Μεγάλος Πόνος-Διακοπές στη Ματουαρόχα

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 208

Τα

ΑΡΛΕΚΙΝ επιλέγουν για σας τις ωραιότερες ιστορίες τους!


Συγγραφείς που αγαπήθηκαν - ιστορίες αγάπης που ξεχώρισαν
Ο Μεγάλος Πόνος CAROLE MORTIMER

Η Ντάρσι αγαπούσε κρυφά τον όμορφο και δυναμικό προϊστάμενό της, τον Ριντ Χάντερ. Εκείνος,
όμως, την αντιμετώπιζε απλώς σαν την πιστή γραμματέα του. Ώσπου, ξαφνικά, της ζήτησε να τον
συνοδεύσει στη Φλόριντα ως... ερωμένη του! Βέβαια το ταξίδι ήταν στην πραγματικότητα
επαγγελματικό και το «ειδύλλιό» τους ένα κόλπο του Ριντ για να ξεγελάσει τους ανταγωνιστές του.
Αλλά το πάθος που άρχισαν να μοιράζονται τις νύχτες ήταν πέρα ως πέρα αληθινό... Η Ντάρσι ζούσε
τώρα το πιο γλυκό της όνειρο. Όταν θα τέλειωνε, όμως, θα έδινε τη θέση του στον πιο μεγάλο
πόνο...

Διακοπές στη Ματουαρόχα ROBYN DONALD


Η γιατρός Φίνλεϊ Μακμίλαν ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στη δουλειά της -δεν είχε καιρό για έρωτες
και περιπέτειες. Ώσπου γνώρισε τον Μπλέικ Κερντ, τον ιδιοκτήτη του μικρού νησιού Ματουαρόχα,
στη Νέα Ζηλανδία, όπου είχε έρθει για τις διακοπές της. Αυτός ο δυναμικός αλλά
ταυτόχρονα τρυφερός κι ευαίσθητος άντρας ξεσήκωνε τις αισθήσεις της και η Φίνλεϊ
δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ ν' αντισταθεί στη στενή πολιορκία του. Τι θα γινόταν, όμως, όταν
θα ερχόταν η στιγμή ν' αποχαιρετήσει τον Μπλέικ και το μικρό του παράδεισο και να επιστρέψει
στην κανονική της ζωή;

Ο Μεγάλος Πόνος

CAROLE MORTIMER

Διακοπές στη Ματουαρόχα

ROBYN DONALD

Μετάφραση: Στέλιος Παπακώστας

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.

Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438 - 210 3629 723 www.arlekin.gr

ISSN 1791-910X

© 2010 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας
με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.a.r.l.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΝΟΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: Glass Slippers and Unicorns © 1986 by Carole Mortimer. All rights reserved.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ MATOYAPOXA

Τίτλος πρωτοτύπου: Country of the Heart

© 1987 by Robyn Donald. All rights reserved.

Μετάφραση: Στέλιος Παπακώστας Επιμέλεια: Ρήγας Καραλής

Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή


του με οποιοδήποτε οπτικοακουοτικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 14 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

Made and printed in Greece.

Ο Μεγάλος Πόνος
CAROLE MORTIMER
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«Για τ' όνομα του Θεού, Ντάρσι, ξέρω πως συνέχεια χάνεις τα πράγματά σου, αλλά δεν το περίμενα
να χάσεις και τη μητέρα μου».

Η Ντάρσι κοίταξε τον εργοδότη της αμήχανη. Είχε δίκιο. Πολλές φορές έχανε τα πράγματά της.
Όμως για τη μητέρα του την κατηγορούσε άδικα. Στην πραγματικότητα δεν είχε χάσει την κυρία
Μοντ Χάντερ. Απλώς την είχε αφήσει για λίγο μόνη κι εκείνη είχε εξαφανιστεί.

Ο Ριντ όμως δε φαινόταν διατεθειμένος να την ακούσει. Την είχε στείλει στο αεροδρόμιο για να
παραλάβει τη μητέρα του και η Ντάρσι είχε γυρίσει χωρίς να τη φέρει. Και το χειρότερο, δεν είχε
ιδέα πού βρισκόταν.

«Θεέ μου, Ντάρσι, έχασες τη μητέρα μου, το καταλαβαίνεις;» της είπε εξοργισμένος.

Εκείνη αναστέναξε. «Το καταλαβαίνω», του αποκρίθηκε φοβισμένη. «Μου το είπες δύο φορές!»

Τα πράσινα μάτια του πετούσαν φλόγες. «Θα σου το πω κι άλλες, που να πάρει η ευχή!» φώναξε ο
Ριντ βηματίζοντας νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο. «Έχασες μια γυναίκα εξήντα χρονών που έκανε
ένα μεγάλο αεροπορικό ταξίδι και έρχεται στο Λονδίνο για πρώτη φορά μετά από δέκα
χρόνια! Πρόκειται για άνθρωπο, Ντάρσι. Δεν είναι σαν τα μονά παπούτσια που φυλάς στην
ντουλάπα σου επειδή έχεις χάσει το ταίρι τους». Η Ντάρσι κάτι πήγε να πει, αλλά δεν την άφησε.
«Έχεις μισή ντουζίνα αριστερά παπούτσια, επειδή έχεις χάσει τα δεξιά!» Βρισκόταν σε έξαλλη
κατάσταση κι έτρεμε ολόκληρος από το θυμό του.

«Στην ντουλάπα μου έχω τα δεξιά τα αριστερά έχω χάσει», τον διόρθωσε με νευρικότητα. Ο Ριντ
σπάνια έχανε την ψυχραιμία του. Πρώτη φορά τον έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση. Κι έχει απόλυτο
δίκιο, σκέφτηκε με λύπη. Η μητέρα του χάθηκε καθώς έρχονταν από το αεροδρόμιο του
Χίθροου στα γραφεία της εταιρείας.

«Ντάρσι!» τον άκουσε να φωνάζει μέσα απ’ τα δόντια του. «Δε μ’ ενδιαφέρει αν έχεις χάσει τα
αριστερά ή τα δεξιά σου παπούτσια. Να τα πάρει ο διάβολος!»

«Νόμιζα πως είχες σταματήσει να βρίζεις», ψέλλισε εκείνη. Πράγματι, ο Ριντ τον τελευταίο καιρό
προσπαθούσε να κόψει τη συνήθεια που είχε να βρίζει όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Και το είχε
καταφέρει -σχεδόν.

«Ντάρσι!» της φώναξε πάλι με αγανάκτηση. «Ακόμα και άγιος να ήμουν, θα βλαστημούσα σ’ αυτή
την περίπτωση».

Ήξεραν και οι δυο τους, βέβαια, πως κάθε άλλο παρά άγιος ήταν. Ένας επιχειρηματίας της κλάσης
του δεν μπορούσε να είναι άγιος. Κυνηγούσε το κέρδος με κάθε τρόπο, είχε σημειώσει μεγάλες
επιτυχίες στη δουλειά του και ίσως η μοναδική αποτυχία του μέχρι τώρα να ήταν που την είχε
προσλάβει ως ιδιαιτέρα γραμματέα του! Η Ντάρσι σκέφτηκε πως σίγουρα αυτό στριφογύριζε στις
σκέψεις του εκείνη τη στιγμή.

Ξαφνικά σταμάτησε να βηματίζει και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Είσαι σίγουρη πως τη
συνάντησες στο αεροδρόμιο;» τη ρώτησε.

«Απόλυτα σίγουρη», του αποκρίθηκε με αγανάκτηση.

Ο Ριντ την κοίταξε καχύποπτα. «Απόλυτα;» τη ρώτησε πάλι.

«Ναι. Η μητέρα σου είναι μια γυναίκα όχι πολύ ψηλή... περίπου στο ύψος μου», του απάντησε, «με
κατσαρά άσπρα μαλλιά και πράσινα μάτια σαν τα δικά σου».

«Αυτά σου τα είχα πει εγώ πριν φύγεις για το αεροδρόμιο», της είπε θυμωμένα.

«Έχω κάτω στο αυτοκίνητο τις αποσκευές της!» δήλωσε απελπισμένα η Ντάρσι. Μπορεί να
συνήθιζε να χάνει τα πράγματά της, αλλά με τους ανθρώπους ήταν πολύ προσεκτική. «Μου είπε
μάλιστα πόσο άτακτος ήσουν μικρός», πρόσθεσε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Πως μια
φορά...»

«Ωραία, ωραία», τη διέκοψε. «Παραδέχομαι πως τη συνάντησες».

«Ευχαριστώ», του είπε εκείνη αγριοκοιτάζοντάς τον.

«Όμως τι έγινε μετά;»

Φώναζε τόσο δυνατά, που η Ντάρσι νόμιζε πως θα γκρεμίζονταν οι τοίχοι. Έριξε φοβισμένη μια
ματιά γύρω στο δωμάτιο.
«Δε φταίω εγώ για ό,τι έγινε, Ριντ», διαμαρτυρήθηκε. «Όταν φύγαμε από το αεροδρόμιο μου είπε
πως είχε αρκετά χρόνια να διαβάσει αγγλικές εφημερίδες, και όταν την πήρε ο ύπνος...»

«Πάρκαρες κάπου το αυτοκίνητο κι έτρεξες να της αγοράσεις μια εφημερίδα», συμπλήρωσε ο Ριντ
αγανακτισμένος.

«Έλειψα μόνο για δυο λεπτά», μουρμούρισε εκείνη.

«Που ήταν αρκετά για να εξαφανιστεί η μητέρα μου!»

«Θα σταματήσεις να με θεωρείς υπεύθυνη για ό,τι έγινε;» διαμαρτυρήθηκε η Ντάρσι. «Όταν γύρισα
με την εφημερίδα, δεν τη βρήκα στο αυτοκίνητο».

«Κι αυτό συνέβη πριν από δύο ώρες», της είπε εξαγριωμένος. «Μα καλά, σηκώθηκες κι έφυγες
αφήνοντάς τη στο έλεος του Θεού;»

«Πού να φανταστώ πως μέσα σε λίγα λεπτά θα ξυπνούσε και θα γινόταν άφαντη», τον αντέκρουσε,
τολμώντας αυτή τη φορά να τον κοιτάξει στα μάτια. Χιορίς τους φακούς επαφής, ωστόσο,
δυσκολευόταν να διακρίνει καθαρά την έκφραση του προσώπου του.

Ο Ριντ την είδε να ανοιγοκλείνει τα μάτια της και το κατάλαβε. «Ξέχασες πάλι να φορέσεις τους
φακούς επαφής σου;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος.

«Όχι, δεν ξέχασα!» του α-ποκρίθηκε. «Απλώς δεν πρόλαβα.

γιατί μόλις ήρθα στο γραφείο μού είπες να φύγω αμέσως και να πάω στο αεροδρόμιο να παραλάβω
τη μητέρα σου...»

«Θαυμάσια», φώναξε εκείνος. «Τώρα καταλαβαίνω!» Σήκωσε το βλέμμα του στο ταβάνι,
παίρνοντας βαθιές ανάσες. «Ισως αυτή που παρέλαβες να μην ήταν η μητέρα μου. Η
γυναίκα φαίνεται πως γρήγορα συνειδητοποίησε πως βρισκόταν με μια άγνωστη και το έσκασε με
το που βρήκε την ευκαιρία».

Η Ντάρσι πετάχτηκε όρθια ξεχειλίζοντας από αγανάκτηση. Ήξερε πολύ καλά πως αυτή που είχε
παραλάβει ήταν η μητέρα του. Φεύγοντας για το αεροδρόμιο είχε φορέσει τα γυαλιά της, αφού δεν
προλάβαινε να βάλει τους φακούς επαφής. Δεν ήθελε όμως να του πει πως τα είχε βγάλει λίγο πριν
μπει στο γραφείο για να μην τη δει να τα φοράει. «Είσαι άδικος και'υπερβολικός, Ριντ», του είπε.

«Νομίζεις;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Εγώ έχω διαφορετική γνώμη».

«Αφού είναι φανερό πως πιστεύεις ότι είμαι ανίκανη να κάνω οτιδήποτε, γιατί με έστειλες να
παραλάβω τη μητέρα σου;» τον ρώτησε με παράπονο.

«Είχα πολλή δουλειά εδώ και δεν είχα κανέναν άλλο να στείλω!»

Η Ντάρσι ανέπνεε με δυσκολία. Τα λόγια του ήταν πολύ προσβλητικά. «Τότε απορώ γιατί με
προσέλαβες και γιατί τόσον καιρό δε με απολύεις», του είπε.

«Ίσως έπρεπε να το είχα κάνει», της αποκρίθηκε. «Αλλά σκέφτηκα πως θα πλήρωνε τη νύφη κάποια
άλλη επιχείρηση».

Τα μάτια της Ντάρσι άρχισαν να βουρκώνουν. «Νομίζω ότι τα προσόντα μου...»

«Αυτά παθαίνει κανείς όταν περνά από συνέντευξη μια υποψήφια για τη θέση της ιδιαιτέρας... στις
εννιά το βράδυ!»

«Αυτή την ώρα έγραφε στην επιστολή σου», διαμαρτυρήθη-κε η Ντάρσι.

Ο Ριντ άφησε να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός. «Για όλα φταίει η προσωρινή γραμματέας. Όμως
καμιά γυναίκα δεν πάει για συνέντευξη στις εννιά το βράδυ, εκτός κι αν είναι

διατεθειμένη να προσφέρει και άλλου είδους υπηρεσίες, πέρα από της γραμματέως... ή αν είναι
εντελώς ανόητη!»

Η Ντάρσι συλλογίστηκε πως ο Ριντ την είχε πάρει με άσχημο μάτι από την αρχή. «Βρισκόμουν στο
Λονδίνο μόνο δυο μήνες», δικαιολογήθηκε. «Η συνέντευξη μαζί σου για δουλειά ήταν η τέταρτη!»

«Καμιά γυναίκα δεν πάει στις εννιά το βράδυ για συνέντευξη σε μια εταιρεία όπου δεν υπάρχει
κόσμος», επέμεινε εκείνος. «Ούτε καν μια αφελής επαρχιώτισσα! Θυμάμαι το ύφος του θυρωρού,
όταν ήρθε να μου πει πως επέμενες πως είχες ραντεβού μαζί μου!»

Τα μάγουλα της Ντάρσι κοκκίνισαν από ντροπή, καθώς θυμήθηκε κάθε λεπτομέρεια από εκείνη τη
συνάντηση. Της είχε φανεί παράξενο που την είχαν καλέσει για συνέντευξη τέτοια ώρα, αλλά δεν
μπορούσε να φανταστεί πως η προσωρινή γραμματέας του Ριντ είχε κάνει λάθος κι ότι αυτός δεν το
είχε προσέξει. Τελικά, μετά τη συνέντευξη, κατάλαβε πως το ραντεβού ήταν για τις εννιά το πρωί.
Ήθελε τόσο πολύ να βρει μια δουλειά, ώστε δεν της είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως να είχε
γίνει λάθος στην ώρα που έγραφε η επιστολή ιην οποία είχε λάβει. Βέβαια, αυτή τη στιγμή δεν είχε
το κουράγιο να υπενθυμίσει στον Ριντ πως δεν έφταιγε εκείνη για το λάθος στην ώρα.

«Ναι, αλλά την πήρα τη δουλειά, σωστά;» του πέταξε τελικά.

«Όπως σου είπα...»

«Σκέφτηκες πως έπρεπε να προστατέψεις τον κόσμο των επιχειρήσεων από μένα», τον
συμπλήρωσε.

Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Μου κίνησε την περιέργεια το όνομά σου».

«Το όνομά μου;» τον ρώτησε η Ντάρσι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της.

Ο Ριντ της έγνεψε πάλι καταφατικά. «Ήταν το πρώτο στη λίστα εκείνο το πρωί», συνέχισε
αναστενάζοντας. «Βέβαια, τα προσόντα σου ήταν κάπως καλύτερα από εκείνα των

άλλων υποψηφίων. Όμως, τελικά, το όνομά σου με επηρέασε. Δεν ήμουν σίγουρος αν ανήκε σε
άντρα ή γυναίκα!»

«Με προσέλαβες εξαιτίας του ονόματος μου;» τον βώτησε η Ντάρσι κατάπληκτη.
«Περίπου», της απάντησε θυμωμένος. «Κι επειδή οι άλλες τρεις υποψήφιες δεν είχαν τα ίδια
προσόντα μ’ εσένα».

«Δεν μπορώ να το πιστέψω», μουρμούρισε εκείνη γεμάτη αμηχανία.

«Ούτε εγώ το πίστευα», της είπε. «Όταν σε γνώρισα, έπρεπε να είχα καταλάβει κάποια πράγματα».

«Δηλαδή στηρίχτηκες στη διαίσθησή σου», του είπε. Αν δηλαδή με έλεγαν Σούζαν Σμιθ, δε θα μου
έδινε τη θέση! «Και τώρα η διαίσθησή σου σε πρόδωσε», πρόσθεσε. Τον κοίταξε για λίγο σκεφτική.
«Θα φύγω, λοιπόν...»

«Όχι προτού βρεθεί η μητέρα μου», της είπε επιτακτικά. «Αφησε την περηφάνια σου στην άκρη για
την ώρα και προσπάθησε να με βοηθήσεις να τη βρω».

Η περηφάνια της... Ναι, είχε πληγωθεί αφάνταστα. Ήξερε πως έχανε συχνά τα πράγματά της, αλλά
στη δουλειά της ήταν πάντα άψογη και ο Ριντ δεν μπορούσε να την κατη-' γορήσει πως είχε χάσει
ποτέ κάτι δικό του. Εκτός από τη μητέρα του, σκέφτηκε με λύπη. Όμως οι άνθρωποι δε χάνονται
έτσι απλά. Αργά ή γρήγορα, η κυρία Χάντερ θα εμφανιζόταν. Η Ντάρσι δεν είχε καμία αμφιβολία γι’
αυτό.

Δάγκωσε νευρικά τα χείλη της. «Πήρε μαζί της και την τσάντα της...»

«Την πήρε μαζί της;» ρώτησε θυμωμένος ο Ριντ, ενώ μισόκλεισε τα μάτια του επικίνδυνα.

«Ναι», του έγνεψε καταφατικά η Ντάρσι.

«Τουλάχιστον δε θα γυρίζει στο Λονδίνο χωρίς χρήματα», σχολίασε εκείνος.

Δεν ήταν στη φύση της Ντάρσι να συμπεριφέρεται βίαια. Όμως, αν ο εργοδότης της συνέχιζε να τη
θεωρεί υπεύθυνη για την εξαφάνιση της μητέρας του και να την προσβάλλει με το χειρότερο τρόπο,
δεν ένιωθε και πολύ σίγουρη ότι θα

συνέχιζε να στέκεται και να τον ακούει απαθής. Ίσως να μην κατάφερνε να συγκρατήσει την
παρόρμηση που είχε να σηκώσει το χέρι της και να τον χαστουκίσει με δύναμη.

Ο Ριντ δεν ήταν πολύ ωραίος, αλλά οπωσδήποτε ήταν αρκετά ελκυστικός, με τα κατάμαυρα μαλλιά
και φρύδια του, τα πράσινα μάτια του, την ίσια μύτη του, όπου υπήρχε ένα αχνό σημάδι από ένα
παλιό χτύπημα, το αισθησιακό στόμα και το γεροδεμένο κορμί του. Ήταν αρκετά ψηλός -
σίγουρα πάνω από ένα κι ογδόντα- και είχε τη σωματική διάπλαση ενός ποδοσφαιριστή. Ο πατέρας
του ονειρευόταν να τον δει να παίζει ποδόσφαιρο σε κάποια μεγάλη ομάδα, αλλά ο Ριντ είχε
επιλέξει να γίνει επιχειρηματίας. Η Ντάρσι ήξερε ότι τον πολιορκούσαν πολλές γυναίκες, αφού του
τηλεφωνούσαν συνέχεια στο γραφείο.

Ήταν σχεδόν τριάντα εκατοστά ψηλότερος από την ίδια κι ένιωσε φόβο καθώς σήκωσε το κεφάλι
της να τον κοιτάξει. Εκείνος ήταν το γεράκι κι εκείνη το μικρό, αδύναμο ποντίκι. Η ιδέα να τον
χαστουκίσει της φάνηκε ξαφνικά ανόητη.

«Ριντ, θα βρεθεί...»
«Έτσι λες;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Έχουν περάσει δύο ολόκληρες ώρες κι ακόμα να φανεί!»

Το πρόσωπο της Ντάρσι κοκκίνισε. «Ίσως η αστυνομία...»

«Δε νομίζω ν’ ασχοληθεί με μια γυναίκα που εξαφανίστηκε πριν από δύο ώρες!» της είπε
διακόπτοντάς την πάλι.

Η Ντάρσι δάγκωσε ξανά τα χείλη της με απόγνωση. Δεν ήξερε τι άλλο να προτείνει. Δεν είχε καμία
αμφιβολία πως η κυρία Χάντερ τελικά θα εμφανιζόταν, αλλά τι θα γινόταν μέχρι τότε; Δε θα
ησύχαζε ούτε εκείνη ούτε ο Ριντ.

Ήταν ένας θαυμάσιος εργοδότης, μόλο που την ξεθέωνε πολλές φορές στη δουλειά, κρατούντας τη
στο γραφείο ως τις εννιά το βράδυ, ενώ κανονικά σχολούσε στις πέντε. Όμως τώρα, αν πάθαινε
κάτι η μητέρα του, δε θα τη συγχώρούσε. Σίγουρα θα την απέλυε!

«Ντάρσι, με παρακολουθείς;»

Η βροντερή φωνή του την τρόμαξε. Της είχαν συστήσει να

συγκεντρώνει την προσοχή της μόνο σε ένα πράγμα κάθε φορά, για να μη χάνει τον ειρμό των
σκέψεων της και να μην πανικοβάλλεται. Αυτό προσπαθούσε να κάνει και τώρα, αλλά δεν είχε
ακούσει λέξη απ' όσα της είχε πει· πράγμα που τον εξαγρίωσε.

«Έλεγα», της είπε σφίγγοντας τα δόντια του, «πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να
πάμε εκεί που σταμάτησες με το αυτοκίνητο και ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε. Θυμάσαι πού ακριβώς
είχες παρκάρει;»

Το ειρωνικό του ύφος την έκανε έξω φρενών. «Και βέβαια θυμάμαι», του αποκρίθηκε. «Δεν έχει
πάθει τίποτα η μνήμη μου!»

«Αμφιβάλλω αν έχεις καθόλου μνήμη!» της πέταξε.

«Ριντ!» του είπε κατάπληκτη. Ποτέ άλλοτε δεν της είχε μιλήσει έτσι.

Εκείνος σήκωσε τα χέρια του απολογητικά. «Εντάξει, πες πως αυτό δεν το είπα ποτέ. Είμαι
αναστατωμένος και δεν ξέρω τι λέω», δικαιολογήθηκε.

Η Ντάρσι δεν τόλμησε να σχολιάσει πως δεν τον είχε δει ποτέ τόσο θυμωμένο, γιατί σίγουρα θα της
ανταπαντούσε πως ποτέ δεν είχε χάσει τη μητέρα του!

«Μήπως ο ένας από τους δυο μας πρέπει να μείνει στο γραφείο;» του πρότεινε. «Υπάρχει
πιθανότητα να έρθει εδώ και να μη βρει κανέναν».

Ο Ριντ την κοίταξε για λίγο σκεφτικός. «Μείνε εσύ», της είπε τελικά. «Εγώ δεν μπορώ να καθίσω με
σταυρωμένα τα χέρια». Πήρε από την πλάτη της καρέκλας το σακάκι του και το φόρεσε. «Και για
όνομα του Θεού, βάλε εκείνους τους αναθεματισμένους τους φακούς σου, μήπως έρθει η
μητέρα μου και δεν την αναγνωρίσεις!»

Η Ντάρσι έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο, αφήνοντας πίσω της την ενδιάμεση πόρτα ανοιχτή για να
την ακολουθήσει ο Ριντ. Μόλις βρέθηκε στο γραφείο της, είδε την εξωτερική πόρτα ν’ ανοίγει και
τον Μαρκ Κινκέιντ να μπαίνει χαμογελαστός. «Όχι τώρα, Μαρκ», του είπε βιαστικά, προσπαθώνιας
να τον βγάλει έξω, πριν τον δει ο Ριντ. «Δεν είναι σε θέση να σε δει τώρα», του εξήγησε ταραγμένη.
Όμως ο Μαρκ, που στεκόταν μπροστά της ακλόνητος σαν βράχος, δεν κουνήθηκε από τη θέση του.

«Μπορεί να μην είναι σε θέση να με δει, αλλά...»

«Σου είπα, Μαρκ, δεν μπορεί να σε δει τώρα. Σε παρακαλώ, φύγε», τον ικέτεψε η Ντάρσι.

«Είμαι βέβαιος πως θα θέλει να με δει», είπε εκείνος ατάραχος. «Όμως τι θα έλεγες για ένα φιλί
πρώτα;» τη ρώτησε και, σκύβοντας, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που τη φιλούσε αυτός ο ελκυστικός αλλά αρκετά άστατος άντρας. Η
Ντάρσι απορούσε πώς επέμενε να τη φλερτάρει, τη στιγμή που μπορούσε να έχει όσες
γυναίκες ήθελε, χωρίς να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να τις κατακτήσει. Ήταν πραγματικά
ωραίος άντρας. Είχε πλούσια ξανθά μαλλιά, έξυπνα γαλάζια μάτια, εντυπωσιακή εμφάνιση και
γοητευτικό χαμόγελο. Τις τελευταίες εβδομάδες τής είχε ζητήσει αρκετές φορές να βγουν ραντεβού.
Κι εκείνη είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει τρεις τέσσερις.

Ο Ριντ σίγουρα θα γινόταν θηρίο αν τον έβλεπε εκεί. Η Ντάρσι είχε γνωρίσει τον Μαρκ, γιατί ήταν
συνεργάτης του Ριντ και διηύθυνε ένα φωτογραφικό στούντιο που βρισκόταν στο ίδιο κτίριο. Όμως
ο εργοδότης της δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επισκέψεις των συνεργατών του στο γραφείο
της ιδιαιτέρας του.

«Αν κάποιος θέλει να μπει στο γραφείο, τι θα γίνει;» ακούστηκε από πίσω της η ψυχρή φωνή του
Ριντ.

Ο Μαρκ άφησε την Ντάρσι και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον Ριντ, που είχε μπει στο
δωμάτιο. «Ή μας φωνάζει να σταματήσουμε ή περιμένει μέχρι να τελειώσουμε», του αποκρίθηκε με
θράσος.

«Μαρκ...» μουρμούρισε η Ντάρσι.

«Η Ντάρσι μου λέει πως δεν είσαι σε θέση να με δεχτείς», συνέχισε απτόητος ο Μαρκ, αγνοώντας
τις διαμαρτυρίες της.

«Συμβαίνει κάτι, Ριντ;» ρώτησε, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

«Ναι, κάτι συμβαίνει», απάντησε ο Ριντ και, βράζοντας από θυμό, ξεκίνησε να φύγει. «Θα σου
εξηγήσει η Ντάρσι!»

«Ισως μπορώ να βοηθήσω», είπε ο Μαρκ, κλείνοντάς του το δρόμο. Χαμογελούσε διαβολικά και η
Ντάρσι φοβήθηκε πως ο Ριντ θα έχανε την υπομονή του.

«Αμφιβάλλω αν μπορείς», του αποκρίθηκε ο Ριντ ρίχνοντας μια άγρια ματιά στην Ντάρσι.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ειρωνικά ο Μαρκ.

«Μαρκ, σε παρακαλώ», επενέβη η Ντάρσι. «Ο Ριντ είναι πολύ βιαστικός. Δεν έχει καιρό γι’ αστεία».
«Δεν έχει καιρό ούτε για έναν επισκέπτη;» ρώτησε ο Μαρκ.

«Ποιος είναι πάλι; Πρόκειται για κάτι σοβαρό;»

Ο Μαρκ χαμογέλασε προκλητικά. «Νομίζω», είπε. «Θα το διαπιστώσεις, αν μ’ ακούσεις πρώτα».

«Δεν μπορεί να περιμένει;» ρώτησε ο Ριντ αναστενάζοντας.

«Αμφιβάλλω», απάντησε ο Μαρκ κουνώντας αινιγματικά το κεφάλι του.

«Μαρκ, αν δεν είναι πραγματικά σημαντικό, άφησέ το για αργότερα», είπε η Ντάρσι απελπισμένη.
«Ξέρεις, η μητέρα του Ριντ έφτασε σήμερα το πρωί στο Λονδίνο με το αεροπλάνο κι εγώ...»

«Ξέρω», τη διέκοψε εκείνος.

«... την έχασα καθώς ερχόμαστε από το Χίθροου και... Τι εννοείς, Μαρκ, όταν λες πως ξέρεις;» τον
ρώτησε ξαφνικά η Ντάρσι. Ο Ριντ κοίταξε τον άλλον άντρα συνοφρυωμένος.

«Εννοώ πως ξέρω ότι η κυρία Χάντερ έφτασε από την Αμερική σήμερα το πρωί», είπε τελικά ο
Μαρκ. «Βλέπεις, έβγαινα για φαγητό πριν από λίγο και τη βρήκα στην είσοδο του κτιρίου να
κοιτάζει τις ταμπέλες δίπλα από το ασανσέρ. Νομίζω πως τις κοίταζε κάμποση ώρα», αστειεύτηκε.
«Κι επειδή το έχω συνήθεια να βοηθώ τους συνανθρώπους μου, τη ρώτησα αν μπορούσα να κάνω
κάτι γι’ αυτή». Σώπασε και γύρισε να κοιτάξει τον Ριντ, ανασηκώνοντας τα φρύδια του δήθεν
έκπληκτος. «Φαινόταν αρκετά νέα και όμορφη για να είναι μητέρα σου, παλιόγερε», τον πείραξε.
«Αλλά με διαβεβαίωσε πως ήταν».

«Και συ τι έκανες; Πού είναι τώρα;» ρώτησε ανυπόμονα ο Ριντ.

«Τίποτα. Βρίσκεται εδώ, έξω από την πόρτα», αποκρίθηκε, δείχνοντας να μη συμμερίζεται την
ανησυχία του φίλου του.

Ο Ριντ τον έσπρωξε για να πάει προς την πόρτα. Μόλις έφτασε όμως εκεί, σταμάτησε, καθώς
εμφανίστηκε μια μι-κροκαμωμένη γυναίκα.

«Γεια σου, γλυκέ μου», τον χαιρέτησε και του τράβηξε προς τα κάτω το κεφάλι για να τον φιλήσει
στο μάγουλο. «Θαύμαζα την ταμπέλα με το όνομά σου έξω στον τοίχο...»

«Μητέρα!» ψέλλισε ο Ριντ.

«Κυρία Χάντερ!» αναφώνησε ταυτόχρονα η Ντάρσι.

Η Μοντ Χάντερ ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. «Μα πώς κάνετε έτσι;» απόρησε. Γύρισε
στην Ντάρσι. «Αν δεν κάνω λάθος, σου ζήτησα να με φωνάζεις σκέτο ‘Μοντ’», της είπε
προχωρώντας μέσα στο δωμάτιο. «Θεέ μου, είναι θαυμάσιο το γραφείο σου, Ριντ», απευθύνθηκε
ύστερα στο γιο της, ρίχνοντας μια ματιά στο χώρο γύρω της. «Αλήθεια...»

«Μητέρα, να πάρει ο διάβολος, πού ήσουν;» ρώτησε τελικά ο Ριντ θυμωμένος.

Εκείνη ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια της έκπληκτη. «Ω, Ριντ, το ξέρεις πολύ καλά πως δε μου αρέσει
να βρίζεις...»

«Μητέρα, άκουσέ με», τη διέκοψε εκείνος. «Σηκώθηκες κι έφυγες από το αυτοκίνητο της Ντάρσι
πριν από δύο ώρες, χωρίς να της πεις κουβέντα. Πού ήσουν;» ρώτησε. Ο Μαρκ γέλασε επειδή ο
φίλος του δεν τόλμησε να ξεστομίσει άλλη βρισιά.

Η Ντάρσι τον αγριοκοίταξε. Οι δύο άντρες, αν και φίλοι, δεν έμοιαζαν πολύ. Ήταν και οι δύο
αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, αλλά ο Ριντ ήταν σοβαρός και μάλλον απλησίαστος, ενώ ο Μαρκ
επιπόλαιος. Διέφεραν ακόμα και στις σχέσεις τους με τις γυναίκες. Ο Μαρκ τις κοίταζε όλες
κι έδινε την εντύπωση πως δεν ήθελε σοβαρούς δεσμούς. Ο Ριντ ήταν πιο εκλεκτικός και απέφευγε
να φλερτάρει γυναίκες που είχαν σχέση με τη δουλειά του. Σίγουρα δεν έβλεπε με καλό μάτι την
ελαφρότητα του φίλου και συνεργάτη του και τον ενοχλούσε που φλέρταρε τη γραμματέα του.

Η Μοντ τα είχε χαμένα. Η έκφρασή της έδειχνε πως απορούσε γιατί ο γιος της είχε ανησυχήσει τόσο
πολύ για κείνη. «Μετά την πολύωρη πτήση, ξεκουράστηκα λίγο στο αυτοκίνητο της Ντάρσι», είπε
τελικά. «Είχα την ατυχία να έχω δίπλα μου στο ταξίδι έναν άντρα που δε σταμάτησε ούτε λεπτό να
μιλάει. Έπινε και μιλούσε συνέχεια. Ξέρετε πως...» «Μητέρα!»

«Άφησέ με να μιλήσω, Ριντ», τον επέπληξε αυστηρά. «Ξέρεις πως ξεχνώ τι θέλω να πω όταν με
διακόπτουν... Είπες κάτι, γλυκιά μου;» ρώτησε την Ντάρσι κοιτάζοντας προς το μέρος της.

«Όχι... όχι», της αποκρίθηκε εκείνη βιαστικά.

Τα πράσινα μάτια της μικρόσωμης γυναίκας τρεμόπαιξαν παράξενα. Και τότε η Ντάρσι κατάλαβε
πως η Μοντ Χάντερ δε διέθετε ούτε την εξυπνάδα ούτε τη σοβαρότητα του γιου της. Λυπήθηκε που
δεν το είχε προσέξει όταν την υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο. Ίσως να μη συνέβαιναν όσα είχαν
συμβεί.

Η Μοντ ξανακοίταξε το γιο της. «Όπως σας έλεγα, το ταξίδι με κούρασε αφάνταστα. Όταν έφτασα
λοιπόν στο αεροδρόμιο με περίμενε αυτή η τόσο εξαιρετική δεσποινίς». Χαμογέλασε εγκάρδια στην
Ντάρσι. «Είναι υπέροχη κοπέλα, Ριντ. Ελπίζω να της φέρεσαι καλά». Συνοφρυώθηκε. «Λοιπόν»,
συνέχισε, βλέποντας πως ο γιος της έβραζε από θυμό, «όταν ξύπνησα, η Ντάρσι είχε βγει απ’ το
αυτοκίνητο. Αλλά είναι τόσο καλή, που δε μ’ ενόχλησε, με άφησε να συνεχίσω τον ύπνο μου. Όμως
ρίχνοντας μια ματιά έξω, ενθουσιάστηκα. Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν κοντά στο σπίτι της
παλιάς μου φίλης, της Τζόις Μπένετ, κι έτσι αποφάσισα...»

«Μητέρα», τη διέκοψε ο Ριντ, «μη μου πεις ότι πήγες να

δεις τη φίλη σου και παράτησες σύξυλη την Ντάρσι να σε ψάχνει;»

«Ανησύχησες, γλυκιά μου;» ρώτησε η Μοντ την Ντάρσι. «Σου ζητώ συγνώμη. Βλέπεις είχα δέκα
χρόνια...»

«Μητέρα, σε παρακαλώ!»

Η Ντάρσι συμμεριζόταν απόλυτα την αγανάκτηση του Ριντ.

«Ήθελες λοιπόν να δεις τη φίλη σου, την Τζόις Μπένετ», της είπε σαρκαστικά ο Ριντ.
Η Μοντ τα είχε χάσει με το θυμό του γιου της. «Ναι, κοίτα... όμως...»

«Δε σκέφτηκες πως η Ντάρσι θ' ανησυχούσε για σένα; Πως εγώ θ’ ανησυχούσα, όταν εκείνη θα
ερχόταν εδώ χωρίς εσένα;»

«Δεν είχα σκοπό ν’ αργήσω», απάντησε η μητέρα του κάνοντας ένα μορφασμό. «Όμως όταν
αρχίσαμε να μιλάμε με την Τζόις...»

«Κατάλαβα», είπε ο Ριντ. «Νομίζω πως χρωστάς μια συγνώμη στην Ντάρσι... Κι οι δυο μας της
χρωστάμε μια συγνώμη!»

«Ω, Ριντ, ελπίζω να μην της έβαλες τις φωνές. Δεν έφταιγε εκείνη που δεν ήρθα ως εδώ μαζί της».

«Τώρα είμαι σίγουρος γι’ αυτό», είπε ο Ριντ αναστενάζοντας. «Έλα, ας περάσουμε στο γραφείο μου,
μητέρα. Με την Ντάρσι θα μιλήσω αργότερα».

«Μπορείς να το πιστέψεις;» ρώτησε την Ντάρσι ο Μαρκ, μόλις έμειναν μόνοι. «Αυτή η γλυκιά,
μικροκαμωμένη γυναίκα είναι η μητέρα του Ριντ, του γεροπαράξενου!»

«Δεν είναι γεροπαράξενος», διαμαρτυρήθηκε η Ντάρσι τακτοποιώντας μερικά χαρτιά πάνω στο
γραφείο της. «Ναι, μπορώ να το πιστέψω», είπε ύστερα. Και ταυτόχρονα συλλογίστηκε πως μητέρα
και γιος είχαν ακριβούς τα ίδια μάτια, αλλά δεν έμοιαζαν σε τίποτ’ άλλο.

«Μου φαίνεται πως θα τον βάλει σε μεγάλους μπελάδες», παρατήρησε ο Μαρκ.

«Θα μείνει εδώ μόνο μέχρι αύριο», τον πληροφόρησε η

Ντάρσι. «Ο Ριντ θα την πάει με το αυτοκίνητό του στο Σαουθάμπτον, για να επιβιβαστεί σε κάποιο
κρουαζιερό-πλοιο». Την είχε ενημερώσει σχετικά, πριν φύγει για το αεροδρόμιο.

«Αυτό σκέφτομαι να κάνω κι εγώ», είπε ο Μαρκ γέρνοντας νωχελικά πάνω στο γραφείο της. «Μια
όμορφη κρουαζιέρα! Δε φαντάζομαι ν’ αρνηθείς να έρθεις μαζί μου αυτό το Σαββατοκύριακο».

«Νομίζω πως δε θα μπορέσω».

«Το φαντάστηκα», της είπε, φανερά απογοητευμένος. «Λοιπόν, τι κάνει σήμερα το κορίτσι που έχει
γενέθλια;»

Η Ντάρσι μόνο τότε θυμήθηκε πως είχε τα γενέθλιά της. Τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί την είχαν
κάνει να το ξεχάσει. «Είναι πολύ καλά», του αποκρίθηκε, «και πολύ απασχολημένη», πρόσθεσε με
έμφαση.

Ο Μαρκ σηκώθηκε όρθιος. «Νομίζω πως κάτι έκανα κι εγώ για να βοηθήσω την κατάσταση».

«Το ξέρω». Η Ντάρσι ένιωσε άσχημα. Του είχε φερθεί απότομα. Στο κάτω κάτω, εκείνος είχε βρει
τη Μοντ και την είχε φέρει στο γιο της. «Σου ζητώ συγνώμη, Μαρκ», του είπε χαμογελώντας ζεστά.
«Επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση εδω μέσα πριν από λίγο και...»

«Ο Ριντ σε θεώρησε υπεύθυνη για ό,τι έγινε, σωστά;» τη ρώτησε με συμπάθεια ο Μαρκ.
«Σχεδόν», του αποκρίθηκε. «Νομίζω πως είχε κάποιο δίκιο». «Θέλεις να μου πεις τι έγινε;»

Η Ντάρσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Δεν ήθελε να του μιλήσει για τη συζήτηση που είχε με
τον Ριντ. «Ισως σου πω το βράδυ», απάντησε.

«Ω, ναι, το βράδυ», συμφούνησε μ’ ενθουσιασμό ο Μαρκ. «Να φορέσεις το καλύτερό σου φόρεμα,
γιατί απόψε σου έχω μια έκπληξη!»

«Τι είδους έκπληξη;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον εξεταστικά.

Εκείνος τη χτύπησε ανάλαφρα στη μύτη, χαμογελώντας.

«Αν σου πω, δε θα είναι πια έκπληξη. Απλώς, κάνε αυτό το προσωπάκι να φαίνεται όσο γίνεται πιο
όμορφο και φόρεσε το πιο σέξι φόρεμά σου».

Όσο γίνεται πιο όμορφο! Τα λόγια του Μαρκ αντήχησαν στ’ αυτιά της λίγο αργότερα, όταν έριξε μια
ματιά στο είδωλό της στον καθρέφτη. Ο Μαρκ φωτογράφιζε υπέροχες γυναίκες από το πρωί ως το
βράδυ· δε συγκρίνονταν μ’ εκείνη.

Κοίταξε σκεφτική τα κόκκινα μαλλιά της, τα γαλάζια μάτια της, τη μικρή μύτη της με τις πολλές
φακίδες, το όμορφο στόμα της με τα μονίμως χαμογελαστά χείλη και το λακκάκι στο πιγούνι της.
Όσο κι αν μακιγιαριζόταν, δεν κατάφερνε ποτέ να δείχνει χειραφετημένη και κοσμική. Αντίθετα,
έμοιαζε με έφηβη που βιαζόταν να μεγαλώσει. Κάποτε της είχαν πει πως οι μεγάλες, γυριστές
βλεφαρίδες της ήταν το πιο ωραίο χαρακτηριστικό της. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτιμούσε
τους φακούς επαφής από τα γυαλιά. Βέβαια, όσες φορές δεν έβαζε τους φακούς, το αποτέλεσμα
ήταν καταστρεπτικό οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει πως είχε μυωπία. Σίγουρα ο Ριντ είχε
χάσει την υπομονή του μαζί της σχετικά μ’ αυτό το θέμα!

«Έφυγε ο Μαρκ;» άκουσε ξαφνικά τη φωνή του πίσω της.

Αναπήδησε, νιώθοντας άσχημα που την είχε πιάσει να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Του έγνεψε
καταφατικά, χωρίς να τον κοιτάξει. «Πήγαινε για φαγητό όταν είδε τη μητέρα σου, το ξέχασες;» του
είπε.

«Εκπλήσσομαι που δεν πήγες μαζί του».

«Θεώρησα σωστό να περιμένω, για να μου πεις αν θέλεις να μαζέψω τα πράγματά μου από το
γραφείο και να φύγι» μια και καλή, ή αν θέλεις να μείνω μέχρι να βρεθεί η αντικαταστάτριά μου».
Δάγκωσε τα χείλη της νευρικά και σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει. Το ύφος του ήταν
σοβαρό, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί. «Ίσως μια γραμματέας χωρίς μνήμη να είναι καλύτερη,
αν δεν υπάρχει καμιά να την αντικαταστήσει...» πρόσθεσε ανασηκώνοντας τους ώμους της.

Ένας μυς τρεμόπαιξε στο λαιμό του. «Ημουν πολύ θυμωμένος όταν σου είπα εκείνα τα λόγια,
Ντάρσι. Θέλω να πιστέψεις πως δεν τα εννοούσα».

«Δεν τα εννοούσες, λοιπόν;» τον ρώτησε θλιμμένη. «Όχι», της αποκρίθηκε και πήγε κοντά της.
«Είσαι πολύ καλή γραμματέας. Καλύτερη απ’ ό,τι...» Σταμάτησε αναστενάζοντας.

«Καλύτερη απ’ ό,τι θεωρούσες αρχικά», συμπλήρωσε η Ντάρσι. «Νομίζω πως τα καταφέρνω μόνο
όταν συγκεντρώνω την προσοχή μου μόνο σε ένα πράγμα», πρόσθεσε με παράπονο.

«Ντάρσι...»

«Πίστευα πως ήμουν καλή στη δουλειά μου», συνέχισε εκείνη.

«Είσαι, Ντάρσι», παραδέχτηκε ο Ριντ. «Να πάρει ο διάβολος, ήρθα εδώ για να σου ζητήσω
συγνώμη», είπε χώνοντας το ένα του χέρι στα ανακατεμένα, μαύρα μαλλιά του. «Η μόνη
δικαιολογία που έχω για τη συμπεριφορά μου είναι ότι είχα αναστατωθεί πολύ». Αναστέναξε πάλι.
«Λυπάμαι ειλικρινά για την επιπολαιότητα της μητέρας μου».

Η Ντάρσι καταλάβαινε γιατί ο Ριντ λυπόταν. Ήταν ένας άντρας σοβαρός, έξυπνος και ικανός να
πάρει μεγάλες αποφάσεις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, που
έπαιζε εκατομμύρια στο χρηματιστήριο και δεν ξεχνούσε ποτέ τις δουλειές ή τα πράγματά
του. Σίγουρα η επιπολαιότητα της μικροκαμωμένης μητέρας του είχε πληγώσει τον εγωισμό του.
Αλλά του θύμισε και τις δικές της γκάφες. Ήθελε να του εξηγήσει πως αυτό που της συνέβαινε δεν
ήταν κληρονομικό, δεν ήταν του χαρακτήρα της, αλλά πως κάποτε της είχε συμβεί κάτι πολύ
τρομερό, που της είχε αφήσει ψυχολογικό τραύμα. Δεν το έκανε όμως, γιατί τότε θ’ αναγκαζόταν να
του μιλήσει για το παρελθόν της κι αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε.

«Δηλαδή, μπορώ να μείνω στη θέση μου;» τον ρώτησε. «Και βέβαια μπορείς να μείνεις», της
απάντησε. «Δέχεσαι τη συγνώμη μου;»

Δε θα έχανε τη δουλειά της, ο Ριντ την ήθελε ακόμα για γραμματέα του!

«Τη δέχομαι», του αποκρίθηκε χαμογελώντας αμυδρά. «Θέλεις να πάω τη μητέρα σου στο
διαμέρισμά σου; Νομίζω πως έχει ανάγκη από ξεκούραση».

«Σίγουρα», της απάντησε. «Αλλά θα την πάω εγώ». Η Ντάρσι έσκυψε το κεφάλι της αμήχανη. «Όχι
γιατί πιστεύω πως εσείς οι δυο μπορεί να ξεχάσετε πού πάτε», πρόσθεσε, «αλλά γιατί θέλω να της
αφιερώσω λίγο χρόνο, μια και θα μείνει τόσο λίγο στην Αγγλία».

«Καταλαβαίνω», μουρμούρισε η Ντάρσι χωρίς να τον κοιτάζει.

«Ντάρσι...»

«Ριντ, μπορούμε να σταματήσουμε στο Χάροντς ενώ θα πηγαίνουμε στο διαμέρισμά σου;» ρώτησε
η μητέρα του βγαίνοντας από το διπλανό γραφείο. «Θέλω ν’ αγοράσω λίγο τσάι για να το πάρω μαζί
μου στην Αμερική».

«Δε θα ήταν καλύτερα να το αγοράσεις αφότου γυρίσεις από την κρουαζιέρα;» τη ρώτησε ο Ριντ,
ρίχνοντας μια ματιά στην Ντάρσι. «Νομίζω πως δε θα το χρειαστείς πιο πριν».

«Έτσι νομίζω κι εγώ», συμφώνησε και προχώρησε προς την πόρτα. «Ισως θα ήταν καλύτερα να
κοιτάξουμε για λίγο καφέ», πρόσθεσε.

«Μα νομίζω πως ισχύει το ίδιο και για τον καφέ», της είπε ο Ριντ αγανακτισμένος.

«Ω, ναι», είπε εκείνη. «Ωραία, δε χρειάζεται λοιπόν να σταματήσουμε... Γεια σου, Ντάρσι»,
χαιρέτησε την κοπέλα, γυρίζοντας να την κοιτάξει. «Χάρηκα που σε γνώρισα. Ελπίζω να σε ξαναδώ
πριν φύγω για την Αμερική».

Η Ντάρσι πρόλαβε να σηκώσει το χέρι της για να χαιρετήσει τη μητέρα του Ριντ, προτού εκείνος
κλείσει πίσω του την πόρτα του γραφείου της. Η Μοντ του μιλούσε ήδη για μερικά άλλα ψώνια που
ήθελε να κάνει στο Λονδίνο κι εκείνος είχε αρχίσει να γίνεται έξω φρενών.

Η Ντάρσι έγειρε σκεφτική πίσω στην καρέκλα της μόλις

έφυγαν. Καταλάβαινε πως ο εργοδότης της δε θα μπορούσε ποτέ να τη δει σαν γυναίκα, μια και του
θύμιζε την επιπολαιότητα και την αφηρημάδα της μητέρας του. Οπωσδήποτε τη λυπόταν και τη
συμπαθούσε, αλλά ποτέ δε θα την ποθούσε.

Η σκέψη αυτή έκανε το κορμί της να παραλύσει. Την κυρίεψε απελπισία. Είχε ερωτευτεί τον Ριντ
Χάντερ από την πρώτη στιγμή κι εξακολουθούσε να είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Φόρεσε το πιο σέξι φόρεμά σου, της είχε πει ο Μαρκ. Όμως η Ντάρσι, μόλο που η ντουλάπα της ήταν
γεμάτη, δεν είχε κανένα φόρεμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σέξι. Όλα ήταν κλασικά και
ταίριαζαν σε κάθε περίσταση. Τα φορούσε στα επαγγελματικά ταξίδια που έκανε συχνά με τον Ριντ.
Απόψε είχε διαλέξει ένα μαύρο φόρεμα που είχε πάρει μαζί της και στο τελευταίο ταξίδι με τον Ριντ.
Δεν ήταν εφαρμοστό, για να μην τονίζονται οι καμπύλες του κορμιού της και για να μπορεί να
φοράει από κάτω όποια εσώρουχα ήθελε.

Ο Ριντ δεν την έβλεπε, βέβαια, σαν γυναίκα, αλλά μόνο σαν γραμματέα του. Αντίθετα, η Ντάρσι τον
ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε σ’ εκείνο το γραφείο, όπου πήγε για
συνέντευξη στις εννέα το βράδυ. Εκείνος γέλασε με την καρδιά του όταν κατάλαβε πως η
προσωρινή γραμματέας του είχε κάνει λάθος στην ώρα. Τελικά, δέχτηκε να γνωρίσει την υποψήφια
ιδιαιτέρα του προτείνοντάς της να πάνε κάπου για φαγητό. Η Ντάρσι, που είχε περάσει από άλλες
τρεις συνεντεύξεις ανεπιτυχώς, δέχτηκε χωρίς δισταγμό.

Του μίλησε για την οικογένειά της, πως ήταν μοναχοπαίδι και για τις δύο πρώτες δουλειές της -
πέντε χρόνια σε μια τράπεζα και τρεις μήνες στο σπίτι ενός χήρου με τρία παιδιά. Ο Ριντ της είπε κι
εκείνος τη δική του ιστορία. Δέκα χρονών είχαν μεταναστεύσει από την Αγγλία στην Αμερική με
την Αγγλίδα μητέρα του, τον Αμερικανό πατέρα του, τις δύο αδερφές του και τον αδερφό του. Εκεί,
ο πατέρας του επέμενε να τον κάνει ποδοσφαιριστή, αλλά εκείνος είχε επιλέξει το εμπόριο και τις
επιχειρήσεις. Είχαν συζητήσει σαν δυο παλιοί φίλοι και μετά το φαγητό η Ντάρσι ένιωθε τόσο
γοητευμένη μαζί του, ώστε έφυγε φορώντας μόνο το ένα της παπούτσι, σαν τη Σταχτοπούτα που
έχασε το γυάλινο γοβάκι της! Τότε του είχε αποκαλύψει για τα μονά παπούτσια που υπήρχαν
στην ντουλάπα της και τη συνήθεια που είχε να τα βγάζει ενώ έτρωγε. Μετά τα ξεχνούσε, αλλά
ντρεπόταν να επιστρέφει κάθε φορά στα εστιατόρια και να ζητάει το παπούτσι της! Τώρα που
είχε γνωρίσει τη μητέρα του, αναρωτιόταν γιατί την είχε προσλάβει ύστερα απ’ όσα του είχε πει
εκείνο το βράδυ.

Η Ντάρσι ήταν σίγουρη πως ο έρωτάς της για κείνον θα έμενε χωρίς ανταπόκριση.
Ευτυχώς που υπήρχε και ο Μαρκ. Ήταν πέντε χρόνια νεότερος από τον Ριντ, γύρω στα τριάντα, και
αρκετά πιο ήρεμος. Η συντροφιά του την ευχαριστούσε και τη διασκέδαζε. Ο Μαρκ την αποδεχόταν
όπως ήταν, χωρίς να τον ενοχλεί το ελάττωμα που είχε να αφαιρείται ή να χάνει τα πράγματά της.
Όμως δεν μπορούσε να τη γεμίσει σαν άντρας, γιατί η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Ριντ.

«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε τον Μαρκ, μόλις εκείνος έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.

«Στο διαμέρισμά μου», της απάντησε χαμογελώντας πονηρά.

«Στο διαμέρισμά σου!» Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.

«Ναι», τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Θα σε ρίξω στο κρεβάτι και θα σε κάνω δική μου!»

«Μαρκ...»

«Έπρεπε να έβλεπες το ύφος σου», της είπε γελώντας. «Δε σηκώνεις ούτε ένα αστείο», πρόσθεσε.
«Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν έχω καμιά πρόθεση να σε κάνω δική μου μπροστά σε άλλους,
και μάλιστα την πρώτη φορά».

«Μπροστά σε άλλους; Την πρώτη φορά;» Η Ντάρσι επανέλαβε με αμηχανία τα λόγια του.

Ο Μαρκ γέλασε δυνατά. «Είσαι απίθανη. Διασκεδάζα» πραγματικά όταν βρίσκομαι μαζί σου», της
είπε με ειλικρίνεια. «Όλη μέρα έρχομαι σ’ επαφή με γυναίκες που βγάζουν τα ρούχα τους αμέσως
μόλις μπουν στο στούντιο μου, και απόψε το βράδυ βρίσκομαι με μια συνεσταλμένη και
αθώα κοπέλα. Αυτό με συναρπάζει, Ντάρσι, το ξέρεις;»

Η Ντάρσι ήξερε πως, πράγματι, περνούσαν κάθε μέρα από το στούντιο του πανέμορφες γυναίκες
που φωτογραφίζονταν για περιοδικά και διαφημίσεις. Μια φορά μάλιστα που είχε πάει εκεί για να
του δώσει κάτι χαρτιά, της άνοιξε την πόρτα ένα όμορφο φωτομοντέλο που φορούσε μόνο ένα
σλιπάκι. Θυμήθηκε πως είχε τρέξει αμέσως στον Ριντ και του είχε πει πως ο συνεταίρος του
σίγουρα γύριζε ταινίες πορνό! Εκείνος πήγε αμέσως κάτω μαζί της και ο Μαρκ τους εξήγησε
πως επρόκειτο για κάποια διαφήμιση εσωρούχων. Όμως κανένας δεν εξήγησε στην Ντάρσι-ούτε κι
εκείνη ζήτησε εξηγήσεις-γιατί το φωτομοντέλο δε φορούσε σουτιέν!

Έτσι, έμαθε πως ο Ριντ γνώριζε πολλά από τα φωτομοντέλα που πόζαραν για τον Μαρκ και έβγαινε
με πολλές από αυτές. Όμως, απ’ ό,τι ήξερε η Ντάρσι, τους τελευταίους εφτά μήνες -από τότε
δηλαδή που την είχε προσλάβει- δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με κάποια γυναίκα.

«Μαρκ, αν αυτή είναι η έκπληξή σου...»

«Μην ανησυχείς», της είπε χαμογελώντας. «Θα είναι και ο Ριντ εκεί. Νομίζω πως θα χαρεί πολύ να
σε δει. Είσαι η μόνη γυναίκα από το περιβάλλον του με την οποία δεν έχει κοιμηθεί», της πέταξε.

Η Ντάρσι κοκκίνισε. Τα λόγια του την είχαν κάνει να φανταστεί τον εαυτό της στο κρεβάτι με τον
Ριντ. Όμως την ίδια στιγμή σκέφτηκε με θλίψη πως κάτι τέτοιο δε θα συνέ-βαινε ποτέ. «Η σχέση
μου με τον Ριντ είναι καθαρά επαγγελματική», του είπε με αμηχανία. «Είμαι η ιδιαιτέρα γραμματέας
του και τα πηγαίνω πολύ καλά μαζί του. Αυτό είναι όλο και το ξέρεις πολύ καλά!»

«Ε, μη φωνάζεις. Το ξέρω και δεν παραπονιέμαι», της είπε χτυπώντας παιχνιδιάρικα το δάχτυλό του
στο πιγούνι της. «Ο Ριντ είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. Δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς
εύκολα».

Ο Μαρκ είχε δίκιο. Η Ντάρσι σκέφτηκε πως δεν είχε σταθεί καθόλου τυχερή που είχε ερωτευτεί
έναν τέτοιον άντρα. Ο Μαρκ ήταν πολύ πιο εύκολος χαρακτήρας και είχε θαυμάσιο χιούμορ. Ήταν
αρκετά ευπαρουσίαστος και της έδειχνε μια οικειότητα και μια τρυφερότητα που μόνο στο σπίτι
της είχε γνωρίσει. Όμως δεν μπορούσε να τον αγαπήσει. Απλώς τον συμπαθούσε και τον έβλεπε σαν
έναν καλό φίλο.

«Δε μου είπες ακόμα γιατί πάμε στο διαμέρισμά σου», ζήτησε να μάθει.

«Περίμενε και θα δεις. Ξεχνάς πως έχεις τα γενέθλιά σου;» Οδήγησε το αυτοκίνητό του στο
υπόγειο γκαράζ του κτιρίου όπου βρισκόταν το διαμέρισμά του. «Προσπάθησε να ηρεμήσεις,
Ντάρσι. Δίνεις την εντύπωση μιας γυναίκας που την έχουν απαγάγει!» της είπε ο Μαρκ, μόλις
έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου.

Τα γεγονότα της ημέρας την είχαν κουράσει και η συμπεριφορά της απέναντι στον Μαρκ δεν ήταν
καλή. Το κατάλαβε και του χαμογέλασε εγκάρδια. Όποια κι αν ήταν η έκπληξή του, δεν υπήρχε
περίπτωση να της κάνει κακό!

Τελικά, διαπίστωσε πως ο Μαρκ είχε οργανώσει ένα πάρτι για τα γενέθλιά της. Ποτέ δεν της
άρεσαν τα πάρτι-έκπληξη και ειδικά αυτό που είχε οργανωθεί για χάρη της. Οι περισσότεροι από
τους καλεσμένους ήταν γνωστοί της αλλά όχι φίλοι της. Αντίθετα, ο Μαρκ έδειχνε
κατενθουσιασμένος με αυτό.

«Να περιμένουμε κάποια ανακοίνωση απόψε ή ο Μαρκ θα σε πάει κατευθείαν στην εκκλησία;»

Η Ντάρσι γύρισε απότομα προς τα εκεί που ακούστηκε η φιονή και αντίκρισε έκπληκτη τον Ριντ.
Ξεροκατάπιε γεμάτη αμηχανία. «Η μητέρα σου;» τον ρώτησε.

Εκείνος έριξε μια ματιά γύρω του. Εντυπωσιακοί άντρες και όμορφες γυναίκες συζητούσαν ανά
παρέες, πίνοντας τα

ποτά τους και ακούγοντας μουσική απ’ το καινούριο στέρεο του Μαρκ. «Δε νομίζω πως θα
μπορούσε να προσαρμοστεί σ’ αυτό το περιβάλλον», της απάντησε, γυρίζοντας το βλέμμα του πάνω
της.

«Ναι», συμφώνησε η Ντάρσι και την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως ούτε κι εκείνη μπορούσε να
προσαρμοστεί.

Ο Ριντ την κοίταξε για λίγο σκεφτικός. «Αν δεν μπορέσεις να τον χαλιναγωγήσεις τώρα, τότε δε θα
τα καταφέρεις ούτε όταν τον παντρευτείς», της είπε τελικά.

Η Ντάρσι ανοιγόκλεισε με αμηχανία τα μάτια της. «Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς», του
είπε.

«Μαρκ», φώναξε στο φίλο του εκείνος.

Η Ντάρσι κοίταξε προς το σημείο όπου στεκόταν ο Μαρκ, περιτριγυρισμένος από κάμποσες
όμορφες γυναίκες. Όλες κρέμονταν από τα χείλη του. «Διασκεδάζει», σχολίασε αδιάφορα.

«Ντάρσι, ο Μαρκ... Τέλος πάντων», κατέληξε νευρικά ο Ριντ. «Ο καθένας μπορεί να σκέφτεται ό,τι
θέλει για το σύντροφο ή τη σύντροφό του», πρόσθεσε.

«Ο Μαρκ δεν είναι σύντροφός μου, Ριντ. Κι αν θέλεις να μάθεις, δε σκοπεύω να τον παντρευτώ. Δεν
ξέρω πώς σχημάτισες αυτή την εντύπωση. Είναι απλώς φίλος μου».

«Όπως είμαι κι εγώ;» τη ρώτησε ειρωνικά.

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν αμέσως. Αυτό πίστευε ο Ριντ, μόλο που για την ίδια ήταν κάτι
περισσότερο από φίλος. «Όχι... όχι ακριβώς», του αποκρίθηκε. «Όμως...»

«Δεν το νομίζω», της είπε. «Μου δίνει την εντύπωση πως είναι έτοιμος να σε φάει ολόκληρη, αν του
δώσεις την ευκαιρία!»

«Για νέο μου το λες;» του απάντησε. «Ωστόσο ήθελα να πω...»

«Ξέρω τι ήθελες να πεις, Ντάρσι». Ο Ριντ αναστέναξε. «Σου φέρθηκα πολύ άσχημα σήμερα. Όμως
πρέπει να σε προειδοποιήσω. Ο Μαρκ δεν κάνει για σύζυγος, ειδικά για σένα».

«Νομίζω πως αυτό δεν είναι κάτι που σε αφορά. Και σου ξαναλέω πως δεν έχω καμιά πρόθεση να
τον παντρευτώ».

«Δεν έχεις;»

«Όχι, δεν έχω!»

«Και δεν πρόκειται να φέρει αντίρρηση, αν σε πάρω μαζί μου στη Φλόριντα μεθαύριο;»

«Στη Φλόριντα;» τον ρώτησε με έκπληξη. Ήξερε ότι οι συγγενείς του έμεναν στο Ορλάντο της
Φλόριντα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια και ότι ο Ριντ τους επισκεπτόταν μερικές φορές. Όμως ποτέ
δεν την είχε πάρει μαζί του.

«Μην εκπλήσσεσαι, Ντάρσι», της είπε. «Ξέρεις πως οι δουλειές μου επεκτείνονται και στην
Αμερική».

«Το ξέρω, αλλά είναι λίγο ξαφνικό, δε νομίζεις;» Συνήθως, όταν επρόκειτο να κάνει κάποιο ταξίδι
μόνος του ή μαζί της, της το έλεγε λίγες μέρες πιο πριν. Αυτή τη φορά δεν της είχε πει τίποτα.

Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του. «Είναι κάτι έκτακτο», της αποκρίθηκε. «Θέλεις να 'ρθεις μαζί
μου, ναι ή όχι;»

«Φυσικά και θέλω». Συνοφρυώθηκε. «Συμβαίνει κάτι κακό;»

«Τίποτα που να μην μπορώ να το αντιμετωπίσω», της απάντησε με αυτοπεποίθηση.

«Ριντ!» Ο Μαρκ είχε έρθει κοντά τους και χτυπούσε στην πλάτη το φίλο του. «Φοβόμουν ότι λόγω
της μητέρας σου δε θα ερχόσουν», του είπε.
«Η μητέρα μου πήγε για ύπνο», τον πληροφόρησε. «Και μ’ έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα βγω έξω
και θα διασκεδάσω».

«Και συ το έκανες. Διασκεδάζεις λοιπόν;» τον ρώτησε περνώντας επιδεικτικά το χέρι του γύρω από
τους ώμους της Ντάρσι.

Ο Ριντ απάντησε αμέσως στην πρόκλησή του. «Όχι και πολύ. Δε νομίζεις πως έπρεπε να έχεις
ενημερώσεις την Ντάρσι για όλον αυτό τον κόσμο που ήρθε απόψε εδώ;»

«Τότε δε θα ήταν έκπληξη», αποκρίθηκε ο Μαρκ.

«Στην Ντάρσι δεν αρέσουν οι εκπλήξεις. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμα;»

Ο Ριντ έδειχνε ολοφάνερα ένα μικρό ενδιαφέρον για κείνη.

Όμως αυτό δεν της αρκούσε. Η Ντάρσι ήταν ερωτευμένη μαζί του και περίμενε περισσότερα.

«Η αποψινή έκπληξη είμαι βέβαιος πως της άρεσε», επέ-μεινε ο Μαρκ. «Αν νομίζεις πως το πάρτι
μου είναι ανιαρό, μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις».

«Αυτό θα κάνω», είπε ο Ριντ και, βγάζοντας από την τσέπη του ένα κουτάκι, το έβαλε στο χέρι της
Ντάρσι. «Χρόνια πολλά», της ευχήθηκε εγκάρδια. «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο σχετικά με το
ταξίδι», πρόσθεσε ενώ είχε φτάσει κιόλας στην πόρτα. Την ίδια στιγμή έτρεξε κοντά του
μια κοκκινομάλλα. Ο Ριντ κάτι της ψιθύρισε στ’ αυτί κι εκείνη, αφού γέλασε νευρικά, έφυγε μαζί
του.

«Αναρωτιέμαι τι ή ποιος τον έχει αναστατώσει», μονολόγησε ο Μαρκ. Η επιθετική συμπεριφορά


του Ριντ τον είχε αιφνιδιάσει, γιατί οι σχέσεις τους έξω από το γραφείο ήταν πάντα πολύ φιλικές.

«Η μητέρα του», είπε η Ντάρσι ανοίγοντας το κουτί που της είχε δώσει ο Ριντ.

«Γιατί; Εμένα μου φάνηκε πολύ γλυκιά γυναίκα», παρατήρησε ο Μαρκ.

«Ο Ριντ θέλει να είναι όλοι γύρω του οργανωμένοι και μεθοδικοί όπως εκείνος», μουρμούρισε η
Ντάρσι, ενώ τα μάτια της βούρκωσαν όταν αντίκρισε τη χρυσή αλυσίδα που της είχε χαρίσει. Στην
άκρη της κρεμόταν ένας χρυσός μονόκερος. Ένα μυθικό ζώο, ένα πλάσμα της φαντασίας, απόλυτα
ταιριαστό για μια γυναίκα που χανόταν πολλές φορές στον κόσμο της.

***

«Ριντ, είσαι σίγουρος ότι πηγαίνεις στο σωστό δρόμο;» ρώτησε η Μοντ Χάντερ. «Νομίζω πως
εκείνη η ταμπέλα...»

«Μητέρα», τη διέκοψε εκείνος με αγανάκτηση. «Θα έλεγα ότι μάλλον δεν καταλαβαίνεις και πολλά
από τα σήματα που υπάρχουν στους δρόμους!»

Η Μοντ γύρισε προς το πίσω κάθισμα και χαμογέλασε στην Ντάρσι, που απολάμβανε το τοπίο της
διαδρομής προς το
Σαουθάμπτον. To χαμόγελο της κυρίας Χάντερ ήταν η επιβεβαίωση της αφέλειάς της.

Ο Ριντ είχε τηλεφωνήσει πρωί πρωί στην Ντάρσι για να τη ρωτήσει αν ήθελε να πάει μαζί τους στο
Σαουθάμπτον, συμπληρώνοντας πως η μητέρα του θα χαιρόταν πολύ αν τους συνόδευε. Εκείνη
δέχτηκε, μόλο που το προηγούμενο βράδυ είχε κουραστεί πολύ.

Το πάρτι είχε κρατήσει ως τις τρεις τα ξημερώματα και η Ντάρσι, όπως ήταν φυσικό, αφού είχε
οργανωθεί για χάρη της, έφυγε τελευταία. Βοήθησε λίγο τον Μαρκ να συγυρίσουν το διαμέρισμα,
αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά να κοιμηθεί εκεί, παρ’ όλο που εκείνος τη διαβεβαίωσε πως
θα ξάπλωνε στον καναπέ και θα της παραχωρούσε το κρεβάτι.

Όταν ο Ριντ της τηλεφώνησε το πρωί, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα σήκωνε το τηλέφωνο ο Μαρκ ή
ότι δε θα το σήκωνε κανείς, επειδή υπήρχε μεγάλη πιθανότητα η γραμματέας του να βρισκόταν
ακόμα στο διαμέρισμα του φίλου του. Επίσης, δεν περίμενε πως εκείνη θα δεχόταν την πρόσκλησή
του να τους συνοδεύσει στο Σαουθάμπτον. Όμως τίποτα απ’ όσα φοβόταν δε συνέβη και η Ντάρσι
κατάλαβε πως ήταν ευχαριστημένος που την είχε κοντά του.

Βέβαια, εκείνη θα προτιμούσε να είναι ξεκούραστη και να είχε πιο πολλή αυτοπεποίθηση, όπως
εκείνες οι γυναίκες που τηλεφωνούσαν κάθε τόσο στο γραφείο του Ριντ. Τουλάχιστον βρισκόταν
μαζί του, έστω και κουρασμένη.

Άγγιξε με την παλάμη της το μονόκερο που κρεμόταν απ’ την αλυσίδα στο λαιμό της και κοίταξε
τον Ριντ σκεφτική. Ήταν ένα υπέροχο κόσμημα και θα το φορούσε συνέχεια, επειδή της το είχε
χαρίσει εκείνος. Ίσως είχε σκεφτεί, όταν της το αγόραζε, πως ταίριαζε πολύ σε μια γυναίκα που
έχανε συχνά την επαφή με την πραγματικότητα. Όμως πώς το ήξερε; Ο μόνος που γνώριζε το
μυστικό της ήταν ο Ρούμπερτ κι εκείνος δε θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν.

«Ντάρσι, ζεις;»

Γύρισε με αμηχανία το βλέμμα της προς την κυρία Χάντερ

που της μιλούσε και κοκκίνισε όταν είδε τον Ριντ να την κοιτάζει από τον καθρέφτη του
αυτοκινήτου.

«Συγνώμη, βρισκόμουν χιλιόμετρα μακριά», παραδέχτηκε. Την ίδια στιγμή είδε τον Ριντ να κάνει
ένα μορφασμό και να χαμογελάει.

«Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, αγαπητή μου», είπε η Μοντ με κατανόηση. «Η Αγγλία είναι τόσο
όμορφη! Καταπράσινη και ολόδροση».

«Και υγρή και κρύα το χειμώνα», επενέβη ο γιος της.

Η Μοντ τον κοίταξε δυσάρεστημένη. «Μην προσπαθείς να με απογοητεύσεις, Ριντ. Δε σκοπεύω να


εγκατασταθώ εδώ, μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια, όπως έκανες εσύ. Απλώς λέω πως είχα
ξεχάσει πόσο όμορφη είναι η Αγγλία».

«Ξέρεις πολύ καλά ότι θα χαρώ πολύ αν αποφασίσεις να έρθεις να μείνεις εδώ», της είπε ο Ριντ.

Τα πράσινα μάτια της κυρίας Χάντερ καρφώθηκαν συνωμοτικά στης Ντάρσι. «Θα σε οδηγήσω στην
καταστροφή μέσα σε μία εβδομάδα, αν γίνει αυτό που λες!» απευθύνθηκε στο γιο της. «Ο πατέρας
σου έλεγε πως εγώ ήμουν η αιτία που ήσουν τόσο καλός αθλητής. Πάντα προσπαθούσες να τρέξεις
όσο γινόταν πιο μακριά από το σπίτι μας!»

Η Ντάρσι ανταπέδωσε το χαμόγελο στη μητέρα του Ριντ, αν και δεν είχε κανένα λόγο να
χαμογελάει. Η Μοντ Χάντερ είχε μόλις επιβεβαιώσει αυτό που τριγυρνούσε στο μυαλό της: ο Ριντ
θα προτιμούσε να το βάλει στα πόδια παρά να ερωτευτεί μια γυναίκα που είχε πολλά από τα
ελαττώματα της μητέρας του.

«Ξέρεις πως αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε ο Ριντ.

«Ξέρω πως είναι», επέμεινε η Μοντ γελώντας. «Κι ετοιμαζόμουν να σε ρωτήσω αν θα


σταματήσουμε κάπου για φαγητό», συμπλήρωσε.

«Δεν είμαστε μόνοι, μητέρα».

«Τι λες, Ντάρσι;» ρωτησε η Μοντ.

«Ό,τι θέλετε εσείς», απάντησε η κοπέλα ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της.

«Πολύ διπλωματική απάντηση», σχολίασε ο Ριντ. «Η μητέρα μου θέλει να σταματήσουμε για
φαγητό, ενώ εγώ θέλω να συνεχίσουμε το δρόμο μας».

Ήταν φανερό πως η απόφαση της Ντάρσι θα στενοχωρούσε έναν από τους δύο. Ωστόσο το στομάχι
της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, αφού δεν είχε φάει πρωινό. «Νομίζω πως θα έκανε καλό στη
μητέρα σου αν σταματούσαμε κάπου», είπε τελικά. «Όμως αν προτιμάς να συνεχίσουμε, δεν
έχω αντίρρηση...»

Η Μοντ γέλασε. «Μ’ αρέσει πολύ η γραμματέας σου, Ριντ», είπε.

«Νομίζω ότι κι εσύ της αρέσεις», μουρμούρισε εκείνος, ψάχνοντας με το βλέμμα του στην άκρη του
δρόμου προκει-μένου να εντοπίσει κάποιο εστιατόριο.

Η Ντάρσι δεν τον είχε δει ποτέ άλλοτε έτσι. Τα λόγια και το ύφος του ξεχείλιζαν από ειρωνεία.
Σίγουρα τον είχε επηρεάσει η παρουσία της μητέρας του.

Το εστιατόριο που διάλεξε ο Ριντ ήταν θαυμάσιο. Βρισκόταν πίσω από μία παμπ και μπροστά του
κυλούσε ένα ρυάκι, όπου υπήρχαν κύκνοι και πάπιες. Το κτίριο ήταν πολύ παλιό και όμορφο. Όμως
ο Ριντ έδειχνε ανήσυχος. Η Ντάρσι κατάλαβε πως κάτι τον βασάνιζε.

«Αγνόησέ τον, αγαπητή μου», τη συμβούλευσε η Μοντ, μόλις παρήγγειλαν το φαγητό τους. «Έτσι
κάνει πάντα όταν πεινάει. Έτσι έκανε κι όταν ήταν μωρό...»

