ένα παλαιό

τοπογραφικό ζήτημα, τον προσανατολισμό των οικοδομημάτων του μνημειακού

κέντρου, που γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην απόκλιση της Αγίας Σοφίας και

της Αγίας Ειρήνης από τον προς ανατολάς λειτουργικό προσανατολισμό τους. Οι

Schneider και Mango αναζήτησαν την αιτία αυτής της ιδιομορφίας στην πρόθεση

ανέγερσης της Αγίας Σοφίας σε κάθετη αξονική σχέση με τον Ιππόδρομο.1509

Όμως η σχέση αυτή είναι ύστερη χρονολογικά και δεν αποτελεί την αιτία, αλλά

το αποτέλεσμα.

Η αφετηρία προσέγγισης αυτού του ζητήματος βρίσκεται στη

διαμόρφωση του γεωφυσικού αναγλύφου της ανατολικής απόληξης της

χερσονήσου της Κωνσταντινούπολης, η οποία κυριαρχείται από δύο βασικούς

άξονες (εικ. 146). Ο πρώτος (κάθετος άξονας) ορίζεται από την επιμήκη

ανάπτυξη με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά του πρώτου

λόφου (Ακρόπολη), που απολήγει στη βοσπόρειο άκρα. Ο δεύτερος (οριζόντιος

άξονας) ορίζεται από τις ισουψείς καμπύλες της βόρειας πλαγιάς του δεύτερου

λόφου, που έχουν κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά. Οι δύο

αυτοί άξονες σχηματίζουν περίπου ορθή γωνία μεταξύ τους, που είναι

στραμμένη προς τον βορρά. Καθώς η χερσόνησος εξέχει από την ευρωπαϊκή

ακτή της Θράκης και προβάλλεται στο μέσο περίπου των Στενών του Βοσπόρου,

οι άξονες αυτοί αναπτύσσουν έντονη οπτική σχέση με τη νότια είσοδο των

Στενών.

Η Αγορά του Ζευξίππου οικοδομήθηκε στην περιοχή τομής των δύο

αυτών αξόνων και ο προσανατολισμός της, η κύρια βόρεια όψη της,

αναπτύσσεται παράλληλα με τις ισοϋψείς καμπύλες της βόρειας πλαγιάς του

1509Ο Schneider, «Sophienkirche», 78, πρότεινε ότι η σχεδόν εγκάρσια αξονική σχέση Ιπποδρόμου-
Αγίας Σοφίας μπορεί να γίνει κατανοητή ως ένας κεντρικός σχεδιασμός που πραγματοποιήθηκε
από τον Μ. Κωνσταντίνο. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε ακόμη το Ιερό Παλάτιο και τα τρία
μνημεία διατάσσονταν σε σχέση με τους άξονες της Μέσης και του Αυγουσταίου. Ο Dagron, Η
γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 452-453, χαρακτηρίζει ενδιαφέρουσα την πρόταση του Schneider, αλλά
ανεπαρκώς τεκμηριωμένη. Ο Berger, «Alstadt von Byzanz», 15-23 και σχ. 1 (εικ. 145) πρότεινε την
αποκατάσταση του αρχαίου πολεοδομικού ιστού στην περιοχή του μνημειακού κέντρου σε
ορθογώνιες νησίδες διαστάσεων 130 μ. Χ 120 μ. με προσανατολισμό ΝΔ-ΒΑ. Ο Mango,
Développement urbain [1η επανέκδ. Παρίσι 1990], Addenda, 70-71, σχολιάζοντας την πρόταση του
Berger θεωρεί ότι ο προσανατολισμός των νησίδων υπαγορεύτηκε από την αξονική σχέση
Ιπποδρόμου-Αγίας Σοφίας και υποδεικνύει τρεις οδικούς άξονες, που αναπτύσσονται πάνω στον
ίδιο προσανατολισμό.

291
δεύτερου λόφου (οριζόντιος άξονας). Ο Ιππόδρομος κατασκευάστηκε εγκάρσιος

στον κατά μήκος άξονα της Αγοράς, ουσιαστικά προεκτείνοντας προς νότο τον

επιμήκη άξονα του πρώτου λόφου. Κατά τη γνώμη μου, η ανάπτυξη του

Ιπποδρόμου στον συγκεκριμένο άξονα δεν επιβλήθηκε απλώς από τον

διαθέσιμο προς δόμηση χώρο, αλλά από την πρόθεση ανέγερσής του σε

εγκάρσια αξονική σχέση προς την Αγορά. 1510 Η αξονική σχέση των δύο μνημείων

αναπαράγει την εγκάρσια τομή των δύο μεγάλων γεωφυσικών αξόνων και

επηρέασε τον προσανατολισμό και των υπόλοιπων μνημείων σε αυτό το τμήμα

της Πόλης.

Το γεγονός ότι όλα τα βυζαντινά μνημεία1511 της Ακρόπολης και της γύρω

περιοχής, ακόμη και οι ναοί της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης και η βασιλική

του Topkapi Sarayi, αναπαράγουν τους άξονες των δύο αρχαίων μνημείων, της

Αγοράς και του Ιπποδρόμου (εικ. 131, 147), υποδεικνύει ότι και τα αρχαία μνημεία

που δεν σώθηκαν είχαν τον ίδιο προσανατολισμό1512, ο οποίος επιβλήθηκε για

λόγους στατικότητας και συμμετρίας. Είναι πολύ πιθανόν ότι η πρόσοψη της

βόρειας Στοάς ανέπτυσσε εγκάρσια αξονική σχέση με τα αρχαία μνημεία της

δυτικής πλαγιάς της Ακρόπολης, που υψώνονταν επιβλητικά επάνω από την

αρχαία πόλη. Όλα αυτά τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αποκατάσταση της

Αγοράς του Ζευξίππου στη θέση της Βασιλικής Στοάς έχει μεγάλη σημασία και

για την κατανόηση της διαδικασίας διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης.

Σε αυτή την περιοχή, στο σημείο εγκάρσιας τομής των δύο γεωφυσικών

αξόνων της απόληξης της χερσονήσου του Βυζαντίου, φαίνεται ότι

1510 Μάλιστα ο κεντρικός κατά μήκος άξονας του Ιπποδρόμου συμπίπτει περίπου με την ανατολική
πλευρά της Βασιλικής, με αποτέλεσμα ο όγκος της τελευταίας να προβάλλεται μόνο στο δυτικό
τμήμα της πρόσοψης του Ιπποδρόμου. Η χωροθέτηση αυτή πρέπει να σχετίζεται με τους οπτικούς
άξονες και τη δυνατότητα καλύτερης θέασης της πρόσοψης του Ιπποδρόμου από την Ακρόπολη
και από την οδό που ανερχόταν από τον ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων ακολουθώντας τη
σύγχρονη Alemdar Caddesi μέχρι το Μίλιον, βλ. Mango, Développement urbain [2η επανέκδ. Παρίσι
2004], Addenda Altera, 74.
1511 Tezcan, Topkapi Sarayi, χάρτης 1 (Topografik harita). Εξαίρεση αποτελούν τα μνημεία της

περιοχής των Μαγγάνων, τα οποία, όμως, βρίσκονται στις ανατολικές παρυφές του λόφου της
Ακρόπολης κοντά στη θάλασσα.
1512 Στους ίδιους άξονες αναπτύσσονται και το ψηφιδωτό του 2ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στο

εσωτερικό της Αγίας Ειρήνης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 588, και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που
αποκαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο της αγίας Σοφίας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 586.

292
διαμορφώθηκε ένα μνημειακό αρχιτεκτονικό σύνολο με επιβλητική πρόσοψη

προς την κάτω πόλη και τη νότια είσοδο των Στενών του Βοσπόρου (εικ. 148-149).

Στο σύνολο αυτό κυριαρχούσε η βόρεια στοά με τα 150 μέτρα μήκος επάνω στο

υψηλό βάθρο της και τη μνημειακή κλίμακά της. Ακτινοβολούσε αναμφισβήτητα

τη δύναμη και την οικονομική ευρωστία 1513 του αρχαίου Βυζαντίου τόσο στους

κατοίκους του, όσο και στα φιλικά ή εχθρικά καράβια, που κατέρχονταν τα

στενά1514 ή εισέπλεαν στα λιμάνια της, την εποχή που ως ελεύθερη και

περήφανη θαλασσοκράτειρα πόλη έλεγχε το πέρασμα του Βοσπόρου και το

εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας.

Δ.3.5. Αγάλματα και λατρείες στην περιοχή του Ζευξίππου


Η ταύτιση της Βασιλικής Στοάς με την αρχαία Αγορά του Ζευξίππου διαφωτίζει

ακόμη μερικές ενδιαφέρουσες μαρτυρίες σχετικά με το παγανιστικό παρελθόν

της περιοχής του Ζευξίππου, οι οποίες ενσωματωμένες πλέον στο περιβάλλον

της αρχαίας αγοράς αποκτούν ουσιαστικό περιεχόμενο. Στους πρώιμους

ελληνιστικούς χρόνους, σύμφωνα με την περιγραφή του Ησυχίου κάποιος


στρατηγός1515 του Βυζαντίου «Πρωτόμαχος τὴν στρατηγικὴν ἀρχὴν διαδέχεται,

ὅς τοὺς ἐπαναστάντας Θρᾷκας καταδουλώσας τοῖς ὅπλοις ἐν τῷ καλουμένῳ τῆς

πόλεως Μιλίῳ χάλκεα ἀνέθηκε τρόπαια».1516 Την εποχή βέβαια που έγινε η

ανάθεση ο τοπογραφικός προσδιορισμός «Μιλίῳ» ουσιαστικά προσδιορίζει τη

1513 Μία ισχυρή νομισματοκοπία κατά την ελληνιστική περίοδο αναδεικνύει την πολιτική
ανεξαρτησία και την οικονομική ευημερία της πόλης, βλ. Marinescu, Lysimachi Coinages, 400-429.
1514 Ο Πολύβιος, Ἱστορίαι, IV.43.7-44.5 περιγράφει τα δυνατά θαλάσσια ρεύματα στη νότια απόληξη

του Βοσπόρου: «…πλὴν ὅ γε ῥοῦς τὸ τελευταῖον ὁρμήσας ἀπὸ τῆς Βοὸς ἐπ’ αὐτὸ φέρεται τὸ
Βυζάντιον…» (IV.43.7). Όταν τα πλοία επιχειρούσαν να καταπλεύσουν προς τη Χαλκηδόνα, τα
δυνατά ρεύματα τα παρέσερναν προς το Βυζάντιο: «ἀλλ’ ὅμως εἰς τὴν μὲν βουληθέντα καταπλεῦσ’
οὐ ῥᾴδιον, πρὸς ἥν δέ, κἄν μὴ βούλῃ, φέρει κατ’ ἀνάγκην ὁ ῥοῦς» (IV.44.2). Ως απόδειξη για αυτό
αναφέρει ότι, όταν κάποιο πλοίο ήθελε να ταξιδέψει από τη Χαλκηδόνα προς το Βυζάντιο, δεν
μπορούσε να πλεύσει απευθείας, αλλά έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι τη Χρυσόπολη και την είσοδο
του Βοσπόρου από όπου τα ρεύματα αναγκαστικά το οδηγούσαν στο Βυζάντιο (IV.44.3-4). Η
παράμετρος αυτή, που υπήρξε πολύ σημαντική για τη ναυτική και οικονομική ακμή του Βυζαντίου,
συγχρόνως αναδεικνύει την εξαιρετική θέση και την άμεση οπτική σχέση της βόρειας στοάς με όλα
τα διερχόμενα καράβια.
1515 Το αξίωμα του στρατηγού που έχει άμεση σχέση με την ονομασία της κλασικής αγοράς του

Βυζαντίου, το Στρατήγιον, τεκμηριώνεται επιγραφικά, βλ. Łajtar, Inschriften, 23-32, επιγραφές αρ. 2,
3 και 4, στις οποίες ο όρος αναφέρεται με πολιτειακό περιεχόμενο: «ἔδοξε τᾷ βουλᾷ καὶ τῷ δάμῳ.
τοὶ στραταγοὶ εἶπαν·».
1516 Ἡσύχιος, Πάτρια, 13.5-8 (31).

293
νοτιοανατολική γωνία του Τετραστώου. Η επίδειξη τροπαίων1517 είναι μία

συνήθεια που αναφέρεται στις πηγές ότι λάμβανε χώρα σε αγορές και στοές των

ελληνικών πόλεων.

Η ανάθεση αγαλμάτων στις αγορές του αρχαίου κόσμου ήταν μία

συνηθισμένη πρακτική με πολιτικές και θρησκευτικές προεκτάσεις. Η ανέγερση

της χάλκινης στήλης του Ηλίου-Ζευξίππου, που αναφέρουν ο Μαλάλας και το

Πασχάλιο Χρονικό1518, στο μέσο του Τετραστώου σχετίζεται με τη διαδικασία

διαμόρφωσης και την ονομασία της Αγοράς. Στην ελληνιστική περίοδο μάλλον

χρονολογείται και η ανάθεση των αγαλμάτων του Βύζαντος και της συζύγου του

Φιδάλειας, που μνημονεύει ο Ησύχιος1519, από τον άγνωστο στρατηγό του

Βυζαντίου Καλλιάδη. Στη ρωμαϊκή περίοδο θα πρέπει να χρονολογηθεί η

τοποθέτηση του αγάλματος του «παμμεγέθους» ελέφαντα, που αναφέρουν ως

πρώτο θέαμα οι Παραστάσεις1520 και τα Πάτρια1521, κοντά στη μνημειακή κλίμακα

της βόρειας στοάς. Η ανάθεσή του αποδίδεται στον Σεβήρο, όμως, όπως εύστοχα

παρατηρούν οι Cameron και Herrin1522, ο Σεβήρος των Παραστάσεων είναι

λιγότερο ένα ιστορικό πρόσωπο και περισσότερο ένας αφηρημένος τύπος

ειδωλολάτρη που προσαρμόζεται ανά περίσταση στις διάφορες εξιστορήσεις για

το αρχαίο Βυζάντιο. Από την περιγραφή των Παραστάσεων προκύπτει ότι το

άγαλμα είχε μετακινηθεί από την αρχική θέση του στη βόρεια πλευρά της

Βασιλικής Στοάς: «ὅρον γὰρ εἶναι πρὸ τοῦ μέρους τῶν ἀναβαθμῶν τῶν οβ’

ἔλεγον»1523, αλλά παρέμενε ακόμη κατά τον 8ο αιώνα στο μνημείο: «Ἐν γὰρ τῇ

αὐτῇ χρυσορόφῳ Βασιλικῇ τὸν ἐλέφαντα παραμένειν εἰς θέαμα ἐξαίσιον»1524,

κοντά στο άγαλμα του Ιουστινιανού Β΄ και της Θεοδώρας: «ἔνθα αὐτοῦ τοῦ

τυράννου καὶ τῆς γυναικὸς τὰ ἀγάλματα. Ἐν οἷς ἐλέφας ἵσταται παμμεγέθης»1525

στην ανατολική πλευρά του μνημείου: «ἐν αὐτῇ τῇ Βασιλικῇ χρυσορόφῳ ὀπίσω

1517 Coulton, Greek Stoa, 13 και σημ. 1.


1518 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1368-1369. Στη γύρω περιοχή, όπως θα δούμε, υπήρχαν στοιχεία λατρείας
του Ίππιου Δία.
1519 Ησύχιος, Γ.1.29. Πλανούδεια Ανθολογία, Γ.1.46.

1520 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.9-41.18 (37), βλ. Γ.1.23. Για σχόλια βλ. Cameron-Herrin,

Parastaseis, 210-215. Dagron, Constantinople imaginaire, 42-45.


1521 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.16-172.15 (41), βλ. Γ.1.37. Για σχόλια βλ. Berger, Patria, 417-422.

1522 Cameron-Herrin, Parastaseis, 35 και 212-213. Για το άγαλμα, βλ. Bassett, Urban Image, 152.

1523 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 40.15-16 (37).

1524 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 40.14-15 (37).

1525 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 40.8-10 (37).

294
τοῦ Μιλίου».1526 Ακόμη σύμφωνα με τις Παραστάσεις1527 στη Βασιλική

τοποθετήθηκε αρχικά ένα άγαλμα του Ηρακλή, που μεταφέρθηκε από τη Ρώμη

και τελικά τοποθετήθηκε στον Ιππόδρομο.1528

Η πιο αινιγματική μαρτυρία βρίσκεται στις Παραστάσεις1529 και

επαναλαμβάνεται συντετμημένη στα Πάτρια1530: «Θέαμα β΄. Τοῦ ἐν τῷ ὠρέῳ

Μιλίῳ Ἡλίου. Ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ Ἡλίου Διὸς ἅρμα ἐν τέτρασιν ἵπποις πυρίνοις,

ἱπτάμενον παρὰ δύο στηλῶν, ἐκ παλαιῶν χρόνων ὑπάρχον…».1531 Αναφέρεται

ότι το άρμα του Ήλιου «κατενεχθέντος» χρησιμοποιήθηκε στην εορτή των

γενεθλίων της Πόλης από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο προκειμένου να μεταφέρει

την Τύχη της Πόλης και έπειτα τοποθετήθηκε στη Σύγκλητο. Ο ανώνυμος

συγγραφέας περιγράφει ένα άγαλμα του Ηλίου-Διός πάνω σε άρμα, το οποίο

παραπέμπει στη χάλκινη στήλη του Τετραστώου, χωρίς όμως να διευκρινίζεται η

μεταξύ τους σχέση. Ο χρονικός προσδιορισμός «ἐκ παλαιῶν χρόνων ὑπάρχον»

υποδεικνύει τη σχέση του θεάματος όχι με το Μίλιον αλλά με την Αγορά του

Ζευξίππου.

Παράλληλα στην ίδια περιοχή αναφέρονται μια σειρά από λατρείες που

ενσωματώθηκαν στα οικοδομήματα του Βυζαντίου και της Κωνσταντινούπολης.

Ο Ησύχιος υποστηρίζει ότι η παλαιότερη λατρεία «κατὰ τὸν τῆς Βασιλικῆς

λεγόμενον τόπον» ήταν η λατρεία της Ρέας1532, ήδη από την ομιχλώδη εποχή του

Βύζαντα. Η λατρεία του Δία συνδέεται με τη θέση όπου ανεγέρθηκαν τα λουτρά

του Ζευξίππου. Η Σούδα αναφέρει ότι τα λουτρά κατασκευάστηκαν στη θέση

Ιερού του Διός1533, ενώ ο Ησύχιος μας πληροφορεί πως ο Σεβήρος έκτισε τα

λουτρά του Ζευξίππου «κατὰ τὸν τοῦ Διὸς Ἱππίου βωμόν, ἤτοι τὸ Ἡρακλέους

1526 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.16-17 (41).


1527 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 41.9-12 (37): «Ἔνθα καὶ Ἡρακλῆς ἐλατρεύθη παμπόλλας
θυσίας δεξάμενος· καὶ ἐν τῷ Ἱπποδρομίῳ μετετέθη εἰς θέαμα τι μέγιστον· τὸ δὲ πρότερον ἀπὸ
Ῥώμης ἐπὶ Ἰουλιανοῦ ὑπατικοῦ ἐπὶ τὸ Βυζάντιον εἰσήχθη...». Οι Cameron-Herrin, Parastaseis, 214 και
Bassett, Urban Image, 152-154 ταυτίζουν το άγαλμα με τον Ηρακλή του Λυσίππου.
1528 Πιθανώς η αναφορά αυτή υποδεικνύει μία πρώιμη φάση διακόσμησης της Αγοράς του

Ζευξίππου στα χρόνια του Κωνσταντίνου, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 107.30-108.1 (ΙΙΙ.54.2):
«ἔκδηλα (χαλκουργήματα) τοῖς πᾶσιν ἐν ἀγοραῖς πάσαις τῆς βασιλέως πόλεως προὐτίθετο·».
1529 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 41.19-42.17 (38). Για σχόλια βλ. Cameron-Herrin, Parastaseis, 215-

218. Dagron, Constantinople imaginaire, 45-48.


1530 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 172.16-173.6 (42). Για σχόλια βλ. Berger, Patria, 291-292.

1531 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 41.19-42.2 (38).

1532 Ἡσύχιος, Γ.1.28.

1533 Σοῦδα ΙV, λήμμα «Σεβῆρος», 335.2-3 (Ε.181).

295
ἄλσος καλούμενον».1534 Ο Μαλάλας1535 και το Πασχάλιο χρονικό1536

επιβεβαιώνουν εμμέσως την ύπαρξη του άλσους στη θέση αυτή αναφερόμενοι

στην κατασκευή του γειτονικού Ιπποδρόμου από τον Σεβήρο. Η λατρεία του

«Διὸς Ἱππίου» είναι ουσιαστικά μία εναλλακτική διατύπωση της ονομασίας

«Ζεύξιππος». Πιθανώς, η αναφορά σχετίζεται με τη στήλη του Ηλίου Διός στο

Μίλιον. Η μαρτυρία πάλι για το άλσος ή κήπο του Ηρακλέους μάλλον σχετίζεται

με το αποκαλούμενο Γυμνάσιο του Ζευξίππου.1537 Τέμενος της Εκάτης υπήρχε

σύμφωνα με τον Ησύχιο «κατὰ τὸν νῦν τοῦ Ἱπποδρομίου τόπον».1538 Στον

Ιππόδρομο ο Μέγας Κωνσταντίνος ενσωμάτωσε ένα προϋπάρχον ιερό των

Διοσκούρων: «καὶ τὸν ἱππόδρομον εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν

Διοσκούρων ἱερὸν μέρος αὐτοῦ ποιησάμενος, ὧν καὶ τὰ δείκηλα μέχρι νῦν ἔστιν

ἐπὶ τῶν τοῦ ἱπποδρόμου στοῶν ἑστῶτα ἰδεῖν».1539 Όλες αυτές οι αφηγήσεις περί

ιερών και αγαλμάτων στη γύρω περιοχή διασώζουν διάσπαρτες νησίδες της

παγανιστικής περιρρέουσας της Αγοράς του Ζευξίππου ως ειδωλολατρικές

αναμνήσεις στο χριστιανικό περιβάλλον της Βασιλικής Στοάς.

Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία αποκτά η μαρτυρία του Ζωσίμου για

την ανέγερση των ναών της Τύχης και της Ρέας στις δύο άκρες της βόρειας στοάς

της Αγοράς.1540 Η λατρεία της Ρέας1541 υπήρξε συνυφασμένη με την αρχέγονη

φρυγική λατρεία της Μεγάλης Μητέρας των θεών για την οποία υπάρχουν

1534 Ἡσύχιος, Πάτρια, 15.15-16 (37).


1535 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 222.80-81: «<καὶ> τὸν κῆπον {τὸν ὄντα} ἐκδενδρώσας ἐποίησε
τὸ Ἱππικὸν τοῖς Βυζαντίοις·».
1536 Πασχάλιον Χρονικόν, 495.11: «καὶ τὸν κῆπον ἐκδενδρώσας ἐποίησε τὸ ἱππικὸν τοῖς

Βυζαντίοις…».
1537 Σύμφωνα με τον Delorme, Gymnasion, 338-340 και 347-348, στα Γυμνάσια, ιδιαίτερα από την

ελληνιστική περίοδο και μετά, γενικεύτηκε η λατρεία του Ηρακλή και του Ερμή. Οι δύο θεοί
αναδείχτηκαν σε προστάτες της γυμναστικής και συχνά υπήρχε ναΐσκος ή βωμός αφιερωμένος σε
αυτούς. Άμεση, επίσης, ήταν η τοπογραφική σχέση των αρχαίων Γυμνασίων με κάποιο άλσος,
κήπο ή δάσος, βλ. στο ίδιο, 332-336.
1538 Ἡσύχιος, Πάτρια, 7.2-3 (15).

1539 Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία, 88.10-13 (ΙΙ.31.1). Επίσης βλ. Ἡσύχιος, Πάτρια, 16.2-4 (37).

1540 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31.2-3). Από την περιγραφή του Ζωσίμου προκύπτει πως οι

δύο ναοί εντάσσονταν οργανικά στη βόρεια στοά. Πιθανώς μετατράπηκαν σε ναοί τα δύο ακριανά
δωμάτια της βόρειας στοάς. Η στοά της Λίνδου με τα πλευρικά πτερύγια προσφέρει την πλέον
ενδιαφέρουσα πρόταση αποκατάστασης. Σύμφωνα με τον Coulton, Greek Stoa, 175 και σημ. 9, στο
χώρο της Ελληνικής Αγοράς οι λατρείες και τα ιερά κατέχουν δευτερεύουσα σημασία και
αρχιτεκτονική θέση, είτε με τη μορφή ναΐσκων, είτε με τη στέγαση της λατρείας σε ένα από τα
δωμάτια κάποιας στοάς.
1541 Η σύνδεση της λατρείας της Ρέας με τη φύλαξη των νόμων και των αρχείων των πόλεων

οδήγησε στον τοπογραφικό συσχετισμό του ιερού της με τα αρχεία (Μητρώα) στις αγορές των
πόλεων. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Αθήνα, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 119-120.

296
επιγραφικές1542 και ιστορικές1543 μαρτυρίες ότι λατρευόταν στο Βυζάντιο. Η

λατρεία αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία για την αρχαία Ρώμη.1544 Η περιγραφή του

αγάλματος της Ρέας από τον Ζώσιμο1545 παρουσιάζει άμεση σχέση με τον

εικονογραφικό τύπο της Κυβέλης που πλαισιώνεται από δύο λιοντάρια, κρατά

τύμπανο και συνήθως φορά πυργωτό στέμμα ως προστάτιδα της πόλης. Το

πυργωτό στέμμα είναι κοινό στους εικονογραφικούς τύπους της Ρέας-Κυβέλης

και της Τύχης ως σύμβολο της προστασίας που παρέχουν στην πόλη οι δύο

θεότητες.

Παράλληλα η λατρεία της θεάς Τύχης1546 είχε αποκτήσει ιδιαίτερη

πολιτική σημασία κατά την ύστερη αρχαιότητα, καθώς είχε ουσιαστικά

ταυτιστεί με την προσωποίηση της πόλης και συνεπόμενα με την ευημερία και

την προστασία της. Η λατρεία της εντοπίζεται συχνά στις αγορές και τα forum

των πόλεων, ενίοτε δίπλα σε μνημεία με πολιτικό χαρακτήρα.1547 Η Τύχη της

1542 Łajtar, Inschriften, 47-49, επιγραφές αρ. 17 και 18. Μάλιστα η επιγραφή αρ. 18, που συνοδεύει
ανάγλυφο με παράσταση ιππέα, αναφέρεται αόριστα ότι βρέθηκε κοντά στον Ιππόδρομο.
1543 Ο Διονύσιος Βυζάντιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 21.6 (52) αναφέρει: «καὶ Μητρὸς Θεῶν ἱερὸν» στην

ευρύτερη περιοχή του Βυζαντίου.


1544 Η λατρεία της Ρέας-Κυβέλης υπήρξε η πρώτη μυστηριακή λατρεία που εισήχθη επίσημα στη

Ρώμη το έτος 204 π.Χ. σε στιγμή μεγάλου εθνικού κινδύνου και ο ναός της ανεγέρθηκε στον
Παλατίνο Λόφο, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 242-3. Τον μαύρο μετεωρίτη που συμβόλιζε
τη θεά μετέφεραν οι Ρωμαίοι από τον Πεσσινούντα της Άνω Φρυγίας με την άδεια των βασιλέων
της Περγάμου. Μια ιδέα για τη θρησκευτική σημασία της για τους λόγιους εθνικούς του 4ου αι. μας
παρέχει ο Ιουλιανός, Λόγοι (VIII), «Εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν», που συνδέει τη λατρεία της με τον
ελληνισμό και την κυριαρχία της Ρώμης, βλ. Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς, 210-214.
1545 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.18-89.2 (ΙΙ.31): «…ναοὺς ᾠκοδομήσατο δύο, ἐγκαθιδρύσας ἀγάλματα,

θατέρῳ μὲν μητρὸς θεῶν Ῥέας, ὅπερ ἔτυχον οἱ σὺν Ἰάσονι πλεύσαντες ἱδρυσάμενοι κατὰ τὸ
Δίνδυμον ὄρος τὸ Κυζίκου τῆς πόλεως ὑπερκείμενον. φασὶν δὲ ὡς καὶ τοῦτο διὰ τὴν περὶ τὸ θεῖον
ἐλωβήσατο ῥᾳθυμίαν, τοὺς τε περὶ ἑκάτερα λέοντας περιελὼν καὶ τὸ σχῆμα τῶν χειρῶν
ἐναλλάξας· κατέχειν γὰρ πάλαι δοκοῦσα τοὺς λέοντας νῦν εἰς εὐχομένης μεταβέβληται σχῆμα,
τὴν πόλιν ἐφορῶσα καὶ περιέπουσα». Σχετικά με το άγαλμα, βλ. Bassett, Urban Image, 155, η οποία
υποστηρίζει πως ο Ζώσιμος δεν το είχε δει, διότι καταστράφηκε μαζί με τον ναό, πιθανώς, κατά
την πυρκαγιά του έτους 476. Όμως η έκφραση «φασὶν δὲ» αναφέρεται στην αρχική κατάσταση του
αγάλματος, της Κυβέλης με τους λέοντες, την οποία ο συγγραφέας γνώριζε μόνο από προφορική
παράδοση. Αντίθετα η περιγραφή «νῦν εἰς εὐχομένης μεταβέβληται σχῆμα, τὴν πόλιν ἐφορῶσα
καὶ περιέπουσα» υποδεικνύει ότι ο Ζώσιμος είχε άμεση οπτική εμπειρία της μορφής του
αγάλματος, που σωζόταν μαζί με το Τυχαίο ακόμα στις μέρες του. Ακόμη, βλ. Margutti, «Rea-
Tyche».
1546 Ferguson, Religions, 77-87. Ειδικά για τη λατρεία της Τύχης ως προσωποίησης της πόλης, βλ.

Shelton, «Imperial Tyches».


1547 Στο Forum των Φιλίππων η λατρεία της Τύχης εντοπίστηκε δίπλα στο κτίριο της Curia, βλ.

Ευαγγελίδης, Αγορά, 267. Στην Αντιόχεια ο Ιούλιος Καίσαρας σύμφωνα με τον Ἰωάννη Μαλάλα,
Χρονογραφία, 163.50-53 (IX.5), ανέθεσε άγαλμα της Τύχης της Ρώμης στη Βασιλική, που οικοδόμησε
και έμεινε γνωστή ως «Καισάρειον», η οποία σύμφωνα με τον Downey, «Stoa and Basilike», 201-202,
κατελάμβανε τη μία πλευρά του Forum. Το Τυχαίο της Κορίνθου βρισκόταν στο δυτικό άνδηρο του

297
Κωνσταντινούπολης1548 με συμβολισμούς που ανατρέχουν στο ελληνιστικό

παρελθόν συνδέθηκε ιδιαίτερα με τα εγκαίνια της Πόλης και το πρόσωπο του

ιδρυτή της. H έρευνα εξετάζοντας τη νομισματική εικονογραφία καταλήγει ότι ο

Κωνσταντίνος τοποθέτησε στους ναΐσκους του Τετραστώου τα αγάλματα της

θεάς Ρώμης1549 και της Τύχης της Κωνσταντινούπολης.1550 Επιπλέον αιτιολογεί

την αναφορά του δευτέρου από τον Ζώσιμο ως αγάλματος της «μητρὸς θεῶν

Ῥέας», επειδή προήλθε από τη μετατροπή ενός αρχαίου αγάλματος της θεάς και

διατήρησε χαρακτηριστικά του εικονογραφικού τύπου της Ρέας-Κυβέλης.1551

Η ανέγερση των δύο ναών και η επιλογή της βόρειας στοάς δεν ήταν

βέβαια καθόλου τυχαία. Ο Κωνσταντίνος εγκαθιδρύοντας τις προσωποποιήσεις

της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης στη βόρεια στοά της Αγοράς του

Ζευξίππου διατύπωσε με μία πράξη υψηλού συμβολικού περιεχομένου, η οποία

δεν φαίνεται να ενόχλησε το χριστιανικό παρόν και μέλλον της

Κωνσταντινούπολης1552, την πολιτική επιλογή του, ως νέου οικιστή, για την

Forum, βλ. Ευαγγελίδης, Αγορά, 224-228. Ειδικά, για την ύστερη αρχαιότητα, βλ. Lavan, «Residual
“Pagan” Statues», 450-453, 468-471.
1548 Οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions» θεωρούν ότι τα ασημένια

μετάλλια που τυπώθηκαν από το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης για τα εγκαίνια και
μιμούνται τα ασημένια ελληνιστικά τετράδραχμα απηχούν την ίδρυση της Πόλης ως Δεύτερης
Ρώμης και τη συμβολική σύνδεσή της με την ελληνιστική αστική παράδοση και βασιλεία.
1549 Για την εικονογραφία της Ρώμης, βλ. Γούναρη Ε.Γ., Η εικονογραφία της Ρώμης στην αρχαία

τέχνη, Θεσσαλονίκη 2003.


1550 Ntantalia F., Bronzemedaillons unter Konstantin dem Grossen und Seinen Söhnen. Die Bildtypen der

Constantinopolis und die kaiserliche Medaillonprägung von 330-363 n. Chr., Saarbrücken 2001, 78-79.
Ιδιαίτερα οι Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 43-48, υποστήριξαν ότι η
απεικόνιση στον οπισθότυπο των ασημένιων μεταλλίων της θεάς Ρώμης και της Τύχης της
Κωνσταντινούπολης αποτυπώνουν τη μορφή των αγαλμάτων και επιβεβαιώνουν την ανέγερση
των δύο ναών, που αναφέρει ο Ζώσιμος. O Lenski, «Constantine and the Tyche», τονίζει τη σχέση
των αγαλμάτων των δύο ναΐσκων, που ανήγειρε ο Κωνσταντίνος, με τις μορφές στους
οπισθότυπους των μεταλλίων και υποστηρίζει ότι απεικόνιζαν τις προστάτιδες θεότητες, Ρώμη και
Κωνσταντινούπολη, της Πόλης και κατ’επέκταση της αυτοκρατορίας.
1551 Ο Bardill, Constantine, 262 ερμηνεύει τη μετατροπή του αγάλματος της Κυβέλης ως προσπάθεια

να εξομοιωθεί με την Τύχη της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να γίνει αποδεκτό από τους
χριστιανούς.
1552 H Toynbee, «Roma and Constantinopolis» Ι, 136, θεωρεί ότι οι δύο ναοί δεν είχαν λατρευτική

χρήση και προτείνει ότι λειτούργησαν ως: «architectural ‘’settings’’ for the statues». Ο Bardill,
Constantine, 262 θεωρεί ότι πρόκειται για ιεροφυλάκια που φιλοξενούσαν τα δύο αγάλματα και όχι
για τόπους λατρείας. Η μεγαλύτερη απόδειξη για την ομαλή ενσωμάτωση των συμβολισμών του
Τυχαίου στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί το γεγονός ότι ο σημαντικότερος αξιωματούχος
(Έπαρχος) της Πόλης ανακαίνισε τον ναό της Τύχης κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα και μάλιστα
καυχήθηκε για αυτό με ένα επίγραμμα στην αψίδα της Βασιλικής, βλ. Παλατινή Ανθολογία, Γ.1.30.
Η μοναδική γνωστή αντίδραση περιορίζεται στο πρόσωπο του Ιουλιανού και αφορά την προσφορά
λατρευτικής θυσίας στη θεά Τύχη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1242-1243.

298
επανίδρυση της Πόλης του ως Νέας Ρώμης.1553 Συγχρόνως επισημοποιούσε τη

μεταφορά του μνημειακού κέντρου από τον χώρο της αρχαίας Αγοράς του

Στρατηγίου1554 στο μνημειακό περιβάλλον του Ιερού Παλατίου, αλλά σε ένα

οικοδόμημα του αρχαίου Βυζαντίου, επιλογή που προσέδωσε μία αίσθηση

συνέχειας στο μνημείο και την Πόλη. Στο νέο Τυχαίο δεν εγκαταστάθηκε,

βέβαια, η Τύχη του Βυζαντίου αλλά η Τύχη της Ρώμης (Flora) που

προσαρμόστηκε στην πραγματικότητα της ελληνικής πόλης ως Ανθούσα.1555 Η

επιλογή της Αγοράς και ειδικά της βόρειας στοάς αποτελούσε την πιο ιδανική

από άποψη επιβλητικότητας, αλλά και την πιο ταιριαστή από πλευράς

παραδόσεων και ιστορίας θέση. Ο προσανατολισμός της βόρειας στοάς προς το

παλαιό, το ειδωλολατρικό Βυζάντιο συγχρόνως την απομάκρυνε από το νέο

κέντρο βάρους της χριστιανικής Κωνσταντινούπολης.

Είναι εντελώς παράδοξο το γεγονός ότι μία δεκαετία μετά τον θάνατο του

Μ. Κωνσταντίνου η Αγορά του Ζευξίππου θα έχει εξαφανιστεί τελείως από το

περιβάλλον των κειμένων της πρώιμης Κωνσταντινούπολης. Τη θέση της στο

μνημειακό προσκήνιο της Πόλης θα καταλαμβάνει η Βασιλική, όπου ο νεαρός

Ιουλιανός ο Παραβάτης θα σπουδάζει τη γραμματική και σοφιστική τέχνη στα

τέλη της δεκαετίας του 340. Και μόνο η παρουσία του ναού της Τύχης, όπου λίγα

χρόνια αργότερα ο ίδιος άνθρωπος, ως αυτοκράτορας πλέον, θα προσφέρει

θυσίες στην Τύχη της Κωνσταντινούπολης, μας δημιουργεί την υποψία ότι δεν

πρόκειται ακριβώς για εξαφάνιση.

Δ.4. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΑ

Εάν η πρότασή μας για τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του Ζευξίππου είναι ορθή,

τότε δεν είναι δυνατόν το μνημείο να χάθηκε από την Πόλη του Κωνσταντίνου

1553 Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 46-48.


1554 Σχετικά με την παρουσία της θεάς Τύχης στο Στρατήγιο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 222-223.
1555 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 247.21-22 (ΧΙΙΙ.8): «…τὴν τύχην τῆς αὐτῆς πόλεως…<ἣν>

ἐκάλεσεν Ἄνθουσαν…». Πασχάλιον Χρονικὸν, 528.16-18: «τὴν δὲ τύχην τῆς πόλεως τῆς ὑπ’ αὐτοῦ
ἀνανεωθείσης ποιήσας θυσίαν ἀναίμακτον ἐκάλεσεν Ἀνθοῦσαν». Σχετικά με την εικονογραφία
των προσωποποιήσεων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο,
βλ. Bühl, Constantinopolis und Roma. Ακόμη, βλ. Toynbee, «Roma and Constantinopolis» Ι & ΙΙ. Για τη
σχέση Flora-Ανθούσας, βλ. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 37-38, 49-52.

299
χωρίς να αφήσει πουθενά το αποτύπωμά του. Αυτό το αποτύπωμα μας βοηθούν

να εντοπίσουμε μερικές αναφορές στις πηγές του 4ου αιώνα, τις κυριότερες από

τις οποίες επεσήμανε ο H. Schlange-Schöningen1556 στην έρευνά του για την

εκπαίδευση στην πρώιμη Κωνσταντινούπολη.

Δ.4.1. Μία άγνωστη Αγορά στην Κωνσταντινούπολη του 4ου αιώνα


Λίγα χρόνια προτού επιστρέψει ο νεαρός Ιουλιανός ως φοιτητής στην Πόλη του

Κωνσταντίνου, ο περίφημος σοφιστής Λιβάνιος1557 ευρισκόμενος στο ξεκίνημα

της καθηγητικής του σταδιοδρομίας πραγματοποίησε ένα σύντομο πέρασμα από

το εκπαιδευτικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης κατά τα έτη 341-342,

μερικές αναμνήσεις από το οποίο κατέγραψε στην αυτοβιογραφία του. Λίγο

μετά την άφιξή του στην Πόλη, και ενώ αναζητούσε εργασία ως καθηγητής,

εισήλθε στην αγορά, όπου είδε έναν καθηγητή της ρητορικής να κάθεται σε

θρόνο: «ὡς γὰρ δὴ ἐνέβαλον εἰς τὴν ἀγοράν, ὁρῶ τινα Καππαδόκην ἥκοντα ἐπί

θρόνον βασιλέως πέμποντος, καὶ γὰρ ἐτύγχανεν ἡ βουλὴ τὸν ἄνδρα ᾐτηκυῖα,

ῥήτορα ἄκρον ἐξ οἶμαί τινος ἀγῶνος ἑνὸς αἰτησαμένη».1558 Ο καθηγητής είχε


διοριστεί επίσημα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα μετά από αίτηση της συγκλήτου

και κατόπιν δοκιμασίας.

Ο Λιβάνιος, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, γρήγορα καταξιώθηκε στους

εκπαιδευτικούς κύκλους της Πόλης και συγκέντρωσε γύρω του ένα σημαντικό
αριθμό φοιτητών. Όμως η επιτυχία του προκάλεσε τον φθόνο των

ανταγωνιστών του και κυρίως του επίσημα διορισμένου σοφιστή της Πόλης,

Βημαρχίου.1559 Οι αντίζηλοί του εκμεταλλεύτηκαν τα γεγονότα της αιματηρής

στάσης1560 του Ιανουαρίου του έτους 342 ανάμεσα στους ορθοδόξους


υποστηρικτές του Επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Παύλου του Ομολογητή,

και τους αρειανόφρονες οπαδούς του Μακεδονίου για να συκοφαντήσουν τον

Λιβάνιο, ο οποίος συνελήφθηκε και τελικά δικάστηκε από τον ανθύπατο

1556 Schlange-Schöningen, Kaisertum.


1557 Jones–Martindale–Morris, Prosopography I, 505-507. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 91-97.
1558 Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 100.14-18 (35). Ο Schlange-Schöningen, Kaisertum,

103, συσχέτισε την αναφερόμενη αγορά με τη Βασιλική.


1559 Jones-Martindale-Morris, Prosopography I, 160.

1560 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 484-491.

300
Λιμένιο1561: «οὗτος πρὸ τῆς ἀρχῆς ἐν ἀγορᾷ καθήμενος ἤτησε παρὰ τῆς Τύχης εἰς

τοσοῦτον τὴν ἀρχήν, ἐν ὅσῳ γένοιτ’ ἂν αὐτῷ κτεῖναι ἐμέ. λαβόντος οὖν τὸ

δικάζειν ἔμενον ὁ ταῦτα εἰδὼς ἐγὼ πιστεύων εἶναί τι τἀληθές…».1562 Ο Λιμένιος

στην αγορά, πριν από τη δίκη του Λιβανίου, ευχήθηκε στη θεά Τύχη να μπορέσει

να τον καταδικάσει σε θάνατο.

Η μαρτυρία του Λιβανίου είναι πολύ σημαντική, καθώς φωτογραφίζει

μερικά στιγμιότυπα από την κοινωνική ζωή και την τοπογραφία της πρώιμης

Κωνσταντινούπολης πέντε χρόνια, μόνο, μετά τον θάνατο του ιδρυτή της. Η

ρητορική περιγραφή του ορθώνει μπροστά μας μία Αγορά φυσικά ενταγμένη

στην ανθρωπογεωγραφία και τον πολιτικοκοινωνικό χάρτη των δραστηριοτήτων

της Πόλης. Αλλά μέσα στο ρευστό τοπίο της τοπογραφίας της πρώιμης

Κωνσταντινούπολης η Αγορά αυτή υπήρξε ένα ακόμη ασύνδετο κομμάτι μιάς

κατακερματισμένης εικόνας, που η νεότερη έρευνα δεν μπόρεσε να ταυτίσει.

Οι αναφορές στην Αγορά δεν σταματούν εδώ. Λίγα χρόνια αργότερα, το

έτος 365, ο Λιβάνιος απέστειλε μία επιστολή στον φιλόσοφο Θεμίστιο1563 με

αφορμή την κολακευτική αναφορά του τελευταίου στο πρόσωπο του Λιβανίου

κατά τη διάρκεια της παράδοσης ενός μαθήματός του στην Κωνσταντινούπολη:

«Οὐκ ἔλαθές με ῥῆμα μέγα περὶ ἐμοῦ φθεγξάμενος ἐν ἀγορᾷ τε καὶ ὄχλῳ».1564 Η

αναφορά «ὄχλῳ» εν προκειμένω δηλώνει τον δημόσιο χαρακτήρα της

διδασκαλίας, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στoν χώρο της αγοράς.

Ακόμη πιο σημαντική για το θέμα μας, αλλά και γενικότερα για την

εκπαίδευση στην πρώιμη Κωνσταντινούπολη, είναι η 21η ομιλία του Θεμιστίου

με τον τίτλο «Φιλόσοφος ή Βασανιστὴς», που εκφωνήθηκε μεταξύ των ετών 345

και 355.1565 Σε ένα πολύ σημαντικό χωρίο ο Θεμίστιος κάνει λόγο για τα

1561 Jones-Martindale-Morris, Prosopography I, 510 (Ulpius Limenius 2).


1562 Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 106.12-16 (46).
1563 Για τον βίο του, βλ. Jones-Martindale-Morris, Prosopography I, 889-894. Dagron, «Témoignage de

Thémistios», 5-13. Για τη σχέση του με τον Λιβάνιο, βλ. Cribiore, School of Libanius, 61-66.
1564 Λιβάνιος, Ἐπιστολαὶ, 507.3-4 (ἐπ. 1477). Ο Schlange-Schöningen, Kaisertum, 122, σημ. 105

συσχετίζει την αναφερόμενη αγορά με τη Βασιλική.


1565 Ο Dagron, «Témoignage de Thémistios», 24, θεωρεί ότι ο λόγος 21 θα πρέπει να χρονολογηθεί

στις αρχές της καθηγητικής σταδιοδρομίας του Θεμιστίου μεταξύ 345 και 355. Ο Vanderspoel,
Themistius, 94-95, με βάση στοιχεία που εντοπίζει στο κείμενο το χρονολογεί κατά τον χειμώνα του
έτους 355/356. Ο Penella, Themistius, 14-16 και σημ. 53, διατυπώνει σοβαρή κριτική σχετικά με τα
επιχειρήματα που τεκμηριώνουν τις χρονολογήσεις αυτές, αλλά δεν αντιπροτείνει δική του
χρονολόγηση.

301
προβλήματα που δημιουργούνται από τη διδασκαλία της σοφιστικής παράλληλα

με τη λειτουργία των δικαστηρίων και από τη συμμετοχή σε αυτά των σοφιστών

ως συνηγόρων: «…οὐκ ἐπιτρέψομεν τοῖς φιλοσοφεῖν προσποιουμένοις δικῶν τε

γίνεσθαι ἐργολάβοις καὶ ἀποκλείσαντας τὰ μουσεῖα περικυλινδεῖσθαι τῷ

βήματι, διαπληκτιζομένους καὶ λοιδορουμένους ῥήτορσιν ὁμοῦ καὶ

στρατιώταις…. Πολλοῦ δὲ δεῖ συγχωρήσομεν αὐτὰ τὰ μουσεῖα δικαστήρια

καθιστάναι καὶ πρατήριον ποιεῖν τοῦ δικαίου τὰ ἀνάκτορα τῶν Μουσῶν καὶ

ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις, οὐδὲ τὸν Περσικὸν νόμον

αἰσχυνομένους ὅς διεχώρισε τῆς ἀγοραίου τύρβης τὰς ἐλευθέρους διατριβάς».1566

Ειδικά η τελευταία φράση, που αναφέρεται στον διαχωρισμό «τῆς ἀγοραίου

τύρβης» από «τὰς ἐλευθέρους διατριβάς» 1567, προσδιορίζει τοπογραφικά την

αναφορά αυτή και πάλι στο περιβάλλον της αγοράς.

Όλες οι μαρτυρίες που παρουσιάσαμε έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς

τον χώρο της αγοράς. Είναι αλήθεια, όμως, ότι η αόριστη διατύπωσή τους και η

έλλειψη τοπογραφικών ενδείξεων δεν μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε

περαιτέρω τη θέση αυτής της αγοράς ή αυτών των αγορών. Τα μόνα στοιχεία

που μπορούμε να αξιοποιήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι

συγκεκριμένες λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα στον αόριστο χώρο της αγοράς.

Η πρώτη αναφορά του Λιβανίου μας προσφέρει το πολύ συγκεκριμένο

στοιχείο ότι στην Αγορά υπήρχε θρόνος διδασκάλου στον οποίο καθόταν ο

Καππαδόκης σοφιστής αναμφίβολα για να διδάξει «ἐν ἀγορᾷ τε καὶ ὄχλῳ» «τὰς

ἐλευθέρους διατριβάς». Μάλιστα ο χώρος όπου υπήρχε αυτός ο θρόνος ήταν

ανοικτός, καθώς ο Λιβάνιος είδε τον σοφιστή να κάθεται, αμέσως μόλις εισήλθε

στον χώρο της Αγοράς: «ὡς γὰρ δὴ ἐνέβαλον εἰς τὴν ἀγοράν, ὁρῶ τινα

Καππαδόκην ἥκοντα ἐπί θρόνον…».1568 Ο θρόνος που αναφέρεται είναι η θέση

του διδασκάλου που υπήρχε στις εξέδρες.

1566 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.19-44.7 (260b-c). Ακόμη, βλ. Schlange-
Schöningen, Kaisertum, 123-124.
1567 Ο όρος «ἐλευθέρους διατριβάς» είναι συνώνυμος της λατινικής έκφρασης «studiis liberalibus»

που συναντάμε στον Θεοδοσιανό κώδικα στον τίτλο της ενότητας που αναφέρεται στην
εκπαίδευση, βλ. Codex Theodosianus, XIV.9: «De Studiis Liberalibus Urbis Romae et
Constantinopolitanae».
1568 Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 100.14-16 (35).

302
Η εξέδρα1569 είναι αρχιτεκτονικός όρος με ευρύ περιεχόμενο, που δηλώνει

συνήθως μία ημικυκλική κατασκευή, η οποία έφερε περιμετρικό θρανίο ή

αγάλματα. Ειδικότερα στα αρχαία γυμνάσια οι εξέδρες υπήρξαν ημικυκλικές ή

ορθογώνιες αίθουσες διδασκαλίας συνήθως προσαρτημένες στο περίστωο, οι

οποίες ήταν ανοικτές με δύο κίονες «ἐν παραστάσει» προς την εσωτερική αυλή.

Ο θρόνος του διδασκάλου βρισκόταν στο κέντρο της πλευράς απέναντι από την

είσοδο και περιμετρικά των τοίχων υπήρχε χαμηλό θρανίο για να κάθονται οι

μαθητές. Στα «Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας» του Ψευδο-Ηλία, ένα κείμενο του

7ου αιώνα, βρίσκουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «διὰ τοῦτο γὰρ τὰ

θέατρα κυκλοτερῆ διὰ τὸ ἀλλήλους βλέπειν, καὶ αἱ διατριβαὶ κυκλοτερεῖς, ἵνα

ὁρῶσιν ἀλλήλους καὶ τὸν διδάσκαλον».1570 Ουσιαστικά στο κείμενο αυτό ο όρος

«διατριβή» ταυτίζεται με τον όρο εξέδρα. Το ενδιαφέρον στοιχείο στην

περίπτωση της αναφοράς του Λιβανίου είναι ότι η εξέδρα ή διατριβή με τον

θρόνο του διδασκάλου βρισκόταν στον χώρο της αγοράς.

Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο μάς προσφέρει η αναφορά της δίκης του

Λιβανίου. Ο ανθύπατος Λιμένιος πριν αναλάβει το αξίωμά του και ενώ

βρισκόταν στον χώρο της αγοράς ζήτησε από τη θεά Τύχη να διαρκέσει τόσο

χρόνο η θητεία του, ώστε να καταδικάσει σε θάνατο το Λιβάνιο. Ακολουθεί η

περιγραφή της δικαστικής διαδικασίας. Ο ανθύπατος διέταξε να βασανιστεί

επιτόπου ένας αντιγραφέας, υπάλληλος του Λιβανίου: «ἀρχὴν ἐποιεῖτο τῆς

κρίσεως τοῦ ταλαιπώρου τὴν βάσανον, ἐν ᾗ πρῶτον ἤκουσα βασανιστὰς

ἀπειπεῖν».1571 Ο Λιβάνιος παρακολούθησε τα βασανιστήρια, τα οποία

παρατάθηκαν τόσο, ώστε πρώτη φορά άκουσε βασανιστές εξουθενωμένους να

παραιτούνται. Μετά τις απειλές του Λιμενίου και για τη δική του σωματική

ακεραιότητα ο σοφιστής δέχθηκε να αναχωρήσει για τη Νικομήδεια. Μολονότι ο

1569 Για τη σημασία του όρου «ἐξέδρα», βλ. Ορλάνδος-Τραυλός, Λεξικόν, 103. Ειδικότερα για τη
μορφή και τη χρήση της εξέδρας στα αρχαία Γυμνάσια, βλ. Delorme, Gymnasion, 325-329. O
Vitruvius, De Architectura, V.11.1-4, θεωρεί ότι ευρύχωρες εξέδρες με καθίσματα μπορούσαν να
κατασκευάζονται και στις τρεις απλές στοές του περιστώου των Γυμνασίων. Συνήθως ελεύθερες
και υπαίθριες εξέδρες, που έφεραν αγάλματα ή είχαν γενική χρήση, υπήρχαν και στις πλατείες
των αρχαίων αγορών.
1570 Ἠλίας, Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας, 21.29-30. Η Wolska-Conus, «Stéphanos», 69-82, πρότεινε ότι

ο Ψευδο-Ηλίας είναι μάλλον το ίδιο πρόσωπο με τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα και οικουμενικό
διδάσκαλο, τη σημαντικότερη προσωπικότητα της ανώτερης εκπαίδευσης της Κωνσταντινούπολης
κατά το α’ μισό του 7ου αιώνα.
1571 Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 106.21-23 (46).

303
Λιβάνιος δεν προσδιορίζει με σαφήνεια τον χώρο όπου εξελίσσεται η δίκη, ο

χώρος πρέπει να είναι και πάλι η αγορά, αφού η περιγραφή του παρουσιάζει τα

γεγονότα ως συνεχόμενα.1572

Πολύ σημαντικά στοιχεία μάς προσφέρει ακόμη ο 21ος λόγος του

Θεμιστίου για την εκπαιδευτική και τη δικαστική δραστηριότητα στην πρώιμη

Κωνσταντινούπολη. Ο Θεμίστιος απευθύνεται στο ακροατήριό του, που

συγκεντρώθηκε στο «θέατρον τῶν Μουσῶν», καθισμένος σε υψηλό θρόνο ως

καθηγητής «μάλα σοφιστικῶς καὶ σοβαρῶς».1573 Ο χώρος διδασκαλίας

περιγράφεται μεταφορικά ως «κοινῷ θεάτρῳ».1574 Ο φιλόσοφος θέτει ουσιαστικά

το ζήτημα της παράλληλης λειτουργίας της εκπαιδευτικής με τη δικαστική

δραστηριότητα. Ζητεί να διαχωριστεί η διδασκαλία της σοφιστικής από τη

λειτουργία των δικαστηρίων, προκειμένου οι σοφιστές να μην αναλαμβάνουν

δίκες ως εργολάβοι, αντί να διδάσκουν στα Μουσεία. Για να κατανοήσουμε

καλύτερα τη μαρτυρία του Θεμιστίου, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η

διδασκαλία της σοφιστικής (ρητορικής) τέχνης είχε άμεση σχέση με τη δικαστική

λειτουργία.1575 Ένα μεγάλο μέρος της διεξαγόταν στον χώρο των δικαστηρίων,

όπου οι μαθητές είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τους λόγους των

συνηγόρων και τη δικονομική διαδικασία. Άλλωστε η θέση του συνηγόρου ήταν

και η βασικότερη επαγγελματική τους διέξοδος. Η πρόταση του Θεμιστίου

1572 Με βάση την περιγραφή του Λιβανίου, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 106.1-12 (45), οι
εξελίξεις υπήρξαν δραματικά απότομες. Την προηγούμενη ημέρα της δίκης του, ο ανθύπατος
Αλέξανδρος, που είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μετά τα αιματηρά επεισόδια της
Στάσης του 342, έκανε γνωστό ότι προτίθεται να αθωώσει τον Λιβάνιο και να τιμωρήσει τους
συκοφάντες του. Αλλά κατά τη διάρκεια της νύκτας αποβλήθηκε από το αξίωμά του και την
επόμενη ημέρα το πρωί ανέλαβε ο Λιμένιος. Η έκφραση «ἐν ἀγορᾷ καθήμενος» έχει τη σημασία
«κάθημαι ἐν δικαστηρίῳ, συνεδριάζω» βλ. Liddell-Scott, Λεξικὸν, τ. 4, 205, λήμμα «κάθημαι».
Ακολουθεί η δίκη του Λιβανίου, η οποία φαίνεται ότι ήταν, ήδη, προκαθορισμένη να διεξαχθεί
εκείνη την ημέρα. Ο Lavan, «Fora and Agorai», 213-214, παρουσιάζει στοιχεία για τη λειτουργία
δικαστηρίων, τη διεξαγωγή βασανιστηρίων καθώς και την παραδειγματική εκτέλεση ποινών στον
χώρο της αγοράς κατά τον 4ο και 5ο αιώνα.
1573 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 18.1-6 (243a-b): «Ἄνδρες ὅσοι ξυνελέγητε ὑπ’

ἐμοῦ τήμερον εἰς τὸ θέατρον τῶν Μουσῶν, τί κάθησθε ἐκπεπληγμένοι; τί δὲ συνέχεσθε ὑπὸ
θάμβους; οὔτι που ὑμῖν καινὸν καὶ ἀλλόκοτον καταφαίνεται ἄνδρα τοῦ φιλοσοφίας ὀνόματος
ἀξιούμενον χθές τε ἀγείροντα ἑωρᾶσθαι καὶ νῦν καθήμενον ἐπὶ θρόνου τινὸς ὑψηλοῦ μάλα
σοφιστικῶς καὶ σοβαρῶς…». Κατά τη γνώμη μου, το «θέατρο των Μουσών» με τον «υψηλό θρόνο»
δηλώνει ρητορικά την εξέδρα ή διατριβή με τον θρόνο του καθηγητή, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1567,
την αναφορά του Ἠλία, όπου η εξέδρα παραβάλλεται με το θέατρο. Θεωρούμε ότι η εν λόγω
ομιλία εκφωνήθηκε σε μία από τις εξέδρες της Αγοράς-Βασιλικής.
1574 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 18.18-20 (244a): «ἰδοὺ γὰρ ὑμῖν διαρρήδην

αὐτὸς ἐγὼ λέγω κατ’ ἐμαυτοῦ ἐν κοινῷ θεάτρῳ ὅτι τούτου μοι τοῦ ὀνόματος οὐδὲν προσήκει…».
1575 Schlange-Schöningen, Kaisertum, 122-123 και σημ. 108.

304
ουσιαστικά υποβαθμίζει το πρακτικό μέρος της διδασκαλίας των σοφιστών, «τοῖς

φιλοσοφεῖν προσποιουμένοις», σε σχέση με την πολύ υψηλότερη διδασκαλία των

πραγματικών φιλοσόφων.

Η πιο σημαντική πληροφορία, που μας προσφέρει η μαρτυρία αυτή, είναι

η ανεπίτρεπτη κατά τον Θεμίστιο συνύπαρξη στον ίδιο χώρο της εκπαιδευτικής

με τη δικαστική δραστηριότητα. Η αυστηρή αποστροφή του ότι: «πολλοῦ δὲ δεῖ

συγχωρήσομεν αὐτὰ τὰ μουσεῖα δικαστήρια καθιστάναι καὶ πρατήριον ποιεῖν

τοῦ δικαίου τὰ ἀνάκτορα τῶν Μουσῶν καὶ ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς

δικαζομένοις…»1576 ουσιαστικά επισημαίνει με τρεις διαφορετικές διατυπώσεις

την άμεση τοπογραφική σχέση Μουσείων και Δικαστηρίων. Συγχρόνως η

αναφορά του: «…οὐδὲ τὸν Περσικὸν νόμον αἰσχυνομένους, ὃς διεχώρισε τῆς

ἀγοραίου τύρβης τὰς ἐλευθέρους διατριβάς»1577 επιβεβαιώνει ότι στην πολύ

πρώιμη Κωνσταντινούπολη τα Μουσεία ή Ανάκτορα των Μουσών ή Θέατρο των

Μουσών, όπως και τα Δικαστήρια, λειτουργούσαν στον θορυβώδη και

πολυσύχναστο χώρο της αγοράς.

Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, προκύπτει ότι στον

χώρο κάποιας αγοράς της πρώιμης Κωνσταντινούπολης διεξαγόταν η

λειτουργία της δικαιοσύνης, η διδασκαλία της ανώτερης εκπαίδευσης και

πιθανώς υπήρχε κάποιος λατρευτικός χώρος ή άγαλμα της θεάς Τύχης. Η

διαπίστωση αυτή δεν συνιστά, βέβαια, την εποχή αυτή κάποια πρωτοτυπία.

Κατά την ύστερη αρχαιότητα ο χώρος της αγοράς συνεχίζει να αποτελεί το

κατεξοχήν πεδίο άσκησης των πολιτικών δραστηριοτήτων1578 των πόλεων της

αυτοκρατορίας. Η δικαστική λειτουργία εξακολουθεί να ασκείται εδώ, όπως και

να φιλοξενείται η λατρεία της Τύχης, που αφορούσε την ευημερία της πόλης. Η

καινοτομία συνίσταται στη μεταφορά της εκπαιδευτικής δραστηριότητας από το

Γυμνάσιο στον χώρο της Αγοράς, αλλά παραδείγματα από την Αντιόχεια1579, την

1576 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 44.2-5 (260c).


1577 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 44.5-7 (260c).
1578 Lavan, «Fora and Agorai», 207-215. Ειδικά για την Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη, βλ.

Lavan, «Agorai», 159-161. Η Saradi, Byzantine City, 211-214 περιγράφει τη σταδιακή παρακμή του
χώρου της αγοράς από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα καθώς και την εξέλιξη της σημασίας του όρου.
1579 Ο Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 133.4-7 (102) για να αυξήσει τον αριθμό των

μαθητών του μετέφερε τη διδακτική δραστηριότητά του στην περιφέρεια της Αγοράς της
Αντιοχείας: «αὐτὸς ἐκεῖσε ἐκαθήμην ψαύων τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἔδρασέ τι τὸ χωρίον προστεθέντων οἷς

305
Αθήνα1580 και την Ρώμη1581 μας υποδεικνύουν ότι αυτό δεν αποτελεί πρωτοτυπία

της Κωνσταντινούπολης. Εάν διασταυρώσουμε τις παρατηρήσεις μας με την

τοπογραφία της Πόλης την εποχή του Θεμιστίου και του Λιβανίου, δηλαδή

ανάμεσα στα έτη 340 και 374, προκύπτει ότι την περίοδο αυτή υπήρχαν τρεις

μόνο χώροι που μπορούσαν να φιλοξενήσουν τις αγοραίες δραστηριότητες που

περιγράψαμε, οι Αγορές του Στρατηγίου, του Ζευξίππου και ο Φόρος ή Αγορά

του Μεγάλου Κωνσταντίνου (εικ. 6).

Το παράδοξο είναι πως η περίφημη αναφορά του Σωκράτη: «Ἰουλιανὸς δὲ

αὐξηθεὶς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει παιδευτῶν ἠκροᾶτο, εἰς τὴν βασιλικὴν,

ἔνθα τότε τὰ παιδευτηρία ἦν…»1582, ακριβώς την περίοδο που μας απασχολεί,

προσδιορίζει τοπογραφικά την εκπαιδευτική δραστηριότητα στον χώρο της

Βασιλικής. Φαινομενικά η μαρτυρία του Σωκράτη έρχεται σε αντίφαση με τον

Θεμίστιο και τον Λιβάνιο. Ωστόσο ο ιστορικός συνέγραψε το κείμενό του έναν

αιώνα μετά τα φοιτητικά χρόνια του Ιουλιανού. Αυτό σημαίνει πως η ονομασία

«Βασιλική» υπήρξε αναμφισβήτητα η ονομασία του μνημείου την εποχή που ο

ίδιος γράφει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά πως ο Ιουλιανός και οι

σύγχρονοί του αναφέρονταν στο μνημείο ως «Βασιλική».

Νωρίτερα υποστηρίξαμε1583 ότι ο Ζώσιμος προσδιόρισε το μνημείο στο

οποίο οικοδομήθηκε το Τυχαίο της Κωνσταντινούπολης, σε αναφορά με την

τοπογραφία του Παγανιστικού Βυζαντίου (Τετράστωος Αγορά), ενώ ο Σωκράτης

ἔφην ἄρτι πλειόνων ἢ <δὶς> τοσούτων νέων…», γεγονός που είχε άμεσα αποτελέσματα αλλά όχι
εντελώς ικανοποιητικά. Μόνο με την εγκατάστασή του στο Βουλευτήριο της πόλης ο αριθμός των
μαθητών ξεπέρασε κάθε προσδοκία, βλ. στο ίδιο, 134.8-10 (104): «…ἱδρῦσθαὶ με ἐν τῷ βουλευτηρίῳ
τοσοῦτόν τε εἶναι τὸ ποίμνιον, ὥστε μὴ οἷόν τε εἶναι, πρὶν ἥλιον δῦναι, διὰ πάντων ἰέναι». Το
βουλευτήριο βρισκόταν, ασφαλώς, στην περιοχή της Αγοράς της πόλης.
1580 Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διδασκαλία των στωικών στην Ποικίλη Στοά και τη λειτουργία της

Βιβλιοθήκης του Πανταίνου στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αγοράς, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 225-229,
την ίδρυση της Βιβλιοθήκης του Αδριανού σε πολύ μικρή απόσταση ανατολικά της Αγοράς, βλ.
Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 293-298, την πρόταση ταύτισης της οικίας Ωμέγα στην
πλαγιά του Αρείου Πάγου με Φιλοσοφική Σχολή, βλ. Camp, Αρχαία Αγορά, 242-253 και Camp,
«Philosophical Schools». Στο μεγάλο αυτό πνευματικό κέντρο η εντατικοποίηση των εκπαιδευτικών
δραστηριοτήτων στο περιβάλλον της αρχαίας Αγοράς συντελέστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
1581 Ο Marrou H. I., «La vie intellectuelle au Forum de Trajan et au Forum d’ Auguste», Mélanges d’

Archéologie et d’ Histoire, 49 (1932), 93-110 υποστηρίζει κυρίως με βάση επιγραφικά στοιχεία ότι στις
μεγάλες εξέδρες των αυτοκρατορικών Forum του Αυγούστου και του Τραϊανού λειτουργούσαν
ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο φόρος του Τραϊανού διέθετε και δύο πολύ σημαντικές
βιβλιοθήκες μία λατινική και μία ελληνική, βλ. Richardson, Topographical Dictionary, 177. Ακόμη βλ.
Lavan, «Fora and Agorai», 230, σημ. 94.
1582 Σωκράτης, Γ.1.4.

1583 Βλ. κεφάλαιο Δ.2.1.

306
κι ο Ησύχιος σε σχέση με την τοπογραφία της σύγχρονής τους

Κωνσταντινούπολης (Βασιλική). Τώρα μπορούμε να προσθέσουμε πως οι

μαρτυρίες του Σωκράτη, του Λιβανίου και του Θεμιστίου σχετικά με τον

τοπογραφικό προσδιορισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στα μέσα του 4ου

αιώνα στη Βασιλική και στην Αγορά αντίστοιχα είναι και πάλι ισοδύναμες. Και

οι τρεις συγγραφείς προσδιορίζουν τη διδασκαλία της ανώτερης εκπαίδευσης με

βάση την τοπογραφία της σύγχρονής τους Κωνσταντινούπολης. Και οι τρεις

αναφέρονται στο ίδιο μνημείο. Απλά το μνημείο, που στα χρόνια του Σωκράτη

ονομαζόταν πλέον Βασιλική, στα χρόνια του Θεμιστίου και του Λιβανίου

παρέμενε και ονομαζόταν ακόμη Αγορά. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι

ίδιες ακριβώς λειτουργίες που προσδιορίζονται στην Αγορά του 4ου αιώνα,

δηλαδή η δικαστική λειτουργία, η ανώτερη εκπαίδευση και το Τυχαίο,

χωροθετούνται από τις πηγές του 5ου και του 6ου αιώνα στη Βασιλική. Ο

Σωκράτης, απλώς, προέβαλε την ονομασία, που είχε το μνημείο στην εποχή του,

κατά την περιγραφή των γεγονότων του προηγούμενου αιώνα.

Η άγνωστη αγορά της Κωνσταντινούπολης του 4ου αιώνα δεν είναι άλλη

από τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του Ζευξίππου, που ενσωματώθηκε ως

Αγορά στην Κωνσταντίνεια Πόλη (εικ. 150) και παρέμεινε Αγορά στη συνείδηση

των κατοίκων της πρώιμης Κωνσταντινούπολης κατά τα πρώτα χρόνια μετά τον

θάνατο του ιδρυτή της. Ήταν εδώ, στα Μουσεία ή παιδευτήρια της Αγοράς του

Ζευξίππου, που φοίτησε ο Ιουλιανός και όχι της Βασιλικής, όπως νομίζαμε μέχρι

τώρα. Στην τύρβη της Αγοράς του Ζευξίππου τα Μουσεία βρίσκονταν σε άμεση

γειτνίαση με τα Δικαστήρια, όπως παραπονιέται ο Θεμίστιος, και εδώ στην

Αγορά του Ζευξίππου ο Λιμένιος, αφού προσευχήθηκε στο Τυχαίο ξεκίνησε τη

δίκη του Λιβανίου. Την εποχή δηλαδή ακόμη που η Αγορά του Ζευξίππου δεν

είχε παραχωρήσει τη θέση της στη Βασιλική.

Η ενσωμάτωση της Αγοράς στο αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο της

Πόλης υπαγόρευσε τον επαναπροσδιορισμό των λειτουργιών και την

υποβάθμιση του εμπορικού χαρακτήρα της. Αυτό υποδεικνύει η

μετεγκατάσταση εδώ της δικαστικής λειτουργίας, η διαμόρφωση των ναών της

Τύχης και της Ρέας και η λειτουργία των Παιδευτηρίων. Οι οικοδομικές εργασίες,

307
που απαιτήθηκαν, περιορίζονται στην κατασκευή των δύο ναΐσκων, των εξεδρών

με τους διδασκαλικούς θρόνους1584, του δικαστικού βήματος. Το γεγονός ότι ο

Λιβάνιος συνάντησε εδώ όλες αυτές τις δραστηριότητες, ήδη το έτος 341/2,

υποδεικνύει ότι η λειτουργική ανανέωση του μνημείου οφείλεται στον ίδιο τον

Μεγάλο Κωνσταντίνο. Η παράλειψη της Αγοράς-Βασιλικής από τις περιγραφές

του οικοδομικού προγράμματός του δίπλα στην πολυτελή ανακαίνιση των

Θερμών και του Ιπποδρόμου οφείλεται, προφανώς, στη μικρής κλίμακας

ανακαινιστική επέμβασή του. Αβίαστα πλέον εγείρεται μπροστά μας το

ερώτημα: Αλλά πώς η αγορά του Ζευξίππου μεταμορφώθηκε σε Βασιλική;

Δ.4.2. Βασίλειος Αγορά και Βασίλειος Στοά


Το έτος 357 ο Θεμίστιος εκφώνησε έναν λόγο προς τιμήν του Κωνσταντίου1585,

όταν ο αυτοκράτορας μετά από μία περίοδο δεκαπενταετούς εγκατάλειψης της

Κωνσταντινούπολης εξαιτίας της αιματηρής στάσης του έτους 342 1586 έστρεψε

και πάλι το ενδιαφέρον του προς αυτήν. Ο Θεμίστιος εξήρε την προσφορά του

αυτοκράτορα στην Πόλη, που ίδρυσε ο πατέρας του, επισημαίνοντας ανάμεσα σε


άλλα το εγχείρημα αύξησης των υδάτινων πόρων της Κωνσταντινούπολης, την

ανέγερση των Κωνσταντινιανών Λουτρών και μιάς στωϊκής οδού1587 και

καταλήγει: «…καὶ τὴν βασίλειον ἀγορὰν ὥσπερ καλύπτραν διαπλέκων χρυσῷ

1584 Η πληροφορία για την πρόσκαιρη τοποθέτηση του αγάλματος του Ηρακλή στην Αγορά, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1524-1525 και 1534, ίσως σχετίζεται με τη λειτουργία των παιδευτηρίων.
1585 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον». Ο λόγος απαγγέλθηκε την 1η

Ιανουαρίου του έτους 357 σύμφωνα με τους Dagron, «Témoignage de Thémistios», 21 και
Vanderspoel, Themistius, 96-100.
1586 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 97, 490, 501. Η κυριότερη συνέπεια για την Πόλη υπήρξε η

μείωση κατά το ήμισυ της πολιτικής αννώνα, από 80.000 σε 40.000 ημερήσιους άρτους, βλ.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 104.18-105.1 (ΙΙ.13.5). Ο Dagron, στο ίδιο, 609, με βάση αυτό το
μέτρο συμπεραίνει: «Ἡ τιμωρία τοῦ Κωνσταντίου Β΄ ἦταν, λοιπόν, περισσότερο πολιτικὴ παρὰ
οἰκονομική: ἀναστέλλει τὸ μέλλον τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς πρωτεύουσας». Την ίδια περίοδο ο
Κωνστάντιος είχε ως έδρα του την Αντιόχεια. Κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στις επιπτώσεις της
αιματηρής στάσης θα πρέπει να συγκαταλεχθεί και η αναστολή της υλοποίησης του οικοδομικού
προγράμματος που σχεδίασε ο Μ. Κωνσταντίνος.
1587 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.8-12 (58b-c): «πηγάς τε μαστεύων

αφθονωτέρων ναμάτων, λουτρά τε ἐπώνυμα οἰκοδομούμενος, ὧν τὸ μέγεθος μὲν ἤδη ὁρᾶτε, τὸ


κάλλος δὲ ἐλπίζεται πρέπον τῷ μεγέθει, δρόμῳ τε αὐτὴν ὑποστέγῳ οἷα πολυτελεῖ μίτρᾳ
διαζωννύς…»

308
καὶ μορίοις».1588 Άραγε μπορούμε να ταυτίσουμε αυτό το τόσο σημαντικό

μνημείο;

Η λέξη «μόριον»1589 αποτελεί υποκοριστικό της λέξεως «μόρος» και

σημαίνει τεμάχιο, μέρος, μερίδα. Στο κριτικό υπόμνημα της έκδοσης του

Downey1590 αναφέρεται πως ο όρος «μορίοις» στην έκδοση του F. Jacobs

συνοδεύεται από τη λέξη «λιθαρίοις», ενώ στην έκδοση του J. J. Reiske

αντικαθίσταται από την έκφραση «καὶ κόσμοις ἄλλοις μυρίοις». Η έκφραση

«χρυσῷ καὶ μορίοις» ουσιαστικά περιγράφει τα υλικά με τα οποία διακοσμήθηκε

η Βασίλειος Αγορά. Μάλιστα η έκφραση «ὥσπερ καλύπτραν διαπλέκων χρυσῷ»

παρομοιάζει εύγλωττα με καλύπτρα κεφαλής τη διακόσμηση με χρυσό της

οροφής του κτηρίου, δηλαδή την επένδυση της ξύλινης στέγης με φύλλα χρυσού,

πρακτική διαδεδομένη1591 κατά τον 4ο αιώνα. Το «μορίοις», κατά τη γνώμη μου,

αναφέρεται σε διακόσμηση με τεμάχια πολυτελών λίθων («λιθαρίοις»), δηλαδή

μαρμάρων, διακόσμηση εξίσου συνηθισμένη την περίοδο που μας απασχολεί.

Είδαμε νωρίτερα ότι την εποχή που ο Θεμίστιος έγραψε τον λόγο του,

στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν τρεις αγορές (εικ. 150). Το Στρατήγιο

ουσιαστικά δεν έχει καμία σχέση με τον όρο «βασίλειος» και δεν θα

1588 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.12-13 (58c). Ο Schlange-Schöningen,
Kaisertum, 104-105 και σημ. 47 συσχετίζει την αναφερόμενη αγορά με τη Βασιλική Στοά.
1589 Liddell-Scott, Λεξικόν, τ. 5, 309, λήμμα «μόριον».

1590 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83. Ο Vanderspoel, Themistius, 99 και

σημ. 129 προτείνει την ανάγνωση «μορρίοις» και μεταφράζει στα αγγλικά ως «murrhine» που
δηλώνει την «murr(h)a», είδος ποικίλης λιθίας από το οποίο οι αρχαίοι Ρωμαίοι παρασκεύαζαν
αγγεία και σκεύη, βλ. Κουμανούδη Σ., Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Αθήνα 2009, 716. Oxford Latin
Dictionary, Οξφόρδη 1968, 1147. Όμως, το προτεινόμενο «μορρίοις» αφενός δεν απαντάται σε
κανένα χειρόγραφο και αφετέρου είναι μάλλον άσχετο ως υλικό με τη διακόσμηση της αγοράς.
1591 Ενδεικτική είναι η προτίμηση του Μ. Κωνσταντίνου για τη διακόσμηση με φύλλα χρυσού της

οροφής μιάς σειράς μνημείων, βλ. Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 99.3-5 (ΙΙΙ.32.1): «τὴν δὲ τῆς
βασιλικῆς καμάραν πότερον λακωναρίαν ἢ δι’ ἑτέρας τινὸς ἐργασίας γενέσθαι σοι δοκεῖ, παρὰ σοῦ
γνῶναι βούλομαι. εἰ γὰρ λακωναρία μέλλοι εἶναι, δυνήσεται καὶ χρυσῷ καλλωπισθῆναι». Στο ίδιο,
100.12-16 (ΙΙΙ.36.2): «τὰ δὲ τῆς εἴσω στέγης (δώματα) γλυφαῖς φατνωμάτων ἀπηρτισμένα…χρυσῷ τε
διαυγεῖ δι’ ὅλου κεκαλλυμμένα, φωτὸς οἷα μαρμαρυγαῖς τὸν πάντα νεὼν ἐξαστράπτειν ἐποίει»
(Βασιλική της Αναστάσεως). Στο ίδιο, 104.20-22 (ΙΙΙ.49): «ὡς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀνακτόροις τῶν
βασιλείων, κατὰ τὸν πάντων ἐξοχώτατον οἶκον τῆς πρὸς τῷ ὀρόφῳ κεχρυσωμένης φατνώσεως…»
(κεντρική αίθουσα των Ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη). Στο ίδιο, 105.6-9 (ΙΙΙ.50.2): «εἴσω δὲ
τὸν εὐκτήριον οἶκον εἰς ἀμήχανον ἐπάρας ὕψος…, ὃν καὶ χρυσοῦ πλείονος ἀφθονίᾳ χαλκοῦ τε καὶ
τῆς λοιπῆς πολυτελοῦς ὕλης ἐστεφάνου κάλλεσιν» (Οκτάγωνο της Αντιοχείας). Στο ίδιο, 144.2-9
(IV.58): «διαλαβὼν δὲ λεπτοῖς φατνώμασι τὴν στέγην χρυσῷ τὴν πᾶσαν ἐκάλυπτεν·…καὶ τοῦτον δὲ
πολὺς περιέλαμπε χρυσός…δικτυωτὰ δὲ πέριξ ἐκύκλου τὸ δωμάτιον ἀνάγλυφα χαλκῷ καὶ χρυσῷ
κατειργασμένα» (Ναός των Αγίων Αποστόλων). Ο Mango, Développement urbain, 24 συσχετίζει τη
χρήση συγκεκριμένων υλικών, όπως του χρυσού, του αργύρου και του πορφυρίτη, με το βαρύ και
πομπώδες αρχιτεκτονικό ύφος της περιόδου της Τετραρχίας.

309
ασχοληθούμε μαζί του. Από τις δύο αγορές που μένουν, η μία είναι πράγματι

έργο βασιλέως, ο Φόρος ή Αγορά του Κωνσταντίνου1592, και με αυτή την έννοια

θα δικαιολογούσε την ονομασία «βασίλειος ἀγορὰ», ενώ η άλλη, η Αγορά του

Ζευξίππου, βρισκόταν ενταγμένη στο νέο μνημειακό κέντρο της Πόλης κοντά

στην «τῶν βασιλείων αὐλήν»1593 (Παλάτιον), αλλά αυτό δεν γνωρίζουμε αν

αρκούσε για να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «βασίλειος». Ποια, όμως, από τις

δύο αυτές αγορές χαρακτηρίζεται στο κείμενο ως «βασίλειος ἀγορὰ»;

Η αναφορά του Θεμιστίου αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία

διακόσμησης κάποιου μνημείου της Κωνσταντινούπολης «χρυσῷ καὶ μορίοις».

Γνωρίζουμε ότι ακριβώς αυτό το είδος διακόσμησης χαρακτηρίζει στον νόμο του

440 τη Βασιλική Στοά: «Basilicam inauratam et marmoribus decoratam…».1594

Είδαμε, ακόμη, πως η επίχρυση οροφή αποτελεί ουσιαστικά «σήμα κατατεθέν»

της Βασιλικής στις Παραστάσεις1595 και τα Πάτρια.1596 Και τα δύο χαρακτηριστικά

μαζί συνοδεύουν πάλι τη Βασιλική στην ελληνική απόδοση του νόμου του 440

στα Βασιλικά ξ’ βιβλία: «[Ἡ] βασιλικὴ κεχρυσωμένη καὶ μεμαρμαρ[ωμέν]η».1597

Συγχρόνως καμία διακόσμηση αυτού του είδους δεν απαντάται στις πηγές σε

σχέση με τον Φόρο ή Αγορά του Μ. Κωνσταντίνου.1598 Από τη μαρτυρία του

1592 Σχετικά με την ίδρυση και τη μορφή του Φόρου του Κωνσταντίνου, βλ. Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα,
88.1-5 (ΙΙ.30.4). Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 245.79-246.86 (ΧΙΙΙ.7). Πασχάλιον Χρονικόν, 528.9-16.
Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.12-15 (41). Ακόμη, βλ. Mango, Développement urbain, 25-26. Müller-Wiener,
Bildlexikon, 255-257. Ιδιαίτερα για τη στήλη του Κωνσταντίνου, βλ. Mango C., «Constantinopolitana»,
JDAI 80 (1965), 305-336 [επανέκδ.: Mango, Studies, κεφ. II]. Mango C., «Constantine’s Porphyry Column
and the Chapel of St. Constantine», ΔΧΑΕ 10 (1981), 103-110 [επανέκδ.: Mango, Studies, κεφ. IV].
Mango C., «Constantine’s Column» στο Mango, Studies, κεφ. III.
1593 Ἡσύχιος, Πάτρια, 17.15-18.2 (41) «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ τοὺς τῆς συγκλήτου βουλῆς ἀνῳκοδόμησεν

οἴκους…καὶ τὴν τῶν βασιλείων αὐλήν». Λανθασμένα οι Speck, Kaiserliche Universität, 94, σημ. 17 και
Schlange-Schöningen, Kaisertum, 102, σημ. 38 και 104, σημ. 46, θεωρούν ότι οι ονομασίες «βασιλέως
αὐλή» ή «βασιλείων αὐλήν» μπορεί να αναφέρονται στη Βασιλική Στοά. Η παλαιότερη αναφορά
του όρου σε σχέση με το Παλάτιο της Πόλης εντοπίζεται στον Εὐσέβιο, Βίος Κωνσταντίνου, 122.5-6
(IV.7.1): «…παρατυχόντας ἡμᾶς πρὸ τῆς αὐλείου τῶν βασιλείων πυλῶν…».
1594 Ιουστινιάνειος Κώδικας, Γ.1.6.

1595 Είναι χαρακτηριστικό ότι και τις τρεις φορές που αναφέρεται η Βασιλική στο πρώτο θέαμα

συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «χρυσόροφος», βλ. Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.9-10,
40.6 και 40.14 (37) και Γ.1.23.
1596 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.16-17 (41) και Γ.1.37.

1597 Basilicorum libri LXI, LVIII.12.21 (Γ.1.27).

1598 Ο Vanderspoel, Themistius, 99 και σημ. 128 θεωρεί ότι με την έκφραση «δρόμῳ … ὑποστέγῳ» ο

Θεμίστιος αναφέρεται στον Ιππόδρομο, ενώ την έκφραση «βασίλειον ἀγορὰν» ταυτίζει με τον
Φόρο του Κωνσταντίνου. Επειδή και τα δύο αυτά έργα ανήκουν στον Μ. Κωνσταντίνο προτείνει
είτε πως ο Θεμίστιος αποδίδει στον Κωνστάντιο τα έργα του πατέρα του, είτε πως στον
Κωνστάντιο οφείλεται απλώς η διακόσμησή τους. Καμία από τις δύο υποθέσεις δεν μας φαίνεται
πιθανή. Μπροστά σε ένα κοινό από κατοίκους της Πόλης, συγκαιρινούς των δύο αυτοκρατόρων,

310
Θεμιστίου προκύπτει πως η πολυτελής διακόσμηση της Βασιλικής Στοάς

οφείλεται στις εργασίες ανακαίνισης, τις οποίες πραγματοποίησε ο Κωνστάντιος

στο Τετράστωο, όταν αυτό ακόμη γινόταν αντιληπτό ως Αγορά στη συλλογική

συνείδηση των πολιτών της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τη γνώμη μου, ο όρος «βασίλειος ἀγορὰ» αποτυπώνει ένα

μεταβατικό στάδιο της ονομασίας του μνημείου ανάμεσα στην παλαιότερη

«μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου» 1599 ή «ἀγοράν, ἣν καλοῦσι [Ζεύ]ξιππον»1600 και

την τελικά καθιερωμένη «βασιλικῆς» ή «βασιλείου στοᾶς». Η πρόσληψη του

προσδιορισμού «βασίλειος» μπορεί να δηλώνει είτε την ενσωμάτωση του

μνημείου στο αυτοκρατορικό κέντρο της Πόλης, είτε τη λειτουργική ανανέωσή

του από τον Μ. Κωνσταντίνο ή ακόμη την πολυτελή διακόσμησή του από τον

Κωνστάντιο. Η μεγαλύτερη απόδειξη πως ο όρος «βασίλειος» στην ομιλία του

Θεμιστίου αναφέρεται στην Αγορά του Ζευξίππου είναι το γεγονός ότι ο

προσδιορισμός αυτός στο εξής δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την ονομασία της και

πλέον θα έχει την κύρια σημασία. Συγχρόνως, αυτή η μοναδική αναφορά της

«βασιλείου ἀγορὰς» από τον Θεμίστιο σηματοδοτεί ουσιαστικά το τέλος της

αρχαίας ιστορίας του μνημείου και του παραδοσιακού αγοραίου χαρακτήρα του.

Η νέα ονομασία του μνημείου μαρτυρείται για πρώτη φορά, πέντε μόνο

χρόνια μετά την αγόρευση του Θεμιστίου, από τον ρήτορα Ιμέριο1601, ο οποίος

είχε διδάξει ως καθηγητής της σοφιστικής στα Μουσεία της Κωνσταντινούπολης

κατά τα έτη 343-352. Το οικοδομικό πρόγραμμα που περιγράφει ο ρήτορας1602

καταγράφεται στη Notitia Urbis περίπου 60 χρόνια μετά και επιβεβαιώνεται από

είναι μάλλον απίθανο ο ρήτορας να διαστρεβλώνει τόσο πολύ την πραγματικότητα αποδίδοντας
στον Κωνστάντιο τα έργα του πατέρα του. Συγχρόνως όλες οι πηγές αναφέρουν την ανακαίνιση
του Ιπποδρόμου ως έργο του Κωνσταντίνου.
1599 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-17 (ΙΙ.31.2).

1600 Ἰωάννης Λυδός, Περὶ ἀρχῶν, 163.1-2 (ΙΙΙ.70).

1601 Βλ. Γ.1.1.

1602 Η αναφορά του Ιμερίου, βλ. Γ.1.1., παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη μαρτυρία του Ζωσίμου,

Ἱστορία Νέα, 127.3-7 (ΙΙΙ.11.3): «…λιμένα δὲ μέγιστον αὐτῇ δειμάμενος, τῶν ἀπὸ τοῦ νότου
κινδυνευόντων ἀλεξητήριον πλοίων, καὶ στοὰν σιγματοειδῆ μᾶλλον ἢ εὐθεῖαν, ἐπὶ τὸν λιμένα
κατάγουσαν, ἔτι δὲ βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν
ἐναποθέμενος…». Στη Notitia Urbis, 232 (IV.9), το λιμάνι αναφέρεται ως «Portum novum», ενώ η
φράση: «λιμένας περιπτυσσέτω στοὰς» καταγράφεται ως: «Porticum semirotundam, quae ex
similitudine fabricae sigma Graeco vocabulo nuncupatur.», βλ. στο ίδιο, 232 (IV.10-12). Η νοηματική
σύμπτωση των περιγραφών, ιδιαίτερα επειδή χρησιμοποιούν διαφορετικούς γλωσσικούς όρους,
είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή.

311
τον Ζώσιμο, ο οποίος το αποδίδει στον Ιουλιανό. Η έκφραση του Ιμερίου:

«ἀποτεινέτω δὲ καὶ στοὰν οἶμαι βασίλειον κάλλει καὶ μεγέθει βεβαιουμένην»

αντιστοιχεί στη φράση του Ζωσίμου: «…ἔτι δὲ βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως

οἰκοδομήσας στοᾷ…».1603 Πιθανώς, και ο Ιμέριος ως προέκταση του μνημείου

εννοεί την ανέγερση της Βιβλιοθήκης. Ο σοφιστής θεωρεί ότι δύο είναι τα βασικά

χαρακτηριστικά της Στοάς που δικαιολογούν τη χρήση του όρου «βασίλειος», το

κάλλος και το μέγεθός της. Η διατύπωσή του μας υπενθυμίζει την περιγραφή

του Προκοπίου για την αυλή του μνημείου: «ὑπερμεγέθης, περιμήκης, μὲν καὶ

εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα».1604 Και είναι βέβαιο πως ειδικά για τη βόρεια στοά οι

χαρακτηρισμοί του Ιμερίου είναι απολύτως ακριβείς. Ενδιαφέρον, όμως, έχει και

η προτροπή που συμπληρώνει την αναφορά στο μνημείο: «καὶ <ἀπ>έστω γνώμῃ

δικαίᾳ μὴ φόβῳ νόμων τοῦ λήμματος·». Ο Ιμέριος θίγει το κατεξοχήν πρόβλημα

της απονομής δικαιοσύνης, την εξαγορά των δικαστικών αποφάσεων. Προτρέπει

τον Έπαρχο να μένει μακριά από τον άδικο χρηματισμό με τη δίκαιη κρίση του

και όχι από τον φόβο των νόμων.

Η διαπίστωση ότι ο Ιμέριος συνδέει τη Βασίλειο Στοά με τη δικαστική

κρίση του Επάρχου αποτελεί πρόσθετη απόδειξη ότι ο σοφιστής αναφέρεται στο

ίδιο μνημείο, στο οποίο οι σύγχρονοί του Λιβάνιος και Θεμίστιος χωροθετούν τη

δικαστική λειτουργία, δηλαδή την αγορά του Ζευξίππου. Τα κριτήρια του όρου

«βασίλειος» που θέτει ο Ιμέριος, το κάλλος και το μέγεθος του Τετραστώου, λίγα

χρόνια μετά την ανακαίνισή του από τον Κωνστάντιο, δηλώνουν τον αντάξιο

αυτοκρατορικό χαρακτήρα του μνημείου. Το γεγονός, όμως, ότι ο Ιμέριος δεν

αποκαλεί το μνημείο Βασίλειο Αγορά, αλλά Στοά Βασίλειο εμμέσως συνιστά

φιλοφρόνηση προς την Κωνσταντινούπολη, η οποία μοιράζεται με την πόλη της

σοφίας, Αθήνα, από την οποία έρχεται ο ρήτορας, τη δόξα μιάς Βασιλείου Στοάς,

θεματοφύλακα της δικαιοσύνης και των νόμων.

Όπως είδαμε, αυτή υπήρξε η μοναδική γνωστή αναφορά της «Βασιλείου

Στοάς» κατά τον 4ο αιώνα. Το γεγονός ότι διασώθηκαν λιγοστά αποσπάσματα

από τα έργα των ιστοριογράφων του 4ου και του 5ου αιώνα δεν μας επιτρέπει να

1603 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 127.6-7 (ΙΙΙ.11.3)


1604 Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων, 43.9-10 (ΙΙΙ.11.12), βλ. Γ.1.10.

312
παρακολουθήσουμε τη διαδρομή της σύνθετης ονομασίας μέχρι περίπου το έτος

500, όταν τη συναντάμε πάλι στον Ζώσιμο. Αντίστοιχα, όταν στις αρχές του 5ου

αιώνα ο όρος «Βασιλική» συνδέθηκε με την Τετράστωο Αγορά, είχε ήδη μία

μακρά ιστορία πίσω του και μία διευρυμένη σημασία, ώστε να προσαρμόζεται σε

διαφορετικούς τύπους οικοδομημάτων. Πέρα από το κάλλος, το μέγεθος, τη

διακόσμηση, τη σχέση με τη δικαστική λειτουργία, η Βασιλική ως πολυτελές

οικοδόμημα και λειτουργικός πολυχώρος υπήρξε για αιώνες ένα απαραίτητο

συστατικό του μνημειακού κέντρου των ρωμαϊκών πόλεων και ήταν αδιανόητο

να μην κοσμεί το αυτοκρατορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Η καθοριστική

περίοδος για τον επαναπροσδιορισμό του μνημείου υπήρξε το τρίτο τέταρτο του

4ου αιώνα, όταν παράλληλα με τη μετατροπή της ονομασίας του συντελέστηκε η

μνημειακή ανακαίνιση και η προσθήκη της Βιβλιοθήκης, συγχρόνως η αποκοπή

από το αρχιτεκτονικό και λειτουργικό παρελθόν του.

Η ανάμνηση πως το τετράστωο της Βασιλικής υπήρξε κάποτε Αγορά

επιβίωσε στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Πόλης, αλλά αποτυπώθηκε

στη διασωθείσα γραμματεία μόνο δύο φορές και με τρόπο κατανοητό μόνο για

τους αναγνώστες της πρωτοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Η δεύτερη φορά

ήταν η μαρτυρία του Ιωάννη Λυδού1605 για την Αγορά που καλείται Ζεύξιππος

(περ. μέσα 6ου αιώνα). Η πρώτη ήταν η περίφημη μαρτυρία του Ζωσίμου 1606 (περ.

500) για την ανέγερση των ναών της Τύχης και της Ρέας, στην οποία θα

επιστρέψουμε μία τελευταία φορά.

Επισημάναμε, ήδη, την ιδιόρυθμη γραμματικά διατύπωση του

ιστορικού1607, ο οποίος ανάμεσα σε δύο παρελθοντικές ρηματικές ενέργειες,

«οὔσης…ἀγορᾶς τετραστόου» και «ναοὺς ᾠκοδομήσατο», παρεμβάλλει την

αναφορά του στα σκαλοπάτια της μιάς στοάς σε χρόνο ενεστώτα: «εἰς ἣν

ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί». Υποστηρίξαμε ότι η αμεσότητα της περιγραφής

και ο επιμερισμός που δηλώνεται υποδεικνύουν πως και οι τέσσερις στοές του

οικοδομήματος και τα σκαλοπάτια παρέμεναν υφιστάμενα και ορατά στους

1605 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 163.1-2 (ΙΙΙ.70).


1606 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 88.16-89.2 (ΙΙ.31.2-3).
1607 Βλ. κεφάλαιο Δ.2.1.

313
πρωτοβυζαντινούς αναγνώστες. Τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας1608

και ο Ησύχιος1609 βεβαιώνουν, επιπλέον, πως και ο ναός της Τύχης σωζόταν

ακόμη στη Βασιλική του πρώιμου 6ου αιώνα. Ωστόσο, εκείνο που δεν υπήρχε

πλέον ήταν η Αγορά: «οὔσης δὲ ἐν τῷ Βυζαντίῳ μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου».

Καθώς το Τετράστωο περιβαλλόταν την αίγλη του αυτοκρατορικού μνημείου,

συγχρόνως απεκδυόταν τον λειτουργικό του προορισμό. Η Αγορά του αρχαίου

Βυζαντίου ως παραδοσιακός πολιτικός και εμπορικός χώρος είχε εκλείψει

οριστικά.1610

Το μυστήριο της εξαφάνισης της Αγοράς του Ζευξίππου δεν σχετίζεται με

κάποια δραματική επέμβαση ή μεταβολή στον πολεοδομικό ιστό της

Κωνσταντινούπολης. Αποτελεί, ωστόσο, ένα ξεχωριστό παράδειγμα

μετονομασίας και λειτουργικού επαναπροσδιορισμού ενός μνημείου σε

μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον.1611 Φαινόμενο αρκετά συχνό στις αρχαίες

πόλεις με συνεχή ιστορικό βίο. Από την Αγορά του Ζευξίππου στη Βασίλειο

Αγορά και από τη Βασίλειο Στοά στη Βασιλική, μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο

ονομάτων χάθηκαν τα ίχνη της συνέχειας του μνημείου. Αλλά το Τετράστωο με

το Τυχαίο στην άκρη της μιάς στοάς του: «εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί»

παρέμεινε ένα ζωντανό μνημείο μέσα στον πολυτάραχο δημόσιο βίο της

1608 Παλατινὴ Ἀνθολογία, Γ.1.30.


1609 Ἠσύχιος, Γ.1.28.
1610 Η Saradi, Byzantine City, 211-252 καταδεικνύει με πλήθος παραδειγμάτων τη διαδικασία

ιδιωτικοποίησης και εκχριστιανισμού των αγοραίων χώρων των μεγάλων πόλεων από τον ύστερο
4ο έως και τον 6ο αιώνα καθώς και την παράλληλη ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων σε
αυτούς. Η κύρια αιτία υπήρξε η παρακμή του πολιτικού χαρακτήρα και των αντίστοιχων
λειτουργιών της αρχαίας αγοράς. Η περίπτωση της Αγοράς του Ζευξίππου είναι μοναδική, καθώς
η ενσωμάτωσή της στο αυτοκρατορικό συγκρότημα της Πόλης επιβάλλει την υποβάθμιση των
εμπορικών δραστηριοτήτων και τον λειτουργικό επαναπροσδιορισμό της. Μολονότι οι νέες
λειτουργίες που στεγάζει προέρχονται από τον χώρο της αρχαίας πολιτικής αγοράς, εντούτοις
περιβάλλονται την αίγλη του αυτοκρατορικού θεσμού και το μνημείο μεταμορφώνεται σε
συμβολικό πολυχώρο, που δεν έχει πλέον τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς αλλά της
ρωμαϊκής βασιλικής.
1611 Ο Magdalino, «Medieval Constantinople», 52-53, έχει επισημάνει το φαινόμενο της μετονομασίας

των Οίκων (Domus) της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος, «Byzantium=Constantinople», 49 εύστοχα


σημειώνει: «Writing the urban history of Byzantine Constantinople is a long and complex forensic
process; a piecing together of clues from innumerable, disparate, and often highly unpromising scraps
and traces, each of which has to be critically evaluated and contextualized…Written evidence can
almost never be discarded, but it has to be treated with caution, not only when it evokes the city’s or a
monument’s distant past, but also when it gives the impression that a building has had no previous
existence: do new names mean new foundations?».

314
πρώιμης Κωνσταντινούπολης, το οποίο δεν έπαψε ποτέ να αντηχεί τους

θορυβώδεις απόηχους της Μεγίστης Τετραστώου Αγοράς.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Δ’

Το πρώτο σημαντικό ζήτημα που αφορά τη Βασιλική Στοά είναι η σχέση της με

τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά που αναφέρει ο Ζώσιμος. Σημαντικοί ερευνητές,

όπως ο C. Mango, έχουν υποστηρίξει την ταύτιση της Αγοράς αυτής με το

Αυγουσταίο, μολονότι με βάση τις πηγές φαίνεται πιθανότερη η σχέση της με τη


Βασιλική. Διερευνήσαμε τα βασικά επιχείρηματα, τα οποία διατυπώθηκαν

σχετικά με το θέμα αυτό, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι τα μορφολογικά

χαρακτηριστικά της Βασιλικής ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτει η

περιγραφή της Μεγίστης Αγοράς από τον Ζώσιμο. Ένα βασικό στοιχείο είναι η

διαπίστωση ότι η ονομασία Ζεύξιππος δεν χαρακτηρίζει αποκλειστικά τις

Θέρμες, αλλά υπήρξε τοπωνύμιο της αρχαίας πόλης, όπως υποδεικνύει το

γεγονός ότι στις πηγές συνοδεύει και άλλα οικοδομήματα, ανάμεσα στα οποία

και μία Αγορά, την Αγορά του Ζευξίππου που αναφέρει ο Ιωάννης Λυδός. Κατά
τη γνώμη μου, η Μεγίστη Τετράστωος Αγορά και η Αγορά ή Τετράστωο του

Ζευξίππου είναι το ίδιο μνημείο. Με βάση την περιγραφή του Λυδού για τη

διάδοση της πυρκαγιάς κατά τη Στάση του Νίκα, το μνημείο αυτό θα πρέπει να

ταυτιστεί με τη Βασιλική.
Καθώς η Βασιλική ανεγέρθηκε σε κεκλιμένο έδαφος, υποστηρίξαμε ότι η

βόρεια στοά της απαίτησε την κατασκευή ενός υψηλού λιθόκτιστου βάθρου. Στο

κέντρο αυτής της όψης αποκαταστήσαμε τη μνημειακή κλίμακα με τα 72

σκαλοπάτια, που αναφέρεται στις πηγές. Ο μνημειώδης χαρακτήρας της στοάς,

η ισχυρή θεμελίωσή της, η έντονη οπτική σχέση της με την κάτω πόλη και το

θαλάσσιο πέρασμα του Βοσπόρου, καθώς και η εντυπωσιακή πρόσοψή της με τη

μεγάλη μνημειακή κλίμακα υποδεικνύουν την αυτόνομη, αυτοτελή κατασκευή

της. Ανάλογες στοές οικοδομήθηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο με επιρροές

κυρίως από την αρχιτεκτονική της Περγάμου. Διαγνώσαμε ακόμη τυπολογική

σχέση με δύο στοές της Ρόδου, με την οποία το Βυζάντιο βρισκόταν σε ναυτικό

315
και εμπορικό ανταγωνισμό. Η μετατροπή της στοάς σε τετράστωο εντάσσεται

οργανικά στις αρχιτεκτονικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στις αγορές των

ελληνικών πόλεων κατά την ύστερη ελληνιστική και κυρίως την ρωμαϊκή

περίοδο.

Η αποκατάσταση της Μεγίστης Τετραστώου Αγοράς στη θέση της

Βασιλικής ενισχύεται από την τοπογραφική σχέση της με το Αδριάνειο

Υδραγωγείο. Υποστηρίξαμε ότι η Αγορά, ως το αρχαιότερο στην περιοχή

μνημείο, επηρέασε και τη διαμόρφωση των αξόνων των οικοδομημάτων του

μνημειακού κέντρου αναπαράγοντας την εγκάρσια σχέση των γεωφυσικών

αξόνων στην απόληξη της χερσονήσου. Μία σειρά από μαρτυρίες για αγάλματα

και λατρείες στην περιοχή της Βασιλικής αποκτούν πλέον πραγματικό

περιεχόμενο ως απόηχοι δραστηριοτήτων στο περιβάλλον της αρχαίας Αγοράς.

Σχετική είναι και η επιλογή του Κωνσταντίνου να ανεγείρει στο συγκεκριμένο

μνημείο τους ναούς της Τύχης και της Ρέας.

Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου εξετάσαμε το μυστήριο της

«εξαφάνισης» της Αγοράς από τον τοπογραφικό χάρτη της πρώιμης

Κωνσταντινούπολης. Μία σειρά από μαρτυρίες του Λιβανίου και του Θεμιστίου,

που έχουν μείνει μέχρι σήμερα αταύτιστες και συνδέουν μία άγνωστη Αγορά της

Κωνσταντινούπολης με εκπαιδευτικές και δικαστικές δραστηριότητες και

πιθανώς τη λατρεία της Τύχης, θεωρήσαμε ότι αναφέρονται στο ίδιο μνημείο,

όπου ο Σωκράτης έναν αιώνα αργότερα χωροθέτησε τα Παιδευτήρια και το

Τυχαίο της Πόλης, ενώ την ίδια περίπου εποχή συναντάμε και τα δικαστήρια.

Ουσιαστικά, οι ίδιες ακριβώς λειτουργίες που προσδιορίζονται στην άγνωστη

Αγορά του 4ου αιώνα χωροθετούνται από διάφορες πηγές του 5ου και του 6ου

αιώνα στη Βασιλική. Η αναφορά του Θεμιστίου για τη διακόσμηση κάποιας

Βασιλείου Αγοράς με χρυσό και πολύτιμα μάρμαρα αποκαλύπτει την

ανακαίνιση που ανέδειξε σε χρυσόροφο τη Βασιλική καθώς και ένα μεταβατικό

στάδιο ανανέωσης της ονομασίας της. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιμέριος για

πρώτη φορά θα αποκαλέσει το μνημείο «Βασίλειο Στοά» σε συνδυασμό με τη

δικαστική λειτουργία του. Η μετάβαση από τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά στη

Βασιλική ή Βασίλειο Στοά οφείλεται στην ενσωμάτωση του μνημείου στο

316
αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο της Πόλης. Αποτελεί ένα ξεχωριστό

παράδειγμα αλλαγής ονομασίας και λειτουργικού επαναπροσδιορισμού ενός

μνημείου σε αστικό περιβάλλον με συνεχή ιστορικό βίο.

317
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΙΟΥ ΣΤΗ

ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΑ

Η ταύτιση της Βασιλικής ή Βασιλείου Στοάς της Κωνσταντινούπολης με

τη Μεγίστη Τετράστωο Αγορά του αρχαίου Βυζαντίου μας επιτρέπει να

επανεξετάσουμε μέσα από νέα δεδομένα τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα της.

Σύμφωνα με τις αποσπασματικές πληροφορίες που διασώζουν οι γραπτές

μαρτυρίες, η Βασιλική φιλοξένησε τα Παιδευτήρια, τη Δημόσια Βιβλιοθήκη, τα

Δικαστήρια και το Τυχαίο στο μνημειακό κέντρο της Πόλης. Το παρόν κεφάλαιο

διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Στα τρία πρώτα θα επανεξετάσουμε τις

λειτουργίες του δημόσιου βίου που φιλοξενήθηκαν στη Βασίλειο Στοά. Στο

τελευταίο μέρος θα αναζητήσουμε τον απόηχο του μνημείου και του


λειτουργικού του χαρακτήρα στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της

Κωνσταντινούπολης μετά την καταστροφή του.

Μολονότι θα μας απασχολήσουν οι λειτουργίες που στεγάστηκαν στο

υλικό κέλυφος της Βασιλικής, αντικείμενό μας δεν θα αποτελέσουν η παιδευτική


ή η δικονομική διαδικασία καθεαυτές, αλλά η υλοποίησή τους στον χώρο και

στον χρόνο. Ως χώρος δεν ορίζεται μόνο το συγκεκριμένο οικοδόμημα, αλλά και

το ευρύτερο τοπογραφικό πλαίσιο του μνημειακού κέντρου, καθώς οι

δραστηριότητες αυτές αποτέλεσαν σημαίνουσες λειτουργίες του δημόσιου βίου

της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Οποιαδήποτε μεταβολή στη χωροθέτηση ή

την υλοποίησή τους θα είχε αντίκτυπο στη σύνθεση του μνημειακού της

κέντρου. Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, θα επανεξετάσουμε συνολικά τον

λειτουργικό χαρακτήρα του μνημείου, ακόμη και παλαιότερες πολυσυζητημένες

και καθιερωμένες απόψεις. Ιδιαίτερα θα μας απασχολήσουν η περιβόητη

μεταφορά της ανώτερης εκπαίδευσης από τη Βασιλική στο Καπιτώλιο με τον

«εκπαιδευτικό νόμο» του έτους 425 και η καταστροφή του λεγόμενου

Οικουμενικού Διδασκαλείου από τον Λέοντα Γ’ Ίσαυρο το έτος 726.

318
Ε.1. Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Στο Βυζάντιο υπήρχε αναμφίβολα εκπαιδευτική δραστηριότητα κατά την

ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο, την οποία σκιαγραφεί η M. Dana.1612 Δύο

σοφιστές του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Μάρκος και ο Χρήστος, οι οποίοι έχαιραν της

εκτίμησης του αυτοκράτορα Αδριανού σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ήταν

Βυζάντιοι.1613 Ακόμη σώζεται η ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη του Θεοδώρου

Γραμματικού (μάλλον 2ος αι. μ.Χ.), που καταγόταν από το Βιθύνιον, σπούδασε

την τέχνη του στην Αθήνα και δίδαξε στο Βυζάντιο μέχρι τον θάνατό του σε
ηλικία 36 ετών.1614 Ο Διονύσιος Βυζάντιος χωροθετεί νότια της Βοσπορείου Άκρας

και κοντά στον αρχαίο ναό του Ποσειδώνα «ἔνδοθεν μὲν τοῦ τείχους στάδια καὶ

γυμνάσια καὶ δρόμοι νέων ἐν τοῖς ἐπιπέδοις…».1615 Τα στοιχεία αυτά

προηγούνται της καταστροφικής πολιορκίας του Σεβήρου, μετά την οποία δεν

διαθέτουμε καθόλου πληροφορίες για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο. Σύμφωνα

με την Dana1616 κατά τον 3ο αιώνα το κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός στην πόλη

αποτελεί η διεξαγωγή αθλητικών και μουσικών αγώνων στο πλαίσιο των

«Ἀντωνινείων Σεβαστῶν» προς τιμή του Καρακάλλα.


Ωστόσο φαίνεται ότι το Βυζάντιο κατά τον 3ο αιώνα απέκτησε ένα ακόμη

χώρο κατάλληλο να στεγάσει εκπαιδευτικές δραστηριότητες, το «…δημόσιον

γυμνάσιον τοῦ ἐπικαλουμένου Ζευξίππου»1617, που μνημονεύει το λήμμα της

έκφρασης του ποιητή Χριστοδώρου Κοπτίτου. Σύμφωνα με τον Yegül1618 οι


Θέρμες του Ζευξίππου ανήκουν στον παραδοσιακό της Μικράς Ασίας τύπο των

Θερμών-Γυμνασίων με ασύμμετρη κάτοψη. Ο τύπος αυτός που συνδυάζει σε ένα

ενιαίο συγκρότημα την αναψυχή των ρωμαϊκών λουτρών με τη δυνατότητα

1612 Dana, «Byzance Hellénistique». Ακόμη, βλ. Bowersock, Greek sophists in the Roman Empire, Οξφόρδη
1969, 19-20.
1613 Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστῶν, 1.24 και 2.11.

1614 Łajtar, Inschriften, αρ. 120, 114-115.

1615 Διονύσιος, Ἀνάπλους Βοσπόρου, 5.7-8 (10).

