Professional Documents
Culture Documents
ΠΡΑΚΤΙΚΑ 3ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΕΕΕΕ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ 3ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΕΕΕΕ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ 3ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΕΕΕΕ
http://student-eeee.gr
Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία
Κοινωνικής Δικτύωσης
ΤΟΜΟΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Επιμέλεια Έκδοσης
Δ. Δρόσος:
Καθηγητής Εφαρμογών
Α.Ε.Ι. Πειραιά Τ.Τ.
Ν. Τσότσολας:
Επιστημονικός Συνεργάτης Αθήνα Δεκέμβριος 2014
Α.Ε.Ι. Πειραιά Τ.Τ.
3ο Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο
Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών
Διοργάνωση
Επιμέλεια Έκδοσης
Έκδοση 1η
Copyright ©
Ελληνική Εταιρεία Επιχειρησιακών Ερευνών (Ε.Ε.Ε.Ε),
Αθήνα Δεκέμβριος 2014
ISBN: 978-618-80361-2-3
II
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
3ο Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών
Κρίση Εργασιών
Όλες οι Εργασίες του Συνεδρίου Κρίθηκαν Ανωνύμως από Δυο Κριτές. Οι Κριτές ήταν
Μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής του Συνεδρίου, αλλά και Ειδικοί Επιστήμονες
εκτός Επιστημονικής Επιτροπής.
Δρόσος, Δ., Τσότσολας, Ν., (2014). Πρακτικά 3ου Πανελληνίου Φοιτητικού Συνεδρίου
Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών, «Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία
Κοινωνικής Δικτύωσης»
III
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
3ο Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών
IV
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
Εργαστήριο Συστημάτων Πληροφοριών Διοίκησης & Νέων
Τεχνολογιών
Το Εργαστήριο Συστημάτων Πληροφοριών Διοίκησης & Νέων
Τεχνολογιών ιδρύθηκε το 1989 με σκοπό την ανάπτυξη
εφαρμογών και τη διεξαγωγή εργαστηριακών ασκήσεων στο
πλαίσιο θεωρητικών μαθημάτων που εντάσσονται στον
ευρύτερο χώρο της Διοικητικής Πληροφορικής. Το Εργαστήριο στα πλαίσια της
φιλοσοφίας του προσανατολίζεται στο σχεδιασμό και υλοποίηση σύγχρονων
εκπαιδευτικών προγραμμάτων με στόχο τόσο την παροχή γενικών και εξειδικευμένων
γνώσεων, όσο και την ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων και ικανοτήτων στους
σπουδαστές του. Εκτός από την υλοποίηση των σύγχρονων εκπαιδευτικών
προγραμμάτων υλοποιεί μια σειρά από άλλες δραστηριότητες όπως: Συνέδρια,
Ημερίδες, Καλοκαιρινά Σχολεία (Summer School), Αναπτυξιακά - Επιμορφωτικά Έργα,
Συμβουλευτικές Υπηρεσίες.
ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Προεδρείο Συνεδρίου
Δρόσος Δ. – Καθηγητής Εφαρμογών Α.Ε.Ι Πειραιά Τ.Τ.
VII
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
3ο Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών
ΧΟΡΗΓΟΙ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
VIII
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
3ο Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
X
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
3ο Πανελλήνιο Φοιτητικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
XI
Καινοτομία και Σύγχρονα Εργαλεία Κοινωνικής Δικτύωσης
ISBN: 978-618-80361-2-3
Περιεχόμενα
1. Pologiorgi, I & Grigoroudis, E | A Multicriteria Approach for the Analysis of Customer
Satisfaction Αcording to the Kano Model ................................................................................ 2
2. Σκορδούλης, Μ., Κολλάρου, Π., Τεμπονέρα, Α., Λινατόπη, Φ. & Πιερράκου, Ε. |
Πολυκριτήρια Ανάλυση Ικανοποίησης στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η Περίπτωση του Τ.Ε.Ι
Πειραιά .................................................................................................................................... 22
3. Μιτζάλη, Γ.Χ. & Πετρίδου, Μ. | Ικανοποίηση Επιβατικού Κοινού από τη Χρήση του
ΜΕΤΡΟ ................................................................................................................................... 48
4. Δεσποτέρη, Β., Κώτσια, Δ. & Χουντάλας, Π. | Θεωρητική και Εμπειρική Διερεύνηση της
Επίδρασης της Οικονομικής Ύφεσης στις Αντιλήψεις και στην Αγοραστική Συμπεριφορά
των Καταναλωτών σε Σχέση με τα Προϊόντα Ιδιωτικής Ετικέτας ......................................... 56
5. Φαράντος, Γ.Ι. | Πληροφοριακά Συστήματα και Διαχείριση Κρίσεων .................................. 71
6. Aivazidou, E., Tsolakis, N. & Iakovou, E. | Water Footprint Management for Agrifood
Supply Chains: A Critical Taxonomy ..................................................................................... 95
7. Καρβελέα, Ο.Β., Χριστοπούλου, Α. & Χουντάλας, Π. | Κρίσιμοι Παράγοντες Υποκίνησης
Εργαζομένων σε Περίοδο Οικονομικής Ύφεσης: Εμπειρική Διερεύνηση στην Ελληνική
Πραγματικότητα.................................................................................................................... 107
8. Σκορδούλης, Μ. & Χαλικιάς, Μ. | Διερεύνηση των Τρόπων Προσέλκυσης και Επιλογής
Προσωπικού: Η Περίπτωση των Εταιριών Κινητής Τηλεφωνίας στην Ελλάδα .................. 123
9. Σκορδούλης, Μ. & Χαλικιάς, Μ. | Εφαρμογές των Μαθηματικών Θεωριών Πολέμου στις
Επιχειρήσεις .......................................................................................................................... 139
E. Grigoroudis
School of Production Engineering and Management, Technical University of Crete, University Campus, Kounoupidiana,
73100 Chania, Greece
vangelis@ergasya.tuc.gr
Abstract
The quality of products and services is a key factor for the success of a business and it is primarily
determined by the customers’ needs and expectations. Although several approaches for measuring and
analyzing customer satisfaction have been proposed, most of them adopt a one-dimensional recognition of
quality with limited explanatory power. In particular, the one-dimensional view of quality can explain the role
of certain quality attributes where both satisfaction and dissatisfaction vary in accordance with performance.
However, this approach cannot explain the role of other quality attributes where customer satisfaction (or
dissatisfaction) is not proportional to their performance. In this case, fulfilling the individual product/service
requirements does not necessarily imply a high level of customer satisfaction (or the opposite). In this
context, the Kano’s model, which adopts the theory of attractive quality, classifies the quality attributes into
different quality dimensions: must-be quality, one-dimensional quality, and attractive quality. The main aim
of this study is to present a methodological approach in order to define different quality levels and classify
customer requirements. The approach is based on Multicriteria Decision Analysis and adopts the principles of
the Kano’s model. In particular, the main objective is the comparison between derived and stated importance
for the satisfaction criteria. Stated importance is defined as the straightforward customer preference for the
weight of a satisfaction criterion, while derived importance is estimated by a regression-type quantitative
technique using customer judgments for the performance of this set of criteria. The presented methodological
framework is based on the comparative examination of the relationship between the derived importance of
two target groups: satisfied and non-satisfied customers. The main idea of the approach is based on the fact
that the importance level of a quality characteristic is not fixed, yet it depends on its performance, as
expressed by the customer satisfaction level. Accordingly, we examine separately the opinions of satisfied
and dissatisfied customers. Derived importance is comparatively examined through a dual importance
diagram that defines different quality levels in agreement with Kano’s approach and gives the ability to
classify customer requirements. The applicability of the proposed approach is illustrated by a real-world
application in the mobile phone industry. In particular, the results of the presented customer satisfaction
survey are focused on the quality attributes of smartphones. These results can give valuable information,
since they may identify unspoken motivators or even expected or cost of entry attributes. Using this approach,
customer requirements are better understood, since the product/service criteria that have the highest impact on
customer satisfaction or dissatisfaction can be identified and priorities for product development may be
decided.
1 Introduction
Inspired by Herzberg’s M-H theory in behavioral science, Kano and his coworkers
developed the theory of attractive quality. A distinction between satisfaction and
dissatisfaction was first introduced in the two-factor theory of job satisfaction by Herzberg,
Bernard, and Snyderman (1959). In essence, the theory posits that the factors that cause job
dissatisfaction are different from the factors that cause job satisfaction. The theory of
attractive quality is useful to better understand different aspects of how customers evaluate a
product or offering (Gustafsson 1998). Over the past two decades this theory has gained
exposure and acceptance through articles in various marketing, quality, and operations
management journals. The theory of attractive quality has been applied in strategic thinking,
business planning, and product development to demonstrate lessons learned in innovation,
competitiveness, and product compliance (Watson 2003).
According to Kano (2001), the theory of attractive quality originated because of the
lack of explanatory power of a one-dimensional recognition of quality. For instance, people
are satisfied if the packaging of milk extends the expiration date and dissatisfied if the
packaging shortens the expiration date. For a quality attribute such as leakage, people are not
satisfied if the package does not leak, but they are very dissatisfied if it does. The one-
dimensional view of quality can explain the role of expiration but not leakage. To understand
the role of quality attributes, Kano et al. (1984) present a model that evaluates patterns of
quality, based on customers’ satisfaction with specific quality attributes and their degree of
sufficiency. On the horizontal axis in the Kano diagram (see Figure 1) the physical
sufficiency of a certain quality attribute is displayed. The vertical axis shows satisfaction with
a certain quality attribute (Kano et al. 1984). The theory explains how the relationship
between the degree of sufficiency and customer satisfaction with a quality attribute can be
classified into five categories of perceived quality. According to Kano et al. (1984), their
ideas are similar to quality theories suggested by Mizuno and Ishikawa. But instead of only
providing general concepts and nomenclature, Kano and his coworkers provide a
methodology for use.
The categories of perceived quality according the Kano model are:
• Attractive quality attributes can be described as surprise and delight attributes; they provide
satisfaction when achieved fully, but do not cause dissatisfaction when not fulfilled (Kano
et al. 1984). These are attributes that are not normally expected. Since these types of quality
attributes often unexpectedly delight customers, they are often unspoken. Researchers have
emphasized the importance of attractive quality creation (Kano 2001) since this dimension
has been somewhat neglected by quality specialists, who have tended to focus on how to
eliminate things gone wrong (Kano 2001). In a similar sense, Cole (2001) suggests that the
understanding of continuous improvement should be widened to continuous innovation and
include concepts such as exploration and discontinuous innovation.
• One-dimensional quality attributes result in satisfaction when fulfilled and dissatisfaction
when not fulfilled (Kano et al. 1984). These attributes are spoken and are those with which
companies compete (Gustafsson 1998).
• Must-be quality attributes are taken for granted when fulfilled but result in dissatisfaction
when not fulfilled (Kano et al. 1984). Since customers expect these attributes and views
them as basic, it is unlikely that they are going to tell the company about them when asked
about quality attributes. They assume that companies understand these product design
fundamentals (Watson 2003).
• Indifferent quality refers to aspects that are neither good nor bad, and, consequently, they
do not result in either customer satisfaction or customer dissatisfaction.
• Reverse quality refers to a high degree of achievement resulting in dissatisfaction (and vice
versa, a low degree of achievement resulting in satisfaction) and to the fact that not all
customers are alike.
The theory of attractive quality predicts that product attributes are dynamic, that is,
over time an attribute will change from being indifferent, to attractive, to one-dimensional, to
must-be. Kano et al. (2001) provide empirical evidence for the dynamics of the television
remote control that has followed a life cycle such as: attractive quality → one-dimensional
quality → must-be quality. By investigating customer perceptions of remote controls through
Kano’s questionnaires in 1983, 1989, and 1998, Kano (2001) shows that the remote control
was an attractive attribute in 1983, a one-dimensional attribute in 1989, and a must-be item in
1998. Nilsson-Witell and Fundin (2005) provide additional empirical support for the early
phases of this life cycle not covered by Kano (2001), that is, that e-services are perceived as
“indifferent” before they are perceived as “attractive”. For an e-service, which is a high-
technology service, the life cycle of a quality attribute is rather short, and Nilsson-Witell and
Fundin (2005) experience some problems to provide definite classification for all quality
attributes.
The Kano approach may provide valuable help in trade-off situations during the
product development stage. If two product/service requirements cannot be met simultaneously
due to technical or financial reasons, the attribute with the highest impact on customer
satisfaction may be chosen. Discovering and fulfilling attractive requirements may be also
very important since it offers significant opportunities for differentiation. A product or service
that merely satisfies the must-be and one-dimensional requirements is perceived as average
and therefore, interchangeable. The attractive attributes are the key to beating the competition
in the marketplace (Hinterhuber et al. 1994). Must-be, one-dimensional and attractive
requirements differ, as a rule, in the utility expectations of different customer segments. Using
this as a starting point, customer-tailored solutions for special problems can be elaborated and
this may guarantee an optimal level of satisfaction in the different customer segments.
2 Kano’s Questionnaire
Expect R I I I M
Neutral R I I I M
Accept R I I I M
Dislike R R R R Q
Figure 2. Kano evaluation table (Lee and Newcomb, 1997)
(1)
where, A, O, M, and I are the attractive, one-dimensional, must-be, and indifferent responses,
respectively (i.e., percentage of customers assigning a given attribute to a certain category).
The positive better numbers indicate that customer satisfaction will increase by providing a
quality attribute and the negative worse numbers indicate that customer satisfaction will
decrease by not providing a quality attribute (Berger et al. 1993). The maximum value of
better and worse is 1. The closer the value is to 1, the greater the influence on customer
satisfaction. A value of about 0 signifies that a certain quality attribute has little influence on
customer satisfaction (Matzler et al. 1996).
The pairs of Better and Worse averages can be plotted in a two-dimensional diagram
representing the impact of quality attributes on satisfaction or dissatisfaction (see Figure 4),
and thus a clearer view for the classification of quality attributes may be obtained.
An alternative classification approach is presented in the next section, using a dual
importance diagram, which combines the derived and stated importance of quality attributes
(i.e. the weights of attributes as estimated by a regression-type model and straightforwardly
expressed by customers, respectively).
Very satisfied □
Satisfied □
Neither satisfied nor dissatisfied □
Dissatisfied □
Very dissatisfied □
Figure 5. A sample of an ordinal satisfaction scale
The MUSA method assesses global and partial satisfaction functions and ,
respectively, given customers’ judgments Y and . It should be noted that the method
follows the principles of ordinal regression analysis under constraints using linear
programming techniques (Jacquet-Lagrèze and Siskos,1982; Siskos and Yannacopoulos,1985;
Siskos,1985). The ordinal regression analysis equation has the following form:
(2)
where the value functions and are normalized in the interval [0, 100], and is the
weight of criterion i. It should be noted that the value/satisfaction functions and are
non-decreasing functions in the ordinal scales Y and , respectively. The principles and the
initiative methodological frame of the MUSA method have been developed by Siskos et al.
(1998) and Grigoroudis et al. (2000), while a discussion and a more detailed presentation of
the method may also be found in Grigoroudis and Siskos (2002).
The MUSA method infers an additive collective value function , and a set of partial
satisfaction functions from customers’ judgments. The main objective of the method is to
achieve the maximum consistency between the value function and the customers’
judgments Y. Based on the modeling presented in the previous section, and introducing a
double-error variable, the ordinal regression equation becomes as follows:
(3)
where is the estimation of the global value function , and and are the
overestimation and the underestimation error, respectively. The above formula holds for a
customer who has expressed a set of satisfaction judgments. For this reason, a pair of error
variables should be assessed for each customer separately.
STATED IMPORTANCE
Quadrant (iv) Quadrant (i)
Low → High
Expected One dimensional
(expected cost of entry) (truly important)
Quadrant (iii) Quadrant (ii)
One dimensional Attractive
(truly unimportant) (unspoken motivators)
Low → High
DERIVED IMPORTANCE
Figure 6. Dual importance diagram (Lowenstein, 1995)
Quadrants (i) and (ii) include the dimensions that are truly important to the customers.
These are the main characteristics that management and production should focus on.
Quadrants (i) and (iv) include the important dimensions according to the customers’ free
statement. These are the dimensions that marketing should focus on. When a characteristic
appears in quadrant (i) or (iii) there is an agreement between derived and stated importance.
On the other hand, in quadrants (ii) or (iv) there is a disagreement between the stated and
derived importance. This disagreement is an indication that these dimensions require further
analysis. According to Lowenstein (1995), the dual importance diagram may be linked with
the Kano’s model and its three basic categories of product/service requirements:
1. Quadrants (i) and (iii) correspond to the characteristics that are truly important or truly
unimportant for the customers (one-dimensional characteristics). Both the model and the
customers agree on them giving the company a more valid view and a better-grounded
direction.
2. Quadrant (ii) includes the characteristics that the MUSA method evaluates as being very
important, while the customers judge as less important when they are asked
straightforward. These characteristics are called unspoken motivators and represent
dimensions to which the company should pay attention. They may affect (positively or
negatively) future clientele, although the customers consider them of low importance.
3. Finally, quadrant (iv) includes the characteristics that the model estimates as less important,
while the customers rate them as very important. These usually include expected or cost-of-
entry services (e.g., service/product guarantees). A company should keep such
characteristics at a level at least as high as the ones of their competitors in order to keep its
clientele, or offer extra, unexpected services to gain competitive advantage.
6 Methodology
In the second stage, we separate the answers of satisfied and dissatisfied citizens for
each criterion of the survey and we apply the MUSA multicriteria methodology to estimate
the importance of each characteristic per group of customers. MUSA is used to estimate the
weights for both satisfied and dissatisfied customers, and the dual importance diagram is
plotted accordingly, which categorizes the characteristics of the product on the three quality
levels of Kano’s model (see Figure 8).
Quadrants I and III include the characteristics which are of the same importance for
either satisfied or dissatisfied customers. The coincidence of views between satisfied and
dissatisfied customers highlights attributes for which customers do not attach high importance
when satisfied, while on the contrary they consider them to be important when not satisfied.
According to Kano’s model, desired quality is related to the characteristics of a
product/service whose low performance creates dissatisfaction while high performance
creates satisfaction, therefore we could say that quadrants I and III include the one-
dimensional characteristics. An improvement in the quality of these characteristics will
apparently result in the proportional increase of satisfaction in both groups of satisfied and
dissatisfied citizens, taking into consideration that satisfaction is associated with importance.
In quadrants II and IV the derived importance between satisfied and dissatisfied
citizens is diversified. In particular, quadrant II contains the characteristics for which
dissatisfied customers attach higher importance compared to satisfied customers. In this case,
these characteristics seem to affect dissatisfaction to a higher degree compared to satisfaction.
When the importance of a characteristic is connected to satisfaction we get the must-be
characteristics of expected quality: if their performance is high citizens are satisfied yet they
do not express such satisfaction, but if their performance is low customers express clear
dissatisfaction. In quadrant IV it’s the exact opposite. Dissatisfied citizens attach lower
importance to these characteristics and it appears that their dissatisfaction is not due to their
possibly low performance. It is true that if a characteristic is of a given low performance and
this does not affect satisfaction, then any sudden improvement in its performance would cause
unexpected satisfaction. In this sense, the characteristics of quadrant IV are those of attractive
quality. The Dual Importance Diagram as formatted in our methodology is shown in Figure 9.
Relative Importance for
The questionnaires were collected through immediate distribution and through Internet
(social media and forums) for the time period January-February 2013. The answers for each
of the above criteria were used for the MUSA method and the Kano Analysis.
The final goal was to classify the quality attributes into one of the Kano quality
categories. So, we calculated the Better and Worse Averages according the theory explained
above and the result was the Better – Worse Diagram (see Figure 9):
ATTRACTIVE ONE-DIMENSIONAL
INDIFFERENT
As a next step we tried to build the Dual Importance Grid as formatted above. This
diagram is actually a modification of the original Dual Importance Grid, where instead of the
stated (Y axis) and estimated importance (X axis), it includes the importance weights of the
satisfied and dissatisfied customers as seen after solving the MUSA model. That way a new
method for identification of the attributes that customers rank as important, is possible.
These weights are used after being normalized, as used generally at the Dual
Importance Grid. This way a new method to classify quality attributes related to the
customers satisfaction on smartphones, is possible. At the same time it is possible to find
similarities and/or differences on attributes’ importance when compare the results of the
above described method with the original MUSA method.
The methodological framework in order to analyze the criteria importance for both satisfied
and dissatisfied customers is as follows:
• We used all the questionnaires that were used at the original MUSA, using the MUSA
software.
• Firstly, we isolated the answers of the satisfied and very satisfied customers for each one of
the 28 criteria, and a first set of weights, where i is the criteria number, was calculated. That
means that the MUSA software was used 28 times and so the importance weights, based on
the answers of the satisfied and very satisfied customers, arise.
• Secondly, we isolated the answers of the dissatisfied customers for each one of the 28
criteria, and a second set of weights, where i is the criteria number, was calculated. We
again used 28 times the MUSA software and so the importance weights, based on the
answers of the dissatisfied and very dissatisfied customers, arise.
We should note that the satisfaction scale is a 5-point qualitative scale, where apart
from completely satisfied, satisfied, dissatisfied and completely dissatisfied, it also exists one
more category these of the neutral customers, who are neither satisfied nor dissatisfied. These
neutral customers where used while calculating the second importance weights set, since the
total number of the dissatisfied and completely dissatisfied was significantly lower than the
total number of the satisfied and completely satisfied customers. That way, the sample of the
first weight set would not differ much from the sample of the second weight set. That way
possible problems that would concur in the normalized importance diagram, were avoided.
Also, a very close concentration of the quality attributes around the diagram axes (large
dispersion) was avoided, due to the large number of samples (171 answers).
We note that the importance weight that satisfied customers give to a smartphone
dimension either differ or coincides with the importance weight that dissatisfied customers
give. The relation between the criteria importance for both satisfied and dissatisfied customers
is plotted in Figure 11:
Figure 10. Importance weights for the satisfied and dissatisfied customers
According to the above diagram the quality attributes are classified in Table 4:
Table 3. Quality attributes classification based on the importance weights of the satisfied and dissatisfied customers
cable,
stereo
handsets,
charger)
4.2 Purchase III LOW LOW One-dimensional
extra
accessories
(car kit)
Camera 5.1 Photo III LOW LOW One-dimensional
resolution
5.2 Video IV HIGH LOW Attractive
resolution
5.3 Extra III LOW LOW One-dimensional
camera
functions
(front
camera,
panoramic
record)
Battery 6 Battery I HIGH HIGH One-dimensional
duration
Extras 7.1 Dual SIM III LOW LOW One-dimensional
7.2 Radio II LOW HIGH Expected
7.3 GPS I HIGH HIGH One-dimensional
7.4 Color II LOW HIGH Expected
options
Operating 8.1 Operating I HIGH HIGH One-dimensional
system system
and version
applications 8.2 Upgrade IV HIGH LOW Attractive
8.3 Number of II LOW HIGH Expected
applications
(pre-
installed or
free
download)
8.4 Purchase I HIGH HIGH One-dimensional
extra
applications
Dimensions 9 Weight I HIGH HIGH One-dimensional
Price 10 Price I HIGH HIGH One-dimensional
Warranty 11 Years of I HIGH HIGH One-dimensional
warranty
Finally, we try to compare the results from the above described method and the Kano
analysis. Table 5 summarizes the quality attributes classification according, Kano analysis
(highest frequency), Better-Worse diagram and MUSA method (satisfied and dissatisfied
customers):
Table 4. Comparison
Kano Category
Dimensions Labels Criteria Kano Analysis Better – Worse MUSA method
(Highest Frequency) Diagram
Display 1.1 Size Indifferent One- One-
Dimensional dimensional
1.2 Resolution One-Dimensional One- One-
Dimensional dimensional
Memory/ 2.1 Memory One-Dimensional One- One-
Processor size Dimensional dimensional
2.2 Memory One-Dimensional One- One-
extension Dimensional dimensional
2.3 Processor One-Dimensional One- Attractive
speed Dimensional
2.4 Number of Indifferent Indifferent One-
processor dimensional
cores
Connectivity 3.1 Wi/Fi One-Dimensional One- Attractive
Dimensional
3.2 Mobile One-Dimensional One- One-
Internet Dimensional dimensional
3.3 Bluetooth One-Dimensional One- One-
Dimensional dimensional
3.4 NFC Indifferent Indifferent One-
dimensional
3.5 Connection One-Dimensional One- One-
with PC Dimensional dimensional
Accessories 4.1 Quantity One-Dimensional One- One-
and quality Dimensional dimensional
of
accessories
(USB
cable,
stereo
handsets,
charger)
4.2 Purchase Indifferent One- One-
extra Dimensional dimensional
accessories
(car kit)
Camera 5.1 Photo One-Dimensional One- One-
resolution Dimensional dimensional
5.2 Video One-Dimensional One- Attractive
resolution Dimensional
5.3 Extra Indifferent One- One-
camera Dimensional dimensional
functions
(front
camera,
panoramic
record)
Battery 6 Battery One-Dimensional One- One-
duration Dimensional dimensional
Extras 7.1 Dual SIM Indifferent Indifferent One-
dimensional
7.2 Radio Indifferent One- Expected
Dimensional
7.3 GPS One-Dimensional One- One-
Dimensional dimensional
7.4 Color Indifferent Indifferent Expected
options
Operating 8.1 Operating One-Dimensional One- One-
system system Dimensional dimensional
and version
applications 8.2 Upgrade One-Dimensional One- Attractive
Dimensional
8.3 Number of One-Dimensional One- Expected
applications Dimensional
(pre-
installed or
free
download)
8.4 Purchase Indifferent One- One-
extra Dimensional dimensional
applications
Dimensions 9 Weight Indifferent Indifferent One-
dimensional
Price 10 Price Reverse Indifferent One-
dimensional
Warranty 11 Years of One-Dimensional One- One-
warranty Dimensional dimensional
According the above table we notice that there exists accordance between the quality
attributes classification of the three methods. In particular the highest frequency method and
the better – worse diagram give exactly the same results (with few exceptions). As for the
MUSA method, it agrees with the Kano analysis.
Consequently, the theory of attractive quality may give a valuable explanation about
the relationship between the degree of sufficiency of a quality attribute and the customer
satisfaction with that attribute. Based on this approach, it can be recognized that customer
satisfaction is more than a one-level issue as traditionally examined. Moreover, it may not be
enough to merely satisfy customers by meeting their basic and spoken requirements,
particularly in a highly competitive environment. The present study is a pilot satisfaction
survey of qualitative attributes and is indicative of the possibilities of the used methods and
can constitute a satisfaction barometer if repeated periodically. This way it is possible to
create a file of useful statistical data and to examine the firms’ course. Creating a database
with all these information that can help to better administrate the firms’ procedures,
continuous improvement and competitive advantages can be achieved.
Interesting would be an extension of the above survey for every Smartphone firm
separately for the same qualitative attributes. That way more specific results would yield for
every Smartphone firm and their strengths and weaknesses would appear. The fact that an
attribute has been classified as attractive according to the Kano’s model does not mean that
this is true for every Smartphone firm. It will maybe be true for all of them, for some of them
or for only one of them. A deeper approach of the qualitative attributes for every firm
separately, the development of the firm’s strengths is possible as well as the improvement of
the less efficient and the better competition confrontation. Of course, important part for the
firms’ development regards to the correct interpretation of the survey’s results, their ‘clever’
combination and to the comprehension of the customers’ needs.
Also, the results, of the present study can be incorporated in a new MUSA model.
Taking the quality attributes classification for granted a new MUSA model could be solved
with fewer variables, higher stability and more accurate results for customers’ satisfaction.
Different would be the results if in the case of solving the above described MUSA model, a
Y* total satisfaction function has been used as input data. If the original solution of all
customers was known, after applying the MUSA model, the quality attributes classification
would give different results. Of great interest would also be the integration of the study’s
results in a switching cost estimation analysis.
As switching costs are called the unpredictable costs after the customer’s conversion
to another firm. For the survey described above if a customer selects to change firm and to
choose another, a cost is entered into this decision for him/her. So, the quality attributes
classification based on the methodological framework described above can help for a better
and more accurate estimation of the switching cost. The qualitative results of such a
satisfaction survey can be used to calculate the cost that a customer is disposed to “pay” in
order to change firm.
Studying intensively the customer’s needs, every firm will be able to develop,
innovative strategies with competitive return. Using the Kano model it is revealed that a
product/service, that fulfills the basic customer’s requirements, without any defects, does not
mean that it will satisfy the customer. The question is if the product/service is desirable in a
way that excites customers. The attributes that increase satisfaction and also show
performance improvements, consist usual indexes of a satisfied customer. A nonstandard
attribute makes difference and can be useful weapon in a very competitive environment.
Every firm should recognize attractive quality attributes of the offered products/services.
Some quality attributes are unexpected. A sign of an attribute is what excites and satisfies
more the customers. In high technology industries, today attractive attributes are future
expected attributes.
References
1. Berger C., Blauth R., Boger D., Bolster C., Burchill G., DuMouchel W., Pouliot F., Richter R., Rubinoff A., Shen D.,
Timko M., Walden D. (1993). Kano’s methods for understanding customer-defined quality, The Center for Quality
Management Journal, 2 (4), 2-36.
2. Grigoroudis E., Siskos Y. (2002). Preference disaggregation for measuring and analyzing customer satisfaction: The
MUSA method, European Journal of Operational Research, 143 (1), 148-170.
3. Grigoroudis E., Siskos Y. (2010). Customer satisfaction evaluation: Methods for measuring and implementing service
quality, Springer, New York.
4. Grigoroudis E., Spiridaki O. (2003). Derived vs. stated importance in customer satisfaction surveys, Operational
Research: An International Journal, 3 (3), 229-247.
5. Grigoroudis E., Siskos Y., (2010). Customer Satisfaction Evaluation. Methods for Measuring and Implementing Service
Quality.
6. Kano N., Seraku N., Takahashi F., Tsjui S. (1984). Attractive quality and must-be quality, Hinshitsu, 14 (2), 147-56.
7. Kano, N. (2001). Life cycle and creation of attractive quality, 4th International QMOD (Quality Management and
Organisational Development) Conference, Linköping University, Linköping.
8. Krassadaki E., Grigoroudis E. (2010), Nursing personnel as a must-be quality characteristic in a public hospital, Hellenic
Journal of Nursing Sciences, 3 (2), 49-52.
9. Siskos Y., Grigoroudis E., Politis Y., Malandrakis Y. (2001). Customer satisfaction evaluation: Some real experiences,
in: A. Colorni, M. Paruccini, and B. Roy (eds.), A-MCD-A: Multiple Criteria Decision Aiding, European Commission,
Joint Research Center, EUR 19808 EN, 297-314.
10. Siskos Υ., Grigoroudis E. (2002). Measuring customer satisfaction for various services using multicriteria analysis, in:
D. Bouyssou, E. Jacquet-Lagrèze, P. Perny, R. Słlowiński, D. Vanderpooten, and P. Vincke (eds.), Aiding decisions with
multiple criteria: Essays in honor of Bernard Roy, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, 457-482.
Μ. Σκορδούλης
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Εργαστήριο Συστημάτων Πληροφοριών Διοίκησης και
Νέων Τεχνολογιών
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
mskordoulis@gmail.com
Π. Κολλάρου
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Α. Τεμπονέρα
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Φ. Λινατόπη
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Ε. Πιερράκου
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Περίληψη
Σκοπός της έρευνας είναι η εμπεριστατωμένη έρευνα και αποτύπωση της ικανοποίησης των φοιτητών στην
ελληνική ανώτατη εκπαίδευση και ειδικότερα των φοιτητών του Τ.Ε.Ι. Πειραιά. Εξετάστηκαν οι απόψεις των
φοιτητών σχετικά με τη εικόνα–φήμη του Τ.Ε.Ι Πειραιά, το Εκπαιδευτικό Προσωπικό, το πρόγραμμα
σπουδών, τις Διοικητικές Υπηρεσίες καθώς και τις εγκαταστάσεις-υποδομές. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν
από 211 ερωτηματολόγια αναλύθηκαν με τη χρήση της μεθόδου πολυκριτήριας ανάλυσης ικανοποίησης
MUSA. Τα δεδομένα, αναλύθηκαν ακόμη στατιστικά με χρήση περιγραφικής στατιστικής και ανάλυσης
διασταυρωμένης πινακοποίησης και γραμμικής παλινδρόμησης. Τα αποτελέσματα των παραπάνω ελέγχων
οδήγησαν στη διαπίστωση της χαμηλής ικανοποίησης των φοιτητών από το Τ.Ε.Ι Πειραιά. Ακόμη προέκυψε
η στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της ικανοποίησης και του φύλου, του εξαμήνου και της επίδοσης των
φοιτητών. Τα στοιχεία από τη βιβλιογραφία και την αρθρογραφία που παρατίθενται βοήθησαν τόσο στην
εξαγωγή των ερευνητικών υποθέσεων και την ανάλυσή τους, όσο και στην πληρέστερη κατανόηση των
αποτελεσμάτων της έρευνας.