«Είμαι σίγουρος πως αυτά που λες δεν ενδιαφέρουν την Ντάρσι, μητέρα», είπε ο Ριντ
εκνευρισμένος.

«Απορώ γιατί οι άνθρωποι, όταν μεγαλώνουν, δε θέλουν ν’ ακούνε για τα καμώματά τους τότε που
ήταν μικρά παιδιά. Ναι, Ριντ, έκλαιγες όταν πεινούσες κι όταν λέρωνες τις πάνες σου», είπε η Μοντ
κλείνοντας το μάτι στην Ντάρσι.
«Μητέρα!» της φώναξε εκείνος με περισσότερο θυμό αυτή τη φορά. Η Ντάρσι διασκέδαζε με τους
διαξιφισμούς μάνας και γιου.

«Κοίτα, μέχρι να μου φέρεις κάποια κοπέλα στο σπίτι, θα μου επιτρέψεις να διηγηθώ στην Ντάρσι
μερικά αστεία περιστατικά από την παιδική σου ηλικία», δήλωσε η κυρία Χάντερ. «Εξάλλου θα της
φανεί πολύ ενδιαφέρον όταν διαπιστώσει πως είσαι κι εσύ όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι».

Η Ντάρσι κοίταξε αμήχανα τη Μοντ κι εκείνη της χαμογέλασε με κατανόηση. Σίγουρα η μητέρα του
Ριντ είχε καταλάβει πως ήταν ερωτευμένη με το γιο της.

Η κυρία Χάντερ διηγήθηκε αρκετά περιστατικά από την παιδική ηλικία του Ριντ και η Ντάρσι την
άκουγε με προσοχή και μεγάλη ευχαρίστηση. Η ζωή του δεν έμοιαζε καθόλου με τη δική της. Η
μικροκαμωμένη γυναίκα μιλούσε με περηφάνια για τα κατορθώματα του γιου της. Η Ντάρσι
συλλογίστηκε πως θα της άρεσε να είχε γνωρίσει τον Λόιντ Χάντερ, τον πατέρα του Ριντ, που, όπως
κατάλαβε από τη διήγηση της γυναίκας του, ήταν ένας δυναμικός, αποφασιστικός άντρας που είχε
μεταδώσει στο γιο του τη δίψα για επιτυχία, έστω κι αν τελικά δεν κατάφερε να τον πείσει ν’
ακολουθήσει τη σταδιοδρομία που ήθελε εκείνος.

Όταν έφτασαν στο Σαουθάμπτον, το κρουαζιερόπλοιο ετοιμαζόταν να σαλπάρει και η Μοντ μόλις
που πρόλαβε να τακτοποιηθεί στην καμπίνα της. Η Ντάρσι φοβήθηκε πως ο Ριντ θ’ άρχιζε από
στιγμή σε στιγμή να βρίζει.

«Ένα μήνα στη Μεσόγειο!» Η Ντάρσι αναστέναξε ενώ κουνούσε το χέρι της στην κυρία Χάντερ από
την προκυμαία. «Αν έκανα εγώ αυτή την κρουαζιέρα, θα υπέφερα συνέχεια από ναυτία», σχολίασε
γυρίζοντας να κοιτάξει τον Ριντ.

Εκείνος της χαμογέλασε, και η έκφραση στο πρόσωπό του, για πρώτη φορά μέσα στη μέρα, ήταν
γαλήνια. «Αφού η μητέρα μου καταφέρνει να επιβιώνει, είμαι σίγουρος πως θα τα κατάφερνες κι
εσύ», της είπε.

Γύρισε το κεφάλι της αλλού, για να μη δει εκείνος τη θλίψη στα μάτια της. «Ευχαριστώ πολύ για το
κόσμημα», μουρμούρισε, κουνώντας με ενθουσιασμό το χέρι της στη Μοντ.

«Το είδα στη βιτρίνα ενός καταστήματος και μου φάνηκε ωραίο».

«Είναι θαυμάσιο».

«Έτσι μου φάνηκε κι εμένα». Συνοφρυώθηκε, βλέποντας τη χλομάδα που είχε απλωθεί στο
πρόσωπό της. «Ντάρσι;» Την έπιασε από το πιγούνι και της ανασήκωσε το κεφάλι. «Τι συμβαίνει;»

«Τίποτα», μουρμούρισε εκείνη.

«Για μια στιγμή μού φάνηκε πως...» Έκανε μια παύση κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Να, νόμισα
πως θα λιποθυμούσες», είπε τελικά ανήσυχος.

Η Ντάρσι του χαμογέλασε ζεστά. «Εσύ δε θα ήθελες να είσαι μέσα στο κρουαζιερόπλοιο;» τον
ρώτησε κοιτάζοντας ψηλά, στο μεγάλο κατάστρωμα, όπου εκατοντάδες χαρούμενα πρόσωπα
κουνούσαν τα χέρια τους καθώς αποχαιρετούσαν κάποιον δικό τους στην προκυμαία. Δεν τους
έβλεπε καθαρά, γιατί δεν είχε βάλει τους φακούς της, αλλά μπορούσε να φανταστεί τη χαρά που
ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους,

«Όχι», της αποκρίθηκε κοφτά. «Πρέπει να φροντίσω κάτι πιο σημαντικό», πρόσθεσε.

«Στη Φλόριντα;» τον ρώτησε ανοιγοκλείνονταςτα μάτια της.

«Ναι».

«Τι...»

«Όχι εδώ», της είπε διακόπτοντάς την, ενώ έριχνε μια ματιά γύρω στον κόσμο που είχε
συγκεντρωθεί στην προκυμαία για να αποχαιρετήσει τους ταξιδιώτες.

Η Ντάρσι σκέφτηκε πως ίσως η δουλειά στη Φλόριντα ήταν η αιτία της νευρικότητάς του, που
συνεχιζόταν και μετά την αναχώρηση της μητέρας του. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχαν αναλάβει
κάποια δουλειά τους τελευταίους μήνες στη Φλόριντα, αλλά δεν της ήρθε τίποτα στο μυαλό.

«Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι, Ριντ;» τον ρώτησε, όταν κάθισε δίπλα του στο αυτοκίνητο.

«Όχι», της αποκρίθηκε ψυχρά.

Η Ντάρσι έμεινε σιωπηλή, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι ο Ριντ θα μιλούσε μόνο όταν θα ήταν έτοιμος
να το κάνει. Τις πιο πολλές φορές τής έδινε την εντύπωση πως δεν την εμπιστευόταν αρκετά.

Τελικά, ένιωσε «έτοιμος» να της μιλήσει όταν βρέθηκαν στο αεροπλάνο με προορισμό τη
Φλόριντα. Και όσα της είπε την άφησαν άναυδη!

«Ντάρσι!» της είπε ανήσυχος, βλέποντας την αναστάτωσή της.

Η Ντάρσι ένιωσε τα χείλη της να στεγνώνουν και τα ύγρανε με τη γλώσσα της. «Μήπως μπορείς...
Θα ήθελες, σε παρακαλώ, να επαναλάβεις;» ψέλλισε τελικά.

«Θα μείνουμε στο σπίτι της μικρότερης αδερφής μου, της Νταϊάν...»

«Αυτό το άκουσα καλά», του πέταξε ανυπόμονα. Αυτό πίστευε ότι την είχε αναστατώσει;

«Θέλω όλοι, ακόμα και η οικογένειά μου, να νομίζουν πως πήγαμε στη Φλόριντα για διακοπές...»

«Κι αυτό το άκουσα». Η Ντάρσι ανέπνεε με δυσκολία, περιμένοντας τη συνέχεια.

«... και, αν παίξεις σωστά το ρόλο σου και φέρεσαι ανάλογα, να σχηματίσουν την εντύπωση πως
είμαστε... ζευγάρι», αποτελείωσε ο Ριντ τη φράση του, κάνοντας ένα μορφασμό.

Ζευγάρι! Ναι, είχε ακούσει σωστά, λοιπόν! Ο Ριντ μόλις το είχε επαναλάβει. Προφανώς, δεν
αντιλαμβανόταν πόσο δύσκολο θα ήταν κάτι τέτοιο για κείνη. Αν καταλάβαινε, σίγουρα θα την
έστελνε πίσω στο Λονδίνο με το πρωτο αεροπλάνο. Όμως δεν μπορούσε να το καταλάβει, γιατί
δεν ήξερε πως ήταν ερωτευμένη μαζί του.

«Ο Μαρκ δεν πρόκειται να μάθει τίποτα, αν αυτό σε προβληματίζει», βιάστηκε να προσθέσει ο Ριντ
βλέποντας την αμηχανία της.

Ο Μαρκ... ούτε που την είχε απασχολήσει. Η Ντάρσι ήξερε πολύ καλά πως, όσο βρισκόταν στην
Αμερική, εκείνος θα έβγαινε με κάποιο από τα πολλά φωτομοντέλα που παρέλαυναν καθημερινά
από το στούντιο του. Αυτή τη στιγμή είχε να σκεφτεί τον εαυτό της. Ανησυχούσε για το πού θα
οδηγούσε αυτό το επικίνδυνο θέατρο που θα έπαιζε με τον Ριντ.

«Καταλαβαίνω γιατί είσαι λίγο διστακτική...»

Τίποτε απολύτως δεν καταλάβαινε!

«... όμως θέλω να το δεις σαν ένα κομμάτι της δουλειάς σου», συνέχισε εκείνος απτόητος.

Ένα κομμάτι της δουλειάς της; Πραγματική κόλαση θα ήταν!

«Για μισό λεπτό...»

«Εννοώ ότι, έστω και με κάπως ασυνήθιστο τρόπο, θα σου δοθεί η ευκαιρία να διασκεδάσεις και ν’
απολαύσεις τον ήλιο της Φλόριντα».

Η Ντάρσι τον κοίταξε καχύποπτα. Δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της. Έπιασε το μονόκερο
που κρεμόταν στο λαιμό της κι άρχισε να παίζει το κόσμημα στα δάχτυλά της. «Θα μου πεις τελικά
το λόγο που πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα;» τον ρώτησε.

«Θα σου πω μόνο λίγα», της αποκρίθηκε. «Όσα χρειάζεται να ξέρεις».

«Ριντ, τι έχεις βάλεις τέλος πάντων στο μυαλό σου;»

«Τίποτα. Σε διαβεβαιώνω πως εγώ είμαι εντελώς αθώος σ’ αυτή την ιστορία».

«Αθώος; Ποια ιστορία;» τον ρώτησε έκπληκτη. «Αν λες πως εσύ είσαι αθώος, τότε κάποιος άλλος
πρέπει να είναι ένοχος... για κάτι».

«Ναι», της απάντησε κοφτά.

Η Ντάρσι ένιωσε τα μάγουλα και τ’ αυτιά της να την καίνε. «Νομίζω πως δεν μπορώ να κάνω αυτό
που μου ζητάς, Ριντ», του είπε γεμάτη απελπισία.

«Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα», της αντιγύρισε σκεφτικός. «Προσπάθησε ν’ απολαύσεις τις
διακοπές σου στη Φλόριντα κι εγώ θα φροντίσω για τα υπόλοιπα».

«Ποια υπόλοιπα;» τον ρώτησε ξεροκαταπίνοντας και σφίγγοντας νευρικά το μπράτσο του
καθίσματος της.

«Αφορά κάποια δική μου υπόθεση, Ντάρσι», της είπε.

«Τι είδους υπόθεση;»

«Προσωπική».
«Πρόκειται να πάθει κακό κανείς;» τον ρώτησε η Ντάρσι τρέμοντας.

«Δε νομίζω, αλλά δεν μπορώ και να εγγυηθώ τίποτα», της αποκρίθηκε, κόβοντάς της την αναπνοή.

Όχι! Δε θα συνεργούσε σε κάτι που ίσως έβλαπτε κάποιον, ούτε καν για χάρη του Ριντ.

Δε θα την πάθαινε για δεύτερη φορά!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
«Για τ’ όνομα του Θεού, Ντάρσι, ξέχασες να φας πρωινό ή μήπως σου συμβαίνει κάτι άλλο;» της
φώναξε ο Ριντ και της έκανε αέρα με ένα περιοδικό.

Η Ντάρσι είχε γείρει πίσω στο κάθισμά της και καθόταν ακίνητη με κλειστά τα μάτια, ενώ εκείνος
είχε σκύψει τρομαγμένος από πάνω της. Η σκηνή θα ήταν πολύ κωμική αν δεν ένιωθε φοβισμένη
και άρρωστη. Προσπαθούσε με το θολωμένο μυαλό της να θυμηθεί για ποιο λόγο είχε λιποθυμήσει.

«Ορίστε, κύριε Χάντερ», ακούστηκε από πάνω τους η φωνή της αεροσυνοδού, που είχε καταφτάσει
με ένα δίσκο για να τους φέρει καφέ και τσάι. «Είστε σίγουρος πως δε θέλετε να ρωτήσω αν
υπάρχει κάποιος γιατρός ανάμεσα στους επιβάτες;» ρώτησε ύστερα.

«Όχι... ευχαριστώ», αποκρίθηκε ο Ριντ παίρνοντας από το δίσκο ένα φλιτζάνι καφέ και λίγη ζάχαρη.
«Η Ντάρσι έχει απλώς ανάγκη τη δόση από το σιρόπι της!»

Έριχνε στον καφέ της δυο κουταλιές ζάχαρη, ενώ εκείνος συνήθιζε να τον πίνει σκέτο. Κάτω από
άλλες συνθήκες, το σχόλιό του θα τους φαινόταν αστείο και θα γελούσαν. Όμως εκείνη τη στιγμή η
Ντάρσι δεν είχε καθόλου διάθεση για γέλια.

«Δεν ξέχασα να φάω πρωινό», του είπε, μόλις η αεροσυνοδός απομακρύνθηκε, αφού πρώτα της
χαμογέλασε με συμπάθεια. «Απλώς λιποθύμησα, αυτό είναι όλο».

«Αυτό είναι όλο;» επανέλαβε ενοχλημένος.

«Ναι».

«Τότε γιατί λιποθύμησες;» επέμεινε ο Ριντ.

Ο τρόπος με τον οποίο την κοίταζε παραλίγο να την κάνει να χάσει ξανά τις αισθήσεις της. Η
Ντάρσι ήξερε πολύ καλά τι της είχε συμβεί. Όταν ο Ριντ παραδέχτηκε πως δεν μπορούσε να
εγγυηθεί ότι δε θα πάθαινε κάποιος κακό, είδε με τα μάτια της φαντασίας της αίματα κι ύστερα...
λιποθύμησε. Χρόνια τώρα εκπαίδευε τον εαυτό της να μη σκέφτεται συγκεκριμένες εικόνες που την
τάραζαν, αλλά αυτή τη φορά δεν τα είχε καταφέρει.

«Νομίζω πως μια εγκυμοσύνη είναι η πιο πειστική απόδειξη πως είμαστε ζευγάρι», του πέταξε
ειρωνικά, προσπαθώντας να διώξει απ’ το μυαλό της τις φοβερές σκέψεις που είχαν βγάλει στην
επιφάνεια παλιές μνήμες.

«Αν είσαι έγκυος, τότε δεν κάνεις καλά που πίνεις καφέ!» της είπε και άπλωσε το χέρι του για να
της πάρει το φλιτζάνι.

Εκείνη αρνήθηκε, πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της, και την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως ο
μεταβολισμός της σίγουρα δεν είχε ανάγκη από τόση ζάχαρη. «Δεν είμαι έγκυος...»

«Μα πριν από λίγο είπες πως είσαι!»

Η Ντάρσι αναστέναξε. «Είπα αυτό που εσύ σκεφτόσουν», τον αντέκρουσε. «Όμως σύλληψη χωρίς
σεξουαλική επαφή, απ’ ό,τι ξέρω, μόνο μια φορά έγινε! Και εννέα μήνες μετά γεννήθηκε ο
Χριστός...»

«Πάψε να με κοροϊδεύεις, Ντάρσι», της είπε κοιτάζοντάς την εξεταστικά.

«Δε σε κοροϊδεύω καθόλου, Ριντ». Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του.

«Είσαι παρθένα!»

«Δεν είπα κάτι τέτοιο», μουρμούρισε εκείνη, βλέποντας τη δυσπιστία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό
του.

«Μια γυναίκα που βγαίνει με τον Μαρκ δεν είναι δυνατό να...»

«Ριντ...» τον διέκοψε σε αυστηρό τόνο.

«Τότε γιατί λιποθύμησες;» τη ρώτησε πάλι, ανήσυχος.

Η Ντάρσι ακούμπησε το φλιτζάνι του καφέ στο τραπεζάκι μπροστά της. «Ριντ, νομίζω πως δε θα
μπορέσω να σε βοηθήσω σ’ αυτό που έχεις στο μυαλό σου να κάνεις στην Αμερική», του είπε σε
ήρεμο τόνο. «Δεν έχω την ικανότητα να προσποιούμαι και... και δεν είμαι σίγουρη αν συμφωνώ μ’
αυτό που πας να κάνεις».

Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του. «Όμως δεν ξέρεις τι έχω στο μυαλό μου ή τι θα κάνω!» της είπε
με έμφαση.

«Δε διαφωνώ», του αποκρίθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Αλλά, ό,τι και να είναι, δε μου
φαίνεται καλό, αφού απαιτεί τόση μυστικότητα και ψέματα».

«Ναι, δεν είναι καθόλου καλό», της είπε. «Όπως δεν είναι καλό να με κλέβουν στις επιχειρήσεις
μου», πρόσθεσε.

«Μα είσαι ήδη τόσο πλούσιος και πετυχημένος, που δε χρειάζεται...»

«Και για πόσον καιρό νομίζεις πως θα είμαι πλούσιος και πετυχημένος, όταν κάποιος σαμποτάρει
κάθε δουλειά που πάω να ξεκινήσω στην Αμερική; Γιατί κάτι τέτοιο συμβαίνει, Ντάρσι».

«Μα πώς;» ρώτησε γεμάτη απορία εκείνη.

«Μόλις δείξω ενδιαφέρον για κάποια δουλειά», συνέχισε ο Ριντ, «κάποιοι άλλοι με προλαβαίνουν
και τη χάνω. Νομίζω πως το πρόσωπο που δίνει τις πληροφορίες πληρώνεται καλά. Κάποιος,
λοιπόν, πλουτίζει δίνοντας χρήσιμες πληροφορίες στους ανταγωνιστές μου. Αυτό δεν μπορεί να
συνεχιστεί, όπως αντιλαμβάνεσαι. Η χήνα με τα χρυσά αβγά, δηλαδή εγώ, πήρε χαμπάρι ότι την
κλέβουν! Όποιος κι αν είναι αυτός που το κάνει, θα έχει κερδίσει ήδη αρκετά χρήματα
κάνοντας κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου». .

Η Ντάρσι συνοφρυώθηκε. «Μήπως υποψιάζεσαι κάποιον συγκεκριμένα;» τον ρώτησε.

«Πρέπει να είναι κάποιος που εμπιστεύομαι... και που μπορεί να εξαγοραστεί», της αποκρίθηκε.

Η Ντάρσι σκέφτηκε πως ο άνθρωπος που πουλούσ,ε πληροφορίες στους ανταγωνιστές του πρέπει
να ήξερε καλά τον Ριντ και τα επαγγελματικά ενδιαφέροντά του. Αναστέναξε κοιτάζοντάς τον
σκεφτική. «Δε φαντάζομαι να υποψιάζεσαι κάποιον απ’ την οικογένειά σου;» τόλμησε τελικά να
ρωτήσει.

«Το συνηθίζω να μιλώ στην οικογένειά μου για τις δουλειές μου εδώ», της αποκάλυψε. «Μα, που
να πάρει ο διάβολος, είναι συγγενείς μου, δε νομίζω πως θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο!»

Η Ντάρσι κατάλαβε πως δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την αθωότητα των συγγενών του.
Εκείνη, όντας μοναχοπαίδι, δεν ήξερε τι σημαίνει να μεγαλώνει κανείς κοντά σε αδερφούς και
αδερφές, αλλά σίγουρα θα υπήρχαν ανάμεσά τους κάποιες συγκρούσεις, ασήμαντες ή μη. Όμως θα
πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο αυτές οι συγκρούσεις να οδηγήσουν κάποιον απ’ την οικογένεια του
Ριντ στην προδοσία.

«Καταλαβαίνω πως έπρεπε να σου τα είχα αποκαλύψει όλα αυτά νωρίτερα, πολύ πριν σου ζητήσω
να προσποιηθείς την ερωμένη μου», τον άκουσε να της λέει αναστενάζοντας. «Ωστόσο πρέπει να
ομολογήσω πως η ιδέα μού ήρθε μόλις χτες το βράδυ. Έχω χάσει τρεις μεγάλες δουλειές τους
τελευταίους έξι μήνες. Δεν πιστεύω πια πως πρόκειται για απλές συμπτώσεις. Πρέπει να μάθω ποιος
είναι αυτός που κάνει τη ζημιά, Ντάρσι». Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η λύπη.

«Δεν υποψιάζεσαι κανέναν;»

«Όχι. Όμως θα τον βρω. Με τη βοήθειά σου».

«Θέλεις, επομένως, να κάθομαι κοντά σου και να παριστάνω πως είμαι ξετρελαμένη μαζί σου;» τον
ριότησε, προσπαθώντας να κάνει λίγο χιούμορ.

«Όχι ακριβώς», της αποκρίθηκε εκείνος δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη του. «Ούτε ο αδερφός μου
ούτε οι αδερφές μου θα πίστευαν ποτέ πως υπάρχει γυναίκα που να είναι ξετρελαμένη μαζί μου».

Τότε πρέπει όλοι να είναι τυφλοί ή προκατειλημμένοι! σκέφτηκε η Ντάρσι. Μόνο αυτή έβλεπε
καθαρά, γιατί ήταν πραγματικά ξετρελαμένη μαζί του!

«Νομίζω πως έτσι συμβαίνει σ’ όλες τις οικογένειες», παρατήρησε σκεφτική.

Εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Πρέπει πράγματι να παραδεχτώ πως ποτέ μου δεν κατάλαβα τι
βρήκαν στις αδερφές μου ο Γουέιντ και ο Κρις ή τι βρήκε η Μαρί στον Μάικ!» Συνοφρυώθηκε πάλι.
«Όπως είπες, έτσι συμβαίνει σ’ όλες τις οικογένειες», κατέληξε.

Όλοι στην οικογένειά του πρέπει να ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και πολύ κοντά ο ένας στον
άλλον. Γι' αυτό δυσκολευόταν να πιστέψει ο Ριντ πως κάποιος απ’ αυτούς ήθελε να του κάνει ζημιά
στη δουλειά. Η Ντάρσι προσπάθησε να τους φανταστεί έναν έναν. «Αν δε βάλω τους φακούς μου,
θα σε κοιτάζω σαν μεθυσμένη και θα τους δώσω λάθος εντυπώσεις», του είπε προσπαθώντας να
διώξει τη λύπη απ’ το πρόσωπό του.

Ο Ριντ της έπιασε το χέρι κι άρχισε να παρατηρεί εξεταστικά τα λεπτά δάχτυλά της και τα βαμμένα
της νύχια. «Σου φέρθηκα απαίσια τις τελευταίες μέρες», άρχισε να λέει. «Και λυπάμαι πάρα πολύ γι’
αυτό». Ύστερα την κοίταξε στο πρόσωπο μέ τα λαμπερά πράσινα μάτια του. «Πρώτα με εκείνη την
ανόητη ιστορία με τη μητέρα μου και τώρα μ’ αυτό. Σε χρησιμοποίησα». Σήκωσε το χέρι του κι
απομάκρυνε μια τούφα μαλλιά απ’ το μέτωπό της. «Δε σου άξιζε τέτοια συμπεριφορά», πρόσθεσε.

Η Ντάρσι δεν μπορούσε ν’ αντέξει το βλέμμα του. Νόμιζε πως θα χανόταν μέσα στην πράσινη
λάμψη των ματιών του. Τα δάχτυλά του άγγιξαν απαλά το μάγουλό της. «Ε!» έκανε και τραβήχτηκε.
«Οι αδερφές σου κι ο αδερφός σου δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στη γοητεία σου, λοιπόν»,
παρατήρησε.

Τον είδε με έκπληξη να γέρνει πίσω το κεφάλι του και να γελά δυνατά. «Δε θυμάμαι να
προσπάθησα ποτέ να τους γοητεύσω», είπε ύστερα χαμογελώντας. «Εξάλλου, δεν πιστεύω πως
μπορεί να τους γοητεύσει κανείς εύκολα!»

***

Η Ντάρσι διαπίστωσε λίγο αργότερα πως οι συγγενείς του ήταν οι ίδιοι γοητευτικοί όλοι τους, έστω
κι αν δε γοητεύονταν εύκολα, όπως είχε υποστηρίξει ο Ριντ.

Αφού τελικά του είχε υποσχεθεί πως θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει ποιος σαμποτάριζε τη
δουλειά του, εκείνος πρό-τεινε μόλις προσγειωθούν να πάρουν την πρώτη πτήση για το Ορλάντο,
ώστε να συναντήσουν όλα τα μέλη της οικογένειας Χάντερ. Πράγματι, μόλις έφτασαν στο Μαϊάμι,
επιβιβάστηκαν χωρίς καθυστέρηση σ’ ένα άλλο αεροπλάνο με προορισμό το Ορλάντο. Το απόγευμα
βρίσκονταν στο σπίτι της Νταϊάν και του άντρα της, του Κρις, διαπιστώνοντας πως είχαν
συγκεντρωθεί όλοι οι συγγενείς, καλεσμένοι για φαγητό. Η Νταϊάν φορούσε το μπικίνι της, ίσως
για να δηλώσει πως δεν επρόκειτο για κάποιο επίσημο δείπνο.

«Σου ζητώ συγνώμη», είπε στην Ντάρσι ο Ριντ, μαθαίνοντας για το δείπνο που ετοίμαζε η αδερφή
του. «Αν θέλεις μπορείς να πας κατευθείαν για ύπνο. Αν αισθάνεσαι κουρασμένη, δεν υπάρχει
πρόβλημα».

Η Ντάρσι ξεροκατάπιε. Η επικείμενη γνωριμία της με τόσα άτομα, και μάλιστα με τους στενούς
συγγενείς του Ριντ, της προκαλούσε κάποια νευρικότητα. Όχι πως ανησυχούσε αν θα τους έκανε
καλή εντύπωση. Όμως θα το προτιμούσε να τη συμπαθήσουν. Μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι, θα
βρισκόταν μπροστά στα εξεταστικά βλέμματα τόσων ανθρώπων, κι αυτό την ενοχλούσε αφάνταστα.
«Όχι, θέλω μόνο να φρε-σκαριστώ λίγο», του εξήγησε.

«Εντάξει», είπε η Νταϊάν με ενθουσιασμό. Είχε μακριά, κατάξανθα μαλλιά, πράσινα μάτια κι
έμοιαζε πολύ με τη μητέρα της. «Ξέρεις, δεν είσαι όπως σε περιμέναμε», είπε ύστερα.

«Νταϊάν!» αναφώνησε επιτιμητικά ο αδερφός της.


«Δεν είπα πως δε μας αρέσει», δικαιολογήθηκε εκείνη. «Απλώς πρόκειται για μια ευχάριστη
έκπληξη. Η Λίντα ήταν σχεδόν σίγουρη πως θα μας έφερνες κάποια ελαφρόμυαλη ή κάποια
χειραφετημένη γυναίκα».

«Έπρεπε να μου το είχε ζητήσει!» ειρωνεύτηκε ο Ριντ.

Η Νταϊάν γέλασε και η Ντάρσι πρόσεξε πως είχε κληρονομήσει τη χάρη και την ομορφιά της
μητέρας της, το είδος εκείνο της ομορφιάς που δε χάνεται ποτέ, απλώς ξεθωριάζει λίγο με το
πέρασμα του χρόνου.

«Π ροσπαθεί να πείσει τον Γουέιντ να μεταφέρει το γραφείο του στο Μαϊάμι», είπε, αναφερόμενη
στην αδερφή της. «Λέει πως εδώ την πειράζει η υγρασία!»

«Και ο Γουέιντ, φυσικά, δε δέχεται να φύγει», μάντεψε ο Ριντ.

«Κάποτε υπήρξε φίλος σου, μην το ξεχνάς», του είπε κοροϊδευτικά η Νταϊάν.

Ο Ριντ έκανε ένα μορφασμό. «Νομίζω πως η Λίντα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα πως θα γεράσει
στο Ορλάντο. Είμαι σίγουρος πως ο Γουέιντ δε θα φύγει ποτέ από δω».

«Σωστά!» Η Νταϊάν ξαναγέλασε. «Ελπίζω να με συγχω-ρέσετε που μάζεψα στο σπίτι όλη την
οικογένεια». Σώπασε κοιτάζοντας τον Ριντ σκεφτική. «Για αρκετούς μήνες νομίζαμε πως η Ντάρσι
ήταν άντρας. Μπορείς να φανταστείς την έκπληξή μας, όταν μάθαμε πως είναι όχι μόνο η
γραμματέας σου, αλλά και το κορίτσι σου!»

Η Ντάρσι ένιωσε αμηχανία. Το γεγονός ότι οι συγγενείς του Ριντ τη νόμιζαν για άντρα ήταν κάτι
που την έκανε να ντρέπεται λίγο. «Θα σε συγχωρέσουμε για όλα, αν μας διαβεβαιώσεις πως υπάρχει
κλιματισμός στο σπίτι!» της είπε, νιώθοντας να την πνίγει η ζέστη.

Ήταν αρχές του Μάη, αλλά στη Φλόριντα η ζέστη γινόταν ήδη ανυπόφορη. Όταν αποβιβάστηκαν
νωρίτερα από το αεροπλάνο και βγήκαν έξω από το αεροδρόμιο του Ορλάντο για να μπουν στο
αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει ο Ριντ, ένιωσαν αμέσως τη διαφορά του κλίματος ανάμεσα
στην Αγγλία και τη Φλόριντα. Η Ντάρσι νόμισε για μια στιγμή πως θα λιποθυμούσε.

«Ναι, υπάρχει», την καθησύχασε η Νταϊάν.

«Κάνει φοβερή ζέστη», παρατήρησε η Ντάρσι.

«Μην ανησυχείς. Γρήγορα θα τη συνηθίσεις».

«Δε νομίζω», είπε η Ντάρσι κουνώντας το κεφάλι της με έμφαση. Αν το απόγευμα έκανε τόση
ζέστη, δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί τι θα γινόταν στη διάρκεια της ημέρας ή το καταμεσήμερο!

«Αλλά έχω κανονίσει να φάμε δίπλα στην πισίνα», την πληροφόρησε η Νταϊάν. «Αν νομίζεις πως δε
θα μπορέσεις...»

«Όχι! Όχι...» βιάστηκε να τη διακόψει η Ντάρσι. «Μη σε νοιάζει για μένα. Όπως είπες, γρήγορα θα
συνηθίσω».
Δε θα συνέβαινε αυτό ούτε σε χίλια χρόνια! Η Ντάρσι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τόσο πολλοί
άνθρωποι είχαν αποφασίσει να ζουν σ’ ένα τόσο ζεστό μέρος.

Η Νταϊάν δε φάνηκε να πείθεται. «Θα κοιμηθείς στο δωμάτιό σου, Ριντ», απευθύνθηκε ύστερα στον
αδερφό της.

«Ωραία», είπε εκείνος. «Μπορούμε να πηγαίνουμε, Ντάρσι». Προχώρησαν στο χολ κι από κει σ’ ένα
διάδρομο ο οποίος οδηγούσε, όπως υπέθεσε η Ντάρσι, στα υπνοδωμάτια.

Αναρωτιόταν πώς δε ζεσταινόταν ο Ριντ, που φορούσε ακόμα το κοστούμι του και είχε
κουμπωμένο το πουκάμισό του μέχρι το λαιμό. Εκείνη ένιωθε να καίγεται, παρ' όλο που, μόλις
βγήκαν έξω από το αεροδρόμιο, είχε βγάλει τη ζακέτα της, είχε διπλώσει προς τα πάνω τα μανίκια
της μπλούζας της και είχε ξεκουμποδσει κάμποσα κουμπιά.

«Λυπάμαι», είπε στον Ριντ. «Η αδερφή σου θα νομίζει πως είμαι ιδιότροπη».

«Δεν πρόκειται να νομίζει κάτι τέτοιο», την καθησύχασε ο Ριντ ανοίγοντας την πόρτα ενός
δωματίου.

Ήταν ένα θαυμάσιο σπίτι, μακρόστενο και χαμηλό, χτισμένο ανάμεσα σε δέντρα. Σε μικρή
απόσταση, φαινόταν μια λίμνη. Τριγύρω δεν υπήρχαν πολλά σπίτια, αλλά όλα ήταν εξίσου όμορφα.
Η διακόσμηση στο υπνοδωμάτιο όπου μπήκαν ήταν ίδια με του υπόλοιπου σπιτιού: ακριβή
αλλά απλή και άνετη. Προφανώς, η Νταϊάν και ο Κρις Ντόνοβαν ήταν αρκετά πλούσιοι, όπως και ο
Ριντ.

«Μην ανησυχείς», του είπε η Ντάρσι, μόλις κάθισε στην άκρη του διπλού κρεβατιού. «Δεν
πρόκειται να σε ρωτήσω πού βρίσκεται η δική μου κρεβατοκάμαρα, ούτε πού θα κοιμηθείς εσύ
απόψε».

Ο Ριντ συνοφρυώθηκε καθώς ακουμπούσε τις βαλίτσες τους στο πάτωμα. «Η Νταϊάν υπέθεσε ότι
θα κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο».

Η Ντάρσι χάρηκε που δεν είπε πως η Νταϊάν υπέθεσε ότι θα κοιμηθούν μαζί. Αν και σίγουρα η
αδερφή του φανταζόταν ότι δε θα κοιμούνταν καθόλου! Κάτι ήξερε που του είπε πως θα κοιμηθεί
στο δωμάτιό του. Κάποτε, όταν ο Ριντ ήταν πολύ νεότερος, ίσως να μην κοιμόταν στο δωμάτιό του
με τις φίλες του. Τώρα όμως ήταν τριάντα πέντε χρονών -και τα πράγματα τελείως διαφορετικά.

«Δε σου έχει ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο;» τον ρώτησε η Ντάρσι ειρωνικά.

«Πραγματικά, δε μου έχει ξανασυμβεί», της αποκρίθηκε με σοβαρό ύφος. «Τώρα τι κάνουμε;»

«Με κολακεύεις αφάνταστα, Ριντ», του είπε η Ντάρσι και γέλασε νευρικά, θέλοντας να κρύψει τη
θλίψη που ένιωσε επειδή εκείνος το θεωρούσε μεγάλο πρόβλημα να κοιμηθεί μαζί της.

«Το ζήτημα είναι σοβαρό, που να πάρει ο διάβολος», της είπε. «Είναι άλλο πράγμα να
προσποιούμαστε πως είμαστε ζευγάρι που κάνει διακοπές κι άλλο πράγμα... αυτό», πρόσθεσε
δείχνοντας το διπλό κρεβάτι όπου κάθονταν και οι δυο τους.

«Μήπως φοβάσαι τη Σαμάνθα;» τον πείραξε. Η Σαμάνθα ήταν μια από τις κοπέλες με τις οποίες
έβγαινε στο Λονδίνο.

«Πίστεψέ με, ούτε που τη σκέφτηκα», της αποκρίθηκε αδιάφορα. «Εσένα σκέφτομαι, Ντάρσι».

Δεν έπρεπε να στενοχωριέται για κείνη. Η Ντάρσι ήταν σχεδόν έτοιμη να τον παρακαλέσει να
κοιμηθούν μαζί! Μα δεν μπορούσε να καταλάβει, τέλος πάντων, πως ήταν ερωτευμένη μαζί του; Η
αδερφή του το είχε καταλάβει με μια ματιά!

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ίσως πρέπει να πάμε σε κάποιο ξενοδοχείο», πρότεινε.

Ο Ριντ κούνησε αμέσως αρνητικά το κεφάλι του. «Η Νταϊάν δε θα μας συγχωρέσει ποτέ, αν
σηκωθούμε και φύγουμε. Θεέ μου, πρώτη φορά αντιμετωπίζω αυτό το πρόβλημα!» Φαινόταν
πραγματικά σε απόγνωση.

Ήταν φανερό πως δεν τον ενθουσίαζε η ιδέα να κοιμηθούν μαζί. «Είναι πολύ μεγάλο κρεβάτι, Ριντ»,
του είπε η Ντάρσι όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Αμφιβάλλω αν θα χρειαστεί ν’ αγγίξουμε ο ένας
τον άλλον, αν δεν το θέλουμε».

«Το πρόβλημα είναι μήπως το θελήσουμε», της αποκρίθηκε, κι αφού σηκώθηκε από το κρεβάτι,
άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο.

Η Ντάρσι τον κοίταξε έκπληκτη. Ο Ριντ πρώτη φορά άφηνε να εννοηθεί πως την έβλεπε σαν μια
ελκυστική γυναίκα. Και μάλιστα, σε μια στιγμή που τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, τα ρούχα της
τσαλακωμένα κι εκείνη κουρασμένη, χωρίς μακιγιάζ, χωρίς άρωμα, και προπάντων φοβισμένη
επειδή βρισκόταν σ’ ένα ολότελα καινούριο περιβάλλον.

«Ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να πιστεύουμε πως μπορούμε να κοιμηθούμε μαζί
χωρίς...» Σώπασε κοιτάζοντάς τη σκεφτικός. «Όταν ένας άντρας και μια γυναίκα βρεθούν στο ίδιο
κρεβάτι, δε γίνεται να ελέγξουν τις αυθόρμητες αντιδράσεις του κορμιού τους!»

Η Ντάρσι ένιωσε να την κυριεύει μια παράξενη έξαψη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Ίσως
έπρεπε να ρωτήσουμε την Νταϊάν αν υπάρχει κάποιο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια», του είπε με
κομμένη ανάσα και σηκώθηκε απότομα όρθια. «Πες της πως κάνω ανήσυχο ύπνο».

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό... Ξεχνάς πως υποτίθεται ότι είμαστε ερωτευμένοι; Πρόσεξε!» της
φώναξε, καθώς εκείνη λίγο έλειψε να σωριαστεί στο πάτωμα όταν σκόνταψε πάνω στις βαλίτσες.
Δεν τις είχε δει, ή τις είχε ξεχάσει; Ο Ριντ κατάφερε να τη συγκροτήσει πριν πέσει. «Μη μου πεις
ότι ξέχασες τις βαλίτσες!»

Η Ντάρσι ξέχασε όχι μόνο τις βαλίτσες αλλά τον κόσμο ολόκληρο, έτσι όπως την άρπαξε στα
δυνατά του μπράτσα, τραβώντας την κοντά του. Πρόσεξε, για πρώτη φορά, ότι μέσα στα πράσινα
μάτια του υπήρχαν μικρές χρυσαφένιες κηλίδες. Το στήθος της ακούμπησε στο δικό του και η
αναπνοή του χαΐδεψε το πρόσωπό της όταν έσκυψε το κεφάλι του για να την κοιτάξει στα μάτια.
Και τελικά, το στόμα του σφράγισε το δικό της και η Ντάρσι νόμιζε πως το δωμάτιο άρχισε να
γυρίζει και το πάτωμα να τρέμει κάτω από τα πόδια της.

«Σας έφερα... Ω!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή στην πόρτα, όμως δεν ήταν της Νταϊάν. «Ισως θα
έπρεπε να κλειδώσετε την πόρτα ή να κρεμάσετε απ’ έξω την ένδειξη ‘Μην ενοχλείτε’», είπε η
γυναίκα σε εύθυμο τόνο.

Τα μάτια του Ριντ σκοτείνιασαν από το θυμό. Αφησε την Ντάρσι και κοίταξε αυστηρά τη
μεγαλύτερη αδερφή του, τη Λίντα. «Ίσως θα έπρεπε εσύ να χτυπήσεις πρώτα την πόρτα, αδερφούλα
μου», της αντιγύρισε και, πλησιάζοντάς την, πήρε τα δύο ποτήρια με λεμονάδα που κρατούσε στα
χέρια της.

Η Λίντα είχε, όπως και η μικρότερη αδερφή της, κατάξανθα μαλλιά. Τα μάτια της ωστόσο είχαν ένα
βαθύ γαλάζιο χρώμα, που θύμιζε το Αιγαίο πέλαγος. Ενώ η Νταϊάν ήταν κοντή, η Λίντα ήταν αρκετά
ψηλή, σχεδόν όσο και ο Ριντ. Το τιρκουάζ μπικίνι που φορούσε τόνιζε το χρώμα των ματιών της
και αναδείκνυε τις τέλειες αναλογίες του κορμιού της. Η έκφρασή της ωστόσο δεν είχε τη ζεστασιά
της αδερφής της.

Η Ντάρσι σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να γνωρίσει τους άντρες που είχαν παντρευτεί
αυτές οι δύο γυναίκες.

Στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. «Ξέρω», μίλησε τελικά πρώτη η Ντάρσι,
«πως δεν είμαι αυτή που περιμένατε. Όμως πιστεύω ότι μπορώ να βοηθήσω έναν άντρα να γίνει
καλύτερος».

Το σκληρό πρόσωπο της Λίντας μαλάκωσε. «Αν βέβαια καταφέρεις να ανεχτείς έναν άντρα σαν τον
Ριντ», παρατήρησε.

«Ω, τα καταφέρνει μια χαρά... Το έχει αποδείξει», είπε σε εύθυμο τόνο ο Ριντ, πίνοντας λίγη
λεμονάδα.

«Τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», είπε χαμογελώντας η Λίντα. «Και τώρα μπορείτε ν’ αφήσετε
γι’ αργότερα τις τρυφερότητες», πρόσθεσε. «Οι μπριζόλες είναι έτοιμες και, όπως ξέρεις, Ριντ, η
Νταϊάν θυμώνει όταν κάποιος δεν είναι στην ώρα του στο τραπέζι».

Η μυρωδιά δυνατού αρώματος χτύπησε τα ρουθούνια της Ντάρσι, καθώς η Λίντα έκανε μεταβολή
κι απομακρύνθηκε από το δωμάτιο. Τότε, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον Ριντ.

Εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Ισως δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ», της είπε. «Είμαστε φοβερά
κουρασμένοι μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι κι έχει μαζευτεί όλη η οικογένεια».

Η Ντάρσι χαμογέλασε ζεστά. «Νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε», του είπε ενθαρρυντικά.

«Ελπίζω να μου το πεις αυτό κι αφότου θα συναντήσεις τον Μάικ», την προειδοποίησε.

Ο Μάικ Χάντερ ήταν νεότερος από τον Ριντ και του έμοιαζε πάρα πολύ. Μόνο που εκείνος ήταν πιο
ήπως χαρακτήρας και είχε γαλάζια αντί για πράσινα μάτια. Όλοι μοιάζουν τρομερά μεταξύ τους,
κατέληξε λίγο αργότερα η Ντάρσι.

Ο Ριντ της πρότεινε να βάλουν τα μαγιό τους και να κολυμπήσουν στην πισίνα, αντί να κάνουν
ντους στο σπίτι. Η Ντάρσι, όταν τακτοποιούσε το μπικίνι της στη βαλίτσα, δε φανταζόταν ότι θα της
χρησίμευε αμέσως μόλις έφτανε στη Φλόριντα. Εκείνος πήγε να φορέσει το μαγιό του στο
διπλανό μπάνιο, αφήνοντας την Ντάρσι να φορέσει το δικό της στην κρεβατοκάμαρα.
Όταν κατέβηκαν κάτω, ένας κοκκινομάλλης πανύψηλος άντρας με γαλάζια μάτια, γελαστός και
πρόσχαρος, βοηθούσε την Νταϊάν με τα κρέατα στην ψησταριά. Η Λίντα καθόταν σ' έναν καναπέ
δίπλα σ’ έναν άλλον ψηλό άντρα με μαύρα μαλλιά και μάτια και σοβαρό ύφος. Η γυναίκα
που καθόταν στην άκρη της πισίνας, έχοντας τα πόδια της μέσα στο νερό, γύρισε αμέσως να
κοιτάξει τον Ριντ και την Ντάρσι, που είχαν φτάσει κιόλας κοντά της. Η ολοστρόγγυλη κοιλιά της
μαρτυρούσε πως η εγκυμοσύνη της ήταν αρκετά προχωρημένη. Είχε μαύρα, γυαλιστερά μαλλιά
και ωραίο πρόσωπο. Η Ντάρσι κατάλαβε πως ήταν η γυναίκα του Μάικ. Τέλος, έκανε την εμφάνισή
του μέσα από το νερό της πισίνας και ο Μάικ. Έμοιαζε πολύ με τον Ριντ, μόνο που δεν είχε
καθόλου τη σοβαρότητά του.

«Καλώς ήρθατε στη Φλόριντα», είπε μ’ ενθουσιασμό και φίλησε την Ντάρσι στο στόμα. «Την
πολιτεία με τα καλύτερα πορτοκάλια, το Γουόλτ Ντίσνεϊ Γουόρλντ, το μεγαλύτερο θεματικό πάρκο
του κόσμου και τις συνεχείς πυρκαγιές».

«Και τους Χάντερ», συμπλήρωσε κοροϊδευτικά ο κοκκινομάλλης που τον είχε ακούσει.

«Μην το λες γι’ αστείο», του είπε ο Μάικ. «Δεν είμαστε για πέταμα. Είμαστε μια σπουδαία
οικογένεια. Έλα τώρα να σε συστήσω σε όλους, αγαπητή μου», απευθύνθηκε στην Ντάρσι.

«Ριντ...» ψέλλισε εκείνη, καθώς ο Μάικ την τραβούσε από το χέρι για να την πάει κοντά στους
υπόλοιπους συγγενείς.

«Μη φοβάσαι», την καθησύχασε ο Μάικ. «Κοντά μου θα είσαι ασφαλής».

Η γυναίκα που καθόταν στην άκρη της πισίνας, η Μαρί, βλέποντας την έκφραση της Ντάρσι,
γέλασε. «Είσαι πράγματι ασφαλής, Ντάρσι», της φώναξε, «γιατί ο Μάικ ξέρει ότι θα πέσει ξύλο αν
παρεκτραπεί».

Ο Μάικ κοίταξε λίγο φοβισμένος τη μικρόσωμη γυναίκα με τα κατάμαυρα μαλλιά. «Ξεχνάς πως σε
λίγο θα γίνω πατέρας;» της είπε με πίκρα.

Η Μαρί ξαναγέλασε. Ήταν φανερό ότι κυλούσε ιταλικό αίμα στις φλέβες της. Πριν από δυο γενιές,
κάποιοι πρόγονοί της μετανάστες από την Ιταλία είχαν εγκατασταθεί στην Αμερική. Η Ντάρσι τη
συμπάθησε απ’ την πρώτη στιγμή.

Είχε συμπαθήσει όλα τα μέλη της οικογένειας Χάντερ, από τον ερωτιάρη Μάικ, τη χαριτωμένη
Μαρί, την όμορφη

Νταϊάν και τη δυναμική Λίντα ως τον άντρα με τα μαύρα μαλλιά και το σοβαρό ύφος και τον
κοκκινομάλλη γίγαντα που έδειχνε πως δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά στη ζωή του. Οι δυο αυτοί
άντρες ήταν αληθινή έκπληξη για την Ντάρσι. Ο κοκκινομάλλης, ο Γουέιντ Ο’Νιλ, ήταν
δικηγόρος και σύζυγος της Λίντας, ενώ ο σοβαρός άντρας με τα μαύρα μαλλιά, ο Κρις Ντόνοβαν,
ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, ήταν ο σύζυγος της Νταϊάν. Η Ντάρσι σκέφτηκε πως ο πρώτος θα ταίριαζε
καλύτερα στην Νταϊάν και ο δεύτερος στη Λίντα. Όμως ίσως έτσι να ήταν καλύτερα. Κάποτε, είχε
ακούσει πως τα αντίθετα έλκονται. Βλέποντας αυτές τις αντιθέσεις τώρα, άρχισε να ελπίζει πως
ίσως μπορούσε να γίνει κάτι ανάμεσα σ' εκείνη και τον Ριντ.

Ωστόσο, δυσκολευόταν να πιστέψει πως κάποιος απ’ όλους αυτούς ήταν δυνατό να έχει προδώσει
την εμπιστοσύνη του Ριντ. Τρία από τα μέλη αυτής της ευχάριστης παρέας ήταν αδέρφια του και οι
δύο άντρες πολύ καλοί φίλοι του. Όσο για τη Μαρί, η Ντάρσι αδυνατούσε να φανταστεί πως αυτή
η μικρόσωμη, χαριτωμένη γυναίκα, μ’ ένα παιδί στην κοιλιά, θα μπορούσε να έχει κάνει κακό στον
εργοδότη της.

Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο Ριντ θα δυσκολευόταν πολύ να βρει τον ένοχο -αν τελικά υπήρχε
κάποιος ένοχος!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
«Έλα, πάμε να κολυμπήσουμε», είπε στην Ντάρσι ο Ριντ πιάνοντάς την από το χέρι.

Σε λίγα δευτερόλεπτα βούτηξαν και οι δυο μέσα στην πισίνα. Η Ντάρσι δεν μπόρεσε ν’ αντέξει το
κρύο νερό και βγήκε αμέσως στην επιφάνεια, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της ξαφνιασμένη.

Ο Ριντ προχώρησε για αρκετά μέτρα κάτω από το νερό και μόνο όταν αναδύθηκε πρόσεξε πως η
Ντάρσι δεν τον είχε ακολουθήσει. «Με συγχωρείς», της είπε πηγαίνοντας κοντά της. «Ξέχασα τους
φακούς επαφής».

«Αλήθεια; Τους ξέχασες;» τον πείραξε κι άρχισε να του ρίχνει νερό.

«Ναι», της αποκρίθηκε γελώντας. «Μήπως τους έχασες;»

«Πώς το κατάλαβες;» του είπε γελώντας κι εκείνη. Τώρα που βρισκόταν στο νερό ένιωθε πολύ
καλύτερα απ’ ό,τι προηγουμένως, όταν καθόταν έξω από την πισίνα.

«Νιώθεις καλύτερα τώρα;» τη ρώτησε ο Ριντ. «Πριν από λίγο μου έδωσες την εντύπωση πως ήσουν
έτοιμη να λιποθυμήσεις», πρόσθεσε, βλέποντάς τη να τον κοιτάζει γεμάτη απορία.

Η Ντάρσι έριξε τότε μια ματιά προς το σημείο όπου κάθονταν οι συγγενείς του. «Δεν έφταιγε η
ζέστη. Σκεφτόμουν...»

Ο Ριντ την πλησίασε ακόμα περισσότερο κι άρχισαν να κολυμπούν σχεδόν κολλημένοι ο ένας πάνω
στον άλλον.

«Ξέρω πως σε στενοχωρεί η ιδέα ότι μπορεί κάποιος απ’ όλους να είναι ο ένοχος», της ψιθύρισε.
«Όμως ξέχασέ το. Θέλω να χαρείς τις διακοπές σου και ν’ αφήσεις το θέμα σ’ εμένα».

«Ναι, αλλά...»

Το στόμα του σφράγισε το δικό της, σταματώντας τη διαμαρτυρία της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της,
ακούμπησε το κορμί της φιλήδονα πάνω στο δικό του και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό
του. Το φιλί κράτησε πολύ και η Ντάρσι αναστέναξε από ευχαρίστηση όταν τελείωσε. Επιτέλους,
είχε βρεθεί στην αγκαλιά του!

«Εσείς οι δυο μου δίνετε την εντύπωση πως ζείτε με έρωτα και όχι με φαγητό», ακούστηκε από την
άκρη της πισίνας η Λίντα. «Όμως, αν θέλετε να φάτε απόψε, πρέπει να βγείτε αμέσως έξω από το
νερό. Το δείπνο σερβίρεται!»
«Αφησέ τους ήσυχους, Λίντα», μπήκε στη μέση ο Μάικ. «Το θέαμα ήταν άκρως απολαυστικό».

«Διεστραμμένε!» πέταξε στον αδερφό της η Νταϊάν, αγριο-κοιτάζοντάς τον.

«Κάνεις λάθος, αγαπητή μου», της αντιγύρισε. «Το φιλί τους ήταν πολύ αυθόρμητο και θεαματικό».

Η Ντάρσι δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από το πρόσωπο του Ριντ. Το φιλί και το άγγιγμά
του είχαν κάνει τα γόνατά της να παραλύσουν. Ένιωθε μια γλυκιά ζεστασιά ν’ απλώνεται σ’
ολόκληρο το κορμί της και δεν ήθελε να φύγει από κοντά του.

«Ριντ», είπε η Νταϊάν, χάνοντας την υπομονή της. «Ξεχνάς ότι εσύ και η Ντάρσι είστε τα τιμώμενα
πρόσωπα της βραδιάς;»

«Αυτό θα πει πως όλοι οι άλλοι είμαστε οι κομπάρσοι απόψε», αστειεύτηκε ο Μάικ.

«Θα πει πως απόψε έχουν προτεραιότητα ο Ριντ και η κοπέλα του», τον αντέκρουσε η Νταϊάν.
«Ριντ...» ξαναφώ-ναξε ανυπόμονα.

«Αφησέ τους ήσυχους, γλυκιά μου», είπε στην Νταϊάν σε ήρεμο τόνο ο άντρας της. «Δε βλέπεις πως
είναι ερωτευμένοι;»

Η Ντάρσι πρόσεξε πως τα λόγια του Κρις Ντόνοβαν δεν άρεσαν στον Ριντ. Κι όμως, έπρεπε να είναι
ικανοποιημένος που οι συγγενείς του είχαν σχηματίσει αυτή την εντύπωση. Αντίθετα, εκείνος
φαινόταν δυσάρεστη μένος για κάποιον ανεξήγητο λόγο.

Κολυμπώντας με νευρικές κινήσεις, ο Ριντ έφτασε στην άκρη της πισίνας κι άπλωσε το χέρι του για
να τη βοηθήσει να βγει από το νερό. Μόλις εκείνη βρέθηκε έξω και πάτησε στο έδαφος, την άφησε.

«Μήπως γνώρισες τη μητέρα μας πριν φύγει για την κρουαζιέρα στη Μεσόγειο;» ρώτησε την
Ντάρσι λίγο αργότερα η Νταϊάν, ενώ όλοι έπαιρναν θέσεις με τα πιάτα τους γεμάτα, στο χέρι, δίπλα
στην πισίνα.

«Η Ντάρσι ήρθε μαζί μας ως το Σαουθάμπτον», αποκρίθη-κε ο Ριντ για λογαριασμό της.

«Σπουδαία γυναίκα, δε βρίσκεις;» ρώτησε ο Γουέιντ χαμογελώντας εγκάρδια και η Ντάρσι


σκέφτηκε την ίδια στιγμή πως αυτός ο άντρας δεν έμοιαζε για δικηγόρο, ούτε φαινόταν να έχει
τίποτα κοινό με τη γυναίκα του, τη Λίντα.

«Δε θα ξεχάσω την ημέρα που μπέρδεψε τις ταχύτητες κι έριξε με φόρα το αυτοκίνητο κατευθείαν
πάνω στην πόρτα του γκαράζ», είπε η Νταϊάν κάνοντας ένα μορφασμό.

Ο Γουέιντ της ανταπέδωσε το μορφασμό. «Όμως δεν παύει να είναι μια αξιολάτρευτη πεθερά»,
σχολίασε ύστερα. «Ειδικά όταν βρίσκεται τόσο μακριά!» πρόσθεσε με έμφαση.

«Ω, θυμάστε την άλλη φορά που...» άρχισε ο Μάικ.

«Σας παρακαλώ, νομίζω ότι η Ντάρσι δεν έχει καμία διάθεση ν’ ακούει για τα κατορθώματα της
μητέρας», επενέ-βη ο Ριντ.
«Εσύ δε θα υπήρχες σήμερα αν η μητέρα μας δεν ήταν τόσο απρόσεκτη», του πέταξε η Νταϊάν.
«Μας είπε πως είχε μπερδέψει τις ημερομηνίες και νόμιζε πως ήταν οι ασφαλείς μέρες», πρόσθεσε
γελώντας.

«Νταϊάν!» τη μάλωσε σε αυστηρό τόνο ο Ριντ.

Εκείνη τον κοίταξε διστακτικά. «Το ξέρεις πως έχεις αλλάξει πολύ από τότε που έφυγες για την
Αγγλία;» του είπε με παράπονο.

Η Ντάρσι υποπτεύθηκε πως στο παρελθόν ο Ριντ θα πρέπει να συζητούσε μαζί τους με μεγάλη
ευχαρίστηση για τις γκάφες της Μοντ Χάντερ. Γιατί άραγε τώρα δεν του άρεσε; Μήπως επειδή είχε
διαπιστώσει πως και η ιδιαιτέρα γραμματέας του έπασχε από την ίδια απροσεξία κι έβλεπε
στο πρόσωπό της τη μητέρα του; Η σκέψη αυτή έκανε την Ντάρσι να χάσει το κέφι της.

«Σου ζητώ συγνώμη», μουρμούρισε ο Ριντ.

Η Νταϊάν, βλέποντας πως τα λόγια της είχαν στενοχωρήσει τον αδερφό της, κοκκίνισε. «Δε
χρειάζεται να ζητάς συγνώμη, Ριντ. Πέταξα από τη χαρά μου όταν τηλεφώνησες και μου είπες ότι
θα ερχόσουν και τώρα κάθομαι και καβγαδίζω μαζί σου».

«Νομίζω πως δεν κάναμε καλά που μαζευτήκαμε όλοι εδώ απόψε», παρατήρησε ο Μάικ. «Έπρεπε
ν’ αφήσουμε τον Ριντ και την Ντάρσι να ξεκουραστούν πρώτα. Όμως είχαμε περιέργεια...»

«Να δείτε την Ντάρσι», συμπλήρωσε ο Ριντ τη φράση του αδερφού του.

Ο Μάικ έγνεψε καταφατικά. «Όταν ο αγαπημένος μας αδερφός τηλεφώνησε για να μας
ανακοινώσει πως ερχόταν στο σπίτι με μια κοπέλα, δεν μπορέσαμε να κρατηθούμε», παραδέχτηκε.

«Το καταλαβαίνω», είπε ο Ριντ κάνοντας ένα μορφασμό. «Όμως δε σκεφτήκατε πως αυτή η κοπέλα
ίσως να τα έχανε, όταν θα σας έβρισκε όλους εδώ μαζεμένους να την κοιτάζετε εξεταστικά από
πάνω ως κάτω».

«Έλα τώρα, δεν είμαστε και τόσο κακοί», διαμαρτυρήθηκε ο Γουέιντ.

«Είστε πολύ κακοί!» αντιγύρισε ο Ριντ. «Είναι σαν να παίζουμε σε κάποια σκηνή από τους
Γουόλτονί»

«Κι εσύ ποιο ρόλο παίζεις, Ριντ;» ρώτησε η Λίντα. «Του πατέρα;»

«Όχι», της αποκρίθηκε χαμογελώντας αμυδρά. «Ποτέ!

Όμως πρέπει να παραδεχτείτε πως η Ντάρσι έχει τα μαλλιά και τις φακίδες της Ελίζαμπεθ!»

Η Ντάρσι ένιωσε ξαφνικά αμηχανία, καθώς τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν πάνω της για να
διαπιστώσουν αν αλήθευε αυτό που είχε πει ο Ριντ. Ήξερε για την τηλεοπτική σειρά της μεγάλης
οικογένειας Γουόλτον και δεν της άρεσε καθόλου να τη συγκρίνουν με την κοπέλα που είχε κάποιο
πρόβλημα στη μύτη και ήταν το νεότερο μέλος της οικογένειας.

«Η σειρά δε μου άρεσε και πολύ, επειδή ο νεαρός Τζον-Μπόι γινόταν όλο και πιο σοβαρός όσο τα
επεισόδια προχωρούσαν», σχολίασε.

«Ω, απορρίπτεις ένα αριστούργημα της αμερικανικής τηλεόρασης», διαμαρτυρήθηκε σε εύθυμο


τόνο ο Κρις.

Η Ντάρσι του χαμογέλασε με ζεστασιά. Ένιωθε κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτό τον άντρα,
επειδή πίστευε πως της έμοιαζε σε κάτι: δε φλυαρούσε! «Δεν είπα ότι δεν είναι καλή η σειρά,
απλώς...»

«Ω, ω...» έκανε ο Μάικ. «Μην τ’ αλλάζεις τώρα».

«Προσπαθούσα να...»

«Δεν έχουμε συνέλθει ακόμα από τη συγκίνηση που μας προκάλεσε», ειρωνεύτηκε ο Μάικ
διακόπτοντας την Ντάρσι για δεύτερη φορά.

«Σταμάτα, Μάικ», του φώναξε θυμωμένη η γυναίκα του. «Δεν έχεις δικαίωμα να κρίνεις την
Οικογένειά Γουόλτον, αφού είδες μόνο δύο επεισόδια!»

«Ποιος θέλει να βλέπει μια σειρά που παρουσιάζει μια πολυμελή οικογένεια, όταν ζει μέσα σε μια
παρόμοια; Ακόμα και ο Γουέιντ και ο Κρις σύχναζαν στο σπίτι μας πριν να τους παντρευτούν οι
αδερφές μου!»

«Ήταν δικοί μου φίλοι από το κολέγιο», επενέβη ο Ριντ για να εξηγήσει στην Ντάρσι, καθώς την
είδε να συνοφρυώνεται ακούγοντας τα λόγια του Μάικ.

«Νομίζv .πως έκανες πολύ καλά που δεν έχεις πει πολλά στην κοπέλα σου για μας, Ριντ», σχολίασε
η Λίντα. «Ισως να το έβαζε στα πόδια».

«Όχι ίσως, σίγουρα», είπε η Μαρί.

«Ναι, αλλά η δική μου γοητεία σε αιχμαλώτισε!» της είπε ο Μάικ κλείνοντάς της το μάτι
συνωμοτικά.

«Αν εννοείς πως μ’ έριξες στο κρεβάτι σου μία εβδομάδα μετά τη γνωριμία μας και ήθελες να με
παντρευτείς αμέσως, θα συμφωνήσω μαζί σου», του αντιγύρισε η Μαρί. «Όμως μην ξεχνάς πως στο
πρώτο ραντεβού μας με πήγες σ’ έναν αγώνα μπέιζμπολ!»

«Με λατρεύει», είπε στην Ντάρσι ο Μάικ, αγνοώντας τα σχόλια της Μαρί.

«Αν δε σε παντρευόμουν, θα πέθαινα κάνοντας απεργία πείνας», τον ειρωνεύτηκε η γυναίκα του.

Η Ντάρσι διασκέδαζε με τα αστεία της οικογένειας Χά-ντερ, έστω κι αν μερικές φορές έφταναν σε
υπερβολές. Η δική της οικογένεια ήταν πολύ μικρή, επομένως δεν είχε ζήσει μαζί τους τέτοιες
εμπειρίες.

Τελικά η συζήτηση και τα αστεία την κούρασαν. Τον τελευταίο καιρό είχε μάθει να εστιάζει την
προσοχή της μόνο σε ένα πράγμα ή μόνο σε ένα άτομο, για να μην την κυριεύει πανικός. Στο σπίτι
του Ριντ απόψε επικρατούσε πραγματικό πανδαιμόνιο. Κοίταξε την πισίνα ζαλισμένη. Κατάλαβε
πως, αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, δε θα μπορούσε να τους παρακολουθήσει.

«Θα μου επιτρέψετε να πάω για έναν περίπατο με την Ντάρσι κοντά στη λίμνη», είπε ξαφνικά ο Ριντ,
που είχε καταλάβει ότι η γραμματέας του ήταν έτοιμη να καταρ-ρεύσει. «Ντάρσι;»

Εκείνη τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Ω, θα είναι θαυμάσια», είπε και σηκώθηκε αμέσώς όρθια.
Τότε, το πιάτο που είχε στα γόνατά της έπεσε με θόρυβο κάτω. «Συγνώμη», ψέλλισε κι έσκυψε να
διορθώσει τη ζημιά, ενώ τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα. Είδε τον Ριντ να μαζεύει
από κάτω το μαχαίρι και το πιρούνι της. «Αυπάμαι πάρα πολύ», ψέλλισε καταντροπιασμένη στην
Νταϊάν, που είχε τρέξει κιόλας κοντά της.

«Μην είσαι ανόητη», την καθησύχασε εκείνη. «Τίποτα δεν έγινε!»

Η Νταϊάν είχε δίκιο. Το πιάτο δεν είχε πάθει τίποτα. Όμως ο Ριντ σίγουρα είχε δυσαρεστηθεί με την
αφηρημάδα της. Είχε ξεχάσει πως βρισκόταν στα γόνατά της ολόκληρο πιάτο με φαγητό! Σε
κανέναν άλλο δε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο!

«Ισως έπρεπε να σου είχα μιλήσει για τους συγγενείς μου», είπε λίγο αργότερα ο Ριντ, ενώ
περπατούσαν στην άκρη της λίμνης. «Μερικές φορές γίνονται ανυπόφοροι!» πρόσθεσε.

«Μα είχες τόσον καιρό να τους δεις», του υπενθύμισε η Ντάρσι.

«Ναι, έχεις δίκιο. Ήθελα πολύ να τους δω, αλλά τελικά με κούρασαν με τη φλυαρία τους. Σου
φαίνομαι αχάριστος;» τη ρώτησε γυρίζοντας να την κοιτάξει.

«Έτσι γίνεται σ’ όλες τις οικογένειες», του είπε. «Ο μεγαλύτερος αδερφός σνομπάρει τους
μικρότερους», πρόσθεσε ανάλαφρα.

Ο Ριντ την κοίταξε σκεφτικός. «Αυτό είναι!» αναφώνησε μ' ενθουσιασμό. «Κανένας δε μου το είχε
πει μέχρι σήμερα, αλλά νομίζω ότι ισχύει. Τους βλέπω μικρούς και ανεύθυνους! Ίσως αυτός ήταν ο
λόγος που αποφάσισα να φύγω από την Αμερική πριν από δέκα χρόνια. Η Νταϊάν και ο Μάικ,
ακόμα και η Λίντα, είναι ευχαριστημένοι που ζουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Εγώ
αισθανόμουν πάντα πως έπρεπε να ξεφύγω, να κάνω κάτι πιο σημαντικό στη ζωή μου!»

«Τα κατάφερες;»

«Όχι», της αποκρίθηκε με ύφος περίλυπο. «Συνεχίζω να τους σκέφτομαι και να τους νοσταλγώ,
παρ’ όλο που έχω κερδίσει πολλά χρήματα και θεωρούμαι επιτυχημένος. Έρχονται στιγμές που τους
ζηλεύω».

«Όμως δίνεις την εντύπωση ότι σου αρέσει να ζεις μόνος», παρατήρησε η Ντάρσι.

«Ναι, ίσως. Αλλά κατά βάθος υποφέρω», ομολόγησε.

Αυτό ήταν μια πλευρά του χαρακτήρα του άγνωστη στην Ντάρσι. Νόμιζε πως ο εργοδότης της ήταν
ένας σκληρός επιχειρηματίας χωρίς συναισθήματα, αλλά τώρα διαπίστωνε πως τον είχε εκτιμήσει
λάθος. Της άρεσε αυτή η πιο ευαίσθητη πλευρά του. Την έκανε να τον αγαπά ακόμα περισσότερο.

«Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν με μια ζεστή κουβέρτα που πολλές φορές νιώθω την ανάγκη να
τυλίξω γύρω μου», πρόσθεσε ο Ριντ.

Η Ντάρσι τον άκουγε κοιτάζοντας τη λίμνη, που την ασήμιζε ένα ολοφώτεινο φεγγάρι. Ήταν όλα
τόσο όμορφα εκεί! Όμως τα επόμενα λόγια του Ριντ την έκαναν να ξεχάσει το μαγευτικό τοπίο που
απλωνόταν μπροστά της. «Αυτή τη φορά ωστόσο είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί φοβάμαι πως σ’
αυτή τη ζεστή κουβέρτα υπάρχει μια μεγάλη τρύπα!»

«Ριντ...» μουρμούρισε εκείνη πιάνοντάς τον από το μπράτσο.

«Ας μην το συζητήσουμε, Ντάρσι».

Ένιωσε μια γλυκιά ανατριχίλα, όταν τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της.

«Μην ξεχνάς ότι πρέπει να συνεχίσουμε το θέατρο, προ-σφέροντας ένα απολαυστικό θέαμα».

Το στόμα του σκέπασε το δικό της τόσο ξαφνικά και γρήγορα, που η Ντάρσι και να ήθελε δε θα
μπορούσε να τον εμποδίσει να τη φιλήσει. Ό,τι κι αν συνέβαινε, η αγκαλιά του έμοιαζε με
παράδεισο και το φιλί του ήταν μεθυστικό. Αντα-ποκρίθηκε με πάθος, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω
από το λαιμό του.

Όταν βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, τα χείλη του Ριντ σφράγισαν πιο επιτακτικά τα δικά
της. Τους είχε κυριέ-ψει και τους δυο άγριος πόθος. Η Ντάρσι σκέφτηκε πώς αυτό που συνέβαινε
δεν είχε καμιά σχέση με την επιθυμία του Ριντ να κάνει τους συγγενείς του να πιστέψουν πως
ανάμεσά τους υπήρχε μια θερμή σχέση. Ένιωθε τον ερεθισμένο ανδριομό του κι άκουγε τα βογκητά
του!

Τελικά ο Ριντ τραβήχτηκε και στάθηκε να την κοιτάζει σκεφτικός.

«Ριντ...» μουρμούρισε εκείνη ζαλισμένη.

«Βλέπεις;» της είπε. «Οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που σου έλεγα... Πρέπει να μιλήσω στην Νταϊάν
για το υπνοδωμάτιο».

Ήταν συνοφρυωμένος και της φάνηκε απόμακρος. «Ελπίζω να μην το κάνεις, ειδικά μπροστά στους
υπόλοιπους», του είπε νιώθοντας τα μάγουλά της να την καίνε.

«Θέλεις να πεις πως πρέπει να συνεχίσουμε να παριστάνουμε τους ερωτευμένους;» τη ρώτησε.

Η Ντάρσι σήκωσε το κεφάλι της και κατάφερε να τον κοιτάξει κατάματα. «Δε θέλω να
υποπτευθούν πως δεν είμαστε», του αποκρίθηκε.

Ο Ριντ γέλασε νευρικά. «Έχεις δίκιο. Η Νταϊάν πρωί πρωί θα πάρει τηλέφωνο τη Λίντα και τον
Μάικ για να τους πληροφορήσει πως της ζητήσαμε να κοιμηθούμε σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια».

«Κι εγώ θα έχω ταπεινωθεί ανεπανόρθωτα!» του είπε η Ντάρσι.

Ο Ριντ έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Νομίζω πως πρέπει να βρω κάποια άλλη δικαιολογία»,
μουρμούρισε.
«Ναι, γιατί διαφορετικά δεν ξέρω τι θα γίνει. Σου δηλώνω κατηγορηματικά πως δεν πρόκειται να
δεχτώ να κοιμηθώ μαζί σου στο ίδιο κρεβάτι!»

Το φιλί και το άγγιγμά του την είχαν συγκλονίσει. Όμως η δήλωσή του για ανεξέλεγκτες
αντιδράσεις την είχε απογοητεύσει αφάνταστα. Κι εκείνη που είχε πιστέψει πως αυτό που συνέβαινε
ήταν κάτι πιο βαθύ, πιο όμορφο!

Λίγο αργότερα, όταν επέστρεψαν στο σπίτι μετά τον περίπατό τους στη λίμνη, ο Μάικ φώναξε: «Ο
Ριντ μας διώχνει. Λέει πως εσείς οι δυο είστε πολύ κουρασμένοι και θέλετε να κοιμηθείτε. Εγώ, αν
ήμουν στη θέση του, δε θα σκεφτόμουν καθόλου τον ύπνο», πρόσθεσε υπαινικτικά
απευθυνόμενος στην Ντάρσι.

Η Ντάρσι έριξε μια ματιά στο σημείο όπου στεκόταν ο Ριντ και είδε πως είχε αρχίσει κιόλας να
καληνυχτίζει τους άλλους. «Λυπάμαι», είπε στον Μάικ χαμογελώντας αμυδρά.

«Εγώ πάντως πραγματικά είμαι τόσο κουρασμένη, που δε θα καταφέρω να μείνω άλλο ξύπνια».

Ο Μάικ την κοίταξε με συμπάθεια. «Καταλαβαίνω... Ο Ριντ είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να μαζευτούμε
όλοι εδώ απόψε. Όμως θέλαμε πολύ να σε γνωρίσουμε!»

«Θέλατε να προλάβετε να με γνωρίσετε, γιατί φοβόσαστε μήπως εξαφανιστώ πριν καλά καλά
εμφανιστώ!»

«Κάτι τέτοιο», παραδέχτηκε ο Μάικ. «Χρόνια τώρα αναρωτιόμαστε τι είδους γυναίκα θα τον
ερωτευόταν».

«Είμαι σίγουρη πως κανένας σας δε φαντάστηκε πως θα τον ερωτευόταν μια γυναίκα σαν εμένα!»
είπε η Ντάρσι χαμογελώντας.

«Κανένας μας δεν πίστευε πως είχε τόσο καλό γούστο!»

Γούστο; Αυτή η διαχυτική οικογένεια δεν πίστευε πως μια γυναίκα σαν κι αυτή θα ερωτευόταν τον
Ριντ. Όμως ήταν φανερό πως είχε κερδίσει τη συμπάθειά τους. «Δεν είναι και τόσο σοβαρός ο
δεσμός μας...»

«Ο Ριντ είναι πάντα σοβαρός», τη διαβεβαίωσε ο Μάικ. «Πολύ σοβαρός!»

«Ισως στη δουλειά του».

«Σε όλα τα πράγματα», επέμεινε εκείνος. «Μας έλειψε πολύ τα τελευταία χρόνια».

Η Ντάρσι διάβασε την ειλικρίνεια στα γαλάζια του μάτια. Ο Ριντ ήταν για την οικογένειά του η
άγκυρα που τους συγκροτούσε για να μην τους παρασύρει το κύμα. Κάθε άνθρωπος πρέπει ν’
ακολουθεί το δικό του δρόμο. Όμως αυτό δεν ίσχυε για τους Χάντερ. Και τελικά, ούτε και για τον
Ριντ. Είχε φύγει για να βρει το δικό του δρόμο, αλλά γρήγορα το μετάνιωσε. Οι δεσμοί αίματος τον
καλούσαν να γυρίσει! Βλέποντάς τον τώρα ανάμεσα στις αδερφές και τον αδερφό του, η Ντάρσι
καταλάβαινε πως ούτε εκείνοι ούτε αυτός μπορούσαν να ζουν χωριστά, μακριά ο ένας από τον
άλλον. Ο Ριντ δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά είχε την ανάγκη αυτών των ανθρώπων, όπως κι
εκείνοι τη δική του.
«Η Μαρί είναι έτοιμη να σου κόψει τις εξόδους για γκολφ.

