E Tautoteta Tou - Antistasiakou - Ethni - Iason Khandrinos

You might also like

Download as txt, pdf, or txt
Download as txt, pdf, or txt
You are on page 1of 17

Η ταυτότητα του «αντιστασιακού»: Εθνική Αντίσταση και αυτοεικόνα στην πολεµική και

µεταπολεµική Ελλάδα

Ιάσονας Χανδρινός

Όσοι από σας έχετε δει την αριστουργηµατική ταινία Η Μάχη του Αλγερίου (1966) του
Τζίλο Ποντεκόρβο, ξεχωρίσατε ασφαλώς την χαρακτηριστική µορφή του συνταγµατάρχη
Ματιέ που είχε αναλάβει την εξόντωση των ενόπλων πυρήνων του FLN στην Πόλη του
Αλγερίου. Και ίσως θυµάστε τη σκηνή της συνέντευξης τύπου όπου ο συνταγµατάρχης
(ερµηνευµένος εκπληκτικά από τον Ζαν Μαρτίν) υπεραµύνεται των συµφερόντων της χώρας
του στην Αλγερία και απαντά στους επικριτικούς δηµοσιογράφους: «Μας κατηγορείτε ότι
συµπεριφερόµαστε χειρότερα από τους Ναζί, ξεχνάτε όµως πως οι περισσότεροι είµαστε
όµηροι του Νταχάου και του Μπούχενβαλντ». Η συγκεκριµένη πρόταση, ειπωµένη στα
1966, είχε αρκετή επίδραση για να ουδετεροποιήσει τις πρακτικές βίας ενός
αποικιοκρατικού καθεστώτος σε σχέση µε αυτές ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήµατος.
Για ποιο λόγο όµως; Γιατί το Νταχάου και το Μπούχενβαλτ ήταν τεκµήρια πατριωτικής
στάσης; Ποιες κοινωνικές και πολιτικές ταυτότητες προκύπτουν µέσα από τη δεξαµενή
εµπειριών ενός πολέµου που επανακαθόρισε για πάντα τους όρους «συµµετοχή» και
«στράτευση»; Και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής Αντίστασης
στη συγχρονία και τη διαχρονία; Σύµφωνα µε το Ζαν-Πιερ Αζεµά, «η Αντίσταση µοιάζει
σαν ένα από τα άγνωστα αρχιπελάγη µέσα στον ωκεανό του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου». Τα
περισσότερα καλλιτεχνικά έργα που προσπάθησαν να την απεικονίσουν, όπως και το
µεγαλύτερο µέρος της σχετικής βιβλιογραφίας που εξακολουθεί να παράγεται για αυτήν
ανήκει σε µια φιλολογία τουλάχιστον µνηµειακή, για να µην πούµε αγιογραφική.1 Αν
έπρεπε να διαλέξουµε τρία βασικά προσδιοριστικά επίθετα της Αντίστασης –όπως
προέκυψαν από το µεταπολεµική φιλολογία– αυτά θα ήταν «πολεµική», «πολιτική» και
«λαϊκή». Οι προσδιορισµοί αυτοί αντιστοιχούν σε διαφορετικές οπτικές και
διαδέχτηκαν τρόπον τινά ο ένας τον άλλον ακολουθώντας σε αδρές γραµµές τις
µεταπολεµικές ταλαντεύσεις και τη µετατόπιση του πεδίου ενδιαφέροντος της δηµόσιας
ιστορίας σχετικά µε τον Πόλεµο.2 Η «πολεµική» Αντίσταση, στην επαύριο των µαχών και
µε νωπή τη µνήµη θριάµβων και θυσιών, απηχούσε την πολεµική συνεισφορά των
αντιστασιακών στον αγώνα εναντίον του Άξονα µε έντονο το στοιχείο της υπερβολής και
της εξιδανίκευσης. Αργότερα ήρθε η «πολιτική» Αντίσταση, τέκνο των ζυµώσεων της
δεκαετίας του ’60, έπιανε το νήµα της Αντίστασης µέσα από την πολιτική της
παρακαταθήκη που τροφοδοτούσε τότε το ρεύµα ανυπακοής στη ∆υτική Ευρώπη αλλά και τα
αντιαποικιακά εθνικά κινήµατα στον Τρίτο Κόσµο. Τέλος, η «λαϊκή» Αντίσταση –οπτική
που σταδιακά κυριάρχησε στις ανθρωπιστικές επιστήµες– είναι η ανάγνωση των
κοινωνικών πτυχών του φαινοµένου που χωρίς να απορρίπτει τις δύο προηγούµενες
οπτικές, προτιµά να αντιµετωπίζει τις αντιστασιακές οργανώσεις ως µαζικά, παλλαϊκά
κινήµατα που
Αζεµά Ζαν-Πιερ, εισαγωγή στο: Σεµελέν Ζακ, Άοπλοι απέναντι στο Χίτλερ. Η αντίσταση
των πολιτών στην Ευρώπη 1939-1943 (µτφ. Χριστίνα Ξανθοπούλου). Χατζηνικολή 1993, σ.
7 κ.έ. 2 Για τη συνδιαµόρφωση πολιτικών (ανα)τοποθετήσεων, συλλογικής µνήµης και
δηµόσιας ιστορίας στην Ευρώπη από το 1945 µέχρι σήµερα, βλ. το πρόσφατο, εξαίρετο
έργο του Χάγκεν Φλάισερ, Οι Πόλεµοι της Μνήµης. Ο ∆εύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος στη
δηµόσια ιστορία. Νεφέλη, Αθήνα 2009.
1
αντικαθρέφτιζαν τους προπολεµικούς ταξικούς συσχετισµούς σε κάθε χώρα της Ευρώπης,
παρά σαν πειθαρχηµένα στρατιωτικά τµήµατα ή εν δυνάµεις πολιτικούς σχηµατισµούς. Η
εν Ελλάδι κατασκευή της αντιστασιακής ταυτότητας µε την οποία θα ασχοληθεί αυτή η
ανακοίνωση, ακολουθεί σε µεγάλο βαθµό τον ευρωπαϊκό κανόνα, µόνο που για ειδικούς
λόγους, τα φαινόµενα της θεσµοποίησης του αντιστασιακού φαινοµένου, οι
σηµασιοδοτήσεις και ανασηµασιοδοτήσεις του τράβηξαν ακραίους δρόµους, ακολουθώντας
το εκκρεµές της πολιτικής πόλωσης. Πατριωτικές τελετουργίες και σύµβολα Τα
εκφραστικά και ιδεολογικά σχήµατα µε τα οποία αυτοπροσδιορίστηκαν οι αντιστασιακοί
τη στιγµή που επιτελούσαν την πράξη είναι διαφορετικά από τα σχήµατα τα οποία
χρησιµοποιήθηκαν µεταγενέστερα για να περιγραφεί η δράση αυτή. Ο όρος «Εθνική
Αντίσταση» δεν ήταν σε χρήση από τους πρωταγωνιστές της. Κανένα από τα µέλη των
παράνοµων οργανώσεων, των δικτύων κατασκοπείας και δολιοφθοράς, τους οργανωτές των
απεργιών και διαδηλώσεων ή τους αντάρτες στα βουνά δεν θα περιέγραφε εκείνη τη
στιγµή τη δράση του µε τις λέξεις «Εθνική Αντίσταση». Οι ίδιοι χρησιµοποιούσαν τον
όρο «αγώνας» µε τα προσδιοριστικά του «απελευθερωτικός» και
«εθνικοαπελευθερωτικός», «ξεσκλάβωµα», «πάλη ενάντια στους κατακτητές» µε
απαραίτητη χρήση-κατάχρηση του όρου «εθνικός» σε κάθε ευκαιρία. Στο καταστατικό του
Ε∆ΕΣ (Σεπτέµβριος 1941), της δεύτερης µεγαλύτερης οργάνωσης, διαβάζουµε πως στόχος
ήταν η «δηµιουργία εθνικού επαναστατικού στρατού». Το αντιστασιακό κίνηµα
πιστοποιούσε τη δραστηριοποίησή του µέσα από πατριωτικούς συµβολισµούς και
τελετουργίες. Όπως έχει εύστοχα γράψει ο Γιώργος Μαργαρίτης, η πατριωτική
τελετουργία επαναπροσδιορίστηκε µέσα στην κατοχική πραγµατικότητα ακριβώς επειδή η
Πατρίδα είχε πάψει να είναι το δεδοµένο και έγινε το ζητούµενο.3 Αναζητώντας σηµεία
αναφοράς, η γενιά της Αντίστασης στράφηκε σε παραδείγµατα µαζικής ανδρείας. Η
πρόσφατη εµπειρία του Αλβανικού Μετώπου, καθοριστική για όλα τα στρώµατα της
κοινωνίας, υπογραµµιζόταν ως αρχή ενός αγώνα που συνεχιζόταν και η 28η Οκτωβρίου
έγινε ήδη από τον πρώτο χρόνο της Κατοχής µέρα εθνικής µνήµης ισότιµη µε την 25η
Μαρτίου. Παρόλα αυτά, το έτσι κι αλλιώς πολύ πρόσφατο 1940 δεν αγιοποιήθηκε από
τους αντιστασιακούς όσο η ήδη µνηµειοποιηµένη Επανάσταση του 1821. Το συµβολικό
βάρος ονοµάτων και γεγονότων ταξίδεψε 120 χρόνια µπροστά στο χρόνο για να χρίσει
τους άξιους επιγόνους των αγωνιστών, αξιοποιήθηκε αυτούσια ακόµα και η ίδια η
συνωµοτική πείρα, αφού όλες οι οργανώσεις παρέπεµπαν σε κάποια αόρατη «µυστική
αρχή», ενώ επιστρατεύεται και η ιστορικά κατοχυρωµένη επωνυµία «Φιλική Εταιρεία» µε
την απαραίτητη προσθήκη του «νέα». Στο πρώτο διάγγελµα-αυτοπαρουσίαση του ΕΑΜ στο
λαό της Αθήνας (10 Οκτωβρίου 1941) περιλαµβανόταν και ένα ανοιχτό κάλεσµα στους
αξιωµατικούς µε τις εξής προτροπές: «Προσφέρετε τις γνώσεις σας, την πείρα σας, τη
δοκιµασµένη τόλµη σας στην οργάνωση των εθνικών δυνάµεων. Το παράδειγµα των