1616 Dana, «Byzance Hellénistique», 35. Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 319.

1617 Παλατινὴ Ἀνθολογία, II, 61. Οι πηγές με συνέπεια αποδίδουν την ανέγερση των Θερμών στον

Σεβήρο, βλ. ανωτέρω σημ. 285-286, και την ανακαίνισή τους στον Κωνσταντίνο, βλ. ανωτέρω
υποσημ. 356. Ο Mango, «Sévère», 599-602 θεωρεί με βάση τα ευρήματα των βρετανικών ανασκαφών
ότι στη θέση των Θερμών προϋπήρχε λουτρό με παλαίστρα της ρωμαϊκής περιόδου.
1618 Yegül, Bathing, 184-186. Ο Yegül, «Baths of Constantinople», 177-179, ταυτίζει μάλιστα τα λείψανα

της ημικυκλικής εξέδρας (building 2), που αποκαλύφθηκε, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 567, 569 (εικ. 34),
με την εξέδρα της παλαίστρας. Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1026.

319
σωματικής άσκησης και παιδευτικής δραστηριότητας του Γυμνασίου (παλαίστρα

με εξέδρες), απαντάται στην αυτοκρατορική Ρώμη και στη Μικρά Ασία.1619

Νωρίτερα, σημειώσαμε την άποψη της Bassett1620 ότι το εικονογραφικό

πρόγραμμα της συλλογής των 81 αγαλμάτων του Γυμνασίου του Ζευξίππου

αποτελεί μία συμβολική σύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος, το οποίο

διεκδίκησε η Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη και νέα πνευματική μητρόπολη

του ελληνικού πολιτισμού, προβάλλοντας ως κεντρική ιδέα την έννοια της

παιδείας. Συμπληρώσαμε ότι το πρόγραμμα αυτό, το οποίο αναδείκνυε σχεδόν

αποκλειστικά ανθρώπους, που υπηρέτησαν τις Μούσες, μαζί με τους θεούς και

τους ήρωες, που εξύμνησαν με την τέχνη τους, βρισκόταν σε διαλεκτική σχέση

με τα εικονογραφικά θέματα που κοσμούσαν τη γειτονική Σύγκλητο. Τώρα

μπορούμε να προσθέσουμε ότι είχε άμεση σχέση και με τα Παιδευτήρια της

Βασιλικής.

Το προτελευταίο άγαλμα, που περιγράφει ο Χριστόδωρος, ανήκε στον

τραγικό ποιητή Όμηρο τον Βυζάντιο1621 (τέλη 4ου - α’ μισό 3ου αιώνα π.Χ.), τον

υιό της ποιήτριας Μοιρώς: «Ἵστατο δ’ ἄλλος Ὅμηρος, ὃν….γείνατο μήτηρ Μοιρὼ

κυδαλίμη Βυζαντιάς, ἣν ἔτι παιδνὴν ἔτρεφον εὐεπίης ἡρωΐδος ἴδμονα Μοῦσαι·

κεῖνος γὰρ τραγικῆς πινυτὴν ἠσκήσατο τέχνην, κοσμήσας ἐπέεσσιν ἑὴν

Βυζαντίδα πάτρην».1622 Οι Μούσες, που έθρεψαν κάποτε τη μητέρα του ποιητή

και τον ίδιο, έτρεφαν πλέον τη νεότητα της Κωνσταντινούπολης στα

«μουσεῖα»1623 ή «ἀνάκτορα τῶν Μουσῶν»1624 ή «θέατρον τῶν Μουσῶν»1625, που

χωροθετήσαμε λίγα μέτρα μακρύτερα, στην Αγορά-Βασιλική.

1619 Yegül, Bathing, 101-132, για τις θέρμες της Ρώμης (ειδικά 123-126, για τις βιβλιοθήκες και τις
αίθουσες διδασκαλίας) και 154-173, για τις θέρμες της Μικράς Ασίας (ειδικά 155-157, για την
εκπαιδευτική τους χρήση).
1620 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1029.

1621 Dana, «Byzance Hellénistique», 32.

1622 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΙ, 78-79, στιχ. 407-413.

1623 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.21 (260b), 44.3 (260c).

1624 Θεμίστιος, στο ίδιο, 44.4 (260c).

1625 Θεμίστιος, στο ίδιο,18.1-2 (243a). Για τη χρήση του όρου «θέατρο» ως αίθουσα διδασκαλίας, βλ.

Cribiore, «Spaces for Teaching», 146 και 149, σημ. 30 και ως χώρο αναγνώσεων, βλ. Cavallo, «Places of
Public Reading».

320
Ε.1.1. Τα Ανάκτορα των Μουσών και η Δημόσια Βιβλιοθήκη

Στο προηγούμενο κεφάλαιο διαπιστώσαμε ότι οι όροι «μουσεῖα» και «ἀνάκτορα

τῶν Μουσῶν» αποτελούν τις πρωιμότερες ονομασίες με τις οποίες

χαρακτηρίζονται από τον Θεμίστιο κατά τα μέσα του 4ου αιώνα τα Παιδευτήρια

της Βασιλικής της Κωνσταντινούπολης. Ο όρος «Μουσείο» προσδιόριζε, ήδη, από

την αρχαϊκή περίοδο τα ιερά των Μουσών, τα οποία συνήθως δεν διέθεταν ναό,
αλλά μία στοά και βωμό.1626 Οι Μούσες ως προστάτιδες θεότητες της φιλοσοφίας,

της τέχνης και της επιστήμης και ο όρος «Μουσείο» συνδέθηκαν στην Αθήνα με

τις φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και κυρίως του Αριστοτέλη, των οποίων ο

επικεφαλής φιλόσοφος ήταν και ιερέας των Μουσών.1627

Ο όρος απέκτησε οικουμενική ακτινοβολία ως η ονομασία του

σημαντικότερου ερευνητικού ιδρύματος της αρχαιότητας, του Μουσείου της

Αλεξανδρείας1628, το οποίο ιδρύθηκε, πιθανώς, από τον Πτολεμαίο Α’ Σωτήρα

(323-285 π.Χ.) στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων με επιδράσεις από τον
Αριστοτελικό Περίπατο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα1629 στον χώρο του ιδρύματος

υπήρχαν εξέδρα, περίπατος και οίκος μέγας, όπου σιτίζονταν δωρεάν οι

ερευνητές «φιλόλογοι ἄνδρες», ενώ ο επικεφαλής του ιδρύματος ήταν ιερέας

των Μουσών. Τα σημαντικότερα γνωστικά πεδία που θεραπεύονταν στο


Μουσείο ήταν, μάλλον, η φιλολογία και η φιλοσοφία.1630 Το ίδρυμα είχε κυρίως

ερευνητικό χαρακτήρα, αλλά και δημόσια διδασκαλία με τη μορφή διαλέξεων

πρέπει να περιλαμβανόταν στις δραστηριότητές του.1631

1626 Roux G., «Le val des Muses et les Musées chez les auteurs anciens», BCH 78 (1954), 22-48, κυρίως 38-
45. Ακόμη βλ. Fraser, Ptolemaic Alexandria, ΙΙ, 468, σημ. 63.
1627 Boyancé, Culte des Muses, 249-327. Ακόμη, βλ. Rodis-Lewis G., «Platon, les Muses et le Beau», BAGB

1983, 265-276.
1628 Marrou, History of education, 189-191. Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 312-319. Blanck, Το βιβλίο, 185-

187. Casson, Βιβλιοθήκες, 60-61. Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction», 134-138. Coqueugniot,


Archives et bibliothèques, 71-72.
1629 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.16-21: «τῶν δὲ βασιλείων μέρος ἐστὶ καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον

περίπατον καὶ ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου
φιλολόγων ἀνδρῶν. ἔστι δὲ τῇ συνόδῳ ταύτῃ καὶ χρήματα κοινὰ καὶ ἱερεὺς ὁ ἐπὶ τῷ Μουσείῳ
τεταγμένος τότε μὲν ὑπὸ τῶν βασιλέων νῦν δ' ὑπὸ Καίσαρος».
1630 Ο Blanck, Το βιβλίο, 186 αναφέρει ότι στο Μουσείο θεραπεύονταν όλες οι επιστήμες της εποχής,

όπως τα Μαθηματικά, Ζωολογία, Βοτανική, Αστρονομία, Φυσική και Ιατρική. Ωστόσο όλοι αυτοί οι
κλάδοι εντάσσονταν στο ευρύτερο πεδίο της Φιλοσοφίας.
1631 Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 318.

321
Η λειτουργία του Μουσείου φαίνεται ότι υποστηρίχτηκε με τη

συγκρότηση της σημαντικότερης βιβλιοθήκης του αρχαίου κόσμου, της

περίφημης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας1632, στην οποία επιχειρήθηκε να

συγκεντρωθούν όχι μόνο το σύνολο της ελληνικής γραμματείας, αλλά και όλα

τα σημαντικά έργα άλλων λαών του αρχαίου κόσμου. Ανάμεσα στα

επιτεύγματα των Πτολεμαίων στον τομέα αυτό ξεχωρίζει η γνωστή μετάφραση

των Εβδομήκοντα του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης.1633 Ο Καλλίμαχος

συνέταξε ανάμεσα στα έτη 260 και 240 π.Χ. έναν κατάλογο της Βιβλιοθήκης που

ανερχόταν σε 120 βιβλία.1634 Σύμφωνα με τον Ιωάννη Τζέτζη η Βιβλιοθήκη

έφθασε να κατέχει 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς τόμους. 1635 Η νεότερη

έρευνα κατανοεί το Μουσείο και κυρίως τη Βιβλιοθήκη με τη συγκέντρωση και

ταξινόμηση της γνώσης του αρχαίου κόσμου ως ένα πολύ ισχυρό σύμβολο

πολιτιστικής δύναμης και πολιτικής κυριαρχίας.1636

Η λειτουργία του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης συνεχίστηκε και μετά τη

ρωμαϊκή κατάκτηση.1637 Σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ότι η Βιβλιοθήκη,

1632 Για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία, η οποία σε μεγάλο βαθμό
επαναλαμβάνει ήδη γνωστά δεδομένα. Βασική παραμένει η προσέγγιση του Frazer, Ptolemaic
Alexandria Ι, 320-335. Ακόμη βλ. Blanck, Το βιβλίο, 187-196. MacLeod, Library of Alexandria. Casson,
Βιβλιοθήκες, 56-81. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης Ι, 169-188. Coqueugniot, Archives et bibliothèques,
71-76. Ιδιαίτερα για την καταστροφή της Βιβλιοθήκης, βλ. Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction».
Αυστηρή κριτική στις πηγές και την έρευνα ασκεί ο Bagnall, «Library of Dreams».
1633 Blanck, Το βιβλίο, 187. Casson, Βιβλιοθήκες, 63-64. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης Ι, 169-173.

Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction», 141-142.


1634 Ο Casson, Βιβλιοθήκες, 69 αναφέρει πως ο Καλλίμαχος συνέταξε έναν λεπτομερή

βιβλιογραφικό κατάλογο των ελληνικών έργων της βιβλιοθήκης με τίτλο «Πίνακες τῶν ἐν πάσῃ
παιδείᾳ διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν» που καταλάμβανε 120 βιβλία.
1635 Πρόκειται για τα Προλεγόμενα του Τζέτζη στα Σχόλια εἰς τον Ἀριστοφάνην, βλ. Στάϊκος, Ιστορία

της Βιβλιοθήκης Ι, 233-234, σημ. 36. Ακόμη, βλ. Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 329 και Casson,
Βιβλιοθήκες, 65. Ο Τζέτζης αναφέρει ότι υπήρχε και μία δεύτερη βιβλιοθήκη εκτός των Ανακτόρων
η οποία κατείχε 42.800 βιβλία. Γενικά θεωρείται ότι αναφέρεται στη Βιβλιοθήκη του Σεραπείου,
που καταστράφηκε το έτος 391.
1636 Erskine, «Culture and Power». Yun Lee Too, Idea of the Library, 31-36. Διάφορες μαρτυρίες απηχούν

τις εξεζητημένες μεθόδους που χρησιμοποιήσαν οι Πτολεμαίοι για τον εμπλουτισμό της
Βιβλιοθήκης, βλ. Blanck, Το βιβλίο, 187-188 και Casson, Βιβλιοθήκες, 61-63, καθώς και τον σκληρό
ανταγωνισμό τους με τους Ατταλίδες της Περγάμου, βλ. Blanck, Το βιβλίο, 200-202. Erskine, «Culture
and Power», 46. Casson, Βιβλιοθήκες, 87-88.
1637 Ο Στράβωνας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1629, σημειώνει ότι ο επικεφαλής του Μουσείου στις μέρες

του διοριζόταν από τον Καίσαρα. Παλαιότερα είχε συνδεθεί η καταστροφή της Βιβλιοθήκης με μία
πυρκαγιά, που έβαλε ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν βρέθηκε πολιορκημένος στην Αλεξάνδρεια. Η
νεότερη έρευνα θεωρεί ότι η Βιβλιοθήκη δεν καταστράφηκε τότε, βλ. Heller-Roazen, «Tradition’s
Destruction», 147-151. Bagnall, «Library of Dreams», 356-358. Watts, City and School, 149. Ο Suetonius,
Divus Claudius, 42: «veteri Alexandriae Musio additum ex ipsius nomine;» αναφέρει ότι ο Κλαύδιος

322
πιθανώς, καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά τη βασιλεία του Αυρηλιανού 1638,

ενώ και η λειτουργία του Μουσείου συνεχίστηκε, αφού ένα από τα τελευταία

γνωστά μέλη του υπήρξε ο αστρονόμος Θέων ο Αλεξανδρεύς, πατέρας της

φιλοσόφου Υπατίας.1639 Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο φαίνεται ότι αναδείχτηκε σε

τιμητικό τίτλο1640 η συμπερίληψη κάποιου προσώπου στον κατάλογο των μελών

του Μουσείου, πιθανώς και χωρίς να προϋποτίθεται η φυσική παρουσία του στην

Αλεξάνδρεια. Παράλληλα, μερικές επιγραφές από την Έφεσο των ύστερων

αυτοκρατορικών χρόνων υποδεικνύουν ότι και ο όρος «Μουσείο» απόκτησε

γενικότερη χρήση, αφού στην πόλη λειτούργησε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό

ίδρυμα με αυτή την ονομασία.1641 Παρόμοιες υπόνοιες διατυπώθηκαν, κυρίως με

βάση δύο επιγραφές, και για την ύπαρξη Μουσείου στην Αθήνα1642, αλλά

φαίνεται ότι δεν ισχύουν. Ωστόσο κάτω από την επιρροή της φήμης του

Αλεξανδρινού Μουσείου φαίνεται ότι και σε άλλες πόλεις λειτούργησαν

εκπαιδευτικά ιδρύματα με την ονομασία αυτή.1643

Ο Θεμίστιος με τη χρήση των όρων «μουσεῖα», και «ἀνάκτορα τῶν

Μουσῶν» εντάσσει συνειδητά τα Παιδευτήρια της Βασιλικής Στοάς της

Κωνσταντινούπολης στην παιδευτική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

προσέθεσε μία νέα πτέρυγα στο Μουσείο. Ο Casson, Βιβλιοθήκες, 177-178 θεωρεί ότι αναφέρεται
στην Βιβλιοθήκη.
1638 Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 334-335. Blanck, Το βιβλίο, 193-195. Heller-Roazen, «Tradition’s

Destruction», 148-150. Casson, Βιβλιοθήκες, 79-81. Watts, City and School, 150. Yun Lee Too, Idea of the
Library, 38-40.
1639 Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction», 150. Mckenzie, «Late Antique Alexandria», 69.

Coqueugniot, Archives et bibliothèques, 72. Ο Lemerle, «Inscriptions», 139-140 παρουσιάζει μαρτυρίες


για «επιστάτες» του Μουσείου της Αλεξανδρείας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
1640 Ο Lemerle, «Inscriptions», 131-135, 137-138 παρουσιάζει μία ομάδα επιγραφών από διάφορες

πόλεις που κάνουν λόγο για άτομα που σιτίζονταν ατελώς στο Μουσείο, τις οποίες συνδέει με την
Αλεξάνδρεια και τις συσχετίζει με δύο αναφορές του Φιλοστράτου, Βίοι Σοφιστών, 1.22 (Διονύσιος
Μιλήσιος): «᾿Αδριανὸς γὰρ…αὐτὸν…(ἐγ)κατέλεξε δὲ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσι καὶ τοῖς ἐν τῷ
Μουσείῳ σιτουμένοις, τὸ δὲ Μουσεῖον τράπεζα Αἰγυπτία ξυγκαλοῦσα τοὺς ἐν πάσῃ τῇ γῆ
ἐλλογίμους.» και 1.25 (Πολέμων Σοφιστής). Ακόμη, βλ. Fraser, Ptolemaic Alexandria ΙΙ, 470-471, σημ.
84. Watts, City and School, 147-148.
1641 Lemerle, «Inscriptions», 135-136.

1642 Oliver, «ΜΟΥΣΕΙΟΝ», 191-196. O Lemerle, «Inscriptions», 136-137, δέχεται την άποψη του Oliver

με επιφυλάξεις. Ο Graindor, «Université d’Athènes», 207-212, την απορρίπτει.


1643 Ο Frazer, Ptolemaic Alexandria Ι, 315 και II (notes), 469 σημ. 72 παραθέτει ακόμη βιβλιογραφία με

επιγραφικές αναφορές του όρου «Μουσεῖο» στην Έφεσο, στη Σμύρνη και στην Αίγινα. Ακόμη, βλ.
Marrou, History of education, για την Έφεσο και τη Σμύρνη. Ο Λιβάνιος, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ
τύχης», 133.7-8 (102) αναφέρει ότι στην Αντιόχεια οι ανταγωνιστές του είχαν μεγαλύτερο
πλεονέκτημα από τον ίδιο στην εξεύρεση νέων μαθητών διότι δίδασκαν στο Μουσείο της Πόλης:
«τὸ Μουσεῖον δὲ τῶν ἄλλων ἦν, ῥοπὴ τοῖς ἔχουσι μεγάλη».

323
Επιπλέον, η τοπογραφική σύνδεση των Μουσείων της Πόλης με το άλλο μεγάλο

παιδευτικό εγχείρημα που ανέλαβαν οι αυτοκράτορες του 4ου αιώνα, τη

συγκρότηση της δημόσιας Βιβλιοθήκης, αναδεικνύει τη βούληση της

αυτοκρατορικής εξουσίας να συγκροτηθεί ένα μεγάλο εκπαιδευτικό κέντρο στη

νέα Βασιλική Πόλη.

Στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.4) διαπιστώσαμε ότι το εικονογραφικό

πρόγραμμα του πολιτικού κέντρου της Κωνσταντινούπολης προέβαλε την

αξίωση της Πόλης του Κωνσταντίνου να διαδεχθεί ως Νέα Ρώμη τις μεγάλες

πολιτικές και πνευματικές μητροπόλεις του ελληνικού κόσμου. Συγχρόνως

παραθέσαμε ένα σημαντικό απόσπασμα από τη δημηγορία του Κωνσταντίου

προς τη Σύγκλητο, το έτος 355, σχετικά με την ανάδειξη του φιλοσόφου

Θεμιστίου σε Συγκλητικό. Με τον λόγο αυτό ο Κωνστάντιος διακήρυττε τη

βούλησή του να αναδείξει την Κωνσταντινούπολη σε «κοινὸν παιδεύσεως

καταγώγιον» και να της παράσχει τα σκήπτρα της φιλοσοφίας σε ολόκληρη την

οικουμένη.1644 Υποστηρίξαμε, ακόμη, ότι ακριβώς αυτή τη διακήρυξη

αποτύπωναν με εικόνες και σύμβολα οικεία στον ελληνικό κόσμο τα

εικονογραφικά προγράμματα της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου.

Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η βούληση αυτή

υλοποιήθηκε.

Δύο χρόνια αργότερα στην πανηγυρική ομιλία1645 του στη Σύγκλητο κατά

την 1η Ιανουαρίου του έτους 357 ο Θεμίστιος περιέγραψε ένα μακρόπνοο

πνευματικό εγχείρημα, το οποίο υλοποιούσε την εξαγγελία του αυτοκράτορα. Ο

φιλόσοφος πρώτα επαίνεσε τον Κωνστάντιο για τα έργα υποδομών και τα

μνημειακά οικοδομήματα με τα οποία κόσμησε την πόλη, σημειώνοντας

τελευταία την «χρυσῷ καὶ μορίοις»1646 ανακαίνιση της Βασιλείου Αγοράς. Έπειτα

εκθείασε την αναγόρευση του Ιουλιανού σε Καίσαρα1647, και αμέσως μετά

επιχείρησε με ρητορικό στόμφο μία μακροσκελή αναφορά1648 σχετικά με τη

1644 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1060.


1645 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1583.
1646 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.13 (58c).

1647 Θεμίστιος, στο ίδιο, 83.22-84.11 (58d-59b).

1648 Θεμίστιος, στο ίδιο, 84.11-87.17 (59b-61d). Τη μεγάλη σημασία του αποσπάσματος αυτού

ανέδειξε πρώτος ο Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 46-49.

324
συγκρότηση από τον Κωνστάντιο ενός αντιγραφικού εργαστηρίου, όπου τα

παλαιά και εφθαρμένα χειρόγραφα ειλητάρια των έργων του Πλάτωνα, του

Αριστοτέλη, του Δημοσθένη, του Ισοκράτη, του Θουκυδίδη και πολλών άλλων

αρχαίων συγγραφέων θα αντιγράφονταν, προκειμένου να διασωθούν από τη

φθορά και να γίνουν προσιτά «δημοσίᾳ».1649 Αυτό το «στῖφος ἀνάριθμον ἀρχαίας

σοφίας, οὐ κοινῆς οὐδὲ ἐν μέσῳ κυλινδουμένης…»1650 που δεν ήταν προσβάσιμο,

αλλά είχε καταντήσει σπάνιο και εξίτηλο και ξεχασμένο στο σκοτάδι 1651, η

βασιλέως προμήθεια «κινεῖ καὶ ἐγείρει ὥσπερ ἐξ Ἅιδου, καὶ τοιαῦτα ἕτερα ὑμῖν

καὶ ἀμείνω ἀγάλματα ἀνίστησι τῶν Μουσῶν».1652

Ο Lemerle1653 χαρακτηρίζει την προσπάθεια που περιγράφει εδώ ο

Θεμίστιος ως το πρώτο μεγάλο εγχείρημα διάσωσης της αρχαίας ελληνικής

κληρονομιάς. Ωστόσο, πέρα από το εγχείρημα και πίσω από τον ρητορικό

στόμφο του Θεμιστίου, ο Wendel1654 διέκρινε την ανακοίνωση της ίδρυσης της

δημόσιας Βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης. Mε εκφράσεις όπως «…ὀλίγῳ

ὕστερον ὑμῖν ἀναβιώσεται μὲν δημοσίᾳ…»1655 και «τοιαῦτα ἕτερα ὑμῖν καὶ

ἀμείνω ἀγάλματα ἀνίστησι τῶν Μουσῶν»1656, εννοώντας τα βιβλία, ο Θεμίστιος

αναφέρεται στη δυνατότητα δημόσιας πρόσβασης στους θησαυρούς της αρχαίας

σοφίας στο χώρον της Βιβλιοθήκης, αφού πρώτα ολοκληρωθεί η μεταφορά τους

«ἐκ παλαιοῦ σκήνους ἐκτετηκότος εἰς ἀρτιπαγές τε καὶ νεουργόν».1657

Η ίδρυση της Βιβλιοθήκης μαρτυρείται ικανοποιητικά στις πηγές. Ο

Ζώσιμος αποδίδει τα εύσημα για την ανέγερσή της στον Ιουλιανό: «ἔτι δὲ

1649 Θεμίστιος, στο ίδιο, 85.9-17 (60a): «…καὶ τάττει μὲν ἄρχοντα ἐπὶ τῷ ἔργῳ, καὶ ἐπιδίδωσι τὴν
χορηγίαν τῷ ἐπιτηδεύματι. καὶ ἐργάζονται ὑμῖν ταῦτα τὰ ἔργα οὐ χαλκεῖς καὶ τέκτονες καὶ
λιθολόγοι, ἀλλ’ οἱ τῆς Κάδμου καὶ Παλαμήδους τέχνης δημιουργοί, οἳ ἱκανοί εἰσι τὸν νοῦν
μετοικίζειν ἐκ παλαιοῦ σκήνους ἐκτετηκότος εἰς ἀρτιπαγές τε καὶ νεουργόν. καὶ ὀλίγῳ ὕστερον
ὑμῖν ἀναβιώσεται μὲν δημοσίᾳ ὁ πάνσοφος Πλάτων, ἀναβιώσεται δὲ ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ ὁ ῥήτωρ ὁ
Παιανιεύς, καὶ ὁ τοῦ Θεοδώρου καὶ ὁ τοῦ Ὀλώρου».
1650 Θεμίστιος, στο ίδιο, 86.1-3 (60c).

1651 Θεμίστιος, στο ίδιο, 86.3-4 (60c): «…ἀλλὰ σπανίου τε καὶ ἀποθέτου, ἀμένηνόν τε ἤδη καὶ

ἐξίτηλον, ἐν τῷ χρόνῳ ἐν σκότῳ κατορωρυγμένον…»


1652 Θεμίστιος, στο ίδιο, 86.5-6 (60c).

1653 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 54-59.

1654 Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 50-55. Ακόμη, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 59.

Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 22-23. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 105. Blanck, Το βιβλίο, 245-246.
Schlange-Schöningen, Kaisertum, 104-106. Henck, «Constantius», 286. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης
ΙΙΙ, 29-34.
1655 Θεμίστιος, στο ίδιο, 85.15 (60a).

1656 Θεμίστιος, στο ίδιο, 86.5-6 (60c).

1657 Θεμίστιος, στο ίδιο, 85.13-14 (60a).

325
βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως οἰκοδομήσας στοᾷ καὶ ταύτῃ βίβλους ὅσας εἶχεν

ἐναποθέμενος…».1658 Είναι πράγματι πολύ αμφίβολη, όπως επισημαίνει ο

Henck1659, η υλοποίηση από τον Ιουλιανό του οικοδομικού προγράμματος, που

του αποδίδει ο Ζώσιμος, κατά το σύντομο διάστημα της βασιλείας του και κατά

το ακόμη συντομότερο διάστημα της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη.

Ωστόσο η μαρτυρία του Ζωσίμου είναι πολύ σημαντική, διότι χωροθετεί με

ακρίβεια το οικοδόμημα της Βιβλιοθήκης στη Βασιλική Στοά. Ο σύγχρονος των

γεγονότων Ιμέριος επαινώντας τον Έπαρχο της Πόλης και όχι τον αυτοκράτορα

αναφέρεται, χωρίς άλλο, στις εργασίες ανέγερσης του κτηρίου με την έκφραση:

«…ἀποτεινέτω δὲ καὶ στοὰν οἶμαι βασίλειον…»1660 μαρτυρώντας ότι το έργο

βρισκόταν, ήδη, σε εξέλιξη λίγο μετά την άφιξη του Ιουλιανού στην

Κωνσταντινούπολη.

Ο τελευταίος κατά σειρά αυτοκράτορας του 4ου αιώνα που σχετίζεται με

τη Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης και το αντιγραφείο της είναι ο Ουάλης.

Κατά τη βασιλεία του, το έτος 372, θεσπίστηκε νομοθετικά η λειτουργία του

αντιγραφείου (scriptorium) με τέσσερις έλληνες και τρεις λατίνους αντιγραφείς,

προκειμένου να αντιγράφουν νέους κώδικες και να συντηρούν παλαιούς για τις

ανάγκες της Βιβλιοθήκης.1661 Ο νόμος κατοχύρωσε τον επίσημα κρατικό

χαρακτήρα του αντιγραφικού εργαστηρίου της Βιβλιοθήκης και αναπροσάρμοσε

τη λειτουργία του. Ο διορισμός των λατίνων αντιγραφέων βεβαιώνει ότι στη

συλλογή περιλαμβάνονταν και έργα της λατινικής γραμματείας.1662 Αξίζει να

σημειωθεί πως η συγκρότηση της Βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης

1658 Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 127.6-7 (ΙΙΙ.11.3). Βλ. Γ.1.7.


1659 Σύμφωνα με τον Henck, «Constantius», 285-286 και σημ. 38 ο Ζώσιμος αποδίδει στον Ιουλιανό
σημαντικά οικοδομήματα και τη Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης, η ανέγερση των οποίων είχε
ξεκινήσει στα χρόνια του Κωνσταντίου και απλώς συνεχίστηκε ή ολοκληρώθηκε κατά τη σύντομη
βασιλεία του Ιουλιανού.Υπολογίζεται ότι ο Ιουλιανός παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη ως
αυτοκράτορας από τις 11 Δεκεμβρίου του έτους 361 έως τον Ιούνιο του 362, βλ. Penella, Himerius, 34
και σημ. 1-2. Ο Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 97, θεωρεί ότι ο Ιουλιανός αναχώρησε από την
Κωνσταντινούπολη τον Μάιο.
1660 Βλ. ανωτέρω, Γ.1.1 και σημ. 1600.

1661 Codex Theodosianus, XIV.9.2 (8 Μαΐου 372): «Antiquarios ad bibliothecae codices componendos vel

pro vetustate reparandos quattuor Graecos et tres Latinos scribendi peritos legi iubemus. Quibus de
caducis popularibus, et ipsi enim videntur e populo, conpetentes inpertiantur annonae. ad eiusdem
bibliothecae custodiam condicionalibus et requirendis et protinus adponendis.». Για αγγλική
μετάφραση, βλ. Pharr, Theodosian Code, 414.
1662 Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 25-26.

326
συμπίπτει χρονικά με μία σημαντική αλλαγή στην τεχνολογία του βιβλίου, την

αντικατάσταση των ειληταρίων της αρχαιότητας από κώδικες σε περγαμηνή.1663

Η διατύπωση του νόμου του 372 δεν υποννοεί απλώς την αντιγραφή των

κειμένων, αλλά δηλώνει ρητά τη μεταγραφή τους σε κώδικες (codices), οι οποίοι

σε σχέση με τα ειλητάρια κατελάμβαναν περισσότερο όγκο, αλλά ήταν και

περισσότερο ανθεκτικοί στη φθορά του χρόνου.

Το επόμενο χρονολογικά γεγονός της ιστορικής διαδρομής της δημόσιας

Βιβλιοθήκης μάς είναι γνωστό από τους Κεδρηνό1664 και Ζωναρά1665, οι οποίοι

εμμέσως επιβεβαιώνουν τη σχέση της με το συγκρότημα της Βασιλικής Στοάς

κατά την αφήγηση της μεγάλης πυρκαγιάς, η οποία της προξένησε καταστροφές

κατά το έτος 476. Η μαρτυρία τους είναι αξιόπιστη, καθώς χρησιμοποιούν ως

πηγή έναν συγγραφέα σύγχρονο των γεγονότων, τον Μάλχο τον Φιλαδελφέα.1666

Όταν ξέσπασε η φωτιά στην «καλουμένην βασιλικήν…ἀπέκειτο βιβλιοθήκη

ἔχουσα βίβλους μυριάδας δώδεκα».

Από τις πληροφορίες που διαθέτουμε, δεν προκύπτουν στοιχεία για την

μορφή και την ακριβή θέση του κτηρίου της Βιβλιοθήκης σε σχέση με την

Βασιλική Στοά. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο διαμορφώθηκε στη Ρώμη ένας τύπος

διπλής βιβλιοθήκης με δίδυμους χώρους για τη στέγαση της ελληνικής και της

λατινικής γραμματείας με κόγχες περιμετρικά για τη φύλαξη βιβλίων σε όλους

τους τοίχους εκτός από τον τοίχο της εισόδου και μεγάλη αξονική ημικυκλική ή

ορθογώνια κόγχη που έφερε άγαλμα (εικ. 151).1667 Στην ελληνική ανατολή

παράλληλα με την παραδοσιακή χρήση δωματίων στωικών οικοδομημάτων ως

χώρων φύλαξης βιβλίων1668, από τον 2ο αιώνα μ.Χ. συναντάται και το ρωμαϊκό

1663 Blanck, Το βιβλίο, 114-134. Casson, Βιβλιοθήκες, 196-213.


1664 Γ.1.40.
1665 Γ.1.43.

1666 Γ.1.18 και υποσημ. 1118.

1667 Gros, Architecture Romaine Ι, 363-368. Blanck, Το βιβλίο, 219-230. Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του

Αδριανού», 288-291. Casson, Βιβλιοθήκες, 130-173. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης ΙΙ, 327-361. Οι
Βιβλιοθήκες είχαν συνήθως ορθογώνια κάτοψη, ή ημικυκλική στην περίπτωση που ήταν
προσαρτημένες σε Θέρμες. Περιμετρικά των τοίχων με τα τοιχαρμάρια διαμορφωνόταν υψηλό
πόδιο, το οποίο έφερε απλή ή δίτονη κιονοστοιχία. Στην τελευταία περίπτωση διαμορφωνόταν
όροφος με δεύτερη σειρά περιμετρικών κογχών για τη φύλαξη βιβλίων.
1668 Στα ελληνιστικά χρόνια δεν έχουμε στοιχεία για τη διαμόρφωση ιδιαίτερου κτηριακού τύπου

Βιβλιοθήκης. Ο παραδοσιακός τύπος είναι εκείνος της βιβλιοθήκης των ελληνικών γυμνασίων, που
αποτελείται από αίθουσες στη μία πλευρά ενός περιστυλίου και σε επικοινωνία με αυτό, βλ.
Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 292. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη μορφή της

327
αρχιτεκτονικό πρότυπο, αλλά με ενιαία αίθουσα και όχι δίδυμες βιβλιοθήκες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Βιβλιοθήκες του Αδριανού στην

Αθήνα και του Κέλσου στην Έφεσο. Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού 1669 (131-132 μ.Χ.)

είναι ενσωματωμένη στο κέντρο της μιάς στενής πλευράς ενός μεγάλου

τετράστωου οικοδομήματος, εξωτερικών διαστάσεων 122 μ. Χ 82 μ., που φέρει

εξέδρες στις μακρές πλευρές του (εικ. 153), και αντιγράφει πιθανώς τη

διαμόρφωση του Φόρου του Βεσπασιανού (Templum Pacis, εικ. 154) στη Ρώμη. Η

Βιβλιοθήκη του Κέλσου (περ. 110 μ.Χ.) αποτελεί αυτόνομο και περίκομψο

οικοδόμημα (εικ. 155), που φέρει στην πρόσοψή του τις προσωποποιήσεις της

Σοφίας, της Αρετής, της Έννοιας και της Επιστήμης του Κέλσου, του οποίου

αποτέλεσε και Μαυσωλείο. 1670 Ας σημειωθεί και η μαρτυρία του Βιτρουβίου ότι οι

βιβλιοθήκες πρέπει να είναι στραμμένες προς στην ανατολή, διότι η λειτουργία

τους απαιτεί τον πρωινό φωτισμό, και επίσης τα βιβλία δεν καταστρέφονται από

τον σκόρο και την υγρασία.1671

Η Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι

δεν ανεγέρθηκε στον αύλειο χώρο του τετραστώου της Βασιλικής, ο οποίος,

επειδή ακριβώς παρέμεινε ελεύθερος, παρείχε στον Ιουστινιανό τη δυνατότητα

να αξιοποιήσει το υπέδαφός του με την κατασκευή της Κινστέρνας. Από τη

μαρτυρία του Ζωσίμου1672 προκύπτει ότι δεν μετατράπηκε σε Βιβλιοθήκη το

τμήμα κάποιας από τις στοές του μνημείου, αλλά ότι ανεγέρθηκε ξεχωριστό

οικοδόμημα. Επιπλέον η μαρτυρία του Ιμερίου1673 υποδεικνύει ότι το οικοδόμημα

αυτό, το οποίο μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επέκταση, θα είχε τη μορφή

Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Στην Πέργαμο η θέση της Βιβλιοθήκης ταυτίστηκε
από τους ανασκαφείς κατά τα τέλη του 19ου αι. με τέσσερα δωμάτια πίσω από το περιστύλιο στον
όροφο μιάς στοάς του ιερού της Αθηνάς Πολιάδος κοντά στα βασιλικά Ανάκτορα (εικ. 152), βλ.
Nagy G., «The Library of Pergamon as a Classical Model», στο Koester, Pergamon, 185-232. Ακόμη, βλ.
Blanck, Το βιβλίο, 199-202. Casson, Βιβλιοθήκες, 82-88. Η παραδοσιακή αυτή ταύτιση έχει
αμφισβητηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, βλ. Coqueugniot, Archives et bibliothèques, 123-131, και το
ζήτημα παραμένει ανοικτό. Ωστόσο, βέβαιη εξακολουθεί να θεωρείται η γειτνίαση της
Βιβλιοθήκης με τα Ανάκτορα.
1669 Gros, Architecture Romaine Ι, 365. Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 293-326. Casson,

Βιβλιοθήκες, 180-181. Χωρέμη-Σπετσιέρη Α. – Τιγγινάγκα Ι., «Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην


Αθήνα. Τα ανασκαφικά δεδομένα» στο Βλίζος Σ. (επιμ.), Η Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.
Πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες, Μουσείο Μπενάκη 4ο παράρτημα, Αθήνα 2008, 115-129.
1670 Gros, Architecture Romaine Ι, 368-369. Casson, Βιβλιοθήκες, 181-187. Σιδέρης, Έφεσος, 287-296.

1671 Vitruvius, De Architectura, VI.4.1.

1672 Γ.1.7.

1673 Γ.1.1.

328
κάποιου εξωτερικού προσαρτήματος. Αυτό το προσάρτημα (εικ. 134) δεν

μπορούμε να το αναζητήσουμε ως προέκταση της βόρειας πλευράς της

Βασιλικής Στοάς, εξαιτίας της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς, ούτε της

ανατολικής ή της δυτικής, εξαιτίας της ανέγερσης των στοών αυτών σε

κεκλιμένο έδαφος.1674

Κατά τη γνώμη μου, η μόνη θέση που παρείχε επαρκή επίπεδο χώρο για

την ανέγερση της Βιβλιοθήκης βρισκόταν εξωτερικά της νότιας μακράς στοάς

του μνημείου. Το μοναδικό οικοδόμημα που αναφέρεται στις πηγές ότι

βρισκόταν στην περιοχή αυτή ανάμεσα στη Βασιλική και τη Ρηγία είναι το

Οκτάγωνο1675, η χρήση του οποίου δεν μας είναι γνωστή, εκτός από μία αναφορά

των Πατρίων1676 που τοποθετεί εκεί το λεγόμενο «Οικουμενικό Διδασκαλείο». Το

Οκτάγωνο πυρπολήθηκε κατά τη Στάση του Νίκα.1677 Ωστόσο καμία πηγή δεν

μαρτυρεί την καταστροφή της δημόσιας Βιβλιοθήκης το έτος 532, ούτε

αναφέρεται πουθενά ότι το κτήριο επισκευάστηκε. Ακόμη καμία γνωστή

Βιβλιοθήκη της ρωμαϊκής περιόδου δεν είχε σχήμα Οκτάγωνο. Το σχήμα αυτό

στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να συνδεθεί με τη γενικότερη τάση

αρχιτεκτονικών πειραματισμών και εφαρμογής των περίκεντρων σχημάτων, είτε

σε κοσμικά, είτε σε θρησκευτικά κτήρια κατά την ύστερη αρχαιότητα.1678

Μολονότι κινούμαστε πλέον στη σφαίρα της εικασίας, εντούτοις μάλλον θα

πρέπει να αφήσουμε ανοικτό το ενδεχόμενο το Οκτάγωνο να οικοδομήθηκε σε

αυτό τον επίκαιρο για τον 4ο αιώνα τύπο, προκειμένου να εξάρει με την

ιδιαιτερότητα του σχήματός του το μεγαλόπνοο αυτοκρατορικό εγχείρημα της

1674 Η προσπάθεια του Speck, Kaiserliche Universität, 92-107, να ταυτίσει το Οκτάγωνο με τον ναό της
Τύχης και την Αψίδα, αλλά και να το τοποθετήσει νοτιοανατολικά της Βασιλικής για πολλούς
λόγους δεν ευσταθεί, όπως έδειξε και ο Cameron, «Theodorus», 271-273. Ακόμη, βλ. Bardill «Palace of
Lausus», 83-84.
1675 Γ.1.22.

1676 Γ.1.38. Με βάση την αναφορά αυτή οι Guilland, «Basilique», 7-9 και Mango, Brazen House, 48-49

θεωρούν ότι το Οκτάγωνο υπήρξε έδρα του «Πανεπιστημίου», ενώ οι Bréhier, «Εnseignement
supérieur» ΙΙ, 18-22, 27 και Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 325-327, υποστηρίζουν ότι η έδρα της
ανώτερης εκπαίδευσης επέστρεψε εκεί από το Καπιτώλιο κατά τον ύστερο 6ο αι.
1677 Πασχάλιον Χρονικόν, 623.2-5: «καὶ ἑωρακότες οἱ στρατιῶτες ὅτι οὐκ ἠδύναντο εἰσελθεῖν, ἐπάνω

αὐτῶν ἔβαλον πῦρ, καὶ ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον, καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ πυρὸς ἐκαύθη τὰ πέριξ τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου τῶν Σφωρακίου…».
1678 Ward - Perkins, Imperial Architecture, 433-438. Ακόμη, βλ. Ćurčić S., «Secular and sacred in Byzantine

Architecture» στο Alchermes-Evans-Thomas (εκδ.), ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΕΟΡΤΙΚΑ, 110-117.

329
δημιουργίας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης νότια και σε

άμεση γειτνίαση με τη Βασίλειο Στοά.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ακριβή θέση και τη μορφή της Βιβλιοθήκης,

αυτό που πραγματικά έχει σημασία και προκύπτει με ασφάλεια από τα στοιχεία

που διαθέτουμε είναι το γεγονός ότι η συγκρότησή της υπήρξε ένας κεντρικός

αυτοκρατορικός σχεδιασμός, που συντελέστηκε με τη συμβολή τριών

συνεχόμενων αυτοκρατόρων, του Κωνσταντίου, του Ιουλιανού και του Ουάλη,

κατά το τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα παράλληλα με την πολυτελή ανακαίνιση

και την αλλαγή της ονομασίας της Βασιλείου Αγοράς-Στοάς. Κατά τη γνώμη

μου, παράλληλα με τη συγκρότηση του αντιγραφικού εργαστηρίου για τη

διάσωση της ελληνικής γραμματείας κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίου,

ανάμεσα στα έτη 355-357, ξεκίνησε και η ανέγερση του οικοδομήματος της

Βιβλιοθήκης. Το έργο πρέπει να ολοκληρώθηκε κατά το σύντομο διάστημα της

βασιλείας του Ιουλιανού, ο οποίος μάλιστα προσέφερε και την προσωπική του

βιβλιοθήκη προκειμένου να εμπλουτιστεί η συλλογή. 1679

Η ίδρυση της δημόσιας Βιβλιοθήκης υπήρξε αναμφισβήτητα ένα πολύ

σημαντικό γεγονός για την πνευματική ζωή της Κωνσταντινούπολης. Η

χωροθέτησή της στη Βασίλειο Στοά υποδεικνύει ότι η λειτουργία της υπήρξε

άρρηκτα συνδεδεμένη στην περιοχή του μνημειακού κέντρου με την υλοποίηση

του παιδευτικού οράματος του Κωνσταντίου. Ας επιστρέψουμε στον 4ο λόγο του

Θεμιστίου και ας τον αφήσουμε να συνεχίσει το εγκώμιό του για τον Κωνστάντιο

επισημαίνοντας τα οφέλη τα οποία κατά τη γνώμη του η Πόλη θα αποκομίσει

χάρη στις ενέργειες του αυτοκράτορα: «…ὅ δὲ ἄρτι ἐμπόριον ὑμῖν

κατασκευάζεται βασιλεύς, ἀρετή ἐστιν ἐκ τοῦδε καὶ φρόνησις τὰ ἀγώγιμα. καὶ

ἥξουσιν ἡμῖν ἐπὶ ταύτην τὴν ἐμπορίαν οὐ κάπηλοι καὶ ναῦται καὶ φορτικὸς

ὄχλος, ἀλλ’ οἱ ἔκκριτοι καὶ φιλομαθέστατοι καὶ ὅ τι ἄνθος Ἑλλήνων, λόγοι καὶ

Ο Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 24-25 και 32-33, αδικαιολόγητα διακρίνει δύο Βιβλιοθήκες, εκείνη του
1679

Κωνσταντίου, που τη χαρακτηρίζει Πανεπιστημιακή και τη χωροθετεί στο Οκτάγωνο, και εκείνη
του Ιουλιανού, που τη χαρακτηρίζει δημόσια και τη χωροθετεί στη Βασίλειο Στοά. Έτσι, δύο
συνεχόμενοι αυτοκράτορες σε διάστημα 5 ετών κατασκεύασαν δύο διαφορετικές βιβλιοθήκες τη
μία δίπλα στην άλλη. Ωστόσο η αιτιολόγησή του δεν στηρίζεται στις πηγές: «ὁ Ἰουλιανὸς ἵδρυσε
νέαν βιβλιοθήκην ἐν τῇ βασιλέως στοᾷ καὶ δὲν ἐπεξέτεινε τὴν τοῦ Κωνσταντίου, διότι τὸ οἴκημα,
ἔν τῷ ὁποίῳ ἐστεγάζετο αὕτη, δὲν ἐπήρκει ὅπως στεγάσῃ καὶ νέα προσκτήματα». Αντίστοιχη
διάκριση, βλ. Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης ΙΙΙ, 33, 42 και σημ. 77.

330
παιδεία τὰ ἀγοράσματα. μῶν οὖν ὑμῖν φαίνονται ἀπεικότως αἱ Μοῦσαι

συστρατεύεσθαι τῷ βασιλεῖ καὶ διδόναι αὐτῷ νίκας ἐξαιρέτους, ὧν ὁ Ἄρης οὐκ

ἐκοινώνησε;»1680 και λίγο παρακάτω: «ἀλλ’ εἰς τόσον ἄρα προὔβη ἡ γνώμη τῆς

προμηθείας ὥστε καὶ σοφίας ὑμῖν δημόσιον πλοῦτον ἐμηχανήσατο».1681

Η Κωνσταντινούπολη στο εξής θα εμπορεύεται την αρετή και την

φρόνηση. Οι πλέον μορφωμένοι και φιλομαθείς των Ελλήνων θα καταφθάνουν

για να «αγοράσουν» παιδεία και λόγους. Οι Μούσες συστρατεύονται και

προσφέρουν εξαιρετικές νίκες στον αυτοκράτορα. Η όλη διαδικασία θα αποφέρει

τη σοφία ως δημόσιο πλούτο. Κατά τη γνώμη μου, ο Θεμίστιος πλέον δεν

αναφέρεται στα οφέλη της Πόλης από τη συγκρότηση της Δημόσιας

Βιβλιοθήκης. Η αρετή, η φρόνηση, η παιδεία και οι λόγοι, το νεοσυσταθέν

πνευματικό εμπόριο της Κωνσταντινούπολης, δεν παρουσιάζονται ως καρποί

της βιβλιογραφικής μελέτης. Αλλά ως πολύτιμα προϊόντα της παιδευτικής

λειτουργίας. Οι «ἔκκριτοι καὶ φιλομαθέστατοι» δεν θα καταφθάνουν στην Πόλη

για να γίνουν αναγνώστες της βιβλιοθήκης, αλλά οι «ἔκκριτοι» για να διδάξουν

και οι «φιλομαθέστατοι» για να διδαχτούν. Ο Θεμίστιος πλέον περιγράφει τα

οφέλη από την εφαρμογή ενός μεγαλόπνοου προγράμματος για την ανάπτυξη

της Ανώτερης Εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη.1682 Ουσιαστικά δύο χρόνια

μετά τη Δημηγορία του Κωνσταντίου στη Σύγκλητο (355), ο φιλόσοφος

επαναδιατυπώνει τη βούληση του αυτοκράτορα να αναδειχτεί η νέα βασιλική

Πόλη σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το

γεγονός ότι εκείνος που αγορεύει τις αυτοκρατορικές προγραμματικές δηλώσεις

το έτος 357 είναι ο κατεξοχήν πολιτικός εκπρόσωπος της εκπαιδευτικής

κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.1683

1680 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 87.2-9 (61b).
1681 Θεμίστιος, στο ίδιο, 87.15-17 (61c).
1682 Αυτή την άποψη έχει και ο Vanderspoel, Themistius, 99-100.

1683 Ο Θεμίστιος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Κωνσταντινούπολης κατά τις

βασιλείες των διαδοχικών αυτοκρατόρων Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού, Ουάλη και Θεοδοσίου
Α’, ενώ κατά τη βασιλεία του τελευταίου αναδείχτηκε και Έπαρχος της Πόλης, βλ. Dagron,
«Témoignage de Thémistios», 8-13 και Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 149 και 230.

331
Αναμφισβήτητα, η δημόσια Βιβλιοθήκη προσαρτήθηκε στην Αγορά-

Βασιλική δίπλα στα Μουσεία-Παιδευτήρια1684 της Πόλης και εμπλουτίστηκε με

την ελληνική και τη λατινική Γραμματεία, προκειμένου να υποστηρίξει και να

αναβαθμίσει την ποιότητα της ανώτερης παιδείας. Η συγκέντρωση του πλούτου

της αρχαίας γραμματείας δεν πραγματοποιήθηκε βέβαια, προκειμένου γενικά

και αόριστα να διασωθεί για τις επομένες γενεές, αλλά για να ενσωματωθεί

στην εκπαιδευτική διαδικασία και την έρευνα και να αποτελέσει σημαντικό

βοήθημα διδασκόντων και διδασκομένων. Και σήμερα εμπειρικά γνωρίζουμε ότι

βιβλιοθήκη χωρίς εκπαιδευτικό ίδρυμα μπορεί να υπάρξει, αλλά ανώτερο

εκπαιδευτικό ίδρυμα χωρίς βιβλιοθήκη δεν λειτουργεί. Η αυτοκρατορική

βούληση για τη δημιουργία ενός σημαντικού εκπαιδευτικού ιδρύματος στην

Κωνσταντινούπολη όφειλε αυτονόητα να υποστηριχθεί με τη συγκρότηση μιάς

σημαντικής βιβλιοθήκης.

Μολονότι στη Ρώμη αναφέρεται κατά τα μέσα του 4ου αιώνα η ύπαρξη 28

βιβλιοθηκών1685, κληρονομιά της πόλης από την αυτοκρατορική περίοδο, οι

οποίες ήταν προσαρτήματα σε ναούς, αυτοκρατορικά forum ή θέρμες και

συνήθως σχετίζονταν με τη λειτουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στην

Κωνσταντινούπολη αναφέρεται μία μόνο δημόσια βιβλιοθήκη. Προφανώς, διότι

στη νέα Βασιλεύουσα το εγχείρημα της συγκρότησης μιάς κεντρικής

βιβλιοθήκης συντελέστηκε υπό την αυτοκρατορική αιγίδα ως προσάρτημα στο

κέντρο της ανώτερης παιδείας στο άμεσο περιβάλλον των Ανακτόρων. Αυτός ο

1684 Τον όρο «Παιδευτήρια» χρησιμοποιεί ο Σωκράτης, Γ.1.4. Με βάση την αναφορά του, η Βασιλική
θεωρείται ως η έδρα των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης μέχρι το
έτος 425, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 3. Schneider, Byzanz, 25. Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 53-
55. Janin, Constantinople byzantine, 158. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 64-65, σημ. 60. Speck,
Kaiserliche Universität, 94. Ο ίδιος, «Review», 12, σημ. 15. Müller-Wiener, Bildlexikon, 283. Schlange-
Schöningen, Kaisertum, 101-107. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 201.
1685 «BIBLIOTHECAE XXVIII» αναφέρουν το Curiosum Urbis Regionum XIV και η Notitia Regionum Urbis

XIV μετά την περιγραφή των 14 ρεγιώνων ως πρώτη από τις κατηγορίες των μνημείων, βλ. Jordan,
Topographie, 565. Για τις βιβλιοθήκες της Ρώμης, βλ. Blanck, Το βιβλίο, 219-229. Gros, Architecture
Romaine Ι, 363-368. Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», 287-291. Casson, Βιβλιοθήκες, 130-148,
160-163. Οι αρχαιότερες και σημαντικότερες βιβλιοθήκες της Ρώμης βρίσκονταν συγκεντρωμένες
γύρω από το Forum Romanum: Βιβλιοθήκη του Πολλίωνος στο Atrium Libertatis, Βιβλιοθήκη του
ναού του Αυγούστου, Βιβλιοθήκη του ναού της Ειρήνης στον Φόρο του Βεσπασιανού και οι
Βιβλιοθήκες του Φόρου του Τραϊανού. Στον Παλατίνο Λόφο ο Αύγουστος ανήγειρε Βιβλιοθήκη ως
προσάρτημα στον ναό του Απόλλωνος, για την οποία η νεότερη έρευνα αναγνωρίζει ότι συνεχίζει
την ελληνιστική παράδοση των βιβλιοθηκών που συνδέονταν με τα βασιλικά ανάκτορα. Για
σχετική βιβλιογραφία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 957.

332
άμεσος σύνδεσμος Βιβλιοθήκης και Μουσείων στο νέο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης δεν απηχεί τόσο την παιδευτική παράδοση της Ρώμης1686,

όσο της Αλεξάνδρειας, όπου το Μουσείο μαζί με τη Βιβλιοθήκη και την εξέδρα

συνέθεταν στην περιοχή των Ανακτόρων ένα απαράμιλλο για τον αρχαίο κόσμο

κέντρο επιστημονικής και παιδευτικής δραστηριότητας.

Αντίστοιχα στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου τα Μουσεία-

Παιδευτήρια της Αγοράς-Βασιλικής ενισχυμένα με τη σημαντική συλλογή της

δημόσιας βιβλιοθήκης απετέλεσαν το κέντρο της ανώτερης εκπαίδευσης της

Κωνσταντινούπολης κατά τον 4ο αιώνα. Μπορεί να αποτελεί απλή σύμπτωση,

αλλά είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης

στη μέγιστη ακμή της, όταν εκδηλώθηκε η πυρκαγιά του έτους 476, μαρτυρείται

πως διέθετε τον ίδιο αριθμό βιβλίων (120.000) με εκείνον που από παρανόηση

των 120 πινάκων του Καλλιμάχου θεωρήθηκε και από νεότερους μελετητές ότι

κατείχε η Αλεξάνδρεια.1687 Στις επόμενες ενότητες θα διαπιστώσουμε ότι και

άλλα στοιχεία υποδεικνύουν μία συνειδητή προσπάθεια σύνδεσης του

εγχειρήματος αναβάθμισης της ανώτερης παιδείας στο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης με το αρχέτυπο του Αλεξανδρινού Μουσείου.

Μία αίσθηση του ταχύτατου ρυθμού της εξέλιξης του παιδευτικού

εγχειρήματος περίπου στα μέσα του 4ου αιώνα μάς προσφέρει ο Άγιος Γρηγόριος

ο Θεολόγος: «Ἐντεῦθεν ἐπὶ τὸ Βυζάντιον, τὴν προκαθεζομένην τῆς ἑῴας πόλιν·

καὶ γὰρ ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοῖς τελεωτάτοις, ὧν ἐν βραχεῖ

χρόνῳ τὰ κράτιστα συνελέξατο τάχει τε καὶ μεγέθει φύσεως».1688 Ο Λιβάνιος

επιβεβαιώνει την υψηλή επιστημονική κατάρτιση των «ἐκκρίτων» καθηγητών:

«τῇ Κωνσταντινουπόλει πολλῶν ἁπανταχόθεν παιδείᾳ διαφερόντων ἐκεῖσε

1686 Στη Ρώμη μέχρι την εποχή του Αδριανού δεν εντοπίζουμε αντίστοιχο συγκρότημα υπό την
αυτοκρατορική αιγίδα, αλλά πολλές σχολές που σχετίζονταν με τις βιβλιοθήκες της Πόλης. Το
Αθήναιο, που ίδρυσε ο Αδριανός και υποστηρίχθηκε από μεγάλη βιβλιοθήκη, λειτούργησε ως
εκπαιδευτικό ίδρυμα φιλοσοφίας, ρητορικής και ποίησης, ελληνικής και λατινικής, αλλά και ως
χώρος διαλέξεων, βλ. García L.A., «Una revisión de las Fuentes históricas que mencionan el
Athenaeum de Roma», Habis 46 (2015), 261-278. Richardson, Topographical Dictionary, 40-41. Ωστόσο, το
ίδρυμα αυτό δεν συναγωνίστηκε στον ελληνικό κόσμο τη φήμη του Αλεξανδρινού Μουσείου.
1687 Ο Marrou, History of education, 189, σημειώνει ότι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιλάμβανε

120.000 τόμους.
1688 Γρηγόριος Θεολόγος, Ἐπιτάφιος Μεγάλου Βασιλείου, 146.1-5 (14).

333
μετοικούντων…».1689 Στις εξέδρες του επίσημου χώρου δημόσιας διδασκαλίας της

Αγοράς-Βασιλικής κατά τον 4ο αιώνα δίδαξαν γραμματικοί, σοφιστές και

φιλόσοφοι, όπως ο Νικοκλής, ο Εκηβόλιος, ο Βημάρχιος, ο Λιβάνιος, ο Θεμίστιος,

πιθανώς ακόμη ο Ιμέριος, ο Αμμώνιος και ο Ελλάδιος, ενώ ο πιο διάσημος

φοιτητής της υπήρξε ο Ιουλιανός.1690

Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.4.1) υποστηρίξαμε πως o εντοπισμός της

εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην Αγορά του Ζευξίππου ήδη το έτος 341/2

υποδεικνύει πως η εγκατάστασή της στον χώρο αυτό οφείλεται στον νέο οικιστή

και επώνυμο ιδρυτή της Πόλης, Μ. Κωνσταντίνο. Κατά τη γνώμη μου, σε εκείνον

ανήκει η πρόθεση και ο κεντρικός σχεδιασμός για την αναβάθμιση της

λειτουργίας της ανώτερης παιδείας, καθώς η επιλογή αυτή, όπως θα δούμε

παρακάτω, κατέχει κεντρική θέση στον γενικότερο σχεδιασμό της σύνθεσης του

νέου μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Το γεγονός αυτό απηχούν οι

μεταγενέστερες πηγές1691 που αποδίδουν σε εκείνον την ίδρυση της ανώτερης

εκπαίδευσης στην Πόλη του, ωστόσο δεν ανήκει σε εκείνον η τιμή για τη

συγκρότηση της Βιβλιοθήκης.1692

1689 Λιβανίου, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 97.19-20 (30). Μία εικόνα για την πνευματική ζωή
της πρωτεύουσας κατά τον 4ο αιώνα παρέχει ο Schlange-Schöningen, Kaisertum, 111-114.
1690 Για τους καθηγητές, βλ. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 50-53 (Νικοκλής και Εκηβόλιος), 54-56

και 69-77 (Θεμίστιος), 91-97 (Λιβάνιος, Νικοκλής, Βημάρχιος). Ειδικά για τους γραμματικούς, βλ.
Kaster, Guardians of Language, 241 (Αμμώνιος), 289 (Ελλάδιος), 317-321 (Νικοκλής). Ακόμη για την
ύπαρξη καθηγητών δημόσια διορισμένων στην Κωνσταντινούπολη, βλ. τις αναφορές του
Λιβανίου, Λόγοι (Ι), «Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης», 100.14-18 (35), 120.1-6 (74), 122.4-123.2 (78-80). Codex
Theodosianus, VI.21.1. Επίσης, βλ. Jones, LRE III, 998-1002. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 63-64.
Speck, «Review», 11-12. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 97-101, 121-123. Markopoulos, «‘’higher
education’’», 33-34.
1691 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 405.11-14 (Α.Μ. 6218): «ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν

εὐσεβῆ παίδευσιν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς
καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν». Πάτρια
Κωνσταντινουπόλεως, 226.7-14 (31): «Τὸ δὲ Τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον…διδασκαλεῖον ἐκεῖσε
ἐτὺγχανεν οἰκουμενικὸν… Πλησίον δὲ τῆς Βασιλικῆς ἦν καὶ διήρκησε ἔτη υιδ΄ μέχρι τοῦ δεκάτου
χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς τοῦ πατρὸς Καβαλλίνου». Το έτος 727/6 πλην 414 χρόνια
αντιστοιχεί στο έτος 313/2. Για τον υπολογισμό, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 326. Η
χρονολογία σχετίζεται με την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων και όχι με την ίδρυση των
Παιδευτηρίων της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο και οι δύο μαρτυρίες απηχούν την παράδοση ότι η
παιδευτική λειτουργία στην Πόλη ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του ιδρυτή της.
1692 Ο Wendel, «Bibel-Auftrag», και ο ίδιος, «Kaiserliche Bibliothek», υποστήριξε ότι η ίδρυση της

Βιβλιοθήκης συνδέεται με την παραγγελία του Μ. Κωνσταντίνου προς τον Ευσέβιο Καισαρείας για
την αντιγραφή και την αποστολή 50 τόμων της Αγίας Γραφής. Όμως ο ίδιος ο παραγγελιοδότης
δηλώνει πως η χρήση τους θα είναι εκκλησιαστική, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 134.6-11
(IV.36.2): «…ὅπως ἃν πεντήκοντα σωμάτια ἐν διφθέραις ἐγκατασκεύοις εὐανάγνωστά τε καὶ πρὸς
τὴν χρῆσιν εὐμετακόμιστα…γραφῆναι κελεύσειας, τῶν θείων δηλαδὴ γραφῶν, ὧν μάλιστα τήν τ’
ἐπισκευὴν καὶ τὴν χρῆσιν τῷ τῆς ἐκκλησίας λόγῳ ἀναγκαίαν εἶναι γινώσκεις». Μάλιστα ο

334
Μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου και κυρίως μετά την αιματηρή

εξέγερση των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης το έτος 342, η αντίδραση του

Κωνσταντίου μαζί με άλλες συνέπειες 1693 ανέδειξε τη δωδεκαετή περίοδο 342-355

σε νεκρό διάστημα για την εξέλιξη των θεσμών και των μνημείων της Πόλης. Η

απόφαση του αυτοκράτορα κοντά στο τέλος της βασιλείας του να «συγχωρήσει»

την Κωνσταντινούπολη και τους κατοίκους της σηματοδότησε την επανέναρξη

της υλοποίησης των σχεδιασμών του πατέρα του. Μία από τις πρώτες ενέργειές

του υπήρξε και η συνέχιση του παιδευτικού οράματος του Κωνσταντίνου με τη

συγκρότηση της δημόσιας Βιβλιοθήκης στην έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης της

Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να αναβαθμίσει τη λειτουργία των Μουσείων

ιδρύοντας δίπλα τους «…τοιαῦτα ἕτερα ὑμῖν καὶ ἀμείνω ἀγάλματα…τῶν

Μουσῶν» (βιβλία).1694

Ε.1.2. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του έτους 425

Ωστόσο η ιστορία αυτού του σημαντικού εκπαιδευτικού συγκροτήματος που η

αυτοκρατορική βούληση διαμόρφωσε στο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης υφίσταται μία βασική ανατροπή. Όλοι σχεδόν οι ερευνητές

της τοπογραφίας και της εκπαίδευσης της Κωνσταντινούπολης καταλήγουν στο

συμπέρασμα ότι η περίφημη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Θεοδοσίου Β’ το

έτος 425 αναφέρεται στο Καπιτώλιο, στο οποίο μεταφέρθηκαν τα Παιδευτήρια

της Βασιλικής. Πρόκειται για έναν από τους γνωστότερους νόμους του

Θεοδοσιανού κώδικα. Δύο αποσπάσματα καταχωρημένα σε διαφορετικά

Κωνσταντίνος συσχετίζει την παραγγελία με την πρόθεση, που διαφαίνεται στην εισαγωγή της
επιστολής του, να κατασκευασθούν και άλλες εκκλησίες στην Πόλη του καθώς αυξανόταν ο
αριθμός των χριστιανών, βλ. στο ίδιο, 134.1-4 (IV.36.1). Ακόμη, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός,
59 και σημ. 36.
1693 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1584.

1694 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 86.5-6 (60c). Στον αγαλματικό

διάκοσμο των Παιδευτηρίων του 4ου αιώνα πρέπει να ανήκε το άγαλμα του «Σολομώντα», που
αναφέρουν τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 171.8-12 (40), βλ. Γ.1.36. Ο Mango, «Antique Statuary»,
62-63 θεωρεί ότι πρόκειται για άγαλμα αρχαίου φιλοσόφου που ερμηνεύτηκε αργότερα ως
«Σολομών». Η Bassett, Urban Image, 155-156 προσθέτει πως θα μπορούσε ακόμη να είναι το
άγαλμα ενός ποιητή ή ενός διανοουμένου και ότι ο τύπος της καθιστής στοχαστικής μορφής
επινοήθηκε κατά τον 3ο αι. π.Χ.

335
βιβλία1695, που εκδόθηκαν την ίδια ημερομηνία, στις 27 Φεβρουαρίου 425, από τον

Θεοδόσιο Β’ και τον Ουαλεντινιανό, Καίσαρα ακόμη, θεωρείται ότι συνθέτουν

έναν συνολικό νόμο για την εκπαίδευση1696 στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος

κατά την συμπίληση του κώδικα κατατμήθηκε και τα αποσπάσματά του

καταχωρήθηκαν ανεξάρτητα με βάση τη θεματολογία τους. 1697 Στο πρώτο

απόσπασμα αναγράφονται τα ονόματα των αυτοκρατόρων χωρίς να αναφέρεται

το όνομα του αξιωματούχου στον οποίο απευθύνονται, ενώ στο δεύτερο οι

αυτοκράτορες απευθύνονται στο Έπαρχο της Κωνσταντινούπολης

Κωνστάντιο.1698 Έχει ακόμη διατυπωθεί η άποψη1699 ότι ανάμεσα στα δύο

αποσπάσματα, πιθανώς, παρεμβαλλόταν τμήμα κειμένου, το οποίο οι

συμπιλητές θεώρησαν ότι δεν χρειαζόταν να συμπεριληφθεί στον κώδικα και

στο οποίο, ενδεχομένως, περιλαμβανόταν η απάντηση στο ερώτημα που θα μας

απασχολήσει στην παρούσα ενότητα, δηλαδή σε ποιο συγκεκριμένο οικοδόμημα

της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ο εκπαιδευτικός νόμος του 425.

Η ανώτερη παιδεία, όπως είδαμε, συνιστά μέχρι το έτος αυτό μία

πρωτεύουσα λειτουργία του δημόσιου βίου της Πόλης του Κωνσταντίνου, που

τελεί υπό αυτοκρατορική προστασία, και συγχρόνως βασικό συστατικό της

λειτουργικής και συμβολικής σύνθεσης του νέου μνημειακού κέντρου. Εάν η

ερμηνεία ότι ο νόμος του 425 αναφέρεται στο Καπιτώλιο είναι ορθή, τότε η

απομάκρυνση της ανώτερης παιδείας από το άμεσο περιβάλλον των Ανακτόρων

συνιστά λειτουργική υποβάθμισή της, αποκοπή της από το μεγάλο παιδευτικό

εγχείρημα του 4ου αιώνα, τη Βιβλιοθήκη, και μεταβολή της σύνθεσης του

μνημειακού κέντρου. Ουσιαστικά θα επρόκειτο για ρήξη με την παιδευτική

πολιτική των προηγούμενων αυτοκρατόρων. Καθώς το ζήτημα συνδέεται άμεσα

με τον λειτουργικό χαρακτήρα της Βασιλείου Στοάς, θα επιχειρήσουμε να το

1695 Το πρώτο, Codex Theodosianus, XIV.9.3 [=Codex Justinianus, XI.19.1] καταχωρήθηκε στο κεφάλαιο:
«De Studiis Liberalibus Urbis Romae et Constantinopolitanae», ενώ το δεύτερο, Codex Theodosianus,
XV.1.53, στο κεφάλαιο: «De Operibus Publicis».
1696 Σχετικά με τον νόμο και το περιεχόμενό του, βλ. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 62-63. Speck,

«Review», 6-16. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 114-121. Matthews, Theodosian Code, 26-27.


1697 Ο Honoré, Law, 149-150 παρατηρεί ότι ποσοστό περίπου 13% των νόμων του Θεοδοσιανού

κώδικα (140 από τους 1.107) κατατμήθηκαν σε δύο ή περισσότερα τμήματα, τα οποία
καταχωρήθηκαν κάτω από διαφορετικούς τίτλους.
1698 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 304. Martindale, Prosopography ΙΙ, 318 (Constantius 4).

1699 Speck, «Review», 14, σημ. 22.

336
επανεξετάσουμε αξιοποιώντας τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνά

μας, ξεκινώντας με τη μετάφραση1700 των δύο αποσπασμάτων:


Απόσπασμα 1ο (XIV.9.3): «Διατάζουμε να απομακρυνθούν από την κοινή

θέα (δημόσια διδασκαλία) όλους όσοι σφετεριζόμενοι για τους εαυτούς τους το

όνομα του διορισμένου από την πόλη καθηγητή συνηθίζουν να συναθροίζουν

στα δημόσια διδασκαλεία και κελιά (αίθουσες) τους μαθητές, που έχουν

συγκεντρώσει από παντού. Ούτως ώστε, αν κάποιος από αυτούς μετά από τη

φραστική διατύπωση της θείας (αυτοκρατορικής) θεσμικής διάταξης επιχειρήσει,

ενδεχομένως, ξανά όσα απαγορεύουμε και καταδικάζουμε, όχι μόνο να

υφίσταται το στίγμα της ατίμωσης που του αξίζει, αλλά και να αντιλαμβάνεται

ότι πρέπει να εκδιωχθεί από την ίδια την πόλη στην οποία παραμένει

παράνομα.1701 Εκείνους όμως, οι οποίοι συνήθιζαν να διδάσκουν ιδιωτικώς τις

ίδιες σπουδές μέσα στα σπίτια των περισσοτέρων, αν προτιμήσουν να διαθέτουν

τον χρόνο τους μόνο για εκείνους τους μαθητές, τους οποίους διδάσκουν εντός

των οικιακών τοίχων, δεν τους εμποδίζουμε με τέτοιου είδους περιορισμούς.1702

Εξαιρούνται όμως όσοι από αυτούς θεωρούνται διορισμένοι στο διδασκαλείο του

Καπιτωλίου. Αυτοί να γνωρίζουν ότι τους έχει απαγορευθεί παντελώς η

παράδοση μαθημάτων σε ιδιωτικές οικίες, εφόσον θα ξέρουν ότι, αν πιαστούν να

πράττουν αντιθέτως με τις θείες θεσμικές διατάξεις, δεν θα επωφεληθούν

κανένα απολύτως από εκείνα τα προνόμια, τα οποία χορηγούνται επαξίως σε

όσους τούς υποδείχθηκε να διδάσκουν μόνο στο Καπιτώλιο.1703

1700 Η μετάφραση των δύο αποσπασμάτων έγινε από την υποψήφια διδάκτορα λατινικής
φιλολογίας, κα Αγγελική Ηλιοπούλου –την οποία ευχαριστώ θερμώς για τη βοήθειά της– σε
συνεργασία με τον συγγραφέα. Τυχόν λάθη βαρύνουν μόνο τον τελευταίο. Η παλαιότερη
μετάφραση του Pharr, Theodosian Code, 414-415 (XIV.9.1) & 429-430 (XV.1.53), λήφθηκε υπόψη.
1701 Codex Theodosianus, 787.1-6 (XIV.9.3): «IMP. THEOD(OSIUS) A. ET VALENTIANUS CAES.

Universos, qui usurpantes sibi nomina magistrorum in publicis magistrationibus cellulisque collectos
undecumque discipulos circumferre consuerunt, ab ostentatione vulgari praecipimus amoveri, ita ut, si
qui eorum post emissos divinae sanctionis adfatus quae prohibemus adque damnamus iterum forte
temptaverit, non solum eius quam meretur infamiae notam subeat, verum etiam pellendum se ex ipsa
ubi versatur inlicite urbe cognoscat».
1702 Codex Theodosianus, 787.6-9 (XIV.9.3): «Illos vero, qui intra plurimorum domus eadem exercere

privatim studia consuerunt, si ipsis tantummodo discipulis vacare maluerint, quos intra parietes
domesticos docent, nulla huiusmodi interminatione prohibemus».
1703 Codex Theodosianus, 787.9-13 (XIV.9.3): «Sin autem ex eorum numero fuerint, qui videntur intra

Capitolii auditorium constituti, ii omnibus modis privatarum aedium studia sibi interdicta esse
cognoscant scituri, quod, si adversum caelestia statuta facientes fuerint deprehensi, nihil penitus ex illis
privilegiis consequentur, quae his, qui in Capitolio tantum docere praecepti sunt, merito deferuntur».

337
Να έχει, λοιπόν, πρώτα το ιδιαίτερα δικό μας διδασκαλείο, ανάμεσα σε

αυτούς τους οποίους η εκπαίδευση συστήνει για την άπταιστη γνώση της

λατινικής γλώσσας, τρεις διδασκάλους της ρητορικής και δέκα της γραμματικής.

Επίσης, ανάμεσα σε αυτούς, οι οποίοι είναι γνωστό ότι υπερέχουν ως προς την

ευφράδεια της ελληνικής γλώσσας, να υπάρχουν πέντε διδάσκαλοι της

σοφιστικής και δέκα ομοίως της γραμματικής.1704 Και επειδή δεν ευχόμαστε να

καταρτιστεί η λαμπρή νεολαία μόνο με αυτές τις γνώσεις, προσθέτουμε

επιπλέον στους διδασκάλους που αναφέραμε τους εισηγητές μιάς βαθύτερης

γνώσης και μάθησης. Θέλουμε λοιπόν στους υπολοίπους να προστεθεί ένας ο

οποίος να ερευνά τα μυστικά της φιλοσοφίας, δύο επίσης οι οποίοι να

ερμηνεύουν τα είδη του δικαίου και των νόμων. Ούτως ώστε να φροντίσει η

μεγαλειότητά σου στον καθένα από αυτούς να ανατεθεί ένας ιδιαίτερος χώρος,

προκειμένου οι μαθητές ή οι δάσκαλοι να μην παρενοχλούν ο ένας τον άλλο,

ούτε η ανακατεμένη σύγχυση των γλωσσών ή των λέξεων να αποσπά τα αυτιά ή

το μυαλό κάποιων από τη μάθηση των γραμμάτων».1705


Απόσπασμα 2ο (XV.1.53): «Για τις συγκεντρώσεις, όσων αναφέραμε

παραπάνω, να διατεθούν οι εξέδρες οι οποίες φαίνονται ότι είναι συνδεδεμένες

με τη βόρεια στοά, στις οποίες αναδεικνύεται τόση ευρύτητα χώρου και τόση

διακοσμητική καλαισθησία, που λόγω της αξιοθαύμαστης χωρητικότητας και

της ομορφιάς τους έχουν τις προδιαγραφές ενός κατάλληλου δημόσιου χώρου.1706

Αυτές, όμως, οι οποίες συνδέονται τόσο με την ανατολική όσο και με τη δυτική

πλευρά, στις οποίες δεν υπάρχει δρόμος διέλευσης ούτε εισόδου ούτε εξόδου, να

1704 Codex Theodosianus, 787.13-16 (XIV.9.3): «Habeat igitur auditorium specialiter nostrum in his
primum, quos Romanae eloquentiae doctrina commendat, oratores quidem tres numero, decem vero
grammaticos; in his etiam, qui facundia Graecitatis pollere noscuntur, quinque numero sint sofistae et
grammatici aeque decem».
1705 Codex Theodosianus, 787.16-23 (XIV.9.3): «Et quoniam non his artibus tantum adulescentiam

gloriosam optamus institui, profundioris quoque scientiae adque doctrinae memoratis magistris
sociamus auctores. Unum igitur adiungi ceteris volumus, qui philosofiae arcana rimetur, duo quoque,
qui iuris ac legum formulas pandant, ita ut unicuique loca specialiter deputata adsignari faciat tua
sublimitas, ne discipuli sibi invicem possint obstrepere vel magistri neve linguarum confusio permixta
vel vocum aures quorundam aut mentes a studio litterarum avertat. DAT. III KAL. MART.
CONSTAN(TINO)P(OLI) THEOD(OSIO) A. XI ET VALENT(INIANO) CONSS».
1706 Codex Theodosianus, 814.1-4 (XV.1.53): «IDEM A. ET VALENTINIANUS CAES. CONSTANTIO

P(RAEFECTO) U(RBI). Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui, in quibus tantum
amplitudinis et decoris esse monstratur, ut publicis commodis possint capacitatis ac pulchritudinis suae
admiratione sufficere, supra dictorum consessibus deputabit».

338
διατάξει να παραχωρηθούν για τις χρήσεις των παλαιών εστιατορίων. 1707 Με

εκείνες απ’ την άλλη, οι οποίες θεωρούνται κάπως πιο χαμηλές και πιο στενές,

πρέπει να ενωθεί ο χώρος των γειτονικών κελιών (αιθουσών) και από τις δύο

πλευρές προκειμένου να μη λείψει κάποιο από αυτά τα μέρη, ούτε στους

καθηγητές ούτε στους μαθητές.1708 Βεβαίως, αν σε κάποιους έχει παραχωρηθεί το

δικαίωμα να έχουν στην ιδιοκτησία τους αυτά τα κελιά, είτε από αυτοκρατορική

γενναιοδωρία, είτε από οποιαδήποτε άλλη δωρεά, είτε από νόμιμη αγορά, η

αρμόδια μεγαλειότητά σου θα διατάξει να πάρουν από το δημόσιο ταμείο το

αντίστοιχο χρηματικό ποσό».1709

Τα αποσπάσματα του εκπαιδευτικού νόμου του έτους 425 ρυθμίζουν δύο

βασικά ζητήματα της ανώτερης εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη. Το πρώτο

μέρος του πρώτου αποσπάσματος 1710 θέτει αυστηρούς διαχωρισμούς ανάμεσα

στη δημόσια και την ιδιωτική ανώτερη εκπαίδευση. Απαγορεύει στους ιδιώτες

διδασκάλους να εμφανίζονται στα δημόσια διδασκαλεία (publicis

magistrationibus cellulisque) ως καθηγητές (magistris) διορισμένοι από την πόλη,

αλλά τους επιτρέπει να ασκούν ιδιωτική διδασκαλία. Συγχρόνως απαγορεύει

στους καθηγητές που έχουν διοριστεί να διδάσκουν στο μάλλον δημόσιου

χαρακτήρα, «Capitolii auditorium»1711, να διδάσκουν ιδιωτικά.

Το δεύτερο μέρος του ίδιου αποσπάσματος 1712 θεσμοθετεί την ίδρυση 31

καθηγητικών εδρών σε ένα ήδη υφιστάμενο ίδρυμα, που χαρακτηρίζεται ως

«auditorium specialiter nostrum»1713 και παραγγέλλει προς τον Έπαρχο να

παραχωρήσει στον κάθε καθηγητή ένα ιδιαίτερο χώρο προκειμένου η

διδασκαλία να τελείται απρόσκοπτα. Συνέχεια του μέρους αυτού αποτελεί το

1707 Codex Theodosianus, 814.4-6 (XV.1.53): «Eas vero, quae tam orientali quam occidentali lateri
copulantur, quas nulla a platea aditus adque egressus patens pervias facit, veterum usibus popinarum
iubebit adscribi».
1708 Codex Theodosianus, 814.6-8 (XV.1.53): «His tamen ipsis, quae humiliores aliquanto adque angustiores

putantur, vicinarum spatia cellularum ex utriusque lateris portione oportet adiungi, ne quid aut
ministris eorundem locorum desit aut populis».
1709 Codex Theodosianus, 814.8-12 (XV.1.53): «Sane si qui memoratas cellulas probabuntur vel imperatoria

largitate, vel quacumque alia donatione aut emptione legitima possidere, eos magnificentia tua
conpetens pro isdem de publico pretium iubebit accipere. DAT. III KAL. MAR.
CONSTAN(TINO)P(OLI) D. N. THEOD(OSIO) A. XI ET VAL(ENTINI)ANO CAES. I CONSS».
1710 Codex Theodosianus, 787.1-13 (XIV.9.3).

1711 Codex Theodosianus, 787.9 (XIV.9.3).

1712 Codex Theodosianus, 787.13-23 (XIV.9.3).

1713 Codex Theodosianus, 787.13 (XIV.9.3).

339
δεύτερο απόσπασμα1714, το οποίο περιλαμβάνει σαφείς οδηγίες για την

εγκατάσταση των νεοσύστατων εδρών σε ένα συγκεκριμένο οικοδόμημα. Το

πρώτο ζήτημα, για τον διαχωρισμό της ανώτερης εκπαίδευσης, είναι θεωρητικό,

πολυσυζητημένο, αφορά κυρίως την ιστορία της εκπαίδευσης και θα μας

απασχολήσει μόνο σε σχέση με το «Capitolii auditorium». Το δεύτερο ζήτημα και

κυρίως η ταύτιση του οικοδομήματος, καθώς αφορά τη σχέση της λειτουργίας

της ανώτερης παιδείας με το μνημειακό κέντρο, αποτελεί μία πολύ σημαντική

παράμετρο της τοπογραφίας και θα μας απασχολήσει διεξοδικά.

Ωστόσο το ζήτημα της ταύτισης, εδώ και πολλά χρόνια, θεωρείται ότι έχει

απαντηθεί ικανοποιητικά από την έρευνα. Από την εποχή του Ducange1715 μέχρι

σήμερα όλοι σχεδόν οι μελετητές 1716 της τοπογραφίας και της ιστορίας της

εκπαίδευσης που ασχολήθηκαν με το θέμα συμφωνούν ότι το δεύτερο

απόσπασμα του νόμου αναφέρεται στο Καπιτώλιο, το οποίο με την ίδρυση 31

καθηγητικών εδρών το έτος 425 αναδείχτηκε σε έδρα της ανώτερης παιδείας

στην Κωνσταντινούπολη. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο C. Wendel1717, ο

οποίος υποστήριξε ότι το οικοδόμημα που περιγράφεται είναι η Βασίλειος Στοά.

Είναι αλήθεια ότι αυτό που απασχόλησε πρωτίστως τους ερευνητές υπήρξε η

σημασία και οι επιπτώσεις του νόμου στην εκπαιδευτική πολιτική της

αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, ενώ ελάχιστα διερευνήθηκαν οι τοπογραφικές

διαστάσεις του ζητήματος. Το σιωπηρό επιχείρημα συνίσταται στην αναφορά

του όρου «Capitolii auditorium» στο πρώτο απόσπασμα του νόμου, λίγο πριν από

τη σύσταση των 31 εδρών στο «auditorium specialiter nostrum». Προτού

προχωρήσουμε στην εξέταση του ζητήματος, θα φανεί χρήσιμο να θυμηθούμε

μερικά στοιχεία για το Καπιτώλιο.

1714 Codex Theodosianus, 814.1-12 (XV.1.53).


1715 Du Cange, Constantinopolis Christiana, 149-150. Είναι ενδεικτικό ότι ταυτίζει ακόμη και τη
«βασιλικὴν τῶν παιδευτηρίων» (Γ.1.32) με το Καπιτώλιο.
1716 Σκαρλάτος, Κωνσταντινούπολις, 283. Bréhier, «Εnseignement supérieur» Ι, 82-84. Fuchs, Höhern

schulen, 2-8. Schneider, Byzanz, 25. Marrou, History of education, 307-308. Janin, Constantinople byzantine,
175. Jones, LRE II, 707. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 62-64. Davids, «Academic Instruction», 234-
240. Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι, 31. Speck, «Review», 6-16. Müller-Wiener, Bildlexikon, 283. Mango,
Βυζάντιο, 156-157. Cameron, «Empress and the Poet», 285-287. Mango, Développement urbain, 30 και
σημ. 44. Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 147-149, 151-156. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 114-
128. Feissel, «Philadelphion», 510-521. Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 201. Berger, Κωνσταντινούπολη,
73-74.
1717 Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 56-58.

340
Το αρχέτυπο Καπιτώλιο, ο ναός των θεοτήτων Juppiter, Juno και Minerva

στον Καπιτωλίνο Λόφο, συνδέεται με την ίδρυση της Res Publica, όπως είδαμε1718,

και υπήρξε το επίσημο θρησκευτικό κέντρο της Ρώμης και της Αυτοκρατορίας.

Στο πρώτο κεφάλαιο (Α.1.2) αναφερθήκαμε στην κεντρική θέση που κατέχουν οι

ναοί της Καπιτωλιακής τριάδας στον πολεοδομικό σχεδιασμό πολλών ρωμαϊκών

αποικιών και πόλεων σε άμεση τοπογραφική συνύπαρξη με το Forum, ως βασικό

οπτικό σύμβολο Romanitas του αστικού τοπίου (εικ. 14-16). Το κύριο μορφολογικό

χαρακτηριστικό των ναών αυτών, που περιβάλλονταν από περίστωο ή

ενσωματώνονταν στο κέντρο της στενής πλευράς πιόσχημης στοάς, ήταν ο

υπερυψωμένος τριμερής σηκός που φιλοξενούσε τη λατρεία των τριών

θεοτήτων.

Η ίδρυση και ο παγανιστικός χαρακτήρας του Καπιτωλίου της

Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν ζητήματα αινιγματικά για την έρευνα.1719

Ωστόσο το μνημείο, όπως και ο ναός της Τύχης1720, φαίνεται ότι συνδέεται με την

οικοδομική δραστηριότητα του ίδιου του Κωνσταντίνου και με την πρόθεσή του

να δηλώσει συμβολικά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ρώμης.1721

Στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.3) αναδείξαμε ως ιδιαιτερότητα της

Κωνσταντινούπολης το γεγονός ότι το Καπιτώλιο δεν συμμετέχει στη σύνθεση

του νέου μνημειακού κέντρου, όπως συμβαίνει στην Παλαιά Ρώμη και σε όλες

τις πόλεις του ρωμαϊκού κόσμου όπου εντοπίζεται. Τη θέση του εκεί, ως πρώτου

ιερού της Πόλης, καταλαμβάνει ο ναός της Σοφίας του Θεού.

Το Καπιτώλιο χωροθετήθηκε επιδέξια στο πιο κεντρικό σημείο της

Κωνσταντίνειας επέκτασης, όπου η Μέση οδός διακλαδιζόταν προς τον βορρά

και προς τη δύση (εικ. 6). Όμως, στην περιοχή αυτή δεν διαμορφώθηκε ένα

δεύτερο μνημειακό κέντρο, ούτε το Καπιτώλιο συσχετίστηκε με κάποιο

αυτοκρατορικό Φόρο. Ανατολικά του Καπιτωλίου βρισκόταν το Φιλαδέλφιο1722,

μία τοποθεσία που κοσμούσαν διάφορα μνημεία από πορφυρίτη λίθο, πιθανώς

1718 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 921.


1719 Mango, Développement urbain, 30.
1720 Margutti, «Rea-Tyche».

1721 Ἡσύχιος, Πάτρια, 18.2 (41), σημ. 2: «Ὁ δὲ βασιλεὺς…κατὰ μίμησιν Ῥώμης καὶ τὸ Καπετώλιον

ἔκτισεν…». Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1016.


1722 Mango, Développement urbain, 28-30.

341
από την εποχή του Κωνσταντίνου. Το έτος 407 εξαιτίας μιάς καταιγίδας έπεσε το

«σιγνόχριστον τοῦ Καπετωλίου»1723, η ύπαρξη του οποίου υποδεικνύει ότι είχε,

ήδη, ολοκληρωθεί η απορρόφηση του ειδωλολατρικού χαρακτήρα του.

Η μετέπειτα ιστορία του Καπιτωλίου συνδέεται με το «Capitolii

auditorium». Ωστόσο η ταύτιση αυτή, μολονότι παραμένει εδώ και αιώνες μία

βεβαιότητα στην επιστημονική βιβλιογραφία της Κωνσταντινούπολης, δεν

ικανοποιεί επαρκώς τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος του 425 και τις

μαρτυρίες των πηγών. Αφενός η περιγραφή του οικοδομήματος του δεύτερου

αποσπάσματος παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, στις οποίες δυσχερέστατα

ανταποκρίνεται η ταύτιση του Καπιτωλίου, αφετέρου η εκπαιδευτική

δραστηριότητα, τουλάχιστον η διδασκαλία του Δικαίου 1724 και της Φιλοσοφίας1725,

συνεχίστηκε στη Βασιλική κατά τον 6ο αιώνα. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε

ορισμένους μελετητές να υποστηρίξουν πως η διδασκαλία κάποιων ή όλων των

γνωστικών πεδίων μεταφέρθηκε πίσω στη Βασιλική1726 κατά τον ύστερο 6ο αιώνα

ή ακόμη ότι δεν απομακρύνθηκε πλήρως ποτέ.1727

Ο Speck1728 υπήρξε ο βασικός ερευνητής που επιχείρησε να προσαρμόσει

τα διάφορα τοπογραφικά και μορφολογικά δεδομένα, που προκύπτουν από το

δεύτερο απόσπασμα του νόμου, με την ιστορία, τη θέση και την αρχιτεκτονική

του Καπιτωλίου.1729 Μάλιστα κατέληξε να προτείνει δύο υποθετικές κατόψεις του

1723 Πασχάλιον Χρονικὸν, 570.6.


1724 Γ.1.32.
1725 Γ.1.19.

1726 Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι η έδρα του «Πανεπιστημίου» επέστρεψε στη Βασιλική κατά τον

ύστερο 6ο αιώνα, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 8. Fuchs, Höhern schulen, 8-16. Schneider, Byzanz, 25.
Speck, «Review», 15, σημ. 25. Müller-Wiener, Bildlexikon, 284. Άλλοι υποστηρίζουν ότι επέστρεψε στο
Οκτάγωνο δίπλα στη Βασιλική, βλ. Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 18-22, 27. Lemerle,
Βυζαντινός Ουμανισμός, 325-327. Ο Feissel, «Philadelphion», 511 και σημ. 67-68, θεωρεί ότι μόνο
μερικά μαθήματα μεταφέρθηκαν πίσω στη Βασιλική. Μάλιστα μερικοί μελετητές χρονολογούν
συγκεκριμένα το γεγονός κατά το έτος 587, βλ. Lemerle, στο ίδιο, 326-327, ο οποίος αποδεικνύει ότι ο
αριθμός αυτός προέκυψε από την παρερμηνεία του έτους 414 (υιδ΄), που αναφέρουν τα Πάτρια
(Γ.1.38), και ανιχνεύει τη διαδρομή του λάθους προς τα πίσω μέχρι την εποχή του Du cange.
1727 Οι Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 56-58 και Schreiner, Κωνσταντινούπολη, 201, θεωρούν ότι δεν

έπαψε ποτέ η εκπαιδευτική χρήση της Βασιλικής και ότι μεταφέρθηκαν στο Καπιτώλιο μόνο
κάποια μαθήματα. Ο Wendel θεωρεί ότι παρέμειναν οι έδρες του δικαίου και της φιλοσοφίας και
μεταφέρθηκαν εκείνες της γραμματικής και της ρητορικής.
1728 Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 147-149, 151-154.

1729 Ουσιαστικά το βασικό στοιχείο που έχει καταλήξει η νεότερη έρευνα είναι ότι το Καπιτώλιο

βρισκόταν πολύ κοντά, βλ. Mango, Développement urbain, 30, ή ακριβώς στη θέση του Lâleli camii, βλ.
Speck, «Urbs», 146, σημ. 25. Πρώτος ανέδειξε την τοπογραφική αυτή σχέση ο ανώνυμος
συγγραφέας της Κωνσταντινιάδος, 42.

342
οικοδομήματος1730 (εικ. 156), στις οποίες χωροθετεί τις αναφερόμενες από τον

νόμο δραστηριότητες. Το εγχείρημα του ερευνητή ανέξειξε με κατηγορηματικό

τρόπο ότι όλα όσα γνωρίζουμε για τα Καπιτώλια δύσκολα μπορούν να βρουν

εφαρμογή στο άγνωστο οικοδόμημα του δευτέρου αποσπάσματος του νόμου,

καθώς μία σειρά από βασικά προβλήματα που ανακύπτουν δεν απαντώνται

ικανοποιητικά. Το πρώτο είναι ότι οι διαστάσεις και η μορφολογία ενός

Καπιτωλίου δεν ανταποκρίνονται στην περιγραφή του νόμου για

«αξιοθαύμαστη χωρητικότητα» και την ύπαρξη εξεδρών.1731 Το δεύτερο είναι η

«ιδιωτικοποίηση» του Καπιτωλίου και η λειτουργία εστιατορίων και μάλιστα

«παλαιών», σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, σε ένα οικοδόμημα το οποίο

ανεγέρθηκε χάρη στην τεράστια συμβολική σημασία του για την αυτοκρατορική

ιδεολογία και την παράδοση της Ρώμης1732, ενώ γνωρίζουμε ότι το άλλο

παγανιστικό μνημείο που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος, το Τυχαίο, συνέχισε να

τιμάται και να ανακαινίζεται μέχρι τουλάχιστον το α’ μισό του 6ου αιώνα. Μία

ακόμη παρατήρηση που αφορά γενικότερα την άποψη ότι το έτος 425 ιδρύθηκε ή

μεταφέρθηκε το «Πανεπιστήμιο» στο Καπιτώλιο είναι ότι το «Capitolii

auditorium» εμφανίζεται στον νόμο ως υφιστάμενο και όχι ως νεοϊδρυθέν.

Ωστόσο δεν πρόκειται να απαντήσουμε αναλυτικά στα επιχειρήματα εκείνων

που ταυτίζουν το Καπιτώλιο με την έδρα των 31 καθηγητικών εδρών, διότι στην

επόμενη ενότητα θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι η ταύτιση αυτή είναι

ανυπόστατη και πως η έδρα της ανώτερης παιδείας με τις νεοσύστατες έδρες

παρέμεινε στη Βασίλειο Στοά.

1730 Speck, «Urbs», 152, εικ. 1.


1731 Ο Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 147, σημ. 27, αναγνώρισε τη μεγάλη δυσαναλογία
ανάμεσα στις 31 καθηγητικές έδρες και τις διαστάσεις της βόρειας στοάς του Καπιτωλίου· επειδή
καμία αποκατάσταση της στοάς δεν μπορεί να περιλαμβάνει τόσες εξέδρες όσους καθηγητές
αναφέρει ο νόμος, πρότεινε ότι κάποια μαθήματα γίνονταν, πιθανώς, σε άλλα τμήματα του
Καπιτωλίου ή σε άλλα οικοδομήματα.
1732 Ο Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 149, 153-154, πρότεινε ότι ανάμεσα στην ανέγερση του

παγανιστικού ναού και την τελική αξιοποίησή του ως εκπαιδευτικού ιδρύματος, μεσολάβησε ένα
διάστημα κατά το οποίο το μνημείο εγκαταλείφθηκε και περιήλθε σε αχρηστία. Τότε τμήματά του
πωλήθηκαν ή δωρήθηκαν σε ιδιώτες, ενώ κάποια από αυτά μετατράπηκαν σε εστιατόρια. Ωστόσο
ο ισχυρός συμβολικός δεσμός του Καπιτωλίου με την Παλαιά Ρώμη καθιστά αδιανόητη την
απαξίωση και την έκπτωσή του σε ιδιωτική ιδιοκτησία, καθώς και την εγκατάσταση εστιατορίων.
Αντίθετα η μετατροπή του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, όταν πλέον ο θρησκευτικός του χαρακτήρας
είχε ατονήσει, εμφανίζεται ως ιδανική λύση για την αξιοποίησή του.

343
Ένα ακόμη μειονέκτημα αυτής της ταύτισης μέχρι το έτος 2003 υπήρξε το

γεγονός ότι μόνο δύο γνωστές αναφορές τεκμηριώνουν την ύπαρξη αυτού του

ιδρύματος, ενώ αντίθετα, όπως θα δούμε, οι αναφορές στην εκπαιδευτική

λειτουργία της Βασιλικής είναι περισσότερες.1733 Η πρώτη, αμφισβητούμενης

γνησιότητας, μαρτυρία για ένα επεισόδιο που εκτυλίχτηκε σε μία αίθουσα

διδασκαλίας «in Capitolio»1734 περιέχεται στην Ars του γραμματικού Cledonius

(μέσα – β’ μισό 5ου αι.). Η μοναδική ουσιαστικά βέβαιη μαρτυρία ανήκει στον

Ιωάννη Λυδό, ο οποίος μας πληροφορεί ότι διορίστηκε ως γραμματικός της

λατινικής γλώσσας στο Καπιτώλιο. 1735 Ωστόσο το έτος 2003 ο D. Feissel με μία

σημαντική ταύτιση ενίσχυσε τις μαρτυρίες για την ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού

ιδρύματος στην τοποθεσία του Φιλαδελφίου, όπου βρισκόταν το Καπιτώλιο.1736

Ο μελετητής ταύτισε τις επιγραφές μιάς υψηλής, πορφυρής, τρίπλευρης

βάσης, η οποία εντοπίστηκε το έτος 1930 αμέσως δυτικά του Lâleli camii της

Κωνσταντινούπολης με δύο επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας1737, τα

οποία μαζί με ένα ακόμη1738 περιγράφουν την ανακαίνιση ενός οικοδομήματος

και την ίδρυση σε αυτό ενός Μουσείου από κάποιον Μουσήλιο, ο οποίος το

χάρισε στη Ρώμη (Κωνσταντινούπολη). Το λήμμα του τρίτου επιγράμματος

(ΙΧ.799) και η θέση ανεύρεσης της βάσης επιβεβαιώνουν ότι το Φιλαδέλφιο και

συνεκδοχικά το Καπιτώλιο βρίσκονταν κοντά στο Lâleli camii.

1733 Είναι χαρακτηριστική η ανισότητα των μαρτυριών για τα δύο κτήρια που παρουσιάζει ο Speck,
«Review», 14-16.
1734 Grammatici Latini, 14.3-6: «Et quia praetermittendum mihi non visum est quod eventus admonuit,

quodam tempore, dum ars in Capitolio die competenti tractaretur, unus e florentibus discipulis
Iohannes a grammatico venia postulata intendens in alterum sciscitatus est, qua differentia dici debeat
consularis». Για τον Cledonius και την επισήμανση ότι το τμήμα αυτό του κειμένου θεωρείται ως
μεταγενέστερη προσθήκη, βλ. Kaster, Guardians of Language, 255-256.
1735 Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 117.7-11 (ΙΙΙ.29): «τούτοις ἐπιψηφισαμένου τοῦ τηνικαῦτα τὴν

πολιαρχίαν ἰθύνοντος καὶ τόπον διδασκάλοις ἀπονενεμημένον ἀφορίσαντός μοι ἐπὶ τῆς
Καπιτωλίδος αὐλῆς, ἐχόμενος τῆς στρατείας ἐπαίδευον, καὶ μεγαλοφρονεῖν ἐξηγόμην».
1736 Feissel, «Philadelphion».

1737 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.800: (Λήμμα:) «ἐν τῷ αὐτῷ»: «Ταῦτα λόγοις ἀνέθηκεν ἑκὼν Μουσήλιος

ἔργα,/πιστεύων καθαρῶς, ὡς Θεός ἐστι Λόγος». Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.801: (Λήμμα:) «ἐν τῷ
αὐτῷ»: «Μουσείου τὰ μὲν αὐτὸς ἐτεύξατο, πολλὰ δὲ σώσας/ἑστῶτα σφαλερῶς, ἵδρυσεν
ἀσφαλέως».
1738 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.799: (Λήμμα:) «ἐν τῷ πορφυρῷ κίονι εἰς τὸ Φιλαδέλφιον»: «Εὔνους μὲν

βασιλεῖ Μουσήλιος· ἔργα βοῶσιν/δημόσια· σθεναρὴν πράγματα πίστιν ἔχει./Μουσεῖον Ῥώμῃ δ’


ἐχαρίσσατο καὶ βασιλῆος/εἰκόνα θεσπεσίην ἐντὸς ἔγραψε δόμων·/τιμὴν μουσοπόλοις, πόλεως
χάριν, ἐλπίδα κούρων,/ὅπλα δὲ τῆς ἀρετῆς, χρήματα τοῖς ἀγαθοῖς».

344
Το επίγραμμα ΙΧ.801 μας πληροφορεί ότι ο Μουσήλιος ανακαίνισε κάποιο

υφιστάμενο σε κακή κατάσταση οικοδόμημα «ἑστῶτα σφαλερῶς, ἵδρυσεν

ἀσφαλέως», και πραγματοποίησε τις απαραίτητες οικοδομικές εργασίες για τη

διαμόρφωση των χώρων του παιδευτηρίου: «Μουσείου τὰ μὲν αὐτὸς ἐτεύξατο»,

αφού εκείνος «Μουσεῖον Ῥώμῃ δ’ ἐχαρίσσατο». Ο Feissel1739 ερμηνεύει ορθά τον

όρο «Μουσεῖον» ως εκπαιδευτικό ίδρυμα, όχι ναό των Μουσών, που συνδυάζεται

πετυχημένα με το όνομα του αναθέτη (Μουσείο-Μουσήλιος). Σχετικά με τον

Μουσήλιο θεωρεί ότι πρόκειται για τον «Musellius praepositus sacri cubiculi»,

στον οποίο απευθύνεται ένας νόμος του Θεοδοσιανού κώδικα του έτους 4141740

και ο οποίος είναι ο μόνος γνωστός πραιπόσιτος ανάμεσα στα έτη 400 και 419.

Με βάση τα στοιχεία αυτά ο μελετητής προτείνει ότι οι εργασίες για την

ανακαίνιση του οικοδομήματος και την ίδρυση του Μουσείου

πραγματοποιήθηκαν από την ιδιωτική πρωτοβουλία του Μουσήλιου πριν από το

έτος 420.

Ωστόσο, ο Feissel1741 προχώρησε ακόμη ένα βήμα χωροθετώντας το

εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα στο Καπιτώλιο, το οποίο ανακαίνισε ο Μουσήλιος

χαρίζοντας στην Κωνσταντινούπολη το Μουσείο, που της έλειπε, και όπου τα

επόμενα χρόνια ο Θεοδόσιος διοργάνωσε το «Πανεπιστήμιο». Ο Speck1742

παλαιότερα είχε διατυπώσει την άποψη ότι το εκπαιδευτικό ίδρυμα, με το οποίο

σχετίζονται τα τρία επιγράμματα (ΙΧ.799-801), δεν ταυτίζεται με το Καπιτώλιο,

αλλά βρισκόταν κοντά του. Ωστόσο, θα πρέπει μάλλον να δεχτούμε τις

παρατηρήσεις του Feissel ότι η σύμπτωση δύο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην

ίδια θέση και κατά την ίδια εποχή φαίνεται μάλλον απίθανη, ενώ ο ευεργετισμός

του Μουσήλιου αφορά ένα υφιστάμενο δημόσιο οικοδόμημα, όπως το Καπιτώλιο,

και για αυτό προσφέρεται τιμητικά στον ίδιο τον αυτοκράτορα και τη Ρώμη.

1739 Feissel, «Philadelphion», 510-515.


1740 Codex Theodosianus, XI.28.9 από τις 9 Απριλίου του έτους 414. Την ίδια ταύτιση προτείνει και ο
Speck, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1741, αλλά σημειώνει λανθασμένα τον νόμο (XI.28.3).
1741 Feissel, «Philadelphion», 512: «Comme le soulignent les inscriptions Mousèlios manifestait son

dévouement à la fois aux Lettres, à l’empereur dont l’image ornait l’intérieur de l’edifice, et à Rome
(Constantinople) en lui faisant don du Mouseion qui lui manquait. Il semble que Théodose n’ ait plus eu
dans les années suivantes qu’à achever d’organiser l’etablissement public dont l’évergétisme de
Mousèlios avait matériellement posé les fondations».
1742 Speck, «Review», 13, σημ. 22.

345
Η ταύτιση του Μουσείου με το συγκρότημα του Φιλαδελφίου-Καπιτωλίου

οδήγησε ακόμη στην αποκατάσταση και δύο επιγραμμάτων της Ανθολογίας του

Πλανούδη1743 που μνημονεύουν την ανάθεση δύο αυτοκρατορικών επίχρυσων

ανδριάντων μπροστά στον «Οἶκον…Ἑλικῶνος». Τα επιγράμματα από την εποχή

των Ducange και Banduri λανθασμένα είχαν συνδεθεί με τη Βιβλιοθήκη της

Βασιλικής και με τους αυτοκράτορες Ζήνωνα και Αναστάσιο.1744 Ο Speck1745

πρώτος υπέδειξε την πιθανή σχέση τους με το αυτοκρατορικό ζεύγος των

Τιβερίου-Αναστασίας και την αναλογία τους με τα επιγράμματα του Μουσείου

του Μουσηλίου. Ο Feissel1746, χάρη στα σχόλια που συνοδεύουν τα επιγράμματα

αυτά (IV.70-71) και αναφέρουν τον όρο «Μουσεῖον»1747, υποστήριξε ότι τα

επιγράμματα μνημονεύουν μία μεταγενέστερη ανακαίνιση του Μουσείου του

Μουσηλίου από τον έπαρχο Ιουλιανό στα χρόνια του Τιβερίου (578-582) και της

Αναστασίας. Η ταύτιση, εάν βέβαια ισχύει, διευρύνει συγχρόνως προς τα πάνω

τα χρονικά όρια της λειτουργίας αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος μέχρι

τουλάχιστον τον ύστερο 6ο αιώνα.

Ωστόσο ο όρος Μουσείο δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην

Κωνσταντινούπολη στα επιγράμματα του Μουσηλίου, αλλά προϋπήρχε, όπως

είδαμε, στη ρητορική παράδοση της Πόλης χάρη στις αναφορές του Θεμιστίου

στα «μουσεῖα»1748 ή «ἀνάκτορα τῶν Μουσῶν»1749 της Αγοράς-Βασιλικής κατά τα

μέσα του 4ου αιώνα. Ο Μουσήλιος δεν χάρισε στη Νέα Ρώμη το Μουσείο, που της

έλειπε, όπως θεωρεί ο Feissel1750, αλλά ίδρυσε ένα νέο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Και

ασφαλώς ως Μουσείο δεν θα πρέπει να εννοήσουμε συνολικά το

1743 Πλανούδεια Ἀνθολογία, IV.70: «Οἶκον Ἄναξ Ἑλικῶνος ἀνηβήσαντα νοήσας/κυδαλίμοις


καμάτοισιν Ἰουλιανοῦ πολιάρχου/Πιερικῶν προπάροιθε δόμων παγχρύσεος ἔστη». Πλανούδεια
Ἀνθολογία, IV.71: «Κῦδος Ἰουλιανοῦ παναοίδιμον, ὃς μετὰ κόσμον/Πιερίδων χρυσέην στῆσεν
Ἀναστασίῳ». Το «Ἀναστασίῳ» θα πρέπει να αποκατασταθεί πλέον ως «Ἀναστασίην».
1744 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1189-1190.

1745 Speck, «Review», 12, σημ. 16.

1746 Feissel, «Philadelphion», 515-521.

1747 Τα σχόλια συνοδεύουν τα επιγράμματα σε δύο χειρόγραφα, δημοσιεύτηκαν στην έκδοση

Frankfurt, apud Andreae Wecheli heredes, 1600 και ανατυπώθηκαν στην έκδοση Dübner F,
Epigrammatum Anthologia Palatina, II, Παρίσι 1872, 615: «ὡς ἀνοιχθέντος μουσείου, ὁ βασιλεὺς χρυσῆν
ἑαυτοῦ εἰκόνα ἐν τοῖς τοῦ φροντιστηρίου προθύροις στῆσαι προσέταξε» (XVI.70) και «μετὰ τὸ
μουσεῖον ἀνοῖξαι» (XVI.71).
1748 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.21 (260b), 44.3 (260c).

1749 Θεμίστιος, στο ίδιο, 44.4 (260c).

1750 Feissel, «Philadelphion», 512.

346
«Πανεπιστήμιο», αλλά αυτό που ο ίδιος ο νόμος του 425 αναφέρει, δηλαδή ένα

ακόμη «auditorium». Το Μουσείο του Μουσήλιου προήλθε από την ευεργετική

δραστηριότητα ενός ανώτερου αξιωματούχου του κράτους και αφιερώθηκε στον

αυτοκράτορα και την Πόλη. Όσο σημαντικό και αν υπήρξε, δεν θα πρέπει να

ξεχνούμε ότι υπήρξε απλώς ένα από τα πολλά auditoria της

Κωνσταντινούπολης. Η πολύ μικρότερη Βηρυτός διέθετε κατά τον 4ο αιώνα

περισσότερα από ένα «auditoria legum».1751 Το έτος 364, δηλαδή 61 χρόνια πριν

από την έκδοση του νόμου του Θεοδοσίου, ο όρος «auditorium» σε ένα νόμο1752

των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού και Ουάλη δηλώνει απλώς ένα διδασκαλείο

που ιδρύεται και λειτουργεί από κάποιον που έχει κριθεί ικανός ηθικά και

μορφωτικά για να εργαστεί ως καθηγητής. Από τη σημασία αυτή του όρου, μέχρι

το «Capitolii auditorium» να δηλώνει το «Πανεπιστήμιο» της

Κωνσταντινούπολης, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη και, όπως θα δούμε, δεν

διανύθηκε ποτέ. Το ίδρυμα του Καπιτωλίου υπήρξε ένα auditorium ή μουσείο,

δηλαδή ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης. Eκείνο που το

καθιστά ξεχωριστό είναι το γεγονός ότι λειτούργησε ως δημόσιο ίδρυμα σε ένα

δημόσιο μνημείο με ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο για την Πόλη που ήθελε να

θεωρείται συνεχιστής και διάδοχος στη βασιλική εξουσία της Παλαιάς Ρώμης.

Ενδεικτικό για το πόσο ευκαιριακές, αλλά και αστήρικτες, υπήρξαν οι

διάφορες θεωρίες γύρω από το εκπαιδευτικό ίδρυμα του Καπιτωλίου είναι και το

γεγονός ότι μερικοί μελετητές εφεύραν την ύπαρξη ενός «Capitolii auditorium»

και στην παλαιά Ρώμη. O πρώτος που διατύπωσε την άποψη αυτή ήταν ο A.

Pazzini1753, ο οποίος το συνέκρινε μάλιστα με το Αθήναιο που ίδρυσε ο Αδριανός.

Την άποψή του ακολούθησε ο G. Lugli1754 και επανέλαβε πρόσφατα ο C.

1751 Jones Hall L., Roman Berytus: Beirut in Late Antiquity, Λονδίνο 2004, 66-67. Collinet, École de droit, 181.
Ακόμη, βλ. Cribiore, «Spaces for Teaching», 148-149.
1752 Codex Theodosianus, XIII.3.6: «Si qui erudiendis adulescentibus vita partier et facundia idoneus erit,

vel novum instituat auditorium vel repetat intermissum» δηλαδή «εάν κάποιος βρεθεί κατάλληλος
από χαρακτήρα και ευγλωττία για να διδάσκει τους νέους, είτε θα ιδρύσει ένα νέο auditorium, είτε
θα αναλάβει κάποιο που έχει εγκαταλειφθεί». Ο νόμος εκδόθηκε στις 11 Ιανουαρίου 364 με τα
ονόματα των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού και Ουάλη, αλλά εάν η ημερομηνία είναι σωστή θα
εκδόθηκε από τον Ιοβιανό. Απευθύνεται προς τον Επαρχο Πραιτωρίων Μαμερτίνο. Για μετάφραση,
βλ. Pharr, Theodosian Code, 388.
1753 Pazzini A., «L’ Atheneum di Adriano e il “Capitolii Auditorium” (L’università romana de l’

impero)», Capitolium IX (1933), 137-149.