αν δε σταματήσεις να φλερτάρεις τις γυναίκες», τον άκουσε να λέει στον Μάικ, όταν εκείνος και η
Ντάρσι πλησίασαν στο σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι.

Ο Μάικ τον κοίταξε με το ύφος ενός αθώου που τον κατηγορούν άδικα. «Οτιδήποτε άλλο ναι, αλλά
όχι το γκολφ», φώναξε με δραματικό ύφος, φέρνοντας το χέρι του στο μέρος της καρδιάς.

«Δε νομίζω πως έδωσες τη σωστή απάντηση, Μάικ», του είπε ο μεγαλύτερος αδερφός του,
κλείνοντας το μάτι στη Μαρί.

«Η άλλη μεγάλη αγάπη της ζωής μου είναι η Μαρί», είπε εκείνος κοιτάζοντας τη φουσκωμένη
κοιλιά της γυναίκας του.

«Μάικ Χάντερ!» τον επέπληξε σε αυστηρό τόνο εκείνη.

Ο Μάικ προσπάθησε να μαλακώσει τη γυναίκα του, ενώ προχωρούσαν ήδη προς το αυτοκίνητό
τους. «Ξέρεις πόσο αγαπώ το γκολφ», της είπε κι ύστερα έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου, για
να μην ακούσουν οι άλλοι, που στέκονταν πολύ κοντά, την απάντηση της Μαρί.

«Νομίζω πως είναι ώρα να φύγουμε κι εμείς, Γουέιντ», είπε στον άντρα της η Λίντα, μόλις το
αυτοκίνητο του Μάικ και της Μαρί απομακρύνθηκε. «Η παρουσία μας ενοχλεί τον Ριντ».

«Δεν τον αδικώ που θέλει να μείνει μόνος με την Ντάρσι», είπε ο Γουέιντ πιάνοντας τη γυναίκα του
από το μπράτσο. «Θυμάσαι που κάποτε κι εσύ ανυπομονούσες να γυρίσουμε στο σπίτι μας;»

Η Ντάρσι διέκρινε κάποια πικρία στα λόγια του Γουέιντ. Σίγουρα οι σχέσεις του ζευγαριού δεν ήταν
και τόσο καλές.

«Αυτό συνέβαινε πριν αποκτήσεις τη συνήθεια να φεύγεις όσο πιο γρήγορα μπορείς», του
αντιγύρισε στον ίδιο τόνο η Λίντα, μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Κάθισε και ο Γουέιντ στη θέση του
κι έβαλε μπροστά τη μηχανή.

«Τι ήταν πάλι αυτό;» ρώτησε ο Ριντ την Νταϊάν συνοφρυωμένος, μόλις έφυγε το αυτοκίνητο του
ζευγαριού.

«Η Λίντα και ο Γουέιντ δεν τα πάνε καλά», του αποκάλυψε η Νταϊάν χαμογελώντας αμυδρά.
«Συμβαίνει σε πολλά ζευγάρια, έστω κι αν στην αρχή φαίνονται ευτυχισμένα».

«Συμβαίνει και σ’ εσάς;» τη ρώτησε ο Ριντ ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

«Θεέ μου, όχι», του αποκρίθηκε γέρνοντας ναζιάρικα πάνω στον άντρα της. «Εγώ και ο Κρις
είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι».

«Σίγουρα η Λίντα θα θέλει να μετακομίσουν στο Μαϊάμι και ο Γουέιντ δε συμφωνεί», έκανε μια
προσπάθεια να μαντέψει ο Ριντ, κοιτάζοντας στο βάθος του δρόμου, όπου φαίνονταν ακόμα τα πίσω
φώτα του αυτοκινήτου τους.

«Ποιος ξέρει», είπε η Νταϊάν. «Ας τους αφήσουμε να τα βρουν μόνοι τους», συμπλήρωσε,
σπρώχνοντας τον Ριντ προς την είσοδο του σπιτιού. «Και να ξέρεις, θα τα βρουν!»

«Τσακώνονται συχνά;» ρώτησε εκείνος.

«Όλα τα ζευγάρια τσακώνονται», είπε η Νταϊάν. «Έλα, ας μεταφέρουμε τώρα τις βαλίτσες σας στο
άλλο υπνοδωμάτιο», πρόσθεσε αδιάφορα.

Η αλλαγή έγινε χωρίς θόρυβο και χωρίς ερωτήσεις από την πλευρά της Νταϊάν και του Κρις. Η
Ντάρσι και ο Ριντ βρέθηκαν σε μια άλλη κρεβατοκάμαρα, όπου υπήρχαν δυο μονά κρεβάτια.

«Τι τους είπες;» θέλησε να μάθει η Ντάρσι, μόλις ξάπλωσε αποκαμωμένη στο ένα από τά δύο
κρεβάτια. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα, όταν τον είδε πριν από λίγο να βγάζει τη ρόμπα
του και να πέφτει στο κρεβάτι φορώντας μόνο το εσώρουχό του. Εκείνη είχε τραβήξει το σεντόνι
της ως το λαιμό.

«Πως εμένα δε μ’ ενοχλεί, αλλά ότι εσύ προτιμάς να κοιμάσαι μόνη σου όταν είσαι αδιάθετη», της
αποκρίθηκε.

«Θ’ αστειεύεσαι!»

Εκείνος την κοίταξε αμήχανα. «Γιατί, δεν έκανα καλά;»

Η Ντάρσι έπιασε με τα χέρια της τα κατακόκκινα μάγουλά της. «Ω, Ριντ!» ψέλλισε ταραγμένη.

«Είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλές γυναίκες», της είπε απαλά.

«Ναι, αλλά...»

«Ήταν το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ. Μήπως είχες καμιά καλύτερη ιδέα;»

«Όχι, αλλά...»

«Αλήθεια, τι λες να συμβαίνει ανάμεσα στη Λίντα και τον Γουέιντ;» τη ρώτησε ξαφνικά.

Ήταν και οι δυο τους σχεδόν γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα, κι ενώ μιλούσαν για κάτι που είχε
σχέση με το γυναικείο σώμα, εκείνος αποφάσισε ξαφνικά ν' ανοίξουν συζήτηση για το πρόβλημα
της αδερφής του!

Ωστόσο, είχαν έρθει στη Φλόριντα για ν' ανακαλύψουν ποιος είχε προδώσει την εμπιστοσύνη του
Ριντ και οποιαδήποτε προστριβή ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς του μπορούσε να θεωρηθεί
ύποπτη. Η Ντάρσι ευχήθηκε ο ένοχος να ήταν κάποιος έξω από την οικογένεια. Όμως κάτι τέτοιο
ήταν μάλλον απίθανο.

«Ισως να μην είναι τίποτα σοβαρό», του απάντησε. «Αυτό τουλάχιστον άφησε να εννοηθεί η
Νταϊάν».

«Όχι, είπε πως θα τα βρουν. Νομίζω ότι ο γάμος τους δεν πηγαίνει καθόλου καλά».

«Ριντ, ο Γουέιντ ήταν φίλος σου πολύ πριν παντρευτεί τη Λίντα», παρατήρησε η Ντάρσι.
«Είναι επίσης και ο δικηγόρος μου εδώ, στην Αμερική», της αποκάλυψε ξαφνικά. «Αναρωτιέμαι αν
και με ποιον τρόπο μπορεί να εξαγοραστεί μια μεγάλη φιλία...» Ύστερα σώπασε και σταύρωσε τα
χέρια του κάτω από το κεφάλι του.

Μερικά λεπτά αργότερα, η Ντάρσι τον άκουσε ν’ αναστενάζει. Σίγουρα τον βασάνιζαν φοβερές
σκέψεις. Γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει στο αχνό φως του φωτιστικού που βρισκόταν στο
κομοδίνο ανάμεσα στα κρεβάτια τους. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Το στήθος του
ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Κοιμόταν βαθιά.

Τόσο βαθιά, που δεν μπορούσαν να τον ξυπνήσουν ούτε οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις του κορμιού
του!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
«Είπε πως έπρεπε να πάει να δει κάποιους παλιούς φίλους», είπε η Νταϊάν στην Ντάρσι, όταν
κάθισαν στο τραπέζι για πρωινό. «Νόμιζα πως ήρθατε για να κάνετε διακοπές μαζί», πρόσθεσε
κάνοντας ένα μορφασμό.

«Μα γι’ αυτό ήρθαμε», της είπε η Ντάρσι χαμογελώντας. Ήξερε πως ο Ριντ δεν είχε πάει να δει
κάποιους παλιούς φίλους, αλλά κάποιους ανθρώπους που μπορούσαν να τον βοηθήσουν να βρει
αυτόν που δούλευε εναντίον των συμφερόντων του στην Αμερική.

«Μην τον παρεξηγείς, γλυκιά μου. Λείπει τόσα χρόνια από τη Φλόριντα».

«Μα δεν τον παρεξηγώ καθόλου», τη διαβεβαίωσε η Ντάρσι.

«Πολύ ωραία», είπε με ανακούφιση η αδερφή του Ριντ. «Είσαι σίγουρη πως δε θέλεις και λίγο κέικ
με τον καφέ και το τοστ σου;» τη ρώτησε ύστερα.

Το στομάχι της Ντάρσι δεν ήταν σε θέση να δεχτεί τίποτα περισσότερο τόσο πρωί. Είχε περάσει μια
δύσκολη βραδιά. Είχε κοιμηθεί πολύ αργά και ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Έπρεπε να φροντίσει ν’
αγοράσει κάποιο νυχτικό!

«Νομίζω πως δεν ξεκουράστηκες όσο έπρεπε μετά το ταξίδι», σχολίασε η Νταϊάν βλέποντάς τη να
χασμουριέται για δεύτερη φορά. «Όταν ο Μάικ και η Λίντα αποφασίσουν να κάνουν κάτι, τίποτα
δεν μπορεί να τους εμποδίσει», πρόσθεσε.

«Χάρηκα πραγματικά που τους γνώρισα όλους», βιάστηκε να την καθησυχάσει η Ντάρσι βλέποντας
την ανησυχία της.

«Ο Ριντ εκνευρίστηκε με την κατάσταση που δημιουρ-γήθηκε χτες βράδυ», παρατήρησε η Νταϊάν
κάνοντας ένα μορφασμό.

«Νομίζω ότι κάνεις λάθος. Ίσα ίσα, ήταν πολύ χαρούμενος που βρισκόταν κοντά στ’ αδέρφια του.
Μήπως είπε πότε θα γυρίσει;» ρώτησε πίνοντας λίγο από τον καφέ της. Μόλο που της άρεσε η
Νταϊάν και την είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή, η Ντάρσι δεν ένιωθε και τόσο καλά που
βρισκόταν μόνη μαζί της. Ο Ριντ θα μπορούσε τουλάχιστον να τη ρωτήσει αν ήθελε να πάει μαζί του
και όχι να την αφήσει στο έλεος της αδερφής του.
«Μου είπε πως θα γυρίσει πριν από το μεσημεριανό φαγητό», αποκρίθηκε η Νταϊάν.

Η ώρα ήταν δέκα, άρα δε θα ερχόταν πριν από τη μία.

«Γνώριζες τον Ριντ πριν να γίνεις γραμματέας του;» τη ρώτησε ξαφνικά η Νταϊάν.

Η Ντάρσι περίμενε αυτή την ερώτηση -και τη φοβόταν. Αχ αυτός ο Ριντ! «Όχι», της αποκρίθηκε
νιώθοντας απελπισία κι αμέσως είδε να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας η
απογοήτευση. «Τον συνάντησα για πρώτη φορά όταν πήγα να μου πάρει συνέντευξη για τη θέση.
Σύντομα καταλάβαμε πως υπήρχε μια αμοιβαία έλξη ανάμεσά μας», πρόσθεσε με κάποιο δισταγμό.

«Είναι... σοβαρός ο δεσμός σας;» ρώτησε τότε η Νταϊάν δήθεν αδιάφορα.

«Θέλεις να μάθεις αν τα αισθήματα, μου απέναντι στον αδερφό σου είναι ειλικρινή;» τη ρώτησε η
Ντάρσι δαγκώνοντας από αμηχανία τα χείλη της.

«Ω, αυτή την εντύπωση σου έδωσα;» ρώτησε η Νταϊάν φανερά ενοχλημένη. «Νομίζω πως είμαι
πολύ απρόσεκτη!»

«Από τον τρόπο που με αντιμετωπίσατε πιστεύω πως ο Ριντ δεν έχει φέρει στο σπίτι αρκετές
γυναίκες», παρατήρησε η Ντάρσι.

Η Νταϊάν γέλασε. «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε.

Η Ντάρσι έκανε ένα μορφασμό. «Γιατί δε λέμε η μία στην άλλη τι ακριβώς θέλουμε να μάθουμε και
χάνουμε την ώρα μας με περιστροφές;»

Μέχρι να τελειώσουν το πρωινό τους, η Ντάρσι έμαθε ότι ήταν η πρώτη φορά που ο Ριντ έφερνε
κάποια γυναίκα στο σπίτι για να τη συστήσει στους δικούς του, γι’ αυτό κι εκείνοι έδειξαν τόση
περιέργεια κι αποφάσισαν να συγκεντρωθούν όλοι εκεί. Κατάλαβε πως η Νταϊάν απογοητεύτηκε
όταν άκουσε ότι ο δεσμός τους δεν ήταν σοβαρός και ότι είχαν έρθει στη Φλόριντα απλώς για
διακοπές, με αφορμή την επίσκεψη που θα έκανε ο Ριντ στους δικούς του.

«Είσαι σίγουρη ότι νιώθει το ίδιο και ο Ριντ για σένα;» τη ρώτησε γεμάτη αμφιβολία η άλλη
γυναίκα.

Η Ντάρσι της έγνεψε καταφατικά. «Απλώς περνάμε ωραία μαζί», της αποκρίθηκε.

«Νόμιζα... Όλοι νομίζαμε... Εκείνος σου χάρισε αυτό το μονόκερο;» ρώτησε η Νταϊάν.

Η Ντάρσι την κοίταξε με αμηχανία. Η αλλαγή θέματος της προκάλεσε έκπληξη. «Ναι. Όμως...»
Σήκωσε στην παλάμη της το κόσμημα και το κοίταξε σκεφτική, καθώς διέκρινε την ικανοποίηση
της Νταϊάν από την απάντησή της. «Είναι δώρο για τα γενέθλιά μου», της εξήγησε.

«Είναι πολύ ωραίο!»

«Νταϊάν;»

«Ναι;»
«Νταϊάν, τι...»

«Αφού ο Ριντ θ’ αργήσει, θα ήθελες να πάμε για ψώνια;» τη ρώτησε εκείνη διακόπτοντάς τη. «Θα
μας πάρει είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσουμε στο εμπορικό κέντρο».

Η Ντάρσι κατάλαβε πως η συζήτηση για την αλυσίδα με το μονόκερο είχε κλείσει, τουλάχιστον για
την ώρα, κι αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση της Νταϊάν, επειδή ήθελε πολύ ν’ αγοράσει ένα
νυχτικό. Εξάλλου, στα μαγαζιά θα

περνούσε καλύτερα η ώρα, παρά αν καθόταν στο σπίτι και συνέχιζε να λέει ψέματα για τις σχέσεις
της με τον Ριντ.

Στο δρόμο, η Ντάρσι θυμήθηκε το πρόβλημα της Λίντας και του Γουέιντ. «Ο Ριντ ανησυχεί πολύ για
την αδερφή σας και τον άντρα της», είπε στην Νταϊάν.

Εκείνη συνοφρυώθηκε μόλις την άκουσε. «Η Λίντα και ο Γουέιντ τσακώνονται συνέχεια. Ο Γουέιντ
είναι πολύ καλός δικηγόρος και τα πηγαίνει περίφημα στη δουλειά του. Όταν όμως γυρίζει στο
σπίτι θέλει να ηρεμήσει. Στη Λίντα, αντίθετα, αρέσουν οι κοσμικές συγκεντρώσεις.
Καταλαβαίνεις πως μια τέτοια αντίθεση δημιουργεί προβλήματα. Φοβάμαι πως όσο περνάει ο
καιρός η κατάσταση θα χειροτερεύει», κατέληξε η Νταϊάν ανασηκώνοντας τους ώμους της.

«Δε συμβαίνει κάτι πιο σοβαρό;»

Η Νταϊάν δέχτηκε την αδιάκριτη ερώτηση της Ντάρσι χωρίς να δείξει ενοχλημένη. «Είναι έξι χρόνια
παντρεμένοι. Ο Γουέιντ θέλει ένα παιδί. Οι γονείς του δε ζουν, βλέπεις, και δεν υπάρχει άλλος
Ο’Νιλ».

«Και η Λίντα δε θέλει», συμπέρανε η Ντάρσι.

«Όχι ακόμα», παραδέχτηκε η Νταϊάν αναστενάζοντας. «Νομίζω πως ο Γουέιντ της έχει δώσει
τελεσίγραφο με το θέμα του παιδιού».

«Όμως δεν είναι σωστό να εξαναγκάσεις κάποιον ν’ αποκτήσει παιδί χωρίς να το θέλει»,
παρατήρησε η Ντάρσι.

«Είμαι σίγουρη πως ο Γουέιντ το καταλαβαίνει αυτό. Απλώς θέλει να κάμψει το πείσμα της Λίντας.
Η εγκυμοσύνη της Μαρί δε βοήθησε καθόλου την κατάσταση».

«Η Μαρί και ο Μάικ φαίνονται ευτυχισμένοι», παρατήρησε η Ντάρσι.

«Ναι, είναι», τη διαβεβαίωσε η Νταϊάν. «Έχουν αυτή την εποχή μερικά οικονομικά προβλήματα,
αλλά πιστεύω πως τελικά θα τα ξεπεράσουν. Κάτι παρόμοιο αντιμετωπίσαμε κι εμείς, αλλά ο Κρις
τα κατάφερε στο τέλος».

«Ωραία», είπε η Ντάρσι νιώθοντας κάπως ένοχα, γιατί είχε αναγκάσει την Νταϊάν να της δώσει
πληροφορίες για οικογενειακά θέματα τα οποία μόνο ο Ριντ είχε το δικαίωμα να ξέρει.

«Ο Κρις και ο Μάικ συνεργάζονταν για ένα διάστημα», συνέχισε η αδερφή του. «Μέχρι που ο Κρις
βρήκε το ξενοδοχείο κι αποφάσισε να το αγοράσει και να το δουλεύει μόνος του. Είναι από τα
καλύτερα της περιοχής. Βέβαια, ο τουρισμός είναι λίγο πεσμένος τα τελευταία δύο χρόνια.
Όμως μπορώ να πω πως οι δουλειές μας πηγαίνουν καλά».

Αυτό φαινόταν από το σπίτι όπου έμεναν κι από τον τρόπο που ζούσαν. Όπως επίσης ήταν προφανές
πως όλοι αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα. Ο Γουέιντ, επειδή η Λίντα δεν ήθελε παιδιά, ο Μάικ,
γιατί δεν πήγαιναν και τόσο καλά τα οικονομικά τους, και ο Κρις, γιατί υπήρχε πτώση
στον τουρισμό. Όμως κανενός το πρόβλημα δεν ήταν τόσο σοβαρό, ώστε να φτάσει στο σημείο να
προδώσει την εμπιστοσύνη του Ριντ.

Πολύ αργότερα, το βράδυ, όταν η Ντάρσι ξάπλωσε στο κρεβάτι της και ο Ριντ στο δικό του, του
διηγήθηκε όσα είχε μάθει από την Νταϊάν κι εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται με τις πληροφορίες που
είχε αποσπάσει η γραμματέας του. Ήταν όμως ευχαριστημένη, γιατί θεωρούσε πως τον
βοηθούσε στην προσπάθειά του να βρει τον ένοχο. Επιπλέον, ένιωθε πολύ ωραία με το βαμβακερό,
όμορφο νυχτικό που φορούσε και που το είχε αγοράσει όταν βγήκε για ψώνια με την Νταϊάν. Πριν
το πάρει, είχε βεβαιωθεί ότι δεν ήταν διαφανές.

Ο Ριντ κυκλοφορούσε σχεδόν γυμνός μέσα στο δωμάτιο πριν ξαπλώσει, λες και ήθελε να συνηθίσει
η Ντάρσι στην προοπτική να κυκλοφορούν ημίγυμνοι άντρες στο υπνοδωμάτιό της. Όμως, όσο κι
αν εξοικεκυνόταν με το γυμνό αντρικό σώμα, πάντα θα την επηρέαζε η ομορφιά του δικού του
κορμιού. Ο Ριντ έμοιαζε με το άγαλμα του θεού Απόλλωνα που είχε θαυμάσει κάποτε σ’ ένα
μουσείο. Με τη μόνη διαφορά πως ο Ριντ ήταν ζωντανός, με σάρκα και οστά.

Νωρίτερα είχαν δειπνήσει με τους Ντόνοβαν. Ο Κρις ήταν λίγο πιο ομιλητικός απ’ ό,τι το
προηγούμενο βράδυ, αν και

η Νταϊάν μονοπωλούσε τη συζήτηση και οι άλλοι τρεις την άκουγαν με ευχαρίστηση. Ο Ριντ, μετά
τη συνάντηση που είχε με τους «παλιούς φίλους» του, έδειχνε περισσότερο ευδιάθετος. Η Ντάρσι,
αφού χαλάρωσε πρώτα για λίγο κοντά στην πισίνα, τελικά είχε κολυμπήσει. Είχε αρχίσει να
συνηθίζει τη ζέστη, γεγονός που της προκαλούσε μεγάλη ανακούφιση.

«Δεν αδικώ τον Γουέιντ που θέλει ένα παιδί», είπε τελικά ο Ριντ. «Μέχρι κι εγώ το σκέφτομαι, παρ’
όλο που δεν έχω παντρευτεί ακόμα. Όμως δεν μπορώ να πιστέψω πως αυτό θα τον έκανε να
καταχραστεί την εμπιστοσύνη μου!»

Ούτε η Ντάρσι μπορούσε να το πιστέψει. «Θέλει απλώς ένα παιδί, Ριντ. Δεν είναι λόγος αυτός να σε
καταστρέψει. Κάτι άλλο θα συμβαίνει». Κούνησε το κεφάλι της νευρικά. «Μήπως ανακάλυψες
τίποτα σήμερα;»

Ο Ριντ αναστέναξε. «Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις δουλειές μου δε μιλάνε εύκολα, αλλά
έτσι κι αλλιώς δε φαίνεται να γνωρίζουν κάτι», της αποκρίθηκε. «Όμως έχω την εντύπωση πως
κάπου έχω καταλήξει».

«Είσαι σίγουρος;»

«Όχι».

Φαινόταν στενοχωρημένος και η Ντάρσι δεν τον αδικούσε. Αγαπούσε πολύ τους συγγενείς του και
η ιδέα πως κάποιος απ’ αυτούς τον είχε προδαΊσει ήταν κάτι που τον έκανε να υποφέρει. Σκέφτηκε
πως είχε έρθει η στιγμή ν’ αλλάξουν θέμα.

«Η Νταϊάν ενθουσιάστηκε με το μονόκερο που μου χάρισες», του είπε περιμένοντας την αντίδρασή
του.

«Αλήθεια;» έκανε αυτός ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

«Ναι. Γιατί άραγε;»

Ο Ριντ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Ίσως γιατί της άρεσε».

«Κατάλαβε πως εσύ μου τον χάρισες, πριν της το πώ», επέμεινε εκείνη.

«Οι ερωτευμένοι ανταλλάσσουν συνήθως δώρα», της αποκρίθηκε.

«Ριντ...»

«Κοίτα, νομίζω πως πρέπει να κοιμηθούμε τώρα», της είπε ξαφνικά. Η Ντάρσι πρόσεξε πως το
σεντόνι τον κάλυπτε μέχρι τη μέση. Μπορούσε να διακρίνει στο αμυδρό φως το στέρνο του. «Είναι
αργά κι έχω σηκωθεί από τα χαράματα», της εξήγησε.

«Γιατί;» τον ρώτησε με έκπληξη η Ντάρσι. «Δεν μπορούσες να κοιμηθείς;»

«Να, εκείνο το σεντόνι έπεφτε συνέχεια από πάνω σου», της αποκάλυψε. «Νομίζω πως έχεις ένα
σημάδι πάνω...»

«Ριντ!»

Στο στόμα του σχηματίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. «Βρίσκεται ψηλά στο μηρό σου», πρόσθεσε.
«Και δε φαίνεται ούτε όταν φοράς το μπικίνι σου».

«Το ξέρω», ψιθύρισε εκείνη, νιώθοντας τα μάγουλά της να την καίνε. Νόμιζε πως είχε καταφέρει να
είναι σκεπασμένη όλη τη νύχτα. Όμως δεν ήταν. Ο Ριντ είχε δει το σημάδι της!

«Έχει το σχήμα ενός μισοφέγγαρου», μουρμούρισε ο Ριντ. «Αν ζούσες σε άλλες, παλιότερες εποχές,
ίσως να σ’ έριχναν στη φωτιά με την κατηγορία της μάγισσας. Μια κοκκινομάλλα με φακίδες κι ένα
σημάδι στο κορμί της θα τους προκα-λούσε τρόμο!»

«Το ίδιο κι ένας άντρας με πράσινα μάτια και κατάμαυρα μαλλιά», του αντιγύρισε.

Ο Ριντ χαμογέλασε ζεστά. «Ισως πρέπει να κρεμάσεις στο λαιμό σου κάποιο φυλαχτό», της είπε.

Σίγουρα έπρεπε να το κάνει! Η παρουσία αυτού του άντρα ήταν φοβερός πειρασμός. Το
προηγούμενο βράδυ είχε ξεσκεπαστεί κι εκείνος. Η Ντάρσι είχε δει για λίγο το όμορφο κορμί του
και είχε αναλογιστεί τις «αντιδράσεις» που ένας άντρας και μια γυναίκα δεν μπορούν να ελέγξουν
όταν βρίσκονται στο ίδιο κρεβάτι. Για αρκετή ώρα δεν μπορούσε να την πάρει ο ύπνος.

«Θα μπορέσεις να συνεχίσεις να εργάζεσαι κοντά μου ύστερα απ’ αυτό;» τη ρώτησε ξαφνικά.
«Απ' αυτό;» επανέλαβε μπερδεμένη.

«Απ’ αυτή την ιστορία», της είπε δείχνοντας με το χέρι του το δωμάτιο.

Η Ντάρσι δάγκωσε νευρικά τα χείλη της. Πράγματι, ύστερα απ’ ό,τι είχε γίνει, θα της ήταν πολύ
δύσκολο να δουλέψει κοντά του. Όμως η ιδέα να σταματήσει να δουλεύει στο γραφείο του και να
πάψει να τον βλέπει κάθε μέρα τής έφερνε τρόμο.

«Είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρω», του αποκρίθηκε. «Στο κάτω κάτω, δεν έγινε τίποτα
σπουδαίο. Απλά κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο».

«Μόνο αυτό;»

Η Ντάρσι είδε στα μάτια του ζωγραφισμένο τον πόθο. Ξεροκατάπιε αμήχανα. «Οι... αντιδράσεις;»
ψέλλισε.

Εκείνος πήρε βαθιά ανάσα. «Είσαι κάτι περισσότερο από ελκυστική, Ντάρσι», της είπε με βραχνή
φωνή. «Και εκείνες οι φακίδες που έχεις σ’ όλο σου το κορμί με αναστατώνουν...»

«Ίσως φταίει η ζέστη», του είπε δειλά.

«Δε μ’ ενδιαφέρει τι φταίει», της αποκρίθηκε κοφτά. «Θέλω να τις φιλήσω όλες».

Η Ντάρσι ένιωσε να κλείνει ξαφνικά ο λαιμός της κι άρχισε να βήχει νευρικά. Τότε τον είδε να
σηκώνεται από το κρεβάτι του και να έρχεται κοντά της. Ύστερα άρχισε να τη χτυπάει στην πλάτη.

«Είμαι εντάξει τώρα», του είπε μετά από λίγο. «Αυτό που έλεγες το εννοούσες;» τον ρώτησε.

«Και βέβαια το εννοούσα», της είπε απομακρύνοντας μια τούφα μαλλιά από το πρόσωπο της. «Το
έχω σκεφτεί πολλές φορές ως τώρα».

Η Ντάρσι ένιωθε το βλέμμα του να την υπνωτίζει. «Πολλές φορές, Ριντ;» τον ρώτησε
καταλαβαίνοντας ξαφνικά το νόημα των λόγων του. «Όμως...»

«Όχι μόνο τώρα, Ντάρσι», της ψιθύρισε κοντά στο αυτί της.-«Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα να
κρατηθώ μακριά σου τόσον καιρό... Μ' αυτό το νυχτικό δείχνεις απίστευτα σέξι, το ξέρεις;»

«Σέξι; Εγώ;»

Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Όποιος κι αν ήταν, ήταν σίγουρα μεγάλο κάθαρμα», της είπε.
«Είσαι...»

«Ποιον εννοείς, Ριντ;» τον ρώτησε έκπληκτη.

«Τον άντρα που σ’ έκανε να κλειστείς στον εαυτό σου», της αποκρίθηκε. «Θυμάμαι που, όταν
άρχισες να δουλεύεις στο γραφείο μου, δεν άφηνες κανέναν να σε πλησιάσει!»

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις», του είπε γυρίζοντας το κεφάλι της αλλού για να μην τον
κοιτάζει στα μάτια.
«Ντάρσι;» της είπε πιάνοντάς την από το πιγούνι. «Να πάρει η ευχή! Το βλέπω ακόμα μέσα στα
μάτια σου!» Αμέσως μετά σηκώθηκε από το κρεβάτι, για να φύγει. «Τελευταία μου φάνηκε πως
άλλαξες και νόμισα... Ω, Θεέ μου!»

«Πού πας;» τον ρώτησε βλέποντάς τον να ντύνεται.

«Μακριά από δω», της αποκρίθηκε, ενώ βρισκόταν ήδη στην πόρτα. «Δεν έχει σημασία πού!»

Η Ντάρσι έγειρε πίσω στο μαξιλάρι της αναστατωμένη, μόλις εκείνος βγήκε από το δωμάτιο. Ναι,
είχε δίκιο ο Ριντ. Στη ζωή της υπήρξε κάποιος άντρας. Όμως δεν την είχε αγαπήσει πραγματικά και
στο τέλος την πλήγωσε... Αλλά, αν μιλούσε στον Ριντ για τον Τζέισον, θ’ αναγκαζόταν να
του μιλήσει και για όλα τ’ άλλα, κι αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε με κανέναν τρόπο.

Ένα λάθος κάποτε είχε αλλάξει ριζικά τη ζωή της. Αναρωτήθηκε αν θα ξανάβρισκε ποτέ τον εαυτό
της.

***

«Έλα, ξύπνα, τεμπέλα. Σήμερα θα πάμε βόλτα», άκουσε από πάνω της μια γνωστή φωνή.

Ήταν ο Ριντ. Δεν έδειχνε θυμωμένος πια. Πριν ανοίξει τα μάτια της, έφτασε στα ρουθούνια της το
ευωδιαστό άρωμα του καφέ.

Εκείνος καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της κρατώντας στο χέρι του ένα φλιτζάνι. «Σκέφτηκα
ότι ο καφές θα σε βοηθήσει να ξυπνήσεις πιο γρήγορα», της είπε χαμογελώντας.

Η Ντάρσι ανακάθισε, πήρε το φλιτζάνι και ήπιε μια γουλιά

κοιτάζοντάς τον σκεφτική. Δεν κατάλαβε πότε ή αν είχε γυρίσει στο δωμάτιο το βράδυ, τουλάχιστον
μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Όμως, όπου και να είχε περάσει τη νύχτα του, φαινόταν ξεκούραστος
και ευδιάθετος. Σε αντίθεση μ’ εκείνη, που ένιωθε πολύ κουρασμένη.

«Ριντ...»

«Φταίει η ερωτική χημεία ανάμεσά μας, Ντάρσι», της είπε διακόπτοντάς την κι άπλωσε το χέρι του
για να της αγγίξει απαλά το μάγουλο. «Βρίσκω την πλατωνική σχέση μας πολύ βασανιστική».

«Αυτό είναι;» τον ρώτησε. «Χτες βράδυ...»

«Έκανα φοβερό λάθος που σε έφερα εδώ», της είπε και σηκώθηκε όρθιος, χώνοντας τα χέρια του
στις τσέπες του παντελονιού του. «Αυτή η κατάσταση που δημιουργήθηκε μ’ εμάς τους δυο είναι
επικίνδυνη. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως όλοι εδώ θα περίμεναν ότι θα κοιμόμαστε μαζί!»

Η Ντάρσι ακούμπησε το φλιτζάνι του καφέ στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της σκεφτική. Τα
λόγια του την έκαναν να νιώσει πολύ άσχημα. Για τον Ριντ όλα ήταν ένα φοβερό λάθος! Μια
επικίνδυνη κατάσταση! Κι ο πόθος του να φιλήσει τις φακίδες της επίσης επικίνδυνος και λάθος!
Ένιωσε να την πλημμυρίζει απόγνωση.

«Ισως πρέπει να γυρίσω στο Λονδίνο...»


«Όχι!»

«Όμως...»

«Σε χρειάζομαι εδώ, Ντάρσι». Η έκφρασή του ήταν ανέκφραστη. «Ξέρω πως είμαι αχάριστος.
Συγχώρεσέ με. Μείνε κοντά μου».

Αν της έλεγε πως έπρεπε να φύγει, θα την έκανε ακόμα πιο δυστυχισμένη. Όμως, αν έμενε, ίσως να
ήταν χειρότερα.

«Σε παρακαλώ, Ντάρσι».

Ποια γυναίκα θα είχε τη δύναμη να του αντισταθεί; Η Ντάρσι ήξερε πως δεκάδες γυναίκες πριν από
εκείνη τον είχαν ερωτευτεί παράφορα. «Εντάξει, Ριντ,'θα μείνω», συμφώνησε τελικά.

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Της χαμογέλασε εγκάρδια. «Θα σου ετοιμάσω πρωινό πριν φύγουμε»,
της είπε. «Η Νταϊάν πήγε στο ξενοδοχείο μαζί με τον Κρις. Της είπα πως σήμερα θα βγούμε έξω». Η
Ντάρσι κατάλαβε πως ο Ριντ προσπαθούσε να δικαιολογήσει την απουσία της αδερφής του από το
σπίτι.

«Θα ετοιμάσω μόνη μου πρωινό», διαμαρτυρήθηκε. «Θέλω μόνο ένα τοστ».

«Κι έναν καφέ», συμπλήρωσε ο Ριντ.

«Ναι, κι έναν καφέ», γέλασε η Ντάρσι.

«Τι θα έλεγες για μια βόλτα με το αυτοκίνητο;» τη ρώτησε ενώ ετοιμαζόταν να βγει απ’ το δωμάτιο.

«Δε θα με πείραζε», του αποκρίθηκε.

«Αφού υποτίθεται πως ήρθαμε για διακοπές, μπορούμε να κάνουμε τους τουρίστες σήμερα», της
είπε χαμογελωντας. «Ο ζωολογικός κήπος είναι μία ώρα μακριά από δω, εκτός αν προτιμάς το
πάρκο του Ντίσνεϊ Γουόρλντ».

«Πού είναι πιο ήσυχα;»

«Στο ζωολογικό κήπο», της απάντησε. «Όμως μπορούμε να μείνουμε κι εδώ, αν αυτό επιθυμείς...»

«Ω, όχι. Προτιμώ να βγούμε», του είπε. «Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα δωρεάν διακοπές», πρόσθεσε
αστειευόμενη.

«Τι σε κάνει να νομίζεις πως θα σου πληρώσω τα έξοδα;» τη ρώτησε κι εκείνη συνειδητοποίησε
ξαφνικά πως δεν της είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο. «Έλα, Ντάρσι, σε πειράζω», πρόσθεσε ο Ριντ
βλέποντας το έντρομο ύφος της. «Πληρώνεσαι για να μου κρατάς συντροφιά. Τι άλλο θα ήθελε μια
γυναίκα;»

Πραγματικά, τι άλλο θα ήθελε! Ο Ριντ αστειευόταν. Ωστόσο αυτή ήταν η αλήθεια: του κρατούσε
απλώς συντροφιά. Τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει;
Ο Ριντ έδειχνε αποφασισμένος να την ευχαριστήσει. Μέχρι να κάνει ένα ντους και να ντυθεί,
εκείνος είχε ετοιμάσει πρωινό. Φορώντας μια κίτρινη μπλούζα κι ένα όμορφο σορτς στο ίδιο
χρώμα, η Ντάρσι κατέβηκε στην κουζίνα για να τον συναντήσει.

«Νομίζω πως είσαι υπέροχη μ’ αυτό το ντύσιμο», της είπε μόλις την είδε. «Μόνο που τα πόδια σου
φαίνονται πιο μακριά μ’ αυτό το σορτς», την πείραξε.

Καλύτερα, έτσι θα σε φτάνω πιο εύκολα, πήγε να του απαντήσει, αλλά σταμάτησε. Μπορεί να του
άρεσε να τη φλερτάρει εκείνος, αλλά ίσως την παρεξηγούσε αν έκανε κι αυτή το ίδιο. «Το πρωινό
που ετοίμασες φαίνεται θαυμάσιο», περιορίστηκε να του πει χαμογελώντας.

«Το κουμπί σου είναι ξεκούμπωτο», της είπε τότε ο Ριντ κι άπλωσε το χέρι του για να το
κουμπώσει. Το άγγιγμά του στη γυμνή σάρκα της έμοιαζε με άγγιγμα φωτιάς για την Ντάρσι. «Είσαι
πολύ όμορφη σήμερα», της είπε ύστερα. «Λάμπεις σαν τον ήλιο!»

«Ευχαριστώ... νομίζω», ψέλλισε εκείνη αμήχανα. Ήταν ωραίος ο ήλιος; Σίγουρα πολύ φωτεινός,
αλλά και πολύ φανταχτερός, σκέφτηκε.

Βλέποντάς τη συλλογισμένη, τη σκούντηξε απαλά στον ώμο. «Φάε το πρωινό σου και μη
σκέφτεσαι», τη συμβούλεψε. «Είμαι σίγουρος ότι θα σου χρειαστεί!»

Πραγματικά της χρειάστηκε. Ο ζωολογικός κήπος ήταν ένας αληθινός παράδεισος. Μόλις πέρασαν
την είσοδο, η Ντάρσι νόμιζε πως βρέθηκε στην Αφρική, στο Μαρόκο. Στα όμορφα δρομάκια του
υπήρχαν μικροπωλητές, γητευτές φι-διών και γυναίκες που χόρευαν το χορό της κοιλιάς. Η
Ντάρσι φρόντισε να απομακρύνει τον Ριντ από τις τελευταίες! Και φυσικά, υπήρχαν εκατοντάδες
άγρια ζώα, που κάθε τόσο μούγκριζαν. Η Ντάρσι για μια στιγμή ξέχασε πως βρισκόταν στη
Φλόριντά.

Πέρασαν θαυμάσια. Η Ντάρσι γελούσε συνέχεια με όσα έβλεπε και άκουγε. Έκαναν βαρκάδα στον
ποταμό που διέσχιζε τον κήπο και κατάφερε να γίνει μούσκεμα από το κεφάλι ως τα πόδια.

«Σου πάει να είσαι βρεγμένη», της είπε ο Ριντ, κοιτάζοντας το λεπτό ύφασμα της κίτρινης μπλούζας
της που κολλούσε πάνω στα στήθη της.

Όμως κι εκείνος δεν ήταν άσχημος. Η Ντάρσι μπορούσε να διακρίνει κάτω από το βρεγμένο
πουκάμισό του το δυνατό στέρνο του και κάτω από το παντελόνι του τις αρρενωπές καμπύλες του
κορμιού του. Ενώ τον κοίταζε με πόθο, γύρισε απότομα το κεφάλι της αλλού, γιατί της ήρθε ν’
απλώσει το χέρι της και να χαϊδέψει το γεροδεμένο στήθος του.

«Τέτοιες ώρες δεν είναι για τέτοιες σκέψεις», της είπε ο Ριντ, κοιτάζοντας ένα τσούρμο από παιδιά
που έτρεχαν τριγύρω τους.

Τα μάγουλα της Ντάρσι κοκκίνισαν αμέσως. «Δε σκεφτόμουν αυτό που νομίζεις», του είπε.

«Και πού ξέρεις τι νομίζω;» τη ρώτησε.

«Νομίζεις... Ω, Θεέ μου, βγήκε ο ένας από τους φακούς μου», αναφώνησε έντρομη. Η μέρα μέχρι
εκείνη τη στιγμή είχε κυλήσει θαυμάσια.
«Μην κουνηθείς», την πρόσταζε ο Ριντ. «Νομίζω πως τον βλέπω».

Η Ντάρσι συνοφρυώθηκε μόλις τα δάχτυλά του άρχισαν να ψαχουλεύουν το ντεκολτέ της μπλούζας
της. «Ριντ...» μουρμούρισε.

«Τον βρήκα!» της είπε με ενθουσιασμό.

«Τον βρήκες;» απόρησε, ενώ ένιωθε το χέρι του να χώνεται κάτω από την μπλούζα της και ν’
αγγίζει το στήθος της. Το κορμί της πήρε αμέσως φωτιά και οι θηλές της σκλήρυναν.

«Τι κάθεσαι και με κοιτάς, Ντάρσι;» της ψιθύρισε. Στεκόταν με το χέρι του ακίνητο πάνω στο
στήθος της, περιμένοντας να πάρει η Ντάρσι το φακό, ενώ ο κόσμος τριγύρω τούς κοίταζε με
περιέργεια. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί πως κρατούσε κάτω από την μπλούζα της ένα
φακό επαφής. «Πάρε το φακό σου και φόρεσέ τον, για να φύγουμε τέλος πάντων από δω και να
πάμε για φαγητό», πρόσθεσε ανυπόμονα.

«Νομίζω πως πρέπει να σ’ έχω πάντα μαζί μου, για να μου βρίσκεις τους φακούς όταν μου
πέφτουν», του είπε καθώς έβγαζε από την τσάντα της το καθρεφτάκι της, για να ξαναβάλει το φακό
στο μάτι της. «Συνήθως μου πέφτουν την πιο ακατάλληλη στιγμή», πρόσθεσε χαμογελώντας.

«Μου κάνεις λοιπόν πρόταση;»

Η Ντάρσι τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Είχε πάρει στα σοβαρά το αστείο της; Το άγγιγμά του την
έκαιγε ακόμα. Δεν έπρεπε να τον ενθαρρύνει περισσότερο, γιατί υπήρχε κίνδυνος στο τέλος να της
πει κάτι που ίσως την πλήγωνε. Οι πληγές που της είχε προκαλέσει ο Τζέισον ήταν ακόμα ανοιχτές.

«Αν χρειάζεται να σκεφτείς πρώτα κι ύστερα να μου απαντήσεις», της είπε, «καλύτερα να μη μου
απαντήσεις». Την έπιασε ύστερα από το μπράτσο και την οδήγησε προς την έξοδο του κήπου. «Τι
προτιμάς; Κανονικό φαγητό ή χάμπουργκερ;» τη ρώτησε όταν έφτασαν στο αυτοκίνητο.

«Χάμπουργκερ», του αποκρίθηκε αμέσως. Τα χάμπουργκερ της Αμερικής ήταν μοναδικά και η
Ντάρσι το είχε διαπιστώσει σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι που είχαν κάνει με τον Ριντ εκεί, πριν από
μερικούς μήνες.

Εκείνος χαμογέλασε, δείχνοντας πως είχε μαντέψει ήδη την απάντησή της.

Η Ντάρσι έφαγε με όρεξη, ύστερα από την κούραση που ένιωθε και τις όμορφες στιγμές που είχε
περάσει μαζί του στο ζωολογικό κήπο. Όταν σε κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε
να την κοιτάζει που είχε πέσει με τα μούτρα στο χάμπουργκερ, κοκκίνισε ολόκληρη. «Εγώ τρώω
μόνο ένα, ενώ άλλοι τρώνε δύο», δικαιολογήθηκε.

Εκείνος σήκωσε ψηλά τα χέρια του. «Καλά, δεσποινίς μου! Δεν είπα τίποτα!»

«Ευχαριστώ! Δε χρειάστηκε να πεις κάτι, το είδα στο ύφος σου», του είπε και αποτελείωσε το
φαγητό της.

Αίγες στιγμές αργότερα, καθώς κρατούσε ανοιχτή την πόρτα για να βγουν απ’ το εστιατόριο, ο Ριντ
ξεκίνησε να λέει: «Ξέρεις κάτι, Ντάρσι...»
Π ροχωρούσαν προς το αυτοκίνητο, όταν ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά τους ένας άντρας. «Δε θέλω
προβλήματα. Δώσε μου γρήγορα τα λεφτά σου!» μούγκρισε απειλητικά.

Το χέρι του Ριντ τυλίχτηκε προστατευτικά γύρω από τον ώμο της Ντάρσι. Εκείνη πάγωσε
ακούγοντας τη φωνή του νεαρού, που φαινόταν να κρατάει ένα όπλο στην τσέπη του με στραμμένη
την κάννη προς το μέρος τους!

Ο Ριντ έμεινε ακίνητος. «Κοίτα...» μουρμούρισε.

«Δώσε του αμέσως τα λεφτά, Ριντ!» φώναξε η Ντάρσι με φωνή που έτρεμε.

Την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Μη φοβάσαι, γλυκιά μου...» ψιθύρισε βλέποντας τον τρόμο
ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.

Πώς να μη φοβάται τη στιγμή που ο νεαρός τη σημάδευε μ’ ένα όπλο; «Ριντ, δώσε τα λεφτά»,
επανέλαβε τρέμοντας. «Δώσ’ του ό,τι θέλει!» Η φωνή της είχε γίνει υστερική.

«Ντάρσι...»

«Ριντ!» Μόλις που κατάφερε να προφέρει το όνομά του.

«Είπα πως δε θέλω προβλήματα, κυρία», είπε ο νεαρός ρίχνοντας μια ματιά γύρω του. Στο πάρκινγκ
δεν υπήρχε ψυχή. «Δεν ακούς τι σου λέει;» μίλησε στον Ριντ απειλητικά. «Δώσε τα λεφτά και θα σ’
αφήσω αμέσως ήσυχο».

«Ντάρσι, νομίζω πως δεν είναι όπλο αυτό που έχει στην τσέπη του...»

«Θέλεις να το διαπιστώσεις;» είπε ο νεαρός θυμωμένος.

«Ριντ!» Η Ντάρσι έτρεμε τόσο πολύ τώρα, που δυσκολευόταν να σταθεί στα πόδια της, ενώ το
βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην εξογκωμένη τσέπη του νεαρού. Αν πυροβολούσε... «Ορίστε,
πάρε», είπε δίνοντας στο ληστή το δερμάτινο πορτοφόλι που είχε βγάλει από την τσάντα
της. «Τώρα, σε παρακαλώ, φύγε!»

Ο νεαρός ικανοποιήθηκε με τα δολάρια που βρήκε στο πορτοφόλι της και, αφού τα πήρε, έκανε
μεταβολή κι άρχισε να τρέχει, πετώντας το πίσω του. Ύστερα ανέβηκε στη μηχανή του που ήταν
παρκαρισμένη λίγο πιο κει κι έφυγε με μεγάλη ταχύτητα.

Ο Ριντ είχε μείνει άφωνος από την πρωτοβουλία της Ντάρσι.

Όμως εκείνη το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το όπλο που προεξείχε στην τσέπη του νεαρού. Της
θύμισε κάποιο άλλο όπλο που τη σημάδευε κάποτε με την ατσάλινη κάννη του. Ακούσε ξανά τη
σιριγκιά φωνή, είδε το αίμα κι ένιωσε τα μέλη της να παραλύουν, πριν χάσει εντελώς τις
αισθήσεις της και σωριαστεί κάτω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
«Επιτέλους τηλεφώνησε η μητέρα και...» Η Νταϊάν σταμάτησε απότομα, όταν είδε τον Ριντ να
μεταφέρει την Ντάρσι σχεδόν αναίσθητη. «Τι έγινε;» ρώτησε τρομαγμένη.

«Μας λήστεψαν», της αποκρίθηκε. «Ηταν ένας νεαρός με όπλο. Η Ντάρσι... Βλέπεις και μόνη σου!»
είπε, ενώ η Ντάρσι άρχισε ξανά να τρέμει μόλις τον άκουσε να αναφέρει το όπλο.

Καταλάβαινε τι γινόταν γύρω της, αλλά δεν είχε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της, ούτε να
κουνηθεί ούτε να μιλήσει. Ο Ριντ την πήγε στο σαλόνι και την ξάπλωσε στον καναπέ. Μέσα σε λίγα
δευτερόλεπτα, στεκόταν μπροστά της μ’ ένα ποτήρι κονιάκ κοντά στα χείλη της. Η Ντάρσι κούνησε
το κεφάλι της αρνητικά χωρίς να μιλήσει. Ήξερε πως το κονιάκ δε θα την ωφελούσε σε τίποτα. Το
είχε δοκιμάσει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τίποτα δεν μπορούσε
να σβήσει το σοκ και τον τρόμο για ό,τι είχε συμβεί.

«Έχει πάθει σοκ», είπε ο Ριντ στην αδερφή του, ενώ γονάτιζε μπροστά στην Ντάρσι. «Νομίζω πως
πρέπει να φωνάξουμε ένα γιατρό...»

«Όχι», μουρμούρισε η Ντάρσι.

Ο Ριντ την κοίταξε ξαφνιασμένος. Ήταν η πρώτη λέξη που πρόφερε από τη στιγμή που παρακάλεσε
το ληστή να φύγει. «Ω, Ντάρσι, φοβήθηκα τόσο πολύ για σένα», της είπε τρυφερά πιάνοντας το
κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του. «Γλυκιά μου...»

«Φοβήθηκα πάρα πολύ», μουρμούρισε εκείνη τρέμοντας.

«Το ξέρω, αγάπη μου», της είπε ο Ριντ με απαλή φωνή. «Ξέχασέ το, γλυκιά μου...»

«Ο Ρούμπερτ μου είχε πει πως, σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων, δεν μπορούσε να μου
ξανασυμβεί». Το βλέμμα της ήταν απλανές. «Όμως έκανε λάθος, μεγάλο λάθος...»

«Ντάρσι, τι είναι αυτά που λες;» τη ρώτησε ο Ριντ, πιάνο-ντάς την από τους ώμους. «Σ’ έχουν
ληστέψει κι άλλη φορά, γι’ αυτό επέμενες να του δώσω τα λεφτά;»

«Τους είπα πως δε θα ξανάβγαινα από το σπίτι μου», συνέχισε εκείνη, λες και δεν είχε ακούσει λέξη
από τα λόγια του Ριντ. «Ο Ρούμπερτ είπε πως οι πιθανότητες ήταν τόσο λίγες, που θα μπορούσαν να
θεωρηθούν ανύπαρκτες», πρό-σθεσε δυναμώνοντας τη φωνή της.

«Πάω να τηλεφωνήσω στο γιατρό, Ριντ», είπε αποφασιστικά η Νταϊάν. «Νομίζω πως πρέπει να την
πας στο κρεβάτι της».

Ο Ριντ σήκωσε την Ντάρσι στην αγκαλιά του για να την πάει στο υπνοδωμάτιο. Εκείνη έγειρε το
κεφάλι της στον ώμο του χωρίς ν’ αντιδράσει καθόλου. Ένιωθε τόση αδυναμία, ώστε της ήταν
αδύνατο ν’ αντιδράσει ό,τι και να της έκανε. Την ακούμπησε στο κρεβάτι, κι αφού της έβγαλε σιγά
σιγά τα ρούχα, τη βοήθησε να ξαπλώσει κι ύστερα τη σκέπασε. Η Ντάρσι, έχοντας το χέρι της μέσα
στο δικό του, κοίταζε ανέκφραστα το ταβάνι.

Αυτό που έβλεπε δεν ήταν η ξύλινη επένδυση, αλλά το χέρι που πατούσε τη σκανδάλη, τη γυναίκα
που έπεφτε στο πάτωμα, το αίμα που λίμναζε γύρω της. Θεέ μου, το αίμα!

Ξαφνικά άρχισε να τσιρίζει υστερικά...


«Μη φοβάσαι, Ντάρσι. Εγώ είμαι», της είπε ο Ριντ καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του πανικόβλητη.

Η Ντάρσι θυμήθηκε τότε το τωρινό περιστατικό με το νεαρό ληστή στο πάρκινγκ κι άρχισε να
τρέμει από φόβο.

«Είσαι ασφαλής, Ντάρσι! Κι εγω το ίδιο», την καθησύχασε ο Ριντ με απαλή φωνή.

***

Πού βρισκόταν; Στο κρεβάτι. Όμως δεν ήταν το μονό όπου είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ.
Έριξε μια ματιά γύρώ της και κατάλαβε πως ήταν το υπνοδωμάτιο του Ριντ με το διπλό κρεβάτι.

Κι έξω είχε πέσει το σκοτάδι.

«Ο γιατρός σε βοήθησε να ηρεμήσεις, Ντάρσι», της είπε ο Ριντ μαντεύοντας τις σκέψεις της. «Πώς
νιώθεις τώρα;»

Ακριβώς όπως πριν από δύο χρόνια! Σαν να την είχε χτυπήσει κάποιος στο στήθος μ’ ένα μεγάλο
μαχαίρι! Ο τρόμος που ένιωσε το απόγευμα, όταν εκείνος ο νεαρός τούς σημάδευε με όπλο, ήταν
δέκα φορές μεγαλύτερος, γιατί αυτή τη φορά η Ντάρσι ήξερε πως το θύμα θα ήταν ο Ριντ, ο
άντρας τον οποίο αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ τη ζωή της.

«Ξέχασέ το», της είπε με απόγνωση ο Ριντ. «Κοιμήσου πάλι, αγάπη μου. Αν το πρωί νιώθεις το ίδιο,
τότε θα το συζητήσουμε».

«Όχι», του είπε. Ήταν η πρώτη φορά που έδειχνε να έχει ακούσει τα λόγια του. Η Ντάρσι
συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να του πει τι είχε συμβεί πριν από δύο χρόνια. Του χρωστούσε αυτή την
εξήγηση, ύστερα απ’ ό,τι έγινε το απόγευμα. «Θα σου πω τώρα. Ίσως δεν τα καταφέρω αύριο το
πρωί», ψέλλισε με φωνή που έτρεμε.

«Όπως θέλεις», συμφώνησε εκείνος με αμηχανία.

Η Ντάρσι ήξερε πως δεν ήταν έτοιμη να μιλήσει για το τραγικό συμβάν στο παρελθόν της, αλλά θα
το έκανε για χάρη του Ριντ. Του το χρωστούσε! «Μπήκε στην τράπεζα...»

«Στην τράπεζα έγινε η ληστεία;» ρώτησε έκπληκτος ο Ριντ. «Νόμιζα...»

«Ξέρω τι νόμιζες, Ριντ», του είπε ξεψυχισμένα και συνέχισε με τρεμάμενη φωνή. «Τέτοιες ληστείες
γίνονται σε μεγάλες τράπεζες που διαθέτουν αρκετά μετρητά. Μόλις είχαμε ανοίξει, όταν ο ληστής
με το όπλο έκανε την εμφάνισή του. Εγώ, μόλις τον είδα, πάτησα το συναγερμό. Εκείνος κατάλαβε
τι είχα κάνει και άρχισε πανικόβλητος να πυροβολεί».

«Σε τραυμάτισε;» τη ρώτησε ο Ριντ με βραχνή φωνή, σφίγγοντας τα μπράτσα του γύρω της.

«Όχι εμένα», του αποκρίθηκε, κουνώντας με απόγνωση το κεφάλι της. Την ίδια στιγμή έκλεισε τα
μάτια της, απ’ όπου κυλούσαν ποτάμι τα δάκρυα. «Χτύπησε τη γυναίκα που στεκόταν δίπλα μου.
Εργαζόμαστε μαζί τέσσερα χρόνια, από τότε που το μικρότερο παιδί της άρχισε να πηγαίνει
σχολείο. Είχε κι άλλα δύο παιδιά και...»
«Ω, Θεέ μου, Ντάρσι», της είπε ο Ριντ σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του. «Δεν μπορούσα να
φανταστώ πως είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Θα ήταν τρομερό για σένα!»

«Επειδή εγώ πάτησα το συναγερμό, ένας άντρας έμεινε χήρος και τρία παιδιά ορφανά από μητέρα»,
είπε με απόγνωση η Ντάρσι.

«Έκανες ό,τι νόμιζες καλύτερο εκείνη τη στιγμή».

«Ηταν μόνο λεφτά, Ριντ. Για ένα σωρό άψυχα χαρτιά η Τζέιν... έχασε τη ζωή της».

«Γλυκιά μου, ο ληστής μπορεί να πυροβολούσε, ακόμα κι αν δεν πατούσες το συναγερμό...»

«Ίσως... Όμως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα και να μην πυροβολούσε».

«Κι από τότε κατηγορείς τον εαυτό σου», συμπέρανε ο Ριντ.

«Εσύ δε θα ’κάνες το ίδιο;» τον ρώτησε με πίκρα. «Δεν ήμουν από την αρχή τόσο αφηρημένη,
ξέρεις. Μετά το θάνατο της Τζέιν έπαθα σοβαρό νευρικό κλονισμό. Ήταν σαν να με είχε σκεπάσει
μια ζεστή κουβέρτα, σαν εκείνη που έλεγες όταν αναφερόσουν στην οικογένειά σου, κι έχασα
σχεδόν κάθε επαφή με τον κόσμο. Ο Ρούμπερτ προσπάθησε να με πείσει πως αυτή η εσωστρέφεια
ήταν πολύ επικίνδυνη».

«Ο Ρούμπερτ;»

«Ο ψυχίατρός μου. Εκείνος με συμβούλεψε να συγκεντρώνω την προσοχή μου μόνο σε ένα πράγμα
κάθε φορά».

«Για μια στιγμή νόμιζα... Αρα, δεν υπήρξε κάποιος άντρας στη ζωή σου που... Αυτός ήταν ο λόγος...»

«Όχι, Ριντ, υπήρξε και κάποιος άντρας», ομολόγησε εκείνη. «Ηταν ένα μεγάλο λάθος. Στην αρχή,
πίστευα πως θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες. Όμως δεν τα κατάφερα. Τελικά, αποφάσισα να
μετακομίσω στο Λονδίνο για να ξεχάσω το παρελθόν».

«Και ήρθες να δουλέψεις σ’ εμένα», είπε ο Ριντ. «Ω, Ντάρσι, έπρεπε να μου εμπιστευτείς τα
προβλήματά σου. Ίσως μπορούσα να σε βοηθήσω».

Σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει, για πρώτη φορά από τη στιγμή που άρχισε να του
εξομολογείται την ιστορία της. Όμως, μόλις είδε τη λύπη ζωγραφισμένη στα μάτια του, γύρισε το
κεφάλι της αλλού. «Μη με λυπάσαι, Ριντ», του είπε. «Εγώ έζησα».

«Ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό», της ψιθύρισε ακουμπώντας το κεφάλι του στα μαλλιά της.

«Συγχώρεσέ με αν το απόγευμα έθιξα τον ανδρισμό σου», μουρμούρισε. «Ήθελα να πάρει τα λεφτά
και να φύγει».

«Δεν έθιξες καθόλου τον ανδρισμό μου, Ντάρσι. Κοντά σου νιώθω πάντα περισσότερο άντρας.
Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο ήταν για σένα να μου τα πεις όλ’ αυτά, στην κατάσταση που
βρίσκεσαι».
«Ναι, ήταν πολύ δύσκολο».

«Τι λες, θα καταφέρεις να κοιμηθείς τώρα;»

Η Ντάρσι συνειδητοποίησε έκπληκτη πως αισθανόταν πιο ήρεμη. Ο χρόνος είχε μετριάσει τον
τρόμο της από το θάνατο της Τζέιν και το ότι διηγήθηκε αυτή την τραγική ιστορία στον Ριντ της
είχε κάνει πολύ καλό.

Πίστευε πως ποτέ δε θα του μιλούσε γι’ αυτό το θέμα. Κι όμως του τα είχε εξομολογηθεί κι ήταν
ευχαριστημένη. Τώρα ένιωθε πιο πολύ δεμένη μαζί του.

«Ωραία». Ο Ριντ χαμογέλασε, μόλις την είδε να χασμουριέται και να γέρνει το κεφάλι της πίσω στο
μαξιλάρι. «Θα είμαι εδώ, αν με χρειαστείς», της είπε με τρυφερότητα.

Η Ντάρσι δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσε να κοιμηθεί ήρεμα στην αγκαλιά του Ριντ. Όμως
έγινε κι αυτό!

Την επομένη, ο Ριντ δεν έφυγε ούτε λεπτό από κοντά της. Πέρασαν την ημέρα τους κοντά στη λίμνη
χωρίς να πουν ούτε μια λέξη για τα γεγονότα της προηγούμενης.

Η Ντάρσι ένιωθε πλέον πολύ καλά. Ο Ριντ την άφησε να τον βοηθήσει να ετοιμάσουν το φαγητό,
γιατί πίστευε πως είχε ανάγκη να απασχολήσει το μυαλό της με κάτι. Ο Κρις και η Νταϊάν είχαν
πάει στο ξενοδοχείο, επειδή ήθελαν να τους αφήσουν μόνους. Η Ντάρσι ήταν σίγουρη γι’ αυτό.

Η ζεστασιά του Ριντ και οι περιποιήσεις του τη βοήθησαν να ξεπεράσει το σοκ της πρόσφατης
ληστείας, ενώ της δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει μία ακόμα πλευρά του χαρακτήρα του. Ήταν ένας
άντρας που έκρυβε απίστευτο συναισθηματισμό και τρυφερότητα!

«Ριντ, δεν έχεις τίποτ’ άλλο να κάνεις;» τον ρώτησε το απόγευμα, που ξεκουράζονταν στην πισίνα,
βλέποντας πως ασχολιόταν συνέχεια μαζί της.

«Αυτό είναι μια σπουδαία ερώτηση», της αποκρίθηκε, ενώ ήρθε και κάθισε δίπλα της. Φορούσαν
και οι δυο τα μαγιό τους.

Η Ντάρσι κοκκίνισε. «Ήθελα να πω... Δεν πρέπει να συναντήσεις κάποιους ανθρώπους για τις
δουλειές σου;» τον ρώτησε με αμηχανία.

Σήκωσε ψηλά στο μέτωπό του τα γυαλιά ηλίου που φορούσε, μισοκλείνοντας τα μάτια του για να
προστατευτεί από τον ήλιο. «Ξέχασέ εκείνο το θέμα, Ντάρσι», της είπε αδιάφορα. «Θα το κοιτάξω
μια άλλη φορά».

«Όμως...»

«Αν ήξερα ότι θα σ’ έβαζα σε τέτοια περιπέτεια, ποτέ δε θα σ’ έφερνα εδώ!»

«Πώς μπορούσες να ξέρεις», του είπε αναστενάζοντας. «Οι πιθανότητες είναι μία στο εκατομμύριο.
Δε γίνονται ληστείες κάθε μέρα στο ίδιο πρόσωπο!»

«Κι όμως, σ’ εσένα συνέβη δύο φορές. Κι αυτό με στενοχώρησε πολύ».


«Είμαι καλά τώρα. Ο Ρούμπερτ είπε...»

«Θα ήθελα να μιλήσω με τον Ρούμπερτ. Μήπως έχεις το τηλέφωνό του μαζί σου;»

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Είναι ο ψυχίατρός μου, Ριντ...»

«Το ξέρω πολύ καλά», της αποκρίθηκε.

Ξεροκατάπιε ταραγμένη. «Πολλοί άνθρωποι έχουν τον ψυχίατρό τους σήμερα, Ριντ. Δεν είμαι
τρελή!»

Εκείνος σκέπασε τα χέρια της με τα δικά του. «Το ξέρω, γλυκιά μου», της είπε με τρυφερότητα.
«Απλώς θέλω να τον ρωτήσω αν χρειάζεται να κάνω τίποτ’ άλλο για να σε βοηθήσω».

Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μέχρι εκείνη τη μέρα, οι περισσότεροι άνθρωποι την κοίταζαν
παράξενα επειδή την παρακολουθούσε ψυχίατρος. Ο Ριντ την είχε αντιμετωπίσει εντελώς
διαφορετικά, αν και για μια στιγμή η ιδέα ότι θα τηλεφωνούσε στον Ρούμπερτ την αναστάτωσε. Τον
είχε παρεξηγήσει όμως.

Στεκόταν στο πλευρό της, τη φρόντιζε, της έδειχνε απέραντη τρυφερότητα. Τι παραπάνω μπορούσε
να κάνει;

«Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτ’ άλλο», του είπε χαμογελώντας εγκάρδια.

«Νιώθω τόσο άσχημα», της είπε με απόγνωση.

Αυτό ήταν κάτι εντελώς αντίθετο από το χαρακτήρα του. Η Ντάρσι ήξερε πως ποτέ δεν έχανε την
ψυχραιμία του. Αντιμετώπιζε με θάρρος κάθε εμπόδιο και δυσκολία που συναντούσε στο δρόμο
του. Και τώρα ένιωθε άσχημα για κείνη!

«Πήγες στην αστυνομία για τη χτεσινή ληστεία;» τον ρώτησε ξαφνικά.

«Τηλεφώνησα και τους είπα τι έγινε», της αποκρίθηκε. «Τους έδωσα λεπτομερή περιγραφή του
νεαρού, αν και πιστεύω πς δε θα καταφέρουν τίποτα. Η Φλόριντα έχει γίνει ζούγκλα. Πάντως θα σου
δώσω τα λεφτά που έχασες».

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Τα λεφτά δεν έχουν καμιά αξία», του είπε.

«Δούλευες για μένα όταν τα έχασες...»

«Όχι, περνούσα μια όμορφη μέρα με τον άντρα που...» Σταμάτησε απότομα, ζαλισμένη από τον
τρόπο που την κοίταζε. Ω, Θεέ μου! Τι πήγε να ξεστομίσει!

«Με τον άντρα που;» ρώτησε με περιέργεια ο Ριντ.

«Που μου αρέσει και εκτιμώ», του απάντησε τελικά. «Ήταν μόνο λίγα δολάρια, Ριντ», πρόσθεσε.
«Αν δοκιμάσεις να μου τα δώσεις, θα...»

«Τι;»
«Δε σε φοβάμαι, Ριντ Χάντερ!» αστειεύτηκε.

«Αυτό το ξέρω», της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή. «Ελπίζω να μη φοβάσαι ούτε αυτό!»

Την ίδια στιγμή έγειρε κοντά της και την αγκάλιασε.

«Το φοβάσαι, Ντάρσι;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Όχι», του αποκρίθηκε, σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι της για ν’ ακουμπήσει τα χείλη της στα δικά
του. «Μαζί σου, όχι», πρόσθεσε.

«Με άλλους άντρες, ναι;» τη ρώτησε εκείνος συνοφρυωμένος.

Η Ντάρσι δεν ήθελε εκείνη τη στιγμή να μιλήσει για τον Τζέισον. «Δεν υπάρχει άλλος άντρας, Ριντ»,
ψιθύρισε.

«Και ο Μαρκ;»

«Ριντ, σε παρακαλώ!» Το στόμα της διψούσε για το φιλί του. Το κορμί της φλεγόταν. «Σε
παρακαλώ!» επανέλαβε ξεψυχισμένα.

«Θεέ μου, όταν μου το λες μ’ αυτό τον τρόπο...» Τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της με πάθος. Τα
κορμιά τους κόλλησαν το ένα πάνω στο άλλο με λαχτάρα.

Κάθε φορά που τη φιλούσε, η Ντάρσι ένιωθε το ίδιο. Ο κόσμος χανόταν γύρω της και ξεχνούσε το
καθετί. Σκεφτόταν μόνο εκείνον και την ευτυχία που της χάριζε.

«Κάνε με δική σου, ολόκληρη», τον ικέτεψε, όταν ο Ριντ σταμάτησε για ελάχιστα δευτερόλεπτα να
τη φιλάει για να φέρει το σώμα του πιο κοντά στο δικό της.

Μόλις όμως βύθισε τη γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη της, η Ντάρσι νόμισε πως το κορμί της θα
εκραγεί.

«Ριντ...» μουρμούρισε αναπνέοντας με δυσκολία. «Θεέ μου, Ριντ!»

Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει από τον πόθο. «Τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου, Ντάρσι. Βάλε με
στο κορμί σου!» της είπε με βραχνή φωνή.

Θα έμπαινε βαθιά μέσα της αν δεν τους εμπόδιζε το μπικίνι της, κι εκείνη θα τον δεχόταν με
απέραντη ευχαρίστηση. Η ανάγκη να ενωθεί μαζί του την έκανε να ανασηκώνει ενστι-κτωδώς τη
λεκάνη της προς τα πάνω για να τον συναντήσει.

Την επόμενη στιγμή, ο Ριντ έβγαλε με χέρια που έτρεμαν το πάνω μέρος του μαγιό της. Ύστερα,
ακούμπησε το στόμα του στο βελούδινο στήθος της κι άρχισε να πιπιλάει τη θηλή της. Η Ντάρσι
παραλίγο να λιποθυμήσει από την απίστευτη ηδονή που ένιωσε. Το κορμί της, τρέμοντας, σφιγγόταν
όλο και πιο πολύ πάνω στο δικό του.

Ήθελε να τον χαϊδέψει, ν’ αγγίξει τον ερεθισμένο ανδρισμό του, αλλά δίσταζε.
«Θεέ μου, είναι υπέροχο!» βόγκηξε ο Ριντ. Η Ντάρσι τελικά είχε κάνει αυτό που σκεφτόταν, κι
εκείνος είχε ανα-σηκώσει το κορμί του για να τη διευκολύνει, όταν έχωσε το χέρι της μέσα στο
μαγιό του. Τον άκουσε ν’ αναπνέει με δυσκολία και κάθε τόσο να βογκάει, όσο συνέχιζε να
τον χαϊδεύει ηδονικά.

«Ω, Ντάρσι, θέλω...»

«Ε, πού είστε;» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Νταϊάν. «Είστε έξω στην πισίνα; Ριντ; Ντάρσι;»

Μόλις άκουσε τη φωνή της αδερφής του, ο Ριντ έπιασε με χέρια που έτρεμαν το κεφάλι της Ντάρσι.
«Πάντα έλεγα στη μητέρα μου πως θα προτιμούσα να ήμουν μοναχοπαίδι. Τώρα καταλαβαίνω πόσο
δίκιο είχα», είπε. Ύστερα τη φίλησε τρυφερά στο στόμα. «Έχεις τα πιο όμορφα χέρια!» της ψιθύρισε
πριν σηκωθεί από πάνω της και βουτήξει στο νερό.

Η Ντάρσι μόλις που πρόλαβε να φορέσει το πάνω μέρος από το μαγιό της, όταν η Νταϊάν έκανε την
εμφάνισή της βγαίνοντας από το σπίτι. Μόλις την πλησίασε, η Ντάρσι της χαμογέλασε νιώθοντας να
την καίνε τα χείλη της από τα παθιασμένα φιλιά του Ριντ. Εκείνος κολυμπούσε στην πισίνα σαν
δαιμονισμένος.

«Πώς πήγε η μέρα;» ρώτησε η Ντάρσι την Νταϊάν.

«Όχι και τόσο άσχημα», αποκρίθηκε εκείνη κοιτάζοντας τον Ριντ στο νερό. «Εσύ πώς νιώθεις
σήμερα;» τη ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος της.

«Καλύτερα, σ’ ευχαριστώ», της αποκρίθηκε η Ντάρσι με ειλικρίνεια. «Εγώ και ο Ριντ


ξεκουραστήκαμε στην πισίνα».

«Τον βλέπω ευδιάθετο», σχολίασε η Νταϊάν κοιτάζοντας πάλι τον αδερφό της που κολυμπούσε
ασταμάτητα. «Πάω να φέρω κανένα παγωμένο ποτό», πρόσθεσε χαμογελώντας. «Ελπίζω να
δροσίσει τον Ριντ, γιατί κοντεύει να πάρει φωτιά!»

Το βράδυ, όταν η Ντάρσι και ο Ριντ ντύθηκαν για το φαγητό, η Νταϊάν πρόσεξε ότι ο αδερφός της
ήταν μουτρω-μένος. Δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει το λόγο. Στο σπίτι της είχε μαζευτεί πάλι όλη η
οικογένεια!

Όταν λίγο αργότερα η Ντάρσι καθόταν κοντά στη Λίντα κι ο Ριντ βοηθούσε στο ψήσιμο έξω,
σκεφτόταν πόσο εκνευρισμένος θα ένιωθε που ήταν υποχρεωμένος να χάνει τον Kuipo του με
όλους τους συγγενείς του, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί μόνος μαζί της.

«Η Νταϊάν μας είπε τι έγινε», είπε η Λίντα στην Ντάρσι κάποια στιγμή. «Ελπίζω να είσαι καλύτερα
τώρα».

«Ναι, είμαι πολύ καλά, σ’ ευχαριστώ», της αποκρίθηκε ενοχλημένη η Ντάρσι. Δεν ήθελε να της
μιλάει κανείς για τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. «Ο γιατρός είπε πως ήταν απλώς ένα σοκ»,
πρόσθεσε.

«Θα φοβήθηκες πολύ», της είπε με συμπάθεια η Λίντα. «Ελπιζω να μη μίσησες τη χώρα μας».

«Όχι, καθόλου», αποκρίθηκε αμέσως η Ντάρσι. Ήλπιζε πως ο Ριντ δε θα έλεγε στους συγγενείς του
όσα του είχε εξομολογηθεί.

«Πουθενά δεν είναι κανείς ασφαλής στις μέρες μας», παρατήρησε η Λίντα.

«Τα ίδια συμβαίνουν και στην Αγγλία», συμφώνησε η Ντάρσι.

«Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για προχτές το βράδυ». Τα γαλάζια μάτια της Λίντας απέφυγαν να
την κοιτάξουν στο πρόσωπο. «Εγώ και ο Γουέιντ ορκιστήκαμε να μην τσακωθούμε άλλη φορά
μπροστά στους συγγενείς μας. Σίγουρα φανήκαμε πολύ αγενείς».

«Μα δε μου φάνηκε ότι τσακωθήκατε», της είπε η Ντάρσι, θέλοντας να την καθησυχάσει.

«Έπρεπε να μας έβλεπες όταν γυρίσαμε στο σπίτι!» είπε η Λίντα κάνοντας ένα μορφασμό. «Ο
Γουέιντ είναι συνήθως ήρεμος. Όμως, όταν θυμώσει, γίνεται θηρίο!»

«Οι καβγάδες μερικές φορές βοηθούν στην εκτόνωση», παρατήρησε η Ντάρσι.