καπεταναίων, των καραβοκυραίων, του των ναυτών του 1821, του Κολοκοτρώνη, του
Μιαούλη, του Κανάρη, του Οικονόµου, του Καρατζά ας είναι οδηγός σας». Ακόµα και τα
κοµµατικά
Μαργαρίτης Γιώργος, «Από τον Μεταξά στον Εµφύλιο-Τα σύµβολα της Πατρίδας». Στο:
Χάγκεν Φλάισερ (επιµ.), Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη ∆ικτατορία στον Εµφύλιο. Τοµές και
Συνέχειες. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, 121-129.
3
δελτία του ΚΚΕ είχαν παρασυρθεί σε µια ανοίκεια εθνική ρητορική όταν έγραφαν πως οι
αντάρτες του ΕΛΑΣ «εκδικούνται τους σφαγιαστές των Ελλήνων, όπως ο Κανάρης την
καταστροφή των Ψαρρών»4 Για να ψηλαφίσουµε την καταλυτικά διαµορφωτική επίδραση του
1821 στις νεοελληνικές ταυτότητες, µπορούµε να δανειστούµε τα λόγια ενός
σηµειώµατος που συνόδευε το 1971 την έκδοση µιας σειράς έργων του περίφηµου χαράκτη
Α. Τάσσου: «Η ιδέα και η πραγµάτωση του 21 συσσωµατώνεται µε τον νέο ελληνισµό,
γίνεται αναπόσπαστο µέρος του, γίνεται ένα µαζί του. Πρόκειται για ένα είδος
ταύτισης και αφοµοίωσης, για ένα είδος ιστορικού µεταβολισµού, κάτι σαν
φυσικοχηµική διαδικασία, που δουλεύεται αδιάκοπα µε συνθέσεις και αποσυνθέσεις,
άθελά µας ίσως και χωρίς την πρόθεσή µας, αλλά που µας καθορίζει ωστόσο και µας
κάνει αυτό που είµαστε»5 Αν θέλουµε να µιλήσουµε ανθρωπολογικά, θα κατατάσσαµε τις
πανταχού παρούσες αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση σε αυτό που η Anna Collard
ονόµασε «κοινωνική µνήµη». Ερευνώντας τις διαδικασίες συγκρότησης της συλλογικής
ταυτότητας σε ένα χωριό της Ευρυτανίας, η Collard διαπίστωσε πως όλοι οι χωριανοί
είχαν κάτι να αναφέρουν για την ιστορία του χωριού στην Επανάσταση. Κατέληξε έτσι
στο συµπέρασµα πως η χρήση κοινών εικόνων για την περιγραφή δύο χρονικά απόµακρων
περιόδων –στην προκειµένη περίπτωση το 1821 και το 1941– υποδηλώνει «πως ίσως
υπάρχει κάποιο είδος πολιτισµικά διαµορφωµένου σχήµατος για ορισµένους τρόπους του
σκέπτεσθαι». Με άλλα λόγια, για τους ανθρώπους του 20ου αιώνα, η ζωή επί
τουρκοκρατίας είναι ένα είδος κοινής, αντιληπτής εµπειρίας που, ακόµα κι αν δεν
ήταν βιωµένη, έδινε νόηµα στις συνθήκες ζωής και τις κοινωνικές τους σχέσεις στο
παρόν.6 Ιδεολογικός αυτοπροσδιορισµός Αν το ένδοξο εθνικό παρελθόν ήταν βάση της
νοµιµοποίησής της, τα πολιτικά πιστεύω της Αντίστασης αποτελούσε το εποικοδόµηµα
των διεκδικήσεών της. Μια επισκόπηση των αντιστασιακών οµαδοποιήσεων –που κάποιοι
τις υπολογίζουν σε περισσότερες από 400– θα ξέφευγε από τα πλαίσια της ανακοίνωσης
Μια απλή φυλλοµέτρηση του παράνοµου Τύπου της Κατοχής θα αρκούσε για να πειστεί
κανείς πως ετούτος ο αγώνας ήταν απείρως πιο περίπλοκος από αυτόν του 1821, καθώς
τα αντιστασιακά σχήµατα, ανεξαρτήτως µεγέθους, διατυπώνουν αµιγή πολιτικό λόγο και
πασχίζουν να κατοχυρώσουν το στίγµα τους στην αναδυόµενη πολιτική γεωγραφία. Στους
τίτλους οργανώσεων και εφηµερίδων συναντάµε επιθετικούς προσδιορισµούς, όπως
«δηµοκρατικός» ή «εθνικός δηµοκρατικός», «φιλελεύθερος», «σοσιαλιστικός»,
«βασιλόφρων», «επαναστατικός», «κοµµουνιστικός» µε όλους τους πιθανούς µεταξύ τους
συνδυασµούς. Στα µέσα του 1943, εν µέρει και λόγω της ενδοαντιστασιακής πόλωσης που
κορυφώνεται, θα προκύψει µια πανσπερµία ιδεολογικών προσανατολισµών –λιγότερο ή
περισσότερο ειλικρινών–, από τις ακραία σοβινιστικές θέσεις της ΡΑΝ περί επέκτασης
των συνόρων µετά των πόλεµο, µέχρι τις προτάσεις του τροτσκιστικού ΕΣΚΚΕ για
εργατική και αγροτική επανάσταση «εδώ και τώρα».7
Λευτεριά (Όργανο της Επιτροπής Πόλης της Κοµµατικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ
(Ε.Τ.Κ.∆.), φ. 13, 19.5.1943. 5 Σηµείωµα έκδοσης στο «’’Ελευθερία ή Θάνατος’’.
∆εκαεπτά ξυλογραφίες του Α. Τάσσου». Ίκαρος, Αθήνα 1971. 6 Collard Anna,
«∆ιερευνώντας την κοινωνική µνήµη στον ελλαδικό χώρο». Στο: Παπαταξιάρχης Ευθύµιος-
Παραδέλλης Θεόδωρος, Ανθρωπολογία και Παρελθόν. Συµβολή στην κοινωνική ιστορία της
νεώτερης Ελλάδας. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, 357-388. 7 Για την πλέον λεπτοµερή
καταγραφή και ιδεολογική ανάλυση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων βλ. Φλάισερ
Χάγκεν, Στέµµα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης
4
Η µεγάλη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και η προσπάθεια
αυτοπροσδιορισµού σε σχέση µε το αριστερό ΕΑΜ, κάνει όλο και περισσότερους να
υιοθετούν το επίθετο «λαϊκός» και να επικαλούνται το σαγηνευτικό σύνθηµα της
«λαοκρατίας», όρου που επιβάλλεται ακριβώς χάρη στην αµφισηµία του. Ιδιαίτερη
ιδεολογική δήλωση αποτελεί και η χρήση λέξεων σε όλες τις ορθογραφικές και
ακουστικές τους παραλλαγές: «ελευθερία», «λευτεριά» (µε υ), «λεφτεριά» (µε φ),
«λεφτερηά» σαν να επρόκειτο για δήλωση του αγράµµατου αγωνιζόµενου λαού. Για το ΕΑΜ
και την αντίληψη της µαζικής πάλης που ευαγγελιζόταν, φορείς του διττού αγώνα για
«εθνική ελευθερία» και «λαϊκή κυριαρχία» όφειλαν να είναι εξίσου οι αστοί, οι
εργάτες, οι αγρότες, οι υπάλληλοι, η νεολαία, οι γυναίκες, οι ιερείς και οι
διανοούµενοι και µέσα διεξαγωγής του αγώνα, η απεργία, η διαδήλωση, ο
ανταρτοπόλεµος.8 Σταδιακά, το ΕΑΜ αρχίζει να τοποθετεί απέναντί του τον
«καπιταλισµό» και να ευαγγελίζεται, µέσα από τις πιο συνεπείς του πολιτικές
διακηρύξεις, τον αγώνα για τον «πρωτοποριακό νεοελληνικό σοσιαλιστικό πολιτισµό».9
Λέξεις και νοήµατα µε αριστερό ιδεολογικό πρόσηµο γίνονται ταµπέλες ακόµα και των
πλέον συντηρητικών οµάδων, αφού «οι πάντες ζητούν ή επαγγέλονται κοινωνική αλλαγή,
κοινωνική ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη»10, ενώ όσοι κουράστηκαν από την στείρα
επανάληψη κούφιων ή πολυφορεµένων επιγραφών πειραµατίζονται γλωσσικά και
ιδεολογικά: Σε ένα έντυπο της φιλελεύθερης ΠΕΑΝ διαβάζουµε πως τα µέλη της
οργάνωσης πιστεύουν στον «Εθνισµόν», ήτοι «το σύνολον των ευγενών και ηθικών
παραδόσεων που συνδέουν έναν ωρισµένον αριθµόν ατόµων» και που αποτελεί την
«τελειωτέραν µέχρι στιγµής εκδήλωσιν της τάσεως για ζωή»11 Η ΠΕΑΝ ήταν από τις
λίγες οργανώσεις που, αν και τηρούσε σαφείς αποστάσεις από την Αριστερά, διατύπωνε
προοδευτικές θέσεις για τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, το συνδικαλισµό, ακόµα και
για µεταπολεµική συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών µετά τον Πόλεµο12 Σε κάθε
περίπτωση, τα δεδοµένα της υπερβολικής αυτοπροβολής οικείων κατορθωµάτων, του
πολιτικά φορτισµένου λόγου και των ρηχών ιδεολογικών διακηρύξεων, δυσχεραίνουν µεν
την προσπάθεια οριοθέτησης ταυτοτήτων, µας βοηθούν όµως να ψηλαφίσουµε τον
ψυχαναγκασµό του αυτοπροσδιορισµού ως συστατικό χαρακτηριστικό της βαθιά
πολιτικοποιηµένης ελληνικής Αντίστασης.