Λέξεις κλειδιά: Ολική ποιότητα στην εκπαίδευση, ικανοποίηση φοιτητών, πολυκριτήρια ανάλυση, MUSA,
ελληνική ανώτατη εκπαίδευση
1 Εισαγωγή
2 Θεωρητική Προσέγγιση
Με μια πρώτη ματιά, η έννοια της ικανοποίησης των φοιτητών είναι εύκολη ως προς
τον ορισμό. Παρόλα αυτά, υπάρχουν εκατοντάδες επιστημονικά άρθρα που προσπαθούν να
ορίσουν την έννοια αυτή, να την ποσοτικοποιήσουν καθώς επίσης και να μετρήσουν τις
επιπτώσεις της (Letcher & Neves, 2010). Σύμφωνα με τους Oliver & DeSarbo (1989), η
ικανοποίηση των φοιτητών αναφέρεται στην υποκειμενική τους κρίση για διάφορα
αποτελέσματα και εμπειρίες που προέρχονται από το εκπαιδευτικό τους πλαίσιο. Ο Oliver
(1980), υποστήριξε ότι δεδομένου του ότι η ικανοποίηση βασίζεται στην εμπειρία, η
ικανοποίηση των φοιτητών επηρεάζεται και μεταβάλλεται συνεχώς από το σύνολο των
εμπειριών τους στον ακαδημαϊκό χώρο.
Πολλές έρευνες έχουν διεξαχθεί με στόχο την ανακάλυψη των παραγόντων που
σχετίζονται με την ικανοποίηση των φοιτητών μέσα σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα. Όπως έχει
αποδειχθεί, οι παράγοντες που σχετίζονται με την ικανοποίηση των φοιτητών είναι σαφώς
πολυπαραγοντικοί και διαφέρουν τόσο από άτομο σε άτομο, όσο και από σχολή σε σχολή
(Lee et al, 2000). Οι απαντήσεις των φοιτητών σχετικά με την ικανοποίησή τους από ένα
εκπαιδευτικό ίδρυμα, μπορούν να επηρεάζονται από το αν και κατά πόσο επιθυμούσαν τη
φοίτησή τους στο συγκεκριμένο ίδρυμα, από την αξιολόγηση του εαυτού τους ως φοιτητές
και από το εκπαιδευτικό τους εξάμηνο.
Οι Bean & Bradley (1986) και ο Hearn (1985) έχουν δείξει σαφείς διαφορές στις
απαντήσεις ικανοποίησης μεταξύ φοιτητών και φοιτητριών. Αντίθετα, οι Lee et al. (2000),
αναφέρουν ότι η ικανοποίηση των φοιτητών είναι ανεξάρτητη από ατομικές διαφορές μεταξύ
των οποίων και το φύλο.
Έρευνες έχουν δείξει ακόμη ότι το ακαδημαϊκό προφίλ των ικανοποιημένων φοιτητών,
τόσο από πλευράς απόδοσης, όσο και από πλευράς κινήτρων, ήταν θετικότερο από το
αντίστοιχο των λιγότερο ικανοποιημένων σπουδαστών (Morstain, 1977).
Στη συνέχεια, παρουσιάζονται αναλυτικότερα οι παράγοντες ικανοποίησης που
επιλέχθηκαν για τη διερεύνηση της περίπτωσης του Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Η ικανοποίηση που προέρχεται από την εικόνα για ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, μπορεί
να το επηρεάσει τόσο από άποψης προέλκυσης νέων φοιτητών και διατήρησης των
υπαρχόντων (James et al., 1999), όσο και από άποψης αύξησης της χρηματοδότησης
(Landrum et al., 1998).
Η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι φοιτητές για το εκπαιδευτικό ίδρυμα αποτελεί
σημαντικό παράγοντα ικανοποίησης και επομένως θα πρέπει να διατηρείται σε όσο το
δυνατόν καλύτερα επίπεδα (Henning-Thurau et al., 2001).
3 Μεθοδολογική Προσέγγιση
ΚΛΙΜΑΚΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
MUSA
Απόλυτα δυσαρεστημένος-η
Δυσαρεστημένος-η
Ούτε ικανοποιημένος-η, ούτε
δυσαρεστημένος-η
Ικανοποιημένος-η
Απόλυτα ικανοποιημένος-η
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ MUSA
Συναρτήσεις ικανοποίησης
Βάρη κριτηρίων
Δείκτες ικανοποίησης
Δείκτες απαιτητικότητας
Διαγράμματα δράσης
Διαγράμματα βελτίωσης
* n
Y = ∑ bi X i
*
i =1
n (1)
b =1
∑i
i =1
Η εξίσωση 1 δείχνει τη βασική αρχή της πολυκριτήριας μεθοδολογίας, ενώ ο ορισμός
των μεταβλητών παρουσιάζεται αναλυτικά στον Πίνακα 1. Η μέθοδος MUSA ακολουθεί τις
γενικές αρχές της ποιοτικής ανάλυσης παλινδρόμησης υπό περιορισμούς, χρησιμοποιώντας
τεχνικές γραμμικού προγραμματισμού για την επίλυσή της (Jacquet-Lagrèze & Siskos, 1982;
Siskos & Yannacopoulos, 1985; Siskos, 1985).
Οι εκτιμώμενες συναρτήσεις ικανοποίησης αποτελούν τα βασικά αποτελέσματα της
μεθόδου MUSA, δεδομένου ότι εκφράζουν την πραγματική αξία που προσδίδει το σύνολο
των πελατών σε ένα καθορισμένο ποιοτικό επίπεδο ικανοποίησης. Συνδυάζοντας τα βάρη των
κριτηρίων ικανοποίησης με τους μέσους δείκτες ικανοποίησης είναι δυνατός ο υπολογισμός
μιας σειράς διαγραμμάτων δράσης (action diagrams) τα οποία μπορούν να προσδιορίσουν
ποια είναι τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της ικανοποίησης των πελατών, καθώς και το
που πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες βελτίωσης (Grigoroudis & Siskos, 2010).
Περιοχή μεταφοράς
Περιοχή ισχύος
Υψηλή
Περιοχή ισχύουσας
Περιοχή δράσης
Χαμηλή
Χαμηλή Υψηλή
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ
3η Προτεραιότητα 2η Προτεραιότητα
Υψηλή
2η Προτεραιότητα 1η Προτεραιότητα
Χαμηλή
Χαμηλή Υψηλή
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Διάγραμμα 4. Η ιεραρχική δομή των κριτηρίων για την ικανοποίηση των φοιτητών του Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Τα υπόλοιπα κριτήρια βρίσκονται στην περιοχή μεταφοράς πόρων και έτσι οι πιθανοί
πόροι για τη βελτίωσή τους θα ήταν καλύτερο να διατεθούν για τη βελτίωση των δύο
προηγούμενων.
Το υποκριτήριο που αφορά τις ενέργειες προβολής, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή
δράσης, συνιστά κρίσιμη διάσταση ικανοποίησης και έτσι θα πρέπει να βελτιωθεί.
Το υποκριτήριο των ενεργειών προβολής εμφανίζει υψηλή αποτελεσματικότητα αλλά
και υψηλή απαιτητικότητα. Επομένως, σε ό,τι αφορά τις ενέργειες προβολής του Ιδρύματος,
απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για βελτίωση. Οι ενέργειες βελτίωσης θα ήταν επομένως
προτιμότερο να εστιάσουν στα υπόλοιπα υποκριτήρια που βρίσκονται επίσης με αυτό της
προβολής σε τεταρτημόριο δεύτερης προτεραιότητας, καθώς εμφανίζουν χαμηλή
απαιτητικότητα και αποδοτικότητα και για τη βελτίωσή τους απαιτείται μικρή προσπάθεια.
Από τα δεδομένα του Πίνακα 1 προκύπτει ότι οι περισσότεροι από τους ερωτώμενους
συμφωνούν με το ότι γνωρίζουν τι σημαίνει η έννοια ικανοποίηση φοιτητών. Οι ακόμη,
περισσότεροι συμφωνούν ακόμη με το γεγονός ότι ολοκληρώνοντας τις σπουδές τους, θα
ήθελαν να ασχοληθούν επαγγελματικά με το αντικείμενο των σπουδών τους.
Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων είναι ουδέτερη απέναντι στο ότι θεωρούν τον εαυτό
τους καλό φοιτητή.
Τέλος, οι περισσότεροι από τους φοιτητές που απάντησαν το ερωτηματολόγιο,
διαφωνούν με το ότι θα ήθελαν να σπουδάσουν σε κάποια από τα Προγράμματα
Μεταπτυχιακών Σπουδών που προσφέρει το Τ.Ε.Ι. Πειραιά καθώς επίσης και με το ότι
σπουδάζουν στο Τ.Ε.Ι. Πειραιά από την ανάγκη που γέννησε η δύσκολη οικονομική
κατάσταση της χώρας για σπουδές κοντά στον τόπο μόνιμης κατοικίας και όχι επειδή
πραγματικά ήθελαν να σπουδάσουν σε αυτό.
Η τυπική απόκλιση σε όλες τις περιπτώσεις δείχνει μεγάλη διαφοροποίηση από τη μέση τιμή,
ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με τις προτάσεις στις οποίες διαφωνούν οι φοιτητές η τυπική
απόκλιση σημαίνει πολύ μεγάλη διαφοροποίηση.
Διάγραμμα 6. Ιστόγραμμα συχνοτήτων απαντήσεων στην ερώτηση σχετικά με το εάν οι φοιτητές θέλουν να σπουδάσουν σε
κάποια από τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών που προσφέρει το Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Διάγραμμα 7. Ιστόγραμμα συχνοτήτων απαντήσεων στην ερώτηση σχετικά με το εάν οι φοιτητές σπουδάζουν στο Τ.Ε.Ι.
Πειραιά από την ανάγκη που γέννησε η δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας για σπουδές κοντά στον τόπο μόνιμης
κατοικίας και όχι επειδή πραγματικά ήθελαν να σπουδάσουν σε αυτό.
Πίνακας 2: Πίνακας συσχετίσεων μεταβλητών ερευνητικών υποθέσεων με συνολική ικανοποίηση από τις σπουδές στο
Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Από την εξέταση των δεδομένων του Πίνακα 3, προκύπτει στατιστικά σημαντική
συσχέτιση της συνολικής ικανοποίησης από τις σπουδές στο Τ.Ε.Ι. Πειραιά με όλες τις
διασταυρούμενες μεταβλητές, εκτός από αυτή που αφορά το εάν οι φοιτητές σπουδάζουν στο
Τ.Ε.Ι. Πειραιά από την ανάγκη που γέννησε η δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας για
σπουδές κοντά στον τόπο μόνιμης κατοικίας και όχι επειδή πραγματικά ήθελαν να
σπουδάσουν σε αυτό, δεδομένου ότι μόνο το p-value της συγκεκριμένης μεταβλητής είναι
μεγαλύτερο από 0.05 που σημαίνει ότι γίνεται δεκτή η υπόθεση Η0 του ελέγχου ανεξαρτησίας
x2.
Έτσι, δεκτές γίνονται οι ερευνητικές υποθέσεις:
• Η1: «η συνολική ικανοποίηση των φοιτητών εξαρτάται από το φύλο»,
• Η2: «η συνολική ικανοποίηση των φοιτητών εξαρτάται από τη εμπειρία τους στο Ίδρυμα»
• Η3: «η συνολική ικανοποίηση των φοιτητών εξαρτάται από το Τμήμα σπουδών τους στο
Τ.Ε.Ι. Πειραιά» και,
• Η4: «η συνολική ικανοποίηση των φοιτητών εξαρτάται από την επίδοσή τους»,
ενώ απορρίπτεται η ερευνητική υπόθεση:
• Η5: «η συνολική ικανοποίηση των φοιτητών εξαρτάται από τη θέλησή τους ή όχι να
σπουδάσουν στο Ίδρυμα».
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να το τονιστεί ότι η επαλήθευση της ερευνητικής
υπόθεσης Η3 σημαίνει την ανάγκη για αναλυτικότερη διερεύνηση της ικανοποίησης των
φοιτητών του Τ.Ε.Ι. Πειραιά ξεχωριστά ανά Τμήμα, αφού τελικά υπάρχει στατιστικά
σημαντική διαφορά όσον αφορά τη συνολική ικανοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι τα
αποτελέσματα της ικανοποίησης με τη μέθοδο MUSA μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από
Τμήμα σε Τμήμα.
Διάγραμμα 8: Ραβδόγραμμα διασταύρωσης απαντήσεων συνολικής ικανοποίησης με Τμήμα σπουδών στο Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Συνολικά πόσο
Θεωρώ τον εαυτό μου ικανοποιημένος/η είστε
καλό φοιτητή από τις σπουδές σας
Τ.Ε.Ι. Πειραιά;
Συντελεστής
Θεωρώ τον εαυτό συσχέτισης 0,562
μου καλό φοιτητή Spearman
p-value 0,000
Συνολικά πόσο Συντελεστής
ικανοποιημένος/η συσχέτισης 0,562
είστε από τις Spearman
σπουδές σας Τ.Ε.Ι.
p-value 0,000
Πειραιά;
5 Συμπεράσματα-Προτάσεις
Σκοπός της έρευνας ήταν η εξέταση της ικανοποίησης από των φοιτητών του Τ.Ε.Ι.
Πειραιά από ένα σύνολο κριτηρίων και υποκριτηρίων ικανοποίησης.
Τα κριτήρια ικανοποίησης προέκυψαν ύστερα από την επισκόπηση της σχετικής
βιβλιογραφίας και αρθογραφίας και επιλέχθηκε τελικά να είναι η εικόνα-φήμη του
Ιδρύματος, το προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, το εκπαιδευτικό προσωπικό, οι διοικητικές
υπηρεσίες και οι υποδομές-εγκαταστάσεις. Τα αποτελέσματα της πολυκριτήριας ανάλυσης
των δεδομένων με τη μέθοδο MUSA ανέδειξαν το επίπεδο ικανοποίησης των φοιτητών του
Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Από την ανάλυση της διασταυρωμένης πινακοποίησης και τους σχετικούς ελέγχους
ανεξαρτησίας x2 προέκυψε η επαλήθευση των υποθέσεων ότι η ικανοποίηση των φοιτητών
του Τ.Ε.Ι. Πειραιά σχετίζεται στατιστικά σημαντικά με το φύλο, το εξάμηνο φοίτησης, το
Τμήμα σπουδών καθώς και την επίδοση των φοιτητών. Από την παραπάνω διαδικασία
προέκυψε ακόμη η απόρριψη της υπόθεσης ότι η ικανοποίηση από το Τ.Ε.Ι. Πειραιά
σχετίζεται στατιστικά σημαντικά με την αναγκαστική επιλογή ορισμένων φοιτητών για
σπουδές στο Ίδρυμα λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που δεν επιτρέπει σπουδές
μακριά από τον τόπο μόνιμης κατοικίας.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η επαλήθευση της υπόθεσης ότι η ικανοποίηση των
φοιτητών του Τ.Ε.Ι. Πειραιά σχετίζεται στατιστικά σημαντικά με το Τμήμα σπουδών
σημαίνει σημαντικές διαφοροποιήσεις στη συνολική ικανοποίηση των φοιτητών για το Τ.Ε.Ι.
από Τμήμα σε Τμήμα. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη περεταίρω διερεύνησης της
ικανοποίησης των φοιτητών του Τ.Ε.Ι. Πειραιά, η οποία θα εστιάζει σε κάθε Τμήμα
ξεχωριστά αφού τώρα υπάρχει ο κίνδυνος η χαμηλή ικανοποίηση να προέρχεται από
ορισμένα μόνο Τμήματα και όχι από το σύνολό τους. Αυτό θα έχει πρωτίστως σαν
αποτέλεσμα τη σπατάλη πόρων για τη βελτίωση συνολικά των υποκριτηρίων ικανοποίησης
όταν ορισμένα υποκριτήρια σε ορισμένα Τμήμα πιθανόν να χρίζουν πολύ μεγαλύτερης
βελτίωσης από τα ίδια υποκριτήρια σε άλλα Τμήματα του Τ.Ε.Ι.
Αντιστοίχως, η επαλήθευση της υπόθεσης ότι η ικανοποίηση των φοιτητών εξαρτάται
από τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις καθώς και η ανάλυση που ακολούθησε, σημαίνουν ότι θα
πρέπει να δοθεί διαφορετική βαρύτητα στην ανάλυση των αποτελεσμάτων ικανοποίησης.
Αναφορές
1. Γαρουφάλης, Κ. & Ζαβλανός, Μ. (2010). Μέτρηση του βαθμού της ικανοποίησης των σπουδαστών στο Τ.Ε.Ι. Πειραιά.
Επιστημονική Επετηρίδα Εφαρμοσμένης Έρευνας Τ.Ε.Ι. Πειραιά - Έκδοση Διοίκηση και Οικονομία. 16(1): 131-150.
2. Δημολιάτης, I. (2010). Το όργανο μέτρησης εκπαιδευτικού περιβάλλοντος σχολών υγείας DREEM (Dundee Ready
Education Environment Measure) στα ελληνικά. Πώς χρησιμοποιείται καθώς και προκαταρκτικά αποτελέσματα για το
ελληνικό ιατρικό εκπαιδευτικό περιβάλλον. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής. 27(3): 509-521.
3. Ελληνική Δημοκρατία. (1983). Νόμος 1404/83: δομή και λειτουργία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Φ.Ε.Κ. 173/Α’/23.11.1983.
4. Ελληνική Δημοκρατία. (2001). Νόμος 2916/2001: διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του
τεχνολογικού τομέα αυτής. Φ.Ε.Κ. 114/Α’/11.6.2001.
5. Ελληνική Δημοκρατία. (2005). Νόμος 3374/2005: διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση. Σύστημα
μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων – παράτημα διπλώματος. Φ.Ε.Κ. 189/Α’/2.8.2005.
6. Ελληνική Δημοκρατία. (2011). Νόμος 4009/2011: δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και
διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Φ.Ε.Κ. 195/Α’/6.9.2011.
7. Ελληνική Δημοκρατία. (2013). Προεδρικό Διάταγμα 69/2013: Μετονομασία Τμημάτων – Συγχώνευση Τμημάτων -
Κατάργηση Παραρτήματος - Κατάργηση Τμημάτων - Συγκρότηση Σχολών του Τ.Ε.Ι. Πειραιά. Φ.Ε.Κ. 119/Α’/28.5.2013.
8. Ζαβλανός, Μ. (2003). Η ολική ποιότητα στην εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλη.
9. Ζαβλανός, Μ. (2006). Η ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες και τα προϊόντα. Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλη.
10. Κοίλιας, Χ. (2007). Αξιολόγηση ενός μαθήματος από την πλευρά των φοιτητών. Περιοδικό Επιστήμης και Τεχνολογίας
Τ.Ε.Ι. Αθήνας. 3(1): 30-47.
11. Ματσατσίνης, Ν., Κρασαδάκη, Ε. & Γρηγορούδης, Ε. (2012). Μια πολυκριτήρια συγκριτική αξιολόγηση ενός
Τμήματος Μηχανικών. Πρακτικά Συνεδρίου Διασφάλιση και Διοίκηση Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση Διοίκηση
και Καλές Πρακτικές. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης & Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας
Ανώτατης Εκπαίδευσης.
12. Μπουρής, Ι. & Δήμας, Γ. (2007). Ιχνηλατώντας τον βαθμό ικανοποίησης των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: Η
περίπτωση του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι. Αθήνας. Αθήνα: Τ.Ε.Ι. Αθήνας.
13. Πηλαβά, Π. (2012). Οι ανάγκες απαιτήσεις των φοιτητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κύπρου: μια
μελέτη περίπτωσης της QFD. Διπλωματική Εργασία. Πειραιάς: Πανεπιστήμιο Πειραιά.
14. Ταουσάνης, Χ., Κοτιός, Κ., Σαραφίσης, Η., Παπαδόπουλος, Π. & Πετρά, Χ. (2007). Έρευνα απόψεων φοιτητών για τις
σπουδές και την απασχόληση. Θεσσαλονίκη: Αλεξάνδρειο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης.
15. Τέγος, Α. (2012). Στάσεις, απόψεις των φοιτητών και αποφοίτων του Τμήματος Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας για
τις προπτυχιακές σπουδές και επιθυμίες και προσδοκίες για την επαγγελματική σταδιοδρομία. Διπλωματική Εργασία.
Αθήνα: Χαροκόπιο Πανεπιστήμιο.
16. Τσιότρας, Γ. (2002). Βελτίωση ποιότητας. 2η έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Μπένου.
17. Χαλικιάς, Μ. (2012). Επαγωγική στατιστική. Αθήνα: Σύγχρονη Εκδοτική.
18. Anderson, E. & Sullivan, M. (1993) The antecedents and consequences of customer satisfaction for firms. Marketing
Science. 12(2): 125–143.
19. Bay, D., & Daniel, H. (2001). The student is not the customer: an alternative perspective. Journal of Marketing for
Higher Education. 11(1): 1–19.
20. Bean, J. & Bradley, R. (1986). Untangling the satisfaction - performance relationship for college students. Journal of
Higher Education. 36(1): 393-412.
21. Chickering, A., Gamson, Z. (1987). Seven principles for good practice in undergraduate education. AAHE Bulltetin.
22. Cloutier, M., & Richards, J. (1994). Examining customer satisfaction in a big school. Quality Progress. 9(1): 117–119.
23. Customers Satisfaction Council, (1995). Customer Satisfaction Assessment Guide. Illinois: Motorola University Press.
24. Danielsen, A. & White, R. (1976). Some evidence on the variables associated with student evaluations of teachers. The
Journal of Economic Education. 7(2): 117-119.
25. Dimoliatis, I., Vasilaki, E., Anastassopouols, P., Ioanndis, J. & Roff, S. (2010). Validation of the Greek Translation of
the Dundee Ready Education Environment Measure (DREEM). Education for Health. 23(1): 1-16.
26. Dutka, A. (1995). AMA Handbbok of customer satisfaction: A guide to research, planning, and implementation. Illinois:
NTC Publishing Group.
27. Grigoroudis, E. & Siskos, Y. (2002). Preference disaggregation for measuring and analysing customer satisfaction: The
MUSA method. European Journal of Operational Research. 143(1): 148-170.
28. Grigoroudis, E. & Siskos, Y. (2010). Customer satisfaction evaluation; methods for measuring and implementing
service quality. New York: Springer Science and Business Media.
29. Hameed, A. & Amjaad, S. (2011). Students’ satisfaction in higher learning institutes: a case study of Comsats
Abbottabad, Pakistan. Iranian Journal of Management Studies. 4(1): 63-77.
30. Hartman, E. & Schmidt, L. (1995). Understanding student/alumni satisfaction from a consumer’s perspective: the effects
of institutional performance and program outcomes. Research in Higher Education. 36(2): 197-217.
31. Hearn, J. (1985). Determinants of college students overall evaluations of their academic programs. Research in Higher
Education Journal. 23(4): 413-437.
32. Hennig-Thurau, T., Langer, F., & Hansen, U. (2001). Modelling and managing student loyalty: αn approach based on
the concept of relationship quality. Journal of Service Research. 3(1): 331–344.
33. Hill, F.(1995). Managing service quality in higher education: the role of the student as primary consumer. Quality
Assurance in Education. 3(1) 10-21.
34. Hodgkinson, M. (1994). Peer observation of teaching performance by action enquiry. Quality Assurance in Education.
2(2): 26-31.
35. Hunt, K. (1977). Conceptualization and measurement of consumer satisfaction and dissatisfaction. Cambridge:
Marketing Science Institute.
36. Ipsilandis, P., Samaras, G. & Mplanas, N. (2008). A multicriteria satisfaction analysis approach in the assessment of
operational programmes. International Journal of Project Management. 26(6): 601–611.
37. Ismail, H. & Abdullah, N. (2001). Does perception of value create customer satisfaction? Proceedings of the Academy
of Marketing Studies Nashville. 6(1): 28-39.
38. Jacquet-Lagrèze E. & J. Siskos (1982). Assessing a set of additive utility functions for multicriteria decision-making:
The UTA method. European Journal of Operational Research. 10(2): 151-164.
39. James, R., Baldwin, G. & McInnis, C. (1999). Which university? the factors influencing the choices of prospective
undergraduates. Canberra: Department of Education, Training and Youth Affairs.
40. Kelley, W., Donnelly, J., & Skinner, J. (1990). Customer participation in service in service production and delivery.
Journal of Retailing. 66(1) 315-328.
41. Kotler, P., & Andreasen, R. (1996). Positioning the organization: Strategic marketing for nonprofit organization.
Toronto: Prentice-Hall.
42. Kotze, T., & DuPlessis, P. (2003). Students as co-producers of education: a proposed model of student socialization and
participation at tertiary institutions. Quality Assurance in Education. 11(1): 186–201.
43. Kristensen, K. Martensen, A & Gronholdt, L. (1999) Measurement the impact of buying behaviour on customer
satisfaction. Total Quality Management. 10(4): 602–614.
44. Landrum, R., Turrisi, R. & Harless, C. (1998). University image: the benefits of assessment and modelling. Journal of
Marketing for Higher Education. 9(1): 53-68.
45. Lee, G., Jolly, N., Kench, P. & Gelonesy, B. (2000). Factors related to student satisfaction with university. Sidney:
University of Sidney Faculty of Health Sciences.
46. Leifer, D. (1998). Evaluating user satisfaction: case studies in Australasia. Facilities. 16(6): 138-142.
47. Lengnickl, A. (1996). Customer contributions to quality: α different view of the customeroriented firm. Academy of
Managament Review. 21(1): 791–824.
48. Letcher, W. & Neves, J. (2010). Determinants of undergraduate business student satisfaction. Research in Higher
Education Journal. 6(1):1-26.
49. Marsh, H. (1987). Students evaluation of university teaching: research, findings, methodological issues and directions
for future search. International Journal of Educational Research. 11(1): 253-388.
50. Morstain, R. (1977). Analysis of students’ satisfaction with their academic program. Journal of Higher Education.
48(1): 1-16.
51. Munteanu, C., Ceobanu, C., Bobalca, C., & Anton, O. (2010). An analysis of customer satisfaction in a higher education
context. International Journal of Public Sector Management. 23(1): 124–140.
52. Nancy, L., Leech, K., Barett, G. & Morgan, A. (2005). SPSS for immediate statistics; use and interpretation. New
Jersey: Lawrence Erlbaum Associates Publishers.
53. Naumann, E. & Giel, K. (1995). Customer satisfaction measurement and management: Using the voice of the customer.
Cincinnati: Thomson Executive Press.
54. Oliver, R. (1980). A cognitive model of the antecedents and consequences of satisfaction decisions. Journal of
Marketing Research. 17(1): 460-469.
55. Oliver, R. (1997). Satisfaction: A behavioral perspective on the consumer. New York: McGraw-Hill.
56. Palacio, A. B., Meneses, G. D., Perez Perez, P. (2002). The configuration of the university image and its relationship
with the satisfaction of students. Journal of Educational Administration. 40(5): 486-506.
57. Politis, Y. & Siskos, Y. (2004). Multicriteria methodology for the evaluation of a Greek engineering department.
European Journal of Operational Research. 156(1): 223-240.
58. Price, I., Matzdorf, F., Smith, L. & Agahi, H. (1983). The impact of facilities on student choice of university. Facilities.
21(10): 212-222.
59. Richardson, G. & Lynes, J. (2007). Institutional motivations and barriers to the construction of green buildings on
campus: a case study of the University of Waterloo, Ontario. International Journal of Sustainability in Higher
Education. 8(3): 339-354.
60. Rodriguez, M. S., Fernandez, C. A., Cameselle, J. M. S. (1997). Empirical validation of a model of user satisfaction with
buildings and their environments as workplaces. Journal of Environmental Phsycology. 17(1): 69-74.
61. Rolfe, H. (2002). Students’ demands and expectations in an age of reduced financial support: the perspectives of
lecturers in four English universities. Journal of Higher Education Policy and Management. 24(1): 171–182.
62. Siskos, Y. (1985). Analyses de régression et programmation linéaire. Révue de Statistique Appliquée. 32(2): 41-55.
63. Siskos, Y. & Yannacopoulos, D. (1985). UTASTAR: An ordinal regression method for building additive value
functions. Investigaçao Operational. 5 (1): 39-53.
64. Shank, M. (1995) Understanding professional service expectations: do we know what our students expect in a quality
education? Journal of Professional Services Marketing. 13(1): 71–89.
65. Sunga, M. & Yang, S. (2008). Toward the model of university image: the influence of brand personality, external
prestige and reputation. Journal of Public Relations Research. 20(4): 357-376.
66. Swan, J.E., Bowers, M.R., & Grover, R. (2002). Customer involvement in the selection of service specifications. Journal
of Services Marketing. 16(1): 88–103.
67. Tessema, M., Ready, K., & Wei-Choun Yu, W. (2012). Factors affecting college students’ satisfaction with major
curriculum: evidence from nine years of data. International Journal of Humanities and Social Science. 45(1): 34-44.
68. Westbrook, R. & Reilly, M. (1983). Value - Percept Disparity: an alternative to the disconfirmation of expectations
theory of consumer satisfaction. Advances in Consumer Research. 10(1):256-261.
69. Witcher, A., Onwuegbuzie, J., Filer, C., Wiedmaier, J. & Moore, C. (2003). Students perceptions of characteristics of
effective teacher. EDRS.
70. Wortuba, T. & Wright, P. (1975). How to develop a teacher rating instrument: a research approach. The Journal of
Higher Education. 46(6): 653-656.
71. Zar, J. (1972). Significance Testing of the Spearman Rank Correlation Coefficient. Journal of the American Statistical
Association. (67)339: 578-580.
72. Zimring, M. & Reizenstein, J. (1980). Post-occupancy evaluation; an overview. Environment and Behaviour. 12(1): 429-
450.
Γ.Χ. Μιτζάλη
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Πειραιά
Τµήµα ∆ιοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω.
adm7944@sdo.teipir.gr
M. Πετρίδου
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Πειραιά
Τµήµα ∆ιοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω.
adm7962@sdo.teipir.gr
Περίληψη
Στις μέρες μας, η έννοια της ποιότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο για τα προϊόντα όσο και για τις
υπηρεσίες. Κάθε εταιρεία παροχής υπηρεσιών οφείλει να εξασφαλίζει την ολική ποιότητα, δηλαδή τη συνεχή
προσπάθεια όλων των ατόμων για βελτίωση των υπηρεσιών έτσι ώστε να ικανοποιούνται ή και να
υπερβαίνονται οι προσδοκίες των πελατών. Συνεπώς η ποιότητα με την ικανοποίηση είναι άρρηκτα
συνδεδεμένες μεταξύ τους, κάτι το οποίο φαίνεται πιο καθαρά αν εξετάσουμε τις υπηρεσίες που είναι
διαθέσιμες σε μεγάλες μερίδες πληθυσμού. Τέτοιες υπηρεσίες είναι και οι υπηρεσίες μαζικής μεταφοράς
καθώς αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ατόμων. Στόχος της έρευνας είναι να
προσδιορισθούν τα επίπεδα ικανοποίησης των ατόμων από τη χρήση του ΜΕΤΡΟ. Αυτό επιτεύχθηκε μέσα
από τη συγκέντρωση και ανάλυση 291 απαντήσεων σε ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν μέσω μέσων
κοινωνικής δικτύωσης. Εκτός από τις ερωτήσεις ικανοποίησης το δείγμα κλήθηκε να απαντήσει και σε
δημογραφικές και γενικές ερωτήσεις. Η δημιουργία των ερωτηματολογίων επιτεύχθηκε μέσω Google Docs
και η ανάλυση των απαντήσεων μέσω των προγραμμάτων MUSA και Excel. Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω
μέσα και ολοκληρώνοντας την ανάλυση προσεγγίσθηκε το επίπεδο των προσδοκιών των πελατών του
ΜΕΤΡΟ, μία σημαντική μεταβλητή εφόσον η ποιότητα παροχής υπηρεσιών πρέπει να βασίζεται στις
προσδοκίες των πελατών- άλλωστε µια από τις πιο κοινές αιτίες για την παροχή κακής ποιότητας υπηρεσιών
από τις ανάλογες εταιρείες σχετίζεται µε την άγνοια του τι πραγματικά ανάμεναν οι πελάτες.
Συμπερασματικά το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος έδειξε να εμπιστεύεται το μετρό για τις μετακινήσεις
τους , να είναι ικανοποιημένο από τις υπηρεσίες που του παρέχονται και να μην βρίσκει κάποιο λόγο ώστε να
σταματήσει να το χρησιμοποιεί .
Λέξεις κλειδιά: Ικανοποίηση Eπιβατών, MUSA, Ποιότητα Υπηρεσιών, Πολυκριτήρια Ανάλυση, Μετρό
1 Εισαγωγή
2 Βιβλιογραφική Επισκόπηση
3 H μέθοδος MUSA
5 Αποτελέσματα Έρευνας
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απαντήσεων προέρχεται από τις ηλικίες 18-24 (78%)
ετών, ενώ ακολουθούν οι ηλικίες 25-35, 36-50, >50 και τέλος <18.
6 Συμπεράσματα
Αναφορές
1. Μύρων Μ. Ζαβλανός (2000) Η ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες και τα προϊόντα. Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλης.
2. Τσιότρας, Γ. (2002). Βελτίωση ποιότητας. 2η έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Μπένου.
3. Garvnin, D. (1988). Managing Quality. London: Free Press.
4. Grigoroudis, E. & Siskos, Y. (2010). Customer satisfaction evaluation; methods for measuring and implementing
service quality. New York: Springer Science and Business Media.
5. Marshall, G. & Murdoch I. (2001). Service quality in the marketing of consulting engineers, International Journal for
Construction. 3(1).