1754 Lugli G., Fontes ad topographiam veteris urbis Romae pertinentes, VI, Ρώμη 1969, 405.

347
Reusser.1755 Το «Capitolii auditorium» της Ρώμης προέκυψε από την άγνοια των

ερευνητών για το δεύτερο απόσπασμα του Θεοδοσιανού κώδικα (XV.1.53), όπου

δηλώνεται το όνομα του Επάρχου της Κωνσταντινούπολης1756, γεγονός που

αποδεικνύει ότι ο νόμος αναφερόταν αποκλειστικά στη Νέα Ρώμη.

Ε.1.3. «Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui» και

Βασιλική Στοά

Απέναντι στην επικρατούσα άποψη ότι το δεύτερο απόσπασμα (XV.1.53) του

νόμου του 425 αναφέρεται στο «Capitolii auditorium», ο Carl Wendel1757 υπήρξε ο
μοναδικός μελετητής ο οποίος υποστήριξε ότι η βόρεια στοά του οικοδομήματος,

που περιγράφεται, ανήκει στη Βασιλική και όχι στο Καπιτώλιο. Είναι αλήθεια ότι

η εργασία του δεν είχε σχέση με την τοπογραφία και το επιχείρημά του είναι

μάλλον διαισθητικό, αλλά παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ο μελετητής επισημαίνει τα

χαρακτηριστικά που αποδίδει ο νόμος στις εξέδρες της βόρειας στοάς: «ευρύτητα

χώρου», «διακοσμητική καλαισθησία», «αξιοθαύμαστη χωρητικότητα και

ομορφιά», ώστε να έχουν τις «προδιαγραφές ενός κατάλληλου δημόσιου

χώρου».1758 Θεωρεί ότι αυτές οι προδιαγραφές αντιστοιχούν στην περιγραφή του


Προκοπίου για το μνημείο όπου βρίσκονταν, ήδη, τα Παιδευτήρια και

ανεγέρθηκε και η δημόσια Βιβλιοθήκη: «κατὰ τὴν βασιλέως στοάν…αὐλή τίς

ἐστιν ὑπερμεγέθης, περιμήκης μὲν καὶ εὔρους ἱκανῶς ἔχουσα, ἐν τετραπλεύρῳ

δὲ περίστυλος οὖσα».1759 Ωστόσο στη βόρεια στοά της Βασιλικής χωροθετεί μόνο
τη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και του Δικαίου, ενώ θεωρεί ότι οι έδρες της

Γραμματικής και της Ρητορικής μεταφέρθηκαν στο Καπιτώλιο. Αυτό που θα

επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε στην παρούσα ενότητα είναι ότι όλες οι

προϋποθέσεις που θέτουν τα δύο αποσπάσματα του νόμου του έτους 425

1755 Reusser C., «Area Capitolina», στο Steinby, Lexicon, I, 114-117.


1756 Steinby, Lexicon, V, 230.
1757 Wendel, «Kaiserliche Bibliothek», 56-58. Στον ίδιο οφείλουμε την επισήμανση του
προγραμματικού λόγου του Θεμιστίου που εξαγγέλλει τη συγκρότηση της Βιβλιοθήκης της
Κωνσταντινούπολης στη Βασίλειο Στοά, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1648.
1758 Codex Theodosianus, 814.2-4 (XV.1.53): «…tantum amplitudinis et decoris esse monstratur, ut publicis

commodis possint capacitatis ac pulchritudinis suae admiratione sufficere...».


1759 Γ.1.10.

348
ικανοποιούνται πλήρως μόνο εάν στη θέση του άγνωστου οικοδομήματος

αποκαταστήσουμε τη Βασίλειο Στοά.

Ας επιστρέψουμε μία ακόμη φορά στα δύο αποσπάσματα του Νόμου.

Είδαμε ότι το πρώτο απόσπασμα χωρίζεται σε δύο τμήματα.1760 Στο πρώτο τμήμα

απαγορεύεται αυστηρά στους ιδιώτες διδασκάλους να διδάσκουν στα

υφιστάμενα δημόσια διδασκαλεία και αίθουσες1761 και στους διδασκάλους του

Καπιτωλίου να διδάσκουν ιδιωτικά. Στο δεύτερο τμήμα ιδρύονται οι 31

καθηγητικές έδρες. Τα δύο μέρη χωρίζονται μεταξύ τους ακριβώς μετά την

αναφορά στο ίδρυμα του Καπιτωλίου, το οποίο δηλώνεται με τις εκφράσεις:

«intra Capitolii auditorium»1762 και «in Capitolio».1763 Αμέσως μετά ο κοιαίστωρ1764,

που συνέγραψε εξ ονόματος του αυτοκράτορα τον νόμο, χρησιμοποίησε τη

φράση: «Habeat igitur auditorium specialiter nostrum»1765, για να δηλώσει το

εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο θα εγκατασταθούν οι νεοσύστατες έδρες. Η

μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο τμήμα τονίζεται με τον συλλογιστικό

σύνδεσμο «Igitur» (άρα, λοιπόν) ο οποίος δηλώνει την κατάληξη, το

συμπέρασμα. Μολονότι προηγήθηκαν δύο αναφορές στο διδασκαλείο του

Καπιτωλίου και καμία από αυτές δεν συνοδευόταν με ένδειξη κτήσεως, το

ίδρυμα στο οποίο αναφέρεται στο εξής ο νόμος δηλώνεται εμφατικά ως

«auditorium…nostrum». Η σχέση κτήσεως του αυτοκράτορα με το διδασκαλείο

επιτείνεται μάλιστα με την παρεμβολή του «specialiter», δηλαδή «το

αποκλειστικά δικό μας». Κατά τη γνώμη μου, με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης όχι

μόνο δεν αναφέρεται στο «Capitolii auditorium», αλλά αντίθετα διαχωρίζει, κατά

το μέγιστο δυνατόν, το αυτοκρατορικό διδασκαλείο από όλα όσα αναφέρθηκαν

πριν από το σημείο αυτό. Δεν το κατονομάζει, διότι είναι σε όλους γνωστό ως το

επίσημο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Στοά του Βασιλέως, στο άμεσο

περιβάλλον των ανακτόρων, και τελεί από την εποχή του Κωνσταντίνου και των

άμεσων διαδόχων του υπό αυτοκρατορική προστασία. Η αναβάθμιση των

1760 Codex Theodosianus, 787.1-13 και 13-23 (XIV.9.3).


1761 Codex Theodosianus, 787.2: «…publicis magistrationibus cellulisque…».
1762 Codex Theodosianus, 787.9.

1763 Codex Theodosianus, 787.12.

1764 Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής δραστηριότητας του ανώνυμου κοιαίστωρα, που

συνέταξε τα δύο αποσπάσματα, βλ. Honoré, Law, 110-112 (Ε22, 01.02.425-01.07.426).


1765 Codex Theodosianus, 787.13.

349
Παιδευτηρίων της Βασιλείου Στοάς με την ίδρυση των 31 καθηγητικών εδρών θα

υποστηριζόταν λειτουργικά από τη δημόσια Βιβλιοθήκη και θα αντανακλούσε

την αίγλη της στο πρόσωπο του αυτοκράτορα υπό την προστασία του οποίου

τελούσε το όλο εγχείρημα. Καθώς στο δεύτερο απόσπασμα του νόμου (XV.1.53)

περιγράφεται το οικοδόμημα στο οποίο, ήδη, λειτουργεί και αναβαθμίζεται το

«auditorium specialiter nostrum», δεν μένει παρά να εξετάσουμε εάν οι

προδιαγραφές που θέτει το απόσπασμα αυτό ικανοποιούνται στην περίπτωση

της Βασιλικής.

Το πρώτο ζήτημα που αναδύεται είναι η περιγραφή των εξεδρών της

βόρειας στοάς του ανώνυμου οικοδομήματος. Λίγο νωρίτερα είδαμε τις

αναλογίες που εντόπισε ο Wendel ανάμεσα στη διατύπωση του νόμου και στην

περιγραφή της Βασιλείου Στοάς από τον Προκόπιο (Γ.1.10). Το επιχείρημά του

ενισχύει η αποκατάσταση που προτείναμε για τη Βόρεια Στοά της Αγοράς-

Βασιλικής στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.3). Η αυτόνομη μνημειώδης κατασκευή της

στην πλαγιά του λόφου με την ισχυρή θεμελίωση, την εντυπωσιακή πρόσοψη

μήκους 150 μ., τη μνημειακή κέντρική κλίμακα και την εποπτική θέα προς την

κάτω πόλη και τα στενά του Βοσπόρου την ανέδειξε σε ισχυρό οπτικό σύμβολο

της δύναμης και της οικονομικής ευρωστίας του αρχαίου Βυζαντίου. Είδαμε

ακόμη ότι το ξεχωριστό αυτό μνημείο ανακαινίστηκε πολυτελώς από τον

Κωνστάντιο: «…ὥσπερ καλύπτραν διαπλέκων χρυσῷ καὶ μορίοις».1766 Το

εξαιρετικό μέγεθος και την ομορφιά της επισήμανε ο Ιμέριος: «…στοὰν οἶμαι

βασίλειον κάλλει καὶ μεγέθει βεβαιουμένην…».1767 Η χρυσή οροφή αποτέλεσε

έκτοτε σήμα κατατεθέν της «Βasilicam inauratam et marmoribus decoratam».1768 Σε

ποια, άραγε, στοά άλλου οικοδομήματος της Κωνσταντινούπολης μπορούσαν να

βρουν καλύτερη εφαρμογή οι κολακευτικές εκφράσεις του νόμου για «ευρύτητα

χώρου», «διακοσμητική καλαισθησία», «αξιοθαύμαστη χωρητικότητα και

ομορφιά»1769 παρά για τη Βασίλειο Στοά όπου ήταν ήδη εγκατεστημένα τα

Παιδευτήρια της Πόλης; Σε ποιου άλλου οικοδομήματος τη βόρεια στοά υπήρχε η

1766 Θεμίστιος, Λόγοι (4), «Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», 83.12-13 (58c).
1767 Γ.1.1.
1768 Γ.1.6. Ακόμη, βλ. Γ.1.23. Γ.1.27. Γ.1.37.

1769 Codex Theodosianus, 814.2-4 (XV.1.53): «…in quibus tantum amplitudinis et decoris esse monstratur,

ut publicis commodis possint capacitatis ac pulchritudinis suae admiratione sufficere...».

350
δυνατότητα να διατεθούν 31 αίθουσες διδασκαλίας, οι οποίες να έχουν κατά

μέσο όρο 4,5 μ. πλάτος, ενώ εάν η βόρεια στοά ήταν διπλή καθ’ ύψος ή κατά

πλάτος, τότε οι διαστάσεις αυτές θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες;

Μία σειρά στοιχείων, ακόμη, παραπέμπουν στη Βασίλειο Στοά. Οι εξέδρες

της βόρειας στοάς στις οποίες επρόκειτο να εγκατασταθούν οι 31 καθηγητές

ήταν ήδη υφιστάμενες.1770 Κατά τη γνώμη μου, η διατύπωση του νόμου του 425

δεν αναφέρεται σε εξέδρες γενικής χρήσης, αλλά συγκεκριμένα σε εξέδρες με

εκπαιδευτική χρήση. Βάσιμη ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι πίσω από τη

διατύπωση του νόμου διακρίνουμε επιρροές από την περιγραφή του Γυμνασίου

(παλαίστρα) από τον Βιτρούβιο στο De Architectura1771 με εκφράσεις όπως

«…exedrae spatiosae, habentes sedes, in quibus philosophi, rhetores reliquique que

studiis delectantur sedentes…»1772 και «…porticus…una, quae spectaverit ad

septentrionem, perficiatur duplex amplissima latitudine…».1773 Ουσιαστικά το

πρώτο χωρίο του δευτέρου αποσπάσματος του νόμου1774 του 425 εξυμνεί την

καταλληλότητα του οικοδομήματος, στο οποίο λειτουργούν τα αυτοκρατορικά

Παιδευτήρια (auditorium specialiter nostrum), δηλαδή την τετράστωη Βασίλειο

Στοά, με τη μνημειώδη βόρεια στοά, προσαρμόζοντας την περιγραφή της στο

ιδανικό Γυμνάσιο του Βιτρουβίου. Την παρουσία εξέδρας με καθηγητικό θρόνο

και εκπαιδευτική χρήση στην Αγορά-Βασιλική επισημάναμε νωρίτερα στο

τέταρτο κεφάλαιο (Δ.4.1) με αφορμή τις περιγραφές του Λιβανίου1775 και του

Θεμιστίου.1776

Ο νόμος, ακόμη, παραγγέλλει από τις εξέδρες μόνο εκείνες που είναι

χαμηλές και στενές να ενωθούν με τα εφαπτόμενα και από τις δύο πλευρές τους

1770 Codex Theodosianus, 814.1-2 (XV.1.53): «Exsedras, quae septentrionali videntur adhaerere porticui...»
1771 Σύμφωνα με τον Vitruvius, De Architectura, V.11.1-4, τα γυμνάσια (παλαίστρες) είναι τετράστωα
με τρεις απλές και μία διπλή στοά, η οποία είναι στραμμένη προς τον βορρά και έχει μεγάλο
πλάτος. Στις στοές υπάρχουν ευρύχωρες εξέδρες, ενώ οι πιο εξέχουσες αίθουσες, όπως το εφηβαίο,
που είναι μία διπλή σε μέγεθος εξέδρα με καθίσματα, βρίσκονται στη βόρεια στοά. Ακόμη, βλ.
Delorme, Gymnasion, 489-491, 496-497.
1772 Vitruvius, De Architectura, V.11.2.

1773 Vitruvius, στο ίδιο, V.11.3.

1774 Codex Theodosianus, 814.1-4 (XV.1.53), βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1769-1770.

1775 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1558.

1776 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1573.

351
κελιά, προκειμένου να γίνουν πιο ευρύχωρες.1777 Ο λατινικός όρος «cellularum»

μας θυμίζει την αναφορά στα δημόσια διδασκαλεία του πρώτου αποσπάσματος:

«publicis magistrationibus cellulisque».1778 Και πάλι ο νομοθέτης αναφέρεται σε

υφιστάμενες αίθουσες δημόσιας διδασκαλίας. Αυτά τα κελιά, που βρίσκονται το

ένα δίπλα στο άλλο, δεν είναι άλλα από τα συνεχόμενα επιμήκη δωμάτια στο

πίσω τμήμα της βόρειας στοάς της Βασιλικής, τα οποία πρόκειται να ενωθούν με

τις εξέδρες, προκειμένου να διαμορφωθούν ικανοποιητικού μεγέθους αίθουσες

διδασκαλίας.

Ένα μνημειακό συγκρότημα παρόμοιο με το «auditorium specialiter

nostrum», όπως περιγράφεται από το νόμο του 425, έφεραν στο φως ανασκαφές

της πολωνικής αρχαιολογικής σχολής στην τοποθεσία Kom El-Dikka στο κέντρο

περίπου της Αλεξάνδρειας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Είκοσι επιμήκεις

ορθογώνιες αίθουσες διδασκαλείας-auditoria συνθέτουν ένα μεγάλο

εκπαιδευτικό ίδρυμα που γειτνιάζει με ένα συγκρότημα λουτρών (εικ. 157). Οι

αίθουσες αναπτύσσονται στο πίσω τμήμα μιάς μεγάλης στοάς παράλληλα με

τον κατά μήκος άξονά της. Με τη στενή όψη τους πλαισιώνουν το πέρασμα

επικοινωνίας, που διαμορφώνεται προς τις γειτονικές θέρμες.1779 Στο εσωτερικό

τους με κτιστά τοιχία διαμορφώνονται ορθογώνιες, ημικυκλικές ή αψιδωτές σε

κάτοψη εξέδρες με αναβαθμούς, που περιτρέχουν τους τρεις πλευρικούς τοίχους

και καταλήγουν σε καθηγητικό θρόνο στον υψηλότερο αναβαθμό στο κέντρο της

εξέδρας (εικ. 158-159).1780 Ακόμη εντοπίστηκαν αίθουσες οι οποίες προήλθαν από

τη συνένωση δύο δωματίων, το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πίσω από το άλλο.

Στη δεύτερη περίπτωση οι ημικυκλικές εξέδρες εξέχουν και διαγράφονται

εξωτερικά των αιθουσών με τη μορφή αψίδων. Μία κανονικών διαστάσεων

μακρόστενη αίθουσα διδασκαλείας έχει μήκος από 9 μ. έως 11 μ. και πλάτος

περίπου 5 μ. Ωστόσο υπάρχει και μικρότερη αίθουσα μήκους 7 μ. και άλλες

μακρύτερες, που φθάνουν τα 16 μ. και 17 μ. Νότια δίπλα στην τελευταία αίθουσα

1777 Codex Theodosianus, 814.6-8 (XV.1.53): «His tamen ipsis, quae humiliores aliquanto adque angustiores
putantur, vicinarum spatia cellularum ex utriusque lateris portione oportet adiungi, ne quid aut
ministris eorundem locorum desit aut populis».
1778 Codex Theodosianus, 787.2 (XIV.9.3).

1779 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 17-21. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 472-473.

1780 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 21-29. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 473.

352
υπάρχει μικρό θέατρο από τα μέσα του 4ου αι., το οποίο αρχικά ήταν ανοικτό και

αργότερα γύρω στο έτος 500 μετατράπηκε σε στεγασμένο. 1781 Οι ανασκαφείς

θεωρούν ότι το συγκρότημα, η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε κατά τον ύστερο 5ο

ή τον πρώιμο 6ο αιώνα, παρέμεινε σε χρήση, πιθανώς, μέχρι τα τέλη του 7ου

αιώνα.1782

Υπολογίζεται ότι η κάθε αίθουσα θα χωρούσε περίπου 20 με 30 φοιτητές

και συνολικά το συγκρότημα θα εξυπηρετούσε 500 με 600 άτομα.1783 Η

κυκλοτερής εσωτερικά διαμόρφωση των αιθουσών αυτών μας θυμίζει την

παρατήρηση του Ψευδο-Ηλία στα «Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας», 1784 όπου ο

όρος διατριβή ταυτίζεται με τον όρο εξέδρα. Ουσιαστικά το συγκρότημα της

Αλεξάνδρειας μας παρέχει μία ανάγλυφη εικόνα της μορφής των αιθουσών

διδασκαλίας της ύστερης αρχαιότητας, η οποία αποτυπώνει την εξέλιξη της

εξέδρας των αρχαίων Γυμνασίων1785 προς την απομόνωση και την

εσωτερικοποίηση. Συγχρόνως μας προσφέρει το πλησιέστερο μνημειακό

παράλληλο1786 στις περιγραφές του νόμου του 425 για το αυτοκρατορικό ίδρυμα

της Κωνσταντινούπολης. Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του συγκροτήματος της

Αλεξάνδρειας γύρω από μία στοά αναδεικνύει την καταλληλότητα της

Βασιλικής Στοάς να φιλοξενήσει τις 31 καθηγητικές έδρες σε διαφορετικές

αίθουσες και να υλοποιήσει την παραγγελία του τελευταίου χωρίου του πρώτου

αποσπάσματος για απομόνωση από εξωτερικούς θορύβους.1787 Το γεγονός ότι η

βόρεια στοά είχε υψομετρική διαφορά 12 μ. βόρεια με τη συνοικία των

Χαλκοπρατείων και νότια μεσολαβούσε ο αύλειος χώρος πλάτους περίπου 64 μ.

θα καθιστούσε εφικτή στα παιδευτήρια την απαραίτητη απομόνωση και ησυχία.

Το επόμενο βασικό ζήτημα που αναδύεται από την περιγραφή του νόμου

είναι η μορφή του οικοδομήματος και η χρήση των πλαϊνών στοών του. Εκτός

1781 Mckenzie, «Late Antique Alexandria», 75-77.


1782 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 29-38. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 474.
1783 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 25. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 473, 476.

1784 Ἠλίας, Προλεγόμενα τῆς Φιλοσοφίας, 21.29-30: «διὰ τοῦτο γὰρ τὰ θέατρα κυκλοτερῆ διὰ τὸ

ἀλλήλους βλέπειν, καὶ αἱ διατριβαὶ κυκλοτερεῖς, ἵνα ὁρῶσιν ἀλλήλους καὶ τὸν διδάσκαλον».
Ακόμη, βλ. Majcherek, «Late Roman Auditoria», 41.
1785 Welch, «Some Architectural Prototypes», 117-118, 121.

1786 Majcherek, «Late Roman Auditoria», 44. Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 476.

1787 Codex Theodosianus, 787.19-22 (XIV.9.3): «..ita ut unicuique loca specialiter deputata adsignari faciat

tua sublimitas, ne discipuli sibi invicem possint obstrepere vel magistri neve linguarum confusio
permixta vel vocum aures quorundam aut mentes a studio litterarum avertat».

353
από τη βόρεια στοά, αναφέρονται η ανατολική και δυτική πλευρά του κτηρίου. 1788

Καθώς και οι πλευρές αυτές συνδέονται με εξέδρες, θα πρέπει να

αποκατασταθούν αντίστοιχα ως στοές. Οι πλευρές αυτές δεν είχαν ανοίγματα

εισόδων με αποτέλεσμα να είναι απομονωμένες από τους περιβάλλοντες

δρόμους.1789 Μολονότι δεν γίνεται λόγος για νότια πλευρά ή στοά στον νόμο,

ωστόσο η επισήμανση ότι η ανατολική και η δυτική πλευρά δεν είχαν πρόσβαση

σε δρόμο σημαίνει οπωσδήποτε ότι το κτήριο ήταν κλειστό και από τη νότια

πλευρά του. Προκύπτει εμμέσως, δηλαδή, ότι το περιγραφόμενο οικοδόμημα

ήταν τετράστωο.

Η χωροθέτηση και η αρχιτεκτονική διαμόρφωση της Βασιλικής

ανταποκρίνονται στα δεδομένα του νόμου. Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.2) είδαμε

ότι ο κατά μήκος άξονας του μνημείου αναπτυσσόταν παράλληλος με τις

ισοϋψείς καμπύλες της κατωφέρειας του δεύτερου λόφου. Αυτό είχε ως

αποτέλεσμα η νότια στοά να θεμελιώνεται απευθείας στο φυσικό έδαφος, αλλά

το δάπεδο της βόρειας να έχει υψομετρική διαφορά περίπου 4 έως 6 μ. από την

επιφάνειά του (εικ. 132). Κατά συνέπεια η ανατολική και η δυτική στοά

αναπτύσσονταν σε κεκλιμένο έδαφος με υψομετρική διαφορά περίπου 4 μ. από

νότο προς βορρά. Δεν θα ήταν, άρα, πρακτικό να διανοιχτούν είσοδοι στις στενές

και υπό κλίση πλευρές του Τετραστώου. Άλλωστε όταν ολοκληρώθηκε η

διαμόρφωσή του κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η ανατολική πλευρά του δεν είχε

αποκτήσει ακόμη μεγάλη σημασία, όπως θα γινόταν αργότερα χάρη στη

γειτνίασή της με τα σημαντικότερα μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Το

γεγονός ότι η νότια στοά δεν αναφέρεται καθόλου στον εκπαιδευτικό νόμο μάς

επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτή ήταν η έδρα των δικαστηρίων της

Βασιλικής.

Και ερχόμαστε σε ένα από τα πιο δύσκολα σημεία του νόμου, την

παραχώρηση των αιθουσών (εξεδρών) της ανατολικής και δυτικής στοάς για τη

λειτουργία των εστιατορίων1790, τα οποία μάλιστα χαρακτηρίζονται ως «παλαιά»

1788 Codex Theodosianus, 814.4-5 (XV.1.53): «…orientali quam occidentali lateri...».


1789 Codex Theodosianus, 814.5 (XV.1.53): «…quas nulla a platea aditus adque egressus patens pervias
facit...».
1790 Codex Theodosianus, 814. 6 (XV.1.53): «…veterum usibus popinarum iubebit adscribi».

354
(veterum), δηλαδή λειτουργούσαν εκεί πολλά χρόνια. Αυτό το δεδομένο του

νόμου και μάλιστα η παλαιότητά του είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευθεί στην

περίπτωση του Καπιτωλίου. Αλλά και στην περίπτωση της Βασιλικής Στοάς τι

θέση είχαν τα παλαιά εστιατόρια σε έναν χώρο αφιερωμένο στην ανώτερη

παιδεία; Ακόμη περισσότερο γιατί ο νόμος του 425, ενώ αναδιοργανώνει την

παιδευτική λειτουργία του ιδρύματος, κατοχυρώνει τη συνέχεια της λειτουργίας

τους δίπλα σε αυτό;

Ωστόσο, η συνύπαρξη της πνευματικής δραστηριότητας με χώρους

εστίασης δεν ήταν κάτι καινούριο. Ο συνδυασμός αυτός που ανιχνεύεται στο

Συμπόσιον του Πλάτωνα και χαρακτηρίζει την λειτουργία της σχολής του

Αριστοτέλη στην Αθήνα1791 αποκτά συστηματικό χαρακτήρα στο πλαίσιο του

σημαντικότερου επιστημονικού ιδρύματος του αρχαίου κόσμου, του Μουσείου

της Αλεξανδρείας, το οποίο σύμφωνα με τον Στράβωνα διέθετε: «οἶκον μέγαν ἐν

ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν».1792 Μάλιστα

αυτό το χαρακτηριστικό είχε τόσο κεντρική σημασία ώστε κατά τους ρωμαϊκούς

χρόνους η απόκτηση της ιδιότητας του μέλους του Μουσείου δηλωνόταν ως

συμμετοχή στην τράπεζά του: «τοῖς ἐν τῷ Μουσείῳ σιτουμένοις».1793 Η δωρεάν

σίτιση εκτός από τιμητική διάκριση και οικονομική ωφέλεια, επέτρεπε στα μέλη

του Μουσείου να επιδίδονται απερίσπαστοι στις έρευνές τους, και κυρίως να

μοιράζονται τις γνώσεις και τους στοχασμούς τους κατά την κοινή τράπεζα, το

«συσσίτιον». Κατά τη γνώμη μου τα παλαιά εστιατόρια της Βασιλικής Στοάς, τη

συνέχεια της λειτουργίας των οποίων κατοχυρώνει ο νόμος του 425 στην

ανατολική και δυτική στοά1794 ακριβώς δίπλα στο «auditorium specialiter

nostrum», απηχούν αυτή την πνευματική παράδοση. Όπως και η Βιβλιοθήκη, τα

εστιατόρια συνιστούν σημαντική υποστηρικτική δραστηριότητα της λειτουργίας

του αυτοκρατορικού εκπαιδευτικού συγκροτήματος στην Αγορά-Βασιλική.

Συγχρόνως όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, το εκπαιδευτικό ίδρυμα με τα εστιατόρια

και τη Βιβλιοθήκη του στο άμεσο περιβάλλον του Παλατίου της

1791 Watts, City and School, 146 και σημ. 19.


1792 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.17-19.
1793 Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστών, 1.22. Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1640.

1794 Ο Coulton, Greek Stoa, 10-11, έχει δείξει ότι οι δημόσιες εστιάσεις αποτελούσαν μία συνήθη

δραστηριότητα στο οικοδόμημα της στοάς.

355
Κωνσταντινούπολης απηχούν μία συνειδητή σχέση με το αρχέτυπο του

Αλεξανδρινού Μουσείου.

Πλέον μπορούμε να προσεγγίσουμε ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα

του νόμου του 425, το οποίο αγνοήθηκε συστηματικά από όλους σχεδόν τους

μελετητές, δηλαδή την παράμετρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Σύμφωνα

με το δεύτερο απόσπασμα1795, το δικαίωμα ιδιοκτησίας κάποιων κελιών της

βόρειας στοάς, που πρόκειται να ενωθούν με τις γειτονικές εξέδρες, έχει

παραχωρηθεί σε ιδιώτες με τρεις τρόπους: αυτοκρατορική γενναιοδωρία, δωρεά,

αγορά. Οι ιδιώτες αυτοί θα εισπράξουν αναγκαστικά από το δημόσιο ταμείο την

αξία των κελιών τους, προκειμένου να ενσωματωθούν στις αίθουσες που θα

φιλοξενήσουν τις καθηγητικές έδρες. Από την περιγραφή προκύπτει ότι το

οικοδόμημα είχε αρχικά δημόσιο χαρακτήρα και αργότερα κάποια τμήματα του

«ιδιωτικοποιήθηκαν».

Αυτή η συνύπαρξη δημόσιας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας στο ίδιο κτήριο

δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί στην περίπτωση του Καπιτωλίου.1796 Ωστόσο

στην περίπτωση της Βασιλικής Στοάς τεκμηριώνεται επαρκώς. Το ιδιοκτησιακό

καθεστώς της Βασιλικής έχει την αφετηρία του στον δημόσιο χαρακτήρα της

Αγοράς του Ζευξίππου. Γνωρίζουμε ότι οι αρχές των πόλεων είχαν τη

δυνατότητα να διαχειρίζονται τις στοές ως δημόσια περιουσία, να μισθώνουν

δωμάτια (cella), τον αύλειο χώρο, ακόμη και να υποθηκεύουν τμήματα ή

ολόκληρες στοές1797, τα οποία ενίοτε περνούσαν στην ιδιοκτησία των δανειστών.

Ειδικά, η αναφορά στην αυτοκρατορική γενναιοδωρία, «imperatoria largitate»1798,

παραπέμπει στον γειτονικό νόμο1799 του έτους 412 στον Θεοδοσιανό κώδικα,

μέσω του οποίου, όπως είδαμε, παραχωρήθηκε σε ιδιώτες το δικαίωμα κατοχής

τμημάτων της Βασιλικής (basilicae vetustae) σε αντάλλαγμα για την

απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους στη θέση των οποίων ανεγέρθηκε μία

μεγαλοπρεπής στοά μπροστά από τις Ονωριανές Θέρμες της 5ης ρεγιώνας. Ο

νόμος αυτός, που εκδόθηκε από τους αυτοκράτορες Ονώριο (393-423) και

1795 Codex Theodosianus, 814.8-11 (XV.1.53).


1796 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1732.
1797 Coulton, Greek Stoa, 11, 16-17.

1798 Codex Theodosianus, 814.9 (XV.1.53).

1799 Codex Theodosianus, 813 (XV.1.50), βλ. Γ.1.2.

356
Θεοδόσιο Β’ (408-450), θα πρέπει να αποδοθεί σε πρωτοβουλία του Ονωρίου,

καθώς απέβλεπε στην αναβάθμιση του μνημειακού περιβάλλοντος ενός

μνημείου που έφερε το όνομα του, ενώ ο Θεοδόσιος ήταν ακόμη μόνο 11 ετών.

Έτσι εξηγείται και γιατί 13 χρόνια αργότερα, όταν ο Θεοδόσιος ανακάλεσε αυτή

την, μάλλον, ατυχή αυτοκρατορική παραχώρηση για το κύρος του εκπαιδευτικού

συγκροτήματος της Βασιλικής αντικαθιστώντας τη με οικονομική αποζημίωση,

χαρακτήρισε κολακευτικά ως «imperatoria largitate» έναν νόμο που εκδόθηκε στο

όνομά του. Το γεγονός ότι περίπου δύο χρόνια νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή ο

Ονώριος θα πρέπει να διευκόλυνε την απόφασή του. Στο τέταρτο κεφάλαιο

(Δ.3.3) είδαμε ότι λίγα χρόνια αργότερα, το έτος 440, με έναν άλλο νόμο 1800 που

συμπεριλήφθηκε στον Ιουστινιάνειο κώδικα, ο Θεοδόσιος επιχείρησε να

απομακρύνει εντελώς από τη Βασιλική τα τελευταία «ενοχλητικά» απομεινάρια

των δραστηριοτήτων της Αγοράς του Ζευξίππου, που κατέστησαν ασύμβατα με

τις αναβαθμισμένες λειτουργίες του μνημείου.

Κατά τη γνώμη μου το δεύτερο απόσπασμα του εκπαιδευτικού νόμου του

έτους 425 αποτυπώνει με φωτογραφική ακρίβεια ένα συγκεκριμένο οικοδόμημα

της πόλης στο οποίο, ήδη, λειτουργούσε το αυτοκρατορικό «auditorium specialiter

nostrum» με κατάλληλες (εξέδρες) και παλαιές (εστιατόρια) υποδομές. Το κτήριο

αυτό δεν ήταν, βέβαια, το πιθανώς πρόσφατα μετασκευασμένο σε Μουσείο

Καπιτώλιο, αλλά η έδρα των Παιδευτηρίων της Πόλης από την εποχή του

Κωνσταντίνου, η Αγορά-Βασιλική, η ταύτιση της οποίας ικανοποιεί πλήρως όλες

τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος του 425.1801 Όλα τα στοιχεία οδηγούν στο

συμπέρασμα ότι τα Παιδευτήρια της Βασιλικής με τον νόμο του 425 όχι μόνο δεν

απομακρύνθηκαν από το μνημειακό κέντρο, αλλά αντίθετα αναδιοργανώθηκαν

και αναβαθμίστηκαν με την επέκταση της λειτουργίας τους και την ανακαίνιση

των κτηριακών υποδομών τους.

Codex Justinianus, VIII.11.21, βλ. Γ.1.6.


1800

1801Το γεγονός ότι κατά τα φοιτητικά χρόνια του Ιουλιανού τα Παιδευτήρια βρίσκονταν στη
Βασιλική σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σωκράτη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 188.3-4 (ΙΙΙ.1.9):
«Ἰουλιανὸς δὲ αὐξηθεὶς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει παιδευτῶν ἠκροᾶτο, εἰς τὴν βασιλικὴν, ἔνθα
τότε τὰ παιδευτήρια ἦν…», βλ. Γ.1.4, δεν συνεπάγεται ότι στην εποχή του συγγραφέα, πλέον, δεν
βρίσκονταν εκεί, όπως έχει υποστηριχθεί. Η διατύπωση του Σωκράτη, μάλλον, τονίζει την
πρωιμότητα ή την αποκλειστικότητα της παρουσίας των παιδευτηρίων στη Βασιλική.

357
Τα Μουσεία-Παιδευτήρια και η Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης

αποτέλεσαν ένα συνειδητό εγχείρημα των αυτοκρατόρων του 4ου αιώνα, που

κορυφώθηκε κατά τον πρώιμο 5ο αιώνα στο πιο κεντρικό σημείο της Πόλης, στο

άμεσο περιβάλλον των βασιλικών ανακτόρων, αναδεικνύοντας τη σημασία της

ανώτερης εκπαίδευσης ως μιάς κεντρικής λειτουργίας του δημόσιου βίου.

Χωροθετώντας το «auditorium specialiter nostrum» με τις ανακαινισμένες

εξέδρες και τα εστιατόριά του στη Βασίλειο Στοά δίπλα στη Βιβλιοθήκη, ένα

ακόμη στοιχείο αποκτά ξεχωριστή σημασία. Η συνύπαρξη της εκπαιδευτικής

διαδικασίας με τη δυνατότητα σωματικής άσκησης και αναψυχής, που

εντοπίζεται στην Αλεξάνδρεια1802, διαφωτίζει την άμεση τοπογραφική σχέση των

Παιδευτηρίων της Βασιλικής με το Γυμνάσιο-Θέρμες του Ζευξίππου. Το γεγονός

ότι η κεντρική ιδέα του γλυπτικού διακόσμου του Γυμνασίου διαγώνια απέναντι

από τη Βασιλική περιστρέφεται γύρω από την έννοια της παιδείας1803

υποδεικνύει ότι τα δύο συγκροτήματα σχετίζονταν λειτουργικά,

συμπληρώνοντας ένα σύνολο δυνατοτήτων διδασκαλίας, μελέτης, άσκησης και

αναψυχής στο περιβάλλον των Μουσών.1804

Ο Θεοδόσιος όχι μόνο δεν διέρρηξε την θαυμαστή ενότητα του

παιδευτικού εγχειρήματος στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, αλλά

συνέχισε και κορύφωσε την πολιτική των προκατόχων του. Το αποκλειστικά

αυτοκρατορικό «auditorium» μαζί με τη Βιβλιοθήκη του αναδείχτηκαν σε ένα

από τους κορυφαίους θεσμούς του δημόσιου βίου της Πόλης. Αρκετοί μελετητές

διακρίνουν πίσω από την εκπαιδευτική πολιτική του Θεοδοσίου την επιρροή της

λόγιας συζύγου του Αθηναΐδος-Ευδοκίας, κόρης καθηγητή φιλοσοφίας από την

Αθήνα.1805 Κατά τη βασιλεία του εκδόθηκαν νόμοι που κατοχύρωναν τα

προνόμια των καθηγητών.1806 Μισό μήνα μετά τον εκπαιδευτικό νόμο του 425

απονεμήθηκε η comitiva πρώτης τάξεως σε 6 καθηγητές και θεσπίστηκε η

1802 Mckenzie, «Late Antique Alexandria», 77-79.


1803 Βλ. ανωτέρω, κεφάλαιο Ε.1, εισαγωγή.
1804 Cribiore, «Spaces for Teaching», 145.

1805 Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 5-6. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 62, σημ. 53. Cameron, «Empress

and the Poet», 285-287. Schlange-Schöningen, Kaisertum, 118.


1806 Codex Theodosianus, ΧΙΙΙ.3.16, 17 (30.11.414), 18 (19.08.427).

358
απονομή της σε όσους καθηγητές συμπλήρωναν 20 χρόνια διδασκαλίας. 1807 Το

έτος 429 εξαγγέλθηκε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα για την κωδικοποίηση

ολόκληρης της ρωμαϊκής νομοθεσίας, το οποίο είχε ως καρπό τον Θεοδοσιανό

κώδικα το έτος 438, στην υλοποίηση του οποίου, πιθανότατα, συνέβαλαν το

επιστημονικό προσωπικό και οι αρχειακές υποδομές των Παιδευτηρίων, της

Βιβλιοθήκης και των Δικαστηρίων της Βασιλικής. 1808

Σύμφωνα με την W. Wolska-Conus1809 σε μία στοά του «Πανεπιστημίου»

της Κωνσταντινούπολης θα πρέπει να βρισκόταν εκτεθειμένος ένας μεγάλων

διαστάσεων χάρτης της οικουμένης, τον οποίο γνωρίζουμε χάρη στο

αφιερωματικό επίγραμμά του (435), το οποίο εξυμνεί τη σοφία, «Sapientia», του

Θεοδοσίου. Το εγχείρημα αυτό, «στὸ ὁποῖο σημειώνονται οἱ θάλασσες, τὰ βουνὰ,

τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες, οἱ πορθμοὶ καὶ οἱ πόλεις» ολόκληρου του κόσμου,

σύμφωνα με την ίδια και τον Dagron1810, απηχεί με τον επίσημο χαρακτήρα και

τη φιλόδοξη οικουμενικότητά του τον χάρτη που εκπoνήθηκε στα χρόνια του

Αυγούστου με μέριμνα του Αγρίππα και εκτέθηκε επίσημα το έτος 7 μ.Χ. στη

Στοά της Πόλλας (Vipsania) στη Ρώμη. Αυτή την επιστημονική διάθεση μελέτης

για τους «ξένους λαούς» και τη «γνώση της Γης», περίπου 10 χρόνια νωρίτερα,

απηχεί το προοίμιο της Urbs Constantinopolitana Nova Roma.1811 Ο χάρτης θα

ήταν ένα πολύ ταιριαστό κόσμημα για το αυτοκρατορικό Παιδευτήριο της

Βασιλείου Στοάς στο μνημειακό κέντρο της πρωτεύουσας του οικουμενικού

ρωμαϊκού κράτους, δίπλα στα ανάκτορα του βασιλιά του.

1807 Codex Theodosianus, VI.21.1 (15.03.425). To «memorato auditorio», το οποίο, επίσης, δεν αναφέρεται
ποιο είναι, πρέπει να ταυτίζεται με το «auditorium specialiter nostrum» της Βασιλικής.
1808 Στις 26 Μαρτίου 429 εξαγγέλθηκε στη Σύγκλητο, βλ. Codex Theodosianus, Ι..1.5, η κωδικοποίηση

των νόμων από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι τη βασιλεία του Θεοδοσίου Β΄, η οποία μαζί με
τον Γρηγοριανό και τον Ερμογενειανό κώδικα, θα αποτελούσαν τη βάση για μία συνολική
κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου. Από το μεγαλόπνοο αυτό στόχο επιτεύχθηκε το πρώτο μέρος,
με την έκδοση περισσότερων από 2.500 αυτοκρατορικών νομοθετημάτων των ετών 313-437 στο
Θεοδοσιανό κώδικα το έτος 438. Το δεύτερο σκέλος του προγράμματος υλοποιήθηκε τελικά στα
χρόνια του Ιουστινιανού, βλ. Jones, LRE, 475-476. Honoré, Law, 124-127. Matthews, Theodosian Code, 10-
12. Το εγχείρημα είχε πολύ μεγάλη πρακτική, πολιτική και πολιτιστική σημασία. Η συμβολή των
καθηγητών και σχολαστικών της Βασιλικής, του αρχείου και της Βιβλιοθήκης της πρέπει να
θεωρείται δεδομένη.
1809 Wolska-Conus W., «Deux Contributions à l’histoire de la Géographie», TM 5 (1973), 259-279, κυρίως

274-279. Πιθανώς ο χάρτης συνοδευόταν από ένα κείμενο, το οποίο βοηθούσε τους φοιτητές να
διαβάζουν τις επεξηγηματικές επιγραφές του, το οποίο ταυτίζεται πιθανώς με το Divisio orbis
terrae. Για τις εκδόσεις του κειμένου αυτού, βλ. στο ίδιο, 274, σημ. 1.
1810 Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 78-81.

1811 Notitia Urbis, 229.4-11. Για ελλην. μεταφρ., βλ. Berger, Κωνσταντινούπολη, 147.

359
Ε.1.4. Η Βασιλική των Παιδευτηρίων από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα

Κατά τους επόμενους αιώνες λιγοστές μαρτυρίες μάς παρέχουν

αποσπασματικές πληροφορίες για το αυτοκρατορικό εκπαιδευτικό συγκρότημα

στη Βασίλειο Στοά. Ο επόμενος σημαντικός σταθμός στην ιστορία του υπήρξε η

καταστροφική πυρκαγιά1812 του έτους 476 κατά την εξέγερση του Βασιλίσκου.

Σύμφωνα με τους Κεδρηνό1813 και Ζωναρά1814, ο οποίος επικαλείται τη μαρτυρία


του σύγχρονου με τα γεγονότα ιστορικού Μάλχου1815, η Βασιλική και η

Βιβλιοθήκη, που είχε φθάσει σε αριθμό τους 120.000 τόμους, καταστράφηκαν.

Ανάμεσα στα βιβλία ξεχώριζε ένα ειλητάριο από έντερο δράκοντα μήκους 120

ποδών, στο οποίο αναγράφονταν με χρυσά γράμματα η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.

Ωστόσο ο Ιωάννης Αντιοχεύς1816 μας πληροφορεί ότι ο ύπατος Ίλλος το έτος 478

προχώρησε στην αποκατάσταση της Βασιλικής Στοάς, την οποία επιβεβαιώνουν

οι συχνές αναφορές των πηγών.1817

Μολονότι δεν αναφέρεται ξεχωριστά η αποκατάσταση της Βιβλιοθήκης,


ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες που υποδεικνύουν τη συνέχειά της. Ο Αγαθίας

κοντά έναν αιώνα αργότερα μας πληροφορεί για κάποιο Ουράνιο που

διαπληκτιζόταν συχνά με όσους σύχναζαν «πρὸ τῆς βασιλείου στοᾶς καὶ ἐν τοῖς

τῶν βιβλίων…πωλητηρίοις».1818 Ο Speck1819 χρησιμοποιεί την αναφορά του


Αγαθία ως ένδειξη για τη συνέχεια της εκπαιδευτικής λειτουργίας του μνημείου,

χαρακτηρίζοντας τον Ουράνιο ως παρωδία του Σωκράτη. Ωστόσο η ύπαρξη

βιβλιοπωλείων αποτελεί σοβαρή ένδειξη κυρίως για τη συνέχεια της λειτουργίας

1812 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 391-394.


1813 Γ.1.40.
1814 Γ.1.43. Ο Στάικος, Ιστορία της Βιβλιοθήκης ΙΙΙ, 93, θεωρεί με βάση τη μαρτυρία του Ζωναρά ότι η

καταστροφή της Βιβλιοθήκης δεν υπήρξε ολοκληρωτική και πως ό,τι περισώθηκε αποτέλεσε τον
πυρήνα της νέας Βιβλιοθήκης που επανασυστήθηκε επί Ζήνωνος. Ωστόσο συνδέει λανθασμένα με
την ανακαίνιση της Βιβλιοθήκης τα επιγράμματα της Πλανούδειας Ἀνθολογίας, IV.70-71. Βλ.
Feissel, «Philadelphion», 515-521.
1815 Η Σούδα που διασώζει την ανάμνηση της μαρτυρίας του Μάλχου αναφέρει μόνο τον εμπρησμό

της δημόσιας Βιβλιοθήκης, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1118.


1816 Γ.1.18.

1817 Κατά τις πυρκαγιές της Στάσης του Νίκα, το έτος 532, το κτήριο δεν υπέστη μεγάλες

καταστροφές. Αναφέρεται μόνο το προσκιόνιο ή προσκήνιο της Βασιλικής, που βρισκόταν στην
ανατολική πλευρά του, βλ. Γ.1.21, Γ.1.26, Γ.1.39 και Γ.1.42.. Ωστόσο πυρπολήθηκε το Οκτάγωνο, βλ.
Γ.1.22.
1818 Γ.1.15.

1819 Speck, «Review», 15, σημ. 25.

360
της Βιβλιοθήκης. Τα πωλητήρια βιβλίων, όπως γνωρίζουμε από τη Ρώμη1820,

είχαν ως βασική αποστολή να αντιγράφουν χειρόγραφα, τα οποία δανείζονταν

συνήθως από βιβλιοθήκες ή ιδιώτες για να ικανοποιήσουν ιδιωτικές

παραγγελίες και η πλέον ενδεδειγμένη θέση τους ήταν κοντά σε κάποια

Βιβλιοθήκη. Στο παρόν κεφάλαιο (Ε.4) θα διαπιστώσουμε ότι η συλλογική μνήμη

της Πόλης διαφύλαξε την ανάμνηση ότι η Βασιλική συνέχισε για πολλά χρόνια

ακόμη να αποτελεί χώρο φύλαξης βιβλίων.

Η βασική μαρτυρία που βεβαιώνει ότι η Βασιλική κατά τον 6ο αιώνα

συνέχισε να αποτελεί το επίκεντρο της διδασκαλίας του δικαίου είναι ένα

επίγραμμα που αποδίδεται στο περιβάλλον του Αγαθία και χρονολογείται στην

εποχή του Ιουστινιανού.1821 Το λήμμα: «Εἰς τὴν βασιλικὴν τῶν παιδευτηρίων ἐν

Βυζαντίῳ» αποτελεί απευθείας αναφορά στο χωρίο του Σωκράτη για τα

φοιτητικά χρόνια του Ιουλιανού.1822 Η Βασιλική κατά τον 6ο αιώνα υπήρξε

σημαντική όχι μόνο για τη διδασκαλία του δικαίου, αλλά και για την

αναδιοργάνωση της δικαστικής λειτουργίας, όπως θα δούμε. Η συνύπαρξη των

δικαστηρίων με τα μουσεία μαρτυρείται στην Αγορά-Βασιλική, ήδη, από τον

Θεμίστιο.1823 Ο Schlange-Schoningen1824 επεσήμανε τη σχέση του πρακτικού

μέρους της διδασκαλίας της ρητορικής και του δικαίου με τη δικονομική

διαδικασία. Ωστόσο η διατύπωση του επιγράμματος: «Χῶρος ἐγὼ θεσμοῖσιν

ἀνειμένος· ἐνθάδε πηγὴ/ἄφθονος Αὐσονίων ἐκκέχυται νομίμων…» υποδεικνύει

τη Βασιλική ως επίκεντρο της νομικής ζωής της Κωνσταντινούπολης. Εδώ

εδράζεται η νομική σχολή της Πόλης, στην οποία μαζί με εκείνες της Ρώμης και

της Βηρυτού παρέχεται ρητά το δικαίωμα να διδάσκεται και να ερμηνεύεται το

σύνολο της Ιουστινιάνειας κωδικοποίησης.1825 Στη σχολή αυτή δίδαξαν κατά τη

1820 Blanck, Το βιβλίο, 160-173, κυρίως 169. Η περιοχή με τα περισσότερα βιβλιοπωλεία της Ρώμης
βρισκόταν στο Vicus Scandalarius κοντά στον ναό της Ειρήνης με τη δημόσια Βιβλιοθήκη της.
Ακόμη, βλ. Casson, Βιβλιοθήκες, 167-170.
1821 Γ.1.32 και σημ. 1152.

1822 Γ.1.4. Το λήμμα, το οποίο δεν αποτελεί απλώς έναν τοπογραφικό προσδιορισμό, αλλά ορισμό

της ιστορίας του κτηρίου, πρέπει να γράφτηκε κατά τον 6ο αιώνα, όπως και το επίγραμμα. Σχετικά
με τη χρονολόγηση παρόμοιων λημμάτων, βλ. Γ.1.30 και σημ. 1146.
1823 Θεμίστιος, Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ Φιλόσοφος», 43.19-44.7 (260b-c).

1824 Schlange-Schöningen, Kaisertum, 123.

1825 Digesta, const. Omnem, xvi (7).

361
βασιλεία του Ιουστινιανού οι περίφημοι αντικήνσορες (antecessores).1826 Πιθανώς,

απηχεί ακόμη την σχέση των καθηγητών, σχολαστικών, υποδομών και αρχείων

της Βασιλικής με το τεράστιο εγχείρημα της Ιουστινιάνειας κωδικοποίησης του

ρωμαϊκού δικαίου.1827

Μία άλλη βασική μαρτυρία επιβεβαιώνει τη λειτουργία της έδρας της

Φιλοσοφίας στη Βασίλειο Στοά. Bρίσκεται στο προοίμιο της Ιστορίας του

Θεοφύλακτου Σιμοκάττη, σε έναν φανταστικό διάλογο ανάμεσα στις

προσωποποιήσεις της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας. 1828 Η Φιλοσοφία δηλώνει ότι

εξοστρακίστηκε από τη Βασίλειο Στοά κατά την τυραννία του Φωκά (602-610),

αλλά ο Ηράκλειος την αποκατέστησε «πρὸς τὰ βασιλέων τεμένη». Με τον όρο

«βασιλέων τεμένη» θεωρούμε ότι και πάλι γίνεται γίνεται λόγος για τη Βασίλειο

Στοά.1829 Είδαμε νωρίτερα ότι κάποιοι ερευνητές με βάση την προηγούμενη και

κυρίως αυτή τη μαρτυρία θεώρησαν ότι η έδρα του «Πανεπιστημίου» επέστρεψε

από το Καπιτώλιο στη Βασιλική κατά τον ύστερο 6ο αιώνα, κάποιοι μάλιστα

ανακάλυψαν και το έτος 587 ως ακριβή χρονολογία. 1830

Η επόμενη μαρτυρία που μπορούμε να συνδέσουμε με το αυτοκρατορικό

εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Βασίλειο Στοά μας εισάγει στο α΄ μισό του 7ου αιώνα

και βρίσκεται στην αυτοβιογραφία του Αρμένιου Ανανία του Σιρακηνού

(Shirak).1831 Ο Ανανίας στην προσπάθειά του να σπουδάσει την «φιλοσοφία»

κατέληξε στην Τραπεζούντα όπου έγινε μαθητής του Τυχικού κατά την τρίτη

δεκαετία του 7ου αιώνα. Μία ομάδα νέων από την Κωνσταντινούπολη με τη

συνοδεία του διακόνου του Πατριαρχείου, Φιλαγρίου, ήλθαν για να ακούσουν

τον δάσκαλό του. Ο τελευταίος αγαπούσε τον Ανανία σε σημείο να τον ζηλεύουν

1826 Scheltema, Antécesseurs, 3-16. Ο Τρωιάνος Σ.Ν., Η θέση του Νομικού/Δικαστή στη Βυζαντινή
Κοινωνία, Αθήνα 1993, 14-19, θεωρεί ότι η διδασκαλία ανατέθηκε στους αντικήνσορες στο πλαίσιο
μιάς ευρύτερης αναδιάρθρωσης των νομικών σπουδών. Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού η θέση
τους στη διδασκαλία πέρασε στους σχολαστικούς.
1827 Για τα ονόματα των αντικηνσόρων που συμμετείχαν στην Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση και

αναφέρονται στα προοίμια του Κώδικα και του Πανδέκτη, βλ. Scheltema, Antécesseurs, 4. Επιπλέον, οι
περισσότεροι από τους υπόλοιπους αξιωματούχους που αναφέρονται, πιθανώς, θα ήταν απόφοιτοι
της σχολής του Δικαίου της Βασιλικής.
1828 Γ.1.19.

1829 Την ίδια άποψη έχουν οι Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 75-76 και Speck, «Review», 15, σημ. 25.

1830 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1726.

1831 Μπαρτικιάν Χρ. Μ., Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, Βυζαντινά Κείμενα & Μελέται 18,

Θεσσαλονίκη 1981, 60-62.

362
οι συμμαθητές του «τῆς βασιλικῆς αὐλῆς». Με τον όρο αυτό, «la cour royale» στη

γαλλική μετάφραση1832, οι Lemerle1833 και Speck1834 συμφωνούν ότι δηλώνεται η

Βασιλική Στοά της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο πρώτος σωστά παρατηρεί πως το

γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει μία εκκλησιαστικοποίηση της παιδείας. 1835 Η

πληροφορία σχετικά με το ταξίδι των φοιτητών από την Πόλη μόνο και μόνο για

να ακούσουν τον Τυχικό φαίνεται υπερβολική, καθώς ο Ανανίας τη χρησιμοποιεί

προκειμένου να αναδείξει τη μεγάλη φήμη του διδασκάλου του. Ωστόσο αυτό

που απηχείται εμμέσως και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η μεγάλη φήμη

του παιδευτηρίου της Βασιλικής εκτός της Κωνσταντινούπολης.

Οι μαρτυρίες αυτές υποδεικνύουν τη συνέχεια της εκπαιδευτικής

δραστηριότητας στη Βασίλειο Στοά κατά τον 6ο και το α’ μισό του 7ου αιώνα. Σε

αυτές δύο στοιχεία ακόμη μπορούμε να προσθέσουμε, τα οποία, ενδεχομένως,

απηχούν την ίδια δραστηριότητα. Το πρώτο είναι η αναφορά του 71ου κανόνα

της Πενθέκτης («ἐν Τρούλλῳ») Συνόδου (691), στη διδασκαλία των πολιτικών

νόμων.1836 Το δεύτερο στοιχείο αφορά τον τίτλο «οἰκουμενικὸς διδάσκαλος», ο

οποίος συνδέεται με ονόματα ανθρώπων του πνεύματος που έδρασαν στην

Κωνσταντινούπολη, όπως του Στεφάνου Αλεξανδρέα1837, κατά το πρώτο μισό του

7ου αιώνα, του εικονομάχου ποιητή Ιγνατίου1838, στα χρόνια της βασιλείας του

Λέοντα Γ’, και του Γεωργίου Χοιροβοσκού1839, του οποίου η δράση

αναχρονολογήθηκε από το δεύτερο μισό του 6ου στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα.

1832 Berbérian H., «Autobiographie d’ Anania Širacʽi», REArm 1 (1964), 191-194.


1833 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 79, σημ. 36.
1834 Speck, «Review», 15, σημ. 25.

1835 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 81.

1836 Σύνταγμα Β’, 469: «Τοὺς διδασκομένους τοὺς πολιτικοὺς νόμους μὴ δεῖν τοῖς Ἑλληνικοῖς ἔθεσι

κεχρῆσθαι…». Σύμφωνα με τον Τρωιάνο Σ., «Οι σπουδές του Δικαίου στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα στη
Μακεδονία κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα», Βυζαντινά 21 (2000), 475-492, κυρίως 477, στην
Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή πρέπει να υπήρχαν οργανωμένες νομικές σπουδές, που
λειτουργούσαν στο πλαίσιο ιδιωτικών σχολών, πιθανώς συντεχνιακής πρωτοβουλίας. Ωστόσο
καμία ένδειξη στον κανόνα δεν υποδηλώνει ιδιωτικού χαρακτήρα διδασκαλία. Ακόμη, βλ.
Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 50, σημ. 193.
1837 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 77, σημ. 29, 81. Wolska-Conus, «Stéphanos», 13-17, 21-24 και 87-

89.
1838 Wolska-Conus W., «De quibusdam Ignatiis», ΤΜ 4 (1970), 329-360, κυρίως 351-357 και 359-360.

Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 83-84. Speck, Kaiserliche Universität, 74-76, 89.


1839 Η δράση του παλαιότερα χρονολογούνταν κατά τα τέλη του 6ου αι., βλ. Lemerle, Βυζαντινός

Ουμανισμός, 76-77. Ο Theodoridis C., «Der Hymnograph Klemens terminus post quem für
Choiroboskos», BZ 73 (1980), 341-345, αναχρονολόγησε τη δράση του κατά το πρώτο μισό του 9ου αι.
Για το έργο του, βλ. Kaster, Guardians of Language, 394-396.

363
Ο τίτλος σχετίζεται πράγματι με την ανώτερη εκπαίδευση, αφού κατά τον 5ο

αιώνα συνοδεύει τα ονόματα καθηγητών της Νομικής Σχολής της Βηρυτού.1840 Η

αναφορά των Πατρίων για το Οικουμενικό Διδασκαλείο1841 που λειτουργούσε στο

Οκτάγωνο, αλλά και μία σειρά από πηγές με τις οποίες θα ασχοληθούμε

παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο (Ε.4) συσχετίζουν τον τίτλο αυτό, όπως θα δούμε,

με κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργούσε στην περιοχή της Βασιλικής.

Μέσα από όλα τα στοιχεία που παρουσιάσαμε προκύπτει ότι η

χωροθέτηση της ανώτερης παιδείας στην Αγορά του Ζευξίππου από τον Μ.

Κωνσταντίνο υπήρξε η απαρχή ενός μεγάλου αυτοκρατορικού παιδευτικού

εγχειρήματος που έλαβε χώρα στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης,

στο άμεσο περιβάλλον των Ανακτόρων. Η Βασίλειος Στοά με τις εξέδρες, τα

εστιατόρια και τη Βιβλιοθήκη σε άμεση σχέση με το Γυμνάσιο-Θέρμες του

Ζευξίππου αποτέλεσε το κέντρο της ανώτερης παιδείας της Πόλης. Το έτος 425

το αυτοκρατορικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Βασιλική αναβαθμίστηκε και

επεκτάθηκε με την ίδρυση 31 καθηγητικών εδρών. Παρά την καταστροφή που

υπέστη το οικοδόμημα αυτό κατά την πυρκαγιά του έτους 476, συνέχισε να

λειτουργεί ως αυτοκρατορικό καθίδρυμα στεγάζοντας, τουλάχιστον, τις έδρες

διδασκαλίας του Δικαίου και της Φιλοσοφίας.

Ε.2. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.5) είδαμε ότι η Βασιλική με την προσθήκη του

τριβουναλίου και αργότερα του aedes Augusti υπήρξε η έδρα της δικαστικής

λειτουργίας στα Forum των ρωμαϊκών πόλεων. Στην ελληνική Ανατολή,

αντίστοιχα, ο φυσικός χώρος της δικαστικής λειτουργίας, ως αναπόσπαστου

τμήματος του πολιτικού βίου, υπήρξε η Αγορά. Στο Βυζάντιο η λειτουργία αυτή

1840 Collinet, École de droit 124-157, 167-176. Ο Dvornik F., «Photius et la réorganisation de l’Académie
Patriarcale», AnBoll 68 (1950), 108-125, κυρίως 113-118, υποστήριξε ότι ο όρος, λόγω της σχέσης του με
τον πατριαρχικό τίτλο, αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη Πατριαρχικής Ακαδημίας. Ωστόσο, ο
Darrouzès J., Recherches sur les «offikia» de l’Eglise byzantine, Παρίσι 1970, 67-72, παρατηρεί ότι η
παλαιότερη μνεία του όρου, που μπορεί να συνδεθεί ασφαλώς με τη Μεγάλη Εκκλησία,
χρονολογείται κατά τον 11ο αιώνα. Για μία αναδρομή στο ζήτημα, βλ. Lemerle, Βυζαντινός
Ουμανισμός, 81-83. Ακόμη, βλ. Speck, Kaiserliche Universität, 65-66, σημ. 52.
1841 Γ.1.38.

364
πρέπει να εδραζόταν στο αρχαίο μνημειακό κέντρο, το Στρατήγιο, όπου

βρίσκονταν και οι φυλακές της πόλης.1842 Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα οι αγορές και

τα forum εξακολουθούν να αποτελούν τον φυσικό χώρο απονομής της

δικαιοσύνης.1843 Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.4.1) υποστηρίξαμε ότι, ήδη, κατά το

έτος 341/2 η λειτουργία αυτή μαζί με την εκπαιδευτική δραστηριότητα και το

Τυχαίο της Πόλης είχαν μεταφερθεί στο χώρο της Αγοράς του Ζευξίππου στο

άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου, όπου ο ανθύπατος Λιμένιος δίκασε τον

Λιβάνιο, σύμφωνα με την «αυτοβιογραφία» του. 1844 Με την ίδια Αγορά

συνδέσαμε τη διαμαρτυρία του Θεμιστίου στην ομιλία του «Φιλόσοφος ή

Βασανιστὴς» λίγα χρόνια αργότερα, ανάμεσα στα έτη 345-355, ότι τα δικαστήρια

συνυπήρχαν με τα Μουσεία της Πόλης στον χώρο της Αγοράς και ότι οι

διδάσκαλοι της ρητορικής δραστηριοποιούνταν συγχρόνως ως ρήτορες στα

δικαστήρια.1845

Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.4.2) είδαμε ακόμη ότι μέσα στο τρίτο τέταρτο

του 4ου αιώνα συντελέστηκαν ο καθοριστικός λειτουργικά επαναπροσδιορισμός

του μνημείου, η πολυτελής ανακαίνισή του, η συγκρότηση της δημόσιας

Βιβλιοθήκης και η μεταβολή της ονομασίας του. Με τον τρόπο αυτό η συμβολική

εικόνα του αρχέτυπου Forum Romanum στο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης συμπληρώθηκε με ένα απαραίτητο μνημειακό συστατικό,

τον πολυτελή, λειτουργικό πολυχώρο της Βασιλικής. Και, όπως ήταν σύμφωνο

με τη μακραίωνη παράδοση της αρχέτυπης Βασιλείου Στοάς της Αθήνας και του

λειτουργικού περιεχομένου της ρωμαϊκής βασιλικής, ο χώρος αυτός ήταν

αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον Νόμο και τη Δικαιοσύνη.

Η πρώτη μαρτυρία που απηχεί την σχέση του ανακαινισμένου μνημείου

με τη δικαιοσύνη εντοπίζεται στον λόγο που εκφώνησε ο Ιμέριος στην

Κωνσταντινούπολη μετά τις 11 Δεκεμβρίου του 361. Εκτός από τη μεταβολή της

ονομασίας: «στοὰν οἶμαι βασίλειον κάλλει καὶ μεγέθει βεβαιουμένην», μαρτυρεί

και τη σχέση του μνημείου με τα δικαστικά καθήκοντα του πρόσφατα

1842 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 215.


1843 Lavan, «Fora and Agorai», 213-214.
1844 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1571-1572.

1845 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1565-1566.

365
θεσπισμένου αξιώματος του Επάρχου της Πόλης: «καὶ <ἀπ>έστω γνώμῃ δικαίᾳ

μὴ φόβῳ νόμων τοῦ λήμματος·».1846 Για τη δικαστική λειτουργία του μνημείου

κατά τον επόμενο αιώνα διαθέτουμε μόνο μία μεταγενέστερη πηγή. Ο

Θεοφάνης μας πληροφορεί για κάποιον Ευσέβιο, ο οποίος ήταν «σχολαστικὸς

τῆς βασιλικῆς Κωνσταντινουπόλεως»1847 κατά την Πατριαρχία του Νεστορίου

(428-431). Ωστόσο η αδιάρρηκτη σχέση της λειτουργίας των δικαστηρίων με τα

αυτοκρατορικά παιδευτήρια θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Επειδή η νότια

είναι η μοναδική στοά της Βασιλικής για την οποία δεν γίνεται λόγος σε σχέση

με τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συγκροτήματος στο δεύτερο απόσπασμα του

νόμου του 425, θεωρούμε ότι σε αυτό το τμήμα του οικοδομήματος στεγάζονταν

τα δικαστήρια και οι σχετικές με αυτά δραστηριότητες.

Πλούσια αποτυπώματα της δικαστικής λειτουργίας του μνημείου μάς

προσφέρει ο 6ος αιώνας μαζί με τη σημαντικότερη πηγή που διαθέτουμε, τη

Νεαρά 82 του Ιουστινιανού που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου του έτους 539. Το

προοίμιο1848 της Νεαράς μας πληροφορεί ότι κατά τη βασιλεία του Ζήνωνα έλαβε

χώρα μία προσπάθεια αναδιοργάνωσης του δικαστικού συστήματος με τον

διορισμό χαμαιδικαστών (iudices pedanei) σε κάθε δικαστήριο, η οποία δεν

απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, και μετά τον θάνατό τους το σύστημα

υπέστη μεταβολές και τελούσε σε σύγχυση. Ο Ιουστινιανός κατήργησε τη

διάταξη του Ζήνωνα και διόρισε ένα σώμα 12 έμπειρων νομομαθών δικαστών, οι

οποίοι ανέλαβαν να δικάζουν υποθέσεις αξίας μέχρι 300 χρυσών νομισμάτων

και εφέσεις που θα προωθούσαν σε αυτούς ανώτεροι αξιωματούχοι1849,

προκειμένου να ελαφρυνθούν από τον φόρτο των δικαστικών καθηκόντων τους.

Στο πρώτο κεφάλαιο της Νεαράς αναφέρονται τα ονόματα και οι

προηγούμενες ιδιότητές τους. Οι οκτώ προέρχονταν από την τάξη των

συνηγόρων (advocates), ενώ οι τέσσερις ήταν πρώην υψηλόβαθμοι

1846 Γ.1.1. Για τη θέσπιση του αξιώματος του Επάρχου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1079. Για την ερμηνεία
του χωρίου, βλ. κεφάλαιο Δ.4.2.
1847 Γ.1.24.

1848 Novellae Justiniani, 400.19-27 (Νεαρά 82, «Προοίμιον»), 401.17-19 (κεφ. Ι).

1849 Για τους αξιωματούχους που ασκούσαν δικαστικά καθήκοντα κατά την πρώιμη βυζαντινή

περίοδο, βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 19-25.

366
αξιωματούχοι.1850 Κάθε δικαστής οριζόταν να έχει ως βοηθούς δύο παρέδρους και

δύο γραφείς. Ως έδρα των δικαστηρίων ορίστηκε: «Καθεδοῦνται δὲ οἱ διαιτηταὶ

διηνεκῶς ἐπὶ τῆς βασιλείου στοᾶς, ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν, ὄρθριοί τε

εὐθὺς καὶ εἰς δείλην ὀψίαν».1851 Καθώς το σώμα των δικαστών συγκροτήθηκε με

τη Νεαρά, το χωρίο «ἐν οἷς καὶ νῦν οἰκίσκοις δικάζουσιν» δεν αναφέρεται στους

νεοδιοριζόμενους δικαστές, αλλά στην υφιστάμενη δικαστική χρήση αιθουσών

(οἰκίσκων) της Βασιλείου Στοάς. Πιθανώς, ακόμη, παραπέμπει στους

χαμαιδικαστές, που δίκαζαν μέχρι τότε με βάση τη διάταξη του Ζήνωνα. Ο όρος

«οἰκίσκοι», προφανώς, αντιστοιχεί με τον όρο «cella» του νόμου του 425. Με τους

όρους αυτούς δηλώνονται τα δωμάτια στο πίσω τμήμα των στοών. Η αναφορά

της δικαστικής χρήσης των οικίσκων στο κείμενο της Νεαράς υποδεικνύει ότι η

δικαστική δραστηριότητα πρέπει να συνεχίστηκε στη Βασιλική κατά τα

προηγούμενα χρόνια.

Με την πολύ σημαντική αυτή διάταξη ο Ιουστινιανός συγκρότησε ένα

ευέλικτο σώμα δικαστών με νομική κατάρτιση με στόχο την

αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων. Ο Α.

Γκουτζιουκώστας1852 παρατηρεί ότι δεν πρόκειται για συλλογικό όργανο αλλά

για δικαστές που δίκαζαν ξεχωριστά στους οικίσκους της Βασιλείου Στοάς, χωρίς

αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούσε να ανατεθεί σε δύο ή περισσότερους η

συνεξέταση μιάς υπόθεσης. Σύμφωνα με τον F. Goria1853 είναι η πρώτη φορά που

συγκροτήθηκε ένα σώμα μόνιμων δικαστών, οι οποίοι δεν είχαν διοικητικές,

αλλά αποκλειστικά δικαστικές αρμοδιότητες. Οι 12 δικαστές χαρακτηρίζονται

στις Επιτομές των Αθανασίου Εμεσηνού και Θεοδώρου Ερμουπολίτη1854, οι οποίες

συντάχθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι., ως «θείοι» δικαστές,

δηλαδή αυτοκρατορικοί, καθώς είχαν διοριστεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και

δεν ανήκαν στην τάξη των αρχόντων.1855 Επιπλέον ο νόμος όριζε ότι, όταν

1850 Novellae Justiniani, 401.23-402.22 (Νεαρά 82, κεφ. I). Τα ονόματα που αναφέρονται είναι δεκατρία,
αλλά ο τελευταίος, ο Αππίονας, δεν ανήκει στους δικαστές, βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή
δικαιοσύνης, 28-29, σημ. 109.
1851 Novellae Justiniani, 402.32-403.1 (Νεαρά 82, κεφ. III). Βλ. Γ.1.8.

1852 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 32-35.

1853 Goria, Giustizia, 309.

1854 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 33, σημ. 126.

1855 Στο ίδιο, Απονομή δικαιοσύνης, 33, σημ. 127.

367
κάποιος από τους δικαστές θα έπαυε να δικάζει, τότε ο ίδιος αυτοκράτορας θα

διόριζε κάποιον άλλο στη θέση του.1856 Το σώμα θα διέθετε σταθερά 12 δικαστές,

αριθμός συμβολικός που παραπέμπει στους 12 Αποστόλους 1857, ενώ ως νοητή

κεφαλή τους θα πρέπει να εκλάβουμε τον ίδιο τον αυτοκράτορα στο όνομα του

οποίου γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης.1858 Η σύνδεση του σώματος των 12

θείων δικαστών με τη Βασίλειο Στοά υπήρξε πολύ σημαντική για τη συλλογική

μνήμη της Κωνσταντινούπολης, όπως θα μας δοθεί η ευκαιρία να

διαπιστώσουμε στην επόμενη ενότητα.

Μία σειρά από αναφορές των πηγών τεκμηριώνουν τη συνέχεια της

παρουσίας της δικαστικής λειτουργίας στη Βασίλειο Στοά κατά τον 6ο αιώνα. Ο

Προκόπιος μας πληροφορεί για την αλλοίωση της ευθυκρισίας των δικαστών της

Βασιλείου Στοάς εξαιτίας της βίαιης παρέμβασης των στρατιωτών της φρουράς

του Παλατιού.1859 Σε άλλη αναφορά1860 του μαρτυρεί την παρουσία στο μνημείο

ρητόρων και εισαγωγέων και άλλων, που ασχολούνται με την προετοιμασία των

δικών, απηχώντας τον ορισμό της Νεαράς 82: «ἑκάστου μέντοι δικαστοῦ δύο μὲν

τοῖς ὑπογράφουσι χρωμένου, δύο δὲ τοῖς τὰς δίκας παρασκευάζουσί τε…».1861 Τη

μεταρρύθμιση του Ιουστινιανού απηχεί, σύμφωνα με την πλειονότητα των

μελετητών1862, και η μαρτυρία του Ιωάννη Λυδού1863 για τους δικαστές που διόρισε

στη Βασιλική ο Έπαρχος Πραιτωρίων, Ιωάννης Καππαδόκης, προκειμένου να

επιδοθεί ανενόχλητος από δικαστικά καθήκοντα στον ακόλαστο νυχτερινό βίο

του.

1856 Novellae Justiniani, 404.35-405.4 (Νεαρά 82, κεφ. VIII).


1857 Για τη σχέση των Αποστόλων με το δικαστικό αξίωμα, βλ. Κατὰ Ματθαῖον, 19.28: «…ἐν τῇ
παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθήσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ
δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ».
1858 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 9-15, κυρίως 15: «Στα δικαστήρια, μάλιστα, υπήρχε

ανηρτημένη η εικόνα του αυτοκράτορα, προκειμένου να καλλιεργείται η αίσθηση ότι ο ίδιος


επόπτευε τις δίκες που διεξάγονταν και να δηλώνεται διαρκώς ότι πηγή της δικαιοσύνης είναι ο
ανώτατος άρχοντας του κράτους». Ακόμη, βλ. Lavan, «Residual “Pagan” Statues», 462.
1859 Γ.1.9.

1860 Γ.1.10.

1861 Novellae Justiniani, 404.11-13 (Νεαρά 82, κεφ. VII).

1862 Γκουτζιουκώστας, στο ίδιο, 28-29, σημ. 109.

1863 Γ.1.11.

368
Ακολουθεί η μαρτυρία κάποιου που προτιμούσε να υπηρετεί τις Μούσες

παρά τη Θέμιδα.1864 Ο Αγαθίας1865 δυσανασχετεί για την εργασία του στη

Βασίλειο Στοά, στην οποία εργαζόταν, μάλλον, ως ένας από τους υπαλλήλους

που παρασκεύαζαν τις δίκες στην υπηρεσία κάποιου δικαστή. Ωστόσο μας

βεβαιώνει πως το ωράριο, που όρισε ο Ιουστινιανός1866, τηρούνταν απαρέγκλιτα:

«…ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι καὶ ἐς ἥλιον καταδύντα…». Η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη

σημασία, διότι μας πληροφορεί για την ύπαρξη δικαστικού αρχείου στο μνημείο,

στο οποίο μελετά ειλητάρια με δικαστικές υποθέσεις και αποφάσεις,

προκειμένου να προετοιμάσει την επόμενη δίκη: «βιβλίδια πολλὰ δικῶν

ἀνάπλεα καὶ πραγμάτων…ἐκμελετῶ καὶ ἀνελίττω·». Από την άλλη ο άτακτος

Μένανδρος1867 ομολογεί ότι για πολύ λίγο άσκησε το επάγγελμα του

σχολαστικού «ἀγωνίζεσθαι δίκας», διότι δεν του ήταν ευχάριστο να συχνάζει στη

Βασίλειο Στοά: «καί μοι καταθύμιοι ἦσαν οἵ τε θόρυβοι τῶν χρωμάτων καὶ οἱ

ἁμιλλητήριοι τῶν ἵππων ἀγῶνες, ἔτι γε μὴν καὶ ἡ παντόμιμος ὄρχησις».1868 Αυτή

είναι και η τελευταία άμεση αναφορά στη δικαστική λειτουργία της Βασιλείου

Στοάς.

Ας υπενθυμίσουμε ότι σε όλες τις αναφορές σχετικά με τη δικανική

λειτουργία του, το μνημείο απαντάται ως Βασίλειος ή Βασιλέως Στοά.1869 Είδαμε

στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.6) ότι το στοιχείο αυτό οδήγησε τους Schneider1870 και

Guilland1871 να υποθέσουν ότι η Βασιλέως Στοά αποτελούσε ξεχωριστό

οικοδόμημα στο νότιο τμήμα της Βασιλικής, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη

λειτουργία της δικαιοσύνης. Ωστόσο ο χρονικός περιορισμός μέσα στον 6ο αιώνα

και η χρήση του όρου σχεδόν αποκλειστικά από τους ιστοριογράφους αυτής της

1864 Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄, 84.6-7 (ΙΙΙ.1.2): «ἐθέλω γάρ, εἰ ἐπ’ ἐμοὶ εἴη, καὶ περὶ πλείστου
ποιοῦμαι ταῖς Μούσαις, φασί, τὰς Χάριτας καταμιγνύναι».
1865 Γ.1.16.

1866 Novellae Justiniani, 403.1 (Νεαρά 82, κεφ. ΙII). «…ὄρθριοί τε εὐθὺς καὶ εἰς δείλην ὀψίαν».

1867 Γ.1.17.

1868 Μένανδρος Προτήκτωρ, 40.12-14 (fragm. 1).

1869 Novellae Justiniani, 402.31-32 (Νεαρά 82, κεφ. γ΄) και 408.17-18 (Νεαρά 82, Ἐπίλογος): «βασιλείου

στοᾶς». Προκόπιος, Ἀνέκδοτα, 92.12 (14.13): «τῇ βασιλείῳ στοᾷ» και Περὶ Κτισμάτων, 43.6 (Ι.11.12):
«τὴν βασιλέως στοάν». Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν, 156.19-20 (ΙΙΙ.65): «τῆς βασιλέως στοᾶς».
Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄, 84.15-16 (ΙΙΙ.1.4): «τῇ βασιλείῳ στοᾷ». Μένανδρος Προτίκτωρ, 40.9
(fragm.1, Σούδα ΙΙΙ, 361.27-28, Μ 591): «τῇ βασιλείῳ στοᾷ».
1870 Schneider, Byzanz, 23-26.

1871 Guilland, «Basilique», 3.

369
περιόδου αποτυπώνει την επίμονη προσπάθεια των ανθρώπων του πνεύματος

να συντηρήσουν στην εποχή τους αναμνήσεις της κλασικής αρχαιότητας μέσα

από τη χρήση αρχαιοπρεπών ονομασιών και εκφράσεων.

Η έλλειψη μαρτυριών, προς το παρόν, δεν μας επιτρέπει να

διερευνήσουμε τη συνέχεια της δικαστικής λειτουργίας του σώματος των 12

δικαστών στη Βασίλειο Στοά. Ο Zachariä von Lingenthal1872 θεωρεί ότι ο θεσμός

επιβίωσε καθ’ όλη τη μέση βυζαντινή περίοδο ή τουλάχιστον ανασυστήθηκε επί

των Μακεδόνων με τους Κριτές επί του Ιπποδρόμου και του Βήλου, ενώ και η

Νεαρά 82 ενσωματώθηκε στα Βασιλικά. 1873 Ο Γκουτζιουκώστας1874 παρατηρεί ότι

οι κριτές αυτοί έχουν περίπου τις ίδιες αρμοδιότητες με τους 12 δικαστές του

Ιουστινιανού, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί μία συνέχεια μεταξύ τους,

καθώς τους χωρίζουν αρκετοί αιώνες. Ωστόσο, όπως ο ίδιος σημειώνει1875, κατά

τον 7ο αιώνα παρατηρείται μία συνέχεια στο δικαστικό σύστημα, καθώς

εξακολουθεί να υφίσταται η γνώση της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας1876 και στις

πηγές εξακολουθούν να αναφέρονται αξιωματούχοι γνωστοί από την

Ιουστινιάνεια περίοδο.1877

Ε.3. ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ

Το αυτοκρατορικό συγκρότημα των Παιδευτηρίων και των Δικαστηρίων της

Βασιλείου Στοάς συμπλήρωναν οι ναοί της Τύχης και της Ρέας, που μαρτυρεί ο
Ζώσιμος.1878 Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.3) προτείναμε ότι οι ναοί αυτοί στις άκρες

της βόρειας στοάς, πιθανώς, προεξείχαν με τη μορφή πλευρικών πτερυγίων

κατά το παράδειγμα της ελληνιστικής Στοάς της Λίνδου (εικ. 144). Στο ίδιο

κεφάλαιο (Δ.3.5) υποστηρίξαμε, ακόμη, ότι η Τύχη είχε αποκτήσει ιδιαίτερη

πολιτική σημασία κατά την ύστερη αρχαιότητα, καθώς είχε ουσιαστικά

ταυτιστεί με την προσωποίηση της πόλης και συνεπόμενα με την ευημερία και

1872 Zachariä von Lingenthal, Geschichte, 358-360.


1873 Basilicorum libri LX, 7.1.4.-18.
1874 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 34-35. Ακόμη, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 2034.

1875 Γκουτζιουκώστας, στο ίδιο, 39-42.

1876 Goria, Giustizia, 317.

1877 Haldon J.F., Byzantium in the Seventh Century, Κέιμπριτζ 1990, 272-273.

1878 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1369.

370
την προστασία της. Η ανέγερση των δύο ναών επισημοποιούσε την μεταφορά

του μνημειακού κέντρου από το Στρατήγιο στο μνημειακό περιβάλλον του Ιερού

Παλατίου. Η νεότερη έρευνα καταλήγει ότι στους ναΐσκους της Αγοράς-

Βασιλικής ο Μ. Κωνσταντίνος τοποθέτησε τα αγάλματα της χρυσάσπιδης θεάς

Ρώμης και της Τύχης της Κωνσταντινούπολης (πρώην άγαλμα της Κυβέλης), τα

οποία απεικόνισε στα αναμνηστικά ασημένια μετάλλια των εγκαινίων της

Πόλης του, με εικονογραφικούς συμβολισμούς που ανατρέχουν στο ελληνιστικό

παρελθόν (εικ. 160-162). Με αυτή την ενέργεια, η οποία δεν φαίνεται να

ενόχλησε το χριστιανικό παρόν και μέλλον της Κωνσταντινούπολης, ο νέος

οικιστής διατύπωσε την πολιτική επιλογή του για την επανίδρυση της Πόλης του

ως Νέας Ρώμης.

Η παλαιότερη αναφορά στο νέο Τυχαίο βρίσκεται, πιθανώς, στην

περιγραφή της δίκης του Λιβανίου στην Αγορά του Ζευξίππου κατά το έτος

342.1879 Η προσφορά θυσιών στο άγαλμα της Τύχης στο Τυχαίο της

Κωνσταντινούπολης1880 από τον Ιουλιανό1881 υπήρξε η μοναδική προσωρινή

εξαίρεση που ενόχλησε τη χριστιανική κοινότητα. Ο Σωζομενός διασώζει την

αντίδραση του γηραιού και τυφλού, αρειανόφρονα επισκόπου Χαλκηδόνος, που

ζωντανεύει το περιβάλλον του Τυχαίου: «Λέγεται γοῦν θυομένῳ αὐτῷ ἐν

Κωνσταντινουπόλεως Τυχείῳ προσελθόντα Μάριν τὸν Χαλκηδόνος ἐπίσκοπον

ἀσεβῆ τε δημοσίᾳ ὑβρίσαι καὶ ἄθεον καὶ ἀποστάτην προσειπεῖν·».1882 Ο Ιουλιανός

ονείδισε την τύφλωση του επισκόπου, τον οποίο οδηγούσε χειραγωγός:

«…βλασφημῶν ‘’οὐδὲ ὁ Γαλιλαῖός σου θεός’’, εἶπε, ‘’θεραπεύσει σε’’, ὑπολαβὼν

Μάρις ‘’ἀλλ’ ἐγὼ χάριν ἔχω τῷ θεῷ μου τῆς τυφλώσεως’’, ἔφη, ‘’ἵνα μή σε

θεάσωμαι τῆς εὐσεβείας ἐκπεπτωκότα.’’ καὶ ὁ βασιλεὺς μηδὲν ἀποκρινάμενος

παρέδραμεν».1883 Ο Ιουλιανός ελέγχθηκε δημόσια, διότι αποκατέστησε

προσωρινά τον λατρευτικό εις βάρος του συμβολικού χαρακτήρα του ναού της

1879 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1562.


1880 Βλ. τις μαρτυρίες του Σωκράτη, Γ.1.5 και του Νικηφόρου Ξανθόπουλου Γ.1.48.
1881 Πιθανώς, στο Τυχαίο της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται και ο Ἰουλιανὸς, Ἐπιστολαὶ, 217.5-9

(επ. 176): «Ἰουλιανὸς πρὸς δῆμον εὐφημήσαντα ἐν τῷ Τυχαίῳ. Εἰ μὲν εἰς τὸ θέατρον λαθὼν
εἰσῆλθον, εὐφημεῖτε· εἰ δὲ εἰς τὰ ἱερὰ, τὴν ἡσυχίαν ἄγετε καὶ μετενέγκατε ὑμῶν τὰς εὐφημίας εἰς
τοὺς θεούς· μᾶλλον δὲ οἱ θεοὶ τῶν εὐφημιῶν χρῃζουσιν».
1882 Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 198.6-8 (V.4.8). Το επεισόδιο αναφέρει και η Σούδα, βλ.

Γ.1.35.
1883 Σωζομενὸς, στο ίδιο, 198.10-14 (V.4.9).

371
Τύχης. Αλλά αυτό υπήρξε μία σύντομη παρένθεση στην ιστορία του μνημείου,

καθώς κανένας άλλος αυτοκράτορας δεν μιμήθηκε το παράδειγμά του.

Η κατάλυση των παγανιστικών ναών της Ακρόπολης του Βυζαντίου από

τον Θεοδόσιο Α’ δεν επηρέασε καθόλου το Τυχαίο, όπου η προσωποποίηση της

Πόλης συνέχισε να τιμάται.1884 Ο ναός της Τύχης ανακαινίστηκε, μάλιστα, με

δαπάνη του Επάρχου της Κωνσταντινούπολης, Θεοδώρου Τηγανιστή 1885, κατά τη

βασιλεία του Ιουστίνου Α’ (518-527). Για το γεγονός αυτό μας πληροφορεί ένα

επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας1886, το οποίο αναγραφόταν στην Αψίδα της

Βασιλικής, η οποία ανεγέρθηκε, επίσης, χάρη στην ευεργετική φροντίδα του

Θεοδώρου. Η Αψίδα θα μπορούσε να κοσμεί κάποια από τις υφιστάμενες πύλες

εισόδου στο οικοδόμημα, τη βόρεια ή τη νότια. Ωστόσο, φαίνεται πιο πιθανό ότι

υποδηλώνει τη διάνοιξη εισόδου στην πολύ σημαντική, ανατολική πλευρά της

Βασιλικής, η οποία τουλάχιστον μέχρι τον νόμο του 425 παρέμενε κλειστή. Το

άνοιγμα με τη μορφή τετραπλής αψίδας, το οποίο θα αποτελούσε την πιο

κοντινή είσοδο προς το Τυχαίο στη ΒΑ γωνία του κτηρίου, κοσμήθηκε με τα

επιγράμματα του Θεοδώρου.1887 Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι το Τυχαίο

της χρυσάσπιδης Ρώμης όχι απλώς διατηρήθηκε απέναντι από τον ναό της

1884 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 267.75-82 (ΧΙΙΙ.38): «Ὁ δὲ αὐτὸς βασιλεὺς Θεοδόσιος ἐν τῷ


αὐτῷ χρόνῳ τοὺς τρεῖς ναοὺς τοὺς ὄντας ἐν Κωνσταντινουπόλει εἰς τὴν πρῴην λεγομένην
Ἀκρόπολιν καταλύσας, ἐποίησε τὸν τοῦ Ἡλίου ναὸν αὐλὴν οἰκημάτων…τὸν δὲ τῆς Ἀρτέμιδος ναὸν
ἐποίησε ταβλοπαρόχιον τοῖς κοττίζουσιν…τὸν δὲ τῆς Ἀφροδίτης ναὸν ἐποίησεν καρουχαχεῖον τοῦ
ἐπάρχου τῶν πραιτωρίων…». Για μία σύνοψη της στάσης των χριστιανών ρωμαίων αυτοκρατόρων
απέναντι στους παγανιστικούς ναούς κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, βλ. Saradi-Mendelovici H.,
«Christian Attitudes toward Pagan Monuments in Late Antiquity and Their Legacy in Later Byzantine
Centuries», DOP 44 (1990), 47-61, κυρίως 47-50. Για σχετικά αυτοκρατορικά διατάγματα της
δυναστείας των Θεοδοσίων, βλ. Gibson, «Alexandrian Tychaion», 620.
1885 Παλαιότερα η δράση του Θεοδώρου χρονολογούνταν λανθασμένα στο τέλος του 4ου-αρχές του

5ου αιώνα, βλ. Guilland, «Basilique», 3. Mango, Brazen House, 49. Janin, Constantinople byzantine, 158-
159. Μάλιστα οι ανωτέρω ερευνητές απέδιδαν στον Θεόδωρο την ανέγερση ή την ανακαίνιση της
ίδιας της Βασιλικής. Πρώτος ο Speck, Kaiserliche Universität, 100-101 υποστήριξε ότι τα επιγράμματα
θα πρέπει να χρονολογηθούν στον 6ο αιώνα. Ο Cameron, «Theodorus», απέδειξε την ταύτιση του
Θεοδώρου των επιγραμμάτων με τον Θεόδωρο Τηγανιστή.
1886 Παλατινὴ Ἀνθολογία, ΙΧ.697. Αναγραφόταν μαζί με το ΙΧ.696, στην Αψίδα της Βασιλικής, βλ.

Γ.1.30.
1887 O Speck, Kaiserliche Universität, 100-107 πρότεινε πως η Αψίδα, ο ναός της Τύχης και το Οκτάγωνο

είναι διαφορετικές ονομασίες του ίδιου μνημείου, που βρισκόταν ανατολικά σε μικρή απόσταση
από τη Βασιλική, βλ. Schematischer Lageplan. Τις δυσκολίες που παρουσιάζουν τα συμπεράσματα
του Speck, ανέδειξε δύο χρόνια αργότερα ο Cameron, «Theodorus», 271-273, ο οποίος ορθά ταύτισε
την Αψίδα με πύλη στη ΒΑ γωνία της Βασιλικής δίπλα στο Τυχαίο. Ωστόσο, εξαιτίας της
κατωφέρειας η πύλη με την αψίδα της θα πρέπει να χωροθετηθούν νοτιότερα, μάλλον στο κέντρο
της ανατολικής πλευράς.

372
Σοφίας του Θεού, αλλά και ανακαινίστηκε με δαπάνες του πρώτου

αξιωματούχου της Πόλης, ο οποίος μάλιστα καυχήθηκε για την πράξη του.

Ο Ησύχιος ο Μιλήσιος επιβεβαιώνει, επίσης, ότι στην εποχή του οι

πολίτες της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούσαν να τιμούν το Τυχαίο. 1888 Η

τελευταία μαρτυρία για το μνημείο βρίσκεται στον Προκόπιο1889, ο οποίος

αναφέρει τον ναό της Τύχης στην προσπάθειά του να χωροθετήσει ένα άγαλμα

της Αθηνάς, το οποίο οι συμπολίτες του θεωρούσαν ως το παλλάδιο της Πόλης.

Μολονότι έκτοτε δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, το βέβαιο είναι ότι κανένα

στοιχείο δεν υποδεικνύει την ασυμβατότητα του Τυχαίου με την αυτοκρατορική

ιδεολογία και τον δημόσιο βίο της Πόλης.1890 Το παράδειγμα της Αλεξάνδρειας,

όπου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σιμοκάττη1891, ο ναός της Τύχης υπήρχε,

ακόμη, κατά τις αρχές του 7ου αιώνα, ενισχύει την πιθανότητα ο

ανακαινισμένος ναός της Τύχης να διατηρήθηκε και στη Βασιλική της

Κωνσταντινούπολης.

Αναμφισβήτητα, η εγκατάσταση της Τύχης της Νέας Ρώμης στην Αγορά-

Βασιλική ενίσχυσε τη συμβολική διάσταση του μνημείου. Η Τύχη, όχι πλέον ως

θεότητα (Fortuna) αλλά ως προσωποποίηση της ευημερίας της

Κωνσταντινούπολης, συνδεόταν άμεσα με το πρόσωπο του αυτοκράτορα και τον

ετήσιο εορτασμό των εγκαινίων.1892 Η συνύπαρξη του Τυχαίου στο ίδιο

1888 Γ.1.28.
1889 Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Πολέμων ΙΙ, 80.19-22 (V.15.11): «…εἰκόνα δὲ αὐτοῦ λίθῳ τινὶ
ἐγκεκολαμμένην δεικνύουσι[ν, οὓς δὴ] καὶ ἐς ἐμὲ ἐν τῷ τῆς Τύχης ἱερῷ, <οὗ δὴ> πρὸ τοῦ χαλκοῦ τῆς
Ἀθηνᾶς ἀγάλματος κεῖται ὅπερ αἴθριον ἐς τὰ πρὸς ἕω τοῦ νεὼ ἵδρυται».
1890 Ακριβώς το αντίθετο, οι πηγές και η εικονογραφία μάς πληροφορούν για την άμεση σχέση του

ναού και του αγάλματος της Τύχης με την αυτοκρατορική ιδεολογία, βλ. Lenski, «Constantine and
the Tyche», 339-352. Dagron, Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 49-51, 348-350. Γενικότερα για τις Τύχες των
πόλεων, βλ. Shelton, «Imperial Tyches».
1891 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οἰκουμενικὴ Ἱστορία, 310.13-20 (VIII.13.10). Ακόμη, βλ. Gibson,

«Alexandrian Tychaion».
1892 Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 247.16-29 (ΧΙΙΙ.8): «…κελεύσας διὰ θείου αὐτοῦ τύπου τῇ αὐτῇ

ἡμέρᾳ ἐπιτελεῖσθαι τὴν ἑορτὴν τοῦ γενεθλίου τῆς πόλεως αὐτοῦ…ποιήσας ἑαυτῷ ἄλλην στήλην
ξοάνου κεχρυσωμένην βαστάζουσαν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ χειρὶ τὴν τύχην τῆς αὐτῆς πόλεως καὶ αὐτὴν
κεχρυσωμένην, <ἣν> ἐκάλεσεν ῎Ανθουσαν, κελεύσας κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν τοῦ γενεθλιακοῦ
ἱππικοῦ εἰσιέναι τὴν αὐτὴν τοῦ ξοάνου στήλην… καὶ ἔρχεσθαι εἰς τὸ σκάμμα κατέναντι τοῦ
βασιλικοῦ καθίσματος, καὶ ἐγείρεσθαι τὸν κατὰ καιρὸν βασιλέα καὶ προσκυνεῖν, ὡς θεωρεῖ τὴν
αὐτὴν στήλην Κωνσταντίνου καὶ τῆς τύχης τῆς πόλεως. καὶ πεφύλακται τοῦτο τὸ ἔθος ἕως τοῦ
νῦν». Η ονομασία Ανθούσα είναι απλή μετάφραση του λατινικού ονόματος της Τύχης της Ρώμης
(Flora). Ακόμη, βλ. Πασχάλιον Χρονικόν, 529.20-530.11. Με βάση μία αναφορά στις Παραστάσεις
Σύντομοι Χρονικαὶ, 21.10-16 (5) έχει υποστηριχθεί ότι η τελετή καταργήθηκε από τον Θεοδόσιο, βλ.

373
οικοδόμημα με τα αυτοκρατορικά Παιδευτήρια και Δικαστήρια αναδεικνύει την

ιδιαίτερη σημασία αυτών των θεσμών. Η νεότητα της αυτοκρατορίας, που

φοιτούσε στο «auditorium specialiter nostrum» για να αποκτήσει τα αγαθά της

παιδείας και η οποία προοριζόταν να στελεχώσει αργότερα τον διοικητικό

οργανισμό της αυτοκρατορίας, αποτελούσε βασικό θεμέλιο για την ευημερία και

τη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους. Συγχρόνως η απονομή της δικαιοσύνης στο

όνομα του αυτοκράτορα συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την ευημερία

των πολιτών. Η συνύπαρξη του Τυχαίου αναδεικνύει συμβολικά ότι οι δύο αυτές

λειτουργίες του δημόσιου βίου, η παιδεία και η δικαιοσύνη, αποτελούν βασικά

θεμέλια επάνω στα οποία εδράζεται η ευημερία της Πόλης και της

Αυτοκρατορίας.

Αξίζει, ωστόσο, να αναδείξουμε μία ακόμη σημαντική πτυχή του

πολυλειτουργικού χαρακτήρα της Βασιλικής, η οποία σχετίζεται άμεσα με την

ευημερία των πολιτών της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τον Ι. Μαλάλα και

το Πασχάλιο Χρονικό1893, ο Ιουστινιανός προχώρησε κατά το πρώτο έτος της

βασιλείας του στην κατασκευή της τεράστιας Κινστέρνας στο υπέδαφος του

αυλείου χώρου της Βασιλικής με σκοπό την αποθήκευση των πλεοναζόντων

υδάτων του Αδριάνειου Υδραγωγείου. Στο τέταρτο κεφάλαιο (Δ.3.2) κάναμε λόγο

για τις μεγάλες τεχνικές δυσχέρειες του εγχειρήματος, που απαιτούσε αφενός

την εκσκαφή του υπεδάφους δίπλα στις υφιστάμενες στοές της Βασιλικής και

αφετέρου την υποστύλωση της οροφής ενός τεράστιου υπόγειου θαλάμου με 28

σειρές από 12 κίονες (εικ. 97). Η ενέργεια αυτή προτάχθηκε ως δημόσιο έργο από

τον Ιουστινιανό στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την ανάδειξή του σε

Αύγουστο, διότι είχε πολύ μεγάλη πρακτική και συμβολική σημασία. Το

τεράστιο αυτό εγχείρημα συνιστούσε μνημειακή υλική έκφραση της ισχύος του

ρωμαϊκού κράτους και των τεχνικών δυνατοτήτων του μέσα στο ίδιο το

μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Συγχρόνως η μέριμνα του νέου

αυτοκράτορα για το πλέον απαραίτητο συστατικό της ζωής υλοποιήθηκε στο

Lenski, «Constantine and the Tyche», 342-343. Για την σημασία της τελετής, ακόμη βλ. Dagron,
Γέννηση μιάς πρωτεύουσας, 348-351.
1893 Βλ. Μαλάλας, Γ.1.12 και Πασχάλιο Χρονικό, Γ.1.20. Τη μαρτυρία τους επαναλαμβάνει ο

Θεοφάνης, Γ.1.25.

374
υπέδαφος του κτηρίου που στέγαζε συμβολικά την ευημερία της Πόλης,

αναδεικνύοντας με έμφαση τη μεγάλη φροντίδα του Ιουστινιανού για την

ευημερία των πολιτών του.

Η τελευταία μαρτυρία

Αυτό το πολυεπίπεδο τοπογραφικά, αρχιτεκτονικά, λειτουργικά και συμβολικά

μνημειακό οικοδόμημα κατέχει εξέχουσα θέση στη λειτουργική και συμβολική

διαμόρφωση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Στο άμεσο

περιβάλλον των ανακτόρων η Βασιλέως Στοά αναδείχτηκε σε σύμβολο του

κύρους, της ευημερίας και των πνευματικών παραδόσεων της ρωμαϊκής

πολιτείας. Ακόμη και η διπλή ονομασία της απηχούσε την ελληνική (Βασίλειος

Στοά) και τη ρωμαϊκή (Basilica) αρχαία παράδοση. Η συμμετοχή των

πνευματικών ανθρώπων, που υπηρέτησαν στα Παιδευτήρια και τα Δικαστήριά

της, αλλά και η αξιοποίηση των υποδομών και των αρχείων της κατά την

υλοποίηση των πνευματικών επιτευγμάτων της πρώιμης Κωνσταντινούπολης,

όπως η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνορωμαϊκού

παρελθόντος και η κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, θα πρέπει να

θεωρείται βέβαιη.

Εντούτοις, από ένα σημείο και μετά οι πηγές για το μνημείο σωπαίνουν.

Μετά τις αναφορές του Πασχαλίου Χρονικού κατά τον πρώιμο 7ο και μέχρι τον

πρώιμο 9ο αιώνα, όταν ξεκινούν και πάλι οι μαρτυρίες για το μνημείο με τη

Χρονογραφία του Θεοφάνη, μόνο μία πηγή αναφέρεται στη Βασιλική. Η έλλειψη
στοιχείων, κατά τα φαινόμενα, δεν μας επιτρέπει να διερευνήσουμε τη συνέχεια

και το τέλος των κύριων λειτουργιών του μνημείου. Συγχρόνως, η γενικότερη

έλλειψη στοιχείων εκλαμβάνεται ως τεκμήριο για την ύφεση ή και διακοπή της

ανώτερης παιδείας1894 και, τουλάχιστον, την υποβάθμιση του επιπέδου των

δικαστικών λειτουργών1895 στο πλαίσιο μιάς ευρύτερης εικόνας υποβάθμισης και

1894 Markopoulos, «‘’higher education’’», 34-36. Treadgold W.T., The Byzantine Revival 780-842,
Στάνφορντ, Καλιφόρνια 1988, 51-58. Mango, Βυζάντιο, 163-166. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 65-
101. Fuchs, Höhern schulen, 6-18. Νομικές σπουδές σε ύφεση, βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή
δικαιοσύνης, 49-50. Ζέπος, «Βυζαντινή νομική παιδεία». Ο Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 22-28
και ο ίδιος, «L’enseignement», 461-464 υποστηρίζει την επιβίωση της ανώτερης παιδείας.
1895 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 37-50. Η υποβάθμιση συσχετίζεται με την ύφεση των

νομικών σπουδών.

375
παρακμής της Κωνσταντινούπολης, που ανασυστήνει η τοπογραφική έρευνα

κατά τον 7ο και 8ο αιώνα.1896

Ωστόσο, η μοναδική αναφορά που διαθέτουμε για τη Βασιλική ανάμεσα

στον πρώιμο 7ο και τον πρώιμο 9ο αιώνα είναι πολύ σημαντική, διότι είναι

σύγχρονη με τα γεγονότα που περιγράφει και συγχρόνως προκύπτουν από

αυτήν ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Πρόκειται για την περιγραφή του πρώτου

«θεάματος»1897 των Παραστάσεων Σύντομων Χρονικών, που χρονολογείται κατά

το πρώτο τέταρτο του 8ου αιώνα. Αυτό που προκύπτει αβίαστα από την πηγή

είναι η μεγάλη σημασία του μνημείου για τον δημόσιο βίο της Πόλης. Η

Βασιλική εξακολουθεί να είναι πολυτελώς διακοσμημένη και η χρυσή οροφή να

αποτελεί το σήμα κατατεθέν της. Οι αυτοκράτορες επιλέγουν να στήσουν

μνημεία μπροστά της, ο Ηράκλειος το «ἔξαμον», ενδεχομένως μονάδα

μέτρησης1898, και ο Ιουστινιανός Β’ κατά τη δεύτερη περίοδο βασιλείας του (705-

711) τον επιχρυσωμένο γονατιστό ανδριάντα του μαζί με άγαλμα της συζύγου

του. Εκεί βρισκόταν και το πελώριο άγαλμα ενός ελέφαντα. Εκεί μπροστά στο

άγαλμα του Ιουστινιανού λάμβαναν θέση οι αρχηγοί των Βουλγάρων και των

Χαζάρων προκειμένου να πληρωθεί φόρος υποτέλειας. Εκεί αποδοκιμάστηκε ή

καταδικάστηκε ο Φιλιππικός (711-713).1899 Έντονη δραστηριότητα απηχείται στο

άμεσο περιβάλλον του μνημείου «ἔνθα καὶ σχολὴ φυλαττόντων πολλή»1900, ενώ

1896 Ο Mango, Développement urbain, 51-62 σημειώνει ένα ισχυρό ρήγμα στη συνέχεια του αστικού βίου
της Κωνσταντινούπολης κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, μία μεγάλη παρακμή και «αγροτοποίηση»
(ruralisation) του αστικού τοπίου. Ο Magdalino, «Medieval Constantinople», 27-36, 53-55, ερμήνευσε
τις αλλαγές του αστικού τοπίου της Πόλης όχι ως παρακμή, αλλά ως μέρος μιάς έντονης
διαδικασίας «Χριστιανοποίησης». Την πρόταση αυτή σχολίασε αρνητικά ο Mango, Développement
urbain [επανέκδ. Παρίσι 2004], Addenda Altera, 73. Ο Magdalino, Studies, «introduction», ix-xi
σημείωσε τις αρνητικές συνέπειες του σχολίου αυτού στην αποδοχή της μελέτης του από την
επιστημονική κοινότητα, υιοθετώντας το ως δική του παράλειψη: «I perhaps placed too little
emphasis on the severity of the crisis and the impact of the revival that the city underwent in the reign
of Constantine V (741-775)». Ωστόσο, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στον λιμένα του Θεοδοσίου
(Yenikapi) υποδεικνύουν ότι το ρήγμα στην πραγματικότητα δεν υπήρξε τόσο βαθύ ή δεν υπήρξε
καθόλου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 828.
1897 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 39.9-41.18 (37). Ακόμη, βλ. Γ.1.23.

1898 Σύμφωνα με τις Cameron-Herrin, Parastaseis, 211.

1899 Οι Cameron-Herrin, Parastaseis, 212, θεωρούν ότι οι Παραστάσεις αναφέρονται στην εξορία του

Φιλιππικού το έτος 703. Ο Speck, Kaiserliche Universität, 99-100, σημ. 50 θεωρεί ότι συνδέεται με την
πτώση του το έτος 713.
1900 Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαὶ, 40.16-17 (37)

376
το άγαλμα του ελέφαντα «ἕως τῆς σήμερον τοῖς φιλοσοφοῦσιν ἐν πείρᾳ

προτέθειται θέαμα».1901

Το ύφος της περιγραφής αποτυπώνει με ζωντάνια τη σύγχρονή του

πραγματικότητα και καθιστά σαφές ότι το μνημείο στεκόταν ανέπαφο στη θέση

του κατά την εποχή που γράφτηκε το συγκεκριμένο χωρίο των Παραστάσεων. Το

ύφος του ίδιου θεάματος στα Πάτρια υποδηλώνει μια περασμένη εποχή.1902 Το

χαρακτηριστικό του «θεάματος» είναι ότι επικεντρώνεται στον αγαλματικό

διάκοσμο εξωτερικά της Βασιλικής και δεν αναφέρεται καθόλου στις

παραδοσιακές λειτουργίες στο εσωτερικό της. Συγχρόνως περιορίζεται στην

περιγραφή γεγονότων προγενέστερων της δυναστείας των Ισαύρων και

μεταγενέστερων της δεύτερης βασιλείας (τυραννίας) του Ιουστινιανού Β’ (705-

711), το υστερότερο από τα οποία θα μπορούσε να είναι η πτώση του Φιλιππικού

(713), εάν βέβαια το κείμενο με τον όρο «ἀπεδοκιμάσθη» αναφέρεται σε αυτήν

και όχι στην εξορία του (703).

Μολονότι δεν γίνεται μνεία των εσωτερικών λειτουργιών του μνημείου, οι

εξωτερικές συνθήκες που περιγράφονται αποτυπώνουν τη μεγάλη σημασία της

Βασιλικής. Ο υλικός οργανισμός της παραμένει άθικτος με την επιβλητική χρυσή

οροφή της. Αξιοποιείται ως μνημειακό σκηνικό κατά την «εθιμοτυπική»

πληρωμή φόρου υποτέλειας με τη συμμετοχή αρχηγών ξένων λαών. Αποτελεί

χώρο ανάθεσης βασιλικών ανδριάντων. Μέσα από τις περιγραφές προκύπτει ότι

το μνημείο διατηρεί τη σημασία του για τον δημόσιο βίο ως συστατικό του

μνημειακού κέντρου της Πόλης. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δεν βρήκαμε εδώ

βρίσκονται σε ένα άλλο «θρυλικό» ζήτημα της ιστορίας της Κωνσταντινούπολης,

την καταστροφή του περίφημου Οικουμενικού Διδασκαλείου, με το οποίο

έφθασε η ώρα, πλέον, να ασχοληθούμε.

1901 Στο ίδιο, 41.17-18 (37).


1902 Cameron-Herrin, Parastaseis, 211. Mango, Brazen House, 50.

377
Ε.4. ΑΠΟΗΧΟΙ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

«Byzantinists have learned to be wary of their sources and especially anything written after
the collapse and defeat of iconoclasm. However despite the degree of make-believe in the
tenth-century reconstruction of the past, it is worth asking if all the smoke and mirrors
completely distort reality. I do not think they do...»
Paul Magdalino1903

Η επόμενη χρονολογικά μετά τις Παραστάσεις αναφορά που μπορούμε να

συνδέσουμε με τη Βασιλική Στοά, βρίσκεται στο Βίο του Αγίου Πατριάρχου

Ταρασίου (784-806), που συνέγραψε ο διάκονος Ιγνάτιος μετά το έτος 843 1904: «ἔτι

λευχειμονῶν τοῖς ἱεροῖς ἀμφίοις ἐπὶ τὸν καλούμενον τῆς παλαιᾶς βασιλικῆς

Ἑστίας ἠριπωμένον ἤδη τόπον ἀφικνεῖτο. Ἐκεῖ γὰρ μεγίστην ὑποδοχὴν τοῖς

πενομένοις εὐτρέπιζεν…».1905 Η «παλαιά βασιλική Εστία» δεν μπορεί βέβαια να

είναι το Μεγάλο Παλάτιον, το οποίο αυτή την εποχή δεν έχει ακόμη

συρρικνωθεί.1906 Ο όρος απηχεί την άγνοια του συγγραφέα για την πραγματική

ονομασία του οικοδομήματος, αλλά συγχρόνως αναδεικνύει την ανάμνηση ενός

βασιλικού χώρου δίπλα στην Αγία Σοφία, ο οποίος μετά την ερείπωσή του

διέθετε επαρκή κενή επιφάνεια προκειμένου να είναι δυνατή η παράθεση


γεύματος σε μεγάλο αριθμό ατόμων.

Ο Ευθυμιάδης ταυτίζει τη Βασιλική Εστία με τη Βασιλική1907 και βεβαιώνει

με στοιχεία την παρουσία μεγάλου αριθμού φτωχών στις στοές της Αγίας

Σοφίας και στη Θεοτόκο των Χαλκοπρατείων. Η ελπίδα μιάς ελεημοσύνης από
τα ανάκτορα και τους αξιωματούχους επεξηγεί τη συγκέντρωση αυτή. Ο

ερειπιώνας του μοναδικού οικοδομήματος, που δικαιολογεί την ονομασία της

«βασιλικῆς», με τον τεράστιο αύλειο χώρο του απέναντι από το αίθριο της Αγίας

Σοφίας, ήταν ο ιδανικός χώρος για την παράθεση του Πασχαλίου γεύματος του

Πατριάρχη. Η πολύ σημαντική αυτή μαρτυρία μας παρέχει δύο σημαντικές

1903 Magdalino, «Medieval Constantinople», 15.


1904 Βίος Ἁγίου Ταρασίου Πατριάρχου, 46-50.
1905 Στο ίδιο, 97.3-6 (23). Πρώτος υπέδειξε την πιθανή σχέση της μαρτυρίας αυτής με τη Βασιλική ο

Mango, Brazen House, 50-51.


1906 Η συρρίκνωση του Παλατίου έλαβε χώρα κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Φωκά, βλ. ανωτέρω,

υποσημ. 427-428.
1907 Βίος Ἁγίου Ταρασίου Πατριάρχου, 221-222.

378
πληροφορίες. Η πρώτη είναι ότι στα τέλη του 8ου αιώνα η Βασίλειος Στοά είχε

πλέον μετατραπεί σε ερειπιώνα και η δεύτερη ότι στα μέσα του 9ου αιώνα η

ανάμνηση του οικοδομήματος και της ονομασίας του είχε ήδη ξεθωριάσει. Η ίδια

αβεβαιότητα απηχείται και από άλλες μαρτυρίες, που σύντομα θα δούμε ότι

επιχειρούν να χωροθετήσουν ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στην ίδια περιοχή.