Το Αντάρτικο Ο ένοπλος αγώνας ανέπτυξε δικούς του κώδικες και συµβολισµούς Οι


ορεσίβιοι πολεµιστές του βουνού και οι αξιωµατικοί «µε τα σεβάσµια γένια»
1941-1944. Παπαζήσης, Αθήνα 1988 και 1995, Τόµος 2 (1995), 11-67 / Επίσης, Βαρών-
Βασσάρ Οντέτ, Ελληνικός Νεανικός Τύπος 1941-1945. Καταγραφή. ΙΑΕΝ, Αθήνα 1987. 2
τόµοι. 8 Ελεύθερη Ελλάδα, Μάρτης 1943 // ∆ιάγγελµα του ΕΑΜ, 18 Οκτωβρίου 1941,
Προκήρυξη της ΚΕ του ΕΑΜ, [28 Οκτωβρίου 1942]. Στο: Κείµενα Εθνικής Αντίστασης
[ΚΕΑ], Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, Τόµος Πρώτος, 18-25. 9 Βλ. ενδεικτικά Νέα Γενιά
(Όργανο του Κεντρικού Συµβουλίου της ΕΠΟΝ), αρ. 11/26.9.1943. 10 Μπαλτά Νάση,
«∆ιαστάσεις και όψεις του εθνικού και του αντεθνικού στην κοµµουνιστική και
αντικοµµουνιστική προπαγάνδα της περιόδου 1936-1949-Η έννοια της εθνικής ενότητας».
Στο: Χάγκεν Φλάισερ (επιµ.), Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη ∆ικτατορία στον Εµφύλιο.
Τοµές και Συνέχειες. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, 130-137. 11 Κοινωνική Ενότης,
αρ.1/Σεπτέµβριος 1942. 12 Χατζηβασιλείου Ευάνθης, ΠΕΑΝ 1941-1945 –Πανελλήνιος
Ένωσις Αγωνιζοµένων Νέων, Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων, Αθήνα 2004 και
σε επιµέλεια του ιδίου, Μυστικός Τύπος της Κατοχής. Ειδικό Μέρος: Έντυπα-∆ελτία
Ειδήσεων-Προκηρύξεις. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 2005.
κατέληξαν να συµβολίζουν τον «καθαρό» και «ηθικό» κόσµο των ελληνικών βουνών που
γινόταν πλέον συνώνυµος µε την εξυπηρέτηση του εθνικού σκοπού. Χάρη σε ένα
απροσδιόριστο αλλά διάχυτο εθνικό ενθουσιασµό, η ένταξη στο αντάρτικο θεωρούνταν
ύψιστη διάκριση και λειτουργούσε ως ψυχική ανάταση. Ένας Αθηναίος φοιτητής που
διέσχισε τη µισή Ελλάδα για να συναντήσει τα τµήµατα του Ε∆ΕΣ στην Ήπειρο,
περιέγραψε σε ένα µικρό ηµερολόγιο την κατάταξή του σχεδόν ως ξαναβάπτισµα:
«Φτάσαµε πια στα λεύτερα χώµατα. Πατήσαµε πια τα λέφτερα βουνά µε τα πέφκα, τις
οξιές και τα ελάτια. Ήρθαµε στη γη που αναπνέει όσο θέλει κι όταν θέλει τ’ οξυγόνο
του ουρανού […] Χαρά στους αντάρτες που ζώθηκαν τα πιστολοµάχαιρα, τα φυσεκλίκια,
τις µπαλάσκες και τα κουµπούρια, τους γκράδες και τα µάνλιχερ κι ήρθαν και φώλιασαν
στα βουνά για την Ιδέα, µονάχα για την Ιδέα για την πατρίδα και τη λεφτεριά […] Το
σφυρί το αντάρτικο σφυρηλατάει την ψυχή µου. Ας βοηθήσουν της Ελλάδας οι θεοί».13
Ένας συµπολεµιστής του, επίσης Αθηναίος και εξίσου µορφωµένος βρίσκει στο Αντάρτικο
την ενσάρκωση των ιερών και των οσίων της ελληνικής φυλής, όπως τα διδάχτηκε ως
µαθητής: «Μέσα στα παιδιά της πολιτείας αναβίωναν πανάρχαια ανθρώπινα ένστιχτα…
Ανεπαίσθητα γινόµαστε άνθρωποι του βουνού, γινόµασταν αντάρτες, ξαναβρίσκαµε τις
αρετές της φυλής, επιστρέφαµε στις ρίζες µας»14. Τυπικά ή άτυπα, οι αρχηγοί των
αντάρτικων τµηµάτων έφεραν τον τίτλο του οπλαρχηγού ή του «καπετάνιου», τίτλοι που
απηχούσαν τις αρχές της «ανδροπρέπειας», της «τιµής» και της «παλικαριάς», σε µια
προσπάθεια συνειρµικής σύνδεσης του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα µε τις παραδόσεις
των κλεφτών και των αρµατολών15. «Καπετάνιος» σηµαίνει «αρχηγός ανταρτών», αρχηγός
σώµατος «κλεφτών» ή «ληστών» και παραπέµπει σε όλα τα άτακτα σώµατα που καθ’ όλη τη
διάρκεια της Τουρκοκρατίας αλλά και του 19ου αιώνα, ακροβατούσαν ανάµεσα στην
παρανοµία και τη νοµιµότητα πρωταγωνιστώντας ωστόσο σε όλους τους εθνικούς αγώνες.
Αν αναλογιστεί δε κανείς πως η εποχή της ληστοκρατίας δεν ήταν και τόσο µακρινή
εκείνα τα χρόνια (η ένοπλη ληστεία ανθούσε στα ορεινά της χώρας µέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του ’20), το άκουσµα της λέξης «καπετάνιος» πρέπει να είχε καταλυτική
επίδραση στους χωρικούς και ιδίως στους τσοπάνηδες που, λόγω της συνδιαλλαγής τους
µε τους ληστές, ταύτιζαν τους αρχηγούς των ληστών µε µια de facto εξουσία
ροµαντικής υφής στις αποµακρυσµένες, αγροτικές κοινότητες16. Εκείνη την περίοδο,
«Καπετάνιος» δεν ήταν απλώς ένα αξίωµα που ανασύρθηκε από της σκόνη του χρόνου.
Ήταν µια προσφώνηση εξαιρετικά οικεία για όποιον είχε παρακολουθήσει έστω και ένα
θεατρικό δρώµενο ή πανηγύρι στο χωριό του. Η παράδοση παλαιών και πρόσφατων εθνικών
αγώνων προσέδιδε το απαραίτητο ιδεολογικό στοιχείο που θα µεταµόρφωνε τους πρώτους
ενόπλους σε εθνικοαπελευθερωτικό στρατό. Στην παραδειγµατική µελέτη του για το
Αντάρτικο του Ε∆ΕΣ στην Ήπειρο –που παρέχει τη δυνατότητα περαιτέρω γενικεύσεων– ο
Βαγγέλης Τζούκας θα σηµειώσει εύστοχα πως «οι ένοπλοι θεωρούνται απόγονοι των
Ηµερολόγιο Φαίδωνα Μαηδώνη (24.6.-10.9.1944). Επιµ. Χάγκεν Φλάισερ, Αριστείδης
Στεργέλλης. Ανάτυπο από τον ένατο τόµο του περιοδικού Μνήµων, Αθήνα 1982, 60. 14
Τσαµπηράς Σωτήρης, Ας µη βρέξει ποτέ…Το οδοιπορικό του Ιερού Λόχου των Εθνικών
Οµάδων Ελλήνων Ανταρτών. Ελληνική ευρωεκδοτική, Αθήνα 1985, 64-65. 15 Για µια
εµπεριστατωµένη ανάλυση βλ. Τζούκα Βαγγέλη, «Οπλαρχηγοί και καπετάνιοι στη δεκαετία
1940-1950. Η περίπτωση της Ηπείρου». Στο: Μαραντζίδης Νίκος (επιµ.), Οι άλλοι
καπετάνιοι. Αντικοµµουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εµφυλίου.
Εστία, Αθήνα, 2006, 375-430. 16 Βλ. σχετικά Κολιόπουλος Ιωάννης, «Ληστεία και
αλυτρωτισµός στην Ελλάδα του 19ου αιώνα» Στο: Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισµός στη
Νεότερη Ελλάδα. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, 133-197.
13
«ηρωικών κλεφτών» και η δράση τους ως συνέχεια των τοπικών παραδόσεων»17. Τα
αντάρτικα εµβατήρια µορφοποιούνται στο µοτίβο των δηµοτικών τραγουδιών, µε σταθερή
επίκληση στην κλεφτουριά, αν και πάντα µε αντίβαρο την ελπίδα για τη «νέα Ελλάδα»
που θα προκύψει από το τελέσφορο του ένοπλου αγώνα.18 Σύµφυτο µε την ταυτότητα του
Αντάρτικου είναι και το στοιχείο της τοπικότητας. Η ρητορική του πανεθνικού αγώνα
δεν αντέφασκε µε την υπόµνηση κάποιων τοπικών και φυλετικών χαρακτηριστικών. Η
προπαγάνδα του ΕΑΜ στους Ποντιακούς και Μικρασιατικούς προσφυγικούς πληθυσµούς στην
Αθήνα και την επαρχία αρεσκόταν να παραλληλίζει τα δεινά της Κατοχής µε τις σφαγές
των Τούρκων, ενεργοποιώντας τους σε µια κατεύθυνση ρήξης, τόσο µε τους Γερµανούς
όσο και µε το άστοργο και ρατσιστικό ελληνικό κράτος.19 Σε σταθερό τόνο ο Ε∆ΕΣ
επικαλείτο µε κάθε ευκαιρία την επίκληση της «εύανδρης Ηπείρου, αυτής της ιερής
κιβωτού που αιώνες ολόκληρους διαφύλαξε µε άγιο φανατισµό τις παρακαταθήκες του
έθνους»20 Πολύ χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι τουρκόφωνοι Πόντιοι καπετάνιοι
της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως ο Τσαούς Αντών. Εδώ, η ταύτιση µε το πρόσφατο
ηρωικό παρελθόν –στην προκειµένη περίπτωση το Αντάρτικο του Πόντου– γίνεται
ενσώµατη, καθώς µιλάµε ουσιαστικά για τα ίδια πρόσωπα. ∆ιατηρώντας τα τούρκικα
παρωνύµιά τους (Κεπελέκ, Τσαούς Αντών, Βασίλ-Αγάς) και συνθέτοντας αντάρτικα
τραγούδια στην τουρκική γλώσσα, ανέπτυξαν µια ιδιαίτερη συµπεριφορά που παρέβλεπε
πολλές φορές την κατοχική συγκυρία και αναπαρήγαγε τις ταραγµένες σχέσεις γηγενών-
προσφύγων στο Μεσοπόλεµο. Κάθε υπόµνηση ή εξύµνηση των κατορθωµάτων απέναντι στο
µισητό, προαιώνιο εχθρό των Ελλήνων, τους Βούλγαρους, αλλά και τους απάτριδες και
άθεους «αναρχοκοµµουνιστές» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, απηχεί ταυτόχρονα και έναν ύµνο στην
πολεµική ιδιοσυγκρασία και το ανεξάρτητο πνεύµα των Ποντίων που µας επιτρέπει να
αντιληφθούµε τη διαδικασία συνδιαµόρφωσης προσφυγικής και αντιστασιακής ταυτότητας.
Ενδιαφέρον στοιχείο δήλωσης ταυτότητας αποτελούν τα ψευδώνυµα των ανταρτών του
ΕΛΑΣ. Εκτός από πιστοποίηση αγωνιστικότητας, η συνήθεια αυτή εγγραφόταν σε µια
γενικότερη ονοµατοδοτική συµπεριφορά που ανέπτυξε εκείνα τα χρόνια ο ελληνικός
πληθυσµός. Στατιστικές έρευνες έχουν αποδείξει πως µία στις 20 βαφτίσεις της
περιόδου από το 1940 έως το 1945, ήταν φορτισµένες από την συγκυρία της
υποδούλωσης, την υπόµνηση των εθνικών παραδόσεων και την ελπίδα της νίκης. Χιλιάδες
παιδιά που γεννήθηκαν στην Κατοχή βαφτίστηκαν µε ονόµατα όπως Νικηφόρος, Νικάνδρα,
Ελευθερία, Ευρώπη, Μόσχα, Άρης, ευαισθησία αρκετά διαδεδοµένη στις ορεινές περιοχές
και στα µεσαία και κατώτερα στρώµατα των πόλεων21.