«Στην περίπτωσή μας δεν ισχύει αυτό», είπε αναστενάζοντας η άλλη γυναίκα. «Γιατί όλοι οι άντρες
θέλουν τόσο πολύ να κάνουν παιδιά;»

Η Ντάρσι χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρη πως συμβαίνει το ίδιο και σε πολλές γυναίκες!»

«Τότε αναρωτιέμαι γιατί εγώ δε θέλω», είπε η αδερφή του Ριντ με παράπονο.

«Απλώς χρειάζεσαι το χρόνο σου».

«Αραγε θα τον έχω;» μουρμούρισε η Λίντα, κοιτάζοντας τον άντρα της που βοηθούσε τον Ριντ να
ψήσει τις μπριζόλες.

Η Ντάρσι ήθελε τόσο πολύ να πει κάτι για να βοηθήσει τη μεγαλύτερη αδερφή του Ριντ, αλλά δεν
μπορούσε να βρει τίποτα κατάλληλο για την περίπτωσή της. Εξάλλου, δεν είχε καθόλου πείρα από
συζυγικές σχέσεις και μωρά!

«Δε θέλω να στενοχωριέσαι με τα προβλήματα των συγγενών μου», της είπε ο Ριντ λίγο αργότερα,
όταν κάθισε δίπλα της στο τραπέζι για φαγητό. «Σε είδα πριν από λίγο να μιλάς με τη Λίντα και
κατάλαβα πως αυτά που σου έλεγε -σε στενοχωρούσαν».

«Είναι τόσο δυστυχισμένη».

«Το ίδιο είναι και ο Γουέιντ», είπε ο Ριντ. «Όμως μου υποσχέθηκε πως θα ξανασυζητήσει με τη
Λίντα πιο ήρεμα ίο θέμα που τους απασχολεί».

Η Ντάρσι νόμιζε πως οι δυο άντρες μιλούσαν για διάφορα ασήμαντα θέματα πριν από λίγο. Όμως
από τα λόγια του Ριντ κατάλαβε πως είχαν συζητήσει για πολύ σοβαρά ζητήματα. «Η Λίντα φαίνεται
αμετάπειστη», του είπε η Ντάρσι.

«Νομίζω πως το μισό πρόβλημα βρίσκεται στο πείσμα της αδερφής μου». Ο Ριντ αναστέναξε. «Είναι
τόσο καλή με τα παιδιά, που πιστεύω πως θα γίνει θαυμάσια μητέρα... Λοιπόν, νομίζω πως τελικά
θα τα καταφέρουν. Χωρίς τη δική σου ή τη δική μου βοήθεια. Εξάλλου εσύ, δεσποινίς μου, θα
είσαι τόσο απασχολημένη με το δικό μου πρόβλημα, ώστε δε θα έχεις χρόνο ν’ ασχοληθείς με το
πρόβλημα της Λίντας».

Η Ντάρσι τον κοίταξε έκπληκτη. «Τι πρόβλημα έχεις;» τον ρώτησε.

Ο Ριντ πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο σορτς του, πάνω στο σκληρό ανδρισμό του. «Θέλω
να τελειώσεις αυτό που άρχισες», της ψιθύρισε.

«Τι άρχισα;» τον ρώτησε αθώα, ενώ το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά.

Στα μάτια του καθρεφτιζόταν ο πόθος. «Ντάρσι, θέλω να μ αγγίξεις όπως με άγγιξες πριν από
μερικές ώρες». Πίεσε με το χέρι του το δικό της πάνω στο σορτς του. «Κατάλαβες τώρα;» τη
ρώτησε.

Πώς ήταν δυνατό να μην έχει καταλάβει; Δεν ήξερε ο Ριντ πως κι εκείνη ήθελε το ίδιο;

Η Ντάρσι δάγκωσε τα χείλη της αμήχανη. «Δεν είναι λίγο νωρίς για να πάμε για ύπνο; Πώς θα το
πάρουν οι δικοί σου;» του ψιθύρισε, όταν της είπε πως ήταν ώρα να σηκωθούν.

«Δε μ’ ενδιαφέρει πώς θα το πάρουν», της αποκρίθηκε φανερά εκνευρισμένος. «Εξάλλου δεν
πρόκειται να κοιμηθούμε από τώρα». Σηκώθηκε ύστερα πάνω, χωρίς να περιμένει την απάντησή
της. «Εμάς να μας συγχωρείτε», ανακοίνωσε. «Πάμε για μια βουτιά!»

«Ω, μη σας νοιάζει για μας», είπε ο Μάικ.

«Δε μας νοιάζει», του αντιγύρισε ο Ριντ.

Η Ντάρσι σε λίγο βρισκόταν στο νερό της πισίνας δίπλα στον Ριντ. Είχαν βγάλει τα ρούχα τους και
τα είχαν ακου-μπήσει σε μια καρέκλα.

Κολύμπησαν μαζί και γρήγορα έφτασαν στην άλλη άκρη της πισίνας, προς την πλευρά του κήπου,
όπου οι άλλοι δεν τους έβλεπαν. Η Ντάρσι ένιωθε μια γλυκιά χαλάρωση στο κορμί της.

«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε ο Ριντ.

«Θαυμάσια», του αποκρίθηκε.

Τότε εκείνος τη χάιδεψε στο μέσα μέρος του μηρού της κάνοντάς τη ν’ ανατριχιάσει ολόκληρη. «Ω,
Ριντ...» μουρμούρισε με λατρεία. Κι αμέσως μετά γεύτηκε το γλυκό φιλί του, τυλίγοντας τα χέρια
της στο λαιμό του.

«Απόψε θα φιλήσω όλες σου τις φακίδες», της ψιθύρισε ο Ριντ κοντά στο αυτί της. «Κι εκείνο το
όμορφο σημάδι που μοιάζει με μισοφέγγαρο και...»

«Μη μιλάς, Ριντ», του είπε αναζητώντας πάλι το στόμα του. «Κάνε γρήγορα αυτό που θέλεις!»

«Όπως διατάξετε, κυρία μου!»

«Είναι κι οι γυναίκες ανυπόμονες μερικές φορές, ξέρεις. Όμως μην περιμένεις να έχω την πείρα που
ίσως έχουν κάποιες άλλες. Δεν είχα σχεδόν καθόλου σχέσεις με άντρες», τον προειδοποίησε.

«Χαίρομαι γι’ αυτό», της είπε αγγίζοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη της. «Μπορεί αυτό που θα πω
να φαίνεται σοβινιστικό και εγωιστικό, όμως είναι η αλήθεια. Δε θα ένιωθα καλά, αν ήξερα πως
κάποιος άλλος άντρας σού έκανε πριν από μένα ό,τι πρόκειται να σου κάνω εγώ».

Η Ντάρσι ήξερε ότι θα ήταν διαφορετικά με τον Ριντ, γιατί τον αγαπούσε τρελά. Κάτι τέτοιο δε
συνέβαινε με τον Τζέι-σον. Είχε δεχτεί να κοιμηθεί μαζί του χωρίς πραγματικά να το θέλει, ενώ
τώρα ένιωθε πως θα πέθαινε αν ο άντρας που την κρατούσε στα χέρια του έφευγε ξαφνικά από
κοντά της.

Τον κοίταξε με λατρεία στα μάτια. «Θέλω να μου κάνεις έρωτα, Ριντ», του ψιθύρισε.

«Ω, να ’ξερες πόσο περίμενα αυτή τη στιγμή», της αποκρί-θηκε βράχνα.

«Ριντ...»

Τότε εκείνος της έβγαλε το μπικίνι με γρήγορες κινήσεις. Ύστερα, αφού έβγαλε και το δικό του
μαγιό, την τράβηξε με λαχτάρα πάνω του. Ο μηρός του χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της, ενώ το
στόμα του τρύγησε το δικό της.

Ξαφνικά την άφησε αναπνέοντας με δυσκολία. «Πρέπει να βγούμε από το νερό», της είπε.

«Ριντ;» ρώτησε η Ντάρσι φοβισμένη.

«Ντάρσι, ήθελα να σε φιλήσω και να σε χαϊδέψω πρώτα εδώ, κι όταν ο πόθος και των δυο μας θα
φούντωνε για τα καλά, να σε πάω κατευθείαν στο κρεβάτι. Όμως, αν δε βγούμε αμέσως από το
νερό, φοβάμαι πως δε θ’ αντέξω... και ίσως ύστερα το μετανιώσουμε. Καταλαβαίνεις τι θέλω να
πω;»

Η Ντάρσι δεν καταλάβαινε, αλλά ο Ριντ δεν ήταν σαν τον Τζέισον, δεν είχε καμία αμφιβολία γι’
αυτό. Τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε με εμπιστοσύνη.

«Μιλάω σοβαρά, Ντάρσι», επέμεινε εκείνος. «Δεν είμαι απ’ αυτούς τους πρωταθλητές του σεξ που
περιγράφουν κάποια περιοδικά», πρόσθεσε συνοφρυωμένος. «Μπορώ να το κάνω μόνο μία φορά τη
βραδιά! Ίσως και μία το πρωί».

Η Ντάρσι άρχισε να γελάει νευρικά. Συνέχισε να γελάει κι όταν βγήκαν από την πισίνα και φόρεσαν
τα μαγιό τους. Λίγο πιο πριν, την είχε τρομάξει κάπως η ιδέα πως θα έκανε έρωτα μαζί του. Όμως,
βλέποντάς τον ν’ ανυπομονεί να βρεθεί στο κρεβάτι μαζί της, είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα.
Πίστευε πλέον πως θα τον ικανοποιούσε απόλυτα.

«Τελειώσατε τόσο γρήγορα;» ρώτησε ο Κρις βλέποντάς τους να επιστρέφουν.

Η Ντάρσι γύρισε αλλού το κεφάλι της, όταν ο Ριντ άρχισε να τους εξηγεί πως εκείνη ένιωθε
κουρασμένη και την

πήγαινε για ύπνο. Όταν προχώρησαν προς το σπίτι, η Ντάρσι δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το γέλιο
που της ήρθε.
«Τώρα μπορείς να γελάσεις όσο θέλεις, μικρή μάγισσα», της είπε ο Ριντ, μόλις βρέθηκαν στην
κρεβατοκάμαρά τους κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Εκείνη έκανε αυτό της είπε. Αρχισε να γελάει νευρικά.

«Και όταν τελειώσεις με το γέλιο, ίσως θυμηθείς πως κάτι μου χρωστάς», τον άκουσε να της λέει
με βραχνή φωνή.

Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο στήθος της, όπου οι
ορθωμένες θηλές της πίεζαν ασφυκτικά το ύφασμα τη ς γαλάζιας μπλούζας της. «Ω, Ριντ!» του είπε
πέφτοντας στην αγκαλιά του. «Τι θα σκε-φτούν για μας οι δικοί σου;»

«Νομίζεις πως χρειάζεται να σου απαντήσω;» μουρμούρισε, κι αφού την τράβηξε στο κρεβάτι, το
στόμα του σκέπασε το δικό της.

Η Ντάρσι ξέχασε τους συγγενείς του, ξέχασε πως η ώρα ήταν μόνο εννιά κι εκείνοι θα
καταλάβαιναν γιατί την είχε πάει για ύπνο τόσο νωρίς, ξέχασε τα πάντα και παραδόθηκε στη μαγεία
του φιλιού του.

«Ισως είσαι πραγματική μάγισσα», της ψιθύρισε κοντά στο λαιμό, καθώς της έβγαζε το πάνω μέρος
του μαγιό. «Ω, Θεέ μου, όλο το βράδυ θ’ απολαμβάνω αυτό το γλυκό κορμί!»

Η Ντάρσι ένιωσε ένα ρίγος, όταν το στόμα του άρχισε να γεύεται τη μία θηλή της. Τα πόδια της
άρχισαν να τρέμουν και αρπάχτηκε από τους ώμους του για να μην πέσει. Νόμιζε πως θα έχανε τις
αισθήσεις της.

«Γλυκό σαν μέλι!» μουρμούρισε σηκώνοντας το στόμα του, για να γευτεί και την άλλη θηλή.

Η Ντάρσι δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε έτσι. Ο Ριντ τη φιλούσε και τη χάιδευε με τέτοιον τρόπο, που
ήταν σαν να της χάριζε τον παράδεισο. Όταν της έβγαλε το κάτω μέρος του μαγιό και το χέρι του
άρχισε να τη χαϊδεύει στο πιο ευαίσθητο σημείο του κορμιού της, η Ντάρσι άρχισε να αναστενάζει
βαθιά. Όμως της κόπηκε η ανάσα κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, όταν τον είδε να σκύβει και
ν’ ακουμπά το στόμα του στο ίδιο σημείο.

Ο Ριντ ανασήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. «Σου αρέσει αυτό;» τη ρώτησε. «Θέλω να σ’
ευχαριστήσω όσο πιο πολύ μπορώ!»

Τον είδε διστακτικό κι ανασήκωσε τη λεκάνη της ανυπόμονα για να του δώσει να καταλάβει πως
ήθελε να συνεχίσει. Ο Ριντ έσκυψε πάλι και συνέχισε το τολμηρό, υπέροχο, επιδέξιο φιλί του. Η
Ντάρσι αναστέναζε και βογκούσε γεμάτη έξαψη.

Σταμάτησε να τη φιλάει όταν την άκουσε να φωνάζει ασυγκράτητα φτάνοντας στο ζενίθ της
ηδονής. Ύστερα άρχισε να τη φιλάει στο στήθος, στο στόμα, στο μέτωπο, παντού.

Ωστόσο την περίμενε και δεύτερη κορύφωση, όταν εκείνος βρέθηκε πάνω της. Σε λίγο θα ένιωθε
ξανά την υπέρτατη ηδονή, όταν τα κορμιά τους θα έσμιγαν.

Όπως κι έγινε. Αναστέναζαν και βογκούσαν και οι δυο, ο Ριντ ακόμα περισσότερο. Η Ντάρσι
έκλεισε τα μάτια της πλημμυρίζοντας από απέραντη ευτυχία. Αυτός ο άντρας ήταν άξιος της αγάπης
της. Μπορούσε να της χαρίσει απίστευτη ηδονή. Σύντομα τα κορμιά τους άρχισαν να σπαρταρούν
και τα βογκητά να γίνονται δυνατές κραυγές. Έφτασαν μαζί στην απόλυτη ικανοποίηση. Η Ντάρσι
για πρώτη φορά στη ζωή της!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
«Αφού είπες πως υπήρξε κάποιος άντρας, Ντάρσι, πώς ήσουν παρθένα;»

Η Ντάρσι περίμενε αυτή την ερώτηση από το προηγούμενο βράδυ, όταν εκείνος το διαπίστωσε
έκπληκτος. Όμως δεν της είπε τίποτα, κι αφού της έκανε άλλες δύο φορές έρωτα, πριν κοιμηθούν
τελικά αγκαλιασμένοι, περίμενε να έρθει η επόμενη μέρα για να τη ρωτήσει. Εκείνη του απάντησε
χωρίς να τον κοιτάζει.

«Εκείνος... δηλαδή ο Τζέισον, κατάλαβε την τελευταία στιγμή πως δε με ήθελε». Θυμόταν ακόμα με
πόνο την ταπείνωση που είχε νιώσει τότε, όταν σκέφτηκε πως δεν ήταν ικανή να του ξυπνήσει τον
πόθο. Είχαν ντυθεί αργά και οι δυο, χωρίς να μιλούν, ξέροντας πως η θλιβερή εκείνη εμπειρία δεν
επρόκειτο να επαναληφτεί. Από τότε η Ντάρσι δεν επιδίωξε να δημιουργήσει σχέση με άλλον άντρα.
Μόνο όταν γνώρισε τον Ριντ κατάλαβε πόσο μεγάλο λάθος είχε κάνει που είχε αποφασίσει να δοθεί
ολοκληρωτικά στον Τζέισον, και θεώρησε μεγάλο ευτύχημα εκείνο το επεισόδιο, γιατί είχε γίνει
αιτία να μην τον ξαναδεί.

Το προηγούμενο βράδυ, η Ντάρσι βεβαιώθηκε πως ήταν κάθε άλλο παρά ανίκανη να διεγείρει έναν
άντρα. Κατάλαβε επίσης πως σ’ αυτό την είχε βοηθήσει και ο Ριντ.

«Τον αγαπούσες;» τη ρώτησε έκπληκτος γι’ αυτό που της είχε συμβεί.

«Έτσι νόμιζα», του αποκρίθηκε. «Είχα την εντύπωση πως κι εκείνος μ’ αγαπούσε. Τελικά
αποδείχτηκε πως είχαμε κάνει λάθος και οι δυο».

«Και τώρα;»

«Χαίρομαι αφάνταστα που ήσουν ο πρώτος, Ριντ». Τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Ένιωσα
τόσο όμορφα μαζί σου!» Συνοφρυώθηκε απότομα βλέποντας την αμφιβολία ζωγραφισμένη στα
μάτια του. «Ριντ;» ψέλλισε. Δεν ήταν δυνατό να είχε μετανιώσει για ό,τι έγινε το
προηγούμενο βράδυ, τη στιγμή που ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό!

«Μετά την πρώτη φορά, όταν κατάλαβα πως ήσουν εντελώς άπειρη, φρόντισα να πάρω ορισμένες
προφυλάξεις. Όμως την πρώτη φορά...» Έκανε ένα μορφασμό και την κοίταξε σκεφτικός. «Εκείνη
τη στιγμή δεν μπορούσε τίποτα να με σταματήσει!» είπε τελικά.

Η Ντάρσι κατάλαβε τι εννοούσε. Υπήρχε πιθανότητα να έχει μείνει έγκυος! Το σοκ που ένιωσε ήταν
μεγαλύτερο από το δικό του.

«Μην ανησυχείς, Ριντ», του είπε. «Ελπίζω να μην έγινε τίποτα». Ύστερα ξάπλωσε ολόγυμνη από
πάνω του, νιώθοντας το σκληρό ανδρισμό του.

«Πρέπει να μου το πεις, αν έχει συμβεί κάτι», της είπε, ενώ το κορμί του φλεγόταν πάλι από τον
πόθο.
«Φυσικά και θα σου το πω, Ριντ», τον διαβεβαίωσε η Ντάρσι χωρίς δισταγμό. «Είμαι σίγουρη πως
δε θ’ απαιτήσεις να σε παντρευτώ, ούτε θα μ’ απειλήσεις πως θα μου πάρεις το παιδί». Πίστευε πως
δεν ήταν τόσο σκληρός ώστε να κάνει το δεύτερο, αλλά ευχόταν ολόψυχα να κάνει το
πρώτο. «Ντάρσι, το θέμα είναι σοβαρό!»

«Τα παιδιά είναι πάντα σοβαρό θέμα», συμφώνησε εκείνη. «Όμως δε νομίζεις πως είναι λίγο νωρίς
για να σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα; Μοιραστήκαμε μόνο μια νύχτα μαζί». «Θα μοιραστούμε κι
άλλες;»

Η Ντάρσι ήξερε πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να μην περάσει τις υπόλοιπες νύχτες της ζωής
της στην αγκαλιά του. «Δεν το θέλεις;» τον ρώτησε.

«Αστοχη ερώτηση σ’ έναν άντρα που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση!» Την ίδια στιγμή, βάζοντας
τα χέρια του στους γλουτούς της, την πίεσε με δύναμη πάνω του.

«Θα είμαι δική σου για όσον καιρό με θέλεις, Ριντ», του είπε.

«Γιατί;»

«Γιατί;» επανέλαβε η Ντάρσι κοιτάζοντάς τον με λατρεία. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση.

«Για τ’ όνομα του Θεού, μη μου πεις πως το κάνεις επειδή σου αρέσω και με εκτιμάς!»

«Γι’ αυτό ακριβώς», του αποκρίθηκε. Την ίδια στιγμή ένιωσε το κορμί του να χαλαρώνει από κάτω
της και την κυρίεψε πανικός.

Ο Ριντ πήρε βαθιά ανάσα. «Έστω κι αν κόντεψες να με τρελάνεις χτες βράδυ;»

Η Ντάρσι κατάλαβε πως τη ρωτούσε σοβαρά. Βλέποντας την προβληματισμένη έκφραση στο
πρόσωπό του, του χαμογέλασε.

«Μη με βασανίζεις, Ριντ», του είπε ύστερα γελώντας. «Διαφορετικά δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω στο
όμορφο κορμί σου».

Αυτό που του έκανε κράτησε δύο ολόκληρες ώρες! Η Νταϊάν και ο Κρις είχαν φύγει πριν από
αρκετή ώρα, όταν εκείνη και ο Ριντ κατέβηκαν στην κουζίνα για πράσινό.

«Έκαψες το ψωμί;» τον ρώτησε η Ντάρσι λίγο αργότερα, καθώς στην ατμόσφαιρα πλανιόταν
μυρωδιά καμένου.

Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, ενώ έφερνε το δίσκο με το πρωινό έξω. «Κάπου έχει
ξεσπάσει πυρκαγιά», της είπε. «Η μυρωδιά έρχεται από κει».

«Λες να τραυματίστηκε κανείς;» τον ρώτησε.

«Δεν το νομίζω», της αποκρίθηκε. «Όμως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος».

«Θα είναι τρομερό», του είπε πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της.
«Είναι κάτι που το συνηθίζεις, όταν ζεις εδώ», της εξήγησε.

Η μυρωδιά του καπνού κράτησε όλη την ημέρα. Σ’ όλη την Πολιτεία της Φλόριντα είχαν ξεσπάσει
πυρκαγιές και οι κυριότερες από τις βραδινές ειδήσεις αναφέρονταν σ’ αυτές.

«Θα κανονίσω να φύγουμε σε δύο μέρες», της είπε ο Ριντ αργότερα το βράδυ, ενώ ήταν ξαπλωμένοι
στο κρεβάτι, με τα κορμιά τους ιδρωμένα και χορτασμένα από έρωτα.

«Αυτό δεν πρέπει να το ρυθμίσω εγώ;» τον ρώτησε.

Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Ντάρσι, δεν πρόκειται να συνεχίσεις να είσαι η γραμματέας μου», της
είπε.

Η Ντάρσι ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη δήλωσή του. «Για-τί;» τον ρώτησε ταραγμένη.

«Γιατί είμαστε εραστές», της αποκρίθηκε κοφτά.

«Κι αυτό μ’ εμποδίζει να συνεχίσω να εργάζομαι κοντά σου;» τον ρώτησε φανερά συγχυσμένη.

«Δεν μπορεί να γίνει αυτό, Ντάρσι!» της δήλωσε με έμφαση. Δεν ήταν δυνατό να μιλάει σοβαρά!
Σίγουρα αστειευόταν. Όμως γιατί είχε αυτό το ύφος; Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και
φόρεσε το νυχτικό της. «Έπρεπε να μου το πεις από την αρχή, Ριντ», του είπε θυμωμένη. «Τότε θα
το σκεφτόμουν πολύ αν θα δεχόμουν να κοιμηθώ μαζί σου!»

Τα μάτια του στένεψαν. «Θα προτιμούσες να είσαι μόνο η γραμματέας μου;» τη ρώτησε.

«Θέλω να είμαι και τα δύο!» του φώναξε, ενώ εκείνος σηκωνόταν από το κρεβάτι.

«Αυτό είναι αδύνατο!»

«Για τ’ όνομα του Θεού, γιατί είναι αδύνατο;» τον ρώτησε απελπισμένα.

«Διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση, Ντάρσι. Σ’ αυτή πρέπει να έχω στραμμένη όλη μου την προσοχή.
Δεν έχω χρόνο να κυνηγάω τη γραμματέα μου μέσα στο γραφείο!»

«Να κυνηγάς...» αναφώνησε η Ντάρσι. «Ριντ, αυτό που λες είναι τόσο ανόητο...»

«Έτσι νομίζεις; Τι πιστεύεις εσύ πως θα γίνεται, Ντάρσι;» «Σε ξέρω πολύ καλά, Ριντ», του
αποκρίθηκε εκνευρισμένη.

«Αλλωστε, δε νομίζω πως είμαι ο τύπος της γυναίκας που τρελαίνει έναν άντρα μόλις μπει στο
γραφείο του!»

«Αυτό ακριβώς μου κάνεις όμως», της είπε.

«Τότε εσύ πρέπει ν’ αποτελείς εξαίρεση», του αντιγύρισε απελπισμένα. «Ο Τζέισον ούτε που...»

«Δε μ’ ενδιαφέρει πώς αντιδρούν οι άλλοι άντρες», της είπε διακόπτοντάς την. «Το μόνο που ξέρω
είναι πως εγώ ερεθίζομαι και μόνο που σε βλέπω», πρόσθεσε φορώντας τη ρόμπα του.
Η Ντάρσι δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν’ αφήσει τη δουλειά της και να γίνει ερωμένη του. Η στάση
του ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. «Πώς κατάφερες να το κρύψεις τόσους μήνες;» τον ρώτησε.

«Δεν το έκρυψα, Ντάρσι. Απλώς είσαι τόσο αφελής, που δεν το πρόσεξες!»

«Αφελής!» του είπε οργισμένη. «Δεν είμαι...»

«Ντάρσι, ας μην το συζητήσουμε», της είπε χώνοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά του. «Είμαστε
τόσο καλά μαζί, ας μην κάνουμε κάτι που θα καταστρέψει την ευτυχία μας».

Κατά την άποψη της Ντάρσι, είχε κιόλας καταστραφεί. Πώς ήταν δυνατό να συνεχίσει να κάνει
έρωτα μαζί του, τη στιγμή που εκείνος ήθελε να σταματήσει τη δουλειά της, μόλις θα γύριζαν στο
Λονδίνο;

«Δε σου ζητάω να σταματήσεις αμέσως, Ντάρσι», της εξήγησε. «Απλώς θέλω ν’ αρχίσεις να ψάχνεις
για κάποια άλλη δουλειά όταν γυρίσουμε».

«Και στο μεταξύ τι γίνεται;»

Ο Ριντ ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα συνεχίσουμε να είμαστε όπως τώρα».

«Όπως είμαστε τώρα ή όπως ήμαστε προηγουμένως;» τον ρώτησε με νευρικότητα.

«Όπως είμαστε τώρα!» επέμεινε εκείνος. «Δεν μπορώ να έχω πλέον μόνο πλατωνική σχέση μαζί
σου».

«Και για πόσον καιρό θέλεις να είμαι ερωμένη σου;»

«Ντάρσι...»

«Για πόσον καιρό, Ριντ;» επέμεινε εκείνη.

Εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Πώς μπορώ να ξέρω, που να πάρει η ευχή; Ντάρσι, δεν είμαι ακόμα
σίγουρος...»

«Ούτε κι εγώ είμαι», του είπε αποφασιστικά. «Δεν είμαι καθόλου σίγουρη! Έπρεπε να μου πεις από
την αρχή τους όρους αυτής της... σχέσης, Ριντ, να με αφήσεις να επιλέξω. Θα διάλεγα να είμαι η
γραμματέας σου!»

«Δεν είναι δυνατό να μιλάς σοβαρά».

Οπωσδήποτε δε μιλούσε σοβαρά. Όμως, αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στη δουλειά της και στο να
είναι ερωμένη του για λίγες μόνο εβδομάδες, θα προτιμούσε το πρώτο, γιατί έτσι
θα εξακολουθούσε να βρίσκεται κοντά του και να τον βλέπει.

«Μιλάω σοβαρά, Ριντ», του αποκρίθηκε τελικά.

«Είσαι αναστατωμένη. Αυτό είναι όλο. Συνέβησαν τόσο πολλά τις τελευταίες μέρες. Έπρεπε να
περιμένω να συνέλ-θεις πρώτα...»
«Ριντ, ομολογώ πως η ληστεία και μερικά άλλα πράγματα με αναστάτωσαν. Όμως ξέρω πολύ καλά
τι λέω. Πώς είναι δυνατό να πιστεύεις πως μπορώ ν’ αφήσω τη δουλειά μου, που τυχαίνει να μου
αρέσει πάρα πολύ, για να γίνω ερωμένη σου για μερικές εβδομάδες;»

«Ντάρσι...»

Ξαφνικά, κατάλαβε πως ο Ριντ δεν ήταν διατεθειμένος ν’ αλλάξει γνώμη. «Νομίζω πως πρέπει να
χρησιμοποιήσω το άλλο υπνοδωμάτιο, αν δεν έχεις αντίρρηση...»

«Έχω», της είπε κοφτά αρπάζοντάς την από τους ώμους. «Ξέρεις πόσον καιρό περίμενα αυτή τη
στιγμή;» τη ρώτησε κοιτάζοντάς την έντονα στα μάτια.

«Για να κοιμηθείς μαζί μου;» τον ρώτησε θυμωμένη. «Είπες πως με ήθελες από την αρχή. Αυτό
σημαίνει πως περίμενες έξι μήνες, τρεις εβδομάδες και τρεις μέρες!» του φώναξε αγνοώντας το
άγριο βλέμμα του.

«Σταμάτα, που να με πάρει ο διάβολος», φώναξε εξαγριωμένος.

«Συγνιομη», ψέλλισε τότε εκείνη. «Δεν πρόκειται να πώ τίποτ’ άλλο. Θέλω μόνο να μου επιτρέψεις
να κανονίσω την επιστροφή μας στο Λονδίνο. Αυτή θα είναι η τελευταία δουλειά που θα κάνω για
σένα. Και μη θεωρήσεις ότι αυτό σημαίνει πως αποφάσισα να γίνω ερωμένη σου!»

«Ντάρσι...» της είπε ικετευτικά.

Εκείνη βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει! Μα τι
νόμιζε; Ότι θ’ άφηνε τη δουλειά της για να γίνει ερωμένη του κι ύστερα από λίγο καιρό να βρεθεί
και άνεργη και χωρίς άντρα;

Θεέ μου, ήταν όλα τόσο όμορφα το προηγούμενο βράδυ! Είχε ανακαλύψει ακόμα μία κρυφή πλευρά
του Ριντ: ήταν ένας θαυμάσιος εραστής! Όμως είχε δίκιο. Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα, που δεν
είχαν προλάβει να το σκεφτούν. Τουλάχιστον εκείνος δεν είχε προλάβει να σκεφτεί καθόλου. Και
τελικά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να την έχει και γραμματέα και ερωμένη.

Ενώ βρισκόταν ξαπλωμένη στο ένα από τα δύο μονά κρεβάτια του άλλου υπνοδωματίου, η Ντάρσι
αναρωτήθηκε ξαφνικά αν έκανε καλά που δε δέχτηκε την πρότασή του. Μ’ αυτό τον τρόπο είχε
χάσει και τη δουλειά της κι εκείνον!

Και της είχε δείξει τόση καλοσύνη! Και την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει το σοκ που έπαθε μετά τη
ληστεία. Όχι, δεν ήταν δυνατό να την κοροϊδεύει. Ο Ριντ ενδιαφερόταν πραγματικά για κείνη. Ήταν
σίγουρο πως την ήθελε κι ακόμα πιο σίγουρο πως τον ήθελε κι εκείνη. Τον λάτρευε!

Τι θα γινόταν τώρα; Θεέ μου, τι μπέρδεμα!

***

«Ντάρσι! Ντάρσι, για τ’ όνομα του Θεού, ξύπνα!»

Το χέρι που τη σκουντούσε στον ώμο ήταν επίμονο και η Ντάρσι το έσπρωξε θυμωμένη.Ένιωθε
πολύ κουρασμένη και δεν είχε καμιά διάθεση να σηκωθεί.
«Ντάρσι, πρέπει να ξυπνήσεις!» Μ φωνή που ακουγόταν από πάνω της ήταν γεμάτη αγωνία.

«Φύγε», μουρμούρισε και τράβηξε το σεντόνι ως το κεφάλι της.

«Ντάρσι!» Αυτή τη φορά το χέρι συνέχισε να την κουνάει μέχρι που άνοιξε τα μάτια της.

«Ριντ!» του είπε αγριοκοιτάζοντάς τον. «Τι ώρα είναι;» ρώτησε ύστερα, ρίχνοντας μια ματιά στο
ρολόι του χεριού της.

«Ντύσου γρήγορα», την πρόσταξε. «Εγώ στο μεταξύ θα πάρω όσα πράγματα μπορώ, μέχρι να
ετοιμαστείς».

Τον είδε να ρίχνει όπως όπως στη βαλίτσα της τα πράγματά της, ενώ στο πρόσωπό του ήταν
ζωγραφισμένη η αγωνία.

«Ντάρσι!» της φώναξε με απόγνωση, όταν γύρισε να την κοιτάξει και διαπίστωσε πως εκείνη δεν
είχε κάνει ακόμα τίποτα. «Για τ’ όνομα του Θεού, ντύσου αμέσως, διαφορετικά θα σε τραβήξω έξω
έτσι όπως είσαι!»

«Φεύγουμε τώρα;» τον ρώτησε. «Μα δε νομίζω πως θα υπάρχουν θέσεις σε κανένα αεροπλάνο αυτή
την ώρα». Είχε ήδη τηλεφωνήσει και της είχαν πει πως μόνο στις απογευματινές πτήσεις υπήρχε
κενό.

«Το ξέρω», της απάντησε κλείνοντας νευρικά τη βαλίτσα της. «Φεύγουμε τώρα», συνέχισε
αποφασιστικά. «Δεν έχουμε χρόνο για να ντυθείς».

«Μα πού πάμε; Ριντ...»

«Ντάρσι, μία από τις πυρκαγιές μάς πλησιάζει. Σε λίγο θα φτάσει στο σπίτι. Το καταλαβαίνεις;»

Η Ντάρσι φοβήθηκε τόσο πολύ, που υπάκουσε αμέσως στις εντολές του Ριντ. Μόλις βγήκαν έξω,
μύρισε αμέσως την έντονη μυρωδιά καμένων δέντρων και είδε τον πυκνό καπνό που βρισκόταν
πολύ κοντά τους. Μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητο είδε και τις φλόγες.

«Ο Κρις και η Νταϊάν;» κατάφερε να ρωτήσει η Ντάρσι, όταν κάθισε στη θέση του συνοδηγού.

«Ο Κρις βρίσκεται στη δουλειά του και η Νταϊάν έχει βγει για ψώνια», της απάντησε.

«Οι γείτονες;»

«Έχουν ειδοποιηθεί όλοι», της είπε βάζοντας μπρος το αυτοκίνητο.

«Ριντ...» ψιθύρισε ξεψυχισμένα, καθώς έβλεπε τη φωτιά να πλησιάζει σε πολύ μικρή απόσταση από
το σπίτι της Νταϊάν.

«Ναι;» τη ρώτησε εκείνος, γυρίζοντας να την κοιτάξει.

«Νομίζεις πως θα καταφέρουμε να βγούμε απ’ αυτή την κόλαση;»


Το πρόσωπό του μαλάκωσε. «Νομίζεις πως θα επιτρέψω σε οτιδήποτε να σε πάρει μακριά από
μένα;»

«Ριντ, σε παρακαλώ, μιλάω σοβαρά!»

«Και νομίζεις πως εγώ δε μιλάω σοβαρά; Ήταν αρκετή μια νύχτα χωρίς εσένα πλάι μου για να
καταλάβω πως δεν μπορώ να ζήσω ούτε λεπτό μακριά σου», της δήλωσε με αποφασιστικότητα.

Η Ντάρσι τον κοίταξε εξεταστικά. Όμως δεν ήταν ώρα για ερωτήσεις. Η φωτιά βρισκόταν πολύ
κοντά τους. Αργότερα θα μπορούσε να ρωτήσει ό,τι ήθελε να μάθει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ο Γουέιντ και η Λίνια έκαναν ερωτήσεις για τη φωτιά. Η Νταϊάν και ο Κρις επίσης έκαναν
ερωτήσεις. Όλοι ήταν συντετριμμένοι μ’ αυτό που είχε συμβεί. Όμως η Ντάρσι ένιωθε τόση
κούραση, που το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί στα κρεβάτι της.

Ο Ριντ κατάφερε να τη βγάλει από την κόλαση της πυρκαγιάς, λίγα μόνο λεπτά προτού η φωτιά
εισβάλει στο σπίτι της Νταϊάν. Το πανέμορφο σπίτι, όπως και όλα τα γειτονικά, είχαν γίνει στάχτη.
Κοντά στη λίμνη δεν υπήρχε πλέον ούτε ίχνος από την προηγούμενη φυσική ομορφιά.

Όταν κάμποση ώρα μετά την καταστροφή ο Ριντ επέστρεψε μαζί με την Ντάρσι στο σημείο όπου
βρισκόταν μέχρι πρότινος το σπίτι της αδερφής του, κατάλαβε πως είχε κάνει μεγάλο λάθος. Το
θέαμα της προκάλεσε νέο σοκ κι αναγκάστηκε να την πάει στο νοσοκομείο. Ευτυχώς οι γιατροί
τού . είπαν πως δεν επρόκειτο για κάτι σοβαρό και σε λίγο έφυγαν για το σπίτι της Λίντας.

Η Ντάρσι φορούσε ακόμα το νυχτικό της, γιατί ο Ριντ δεν την είχε αφήσει να ντυθεί, τόσο γρήγορα
που πλησίαζε η φωτιά. Όταν επιτέλους έκανε ντους και ντύθηκε με καθαρά ρούχα, ένιωσε μεγάλη
ανακούφιση.

Ο Ριντ είχε στενοχωρηθεί πάρα πολύ με την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη το σπίτι της
Νταϊάν και του Κρις. Η Νταϊάν το δέχτηκε με σχετική ψυχραιμία, λέγοντας πως ήταν ευτύχημα πού
δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Όμως ο Κρις είχε πάθει πραγματικό σοκ. Όταν το βράδυ πήγε
στο σπίτι της Λίντας με τη γυναίκα του, ήταν σκυθρωπός και αμίλητος. Η Ντάρσι τον λυπήθηκε. Το
σπίτι του καθενός είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό του, κάτι εντελώς προσωπικό, που κουβαλάει
ένα σωρό αναμνήσεις!

«Λυπάμαι αφάνταστα», του είπε η Ντάρσι πιάνοντάς τον από το μπράτσο.

«Λυπάσαι;» τη ρώτησε κοιτάζοντάς την παράξενα.

Εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Αυτό που σας συνέβη είναι φοβερό», του είπε.

«Ω, ναι», αποκρίθηκε εκνευρισμένος. «Νταϊάν, νομίζω πως πρέπει να πηγαίνουμε», γύρισε απότομα
στη γυναίκα του, που εκείνη τη στιγμή μιλούσε με τη Λίντα και τη Μαρί.

Η Νταϊάν ταράχτηκε βλέποντας το ύφος του. «Αγάπη μου, μην κάνεις έτσι», του είπε.
«Πάμε να φύγουμε», επέμεινε εκείνος ξεψυχισμένα. «Η Ντάρσι και ο Ριντ θα θέλουν να
κοιμηθούν».

«Ναι, αλλά...»

«Πάμε», της είπε νευρικά, σφίγγοντας τις γροθιές του.

«Ήταν φοβερό χτύπημα γι’ αυτόν», μουρμούρισε ο Μάικ, μόλις ο Κρις και η Νταϊάν έφυγαν. «Όμως
δε νομίζω πως δικαιολογείται η συμπεριφορά του στην Νταϊάν. Στο κάτω κάτω κι εκείνη έχασε το
σπίτι της».

«Μην τον παρεξηγείς, Μάικ», είπε ο Ριντ. «Ήταν μια φοβερή μέρα για όλους μας. Αύριο θα
νιώθουμε όλοι καλύτερα».

«Κοιτάξτε, η φωτιά με προβλημάτισε πολύ», άρχισε η Λίντα με φωνή που έτρεμε ελαφρά.
«Συνειδητοποίησα πως η ζωή μας είναι τόσο σύντομη, που δεν αξίζει να είμαστε τόσο
ισχυρογνώμονες». Γύρισε ύστερα και κοίταξε τον άντρα της με λατρεία. «Πάμε στο κρεβάτι μας,
αγάπη μου;»

«Πάντα το θέλω», της αποκρίθηκε. «Και το ξέρεις πολύ καλά».

«Θέλεις ακόμα να σου χαρίσω ένα μωρό;» τον ρώτησε ύστερα συγκινημένη.

Ο Γουέιντ ξεροκατάπιε νευρικά. «Είσαι σίγουρη; Δε θέλω να το κάνεις μόνο για μένα. Η φωτιά μου
έδωσε να καταλάβω πόσο ανόητος ήμουν. Έχω εσένα, και μου αρκεί».

«Θα σου αποδείξω πόσο σίγουρη είμαι, αγάπη μου», μουρμούρισε η Λίντα με τρυφερότητα. «Ας
πάμε στο δωμάτιό μας και το συζητάμε εκεί».

«Πολύ καλή ιδέα», της είπε ο Γουέιντ πιάνοντάς την από το χέρι. «Μας επιτρέπετε;» απευθύνθηκε
ύστερα στους άλλους. «Η γυναίκα μου έχει να συζητήσει μαζί μου κάτι πολύ επείγον».

«Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ ευτυχισμένο», είπε ο Μάικ στη Μαρί, όταν του έσφιξε το
μπράτσο. «Έλα, ας πηγαίνουμε κι εμείς, γλυκιά μου. Κι εμάς μας περιμένει το κρεβάτι μας!»

Η Ντάρσι, αντίθετα, δίσταζε να πάει για ύπνο, γιατί δεν ήξερε τι ζητούσε από κείνη ο Ριντ, τη στιγμή
που η ίδια ήξερε πολύ καλά τι ζητούσε από κείνον. Όμως αυτό το βράδυ τον χρειαζόταν
περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ήθελε να βρεθεί στην αγκαλιά του άντρα που της είχε σώσει τη
ζωή!

Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και τον κοίταζε που ξυριζόταν. Οι κινήσεις του δεν ήταν καθόλου
νευρικές. Όμως το ύφος του έδειχνε πως τα γεγονότα της ημέρας τον είχαν αναστατώσει πολύ.
Βέβαια, δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του ούτε λεπτό, αλλά αυτό δε σήμαινε πως δεν είχε περάσει
κι εκείνος ένα φοβερό σοκ.

«Ριντ...» μουρμούρισε η Ντάρσι πηγαίνοντας κοντά του, μόλις εκείνος τελείωσε το ξύρισμα. «Θεέ
μου, ήταν τόσο φοβερό!»

«Ναι», της αποκρίθηκε και, πιάνοντάς την από το χέρι, την οδήγησε ξανά στο μεγάλο κρεβάτι.
«Νομίζω πως έκανα πολύ άσχημα που σε πήρα μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι. Λιποθύμησες στο
αεροπλάνο, έπαθες σοκ ύστερα από τη ληστεία και τώρα με τη φωτιά...»

«Δεν μπορούσες να ξέρεις...»

«Αύριο γυρίζεις στο Λονδίνο», της είπε διακόπτοντάς την.

«Όμως...»

«Σου έχω κλείσει ήδη θέση!»

«Κατάλαβα», του είπε συνοφρυωμένη.

Την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Ελπίζω να καταφέρεις να ξεχάσεις αυτό το ταξίδι», της ψιθύρισε.

«Όμως δεν ανακάλυψες ακόμα ποιος προδίδει την εμπιστοσύνη σου», του είπε. «Δε νομίζεις πως
πρέπει να συνεχίσεις τις προσπάθειές σου; Δε χρειάζεσαι τη βοήθειά μου πια;»

«Στην αρχή έτσι νόμιζα. Τώρα όμως πιστεύω πως πρέπει να γυρίσεις αμέσως στο Λονδίνο!»

«Μόνη μου;» τον ρώτησε ανήσυχη.

«Ναι», της αποκρίθηκε. «Εγώ θα μείνω εδώ μέχρι να ξεκαθαρίσω τα πράγματα».

«Μα είχες πει πως με χρειάζεσαι».

«Ξέχασέ το, Ντάρσι. Δεν έπρεπε να σε φέρω εδώ». Έκανε ένα μορφασμό κι αναστέναξε.

Εκείνη τον κοίταξε σκεφτική.

«Ντάρσι, μπορώ να σου κάνω έρωτα απόψε;» τη ρώτησε ξαφνικά.

Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της κοιτάζοντας τον πόθο που σιγόκαιγε στο βλέμμα του. Το πρωί
τής είχε πει ότι δεν μπορούσε να ζήσει ούτε λεπτό μακριά της! Ωστόσο η Ντάρσι φοβόταν μήπως το
είχε πει σε μια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για τίποτα πια!

Σκέφτηκε να τον ρωτήσει για τους σκοπούς και τα σχέδιά του σχετικά μ’ εκείνη. Όμως τελικά δεν
το έκανε, γιατί κατάλαβε πως αυτό το βράδυ ο Ριντ δεν είχε την ψυχική διάθεση, ούτε την
απαραίτητη ηρεμία για να της απαντήσει στα καυτά και καίρια ερωτήματά της. Το
προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί μόνη της και τώρα τον ήθελε τόσο πολύ, που της ήταν αδύνατο ν’
αρνηθεί να κάνει έρωτα μαζί του.

Τραβήχτηκε πίσω και τον κοίταξε για λίγο σκεφτική. Ύστερα, έβγαλε το νυχτικό που φορούσε και
το πέταξε στο πάτωμα. Έμεινε ολόγυμνη μπροστά του χωρίς να ντρέπεται.

Ο Ριντ πήρε μια βαθιά ανάσα κι έβγαλε την πετσέτα που είχε τυλίξει στη μέση του, μένοντας κι
εκείνος ολόγυμνος. Η απόδειξη του πόθου του ήταν ολοφάνερη. «Είναι περιττό να σου πω πόσο σε
θέλω και σε χρειάζομαι», της μουρμούρισε.
«Οι άντρες μειονεκτούν απέναντι στις γυναίκες σ’ αυτό το θέμα», τον πείραξε η Ντάρσι,
χαϊδεύοντας το στήθος του. Κάτω από την παλάμη της ένιωσε το δυνατό χτύπημα της καρδιάς του.

«Θα με φιλήσεις;» της ζήτησε με βραχνή φωνή.

Η Ντάρσι ζαλίστηκε, όταν σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν
ικετευτικό και γεμάτο πόθο κι αυτό την έκανε να ικανοποιήσει αμέσως την επιθυμία του.
Αγκάλιασε το γυμνό κορμί του και σφράγισε με το στόμα της το δικό του.

Την επόμενη στιγμή, βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω στο όμορφο χαλί της Λίντας,
χαϊδεύοντας παντού αχόρταγα ο ένας τον άλλον.

Έκαναν έρωτα αργά, απολαυστικά. Τα κορμιά τους έσμιξαν με άγρια λαχτάρα κι έφτασαν μαζί στην
κορύφωση χάνοντας για μερικά δευτερόλεπτα την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Τελικά,
νιώθοντας τη γλυκιά εξάντληση που έρχεται μετά την υπέρτατη ηδονή, παραδόθηκαν στην αγκαλιά
του Μορφέα.

***

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ο καπνός την έπνιγε, η λάμψη της φωτιάς την τύφλωνε... Σήκωσε ψηλά τα
χέρια της για να φωνάξει βοήθεια και...

Η Ντάρσι ξύπνησε απότομα απλώνοντας τα χέρια της για ν’ αγκαλιάσει τον Ριντ. Το όνειρο ήταν
τόσο ζωντανό! Όμως εκείνος δε βρισκόταν δίπλα της.

Άναψε το φωτιστικό που βρισκόταν στο κομοδίνο και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, αλλά ο Ριντ δε
φαινόταν πουθενά. Το μαξιλάρι του ήταν τσαλακωμένο, πράγμα που μαρτυρούσε πως είχε κοιμηθεί
κοντά της, αφού πρώτα την είχε σηκώσει από το πάτωμα όπου την είχε πάρει ο ύπνος και την είχε
βάλει στο κρεβάτι. Το ρολόι πάνω στο κομοδίνο έδειχνε τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Η Ντάρσι
σκέφτηκε πως ίσως ο Ριντ να είχε ξυπνήσει από κάποιον εφιάλτη, όπως εκείνη, και είχε βγει για
έναν περίπατο στην προσπάθειά του να ηρεμήσει.

Το νυχτικό της βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. Ο Ριντ το είχε μαζέψει από το πάτωμα πριν φύγει. Η
Ντάρσι το πήρε και το φόρεσε, προτού βγει από το δωμάτιο για να πάει να τον βρει.

Το σπίτι της οικογένειας Ο’Νιλ ήταν εξίσου πλούσιο μ’ εκείνο της Νταϊάν και του Κρις. Όμως
βρισκόταν σε μια περιοχή πιο πυκνοκατοικημένη. Η Ντάρσι κοίταξε πρώτα στο λίβινγκ ρουμ, που
φωτιζόταν από μια λάμπα. Ήταν άδειο. Το ίδιο και η κουζίνα. Ξαφνικά, άκουσε κουβέντες
στον μπροστινό κήπο κοντά στην πισίνα. Σκέφτηκε πως ίσως η Λίντα ή ο Γουέιντ να είχαν
συναντηθεί με τον Ριντ, στη διάρκεια του νυχτερινού περιπάτου του.

Βγαίνοντας από το σπίτι σταμάτησε απότομα, όταν είδε πως ο συνομιλητής του Ριντ ήταν ο Κρις
Ντόνοβαν.

Ο Ριντ μόλις την είδε σηκώθηκε όρθιος. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε όταν την πλησίασε και είδε το
χλομό της πρόσωπο.

«Απλώς με ξύπνησε ένα άσχημο όνειρο», του αποκρίθηκε, αν κι εκείνος κατάλαβε πως δεν
επρόκειτο απλώς για ένα άσχημο όνειρο. «Δεν ήθελα να σας διακόψω», μουρμούρισε ύστερα
κοιτάζοντας με περιέργεια τον Κρις. Της φάνηκε πιο χλομός και πιο ανήσυχος από ό,τι ήταν
νωρίτερα το ίδιο βράδυ.

«Εγώ κι ο Κρις απλώς κουβεντιάζαμε», την καθησύχασε ο Ριντ.

«Αναρωτιόμουν πού ήσουν», του είπε. «Θα γυρίσω πάλι στο κρεβάτι μου...»

«Όχι!» φώναξε νευρικά ο Κρις και σηκώθηκε από τη θέση του. «Μείνε, σε παρακαλώ», πρόσθεσε
σε πιο ήπιο τόνο.

Η Ντάρσι άφησε τον Ριντ και, πλησιάζοντας τον Κρις, τον έπιασε απαλά από το μπράτσο. «Δεν
μπορείς να φανταστείς πόσο λυπάμαι που έχασες το σπίτι σου!» του είπε με συμπάθεια.

«Μη λυπάσαι», της αποκρίθηκε εκείνος, κοιτάζοντας τον Ριντ με ύφος περίλυπο.

«Ντάρσι», επενέβη ο Ριντ, «ίσως πρέπει να πας να ντυθείς καλύτερα, αν σκοπεύεις να μας κάνεις
παρέα».

«Όχι», είπε αποφασιστικά ο Κρις. «Η Ντάρσι έχει δικαίωμα να το μάθει. Έχει ανακατευτεί κι αυτή
στην υπόθεση. Γι' αυτό βρίσκεται εδώ. Και, Θεέ μου, σήμερα λίγο έλειψε να καεί σ’ εκείνο το σπίτι
εξαιτίας μου!»

«Όμως δεν έπαθε τίποτα, Κρις», του είπε ο Ριντ.

«Δεν μπορεί να θεωρείς τον εαυτό σου υπεύθυνο για τη φωτιά, ήταν μια φυσική καταστροφή», είπε
η Ντάρσι.

Τα μαύρα μάτια του Κρις ξαφνικά σκοτείνιασαν και η αναπνοή του έγινε βαριά. «Εγώ φταίω όμως
που εσύ και ο Ριντ βρίσκεστε εδώ!» επέμεινε με έμφαση.

«Μα ήρθαμε για... Ω!» Η Ντάρσι σώπασε απότομα, καταλαβαίνοντας ξαφνικά τι εννοούσε ο Κρις.
Αυτός ήταν λοιπόν που είχε προδώσει την εμπιστοσύνη του Ριντ; Δεν μπορούσε να το πιστέψει!
Ήταν ο τελευταίος από την οικογένεια που θα υποπτευόταν! «Ισως πρέπει να σας αφήσω
μόνους», μουρμούρισε τελικά, κοιτάζοντας ταραγμένη τον Ριντ.

Εκείνος κοίταξε το γαμπρό του. «Τι λες, Κρις;» τον ρώτησε.

«Θέλω να μείνει και να τ’ ακούσει όλα», αποκρίθηκε ο άλλος άντρας χωρίς δισταγμό.

«Τότε ας πιούμε ένα ποτό μέχρι να πάει η Ντάρσι να φορέσει κάτι», πρότεινε ο Ριντ.

Η Ντάρσι είχε βαρεθεί να τον ακούει να της λέει συνέχεια πως έπρεπε να πάει να ντυθεί. Ήταν μια
χαρά με το νυχτικό της. Εξάλλου, αυτό που ήθελε να πει ο Κρις είχε μεγαλύτερη σημασία!

«Ντάρσι!» της είπε αυστηρά ο Ριντ, βλέποντας πως δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της.

Τότε εκείνη πρόσεξε πως το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο γυμνό μηρό της, που άφηνε ακάλυπτο
το νυχτικό της επειδή είχε πιαστεί στο εσώρουχό της. Μα τι νομίζει; σκέφτηκε. Είναι δυνατόν ο
Κρις στην κατάσταση που βρίσκεται να κοιτάζει τέτοια πράγματα;
Όμως ο Ριντ φαινόταν αποφασισμένος, έτοιμος να κάνει καβγά γι’ αυτό το θέμα. Έτσι, η Ντάρσι
υπάκουσε λέγοντας πως θα έριχνε στα γρήγορα κάτι πάνω της και θα γύριζε σε λίγα λεπτά κοντά
τους.

Ο Κρις! Απίστευτο! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το είχε κάνει. Έδειχνε να έχει τα πάντα, όλα
όσα επιθυμούσε. Ένα ωραίο σπίτι, μια όμορφη γυναίκα κι ένα πρώτης τάξης ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε
κανένας σοβαρός λόγος για να φερθεί έτσι στον Ριντ.

Όταν επέστρεψε κοντά τους φορώντας ένα σορτς και μια μπλούζα, οι δύο άντρες είχαν μεταφερθεί
στο λίβινγκ ρουμ. Η Ντάρσι πήρε το ποτήρι με το ουίσκι που της πρόσφερε ο Ριντ. Σίγουρα θα της
χρειαζόταν.

Τώρα που είχε βάλει τους φακούς επαφής της μπορούσε να δει καλύτερα πόσο άρρωστος φαινόταν
ο Κρις. Το πρόσωπό του ήταν κατάχλομο, και τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους. Κρατούσε το
ποτήρι με το ουίσκι και με τα δυο του χέρια, ενώ το βλέμμα του ήταν απλανές.

«Κρις», είπε ο Ριντ με βραχνή φωνή.

Εκείνος ήπιε λίγο από το ουίσκι του κι έριξε μια ματιά στην Ντάρσι. «Πρέπει να σου πω πως με
εκπλήσσει η ψυχραιμία σου, Ριντ», άρχισε ύστερα. «Αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα έριχνα πρώτα
μερικές γροθιές και ύστερα θα έκανα ερωτήσεις!» Ήπιε μια μεγαλύτερη γουλιά απ’ το ποτό του
πριν συνεχίσει. «Δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανένα. Απλώς...»

«Πες μου τα όλα από την αρχή, Κρις», του είπε κοφτά ο Ριντ.

«Από την αρχή;» ρώτησε εκείνος γελώντας νευρικά. «Θα πρέπει να πάω αρκετά χρόνια πίσω».

«Να πας!» τον προέτρεψε ο Ριντ ανυπόμονα.

Ο Κρις πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τότε που ήμαστε στο κολέγιο», άρχισε, «εγώ εργαζόμουν για να τα
βγάλω πέρα, ενώ εσένα σου πλήρωνε τα έξοδα ο πατέρας σου».

«Θεέ μου, δεν ήταν λόγος αυτός για να με αντιπαθήσεις!» είπε έκπληκτος ο Ριντ.

«Δε σε αντιπαθούσα, Ριντ», του αντιγύρισε εκείνος. «Απλώς το λέω για να τονίσω τη διαφορά μας.
Εγώ χρειάστηκε να παλέψω σκληρά για ν’ αποκτήσω ό,τι επιθυμούσα, ενώ για σένα τα πράγματα
ήταν πιο εύκολα. Δε θέλω να πω πως εσύ τα βρήκες όλα έτοιμα. Όμως, όπως πολλές φορές
έχεις ομολογήσει, στάθηκες τυχερός στη ζωή σου. Δεν ξέρω γιατί μ’ έκανες φίλο σου...»

«Μου άρεσες, Κρις», του είπε ο Ριντ. «Πάντα μού άρεσες!»

«Εσύ ήσουν το λαμπερό αστέρι κι εγώ βρισκόμουν στη σκιά της δόξας σου. Βέβαια, είχα κι εγώ
μερικές επιτυχίες... Με δέχτηκες ακόμα και για γαμπρό σου και μ’ ενθάρρυνες να συνεργαστώ με
τον Μάικ».

«Κι όλ’ αυτά επειδή σ’ αγαπούσα, Κρις, το καταλαβαίνεις;»

Ο Κρις έγνεψε καταφατικά, αναστενάζοντας βαριά. «Η συνεργασία μου με τον Μάικ ήταν
πετυχημένη και ο γάμος μου με την Νταϊάν ευτυχισμένος... Την αγαπώ τόσο πολύ!» Η φωνή του είχε
αρχίσει να τρέμει, πρόσεξε η Ντάρσι.

«Το απέδειξες τους τελευταίους μήνες!» του είπε με πίκρα ο Ριντ.

«Ριντ», μουρμούρισε η Ντάρσι. Στις λίγες μέρες που έζησε κοντά στους συγγενείς του Ριντ, τους
είχε αγαπήσει πραγματικά και δεν ήθελε να τους βλέπει στενοχωρημένους όπως ήταν εκείνη τη
στιγμή ο Κρις.

Ο Κρις αναστέναξε πάλι. «Ηθελα να είμαι κάτι περισσότερο από συνεταίρος του Μάικ, από φίλος
σου και σύζυγος της Νταϊάν. Ήθελα κάτι ολότελα δικό μου. Το ξενοδοχείο μού φάνηκε η πιο καλή
λύση».

«Είναι ένα από τα καλύτερα της περιοχής», παρατήρησε ο Ριντ.

«Ναι», αποκρίθηκε. «Όμως τα πολυτελή ξενοδοχεία απαιτούν μεγάλα κεφάλαια. Ξέρω πως σου
φαίνεται γελοίο, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα είχα οικονομικές
δυσκολίες και δανείστηκα χρήματα που δεν μπορούσα να ξοφλήσω, εκτός αν πουλούσα το
ξενοδοχείο».

«Μπορούσες να ζητήσεις λεφτά από μένα, να πάρει η ευχή», του είπε αγανακτισμένος ο Ριντ.

«Όχι. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο».

«Γιατί, που να πάρει ο διάβολος;»

«Γιατί το ξενοδοχείο ήταν δικό μου», είπε ο Κρις τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις. Προφανώς η
περηφάνια του δεν τον είχε αφήσει να ζητήσει δανεικά από τον αδερφό της γυναίκας του.

«Έτσι, προτίμησες να πουλήσεις πληροφορίες στους ανταγωνιστές μου, ενάντια στα συμφέροντά
μου», του είπε συνοφρυωμένος ο Ριντ.

«Νόμιζα πως αυτό ήταν προτιμότερο από το να σου ζητήσω χρήματα», παραδέχτηκε ο Κρις.

«Το θεωρώ παράλογο», τον αντέκρουσε ο Ριντ. «Νομίζω πως κάθε λογικός άνθρωπος θα το
θεωρούσε παράλογο!»

«Ριντ, δεν είναι ανάγκη να το πεις και σ’ άλλους», επενέβη για πρώτη φορά η Ντάρσι.

«Ναι, Ντάρσι, να είσαι σίγουρη πως δε θα το πω σε κανέναν», απάντησε ο Ριντ, κοιτάζοντας


περίλυπος το γαμπρό του.

«Το κατάλαβα πως ήρθατε δω για να ερευνήσετε τη διαρροή πληροφοριών», είπε ο Κρις. «Πριν από
δύο μέρες, τηλεφώνησε η Μοντ και της έκανε εντύπωση το γεγονός ότι εσείς οι δύο εμφανιστήκατε
ως ζευγάρι, τη στιγμή που στο Λονδίνο δε δείξατε ούτε για μια στιγμή ότι υπήρχε ανάμεσά σας
μια πιο στενή σχέση, πέρα από εκείνη της γραμματέως και του αφεντικού». Σώπασε κάνοντας ένα
μορφασμό. «Έπρεπε να το περιμένω ότι θα ερχόσουν να ερευνήσεις προσωπικά την υπόθεση»,
συνέχισε ο Κρις απευθυνόμενος στον Ριντ.

«Πώς μπορούσες να κοιμάσαι ήσυχος μετά το κατόρθωμά σου!» αναφώνησε ο Ριντ με αγανάκτηση.
«Ω, Ριντ, μη νομίζεις πως μ’ ευχαρίστησε αυτό που έκανα», είπε ο Κρις. «Είχα βρεθεί σε πολύ
δύσκολη θέση. Χρειαζόμουν πολύ τα χρήματα και...»

«Μπορούσες ν’ αντισταθείς στον πειρασμό!»

«Ναι, μπορούσα», παραδέχτηκε ο Κρις. «Όμως θα έχανα το ξενοδοχείο, το σπίτι και ίσως και την
Νταϊάν. Και την αγαπώ τόσο πολύ!» Αναστέναξε βαριά. «Και τώρα θα τη χάσω», πρόσθεσε.

«Αυτό δεν είναι βέβαιο», του είπε σε απαλό τόνο ο Ριντ.

Ο Κρις τον κοίταξε έκπληκτος. Το ίδιο και η Ντάρσι. Δεν ήταν πια θυμωμένος. Μόνο λύπη ήταν
ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Αυτό που είχε συμβεί του φαινόταν σαν εφιάλτης. Τον είχε
προδώσει ο καλύτερός του φίλος! Προφανώς όμως είχε βρεθεί σε απελπιστική κατάσταση για να το
κάνει.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ο Κρις.

Ο Ριντ αναστέναξε. «Αυτή η υπόθεση έβλαψε μόνο εμένα», του αποκρίθηκε. «Δεν έχω καμία
πρόθεση να το πω σε κανέναν. Νομίζω πως και η Ντάρσι σκέφτεται το ίδιο». Της χαμογέλασε,
μαντεύοντας τις σκέψεις της. «Αυτό που έκανες βέβαια ήταν παράνομο...»

«Ηταν αηδιαστικό», τον διόρθωσε ο Κρις. «Πούλησα σημαντικές πληροφορίες και πρόδωσα το
φίλο μου...»

«Απλώς χάθηκαν μερικές δουλειές», τον καθησύχασε ο Ριντ. «Αυτή τη στιγμή η οικογένειά μας
βρίσκεται σε δύσκολη θέση».

«Πότε κατάλαβες ότι ήμουν εγώ;» τον ρώτησε ο Κρις.

Η Ντάρσι είχε την ίδια απορία. Τώρα που ο Κρις είχε ομολογήσει, ο Ριντ δεν έδειχνε έκπληξη, μόνο
απογοήτευση. Ίσως γιατί οι υποψίες του είχαν επιβεβαιωθεί.

Ο Ριντ έκανε ένα μορφασμό. «Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ήρθα», του αποκρίθηκε. Ύστερα
κοίταξε την Ντάρσι με τέτοιον τρόπο, σαν να της ζητούσε συγνώμη που της το είχε κρύψει. «Όπως
είπε και η Ντάρσι, ο Γουέιντ ήταν απλώς θυμωμένος που η Λίντα δεν ήθελε να κάνει παιδί κι αυτό
δεν ήταν λόγος να θέλει να με προδώσει. Όμως η Νταϊάν είπε στην Ντάρσι πως είχατε κάποιες
οικονομικές δυσκολίες με το ξενοδοχείο, ενώ εσύ, όταν σε ρώτησα, μου είπες ότι η
δουλειά πήγαινε θαυμάσια και ότι σκόπευες μάλιστα να κάνεις κάποια επέκταση. Ήξερα πως η
Νταϊάν δε λέει ποτέ ψέματα».

«Ναι, ποτέ», παραδέχτηκε ο Κρις. «Είναι τίμια και λέει πάντα την αλήθεια».

«Γιατί, που να πάρει η ευχή, δεν ήρθες σ’ εμένα;» τον ξαναρώτησε με απελπισία ο Ριντ. «Γι' αυτό
υπάρχουν οι συγγενείς, Κρις, για να βοηθούν ο ένας τον άλλο, όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα!»

«Βρισκόσουν τόσο μακριά!»

«Χρειαζόταν μόνο ένα τηλεφώνημα!»


«Το πρόβλημα ήταν δικό μου, όχι δικό σου».

Ο Ριντ αναστέναξε πάλι. «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος, Κρις, και ο άντρας της αδερφής μου.
Νόμιζα πως οι σχέσεις μας ήταν τόσο στενές, ώστε θα ερχόσουν άφοβα να ζητήσεις τη βοήθειά
μου, αν αντιμετώπιζες κάποιο πρόβλημα. Εγώ δε θα δίσταζα να το κάνω».

Ίσως στο παρελθόν να είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, σκέφτη κε η Ντάρσι. Όμως η απουσία του Ριντ
τόσα χρόνια στη μακρινή Αγγλία σίγουρα είχε αλλάξει την κατάσταση. Αυτός ήταν και ο λόγος που
ο Ριντ νοσταλγούσε την Αμερική. Η έκφρασή του εκείνη τη στιγμή έδειχνε πως ήταν
αποφασισμένος να επιχειρήσει μια επανασύνδεση με την οικογένειά του.

«Μακάρι να το είχα κάνει», είπε αναστενάζοντας ο Κρις. «Όμως τώρα τι γίνεται;»

«Περίμενα να φύγει η μητέρα για την κρουαζιέρα, πριν έρθω εδώ», απάντησε ο Ριντ. «Ξέρεις πολύ
καλά τι θα συνέβαινε αν το μάθαινε».

«Δεν είχα σκοπό να πληγώσω κανέναν», μουρμούρισε ο Κρις. «Πολύ περισσότερο τη Μοντ. Μου
στάθηκε σαν πραγματική μητέρα!»

«Ξέρεις πως έχει πρόβλημα με την καρδιά της. Αν το μάθει, μπορεί να μην το αντέξει. Ας μείνει
λοιπόν ανάμεσα σ’ εμάς τους τρεις...»

«Τέσσερις». Η γυναικεία φωνή ακούστηκε από το χολ κι αμέσως μετά έκανε την εμφάνισή της η
Νταϊάν. «Τα άκουσα όλα», είπε στον άντρα της, που μόλις την είδε σηκώθηκε απ’ τη θέση του
ταραγμένος.

«Νταϊάν...» ψέλλισε ο Κρις με αγωνία.

Εκείνη τον κοίταξε περίλυπη. «Όταν σηκώθηκες από το κρεβάτι, ξύπνησα αμέσως. Ήσουν τόσο
αναστατωμένος, που φοβήθηκα μόλις σε είδα να ντύνεσαι και να φεύγεις χωρίς να μου πεις τίποτα.
Έτσι, σε... ακολούθησα». Σώπασε για λίγο. «Τώρα χαίρομαι που το έκανα», πρόσθεσε.

«Νταϊάν...» άρχισε να λέει ο Ριντ.

«Θα σου τα έλεγα όλα, Νταϊάν», είπε ο Κρις διακόπτοντάς τον. «Ποτέ δε θα σου έκρυβα κάτι
τέτοιο».

Η Ντάρσι ένιωσε άσχημα που γινόταν μάρτυρας ενός τόσο σοβαρού συζυγικού διαλόγου. Κοίταξε
τον Ριντ αμήχανη. Αυτό που ακολούθησε όμως την ηρέμησε. Ο Ριντ αποφάσισε να συγχωρέσει τον
Κρις και να ξεχάσει τα πάντα.

«Εγώ και η Ντάρσι θα πάμε για ύπνο», είπε στο τέλος πιάνοντάς την από το χέρι. «Θέλω να τονίσω
για άλλη μια φορά πως ό,τι έγινε θα μείνει ανάμεσα σ’ εμάς τους τέσσερις».

«Σ’ ευχαριστώ, Ριντ», είπε η Νταϊάν στον αδερφό της, ενώ τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.

Εκείνος κοίταξε ύστερα τον Κρις στα μάτια. «Υπάρχει ένα δάνειο διαθέσιμο για σένα», του είπε.
«Μπορείς να το ζητήσεις όποτε θέλεις. Και μη μου πεις όχι. Θα ήθελα να σου χαρίσω αυτά τα
χρήματα, αλλά ξέρω πως δε θα τα δεχτείς. Είμαι λοιπόν πρόθυμος να σου τα δανείσω».
Η Ντάρσι δεν είπε τίποτα καθώς γύριζαν στο δωμάτιό τους. Τον κοιτούσε με αγωνία όσο έβγαζε τα
ρούχα του, κι όταν έπεσε στο κρεβάτι, τον αγκάλιασε θέλοντας να μαλακώσει τον πόνο που ήταν
σίγουρη πως ένιωθε.

«Ήλπιζα...» άρχισε τελικά εκείνος. «Δεν ήθελα να πιστέψω...» Δεν μπόρεσε να συνεχίσει.

«Πραγματικά δεν είχε πρόθεση να σε πληγώσει, Ριντ», του είπε η Ντάρσι συγκινημένη.

«Το ξέρω», της αποκρίθηκε σφίγγοντάς την πάνω του.

«Νομίζεις...» Η Ντάρσι δίστασε για λίγο. «Νομίζεις πως η Νταϊάν θα μείνει μαζί του;»

«Ναι», της αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό. «Τον αγαπάει».

«Κι εσύ σκοπεύεις στ’ αλήθεια να τον βοηθήσεις;»

Ο Ριντ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Νομίζω πως έχω κάποιες ευθύνες απέναντι στην οικογένειά μου»,
της απάντησε. «Πρέπει να την κρατήσω ενωμένη...» Αναστέναξε βαριά. «Πρέπει να γυρίσω στην
Αμερική όσο γίνεται πιο γρήγορα».

Η Ντάρσι το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που έφτασαν στη Φλόριντα. Ο Ριντ είχε ανάγκη
αυτούς τους ανθρώπους, όπως κι εκείνοι είχαν ανάγκη τον Ριντ. Το επεισόδιο με τον Κρις απλώς το
επιβεβαίωνε.

Όμως τι θα γινόταν μ’ εκείνη;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η Ντάρσι ήξερε πως οι γονείς της ήταν καλοί άνθρωποι και την αγαπούσαν. Όμως εκείνο το
Σαββατοκύριακο κατάλαβε ακόμα περισσότερο πόσο πολύ την αγαπούσαν και πόσο καλοί ήταν.
Τους τελευταίους εφτά μήνες, δεν τους είχε επισκεφτεί πολλές φορές, γιατί και εκείνοι και το
πατρικό της της θύμιζαν όσα ήθελε να ξεχάσει για πάντα. Η Τζέιν και ο Τζέισον έπρεπε να
σβηστούν από τη μνήμη της!

Όταν γύρισε από την Αμερική μόνη της, σκέφτηκε πως θα της έκανε καλό να φύγει για λίγο από το
Λονδίνο και να βρεθεί κοντά στους γονείς της. Πόσο διαφορετική ήταν η οικογένειά της από εκείνη
των Χάντερ! Η μία ήσυχη και η άλλη διαχυτική. Όχι ότι κάποια από τις δύο της άρεσε περισσότερο
απλώς ήταν διαφορετικές.

Αλλά και η ίδια η Ντάρσι ένιωθε πλέον διαφορετική. Το ταξίδι στη Φλόριντα με τον Ριντ την είχε
αλλάξει πολύ. Είχε μάθει ν’ αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις δύσκολες καταστάσεις, χωρίς να
χρειάζεται να εστιάσει την προσοχή της μόνο σ’ ένα πράγμα για να μην αφαιρείται και να μην
πανικοβάλλεται.

Και τότε συνάντησε τον Τζέισον! Ήταν όταν βγήκε με τη μητέρα της για ψώνια.

Στην αρχή τα έχασε, αλλά τελικά κατάφερε να φερθεί ήρεμα και με ψυχραιμία. Όταν μάλιστα τον
προσκάλεσε να πιει καφέ μαζί τους κι εκείνος δέχτηκε, η μητέρα της την κοίταξε κατάπληκτη.
Ήταν η .πρώτη φορά που τον έβλεπε η Ντάρσι μετά από

έναν ολόκληρο χρόνο. Η μητέρα της, θέλοντας να τους αφήσει μόνους, πήγε σ’ ένα κοντινό
κατάστημα να δει τάχα κάτι που την ενδιέφερε. Όταν επέστρεψε, διαπίστωσε πως ο Τζέισον δεν
ήταν πια για την κόρη της ένα φάντασμα από το παρελθόν που τη βασάνιζε. Τον είχε ξεπεράσει.

Τελικά, η Ντάρσι γύρισε στο Λονδίνο έχοντας αποφασίσει να κάνει ό,τι αποφάσιζε και της ζητούσε
ο Ριντ. Είχε μείνει με την οικογένειά του μέχρι και το Σαββατοκύριακο, ύστερα από δική της
επιμονή. Η Ντάρσι πίστευε πως έπρεπε να μείνει λίγο ακόμα μαζί τους γιατί τον χρειάζονταν. Ήταν
σίγουρη πως ο Ριντ θα της ανακοίνωνε τις αποφάσεις και τα σχέδιά του για το μέλλον τους όταν θα
ήταν έτοιμος να το κάνει.

Όταν επέστρεψε στο γραφείο τη Δευτέρα το πρωί, ο Ριντ δεν ήταν εκεί.Ίσως δεν είχε γυρίσει ακόμα
από την Αμερική. Αρχισε κανονικά τη δουλειά της, ελπίζοντας πως θα έκανε σύντομα την εμφάνισή
του.

«Πώς μαύρισες έτσι; Δεν υποτίθεται ότι πήγες στην Αμερική για δουλειά;»

Η Ντάρσι χαμογέλασε ακούγοντας τη φωνή του Μαρκ. «Δε δούλευα συνέχεια», του αποκρίθηκε.

«Ώστε δε δούλευες συνέχεια», της είπε ο Μαρκ, κοιτάζο-ντάς την έντονα με τα γαλάζια μάτια του.
«Δε φαντάζομαι ο Ριντ να έκανε το ασυγχώρητο λάθος να μου κλέψει το κορίτσι», πρόσθεσε με
σοβαρό ύφος.

«Να σου κλέψει το κορίτσι;» επανέλαβε κοκκινίζοντας. Ήξερε πως η καρδιά της ανήκε από την
αρχή στον Ριντ. «Με πόσα από τα φωτομοντέλα σου βγήκες όσο έλειπα, Μαρκ;» τον ρώτησε
ύστερα.