Με βάση, λοιπόν, τα διαθέσιμα στοιχεία η χρυσόροφος Βασιλική

καταστράφηκε μετά την αναφορά των Παραστάσεων, η οποία χρονολογείται

κατά τον πρώιμο 8ο αι. (περ. 715) και πριν από την πατριαρχία του Ταρασίου ή

κατά τα πρώτα έτη αυτής, δηλαδή πριν από το τέλος του 8ου αιώνα. Μέσα σε

αυτό το διάστημα, που ουσιαστικά συμπίπτει με την πρώτη φάση της

Εικονομαχίας έλαβε χώρα κάποιο καταστρεπτικό συμβάν, που μετέτρεψε τη

χρυσόροφη Βασιλική σε ερειπωμένο τόπο. Το μοναδικό γεγονός που αναφέρεται

μέσα στη βυζαντινή γραμματεία και μπορεί να συσχετιστεί με το ζήτημα αυτό

είναι η καταστροφή ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, το οποίο οι πηγές συνδέουν

με την περιοχή της Βασιλικής. Βρισκόμαστε, πλέον, μπροστά στο τρίτο μεγάλο

τοπογραφικό και ιστορικό ερώτημα, που σχετίζεται με την ιστορία της Βασιλικής

στοάς, τη θρυλούμενη καταστροφή του «οικουμενικού διδασκαλείου» από τον

Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο.

Ε.4.1. Η παράδοση του Οικουμενικού Διδασκαλείου

Από τα μέσα του 9ου αιώνα μέχρι και τον πρώιμο 14ο αιώνα, 12 πηγές της

ελληνικής γραμματείας, κυρίως χρονικά, πεζά ή έμμετρα, δευτερευόντως βίοι ή

εγκώμια αγίων, διασώζουν την παράδοση της καταστροφής ενός εκπαιδευτικού

ιδρύματος στην περιοχή γύρω από τη Βασιλική Κινστέρνα κατά το 9ο ή 10ο έτος

της βασιλείας του Λέοντα Γ’, δηλαδή κατά το πρώτο έτος της Εικονομαχίας

(726/7). Επειδή η παράδοση αυτή συμπίπτει αρμονικά με το χρονικό διάστημα

(αρχές-τέλη 8ου αιώνα) μέσα στο οποίο συνέβη και η καταστροφή της Βασιλικής,

αξίζει να επανεξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία.

Η πρωιμότερη αναφορά του συμβάντος ανήκει στον Γεώργιο Μοναχό, ο

οποίος συνέγραψε το χρονικό του μετά την οριστική λήξη της εικονομαχίας,

379
κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Γ’ (842-867).1908 Ο συγγραφέας επικαλείται την

προφορική μαρτυρία («φασὶ») πολύ έμπιστων ανδρών: «Φασὶ δέ τινες καὶ τοῦτο

πιστότατοι ἄνδρες, ὅτι πρὸς τῇ Βασιλικῇ καλουμένῃ κινστέρνῃ τῇ οὔσῃ πλησίον

τῶν Χαλκοπρατείων παλάτιον ἦν σεμνόν».1909 Η χρήση της Κινστέρνας ως

τοπογραφικού προσδιορισμού επιβεβαιώνει ότι την εποχή αυτή δεν υπάρχει,

πλέον, οικοδόμημα επάνω της. Συγχρόνως ο Γεώργιος αισθάνεται τον

προσδιορισμό «Βασιλικῇ καλουμένῃ» ως ανεπαρκή και διευκρινίζει ότι

αναφέρεται στην Κινστέρνα που βρίσκεται κοντά στα Χαλκοπρατεία. Στο

παλάτιο αυτό σύμφωνα με παλαιό διάταγμα1910 υπήρχε οικουμενικός διδάσκαλος

με 12 μαθητές, οι οποίοι θεράπευαν όλες τις επιστήμες, κατείχαν τα δόγματα της

εκκλησίας, και διέθεταν αυτοκρατορικές δικαστικές αποφάσεις1911 και βιβλία.

Χωρίς τη συμβουλή ή τη γνώμη αυτών των ανδρών οι αυτοκράτορες δεν

νομοθετούσαν.1912 Ο Λέοντας επιχείρησε να πείσει τους άνδρες αυτούς να

συναινέσουν στην εικονομαχική πολιτική του. Επειδή εκείνοι αρνήθηκαν

σθεναρά, διέταξε να τους κλείσουν στο διδασκαλείο και το βράδυ έδωσε εντολή

να τους κάψουν με αποτέλεσμα να καταστραφεί το οικοδόμημα και τα βιβλία

και όσα πράγματα υπήρχαν εκεί.1913 «ἔκτοτε οὖν ἡ τῶν ἐπιστημῶν γνῶσις ἐν

Ῥωμανίᾳ ἐσπάνισε τῇ τῶν βασιλευόντων γνωσιμάχων ἀπονοίᾳ μειουμένη ἕως

τῶν ἡμερῶν Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας τῶν εὐσεβῶν καὶ πιστῶν βασιλέων».1914 Το

τελευταίο χωρίο, όπως θα δούμε, θεωρήθηκε ότι υποδηλώνει και την αιτία

«κατασκευής» της εν λόγω ιστορίας από την εικονόφιλη παράταξη, δηλαδή την

1908 Σύμφωνα με τον Treadgold, Middle Byzantine Historians, 115-116, το ολοκλήρωσε γύρω στο έτος
875.
1909 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1-3.

1910 «κατὰ τύπον ἀρχαῖον», βλ. Liddell-Scott, Λεξικὸν, τ. 8, 110-111, λήμμα «τύπος»: «ΙV. Διάταγμα

δόγμα, Βυζ.».
1911 «βασιλικὰς διαίτας», βλ. Liddell-Scott, Λεξικὸν, τ. 2, 413, λήμμα «δίαιτα». Ο όρος έχει δύο
σημασίες: αφενός τρόπος ζωής σε σχέση με τροφή, ιματισμό, οίκηση και αφετέρου διαιτησία, διά
διαιτητών επίλυση διαφοράς. Κατά τη γνώμη μου, τα συμφραζόμενα «κρατύνοντας δόγματα,
βασιλικὰς διαίτας καὶ βίβλους» υποδεικνύουν τη δεύτερη σημασία. Ωστόσο, ο Ζωναράς αποδίδει
τον όρο ως δωρεάν σίτιση: Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.6: «τούτοις καὶ σιτήσεις ἀνεῖντο
δημόσιαι».
1912 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.3-9: «ἐν ᾧ ὑπῆρχε κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς

διδάσκαλος ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ ἑτέρους μαθητὰς αὐτοῦ καὶ συλλήπτορας προύχοντας ἄνδρας τὸν
ἀριθμὸν ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα,
βασιλικὰς διαίτας καὶ βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας, ὧν οἱ βασιλεῖς ἄνευ βουλὴν ἤ γνώμην οὐκ
ἐθέσπιζον».
1913 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.9-19.

1914 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.19-22.

380
αμαύρωση των εικονομάχων βασιλέων και την έξαρση των αναστηλωτών των

εικόνων Μιχαήλ και Θεοδώρας.

Αυτό το συμβάν, εκτός από την αρχική καταγραφή του Γεωργίου

Μοναχού, παραδίδεται από 11 ακόμη πηγές, οι μαρτυρίες των οποίων

παρατίθενται στο Παράρτημα, στο τέλος: Συμεών Μάγιστρος (963-969), Πάτρια

Κωνσταντινούπολης1915 (περ. 995), Βίος Πατριάρχη Γερμανού (μετά τον ύστερο 11ο

αιώνα), Γεώργιος Κεδρηνός (τέλη 11ου-αρχές 12ου), Ιωάννης Ζωναράς (α’ μισό

12ου), Μιχαήλ Γλύκας (επί Μανουήλ Α’, 1143-1180), Κωνσταντίνος Μανασσής

(περ. 1150), Ιωάννης Σταυράκιος (ύστερος 13ος αι.), Θεόδωρος Σκουταριώτης

(μετά το έτος 1283), Εφραίμ (πρώιμος 14ος αι.), Κωνσταντίνος Ακροπολίτης

(πρώιμος 14ος αι.). Άλλες από αυτές τις πηγές μεταφέρουν σχεδόν αυτούσια την

αφήγηση του Γεωργίου Μοναχού, όπως ο Συμεών Μάγιστρος και ο Κεδρηνός,

άλλες προσθέτουν ή αλλάζουν στοιχεία, όπως τα Πάτρια και ο Βίος του

Γερμανού, άλλες περιγράφουν το συμβάν με εξεζητημένο γλωσσικό ύφος, όπως

οι Σταυράκιος και Ακροπολίτης, ακόμη και σε έμμετρη μορφή, όπως ο Μανασσής

και ο Εφραίμ. Ωστόσο μία σειρά από βασικά στοιχεία, που επαναλαμβάνονται σε

όλες σχεδόν τις αφηγήσεις, μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε τη σημασία του

ζητήματος.

Το πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η ποικιλία των τοπογραφικών

προσδιορισμών που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να χωροθετηθεί το

οικοδόμημα στο οποίο στεγαζόταν το ίδρυμα. Οι περισσότεροι συγγραφείς,

όπως και ο Γεώργιος Μοναχός, χρησιμοποιούν ως προσδιορισμό τη Βασιλική

Κινστέρνα: «πρὸς τῇ Βασιλικῇ καλουμένῃ κινστέρνῃ τῇ οὔσῃ πλησίον τῶν

Χαλκοπρατείων».1916 Ωστόσο και η ανάμνηση της ίδιας της Βασιλικής επιβιώνει

στις πηγές. Σε αυτή χωροθετούν το εκπαιδευτικό ίδρυμα οι Ζωναράς και

1915 Ο Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement», διακρίνει δύο διαφορετικές παραδόσεις στις πηγές με
βάση τη χωροθέτηση του Οικουμενικού Διδασκαλείου, η οποία αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο
της έρευνάς του. Τη μία παράδοση συνιστούν τα Πάτρια, ενώ την άλλη οι υπόλοιπες πηγές.
1916 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1-3. Ακόμη βλ. Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου,

224.330: «πρὸς τὸ παλάτιον τῆς βασιλικῆς λεγομένης Κιγστέρνης». Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν,
795.19: «πρὸς γὰρ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ κινστέρνῃ». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.1-3: «Ἐν
δὲ τῇ βασιλικῇ μεγάλῃ κινστέρνῃ, τῇ παρὰ τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ πλησίον τῆς μεγάλης
ἐκκλησίας τῆς θεοῦ λόγου Σοφίας κτισθείσῃ».

381
Σταυράκιος: «ἦν ἐν τῇ καλουμένῃ Βασιλικῇ ἔγγιστα τῶν Χαλκοπρατίων». 1917 Τα

Πάτρια το χωροθετούν «Πλησίον δὲ τῆς Βασιλικῆς…»1918, αλλά το ταυτίζουν με

το Οκτάγωνο: «Τὸ δὲ Τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον, εἰς ὅ ἦσαν στοαὶ ὀκτὼ ἤγουν

καμαροειδεῖς τόποι, διδασκαλεῖον ἐκεῖσε ἐτύγχανεν οἰκουμενικόν».1919 Ο Συμεών

Μάγιστρος προσδιορίζει τη θέση του ιδρύματος μόνο με βάση τα Χαλκοπρατεία:

«πλησίον δὲ τῶν Χαλκοπρατείων»1920, ενώ οι Γλύκας και Μανασσής σε σχέση με

την Αγία Σοφία: «ἐγγὺς τοῦ τεμένους τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ σοφίας».1921 Ο μοναχός

Εφραίμ και ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης δεν αναφέρουν κανένα τοπογραφικό

προσδιορισμό.

Η ποικιλία και η συνδυαστική χρήση των προσδιορισμών αποτυπώνουν

την ανασφάλεια των συγγραφέων για τη χωροθέτηση ενός «φημισμένου»

εκπαιδευτικού ιδρύματος, το οποίο δεν υφίσταται πλέον, σε σχέση με τις

τοπογραφικές σταθερές της εποχής τους. Ωστόσο όλες οι αναφορές

περιστρέφονται γύρω από τη Βασιλική, είτε την προσδιορίζουν από ανατολικά

(αγία Σοφία), είτε από βόρεια (Χαλκοπρατεία), είτε από νότια (Οκτάγωνο). Όταν

δεν περιστρέφονται γύρω της, τότε χωροθετούν ακριβώς τη θέση της με βάση

την Κινστέρνα, ή ακόμη αναφέρονται στην ίδια. Οφείλουμε να προσεγγίσουμε

τις αναφορές αυτές με την ανάλογη κριτική διάθεση που αρμόζει στην αφήγηση

μιάς προφορικής παράδοσης, καθώς οι ίδιες δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους

την τεκμηρίωση της ιστορικής μαρτυρίας, αλλά την καταγραφή μιάς συλλογικής

ανάμνησης της Κωνσταντινούπολης. Από την άποψη αυτή η περιγραφή της

θέσης του οικοδομήματος, αλλά και οι υπόλοιπες πληροφορίες που θα

επισημάνουμε παρακάτω, είναι πολύ πιο ακριβείς απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να

περιμένουμε.

Η ίδια αμηχανία χαρακτηρίζει και την περιγραφή του οικοδομήματος,

καθώς επιβιώνει στις μέρες τους η ανάμνηση ενός πολυτελούς βασιλικού

οικοδομήματος, αλλά οι συγγραφείς δεν γνωρίζουν την ιστορία και την ακριβή

1917 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.19. Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.158-159: «ἐν
τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ, ἡ δ᾿ ἔστιν ἐν τοῖς χαλκοπρατῶν».
1918 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 11-12.

1919 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226.7-9.

1920 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.71

1921 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.7. Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 228.4191: «Τοῦ

τεμενίσματος ἐγγὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας».

382
ονομασία του. Έτσι το κτήριο αναφέρεται ως «παλάτιον…σεμνόν»1922, «οἶκος…

βασίλειος»1923, «οἶκος…βασιλικὸς μέγιστος καὶ περιφανής»1924, «οἶκος

λαμπρὸς…τοῖς πάλαι βασιλεῦσι».1925 Όλοι οι χαρακτηρισμοί διασώζουν την

ανάμνηση της σχέσης του οικοδομήματος με τη βασιλεία και, καθώς αγνοούν

την ακριβή μορφή του, ουσιαστικά του αποδίδουν την πλέον κοινότυπη, εκείνη

του οίκου ή παλατίου, η οποία αντιστοιχεί στην «παλαιά βασιλική Εστία» που

μαρτυρεί ο Ιγνάτιος. Είναι ξεκάθαρο πως οι περιγραφές όλων των συγγραφέων

υποδεικνύουν την Βασίλειο Στοά.

Στον Κωνσταντίνο Ακροπολίτη ανήκει η μοναδική προσπάθεια να

περιγραφεί η αρχιτεκτονική μορφή του συγκροτήματος και μάλιστα με

παραστατική λεπτομέρεια: «διδασκαλεῖα ἐν ταύτῃ δὴ τῇ μεγαλοπόλει δεδόμηται,

διῃρημένά πως καὶ συνῃμμένα τυγχάνοντα, διῃρημένα μὲν τοῖς οἰκήμασι, τῇ δ᾿

ἀλληλουχίᾳ καὶ τῷ κοινῷ περιβόλῳ, εἰς ἓν δήπουθεν συναγόμενα, ὡς ἕνα γε

δοκεῖν οἶκον τοῖς ἔξωθεν, ποικίλον καὶ πολυώφορον·».1926 Μολονότι έχει

υποστηριχθεί ότι η μαρτυρία του αναφέρεται στο εκπαιδευτικό σύστημα της

εποχής του1927, ωστόσο η περιγραφή των διηρημένων και συγχρόνως

συνημμένων μεταξύ τους διδασκαλείων, που συνάγονται σε ένα συγκρότημα το

ένα δίπλα στο άλλο («ἀλληλουχίᾳ») με βάση τον κοινό περίβολο, αποτελεί μία

θαυμάσια γλωσσική αναπαράσταση, αιώνες μετά, των εκπαιδευτικών

συγκροτημάτων της Αλεξάνδρειας και της βόρειας Στοάς της Βασιλικής, για τα

οποία είναι βέβαιο ότι ο συγγραφέας δεν είχε καμία οπτική αντίληψη. Είναι

πράγματι εντυπωσιακό, και μάλλον δεν μπορεί να είναι απλώς τυχαίο.

Ας έλθουμε τώρα στις αναφορές για τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του

ιδρύματος, το οποίο αποκαλείται «διδασκαλεῖον… οἰκουμενικόν·»1928, «ἐν τῷ

αὐτῷ τόπῳ τοῦ διδασκαλείου» 1929, «τὸ τῆς σοφίας ὡς ἀληθῶς ἐνδιαίτημα».1930 Ο

1922 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.3. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.71. Κεδρηνὸς,
Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.19-20.
1923 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.18-260.1 και 261.1-2.

1924 Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.3-4.

1925 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 228.4192. Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.8.

1926 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.136-139.

1927 Kountoura-Galake, «Oikoumenikos Didaskalos», 186.

1928 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 8-9.

1929 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.13.

1930 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 128.170.

383
προϊστάμενός του αποκαλείται, όπως είδαμε, από τον Γεώργιο μοναχό: «κατὰ

τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς διδάσκαλος».1931 Τη μαρτυρία του επαναλαμβάνουν

ακριβώς ο Συμεών Μάγιστρος1932, ο Βίος του Αγίου Γερμανού1933 και ο Κεδρηνός1934,

ενώ αποδίδουν πιο ελεύθερα ο Ζωναράς1935, ο Σταυράκιος1936, ο Εφραίμ1937 και ο

Ακροπολίτης.1938 Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως φύλακας τίμιος και σοφός από τον

Γλύκα1939, ως άντρας με βίο αγγελικό, φύλακας και παροχεύς σοφίας από τον

Σταυράκιο1940, ως ιερός διδάσκαλος από τον Σκουταριώτη1941 ή ως θείος άνδρας

παρομοιάζεται με τον Αδάμ από τον Μανασσή.1942 Ο Ακροπολίτης τονίζει ότι ο

διδάσκαλος αυτός διοριζόταν από τον αυτοκράτορα, περιγράφει το περιεχόμενο

της φιλοσοφικής διδασκαλίας του και αναδεικνύει τα οφέλη της: «ταύτην γὰρ

τὴν τιμὴν πρὸς τοῦ βασιλέως ἐλάμβανε, καὶ τὴν ἐφορείαν μυσταγωγῶν ὁμοῦ καὶ

μυστῶν, ἐπιτέτραπτο…τῇ τε καλῶς διοικεῖν εἰδυίᾳ φιλοσοφίᾳ καὶ πρὸς τὸ

κρεῖττον τὰ καθ᾿ ἡμᾶς μεταφέρειν καὶ ὑψηλότερον, καὶ βασιλεία

πεπαιδαγώγητο, καὶ πολιτεία κατήρτιστο, καὶ τὸ δημῶδες καὶ ὡς ἐπίπαν

ἀστάθμητον, ὡς ἐνὸν ἐρρύθμιστο καὶ συνέσταλτο».1943

1931 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.3-4.


1932 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.71-72: «ἐν ᾧ ὑπῆρχε κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς
διδάσκαλος».
1933 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.331-332: «ἐν ᾧ κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκονομικῶς ἐπενοήθη

καθῆσθαι διδάσκαλος».
1934 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.20-21: «ἐν ᾧ κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς ἐκάθητο

διδάσκαλος».
1935 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.2-4: «ἦν δ’ οὗτος ἀνέκαθεν τοῦ προύχοντος ἐν λόγοις

κατοικητήριον, ὅν οἰκουμενικὸν ἐκάλουν διδάσκαλον».


1936 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.164-165: «καὶ ἦν αὐτῷ ἡ κλῆσις τοῦ ἀξιώματος,

διδάσκαλος οἰκουμενικός».
1937 Ἐφραίμ, Χρονικὸν, 65.1705-1706: «σὺν σφῶν προέδρῳ, πρακτέων παραινέτῃ,/οἰκουμενικῷ τὴν

τιμὴν διδασκάλῳ».
1938 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.140-142: «καὶ ἐπὶ τούτων ὁ τῶν

ὅλων κατὰ πᾶν εἶδος παιδείας ὑπερφέρων, καὶ ταῖς ἐπιστήμαις ἐπισημότερος, ὃς καὶ οἰκουμενικὸς
διδάσκαλος ἤκουε·».
1939 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.10-11: «ἔχουσαι φύλακά τε καὶ προϊστάμενον ἄνδρα τίμιον

καὶ σοφὸν».
1940 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.162-164: «Ἀνὴρ ἐν τούτῳ τὸν βίον ἀγγελικός, τὸν

λόγον πτηνὸς καὶ μετάρσιος, φύλαξ ὁμοῦ καὶ παροχεὺς σοφίας ἀδάπανος τοῖς οἷς ἡ σπουδὴ πρὸς
λόγους καὶ παιδείας πάσης ἀκρόασιν·».
1941 Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.4-5: «ἐν ᾧ κατὰ διαδοχὴν προεκάθητό τις διδάσκαλος
ἱερὸς, ὁ τῶν ἄλλων διαφορώτατος».
1942 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4198-4200: «θεῖος ἀνὴρ πεπίστευτο, προέχων ἐν σοφίᾳ/καὶ

πλέον πάντων ταῖς αὐγαῖς τῆς γνώσεως ἐκλάμπων,/ἄλλος, ἄν εἴποι τις, Ἀδὰμ ἔνθεος
δενδροκόμος».
1943 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.142-150.

384
Ο προϊστάμενος αυτός είχε γύρω του δώδεκα άνδρες, μαθητές του, οι

οποίοι συγχρόνως είναι και διδάσκαλοι της σχολής. Σύμφωνα με τον Γεώργιο

μοναχό1944 όχι μόνο ασχολούνταν με κάθε επιστήμη, αλλά κατείχαν τα

εκκλησιαστικά δόγματα και διέθεταν αυτοκρατορικές δικαστικές αποφάσεις και

βιβλία. Τον αριθμό δώδεκα επαναλβάνουν όλες οι πηγές ανεξαιρέτως, με

διαφορές στη διατύπωση, αλλά όχι στην ουσία.1945 Μοναδική εξαίρεση αποτελούν

τα Πάτρια, που απαριθμούν 16, και μάλιστα μοναχούς1946 από τους οποίους

«ἐγένοντο πατριάρχαι καὶ ἀρχιεπίσκοποι».1947 Ο Γλύκας τους αποκαλεί

«θείους…ἄνδρας»1948, ενώ ο Μανασσής «ἄνδρας…ἱεροὺς».1949 Μερικές πηγές

δηλώνουν την άμισθη σχέση με τους μαθητές τους. 1950 Επιπλέον, οι άνδρες αυτοί

παρουσιάζονται σαν κλειδοκράτορες της γνώσης, της σοφίας, αλλά και των

αυτοκρατορικών δικαστικών αποφάσεων1951, χωρίς τη γνώμη ή τη συμβουλή των

οποίων οι βασιλείς δεν νομοθετούσαν ούτε έπρατταν τίποτε: «ὧν οἱ βασιλεῖς

1944 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 4-8, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1912.
1945 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.72-75: «ἔχων συλλήπτορας ἄνδρας τῶν ἐν τέλει τὸν ἀριθμὸν
ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα, βασιλικὰς τε
διαίτας καὶ βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας». Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.332-334: «ἔχων ὑφ'
ἑαυτὸν μαθητὰς καὶ βίῳ σεμνοὺς καὶ λόγῳ σοφοὺς καὶ πάντων ἐν πᾶσιν ὑπερέχοντας ἐγχωρίων,
ἐπηλύδων καὶ πολιτῶν, τὸν ἀριθμὸν δεκαδύο». Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.21-23: «ἔχων
μαθητὰς λόγῳ καὶ βίῳ σεμνοὺς τὸν ἀριθμὸν δώδεκα. οὗτοι πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην τάχει τε καὶ
μεγέθει φύσεως μετερχόμενοι οὐχ ἥκιστα τὴν ἐκκλησιαστικὴν μετῄεσαν θεοσοφίαν·». Ζωναράς,
Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.4-5: «ὅς καὶ δώδεκα εἶχεν ἑτέρους συνοικοῦντας αὐτῷ, κἀκείνους τῆς λογικῆς
παιδείας μετέχοντας κατὰ τὸ ἀκρότατον». Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.11-12: «ἦσαν δὲ καὶ
ὑπ’αὐτὸν ἕτεροι ἄνδρες θαυμαστοί, ὡσεὶ ιβ΄». Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4203-4206: «τούτῳ
συνῆσαν ἕτεροι καὶ συνδιῆγον ἄνδρες, καθάπερ ὑποστράτηγοι γενναίῳ στρατηγέτῃ, ἀστέρες
ἄντικρυς φαιδροὶ καὶ τῆς νυκτὸς δᾳδοῦχοι, ἐπλήρουν δὲ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ζῳοφόρου κύκλου».
Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.165-168: «Δύο καὶ δέκα τούτῳ ὀπαδοὶ κατάμφω,
κατά τε βίον καὶ λόγον, συνοικουροῦντες αὐτῷ, καὶ τοῦ μακαρίου ἐκείνου χώρου καὶ αὐτοὶ εἰς
κόρον παραπολαύοντες· καὶ ἦν αὐτοῖς οὐ μέτριον τὸ αἰδέσιμον, οἷς τε τὸν βίον ἦσαν λαμπροὶ καὶ
οἷς τὸν λόγον ἀκρότατοι». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.5-9: «ἔχων ὑφ’ ἑαυτὸν καὶ μαθητὰς
δώδεκα, γνώσει καὶ ἀρετῇ τῶν ἄλλων ἐξοχωτάτους· οὗτοι πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην τάχει καὶ
μεγέθει φύσεως μετερχόμενοι, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τὴν ἔκκλησιαστικὴν ἅπασαν θεοσοφίαν».
Ἐφραίμ, Χρονικὸν, 65.1703-1704: «μεθ’ ὧν σοφῶν σύστημα διπλῆς ἑξάδος/ἀνδρῶν λογάδων καὶ
διδασκάλων λόγων». Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.139-140: «καὶ
διδάσκαλοι ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅσα δὴ ταῦτα, δυοκαίδεκα δ᾿ ἦν, εἰσαεὶ καθιδρύοντο».
1946 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226.17-18: «κατέκαυσεν ἐκεῖσε τοὺς διδάσκοντας δεκαὲξ

μοναχούς».
1947 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 10-11.

1948 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.18.

1949 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 230.4230.

1950 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.12: «ἀμισθὶ τοὺς θέλοντας ἐκπαιδεύοντες». Μανασσής,

Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4207: «ἄμισθοι δ’ ἦσαν παιδευταὶ τοῖς ἐρασταῖς τοῦ λόγου». Σκουταριώτης,
Σύνοψις Χρονικὴ, 123.9-10: «τοὺς μανθάνειν βουλομένους τὴν ὁποιανοῦν παιδείαν ἐδίδασκον
ἀμισθί·».
1951 «βασιλικὰς διαίτας»: Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.7. Συμεών Μάγιστρος,

Χρονικὸν, 183.74.

385
ἄνευ βουλὴν ἤ γνώμην οὐκ ἐθέσπιζον».1952 Ο Βίος του Γερμανού μας πληροφορεί

ότι οι διδάσκαλοι δεν συγκατατέθηκαν να εκδοθεί ως νόμος ο νεωτεροποιός όρος

της πίστεως.1953

Άλλο, επίσης, σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η σχέση των ανδρών και

του ιδρύματος με τα βιβλία. Σχεδόν όλες οι πηγές αναφέρουν την παρουσία

πολλών και καλών βιβλίων: «βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας» 1954, «βίβλοις πολλαῖς

καὶ καλαῖς»1955, «ἀλλὰ καὶ σοφῶν ἀνδρῶν συγγραμμάτων πλείστων τὲ καὶ

καλλίστων».1956 Τα βιβλία ανήκουν στη θύραθεν, κοσμική και στην

εκκλησιαστική γραμματεία: «ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς

εὐγενεστέρας καὶ θειοτέρας πολλαὶ ἐναπέκειντο».1957 Ο Σταυράκιος κάνει λόγο

για «τῷ φυλακτηρίῳ τῶν βίβλων οἴκῳ».1958 Ο Γλύκας1959 και ο Μανασσής1960,

μάλιστα, αναφέρουν και τον αριθμό των σωζόμενων βιβλίων (36.500). Ο

1952 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 8-9. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.75-76.
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 9-10: «καὶ οἱ βασιλεύοντες αὐτοὺς ἐβουλεύοντο καὶ οὐδὲν
ἔπραττον χωρὶς αὐτῶν·». Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.334-335: «ὧν τῆς γνώμης χωρὶς οὐ
θεμιτὸν τι ποιεῖν ἑξῆν οὐδέ τοῖς βασιλεῦσιν αὐτοῖς». Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 796.1-2. «ὧν τῆς
γνώμης χωρὶς οὐ θεμιτόν τι ποιεῖν ἐδόκει οὐδὲ τοῖς βασιλεῦσιν αὐτοῖς». Ζωναράς, Ἐπιτομὴ
Ἱστοριῶν, 260.6-8: «παρ’ αὐτοῖς ἐφοίτων οἷς ἔμελε λογικῆς παιδείας καὶ γνώσεως, οὕς καὶ ὁ
βασιλεύων συμβούλους ἐν τοῖς πρακτέοις πεποίητο». Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.12-14:
«τοσοῦτον δὲ τὴν ἀρετὴν ἦσαν περιώνυμοι ὡς καὶ τοὺς βασιλεῖς μηδὲν τι πράττειν ἄνευ αὐτῶν».
Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 229.4212-4215: «Τοσοῦτον δ’ἦν τὸ περιὸν τῆς ἀρετῆς ἐκείνοις/ὡς μηδ’
αὐτοῖς τοῖς ἄναξι καινοτομεῖν ἐξεῖναι/ἤ πράττειν τι καινοπρεπὲς καὶ πέρα τοῦ συνήθους,/ἄν μὴ
μετέσχον τῆς βουλῆς κἀκεῖνοι καὶ τῆς γνώμης·». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.10-11: «ὧν
τῆς γνώμης χωρὶς οὐδὲ βασιλεῦσιν ἐξῆν ποιεῖν τι, τοῖς γε συνετωτέροις». Ακροπολίτης
Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.157-159: «οὗ δὴ καὶ βασιλεὺς εἵνεκα, τούτους πρὸ
πάντων ἄλλων, ὁμόφρονάς τε καὶ ὁμογνώμονας σχεῖν ἐπειράσατο· ἐνόμισε γὰρ ὡς, εἴπερ
ὁμοδόξους αὐτοὺς κτήσαιτο, ἕξει σχεδὸν πάντας ὁμόφρονας».
1953 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.342-346: «μὴ συγκατατίθεσθαι τῇ ἀσεβείᾳ τῆς αἱρέσεως

ἔλεγον, μήθ’ὅλως αἱρεῖσθαι τὴν ἄτοπον αὐτοῦ βουλὴν εἰς πέρας ἄγαγεῖν. μήτε μὴν καταδέχεσθαι
παραχαραχθῆναί τι τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν παραδόσεων ἤ ποσῶς
ἐνδοῦναι νομοθετηθῆναι κατὰ κοινοῦ τὸν νεαρῶς ἐκτεθέντα νεωτεροποιὸν ὅρον τῆς πίστεως».
1954 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 7-8. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.74-75.

1955 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 226.353. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 796.6.

1956 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 128.175-176.

1957 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 260.1-2. Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.160-162:

«παγκαρπία γὰρ ἁπασῶν τῶν γραφῶν καὶ βίβλων, τῷ οἴκῳ ἐντεθησαύριστο, ὁπόσαι τῶν καθ᾿
ἡμᾶς ἱερῶν, ὁπόσαι τῶν ἔξωθεν, κοινὸν τῇ πόλει πρυτανεῖον, κοινὸν τοῖς βουλομένοις
ἐντρύφημα». Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.13-15: «αὐτῷ οἴκῳ καὶ ταῖς ἔν αὐτῷ
ἀποτεθησαυρισμέναις ἱεραῖς βίβλοις τῆς θείας Γραφῆς, καὶ τῆς ἔξωθεν [σοφίας]».
1958 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.174.

1959 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.8-10: «ἐν ᾧ βίβλοι τεθησαυρισμέναι ἦσαν, τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ

τρισμύριαι ἑξακισχίλιαι πρὸς ἄλλαις πεντακοσίαις».


1960 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 228.4193-229.4196a: «κῆπος ὄν εἴποι τις, ἁβρὸς βιβλιοφόρων

δένδρων,/ἄλσος ἄγλαοφύτευτον παντοδαπῆς σοφίας·/βίβλοι γὰρ ἦσαν ἐν αὐτῷ


προτεθησαυρισμέναι/εἰς τρισμυρίας φθάνουσαι πρὸς ἄλλαις τρισχιλίαις·/εἰς τρισχιλίους φθάνουσα
πρὸς ταῖς πεντακοσίαις».

386
προϊστάμενος είναι και φύλακας των βιβλίων: «ἐν ᾧ βίβλοι τεθησαυρισμέναι

ἦσαν…ἔχουσαι φύλακά τε καὶ προϊστάμενον ἄνδρα τίμιον καὶ σοφὸν»1961, «αὐτῷ

δόμῳ φύλακι παντοίων βίβλων».1962

Τελικά ο Λέων, μετά την αποτυχία του να μεταπείσει τους σοφούς αυτούς

άντρες, διέταξε τη νύχτα να καεί το οικοδόμημα του διδασκαλείου μαζί με το

έμψυχο δυναμικό και την υποδομή του: «κατακαῆναι τοὺς ἄνδρας σὺν τῶν

οἰκημάτων καὶ τῶν βιβλίων καὶ τῶν λοιπῶν αὐτοῖς ὑπαρχόντων».1963 Ανάμεσα

στα υπάρχοντα που καταστράφηκαν, εκτός από τα βιβλία, αναφέρονται και ιερά

ή τίμια σκεύη: «αὐτοῖς οἰκήμασιν ἅμα καὶ βίβλοις πολλαῖς καὶ καλαῖς καὶ πᾶσι

σκεύεσι τιμίοις τοὺς ἱεροὺς ὁ μιαρώτατος ἄνδρας ἐπυρπόλησε τε καὶ

ὡλοκαύτωσεν».1964 Ενδιαφέρον, ακόμη, παρουσιάζει το γεγονός ότι ο

Μανασσής1965 και ο Σκουταριώτης συγχέουν τον εμπρησμό του Λεόντα Γ’ με την

πυρκαγιά1966 που κατέστρεψε τη Βασιλική το έτος 476: «Ἐκεῖ καὶ τοῦ δράκοντος

ἔντερον ἦν, ὡς λέγεται, ἐν ᾧ καὶ τὰ βιβλία τῆς Ὁμήρου ποιήσεως ἦσαν

ἐγγεγραμμένα, ἡ Ἰλιάς τε καὶ ἡ Ὀδύσσεια».1967

Όλες οι πηγές που αναλύσαμε συσχετίζουν την καταστροφή του

ιδρύματος με την αρχή της εικονομαχίας. Ιδιαίτερα, ο Βίος του πατριάρχη

1961 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.8-11.


1962 Ἐφραίμ, Χρονικὸν, 65.1708.
1963 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742. 17-18. Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.77-78.
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226.17-18. Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 261.4-5: «οὕτω τόν τε οἶκον σὺν
ταῖς βίβλοις καὶ τοὺς σοφοὺς ἐκείνους ἄνδρας καὶ σεβασμίους κατέκαυσε». Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος
Χρονικὴ, 522.17-18: «καὶ πάντα ὁμοῦ καταφλέγει, τούς τε θείους ἐκείνους ἄνδρας καὶ σὺν αὐτοῖς
τὰς βίβλους». Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 230.4229-4230: «καὶ καταφλέγει πάντας/τοὺς ἄνδρας,
φεῦ, τοὺς ἱεροὺς καὶ σὺν αὐτοῖς τὰς βίβλους». Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.177-
179: «πυρποληθῆναι τὸν οἶκον ἐκεῖνον αὔτανδρον μετάγε τοῦ τοσούτου τῶν γραφῶν θησαυροῦ.
καὶ οἱ μὲν ὡλοκαυτώθησαν τῷ Θεῷ, μάργαροι δὲ παντοδαποῦς σοφίας λόγοι, οὓς τὰ τῶν βίβλων
ἐθαλάμευον ἔλυτρα, ἀλλὰ καὶ οὗτοι εἰς τέλος ἠνθράκωνται, καὶ εἰς τέφραν λελέπτυνται».
Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.13-16: «αὐτῷ οἴκῳ καὶ ταῖς ἔν αὐτῷ ἀποτεθησαυρισμέναις
ἱεραῖς βίβλοις τῆς θείας Γραφῆς, καὶ τῆς ἔξωθεν [σοφίας] ἀωρὶ τῶν νυκτῶν τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους
καὶ λογίους σύμπαντας ἄνδρας πυρὶ συγκατακαίει». Ἐφραίμ, Χρονικὸν, 65.1707-1708: «Χριστῷ
παριστᾷ μάρτυρας πυριφλέκτους,/αὐτῷ δόμῳ φύλακι παντοίων βίβλων». Ακροπολίτης
Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 128.171-172: «Ἐν οὖν πάνυ βραχεῖ τῷ παμφάγῳ
πάντες πυρί, αὐταῖς βίβλοις, αὐταῖς οἰκίαις, κατανάλωνται».
1964 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 226.353-355. Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 796.5-6.

1965 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 230.4233-4236: «ἦσαν ἐκεῖ τὰ κάλλιστα πάντων τῶν
παιδευμάτων,/καὶ τόμος εἷς ἐξαίσιος ἐκ δράκοντος ἐντέρου,/τὰς δέλτους τὰς Ὁμηρικὰς φέρων
ἐγγεγραμμένας,/τὴν Ἰλιάδα τε φημι καὶ τὰ τῆς Ὀδυσσείας».
1966 Βλ. Κεδρηνός, Γ.1.40 και Ζωναράς, Γ.1.43.

1967 Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.17-19.

387
Γερμανού παρέχει ως χρονολογία το ένατο έτος της βασιλείας του Λέοντα1968

(726). Τα Πάτρια, πάλι, αναφέρουν τον δέκατο χρόνο και υπολογίζουν τη

διάρκεια λειτουργίας του ιδρύματος (414 έτη): «καὶ διήρκεσε ἔτη υιδ΄ μέχρι τοῦ

δεκάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς τοῦ πατρὸς Καβαλλίνου».1969 Η

χρονολογία αντιστοιχεί στο έτος 312/3, όταν δεν είχε, ακόμη, ιδρυθεί η

Κωνσταντινούπολη.

Τέλος η καταστροφή του εκπαιδευτικού ιδρύματος είχε ως συνέπεια την

υποχώρηση της επιστημονικής γνώσης στη Ρωμανία.1970 Ο Κεδρηνός

επαναλαμβάνει στην εισαγωγή της αφήγησής του ένα χωρίο του Θεοφάνη1971

σχετικά με την υποχώρηση της παιδείας: «…σβεσθῆναί τε τῶν παιδευτηρίων τὴν

εὐσεβῆ διδασκαλίαν».1972 Ακόμη πιο εκφραστικός ο Ακροπολίτης: «Ὢ πάθους, ὢ

ζημίας, ἣν ὑποσταίη μὲν τὸ δοκοῦν ἡ Κωνσταντίνου, ταῖς δ᾿ ἀληθείαις, γένος

ἅπαν Ῥωμαίων, καὶ οἱ τὴν σοφίαν ζητοῦντες ἀνέκαθεν Ἕλληνες, ὥσπου καὶ ὁ
θεῖος Παῦλος διεμαρτύρατο· οὐ γὰρ ὅτι γε τοιούτων ἀνδρῶν ἐστέρηται, ἀλλὰ καὶ

σοφῶν ἀνδρῶν συγγραμμάτων πλείστων τὲ καὶ καλλίστων συναπεστέρηται»1973

και καταλήγει: «τὰ λοιπά δ᾿ εἰ βούλοιτό τις μαθεῖν, τῇ περὶ αὐτῶν ἱστορίᾳ

περιτυχέτω»1974 δημιουργώντας την υπόνοια ότι η ιστορία αυτού του ιδρύματος


βρίσκεται καταγεγραμμένη σε κάποιο άλλο σύγγραμμα από το οποίο και ο ίδιος

άντλησε τα λεπτομερειακά στοιχεία που παρουσίασε.

Μολονότι ο εκφραστικός πλούτος των διάφορων παραλλαγών

αναδεικνύει τον «μυθιστορηματικό» χαρακτήρα για τον οποίο κατηγορείται το


αφήγημα, ωστόσο η εξιστόρηση των 12 διαφορετικών πηγών σχετικά με το

λεγόμενο Οικουμενικό διδασκαλείο επαναλαμβάνει με συνέπεια τα εξής

χαρακτηριστικά: πρώτον πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, δεύτερον

βρίσκεται ακριβώς στη θέση της Βασιλικής, τρίτον επικεφαλής είναι ο

1968 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 226.355-357: «Ἔτος ἦν ὅτε ταῦτα τῷ τολμητῇ τῶν τοιούτων
ἐδεδραματούργητο, μικρόν τι πλεῖστον ἤ ἔλαττον, ἔνατον ἐξ ὅτου τυραννικῶς τῆς βασιλείας
ἐδράξατο».
1969 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226. 12-14.

1970 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.19-22.

1971 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 405.11-12: «ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ

παίδευσιν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς καὶ μετὰ
ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γὲγονεν».
1972 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.18-19.

1973 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 128.173-176.

1974 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 128.178-179.

388
οικουμενικός διδάσκαλος, τέταρτον συνεπικουρείται από 12 σοφούς ή ιερούς

μαθητές, πέμπτον το πολύτιμο περιεχόμενο του ιδρύματος είναι πολλά και καλά

βιβλία. H εξιστόρηση των πηγών επαναλαμβάνει βασικά χαρακτηριστικά του

αυτοκρατορικού εκπαιδευτικού συγκροτήματος της Βασιλικής Στοάς και της

Βιβλιοθήκης της, όπως αποκαταστάθηκε στα δύο πρώτα μέρη του πέμπτου

κεφαλαίου (Ε.1-2).

Ωστόσο η παράδοση αυτή απορρίπτεται κατηγορηματικά από τους

ερευνητές1975 του 20ού και του 21ου αιώνα ως μύθευμα της εικονόφιλης μερίδας,

που κατασκευάστηκε μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, προκειμένου να

αμαυρωθεί η μνήμη των εικονομάχων αυτοκρατόρων. Το κυριότερο στοιχείο που

απέτρεψε τους μελετητές από τη θετική αποτίμηση είναι το γεγονός ότι όλες

στιγματίζουν τον Λέοντα Γ’ ως υπεύθυνο για την πυρπόληση του Οικουμενικού

διδασκαλείου. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν ξεχωρίζουν ότι το

συμβάν δεν αναφέρεται σε καμία πηγή της περιόδου της εικονομαχίας, ούτε από

τον πατριάρχη Νικηφόρο ή τον Θεοφάνη1976, οι ιεροί διδάσκαλοι δεν

συγκαταλέχθηκαν από την εκκλησία ανάμεσα στους μάρτυρες1977, η ανώτερη

παιδεία συνεχίστηκε κατά την περίοδο της Εικονομαχίας1978, η αφήγηση

κατασκευάστηκε προκειμένου να εξαρθεί ο ρόλος των αναστηλωτών των

εικόνων, Θεοδώρας και Μιχαήλ Γ’, και ανά εποχή εξυπηρέτησε διαφορετικές

σκοπιμότητες.1979 Η συνολική υποβάθμιση των «μυθιστορηματικών»

χαρακτηριστικών του αφηγήματος του Οικουμενικού διδασκαλείου, με

ελάχιστες εξαιρέσεις1980, απέτρεψε τη σοβαρή διερεύνηση των πληροφοριών που

1975 Κυρίως, βλ. Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 9. Fuchs, Höhern schulen, 8-18. Bréhier, «Εnseignement
supérieur» ΙΙ, 20-28. Schneider, Byzanz, 25-26. 1950. Bréhier, «L’enseignement», 462-464. Dvornik,
«Académie Patriarcale», 115-118. Mango, Brazen House, 50. Janin, Constantinople byzantine, 160. Lemerle,
Βυζαντινός Ουμανισμός, 84-89. Speck, Kaiserliche Universität, 74-87. Müller-Wiener, Bildlexikon, 284.
Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement». Ζέπος, «Βυζαντινή νομική παιδεία», 744. Magdalino,
«Medieval Constantinople», 40. Kountoura-Galake, «Oikoumenikos Didaskalos».
1976 Schemmel, «Hochschule» ΙΙ, 9. Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 88-89. Kountoura-Galake,

«Oikoumenikos Didaskalos», 173.


1977 Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 20-21.

1978 Bréhier, στο ίδιο, 27. Bréhier, «L’enseignement», 462-464.

1979 Kountoura-Galake, «Oikoumenikos Didaskalos».

1980 Bréhier, «Εnseignement supérieur» ΙΙ, 13-28. Guilland, «Basilique», 6-9. Ο Yannopoulos, «Notes sur l’

emplacement», θεωρεί ως μύθευμα την καταστροφή του διδασκαλείου από τον Λέοντα, αλλά όχι
την ύπαρξή του. Πλησίασε περισσότερο από όλους στην ταύτιση της θέσης του με τη Βασιλική,
αλλά περιπλέχτηκε στον λαβύρινθο των διαφορετικών περιγραφών και απόψεων για την

389
παρέχουν οι πηγές σε σχέση με το μνημείο, στο οποίο παραπέμπουν, δηλαδή τη

Βασίλειο Στοά.

Ε.4.2. Απόηχοι ενός χαμένου μνημείου

Κατά την άποψή μου οι εξιστορήσεις για το Οικουμενικό διδασκαλείο διασώζουν

την υστεροφημία των αυτοκρατορικών Παιδευτηρίων, των Δικαστηρίων και της

Βιβλιοθήκης της Βασιλικής, αιώνες μετά την καταστροφή της, όταν πλέον το

συγκρότημα αποτελούσε απλώς μια «ηρωϊκή» ανάμνηση στη μνημειακή

τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης. Η παλαιότερη μαρτυρία που διαθέτουμε,

εκείνη του Γεωργίου Μοναχού, με σαφήνεια προτάσσει την προέλευσή της από

προφορική παράδοση: «Φασὶ δέ τινες καὶ τοῦτο πιστότατοι ἄνδρες».1981 Η

συγκεκριμένη μαρτυρία είναι πολύ σημαντική, διότι συνιστά την αρχική

καταγραφή της συλλογικής ανάμνησης, προτού υποστεί μεταγενέστερη

επεξεργασία. Η αναδιατύπωση του αφηγήματος επί πέντε σχεδόν αιώνες

επέτεινε την παραμόρφωση της αρχικής καταγραφής με επιστρώσεις

αλλοιώσεων, προσθηκών και παρανοήσεων. Ωστόσο είναι το μοναδικό επεισόδιο

της βυζαντινής γραμματείας το οποίο σχετίζεται με την καταστροφή της

Βασιλικής Στοάς και συγχρόνως ικανοποιεί τις χρονολογικές προϋποθέσεις που

θέσαμε. Με πλήρη συναίσθηση ότι είναι μάλλον ακατόρθωτο να

αποκατασταθούν όλες οι στρεβλώσεις, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε πίσω

από τη μυθιστορηματική επένδυση τον αρχικό πυρήνα της ιστορίας και να

απομονώσουμε τις πληροφορίες που μας παρέχει για τις λειτουργίες της

Βασιλικής.

Το πρώτο και βασικότερο στοιχείο αυτού του πυρήνα είναι η διατήρηση

της ανάμνησης ότι στη Βασιλική Στοά λειτούργησε ένα πολύ σημαντικό

εκπαιδευτικό ίδρυμα. Το ίδρυμα χωροθετείται από όλες τις πηγές στη θέση της

Βασιλικής. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα Πάτρια, τα οποία το χωροθετούν

στο Οκτάγωνο1982, που βρισκόταν νότια, δίπλα στη Βασιλική.1983 Το δεύτερο

τοπογραφία της περιοχής. Το αποτέλεσμα, όπως αποτυπώνεται σχεδιαστικά (εικ. 163), χωροθετεί
ένα φανταστικό κτήριο πάνω από τη Βασιλική Κινστέρνα.
1981 Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1.

1982 Γ.1.38.

390
σημαντικό στοιχείο είναι η ανάμνηση της Βιβλιοθήκης, η οποία συνέχισε να

λειτουργεί στη Βασιλική και μετά την πυρκαγιά του 476.1984 Άλλο στοιχείο είναι ο

τίτλος του Οικουμενικού διδασκάλου, ο οποίος πρέπει να σχετίζεται πράγματι με

τα διδασκαλεία της Βασιλικής. Είδαμε ότι κατά τον 5ο αιώνα συνοδεύει τα

ονόματα καθηγητών του δικαίου στα διδασκαλεία της Βηρυτού, ενώ από τον 7ο

αιώνα και μετά συνδέεται με τρεις πνευματικούς ανθρώπους της

Κωνσταντινούπολης.1985 Ειδικά, η περίπτωση του οικουμενικού διδασκάλου

Στεφάνου Αλεξανδρέα1986 συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να

δραστηριοποιήθηκε στο αυτοκρατορικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου

αποκαταστάθηκε από τον Ηράκλειο η έδρα της Φιλοσοφίας.1987

Το κυριότερο «μυθιστορηματικό» στοιχείο που μας ξενίζει αμέσως στις

αφηγήσεις αυτές είναι η ανάμνηση των 12 μαθητών, σοφών, ιερών διδασκάλων

και η αναπαραγωγή στην αριθμητική σχέση τους με τον οικουμενικό διδάσκαλο,

εκείνης του Χριστού με τους 12 μαθητές του.1988 Ωστόσο, αυτή συνιστά και την

πλέον αναγνωρίσιμη σύγχυση της ανάμνησης των λειτουργιών της Βασιλικής

Στοάς, εξαιτίας της χρονικής απόστασης. Οι 12 ιεροί άντρες δεν σχετίζονται με

τα Παιδευτήρια, αλλά με τα Δικαστήρια της Βασιλικής. Πρόκειται για την

ανάμνηση του σώματος των 12 «θείων» δικαστών1989, που θέσπισε στη Βασιλική ο

Ιουστινιανός. Έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι οι άντρες αυτοί

1983 Όπως είδαμε, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1675-1678, είναι ανοικτό το ενδεχόμενο το Οκτάγωνο να
στέγαζε τη Βιβλιοθήκη.
1984 Το γεγονός ότι οι νεότερες πηγές αναφέρονται στη Βιβλιοθήκη της Βασιλικής υποδεικνύει και η

σύγχυση του Μανασσή και του Σκουταριώτη για την καταστροφή του ειληταρίου με την Ιλιάδα και
την Οδύσσεια κατά τον εμπρησμό του 726. Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1965-1967.
1985 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1838-1840.

1986 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1837.

1987 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Γ.1.19. Περιπτώσεις σαν του Στεφάνου απηχεί μία πληροφορία από

τον Βίο του Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.335-340: «Ἐκ τούτων εἴ τινα συμβέβηκε τελευτᾶν,
συναθροιζόμενοι πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ πᾶσαν γῆν τὴν ὑπὸ Ῥωμαίους ἀπέστελλον ὡς ἑαυτοὺς
μεταπέμπτους ποιούμενοι τοὺς εἰς ἄκρον ἅπασαν γνῶσιν τῆς τε θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς
μετιόντας φιλοσοφίας, ἐξ ὧν ἀκριβεστάτῃ ἐρεύνῃ τὸν εἰδήμονα καὶ κρείττονα κατ’ἐκλογὴν τῶν
λοιπῶν ἑαυτοῖς ἐποιοῦντο συναρίθμιον».
1988 Kountoura-Galake, «Oikoumenikos Didaskalos», 173-174, σημ. 5. Γκουτζιουκώστας, Απονομή

δικαιοσύνης, 164, σημ. 697. Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1857.


1989 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1854-1855.

391
διέθεταν «βασιλικὰς διαίτας»1990, και οι βασιλείς χωρίς τη γνώμη ή τη συμβουλή

τους δεν νομοθετούσαν ούτε έπρατταν τίποτα.1991

Από τις αφηγήσεις απηχείται η ενίσχυση της σχέσης των θείων δικαστών

με την εκπαιδευτική διαδικασία και η ανάληψη συμβουλευτικών καθηκόντων σε

σχέση με την αυτοκρατορική νομοθεσία. Η αφήγηση της ανυποχώρητης στάσης

τους απέναντι στον Λέοντα Γ’ και η διαφωνία με την εικονομαχική πολιτική του

δεν τους χαρακτηρίζει ως εκπαιδευτικούς αλλά ως δικαστικούς λειτουργούς, και

θα πρέπει να σχετίζεται με το πρώτο διάταγμα υπέρ της Εικονομαχίας, το οποίο

πιθανολογείται ότι επιχείρησε ο αυτοκράτορας να θέσει σε ισχύ το έτος 726.1992

Καθώς το διάταγμα ερχόταν σε ρήξη με το υφιστάμενο εκκλησιαστικό δόγμα, το

οποία είχε ισχύ νόμου, φαίνεται ότι το σώμα των 12 δικαστών τήρησε

ανυποχώρητη στάση απέναντι στην καινοτομία που πήγε να εισάγει ο

Λέοντας.1993 Αυτή θα μπορούσε να είναι, απλώς, μία εύλογη υπόθεση.

Ωστόσο, εκείνο το στοιχείο που αποκτά την πραγματική διάσταση του

μέσα από την ταύτιση των 12 σοφών διδασκάλων με τους 12 θείους δικαστές

είναι ο «ιερός» χαρακτήρας τους. Η άμεση σχέση των όρων «θείος»

(αυτοκρατορικός) και «ιερός» φαίνεται ότι ευθύνεται για τη μεταμόρφωση στον

χώρο της συλλογικής μνήμης των αντρών αυτών σε μοναχούς, ιερούς άντρες,

μελλοντικούς πατριάρχες και αρχιεπισκόπους.1994 Έτσι εξηγείται πώς ο σοφός

διδάσκαλος μεταμορφώθηκε ρητορικά σε τύπο του Αδάμ1995 και τα βιβλία σε

1990 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1951.


1991 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1952.
1992 Mango C., «Historical Introduction», στο Bryer A. - Herrin J. (επιμ.), Iconoclasm. Papers given at the

Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies, Πανεπιστήμιο Μπίρμινγκχαμ (Μάρτιος 1975) 1977, 1-6,
κυρίως 2, σημ. 2-3. Την έκδοση δύο διαταγμάτων, τα έτη 726 και 730, υποστήριξε ο Anastos Μ. V.,
«Leo III’s edict against the Images in the year 726-27 and Italo-Byzantine relations between 726 and
730», ByzF 3 (1968), 5-41, κυρίως 5, 7 και 24. Ακόμη, βλ. Vasiliev A.A., History of the Byzantine Empire,
Ελλ.μτφρ. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, τ. Α’, Αθήνα 2006, 258-259. Bury J.B., A
History of the Later Roman Empire: From Arcadius to Irene (395 A.D. to 800 A.D.), τ. II, Άμστερνταμ 1966,
432.
1993 Ο Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.342-346, παρέχει την πιο λογικοφανή αιτία, ότι δηλαδή

οι «διδάσκαλοι» δεν συγκατατέθηκαν να εκδοθεί, ως νόμος, ο νεωτεροποιός όρος της πίστεως, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1953.
1994 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1946-1949. Σημειωτέον ότι η αρχική πηγή, ο Γεώργιος Μοναχός, δεν

υπαινίσσεται τον «ιερό» χαρακτήρα των προσώπων αυτών, αλλά δηλώνει ότι «κρατύνουν» τα
εκκλησιαστικά δόγματα.
1995 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1942.

392
καρπούς του παραδείσου1996, αλλά και γιατί «υπήρχαν» ανάμεσα στα

αντικείμενα που καταστράφηκαν ιερά σκεύη1997. Μάλιστα η αλλοίωση αυτή του

αρχικού πυρήνα της αφήγησης συσχετίστηκε και με τη λεγόμενη Πατριαρχική

Ακαδημία.1998

Αυτός ο «μυθιστορηματικός» σύνδεσμος της σοφίας με την ιερή γνώση

που τίθεται στην υπηρεσία των βασιλέων δεν είναι ανακάλυψη του 9ου αιώνα

μ.Χ., αλλά εντάσσεται σε μία ευρύτερη και πολύ αρχαιότερη παράδοση. Μία

πολύ σημαντική για το θέμα μας προσέγγιση περιλαμβάνεται στον 49ο λόγο του

Δίωνος Χρυσοστόμου1999 (περ. 40-120), όπου η εξάρτηση των βασιλέων από τους

σοφούς συμβούλους τους εκφράζεται με την ίδια σχεδόν διατύπωση: «ὧν ἄνευ

τοῖς βασιλεῦσιν οὐδὲν ἐξῆν πράττειν οὐδὲ βουλεύεσθαι…», που χρησιμοποίησε ο

Γεώργιος Μοναχός και οι μεταγενέστερες πηγές μας.2000 Ωστόσο είμαστε,

μάλλον, βέβαιοι ότι ο Γεώργιος Μοναχός δεν ήταν εξοικειωμένος με την κλασική

γραμματεία.2001 Ο Δίωνας προσπάθησε να αποδείξει ότι μόνοι οι φιλόσοφοι είναι

ικανοί να κυβερνήσουν και να ασκήσουν εξουσία. Φέρνει ως παράδειγμα μία

σειρά από λαούς οι οποίοι ανέδειξαν τους σοφούς τους, κάστες ανθρώπων που

συνδύαζαν την ανθρώπινη γνώση με την ιερή σοφία, σε συμβούλους των

βασιλέων και των αρχόντων τους: οι Πέρσες τους Μάγους, οι Αιγύπτιοι τους

Ιερείς, οι Ινδοί τους Βραχμάνους, οι Κέλτες τους Δρυΐδες. Ο Δίωνας υποστηρίζει

1996 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1960.


1997 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1964.
1998 Dvornik, «Académie Patriarcale», 115-118.

1999 Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι (49), «Παραίτησις ἀρχῆς ἐν βουλῇ», 49.6.1-49.9.1: «εὕροι δ' ἄν τις

σπανίως μὲν φιλοσόφους ἄρξαντας ἐν τοῖς ἀνθρώποις…καὶ κοινῇ δὲ τὰ ἰσχυρότατα τῶν ἐθνῶν,
ἐπειδὴ οὐ δύνανται ἀεὶ βασιλεύεσθαι ὑπὸ τῶν φιλοσόφων, ἐπιστάτας τοῖς βασιλεῦσι καὶ ἄρχοντας
τούτους ἀπέδειξαν· Πέρσαι μὲν οἶμαι τοὺς καλουμένους παρ' αὐτοῖς μάγους, οἳ τῆς φύσεως ἦσαν
ἔμπειροι καὶ τοὺς θεοὺς ᾔδεσαν ὡς δεῖ θεραπεύειν· Αἰγύπτιοι δὲ τοὺς ἱερέας, οἳ τὴν αὐτὴν
ἐπιστήμην εἶχον τοῖς μάγοις, τῶν θεῶν ἐπιμελούμενοι καὶ τὰ ξύμπαντα γιγνώσκοντες ὅπῃ τε καὶ
ὅπως ἔχοι· Ἰνδοὶ δὲ Βραχμᾶνας, ἐγκρατείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ διαφέροντας καὶ τῇ πρὸς τὸ θεῖον φιλίᾳ,
ὅθεν μᾶλλον ἴσασι τὰ μέλλοντα ἢ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὰ παρόντα αὐτοῖς· Κελτοὶ δὲ οὓς ὀνομάζουσι
Δρυΐδας, καὶ τούτους περὶ μαντικὴν ὄντας καὶ τὴν ἄλλην σοφίαν· ὧν ἄνευ τοῖς βασιλεῦσιν οὐδὲν
ἐξῆν πράττειν οὐδὲ βουλεύεσθαι, ὥστε τὸ μὲν ἀληθὲς ἐκείνους ἄρχειν, τοὺς δὲ βασιλέας αὐτῶν
ὑπηρέτας καὶ διακόνους γίγνεσθαι τῆς γνώμης… καὶ γὰρ δὴ τοῦτον εἰκός ἐστι πᾶσαν ἀρχὴν
ἱκανώτατα διοικῆσαι, ὃς τὴν χαλεπωτάτην ἀρχὴν διηνεκῶς ἄρχων δύναται παρέχειν ἀναμάρτητον
αὑτόν. ὁ τοίνυν φιλόσοφος ἀεὶ αὑτοῦ ἄρχει·». Στο ίδιο, 49.13.1-2: «ἀλλὰ τοῦ γε ὄντως φιλοσόφου τὸ
ἔργον οὐχ ἕτερόν ἐστιν ἢ ἀρχὴ ἀνθρώπων». Ακόμη, βλ. Στράβων, Γεωγραφικά, 16.2.38-39, ο οποίος
αναφερόμενος στον Μωϋσή κάνει λόγο για μία παράδοση ιερών σοφών ανδρών του αρχαίου
κόσμου, οι οποίοι μετέφεραν τα προστάγματα των θεών στους ανθρώπους.
2000 Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1952.

2001 Σύμφωνα με τον Treadgold, Middle Byzantine Historians, 117, ο Γεώργιος έλαβε μόνο βασική

εκπαίδευση και δεν είχε διαβάσει κανένα κλασικό συγγραφέα.

393
ότι στην ίδια θέση για τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό βρίσκονται οι φιλόσοφοι, οι

οποίοι, επειδή τα καταφέρνουν στο πιο δύσκολο αξίωμα, την εξουσία επάνω

στον εαυτό τους και τα πάθη τους, είναι ικανοί να εξουσιάσουν και τους άλλους

ανθρώπους. Ο λόγος του Δίωνα προβάλλει στην αυτοκρατορική περίοδο τις

θέσεις που ο Πλάτωνας και η μετά από αυτόν ελληνορωμαϊκή πολιτική

φιλοσοφία ανέπτυξαν αιώνες νωρίτερα.2002 Ωστόσο ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι

το γεγονός ότι οκτώ αιώνες περίπου μετά τον Δίωνα στη μεσοβυζαντινή

Κωνσταντινούπολη η ανάμνηση των αυτοκρατορικών Παιδευτηρίων και

Δικαστηρίων της Βασιλικής Στοάς με μικρές αλλοιώσεις και προσθήκες

προσαρμόστηκε πλήρως σε αυτό το Πλατωνικό-Χρυσοστομικό πρότυπο.

Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο αυτής της παράδοσης το αφήγημα του

Οικουμενικού διδασκαλείου προσάρμοσε την ανάμνηση του αυτοκρατορικού

εκπαιδευτικού ιδρύματος της Κωνσταντινούπολης με τη Βιβλιοθήκη του στο

αρχέτυπο του Αλεξανδρινού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης στα Ανάκτορα της

Αλεξάνδρειας. Ο ιερός ή κληρικός οικουμενικός διδάσκαλος με τους ιερούς

μαθητές του συνεχίζουν την αρχαία παράδοση του επικεφαλής φιλοσόφου-ιερέα

των Μουσών της Ακαδημίας του Πλάτωνα και του Λυκείου του Αριστοτέλη2003,

που κορυφώθηκε στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας2004, το σημαντικότερο

επιστημονικό ίδρυμα του αρχαίου κόσμου. Στην Αλεξάνδρεια, όπως και στο

αφήγημα της Κωνσταντινούπολης, η παράδοση αυτή της ανθρώπινης και ιερής

γνώσης λειτούργησε υπό την προστασία των βασιλέων της Αιγύπτου. Ο

επικεφαλής του Μουσείου ήταν ιερέας των Μουσών2005 που διοριζόταν από τους

Πτολεμαίους Βασιλείς και αργότερα από τους Ρωμαίους Καίσαρες. Οι φιλόλογοι

άνδρες διέμεναν και σιτίζονταν στον «οἶκον μέγαν» του Μουσείου2006, το οποίο

επίσης διέθετε βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία. Ο προϊστάμενος της βιβλιοθήκης

κατείχε πολύ σημαντική θέση, όπως και ο Οικουμενικός διδάσκαλος ήταν ο ίδιος

2002 Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 537-542. Chesnut,«The Ruler and the Logos», 1310-1312.
Bardill, Constantine, 138. Whitmarsh T., Greek Literature and the Roman Empire: The Politics of Imitation,
Οξφόρδη 2001, 190-216.
2003 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1627.

2004 Για το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, βλ. ανωτέρω, κεφάλαιο Ε.1.1.

2005 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.20-21: «ἱερεὺς ὁ ἐπὶ τῷ Μουσείῳ τεταγμένος τότε μὲν ὑπὸ τῶν

βασιλέων νῦν δ' ὑπὸ Καίσαρος».


2006 Στράβων, Γεωγραφικὰ, 17.1.8.17-19: «…οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ

Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν…».

394
ο φύλακας των βιβλίων στην Κωνσταντινούπολη.2007 Και οι δύο Βιβλιοθήκες

καταστράφηκαν από πυρκαγιά. Με τη μεταμόρφωση των θείων δικαστών σε

«ιερούς διδασκάλους», που κατοικούσαν μέσα στον Οίκο2008 ή το Παλάτιο2009 (της

Βασιλικής) και διέθεταν βιβλία και ιερά σκεύη, το συγκρότημα της

Κωνσταντινούπολης προσαρμόστηκε στο αρχέτυπο του Αλεξανδρινού

Μουσείου. Η δικαστική λειτουργία, καθώς δεν σχετίζεται με το πρότυπο αυτό,

αποσιωπήθηκε εντελώς.

Δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε εάν η προσομοίωση των δύο

ιδρυμάτων υπήρξε συνειδητό εγχείρημα ή η ανάμνηση του συγκροτήματος της

Κωνσταντινούπολης εμπλουτίστηκε με στοιχεία που παραπέμπουν, απλώς, σε

κάποια αρχέτυπη παράδοση. Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο, το πιο

ενδιαφέρον, που συνδέει τις παραδόσεις των ιδρυμάτων των δύο πόλεων· και τα

δύο βασίζονται σε αμφισβητούμενες γραπτές πηγές. Πριν από μερικά χρόνια ο

Bagnall2010 διατρέχοντας όλα τα διαθέσιμα τεκμήρια ανέδειξε πόσο λιγοστά είναι

τα στοιχεία που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την περίφημη Αλεξανδρινή

Βιβλιοθήκη και πόσο πολύ βασιζόμαστε σε αποσπασματικές ή αμφισβητήσιμες

γραπτές μαρτυρίες. 2011 Αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την έξοχη μελέτη του

Fraser2012, μόνο να υποθέσουμε μπορούμε πότε και από ποιον ιδρύθηκε το

Μουσείο, την εξέλιξή του, ακόμη και τις επιστήμες που θεράπευε. Παράλληλα, ο

Heller-Roazen2013 ανέδειξε πόσο ισχυρή είναι η παράδοση για την καταστροφή

της Βιβλιοθήκης από πυρκαγιά: «the conflagration remains the supreme emblem of

the Alexandrian archive itself»2014, ανεξάρτητα από το αν πραγματικά συνέβη. Η

βασική διαφορά ανάμεσα στο Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και

το Οικουμενικό Διδασκαλείο και τη Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης είναι

ότι γύρω από το πρώτο υπάρχει μία ισχυρή ερευνητική παράδοση, η οποία

2007 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1961-1962.


2008 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1923-1925.
2009 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1922.

2010 Bagnall, «Library of Dreams».

2011 Η βασικότερη πηγή είναι Τά Προλεγόμενα του Τζέτζη στα Σχόλια εἰς τὸν Ἀριστοφάνην, βλ.

ανωτέρω, υποσημ. 1635, από τον 12ο μ.Χ. αιώνα.


2012 Fraser, Ptolemaic Alexandria, 312-319.

2013 Heller-Roazen, «Tradition’s Destruction», 147-151.

2014 Heller-Roazen, στο ίδιο, 150: «One might be tempted to suggest that, had there not been a fire to

consume the Library, on would have had to be invented…».

395
άκριτα αποδέχεται το αφήγημα των πηγών, ενώ γύρω από το δεύτερο υπάρχει

μία αντίστοιχα ισχυρή ερευνητική παράδοση, η οποία άκριτα το απορρίπτει.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η ανάμνηση του αυτοκρατορικού εκπαιδευτικού

ιδρύματος της Βασιλικής προσαρμόστηκε τόσο εύκολα στην ευρύτερη παράδοση

των σοφών συμβούλων των βασιλέων και στην ειδικότερη του Αλεξανδρινού

Μουσείου, δεν είναι τυχαίο. Η Βασιλική, όπως αποκαταστάθηκε στο παρόν

κεφάλαιο, στέγασε δύο λειτουργίες 2015 με κεντρική σημασία για τον δημόσιο βίο

της Κωνσταντινούπολης και την αυτοκρατορική ιδεολογία. Η συγκρότηση και

λειτουργία του εκπαιδευτικού ιδρύματος και της Βιβλιοθήκης τελούσαν υπό την

αυτοκρατορική προστασία και σημαντικά στοιχεία παρέπεμπαν, ήδη, όπως

είδαμε, στο αρχέτυπο του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Η

χωροθέτηση, οργάνωση και αναδιοργάνωση της δικαστικής λειτουργίας στη

Βασιλική τελούσαν, επίσης, υπό τη μέριμνα του αυτοκράτορα, στο όνομα του

οποίου γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης. Η κεντρική θέση των 12 θείων

δικαστών αναδεικνύεται από το γεγονός ότι ο διορισμός τους λάμβανε χώρα

απευθείας από τον ίδιο τον αυτοκρατόρα 2016, ο οποίος, συγχρόνως, εγγυόταν την

ανεξαρτησία της κρίσης τους.2017

Κατά τη γνώμη μου, εάν αφαιρέσουμε αυτά τα ευανάγνωστα στρώματα

προσθηκών, αλλοιώσεων και παρανοήσεων από το αφήγημα του διδασκαλείου,

τότε βρισκόμαστε πολύ κοντά στην ανάμνηση του αυθεντικού συγκροτήματος

της Βασιλικής με τις λειτουργίες της, όπως την ξεθώριασε η αχλύς του χρόνου

μετά την καταστροφή της. Και αυτό το συγκρότημα πράγματι υλοποιούσε

μνημειακά τα δύο σημαντικότερα ιδανικά της αρχαίας βασιλείας, την

αναζήτηση της σοφίας και την απονομή της δικαιοσύνης. Η διαπίστωση ότι η

ανάμνηση αυτού του ιδρύματος συνδέθηκε τόσο αβίαστα με τις αρχαίες

2015 Το αφήγημα του «Οικουμενικού διδασκαλείου» συγχέει και συνδυάζει σε μία την παιδευτική
λειτουργία του μνημείου και τον τίτλο του «Οικουμενικού Διδασκάλου» με την ανάμνηση των 12
αυτοκρατορικών δικαστών, δηλαδή τη δικαστική χρήση της Βασιλικής.
2016 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1856.

2017 Novellae Justiniani, 407.29-408.1 (Νεαρά 82, κεφ. ΧIII): «Πᾶς δὲ δικαστὴς εἴτε ἀρχὴν ἔχων εἴτε

ἄλλως δικάζων τηρείτω τοὺς νόμους καὶ κατὰ τούτους φερέτω τὰς ψήφους, καὶ κἄν εἰ συμβαίη
κέλευσιν ἡμετέραν ἐν μέσῳ κἄν εἰ θεῖον τύπον, κἄν εἰ πραγματικὸς εἴη, φοιτῆσαι λέγοντα τοιῶςδε
χρῆναι τὴν δίκην τεμεῖν, ἀκολουθείτω τῷ νόμῳ. ἡμεῖς γὰρ ἐκεῖνο βουλόμεθα κρατεῖν, ὅπερ οἱ
ἡμέτεροι βούλονται νόμοι». Σε αυτό το χωρίο της Νεαράς 82 θεμελιώνεται το ανυποχώρητο των 12
ανδρών, που απηχούν οι πηγές.

396
παραδόσεις οφείλεται στο γεγονός ότι οι λειτουργίες του αποτελούσαν γνήσια

συνέχειά τους στο περιβάλλον της ελληνορωμαϊκής βασιλείας του

Κωνσταντίνου και των διαδόχων του. Αυτό που δεν ήταν γνήσιο ήταν το

«μυθιστορηματικό» άρωμα αρχαιότητος, με το οποίο την επένδυσε η συλλογική

μνήμη της μεσοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης.

Ουσιαστικά από το αφήγημα του Οικουμενικού Διδασκαλείου θεωρούμε

ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε δύο βασικές πληροφορίες. Η πρώτη είναι ότι η

Βασιλική παρέμεινε η έδρα των Παιδευτηρίων, της Δημόσιας Βιβλιοθήκης και

των Δικαστηρίων της Πόλης –με τυχόν εξελίξεις, μεταβολές, ακόμη και ύφεση

στην λειτουργία τους, τις οποίες δεν είναι δυνατόν προς το παρόν να

διαγνώσουμε– μέχρι την τελική καταστροφή της μέσα στον 8ο αιώνα. Τις ίδιες

λειτουργίες θα πρέπει να αποκαταστήσουμε στο εσωτερικό της, ακόμη και κατά

τον 8ο αιώνα, χρυσορόφου Βασιλικής, προκειμένου να συμπληρώσουμε

αρμονικά τις σημαντικές δραστηριότητες που αποτυπώνουν οι Παραστάσεις

Χρονικές2018 στον εξωτερικό περίγυρό της.

Η δεύτερη πληροφορία που μπορούμε να αξιοποιήσουμε είναι ότι η

Βασιλική καταστράφηκε πράγματι από πυρκαγιά. Προσδιορίσαμε νωρίτερα ότι η

καταστροφή του μνημείου έλαβε χώρα μετά την αναφορά των Παραστάσεων,

ανάμεσα στον πρώιμο 8ο (περ. 715) και τα τέλη του 8ου αιώνα. Η εικόνα

συνολικής ερείπωσης, που περιγράφει ο Βίος του Αγίου Ταρασίου2019, δεν μπορεί

να οφείλεται σε σταδιακή εγκατάλειψη. Άλλωστε το κτήριο, όπως περιγράφεται

στις Παραστάσεις, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί

εγκαταλελειμμένο. Αντίθετα, η εγκατάλειψη του συγκροτήματος θα πρέπει να

αποδοθεί σε βίαιο γεγονός, σεισμό ή πυρκαγιά, που προκάλεσε την ολική

καταστροφή του και κατέστησε αδύνατη την αποκατάστασή του, ώστε να

αναφέρεται ως ερειπιώνας. Μολονότι πολλοί σεισμοί έχουν ανά τους αιώνες

καταγραφεί στην Πόλη, γενικότερα δεν έχουμε αναφορές για καταστροφικές

επιπτώσεις στην περιοχή του μνημειακού κέντρου. Όπως είδαμε νωρίτερα, οι

βασικές καταστροφές που έχει υποστεί ο χώρος αυτός οφείλονται σε

2018 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1897.


2019 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1905.

397
πυρκαγιές.2020 Δεν υφίσταται κανένας λόγος να αμφισβητήσουμε τη μαρτυρία

των πηγών για την καταστροφή σε μία νέα πυρκαγιά κατά τον 8ο αιώνα ενός

μνημείου που είχε ήδη καταστεί δύο φορές πυρόπληκτο κατά τα έτη 4762021 και

532.2022 Άλλωστε το εξαιρετικά πυρίφλεκτο περιεχόμενο (βιβλία, δικαστικό

αρχείο) και οι ξύλινες στέγες των στοών του συνιστούσαν διαχρονικά και την

αχίλλειο πτέρνα του απέναντι σε μία από τις σημαντικότερες απειλές του

αστικού οργανισμού της Κωνσταντινούπολης.

Τώρα, το ερώτημα εάν η πυρκαγιά αυτή ήταν το αποτέλεσμα εμπρησμού

και εάν ηθικός αυτουργός της υπήρξε πράγματι ο Λέοντας Γ’, είναι πολύ

δύσκολο να απαντηθεί με τα υφιστάμενα δεδομένα και ξεπερνά τα όρια του

ερευνητικού ορίζοντα αυτής της εργασίας. Αλλά η αμαύρωση της μνήμης των

εικονομάχων αυτοκρατόρων δεν θα πρέπει, πλέον, να αποτελεί επιχείρημα για

τη συνολική απόρριψη της ιστορίας του Οικουμενικού διδασκαλείου, καθώς πίσω

από τον αφελή χαρακτήρα των αφηγήσεων κρύβεται ένας ουσιαστικός πυρήνας

αληθείας, τον οποίο η νεότερη έρευνα δεν μπόρεσε να εκτιμήσει. Κι αυτό, διότι

απλούστατα η Βασιλική Στοά δεν είχε αποκατασταθεί μέχρι σήμερα στις

πραγματικές διαστάσεις της μέσα στον τοπογραφικό χάρτη της Πόλης ως το

αυτοκρατορικό κέντρο της ανώτερης παιδείας της Βασιλεύουσας από την εποχή

του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι την τελική καταστροφή της. Εάν δεχθούμε

την άποψη των μελετητών ότι η ιστορία αυτή αποτελεί μύθευμα, τότε είναι

καταπληκτική σύμπτωση το γεγονός ότι ο Γεώργιος Μοναχός, δυόμισι αιώνες

μετά την τελευταία αναφορά2023 της Βασιλείου Στοάς ως εκπαιδευτικού

ιδρύματος, περιγράφει με ακρίβεια και με πρωτότυπα στοιχεία τα λειτουργικά

χαρακτηριστικά ενός μνημείου, το οποίο δεν είχε γνωρίσει. Αντίθετα η μαρτυρία

του αναδεικνύει την ισχυρή διατήρηση μιάς ανάμνησης η οποία τοποθέτει στον

πρώιμο 8ο αιώνα την καταστροφή του οικοδομήματος και των βασικών

2020 Βλ. κεφάλαιο Α.2.2. και Α.3.1.


2021 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 391-394. Ακόμη βλ. Ιωάννης Αντιοχεύς Γ.1.18, Κεδρηνός Γ.1.40, Ζωναράς
Γ.1.43.
2022 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 395-400. Ακόμη βλ. Πασχάλιο Χρονικό Γ.1.21, Θεοφάνης, Γ.1.26, Μέγας

Χρονογράφος Γ.1.139, Κεδρηνός Γ.1.42.


2023 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης Γ.1.19.

398
λειτουργιών του. Είναι ο απόηχος του μνημείου στον χώρο της συλλογικής

μνήμης της μεσοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης.

Η συλλογική μνήμη διατήρησε πολύ έντονη την ανάμνηση ότι η

καταστροφή του ιδρύματος αυτού σηματοδότησε το πέρασμα στη «σκοτεινή»,

χωρίς τα φώτα της ανώτερης παιδείας, περίοδο της Εικονομαχίας. Πράγματι οι

ίδιοι ερευνητές που απορρίπτουν το αφήγημα του Διδασκαλείου, επισημαίνουν

ότι η περίοδος της Εικονομαχίας σηματοδοτεί μία σημαντική υποχώρηση της

ανώτερης παιδείας2024, και μάλιστα εκείνης που χαρακτηρίζεται ως

ελληνορωμαϊκή.2025 Αυτό συνοψίζει και ο Θεοφάνης2026, ο οποίος μολονότι δεν

αποδίδει περιγραφικά το συμβάν, το υποδηλώνει με μία περίεργη έκφραση:

«ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι» και το χρονολογεί ακριβώς στο δέκατο

έτος της βασιλείας του Λέοντα. Η μάλλον αταίριαστη εκ πρώτης όψεως χρήση

του απαρεμφάτου «σβεσθῆναι» υποδηλώνει συγκαλυμμένα και την αιτία

(πυρκαγιά), μαζί με την οποία έσβησαν τα παιδευτήρια.

Στην Κωνσταντινούπολη η άκριτη αποδοχή2027 από την έρευνα του

«Capitolii auditorium» ως έδρας της ανώτερης εκπαίδευσης μετά το 425 και η

άκριτη απόρριψη2028 του «Οικουμενικού Διδασκαλείου», εξόρισαν την ανώτερη

παιδεία από το αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο της Πόλης, αλλοιώνοντας την

τοπογραφική, λειτουργική και συμβολική σύνθεσή του. Ωστόσο το γεγονός ότι οι

λειτουργίες της Βασιλικής Στοάς, η ανώτερη παιδεία και η δικαιοσύνη, τελούσαν

υπό αυτοκρατορική προστασία και υπήρξαν συστατικά στοιχεία της σύνθεσης

του μνημειακού κέντρου, αποδεικνύει όχι μόνο η παραμονή τους στο μνημείο

2024 Για το Διδασκαλείο, βλ. Mango, Brazen House, 50, και Mango, Βυζάντιο, 164-166. Ο ίδιος, «The
Availability of Books in the Byzantine Empire, A.D. 750-850», στο Mango, Byzantium and its Image, κεφ.
vii, εντοπίζει ένα κενό περίπου 50 ετών μετά το 730 στη λογοτεχνική παραγωγή. Ακόμη βλ.
Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 84-89, για το διδασκαλείο, και 98-101, για την «ἔκλειψη…ἐκείνης
τῆς μορφῆς τῆς παιδείας ποὺ συνέχιζε τὴν ἀρχαία παράδοση·». Για τη γενικότερη πολιτισμική και
παιδευτική υποχώρηση, ακόμη βλ. Treadgold W.T., «The Revival of Byzantine Learning and the
Revival of Byzantine State», AHR 84 (1979), 1245-1266, κυρίως 1245-1251. Ο ίδιος, The Byzantine Revival
780-842, Στάνφορντ Καλιφόρνια 1988, 51-58.
2025 Lemerle, στο ίδιο, 100: «οἱ εἰκονολάτρες ἀκολουθοῦν τὴ γραμμὴ τοῦ ‘’οὐμανιστικοῦ’’

χριστιανισμοῦ, ποὺ ὑπέκυψε στὴν ἑλληνορωμαϊκὴ παράδοση· οἱ εἰκονοκλάστες…τὴ γραμμὴ τοῦ


σημιτικοῦ καὶ ἀσιατικοῦ χριστιανισμοῦ».
2026 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 405.11-14: «ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ

παίδευσιν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς καὶ
μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ Σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν».
2027 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1715-1716.

2028 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1975.

399
μέχρι την αρχή της Εικονομαχίας, αλλά και μετά από αυτήν η επανασύσταση

τους ως αυτοκρατορικά εγχειρήματα στην ίδια περιοχή, και μάλιστα γύρω από

τη Βασιλική.2029 Έτσι συναντάμε στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’ την

επανίδρυση με αυτοκρατορική μέριμνα εκπαιδευτικού ιδρύματος στη

Μαγναύρα2030, στην οποία την ίδια περίοδο λειτουργεί και αυτοκρατορικό

δικαστήριο.2031 Η σχολή αυτή συνεχίζει τη λειτουργία της στη Μαγναύρα ή

επανασυστήνεται στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου.2032 Στο

Σκεπαστό Ιππόδρομο2033 εντοπίζεται η έδρα των δικαστηρίων των κριτών του

Ιπποδρόμου και του Βήλου.2034 Αργότερα ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-

1055) ίδρυσε φιλοσοφική και νομική σχολή στη Μονή των Μαγγάνων 2035

ανατολικά της Ακρόπολης, κοντά στο μνημειακό κέντρο και άμεσα προσβάσιμη

από αυτό. Η επίμονη παρουσία αυτών των δύο πολύ σημαντικών ιδανικών της

αρχαίας βασιλείας στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης οφείλεται

2029 Ο Magdalino «Medieval Constantinople», 40 και σημ. 138, κάνοντας λόγο για τη Θεοτόκο των
Χαλκοπρατείων και τον Άγιο Θεόδωρο Σφορακίου, που εφάπτονταν βόρεια και νοτιοδυτικά της
Βασιλικής, επισημαίνει τον εντοπισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στο άμεσο περιβάλλον
του μνημείου: «…which adjoined the Basilica to the north and south respectively. Is it coincidence that
these were the very churches where schools are first attested in the late eighth and early ninth
centuries?». Για τις δευτεροβάθμιες αυτές σχολές, ακόμη βλ. Browning R., «The Patriarchal School at
Constantinople in the Twelfth Century», στο Browning R., Studies on Byzantine History, Literature and
Education, Λονδίνο 1977, κεφ. X, 171-173.
2030 Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 137-140, 144-145. Speck, Kaiserliche Universität, 4-13. Markopoulos,

«‘’higher education’’», 37-38.


2031 Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 54-57, 69. Το δικαστήριο συστάθηκε από τον Νικηφόρο

Α’ (802-810). Μαρτυρίες για τη συνέχειά του απαντούν στα χρόνια των άμεσων διαδόχων του,
ακόμη κατά το β’ μισό του 9ου αιώνα και κατά τη βασιλεία του Βασιλείου Α’ (867-889). Ο Goria,
Giustizia, 330, θεωρεί ότι το δικαστήριο αυτό αποτελεί ανασύσταση του σώματος των 12 δικαστών
του Ιουστινιανού. Ωστόσο ο Γκουτζιουκώστας παρατηρεί ότι η μόνη αναλογία τους είναι ότι
πρόκειται για δικαστήρια με μόνιμα μέλη, τα οποία είχαν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την
απονομή δικαιοσύνης.
2032 Επανασύσταση προτείνουν οι Speck, Kaiserliche Universität, 22-28, και Markopoulos, «‘’higher

education’’», 38. Συνέχεια εντοπίζει ο Lemerle, Βυζαντινός Ουμανισμός, 238-240.


2033 Σχετικά με την ονομασία, βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης, 122-123. Τα δικαστήρια

θα λειτουργούσαν νοτιοανατολικά του ανοικτού ιπποδρόμου, μεταξύ αυτού και του Παλατίου της
Δάφνης, αλλά δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση τους.
2034 Ο Γκουτζιουκώστας, στο ίδιο, 124-159, έδειξε ότι πρόκειται για δικαστικά σώματα με μόνιμα

μέλη που συνεδρίαζαν στον Σκεπαστό Ιππόδρομο. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν τον αριθμό 12
είτε σε σχέση και με τα δύο σώματα, είτε μόνο για τους κριτές του Βήλου. Ο Zachariä von
Lingenthal, Geschichte, 358-360, πρότεινε ότι οι κριτές επί του Ιπποδρόμου ταυτίζονται με τους 12
δικαστές του Ιουστινιανού. Ο Γκουτζιουκώστας, στο ίδιο, 159-165, καταλήγει ότι υπάρχουν
ομοιότητες μεταξύ των κριτών των δύο σωμάτων με τους δικαστές του Ιουστινιανού, ως προς τις
αρμοδιότητες αλλά θεωρεί ότι δεν υπάρχει συνέχεια του θεσμού λόγω της χρονικής απόστασης
από τον 6ο έως και τον 9ο/10ο αιώνα. Ωστόσο, το σώμα που θέσπισε ο Ιουστινιανός, με βάση τα
νεότερα δεδομένα, πρέπει να λειτούργησε, τουλάχιστον, μέχρι τον πρώιμο 8ο αιώνα.
2035 Markopoulos, «‘’higher education’’», 38-39 και σημ. 81 με σχετική βιβλιογραφία.

400
στην πολύ μεγάλη σημασία που είχαν για την αυτοκρατορική ιδεολογία. Στο

επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε τη σημασία των λειτουργιών της Βασιλικής

Στοάς και τη σχέση τους με τη σύνθεση του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Ε’

Στο παρόν κεφάλαιο εξετάστηκε ο λειτουργικός χαρακτήρας της Βασιλείου

Στοάς. Μέσα από τις πηγές αναδείχτηκε το αυτοκρατορικό εγχείρημα


δημιουργίας της δημόσιας Βιβλιοθήκης στο συγκρότημα της Βασιλικής κατά το

β’ και γ’ τέταρτο του 4ου αιώνα, το οποίο συνδυάστηκε με τη λειτουργία των

Παιδευτηρίων. Ακολούθως, διερευνήθηκε το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού

νόμου του έτους 425, εξαιτίας του οποίου όλοι σχεδόν οι ερευνητές υποστηρίζουν

ότι το έτος αυτό η έδρα της ανώτερης εκπαίδευσης μεταφέρθηκε στο Καπιτώλιο.

Υποστηρίξαμε ότι ο νόμος περιγράφει με φωτογραφική ακρίβεια ένα

υφιστάμενο κτήριο, στο οποίο χωροθετεί τη σύσταση 31 καθηγητικών εδρών.

Υποδείξαμε ακόμη ότι οι τοπογραφικές προϋποθέσεις που περιλαμβάνει το


δεύτερο απόσπασμα του νόμου, ενώ δύσκολα προσαρμόζονται στον λειτουργικό

και συμβολικό χαρακτήρα του Καπιτωλίου, ικανοποιούνται πλήρως από την

τοπογραφική και αρχιτεκτονική διαμόρφωση της Βασιλικής Στοάς, όπως

αποκαταστάθηκε στο τέταρτο κεφάλαιο. Ουσιαστικά, η ταύτιση του


αυτοκρατορικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, που περιγράφει ο νόμος, με το

Καπιτώλιο υπήρξε μία μεγάλη ερευνητική παρανόηση, η οποία απέσπασε το

κέντρο της ανώτερης παιδείας από τον φυσικό του χώρο, το άμεσο περιβάλλον

των ανακτόρων, και δεν επέτρεψε να γίνει κατανοητή η εξέχουσα σημασία του

στον λειτουργικό και συμβολικό σχεδιασμό του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης.

Επισημάναμε, ακόμη, όλες τις μαρτυρίες σχετικά με τη δικαστική

λειτουργία του μνημείου. Ξεχωρίζει η Νεαρά 82 του Ιουστινιανού, με την οποία ο

αυτοκράτορας αναδιοργάνωσε τη λειτουργία των δικαστηρίων μέσα από τη

συγκρότηση ενός σώματος 12 μόνιμων «θείων» δικαστών. Ακόμη, διερευνήσαμε

401
τις μαρτυρίες σχετικά με την παρουσία του Τυχαίου στο οικοδόμημα της

Βασιλικής, το οποίο όχι μόνο δεν ενόχλησε τη χριστιανική κοινότητα της Πόλης

αλλά παρέμεινε σε λειτουργία και ανακαινίστηκε κατά το α’ μισό του 6ου αιώνα.

Οι άμεσες μαρτυρίες για τη λειτουργική χρήση του μνημείου φθάνουν μέχρι τον

6ο (Τυχαίο, Δικαστήρια) ή το α’ μισό του 7ου αιώνα (Ανώτερη Εκπαίδευση). Η

τελευταία μαρτυρία που παρουσιάζει ιστάμενο το ίδιο το μνημείο βρίσκεται στις

Παραστάσεις Χρονικές και χρονολογείται στον πρώιμο 8ο αιώνα. Η αμέσως

επόμενη στον Βίο του Πατριάρχη Ταρασίου το εμφανίζει ως ερειπιώνα κατά τα

τέλη του ίδιου αιώνα. Συσχετίσαμε την καταστροφή της Βασιλικής με κάποιο

καταστροφικό γεγονός. Η μοναδική εξήγηση μέσα στη βυζαντινή γραμματεία

βρίσκεται σε μία ομάδα 12 κειμένων, τα οποία περιγράφουν την καταστροφή του

λεγόμενου Οικουμενικού διδασκαλείου από τον Λέοντα Γ’ Ίσαυρο το έτος 726. Η

νεότερη έρευνα ερμηνεύει ως κατασκευή αυτό το συμβάν και το αποδίδει σε μία

προσπάθεια αμαύρωσης της μνήμης των εικονομάχων αυτοκρατόρων από την

εικονόφιλη παράταξη μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας.

Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου διερευνήσαμε διεξοδικά όλες αυτές

τις μαρτυρίες των πηγών, οι οποίες επαναλαμβάνουν βασικά χαρακτηριστικά

του λειτουργικού χαρακτήρα της Βασιλικής Στοάς, όπως αποκαταστάθηκε

νωρίτερα στο ίδιο κεφάλαιο. Καταλήξαμε ότι οι εν λόγω μαρτυρίες απηχούν

αιώνες αργότερα την ανάμνηση, όπως διασώθηκε στη συλλογική μνήμη της

Κωνσταντινούπολης, του αυθεντικού συγκροτήματος των αυτοκρατορικών

Παιδευτηρίων και Δικαστηρίων. Το συγκρότημα πρέπει να παρέμεινε ενεργό

μέχρι την καταστροφή του μνημείου από πυρκαγιά ανάμεσα στον πρώιμο και

τον ύστερο 8ο αιώνα. Το γεγονός ότι οι λειτουργίες του μνημείου συνιστούν

σημαντικές δραστηριότητες του δημόσιου βίου και της λειτουργικής σύνθεσης

του μνημειακού κέντρου αναδεικνύει η αποκατάστασή τους στον ίδιο χώρο σε

γειτονικά στη Βασιλική οικοδομήματα μετά τη λήξη της Εικονομαχίας.

402
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ

ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Στο πρώτο κεφάλαιο (Α.1.2) υποστηρίξαμε ότι το μνημειακό κέντρο υπήρξε ο

κατεξοχήν συμβολικός χώρος της ελληνορωμαϊκής πόλης. Η αρχιτεκτονική και

λειτουργική σύνθεσή του σε συνδυασμό με ένα πλούσιο εικονολογικά λεξιλόγιο

πρόβαλε τις πολιτικές, κοινωνικές, ιστορικές και θρησκευτικές ταυτότητες, αξίες

και μνήμες της πολιτικής κοινωνίας, κατοχυρώνοντας τη συνέχειά τους στη

συλλογική μνήμη. Ιδιαίτερα, πολύ μεγάλη σημασία έχει η αρχιτεκτονική και

λειτουργική σύνθεση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης, ως

επίκεντρου της νέας βασιλικής Πόλης και νοητού κέντρου ολόκληρης της

αυτοκρατορίας.
Η αρχική υλοποίηση του μνημειακού κέντρου κατά το β’ και γ’ τέταρτο

του 4ου αιώνα από την Κωνσταντίνεια δυναστεία2036 και η εξέλιξή του στον

χρόνο μέσα από μία σωρευτική διαδικασία αποτύπωσαν συμπυκνωμένα τα

συστατικά στοιχεία της αυτοκρατορικής, πολιτικής και θρησκευτικής ιδεολογίας,


πάνω στα οποία οικοδόμησαν ο Μ. Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του τη

χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο χώρος αυτός υπήρξε ένα δυναμικό πεδίο,

όπου αρχαίες και νέες παραδόσεις συγχωνεύτηκαν σε ένα καινούριο όραμα για

το μέλλον του ρωμαϊκού κόσμου, τα συστατικά στοιχεία του οποίου καθόρισαν

την τοπογραφική, λειτουργική και συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου

της Κωνσταντινούπολης και αποτυπώθηκαν μέσα από τις αρχιτεκτονικές και

λειτουργικές αξίες, τις τοπογραφικές και οπτικές σχέσεις και τον εικονογραφικό

διάκοσμο των μνημείων.

2036 Βλ. κεφάλαιο Α.2.2.

403
ΣΤ.1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΟΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ

ΑΝΑΚΤΟΡΙΚΩΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΥ

ΚΟΣΜΟΥ

Στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.2) υποστηρίξαμε ότι στο νέο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης, στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Παλατίου,

διαμορφώθηκε ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας των μεγάλων βασιλικών

ανακτορικών συγκροτημάτων του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού κόσμου. Ο

σχεδιασμός του συγκροτήματος αυτού από τον Μ. Κωνσταντίνο και το επιτελείο

του έφερε σε άμεσο τοπογραφικό συσχετισμό τα κύρια μνημειακά και

λειτουργικά συστατικά του αυτοκρατορικού μνημειακού κέντρου της Ρώμης, με

το οποίο συνειδητά προσομοιώθηκε. Η κατοικία του αυτοκράτορα και έδρα της


γραφειοκρατικής διοίκησης καθώς και ο δημόσιος χώρος θεαμάτων και

επικοινωνίας του ηγεμόνα με τους δήμους, δηλαδή το συγκρότημα Παλατίου και

Ιπποδρόμου, συσχετίστηκε και εδώ με το πολιτικό, συμβολικό και θρησκευτικό

κέντρο της Πόλης, που συγκροτούσαν αντίστοιχα η Σύγκλητος, το Μίλιον και η


Αγία Σοφία.

Επιπλέον, στο ίδιο κεφάλαιο (Β.2.3) υποδείξαμε ότι στο πλαίσιο του

οικοδομικού προγράμματος της Κωνσταντίνειας δυναστείας στην περιοχή του

μνημειακού κέντρου έλαβε χώρα ένα συνειδητό εγχείρημα οπτικής

προσομοίωσης μιάς συμβολικής εικόνας του αρχέτυπου Forum Romanum επάνω

στον άξονα Συγκλήτου, Αυγουσταίου, Βασιλικής, μέσω της αναπαραγωγής

μνημείων-συμβόλων και του γλυπτικού διακόσμου. Η βασιλική ως οικοδομικός

τύπος, όπως είδαμε στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.5), με τον μνημειακό και

πολυλειτουργικό χαρακτήρα της συνιστούσε απαραίτητο συστατικό αυτής της

εικόνας. Προκειμένου το συστατικό αυτό να συμπληρωθεί στο μνημειακό κέντρο

της Κωνσταντινούπολης, η αρχαία Αγορά του Ζευξίππου επαναπροσδιορίστηκε

λειτουργικά, ανακαινίστηκε και άλλαξε ονομασία κατά το β’ και γ’ τέταρτο του


4ου αιώνα. Μέσα από την επέμβαση αυτή το μνημείο αναδείχτηκε σε πολυτελώς

διακοσμημένη Στοά του Βασιλέως και σε έδρα της παιδείας, της δικαιοσύνης και

των συμβόλων της ευημερίας (Τυχαίο) της Πόλης και της αυτοκρατορίας.

404
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.4) ακόμη υποστηρίξαμε ότι ο εικονογραφικός

διάκοσμος του μνημειακού κέντρου πλαισίωνε το όραμα της νέας Βασιλικής

Πόλης με τις αυτοκρατορικές παραδόσεις της Ρώμης και τις πνευματικές

παραδόσεις και αξίες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κυρίαρχες έννοιες ήταν

η νίκη, η δυναστική συνέχεια και η σοφία-παιδεία. Μέσα από εικόνες οικείες και

σύμβολα, η Κωνσταντινούπολη συνδέθηκε με την παράδοση των μεγάλων

πνευματικών κέντρων του ελληνικού κόσμου. Μέσα σε αυτό το τοπογραφικό

περιβάλλον η Βασίλειος Στοά υπήρξε το κατεξοχήν οικοδόμημα το οποίο

επιφορτίστηκε με την αποστολή να προσδώσει μνημειακή υπόσταση στην

αξίωση η Κωνσταντινούπολη να αναδειχτεί σε οικουμενικό πνευματικό κέντρο

της ελληνικής (Φιλο)Σοφίας, σε νέα μητρόπολη του ελληνορωμαϊκού

πολιτισμού. Η τοπογραφική σύνδεση της βασιλείας με την παιδεία ήλθε να

προσθέσει ένα πέμπτο βασικό συστατικό στο μνημειακό κέντρο της

Κωνσταντινούπολης, την παρουσία στο άμεσο περιβάλλον του ανακτορικού

συγκροτήματος ενός οικοδομήματος αφιερωμένου στη συγκέντρωση

(Βιβλιοθήκη), την έρευνα και τη διδασκαλία (Παιδευτήρια) της ανθρώπινης

σοφίας.

Το μνημειακό αυτό συστατικό προέρχεται από την παράδοση της

ελληνιστικής βασιλείας. Το εντοπίζουμε στα ανακτορικά συγκροτήματα της

Αλεξάνδρειας (Μουσείο και Βιβλιοθήκη), της Περγάμου (Βιβλιοθήκη), άλλων

βασιλικών πρωτευουσών (βιβλιοθήκες ανακτόρων Πέλλας, πιθανώς

Αντιόχειας), και στη Ρώμη.2037 Ήδη, από την αρχική φάση του Παλατίου της

Ρώμης, η Οικία του Οκταβιανού Αυγούστου και ο Ναός του Απόλλωνα

συνδέονταν με μία Βιβλιοθήκη, της ελληνικής και της λατινικής γραμματείας,

όπου λάμβαναν χώρα και μαθήματα.2038 Ωστόσο στη Ρώμη δεν καταβλήθηκε

προσπάθεια να διαμορφωθεί μία επίσημη αυτοκρατορική βιβλιοθήκη, ένα

αποθετήριο της ανθρώπινης γνώσης με τον προγραμματικό χαρακτήρα της

Αλεξάνδρειας. Ήδη, στα χρόνια της βασιλείας του Αυγούστου υπήρχαν στην

2037 Nielsen, Hellenistic Palaces, 88 (Πέλλα), 110 (Πέργαμον), 113 (Αντιόχεια), 131 (Αλεξάνδρεια), 214-
215, εικ. 115. Ειδικά για τις Βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
1632 και 1668.
2038 Nielsen, στο ίδιο, 174-178 (Ρώμη). Gros, Architecture Romaine Ι, 364. Gros, «Palais Hellénistique», 237-

239. Blanck, Το βιβλίο, 262-268. Lauter, «Regia hellénistique», 355.

405
Αιώνια Πόλη τρεις δημόσιες βιβλιοθήκες, ενώ στα μέσα του 4ου αιώνα

αναφέρονται είκοσι οκτώ.2039 Ούτε καταβλήθηκε προσπάθεια να διαμορφωθεί

ένα επίσημο εκπαιδευτικό ίδρυμα υπό την αίγλη της αυτοκρατορικής

προστασίας, με εξαίρεση το Αθήναιο που ίδρυσε ο Αδριανός.2040

Η λειτουργία των Παιδευτηρίων και της Βιβλιοθήκης στο μνημειακό

περιβάλλον του Ιερού Παλατίου της Κωνσταντινούπολης βρίσκει το άμεσο

παράλληλό της όχι στη Ρώμη, αλλά στην Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια, όπου στην

περιοχή των Ανακτόρων λειτούργησε επί αιώνες το Μουσείο, το σημαντικότερο

επιστημονικό ίδρυμα με τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου.2041 Η

αναζήτηση και συγκέντρωση της ανθρώπινης σοφίας κατέχει πολύ σημαντική

θέση στο περιβάλλον της ελληνιστικής βασιλείας. Εντάσσεται σε μία ευρύτερη

και αρχαιότερη παράδοση, η οποία συνδέει την (ιερή) γνώση με τη βασιλεία.2042

Ανάλογα εγχειρήματα συγκέντρωσης της ανθρώπινης γνώσης στο περιβάλλον

της βασιλείας –ή και της τυραννίας– είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν, όπως στη

Βιβλιοθήκη του Ασσύριου βασιλιά Ασουρμπανιπάλ στα ανάκτορα της Νινευή2043

(7ος αι. π.Χ.), στη Βιβλιοθήκη του Πεισίστρατου στην Αθήνα2044, ή στο

περιβάλλον της μακεδονικής βασιλείας.2045 Η απόφαση των Πτολεμαίων να

ιδρύσουν το Μουσείο στο άμεσο περιβάλλον των Ανακτόρων υπήρξε το

αποκορύφωμα της μακραίωνης σχέσης της βασιλείας με την αναζήτηση της

ανθρώπινης γνώσης και σοφίας. Το εγχείρημά τους είχε προγραμματικό

χαρακτήρα2046, καθώς ποτέ πριν δεν είχε επιχειρηθεί τόσο συστηματική και

2039 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1686. Στα χρόνια του Αυγούστου οικοδομήθηκαν η Βιβλιοθήκη του
Πολλίωνος στο Atrium Libertatis, η Βιβλιοθήκη του ναού του Απόλλωνα στον Παλατίνο Λόφο και η
Βιβλιοθήκη στη Στοά της Οκταβίας.
2040 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1687.

2041 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1628.

2042 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1999. Ο Beaulieu, «De l’Esagil au Mouseion», υποστήριξε την επιρροή του

προτύπου των σοφών αστρονόμων Χαλδαίων ιερέων του ναού του Esagil στη Βαβυλώνα μέσω της
κατάκτησης του Μ. Αλεξάνδρου στην ίδρυση του Μουσείου της Αλεξάνδρειας.
2043 Van De Mieroop, Ancient Near East, 261-265.

2044 Σύμφωνα με τον Blanck, Το βιβλίο, 179-180, ο Πεισίστρατος συγκρότησε την πρώτη δημόσια

βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Οι Πέρσες το 480 π.Χ. μετά την κατάκτηση της πόλης τη μετέφεραν στην
Περσία, απ’ όπου επέστρεψε τα βιβλία στην Αθήνα ο Σέλευκος Νικάνωρ το 300 π.Χ. Άλλος
γνωστός τύραννος βιβλιοσυλλέκτης ήταν ο Πολυκράτης της Σάμου.
2045 Ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) θεωρείται ότι συγκρότησε τη μακεδονική βασιλική βιβλιοθήκη, η

οποία έφθασε μέχρι τον Περσέα (179-168 π.Χ.), βλ. Casson, Βιβλιοθήκες, 107-109.
2046 Προκύπτει από τις υπερβολές των Πτολεμαίων στην αναζήτηση νέων βιβλίων και τον

ανταγωνισμό τους με τους Ατταλίδες της Περγάμου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1636.

406
μεγαλόπνοη προσπάθεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και αποθήκευσης της

γνώσης του αρχαίου κόσμου.2047

Η αναζήτηση επεκτάθηκε και σε άλλους πολιτισμούς και μία από τις

σημαντικότερες προσφορές αυτού του εγχειρήματος υπήρξε η μετάφραση των

Ο’ του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης. 2048 Οι Έλληνες σεβόντουσαν τους

Ιουδαίους ως κατεξοχήν σοφούς άντρες του συροπαλαιστινιακού κόσμου.2049 Ο

ιερός χαρακτήρας της γνώσης και του νόμου τους δεν ξένιζε, καθώς και για τους

Έλληνες η γνώση είχε ιερό χαρακτήρα αφού εμπνεόταν με τη δύναμη των θεών,

της Αθηνάς, του Ερμή, των Μουσών2050, και προστατευόταν από αυτούς. Στο

περιβάλλον της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά

τόσο έντονα η συνάντηση ελληνισμού και ιουδαϊσμού, η οποία επηρέασε όχι

τόσο την ελληνική όσο την ιουδαϊκή κοινότητα της διασποράς.2051 Το εγχείρημα

αυτό, όπως θα δούμε, θα συνεχιζόταν αιώνες αργότερα με άλλη μορφή στην

Κωνσταντινούπολη.

Με την κατάληψη της ελληνιστικής Ανατολής η πνευματική παράδοση

μαζί με τα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, την

2047 Ο Beaulieu, «De l’Esagil au Mouseion», 30-32, υποστήριξε ότι το εγχείρημα του Μουσείου ως
θεσμού υπό τη βασιλική προστασία των Λαγιδών απηχεί ανάλογους θεσμούς της Μεσοποταμίας,
αλλά με Περιπατητικό προσανατολισμό. Τη σχέση του εγχειρήματος της Βιβλιοθήκης της
Αλεξάνδρειας με τη μεσοποταμιακή παράδοση αναδεικνύει και ο MacLeod R., «Introduction:
Alexandria in History and Myth», στο MacLeod, Library of Alexandria, 2-3. Πιθανότατα υπήρξαν
επιρροές, αλλά ποτέ οι Ασσύριοι ή Βαβυλώνιοι ή Πέρσες βασιλείς δεν είχαν προσδώσει τόσο
συστηματικό και καθολικό χαρακτήρα στην αναζήτηση και συγκέντρωση της γνώσης στο
περιβάλλον των ανακτόρων τους.
2048 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1633. Σύμφωνα με τον Momigliano, «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του

Ιουδαϊσμού», 138, οι πλατωνικοί και οι πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είχαν προετοιμάσει τους Έλληνες
να εκτιμήσουν τις αυστηρά ιεραρχικές κοινότητες, όπως την ιουδαϊκή, όπου ο φιλόσοφος-βασιλιάς
δεν απείχε πολύ από τον ιερέα-βασιλιά.
2049 Σύμφωνα με τον Momigliano, «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του Ιουδαϊσμού», 136-143, οι Έλληνες

φιλόσοφοι και ιστορικοί ανακάλυψαν τους Ιουδαίους κυρίως μετά την κατάκτηση της Ανατολής
από τον Μ. Αλέξανδρο και «τους παρουσίασαν…ως ιερατική κάστα σοφών ενός αναμενόμενου
ανατολικού τύπου». Σ’ αυτή την προοπτική εντάσσεται και η αναφορά του Στράβωνα, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1999.
2050 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 235.25-29 (ΧΙΙΙ.2): «ἀλλὰ καὶ τῆς σφῶν αὐτῶν διανοίας τοὺς

λογισμοὺς καὶ αὐτὸν δὴ τὸν τούτων ἑρμηνέα λόγον θεοὺς ἀνειπεῖν οὐκ ἀπώκνησαν, Ἀθηνᾶν μὲν
τὴν διάνοιαν τὸν δὲ λόγον ῾Ερμῆν ἐπονομάσαντες καὶ τάς γε τῶν μαθημάτων ἐπηβόλους δυνάμεις
Μνημοσύνην καὶ Μούσας ἀνειπόντες». Οι φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη,
όπως και το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, υπήρξαν ιερά ιδρύματα με ιερέα επικεφαλής, γεγονός που
σεβάστηκε η ρωμαϊκή κατάκτηση, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1627-1629.
2051 Το αποτέλεσμα υπήρξε η διαμόρφωση της κοινότητας των «Ἑλληνιστῶν» Ιουδαίων, βλ. Πράξεις

τῶν Ἀποστόλων, 6.1. Ο Momigliano, «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του Ιουδαϊσμού», 150, σημειώνει
ότι «το κείμενο των Ο’ παρέμεινε αποκλειστικό κτήμα των Ιουδαίων έως ότου το οικειοποιήθηκαν
οι Χριστιανοί».

407
Πέργαμο, πέρασαν στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι βρέθηκαν διαχειριστές του

αποθέματος της αρχαίας γνώσης. Οι βασιλικές βιβλιοθήκες της Μακεδονίας και

του Πόντου μετά την ήττα του Περσέα και του Μιθριδάτη Στ’ μεταφέρθηκαν στη

Ρώμη.2052 Μάλιστα η Βιβλιοθήκη του Περσέα ήταν το μοναδικό λάφυρο που πήρε

μετά τη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. ο νικητής στρατηγός Αιμίλιος Παύλος. Οι

ρωμαίοι αυτοκράτορες εμφανίστηκαν ως συνεχιστές της σχέσης των διαδόχων

του Αλεξάνδρου βασιλέων με την παιδευτική παράδοση, συντηρώντας το

Μουσείο, ιδρύοντας βιβλιοθήκες, χορηγώντας προνόμια και διορίζοντας

διδασκάλους στις μεγάλες πόλεις, στη Ρώμη και στην Αθήνα.2053

Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει την Κωνσταντινούπολη, η

παιδευτική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου διατηρούνταν ακμαία. Στο

πρώτο κεφάλαιο (Α.1.1) υποδείξαμε ότι διάφορα στοιχεία, όπως η ανέγερση της

νέας βασιλικής πόλης ως συμβόλου της νίκης του, η υιοθέτηση του διαδήματος, η

αλλαγή στην αντίληψη του χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, τα

ασημένια μετάλλια των εγκαινίων απηχούν μία συνειδητή σύνδεση της ίδρυσης

της Κωνσταντινούπολης με την παράδοση της ελληνιστικής βασιλείας. Η

χωροθέτηση της ανώτερης παιδείας, της δικαιοσύνης και του Τυχαίου της Πόλης

στο νέο μνημειακό κέντρο απηχεί την παράδοση των ελληνιστικών ανακτορικών

συγκροτημάτων, όπου κεντρικές δημόσιες λειτουργίες συγκεντρώνονταν γύρω

από το Ανάκτορο.