Τζούκας, ό.π., 380. Το αντάρτικο και το επαναστατικό τραγούδι. Εκδόσεις Γνώση,


Αθήνα 1977. 19 Σχολιάζοντας µια επιδροµή των Ταγµάτων Ασφαλείας στην Κοκκινιά του
Πειραιά (6-9 Μαρτίου 1944), τα επίσηµα κοµµατικά έντυπα διαπίστωσαν πως «µπροστά
στο τροµοκρατικό όργιο των χιτλερικών ορδών, ωχριούνε τα όσα είχε δει και υποστεί ο
πληθυσµός του προσφυγικού αυτού συνοικισµού πριν από 22 χρόνια στον τόπο του, όταν
τον κυνηγούσαν οι εξαγριωµένοι και φανατισµένοι µπαζιµπουζούκοι του Κεµάλ»
(Κοµµουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), αρ. 25/ Απρίλιος 1944, 579). 20 Εθνική Φλόγα,
21.10.1944. Το απόσπασµα από οµιλία που εκφώνησε ο Ζέρβας στην εκδήλωση για την
απελευθέρωση των Ιωαννίνων. 21 Τοµαρά-Σιδέρη Ματούλα, «Ονοµατοδοτικές συµπεριφορές
και Πολιτική Συγκυρία». Στο: Κουτσούκης Κλεοµένης-Σακκάς Ιωάννης (επιµ), Πτυχές του
Εµφυλίου Πολέµου 1946-1949. Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 101-108.
18

17
Τα αγωνιστικά ψευδώνυµα, µας παρέχουν σήµερα ένα βασικό στοιχείο αυτοπροσδιορισµού.
Στη µεγάλη τους πλειοψηφία προέρχονταν από την ανεξάντλητη πινακοθήκη του 1821.
Εκατοντάδες αντάρτες χρησιµοποίησαν τα ψευδώνυµα «Κολοκοτρώνης», «Καραϊσκάκης»,
«Ανδρούτσος», «Μπότσαρης», «Μιαούλης», «∆υοβουνιώτης», «Νικηταράς», «Παπαφλέσσας»
κ.ά.. ∆εν έλειπαν τα ηχηρά ονόµατα, όπως «Βουλγαροκτόνος» ή «Γερµανοκτόνος» και
αντίστοιχα «Γερµανοφάγος» ή «Βουλγαροφάγος» ή τα αµιγώς πολεµικά όπως «Όλµος»,
«Κεραυνός», «Σπίθας», «Εκδικητής» κλπ. Άλλη πηγή έµπνευσης ήταν η αρχαιοελληνική
ιστορία και µυθολογία: «Περικλής», «Αριστείδης», «Λεωνίδας», «Αχιλλέας»,
«Πάτροκλος», «Ηρακλής», «Ερµής», «Ποσειδώνας», «Άρης» (ο αρχηγός του ΕΛΑΣ),
«Απόλλωνας», «Έκτορας», «Πρίαµος» κ.λ.π. Πολύ συχνά ήταν ονόµατα βουνών και
κορυφών, όπως «Ολυµπος», «Κίσσαβος», «Παρνασσός» και «Χελµός» ως διακριτικός φόρος
τιµής στα αντάρτικα ληµέρια. Μια τρίτη οµάδα ψευδωνύµων ήταν τα κοµµατικά και
επαναστατικά. Ένας διµοιρίτης στην Φωκίδα πήρε το όνοµα «Τέλµαν» (από το γραµµατέα
του ΚΚ Γερµανίας) κι ένας ανθυπολοχαγός στην Παρνασσίδα το «Ζαχαριάδης» προς τιµήν
του ηγέτη του ΚΚΕ. Ορισµένοι υιοθέτησαν τα «Επαναστάτης», «Σπάρτακος»,
«Ροβεσπιέρος», «Λαοκράτης», «Αντιφασίστας», «Τσαπάγιεφ», «Βόλγας» (που λόγω
Στάλινγκραντ είχε λάβει παγκόσµια φήµη), «Εργάτης», «Οκτωβριανός», «Κόκκινος» και
τα ιδιαίτερα σπάνια «Λένιν» και «Στάλιν». Ο ανθυπολοχαγός Μιλτιάδης Παπαθανασίου,
λοχαγός στο Τάγµα της Παρνασσίδας έγινε «Χουαρέζ». Αυτού του είδους τα ονόµατα δεν
εξέφραζαν την πλειοψηφία, καθώς «σίγουρα η µπολσεβικική επανάσταση δεν αποτελούσε
το κίνητρο των περισσότερων, τη στιγµή που έµπαιναν στον αγώνα»22

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Με τη λήξη του Πολέµου, τα ευρωπαϊκά αντιστασιακά κινήµατα έγιναν τα οχήµατα µιας


πολύµορφης ηθικοπολιτικής δικαίωσης. Η εµπειρία της ξένης Κατοχής αποκρυσταλλώθηκε
σε αυτό που θα λέγαµε «πατριωτική µνήµη του Πολέµου», ένα ιδεολογικά µονοσήµαντο
εθνικό αφήγηµα που νοµιµοποιούσε ή απονοµιµοποιούσε συµπεριφορές και πρακτικές σε
όφελος της µεταπολεµικής εσωτερικής ειρήνης των απελευθερωµένων κρατών. Καµία
συλλογική ανάµνηση, πολιτική ανάλυση ή κοινωνική ερµηνεία της κατοχικής περιόδου
δεν επιτρεπόταν να διαφύγει την αναπόδραστη ταύτιση µε τα δύο διακριτά στρατόπεδα
της Αντίστασης και του ∆οσιλογισµού. Σε αυτό το πλαίσιο ο όρος «Αντίσταση» αποκτά
νέο σηµασιολογικό περιεχόµενο, γράφεται µε κεφαλαίο και καθιερώνεται στα λεξικά ως
ορισµός της αντιχιτλερικής δράσης στις κατεχόµενες ευρωπαϊκές χώρες. Οι πρώτοι που
υιοθέτησαν τη νέα ορολογία της κατοχικής πραγµατικότητας ήταν οι Γάλλοι που
εισήγαγαν το Résistance (γράφοντάς το µε κεφαλαίο) ως ιστορικό φαινόµενο συνδεµένο
µε τις ένδοξες εθνικές παραδόσεις. Κυριάρχησε παντού µια εθνική ρητορική για ένα
λαό ενταγµένο στην ιδέα της ελευθερίας, ενώ παραγκωνίστηκε κάθε εµπειρία πολιτικά
ανορθόδοξη ή µη συµβατή µε το πρότυπο µιας πλειοψηφικά αντιστασιακής Ευρώπης. Η
αντίσταση στους Γερµανούς και ο βαθµός συµµετοχής σε αυτήν έγινε η λυδία λίθος της
ατοµικής και συλλογικής αξιοσύνης.23 Ακόµα και
Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εµπειρία της Κατοχής. Αλεξάνδρεια, Αθήνα
2004, 325349. 23 Lagrou Pieter, «Victims of genocide and National Memory: Belgium,
France and the Netherlands 1945-1965». Past & Present 154 (1997), 181-222 // Gildea
Robert and the Team, Εισαγωγικό
22
χώρες ουδέτερες, ή µε αµφιλεγόµενη στάση συνέγραψαν την ιστορία τους υπό το φως της
τρεµάµενης, ασθενικής λάµψης των αντιστασιακών µειοψηφιών τους. Το ίδιο ίσχυσε και
για τις χώρες- µέλη του Άξονα, όπως η Ιταλία που καθαγίασε τη La Resistanza ως «το
µεγαλύτερο κίνηµα αντίστασης στην Ευρώπη» και διόγκωσε υπερβολικά την αυτοεικόνα
της Ιταλίας ως έθνους αντιστασιακών.24

Στην Ελλάδα του Εµφυλίου Πολέµου, ο όρος «Εθνική Αντίσταση» νοηµατοδοτήθηκε µέσα σε
ένα κλίµα θεσµοποιηµένου αντικοµµουνισµού. Η προσπάθεια των δεξιών και κεντρώων
µεταπολεµικών κυβερνήσεων να φιλοτεχνήσουν τον αντικατοχικό αγώνα στον εθνικό καµβά
προϋπέθετε την πλήρη αποσιώπηση των αγώνων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Επικλήσεις και
αναδροµές στον αντιφασιστικό χαρακτήρα του Πολέµου και το «ελληνικό κίνηµα της
Εθνικής Αντίστασης»25 ως τµήµα ενός ευρύτερου αντιφασιστικού αγώνα
περιθωριοποιούνταν αυτόµατα ως µη αποδεκτές κοµµουνιστικές αντιλήψεις. Στο ίδιο
πλαίσιο, η πολεµική δράση οργανώσεων, όπως ο Ε∆ΕΣ, υπερπροβλήθηκε και αναγνωρίστηκε
πανηγυρικά από την αντικοµµουνιστική βουλή του 1946, ως «άξια της Πατρίδος και
αντάξια της ευγνωµοσύνης του Έθνους» ενώ ο «Στρατηγός» Ναπολέων Ζέρβας, στη λογική
της αναγνώρισης των αντιστασιακών ως προδροµικών µαχητών του αντικοµµουνιστικού
αγώνα, έλαβε τον τίτλο «Αρχηγός της Εθνικής Αντιστάσεως»26. «Αιρετικές» γραπτές
µαρτυρίες, όπως το αντιηρωικό Οδοιπορικό του ’43 (1946) του συγγραφέα Γιάννη
Μπεράτη που µιλούσε µε διόλου κολακευτικά λόγια για τον Ε∆ΕΣ σχεδόν
αποσιωπήθηκαν.27 Την εποχή που όλη η Ευρώπη, ανατολική και δυτική, αναζητούσε ήρωες
και ανήγειρε µνηµεία, στην Ελλάδα το µεγαλύτερο κοµµάτι της συλλογικής µνήµης
υφίστατο λοβοτοµή. Με την κήρυξη του Κοµµουνιστικού Κόµµατος εκτός νόµου και την
κορύφωση της στρατιωτικής φάσης του Εµφυλίου το 1947, ο αντιφασιστικός αγώνας
κυριολεκτικά ποινικοποιήθηκε ενώ κάθε αντίπαλος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αναδείχτηκε σε εθνικό
ήρωα, άσχετα µε το κατοχικό του παρελθόν28.