Β. Δεσποτέρη
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Δ. Κώτσια
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Π. Χουντάλας
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Πάροδος Αριστοτέλους 18, 263 35 Πάτρα
e-mail: pchountalas@yahoo.gr
Περίληψη
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007 ήταν ένα φαινόμενο που επηρέασε τις οικονομίες πολλών μεγάλων
αλλά και μικρότερων χωρών, όπως την Ελλάδα. Η σημαντική σταδιακή επιδείνωση της ελληνικής
οικονομίας και η βαθιά ύφεση που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, επηρέασε αρνητικά τις ελληνικές
επιχειρήσεις, µε κύρια χαρακτηριστικά την υποχώρηση του κύκλου εργασιών και τη μείωση της κερδοφορίας
σε αρκετούς κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν κλείσει τα
τελευταία χρόνια και ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση ανεργίας. Αντικείμενο
της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάλυση του φαινομένου της οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα, σε
συνάρτηση με τις επιπτώσεις της στον τομέα του εγχώριου λιανικού εμπορίου και πιο συγκεκριμένα στον
κλάδο των super market. Ο κύριος στόχος της μελέτης είναι να διερευνηθεί αν η οικονομική ύφεση έχει
επηρεάσει τις αντιλήψεις και την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών σε σχέση με τα προϊόντα
ιδιωτικής ετικέτας. Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, πραγματοποιήθηκε έρευνα πεδίου με
ερωτηματολόγιο, το οποίο απευθυνόταν σε καταναλωτές - πελάτες των super market. Συνολικά
συγκεντρώθηκαν 120 έγκυρα ερωτηματολόγια και το κύριο συμπέρασμα που προέκυψε από την έρευνα ήταν
ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρουσιάζουν πλέον σημαντική ανάπτυξη και επηρεάζουν σε μεγάλο
βαθμό τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, κερδίζοντας πολύ συχνά την προτίμησή τους. Σε
γενικές γραμμές, οι καταναλωτές φαίνεται ότι είναι αρκετά ικανοποιημένοι από τα προϊόντα ιδιωτικής
ετικέτας και τα επιλέγουν σε πολύ μεγάλο βαθμό ειδικά σε κατηγορίες προϊόντων που δεν σχετίζονται άμεσα
με την υγεία τους (πχ. χαρτικά). Αντίθετα, οι καταναλωτές εμφανίζονται περισσότερο διστακτικοί να
επιλέξουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε περισσότερο «ευαίσθητες» κατηγορίες προϊόντων (πχ.
γαλακτοκομικά). Τέλος, φαίνεται ότι οι καταναλωτές σήμερα κάνουν μεγάλες «εκπτώσεις» στις πραγματικές
τους επιθυμίες και επιλέγουν να αγοράζουν κάποιο προϊόν αρχικά βασιζόμενοι στην τιμή του και στη
συνέχεια εξετάζοντας τα υπόλοιπα συνήθη κριτήρια επιλογής, όπως την ποιότητα, τη συσκευασία και τη
φήμη του προϊόντος. Το γεγονός αυτό φυσικά ευνοεί ιδιαίτερα τη ζήτηση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας
σε βάρος των επώνυμων προϊόντων.
1 Εισαγωγή
Βρισκόμαστε εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930.
Από μερικές απόψεις μοιάζει με άλλες κρίσεις που συνέβησαν τα περασμένα χρόνια, όμως
υπάρχουν και έντονες διαφορές. Τα περασμένα χρόνια οι κρίσεις ήταν κυρίως περιοδικές και
οι Αρχές κάθε χώρας δεν άφηναν το τραπεζικό σύστημα να καταρρεύσει όπως είχε γίνει το
1930. Η σημερινή κρίση, όμως, οδήγησε ολόκληρο το σύστημα στα πρόθυρα της
κατάρρευσης και υπήρξαν πολλές αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία και
όλους τους πολίτες. Στην Ελλάδα, τα super market είναι η καρδιά του καταναλωτικού
συστήματος, ένας χώρος στον οποίο μπορεί κανείς να βρει και να αγοράσει μια μεγάλη
γκάμα προϊόντων. Όμως, καθώς η οικονομική κατάσταση στη χώρα αλλάζει, η αγοραστική
δύναμη των καταναλωτών μειώνεται λόγω της αύξησης της ανεργίας και της μείωσης των
μισθών. Έτσι, η ανάγκη για φθηνά και τυποποιημένα προϊόντα οδήγησε τις αλυσίδες super
market να λανσάρουν στην αγορά τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Τα super market
εκμεταλλευόμενα την αναγνωρισιμότητά τους στο ευρύ κοινό, δημιούργησαν αυτά τα
προϊόντα με την ελπίδα να μεταφέρουν υποσυνείδητα την αναγνώριση και την αξιοπιστία
τους στα καινούρια προϊόντα που φέρουν το όνομά τους. Τα προϊόντα αυτά, στο κομμάτι της
συσκευασίας, έχουν πολλά κοινά με τα επώνυμα προϊόντα τα οποία κατείχαν τις
περισσότερες πωλήσεις και τοποθετούνταν στις καλύτερες θέσεις (πχ. στο ύψος του ματιού).
Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας καλύπτουν σήμερα σχεδόν όλες τις κατηγορίες προϊόντων,
όπως τρόφιμα, είδη προσωπικής υγιεινής, απορρυπαντικά κ.α.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελούν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και
συγκεκριμένα η διερεύνηση των αντιλήψεων και της αγοραστικής συμπεριφοράς των
καταναλωτών σε σχέση με αυτά τα προϊόντα. Πιο συγκεκριμένα, βασικός στόχος της μελέτης
είναι να διαπιστωθεί εάν η υπάρχουσα οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τη συμπεριφορά των
καταναλωτών όσον αφορά τα προϊόντα που επιλέγουν στις αγορές τους. Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο, η μελέτη καλείται να απαντήσει στο ερώτημα εάν η οικονομική κρίση έχει στρέψει
τους καταναλωτές στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Επιπλέον, η μελέτη στοχεύει στον
προσδιορισμό του βαθμού κατά τον οποίο οι καταναλωτές χρησιμοποιούν προϊόντα ιδιωτικής
ετικέτας και του βαθμού ικανοποίησής τους από αυτά τα προϊόντα. Στόχος της μελέτης είναι,
επίσης, να προσδιοριστεί ο ρόλος που κατέχουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στην
καθημερινότητα των καταναλωτών, σε ποιες κατηγορίες προϊόντων, δηλαδή, οι καταναλωτές
επιλέγουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και σε ποιες επώνυμα.
Η παρούσα μελέτη ξεκινά με το θεωρητικό υπόβαθρο του υπό εξέταση αντικειμένου,
το οποίο αναλύεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα εξετάζεται γενικά η
καταναλωτική συμπεριφορά σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Στη συνέχεια, στη δεύτερη και
τρίτη ενότητα, αναπτύσσεται η έννοια των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και το προφίλ των
καταναλωτών αυτών των προϊόντων. Η τέταρτη ενότητα της μελέτης περιλαμβάνει τη
μεθοδολογία της ακολουθούμενης εμπειρικής έρευνας και η πέμπτη ενότητα παρουσιάζει τα
σχετικά αποτελέσματα που προέκυψαν. Τέλος, στην έκτη ενότητα, αναφέρονται τα βασικά
συμπεράσματα της μελέτης, καθώς και οι προτάσεις για περαιτέρω έρευνα.
Η οικονομική κρίση, που πλήττει αυτή την περίοδο την παγκόσμια αγορά, έχει
σημαντικές επιπτώσεις ιδιαίτερα στην ελληνική οικονομία, οι οποίες πρέπει να ληφθούν
υπόψη κατά τη διερεύνηση του αντικειμένου της παρούσας μελέτης.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σημερινή οικονομική συγκυρία, έχει περιορίσει αρκετά
την αγοραστική δύναμη του μέσου καταναλωτή. Ως απάντηση σε αυτήν την κατάσταση, οι
μεγάλοι όμιλοι super market δημιούργησαν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Τα προϊόντα
ιδιωτικής ετικέτας, παράγονται από τρίτες εταιρίες για λογαριασμό επιχειρήσεων super
market και φέρουν το εμπορικό σήμα που ανήκει στην αλυσίδα ή τον όμιλο. Τα τελευταία
χρόνια, λόγω της ισχυρής παρουσίας των εμπορικών καταστημάτων discount, τα super
market, διεύρυναν την γκάμα των προσφερόμενων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (Vahie and
Paswan, 2006). Η παραγωγή των προϊόντων αυτών, από μεγάλες βιομηχανίες, βασίζεται στη
διαθέσιμη τεχνολογία και σε ίδιες ή παρόμοιες προδιαγραφές με αυτές των επωνύμων
προϊόντων (Gomez-Arias and Bello-Acebron, 2008). Υπάρχει περίπτωση το super market, να
λαμβάνει μέρος στο κόστος σχεδιασμού και ανάπτυξης του προϊόντος, ενώ το εμπορικό
όνομα της αλυσίδας και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε αυτήν, αποτελούν πρόσθετο
πλεονέκτημα.
Μειώνει τις αγορές του, αλλά παράλληλα στρέφεται σε πιο φθηνά προϊόντα,
κρατώντας όμως σε υψηλά επίπεδα τις απαιτήσεις του σχετικά με την ποιότητα. Δίνει, έτσι,
μικρότερη αξία στα επώνυμα προϊόντα. Ως αποτέλεσμα, οι μάρκες των πολυεθνικών
επιχειρήσεων βρίσκονται υπό πίεση, καθώς η αφοσίωση στη μάρκα (brand loyalty) έχει
μειωθεί κατά πολύ (Binninger, 2008; Pepe et al., 2011). Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
βρίσκονται σε άνοδο, ενώ τα ενδιάμεσα προϊόντα, που συνδυάζουν ποιότητα με χαμηλότερο
κόστος, προσφέρουν πιο προσιτές λύσεις στον καταναλωτή, χωρίς ουσιώδη έκπτωση σε
άλλες ποιοτικές ιδιότητες του προϊόντος (Glynn and Chen, 2009; Hoch, 1996).
Προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι καταναλωτές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας
έχουν κάποιο συγκεκριμένο προφίλ, ακολούθως πραγματοποιείται ένας διαχωρισμός
ανάμεσα σε καταναλωτές που έχουν και σε εκείνους που δεν έχουν την τάση να αγοράζουν
αυτά τα προϊόντα. Διάφορες έρευνες (Ellis and Uncles, 1991; Livesey and Lennon, 2007;
Kilian et al., 2009; Glynn and Chen, 2009; Tifferet and Herstein, 2010; Bao et al., 2011;
Herstein et al., 2011) προσπαθούν να συνδέσουν την τάση αυτή για αγορά προϊόντων
ιδιωτικής ετικέτας με δημογραφικά χαρακτηριστικά (ηλικία, εισόδημα, μορφωτικό επίπεδο,
οικογενειακή κατάσταση, μέγεθος νοικοκυριού) και τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά
(εξοικείωση, προσωπική ανάμειξη, αντιλαμβανόμενος κίνδυνος, αντιλαμβανόμενο value-for-
money).
Η μόνη χώρα που αποτέλεσε εξαίρεση, σύμφωνα με την έρευνα, ήταν η Ιταλία, όπου
νοικοκυριά με ένα ή δύο μέλη ξοδεύουν περισσότερα σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε
σχέση με τα μεγαλύτερα νοικοκυριά της χώρας. Οι παντρεμένοι αποτελούν, επίσης, πιο
πιθανούς αγοραστές προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με τους ανύπαντρους ή τους
διαζευγμένους/χήρους (Dick et al., 1995).
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα των Dick et al. (1995), ένας παράγοντας που συνδέεται
με την αγορά ή όχι προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι το οικογενειακό εισόδημα.
Νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα πάνω από 50.000 ευρώ βρέθηκαν λιγότερο πιθανά να
αγοράζουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος
νοικοκυριά. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα πως σε γενικές γραμμές, τα
νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα είναι αυτά που κατανέμουν μεγαλύτερο μέρος των εξόδων
τους σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Εξαίρεση σε αυτό το συμπέρασμα αποτέλεσαν χώρες
όπως η Κολομβία, η Σιγκαπούρη, η Μ. Βρετανία και η Ιταλία, όπου παρατηρήθηκε το
ανάποδο φαινόμενο, τα νοικοκυριά δηλαδή με υψηλότερα εισοδήματα κατένειμαν
μεγαλύτερο ποσοστό χρημάτων σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με νοικοκυριά
χαμηλότερου εισοδήματος.
Ο Hoch (1996) διαπίστωσε ότι οι καταναλωτές με υψηλότερα εισοδήματα ήταν
λιγότερο ευαισθητοποιημένοι ως προς την τιμή και, συνεπώς, είχαν μικρότερη πιθανότητα να
προβούν σε αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Συνέδεσε, δε, στο παραπάνω συμπέρασμα
και το μορφωτικό επίπεδο, σημειώνοντας πως όσο αυξάνεται το μορφωτικό επίπεδο των
καταναλωτών, τόσο αυξάνεται και το εισόδημά τους, καταλήγοντας πως υπάρχει αρνητική
σχέση ανάμεσα στο μορφωτικό επίπεδο και την πιθανότητα αγοράς προϊόντων ιδιωτικής
ετικέτας. Στο συμπέρασμα αυτό συμφωνούν και οι Sethuraman and Cole (1999), οι οποίοι
διαπίστωσαν επίσης ότι οι καταναλωτές με υψηλότερα εισοδήματα και/ή περισσότερο
μορφωμένοι διακρίνονται από μικρότερη ευαισθησία στην τιμή και είναι πιο πρόθυμοι να
πληρώσουν παραπάνω για να αγοράσουν τα επώνυμα προϊόντα.
Σύμφωνα με τους Baltas and Doyle (1998), η προσωπική ανάμειξη του καταναλωτή –
η οποία αφορά την αντίληψη σημαντικότητας ή τη συσχέτιση του καταναλωτή ως προς ένα
αντικείμενο, γεγονός ή δραστηριότητα – μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την
κατανόηση των λόγων για τους οποίους ένας καταναλωτής επιλέγει μια μάρκα έναντι μιας
άλλης, και κατά επέκταση για την κατανόηση της αγοραστικής συμπεριφοράς των
καταναλωτών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Θεωρητικά, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που ανήκουν σε κατηγορίες που
θεωρούνται χαμηλής ανάμειξης είναι πιο πιθανό να είναι αποδεχτά από τους καταναλωτές,
καθώς περιλαμβάνουν χαμηλό χρηματικό κόστος, μικρή διαφοροποίηση μεταξύ των
διαφορετικών εναλλακτικών που προσφέρονται, χαμηλό αντιλαμβανόμενο κίνδυνο, ενώ
επιδέχονται μικρής βελτίωσης και είναι από τα προϊόντα που αγοράζονται περισσότερο
συχνά. Αντίστοιχα, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που ανήκουν σε κατηγορίες που
θεωρούνται υψηλής ανάμειξης είναι λιγότερο πιθανό να γίνουν αποδεκτά από τους
καταναλωτές. Κατά συνέπεια, όπως καταλήγουν και οι Dick et al. (1995), υπάρχει μια
αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην ανάμειξη του καταναλωτή και την αγορά
προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Τέλος, όπως σημειώνει και ο Baltas (1997), οι καταναλωτές με
ειδικές απαιτήσεις, υψηλή ανάμειξη και έντονες προτιμήσεις προς συγκεκριμένες μάρκες
είναι προσκολλημένοι στις μάρκες κατασκευαστή. Τα επώνυμα προϊόντα παρέχουν μια
ασφαλή επιλογή, που σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. καλεσμένοι) είναι και παράλληλα
περισσότερο κοινωνικά αποδεκτή. Ένα ακόμη κριτήριο που επηρεάζει την προτίμηση των
καταναλωτών είναι η κατηγορία του προϊόντος. Συγκεκριμένα:
• Ευνοϊκό περιβάλλον για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποτελούν αγορές με υψηλή
ελαστικότητα τιμής και χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης. Ως προς τις υπόλοιπες μεταβλητές
πολιτικής του μάρκετινγκ, ευνοούν οι κατηγορίες προϊόντων με ομοιογενή χαρακτηριστικά
και καινοτομική δραστηριότητα και οι κατηγορίες με συχνά αγοραζόμενα και σχετικά
χαμηλής δαπάνης προϊόντα.
• Αρνητικό περιβάλλον για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποτελούν αγορές με έντονη
ολιγοπωλιακή δομή και λίγες ισχυρές μάρκες κατασκευαστών, καθώς και αγορές με έντονη
διαφημιστική δραστηριότητα των παραγωγών (Παπαβασιλείου και Μπάλτας, 2003).
Έχουν παρατηρηθεί επίσης περιπτώσεις προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας που μιμούνται
τη συσκευασία ή την ετικέτα επώνυμων προσόντων, οδηγώντας σε σύγχυση του καταναλωτή.
Στην τελευταία περίπτωση, δημιουργείται η εντύπωση πως το προϊόν ιδιωτικής ετικέτας έχει
εφάμιλλη απόδοση και κοινή παραγωγή με το επώνυμο, οδηγώντας έτσι τον καταναλωτή να
επιλέξει το κατά τα άλλα φθηνότερο προϊόν ιδιωτικής ετικέτας (Kapferer 1996; Balabanis και
Craven 1997).
5 Μεθοδολογία Έρευνας
Για τη διερεύνηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών, όσον αφορά την επιλογή
προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, σε περίοδο οικονομικής κρίσης, πραγματοποιήθηκε έρευνα
πεδίου με ερωτηματολόγιο. Το ερωτηματολόγιο απευθυνόταν σε καταναλωτές - πελάτες των
super market, στα οποία πωλούνται προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Στη συγκεκριμένη έρευνα,
το δείγμα επιλέχθηκε τυχαία από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Συνολικά,
συγκεντρώθηκαν 120 συμπληρωμένα και ορθώς απαντημένα ερωτηματολόγια.
6 Αποτελέσματα Έρευνας
• Το δείγμα είναι μοιρασμένο μεταξύ εκείνων που έχουν προαποφασίσει τις μάρκες των
προϊόντων που θα αγοράσουν πριν την επίσκεψή τους στο super market και εκείνων που
αποφασίζουν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους.
Ακολούθως, εξετάζονται τα κριτήρια επιλογής προϊόντων στο super market, από την
πλευρά των καταναλωτών, βάσει των ακόλουθων παραγόντων:
• Τιμή
• Ποιότητα
• Συσκευασία
• Φήμη
• Καινοτομία
Τα σχετικά αποτελέσματα παρουσιάζονται ακολούθως στο Διάγραμμα 1 (σε παρένθεση
αναφέρονται οι μέσοι όροι κάθε παράγοντα σε πεντάβαθμη κλίμακα).
Διάγραμμα 1. Σημαντικότητα κριτηρίων για την επιλογή προϊόντων στο super market
Όπως είναι εμφανές, η ποιότητα (Μ.Ο. 4.14) και η τιμή (Μ.Ο. 3.98) θεωρούνται ως οι
σημαντικότεροι παράγοντες για την επιλογή προϊόντων. Ακολουθούν η φήμη (μ.ο. 2.72 και η
καινοτομία (Μ.Ο. 2.62), ως σχετικά σημαντικοί παράγοντες, ενώ η συσκευασία (Μ.Ο. 2.20),
θεωρείται λιγότερο σημαντικός παράγοντας.
Στη συνέχεια, στο Διάγραμμα 2, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που αναφέρονται
στη σύγκριση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας με τα επώνυμα προϊόντα, βάσει των
προαναφερθέντων κριτηρίων επιλογής (σε παρένθεση αναφέρονται οι μέσοι όροι κάθε
παράγοντα σε πεντάβαθμη κλίμακα).
Όπως φαίνεται από τα σχετικά αποτελέσματα, υπάρχει σαφώς μια θετική εικόνα για
τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ελάχιστοι καταναλωτές
εμφανίζονται δυσαρεστημένοι, ενώ κανένας δεν δήλωσε πολύ δυσαρεστημένος. Φαίνεται,
λοιπόν, ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις των
καταναλωτών. Εξετάζοντας ξεχωριστά, κάθε υποκατηγορία προϊόντων, προκύπτουν τα
αποτελέσματα που εμφανίζονται στο Διάγραμμα 4, ως προς τις προτιμήσεις των
καταναλωτών, μεταξύ προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και επώνυμων προϊόντων.
Διάγραμμα 4. Προτιμήσεις καταναλωτών μεταξύ προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και επώνυμων προϊόντων
7 Συμπεράσματα
Σε όλες τις χώρες που πλήττονται από την υφιστάμενη οικονομική κρίση,
παρουσιάζεται το φαινόμενο πολλά νοικοκυριά να είναι υπερχρεωμένα. Κατά συνέπεια, οι
καταναλωτές γίνονται περισσότερο ευαίσθητοι ως προς την τιμή των προϊόντων που
αγοράζουν. Όπως είναι λογικό, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
παρουσιάζουν σημαντική ανάπτυξη.
Φαίνεται ότι η αλλαγή της αγοραστικής συμπεριφοράς των καταναλωτών, η μείωση
του διαθέσιμου εισοδήματος και οι συνθήκες αβεβαιότητας που επικρατούν γενικότερα στην
ελληνική οικονομία, οδήγησαν μια σημαντική μερίδα καταναλωτών στο να μειώσουν το
ποσό που ξοδεύουν για την αγορά προϊόντων. Έτσι όλο και περισσότεροι καταναλωτές
στρέφονται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία προσφέρονται σε ανταγωνιστικότερες
τιμές σε σχέση με τα κατά κανόνα ακριβότερα επώνυμα προϊόντα.
Στην παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε εμπειρική έρευνα, με σκοπό τη διερεύνηση
του βαθμού κατά τον οποίο έχουν επηρεαστεί από την οικονομική κρίση οι αντιλήψεις και η
αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών σε σχέση με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Είναι εμφανές από τα αποτελέσματα της έρευνας ότι οι καταναλωτές θεωρούν τα προϊόντα
ιδιωτικής ετικέτας ιδιαίτερα οικονομικά και σε συνδυασμό με την υψηλή ικανοποίηση που
τους προσφέρουν, είναι αναμενόμενη η περαιτέρω ανάπτυξή τους ειδικά μέσα σε ένα
περιβάλλον έντονης οικονομικής κρίσης. Τα βασικότερα επιμέρους συμπεράσματα της
έρευνας, παρουσιάζονται ακολούθως.
Αναφορές
1. Balabanis, G. and Craven, S. (1997), “Consumer confusion from own brand lookalikes: an exploratory investigation”,
Journal of Marketing Management, 13(4), 299-313.
2. Baltas, G. (1997), “Determinants of store brand choice: a behavioral analysis”, Journal of Product and Brand
Management, 6(5), 315-324.
3. Baltas, G. and Doyle, P. (1998), “An empirical analysis of private brand demand recognizing heterogeneous preferences
and choice dynamics”, The Journal of the Operational Research Society, 49(8), 790-798.
4. Bao, Y., Sheng, S., Bao, Y. and Stewart, D. (2011), “Assessing quality perception of private labels: intransient cues and
consumer characteristics”, Journal of Consumer Marketing, 28(6), 448-458.
5. Bettman, J.R. (1970), “Information processing models of consumer behavior”, Journal of Marketing Research, 7(3),
370-376.
6. Binninger, A.S. (2008), “Exploring the relationships between retail brands and consumer store loyalty”, International
Journal of Retail & Distribution Management, 36(2), 94-110.
7. Burger, P.C. and Schott, B. (1972), “Can private brand buyers be identified?”. Journal of Marketing Research, 9(2),
219-222.
8. Burt, S. and Davies, K. (2010), “From the retail brand to the retail-er as a brand: themes and issues in retail branding
research”, International Journal of Retail & Distribution Management, 38(11/12), 865-878.
9. Dick, A., Jain, A. and Richardson, P. (1997), “How consumers evaluate store brands”, Pricing Strategy and Practice,
5(1), 18-24.
10. Ellis, K. and Uncles, M.D. (1991), “How private labels affect consumer choice”, British Food Journal, 93(9), 41-49.
11. Frank, R.E. and Boyd, H.W. (1965), “Are private-brand-prone grocery customers really different?”, Journal of
Advertising Research, 5(4), 27-35.
12. Glynn, Μ.S. and Chen, S. (2009), “Consumer-factors moderating private label brand success: further empirical results”,
International Journal of Retail & Distribution Management, 37(11), 896-914.
13. Gomez-Arias, J.T. and Bello-Acebron, L. (2008), “Why do leading brand manufacturers supply private labels?”, Journal
of Business & Industrial Marketing, 23(4), 273-278.
14. Herstein, R., Tifferet, S. and Abrantes, L. (2011), “The effect of personality traits on private brand consumer tendencies:
a cross-cultural study of Mediterranean countries”, Cross Cultural Management: An International Journal, 19(2), 196-
214.
15. Hoch, S.J. (1996), “How should national brands think about private labels?”, MIT Sloan Management Review, 37(2), 89-
102.
16. Kapferer, J. N. (1996), “Managing luxury brands”, The Journal of Brand Management, 4(4), 251-259.
17. Kilian, T., Walsh, G. and Buxel, H. (2009), “Measurement of attitude toward private labels: a replication and extension”,
European Retail Research, 22, 69-85.
18. Livesey, F. and Lennon, P. (1978), “Factors affecting consumers' choice between manufacturer brands and retailer own
labels”, European Journal of Marketing,12(2), 158-170.
19. Makovec, M., Brenc, H. and Pfajfar, G. (2012), “Managing in a time of crisis: marketing, HRM and innovation”,
Journal of Business & Industrial Marketing, 27(6), 436-446.
20. Myers, J.G. (1967), “Determinants of private brand attitude”, Journal of Marketing Research, 4(1), 73-81.
21. Omar, O.E. (1996), “Grocery purchase behaviour for national and own label brands”, Service Industries Journal, 16(1),
58-66.
22. Pepe, M., Abratt, R. and Dion P. (2011), “The impact of private label brands on customer loyalty and product category
profitability”, Journal of Product & Brand Management, 20(1), 27-36.
23. Richardson, P., Arun, K., Dick, J. and Dick, A. (1996), “The influence of store aesthetics on evaluation of private label
brands”, Journal of Product and Brand Management, 5(1), 19-28.
24. Sethuraman, R. and Cole, C. (1999), “Factors influencing the price premiums that consumers pay for national over store
brands”, Journal of Product and Brand Management, 8(4), 340-351.
25. Sivakumar, N. and Krishnaswami, S.R. (2012), “Global financial crisis: dharmic transgressions and solutions”,
International Journal of Social Economics, 39(1/2), 39-54.
26. Szymanski, D. and Busch, P. (1987), “Identifying the generics-prone consumer: a meta-analysis”, Journal of Marketing
Research, 24(4), 425-431.
27. Tifferet, S. and Herstein, R. (2010), “The effect of individualism on private brand perception: a cross-cultural
investigation”, Journal of Consumer Marketing, 27(4), 313-323.
28. Vahie, A. and Paswan, A. (2006), “Private label brand image: its relationship with store image and national brand”,
International Journal of Retail & Distribution Management, 34(1), 67-84.
Γ.Ι. Φαράντος
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου,
Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
Τ.Τ.Υ.Ε. Αρκαδίας, Πλ. Κολοκοτρώνη 20, Τ.Κ. 22100, Τρίπολη
gfarantos@uop.gr
Περίληψη
Οι κρίσεις απειλούν τις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες με ένα σύνθετο τρόπο. Οι οικονομικές κρίσεις , οι
κρίσεις των διεθνών σχέσεων , οι φυσικές καταστροφές, οι κρίσεις ασφαλείας , οι κρίσεις ασθενειών, με τις
επιπτώσεις τους στη ζωή και στην οικονομία, απαιτούν αντιμετώπιση από τις κυβερνήσεις. Η αντιδραστική
προσέγγιση της διαχείρισης κρίσεων (crisis management) και η προληπτική προσέγγιση (risk management)
μπορεί να οδηγήσουν στην πρόληψη τους και στη διαχείριση των κρίσεων, μέσω των Συστημάτων
Υποστήριξης Διαχείρισης Κρίσεων (Crisis Management Support Systems). O ρόλος των Τεχνολογιών
Πληροφοριών (Information Technology) είναι σημαντικός για τη διαχείριση των κρίσεων. Τα Πληροφοριακά
συστήματα και ειδικότερα τα χωρικά συστήματα λήψης απόφασης - Spatial Geographic Information Systems
(S.G.I.S.), τα Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα – Geographic Information Systems (G.I.S.), τα
συστήματα υποστήριξης αποφάσεων ομάδων – Group Decision Support Systems (GDSS), τα Κατανεμημένα
Συστήματα Υποστήριξης Απόφασης – Distributed Decision Support Systems (DDSS), τα Συστήματα
Υποστήριξης Απόφασης - Decision Support Systems (DSS), υποστηρίζουν τη διαχείριση των κρίσεων. Η
ιστορία και η εξέλιξη των Πληροφοριακών Συστημάτων ερμηνεύει τη σύγχρονη σύνθετη διάσταση τους. Τα
Κατανεμημένα Συστήματα Υποστήριξης Απόφασης – Distributed Decision Support Systems (DDSS),
συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Το Emergency Management Information System and
Referance Index (EMISARI) – Πληροφοριακό Σύστημα Διοίκησης Επειγόντων και ευρετηρίων αναφορών,
το σύστημα TOPICS, το EIES από το Συμβούλιο Μηχανικής Κοινών Ηλεκτρονικών Sυσκευών – Joint
Electron Device Engineering Council (JEDEC), το Antarctic Threaty Electronic Information Exchange
System - Πληροφοριακό Σύστημα της Συνθήκης της Ανταρκτικής, αποτελούν συστήματα για τη διαχείριση
των κρίσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια σύγχρονα συστήματα ενημέρωσης και
έγκαιρης αντιμετώπισης για τη διαχείριση των κρίσεων, όπως τo RAS-BICHAT για την εσκεμμένη
απελευθέρωση χημικών, βιολογικών και φυσικών παραγόντων, το RAS-CHEM για την επίθεση με χημικούς
παράγοντες, το HEDIS για την έξαρσης ασθενειών και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης της υγείας, το
EWRS για τις μεταδοτικές ασθένειες και το MATRIX για βιολογικούς και χημικούς παράγοντες.
Η κρίση των πυραύλων στην Κούβα εκδηλώθηκε τον Οκτώβριο 1962 και εντάσσεται
στις κρίσεις των Διεθνών Σχέσεων. Η κρίση αυτή έφερε την ανθρωπότητα κοντύτερα από
ποτέ σε πυρηνικό πόλεμο. Οι αιτίες της κρίσης ανάγονται στις αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ
Μόσχας και Ουάσιγκτον και την απειλή του ρόλου της Κούβας στην πολιτική των ΗΠΑ. Η
κατάληψη της Κούβας από τις δυνάμεις του Κάστρο και η σταδιακή διολίσθηση της στη
σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, αποτέλεσε απειλή για τις ΗΠΑ. Το καλοκαίρι του
1962, φωτογραφίες από κατασκοπευτικά αεροσκάφη κατέδειξαν στοιχεία για την εισαγωγή
εγκαταστάσεων πυραύλων στην Κούβα. Η στρατιωτική και πολιτική σημασία των πυραύλων
στην Κούβα και η απόφαση για το τι πρέπει να γίνει με αυτούς, αποτέλεσε την αιτία της
κρίσης. Μετά την αντίσταση του Προέδρου Kennedy στις απαιτήσεις των στρατιωτικών και
την ανάκριση στην οποία υπέβαλλε τους στρατιωτικούς και από την οποία αποκαλύφθηκε ότι
με τυχόν επιχείρηση χτυπήματος θα υπήρχαν μεγάλες παράπλευρες απώλειες, η αντιμετώπιση
της κρίσης κινήθηκε προς το ναυτικό αποκλεισμό ή την «καραντίνα» της Κούβας.
Στις 22 Οκτωβρίου 1962, ο Πρόεδρος Kennedy, λαμβάνοντας την πιο σημαντική
απόφαση της καριέρας του κήρυξε τον αποκλεισμό της Κούβας από κάθε προσέγγιση με
φορτία επιθετικών όπλων, καλώντας ταυτόχρονα τον Πρόεδρο Χρουστσόφ να εργαστεί για
την επίλυση της κρίσης. Τα μέτρα τα οποία έλαβε η κυβέρνηση των ΗΠΑ σχετικά με την
επίλυση της κρίσης, συνοψίζονται στην επιτάχυνση της επιτήρησης της Κούβας, ναυτικό
αποκλεισμό γύρω από την Κούβα, υιοθέτηση της θέσης ότι εκτόξευση αυτών των πυραύλων
θα θεωρούνταν ως αιτία πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, πρόσκληση προς τον
Οργανισμό Αμερικάνικων Εθνών να εξετάσουν την απειλή, πρόσκληση για τη σύγκληση μιας
έκτακτης συνόδου του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών και μια έκκληση στον πρόεδρο
Χρουστσόφ ώστε να εγκαταλείψει την πολιτική αυτή. Η επίλυση της κρίσης ξεκίνησε την 26
η Οκτωβρίου, με την αποστολή συμφιλιωτικού μηνύματος από τον Πρόεδρο της ΕΣΣΔ
Νικήτα Χρουστσόφ (Cyr, 2012).