Κατά το β’ και γ’ τέταρτο του 4ου αιώνα οι αυτοκράτορες της

Κωνσταντίνειας δυναστείας διαμόρφωσαν στο άμεσο περιβάλλον των

Ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης ένα κέντρο ανώτερης παιδείας και

συγκρότησαν μία δημόσια βιβλιοθήκη, εγχείρημα που απηχεί το πρότυπο του

Αλεξανδρινού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης του. Όπως είδαμε στο πέμπτο

κεφάλαιο (Ε.1.3), το συγκρότημα αυτό αναβαθμίστηκε και επεκτάθηκε με τον

εκπαιδευτικό νόμο του έτους 425. Το γεγονός ότι ο Κωνστάντιος θα συνέδεε το

παιδευτικό εγχείρημα με τη μνήμη του πατέρα του2054, η δωρεά των προσωπικών

2052 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2045. Ο Blanck, Το βιβλίο, 198, αναφέρει τη βιβλιοθήκη του βασιλιά του
Πόντου, Μιθριδάτη Στ’, που μετέφερε στη Ρώμη ο Λούκουλλος.
2053 Marrou, History of education, 301-310. Millar, Emperor, 491-506.

2054 Βλ. κατωτέρω, υποσημ. 2065.

408
βιβλίων του Ιουλιανού στη Βιβλιοθήκη, σύμφωνα με τον Ζώσιμο2055 και η

αναφορά των Παιδευτηρίων στον νόμο του 425 ως «auditorium specialiter

nostrum»2056, υποδεικνύουν την αυτοκρατορική προστασία και τη μεγάλη

σημασία που δόθηκε στο παιδευτικό εγχείρημα στο άμεσο περιβάλλον του

Παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Το εκπαιδευτικό-δικαστικό συγκρότημα

φαίνεται ότι διατήρησε τον αυτοκρατορικό χαρακτήρα και την κεντρική θέση του

στον δημόσιο βίο της Πόλης, μέχρι την οριστική καταστροφή του κατά τον 8ο

αιώνα.

Η τοπογραφική και λειτουργική σύνθεση του αυτοκρατορικού

μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης την τοποθετεί τελευταία στη σειρά

των μεγάλων βασιλικών πόλεων του ελληνιστικού και ελληνορωμαϊκού κόσμου,

μετά την Αλεξάνδρεια, την Πέργαμο και τη Ρώμη. Η αυτοκρατορική βούληση

θέλησε να αναδείξει την Πόλη σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας, σε νέα

μητρόπολη του ελληνισμού. Το εγχείρημα του Κωνσταντίνου και των διαδόχων

του, μολονότι συνέχιζε τον σύνδεσμο της αρχαίας βασιλείας με την παιδευτική

παράδοση, συγχρόνως υπήρξε καινοτόμο. Στην Κωνσταντινούπολη η ίδια η

συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου έχει ως κεντρική ιδέα την έννοια

της σοφίας και τη σχέση της με τη Βασιλεία. Το γεγονός αυτό είναι μοναδικό

στον αρχαίο κόσμο για τον σύνθετο και πολύπλευρο χαρακτήρα του, καθώς

στην Πόλη την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο βήμα στην εξέλιξη

του ανθρώπινου πολιτισμού· συντελέστηκε η σύνθεση της ελληνικής με τη

χριστιανική Σοφία.

ΣΤ.2. Η ΣΟΦΙΑ ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ

ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ

Το κέντρο της ανώτερης παιδείας της Κωνσταντινούπολης δεν βρισκόταν

απομονωμένο στο μνημειακό κέντρο της Πόλης, αλλά εντασσόταν σε μία

ευρύτερη σύνθεση, στην οποία ξεχώριζαν συμβολικές εκφράσεις της σοφίας.

2055 Γ.1.7.
2056 Codex Theodosianus, 787.13 (XIV.9.3).

409
Είδαμε νωρίτερα στο δεύτερο κεφάλαιο (Β.2.4) ότι τα εικονογραφικά

προγράμματα της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου, όπως

αποκαθίστανται από τις πηγές, αποτύπωναν τα ιδανικά της σοφίας και της

παιδείας μαζί με τη νίκη στο πνευματικό και ηθικό πεδίο και συγχρόνως

παρείχαν την ιδανική μνημειακή έκφραση στην αξίωση του Κωνστάντιου να

αναδειχτεί η Πόλη του πατέρα του σε οικουμενικό κέντρο της ελληνικής σοφίας,

σε νέα μητρόπολη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Αυτή η παράθεση των

συμβόλων της σοφίας-παιδείας κορυφωνόταν με την αφιέρωση του Πρώτου

Ιερού της Πόλης και της Αυτοκρατορίας στη Σοφία του Θεού.

Ο συνειδητός αυτός σχεδιασμός παρέθεσε στο άμεσο περιβάλλον των

Μουσείων-Παιδευτηρίων της Βασιλικής τα σύμβολα της σοφίας του αρχαίου

κόσμου, την Αθηνά και τις Μούσες της Συγκλήτου με την έννοια της Σοφίας του

Θεού. Στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων οι δύο μεγάλες αρχαίες

παραδόσεις, η ελληνορωμαϊκή και η ιουδαιοχριστιανική, ήλθαν σε επαφή η μία

με την άλλη με επίκεντρο την έννοια της σοφίας. Το γεγονός αυτό, μολονότι δεν

έχει επισημανθεί δεόντως μέχρι σήμερα, δεν αποτελεί τυχαίο συμβάν ή απλή

συγκυρία, αλλά συγκροτημένο και συνειδητό σχεδιασμό, ο οποίος παρείχε

μνημειακή έκφραση στις πνευματικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στην

Κωνσταντινούπολη στα χρόνια της Κωνσταντίνειας δυναστείας με επίκεντρο

τον όρο σοφία και τη σχέση του με την βασιλεία. Η κεντρική θέση που κατέχει η

έννοια της σοφίας στη συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου αναδεικνύει

την εξέχουσα σημασία της ως πνευματικής παρακαταθήκης του κράτους της

Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης.

Ουσιαστικά πρόκειται για δύο παράλληλες ζυμώσεις που συντελέστηκαν,

η πρώτη μέσα στον χώρο της ελληνορωμαϊκής και η δεύτερη στο πεδίο της

ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης και συναντήθηκαν στο πνευματικό και

μνημειακό τοπίο της Κωνσταντινούπολης. Η πρώτη διεργασία αναζήτησε με

βάση την πλατωνική συζήτηση για την ιδανική πολιτεία τη σχέση της σοφίας με

τη βασιλεία. Βασικός εκφραστής της υπήρξε ο Θεμίστιος, αλλά φαίνεται ότι

λειτούργησε ως επίσημος εκπρόσωπος του Κωνστάντιου, ο οποίος συμμετείχε

ενεργά σε αυτές τις εξελίξεις. Η δεύτερη ζύμωση είναι πιο σύνθετη, καθώς

410
συνέδεσε την έννοια της βασιλείας με τη Σοφία του Θεού και επιχείρησε να

διατυπώσει τις ιδέες της μέσω μιάς σύνθεσης της χριστιανικής διδασκαλίας με

τα σχήματα της ελληνορωμαϊκής πολιτικής φιλοσοφίας, κυρίως της πλατωνικής.

Βασικός εκφραστής της υπήρξε ο Ευσέβιος Καισαρείας, αλλά φαίνεται ότι

απηχεί τις απόψεις του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος προσδιόρισε τον χώρο της

πλατωνικής φιλοσοφίας ως πεδίο σύνθεσης χριστιανισμού και ελληνισμού. Οι

διεργασίες αυτές δεν εξελίχτηκαν μόνο σε θεωρητικό ή ρητορικό επίπεδο, αλλά

επηρέασαν, όπως θα δούμε, και τη σύνθεση του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης. Προκειμένου να γίνει κατανοητό το φαινόμενο αυτό, θα

αναζητήσουμε τα αποτυπώματά του σε κάποια πολύ σημαντικά κείμενα της

αυτοκρατορικής ιδεολογίας της εποχής.

ΣΤ.2.1. Η ελληνορωμαϊκή παράδοση. Κωνστάντιος και Θεμίστιος

Νωρίτερα αναδείξαμε τη δημηγορία του Κωνσταντίου2057 προς τη Σύγκλητο της

Κωνσταντινούπολης σχετικά με την εισδοχή του φιλοσόφου Θεμιστίου. Σε αυτό

το κείμενο ο Κωνστάντιος αναδεικνύει τη σημασία της αρετής ως κατεξοχήν

γνωρίσματος των Συγκλητικών, το οποίο καλλιεργεί πρωτίστως η φιλοσοφία.2058

Δηλώνει ότι κριτής όλων και επιστάτης είναι ο φιλόσοφος.2059 Ο ίδιος επιδιωκεί η

Πόλη του να αναδειχτεί σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας και παιδείας, από

όπου θα εκπηγάζει η αρετή.2060 Η εισδοχή του Θεμιστίου στη Σύγκλητο θα την

αναδείξει σε γυμνάσιο της αρετής2061, καθώς ο φιλόσοφος επιμελείται για την

παιδεία και τη φρόνηση των πολιτών, ενώ η φιλοσοφία είναι το αυταρκέστατο

2057 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1060 και 1644. Πρόκειται για τη «Δημηγορία Κωνσταντίου αὐτοκράτορος
πρὸς τὴν σύγκλητον ὑπὲρ Θεμιστίου», η οποία αναγνώστηκε απόντος του Κωνσταντίου στη
Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης κατά την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 355, βλ. Dagron,
«Témoignage de Thémistios», 20 και 60-65.
2058 Κωνστάντιος, Δημηγορία, 124.1-8 (19c-d): «ἀλλ’ ὅμως τῶν πολλῶν ἀτραπῶν αἱ μὲν ἄλλαι

σκολιαὶ καὶ ἀκροσφαλεῖς, μόνη δὲ ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος ἡ δι’ ἀρετῆς…μηδὲν ἄλλο τοιοῦτον
γνώρισμα ἡγεῖσθε τῶν λαμπροτάτων ὡς γνώμην ὀρθὴν καὶ διάνοιαν ἀγαθήν, ἃ μάλιστα
μεταδιώκει φιλοσοφία».
2059 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 124.31-125.4 (20c): «τὸ δὲ ἀληθὲς κριτὴς ἁπάντων ἐστὶ καὶ ἐπιστάτης ὁ

φιλόσοφος. καὶ γὰρ ὅπως δήμῳ προσενεκτέον καὶ ὅπως τὴν γερουσίαν θεραπευτέον καὶ ἁπλῶς
ἁπάσης πολιτείας κανών ἐστιν ἐξητασμένος καὶ ἀκριβής».
2060 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 125.11-25 (20d-21b). Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1060.

2061 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 125.28-31 (21b): «…πόσῳ μᾶλλον αὔξειν τὴν γερουσίαν τοιαύτῃ

προσθήκῃ, ἣ τὰς ψυχὰς βελτίους ποιήσει τῶν ἐνοικούντων καὶ μετὰ τῶν ἄλλων οἰκοδομημάτων
καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς ἀναστήσει γυμνάσιον».

411
των αγαθών.2062 Η αληθινή φιλοσοφία δεν αυτοεξορίζεται από τον δημόσιο βίο

και την επιμέλεια των δημόσιων πραγμάτων, αλλά επιμελείται της Πόλεως με

την παρασκευή αρίστων πολιτών.2063 Πρέπει λοιπόν να αποδοθεί στη σοφία, την

παιδεία και την αρετή ο αρμόζων διάκοσμος, σεβασμός και βραβείο και να

λάμψει η άριστη των επιστημών, η φιλοσοφία, παντού και σε όλους. 2064 Με αυτό

τον τρόπο ο Κωνστάντιος θα τιμήσει επάξια τη μνήμη του πατέρα του. 2065 Το

ιδεολογικό περιεχόμενο της δημηγορίας του αυτοκράτορα αποτύπωνε ανάγλυφα

ο εικονογραφικός διάκοσμος της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου και

υλοποιούσε η συγκρότηση της δημόσιας Βιβλιοθήκης.

Οι βασικές ιδέες που διατρέχουν τη δημηγορία του Κωνστάντιου

πηγάζουν από την Πολιτεία του Πλάτωνα και κυρίως το Ε’ και Στ΄ βιβλίο, όπου

αναφέρεται ότι ως κυβερνήτη, βασιλιά, φύλακα η πόλη πρέπει να αναδείξει τον

φιλόσοφο.2066 Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία θέτει ως βασική προϋπόθεση για την

ευημερία των πόλεων να κυβερνηθούν από τους φιλοσόφους ή οι βασιλείς να

γίνουν φιλόσοφοι.2067 Θεωρεί ανάγκη από κάποια θεία επίπνοια να μετάσχουν

του αληθινού έρωτα για την αληθινή φιλοσοφία οι ίδιοι οι βασιλείς ή οι γιοι

2062 Κωνστάντιος, Δημηγορία, 125.31-126.7 (21b-c): «ὡς ὁ μὲν τῇ πόλει τὰ ἄλλα παρασκευαζόμενος τὰ
πρῶτα δίδωσι τῶν ἀγαθῶν, φρονήσεως δὲ καὶ παιδείας επιμελούμενος τὸ κυριώτατον ἐκπορίζει…
οὐκ ἔστιν αἰσθανομένων τοῦ μεγέθους τῆς φιλοσοφίας. ὃ γὰρ καθ’ ἑαυτὸ πάντων αὐταρκέστατον
τῶν ἀγαθῶν…».
2063 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 126.29-127.5 (22b): «μηδὲ γὰρ δὴ νομίζετε τὴν ἀληθινὴν φιλοσοφίαν

παντάπασιν ἐξορίζειν ἑαυτὴν τοῦ κοινοῦ βίου μηδὲ ἀποστρέφεσθαι παντελῶς τὴν τῶν κοινῶν
ἐπιμέλειαν, ἀλλ’ ἴστε ὡς ὃς μάλιστα ἐπιμέλεται πόλεως καὶ ὁ κατασκευάζων ἀρίστους ἀνθρώπους
ἀρίστους ἀεὶ ποιεῖ καὶ πολίτας»
2064 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 128.11-16 (23c): «δεῖ δὲ καὶ τοῖς λόγοις ὑπὲρ ἅπαντα δίδοσθαι τὴν

ἁρμόζουσαν σεμνότητα καὶ τῇ σοφίᾳ τὸν οἰκεῖον κόσμον ἀποδιδόναι καὶ τῇ παιδεύσει τὸ πρέπον
γέρας καὶ τὸ ἐνοφειλόμενον ἆθλον τῇ ἀρετῇ καὶ τὴν ἀρίστην τῶν ἐπιστημῶν, λέγω δὲ φιλοσοφίαν,
πανταχόθεν καὶ ἐν πᾶσιν ἐκλάμπειν».
2065 Κωνστάντιος, στο ίδιο, 128.8-11 (23b): «οὕτως γὰρ ἄν καὶ τῷ θειοτάτῳ πατρί πράττοιμεν

κεχαρισμένα, τὴν ἐπώνυμον αὐτοῦ βουλὴν ἀνθεῖν τε καὶ θάλλειν τοῖς μεγίστοις τῶν ἀγαθῶν
παρασκευάζοντες.», 128.20-23 (23d): «χαρίζομαι δέ, εὖ οἶδα, μεγάλα καὶ τὠμῷ πατρί, οὐ νεὼν οὐδὲ
γυμνάσιον ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ θειοτάτου, ἀλλὰ ἄνδρα ἀγαθὸν ἀφιερώσας».
2066 Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 177-183. Bogomolov A.S., History of Ancient Philosophy,

ελλην. μετάφρ.: Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας (Ελλάδα και Ρώμη), Βώρος Φ.Κ. (μετάφρ.), Αθήνα
1995, 306-309. Pappas N., Plato and the Republic, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2003, 82-92. Reeve C.D.C.,
Philosopher-Kings. The Argument of Plato’s Republic, Ινδιανάπολις-Κέιμπριτζ 2006, 191-195. Weiss R.,
Philosophers in the Republic. Plato’s Two Paradigms, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 2012, 49-128.
2067 Πλάτωνος, Πολιτεία, 473d: «Ἐὰν μή, ἦν δ’ ἐγώ, ἢ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἢ

οἱ βασιλῆς τε νῦν λεγόμενοι καὶ δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καὶ ἱκανῶς, καὶ τοῦτο εἰς
ταὐτὸν συμπέσῃ, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία…οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα... ταῖς πόλεσι, δοκῶ
δ’ οὐδὲ τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει, οὐδὲ αὕτη ἡ πολιτεία…ἢν λόγῳ δειληλύθαμεν.», 500e: «…πρὶν ἄν
πόλεως τὸ φιλόσοφον γένος ἐγκρατὲς γένηται, οὔτε πόλει οὔτε πολίταις κακῶν παῦλα ἔσται, οὐδὲ
ἡ πολιτεία ἢν μυθολογοῦμεν λόγῳ ἔργῳ τέλος λήψεται;».

412
τους.2068 Κατατάσσει τους πολίτες σε τρεις τάξεις με βάση την υπεροχή μιάς από

τις ψυχικές αρετές, τη σωφροσύνη, την ανδρεία ή τη σοφία, τις οποίες συνέχει η

δικαιοσύνη.2069 Η δε δικαιοσύνη είναι σοφία και αρετή.2070 Καθορίζει τα ψυχικά

χαρίσματα εκείνου που θα κυβερνήσει την πόλη, δηλαδή του φιλοσόφου. 2071 Ο

φιλόσοφος συναναστρεφόμενος με το θείο και το κόσμιο γίνεται και ο ίδιος θείος

και κόσμιος.2072 Με αυτά που μαθαίνει γίνεται «τεχνίτης» της σωφροσύνης και

της δικαιοσύνης και κάθε αρετής των άλλων πολιτών.2073 Σαν ζωγράφος

σχεδιάζει την πόλη και τα ήθη των ανθρώπων με τη χρήση θεϊκού

παραδείγματος και την κάνει ευδαίμονα.2074 Ακόμη σχεδιάζει το πρότυπο του

πολίτη με βάση την αρετή ώστε να μοιάζει κατά την ομηρική διατύπωση με

2068 Πλάτωνος, Πολιτεία, 499b-c: «…οὔτε πόλις οὔτε πολιτεία οὐδέ γ’ ἀνὴρ ὁμοίως μη ποτε γένηται
τέλεος, πρὶν ἄν τοῖς φιλοσόφοις τούτοις τοῖς ὀλίγοις καὶ οὐ πονηροῖς…ἀνάγκη τις ἐκ τύχης
περιβάλῃ…πόλεως ἐπιμεληθῆναι, καὶ τῇ πόλει κατηκόῳ γενέσθαι, ἢ τῶν νῦν ἐν δυναστείαις ἢ
βασιλείαις ὄντων ὑέσιν ἢ αὐτοῖς ἔκ τινος θείας ἐπιπνοίας ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως
ἐμπέσῃ».
2069 Στο ίδιο, 504a: «…τριττὰ εἴδη ψυχῆς διαστησάμενοι συνεβιβάζομεν δικαιοσύνης τε πέρι καὶ

σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας καὶ σοφίας ὃ ἕκαστον εἴη», 435b: «᾿Αλλὰ μέντοι πόλις γε ἔδοξεν εἶναι
δικαία ὅτε ἐν αὐτῇ τριττὰ γένη φύσεων ἐνόντα τὸ αὑτῶν ἕκαστον ἔπραττεν, σώφρων δὲ αὖ καὶ
ἀνδρεία καὶ σοφὴ διὰ τῶν αὐτῶν τούτων γενῶν ἄλλ' ἄττα πάθη τε καὶ ἕξεις», 427e: «…οἶμαι ἡμῖν
τὴν πόλιν, εἴπερ ὀρθῶς γε ᾤκισται, τελέως ἀγαθὴν εἶναι. ᾿Ανάγκη γ', ἔφη. Δῆλον δὴ ὅτι σοφή τ'
ἐστὶ καὶ ἀνδρεία καὶ σώφρων καὶ δικαία. Δῆλον», 433d: «᾿Ενάμιλλον ἄρα, ὡς ἔοικε, πρὸς ἀρετὴν
πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς καὶ τῇ σωφροσύνῃ καὶ τῇ ἀνδρείᾳ ἡ τοῦ ἕκαστον ἐν αὐτῇ τὰ αὑτοῦ
πράττειν δύναμις».
2070 Στο ίδιο, 350d: «…ἐπειδὴ δὲ οὖν διωμολογησάμεθα τὴν δικαιοσύνην ἀρετὴν εἶναι καὶ σοφίαν,

τὴν δὲ ἀδικίαν κακίαν τε καὶ ἀμαθίαν…», 351a: «…εἴπερ σοφία τε καὶ ἀρετή ἐστιν δικαιοσύνη,
ῥᾳδίως οἶμαι φανήσεται καὶ ἰσχυρότερον ἀδικίας, ἐπειδήπερ ἐστὶν ἀμαθία ἡ ἀδικία…».
2071 Στο ίδιο, 487a: «…εἰ μή φύσει εἴη μνήμων, εὐμαθής, μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τε καὶ

συγγενὴς ἀληθείας, δικαιοσύνης, ἀνδρείας, σωφροσύνης;».


2072 Στο ίδιο, 500c: «Θείῳ δὴ καὶ κοσμίῳ ὅ γε φιλόσοφος ὁμιλῶν κόσμιός τε καὶ θεῖος εἰς τὸ δυνατὸν

ἀνθρώπῳ γίγνεται·».
2073 Στο ίδιο, 500d: «Ἄν οὖν τις, εἶπον, αὐτῷ ἀνάγκη γένηται ἃ ἐκεῖ ὁρᾷ μελετῆσαι (ὁ φιλόσοφος) εἰς

ἀνθρώπων ἤθη καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ τιθέναι καὶ μὴ μόνον ἑαυτὸν πλάττειν, ἆρα κακὸν δημιουργὸν
αὐτὸν οἴει γενήσεσθαι σωφροσύνης τε καὶ δικαιοσύνης καὶ συμπάσης τῆς δημοτικῆς ἀρετῆς;
Ἥκιστά γε, ἦ δ' ὅς».
2074 Στο ίδιο, 500e-501a: «Ἀλλ' ἐὰν δὴ αἴσθωνται οἱ πολλοὶ ὅτι ἀληθῆ περὶ αὐτοῦ λέγομεν,

χαλεπανοῦσι δὴ τοῖς φιλοσόφοις καὶ ἀπιστήσουσιν ἡμῖν λέγουσιν ὡς οὐκ ἄν ποτε ἄλλως
εὐδαιμονήσειε πόλις, εἰ μὴ αὐτὴν διαγράψειαν οἱ τῷ θείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι; Οὐ
χαλεπανοῦσιν, ἦ δ' ὅς, ἐάνπερ αἴσθωνται. ἀλλὰ δὴ τίνα λέγεις τρόπον τῆς διαγραφῆς; Λαβόντες,
ἦν δ' ἐγώ, ὥσπερ πίνακα πόλιν τε καὶ ἤθη ἀνθρώπων…».

413
εικόνα και ομοίωση θεού.2075 Η ιδανική αυτή πολιτεία χαρακτηρίζεται ως

«καλλίπολις».2076

Η σχέση της βασιλείας του Κωνσταντίου με τη φιλοσοφία σύμφωνα με τις

αρχές της πλατωνικής Πολιτείας επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τον ίδιο τον

Θεμίστιο2077 σε τέσσερις λόγους, που εκφώνησε ανάμεσα στα έτη 355 και 357.2078 Ο

ίδιος ο Κωνστάντιος είναι φιλόσοφος2079 και άρα αληθινός βασιλιάς.2080 Με την

προώθηση του Θεμιστίου σε συγκλητικό αναδεικνύεται «φιλοσοφώτερος» του

Αλεξάνδρου.2081 Αξιοποιώντας τον φιλόσοφο ως οικείο βοηθό του παρουσιάζεται

ο ίδιος ως φιλόσοφος και ενάρετος.2082 Ο αυτοκράτορας είναι φιλόλογος, προτιμά

τις Μούσες2083 και ευφραίνεται με τα άνθη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.2084

2075 Πλάτωνος, Πολιτεία, 501b: «Ἔπειτα οἶμαι ἀπεργαζόμενοι πυκνὰ ἂν ἑκατέρωσ' ἀποβλέποιεν,
πρός τε τὸ φύσει δίκαιον καὶ καλὸν καὶ σῶφρον καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, καὶ πρὸς ἐκεῖν' αὖ τὸ ἐν τοῖς
ἀνθρώποις ἐμποιοῖεν, συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον,
ἀπ' ἐκείνου τεκμαιρόμενοι, ὃ δὴ καὶ Ὅμηρος ἐκάλεσεν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐγγιγνόμενον θεοειδές τε
καὶ θεοείκελον».
2076 Στο ίδιο, 527c: «῾Ως οἷόν τ' ἄρα, ἦν δ' ἐγώ, μάλιστα προστακτέον ὅπως οἱ ἐν τῇ καλλιπόλει σοι

μηδενὶ τρόπῳ γεωμετρίας ἀφέξονται».


2077 Ο Θεμίστιος προσαρμόζει τις ιδέες του Πλάτωνα στη μεταγενέστερη περί μοναρχίας πολιτική

φιλοσοφία και δεν εντάσσεται στο νεοπλατωνικό κίνημα της εποχής του, όπως έδειξε ο O’Meara,
Platonopolis, 206-208, καθώς υποτάσσει τον φιλόσοφο στον βασιλιά, τη γνώση στη δράση. Ακόμη, βλ.
Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 622-626.
2078 Η παλαιότερη συνιστά την ευχαριστήρια ομιλία του Θεμίστιου, βλ. Λόγοι (2), «Εἰς Κωνστάντιον

τὸν αὐτοκράτορα, ὅτι μάλιστα φιλόσοφος ὁ βασιλεύς, ἢ χαριστήριος», μετά την ανάδειξή του σε
Συγκλητικό πιθανώς κατά τον Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του έτους 355. Η δεύτερη αφορά τη σχέση της
φιλοσοφίας και της σοφιστικής, βλ. Λόγοι (21), «Βασανιστὴς ἢ φιλόσοφος» και εκφωνήθηκε
πιθανότερα κατά το έτος 355/356 στην Κωνσταντινούπολη. Η τρίτη ομιλία, βλ. Λόγοι (4), «Εἰς τὸν
αὐτοκράτορα Κωνστάντιον», η οποία εκφωνήθηκε στη Σύγκλητο κατά την 1η Ιανουαρίου του
έτους 357, περιλαμβάνει την εξαγγελία για τη συγκρότηση της δημόσιας Βιβλιοθήκης και την
αναβάθμιση της παιδείας. Η τέταρτη ομιλία, βλ. Λόγοι (3), «Πρεσβευτικὸς ὑπὲρ
Κωνσταντινουπόλεως ῥηθεὶς ἐν Ῥώμῃ», εκφωνήθηκε στην Παλαιά Ρώμη κατά τον Μάιο ή το
φθινόπωρο του έτους 357. Για τις χρονολογήσεις, βλ. Θεμίστιος, Λόγοι Ι, xx. Dagron, «Témoignage de
Thémistios», 20-24. Vanderspoel, Themistius, 250.
2079 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 37.1-3 (29d): «Μὴ οὖν ὑμεῖς ἐξαπατᾶσθε μηδὲ ὁρῶντες

πόρρωθεν καὶ ἀκούοντες ἔπαινον φιλοσόφου καὶ βασιλέως, ἄλλον τινὰ οἴεσθε τὸν φιλόσοφον ἢ
τὸν βασιλέα», 49.4-8 (36a): «Πάλιν τοίνυν ὥσπερ παλαιστὴς ὁ λόγος πολλὰ ἐξελιχθεὶς τὴν αὐτὴν
παρέχει λαβὴν καὶ δείκνυσι μάλιστα φιλόσοφον τὸν βασιλέα, ὅτι μάλιστα ἐπιτρέπει τὰ αὑτοῦ
πράγματα τῇ τοῦ λόγου ἡγεμονίᾳ, ὃν οὐ δεδίασιν, ἀλλ' ὑπὲρ οὗ δεδοίκασιν οἱ ἀρχόμενοι.», 51.14-19
(37b-c): «ὅστις…ἵσταται ὑψοῦ τε ἄτρεπτος καὶ ἀνέκπληκτος καὶ μόνῳ πέποιθε τῷ λόγῳ πρὸς τὸν
ἀγῶνα, τοῦτον εὐλαβησόμεθα εἰπεῖν πρὸς φιλίου τὸν κορυφαῖον φιλόσοφον;».
2080 Θεμίστιος, στο ίδιο, 37.12-15 (30a): «οὕτω δὴ βασιλεὺς ὁ τῷ ὄντι καὶ οὐ ψευδώνυμος αὐτὸς τὴν

ἑαυτοῦ ψυχὴν ἐνδείκνυσθαι ἐπιθυμήσας φιλοσοφίαν τῷ λόγῳ ἐτυπώσατο».


2081 Θεμίστιος, στο ίδιο, 30.11-12 (26a): «Ἀλλὰ φιλοσοφώτερος ἄρα, ὡς ἔοικεν, ὁ Κωνστάντιος

ξυμβαλεῖν ἀνδρὶ φιλοσόφῳ ἢ Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου».


2082 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 63.17-19 (44c): «…προείλετο δ' οὖν φιλόσοφον καὶ

ἐζήτησε, καὶ τοῦτον ὑπέλαβεν οἰκειότατον εἶναι διάκονον καὶ τιμῇ βασιλέως προσήκοντα ἀγαθοῦ
καὶ φιλοσόφου».
2083 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 77.17-19 (54a): «φιλόλογος γὰρ οὐχ ἧττόν ἐστιν ἢ

φιλοπόλεμος καὶ τὰ ξένια τῶν Μουσῶν οὐκ ἀτιμότερα τῶν τοῦ ῾Ηφαίστου ποιεῖται».

414
Η φιλοσοφία είναι φίλη του.2085 Ζει ενάρετα και επιδιώκει τη φιλοσοφία, η οποία

είναι η πραγματική του δύναμη.2086 Ανέδειξε την Κωνσταντινούπολη σε αληθινό

και βέβαιο κάλλος. 2087 Ως φιλόσοφος αποκλείει την ψυχή του από τις ηδονές,

αλλά προσφέρει στην Πόλη του τις νόμιμες, η οποία έτσι γίνεται

«σωφρονεστέρα».2088 Για χάρη της παρασκευάζει πνευματικό εμπόριο με κέρδος

την αρετή και τη φρόνηση και εμπορεύσιμα αγαθά τους λόγους και την

παιδεία2089, ώστε της παρέχει ως δημόσιο αγαθό τον πλούτο της σοφίας.2090

Αυτές δεν συνιστούν απλώς απόψεις του Θεμιστίου, αλλά του ίδιου του

Πλάτωνα2091, ο οποίος θεωρεί ότι ο φιλόσοφος και ο βασιλιάς πορεύονται μαζί

τον ίδιο δρόμο, ο πρώτος με λόγο και επιστήμη γνωρίζει τον βασιλέα του

σύμπαντος, ο δεύτερος με πράξεις και έργα τον μιμείται.2092 Ο Κωνστάντιος

2084 Θεμίστιος, στο ίδιο, 77.23-78.5 (54b): «ἀλλ' ὃν ἐγὼ ἐπλεξάμην, ἄνθη ἀκήρατα συλλεξάμενος ἐκ
τῶν Πλάτωνος καὶ ᾿Αριστοτέλους λειμώνων, καὶ ἔδειξα τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ ἐν τῷ αὐτῷ τούτῳ
θεάτρῳ, εὐφράνθη τε ὡς οὐκ ἄλλῳ δώρῳ καὶ περὶ πολλοῦ ἐποιήσατο· καὶ ἡ χαλκῆ εἰκὼν ἐξ ἐκείνου
τοῦ ᾄσματος».
2085 Θεμίστιος, στο ίδιο, 78.13-18 (54c-d): «…ἀλλὰ τῆς φίλης βασιλεῖ φιλοσοφίας. φίλην γὰρ αὐτὴν

βασιλεῖ ὀνομάζειν οὐ δυσωποῦμαι, ἣν…καὶ ἐς τοσόνδε ἐποίησεν ἐρίτιμόν τε καὶ εὐκλεᾶ ὥστε
πολλοὺς εἶναι τοὺς περιβλέποντας καὶ ζητοῦντας καὶ ἑτοίμους ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ θεραπεύειν».
2086 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 64.5-10 (45a-b): «τί παρὰ φιλοσοφίας ψήφισμα

ἐπικομίζεται; ὅτι πρᾳότητι νικᾷς, ὅτι σωφρονέστερον διάγεις τῶν πάνυ μετρίων ἰδιωτῶν, ὅτι
παιδείαν περὶ πλείστου ποιῇ, ὅτι φιλοσοφίαν μεταδιώκεις. αὕτη ἡ δύναμις καὶ ἡ σὴ στρατιὰ καὶ οἱ
φύλακες οἱ σοὶ καὶ οἱ δορυφόροι....».
2087 Θεμίστιος, στο ίδιο, 66.28-67.3 (47c): «πλέον ἡ σὴ πόλις τῆς πατρῴας διενήνοχεν ἢ τῆς ἀρχαίας

ἐκείνη, καὶ μεταβέβηκεν εἰς ἀληθινὸν καὶ βέβαιον κάλλος ἀντὶ ψευδοῦς καὶ ἐξιτήλου…ὃν δὲ σὺ
κόσμον αὐτῇ περιτίθης, ἅμα τῷ κάλλει καὶ πρὸς τὸν χρόνον παρασκευάζεται…».
2088 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 83.15-19 (58c-d): «…καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀποκλείων

ταῖς ἡδοναῖς συναλίζει ὑμῖν τὰς νομίμους ἁπανταχόθεν. ὥστε καὶ ὅσα παρ' ἑτέροις ἀγαπητὰ
θεάματα καὶ ἀκούσματα κατακορῆ ἡμῖν καὶ πλήσμια ἤδη, καὶ ἐκ τούτου σωφρονεστέρα γίνεται ἡ
πόλις·».
2089 Θεμίστιος, στο ίδιο, 87.2-9 (61b): «ὃ δὲ ἄρτι ἐμπόριον ὑμῖν κατασκευάζεται βασιλεύς, ἀρετή ἐστιν

ἐκ τοῦδε καὶ φρόνησις τὰ ἀγώγιμα. καὶ ἥξουσιν ἡμῖν ἐπὶ ταύτην τὴν ἐμπορίαν…οἱ ἔκκριτοι καὶ
φιλομαθέστατοι καὶ ὅ,τι ἄνθος Ἑλλήνων, λόγοι καὶ παιδεία τὰ ἀγοράσματα. μῶν οὖν ὑμῖν
φαίνονται ἀπεικότως αἱ Μοῦσαι συστρατεύεσθαι τῷ βασιλεῖ καὶ διδόναι αὐτῷ νίκας ἐξαιρέτους, ὧν
ὁ ῎Αρης οὐκ ἐκοινώνησε;».
2090 Θεμίστιος, στο ίδιο, 87.16-17 (61c): «...ὥστε καὶ σοφίας ὑμῖν δημόσιον πλοῦτον ἐμηχανήσατο».

2091 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 42.4-11 (32b-c): «καίτοι σχεδόν τι ἅπασα
καταπέπλησται ἡ τοῦ θείου Πλάτωνος ξυγγραφὴ καὶ οὐκ ἔστιν ὀλίγα ῥήματα ἐξελόμενον
ἐπιλέγεσθαι ὑμῖν ὥσπερ γραμματέα, ἀλλὰ βιβλίων ὅμαδος ὅλος ἐπ' ἀλλήλοις συντεταγμένων
ἐπισχυρίζεται μάλιστα εἶναι φιλόσοφον τὸν βασιλέα, Πολιτεῖαί τε αἱ κλειναὶ καὶ οἱ θεσπέσιοι
Νόμοι καὶ πᾶσα ἡ περὶ τὴν πλάτανον διατριβὴ τὴν ἀμφιλαφῆ τε καὶ ὑψηλήν».
2092 Θεμίστιος, στο ίδιο, 46.7-13 (34b-c): «ὡς σχεδόν τι ἁπανταχοῦ ὁ πάνσοφος Πλάτων ξύνδρομα

πορεύεσθαι ὑπολαμβάνει τὸν ἀληθινὸν βασιλέα καὶ τὸν φιλόσοφον. πρὸς γὰρ τὸ αὐτὸ παράδειγμα
ἀμφοτέροις ἥ τε ἅμιλλα καὶ ἡ σπουδή, ἀλλὰ τῷ μὲν ἄχρι λόγου καὶ ἐπιστήμης, τῷ δὲ ἄχρι τοῦ
πράγματος καὶ τοῦ ἔργου. τὸν μὲν γὰρ τοῦδε τοῦ ξύμπαντος βασιλέα ὁ μὲν ἐπίσταται μόνον, ὁ δὲ
καὶ μιμεῖται·». Ακόμη βλ. στο ίδιο, 46.14-47.10 (34c-d) για την μίμηση του Δία από τον επίγειο
βασιλέα χάρη στην οποία «ὁ τῆς Καλλιόπης χορὸς…οὐ παύεται ἀνακαλῶν τοὺς βασιλέας
διοτρεφεῖς τε καὶ διογενεῖς».

415
άκουσε τον Πλάτωνα, έθεσε ως δεσμό ανάμεσα στους πολίτες την επιθυμία και

τον πόθο, και χάρη σ’ αυτόν η Πόλη ευδαιμονεί, σαν ο θεός να την

επιτροπεύει.2093 Ο ίδιος ο Πλάτωνας πριν από τον Θεμίστιο έχει μιλήσει για τον

Κωνστάντιο2094, ο οποίος, όπως και ο θεός οδηγεί στην τάξη από την αταξία.2095

Μολονότι ο Πλάτωνας ύμνησε τον αληθινό βασιλέα2096, ωστόσο ο θεός έδωσε

στον Θεμίστιο και στους συγκαιρινούς του να δουν αληθινά αυτά που εκείνος

ονειροπόλησε2097 και την αποκατάσταση της φιλοσοφίας.2098 Το ανέλπιστο θέαμα

που περιέγραψε ο Πλάτωνας για τη συμπόρευση της βασιλείας με τη φιλοσοφία

2093 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 67.19-68.5 (48b-c): «Αἴτιον δὲ ὅτι καλῶς ἤκουσας
Πλάτωνος τοῦ σοφοῦ καὶ δεσμὸν ὑπέλαβες ἰσχυρότερον ἀνάγκης ἐπιθυμίαν. καὶ διὰ τοῦτο ἐάσας
τὸν φόβον ἔρωτι καὶ πόθῳ καταδεῖς τοὺς οἰκήτορας. ἐξ οὗ γὰρ ὑπὸ σοῦ πλαττομένη καὶ τρεφομένη
εἰς τὴν οἰκείαν ἀκμήν τε καὶ ὥραν ἐβλάστησε καὶ ἀνέδραμε…συρρεόντων γὰρ εἰς ἕνα χῶρον τῶν
ἀγαθῶν ἁπάντων καὶ τῶν δοκούντων ὑπὸ τοῦ χορηγοῦ τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας ἕτοιμον ἔχει
τὴν ἀπόλαυσιν ἕκαστος οὗ πρὸ τῶν ἄλλων ἑάλωκε. καὶ ἀξία γε τυγχάνειν ἡ πόλις καὶ ταύτης παρὰ
σοῦ τῆς φιλοτιμίας καὶ ἔτι μείζονος. ἔοικε γὰρ αὐτῆς ἐμφανῶς ὁ θεὸς ἐπιτροπεύειν καὶ μισθὸν
δίκαιον ἀποδιδόναι τοῖς συνιεῖσιν αὐτοῦ τῆς διανοίας».
2094 Θεμίστιος, στο ίδιο, 65.4-10 (46a): «σὲ δέ, ὦ βασιλεῦ, καὶ Πλάτων ὁ σοφὸς ἐμοῦ πρότερον

ἀνεκήρυττε, καὶ ἵνα μὴ ἄλλως με κομψεύεσθαι ὑπολάβῃς, ἰδού σοι λέγω τὰ ῥήματα οὔτε μέγα οὔτε
μικρὸν μετακινήσας. τότε γάρ φησιν ἄριστα τὸν βίον καὶ εὐδαιμονέστατα ἕξειν, ὅταν γένηται
βασιλεὺς νέος, σώφρων, μνήμων, ἀνδρεῖος, μεγαλοπρεπής, εὐμαθής.». Σύγκρινε με Πλάτωνος,
Νόμοι, 710c: «Πῶς λέγεις; εἰ τύραννος γένοιτο, φῄς, νέος, σώφρων, εὐμαθής, μνήμων, ἀνδρεῖος,
μεγαλοπρεπής;» Ακόμη βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2071 και Πλάτωνος, Πολιτεία, 490c: «Καὶ δὴ τὸν
ἄλλον τῆς φιλοσόφου φύσεως χορὸν…ἀνδρεία, μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη·».
2095 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 43.13-44.3 (33a): «… ἀλλ' αὐτὸς ὁ Πλάτων ἐρεῖ τὸ ἔργον

τοῦ θεοῦ τῇ λαμπρᾷ καὶ μεγάλῃ φωνῇ. βουληθεὶς γάρ, φησίν, ὁ θεὸς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον
δὲ μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ καὶ πᾶν ὅσον ἡμῖν ὁρατὸν παραλαβών, οὐχ ἡσυχίαν ἄγον,
ἀλλὰ κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος
ἐκείνου τοῦτο πάντως ἄμεινον εἶναι», 44.11-45.7 (33c-d): «εἰ γὰρ ἐγὼ δύο ὀνόματα μόνα τῶν ὑπὸ
Πλάτωνος γεγραμμένων μεταβαλών τε καὶ μεθαρμόσας ἐρεσχελοίην πρὸς ὑμᾶς καὶ
ἀγροικιζοίμην, οἷα πολλὰ εἰώθασιν οἱ νέοι Πλάτωνος θιασῶται, ὅτι ταῦτα πάντα συγγέγραπται τῷ
φιλοσόφῳ οὐδέν τι μεῖον προμαντευομένῳ καὶ προφητεύοντι περὶ τοῦδε τοῦ βασιλέως, εὖ οἶδ' ὅτι
χαλεπῶς ἄν με ἐξερεῖτε, εἰ τεχνάζω καὶ σκευωροῦμαι περὶ τὴν λέξιν. ἀθρεῖτε οὖν καὶ
ἐπιφυλάττετε. ἰδοῦ γὰρ λέγω ὅτι βουληθεὶς ὁ τῆς γῆς βασιλεὺς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον δὲ
μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ παραλαβὼν τὴν βασιλείαν οὐχ ἡσυχίαν ἄγουσαν, ἀλλὰ
κινουμένην πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως εἰς τάξιν ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, μῶν καὶ ἔχοιτε ἂν εἰπεῖν
οὕτως ῥᾳδίως ᾗ παραλλάττει τὰ ῥήματα;».
2096 Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 88.3-7 (62a): «εἰ μὴ οἴονται καὶ Πλάτωνα ἐπαινέτην

εἶναι καὶ ὑμνοποιὸν τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέως, ὁπόταν λέγῃ καὶ γράφῃ ἄντικρυς οὑτωσί, τότε ἄριστα
τὸν βίον καὶ εὐδαιμονέστατα ἕξειν, ὅταν γένηται βασιλεὺς νέος, σώφρων, μνήμων, ἀνδρεῖος,
μεγαλοπρεπής, εὐμαθής».
2097 Θεμίστιος, στο ίδιο, 89.3-7 (62d): «ἡμῖν δὲ ἔδωκεν ὁ θεὸς ἐπιδεῖν τὴν μορφὴν ἐν ᾗ ἐξέλαμψαν οἱ

τύποι καὶ ἐξεφάνησαν, εἴημεν, ὡς ἔοικε, τοῦ θείου Πλάτωνος οὐ κολακικώτεροι, ἀλλ'
εὐποτμότεροι, ὅτι ὁπόσα ἐκεῖνος ὠνειροπόλησεν, ὕπαρ ἡμεῖς τεθεάμεθα».
2098 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 65.19-28 (46b-c): «σὲ δέ, ὦ θεία κεφαλή, ὥσπερ τύπον

ἀκριβῆ τῆς μορφῆς ἐν τῷ λόγῳ Πλάτων ὑπογραψάμενος ὁλοκλήρου παραδείγματος μόγις


τετύχηκε. καίτοι καὶ εἰ μηδὲν ἄλλο ὑπῆρχε τῶν εἰρημένων, μόνη δὲ ἡ περὶ φιλοσοφίαν σπουδή, ἣν
ἀπολιμπάνουσαν ἤδη ἀνθρώπους, καθάπερ τὴν δίκην φασὶν οἱ ποιηταί, ἐπανήγαγες καὶ
ἐπέστρεψας καὶ ζηλωτὴν ἐποίησας καὶ περίβλεπτον, οὐκ ἂν ὤκνησα ταύτην ἐγὼ τὴν μαρτυρίαν.
νῦν δὲ σὺ μὲν παρὰ φιλοσόφου κομίζῃ τοὺς λόγους, ἐκείνη δὲ παρὰ σοῦ τὴν ἀλήθειαν, καὶ χάριν
ἀποδίδως αὐτῇ τῶν ἐπαίνων, ὅτι μὴ ψεύδεται».

416
μπορούν πλέον οι άνθρωποι να το δουν στον Κωνστάντιο.2099 Έτσι η

Κωνσταντινούπολη αναδεικνύεται από τον Θεμίστιο σε ιδανική Πολιτεία του

πλατωνικού προτύπου2100 και αποκαλείται συστηματικά Καλλίπολη. 2101

Στο πεδίο της διαμόρφωσης του μνημειακού κέντρου της Πόλης, η πλέον

βασική και μάλλον εντυπωσιακή εικονογραφική επιρροή που μπορούμε να

ανιχνεύσουμε από την Πολιτεία του Πλάτωνα υπήρξε η αφιέρωση της

Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης στις Μούσες2102 κατά τον πλατωνικό λόγο

ότι η Καλλίπολη θα υπάρξει πραγματικά όταν η πόλη θα βρίσκεται υπό την

εξουσία της Μούσας.2103 Ακόμη η αυτοκρατορική βούληση ανάδειξης της νέας

βασιλικής Πόλης σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας και η συγκρότηση του

κέντρου της ανώτερης παιδείας και της Βιβλιοθήκης στη Βασίλειο Στοά κατά το

βασιλικό πρότυπο της Αλεξάνδρειας αντηχούν αιώνες αργότερα με μεγάλη

καθαρότητα τις πλατωνικές ιδέες για τη σχέση της βασιλείας με τη σοφία. Οι

ιδέες αυτές επηρέασαν τη λειτουργική και εικονογραφική διαμόρφωση του νέου

μνημειακού κέντρου της βασιλικής Πόλης. Ο Κωνστάντιος συσχετίζει τις

προθέσεις του με την απότιση τιμής στη μνήμη του πατέρα του με τρόπο που

μας επιτρέπει να εννοήσουμε ότι υλοποιεί το όραμα εκείνου.2104

Αυτή η πνευματική ζύμωση, όπως διατυπώθηκε στο επίπεδο του

ρητορικού λόγου από τον Κωνστάντιο και τον Θεμίστιο και αποτυπώθηκε

λειτουργικά και εικονογραφικά στο περιβάλλον του μνημειακού κέντρου,

2099 Θεμίστιος, Λόγοι, (2), «Εἰς Κωνστάντιον», 56.5-12 (40a-b): «οὕτω γὰρ τῷ ὄντι φιλόσοφός ἐστιν ὁ
γενναῖος ὥστε καὶ τὸν συνάρχοντα φιλόσοφον ἐποιήσατο, οὐχ ὅτι προσήκει αὐτῷ κατὰ γένος, ἀλλ'
ὅτι αὐτῷ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἀγχιστεύει. οὔκουν δεοίμην ἂν εὔχεσθαι ἔτι, καθάπερ ὁ πάνσοφος
Πλάτων, ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ γένους τοῦ ἀνθρωπίνου, ξυνδραμεῖν ποτε βασιλείᾳ φιλοσοφίαν καὶ
συμπορευθῆναι, μηδὲ διεσπάσθαι ἀεὶ καὶ ἀπερρωγέναι· ἀλλ' ἔνεστι καὶ ἀπολαύειν καὶ
ἐμφορεῖσθαι τοῦ ἀνελπίστου θεάματος».
2100 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2076.

2101 Θεμίστιος, Λόγοι, (3), «Πρεσβευτικὸς», 59.1 (41a): «τὴν καλλίπολιν», 60.1 (42a): «ἡ καλλίπολις»,

62.25-63.2 (44a-b): «ἀλλ' ὁ μὲν (Κωνσταντῖνος) ταύτην πρότερον ἐλευθερώσας τὴν πόλιν ἐκ
τυραννίδος ὁμοίας καὶ παρὰ μικρὸν ὁμωνύμου οὕτως ἐπὶ τὸν συνοικισμὸν τῆς καλλιπόλεως
ὥρμησεν», 63.10 (44b): «ἡ καλλίπολις». Θεμίστιος, Λόγοι, (4), «Εἰς Κωνστάντιον», 83.24 (58d): «τῆς
καλλιπόλεως». Θεμίστιος, Λόγοι, (6), «Φιλάδελφοι», 123.16 (83b): «…τὰς ἀφορμάς, δι’ ἃς ὁ
Κωνσταντῖνος ἑάλω τῆς καλλιπόλεως…». Θεμίστιος, Λόγοι, (34), «Πρὸς τοὺς αἰτιασαμένους ἐπὶ τῷ
δέξασθαι τὴν ἀρχήν», 221.6-7 (XII): «…ὑπάρχει μοι καὶ χρόνῳ σεμνύνεσθαι ὅσον πεπολίτευμαι τῇ
καλλιπόλει».
2102 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 983-987.

2103 Πλάτωνος, Πολιτεία, 499d: «Εἰ τοίνυν ἄκροις εἰς φιλοσοφίαν πόλεώς τις ἀνάγκη
ἐπιμεληθῆναι…περὶ τούτου ἕτοιμοι τῷ λόγῳ διαμάχεσθαι, ὡς γέγονεν ἡ εἰρημένη πολιτεία καὶ
ἔστιν καὶ γενήσεταί γε, ὅταν αὕτη ἡ Μοῦσα πόλεως ἐγκρατὴς γένηται».
2104 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2065.

417
επιχείρησε να αναδείξει την Κωνσταντινούπολη ως την ιδανική πλατωνική

πολιτεία, όπου η (φιλο)σοφία κυβερνά τον βασιλιά, από τον οποίο πηγάζουν και

διαχέονται οι αρετές, κυρίως η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, οι οποίες κάνουν

αρίστους τους πολίτες και ευδαίμονα την Πόλη. Διαπιστώνουμε ένα συνειδητό

εγχείρημα μνημειακής έκφρασης των αντιλήψεων αυτών στο μέγιστο δυνατό

βαθμό μέσα από τη συγκρότηση των Παιδευτηρίων και της Βιβλιοθήκης στη

Βασίλειο Στοά, την τοπογραφική και λειτουργική σχέση της με το Γυμνάσιο-

Θέρμες του Ζευξίππου και το εικονογραφικό πρόγραμμά του, την αφιέρωση της

Συγκλήτου στις Μούσες και τον εικονογραφικό διάκοσμό της με τα εθνικά

σύμβολα της σοφίας (Αθηνά) και της βασιλείας (Δίας) στην πρόσοψη πάνω από

την παράσταση της Γιγαντομαχίας.2105 Το μνημειακό αυτό σύνολο θα πλαισίωνε

ως το πλέον κατάλληλο σκηνικό φόντο τις πλατωνικές αναφορές του Θεμίστιου

στη Σύγκλητο και θα προσέδιδε στη σοφία τον οικείο διάκοσμό της.2106

ΣΤ.2.2. Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Η Σοφία του Θεού

Ακριβώς δίπλα στο Αυγουσταίο και τη Σύγκλητο η συνάρτηση σοφίας και

βασιλείας διατυπωνόταν με τους όρους της άλλης μεγάλης παράδοσης του

αρχαίου κόσμου, της ιουδαιοχριστιανικής, μέσα από την αφιέρωση του Πρώτου

Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 988-992 και 1033.


2105

2106Κατά τη διατύπωση του Κωνστάντιου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2064. Ο Θεμίστιος συνέχισε να
επαναλαμβάνει τις θέσεις αυτές σε λόγους του προς τους επόμενους αυτοκράτορες του β’ μισού
του 4ου αι., κυρίως για να τους προτρέψει να μιμηθούν το πλατωνικό πρότυπο, ενώ όταν τους
επαινεί, υπολείπεται κατά πολύ της εκτίμησης του για τον Κωνστάντιο. Χαρακτηριστικά βλ.
Θεμίστιος, Λόγοι, (7), «Περὶ τῶν ἠτυχηκότων ἐπὶ Οὐάλεντος» (χειμώνας 366/367), 149.4-9 (99b):
«Φιλοσοφίαν τοίνυν, ὦ βασιλεῦ, ἅπαντες μὲν ᾐδέσθησαν ὥσπερ τι πάτριον ἱερὸν οἱ σὺν νόμῳ τὰς
βασιλείας διαδεξάμενοι, πολλοὶ δὲ καὶ συμπαρέλαβον ἐπιστατοῦσαν καὶ τοῦ βίου σφῶν
προεστήσαντο, οἷς ἐκτιννύει τὰ γινόμενα χαριστήρια, ἀνεξάλειπτον αὐτῶν τὴν ἀγαθὴν μνήμην τῷ
παντὶ χρόνῳ συμπαραπέμπουσα», 150.25-151.3 (100d): «καλόν τι διασώσασθαι τὰ ζώπυρα τῆς
φιλοσοφίας· σημεῖον γὰρ βασιλέως εὐδαίμονος αὕτη ἡ τέχνη ἐπιδιδοῦσα, καὶ ἀνάγκη ἀρετὴν
ἔντιμον εἶναι παρ' οἷς φιλοσοφία σπουδῆς ἀξιοῦται, ἐν ᾗ δεῖ σε μνήμην ἀθάνατον καὶ ἀγήρω
καταλιπεῖν». Θεμίστιος, Λόγοι, (13), «Ἐρωτικὸς ἢ περὶ κάλλους βασιλικοῦ» (έτος 376), 238.11-18
(166b): «καὶ διὰ ταύτην τὴν προσεδρείαν εἶδον ἐκεῖ ἄνθρωποι θέαμα τοῖς νῦν ἄπιστον καὶ ἀδόκητον
καὶ διήγημα ἀμυδρὸν ἤδη τῆς παλαιᾶς εὐδαιμονίας, βασιλείαν συνθακοῦσαν φιλοσοφίᾳ καὶ
τριβώνιον ἁλουργίδι συνδιαιτώμενον καὶ ἐπανιόντα κόσμον εἰς τὰ βασίλεια, ᾧ Τραϊανὸς ἐκοσμεῖτο
καὶ Μάρκος καὶ Ἀντωνῖνος, ὃν Ἀλέξανδρος ὁ μέγας οὐκ ἐκοσμήθη, οὐδὲ Κῦρος ὁ Μῆδος, οὐδὲ
Ξέρξης ὁ ἀλαζών». Θεμίστιος, Λόγοι, (17), «Ἐπὶ τῇ χειροτονίᾳ τῆς πολιαρχίας» (έτος 384), 306.17-23
(204a-b): «Καὶ ἤνεγκεν ὁ καθ' ἡμᾶς χρόνος βασιλείαν αἰσθανομένην τῶν τοῖς παλαιοῖς
δεδογμένων, οἳ καλῶς ἕξειν τηνικαῦτα ταῖς πόλεσι τὰ πράγματα ὑπελάμβανον, ὅταν τῇ τοῦ λέγειν
ἀρετῇ ἡ τοῦ πράττειν ἐξουσία συνδράμῃ καὶ εἰς ταὐτὸν ἔλθωσιν ἄμφω, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ
φιλοσοφία, ἃς πρώτας ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς συντρεχούσας ὁ φιλοσοφώτατος αὐτοκράτωρ…». Για τις
χρονολογήσεις, βλ. Dagron, «Témoignage de Thémistios», 20-23. Vanderspoel, Themistius, 250-251.

418
Ιερού της Πόλης στον νέο προστάτη Θεό της αυτοκρατορίας, τον Ιησού Χριστό,

ως την ένσαρκο Σοφία του Θεού. Η αφιέρωση του θρησκευτικού κέντρου της

Πόλης και της αυτοκρατορίας αναδεικνύει την κεντρική θέση που αποδόθηκε

στην Κωνσταντινούπολη στην έννοια της σοφίας ως πεδίο σύνθεσης της

ελληνορωμαϊκής με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Προκειμένου να γίνει

κατανοητή η σύνθεση αυτή, θα πρέπει να αναζητήσουμε το περιεχόμενο και τη

χρήση του όρου στην ισραηλιτική και τη χριστιανική παράδοση.

Ο όρος «Σοφία του Θεού» αντλεί την προέλευσή του από τη Σοφιολογική

Γραμματεία της Παλαιάς Διαθήκης. 2107 Σημαντικά κείμενα όπως οι Παροιμίες, η

Σοφία Σειράχ και η Σοφία Σολομώντος περιέχουν πολλές αναφορές στη σοφία,

άλλες με αλληγορικό ή διδακτικό χαρακτήρα2108, ενώ σε άλλες η Σοφία

παρουσιάζεται ως πρόσωπο.2109 Η Σοφία του Θεού ως πρόσωπο, όπως

παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη, δημιούργησε μαζί με τον Θεό τον

κόσμο2110, κάθεται δίπλα στον Θρόνο Του2111 και ταυτίζεται με τον Λόγο Του.2112

Ακόμη η Σοφία περιγράφεται με όρους που δείχνουν τη συνάφειά Της με τον

Θεό2113, ομιλεί περί της σαρκώσεώς Της2114, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτει και τη

2107 Πένο, Σοφία του Θεού, 20-70.


2108 Παροιμίαι, 1.7: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος θεοῦ».
2109 Παροιμίαι, 9.1-2: «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισεν στύλους ἑπτὰ· ἔσφαξεν τὰ

ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν·».
2110 Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα με τον Λόγο Του και με τη Σοφία Του κατασκεύασε τον

άνθρωπο, βλ. Σοφία Σολομῶντος, 9.2: «Θεὲ πατέρων καὶ κύριε τοῦ ἐλέους ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν
λόγῳ σου καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατασκευάσας ἄνθρωπον…». Εκείνη είναι η δημιουργός των πάντων,
βλ. Στο ίδιο, 7.12: «εὐφράνθην δὲ ἐπὶ πᾶσιν, ὅτι αὐτῶν ἡγεῖται σοφία, ἠγνόουν δὲ αὐτὴν γενέτιν
εἶναι τούτων», 7.21: «ἡ γὰρ πάντων τεχνῖτις ἐδίδαξεν με σοφία». Παροιμίαι, 3.19: «ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ
ἐθεμελίωσεν τὴν γὴν, ἡτοίμασεν δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει·», 8.26-31: «κύριος ἐποίησεν χώρας καὶ
ἀοικήτους καὶ ἄκρα οἰκούμενα τῆς ὑπ’ οὐρανόν. ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ
καὶ ὅτε αφώριζεν τὸν ἑαυτοῦ θρόνον ἐπ’ ἀνέμων. ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη…καὶ ἰσχυρὰ
ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ’ αὐτῷ ἁρμόζουσα, ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρεν, καθ’ ἡμέραν δὲ
εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ὅτε εὐφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας καὶ
ἐνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων». Για την «ἐν τῇ Σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ» δημιουργία του κόσμου, βλ.
Πένο, Σοφία του Θεού, 138-143.
2111 Σοφία Σολομῶντος, 9.4: «δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν», 9.10: «ἐξαπόστειλον

αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτὴν».
2112 Σοφία Σειράχ, 24.1-3: «Ἡ σοφία αἰνέσει ψυχὴν αὐτῆς καὶ ἐν μέσῳ λαοῦ αὐτῆς καυχήσεται· ἐν

ἐκκλησίᾳ ὑψίστου στόμα αὐτῆς ἀνοίξει καὶ ἔναντι δυνάμεως αὐτοῦ καυχήσεται Ἐγὼ ἀπὸ στόματος
ὑψίστου ἐξῆλθον καὶ ὡς ὁμίχλη κατεκάλυψα γῆν·». Σοφία Σολομῶντος, 18.15: «ὁ παντοδύναμος σου
λόγος ἀπ’ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλείων…».
2113 Σοφία Σολομῶντος, 7.25-26: «ἀτμὶς γάρ ἐστιν τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως καὶ ἀπόρροια τῆς τοῦ

παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής…ἀπαύγασμα γάρ ἐστιν φωτὸς ἀιδίου καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον
τῆς τοῦ θεοῦ ἐνεργείας καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ». Με τους ίδιους όρους ο Απόστολος
Παύλος περιγράφει τον Ιησού Χριστό στην επιστολή Πρὸς Ἐβραίους, 1.1-3: «…ὁ Θεὸς…ἐπ’ ἐσχάτου
τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὅν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας

419
βασιλική εξουσία Της επί της Ιερουσαλήμ.2115 Ο όρος χρησιμοποιείται στην Καινή

Διαθήκη από τον Ιησού Χριστό με τρόπο που αποκαλύπτει ότι Εκείνος είναι η

Θεία Σοφία.2116 Ο Απόστολος Παύλος υποδεικνύοντας τη Σοφία του Θεού ως

απάντηση στην αναζήτηση του ελληνισμού ανέδειξε τον όρο Σοφία σε

πνευματική γέφυρα ανάμεσα στον ελληνισμό και τον χριστιανισμό.2117 Κατά

τους πρώτους τρεις αιώνες έγινε περιστασιακή χρήση του όρου προκειμένου να

δηλωθεί ότι ο Χριστός είναι η Σοφία του Θεού.2118

Ο όρος «σοφία» προσέλαβε κεντρική θέση κατά τον 4ο αιώνα στο πλαίσιο

της μεγάλης θεολογικής διαμάχης που προκάλεσε η αίρεση του Αρείου. Ήδη

ἐποίησεν· ὅς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα
τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι’ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν
ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς».
2114 Παροιμίαι, 9.1: «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον…» ως αντίστοιχο του Κατὰ Ἰωάννην, 1.14:

«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο…». Βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 60-64, 98-99. Ακόμη το κύριο
χαρακτηριστικό του Υιού του Θεού, το «Γεννητόν» αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της Σοφίας, βλ.
Παροιμίαι, 8.22-25: «κύριος ἔκτισέν με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος
ἐθεμελίωσεν με ἐν ἀρχῇ…πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με…» και Πένο, στο ίδιο, 103-104.
2115 Σοφία Σειράχ, 24.8-11: «τὸτε ἐνετείλατο μοι ὁ κτίστης ἁπάντων, καὶ ὁ κτίσας με κατέπαυσεν τὴν

σκηνήν μου καὶ εἶπεν Ἐν Ἰακὼβ κατασκήνωσον καὶ ἐν Ἰσραὴλ κατακληρονομήθητι…ἐν πόλει
ἠγαπημένῃ ὁμοίως με κατέπαυσεν, καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐξουσία μου·».
2116 Ο Ιησούς Χριστός στην Καινή Διαθήκη συσχετίζει συχνά τη Σοφία της Παλαιάς Διαθήκης με το

πρόσωπό του, βλ. Κατά Λουκάν, 11.49: «διἀ τοῦτο καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶπεν· ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς
προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ εξ αὐτῶν αποκτενοῦσι καὶ εκδιώξουσιν…». Κατὰ Ματθαῖον, 11.19:
«καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς», 12.42: «βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει
μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν
σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε». Ενώ οι ακροατές του αναρωτιόντουσαν, βλ.
Κατά Ματθαῖον, 13.55: «πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις;». Κατὰ Μᾶρκον, 6.2: «καὶ τίς ἡ
σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται;». Παράλληλα ο
Κύριος συχνά ομιλεί με ανάλογους λόγους και ύφος με εκείνο της Σοφίας στην Παλαιά Διαθήκη,
βλ. Κατὰ Ἰωάννην, 6.35: «ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ διψήσῃ
πώποτε», ενώ η Σοφία, βλ. Σοφία Σειράχ, 24.21: «οἱ ἐσθίοντες με ἔτι πεινάσουσιν, καὶ οἱ πίνοντες με
ἔτι διψήσουσιν». Επίσης, Κατὰ Ματθαῖον, 11.28: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ
πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», ενώ η Σοφία, βλ. Σοφία Σειράχ, 24.19: «προσέλθετε πρός
με, οἱ ἐπιθυμοῦντές μου, καὶ ἀπό τῶν γενημάτων μου ἐμπλήσθητε·». Επίσης η παραβολή των
βασιλικών γάμων, βλ. Κατὰ Ματθαῖον, 22.2-4 και το Μυστικό Δείπνο παραπέμπουν στην
περιγραφή του δείπνου που προσφέρει η Σοφία, βλ. Παροιμίαι 9.1-5 και Πένο, Σοφία του Θεού, 65-
70. Η δήλωση του Χριστού: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου·», βλ. Κατὰ Ἰωάννην, 8.12, παραπέμπει στη
Σοφία Σολομῶντος, 7.26: «ἀπαύγασμα γάρ ἐστιν φωτὸς ἀιδίου». Με αυτούς τους τρόπους ο Ιησούς
Χριστός αποκαλύπτει εμμέσως ότι Εκείνος είναι η Σοφία του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης και
υποδεικνύει ότι οι δύο Διαθήκες αποτελούν μία αδιάρρηκτη ενότητα στο πρόσωπό Του.
2117 Προς Κορινθίους Α’, 1.22-24: «ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,

ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς
δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν·».
2118 Μετά το αποστολικό κήρυγμα, κατά τον 2ο και 3ο αιώνα πατέρες της εκκλησίας και χριστιανοί

θεολόγοι, όπως οι Ιγνάτιος και Θεόφιλος Αντιοχείας, Ιουστίνος μάρτυς, Κλήμης Αλεξανδρείας,
Ιππόλυτος, Ωριγένης, χρησιμοποίησαν τον όρο «Σοφία» για να δείξουν ότι ο Χριστός είναι η Σοφία
του Θεού που μαρτυρείται στην Παλαιά Διαθήκη, βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 101-104. Ακόμη, βλ.
Meyendorff J., «L’iconographie de la Sagesse Divine dans la tradition Byzantine», CahArch 10 (1959),
259-277, κυρίως 259-260. Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία», 125-126, 128.

420
στην επιστολή με την οποία κινήθηκε το ζήτημα ο άγιος Αλέξανδρος

Αλεξανδρείας ενημέρωνε τους επισκόπους της Εκκλησίας ότι ο Άρειος πρέσβευε

πως ο Υιός είναι κτίσμα και ποίημα και όχι αληθινή Σοφία του Πατέρα.2119

Μολονότι δεν σώθηκαν τα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, είναι βέβαιο

ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στο εάν ο Υιός είναι ο αληθινός

Λόγος και η αληθινή Σοφία του Πατέρα ή εάν αποκαλείται έτσι

καταχρηστικώς.2120 Ο Μέγας Αθανάσιος που ήταν παρών στη σύνοδο γράφει πως

οι πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου θεολόγησαν ότι ο Χριστός είναι η Σοφία

του Θεού.2121 Μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας οι αρειανόφρονες οργάνωσαν μία

σειρά τοπικών συνόδων κυρίως ανάμεσα στα έτη 340 και 360 οι οποίες

παρουσίασαν νέα σύμβολα πίστεως με σκοπό να υποβαθμίσουν το Σύμβολο της

Νίκαιας στα οποία συμπεριλήφθηκε ο όρος «Σοφία»2122, ενώ οι ορθόδοξοι

2119 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 8.1-6 (Ι.6.10): «Κτίσμα γάρ ἐστιν καὶ ποίημα ὁ Υἱός. οὔτε δὲ
ὅμοιος κατ’ οὐσίαν τῷ Πατρὶ ἐστιν, οὔτε ἀληθινὸς καὶ φύσει τοῦ Πατρὸς Λόγος ἐστὶν, οὔτε ἀληθινὴ
Σοφία αὐτοῦ ἐστι, ἀλλ’εἷς μὲν τῶν ποιημάτων καὶ γενητῶν ἐστιν, καταχρηστικῶς δε Λόγος καὶ
Σοφία λέγεται, γενόμενος καὶ αὐτὸς τῷ ἰδίῳ τοῦ θεοῦ λόγῳ, καὶ τῇ ἐν τῷ θεῷ σοφίᾳ, ἐν ᾗ καὶ τὰ
πάντα καὶ αὐτὸν πεποίηκεν ὁ θεός». Ακόμη, βλ. Ανωνύμου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 26.5-10 (ΙΙ.3.7-
8). Για τη σημασία του όρου «Σοφία» στη διδασκαλία του Αρείου, βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική
Ιστορία, 388-390.
2120 Αυτό εμμέσως επιβεβαιώνεται και από τη σημαντική θέση που κατέχει η περί «Σοφίας»

συζήτηση στον διάλογο μεταξύ του φιλοσόφου Φαίδωνος και των επισκόπων της Συνόδου της
Νίκαιας, βλ. Ανωνύμου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 58.11-68.7 (ΙΙ.17.14-ΙΙ.20.8).
2121 Πένο, Σοφία του Θεού, 106. Για τη Σύνοδο της Νίκαιας και τη συζήτηση για τη «Σοφία», βλ. Μ.

Ἀθανασίου, «Περὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου» PG 25, 416-476, κυρίως 448-465 (15-26). Γενικότερα, για τα
διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη Σύνοδο, βλ. Barnes, Constantine, 120-126.
2122 Στα σύμβολα όλων αυτών των συνόδων προστέθηκαν οι όροι Λόγος και Σοφία, βλ. Σωκράτης,

Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 100.21-22 (ΙΙ.10.11): «…λόγον ζῶντα, σοφίαν, ζωήν, φῶς ἀληθινόν…»
(Σύνοδος Αντιοχείας, μεταξύ 326-330). Μ. Αθανασίου, «Περὶ τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καὶ Σελευκείᾳ
Συνόδων», Athanasius Werke, τ. 2.1, έκδ. Opitz H.G., Βερολίνο 1940, 23.3: «…λόγον ζῶντα, σοφίαν
ζῶσαν, φῶς ἀληθινόν…» (δεύτερο σύμβολο Συνόδου Αντιόχειας, 341), 24.3: «…τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ, θεόν, λόγον, δύναμιν καὶ σοφίαν…» (τρίτο σύμβολο Συνόδου Αντιόχειας, 341), 25.3:
«…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ ζωὴν καὶ φῶς ἀληθινόν…» (τέταρτο σύμβολο Συνόδου
Αντιόχειας, 341). Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 111.15-16 (ΙΙ.18.4): «…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν
καὶ δύναμιν καὶ ζωὴν καὶ φῶς ἀληθινόν…» (Σύμβολο που απέστειλαν οι Αρειανοί στον
αυτοκράτορα Κώνσταντα το έτος 341), 112.22-23 (ΙΙ.19.4): «…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ
ζωὴν καὶ φῶς ἀληθινόν…» (Όρος Πίστεως ανατολικών επισκόπων πριν την Σύνοδο της Σαρδικής,
343), 141.21-22 (ΙΙ.30.6): «…λόγον ὄντα καὶ σοφίαν καὶ φῶς ἀληθινόν καὶ ζωήν…» (Σύνοδος Σιρμίου,
357), 173.8-9 (ΙΙ.40.14): «…θεὸν λόγον ἐκ θεοῦ μονογενῆ, φῶς, ζωήν, ἀλήθειαν, σοφίαν, δύναμιν…»
(Σύνοδος Σελευκείας Ισαυρίας, 359). Για τις συνόδους αυτές, βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, 107
(Αντιόχεια, 326-330), 138-140 (Αντιόχεια, 341), 148-151 (Σαρδική, 343), 191-192 (Σίρμιο, 357), 201-202
(Σελεύκεια, 359). Ακόμη, βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, 470-507. Οι Αρειανοί συμφωνούσαν ότι
ο Χριστός είναι η Σοφία του Θεού που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά θεωρούσαν τη
Σοφία αυτή κτιστή, βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 104-106. π. Ρωμανίδης Ι.Σ., Δογματική και Συμβολική
Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1999, 31-33. Είναι
χαρακτηριστικός ο όρος «πρωτόγονος καὶ πρωτόκτιστος τοῦ θεοῦ σοφία», που χρησιμοποιεί ο
αρειανίζων Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 22.24 (Ι.2.21).

421
πατέρες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο στην προσπάθειά τους να

τεκμηριώσουν με βάση την Αγία Γραφή ότι ο Χριστός είναι η Άκτιστος και

Ενυπόστατος Σοφία, διά της οποίας ο Θεός έκτισε τον κόσμο.2123

Την ίδια περίοδο ο Ευσέβιος συνέδεσε τον όρο «σοφία» με το πρόσωπο του

Κωνσταντίνου στον Βίο και στον Τριακονταετηρικό Λόγο αναφερόμενος στην

αρετή του βασιλιά,2124 ο οποίος διέθετε στην ψυχή του και τη θεία και την

ανθρώπινη σοφία.2125 Λίγα χρόνια νωρίτερα στην ομιλία του προς τον Σύλλογο

των Αγίων2126, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε αφήσει να εννοηθεί ότι συνάντησε τη

θεϊκή, όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα του, Σοφία σε μεγάλη ηλικία.2127 Ο

αυτοκρατόρας ταύτιζε τη Σοφία αυτή με το πρόσωπο του Χριστού2128, ο οποίος

διδάσκει τη σοφία, τη μακαριώτατη διδασκαλία, δημιούργησε τον κόσμο, φωτίζει

τα όντα και διακοσμεί με τάξη την αταξία, σύμφωνα με το πλατωνικό πρότυπο,

2123 Πατέρες της Εκκλησίας, όπως οι Μέγας Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αμφιλόχιος
Ικονίου, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, ερμήνευσαν με βάση την
ταύτιση αυτή διάφορα χωρία της Αγίας Γραφής, που αναφέρονταν στη «Σοφία» κατά τη
χριστολόγικη έριδα, βλ. Πένο, Σοφία του Θεού, 32-151.
2124 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 81.29-32 (ΙΙΙ.2.2): «καὶ τί νεώτερον ⌈ἢ⌉ τὸ θαῦμα τῆς βασιλέως

ἀρετῆς ἐκ θεοῦ σοφίας τῷ θνητῷ γένει δεδωρημένον; τοιγάρτοι τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ σὺν
παρρησίᾳ τῇ πάσῃ πρεσβεύων εἰς πάντας διετέλει, μηδ<ὲν> ἐγκαλυπτόμενος τὴν σωτήριον
ἐπηγορίαν…».
2125 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 195.17-18 (Προ.3): «θείων γάρ τοι καὶ ἀνθρωπείων σοφίας οὔσης

[καὶ] ἐν βασιλέως ψυχῇ», 223.23-26 (ΧΙ.1): «Φέρε δή σοι, Νικητὰ Μέγιστε Κωνσταντῖνε…οὐ σὲ
μυοῦντες τὸν ἐκ θεοῦ σεσοφισμένον…».
2126 Ο Barnes, Constantine, 113-120 εκθέτει την εξέλιξη της έρευνας χάρη στην οποία γίνεται πλέον

αποδεκτό ότι η ομιλία αυτή ανήκει πράγματι στον Κωνσταντίνο και κατά τη γνώμη του
εκφωνήθηκε το Πάσχα του έτους 325 στη Νικομήδεια. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η διατύπωση στα
χωρία σχετικά με τη θεότητα του Χριστού απηχεί τις αρειανίζουσες απόψεις του Ευσεβίου, όπως
διατυπώνονταν πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας. Ο Bardill, Constantine, 299-302 ομοίως αποδέχεται
την αυθεντικότητα του λόγου, αλλά θεωρεί ότι είναι λίγα χρόνια πρωιμότερος.
2127 Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 166.10-15 (ΧΙ.1-2): «καὶ ταῦτα μὲν ἡμῖν μετρίως

εἰρήσθω· εἰ γὰρ καὶ μὴ ἀπὸ πρώτης τῆς ἡλικίας μηδ' ἐκ σπαργάνων, ὡς φασίν, οἱ χρηστοὶ τῶν
ἀνθρώπων σοφοὶ γίγνονται, ἀλλ' ὅμως ἀγαπητόν, εἰ κἂν ἐν τῇ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ τὴν σοφίαν
εὐτυχῶσιν. ἡμῖν δὲ παιδεία μὲν ἡ ἐξ ἀνθρώπων οὐδεμία πώποτε συνήρατο, θεοῦ δέ ἐστιν ἅπαντα
τὰ δωρήματα, ὅσα ἐν ἤθεσι καὶ τρόποις εὐδοκιμεῖ παρὰ τοῖς νοῦν ἔχουσιν».
2128 Κωνσταντίνος, στο ίδιο, 168.30-169.21 (ΧΙ.10-14): «...ἡ ἐκ σπαργάνων σοφία τοῦ θεοῦ,

ἐντρεπόμενός τε αὐτὸν μετὰ αἰδοῦς ὁ τῶν λουτρῶν πάροχος ᾿Ιορδάνης, πρὸς τούτῳ τε βασιλικὸν
χρίσμα ὁμόψυχον τῆς πάντων συνέσεως, παιδεία δὲ καὶ δύναμις παράδοξα κατορθοῦσα καὶ τὰ
ἀνίατα ἰωμένη, καὶ εὐχῶν ἀνθρωπίνων ταχεῖα καὶ ἀνεμπόδιστος βεβαίωσις, καὶ ὅλως ὁ σύμπας
ὑπὲρ ἀνθρώπων βίος, διδασκαλία τε οὐ φρόνησιν ἀλλὰ σοφίαν διδάσκουσα, τῶν φοιτητῶν οὐ τὰς
πολιτικὰς λεγομένας ἀρετὰς μανθανόντων ἀλλὰ τὰς εἰς τὸν νοητὸν κόσμον ἀτραποὺς
ἀγούσας...ταύτην σοι τὴν εὐχαριστίαν κατὰ τὸ δυνατὸν ἀποδίδομεν, Χριστὲ ὁ θεὸς καὶ σωτήρ,
μεγάλου πατρὸς μεγίστη πρόνοια, σώζοντί τ' ἐκ τῶν κακῶν καὶ τὴν μακαριωτάτην διδασκαλίαν
διδάσκοντι. οὐ γὰρ ἐγκωμιάζων ταῦτ' ἀλλ' εὐχαριστῶν λέγω. τίς γὰρ ἄν σε κατ' ἀξίαν ὑμνήσειεν
ἄνθρωπος; σὲ μὲν γὰρ λόγος ἐξ οὐκ ὄντων τὰ ὄντα γεννῆσαι, σὲ δὲ φῶς αὐτοῖς ἀνάψαι καὶ τὴν
ἄτακτον τῶν στοιχείων σύγχυσιν κατακοσμῆσαι τάξει καὶ μέτρῳ».

422
το οποίο λίγα χρόνια αργότερα επρόκειτο να επικαλεστεί και ο Θεμίστιος.2129

Ακόμη περισσότερο ο Ευσέβιος επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη σχέση της «Σοφίας

του Θεού» με τον αυτοκράτορα και την Κωνσταντινούπολη, στο χωρίο του Βίου,

όπου ξεκινά να αναφέρεται σε αυτήν, δηλώνοντας ότι ο Κωνσταντίνος πλήρης

εντελώς από τη «Σοφία του Θεού», έκρινε σκόπιμο να διακηρύσσει η Πόλη του το

ιδιαίτερο όνομά της: «καὶ τὴν αὑτοῦ πόλιν τῷ τῶν μαρτύρων καθιέρου θεῷ.

Ὅλως δ’ ἐμπνέων Θεοῦ σοφίας, ἥν τῆς ἐπηγορίας τὴν αὐτοῦ πόλιν ἐπώνυμον

ἀποφῆναι ἔκρινε…».2130 Η διακήρυξη του ονόματος της Θείας Σοφίας από την

Πόλη ουσιαστικά αναφέρεται στην αφιέρωση του καθεδρικού ναού της. Η

μαρτυρία αυτή, η οποία είναι σχεδόν σύγχρονη με τα γεγονότα, είναι πολύ

σημαντική, διότι επιβεβαιώνει εμμέσως τη μαρτυρία του Πασχαλίου Χρονικού ότι

ο Κωνσταντίνος θεμελίωσε τον ναό της Σοφίας του Θεού.2131

Η επιλογή του ονόματος «Σοφία του Θεού» από όλα τα ονόματα του

Χριστού, τα οποία είναι πράγματι πολλά2132, για την αφιέρωση του Πρώτου Ιερού

της Πόλης οφείλεται εκτός από τη χρήση του ως γέφυρα με τον ελληνισμό, ήδη

2129 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2095.


2130 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 104.11-13 (ΙΙΙ.48.1-2). Στην κριτική έκδοση έχει προτιμηθεί η γενική
«τῆς αὐτοῦ πόλιν», η οποία, κατά τη γνώμη μου, αφήνει μετέωρη την εξάρτηση της αναφορικής
πρότασης από τον όρο «θεοῦ σοφίας». Αντίθετα η ανάγνωση «τὴν αὐτοῦ πόλιν» όχι μόνο
τεκμηριώνει τη σχέση της αναφορικής πρότασης με τον όρο, αλλά αποκαθιστά και τη νοηματική
σχέση ολόκληρης της πρότασης με την αμέσως προηγούμενη, επεξηγώντας τον τρόπο με τον
οποίο «τὴν αὑτοῦ πόλιν τῷ τῶν μαρτύρων καθιέρου θεῷ», δηλαδή με τη διακήρυξη από την Πόλη
του ονόματος της Σοφίας του Θεού.
2131 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 359.

2132 Γρηγόριος Νύσσης, «Περὶ τοῦ τὶ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα πρὸς Ἀρμόνιον», βλ. De professione

Christiana ad Harmonium, στο Gregorii Nysseni opera, τ. 8.1., έκδ. Jaeger W., Λέιντεν 1963, 134-135: «ἀλλ'
ἐπειδή, καθώς φησιν ἡ γραφή, ἄφραστόν ἐστι τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, πάσης ὑπερκείμενον
καταληπτικῆς ἐπινοίας, ἀναγκαίως οἱ τῷ ἁγίῳ πνεύματι θεοφορούμενοι προφῆται καὶ ἀπόστολοι
πολλοῖς ὀνόμασί τε καὶ νοήμασιν ἐπὶ τὴν σύνεσιν τῆς ἀφθάρτου φύσεως ἡμᾶς χειραγωγοῦσιν,
ἄλλου πρὸς ἄλλο τι τῶν θεοπρεπῶν νοημάτων ἡμᾶς διευθύνοντος· ὥστε τὴν μὲν ἐπὶ πάντων
ἐξουσίαν τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι παραδηλοῦσθαι, τὸ δὲ πάθους παντὸς καὶ κακίας πάσης
ἀμιγὲς καὶ ἐλεύθερον τοῖς τῆς ἀρετῆς ὀνόμασιν ὀνομάζεσθαι, ἑκάστης πρὸς τὸ κρεῖττον νοουμένης
τε καὶ λεγομένης· ὥστε τὸ αὐτὸ δικαιοσύνην τε εἶναι καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ ἀλήθειαν
ἀγαθότητά τε καὶ ζωὴν καὶ σωτηρίαν καὶ ἀφθαρσίαν καὶ τὸ ἀμετάβλητόν τε καὶ ἀναλλοίωτον καὶ
πᾶν ὅ τί πέρ ἐστιν ὑψηλὸν νόημα διὰ τῶν τοιούτων ὀνομάτων δηλούμενον, πάντα τὸν Χριστὸν καὶ
εἶναι καὶ λέγεσθαι». Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγοι (2), «Τοῦ αὐτοῦ ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον
φυγῆς ἕνεκεν…», PG 35, 500B-C (98): «Τίς μήπω διὰ πασῶν ὁδεύσας τῶν τοῦ Χριστοῦ προσηγοριῶν
καὶ δυνάμεων, καὶ ἔργῳ καὶ θεωρίᾳ, τῶν τε ὑψηλοτέρων καὶ πρώτων, καὶ τῶν δι' ἡμᾶς
ταπεινοτέρων καὶ τελευταίων, τοῦ Θεοῦ, τοῦ Υἱοῦ, τῆς Εἰκόνος, τοῦ Λόγου, τῆς Σοφίας, τῆς
Ἀληθείας, τοῦ Φωτὸς, τῆς Ζωῆς, τῆς Δυνάμεως, τῆς Ἀτμίδος, τῆς Ἀποῤῥοίας, τοῦ Ἀπαυγάσματος,
τοῦ Ποιητοῦ, τοῦ Βασιλέως, τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Νόμου, τῆς Ὁδοῦ, τῆς Θύρας, τοῦ Θεμελίου, τῆς
Πέτρας, τοῦ Μαργαρίτου, τῆς Εἰρήνης, τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς Ἀπολυτρώσεως, τοῦ
Ἀνθρώπου, τοῦ Δούλου, τοῦ Ποιμένος, τοῦ Ἀμνοῦ, τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ Θύματος, τοῦ Πρωτοτόκου
πρὸ κτίσεως, Πρωτοτόκου ἐκ τῶν νεκρῶν, τῆς Ἀναστάσεως·».

423
από την εποχή του Παύλου2133, στη μεγάλη σχέση του με τη βασιλεία. Η σχέση

αυτή θεμελιώνεται εμφατικά σε ένα από τα πλέον αγαπητά αναγνώσματα της

Παλαιάς Διαθήκης, στο κείμενο της Σοφίας Σολομώντος. Η Σοφία είναι από τα

δευτεροκανονικά βιβλία εκείνο το οποίο χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από

οποιοδήποτε άλλο, ήδη, από τους Αποστόλους και την Πρώτη Εκκλησία τόσο

λειτουργικά όσο και κατά την προετοιμασία των κατηχουμένων.2134 Το βιβλίο

χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο (κεφ. 1-5) αναφέρεται στη ζωή και τους αγώνες

των δικαίων, το δεύτερο (6-9) μιλά για τη δημιουργό των πάντων Σοφία, η οποία

χορηγεί τη βασιλεία στους βασιλείς και κατασκευάζει φίλους του Θεού και

προφήτες, ενώ στο τρίτο (10-19) συγκρίνεται η ειδωλολατρεία με τη λατρεία του

αληθινού Θεού και ξεδιπλώνεται το σχέδιο της Σωτηρίας του ανθρώπινου

γένους από τη Θεία Σοφία. Ιδιαίτερα τονίζεται η Σωτηρία του Λαού του Θεού

μέσω του Θεράποντός Του Μωυσή, από τους Ειδωλολάτρες Αιγυπτίους που

καταποντίστηκαν στην Ερυθρά Θάλασσα.

Στο δεύτερο μέρος, ιδιαίτερα στα κεφ. 6-7, θεμελιώνεται η σχέση της

Σοφίας του Θεού με τη βασιλεία. O ίδιος ο Κύριος παρέχει τη βασιλεία2135 και η

επιθυμία της Σοφίας οδηγεί σε αυτήν: «ἐπιθυμία ἄρα σοφίας ἀνάγει ἐπὶ

βασιλείαν. εἰ οὖν ἥδεσθε ἐπὶ θρόνοις καὶ σκήπτροις, τύραννοι λαῶν, τιμήσατε

σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε».2136 Η Σοφία είναι ανώτερη από τη

βασιλεία και πηγαίνει σε εκείνον που τη ζητάει αληθινά.2137 Το ξεκίνημα για τη

Σοφία είναι η αληθινή επιθυμία της παιδείας, η οποία οδηγεί στην τήρηση των

νόμων.2138 Το πλήθος των σοφών συνιστά τη σωτηρία του κόσμου και στον

2133 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2117.


2134 Ἡ Παλαιά Διαθήκη, τ. ΙΓ’. Ἆσμα-Σοφία Σολομῶντος-Σοφία Σειρὰχ, Ψαλτάκης Γ.Ν. (εἰσ.)-
Τρεμπέλας Π.Ν. (ἑρμ.), Ἀθῆναι 2003, 95-112. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, τ. Δ’, Κολιτσάρας Ι.Θ. (εἰσ.-ἑρμ.),
Ἀθῆναι 1972, 223-224.
2135 Σοφία Σολομῶντος, 6,1-3: «Ἀκούσατε οὖν, βασιλεῖς, καὶ σύνετε· μάθετε δικασταὶ περάτων

γῆς·…ὅτι ἐδόθη παρὰ κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ ὑψίστου ὃς ἐξετάσει ὑμῶν τὰ
ἔργα καὶ τὰς βουλὰς διερευνήσει·».
2136 Σοφία Σολομῶντος, 6.20-21.

2137 Στο ίδιο, 7.7-8: «διὰ τοῦτο εὐξάμην, καὶ φρόνησις ἐδόθη μοι· ἐπεκαλεσάμην, καὶ ἦλθέν μοι

πνεῦμα σοφίας. προέκρινα αὐτὴν σκήπτρων καὶ θρόνων καὶ πλοῦτον οὐδὲν ἡγησάμην ἐν
συγκρίσει αὐτῆς·».
2138 Στο ίδιο, 6.17-19: «ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἡ ἀληθεστάτη παιδείας ἐπιθυμία, φροντὶς δὲ παιδείας ἀγάπη,

ἀγάπη δὲ τήρησις νόμων αὐτῆς, προσοχὴ δὲ νόμων βεβαίωσις ἀφθαρσίας, ἀφθαρσία δὲ ἐγγὺς εἶναι
ποιεῖ θεοῦ·».

424
φρόνιμο βασιλιά οφείλεται η ευστάθεια του λαού του.2139 Η Σοφία του Σολομώντα

βεβαιώνει ότι ακόμη και το βασιλικό διάδημα χορηγείται από τον Θεό. 2140 Οι

βασιλείς και οι άρχοντες ως υπηρέτες του Θεού θα πρέπει να φυλάξουν τον νόμο

Του, διότι εκείνος θα εξετάσει τα έργα τους, εάν είναι σύμφωνα με το Θέλημά

Του και θα αποδώσει την κρίση Του.2141 Μέσα από το κείμενο αυτό ο βασιλιάς

Σολομώντας αναδεικνύεται σε ένα κατεξοχήν πρότυπο σοφού βασιλέως του

αρχαίου κόσμου, που ζητεί από τον Θεό να του χορηγήσει τη Σοφία Του για να

κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό Του και να οικοδομήσει τον ναό του Θεού.2142 Ο

Ευσέβιος Καισαρείας αξιοποίησε ιδεολογικά το κείμενο της Σοφίας Σολομώντος,

προκειμένου να αναδείξει τον Κωνσταντίνο σε Νέο Μωυσή2143 που οδηγεί τον

λαό του Θεού προς την ελευθερία, ενώ οι εχθροί του καταποντίζονται στο νερό

και σε Νέο Σολωμόντα που οικοδομεί τον νέο ναό του Θεού της Καινής

Διαθήκης.2144

2139 Στο ίδιο, 6.24: «πλῆθος δὲ σοφῶν σωτηρία κόσμου, καὶ βασιλεὺς φρόνιμος εὐστάθεια δήμου».
2140 Στο ίδιο, 5.16: «…διὰ τοῦτο λήμψονται το βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους
ἐκ χειρὸς κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν».
2141 Σοφία Σολομῶντος, 6.3-5: «ὃς ἐξετάσει ὑμῶν τὰ ἔργα καὶ τὰς βουλὰς διερευνήσει· ὅτι ὑπηρέται

ὄντες τῆς αὐτοῦ βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς οὐδὲ ἐφυλάξατε νόμον οὐδὲ κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ
θεοῦ ἐπορεύθητε. φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστήσεται ὑμῖν, ὅτι κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσιν
γίνεται».
2142 Στο ίδιο, 9.1-10: «Θεὲ πατέρων καὶ κύριε τοῦ ἐλέους/ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου/καὶ τῇ

σοφίᾳ σου κατασκευάσας ἀνθρωπον,…/δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν…./συ με
προείλω βασιλέα λαοῦ σου/και δικαστὴν υἱῶν σου καὶ θυγατέρων·/εἶπας οἰκοδομῆσαι ναὸν ἐν ὄρει
ἁγίῳ σου/καὶ ἐν πόλει κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον/μίμημα σκηνῆς ἁγίας, ἥν προητοίμασας
ἀπ’ ἀρχῆς…/ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν/καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτὴν,/ἵνα
συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ,/και γνῶ τί εὐάρεστον ἐστιν παρὰ σοί.». Αναφέρεται στην προσευχή του
Σολομώντα, που εισακούστηκε, στο Βασιλειών Γ’, 3.9-13: «…καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν
ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ συνίειν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι
τίς δυνήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον;…ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ
σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. καὶ ἃ οὐκ
ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσιν·».
2143 Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 34.26-35.5 (Ι.38.1-2): «ὥσπερ γοῦν ἐπ’ αὐτοῦ ποτε Μωϋσέως τοῦ τε

θεοσεβοῦς Ἑβραίων γένους «ἅρματα Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἔρριψεν εἰς θάλασσαν καὶ
ἐπιλέκτους ἀναβάτας τριστάτας κατεπόντισεν ἐν ἐρυθρᾷ», κατὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ Μαξέντιος οἵ τ’
ἀμφ’ αὐτὸν ὁπλῖται καὶ δορυφόροι «ἔδυσαν εἰς βυθὸν ὡσεὶ λίθος»… μηχανὴν ὀλέθρου καθ’ ἑαυτοῦ
συνεπήξατο, ὧδε πῃ ἑλεῖν τὸν τῷ θεῷ φίλον ἐλπίσας». Παρόμοιο χωρίο, βλ. Ο ίδιος, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία, 828.19-830.6 (ΙΧ.9.4-5). Παράβαλε με Σοφία Σολομῶντος, 10.15-20.
2144 Εὐσέβιος Τριακονταετηρικός Λόγος, 259.23-29 (XVIII.3): «οἶκον εὐκτήριον, τρόπαιον τῆς κατά τοῦ

θανάτου νίκης αὐτοῦ…νεών τε ἅγιον ἁγίου θεοῦ…μεγάλα [περικαλλῆ] αφιερώματα…ἅ δὴ τῷ τῆς


ἀθανάτου ζωῆς μαρτυρίῳ τε καὶ μνήματι περιβέβληκας…».

425
ΣΤ.2.3. Ελληνορωμαϊκή και ιουδαιοχριστιανική σύνθεση.

Κωνσταντίνος και Ευσέβιος

Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Ευσέβιος περιστασιακά στον Βίο και

επίμονα στον Τριακονταετηρικό πανηγυρικό Λόγο, που εκφώνησε μπροστά στον

Κωνσταντίνο, στην Πόλη του, στις 25 Ιουλίου του έτους 3362145, συνδυάζει την

ιουδαιοχριστιανική παράδοση για τη Σοφία του Θεού με την πλατωνική και τη

μεταγενέστερη ελληνορωμαϊκή περί βασιλείας φιλοσοφία2146, προκειμένου να

εγκωμιάσει τον αυτοκράτορα ως φιλόσοφο βασιλιά.2147 Ο Κωνσταντίνος φέρει


την εικόνα και μιμείται τον επουράνιο βασιλέα θεό Λόγο2148, ο οποίος

συμβασιλεύει2149, ως ύπαρχος του βασιλέα Πατέρα του. 2150 Όπως ο Λόγος

παρασκευάζει τη βασιλεία για τον Πατέρα του, έτσι και ο Κωνσταντίνος

προετοιμάζει τους υπηκόους του για τη βασιλεία του Λόγου.2151 Ο Λόγος

εξαπλώνει σε όλους τη χάρη του Πατέρα Του, κοσμώντας με θεϊκές δυνάμεις την

2145 Barnes T., Constantine and Eusebius, Κέιμπριτζ Μασσ. 1981, 253. Cameron-Hall, Eusebius, 184.
2146 Desmond, Philosopher-Kings, 153-156. Baynes, «Eusebius and the Christian Empire». Dvornik,
Byzantine Political Philosophy, 611-622. Chesnut, «The Ruler and the Logos», 1329-1332. Bardill,
Constantine, 126-140, κυρίως 138-140. Ειδικά ο O’Meara, Platonopolis, 145-151, δείχνει τη σχέση του
ιδεολογικού υποβάθρου του Τριακονταετηρικού Λόγου με την Πολιτεία του Πλάτωνα και τη
νεοπλατωνική φιλοσοφία.
2147 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 204.17-21 (V.4): «ὁ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον τοῦ μεγάλου βασιλέως

ἀπεικονισμένος ἰδέαν καὶ ταῖς ἐξ αὐτῆς τῶν ἀρετῶν αὐγαῖς ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ τῇ διανοίᾳ
μορφωθείς…ἀληθῶς δὴ καὶ μόνος φιλόσοφος βασιλεὺς οὗτος…». Ακόμη, βλ. ο ίδιος, Βίος
Κωνσταντίνου, 130.28-131.5 (IV.29.1-2): «Καὶ μὴν τὴν αὐτὸς αὐτοῦ διάνοιαν τοῖς ἐνθέοις συναύξων
λόγοις, ἐπαγρύπνους μὲν διῆγε τοὺς τῶν νυκτῶν καιρούς, σχολῇ δὲ λογογραφῶν συνεχεῖς ἐποιεῖτο
τὰς παρόδους, προσήκειν ἡγούμενος ἑαυτῷ λόγῳ παιδευτικῷ τῶν ἀρχομένων κρατεῖν λογικήν τε
τὴν σύμπασαν καταστήσασθαι βασιλείαν. διὸ δὴ συνεκάλει μὲν αὐτός, μυρία δ' ἔσπευδεν ἐπ'
ἀκρόασιν πλήθη φιλοσοφοῦντος ἀκουσόμενα βασιλέως».
2148 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 198.32-199.3 (I.6): «…αὐτὸς δ' ἂν εἴη ὁ τοῦδε τοῦ σύμπαντος

καθηγεμὼν κόσμου, ὁ…τοῦ θεοῦ λόγος, παρ' οὗ καὶ δι' οὗ τῆς ἀνωτάτω βασιλείας τὴν εἰκόνα
φέρων ὁ τῷ θεῷ φίλος βασιλεὺς κατὰ μίμησιν τοῦ κρείττονος τῶν ἐπὶ γῆς ἁπάντων τοὺς οἴακας
διακυβερνῶν ἰθύνει». Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 17.12 (Ι.5.1): «…τῆς δ' αὐτοῦ μοναρχικῆς
ἐξουσίας τὴν εἰκόνα δούς…».
2149 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 199.4-8 (II.1): «Ὁ μέν γε τοῦ θεοῦ μονογενὴς λόγος τῷ αὐτοῦ πατρὶ

συμβασιλεύων ἐξ ἀνάρχων αἰώνων εἰς ἀπείρους καὶ ἀτελευτήτους αἰῶνας διαρκεῖ· <ὁ> δὲ τούτῳ
φίλος, ταῖς ἄνωθεν βασιλικαῖς ἀπορροίαις χορηγούμενος τῷ τε τῆς θεικῆς ἐπηγορίας ἐπωνύμῳ
δυναμούμενος, μακραῖς ἐτῶν περιόδοις τῶν ἐπὶ γῆς κρατεῖ.». Στο ίδιο, 198.23-27(Ι.6): «…ὁ προὼν
αὐτοῦ μονογενὴς λόγος…τῆς πάντων ὑπεριλάσκεται σωτηρίας, πρωτείοις μὲν τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς
δευτερείοις δὲ τῆς πατρικῆς βασιλείας ἐνδοξαζόμενος…».
2150 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 202.1-6 (ΙΙΙ.6): «…ὧν πάντων ὁ βασιλικὸς καθηγεῖται λόγος οἷά τις μεγάλου

βασιλέως ὕπαρχος…ὃν δὴ ζῶντα λόγον καὶ νόμον καὶ σοφίαν...». Παρόμοια, στο ίδιο, 215.31
(VII.13), ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται «…ὁ δ' οἷα μεγάλου βασιλέως ὕπαρχος…».
2151 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 199.8-12 (ΙΙ.2): «εἶθ' ὁ μὲν τῶν ὅλων σωτὴρ τὸν σύμπαντα οὐρανόν τε καὶ

κόσμον τήν τε ἀνωτάτω βασιλείαν εὐπρεπῆ τῷ αὐτοῦ πατρὶ παρασκευάζει· ὁ δὲ τούτῳ φίλος αὐτῷ
τῷ μονογενεῖ καὶ σωτῆρι λόγῳ τῶν ἐπὶ γῆς τοὺς ὑποχειρίους προσάγων ἐπιτηδείους πρὸς τὴν
αὐτοῦ βασιλείαν καθίστησιν».

426
κατ’ εικόνα Του πλασμένη ανθρώπινη ψυχή2152 και προσομοιάζοντας την επίγεια

με την επουράνια βασιλεία.2153 Έτσι και ο Κωνσταντίνος φθάνει στους πιο

απομακρυσμένους τόπους ως φως με ακτίνες τους Καίσαρες γιους του ή ως

ηνίοχος με εκείνους ως άλογα και έπειτα κοσμημένος με την εικόνα της

ουράνιας βασιλείας κατά την άνω αρχέτυπη ιδέα διακυβερνά τους υπηκόους

του.2154 Όπως αληθινός βασιλιάς είναι εκείνος που μιμούμενος την επέκεινα

βασιλεία μορφώνεται με τις βασιλικές αρετές2155, οι περισσότερες από τις οποίες

προέρχονται από το πλατωνικό πρότυπο2156, έτσι και ο Κωνσταντίνος μιμούμενος

την αρχέτυπην εικόνα του Μεγάλου Βασιλέως και τις αρετές Του αναδεικνύεται

ενάρετος και μόνος φιλόσοφος βασιλεύς. 2157 Ο Κωνσταντίνος ως υπηρέτης του

2152 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 202.8-13 (ΙΙΙ.6): «ὁ δὲ…τάς τε τοῦ πατρὸς χάριτας ἀφθόνως ἐξαπλῶν εἰς
πάντας μέχρι καὶ τῶν ἐπὶ γῆς λογικῶν τὸ τῆς βασιλικῆς δυναστείας ἐξέτεινεν μίμημα, θεϊκαῖς
δυνάμεσι τὴν κατ' εἰκόνα τὴν αὐτοῦ πεποιημένην ἀνθρώπου ψυχὴν κατακοσμήσας· ἔνθεν αὐτῇ
καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν ἡ κοινωνία θεϊκῆς ἐξ ἀπορροίας περίεστι».
2153 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 203.16-19 (IV.2): «…ἐπλήρου τε ἀρρήτῳ δυνάμει τὴν σύμπασαν ὅσην ἥλιος

ἐφορᾷ τοῦ κηρύγματος, τῷ τῆς κατὰ γῆν βασιλείας μιμήματι τὴν οὐράνιον ἐκτυπούμενος, ἐφ' ἣν
καὶ σπεύδειν τὸ πᾶν τῶν ἀνθρώπων παρορμᾷ γένος, ἀγαθὴν ἐλπίδα ταύτην προβεβλημένος».
2154 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 201.7-21 (ΙΙΙ.4-5): «ὁ δ', ὡς φῶς ἡλίου [μαρμαρυγαῖς, ταῖς τῶν καισάρων

ἐπιλάμψεσι] τοὺς πορρωτάτω τοῖς τόποις ἀπῳκισμένους ταῖς εἰς μακρὸν ἐξ αὐτοῦ
παραπεμπομέναις ἀκτῖσι καταυγάζει…εἶθ' ὑπὸ μίαν ζεύγλην βασιλικοῦ τεθρίππου τέτταρας
ὑποζεύξας αὐτὸς αὐτῷ οἷά τινας πώλους τοὺς ἀνδρειοτάτους καίσαρας ἡνίαις τε αὐτοὺς ἐνθέου
συμφωνίας τε καὶ ὁμονοίας ἁρμοσάμενος, ἄνωθεν ὑψηλῶς ἡνιοχῶν ἐλαύνει, ὁμοῦ τὴν σύμπασαν
ὅσην ἥλιος ἐφορᾷ διϊππεύων, αὐτός τε τοῖς πᾶσιν ἐπιπαρὼν καὶ τὰ πάντα διασκοπούμενος.
κἄπειτα τῆς οὐρανίου βασιλείας εἰκόνι κεκοσμημένος, ἄνω βλέπων κατὰ τὴν ἀρχέτυπον ἰδέαν
τοὺς κάτω διακυβερνῶν ἰθύνει, μονάρχου δυναστείας μιμήματι κραταιούμενος·».
2155 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 203.20-27 (V.1-2): «Ἧς ὁ μὲν τῷ θεῷ φίλος ἐντεῦθεν ἤδη μεθέξει, ταῖς

ἐμφύτοις τῷ θεῷ κοσμηθεὶς ἀρεταῖς καὶ τὰς ἐκεῖθεν ἀπορροίας τῇ ψυχῇ καταδεδεγμένος, καὶ
λογικὸς μὲν ἐκ τοῦ καθόλου γεγονὼς λόγου, σοφίας δὲ μετουσίᾳ σοφός, ἀγαθὸς δ' ἀγαθοῦ
κοινωνίᾳ, καὶ δίκαιος μετοχῇ δικαιοσύνης, σώφρων τε σωφροσύνης ἰδέᾳ, καὶ τῆς ἀνωτάτω
μετασχὼν δυνάμεως ἀνδρεῖος. ἀτὰρ δὴ καὶ βασιλεὺς ἀληθεῖ λόγῳ χρηματίσειεν <ἂν> οὗτος ὁ τῆς
ἐπέκεινα βασιλείας τὸ μίμημα βασιλικαῖς ἀρεταῖς τῇ ψυχῇ μεμορφωμένος». Ειδικά η σωφροσύνη
και η δικαιοσύνη, που αποδίδει ο Ευσέβιος στον Κωνσταντίνο, βλ., στο ίδιο, 205.18-20 (V.6): «…τῇ
ψυχῇ δι' ἐπιστήμην τοῦ θείου περίβλημα σωφροσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ εὐσεβείᾳ τε καὶ ταῖς λοιπαῖς
ἀρεταῖς πεποικιλμένον τὸν ἐπ' ἀληθείας πρέποντα βασιλεῖ κόσμον περιτίθησιν», αποτελούν
βασικές αρετές για τον Πλάτωνα, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073. Τις ίδιες αρετές αποζητά και ο
Κωνσταντίνος, βλ. κατωτέρω, υποσημ. 2197-2198.
2156 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2069.