σηµείωµα στο Gildea Robert, Wievorka Olivier, Warring Annette (επιµ.), Surviving
Hitler and Mussolini. Daily life in occupied Europe. Berg, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη,
2006. 24 Φλάισερ Χάγκεν, Οι Πόλεµοι της Μνήµης. Ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος στη δηµόσια
ιστορία. Νεφέλη, Αθήνα 2009 και του ίδιου, «The Past Beneath the Present. The
Resurgence of World War II Public History after the Collapse of Communism: A Stroll
Through the International Press». Historein, τχ. 4/ 2003-2004, 45-130. 25 Πολιτικός
Συνασπισµός των κοµµάτων του ΕΑΜ, Λευκή Βίβλος. Παραβάσεις της Βάρκιζας
(Φεβρουάριος-Ιούνιος 1945). Αθήνα, Ιούνης 1945, πρόλογος // Ριζοσπάστης, 9 και
10.5.1945, Ελεύθερη Ελλάδα, 29.9.1945, διάφορα δηµοσιεύµατα. 26 Εφηµερίς των
Συζητήσεων της Βουλής (ΕΣΒ), συνεδρίαση 23ης Ιουλίου 1946, σ. 331. Η συγκεκριµένη
συνεδρίαση προσέλαβε πανηγυρικό χαρακτήρα µε αφορµή τη συµπλήρωση 4 χρόνων από την
έξοδο του Ζέρβα στον βουνό και κατέληξε σε οµόφωνη έγκριση του ψηφίσµατος για την
αναγνώριση των ΕΟΕΑ. 27 Το «Οδοιπορικό» ήταν πρωτοποριακά αντικοµφορµιστικό έργο.
Μόλις δύο χρόνια µετά την Απελευθέρωση και πριν ακόµα αρχίσει η –ιστορική ή
λογοτεχνική– αναπαραγωγή των πρόσφατων εµπειριών της Αντίστασης, κυκλοφόρησε ένα
βιβλίο που µε τις οριακά αντιηρωικές αφηγήσεις του κλόνιζε κάποιες λεπτές
ισορροπίες. Εκτός του ότι για πρώτη φορά παρουσίαζε µια άχαρη και απογοητευτική
εικόνα του αγώνα µιας «εθνικής» οργάνωσης, ο συγγραφέας κράτησε παράλληλα χλιαρή
στάση –αν όχι κρυφή συµπάθεια– απέναντι στο ΕΑΜ µένοντας σε µεγάλη απόσταση από
αυτό που θα λέγαµε «επίσηµη» εκδοχή των γεγονότων. Αυτό κόστισε στο Μπεράτη και την
απόλυσή του από το Υπουργείο Τύπου όπου εργαζόταν. 28 Σακελαρόπουλος Τάσος,
«Συγκρότηση και πολιτικός ρόλος του στρατού (1944-1946)». Αρχειοτάξιο 5 (Μάιος
2003), σ. 120-126.
Θέλοντας να εξισορροπήσει πολιτικά και ηθικά τον εξοβελισµό της Αριστεράς, ο
ιδεότυπος του «εθνικόφρονα» Έλληνα αντιστασιακού τήρησε σαφείς αποστάσεις από το
δοσιλογισµό. Επίσηµα, τα Τάγµατα Ασφαλείας δεν είχαν θέση σε µια «άσπιλη» εθνική
ανάγνωση της περιόδου. Όταν σε µια από τις συνεδριάσεις του 1948 για την κατάρτιση
του νοµοσχεδίου περί αναγνώρισης των εθνικών οργανώσεων, Πελοποννήσιοι βουλευτές29
εισηγήθηκαν την αναγνώριση των Ταγµάτων Ασφαλείας ως αντιστασιακής οργάνωσης, η
αντίδραση βουλευτών, πρώην ανταρτών του Ε∆ΕΣ, ήταν έντονη: ∆ια στόµατος Στυλιανού
Χούτα, η αντιστασιακή εθνικοφροσύνη κατέθετε το µανιφέστο της: «∆εν εχάσαµεν κύριοι
τον εθνικόν µας δρόµον καίτοι συµπιεζόµεθα µεταξύ ισχυροτάτων Γερµανικών και
κοµµουνιστικών δυνάµεων, καίτοι ήτο βεβαια η συντριβή µας. Αλλά είποµεν θα πέσωµεν,
αλλά δεν θα συµµαχήσωµεν µετά κατακτητών ούτε θα έλθωµεν εις συνεννόησιν µετά του
κοµµουνισµού. Και ερωτώ, κατόπιν αυτών, τι σχέσιν ηµπορεί να έχη αγών αυτός των
Εθνικών Αντάρτικων Οµάδων µε τον αγώνα των Ταγµάτων Ασφαλείας, την δράσιν τον
οποίων δεν είµαι εγώ αρµόδιος να χαρακτηρίσω; Τι σχέσιν ηµπορεί να έχη ο Εθνικός
αυτός Στρατός ο οποίος εµάχετο εναντίον παντός εχθρού της πατρίδος µε τα Τάγµατα
Ασφαλείας;» 30

Η θεσµοποιηµένη ταυτότητα

Η θεσµική αναγνώριση ήρθε το 1949 µε τον περίφηµο Νόµο 971/1949 «Περί απονοµής
ηθικών αµοιβών εις τας εθνικάς αντάρτικας οµάδας και εθνικάς οργανώσεις εσωτερικής
αντιστάσεως». Ο νόµος χαρακτήριζε την Εθνική Αντίσταση ως «εθνικόν αγώνα και
συνέχισιν του πολέµου 1940-41» και αναγνώριζε τη δράση των ανταρτών ως «στρατιωτική
υπηρεσία Ζώνης επαφής». Επίσης κατηγοριοποιούσε ειδολογικά τις αντιστασιακές
οργανώσεις σε «Εθνικές Ανταρτικές Οµάδες», «Εθνικαί Οργανώσεις πληροφοριών και
δολιοφθοράς» και «Εθνικαί Οργανώσεις Εσωτερικού» ακολουθώντας την τυπική,
στρατιωτικού τύπου, ιεράρχηση που είχε καθιερωθεί από το 1943. Οι αιτήσεις και τα
σχετικά δικαιολογητικά θα υποβάλλονταν στο Υπουργείο Στρατιωτικών και η πιστοποίηση
θα δινόταν από αρµόδια συµβούλια. Το γράµµα και το πνεύµα του νόµου συνέδεαν
αναδροµικά την εθνική δράση µε την πολιτική νοµιµοφροσύνη. Αναγνωρίζονταν µόνο
εκείνες οι οργανώσεις που «έδρασαν εθνικώς» και µε εντολές του Συµµαχικού
Στρατηγείου Μέσης Ανατολής και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και «δεν
παρήκουσαν εις την περί διαλύσεως διαταγήν της νοµίµου Ελληνικής κυβερνήσεως»,
επισήµανση που φωτογράφιζε την περίοδο των ∆εκεµβριανών και πρόσφερε το νοµικό
έρεισµα για την απάλειψή του ΕΑΜ από τις δέλτους της ιστορίας.31
Βασικός εισηγητής της πρότασης ο βουλευτής Λακωνίας και πρώην «Πρόεδρος της
Επιτροπής Αντικοµµουνιστικής ∆ιαφώτισης του Τάγµατος Ασφαλείας Γυθείου», Νίκος
Καράµπελλας 30 ΕΣΒ, συνεδρίαση 27ης Οκτωβρίου 1948, σ. 151 / Πβλ. Πρακτικά των
συζητήσεων της Βουλής, 12ης Ιουλίου 1960, σ. 189,195, όπου µια δεκαετία µετά, ξανά
ο Χούτας –ως βουλευτής των Φιλελευθέρων πλέον– θα επαναλάβει στους ίδιους τόνους
πως «οι αγωνισταί της Εθνικής Αντιστάσεως δεν είναι δυνατόν να εξοµοιούνται µε τα
Τάγµατα Ασφαλείας και είναι ηθικώς απαράδεκτον δι’ ηµάς και δι’ ολόκληρον το Κράτος
να εξοµοιώνη τους ηρωικούς αγώνας των εθνικών οµάδων ελλήνων ανταρτών οι οποίοι
επολέµησαν τον κατακτητήν µε την θέσιν των Ταγµάτων Ασφαλείας τα οποία υπηρέτησαν
υπό τας διαταγάς του κατακτητού» // Βλ. επίσης Κωστόπουλος Τάσος, Η αυτολογοκριµένη
µνήµη-τα Τάγµατα Ασφαλείας και η µεταπολεµική εθνικοφροσύνη, Αθήνα, Φιλίστωρ 2005,
104-105. 31 ΦΕΚ Α/226/24.9.1949. Ν.∆. 1174 «Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του υπ’
αριθ. 971/1949 Α.Ν. «περί απονοµής ηθικών αµοιβών εις τας εθνικάς ανταρτικάς οµάδας
και εθνικάς οργανώσεις εσωτερικής
29
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω θα λέγαµε πως από το 1945 και µέχρι το 1974 επικράτησε
στην επίσηµη µνήµη η εικόνα µιας «πολιτικά ορθής» και αποϊδεολογικοποιηµένης
Αντίστασης. Η γνήσια αντικατοχική δράση ταυτιζόταν µε τα κατορθώµατα των µυστικών
οργανώσεων δολιοφθοράς που στελεχώνονται πάντοτε από αξιωµατικούς του στρατού και
καθοδηγούνται από τη Μέση Ανατολή. Το αντάρτικο είναι η ηρωική προέκταση του έπους
της Αλβανίας, καθοδηγείται επίσης από µόνιµους αξιωµατικούς αλλά είναι περιορισµένο
σε συµµαχικές επιχειρήσεις σαµποτάζ και µοιάζει εντελώς αποκαθαρµένο από
οποιοδήποτε στοιχείο θα το φωτογράφιζε ως κοινωνικό κίνηµα µε ανατρεπτικές
πολιτικές προτάσεις. Στις πόλεις ο αγώνας εξατοµικεύεται σε ηρωικές φιγούρες τύπου
Μικρού Ήρωα, εντελώς αποκοµµένες από ύποπτες συλλογικότητες.32 Σε σχέση µε τις
«τακτικές» επιχειρήσεις του ελληνοϊταλικού πολέµου και τη δράση του ελληνικού
στρατού στα µέτωπα της Β. Αφρικής και της Ιταλίας, η «Αντίσταση» υποτιµήθηκε και
υπέστη γενικώς µια αναπόφευκτη καθίζηση στον ελληνικό δηµόσιο λόγο, ακόµα και στους
κύκλους των διανοουµένων. Σε µια θεατρική του κριτική στο έργο του Ζακ Ανουίγ
«Αντιγόνη» το 1947, ο Μ. Καραγάτσης ειρωνεύτηκε την αλληγορία Κρέοντας-Ναζισµός και
Αντιγόνη-Αντίσταση και ειρωνεύτηκε την ευρωπαϊκή µόδα της «Ρεζιστάνς»: «Το νόηµα
της αντιστάσεως έχει πάρει στην νοοτροπία του γαλλικού λαού µιαν εντελώς ιδιότυπην
σηµασία. Φοβούµαι πως οι Γάλλοι δεν έκαναν ενεργητικήν «αντίστασι» στους Γερµανούς
για να ζήσουν αλλά παθητική «ρεζιστάνς» για να πεθάνουν από ανία και αηδία. Και
εξακολουθούν µετά την απελευθέρωσί τους να ζουν µε την ψύχωσι της «ρεζιστάνς».
Θυµάµαι κάποιον Γάλλο δηµοσιογράφο που µε ρώτησε προ καιρού: Εσείς οι Έλληνες
εκάνατε αντίστασι; -Όχι κύριε, του αποκρίθηκα. Εκάναµε Πόλεµο!».33 Τα ελληνικά
sixties

Η παραταξιακότητα της µνήµης δεν έφτασε σε επίπεδα απόλυτης στεγανοποίησης. Καµία