«Με κάνα δυο», της απάντησε. «Μην αλλάζεις θέμα, Ντάρσι».

«Δε νομίζω ότι άλλαξα θέμα», τον αντέκρουσε, κοιτάζοντας την αλληλογραφία που ήταν μπροστά
της.

Την έπιασε από το πιγούνι και σήκωσε το κεφάλι της για να την αναγκάσει να τον κοιτάξει. «Έτσι
νομίζεις; Ντάρσι, τι έγινε στην Αμερική;»

«Όταν εσείς οι δυο σταματήσετε να κοιτάζεστε στα μάτια, ελπίζω να μπορέσουμε να δουλέψουμε
λίγο εδώ μέσα!» ακούστηκε ξαφνικά η βροντερή φωνή του Ριντ. Η Ντάρσι τα έχασε. Ο τόνος του
δεν ήταν καθόλου φιλικός.

Γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος του αναστατωμένη. Είχε μπει στο γραφείο την πιο ακατάλληλη
στιγμή. Σίγουρα, βλέποντας τον Μαρκ να την κρατάει από το πιγούνι και να την κοιτάζει στα μάτια,
θα σκέφτηκε τα χειρότερα. Φαινόταν πολύ θυμωμένος, λες και την είχε πιάσει με τον Μαρκ
στο κρεβάτι. Μετά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στην Αμερική, αυτό που έβλεπε τώρα στο
γραφείο του θα ήταν για κείνον το τελειωτικό χτύπημα.

Ο Μαρκ παρέμεινε ατάραχος, όπως πάντα. «Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι η Ντάρσι φοράει και
τους δύο φακούς της», είπε σε εύθυμο τόνο.
«Ανοησίες!» Ο Ριντ μπήκε στο προσωπικό γραφείο του κι έκλεισε πίσω του την πόρτα με θόρυβο.

Η Ντάρσι κόντεψε να λιποθυμήσει από το φόβο της. «Ριντ...» ψέλλισε αδύναμα.

«Δεν έχεις καμιά δουλειά να κάνεις;» ρώτησε ο Ριντ θυμωμένος τον Μαρκ, όταν εκείνος τον
ακολούθησε στο γραφείο του.

«Έχω αρκετές δουλειές», του αποκρίθηκε.

«Τότε θα χαρώ πολύ αν αφήσεις ήσυχη τη γραμματέα μου και φύγεις από δω αμέσως!» Σώπασε για
λίγο, κοιτάζοντας τον Μαρκ σκεφτικός. «Δε χορτάσατε ο ένας τον άλλο ολόκληρο
Σαββατοκύριακο;» τον ρώτησε τελικά.

«Ριντ...» είπε ξεψυχισμένα η Ντάρσι, που είχε τρέξει πίσω από τον Μαρκ στο γραφείο του αφεντικού
της.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Ριντ τον Μαρκ, αγνοώντας την Ντάρσι.

«Μπορεί ένας άντρας να χορτάσει ποτέ μια γυναίκα σαν την Ντάρσι;» του πέταξε εκείνος.

Η Ντάρσι κόντεψε να λιποθυμήσει. Καταλάβαινε πως ο Μαρκ αστειευόταν, αλλά το χιούμορ ήταν
το τελευταίο που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. «Πέρασα το Σαββατοκύριακό μου...»

«Ντάρσι», τη διέκοψε ο Μαρκ, «μια κυρία δεν αποκαλύπτει ποτέ τις περιπέτειες τους
Σαββατοκύριακού της!»

«Μαρκ, θα το βουλώσεις επιτέλους;» του φώναξε τελικά η Ντάρσι έξω φρενών. «Τα θεωρείς όλα
αστεία», πρόσθεσε.

«Είναι αστεία, γιατί τα βλέπω από τη σωστή οπτική γωνία», της πέταξε εκείνος.

«Ριντ...» ψέλλισε η Ντάρσι, βλέποντας τον άντρα που αγαπούσε να υψώνει τη γροθιά του μπροστά
στο πρόσωπο του Μαρκ. «Ριντ, κάνε τον να σωπάσει».

«Θα τον ξαπλώσω κάτω, αν δε φύγει αμέσως από δω», γρύλισε εκείνος κουνώντας απειλητικά τη
γροθιά του.

«Εντάξει, φεύγω», υποχώρησε ο Μαρκ σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. «Έπρεπε να με είχες
προειδοποιήσει για τη δουλειά που πήγατε να κάνετε στην Αμερική», είπε στην Ντάρσι.

«Μαρκ, λυπάμαι...»

«Μη λυπάσαι», της αντιγύρισε κάνοντας ένα μορφασμό. «Δεν πρόκειται να πέσω από το παράθυρο
του στούντιο, ούτε να κάνω καμιά παρόμοια τρέλα. Να είσαι βέβαιη γι’ αυτό».

«Είναι μόνο δύο όροφοι», σχολίασε εκείνη, βλέποντας πως εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει την
κατάσταση με αναισθησία.

«Αυτό δεν είναι καλό», της αποκρίθηκε γελώντας. «Αν πέσω, θα σπάσω κανένα πόδι και τα όμορφα
φωτομοντέλα μου θα στερηθούν την παρέα μου τουλάχιστον για δύο μήνες».

Ο Ριντ έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα του γραφείου. «Βγες αμέσως έξω», του είπε άγρια.

Ο Μαρκ προχώρησε προς την πόρτα. «Τηλεφώνησέ μου, αν κάποτε είσαι διαθέσιμη», είπε στην
Ντάρσι πριν βγει.

Η Ντάρσι κυριεύτηκε από πανικό. Τα λόγια του Μαρκ είχαν κάνει θηρίο τον Ριντ. Τον είδε να
κλείνει με πάταγο την πόρτα. «Τι παριστάνεις, που να πάρει ο διάβολος;» τη ρώτησε

κοιτάζοντας τη σαν ξένος. «Έφυγες από μένα, για να πέσεις στην αγκαλιά εκείνου;»

«Πέρασα το Σαββατοκύριακό μου...»

«Δε θέλω ν’ ακούσω λεπτομέρειες, διάβολε», της πέταξε εξαγριωμένος.

«Ριντ, κάνεις λάθος αν...»

«Απλώς προσπαθώ να το ξεχάσω αλλά δεν μπορώ», της είπε διακόπτοντάς την πάλι.

Η Ντάρσι ένιώθε εξίσου θυμωμένη μ’ εκείνον. Όμως, αν έχανε την ψυχραιμία της, η κατάσταση θα
χειροτέρευε. Έπρεπε να βρει τρόπο να τον ηρεμήσει και να του εξηγήσει. «Ριντ, δεν ξέρω τι
συμπέρασμα έβγαλες για μένα και τον Μαρκ, αλλά πρέπει να με πιστέψεις. Δεν πέρασα το
Σαββατοκύριακο μαζί του», του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

Διάβασε στα πράσινα μάτια του την αμφιβολία. «Σου τηλεφώνησα», της είπε. «Πολλές φορές, τις
τελευταίες δύο μέρες. Δε σε βρήκα».

Η Ντάρσι αναστέναξε. «Είχα πάει να δω τους γονείς μου».

Μισόκλεισε τα μάτια του. «Απ’ όσο ξέρω, αποφεύγεις να τους επισκέπτεσαι», παρατήρησε.

«Αυτό δεν είναι αλήθεια, Ριντ. Απλώς δεν τους επισκέπτομαι συχνά...»

«Στους εφτά μήνες που δουλεύεις κοντά μου, πήγες μόνο μία φορά να τους δεις!»

«Δεν κάθισα να μετρήσω πόσες φορές τούς επισκέφτηκα».

«Εγώ όμως τις μέτρησα!»

«Γιατί;» τον ρώτησε όλο απορία.

«Μήπως συνάντησες καθόλου τον Τζέισον, όσο ήσουν εκεί;» τη ρώτησε χωρίς ν’ απαντήσει στην
ερώτησή της.

Το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της του έδωσε την απάντηση που ήθελε. «Συναντηθήκαμε...»
μουρμούρισε.

«Αν με χρειαστείς, θα είμαι εδώ στο γραφείο μου και θα δουλεύω», της είπε απότομα.
«Διαφορετικά δε θέλω να μ’ ενοχλήσει κανένας και για τίποτα».

Η Ντάρσι τον κοίταξε για λίγο σκεφτική και ύστερα γύρισε στο γραφείο της. Ό,τι είχε να του πει του
το είπε. Όμως εκείνος δε φάνηκε να καταλαβαίνει, λες και δεν την είχε ακούσει καν.

Ο Μαρκ, όταν βεβαιώθηκε πως ο Ριντ είχε βγει για μεσημεριανό, ξαναπήγε στο γραφείο της. «Αφού
δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ!» της είπε μόλις μπήκε.

Η Ντάρσι τον αγριοκοίταξε. «Μα καλά, είσαι εντελώς αναίσθητος;»

«Έι, μη ρίχνεις το φταίξιμο σ’ εμένα για την ανασφάλεια που νιώθει ο Ριντ», δικαιολογήθηκε και
κάθισε στην καρέκλα απέναντι της.

«Αυτό που λες είναι γελοίο», του αντιγύρισε. «Ο Ριντ είναι ένας άντρας με πολύ μεγάλη
αυτοπεποίθηση».

«Όμως νιώθει πολύ ανασφαλής, όταν πρόκειται για σένα».

«Τι στην ευχή εννοείς;»

Ο Μαρκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν μπορούσες να μου διαθέσεις το χρόνο σου, θα σου έλεγα.
Αλλά...»

«Μαρκ, για τι πράγμα ακριβώς μιλάς;» τον ρώτησε αναστενάζοντας. Το μικροεπεισόδιο που είχε
προηγηθεί την είχε αναστατώσει και δεν είχε τώρα την υπομονή να κάθεται και ν’ ακούει τους
ανόητους υπαινιγμούς του Μαρκ.

«Για το πώς νιώθει για σένα ο Ριντ», της αποκρίθηκε εκείνος.

«Πάλι δε σε καταλαβαίνω», του είπε εκνευρισμένη.

«Δε με καταλαβαίνεις, λοιπόν;» τη ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του. «Έγινες ερωμένη του και
αγνοείς τα αισθήματά του για σένα;»

Τα λόγια του έκαναν τα μάγουλά της να κοκκινίσουν. «Εγώ και ο Ριντ...»

«Ναι;» ρώτησε ο Μαρκ ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Θεέ μου, περίμενε τόσους μήνες τη στιγμή
που θα κοιμηθεί μαζί σου και, τώρα που το έκανε, συμπεριφέρεται σαν μανιακός!» είπε
συνοφρυωμένος. «Αν ήμουν στη θέση του...

Αλλά μάλλον τον αγαπάς», κατέληξε, αφήνοντας να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός.

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν ακόμα περισσότερο. «Μαρκ,

εγώ...»

«Ε, μην κάνεις τον κόπο. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να κρυφτείς».

Η Ντάρσι σούφρωσε τα χείλη της. «Πότε έγινες τόσο σοφός και παντογνώστης;» τον ρώτησε
ειρωνικά.

«Δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, Ντάρσι», της είπε εκείνος χαμογελώντας αμυδρά. «Ακόμα κι ένας
αναίσθητος σαν εμένα μπορεί να καταλάβει πως είσαι ερωτευμένη με τον Ριντ».

«Τότε γιατί θέλεις να βγω μαζί σου, αφού πιστεύεις πως είμαι ερωτευμένη μ’ εκείνον;»

Ο Μαρκ γέλασε νευρικά. «Θα μπορούσα να σου πω πως θέλω να βοηθήσω ν’ ανθίσει ένα όμορφο
ειδύλλιο ανάμεσα σ’ εσένα και τον Ριντ, με το να προκαλέσω τη ζήλια του», της αποκρίθηκε.
«Όμως θα έλεγα ψέματα», παραδέχτηκε αμέσως μετά. «Δεν είμαι άγιος».

Της ήταν αδύνατο να συνεχίσει να είναι θυμωμένη μ’ αυτό τον άντρα που δεν έπαιρνε κανέναν και
τίποτα στα σοβαρά. «Είσαι φοβερός», του είπε γελώντας. «Αν είχα έστω και λίγο μυαλό, θα σε είχα
διώξει από ώρα».

«Ναι, αλλά τότε δε θ’ άκουγες πώς νιώθει για σένα ο Ριντ», της είπε με πονηρό ύφος. «Μου
φαίνεται πως δεν πρόλαβε να σου το πει».

Η Ντάρσι αναστέναξε. «Ξέρω πολύ καλά πώς νιώθει για μένα. Του θυμίζω τη μητέρα του!»

«Τι του θυμίζεις;» τη ρώτησε ο Μαρκ γελώντας δυνατά.

«Δεν είναι αστείο, Μαρκ», του είπε αυστηρά.

«Ο Ριντ κατάφερε τελικά να κοιμηθεί μαζί σου και ύστερα σου είπε πως του θυμίζεις τη μητέρα
του;»

«Όχι», του φώναξε εκνευρισμένη. «Θέλω να πω ότι θεωρεί πως είμαι αφηρημένη και κουραστική
όπως και η μητέρα του».

Ο Μαρκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν ξέρω τι

έγινε στη Φλόριντα», της είπε ειρωνικά. «Όμως πιστεύω πώς ο Ριντ δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε ν’
αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους, όσον αφορά τη σχέση σας. Ο Ριντ...»

«Ήρθες πάλι;» ακούστηκε από την πόρτα ο Ριντ. «Αν θέλεις να φλερτάρεις τη γραμματέα μου,
Μαρκ, μπορείς να το κάνεις όποτε θέλεις, όχι όμως τις ώρες της δουλειάς!» Πριν μπει στο γραφείο
του, έριξε μια περιφρονητική ματιά στην Ντάρσι, που είχε γίνει κατάχλομη.

«Θύμισέ μου να φορέσω πανοπλία την επόμενη φορά που θα έρθω», μουρμούρισε ο Μαρκ.

Η Ντάρσι κατάλαβε πως ο Ριντ είχε γίνει θηρίο επειδή ο συνεργάτης του είχε ξαναγυρίσει κατά τη
διάρκεια της απουσίας του. «Έχει οικογενειακά προβλήματα», είπε στον Μαρκ, προσπαθώντας να
δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του.

«Δηλαδή να σε συγχαρώ;» τη ρώτησε ξαφνικά εκείνος, κοιτάζοντας με νόημα την κοιλιά της.

«Μαρκ, κάναμε έρωτα για πρώτη φορά την περασμένη εβδομάδα! Δε νομίζεις ότι είναι πολύ νωρίς
για κάτι τέτοιο;» Έκλεισε τα μάτια της μόλις είδε την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό
του. «Εντάξει, λοιπόν, συνέβη», παραδέχτηκε, αν και είχε προδοθεί, χωρίς να το θέλει, από
μόνη της. «Όμως δε νομίζω ότι έχει τα νεύρα του επειδή του έλειψε το σεξ», πρόσθεσε.

«Ανοησίες! Κάθε άντρας έχει τις γυναίκες και το σεξ στο μυαλό του. Αν βέβαια κυλάει αίμα στις
φλέβες του και δεν είναι από πάγο... Και ο Ριντ δεν είναι από πάγο!»

«Ισως, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τις γυναίκες;»

«Έχει!»

«Γνωρίζω όλες τις γυναίκες με τις οποίες σχετίζεται, Μαρκ», του είπε αναστενάζοντας. «Μπορώ να
σε διαβεβαιώσω πως δεν τον απασχολεί καμία αυτή τη στιγμή». Η Ντάρσι είχε στενοχωρηθεί, γιατί ο
Ριντ δεν της είχε μιλήσει ακόμα για το τι έγινε στο Ορλάντο τις μέρες που βρισκόταν εκεί. Την
είχε ανακατέψει σ’ εκείνη τη θλιβερή ιστορία και περίμενε πως θα της έλεγε τουλάχιστον δυο λόγια
για τις εξελίξεις. Αγω-νιούσε να μάθει τι είχε συμβεί με την Νταϊάν και τον Κρις μετά τη φοβερή
αποκάλυψη της προδοσίας του.

Όσο για την απόφασή του να γυρίσει στην Αμερική, για την οποία της είχε μιλήσει πριν από
τέσσερις μέρες, ούτε γι’ αυτή της είπε τίποτα. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν οι υποψίες του
ότι εκείνη και ο Μαρκ είχαν περάσει μαζί το Σαββατοκύριακο!

«Μην κατσουφιάζεις, θα κάνεις ρυτίδες», της είπε ο Μαρκ. «Θέλεις να συζητήσουμε για το
οικογενειακό πρόβλημα του Ριντ;» τη ρώτησε.

«Όχι», του απάντησε αμέσως.

«Το περίμενα πως δε θα μ’ εμπιστευόσουν». Έκανε ένα μορφασμό και σηκώθηκε από την καρέκλα
του. «Ωραία, ας γυρίσουμε στη δουλειά μας τώρα», πρόσθεσε τεντώνοντας νωχελικά τα χέρια του.

«Νομίζω πως ήθελες να μου πεις πώς νιώθει για μένα ο Ριντ», τόλμησε τότε εκείνη.

«Ω, δεν μπορώ να το κάνω, Ντάρσι», της είπε χαμογελώντας διαβολικά. «Είναι αντίθετο με τον
κώδικα ηθικής μεταξύ κυρίων και επικίνδυνο για τις άλλες ερωτικές του σχέσεις».

«Δεν είσαι καθόλου εντάξει!» του είπε φοβερά εκνευρισμένη.

«Σωστά», της αποκρίθηκε. «Αν ο Ριντ είναι τόσο ανόητος, ώστε να μη σ’ το πει ο ίδιος, τότε δε θα
το κάνω εγώ. Έχω όμως να σου δώσω μια συμβουλή». Την τελευταία φράση του την είπε
χαμηλώνοντας τη φωνή του.

«Τι;» τον ρώτησε με απόγνωση η Ντάρσι.

«Δοκίμασε να τον αποπλανήσεις».

«Πώς;»

Ο Μαρκ αναστέναξε. «Πιστεύω ότι εσείς οι δυο ταιριάζετε πολύ. Πήγαινε λοιπόν στο γραφείο του
και βγάλε τα ρούχα σου. Αν δε σε ρίξει αμέσως πάνω στον καναπέ για να σε κάνει δική του, τότε
παράτα τον κι έλα σ’ εμένα!»
Η Ντάρσι γέλασε με τον παραλογισμό του. «Κι εσύ δηλαδή θα με κάνεις, αν έρθω;»

«Ναι. Αν το θέλεις, πρέπει να βιαστείς, Ντάρσι».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, Μαρκ, αν ο Ριντ με θέλει, πρέπει να κάνει εκείνος το πρώτο
βήμα».

«Η περηφάνια μπαίνει πάνω από την αγάπη;»

Η Ντάρσι ανασήκωσε τους ώμους της. «Μερικές φορές το μόνο που μας απομένει είναι η
περηφάνια».

«Κράτα ψηλά το κεφάλι σου, Ντάρσι», της είπε ύστερα ο Μαρκ και σκύβοντας τη φίλησε απαλά στα
χείλη.

Η Ντάρσι κοίταξε με αγωνία την πόρτα του γραφείου του Ριντ. Φοβήθηκε μήπως εκείνος
εμφανιζόταν πάλι την πιο ακατάλληλη στιγμή ενώ ο Μαρκ τη φιλούσε αθώα στο στόμα. Η τύχη της
είχε αποδειχτεί πολύ κακή εκείνη τη μέρα! Ξεφύσηξε με ανακούφιση, βλέποντας ότι η πόρτα
εξακολουθούσε να είναι κλειστή. Όταν γύρισε το κεφάλι της προς τον Μαρκ, τον είδε να
χαμογελάει. Σίγουρα είχε αντιληφθεί την ανησυχία της. Του χαμογέλασε κι εκείνη. Όταν τελικά
βγήκε από το γραφείο της κι έκλεισε πίσω του την πόρτα, το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη της.

Η περηφάνια! Αν μόνο αυτό στεκόταν εμπόδιο ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Ριντ, δε θα δίσταζε να
τρέξει στο γραφείο του και να κάνει ό,τι την είχε συμβουλέψει ο Μαρκ. Όμως σίγουρα δεν ήταν
μόνο αυτό. Υπήρχαν κι άλλα που τους χώριζαν.

Όλο το απόγευμα ο Ριντ συνέχισε κανονικά τη δουλειά του χωρίς να μιλήσει στην Ντάρσι για
οτιδήποτε άλλο εκτός από τα καθήκοντά της. Είχε ραντεβού με κάποιο συνεργάτη του, όταν άνοιξε
η εξωτερική πόρτα του γραφείου κι εμφανίστηκε η Σαμάνθα Ντιβάλ. Η Ντάρσι τα ’χάσε
βλέποντας τη γυναίκα με την οποία έβγαινε ο Ριντ πριν φύγουν οι δυο τους για τη Φλόριντα. Την
είδε να την πλησιάζει με χάρη και μεγαλοπρέπεια.

Όπως όλες οι γυναίκες με τις οποίες έβγαινε ο Ριντ, η Σαμάνθα ήταν εξαιρετικά όμορφη, με
πλούσια κόκκινα μαλλιά, εκφραστικά γαλάζια μάτια, σαρκώδη χείλη βαμμένα κόκκινα, βελούδινη
επιδερμίδα και τον αέρα που διαθέτουν μόνο τα καλύτερα φωτομοντέλα. Το ντύσιμό της ήταν
άψογο. Άλλωστε, δούλευε στο χώρο της μόδας.

Η Ντάρσι ένιωσε εντελώς ασήμαντη και λίγη μπροστά της.

«Ντάρσι», τη χαιρέτησε εκείνη φιλικά.

Θεέ μου, ακόμα και η φωνή της είναι σέξι, σκέφτηκε η Ντάρσι. «Ο Ριντ είναι απασχολημένος αυτή
τη στιγμή, αλλά...»

«Ω, δε θέλω να τον ενοχλήσω», είπε ευγενικά η Σαμάνθα. «Απλά ήθελα να του δώσω αυτό», είπε κι
ακούμπησε στο γραφείο της Ντάρσι ένα κουτί, στο μέγεθος κουτιού από παπούτσια.

Του κάνει και δώρα! Ίσως να του έχει φτιάξει κέικ... Όμως αυτή η τόσο σέξι γυναίκα αποκλείεται ν’
ασχολείται με τη μαγειρική!
«Είστε σίγουρη πως δε θέλετε να τον δείτε;» τη ρώτησε, νιώθοντας άσχημα για τις σκέψεις της. Στο
κάτω κάτω, τι της είχε κάνει η γυναίκα; Τι έφταιγε αυτή αν την προτιμούσε για ερωμένη του ο Ριντ;
«Μπορώ να τον ειδοποιήσω τηλεφωνικά και...»

«Όχι, όχι, δε χρειάζεται», τη διέκοψε η Σαμάνθα. Ύστερα το βλέμμα της έπεσε στην αλυσίδα με το
μονόκερο που κρεμόταν στο λαιμό της Ντάρσι και συνοφρυώθηκε.

«Σου το έκανε δώρο ο Ριντ;» τη ρώτησε με φανερή περιέργεια.

Ήταν η δεύτερη που τη ρωτούσε το ίδιο πράγμα! «Ναι, είναι δώρο για τα γενέθλιά μου», απάντησε
διστακτικά. Γιατί όλοι ενδιαφέρονταν για το κόσμημά της;

«Είναι θαυμάσιο», σχολίασε η Σαμάνθα. «Πρέπει να δεις τη συλλογή του Ριντ...» Σταμάτησε
απότομα κοιτάζοντας την Ντάρσι εξεταστικά. «Αλλά τι λέω, προφανώς την έχεις δει», πρόσθεσε.

«Συγνώμη;» ρώτησε με αμηχανία η Ντάρσι.

«Δεν έχει σημασία», της αποκρίθηκε η άλλη χαμογελώντας πλατιά. «Πες, σε παρακαλώ, στον Ριντ
πως ξέχασε αυτό στο διαμέρισμά μου, όταν ήρθε νωρίτερα». Αγγιξε πρώτα το κουτί και ύστερα
βγήκε από το γραφείο αφήνοντας πίσω της την έντονη μυρωδιά του αρώματος της.

Νωρίτερα; Ο Ριντ είχε πάει στο διαμέρισμά της νωρίτερα; Όταν βγήκε για φαγητό; Είχε λείψει
περίπου δύο ώρες, τις οποίες προφανώς είχε περάσει στο κρεβάτι της Σαμάνθας, κι όταν γύρισε είχε
το θράσος να θυμώσει με τον Μαρκ γιατί τη φλέρταρε!

Ε, αυτό πήγαινε πολύ! Αν ο Ριντ νόμιζε πως μπορούσε να ξαναγυρίσει στον προηγούμενο τρόπο
ζωής του, ξεχνώντας τι είχε συμβεί ανάμεσά τους, έκανε μεγάλο λάθος! Η Ντάρσι δε θα το δεχόταν
αδιαμαρτύρητα! Δεν ήταν δυνατό να την αντιμετωπίζει σαν ένα αντικείμενο που το είχε
χρησιμοποιήσει και τώρα το πετούσε!

Βράζοντας από θυμό, όρμησε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και πέταξε στο τραπέζι
το κουτί που είχε φέρει η Σαμάνθα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του συνεργάτη του.

«Είναι δικό σου», του είπε θυμωμένη. «Με τα χαιρετίσματα της δεσποινίδας Σαμάνθας Ντιβάλ, που
την επισκέφτηκες το μεσημέρι όταν βγήκες για φαγητό...»

«Ντάρσι...»

«Δεν έχω τελειώσει», του φώναξε εξαγριωμένη, σπρώχνο-ντάς τον πίσω στην καρέκλα, τη στιγμή
που πήγε να σηκωθεί. «Καταλαβαίνω πως δεν ξέρω ακόμα καλά τους κανόνες των σχέσεων μεταξύ
αφεντικού και γραμματέως, αλλά...» Τα μάτια της πετούσαν φλόγες, όταν γύρισε στον Ρόι
Μπένεντικτ που την κοίταζε αποσβολωμένος. «Πάθατε σοκ;» τον ρωτη-σε ειρωνικά.

«Ω... όχι», ψέλλισε εκείνος και βυθίστηκε στην καρέκλα του, ελπίζοντας πως θα τον αγνοήσει στη
συνέχεια.

«Ντάρσι...» προσπάθησε να πει ο Ριντ.

«Όπως έλεγα...» Δεν τον άφησε να μιλήσει. «Είμαι καινούρια σ’ αυτό το παιχνίδι, αλλά δεν το
περίμενα να τρέξεις κατευθείαν στη Σαμάνθα. Όλη την ημέρα σκεφτόμουν πώς θα σε κάνω να
ξεχάσεις τη θλιβερή ιστορία με τον Κρις κι εσύ βρήκες το χειρότερο τρόπο για να μου δηλώσεις
πως όλα τελείωσαν μεταξύ μας! Να μου επιτρέψεις να σου πώ πς με μεταχειρίστηκες σαν να ήμουν
ανόητη! Ντρέπομαι να σου μεταφέρω το σχόλιο που άκουσα για το μονόκερο που μου χάρισες...»

«Η Σαμάνθα;» τη ρώτησε κατάπληκτος.

«Ναι!» του αποκρίθηκε και σήκωσε τα χέρια της στο λαιμό της, για να βγάλει την αλυσίδα. «Πιο
πολύ όμως ντρέπομαι για σένα, Ριντ Χάντερ!» Π έταξε την αλυσίδα με το μονόκερο πάνω στο
τραπέζι, δίπλα στο κουτί της Σαμάνθας. «Σ’ αγαπώ... Ω, ναι, σ’ αγαπώ», του είπε, εμποδίζοντάς τον
πάλι να μιλήσει. «Και σε θέλω. Όμως δεν μπορώ να ανεχτώ τις ερωτικές σου σχέσεις με άλλες
γυναίκες, ούτε τον τρόπο που μου συμπεριφέρθηκες σήμερα! Και τώρα, αν κάνω λάθος
και εξακολουθείς να με θέλεις, μπορείς να έρθεις να με βρεις!»

«Ντάρσι!»

«Αυτό που λέω το εννοώ, Ριντ», του είπε και πήγε προς την πόρτα. «Είσαι αλαζόνας και...
παλιοχαρακτήρας!» του φώναξε πριν βγει. «Όμως εξακολουθώ να σε θέλω. Αν με θέλεις κι εσύ,
μπορείς να σταματήσεις να βλέπεις τη Σαμάνθα και να έρθεις να με βρεις. Αν μου ζητήσεις να σε
παντρευτώ, ίσως και να δεχτώ!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Υπήρχε άλλος άνθρωπος που να είχε διαπράξει μεγαλύτερες ανοησίες από τις δικές της; Αδύνατο!
Κανένας δεν μπορούσε να είναι τόσο ανόητος όσο εκείνη!

Δεν είχε συμπεριφερθεί ποτέ άλλοτε στη ζωή της έτσι, ούτε είχε απαιτήσει ποτέ κάτι από κάποιον
με τόσο θράσος. Τώρα ο Ριντ δε θα είχε πια καμιά αμφιβολία για την ανοησία της!

Ο Ριντ. Έδειχνε τόσο αναστατωμένος όση ώρα διαρκούσε το ξέσπασμά της, σαν να μην πίστευε
ούτε στα μάτια του ούτε στ’ αυτιά του. Ίσως να μην κατάλαβε τι του είπε. Διαφορετικά θα είχε γίνει
θηρίο, γιατί τον είχε προσβάλει τόσο άσχημα μπροστά στο συνεργάτη του. Ίσως όμως και να την
αναζητούσε...

«Ορίστε», της είπε ο Μαρκ δίνοντάς της ένα φλιτζάνι με καφέ. Εκείνη ήπιε μια γουλιά κάνοντας ένα
μορφασμό. Ο Μαρκ είχε ρίξει τρεις κουταλιές ζάχαρη. «Δε νομίζω ότι ήρθες εδώ για να πέσεις στην
αγκαλιά μου, σωστά;» την πείραξε.

Η Ντάρσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ηρθα για να κρυφτώ», του είπε.

«Από τον Ριντ;» τη ρώτησε ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

«Ναι», του αποκρίθηκε με φωνή που έτρεμε.

«Δε συγκινήθηκε μπροστά στο γυμνό κορμί σου;»

Η Ντάρσι έγνεψε αρνητικά. «Δεν ακολούθησα τη συμβουλή σου, Μαρκ», του είπε εριστικά,
ενοχλημένη από τη διάθεσή του να κάνει συνέχεια χιούμορ. «Αντίθετα έχασα την ψυχραιμία μου
και...»

«Γιατί, τι έγινε;»

«Πέρασε το μεσημέρι του στο διαμέρισμα της Σαμάνθας Ντιβάλ», του είπε κοφτά.

«Είσαι σίγουρη;»

«Μου το είπε η ίδια!»

«Και η Σάμι δεν είναι όποια κι όποια», μουρμούρισε ο Μαρκ. «Θα μπορούσε κάτι να γίνει, αν την
είχα γνωρίσει πριν από τον Ριντ».

«Δε μου φταίει σε τίποτα η Σαμάνθα. Ούτε την κατηγορώ για κάτι», είπε η Ντάρσι. Πραγματικά την
είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι τη συναντούσε ο Ριντ!

«Είναι ένα παλιοθήλυκο», παρατήρησε ο Μαρκ. «Μια ξελογιάστρα που...»

«Δεν είναι παλιοθήλυκο», είπε η Ντάρσι αναστενάζοντας. «Όμως είναι αρκετά καλή για τον Ριντ»,
πρόσθεσε θυμωμένη.

«Τώρα θα συμφωνήσω μαζί σου...»

«Τι θέλεις να πεις;»

«Κάθε γυναίκα είναι καλή για κείνον», της είπε ο Μαρκ. «Ο άνθρωπος είναι ανόητος και...»

«Δεν είναι ανόητος», του αντιγύρισε. «Είναι... Θεέ μου, τι λέω; Τι έκανα;» φώναξε συγχυσμένη.

Ο Μαρκ χαμογέλασε. «Ό,τι θα έκανε και θα έλεγε κάθε ερωτευμένη γυναίκα! Η οργή της είναι πιο
φοβερή κι από την οργή του διαβόλου! Δεν αντέδρασες έτσι επειδή εκείνος σε περιφρόνησε, γιατί
πιστεύω πως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όμως οι γυναίκες είστε έτοιμες να βγάλετε τα μάτια
ενός άντρα και μόνο με την υποψία πως σας πρόδωσε...»

«Όταν όμως είναι αλήθεια;» ρώτησε με πίκρα η Ντάρσι.

«Δε νομίζω να είναι τόσο ανόητος ο Ριντ». Κούνησε το κεφάλι του κοιτάζοντάς την εξεταστικά. «Τι
ακριβώς σου είπε η Σαμάνθα;» τη ρώτησε ύστερα.

«Εννοείς πριν ακουμπήσει στο γραφείο μου το κουτί με το κέικ ή μετά;»

«Το κουτί με το κέικ;» ρώτησε έκπληκτος ο Μαρκ. «Ποιο κέικ;»

«Εκείνο που ετοίμασε για τον Ριντ. Κάτι τέτοιο νομίζω πως ήταν...» Σταμάτησε βλέποντας τον Μαρκ
να κουνάει το κεφάλι του. «Ναι, ξέρω, θα μου πεις πως δεν έχει ιδέα από μαγειρική», είπε.

«Αυτό είναι σίγουρο», της αποκρίθηκε ο Μαρκ. «Αναρωτιέμαι τι να είχε μέσα το κουτί».

«Κάποια βόμβα, ελπίζω!»


Ο Μαρκ χαμογέλασε. «Ξέρω πως είναι πολύ κοινότοπο να σου πω πως είσαι πολύ όμορφη όταν
θυμώνεις, Ντάρσι. Οι φακίδες στη μύτη σου σκουραίνουν και...»

«Μου έχουν πει πως μοιάζω με την Ελίζαμπεθ της τηλεοπτικής σειράς Οικογένεια Γουόλτον», του
αποκρίθηκε.

«Ο Ριντ το είπε αυτό;»

«Ναι!»

«Ο άνθρωπος αυτός παίρνει μηδέν στη διπλωματία», παρατήρησε ο Μαρκ κάνοντας ένα μορφασμό.
«Προσωπικά, τις βρίσκω πολύ σέξι τις φακίδες σου... Φαντάζομαι το ίδιο και ο Ριντ». Τα μάγουλα
της Ντάρσι κοκκίνισαν στο τελευταίο του σχόλιο.

«Έι, υποτίθεται πως είσαι με το μέρος μου, Μαρκ», τον κατηγόρησε.

«Δε μου αρέσει να παίρνω το μέρος κανενός όταν πρόκειται για μια γυναίκα που μ’ ενδιαφέρει όσο
ενδιαφέρει και το φίλο μου!»

«Μην παριστάνεις το δικηγόρο του, Μαρκ».

«Εντάξει». Της χαμογέλασε εγκάρδια. «Ο Ριντ τα έκανε θάλασσα», παραδέχτηκε. «Όμως η γνώμη
μου είναι πως πρέπει να του δώσεις την ευκαιρία ν’ απολογηθεί. Μπορεί να είναι αθώος!»

«Πώς μπορεί να είναι αθώος, τη στιγμή που πήγε να συναντήσει μια άλλη γυναίκα μεσημεριάτικα;»

«Κοίτα, νομίζω ότι... Ω, το τηλέφωνο. Περίμενε ένα λεπτό, σε παρακαλώ». Πριν απαντήσει, της
χαμογέλασε γι’ άλλη μια

φορά βλέποντας το κατακόκκινο από το θυμό πρόσωπό της. «Ναι;» είπε κι άρχισε ύστερα να
μιλάει. Η Ντάρσι τραβήχτηκε λίγο πίσω και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

Καταλάβαινε πως είχε αντιδράσει βεβιασμένα. Ίσως ο Ριντ να είχε κάποια διαφορετική εξήγηση για
την επίσκεψή του στο διαμέρισμα της Σαμάνθας -αν και εκείνη δεν έβρισκε καμία άλλη!

«Φοβάμαι ?ιως δεν είμαστε αρκετά ψηλά ώστε να επιχειρήσεις να πέσεις», ψιθύρισε πίσω της ο
Μαρκ, βλέποντάς την κοντά στο παράθυρο.

Η Ντάρσι γύρισε να τον κοιτάξει. «Έχω πειστεί από καιρό πως δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας», του
αποκρίθηκε χαμογελώντας. Πράγματι, πριν από δυο χρόνια τής είχε περάσει από το μυαλό, αλλά
δεν το είχε τολμήσει. Δεν το ήθελε. «Πρέπει να φύγω...»

Ο Μαρκ, που είχε κλείσει βιαστικά το τηλέφωνο, την κοίταξε σοβαρός. «Και τώρα τι σκέφτεσαι να
κάνεις;» τη ρώτησε τελικά.

«Για την ώρα θα πάω στους γονείς μου. Αργότερα θα ψάξω να βρω άλλη δουλειά».

«Εχω υπόψη μου μια θέση που θα σου αρέσει», της είπε εκείνος.
«Νομίζω πως έχεις ήδη ρεσεψιονίστ», του είπε χαμογελώντας.

«Ω, δεν πρόκειται για το δικό μου στούντιο», της είπε. «Έχω ένα φίλο που φτιάχνει ταινίες»,
πρόσθεσε γελώντας. «Θυμάσαι τι γέλια είχαμε κάνει εγώ και ο Ριντ, την πρώτη φορά που ήρθες σ’
αυτό το στούντιο;»

«Ναι. Νομίζω πως ήταν από τις λίγες φορές που ο Ριντ βρήκε διασκεδαστική την ανοησία μου», του
είπε με περίλυπο ύφος.

«Ντάρσι...»

Ο Μαρκ γύρισε αμέσως το κεφάλι του προς την πόρτα και είδε τον Ριντ να τους κοιτάζει
συνοφρυωμένος. «Ηρθες

επιτέλους», του είπε. «Δυσκολευόμουν πολύ να την κρατήσω περισσότερο».

Η Ντάρσι πάγωσε μόλις είδε τον Ριντ. Ξαφνικά η έκφρασή της αγρίεψε. «Εσύ του είπες ότι
βρίσκομαι εδώ;» κατηγόρησε τον Μαρκ.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους του. «Αφού με ρώτησε».

«Πότε;»

«Να, τώρα, στο τηλέφωνο».

Ούτε που είχε υποψιαστεί πως ήταν ο Ριντ. Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της, που δεν
είχε καταλάβει ούτε πότε είχε τελειώσει ο Μαρκ το τηλεφώνημα.

«Προδότη!» του φώναξε κοιτάζοντας νευρικά τον Ρινί. Τι θα έκανε τώρα;

«Έκανες έρωτα με τη Σάμι το μεσημέρι;» τον ρώτησε χωρίς δισταγμό ο Μαρκ.

«Αυτό το συμπέρασμα έβγαλες;» ρώτησε τότε εκείνος την Ντάρσι.

«Μην προσπαθείς να το αρνηθείς!» του φώναξε.

«Ντάρσι, δεν πάμε κάπου να συζητήσουμε οι δυο μας;» της πρότεινε βλέποντας την περιέργεια του
φίλου του να φουντώνει.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας αποδείξω πως δε μ’ ενδιαφέρει η συζήτησή σας», τους είπε ο
Μαρκ, παίρνοντας το σακάκι του από την κρεμάστρα πίσω από την πόρτα. «Κι επειδή αμφιβάλλω αν
θα μπορέσει να πειστεί η Ντάρσι να πάει κάπου αλλού να συζητήσετε, σας παραχωρώ το στούντιο
μου για να τα πείτε». Φόρεσε το σακάκι του και τους κοίταξε για λίγο σκεφτικός. «Και μια
συμβουλή...» Ανοιξε την πόρτα κι ετοιμάστηκε να βγει. «Ο καναπές κοντά στον τοίχο είναι πολύ
αναπαυτικός», πρόσθεσε χαμογελώ-ντας πονηρά. «Και περιμένω, αν το πρώτο σας πυιδί είναι αγόρι,
να του δώσετε το όνομά μου!» 7'ον άκουσαν να σφυρίζει εύθυμα ενώ απομακρυνόταν στο
διάδρομο.

«Να του δώσετε το όνομά μου... Ω! Το χιούμορ αυτού του ανθρώπου είναι ανεξάντλητο»,
μουρμούρισε η Ντάρσι κι

έκανε ένα μορφασμό αποφεύγοντας να κοιτάξει τον Ριντ. Ύστερα, βλέποντας από το παράθυρο τον
Μαρκ κάτω στο δρόμο ενώ ετοιμαζόταν να μπει σε κάποιο ταξί, του κούνησε το χέρι της. Φίλος να
σου πετύχει! Την είχε αφήσει στο στόμα του λύκου!

«Δε βρίσκω καθόλου αστεία τα λόγια του Μαρκ», είπε πρώτος ο Ριντ. «Θα ήθελα πολύ να μου
χαρίσεις ένα παιδί!»

«Όχι», συμφώνησε η Ντάρσι. «Ούτε εγώ τα βρίσκω αστεία».

«Ντάρσι, δε θα γυρίσεις να με κοιτάξεις;» Εκείνη στεκόταν ακόμα στο παράθυρο με την πλάτη
γυρισμένη στον Ριντ.

Αν γύριζε, υπήρχε κίνδυνος να πέσει αμέσως στην αγκαλιά του, κι αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε να
κάνει εκείνη τη στιγμή. «Ζητώ συγνώμη για τη συμπεριφορά μου πριν από λίγο», μουρμούρισε.
«Δεν είχα πρόθεση να σε προσβάλω μπροστά στον κύριο Μπένεντικτ».

«Δεν είχες;»

«Όχι!»

«Δε με προσέβαλες καθόλου, Ντάρσι».

«Φαντάζομαι πόσο θα γελάσατε μαζί μου. Δεν είχα το δικαίωμα να θυμώσω. Στο κάτω κάτω, δεν
είσαι υποχρεωμένος να είσαι μαζί μου, αν σου αρέσει περισσότερο κάποια άλλη», του είπε με
πίκρα.

«Ντάρσι», της είπε και πιάνοντάς την από τους ώμους τη γύρισε προς το μέρος του. «Ξέρεις πολύ
καλά πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Αυτό που συνέβη στο Ορλάντο ανάμεσά μας δεν ήταν κάτι
επιπόλαιο ή προσωρινό!»

«Δεν ήταν;» τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάξει. «Γι’ αυτό μόλις γύρισες έτρεξες σε κάποια άλλη
γυναίκα, χωρίς να μου πεις οτιδήποτε για τον Κρις και την Νταϊάν;»

«Τρελάθηκα όταν σε είδα με τον Μαρκ, και μετά κυριολεκτικά νόμισα πως χάθηκε ο κόσμος κάτω
απ’ τα πόδια μου, όταν μου είπες πως συνάντησες τον Τζέισον», της αποκρίθηκε.

«Είπα μόνο πως τον συνάντησα. Δεν είπα πως κοιμήθηκα μαζί του», του είπε με αγανάκτηση η
Ντάρσι.

«Ούτε εγώ κοιμήθηκα με τη Σάμι το μεσημέρι», της αντιγύρισε σε ήρεμο τόνο.

Η Ντάρσι σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε εξεταστικά. «Όμως πήγες στο διαμέρισμά της...»

«Ναι, για να της πω πως δεν ήθελα να συνεχίσω να τη βλέπω. Θεώρησα πως ήταν κάτι που έπρεπε
να κάνω. Το κουτί περιείχε μερικά πράγματά μου που είχα αφήσει στο διαμέρισμά της εδώ κι ένα
μήνα περίπου».
Η Ντάρσι συνοφρυώθηκε. «Δεν έδειχνε... αναστατωμένη», μουρμούρισε.

«Γιατί να είναι αναστατωμένη;» Κούνησε το κεφάλι του. «Θα ήταν αν μ’ αγαπούσε, Ντάρσι. Όμως
δε μ’ αγαπάει!»

Τα μάγουλα της Ντάρσι κοκκίνισαν. Εκείνη, μέσα στο θυμό της, του είχε πει πως τον αγαπούσε και
πως αν την αγαπούσε κι εκείνος μπορούσε να ψάξει να τη βρει. Και ορίστε που έψαξε και τη βρήκε!

«Και θέλω να σε παντρευτώ, αν το θέλεις κι εσύ, Ντάρσι», πρόσθεσε ο Ριντ κοιτάζοντάς τη με πόθο
στα μάτια. «Σ’ αγαπώ πάρα πολύ, Ντάρσι Φέιβερσαμ».

«Μ’ αγαπάς;»

Η γεμάτη λατρεία έκφρασή του λίγο έλειψε να κάνει την Ντάρσι να βάλει τα κλάματα. «Έχουμε
ακόμα αρκετά πράγματα να συζητήσουμε», συνέχισε ο Ριντ. «Όμως νομίζω πως όλα μπορούν να
περιμένουν μέχρι ν' απαντήσεις στην ερώτησή μου».

«Δε νομίζω ότι μου έκανες επίσημη πρόταση», του απο-κρίθηκε. «Όμως, αν μου κάνεις, η
απάντηση θα είναι ναι!» Την ίδια στιγμή έπεσε στην αγκαλιά του. «Ω, ναι...» μουρμούρισε πάνω στο
στήθος του.

Λίγα λεπτά πιο πριν πίστευε πως, ύστερα από την ανόητη συμπεριφορά της, τον είχε χάσει για
πάντα. Κι όμως, εκείνος την αγαπούσε. Αυτό ήταν κάτι που δε θα μπορούσε ούτε να το ονειρευτεί!

Ο Μαρκ είχε δίκιο. Ο καναπές κοντά στον τοίχο ήταν πολύ αναπαυτικός, αλλά ούτε η Ντάρσι ούτε
ο Ριντ θέλησαν να τον δοκιμάσουν. Αρκέστηκαν σε μερικά φιλιά, που έκαναν τα κορμιά τους να
τρέμουν από λαχτάρα. Προείχε να συζητήσουν ορισμένα πράγματα.

«Ας πάμε στο διαμέρισμά μου», της πρότεινε τελικά ο Ριντ, ενώ εκείνη είχε φωλιάσει στην αγκαλιά
του. «Σε περιμένει ένα δώρο εκεί».

«Η μητέρα μου μου είπε να προσέχω τους άντρες σαν εσένα!» τον προειδοποίησε χαμογελώντας.

«Έχω ένα δώρο για τους αρραβώνες μας», της είπε εκείνος με τρυφερότητα. «Το πήρα πριν από
λίγες μέρες και είχα σκοπό το βράδυ που θα σε έβγαζα έξω να σου το χαρίσω, σφίγγοντάς σε στην
αγκαλιά μου. Όμως όταν σε είδα στην αγκαλιά του Μαρκ σήμερα το πρωί...»

«Δεν ήμουν στην αγκαλιά του», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Απλώς κατάλαβε πως κάτι είχε συμβεί
ανάμεσά μας στην Αμερική και προσπαθούσε να μάθει λεπτομέρειες!»

«Τις οποίες εσύ αρνήθηκες να του δώσεις», είπε ο Ριντ γελώντας. «Καημένε Μαρκ!»

«Ο άνθρωπος είναι μανιακός!»

«Ναι», συμφώνησε ο Ριντ. «Όμως ενδιαφέρεται για σένα, με το δικό του τρόπο βέβαια. Μου είπε
πως αν άλλη φορά σε πληγώσω θα μου σπάσει και τα δυο πόδια!»

«Δε νομίζω πως θα μπορέσει!»


«Ίσως», είπε χαμογελώντας της ζεστά. «Σ’ αγαπώ, Ντάρ-σι», της ψιθύρισε ύστερα με βραχνή φωνή.
«Τις τελευταίες μέρες που δε σε είχα κοντά μου, νόμιζα πως έλειπε ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό μου,
το πιο σπουδαίο. Σε θέλω κοντά μου για πάντα».

Το ίδιο ήθελε κι εκείνη. Τον κοίταξε σκεφτική. «Πώς μπορείς να το λες αυτό, αφού είσαι
αποφασισμένος να με σταματήσεις από τη δουλειά;» τον ρώτησε τελικά.

Ο Ριντ έκανε ένα μορφασμό. «Η ζήλια», της αποκρίθηκε.

«Τι εννοείς;»

«Ντάρσι, μέχρι σήμερα δεν ήμουν βέβαιος για τα αισθήμα-τά σου και, επειδή ήξερα πως πριν
έβλεπες τον Μαρκ, δεν

ήθελα να εργάζεσαι εδώ, κοντά στο γραφείο μου και στο στούντιο του».

«Είναι μόνο φίλος μου», του είπε. «Πάντα υπήρξε μόνο ένας καλός φίλος!»

«Είναι όμως και άντρας», παρατήρησε ο Ριντ. «Ένας πολύ ελκυστικός άντρας, όπως ισχυρίζεται και
ο ίδιος!» πρόσθεσε χαμογελώντας. «Ντάρσι, σ’ ερωτεύτηκα από το πρώτο ραντεβού μας, εκείνο το
βράδυ που είχες έρθει για τη συνέντευξη. Χρόνια ολόκληρα έβλεπα τον πατέρα μου και τη
μητέρα μου, και...»

«Ξέρω πως πολλές φορές είμαι αφηρημένη και ξεχνώ τα πράγματά μου», του είπε βιαστικά. «Όμως
θα προσπαθήσω...»

«Δεν κατάλαβες τι θέλω να πω, Ντάρσι». Κούνησε το κεφάλι του. «Χρόνια ολόκληρα έβλεπα τον
πατέρα μου να λατρεύει τη μητέρα μου γι’ αυτό ακριβώς που ήταν. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι στην
εποχή μας, με τις γυναίκες τόσο χειραφετημένες πλέον, να βρεις κάποια που να χρειάζεται την
προστασία σου; Μπορεί αυτό που λέω να σου φαίνεται ξεπερασμένη αντίληψη, αλλά εγώ έτσι
νιώθω για σένα Όπως ακριβώς ένιωθε ο πατέρας μου για τη μητέρα μου». Στα χείλη του
ζωγραφίστηκε ένα ζεστό χαμόγελο. «Όλοι αγαπάμε τη μητέρα μου. Είναι το πιο αξιολάτρευτο
πλάσμα στον κόσμο. Την αγαπώ όσο τίποτα και κανέναν άλλο. Μέχρι που συνάντησα την Ντάρσι
Φέιβερσαμ, που έχει πάρει την πρώτη θέση στην καρδιά μου».

«Κι όμως, την ημέρα που εκείνη ήρθε στην Αγγλία, φερόσουν σαν να μην ήθελες ούτε να μας
βλέπεις, εμένα κι εκείνη», παρατήρησε η Ντάρσι.

«Ημουν εκνευρισμένος, γιατί ο Μαρκ με είχε προσκαλέσει στο πάρτι που είχε οργανώσει για τα
γενέθλιά σου, ενώ εγώ είχα υπολογίσει να πάμε εκείνο το βράδυ σε κάποιο ήσυχο μέρος για φαγητό
εγώ, εσύ και η μητέρα μου». Συνοφρυώθηκε. «Εκείνη την ημέρα με εκνεύριζε το καθετί και ξε-
σπούσα σε όλους. Την επόμενη, ήμουν χειρότερα, γιατί

νόμιζα πως είχες περάσει τη νύχτα σου στο σπίτι του Μαρκ. Ύστερα, αποφάσισα να σε γνωρίσω
στην υπόλοιπη οικογένειά μου, αν και πίστευα πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Τελικά πιστεύω
πως η επίσκεψή σου στην Αμερική αποδείχτηκε ένας εφιάλτης».

«Μου φέρθηκαν όλοι πολύ καλά. Όμως εκείνη η ληστεία, ύστερα η πυρκαγιά και τέλος η ιστορία
με τον Κρις...»
«Η οικογένειά μου είναι πολύ διαχυτική και κουραστική», είπε ο Ριντ.

«Ναι, αλλά είναι όλοι τους καλοί άνθρωποι», παρατήρησε η Ντάρσι. «Βέβαια, από τότε που
σκοτώθηκε η συνάδελφός μου στην τράπεζα, νιώθω άσχημα όταν βρίσκομαι κοντά σε πολύ κόσμο.
Όμως σιγά σιγά θα συνηθίσω. Απέφευγα να επισκεφτώ τους γονείς μου τον τελευταίο καιρό, γιατί
δεν ήθελα να θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν. Όμως το τελευταίο Σαββατοκύριακο κατάφερα να
πάω στο πατρικό μου και είχα το κουράγιο να συναντήσω πρόσωπα που με είχαν πληγώσει
αφάνταστα, χωρίς να αντιδράσω όπως πριν».

«Όταν ήρθες να δουλέψεις κοντά μου νόμιζα πως έφταιγε κάποιος άντρας για τη στάση σου. Δεν
ήξερα τότε για το επεισόδιο στην τράπεζα». Αναστέναξε. «Αποφάσισα να σε βοηθήσω να
ξεπεράσεις το πρόβλημά σου...»

«Ριντ, υπάρχει κάτι σχετικά με τον Τζέισον που πρέπει να μάθεις», του είπε ξαφνικά.

«Το μόνο πράγμα που ξέρω πολύ καλά για κείνον είναι πως ήταν τόσο ανόητος, που δεν μπόρεσε να
καταλάβει τι υπέροχο πλάσμα είσαι», της είπε ο Ριντ. «Ευτυχώς, δηλαδή, διαφορετικά δε θα σε
γνώριζα». Σώπασε για λίγο. «Αλήθεια, σου άρεσε πραγματικά η οικογένειά μου;» τη ρώτησε
ύστερα.

Η Ντάρσι σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε ν’ αφήσει γι’ αργότερα το θέμα του Τζέισον. «Ναι, πάρα
πολύ», του αποκρίθη-κε. «Οι γονείς μου θα χαρούν πολύ να γνωρίσουν τους συγγενείς σου». Ήξερε
πως οι γονείς της θα ένιωθαν απέραντη χαρά, ύστερα από τόσες στενοχώριες που είχε περάσει
η κόρη τους. Η ευτυχία της θα ήταν και δική τους.

«Ο Μαρκ έχει δίκιο», είπε τότε ο Ριντ. «Είμαι πραγματικά ανόητος». Έδειχνε πολύ θυμωμένος με
τον εαυτό του. «Νόμιζα πως ήθελες να ζεις μόνη, μια και δεν έβγαινες με κανέναν άντρα. Δεν ήξερα
τι είχε συμβεί στην τράπεζα...»

«Η Τζέιν», μουρμούρισε η Ντάρσι.

«Αλλά αυτό δεν ήταν σοβαρός λόγος για να μην επισκέπτεσαι τους γονείς σου». Κούνησε το κεφάλι
του. «Είχα αποδεχτεί την απόμακρη στάση σου, μέχρι που δημιουρ-γήθηκε εκείνο το πρόβλημα
στην Αμερική και με την ευκαιρία που θα έφευγε η μητέρα μου για κρουαζιέρα, αποφάσισα να πάω
να ερευνήσω το θέμα στη Φλόριντα, παίρνοντας κι εσένα μαζί μου. Ήθελα να σε απομακρύνω από
τον Μαρκ και να διαπιστώσω αν πραγματικά ήθελες να ζήσεις όλη σου τη ζωή μόνη».

«Ω, Ριντ, σου το έχω πει. Ο Μαρκ είναι απλώς ένας φίλος».

«Ήξερα πως έβγαινε μερικές φορές μαζί σου κι αυτό με εκνεύριζε αφάνταστα».

«Μου αρέσει το χιούμορ του, αλλά δεν τον αγαπώ, Ριντ. Ούτε εκείνος μ' αγαπάει, πιστεύω. Εύχομαι
κάποια μέρα να βρει κι εκείνος τη γυναίκα της ζωής του».

«Η καημένη! Θα υποφέρει μαζί του!»

«Νομίζω πως τη ζηλεύω», μουρμούρισε η Ντάρσι.


«Ντάρσι!»

Τον φίλησε απαλά στο στόμα, ακούγοντάς τον να φυσάει και βλέποντας το συνοφρύωμά του.
«Εννοούσα απλώς ότι ο Μαρκ δίνεται ολόψυχα όταν αγαπάει κι η γυναίκα που θα τον πάρει, αν τον
αγαπάει πραγματικά, θα είναι ευτυχισμένη. Πιστεύω πως είναι πολύ καλύτερος από όσο φαίνεται».

«Αν είναι έτσι όπως τα λες, πρέπει να ομολογήσω πως είναι πολύ καλός ηθοποιός», είπε ο Ριντ.
«Όμως δε νομίζεις πως αρκετά ασχοληθήκαμε μ’ αυτόν;»

«Μιλούσαμε για τους δικούς σου, στη Φλόριντα», είπε η Ντάρσι αλλάζοντας θέμα.

«Ναι. Θέλω πολύ να τους συμπαθήσεις και να συνηθίσεις τις διαχύσεις τους».

«Ελπίζω να τα καταφέρω».

«Νομίζω πως ήταν λάθος μου που σε παρουσίασα τόσο ξαφνικά μπροστά τους. Έμοιαζες με αθώο
αρνάκι μπροστά σε αγέλη από λύκους!»

«Είσαι υπερβολικός, Ριντ», του είπε χαμογελώντας. «Μάλλον με βοήθησαν να ελευθερωθώ από τον
κόσμο στον οποίο είχα απομονωθεί τα τελευταία χρόνια».

«Ήταν ένα είδος θεραπείας, θέλεις να πεις;»

«Ο Ρούμπερτ μου είχε πει πως έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω τον κόσμο με θάρρος, αν ήθελα να
θεραπευτώ ολοκληρωτικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να έρθω να δουλέψω σε μια
μεγάλη πόλη όπως το Λονδίνο. Όμως δεν τα κατάφε-ρα, Ριντ. Ακόμα κι εδώ, είχα χτίσει γύρω μου
ένα αδιαπέραστο τείχος».

Ο Ριντ την κοίταξε με αγωνία. «Και τώρα;» τη ρώτησε.

«Νομίζω πως άρχισα να το γκρεμίζω και ν’ αντιμετωπίζω τον κόσμο με θάρρος».

«Αυτό κατάλαβα σήμερα, όταν όρμησες στο γραφείο μου και μου είπες κατάμουτρα αυτά που
ήθελες», της είπε. «Έμοιαζες με λιοντάρι έτοιμο να κατασπαράξει όποιον τολμήσει να πειράξει το
σύντροφό του. Στο παρελθόν ήσουν πολύ παθητική. Δεν ήθελες να διαμαρτυρηθείς, ούτε
να παλέψεις, ακόμα κι όταν είχες δίκιο. Ήσουν τόσο όμορφη και τόσο αξιολάτρευτη όταν μου
φώναζες, που, αν δεν είχα επισκέπτη, θα σ’ έκανα δική μου πάνω στον καναπέ». Σταμάτησε
χαμογελώντας με τρυφερότητα. «Ο Ρόι τώρα νομίζει πως είμαι το μεγαλύτερο κάθαρμα που έχει
γνωρίσει!»

«Θα τον καλέσουμε στο γάμο μας», είπε η Ντάρσι και φώλιασε στην αγκαλιά του.

«Είσαι σίγουρη πως θέλεις να με παντρευτείς;» τη ρώτησε εκείνος, κοιτάζοντάς τη με λατρεία.

«Είμαι λιονταρίνα, μην το ξεχνάς», μουρμούρισε. «Είσαι δικός μου τώρα, Ριντ Χάντερ, και θα σε
κρατήσω με κάθε τρόπο!»

«Νομίζω πως οι συγγενείς μου θα με σκοτώσουν αν δε σε παντρευτώ», της είπε εκείνος. «Όλοι σε
βρίσκουν υπέροχη. Μου έδωσαν αυστηρές εντολές να μη γυρίσω στο Ορλάντο χωρίς εσένα!»
«Τι έγινε με την Νταϊάν και τον Κρις;»

Ο Ριντ αναστέναξε. «Ο γάμος τους έχει υποστεί γερό πλήγμα. Όμως τα θεμέλια είναι γερά. Θα
δανείσω λεφτά στην Νταϊάν κι εκείνη θα γίνει συνεταίρος του Κρις. Θα τα καταφέρουν στο τέλος,
το πιστεύω».

Η Ντάρσι ένιωσε απέραντη αγάπη γι’ αυτό τον άντρα, που είχε βρει τρόπο να βοηθήσει τον Κρις
χωρίς να πληγώσει τον εγωισμό του. Η Νταϊάν θα ήταν μια πολύ καλή συνεταίρος για κείνον.

«Ο Κρις επέμενε να πει σ’ όλους τους υπόλοιπους τι έκανε», είπε ο Ριντ. «Τον θαύμασα γι’ αυτό». Ο
Ριντ έδειχνε συγκινημένος και η Ντάρσι τον έσφιξε πάνω της με αγάπη.

«Και οι άλλοι;» τον ρώτησε.

«Μπορεί να μαλώνουμε μερικές φορές, αλλά είμαστε έτοιμοι ακόμα και να θυσιαστούμε, αν
κάποιος από μας αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα», της αποκρίθηκε.

«Ανυπομονώ να γίνω μέλος αυτής της όμορφης και ζεστής παρέας», του είπε χαμογελώντας
ευτυχισμένη.

«Δε θ’ αργήσει να γίνει αυτό, Ντάρσι. Όμως εσύ θα είσαι η δική μου οικογένεια και θα έρχεσαι
πάντα πρώτη».

Η Ντάρσι δεν είχε αμφιβολία γι’ αυτό που της έλεγε. Ήταν ένας άντρας υπομονετικός και της είχε
δείξει κατανόηση πολλές φορές. Όταν θα γινόταν γυναίκα του, σίγουρα θα της έδειχνε περισσότερα.
Όμως υπήρχε κάτι ακόμα που έπρεπε να ξεκαθαριστεί. Δεν ήθελε να το κρατήσει μυστικό, μόλο που
φοβόταν να το πει.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Ριντ διαβάζοντας τις σκέψεις της.

«Πρέπει να μιλήσουμε για τον Τζέισον», του είπε διστακτικά.

Τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Είναι τόσο ασήμαντο πρόσωπο, Ντάρσι...»

«Ριντ, πρέπει να τα μάθεις όλα γι’ αυτόν», του είπε διακό-πτοντάς τον. Τραβήχτηκε από την
αγκαλιά του και σηκώθηκε όρθια. «Ξέρεις πως για ένα διάστημα εργαζόμουν ως οικιακή βοηθός
σε κάποια οικογένεια», άρχισε. «Φρόντιζα κάποιο χήρο με τρία παιδιά».

«Αυτός ο χήρος ήταν ο Τζέισον;»

«Ναι».

«Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση;»

«Όχι!» βιάστηκε να διορθώσει την παρεξήγηση εκείνη. «Στην πραγματικότητα, δε δούλευα κοντά
του, αλλά...»

«Συζούσατε;» τη ρώτησε εκείνος έκπληκτος.


«Ναι», ομολόγησε η Ντάρσι αδύναμα.

«Μα εσύ...»

«Ναι, Ριντ, ήμουν παρθένα όταν κάναμε για πρώτη φορά έρωτα», είπε. Σταμάτησε για να υγράνει τα
χείλη της με τη γλώσσα της κι ύστερα συνέχισε. «Η τράπεζα δε με απέλυσε μετά το νευρικό
κλονισμό που έπαθα. Μου έδωσαν αναρρω-τική άδεια. Μετά από ένα χρόνο γύρισα στη δουλειά
μου. Όμως δεν άντεξα να μείνω εκεί περισσότερο από λίγα λεπτά. Αρχισα να γυρίζω εδώ κι εκεί
προσπαθώντας να βρω κάποιον να μιλήσω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όλοι με αντιμετώπιζαν σαν
άρρωστη...»

«Αυτό δεν το πιστεύω!»

«Κι όμως έτσι έγινε», του είπε με πίκρα. «Έφτασα κοντά στη λίμνη του τοπικού πάρκου. Τότε είδα
τη Βίκι, το μεγαλύτερο παιδί της Τζέιν». Ξεροκατάπιε. «Ήταν μόνο δέκα χρονών και μου φάνηκε
παράξενο που βρισκόταν εκεί μόνη της. Σταμάτησα να της μιλήσω. Η γιαγιά των παιδιών, μετά το
ατύχημα, είχε πάει κοντά τους για να τα φροντίζει, αλλά είχε σπάσει το πόδι της πέφτοντας και ήταν
στο νοσοκομείο. Έτσι, μια και ο πατέρας των παιδιών ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει για να τα
συντηρεί, είχαν μείνει μόνα».

«Θέλεις να πεις πως ο Τζέισον ήταν...»

«Ο άντρας της Τζέιν!» συμπλήρωσε η Ντάρσι. Φοβόταν πως κι εκείνος θα την περιφρονούσε, όπως
κι οι άλλοι, που

είχε πάει να μείνει στο σπίτι του Τζέισον για να φροντίζει τα τρία ορφανά.

Ο Ριντ ξεροκατάπιε κι έπειτα πήγε κοντά της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου,
γλυκιά μου αγάπη», της ψιθύρισε στα μαλλιά με φωνή γεμάτη πόνο.

Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ποτάμι στα μάγουλα της Ντάρσι. «Όταν εγκαταστάθηκα στο σπίτι
του, άρχισαν τα κουτσομπολιά. Μερικοί έλεγαν πως είχα σχέσεις με τον Τζέισον πριν πεθάνει η
γυναίκα του και άλλα τέτοια. Όμως ήταν όλα ψέματα!»

«Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γλυκιά μου».

«Εγώ και ο Τζέισον προσπαθήσαμε ν’ αγνοήσουμε τα λόγια του κόσμου. Ξέραμε και οι δύο πως
δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσά μας. Μια νύχτα όμως μου είπε πως, αφού όλοι πίστευαν πως ήμαστε
εραστές, γιατί να μη γίνουμε κιόλας; Ήταν αρκετά ελκυστικός άντρας και καλός... κι εγώ
ένιωθα υποχρέωση...»

«Ω, Ντάρσι!» Τα δάκρυα του Ριντ έσμιξαν με τα δικά της καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του.

«Προσπάθησε...» συνέχισε η Ντάρσι. «Όμως δεν μπορούσε. Μετά άρχισε να κλαίει. Έκλαψα κι εγώ
καθώς τον κρατούσα. Από εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσαμε να κοιτάξουμε πια ο ένας τον άλλον
στα μάτια. Τα παιδιά άρχισαν να καταλαβαίνουν πως υπήρχε κάποια ένταση στις σχέσεις μας. Και
τότε ο Τζέισον είπε πως θα ήταν καλύτερα να βρει κάποια οικιακή βοηθό, μέχρι να βγει η μητέρα
του από το νοσοκομείο».
«Τι έγινε όταν τον είδες τώρα;» ρώτησε ο Ριντ.

Η Ντάρσι χαμογέλασε αμυδρά. «Μου είπε πως γνώρισε μια πολύ καλή γυναίκα που τα πηγαίνει
θαυμάσια με τα παιδιά του και πως σε λίγο καιρό θα την παντρευτεί. Δεν είναι σαν την Τζέιν, αλλά
την αγαπάει».

«Χαίρομαι για κείνον», της είπε συγκινημένος. «Και για σένα!» πρόσθεσε.

Ένας λυγμός τής ξέφυγε από τα χείλη. «Φοβόμουν πως θα ένιωθες αηδία και περιφρόνηση για
μένα, όταν θα σου έλεγα τι είχα κάνει», του εξομολογήθηκε.

Εκείνος της έπιασε το πρόσωπο και την κοίταξε στα μάτια. «Ό,τι κι αν έκανες δε θα μου
προκαλούσε αηδία, αφού προσπαθούσες να βοηθήσεις ένα δυστυχισμένο άνθρωπο. Μπορεί να σου
φανεί παράξενο, αλλά τώρα που μου το είπες σ’ αγαπώ περισσότερο».

«Κράτησέ με σφιχτά, Ριντ», του είπε ικετευτικά. «Κράτησέ με, σε παρακαλώ!»

«Θα σε κρατάω σ’ όλη μου τη ζωή», της υποσχέθηκε εκείνος.

Έφυγαν από το στούντιο του Μαρκ και ο Ριντ επέμεινε να την πάει στο διαμέρισμά του.

«Τι κάνεις, Ριντ;» διαμαρτυρήθηκε, όταν της έκλεισε τα μάτια με τις παλάμες του.

«Περίμενε και θα δεις» της αποκρίθηκε γελώντας και την οδήγησε στο διαμέρισμα.

«Εδώ είμαστε», της είπε απομακρύνοντας τελικά τα χέρια του από τα μάτια της.

Η Ντάρσι χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστεί στο αμυδρό φως του χώρου.
Απέναντι της στον τοίχο μια λάμψη τής τράβηξε την προσοχή και πλησίασε προς τα εκεί.

Μονόκεροι, αμέτρητοι μονόκεροι -από γυαλί, ξύλο και μέταλλο, ο καθένας διαφορετικός από τον
άλλον- ήταν τοποθετημένοι πάνω σ’ ένα μεγάλο ράφι.

Ο Ριντ ήρθε και στάθηκε πίσω της. Την έπιασε από τη μέση κι έσκυψε για ν’ ακουμπήσει το
μάγουλό του στο δικό της. «Οι μονόκεροι πάντα μού άρεσαν, αγάπη μου», της ψιθύρισε. «Είναι
πανέμορφοι, μοναδικοί, μαγευτικοί, όπως η γυναίκα που αγαπώ. Μόνο σε μια τέτοια γυναίκα θα
έκανα αυτό το δώρο».

«Όλοι το ήξεραν», του αποκρίθηκε κοιτάζοντας με θαυμασμό την υπέροχη συλλογή του.

«Ναι», παραδέχτηκε. «Όμως μόνο εσύ μου θυμίζεις το μονόκερο», πρόσθεσε και τη φίλησε στο
λαιμό. «Αλλά εσύ είσαι αληθινή. Μου επιτρέπεις;» της ψιθύρισε με λατρεία και της πέρασε στο
λαιμό την αλυσίδα που του είχε πετάξει στο γραφείο.

«Ναι», του αποκρίθηκε η Ντάρσι συγκινημένη.

«Ακόμα δεν εμπιστεύεσαι το δώρο μου;» τη ρώτησε εκείνος γυρίζοντάς τη να τον κοιτάξει.

Η Ντάρσι κατάλαβε πως της χάριζε κάτι περισσότερο από ένα κόσμημα. Της χάριζε τα όνειρα και
την αγάπη του. Ανασήκωσε το κεφάλι της για να χαϊδέψει τα χείλη του με τα δικά της. «Σ’ αγαπώ,
Ριντ», του είπε με μάτια βουρκωμένα.

«Αυτό ήθελα πάντα», της αποκρίθηκε.

Τα λόγια ήταν πια περιττά. Κοιτάζονταν στα μάτια κι ορκίζονταν παντοτινή αγάπη ο ένας στον
άλλον.

«Έχω ένα ακόμα δώρο για σένα», της είπε σε λίγο.

«Εγώ θέλω μόνο εσένα, Ριντ», του είπε με βραχνή φωνή.

«Νομίζω πως κι αυτό σου χρειάζεται».

Η Ντάρσι συνοφρυώθηκε. «Τι είναι;» τον ρώτησε με περιέργεια.

Ο Ριντ άναψε το φως και πήρε ένα όμορφα τυλιγμένο πακέτο από κάποιο τραπεζάκι κοντά του.
«Ανοιξέ το», της είπε.

Τον κοίταξε για λίγο εξεταστικά, αλλά δεν μπόρεσε να μαντέψει τίποτα από την έκφρασή του.
Έδειχνε απλώς να απολαμβάνει την περιέργειά της.

«Ω, Ριντ!» ξεφώνισε μόλις άνοιξε το κουτί.

«Σ’ αρέσει;»

«Πάρα πολύ!» Δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το γέλιο της καθώς κοίταζε τα υπέροχα, διακοσμητικά
γυάλινα γοβάκια που περιείχε το κουτί.

Την έπιασε με τρυφερότητα από τη μέση. «Σκοπεύω να τα παίρνω μαζί μου, όταν βγαίνουμε έξω για
φαγητό!» της είπε.

«Ο γοητευτικός μου πρίγκιπας!» μουρμούρισε η Ντάρσι και, τυλίγοντας τα χέρια της στο λαιμό του,
τον τράβηξε προς το μέρος της, σίγουρη για την αγάπη του και συγκινημένη από το όμορφο δώρο
του που της θύμιζε την αφηρημάδα της.

«Αυτό που νιώθω τώρα δεν υπάρχει ούτε στα παραμύθια», της ψιθύρισε.

Η Ντάρσι ένιωσε το ερεθισμένο κορμί του. «Πάμε στο κρεβάτι», του είπε.

«Το βλέπεις;» της είπε χαμογελώντας ευτυχισμένος. «Το ήξερα πως ήσουν πλασμένη για μένα!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
«Ντάρσι;»

«Μμμ;»

«Πόσο μ’ αγαπάς;»
«Ήρθα να ζήσω στην Αμερική μαζί σου!»

«Κι έγινες θεία στα δίδυμα της Λίντας και του Γουέιντ, στο παιδί της Νταϊάν και του Κρις και στ’
άλλα δύο του Μάικ και της Μαρί. Σύνολο πέντε! Όμως πες μου πόσο μ’ αγαπάς, Ντάρσι».

«Γιατί;»

«Άσε τις ερωτήσεις και απάντησέ μου!»

«Λοιπόν, εξαρτάται».

«Από τι;»

«Από το αν έχεις κάτι υπόψη σου ή αν απλώς θέλεις να με πας κατευθείαν στο κρεβάτι».

«Και τα δύο».

«Α! Τότε σ’ αγαπώ πάρα πολύ».

«Ωραία».

«Ριντ;»

«Μμμ;»

«Έχουν περάσει ήδη πέντε δευτερόλεπτα. Γιατί δε φεύγουμε; Περιμένω να με πας στο κρεβάτι».

«Θα μπορέσουμε να φύγουμε μόλις πληρώσεις το λογαριασμό».

«Μόλις πληρώσω το λογαριασμό; Μη μου πεις ότι ξέχασες το πορτοφόλι σου!»

«Αν δεν έκανες εκείνα τα υπέροχα πράγματα στο κορμί μου λίγο πριν φύγουμε, δε θα το ξεχνούσα»,
την πείραξε.

«Παραπονιέσαι;»

«Κάθε άλλο! Ντάρσι, κανένας δεν μπορεί να σε κατηγορήσει πλέον ότι δεν παλεύεις γι’ αυτό που
θέλεις!»

«Προσπαθώ απλώς να ικανοποιήσω τον άντρα που πιστεύει στους μονόκερους και στα γυάλινα
γοβάκια και κάνει κι εμένα να πιστεύω».

«Μου λες τα πιο όμορφα πράγματα! Πάμε να φύγουμε από δω».

«Ναι, αγάπη μου».

«Θέλω να μου το ξαναπείς αυτό, όταν γυρίσουμε στο σπίτι».

«Ναι, αγάπη μου».


«Ακριβώς έτσι, Ντάρσι!»

«Μόλις πληρώσω το λογαριασμό...»