2157 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 204.17-24 (V.)4: «ὁ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον τοῦ μεγάλου βασιλέως

ἀπεικονισμένος ἰδέαν καὶ ταῖς ἐξ αὐτῆς τῶν ἀρετῶν αὐγαῖς ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ τῇ διανοίᾳ
μορφωθείς, ἐξ αὐτῶν δὲ ἀποτελεσθεὶς σώφρων, ἀγαθός, δίκαιος, ἀνδρεῖος, εὐσεβής, φιλόθεος.
ἀληθῶς δὴ καὶ μόνος φιλόσοφος βασιλεὺς οὗτος ὁ ἑαυτὸν εἰδὼς καὶ τὰς ἔξωθεν αὐτῷ μᾶλλον δ'
οὐρανόθεν ἐπαρδομένας παντὸς ἀγαθοῦ χορηγίας ἐξεπιστάμενος, ὁ τῆς μονάρχου δυναστείας τὸ
σεβάσμιον πρόσρημα τῷ τῆς ἀμπεχόνης ἐξαιρέτῳ περιβλήματι…». Οι αρετές που αποδίδει ο
Ευσέβιος στον Κωνσταντίνο, συνδυάζουν το πλατωνικό πρότυπο με στοιχεία της αυτοκρατορικής
ιδεολογίας και της χριστιανικής πίστης. Η ευσέβεια υπήρξε σημαντική αρετή όχι μόνο για τους
χριστιανούς, αλλά και για τον ρωμαίο αυτοκράτορα, καθώς σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση
σχετιζόταν με την νίκη. Στη χρυσή τιμητική ασπίδα (clipeus virtutis) που η Σύγκλητος αφιέρωσε
προς τιμή του Αυγούστου στο Βουλευτήριο (Curia) στο Forum Romanum, η ευσέβεια (pietas)

427
Μεγάλου Βασιλέως νικά τους εχθρούς του και ως εικόνα του Παμβασιλέως σώζει

διδάσκοντας την ευσέβεια.2158 Ο Κωνσταντίνος παρέσχε στους γιους του την

ανάλογη για τον υψηλό προορισμό τους παιδεία με επίκεντρο την ευσέβεια.2159 Ο

Ευσέβιος κάνει συχνή χρήση του όρου «Σοφία» για να δηλώσει τον Υιό του

Θεού2160, o οποίος είναι για όλους τους ανθρώπους, Έλληνες και βαρβάρους, η

πηγή του λόγου, της φρόνησης, της δικαιοσύνης, των τεχνών, της αρετής, του

φιλοσόφου έρωτα της παιδείας, του αγαπημένου ονόματος της σοφίας, και της

ισχύος της βασιλείας2161, ενώ η Κωνσταντινούπολη χαρακτηρίζεται για πρώτη

φορά στον ρητορικό λόγο ως Πλατωνική Καλλίπολη.2162

αναγραφόταν μαζί με την ανδραγαθία (virtus), επιείκεια (clementia) και τη δικαιοσύνη (iustitia), βλ.
Zanker, Αύγουστος, 135-136 και ανωτέρω, υποσημ. 981 για τη σύνδεσή της με τη Νίκη του
θριαμβευτή του Ακτίου. Για τη σχέση του Κωνσταντίνου με τη Νίκη, βλ. Fears, «Theology of
Victory», 818-824. Για την ευσέβεια ο ίδιος ως ρωμαίος αυτοκράτορας και χριστιανός δηλώνει:
«ἐπικαλοῦμαι δὲ σὲ αὐτὴν σύμμαχον τοῖς λεγομένοις, ὦ θεοσέβεια, ἁγνόν τινα νόμον
ὑπάρχουσαν, πάντων τε ἀγαθῶν εὐκταιοτάτην ἐλπίδα, ὁσιότητος διδάσκαλον, ἀθανασίας
ὑπόσχεσιν ἀκίβδηλον· σὲ μέν, εὐσέβεια καὶ φιλανθρωπία, προσκυνῶ…», βλ. Κωνσταντίνος, Λόγος
τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 187.19-22 (ΧΧΙ.4).
2158 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 215.16-24 (VII.12): «καὶ τοῦθ' ὁ μέγας βασιλεὺς οὐρανόθεν ἐνήργει,

ὁπλίτην ἄμαχον τὸν αὐτοῦ θεράποντα προστησάμενος (χαίρει γὰρ ὧδε προσφωνούμενος
εὐσεβείας ὑπερβολῇ βασιλεύς)· ὃν δὴ νικητὴν παντὸς τοῦ τῶν πολεμίων ἀπέφηνε γένους, ἕνα κατὰ
πολλῶν ἐγείρας. οἱ μὲν γὰρ ἦσαν μυρίοι πολλοί τε, πολλῶν ἅτε φίλοι δαιμόνων, μᾶλλον δ' οὐδένες
ἦσαν, ὅθεν οὐδ' εἰσίν, ὁ δ' ἐξ ἑνὸς εἷς βασιλεύς, εἰκὼν ἑνὸς τοῦ παμβασιλέως, καὶ οἱ μὲν ἀθέῳ ψυχῇ
τοὺς εὐσεβεῖς ἄνδρας μιαιφόνοις ἀνῄρουν σφαγαῖς, ὁ δὲ τὸν αὐτοῦ σωτῆρα μιμούμενος καὶ μόνον
σώζειν εἰδὼς καὶ τοὺς ἀθέους ἔσωζεν εὐσεβεῖν διδάσκων».
2159 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 141.9-14 (IV.51.2): «Κλῆρον δ' ἀγαθὸν καὶ ψυχῆς σωτήριον τοῖς

αὐτοῖς ποριζόμενος τὰ θεοσεβείας αὐτοῖς ἐνίει σπέρματα, θείοις μὲν προσάγων μαθήμασι,
διδασκάλους δ' ἐφιστὰς εὐσεβείᾳ δεδοκιμασμένους ἄνδρας, καὶ τῶν ἔξωθεν δὲ λόγων καθηγητὰς
ἑτέρους εἰς ἄκρον ἥκοντας παιδεύσεως τοῖς αὐτοῖς ἐφίστη· ἄλλοι πολεμικῶν αὐτοῖς ἐξῆρχον
μαθημάτων, ἕτεροι τῶν πολιτικῶν ἐπιγνώμονας αὐτοὺς καθίστων, οἱ δὲ νόμων ἐμπείρους αὐτοὺς
εἰργάζοντο».
2160 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 195.12-13 (Προ.2): «μύσται τῆς καθόλου σοφίας», 198.12 (Ι.5): «τῆς

ἀπειρομεγέθους δυνάμεως τὴν πολυποίκιλον σοφίαν γεραίρουσιν», 198.31-32 (Ι.6): «πάντα


κρείττοσιν ἢ καθ' ἥλιον σοφίας καταλάμπον αὐγαῖς», 202.6 (ΙΙΙ.6): «ὃν δὴ ζῶντα λόγον καὶ νόμον
καὶ σοφίαν ἀγαθοῦ», 202.16 (ΙΙΙ.6): «πατὴρ δὲ λόγου καὶ σοφίας», 202.25 (IV.1): «οὐδὲ θνητὴ φύσις τὸ
σοφίας κατενόησε κάλλος», 203.22-23 (V.1): «σοφίας δὲ μετουσίᾳ σοφός», 206.28-29 (VI.4): «σοφίας δ'
ἀρρήτου δεσμοῖς», 207.25-26 (VI.6): «καὶ τὸν σύμπαντα αἰῶνα σοφίας θεσμοῖς ὁ τῶν ὅλων βασιλεὺς
περιβαλὼν ἄγει καὶ φέρει», 208.10-12 (VI.7): «ζώων δ' ἐν αὐτῇ τὸ τιμιώτατον καὶ αὐτῷ φίλον κατ'
εἰκόνα τὴν αὐτοῦ πλασάμενος, νοῦ καὶ ἐπιστήμης ἐπήβολον, λόγου τε καὶ σοφίας ἔκγονον», 209.6-
8(VI.9): «ἐν τῷ τοῦ παντὸς ἐνιαυτοῦ κύκλῳ τοιαῖσδε σοφίας ἡνίαις ὁ μέγας βασιλεὺς ὧδε
περιδησάμενος τὸν αὐτοῦ αἰῶνα», 211.27 (VI.20): «…τοῦτον δ' αὐτὸν δικαιοσύνης ἀκτῖσι σοφίας τε
αὐγαῖς», 226.7-8 (XI.8): «…σοφίας ἔργα τὰ πολλὰ εἶναι ὁμολογεῖν», 226.19-20 (XI.10): «…σοφίας δ'
ἔργα τὰ πάντα προσῆκον ὁμολογεῖν». Ωστόσο κυρίως χρησιμοποιεί τον όρο «Λόγος» για να
δηλώσει τον Υιό του Θεού.
2161 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 202.30-203.6 (IV.2): «ἀλλ' ἦν ἄρα τούτων εἷς ἑρμηνεὺς ὁ διὰ

πάντων ἥκων τοῦ θεοῦ λόγος…ἔνθεν ἅπασιν ἀνθρώποις ῞Ελλησιν ὁμοῦ καὶ βαρβάροις οἱ κατὰ
φύσιν αὐτομαθεῖς λογισμοί, ἔνθεν λόγου καὶ σοφίας ἔννοιαι, ἔνθεν φρονήσεως καὶ δικαιοσύνης
σπέρματα, ἔνθεν αἱ τῶν τεχνῶν καταλήψεις, ἔνθεν ἀρετῆς ἐπιστήμη σοφίας τε φίλον ὄνομα καὶ
σεμνὸς φιλοσόφου παιδείας ἔρως, ἔνθεν ἀγαθοῦ παντὸς καὶ καλοῦ γνῶσις, ἔνθεν αὐτοῦ φαντασία

428
Μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και τη διακήρυξη ότι ο Χριστός

είναι ο αληθινός Λόγος και Σοφία του Πατέρα, τρεις βασικές πηγές μας, ο

Ευσέβιος2163, ο Σωκράτης2164 και ο Σωζομενός2165, περιγράφουν ένα εκτεταμένο

θρησκευτικό οικοδομικό πρόγραμμα, με το οποίο ο Κωνσταντίνος έδωσε

μνημειακή έκφραση στην Ευσέβειά του.2166 Οικοδόμησε καθεδρικούς ναούς στα

Ιεροσόλυμα, τη Νικομήδεια, την Αντιόχεια και σε άλλες πόλεις αφιερωμένους

στον Σωτήρα Χριστό.2167 Σε αυτό ακριβώς το πρόγραμμα θα πρέπει να ενταχθεί

και η θεμελίωση της Μεγάλης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως το έτος 326, την

οποία μαρτυρεί το Πασχάλιο Χρονικό. 2168 Η μεγάλη επικαιρότητα του όρου

«Σοφία» κατά τις θεολογικές συζητήσεις των ετών 320 έως 360, η διττή σχέση του

με την βασιλεία κατά την ελληνορωμαϊκή και την ιουδαιοχριστιανική παράδοση,

αλλά και με την αυτοκρατορική ιδεολογία του Κωνσταντίνου και του

Κωνσταντίου, που απηχούν οι εγκωμιαστές τους, υποδεικνύουν σθεναρά ότι η

Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης προγραμματίστηκε, θεμελιώθηκε

θεοῦ καὶ βίος θεοσεβείας ἐπάξιος, ἔνθεν ἀνθρώπῳ βασιλείας ἰσχὺς καὶ κράτος ἄμαχον τῶν ἐπὶ γῆς
ἁπάντων».
2162 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 109.2-6 (ΙΙΙ.55.1): «οἷα δέ τις οὐρανοπετὴς ἀετῶν ὀξυωπέστατος

ἄνωθεν ἀφ' ὑψηλοῦ τὰ πορρωτάτω διεστῶτα κατὰ γῆς ἴδοι, ὧδε καὶ οὗτος τῆς αὐτοῦ καλλιπόλεως
τὴν βασιλικὴν ἀμφιπολεύων ἑστίαν δεινόν τι ψυχῶν θήρατρον ἐπὶ τοῦ Φοινίκων λανθάνον ἔθνους
ἐξ ἀπόπτου συνεῖδεν». Το ίδιο χωρίο επαναλαμβάνει στον Τριακονταετηρικὸ, 216.26-29 (VIII.5).
2163 Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 94.24.-107.25 (III.25-54.1). Χαρακτηριστικά, βλ. 104.26-105.4 (ΙΙΙ.50.1-

2): «Τούτοις μὲν οὖν τὴν αὐτοῦ πόλιν ἐκαλλώπιζε. τὴν δὲ Βιθυνῶν ἄρχουσαν ὀμοίως ἀναθήματι
μεγίστης καὶ ὑπερφυοῦς ἐκκλησίας ἐτίμα ἐξ οἰκείων θησαυρῶν κἀνταῦθα τῷ αὐτοῦ σωτῆρι κατ’
εχθρῶν καὶ θεομάχων ἀνυψῶν νικητήρια. καὶ τῶν λοιπῶν δ’ ἐθνῶν τὰς μάλιστα κρατιστευούσας
πόλεις, ταῖς τῶν εὐκτηρίων φιλοκαλίαις ἐκπρέπειν ἐποίει, ὥσπερ οὖν καὶ {τὴν} ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς
μητροπόλεως, ἥ τὴν ἐπώνυμον εἴληχεν Ἀντιόχου προσηγορίαν·».
2164 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 54.11-15 (Ι.16.1): «ὁ δὲ βασιλεὺς μετὰ τὴν σύνοδον ἐν

εὐφροσύναις διῆγεν. ἐπιτελέσας γοῦν δημοτελῆ τῆς εἰκοσαετηρίδος ἑαυτοῦ ἑορτὴν εὐθέως περὶ τὸ
ἀνορθοῦν τὰς ἐκκλησίας ἐσπούδαζεν, ἐποίει τε τοῦτο κατὰ τε τὰς ἄλλας πὸλεις καὶ ἐν τῇ αὐτοῦ
ἐπωνύμῳ…».
2165 Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 51.12-15 (ΙΙ.3.1): «Ὁ δὲ βασιλεὺς…πανταχοῦ
περικαλλεστάτους ναοὺς ἀνίστη τῷ Χριστῷ, διαφερόντως δὲ ἐν ταῖς μητροπόλεσιν, ὡς ἐπὶ τῆς
Νικομηδέων τῆς Βιθυνῶν, καὶ Ἀντιοχείας τῆς παρὰ τὸν Ὀρόντην ποταμὸν καὶ ἐπὶ τῆς Βυζαντίων
πόλεως…».
2166 Καθώς σύμφωνα με τον Bardill, Constantine, 235-237, ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι ο Θεός των

Χριστιανών τού χορήγησε τη νίκη κατά του Λικινίου. Για τη σχέση της μνημειακής έκφρασης της
ευσέβειας του Κωνσταντίνου με εκείνης του Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. ανωτέρω σημ. 343.
2167 Για τα Ιεροσόλυμα, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 139.25 (IV.46): «Οἵος δ’ ὁ τοῦ σωτῆρος νεὼς,

οἵον τὸ σωτήριον ἄντρον…». Για τη Νικομήδεια, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2163. Για την Αντιόχεια, βλ.
Μαλάλας, Χρονογραφία, 250.83-85 (XIII.17): «Καὶ γενόμενος ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ ἀνεπλήρωσε
τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν ἐπιγράψας ταῦτα· Χριστῷ Κωνστάντιος ἐπέραστον οἶκον ἔτευξεν…».
2168 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 359. Στο ίδιο γεγονός πρέπει να αναφέρονται ο Ευσέβιος, ο Σωκράτης και

ο Σωζομένος, αντίστοιχα βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2130, 2164, 2165.

429
και αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού2169 από τον Κωνσταντίνο, ενώ οικοδομήθηκε

και εγκαινιάστηκε από τον Κωνστάντιο το έτος 360.2170 Με αυτό τον τρόπο το

Πρώτο Ιερό της Πόλης και της αυτοκρατορίας διακήρυσσε τη σχέση της Σοφίας

του Θεού2171 με τον αυτοκράτορα και την πρόθεση η Πόλη να αναδειχτεί σε

οικουμενικό κέντρο (φιλο)σοφίας, ουσιαστικά σε νέα μητρόπολη του ελληνισμού

και της σύνθεσής του με τον χριστιανισμό.

Στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης δεν αξιοποιήθηκε ο όρος

«Λόγος», που χρησιμοποιήθηκε, ήδη, από τον 1ο αιώνα ως βασικό όχημα για τη

σύνθεση χριστιανισμού και ελληνικής φιλοσοφίας2172, αλλά ο όρος «Σοφία». Η

Κωνσταντίνεια δυναστεία αξιοποίησε κατά το β’ και γ’ τέταρτο του 4ου αιώνα2173

την ιδιαίτερη σχέση του όρου «Σοφία» με την βασιλεία και την ανάδειξη του από

τον Παύλο σε πεδίο σύνθεσης της ελληνορωμαϊκής με την ιουδαιοχριστιανική

παράδοση, ώστε να δημιουργήσει μία συμβολική σύνθεση με επίκεντρο την

έννοια της σοφίας συνδυάζοντας στοιχεία των δύο αυτών παραδόσεων. Η

2169 Ο Σωτηρίου Γ.Α., Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1917, 11-12, εύστοχα σημειώνει ότι η
αφιέρωση στη Σοφία του Θεού πρέπει να έλαβε χώρα μαζί με τη θεμελίωση του ναού «ὑπὸ τὴν
ἐπίδρασιν τοῦ τότε συντελεσθέντος θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας». Κατά τη γνώμη μου, την αφιέρωση
στη Σοφία υπονοεί και ο Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 53.2-4 (ΙΙ.3.7): «Ταύτην μὲν οὖν (την
Κωνσταντινούπολη) ὡσεί τινα νεοπαγῆ Χριστοῦ πόλιν καὶ ὁμὼνυμον ἑαυτῷ γεραίρων
Κωνσταντῖνος…», ενώ έτσι θα πρέπει να γίνει κατανοητός και ο απόηχος της συλλογικής μνήμης
της Κωνσταντινούπολης στο απολυτίκιο του θεοστέπτου βασιλέως: «ὁ ἐν βασιλεῦσιν ἀπόστολός
σου, Κύριε, βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο·», βλ. Τυπικόν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, έκδ.
Mateos J., OCA 165, Ρώμη 1962, 296.16-18 (Μαΐου κα΄).
2170 Για τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 358. Η πρόταση του Westall,

«Constantius II», 43: «The Hagia Sophia is an intrusion upon a space that was presumably left vacant at
the very heart of the new city», εάν ισχύει, ενισχύει περαιτέρω την άποψη ότι το οικοδομικό
πρόγραμμα του Κωνσταντίου υλοποιεί τον αρχικό σχεδιασμό που έλαβε χώρα στα χρόνια του
Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 79. Η πρόταση του Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 143-
150, κυρίως 145-146, ότι οικοδομήθηκε αρχικά αυτοκρατορική αίθουσα αφιερωμένη στη σοφία του
Κωνσταντίνου, η οποία αργότερα μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη «Σοφία του Χριστού» (sic)
βασίζεται σε μία «λογική» κατασκευή και όχι σε τεκμήρια.
2171 Με το όνομα «Σοφία» θα πρέπει να συνδεθεί και το προοίμιο του νόμου, βλ. Codex Theodosianus,

XIII.5.7 του έτους 334 που δηλώνει: «Pro commoditate urbis, quam aeterno nomine iubente deo
donavimus», δηλαδή «Για την ωφέλεια της Πόλης την οποία τιμήσαμε με το Αιώνιο Όνομα με την
Κέλευση του Θεού» [Το όνομα αυτό έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Ενδεικτικά, βλ. Bardill,
Constantine, 251-252 (Κωνσταντίνος). Van Dam, Roman Revolution, 58 (Νέα ή Δεύτερη Ρώμη)]. Στο ίδιο
όνομα του Θεού αναφέρεται ο Κωνσταντίνος, βλ. Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 70.18-27 (ΙΙ.55.1),
στην επιστολή του προς τους ανατολικούς επαρχιώτες: «Σὲ νῦν τὸν μέγιστον θεὸν, παρακαλῶ·…τὸ
μὲν γὰρ ὄνομά σου γνησίως ἀγαπῶ τὴν δὲ δύναμιν εὐλαβοῦμαι …». Το όνομα του Θεού που
συνοδεύει τη Δύναμή του είναι βέβαια η Σοφία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2117. Αυτή είναι η θεϊκή
επηγορία που δυναμώνει τον Κωνσταντίνο, βλ. Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 199.6-8 (ΙΙ.1): «…<ὁ>
δὲ τούτῳ φίλος, ταῖς ἄνωθεν βασιλικαῖς ἀπορροίαις χορηγούμενος τῷ τε τῆς θεικῆς ἐπηγορίας
ἐπωνύμῳ δυναμούμενος, μακραῖς ἐτῶν περιόδοις τῶν ἐπὶ γῆς κρατεῖ».
2172 Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, 233-240.

2173 Για τη διαμόρφωση του νέου μνημειακού κέντρου αυτή την περίοδο, βλ. κεφάλαιο Α.2.2.

430
παρουσία της Σοφίας στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων προέβαλε την

σημασία της στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η Σοφία ανέδειξε τον Κωνσταντίνο

σε φίλο του Θεού: «καὶ κατὰ γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσὶας μεταβαίνουσα φίλους θεοῦ

καὶ προφήτας κατασκευάζει· οὐθὲν γὰρ ἀγαπᾷ ὁ θεὸς εἰ μὴ τὸν σοφίᾳ

συνοικούντα».2174 Εδώ εντοπίζεται η άλλη μεγάλη επιρροή των κειμένων στη

διαμόρφωση της λειτουργικής και συμβολικής σύνθεσης του ανακτορικού

περιβάλλοντος, καθώς ο Βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης συγκατοικεί με τη

Σοφία (του Θεού) στο μνημειακό κέντρο της Πόλης του.

Ο ηπιώτατος Πλάτων και η Σοφία του Θεού

Οι επιρροές των δύο μεγάλων αρχαίων παραδόσεων στις πνευματικές ζυμώσεις

που συνέβαλαν στην ανανέωση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας αυτή την

περίοδο φαίνεται ότι διοχετεύτηκαν κυρίως μέσα από δύο πολύ σημαντικά

κείμενα, την Πολιτεία του Πλάτωνα και τη Σοφία του Σολομώντα. Τα κείμενα

αυτά δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, αλλά παρουσιάζουν ισχυρές αναλογίες2175

και συμπληρώνουν το ένα το άλλο, καθώς η Πολιτεία αναφέρεται κυρίως στην

ανθρώπινη σοφία, ενώ η Σοφία στη θεϊκή. Η βασικότερη αναλογία τους έγκειται

στην ανάδειξη της σχέσης της βασιλείας με τη σοφία, χάρη στην οποία εξαίρεται

η έννοια της σοφίας στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων και προβάλλεται στο

πρόσωπο του αυτοκράτορα. Στη Σοφία Σολομώντος ο Θεός χορηγεί την Σοφία

και μέσω αυτής τη βασιλεία.2176 Στην Πολιτεία οι βασιλείς από θεία έμπνευση

ερωτεύονται την αληθινή φιλοσοφία.2177 Η Σοφία μέσω του βασιλιά χορηγεί την
ευστάθεια του δήμου και μέσω των σοφών την σωτηρία του κόσμου2178, ενώ όταν

οι φιλόσοφοι γίνουν βασιλείς ή το αντίστροφο χορηγούν στην πόλη την

ευδαιμονία.2179 Εκείνοι που αποκτούν τη Θεία Σοφία γίνονται φίλοι του Θεού και

2174 Σοφία Σολομῶντος, 7.27-28.


2175 Την σχέση της Σοφίας Σολομώντος με την ελληνική φιλοσοφία και ειδικά την πλατωνική
διδασκαλία ανέδειξε ο Βέλλας Β., Ἡ ἐπίδρασις τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπὶ τοῦ βιβλίου τῆς Σοφίας
Σολομῶντος, Ἐθνικὸν Καποδιστριακὸν Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, Ἐν Ἀθῆναις 1961, 9-28. Ωστόσο δεν
επισήμανε τη σχέση σοφίας και βασιλείας. Ακόμη, βλ. Lange S., «The Wisdom of Solomon and
Plato», JBL 55 (1936), 293-302.
2176 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2135-2136.

2177 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2068.

2178 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2139.

2179 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2067-2068.

431
προφήτες2180, ενώ ο φιλόσοφος συναναστρεφόμενος με το θείο γίνεται και ο ίδιος

θείος.2181 Η αρχή της Σοφίας είναι η αληθινή επιθυμία της παιδείας, η οποία

οδηγεί μέσω της αγάπης και του νόμου στην αφθαρσία που κάνει τον άνθρωπο

να βρίσκεται κοντά στον Θεό.2182 Οι φιλόσοφοι έχουν παντοτινή αγάπη για τη

μάθηση, η οποία θα τους φανερώσει εκείνη την αιώνια ουσία που δεν

περιπλανιέται ανάμεσα στη γένεση και τη φθορά.2183

Επιπλέον, τα δύο κείμενα αναδεικνύουν τη σημασία των ίδιων αρετών. Η

Σοφία του Θεού κάνει τον βασιλιά σοφό ώστε να κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό

του.2184 Στην Πολιτεία οι σημαντικότερες πολιτικές αρετές είναι η σωφροσύνη και

η δικαιοσύνη, που ο φιλόσοφος-βασιλιάς μελετά ατενίζοντας προς το θείο.2185

Εάν κάποιος αγαπά τη δικαιοσύνη, οι πόνοι της είναι αρετές: σωφροσύνη,

φρόνηση, ανδρεία, δικαιοσύνη.2186 Η Πολιτεία ξεχωρίζει τρεις ψυχικές

καταστάσεις, τη σωφροσύνη, την ανδρεία, τη σοφία, τις οποίες συνέχει η

δικαιοσύνη.2187 Η δε δικαιοσύνη είναι σοφία και αρετή.2188 Ουσιαστικά η Σοφία

Σολομώντος παρουσιάζει τη Θεϊκή Σοφία η οποία παρέχει τη βασιλεία και τη

σοφία στο βασιλιά, προκειμένου να κρίνει και να κυβερνήσει με δικαιοσύνη τον

λαό του. Η Πολιτεία αναδεικνύει τη φιλοσοφία, η οποία μέσα από την ενατένιση

του θείου καθιστά τον φιλόσοφο ικανό να μορφώσει την αρετή και να

κυβερνήσει με δικαιοσύνη για την ευημερία των πολιτών. Η φιλοσοφία του

Πλάτωνα και η Σοφία του Σολομώντα μέσα από την κοινή προοπτική τους στο

θέμα της σχέσης βασιλείας και σοφίας αξιοποιήθηκαν ως ένα ιδανικό πεδίο

σύγκλισης του ελληνισμού με τον χριστιανισμό.

2180 Σοφία Σολομῶντος, 7.14: «ἀνεκλιπὴς γὰρ θησαυρός ἐστιν ἀνθρώποις, ὃν οἱ κτησάμενοι πρὸς
θεὸν ἐστείλαντο φιλίαν διὰ τὰς ἐκ παιδείας δωρεὰς συσταθέντες». Ακόμη, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
2174.
2181 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2072.

2182 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2138.

2183 Πλάτωνος, Πολιτεία, 485a-b: «Τοῦτο μὲν δὴ τῶν φιλοσόφων φύσεων πέρι ὡμολογήσθω ἡμῖν ὅτι

μαθήματός γε ἀεὶ ἐρῶσιν ὃ ἂν αὐτοῖς δηλοῖ ἐκείνης τῆς οὐσίας τῆς ἀεὶ οὔσης καὶ μὴ πλανωμένης
ὑπὸ γενέσεως καὶ φθορᾶς».
2184 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2142.

2185 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073.

2186 Σοφία Σολομῶντος, 8.7: «καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τις, οἱ πόνοι ταύτης εἰσὶν ἀρεταί·

σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν
ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις».
2187 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2069.

2188 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2070.

432
Πατέρες της εκκλησίας2189 και χριστιανοί θεολόγοι2190 ή φιλόσοφοι2191

επιχείρησαν να αναδείξουν τη σημασία της πλατωνικής διδασκαλίας για τη

σύγκλιση αυτή κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ωστόσο σε επίπεδο

επίσημης αυτοκρατορικής ιδεολογίας πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος έθεσε τις

βάσεις για τη σύνθεση αυτή. Την απόδειξη μας παρέχει η ομιλία του προς τον

Σύλλογο των Αγίων2192, στην οποία αναδεικνύει την εκπλήρωση της προσμονής

και αναζήτησης του αρχαίου κόσμου στο πρόσωπο του Σωτήρα Χριστού. Το

πρώτο τμήμα του λόγου (3-10) αναφέρεται στη φιλοσοφία και περιλαμβάνει

συχνές αναφορές στον Πλάτωνα.2193 Ο αυτοκράτορας αναγνωρίζει τον φιλόσοφο

ως ηπιώτατο σε σχέση με τους αρχαίους σοφούς και αναδεικνύει τις ομοιότητες

της πλατωνικής με την χριστιανική διδασκαλία για τον νοητό κόσμο και τον

Θεό.2194 Επισημαίνει το ολίσθημα του Πλάτωνα στην πολυθεΐα2195 και πώς ο ίδιος

2189 Μεθόδιος Ολύμπου, Μέγας Αθανάσιος, Γρηγόριος Νύσσης, αντίστοιχα βλ. Παπαδόπουλος,
Πατρολογία, 67-68, 280, 594-595. Ακόμη, βλ. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς, 2.4.18.1-4. Dvornik,
Byzantine Political Philosophy, 595-601. Ωστόσο τα σχόλια για τον Πλάτωνα δεν ήταν πάντα
θετικά, βλ. Θεόφιλος Αντιοχείας, πρὸς Αὐτόλυκον, έκδ. Grant R.M., Οξφόρδη 1970, 3.16: «Πλάτων
δέ, ὁ δοκῶν Ἑλλήνων σοφώτερος γεγενῆσθαι, εἰς πόσην φλυαρίαν ἐχώρησεν!».
2190 Όπως ο Λακτάντιος, βλ. Bardill, Constantine, 141.

2191 Numenius, Fragments, έκδ. Des Places E., Παρίσι 1973, 51 (fr. 8): «Τί γάρ ἐστι Πλάτων ἢ Μωσῆς

Ἀττικίζων;». Ο Νουμήνιος ο Απαμέας ήταν μεσοπλατωνικός και νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος που


δραστηριοποιήθηκε κατά το β’ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα.
2192 Για τον συγγραφέα και τη χρονολογία του λόγου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2126.

2193 Barnes, Constantine, 116-118. Ο Bardill, Constantine, 138-142, κυρίως 140-141, υποδεικνύει ότι η

προσέγγιση του Κωνσταντίνου επηρεάστηκε πιθανώς από τον Λακτάντιο ή τον Ευσέβιο.
2194 Αφού αναφέρει από τους σοφούς άνδρες του αρχαίου κόσμου, τον Σωκράτη και τον Πυθαγόρα,

αναγνωρίζει ως ηπιώτατο τον Πλάτωνα, βλ. Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 163.15-
31 (IX.3-4): «αὐτός τε ὁ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους ἠπιώτατος Πλάτων, [καὶ] τὰς διανοίας τῶν
ἀνθρώπων πρῶτος ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἐπὶ τὰ νοητὰ καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχοντα ἐθίσας ἀνακύψαι
ἀναβλέψαι τ' ἐπὶ τὰ μετάρσια διδάξας, πρῶτον μὲν θεὸν ὑφηγήσατο τὸν ὑπὲρ τὴν οὐσίαν, καλῶς
ποιῶν, ὑπέταξε δὲ τούτῳ καὶ δεύτερον, καὶ δύο οὐσίας τῷ ἀριθμῷ διεῖλε, μιᾶς οὔσης τῆς
ἀμφοτέρων τελειότητος, τῆς τε οὐσίας τοῦ δευτέρου θεοῦ τὴν ὕπαρξιν ἐχούσης ἐκ τοῦ πρώτου…ὁ
δὲ λόγος αὐτὸς θεὸς ὢν αὐτὸς τυγχάνει καὶ θεοῦ παῖς…μέχρι μὲν οὖν τούτου Πλάτων σώφρων
ἦν·». Η διάκριση ανάμεσα σε πρώτο και δεύτερο θεό σύμφωνα με τον Barnes, Constantine, 117-118,
πιθανώς αντλείται από τον Νουμήνιο. Είναι συμβατή με τις αρειανίζουσες απόψεις και
διατυπώσεις του Ευσεβίου πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας και πιθανώς οφείλεται σε δική του
επεξεργασία, διότι ο ίδιος ο Μ. Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Αλέξανδρο
Αλεξανδρείας και τον Άρειο ψέγει τη διερεύνηση μη αναγκαίων ζητημάτων, βλ. Εὐσέβιος, Βίος
Κωνσταντίνου, 76.2-4 (ΙΙ.69.2): «οὔτε ἐρωτᾶν ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐξ ἀρχῆς προσῆκον ἦν, οὔτε
ἐρωτώμενον ἀποκρίνασθαι. τὰς γὰρ τοιαύτας ζητήσεις, ὁπόσας μὴ νόμου τινὸς ἀνάγκη προστάττει
ἀλλ' ἀνωφελοῦς ἀργίας ἐρεσχελία προτίθησιν...». Ακόμη, βλ. Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,
13.19-14.2 (Ι.7.4-5).
2195 Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 163.31-164.1 (IX.5): «ἐν δὲ τοῖς ἑξῆς εὑρίσκεται

διαμαρτάνων τῆς ἀληθείας, πλῆθός τε θεῶν εἰσάγων καὶ ἑκάστοις ἐπιτιθεὶς μορφάς, ὅπερ καὶ
παραίτιον ἐγένετο τῆς μείζονος πλάνης παρὰ τοῖς ἀλογίστοις τῶν ἀνθρώπων…».

433
διόρθωσε το σφάλμα με άλλα στοιχεία της διδασκαλίας του. 2196 Επιπλέον,

επαινεί ως θαυμαστή τη διδαχή για τις ψυχές όσων έζησαν ενάρετα, πως

κατοικούν «ἐν τοῖς καλλίστοις τοῦ οὐρανοῦ», η οποία μπορεί να πείσει τον

καθένα να εφαρμόσει τον άριστο βίο, ζώντας με δικαιοσύνη και σωφροσύνη.2197

Αυτές τις δύο πλατωνικές αρετές, τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, τονίζει

επανειλημμένα στο κείμενό του.2198 Σύμφωνα με την πυθαγόρεια και την

πλατωνική διδασκαλία απορρίπτει την ηδονή για να προσεγγίσει τη (Θεία)

Σοφία.2199 Ο ίδιος ο Πλάτωνας ακολούθησε μέσω του Πυθαγόρα τη Σοφία και τον

Νόμο του Μωυσή2200, ο οποίος οδήγησε σε τάξη τον άτακτο λαό κατά το

πλατωνικό πρότυπο2201 και υπήρξε πρότυπο σοφίας για τους αρχαίους σοφούς

και φιλοσόφους. Το ίδιο πλατωνικό πρότυπο ικανοποίησε και ο Χριστός

αποκαθιστώντας την τάξη του ουρανού, που διασαλεύτηκε στα χρόνια των

2196 Στο ίδιο, 164.6-15 (ΙΧ.6): «δοκεῖ δέ μοι ὁ αὐτὸς ἐπιλαμβανόμενος ἑαυτοῦ διορθοῦν τὸ ἁμάρτημα,
ἐν οἷς φανερῶς διαβεβαιοῦται τὸν θεὸν ἡμῖν ἐμπνεῦσαι τὸν ἑαυτοῦ λόγον, τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ
σαφῶς δηλῶν λογικὴν ψυχὴν ὑπάρχειν, διϊστῶν δὲ τὰ πάντα εἰς δύο εἴδη, νοητόν τε καὶ αἰσθητόν,
τὸ <μὲν .... τὸ δὲ> συγκείμενον ἐκ σώματος ἁρμογῆς καὶ τὸ μὲν νῷ καταληπτόν, τὸ δὲ δόξῃ μετ'
αἰσθήσεως δοξαστόν· ὥστε τὸ μὲν τοῦ ἁγίου πνεύματος μετέχον, ἅτε δὴ ἀσύνθετον καὶ ἄλυτον,
αἰώνιόν τε εἶναι καὶ τὴν ἀίδιον ζωὴν λελογχέναι, τὸ δὲ αἰσθητόν, πάντη διαλυόμενον καθ' ὃν καὶ
συνέστη λόγον, ἄμοιρον εἶναι τῆς ἀιδίου ζωῆς».
2197 Στο ίδιο, 164.15-20 (IX.7): «θαυμαστῶς δὲ καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς διδάσκει, τοὺς μὲν εὖ βιώσαντας,

ψυχὰς δηλαδὴ τῶν ὁσίων τε καὶ ἀγαθῶν ἀνδρῶν μετὰ τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος ἀναχώρησιν ἐν τοῖς
καλλίστοις τοῦ οὐρανοῦ καθιεροῦσθαι. ἀλλὰ καὶ βιωφελῶς· τίς γὰρ οὐκ ἂν πεισθεὶς αὐτῷ καὶ τὴν
εὐτυχίαν ταύτην προσδοκήσας, τὸν ἄριστον βίον, δικαιοσύνην καὶ σωφροσύνην, ἀσκήσει, τὴν δὲ
κακίαν ἀποστραφήσεται;».
2198 Στο ίδιο, 159.18-20 (VI.2): «καὶ τήν γε εἱμαρμένην θεοῦ εἶναι καὶ νομίζεσθαι προαίρεσιν

ἀποδεχόμεθα· ἀλλὰ πῶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ αἱ λοιπαὶ ἀρεταὶ καθ' εἱμαρμένην;»,
165.28-30 (XI.1): «…ἀλλὰ καρτερικῶς τε καὶ γενναίως ὑφιστάμενοι τὸ δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης
καὶ τῶν λοιπῶν ἄκος», 172.30-32 (XIII): «…ἐνθένδε ἡ πίστις, καὶ ἡ πρὸς τὸν θεὸν εὐσέβεια
δικαιοσύνη τε καὶ σωφροσύνη καὶ παντοίας ἀρετῆς εὐδαιμονία συνέστη», 184.25-26 (XX.6): «τὸν
μετὰ δικαιοσύνης τε καὶ σωφροσύνης βίον». Για τη σημασία των αρετών αυτών στην πλατωνική
Πολιτεία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073. Για τη χρήση τους από τον Ευσέβιο, βλ. ανωτέρω, υποσημ.
2155.
2199 Στο ίδιο, 187.14-16 (ΧΧ.3): «τί δ' ὅλως κοινὸν σοφίᾳ τε καὶ ἡδονῇ; ἀλλὰ ταῦτα ἐφείσθω λέγειν τοῖς

ἀνθρωπίνην τινὰ καὶ ὀχλοχαρῆ παιδείαν μετερχομένοις, παιδείας δὲ θείας ἀπείροις·».


2200 Στο ίδιο, 177.12-23 (XVII.1-2): «τί δ' ἂν εἴποι τις ἄξιον περὶ Μωϋσέως; ὃς ἄτακτον δῆμον εἰς τάξιν

ἀγαγών, πειθοῖ τε καὶ αἰδοῖ τὰς ψυχὰς αὐτῶν κατακοσμήσας...ὃς τοσοῦτον ὑπερῆρε σοφίᾳ τοὺς
πρὸ αὐτοῦ, ὥστε καὶ τοὺς ἐπαινουμένους ὑπὸ τῶν ἐθνῶν ἤτοι σοφοὺς καὶ φιλοσόφους ζηλωτὰς τῆς
ἐκείνου σοφίας γενέσθαι. Πυθαγόρας γὰρ τὴν ἐκείνου σοφίαν μιμησάμενος εἰς τοσοῦτον ἐπὶ
σωφροσύνῃ διαβεβόηται, ὥστε καὶ τῷ σωφρονεστάτῳ Πλάτωνι παράδειγμα τὴν ἑαυτοῦ ἐγκράτειαν
καταστῆσαι». Ο Στράβων, Γεωγραφικά, 16.2.35 είχε ήδη μιλήσει για τον Μωϋσή ως ιερό σοφό άνδρα
και είχε αναδείξει την ομοιότητα της διδασκαλίας του με εκείνης του Πλάτωνα για τη μετά θάνατο
ζωή: «Μωσῆς γάρ τις τῶν Αἰγυπτίων ἱερέων…τούτου δὴ τίς ἂν εἰκόνα πλάττειν θαρρήσειε νοῦν
ἔχων ὁμοίαν τινὶ τῶν παρ' ἡμῖν…καὶ προσδοκᾶν δεῖν ἀγαθὸν παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ δῶρον ἀεί τι καὶ
σημεῖον τοὺς σωφρόνως ζῶντας καὶ μετὰ δικαιοσύνης, τοὺς δ' ἄλλους μὴ προσδοκᾶν». Ακόμη για
τον Νουμήνιο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2191.
2201 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2095.

434
διωκτών των χριστιανών.2202 Στο ίδιο κείμενο ο Κωνσταντίνος παρουσιάζει ως

φιλοσοφική τη διδασκαλία του Χριστού χρησιμοποιώντας συχνά και

πλατωνικούς όρους.2203

Ο Μ. Κωνσταντίνος έθεσε ο ίδιος τις προϋποθέσεις για να αξιοποιηθεί ο

Πλάτωνας ως γέφυρα προσέγγισης ανάμεσα στον ελληνισμό και τον

χριστιανισμό. Τη σύνδεση της πλατωνικής με τη χριστιανική διδασκαλία είχε,

ήδη, επιχειρήσει και ο Ευσέβιος.2204 Ιδιαίτερα σημαντική για το θέμα μας είναι η

πανηγυρική ομιλία του έτους 336, στην οποία ο επίσκοπος Καισαρείας

αναδεικνύει στοιχεία της πλατωνικής διδασκαλίας συμβατά με τη χριστιανική

θεολογία, προκειμένου να εγκωμιάσει τον Κωνσταντίνο. Έτσι κάνει λόγο για τις

πλατωνικές αρετές, κυρίως τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη2205, την αρχέτυπη

2202 Κωνσταντίνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, 170.15-23 (ΧΙ.16): «…ἡνίκα νύκτες ἡμερινὸν φῶς
ἐπικαλύπτουσαι τὸν ἥλιον ἠφάνιζον…ἐζητεῖτο δὲ καὶ τὸ αἴτιον τοῦ τηλικούτου κακοῦ, καὶ εἴ τι
πλημμελὲς ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ θεῖον γένοιτο, ἕως ὅτε ἠπίῳ μεγαλοψυχίᾳ τῆς τῶν ἀσεβῶν
ὕβρεως ὑπερφρονήσας ἀποκαθίστησι τὸν οὐρανὸν σύμπαντα τῇ τῶν ἄστρων κατακοσμῶν χορείᾳ.
τοιγάρτοι ποσῶς καὶ ἡ τοῦ κόσμου πρόσοψις σκυθρωπῶσα εἰς τὴν οἰκείαν αὖθις ἀποκαθίστατο
φαιδρότητα».
2203 Στο ίδιο, 170.30-171.24 (ΧΙΙ.1-5): «τί οὖν ἐγένετο ἐμπόδιον τῆς μακαριωτάτης διδασκαλίας;…τί δὲ

ὅτι προσφιλὲς ἦν ἐκείνοις ἀμελεῖν τῶν προστάξεων καὶ ἀνορέκτους παρέχειν τὰς ἀκοὰς τῷ τεθέντι
νόμῳ;…ὁ γάρ τοι μισθὸς τοῦ τῷ θεῷ πείθεσθαι ὁ ἄφθαρτος καὶ ἀίδιος βίος, οὗ δυνατὸν
ἀντιποιεῖσθαι τοῖς εἰδόσι τὸν θεὸν καὶ τοῖς τὸν ἑαυτῶν βίον ζηλωτὸν παρεχομένοις καὶ οἷον
παράδειγμα αἰώνιον τοῖς πρὸς ἅμιλλαν ζῆν προῃρημένοις. διὰ τοῦτο οὖν ἡ διδασκαλία παρεδόθη
τοῖς σοφοῖς, ἵν' ὅπερ ἂν ἐκεῖνοι παραγγέλλωσι, τοῦτο μετ' ἐπιμελείας ὑπὸ τῶν ὑπηκόων
παραφυλάσσηται καθαρᾷ ψυχῇ ἀληθής τε ᾖ καὶ βεβαία ἡ φυλακὴ τῆς κελεύσεως τοῦ θεοῦ…
διαδέχεται δὴ τόνδε τὸν βίον μνήμη διαρκὴς καὶ αἰώνιος δόξα μάλα εἰκότως, εἴπερ ὅ τε βίος
σώφρων τοῦ μάρτυρος καὶ τῶν παραγγελμάτων μνήμων…σωφρονέστατα δὲ πολλῶν καὶ τὰ
συμπόσια...», 174.8-15 (XV.1): «Καὶ μὴν ὁ τοῦ θεοῦ παρακαλεῖ παῖς πρὸς τὴν ἀρετὴν ἅπαντας,
διδάσκαλον ἑαυτὸν τοῖς εὖ φρονοῦσιν τῶν τοῦ πατρὸς παραγγελμάτων καθιστάς…καὶ καλέσας ὡς
ἑαυτὸν τοὺς ἀρίστους τῶν τηνικαῦτα βιωφελῆ παιδείαν ἐπαίδευσε, σώφρονος βίου φάρμακον,
πίστιν καὶ δικαιοσύνην, αὐτοὺς ἐκδιδάξας ἄντικρυς τοῦ ἐκ τῆς ἀντικειμένης φύσεως φθόνου...»,
174.21-31 (XV.2): «διδάσκων ἐπίσκεψίν τινα τοῦ πατρὸς εἶναι τοιαύτην…στερρότητα διανοίας μετὰ
φιλοσοφίας, ἥτις ἐστὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ ἀγαθοῦ γνῶσις, ἐθίζουσα καὶ τοὺς μετὰ δικαιοσύνης
πλουτοῦντας κοινωνεῖν τῶν παρόντων τοῖς πενιχροτέροις φιλανθρώπῳ διανεμήσει,… μόνην
φάσκων εἶναι πάσης ἀξίαν ἐπιμελείας τὴν ἀρετήν».
2204 Ο Kofsky A., Eusebius of Caesarea against Paganism, τ. 3, Λέιντεν-Βοστώνη 2000, 282-286,
υποδεικνύει την κριτική στάση του Ευσεβίου απέναντι στον Πλάτωνα. Από τη μία πλευρά τον
αναγνωρίζει ως τον αρχαίο φιλόσοφο, που η διδασκαλία του επηρεάστηκε από τους εβραίους και
έφθασε εγγύτερα στη Θεία αλήθεια, ενώ από την άλλη τον ψέγει, επειδή δεν απέδωσε την
αρμόζουσα λατρεία στον Θεό, αλλά λάτρεψε ως θεό τη δημιουργία. Ακόμη, βλ. Bardill, Constantine,
141. O’Meara, Platonopolis, 145-151. Barnes, Constantine, 117. Chesnut,«The Ruler and the Logos», 1329-
1331.
2205 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 203.23-24 (V.1): «καὶ δίκαιος μετοχῇ δικαιοσύνης, σώφρων τε

σωφροσύνης ἰδέᾳ», 205.18-20 (V.6): «…τῇ ψυχῇ δι' ἐπιστήμην τοῦ θείου περίβλημα σωφροσύνῃ καὶ
δικαιοσύνῃ εὐσεβείᾳ τε καὶ ταῖς λοιπαῖς ἀρεταῖς πεποικιλμένον τὸν ἐπ' ἀληθείας πρέποντα
βασιλεῖ κόσμον περιτίθησιν». Για τις αρετές αυτές στην Πολιτεία, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073 και
στον λόγο του Κωνσταντίνου, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2197-2198.

435
ιδέα του φιλοσόφου βασιλιά και των αρετών του2206, την άφθαρτη βασιλεία2207,

την «ἐπὶ τὰ κρείττω» μετάβαση2208, τον Καλλί-νικο2209, κατά την Καλλί-πολη2210,

αυτοκράτορα. Χρησιμοποιεί ακόμη και την ακριβή διατύπωση του Πλάτωνα.2211

Συγχρόνως, όπως και ο Κωνσταντίνος2212, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην

παρουσίαση του Ιησού Χριστού ως ιερού (φιλο)σόφου διδασκάλου σύμφωνα με το

πρότυπο του φιλοσόφου-ιερέα των Μουσών του αρχαίου κόσμου. Ο Χριστός

συνέστησε σε όλο τον κόσμο διδασκαλεία2213 και παρέδωσε ευσεβείς, σώφρονες

νόμους, επιτεύγματα τα οποία δεν κατόρθωσαν οι θεοποιημένοι θνητοί των

εθνών.2214 Η χριστιανική διδασκαλία ως σύστημα περιγράφεται με όρους της

φιλοσοφικής και μουσικής αγωγής της αρχαιότητας.2215 Μάλιστα η μουσική ως

2206 Εὐσέβιος, στο ίδιο, 204.11-21 (V.4): «διὸ δὴ μόνος ἡμῖν βασιλεὺς…ὁ τῷ παμβασιλεῖ θεῷ φίλος, ὁ
δὴ μόνος ἐλεύθερος μᾶλλον δὲ [ὁ] κύριος ἀληθῶς…νικητὴς δὲ ἡδονῶν καὶ τῶν κατὰ
φύσιν…αὐτοκράτωρ ἀληθῶς οὗτος…ὁ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον τοῦ μεγάλου βασιλέως ἀπεικονισμένος
ἰδέαν καὶ ταῖς ἐξ αὐτῆς τῶν ἀρετῶν αὐγαῖς ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ τῇ διανοίᾳ μορφωθείς, ἐξ αὐτῶν δὲ
ἀποτελεσθεὶς σώφρων, ἀγαθός, δίκαιος, ἀνδρεῖος, εὐσεβής, φιλόθεος. ἀληθῶς δὴ καὶ μόνος
φιλόσοφος βασιλεὺς οὗτος…».
2207 Στο ίδιο, 204.30-31 (V.5): «…τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀσώματον τοῦ θεοῦ βασιλείαν ποθεῖ…».

2208 Στο ίδιο, 206.16-21 (VI.9): «εἶναι καὶ ὑπὲρ τὸν παρόντα αἰῶνα θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν, <ἣν> τοῖς

εὖ διηγωνισμένοις ἐν ἀγαθῶν ἐλπίσι τεταμιεῦσθαι ἐδίδαξεν, καὶ ἐν.. τοῖς μὲν σωφρόνως καὶ
εὐσεβῶς βεβιωκόσιν τὴν ἐνθένδε ἐπὶ τὰ κρείττω μετάβασίν τε καὶ μετοικίαν γενήσεσθαι, τοῖς δὲ
ἐληλεγμένοις ἐν τῷδε χῶρον ἀπονεῖμαι τὸν προσήκοντα».
2209 Στο ίδιο, 218.22-25 (ΙΧ.5): «τίς τὸ σεμνὸν τουτὶ καὶ θεοσεβὲς βασίλειον αὐτόν τε τὸν καλλίνικον

ἡμῶν τά τε κατὰ δαιμόνων αὐτῷ πανταχοῦ γῆς ἀνεγηγερμένα τρόπαια καὶ τῶν ὑψηλῶν τὸν
ἀφανισμὸν προέγνω;».
2210 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2076 και 2162.

2211 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 239.14-16 (ΧΙΙΙ.8): «…ὅτι δὲ μὴ καὶ ἀνθρώπους ἔθυσαν, παντοίαις

περιπεσεῖν συμφοραῖς, μὴ πρότερόν τε κακῶν παῦλαν σχεῖν ἢ δεκατεῦσαι ἑαυτούς·». Παράβαλε


Πλάτωνος, Πολιτεία, 473d: «…οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα...ταῖς πόλεσι…», 500e: «…οὔτε πόλει οὔτε
πολίταις κακῶν παῦλα ἔσται…».
2212 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2203.

2213 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 224.27-31 (ΧΙ.5): «διατριβὰς καὶ διδασκαλεῖα καθ' ὅλης τῆς τῶν

ἐθνῶν οἰκουμένης πηξάμενος ἔν [τε] χώραις καὶ κώμαις ἀγροῖς τε καὶ ἐρημίαις ταῖς θ' ἁπανταχοῦ
πόλεσιν εἰς τὴν τῶν ἐνθέων μαθημάτων παίδευσιν ἀφθόνως ἐπικαλεῖται, ῞Ελληνας ὁμοῦ καὶ
βαρβάρους, σοφοὺς καὶ ἰδιώτας…», 251.20-25 (XVI.9): «τίς πώποτε ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος νόμους
εὐσεβεῖς καὶ σώφρονας λόγῳ μόνῳ δίχα πάσης γραφῆς διαταξάμενος, τούτους διὰ τῶν αὐτοῦ
φοιτητῶν ἀπὸ περάτων γῆς καὶ εἰς ἄκρα τῆς ὅλης οἰκουμένης, διδασκαλεῖα πανταχοῦ γῆς ἀνοίξας,
εἰς ἐπήκοον ἀνθρώποις πᾶσι βαρβάροις ὁμοῦ καὶ ῞Ελλησιν ἀναγινώσκεσθαι ῥᾳδίως ἐκράτυνεν;».
2214 Στο ίδιο, 237.11-15 (ΧΙΙΙ.5): «καὶ οὐτ' ἀρετῆς διδασκαλεῖα καθ' ὃν ἔζων χρόνον συστησαμένους,

οὔτε σώφρονος βίου μαθήματα ἀνθρώποις ἐπιπονήσαντας, οὐ φιλόσοφα δόγματα καταδείξαντας,


οὐκ ὀνησιφόρον ἔργον ἐπιδεδειγμένους, οὐ μαθητὰς τῆς ἀρετῆς καταλείψαντας, οὐ λόγους, οὐ
συγγράμματα πρὸς εὐζωίαν συντείνοντα παραδόντας…».
2215 Στο ίδιο, 222.14-223.8 (Χ.2-6): «λόγων δ' ἱερῶν ἁπανταχοῦ διατριβὰς ἄνθρωποι συστησάμενοι [ᾧ]

σωτηρίοις μαθήμασιν ἐκπαιδεύονται,…τὸν ἀφανῆ καὶ ἀόρατον κτίστην τῶν ὅλων ὁμολογεῖν,
μόνον αὐτὸν σέβειν δεδιδαγμένους…λόγοι δ' οὖν καὶ μαθήματα καὶ προτροπαὶ σώφρονος καὶ
θεοσεβοῦς βίου εἰς ἐξάκουστον πᾶσιν ἔθνεσι κηρύττονται…τοσοῦτος βασιλεὺς…οἷά τις ὑποφήτης
τοῦ παμβασιλέως θεοῦ κέκραγεν, πάντας ὁμοῦ τοὺς ὑπ' αὐτῷ ποιμαινομένους ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος
γνῶσιν ἀνακαλούμενος. καὶ δὴ μέσοις βασιλείων οἴκοις…ἱερεῖς δὲ καὶ θιασῶται θεοῦ βασιλικῆς
ὕμνοις εὐσεβείας σεμνυνόμενοι πανηγυρίζουσιν…ἀγαθῶν τε λόγος εὐαγγελικὸς…χοροί τε

436
έμπνευση των Μουσών, που σχετίζεται με την αρχαία σοφία, επιστρατεύεται,

προκειμένου ο Χριστός να παραβληθεί με τον Ορφέα.2216 Ακόμη ο Θεός Λόγος

εμφανίζεται ως θαυματοποιός διδάσκαλος 2217, που παρέδωσε φιλοσοφία2218,

δίδαξε τον φιλόσοφο, δίκαιο και σώφρονα βίο2219, μετέδωσε φιλόσοφα δόγματα,

φώτισε, νομοθέτησε, νίκησε.2220 Η ευσεβής διδασκαλία του Χριστού και η μία

βασιλεία των Ρωμαίων σαν δύο βλαστοί αναφύονται μαζί.2221 Οι μαθητές του ως

παντοῖοι ᾠδαῖς ἐπινικίοις γεραίρουσι…ψυχαί τε λογικαὶ δι' ὧν περιβέβληνται σωμάτων ὥσπερ διὰ
μουσικῶν ὀργάνων τοὺς πρέποντας ὕμνους αὐτῷ…ὁμοῦ τε τοῖς κατ' ἀνατολὰς οἰκοῦσιν οἱ τὰ πρὸς
δυσμὰς λαχόντες…τοῖς αὐτοῦ μαθήμασιν ἐκπαιδεύονται, τοῖς τε κατὰ μεσημβρίαν οἱ τὴν ἀρκτῴαν
διειληφότες λῆξιν σύμφωνα κελαδοῦσι μέλη…».
2216 Στο ίδιο, 242.15-28 (XIV.4-5): «οὕτω δῆτα ὁ κοινὸς ἁπάντων σωτὴρ εὐεργετικὸν ἑαυτὸν τοῖς πᾶσι

καὶ σωτήριον παρέσχε δι' ὀργάνου οὗ προβέβλητο ἀνθρωπίνου, οἷά τις μουσικὸς ἀνὴρ διὰ τῆς
λύρας τὴν σοφίαν δεικνύμενος. Ὀρφέα μὲν δὴ μῦθος ῾Ελληνικὸς παντοῖα γένη θηρίων θέλγειν τῇ
ᾠδῇ ἐξημεροῦν τε τῶν ἀγρίων τοὺς θυμούς, ἐν ὀργάνῳ πλήκτρῳ κρουομένων χορδῶν,
παραδίδωσιν, καὶ τοῦθ' ῾Ελλήνων ᾄδεται χορῷ…τοιγαροῦν ὁ πάνσοφος καὶ παναρμόνιος τοῦ θεοῦ
λόγος ψυχαῖς ἀνθρώπων πολυτρόποις κακίαις ὑποβεβλημέναις παντοίας θεραπείας
προβαλλόμενος, μουσικὸν ὄργανον χερσὶ λαβών, αὐτοῦ ποίημα σοφίας, τὸν ἄνθρωπον, ᾠδὰς καὶ
ἐπῳδὰς διὰ τούτου λογικοῖς ἀλλ' οὐκ ἀλόγοις θηρσὶν ἀνεκρούετο, πάντα τρόπον ἀνήμερον
῾Ελλήνων τε καὶ βαρβάρων πάθη τε ἄγρια καὶ θηριώδη ψυχῶν...».
2217 Στο ίδιο, 244.5-11 (XIV.12): «…τότε δὲ τὸν θεὸν λόγον ὑποφαίνων, μεγαλουργῶν καὶ

παραδοξοποιῶν ὡς θεός, καὶ τῶν μελλόντων ἔσεσθαι προαναφωνῶν τὰς προρρήσεις, καὶ τὸν μὴ
τοῖς πολλοῖς ὁρώμενον θεοῦ λόγον τοῖς ἔργοις αὐτοῖς ἐπιδεικνύμενος ἐν τεραστίαις πράξεσι,
θαύμασί τε καὶ σημείοις καὶ παραδόξοις δυνάμεσι, ναὶ μὴν καὶ διδασκαλίαις ἐνθέοις ἄνω πρὸς τὸν
ὑπερουράνιον τόπον τὰς ψυχὰς παρασκευάζεσθαι προαγούσαις».
2218 Στο ίδιο, 253.1-6 (XVI.9): «τίς δ' ἕτερος ὡς ὁ ἡμέτερος σωτὴρ…ἔδωκεν τοῖς καθαρῶς καὶ

ἀπλάστως μετερχομένοις τὸν βίον τῆς ὑπ' αὐτοῦ παραδοθείσης φιλοσοφίας;».


2219 Στο ίδιο, 255.13-28 (XVII.6): «τίς…φιλοσόφου βίου ζηλωτὰς καὶ θεραπευτὰς τοῦ θεοῦ μυρίους

ἄνδρας γυναικῶν τε ἱερείας καὶ χοροὺς ἀειπαρθένων…τοῖς τῆς ἐνθέου διδασκαλίας αὐτοῦ
μαθήμασι καθ' ὅλης συνίστη τῆς οἰκουμένης…ἐγκρατείᾳ τε καὶ ῥώμῃ βίου στερροῦ χρῆσθαι μετὰ
σωφροσύνης; τίς…ἀναπέπεικεν λογικὰς τροφὰς ψυχαῖς λογικαῖς καταλλήλους δι' ἐνθέων
ἀναγνωσμάτων ἀντικαταλλάξασθαι τῶν τοῦ σώματος τροφῶν; τίς…θανάτου μὲν καταφρονεῖν
ἐδίδαξεν ἀθάνατον δὲ πεπεῖσθαι εἶναι τὴν αὐτῶν ψυχήν, καὶ δίκης ὀφθαλμὸν ὑπάρχειν ἔφορον
τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων εὐσεβῶν τε καὶ ἀσεβῶν, δικαιωτήρια <τε> θεοῦ προσδοκᾶν, καὶ
τούτων ἕνεκα δικαίου καὶ σώφρονος δεῖν ἐπιμελεῖσθαι βίου;».
2220 Στο ίδιο, 257.32-258.14 (XVII.13): «…παρίτω δὲ πᾶς φιλόσοφος καὶ ἡμῖν λεγέτω, τίς ἐκ τοῦ παντὸς

αἰῶνος ἤκουσέν ποτε θεὸς καὶ ἥρως αἰωνίου ζωῆς οὐρανίου τε βασιλείας μαθήματα πρόξενα
παραδεδωκὼς ἀνθρώποις, οἷα ὁ ἡμέτερος σωτήρ, φιλοσόφοις δόγμασιν μυρία πλήθη καθ' ὅλης τῆς
οἰκουμένης συνασκεῖσθαι ποιήσας, οὐρανόν τε πείσας μεταδιώκειν καὶ τὰς ἐν οὐρανῷ διατριβὰς
θεοφιλέσι ψυχαῖς ἀποκειμένας ἐλπίζειν; τίς πώποτε θεὸς ἢ καὶ ἥρως [ἄνθρωπος] τὴν ἀφ' ἡλίου
ἀνίσχοντος μέχρι δυομένου…ταῖς λαμπροτάταις τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας αὐγαῖς κατηύγασέν τε καὶ
ἐφώτισεν…τίς πώποτε θεὸς ἢ καὶ ἥρως πάντας θεούς τε καὶ ἥρωας ῾Ελληνικοὺς καὶ βαρβάρους
παραγκωνισάμενος, μηδένα μὲν ἐκείνων θεὸν εἶναι νομίζειν ἐνομοθέτησεν καὶ νομοθετήσας
ἔπεισεν· ἔπειτα πολεμηθεὶς ὑπὸ πάντων, εἷς ὢν αὐτὸς τὸ πᾶν τῶν ἐναντίων στρατόπεδον
καθεῖλεν, τῶν ἐξ αἰῶνος ἁπάντων θεῶν τε καὶ ἡρώων κρατῶν…».
2221 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 249.9-18 (XVI.3-4): «ἀλλὰ θεὸς μὲν <εἷς> εἰς πάντας ἐκηρύττετο· ἐν

ταὐτῷ δὲ καὶ βασιλεία μία τοῖς πᾶσιν ἡ ῾Ρωμαίων ἐπήνθει…ὡς δὲ ἑνὸς θεοῦ γνῶσις πᾶσιν
ἀνθρώποις παρεδίδοτο καὶ τρόπος εἷς εὐσεβείας σωτήριός τε ἡ Χριστοῦ διδασκαλία, κατὰ ταῦτα καὶ
βασιλέως ἑνὸς ὑφ' ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν χρόνον καθ' ὅλης τῆς ῾Ρωμαίων ἀρχῆς ὑποστάντος εἰρήνη
βαθεῖα τὰ σύμπαντα διελάμβανεν· ὁμοῦ τε καὶ ὑφ' ἑνὶ καιρῷ ὥσπερ ἐξ ἑνὸς θείου νεύματος
ἀνεφύοντο εἰς ἀνθρώπους ἀγαθῶν δύο βλαστοί, ἥ τε ῾Ρωμαίων ἀρχὴ καὶ ἡ εὐσεβὴς διδασκαλία».

437
νομοθέτες σύνταξαν γραφές και βιβλία.2222 Επιπλέον το σώμα του Χριστού, όπως

και του Σωκράτη, χαρακτηρίζεται ως ένθεο άγαλμα Σοφίας2223, ενώ την ίδια

ακριβώς περίοδο η σχέση του Ιησού με τη σοφία αποτυπώνεται στην πρώιμη

χριστιανική εικονογραφία, όπου ο Κύριος εμφανίζεται συχνά ως φιλόσοφος,

θείος ανήρ, διδάσκαλος θαυματοποιός.2224

Όλα τα στοιχεία που παρουσιάσαμε υποδεικνύουν ότι στην

Κωνσταντινούπολη κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου και του υιού του

Κωνσταντίου, μετά την αντικατάσταση του προστάτη θεού της αυτοκρατορίας

Δία-Juppiter από τον Ιησού Χριστό2225, έλαβαν χώρα ιδεολογικές ζυμώσεις

σχετικά με τον χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Στο πεδίο της

2222 Στο ίδιο, 256.24-32 (XVII.9): «τὸ δὲ ἄνδρας εὐτελεῖς καὶ ἀγροίκους ἐξ ἁλείας μεταγαγεῖν τὴν
ἀρχὴν καὶ τούτους νομοθέτας καὶ νομοδιδασκάλους ἀποφῆναι τῆς ἀνθρώπων οἰκουμένης, οἷόν σοι
εἶναι δοκεῖ; τὸ δὲ ἐπαγγείλασθαι καὶ λόγῳ μὲν εἰπεῖν ἔργῳ δὲ ποιῆσαι αὐτοὺς ἁλιέας ἀνθρώπων,
καὶ τοσαύτην αὐτοῖς ἀρετήν τε καὶ δύναμιν παρασχεῖν, ὡς καὶ γραφὰς συντάξαι καὶ βίβλους
παραδοῦναι, καὶ ταύτας εἰς τοσοῦτον κρατῦναι, ὡς καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης παντοίᾳ γλώσσῃ
βαρβάρων τε καὶ Ἑλλήνων μεταβαλλομένας παρὰ πᾶσι τοῖς ἔθνεσι μελετᾶσθαι, καὶ πιστεύεσθαι
θεῖα εἶναι λόγια τὰ ἐν αὐταῖς καταβεβλημένα».
2223 Στο ίδιο, 241.28-242.6 (XIV.3): «διὸ δὴ νεὼν πανάγιον αὐτὸς αὐτῷ σωματικὸν ὄργανον

κατεσκευάσατο, λογικῆς δυνάμεως αἰσθητικὸν οἰκητήριον, ἄγαλμα σεμνὸν καὶ πανίερον, ξοάνου
παντὸς ἀψύχου προτιμότερον…τὸ δ' ἔνθεον ἄγαλμα σοφίας ἐνθέου δυνάμει πεποικιλμένον ζωῆς
μετεῖχεν καὶ νοερᾶς οὐσίας, ἄγαλμα πάσης ἀρετῆς ἔμπλεων, [ἄγαλμα] θείου λόγου οἰκητήριον
νεώς τε ἅγιος ἁγίου θεοῦ». Η ίδια έκφραση χρησιμοποιείται την ίδια περίοδο για τον Σωκράτη, βλ.
Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν, 6.2.4: «ὥσπερ οὖν ὅτε ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ μεγάλου Σωκράτους…ὅν γε
ᾤοντο πάντες Ἀθηναῖοι περιπατοῦν ἄγαλμα σοφίας τυγχάνειν…».
2224 Κατά τον ύστερο 3ο και τον 4ο αιώνα, ο Κύριος εμφανίζεται συχνά ως φιλόσοφος που διδάσκει

τους μαθητές του, γενειοφόρος ή αγένειος, γύρω από μία εξέδρα, βλ. Zanker P., Maske des Sokrates,
αγγλ. μετάφρ.: The Mask of Socrates. The Image of the Intellectual in Antiquity, Shapiro A. (μτφρ.),
Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-Οξφόρδη 1995, 289-297. Ειδικά για τον γενειοφόρο τύπο ο Zanker, στο ίδιο,
297-307, υποστηρίζει ότι προέρχεται από τον τύπο του θείου ανδρός, ασκητικού φιλοσόφου,
θαυματοποιού. Ακόμη, βλ. Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία», 119-131. Mathews T.F., The Clash
of Gods. A Reinterpretation of Early Christian, Πρίνστον-Νιου Τζέρσεϋ 1995, 92-114, κυρίως 109-114
(φιλόσοφος) και 54-91 (θαυματοποιός). Η διδασκαλική είναι η πρωτεύουσα ιδιότητα με την οποία
εμφανίζεται ο Χριστός στα Ευαγγέλια, βλ. Κατὰ Ἰωάννην, 8.31-32: «ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ
ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.»,
13.13: «ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ». Κατὰ Ματθαῖον,
23.8-10: «ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός…μηδὲ κληθῆτε
καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός». Ακόμη, βλ. Κατὰ Ματθαῖον, 4.23, 5.2, 7.28-
29, 8.19, 9.11, 9.35, 10.24-25, 11.1, 12.38, 13.54, 17.24, 19.16, 21.23, 22.16,22.24, 22.33, 22.36, 26.18, 26.25,
26.49, 26.55. Κατὰ Μᾶρκον, 1.21-22, 1.27, 2.13, 4.1-2, 4.38, 5.35, 6.2, 6.6, 6.34, 8.31, 9.5, 9.17, 9.31, 9.38, 10.1,
10.17, 10.20, 10.35, 10.46, 12.14, 12.19, 12.32, 12.35, 12.38, 12.43, 13.1, 14.14, 14.45, 14.49 Κατὰ Λουκᾶν,
4.15, 4.31-32, 5.3, 5.17, 6.6, 7.40, 8.49, 9.38, 10.25, 11.1, 11.45, 12.13, 13.10, 13.22, 13.26, 14.26-27, 14.33,
18.18, 19.39, 20.1, 20.21, 20.28, 20.39, 21.7, 21.37, 22.11, 23.5. Κατὰ Ἰωάννην, 1.39, 1.50, 3.2, 4.31, 6.25, 6.59,
7.14-17, 7.28, 7.35, 8.2-4, 8.20, 9.2, 9.27-28, 11.8, 11.28, 13.14, 17.25-26, 18.19-20, 19.38, 20.16. Συγχρόνως οι
απόστολοι αποκαλούνται σχεδόν αποκλειστικά μαθητές. Η ιδιότητα αυτή του Χριστού αποδόθηκε
την εποχή αυτή στον ρητορικό λόγο και στην εικονογραφία με βάση τα παραδοσιακά σχήματα της
ελληνικής σοφίας, αλλά και τις απαραίτητες διαφοροποιήσεις, βλ. Zanker, στο ίδιο, 307-321.
2225 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1019-1021.

438
αυτοκρατορικής ιδεολογίας επιχειρήθηκε συνειδητά και με συνέπεια μία

σύνθεση της ελληνορωμαϊκής και της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης με όχημα

τον όρο «σοφία» και τη σχέση του με τη βασιλεία. Τα ζεύγη αυτοκρατόρων και

βασικών εγκωμιαστών τους, Κωνσταντίνου και Ευσεβίου, Κωνσταντίου και

Θεμίστιου, την ίδια περίοδο (320-360) που εξελισσόταν η συζήτηση γύρω από τον

όρο «Σοφία» στο πλαίσιο της χριστολογικής έριδας, οικοδόμησαν έναν ισχυρό

δεσμό ανάμεσα στην κατ’ εικόνα και κατά μίμηση θεού βασιλεία και την

αναζήτηση της θείας και της ανθρώπινης σοφίας. Κατά τη βασιλεία του

Κωνσταντίνου το εγχείρημα σύνθεσης των δύο παραδόσεων με κεντρική έννοια

τη σοφία και τη σχέση της με τη βασιλεία αποτυπώθηκε έντονα στον ρητορικό

λόγο και στην αφιέρωση του καθεδρικού ναού της Πόλης στη Θεία Σοφία. Κατά

τη βασιλεία του Κωνσταντίου, η σχέση σοφίας και βασιλείας κυριάρχησε στην

ρητορική έκφραση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας και κορυφώθηκε με την

ανέγερση του ναού της Σοφίας του Θεού, ενώ ένας εθνικός φιλόσοφος

προσάρμοσε την πλατωνική διδασκαλία για τον φιλόσοφο-βασιλιά σε ένα εν

γνώσει του χριστιανό (αρειανόφρονα) αυτοκράτορα.

Οι ιδεολογικές αυτές ζυμώσεις επηρέασαν τη λειτουργική και συμβολική

σύνθεση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης, την οποία εξουσιάζει

η Μούσα κατά το πλατωνικό πρότυπο με την αφιέρωση σε αυτήν του πολιτικού

της κέντρου2226 (Σύγκλητος), και της οποίας ο βασιλιάς συγκατοικεί με τη Σοφία

του Θεού κατά το πρότυπο της Σοφίας Σολομώντος. Αυτά τα δύο σύμβολα-

έννοιες, τη Μούσα και τη Θεία Σοφία, ο Ευσέβιος συσχέτισε καθόλου τυχαία και

πρόταξε στο προοίμιο του λόγου 2227 που εκφώνησε στην Κωνσταντινούπολη με

αφορμή τους εορτασμούς για την τριαντάχρονη βασιλεία του Κωνσταντίνου το

έτος 336, όταν μεγάλο μέρος του οικοδομικού προγράμματος του αυτοκράτορα

2226 Για το πλατωνικό πρότυπο, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2103. Για την αφιέρωση, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 983-987.
2227 Εὐσέβιος, Τριακονταετηρικὸς, 195.9-17 (Προ.2): «οἱ μέν γε δημώδεις μειρακίων τε σοφίσμασι

πεπατημένους μετιόντες λόγους μοῦσάν τε ἡδεῖαν καὶ πάνδημον ἀσπαζόμενοι θνητὰς ἀκοὰς
θνητοῖς διηγήμασι θελγόντων, ἡδονῇ τὸ κριτήριον ἀποδόντες· οἱ δ' αὐτῆς μύσται τῆς καθόλου
σοφίας, θείων ἐπιστήμης ἅτε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπήβολοι, τὴν τοῦ κρείττονος ἐκλογὴν ἐν ἀγαθοῦ
μοίρᾳ θέμενοι τὰς αὐτοῦ βασιλέως θεοπρεπεῖς ἀρετὰς φιλοθέους τε πράξεις τῶν ἀνθρωπίνων
προὐτίμησάν τε καὶ εἵλοντο, δευτέροις ἀνυμνεῖν τὰ δεύτερα τῶν καλῶν παραχωρήσαντες». Τα
ανάγλυφα των Μουσών είχαν ήδη μεταφερθεί στο Παλάτιο της Κωνσταντινούπολης, βλ. ανωτέρω,
υποσημ. 360.

439
είχε ήδη υλοποιηθεί. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι την έμπνευση για αυτό τον

συσχετισμό άντλησε απευθείας από την οπτική σύνθεση του μνημειακού

κέντρου της Κωνσταντινούπολης, όπου είχαν παρατεθεί τα σύμβολα της σοφίας

των δύο παραδόσεων.

Είδαμε νωρίτερα ότι η σύνδεση της ελληνικής με την ιουδαϊκή παράδοση

έλαβε χώρα για πρώτη φορά στο βασιλικό περιβάλλον της ελληνιστικής

Αλεξάνδρειας. Η μετάφραση των Ιερών Γραφών των εβραίων στα ελληνικά δεν

οδήγησε στη σύνθεση των δύο παραδόσεων, αλλά στην πνευματική προσέγγισή

τους. Πνευματικοί γόνοι αυτής της διεργασίας υπήρξαν η κοινότητα των

ιουδαίων ελληνιστών και συγγραφείς όπως ο Φίλωνας και ο Ιώσηπος. Τώρα στο

πνευματικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης και στο πλαίσιο του

πολιτικοκοινωνικού εγχειρήματος του Κωνσταντίνου η συνάντηση αυτή έμελλε

να επαναληφθεί. Πλέον ήταν η σειρά της Πολιτείας του Πλάτωνα2228 και της

Σοφίας του Σολομώντα να αξιοποιηθούν σε επίπεδο αυτοκρατορικής ιδεολογίας,

προκειμένου να γεφυρωθεί η σχέση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό.

Η επίσημη αυτοκρατορική πολιτική ανέδειξε τη σοφία σε πεδίο σύνθεσης

των δύο μεγάλων αρχαίων παραδόσεων και η συνάντηση αυτή κορυφώθηκε στο

μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης με την παράθεση των συμβόλων της

σοφίας. Στον χώρο αυτό με τη συμβολική γλώσσα της αρχιτεκτονικής και της

εικονογραφίας συντελέστηκε μία σύνθεση της ελληνορωμαϊκής βασιλικής

παράδοσης με την ελληνική και τη χριστιανική σοφία. Με όρους κατανοητούς

από τους εθνικούς και τους χριστιανούς πολίτες η σοφία αναδείχτηκε μνημειακά

και συμβολικά στο κατεξοχήν πεδίο σύνθεσης του αρχαίου με τον νέο κόσμο. Η

ελληνική σοφία και η παιδευτική παράδοση του αρχαίου κόσμου που προέβαλαν

η Σύγκλητος, το Γυμνάσιο του Ζευξίππου και κυρίως η Βασίλειος Στοά ως

Μουσεία, Ανάκτορα ή Ναοί των Μουσών συσχετίστηκαν τοπογραφικά με τον

Απηχείται η επίδραση λογίων, όπως ο Ευσέβιος και ο νεοπλατωνικός φιλοσόφος Σώπατρος, που
2228

αναφέρει ο Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν, 6.2.1-3: «Σώπατρος δὲ ὁ πάντων δεινότερος, διά τε φύσεως
ὕψος καὶ ψυχῆς μέγεθος, οὐκ ἐνεγκὼν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν, ἐπὶ τὰς βασιλικὰς αὐλὰς
ἔδραμεν ὀξύς, ὡς τὴν Κωνσταντίνου πρόφασίν τε καὶ φορὰν τυραννήσων καὶ μεταστήσων τῷ
λόγῳ. καὶ ἐς τοσοῦτόν γε ἐξίκετο σοφίας καὶ δυνάμεως, ὡς ὁ μὲν βασιλεὺς ἑαλώκει τε ὑπ' αὐτῷ, καὶ
δημοσίᾳ σύνεδρον εἶχεν, εἰς τὸν δεξιὸν καθίζων τόπον, ὃ καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν ἄπιστον. οἱ δὲ
παραδυναστεύοντες ῥηγνύμενοι τῷ φθόνῳ πρὸς βασιλείαν ἄρτι φιλοσοφεῖν
μεταμανθάνουσαν…».

440
ναό της Σοφίας του Θεού. Η ανάδειξη της Σοφίας σε Προστάτη Θεό της

ελληνορωμαϊκής Πόλης και της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου την ανήγαγε

σε διαχρονικό σύμβολο της σύνθεσης του ελληνισμού με τον χριστιανισμό.2229

Στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια της Κωνσταντίνειας δυναστείας

έλαβε χώρα ένα συνολικό πρόγραμμα σύνδεσης του μνημειακού κέντρου με τη

σοφία, ανθρώπινη και θεϊκή, αρχαία και νέα, εθνική και χριστιανική. Η

ξεκάθαρη δήλωση του Ευσεβίου2230 επιβεβαιώνει ότι η Πόλη αφιερώθηκε από τον

Κωνσταντίνο στη Σοφία του Θεού και αυτό αποδεικνύει το γεγονός ότι η

συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου της κορυφωνόταν στην έννοια της

σοφίας. Με τον πλέον εκφραστικό τρόπο διακηρυσσόταν η βούληση του

Κωνσταντίνου και του Κωνσταντίου η Βασιλική Πόλη τους να αναδειχτεί σε νέο

πνευματικό κέντρο της οικουμένης. Η ανέγερση του ναού της Θείας Σοφίας

ακριβώς απέναντι από τον χώρο αναζήτησης, διδασκαλίας και μελέτης της

ανθρώπινης σοφίας, το συγκρότημα της Βασιλείου Στοάς με τη Βιβλιοθήκη, στο

άμεσο περιβάλλον των βασιλικών ανακτόρων, απηχεί μεν την ελληνιστική

παράδοση της σχέσης της βασιλείας με την αναζήτηση της σοφίας, αποτυπώνει

δε ανάγλυφα την απάντηση του Αποστόλου Παύλου στην αναζήτηση του

αρχαίου ελληνικού πνεύματος: «ἐπειδὴ…καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ

κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον…Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ

σοφίαν».2231 Ωστόσο, η συμβολική σχέση των δύο μνημείων ήταν ακόμη πιο

σύνθετη.

ΣΤ.3. ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ

ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Στη Βασίλειο Στοά η παιδευτική λειτουργία συσχετίστηκε μνημειακά με τον

χώρο απονομής δικαιοσύνης, τα αυτοκρατορικά δικαστήρια. Η σοφία και η

δικαιοσύνη αποτέλεσαν δύο από τα σημαντικότερα ιδανικά της αρχαίας

2229 Το στοιχείο αυτό επεξηγεί και τη φιλότιμη στάση των τυχόν εθνικών αξιωματούχων απέναντι
στον ναό της Σοφίας, που επισημαίνει ο Kaldellis, «The Making of Hagia Sophia».
2230 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2130.

2231 Προς Κορινθίους Α’, 1.22-24.

441
βασιλείας που σχετίζονταν ιδεολογικά μεταξύ τους. Το πρότυπο του σοφού

νομοθέτη βασιλιά, που κυβερνά και κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό του,

προβάλλεται στην παράδοση της αρχαίας βασιλείας ήδη από την εποχή του

βασιλιά της Βαβυλωνίας Χαμμουραμπί (1792-1750 π.Χ).2232 Το συναντάμε στην

Παλαιά Διαθήκη 2233, όπου ο ίδιος ο Θεός ανέδειξε σε κατεξοχήν πρότυπο τον

Σολομώντα.2234 Την άμεση σχέση της βασιλείας με την απονομή δικαιοσύνης

συναντάμε στις διάφορες βασιλικές παραδόσεις της Μεσοποταμίας2235 στα

ομηρικά έπη2236, στην περσική βασιλεία.2237 Ο Πλάτωνας επεσήμανε ως πολιτικές

αρετές τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη2238, ενώ ταύτιζε την τελευταία με την

αρετή και τη σοφία.2239 Η ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή πολιτική φιλοσοφία

επισημαίνει επίμονα τη στενή σχέση του βασιλιά με τον Λόγο και τον Νόμο2240,

ενώ στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ολόκληρο το δικονομικό σύστημα κορυφωνόταν

στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, ο οποίος αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του

στην απονομή δικαιοσύνης και τη νομοθεσία.2241

2232 Van De Mieroop, Ancient Near East, 111-115. Dale Launderville, Comparative Study of Kingship, 46-48,
97-99, 105-107, 117.
2233 Dale Launderville, Comparative Study of Kingship, 114-116.

2234 Ο Θεός έδωσε στον Σολομώντα καρδιά φρόνιμη και σοφή, που τον έκανε να ξεχωρίζει από

όλους τους προηγούμενους και τους επόμενους βασιλείς, βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2142. Ο λαός το
κατάλαβε όταν δίκασε τις δύο πόρνες και απέδωσε απόλυτη δικαιοσύνη, βλ. Σοφία Σολομῶντος,
3.28: «καὶ ἤκουσαν πᾶς Ισραηλ τὸ κρίμα τοῦτο, ὃ ἔκρινεν ὁ βασιλεύς, καὶ ἐφοβήθησαν ἀπὸ
προσώπου τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶδον ὅτι φρόνησις θεοῦ ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίωμα». Ο Σολομών
ξεχώρισε από όλους τους ανθρώπους και τους βασιλείς, βλ. στο ίδιο, 5.9-14: «Καὶ ἔδωκεν κύριος
φρόνησιν τῷ Σαλωμων καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα…καὶ ἐπληθύνθη Σαλωμων σφόδρα ὑπὲρ τὴν
φρόνησιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου καὶ ἐσοφίσατο ὑπὲρ
πάντας τοὺς ἀνθρώπους… καὶ παρεγίνοντο πάντες οἱ λαοὶ ἀκοῦσαι τῆς σοφίας Σαλωμων, καὶ
ἐλάμβανεν δῶρα παρὰ πάντων τῶν βασιλέων τῆς γῆς, ὅσοι ἤκουον τῆς σοφίας αὐτοῦ». Στη
Βασίλειο Στοά ένα άγαλμα αρχαίου φιλοσόφου ερμηνευόταν ως άγαλμα του Σολομώντα, βλ.
ανωτέρω, υποσημ. 1694.
2235 Desmond, Philosopher-Kings, 8-9. Fears, Princeps a Diis Electus, 22-26.

2236 Dale Launderville, Comparative Study of Kingship, 108-113, 118. Fears, Princeps a Diis Electus, 29-31.

2237 Ο Olmstead A.T., History of the Persian Empire, ελλην. μτφρ.: Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας,

Πέππα Ευ. (μτφρ.), Αθήνα 2002, 209-217 συγκρίνει την νομοθεσία του Δαρείου με τον κώδικα του
Χαμμουραμπί.
2238 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073.

2239 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2070.

2240 Bardill, Constantine, 137-138. Desmond, Philosopher-Kings, 19-111. Chesnut,«The Ruler and the

Logos». Dvornik, Byzantine Political Philosophy, 245-277, 534-549. Baynes, «Eusebius and the Christian
Empire». Goodenough E.R., «The Political Philosophy of Hellenistic Kingship», Yale Classical Studies 1
(1929), 55-102.
2241 Millar, Emperor, 3-6, 228-272, 507-549. Χαρακτηριστικά βλ. στο ίδιο, 228: «From the very beginning

the giving of justice was an essential element in the role played by the emperors».

442
Η τελευταία Βασιλική Στοά στην τελευταία Βασιλική Πόλη του αρχαίου

κόσμου αναδείχτηκε σε κιβωτό δύο πολύ σημαντικών ιδανικών της αρχαίας

βασιλείας, της απονομής δικαιοσύνης και της διδασκαλίας και μελέτης της

ανθρώπινης σοφίας. Ακόμη και οι ονομασίες του μνημείου, η απλή (Βασιλική)

και η σύνθετη (Βασίλειος Στοά), παραπέμπουν στη σχέση του με τον Νόμο κατά

τη ρωμαϊκή και την ελληνική παράδοση. Όπως είδαμε στο τρίτο κεφάλαιο (Γ.5), η

Βασίλειος Στοά υπήρξε το μνημείο-θεματοφύλακας των νόμων της αρχαίας

Αθήνας και σχετιζόταν με την απονομή δικαιοσύνης, ενώ η Βασιλική ως

οικοδομικός τύπος φιλοξένησε επίσημα τη δικαστική λειτουργία και αναδείχτηκε

σε απαραίτητο μνημειακό συστατικό των Forum των ρωμαϊκών πόλεων. Ωστόσο,

ο τοπογραφικός συσχετισμός της παιδείας με τη δικαιοσύνη στο άμεσο

περιβάλλον των ανακτόρων και στο ίδιο μνημείο αποτελεί γεγονός μοναδικό

στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Στο πέμπτο κεφάλαιο (Ε.3) υποστηρίξαμε ότι η συνύπαρξη του Τυχαίου

αναδεικνύει συμβολικά πως οι δύο άλλες λειτουργίες του μνημείου, η παιδεία

και η δικαιοσύνη, αποτελούν βασικά θεμέλια επάνω στα οποία εδράζεται η

ευημερία της Πόλης και της αυτοκρατορίας. Ο συσχετισμός των τριών αυτών

λειτουργιών στο οικοδόμημα δεν υπήρξε τυχαίος. Κατά το πλατωνικό πρότυπο η

σωφροσύνη και η δικαιοσύνη είναι βασικές πολιτικές αρετές, από τις οποίες

εξαρτάται η ευδαιμονία της ιδανικής πολιτείας.2242 Ο πολυλειτουργικός

χαρακτήρας της Αγοράς του Ζευξίππου - Βασιλείου Στοάς παρείχε μνημειακή

υπόσταση στο ιδεώδες αυτό στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Η

Καλλίπολη δεν είχε παραδώσει μόνο στην εξουσία της Μούσας το πολιτικό

κέντρο της, αλλά δίπλα σε αυτό διέθετε ένα συγκρότημα όπου οι βασικές

πολιτικές αρετές, η σωφροσύνη, που προάγεται με την καλλιέργεια της παιδείας,

και η δικαιοσύνη θεραπεύονταν στο άμεσο περιβάλλον των βασιλικών

ανακτόρων, προκειμένου να ευδαιμονήσει η Πόλη, γεγονός που συμβολικά

αποτύπωνε η παρουσία του Τυχαίου.

Την άμεση σχέση της βασιλείας με τη σοφία και τη δικαιοσύνη αποπνέει

και ο ναός της Σοφίας του Θεού. Η Θεία Σοφία, όπως μαρτυρεί ο Σολομώντας,

2242 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 2073-2074.

443
χορηγεί τη σοφία στον βασιλιά για να κυβερνήσει και να κρίνει με δικαιοσύνη,

προκειμένου να ευσταθεί ο λαός του. Το πρότυπο της επίγειας βασιλείας

αποτελεί εικόνα, όπως υποστήριξε ο Ευσέβιος, της ουράνιας βασιλείας του Θεού

Λόγου και Σοφίας του Πατρός, ο οποίος κυβερνά με Σοφία τον κόσμο,

προκειμένου να τον σώσει, και τον οποίο θα κρίνει με δικαιοσύνη. Στο πλέον

σημαντικό επίσημο χριστιανικό κείμενο της βασιλείας του Κωνσταντίνου, το

σύμβολο της Νίκαιας, η Ένσαρκος Θεία Σοφία, ο Ιησούς Χριστός, αποκαλύπτεται

ως ο Δίκαιος Κριτής: «…ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς...».2243 Στη Β’

Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381) προστέθηκε ο όρος

«βασιλεία»: «…καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς οὗ

τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».2244 Η βασιλεία, η σοφία και η δικαιοσύνη

συνδέονται με τον νέο προστάτη Θεό της αυτοκρατορίας.

Στο μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης η Στοά του Βασιλέως και

η Βασιλική της Σοφίας του Θεού συνθέτουν ένα μνημειακό συγκρότημα, όπου

στεγάστηκαν λειτουργικά και αποτυπώθηκαν συμβολικά δύο σημαντικά ιδανικά

της αρχαίας βασιλείας. Στη στοά του επίγειου Βασιλέως προωθείται η μελέτη και

διδασκαλία της ανθρώπινης σοφίας και αποδίδεται δικαιοσύνη με σκοπό την

ευδαιμονία της πόλης, ενώ στη Βασιλική της Αγίας Σοφίας, ο «Βασιλεύς των

Όλων», Κύριος Ιησούς Χριστός, αποκαλύπτεται στο λαό του ως η ενυπόστατος

Σοφία του Θεού, που κυβερνά τον κόσμο, τον οποίο θα κρίνει με απόλυτη

δικαιοσύνη, με σκοπό τη σωτηρία. Όπως δηλαδή η επίγεια είναι τύπος της

επουράνιας βασιλείας, έτσι και η στοά του επίγειου αποτυπώνει συμβολικά τα

δύο κυριότερα βασιλικά γνωρίσματα του επουράνιου Βασιλέως. Το πλέον

χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμβολικής σχέσης συνιστά το δικαστικό

σώμα της Βασιλικής, που θέσπισε ο Ιουστινιανός. Το γεγονός ότι κατά την

Παλιγγενεσία ο Επουράνιος Βασιλιάς, η Θεία Σοφία, θα κρίνει τις 12 φυλές του

Ισραήλ με τους δώδεκα μαθητές του 2245, προβάλλεται στη Βασίλειο Στοά, όπου ο

επίγειος βασιλιάς κρίνει τους πολίτες με τους δώδεκα θείους δικαστές του. Μέσα

από την άμεση τοπογραφική παράθεσή τους, τα δύο μνημεία, αναδείχτηκαν στο

2243 Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 22.11-12 (Ι.8.29).


2244 Παπαδόπουλος, Πατρολογία, 453.
2245 Βλ. ανωτέρω, υποσημ. 1857.

444
μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού

Παλατίου, σε ένα ισχυρό οπτικά σύμβολο του δυϊκού χαρακτήρα της βυζαντινής

βασιλείας.

Τα ιδανικά της αρχαίας βασιλείας, η σοφία-παιδεία και η δικαιοσύνη με

σκοπό τη σωτηρία-ευδαιμονία συνδέουν την ελληνορωμαϊκή με την

ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Η αποτύπωσή τους στον λειτουργικό χαρακτήρα

της Βασιλικής Στοάς ανέδειξε το μνημείο σε σημαντικό συστατικό της

λειτουργικής και συμβολικής σύνθεσης του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης. Το αυτοκρατορικό συγκρότημα, μολονότι αποτελεί γνήσια

συνέχεια των ελληνορωμαϊκών ανακτορικών συγκροτημάτων, ξεχωρίζει χάρη

στον έντονα συμβολικό χαρακτήρα του, που κορυφώνεται στην έννοια της

σοφίας-παιδείας. Στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου τα σύμβολα της

σοφίας του ελληνορωμαϊκού κόσμου και της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης

παρατέθηκαν ως πεδίο συνάντησης και σύνθεσης του ανθρώπινου με το θεϊκό,

του παλαιού με το νέο, του ελληνισμού με τον χριστιανισμό.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΤ’

Η διαμόρφωση του λειτουργικού χαρακτήρα της Βασιλείου Στοάς στο άμεσο

περιβάλλον των ανακτόρων συμπληρώνει τη λειτουργική σύνθεση του

κατεξοχήν συμβολικού χώρου της Κωνσταντινούπολης με ένα ακόμη σημαντικό


συστατικό της παράδοσης των ελληνορωμαϊκών βασιλικών συγκροτημάτων, το

κέντρο αναζήτησης, συγκέντρωσης και διδασκαλίας της ανθρώπινης σοφίας. Το

συστατικό αυτό συνδέει το αυτοκρατορικό συγκρότημα της Κωνσταντινούπολης

κυρίως με την Αλεξάνδρεια, όπου δόθηκε αντίστοιχα μεγάλη σημασία στο

λειτουργικό αυτό χαρακτηριστικό και στη σχέση του με τη βασιλική ιδεολογία.

Ωστόσο, η περίπτωση της Κωνσταντινούπολης είναι μοναδική, καθώς η ίδια η

κεντρική ιδέα της σύνθεσης του μνημειακού κέντρου της κορυφώνεται στην

έννοια της σοφίας με την αφιέρωση του καθεδρικού ναού της Πόλης στη Σοφία

του Θεού και την παράθεσή της με τα σύμβολα της σοφίας του αρχαίου κόσμου.

445
Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με δύο παράλληλες,

πνευματικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, στο πεδίο της

αυτοκρατορικής ιδεολογίας στα χρόνια της Κωνσταντίνειας δυναστείας. Η

πρώτη πηγάζει απευθείας από την ελληνορωμαϊκή παράδοση και επιχείρησε να

τεκμηριώσει ιδεολογικά τη σχέση της νέας βασιλικής πρωτεύουσας και του

αυτοκράτορά της με την πλατωνική Πολιτεία. Βασικοί εκπρόσωποί της υπήρξαν

ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος και ο φιλόσοφος Θεμίστιος. Ο Κωνστάντιος

σύμφωνα με το πλατωνικό πρότυπο θέλησε να αναδείξει τη φιλοσοφία σε

κυρίαρχο συστατικό της παιδείας, από το οποίο πηγάζει η αρετή, και την Πόλη

του σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας. Ο Θεμίστιος επαίνεσε τον Κωνστάντιο

ως πρότυπο του φιλοσόφου-βασιλέα που αναζήτησε ο Πλάτωνας. Η επιρροή στη

σύνθεση του μνημειακού κέντρου αυτής της διεργασίας εκφράστηκε με τη

συγκρότηση του παιδευτικού εγχειρήματος στη Βασίλειο Στοά και τα

εικονογραφικά προγράμματα της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου,

ενώ σύμφωνα με το πλατωνικό πρότυπο την Καλλίπολη-Κωνσταντινούπολη

εξουσίαζε η Μούσα.

Στο μνημειακό κέντρο δίπλα στα σύμβολα της σοφίας του

ελληνορωμαϊκού κόσμου, τις Μούσες και την Αθηνά, παρατέθηκε η έννοια της

Σοφίας σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική διδασκαλία. Ο όρος «Σοφία του

Θεού» πηγάζει από την Παλαιά Διαθήκη και προβάλλεται στο πρόσωπο του

Ιησού Χριστού στην Καινή από τον ίδιο, τους Αποστόλους και αργότερα

χριστιανούς θεολόγους και εκκλησιαστικούς πατέρες. Ο Χριστός ως Λόγος και

Σοφία του Πατέρα αποτέλεσε το επίκεντρο της θεολογικής διαμάχης γύρω από

την αίρεση του Αρείου στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου και του

Κωνσταντίου. Ο Ευσέβιος μάλιστα προβάλλει τη Σοφία του Θεού στο πρόσωπο

του Κωνσταντίνου, την οποία ο ίδιος ενέπνεε και ήθελε η Πόλη του να

διακηρύσσει. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος στον λόγο του προς τον σύλλογο των

Αγίων αναφέρει ότι συνάντησε τη Σοφία, την οποία σε άλλο σημείο ταυτίζει με

το πρόσωπο του Χριστού. Η επιλογή του όρου «Σοφία» για την αφιέρωση του

Πρώτου Ιερού της Κωνσταντινούπολης οφείλεται στην άμεση σχέση του με τη

βασιλεία, η οποία θεμελιώνεται στο κείμενο της Σοφίας Σολομώντος. Εκεί η

446
Σοφία παρέχει τη βασιλεία στους βασιλείς ενώ ο ίδιος ο Σολομών ζητάει από τον

Θεό να του χορηγήσει τη Σοφία του για να κυβερνήσει και να κρίνει με

δικαιοσύνη τον λαό του.

Η δεύτερη ιδεολογική ζύμωση που λαμβάνει χώρα την ίδια περίοδο

επιχειρεί να συνθέσει την ιουδαιοχριστιανική διδασκαλία γύρω από τη Θεία

Σοφία και τη σχέση της με τη βασιλεία, με την ελληνορωμαϊκή παράδοση.

Βασικοί εκφραστές της υπήρξαν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και ο επίσκοπος

Ευσέβιος. Ο Ευσέβιος στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε το έτος 336 στην

Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιεί όρους και ιδεολογικά σχήματα της πλατωνικής

και της μεταγενέστερης ελληνορωμαϊκής πολιτικής φιλοσοφίας, προκειμένου να

εγκωμιάσει τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται ως ενάρετος

φιλόσοφος βασιλεύς που μιμείται τον Λόγο του Θεού και κυβερνά τους υπηκόους

του κατά την αρχέτυπη ιδέα της ουράνιας βασιλείας. Ο όρος Θεία Σοφία

χρησιμοποιείται συχνά δηλώνοντας τη σχέση της με τον Λόγο του Θεού και τον

επίγειο βασιλιά.

Με βάση τη σύνδεση της Θείας Σοφίας με το πρόσωπο του ίδιου του

Κωνσταντίνου, που ανιχνεύουμε στα κείμενα, προτείνουμε ότι η

Κωνσταντινούπολη αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού από τον αυτοκράτορα με

τη θεμελίωση του καθεδρικού ναού της μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στο

πλαίσιο ενός ευρύτερου θρησκευτικού οικοδομικού προγράμματος. Με αυτό τον

τρόπο εξαίρεται η σχέση της Σοφίας (του Θεού) με το πρόσωπο του

αυτοκράτορα, αφού σύμφωνα με το πρότυπο της Σοφίας Σολομώντος ο βασιλιάς

συγκατοικεί με την Θεία Σοφία στο μνημειακό κέντρο της Πόλης του.

Οι επιρροές των δύο μεγάλων αρχαίων παραδόσεων στις πνευματικές

ζυμώσεις, που συνέβαλαν στην ανανέωση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας αυτή

την περίοδο, φαίνεται ότι διοχετεύτηκαν κυρίως μέσα από την Πολιτεία του

Πλάτωνα και την Σοφία του Σολομώντα. Τα δύο κείμενα εμφανίζουν ισχυρές

ιδεολογικές αναλογίες κυρίως μέσα από τον τρόπο που συσχετίζουν τη βασιλεία

με τη σοφία και τη δικαιοσύνη για τη σωτηρία του κόσμου και την ευδαιμονία

της πόλης. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα και η Σοφία του Σολομώντα μέσα από την

κοινή προοπτική στο θέμα αυτό συνιστούσαν ένα ιδανικό πεδίο σύγκλισης του

447
ελληνισμού με τον χριστιανισμό στο πεδίο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.

Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος έθεσε τις βάσεις για τη συνάντηση αυτή

αναδεικνύοντας τις ομοιότητες της πλατωνικής με τη χριστιανική διδασκαλία

και επισημαίνοντας ότι ο ίδιος ο Χριστός εμφανίστηκε στους ανθρώπους ως

φιλόσοφος διδάσκαλος. Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ευσεβίου.

Τα ανωτέρω στοιχεία υποδεικνύουν ότι στα χρόνια της Κωνσταντίνειας

δυναστείας η έννοια της σοφίας απέκτησε κεντρική θέση στον χώρο της

αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Κατά την βασιλεία του Κωνσταντίνου

διαπιστώνουμε ένα εγχείρημα σύνθεσης της ελληνορωμαϊκής με την

ιουδαιοχριστιανική παράδοση, στο οποίο κατέχει κεντρική θέση ο όρος «σοφία»

και η σχέση του με τη βασιλεία, η οποία αποτυπώνεται στην αφιέρωση του

καθεδρικού ναού της Πόλης στη Θεία Σοφία. Κατά τη βασιλεία του

Κωνσταντίου, μολονότι δεν εντοπίζεται σε επίπεδο ρητορικού λόγου η συνέχεια

αυτού του εγχειρήματος, ωστόσο η σχέση σοφίας και βασιλείας εξακολουθεί να

αποτελεί το επίκεντρο της έκφρασης της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, η οποία

κορυφώνεται με την ανέγερση του ναού της Σοφίας του Θεού. Η συνάντηση των

δύο αρχαίων παραδόσεων στις ζυμώσεις, που προέκυψαν μετά την

αντικατάσταση του προστάτη Θεού της αυτοκρατορίας από τον Ιησού Χριστό

σχετικά με τον χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, επηρέασε τη

λειτουργική και συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου της

Κωνσταντινούπολης, όπου παρατίθενται τα σύμβολα της σοφίας, εθνικής και

χριστιανικής, αρχαίας και νέας, ανθρώπινης και θεϊκής.

Ιδιαίτερα, η λειτουργική σύνθεση της Βασιλείου Στοάς προβάλλει τα

πρότυπα της παιδείας-σοφίας και της δικαιοσύνης, τα οποία θέτει ως

προϋποθέσεις για την ευημερία της Πόλης, την οποία συμβολίζει το Τυχαίο. Η

σοφία και η δικαιοσύνη υπήρξαν δύο πολύ σημαντικά ιδανικά της αρχαίας

βασιλείας που διατρέχουν την μεσοποταμιακή, ισραηλιτική, περσική και

ελληνορωμαϊκή βασιλική παράδοση. Το πρότυπο του σοφού βασιλιά που

κυβερνά και κρίνει με δικαιοσύνη τον λαό του αποτυπώνεται μνημειακά στη

λειτουργική σύνθεση της Βασιλείου Στοάς με την παράθεση της παιδευτικής με

τη δικαστική λειτουργία δίπλα στα σύμβολα της ευημερίας της πόλης. Η

448
σύνθεση αυτή απηχεί την πλατωνική διδασκαλία για τις σημαντικότερες

πολιτικές αρετές, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη από τις οποίες εξαρτάται η

ευδαιμονία της πόλης. Αυτό το πρότυπο επίγειας βασιλείας αποτελεί εικόνα, της

ουράνιας βασιλείας του αληθινού Λόγου και Σοφίας του Πατρός, ο οποίος

κυβερνά τον κόσμο με Σοφία, προκειμένου να τον σώσει, και τον οποίο θα κρίνει

με δικαιοσύνη. Μέσα από την άμεση τοπογραφική παράθεσή τους τα δύο

μνημεία αναδείχτηκαν στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου σε ένα ισχυρό

οπτικό σύμβολο του δυϊκού χαρακτήρα της βυζαντινής βασιλείας. Με τον τρόπο

αυτό η τοπογραφική, λειτουργική και συμβολική σύνθεση του μνημειακού

κέντρου της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε όχι μόνο τον τελευταίο κρίκο της

ελληνορωμαϊκής ανακτορικής παράδοσης, αλλά αποτύπωσε μνημειακά και τη

συνάντηση των δύο μεγάλων πνευματικών παραδόσεων του αρχαίου κόσμου με

πεδίο σύνθεσης την έννοια της σοφίας και τη σχέση της με τη βασιλεία.

449
Ζ’. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η τελευταία βασιλική Πόλη και συγχρόνως

ένα από τα σημαντικότερα πολεοδομικά εγχειρήματα του ελληνορωμαϊκού

κόσμου. Ιδρύθηκε ως οπτικό σύμβολο της Νίκης του Κωνσταντίνου και της

επανένωσης της αυτοκρατορίας, στην περιοχή, όπου ολοκληρώθηκε ο αγώνας

για τη μονοκρατορία. Η ίδρυσή της συνδέθηκε με μία αλλαγή στην αντίληψη του

χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας με επιρροές από την παράδοση της

ελληνιστικής βασιλείας, που απηχούνται στην αυτοκρατορική εθιμοτυπία και

εικονογραφία. Ο επανασχεδιασμός και η επέκταση του πολεοδομικού ιστού του

περιφερειακού κέντρου του αρχαίου Βυζαντίου υλοποιήθηκε από τον

Κωνσταντίνο και τους επιτελείς του με βάση την ελληνορωμαϊκή πολεοδομική

και ανακτορική παράδοση. Μία από τις ριζοσπαστικότερες οπτικά και

συμβολικά επεμβάσεις τους υπήρξε η μετατόπιση του μνημειακού κέντρου της

Πόλης από το αρχαίο Στρατήγιο στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων.

Στον χώρο αυτό διαμορφώθηκε με επίκεντρο το Ιερό Παλάτιο ένα

μνημειακό συγκρότημα που περιλάμβανε τα σημαντικότερα δημόσια

οικοδομήματα της Πόλης και φιλοξενούσε τις κυριότερες λειτουργίες του

δημόσιου βίου. Η τοπογραφική και αρχαιολογική έρευνα επιχείρησε να

αποκαταστήσει την τοπογραφική διαμόρφωση και την οικοδομική εξέλιξη του

χώρου αυτού χωρίς να αναζητήσει τη σχέση του με την πολεοδομική και

ανακτορική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Ωστόσο, οι πηγές που

περιγράφουν το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου και η Notitia Urbis

απηχούν ένα συνεπές εγχείρημα προσομοίωσης του μνημειακού τοπίου της

Νέας Ρώμης με εκείνο της Παλαιάς.

Τα κύρια μνημειακά συστατικά που παρατέθηκαν στο αυτοκρατορικό

κέντρο της Κωνσταντινούπολης υπήρξαν το Ανάκτορο, η κατοικία του

αυτοκράτορα και έδρα του διοικητικού μηχανισμού, ο χώρος δημόσιας

επικοινωνίας με τον λαό (Ιππόδρομος), καθώς και το πολιτικό και θρησκευτικό

κέντρο της Πόλης και της αυτοκρατορίας (Σύγκλητος - Αγία Σοφία). Τα

συστατικά αυτά συνδέουν την τοπογραφική σύνθεση του ανακτορικού

συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης και του άμεσου περιβάλλοντός του με

450
την παράδοση των ανακτορικών συγκροτημάτων των μεγάλων βασιλικών

πόλεων του ελληνιστικού-ελληνορωμαϊκού κόσμου, της Αλεξάνδρειας, της

Περγάμου και κυρίως της Παλαιάς Ρώμης, γεγονός που απηχεί σαφείς

βασιλικές, δυναστικές αξιώσεις. Συγχρόνως την απομακρύνουν από την

παράδοση των τετραρχικών εδρών με την οποία συνδέεται μέχρι σήμερα από

την έρευνα.

Επιπλέον, διακρίνεται ένα συνειδητό εγχείρημα οπτικής προσομοίωσης

του δημόσιου χώρου του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης επάνω

στον άξονα Συγκλήτου, Αυγουσταίου, Βασιλικής, με μία συμβολική εικόνα του

αρχέτυπου Forum Romanum μέσω της αναπαραγωγής μνημείων-συμβόλων και

της εικονογραφικής γλώσσας του μνημειακού διακόσμου. Η τετράστωη Βασιλική

ή Βασίλειος Στοά συμπλήρωνε με την παρουσία και τα λειτουργικά

χαρακτηριστικά της ένα από τα πλέον απαραίτητα μνημειακά συστατικά του

ρωμαϊκού Forum. Η συμβολική αυτή εικόνα ολοκληρωνόταν με την ανέγερση σε

κεντρική θέση και άμεση τοπογραφική σχέση του Πρώτου Ιερού της Πόλης, του

ναού της Σοφίας του Θεού.

Το αυτοκρατορικό συγκρότημα της Νέας Ρώμης με τον εικονογραφικό

διάκοσμό του διακήρυσσε τα σημαντικότερα πρότυπα της ελληνορωμαϊκής

παράδοσης, τη ρωμαϊκή Δύναμη-Νίκη και την ελληνική Σοφία-Παιδεία, που

κληρονόμησε η Πόλη. Ιδιαίτερα το εικονογραφικό πρόγραμμα της Συγκλήτου

αποτύπωνε την προγραμματική βούληση της Κωνσταντίνειας δυναστείας να

αναδειχτεί η Πόλη σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας και σε νέα πνευματική

Μητρόπολη του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η υλοποίηση αυτής της αξίωσης

συνδέεται με τη Βασιλική ή Βασίλειο Στοά ως έδρα των Παιδευτηρίων και της

δημόσιας Βιβλιοθήκης, ακόμη των Δικαστηρίων και του Τυχαίου της Πόλης.

Μέσα από την επανεξέταση των πηγών και την ανασύνθεση των

τοπογραφικών δεδομένων προκύπτει ότι το μεγάλο αυτό τετράστωο οικοδόμημα

με τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα και τις πολλές ονομασίες ταυτίζεται με τη

Μεγίστη Τετράστωο Αγορά ή Τετράστωο του Ζευξίππου. Η Αγορά

διαμορφώθηκε πιθανώς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο με αρχικό πυρήνα μία

επιβλητική στοά των Ελληνιστικών χρόνων και αποτέλεσε ένα από τα

451
σημαντικότερα μνημεία του αρχαίου Βυζαντίου με επιβλητική πρόσοψη προς

την κάτω πόλη και τα Στενά του Βοσπόρου. Η απόφαση του Κωνσταντίνου να

διαμορφώσει το αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο της Πόλης του στην ευρύτερη

περιοχή γύρω από την Αγορά οδήγησε στον λειτουργικό επαναπροσδιορισμό της

με τη χωροθέτηση των Παιδευτηρίων στην επιβλητική βόρεια στοά και των

Δικαστηρίων στη νότια, ενώ η ανατολική και η δυτική στοές της φιλοξένησαν

χώρους εστίασης. Σε ναΐσκους στις άκρες της βόρειας στοάς του μνημείου

τοποθετήθηκαν αγάλματα της θεάς Ρώμης και της Τύχης της

Κωνσταντινούπολης, τα οποία αποτύπωναν την πρόθεση του Κωνσταντίνου ως

νέου οικιστή να επανιδρύσει την Πόλη ως Νέα Ρώμη. Τα δύο αγάλματα

απεικονίστηκαν στην οπίσθια όψη των αναμνηστικών μεταλλίων των εγκαινίων

της Πόλης πίσω από την εστεμμένη με το πολυποίκιλτο διάδημα κεφαλή του

αυτοκράτορα. Κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίου η Αγορά ανακαινίστηκε

πολυτελώς και μετονομάστηκε σε Βασίλειο Στοά, ενώ ξεκίνησε η ανέγερση της

δημόσιας Βιβλιοθήκης και η συγκρότηση της συλλογής χειρογράφων της

αρχαίας γραμματείας. Με τον τρόπο αυτό το τετράστωο του Βυζαντίου

συνδέθηκε με την παράδοση των λειτουργικών πολυχώρων του ρωμαϊκού

Φόρουμ προσδίδοντας στο αυτοκρατορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης ένα

απαραίτητο μνημειακό συστατικό.

Το μεγάλο παιδευτικό εγχείρημα που έλαβε χώρα στο συγκρότημα της

Βασιλικής Στοάς από την Κωνσταντίνεια δυναστεία με την ίδρυση των

Παιδευτηρίων και τη συγκρότηση της Βιβλιοθήκης συνδέεται με την

αυτοκρατορική βούληση που εξέφρασε ρητά ο Κωνστάντιος η Πόλη να

αναδειχθεί σε οικουμενικό κέντρο φιλοσοφίας. Συγχρόνως, το συγκρότημα αυτό

στο άμεσο περιβάλλον του Ιερού Παλατίου απηχεί την παραδοσιακή σχέση των

ελληνιστικών ανακτόρων με τα ιδρύματα συγκέντρωσης της αρχαίας σοφίας και

ειδικότερα τη σχέση του Αλεξανδρινού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης με τα

Ανάκτορα των Πτολεμαίων. Η γειτνίαση της παιδευτικής λειτουργίας με τη

δυνατότητα σωματικής άσκησης και αναψυχής στο γειτονικό Γυμνάσιο-Θέρμες

του Ζευξίππου διαφωτίζει τη σημασία του εικονογραφικού διακόσμου του

τελευταίου και υποδεικνύει την άμεση σχέση του με το παιδευτικό εγχείρημα.

452
Η επανεξέταση του εκπαιδευτικού νόμου του 425 επιβεβαιώνει ότι τα

Παιδευτήρια της Βασιλείου Στοάς αναβαθμίστηκαν με τη σύσταση 31

καθηγητικών εδρών υπό την άμεση αυτοκρατορική προστασία. Αντίστοιχα και

τα δικαστήρια αναδιοργανώθηκαν από τον Ιουστινιανό με τη συγκρότηση ενός

μόνιμου σώματος 12 αυτοκρατορικών (θείων) δικαστών. Η παρουσία του

Τυχαίου στη βόρεια Στοά συμπλήρωνε τον λειτουργικό χαρακτήρα της

Βασιλικής με τα σύμβολα της Ευημερίας της Πόλης, τα οποία με εξαίρεση το

σύντομο διάστημα της βασιλείας του Ιουλιανού δεν ενόχλησαν τη χριστιανική

κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Η παρουσία των αυτοκρατορικών

Παιδευτηρίων και Δικαστηρίων μαζί με τα σύμβολα της ευημερίας στη Στοά του

Βασιλέως αναδείκνυε τη μεγάλη σημασία τους για την αυτοκρατορική ιδεολογία

και την κεντρική θέση τους στη λειτουργική και συμβολική σύνθεση του

μνημειακού κέντρου. Η αναθεώρηση του αφηγήματος της καταστροφής του

Οικουμενικού διδασκαλείου από τον Λέοντα Γ’ ως καταγραφής μιάς ανάμνησης

της συλλογικής μνήμης της Κωνσταντινούπολης υποδεικνύει την διατήρηση των

αυτοκρατορικών ιδρυμάτων της Βασιλικής σε λειτουργία μέχρι την καταστροφή

του μνημείου κατά τον 8ο αιώνα. Το γεγονός ότι η παιδεία και η δικαιοσύνη

αποτελούσαν σημαντικά λειτουργικά συστατικά της σύνθεσης του

αυτοκρατορικού κέντρου επιβεβαιώνει όχι μόνο η παραμονή τους στο μνημείο

μέχρι την Εικονομαχία, αλλά και μετά από αυτήν, η επανασύστασή τους ως

αυτοκρατορικά εγχειρήματα στην ίδια περιοχή και μάλιστα γύρω από την

ερειπωμένη Βασιλική Στοά.