θεσµική ακύρωση δεν ήταν δυνατό να αγνοήσει το αντιστασιακό παρελθόν που συνέχισε
να έρχεται µε διάφορους τρόπους στην επικαιρότητα, µέσα από τις χαραµάδες των
πολιτικών τριγµών. Ελάχιστο διάστηµα µετά τη λήξη του Εµφυλίου του 1949, η ΕΠΕΚ του
Νικόλαου Πλαστήρα προσπάθησε να ενεργοποιήσει ξανά τη µάζα του εαµικού κόσµου που
παρέµενε ανώνυµος και πολιτικά παροπλισµένος. Καλώντας προσωπικά όσους είχαν
συµµετάσχει στην Εθνική Αντίσταση να ψηφίσουν το Κόµµα του ώστε να πάψουν να
διώκονται, ο Πλαστήρας εγκολπώθηκε την εαµογενή δράση και κατέστησε την
ακατέργαστες ακόµα µνήµες της δεκαετίας του ’40 συστατικό στοιχείο της ταυτότητας
του Κέντρου. Η προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι πολιτικές δυνατότητες του καθαρού
«εαµογενούς κόσµου» και να οριοθετηθεί ένας κεντρώος χώρος µέσα από την αντίστιξή
µε τη ∆εξιά και τον Κοµµουνισµό συνεχίστηκε αργότερα µε

αντιστάσεως». Το ίδιο πνεύµα ακολουθούσαν τα καταστατικά των διαφόρων συλλόγων που


άρχισαν να εµφανίζονται το 1945 –πλην των ΕΛΑΣιτών φυσικά. Πβλ. Καταστατικό
Πανελλήνιου Συνδέσµου Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως (ΠΣΑΕΑ), Α.Π 6269/1946. 32 Για
την πολύ ενδιαφέρουσα κινηµατογραφική απεικόνιση της περιόδου 1941-1944, βλ.
Ανδρίτσος Γιώργος, Η Κατοχή και η Αντίσταση στον ελληνικό κινηµατογράφο 1945-1966.
Αιγόκερως, Αθήνα 2004, 7-85. 33 Κριτική του Μ. Καραγάτση στο έργο «Αντιγόνη»
(Βραδυνή, 30.1.1947). Στο: Μ. Καραγάτσης, Κριτική Θεάτρου 1946-1960 (επιµ. Ιωσήφ
Βιβιλάκης). Εστία, Αθήνα 1999, 60.
µεγαλύτερη επιµονή από τον απόλυτο εκφραστή του Κέντρου, Γεώργιο Παπανδρέου34. Από
τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αναζητούνταν θεραπείες για τους ανοιχτούς
λογαριασµούς µε το κατοχικό παρελθόν. Το 1956, το δηµοτικό συµβούλιο της Νίκαιας
ανακήρυξε τη 17η Αυγούστου, ηµέρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς, «µέρα Εθνικής εξάρσεως
και Εθνικής ανατάσεως» µε ρητές αναφορές στον πλειοψηφικά αριστερό κόσµο της
συνοικίας. Ο κεντρώος Τύπος της εποχής συζητούσε µε διάφορες αφορµές το θέµα της
αδικαίωτης Αντίστασης. Σε κάποια από τις επιφυλλίδες του, ο ∆ηµήτρης Ψαθάς έκανε
ευθεία αναφορά στο ΕΑΜ γράφοντας πως «ο λαός λοιπόν της Αντιστάσεως στην περίεργη
τούτη χώρα έχει µείνει µε το πικρό παράπονο ότι όχι µόνον δεν έτυχε καµίας
αναγνώρισης των αγώνων του, αλλά και συκοφαντήθηκε και τέθηκε σε θέση µειονεκτική
από τους άλλους Έλληνες».35 Στο στρατόπεδο της Αριστεράς, που µέσω της Ε∆Α, άρχιζε
να υψώνει το ανάστηµά της στην πολιτική σκηνή, η παραγνωρισµένη Εθνική Αντίσταση
ήταν µόνιµη επωδός του πολιτικού λόγου. Με µια µαρτυρολογική προσέγγιση που
κωδικοποιούσε το διττό αίτηµα της διαχείρισης του παρελθόντος και της εξοµάλυνσης
του παρόντος, η Αριστερά επιδίωκε την αναγνώριση του ΕΑΜ, ως ελάχιστη απόδοση
ιστορικής δικαιοσύνης. Το Μάιο του 1959, µε αφορµή τη δίκη του Μανώλη Γλέζου στο
Στρατοδικείο Αθηνών, διάφοροι αριστεροί σύλλογοι ξεκίνησαν µια δυναµική εκστρατεία
για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουµένων, οι οποίοι ταυτίζονταν µε τους
αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης36 Η αναγωγή στο ηθικό µεγαλείο της συµµετοχής
στους «εθνικούς αγώνες» του Πολέµου και της Κατοχής θα παραµείνει το ακλόνητο ηθικό
αντεπιχείρηµα των διωχθέντων απέναντι στο µετεµφυλιακό κράτος που επανδρωνόταν από
«τους συνεργάτες του εχθρού και τους απόντες».37 Οι έγκλειστοι των φυλακών
υπερασπίζονταν την ιδιότητα του «πολιτικού» κρατουµένου ακριβώς για να επιτύχουν
την αναγνώρισή τους ως αντιστασιακούς. Σε ένα από τα υποµνήµατά τους, οι
κρατούµενοι υποστηρίζουν πως «άπαντες υπήρξαµε δραστήρια µέλη της Εθνικής
Αντιστάσεως και ούτω πράξεις στρεφόµεναι κατά των εχθρών της πατρίδος
εχαρακτηρίσθησαν ως αδικήµατα του κοινού ποινικού δικαίου», ενώ σε ό,τι αφορά την
περίοδο 1946-1949, δε δέχονταν άλλη ερµηνεία για τα διαπραχθέντα, από εκείνη του
πολιτικού αδικήµατος.38 Είκοσι χρόνια µετά, η Εθνική Αντίσταση παρέµενε ανοιχτό

Πασχαλούδη Ελένη, «Η χρήση του παρελθόντος στον πολιτικό λόγο: τα γεγονότα της
δεκαετίας του ’40 στον πολιτικό λόγο των κοµµάτων του Κέντρου (1950-1964)». Στο:
Μνήµες και Λήθη του Ελληνικού Εµφυλίου Πολέµου. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008, 271-
292. 35 Τα Νέα, 23.1.1957. 36 Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας [ΑΣΚΙ], Αρχείο
Ε∆Α, κ. 148: «Γενικές Συνελέυσεις του ΑΣΟΠΕΦ», 1. Αρχείο Γ. Σ. του ΑΣΟΠΕΦ/Α. (Μάιος
1959). Ψήφισµα, 20 Μαΐου 1959. 37 ∆ελτίον Αθηναϊκού Συλλόγου Οικογενειών Πολιτικών
Εξορίστων και Φυλακισµένων. Αρ. φύλλου 3, Ιούνιος 1963, 2 38 ΑΣΚΙ, Αρχείο Ε∆Α, κ.
149: «∆ραστηριότητες του ΑΣΟΠΕΦ (1958-1967). Υπόµνηµα προς ∆ιεθνές Κοµιτάτο Ερυθρού
Σταυρού. Αθήνα, 28.2.1961. Το συγκεκριµένο απόσπασµα προέρχεται από συνηµµένο στο
υπόµνηµα, ψήφισµα των κρατουµένων το οποίο υπέγραφαν οι Αντώνης Αµπατιέλος,
∆ηµήτρης Ασηµακόπουλος, Φωκίων Βέττας, Λευτέρης Βουτσάς, Μανώλης Γλέζος, Γιώργος
Ερυθριάδης, Χρήστος Κανάκης, Παναγιώτης Κατερίνης, Νίκανδρος Κεπέσης, Παντελής
Κιουρτσής, Ρούλα Κουκούλου, Σπύρος Κωτσάκης, Κώστας Λουλές, Σωτήρης Μπαρµπουνάκης,
Βασίλης Μπεκάκος, Ηρακλής Μποζατζίδης, Γιάννης Παλαβός, Στέφανος Παπαγιάννης,
Γιώργης Παπαρήγας, Αύρα Παρτσαλίδου, Μανώλης Σιγανός, Μιχάλης Συνοδινός, Γιώργος
Τρικαλινός, Χαρίλαος Φλωράκης.

34
και διαφιλονικούµενο πεδίο ερµηνείας µε έντονες πολιτικές και συναισθηµατικές
φορτίσεις.39