«Ντάρσι;»

«Μμμ;»

«Φοράς και τα δύο σου παπούτσια;»

«Αν δεν τα φοράω, είμαι σίγουρη πως θα φροντίσεις εσύ γι’ αυτό».

«Η επιθυμία σου είναι διαταγή για μένα!»

«Αες αλήθεια, Ριντ;»

«Δεν το ξέρεις, Ντάρσι;»

«Ναι, αγάπη μου».

ΤΕΛΟΣ

Διακοπές στη Ματουαράχα


ROBYN DONALD
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μεσοκαλόκαιρο!

Ακόμα και η λέξη είχε κάτι μαγικό. Η Φίνλεϊ Μακμίλαν απομάκρυνε από το μικροσκοπικό της
πρόσωπο μια τούφα από τα σκούρα καστανά μαλλιά της, κι έγειρε πίσω στην ψάθα της. Τέντωσε το
λεπτό κορμί της κάτω από το γκριζο-πράσινο φύλλωμα του ποχουτουκάουα, απολαμβάνοντας
τη δροσιά του ευεργετικού, παχύ ίσκιου του. Ανοιγόκλεισε τις μεγάλες βλεφαρίδες της,
χασμουρήθηκε δυνατά, χαμογέλασε ευχαριστημένη κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της, που είχαν το
ανοιχτό πράσινο χρώμα των φύλλων του δέντρου.

Πριν την πάρει ο ύπνος, σκέφτηκε πως τελικά κάτι είχε κερδίσει από την πνευμονία που είχε
περάσει: τρεις εβδομάδες διακοπές στη Ματουαρόχα. Οι Μαορί που ζούσαν κάποτε εδώ το είχαν
ονομάσει «νησί του έρωτα». Η Φίνλεϊ ξαναχα-σμουρήθηκε και προσπάθησε να φανταστεί γιατί οι
Μαορί είχαν δώσει αυτό το όνομα στη νησί. Εκείνη πάντως δεν είχε καιρό για έρωτες. Το μόνο που
ήθελε ήταν να ξαπλώνει στη σκιά του ποχουτουκάουα, όπως τώρα, και ν’ ακούει τον ψίθυρο των
κυμάτων στην παραλία, το θόρυβο κάποιας βάρκας που διέσχιζε τη θάλασσα και τις φωνές των
ζευγαριών που έπαιζαν τένις στο γήπεδο του ξενοδοχείου, που βρισκόταν λίγο πιο πέρα.

Το μεσημέρι, ειδικά το καλοκαίρι, ήταν ώρα για ύπνο. Η Φίνλεϊ χαμογέλασε στη σκέψη και σε λίγο
παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

Ξύπνησε απότομα από μια τρομερή φασαρία. Πανικόβλητη, άκουσε πολύ κοντά της ανατριχιαστικά
γρυλίσματα και ουρλιαχτά. Για μια στιγμή νόμισε πως την είχε περικυκλώσει μια αγέλη από λύκους
και ο καθένας τους διεκδικούσε για τον εαυτό του το άτυχο ανθρώπινο θύμα που είχε μπροστά του!

Όταν συνειδητοποίησε πως κανένα ζώο δεν της είχε επιτεθεί, άνοιξε τα μάτια της. «Όχι!
Σταματήστε! Μη!» φώναξε μόλις είδε τι συνέβαινε.

Δύο σκυλιά, ένα κοκαλιάρικο μαύρο σπάνιελ κι ένα καλοθρεμμένο μαντρόσκυλο, σταμάτησαν τον
καβγά μόλις άκουσαν τη φωνή της και γύρισαν τα κεφάλια τους να την κοιτάξουν.

«Καθίστε κάτω!» τους είπε αυστηρά. Τα είδε έκπληκτη να συμμορφώνονται και τα δύο στην εντολή
της. Το μαντρόσκυλο δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τα υπολείμματα του φαγητού που ήταν
σκορπισμένα τριγύρω τους στο έδαφος, αλλά το σπάνιελ τα κοίταξε με τέτοιο τρόπο, που έκανε
την καρδιά της Φίνλεϊ να ραγίσει.

«Ω, κακόμοιρο ζώο», του είπε βλέποντας το κοκαλιάρικο κορμί του. Το τρίχωμά του ήταν βρόμικο
και τα μαύρα μάτια του ήταν καρφωμένα στο φαγητό. Το σκυλί ήταν φοβισμένο όχι τόσο εξαιτίας
της δικής της παρουσίας, αλλά εξαιτίας του καλοθρεμμένου μαντρόσκυλου.

Η Φίνλεϊ, χωρίς να αντιληφθεί πως το σουτιέν του μπικίνι της είχε φύγει από τη θέση του και
κρεμόταν λυτό κάτω από το στήθος της, πήρε ένα μπισκότο και του το πέταξε.

Το μαντρόσκυλο γάβγισε κουνώντας την ουρά του, ενώ το σπάνιελ όρμησε στο μπισκότο και το
καταβρόχθισε με βουλιμία.

«Αναρωτιέμαι αν πρέπει να σου δώσω κι άλλο», είπε η Φίνλεϊ. «Αν ήσουν άνθρωπος, ίσως να σου
αρκούσε ένα. Όμως με τα σκυλιά είναι διαφορετικά. Αν και νομίζω πως υπάρχει πιθανότητα να σου
κάνει κακό αν φας κι άλλο μπισκότο».

Το σπάνιελ γάβγισε και η Φίνλεϊ κατάλαβε πως μάλλον το πεινασμένο ζούο προσπαθούσε να της
πει ότι άλλο ένα μπισκότο δε θα του έκανε κακό. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ποδοβολητό αλόγου.
Γύρισε το κεφάλι της προς τα εκεί όπου ερχόταν ο θόρυβος και είδε έναν καβαλάρη πέρα από
το φράχτη που χώριζε τον περίβολο του ξενοδοχείου και τις εγκαταστάσεις μιας γειτονικής
κτηνοτροφικής μονάδας. Και τότε μόνο συνειδητοποίησε πως το σουτιέν του μπικίνι της είχε λυθεί
και το στήθος της ήταν γυμνό. Το βλέμμα του αγνώστου καρφώθηκε σ’ εκείνο το σημείο του
σώματός της και η Φίνλεϊ ένιωσε φοβερή αμηχανία.

«Ω, να πάρει η ευχή!» μουρμούρισε και με χέρια που έτρεμαν προσπάθησε να ξαναδέσει το μαγιό
της. Το δέρμα της είχε κοκκινίσει από την ηλιοθεραπεία και την έτσουζε. Σκέφτηκε με πίκρα πως
πρέπει να ήταν η μόνη γυναίκα στον κόσμο που κοκκίνιζε τόσο εύκολα όταν εξέθετε το κορμί
της στον ήλιο.

Γιατί νιώθω τόση αμηχανία; αναρωτήθηκε. Στις μέρες μας, πολλές γυναίκες κάνουν τόπλες. Ακόμα
και στη Νέα Ζηλανδία! Αυτός ο άντρας δεν πρέπει να κατάλαβε ότι ντράπηκα που με είδε
γυμνόστηθη.
Περίμενε να της χαμογελάσει ή να της πει κάτι, αλλά εκείνος απευθύνθηκε στο σκύλο του. «Έλα
εδώ, Μπλου».

Το μαντρόσκυλο σηκώθηκε από τη θέση του, έριξε μια ματιά στη Φίνλεϊ κι ύστερα έτρεξε προς το
άλογο. Ξάπλωσε στα πόδια του κι άρχισε να ξύνεται ευχαριστημένο.

Η Φίνλεϊ χαμογελώντας αυθόρμητα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ψηλά -αρκετά ψηλά! Το
άλογο ήταν πελώριο και ο άντρας που βρισκόταν στην πλάτη του φάνταζε εξίσου πελώριος. Η
Φίνλεϊ είχε πάντα συναίσθηση του πόσο μικρο-καμωμένη ήταν, αλλά τώρα, μπροστά σ’ αυτό τον
άντρα, ένιωσε σαν νάνος. Τον κοίταζε γοητευμένη καθώς κατέβαινε από το άλογό του. Τον είδε να
δένει το χαλινάρι σ έναν πάσσαλο κι ύστερα να βγάζει το μεγάλο καπέλο του και να τη χαιρετάει μ’
ένα νεύμα. Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα του ώριμου σταριού.

«Εκείνο το σκυλί», της είπε χαμογελώντας ζεστά, «είναι αδέσποτο».

«Το βλέπω», του αποκρίθηκε. «Φαίνεται να πεινάει πολύ».

Την κοίταξε εξεταστικά με τα κεχριμπαρένια μάτια του. «Δε φταίω εγώ γι’ αυτό», της είπε σε
εύθυμο τόνο.

«Δε σας κατηγόρησα», του είπε η Φίνλεϊ και τα μάγουλά της κοκκίνισαν αδικαιολόγητα. Θεέ μου,
είμαι ανόητη, σκέφτηκε. «Τι μου προτείνετε να κάνω γι’ αυτό το άμοιρο ζώο;» τον ρώτησε ύστερα,
προσπαθώντας να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό της.

Εκείνος κοίταξε πάλι το σκυλί που καθόταν μπροστά της. «Δεν έχει λουρί στο λαιμό, άρα μπορούμε
να υποθέσουμε ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του, αν είχε, δεν τον θέλει πια. Ίσως να μην ήθελε
να τον σκοτώσει και τον άφησε ελεύθερο. Καλύτερα να τον τουφέκιζε».

Η Φίνλεϊ δεν ήθελε να τσακωθεί με τον άγνωστο. Όμως ο τρόπος που μίλησε για τον ιδιοκτήτη του
σκυλιού δεν της άρεσε καθόλου. Η έκφρασή του είχε σκληρύνει ξαφνικά, γεγονός που της
προκάλεσε φόβο.

Όμως αμέσως μετά το πρόσωπό του μαλάκωσε και στο στόμα του σχηματίστηκε ένα πλατύ,
γοητευτικό χαμόγελο. Η Φίνλεϊ ξεροκατάπιε πριν μιλήσει. «Δεν μπορείτε να τον σκοτώσετε! Δε
φταίει αυτός που βρίσκεται εδώ. Το κακόμοι-ρο το ζώο, κοιτάξτε, είναι πολύ τρομαγμένο».

Ο άγνωστος βρέθηκε κοντά της με τρεις δρασκελιές. Η Φίνλεϊ άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει
το κεφάλι του σκύλου, αλλά ο άντρας την εμπόδισε πιάνοντάς την από τον καρπό. Η λαβή του ήταν
τόσο δυνατή, που την πόνεσε. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε θυμωμένη. Πριν προλάβει να
διαμαρτυρηθεί, εκείνος άφησε το χέρι της και της είπε σε αυστηρό τόνο: «Ποτέ να μην αγγίζετε
ένα αδέσποτο σκυλί. Μερικά δε διστάζουν να δαγκώσουν το χέρι που τα χαϊδεύει».

Η Φίνλεϊ τρέμοντας κοίταξε το σκυλί. «Εσύ όμως δε θα με δάγκωνες, δεν είναι έτσι;» το ρώτησε.

Το σκυλί κούνησε την ουρά του δείχνοντας πως συμφωνούσε μαζί της.

«Σίγουρα είναι γεμάτο τσιμπούρια», της είπε ο άγνωστος χαμογελώντας.

«Ω!» αναφώνησε η Φίνλεϊ.


«Τα περισσότερα θα βρίσκονται στ’ αυτιά του», παρατήρησε.

Η Φίνλεϊ τότε γονάτισε μπροστά στο αδέσποτο σκυλί κι άρχισε να εξετάζει τα μακριά αυτιά του.
Αγνόησε τον άντρα που στεκόταν όρθιος κι επιβλητικός δίπλα της και συνέχισε μέχρι που
διαπίστωσε πως το ζώο δεν είχε τσιμπούρια.

«Το εξετάσατε σαν ειδικός», τον άκουσε να σχολιάζει. Ύστερα τον είδε να σκύβει και ν’ ακουμπάει
το βαρύ χέρι του πάνω στο κοκαλιάρικο κορμί του σκύλου. «Έχετε σκυλιά;» τη ρώτησε.

«Όχι, δεν έχω», αποκρίθηκε εκείνη. «Είμαι γιατρός», του εξήγησε, κοιτάζοντας τα μακριά δάχτυλά
του να πηγαινοέρχονται απαλά στην πλάτη του σκύλου.

«Γιατρός;»

Η Φίνλεϊ ξεροκατάπιε πριν σηκώσει το κεφάλι της κι αντικρίσει την έκπληκτη έκφραση στο
πρόσωπό του. Τα μάτια του δεν ήταν ακριβώς κεχριμπαρένια, αλλά είχαν το χρώμα του μελιού. Τα
φρύδια του και οι βλεφαρίδες του ήταν πιο σκούρα. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τον
κοιτάζει, μόλο που το ήθελε πολύ. Στο βλέμμα του υπήρχε μια παράξενη λάμψη που δεν είχε σχέση
τόσο με την ομορφιά, όσο με τη δύναμη. Ο χαρακτήρας του καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του:
οποιοσδήποτε μπορούσε να διακρίνει το σθένος KUI ΤΗΝ αποφασιστικότητά του.

«Ναι, γιατρός», του είπε τελικά, θυμώνοντας με τον εαυτό της που τον κοίταζε σαν κοριτσόπουλο
που είχε θαμπωθεί από την ομορφιά του. Κατάφερε να γυρίσει αλλού το βλέμμα

της. «Με λένε Φίνλεϊ Μακμίλαν. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, λόγω της εμφάνισής μου, έχω
τελειώσει το σχολείο». «Πριν από πόσο καιρό;»

«Είμαι ήδη είκοσι έξι».

«Χαίρω πολύ για τη γνωριμία, γιατρέ», της είπε με σοβαρό ύφος απλώνοντας το χέρι του προς το
μέρος της.

«Είμαι σχετικά καινούρια στο επάγγελμα», του εξήγησε καθώς του έδινε το χέρι της πάνω από το
αδέσποτο σκυλί, που έδειχνε ευχαριστημένο.

«Δε θα μπορούσα να σας φανταστώ ούτε καν φοιτήτρια της ιατρικής. Φαίνεστε τόσο μικρή!»
παρατήρησε με συμπάθεια και δέος ο άντρας. «Εγώ ονομάζομαι Μπλέικ Κερντ, ζω εδώ και είμαι
τριάντα τεσσάρων χρονών. Δεν είμαι παντρεμένος», είπε κοιτάζοντάς τη σταθερά.

Η Φίνλεϊ τράβηξε το χέρι της αμήχανη και σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει.Ήταν τόσο ψηλός,
που χρειάστηκε να γείρει λίγο πίσω για να μπορέσει να δει το πρόσωπό του!

«Αποφεύγω να λέω πως είμαι γιατρός», ψέλλισε. «Είμαι τόσο μικροκαμωμένη, ώστε οι πιο πολλοί
με αντιμετωπίζουν λες κι είμαι μικρό παιδί. Προσπαθώ να φαίνομαι όσο γίνεται πιο μεγάλη!»

«Καταλαβαίνω».

«Ω, αλλά σίγουρα...»


«Ξέρετε τι λένε για τους ψηλούς. Ο κόσμος δε θεωρεί έξυπνο κάποιον που πλησιάζει τα δύο
μέτρα», της είπε. «Το ύψος δεν έχει καμιά σχέση με τις πνευματικές ικανότητες ενός ανθρώπου. Δε
μου είπατε αν είστε παντρεμένη».

Η Φίνλεϊ κοκκίνισε και γέλασε νευρικά. «Όχι, δεν είχα χρόνο να βρω τον κατάλληλο σύζυγο», του
είπε. «Τι λέτε, θα καταφέρει να ζήσει αυτό το άμοιρο ζώο;» τον ρώτησε ύστερα αλλάζοντας θέμα.

«Ναι, το ελπίζω. Μόλις αρχίσει να τρώει κανονικά, θα συνέλθει. Τι σκέφτεστε να το κάνετε;»

«Εγώ; Δεν μπορώ...» Κοίταξε με συμπόνια το σκύλο που

ήταν ξαπλωμένος μπροστά της και ύστερα σήκωσε το κεφάλι της να κοιτάξει πάλι τον Μπλέικ.
«Δεν μπορώ να τον φροντίσω», κλαψούρισε.

«Μα νομίζω πως σας έχει ήδη ερωτευτεί».

«Μένω στο ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να τον πάρω μαζί μου».

Ο Μπλέικ έσπρωξε προς τα πίσω το μεγάλο καπέλο του και χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα
κάτασπρα μεγάλα δόντια του. «Ω, πείτε στον Μάικ Κλάουντ να του βρει κάποια γωνιά. Έχει
αδυναμία στα όμορφα πρόσωπα και... στα αδέσποτα ζώα, νομίζω».

«Ναι, αλλά...» Σταμάτησε απότομα, καθώς θυμήθηκε ξαφνικά κάτι που είχε διαβάσει για το νησί.
«Έχουν πρόβλημα με τα σκυλιά εδώ. Εσείς που ζείτε στο νησί θα το ξέρετε. Οι σκύλοι κυνηγούν τα
πρόβατα, σκοτώνουν τα αρνιά και φοβίζουν τις αγελάδες. Μπορεί κάποιος να τον τουφεκίσει».

«Αν είναι έξυπνο ζώο, θα μείνει μακριά από όποιον προσπαθήσει να τον σκοτώσει», της είπε.
«Νομίζω όμως ότι μπορείτε να τον κρατάτε συνέχεια με το λουρί».

«Δεν έχω λουρί! Όμως, ακόμα κι αν είχα, θα μου χρησίμευε μονό για όσο θα έμενα εδώ. Όταν
φύγω, δε θα μπορέσω να τον πάρω μαζί μου. Ξέρετε πόσες ώρες δουλεύω; Από το πρωί ως το
βράδυ! Τα σκυλιά είναι πολύ κοινωνικά ζώα. Έχουν ανάγκη από συντροφιά. Εξάλλου, μένω σε
διαμέρισμα και θα ήταν κρίμα να τον φυλακίσω εκεί μέσα».

«Τότε αφήστε το σκύλο στην τύχη του».

Η Φίνλεϊ, για πρώτη φορά από τότε που ήταν παιδί, χτύπησε κάτω το πόδι της με πείσμα. Η
αδιαφορία του για το δυστυχισμένο ζώο την είχε εξοργίσει. «Ω, είστε... είστε...» ψέλλισε, χωρίς να
μπορέσει να συνεχίσει.

Εκείνος δεν είπε τίποτα. Στάθηκε και την κοίταξε συνοφρυωμένος. Ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω. Η
Φίνλεϊ ένιωσε ξαφνικά έναν παράξενο φόβο. Της φάνηκε ακόμα πιο ψηλός! Το γεροδεμένο κορμί
του υψωνόταν μπροστά της σαν πύργος, οι φαρδιές πλάτες του και το στέρνο του ήταν σαν να

της έκρυβαν τον κόσμο. Φορούσε χακί παντελόνι και ίδιο χρώμα πουκάμισο, με τα μανίκια
γυρισμένα μέχρι τους αγκώνες. Τα μπατζάκια του ήταν χωμένα μέσα σε ψηλές μπότες ιππασίας.

Δεν ήταν απλώς ωραίος· απέπνεε ένα δυναμισμό, μια αρρενωπότητα, που σίγουρα τραβούσε κοντά
του όλες τις γυναίκες σαν μαγνήτης.
«Είμαι πολύ ψηλότερος σας, αλλά μη φοβάστε», της είπε βλέποντας το δισταγμό της. «Γίνομαι
επικίνδυνος μόνο όταν έχουμε πανσέληνο», πρόσθεσε χαμογελώντας.

Η Φίνλεϊ του ανταπέδωσε το χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά που ένιωθε επειδή
βρισκόταν μ’ έναν τόσο γοητευτικό εκπρόσωπο του αντίθετου φύλου. «Νομίζω πως είστε τόσο
ακίνδυνος όσο ένας αίλουρος», του είπε, συνειδητοποιώντας την ίδια στιγμή πως τα λόγια της ήταν
αρκετά προκλητικά.

Οι μεγάλες βλεφαρίδες του δεν μπόρεσαν να κρύψουν το πονηρό βλέμμα του. «Είναιγνωστό πως οι
πολύ ψηλοί άντρες είναι αργοκίνητοι», την αντέκρουσε, χαμογελώντας πιο πλατιά.

«Αλήθεια;» τον ρώτησε ανασηκώνοντας τα φρύδια της. «Εσείς ίσως αποτελείτε εξαίρεση»,
πρόσθεσε. «Συγχωρέστε με που θορυβήθηκα. Ήταν ανόητο από μέρους μου».

Ο σκύλος, που στο μεταξύ είχε καταβροχθίσει όλα τα υπόλοιπα μπισκότα της, άρχισε να γλείφει και
να δαγκώνει την άδεια συσκευασία.

«Μη!» του φώναξε η Φίνλεϊ φοβούμενη μήπως καταπιεί τη σακούλα και πνιγεί.

Ο σκύλος υπάκουσε και, αφήνοντας τη σακούλα, κουλου-ριάστηκε μπροστά της κουνώντας την
ουρά του.

«Ω, κακόμοιρο ζώο», μουρμούρισε εκείνη κι έσκυψε από πάνω του, χαϊδεύοντάς τον σαν να ’ταν
μικρό παιδί.

Το σκυλί έδειχνε ευχαριστημένο. Σε μια στιγμή, μάλιστα,

έβγαλε τη γλώσσα του και της έγλειψε διστακτικά το χέρι, ενώ την κοίταζε με τα κατάμαυρα μάτια
του.

«Ω, τι θα κάνω μ’ εσένα;» μονολόγησε η Φίνλεϊ.

Ο Μπλέικ Κερντ ένιωσε την ανάγκη να επέμβει. «Αν δεν μπορείτε να τον κρατήσετε, αλλά ούτε και
να τον εγκαταλείψετε, πρέπει να βρείτε κάποιον που θα θέλει να τον πάρει στο σπίτι του», της είπε.

«Εσείς θα θέλατε ένα μικρό σπάνιελ;» τον ρώτησε αμέσως. «Θα σας χρωστάει ευγνωμοσύνη και...»

Άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε γελώντας από το μπράτσο για να σηκωθεί όρθια. «Όχι, δε
θέλω άλλο σκυλί, έχω αρκετά. Απ’ ό,τι ξέρω, τα σπάνιελ δεν είναι καθόλου εργατικά, αν και δεν
αμφιβάλλω πως θα είναι αρκετά πρόθυμο».

Τα δάχτυλά του ήταν σκληρά και ζεστά κι έτσι όπως στεκόταν μπροστά της έμοιαζε με γίγαντα. Η
Φίνλεϊ ένιωσε πάλι αμηχανία και ρίγησε. Τελικά, απελευθέρωσε το χέρι της κι έκανε ένα βήμα
πίσω. «Ναι, αλλά δεν έχετε ένα σκυλί για το σπίτι», του είπε. «Δε θα θέλατε ένα;»

«Φοβάμαι πως δεν μπορώ», της αποκρίθηκε με σοβαρό ύφος. «Όπως κι εσείς, εργάζομαι πολλές
ώρες. Όμως, αν θέλετε, μπορώ να το φροντίζω μέχρι να φύγετε από δω».

«Για τρεις εβδομάδες;» τον ρώτησε κοιτάζοντας μια εκείνον και μια το ζώο. Δάγκωσε νευρικά το
κάτω της χείλι. «Πολύ ευγενικό από μέρους σας. Ευχάριστώ», είπε τελικά.

Το χαμόγελό της ήταν ζεστό και γοητευτικό. Με το λεπτοκαμωμένο κορμί της και το
μικροσκοπικό άσπρο μπικίνι που φορούσε, έμοιαζε με φωτομοντέλο. Ο Μπλέικ δεν της
ανταπέδωσε το χαμόγελο. Τα μισόκλειστα μάτια του άστραψαν καθώς την κοίταζε εξεταστικά. Η
έκφρασή του ήταν πολύ σοβαρή.

Η Φίνλεϊ ξεροκατάπιε νευρικά και γύρισε το κεφάλι της αλλού, για ν’ αποφύγει το έντονο βλέμμα
του. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαιναν και το βλέμμα του και το ύφος του και δεν ήθελε να φανεί
ευάλωτη μπροστά του. Με μια γρήγορη κίνηση, φόρεσε τη φαρδιά πουκαμίσα της.

«Πώς θα τον πάτε στο σπίτι σας;» τον ρώτησε γεμάτη αμηχανία.

«Θ’ ακολουθήσει τον Μπλου», της αποκρίθηκε αδιάφορα και απομακρύνθηκε.

Η Φίνλεϊ τον είδε να περνά το φράχτη και ν’ ανεβαίνει στο άλογό του. Τώρα, από απόσταση,
μπορούσε να θαυμάζει χωρίς φόβο και ταραχή τις επιδέξιες, έμπειρες κινήσεις του και τη δύναμή
του.

Η προσπάθειά του να καταφέρει το αδέσποτο σκυλί να τον ακολουθήσει, ωστόσο, αποδείχτηκε


μάταιη. Τελικά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. «Μείνετε εκεί μέχρι να γυρίσω», είπε
στη Φίνλεϊ κι έφυγε με το άλογό του και τον Μπλου στο κατόπι τους.

Η Φίνλεϊ κάθισε ξανά στην ψάθα της, υπακούοντας στη διαταγή του αγνώστου, και κοίταξε το
πεισματάρικο σπάνιελ χαμογελώντας. «Είσαι ανόητος, το ξέρεις;» του είπε. «Σίγουρα τα μπισκότα
που σου έδωσα σ’ έκαναν να μ’ αγαπήσεις. Όμως κοντά σ’ εκείνον θα περάσεις καλύτερα. Δεν
πρόκειται να σ’ αφήσει να πεινάσεις. Έλα, πιες τώρα και λίγο νερό».

Το σκυλί ήπιε με ευχαρίστηση το νερό που του έδωσε η Φίνλεϊ από το μπουκάλι της κι έπειτα
ακούμπησε το κεφάλι του στο πόδι της κι αποκοιμήθηκε.

Η Φίνλεϊ αγκάλιασε τα γόνατά της και κοίταξε την παραλία μπροστά της. Τα κύμα έσκαζε απαλά
στην αμμουδιά, αλλά εκείνη το μόνο που έβλεπε ήταν η μορφή του Μπλέικ Κερντ. Ήταν ο πιο
εντυπωσιακός άντρας που είχε γνωρίσει μέχρι εκείνη την ημέρα. Εκείνο το αστραφτερό βλέμμα του!
Κι εκείνο το αισθησιακό στόμα! Άραγε το γεροδεμένο κορμί του απολάμβανε ποτέ τη χαλάρωση
που προσφέρει η γυναικεία τρυφερότητα; Στη σκέψη αυτή μια παράξενη ζεστασιά απλώθηκε στο
κορμί της.

Προσπαθώντας να διώξει το ρίγος που τη διαπέρασε, άρχισε να ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις για να
χαρακτηρίσει αυτό τον άντρα. Σίγουρα πρώτα στη λίστα έπρεπε να συμπεριλάβει τα επίθετα
δεσποτικός και αγέρωχος. Αν και φαινόταν κάπως ιδιόρρυθμος, δε θα μπορούσε κανείς να τον πει
ιδιότροπο, θα πήγαινε πολύ. Έδειχνε ακόμα να είναι άνθρωπος με απόλυτη αυτοκυριαρχία. Η Φίνλεϊ
αναρωτήθηκε πώς θα ήταν όταν έχανε αυτή την αυτοκυριαρχία.

Ήταν μια από τις συνήθειές της να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους και να τους κατατάσσει σε
διάφορες κατηγορίες. Το έκανε συνήθως όταν είχε πολύ άγχος. Η προσπάθειά της να βρει τους
κατάλληλους χαρακτηρισμούς για τον καθένα έδιωχνε την πίεση που ένιωθε. Αυτό προσπαθούσε να
κάνει κι αυτή τη στιγμή, μετά την αναστάτωση που της είχε προκαλέσει η παρουσία του Μπλέικ.
Όμως στην περίπτωσή του αντιμετώπιζε φοβερή δυσκολία. Η αρρενίοπότητα και ο δυναμισμός του
ήταν τόσο έντονα, που την εμπόδιζαν να καταλήξει σε ακριβείς χαρακτηρισμούς.

Από πάνω της, μέσα στο πυκνό φύλλωμα του δέντρου, τα τζιτζίκια συνέχιζαν το μονότονο τραγούδι
τους. Η Φίνλεϊ ξάπλωσε στην ψάθα κι έκλεισε τα μάτια της. Το σκυλί αναδεύτηκε, άνοιξε τα μάτια
του και κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της.

Ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε το έκανε να τεντώσει τ’ αυτιά του. Η Φίνλεϊ δεν
κουνήθηκε από τη θέση της όταν ο άντρας βρέθηκε κοντά της. Ακόμα κι όταν το σκυλί σηκώθηκε
κι άρχισε να στριφογυρίζει, πάλι δεν ξύπνησε. Ο Μπλέικ στεκόταν από πάνω της και την κοίταζε
εξεταστικά να κοιμάται αμέριμνα.

Χρειάστηκε να φωνάξει δυο φορές το όνομά της για να τη βγάλει από το λήθαργο της. Η Φίνλεϊ
χασμουρήθηκε και τεντώθηκε και ύστερα, από ένστικτο, πήρε στάση άμυνας.

Γι άλλη μια φορά, της φάνηκε πελώριος. Στεκόταν μπροστά της με τα χέρια στη μέση του. Την
κοίταζε μ’ ενδιαφέρον αλλά και σοβαρότητα. Η Φίνλεϊ δίστασε προς στιγμήν, αλλά έπειτα του
ανταπέδωσε το βλέμμα με θάρρος.

Τα πράσινα μάτια της συνάντησαν τα κεχριμπαρένια δικά

του, ενώ το σκυλί άρχισε να γαβγίζει καταλαβαίνοντας από ένστικτο την ένταση που είχε
δημιουργεί όταν συναντήθηκαν οι ματιές τους. Ο Μπλέικ της άπλωσε το χέρι του και η Φίνλεϊ το
έπιασε και σηκώθηκε όρθια.

Εκείνος χαμογέλασε με κατανόηση και συμπάθεια βλέποντας την ταραχή και την αμηχανία της. Το
βαθύ μπρούντζινο χρώμα της τραχιάς παλάμης του ερχόταν σε αντίθεση με το απαλό, ερεθισμένο
από τον ήλιο δέρμα του χεριού της. Τα μακριά δάχτυλά του μπλέχτηκαν με τα δικά της. Το
άγγιγμά του έκανε το αίμα να κυλήσει καυτό στις φλέβες της και της προκάλεσε ένα ρίγος.
Μισόκλεισε τα μάτια της, μη μπορώντας ν’ αντέξει την έντονη ματιά του.

«Δεν...» ψέλλισε ξεψυχισμένα. Εκείνος έφερε το χέρι της στα χείλη του και φίλησε το εσωτερικό της
παλάμης της, κάνοντας την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά.

«Κι εγώ δεν...» της ψιθύρισε κοιτάζοντας τα αναψοκοκκι-νισμένα μάγουλά της. «Όμως προσπαθώ
να βρω την αιτία... Πάμε να τακτοποιήσουμε το σκύλο;» Της άφησε το χέρι κι εκείνη
συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό της.

«Ναι, ναι, φυσικά», του είπε γυρίζοντας το κεφάλι της αλλού, για να μη δει εκείνος την ταραχή της.
Ζαλισμένη σχεδόν, σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματά της και τον ακολούθησε στο Λαντ Ρόβερ που
ήταν παρκαρισμένο κοντά στο φράχτη.

«Πρέπει να ήμουν πολύ κουρασμένη», δικαιολογήθηκε. «Δε με ξύπνησε ούτε ο θόρυβος του
αυτοκινήτου».

«Μήπως αρρωστήσατε πρόσφατα;»

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε έκπληκτη. «Ναι, ήμουν άρρωστη», παραδέχτηκε με κάποιο δισταγμό.
«Πέρασα πνευμονία και γύρισα στη δουλειά πριν γίνω εντελώς καλά. Αυτός είναι και ο λόγος που
βρίσκομαι εδώ, κάνω ηλιοθεραπεία, μαζεύω αδέσποτα σκυλιά και παριστάνω το πόσουμ στην
παραλία». «Είστε πολύ αδύνατη», της αντιγύρισε. «Τα πόσουμ είναι

καλοθρεμμένα, έχουν κάτασπρα δόντια και τσιρίζουν συνέχεια. Άλλωστε, κανένα πόσουμ δε θα
χαΐδευε ένα αδέσποτο σκυλί, που πιθανότατα είναι γεμάτο τσιμπούρια, ούτε θα το άφηνε να
κοιμάται στα πόδια του».

Είχε ένα εύθυμο ύφος και τα μάτια του έλαμπαν. Η Φίνλεϊ γέλασε, ανακουφισμένη που είχαν φτάσει
στο φράχτη και δε χρειαζόταν να του απαντήσει. Ο Μπλέικ κράτησε την πόρτα για να τη βοηθήσει
να περάσει. Όταν εκείνη και ο σκύλος βγήκαν, ακολούθησε κι εκείνος με μεγάλη ευκολία.
Ύστερα της χαμογέλασε ζεστά. Την κοίταξε στα μάτια και τον κοίταξε κι εκείνη. Ήταν σαν να
μοιράζονταν κάποιο κοινό μυστικό.

Αμοιβαία έλξη, συλλογίστηκε η Φίνλεϊ, ενώ έμπαινε στο Λαντ Ρόβερ. Το σπάνιελ πήδησε κι αυτό
μέσα στο αυτοκίνητο και κουλουριάστηκε στα πόδια της. Ο Μπλέικ κάθισε δίπλα της, πίσω από το
τιμόνι. Ναι, αυτό είναι, κατέληξε η Φίνλεϊ. Η έλξη ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα
που έχουν υμνήσει αμέτρητοι ποιητές, σε αμέτρητους στίχους. Μερικοί το είπαν πόθο, άλλοι πάθος
και άλλοι λαγνεία. Κάτι που συμβαίνει σ’ όλους τους τόπους και σ’ όλες τις εποχές. Ο Μπλέικ ήταν
ένας γοητευτικός άντρας με χρυσαφένια μαλλιά και εκπληκτικό προφίλ. Είχε εντυπωσιακό
παράστημα και γεροδεμένο σώμα. Ήταν επόμενο να τη συγκινεί. Οποιαδήποτε γυναίκα θα
γοητευόταν.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Μπλέικ είχε μέσα του καλοσύνη. Διαφορετικά, θα άφηνε κι εκείνη και
το αδέσποτο στην τύχη τους.

Βέβαια, η Φίνλεϊ Μακμίλαν δεν ήταν οποιοδήποτε γυναίκα. Είχε καλές προοπτικές και φιλοδοξίες
για το μέλλον. Πάνω απ’ όλα σκεφτόταν την καριέρα της ως γιατρού και έπρεπε να προσέχει. Ο
Μπλέικ Κερνι θα ήταν σίγουρα ένας έμπειρος εραστής και άρα ιδιαίτερα επικίνδυνος, τουλάχιστον
για κείνη.

Ωστόσο αυτό δε σήμαινε πως δεν μπορούσε να είναι ευγενική μαζί του. Έτσι, όση ώρα εκείνος
οδηγούσε, συζήτησαν ευχάριστα για διάφορα θέματα μέχρι που έφτασαν σ’ έναν όμορφο κόλπο του
νησιού.

«Ο Κόλπος με το Παλάτι», την πληροφόρησε ο Μπλέικ. «Μπορείς να μαντέψεις, βέβαια, γιατί


ονομάστηκε έτσι».

«Ω, είναι υπέροχα εδώ», σχολίασε η Φίνλεϊ κοιτάζοντας γύρω της το τοπίο, κυρίως το εντυπωσιακό
οικοδόμημα που δέσποζε στο κέντρο. Ύστερα άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του στο τιμόνι,
ζητώντας του να σταματήσει το αυτοκίνητο.

Εκείνος έκανε όπως του ζήτησε και η Φίνλεϊ άνοιξε αμέσως την πόρτα και βγήκε έξω για να
θαυμάσει το τοπίο. Ήταν μια μαγευτική παραλία, που βρεχόταν από τα νερά του Νότιου Ειρηνικού,
αλλά η έπαυλη έκλεβε την παράσταση. «Δεν πιστεύω στα μάτια μου!» φώναξε η Φίνλεϊ
εντυπωσιασμένη.

«Το έχτισε τον περασμένο αιώνα ο σερ Τζέιμς Ριντ, ένας πλούσιος έποικος, από τα εισοδήματα
κάποιου χρυσωρυχείου. Είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα και τη λάτρεψε. Φαίνεται άλλωστε από το
αρχιτεκτονικό στυλ του σπιτιού, που παραπέμπει σε αρχαιοελληνικό ναό», της εξήγησε ο Μπλέικ.

«Μου δίνει την εντύπωση πως ανήκει σε κάποιον άλλον κόσμο, σε κάποια άλλη εποχή».

Η έπαυλη ήταν χτισμένη σε μια επίπεδη επιφάνεια σε μικρή απόσταση από την παραλία, με μια
μεγάλη στοά στην πρόσοψη, που στηριζόταν σε κίονες ιωνικού ρυθμού, κατασκευασμένους από το
ίδιο μάρμαρο που κάλυπτε εξωτερικά ολόκληρο το οικοδόμημα. Αστραφτε επιβλητικό και
μεγαλόπρεπο, περιτριγυρισμένο από όμορφους κήπους, με τα γαλάζια νερά του κόλπου μπροστά
του.

«Είναι ένας συνδυασμός του Παρθενώνα και των μεγάρων της προπολεμικής αρχιτεκτονικής»,
παρατήρησε η Φίνλεϊ. «Θεέ μου, είναι πελώριο αλλά δένει θαυμάσια με το περιβάλλον! Απορώ πώς
δεν είδα ποτέ κάποια φωτογραφία του στα περιοδικά. Όλα τα όμορφα σπίτια έχουν
φωτογραφηθεί. Ποιος μένει εδώ;»

«Εγώ», της απάντησε αδιάφορα. «Είναι το σπίτι μου και δεν επιτρέπω να τραβάνε φωτογραφίες,
εκτός αν κάποιος το φωτογραφίσει από τη θάλασσα χωρίς να το αντιληφθώ».

Ήταν ακουμπισμένος στο Λαντ Ρόβερ και την κοίταζε με σοβαρό ύφος. Η Φίνλεϊ, αφού συνήλθε
από την έκπληξη, άρχισε να γελάει δυνατά.

«Ω, βρίσκομαι μ' έναν αριστοκράτη! Συνηθίζεις να φοράς μεταξωτά πουκάμισα με διαμαντένια
κουμπιά; Έπρεπε να έχεις κι ένα λεπτό μουστάκι!»

«Ο σερ Τζέιμς Ριντ ήταν αριστοκράτης, όχι εγώ», της είπε, ενώ τα μάτια του έλαμπαν. «Εγώ είμαι
ένας ταπεινός κτηματίας. Ντύνομαι πάντα απλά, αν θες να ξέρεις».

«Σίγουρα επειδή θέλεις να κρύβεις το σνομπ ύφος σου», του είπε σε εύθυμο τόνο. «Όσο για μένα,
αν φορούσα τα ρούχα εκείνων των παλιών αριστοκρατισσών, θα έμοιαζα με μπόγο που επιπλέει στη
θάλασσα ύστερα από ένα ναυάγιο. Πες μου, το σπίτι σου είναι το ίδιο εντυπωσιακό μέσα
όσο απέξω;»

«Ο σερ Τζέιμς κάθε άλλο παρά σπαρτιατική ζωή έκανε», της αποκρίθηκε κάνοντας ένα μορφασμό.
«Πάμε μέσα και θα δεις».

Μιλούσε με αυτοπεποίθηση. Αν ο Μπλέικ Κερντ ήταν κτηματίας και ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού,
θα πρέπει να ήταν πολύ πλούσιος. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε ακούσει ποτέ το όνομά του,
αλλά της ήρθε στο μυαλό ένα άλλο, παρόμοιο όνομα.

«Μόργκαν Κερντ», φώναξε θριαμβευτικά.

«Αυτός είναι ο ξάδερφός μου», της είπε καθώς προχωρούσε στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην
έπαυλη. «Τον ξέρεις;» Γύρισε να την κοιτάξει.

Η Φίνλεϊ ξεροκατάπιε, αλλά δεν απάντησε μέχρι που εκείνος γύρισε ξανά το βλέμμα του στο
μονοπάτι. «Ναι, τον γνώρισα κάποτε», του είπε τελικά. «Βοήθησα τη γυναίκα του στον τοκετό».

To πρόσωπο του Μπλέικ μαλάκωσε. «Α, ναι», είπε. «Ο Μόργκαν θα σου χρωστάει για πάντα
ευγνωμοσύνη. Ήταν πολύ δύσκολη γέννα και ο άνθρωπος λατρεύει τη γυναίκα του».
«Κι εκείνη αυτόν», παρατήρησε η Φίνλεϊ. Την ίδια στιγμή, θυμήθηκε το ζευγάρι και την αφοσίωση
του ενός προς τον άλλον και χαμογέλασε. Ο μικρός γιος τους, που ήταν πιστό αντίγραφο του
πατέρα του, είχε έρθει να συμπληρώσει το μαγικό κόσμο της αγάπης τους γεμίζοντάς τους με
ανείπωτη χαρά -ειδικά όταν οι γιατροί αποφάνθηκαν πως η κατάσταση της υγείας του ήταν άριστη.

Μπροστά της, το σκυλί χοροπηδούσε ευχαριστημένο γλείφοντας κάθε τόσο τα πόδια της. Εγώ κι
εσύ, σκέφτηκε η Φίνλεϊ, είμαστε παρείσακτοι σ’ αυτό το μέρος. Όμως μια σύντομη επίσκεψη σε
τούτο το παλάτι δε θα μας κάνει κακό.

Οι κήποι γύρω από την έπαυλη ήταν μεθυστικοί. Πελώρια ποχουτουκάουα υψώνονταν ανάμεσα σε
θάμνους με πολύχρωμα λουλούδια, μυρτιές και ιβίσκους. Υπήρχαν ακόμα αρκετά δέντρα με
καρπούς, άφθονα λαχανικά και μυρωδάτες γαρδέ-νιες και τάτουλες.

«Να υποθέσω πως δεν ευδοκιμούν εδώ οι κοκκοφοίνικες», είπε η Φίνλεϊ με κομμένη την ανάσα απ'
αυτά που έβλεπε, ενώ προχωρούσαν προς το πίσω μέρος του σπιτιού.

«Ναι», της αποκρίθηκε. «Σ’ αυτό το σημείο φυσάει μόνο βοριάς, που είναι ζεστός και υγρός».

«Είναι όλα φανταστικά». Σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει. Το τοπίο την είχε κυριολεκτικά
μαγέψει.

«Είναι το μόνο μέρος που μου αρέσει να ζω», της είπε. «Νομίζω πως αν φύγω απ’ το νησί θα
πεθάνω. Ας περιποιη-θούμε τώρα αυτό τον κοπρίτη», πρόσθεσε χτυπώντας ελαφρά στο κεφάλι το
κοκαλιάρικο σπάνιελ.

Μία ώρα αργότερα, είχαν κάνει μπάνιο, είχαν χτενίσει, είχαν εμβολιάσει και είχαν ταΐσει κανονικά
το σκυλί. Όταν το έβαλαν σ’ ένα όμορφο σκυλόσπιτο, εκείνο κοίταξε μ’

ευγνωμοσύνη τους σωτήρες του καθώς απομακρύνονταν. Η Φίνλεϊ εντυπωσιασμένη από τις
γνώσεις του Μπλέικ γύρω από την κτηνιατρική, τον ακολούθησε σε μια ανθισμένη τζακαράντα, στο
πίσω μέρος του σπιτιού, όπου ήπιαν το τσάι που ετοίμασε εκείνος σε χρόνο ρεκόρ.

«Έδειξες μεγάλη καλοσύνη», του είπε κάποια στιγμή προσπαθώντας ν’ αγνοήσει το βλέμμα του που
είχε καρφωθεί στα πόδια της. «Είμαι σίγουρη πως ο σκύλος θα εκτιμήσει πάρα πολύ όσα έκανες για
κείνον».

Η ματιά του άστραψε. «Τα σκυλιά δε σε βλέπουν με καλό μάτι όταν τους κάνεις ενέσεις», της είπε.
«Ομολογώ πως ζήλεψα μόλις τον είδα να χώνει το κεφάλι του στον κόρφο σου. Ήταν πολύ
συγκινητικό».

«Ελπίζω να μην παράτησες τη δουλειά σου για μένα και το σκυλί», του είπε ακουμπώντας το
φλιτζάνι στο τραπεζάκι μπροστά της.

«Δεν παράτησα καμιά δουλειά», της αποκρίθηκε χαμογελώντας. «Μίλησέ μου για τον εαυτό σου».

«Δεν έχω τίποτα να πω», του είπε ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους της.

Από πάνω τους, ένα τζιτζίκι είχε αρχίσει το τραγούδι του.


«Γιατί σπούδασες γιατρός;»

«Δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ με τίποτε άλλο. Ήμουν πέντε χρονών όταν το αποφάσισα». Δεν ήθελε να
μιλήσει για τον εαυτό της, αλλά εκείνος, σαν κανονικός ανακριτής, κατάφερε με τις ερωτήσεις του
να μάθει αρκετά.

«Ω, θα σ’ έχω κουράσει με τις ανοησίες μου», του είπε τελικά η Φίνλεϊ.

«Δεν επιτρέπω ποτέ στον εαυτό μου να κουραστεί», της είπε ο Μπλέικ. «Και για το γάμο τι
σκέφτεσαι;» τη ρώτησε ύστερα. «Δε θέλεις να κάνεις οικογένεια, δεν έχεις ανάγκη από ένα
σύζυγο;»

«Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να παντρευτώ, αν βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος», του αποκρίθηκε


διστακτικά.

«Μήπως σ’ έχει απογοητεύσει κάποιος άντρας στο παρελθόν;» τη ρώτησε ο Μπλέικ


ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε αχνά. «Κάποτε είχα αρραβωνιαστεί. Τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά».

«Γιατί;»

Δάγκωσε νευρικά το κάτω της χείλι. Ήθελε να του πει να την αφήσει ήσυχη και να πάψει να της
κάνει ενοχλητικές ερωτήσεις. Όμως έκανε το λάθος να τον κοιτάξει στα μάτια. Το βλέμμα του την
αφόπλισε. Αναγκάστηκε να του πει την αλήθεια.

«Ήταν πολύ φιλόδοξος και φοβερά έξυπνος. Ήθελε μια σύζυγο που θα έμενε στο σπίτι για να
μεγαλώνει τα παιδιά και να παριστάνει την τέλεια οικοδέσποινα, ενώ εκείνος θ’ ανέβαινε ένα ένα
τα σκαλοπάτια της επιτυχίας. Δεν ήθελε η γυναίκα του να είναι φοιτήτρια της ιατρικής και να
διαβάζει ασταμάτητα. Εγώ, από την άλλη, είμαι ανίκανη να ετοιμάσω ένα επίσημο γεύμα της
τελευταίας στιγμής και με πιάνει νύστα όταν κάποιος μιλάει συνέχεια για επιχειρήσεις, έστω κι αν
αυτός είναι ο προϊστάμενος του μνηστήρα μου».

«Δεν ξέρεις να μαγειρεύεις;»

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε, μόλο που η ερώτησή του την ενόχλησε. «Ω, μπορώ να ετοιμάσω ένα απλό
φαγητό. Δεν τα καταφέρνω όμως στις σπεσιαλιτέ που χρειάζονται ώρες ολόκληρες για να
ετοιμαστούν».

Ο Μπλέικ γέλασε. «Σχεδόν χαίρομαι που συναντώ μια γυναίκα που δε φιλοδοξεί να γίνει τέλεια
μαγείρισσα. Κάθε κοπέλα που γνωρίζω μου δίνει την εντύπωση πως έχει παρακολουθήσει αμέτρητα
σεμινάρια μαγειρικής. Μερικές, μάλιστα, προθυμοποιούνται να φτιάξουν τόσο περίεργα
φαγητά, ώστε η γυναίκα που μου κρατάει το σπίτι τρέχει στο απέναντι νησί για να προμηθευτεί τα
υλικά».

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε συνοφρυωμένη.

«Η ζωή στο νησί είναι μονότονη για κάποιον που έχει συνηθίσει στις ανέσεις μιας μεγάλης πόλης.
Το ξενοδοχείο
δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες κάποιου, αν αποφάσιζε να ζήσει εδώ», της είπε ο
Μπλέικ.

«Μιλάς σαν να έχεις περάσει κι εσύ κάποια απογοήτευση, Μπλέικ», παρατήρησε.

«Όλοι έχουμε περάσει κάποια απογοήτευση», της απάντησε κάνοντας ένα μορφασμό.

Η Φίνλεϊ για μια στιγμή σκέφτηκε πως ο Μπλέικ ήταν ένας πικραμένος άντρας που είχε ανάγκη από
τη συμπόνια της. Όμως, όταν σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει, διαπίστωσε πως εκείνος δεν
έδειχνε καθόλου πικραμένος. Αντίθετα, στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η αισιοδοξία.
Το κυνικό χαμόγελό του την έκανε να καταλάβει πως είχε διαβάσει τις σκέψεις της.

«Ένας άτυχος γάμος», της εξήγησε αδιάφορα.

«Λυπάμαι», μουρμούρισε η Φίνλεϊ θέλοντας να δείξει κάποια συμπάθεια.

«Κι εγώ λυπάμαι», της είπε. «Πνίγηκε προσπαθώντας να δραπετεύσει», πρόσθεσε.

«Ω, τι τρομερό!» αναφώνησε και, χωρίς να το καταλάβει, σηκώθηκε όρθια και, αυθόρμητα, έπιασε
το κεφάλι του και το ακούμπησε τρυφερά στο στήθος της θέλοντας να τον παρηγορήσει. Ένιωσε
την έκπληξή του, μόλο που δεν έβλεπε το πρόσωπό του.

«Καλά είμαι εδώ που βρίσκομαι», της είπε, όταν εκείνη προσπάθησε ν’ απομακρύνει τα μπράτσα
του, που είχαν τυλιχτεί στη μέση της. «Ποια ειδικότητα σκοπεύεις ν’ ακολουθήσεις;» τη ρώτησε.

«Παιδιατρική», του αποκρίθηκε.

«Πιστεύω πως θα γίνεις μια θαυμάσια παιδίατρος. Έχεις πολύ τρυφερή καρδιά».

Η Φίνλεϊ έσκυψε για να κοιτάξει το ξανθό κεφάλι που ήταν ακουμπισμένο στο στήθος της. Ο
Μπλέικ μετακινήθηκε και, ξαφνικά, αυτό που του πρόσφερε εκείνη κι αυτό που εκείνος δεχόταν
δεν ήταν πλέον μόνο συμπόνια. Η ατμόσφαιρα

ηλεκτρίστηκε. Οι παλάμες του Μπλέικ ανέβηκαν στην πλάτη της. Το στόμα του ακούμπησε στο
στήθος της, προκαλώ-ντας της ρίγη. Η Φίνλεϊ γλίστρησε τα χέρια της στη βάση του αυχένα του και,
διστακτικά, τα έχωσε μέσα στο πουκάμισό του. Το κορμί του έκαιγε ολόκληρο.

Ο Μπλέικ μουρμούρισε κάτι και την τράβηξε κοντά του. Ύστερα, πιάνοντάς την από τη μέση, την
έσφιξε με δύναμη πάνώ του. Όταν την είδε να δαγκώνει το κάτω της χείλι, χαλάρωσε τη λαβή του.
Έβαλε τα χέρια του κάτω από τη λεπτή μπλούζα της και τ’ ανέβασε στο στήθος της. Χαμογελούσε
ευχαριστημένος, ενώ στα μισόκλειστα μάτια του καθρεφτιζόταν ο πόθος.

Η Φίνλεϊ λύγισε παραδομένη τα γόνατά της και βρέθηκε καθισμένη στα πόδια του. Τότε εκείνος,
βαριανασαίνοντας, πίεσε τις παλάμες του στο βελούδινο στήθος της. Το αίμα άρχισε να κυλάει
καυτό στις φλέβες της, η καρδιά της να χτυπά δυνατά κι ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη
της. Όταν το στόμα του ακούμπησε στο λαιμό της, τη διαπέρασε ένα ρίγος ηδονής. Ακούμπησε το
μάγουλό της στα πυκνά μαλλιά του, ενώ η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία.

Ο πόθος που ένιωθε η Φίνλεϊ ήταν πρωτόγνωρος. Παρ’ ότι τα χέρια και το στόμα του συνέχιζαν τη
γλυκιά εξερεύνησή τους, της πέρασε από το μυαλό πως έπρεπε να τον σταματήσει, όσο είχε ακόμα
τη δύναμη να το κάνει.

Ο Μπλέικ, όμως, όταν προσπάθησε να τον σπρώξει, δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Τα χείλη του είχαν
κολλήσει στο λαιμό της και τα χέρια του στο στήθος της. Αρχισε να του κουνάει το κεφάλι, για να
συνέλθει από τον πόθο που τον είχε κυριέψει.

Τελικά, εκείνος κατάλαβε. Σήκωσε το κεφάλι του και, μουρμουρίζοντας κάτι, την κοίταξε στο
πρόσωπο εξεταστικά. Το βλέμμα του ήταν τόσο καυτό, τόσο έντονο, ώστε η Φίνλεϊ νόμιζε πως
διαπερνούσε τη σάρκα της κι έφτανε βαθιά μέσα της, προσπαθώντας να μαντέψει τις σκέψεις και
τα συναισθήματά της.

Ύστερα, ο Μπλέικ της χαμογέλασε κι εκείνη τραβήχτηκε πίσω αμήχανη.

«Δεν είσαι τέτοια γυναίκα, Φίνλεϊ», της είπε τελικά σε ήρεμο τόνο.

Εκείνη ανασήκωσε αγέρωχα το κεφάλι της. «Λυπάμαι, αλλά δε συνηθίζω να κοιμάμαι μ’ έναν
άντρα λίγες ώρες αφότου τον γνωρίσω».

«Προτιμάς να προσφέρεις παρηγοριά και συμπόνια, όχι το κορμί σου», της είπε κοιτάζοντάς την
έντονα, με μια παράξενη λάμψη στα μάτια του. «Ίσως είναι σοφό αυτό που κάνεις», πρόσθεσε
εντελώς ανέλπιστα.

«Είναι το ασφαλέστερο, νομίζω, κι εγώ είμαι πάντα προσεκτική».

Την κοίταξε σκεφτικός. «Το ίδιο ισχύει και για μένα», της είπε. «Πιστεύω πως μόνο ένας ηλίθιος
την παθαίνει για δεύτερη φορά».

Η Φίνλεϊ, όπως και ο Μπλέικ, δεν είχε καμία διάθεση να μπλέξει με κάποιον που γνώριζε ελάχιστα.
Όμως αυτό που είχε νιώσει πριν από λίγο ήταν τόσο δυνατό, ώστε λίγο έλειψε να ξεχάσει την
απόφαση που είχε πάρει κάποτε, ν’ αποφεύγει τις επιπόλαιες ερωτικές περιπέτειες. Η αντίδραση του
κορμιού της στο άγγιγμα αυτού του άντρα όμως ήταν πρωτόγνωρη.

Και δεν μπορούσε να την αγνοήσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Αργότερα στο ξενοδοχείο, μέσα στην απρόσωπη πολυτέλεια του δωματίου της, η Φίνλεϊ
προσπαθούσε να καταλάβει γιατί την είχε απογοητεύσει η κυνική δήλωσή του. Ήταν φανερό πως ο
Μπλέικ δεν ενδιαφερόταν για μια σοβαρή σχέση μαζί της. Όμως ούτε κι εκείνη την ενδιέφεραν
οι σοβαρές σχέσεις, σωστά;

Τότε γιατί νιώθεις απογοήτευση; ρώτησε τον εαυτό της αυστηρά. Είναι δυνατό οι γυναίκες στα
είκοσι έξι τους, έστω και παρθένες, να κάνουν ρομαντικά όνειρα σαν δεκαεξάχρο-νες έφηβες;

Μόνο τα αφελή κοριτσόπουλα σκέφτονται έτσι. Ξεχνούν τις καριέρες και τους στόχους τους και
ονειρεύονται έναν παθιασμένο έρωτα που θα τις οδηγήσει σ’ έναν ευτυχισμένο γάμο και μια
πολυμελή οικογένεια. Η Φίνλεϊ είχε μεγαλώσει πια και ήταν αρκετά ώριμη και λογική. Εξάλλου,
είχε κάνει τις επιλογές της καιρό τώρα κι είχε αποδεχτεί τις συνέπειες. Ο αποτυχημένος αρραβώνας
της της είχε δώσει ένα γερό μάθημα: έπρεπε ν’ αφοσιωθεί στη δουλειά της. Αν τυχόν παντρευόταν,
ίσως αντιμετώπιζε την άσχημη αντίδραση του συζύγου της σ’ αυτές τις επιλογές της.

Η πείρα την είχε διδάξει επίσης πως το μεγάλο πάθος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια έντονη φυσική
έλξη -κι αυτή, τις πιο πολλές φορές, δεν οδηγούσε στο γάμο. Και, αν οδηγούσε, στο τέλος
αποδεικνυόταν σκέτη καταστροφή κι έφερνε δυστυχία.

Ο Μπλέικ φέρθηκε έντιμα ξεκαθαρίζοντας από την αρχή τις προθέσεις του. Την ήθελε μόνο για
ερωτικό σύντροφο. Αν κάποτε αποφάσιζε να παντρευτεί, θα έβρισκε μια καλή κοπέλα που θα ανήκε
στον κύκλο του και θα ταίριαζε στο παλάτι του κόλπου. Και σίγουρα θα ζούσαν ευτυχισμένοι.

Ευτυχισμένη ήλπιζε να ζήσει και η ίδια, με άντρα ή χωρίς άντρα, με παιδιά ή χωρίς παιδιά.

Η Φίνλεϊ ήθελε να δει το εσωτερικό της έπαυλης, αλλά εκείνος την οδήγησε βιαστικά πίσω στο
ξενοδοχείο της, ίσως γιατί σκέφτηκε πως, αν έμεναν περισσότερο εκεί, θα έκανε πράγματα για τα
οποία θα μετάνιωνε αργότερα. Εκείνη τον ευχαρίστησε για όλα όσα έκανε για το σκυλί κι εκείνος
της υποσχέθηκε πως θα το φρόντιζε όσο καλύτερα μπορούσε.

Ήρθε η στιγμή του αποχαιρετισμού. Η Φίνλεϊ σκεφτόταν πως είχαν ενεργήσει και οι δύο πολύ
λογικά και υπεύθυνα. Όμως, τη στιγμή που εκείνη έκανε να φύγει, ο Μπλέικ άπλωσε το χέρι του κι
απομάκρυνε μια τούφα μαλλιά από το πρόσωπό της. Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα
χείλη.

«Χαίρομαι που σε γνώρισα», της είπε με βραχνή φωνή, κι εκείνη, αφού τον αποχαιρέτησε, έφυγε
σχεδόν τρέχοντας προς το ξενοδοχείο, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της.

Μετά σκεφτόταν πως είχε φερθεί ανόητα. Η συμπεριφορά της θύμιζε ανώριμη δεκαεξάχρονη στο
πρώτο της ραντεβού.

Όταν κατέβηκε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου για φαγητό, η Φίνλεϊ έφερνε και ξανάφερνε στη
μνήμη της όσα είχαν συμβεί λίγες ώρες πριν. Η φαντασία της έπλαθε εικόνες που αναστάτωναν το
κορμί της. Φαντάστηκε τον Μπλέικ να της κάνει έρωτα με πάθος και ρίγησε σύγκορμη.
Ευτυχώς που ο σερβιτόρος οδήγησε εκείνη τη στιγμή στο τραπέζι της ένα νεαρό ζευγάρι.

«Μήπως δε θέλετε παρέα;» ρώτησε η κοπέλα. «Αν σας ενοχλούμε, θα παρακαλέσουμε το σερβιτόρο
να μας βρει αλλού να καθίσουμε».

Η τραπεζαρία ήταν γεμάτη. Έτσι, η Φίνλεϊ, αν και προτιμούσε να τρώει μόνη, αναγκάστηκε να τους
δεχτεί στο τραπέζι της χαμογελώντας εγκάρδια. Είχαν φτάσει στο ξενοδοχείο πριν από τρεις μέρες
και, μόλο που ούτε ο ένας ούτε ο άλλος το ομολόγησαν, ένιωθαν λίγο έξω από τα νερά τους.

«Ο Μαρκ βοήθησε να γίνουν μερικές προσθήκες εδώ στο ξενοδοχείο», είπε στη Φίνλεϊ η γυναίκα.
«Έτσι, αποφασίσαμε να περάσουμε εδώ το μήνα του μέλιτος. Είναι πολύ όμορφο μέρος, δε
συμφωνείτε;»

Η Φίνλεϊ συμφώνησε, νιώθοντας ξαφνικά πολύ μεγαλύτερη από τον άντρα και τη γυναίκα που είχαν
καθίσει στο τραπέζι της, αν και δεν πρέπει να τους περνούσε περισσότερο από πέντε χρόνια.
Ακούσε με ευχαρίστηση τις λεπτομέρειες του γάμου τους και έμαθε για τη δουλειά του Μαρκ σε
κάποια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία, στο λιμάνι του Όκλαντ. Οι δυο γυναίκες μίλησαν για
μόδα και για την κοινή τους αγάπη για τα ταξίδια. Έφαγαν και οι τρεις τους με όρεξη και ύστερα
πήγαν όλοι μαζί για καφέ στο σαλόνι.

«Έχουν ξοδέψει πολλά χρήματα για να αξιοποιηθεί αυτό το μέρος», άρχισε ο Μαρκ, ρίχνοντας
ζάχαρη στο φλιτζάνι του. «Πριν από πέντε χρόνια εδώ ήταν ερημιά. Υπήρχαν μόνο μερικά
ποχουτουκάουα και λίγες αγελάδες! Όμως με τα λεφτά όλα γίνονται. Αν είχατε τόσα όσα έχει ο
Μπλέικ Κερντ, δε θα διστάζατε να ξοδέψετε αρκετά προκειμένου να κερδίσετε περισσότερα. Ολο το
νησί είναι δικό του. Η οικογένειά του ζούσε εδώ από πολύ παλιά. Είναι πολύ συμπαθητικός τύπος».

«Ω, το λες επειδή είναι πιο ψηλός από σένα!» τον πείραξε η γυναίκα του. Ύστερα γύρισε και κοίταξε
με νόημα τη Φίνλεϊ. «Εγώ δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά, όταν δούλευε εδώ ο Μαρκ, συναντούσε τον
Κερντ και τη σύζυγό του. Όλες οι γυναίκες τον γλυκοκοίταζαν, παρ’ όλο που ήταν παντρεμένος».

«Υπήρχε λόγος», εξήγησε ο Μαρκ. «Η γυναίκα του ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει.
Έμοιαζε με μοντέλο ή

σταρ του κινηματογράφου. Οι δυο τους φαίνονταν να είναι το τέλειο ζευγάρι. Βέβαια, βλέπαμε
περισσότερο τη γυναίκα του παρά εκείνον. Πήγαινε συχνά σε δείπνα και χορούς. Της άρεσε πολύ η
διασκέδαση». Ήταν φανερό πως ο Μαρκ απορούσε με τον Μπλέικ που την άφηνε μόνη. «Εκείνον
τον βλέπαμε πολύ σπάνια», συμπλήρωσε.

«Ο θάνατός της ήταν φριχτός». Η κοπέλα έδειχνε πως είχε διάθεση για κουτσομπολιό. «Είχε
ξεσπάσει μια φοβερή θύελλα κι εκείνη έφυγε με τη βάρκα, με αποτέλεσμα να τσακιστεί πάνω στους
βράχους. Στην ανάκριση αποκαλύφθηκε πως είχε προηγηθεί ανάμεσά τους φοβερός καβγάς. Ο
Μπλέικ, βλέποντας πως η γυναίκα του είχε κυριευτεί από υστερία, την είχε κλειδώσει σ’ ένα
δωμάτιο. Όμως εκείνη κατάφερε να το σκάσει κι έφυγε με τη βάρκα, αψηφώντας τον
επικίνδυνο καιρό. Κι όλα αυτά, επειδή ήθελε να πάει σε κάποιο πάρτι! Σίγουρα είχε χάσει το μυαλό
της για να κάνει ό,τι έκανε».

«Ήταν πραγματικά ασυγκράτητη, ατίθαση», σχολίασε ο Μαρκ.

«Τι τρομερό!» μουρμούρισε η Φίνλεϊ φέρνοντας στη μνήμη της το ύφος του Μπλέικ τη στιγμή που
είχε αναφερθεί στο γάμο του.

«Αυτό σημαίνει πως η ομορφιά και τα χρήματα δεν μπορούν να σου προσφέρουν τα πάντα και
κυρίως την ευτυχία», είπε η γυναίκα. «Δεν ξέρω βέβαια αν πρέπει να της ρίξουμε όλο το φταίξιμο.
Αυτό το μέρος είναι θαυμάσιο το καλοκαίρι. Όμως μπορώ να φανταστώ πώς θα είναι και το
χειμώνα. Αποκλεισμένο μέρες ολόκληρες και...»

Ο άντρας της γέλασε, διακόπτοντάς την. «Ω, έλα τώρα, Βίκι, δεν είναι και τόσο άσχημα! Έχουν και
οι καταιγίδες του χειμώνα την ομορφιά τους. Εξάλλου, δε νομίζω ότι μένει αποκλεισμένο το νησί
επί μήνες».

«Κοίτα, Μαρκ, προσωπικά, δε θα ήθελα να βρίσκομαι για πολύ καιρό μακριά από τα μαγαζιά», είπε
με έμφαση η Βίκι.
Αίγο αργότερα, το ζευγάρι την αποχαιρέτησε και πήγε στο

κλαμπ να χορέψει. Η Φίνλεϊ ήπιε άλλο ένα φλιτζάνι καφέ και ύστερα ανέβηκε στο δωμάτιό της για
ύπνο.

Ενώ γδυνόταν, αναλογίστηκε πως είχε περάσει μια πολύ κουραστική μέρα. Όχι τόσο επειδή είχε
ασχοληθεί με κουραστικές δουλειές, αλλά γιατί είχε ζήσει μερικές πολύ έντονες στιγμές. Ένιωθε
φοβερή εξάντληση, έστω κι αν η ώρα ήταν μόλις εννέα.

***

Την ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη στιγμή που έβλεπε ένα εφιαλτικό όνειρο.
Σηκώνοντας το ακουστικό, νόμισε πως έβλεπε ακόμα την εικόνα του ονείρου. Ένας ξανθός,
πανύψηλος άντρας κυνηγούσε μια όμορφη γυναίκα που έτρεχε ουρλιάζοντας.

Η φωνή του Μπλέικ την τρόμαξε. Ήταν σαν να συνεχιζόταν το όνειρο. Τη διαπέρασε ένα ρίγος.

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε απότομα.

«Ακου... Ο σκύλος σου... δεν τρώει και γαβγίζει συνέχεια», την πληροφόρησε.

«Τι κρίμα, λυπάμαι πάρα πολύ...» Το όνειρο έσβησε και η Φίνλεϊ ξύπνησε εντελώς, ξαναβρίσκοντας
τη λογική και την ευγένειά της.

Ο Μπλέικ γέλασε. «Ναι, λυπάσαι! Όμως εγώ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη νύχτα. Θα ’ρθω να σε
πάρω σε μισή ώρα».

«Ε... περίμενε ένα λεπτό... Δε...»

«Μην ανησυχείς για το πρωινό. Σε μισή ώρα!» της είπε με έμφαση κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Η Φίνλεϊ ετοιμάστηκε στα γρήγορα. Φόρεσε ένα πράσινο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτα αρκετά μέρη
του κορμιού της, χτένισε τα μαλλιά της κι έβαλε λίγο μακιγιάζ. Όταν κατέβηκε στη ρεσεψιόν, είδε
τον Μπλέικ να συζητάει με σοβαρό ύφος με τον Μάικ Κλάουντ, το διευθυντή του ξενοδοχείου.

Τον περίμενε σε κάποια απόσταση, επειδή δεν ήθελε να τους διακόψει. Αναρωτήθηκε τι ήταν
εκείνο, εκτός από το

ύψος του και την κατασκευή του σώματός του, που τον έκανε να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε
άντρα. Ο διευθυντής του ξενοδοχείου ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Όμως ο Μπλέικ της φαινόταν
πολύ πιο ελκυστικός. Ζωώδης μαγνητισμός, σκέφτηκε, καθώς εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Το
κορμί του απέπνεε μια αρρενωπότητα που της έκοβε την ανάσα. Το χαμόγελό του και η
κεχριμπαρένια λάμψη των ματιών του έκαναν τα γόνατά της να λυγίζουν.

«Καλημέρα», της είπε με απαλή φωνή.

Η Φίνλεϊ πρόσεξε πως ο διευθυντής έριξε μια συνωμοτική ματιά στον Μπλέικ όταν τους σύστησε.
Όμως τον συγχώρε-σε, γιατί ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Ίσως ο Μπλέικ συνήθιζε να διαλέγει
τις ερωτικές συντρόφους του από τις πελάτισσες του ξενοδοχείου. Οι άντρες είναι τα πιο
παράξενα όντα, συλλογίστηκε. Τότε, είδε μια όμορφη, σαγηνευτική γυναίκα μ’ ένα πολύ
αποκαλυπτικό φόρεμα να περνά δίπλα τους. Το πρόσωπό της ήταν άψογα μακιγιαρισμένο και
τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια της καρφώθηκαν προκλητικά πάνω στον Μπλέικ. Αυτό έκανε τη
Φίνλεϊ να σκεφτεί πως ο διευθυντής ίσως δεν είχε άδικο που την είχε αντιμετωπίσει κι εκείνη σαν
τις άλλες γυναίκες.

Ο Μπλέικ έκανε πως δεν την πρόσεξε, αλλά η Φίνλεϊ το κατάλαβε. Προσπαθώντας να κρύψει τη
ζήλια που την είχε κυριέψει, είπε στον εαυτό της πως κάθε άντρας στη θέση του το ίδιο θα έκανε.

«Ελπίζω», άρχισε ο Μπλέικ, καθώς έμπαινε στο Λαντ Ρόβερ για να καθίσει δίπλα της, «να μην έχεις
προγραμματίσει κάτι για σήμερα».

«Τίποτε απολύτως», του αποκρίθηκε. «Όσο βρίσκομαι εδώ, είμαι αποφασισμένη να μην κάνω
τίποτα. Θέλω απλώς να ξεκουραστώ και ν’ απολαύσω τη θάλασσα και τον ήλιο. Μπλέικ, λυπάμαι
για το σκύλο. Γάβγιζε όλη τη νύχτα;»

«Όχι», της αποκρίθηκε. «Μόνο μέχρι τα μεσάνυχτα. Έτσι, πήγα και τον πήρα στο υπνοδωμάτιό μου,
όπου και ησύχασε».

«Ω, Θεέ μου!» Τον είδε να χαμογελά. «Μου κάνεις πλάκα;» τον ρώτησε αμέσως.

«Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η αλήθεια».

«Τι να κάνω όμως; Αν χαλάει τον κόσμο όλη νύχτα, κανένας δε θα τον θέλει. Αν τον κρατήσω εγώ,
δε θ’ αντέξει τη μοναξιά. Δύσκολο να παριστάνει κανείς τον καλό Σαμαρείτη!»

«Μπορείς να έρθεις να μείνεις μαζί μου», της πρότεινε. «Μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές σου,
ίσως έχεις βρει κάποια καλύτερη λύση. Ελπίζω ως τότε να ηρεμήσει, πάντως. Νομίζω πως είναι
πολύ εκνευρισμένος. Τα σπάνιελ είναι χαρούμενα σκυλιά συνήθως. Σίγουρα, θα συνέλθει σύντομα».

Η Φίνλεϊ στην αρχή απέρριψε την πρότασή του, τελικά όμως δέχτηκε. «Πολύ ευγενικό από μέρους
σου», του είπε.

«Ανοησίες», της απάντησε. «Ο ύπνος είναι απαραίτητος και πολύτιμος, τόσο σ’ εμένα όσο και
στους πελάτες του ξενοδοχείου μου. Αν πας το σκυλί εκεί, θα μου τους διώξεις όλους και θα χάσω
αρκετά χρήματα. Σου προσφέρω δωμάτιο στο σπίτι μου, για το δικό μου συμφέρον».

Της μιλούσε τόσο σοβαρά, ώστε η Φίνλεϊ δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Αυτό που λες έχει κάποια
λογική», του είπε. «Όμως θα σου είμαι βάρος», πρόσθεσε.

Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. «Οπωσδήποτε θα είσαι», της αποκρίθηκε τελικά. «Όμως θα
προσπαθήσω να κρύψω την αγανάκτησή μου που αναγκάστηκα να μοιραστώ το σπίτι μου μαζί
σου».

«Νομίζω πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να γυρίσω σπίτι μου».

«Σύμφωνα με το πρωινό δελτίο καιρού, το Όκλαντ θα έχει πολλή υγρασία».

«Ω, Θεέ μου!» Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτή η υγρασία. Την ημέρα τα ρούχα κολλούσαν πάνω
στο σώμα και οι νύχτες ήταν ανυπόφορες!

«Πολύ άσχημος καιρός για κάποιον που αναρρώνει από πνευμονία», παρατήρησε ο Μπλέικ. «Ο
Μάικ μου υποσχέθηκε πως θα στείλει εδώ τα ρούχα σου. Όπου να ’ναι θα φτάσουν. Έτσι, θα είσαι
κοντά στο σκύλο σου».

Η Φίνλεϊ δεν ήξερε τι να πει.

«Θα έχεις και τη δική μου παρέα», πρόσθεσε ο Μπλέικ μετά από μια μικρή παύση. «Και, όταν
βαρεθείς, μπορείς να ξαναγυρίσεις στο ξενοδοχείο για να βρεθείς κοντά στον πολιτισμό».

Η Φίνλεϊ κατάλαβε πως είχε πει τα τελευταία λόγια του ειρωνικά. Σίγουρα, θα τον πείραζε αν
μάθαινε για το κουτσομπολιό που γινόταν γύρω από τις σχέσεις του με τη γυναίκα του, πριν εκείνη
πεθάνει. Οποιοδήποτε κουβέντα γύρω απ’ αυτό το θέμα θα του άνοιγε παλιές πληγές.

Κοίταξε μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου την καταπρά-σινη φύση κάτω από το λαμπερό
καλοκαιριάτικο ήλιο. «Η βλάστηση είναι πολύ πυκνή», παρατήρησε. «Υποθέτω πως βοήθησαν οι
ανοιξιάτικες βροχές».