Η κεντρική θέση της έννοιας της σοφίας-παιδείας στη λειτουργική και

συμβολική σύνθεση του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης

σχετίζεται άμεσα με τις ιδεολογικές ζυμώσεις, που έλαβαν χώρα στο πεδίο της

αυτοκρατορικής ιδεολογίας μετά την ανάδειξη του Ιησού Χριστού σε προστάτη

Θεό της αυτοκρατορίας στην θέση του Διός-Juppiter. Κατά τη βασιλεία του Μ.

Κωνσταντίνου επιχειρήθηκε μία σύνθεση της ελληνορωμαϊκής και της

ιουδαιοχριστιανικής αντίληψης για τη σοφία και τη σχέση της με τη βασιλεία.

Βασικοί εκφραστές της υπήρξαν σε επίπεδο αυτοκρατορικής ιδεολογίας ο ίδιος ο

Κωνσταντίνος και ο επίσκοπος Ευσέβιος. Η διεργασία αυτή διαδραματίστηκε με

453
φόντο τη θεολογική διαμάχη για τον Χριστό ως αληθινή Σοφία του Πατέρα, που

προκάλεσε η αίρεση του Αρείου. Ο Ευσέβιος συσχέτισε τη Σοφία του Θεού με το

πρόσωπο του Κωνσταντίνου και δήλωσε ότι ο αυτοκράτορας αφιέρωσε την Πόλη

του στη Θεία Σοφία. Εγκωμίασε τον Κωνσταντίνο ως φιλόσοφο-βασιλιά

συνδέοντας την παράδοση της πλατωνικής και της μετέπειτα ελληνορωμαϊκής

πολιτικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική (αρειανίζουσα) θεολογία του. Ο

Κωνσταντίνος είχε ήδη αναδείξει τη σχέση της πλατωνικής φιλοσοφίας με τη

χριστιανική διδασκαλία ως ένα γόνιμο πεδίο σύνθεσης της ελληνορωμαϊκής με

την ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Η ιδεολογική αυτή αναζήτηση συνεχίστηκε

από τον Κωνστάντιο και τον Θεμίστιο. Η βούληση του χριστιανού

(αρειανόφρονα) αυτοκράτορα να αναδείξει την Πόλη σε οικουμενικό κέντρο

φιλοσοφίας και ο χαρακτήρας της διακυβέρνησής του επαινέθηκαν από τον

εθνικό φιλόσοφο Θεμίστιο ως ενσάρκωση του ιδανικού του φιλοσόφου-βασιλιά

και υλοποίηση του προτύπου της πλατωνικής Πολιτείας, που ανέδειξαν την

Κωνσταντινούπολη σε πλατωνική Καλλίπολη.

Οι ιδεολογικές αυτές ζυμώσεις επηρέασαν τη λειτουργική και συμβολική

σύνθεση του μνημειακού κέντρου της Πόλης με την προβολή των συμβόλων της

σοφίας δίπλα σε εκείνα της βασιλείας. Η χωροθέτηση των Παιδευτηρίων και της

δημόσιας Βιβλιοθήκης στη Βασίλειο Στοά πλαισιωνόταν από τον εικονογραφικό

διάκοσμο της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου, που πρόβαλε τα

σύμβολα της ελληνορωμαϊκής σοφίας, την Αθηνά και τις Μούσες. Η έννοια της

σοφίας κορυφωνόταν στην περιοχή του μνημειακού κέντρου, με την αφιέρωση

του καθεδρικού ναού της Πόλης στη Σοφία του Θεού, γεγονός μοναδικό στον

αρχαίο κόσμο. Η παράθεση των συμβόλων της σοφίας κατά την ελληνορωμαϊκή

και την ιουδαιοχριστιανική παράδοση στο άμεσο περιβάλλον των ανακτόρων

κατέστησε τη σχέση της σοφίας με τη βασιλεία σε βασικό πεδίο σύνθεσης των

δύο αυτών σημαντικών πνευματικών παραδόσεων. Επιρροές από δύο σημαντικά

κείμενα, την Πολιτεία του Πλάτωνα και την Σοφία του Σολομώντα, που

παρουσιάζουν ιδεολογικές αναλογίες στην προσέγγιση της σχέσης σοφίας και

βασιλείας, προβάλλουν την έννοια της σοφίας σε κεντρική ιδέα στο άμεσο

περιβάλλον των ανακτόρων και στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η Μούσα, στην

454
οποία αφιερώνεται η Σύγκλητος, εξουσιάζει την Καλλίπολη-Κωνσταντινούπολη

σύμφωνα με το πρότυπο της πλατωνικής Πολιτείας, ενώ ο αυτοκράτορας

συγκατοικεί με τη Θεία Σοφία στο μνημειακό κέντρο της Πόλης του σύμφωνα με

τη Σοφία Σολομώντος.

Ιδιαίτερα, ο λειτουργικός χαρακτήρας της Βασιλείου Στοάς αναδείκνυε

συμβολικά τα δύο σημαντικά ιδανικά της αρχαίας βασιλικής παράδοσης, τη

σοφία-παιδεία και τη δικαιοσύνη, σε θεμελιώδεις λειτουργίες του δημόσιου βίου,

επάνω στις οποίες εδραζόταν η ευημερία της Πόλης και της αυτοκρατορίας,

σύμφωνα με το πλατωνικό πρότυπο. Η ανέγερση ακριβώς απέναντι από τη

Βασίλειο Στοά του ναού της Ενσάρκου Θείας Σοφίας, η οποία κυβερνά τον

κόσμο, τον οποίο θα κρίνει με δικαιοσύνη, αναπαρήγαγε το πρότυπο αυτό

σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αποτυπώνοντας τον δυϊκό, επίγειο και

επουράνιο χαρακτήρα της βυζαντινής βασιλείας.

Η παράθεση του ναού της Αγίας Σοφίας με τη Βασίλειο Στοά και τον

εικονογραφικό διάκοσμο της Συγκλήτου και των Θερμών του Ζευξίππου

πρόβαλε τη σοφία, θεία και ανθρώπινη, χριστιανική και ελληνορωμαϊκή, νέα και

αρχαία, ως πεδίο σύνθεσης της ελληνορωμαϊκής με την ιουδαιοχριστιανική

παράδοση. Συγχρόνως αποτύπωνε μνημειακά την απάντηση του Αποστόλου

Παύλου στην αναζήτηση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος: «ἐπειδὴ…καὶ

Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον…

Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». Η κορύφωση της συμβολικής σύνθεσης

του αυτοκρατορικού κέντρου της Κωνσταντινούπολης στην ιδέα της σοφίας

απηχεί τη συνειδητή βούληση του Κωνσταντίνου και του Κωνσταντίου να

αναδείξουν την Πόλη σε νέα μητρόπολη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, η

οποία θα παραλάμβανε τη σκυτάλη από τις αρχαίες πνευματικές μητροπόλεις

του ελληνορωμαϊκού κόσμου, και όπου θα λάμβανε χώρα η σύνθεση της

ελληνορωμαϊκής με τη χριστιανική σοφία.

Στο άμεσο περιβάλλον του Ανακτόρου της τελευταίας βασιλικής Πόλης

του αρχαίου κόσμου, η Αγορά του Ζευξίππου-Βασιλική Στοά αποτέλεσε ένα από

τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των μεταμορφώσεων, που υφίστανται τα

μνημεία ως υλικοί οργανισμοί μέσα στο μεταβαλλόμενο αστικό τοπίο, αλλά και

455
ως σημεία, σημαίνοντα και σημαινόμενα, μέσα στο εξελισσόμενο γλωσσικό

περιβάλλον. Καθώς το αρχαίο Βυζάντιο και η Παλαιά Ρώμη

«μεταμορφώνονταν» σε μία καινούρια Πόλη, ο Μ. Κωνσταντίνος ως νέος

οικιστής της μέσα από μία πράξη υψηλού συμβολικού περιεχομένου ανέδειξε το

μνημειακό της κέντρο ως το νοητό σημείο συνάντησης και ειρηνικής σύνθεσης

της ρωμαϊκής με την ελληνική και την χριστιανική κληρονομιά. Ιδιαίτερα, στην

αρχαία Αγορά του Ζευξίππου εκτός από την Πολιάδα Ρέα με τη Ρωμαϊκή Τύχη

συναντήθηκαν η ελληνική Αγορά με τη ρωμαϊκή Βασιλική, η ελληνική παιδεία

με τη ρωμαϊκή δικαιοσύνη και η ελληνική σοφία παρατέθηκε δίπλα στη

χριστιανική. Μέσα στην καρδιά της Πόλης του Κωνσταντίνου η Αρχαία Αγορά

του Ζευξίππου μεταμορφώθηκε σε Βασιλική Στοά και συγχρόνως σε ορατό

σύμβολο της διαδρομής από το αρχαίο Βυζάντιο και την Παλαιά Ρώμη στη Νέα

Ρώμη-Κωνσταντινούπολη.

Δημήτριος Θ. Χατζηλαζάρου

456
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΠΗΓΕΣ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΥ

Π.1. Γεώργιος Μοναχός Αμαρτωλός

742.1 «Φασὶ δέ τινες καὶ τοῦτο πιστότατοι ἄνδρες, ὅτι πρὸς τῇ

Βασιλικῇ καλουμένῃ κινστέρνῃ τῇ οὔσῃ πλησίον τῶν Χαλκο-

πρατείων παλάτιον ἦν σεμνόν, ἐν ᾧ ὑπῆρχε κατὰ τύπον ἀρ-

χαῖον οἰκουμενικὸς διδάσκαλος ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ ἑτέρους

μαθητὰς αὐτοῦ καὶ συλλήπτορας προύχοντας ἄνδρας τὸν

ἀριθμὸν ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ τὰ ἐκκλη-

σιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα, βασιλικὰς διαίτας καὶ βίβλους

ὡσαύτως ἔχοντας, ὧν οἱ βασιλεῖς ἄνευ βουλὴν ἤ γνώμην

οὐκ ἐθέσπιζον. τούτους ὁ ἀγριώτατος θὴρ καὶ δυσώνυμος

βάναυσος προσκαλεσάμενος ἐπειρᾶτο πείθειν συνθέσθαι αὐτοῦ

τῇ ἀθεΐᾳ. τῶν δὲ τοῦτο μὴ καταδεξαμένων, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον

ἐλεγξάντων αὐτοῦ τὴν ἀσέβειαν, προσέταξε συρομένους αὐτοὺς

ἀτίμως ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ τοῦ διδασκαλείου αὐτῶν ἐγκλει-

σθῆναι. τούτου δὲ γενομένου τῇ νυκτὶ πάλιν ἀποστείλας

ὁ ἀνήμερος δράκων νυκτεπάρχους τινὰς καὶ ἀπηνεῖς ἄνδρας

προσέταξε συναχθῆναι πλῆθος ξύλων καὶ τούτων ὑπαφθέν-

των κατακαῆναι τοὺς ἄνδρας σὺν τῶν οἰκημάτων καὶ τῶν

βιβλίων καὶ τῶν λοιπῶν αὐτοῖς ὑπαρχόντων. οὗ γενομένου

πάντες ἄρδην κατεφλέχθησαν. ἔκτοτε οὖν ἡ τῶν ἐπιστημῶν

γνῶσις ἐν Ῥωμανίᾳ ἐσπάνισε τῇ τῶν βασιλευόντων γνωσι-

μάχων ἀπονοίᾳ μειουμένη ἕως τῶν ἡμερῶν Μιχαὴλ καὶ

Θεοδώρας τῶν εὐσεβῶν καὶ πιστῶν βασιλέων».2246

Π.2. Συμεών Μάγιστρος

183.71 «πλησίον δὲ τῶν Χαλκοπρατείων παλάτιον ἦν σεμνόν, ἐν ᾧ ὑπῆρχε

κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς διδάσκαλος ἔχων συλλήπτορας

ἄνδρας τῶν ἐν τέλει τὸν ἀριθμὸν ιβ΄ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους καὶ

Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὸν σύντομον, 742.1-22. Για την χρονολόγηση, βλ. Afinogenov D., «The
2246

Date of Georgios Monachos Reconsidered», BZ 92 (1999), 437-47.

457
τὰ ἐκκλησιαστικὰ κρατύνοντας δόγματα, βασιλικὰς τε διαίτας καὶ

184.75 βίβλους ὡσαύτως ἔχοντας, ὧν οἱ βασιλεῖς ἄνευ βουλὴν ἤ γνώμην οὐκ

ἐθέσπιζον. τούτους ὁ δυσώνυμος θὴρ προσκαλεσάμενος ἐπειρᾶτο

πείθειν. Τῶν δὲ μὴ καταδεξαμένων, ἀλλ’ἐλεγξάντων αὐτὸν, προσέταξε

συναχθῆναι πλῆθος ξύλων καὶ τούτων ὑπαφθέντων κατακαῆναι τοὺς

ἄνδρας σὺν τοῖς οἰκήμασι καὶ βιβλίοις καὶ τοῖς λοιποῖς αὐτῶν πᾶσι».2247

Π.3. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

226.7 «31 (26, κς΄). Τὸ δὲ Τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον, εἰς

ὅ ἦσαν στοαὶ ὀκτὼ ἤγουν καμαροειδεῖς τόποι, διδασκαλεῖον

ἐκεῖσε ἐτύγχανεν οἰκουμενικόν· καὶ οἱ βασιλεύοντες αὐτοὺς

ἐβουλεύοντο καὶ οὐδὲν ἔπραττον χωρὶς αὐτῶν· ἐξ οὗ καὶ

ἐξ αὐτῶν ἐγένοντο πατριάρχαι καὶ ἀρχιεπίσκοποι. Πλησίον

δὲ τῆς Βασιλικῆς ἦν καὶ διήρκεσε ἔτη υιδ΄ μέχρι τοῦ δε-

κάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς τοῦ πατρὸς Καβαλ-

λίνου. Παρατραπεὶς δὲ τῆς θείας χάριτος καὶ γυμνωθεὶς

τοῦ θεοῦ διὰ τὸ μὴ συγκοινωνεῖν αὐτῷ τοὺς μοναχοὺς τῇ

ματαίᾳ αὐτοῦ βουλῇ πλησθεὶς ὀργῆς φρύγανα καὶ ξύλα

ἀθροίσας κατέκαυσεν ἐκεῖσε τοὺς διδάσκοντας δεκαὲξ μον-

αχούς».2248

Π.4. Βίος Αγίου Γερμανού Πατριάρχου

224.330 «οἷς πάλαι πρὸς τὸ παλάτιον τῆς βασιλικῆς λεγομένης Κιγστέρνης ἀφώ-

ριστο κατοικεῖν, ἐν ᾧ κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκονομικῶς ἐπενοήθη


καθῆσθαι διδάσκαλος ἔχων ὑφ' ἑαυτὸν μαθητὰς καὶ βίῳ σεμνοὺς καὶ

λόγῳ σοφοὺς καὶ πάντων ἐν πᾶσιν ὑπερέχοντας ἐγχωρίων, ἐπηλύδων καὶ

πολιτῶν, τὸν ἀριθμὸν δεκαδύο· ὧν τῆς γνώμης χωρὶς οὐ θεμιτὸν τι

ποιεῖν ἑξῆν οὐδέ τοῖς βασιλεῦσιν αὐτοῖς. Ἐκ τούτων εἴ τινα συμβέ-

βηκε τελευτᾶν, συναθροιζόμενοι πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ πᾶσαν γῆν

τὴν ὑπὸ Ῥωμαίους ἀπέστελλον ὡς ἑαυτοὺς μεταπέμπτους ποιούμενοι

2247 Συμεών Μάγιστρος, Χρονικὸν, 183.71-184.79 (121.9)


2248 Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 226.7-18.

458
τοὺς εἰς ἄκρον ἅπασαν γνῶσιν τῆς τε θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς με-

τιόντας φιλοσοφίας, ἐξ ὧν ἀκριβεστάτῃ ἐρεύνῃ τὸν εἰδήμονα καὶ κρείτ-

τονα κατ’ἐκλογὴν τῶν λοιπῶν ἑαυτοῖς ἐποιοῦντο συναρίθμιον.


22. Οὗτοι τῷ Κόνωνι μετὰ μεγάλης ὅσης προσελθόντες τῆς παρρησίας,

μὴ συγκατατίθεσθαι τῇ ἀσεβείᾳ τῆς αἱρέσεως ἔλεγον, μήθ’ὅλως αἱρεῖ-

σθαι τὴν ἄτοπον αὐτοῦ βουλὴν εἰς πέρας ἄγαγεῖν. μήτε μὴν καταδέ-

χεσθαι παραχαραχθῆναί τι τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν καὶ πατρι-

κῶν παραδόσεων ἤ ποσῶς ἐνδοῦναι νομοθετηθῆναι κατὰ κοινοῦ τὸν νεα-

ρῶς ἐκτεθέντα νεωτεροποιὸν ὅρον τῆς πίστεως, μᾶλλον μὲν οὖν ἀσπά-

ζεσθαι τὴν ὀρθοδοξίαν, ἥν ὁ πατριάρχης πρεσβεύει Γερμανός, εἶναί

τε τούτους σύμφρονες εἰσαεὶ μεγάλαις ἀνωμολόγουν φωναῖς.


226.349 23. Τοῦτον τὸν τρόπον στερεῶς πρὸς τὰς αὐτοῦ φληναφώδεις προτά-

σεις αντιπίπτοντας ὁ ἐμβρόντητος τοὺς ἐλλογίμους θεασάμενος, ἀτίμως

συρῆναι καὶ κατακλεισθῆναι τούτους ἐκεῖ διεσκελεύσατο· καὶ διὰ τῆς

νυκτὸς πῦρ κυκλόθεν ὁ τοῦ αἰωνίου πυρὸς κληρονόμος δι’ ἐπιτάγματος

ὑφάψας, αὐτοῖς οἰκήμασιν ἅμα καὶ βίβλοις πολλαῖς καὶ καλαῖς καὶ

πᾶσι σκεύεσι τιμίοις τοὺς ἱεροὺς ὁ μιαρώτατος ἄνδρας ἐπυρπόλησε τε

καὶ ὡλοκαύτωσεν. Ἔτος ἦν ὅτε ταῦτα τῷ τολμητῇ τῶν τοιούτων ἐδε-

δραματούργητο, μικρόν τι πλεῖστον ἤ ἔλαττον, ἔνατον ἐξ ὅτου τυραν-

νικῶς τῆς βασιλείας ἐδράξατο».2249

Π.5. Κεδρηνός Γεώργιος

795.18 «…σβεσθῆναί τε τῶν παιδευτηρίων τὴν εὐσεβῆ διδασκα-

λίαν. πρὸς γὰρ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ κινστέρνῃ παλάτιον ἦν

σεμνόν, ἐν ᾧ κατὰ τύπον ἀρχαῖον οἰκουμενικὸς ἐκάθητο διδάσκα-

λος, ἔχων μαθητὰς λόγῳ καὶ βίῳ σεμνοὺς τὸν ἀριθμὸν δώδεκα.

οὗτοι πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην τάχει τε καὶ μεγέθει φύσεως

μετερχόμενοι οὐχ ἥκιστα τὴν ἐκκλησιαστικὴν μετῄεσαν θεοσοφίαν·

796 ὧν τῆς γνώμης χωρὶς οὐ θεμιτόν τι ποιεῖν ἐδόκει οὐδὲ τοῖς βασι-

λεῦσιν αὐτοῖς. τούτους ὁ Κόνων συχνῶς προσκαλούμενος ἐπεί-

2249 Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου, 224.330-226.357 (21-23).

459
ραζε πεῖσαι τῇ αὐτοῦ αἱρέσει. καταθέσθαι δὲ μὴ καταδεχομένους

ἀλλ’ αντιπίπτοντας ἀτίμως κατακλεισθῆναι διεκελεύσατο ἐκεῖσε,

διὰ δὲ τῆς νυκτὸς πῦρ κυκλόθεν ὑφάψας αὐταῖς ἑστίαις καὶ βί-

βλοις πολλαῖς καὶ καλαῖς καὶ σκεύεσιν ἱεροῖς ὁ μιαρὸς κατέκαυσεν».2250

Π.6. Ζωναράς Ιωάννης

259.17 «πρὸς δὲ τοῖς ἄλλοις οἷς

κατὰ τῶν εὐσεβούντων εἰργάσατο καὶ τοῦτο πεποίηκεν. οἶκος


ἦν ἐν τῇ καλουμένῃ Βασιλικῇ ἔγγιστα τῶν Χαλκοπρατίων βα-

260 σίλειος, ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς εὐγενεστέ-

ρας καὶ θειοτέρας πολλαὶ ἐναπέκειντο. ἦν δ’ οὗτος ἀνέκαθεν τοῦ

προύχοντος ἐν λόγοις κατοικητήριον, ὅν οἰκουμενικὸν ἐκάλουν

διδάσκαλον· ὅς καὶ δώδεκα εἶχεν ἑτέρους συνοικοῦντας αὐτῷ,

κἀκείνους τῆς λογικῆς παιδείας μετέχοντας κατὰ τὸ ἀκρότατον.

τούτοις καὶ σιτήσεις ἀνεῖντο δημόσιαι, καὶ παρ’ αὐτοῖς ἐφοίτων

οἷς ἔμελε λογικῆς παιδείας καὶ γνώσεως, οὕς καὶ ὁ βασιλεύων

συμβούλους ἐν τοῖς πρακτέοις πεποίητο. τούτους οὖν εἰ ἕλοι

καὶ τῆς αὐτοῦ ποιήσαιτο γνώμης, ἔκρινε τὸ πᾶν κατεργάσασθαι.

καὶ τοὺς ἄνδρας μεταστειλάμενος τὴν περὶ τῶν σεβαστῶν εἰκό-

νων γνώμην αὐτοῦ τὴν πονηρὰν αὐτοῖς ἐκοινώσατο. οἱ δὲ

οὐχ ὅσον οὐχ ὡμοδόξουν αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν μεταστῆσαι

τῆς γνώμης ταύτης ἐπεχείρουν ὁλοσχερῶς, πῇ μὲν καταψῶντες

τὸν θῆρα τὸν λεοντώνυμον καὶ κατεπᾴδοντες αὐτοῦ τὰ σωτήρια,

πῇ δὲ γενναιότερον ἀντιβαίνοντες καὶ διελέγχοντες τὴν ἀσέβειαν.

ὁ δὲ ὡσεὶ ἀσπὶς ἔβυε τὰ ὦτα καὶ φωνῆς ἐπαδόντων οὐκ

ἤκουεν οὐδ’ ἐφαρμακεύετο παρὰ τῶν σοφῶν. πολλάκις οὖν

αὐτοῖς προσῳμιληκὼς καὶ τὴν αὐτῶν μετάθεσιν ἀπογνούς, τοὺς

261 μὲν ἀφῆκεν εἰς τὴν σφετέραν πορευθῆναι διατριβήν, τὸν οἶκον

ἐκεῖνον δηλαδὴ τὸν βασίλειον, αὐτὸς δὲ κελεύσας εὔπρηστον

ὕλην συναχθῆναι πολλὴν καὶ πέριξ τοῦ οἴκου τεθεῖσαν ἀν-

2250 Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 795.18-796.6.

460
αφθῆναι νυκτός, οὕτω τόν τε οἶκον σὺν ταῖς βίβλοις καὶ τοὺς

σοφοὺς ἐκείνους ἄνδρας καὶ σεβασμίους κατέκαυσε».2251

Π.7. Γλύκας Μιχαήλ

522.6 «Δεῖγμα δὲ τῆς τοῦ Λέοντος κακοπραγίας πρὸς τοῖς ἄλλοις

καὶ τοῦτο. ἐγγὺς τοῦ τεμένους τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ σοφίας

οἶκος δεδόμητο λαμπρός, ἐν ᾧ βίβλοι τεθησαυρισμέναι ἦσαν,

τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ τρισμύριαι ἑξακισχίλιαι πρὸς ἄλλαις πεντακο-

σίαις, ἔχουσαι φύλακά τε καὶ προϊστάμενον ἄνδρα τίμιον καὶ

σοφὸν. ἦσαν δὲ καὶ ὑπ’αὐτὸν ἕτεροι ἄνδρες θαυμαστοί, ὡσεὶ

ιβ΄, ἀμισθὶ τοὺς θέλοντας ἐκπαιδεύοντες· τοσοῦτον δὲ τὴν

ἀρετὴν ἦσαν περιώνυμοι ὡς καὶ τοὺς βασιλεῖς μηδὲν τι πράτ-

τειν ἄνευ αὐτῶν. ὁ γοῦν κάκιστος κοινοῦται καὶ τούτοις τὰ

τῆς ἀθέου γνώμης αὑτοῦ, καὶ μὴ ἔχων καταπειθεῖς εὑρεῖν

αὐτοὺς ὕλην περισωρεύει εὐέξαπτον κύκλῳ τοῦ θείου ναοῦ,

καὶ πῦρ ὑφάπτει λιπαρόν, καὶ πάντα ὁμοῦ καταφλέγει,

τούς τε θείους ἐκείνους ἄνδρας καὶ σὺν αὐτοῖς τὰς βίβλους».2252

Π.8. Μανασσής Κωνσταντίνος

4191 «Τοῦ τεμενίσματος ἐγγὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας


οἶκος λαμπρὸς δεδόμητο τοῖς πάλαι βασιλεῦσι,

κῆπος ὄν εἴποι τις, ἁβρὸς βιβλιοφόρων δένδρων,

ἄλσος ἄγλαοφύτευτον παντοδαπῆς σοφίας·»

4195 βίβλοι γὰρ ἦσαν ἐν αὐτῷ προτεθησαυρισμέναι


εἰς τρισμυρίας φθάνουσαι πρὸς ἄλλαις τρισχιλίαις·

4196a εἰς τρισχιλίους φθάνουσα πρὸς ταῖς πεντακοσίαις.

τὸν τηλικοῦτον κῆπον δὲ καὶ τὸ τοσοῦτον ἄλσος

θεῖος ἀνὴρ πεπίστευτο, προέχων ἐν σοφίᾳ

καὶ πλέον πάντων ταῖς αὐγαῖς τῆς γνώσεως ἐκλάμπων,

2251 Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 259.17-261.5.


2252 Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Χρονικὴ, 522.6-18.

461
4200 ἄλλος, ἄν εἴποι τις, Ἀδὰμ ἔνθεος δενδροκόμος

τοῖς τῆς Ἐδὲμ ἐπεντρυφῶν καλλιβλαστήτοις δένδροις

καὶ φυτευμάτων γεωργὸς τῶν μὴ μαραινομένων.

τούτῳ συνῆσαν ἕτεροι καὶ συνδιῆγον ἄνδρες,

καθάπερ ὑποστράτηγοι γενναίῳ στρατηγέτῃ,

4205 ἀστέρες ἄντικρυς φαιδροὶ καὶ τῆς νυκτὸς δᾳδοῦχοι,

ἐπλήρουν δὲ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ζῳοφόρου κύκλου.

ἄμισθοι δ’ ἦσαν παιδευταὶ τοῖς ἐρασταῖς τοῦ λόγου·

ἀφῄρουν γὰρ τὸ κάλυμμα τῆς σκοτεινολογίας,

ὁπόση τῆς Ἑλληνικῆς τερθρείας καὶ σαπρίας

4210 ὁπόση τε τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱεροπρεπεστάτης,

αὐτὸς δ’ἐν πᾶσιν ἔστιλβε ἥλιος ὥσπερ γίγας.

Τοσοῦτον δ’ἦν τὸ περιὸν τῆς ἀρετῆς ἐκείνοις

ὡς μηδ’ αὐτοῖς τοῖς ἄναξι καινοτομεῖν ἐξεῖναι

ἤ πράττειν τι καινοπρεπὲς καὶ πέρα τοῦ συνήθους,

4215 ἄν μὴ μετέσχον τῆς βουλῆς κἀκεῖνοι καὶ τῆς γνώμης·

τοιούτους οὖν σεμνοπρεπεῖς ὄντας καὶ σεμνοβίους

καὶ χύσει πελαγίζοντας παντοδαπῶν χαρίτων

ἐντὸς ἀρκύων συλλαβεῖν ὁ βασιλεὺς ἐδίψα

καὶ σχεῖν κἀκείνους κοινωνοὺς τῆς λύσσης τῆς δυσθέου.

4220 ὡς δὲ κινήσας μηχανὰς ἁπάσας ἀπεκρούσθη

(οὐ γὰρ φοβῶν, οὐκ ἀπειλῶν ἴσχυσε τούτους πεῖσαι,

καὶ τῷ χρυσῷ χρησάμενος, συμμάχῳ δυσμαχήτῳ,

ἔγνω διώκων ἀετὸν ἤ βάλλων εἰς ἄστέρας),

τὸ τελευταῖον ἀπογνούς, ἀλλὰ γὰρ πῶς ἐξείπω;

4225 βουλὴν βουλεύεται σκαιάν, ἔκτοπον, ἀνοσίαν,

ἥν οὐδὲ Σκύθης ἄγριος, ἀλλ’οὐδὲ Μασσαγέτης·

ὕλης σωρεύει φορυτὸν κύκλῳ περὶ τὸν οἶκον,

ὕλην ξηρὰν, εὐέξαπτον, δᾳδῖτιν, φρυγανῖτιν,

καὶ πῦρ ὑφάπτει λιπαρὸν καὶ καταφλέγει πάντας

4230 τοὺς ἄνδρας, φεῦ, τοὺς ἱεροὺς καὶ σὺν αὐτοῖς τὰς βίβλους.

462
αἴ αἴ μισὸκαλος ψυχὴ! φεῦ γνώμη θηριώδης!

ἐκ τῶν ὀνύχων ὁ δεινὸς πάντως ἐγνώσθη Λέων.

ἦσαν ἐκεῖ τὰ κάλλιστα πάντων τῶν παιδευμάτων,

καὶ τόμος εἷς ἐξαίσιος ἐκ δράκοντος ἐντέρου,

4235 τὰς δέλτους τὰς Ὁμηρικὰς φέρων ἐγγεγραμμένας,

τὴν Ἰλιάδα τε φημι καὶ τὰ τῆς Ὀδυσσείας».2253

Π.9. Ιωάννης Σταυράκιος

«Οἶκος ἦν ἐν τῇ λε-

γομένῃ βασιλικῇ, ἡ δ᾿ ἔστιν ἐν τοῖς χαλκοπρατῶν, καὶ ὁ οἶκος, παράδεισος ἄλλος


160 Θεοῦ, παντοδαπαῖς κατάκομος χάρισι· παγκαρπία γὰρ ἁπασῶν τῶν γραφῶν καὶ βί-

βλων, τῷ οἴκῳ ἐντεθησαύριστο, ὁπόσαι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ἱερῶν, ὁπόσαι τῶν ἔξωθεν,

κοινὸν τῇ πόλει πρυτανεῖον, κοινὸν τοῖς βουλομένοις ἐντρύφημα. Ἀνὴρ ἐν τούτῳ

τὸν βίον ἀγγελικός, τὸν λόγον πτηνὸς καὶ μετάρσιος, φύλαξ ὁμοῦ καὶ παροχεὺς σο-

φίας ἀδάπανος τοῖς οἷς ἡ σπουδὴ πρὸς λόγους καὶ παιδείας πάσης ἀκρόασιν· καὶ
165 ἦν αὐτῷ ἡ κλῆσις τοῦ ἀξιώματος, διδάσκαλος οἰκουμενικός. Δύο καὶ δέκα τούτῳ

ὀπαδοὶ κατάμφω, κατά τε βίον καὶ λόγον, συνοικουροῦντες αὐτῷ, καὶ τοῦ μακαρίου

ἐκείνου χώρου καὶ αὐτοὶ εἰς κόρον παραπολαύοντες· καὶ ἦν αὐτοῖς οὐ μέτριον τὸ

αἰδέσιμον, οἷς τε τὸν βίον ἦσαν λαμπροὶ καὶ οἷς τὸν λόγον ἀκρότατοι. Τούτους ὁ τύ-
ραννος ὑπελθὼν ὡς τῆς αὐτῆς αὐτῷ κοινωνήσαιεν κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων μανί-

170 ας, ὡς ἄν, εἰ πρὸς τέλος αὐτῷ τὸ μεταπεῖσαι τοὺς τηλικούτους ἄνδρας· καὶ γένοιτο

ἐντεῦθεν τοὺς πάντας ῥᾳδίως σχοίη καὶ ἀπραγμόνως ταῖς τῆς εἰκονομαχίας ἄρκυσιν

ἐνζωγρήσειεν. Ἀλλ᾿ ἐκείνους γε, πύργον ἰσχύος εὐθὺς εὕρατο, καὶ τεῖχος στερέμνιον

ἀποκρουόμενον πόρρω τὴν αὐτοῦ προσβολήν. Τοίνυν καὶ τῶν θαυμαστῶν ἐκείνων ἀνδρῶν
συνηγμένων ὁμοῦ τῷ φυλακτηρίῳ τῶν βίβλων οἴκῳ, ὕλην κυκλόθεν ὁ μυσα-

175 ρὸς προστάττει βαλεῖν, καὶ ἀναφθῆναι τὸ τάχος καὶ πυρποληθῆναι τὸν οἶκον ἐκεῖνον

αὔτανδρον μετάγε τοῦ τοσούτου τῶν γραφῶν θησαυροῦ. Γέγονεν οὕτω νύκτωρ, καὶ

κύκλῳ πυρὰ ἐκκέκαυται ἑπταπλάσιος· καὶ οἱ μὲν ὡλοκαυτώθησαν τῷ Θεῷ, μάργαροι

δὲ παντοδαποῦς σοφίας λόγοι, οὓς τὰ τῶν βίβλων ἐθαλάμευον ἔλυτρα, ἀλλὰ καὶ

οὗτοι εἰς τέλος ἠνθράκωνται, καὶ εἰς τέφραν λελέπτυνται».2254

Π.10. Σκουταριώτης Θεόδωρος

123.1 «Ἐν δὲ τῇ βασιλικῇ μεγάλῃ κινστέρνῃ, τῇ παρὰ τοῦ με-

γάλου Ἰουστινιανοῦ πλησίον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς θεοῦ

2253 Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ, 228-230 (στίχοι 4191-4236).


2254 Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος Ἁγίας Θεοδοσίας, 89.158-179.

463
λόγου Σοφίας κτισθείσῃ, οἶκος ἦν βασιλικὸς μέγιστος καὶ πε-

ριφανής, ἐν ᾧ κατὰ διαδοχὴν προεκάθητό τις διδάσκαλος ἱε-

ρὸς, ὁ τῶν ἄλλων διαφορώτατος, ἔχων ὑφ’ ἑαυτὸν καὶ μαθη-

τὰς δώδεκα, γνώσει καὶ ἀρετῇ τῶν ἄλλων ἐξοχωτάτους· οὗ-

τοι πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην τάχει καὶ μεγέθει φύσεως με-

τερχόμενοι, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τὴν ἔκκλησιαστικὴν ἅπασαν

θεοσοφίαν, τοὺς μανθάνειν βουλομένους τὴν ὁποιανοῦν παιδείαν

ἐδίδασκον ἀμισθί· ὧν τῆς γνώμης χωρὶς οὐδὲ βασιλεῦσιν ἐξῆν

ποιεῖν τι, τοῖς γε συνετωτέροις. Τούτους ὁ παρανομώτατος

Λέων, πάσῃ μηχανῇ εἴσω τῆς ἑαυτοῦ κακοδοξίας σαγηνεῦσαι

μὴ ἐξισχύσας, τί ποιεῖ; αὐτῷ οἴκῳ καὶ ταῖς ἔν αὐτῷ ἀποτε-

θησαυρισμέναις ἱεραῖς βίβλοις τῆς θείας Γραφῆς, καὶ τῆς ἔξωθεν

[σοφίας] ἀωρὶ τῶν νυκτῶν τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους καὶ λογίους σύμ-

παντας ἄνδρας πυρὶ συγκατακαίει καὶ παντελεῖ ἀφανείᾳ πα-

ραδίδωσιν ὁ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἄξιος. Ἐκεῖ καὶ τοῦ δράκον-

τος ἔντερον ἦν, ὡς λέγεται, ἐν ᾧ καὶ τὰ βιβλία τῆς Ὁμήρου

ποιήσεως ἦσαν ἐγγεγραμμένα, ἡ Ἰλιάς τε καὶ ἡ Ὀδύσσεια».2255

Π.11. Εφραίμιος

1703 «μεθ’ ὧν σοφῶν σύστημα διπλῆς ἑξάδος

ἀνδρῶν λογάδων καὶ διδασκάλων λόγων

1705 σὺν σφῶν προέδρῳ, πρακτέων παραινέτῃ,

οἰκουμενικῷ τὴν τιμὴν διδασκάλῳ,

Χριστῷ παριστᾷ μάρτυρας πυριφλέκτους,

αὐτῷ δόμῳ φύλακι παντοίων βίβλων

συγκαταφλέξας σφᾶς ἀφειδῶς ἀθέως».2256

Π.12. Ακροπολίτης Κωνσταντίνος

127.133 «10. Πρὸς τῶν ἄνω βασιλέων, οἳ καὶ τὴν κλῆσιν ἠλήθευσαν ὡς ἐνὸν διὰ βίου συν-

έχοντές τε καὶ στηρίζοντες τὸ ὑπήκοον, καὶ τῇ φιλοκαλίᾳ τὴν ἀρχὴν κατεκόσμησαν,

2255 Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονικὴ, 123.1-19.


2256 Ἐφραίμιος, Χρονικὸν, 65 (στιχ. 1703-1709).

464
ἅπαν ὃ ταύτην εὐκλεεστέραν καθίστησι διὰ σπουδῆς αὔξειν ποιούμενοι, πρὸς οὖν τῶν

μεγαλουργῶν ἐκείνων ἀνδρῶν διδασκαλεῖα ἐν ταύτῃ δὴ τῇ μεγαλοπόλει δεδόμηται,

διῃρημένά πως καὶ συνῃμμένα τυγχάνοντα, διῃρημένα μὲν τοῖς οἰκήμασι, τῇ δ᾿ ἀλ-

ληλουχίᾳ καὶ τῷ κοινῷ περιβόλῳ, εἰς ἓν δήπουθεν συναγόμενα, ὡς ἕνα γε δοκεῖν

οἶκον τοῖς ἔξωθεν, ποικίλον καὶ πολυώφορον· καὶ διδάσκαλοι ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅσα δὴ
ταῦτα, δυοκαίδεκα δ᾿ ἦν, εἰσαεὶ καθιδρύοντο· καὶ ἐπὶ τούτων ὁ τῶν ὅλων κατὰ πᾶν

εἶδος παιδείας ὑπερφέρων, καὶ ταῖς ἐπιστήμαις ἐπισημότερος, ὃς καὶ οἰκουμενικὸς


διδάσκαλος ἤκουε· ταύτην γὰρ τὴν τιμὴν πρὸς τοῦ βασιλέως ἐλάμβανε, καὶ τὴν

ἐφορείαν μυσταγωγῶν ὁμοῦ καὶ μυστῶν, ἐπιτέτραπτο. Ἦν μὲν οὖν οὕτω τοῦτο
διενεργούμενον ἄνωθεν, καὶ ὁ λόγος ἔνθεν εἶχεν αὐξάνεσθαι, καὶ τὸ κατὰ φύσιν

ἀνθρώπῳ πρὸς τοῦ αὐτολόγου, πρὸς τῆς αὐτοσοφίας αὐτῆς ἐξ αὐτῆς τῆς γενέσεως
ἐγκατασπαρέν, καὶ ὃ δυνάμει πᾶσι κοινῶς ἔνεστι, πρὸς τὴν κατ᾿ ἐπιτηδειότητα διῄρε-

το κίνησιν, καὶ πολλοῖς εἰς ἐνέργειαν, εἰ καὶ μὴ πᾶσι, προήγετο, τῇ τε καλῶς διοικεῖν

εἰδυίᾳ φιλοσοφίᾳ καὶ πρὸς τὸ κρεῖττον τὰ καθ᾿ ἡμᾶς μεταφέρειν καὶ ὑψηλότερον,
καὶ βασιλεία πεπαιδαγώγητο, καὶ πολιτεία κατήρτιστο, καὶ τὸ δημῶδες καὶ ὡς ἐπίπαν
ἀστάθμητον, ὡς ἐνὸν ἐρρύθμιστο καὶ συνέσταλτο.

127.151 11. Ἦν μὲν οὖν ἐκ μακροῦ τοῦθ᾿ οὕτως ἔχον· κατ᾿ ἐκεῖνο δέ γε καιροῦ ἄνδρες

ἀριπρεπεῖς καὶ διάσημοι, τοὺς παρὰ τὰς σπουδὰς θρόνους ἐπὶ κόσμῳ σφῶν ἔλαχον καὶ

μᾶλλον ὁ τῶν ἄλλων πρωτεύων, καὶ τὴν τιμὴν ὕπατος· οὐ γὰρ δὴ τὰ ἐκτὸς οὗτοι καὶ

θύραθεν μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ ἔνδον καὶ θεῖα φιλοσοφεῖν ἤθελον. Ἀμέλει τοι καὶ θεῖα

ἤσκηντο δόγματα, καὶ παραδόσεις ἐκκλησιαστικὰς ἠκριβώκεσαν· εἴχοντό τε τούτων

καὶ περιείχοντο κἀπὶ ταύταις πάντας συντηρεῖν ἔργον πεποίηντο, ὅθεν καὶ διὰ τιμῆς
πάσης, διὰ πολλοῦ τε σεβάσματος εἶχον, σφᾶς ἅπαντες· οὗ δὴ καὶ βασιλεὺς εἵνεκα,
τούτους πρὸ πάντων ἄλλων, ὁμόφρονάς τε καὶ ὁμογνώμονας σχεῖν ἐπειράσατο·

ἐνόμισε γὰρ ὡς, εἴπερ ὁμοδόξους αὐτοὺς κτήσαιτο, ἕξει σχεδὸν πάντας ὁμόφρονας.

Ἀλλ᾿ οὐκ ἴσχυσεν οὐδένα σφῶν μεταστῆσαι, οὐ πρῶτον, οὐκ ἔσχατον, οὐ μέσον·

πᾶσι μὲν γὰρ ἐπὶ τῷδε τρόποις ἐχρήσατο, οὐδέν δ᾿ ὅ,τι καὶ ἤνυσε. Τὰ μὲν γὰρ πρῶτα

μετὰ πολλῆς ὅ,τι πραότητος, τὰ τῆς γνώμης ἐξήγγελλε, καί οἱ σύμφρονας σχεῖν

ἤθελεν· ὡς δ᾿ ἐλέγχοντας εἶδεν αὐτοῦ τὴν ἀπόνοιαν, καὶ μηδ᾿ ἄν, εἴ τι καὶ γένοιτο,

τὴν τῶν ἁγίων εἰκόνων διισχυριζομένους ἀθετῆσαι προσκύνησιν, πρὸς ἀπειλὰς καὶ

ὕβρεις ἐχώρησεν.

12. Ὡς δ᾿ οὐδὲ οὕτω μετέπειθε πάντων ἀπογνοὺς ἄλλων, ὅλος τῆς ἀπηνείας
ἑαυτοῦ γίνεται· ὅθεν καὶ χώραν δοὺς αὐτοῖς σκέψεως, πέμπει τοὺς αὐτοῖς οἰκήμασι

128.168 κατακαύσοντας. Καὶ οἳ τὴν ὥραν τηρήσαντες, ὅτε καὶ οἱ πρὸς τὸν κοινὸν ἁπάντων

δυνάστην ἀντιβαίνοντες ὕπνον, ἡττῶνται τούτου καὶ ἀνακλίνονται, ἄλλος ἄλλοθεν

περιελθόντες, πῦρ ὑπανάπτουσι, καὶ τὸ τῆς σοφίας ὡς ἀληθῶς ἐνδιαίτημα, τῇ φλογὶ

πανταχόθεν περιλαμβάνουσι, καὶ πᾶσαν τοῖς ἔνδον ἀποκλείουσιν ἔξοδον. Ἐν οὖν

πάνυ βραχεῖ τῷ παμφάγῳ πάντες πυρί, αὐταῖς βίβλοις, αὐταῖς οἰκίαις, κατανάλωνται.

465
Ὢ πάθους, ὢ ζημίας, ἣν ὑποσταίη μὲν τὸ δοκοῦν ἡ Κωνσταντίνου, ταῖς δ᾿ ἀληθείαις,

γένος ἅπαν Ῥωμαίων, καὶ οἱ τὴν σοφίαν ζητοῦντες ἀνέκαθεν Ἕλληνες, ὥσπου καὶ

ὁ θεῖος Παῦλος διεμαρτύρατο· οὐ γὰρ ὅτι γε τοιούτων ἀνδρῶν ἐστέρηται, ἀλλὰ καὶ

σοφῶν ἀνδρῶν συγγραμμάτων πλείστων τὲ καὶ καλλίστων συναπεστέρηται. Ἀλλὰ

τοῦτο μέν, ὡς ἔφθην, εἰπὼν ἕν τι τῶν τοῦ βασιλέως καθ᾿ ἡμῶν ἔργον, ἕν τι τῶν τότε
δεινῶν καὶ τῆς μελλούσης, ὡς εἰπεῖν, κακίας προοίμιον· τὰ λοιπά δ᾿ εἰ βούλοιτό τις

μαθεῖν, τῇ περὶ αὐτῶν ἱστορίᾳ περιτυχέτω».2257

2257 Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Θεοδοσίαν, 127.133-128.179.

466
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ-ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ

ΑΑ Archäologischer Anzeiger
ActaAArtHist Acta ad Archaeologiam et Artium Historiam Pertinentia
ΑΔ Ἀρχαιολογικὸν Δελτίον
ΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη
AEMO Archaeologisch-Epigraphische Mitteilungen aus Österreich-
Ungarn
AHR The American Historical Review
AJA American Journal of Archaeology
AMIran Archäologische Mitteilungen aus Iran
AMY Ayasofya Müzesi Yıllığı
Anadolu Anadolu (Anatolia)
AnBoll Analecta Bollandiana
ANRW Aufstieg und Niedergang der römischen Welt
Archaeologia Archaeologia or Miscellaneous Tracts relating to Antiquity.
Society of Antiquaries of London
Architectura Architectura. Zeitschrift fur Geschichte der Baukunst
ArtB Art Bulletin
AS Anatolian Studies. Journal of the British Institute of
Archaeology at Ankara
AST Araştırma Sonuçları Toplantısı
AT Antiquité Tardive
BAGB Bulletin de l’Association G. Budé
BAR British Archaeological Reports
BBBS Bulletin of British Byzantine Studies
BBI Bulletin of the Byzantine Institute of America
BCH Bulletin de Correspondance Hellénique
BÉFAR Bibliothèque des Écoles Françaises d’Athènes et de Rome
Bizantinistica Bizantinistica: Rivista di studi Bizantini e Slavi
BJ Bonner Jahrbücher
BMGS Byzantine and Modern Greek Studies
BNJ Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher
Boreas Boreas. Münstersche Beiträge zur Archäologie. Münster :
Archäologisches Seminar der Universität.
BSl Byzantinoslavica. Revue Internationale des Études
Byzantines
BSocNatAntFr Bulletin de la Société Nationale des Antiquaires de France
BT Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum
Teubneriana
BullAIEMA Bulletin d’information de l’Association internationale pour
l’étude de la mosaïque antique
Byzantion Byzantion. Revue internationale des études Byzantines
ByzF Byzantinische Forschungen
ByzSym Βυζαντινά Σύμμεικτα
BZ Byzantinische Zeitschrift
CA Classical Antiquity
CAH Cambridge Ancient History

467
CahArch Cahiers Archéologiques
CBal Cahiers Balkaniques
CÉFR Collection de l'École Française de Rome
CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae
CIEB Congrès International des Études Byzantines
CJ Classical Journal
CorsiRav Corsi di cultura sull’arte ravennate e bizantina
CPh Classical Philology
CQ The Classical Quarterly
CRAI Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions
et Belles – Lettres
CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae
ΔΧΑΕ Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας
DACL Cabrol F.-Leclercq H., Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et
de Liturgie, Παρίσι 1907-1953
DenkschrWien Österreichische Akademie der Wissenschaften in Wien,
Philosophisch-Historische Klasse, Denkschriften
DHGE Dictionnaire d’ Histoire et de Géographie Ecclésiastiques
DOP Dumbarton Oaks Papers
ΕAΑ Enciclopedia Dell’Arte Antica Classica e Orientale
ΕΕΒΣ Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν
Ἑλληνικὰ Ἑλληνικὰ. Φιλολογικὸν, Ἱστορικὸν καὶ Λαογραφικὸν
Περιοδικὸν Σύγγραμμα.
ÉΟ Échos d’ Orient
Erytheia Erytheia. Revista de Estudios Byzantinos y Neogriegos
FMR The Magazine of Franco Maria Ricci Preview Issue
Forsch. u. Fortschr. Forschungen und Fortschritte
GCS Griechischen Christlichen Schriftsteller der ersten
Jahrhunderte
GRBS Greek, Roman and Byzantine Studies
Habis Habis. Filología clásica, historia antigua, arqueología clásica.
Universidad de Sevilla
Hellenica Hellenica. Recueil d'épigraphie, de numismatique et
d'antiquités grecques.
Hesperia Hesperia. The Journal of the American School of Classical
Studies at Athens
Historia Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte
HSPh Harvard Studies in Classical Philology
ΗΤhR Harvard Theological Review
IAMY Istanbul Arkeoloji Müzeleri Yilliği
IAY Istanbul Araştirmalari Yilliği
ICS Illinois Classical Studies
IG Inscriptiones Graecae
IstForsch Istanbuler Forschungen
IstMitt Istanbuler Mitteilungen
JBL Journal of Biblical Literature
JDAI Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts
JECS Journal of Early Christian Studies
JHC Journal of the History of Collections
JHS Journal of Hellenic Studies
JLA Journal of Late Antiquity

468
JMedHist Journal of Medieval History
JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik. Wien
JÖBG Jahrbuch des Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft
JRA Journal of Roman Archaeology
JRS Journal of Roman Studies
JSAH Journal of the Society of Architectural Historians
JWI Journal of the Warburg and Courtauld Institutes
ΚΕΦΣ Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς
Σύλλογος
KNAW Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen
MDAI Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts.
MGH AAnt Monumenta Germaniae Historica, Auctorum
Antiquissimorum
Milion Milion. Studi e ricerche d’arte bizantina
Monatsb. K. Preus. A. Berlin Monatsberichte der Königlichen Preussiche Akademie der
Wissenschaften zu Berlin
Le Muséon Le Muséon. Revue des Études Orientales
Νέα Ῥώμη Νέα Ῥώμη. Rivista di Ricerche Bizantinistiche
NE Νέος Ἑλληνομνήμων
NZ Numismatische Zeitschrift
OC Oriens christianus. Hefte für die Kunde des christlichen
Orients
OCA Orientalia Christiana Analecta
OCP Orientalia Christiana Periodica
ODB The Oxford Dictionary of Byzantium, Kazhdan A.P. (επιμ.), Ι-
ΙΙΙ, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 1991
OGIS Orientis Graeci Inscriptiones Selectae
ÖJH Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Institutes
in Wien.
PAPhS Proceedings of the American Philosophical Society
PG Migne J.-P., Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca,
Παρίσι 1857-1866
PMR Conference Patristic, Medieval, and Renaissance Conference. Villanova
University
P&P Past and Present
RA Revue Archéologique
RbK Reallexikon zur byzantinischen Kunst
RBPh Revue Βelge de Philologie et d’Histoire
RE Pauly-Wissowa, Realencyclopädie der classischen Altertum-
swissenschaft, Στουτγάρδη 1897-.
REA Revue des Études Anciennes
REArm Revue des Études Arméniennes
RÉB Revue des Études Byzantines
RÉG Revue des Études Grecques
RHist Revue Historique
RHR Revue de l’Histoire des Religions
RIA Rivista dell'Istituto Nazionale d'Archeologia e Storia
dell'Arte
RMS Reading Medieval Studies
SC Sources Chretiennes
StBiz Studi Bizantini e Neoellenici

469
TAPhA Transactions of the American Philological Association
TM Travaux et Mémoires du Centre de Recherche d’Histoire et
Civilisation de Byzance
TTOK-Bell Bulletin officiel du Touring et Automobile Club de Turquie
TürkArkDerg Türk Arkeoloji Dergisi
VV Vizantijskij Vremennik
ZAC Zeitschrift für Antikes Christentum
ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik
ZRVI Zbornik Radova Vizantološkog Instituta

2. ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ἀγαθίας, Ἱστοριῶν τόμοι Ε΄ Agathiae Myrinaei historiarum libri quinque, έκδ. Keydell R.,
CFHB 2, Series Berolinensis, Βερολίνο 1967.
Αἴλιος Ἀριστείδης, Λόγοι Aelii Aristidis Smyrnaei quae supersunt omnia, έκδ. Keil B., II,
Βερολίνο 1958.
Ακροπολίτης Κωνσταντίνος, «Τοῦ σοφωτάτου μεγάλου Λογοθέτου Κωνσταντί-νου τοῦ
Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Ἀκροπολίτου λόγος εἰς τὴν ἁγίαν ὁσιομάρτυρα
Θεοδοσίαν Θεοδοσίαν», έκδ. Kotzabassi S., Das hagiographische Dossier
der heiligen Theodosia von Konstantinopel, Byzantinisches
Archiv 21, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2009, 123-140.
Ανωνύμου, Ἐκκλησιαστικὴ Anonyme Kirchengeschichte (Gelasius Cyzicenus, CPG 6034),
Ἱστορία έκδ. Hansen G.C., GSC N.F. 9, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2002.
Βίος Ἁγίου Γερμανοῦ Lamza L., Patriarch Germanos I. von Konstantinopel (715-730),
Πατριάρχου Das östliche Christentum, NF 27, Βoύρζμπουργκ 1975.
Βίος Ἁγίου Ταρασίου Efthymiadis S., The Life of the Patriarch Tarasios by Ignatios the
Πατριάρχου Deacon, BHG 1698, Birmingham Byzantine and Ottoman
monographs 4, Ashgate 1998.
Βραχέα Χρονικά Die byzantinischen Kleinchroniken, έκδ. Schreiner P., CFHB
12.1, Series Vindobonensis, Βιέννη 1975, 37-45.
Basilicorum libri LX Basilicorum libri LX. Series A, Volumen VII. Textus librorum
LIII-LIX, έκδ. Scheltema H. J., Van der Wal N., Γκρόνινγκεν
1974.
Γεώργιος Μοναχός, Georgii monachi Chronicon, έκδ. C. de Boor, ΙΙ, ΒΤ, Λειψία
Χρονικόν σύντομον 1904 (ανατύπωση Wirth P., Στουτγκάρδη 1978).
Γλύκας Μιχαήλ, Βίβλος Michaelis Glycae Annales, έκδ. Bekker I., CSHB, Βόννη 1836.
Χρονική
Codex Justinianus Corpus Juris Civilis, II, Codex Justinianus, έκδ. Krueger P.,
Βερολίνο 1892.
Codex Theodosianus Theodosiani Libri XVI cum Constitutionibus Sirmondianis, II,
έκδ. Mommsen T., Βερολίνο 1905.
Γρηγόριος Θεολόγος, Grégoire de Nazianze, Discours 42-43, «Εἰς τὸν μέγαν
Ἐπιτάφιος Μεγάλου Βασίλειον ἐπιτάφιος», έκδ. Bernardi J., SC 384, Παρίσι 1992,
Βασιλείου 116-307.
Διονύσιος, Ἀνάπλους Dionysii Byzantii, Anaplus Bospori, έκδ. Güngerich R.,
Βοσπόρου Βερολίνο 1927.
Δούκας, Τουρκοβυζαντινὴ Ducas, Istoria Turco-Bizantinӑ (1341-1462), έκδ. Grecu V.,
Ἱστορία Scriptores Byzantini 1, Βουκουρέστι 1958.
Digesta Corpus Juris Civilis, I, Digesta, έκδ. Mommsen Th., Βερολίνο
1889.

470
Dittenberger, OGIS, Dittenberger W. (έκδ.), OGIS, Supplementum Sylloges
Supplementum Inscriptionum Graecarum, II, Λειψία 1905.
Ἐκλογαὶ ἀπὸ τῆς Ἐκλογαὶ ἀπὸ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας Θεοδώρου
Ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριᾶς Ἀναγνωστοῦ ἀπὸ φωνῆς Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ
Θεοδώρου Ἀναγνωστοῦ Ξανθοπούλου. Anecdota Graeca e codd. Manuscriptis
Bibliothecae Regiae Parisiensis, έκδ. Cramer J.A., II, Οξφόρδη
1839 (ανατύπ. Hildesheim 1967), 87-114.
Ἐπαρχικὸν βιβλίον Das Eparchenbuch Leons des Weisen, έκδ. Koder J., CFHB 33,
Series Vindobonensis, Βιέννη 1991.
Εὐνάπιος, Βίοι Σοφιστῶν Eunapii Vitae sophistarum, έκδ. Giangrande J., Ρώμη 1956.
Εὐσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου Eusebius' Werke I.1. Über das Leben des Kaisers Konstantin, έκδ.
Winkelmann F., GCS, Βερολίνο 1975.
Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Eusebius, Die Kirchengeschichte, έκδ. Winkelmann F., GCS
Ἱστορία N.F. 6, Βερολίνο 1999.
Εὐσέβιος, Eusebius' Werke I. Über das Leben Constantins, Constantins
Τριακονταετηρικὸς Rede and die heilige Versammlung, Tricennatsrede an Constantin,
έκδ. Heikel Ι.Α., GCS 7, Leipzig 1902, 195-259.
Ευτρόπιος, Breviarium Eutropi Breviarium ab urbe condita cum versionibus Graecis,
έκδ. Landolf P.-Droysen Η., MGH, AAnt II, Βερολίνο 1879.
Ἐφραίμ, Χρονικόν Ephraem Aenii, Historia Chronica, έκδ. Lampsides Od., CFHB
27, Series Atheniensis, Αθήνα 1990.
Ζέπος, Jus graecoromanum Jus graecoromanum. Νεαραὶ καὶ Χρυσόβουλλα τῶν μετὰ
τὸν Ἰουστινιανὸν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, Ζέπος Ι.-
Ζέπος Π. (επιμ.), I, Αθήνα 1931.
Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum libri XVIII, έκδ. Büttner-
Wobst Th., III, CSHB, Βόννη 1897.
Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα Zosimi, Historia Nova, έκδ. Mendelssohn L., Λειψία 1887
(ανατύπ. Hildesheim 1963).
Grammatici Graeci Grammatici Graeci, III.2, Herodiani Technici reliquiae, έκδ.
Lentz A., Λειψία 1868 (ανατύπ. Hildesheim 1979).
Grammatici Latini Grammatici Latini, V, Artium Scriptores Minores, έκδ. Keil H.,
Λειψία 1868.
Ἠλίας, Προλεγόμενα τῆς Elias, Porphyrii Isagogen et Aristotelis Categorias Commentaria
Φιλοσοφίας στο Commentaria in Aristotelem Graeca, έκδ. Busse A.,
XVIII.1, Βερολίνο 1900.
Ἡσύχιος, Πάτρια Scriptores originum constantinopolitanarum, Ι, έκδ. Preger Th.,
ΒΤ, Λειψία 1901, 1-18.
Θεμίστιος, Λόγοι Themistii Orationes quae supersunt, έκδ. Schenkl H. - Downey
G.-Norman A.F., Ι-ΙΙΙ, ΒΤ, Λειψία 1965-1974.
Θεόδωρος Ἀναγνώστης, Theodorus Anagnostes, Kirchengeschichte, έκδ. Hansen G. C.,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία GCS, NF 3, Βερολίνο 1995.
Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστικὴ Theodoret, Kirchengeschichte, έκδ. Parmentier L. – Hansen
Ἱστορία, G.C., GCS, NF 5, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2009.
Θεοφάνης, Χρονογραφία Theophanis Chronographia, Ι-ΙΙ, έκδ. C. de Boor, Λειψία 1883-
1885, (ανατύπ. Olms G., Hildesheim 1963).
Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Theophylacti Simocattae Historiae, έκδ. C. de Boor, Λειψία
Οἰκουμενικὴ Ἱστορία 1887 (ανατύπ. Wirth P., Στουτγκάρδη 1972).
Ἰμέριος, Λόγοι Himerii Declamationes et Orationes, έκδ. Colonna A., Ρώμη
1951.
Ἰουλιανὸς, Ἐπιστολαὶ L’ empereur Julien, Oeuvres complètes. Lettres et fragments, I.2,
έκδ. Bidez J., Παρίσι 1924.

471
Ἰουλιανὸς, Λόγοι L’ empereur Julien, Oeuvres complètes. Discours de Julien César,
I.1-ΙΙ.1-2, έκδ. Bidez J.-Rochefort G.-Lacombrade C., Παρίσι
1924-1964.
Itineraria Romana Itineraria Romana, I, έκδ. Cuntz O., Λειψία 1929.
Ἰωάννης Ἀντιοχεὺς Ioannis Antiocheni, fragmenta quae supersunt omnia, έκδ.
Mariev S., CFHB 47, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα
Υόρκη 2008.
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ ἀρχῶν Ioannis Lydi De Magistratibus Populi Romani, έκδ. Wünsch R.,
Λειψία 1903.
Ἰωάννης Λυδὸς, Περὶ μηνῶν Ioannis Laurentii Lydi Liber de Mensibus, έκδ. Wünsch R.,
CSHB, Λειψία 1898.
Ἰωάννης Μαλάλας, Ioannis Malalae Chronographia, έκδ. Thurn I., CFHB 35, Series
Χρονογραφία Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2000.
Ἰωάννης Σταυράκιος, Βίος «Βίος καὶ μαρτύριον τῆς ἁγίας καὶ πανενδόξου
Ἁγίας Θεοδοσίας ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας τοῦ χαρτοφύλακος
Θεσσαλονίκης Σταυρακίου», έκδ. Kotzabassi S., Das
hagiographische Dossier der heiligen Theodosia von
Konstantinopel, Byzantinisches Archiv 21, Βερολίνο-Νέα
Υόρκη 2009, 84-98.
Κεδρηνὸς, Σύνοψις Ἱστοριῶν Georgius Cedrenus, Compendium Historiarum, έκδ. Bekker I., Ι,
CSHB, Βόννη 1838.
Κριτόβουλος Ἴμβριος, Critobuli Imbriotae historiae, έκδ. Reinsch D. R., CFHB 22,
Ξυγγραφῆς Ἱστοριῶν Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1983.
Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν Κωδινός Γεώργιος, Τακτικόν περί τῶν ὀφφικίων τοῦ
παλατίου Kωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς
μεγάλης ἐκκλησίας, έκδ. J. Verpeaux, Pseudo-Kodinos: Traité
des Offices, Paris 1966.
Κωνστάντιος, Δημηγορία Δημηγορία Κωνσταντίου αὐτοκράτορος πρὸς τὴν
σύγκλητον ὑπὲρ Θεμιστίου, Themistii Orationes Quae
Supersunt, έκδ. Schenkl H. - Downey G. - Norman A. F., III,
BT, Λειψία 1974, 121-128.
Κωνσταντίνου, Λόγος τῷ Eusebius' Werke I. Über das Leben Constantins, Constantins
τῶν ἁγίων συλλόγῳ Rede and die heilige Versammlung, Tricennatsrede an Constantin,
έκδ. Heikel Ι.Α., GCS 7, Leipzig 1902, 151-192.
Λιβάνιος, Ἐπιστολαὶ Libanii Opera, XI, Epistolae 840-1544, έκδ. Förster R., Λειψία
1922.
Λιβάνιος, Λόγοι Libanii Opera, Ι-ΙV, έκδ. Förster R., Λειψία 1903-1908.
Lactantius, De Mortibus Lactantius, De Mortibus Persecutorum, έκδ. Creed J.L.,
Persecutorum Οξφόρδη 1984.
Μάλχος Φιλαδελφεύς Blockley R.C., The Fragmentary Classicising Historians of the
Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and
Malchus, I, Towbridge-Wiltshire 1981 & II, Λιβερπουλ 1983.
Μανασσής, Σύνοψις Χρονικὴ Constantini Manassis Breviarium Chronicum, έκδ. Lampsidis
Od., CFHB 36.1, Series Atheniensis, Αθήνα 1996.
Μανουήλ Χρυσολωράς, Έκδ. Billò C., «Manuele Crisolora, Confronto tra l'Antica e la
Σύγκρισις παλαιᾶς καὶ νέας Nuova Roma», Medioevo Greco, 0 (2000), 1-26.
Ῥώμης
Marcellinus Comes, Chronicon Marcellini V.C. Comitis Chronicon, έκδ. Mommsen T., MGH
AAnt 11, Chronica minora 2, Βερολίνο 1894, 37-108.
Μένανδρος Προτήκτωρ Blockley R. C., The History of Menander the Guardsman,
Λίβερπουλ 1985.

472
Μιχαήλ Χωνιάτης, Michaelis Choniatae Epistulae, έκδ. Kolovou F., CFHB 41,
Ἐπιστολαὶ Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2001.
Νικηφόρος Γρηγορὰς, Nicephori Gregorae, Byzantina Historia, έκδ. Schopen L.-
Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία Bekker Ι., CSΗB, Βόννη 1829-1855.
Νικηφόρος Ξανθόπουλος, Νικηφόρος Καλλίστου Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Ἱστορία, PG 146.
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, έκδ. van Dieten J.,
διήγησις, CFHB 11.1, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 1975.
Notitia Urbis Notitia dignitatum accedunt Notitia Urbis Constantinopolitanae
et Latercula Provinciarum, έκδ. Seeck O., Βερολίνο 1876
(ανατύπ. Frankfurt-Main 1962).
Novellae Justiniani Corpus Juris Civilis, III, Novellae Justiniani, έκδ. Schoell R. –
Kroll G., Βερολίνο 1895.
Origo Constantini Excerpta Valesiana, έκδ. Moreau J., Λειψία 1968.
Παιάνιος, Μετάφρασις Παιάνιος, Μετάφρασις τῆς Εὐτροπίου Ῥωμαϊκῆς Ἱστορίας,
Εὐτροπίου έκδ. Landolf P.-Droysen Η., MGH, AAnt II, Βερολίνο 1879.
Παλατινὴ Ἀνθολογία Anthologie Grecque, έκδ. Waltz P., Ι-ΧΙΙ, Παρίσι 1928-1970.
Παλλαδίου, Διάλογος περὶ Palladios, Dialogue sur la Vie de Jean Chrystostome, Ι, έκδ.
βίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Malingrey A.-M. & Leclercq Ph., SC 341, Παρίσι 1988.
Παραστάσεις Σύντομοι Scriptores originum constantinopolitanarum, έκδ. Preger Th., Ι,
Χρονικαὶ ΒΤ, Λειψία 1901, 19-73.
Πασχάλιον Χρονικόν Chronicon paschale, έκδ. Dindorf L., Ι, CSHB, Βόννη 1832.
Πάτρια Scriptores originum constantinopolitanarum, έκδ. Preger Th., ΙΙ,
Κωνσταντινουπόλεως ΒΤ, Λειψία 1907.
Περὶ Βασιλείου τάξεως Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae
Byzantinae libri duo, έκδ. Reiske J. J., CSHB, Βόννη 1829-1830.
Πλανούδειa Ἀνθολογία Anthologie Grecque. Anthologie de Planude, έκδ. Aubreton R. -
Buffière F., ΧΙΙΙ, Παρίσι 1980.
Προκόπιος, Ἀνέκδοτα Procopii Caesariensis opera omnia, III, Historia Arcana, έκδ.
Haury J. – Wirth G., Λειψία 1963.
Προκόπιος, Περὶ Κτισμάτων Procopii Caesariensis opera omnia, IV, De Αedificiis libri VI, έκδ.
Haury J. – Wirth G., Λειψία 1964.
Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν Procopii Caesariensis opera omnia, I-ΙΙ, De Bellis, έκδ. Haury J. –
Πολέμων Wirth G., Λειψία 1962.
Res Gestae Res Gestae Divi Augusti, έκδ. Bidez J., Παρίσι 2007.
Rhetores Graeci Rhetores Graeci, III, έκδ. Spengel L., Λειψία 1856.
Σκουταριώτης, Σύνοψις Σύνοψις Χρονική, έκδ. Σάθας Κ. Ν., Μεσαιωνική
Χρονικὴ Βιβλιοθήκη VII, Παρίσι-Βιέννη 1894.
Σοῦδα Suidae Lexikon I-V, έκδ. Adler A., Λειψία 1928-1938.
Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικὰ Stephani Byzantii Ethnica, εκδ. Billerbeck M., CFHB 43.1, τομ.
Ι: Α-Γ, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2006.
Συμεών Μάγιστρος, Symeonis Magistri et Logothetae Chronicon, έκδ. Wahlgren S.,
Χρονικόν CFHB 44.1, Series Berolinensis, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2006.
Σύνταγμα Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ
πανευφήμων ὰποστόλων καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ
τοπικῶν συνόδων καὶ τῶν κατά μέρος ἁγίων πατέρων, έκδ.
Ράλλης Γ.Α. - Ποτλής Μ., Α’-Στ’, Ἀθήνησιν 1852-1859.
Σωζομενὸς, Ἐκκλησιαστικὴ Sozomenus Kirchengeschichte, έκδ. Bidez J. - Hansen G. C.,
Ἱστορία GCS, NF 4, Βερολίνο 1995.
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Socrates Kirchengeschichte, έκδ. Hansen G. C., GCS, NF 1,
Ἱστορία Βερολίνο 1995.

473
Φιλοστόργιος, Philostorgius Kirchengeschichte, έκδ. Bidez J.-Winkelmann F.,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία GCS 21, Λειψία 1913.
Φώτιος, Βιβλιοθήκη Photius, Bibliothèque, έκδ. Henry R., I-VIII, Παρίσι 1959-1977.
Ψευδο-Σφραντζής Γεώργιος, Georgios Sphrantzes, Memorii 1401-1477, Ȋn anexǎ Pseudo-
Χρονικὸν Phrantzes: Macarie Melissenos, Cronica 1258-1481, έκδ. Grecu
V., Scriptores Byzantini V, Βουκουρέστι 1966, 150-591.

3. ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αδάμ-Βελένη, Αδάμ-Βελένη Π., «Θεσσαλονίκη: ιστορία και πολεοδομία»,


«Θεσσαλονίκη» Γραμμένος Δ.Β. (επιμ.), Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 2003, 121-176.
Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανὸς Ἀθανασιάδη Π., Ἰουλιανὸς. Μία βιογραφία, Ἀθήνα 2005.
Αθανασίου, «Βασιλική» Αθανασίου Φ., Μάλαμα Β., Μίζα Μ., Σαραντίδου Μ., «Η
βασιλική του Γαλεριανού συγκροτήματος», ΑΕΜΘ 12
(1998), 113‐126.
Αντωνιάδης, Ἔκφρασις Αντωνιάδης Ε.Μ., Ἔκφρασις τῆς Ἁγίας Σοφίας, Ι-ΙΙΙ,
Ἀθῆναι 1907-1909.
Alchermes-Evans-Thomas Alchermes J. D. - Evans H. C. - Thomas T. K. (εκδ.),
(εκδ.), ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΕΟΡΤΙΚΑ: Studies in Honour of Thomas F.
ΕΟΡΤΙΚΑ Mathews, Μάιντς 2009.
Alcock, Archaeologies of the Alcock S.E., Archaeologies of the Greek Past. Landscape,
Greek Past Monuments and Memories, Κέιμπριτζ 2002.
Alcock, Graecia Capta Alcock S.E., Graecia Capta. The Landscapes of Roman Greece,
Κέιμπριτζ 1993.
Alcock, «Reconfiguration of Alcock S.E., «The reconfiguration of memory in the eastern
memory» Roman empire» στο Alcock S.E. - D’ Altroy T.N. - Morrison
K.D. - Sinopoli C.M. (επιμ.), Empires: Perspectives from
Archaeology and History, Κέιμπριτζ 2001, 323-350.
Alföldi, Constantinische Alföldi M. R., Die Constantinische Goldprägung.
Goldprägung Untersuchungen zu ihrer Bedeutung für Kaiserpolitik und
Hofkunst, Μάιντς 1963.
Alföldi, Conversion Alföldi A., The Conversion of Constantine and Pagan Rome,
Mattingly H. (μτφρ.), Οξφόρδη 1948.
Alföldi, «Foundation of Alföldi A., «On the Foundation of Constantinople: a few
Constantinople» notes», JRS 37 (1947), 10-16.
Altinyildiz, «Architectural Altinyildiz N., «The Architectural Heritage of Istanbul and
Heritage» the Ideology of Preservation», στο Bozdoğan S.-Necipoğlu
N. (επιμ.), History and Ideology: Architectural Heritage of the
“Lands of Rum”, Muqarnas 24, Λέιντεν-Βοστώνη 2007, 281-
305.
Anadol, From Byzantium to Anadol Ç. (επιμ.), From Byzantium to Istanbul, 8000 years of a
Istanbul capital. Κατάλογος Έκθεσης, Sakip Sabanci Museum, 05.06-
04.09.2010, Κωνσταντινούπολη 2010.
Anderson, «Public Clocks» Anderson B., «Public Clocks in late antique and early
medieval Constantinople», JÖB 64 (2014), 23-32.
Ando, Matter of the Gods Ando C., The Matter of the Gods. Religion and the Roman
Empire, Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-Λονδίνο 2008
Ando, «Rome» Ando C., «Was Rome a Polis?», CA 18 (1999), 5-34.

474
Arce, «Imperial Funerals» Arce J., «Imperial Funerals in the Later Roman Empire:
Change and Continuity», στο Theuws F.-Nelson J.L. (επιμ.),
Rituals of Power. From Late Antiquity to the Early Middle
Ages, Λέιντεν-Βοστώνη-Κολωνία 2000, 115-129.
Asutay-Effenberger, Asutay-Effenberger N., «’’Muchrutas’’ der Seldschukische
«’’Muchrutas’’» Schaupavillon im Grossen Palast von Konstantinopel»,
Byzantion 74 (2004), 313-329.
Asutay-Effenberger & Asutay-Effenberger N.-Effenberger A., «Zur Kirche auf
Effenberger, «Chalke-Kirche» einem Kupferstich von Gugas Inciciyan und zum Standort
der Chalke-Kirche», BZ 97 (2004), 51-94.
Βεληγιάννη-Τερζή, Βεληγιάννη-Τερζή Χ., Οι Ελληνίδες Πόλεις και το Βασίλειο
Ελληνίδες Πόλεις των Οδρυσών από Αβδήρων Πόλεως μέχρι Ίστρου Ποταμού,
Αθήνα 2004.
Bagnall, «Library of Dreams» Bagnall R.S., «Alexandria: Library of Dreams», PAPhS 146
(2002), 348-362.
Baha Tanman-Vefa Baha Tanman M.-Vefa Çobanoğlu A., «Ottoman Architecture
Çobanoğlu, «Ottoman in Atmeydani and its Environs» στο Işin,
Architecture» Hippodrom/Atmeydanı, 32-70.
Ball, Rome in the East Ball W., Rome in the East. The transformation of an empire,
Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2000.
Balty, Curia Ordinis Balty J.C., Curia Ordinis: recherches d’architecture et d’urbanisme
antiques sur les curies provinciales du monde romain, Βρυξέλες
1994.
Banduri, Imperium orientale Banduri A., Imperium orientale: sive Antiquitates
Constantinopolitanae in quatuor partes distributae: quam ex variis
scriptorum graecorum operibus & praesertim ineditis adornate,
commentariis & geographicis, topographicis, aliisque quam
plurimis monumentorum ac nomismatum tabellis illustrantur &
ad intelligentiam cum sacrae tum profanae historiae apprime
conducunt, Παρίσι 1711.
Bardill, «Archaeologists» Bardill J., «Archaeologists and excavations in the
Hippodrome» στο Pitarakis, Hippodrom/Atmeydanı, 83-90.
Bardill, Brickstamps Bardill J., Brickstamps of Constantinople, Ι, Οξφόρδη 2004.
Bardill, Constantine Bardill J., Constantine Divine Emperor of the Christian Golden
Age, Κέιμπριτζ 2012.
Bardill, «Great Palace» Bardill J., «The Great Palace of the Byzantine Emperors and
the Walker Trust Excavations», JRA 12 (1999), 216-230.
Bardill, «Hippodrome» Bardill J., «The Architecture and Archaeology of the
Hippodrome in Constantinople» στο Pitarakis,
Hippodrom/Atmeydanı, 91-148.
Bardill, «Monuments» Bardill J., «The Monuments and Decoration of the
Hippodrome in Constantinople» στο Pitarakis,
Hippodrom/Atmeydanı, 149-184.
Bardill, «Palace of Lausus» Bardill J., «The Palace of Lausus and Nearby Monuments in
Constantinople: A Topographical Study», AJA 101 (1997), 67-
95.
Bardill, «Visualizing the Bardill J., «Visualizing the Great Palace of the Byzantine
Great Palace» Emperors at Constantinople. Archaeology, Text and
Topograhy», στο Bauer, Visualisierungen, 5-45.
Bardill-Hayes, «Excavations» Bardill J.-Hayes J.W., «Excavations beneath the Peristyle
Mosaic in the Great Palace of the Byzantine Emperors: The

475
Pottery from Site D, 1936», CahArch 50 (2002), 27-40.
Barnes, Constantine Barnes T.D., Constantine: Dynasty, Religion and Power in the
Later Roman Empire, Τσίτσεστερ 2011.
Barnes, New Empire Barnes T.D., The New Empire of Diocletian and Constantine,
Κέιμπριτζ Μασ.-Λονδίνο 1982.
Barsanti, Bisanzio e l’Occidente Barsanti C. et als (επιμ.), Bisanzio e l’Occidente: arte,
archeologia, storia. Studi in onore di Fernarda de’Maffei. Ρώμη
1996.
Barsanti, «Bisanzio romana» Barsanti C., «Note archeologiche su Bisanzio romana»,
Million 2 (1990), 11-50.
Barsanti, «Constantinopoli» Barsanti C., «Constantinopoli: Testimonianze archeologiche
di età Constantiniana», Bonamente G.-Fusco F. (επιμ.),
Constantino il Grande dall’ antichità all’ umanesimo, Colloquio
sul Cristianesimo nel mondo antico (Ματσεράτα, 18-
20.12.1990), Ι, Ματσεράτα 1992, 115-150.
Başgelen-Johnson, Istanbul Başgelen N. – Johnson B. (επιμ.), Myth to Modernity, I,
Istanbul Selected Themes, Arkeoloji ve Sanat, annual suppl.,
Κωνσταντινούπολη 2002.
Bassett, «Ancient Statuary» Bassett S., «Ancient Statuary in Fourth-Century
Constantinople: Subject, Style and Function», στο Bauer
F.A.-Witschel C. (επιμ.), Statuen in der Spätantike,
Βισμπάντεν 2007.
Bassett, «Antiquities» Bassett G. S., «The Antiquities in the Hippodrome in
Constantinople», DOP 45 (1991), 87-96.
Bassett, «Historiae Custos» Bassett Guberti S., «Historiae Custos: Sculpture and
Tradition in the Baths of Zeuxippos», AJA 100 (1996), 491-
506.
Bassett, «Lausos Collection» Bassett Guberti S., «’’Excellent Offerings’’: The Lausos
Collection in Constantinople», ArtB 82 (2000), 6-25.
Bassett, Urban Image Bassett S., The Urban Image of Late Antique Constantinople,
Κέιμπριτζ 2004.
Bauer, Stadt Bauer F. A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike.
Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den
spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos, Μάιντς
1996.
Bauer, «Urban Space» Bauer F.A., «Urban Space and Ritual: Constantinople in Late
Antiquity», στο Brandt J. R.-Steen O. (επιμ.), Imperial Art as
Christian Art-Christian Art as Imperial Art, Acta ad
Archaeologiam et atrium historiam pertinentia 15, Ρώμη 2001,
27-62.
Bauer, Visualisierungen Bauer F. A. (επιμ.), Visualisierungen von Herrschaft:
Frühmittelalterliche Residenzen - Gestalt und Zeremoniell,
Internationales Kolloquium (Κωνσταντινούπολη 3-
4.06.2004), Byzas 5, Κωνσταντινούπολη 2006.
Baynes, «Eusebius and the Baynes N.H., «Eusebius and the Christian Empire», στο
Christian Empire» Baynes N.H., Byzantine Studies and Other Essays,
Πανεπιστήμιο του Λονδίνου 1955, κεφ. ΙΧ.
Beaulieu, «De l’Esagil au Beaulieu P.-A., «De l’Esagil au Mouseion: l’organisation de la
Mouseion» recherche scientifique au IVe siècle avant J.-C.», στο Briant
P.- Joannès F. (επιμ.), La transition entre l’empire achéménide et
les royaumes hellénistiques (vers 350-300 av. J.-C.), Actes du

476
colloque organisé au College de France (Παρίσι, 22-
23.11.2004), Παρίσι 2006, 17-36.
Beck, Studien Beck H.-G. (επιμ.), Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels,
Miscellanea Byzantina Monacensia 14 (1973).
Becker, Eunapios Becker M., Eunapios aus Sardes. Biographien über Philosophen
und Sophisten. Einleitung, Übersetzung, Kommentar,
Στουτγκάρδη 2013.
Berger, «Altstadt von Berger A., «Die Altstadt von Byzanz in der
Byzanz» vorjustinianischen Zeit», Varia 2, Ποικίλα Βυζαντινά 6,
Βόννη 1987, 9-30.
Berger, «Byzantine Court» Berger A., «The Byzantine Court as a Physical Space», στο
Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 3-12.
Berger, Κωνσταντινούπολη Berger A., Konstantinopel. Geschichte, Topographie, Religion,
ελλην. μτφρ.: Κωνσταντινούπολη. Ιστορία, Τοπογραφία,
Θρησκεία. Τσατσούλης Χρ. (μτφρ.), Αθήνα 2013.
Berger, «Langa Bostani» Berger Α., «Der Langa Bostani in Istanbul», IstMitt 43 (1993),
467-77.
Berger, Patria Berger A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos,
Ποικίλα Βυζαντινά 8, Βόννη 1988.
Berger, «Regionen und Berger A., «Regionen und Strassen in Frühen
Strassen» Konstantinopel», IstMitt 47 (1997), 349-414.
Berger, «Senate» Berger A., «Die Senate von Konstantinopel», Boreas 18 (1995),
131-142.
Berger, «Streets and Public Berger A., «Streets and Public Spaces in Constantinople»,
Spaces» DOP 54 (2000), 161-172.
Bidwell, «Constantius and Bidwell P., «Constantius and Constantine at York» στο
Constantine» Constantine the Great, York’s Roman Emperor, Hartley E. et als
(επιμ.), Κατάλογος Έκθεσης. Υόρκη 2006, 31-40.
Birley, Septimius Severus Birley A. R., Septimius Severus, The African Emperor, Λονδίνο
1999.
Blanck, Το βιβλίο Blanck H., Das Buch in der Antike, ελλην. μεταφρ.: Το βιβλίο
στην Αρχαιότητα, Γεωργοβασίλης Δ. Γ.-Pfreimter M.
(μτφρ.), Αθήνα 2008.
Boatwright, Hadrian and the Boatwright M. T., Hadrian and the Cities of the Roman Empire,
cities Νέο Τζέρσεϋ 2000.
Bolognesi, «Gran Palazzo» Bolognesi E., «Il Gran Palazzo», Bizantinistica 2 (2000), 197-
242.
Bolognesi Recchi- Bolognesi Recchi-Franceschini E., «The Great Palace of
Franceschini, «Great Palace» Constantinople. An introduction to the main areas of
activity, ground levels and phases of development», στο
Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Neue Forschungen, 9-16.
Bowden-Gutteridge- Bowden W. - Gutteridge A. - Machado C. (εκδ.), Social and
Machado, Social and Political Political Life in Late Antiquity, Late Antique Archaeology 3.1,
Life Λέιντεν-Βοστώνη 2006.
Boyancé, Culte des Muses Boyancé P., Le Culte des Muses chez les philosophes Grecs.
Études d’ histoire et de psychologie religieuses. BÉFAR αρ. 141,
Παρίσι 1937.
Bréhier «Byzantion» Bréhier L., λήμμα «Byzantion», DHGE 10 (1938), 1501-1511.
Bréhier, «Constantin» Bréhier L., «Constantin et la fondation de Constantinople»,
RH 119, II, (1915), 241-272.
Bréhier, «Εnseignement Bréhier L., «Notes sur l’histoire de l’enseignement supérieur

477
supérieur» Ι à Constantinople», Byzantion 3 (1926), 73-94.
Bréhier, «Εnseignement Bréhier L., «Notes sur l’histoire de l’enseignement supérieur
supérieur» ΙΙ à Constantinople», Byzantion 4 (1927-1928), 13-28.
Bréhier, «L’enseignement» Bréhier L., «L’enseignement» στο La civilisation Byzantine: le
monde Byzantin, Παρίσι 1950, 456-470.
Brett - Macaulay - Stevenson, Brett G. - Macaulay W. J. - Stevenson R. B. K., The Great
Great Palace Palace of the Byzantine Emperors, being a First Report on the
excavations carried out in Istanbul on behalf of the Walker Trust
(The University of St Andrews) 1935-1938, Οξφόρδη-Λονδίνο
1947.
Brown, Imperial Cities Brown T.J., Emperors and Imperial Cities, AD 284-423,
Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης 2000.
Bruun, Constantine Bruun P. M., Constantine and Licinius A.D. 313-337, in
Sutherland C.H.V.-Garson R.A.G. (επιμ.), The Roman Imperial
Coinage, VII, Λονδίνο 1966.
Bühl, Constantinopolis und Bühl G., Constantinopolis und Roma. Stadtpersonifikationen der
Roma Spätantike, Ζυρίχη 1995.
Burrell, Neokoroi Burrell B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors,
Λέιντεν-Βοστώνη 2004.
Byrd, «Pierre Gilles» Byrd K.M., «Pierre Gilles and the topography of
Constantinople» στο Başgelen-Johnson, Istanbul,1-15.
Byrd, Pierre Gilles’ Byrd K.M., Pierre Gilles’ Constantinople. A modern English
Constantinople Translation with Commentary, Νέα Υόρκη 2008.
Byrd, Pierre Gilles’ Topography Byrd K.M., Pierre Gilles’ Topography of Constantinople and its
antiquities. A new Translation with Commentary. Διδ. Διατριβή,
Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Νιού Τζέρσεϋ 2002.
Γιαννικουρή, Η αγορά στη Γιαννικουρή Α. (επιμ.), Η αγορά στη Μεσόγειο από τους
Μεσόγειο Ομηρικούς έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους, Διεθνές
επιστημονικό συνέδριο (Κως,14-17 Απριλίου 2011), Αθήνα
2011.
Γκουτζιουκώστας, Απονομή Γκουτζιουκώστας Α.Ε., Η απονομή δικαιοσύνης στο
δικαιοσύνης Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες). Τα κοσμικά δικαιοδοτικά
όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, Βυζαντινά
Κείμενα και Μελέται 37, Θεσσαλονίκη 2004.
Cameron, «Empress and the Cameron Al., «The Empress and the Poet: Paganism and
Poet» Politics at the Court of Theodosius II» στο Winkler J. J.,
Williams G. (εκδ.), Later Greek Literature, Yale Classical Studies
27 (1982), 217-289.
Cameron, Greek Anthology Cameron Al., The Greek Anthology from Meleager to Planudes,
Οξφόρδη 1993.
Cameron, «Theodorus» Cameron, Al. «Theodorus τριcέπαρχοc», GRBS 17 (1976),
269-286.
Cameron, Ύστερη Ρωμαϊκή Cameron Av., The Later Roman Empire, ελλην. μτφρ.: Η
αυτοκρατορία ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Κράλλη Ι. (μτφρ.), Αθήνα
2000.
Cameron, Procopius Cameron Av. Procopius and the Sixth Century, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 1985 [επανεκτ. 2005].
Cameron-Hall, Eusebius Cameron Av.-Hall S.G. (μετφρ.-σχολ.), Eusebius, Life of
Constantine, Οξφόρδη 1999.
Cameron-Herrin, Parastaseis Constantinople in The Early Eighth Century: The Parastaseis
Syntomoi Chronikai. Introduction, Translation and Commentary.

478
Cameron, Av. – Herrin, J. (έκδ.), Columbia Studies in the
Classical Tradition 10, Λέιντεν 1984.
Camp, Αρχαία Αγορά Camp J. M., The Athenian Agora, ελλην. μτφρ.: Η αρχαία
Αγορά της Αθήνας, Κλεώπα Μ. (μτφρ.), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005.
Camp, «Philosophical Camp J. M., «The Philosophical Schools of Roman Athens»
Schools» στο Walker-Cameron, Greek Renaissance, 50-55.
Carile, Vision of the Palace Carile M.C., The Vision of the Palace of the Byzantine Emperors
as a Heavenly Jerusalem, Studi e Ricerche di Archeologia e
Storia dell’ Arte 12, Σπολέτο 2012.
Cassanelli, Byzance Cassanelli R. et als, Byzance, Constantinople, Istanbul, Παρίσι-
Μιλάνο 2008.
Casson, Βιβλιοθήκες Casson L., Libraries in the Ancient World, ελλην. μτφρ.: Οι
βιβλιοθήκες στον αρχαίο κόσμο, Α. Φιλιπποπούλου (μτφρ.),
ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
Casson, Preliminary Report Casson S. et als., Preliminary Report upon the Excavations
Carried out in the Hippodrome of Constantinople in 1927 on
Behalf of the British Academy, Λονδίνο 1928.
Casson-Talbot Rice, Second Casson S. - Talbot Rice D., Second Report upon the Excavations
Report Carried out in and near the Hippodrome of Constantinople in 1928
on Behalf of the British Academy, Λονδίνο 1929.
Cavalier-Descat- des Courtils, Cavalier L.-Descat R.- des Courtils J. (επιμ.), Basiliques et
Basiliques et Agoras Agoras de Grèce et d’Asie Mineure, Ausonius Éditions,
Mémoires 27, Μπορντώ 2012.
Cavallo, «Places of Public Cavallo G., «Places of Public Reading in Late Antiquity», στο
Reading» Derda -Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 151-
156.
Çelik, Remaking of Istanbul Çelik Z., The Remaking of Istanbul. Portrait of an Ottoman
City in the Nineteenth Century, Μπέρκλεϊ-Λος Άντζελες-
Λονδίνο 1986.
Cerasi, «Divanyolu» Cerasi M., «The Urban and Architectural Evolution of the
Istanbul Divanyolu: Urban Aesthetics and Ideology in
Ottoman Town Building», Muqarnas 22 (2005), 189-232.
Chastagnol, Histoire Auguste Chastagnol Α. (μτφρ., σχολ.), Histoire Auguste, Παρίσι 1994.
Chesnut,«The Ruler and the Chesnut, G.F. «The Ruler and the Logos in Neopythagorean,
Logos» Middle Platonic, and Late Stoic Political Philosophy» ANRW
II.16 (1978), 1310-1332.
Claridge, Rome Claridge A., Rome. Oxford Archaeological Guides, Οξφόρδη
2010.
Coarelli, Rome and Environs Coarelli F., Rome and Environs, An Archaeological Guide,
University of California Press 2007.
Coleman, «Entertaining Coleman K., «Entertaining Rome», στο Coulston-Dodge,
Rome» Ancient Rome, 210-258.
Collinet, École de droit Collinet P., Histoire de l’École de droit de Beyrouth, Παρίσι
1925.
Constantinides, Higher Constantinides C.N., Higher Education in Byzantium in the
Education Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204-ca. 1310),
Λευκωσία 1982.
Coqueugniot, Archives et Coqueugniot G., Archives et bibliothèques dans le monde grec.
bibliothèques Édifices et organization, Ve siècle avant notre ère-IIe siècle de notre
ère, BAR Διεθν. Σειρ. αρ. 2536, 2013.
Corcoran, «Before Corcoran S. «Before Constantine» στο Lenski N. (επιμ.), The

479
Constantine» Cambridge Companion to the Age of Constantine, Νέα Υόρκη
2006, 35-58.
Cornell, «Rome in the Middle Cornell T.J., «The City of Rome in the Middle Republic (c.
Republic» 400-100 BC)», στο Coulston-Dodge, Ancient Rome, 42-60.
Coulston-Dodge, Ancient Coulston J.-Dodge H. (επιμ.), Ancient Rome: the Archaeology of
Rome the Eternal City, Oxford University School of Archaeology
Monograph 54, Οξφόρδη 2000.
Coulton, Greek Stoa Coulton J. J., The Architectural Development of the Greek Stoa,
Οξφόρδη 1976.
Cribiore, School of Libanius Cribiore R., The School of Libanius in Late Antique Antioch, Νέο
Τζέρσεϋ-Οξφόρδη 2007.
Cribiore, «Spaces for Cribiore R., «Spaces for Teaching in Late Antiquity», στο
Teaching» Derda -Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 143-
150.
Croke, «Reinventing Croke B., «Reinventing Constantinople: Theodosius I’s
Constantinople» imprint on the imperial city», στο McGill S., Sogno C., Watts
E. (επιμ.), From the Tetrarchs to the Theodosians. Later Roman
History and Culture, 284-450 CE. Yale Classical Studies αρ. 34,
Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη 2010, 241-264.
Crow, «Infrastructure» Crow J., «The infrastructure of a great city: earth, walls and
water in late antique Constantinople», στο Lavan L.-Zanini
E.-Sarantis E. (επιμ.), Technology in Transition A.D. 300-650,
Late Antique Archaeology 4 (2006), Λέιντεν-Βοστώνη 2007,
251-285.
Crow-Bardill-Bayliss, Water Crow J.-Bardill J.-Bayliss R., The water supply of Byzantine
supply Constantinople, Λονδίνο 2008.
Ćurčić, Architecture in the Ćurčić S., Architecture in the Balkans from Diocletian to
Balkans Süleyman the Magnificent (ca. 300-ca. 1550), Λονδίνο 2008.
Ćurčić, «Late-antique Ćurčić S., «Late-antique palaces: the meaning of urban
palaces» context», Ars Orientalis 23 (1993), 67-90.
Cutler, «De Signis» Cutler A., «The De Signis of Niketas Choniates: A
Reappraisal», AJA 72 (1968), 113-118.
Δοντάς, Πριήνη Δοντάς Ν.Α., Πριήνη, Αθήνα 2000.
Δρακούλης, Δρακούλης Π. Δ., «Χαρτογραφικές Πληροφορίες,
«Χαρτογραφικές Σχεδιαστικοί Συμβολισμοί και Δίκτυα Επικοινωνίας στην
Πληροφορίες» Ύστερη Αρχαιότητα: Η Tabula Peutingeriana και τα
Itineraria Picta» στο Ρωσικόπουλος Δ. - Σαββαΐδης Π.
(επιμ.), Η εξέλιξη των οργάνων, των μεθόδων και των
συστημάτων μετρήσεων των επιστημών της αποτύπωσης
στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 2005, 81-106.
Dagron, Γέννηση μιάς Dagron G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses
πρωτεύουσας institutions de 330 à 451, ελλην. μτφρ.: H γέννηση μιάς
πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από
το 330 ως το 451. Λουκάκη Μ. (μτφρ.), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.
Dagron, Constantinople Dagron G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des
imaginaire Patria. Bibliothèque Byzantine, αρ. 8., Παρίσι 1984.
Dagron, Emperor and Priest Dagron G., Emperor and Priest: The Imperial Office in
Byzantium, Κέιμπριτζ 2003.
Dagron, L’hippodrome de Dagron G., L’hippodrome de Constantinople. Jeux, peuple et
Constantinople politique, Παρίσι 2011.
Dagron, «Témoignage de Dagron G., «L’Empire romain d’Orient au IVe siècle et les

480
Thémistios» traditions politiques de l’Hellénisme: le témoignage de
Thémistios», TM 3 (1968), 1-242.
Daim-Drauschke, Byzanz Daim F.-Drauschke J. (επιμ.), Byzanz - Das Römerreich im
Mittelalter, Monographien des Römisch-Germanischen
Zentralmuseum 84, 2.1, Μάιντς 2010.
Dale Launderville, Dale Launderville, O.S.B., A Comparative Study of Kingship in
Comparative Study of Kingship Biblical Israel, Homeric Greece, and Mesopotamia of the Old
Babylonian Period, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο
Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής, Ουάσινγκτον Π.Κ.
1986.
Dalgiç, «Floor Mosaics» Dalgiç Ö., «The Corpus of Floor Mosaics from Istanbul» στο
Daim F.- Drauschke J. (επιμ.), Byzanz: Das Römerreich im
Mittelalter, 2.1, Schauplätze, Μάιντς 2010, 127-133.
Dalgiç, «Pre-Constantinian Dalgiç Ö., «Pre-Constantinian Mosaics from Istanbul» στο
Mosaics» Alchermes -Evans-Thomas (εκδ.), ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΕΟΡΤΙΚΑ,
124-130.
Dally - Ratté, Cities of Asia Dally O. - Ratté C. (επιμ.), Archaeology and the Cities of Asia
Minor Minor in Late Antiquity, Kelsey Museum Publication 6, Ανν
Άρμπορ Μίσιγκαν 2011.
Dana, «Byzance Dana M., «Byzance Hellénistique et Impériale: un centre
Hellénistique» culturel avant Constantinople?», στο Tsetskhladze, The
Bosporus, 29-38.
Dark, «Houses, streets and Dark K. R., «Houses, streets and shops in Byzantine
shops» Constantinople from the fifth to the twelfth centuries»,
JMedHist 30 (2004), 83-107.
Dark-Kostenec, «Hagia Dark K.-Kostenec J., «A new archaeological study of Hagia
Sophia» Sophia, Istanbul», στο Iliev I. (επιμ.) Proceedings of the 22nd
International Congress of Byzantine Studies, (Σόφια 22-
27.08.2011), Ι. Plenary Papers, Σόφια 2011, 213-237.
Dark-Özgümüş, Dark K.-Özgümüş F., Constantinople. Archaeology of a
Constantinople Byzantine Megalopolis. Final Report of the Istanbul Rescue
Archaeology Project 1998-2004, Οξφόρδη 2013.
David, «Τribunal dans la David J.-M. «Le tribunal dans la basilique: évolution
basilique» fonctionnelle et symbolique de la République à l'Empire»
στο Architecture et société. De l'archaïsme grec à la fin de la
République. Actes du Colloque international organisé par le Centre
national de la recherche scientifique et l'École française de Rome
(Rome 2-4 décembre 1980). Publications de l'École française
de Rome 66. Ρώμη 1983, 219-241.
Davids, «Academic Davids A. J. M., «A Note on Academic Instruction in the
Instruction» Capitol of Constantinople», Studia Byzantina et Neohellenica
Neerlandica, Λέιντεν 1972, 234-240.
De Chaisemartin - Örgen, De Chaisemartin N. - Örgen E., Les documents sculptés de
Silahtarağa Silahtarağa, Παρίσι 1984.
De Grummond– Ridgway, De Grummond N.T. – Ridgway B.S., From Pergamon to
From Pergamon Sperlonga. Sculpture and Context, Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-
Λονδίνο 2000.
Delbrueck, Spätantike Delbrueck R., Spätantike Kaiserporträts von Contantinus
Kaiserporträts Magnus bis zum Ende des Westreichs, Βερολίνο-Λειψία 1933.
Delorme, Gymnasion Delorme J., Gymnasion, Étude sur les monuments consacrés à
l’éducation en Grèce (des origines à l’ empire romain). BÉFAR αρ.

481
196, Παρίσι 1960.
Denker, «Byzantine Great Denker A., «Excavations at the Byzantine Great Palace
Palace» (Palatium Magnum) in the Area of the Old Sultanahmet
Jail», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine Court, 13-
18.
Denker, Byzantine Palaces Denker A. et als (επιμ.), İstanbul’Daki Bizans
Saraylar/Byzantine Palaces in Istanbul, Κατάλογος Έκθεσης,
Istanbul Archaeological Museum (21.06.10-02.10.11),
Κωνσταντινούπολη 2011.
Denker-Yağci-Başak Akay, Denker A.-Yağci G.-Başak Akay A., «The Great Palace
«Great Palace» Excavation», στο Istanbul: 8000 years, 126-141.
Derda -Markiewicz- Derda T. - Markiewicz T. - Wipszycka E. (εκδ.), Alexandria:
Wipszycka, Alexandria: Auditoria of Kom El-Dikka and Late Antique Education, Journal of
Auditoria Juristic Papyrology, Supplement 8, Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας
2007.
Desmond, Philosopher-Kings Desmond W., Philosopher-Kings of Antiquity, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 2011.
Dethier - Mordtmann, Dethier P. A. - Mordtmann A. D., «Epigraphik von
«Epigraphik» Byzantion und Constantinopolis von dem ältesten Zeiten bis
zum Jahre Christi 1453», DenkschrWien 13 (1864), 1-94.
Dickenson, «The Agora as Dickenson C. P., «The Agora as Political Centre in the
Political Centre» Roman Period», στο Γιαννικουρή, Η αγορά στη Μεσόγειο,
47-60.
Dilsiz, Byzantine Heritage Dilsiz A., The Byzantine Heritage of Istanbul: Resource or
Burden? A Study on the Surviving Ecclesiastical Architecture of
the Historical Peninsula within the Framework of Perception,
Preservation and Research in the Turkish Republican Period.
Μεταπτυχιακή διατριβή (M.A.) υποβληθείσα στο
Πανεπιστήμιο Koç, Κωνσταντινούπολη 2006.
Dimitriadou, Lunette Mosaic Dimitriadou E., The Lunette Mosaic in the Southwest Vestibule
of Hagia Sophia at Constantinople. A Reconsideration,
Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο Courtauld Institute
of Art, Λονδίνο 2009.
Dirimtekin, «Augusteum» Dirimtekin F., «The Augusteum», AMY 8 (1969), 24-42.
Dirimtekin, «Les fouilles» Dirimtekin F., «Les fouilles faites en 1946-1947 et en 1958-
1960 entre Sainte-Sophie et Sainte-Irène à Istanbul», CahArch
13 (1962), 161-185.
Dirimtekin, «Un hypogée» Dirimtekin F., «Un hypogée dans le jardin dit ‘‘du Vizir’’ au
nord de Sainte Sophie», IAMY XXIII, 10 (1962), 109-115.
Downey, «Malalas» Downey G., «Malalas on the History of Antioch under
Severus and Caracalla», Transactions and Proceedings of the
American Philological Association 68 (1937), 141-156.
Downey, «Stoa and Basilike» Downey G., «The Architectural significance of the use of the
words Stoa and Basilike in Classical Literature», AJA 41
(1937), 194-211.
Du Cange, Constantinopolis Du Cange C., Constantinopolis Christiana seu Descriptio urbis
Christiana Constantinopolitanae qualis extitit sub Imperatoribus Christianis
ex variis scriptoribus contexta & adornata, libri quatuor, Παρίσι
1680.
Duyuran, «First Report» Duyuran R., «First Report on the Excavations on the Site of
the New Palace of Justice at Istanbul», ΙΑΜΥ 5 (1952), 22-38.

482
Duyuran, «Second Report» Duyuran R., «Second Report on the Excavations on the Site
of the New Palace of Justice at Istanbul», ΙΑΜΥ 6 (1953), 74-
80.
Dvornik, «Académie Dvornik F., «Photius et la réorganisation de l’Académie
Patriarcale» Patriarcale», AnBoll 68 (1950), 108-125.
Dvornik, Byzantine Political Dvornik F., Early Christian and Byzantine Political Philosophy:
Philosophy Origins and Background, I-II, Ουάσινγκτον Π.Κ. 1966.
Dyggve, Lindos III Dyggve Ε., Lindos. Fouilles de l’Acropole 1902-1914 et 1952. III,
Le Sanctuaire d’Athana Lindia et L’Architecture Lindienne, I,
Βερολίνο-Κοπεγχάγη 1960.
Ευαγγελίδης, Αγορά Ευαγγελίδης Β., Η Αγορά των πόλεων της Ελλάδας από τη
Ρωμαϊκή κατάκτηση ως τον 3ο αι. μ.Χ., Θεσσαλονίκη 2010.
Ebersolt, Grand Palais Ebersolt J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des
Cérémonies, Παρίσι 1910.
Ebersolt, Sanctuaires Ebersolt J., Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens
trésors des églises de Constantinople, Παρίσι 1921.
Ebersolt, Voyageurs du Levant Ebersolt J., Constantinople byzantine et les voyageurs du Levant,
Παρίσι 1918 [ανατυπ. Λονδίνο 1986].
Erskine, «Culture and Power» Erskine A., «Culture and Power in Ptolemaic Egypt: The
Museum and Library of Alexandria», Greece & Rome, 42
(1995), 38-48.
Evangelidis, «Architecture of Evangelidis V., «The Architecture of the Imperial Cult in the
the Imperial Cult» Agoras of the Greek cities», ΕΓΝΑΤΙΑ 12 (2008), 125-144.
Ewald-Noreňa, Emperor and Ewald B.C.-Noreňa C.F. (επιμ.), The Emperor and Rome. Space,
Rome Representation and Ritual. Yale Classical Studies 35, Κέιμπριτζ
– Νέα Υόρκη 2010.
Eyice, «“Arslanhane”» Eyice S., «Sur l’Archéologie de l’edifice dit “Arslanhane” et
de ses environs», IAMY XXIV, 11-12 (1964), 141-146.
Φειδάς, Εκκλησιαστική Φειδάς Β.Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α, Αθήνα 2002.
Ιστορία
Favro, «”Pater urbis”» Favro D., «”Pater urbis”: Augustus as City Father of Rome»,
JSAH 51 (1992), 61-84
Fears, «Cult of Juppiter» Fears J.R., «The Cult of Juppiter and Roman Imperial
Ideology», ANRW II.17.1 (1981), 3-141.
Fears, Princeps a Diis Electus Fears J.R., Princeps a Diis Electus: The Divine Election of the
Emperor as a Political Concept of Rome, Papers and
Monographs of the American Academy in Rome XXVI,
Ρώμη 1977.
Fears, «Theology of Victory» Fears J.R., «The Theology of Victory at Rome», ANRW,
II.17.2. (1981), 736-826.
Feissel, «Philadelphion» Feissel D., «Le Philadelphion de Constantinople: inscriptions
et écrits patriographiques», CRAI 147 (2003), 495-523.
Ferguson, Religions Ferguson J., The Religions of the Roman Empire, Λονδίνο 1970.
Firatli, «New Discoveries» Firatli N. «New Discoveries Concerning the First Settlement
of Ancient Istanbul - Byzantion», στο The Proceedings of the
Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara -
Izmir 1973, Ι, Άγκυρα 1978, 565-574.
Firatli, «Short Report» Firatli N., «Short Report on Finds and Archaeological
Activities outside the Museum», IAMY, XXIV, 11-12, 1964,
207-215.
Firatli, Stèles funéraires Firatli N., Les Stèles funéraires de Byzance Gréco-Romaine.

483
Bibliothèque Archéologique et Historique de l’Institut
Français d’Archéologie d’ Istanbul XV, Παρίσι 1964.
Firatli-Ergil, «Milion Firatli N. - Ergil T., «The “Milion” Sounding», IAMY 15-16
Sounding» (1969), 208-212.
Fowden, «Nicagoras» Fowden G., «Nicagoras of Athens and the Lateran Obelisk»,
JHS 107 (1987), 51-57.
Fraser, Ptolemaic Alexandria Fraser P. M., Ptolemaic Alexandria, I (κείμενο) & II
(σημειώσεις), Οξφόρδη 1972.
Frazer, «Maxentius’ Frazer A., «The iconography of the emperor Maxentius’
buildings» buildings in Via Appia», Art Bulletin 48 (1966), 385-392.
Fuchs, Höhern schulen Fuchs F., Die höhern schulen von Konstantinopel in Mittelalter,
Byzantinisches Archiv 8, Βερολίνο 1926. [ανατύπ.
Άμστερνταμ 1964].
Georgakas, «Constantinople» Georgakas D. J., «The names of Constantinople», TAPhA 78
(1947), 347-367.
Gibson, «Alexandrian Gibson C.A., «The Alexandrian Tychaion and the Date of
Tychaion» Ps.-Nicolaus Progymnasmata», CQ 59 (2009), 608-623.
Gilles, De Topographia Gilles P., De Topographia Constantinopoleos et De Illius
Constantinopoleos Antiquitatibus Libri Quatuor, Λυών 1561, στο Byrd, Pierre
Gilles’ Topography, 9-251.
Girgin, «Porte Monumentale» Girgin Ç., «La Porte Monumentale trouvée dans les fouilles
près de l’ancienne Prison de Sultanahmet», Anatolia Antiqua
16 (2008), 259-290.
Goria, Giustizia Goria F., «La giustizia nell’impero romano d’Oriente:
organizzazione giudiziaria», στο La giustizia nell’Alto
Medioevo (secoli V-VIII). Settimane di studio del Centro
Italiano di Studi sull’Alto Medioevo (7-13.04.1994), 42 (1995),
259-330.
Graindor, «Université Graindor P., «Le nom de l’université d’Athènes sous
d’Athènes» l’Empire», RBPh 17 (1938), 207-212.
Greatrex, «Dates» Greatrex G., «The Dates of Procopius’ Works», BMGS 18
(1994), 101-114.
Greatrex, «Nika Riot» Greatrex G., «The Nika Riot: A Reappraisal», JHS 117 (1997),
60-86.
Grélois, «Saint-Jean au Grélois J.-P., «Note sur la disparition de Saint-Jean au
Dihipppion» Dihipppion», RÉB 64-65 (2006-2007), 369-372.
Grig-Gavin, Two Romes Grig L.-Gavin K. (εκδ.), Two Romes. Rome and Constantinople
in Late Antiquity, Οξφόρδη 2012.
Gros, Architecture Romaine Ι Gros P., L’ architecture Romaine du début du IIIe siècle av. J.C. à
la fin du Haut Empire, 1. Les Monuments Publics, Παρίσι 1996.
Gros, Architecture Romaine ΙI Gros P., L’ architecture Romaine du début du IIIe siècle av. J.C. à
la fin du Haut Empire, 2. Maisons, palais, villas et tombeaux,
Παρίσι 2001.
Gros, «Basilica» Gros P., «Basilica», EAA 2 Suppl., Ρώμη 1994, 612-616.
Gros, «Forum» Gros P., «Les étapes de l' aménagement monumental du
forum: οbservations comparatives (Italie, Gaule
Narbonnaise, Tarraconaise)». La Città nell' Italia settentrionale
in étà romana. Morfologia, strutture e funzionamento dei centri
urbani delle Regiones X e XI. Atti del convegno di Trieste (13-
15/03/1987). Publications de l'École française de Rome 130. Ρώμη
1990, 29-68.