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 (9/11), δύο αεροπλάνα που μόλις είχαν απογειωθεί και ως
εκ τούτου ήταν φορτωμένα με καύσιμα, κατελήφθησαν από αεροπειρατές και χτύπησαν δύο
πύργους του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου (WTC) στη Νέα Υόρκη. Οι δύο πύργοι
κατέρρευσαν και τα υπόλοιπα κτίρια του συγκροτήματος καταστράφηκαν, ενώ 2973
άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους λόγω της τρομοκρατικής επίθεσης. Αυτό αποτέλεσε ένα από
τα πιο καταστροφικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας. (Kevany, 2003). Δύο ακόμη
αεροσκάφη κατελήφθησαν και το ένα εξ αυτών προσέκρουσε στο πεντάγωνο ενώ το άλλο
συντριβεί σε ανοικτό χώρο.
Τις επιθέσεις πραγματοποίησαν ισλαμιστές τρομοκράτες που ανήκαν στην
τρομοκρατική οργάνωση Αλ Κάιντα. Οι επιθέσεις της 11 Σεπτεμβρίου 2001 και η κρίση που
προκάλεσαν αυτές, είχαν επιπτώσεις σε ένα ευρύ φάσμα σχέσεων, όπως στις διεθνείς σχέσεις,
στην κοινωνική και πολιτική ζωή σε όλον τον κόσμο. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους
προκάλεσαν ή επίσπευσαν την εισβολή αμερικάνικων δυνάμεων στο Αφγανιστάν (7
Οκτωβρίου 2001) και στο Ιράκ (20 Μαρτίου 2003), στα πλαίσια του Πολέμου ενάντια στην
τρομοκρατία. Επίσης, εκατοντάδες ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες έχουν
συλληφθεί και κρατηθεί με ή χωρίς κατηγορίες και με ή χωρίς δικαστική κάλυψη. (NCTA,
2005), (Kevany, 2003).
Οι περιβαλλοντικές καταστροφές αποτελούν κίνδυνο για το περιβάλλον και τα άτομα.
Τέτοιες περιβαλλοντικές καταστροφές συνέβησαν στη διαρροή χημικών στο Μομπάλ, στη
διαφυγή ραδιενέργειας στο Τσερνομπίλ, στην πετρελαιοκηλίδα του Exxon Valdez, στη
διαρροή τοξικών αποβλήτων στο Love Canal και στο πυρηνικό ατύχημα στο Three Miles
Island. Αυτά τα απροειδοποίητα γεγονότα προκάλεσαν την ευαισθητοποίηση του κοινού
επάνω στις περιβαλλοντικές καταστροφές. Η μαζική κάλυψη τέτοιων γεγονότων από τα
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επηρεάζουν το κοινό και δημιουργούν ένα φαινόμενο
χιονοστιβάδας στον επηρεασμό του κοινού. (Kahn, 2007) Αυτή η ενημέρωση με τη σειρά
της οδηγεί στην ψήφιση νόμων σχετικά με την πρόληψη και την αποφυγή τέτοιων
ατυχημάτων.
Τα τοξικά απόβλητα που θάφτηκαν στο Love Canal, στο Νιαγάρα της Νέας Υόρκης,
πριν τη δεκαετία του ΄50 και η μεταγενέστερη δόμηση επάνω στη χωματερή με σχολεία και
υπηρεσίες, δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα υγείας από τη διαρροή των αποβλήτων και
την επίδραση τους στον πληθυσμό. Στις 24 Μαρτίου 1989, 10 εκατομμύρια γαλόνια
πετρελαίου χύθηκαν στην Αλάσκα κατά το ατύχημα πετρελαιοκηλίδας του Exxon Valdez. Η
ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων των περιβαλλοντικών ομάδων και των συμφερόντων των
επιχειρήσεων ανατράπηκε με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων κανονισμών για την αποτροπή
των ατυχημάτων πετρελαιοκηλίδων.
Στις 28 Μαρτίου 1979, συνέβη το ατύχημα διαφυγής πυρηνικής ενέργειας στην
περιοχή Three Miles Island στην Πενσυλβάνια. Περίπου 40.000 τόνοι μολυσμένου ύδατος
ρίχθηκαν σε κοντινό ποταμό και η περιοχή εκκενώθηκε. Οι παραλείψεις σε ζητήματα
σχεδιασμού της Αλληλεπίδρασης Ανθρώπου – Υπολογιστή (Computer – Man Interaction)
θεωρούνται κομβικής σημασίας για το ατύχημα στο Three Miles Island. Στο ατύχημα στο
Μποπάλ, Ινδία, που συνέβη στις 2-3 Δεκεμβρίου 1984, κατά την απελευθέρωση χημικών
αερίων σε εργοστάσιο φυτοφαρμάκων έχασαν τη ζωή τους 3600 ή και περισσότεροι
άνθρωποι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.
Το ατύχημα αυτό θεωρείται το σοβαρότερο ατύχημα φυσικής καταστροφής που
συνέβη. Οι συνθήκες εργασίες, οι κανονισμοί ασφαλείας θεωρούνται ως γενεσιουργές αιτίες
του ατυχήματος, ενώ η επαγγελματική περίθαλψη, η οικονομική και υγειονομική
αποκατάσταση κόστισαν εξαιρετικά μεγάλα ποσά.
Στα ατύχημα διαφυγής πυρηνικής ενέργειας στο Τσερνομπίλ το 1986 στο οποίο
έχασαν τη ζωή τους 50 άτομα και μεγάλες περιοχές εκκενώθηκαν, τα διαφυγόντα πυρηνικά
υλικά μόλυναν μια μεγάλη περιοχή. Η άμεση διαχείριση της κρίσης του ατυχήματος εξαιτίας
ενός συνδυασμού παραγόντων όπως η ελλιπής εκπαίδευση του προσωπικού και η μη ύπαρξη
ή ύπαρξη ακατάλληλων εργαλείων μέτρησης ραδιενέργειας.
Οι επιπτώσεις στην υγεία που προκλήθηκαν από το ατύχημα στο Τσερνομπίλ λόγω
της εκπομπής ραδιενεργού ακτινοβολίας που έπληξε τα άτομα, αφορά τη λευχαιμία, το
καρκίνο του θυρεοειδούς και άλλες μη καρκινικές ασθένειες. Επίσης, υπήρξαν κοινωνικές και
οικονομικές επιπτώσεις λόγω του ατυχήματος, όπως η μετεγκατάσταση ομάδων πληθυσμού
και η απαγόρευση χρήσης μεγάλων εκτάσεων γης, οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις,
όπως ψυχολογικές επιπτώσεις λόγω της μετεγκατάστασης, ή αύξηση των εκτρώσεων λόγω
φόβου για τερατογενέσεις, ο οικονομικός αντίκτυπος, οι δαπάνες που σχετίζονται με
αντίμετρα, οι κεφαλαιακές απώλειες, οι απώλειες της αγροτικής παραγωγής και αγροτικό
κόστος της εφαρμογής αντιμέτρων. Παρατηρήθηκαν επιπτώσεις στην άγρια πανίδα, στους
ζώντες οργανισμούς, στα δάση, στη πορώδη βλάστηση, σε υδρόβιους οργανισμούς, στις
κοινότητες πανίδας και στους πληθυσμούς των πτηνών (Smith, 2005).
Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης SEVEZO II για την αντιμετώπιση των κρίσεων
που προκαλούνται από τα ατυχήματα μεγάλης έκτασης, εξασφαλίζει ότι τα σχέδια έκτακτης
ανάγκης επανεξετάζονται αναθεωρούνται και ενημερώνονται τουλάχιστον ανά τρία έτη, ότι
ορίζει την ειδική απαίτηση – συνθήκη για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού
ότι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης συμβαίνει ή επίκειται, και τη δοκιμή των σχεδίων
έκτακτης ανάγκης (Ramsay, 1999).
1 2 3 4
Χρονική
1962-1963 2001-2014 1984- 1986-
Περίοδος
Κρίση των
Επίθεση στους Κρίση Κρίση πυρηνικού
Κρίση πυραύλων στην
πύργους WTC ατυχήματος ατυχήματος
Κούβα
Αυξανόμενες
εντάσεις ΗΠΑ- Έκρηξη
Απώλεια 2973 Διαρροή
Αίτια ΕΣΣΔ και πυρηνικού
ανθρώπων χημικών Bopal
ρόλος της αντιδραστήρα
Κούβας
Διεθνείς
Ναυτικός σχέσεις, 50 θάνατοι ,
3000 θάνατοι,
αποκλεισμός - πολιτική ζωή, ύποπτη για πολύ
Επιπτώσεις επιπτώσεις
καραντίνα της πόλεμοι στο περισσότερους
δηλητηριάσεων
Κούβας Αφγανιστάν και θανάτους
στο Ιράκ
Διάρκεια 1 έτος 13 έτη αδιευκρίνιστη αδιευκρίνιστη
Δημοσίευση
Έκρηξη στο
φωτογραφιών Διαρροή
Σημάδι Επίθεση στους κτίριο Μονάδας 4
από Χημικών από το
Έναρξης πύργους WTC πυρηνικού
κατασκοπευτικ εργοστάσιο
αντιδραστήρα
ά αεροσκάφη
Υιοθέτηση
θέσης εξέτασης
Σημάδι
από τον ΟΗΕ - - -
Λήξης
της επίλυσης
της κρίσης
Εικόνα 2. Υπολογιστής IBM System 360 για τα πρώτα Π.Σ. (Πηγή: ed-thelen.org).
Οι κρίσεις χαρακτηρίζονται από μη τετριμμένες απειλές για τη ζωή, την ευημερία, ή
άλλα σημαντικά αγαθά ή αξίες, από το απρόβλεπτο και τον επείγοντα χαρακτήρα. Τα
πληροφοριακά συστήματα αποτελούν κομβικό στοιχείο για την αντιμετώπιση των κρίσεων
μέσω της διαχείρισης ενός μεγάλου όγκου πληροφοριών. Η διαχείριση της πληροφορίας
παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των κρίσεων από τις
επιχειρήσεις και επιτυγχάνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με το στρατηγικό μάνατζμεντ
των τεχνολογιών πληροφορικής, όπως φαίνεται και από την κρίση στις Μικρές και Μεσαίες
Επιχειρήσεις, την πετρελαϊκή και την ενεργειακή κρίση, ειδικά όσον αφορά την
αποτελεσματική αντιμετώπιση των πετρελαιοκηλίδων και στην καταστροφή από το σεισμό
της Ιαπωνίας.
Διάγραμμα 1. Επεξήγηση της χρησιμότητας G.I.S. στην κρίση WTC (Πηγή: Kevany, 2003).
Τα συστήματα G.I.S. υποστήριξαν επιτυχώς την υποστήριξη της αντίδρασης στην
τρομοκρατική επίθεση, της διάσωσης των θυμάτων και τις προσπάθειες αποκατάστασης σε
εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Εικόνα 3. Φόρμα Βάσης δεδομένων CMSS για τη διαχείριση κρίσεων πυρηνικής καταστροφής στην Σουηδία.
Ένα σύστημα που αναπτύχθηκε για την ανταλλαγή πληροφοριών σε μεγάλες ομάδες
και τη λήψη αποφάσεων αποτελεί το σύστημα TOPICS. Το σύστημα αυτό σχεδιάστηκε για
να υποστηρίξει αριθμό συμμετεχόντων άνω των 80 με συμμετοχή από 25 πολιτείες των
Η.Π.Α, με αντικείμενο την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιστημονικών συμβούλων σε
θέματα νομοθεσίας και πολιτικής.
Ο σκοπός του ήταν να αξιολογήσει την ορθότητα όλων των επιστημονικών και
τεχνικών πληροφοριών ώστε οι νομοθέτες ή οι υπογράφοντες τις κανονιστικές διατάξεις να
καταλήξουν σε ορθές αποφάσεις. Το σύστημα TOPICS μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε
περιπτώσεις κρίσεων όπως στις κρίσεις των πετρελαιοκηλίδων. Το σύστημα TOPICS εξέλιξε
τη συνεργασία μεταξύ ατόμων στα πλαίσια ομάδων, όμως ενώ πολλά άτομα έθεταν
ερωτήσεις, λίγα άτομα ασχολούνταν με την απάντηση των ερωτήσεων αυτών.
Η αποτίμηση της δραστηριότητας των μελών αποτελούσε σημαντικό μέρος στο
σχεδιασμό του Πληροφοριακού Συστήματος. Το TOPICS αποδείχτηκε ότι είχε δομή γενικού
σχεδιασμού, δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιπτώσεις κρίσεων από ετερόκλητο
είδος χρηστών κάθε φορά. Το σύστημα κατέδειξε την ανάγκη μεταβολής της δομής αναλόγως
του αριθμού των συμμετεχόντων, ανάγκη η οποία ενσωματώθηκε σε μεταγενέστερα
συστήματα (Turoff et al., 1993).
Το Συμβούλιο Μηχανικής Κοινών Ηλεκτρονικών Συσκευών – Joint Electron Device
Engineering Council (JEDEC), λειτουργώντας υπό την αιγίδα της Ένωσης Ηλεκτρονικών
Βιομηχανιών, χρησιμοποίησε το σύστημα EIES από το 1978 έως το 1980.Το EIES
χρησιμοποιήθηκε για να βοηθήσει σε επιλεγμένες πτυχές του έργου για την προώθηση του
υλικού και του λογισμικού τυποποίησης και σε προϊόντα μεγάλης κλίμακας ολοκλήρωσης.
Οι δραστηριότητες τυποποίησης του JEDEC προηγουμένως πραγματοποιούνταν με τη
χρήση αλληλογραφίας και τριμηνιαίων συναντήσεων. Το έργο που έπρεπε να
πραγματοποιηθεί ήταν έργο συναίνεσης στο οποίο ένα ελάχιστο ποσοστό συναίνεσης ήταν
απαραίτητο και η πληροφόρηση που παρείχε το σύστημα αναγκαία. Μια δομημένη
διαδικασία αποφάσεων καλούμενη TERMS ήταν προγραμματισμένη να υποστηρίξει τη λήψη
της απόφασης.
Το Antarctic Threaty Electronic Information Exchange System είναι το
Πληροφοριακό Σύστημα της Συνθήκης της Ανταρκτικής, το οποίο διαχειρίζεται η
Γραμματεία της Συνθήκης της Ανταρκτικής. (Secretariat of the Antarctic Threaty, 2014). Η
ανταλλαγή πληροφοριών διέπεται από το άρθρο VII της Ανταρκτικής Συνθήκης, το οποίο
απαιτεί από κάθε συμβαλλόμενο μέρος να ανταλλάσσει πληροφορίες για τα θέματα τα
σχετικά με τους σκοπούς της Συνθήκης και επιβεβαιώθηκε από το ATCM και το
περιβαλλοντικό πρωτόκολλο.
Το Ηλεκτρονικό Σύστημα Ανταλλαγής Πληροφοριών – Electronic Information
Exchange System (EIES) της Antarctic Threaty, επιτρέπει στα μέρη να εκπληρώσουν την
ανταλλαγή πληροφοριών στα πλαίσια της συνθήκης της Ανταρκτικής και ενεργεί ως κεντρικό
αποθετήριο για τις πληροφορίες αυτές.
Η εισαγωγή δεδομένων γίνεται σε δύο στάδια: είσοδος δεδομένων και δημοσίευση.
Μόνο υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την Κυβέρνηση τους μπορούν να εισάγουν
δεδομένα. Τα δεδομένα όμως παραμένουν σε ασφαλείς βάσεις μη δημοσιευμένων δεδομένων
και δημοσιεύονται μετά από έλεγχο τους από τους διαχειριστές τους συστήματος (Secretariat
of the Antarctic Threaty, 2014).
Εικόνα 4: Οθόνη Πληροφοριακού Συστήματος Αντιμετώπισης κρίσης Ανταρκτικής , (Πηγή: Antarctic Threaty, 2012).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει ένα μηχανισμό για την αστική προστασία στα
κράτη μέλη. Το Κέντρο Παρακολούθησης και Πληροφορικής – Monitor and Information
Center (MIC), που βρίσκεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες και
λειτουργεί επί 24ωρου βάσεως (E.C. 2008), αποτελεί την Υπηρεσία στην οποία απευθύνεται
ένα κράτος μέλος το οποίο αντιμετωπίζει πρόβλημα καταστροφών από φυσικούς, χημικούς ή
βιολογικούς παράγοντες, πυρηνικές ακτινοβολίες, απειλές για την υγεία των πολιτών (Olson,
2009). Το MIC συνεργάζεται με τα Εθνικά σημεία επαφής που βρίσκονται στις χώρες της
Ε.Ε. και τις υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας των χωρών της Ε.Ε., καταγράφει και διαθέτει
μέσω της χρησιμοποίησης Πληροφοριακών Συστημάτων τις πληροφορίες σχετικά με τη
διαχείριση των κρίσεων των φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών. Στην εικόνα 8
φαίνονται τα Πληροφοριακά Συστήματα έγκαιρης αντιμετώπισης των κρίσεων που
χρησιμοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πίνακας 2. Συστήματα έγκαιρης αντιμετώπισης στην Ε.Ε. και Π.Σ. ανά Γενική Διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Olsen 2009:73).
Εικόνα 5. Αρχική σελίδα συστήματος CESIS για τη διαχείριση επειγόντων συμβάντων στις χώρες της Ε.Ε. (Πηγή: E.C.,
2008)
Το Κέντρο Παρακολούθησης και Πληροφοριών λειτουργεί σε 24ωρη βάση, εξυπηρετεί τα
αιτήματα παροχής πληροφοριών από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. μέσω της διασύνδεσης με Εθνικές
υπηρεσίες παροχής πληροφοριών και παρέχει τεχνική υποστήριξη. Το CECIS φιλοξενεί μια βάση
δεδομένων, ανταλλάσει πληροφορίες μεταξύ των χρηστών και καταγράφει τις διακινούμενες
πληροφορίες.
Το CECIS χρησιμοποιείται σε περιστατικά με χημικούς, βιολογικούς, ραδιενεργούς
παράγοντες, τεχνικής και ακτινολογικής αστοχίας, διαρροής πετρελαίου στη θάλασσα, πυρηνικής
τρομοκρατίας και άλλων περιβαλλοντικών καταστροφών. Το CECIS αντικατέστησε το
προηγούμενο σύστημα των e-mail και φαξ. Το CECIS δημιουργεί λογαριασμό για τους χρήστες
και ενημερώνει τον υπεύθυνο αξιωματικό της Ε.Ε. ο οποίος μέσα σε 20 λεπτά σημαίνει
συναγερμό.
To MeDISys είναι ένα Πληροφοριακό Σύστημα Επίβλεψης και Ανάλυσης
Πληροφοριών στο διαδίκτυο που αναπτύχθηκε από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής
(JRC) για την Διεύθυνση Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών (DGSANCO). Το
MeDISys χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό δυνητικών απειλών για τη δημόσια υγεία
χρησιμοποιώντας πληροφορίες από το Internet.
Οι απειλές που εντοπίζονται και παρουσιάζονται περιλαμβάνουν μεταδοτικές
ασθένειες, χημικές, βιολογικές και απειλές πυρηνικής ακτινοβολίας που θα μπορούσαν να
έχουν ευρύτερες επιπτώσεις στην υγεία των Πολιτών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το
MedISys συλλέγει αντικείμενα από διάφορες πηγές στο διαδίκτυο. Ένας αλγόριθμος
χρησιμοποιείται για την ανίχνευση και την ταξινόμηση ειδήσεων σε κατηγορίες. Με βάση
την ανίχνευση λέξεων κλειδιών στο αρχείο που επεξεργάζεται και το επίπεδο ταξινόμησης,
μια καταχώρηση μπορεί να σταλεί σε άτομα μέσω e-mail ή SMS (European Commission,
2007).
Εικόνα 6. Σύστημα Επίβλεψης και Ανάλυσης Ιατρικών Πληροφοριών της Ε.Ε. MeDISys (Πηγή: E.C., 2007)
Εικόνα 8. Δομή συστημάτων αναφοράς χημικών περιστατικών στην Ε.Ε. (Πηγή: Health agency, 2009)
Το Σύστημα HEDIS είναι ένα Web-based εργαλείο υποστήριξης των κρατών μελών
και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έξαρσης ασθενειών και της κατάστασης
έκτακτης ανάγκης της υγείας, παρέχοντας μια επισκόπηση της κατάστασης για
συγκεκριμένες απειλή για την υγεία (European Commision, 2007) παρέχοντας σε πραγματικό
χρόνο μέσω web-based πλατφόρμας πρόσβαση σε εξειδικευμένες πληροφορίες που
προέρχονται από διάφορες πηγές, Πληροφοριακά Συστήματα G.I.S. και επιτυγχάνοντας
ανταλλαγή πληροφοριών με δομημένο και προβλέψιμο τρόπο (E.C. & JRC & IPSC, 2007).
Για κάθε νέα κρίση μια ειδική υποκατηγορία (portal) δημιουργείται όπου οι ενδιαφερόμενοι
μπορούν να βρουν όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την απειλή. Η πλατφόρμα
HEDIS, συγκεντρώνει ένα σύνολο εργαλείων ειδικά σχεδιασμένο ώστε να επικοινωνούν και
να μοιράζονται πληροφορίες, ένα φόρουμ για την επικοινωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων
μερών, μια ασφαλή βάση δεδομένων εγγράφων για αποθήκευση ευαίσθητων εγγράφων,
ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν για τα οποία μπορούν να αναζητηθούν με βάση
συγκεκριμένη θεματολογία, συστήματα συναγερμού (e-mail, SMS, fax), ημερολόγιο για τον
προγραμματισμό και πίνακα ανακοινώσεων για τις ανακοινώσεις που προσελκύουν την
προσοχή των χρηστών. Μερικά εργαλεία έχουν επίσης αναπτυχθεί για να επιτρέπουν στους
χρήστες του HEDIS να αξιολογούν πραγματικές ή υποθετικές περιπτώσεις, όπως τα
μαθηματικά μοντέλα που αποτελούν σημαντικά εργαλεία για την ανάλυση, διάδοση και τον
έλεγχο μολυσματικών ασθενειών και βοηθούν τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων στην
λήψη κατάλληλων μέτρων ετοιμότητας και πρόληψης.
Εικόνα 9. Παραγόμενη Έξοδος Συστήματος HEDIS για μετάδοση ασθενειών (Πηγή: E.C., 2007)
Το EWRS είναι σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και αντίδρασης της Ε.Ε. που έχει
συσταθεί για αντιμετώπιση των απειλών που σχετίζονται με τις μεταδοτικές ασθένειες.
Σύμφωνα με την απόφαση 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την απόφαση
200/57/ΕΚ του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν το ένα το άλλο και
την Επιτροπή σχετικά με τα γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν τη δημόσια υγεία σε
επίπεδο Ε.Ε. Οι αποφάσεις αυτές ρυθμίζουν επίσης, τη διαδικασία για την υποβολή εκθέσεων
και τη λειτουργία του συστήματος. Ως εκ τούτου, το EWRS χρησιμοποιείται συχνά για την
κοινοποίηση των εστιών, την ανταλλαγή των πληροφοριών και τη συζήτηση σχετικά με το
συντονισμό των μέτρων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Το σύστημα αυτό σύντομα θα
φιλοξενηθεί από το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τον έλεγχο των νόσων (ECDC) Απευθύνεται στα
μέλη της επιτροπής EWRS και στις αρχές δημόσιας υγείας (European Commission, 2007).
Εικόνα 10. Σύστημα Έγκαιρης Ανταπόκρισης και Συναγερμού EWRS, mailbox (Πηγή: E.C.,2007)
Εικόνα 21. Ταξινόμηση των συμβάντων μέσω ερωτηματολογίου του συστήματος MATRIX (Πηγή: European Commission,
2007)
Η Γενική Διεύθυνση της Ε.Ε. SANCO διαθέτει δίκτυο intranet για την αντιμετώπιση
των εσωτερικών κρίσεων της Ε.Ε. Στο ενδοδίκτυο βρίσκονται όλες οι απαραίτητες
πληροφορίες για την λήψη των αποφάσεων. Οι μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης SANCO που
εμπλέκονται στη διαχείριση έκτακτης ανάγκης για την υγεία, οφείλουν να παρέχουν
πληροφορίες που προκύπτουν από τις ενέργειες τους (European Comission, 2007).
Εικόνα 12. Οθόνη πληροφοριών δραστηριοτήτων σχετικά με την αντιμετώπιση κρίσης από νόσημα ινφλουένζα του δικτύου
intranet της Γενικής Διεύθυνσης SANCO (Πηγή: European Commission, 2007).
5 Συμπεράσματα
Αναφορές
1. Benamrane, Y. & Wybo, J. L. & Armand, P., (2013), Chernobil and Fucusima nuclear accidents, what haw change in the
use of atmospheric dispertion modeling, Journal of environmental radioactivity, 125, p.p. 239-252.
2. Castels, Manuel & Caraca, Johao & Cardoso, Gustavo, (2012), Aftermath, The culture of the economic crisis, Clays Ltd,
St Ives plc, Oxford, p. 1.
3. Cyr, Arthur, (2012), The cuban missile crisis after 50 years, Foreign policy research institute, Elsevier Ltd, p.p. 10-15.
4. Comission of the European Communities, (2001), Programme of cooperation on prepardness and response to biological
and chemical agent attacks, Directorate G Public Health, Luxemburg, p.p. 1-2.
5. Doeg, Colin, (2005), Crisis management in the food and drinks industry : a practical approach, Springer Science +
Business Media, Inc, Springer, p.p. 13.
6. Douligeris, Christos & Collins, John & Iakovou, Eleftherios, & Sun, Peixing & Riggs, Rogger & Moers, Christopher,
(1995), Development of OSIMS: an Oil Spill Information Management System, Spill Science and Technology Bullentin,
Vol. 2, No 4, p.p. 255-263.
7. European Commission, (2007), The Commission Health Emergency operationt facilities, for a coordinated management
of public healt emergency in E.U. level, European Communities, p.p. 10.
8. European Commission (E.C.) and JRC and Institute for the protection and security for the citizen (IPSC), (2007), Health
Emergency and Disease Information System, European Communities, p.p. 1-2.
9. European Commission (E.C.), (2008), Specifivation to Invitation to TENDER ENV.A.3 /Ser 2008/0051, Directorate
General Environment p.p. 1-3.
10. Faghfouri, Pedram, (2011), The role of Governance Structure in the context of crisis management, Springer Gabler,
Springer, p.p. V, 39.
11. Fitzgerald, C., (2012), The debt crisis in Ireland, The Quarterly Review of Economics and Finance 53, p.p. 353-363.
12. Georgopoulou, E. & Lalas, D. & Papagiannakis, L., (1997), A miltucriteria decision aid approach for energy planning
problems: the case of renewable energy option, European Journal of operation research, p.p. 38-44
13. Health protection agency, (2008), Development of an alerting system and the criteria for development of a health
surveillance system for the deliberate release of chemicals by terrorists, Chilton, p.p. 1.
14. Health protection agency, (2009), Alert system for chemical threats phase III, Chilton, p.p. 1.
15. Hedrics, Teun & Van de Laar, Pierre, (2013), METIS : Depedable cooperativesystems for public safety, Procedia
Computer Science (16), Elsevier, p.p. 542-543.
16. Henlund, James & Vieweg, Bruce & Dong, Won, Cho, (1987), Computer Consultation for Emotional Crises: An Expert
System for “non experts”, Computer in Human Behavior, vol. 3, Pergamon Journals, p.p. 109-127.
17. ΙΒΜ, (1970), Information Management System/360 for the IBM System 360 Program Description, International
Business Machines Corporation, p.p. 1-5.
18. Ismail Najjar, (2001), Crisis Management, Natural Resource Management and Policy, Volume 18, Springer, p.p. 429-
443.
19. Kahn, Mathew, (2007), Environmental disasters as risk regulation catalysts? The role of Bopal, Chernobyl, Exxon
Valdez, Love Canal and Three Miles Island in shaping U.S. environmental law, J Risk Uncertainly, 35, Springer Science
& Business Media, p.p. 17-23.
20. Katsimi, Margarita & Moutos, Thomas, (2010), Emu and the greek crisis : The political – economy perspective,
European journal of political economy (26), p.p. 568-576
21. Kenan, Peter, (2003), Spatial Decision support systems, Decision making support systems: Achievements and challenges
for the new decade, Idea Group, p.p.28-39.
22. Kenan, Peter, (2008), Geographic information and analysis for decision support, Handbook of decision support 2,
International Handbook Information Systems, Springer, p. 69.
23. Kevany, Michael, (2003), GIS in the world trade attack – trial by fire, Computers Environment and urban systems (27),
Pergamon, Elsevier, p.p. 571-583.
24. Leidner, Dorothy & Pan, Gary & Pan, Shan, (2009), the role of IT in crisis response, Journal of Strategic information
systems, Elsevier, p.p.80-99
25. Mason, Richard & Mitroff, Ian, (1973), A program for research in Managemet Information Systems, Management
Sxience, vol 19. no 5., 475-485.
26. Matsas M., (2010), Critique: Journal of Socialist Theory, Volume 38, Issue 3, , p.320.
27. Moro, Beniamino, (2013), Lessons from the European economic and financial great crisis: a survey, Elsevier, p.p. 1-16.
28. Mursa, Gabriel, Claudiu, (2012) ,The world economic crisis. A non-conventional approach, Procedia - Social and
Behavioral Sciences 62, 1110 – 1114.
29. National commission on terrorist attacks (NCTA), (2006), the 9/11 commission report, New York, p.p. 1-5, 47-50, 145,
154-160, 285-289, 334-338.
30. Offe, Klauss, (1976), Crisis of crisis management: elements of a political crisis theory, International journal of politics,
vol. 6, no. 3, p.p. 29-31.
31. Power, D.J., (2014), a brief History of Decision Support Systems, http://dssresources.com/history/dsshistoryv28.html, v.
2.8, 05.01.2014
32. Ramesh, Rao & Eisenberg, Jon & Schmitt, Ted, (2007), Improving Disaster Management: The Role of IT in Mitigation,
Preparedness, Response, and Recovery Committee on Using Information Technology to Enhance Disaster
Management, National Research Council, p.p. 21-31.
33. Rosenthal, Uriel & Pijnenburg , Bert, (1991), Crisis Management and Decision Making, Contemporary Crises VoI. 14,
No. 4, Springer, p.p. 1-4.
34. Secretariat of the Antarctic threaty, (2014), The Antarctic Threaty, p.p. 1, 10-01-2014, available at
http://www.ats.aq/index_e.htm.
35. Simon, Ronald & Teperman, Sheldon, (2001), The world trade center attack. Lessons for disaster management, Critical
Care, vol. 5, no. 6, p.p. 318-320.
36. Smith, Jim & Beresford, Nikolas, (2005), Chernobyl – Catastrophe and Consequences, Springer, p.p. 1-20, 271-280.
37. Speakman, Mark & Sharpley, Richard, (2012), A chaos theory perspective on destination crisis management, Evidence
from Mexico, Journal of destination marketing and management 1, Elsevier, p.p. 67-77.
38. Turrof, Marey & Hiltz, Star, Roxanne & Baghat, Axmet & Rana, Ajaj, (1993), Distributed Group Support Systems, MIS
Quarterly, p.p. 399-417.
39. Wilkenfeld, Jonathan & Kraus, Sarit & Holley, Kim & Harris, Michael, (1995), GENIE: A decision support system for
crisis negotiation, Decission Support System 14, Elsevier, p.p. 369-391.
40. Δρανίδης, Δ., (2012), Σημειώσεις για το μάθημα Πληροφοριακά Συστήματα, ΣΤΕΦ, ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, p.p. 33-34.
41. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, (2012), ΑΒΑΞ, πλευρές της Ιστορίας των υπολογιστών στην Ελλάδα, Αθήνα, p.p. 3-10.
42. Συμβούλιο, (2007), Απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2007, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
p.p. L 314/11.
43. Φαράντος, Γεώργιος, (2008), Το Στρατηγικό Μάνατζμεντ στις Δημόσιες Υπηρεσίες – Κατεύθυνση, Ανάλυση
Περιβαλλόντων, Στρατηγικές, Αξιολόγηση, Έλεγχος: Η περίπτωση του Τ.Τ.Υ.Ε. Αρκαδίας.
44. Φαράντος, Γεώργιος, (2013), Ο ρόλος των Πληροφοριακών Συστημάτων σε συνθήκες κρίσης, Τεύχος Περιλήψεων,
Συνέδριο, Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση στο σταυροδρόμι κρίσιμων εξελίξεων: Πολιτικές, Στρατηγικές Επιλογές και
Προοπτικές, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Λουτράκι, σ. 41.