«Ναι, βοήθησαν πάρα πολύ. Έπεσαν άφθονες. Και δεν είχαμε δυνατούς ανέμους. Ήταν μια πολύ
καλή εποχή».

«Σε περιόδους ξηρασίας σίγουρα θα υποφέρετε εδώ», παρατήρησε η Φίνλεϊ.

Εκείνος έγνεψε καταφατικά οδηγώντας με προσοχή το αυτοκίνητό του. «Μία εβδομάδα χωρίς
βροχή μπορεί να θεωρηθεί περίοδος σοβαρής ξηρασίας. Εδώ, ξέρεις, το χώμα στεγνώνει πολύ
γρήγορα».

«Τι κάνεις σ’ αυτή την περίπτωση;»

«Υπάρχουν αρκετοί υδατοφράχτες στο νησί. Έχω φροντίσει να προμηθευτώ δέντρα και φυτά που οι
ρίζες τους πάνε πολύ βαθιά, ώστε να αντέχουν στην ξηρασία. Επίσης, μερικές φορές, φέρνω νερό
από την ηπειρωτική χώρα, απέναντι».

«Μεγάλες ποσότητες;»

«Άλλοτε ναι και άλλοτε όχι. Ανάλογα με τις ανάγκες».

Η Φίνλεϊ μέχρι τα δέκα της χρόνια ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στο Γουαϊκάτο. Ήταν
κτηνοτροφική πε-ριοχή, γι’ αυτό και οι γνώσεις της για τη γεωργία ήταν

περιορισμένες. Συνέχισε να ρωτάει τον Μπλέικ για πολλά θέματα που σχετίζονταν με τις
καλλιέργειες κι εκείνος της απαντούσε πρόθυμα, πειράζοντάς την κάθε τόσο για την άγνοια της.
Στο μεταξύ, ενώ το αυτοκίνητο ανηφόριζε κάποιο λόφο, κάτω απλωνόταν ο μαγευτικός κόλπος
Χαουράκι.

Η Φίνλεϊ έσπρωξε μια τούφα μαλλιά από το μάγουλό της. Το τοπίο την είχε μαγέψει. Η συζήτηση
γύρισε στην κτηνοτροφία. «Ασχολούνται με τα ελάφια οι κτηνοτρόφοι;» τον ρώτησε. «Με τις γίδες
Ανγκορά; Έχω ακούσει ότι πουλιούνται στα βόρεια σε εξωφρενικές τιμές».
«Ναι, αυτό αληθεύει», της απάντησε. «Αλλά το μέλλον βρίσκεται στις διασταυρώσεις ζώων. Κάποτε
θα πετύχουμε το τέλειο είδος».

Σε λίγο το αυτοκίνητο πέρασε από κάποιο συνοικισμό κοντά στην παραλία. Ανάμεσα στα σπίτια
ξεχώριζε ένα μεγαλύτερο κτίριο.

«Είναι το σχολείο;» ρώτησε η Φίνλεϊ.

«Ναι», της αποκρίθηκε ο Μπλέικ, ενώ σήκωσε το χέρι του για να χαιρετήσει έναν άντρα πάνω σε
τρακτέρ. Την ίδια στιγμή φρέναρε απότομα, για να μην πατήσει ένα γάτο που διέσχιζε το δρόμο.
«Κάποιοι από το προσωπικό του ξενοδοχείου έχουν παιδιά που πρέπει να μάθουν γράμματα»,
πρόσθεσε.

«Μα η απόσταση από το ξενοδοχείο μέχρι εδώ είναι μεγάλη», παρατήρησε η Φίνλεϊ.

«Έρχονται εδώ με σχολικό λεωφορείο».

«Είναι σαν χωριό».

«Σαν ένα πολύ μικρό χωριό», διευκρίνισε ο Μπλέικ, οδη-γούντας προς την έπαυλη. «Μια ελάχιστη
προσφορά στους ανθρώπους που εργάζονται εδώ. Το χειμώνα περνούν δύσκολες ώρες. Όμως ζουν
με την ελπίδα ενός όμορφου, κοσμοπολίτικου καλοκαιριού».

Η Φίνλεϊ σκέφτηκε πως ο Μπλέικ σίγουρα είχε θυμηθεί τη γυναίκα του, γιατί η φωνή του είχε γίνει
ξαφνικά ψυχρή.

Μόλις το αυτοκίνητο μπήκε στον περίβολο της έπαυλης

και ο Μπλέικ έσβησε τη μηχανή, ακούστηκε το παραπονιάρικο γάβγισμα του σκύλου. «Δείχνει
πολύ δυστυχισμένος», είπε η Φίνλεϊ και κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο.

Ήταν πραγματικά πολύ δυστυχισμένος. Ο Μπλέικ τον είχε δέσει σε μια καρέκλα. Μπροστά του
υπήρχαν μερικά κόκαλα κι ένα κομμάτι τυρί, αλλά ο σκύλος δεν είχε αγγίξει τίποτα. Το μπολ με το
νερό του ήταν επίσης ανέγγιχτο. Τρεις γάτοι που βρίσκονταν στο δωμάτιο τον κοίταζαν με μίσος. Το
γάβγισμα σταμάτησε μόλις η Φίνλεϊ μπήκε μέσα και το αδύνατο κορμί του άρχισε να τρέμει, όταν
εκείνη τον πλησίασε.

«Καη μενούλη μου», μουρμούρισε κι έσκυψε να τον αγκαλιάσει. Χρειάστηκαν μόνο μερικά
δευτερόλεπτα για να ηρεμήσει το σκυλί.

«Για να δούμε αν θα φάει τώρα», είπε ο Μπλέικ, ενώ στεκόταν σε κάποια απόσταση.

Πραγματικά, ο σκύλος έφαγε με όρεξη σηκώνοντας κάθε λίγο το κεφάλι του για να κοιτάξει τη θεά
του. Οι τρεις γάτοι τον κοίταζαν ακόμα με μίσος, κι όταν τον είδαν να σκύβει στο μπολ με το νερό,
έφυγαν από το δωμάτιο φανερά απογοητευμένοι. Η Φίνλεϊ κοίταξε τον Μπλέικ χαμογελώντας, αλλά
δεν είπε τίποτα, μέχρι που ο σκύλος αναστέναξε ικανοποιημένος και κουλουριάστηκε μπροστά στα
πόδια της.

«Είναι απίστευτο!» μουρμούρισε. Ο Μπλέικ την κοίταξε με σοβαρό ύφος. Στα χαρακτηριστικά του
προσώπου του διάβασε πάλι τον πόθο που είχε δει και την προηγούμενη μέρα.

Την κυρίεψε φόβος και συγκίνηση. Ένιωσε το κορμί της ν’ ανταποκρίνεται και, στην προσπάθειά
της να καταπνίξει την επιθυμία της, έγινε κατάχλομη.

Δεν μπορούσε να πει πόση ώρα στέκονταν σιωπηλοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ίσως να ήταν
μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Όμως, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, κατάλαβε πως κάτι είχε αλλάξει.

Μια γυναικεία φωνή έσπασε τη σιωπή. Ακούστηκε έξω από το δωμάτιο όπου βρίσκονταν.

«Επιτέλους ησυχάσαμε», είπε η όμορφη γυναίκα που εμφανίστηκε στην πόρτα. Φορούσε άσπρη
ποδιά, βαμβακερό πουκάμισο και σορτς. Η Φίνλεϊ συμπέρανε πως ήταν η οικονόμος του Μπλέικ.
Την είχε φανταστεί μεγαλύτερη, αλλά τώρα που την έβλεπε ήταν σίγουρη πως δεν πρέπει να είχε
περάσει τα τριάντα.

«Α, η Φιλ», είπε ο Μπλέικ και σύστησε στη Φίνλεϊ την οικονόμο του.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω», τη χαιρέτησε η Φιλ Άλεν. «Ο σκύλος χάλασε τον κόσμο».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε ζεστά. Το σκυλί είχε ξαπλώσει στα πόδια της και κουνούσε την ουρά του. Το
κορμί του ήταν ζεστό. «Είδες τι μου κάνεις;» τον ψευτομάλωσε. «Δε σε ξέρω καλά καλά κι είμαι
υποχρεωμένη να ζητώ συγνώμη απ’ όλους για τη συμπεριφορά σου».

Ο σκύλος άρχισε να μυρίζει τα πόδια της και να κουνάει πιο γρήγορα την ουρά του.

«Έλα να πλύνεις τα χέρια σου», της είπε ο Μπλέικ. «Είναι έτοιμο το πρωινό, Φιλ;»

«Ναι, είναι έτοιμο», αποκρίθηκε εκείνη.

Απόλαυσαν το πλούσιο γεύμα και τον καφέ που τους σέρβιρε η Φιλ καθισμένοι στη μεγάλη
βεράντα του δεύτερου ορόφου. Το κέντρο του τραπεζιού στόλιζε μια μεγάλη γλάστρα μ’ έναν
όμορφο ιβίσκο. Γύρω από τη βεράντα υπήρχαν ανθισμένα γιασεμιά καιγαρδένιες. Οι μυρωδιές που
έφταναν στη μύτη της Φίνλεϊ ήταν μεθυστικές.

«Ζεις στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου», είπε τελικά ενθουσιασμένη στον Μπλέικ.

«Για την ώρα, ναι. Όμως νομίζω πως σύντομα αυτή η ομορφιά θα καταστραφεί. Δεν μπορεί να την
αντέξει για πολύ ο άνθρωπος».

Η Φίνλεϊ κατάλαβε πως ο Μπλέικ θυμήθηκε πάλι τη γυναίκα του, η οποία μάλλον στην αρχή είχε
ενθουσιαστεί από την ομορφιά του νησιού. Αν πίστευε πως όλες οι γυναίκες ήταν ρηχές και
ματαιόδοξες όπως εκείνη, δεν μπορούσε να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη.

Του χαμογέλασε και του είπε μ’ ενθουσιασμό: «Μια και δε θα μου δοθεί η ευκαιρία να δω το νησί
το χειμώνα, θα το θυμάμαι πάντα σαν έναν επίγειο παράδεισο».

Εκείνος συνοφρυώθηκε χαμογελώντας αχνά. Όμως δεν έκανε κανένα σχόλιο για το τι μπορεί να
έκρυβε ένας παράδεισος. Της έδειξε ένα κρουαζιερόπλοιο που κατευθυνόταν προς το λιμάνι
Γουαϊτεμάτα του Όκλαντ, κι ενώ η Φίνλεϊ παρακολουθούσε την πορεία του μ’ ένα ζευγάρι κιάλια, η
Φιλ ήρθε για να ενημερώσει τον Μπλέικ πως τον ζητούσε κάποιος. Όταν εκείνος έφυγε ζητώντας
συγνώμη, η Φιλ ρώτησε τη Φίνλεϊ αν ήθελε κάτι άλλο.

«Όχι, ευχαριστώ. Ήταν όλα πολλά και θαυμάσια».

«Ευχαριστώ».

Η συμπεριφορά της Φιλ της φάνηκε λίγο ψυχρή, αλλά αποφάσισε να μην της επιτρέψει να της
χαλάσει τη διάθεση. Σύντομα θα έφευγε από το όμορφο νησί και το μόνο που ήθελε να θυμάται
ήταν η εξωτική ομορφιά του. Ο Μπλέικ ίσως είχε βάλει σκοπό να τη ρίξει στο κρεβάτι του. Όμως
η Φίνλεϊ ήξερε πως η ευχαρίστηση που θα αντλούσε τώρα, στο μέλλον θα γινόταν εφιάλτης.

Σκέφτηκε πως ίσως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να φύγει από το νησί όσο γινόταν πιο
γρήγορα. Όμως αυτή η ιδέα δεν της άρεσε έδειχνε δειλία από μέρους της. Πίστευε πως διέθετε την
απαραίτητη λογική και αρκετό θάρρος, για ν’ αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα της
παρουσιαζόταν.

Ρώτησε τη Φιλ αν ήθελε να τη βοηθήσει να πλύνουν τα πιάτα.

«Όχι, ευχαριστώ», της αποκρίθηκε σταθερά εκείνη. «Γιατί δεν κάθεστε εδώ, μέχρι να γυρίσει ο
Μπλέικ; Νομίζω πως δε θ’ αργήσει».

«Καλή ιδέα», συμφώνησε η Φίνλεϊ, κοιτάζοντας τη Φιλ που καθάριζε το τραπέζι. Όταν η οικονόμος
έφυγε, πήρε το

σκύλο της και κατέβηκαν στον κήπο. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ήλιο που έλαμπε στον
καταγάλανο ουρανό. Χαμογέλασε ευχαριστημένη.

Αναρωτήθηκε, όχι για πρώτη φορά, γιατί επέμενε τόσο σταθερά να μην αποδέχεται τη σεξουαλική
απελευθέρωση. Μήπως επειδή είχε πληγωθεί στο παρελθόν; Όμως υπήρχε κι άλλος λόγος, τον
οποίο τώρα αντιλαμβανόταν καλύτερα. Δεν είχε συναντήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή έναν άντρα που
θα τη συγκινούσε τόσο, ώστε να ξεχάσει τις αναστολές της. Ο Μπλέικ την είχε γοητεύσει, αλλά
φοβόταν πως μια σχέση μαζί του θα ήταν μόνο προσωρινή και δε θα είχε κανένα μέλλον. Έπρεπε ν’
αφοσιωθεί στη δουλειά της. Αυτό ήταν το πιο συνετό.

«Έπρεπε να ντρέπεσαι», είπε στο σκύλο. «Διατρέχει κίνδυνο η ζωή μου, για να μην αναφέρω η
αγνότητά μου, κι όλα αυτά εξαιτίας σου. Αλήθεια, πώς να σε λένε άραγε;»

Κάθισε δίπλα του στο γρασίδι κι άρχισε να λέει διάφορες συλλαβές και ονόματα, ελπίζοντας ν’
ανταποκριθεί σε κάποιο απ’ όλα ο σκύλος. Εκείνος καθόταν δίπλα της, την κοίταζε στα μάτια και
κουνούσε την ουρά του.

Ξαφνικά, άκουσε τον Μπλέικ να έρχεται. Ο σκύλος γύρισε απότομα το κεφάλι του εκεί απ’ όπου
ακούστηκε ο θόρυβος. «Μην ανησυχείς, είναι ο Μπλέικ», τον καθησύχασε η Φίνλεϊ. Αμέσως το ζώο
τέντωσε τ’ αυτιά του.

«Νομίζω», είπε στον Μπλέικ με κομμένη ανάσα μόλις εκείνος τους πλησίασε, «πως το όνομά του
είναι κάτι σαν Μπλεκ, Μπλακ.Έλα, Μπλακ, Μπλεκ...»
«Μπλάκι».

«Αυτό είναι!» ξεφώνισε μ’ ενθουσιασμό η Φίνλεϊ βλέποντας το κοκαλιάρικο σπάνιελ να σηκώνεται


όρθιο και να κουνάει γρήγορα την ουρά του.

«Όχι και τόσο πρωτότυπο», παρατήρησε ο Μπλέικ.

«Όμως του πάει πολύ, έτσι μαύρος που είναι».

«Τώρα που μάθαμε το όνομά του, θέλεις να έρθεις μαζί

μου μια βόλτα με το αυτοκίνητο;» της πρότεινε. «Θέλω να ελέγξω ένα φράχτη».

Την έπιασε από το χέρι και τη βοήθησε να σηκωθεί. Ύστερα την κοίταξε περιμένοντας την
απάντησή της.

«Δε θέλω να σου γίνω βάρος», του είπε. «Δεν έχεις καμιά υποχρέωση να με ψυχαγωγείς. Έχεις
κάνει αρκετά για μένα μέχρι τώρα και σ' ευχαριστώ. Σε διαβεβαιώνω πως θα είμαι εξίσου
ικανοποιημένη κάνοντας ηλιοθεραπεία όλη μέρα. Δε θέλω να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου
κοιτάζοντας πώς να μ’ ευχαριστήσεις».

Ο Μπλέικ έκανε ένα μορφασμό και άγγιξε με το δάχτυλό του την άκρη της μύτης της.

«Ξέρεις, δεν έχεις το πρόσωπο ή το κορμί μιας συνηθισμένης γυναίκας», σχολίασε. «Η μητέρα μου
θα έλεγε πως έχεις στυλ».

Ήταν μια φιλοφρόνηση που είχε ειπωθεί πολύ χαριτωμένα. Η Φίνλεϊ ένιωσε αμηχανία κι έκανε ένα
βήμα πίσω, ενώ τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα. Τότε, η έκφραση του Μπλέικ σκοτείνιασε
και η Φίνλεϊ συνειδητοποίησε πως είχε βρεθεί σε μια κατάσταση την οποία δεν μπορούσε να
ελέγξει. Η χρυσή λάμψη των ματιών του την αναστάτωνε. «Μου προκαλείς νευρικότητα, το ξέρεις;»
ψέλλισε.

Εκείνος γέλασε. «Ξυπνάς μέσα μου το ένστικτο του κυνηγού», της είπε.

«Αυτό δείχνει σαδισμό και σκληρότητα», τον αποπήρε.

«Όλοι οι άντρες, λίγο πολύ, είναι κυνηγοί, δεν το ξέρεις; Η αγάπη μπορεί να είναι συνδυασμός
πολλών πραγμάτων, αλλά βασικά είναι κατάκτηση και υποταγή, υπεροχή και θρίαμβος και για τους
δύο. Ο έρωτας είναι ένα κυνήγι που δεν τελειώνει με το θάνατο, αλλά με τον κορεσμό. Ζούμε όλοι
την αντίφαση της έκστασης του παραδείσου και της πίκρας της κόλασης. Αν θεωρείς τον εαυτό σου
θήραμα, μικρή μου γιατρίνα, τότε δεν έχεις κι άδικο».

Η Φίνλεϊ είχε μείνει άφωνη από τον κυνισμό του. «Αν αυτό

πιστεύεις, τότε καταλαβαίνω γιατί σ’ εγκατέλειψε η γυναίκα σου!» του πέταξε βράζοντας από θυμό.

«Αυτό είναι κάτι που αφορά μόνο εμένα», της είπε φανερά ενοχλημένος.

«Ναι, έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να το πω, δεν το εννοούσα. Όμως εξακολουθώ να πιστεύω πως ο
αληθινός έρωτας, η αγάπη, δεν είναι έτσι όπως τα περιγράφεις. Έχω γνωρίσει ζευγάρια πολύ
ευτυχισμένα. Ανθρώπους που εκτιμούν ο ένας τον άλλον και ζουν ισότιμα. Κανένας τους δε
νιώθει θύτης ή θύμα».

«Είσαι ειδική στο θέμα του γάμου;»

«Δε νομίζω», του αποκρίθηκε σε πιο ήρεμο τόνο. «Όμως έχω παντρεμένους φίλους και, απ’ όσο
γνωρίζω, η ζωή τους δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που περιέγραψες πριν από λίγο. Όταν οι σύζυγοι
μοιράζονται τα ενδιαφέροντα και τις χαρές της ζωής και είναι ισότιμοι, νομίζω πως αυτός ο γάμος
είναι πετυχημένος».

«Και με την αγάπη τι γίνεται;» τη ρώτησε.

Η Φίνλεϊ ανασήκωσε τους ώμους της. «Τι είναι η αγάπη; Αν ρωτήσεις εκατό ανθρώπους, θα πάρεις
εκατό διαφορετικές απαντήσεις. Νομίζω πως η αγάπη έρχεται μετά το γάμο».

«Είσαι περισσότερο κυνική και ρεαλίστρια από ό,τι πίστευα», σχολίασε, κοιτάζοντάς την έντονα
στο πρόσωπο. «Εγώ τουλάχιστον πιστεύω στο πάθος. Εσύ παρομοιάζεις τον τέλειο γάμο με μια
αναιμική φιλία».

«Ενώ κατά τη δική σου άποψη ο τέλειος γάμος μοιάζει με τη συμβίωση δύο αιλουροειδών που είδα
κάποτε στην τηλεόραση. Διαρκεί λίγο, χαρακτηρίζεται από κακία, μυρίζει αίμα και δεν έχει ίχνος
συναισθήματος. Μπορεί το ζευγάρι του δικού σου γάμου να νιώθει κάποια στιγμιαία ευτυχία,
βασισμένη μόνο στο πάθος, αλλά δεν έχει κανένα μέλλον».

Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν μονότονα, σχεδόν εκνευριστι-κά πάνω απ’ το κεφάλι της και η Φίνλεϊ
ένιωθε την ατμόσφαιρα να ηλεκτρίζεται και τα νεύρα της να τεντώνονται.

Εκείνος την κοίταζε τόσο έντονα, που ήταν σαν την έγδυνε με τα μάτια. Ανήκε στους άντρες που
έβλεπαν τη γυναίκα μόνο σαν μέσο ικανοποίησης της επιθυμίας τους για κυριαρχία. Μερικοί απ’
αυτούς, μάλιστα, δεν μπορούσαν να δεχτούν καν το γεγονός πως η Φίνλεϊ ήταν γιατρός. Γιατί την
ενοχλούσε που ο Μπλέικ Κερντ σκεφτόταν το ίδιο;

Όμως δεν έπρεπε να έχει κάνει εκείνο το σχόλιο για τη γυναίκα του. Ίσως ο άντρας που στεκόταν
μπροστά της να έχανε την υπομονή του και να ξεπερνούσε τα όρια. Την κοίταζε μ’ έναν τρόπο που
την έκανε να τρέμει. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές! Σίγουρα θα ξεπερνούσε τα όρια! Ένα ρίγος τη
διαπέρασε. Τι θα έκανε αν εκείνος την άγγιζε; Πόσο θα άντεχε το τείχος που είχε υψώσει γύρω της
εδώ και καιρό; Όμως, τελικά, είδε την έκφρασή του να μαλακώνει.

«Απλώς διαφωνούμε», τον άκουσε να λέει. Κι έπειτα: «Η πρότασή μου για βόλτα ισχύει. Δε θα
κρατήσει πολλή ώρα. Θα χαρώ πολύ να μου κάνεις παρέα».

Η Φίνλεϊ δεν μπορούσε ν' αρνηθεί. «Θα χαρώ πολύ να γνωρίσω το νησί σου. Σ’ ευχαριστώ».

Δέκα λεπτά αργότερα, βρίσκονταν στο δρόμο που οδηγούσε στο ψηλότερο σημείο του νησιού και
στη διαδρομή συζητούσαν για διάφορα θέματα. Ο Μπλέικ είπε στη Φίνλεϊ πολλά γεγονότα από τη
ζωή του στο νησί κι εκείνη μοιράστηκε μαζί του αναμνήσεις από τη φοιτητική της ζωή. Μίλησαν
ακόμα για ορειβασία, για σκυλιά, για τη φυλή των Μαορί, για τη φύση και για πολλά άλλα θέματα.
Το πνεύμα και οι γνώσεις του την είχαν καταγοητεύσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
«Δε σκέφτηκες ποτέ ν’ ακολουθήσεις κάποιο άλλο επάγγελμα;» τη ρώτησε κάποια στιγμή.

«Όχι», του αποκρίθηκε εκείνη με σιγουριά.

Φτάνοντας στον προορισμό τους, στο ψηλότερο μέρος του νησιού, ο Μπλέικ σταμάτησε το
αυτοκίνητο κάτω από ένα δέντρο. Κρατώντας ακόμα το τιμόνι, ατένισε την πλαγιά του λόφου που
απλωνόταν μπροστά του. Μισόκλεισε τα μάτια του στο φως του εκτυφλωτικού καλοκαιριάτικου
ήλιου και στη λάμψη της θάλασσας που ερχόταν από τον κόλπο. Η Φίνλεϊ κοίταξε τα ηλιοκαμένα
χέρια του. Παρά τη χειρωνακτική δουλειά που έκανε, τα δάχτυλά του ήταν περιποιημένα. Τα
νύχια του ήταν προσεκτικά κομμένα και πολύ καθαρά.

«Πήρα την απόφασή μου όταν ήμουν πέντε χρονών», του είπε, προσπαθώντας να διώξει την ερωτική
εικόνα που γεννήθηκε στη φαντασία της. Έβλεπε εκείνα τα στιβαρά χέρια να χαϊδεύουν το γυμνό,
κατάλευκο στήθος της. «Η μητέρα μου μου έλεγε πως, όταν ήμουν μικρότερη, δεν έκλαιγα ποτέ
όταν μου έκαναν τα εμβόλιά μου. Παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον ό,τι συνέβαινε. Όταν
έγινα πέντε χρονών, έπεσα από ένα δέντρο και χτύπησα σοβαρά στο γόνατο». Χάιδεψε ασυναίσθητα
το ανεπαίσθητο σημάδι του τραυματισμού που φαινόταν πλέον ελάχιστο.

«Λοιπόν;»

«Το θυμάμαι σαν να συνέβη χτες. Είχα καταγοητευτεί. Στα

επείγοντα, παρακολουθούσα εκστασιασμένη το καθάρισμα και το ράψιμο. Χρειάστηκε να


νοσηλευτώ, λόγω διάσεισης, και όσες μέρες έμεινα στο νοσοκομείο τριγύριζα έξω από
το χειρουργείο. Ο γιατρός μού φέρθηκε πολύ καλά κι έδειξε τεράστια υπομονή, αν και σίγουρα θα
τον είχα τρελάνει. Η περιέργειά μου είχε εντυπωσιάσει τους πάντες. Οι γονείς μου θορυβήθηκαν,
θεωρώντας πως το ενδιαφέρον μου για το αίμα ήταν αφύσικο, αλλά ο γιατρός προσπάθησε να
τους πείσει να μην ανησυχούν. Νομίζω πως δεν τα κατάφερε».

Ο Μπλέικ έγειρε πίσω στο κάθισμα και άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό της, που χάιδευε
το σημάδι στο γόνατό της. Το άγγιγμά του της προκάλεσε μια γλυκιά αίσθηση. Ένιωσε να διαπερνά
το κορμί της ένα πρωτόγνωρο ρίγος. Μια ηδονική ζεστασιά απλώθηκε ανάμεσα στους μηρούς της.
Η αναπνοή της είχε βαρύνει. Ακίνητη, κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια το όμορφο προφίλ του.

Τελικά, κατάφερε να συνεχίσει με βραχνή φωνή: «Όταν βγήκα από το νοσοκομείο, οι γονείς μου δε
με άφησαν να ξαναπλησιάσω. Ήμουν γενικά πολύ υγιής κι έτσι δε χρειάστηκε να πάμε ξανά άλλη
φορά για κάτι σοβαρό. Όμως εγώ ήξερα από τότε τι θα γινόμουν όταν μεγαλώσω». Έμεινε για λίγο
σκεφτική. «Λίγο αργότερα, μετακόμισα», είπε τελικά αναστενάζοντας.

«Γιατί;» ρώτησε με περιέργεια ο Μπλέικ.

Ο ήλιος έκαιγε και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν πάνω στα δέντρα. Η Φίνλεϊ ξεροκατάπιε αφήνοντας
τη σκέψη της να ταξιδέψει αρκετά χρόνια πίσω. Τότε που είχε δεχτεί το πρώτο οδυνηρό πλήγμα στη
ζωή της.
«Οι γονείς μου χώρισαν», του αποκρίθηκε. «Ο πατέρας μου ήταν μεσίτης και αναγκαζόταν να τρέχει
όπου έβρισκε δουλειά. Του άρεσε η ζωή στις μικρές πόλεις. Η μητέρα μου, αντίθετα, αγαπούσε την
κοσμική ζωή, τα θέατρα, τα πολυκαταστήματα και ήθελε να μένει στο Όκλαντ, όπου βρίσκονταν οι
συγγενείς

της. Νομίζω πως αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που χώρισαν. Όμως σ’ εμένα αυτή την εξήγηση
έδωσαν».

Ξαφνικά, το παρήγορο άγγιγμα του χεριού του της φάνηκε σαν βάλσαμο.

«Λυπάμαι», είπε απλά. Απομακρύνοντας το χέρι του από το δικό της, το ακούμπησε για λίγο στο
μάγουλό της κι ύστερα το τράβηξε βιαστικά.

Η Φίνλεϊ ανασήκωσε τους ώμους της. «Το ξεπέρασα. Ο χρόνος με βοήθησε να ξεπεράσω τα πάντα».

«Σαν στωικός φιλόσοφος ακούγεσαι», της είπε χαμογελώντας, και σκύβοντας τη φίλησε πεταχτά
στα χείλη. «Και με πολύ γλυκό στόμα», πρόσθεσε. «Όμως πρέπει να ελέγξω εκείνον το φράχτη.
Έλα, φόρεσε αυτό το καπέλο για να μη σε κάψει ο ήλιος και πάμε».

Μέσα στο Λαντ Ρόβερ έκανε ζέστη, αλλά έξω είχε πραγματικό καύσωνα. Η Φίνλεϊ τον ευχαρίστησε
που της έδωσε το καπέλο. Είχε δει αρκετούς ασθενείς με καρκίνο του δέρματος και ήξερε πολύ
καλά τι κακό μπορούσε να προκαλέσει ο δυνατός ήλιος της Νέας Ζηλανδίας. Ο Μπλάκι έδειχνε
να υποφέρει κι αυτός από τη ζέστη, αλλά τελικά βρήκε καταφύγιο κάτω από το αυτοκίνητο μαζί με
τα άλλα δύο σκυλιά.

«Δειλέ», του φώναξε η Φίνλεϊ.

«Γιατί να ψήνονται στον ήλιο, ενώ μπορούν να καθίσουν στη σκιά;» παρατήρησε ο Μπλέικ
κοιτάζοντας τη βάση ενός πασσάλου που είχε σπάσει. Ύστερα πήρε μερικά εργαλεία και υλικά από
το Λαντ Ρόβερ για να την επισκευάσει.

«Μπορώ να βοηθήσω;» ρώτησε η Φίνλεϊ.

«Φέρε αν θέλεις το φτυάρι». Ο Μπλέικ άρχισε να σκάβει, ενώ η Φίνλεϊ τον παρακολουθούσε.

«Μην είσαι ανόητη», της είπε. «Πήγαινε να καθίσεις στη σκιά εκείνου του δέντρου».

Εκείνη έκανε ό,τι της είπε. Κάθισε αγκαλιάζοντας τα πόδια της και ακουμπώντας το πιγούνι πάνω
στα γόνατά της.

Η δουλειά που έκανε ο Μπλέικ ήταν δύσκολη και κουράστική. Σε λίγο το πουκάμισό του είχε
μουσκέψει από τον ιδρώτα. Έτσι όπως κολλούσε στο κορμί του τόνιζε τους δυνατούς μυς του.

Η Φίνλεϊ ανατρίχιασε ξαφνικά ολόκληρη. Ξεροκατάπιε κι άρχισε να σκέφτεται τα ονόματα των


διάφορων μυών του αντρικού σώματος, προσπαθώντας να διώξει την εικόνα του γυμνού,
μπρούντζινου κορμιού του Μπλέικ που είχε γεννήσει η φαντασία της. Τότε, τον είδε να βγάζει το
πουκάμισο και να μένει γυμνός από τη μέση και πάνω. Γύρισε το κεφάλι της αλλού,
διαπιστώνοντας πως η πραγματικότητα ήταν πιο ερεθιστική από τη φαντασία.
Θεέ μου, ήταν πολύ ψηλός! Το ηλιοκαμένο, ιδρωμένο δέρμα του γυάλιζε κάτω από το εκτυφλωτικό
φως του ήλιου. Είχε γυμνασμένους μυς και μια ξεχωριστή αρρενωπότητα που την αναστάτωνε. Για
πρώτη φορά στη ζωή της, η Φίνλεϊ παραδόθηκε σ’ ένα αισθησιακό όνειρο στη μέση του
καταμεσήμερου...

Κάτω από τις βλεφαρίδες της, τα πράσινα μάτια της πε-τούσαν φλόγες. Στο στόμα της
σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. Την κυρίεψε άγριος πόθος για τον Μπλέικ. Δεν έλεγε να
ξεκολλήσει το βλέμμα της από το γεροδεμένο κορμί του.

Δυο φορές ύγρανε με τη γλώσσα της τα στεγνά χείλη της, ενώ έσφιγγε τις γροθιές της για να
σταματήσει τα ρίγη που τη συγκλόνιζαν. Ήταν μεγαλόπρεπος και τον ήθελε μ ένα τέτοιο πάθος που
της ήταν αδύνατο να καταπνίξει.

Εκείνος κόντευε πια να τελειώσει με την επισκευή του φράχτη. Ένα πουλί πέταξε πάνω από τη
Φίνλεϊ κρώζοντας, ενώ μια ακρίδα κάθισε κοντά στα πόδια της. Η Φίνλεϊ την πρόσεξε μόνο όταν
πήδησε μακριά της. Τα τρία σκυλιά κοιμόνταν κάτω από το Λαντ Ρόβερ. Ο ήλιος
εξακολουθούσε να καίει ανελέητος. Σε λίγο ο Μπλέικ τέλειωσε τη δουλειά του και γύρισε στο
αυτοκίνητο κρατώντας τα εργαλεία του.

«Μείνε εκεί που είσαι», της είπε, μόλις την είδε να σηκώνεται.

Η Φίνλεϊ ξανακάθισε πάνω στα ξερά χόρτα, ενώ ο Μπλέικ,

αφού έβαλε τα εργαλεία στο Λαντ Ρόβερ, πήρε μια τσάντα και κατευθύνθηκε προς το μέρος της.

«Ορίστε», είπε ανοίγοντας την τσάντα μπροστά της.

Μέσα υπήρχε ένα μπουκάλι με χυμό μπαμπάκο, μερικές τηγανίτες κι ένα θερμός με παγωμένο τσάι.

Η Φίνλεϊ ήπιε βιαστικά ένα φλιτζάνι τσάι χωρίς ζάχαρη. Ένιωθε τρομερή υπερένταση. Ο Μπλέικ είχε
φορέσει το πουκάμισό του, αλλά της ήταν αδύνατο να ξεχάσει το γυμνό στέρνο του. Η αρρενωπή
μυρωδιά του κορμιού του, ανάμεικτη με τη μυρωδιά της κολόνιας του, έφτασε στα ρουθούνια της.
Μερικές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπό της στη μύτη της. Το κορμί της φλεγόταν.
Λαγνεία, σκέφτηκε, καθαρή λαγνεία.

«Εσύ θα πιεις;» τον ρώτησε.

Εκείνος έγνεψε καταφατικά και πήρε το φλιτζάνι που του έδωσε. Ενώ έπινε το τσάι του γουλιά
γουλιά, η Φίνλεϊ προσπαθούσε ν’ ανοίξει το μπουκάλι με τον κίτρινο χυμό. Προσπαθούσε ν’
ασχολείται συνέχεια με κάτι, για να χαλιναγωγήσει τη νευρικότητά της. Ο Μπλέικ, αφού ήπιε και
το δικό του χυμό, έγειρε πίσω στον κορμό του δέντρου, κοιτάζοντας την πανοραμική θέα που
απλωνόταν μπροστά του.

Το νησί με τους κόλπους και τα ακρωτήριά του το αγκάλιαζε η γκριζογάλανη θάλασσα. Γύρω του
υπήρχαν διάσπαρτα άλλα μικρότερα, εξίσου καταπράσινα νησιά, που τα έλουζε κι αυτά ο δυνατός
ήλιος.

Η περίοδος των διακοπών πλησίαζε στο τέλος της, αλλά κυκλοφορούσαν ακόμα στη θάλασσα
αρκετά σκάφη και ιστιοφόρα.
«Έχω δει πάρα πολλά μέρη σ’ ολόκληρο τον κόσμο», είπε ο Μπλέικ. «Όμως κανένα δεν είναι πιο
όμορφο απ’ αυτό». Τα λόγια του μαρτυρούσαν τη λατρεία που ένιωθε για τον τόπο του.

«Νομίζω πως θα ήσουν δυστυχισμένος αν έφευγες από δω», παρατήρησε η Φίνλεϊ.

«Ανάμεσά στα δέκα και στα είκοσι δύο μου έζησα μακριά από δω. Ήταν πρώτα στο γυμνάσιο και
ύστερα όταν σπούδαζα στο πανεπιστήμιο. Μετά δούλεψα για λίγο καιρό στην Αμερική κι έμεινα ένα
χρόνο στην Ευρώπη. Όταν γύρισα εδώ, αποφάσισα να μην ξαναφύγω. Έτσι ρίζωσα». Γύρισε και την
κοίταξε στα μάτια. «Εδώ είναι το σπίτι μου. Μπορεί μερικές φορές ν’ αναγκάζομαι να φεύγω για
λίγο από τη Ματουαρόχα, αλλά όπου και να βρίσκομαι η σκέψη μου είναι εδώ. Μόνο σ’ αυτό το
μέρος νιώθω ευτυχισμένος».

«Είσαι πολύ τυχερός», του είπε συγκινημένη.

«Τυχερός;» Ο Μπλέικ χαμογέλασε ειρωνικά. «Δε θα έλεγα ότι είναι τύχη, μάλλον πάθος, και ο
άνθρωπος πληρώνει τα πάθη του. Όμως μερικές φορές πληρώνουν κι άλλοι που δε φταίνε, αθώοι.
Φαντάζομαι ότι ο άντρας που είχες αρραβω-νιαστεί δε χάρηκε όταν τον εγκατέλειψες για ν’
αφοσιωθείς στην καριέρα σου».

«Όχι, δε χάρηκε καθόλου».

«Μοιάζουμε πολύ», της είπε εκπλήσσοντάς τη με τη σιγουριά του. «Ο κόσμος μου, η δουλειά μου,
η πραγματικότητα έχουν για μένα μεγαλύτερη σημασία από την αγάπη... Ούτε εσύ πιστεύεις στην
αγάπη, δεν είναι έτσι; Αντιμετωπί-ζεις τη ζωή με ρεαλισμό».

Η Φίνλεϊ, για έναν παράξενο λόγο, δε διαφώνησε με τον ισχυρισμό του. Όμως την ίδια στιγμή η
έκφραση του προσώπου της έλεγε το αντίθετο.

Ο Μπλέικ γέλασε και, πιάνοντάς την από τους ώμους την τράβηξε πάνω του, ακουμπώντας το
κεφάλι της στο στήθος του.

«Μην κουνιέσαι», της είπε όταν εκείνη διαμαρτυρήθηκε και προσπάθησε να τραβηχτεί. «Τόσο
δυσάρεστος σου είμαι;»

Η Φίνλεϊ χαλάρωσε στην αγκαλιά του. «Δε μ’ ενοχλεί ο ιδρώτας, αν εννοείς αυτό, αλλά νομίζω πως
το σώμα σου είναι πολύ ζεστό», του είπε.

«Ενώ εσύ είσαι δροσερή και γλυκιά σαν τις γαρδένιες του

κήπου μου», της ψιθύρισε μέσα στα μαλλιά. «Μαλακή και μυρωδάτη. Εύθραυστη σαν ένα λουλούδι.
Νομίζω πως, αν σ’ αγγίξω, θ’ αφήσω σημάδια στη βελούδινη επιδερμίδα σου».

Προσπάθησε ν’ αγνοήσει το ρίγος που της προκάλεσαν τα ερωτόλογά του. «Τα αιμοφόρα αγγεία
μου έχουν πολύ γερά τοιχώματα, ξέρεις», αστειεύτηκε. «Πρέπει να τα πιέσεις πολύ δυνατά για να
σπάσουν».

Εκείνος γέλασε. «Δεν είχα σκοπό να τα πιέσω, γλυκιά μου», της είπε κι άρχισε να τη χαϊδεύει.
Το άγγιγμά του ήταν πολύ γλυκό και μεθυστικό. Τόσο, που για μια στιγμή σκέφτηκε να τον ρωτήσει
τι ακριβώς ήθελε να κάνει. Όμως τελικά παρέμεινε σιωπηλή. Κατάλαβε πως ό,τι και να της έλεγε, η
απάντησή του θα την αναστάτωνε.

«Κάνεις λάθος αν νομίζεις πως δεν πιστεύω στην αγάπη», ψέλλισε τελικά με βραχνή φωνή. «Έχω
γνωρίσει ανθρώπους που αγαπούσαν με απίστευτη αφοσίωση... Μόνο ένας τρελός θα έλεγε πως δεν
υπάρχει αγάπη. Όμως η αγάπη κατακτιέται σιγά σιγά. Ακόμα και η μητρική αγάπη μπορεί να
χρειαστεί χρόνο για να εκδηλωθεί. Μια μητέρα δεν αγαπά αυτόματα το μωρό της».

«Μερικοί αργούν πολύ να τη βρουν ή δεν τη βρίσκουν ποτέ. Πάντως εσύ την απέφυγες».

«Ω, αυτό πιστεύεις;»

Γέλασε δυνατά και το στήθος του τραντάχτηκε κάτω από το κεφάλι της. «Το μόνο που ήθελα ήταν
να σε κρατήσω λίγο στην αγκαλιά μου και να γευτώ την τρυφερότητά σου, για να μου φύγει η
κούραση και να ηρεμήσω», της είπε. «Όμως είναι ώρα να φύγουμε. Έχω ν’ απαντήσω σε κάποια
γράμματα κι εσύ θα πρέπει να ζεσταίνεσαι πολύ».

Σηκωθηκαν και η Φίνλεϊτον ακολούθησε στο Ααντ Ρόβερ θυμωμένη. «Ώστε με θεωρείς ένα μέσο
για ξεκούραση και χαλάρωση», του πέταξε τελικά. «Πραγματικά αναρωτιέμαι μέχρι πού φτάνει ο
εγωισμός σου».

Ο καυτός ήλιος έπεφτε στα πρόσωπά τους τυφλώνοντας τους και η Φίνλεϊ δεν μπορούσε να
διακρίνει την αντίδρασή του στα λόγια της. «Έλα, ηρέμησε», της είπε. «Δεν πρόκειται να σε
αναγκάσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις. Όμως δε βλέπω το λόγο γιατί να μη...»

«Δε μου αρέσουν οι περιστασιακές σχέσεις», τον διέκοψε απότομα.

«Περιστασιακές;» τη ρώτησε σε σοβαρό τόνο. Χαμογελούσε αχνά και την κοίταζε στο στόμα. «Σε
πληροφορώ πως δε με απασχολεί καθόλου το περιστασιακό σεξ. Πάει αρκετός καιρός από τότε που
ένιωσα έντονο ενδιαφέρον για μια γυναίκα. Όπως κι εσύ, δε βλέπω τη ζωή μέσα από ένα σύννεφο
ρομαντισμού. Χαίρομαι που γνώρισα κάποια που αντιμετωπίζει αυτά τα πράγματα με ρεαλισμό, σαν
άντρας. Σπάνια περίπτωση, βέβαια».

«Ω, Θεέ μου!» αναφώνησε εκείνη σηκώνοντας ψηλά τα χέρια της. «Τι αβρότητα!»

Ο Μπλέικ ξέσπασε σε ασυγκράτητα γέλια και η Φίνλεϊ συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα εκείνος δε
μιλούσε σοβαρά.

«Είσαι μεγάλο πειραχτήρι!» του είπε. «Στοιχηματίζω πως, όταν ήσουν μικρός, κανένα κορίτσι δεν
ήταν ασφαλές κοντά σου».

«Μπορείς να ρωτήσεις τη Φιλ. Μεγαλώσαμε μαζί».

Αυτό ίσως εξηγούσε την επιφυλακτικότητα με την οποία την αντιμετώπιζε η νεαρή οικονόμος του,
την ψυχρή στάση της. Ίσως μάλιστα να ήταν ερωτευμένη με τον Μπλέικ.

Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, εκείνος θα πρέπει να ένιωθε απόλυτα ικανοποιημένος. Είχε δίπλα του μια
γυναίκα που τον αγαπούσε, χωρίς ο ίδιος να την αγαπά, και που ίσως του έδινε τα πάντα χωρίς να
τον δεσμεύει σε τίποτα. Μια τέτοια σχέση ταίριαζε απόλυτα στο χαρακτήρα και τις αντιλήψεις του
Μπλέικ.

Η Φίνλεϊ είχε διαβάσει κάπου πως ένας κυνικός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πληγωμένος
ρομαντικός. Ίσως ο

αποτυχημένος γάμος του είχε κάνει τον Μπλέικ σκληρό και κυνικό.

Στο δρόμο της επιστροφής, στο αυτοκίνητο, η Φίνλεϊ γύρισε και κοίταξε το προφίλ του άντρα που
καθόταν δίπλα της και τη διαπέρασε ένα ρίγος. Σκέφτηκε πως, όποια γυναίκα τον ερωτευόταν, θα
είχε πρόβλημα. Μπορεί να ήταν ο πιο γοητευτικός άντρας που είχε γνωρίσει ποτέ της, ωστόσο ζούσε
με τους δικούς του κανόνες και είχε θέσει όρια στις πράξεις, τις εκδηλώσεις και τις αποφάσεις του.
Φαινόταν χαρισματικός, αλλά ήταν σκληρός σαν ατσάλι.

Η υπόλοιπη μέρα κύλησε πολύ ήσυχα. Όταν η Φίνλεϊ κάθισε σε μια μεγάλη, αναπαυτική καρέκλα
κάτω από ένα ποχουτουκάουα, ο Μπλέικ εξαφανίστηκε στο γραφείο του. Λίγο αργότερα,
οπωσδήποτε εκτελώντας διαταγές, έφτασε η Φιλ με μια κανάτα γεμάτη λεμονάδα κι ένα μπολ με
παγάκια. Τ’ ακούμπησε στο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά από τη Φίνλεϊ, κι όταν εκείνη της είπε
πως δεν ήταν ανάγκη να μπει στον κόπο, η οικονόμος χαμογέλασε αχνά χωρίς να μιλήσει.

Εκείνο το χαμόγελο εξόργισε τη Φίνλεϊ τόσο όσο και τα περιοδικά που της έφερε, τα οποία ήταν
γεμάτα με φωτογραφίες μοντέλων και κουτσομπολίστικα ρεπορτάζ.

«Ο Μπλέικ ζήτησε να μου φέρουν εδώ τα ρούχα μου», είπε στη Φιλ. «Μήπως έχουν έρθει;»

«Ναι, αλλά δεν είχα χρόνο να τα τακτοποιήσω», απάντησε ψυχρά η οικονόμος.

Σιγά μην τα τακτοποιούσες, σκέφτηκε η Φίνλεϊ, ενώ σηκωνόταν από την αναπαυτική καρέκλα.

«Δε χρειάζεται», της είπε προσπαθώντας να της χαμογελάσει ζεστά. «Αν θέλετε, δείξτε μου το
δωμάτιό μου και θα τα βγάλω μόνη μου από τη βαλίτσα».

Η Φιλ τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες της, αλλά η Φίνλεϊ δεν μπόρεσε να διαβάσει στην έκφρασή της τις
σκέψεις και τα συναισθήματά της. «Πολύ ευχαρίστως», ήταν η απάντησή της κι έπειτα μπήκαν και
οι δύο στο σπίτι.

Το μεγάλο χολ της εισόδου ήταν φανταστικό. Το όμορφο παλιό παρκέ του μόλις που φαινόταν
κάτω από τα ανατολίτικα χαλιά με τα λαμπερά χρώματα. Η Φίνλεϊ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα
όταν αντίκρισε τον αστραφτερό βενετσιά-νικο καθρέφτη και τον θεόρατο πολυέλαιο που κρεμόταν
από το ταβάνι. Ήταν και τα δύο πραγματικά έργα τέχνης. Όμως εκείνο που τη γοήτευσε
περισσότερο ήταν η μεγαλόπρεπη σκάλα που ξεκινούσε από το ισόγειο κι οδηγούσε στον
επάνω όροφο. Ήταν ένα αληθινό αριστούργημα. Η Φιλ θα πρέπει να ήταν περήφανη για την
καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε στην έπαυλη.

Το δωμάτιο όπου οδήγησε τη Φίνλεϊ δεν υστερούσε σε ομορφιά. Σε όλον το χώρο κυριαρχούσε μια
απαλή απόχρωση στο χρώμα του αχλαδιού και το σκούρο ξύλο των επίπλων τού ταίριαζε απόλυτα.
Υπήρχε ένα διπλό κρεβάτι, ένας εντυπωσιακός καθρέφτης σε νεοκλασικό στυλ, ένας
μικρός πολυέλαιος, ένα μαρμάρινο τζάκι, ένας καναπές και δύο μεγάλες, αναπαυτικές πολυθρόνες.
Λουλούδια στόλιζαν το χαμηλό τραπέζι ανάμεσά τους, ενώ πίσω τους ορθωνόταν μια μικρή
βιβλιοθήκη.

Η μόνη παραφωνία στο δωμάτιο ήταν η βαλίτσα της Φίνλεϊ και τα κουτιά με τα πράγματά της.

«Το μπάνιο βρίσκεται εκεί», είπε η Φιλ δείχνοντάς της μια πόρτα στον απέναντι τοίχο.

«Η άλλη πόρτα πού οδηγεί;» ρώτησε η Φίνλεϊ βλέποντας πως υπήρχε και μια δεύτερη, σ’ έναν
άλλον τοίχο.

Η οικονόμος ίσως δεν άκουσε την ερώτησή της, πάντως δεν της έδωσε καμιά απάντηση. Η Φίνλεϊ
δίστασε λίγο, αλλά τελικά πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν το
υπνοδωμάτιο του Μπλέικ.

Η Φίνλεϊ έριξε μια γρήγορη ματιά στο χώρο και στα σκούρα, μοντέρνα έπιπλα κι ύστερα έκλεισε
την πόρτα. Κοίταξε τα δάχτυλα του χεριού της που έσφιγγαν σαν μέγκενη το πόμολο. Σήκωσε το
κεφάλι της και χαμογέλασε στη Φιλ.

«Ξέρετε, θα προτιμούσα κάποιο δωμάτιο με θέα τη θάλασσα», της είπε ήρεμα, παρά την ταραχή που
την είχε κυβιέψει. «Είναι δύσκολο να μεταφερθώ σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο;»

Το πρόσωπο της άλλης γυναίκας ξαφνικά μαλάκωσε. «Όχι, καθόλου δύσκολο. Υπάρχει μια πολύ
όμορφη κρεβατοκάμαρα στο βάθος του διαδρόμου».

Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Είχε ένα κρεβάτι σε βικτωριανό στυλ, με δαντελένιο, άσπρο
κάλυμμα και τα χρώματα που επικρατούσαν στο δωμάτιο ήταν το πράσινο και το άσπρο. Από το
παράθυρο, πέρα από τα πανύψηλα δέντρα, φαινόταν η θάλασσα.

«Πολύ ωραίο», είπε με ευγένεια η Φίνλεϊ. «Τώρα, λέω να τακτοποιήσω τα πράγματά μου. Τι ώρα θα
είναι έτοιμο το μεσημεριανό φαγητό;»

«Στις δώδεκα ακριβώς», της αποκρίθηκε κοφτά η Φιλ. «Σηκωνόμαστε πολύ νωρίς το πρωί εδώ κι
έτσι τρώμε και νωρίς. Το πρωινό σερβίρεται στις οχτώ και μισή και το δείπνο στις εφτά και μισή».

«Δε θα κατεβαίνω για πρωινό», της είπε η Φίνλεϊ. «Σηκώνομαι κι εγώ πρωί, αλλά προτιμώ να μην
κατεβαίνω. Ευχαριστώ».

Όση ώρα έβγαζε τα ρούχα της από τη βαλίτσα, η Φίνλεϊ αναρωτιόταν ποιανού ήτμν η ιδέα να τη
βάλουν στην κρεβατοκάμαρα δίπλα στου Μπλέικ. Αν το είχε σκεφτεί η Φιλ, σήμαινε πως είχε γερά
νεύρα. Μακάρι να μην το είχε σκεφτεί ο Μπλέικ. Δεν μπορεί να ήταν τόσο ανόητος ώστε να
δώσει τέτοια εντολή στην οικονόμο του.

Τακτοποίησε τα ρούχα της στην ντουλάπα κι ύστερα πήγε στο μικρό αλλά πολύ λειτουργικό μπάνιο
για να κάνει ένα ντους. Πριν χρησιμοποιήσει τα προσωπικά της είδη, πρόσεξε πως υπήρχε μια
μεγάλη ποικιλία από σαπούνια, σαμπουάν, κρέμες και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κάνεις.
Δεν ήταν μαθημένη σε τέτοιες πολυτέλειες. Ο Μπλέικ Κερντ δεν ήταν απλώς πλούσιος, ήταν πολύ
πλούσιος. Η Φίνλεϊ δεν

ήξερε πολλά για αντίκες, αλλά είχε καταλάβει πως τα περισσότερα έπιπλα και αντικείμενα μέσα
στην έπαυλη ήταν σπάνια, παλιά κομμάτια. Όσα χρήματα κι αν κέρδιζε με τη δουλειά της, ποτέ της
δε θα κατάφερνε ν’ αποκτήσει τόσο ακριβά πράγματα.

Μέχρι εκείνη τη μέρα, πίστευε πως τέτοια πλούτη και τέτοια πολυτέλεια συναντούσε κανείς μόνο
στο εξωτερικό. Τώρα, έβλεπε πως μπορούσε να τα βρει και στη Νέα Ζηλανδία.

Βέβαια, όλ’ αυτά δε θα την έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη. Ήταν αποφασισμένη να μη γίνει ερωμένη του
Μπλέικ Κερντ. Μπορεί άλλες γυναίκες στη θέση της να περίμεναν με αγωνία πότε θ’ ανοίξει η
πόρτα που ένωνε τα δύο υπνοδωμάτια. Όμως εκείνη δε θα έκανε το ίδιο. Είχε πάρει ήδη τις
απαραίτητες προφυλάξεις: προτίμησε ένα μικρότερο δωμάτιο μακριά από το δικό του.

Με το κεφάλι ψηλά, διέσχισε το μεγάλο σπίτι, ώσπου έφτασε σε μια από τις εξόδους όπου την
περίμενε ο σκύλος της. Εκείνος χάρηκε όταν την είδε κι άρχισε να κουνάει γρήγορα την ουρά του.

«Έλα, χαζούλη», του είπε και τον πήρε μαζί της κάτω από το ψηλό δέντρο όπου την περίμενε η
αναπαυτική καρέκλα της. Είχε πάρει κι ένα βιβλίο για να διαβάσει, αλλά διαπίστωσε ότι δεν
μπορούσε να συγκεντρωθεί. Τα μάτια της έκλειναν σιγά σιγά και τελικά την πήρε ο ύπνος.

Την ξύπνησε το γάβγισμα του σπάνιελ.

«Τι...» μουρμούρισε μισοκοιμισμένη, νιώθοντας ένα αντρικό κορμί δίπλα της.

«Κοιμήσου», άκουσε τη φωνή του Μπλέικ.

Η Φίνλεϊ άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της και χασμουρήθηκε. Ύστερα τα ξανάκλεισε κι έγειρε πάνω
του. Ρίγησε στην επαφή και η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά.

«Ω, Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Αναρωτιέμαι γιατί ναρκώνομαι έτσι όταν κοιμάμαι την ημέρα».

«Ίσως φταίνε οι βιολογικοί σου ρυθμοί», της απάντησε

κάνοντας ένα μορφασμό. Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε στη μύτη τραβώντας τη στην αγκαλιά του.

Η Φίνλεϊ έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη.Ύστερα του ξέφυγε και ξαναχασμουρήθηκε. «Οι
βιολογικοί ρυθμοί... πολύ πιθανό», είπε κοιτάζοντάς τον εξεταστικά.

«Ήθελα να σε μεταφέρω στο δωμάτιό σου χωρίς να σε ξυπνήσω», της είπε, ενώ την έπιανε από το
μπράτσο για να την οδηγήσει στο σπίτι. «Κοιμόσουν βαθιά, αλλά σε λίγο θα σ’ έβρισκε ο ήλιος».

«Εκείνο που μαθαίνουμε από πολύ νωρίς εμείς οι γιατροί είναι να ξυπνάμε γρήγορα. Θα πάω να
πλυθώ και να φτιάξω λίγο τα μαλλιά μου», του είπε.

Βύθισε τα δάχτυλά του στα πλούσια μαλλιά της κι άρχισε να τα χαϊδεύει. Σταμάτησε απότομα και
την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Τα μάτια σου είναι πράσινα... Έχουν το πιο καθαρό πράσινο χρώμα,
ακριβώς όπως το χρώμα της λιμνοθάλασσας στο νησί με τον κοραλλένιο ύφαλο. Η ομορφιά σου
είναι ασυνήθιστη, μικρή μου γιατρίνα, αλλά όταν κλείνω τα μάτια μου βλέπω το πρόσωπό σου,
βλέπω εσένα να μου χαμογελάς και θέλω να χαμογελάς μόνο για μένα».

«Πρέπει να κυλά στις φλέβες σου ιρλανδικό αίμα», του είπε με κομμένη την ανάσα. «Μήπως ο
παππούς σου είχε φιλήσει την πέτρα του κάστρου Μπλάρνεϊ, αυτή που σου μεταδίδει το χάρισμα της
κολακείας;»

«Δε ρώτησα ποτέ τη γιαγιά μου», της αποκρίθηκε κοιτά-ζοντάς τη με τα ωραία, λαμπερά μάτια του.
«Το όνομα Κερντ είναι σκοτσέζικο. Όμως υπάρχει πιθανότητα να είχαμε κάποιον Ιρλανδό
πρόγονο».

Την επόμενη στιγμή, το στόμα του σφράγισε το δικό της και η Φίνλεϊ, σαν υπνωτισμένη, έκλεισε τα
μάτια της κι άνοιξε τα χείλη της για να καλωσορίσει τα δικά του και να γευτεί το νέκταρ τους.

Συνέβη ό,τι και την προηγούμενη φορά. Η επιθυμία της σάρκας θριάμβευσε πάνω στη λογική.
Φιλήθηκαν με αχαλίνώτο πάθος. Ήταν σαν να επιζητούσαν μια ένωση που δε θα έσπαγε ποτέ.

Ο ήλιος χτυπούσε καυτός τα κλειστά βλέφαρα της Φίνλεϊ. Όμως ο πόθος που είχε ανάψει στο κορμί
της ήταν πολύ πιο καυτός. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του Μπλέικ και, αναστενάζοντας από
ηδονή, σφίχτηκε στην αγκαλιά του για ν’ απολαύσει την αρρενωπότητά του. Η κάψα του την έκαιγε,
αλλά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το σκληρό κορμί του. Λίκνισε ρυθμικά τη λεκάνη της πάνω
του, στο ρυθμό του έρωτα.

Αναστέναξε κι εκείνος, μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Αμέσως μετά την έσφιξε πάνω του πολύ
δυνατά. Το πάθος του ήταν ασυγκράτητο. Το τρυφερό κορμί της κόντεψε να διαλυθεί στην αγκαλιά
του, αλλά η Φίνλεϊ δεν ένιωθε κανέναν πόνο. Ο πόθος της για τον Μπλέικ κυριαρχούσε πάνω απ’
όλα.

«Ω, Μπλέικ, δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μου συμβαίνει», μουρμούρισε. «Φοβάμαι, Μπλέικ».

Εκείνος σήκωσε απότομα το κεφάλι του και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Το λένε ερωτική
χημεία», της είπε. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και το κορμί του γεμάτο ένταση.

Ο σκύλος γάβγισε μια φορά κι ύστερα στάθηκε κοντά στη Φίνλεϊ κοιτάζοντάς τη στα μάτια.

«Το ξέρω», του είπε απλώνοντας το χέρι της για να χαϊδέψει το κεφάλι του Μπλάκι.

«Τότε τι είναι εκείνο που δεν καταλαβαίνεις;»

«Δεν καταλαβαίνω γιατί νιώθω έτσι, τη στιγμή που νομίζω ότι δε μου αρέσεις και τόσο πολύ», του
απάντησε.

Στο στόμα του ζωγραφίστηκε ένα γοητευτικό χαμόγελο. «Ψεύτρα. Σου αρέσω πάρα πολύ».

«Όμως σε ξέρω πολύ λίγο».

«Τι σημασία έχει αυτό, που να πάρει η ευχή;»

«Έχει μεγάλη σημασία, αν θυμάσαι αυτό που σου είπα. Δε μου αρέσουν οι τυχαίες, περιστασιακές
σχέσεις».

«Τι θα έλεγες τότε για μια σοβαρή σχέση;»


«Δε θέλω καμία σχέση, Μπλέικ», του απάντησε κατηγορηματικά.

Ακολούθησε σιωπή μια παράξενη σιωπή. Το ύφος του δεν άλλαξε καθόλου. Η Φίνλεϊ ήταν σίγουρη
πως το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, καθώς προσπαθούσε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα.

«Για περίμενε ένα λεπτό», της είπε, πιάνοντάς την από το μπράτσο όταν εκείνη γύρισε να φύγει.
«Καμία σχέση, Φίνλεϊ; Ποτέ;»

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και ντράπηκε να τον κοιτάξει. «Καμία σχέση, Μπλέικ. Καμία
περιπέτεια της μιας νύχτας. Τίποτα!» του φώναξε με την πλάτη γυρισμένη.

Εκείνος γλίστρησε το χέρι του και το τύλιξε γύρω από τη μέση της. «Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος
λόγος; Ξέρω πως αυτό που λες δεν ισχύει για όλες τις περιπτώσεις».

Το κοκκίνισμα στα μάγουλά της έγινε πιο έντονο. Του είχε πει για τον εαυτό της περισσότερα απ’
όσα έπρεπε. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Γιατί δεν ισχύει;» τον ρώτησε τελικά.

Έσφιξε το χέρι του για λίγο στη μέση της κι ύστερα το απομάκρυνε. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε
πως δεν είχε διάθεση να την προκαλέσει περισσότερο. «Καλύτερα να πάμε για φαγητό, πριν αρχίσει
να φωνάζει η Φιλ», είπε.

Η Φίνλεϊ αμφέβαλλε αν τον απασχολούσε τι θα έλεγε ή τι θα έκανε η οικονόμος του. Θα έπαιρνε


όρκο πως κανένας δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις του. Ωστόσο, τον ακολούθησε στο
σπίτι.

Όση ώρα κράτησε το μεσημεριανό, ο σκύλος καθόταν ήσυχα κάτω από την καρέκλα της, ενώ
εκείνη απολάμβανε την κρύα σούπα αβοκάντο, το κοκκινιστό κοτόπουλο, το ψητό κρέας και τη
σαλάτα από ντομάτες και άλλα λαχανικά. Έφαγε με όρεξη, απαντώντας με ευγένεια στις ερωτήσεις
του Μπλέικ και ακούγοντας με ενδιαφέρον τα τελευταία νέα.

Ήταν ένας άντρας ευδιάθετος και πολύ έξυπνος. Ένας άντρας που δούλευε σαν εργάτης -δεν
μπορούσε να ξεχάσει πόσο γρήγορα είχε επιδιορθώσει εκείνον το φράχτη- και ζούσε σαν
μεγιστάνας. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αποφασισμένη να μην υποκύψει στη γοητεία του!

Το βλέμμα της έπεσε κάποια στιγμή στον απέναντι τοίχο, όπου υπήρχε ένα μεγάλο πορτραίτο.
Ύστερα κοίταξε πάλι τον Μπλέικ. Έμοιαζε καταπληκτικά με τον άντρα του πίνακα.

Ο οικοδεσπότης της την κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα, που η Φίνλεϊ έσκυψε με αμηχανία πάνω
από το πιάτο της.

«Ο παππούς μου. Εκείνος έφτιαξε την έπαυλη, αλλά δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εσωτερική
διακόσμηση», της είπε, θέλοντας να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Του άρεσε η απλότητα.
Αρκετό καιρό αργότερα έγιναν μερικές αλλαγές. Πριν από δέκα χρόνια, μια θεία μου αποφάσισε
να κάνει κάτι πιο σπουδαίο. Συγκέντρωσε εδώ μέσα τις πιο απίθανες αντίκες».

«Νομίζω πως έκανε θαυμάσια δουλειά».

«Είναι θαυμάσια γυναίκα. Αυτή τη στιγμή ανακαινίζει μια βίλα βικτωριανής εποχής». Έγειρε πίσω
στην καρέκλα του και την κοίταξε εξεταστικά. «Θα τη συμπαθήσεις, αν τη γνωρίσεις. Είναι βέβαια
πολύ σκληρή γυναίκα. Ομολογώ πως την τρέμω. Μερικές φορές νομίζω πως δεν έχει
καθόλου αισθήματα. Ευτυχώς, ο γιος της, ο Μόργκαν, τη λατρεύει. Το ίδιο και η γυναίκα του, όσο
κι αν φαίνεται παράξενο».

«Η Κλάρι Κερντ;»

«Ναι». Χαμογέλασε και ύστερα το ύφος του σοβάρεψε. «Ο ξάδερφός μου είναι πολύ τυχερός
άντρας. Τον έχεις γνωρίσει, καλά δε θυμάμαι;»

«Κι εκείνον και τη γυναίκα του», του είπε. «Αλλά όχι σε κάποια κοσμική εκδήλωση».

Ο Μπλέικ γέλασε με τα τελευταία της λόγια. «Ναι, βέβαια. Ο Μόργκαν λέει πως ήταν η πιο φοβερή
εμπειρία της ζωής

του και πως δε θα επιτρέψει να ξαναβρεθεί η Κλάρι σε παρόμοια κατάσταση».

«Θα το ξεπεράσει», είπε η Φίνλεϊ ξεψυχισμένα. Ξαφνικά, ένιωσε πολύ κουρασμένη. Μικρές
σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο πάνω χείλι της και στους κροτάφους της. Κατάλοιπο της
πνευμονίας, σκέφτηκε. Το πρόσωπό της σίγουρα θα είχε γίνει κάτασπρο. Ο Μπλέικ τη ρώτησε
ανήσυχος τι της συνέβαινε.

«Λυπάμαι. Είμαι ακόμα αρκετά αδύναμη. Θα μου περάσει σ’ ένα...»

Εκείνος την πρόλαβε πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Τη σήκωσε στα χέρια του σαν να ’ταν μικρό παιδί
και προχώρησε προς την πόρτα.

«Το συνηθίζεις να παίρνεις τις γυναίκες στην αγκαλιά σου;» τον ρώτησε προσπαθώντας να πατήσει
στα πόδια της. «Θα είμαι εντάξει σε λίγο».

«Μου αρέσει να σε κρατάω. Μη μου στερήσεις αυτή την ευκαιρία να φανώ στοργικός απέναντι σου.
Στις μέρες μας, οι περισσότερες γυναίκες τα βγάζουν πέρα μόνες τους κι έτσι σπάνια δίνεται η
ευκαιρία στους άντρες να τις προστατέψουν".

«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε η Φίνλεϊ. Όμως εκείνη δεχόταν με ανείπωτη ευχαρίστηση την
προστασία που της πρόσφερε. «Δε θέλω όμως να σου γίνομαι βάρος», πρόσθεσε.

Το στήθος του τραντάχτηκε, αλλά συγκρότησε το γέλιο του. Αρκέστηκε απλώς να χαμογελάσει,
κοιτάζοντάς τη με τρυφερότητα.

«Έχω ένα προαίσθημα πως αποτελείς σοβαρό κίνδυνο, παρ’ όλο που είσαι μικροκαμωμένη».

«Κίνδυνο; Εγώ;» Σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπό του και του χαμογέλασε. «Πολύ θα το ’θελα!
Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως, αν ήμουν μοιραία γυναίκα, θα είχα μεν προβλήματα, αλλά δε θα
έπληττα ποτέ».

«Πλήττεις συχνά;»

«Ευτυχώς δεν προλαβαίνω να πλήξω». Το χαμόγελό της


ήταν αχνό. «Στο ιατρείο δεν υπάρχει χρόνος για πλήξη. Τις πιο πολλές φορές είμαι τόσο
απασχολημένη, ώστε όταν τελειώνει η μέρα το μόνο που σκέφτομαι είναι ο ύπνος. Μια μοιραία
γυναίκα θα πήγαινε χαμένη αν γινόταν παιδίατρος. Αυτό είναι σίγουρο».

«Νομίζω πως πρέπει να παραβιάσεις τις αρχές σου», της είπε ανοίγοντας την πόρτα του
υπνοδωματίου της. «Δεν πρέπει ν’ αφήσεις τη δουλειά σου να σε αποξενώσει». Την έβαλε στο
κρεβάτι και στάθηκε από πάνω της κοιτάζοντας τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της.

Για άλλη μια φορά, η Φίνλεϊ δε βρήκε τίποτα να του απαντήσει. Γοητευμένη από το τρυφερό, έντονο
βλέμμα του, έμεινε ακίνητη πάνω στο δαντελένιο κάλυμμα. Ούτε που πρόσεξε το σκύλο της που
κουνούσε πέρα δώθε την ουρά του ξαπλωμένος στο πάτωμα, δίπλα από το προσκέφαλό της.

«Κοιμήσου τώρα», της ψιθύρισε ο Μπλέικ και, σκύβοντας, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η πνευμονία, σκέφτηκε η Φίνλεϊ όταν ξύπνησε, σίγουρα είχε εξασθενίσει τον οργανισμό της. Είχε
κοιμηθεί σαν ναρκωμένη! Χασμουρήθηκε και πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο. Το κύμα έσκαζε
ρυθμικά στην κάτασπρη αμμουδιά και στα δέντρα του κήπου τα τζιτζίκια συνέχιζαν το τραγούδι
τους. Ήταν όλα τόσο όμορφα σ’ αυτό το μέρος!

Ξαφνικά, ακούστηκαν φωνές παιδιών από κάπου κοντά. Η Φίνλεϊ έψαξε με το βλέμμα της τον κήπο
για να τα εντοπίσει και τελικά είδε δύο μικρά αγόρια κοντά σε μια φούξια μπουκαμβίλια. Ένιωσε
έναν κόμπο να της φράζει το λαιμό. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Αυτός ήταν και ο λόγος που
είχε σπουδάσει παιδίατρος. Κι αυτή η αγάπη της την εμπόδιζε πολλές φορές να αποστασιοποιηθεί
και φερθεί αυστηρά ως επαγγελματίας.

Όμως αυτά τα αγόρια δεν ήταν άρρωστα. Δε θα χρειαζόταν να τα πείσει να δεχτούν να τους κάνει
πράγματα που ίσως τους προκαλούσαν πόνο. Αυτά τα αγόρια ήταν υγιέστατα κι έπαιζαν ξένοιαστα
στον κήπο. Ξαφνικά, ακούστηκε η αυστηρή φωνή της Φιλ και τα δύο κεφαλάκια γύρισαν
απότομα προς το μέρος όπου στεκόταν η οικονόμος.

«Δρόμο γρήγορα!» τους φώναξε. «Ξέρετε πως δεν επιτρέπεται να φωνάζετε εδώ. Ο κύριος Κερντ
φιλοξενεί μια κυρία, που αυτή τη στιγμή κοιμάται στο υπνοδωμάτιό της! Φύγετε γρήγορα, πριν την
ξυπνήσετε».

Εκείνα έτρεξαν κοντά στο σπίτι και το ένα τη ρώτησε: «Γιατί κοιμάται αφού είναι μέρα; Είναι
μωρό;» Τα δυνατά γέλια τους γέμισαν τον αέρα. Η Φίνλεϊ χαμογέλασε.

«Όχι, δεν είναι μωρό. Απλώς πέρασε πρόσφατα μια σοβαρή αρρώστια και χρειάζεται ξεκούραση.
Φύγετε τώρα», είπε αυστηρά η Φιλ.

«Μπορούμε να φάμε πρώτα ένα μπισκότο;» Κι άλλα γέλια κι αμέσως μετά προχώρησαν προς το
σπίτι, παίρνοντας στο κατόπι την οικονόμο.

Η Φίνλεϊ γέλασε και, φεύγοντας από το παράθυρο, πήγε στην ντουλάπα όπου είχε τα ρούχα της. Την
άνοιξε, κι αφού έριξε μια ματιά, διάλεξε ένα φόρεμα σε γήινες αποχρώσεις.
Κατέβηκε στο ισόγειο και δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να βρει την κουζίνα. Οι φωνές των
παιδιών και της Φιλ την οδήγησαν εκεί πολύ εύκολα. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με όλο τον
απαραίτητο εξοπλισμό. Τα δύο αγόρια κάθονταν σ ένα τραπέζι, έπιναν φρέσκο χυμό μπαμπάκο και
καταβρόχθιζαν μπισκότα με λαιμαργία, φλυαρώντας. Η Φιλ ζύμωνε ψωμί.

Τα παιδιά, μόλις είδαν τη Φίνλεϊ, σταμάτησαν απότομα να μιλάνε. Η Φιλ συνοφρυώθηκε, αλλά
απάντησε ευγενικά στο χαιρετισμό της Φίνλεϊ. Ύστερα, της σύστησε τα δύο αγόρια, τον Τζέισον και
τον Πίτερ, που κοίταζαν γεμάτοι περιέργεια τη φιλοξενούμενη του κυρίου Κερντ.

«Τι θέλετε να σας φτιάξω;» ρώτησε η Φιλ.

«Μα είστε απασχολημένη», είπε η Φίνλεϊ. «Θα πιω ένα χυμό μπαμπάκο, αλλά θα το ετοιμάσω μόνη
μου».

Η Φιλ κοίταξε τα γεμάτα αλεύρι χέρια της. «Υπάρχει ένα μπουκάλι μέσα στο ψυγείο. Τα ποτήρια
είναι στο ντουλάπι... Τζέισον, δείξε στη δεσποινίδα Μακμίλαν πού βρίσκονται τα ποτήρια».

Ο Τζέισον σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα του και της έδειξε. Ύστερα στάθηκε και την
κοίταζε. «Είστε άρρωστη;» τη ρώτησε.

«Ήμουν», του αποκρίθηκε. «Τώρα είμαι καλά».

«Ο Τζέισον έχει μια μικρή αδερφή», επενέβη ο Πίτερ. «Κοιμάται όλη τη μέρα».

«Τα μικρά κοιμούνται πολύ, έτσι δεν είναι;» Η Φίνλεϊ ήπιε λίγο από το χυμό της και χαμογέλασε
στα δύο παιδιά. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στη Φιλ και κατάλαβε πως η οικονόμος δεν ένιωθε
άνετα που η φιλοξενούμενή τους βρισκόταν στην κουζίνα της. Αντίθετα, τα αγόρια έδειχναν πολύ
ευχαριστημένα. Η Φίνλεϊ, εξαιτίας της δουλειάς της, ήξερε πολύ καλά από παιδιά. Έτσι, δεν άργησε
να γίνει φίλη τους και άκουσε με ενδιαφέρον τις ιστορίες τους από το σχολείο. Ο Πίτερ της είπε ότι
ο μεγαλύτερος αδερφός του του έφτιαχνε ένα χαρταετό και ο Τζέισον ότι ήταν δεινός κολυμβητής.

Γέλασαν με την καρδιά τους και χόρτασαν κουβέντα, μέχρι που η Φιλ επενέβη, για να τους πει πως
οι μητέρες τους θ’ ανησυχούσαν.

Όταν τα δύο αγόρια έφυγαν, η Φίνλεϊ έπλυνε τα ποτήρια και τα πιάτα, ενώ η Φιλ έβαλε το ψωμί στο
φούρνο.