484
Gros, «Palais Hellénistique» Gros P., «Le Palais Hellénistique et l’architecture
Augustéenne: l’exemple du complexe du palatin», στο
Hoepfner-Brands, Basileia, 234-239.
Gruen, «Culture as Policy» Gruen E.S., «Culture as Policy: The Attalids of Pergamon»,
στο De Grummond– Ridgway, From Pergamon, 17-31.
Guilland, «Augoustéon» Guilland R., «L’ Augoustéon. Ὁ Αὐγουστέων», ΕΕΒΣ 18
(1948), 153-172 [ανατύπ. στο Guilland, Études topographiques,
ΙΙ, 40-54].
Guilland, «Basilique» Guilland R., «La Basilique, la Bibliothèque et l’ Octogone»,
Mélanges d’ Histoire Littéraire et de Bibliographie offerts à Jean
Bonnerot, Παρίσι 1954, 97-107. [ανατύπ. στο Guilland, Études
topographiques, ΙΙ, 3-13].
Guilland, Études Guilland R., Études topographiques de Constantinople byzantine,
topographiques I-ΙΙ, Βερολίνο-Άμστερνταμ 1969.
Guilland, «Milion» Guilland R., «Autour du Livre des Cérémonies», Ἑλληνικὰ
16 (1958/9), 77-94, κυρίως 91-94. [ανατύπ. στο Guilland,
Études topographiques, ΙΙ, 28-31].
Guilland, «Thermes de Guilland R., «Études sur la topographie de Byzance. Les
Zeuxippe» Thermes de Zeuxippe», JÖBG 15 (1966), 261-271.
Gyuzelev, West Pontic Coast Gyuzelev M., The West Pontic Coast, Between Emine Cape and
Byzantion During the First Millenium BC, Μπουργκάς 2008.
Haas, Alexandria Haas C., Alexandria in Late Antiquity. Topography and Social
Conflict, Βαλτιμόρη-Λονδίνο 1997.
Hammer, Constantinopolis Hammer J.V., Constantinopolis und der Bosporus, örtlich und
geschichtlich beschrieben, Ι-ΙΙ, Pesth 1822.
Hammond-Bartson, City in Hammond M.-Bartson L.J., The City in the Ancient World,
the Ancient World Κέιμπριτζ Μασσ. 1972.
Hanell, Megarische Studien Hanell K., Megarische Studien, inaugural dissertation, Λούντ
1934.
Hellenkemper-Salies, «Die Hellenkemper-Salies G., «Die Datierung der Mosaiken in
Datierung» Grossen Palast zu Konstantinopel», BJ 187 (1987), 273-308.
Heller-Roazen, «Tradition’s Heller-Roazen D., «Tradition’s Destruction: On the Library
Destruction» of Alexandria», October 100 (2002), 133-153.
Hellmann, Architecture Hellmann M.-C., L’Architecture Grecque, 3. Habitat, urbanisme
Grecque et fortifications, Παρίσι 2010.
Henck, «Constantius» Henck N., «Constantius ὁ Φιλοκτίστης», DOP 55 (2001), 279-
304
Herington, Athena Parthenos Herington C.J., Athena Parthenos and Athena Polias: A Study in
the Religion of Periclean Athens, Μάντσεστερ 1955, 52-67.
Hesseling, «Istambol» Hesseling D., «Istambol», RÉG 3 (1890), 189-196.
Heucke, Circus und Hippodrom Heucke C., Circus und Hippodrom als politischer Raum:
Untersuchungen zum grossen Hippodrom Konstantinopel und zu
entsprechenden Anlangen in spätantiken Kaiserresidenzen,
Ζυρίχη-Νέα Υόρκη 1994
Hoepfner, «Von Alexandria Hoepfner W., «Von Alexandria über Pergamon nach
über Pergamon» Nikopolis. Städtebau und Stadtbilder hellenistischer Zeit»,
στο Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassische
Archäologie (Βερολίνο 1988), Μάιντς 1990, 275-285.
Hoepfner-Brands, Basileia Hoepfner W.-Brands G. (επιμ.), Basileia. Die Paläste der
Hellenistichen Könige, Διεθνές Συνέδριο (Βερολίνο, 16-
20.12.1992). Μάιντς Ρήνου 1996.

485
Hoff, Roman Agora Hoff M., The Roman Agora of Athens, διδακτορική διατριβή
υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, 1988.
Hoffman, Hagia Sophia Hoffman, V. (επιμ.), Die Hagia Sophia in Istanbul, Akten des
Berner Kolloquiums (Βέρνη 21.10.1994), Neue Berner
Schriften zur Kunst 3, Βέρνη 1997.
Hölscher, Öffentliche Räume Hölscher T., Öffentliche Räume in frühen griechischen Städten,
Χαϊδελβέργη 1998.
Honoré, Law Honoré T., Law in the Crisis of Empire, 379-455 AD, Οξφόρδη
1998.
Humphrey, Roman Circuses Humphrey J.H., Roman Circuses. Arenas for Chariot Racing,
Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες 1986.
Isaac, Greek Settlements Isaac B., The Greek Settlements in Thrace until the Macedonian
Conquest, Studies of the Dutch Archaeological and Historical
Society X, Λέιντεν 1986.
Işin, «Atmeydanı» Işin E., «Atmeydani. The Problematic of a Cross-Cultural
Venue», στο Işin, Hippodrom/Atmeydanı, 10-16.
Işin, Hippodrom/Atmeydanı Işin E. (επιμ.), Hippodrom / Atmeydanı. İstanbul’un Tarih
Sahnesi-A Stage for Istanbul’s History, Κατάλογος Έκθεσης,
ΙI, Pera Museum Publication 39, Κωνσταντινούπολη 2010.
Istanbul: 8000 years Istanbul: 8000 years brought to daylight. Marmaray, Metro,
Sultanahmet excavations, Karamani-Pekin A. - Kangal S.
(επιμ.), Κωνσταντινού-πολη 2007.
Jacobs, Aesthetic maintenance Jacobs I., Aesthetic maintenance of civic space: the ‘classical’ city
from the 4th to the 7th c. AD, Orientalia Lovaniensia Analecta
193, Λέουβεν 2013.
Jacoby, «Latin Jacoby D., «Τhe Urban Evolution of Latin Constantinople
Constantinople» (1204-1261)», Necipoğlu N. (επιμ.), Byzantine Constantinople.
Monuments, Topography and Everyday Life. Λέιντεν 2001, 277-
294.
James, Constantine of Rhodes James L. (επιμ.), Constantine of Rhodes, On Constantinople and
the Church of the Holy Apostles, with a new edition of the Greek
text by Ioannis Vassis, Surrey-Burlington 2012.
Janin, Constantinople byzantine Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et
répertoire topographique, 2, Παρίσι 1964.
Janin, Églises Janin R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantin Ι. Le
Siège de Constantinople et le Patriarcat Œcuménique. III: Les
églises et les monastères, 2, Παρίσι 1969.
Janin, «La topographie» I Janin R., «La topographie de Constantinople byzantine.
Études et Découvertes (1918-1938)», ÉO 38 (1939), 118-150.
Janin, «La topographie» II Janin R., «La topographie de Constantinople byzantine.
Études et découvertes (1938-1950)», RÉB 8 (1951), 197-214.
Janin, «Palais patriarchal» Janin R., «Le palais patriarchal de Constantinople», RÉB 20
(1962), 131-155.
Jeffreys-Croke-Scott, Studies Jeffreys E.-Croke B.-Scott R. (επιμ.), Studies in John Malalas,
Σίδνεϋ 1990.
Jobst, «Palastmosaik» Jobst W., «Das Palastmosaik von Konstantinopel.
Chronologie und Ikonographie», στο Morlier, Mosaïque,
1083-1101.
Jobst-Kastler-Scheibelreiter, Jobst W.-Kastler R.-Scheibelreiter V. (επιμ.), Neue
Neue Forschungen Forschungen und Restaurierungen im byzantinischen Kaiserpalast
von Istanbul, Akten der Internationalen Fachtagung

486
(Κωνσταντινούπολη 6-8.11.1991), DenkschrWien 273,
Βιέννη 1999.
Jobst-Vetters, Jobst W. - Vetters H. (επιμ.), Mosaikenforschung im
Mosaikenforschung Kaiserpalast von Konstantinopel. Vorbericht über das Forschungs-
und Restaurierungsprojekt am Palastmosaik in den Jahren 1983-
1988, DenkschrWien 228, Βιέννη 1992.
Johnson, Mausoleum Johnson M.J., The Roman Imperial Mausoleum in Late Antiquity,
Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη 2009.
Jones, Cities Jones A.H.M., Cities of the Eastern Roman Provinces, Οξφόρδη
1971.
Jones, «Cities of Victory» Jones J.E., «Cities of Victory – Patterns and Parallels», in
Chrysos E. (ed), Nikopolis I, Proceedings of the 1st International
Symposium on Nicopolis (23-29.09.1984), Πρέβεζα 1987, 99-
108.
Jones, Greek city Jones A.H.M., The Greek city from Alexander to Justinian,
Οξφόρδη 1940.
Jones, LRE Jones A.H.M., The Later Roman Empire, 284-602. A social,
economic and administrative survey, Ι-ΙΙΙ, Οξφόρδη 1964.
Jones– Martindale– Morris, Jones A.H.M. – Martindale J.R. – Morris J., The Prosopography
Prosopography I of the Later Roman Empire, I, A.D. 260-395, Κέιμπριτζ 1971.
Jordan, Topographie Jordan H., Topographie der Stadt Rom im Altertum, II, Βερολίνο
1871.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ Ι (4ος-7ος αἰ.), τόμ. Α’, Ἀθήνα 1997.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ ΙΙ (8ος-10ος αἰ.), τόμ. Β’, Ἀθήνα 2002.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ ΙΙΙ (11ος-12ος αἰ.), τόμ. Γ’, Ἀθήνα 2009.
Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Καρπόζηλος Ἀ., Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι
Ἱστορικοὶ ΙV (13ος-15ος αἰ.), τόμ. Δ’, Ἀθήνα 2015.
Κραλίδης, Αυτοκρατορική Κραλίδης Α. Φ., Η αυτοκρατορική λατρεία στην περίοδο
λατρεία της Τετραρχίας (284-313 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 2010.
Κωνσταντινιάς Κωνσταντινιάς Παλαιὰ τε καὶ νεωτέρα: ἣτοι περιγραφὴ
Κωνσταντινουπόλεως ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τοῦ νῦν…
Συνταχθεῖσα παρά ἀνδρός φιλολόγου καὶ φιλαρχαιολόγου,
ἐν Κωνσταντινουπόλει 1844.
Kafadar, Ανάμεσα σε δύο Kafadar C., Between Two Worlds: The Construction of the
κόσμους Ottoman State, ελλην. μτφρ.: Ανάμεσα σε δύο κόσμους: Η
κατασκευή του Οθωμανικού κράτους, Αθήνα 2008.
Kafescioğlu, Constantinopolis/ Kafescioğlu Ç., Constantinopolis/Istanbul: Cultural Encounter,
Istanbul Imperial Vision, and the Construction of the Ottoman Capital,
University Park Pennsylvania 2009.
Kafescioğlu, Ottoman Capital Kafescioğlu Ç., The Ottoman Capital in the Making: The
Reconstruction of Constantinople in the Fifteenth Century,
Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Harvard, 1996.
Kaldellis, «Christodoros» Kaldellis A., «Christodoros on the Statues of the Zeuxippos
Baths: A New Reading of the Ekphrasis», GRBS 47 (2007),
361–383.
Kaldellis, «Hesychios» Kaldellis A., «The Works and Days of Hesychios the
Illoustrios of Miletos», GRBS 45 (2005), 381-403.
Kaldellis, «The Making of Kaldellis A., «The Making of Hagia Sophia and the Last

487
Hagia Sophia» Pagans of New Rome», JLA 6 (2013), 347-366.
Kaster, Guardians of Language Kaster R.A., Guardians of Language: The Grammarian and
Society in Late Antiquity, Μπέρκλεϋ 1988.
Kidonopoulos, Bauten Kidonopoulos V., Bauten in Konstantinopel 1204-1328. Verfall
und Zerstörung, Restaurierung, Umbau und Neubau von Profan-
und Sakralbauten, Βισμπάντεν 1994.
Kidonopoulos, «Urban Kidonopoulos V., «Τhe Urban Physiognomy of
Physiognomy» Constantinople from the Latin Conquest through the
Palaiologan Era», Parpulov G. R. (μεταφρ.) στο Brooks S. T.
(επιμ.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557). Perspectives
on Late Byzantine Art and Culture, The Metropolitan Museum
of Art Symposia, Νιού Χέιβεν-Λονδίνο 2006, 98-117.
Kiziltan-Baran Çelik, Kiziltan Z.-Baran Çelik G. (επιμ.), Stories from the hidden
Shipwrecks of Yenikapi Harbor: Shipwrecks of Yenikapi, Κατάλογος Έκθεσης Ιstanbul
Archaeological Museums, 2013, Κωνσταντινούπολη 2013.
Kleiss, «Chalkopratenkirche» Kleiss W., «Neue Befunde zur Chalkopratenkirche in
Istanbul», IstMitt 15 (1965), 149-167.
Kleiss, Plan von Istanbul Kleiss W., Topographisch-archäologischer Plan von Istanbul:
Verzeichnis der Denkmäler und Fundorte. Τυβίγγη 1965.
Kocabaş, Marmara-Metro Kocabaş U., (επιμ.), Istanbul Archaeological Museums,
Salvage excavations Proceedings of the 1st Symposium on Marmara-Metro Salvage
excavations (Κωνσταντινούπολη 5-6.05.2008),
Κωνσταντινούπολη 2010.
Kocabaş, «Yenikapı» Kocabaş U., «Theodosius Harbour and Yenikapı. Byzantine
Shipwrecks Excavation, İstanbul-Turkey», στο Karagianni F.
(επιμ.), Medieval Ports in North Aegean and the Black Sea. Links
to the Maritime Routes of the East, Πρακτικά Διεθνούς
Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη 04-06.12.2013), Θεσσαλονίκη
2013, 401-413.
Kocabaş, Yenikapi Shipwrecks Kocabaş U. (επιμ.), Yenikapi Shipwrecks, Ι, The “old ships” of
the “New Gate”, Κωνσταντινούπολη 2008.
Koester, Pergamon Koester H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods, Harvard
Theological Studies 46, Harvard 1998.
König-Bolognesi-Riemer, König M.-Bolognesi Recchi Franceschini E.-Riemer E. (επιμ.),
Palatia Palatia. Kaiserpaläste in Konstantinopel, Ravenna und Trier,
Κατάλογος Έκθεσης, Schriftenreihe des Rheinischen
Landesmuseums Trier 27, Τρεβήροι 2003.
Kostenec, «Magnaura» Kostenec J., «Studies on the Great Palace in Constantinople.
2. The Magnaura», Byzantinoslavica 60 (1999), 161-182.
Kostenec, «Palace of Kostenec J., «Studies on the Great Palace in Constantinople.
Constantine» 1. The Palace of Constantine the Great», BSl 59 (1998), 279-
296.
Kostenec, Walking thru Kostenec J., Walking thru Byzantium: Great Palace region (3D
Byzantium Modelling and Illustrations, Tayfun Oner A.),
Κωνσταντινούπολη 2007.
Kountoura-Galake, Kountoura-Galake E., «Legend and Reality: The Case of
«Oikoumenikos Didaskalos» Oikoumenikos Didaskalos in the Early Palaiologan Period»,
στο Stavrakos C.-Wassiliou A.-K.-Krikorian M. K. (επιμ.),
Hypermachos. Studien zu Byzantinistik, Armenologie und
Georgistik. Festschrift für Werner Seibt zum 65. Geburtstag,
Βισμπάντεν 2008, 173-186.

488
Krautheimer, «Die Krautheimer R., «Die Decanneacubita in Konstantinopel. Ein
Decanneacubita» kleiner Beitrag zur Frage Rom und Byzanz»,
στο Schumacher W.N. (επιμ.), Tortulae. Studien zu
altchristlichen und byzantinischen Monumenten, Φράιμπουργκ
1966, 195-199.
Krautheimer, Three Christian Krautheimer R., Three Christian Capitals, Topography and
Capitals Politics, Μπέρκλεϋ – Λος Άντζελες – Λονδίνο 1982.
Kuban, «Atmeydani» Kuban D., «Atmeydani» στο Işin, Hippodrom/Atmeydanı, 17-
31.
Kuban, Istanbul Kuban D., Istanbul: An Urban History. Byzantion,
Constantinopolis, Istanbul. Κωνσταντινούπολη 1996.
Kubat, «Morphological Kubat A.S., «The Morphological history of Istanbul», Urban
history» Morphology 3 (1999), 28-41.
Labarte, Palais imperial Labarte J., Le Palais impérial de Constantinople et ses abords,
Sainte-Sophie, le Forum Augustéon, et l’Hippodrome, tels qu’ils
existaient au dixième siècle, Παρίσι 1861.
Łajtar, Inschriften Łajtar A., Die Inschriften von Byzantion, Βόννη 2000.
La Rocca, «Fondazione» La Rocca E., «La fondazione di Constantinopoli», Bonamente
G. - Fusco F. (επιμ.), Constantino il Grande dall’ antichità all’
umanesimo: Colloquio sul Cristianesimo nel mondo antico,
Ματσεράτα (18-20.12. 1990), Ι, Ματσεράτα 1992, 553-584.
Laurence-Cleary-Sears, City Laurence R., Cleary S.E., Sears G. (επιμ.), The City in the
in Roman West Roman West c. 250 BC - c. AD 250, Κέιμπριτζ 2011.
Lauter, «Regia hellénistique» Lauter H., «Les éléments de la regia hellénistique» στο Lévy,
Le système palatial, 345-355.
Lavan, «Agorai» Lavan, L. A. «The agorai of Antioch and Constantinople as
seen by John Chrysostom» στο Drinkwater J. - Salway B.
(εκδ.), Wolf Liebeschuetz Reflected. Essays presented by
Colleagues, Friends & Pupils. University of London, Bulletin of
the Institute of Classical Studies suppl. 91, Λονδίνο 2007,
157-167.
Lavan, «Fora and Agorai» Lavan L., «Fora and Agorai in Mediterranean Cities during
the 4th and 5th c. A.D.» στο Bowden-Gutteridge-Machado,
Social and Political Life, 195-249.
Lavan, «Residual “Pagan” Lavan L., «Political Talismans? Residual “Pagan” Statues in
Statues» Late Antique Public Space» στο Lavan L.-Mulryan M. (εκδ.),
The Archaeology of Late Antique “Paganism”, Λέιντεν-
Βοστώνη 2011, 439-477.
Lemerle, Βυζαντινός Lemerle P., Le premier humanisme byzantin. Notes et remarques
Ουμανισμός sur enseignement et culture à Byzance des origines au Xe siècle,
ελλην. μτφρ.: Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός.
Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την
παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα. Μ.
Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου (μτφρ.), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.
Lemerle, «Inscriptions» Lemerle P., «Inscriptions Latines et Grecques de Philippes»,
BCH 59 (1935), 126-164.
Lenski, Age of Constantine Lenski N. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of
Constantine, Νέα Υόρκη 2006.
Lenski, «Constantine and the Lenski N., «Constantine and the Tyche of Constantinople»,
Tyche» στο Wienand J. (επιμ.), Contested Monarchy: Integrating the
Roman Empire in the Fourth Century AD, Οξφόρδη 2015,

489
330-352.
Lenski, «Reign of Lenski N., «The Reign of Constantine» στο Lenski, Age of
Constantine» Constantine, 59-90.
Lethaby-Swainson, Sancta Lethaby W.R. - Swainson H., The Church of Sancta Sophia,
Sophia Constantinople. A Study of Byzantine Building, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 1894.
Lévy, Le système palatial Lévy E. (επιμ.), Le système palatial en Orient, en Grèce et à
Rome, Actes du Colloque de Strasbourg, 19-22.06.1985.
Université des Sciences Humaines de Strasbourg, Travaux
du Centre de Recherche sur le Proche-Orient et la Grèce
Antiques, 9, Στρασβούργο 1987.
Liddell-Scott, Λεξικὸν Liddell H. G. – Scott R., Λεξικὸν τῆς Ἐλληνικῆς Γλώσσης,
τομ. 1-8, Αθήνα 2006.
Lidov, Hierotopy Lidov A. (επιμ.), Hierotopy of Light and Fire in the Culture of
the Byzantine World, Μόσχα 2013.
Μανάφης, Βιβλιοθῆκαι Μανάφης Κ. Α., Αἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Βιβλιοθῆκαι,
Αὐτοκρατορικαί καί Πατριαρχικαί καί περί τῶν ἐν αὐταῖς
χειρογράφων μέχρι τῆς ἁλώσεως (1453), Ἀθήνα 1972.
Μπρούσκαρη, Ακρόπολη Μπρούσκαρη Μ., Τα μνημεία της Ακρόπολης, Αθήνα 1996.
Maas, John Lydus Maas M., John Lydus and the Roman Past. Antiquarianism and
politics in the age of Justinian, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1992.
Macdonald, Urban Appraisal Macdonald W.L., The Architecture of the Roman Empire. Vol II,
An Urban Appraisal. Yale Publications in the History of Art,
35, Νιού Χέιβεν - Λονδίνο 1986.
Machado, «Building the Past» Machado C., «Building the Past: Monuments and Memory in
the Forum Romanum» στο Bowden W.-Gutteridge A.-
Machado C. (επιμ.), Social and Political Life in Late Antiquity,
Late Antique Archaeology 3.1, Λέιντεν - Βοστώνη 2006, 157-
192.
MacLeod, Library of MacLeod R. (επιμ.), The Library of Alexandria: Centre of
Alexandria Learning in the Ancient World, Λονδίνο 2000
MacMullen, «Roman Imperial MacMullen R., «Roman Imperial Building in the Provinces»,
Building» HSPh 64 (1959), 207-235.
Macready-Thompson, Roman Macready S.-Thompson F.H. (επιμ.), Roman Architecture in
Architecture the Greek World, The society of antiquaries of London,
Occasional Papers (new series) 10, Λονδίνο 1987.
Macrides, Travel Macrides R. (επιμ.), Travel in the Byzantine World, Papers
from the 34th Spring Symposium of Byzantine Studies
(Μπίρμινγχαμ, Απρίλιος 2000), Society for the Promotion of
Byzantine Studies Publications 10, Aldershot-Burlington
2002.
Macro, «Cities of Asia Minor» Macro A.D., «The Cities of Asia Minor under the Roman
Imperium», ANRW II.7.2 (1980), 658-697.
Madden, «Fires» Madden Th., «The Fires of the Fourth Crusade in
Constantinople, 1203-1204: A Damage Assessment», ΒΖ 84-
85 (1991-92), 72-93.
Madden, «Serpent Column» Madden Th. F., «The Serpent Column of Delphi in
Constantinople: Placement, Purposes, and Mutilations»,
BMGS 16 (1992), 111-145.
Magdalino, «Βath of Magdalino P., «The bath of Leo the Wise and the
Leo…Revisited» “Macedonian Renaissance” Revisited: Topography,

490
Iconography, Ceremonial, Ideology», DOP 42 (1988), 97-118.
Magdalino, «Byzantium= Magdalino P., «Byzantium=Constantinople», in James L.
Constantinople» (επιμ.), A Companion to Byzantium, Malden-Oxford 2010, 43-
54.
Magdalino, «Great Palace» Magdalino P., «Manuel Komnenos and the Great Palace»,
Essays presented to Sir Steven Runciman, BMGS 4 (1978), 101-
114 [ανατύπ. Magdalino, Tradition, κεφ. V].
Magdalino, «Maritime Magdalino P., «The Maritime Neighborhoods of
Neighborhoods» Constantinople: Commercial and Residential Functions,
Sixth to Twelfth Centuries», DOP 54 (2000), 209-226.
Magdalino, «Medieval Magdalino P., «Medieval Constantinople», στο Magdalino,
Constantinople» Studies, 1-111.
Magdalino, Studies Magdalino P. (επιμ.), Studies on the History and Topography of
Byzantine Constantinople, Variorum Collected Studies,
Aldershot 2007.
Maguire, Court Culture Maguire H. (επιμ.), Byzantine Court Culture from 829 to 1204,
Ουάσινγκτον Π.Κ. 1997.
Mainstone, Hagia Sophia Mainstone R.J., Hagia Sophia: Architecture, Structure and
Liturgy of Justinian’s Great Church, Λονδίνο 1988.
Majcherek, «Auditoria of Majcherek G., «The Auditoria of Kom El-Dikka: A Glimpse
Kom El-Dikka» of Late Antique Education in Alexandria» στο Proceedings of
the Twenty-Fifth International Congress of Papyrology (Ανν
Άρμπορ 2007), American Studies in Papyrology, Ανν
Άρμπορ 2010, 471-484.
Majcherek, «Late Roman Majcherek G., «The Late Roman Auditoria of Alexandria: An
Auditoria» Archaeological Overview», στο Derda-Markiewicz-
Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 11-49.
Majeska, Russian Travellers Majeska G.P., Russian Travellers to Constantinople in the
Fourteenth and Fifteenth Centuries, Ουάσινγκτον, Π.Κ. 1984.
Majeska, «The Emperor in Majeska G.P., «The Emperor in His Church: Imperial Ritual
His Church» in the Church of St. Sophia», στο Maguire, Court Culture, 1-
11.
Malmberg, «New Palace of Malmberg S., «The New Palace of Mehmed Fatih and its
Mehmed» Byzantine Legacy», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek,
Byzantine Court, 49-52.
Mamboury, «Fouilles Mamboury E., «Les Fouilles Byzantines à Istanbul et dans sa
Byzantines» I banlieue immédiate aux XIXe et XXe siècles», Byzantion 11
(1936), 229-283.
Mamboury, «Fouilles Mamboury E., «Les Fouilles Byzantines à Istanbul et dans sa
Byzantines» II banlieue immédiate en 1936-1937», Byzantion 13 (1938), 301-
310.
Mamboury, «Fouilles Mamboury E., «Les Fouilles Byzantines à Istanbul et ses
Byzantines» III environs et les trouvailles archéologiques faites au cours de
constructions ou de travaux officiels et privés depuis 1936»,
Byzantion 21 (1951), 425-459.
Mamboury, Istanbul Mamboury E., Istanbul touristique, Κωνσταντινούπολη 1951.
touristique
Mamboury, «Νouvel Mamboury Ε., «Un nouvel élément pour la topographie de
élément» l’antique Byzance», ΑΑ 49 (1934), 50-61.
Mamboury, «Topographie de Mamboury E., «Topographie de Sainte Sophie. Le sanctuaire
Sainte Sophie» et la Soléa, le Mitatorion, le Puits Sacré. Le Passage de St.

491
Nicolas etc.», στο Atti del V Congresso Internazionale di Studi
Bizantini, (Ρώμη 20-26.09.1936), ΙΙ, Ρώμη 1940, 197-209.
Mamboury-Wiegand, Mamboury E.-Wiegand T., Die Kaiserpaläste von
Kaiserpaläste Konstantinopel: zwischen dem Hippodrom und dem
Marmarameer, Βερολίνο 1934.
Mango, «Antique Statuary» Mango C., «Antique Statuary and the Byzantine Beholder»,
DOP 17 (1963), 55-75.
Mango, Βυζάντιο Mango C., Byzantium. The Empire of New Rome, Λονδίνο,
1980. Ελλην. μτφρ.: Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας
Ρώμης, Τσουγκαράκης Δ. (μτφρ.), Αθήνα 2010.
Mango, «Boukoleon» Mango C., «The Palace of the Boukoleon», CArch 45 (1997),
41-50.
Mango, Brazen House Mango C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the
Imperial Palace of Constantinople, Kopenhagen 1959.
Arkæologisk-kunsthistoriske Meddelelser edgivet af Det
Kongelige Danske Videnskabernes Selskab, 4.4.
Mango, Byzantium and its Mango C., Byzantium and its Image. History and Culture of the
Image Byzantine Empire and its Heritage, Λονδίνο 1984.
Mango, «Capital of the Mango C., «Constantinople: Capital of the Oecumene?»,
Oecumene?» Χρυσός Ε. (επιμ.), Το Βυζάντιο ως Οικουμένη (Byzantium
as Oecumene), Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Εθνικού
Ιδρύματος Ερευνών Αθήνα 2001, Διεθνές Συμπόσιο αρ. 16,
Αθήνα 2005, 319-324.
Mango, «Columns of Mango C., «The Columns of Justinian and his successors»,
Justinian» στο Mango, Studies, κεφ. X.
Mango, Développement urbain Mango C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe
siècles), TM, Monographies 2, Paris 1985 [επανέκδοση
Παρίσι 1990 και 2004].
Mango, «Diippion» Mango C., «Le Diippion. Étude historique et
topographique», RÉB 8 (1950), 152-161.
Mango, «Euripe» Mango C., «L’Euripe de l’hippodrome de Constantinople.
Essai d’identification», RÉB 7 (1949), 180-193.
Mango, «Fourteenth Region» Mango C., «The Fourteenth Region of Constantinople» στο
Mango, Studies, κεφ. VIII.
Mango, «Hippodrome» Mango C., «A History of the Hippodrome of
Constantinople», στο Pitarakis, Hippodrom/Atmeydani, 36-43.
Mango, «Le mystère de la Mango C., «Le mystère de la XIVe région de
XIVe région» Constantinople», Mélanges Gilbert Dagron, TM 14 (2002), 449-
455
Mango, «Palace of Marina» Mango C., «The Palace of Marina, the Poet Palladas and the
Bath of Leo VI», Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανόλη
Χατζηδάκη, Ι, ΑΔ δημοσιεύματα αρ. 46, Αθήνα 1991, 321-
330.
Mango, «Sévère» Mango C., «Sévère et Byzance», CRAI 147 (2003), 593-608.
Mango, Studies Mango C. (επιμ.), Studies on Constantinople, Variorum
Reprints, Aldershot 1993.
Mango, «Triumphal Way» Mango C., «The Triumphal Way of Constantinople and the
Golden Gate», DOP 54 (2000), 173-188.
Mango, «Water Supply» Mango C., «The Water Supply of Constantinople» στο
Mango-Dagron, Constantinople, 9-18.
Mango-Dagron, Mango C.-Dagron G. (επιμ.), Constantinople and its hinterland,

492
Constantinople Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine
Studies (Οξφόρδη, 2-6.04.1993), Aldershot 1995.
Mango-Scott, Theophanes The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near
Eastern History, AD 284-813. Translated with Introduction and
Commentary, Mango C.-Scott R., Οξφόρδη 1997.
Mango-Vickers-Francis, Mango C. - Vickers M. - Francis E., «The Palace of Lausus at
«Palace of Lausus» Constantinople and its Collection of Ancient Statues», JHC 4
(1992), 89-98.
Margutti, «Rea-Tyche» Margutti S., «Constantino e Rea-Tyche: per una
reinterpretazione di Zos. II, 31, 2-3», στο Bonamente G.-
Lenski N.-Testa R.L. (επιμ.), Constantino Prima e dopo
Constantino. Constantine before and after Constantine, Μπάρι
2012, 521-532.
Marinescu, Lysimachi Coinages Marinescu C.A., Making and Spending Money along the
Bosporus: The Lysimachi Coinages minted by Byzantium and
Chalcedon and their Socio-cultural Context, διδακτορική
διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια,
Νέα Υόρκη 1996.
Mark-Çakmak, Hagia Sophia Mark R. – Çakmak A.Ş. (επιμ.), Hagia Sophia from the Age of
Justinian to the Present, Κέιμπριτζ 1992.
Markopoulos, «De la Markopoulos A., «De la structure de l’école byzantine. Le
structure de l’école maître, les livres et le processus éducatif», στο Mondrain B.
byzantine» (επιμ.), Lire et écrire à Byzance, CNRS-Centre de Recherche
d’Histoire et Civilisation de Byzance Monographies 19,
Παρίσι 2006, 85-96.
Markopoulos, «‘’higher Markopoulos A., «In search for ‘’higher education’’ in
education’’» Byzantium», ZRVI 50 (2013), 29-44.
Markopoulos, «School in Markopoulos A., «The School in Byzantium: Structure and
Byzantium» Problems», στο Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Byzantine
Court, 189-193.
Μarkopoulos, «Sur les deux Μarkopoulos A., «Sur les deux versions de la chronographie
versions» de Symeon Logothèthe», BZ 76 (1983), 279-284.
Marlowe, «Liberator urbis Marlowe E., «Liberator urbis suae. Constantine and the
suae» Ghost of Maxentius», στο Ewald-Noreňa, Emperor and Rome,
199-219.
Marlowe, «The Arch of Marlowe E., «Framing the Sun: The Arch of Constantine and
Constantine» the Roman Cityscape», ArtB 88 (2006), 223-242.
Marrou, History of education Marrou H. I., A History of education in Antiquity, Lamb G.
(μτφρ.), Λονδίνο 1956.
Marrou, «Vie intellectuelle» Marrou H. I., «La vie intellectuelle au Forum de Trajan et au
Forum d’ Auguste», Mélanges d’Archéologie et d’Histoire 49
(1932), 93-110.
Martin, «Agora et forum» Martin R., «Agora et forum», Architecture et urbanisme.
Publications de l'École française de Rome αρ. 99. Ρώμη 1987,
155-185.
Martin, Agora grecque Martin R., Recherches sur l'agora grecque: études d'histoire et
d'architecture urbaines, BÉFAR αρ. 174, Παρίσι 1951.
Martin, Urbanisme Martin R., L’ urbanisme dans la Grèce antique, Παρίσι 1974.
Martindale, Prosopography ΙΙ Martindale J.R., The Prosopography of the Later Roman Empire,
II, A.D. 395-527, Κέιμπριτζ 1980.
Martindale, Prosopography ΙΙΙ Martindale J.R., The Prosopography of the Later Roman Empire,

493
III, A.D. 527-641, Κέιμπριτζ 1992.
Matern, Helios und Sol Matern P., Helios und Sol, Kulte und Ikonographie des
griechischen und römischen Sonnengottes, Κωνσταντινούπολη
2002.
Mathews, Early Churches Mathews T.F., The Early Churches of Constantinople.
Αrchitecture and Liturgy, University Park, Πενσυλβάνια-
Λονδίνο 1971.
Matthews, «Notitia Urbis» Matthews J. «The Notitia Urbis Constantinopolitanae», στο
Grig-Gavin, Two Romes, 81-115.
Matthews, Theodosian Code Matthews J. F., Laying down the law. Α study of the Theodosian
Code. Νιου Χέιβεν-Λονδίνο 2000.
Mckenzie, «Late Antique Mckenzie J.S., «The Place in Late Antique Alexandria
Alexandria» ‘’Where Alchemists and Scholars Sit (…) Was Like Stairs’’»,
στο Derda -Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 53-
83.
Millar, Emperor Millar F., The Emperor in the Roman World (31 BC - AD 337),
Λονδίνο 1992.
Millar, «Greek City» Millar F., «The Greek City in the Roman Period», στο
Hansen M.H. (εκδ.), The Ancient Greek City-State, Κοπεγχάγη
1993, 232-260.
Millar, «Herennius Millar F., «P. Herennius Dexippus: the Greek World and the
Dexippus» Third-Century Invasions», JRS 59 (1969), 12-29.
Millet, «Encounters in the Millet P., «Encounters in the Agora», Cartledge P.A.-Millet
Agora» P.-Von Reden S. (εκδ.), Kosmos: Essays in order, conflict and
Community in Classical Athens, Κέιμπριτζ 1998, 203-228.
Mitchell, «Imperial Building» Mitchell S.F.S.A., «Imperial Building in the Eastern Roman
Provinces», στο Macready S. - Thompson F.H. (επιμ.), Roman
Architecture in the Greek World, The society of antiquaries of
London, Occasional Papers (new series) 10, Λονδίνο 1987,
18-25.
Momigliano, «Η Ελληνιστική Momigliano Α., «Η Ελληνιστική ανακάλυψη του
ανακάλυψη του Ιουδαϊσμού», στο Momigliano A., Alien Wisdom. The Limits of
Ιουδαϊσμού» Hellenization, ελλην. μτφρ.: Ξένη Σοφία. Τα όρια του
εξελληνισμού στην αρχαιότητα, Κατσιβελάκη Α. (μτφρ.),
Αθήνα 1998, 125-156.
Mordtmann, Esquisse Mordtmann A.D., Esquisse topographique de Constantinople,
topographique Λιλ 1892.
Mordtmann, «Τοπογραφία» Mordtmann A., «Τοπογραφία Κωνσταντινουπόλεως»,
ΚΕΦΣ, Παράρτημα του τόμου 19 (1891), 9-14.
Morlier, Mosaïque Morlier H. κ.α. (επιμ.), La mosaïque Gréco-Romaine IX.2, CÉFR
352, Ρώμη 2005.
Motos Guirao-Morfakidis Motos Guirao E.-Morfakidis Filactós M. (επιμ.),
Filactós, Constantinopla Constantinopla. 550 años de su caída/Κωνσταντινούπολη. 550
χρόνια από την άλωση, Ι-III, Γρανάδα 2006.
Müller-Wiener, Müller-Wiener W., Griechisches Bauwesen in der Antike, ελλην.
Aρχιτεκτονική μετφρ.: Η αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα, Σμίτ-Δούνα
Μ. (μτφρ.), Θεσσαλονίκη 1995.
Müller-Wiener, Bildlexikon Müller-Wiener W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls,
Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh,
Τυβίγγη 1977.
Müller-Wiener, «Palast und Müller-Wiener W., «Zum verhaltnis von palast und stadt in

494
stadt» Konstantinopel», AMY 11 (1990), 120-129.
Mundell Mango, Mundell Mango M.M., «The Commercial Map of
«Commercial Map» Constantinople», DOP 54 (2000), 189-207.
Naumann, «Antiochus-Palast Naumann R., «Vorbericht über die Ausgrabungen zwischen
1964» Mese und Antiochus-Palast 1964 in Istanbul», IstMitt 15
(1965), 135-148.
Necipoğlu, Byzantine Necipoğlu N. (επιμ.), Byzantine Constantinople: Monuments,
Constantinople Topography and Everyday Life, Λέιντεν-Βοστώνη-Κολωνία
2001.
Necipoğlu, «Hagia Sophia» Necipoğlu G., «The Life of an Imperial Monument: Hagia
Sophia after Byzantium», στο Mark-Çakmak, Hagia Sophia,
195-225.
Necipoğlu, Topkapi Palace Necipoğlu G., Architecture, Ceremonial, and Power: The Topkapi
Palace in the Fifteenth and Sixteenth Centuries, Κέιμπριτζ
Μασσ.-Λονδίνο 1991.
Nelis-Clément - Roddaz, Le Nelis-Clément J. - Roddaz J.-M. (επιμ.), Le cirque romain et son
cirque romain image, Actes du colloque international (Μπορντώ
19‐21.10.2006), Ausonius Éditions, Mémoires 20, Μπορντώ
2008.
Nelson, Hagia Sophia Nelson R.S., Hagia Sophia, 1850-1950. Holy Wisdom Modern
Monument, Σικάγο-Λονδίνο 2004.
Newton, Travels Newton C.T., Travels and discoveries in the Levant, II, Λονδίνο
1865.
Nielsen, Hellenistic Palaces Nielsen I., Hellenistic Palaces. Tradition and Renewal, Studies in
Hellenistic Civilization V, Ώρχους-Οξφόρδη-Κονέκτικατ
1999.
Nielsen, «Oriental Models» Nielsen I., «Oriental Models for Hellenistic Palaces ?», στο
Hoepfner-Brands, Basileia, 209-212.
Nünnerich-Asmus, Basilika Nünnerich-Asmus A., Basilika und Porticus, Βιέννη 1994.
Ορλάνδος- Τραυλός, Ορλάνδος Α. Κ. - Τραυλός Ι. Ν., Λεξικόν ἀρχαίων
Λεξικόν ἀρχιτεκτονικῶν ὅρων. Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθῆναις
Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας, αρ. 94, Ἀθῆναι 1986.
Oberhummer- Miller- Oberhummer E. - Miller J. - Kubitschek W., J., λήμμα
Kubitschek, «Byzantion» «Byzantion», RE 3 (1897), 1117-1157.
Odahl, Constantine Odahl C.M., Constantine and the Christian Empire, Νέα Υόρκη
2004.
Ödekan-Necipoğlu-Akyürek, Ödekan A.-Necipoğlu N.-Akyürek E. (επιμ.), The Byzantine
Byzantine Court Court: Source of Power and Culture, Papers from the Second
International Sevgi Gönül Byzantine Studies Symposium
(Κωνσταντινούπολη 21-23.06.2010), Κωνσταντινούπολη
2013.
Ölçer- Eldem, De Byzance à Ölçer N. - Eldem E. (επιμ.), De Byzance à Istanbul, un port pour
Istanbul deux continents. Κατάλογος Έκθεσης, Galeries Νationales
(Grand Palais, Champs-Élysées, 10.10.2009-25.01.2010),
Παρίσι 2009.
Oliver, Demokratia Oliver J.H., Demokratia, the Gods and the Free World,
Βαλτιμόρη 1960.
Oliver, «ΜΟΥΣΕΙΟΝ» Oliver J.H., «The ΜΟΥΣΕΙΟΝ in Late Attic Inscriptions»,
Hesperia 3 (1934), 191-196.
O’Meara, Platonopolis O’Meara D.J., Platonopolis. Platonic Political Philosophy in Late
Antiquity, Οξφόρδη 2005.

495
Opitz, «Vita Constantini» Opitz H.G., «Die Vita Constantini, Des Codex Angelicus 22»,
Byzantion 9 (1934), 535-593.
Ousterhout, «Rediscovery of Ousterhout R., «The Rediscovery of Constantinople and the
Constantinople» Beginnings of Byzantine Archaeology: A Historiographic
Survey», στο Bahrani Z. - Çelik Z. - Eldem E. (επιμ.) Scramble
for the Past: A Story of Archaeology in the Ottoman Empire, 1753-
1914, Κωνσταντινούπολη 2011, 181-211.
Ousterhout, «Urban Identity» Ousterhout R., «Constantinople and the Construction of a
Medieval Urban Identity», στο Stephenson , Byzantine World,
334-351.
Owens, The City Owens E.J., The City in the Greek and Roman World, Λονδίνο -
Νέα Υόρκη 1991
Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Πάλλας Δ. Ι., «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία. Η
Θεία Σοφία» εικονογραφική περιπέτεια μιάς θεολογικής έννοιας»,
ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), 119-144.

Παπαδόπουλος, Πατρολογία Παπαδόπουλος Σ.Γ., Πατρολογία, τ. Β’, Ο τέταρτος αιώνας


(Ανατολή και Δύση), Αθήνα 1999.
Παπαχατζής, Ἀττικὰ Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις. Ἀττικὰ, Παπαχατζής Ν.
Δ. (μτφρ., σχολ.), Αθήνα 1994.
Πασαδαίος, Πατριαρχικός Πασαδαίος Α., Ο Πατριαρχικός Οίκος του Οικουμενικού
Οίκος Θρόνου, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 157,
Θεσσαλονίκη 1976.
Πασπάτης, Βυζαντιναὶ Πασπάτης Α., Βυζαντιναὶ μελέται τοπογραφικαί καὶ
μελέται ἱστορικαὶ μετὰ πλείστων εἰκόνων, ἐν Κωνσταντινουπόλει,
1877.
Πένο, Σοφία του Θεού Πένο Ζ.Μ., Η Σοφία του Θεού κατά την Πατερική
παράδοση και τα Ρωσικά Θεολογικά ρεύματα του 19ου και
20ου αιώνα, Διδ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2001.
Parrish, Urbanism Parrish D. (επιμ.), Urbanism in Western Asia Minor. New
Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and
Xanthos, JRA Supplement 45, 2001.
Parrish, «Urban plan» Parrish D., «Introduction. The urban plan and its constituent
elements» στο Parrish, Urbanism, 9-41.
Penella, Greek Philosophers Penella R.J., Greek Philosophers and Sophists in the Fourth
Century A.D. Studies in Eunapius of Sardis, Wiltshire 1990.
Penella, Himerius Penella R.J., Man and the Word: the orations of Himerius,
University of California Press 2007.
Penella, Themistius Penella R.J., The Private Orations of Themistius, Μπέρκλεϋ-
Λος Άντζελες-Λονδίνο 2000.
Pentcheva, «Hippodrome at Pentcheva B.V., «A Reassessment of the Hippodrome at
Constantinople» Constantinople», στο «The 99th Annual Meeting of the
Archaeological Institute of America. Abstracts of Papers»,
AJA 102 (1998), 371-372.
Perring, «Spatial Perring D., «Spatial organisation and social change in Roman
organisation» towns», στο Rich J. – Wallace-Hadrill A. (ed), City and
Country in the Ancient World, Νέα Υόρκη - Λονδίνο 1991,
273-290.
Petridis, «Constantinopla» Petridis P., «Constantinopla/Estambul Constantinopolis,
Byzantion», στο Mayer M.- Rodà I. (επιμ.), Ciudades Antiguas

496
del Mediterráneo, Μπαρτσελόνα 1998, 202-205.
Pharr, Theodosian Code Pharr C. (μτφρ.), The Theodosian Code and Novels, and the
Sirmondian Constitutions. The Corpus of Roman Law, 1,
Πρίνστον 1952.
Pisani Sartorio, «Le cirque de Pisani Sartorio G., «Le cirque de Maxence et les cirques de
Maxence» l’Italie antique» στο Nelis-Clément & Roddaz, Le cirque
romain, 47-78.
Pitarakis, Pitarakis B. (επιμ.), Hippodrom / Atmeydanı. İstanbul’un Tarih
Hippodrom/Atmeydanı Sahnesi-A Stage for Istanbul’s History, Κατάλογος Έκθεσης, Ι,
Pera Museum Publication 39, Κωνσταντινούπολη 2010.
Pollitt, Ελληνιστική εποχή Pollitt J.J., Art in the Hellenistic Age, ελλην. μετφρ.: Η τέχνη
στην Ελληνιστική εποχή, Γκάζη Α. (μτφρ.), Αθήνα 1994.
Pont, «Septime Sévère» Pont A.-V., «Septime Sévère à Byzance: L’invention d’un
fondateur», AT 18 (2010), 191-198.
Popović, «Diadem» Popović I., «Diadem of Constantine’s Portrait from Naissus.
Origin and Evolution of the New Imperial insignia», Nis and
Byzantium III, Ναϊσσός 2005, 103-118.
Potter, Constantine Potter D., Constantine the Emperor, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη
2013.
Potter, Roman Empire Potter D. S., The Roman Empire at Bay AD 180-395, Νέα
Υόρκη-Λονδίνο 2004.
Price, Rituals and Power Price S.R.F., Rituals and Power: the Roman Imperial Cult in Asia
Minor, Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη-Μελβούρνη 1985.
Purcell, «Nicopolitan Purcell N., «The Nicopolitan Synoecism and Roman Urban
Synoecism» Policy», in Chrysos E. (ed), Nikopolis I, Proceedings of the 1st
International Symposium on Nicopolis, 23-29 September 1984,
Preveza 1987, 71-90.
Pyatnitsky, «Admirations» Pyatnitsky Y., «Admirations in Pen and Brush: Russian
Sources on Istanbul and the Monuments of the
Hippodrome», στο Terra Antiqua Balcanica et Mediterranea,
Διεθνές Συνέδριο, Βάρνα 23.02.2007, Acta Musei Varnaensis
VIII.1, Βάρνα 2011, 321-350.
Queyrel, L’autel de Pergame Queyrel F., L’autel de Pergame. Images et pouvoir en Grèce
d’Asie, Παρίσι 2005.
Quinn-Wilson, «Capitolia» Quinn J.C.-Wilson A., «Capitolia», JRS 103 (2013), 117-173.
Radnóti-Alföldi, Liburna Radnóti-Alföldi M., Phoenix aus der Asche die Liburna, ein
Gründungsmonument von Constantinopolis, Στουτγκάρδη
2004.
Radt, «Pergamon» Radt W., «The urban development of Pergamon», στο
Parrish, Urbanism, 43-56.
Raja, Urban Development Raja R., Urban Development and Regional Identity in the Eastern
Roman Provinces, 50 BC-AD 250. Aphrodisias, Ephesos, Athens,
Gerasa, Κοπεγχάγη 2012.
Ramage-Ramage, Ρωμαϊκή Ramage N. H. - Ramage A., Roman Art. Romulus to
τέχνη Constantine, ελλην. μεταφρ.: Ρωμαϊκή τέχνη από τον
Ρωμύλο έως τον Κωνσταντίνο, Ιωακειμίδου Χ. (μτφρ.),
Θεσσαλονίκη, 2000.
Ramazanoğlu, «Neue Ramazanoğlu M., «Neue Forschungen zur
Forschungen» Ι Architekturgeschichte der Irenenkirche und des Komplexes
der Sophienkirche», στο Actes du VIe Congrès International des
Études Byzantines (Παρίσι 1948), II, Παρίσι 1951, 347-357.

497
Ramazanoğlu, «Neue Ramazanoğlu M., «Neue Forschungen zur
Forschungen» ΙΙ Architekturgeschichte der Irenen-Kirche und des Komplexes
der Sophien-Kirche» στο Atti dello VIII Congresso
Internazionale di Studi Bizantini, Παλέρμο 1951, II, Studi
Bizantini e Neoellenici αρ. 8, Παλέρμο 1953, 232-5.
Ramazanoğlu, Sentiren Ramazanoğlu M., Sentiren ve Ayasofyalar Manzumesi. L’
ensemble de Ste-Irène et des diverses St.-Sophies,
Κωνσταντινούπολη 1946.
Ramskold - Lenski, Ramskold L. - Lenski N., «Constantinople’s Dedication
«Constantinople’s Dedication Medallions and the Maintenance of Civic Traditions», NZ
Medallions» 119 (2012), 31-58.
Reinach, Commentaire Description des oeuvres d’art et de l’église des Saints Apôtres de
archéologique Constantinople. Poème en vers iambiques par Constantine le
Rhodien, publié… par Émile Legrand et suivi d’un commentaire
archéologique par Théodore Reinach, Παρίσι 1896, 35-74.
Richardson, Topographical Richardson L. Jr., A new Topographical Dictionary of Ancient
Dictionary Rome, Βαλτιμόρη 1992.
Ridgway, «Plataian Tripod» Ridgway B.S., «The Plataian Tripod and the Serpentine
Column», AJA 81 (1977), 374-379.
Ridley, «Zosimus» Ridley R.T., «Zosimus the Historian», BZ 65 (1972), 277-302.
Robert, «Deux concours» Robert L., «Deux concours grecs à Rome», CRAI 114 (1970),
6-27.
Robert, «La Titulature» Robert L., «La Titulature de Nicée et de Nicomédie: La gloire
et la haine», HSPh 81 (1977), 1-39.
Rogge, «Water Supply» Rogge S., «Water Supply in Antiquity in the Mediterranean
World» στο Lange M.A. - Poszig D. - Herrmann A. (επιμ.),
Water on Meditterranean Islands: Advanced Study Course
Sustainis. Zufo-Berichte Bd. 4, 2005, 35-60.
Rollas, «Les figurines» Rollas A.N., «Les figurines en terre cuite d’Istanbul», IAMY
XXIV, 11-12 (1964), 164-170.
Rowan, Under Divine Auspices Rowan C., Under Divine Auspices. Divine Ideology and the
Visualisation of Imperial Power in the Severan Period,
Κέιμπριτζ-Νέα Υόρκη 2012.
Royo, «Cirque et palais» Royo M., «De la Domus Gelotiana aux Horti Spei Veteris:
retour sur la question de l’association entre cirque et palais à
Rome», στο Nelis-Clément & Roddaz, Le cirque romain, 481-
495.
Rydén - Rosenquist, Aspects of Rydén L.-Rosenquist J.O. (επιμ.), Aspects of Late Antiquity and
Late Antiquity Early Byzantium, Papers Read at a Colloquium Held at the
Swedish Research Institute (Κωνσταντινούπολη 31.05-
05.06.1992), Swedish Research Institute in Istanbul
Transactions 4, Ουψάλα 1993.
Rykwert, Idea of a Town Rykwert J., The Idea of a Town: the anthropology of urban form in
Rome, Italy and the ancient world, Πρίνστον Ν. Τζ. 1976.
Σιδέρης, Έφεσος Σιδέρης Α. (επιμ.), Έφεσος, Ιστορία και Αρχιτεκτονική,
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2010.
Σκαρλάτος, Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, Ἡ Κωνσταντινούπολις.
Κωνσταντινούπολις Περιγραφὴ τοπογραφικὴ, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορικὴ τῆς
περιωνύμου ταύτης μεγαλοπόλεως…, Ι-ΙΙΙ, ἐν Ἀθήνῃσιν
1851-1869.
Σούρλας, «Ρωμαϊκή Αγορά» Σούρλας Δ., «Νεότερα στοιχεία για τη Ρωμαϊκή Αγορά της

498
Αθήνας» στο Βλίζος Σ. (επιμ.), Η Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή
εποχή. Πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες, Μουσείο
Μπενάκη 4ο παράρτημα, Αθήνα 2008, 99-114.
Στάϊκος, Ιστορία της Στάϊκος Κ. Σ., Η ιστορία της Βιβλιοθήκης στο Δυτικό
Βιβλιοθήκης Ι πολιτισμό, Ι. Ἀπὸ τὸν Μίνωα στὴν Κλεοπάτρα. Ὁ Ἑλληνικός
Κόσμος ἀπὸ τὶς Ἀρχειακὲς Βιβλιοθῆκες τῶν Μινωιτῶν ἕως
τὴν Οἰκουμενικὴ Βιβλιοθήκη τῶν Πτολεμαίων, Αθήνα 2002.
Στάϊκος, Ιστορία της Στάϊκος Κ. Σ., Η ιστορία της Βιβλιοθήκης στο Δυτικό
Βιβλιοθήκης ΙΙ πολιτισμό, ΙΙ. Βιβλιοθήκες του Ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Από την προσωκρατική έως την πτώση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας (6ος-4ος αι. μ.Χ.). Αθήνα 2005.
Στάϊκος, Ιστορία της Στάϊκος Κ. Σ., Η ιστορία της Βιβλιοθήκης στο Δυτικό
Βιβλιοθήκης ΙΙΙ πολιτισμό, ΙΙΙ. Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως τον
καρδινάλιο Βησσαρίωνα. Αυτοκρατορικές, Μοναστηριακές,
Σχολικές και Ιδιωτικές Βιβλιοθήκες στον Βυζαντινό κόσμο,
Αθήνα 2006.
Salway, «Constantine Salway B., «Constantine Augoustos (Not Sebastos)» στο
Augoustos» Drinkwater J.-Salway B. (εκδ.), Wolf Liebeschuetz Reflected.
Essays presented by Colleagues, Friends & Pupils. Bulletin of the
Institute of Classical Studies suppl. 91, Λονδίνο 2007, 37-50.
Salway, «Itinerarium Salway B., «There but Not There. Constantinople in the
Burdigalense» Itinerarium Burdigalense», στο Grig-Gavin, Two Romes, 293-
324.
Salzenberg, Baudenkmale Salzenberg W., Alt-christliche Baudenkmale von Constantinopel
vov V. bis XII. Jahrhundert, Βερολίνο 1854.
Saradi, Byzantine City Saradi H. G., The Byzantine City in the Sixth Century. Literary
Images and Historical Reality, Αθήνα 2006.
Saradi, «Perceptions» Saradi H., «Perceptions and Literary Interpretations of
Statues and the Image of Constantinople», Βυζαντιακά 20
(2000), 39-77.
Scheltema, Antécesseurs Scheltema H. J., L’enseignement de droit des Antécesseurs,
Λέιντεν 1970.
Schemmel, «Hochschule» Ι Schemmel F., «Die Hochschule von Konstantinopel in IV.
jahrhundert», Neue Jahrbücher für das kl. Altertum 22 (1908),
147-168.
Schemmel, «Hochschule» ΙΙ Schemmel F., «Die Hochschule von Konstantinopel vom V.
bis IX. jahrhundert», Wissenschaftliche Beilage zu dem
Jahresbericht des Königl, Wilhelms-Gymnasiums, Βερολίνο 1912,
3-24.
Scherrer, «Ephesos» Scherrer P., «The City of Ephesos from the Roman Period to
Late Antiquity» στο Koester H. (εκδ.), Ephesus: Metropolis of
Asia, Harvard Theological Studies 41, Valley Forge 1995, 1-
25.
Scherrer, «Topography of Scherrer P., «The historical topography of Ephesos», στο
Ephesos» Parrish D. (εκδ.), Urbanism in Western Asia Minor. New Studies
on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and
Xanthos, JRA Supplement 45, 2001, 57-87.
Schlange-Schöningen, Schlange-Schöningen H., Kaisertum und Bildungswesen in
Kaisertum Spätantiken Konstantinopel, Στουτγκάρδη 1995.
Schneider, Byzanz Schneider A. M., Byzanz. Vorarbeiten zur Topographie und
Archäologie der Stadt. IstForsch 8, Βερολίνο 1936.

499
Schneider, «Euphemia- Schneider A.M., «Grabung im Bereich des Euphemia-
Martyrions» Martyrions zu Konstantinopel», AA 1943 στο JDAI 58 (1943),
255-289.
Schneider, Grabung Schneider A.M., Die Grabung im Westhof der Sophienkirche zu
Istanbul. IstForsch 12, Βερολίνο 1941.
Schneider, «Sophienkirche» Schneider A. M., «Die vorjustinianische Sophienkirche», BZ
36 (1936), 77-85.
Schönert-Geiss, Münzpägung Schönert-Geiss E. (επιμ.), Griechisches Münzwerk: Die
Münzpägung Von Byzantion, I: Autonome Zeit, Βερολίνο
1970, II: Kaiserzeit, Βερολίνο 1972.
Schreiner, Schreiner P., Konstantinopel. Geschichte und Archäologie,
Κωνσταντινούπολη ελλην. μτφρ.: Κωνσταντινούπολη. Ἱστορία καὶ
Ἀρχαιολογία, Φωσβινκέλ Α., (μτφρ.), Αθήνα 2014
Scotton, «Basilica at Fano» Scotton P.D., «The Basilica at Fano and the Vitruvian Norm»,
στο Cavalier L.-Descat R.- des Courtils J. (επιμ.), Basiliques et
Agoras de Grèce et d’Asie Mineure, Ausonius Éditions,
Mémoires 27, Μπορντώ 2012, 25-89.
Sewell, Roman Urbanism Sewell J., The Formation of Roman Urbanism, 338-200 B.C.:
Between Contemporary Foreign Influence and Roman Tradition,
JRA suppl. 79, Portsmouth, Rhode Island, 2010.
Shelton, «Imperial Tyches» Shelton K. J., «Imperial Tyches», Gesta [Papers related to
Objects in the Exhibition «Age of Spirituality». The
Metropolitan Museum of Art (Νοέμβριος 1977-Φεβρουάριος
1978)], 18 (1979), 27-38.
Sielhorst, «Hellenistic Sielhorst B.M.A., «Hellenistic Agorai. Formation, Reception
Agorai» and Semantics of an Urban Space», στο Γιαννικουρή, Η
αγορά στη Μεσόγειο, 31-46.
Sjöqvist, «Kaisareion» Sjöqvist E., «Kaisareion, A study in architectural
iconography», Opuscula romana I (1954), 86-108.
Skinner, «Senate of Skinner A., «The early development of the senate of
Constantinople» Constantinople», BMGS 32 (2008), 128-148.
Smith, Hellenistic Sculpture Smith, R.R.R., Hellenistic Sculpture, Λονδίνο 1991.
Smith, «Public Image of Smith R.R.R., «The Public Image of Licinius I: Portrait
Licinius» Sculpture and Imperial Ideology in the Early Fourth
Century», JRS 87 (1997), 170-202.
Speck, Kaiserliche Universität Speck P., Die Kaiserliche Universität von Konstantinopel, Byz.
Archiv 14, Μόναχο 1974.
Speck, «Review» Speck P., «Review of P. Lemerle, Le premier humanisme
byzantin. Notes et remarques sur enseignement et culture à
Byzance des origines au Xe siècle», ΒΖ 67 (1974), 385-393
[ανατύπ. Takács S. (επιμ.), Understanding Byzantium. Studies
in Byzantine Historical Sources, Aldershot-Burlington 2003, 6-
16].
Speck, «Urbs quam Deo Speck P., «Urbs quam Deo donavimus. Konstantins des
donavimus» Grossen Konzept für Konstantinopel», Boreas 18 (1995), 143-
173.
Spielvogel, Severus Spielvogel J., Septimius Severus, Ντάρμστατ 2006.
Spieser, Urban and Religious Spieser J.-M. (επιμ.), Urban and Religious Spaces in Late
Spaces Antiquity and Early Byzantium, Aldershot-Burlington 2001.
Steinby, Lexicon Steinby E.M. (επιμ.), Lexicon Topographicum Urbis Romae, vol.
I-VI, Ρώμη 1993-2000.

500
Stephenson, Byzantine World Stephenson P. (επιμ.), The Byzantine World, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη 2010.
Stewart, «Pergamo» Stewart A., «Pergamo Ara Marmorea Magna. On the Date,
Reconstruction and Functions of the Great Altar of
Pergamon», στο De Grummond– Ridgway, From Pergamon,
32-57.
Stichel, «“Schlangensäule”» Stichel R.H.W., «Die “Schlangensäule” im Hippodrom von
Istanbul», IstMitt 47 (1997), 315-348.
Stichel, «Sechs kolossale Stichel R.H.W., «Sechs kolossale Säulen nahe Hagia Sophia
Säulen» und die Curia Justinians am Augusteion in Konstantinopel»,
Architectura 30 (2000), 1-25.
Stupperich, Stupperich R., «Das Statuenprogramm in den Zeuxippos-
«Statuenprogramm» Thermen», IstMitt 32 (1982), 210-235.
Τζαβελοπούλου, Λατρείες Τζαβελοπούλου Αικ., Λατρείες ηρώων στις αγορές της
ηρώων αρχαιότητας, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2011.
Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη Τιγγινάγκα Ι., «Η μεγάλη ανατολική αίθουσα της
του Αδριανού» βιβλιοθήκης του Αδριανού (βιβλιοστάσιο)», ΑΔ 54 (1999),
Α’, Μελέτες, 285-326.
Τραυλός, Πολεοδομικὴ Τραυλός Ι., Πολεοδομικὴ ἐξέλιξις τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τῶν
ἐξέλιξις προϊστορικῶν χρόνων μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνος,
Ἀθήνα 1993.
Talbot, «Restoration of Talbot A. M., «The Restoration of Constantinople under
Constantinople» Michael VIII», DOP 47 (1993), 243-261.
Talbot-Rice, Great Palace Talbot-Rice D. (επιμ.), The Great Palace of the Byzantine
Emperors. Second Report, Εδιμβούργο 1958.
Talbot-Rice, «On the date» Talbot-Rice D., «On the date of the mosaic floor of the Great
Palace of the Byzantine Emperors at Constantinople»,
Χαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Κ. Ὀρλάνδον, Βιβλιοθήκη τῆς
ἐν Ἀθῆναις Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 54, Α΄, Ἀθῆναι 1965,
1-5.
Tezcan, Topkapi Sarayi Tezcan H., Topkapi Sarayi ve Çevresinin Bizans Devri
Arkeolojisi, Κωνσταντινούπολη 1989.

Tomlinson, From Mycenae to Tomlinson R.A., From Mycenae to Constantinople: the Evolution
Constantinople of the Ancient City, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1992.
Tonguç, Basilica Cistern Tonguç L., The Basilica Cistern (Yerebatan Sarayi) and the other
Cisterns of Istanbul, Key to Turkey Tourism Publications, I,
Κωνσταντινούπολη 1990.
Toynbee, «Roma and Toynbee J. M. C., «Roma and Constantinopolis in late-
Constantinopolis» Ι Antique art from 312 to 365», JRS 37 (1947), 135-144.
Toynbee, «Roma and Toynbee J. M. C., «Roma and Constantinopolis in late-
Constantinopolis» ΙΙ Antique art from 365 to Justin II», Studies presented to D. M.
Robinson, II, Σαιντ Λούις 1953, 261-277.
Treadgold, Early Byzantine Treadgold W., The Early Byzantine Historians, Νέα Υόρκη-
Historians Χάμσαϊρ 2007.
Treadgold, Middle Byzantine Treadgold W., The Middle Byzantine Historians, Νέα Υόρκη-
Historians Χάμσαϊρ 2013.
Tsetskhladze, The Bosporus Tsetskhladze G.R. κ.α. (επιμ.), The Bosporus: Gateway between
the Ancient West and East (1st Millennium BC–5th Century AD),

501
Proceedings of the Fourth International Congress on Black Sea
Antiquities (Κωνσταντινούπολη, 14–18 Σεπτεμβρίου 2009),
BAR, Διεθν. Σειρά, αρ. 2517, Οξφόρδη 2013.
Tülek, «Floor Mosaic» Tülek F., «A Fifth Century Floor Mosaic and a Mural of
Virgin of Pege in Constantinople», CahArch 52 (2005-08),
23-30.
Tunay, «Archaeological Tunay M. I., «Byzantine Archaeological Findings in Istanbul
Findings» during the Last Decade», στο Necipoğlu, Byzantine
Constantinople, 217-234.
Unger, «Die Jere Batan» Unger E., «Die Jere Batan Serai-Zisterne», στο Mamboury-
Wiegand, Kaiserpaläste, 54-71.
Urbainczyk, Socrates Urbainczyk T., Socrates of Constantinople: Historian of Church
and State, Ανν Άρμπορ 1997.
Van Dam, Roman Revolution Van Dam R., The Roman Revolution of Constantine, Κέιμπριτζ
2007.
Van Dam, Rome and Van Dam R., Rome and Constantinople. Rewriting Roman
Constantinople History during Late Antiquity, Baylor University Press 2010
Van De Mieroop, Ancient Van De Mieroop M., A History of the Ancient Near East ca.
Near East 3000-323 B.C., Μάλντεν-Οξφόρδη-Βικτώρια 2007.
Van Den Berg, «“Pulvinar’’» Van Den Berg C., «The “Pulvinar’’ in Roman Culture»,
TAPhA, 138 (2008), 239-273.
Vanderspoel, Themistius Vanderspoel J., Themistius and the Imperial Court: Oratory,
Civic Duty and Paideia from Constantius to Theodosius, Ανν
Άρμπορ 1995.
Van Dyke-Alcock, Van Dyke R.M. - Alcock S.E., «Archaeologies of Memory: An
«Archaeologies of Memory» Introduction» στο Van Dyke R.M. - Alcock S.E. (επιμ.),
Archaeologies of Memories, Malden MA 2003, 1-13.
Van Millingen, Byzantine Van Millingen A., Byzantine Constantinople. The Walls of the
Constantinople City and Adjoining Historical Sites, Λονδίνο 1899.
Vavřínek-Odorico-Drbal, Vavřínek V.-Odorico P.-Drbal V. (επιμ.), Proceedings of the
Ekphrasis colloquium: Ekphrasis. La representation des monuments dans le
literatures byzantine et byzantinο-slaves. Réalités et imaginaires
(Πράγα 18-20.03.2010), Byzantinoslavica 69.3, Πράγα 2011.
Velmans, Byzance Velmans T. κ.α. (επιμ.), Byzance: Constantinople, Istanbul,
Παρίσι 2008.
Vespignani, Il circo di Vespignani G., Ιππόδρομος. Il circo di Constantinopoli Nuova
Constantinopoli Roma dalla realtà alla storiografia, Quaderni della Rivista di
bizantinistica 14, Σπολέτο 2010.
Vespignani, Polidoro Vespignani G. (επιμ.), Polidoro. Studi offerti ad Antonio Carile,
Σπολέτο 2013.
Vian, Guerre des géants Vian F., La guerre des géants. Le mythe avant l’époque
Hellénistique, Παρίσι 1952.
Vian, Répertoire des Vian F., Répertoire des Gigantomachies figurées dans l’art Grec et
Gigantomachies Romain, Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο
Πανεπιστήμιου του Παρισίου, Παρίσι 1951.
Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη Vitti M., Ἡ πολεοδομικὴ ἐξέλιξη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὴν
ἴδρυση τῆς ἔως τὸν Γαλέριο, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις
Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας, αρ. 160, Ἀθήναι 1996.
Vogt, Livre de Cérémonies Vogt A. (μτφρ., σχολ.), Constantin VII Porphyrogénète, Le Livre
de Cérémonies, I-II (texte-commentaire), Παρίσι 1935-1940.
von Hesberg, Ρωμαϊκή von Hesberg H., Römische Baukunst, ελλην. μτφρ.: Ρωμαϊκή

502
αρχιτεκτονική αρχιτεκτονική, Παπαγεωργίου Π. (μτφρ.), Θεσσαλονίκη
2009.
Waelkens, «Hellenistic and Waelkens M., «Hellenistic and Roman Influences in the
Roman Influences» Imperial Architecture of Asia Minor», στο Walker-Cameron,
Greek Renaissance, 77-88.
Walker, «Moral Museum» Walker S., «The Moral Museum: Augustus and the City of
Rome», στο Coulston-Dodge, Ancient Rome, 61-75
Walker, «Roman Nymphaea» Walker S., «Roman Nymphaea in the Greek World», στο
Macready-Thompson, Roman Architecture, 60-72.
Walker-Cameron, Greek Walker S. - Cameron A. (επιμ.), The Greek Renaissance in the
Renaissance Roman Empire, Bulletin of the Institute of Classical Studies,
Supplementum 55, Λονδίνο 1989.
Ward-Perkins, Ward-Perkins B., «Constantinople: a City and its ideological
«Constantinople» territory» in Brogiolo G.P.-Gauthier N.-Christie N. (ed.),
Towns and their Territories between Late Antiquity and the Early
Middle Ages, Λέιντεν-Βοστώνη-Κολωνία 2000, 325-345.
Ward-Perkins, «Old and New Ward-Perkins B., «Old and New Rome Compared. The Rise
Rome» of Constantinople», Grig L.-Gavin K. (εκδ.), Two Romes. Rome
and Constantinople in Late Antiquity, Οξφόρδη 2012, 53-78.
Ward-Perkins, «From Ward-Perkins J.B., «From Republic to Empire: reflections on
Republic to Empire» the early provincial architecture of the Roman west», JRS 60
(1970), 1-19.
Ward - Perkins, Imperial Ward - Perkins J.B., Roman Imperial Architecture, The Pelican
Architecture History of Art, Harmondsworth 1989.
Warland, Bildlichkeit Warland R. (επιμ.), Bildlichkeit und Bildorte von Liturgie.
Schauplätze in Spätantike, Byzanz und Mittelalter, Βισμπάντεν
2002.
Watts, City and School Watts E.J., City and School in Late Antique Athens and
Alexandria, Μπέρκλεϋ-Λος Άντζελες-Λονδίνο 2006.
Weinstock, «Victor» Weinstock S., «Victor and Invictus», ΗΤhR 50 (1957), 211-247.
Welch, «Some Architectural Welch K. E., «Some Architectural Prototypes for the
Prototypes» Auditoria at Kom El-Dikka and Three Late Antique (Fifth
Cent. AD) Comparanda from Aphrodisias in Caria», στο
Derda-Markiewicz-Wipszycka, Alexandria: Auditoria, 115-133.
Wendel, «Bibel-Auftrag» Wendel C. «Der Bibel-Auftrag Kaiser Konstantins»,
Zentralblatt für Bibliothekswesen 56 (1939), 165-175.
Wendel, «Kaiserliche Wendel C. «Die Erste Kaiserliche Bibliothek in
Bibliothek» Konstantinopel», Zentralblatt für Bibliothekswesen 59 (1942),
193-209 [Ανατύπωση στο Wendel C., Kleine Schriften zum
Antiken Buch-und Bibliothekswesen, Greven 1974, 46-63].
Westall, «Constantius II» Westall R., «Constantius II and the Great Church of
Constantinople», Νέα Ῥώμη 8 (2011), 21-50.
Westbrook, «Between East Westbrook, N.B., «An Exchange Between East and West:
and West» Emulations and Borrowings in Roman Byzantine, Sasanian
and Arabic Palaces, from the Third to Tenth Centuries», στο
Open, Proceedings of the 30th Annual Conference of the Society of
Architectural Historians, Australia and New Zealand
(Queensland 2013), 365-374.
Westbrook, Early Byzantine Westbrook N., An Architectural Interpretation of the Early
Great Palace Byzantine Great Palace in Constantinople, from Constantine I to
Heraclius, Διδακτ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Δυτικής

503
Αυστραλίας, Περθ 2013.
Westbrook, «Freshfield Folio» Westbrook N., «The Freshfield Folio view of the
Hippodrome in Istanbul and the Church of St. John
Diippion», στο Nathan G.- Garland L. (επιμ.), Basileia: Essays
on Imperium and Culture in Honour of E.M. and M.J. Jeffreys,
Byzantina Australiensia 17, Μπρίσμπεϊν 2011, 231-262.
Wilkes, «Civil Defence» Wilkes J.J., «Civil Defence in Third-Century Achaia», στο
Walker-Cameron, Greek Renaissance, 187-192.
Wilkes, «Provinces and Wilkes J.J., «Provinces and Frontier», CAH ΧII (2008), 2η
Frontier» έκδ., 212-268.
Winter, Hellenistic Architecture Winter F. E., Studies in Hellenistic Architecture. Τορόντο-
Μπάφαλο-Λονδίνο 2006.
Wolska-Conus, «Stéphanos» Wolska-Conus W., «Stéphanos d’Athènes et Stéphanos
d’Alexandrie. Essai d’identification et de biographie», RÉB
47 (1989), 5-89.
Woolf , «Inventing empire» Woolf G., «Inventing empire in ancient Rome» στο Alcock
S.E. - D’ Altroy T.N. - Morrison K.D. - Sinopoli C.M. (επιμ.),
Empires: Perspectives from Archaeology and History, Κέιμπριτζ
2001, 311-322.
Woolf, «Roman Woolf G., «The Roman Urbanization of the East» στο Alcock
Urbanization» S.E. (επιμ.), The Early Roman Empire in the East, Oxbow
Monograph 95 (1997), 1-14.
Yannopoulos, «Notes sur Yannopoulos P. A., «Notes sur l’emplacement de l’
l’emplacement» “Οἰκουμενικὸν διδασκαλεῖον”», Byzantion 44 (1974), 68-91.
Yegül, Bathing Yegül F.K., Bathing in the Roman world, Κέμπριτζ-Νέα Υόρκη
2010.
Yegül, «Baths of Yegül F., «Baths of Constantinople: An Urban Symbol in a
Constantinople» Changing World» στο Caraher W. R., Hall L. J., Moore R. S.,
Archaeology and History in Roman, Medieval and Post-Medieval
Greece. Studies on Method and Meaning in Honor of Timothy E.
Gregory, Ashgate 2008, 169-195.
Yegül, «Memory» Yegül F. K., «Memory, metaphor and meaning in the cities of
Asia Minor» στο Fentress E. (ed.), Romanization and the City.
Creation, Transformations and Failures, JRA suppl. 38 (2000),
133-153.
Yun Lee Too, Idea of the Yun Lee Too, The Idea of the Library in the Ancient World,
Library Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 2010.
Χριστοδούλου, Χριστοδούλου Δ. Ν., Αυτοκρατορικά οικοδομικά
Αυτοκρατορικά συγκροτήματα στα Βαλκάνια την περίοδο της Τετραρχίας
συγκροτήματα (284-313 μ.Χ.), Ι-ΙΙΙ (Κείμενο: Ι-ΙΙ, Εικόνες: ΙΙΙ), Διδακτ.
Διατριβή υποβληθείσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2004.
Ζέπος, «Βυζαντινή νομική Ζέπος Π. Ι., «Η Βυζαντινή νομική παιδεία κατά τον Ζ΄
παιδεία» αιώνα», Βυζάντιον, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο, τ. ΙΙ,
Αθήνα 1986, 735-749.
Zachariä von Lingenthal, Zachariä von Lingenthal Κ.Ε., Geschichte des griechisch-
Geschichte römischen Rechts, Βερολίνο 1892.
Zanker, Αύγουστος Zanker P., Augustus und die Macht der Bilder, ελλην. μτφρ.: Ο
Αύγουστος και η δύναμη των εικόνων, Πάγκαλος Γ.-
Πεχλιβάνος Μ. (μτφρ.), Αθήνα 2009.
Zanker, «City as Symbol» Zanker P., «The city as symbol: Rome and the creation of an

504
urban image» στο Fentress E. (επιμ.), Romanization and the
City, creation, transformations and failures, JRA suppl. 38
(2000), 25-41.
Zanker, «“Popular” Zanker P., «By the emperor, for the people. “Popular”
architecture» architecture in Rome», στο Ewald-Noreňa, Emperor and
Rome, 45-87.
Zeren, Cult of St. Euphemia Zeren A., Following the Traces of a Female Saint in and out of
Constantinople: The Cult of St. Euphemia and a Rescue Project
Proposal for the Church by the Hippodrome. Μεταπτυχιακή
διατριβή υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο Koç,
Κωνσταντινούπολη 2010.

505
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ-ΧΑΡΤΩΝ

Εικ. 1: Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).


Εικ. 2: Berger «Regionen und Strassen», 353, εικ. 1.
Εικ. 3: Bardill, «The Palace of Lausus», 70, εικ. 2.
Εικ. 4: Bardill, Constantine, 14, εικ. 5.
Εικ. 5: Bardill, Constantine, 14, εικ. 6.
Εικ. 6: Η Πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 7: CAH ΧII (2008), 211, χάρτ. 3.
Εικ. 8: Δρακούλης, «Χαρτογραφικές Πληροφορίες», 100, εικ. 23.
Εικ. 9: Hoepfner, «Von Alexandria über Pergamon», 276, εικ. 2.
Εικ. 10: Zanker, Αύγουστος, 190, εικ. 114.
Εικ. 11: Krautheimer R., Rome. Profile of a City, 312-1308, Νέα Υερσέη 1980, 3,
χάρτ. 1.
Εικ. 12: Zanker, Αύγουστος, 117, εικ. 61.
Εικ. 13: Coarelli, Rome, 104, εικ. 27.
Εικ. 14: Zanker, «City as Symbol», 26, εικ. 1.
Εικ. 15: Gros, Architecture Romaine Ι, 215, εικ. 253.
Εικ. 16: Gros, Architecture Romaine Ι, 215, εικ. 254.
Εικ. 17: Αρχαίο Βυζάντιο (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 18: Αρχαίο Βυζάντιο (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 19: Κωνσταντινούπολη (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 20: Κτίσματα Θεοδοσίου Β΄ έως το έτος 425 (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 21: Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 12, εικ. 2.2.
Εικ. 22: Κτίσματα Ιουστινιανού (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 23: Κτίσματα 565-641 (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 24: Necipoğlu, Topkapi Palace, πιν. 1.
Εικ. 25α: Baha Tanman-Vefa Çobanoğlu, «Ottoman Architecture», 48-49
Εικ. 25β: Απόσπασμα Google map.
Εικ. 26: Fabricius E., «Das platäische Weihgeschenk in Delphi», JDAI 1 (1886),
177.
Εικ. 27: Mamboury-Wiegand, Kaiserpaläste, πιν. XCI.
Εικ. 28: Schneider, Byzanz, πιν. 10.
Εικ. 29: Labarte, Palais imperial, χάρτης 2.
Εικ. 30: Αντωνιάδης, Ἔκφρασις Ι, βιβλίον Β΄, κεφάλαιον Α΄, χάρτης.
Εικ. 31: Ebersolt, Grand Palais, σχέδιο: «Le Grand Palais de Constantinople»
Εικ. 32: Van Millingen, Byzantine Constantinople, «Map of Byzantine
Constantinople».
Εικ. 33: Casson, Preliminary Report, σχ. 2.
Εικ. 34: Casson – Talbot-Rice, Second Report.
Εικ. 35: Mamboury, «Νouvel élément», 58, εικ. 2.
Εικ. 36: Schneider, Grabung, πιν. 1.
Εικ. 37: Brett-Macaulay-Stevenson, Great Palace, σχ. 59.
Εικ. 38: Eyice, «“Arslanhane”», πιν. VI, σχ. 3.
Εικ. 39: Eyice, «“Arslanhane”», πιν. IV, σχ. 1.
Εικ. 40: Mango, Brazen House, 183, εικ. 35.
Εικ. 41: Schneider, «Euphemia-Martyrions», 258, εικ. 1.

506
Εικ. 42: Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, πιν. LXIV, εικ. 2.
Εικ. 43: Ramazanoğlu, «Neue Forschungen» ΙΙ, πιν. LXV, εικ. 3.
Εικ. 44: Duyuran, «Second Report», πιν. ΙΙ.
Εικ. 45: Mango, Brazen House, 187, εικ. 37.
Εικ. 46: Bardill, Brickstamps, 137, εικ. 19.
Εικ. 47: Dirimtekin, «Les fouilles», 163, πιν. 1.
Εικ. 48: Dirimtekin, «Les fouilles», 164, εικ. 1.
Εικ. 49 Dirimtekin, «Un hypogée», πιν. ΙΙΙ.
Εικ. 50: Naumann, «Antiochus-Palast 1964», 136, εικ. 1.
Εικ. 51: Kleiss, «Chalkopratenkirche», 153, εικ. 2.
Εικ. 52: Firatli-Ergil, «Milion Sounding», πιν. 1.
Εικ. 53: Janin, Constantinople Byzantine, πιν. Ι.
Εικ. 54: Vogt, Livre de Cérémonies, I: «Le Grand Palais de Constantinople».
Εικ. 55: Naumann, «Antiochus-Palast 1964», 147, εικ. 5.
Εικ. 56: Müller-Wiener, Bildlexikon, 232, εικ. 263.
Εικ. 57: Mango, Brazen House, 23, εικ. 1.
Εικ. 58: Girgin, «Porte Monumentale», εικ. 3.
Εικ. 59: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. VIII, εικ. 9.
Εικ. 60: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. IX, εικ. 10.
Εικ. 61: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. X, εικ. 11.
Εικ. 62: Bolognesi, «Gran Palazzo», πιν. XII, εικ. 13.
Εικ. 63: Crow-Bardill-Bayliss, Water supply, 111, χάρτ. 12.
Εικ. 64: Bardill, Brickstamps, 65, εικ. 6.
Εικ. 65: Pitarakis, Hippodrom/Atmeydanı, 100, εικ. 8.7.
Εικ. 66: Mundell Mango, «Commercial Map», εικ. 4.
Εικ. 67: Berger, «Regionen und Strassen», 353, εικ. 1.
Εικ. 68: Coarelli, Rome and Environs, 7, εικ. 2.
Εικ. 69: Ward-Perkins, «Old and New Rome», 61, εικ. 3.2.
Εικ. 70: Zanker, Αύγουστος, 104, εικ. 52.
Εικ. 71: Coarelli, Rome and Environs, 134, εικ. 37.
Εικ. 72: Coarelli, Rome and Environs, 389, εικ. 106.
Εικ. 73: Mentzos A., «Reflections on the Architectural History of the Tetrarchic
Palace Complex at Thessalonikē», στο Nasrallah L. - Bakirtzis Ch. -
Friesen S.J. (επιμ.), From Roman to Early Christian Thessalonikē. Studies in
Religion and Archaeology, Harvard Theological Studies 64, Κέιμπριτζ
Μασσ. 2010, 333-359, κυρίως 334, εικ. 1.
Εικ. 74: Nielsen, Hellenistic Palaces, 114, εικ. 58.
Εικ. 75: Frazer, «Maxentius’ buildings», εικ. 6.
Εικ. 76: Frazer, «Maxentius’ buildings», εικ. 8.
Εικ. 77: Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 124.
Εικ. 78: Αδάμ-Βελένη, «Θεσσαλονίκη», 125.
Εικ. 79: Vitti, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξη, Χάρτες, «Συγκριτικός πίνακας σχεδίων
Ελληνιστικών πόλεων».
Εικ. 80: Coarelli, Rome and Environs, 48, εικ. 14.
Εικ. 81: Ramage-Ramage, Ρωμαϊκή τέχνη, 103, εικ. 3.3.
Εικ. 82: Richardson, Topographical Dictionary, 280, εικ. 63.
Εικ. 83: Lanciani R., Rovine e scavi di Roma antica, Ρώμη 1985, χάρτ. 72.

507
Εικ. 84: Zanker, «“Popular” architecture», 76, χάρτ. 2.4.
Εικ. 85: Marzolff P. – Böser W., Demetrias III. Demetrias und seine Halbinsel,
Deutschen archäologischen Forschungen in Thessalien Bd. 19, Βόννη
1980, εικ. 111.
Εικ. 86: Radt, «Pergamon», εικ. 2.1.
Εικ. 87: Μουσείο Περγάμου. Φωτογραφία μακέτας.
Εικ. 88: Zanker, Αύγουστος, 85, εικ. 40.
Εικ. 89: Bardill, Constantine, 77, εικ. 64.
Εικ. 90: Χριστοδούλου, Αυτοκρατορικά οικοδομικά συγκροτήματα ΙΙΙ, εικ. 9.
Εικ. 91: Yegül, «Baths of Constantinople», 178, εικ. 11.6.
Εικ. 92: Zanker, Αύγουστος, 257, εικ. 149.
Εικ. 93: Μουσείο Ακροπόλεως. Φωτογραφία μακέτας.
Εικ. 94: Μπρούσκαρη, Ακρόπολη, 134, εικ. 92.
Εικ. 95: Μουσείο Περγάμου. Δυτική όψη του Βωμού της Περγάμου.
Εικ. 96: Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης. Φωτογραφία.
Εικ. 97: Müller-Wiener, Bildlexicon, 285, εικ. 323.
Εικ. 98: Κατασκευή Βασιλικής Κινστέρνας (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 99: Camp, Αρχαία Αγορά, 104, εικ. 55.
Εικ. 100: Camp, Αρχαία Αγορά, 115, εικ. 66.
Εικ. 101: Camp, Αρχαία Αγορά, 129, εικ. 76.
Εικ. 102: Camp, Αρχαία Αγορά, 75, εικ. 36.
Εικ. 103: Gros, Architecture Romaine Ι, 240, εικ. 284.
Εικ. 104: David, «Τribunal dans la basilique», 224, εικ. 1.
Εικ. 105: Gros, Architecture Romaine Ι, 215, εικ. 254.
Εικ. 106: Gros, Architecture Romaine Ι, 215, εικ. 253.
Εικ. 107: Gros, Architecture Romaine Ι, 223, εικ. 268.
Εικ. 108: Gros, Architecture Romaine Ι, 224, εικ. 269.
Εικ. 109: David, «Τribunal dans la basilique», 231, εικ. 3.
Εικ. 110: Ward Perkins J.B., The Severan Buildings of Lepcis Magna. An Architectural
Survey, Τρίπολη 1993, 8, εικ. 4.
Εικ. 111: Ευαγγελίδης, Αγορά, 126, εικ. 23.
Εικ. 112: Σιδέρης, Έφεσος, 136.
Εικ. 113: Gros, Architecture Romaine Ι, 247, εικ. 295.
Εικ. 114: Parrish, «Urban plan», 36, εικ. 1.15.
Εικ. 115: Ward-Perkins J. B., «Severan Art and Architecture at Lepcis Magna»,
JRS 38 (1948), 59-80, κυρίως 63, εικ. 7
Εικ. 116: Saradi, Byzantine City, 508, σχέδ. ΙΧ.
Εικ. 117: Αθανασίου, «Βασιλική», 115, σχ. 1.
Εικ. 118: Ward - Perkins, Imperial Architecture, 445, εικ. 299.
Αθανασίου, «Βασιλική», 117, σχ. 2.
Εικ. 119: Coarelli, Rome and Environs, 95, εικ. 25.
Lenski, Age of Constantine, πιν. 6.
Εικ. 120: Mango, Développement urbain, χάρτης 1.
Εικ. 121: Βασιλική στοά και «διευρυμένο» Τετράστωο (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 122: Speck, Kaiserliche Universität, 106, «Schematischer Lageplan».
Εικ. 123: Berger, «Streets and Public Spaces», πιν. 1.
Εικ. 124: Firatli-Ergil, «Milion Sounding», σχ. 1.

508
Εικ. 125: Tezcan, Topkapi Sarayi, απόσπασμα από τον χάρτη (Topografik harita).
Εικ. 126: Müller-Wiener, Bildlexicon, 232, εικ. 263.
Εικ. 127: Firatli, «New Discoveries», 567, σχ. ΙΙΙ, 2.
Εικ. 128: Mathews, Early Churches, 15, εικ. 1.
Εικ. 129: Bardill, «Hippodrome», 105, εικ. 8.12.
Εικ. 130: Οι αγορές του αρχαίου Βυζαντίου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 131: Müller-Wiener, Bildlexicon, απόσπασμα από το Lagerplan.
Εικ. 132: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 133: Kleiss, «Chalkopratenkirche», 150, εικ. 1.
Εικ. 134: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 135: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 136: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 137: Σχηματική Τομή συγγραφέα.
Εικ. 138: Το ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 139: Το ανατολικό άκρο του Βυζαντίου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 140: Το μνημειακό κέντρο της Πόλης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 141: Το μνημειακό κέντρο της Πόλης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 142: Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 143: Dyggve, Lindos III, πιν. VI, H.
Εικ. 144: Dyggve, Lindos III, 289, πιν. VI, 24.
Εικ. 145: Berger, «Altstadt von Byzanz», 29, σχ. 1.
Εικ. 146: Το ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 147: Tezcan, Topkapi Sarayi, απόσπασμα από τον χάρτη (Topografik harita).
Εικ. 148: Αεροφωτογραφία του Βοσπόρου.
Εικ. 149: Το ανατολικό άκρο του Βυζαντίου (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 150: Το ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης (χάρτης συγγραφέα).
Εικ. 151: Casson, Βιβλιοθήκες, 137, 6.3.
Εικ. 152: Coqueugniot, Archives et bibliothèques, 124, εικ. 27.1. Wataghin G.C., «Le
Biblioteche nella Tarda Antichità: L’apporto dell’Archeologia», ΑΤ 18
(2010), 21-62, κυρίως 24, εικ. 1.
Εικ. 153: Τραυλός, Πολεοδομικὴ ἐξέλιξις, 99, εικ. 55.
Εικ. 154: Τιγγινάγκα, «Βιβλιοθήκη του Αδριανού», πιν. 118, α-β.
Εικ. 155: Σιδέρης, Έφεσος, 288. Casson, Βιβλιοθήκες, 185, 7.5.
Εικ. 156: Speck, «Urbs quam Deo donavimus», 152, εικ. 1.
Εικ. 157: Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 478, εικ. 1.
Εικ. 158: Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 481, εικ. 4.
Εικ. 159: Majcherek, «Auditoria of Kom El-Dikka», 480, εικ. 3.
Εικ. 160: Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 53, εικ.
1.Β. Ασημένιο Μετάλλιο Κωνσταντίνου με θεά Ρώμη (330).
Εικ. 161: Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 53, εικ.
1.Α. Ασημένιο Μετάλλιο Κωνσταντίνου με Τύχη Κωνσταντινουπό-
λεως (330).
Εικ. 162: Ramskold - Lenski, «Constantinople’s Dedication Medallions», 53, εικ.
2.Α. Ασημένιο Τετράδραχμο Δημητρίου Α’ Σωτήρος (162-150 π.Χ.).
Εικ. 163: Yannopoulos, «Notes sur l’emplacement», πιν. Ι.

509
ΕΙΚΟΝΕΣ - ΧΑΡΤΕΣ

Εικ. 1. Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης

Εικ. 2. Οι ρεγιώνες της Κωνσταντινούπολης σύμφωνα με τον Berger.


ΘΕΟΤΟΚΟΣ
ΧΑΛΚΟΠΡΑΤΕΙΩΝ

ΑΓ. ΕΙΡΗΝΗ

ΦΟΡΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΑΓ. ΣΟΦΙΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΑΙΟ
ΠΥΛΗ
ΘΡΑΚΗΣ (;)
ΧΑΛΚΗ (;)

ΠΑΛΑΤΙΟ ΜΕΓΑ
ΘΕΡΜΕΣ
ΖΕΥΞΙΠΠΟΥ

Εικ. 3. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης

Εικ. 4-5. Νομίσματα Κωνσταντίνου (326-327)


Εικ. 7. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το έτος 314 μ.Χ.
Εικ. 8. Οι σημαντικότεροι χερσαίοι οδοί της Ανατολικής Μεσογείου
κατά την Ύστερη Αρχαιότητα
Εικ. 9. Πρόταση αποκατάστασης του τοπογραφικού χάρτη της Αλεξάνδρειας από τον Hoepfner (1990)
Εικ. 10. Το Πεδίον του Άρεως στα
χρόνια του Αυγούστου

Εικ. 11. Η Ρώμη κατά το έτος 330 μ.Χ.

Via Flaminia
Εικ. 12. Το Forum Romanum περίπου το έτος 10 μ.Χ.

Forum Pacis

Forum
Augusti
Curia
Forum
Julium

Forum
Traiani

Εικ. 13. Οι αυτοκρατορικοί Φόροι της Ρώμης


Forum Forum

Forum
Forum

Εικ. 14. Υποθετικές αποκαταστάσεις των αρχικών κατόψεων των coloniae maritimae:
1. Ostia. 2. Terracina. 3. Minturnae. 4. Puteoli

Εικ. 15-16. Τα Forum της Brescia και του Luni


Μεγίστη
Τετράστωος
Αγορά

Εικ. 18. Το αρχαίο Βυζάντιο

Εικ. 20. Τοπογραφικός χάρτης του αρχαίου Βυζαντίου, όπου


δηλώνεται λανθασμένα η θέση του Στρατηγίου
Εικ. 21. Τα υδραγωγεία του Αδριανού και του Ουάλη σύμφωνα με την έρευνα των Crow-Bayliss-Bardill
Νέο Δικαστικό
Μέγαρο
Yerebatan
Κονάκι Ιμπραήμ Sarayi
Πασά

Σφενδόνη
Atmeydani
Ιπποδρόμου

Αγία
Τζαμί Σοφία
SultanAhmet

Παλαιό Δικαστικό
Μέγαρο

Φυλακές

Εικ. 25α. Το μνημειακό κέντρο της Οθωμανικής και Τουρκικής Κωνσταντινούπολης


Αγία
Σοφία

Παλαιό
B
Δικαστικό
Μέγαρο
Νέο Δικαστικό
Μέγαρο

Φυλακές
Κονάκι
Ιμπραήμ
Πασά

Τζαμί
SultanAhmet

Σφενδόνη
Ιπποδρόμου

Εικ. 25β. Το μνημειακό κέντρο της Οθωμανικής και Τουρκικής Κωνσταντινούπολης


Εικ. 24. Η Κωνσταντινούπολη περίπου το έτος 1500

Εικ. 26. Οι επιγραφές στη Εικ. 27. Λείψανα μεγάλου τοίχου και άλλων οικοδομικών
Στήλη των Όφεων λειψάνων στην περιοχή των Παλαιών Φυλακών
Εικ. 28. Χάρτης του E. Mamboury με τα αρχιτεκτονικά λείψανα του μνημειακού κέντρου
της Κωνσταντινούπολης που αποκαλύφθησαν κατά τα έτη 1918-1932
Εικ. 29. Χάρτης του μνημειακού κέντρου του J. Labarte (1861)

Εικ. 30. Χάρτης του μνημειακού κέντρου του Ε.Μ. Αντωνιάδη (1907)
Εικ. 31. Χάρτης του μνημειακού κέντρου του A. Thiers (1909)

Εικ. 32. Χάρτης της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης των F.R. von Hubner- A. van Millingen
Εικ. 33. Σχεδιαστική αποτύπωση των αρχιτεκτονικών λειψάνων του Ιπποδρόμου και
των τομών που διενεργήθηκαν από την Βρετανική αποστολή

Εικ. 34. Σχεδιαστική αποτύπωση των αρχιτεκτονικών λειψάνων που αποδόθηκαν


στις Θέρμες του Ζευξίππου
Εικ. 35. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που αποκαλύφθησαν κατά την κατασκευή υπόγειων
δημόσιων αποχωρητηρίων στην πλατεία του Sultanahmet το έτος 1934

Εικ. 36. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως από την ανασκαφή του
Schneider A.M. στον προαύλειο χώρο δυτικά της Αγίας Σοφίας το έτος 1935
Εικ. 37. Αποκατάσταση των λειψάνων του Μεγάλου Περιστυλίου που ήλθαν στο φως κατά
την Βρετανική ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του Μεγάλου Παλατίου (1935-1938)

Εικ. 38-39. Η θέση και κατά μήκος τομή των οικοδομικών λειψάνων που εντοπίστηκαν κατά την
ανασκαφική έρευνα του Lemerle στην περιοχή του Παλαιού Δικαστικού Μεγάρου το έτος 1937
Εικ. 40. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως κοντά στο
Βαπτιστήριο της Αγίας Σοφίας το έτος 1939

Εικ. 41. Η θέση και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που ήλθαν στο φως κατά την ανασκαφή
του Schneider στο εξάγωνο του Παλατίου του Αντιόχου (Αγία Ευφημία) το έτος 1942
Εικ. 42-43. Τα ευρήματα των ανασκαφών του Ramazanoglu νότια
της Αγίας Ειρήνης κατά τα έτη 1946-1947

Εικ. 44. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που αποκαλύφθησαν κατά τις ανασκαφές για την
κατασκευή του νέου Δικαστικού Μεγάρου που επέβλεψε ο Duyuran τα έτη 1950-1952.
Εικ. 45. Τα οικοδομικά λείψανα που ήλθαν στο φως κατά τις εκσκαφικές εργασίες για
την κατασκευή της αποχέτευσης του νέου Δικαστικού Μεγάρου το έτος 1952

Εικ. 46. Τα λείψανα του προθαλάμου και της αψιδωτής αίθουσας ανατολικά του Μεγάλου
Περιστυλίου που ήλθαν στο φως κατά την Βρεταννική ανασκαφική έρευνα (1952-1954)
Εικ. 47-48. Τα λείψανα που ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές των Ramazanoglu και
Dirimtekin στην περιοχή νότια της Αγίας Ειρήνης κατά τα έτη 1946-1947 και 1958-1960
κάτοψη και σχεδιαστική αναπαράσταση
Εικ. 49. Κάτοψη του υπόγειου ταφικού θαλάμου που αποκαλύφθηκε βόρεια της Αγίας Σοφίας

Εικ. 50. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα του λεγόμενου «Παλατίου του Λαύσου» και
καταστημάτων κατά μήκος της Μέσης Οδού που ήλθαν στο φως το έτος 1964
Εικ. 51. Αποκατάσταση του συγκροτήματος της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων
από τον W. Kleiss με βάση τις έρευνες των ετών 1964-65

Εικ. 52. Σχεδιαστική αποτύπωση των οικοδομικών λειψάνων


της ανασκαφής των N. Firatli – T. Ergil (1969)
Εικ. 53.
Εικ. 54. Σχεδιαστική απεικόνιση του μνημειακού κέντρου από τον C. Vogt (1934)

Εικ. 55. Σχεδιαστική απεικόνιση των αρχιτεκτονικών λειψάνων


του μνημειακού κέντρου από τον Naumann (1965)
Εικ. 56. Τοπογραφικό διάγραμμα του μνημειακού κέντρου από τον Müller-Wiener (1977)

Εικ. 57. Υποθετικό τοπογραφικό διάγραμμα του μνημειακού κέντρου του C. Mango (1959)
Εικ. 58. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της μνημειακής πύλης στη νότια εσωτερική αυλή του Παλαιού δικαστικού Μεγάρου
Εικ. 59-62. Τοπογραφική αποτύπωση των πλατωμάτων στην περιοχή του
μνημειακού κέντρου στα 32, 26, 21 και 16 μ. σύμφωνα με την E. Bolognesi

Εικ. 64. Τοπογραφικό διάγραμμα του μνημειακού κέντρου γύρω


από το Αυγουσταίο (Bardill, 2004)
Εικ. 63. Τα υδραγωγεία του Αδριανού και του Ουάλη και οι κινστέρνες που υδροδοτούνταν από αυτά
Εικ.65. Τρισδιάστατη ψηφιακή αναπαράσταση του Ιπποδρόμου
της Κωνσταντινούπολης από τον Tayfun Öner

Εικ. 66. Οι Ρεγιώνες Ι-ΧΙΙ σύμφωνα με τους Mundell Mango MM. και Wilkins A.
Εικ. 67. Οι Ρεγιώνες Ι-ΧΙΙΙ της Κωνσταντινούπολης σύμφωνα με τον A. Berger

Εικ. 68. Οι Ρεγιώνες Ι-ΧIV της Ρώμης σύμφωνα με τον F. Coarelli


Εικ. 69. Η σχέση του Κτιστού Οβελίσκου της Κωνσταντινούπολης με τον
Οβελίσκο του Λατερανού σύμφωνα με τον B. Ward-Perkins (2012)

Εικ. 70. Η σχέση του ναού του Απόλλωνα και της Οικίας του Αυγούστου
στον Παλατίνο Λόφο με το Circus Maximus. Μακέτα.
Εικ. 71. Το συγκρότημα Παλατίου-Ιπποδρόμου κατά τον 3ο αιώνα

Εικ. 72. Το συγκρότημα αυτοκρατορικής κατοικίας, ιπποδρόμου


και μαυσωλείου στη Via Appia
Εικ. 73. Το Γαλεριανό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης

Εικ. 74. Πιθανή αποκατάσταση του συγκροτήματος Παλατίου-Ιπποδρόμου της Αντιόχειας


Εικ. 75. Η πιθανή σχέση Ιπποδρόμου- Εικ. 76. Η σχέση Ιπποδρόμου-
Ανακτόρου στο Μιλάνο Ανακτόρου στους Τρεβήρους

Εικ. 77-78. Ο πολεοδομικός ιστός της Θεσσαλονίκης πριν και μετά την ανέγερση
του Γαλεριανού συγκροτήματος

Εικ. 79. Το παραδοσιακό μνημειακό κέντρο και το Γαλεριανό


αυτοκρατορικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης
Καπιτώλιο

Παλάτιο

Εικ. 80. Το Forum Romanum και το Capitolium

Εικ. 81. Οι αυτοκρατορικοί φόροι της Ρώμης τον 2ο αι. μ.Χ.


Domus
Augustana

Εικ. 82. Το ανακτορικό συγκρότημα επάνω στον Παλατίνο λόφο και η σχέση
του με το Circus Maximus και το Forum Romanum

Εικ. 83. Σχέση Παλατίου-Ρωμαϊκού Φόρου-Καπιτωλίου


Εικ. 84. Το αυτοκρατορικό μνημειακό κέντρο της Ρώμης σε σχέση με τον πολεοδομικό ιστό

Εικ. 85. Η σχέση Ανακτόρου και Αγοράς στην αρχαία Δημητριάδα


Εικ. 86-87. Το Βασιλικό συγκρότημα και το μνημειακό του περιβάλλον στην
Ακρόπολη της Περγάμου. Κάτοψη και μακέτα (Μουσείο Περγάμου)
Εικ. 88. Το συγκρότημα της κατοικίας του Αυγούστου επάνω στον Παλατίνο λόφο

Εικ. 89. Αναπαράσταση της μορφής του Παλαιού Βήματος (Rostra Augusti) το 303 μ.Χ.
Εικ. 90. Αναπαράσταση της μορφής του Forum Romanum
μετά τις επεμβάσεις της Τετραρχικής περιόδου

Εικ. 91. Υποθετική αποκατάσταση της έκτασης των Θερμών του


Ζευξίππου και του Αυγουσταίου σύμφωνα με τον D. Kuban
Εικ. 92. Κάτοψη της Σεβαστής Αγοράς (Φόρος Αυγούστου)
με αναπαράσταση του αγαλματικού προγράμματος

Εικ. 93. Πρόταση αποκατάστασης του ανατολικού αετώματος του Παρθενώνα.


Μακέτα Μουσείου Ακροπόλεως

Εικ. 94. Προτεινόμενη μορφή αποκατάστασης της ανατολικής όψης του


Παρθενώνα από τον Μ. Κορρέ
Εικ. 95. Η δυτική όψη του Βωμού της Περγάμου στο Μουσείο του Βερολίνου

Εικ. 96. Τα γλυπτά της παράστασης Γιγαντομαχίας από το Silahtaraga


στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης
Θεοτόκος
Χαλκοπρατείων

Βασιλική
Κινστέρνα

Σκαλοπάτια
καθόδου

Εικ. 97. Κάτοψη της Βασιλικής Κινστέρνας

Εικ. 98. Σχηματικό διάγραμμα της Βασιλικής Στοάς. Με πράσινο χρώμα δηλώνεται η περιοχή
των εκσκαφικών εργασιών, με μαύρο οι τρεις στοές που δεν επηρεάστηκαν.
Εικ. 99. Η Βασίλειος Στοά γύρω στο 400 π.Χ.

Εικ. 100. Η Αγορά των Αθηνών στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Εικ. 101. Η Βασίλειος Στοά γύρω στο 300 π.Χ.

Εικ. 102. Κάτοψη των αρχιτεκτονικών λειψάνων της Βασιλείου Στοάς


Εικ. 103. Η Βασιλική της Cosa

Εικ. 104. Η Βασιλική της Πομπηίας

Εικ. 105. Το Forum του Luni Εικ. 106. Το Forum της Brescia
Εικ. 107. Το Forum της Clunia Εικ. 108. Το Forum του Glanum

Εικ. 109. Η Βασιλική του Fanum


Εικ. 110. Το Σεβηριανό Forum της Μεγάλης Λέπτιδας

Εικ. 111. Η Βασιλική Στοά της Θήρας

Εικ. 112. Η Βασιλική Στοά της Εφέσου


Εικ. 113. Η Βασιλική της Σμύρνης Εικ. 114. Η Βασιλική της Κρήμνας

Εικ. 115. Η Βασιλική της Κυρήνης Εικ. 116. Η Βασιλική της Αφροδισιάδος
Εικ. 117. Η Βασιλική του Γαλεριανού Ανακτόρου της Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη

Εικ. 118. Η Βασιλική των Τρεβήρων

Εικ. 119. Η Βασιλική Constantiniana της Ρώμης


Εικ. 120. Τα μνημεία του αρχαίου Βυζαντίου και η Πόλη του Μ. Κωνσταντίνου σύμφωνα με τον C. Mango
Εικ. 121. Σχεδιαστική αποτύπωση της πρότασης του Mango για το διευρυμένο Τετράστωο,
την θέση των ναών της Τύχης και Ρέας και την κλίμακα στη ΒΑ γωνία της Βασιλικής

Εικ. 122. Σχεδιαστική αποτύπωση της άποψης του P. Speck


Εικ. 123. Πρόταση του Berger σχετικά με την χάραξη του οδικού δικτύου
στο ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης
Μέση
οδός

αγωγός

Εικ. 124. Κάτοψη των αρχιτεκτονικών ευρημάτων της ανασκαφής του «Μιλίου».
Με διακεκομμένες γραμμές σημειώνεται η διαδρομή των αγωγών

αψιδωτή
πύλη

ανασκαφή
αρχαιολογικού
μουσείου

Εικ. 125. Κάτοψη της ανασκαφής για την προέκταση του αρχαιολογικού μουσείου.
Με την διακεκομμένη γραμμή δηλώνεται η προέκταση της οδού που αποκαλύφθηκε
Εικ. 126. Γενικό τοπογραφικό διάγραμμα του Μεγάλου Παλατίου και των γύρω
μνημείων. Με διακεκομμένη γραμμή δηλώνεται κατά προσέγγιση η πορεία της οδού
που οδηγούσε από τον Ιππόδρομο προς την Ακρόπολη
αψιδωτή
πύλη

Διαδρομή αγωγού και οδού

Εικ. 127. Κάτοψη με τα αρχιτεκτονικά ευρήματα της ανασκαφής του αρχαιολογικού μουσείου.
Με τις δύο παράλληλες γραμμές σημειώνεται η διαδρομή του αγωγού και της οδού

κλίμακα

οδός

Εικ. 128. Κάτοψη με τα αρχιτεκτονικά ευρήματα της ανασκαφής του Schneider


στο αίθριο της Αγίας Σοφίας
Εικ. 129. Τοπογραφικό διάγραμμα της έκτασης του Ιπποδρόμου και της σχέση του
με τα αρχιτεκτονικά ευρήματα των ανασκαφών από τις Θέρμες του Ζευξίππου
Αγορά
Ζευξίππου

Εικ. 130. Οι δύο Αγορές του αρχαίου Βυζαντίου

Εικ. 131. Η Βασιλική Κινστέρνα, η Αγία Σοφία και η Αγία Ειρήνη


σε σχέση με το γεωφυσικό ανάγλυφο
Εικ. 132. Η κατασκευή της Βασιλικής στην πλαγιά του λόφου

Εικ. 133. Η Βασιλική κινστέρνα, περιμετρικά τα λείψανα της αναλημματικής


κατασκευής της Βασιλικής και η διαδρομή της Alemdar Cadessi
Εικ. 134. Η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στα δάπεδα της Βασιλικής και του ναού της Θεοτόκου

Εικ. 135. Η υψηλή θεμελίωση που απαιτήθηκε για την κατασκευή της Βασιλικής

Εικ. 136. Πιθανή διαμόρφωση υπόγειων χώρων στην θεμελίωση της Βασιλικής

Εικ. 137. Η κατασκευή της κινστέρνας στο υπέδαφος της Βασιλικής από Ν προς Β
Εικ. 138. Πρόταση για την χωροθέτηση της κλίμακας στο μέσο της βόρειας στοάς της Βασιλικής

Εικ. 139. Η Αγορά του Ζευξίππου


Εικ. 140-141. Οι αρχαιοπρεπείς (Λυδός) και οι καθιερωμένες ονομασίες των μνημείων

Εικ. 142. Πορεία του Αδριάνειου Υδραγωγείου σε σχέση με τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης
Εικ. 143. Η επιβλητική πρόσοψη της Ελληνιστικής Στοάς της Λίνδου.
Στο μέσο η μνημειώδης κλίμακα. Στις άκρες διακρίνονται τα πλευρικά πτερύγια

Εικ. 144. Η πρόσοψη της Στοάς της Λίνδου και οι καμαροσκέπαστοι


υπόγειοι χώροι του πλατώματος έμπροσθεν της

Εικ. 145. Η πρόταση του Berger για ορθογώνιες νησίδες με προσανατολισμό από ΝΔ προς ΒΑ
Εικ. 146. Οι δύο εγκάρσιοι άξονες που κυριαρχούν στο γεωφυσικό ανάγλυφο
B

ανασκαφή
αρχαιολογικού
μουσείου

Εικ. 147. Τα Βυζαντινά μνημεία του πρώτου λόφου (Ακρόπολη) της Κωνσταντινούπολης
ΕΥΞΕΙΝΟΣ
ΠΟΝΤΟΣ

ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ

Εικ. 148. Αεροφωτογραφία. Η σχέση των στενών του Βοσπόρου με την χερσόνησο της Πόλης

Εικ. 149. Η άμεση οπτική σχέση του οριζόντιου άξονα με τη νότια είσοδο των Στενών
Εικ. 150. Το μνημειακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης κατά τον τέταρτο αιώνα

Στήλη Τραϊανού

Βιβλιοθήκη Βιβλιοθήκη

Εικ. 151. Βιβλιοθήκες του Τραϊανού στο Forum Traiani στη Ρώμη
Εικ. 152. Η προτεινόμενη ταύτιση της Βιβλιοθήκης της Περγάμου

Εικ. 153. Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα


Εικ. 154. Η Βιβλιοθήκη του Templum Pacis (Φόρου της Ειρήνης ή του Βεσπασιανού) στη Ρώμη

Εικ. 155. Η Βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο

Εικ. 156. Υποθετικές κατόψεις Καπιτωλίου κατά Speck


διδασκαλεία

διδασκαλεία

Εικ. 157. Το εκπαιδευτικό Συγκρότημα με τις θέρμες στην Αλεξάνδρεια


Εικ. 158. Το βόρειο συγκρότημα διδασκαλείων

Εικ. 159. Το νότιο συγκρότημα διδασκαλείων


Εικ. 160-162. Ασημένια Μετάλλια Κωνσταντίνου (330) και Τετράδραχμο
Δημητρίου Α’ Σωτήρος (162-150 π.Χ.)

Εικ. 163. Η πρόταση του Γιαννόπουλου για την χωροθέτηση του


Οικουμενικού Διδασκαλείου σε σχέση με την Βασιλική Κινστέρνα

You might also like