E. Aivazidou
Laboratory of Quantitative Analysis and Advanced Supply Chain Management,
Department of Mechanical Engineering, Aristotle University of Thessaloniki,
P.O. Box 461, 541 24 Thessaloniki
aveirini@auth.gr
N. Tsolakis
Laboratory of Quantitative Analysis and Advanced Supply Chain Management,
Department of Mechanical Engineering, Aristotle University of Thessaloniki,
P.O. Box 461, 541 24 Thessaloniki
ntsolaki@auth.gr
E. Iakovou
Laboratory of Quantitative Analysis and Advanced Supply Chain Management,
Department of Mechanical Engineering, Aristotle University of Thessaloniki,
P.O. Box 461, 541 24 Thessaloniki
eiakovou@auth.gr
Abstract
Abstract. Sustainability has emerged as a key issue of concern for businesses and C-level executives
globally. To that end, there are emerging pressures from national legislations and consumer awareness
regarding the global freshwater resources, as these are considered a limiting production resource for various
economic activities. Characteristically, the agricultural sector utilizes around 70% of the global water
consumption. Nevertheless, there is a clear lack of comprehensive methodologies for assessing water
intensity at various levels of the economic activity. To that effect, in order to capture the water consumed for
providing products and services across their entire supply chains, the concept of water footprint has been
introduced. In this manuscript, we provide a critical taxonomy of the state-of-the-art research and regulatory
interventions concerning the assessment of water footprint in modern supply networks. Since agrifood supply
chains are comprised of a wide range of activities, such as farming, storage, transportation and food
production, which have significant environmental impacts, we then propose practices for the design and the
management of sustainable agrifood supply chains. Specifically, we first present the components of a
traditional agrifood chain and then we recognize water footprint management practises, as they are mapped
on the specific echelons of the respective agricultural production and distribution networks. Finally, we wrap
up and discuss major gaps and overlaps in the existing literature, while we further propose a meaningful
future research agenda.
1 Introduction
Nowadays, growing environmental concerns about natural resources’ depletion has set
sustainability as a top priority for both the public and the corporate agenda. Although water is
an indispensable natural resource, freshwater systems are directly threatened by human
activities and expected to be further affected by anthropogenic climate change (Herath et al.,
2013). More specifically, the stress over the availability of global freshwater supplies is
intensifying due to population growth and economic development that change the global
consumption patterns, as well as due to industrial pollution (Rockstrom et al., 2009). To that
end, increasing water scarcity has put high pressure on the globalized economy, and thus
balancing the economic, environmental and societal impacts of global water consumption has
emerged as a key issue for governments, consumers and companies (McKinsey, 2009).
Except for the humanitarian perspective of freshwater supplies, water is considered a
major resource in multiple production systems. Indicatively, the industrial sector accounts for
22% of the global water consumption (WBCSD, 2006), while the agricultural sector utilizes
70% of the worldwide water resources (Aviso et al., 2011). At the same time, more than 16
million enterprises and 48 million employees in the European Union were involved in the
agro-industrial sector, while the sector’s added value reached 751 billion euros in 2008
(Eurostat, 2011). In this context, the agrifood industry is considered as one of the most water-
consuming and financially powerful industries in the world. To that effect, managing water
resources across agrifood supply chains (AFSCs) is crucial for the establishment of economic,
environmental and societal sustainability.
The remainder of the paper is organized as follows. In Section 2, a theoretical
background regarding the definition of water footprint (WF), as well as the structure of a
typical AFSC is presented. In Section 3, we provide an up-to-date critical taxonomy of
scientific publications and regulatory interventions concerning the assessment of WF across
various supply chain networks, particularly of the agrifood sector. In Section 4, best practices
for WF management in all AFSC echelons are proposed. Finally, in Section 5, conclusions
and recommendations for future research are discussed.
2 Theoretical Background
In this section, the theoretical context of the literature taxonomy concerning the
management of WF across AFSCs is provided. First, various WF definitions and the specific
WF types are presented. Thereafter, the discrete echelons and the flows of an AFSC are
briefly described.
The term was coined by Allan (1998) while he was investigating the possibility of
importing virtual water, as a partial solution to the problem of water scarcity in the Middle
East. More specifically, he argued that trade of water-intensive products relieved the need of
the Middle East countries in regard to the utilization of their own water resources for
producing the same products.
During the last decade, the impact of human consumption on water resources was
addressed through the concept of WF assessment. The term ‘WF’ was initially introduced as a
measure of a nation’s actual appropriation of the global water resources (Hoekstra and Hung,
2002). More specifically, the national WF constitutes the total amount of freshwater utilized
for domestic production plus net virtual water imported (Hoekstra and Chapagain, 2007).
Further, corporate WF is defined as the total volume of freshwater used directly and indirectly
across the entire nexus of a company’s operations. Particularly, the WF of a business consists
of two components: (i) the direct freshwater consumed or polluted by the producer during
internal operations (i.e. production/manufacturing or supporting activities), and (ii) the
indirect freshwater utilized across the rest supply chain network (Ercin et al., 2011; Hoekstra,
2008). At a product level, WF is considered as the total volume of freshwater used directly or
indirectly to produce a good or a service, which equals to the sum of water consumed and
polluted across the product’s full supply chain (Hoekstra, 2008).
WF is a multidimensional indicator which is classified into three (3) specific types,
namely blue, green and grey WF (Figure 1). According to Hoekstra et al. (2011), blue WF is
the volume of surface or groundwater consumed during the production of a good or a service.
Consumption refers to the volume of freshwater: (i) evaporated, (ii) incorporated into the
product, (iii) abstracted from a catchment and return to another catchment or the sea (spatial
dimension), and (iv) withdrawn from a catchment in one time period and return in another
period (temporal dimension). Green WF constitutes the volume of rainwater consumed during
the production process, and especially in the farming stage of agricultural products (Hoekstra
et al., 2011). Consumption refers to the volume of precipitation water: (i) evaporated from the
fields, (ii) transpired through plants, and (iii) incorporated into the harvested crop or wood.
Finally, grey WF is considered as an indicator of freshwater pollution associated with the
production chain of a product. Specifically, grey WF is the volume of freshwater required to
assimilate the load of waste, which is quantified by the volume of water required to dilute
pollutants to such an extent that water quality remains above the agreed quality standards
(Hoekstra et al., 2011).
Similarly, Khan and Hanjra (2009) identify the connection between water (and energy)
footprints during agricultural production and global food consumption, as well as propose
investments for mitigating the environmental impacts due to the depletion of water and
energy resources. Concerning cereals’ agricultural production, Chapagain and Hoekstra
(2011) compare the total WF of the global rice production among various countries, while
Khan et al. (2009) identify key policies for reducing water and energy footprints of rice,
wheat and barley production in Australia. Moreover, freshwater consumption and pollution
during wheat cultivation is presented through a real-world case study regarding the WF
assessment of a well-known pasta producer’s supply chain (Ruini et al., 2013). Following,
research efforts have been made for the WF measurement and evaluation of the global cotton
production (Chapagain et al., 2006), as well as the agricultural production of coffee and tea
(Chapagain and Hoekstra, 2007; Jefferies et al., 2012). In the wine production sector, several
case studies present the assessment of the total WF during the viticulture stage (Ene et al.,
2013; Herath et al., 2013). Regarding meat production, Gerbens-Leenes et al. (2013) compare
the WF among poultry, pork and beef during grazing and farming stages, while Ridoutt et al.
(2014) calculate the blue WF during the irrigation of pastures and crops used for cattle’s
feeding. Furthermore, Zonderland-Thomassen et al. (2014) focus on the environmental impact
of water consumption during cattle and sheep farming in New Zealand. Concerning the
biofuels industry, several scientific publications address the assessment of the green, blue and
grey WF during the cultivation of sugar cane, sugar beet, maize and corn crops for producing
bioethanol (Gerbens-Leenes and Hoekstra, 2012; Jeswani and Azapagic, 2011). Finally,
Ridoutt et al. (2010) calculate the WF due to agricultural food losses across the Australian
mango supply chain, as a result of the production of more food in order to satisfy consumers’
food needs.
At the same time, a significant amount of research papers concerning WF
measurement and evaluation refers to the industrial processing echelon of an AFSC. In
general, Vanham and Bidoglio (2013) deal with the assessment of WF during food processing
in the European agroindustrial sector, while Egilmez et al. (2014) evaluate the environmental
footprint, including water consumption and pollution indicators, of the US food
manufacturing sector. Particularly, there are several case studies that deal with the
measurement of the WF during rice milling for producing rice flour or barn oil, as well as
wheat processing for producing pasta (Chapagain and Hoekstra, 2011; Ruini et al., 2013).
Furthermore, Chapagain and Hoekstra (2007) focus on the WF assessment during the
processing of tea leaves and coffee grains, while Jefferies et al. (2012) present the
measurement of the volume of water used or contaminated during tea and margarine
industrial production. Moreover, Chapagain et al. (2006) evaluate the freshwater consumption
and pollution during cotton processing. With regard to the wine industry, research efforts
have been made for measuring the blue and grey WF during the wine-making process (Ene et
al., 2013; Herath et al., 2013). Finally, Gerbens-Leenes and Hoekstra (2012) focus on the WF
calculation during the processing of sugar cane, sugar beet and maize for producing
bioethanol and sweeteners, while Jeswani and Azapagic (2011) deal with the environmental
impact of freshwater resources’ depletion during corn processing for bioethanol production.
On the contrary, only few scientific publications address cases of WF assessment
during the stages of packaging, logistics and retailing of AFSCs. Concerning packaging in
wine-making plants, Ene et al. (2013) focus on water pollution during the wine bottling, while
Herath et al. (2013) deal with the assessment of blue and grey WF during the manufacturing
of packaging materials, such as bottles and cardboards.
In addition, there are several case studies regarding the measurement of WF during the
production of primary and secondary packages or during the packaging waste management
stage of a tea, a margarine and a pasta supply chain (Jefferies et al., 2012; Ruini et al., 2013).
As regards logistics operations, Ruini et al. (2013) refer to a negligible amount of water used
during the transportation of various processed wheat products to the distribution centers,
while Ridoutt et al. (2010) tackles the assessment of the WF due to food waste during
transportation, as well as retailing, in a mango supply chain. These food losses are associated
with the production of more food for covering the global food requirements, and thus the
consumption and pollution of additional water resources.
Table 1. Taxonomy of the scientific literature.
WF type
AFSC echelon Scientific publications
Green Blue Grey
Chapagain and Hoekstra (2007); Chapagain and Hoekstra
(2011); Chapagain et al. (2006); Chapagain and Orr
(2009); Ene et al. (2013); Gerbens-Leenes and Hoekstra
(2012); Gerbens-Leenes et al. (2013); Herath et al. (2013);
Farming • • • Jefferies et al. (2012); Jeswani and Azapagic (2011); Khan
and Hanjra (2009); Khan et al. (2009); Mekonnen and
Hoekstra (2011a); Ridoutt et al. (2010); Ridoutt et al.
(2014); Ruini et al. (2013); Vanham and Bidoglio (2013);
Zonderland-Thomassen et al. (2014)
Chapagain and Hoekstra (2007); Chapagain and Hoekstra
(2011); Chapagain et al. (2006); Egilmez et al. (2014); Ene
Industrial
• • et al. (2013); Gerbens-Leenes and Hoekstra (2012); Herath
processing
et al. (2013); Jefferies et al. (2012); Jeswani and Azapagic
(2011); Ruini et al. (2013); Vanham and Bidoglio (2013)
Ene et al. (2013); Herath et al. (2013); Jefferies et al.
Packaging • • •
(2012); Ruini et al. (2013)
Logistics
(transportation • • • Ridoutt et al. (2010); Ruini et al. (2013)
& warehousing)
Retailing • • • Ridoutt et al. (2010)
The European Union introduced the Directive 2006/118/EC, through which specific
measures for preventing and controlling groundwater pollution were legislated. Notably, these
measures included criteria for the assessment of the groundwater’s chemical composition.
Moreover, this Directive complemented the provisions of the Directive 2000/60/EC for the
prevention or limitation of pollutants’ concentration in groundwater resources, aiming at
protecting all groundwater bodies from deterioration. Finally, the Directive 2008/105/EC
established multiple environmental quality standards in the field of water policy, focusing on
the monitoring of hazardous or toxic substances’ concentration in surface water resources.
In Greece, the established regulatory landscape considering water protection is
incorporated into the existing environmental legislation. Initially, through the enforcement of
the Act 1650/86, the Greek State established the fundamental rules and introduced relevant
criteria and mechanisms for the protection of the environment in general. Particularly in the
Articles 9 and 10 of the same Act, the establishment of water quality measurement stations in
representative locations across the nationwide water network is described. Further, it is clearly
documented that operations which degrade water quality are prohibited. One year later, the
Act 1739/87 constituted the first law connecting water resources’ management with the
national development planning. Particularly, according to this Act, institutions and procedures
that enable the management of water resources at a national or regional levels (through
dividing the country into 14 water districts) are established. However, to the best of our
knowledge, there is a lack of a national legislation for imposing measures to the Greek
enterprises regarding the reduction of freshwater consumption and pollution.
Table 2. Taxonomy of the regulatory interventions.
Concerning the farming stage of an AFSC, the growing of crop varieties that fit to the
regional climate thus needing less water for irrigation is required (e.g. grapes/olives in arid
areas) (Hoekstra et al., 2011). Moreover, the selection of precision irrigation techniques and
schedules is critical for optimizing land productivity (Cooley et al., 2008; Hoekstra et al.,
2011; ICID, 2008). Another critical yet rarely addressed constituent is the implementation of
agricultural practices for reducing water evaporation from the soil’s surface (e.g. soil
mulching, drip or trickle irrigation) (Hoekstra et al., 2011). Furthermore, the optimization of
the application of pesticides and fertilizers (both artificial and organic) could lead to the
prevention or reduction of leaching and runoffs (Hoekstra et al., 2011).
As regards the industrial processing stage, a generic water management practice is the
monitoring and auditing of water used during food production in order to: (i) identify
processes that generate water losses, and (ii) define action plans for reducing these losses
(Danone, 2013; Tesco, 2013). Moreover, since the upstream levels of an AFSC account for up
to 90% of the total WF (McKinsey, 2009), manufacturing companies should select suppliers
that deploy water-friendly operations, such as adoption of water-saving appliances,
replacement of water-intensive processes and recycling (Hoekstra et al., 2011), and work
together with farmers in order to minimize the associated water impacts (Coca-Cola, 2014). It
is also suggested that manufacturers should further apply investments in water-efficient
technologies that allow the processing, reuse and recycling of waste water, as well as promote
the limited use of chemical substances during food production stage (Coca-Cola, 2014;
Danone, 2013; Ene et al., 2013; McKinsey, 2009).
A major portion of the indirect water consumption is related to the products’
packaging. Given that packaging, and especially carton packages, consume a significant
amount of water for their production (Herath et al., 2013; Jefferies et al., 2012), practices such
as: (i) the reduction of unnecessary packaging, (ii) the utilization of water-efficient packaging,
as well as (iii) the limited use of packaging that contains toxic substances are considered as
crucial for the minimization of the total WF. At the same time, water-efficient washers for
some types of packages (e.g. bottles) could minimize the end-products’ WF (Coca-Cola,
2014), while investments in water recycling systems could reduce the water resources used
during cleansing various agricultural products in the packing phase (Dole, 2011).
Nowadays, energy-efficiency concerns highlight the utilization biofuels as an
alternative energy source in the transport sector (Gerbens-Leenes et al., 2012; Månsson et al.,
2014). Nevertheless, the utilization of biofuels in transportation, and especially those
produced from biomass, should be prudent since they are considered as the greatest global
water consumers (Berndes, 2002; de Fraiture et al., 2008; Varis, 2007; Hoekstra and
Chapagain, 2008). At the same time, it is vital to consider the factors of food wastage along
the various stages of a supply chain, since food losses are associated with high environmental
costs including water impact (FAO, 2013). Specifically, bad preservation conditions of food
during logistics operations (transportation and warehousing) may lead to an increase of the
indirect WF (Ridoutt et al., 2010), since the production of more food products in order to
cover global human needs implies the consumption of additional water resources.
At the retailing stage, WF concerns further necessitate the reduction of product waste
due to limited food shelf-life and high disposal rates, as a result of poor market sales (Barilla,
2012; Motoshita et al., 2013). Further, WF labelling in food products could be
environmentally meaningful for both enterprises and consumers (Fang et al., 2014; Ridoutt et
al., 2014).
WF type
AFSC echelon WF management practice
Green Blue Grey
Growing of crops needing less water (e.g.
•
grapes, olives).
Precision use of irrigation (temporal and
•
Farming spatial).
Enhancement of water retention in the soil
• •
(e.g. mulching, drip irrigation).
• Prudent use of pesticides and fertilizers.
• • Auditing of water usage.
• • • Selection of water-friendly suppliers.
Industrial processing • Investment in water-efficient technologies.
• Reuse and recycling of waste water.
• Limited use of chemical substances.
• • Reduction of unnecessary packaging.
• • Use of water-efficient packaging.
• Reduction of toxic packaging.
Packaging
Investment in water-efficient packaging
•
washers.
• Recycling of waste water.
Logistics • • • Prudent use of biofuels in transport.
(transportation &
warehousing) Reduction of food losses due to ineffective
• • •
preservation conditions.
Reduction of food waste due to limited
• • •
shelf-life or bad product appearance.
Retailing • • • Establishment of WF labelling.
Education of consumers upon purchasing
• • •
decisions.
5 Conclusions
This paper captures both the research gaps and overlaps in the management of AFSCs
with regard to WF. According to the related scientific literature, our critical taxonomy reveals
that WF issues across supply chains of the agrifood sector have not been adequately addressed
by the research community yet. More specifically, the majority of the up-to-date publications
focuses on the assessment of the green, blue and grey WF in the farming and industrial
processing stages of various AFSCs, through presenting case studies of similar food products.
Notably, few papers refer to the WF that is generated due to packaging, while even fewer
publications deal with the WF of logistics and retailing operations. In general, the literature
taxonomy discloses that there is a lack of comprehensive methodological frameworks for the
holistic management of sustainable AFSCs from a WF perspective.
At the same time, the taxonomy of the regulatory interventions reveals that the term
‘WF’ has not been incorporated into the European and Greek regulatory frameworks yet.
Nevertheless, the European regulatory landscape for the protection of freshwater resources is
more inclusive and precise than the Greek legislative framework, which is mostly restricted to
generic ideas. Furthermore, unlike the European Emissions Trading Scheme regarding
industrial carbon footprint, there is a lack of a pertinent obligatory scheme concerning WF
mitigation that sets strict performance criteria to businesses of the European Union countries.
Concerning our future research, this is going to focus on multiple directions, such as:
(i) the provision of a detailed literature taxonomy in the field of WF assessment in AFSCs
based on each research paper’s main scope, major findings and gaps, (ii) the development of a
System Dynamics decision-making framework for WF management in sustainable supply
chains of the agrifood sector, and finally (iii) the development of quantitative Operations
Research models for the WF minimization across AFSC networks, taking into account the
three pillars (economy, environment, society) of sustainable development.
Acknowledgement
This research has been conducted in the context of the GREEN-AgriChains project
that has received funding from the European Union's Seventh Framework Programme (FP7-
REGPOT-2012-2013-1) under Grant Agreement No. 316167. All the above reflect only the
authors’ views; the European Union is not liable for any use that may be made of the
information contained herein.
References
1. Allan, J.A. (1998), “Virtual water: a strategic resource global solutions to regional deficits”, Ground Water, 36(4), 545-
546.
2. Aviso, K.B., Tan, R.R., Culaba, A.B. and Cruz Jr., J.B (2011), “Fuzzy input-output model for optimizing eco-industrial
supply chains under water footprint constraints”, Journal of Cleaner Production, 19(2-3), 187-196.
3. Barilla (2012), “Food waste: Causes, impacts and proposals”, Online Report, Barilla Center for Food & Nutrition,
Parma, Italy.
4. Berndes, G. (2002), “Bioenergy and water: The implications of large-scale bioenergy production for water use and
supply”, Global Environmental Change, 12(4), 253-271.
5. Bourlakis, M., Maglaras, G., Gallear, D. and Fotopoulos, C. (2014), “Examining sustainability performance in the
supply chain: The case of the Greek dairy sector”, Industrial Marketing Management, 43(1), 56-66.
6. Carter, C.R. and Dresner, M. (2001), “Purchasing's role in environmental management: Cross-functional development of
grounded theory”, Journal of Supply Chain Management, 37(3), 12-27.
7. Chapagain, A.K. (2006), “The water footprint of cotton consumption: An assessment of the impact of worldwide
consumption of cotton products on the water resources in the cotton producing countries”, Ecological Economics, 60,
186-203.
8. Chapagain, A.K. and Hoekstra, A.Y. (2007), “The water footprint of coffee and tea consumption in the Netherlands”,
Ecological Economics, 64, 109-118.
9. Chapagain, A.K. and Hoekstra, A.Y. (2011), “The blue, green and grey water footprint of rice from production and
consumption perspectives”, Ecological Economics, 70, 749-758.
10. Chapagain, A.K. and Orr, S. (2009), “An improved water footprint methodology linking global consumption to local
water resources: A case of Spanish tomatoes”, Journal of Environmental Management, 90, 1219-1228.
11. Coca-Cola (2014), “Water Stewardship”, URL: http://www.cokecce.com/corporate-responsibility-sustainability/water-
stewardship, Coca-Cola Enterprises.
12. Cooley, H., Christian-Smith, J. and Gleick, P.H. (2008), More with Less: Agricultural Water Conservation & Efficiency
in California, Pacific Institute, Oakland, California, USA.
13. Danone (2013), “Sustainability Report Danone 13 - Strategy and Performance”, Sustainability Report, Danone, Paris,
France.
14. de Fraiture, C., Giordano, M. and Yongsong, L. (2008), “Biofuels and implications for agricultural water use: Blue
impacts of green energy”, Water Policy, 1(10), 67-81.
15. Dole (2011), “Water Recycling Programs for Banana Packing”, URL: http://dolecrs.com/sustainability/water-
management/water-recycling-programs-for-banana-packing/, Dole Food Company Inc.
16. Egilmez, G., Kucukvar, M., Tatari, M. and Bhutta, M.K. (2014), “Supply chain sustainability assessment of the U.S.
food manufacturing sectors: A life cycle-based frontier approach”, Resources, Conservation & Recycling, 82, 8-20.
17. Ene, S.A., Teodosiu, C., Robu, B. and Volf, I. (2013), “Water footprint assessment in the winemaking industry: a case
study for a Romanian medium size production plant”, Journal of Cleaner Production, 43, 122-135.
18. Ercin, A.E, Aldaya, M.M. and Hoekstra, A.Y. (2011), “Corporate Water Footprint accounting and impact assessment:
the case of the Water Footprint of a sugar-containing carbonated beverage”, Water Resources Management, 25, 721-741.
19. Eurostat (2011), Food: from farm to fork statistics, Publication Office of the European Union, Luxemburg.
20. Fang, K., Heijungs, R. and de Snoo, G. (2014), “Theoretical exploration for the combination of the ecological, energy,
carbon, and water footprints: Overview of a footprint family”, Ecological Indicators, 36, 508-518.
21. FAO (2013), “Food wastage footprint: Impacts on natural resources”, Online Report, Food and Agriculture Organization
of the United Nations, Rome, Italy.
22. Gerbens-Leenes, P.W. and Hoekstra, A.Y. (2012), “The water footprint of sweeteners and bio-ethanol”, Environment
International, 40, 201-211.
23. Gerbens-Leenes, P.W., Mekonnen, M.M. and Hoekstra, A.Y. (2013), “The water footprint of poultry, pork and beef: A
comparative study in different countries and production systems”, Water Resources & Industry, 1-2, 25-36.
24. Gerbens-Leenes, P.W., van Lienden, A.R., Hoekstra, A.Y. and van der Meer, Th.H. (2012), “Biofuel scenarios in a
water perspective: The global blue and green water footprint of road transport in 2030”, Global Environmental Change,
22(3), 764-775.
25. Herath, I., Green, S., Singh, R., Horne, D., van der Zijpp, S. and Clothier, B. (2013), “Water footprinting of agricultural
products: A hydrological assessment for the water footprint of New Zealand's wines”, Journal of Cleaner Production,
41, 232-243.
26. Hoekstra, A.Y. (2008), “Water Neutral: Reducing and Offsetting the Impacts of Water Footprints”, Value of Water
Research Report Series No. 28, UNESCO-IHE, Delft, the Netherlands.
27. Hoekstra, A.Y. and Chapagain, A.K. (2007), “Water footprints of nations: Water use by people as a function of their
consumption pattern”, Water Resources Management, 21(1), 35-48.
28. Hoekstra, A.Y. and Chapagain, A.K. (2008), Globalization of Water: Sharing the Planet’s Freshwater Resources,
Blackwell Publishing Ltd., Oxford, UK.
29. Hoekstra, A.Y., Chapagain, A.K., Aldaya, M.M. and Mekonnen, M.M. (2011), The Water Footprint Assessment
Manual: Setting the Global Standard, Earthscan Ltd., London, UK.
30. Hoekstra, A.Y. and Hung, P.Q. (2002), “Virtual water trade: A quantification of virtual water flows between nations in
relation to international crop trade”, Value of Water Research Report Series No. 11, UNESCO-IHE, Delft, the
Netherlands.
31. Iakovou, E., Vlachos, D., Achillas, C. and Anastasiadis, D. (2012), A Methodological Framework for the Design of
Green Supply Chains for the Agrifood Sector, Proceedings of the 2nd International Conference on Supply Chains (2nd
Olympus ICSC), Katerini, Greece.
32. ICID (2008), “China Reduces Irrigation Water Withdrawals by 25 Percent”, ICID Newsletter, International Commission
on Irrigation and Drainage, New Delhi, India.
33. Jefferies, D., Muñoz, I., Hodges, J., King, V.J., Aldaya, M., Ercin, A.E., i Canals, L.M. and Hoekstra, A.Y. (2012),
“Water Footprint and Life Cycle Assessment as approaches to assess potential impacts of products on water
consumption. Key learning points from pilot studies on tea and margarine”, Journal of Cleaner Production, 33, 155-166.
34. Jeswani, H.K. and Azapagic, A. (2011), “Water footprint: methodologies and a case study for assessing the impacts of
water use”, Journal of Cleaner Production, 19, 1288-1299.
35. Khan, S. and Hanjra, M.A. (2009), “Footprints of water and energy inputs in food production – Global perspectives”,
Food Policy, 34(2), 130-140.
36. Khan, S., Khan, M.A., Hanjra, M.A. and Mu, J. (2009), “Pathways to reduce the environmental footprints of water and
energy inputs in food production”, Food Policy, 34(2), 141-149.
37. Månsson, A., Sanches-Pereira, A. and Hermann, S. (2014), “Biofuels for road transport: Analysing evolving supply
chains in Sweden from an energy security perspective”, Applied Energy, 123(15), 349-357.
38. McKinsey (2009), “The global corporate water footprint: Risks, opportunities, and management options”, Online Report,
CCSI Water & Adaptation Service Line, McKinsey & Company Inc.
39. Mekonnen, M.M. and Hoekstra, A.Y. (2011a), “The green, blue and grey water footprint of crops and derived crop
products”, Hydrology & Earth System Sciences, 15, 1577-1600.
40. Mekonnen, M.M. and Hoekstra, A.Y. (2011b), “National water footprint accounts: The green, blue and grey water
footprint of production and consumption”, Value of Water Research Report Series No. 50, UNESCO-IHE, Delft, the
Netherlands.
41. Motoshita, M., Tahara, K., Itsubo, N. and Inaba, A. (2013), The effectiveness of water footprint reduction and trade-off
among environmental categories in the introduction of innovative packaging system for ready meal, Proceedings of the
6th International Conference on Life Cycle Management, Gothenburg, Sweden.
42. Ridoutt, B.G., Juliano, P., Sanguansri, P. and Sellahewa, J. (2010), “The water footprint of food waste: Case study of
fresh mango in Australia”, Journal of Cleaner Production, 18(16-17), 1714-1721.
43. Ridoutt, B., Page, G., Opie, K., Huang, J. and Bellotti, W. (2014), “Carbon, water and land use footprints of beef cattle
production systems in southern Australia”, Journal of Cleaner Production, 73, 24-30.
44. Rockstrom, J., Steffen, W., Noone, K., Persson, Å., Chapin, S., Lambin, E., Lenton, T., Scheffer, M., Folke, C.,
Schellnhuber, H.J., Nykvist, B., de Wit, C., Hughes, T., van der Leeuw, S., Rodhe, H., Sörlin, S., Synder, P., Costanza,
R., Svendin, U., Falkenmark, M., Karlberg, L., Corell, R., Fabry, V., Hansen, J., Walker, B., Liverman, D., Richardson,
K., Crutzen, P. and Foley, J. (2009), “A safe operating space for humanity”, Nature, 461, 472-475.
45. Ruini, L., Marino, M., Pignatelli, S., Laio, F. and Ridolfi, L. (2013), “Water footprint of a large-sized food company:
The case of Barilla pasta production”, Water Resources & Industry, 1-2, 7-24.
46. Tesco (2013), “Tesco’s water strategy - reducing use in our direct operations and supply chain”, Online Report, Tesco,
London, UK.
47. Tsolakis, N.K., Keramydas, C.A., Toka, A.K., Aidonis, D.A. and Iakovou, E.T. (2014), “Agrifood supply chain
management: A comprehensive hierarchical decision-making framework and a critical taxonomy”, Biosystems
Engineering, 120, 47-64.
48. Unilever (2012), “Unilever sustainable living: Water use”, Online Report, Rotterdam, the Netherlands.
49. Vanham, D. and Bidoglio, G. (2013), “A review on the indicator water footprint for the EU28”, Ecological Indicators,
26, 61-75.
50. Varis, O. (2007), “Water demands of bioenergy production”, International Journal of Water Resources Development,
23(3), 519-535.
51. WBCSD (2006), “Business in the World of Water. WBCSD Water Scenarios to 2025”, Online Report, World Business
Council for Sustainable Development, Geneva, Switzerland.
52. WWI (2011), “Europe’s Water Footprint: Striding Towards Sustainability”, Water & Wastewater International, 26(2),
24-26.
53. Zonderland-Thomassen, M.A., Lieffering, M. and Ledgard, S.F. (2014), “Water footprint of beef cattle and sheep
produced in New Zealand: Water scarcity and eutrophication impacts”, Journal of Cleaner Production, 74, 253-262.
Ο.Β. Καρβελέα
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Α. Χριστοπούλου
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
Π. Χουντάλας
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Σχολή Κοινωνικών Επιστημών
Πάροδος Αριστοτέλους 18, 263 35 Πάτρα
e-mail: pchountalas@yahoo.gr
Περίληψη
Τα τελευταία χρόνια, οι επιχειρήσεις εστιάζουν όλο και περισσότερο στην ικανοποίηση των εργαζομένων
τους, προσφέροντάς τους παράλληλα τα κατάλληλα κίνητρα για να αυξήσουν την επίδοσή τους. Ωστόσο
στην παρούσα συγκυρία, όπου η Ελλάδα βρίσκεται σε βαθιά, παρατεταμένη οικονομική ύφεση, οι πόροι που
έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα περιορισμένοι. Ως αποτέλεσμα, τα περιθώριά τους για
να προσφέρουν στους εργαζομένους τους τα κατάλληλα χρηματικά κίνητρα, έχουν περιοριστεί σημαντικά. Η
θεωρία της υποκίνησης, ενισχυμένη και από προηγούμενες σχετικές εμπειρικές έρευνες, καταδεικνύει ότι οι
επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να παρακινήσουν τους εργαζομένους τους ακόμα και χωρίς τη χρήση
χρηματικών κινήτρων. Εντούτοις, η αποτελεσματικότητα των μη χρηματικών κινήτρων είναι αμφίβολη μέσα
σε ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι έχουν κυρίως οικονομικές ανάγκες και απαιτήσεις. Κρίνεται, λοιπόν,
αναγκαία η διερεύνηση του βαθμού αποτελεσματικότητας ειδικά των μη χρηματικών κινήτρων στην εργασία
ανθρώπων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται μέσα σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης. Ο κύριος σκοπός της
παρούσας μελέτης είναι να δώσει σαφείς απαντήσεις στον παραπάνω προβληματισμό, μέσω εκπόνησης
σχετικής εμπειρικής έρευνας. Συγκεκριμένα, στην παρούσα μελέτη αναλύονται τα κυριότερα μη χρηματικά
κίνητρα που έχουν τη δυνατότητα οι επιχειρήσεις να προσφέρουν στους εργαζομένους τους και
κατατάσσονται κατά σειρά σημαντικότητας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των ίδιων των εργαζομένων. Για την
επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, πραγματοποιήθηκε έρευνα πεδίου με ερωτηματολόγιο, το οποίο απευθυνόταν
σε εργαζομένους πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Παράλληλα, εξετάστηκαν και οι διαφορές στις
αντιλήψεις μεταξύ εργαζομένων και ανέργων. Το τελικό δείγμα της έρευνας διαμορφώθηκε σε 107 άτομα.
Τα κυριότερα συμπεράσματα που προέκυψαν ήταν ότι ιδιαίτερα σημαντικά μη χρηματικά κίνητρα
αποτελούν: το «ενδιαφέρον περιεχόμενο της εργασίας», οι «δυνατότητες εξέλιξης στην επιχείρηση» (ειδικά
για εργαζομένους πλήρους απασχόλησης) και το «ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον» (ειδικά για
εργαζομένους μερικής απασχόλησης και ανέργους). Ειδικά για τις γυναίκες, πολύ σημαντικό κίνητρο
αποτελεί η «δίκαιη μεταχείριση στον εργασιακό χώρο» και δευτερευόντως η «ενθάρρυνση από τον
προϊστάμενο». Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν χρήσιμο οδηγό
για τις επιχειρήσεις που αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους υποκίνησης των εργαζομένων τους, ειδικά όταν
δεν έχουν τη δυνατότητα να τους προσφέρουν χρηματικά κίνητρα.