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου Τη µεγαλύτερη ίσως διαστρέβλωση στην έννοια της
«Εθνικής Αντίστασης» επιφύλαξε η ∆ικτατορία της 21ης Απριλίου. Οι συνταγµατάρχες
ενσωµάτωσαν µε ποικίλους τρόπους την Εθνική Αντίσταση στην αντικοµµουνιστική τους
σταυροφορία, µε αποκορύφωµα την ψήφιση ενός νέου νόµου αναγνώρισης. Το εκτρωµατικό
νοµοθετικό διάταγµα 179/69 «Περί Εθνικής Αντιστάσεως» ανήγαγε σε ύψιστη
αντιστασιακή πράξη τον «αγώνα κατά των εαµοκοµµουνιστών» και ενέταξε µαζικά στα
ηθικά και υλικά ευεργετήµατα, πρόσωπα άσχετα µε την αντίσταση, «µεµονωµένους»,
ένοπλες δοσιλογικές οργανώσεις, ακόµα και παραστρατιωτικά σώµατα της περιόδου του
Εµφυλίου.40 Φρόντισε επίσης να καλλιεργήσει ένα ενιαίο συµπαγές αντικοµµουνιστικό
αφήγηµα για τη δεκαετία του ’40 στηλιτεύοντας τη «φαυλοκρατία» που λίγο έλειψε να
νοµιµοποιήσει το προδοτικό ΚΚΕ και να φρονηµατίσει τη νεολαία ώστε να επισκέπτεται
τα «εθνικά θυσιαστήρια της Αντιστάσεως της ∆ράµας αντί να κάνει µνηµόσυνα του
Λουµούµπα».41 Από τους δεξιούς βετεράνους, µεγάλος αριθµός είδε µε καλό µάτι την
«Επανάσταση» και συνεργάστηκε ανοιχτά µε αυτή ιδρύοντας νέα σωµατεία αγωνιστών.
Γνωστότερη είναι η περίπτωση της «Πανελλήνιας Ενώσεως Σωµατείων Εθνικής Αντιστάσεως
(ΠΕΣΕΑ)» που ιδρύθηκε στην Ήπειρο από τον παλιό οπλαρχηγό του Ε∆ΕΣ και πρώην
βουλευτή, Αλέκο Παπαδόπουλο. Στους εκπεφρασµένους σκοπούς του σωµατείου
συγκαταλέχθηκε η υποστήριξη πάσας «Εθνικής Κυβέρνησης» από τον αγωνιστικό κόσµο των
Ε∆ΕΣ-ΕΟΕΑ –µε ευθεία αναφορά στην «εθνοσωτήριον επέµβαση του Στρατού µας την 21ην
Απριλίου 1967»– και «η µεταλαµπάδευσις της Εθνικής Αντιστάσεως και των βασικών
αρχών του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισµού» στη νεολαία42. Στις 28 Ιουλίου 1968
πραγµατοποιήθηκε πανηγυρική εκδήλωση στα Ιωάννινα για τον εορτασµό της επετείου της
εξόδου του Ζέρβα στο βουνό, που έκτοτε
Για το στοιχείο του αυτοπροσδιορισµού και της υποκειµενικότητας βλ. Λαµπροπούλου
∆ήµητρα, Γράφοντας από την Φυλακή. Όψεις της υποκειµενικότητας των πολιτικών
κρατουµένων. Νεφέλη, Αθήνα 1999. 40 Τέτοιες οργανώσεις ήταν ο Εθνικός Ελληνικός
Στρατός (ΕΕΣ) της Μακεδονίας που συνεργάστηκε σε όλες τις επιχειρήσεις των Γερµανών
εναντίον του ΕΛΑΣ το 1944, οι «Εθνικισταί ΝΑ Θεσσαλίας» και οι Εθνικές
Αντικοµµουνιστικές Οµάδες Κυνηγών (ΕΑΟΚ) Λακωνίας που έδρασαν ως κυνηγοί κεφαλών
µετά το 1945. Βλ. ενδεικτικά: ΥΠΕΘΑ προς ΥΕΝ, Αρχηγείον Π.Υ, ΓΥΕ Νοµών, Φ
447/34/866289/28.8.1971, ΥΕΘΑ προς Πίνακαν Α και Α1, Φ
447/7/118/879349/72/16.9.1972 «Ηθικαί Αµοιβαί Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως»
(προσωπικό αρχείο γράφοντα). 41 Εθνική Αντίστασις φ. 75/ Μάρτιος 1970. 42
Καταστατικό «Πανελληνίου Ενώσεως Συνδέσµων Εθνικής Αντιστάσεως (ΠΕΣΕΑ) ΕΟΕΑ-Ε∆ΕΣ».
Α.Π. 635/1967, σ. 4-5. Στις 9 Μαρτίου 1968 το προεδρείο αποδείχτηκε «βασιλικότερον
του βασιλέως» αποστέλλοντας επιστολή στον πρωθυπουργό της Χούντας για να διακηρύξει
τη νοµιµοφροσύνη του προς την «Επανάσταση», να προβάλλει τα αιτήµατα των αγωνιστών
και να εκθέσει τις απόψεις του για την ανάγκη εντατικού «αντικοµµουνιστικού
φανατισµού των νέων» και την αναδιοργάνωση του στρατού στη βάση συγκρότησης
«ελαφρών αντικοµµουνιστικών στρατιωτικών τµηµάτων δια προσεκτικής επιλογής του
έµψυχου υλικού» (Παπαδόπουλος Αλέξανδρος, Μεγαλεία και θρήνοι. Ιωάννινα 1976, 500-
501). Αποδέκτης εγκάρδιων επιστολών ήταν και ο διοικητής της ΕΣΑ, ∆ηµήτρης
Ιωάννιδης (ο οποίος είχε υπηρετήσει ως ανθυπολοχαγός στις ΕΟΕΑ) και τον οποίον ο
Αλέκος Παπαδόπουλος προσφωνεί «Αγαπητέ Τάκη» (Παπαδόπουλος, ό.π., 548-540)
39
καθιερώθηκε ως κεντρικό γεγονός ηπειρώτικου ενδιαφέροντος. Η εκδήλωση προσέλαβε
πανηγυρικό χαρακτήρα µε την παρουσία του Γεώργιου Παπαδόπουλου ο οποίος ήταν
επίτιµος προσκεκληµένος για να υπογραµµίσει τη µετουσίωση του πνεύµατος της Εθνικής
Αντίστασης στην «καινούρια Εθνική Αντίσταση της 21ης Απριλίου», όπως ανέφερε ο
ίδιος στην οµιλία του. Με την σύσσωµη παρουσία παραγόντων του ∆ήµου, της Νοµαρχίας
και εκπροσώπων του Στρατού, της Χωροφυλακής και των Σωµάτων Ασφαλείας, ο δικτάτορας
ανακηρύχθηκε επίσηµα από τον Αλέκο Παπαδόπουλο «επίτιµος Γενικός Αρχηγός των Οµάδων
Εθνικής Αντιστάσεως»43 Υπήρξε όµως και αντίλογος: Με αφορµή την απόφαση της Χούντας
να ανταµείψει εξίσου γενναιόδωρα όσους πολέµησαν τον «ερυθρό και µαύρο φασισµό»,
πολλοί αγωνιστές δυσφόρησαν µε την απόδοση συντάξεων σε συνεργάτες των Γερµανών και
ανθρώπους που δεν είχαν καµία σχέση µε την Εθνική Αντίσταση. Με µεγάλη εντιµότητα,
ο υπασπιστής του Ναπολέοντα Ζέρβα, Μιχάλης Μυριδάκης παραδέχτηκε αργότερα πως «η
µεγαλυτέρα φαυλότητα και διαστροφή της εννοίας της Εθνικής Αντιστάσεως έγινε κατά
την περίοδο της Στρατιωτικής ∆ικτατορίας»44. Μεταπολίτευση και ΠΑΣΟΚ

Η Μεταπολίτευση άνοιξε το δρόµο για τη θριαµβευτική είσοδο της Αριστερής Αντίστασης


στη δηµόσια συζήτηση. Στο διάστηµα από το 1974 έως το 1981, µέσα στη γενικότερη
πολιτικοποίηση του δηµόσιου λόγου και τη νοµιµοποίηση του ΚΚΕ, παρατηρείται
κατακόρυφη αύξηση στην εκδοτική παραγωγή των «αυτοβιογραφικών τεκµηρίων της
Αριστεράς» µε διπλό ρόλο: είτε ως προσπάθεια µάχιµης πολιτικής παρέµβασης είτε ως
αναζήτησης της συλλογικής ταυτότητας της Αριστεράς45 Είναι η εποχή ανακάλυψης της
ηρωικής και παραγκωνισµένης ΕΑΜικής ιστορίας που, σύµφωνα µε ένα από τα στελέχη
του, είχε «θαφτεί ζωντανή», στα πλαίσια µιας συνειδητής, «οργανωµένης δολοφονίας
της µνήµης του Λαού» η µοίρα του οποίου παρουσίαζε όλα τα χαρακτηριστικά µιας
αρχαιοελληνικής τραγωδίας46. Η εναλλαγή ηρωικής και µαρτυρολογικής οπτικής είναι
διάχυτη στα περισσότερα βιβλία της Αριστεράς, όπως λ.χ. στο σπουδαίο βιβλίο του
Αντώνη Φλούντζη για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου που χαρακτηρίζει το γερµανικό
κολαστήριο ταυτόχρονα «κάστρο» και «βωµό» της Εθνικής Αντίστασης.47 Η εικόνα που
καλλιεργείται για να επικρατήσει τελικά είναι αυτή µιας «παλλαϊκής αντίστασης» που
υπερβαίνει τα χρονικά όρια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και περιγράφει αχρονικά
την έµφυτη τάση του ελληνικού λαού να αντιστέκεται στα δόλια σχέδια των ισχυρών που
υπονοµεύουν την εθνική ανεξαρτησία, από την επαύριον της Εθνικής Ανεξαρτησίας µέχρι
το πολύ πρόσφατο παράδειγµα της επτάχρονης συνταγµατικής εκτροπής48. Η πρόσφατη

Παπαδόπουλος, ό.π., 511 Μυριδάκης Μιχάλης, Αγώνες της Φυλής. Αθήνα 1976. Τόµος Β,
σ. 363 45 Παπαθανασίου Ιωάννα, «Βίωµα, Ιστορία και Πολιτική. Η υπόσταση της
προσωπικής µαρτυρίας. Σκέψεις µε αφορµή δύο βιβλία του Τάκη Μπενά». Τα Ιστορικά 24
(), σ. 253-267. 46 Ανταίος Πέτρος, Συµβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ. Καστανιώτης,
Αθήνα 1978, Τόµος Α1, 1, 23. 47 Φλούντζης Ι. Αντώνης, Χαϊδάρι. Κάστρο και βωµός της
Εθνικής Αντίστασης. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1976. 48 Fleischer Hagen, «Was wäre
wenn….Die Bewältigung der kommunistischen Niederlage im Griechischen Bürgerkrieg
nach Wiederstellung der Demokratie (1974-2006)». Στο: Brunnbauer Uli44