Η ραγδαία ανάπτυξη που έχει επέλθει, ειδικά τα τελευταία χρόνια, σε διάφορους τομείς,
όπως οι επιστήμες και η τεχνολογία, αναγκάζει τις επιχειρήσεις να προσπαθούν διαρκώς να
ακολουθήσουν αυτές τις εξελίξεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφορά στην ανάπτυξη της επιστήμης της
ψυχολογίας σε οργανωσιακά ζητήματα (πχ. μελέτη της συμπεριφοράς του ανθρώπου στην
εργασία του), που άλλαξε καθοριστικά τα δεδομένα μέσα στις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, οι
επιχειρήσεις απέκτησαν περισσότερο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και έδωσαν μεγαλύτερη
σημασία και προτεραιότητα στις ανάγκες των εργαζομένων, προσπαθώντας να τους
προσφέρουν μεγαλύτερη ικανοποίηση όσον αφορά στην εργασία τους. Επίσης, οι διοικήσεις
των επιχειρήσεων άρχισαν πλέον να δίνουν περισσότερη προσοχή στο περιβάλλον της
εργασίας, στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον εργαζόμενο αλλά και στα κίνητρα που του
παρέχουν.
Σήμερα, έχει γίνει πλέον κοινά αποδεκτό, ότι η επιτυχία και η επιβίωση μιας
επιχείρησης στηρίζεται κατά μεγάλο βαθμό στην αποτελεσματικότητα και την προθυμία του
ανθρώπινου δυναμικού της. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα κρίσιμο για τον μάνατζερ κάθε
επιχείρησης να επιλέγει και να εφαρμόζει την αποτελεσματικότερη μέθοδο υποκίνησης
σύμφωνα με τα δεδομένα της επιχείρησής του και να αναζητά τα σωστά κίνητρα που θα
ωθήσουν τον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά. Η πιο διαδεδομένη κατηγορία κινήτρων είναι αυτή
των χρηματικών, η χρήση των οποίων έχει αποδειχθεί ως η πλέον αποτελεσματική για τις
επιχειρήσεις (Latham, 2007).
Ωστόσο, στην παρούσα χρονική περίοδο, όπου η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση
έντονης ύφεσης και οι οικονομικοί πόροι της χώρας και κατ’ επέκταση των επιχειρήσεων
είναι σημαντικά περιορισμένοι, δημιουργήθηκε η επιτακτική ανάγκη να στραφεί το
ενδιαφέρον στην υιοθέτηση άλλων μέσων υποκίνησης. Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις
εστιάζουν στη χρήση μη χρηματικών κινήτρων, τα οποία προσεγγίζουν περισσότερο τα
ψυχολογικά αίτια που ωθούν το άτομο να εργάζεται σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση και να
είναι αποτελεσματικός σε αυτή.
Προσπαθώντας έτσι οι επιχειρήσεις να διατηρήσουν την ίδια εικόνα απέναντι στην
αγορά και, κατά συνέπεια, την ίδια αποτελεσματικότητα των εργαζομένων τους, και
προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές μην έχοντας πλέον την ίδια οικονομική δυνατότητα,
στηρίζονται στα ψυχολογικά κίνητρα που θα επιφέρουν την επιθυμητή ικανοποίηση στους
εργαζομένους. Παρότι οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι ένα νέο φαινόμενο στην ελληνική και
παγκόσμια ιστορία, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες επάνω στο
συγκεκριμένο αντικείμενο. Αξίζει, συνεπώς, να διερευνηθεί η αποτελεσματικότητα των μη
χρηματικών παραγόντων υποκίνησης των εργαζομένων σε περίοδο κρίσης και αυτό ακριβώς
είναι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Η υποκίνηση των εργαζομένων σε μια επιχείρηση απαιτεί ανάλυση και έρευνα σε
βάθος από τα διοικητικά στελέχη, έτσι ώστε να παρέχονται τα πλέον δελεαστικά κίνητρα
στους εργαζομένους με σκοπό τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας και των κερδών. Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο, ο βασικός στόχος της μελέτης είναι να καταγράψει κατά σειρά
προτεραιότητας - αποτελεσματικότητας τα μη χρηματικά κίνητρα που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν από τη διοίκηση μίας επιχείρησης και τα οποία έχουν θετικό αντίκτυπο στη
συμπεριφορά των εργαζομένων.
Επιπλέον, υπάρχουν και ορισμένοι επιμέρους στόχοι, οι οποίοι συμπληρώνουν τον
βασικό, και αναφέρονται ακολούθως:
Η λέξη υποκίνηση (motives) όπως αναφέρουν οι Steers et al. (2004), πηγάζει από την
λατινική λέξη “movere” που σημαίνει “το να κινείσαι”. Ως αποτέλεσμα, η μελέτη της
υποκίνησης είναι η μελέτη του κατά πόσο το άτομο ενεργοποιείται προς κάποια κατεύθυνση,
στο χώρο της εργασίας (Eccles and Wigfield, 2002; Latham, 2007).
Η υποκίνηση (εναλλακτικά αναφέρεται και ως παρακίνηση ή παρώθηση) δεν είναι
συμπεριφορά. Είναι μια πολύπλοκη εσωτερική κατάσταση των ατόμων, που δεν μπορεί να
παρατηρηθεί απευθείας, αλλά που επηρεάζει τη συμπεριφορά τους. Η υποκίνηση
δημιουργείται από όλες αυτές τις εσωτερικές καταστάσεις του ατόμου που περιγράφονται ως
επιθυμίες, ευχές, προσπάθειες κλπ. Είναι, δηλαδή, μια εσωτερική κατάσταση που ενεργοποιεί
ή υποκινεί τα άτομα να εκπληρώσουν κάποιο σκοπό. Ο όρος υποκίνηση συχνά
χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έντονη επιθυμία του ατόμου ώστε να επιτύχει σε
κάποιο τομέα, φανερώνοντας παράλληλα το τι είναι αυτό που εμπνέει τον καθένα (Pritchard
and Ashwood, 2008).
Σε ευρύτερο επίπεδο, η υποκίνηση στην εργασία ορίζεται ως “οι ψυχολογικές
διαδικασίες που καθορίζουν την κατεύθυνση, την ένταση και την επιμονή στην εργασία, τα
οποία χαρακτηρίζουν το άτομο στο πλαίσιο αυτής” (Kanfer, 1990). Επίσης δεν αποτελεί
ιδιοκτησία ούτε του ατόμου, ούτε του περιβάλλοντος αλλά στην ουσία είναι οι ψυχολογικοί
μηχανισμοί και οι διαδικασίες διασύνδεσης αυτών. Εναλλακτικά, η έννοια αυτή ορίζεται ως
“ο συνδυασμός των διαδικασιών που καθορίζουν την πρόθεση του ατόμου να κατανέμει την
προσωπική του ενέργεια ανάμεσα σε ένα φάσμα πιθανών δράσεων” (Kanfer et al., 2008).
Η υποκίνηση είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη έννοια για να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Αυτό συμβαίνει επειδή φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές φιλοσοφικές κατευθύνσεις όσον αφορά
τη φύση των ανθρώπων και το τι μπορούμε να γνωρίζουμε πραγματικά για αυτούς
(Pinder,1998).
Οι Meyer et al., 2004, στα πλαίσια της διερεύνησης της έννοιας της υποκίνησης
αναφέρουν ότι το κίνητρο στην εργασία είναι ένα σύνολο ενεργειών που προέρχονται από το
εσωτερικό του ατόμου και πέρα από αυτό, και οι οποίες ενέργειες καθορίζουν την
συμπεριφορά του ατόμου στην εργασία και προσδιορίζουν την μορφή, την κατεύθυνση, την
ένταση και την διάρκεια αυτής.
Στο παρελθόν η υποκίνηση, ως έννοια, δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στο χώρο των
επιχειρήσεων, καθώς δεν είχε αναλυθεί και ερευνηθεί η ψυχολογία του ατόμου και τα
συναισθήματα που βιώνει. Τα διοικητικά στελέχη δεν έδιναν ουσιαστική βαρύτητα στα
κίνητρα και στο ψυχολογικό υπόβαθρο των εργαζομένων τους. Ο βασικός τους στόχος ήταν η
αύξηση της παραγωγικότητας, χωρίς να ασχολούνται με τον “άνθρωπο”, χρησιμοποιώντας
αυτόν ως μια μηχανή. Επίσης, η σχέση επιχείρησης και εργαζομένου ήταν περισσότερο μια
σχέση εντολής και ελέγχου, δηλαδή ο μάνατζερ έδινε κάποιες εντολές, τις οποίες ο
εργαζόμενος ακολουθούσε με απόλυτη ακρίβεια και στο τέλος της εργασίας ήλεγχε τον
εργαζόμενο με βάση την παραγωγικότητά του.
Πλέον, λόγω των πολυάριθμων ερευνών και θεωριών που έχουν αναπτυχθεί επάνω
στην ψυχολογία του ατόμου, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων ασχολούνται εκτενέστερα με το
αντικείμενο της υποκίνησης.
Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες, ο αυτοματισμός και η χρήση ηλεκτρονικών
υπολογιστών έχει οδηγήσει σε αναβάθμιση και του ανθρώπινου παράγοντα μέσα στις
επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει πλέον τόσο η ανάγκη χρήσης εργατών με χαμηλές δεξιότητες, όσο
για άτομα με κριτική ικανότητα στα οποία θα δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής τους στη
λήψη αποφάσεων, στα πλαίσια της εργασίας τους.
Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι, γίνονται “συνεργάτες” των διοικητικών στελεχών και
συναποφασίζουν για τις ενέργειες που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι στόχοι της
επιχείρησης. Όλα τα άτομα που απαρτίζουν την επιχείρηση καλούνται να επιλύσουν
προβλήματα από κοινού και να είναι δημιουργικά και καινοτόμα αποκτώντας έτσι
μεγαλύτερη αξία. Έτσι, είναι πολύ σημαντικό για την ανταγωνιστικότητα αλλά και την
επιβίωση μιας επιχείρησης να διατηρεί την υποκίνηση των εργαζομένων σε υψηλά επίπεδα
και παράλληλα να χρησιμοποιεί σωστά τις δεξιότητες που διαθέτει ο καθένας τους ξεχωριστά
(Katzell and Thompson, 1990; Thomas, 2009).
Μεγιστοποιώντας την υποκίνηση ωφελούνται τόσο οι επιχειρήσεις, καθώς έχουν
μεγαλύτερη αποδοτικότητα, αλλά και οι εργαζόμενοι, οι οποίοι ικανοποιούν τις εκάστοτε
ανάγκες τους. Σε μία επιχείρηση, όταν δεν υπάρχει η κατάλληλη υποκίνηση, το άτομο νιώθει
δυσαρέσκεια, άγχος, ανία και κόπωση. Αντίθετα, όταν υπάρχουν τα κατάλληλα κίνητρα, η
εργασία γίνεται περισσότερο απολαυστική και διασκεδαστική και το άτομο αξιοποιεί την
ενέργειά του (Pritchard and Ashwood, 2008).
Η έρευνα σε θέματα υποκίνησης στην εργασία, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και
προκλητικό θέμα, όπως ακριβώς είναι η επίλυση του κύβου του Rubik. Έχει πολλές
ενδιαφέρουσες πτυχές και συνιστώσες και παράλληλα είναι εξαιρετικά δύσκολο να βάλει
κανείς όλα τα κομμάτια μαζί και να τα παρατάξει κατάλληλα. Σε αυτό το παράδειγμα, ο
μάνατζερ θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον άνθρωπο που προσπαθεί να φτιάξει σωστά
τον κύβο του Rubik, και οι εργαζόμενοι με τα κομμάτια που πρέπει να μπουν στην σωστή
θέση. Έτσι γίνεται κατανοητό το πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία της δημιουργίας κινήτρων
στους εργαζομένους.
4 Οι Θεωρίες Υποκίνησης
Οι περισσότερες θεωρίες υποκίνησης που έχουν διατυπωθεί, αναζητούν τις πηγές από
τις οποίες ένα άτομο βιώνει την ευχαρίστηση, μέσα από τη διατήρηση της ισορροπίας και
αποφεύγοντας τον πόνο. Άλλες θεωρίες επικεντρώνονται στην απόλαυση που αισθάνονται οι
άνθρωποι όταν ξεπερνούν τα όριά τους. Οι πηγές απόλαυσης προέρχονται από το ίδιο το
άτομο, το περιβάλλον στο οποίο εργάζεται, αλλά και από την εναρμονισμένη σχέση αυτών
των δύο (Erez et al., 2008). Οι πλέον διαδεδομένες θεωρίες υποκίνησης αναφέρονται
ακολούθως.
• Η θεωρία της ιεράρχησης των αναγκών του Maslow: Το σύστημα ιεράρχησης των
αναγκών το οποίο επινοήθηκε από τον Maslow (1943), είναι μια ευρέως χρησιμοποιημένη
μέθοδος για την ταξινόμηση των ανθρώπινων κινήτρων (Goldstein et al., 1987).
Περιλαμβάνει πέντε κατηγορίες αναγκών, όπου, ξεκινώντας από το χαμηλότερο επίπεδο,
αναφέρονται τα εξής: φυσιολογικές ανάγκες, ανάγκες ασφάλειας, κοινωνικές ανάγκες,
ανάγκες αυτοεκτίμησης, ανάγκες αυτοπραγμάτωσης. Οι ανάγκες του χαμηλότερου
επιπέδου πρέπει να ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα, πριν από την ικανοποίηση των
αναγκών του υψηλότερου επιπέδου (Pardee, 1990).
• Η θεωρία των δύο παραγόντων του Herzberg: Σύμφωνα με τη θεωρία του Herzberg, η
ικανοποίηση και η δυσαρέσκεια μέσα στην εργασία δεν αποτελούν δύο αντίθετα άκρα,
αλλά δύο ξεχωριστά άκρα, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις διαφορετικές
συνθήκες εργασίας και ανάγκες των εργαζομένων. Αποτελούν μάλιστα “προϊόντα” δύο
5 Τα Μη Χρηματικά Κίνητρα
6 Μεθοδολογία Έρευνας
Κίνητρα μ σ
Ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον 4.69 0.53
Ενδιαφέρον περιεχόμενο εργασίας 4.57 0.61
Δίκαιη μεταχείριση στον εργασιακό χώρο 4.55 0.61
Δυνατότητες εξέλιξης στην επιχείρηση 4.46 0.66
Πρόληψη κινδύνων στην εργασία 4.31 0.79
Αξιοποίηση γνώσεων/ικανοτήτων 4.29 0.70
Επάρκεια γνώσεων/ικανοτήτων ως προς την εκτέλεση της εργασίας 4.26 0.73
Αίσθηση σιγουριάς μέσα στην επιχείρηση 4.25 0.79
Ενθάρρυνση προϊσταμένου 4.24 0.85
Επίγνωση του οράματος και των γενικών στόχων της επιχείρησης 4.18 0.88
Ενημέρωση σχετικά με τα αποτελέσματα της εργασίας 4.05 0.89
Συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων 3.88 0.79
Ανάθεση σημαντικών αρμοδιοτήτων - ευθυνών 3.82 0.81
Ανώτερη ιεραρχικά θέση που προσφέρει κοινωνική αναγνώριση 3.75 0.88
Ανεξαρτησία μέσα στην επιχείρηση 3.66 0.91
Από τα παραπάνω αποτελέσματα, φαίνεται ότι τα πλέον σημαντικά μη χρηματικά
κίνητρα θεωρούνται τα εξής:
8 Συμπεράσματα
Αρχικά, με βάση τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας, φαίνεται ότι στην επιλογή
μεταξύ των μη χρηματικών και των χρηματικών κινήτρων, υπερίσχυσαν εντυπωσιακά τα
χρηματικά κίνητρα. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, λαμβάνοντας υπόψη και τη θεωρία του
Maslow, ένας άνθρωπος για να μπορέσει να στραφεί στην ικανοποίηση των υπολοίπων
αναγκών πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των φυσιολογικών αναγκών του, οι
οποίες περιλαμβάνουν την εν γένει επιβίωσή του και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις
χρηματικές του απολαβές.
Αναφορές
54. Bandura, A. (1997), Self-efficacy: the exercise of control, Freeman, New York.
55. Branco, M. and Rodrigues, L. (2006), “Corporate social responsibility and resource-based perspectives”, Journal of
Business Ethics, 69(2), 111-132.
56. Campbell, J.P., Dunnette, M.D., Lawler, E.E. and Weick, K.E. (1970), Managerial behavior, performance, and
effectiveness, McGraw-Hill, New York.
57. Cropanzano, R., Byrne, Z.S., Bobocel, D.R. and Rupp, D.E. (2001), “Self-enhancement biases, laboratory experiments,
George Wilhelm Friedrich Hegel, and the increasingly crowded world of organizational justice”, Journal of Vocational
Behavior, 58(2), 260-272.
58. De Cremer, D. (2006), “Affective and motivational consequences of leader self-sacrifice: The moderating effect of
autocratic leadership”, The Leadership Quarterly, 17(1), 79-93.
59. Eccles, J.S. and Wigfield, A. (2002), “Motivational beliefs, values, and goals”, Annual Review of Psychology, 53, 109-
132.
60. Erez, M., Kleinbeck, U. and Thierry, H. (2008), Work motivation in the context of a globalizing economy, Erlbaum,
Mahwah, NJ.
61. Goldstein, J.H., Wallace, P.M. and Nathan, P.E. (1987), Introduction to Psychology, McGraw-Hill, New York.
62. Hackman, J.R. and Oldham, G.R. (1975), “Development of the job diagnostic survey”, Journal of Applied Psychology,
60(2),159-170.
63. Hall, J. and Williams, M.S. (1986), Work motivation inventory, Telemetrics International, The Woodlands, Texas.
64. Kanfer, R. (1990), “Motivation theory and industrial and organizational psychology”, in: M.D. Dunnette (ed.),
Handbook of industrial and organizational psychology, Vol.1 (2nd edition), Consulting Psychologists Press, Palo Alto,
CA.
65. Kanfer, R., Chen, G. and Pritchard, R. (2008), Work motivation (past, present and future), Routledge/Taylor & Francis
Group, New York.
66. Katzell, R. and Thompson, D. (1990), “Work motivation: Theory and practice”, American Psychologist, 45(2), 144-153.
67. Latham, G.P. (2007), Work motivation (history, theory, research and practice), Sage, Thousand Oaks, CA.
68. Latham, G.P. and Yukl, G.A. (1976), “Effects of assigned and participative goal setting on performance and job
satisfaction”, Journal of Applied Psychology, 61(2), 166-171.
69. Lind, E.A. and Tyler, T.R. (1988), The social psychology of procedural justice, Plenum, New York.
70. Maslow, A. (1943), “A theory of human motivation”, Psychological Review, 50, 370-396.
71. Meyer, J. and Herscovitch, L. (2001), “Commitment in the workplace: Toward a general model”, Human Resource
Management Review, 11(3), 299-326.
72. Meyer, J., Becker T., and Vandenberghe, C. (2004), “Employee commitment and motivations: A conceptual analysis
and interactive model”, Journal of Applied Psychology, 89(6), 991-1007.
73. Ortega, J. (2001), “Job rotation as a learning mechanism”, Management Science, 47(10), 1361-1370.
74. Pardee, R. (1990), “Motivation theories of Maslow, Herzberg, McGregor & McClelland:
A literature review of selected theories dealing with job satisfaction and motivation”, Educational Resources
Information Center Document, ED316767, 1-24.
75. Pierce, J. and Gardner, D. (2004), “Self-esteem within the work and organizational context: A review of the
organization-based self-esteem literature”, Journal of Management, 30(5), 591-622.
76. Pinder, C.C. (1998), Work motivation in organizational behavior, Prentice-Hall, Upper Saddle River, NJ.
77. Porter, L.W. and Lawler, E.E. (1968), Managerial attitudes and performance, Richard D. Irwin, Inc, Homewood, IL.
78. Premeaux, S., Adkins, C. and Mossholder, K. (2007), “Balancing work and family: A field study of multi-dimensional,
multi-role work-family conflict”, Journal of Organizational Behavior, 28(6), 705-727.
79. Pritchard, R. and Ashwood, E. (2008), Managing motivation. A manager’s guide to diagnosing and improving
motivation, Routledge, New York.
80. Rosenberg, M. (1965), Society and the adolescent self-image, Princeton University Press, Princeton, NJ.
81. Rupp, D., Ganapath, J., Aguilera, R. and Williams, C. (2006), “Employee reactions to corporate social responsibility: An
organizational justice framework”, Journal of Organizational Behavior, 27(4), 537-543.
82. Senecal, C., Vallerand, R.J. and Guay, F. (2001), “Antecedents and outcomes of work-family conflict: Toward a
motivational model”, Personality and Social Psychology Bulletin, 27(2), 176-186.
83. Steers, R.M., Mowday, R.T. and Shapiro, D.L. (2004), “The future of work motivation theory”, Academy of
Management Review, 29(3), 379-387.
84. Thomas, K.W. (2009), Intrinsic motivation at work (what really drives employee engagement), (3rd edition), Barrett-
Koehler Publishers, San Francisco, CA.
85. Vroom, V.H. (1964), Work and motivation, Wiley, New York.
Μ. Σκορδούλης
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Εργαστήριο Συστημάτων Πληροφοριών Διοίκησης και
Νέων Τεχνολογιών
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
mskordoulis@gmail.com
Μ. Χαλικιάς
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Οικονομικής Στατιστικής
και Επιχειρησιακής Έρευνας
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
mchalikias@hotmail.com
Περίληψη
Η προσέλκυση και η επιλογή του προσωπικού είναι θεμελιώδους σημασίας διαδικασίες για τις σύγχρονες
επιχειρήσεις δεδομένης της μεγάλης σημασίας που έχει για τους σύγχρονους οργανισμούς το ανθρώπινο
κεφάλαιο. Αναλύθηκαν στατιστικά, οι απαντήσεις 421 εργαζομένων στις επιχειρήσεις του κλάδου της
κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα σε ερωτηματολόγιο σχετικά με τους τρόπους προσέλκυσης και επιλογής
του προσωπικού σε αυτές. Έγινε παραγοντική ανάλυση των δεδομένων, ανάλυση παλινδρόμησης καθώς και
στατιστικός έλεγχος υποθέσεων. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν ήταν πολλά και ενδιαφέροντα δεδομένου
ότι υπήρξε η δυνατότητα της κατανόησης και την ανάλυσης των παραγόντων που σχετίζονται με την
προσέλκυση και την επιλογή του προσωπικού.
Λέξεις κλειδιά: προσέλκυση προσωπικού, επιλογή προσωπικού, κλάδος κινητής τηλεφωνίας, παραγοντική
ανάλυση, ανάλυση παλινδρόμησης.
1 Εισαγωγή
Η στελέχωση είναι μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της διοικητικής των
επιχειρήσεων (Latham & Leddy, 1987). Στόχος της είναι η επάνδρωση του εκάστοτε
οργανισμού με τα κατάλληλα άτομα ώστε αυτά να τον βοηθήσουν να εκπληρώσει τους
σκοπούς του (Robbins et al., 2011). Η απόδοση των εργαζομένων είναι ύψιστης σημασίας
παράγοντας που αντανακλά την επίτευξη των στρατηγικών στόχων του οργανισμού που
στελεχώνουν (Bowen & Ostroff, 2004). Σημαντικά στοιχεία της λειτουργίας της στελέχωσης
ενός οργανισμού είναι η προσέλκυση και η επιλογή του προσωπικού. Τόσο προσέλκυση όσο
και η επιλογή του προσωπικού αποτελούν τα θεμέλια των δραστηριοτήτων της διοίκησης των
ανθρώπινων πόρων ενός οργανισμού (Hough & Oswald, 2000).
Το θέμα της προσέλκυσης και της επιλογής του προσωπικού είναι πολύ σημαντικό και
από ερευνητικής άποψη, δεδομένου ότι η σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία είναι
ιδιαιτέρως εκτενής.
Η έρευνα που ακολουθεί έχει σκοπό τη διερεύνηση των τρόπων προσέλκυσης και
επιλογής προσωπικού που ακολουθούν οι εταιρίες του κλάδου της κινητής τηλεφωνίας στην
Ελλάδα. Η εστίαση στο συγκεκριμένο κλάδο επιλέχθηκε δεδομένου ότι πρόκειται για ένα
σύγχρονο και συνεχώς αναπτυσσόμενο κλάδο με αυξανόμενες ανάγκες, στον οποίο
απασχολείται ένας μεγάλος αριθμός προσωπικού. Βασικός στόχος της παρούσας μελέτης
είναι να εξετάσει πώς λειτουργεί η προσέλκυση και η επιλογή του προσωπικού στις
σύγχρονες επιχειρήσεις, μέσω της εξέτασης του κλάδου των εταιριών της κινητής τηλεφωνίας
στην Ελλάδα. Στόχος της έρευνας είναι ακόμη η διερεύνηση και η ανάλυση των τρόπων
προσέλκυσης και επιλογής προσωπικού από τις επιχειρήσεις του παραπάνω κλάδου, όπως και
η αξιολόγηση των τρόπων επιλογής προσωπικού με βάση τις απόψεις των εργαζομένων σε
αυτές.
2 Θεωρητικό Πλαίσιο
Στο σημερινό επιχειρηματικό περιβάλλον είναι αναγκαίο κάθε οργανισμός όχι μόνο
να γνωρίζει απόλυτα τα προσόντα που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοί του ώστε να μπορούν
να ανταπεξέρχονται στις απαιτήσεις, αλλά και να έχει στελέχη με αυτά τα προσόντα
(Ramlall, 2003). Η στελέχωση ενός σύγχρονου οργανισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη
στρατηγική διοίκησή του (Wright & Snell, 1991). Η ένταξη της λειτουργίας του
προγραμματισμού του ανθρώπινου δυναμικού στην οργανωτική στρατηγική αποτελεί τη
βάση για να καταστεί δυνατή η λειτουργία των ανθρώπινων πόρων ώστε αυτή να υποστηρίξει
και να εφαρμόσει το στρατηγικό σχέδιο του οργανισμού για την επίτευξη ανταγωνιστικού
πλεονεκτήματος (Wofford, 2002). Έτσι, για κάθε στρατηγική σε επίπεδο οργανισμού υπάρχει
και στρατηγική που αντιστοιχεί σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού (Cooke & Armstrong,
1990). Ο προγραμματισμός του ανθρώπινου δυναμικού θα πρέπει να διαμορφώνεται με βάση
τις μελλοντικές ανάγκες και το στρατηγικό πλάνο του οργανισμού (Stone, 1998).
Διάγραμμα 1: Επιχειρηματική στρατηγική και προγραμματισμός ανθρώπινου δυναμικού. Πηγή: Stone, 1998.
υποψηφίων
Διάγραμμα 2. Τα βήματα της προσέλκυσης και της επιλογής του προσωπικού. Πηγή: Dessler, 2005.
Ένα χρήσιμο εργαλείο στη διαδικασία της προσέλκυσης και της επιλογής του
προσωπικού, είναι η σύνταξη της ανάλυσης εργασίας (Palazzo & Kleiner, 2002). Πρόκειται
ουσιαστικά για μια διαδικασία που καταγράφει και δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για μια
θέση εργασίας, οι οποίες σχετίζονται τόσο με την περιγραφή των αρμοδιοτήτων της θέσης
αυτής όσο και με τον προσδιορισμό των προσόντων που απαιτούνται για την κάλυψή της,
ώστε τελικά, να γίνει σωστά η προσέλκυση και η επιλογή των υποψηφίων (Morgeson &
Campion, 1997). Οι πληροφορίες που αντλούνται από την παραπάνω διαδικασία είναι
χρήσιμες όχι μόνο για να γίνονται γνωστές οι απαιτήσεις των θέσεων εργασίας και τα
προσόντα που απαιτούνται για να καλυφθούν, αλλά και για τη δημιουργία μιας βάσης
δεδομένων που θα χρησιμοποιείται και σε άλλα στάδια της στρατηγικής ανθρώπινου
δυναμικού (Gatewood et al., 2010). Η προσέλκυση του προσωπικού, ως μέρος του
προγραμματισμού του ανθρώπινου δυναμικού, συνίσταται στην έγκαιρη έλκυση ατόμων σε
επαρκή αριθμό και με τα κατάλληλα προσόντα (Ivanchevich, 2006; Monty & Noe, 2004). Θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται οι κατάλληλες μέθοδοι και τεχνικές προσέλκυσης ώστε να
επιλέγονται τελικά τα κατάλληλα άτομα (Nikolaou & Judge, 2007).
Κατά την προσέλκυση του προσωπικού θα πρέπει να γνωστοποιείται έγκαιρα και με
τους κατάλληλους τρόπους η ύπαρξη θέσεων σε έναν οργανισμό (Gold, 2007). Δεδομένου ότι
το κόστος μιας λανθασμένης προσέλκυσης ατόμων μπορεί να είναι πολύ υψηλό, θα πρέπει οι
υποψήφιοι να ενημερώνονται επαρκώς για τις απαιτήσεις της θέσης εργασίας που διεκδικούν
ώστε αιτήσεις να υποβάλλονται μόνο από τους καταλληλότερους (Russo et al., 2000). Ο
οργανισμός προκειμένου να καλύψει τις απαιτήσεις του σε προσωπικό, θα πρέπει να
προσελκύσει πολλαπλάσιο αριθμό προσωπικού από αυτόν που χρειάζεται δεδομένου ότι
ορισμένοι υποψήφιοι θα απορριφθούν ενώ άλλοι δεν θα αποδεχθούν τελικά τη θέση εργασίας
(Dessler, 2005). Έτσι, δημιουργείται η πυραμίδα απόδοσης προσέλκυσης-επιλογής από
αυτούς που θα υποβάλλουν αίτηση πρόσληψης μέχρι και αυτούς που θα προσληφθούν.
Όσον αφορά στους τρόπους προσέλκυσης, ποικίλλουν από χώρα σε χώρα (Rynes et
al., 1997), οι κύριες όμως πηγές είναι παντού κοινές και έχουν να κάνουν με το εσωτερικό και
το εξωτερικό περιβάλλον του οργανισμού. Οι εσωτερικές πηγές προσέλκυσης προσωπικού σε
έναν οργανισμό είναι συνήθως οι πίνακες ανακοινώσεων, η ηλεκτρονική αλληλογραφία, οι
εφημερίδες ή τα περιοδικά του οργανισμού, οι συστάσεις από ήδη εργαζομένους, η βάση
δεδομένων του προσωπικού και οι προαγωγές και οι μεταθέσεις (Stone, 1998; Fischer et al.,
2005). Οι εξωτερικές πηγές προσέλκυσης είναι κυρίως τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα,
οι επαγγελματικές ενώσεις, οι ανταγωνιστές, τα γραφεία εύρεσης εργασίας, οι εταιρίες
leasing εργαζομένων, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και οι εταιρίες επιλογής
στελεχών (Fischer et al., 2005; Dessler 2005). Κάθε μία από αυτές τις πηγές προσέλκυσης
προσωπικού έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της όπως συνοψίζονται στον
Πίνακα 1.
Πίνακας 1. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα πηγών προσέλκυσης προσωπικού. Πηγή: Flynn et al., 2004; Harris, 1996.
Πλεονεκτήματα Μειονεκτήματα
Προσέλκυση από το εσωτερικό του οργανισμού
Καλύτερη αξιολόγηση των υποψηφίων και Διατήρηση της ίδιας νοοτροπίας
ακριβής γνώση των ικανοτήτων τους Χαμηλό ηθικό όσων δεν προάχθηκαν και
Τόνωση ηθικού των προαγόμενων διαμάχες για την προώθηση
Κίνητρο για καλύτερη απόδοση Σπατάλη χρόνου για υποψήφιους μη
Γνώση της επιχείρησης κατάλληλους
Προσέλκυση από το εξωτερικό του οργανισμού
Νέες αντιλήψεις και προοπτικές Πιθανότερη η λάθος επιλογή
Λιγότερη πίεση από τους άλλους Απογοήτευση στους εσωτερικούς
εργαζομένους υποψήφιους
Εισαγωγή σύγχρονης τεχνογνωσίας Διαφορετική νοοτροπία
Ταχύτερη και φθηνότερη εκπαίδευση Περισσότερος χρόνος προσαρμογής
Σημαντική κατά την προσέλκυση των υποψηφίων είναι η παροχή των απαραίτητων
πληροφοριών και κινήτρων σε αυτούς για την αποδοχή της θέσης εργασίας αλλά και για την
παραμονή τους σε αυτή (Muir, 1996).
Οι Piotrowski & Arsmostrong (2006), με βάση έρευνα που διεξήγαγαν σε 1000
επιχειρήσεις των Η.Π.Α. διαπίστωσαν ότι οι περισσότερες χρησιμοποιούν τους
παραδοσιακούς τρόπους προσέλκυσης σε συνδυασμό με τη χρήση διάφορων εργαλείων που
προσφέρει το διαδίκτυο όπως η απευθείας σύνδεση σε βάσεις δεδομένων προσωπικού, ενώ,
όσον αφορά την επιλογή του προσωπικού, μόνο ένα 20% χρησιμοποιεί τεστ προσωπικότητας
παρά τη μεγάλη έμφαση που δίνεται στους παράγοντες της προσωπικότητας στη σύγχρονη
βιβλιογραφία.
Οι εφαρμογές που προσφέρουν τα social media όπως το LinkedIn προσφέρουν στις
επιχειρήσεις νέες δυνατότητες και πηγές εύρεσης του κατάλληλου προσωπικού (Mustonen,
2009).
Τη συμπεριφορά των εργοδοτών κατά την προσέλκυση του προσωπικού ανέλυσαν οι
Henkens et al. (2005), συμπεραίνοντας πως στους οργανισμούς που υπάρχουν ελλείψεις σε
προσωπικό διεξάγεται εντατική έρευνα και χρησιμοποιούνται νέες τεχνολογίες, σε αντίθεση
με τους δημόσιους οργανισμούς, ή τους οργανισμούς που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για
προσωπικό.
Το ενδιαφέρον για την εταιρική κοινωνική ευθύνη είναι ολοένα και αυξανόμενο τόσο
από την πλευρά των οργανισμών όσο και από την πλευρά των καταναλωτών (Peloza &
Shang, 2010; Galbreath, 2009). Οι Grolleau et al. (2012) ερεύνησαν τη σχέση μεταξύ
εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και προσέλκυσης υποψηφίων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα
ότι, τα άτομα που αναζητούν εργασία προτιμούν κοινωνικά υπεύθυνους οργανισμούς
ιδιαίτερα όταν έχουν ένα μεγάλο εύρος επιλογών. Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει η
ακόλουθη ερευνητική υπόθεση Η1: «οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων κινητής τηλεφωνίας
στην Ελλάδα συμφωνούν με τους τρόπους προσέλκυσης προσωπικού που χρησιμοποιούνται».
Η επιλογή των κατάλληλων εργαζομένων για κάθε θέση απαιτεί να λαμβάνονται
υπόψη οι ειδικές δεξιότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή, τα χαρακτηριστικά του κάθε
υποψηφίου, οι απαιτήσεις κάθε οργανισμού, τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε διαφορετικής
αγοράς προσωπικού, όπως επίσης και τα στοιχεία του εσωτερικού και του εξωτερικού
περιβάλλοντος κάθε οργανισμού (Snyder et al., 2006). Όπως καθίσταται σαφές, η διαδικασία
της επιλογής του κατάλληλου ατόμου για κάθε θέση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Η πιο
συνήθης διαδικασία που ακολουθείται κατά την επιλογή του προσωπικού έχει να κάνει με τη
διεξαγωγή μιας προκαταρκτικής συνέντευξης για κάθε υποψήφιο, τη σύνταξη μιας αίτησης
πρόσληψης από όσους επέτυχαν στη συνέντευξη, τη διεξαγωγή διαφόρων τύπων εξετάσεων
για όσους συνέταξαν αίτηση, την κλήση σε συνέντευξη επιλογής όσων επέτυχαν στις
εξετάσεις, την υποβολή των υποψηφίων σε ιατρικές εξετάσεις και τέλος, την προσφορά των
θέσεων στους επιλεγέντες (DeCenzo & Robbins, 1996).
Τα χαρακτηριστικά των υποψηφίων που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη έχουν
αποτελέσει αντικείμενο έντονης έρευνας των επιστημών της Ψυχολογίας και της
Οργανωσιακής Συμπεριφοράς (Costa & McCrae, 1995). Οι περισσότεροι εστιάζουν στις
πέντε κύριες διαστάσεις της προσωπικότητας που είναι η σταθερότητα του χαρακτήρα, η
εξωστρέφεια, η ευσυνειδησία, το κατά πόσο ο χαρακτήρας του ατόμου είναι ανοικτός σε νέες
εμπειρίες και τέλος, το κατά πόσο ο χαρακτήρας του ατόμου είναι ευχάριστος (Zhao &
Seibert, 2006; Barrick & Mount 1991). Ωστόσο υπάρχουν και αρκετοί που διαφωνούν με την
παραπάνω ανάλυση θεωρώντας ότι μέσω αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη αρκετές σημαντικές
πληροφορίες (Ones & Viswesvaran, 1996) κάτι που γενικά αναφέρεται ως δίλημμα εύρους
ζώνης πιστότητας (Thomas, 2004) και έχει ουσιαστικά να κάνει με το αν είναι προτιμότερο
να υιοθετείται ένας μικρός αριθμός ικανοτήτων προς εξέταση με μεγάλη ακρίβεια στα
αποτελέσματα ή ένας μεγάλος αριθμός ικανοτήτων με μικρότερη ακρίβεια (Hogan &
Roberts, 1996; Wachs & Sheehan, 1988).
Η Carless (2009) επισημαίνει ότι αν ορισμένες αρχές για τη χρήση των ψυχολογικών
τεστ χρησιμοποιηθούν μπορούν να βελτιστοποιήσουν την προγνωστική τους αξία. Αυτές οι
αρχές είναι, η σύνταξη ανάλυσης εργασίας πριν την επιλογή, η μη αναφορά των αριθμητικών
αποτελεσμάτων των τεστ ικανοτήτων σε όσους κάνουν τις επιλογές, η διεξαγωγή τέτοιων
τεστ πριν τη συνέντευξη, ο συνδυασμός των δεδομένων των τεστ με τα δεδομένα των
συνεντεύξεων και, η ενθάρρυνση των μάνατζερ που κάνουν τις προσλήψεις να μπορούν να
κάνουν τις δικές τους επιλογές για την καταλληλότητα των υποψηφίων. Λόγω του σημερινού
έντονα ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, η ολική ποιότητα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη
στρατηγική σημασία για τη βιωσιμότητα των οργανισμών. Οι Ahmad & Schroeder (2002)
διαπίστωσαν ότι οι οργανισμοί εφαρμόζουν κατά τη διαδικασία της επιλογής του προσωπικού
τους σε μεγάλο βαθμό μια από τις βασικές αρχές της διοίκησης ολικής ποιότητας, ότι η
πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία. Δηλαδή, οι οργανισμοί ελέγχουν συστηματικά
τους υποψήφιους για προβληματικές συμπεριφορές πριν την πρόσληψή τους, ώστε να μη
χρειαστεί αργότερα να αλλάξουν τέτοιες συμπεριφορές.
Οι Borman & Montowildo (1997) ερεύνησαν τους παράγοντες που αφορούν την
εξειδίκευση κατά τη διαδικασία της επιλογής αναφέροντας ότι οι έμπειροι μάνατζερ που
κάνουν τις προβλέψεις δίνουν την ίδια σημασία σε αυτούς τους παράγοντες όπως αυτούς που
έχουν να κάνουν με την εκτέλεση της εργασίας.
Στο πλαίσιο της επιλογής του προσωπικού έχουν αναπτυχθεί πολύ-κριτήρια μοντέλα.
Οι Raoudha et al. (2012), ανέπτυξαν ένα τέτοιο μοντέλο με στόχο την επίλυση των
προβλημάτων της διαδικασίας αξιολόγησης και επιλογής προσωπικού για τις ανάγκες
ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, με βάση τις ικανότητες των υποψηφίων. Το μοντέλο βασίστηκε στο
χωρισμό των απαιτήσεων για μια θέση σε διάφορες ενότητες ώστε η επιλογή να γίνεται με
βάση το πώς ανταποκρίνονται οι υποψήφιοι σε κάθε μία από αυτές. Οι Polychroniou &
Giannikos (2009) ανέπτυξαν ένα αντίστοιχο μοντέλο για την επιλογή προσωπικού σε
τράπεζες με κριτήρια την εμπειρία του υποψηφίου, τις μισθολογικές του απαιτήσεις, την
αυτοεκτίμησή του, τις επικοινωνιακές του ικανότητες, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, την
ηλικία του και τέλος, τη γνώση ξένων γλωσσών.
Οι Saidi-Mehrabad & Fathian-Brojeny (2007) ανέπτυξαν ένα σύστημα για την
αποτελεσματική επιλογή προσωπικού με τη χρήση αλγορίθμου που βασίζεται στον
προσδιορισμό του οργανισμού, στον προσδιορισμό των αναγκών του οργανισμού σε
προσωπικό, στη συλλογή απαραίτητων πληροφοριών για τις απαιτήσεις σε χαρακτηριστικά
του προσωπικού, στη δημιουργία λογικών σχέσεων μεταξύ υποψηφίων και θέσεων εργασίας
και, στον έλεγχο των εκροών του αλγορίθμου από ειδικούς.
Ο Sparrow (2007) ασχολήθηκε με τη διεθνοποίηση της διοίκησης ανθρώπινων πόρων.
Μεταξύ άλλων ερεύνησε αν χρησιμοποιούνται διεθνείς στρατηγικές προσλήψεων σε εγχώριο
επίπεδο. Συμπέρανε ότι η χρήση των βασικών στρατηγικών ικανοτήτων μπορεί να οδηγήσει
σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ακόμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαρμογή των
επιχειρήσεων και των διεθνών εμπορικών σημάτων με βάση τις απαιτήσεις των προσλήψεων,
μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη μεθόδων προσλήψεων σε εθνικό επίπεδο.
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει η ακόλουθη ερευνητική υπόθεση Η2: «οι
εργαζόμενοι των επιχειρήσεων κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα συμφωνούν με τους τρόπους
επιλογής προσωπικού που χρησιμοποιούνται».
Οι Catanzaro et al. (2010) ασχολήθηκαν με το τελευταίο στάδιο της επιλογής του
προσωπικού, την αποδοχή δηλαδή της προσφερόμενης θέσης από την πλευρά των
υποψηφίων. Εξέτασαν το πώς η οργανωσιακή κουλτούρα επηρεάζει τις αποφάσεις ανδρών
και γυναικών για την εκδήλωση ή μη ενδιαφέροντος για μια θέση εργασίας, καταλήγοντας
στο συμπέρασμα ότι οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη πρόθεση να εργαστούν σε οργανισμούς με
ανταγωνιστική κουλτούρα, κάτι που σημαίνει θέληση για αύξηση μισθών και εξέλιξη της
επαγγελματικής καριέρας.
Πολλές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι παράγοντες που μπορούν να
επηρεάσουν άμεσα τους υποψήφιους για την αποδοχή μιας προσφερόμενης θέσης εργασίας
μπορούν να αφορούν τα χαρακτηριστικά εργασίας, τις αντιλήψεις τους, τη φήμη της
επιχείρησης, τους μισθούς ή ακόμα και η ασφάλεια που προσφέρει η θέση εργασίας (Turban
et al., 1998; Bazerman et al., 1994; Sato, 2003; Gerking et al., 1988). Έτσι, έχουμε την
ερευνητική υπόθεση Η3: «οι μισθοί, η ασφάλεια των θέσεων εργασίας, η φήμη της επιχείρησης,
το αντικείμενο εργασίας και οι προοπτικές σταδιοδρομίας, επηρεάζουν θετικά τις προθέσεις των
υποψηφίων να δεχθούν τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας».
Έλεγχος Εγκυρότητας.
Πριν την οποιαδήποτε άλλη στατιστική ανάλυση είναι σκόπιμο να ελεγχθεί το
ερευνητικό εργαλείο ως προς την εγκυρότητά του. Ο έλεγχος εγκυρότητας με χρήση του
Alpha Cronbach εξήγαγε p-value = 0,879 που σημαίνει ότι το ερωτηματολόγιο είναι έγκυρο
και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στατιστική ανάλυση.
Διάγραμμα 5. Ραβδόγραμμα συχνοτήτων για τους τρόπους προσέλκυσης προσωπικού από της υπό εξέταση επιχειρήσεις.
Διάγραμμα 6. Ραβδόγραμμα συχνοτήτων για την καταλληλότητα των τρόπων επιλογής προσωπικού με βάση την άποψη των
εργαζομένων.
Παραγοντική ανάλυση.
Η παραγοντική ανάλυση είναι η διαδικασία που βρίσκει κοινούς παράγοντες μέσα σε
μια ομάδα μεταβλητών. Κατά την παραγοντική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η περιστροφή
Varimax για τα δεδομένα η οποία ελαχιστοποιεί τον αριθμό των μεταβλητών η οποία καθιστά
τους παράγοντες περισσότερο ερμηνεύσιμους.
Στην παραγοντική ανάλυση στόχος είναι η ύπαρξη μεγάλων συσχετίσεων ανάμεσα
στις μεταβλητές. Έτσι υπολογίζονται οι συντελεστές συσχέτισης και οι μερικοί συντελεστές
συσχέτισης. Στη συνέχεια θα πρέπει να συγκριθεί το σχετικό μέγεθος των συντελεστών
συσχέτισης με τους μερικούς συντελεστές συσχέτισης. Το μέτρο που δίνει την τιμή αυτής της
σύγκρισης είναι το Kaiser-Meyer-Olkin, η τιμή του οποίου στη συγκεκριμένη περίπτωση
είναι 0,714 και θεωρείται ικανοποιητική. Ένας ακόμη τρόπος αξιολόγησης της
καταλληλότητας του μοντέλου είναι ο έλεγχος σφαιρικότητας του Bartlett. O έλεγχος
απορρίπτει τη μηδενική υπόθεση (p-value = 0) που σημαίνει ότι το υπόδειγμα της
παραγοντικής ανάλυσης είναι κατάλληλο.
Μετά την εφαρμογή παραγοντικής ανάλυσης για τις υπό εξέταση μεταβλητές,
προέκυψαν 7 παράγοντες η επιλογή των οποίων επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση του
διαγράμματος scree plot το οποίο επιβεβαιώνει τον εμπειρικό κανόνα του Kaiser.
Πίνακας 3. Οι παράγοντες που προέκυψαν και οι μεταβλητές που περιγράφουν τον καθένα από αυτούς.
Παράγοντας Μεταβλητές
Κίνητρα στους εργαζομένους για παραμονή Κάλυψη προσδοκιών των εργαζομένων
στην εργασία Αμοιβή
Ασφάλεια
Κύρος
Αντικείμενο εργασίας
Τρόποι προσέλκυσης προσωπικού Μέσω κοινωνικών δικτύων
Μέσω εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
Από το εσωτερικό της επιχείρησης
Συναίνεση εργαζομένων στους τρόπους
προσέλκυσης
Κάλυψη θέσεων από το εσωτερικό της Καλύτερη αξιολόγηση των προσόντων των
επιχείρησης υποψηφίων ων πλεονέκτημα
Κίνητρα για τους εργαζομένους ως
πλεονέκτημα
Τόνωση του ηθικού για τους προαγόμενους
ως πλεονέκτημα
Ίδια νοοτροπία ως μειονέκτημα
Διαμάχες μεταξύ υποψηφίων ως
μειονέκτημα
Χαμηλό ηθικό για μη προαγόμενους ως
μειονέκτημα
Κάλυψη θέσεων από το εξωτερικό της Νέες αντιλήψεις των
επιχείρησης νεοπροσλαμβανόμενων ως πλεονέκτημα
Λιγότερη πίεση από τους άλλους
εργαζόμενους ως πλεονέκτημα
Περισσότερος χρόνος προσαρμογής ως
μειονέκτημα
Λανθασμένες επιλογές υποψηφίων ως
μειονέκτημα
Νοοτροπία που δεν επιτρέπει τη συνεργασία
ως μειονέκτημα
Μεταβλητή Συντελεστής
Σταθερός όρος -4,822
Αμοιβή (Χ1) 0,287
Ασφάλεια (Χ2) 0,298
Κύρος (Χ3) 0,143
Αντικείμενο της εργασίας (Χ4) 0,282
Κάλυψη προσδοκιών (Χ5) 0,308
Από τον αντίστοιχο πίνακα των συντελεστών παλινδρόμησης προκύπτει η εξίσωση
της παλινδρόμησης:
Υ = -4,822 + 0,287Χ1 + 0,298Χ2 + 0,143Χ3 + 0,282Χ4 + 0,308Χ5 (1)
Από την εξέταση του παραπάνω μοντέλου προκύπτει ότι το σημαντικότερο κίνητρο
για παραμονή στη θέση εργασίας είναι η κάλυψη των προσδοκιών των εργαζομένων
δεδομένου ότι έχει τον υψηλότερο συντελεστή, ενώ, το λιγότερο σημαντικό κίνητρο είναι το
κύρος της θέσης. Προκύπτει επίσης το συμπέρασμα ότι η ερευνητική υπόθεση H3
επιβεβαιώνεται για κάθε έναν από τους παράγοντες που εξετάζει.
Το ιστόγραμμα κανονικής κατανομής δείχνει ότι οι μεταβλητές ακολουθούν την
κανονική κατανομή, ενώ το διάγραμμα P-P Plot, ότι οι προβλέψεις ικανοποιούν την εξίσωση
της παλινδρόμησης σε μεγάλο βαθμό, που σημαίνει την καλή προσαρμογή.
Η καλή προσαρμογή του μοντέλου προκύπτει και από το p-value του ελέγχου Anova,
η τιμή του οποίου είναι 0. Τέλος, η καλή προσαρμογή επιβεβαιώνεται και από τις τιμές των
συντελεστών R τετράγωνο που ισούται με 0,79 και Durbin-Watson που ισούται με 1,48.
4 Συμπεράσματα
Η προσέλκυση και η επιλογή του προσωπικού είναι από τις κυριότερες λειτουργίες
ενός οργανισμού λόγω της συνεχούς ανάπτυξης της τεχνολογίας αλλά και του εντεινόμενου
ανταγωνισμού και αποτελούν πλέον μέρος της γενικότερης στρατηγικής για τη δημιουργία
ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος (Rynes & Cable, 2003). Άλλωστε, οι άνθρωποι είναι ο
κυριότερος παραγωγικός συντελεστής ενός σύγχρονου οργανισμού (Polychroniou &
Giannikos, 2009).
Μέσω του θεωρητικού μέρους της παρούσας μελέτης αναλύθηκαν οι διαδικασίες της
προσέλκυσης και της επιλογής του προσωπικού, ενώ από η βιβλιογραφική ανασκόπηση
έδωσε τη δυνατότητα για μια σύντομη παρουσίαση των αποτελεσμάτων άλλων ερευνών και
μελετών σχετικά με το θέμα.
Η έρευνα, έδειξε ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της κινητής
επικοινωνίας στην Ελλάδας χρησιμοποιούν περισσότερο τις αγγελίες σε εφημερίδες για την
προσέλκυση του προσωπικού.
Ακόμη, αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι οι εργαζόμενοι στις παραπάνω επιχειρήσεις
θεωρούν ως καταλληλότερο τρόπο επιλογής προσωπικού τη συνέντευξη.
Οι εργαζόμενοι έδειξαν ότι συμφωνούν τόσο με τους τρόπους προσέλκυσης, όσο και με τους
τρόπους επιλογής προσωπικού.
Από την παραγοντική ανάλυση προέκυψαν οι παράγοντες που σχετίζονται με την
προσέλκυση και την επιλογή του προσωπικού καθώς και οι μεταβλητές που τους
περιγράφουν.
Αναφορικά με τα κίνητρα αποδοχής προσφερόμενης θέσης εργασίας και παραμονής
σε αυτή, προέκυψε ότι το σημαντικότερο για τους εργαζομένους κίνητρο είναι η κάλυψη των
προσδοκιών τους από τη θέση αυτή.
Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους
μάνατζερ που ασχολούνται με την προσέλκυση και την επιλογή του προσωπικού στις
επιχειρήσεις του κλάδου των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα. Μια επέκταση αυτής της
μεθοδολογίας για παρόμοια έρευνα σε περισσότερους κλάδους και επιχειρήσεις είναι δυνατό
να προκύψουν ακόμη πιο χρήσιμα αποτελέσματα με γενικότερη εφαρμογή.
Αναφορές
1. Ahmad, S. & Schroeder, R. (2002). The importance of recruitment and selection process for sustainability of total
quality management. International Journal of Quality & Reliability Management. 19(5):540-550.
2. Aswathappa, K. (2005). Human Resource and Personnel Management. 4th edition. Columbus: McGraw-Hill.
3. Bazerman, M., Schroth, H., Shah, P., Diekmann, K. &Tenbrunsel, A. (1994). “The inconsistent role of comparison
others and procedural justice in reactions to hypothetical job descriptions: implications for job acceptance decisions”.
OrganizationalBehaviorandHumanDecisionProcesses. 60(3): 326-352.
4. Borman, W. & Montowildo, S. (1997). Task performance and contextual performance: the meaning for personnel
selection research. Human Performance. 10(2):99-109.
5. Bowen, D, & Ostroff, C., (2004). Understanding HRM-Firm performance linkages: the role of the “strength” of the
HRM system. Academy of Management Review. 29(1):203-221.
6. Carless, S. (2009). Psychological testing for selection purposes: a guide to evidence based practice for human resource
professionals. The International Journal of Human Resource Management. 20(12):2517-2532.
7. Catanzaro, D., Moore, H. & Marshall, T. (2010). The Impact of organizational culture on attraction and recruitment of
job applicants. Journal of Business Psychology. 25(1):649-662.
8. Cooke, R. & Armstrong, M. (1990). Strategic Human Resource Management and firm effectiveness in industries
experiencing decline. Human Resource Management. 25(3):110-126.
9. Costa, T., & McCrae, R. (1995). Domains and facets: Hierarchical personality assessment using the Revised NEO
Personality Inventory. Journal of Personality Assessment. 64(1):21-50.
10. DeCenzo, D. & Robbins, S. (1996). Human Resource Management. New York: Wiley and Sons Publications.
11. Dessler, G. (2005). Human Resource Management. 10th edition. New Jersey: Prentice Hall.
12. Fischer, C., Schoenfeldt, L. & Shaw, J. (2005). Human Resource Management. 6th edition. Boston: Houghton Mifflin
Harcourt Publishing Company.
13. Flynn, W., Mathis, R. & Jackson, J. (2004). Human Resource Management. Ohio: South-Western Cengage Learning.
14. Galbreath, J. (2009). Building corporate social responsibility into strategy. European Business Review. 21(2):109-127.
15. Gatewood, R., Field, H. & Barrick, M. (2010). Human Resource Selection. 7th edition. Ohio: South-Western Cengage
Learning.
16. Gerking, S., DeHann, M. & Schulze, W. (1988). “The marginal value of job safety: a contingent valuation study”.
Journal of Risk and Uncertainty. 1(2): 185-199.
17. Gold, J. (2007). Human Resource Management: theory and practice. 4th edition. Hampshire: Palgrave Macmillan.
18. Grolleau, G., Mzoughi, N. & Pekovic, S. (2012). Green not (only) for profit: an empirical examination of the effect of
environmental-related standards on employees’ recruitment. Resource and Energy Economics. 34(1):74-92.
19. Harris, M. (1996). Human Resource Management. New York: Harcourt Brace College Publishers.
20. Hendry, C. & Pettigrew, A. (1990). Human Resource Management: an agenda for the 1990s’. International Journal of
Human Resource Management. l(1):1-16.
21. Henkes, K., Remery, C. & Schippers, J. (2005). Recruiting personnel in a tight labour market: an analysis of employers’
behavior. International Journal of Manpower. 26(5):421-433.
22. Hogan, J. & Roberts, B. (1996). Issues and non-issues in the fidelity-bandwidth trade-off. Journal of Organizational
Behaviour. 17(6):627-638.
23. Hough, L. & Oswald, F. (2000). Personnel selection: Looking toward the future and remembering the past. Annual
Review of Psychology. 51(1):631-664.
24. Ivanchevich, J. (2006). Human Resource Management. Columbus: McGraw-Hill.
25. Latham, V. & Leddy, P. (1987). Source of recruitment and employee attitudes: an analysis of job involvement,
organizational commitment and job satisfaction. Journal of Business and Phycology. 1(3):2-6.
26. Monty, R. & Noe, R. (2004). Human Resource Management. 6th edition. New Jersey: Prentice Hall.
27. Morgeson, F. & Campion, M, (1997). Social and cognitive sources of inaccuracy in job analysis. Journal of Applied
Psychology. 82(5):627-655.
28. Muir, J. (1996). Taking on employees. MCB University Press Work Studies. 45(2):10-13.
29. Murray, B. & Mount, M. (1991). The Big Five Personality Dimensions and job performance: a meta-analysis. Personnel
Psychology. 44(1):1-26.
30. Mustonen, P. (2009). Social media: a new way to success?Turku: Turku School of Economics.
31. Nikolaou I. & Judge, T. (2007). Fairness reactions to personnel selection techniques in Greece: the role of core self-
evaluations. International Journal of Selection and Assessment. 15(2):206-219.
32. Ones, D. & Viswesvaran, C. (1996). Bandwidth-fidelity dilemma in personality measurement for personnel selection.
Journal of Organizational Behaviour. 17(6): 609-626.
33. Palazzo, E. & Kleiner, B. (2002). How to hire employees effectively. Management Research News. (25)3:51-58.
34. Peloza, J. & Shang, J. (2010). How can corporate social responsibility activities create value for stakeholders? A
systematic review. Journal of the Academy of Marketing Science. 39(1):117-135.
35. Piotrowski & Armstrong (2006). Current recruitment and selection practices: a national survey of fortune 1000 firms.
North American Journal of Psychology. 8(3).489-496.
36. Polychroniou, P. & Giannikos, I. (2009). A fuzzy multicriteria decision-making methodology for selection of human
resources in a Greek private bank. Career Development International. 14(4):372-387.
37. Ramllal, S. (2003). Measuring Human Resource Management’s effectiveness in improving performance. Human
Resource Planning. 26(1):1-27.
38. Raoudha, H., Dafaoui, M., Hadji, S. & Mhamedi, A. (2012). A new approach for an efficient human resource appraisal
and selection. Journal of Industrial Engineering and Management. 5(2):323-343.
39. Robbins, S., DeCenzo, D. & Coulter, M. (2011). Fundamentals of Management. Maryland: Pearson Publications.
40. Russo, G., Rietveld, P., Nijkamp, P., & Gorter, C. (2000). Search channel use and firms recruitment behaviour. De
Economist. 148(3):373-393.
41. Rynes, S., & Cable, D. (2003). Recruitment research in the twenty-first century. Handbook of Psychology. 12(1):55-76.
42. Rynes, S., Orlitsky, M. & Bretz, R. (1997). Experienced hiring practices versus college recruiting: practices and
emerging trends. Personnel Psychology. 50(1): 309-339.
43. Saidi-Mehrabad, M. & Fathian-Brojeny, M. (2007). The development of an expert system for effective selection and
appointment of the jobs applicants in human resource management. Computers & Industrial Engineering. 53(1):3026-
312.
44. Sato, Y. (2003). “City structure, search, and workers’ job acceptance behaviour”. Journal of Urban Economics. 55(1):
350-370.
45. Snyder, L., Rupp, D. & Thornton III, G. (2006). Personnel selection of information technology workers: the workers, the
jobs and issues for human resource management. Research in Personnel and Human Resources Management. 25(1):305-
376.
46. Sparrow, P. (2007). Globalization of HR at function level: four UK-based case studies of the international recruitment
and selection process. The International Journal of Human Resource Management. 18(5):845-867.
47. Stone, R. (1998). Human Resource Management. 3rd edition. Sidney: Wiley and Sons Publications.
48. Thomas, J. (2004). Industrial and Organizational Assessment. New Jersey: Wiley and Sons Publications.
49. Wachs, T. & Sheehan, R. (1988). Assessment of young developmentally disabled children. New York: Plenum Press.
50. Turban, T., Forret, M. & Hendrickson, C. (1998). “Applicant attraction to firms: influences of organization reputation,
job and organizational attributes, and recruiter behaviours”. Journal of Vocational Behaviour. 52(1): 24-44.
51. Wofford, T. (2002). Competitive Advantage: Strategy & Human Resources. Journal of Applied Management &
Entrepreneurship. 7(1):135-147.
52. Wright, P. & Snell, S. (1991). Toward an integrate view of strategic human resource management. Human Resource
Management Review. 1(3):203-225.
53. Zhao, H. & Seibert, S. (2006). The Big Five Personality Dimensions and entrepreneurial status: a meta-analytical
review. Journal of Applied Psychology. 91(2):259-271.
Μ. Σκορδούλης
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Εργαστήριο Συστημάτων Πληροφοριών Διοίκησης και
Νέων Τεχνολογιών
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
mskordoulis@gmail.com
Μ. Χαλικιάς
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά
Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Οικονομικής Στατιστικής
και Επιχειρησιακής Έρευνας
Πέτρου Ράλλη & Θηβών 250, 122 44 Αιγάλεω
mchalikias@hotmail.com
Περίληψη
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εφαρμογή ορισμένων από τις πιο ευρέως γνωστές μαθηματικές
θεωρίες πολέμου στις επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων χρησιμοποιήθηκαν
ευρέως μαθηματικά μοντέλα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργήθηκε η
επιχειρησιακή έρευνα. Στη συγκεκριμένη έρευνα, εξετάστηκε η θεωρία των ανταγωνιστικών εξοπλισμών του
Lewis Richardson. Το συγκεκριμένο μαθηματικό μοντέλο βασίστηκε σε διαφορικές εξισώσεις και είχε ως
κύριο σκοπό να εξηγήσει την πορεία του κόστους των εξοπλισμών δύο αντιμαχόμενων κρατών. Το
περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις σήμερα, είναι άκρως ανταγωνιστικό και έντονα
μεταβαλλόμενο, αρκετά παρόμοιο με αυτό που μιας πολεμικής σύρραξης. Αφότου τέθηκαν οι κατάλληλες
θεωρητικές προϋποθέσεις, τα παραπάνω μοντέλα εφαρμόστηκαν σε περιπτώσεις της λειτουργίας των
σύγχρονων επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία των ανταγωνιστικών εξοπλισμών του Richardson
εφαρμόστηκε σε δευτερογενή δεδομένα από τον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα. Εξετάστηκαν
ακόμη τα μοντέλα μάχης του Frederick William Lanchester που φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα στο στρατό των
Η.Π.Α. στην εκστρατεία του Ειρηνικού έναντι του ιαπωνικού στόλου κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Εφαρμόστηκαν στην περίπτωση της εφοδιαστικής αλυσίδας σε ολιγοπώλιο δύο επιχειρήσεων και
συγκεκριμένα σε δευτερογενή δεδομένα των πωλήσεων σε σχέση με τους ανεφοδιασμούς για τις Coca-Cola
και Pepsi στην ελληνική αγορά, δύο επιχειρήσεων στις οποίες έχουν εφαρμοστεί και από άλλους ερευνητές
τα μοντέλα αυτά. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής τωνμοντέλων οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα
θεωρητικά μοντέλα σχεδόν ταυτίζονται με την πραγματικότητα κάτι που σημαίνει ότι δύνανται να
εφαρμοστούν στις επιχειρήσεις υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
Λέξεις κλειδιά: Επιχειρησιακή έρευνα, Lewis Richardson, μαθηματικές θεωρίες πολέμου, διαφορικές
εξισώσεις
1 Εισαγωγή
dx
dt = ky − ax + g
(1)
dy =λx − by + h
dt
όπου, a και b είναι τα κόστη των εξοπλισμών και g και h οι διαφορές μεταξύ των κρατών.
Η δυνατότητα εφαρμογής του παραπάνω μοντέλου είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή
μέσω της σύγκρισης των εξισώσεων του συστήματος (1) με αντίστοιχα μοντέλα διαφορικών
εξισώσεων τα οποία αναπτύχθηκαν για την περίπτωση της επίδρασης της διαφήμισης στους
καταναλωτές. Ένα τέτοιο μοντέλο είναι το απλό μοντέλο της διαφήμισης κατά Nervone και
Arrow, γνωστό και ως N-A, που καταρτίστηκε το 1962 (Little, 1979).
Στο μοντέλο αυτό, η διαφημιστική δαπάνη μιας επιχείρησης συμβολίζεται με q(t), ενώ
η επίδρασή της στους καταναλωτές συμβολίζεται με Α(t) (Little, 1979). Το μοντέλο αυτό που
συσχετίζει τη διαφημιστική δαπάνη μιας επιχείρησης ως συνάρτηση του χρόνου και την
αντίστοιχη επίδρασή της στους καταναλωτές δίνεται από τη διαφορική εξίσωση
dA
= bq(t) − kA, όπου b σταθερά που περιγράφει την αποτελεσματικότητα της διαφήμισης
dt
και k σταθερά που αντιστοιχεί στην απαξίωση του προϊόντος (Little, 1979). Η δομή του
μοντέλου Ν-Α προσεγγίζει αρκετά με τις εξισώσεις του συστήματος (1). Η γενική λύση της
διαφορικής εξίσωσης που περιγράφει του μοντέλο Ν-Α, δίνεται από τον τύπο
b ∫ e kt q(t)dt + c
A(t) = .
e kt
Στην παρούσα έρευνα ακολουθήθηκε η δομή του μοντέλου της θεωρίας των
ανταγωνιστικών εξοπλισμών του Lewis Richardson το οποίο προσαρμόστηκε και ύστερα από
την κατάλληλη δημιουργία των απαραίτητων θεωρητικών προϋποθέσεων, εξετάστηκε η
εφαρμογή του σε δευτερογενή δεδομένα που περιγράφουν τα κόστη διαφήμισης των τριών
μεγαλύτερων εταιριών κινητής τηλεφωνίας που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά,
κατά το διάστημα 2000-2006.
dx
dt = ky − ax + g
(2)
dy =λx − by + h
dt
Εάν υποτεθεί ότι g = 0 και h = 0 τότε, οι συναρτήσεις x(t) = 0 και y(t) = 0 αποτελούν
λύση για το σύστημα διαφορικών εξισώσεων (2). Στην περίπτωση αυτή, η συνάρτηση (1)
ισορροπεί υπό την έννοια ότι εάν τα x, y, g και h ισούνται όλα με το μηδέν, τότε οι
συναρτήσεις x(t) και y(t) θα παραμείνουν για όλη τη χρονική διάρκεια ίσες με το μηδέν.