43
εµπειρία της ∆ικτατορίας των Συνταγµαταρχών επιτάχυνε την πρόσληψη ενός
τελεολογικού ερµηνευτικού σχήµατος µε βάση το οποίο, οι εµφυλιακές ανωµαλίες
αποδίδονταν σε πραγµατικές ή υποτιθέµενες επεµβάσεις των Μεγάλων ∆υνάµεων, που
εµπόδισαν το ΕΑΜ να εφαρµόσει τη γραµµή της εθνικής ενότητας την οποία εξέφραζε49.
Μαρξιστές και νεοµαρξιστές είδαν στο Αντάρτικο ένα είδος αγροτικής επανάστασης που
ξεπέρασε τις προσδοκίες των «καρδιναλίων της πολιτικής» και στις µορφές των
«Καπετάνιων» την ελληνική εκδοχή του Εµιλιάνο Ζαπάτα.50 Η συλλογική ταυτότητα
εικονογραφήθηκε µέσα από ηρωικές µορφές αρχετυπικών αγωνιστών, όπως ο Άρης
Βελουχιώτης που –σύµφωνα µε µια αγαπηµένη µου έκφραση– λογίζεται πλέον ως
αναδροµικός (ή προδροµικός) Τσε Γκεβάρα. Τα βιβλία ακροβατούν ανάµεσα σε µια
κλασική µορφή αποµνηµονευµάτων και µια απόπειρα ιστορικής συγγραφής, ένα είδος
πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης της Εθνικής Αντίστασης που ξεκινά από τη
∆ικτατορία του Μεταξά. Κυριάρχησε το ιδεολόγηµα µιας ενιαίας «Εθνικής Λαϊκής
Αντίστασης», στα πρότυπα της Επανάστασης του 1821, που καταπολεµήθηκε τόσο από τα
χρεοκοπηµένα πολιτικά κόµµατα και την εξόριστη κυβέρνηση του Καίρου όσο και από το
«δούρειο ίππο» της βρετανικής πολιτικής που επιδίωκε να επαναφέρει την προπολεµική
τάξη πραγµάτων51. Την ίδια οπτική σε ό,τι αφορά την περιοδολόγηση, τις χρονικές
τοµές και τις συνέχειες υιοθέτησε και το πρώτο επιστηµονικό συνέδριο που οργανώθηκε
για την Κατοχή µόλις το 1984, δέκα χρόνια µετά τη Μεταπολίτευση. Το συνέδριο και ο
επ αυτώ συλλογικός τόµος «Η Ελλάδα 1936-44. ∆ικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση» µε
πρωτοβουλία των Νίκου Σβορώνου και Χάγκεν Φλάισερ ενέταξε στην περίοδο τη
∆ικτατορία της 4ης Αυγούστου, αφαιρώντας προσεκτικά τον Εµφύλιο από τα υπό
διαπραγµάτευση θέµατα. Η συµπερίληψη του καθεστώτος Μεταξά εξηγεί το κληροδότηµα
κατασταλτικών µηχανισµών, πολιτικών ερίδων και αντιφασιστικών τάσεων στην κατοχική
περίοδο, ενώ η τοποθέτηση της τοµής στο 1944 δεν είχε να κάνει µε τις πολιτικές και
ψυχολογικές συνθήκες της εποχής αλλά «περισσότερο µε την ψυχολογία της Αριστεράς σε
µια περίοδο που, παράλληλα µε την ενσωµάτωση της ίδιας στο πολιτικό και ακαδηµαϊκό
σύστηµα, επιδίωκε να εντάξει την Αντίσταση στην εθνική ιστορία»52 Η σύµπηξη ενός
ευρύτερου προοδευτικού χώρου µε θέληση να υπερβεί τις παλιότερες διχοτοµίες, είχε
διαµορφώσει κατάλληλα το έδαφος για την αναγνώριση του ΕΑΜ πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ
στην εξουσία.53 Στις 17 Αυγούστου 1982, σε µια ιστορική συνεδρίαση της Βουλής,
ξεκίνησε η συζήτηση του πολυαναµενόµενου
Troebst Stefan (Hg.), Zwischen Amnesie und Nostalgie. Die Erinnerung an den
Komunismus in Sudosteuropa. Böhlau Verlag, 2007, 27-45. 49 Παρτσαλίδης Μήτσος,
Αποστόλου Λευτέρης, «Το Εαµικό Κίνηµα». Κοµµουνιστική Θεωρία και Πολιτική τχ.
13/Αύγουστος-Σεπτέµβριος 1976, 28-33. 50 Eudes Dominique, Οι Καπετάνιοι. Ο
ελληνικός εµφύλιος πόλεµος 1943-1949 (µτφ. Γιώργος Παπακυριάκης). Εξάντας, Αθήνα
1975. 51 Βλ. σχετικά Πυροµάγλου Κοµνηνός, Η Εθνική Αντίστασις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Ε∆ΕΣ-ΕΚΚΑ.
∆ωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα 1988 και του ιδίου, Ο ∆ούρειος Ίππος. Η εθνική και πολιτική
κρίσις κατά την Κατοχή. ∆ωδώνη, Αθήνα 1978. 52 Φλάισερ Χάγκεν, Εισαγωγή στο
συλλογικό τόµο Η Ελλάδα 1936-44. ∆ικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση. Μορφωτικό Ινστιτούτο
ΑΤΕ, Αθήνα 1989, σ., ΧΙΙΙ-ΧΙΧ // Λιάκος Αντώνης, «Αντάρτες και συµµορίτες στα
ακαδηµαικά αµφιθέατρα». Στο: Χάγκεν Φλάισερ (επιµ), Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη
∆ικτατορία στον Εµφύλιο. Τοµές και συνέχειες. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σ. 25-36. 53
Τι είναι και τι επιδιώκει η Κίνηση «Ενωµένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944». Έκδοση της
Επιτροπής της Κίνησης «Ενωµένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944», Αθήνα χ.χ, 7. Το
κείµενο της διακήρυξης ενοποιούσε τον αγώνα της Κατοχής µε τους µεταπολεµικές
αγώνες για την δηµοκρατία, την ανατροπή της χούντας και το Πολυτεχνείο ενώ συγκινεί
ακόµα και σήµερα µε τη διαπαραταξιακότητα και το γνήσιο ροµαντισµό του.
νοµοσχεδίου που θα αναγνώριζε επίσηµα το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σαν αντιστασιακή οργάνωση. Ο
Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτήρισε την «Εθνική Αντίσταση», «σύµβολο εθνικής ενότητας»
και την αναγνώρισή της «εθνικό χρέος» και «λαϊκή εντολή».54 Η διατύπωση του
νοµοθετικού κειµένου ήταν αρκετά διπλωµατική ώστε να ενσωµατώνει όλες τις µέχρι
τότε οργανώσεις και αρκετά ισοπεδωτική ώστε να αναδεικνύει ως µοναδικό φορέα
αντίστασης τον «ελληνικό Λαό» εν γένει55. Το ΠΑΣΟΚ ενσωµάτωσε επιδέξια την
Αντίσταση στην εθνικιστική, αντιδεξιά ρητορεία του και αυτοπροβλήθηκε ως συνέχεια
της εαµογενούς παράταξης που αντιπροσώπευε την τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων, σε
αντιδιαστολή µε τη δοσιλογική ∆εξιά.56 Ως προς την πρόσληψη του σχήµατος από τα
κάτω, θα λέγαµε πως η ξαφνική εµπέδωση µιας καθολικής «αντιστασιακής» συνείδησης
υπό την κάλυψη µάλιστα της κυβερνητικής παράταξης, παρήγαγε µια «φρενίτιδα
αντιστασιακότητας». Όχι λιγότερο από την αναζήτηση πολιτικής δικαίωσης, τα ευνοϊκά
συνταξιοδοτικά ευεργετήµατα που πήγαζαν από το νόµο έκαναν τους πάντες να αναζητούν
αντιστασιακούς συγγενείς εκεί που δεν υπήρχαν ή να υπερβάλλουν για το βαθµό
συµµετοχής τους στην Αντίσταση. Συµπεριφορές, όπως ο δοσιλογισµός ή ο
µαυραγοριτισµός ή η παθητική στάση σβήστηκαν µπροστά στο ένδοξο αφήγηµα του
«παλλαϊκού ξεσηκωµού», ενώ οι αυτοπροσδιορισµοί δεξιός και αριστερός που κάποτε
καθόριζαν ανθρώπινες ζωές αµβλύνθηκαν κατά πολύ µέσα στην πολυσυλλεκτικότητα της
µεταπολιτευτικής Ελλάδας57. Τη δεκαετία του ’80, η ιδιότητα του «αγωνιστή της
Εθνικής Αντίστασης» ή «αντιστασιακού» καθιερώθηκε ως κοινωνική ταυτότητα µε
τυποποιηµένα, λίγο πολύ κοινά αποδεκτά σήµερα, χαρακτηριστικά. Τέλος, ως προς το
λόγο των πρωταγωνιστών, η δεκαετία του ’80 είδε την αποθέωση των ατοµικών βιωµάτων
και την προσπάθειά τους να υπηρετήσουν «ιστορικά» την πραγµατικότητα. Η αναψηλάφιση
του παρελθόντος συνάδει µε την αντιδιαστολή «αλήθειας» και «ψέµατος», σε µια
συνειδητή προσπάθεια –της κάθε παράταξης– να διατυπώσει το «σωστό» υποβάλλοντας τη
µνήµη σε προσεκτική επεξεργασία για την αφαίρεση σκοτεινών ή αµφισβητήσιµων
σηµείων. Οι ανακατατάξεις του πολιτικού χάρτη µορφοποίησαν αντίστοιχα την πολιτική
τοποθέτηση των αντιστασιακών, παράγοντας την κοµµατικοποίηση της µνήµης της Κατοχής
που γνωρίζουµε και σήµερα.

Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση Κ, 17ης Αυγούστου 1982. Επίσης τις οµιλίες των Γεώργιου
Γεννηµατά, Ευάγγελου Γιαννόπουλου κ.ά, καθώς και τον αντίλογο του Ευάγγελου Αβέρωφ
για το «συγχωροχάρτι στον Κοµµουνισµό». Πβλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδριάσεις 18ης και
19ης Αυγούστου 1982. 55 ΦΕΚ Α/115/20.9.1982. Ν. 1285/1982 «Για την αναγνώριση της
Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευµάτων κατοχής 1941-1944».
56 Ρόρη Λαµπρινή, «Από το «δωσίλογο» Μητσοτάκη στη «νέα Βάρκιζα του ‘89»: η µνήµη
της δεκαετίας του ’40 στον πολιτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ». Στο: Μνήµες και λήθη του
ελληνικού εµφυλίου πολέµου. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008, 293-310. 57 Βλ. το
παρακάτω πολύ ενδιαφέρον απόσπασµα από την αποχαιρετιστήρια οµιλία του απερχόµενου
προέδρου του ΠΣΑΕΑ (βετεράνοι του Ε∆ΕΣ), στρατηγού ε.α., Γεώργιου Καρούσου στα µέλη
του συλλόγου το Νοέµβριο του 1999: «Σύµφωνα µε την πολεµική µας προσπάθεια της
κατοχής και το ιδεολογικό υπόστρωµα των µαχητών µας, η µεταπολεµική τοποθέτηση των
ανταρτών µας στο χώρο των αντιπαραθέσεων ήταν σαφώς στη ∆εξιά. Και είναι γνωστό ότι
η ∆εξιά διατήρησε την εξουσία επί 24 συναπτά έτη […] Το πέρασµα των ετών, η
δικτατορία, η καταστροφή της Κύπρου και η αλλαγή του γενικότερου περί αριστεράς
κλίµατος ανέτρεψαν την κατάσταση. Ήλθαν στην εξουσία δυνάµεις τις οποίες κάποτε
αντιµετωπίσαµε στα πεδία των µαχών. Έγινε µάλιστα αυτό και µε την πρωτοστασία
βασικών προσωπικοτήτων της ∆εξιάς που προηγουµένως µας κατηγορούσαν για ∆ηµοκράτες»
(Νέα Εθνική Φλόγα, φ. 158/∆εκέµβριος 1999).
54
Εν κατακλείδι, όπως όλες όµως οι συλλογικές ταυτότητες, η ταυτότητα του
αντιστασιακού νοείται µόνο µέσα από τη µακρά διαδικασία που οδηγεί στην παγίωση και
αναγνώρισή της και ενδεχοµένως την αναθεώρησή της, Εξάλλου, ως προϊόν συµφωνίας ή
διαφωνίας, η ταυτότητα δεν είναι κάτι αµετάβλητο58. Και στην περίπτωση της
αντιστασιακής ταυτότητας το ενδιαφέρον είναι πως η διαδικασία σφυρηλάτησής της
ξεκινά post mortem, ακριβώς µετά το τέλος του χρονικού διαστήµατος που οριοθετεί
ιστορικά την αντιστασιακή δράση. Ως κατεξοχήν πολιτική έννοια, η Αντίσταση και η
σηµασία της έφτασε σε µας µέσα από δαιδαλώδεις διαδροµές εµπρόθετων πολιτικών
επιλογών, αποκλεισµού, θεσµικής και ηθικής αναγνώρισης, υλικής αποκατάστασης και
µιας διεπιστηµονικής αναζήτησης που, ευτυχώς, συνεχίζεται µε αµείωτο ενδιαφέρον.

Jenkins Richard, Κοινωνική Ταυτότητα (µτφ. Κατερίνα Γεωργοπούλου). Μεταίχµιο, Αθήνα


2007, 26-29.

58

You might also like