Στην περίπτωση των επιχειρήσεων Α και Β, η παραπάνω κατάσταση σημαίνει ότι
καμία από τις δύο αυτές επιχειρήσεις δεν επενδύει χρήματα για διαφήμιση στο μεταξύ τους
ανταγωνισμό.
Έτσι, εάν υποτεθεί ότι το x και το y μηδενίζονται κατά τη χρονική στιγμή t0 = 0 τότε
dx dy
σε αυτή τη χρονική στιγμή θα ισχύει ότι = g και ότι = h κάτι που σημαίνει ότι το x
dt dt
και το y δεν θα συνεχίσουν να ισούνται με το μηδέν, δεδομένου ότι το g και το h είναι πλέον
θετικοί αριθμοί.
Εάν η μία από τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις Α και Β αποφασίσει να μην επενδύει
χρηματικά κεφάλαια στη διαφήμιση, το x ή το y αντιστοίχως θα μηδενίζονται σε μία
συγκεκριμένη χρονική στιγμή ti. Έτσι, για την επιχείρηση Α κατά για κάποια χρονική στιγμή
dx dy
t θα ισχύει ότι =λx + h και αντίστοιχα για την επιχείρηση Β θα ισχύει ότι = kx + g.
dt dt
Στην περίπτωση που τα a, b, g και h ισούνται όλα με το μηδέν το σύστημα (2) θα
γράφεται υπό τη μορφή:
dx
dt = ky
(3)
dy = λx
dt
Κάθε λύση για το σύστημα διαφορικών εξισώσεων (3) θα δίνεται από τους τύπους:
c 2 ke − k λt
(e 2 k λt
)
−1
=x(t)
1 −
2
c1e k λt
(e 2 k λt
+1 +) 2 λ
(4)
c1 λe − k λt
(e 2 k λt
−1 )+1c e
=
y(t)
2 k 2
2
− k λt
(e 2 k λt
+1 ) (5)
Η λύση του συστήματος διαφορικών εξισώσεων (3) εξαγάγει στους τύπους (4) και (5)
τους συντελεστές c1 και c 2 . Οι συντελεστές αυτοί ισούνται με x(t) και y(t) αντιστοίχως για
t = 0. Αυτό σημαίνει ότι κατά τη χρονική στιγμή t 0 = 0 , ισχύει ότι c1 = x(t) και c 2 = y(t) .
H παραπάνω κατάσταση, όπου οι x(t) και y(t) τείνουν στο άπειρο, μπορεί να
ερμηνευτεί ως μία κατάσταση όπου οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται συνεχώς η μία την άλλη.
Στο Διάγραμμα 1 απεικονίζεται ακριβώς η κατάσταση αυτή, δηλαδή ο συνεχής
ανταγωνισμός μεταξύ των δύο επιχειρήσεων και το κόστος διαφήμισης το οποίο τόσο για την
Α όσο και για τη Β είναι αύξον και τείνει στο άπειρο. Από το διάγραμμα προκύπτει επίσης
ότι σταθερά η επιχείρηση Β δαπανά περισσότερα χρήματα από την Α για διαφήμιση.
Διάγραμμα 1. Η γραφική απεικόνιση της λύσης του συστήματος διαφορικών εξισώσεων (3.2) με c1 = 1, c2 = 2, k = 1 και λ
= 2.
Στο σημείο αυτό, ενδιαφέρον παρουσιάζει να εξεταστεί για ποιά c1, c2, k και λ οι
καμπύλες του Διαγράμματος 1 τέμνονται, δηλαδή για ποιά c1, c2, k και λ οι διαφημιστικές
δαπάνες της επιχείρησης Α ξεπερνούν αυτές της Β σε κάποια χρονική στιγμή t. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει ακόμη, η μέτρηση της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των δαπανών των δύο
επιχειρήσεων για διαφήμιση.
Η εικόνα των καμπυλών του Διαγράμματος 1 καθώς και η συμμετρία των δύο
εξισώσεων δίνουν την απάντηση για το ποιά c1, c2, k και λ είναι αυτά με τα οποία οι
καμπύλες του Διαγράμματος 3.1 τέμνονται. Η διατήρηση των k και λ σε συνδυασμό με την
αντιστροφή των c1 και c2 για τις δύο εξισώσεις, οδηγούν τελικά στην απάντηση του
παραπάνω ερωτήματος κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Διάγραμμα 2 όπου οι καμπύλες
των x(t) και y(t) τέμνονται κατά τη χρονική στιγμή t = 0,85.
Διάγραμμα 2. Η γραφική απεικόνιση της λύσης του συστήματος διαφορικών εξισώσεων (3) με c1 = 2, c2 = 1, k = 1 και λ = 2.
Η διαφορά μεταξύ των δύο εμβαδών ισούται με 0,89 που αντιστοιχεί στη διαφορά
μεταξύ της διαφημιστικής δαπάνης της επιχείρησης Α και της διαφημιστικής δαπάνης της
επιχείρησης Β για t = 0 έως και t = 0,85. Επομένως, με βάση τον παραπάνω υπολογισμό η
επιχείρηση Β δαπανά συνολικά 0,85 περισσότερες χρηματικές μονάδες για διαφήμιση σε
σχέση με την επιχείρηση Α, έως και τη χρονική στιγμή t = 0,85.
Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης της θεωρίας των ανταγωνιστικών εξοπλισμών του
Richardson, ο Δάρας (2001) σημειώνει ότι το αντίστοιχο του συστήματος διαφορικών
εξισώσεων (3), δεν μπορεί να θεωρείται πλήρες, δεδομένου ότι δεν συμπεριλαμβάνεται σε
αυτό το διεθνές εμπόριο που ενδεχομένως να διενεργείται, η οποιαδήποτε άλλη διεθνής
συνεργασία με οφέλη για τις δύο χώρες που πρόκειται να εμπλακούν σε πολεμική σύρραξη.
Έτσι, προτείνει ότι στο υπό εξέταση σύστημα των διαφορικών εξισώσεων, προκειμένου αυτό
να καταστεί πλήρες, θα πρέπει να αφαιρείται το κέρδος από την συνεργασία μεταξύ των δύο
χωρών, στην περίπτωση που αυτές προχωρήσουν σε πολεμική σύρραξη.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των επιχειρήσεων. Είναι δηλαδή δυνατόν, να
συνεργάζονται δύο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μεταξύ τους προκειμένου να έχουν κοινά
οφέλη (Παπαδάκης, 2012). Αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται για παράδειγμα και από τη
συνεργασία που υπήρχε έως και το 2011 μεταξύ των επιχειρήσεων Apple και Samsung στον
τομέα της κατασκευής smartphones και η οποία διακόπηκε ύστερα από δικαστική διαμάχη
που είχε τα αίτιά της στον μεταξύ τους ανταγωνισμό (Chou, 2013; Bosker & Grandoni,
2012). Επομένως, είναι δυνατό να γίνει η ίδια ανάλυση και στην περίπτωση του
ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων Α και Β. Θέτουμε U τον προϋπολογισμό της
επιχείρησης Α για τη διαφημιστική της εκστρατεία και U0 τα οικονομικά οφέλη από την
εμπορική συναλλαγή με την επιχείρηση Β, πριν αυτή διακοπεί λόγω του έντονου μεταξύ τους
ανταγωνισμού. Αντιστοίχως, θέτουμε V τον προϋπολογισμό της επιχείρησης B για τη
διαφημιστική της εκστρατεία και V0 τα οικονομικά οφέλη από την εμπορική συναλλαγή με
την επιχείρηση Α, πριν αυτή διακοπεί λόγω του έντονου μεταξύ τους ανταγωνισμού. Με
βάση τα νέα δεδομένα, θωρούμε τις εξαρτημένες μεταβλητές x= U − U 0 και y= V − V0 . Σε
αυτή την περίπτωση, οι παρακάτω συναρτήσεις στοιχειοθετούν τη λύση του συστήματος (2):
kh + bg
=
x x= (6)
ab − kλ
0
λg + ah
=
y y= (7)
ab − kλ
0
όπου, ab − kλ ≠ 0.
Προκειμένου να αποδειχθεί το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις Α και Β θα ανταγωνίζονται
η μια την άλλη, όπως και στην περίπτωση των χωρών ότι θα προχωρήσουν σε πολεμική
σύρραξη μεταξύ τους, θα πρέπει να διερευνηθεί το γεγονός αν η λύση της ισορροπίας του
συστήματος (6) είναι ευσταθής ή όχι. Για να καταστεί εφικτή η παραπάνω διερεύνηση θα
αναδιατυπωθεί το σύστημα (2) ως εξής:
AW + F
=
W (8)
x(t) x '(t) −a k g
όπου,= =
W W(t) = =
, W W(t) ,A και, F = .
y(t) y '(t) λ −b h
x0
= W
Η ισορροπημένη λύση του συστήματος θα είναι W =0 και επαληθεύει την
y0
εξίσωση AW0 + F = 0. Στη συνέχεια, θέτοντας
=
Z Z(t)= W − W0 , έχουμε Z = W = AW + F = A(Z + W ) = = AZ + AW0 + F= AZ. Προκύπτει
0
επομένως ότι η λύση ισορροπίας = AW + F της εξίσωσης (7) είναι ευσταθής κατά την
W
περίπτωση που η διανυσματική συνάρτηση Z = 0 είναι μια ευσταθής λύση της εξίσωσης
= AZ.
Z
Προκειμένου να προσδιοριστεί η ευστάθεια της Z = 0 θα πρέπει να υπολογιστεί το
−a − λ k
πολυώνυμο p(λ ) = det = λ + (a + b)λ + (ab − kλ). Οι ρίζες του p(λ) είναι
2
λ − b − λ
1
−(a + b) ± [(a + b) 2 + 4kλ ]2
λ= .
2
Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι οι και οι δύο ρίζες του p(λ) είναι πραγματικές τιμές
διάφορες του μηδενός, αρνητικές όταν ab − kλ > 0, ενώ η μία από τις δύο είναι αρνητική
όταν ab − kλ < 0. Έτσι εξάγεται ότι Ζ(t) =0 και επομένως η ισορροπημένη λύση είναι
ευσταθής στην περίπτωση όπου ab − kλ > 0, ενώ είναι ασταθής στην περίπτωση όπου
ab − kλ < 0.
Ο Richardson θεώρησε ως a και b τη μέση διάρκεια ζωής των κυβερνήσεων των
χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση (Δάρας, 2001). Αντιστοίχως, στην
περίπτωση των επιχειρήσεων, οι παράμετροι a και b μπορούν να θεωρηθούν ως η μέση
διάρκεια ζωής των διοικήσεών τους.
Προκειμένου να υπολογιστούν οι τιμές των k και λ, θεωρείται ότι g = 0 και y = y1 ώστε
dx 1 y 1
= ky1 − ax. Όταν x = 0, θα ισχύει = 1 ώστε τελικά το να είναι ο ελάχιστος
dt k dx k
dt
χρόνος που απαιτείται προκειμένου η επιχείρηση Α να δαπανά τα ίδια χρήματα με την
επιχείρηση Β.
Η εν λόγω αγορά αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς και οδηγείται στο στάδιο της
ωρίμανσής της (Santouridis & Trivellas, 2010). Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται
στην κινητή τηλεφωνία στην Ελλάδα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε παρόμοιες τιμές
μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι διαφημιστικές καμπάνιες να διαδραματίζουν καθοριστικό
ρόλο στη διαμόρφωση της ζήτησης αφού επηρεάζουν σημαντικά τους καταναλωτές
(Κλειούσης, 2012). Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων της αγοράς, είναι ιδιαίτερα
έντονος και σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της, της προσδίδουν τη μορφή
του ολιγοπωλίου το οποίο ενδεχομένως να οδηγήσει σε συνεργασίες ή ακόμη και σε
συγχωνεύσεις (Michalakelis et al., 2008). Τα παραπάνω συνηγορούν στο γεγονός ότι η δομή
της αγοράς αυτής προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τη θεωρητική διατύπωση του μαθηματικού
μοντέλου και επομένως είναι κατάλληλη για την εφαρμογή του.
Προκειμένου να καταστεί εφικτή η ανάλυση των δεδομένων με βάση τις
προϋποθέσεις του μαθηματικού μοντέλου το οποίο αφορά δύο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ή
δύο ανταγωνιστικούς συνασπισμούς επιχειρήσεων κατ’ αντιστοιχία με την αρχική θεωρία του
Richardson που αφορά δύο αντιμαχόμενες χώρες ή δύο αντιμαχόμενες συμμαχίες χωρών, θα
θεωρηθεί ότι οι δύο από τις τρείς επιχειρήσεις συμμαχούν μεταξύ τους. Άλλωστε αυτό το
σενάριο είναι όπως ήδη αναφέρθηκε πιθανό να συμβεί λόγω του έντονου ανταγωνισμού και
της δομής της συγκεκριμένης αγοράς. Έστω επομένως ότι υπάρχει συμμαχία μεταξύ της
Vodafone και της Wind.
Το πρώτο ζητούμενο στην εφαρμογή του μοντέλου είναι να προσδιοριστεί αν υπάρχει
όντως ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Επειδή με βάση τα δεδομένα των μεριδίων
της αγοράς η Cosmote θα είναι περίπου ισοδύναμη με μια πιθανή συνεργασία μεταξύ
Vodafone και Wind θεωρούμε ότι k = λ = 0,9. Θεωρούμε ακόμη ότι η μέση διάρκεια ζωής των
διοικήσεων των επιχειρήσεων είναι ίδια και ισούται με τρία χρόνια. Επομένως έχουμε
a= b= 0,33.
Με τα παραπάνω δεδομένα το σύστημα διαφορικών εξισώσεων (2) έχει ένα και
x0 kh + ag kg + ah
μοναδικό σημείο ισορροπίας το W0 = , με x 0 = 2 και y 0 = 2 . H παραπάνω
y0 a −k 2
a − k2
ισορροπία αποδεικνύεται ασταθής αφού ab − kλ= a 2 − k 2= = −0, 7, δηλαδή
0,11 − 0,81 =
ισχύει ότι ab − kλ < 0. Το αποτέλεσμα αυτό είναι επομένως συμβατό με το γεγονός ότι
υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ της Cosmote και της συμμαχίας της Vodafone με τη Wind
στην υπό εξέταση περίπτωση.
Ο Πίνακας 1 παραθέτει τους προϋπολογισμούς διαφήμισης των επιχειρήσεων κατά
την περίοδο από το 2000 έως και το 2006.
Πίνακας 1. Διαφημιστικές δαπάνες (σε εκ. €) εταιριών κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2000-2006.
Πηγή: Χατζηβασιλειάδου, 2008.
Τα σημεία των που αντιστοιχούν στο άθροισμα U+V για κάθε χρόνο, δηλαδή στα
δαπανώμενα χρήματα κάθε χρόνου, βρίσκονται πολύ κοντά στην ευθεία
d(U + V)= 7,896 + 0,17(U + V). Ο συντελεστής συσχέτισης R = 0,924 πιστοποιεί την πολύ
2
υψηλή συσχέτιση των δεδομένων και επομένως την καταλληλότητα των προβλέψεων του
μοντέλου.
3 Εφαρμογή των Μοντέλων Μάχης του Lanchester στην Εφοδιαστική Αλυσίδα στην
Περίπτωση Ολιγοπωλίου Δύο Επιχειρήσεων
dG
dt = −gG
(9)
dR = − rR
dt
Εκτός από την πρώτη περίπτωση, υπάρχει και η πιο σύνθετη μαθηματικά περίπτωση,
αυτή του δεύτερου μοντέλου του Lanchester, όπου στην πολεμική σύρραξη συμμετέχουν δύο
δυνάμεις από τις οποίες η μία έχει μεγαλύτερη πολεμική ικανότητα από την άλλη και
δημιουργείται η λεγόμενη ασύμμετρη πολεμική σύρραξη (Lanchester, 1956).
Σε ό,τι έχει να κάνει με την επιστήμη της διοικητικής των επιχειρήσεων, τα μοντέλα
μάχης του Lanchester έχουν εφαρμοστεί σε διάφορες περιπτώσεις. Μία νέα προσέγγιση στα
μοντέλα μάχης του Lanchester, εφαρμόστηκε για πρώτη φόρα στην Ιαπωνία από τους Taoka
και Yano στη στρατηγική του μάρκετινγκ (Oudrhiri, 2005). Στην Ιαπωνία άλλωστε, ο τρόπος
με τον οποίο το μάρκετινγκ γίνεται αντιληπτό είναι ριζικά διαφορετικός σε σχέση με το
Δυτικό τρόπο. Ο ανταγωνισμός στις αγορές θεωρήθηκε ως μια πολεμική σύρραξη σε ένα
πεδίο μάχης, από τη στιγμή που μια επιχείρηση μπορεί να είναι νικήτρια μόνο στην
περίπτωση κατά την οποία καταφέρει να πείσει τους καταναλωτές να αγοράσουν τα δικά της
προϊόντα (Taoka, 1997). Σύμφωνα με τον Taoka (1997), η νέα αυτή προσέγγιση στα μοντέλα
του Lanchester συνίσταται στην εξεύρεση εκείνων των αναγκών των καταναλωτών που δεν
ικανοποιούνται αρκετά. Εάν ένας ανταγωνιστής θέλει να παραμείνει στην αγορά ή να
αυξήσει το μερίδιό του, θα πρέπει να βελτιώσει τα χαρακτηριστικά των προϊόντων του
(Fehlmann, 2008).
dx
dt =−ay + f (t)
(10)
dy =− bx + g(t)
dt
a ex + e− x ex + e− x
( )
t
x(t) =
− y0 ( abt) + ∫ ab(t − s) f (s)ds (11)
b 2 0
2
b ex + e− x ex + e− x
( )
t
y(t) =− x0 ( abt) − ∫ ab(t − s) g(s)ds (12)
a 2 0
2
Στην περίπτωση κατά την οποία f (t) = 0 και g(t) = 0, δηλαδή όταν οι πωλήσεις των
επιχειρήσεων Α και Β δεν μεταβάλλονται, το σύστημα (10) γράφεται:
dx
dt = −ay
(12)
dy = −bx
dt
Κάθε λύση για το σύστημα διαφορικών εξισώσεων (12) θα δίνεται από τους τύπους:
ac 2 e − a bt
(e 2 a bt
−1 )
=x(t)
1 −
2
c1e a bt
( e 2 a bt
)
+1 +
2 λ
(13)
bc1− a bt
(e 2 a bt
−1)
=y(t)
1 −
2
c2e a bt
( e 2 a bt
)
+1 −
2 a
(14)
Η λύση του συστήματος διαφορικών εξισώσεων (12) εξαγάγει στους τύπους (13) και
(14) τους συντελεστές c1 και c 2 . Οι συντελεστές αυτοί ισούνται με x(t) και y(t) αντιστοίχως
για t = 0 . Κατά τη χρονική στιγμή t 0 = 0 , ισχύει c1 = x(t) και c 2 = y(t). Οι τροχιές του
dy bx
συστήματος (12) είναι οι λύσεις της διαφορικής εξίσωσης = από την οποία προκύπτει
dx ax
η ακόλουθη σχέση που ονομάζεται τετραγωνικός τύπος του Lanchester, λόγω των
τετραγώνων που εμφανίζονται σε αυτή (Δάρας, 2001):
ay 2 − bx 2 = ay 02 − bx 02 = k (15)
Για κάθε τιμή του k η σχέση (15) ορίζει μια ομάδα υπερβολών για όλες τις αρχικές
συνθήκες. Το k είναι μια τιμή που επηρεάζεται από την εξίσωση των καμπυλών και τις
αρχικές συνθήκες. Για όλες τις τιμές του k και θεωρώντας τιμές για a = 2 και b = 6 με πεδίο
τιμών [─10, 10] για x και y προκύπτει στο χώρο η ομάδα υπερβολών του Διαγράμματος 4
θεωρώντας, χωρίς βλάβη της γενικότητας, ότι k > 0.
Διάγραμμα 4. Οι υπερβολές που προκύπτουν στο χώρο από την εξίσωση ay 2 − bx 2 = ay 02 − bx 02 = k, θεωρώντας
a = 2 και b = 6 και ορίζοντας πεδίο τιμών [─10, 10] για x και y.
Οι υπερβολές που προκύπτουν από τη σχέση (15) για κάθε τιμή του a και του b στο πεδίο
τιμών που αφορά τη συγκεκριμένη διερεύνηση, δηλαδή για θετικές τιμές, απεικονίζονται στο
Διάγραμμα 5.
Διάγραμμα 5. Τα τμήματα των υπερβολών που προκύπτουν από την εξίσωση ay 2 − bx 2 = ay 02 − bx 02 = k στο πεδίο των
θετικών τιμών.
Στο Διάγραμμα 5, απεικονίζεται η ομάδα των υπερβολών που ορίζεται από τις
καμπύλες της εξίσωσης (15). Γίνεται δεκτό ότι στο ανταγωνιστικό περιβάλλον που εξετάζεται
η παύση λειτουργίας της μίας επιχείρησης θα σημαίνει την επικράτηση της άλλης. Η ήττα στο
ανταγωνιστικό περιβάλλον μεταξύ των δύο επιχειρήσεων επέρχεται στα σημεία που τέμνουν
τους άξονες. Δηλαδή όταν x = 0 ισχύει ότι k < 0 και επομένως, η επιχείρηση Α θα επικρατεί
της Β στην περίπτωση. Αντίστοιχα όταν y = 0 ισχύει ότι k > 0 και επομένως, η επιχείρηση Β
επικρατεί της Α. Τέλος, κατά την περίπτωση όπου το k ισούται με το μηδέν, δηλαδή όταν
ισχύει k = 0, τότε καμία από τις δύο επιχειρήσεις δεν επικρατεί της άλλης από μαθηματικής
άποψης. Ωστόσο, η τελευταία αυτή περίπτωση δεν γίνεται να ισχύει αφού σύμφωνα με τον
(MacKay, 2006) στο αρχικό μοντέλο του Lanchester, σε κάθε μάχη υπάρχει υποχρεωτικά
μόνο ένας νικητής.
Διάγραμμα 6. Παραγωγή Coca-Cola και Pepsi (σε εκ. €) στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2003-2007.
Όπως προκύπτει τόσο από τα δεδομένα του Πίνακα 2, όσο και από το Διάγραμμα 6, η
παραγωγή της Coca-Cola ξεπερνά την παραγωγή της Pepsi. Για λόγους απλούστευσης του
μοντέλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα θεωρηθεί ότι ο ανεφοδιασμός των καταστημάτων
εκτελείται μία φορά, στην αρχή κάθε οικονομικού έτους, ενώ δεν υπάρχει απόθεμα από την
προηγούμενη χρήση. Έτσι, το μαθηματικό μοντέλο με βάση τα μοντέλα μάχης του
Lanchester που περιγράφει την παραπάνω κατάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ Coca-Cola
και Pepsi στην αγορά της Ελλάδας είναι το ίδιο με τη σχέση (10) όπου:
Η λύση του συστήματος δίνεται από τους τύπους (11) και (12) αντίστοιχα, αφού λόγω
της υπόθεσης για μηδενικό απόθεμα στην αρχή κάθε οικονομικού έτους, ισχύει και εδώ όπως
και την κατασκευή του μοντέλου ότι x 0 = 0 και y 0 = 0.
Προκειμένου να επαληθευτεί η δυνατότητα εφαρμογής του μοντέλου, θα πρέπει τα a
και b να είναι τέτοια, ώστε οι προβλέψεις του να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Για τον υπολογισμό του a ολοκληρώνεται το δεξιό μέλος της πρώτης εξίσωσης του
συστήματος για t μεταξύ 0 και 5. Έτσι προκύπτει ότι
5 5 5
−a ∫ y(t)d(t) + ∫ f (t)dt =
x(5) = −a ∫ y(t)d(t) + 3120 αφού η f(t) περιγράφει το σύνολο των
0 0 0
ανεφοδιασμών για την Coca-Cola που στην προκειμένη περίπτωση είναι περίπου 3120
3120
εκατομμύρια ευρώ. Από εδώ προκύπτει = ότι a 5 ≈ 0, 23. Αντίστοιχα, για τον
∫ y(t)dt 0
υπολογισμό του b το δεξιό μέλος της δεύτερης εξίσωσης του συστήματος για t μεταξύ 0 και
5 5 5
−b ∫ x(t)dt + ∫ g(t)dt =
5. Έτσι προκύπτει ότι y(5) = −b ∫ x(t)dt + 537 αφού η g(t) περιγράφει το
0 0 0
σύνολο των ανεφοδιασμών για την Pepsi που στην προκειμένη περίπτωση είναι περίπου 537
537
εκατομμύρια ευρώ. Από εδώ προκύπτει
= ότι b 5 ≈ 0, 07.
∫ x(t)dt 0
Μετά τον υπολογισμό των συντελεστών a και b και την αντικατάστασή τους στις
εξισώσεις (11) και (12) που αποτελούν τις λύσεις του συστήματος 10, κατασκευάζεται το
διάγραμμα που συγκρίνει τις προβλέψεις του μοντέλου σε σχέση με τις πραγματικές τιμές
που έχουν καταγραφεί.
Διάγραμμα 7. Σύγκριση παραγωγής και προβλέψεων παραγωγής με βάση το μοντέλο για τις Coca-Cola και Pepsi (σε εκ. €)
στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2003-2007.
4 Αποτελέσματα
Από την παραπάνω έρευνα προέκυψε το συμπέρασμα ότι τα μαθηματικά μοντέλα που
κατασκευάστηκαν με βάση τη θεωρία των ανταγωνιστικών εξοπλισμών του Richardson και
τα μοντέλα μάχης του Lanchester είναι δυνατό να εφαρμοστούν στις περιπτώσεις των
ολιγοπωλίων με δύο επιχειρήσεις που εξετάστηκαν.
Η καλή προσαρμογή των μαθηματικών μοντέλων που κατασκευάστηκαν βασισμένα σε
δύο μαθηματικές θεωρίες πολέμου, αποδεικνύει το γεγονός ότι όπως υποστηρίζει ο Taoka
(1997) οι σύγχρονες αγορές όπου οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται η μία την άλλη μπορούν να
θεωρηθούν και ως μια πολεμική σύρραξη σε ένα πεδίο μάχης. Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή
που μία επιχείρηση μπορεί να είναι νικήτρια μόνο στην περίπτωση κατά την οποία καταφέρει
να πείσει τους καταναλωτές να αγοράσουν τα δικά της προϊόντα (Taoka, 1997). Σε αυτή την
περίπτωση που αφορά τις επιχειρήσεις δεν μετρώνται οι μάχες που κερδίζονται όπως στον
πόλεμο, αλλά μετρώνται τα μερίδια αγοράς (Taoka, 1997).
Ειδικότερα στο σημερινό έντονα ανταγωνιστικό και μεταβαλλόμενο περιβάλλον των
επιχειρήσεων, η λήψη των σωστών αποφάσεων είναι σημαντικότερη από ποτέ αφού η
επικράτηση μίας επιχείρησης έναντι του ανταγωνισμού είναι δυνατό να κριθεί από μικρές
λεπτομερείς. Η σωστή χρήση των μοντέλων της επιχειρησιακής έρευνας τα οποία
υποστηρίζουν τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων είναι επομένως ιδιαίτερα κρίσιμη και
σημαντική.
Από τη συγκεκριμένη έρευνα και τις αντίστοιχες που έχουν διενεργηθεί κατά το
παρελθόν κρίνεται δυνατό μοντέλα μαθηματικών θεωριών πολέμου να εφαρμοστούν σε
περιπτώσεις που να αφορούν τις σύγχρονες επιχειρήσεις ύστερα πάντοτε από τις κατάλληλες
τροποποιήσεις και τη θέσπιση των κατάλληλων θεωρητικών προϋποθέσεων.
Στη συγκεκριμένη έρευνα τα μοντέλα που κατασκευάστηκαν βασίστηκαν στις αρχικές
θεωρίες και έγιναν αρκετές παραδοχές προκειμένου να γίνουν απλούστερα χωρίς ωστόσο
αυτές να επηρεάζουν την εγκυρότητά τους.
Σε ένα επόμενο βήμα, προτείνεται η κατασκευή παρόμοιων μοντέλων τα οποία θα
λαμβάνουν υπόψη τους περισσότερους παράγοντες όπως είναι η τιμή πώλησης και η
ποιότητα των προϊόντων που είναι δυνατό να επηρεάσουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών
και τελικά τις πωλήσεις των επιχειρήσεων.
Προτείνεται η περαιτέρω διερεύνηση της εφαρμογής παρόμοιων μοντέλων όπως η
ομοιόμορφη τακτική των πυρών στόχευσης ή τα αιτιοκρατικά μοντέλα μάχης που διεξάγεται
μεταξύ ετερογενώς οπλισμένων τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων με στοχευμένα πυρά
(Δάρας, 2013).
References
1. Δάρας, Ν. (2001). Διαφορικές εξισώσεις και μαθηματικές θεωρίες πολέμου. Τόμος Β’. Αθήνα: Στρατιωτική Σχολή
Ευελπίδων
2. Δάρας, Ν. (2013). Επιχειρησιακή έρευνα και στρατιωτικές εφαρμογές αυτής. Τόμος Β’. Βιβλίο 2ο. Αθήνα: Στρατιωτική
Σχολή Ευελπίδων.
3. Κλειούσης, Ε. (2012). Η αγορά των κινητών τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα: μια ολοκληρωμένη διερεύνηση της δομής της
αγοράς. Διατριβή, (Ph.D.). Χίος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
4. Παπαδάκης, Β. (2012). Στρατηγική των επιχειρήσεων: ελληνική και διεθνής εμπειρία. Τόμος Α’. 6η έκδοση. Αθήνα:
Εκδόσεις Μπένου.
5. Χατζηβασιλειάδου, Σ. (2008). Ποσοτική διερεύνηση της αποτελεσματικότητας της διαφήμισης στις πωλήσεις εταιριών
κινητής τηλεφωνίας. Διατριβή, (M.Sc.). Πειραιάς: Πανεπιστήμιο Πειραιά.
6. Bester, H. & Petrakis, E. (1995). Price competition and advertising in oligopoly. European Economic Review. 39 (1):
1075-1088.
7. Bosker, B. & Grandoni, D. (August 24, 2012). Apple - Samsung lawsuit: what you need to know about the verdict.
Available at: http://www.huffingtonpost.com/ 2012/08/24/apple-samsung-lawsuit-verdict_n_1829268.html (Retrieved:
December 16, 2013).
8. Bracken, J. (1995). Lanchester models of the Ardennes campaign. Naval Research Logistics. 42(4): 559-577.
9. Cheema, C. (2005). Operations research. New Delhi: Laxmi Firewall Media Publications.
10. Chintagunta, P. & Vilcassim, N. (1992). An empirical investigation of advertising strategies in a dynamic duopoly.
Management Science. 38(9): 1230-1244.
11. Chou, E. (2013). A strategy for American innovation: applying Immanuel Kant’s theory of knowledge to tech patent law.
Dissertation, (MSc). Washington: Georgetown University.
12. Drosos, D., Tsotsolas N., & Manolintzas, P. (2011). The relationship between customer satisfaction and market share:
The case of mobile sector in Greece. International Journal of Engineering and Management. 3(2): 87-105.
13. Erickson, G. (1992). Empirical analysis of closed-loop duopoly advertising strategies. Management Science. 38(12):
1732-1749.
14. Fehlmann, T. (2008). New Lanchester theory for requirements prioritization. In: Proceedings of the Second International
Workshop on Software Product Management. Barcelona, September 2008. Bacelona: I.E.E.E, pp. 35-40.
15. Fruchter, G. & Kalish, S. (1997). Closed-loop advertising strategies in a duopoly. Management Science. 43(1): 54-63.
16. Kivotos, D. & Frangos, C. (2009). The life and scientific discoveries of George Bernard Dantzig “father of linear
programming and founder of operational research. In: Proceedings of the 2nd International Conference: Quantitative
and Qualitative Methodologies in the Economic and Administrative Sciences. Athens, May 2009. Athens: Technological
Education Institute of Athens, pp. 251-259.
17. Lanchester, F.W. (1956). Mathematics in warfare. The World of Mathematics. 4: 2138-2157.
18. Little, J. (1979). Aggregate advertising models: the state of the art. Operations Research. 27(4): 629-667.
19. Lynch, P. (2008). The origins of computer weather prediction and climate modeling. Journal of Computational Physics
227: 34-36.
20. McKay, N. (2006). Lanchester combat models. Math Today. 42: 170-178.
21. Michalakelis, C., Varoutas, D. & Sphicopoulos, T. (2008). Diffusion models of mobile telephony in Greece.
Telecommunications Policy. 32: 234–245.
22. Oudrhiri, R. (2005). Six Sigma and DFSS for IT and Software Engineering. The Quarterly Journal of the TickIT
Software Quality Certification Scheme. 4: 7-9.
23. Ricardo, H. (1948). Frederick William Lanchester. Obituary Notices of Fellows of the Royal Society. 5(16): 756-766.
24. Santouridis, I & Trivellas, P. (2010). Investigating the impact of service quality and customer satisfaction on customer
loyalty in mobile telephony in Greece. The Total Quality Management Journal. 22(3): 330-343.
25. Taoka, N. (1997). Lanchester strategy: an introduction. London: Lanchester Press.
26. Wang, Q. & Wu, Z. (2001). A duopolistic model of dynamic competitive advertising. European Journal of Operational
Research. 128(1): 213-226.
ISBN: 978-618-80361-2-3