«Δεν πρέπει να τους δίνετε πολύ θάρρος», της είπε η οικονόμος. «Θα σας γίνουν φόρτωμα. Δε λένε
να ξεκολλήσουν όταν ένας ξένος τούς δίνει θάρρος».

«Δε με πειράζει. Αγαπώ πολύ τα παιδιά».

«Απ' ό,τι είδα τα καταφέρνετε πολύ καλά μαζί τους. Ο Πίτερ είναι συνήθως ντροπαλός και δεν του
παίρνεις λέξη από το στόμα».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε. «Ένα μέρος της δουλειάς μου είναι να κάνω τα παιδιά να μιλούν. Είναι κι
αυτό θέμα πείρας. Όλα τα παιδιά φεύγουν από τη Ματουαρόχα, όταν πάνε στο γυμνάσιο;»

«Ναι. Το σχολείο εδώ είναι μόνο για μικρά παιδιά. Τα μεγαλύτερα μένουν αναγκαστικά στο Όκλαντ
κι έρχονται στο νησί τα Σαββατοκύριακα. Αυτό σημαίνει πως οι γονείς τους τα χάνουν από τα
δώδεκα».

«Η ζωή στον παράδεισο λοιπόν έχει και τα μειονεκτήματά της», παρατήρησε ή Φίνλεϊ. Η Φιλ
προφανώς θεωρούσε τον

Μπλέικ Θεό, αν πίστευε πως η φιλοξενούμενή του, μετά από γνωριμία δύο ημερών, σκεφτόταν να
τον παντρευτεί!

«Και δεν είναι λίγα», συνέχισε η οικονόμος.

Η Φίνλεϊ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τη θέση της. «Μη μου πείτε άλλα. Θα μείνω εδώ μόνο λίγες
εβδομάδες και θέλω, όταν γυρίσω στο Όκλαντ, να θυμάμαι αυτό το νησί σαν ένα υπέροχο όνειρο.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα μειονεκτήματα της Ματουαρόχα στην άκρη, σας παρακαλώ! Υπάρχει
τίποτε άλλο που μπορώ να κάνω;»

«Όχι. Δεν έπρεπε να κάνετε ούτε αυτά».

«Ω, δε θέλετε να επεμβαίνουν στην κουζίνα σας... Ζητώ συγνώμη».

Η οικονόμος την κοίταξε πρώτα εξεταστικά κι ύστερα της χαμογέλασε ζεστά. «Ναι, δε θέλω να
μπαίνει κανείς στην κουζίνα μου, για να μη βλέπει τα φοβερά πράγματα που συμβαίνουν εδώ».

«Να μη σας βλέπουν, ας πούμε, να δοκιμάζετε τη σάλτσα με το κουτάλι;»

«Ναι», της αποκρίθηκε η Φιλ γελώντας. «Και να χαλάω τη μαγιονέζα. Όμως με τις πατάτες
συμβαίνουν τα χειρότερα. Τις μισές τις καίω και τις άλλες μισές τις τρώω».

Οι δυο γυναίκες γέλασαν με την καρδιά τους. Ο Μπλάκι έκανε την εμφάνισή του κι έχωσε τη
μουσούδα του στα πόδια της Φίνλεϊ, κουνώντας την ουρά του.

«Τι να θέλει άραγε;» αναρωτήθηκε. «Ίσως χρειάζεται τη βόλτα του».

«Μάλλον θέλει φαγητό, όχι γυμναστική».

«Ωραία! Τότε θα πάμε κάπου να καθίσουμε ήσυχα, περιμένοντας να έρθει η ώρα του δείπνου», είπε
με εύθυμο τόνο η Φίνλεϊ. «Είστε σπουδαία μαγείρισσα, κυρία Άλεν».

«Ω, ας μιλάμε στον ενικό. Προτιμώ να με φωνάζεις Φιλ, όπως όλοι. Κι αν θέλεις να πιστέψω τη
φιλοφρόνησή σου για τις ικανότητές μου στη μαγειρική, προσπάθησε να φας περισσότερο απ' όσο
έφαγες το μεσημέρι».

«Δεν έχω ανάγκη από πολύ φαγητό».

«Μπορεί να είσαι μικροκαμωμένη, αλλά είσαι αδύνατη, νομίζω. Ελπίζω να φας κάτι παραπάνω το
βράδυ. Ο Μπλέικ θα επιστρέφει γύρω στις έξι και μισή».

«Τι να φορέσω;»
«Ό,τι νομίζεις. Ο Μπλέικ δε δίνει μεγάλη σημασία στους τύπους».

Η Φίνλεϊ κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Το φόρεμα που φορούσε ήταν κατάλληλο για όλες τις
ώρες. Για το δείπνο όμως θα έβαζε παπούτσια με ψηλό τακούνι και θα βαφόταν. «Έχω να γράψω
μερικά γράμματα», είπε. «Νομίζω πως θα πάω σ’ εκείνο το κιόσκι που φαίνεται από το παράθυρο
του δωματίου μου».

Έτσι κι έκανε. Έγραψε στον πατέρα της, εξηγώντας του πώς γνώρισε τον Μπλάκι και τον έθεσε υπό
την προστασία της. Σίγουρα, θα το έβρισκε πολύ διασκεδαστικό και θα το έλεγε σ’ όλους. Οι
μέλισσες βούιζαν γύρω της παίρνοντας το νέκταρ από τα λουλούδια του κήπου. Η Φίνλεϊ συνέχισε
την αλληλογραφία της, ετοιμάζοντας μια κάρτα για το ζευγάρι που έμενε στο διαμέρισμα δίπλα από
το δικό της. Έπειτα έγραψε λίγα λόγια στη νονά της, που ζούσε στον Καναδά, και σε δυο τρεις
φίλες της.

Όταν τέλειωσε, κάθισε για λίγο με σταυρωμένα τα χέρια πάνω στο τραπέζι. Συνήθως, η
απογευματινή ώρα τής φαινόταν ανιαρή, τουλάχιστον μέχρι να δύσει ο ήλιος. Όμως
στη Ματουαρόχα ένιωθε διαφορετικά. Εδώ, τα απογεύματα ήταν εξίσου ευχάριστα με τα πρωινά.

Κάτω στην παραλία, το κύμα έσκαζε ρυθμικά στην αμμουδιά. Οι γλάροι πετούσαν στον ουρανό
κρώζοντας, στο μονοπάτι ακουγόταν το ποδοβολητό ενός αλόγου, ενώ από κάπου μακριά το
αεράκι έφερνε τις νότες ενός πιάνου. Ο Μπλάκι καθόταν κοντά στα πόδια της και κάθε τόσο
αναστέναζε.

Η Φίνλεϊ ένιωσε ξαφνικά τα μάτια της να βουρκώνουν. Δε συνήθιζε να κλαίει. Ίσως φταίει η
αρρώστια που πέρασα,

σκέφτηκε. Κάθισε ακίνητη προσπαθώντας να καταγράψει στη μνήμη της κάθε λεπτομέρεια απ’ αυτό
τον παράδεισο, για να τις αναπολεί τις δύσκολες μέρες του χειμώνα.

Ξαφνικά, ήρθε στο μυαλό της η γυναίκα του Μπλέικ. Προσπάθησε να τη φανταστεί.Έφτιαξε την
εικόνα μιας πανέμορφης κοκκινομάλλας, που ένιωθε φυλακισμένη στο νησί. Σε ποιο δωμάτιο
άραγε την είχε κλειδώσει ο Μπλέικ, πριν κάνει εκείνη την ξέφρενη φυγή προς την ελευθερία και το
θάνατο; Ήταν μήπως το μεγάλο δωμάτιο όπου κοιμόταν τώρα εκείνος, ή μήπως είχε μετακομίσει
αλλού μετά το θάνατό της;

Κοίταξε προς το μεγάλο σπίτι. Όχι, κατέληξε, δεν είχε αλλάξει δωμάτιο. Όταν της μίλησε για τη
γυναίκα του, στο πρόσωπό του δεν είχε φανεί ούτε ίχνος συμπόνιας ή πόνου για κείνη. Η αδιαφορία
και ο κυνισμός του της είχαν προκαλέσει σοκ.

Ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις, τον είδε να την κοιτάζει από ένα ανοιχτό παράθυρο. Η καρδιά της
άρχισε να χτυπά δυνατά και τα χέρια της να τρέμουν. Στο κορμί της απλώθηκε μια παράξενη κάψα.
Ο σκύλος γάβγισε καταλαβαίνοντας την αναστάτωσή της.

Ύστερα ο Μπλέικ εξαφανίστηκε από το παράθυρο. Η Φίνλεϊπήρε μια βαθιά ανάσα, σηκώθηκε και,
παίρνοντας από το τραπέζι τους φακέλους με τα γράμματα που είχε ετοιμάσει, κατευθύνθηκε προς
το σπίτι. Ήθελε να γυρίσει γρήγορα στο δωμάτιό της, προτού εκείνος βγει από το δικό του και
τη συναντήσει.
Δεν πρόλαβε όμως. Όταν έφτασε στο χολ του ισογείου, τον είδε να κατεβαίνει από την εσωτερική
σκάλα. Φορούσε ένα φίνο ιταλικό πουκάμισο και εφαρμοστό παντελόνι.

«Αν αφήσεις τα γράμματά σου πάνω σ’ εκείνο το δίσκο», της είπε, «θα φύγουν με το φέρι μποτ
αύριο το πρωί».

«Ευχαριστώ». Ήταν το μόνο που κατάφερε να του πει. Εβαλε τους φακέλους στο δίσκο που της
έδειξε, ενώ εκείνος την κοίταζε από τη βάση της σκάλας χαμογελώντας.

«Είσαι πολύ γοητευτική», της είπε όταν τον πλησίασε.

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε αμήχανη. «Κι εσύ δεν πας πίσω», του αποκρίθηκε νιώθοντας στεγνό το στόμα
της. «Θ’ ανεβώ στο δωμάτιό μου για να βάλω λίγο μακιγιάζ», πρόσθεσε βιαστικά.

«Δε σου χρειάζεται», της είπε πιάνοντάς την από το μπράτσο. «Έλα να πιούμε ένα ποτό».

Η Φίνλεϊ για μια στιγμή δίστασε, αλλά ύστερα, ανασηκώνοντας τους ώμους της, τον ακολούθησε σ’
ένα δωμάτιο με άσπρα έπιπλα και πολλά λουλούδια και φυτά. Το δωμάτιο είχε μπροστά μια
βεράντα, όπου σκαρφάλωνε μια κληματαριά και μερικά άλλα αναρριχητικά φυτά με
κατακόκκινα λουλούδια.

«Τι προτιμάς;» τη ρώτησε.

« Ενα χυμό, παρακαλώ». Τον είδε ν’ απορεί. «Το περισσότερο που μπορώ να πιω είναι δυο ποτήρια
κρασί με το φαγητό κι ένα λικέρ μετά. Αν πιω παραπάνω, δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω».

«Είσαι πολύ συνετή γυναίκα», σχολίασε εκείνος. «Όμως πολύ θα ήθελα να δω τα αποτελέσματα
ενός τρίτου ποτηριού κρασί. Ορίστε, δοκίμασε αυτό».

Η Φίνλεϊ κοίταξε με επιφύλαξη το ροζ κοκτέιλ που της πρόσφερε. Ο χυμός, με ό,τι είχε προσθέσει ο
Μπλέικ, είχε περίφημη γεύση.

Εκείνος ήπιε ουίσκι με αρκετά παγάκια και ύστερα βάλθηκε να την ψυχαγωγήσει. Ήταν ένας
θαυμάσιος οικοδεσπότης και καλός συζητητής. Η Φίνλεϊ ανακάλυψε πως είχαν πολλά
κοινά ενδιαφέροντα. Συζητούσαν για την επιστροφή του ανθρώπου στη φυσική ζωή, όταν έκανε την
εμφάνισή της η Φιλ.

«Με συγχωρείτε, αλλά στο τηλέφωνο είναι ο κύριοςΌξεν», είπε στον Μπλέικ.

Εκείνος ζήτησε συγνώμη κι έφυγε. Γύρισε σε λίγα λεπτά συνοφρυωμένος. «Ήταν ένας καλός φίλος.
Θέλει να έρθει εδώ με μια παρέα».

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε αμήχανη. «Τότε να γυρίσω στο ξενοδοχείο», του είπε.

«Μην είσαι ανόητη». Κάθισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι, ενώ με τον αντίχειρά του της χάιδευε
απαλά τον καρπό. Η έκφρασή του ήταν αινιγματική. «Αν σε βρουν εδώ, φοβάμαι πως θα βιαστούν
να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Δε ζω πάντα μόνος».

Φυσικά. Ένας άντρας σαν κι αυτόν δεν ήταν δυνατό να μην αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα.
Η Φίνλεϊ ένιωσε ένα κάψιμο στα σωθικά της και αμέσως συνειδητοποίησε ότι ζήλευε.

Σήκωσε το κεφάλι της αγέρωχα και τον κοίταξε. «Τότε, ποιο είναι το πρόβλημα;» τον ρώτησε.

«Πραγματικά, ποιο είναι;» μουρμούρισε σκεφτικός. «Δε θέλω να σε περάσουν για ερωμένη μου».

Η Φίνλεϊ κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε ειρωνικά. «Ω, δεν είμαι και τόσο άσχημη», του
πέταξε.

«Να μου επιτρέψεις να μην το σχολιάσω αυτό».

Η Φίνλεϊ προσπάθησε ν’ απομακρύνει το χέρι της από το δικό του. Όμως εκείνος το έσφιξε πιο
πολύ και ύστερα το έφερε στα χείλη του.

***

Στο δείπνο, παρά τα υπέροχα φαγητά που είχε ετοιμάσει η Φιλ, η Φίνλεϊ ένιωθε άκεφη. Ο Μπλέικ
το είχε δηλώσει καθαρά. Δεν ήθελε να τη βρουν εκεί οι φίλοι του. Δεν ήθελε να την περάσουν για
ερωμένη του. Την είχε φέρει στο σπίτι του επειδή απλώς ήθελε να την προστατέψει.

Κι όμως, πίσω από την κυνικότητά του, ήταν σίγουρη πως είχε μια καρδιά γεμάτη αισθήματα. Πίσω
από τη μάσκα της σκληρότητας έκρυβε αρκετή ευαισθησία.

«Σου προκαλώ ανία;» τη ρώτησε ξαφνικά.

Του χαμογέλασε αχνά. «Όχι, καθόλου», του απάντησε με ευγένεια. «Απλώς σκέφτομαι».

Τα μάτια του άστραψαν. «Σε βρίσκω πολύ όμορφη», της είπε τελικά. «Λυπάμαι που φέρθηκα με
αγένεια νωρίτερα».

Η Φίνλεϊ συλλογίστηκε πως δεν έπρεπε να τον προσβάλει. «Κι εγώ φέρθηκα με αγένεια. Όμως με
κουράζουν οι άνθρωποι που θεωρούν ότι, επειδή είμαι μικροκαμωμένη, δεν έχω την ικανότητα να
υπερασπίσω τον εαυτό μου. Μπορώ να αποδείξω πως δεν είμαι ερωμένη σου με τον τρόπο μου».

«Το πιστεύω. Νιώθω μάλιστα τύψεις που σ’ έκρινα με βάση τη σωματική σου διάπλαση. Όμως
γενικά νομίζω πως οι γυναίκες χρειάζονται πάντα την προστασία των αντρών. Κι εσύ ανήκεις στο
ασθενές φύλο».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε αχνά και σηκώθηκε από το τραπέζι. «Σε τι υστερώ; Στο μυαλό;»

Εκείνος γέλασε. «Κάθε άλλο», της είπε με τρυφερότητα και σηκώθηκε κι αυτός. Στάθηκε μπροστά
της, σε απόσταση αναπνοής. «Για την ώρα, εκείνο που μετράει είναι η δύναμη».

«Η δύναμη μετράει μόνο εκεί που έχει πέραση», του αντιγύρισε.

Περίμενε ότι θα τη φιλούσε. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε. Όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο. Τα
ξανάνοιξε και τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της. Ο Μπλέικ κοίταζε το στόμα της σαν υπνωτισμένος. Η
Φίνλεϊ το μισάνοιξε. Αυθόρμητα, έβγαλε τη γλώσσα της και ύγρανε το πάνω χείλι της. Το
έντονο βλέμμα του την έκανε να ριγήσει. Ένα πρωτόγονο πάθος είχε κυριέψει και τους δύο. Η
Φίνλεϊ, όταν εκείνος την αγκάλιασε, ένιωσε πάνω της το μυώδες κορμί του κι έκλεισε τα μάτια της.
Τότε εκείνος χαλάρωσε. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της, η λάμψη είχε εξαφανιστεί από το βλέμμα του
και στο πρόσωπό του δεν ήταν πια ζωγραφισμένος ο πόθος.

Η Φίνλεϊ είχε μείνει άναυδη από την αυτοκυριαρχία του. «Έπρεπε να το φανταστώ ότι είσαι πολύ
σίγουρος για τον τρόπο με τον οποίο εκτιμάς την αξία και τις δυνατότητες των ανθρώπων», του
πέταξε.

Ο Μπλέικ γέλασε και πήρε ένα δίσκο για να τον βάλει στο στέρεο. Μόλις ακούστηκε η φωνή του
Πλάσιντο Ντομίνγκο, μίλησε σε ήρεμο τόνο. «Ναι, είμαι. Είναι πολύ χρήσιμο προσόν για κάποιον
που ασχολείται με την καλλιέργεια της γης».

«Στοιχηματίζω πως δεν κάνεις το ίδιο λάθος δυο φορές», του είπε βλέποντάς τον να μαζεύει
σκεφτικός το δίσκο του καφέ.

«Πολύ σπάνια», παρατήρησε εκείνος. «Ξέρεις, κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο παγιδευμένοι στα
προηγούμενα σφάλματά τους, ώστε αργούν πολύ να πέσουν ξανά στο ίδιο ατόπημα».

Τι περίπλοκος και, συνάμα, τι γοητευτικός άντρας, σκέφτηκε η Φίνλεϊ.

«Μ’ αρέσει πολύ αυτή η μουσική», του είπε.

Ο Μπλέικ δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την αλλαγή θέματος και η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ευχάριστα.

Δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσε η φλυαρία. Έτσι, κάθε τόσο σταματούσε τη συζήτηση για ν’
απολαύσουν τη μουσική. Πέρασαν ευχάριστα σαν δυο παλιοί φίλοι κι όχι σαν ένας άντρας και μια
γυναίκα που ένιωθαν αμοιβαία έλξη.

Αργότερα, στο δωμάτιό της, η Φίνλεϊ είπε στον Μπλάκι που καθόταν ήσυχος στα πόδια της: «Όχι
γαβγίσματα απόψε, εντάξει;» Εκείνος κούνησε την ουρά του υπάκουα. Η Φίνλεϊ έκανε ένα
μορφασμό και, αφού χάιδεψε το σκύλο στο κεφάλι, ξάπλωσε στο μεγάλο κρεβάτι της.

Ήθελε να μείνει για λίγο ξύπνια για ν’ απολαύσει την ησυχία της νύχτας, αλλά την πήρε γρήγορα ο
ύπνος. Όταν ξύπνησε, είχε ξημερώσει για τα καλά. Αλλη μια όμορφη μέρα είχε ξεκινήσει στο
εξωτικό νησί!

Η Φίνλεϊ, για πρώτη φορά μετά την αρρώστια της, ένιωθε τόση ζωντάνια. Κατέβηκε γρήγορα τη
σκάλα και βγήκε στη βεράντα για να προλάβει το πρωινό. Και τότε είδε τον Μπλέικ. Καθόταν σε μια
αναπαυτική καρέκλα με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της. Δεν την είχε ακούσει κι
εκείνη στάθηκε να τον παρατηρήσει με την ησυχία της.

Έμοιαζε με μεγαλοπρεπές άγαλμα αρχαίου Έλληνα θεού σε στάση περισυλλογής. Ήταν τόσο
ψηλός... παρά το ανάστημά του, όμως, διέθετε σπάνια ευγένεια και χάρη.

Η Φίνλεϊ δεν έκανε κανένα θόρυβο καθώς τον πλησίαζε, αλλά εκείνος γρήγορα την αντιλήφθηκε
και σηκώθηκε όρθιος. Την καλημέρισε και κοίταξε από πάνω ως κάτω σαν να την επιθεωρούσε.

«Είσαι σπάνια περίπτωση, με τόσο τέλειες αναλογίες», σχολίασε. «Τα περισσότερα άτομα που
έχουν το δικό σου μικρό ύψος χρειάζονται ακόμα γύρω στους τέσσερις πόντους για να δείχνει
αρμονικό το σώμα τους. Εσύ όμως έχεις τέλειο σώμα!»

Η Φίνλεϊ ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Θα προτιμούσα να έχω τέσσερις πόντους
παραπάνω. Και ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση».

Ο Μπλέικ γέλασε και της τράβηξε μια καρέκλα για να καθίσει. Στο τραπέζι, εκτός από το πρωινό,
υπήρχαν ποτήρια και χυμός μπαμπάκο. Τη σερβίρισε και είπε: «Αν μπορούσα, θα σου έδινα εγώ
τους τέσσερις πόντους, από το δικό μου ύψος».

«Θα μου τους έδινες;»

«Ναι», της αποκρίθηκε. «Είναι μερικές φορές που θα ήθελα να είμαι πιο κοντός».

«Δεν έχεις δίκιο. Πρέπει να ευχαριστείς τα γονίδιά σου που παρά το μεγάλο ύψος σου διαθέτεις
τόση χάρη», του είπε και είδε έκπληκτη πως τα λόγια της τον είχαν κάνει να κοκκινίσει.

Όμως ο Μπλέικ προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία του περνώντας στην αντεπίθεση. «Δε νομίζεις
πως οι μικρόσωμες γυναίκες πρέπει να είναι προσεκτικές, όταν έρθει η ώρα της εγκυμοσύνης;
Φαντάσου, για παράδειγμα, να έμενες έγκυος στο δικό μου παιδί!»

Η Φίνλεϊ ένιωσε μια παράξενη ζεστασιά να απλώνεται στο κορμί της. Τα χέρια της άρχισαν να
τρέμουν τόσο πολύ, που χρειάστηκε να σφίξει τις γροθιές της κάτω από το τραπέζι για να
σταματήσει το τρέμουλο. Κάτω, κοντά στα πόδια της, ο

Μπλάκι έτρωγε μερικά μπισκότα, που θα του τα είχε δώσει σίγουρα η Φιλ. «Ναι, για φαντάσου»,
κατάφερε να του πει. «Οι πολύ μικρόσωμες γυναίκες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, όταν έρθει η
ώρα να αναπαράγουν το είδος. Το ότι είμαστε πολύ λίγες είναι η τρανότερη απόδειξη αυτού
του μειονεκτήματος».

«Αν μείνεις έγκυος, δηλαδή, θα υπάρχει κίνδυνος;»

Για άλλη μια φορά το αίμα κύλησε καυτό στις φλέβες της. «Πριν από εκατό χρόνια, ίσως», του
απάντησε. «Στις μέρες μας, δε νομίζω ότι είναι επικίνδυνο».

«'Ισως χρειαστεί να κάνεις καισαρική», της είπε. «Μήπως αυτό σε προβληματίζει;»

«Όχι», αποκρίθηκε και τόλμησε να τον κοιτάξει στα μάτια-της φάνηκε πως διέκρινε θυμό στα βάθη
τους. «Για την ώρα, δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο», πρόσθεσε η Φίνλεϊ. «Δεν έχω γνωρίσει ακόμα
τον άντρα που θα με κάνει ν’ αποφασίσω να παντρευτώ, άσχετα από το μέγεθος μου».

«Γιατί;»

«Γιατί θέλω να ειδικευτώ στην παιδιατρική, πράγμα που απαιτεί άλλα πέντε χρόνια σπουδών. Μετά,
χρειάζεται να πάω δύο χρόνια στο εξωτερικό, για ν’ αποκτήσω την απαραίτητη εμπειρία».

Ο Μπλέικ συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή δε σκοπεύεις να παντρευτείς στο προσεχές μέλλον», της είπε.
«Έχεις προγραμματίσει με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή σου».

«Αν το θέλει ο Θεός -και οι εξετάσεις».


«Και τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο σου; Ούτε ένας έρωτας ή ένας γάμος με
πολλές υποχρεώσεις;»

Η Φίνλεϊ ήπιε λίγο χυμό μπαμπάκο, ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι και ύστερα του απάντησε.
«Ακριβώς. Δούλεψα σκληρά χρόνια ολόκληρα και στερήθηκα πράγματα που για τις συνομήλικός
μου θεωρούνταν αυτονόητα. Κι όλα αυτά, επειδή έχω βάλει ορισμένους στόχους στη ζωή μου.
Δε θα επιτρέψω να σταθεί τίποτα εμπόδιο στο δρόμο μου. Σου φαίνεται τόσο παράξενο αυτό; Εσύ
θα εγκατέλειπες τούτο τον παράδεισο για μια ερωτική περιπέτεια ή για ένα γάμο, αν σου
δημιουργούσε προβλήματα;»

Το πρόσωπό του σκοτείνιασε.

«Ω, με συγχωρείς», απολογήθηκεγιατην απερισκεψία της.

Σήκωσε τους ώμους του. «Όχι. Δε θα δεχόμουν ποτέ να με αναγκάσει μια δύστροπη σύζυγος να
εγκαταλείψω τη Ματουα-ρόχα. Η γυναίκα που παντρεύτηκα σκοτώθηκε, επειδή
ήμουν ανυποχώρητος σ’ αυτό το θέμα. Σε καταλαβαίνω και σε θαυμάζω! Εκείνο που με εκπλήσσει
είναι που ένα τόσο μικρό σώμα κρύβει τόση αποφασιστικότητα και τόσες φιλοδοξίες».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε. «Είσαι απελπιστικά σοβινιστής», του είπε.

«Φοβάμαι πως ναι».

Άπλωσε το δυνατό χέρι του κι έπιασε το δικό της, κοιτάζοντας τα λεπτά της δάχτυλα καθώς
έσφιγγαν τα δικά του. Ύστερα έφερε το χέρι της στο στόμα του και φίλησε την ανάστροφη της
παλάμης με μάτια μισόκλειστα. Τα χείλη του ήταν υγρά και ζεστά. Η αρρενωπή γοητεία του την
αναστάτωσε. Τα δάχτυλά της άρχισαν να τρέμουν. Δάγκωσε το κάτω της χείλι προσπαθώντας να
κρύψει την ταραχή της.

«Θέλω ν’ αλλάξεις γνώμη σχετικά με τον έρωτα», της είπε με πολλή ζεστασιά στη φωνή του.

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε συνοφρυωμένη, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της. «Δε σκοπεύω να
σπάσω τα μούτρα μου μαζί σου», του είπε.

«Με φοβάσαι;»

«Ναι», παραδέχτηκε. «Δε θέλω να δημιουργήσω προβλήματα στη ζωή μου. Μου αρέσει όπως
ακριβώς είναι».

«Ω, Φίνλεϊ, γιατί είσαι τόσο δειλή;»

«Είμαι και πεισματάρα», του αποκρίθηκε χαμογελώντας. «Δεν πρόκειται να με πείσεις να γίνω
ερωμένη σου, ούτε να με αναγκάσεις».

«Κι αν προσπαθήσω να σε δελεάσω;»

Η φωνή του, απαλή σαν βελούδο, τη γοήτευσε αλλά και την τρόμαξε συνάμα. Αυτός ο άντρας είχε
πράγματι την ικανότητα να τη δελεάσει και η Φίνλεϊ δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να μείνει
ασυγκίνητη.
«Δεν μπορώ να δημιουργήσω καμιά σχέση μαζί σου, Μπλέικ. Πρέπει να το καταλάβεις».

«Είμαι μόνος κι έρημος», της είπε κοιτάζοντάς την έντονα στα μάτια.

«Πίστεψέ με, Μπλέικ, νομίζω πως...»

«Σε πιστεύω», της είπε διακόπτοντάς την. «Όμως σκέψου το καλύτερα. Ίσως...»

«Το έχω σκεφτεί, Μπλέικ. Πρέπει να καταλάβεις πως δεν έχω καμιά διάθεση να γίνω ερωμένη
σου!»

«Κι όμως, πιστεύω πως τελικά θα το κάνεις», της είπε με απαλή φωνή.

Η Φίνλεϊ μισόκλεισε τα μάτια της, για να κρύψει τον πόθο που ήταν σίγουρη πως καθρεφτιζόταν
στο βλέμμα της. «Είσαι επηρεασμένος από τον εγωισμό σου», του πέταξε.

«Ίσως», της αποκρίθηκε σκεφτικός. «Όμως θέλω να ξέρεις πως έχω τη δύναμη να σταματήσω τον
εαυτό μου, αν εσύ επιμένεις να αρνείσαι αυτό που και οι δυο μας θέλουμε τόσο πολύ».

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε εξεταστικά. Τελικά, ήταν πολύ επικίνδυνος. Αρκούσε ένα μόνο άγγιγμά του κι
εκείνη ήταν έτοιμη να του παραδοθεί. Όμως δεν έπρεπε να παρασυρθεί από τη γοητεία του. Είχε
προγραμματίσει με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή της και δε θα επέτρεπε σε κανέναν, ούτε και
στον Μπλέικ, να της χαλάσει τα σχέδια.

Χαμογέλασε προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό της τις ερωτικές εικόνες που γεννούσε η
φαντασία της.

«Αυτό που λες με χαροποιεί», του αποκρίθηκε. «Τι ώρα φτάνουν οι φίλοι σου;» τον ρώτησε ύστερα,
αλλάζοντας θέμα.

«Θα είναι εδώ για το μεσημεριανό φαγητό».

Η Φίνλεϊ έγνεψε καταφατικά, ρίχνοντας ένα κομμάτι φρυγανισμένο ψωμί στο σκύλο που καθόταν
δίπλα της.

«Μην του δίνεις να τρώει, όταν κάθεσαι στο τραπέζι», τη συμβούλεψε. «Θα τον κακομάθεις και θα
σου δημιουργεί προβλήματα».

«Έχεις δίκιο».

Εκείνος την κοίταξε σκεφτικός, αλλά δε μίλησε. Η Φίνλεϊ απέφυγε το βλέμμα του και ρώτησε:
«Πόσοι θα έρθουν; Τι πρέπει να φορέσω για το γεύμα;»

«Έξι άτομα», της αποκρίθηκε. «Μπορείς να φορέσεις ό,τι θέλεις. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα».
Χαμογέλασε, επιθεωρώντας την από πάνω ως κάτω. «Μ’ αυτό το φόρεμα φαίνεσαι πολύ γλυκιά
και... σέξι», πρόσθεσε. «Ανησυχείς που θα γνωρίσεις τους φίλους μου;»

«Όχι», βιάστηκε να του απαντήσει. «Γιατί να ανησυχώ;»


«Πραγματικά, γιατί;»

Μετά το πρωινό την πήγε μια βόλτα στα κτήματα. Η Φίνλεϊ απόλαυσε τις μυρωδιές της φύσης και
τα εξωτικά τοπία. Όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει τα τελευταία του λόγια. Ίσως ο Μπλέικ να
περίμενε να του πει πως ανησυχούσε που θα γνώριζε τους φίλους του. Όμως γιατί;

Όταν γύρισαν στο σπίτι, ήταν σχεδόν μεσημέρι. Η Φίνλεϊ μόλις που πρόλαβε να κάνει ένα ντους και
να ντυθεί, όταν ακούστηκε η σειρήνα του ιστιοφόρου που άραξε στον κόλπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Το Χαουράκι ήταν ένα δικάταρτο πλεούμενο, άσπρο και μπλε, με πολύ φίνες γραμμές. Η Φίνλεϊ και
ο Μπλέικ το είδαν από την αποβάθρα να μπαίνει με χάρη στο λιμανάκι του κόλπου,
χρησιμοποιώντας πρώτα τα πανιά κι ύστερα τη μηχανή του.

«Είναι το καμάρι του Σαμ», είπε ο Μπλέικ κοιτάζοντας το ιστιοφόρο ν’ αράζει. «Το βγάζει στ’
ανοιχτά κάτω από καιρικές συνθήκες που άλλοι θα το κρατούσαν δεμένο στο λιμάνι», πρόσθεσε.

Ο Σαμ Όξεν πρέπει να είναι πολύ έμπειρος ναυτικός, σκέφτηκε η Φίνλεϊ. Λίγο αργότερα διαπίστωσε
πως ήταν επίσης και πολύ καλός άνθρωπος, τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του, η Φέι. Όμως ο
άντρας που τράβηξε περισσότερο την προσοχή της ήταν εκείνος που στεκόταν δίπλα του. Τον
θυμόταν και ήταν από τους πιο γοητευτικούς που είχε συναντήσει ποτέ της.

«Έχουμε γνωριστεί», είπε ο Μόργκαν Κερντ, ενώ η γυναίκα του έδινε το γιο τους στον Μπλέικ για
να τη χαιρετήσει κι εκείνη.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που σας ξαναβλέπω», είπε η Κλάρι Κερντ χαμογελώντας εγκάρδια. «Και
κάτω από πιο ευχάριστες συνθήκες!» πρόσθεσε.

Πίσω της ακριβώς στεκόταν μια πολύ όμορφη γυναίκα που κοίταζε τη Φίνλεϊ από πάνω ως κάτω. Ο
Μπλέικ την είχε

προειδοποιήσει. Ήταν η ΜαρίΝτιερ και η Φίνλεϊχρειάστηκε να τη δει να χαιρετάει διαχυτικά τον


οικοδεσπότη τους για να καταλάβει γιατί την κοίταζε σχεδόν εχθρικά με τα μεγάλα, μαύρα μάτια
της.

Η Κλάρι Κερντ έδειχνε ενθουσιασμένη που ξανάβλεπε τη Φίνλεϊ και ο γοητευτικός σύζυγός της
χαμογελούσε μ’ έναν αέρα που θύμιζε τον ξάδερφό του, τον Μπλέικ. Η Μαρί, που χαιρέτησε τον
Μπλέικ μ’ ένα φιλί και μια θερμή αγκαλιά, συμπεριφερόταν με ευγένεια στη Φίνλεϊ καθώς
πήγαιναν προς το σπίτι. Όταν όμως είδε τον Μπλέικ να την πιάνει από το μπράτσο, συνοφρυώθηκε
κι έπαψε να παρακολουθεί τον Σαμ Όξεν, το μεσήλικα άντρα που της μιλούσε και ήταν το έκτο
πρόσωπο της παρέας.

«Όπως βλέπω, έχεις καινούριο σκύλο, Μπλέικ», σχολίασε η Κλάρι χαϊδεύοντας τον Μπλάκι.

«Δεν είναι δικός μου», της είπε εκείνος εξηγώντας της πώς έτυχε να βρίσκονται στο σπίτι του η
Φίνλεϊ και ο σκύλος της. Οι υπόλοιποι τον άκουγαν με ενδιαφέρον κοιτάζοντας μια τη Φίνλεϊ και
μια τον Μπλάκι.
Η Κλάρι γέλασε και τότε η Φίνλεϊ κατάλαβε γιατί ο Μόργκαν την είχε ερωτευτεί. «Έτσι, η
Πεντάμορφη και το Τέρας κυρίευσαν το παλάτι σου», είπε στον Μπλέικ. «Είδες, Μπλέικ, μερικές
φορές τα παραμύθια βγαίνουν αληθινά!»

«Ειδικά η ιστορία της Σταχτοπούτας», επενέβη η Μαρί, ενώ το βλέμμα της έπεσε στο πρόσωπο της
Φίνλεϊ.

Ο Σαμ Όξεν σχολίασε κάτι και ακολούθησε μια έντονη συζήτηση ανάμεσα σ’ εκείνον και τη
σύζυγό του, που τον αγριοκοίταξε πρώτα κι ύστερα έβαλε τα γέλια. Ο Μπλέικ δε μιλούσε. Φαινόταν
πολύ σκεφτικός, γεγονός που έκανε τη Φίνλεϊ να νιώσει άσχημα.

Η Μαρί Ντιερ δεν έδειχνε να φοβάται ή να ανησυχεί για τίποτα -ότι απειλούνταν, για παράδειγμα,
από την καινούρια γνωριμία του Μπλέικ. Δεν ήταν ανόητη. Κοίταξε το ήρεμο

πρόσωπο όλων των άλλων και, για πρώτη φορά, η Φίνλεϊ ένιωσε ξένη στο όμορφο νησί και σ’ αυτή
την παρέα.

Όλοι έχουν τον αέρα του πλούτου, σκέφτηκε με θλίψη. Μιλούσαν μεταξύ τους με άνεση,
αντάλλασσαν αστεία που μόνο εκείνοι καταλάβαιναν, γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλο, είχαν
φοιτήσει όλοι στα ίδια σχολεία. Η Κλάρι Κερντ μπορεί να ανήκε σε κατώτερη τάξη, αλλά είχε την
τύχη να την ερωτευτεί ο Μόργκαν.

Μόνο η Φίνλεϊ ήταν το αουτσάιντερ. Και ο Μπλέικ την κοίταζε μάλλον αδιάφορα -ή σαν να
αποτελούσε πρόβλημα.

Κοντοστάθηκε, νιώθοντας τα πόδια της να τρέμουν. Το μπράτσο που κρατούσε το δικό της τη
στήριξε με δύναμη. «Κουράστηκες;» τη ρώτησε ο Μπλέικ.

«Όχι, απλώς έχασα το βηματισμό μου», του αποκρίθηκε.

Εκείνος την περιεργάστηκε και ύστερα γέλασε. Η Φίνλεϊ κοίταξε γοητευμένη τα όμορφα χείλη του
κι ένιωσε ξαφνικά την επιθυμία να γευτεί τη γλύκα του φιλιού του.

«Θα φάμε λίγο αργότερα σήμερα, στη μία», την πληροφόρησε. «Γιατί δεν πας επάνω να
φρεσκαριστείς λίγο;»

«Αυτό θα κάνω», του αποκρίθηκε. «Νιώθω λίγο εξαντλημένη».

«Φαίνεσαι μια χαρά», την καθησύχασε με τόση ζεστασιά στη φωνή του, που την έκανε να
χαμογελάσει.

Τελικά, η Φίνλεϊ έπεσε για ύπνο μετά το μεσημεριανό φαγητό. Είχε σκοπό να κοιμηθεί γύρω στη
μία ώρα, αλλά κοιμήθηκε πολύ περισσότερο. Ξύπνησε από χτυπήματα στην πόρτα του δωματίου
της.

«Συγνώμη», της είπε η Κλάρι, κοιτάζοντας την εξεταστικά. «Όμως είναι περασμένες πέντε και ο
Μπλέικ άρχισε να ανησυχεί. Ήρθα να δω αν είστε καλά».

«Ελάτε μέσα», είπε η Φίνλεϊ προσπαθώντας να κρύψει το χασμουρητό της. «Ω, Θεέ μου, θα χαρώ
πολύ αν κάποτε μπορέσω να περάσω μια ολόκληρη μέρα όρθια».

«Ο Μπλέικ μας είπε πως περάσατε πνευμονία. Θα πρέπει να υποφέρατε».

«Ω, ναι. Όμως τώρα είμαι καλά. Απλώς σηκώθηκα νωρίς σήμερα».

«Εσείς οι γιατροί κουράζεστε παρά πολύ», σχολίασε η Κλάρι, που ήταν νοσοκόμα. Κάθισε σε μια
καρέκλα κι άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει τον Μπλάκι. «Πάντως διαλέξατε το πιο κατάλληλο
μέρος για ανάρρωση».

Οι δυο γυναίκες γέλασαν βλέποντας τον Μπλάκι να ζαρώνει στα πόδια της Φίνλεϊ.

«Σας αγαπά πολύ», παρατήρησε η Κλάρι. «Είναι συγκινητικό».

«Νομίζω πως έπρεπε να τον πάρω και να γυρίσω αμέσως σπίτι μου», είπε η Φίνλεϊ.

«Απ’ ό,τι ξέρω, οι Κερντ είναι άνθρωποι πεισματάρηδες και αποφασιστικοί από την κούνια τους.
Είστε σίγουρη πως δε σας απήγαγε ο Μπλέικ για να σας φέρει εδώ;»

Ξέσπασαν και οι δυο σε δυνατά γέλια. Η Φίνλεϊ πήγε ύστερα στον καθρέφτη για να φτιάξει λίγο τα
μαλλιά της. «Όχι, απλώς με έπεισε πως το πιο λογικό ήταν να έρθω να μείνω εδώ!»

«Η γνωστή συμπεριφορά των Κερντ. Έχουν γεννηθεί αλαζόνες. Τι λέτε, θα τους μοιάσουν τα παιδιά
τους;»

«Ο γιος σας είναι θαυμάσιο παιδί», απάντησε με ειλικρίνεια η Φίνλεϊ. «Χαίρομαι που βοήθησα κι
εγώ στη γέννησή του. Αέτε να είναι κι αυτός πεισματάρης;»

«Νομίζω πως ναι», της αποκρίθηκε η Κλάρι μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Η πεθερά μου λέει πως της
θυμίζει τον Μόργκαν όταν ήταν μικρός».

Η Φίνλεϊ συμπάθησε πολύ την Κλάρι. Το ίδιο και τον Μόργκαν. Αργότερα, φορώντας το καλύτερο
φόρεμά της και κοιτάζοντας τον Μπλέικ ανάμεσα στους φίλους του, σκέφτηκε πως ίσως κάποτε
μάθαινε να ζει μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι άντρες ήταν όλοι καλοί άνθρωποι και οι
γυναίκες όμορφες, έξυπνες και πολύ ενδιαφέρουσες.

«Σου πάει πολύ να είσαι σκεφτική», της ψιθύρισε κάποια στιγμή ο Μπλέικ. «Αν ζούσε ο Ραφαέλο,
θα ήθελε πολύ να φτιάξει το πορτραίτο σου».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε αχνά. «Νομίζω πως θα προτιμούσε κάποια ψηλή και λυγερόκορμη», του είπε.

«Θα έκανε μεγάλο λάθος! Πες μου, τι ποτό προτιμάς;» τη ρώτησε πιάνοντάς την από το χέρι, για να
τη βοηθήσει να σηκωθεί.

Η Φίνλεϊ σηκώθηκε χαμογελώντας ζεστά. Όμως την ίδια στιγμή είδε τη Μαρί να την αγριοκοιτάζει.
Σε πείσμα, έγειρε προκλητικά το κεφάλι της στο μπράτσο του Μπλέικ.

«Νομίζω πως η δεσποινίς Ντιερ δε με συμπαθεί καθόλου», του είπε. «Μήπως πρέπει να την
καθησυχάσω λέγοντάς της πως δεν είμαι ερωμένη σου;»
«Γιατί; Νομίζω πως της αρέσει να σκέφτεται τα χειρότερα. Η Μαρί ενθουσιάζεται με τα δράματα.
Είναι ντροπή να βάλουμε τέρμα στη χαρά της». Η Φίνλεϊ τον άκουγε έκπληκτη. «Εξάλλου, ό,τι και
να της πεις, δε θα σε πιστέψει. Συνήθως δεν εμπιστεύεται τις γυναίκες», πρόσθεσε.

Γύρισε να τον κοιτάξει. «Σε θεωρεί πολύ γοητευτικό; Ή πολύ αχόρταγο;» τον ρώτησε.

«Ήταν η πιο πιστή φίλη της Λίζας, της γυναίκας μου. Θα μπορούσαν να παίξουν μαζί στο θέατρο.
Τέλειες θεατρίνες!»

Το πρόσωπο του Μπλέικ σοβάρεψε, όταν η Μαρί τους πλησίασε. Απευθύνθηκε στη Φίνλεϊ, αλλά το
βλέμμα της καρφώθηκε στον Μπλέικ. Ήταν σαν να τον κατέκρινε για τη συμπεριφορά του.

«Η Κλάρι μόλις μας έλεγε πως εργάζεστε σε νοσοκομείο», είπε χαμογελώντας εγκάρδια. «Είναι μια
δουλειά με πάρα πολλές ευθύνες. Πρέπει να είστε πολύ έξυπνη».

«Είναι πραγματικά τεράστιες οι ευθύνες», συμφώνησε η Φίνλεϊ ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο.

Η Μαρί την κοίταξε εξεταστικά. «Δεν είναι θαύμα;» ρώτησε τον Μπλέικ. «Οταν τη βλέπει κανείς
ούτε που την προσέχει. Μοιάζει με τεράστια κούκλα. Κι όμως είναι γιατρός».

Ο Μπλέικ έδειχνε να διασκεδάζει μ’ αυτά που άκουγε. Κοίταξε τη Φίνλεϊ, που έβραζε από θυμό, και
χαμογέλασε. «Δε θα έλεγα σαν κούκλα», είπε τελικά στη Μαρί. «Μοιάζει περισσότερο με νεράιδα.
Και οι νεράιδες είναι επικίνδυνες, γιατί, ενώ φαίνονται αληθινές, είναι άπιαστες, δεν μπορεί κανείς
να τις αγγίξει ή να τις καταλάβει».

«Οι νεράιδες πολλές φορές αλλάζουν μορφή», είπε η Φίνλεϊ με σοβαρό ύφος. «Όμως χωρίς τη
μαγική τους δύναμη δεν έχουν καμιά αξία».

Ο Μπλέικ έγνεψε καταφατικά. «Οι θνητοί μπορούν να ζήσουν στη χώρα τους, αλλά χάνουν την
ψυχή τους», είπε.

Η Μαρί κατάλαβε πως ο Μπλέικ κι η Φίνλεϊ μιλούσαν σοβαρά. Ακολούθησε μια παράξενη σιωπή.
«Ω, τι φαντασία!» είπε τελικά. «Το συνηθίζετε εσείς οι δυο να μιλάτε για νεράιδες;»

Ο Μπλέικ χαμογέλασε αχνά. «Κάθε φορά που νομίζω ότι βρίσκομαι στη νεραϊδοχώρα», της
αποκρίθηκε. Η Μαρί έκανε ένα βήμα πίσω αλαφιασμένη και η Φίνλεϊ δάγκωσε ιο κάτω της χείλι για
να μη γελάσει. Στο βλέμμα της μπορούσε να διακρίνει κανείς εύκολα την αντιπάθειά της για τη
μικρόσωμη γυναίκα που στεκόταν δίπλα στον Μπλέικ. Μια αντιπάθεια που άγγιζε τα όρια του
μίσους.

«Ελπίζω να αντιλαμβάνεστε πόσο τυχερή είστε που μένετε εδώ», είπε η Μαρί στη Φίνλεϊ. «Αν και η
Ματουαρόχα είναι ιδανική για πάρτι και διασκέδαση, ο Μπλέικ ζει σαν ερημίτης. Όμως εσείς θα
του προσφέρετε κάτι ιδιαίτερο, για να βρίσκεστε εδώ».

«Βρίσκετε;» ρώτησε η Φίνλεϊ, μένοντας άναυδη από την τόλμη της Μαρί Ντιερ.

«Δεν έχεις πάρει ποτό, Μαρί», επενέβη ο Μπλέικ. «Έλα, μαζί μας να σου βάλω κάτι να πιεις».

Το δείπνο ήταν εξαιρετικό. Το τραπέζι είχε στρωθεί στη μεγάλη βεράντα και η Φιλ με τη βοήθεια
του άντρα της ετοίμασε ένα παραδοσιακό γεύμα στυλ πολυνησιακής κουζίνας που άρεσε σε όλους.

Η Φίνλεϊ, μόλο που έτρωγε πολύ αργά, τελείωσε πρώτη.

«Είστε σίγουρη πως δε θέλετε άλλο;» τη ρώτησε η Κλάρι κοιτάζοντας το πιάτο της. «Δεν είναι
θαυμάσια μαγείρισσα η Φιλ; Εγώ έφαγα πάρα πολύ, αν και δεν έπρεπε. Όμως θηλάζω ακόμα κι έχω
πάντα μεγάλη όρεξη! Αλλωστε, είναι όλα τόσο νόστιμα!»

Η Φίνλεϊ γέλασε βλέποντας την αστεία γκριμάτσα της Κλάρι. «Μην ανησυχείτε. Νομίζω πως δεν
έχετε ανάγκη από δίαιτα», της είπε.

«Συμφωνώ», είπε ο Μόργκαν επεμβαίνοντας. «Βέβαια, η Κλάρι δεν ξεχνά ποτέ το παλιό επάγγελμά
της. Ούτε σταματά να τηλεφωνεί στο γιατρό».

«Από τότε που γεννήθηκε το παιδί, έχω χάσει το μυαλό μου. Με το παραμικρό φωνάζω το γιατρό»,
παραδέχτηκε η Κλάρι.

«Ζούσε με ελπίδα πως το μωρό δε θα βήξει ποτέ», είπε ο Μόργκαν κοιτάζοντας με τρυφερότητα τη
γυναίκα του.

Ήταν μια ευχάριστη βραδιά -με εξαίρεση τις λοξές, άγριες ματιές της Μαρί Ντιερ. Η Φίνλεϊ θύμωσε
αρκετές φορές με τον εαυτό της, γιατί ζήλευε όταν έβλεπε τον Μπλέικ να μιλά με οικειότητα στις
γυναίκες της παρέας. Τελικά, κατάφερε να χαλαρώσει κι έπιασε κουβέντα με τη Φέι, συζητώντας
για μια έκθεση τέχνης που σύντομα θα είχε εγκαίνια σε κάποια γνωστή γκαλερί του Όκλαντ.

Λίγο αργότερα ο Μπλέικ πήγε και κάθισε κοντά της και την κοίταξε εξεταστικά στο πρόσωπο.

«Εντάξει;» τη ρώτησε.

«Ναι, περίφημα, Μπλέικ», του αποκρίθηκε.

Εκείνος ησύχασε, αλλά η Φίνλεϊ κατάλαβε από την έκφρασή του πως ήταν έτοιμος να την πάει στο
κρεβάτι της.

σαν μικρό παιδί, αν του έλεγε πως ένιωθε κουρασμένη. Το ενδιαφέρον του τη συγκίνησε. Ανάθεμα
τη στοργή του! Δεν τον είχε ανάγκη, όσο κι αν της άρεσε η τάση του να την προστατεύει.

Αργότερα, η Φίνλεϊ προσπάθησε να μη βρεθεί καθόλου μόνη με τον Μπλέικ. Έπρεπε να φύγει όσο
γινόταν πιο γρήγορα για το Όκλαντ, αλλά η ξεχωριστή ομορφιά του νησιού και το θαυμάσιο κλίμα
του δεν τη βοηθούσαν να το πάρει απόφαση.

Γύρω στα μεσάνυχτα, η Κλάρι πήρε το μικρό γιο της από το υπνοδωμάτιο όπου τον είχαν βάλει να
κοιμάται, καθώς η παρέα ετοιμαζόταν να επιστρέφει στο ιστιοφόρο. Βγήκαν όλοι μαζί και
προχώρησαν προς το λιμανάκι. Ο ουρανός ήταν ξάστερος και στον ορίζοντα φαίνονταν τα φώτα των
σπιτιών της χερσονήσου Γουανγκαπαραόα. Η μυρωδιά της θάλασσας έσμιγε με τη μυρωδιά των
λουλουδιών, της χλόης, των ζώων, των ανθρώπων. Κάθε τόσο ακουγόταν κάποιο νυχτοπούλι
να κρώζει. Ο Μπλάκι βρισκόταν πάντα κοντά στα πόδια της Φίνλεϊ.

Η Φέι εξέφρασε το θαυμασμό της για την όμορφη βραδιά. «Ό,τι πρέπει για ερωτευμένους!»
σχολίασε.

Η Φίνλεϊ βρισκόταν σε κάποια απόσταση από τη Μαρί, αλλά πρόσεξε το συνοφρύωμά της. Τι
απαίσια γυναίκα! Τι της έβρισκε η γυναίκα του Μπλέικ και τη συμπαθούσε;

Όταν οι άλλοι ανέβηκαν στο Χαουράκι, ο Μπλέικ και η Φίνλεϊ τους καληνύχτισαν και γύρισαν στο
σπίτι. Ενώ απομακρύνονταν από την παραλία, η Φίνλεϊ ένιωθε στις πλάτες της το βλέμμα της Μαρί
σαν κοφτερό μαχαίρι. Όμως σε λίγο χάθηκαν μέσα στα δέντρα και ηρέμησε. Βάδιζαν προς το σπίτι
σιωπηλοί.

«Αηδόνια», μουρμούρισε κάποια στιγμή η Φίνλεϊ. «Αυτά που κελαηδούν πρέπει να είναι αηδόνια».

«Είσαι πολύ ρομαντική».

«Δεν μπορεί κανείς να είναι ρεαλιστής ή κυνικός μια

υπέροχη νύχτα σαν κι αυτή», του είπε ρίχνοντας μια ματιά γύρω της.

«Και το χειμώνα, όταν ο αέρας σφυρίζει στη στέγη...»

Η Φίνλεϊ γέλασε. «Ω, πολύ δραματικό!»

«Και την άνοιξη, όταν βρέχει ασταμάτητα;»

«Ποιος νοιάζεται; Η άνοιξη είναι άνοιξη! Είσαι κι εσύ ρομαντικός! Λατρεύεις αυτό το όμορφο
μέρος!»

«Ναι, πραγματικά το λατρεύω».

Η Φίνλεϊ ρίγησε. Είχαν φτάσει κιόλας πίσω στο σπίτι. «Νομίζω πως είναι ώρα για ύπνο», του είπε.
«Καληνύχτα, Μπλέικ. Οι φίλοι σου είναι θαυμάσιοι. Μου άρεσαν όλοι».

«Ακόμα και η Μαρί;»

«Αυτή τη λυπήθηκα. Μου φαίνεται πως η αγάπη έχει επηρεάσει τους τρόπους της και την αίσθηση
του χιούμορ της».

«Αμφιβάλλω αν μπορεί ν’ αγαπήσει αυτή η γυναίκα», είπε ο Μπλέικ. «Θα ήθελε να γίνει η
οικοδέσποινα σ’ αυτό το σπίτι και να με κάνει να πονέσω για να πάρει εκδίκηση για τη Λίζα».

Η Φίνλεϊ δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περισσότερο. Έπνιξε ένα χασμουρητό και γύρισε να φύγει.

Ο Μπλέικ γέλασε και, απλώνοντας το δυνατό του χέρι, την έπιασε από τον ώμο. «Καληνύχτα», της
ψιθύρισε και την τράβηξε στην αγκαλιά του.

Στην αρχή έμεινε ακίνητη. Όμως γρήγορα την κυρίεψε άγριος πόθος και, αναστενάζοντας, κόλλησε
πάνω του.

«Γλυκιά μου», της ψιθύρισε. «Είσαι τόσο γλυκιά! Μια μικρή, γλυκιά νεράιδα...»
Τη φίλησε στα μάτια, στο πρόσωπο, στ’ αυτιά, στο λαιμό, στα χείλη.

Ο κόσμος άρχισε να σβήνει γύρω της. Τύλιξε με δύναμη τα χέρια της γύρω από τη μέση του κι
ανταποκρίθηκε στο φιλί του με θέρμη. Του πρόσφερε ό,τι δεν είχε προσφέρει σε κανέναν άλλον
άντρα μέχρι τότε, μόλο που τον γνώριζε

ελάχιστα. Ένιωσε στην κοιλιά της τη διέγερσή του και την κυρίεψε λαχτάρα. Πίεσε τις παλάμες
στην πλάτη του με δύναμη και τα στήθη της κόλλησαν στο σιδερένιο στέρνο του. Όταν ο Μπλέικ
έχωσε το χέρι του κάτω από την τιράντα του μεταξιοτού φορέματος της για να την κατεβάσει από
τον ώμο της, της ξέφυγε άλλος ένας βαθύς αναστεναγμός. Α-κούμπησε τα χείλη του στη γυμνή
σάρκα της προσφέροντάς της μια πρωτόγνωρη ηδονή.

«Θεέ μου!» ψιθύρισε εκείνος, με το στόμα του κολλημένο στο λαιμό της.

Τη σήκωσε στα χέρια του και την πήγε στο μικρό σπιτάκι που βρισκόταν κοντά στο κιόσκι όπου
είχε γράψει τα γράμματά της. Η μυρωδιά των κρίνων την είχε ζαλίσει και δεν έφερε αντίρρηση όταν
την ακούμπησε πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ και ξάπλωσε δίπλα της.

Η Φίνλεϊ δεν είχε καμία πρόθεση να του αντισταθεί. Το στόμα του πάνω στο δικό της ήταν σαν
μαγεία. Το κορμί της ριγούσε και από τα χείλη της ξεπηδούσε κάθε τόσο κι ένας αναστεναγμός.
Όταν άρχισε να της βγάζει το φόρεμα, δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου.

«Είσαι τόσο όμορφη», της ψιθύρισε με βραχνή φωνή. Ανοιξε τα μάτια της και τον είδε να την
κοιτάζει με πόθο. «Τέλεια», πρόσθεσε και σκύβοντας ακούμπησε τα χείλη του στο στήθος της.

Η Φίνλεϊ ρίγησε σύγκορμη. Ένα βογκητό τής ξέφυγε κι εκείνος σήκωσε το κεφάλι του για να την
κοιτάξει στο πρόσωπο.

«Αυτός είναι ο πιο ερωτικός ήχος που έχω ακούσει ποτέ», της ψιθύρισε, πριν αρχίσει πάλι να φιλάει
το τρυφερό της στήθος. Η Φίνλεϊ έχωσε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και βόγκηξε ξανά.

Ο Μπλέικ, με χέρια που έτρεμαν, την απάλλαξε από το σουτιέν και καταπιάστηκε πρώτα με τη μία
κι ύστερα με την άλλη θηλή της. Τα χέρια του τη χαΐδευαν στην κοιλιά και κατέβαιναν όλο και
χαμηλότερα.

«Τόσο μικροκαμωμένη!» της είπε, ενώ εκείνη μεθούσε από ηδονή. «Τόσο μικροκαμωμένη κι όμως
τέλεια...»

Η Φίνλεϊ άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο με χέρια που έτρεμαν μέχρι που το έβγαλε. Στο
αμυδρό φως της νυχτιάς, θαύμασε το γεροδεμένο στέρνο του. Το χάιδεψε αργά, αισθησιακά,
κάνοντας τον Μπλέικ να ριγήσει.

Εκείνος συνέχισε να τη φιλά μεθυστικά σ’ όλο της το κορμί και οι αναστεναγμοί της φούντωναν
τον πόθο του. Είχε φουντώσει κι ο δικός της πόθος όμως και ζητούσε επίμονα ικανοποίηση. Αυτό
που ένιωθε την τρόμαζε. Ωστόσο ήταν έτοιμη να του δώσει ό,τι της ζητούσε. Εκείνος το κατάλαβε
κι άρχισε να βαριανασαίνετ ήταν έτοιμος να πάρει ό,τι του πρόσφερε... ώσπου η Φίνλεϊ βρήκε τη
δύναμη να τον σταματήσει.

«Όχι», μουρμούρισε.
Μια λέξη μόνο ήταν αρκετή για να τον συνεφέρει. Έγειρε δίπλα της ανάσκελα και την τράβηξε
πάνω στο στήθος του.

Η Φίνλεϊ άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το φόρεμά της. «Όχι, μείνε για λίγο έτσι!» της είπε.

Εκείνη υπάκουσε κι ο πόθος άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί.

Έπαιζαν με τη φωτιά και μόνο η δική του αυτοκυριαρχία τούς έσωσε από βέβαιο κάψιμο. Η Φίνλεϊ
ένιωσε ντροπή. «Ζητώ συγνώμη», του ψιθύρισε.

«Δε χρειάζεται», της αποκρίθηκε. «Εγώ φταίω». Πήρε τα χέρια της στα δικά του.

«Δεν έξω ξανανιώσει ποτέ έτσι», ομολόγησε η Φίνλεϊ.

«Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Μπλέικ. «Όμως μια σχέση δεν μπορεί να στηριχτεί μόνο στο σεξ. Θα ήταν
πολύ εύκολο και θαυμάσιο να σε κάνω δική μου. Όμως ίσως αύριο το πρωί, αν ξυπνούσες στο
κρεβάτι μου, να μετάνιωνες γι’ αυτό που λίγο έλειψε να συμβεί μόλις τώρα».

Η Φίνλεϊ δάγκωσε τα χείλη της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του δώσει εκείνο που ήθελε, που
ήθελαν και οι δύο τόσο

πολύ κι ας το μετάνιωνε την επόμενη μέρα. «Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο», του είπε τελικά. «Δε
θα το αντέξω».

Ο Μπλέικ γέλασε. «Πιστεύω πως θα είσαι μια υπέροχη ερωτική σύντροφος».

«Μη», του ψιθύρισε, συνεπαρμένη από την εικόνα που ζωντάνεψε στη φαντασία της, μόλις άκουσε
τα τελευταία του λόγια.

«Συγνώμη», της είπε με βραχνή φωνή. «Καλύτερα να πηγαίνουμε τώρα».

Ενώ η Φίνλεϊ φορούσε το τσαλακωμένο φόρεμά της, σκεφτόταν πως αυτό που είχε συμβεί πριν από
λίγο ίσως συνέβαινε και την επόμενη ή τη μεθεπόμενη βραδιά... «Νομίζω πως πρέπει να φύγω από
το νησί», του είπε.

«Γιατί; Δεν πρόκειται να σε αναγκάσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις».

«Δε νομίζω ότι θα με αναγκάσεις».

Η έπαυλη τους περίμενε. Παρ’ όλη τη λαμπρότητα και την πολυτέλεια, το σπίτι του Μπλέικ είχε μια
σπάνια ζεστασιά. Καθώς ανέβαιναν την εσωτερική σκάλα, εκείνος την έπιασε από τον ώμο και τη
γύρισε να τον κοιτάξει.

«Μη φύγεις, Φίνλεϊ», την παρακάλεσε. «Μ’ αρέσει πολύ η συντροφιά σου».

«Γιατί;»

Το πρόσωπό του έδειχνε πολύ κουρασμένο. «Αυτό που νιώθω για σένα είναι κάτι που νιώθω
σπάνια. Ίσως επειδή εσύ κι εγώ μοιάζουμε πολύ. Ξέρουμε τι θέλουμε κι είμαστε έτοιμοι να
παλέψουμε γι’ αυτό... και να πληρώσουμε το τίμημα, αν χρειαστεί».

Η Φίνλεϊ έγνεψε καταφατικά. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της δεν έμοιαζε καθόλου με τον
άντρα που πριν από λίγο είχε ξυπνήσει στο κορμί της πρωτόγνωρο πόθο.

Όταν μπήκε στο δωμάτιό της, δεν ξάπλωσε αμέσως. Φόρεσε ένα νυχτικό και στάθηκε κοντά στο
ανοιχτό παράθυρο.

Ήταν φοβισμένη, σαν να βρισκόταν σε μια άγνωστη και

παράξενη χώρα... στο νησί του έρωτα. Θυμόταν ακόμα τα ρίγη που ένιωθε στην αγκαλιά του
Μπλέικ. Οι παλάμες της ήταν ακόμα μουδιασμένες από τα χάδια στην πλάτη του. Ποτέ στη ζωή της
δεν είχε νιώσει έτσι.

Η μυρωδιά του κορμιού του εξακολουθούσε να τη μεθάει. Αγκάλιασε το κορμί της κι αναρωτήθηκε
τι ήταν αυτό πάνω της που του είχε γεννήσει τόσο πόθο. Το στόμα του ήταν καυτό. Τα χέρια του
επιδέξια στα ερωτικά χάδια. Ήταν ο άντρας που οποιαδήποτε γυναίκα θα ήθελε να γίνει ο
πρώτος της εραστής. Ευγενικός, τρυφερός, έμπειρος, ορμητικός αλλά και συγκρατημένος.

Δε θύμωσε καθόλου όταν τον σταμάτησε. Αλλοι άντρες που είχαν προσπαθήσει να την πλησιάσουν
ερωτικά κι εκείνη τους είχε εμποδίσει είχαν αντιδράσει πολύ άσχημα.

Κατέβασε τα χέρια της στους μηρούς της. Σκέφτηκε πως, αν έμενε στο νησί, θα εξακολουθούσε να
παίζει με τη φωτιά. Οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα καταλάβαινε πως αυτό το παιχνίδι ήταν
επικίνδυνο.

«Ω, είσαι ανόητη», μάλωσε δυνατά τον εαυτό της. «Θα πάψεις επιτέλους να τον σκέφτεσαι;»

Τότε, πρόσεξε μια κίνηση μέσα στον κήπο. Τεντώθηκε για να δει καλύτερα. Τίποτα. Ήταν έτοιμη να
φύγει από το παράθυρο, όταν διέκρινε καθαρά τη σιλουέτα ενός ανθρώπου. Ήταν μια γυναίκα. Η
Μαρί Ντιερ.

Η Φίνλεϊ παραμέρισε την κουρτίνα και φώναξε: «Συμβαίνει κάτι, δεσποινίς Ντιερ;»

Η γυναίκα σήκωσε απότομα το κεφάλι της. «Όχι, απλώς κάνω έναν περίπατο. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα».

Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι της, η Φίνλεϊ ένιωσε σχεδόν άρρωστη. Κανονικά έπρεπε να μη νυστάζει.
Όμως, όπως συνέβαινε πάντα, την πήρε αμέσως ο ύπνος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η Φίνλεϊ κοιμήθηκε πολύ. Ξύπνησε στις δέκα την επόμενη μέρα. Έξω από το παράθυρο ακούγονταν
φωνές και γέλια.

«Ω, Θεέ μου», μονολόγησε ανήσυχη κι άρχισε να ντύνεται γρήγορα. Σε δεκαπέντε λεπτά βρισκόταν
κάτω.

Είχε χρόνια να νιώσει τέτοια αμηχανία. Όταν βγήκε στη μεγάλη βεράντα, την καλημέρισαν όλοι
χαμογελώντας πονηρά. Σίγουρα θα τους φαινόταν διασκεδαστική η συνήθειά της να κοιμάται πολύ.
Όμως κάτι της έλεγε πως μερικοί πίστευαν ότι είχε ξενυχτήσει στο κρεβάτι του Μπλέικ. Από την
άλλη, ίσως να μη σκέφτονταν τίποτε απ’ αυτά.

Χαμογέλασε εγκάρδια και κάθισε δίπλα στον Μπλέικ, όπως της υπέδειξε. Ήπιε τον καφέ της
συμμετέχοντας στη συζήτηση που γινόταν. Ο μικρός γιος του Μόργκαν και της Κλάρι καθόταν
ήσυχα στο ριλάξ του και χαμογελούσε σ’ όποιον τον πλησίαζε, ακόμα και στο σκυλί.

«Έλα εδώ, Μπλάκι», φώναξε η Φίνλεϊ, όταν είδε το σκύλο να πλησιάζει επικίνδυνα στο ριλάξ και
να το μυρίζει.

Όταν ο Μπλάκι απομακρύνθηκε, το μωρό άρχισε να διαμαρτύρεται.

«Ω, είσαι ένας γνήσιος Κερντ!» είπε η μητέρα του αναστενάζοντας και σήκωσε το αγοράκι στα
χέρια της. «Όταν μεγαλώσεις, μωρό μου, θα έχεις δικό σου σκυλάκι. Αυτό είναι της Φίνλεϊ. Θα
πεινάς και θα είσαι κουρασμένος, δεν είν’ έτσι; Έλα, ησύχασε, κάτι θα κάνουμε και γι’ αυτό».

Ο Μόργκαν έφυγε μαζί με τη γυναίκα του και το μωρό τους. Λίγο αργότερα, ο ΣαμΌξεν πρότεινε
στην παρέα να πάνε για ψάρεμα. Οι άντρες συμφώνησαν. Ο Μπλέικ κοίταξε τη Φίνλεϊ.

«Θες να ’ρθεις μαζί μας;» τη ρώτησε.

«Όχι, ευχαριστώ, θα καθίσω εδώ να σας βλέπω. Δεν έχω ιδέα από ψάρεμα».

«Θα σας κάνω εγώ παρέα», επενέβη η Μαρί.

Ο Μπλέικ ανασήκωσε έκπληκτος τα φρύδια του. Όταν η Φίνλεϊ του χαμογέλασε καθησυχαστικά,
εκείνος της έγνεψε καταφατικά κι έφυγε.

Πάντα θέλει να με προστατεύει, σκέφτηκε η Φίνλεϊ, κοιτάζοντας τον ψηλό άντρα με τους φαρδιούς
ώμους να απομακρύνεται από το σπίτι.

Ακολούθησε μια επικίνδυνη σιωπή ανάμεσα στη Φίνλεϊ και τη Μαρί.

«Η δεσποινίς... ε... η Φίνλεϊ δεν έχει τελειώσει ακόμα», είπε η Μαρί, μόλις είδε τη Φιλ να πλησιάζει
λίγο αργότερα στο τραπέζι για να το αδειάσει.

Η Φίνλεϊ κοίταξε άναυδη τη Μαρί, ύστερα γύρισε το βλέμμα της στη Φιλ και την είδε να χαμογελά
εγκάρδια. Η οικονόμος, χωρίς να πει τίποτα, άρχισε να μαζεύει τα πιάτα.

«Μπορούμε να βοηθήσουμε;» τη ρώτησε η Φίνλεϊ.

«Όχι, καθίστε ν’ απολαύσετε τον ήλιο. Δεν είναι μεγάλος κόπος».

Η Φιλ δεν άργησε να καθαρίσει το τραπέζι. Η Μαρί, μόλις η άλλη γυναίκα απομακρύνθηκε,
ξέσπασε. «Αν ζούσε ακόμα η Λίζα, δε θα συμπερκρερόταν σαν να ήταν δικό της το σπίτι».
Η Φίνλεϊ δεν είπε τίποτα. Γέμισε πάλι το φλιτζάνι της με καφέ κι έγειρε πίσω στην καρέκλα της,
αποφασισμένη να μην έρθει σε αντιπαράθεση με τη Μαρί. Δεν ήθελε να της διοσει αυτή την
ικανοποίηση.

Ενοχλημένη από τη σκνπή της Φίνλεϊ, η Μαρί συνέχισε την επίθεσή της. «Είναι, βλέπεις,
ερωτευμένη με τον Μπλέικ. Απορώ πώς το ανέχεται ο άντρας της. Ίσως φοβάται μήπως χάσει τη
δουλειά του εδώ».

Η Φίνλεϊ, βράζοντας από θυμό, άνοιξε το στόμα της, αλλά το έκλεισε αμέσως προσπαθώντας να
διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Αυτό που λέτε θεωρείται συκοφαντία», είπε τελικά. «Ο Μπλέικ
σίγουρα θα δυσαρεστηθεί αν μάθει γι’ αυτό το κουτσομπολιό».

Η Μαρί την κοίταξε ανήσυχη. «Κοιτάξτε, δεν υπονοώ πως υπάρχει κάτι ανάμεσα στη Φιλ και τον
Μπλέικ», δικαιολογήθηκε. «Εξάλλου ο Μπλέικ μπορεί να έχει όσες γυναίκες θέλει!»

«Και τις έχει, φαντάζομαι», απάντησε η Φίνλεϊ, μισοκλεί-νοντας τα μάτια της γεμάτη οργή.

«Φίνλεϊ, μου φαίνεται πως δεν ξέρεις καλά τους Κερντ. Συγχώρεσέ με γι’ αυτό που θα πω, αλλά
νομίζω πως δεν έχεις γνωρίσει μέχρι τώρα ανθρώπους σαν κι αυτούς. Γεννήθηκαν μέσα στον
πλούτο και την πολυτέλεια. Μεγάλωσαν με όλες τις ανέσεις, γι’ αυτό έχουν γίνει εγωιστές και
ασυγκράτητοι στην προσωπική ζωή τους και όχι μόνο. Όμως, επειδή είναι γοητευτικοί άντρες, οι
γυναίκες τούς κυνηγούν συνέχεια». Η Μαρί γέλασε. Είχε αρχίσει να της μιλάει στον ενικό,
γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στη Φίνλεϊ.

«Έτσι λοιπόν;»

«Ναι. Το ίδιο ισχύει και για τον Μπλέικ και για τον Μόργκαν».

«Μα ο Μόργκαν είναι παντρεμένος», είπε η Φίνλεϊ. «Δε νομίζω...»

«Ω, δεν πιστεύω πως θα ευδοκιμήσει αυτός ο γάμος! Η γυναίκα του κι εκείνος δεν έχουν τίποτα
κοινό. Πριν παντρευτεί τον Μόργκαν, δεν την ήξερε κανένας! Να ήταν τουλάχιστον όμορφη».

Η Μαρί κοίταξε τη Φίνλεϊ με ύφος, σαν να της έλεγε πως δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη γνώριζε
πόσο αποτυχημένος

ήταν ο γάμος του Μόργκαν. Έπειτα, κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα της απολαμβάνοντας το
λαμπερό ήλιο της Νέας Ζηλανδίας.

«Είναι ταπεινής καταγωγής;» ρώτησε ειρωνικά η Φίνλεϊ.

Η Μαρί πρόσεξε την ειρωνεία. «Όχι», της αντιγύρισε. «Είναι απλώς ένα τίποτα».

Μιλούσε με πάθος εναντίον της γυναίκας του Μόργκαν. «Κανένας δεν έχει καταλάβει γιατί την
παντρεύτηκε», πρό-σθεσε. «Είναι απλώς υποφερτή. Όμως οι Κερντ είναι άντρες που λατρεύουν το
ωραίο. Είναι επίσης πλούσιοι, δυνατοί και απίστευτα ελκυστικοί. Η ομορφιά τούς απασχολεί
ιδιαίτερα». Σώπασε κάνοντας ένα μορφασμό. «Αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να είναι άπιστοι. Η
Λίζα ήταν πανέμορφη κι όμως ο Μπλέικ δεν της ήταν πιστός».
Η Φίνλεϊ την άκουγε αμίλητη. Τα τελευταία λόγια της Μαρί την αναστάτωσαν. Όμως, όταν
συλλογίστηκε πόσο αγαπημένοι ήταν ο Μόργκαν και η Κλάρι, ηρέμησε. Σίγουρα η Μαρί ήταν
προκατειλημμένη. Όσο για την απιστία του Μπλέικ, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να το
πιστέψει. Όλοι μιλούσαν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.

Η Μαρί την κοίταζε εξεταστικά και ίσως μάντεψε τις σκέψεις της. «Η Λίζα είχε κόκκινα μαλλιά και
μεγάλα μάτια», είπε με κακία. «Έμοιαζε με μοντέλο! Όλοι τη λάτρευαν. Ήταν γεμάτη ζωντάνια και
λάμψη. Σκορπούσε γύρω της τη χαρά και το γέλιο. Ο Μπλέικ ήταν ξετρελαμένος μαζί της. Ο γάμος
τους έγινε με πρωτόγνωρη λαμπρότητα. Ήμουν κουμπάρα!»

Κι ερωτευμένη με το γαμπρό! σκέφτηκε η Φίνλεϊ. «Ποιο ήταν το πρόβλημα, λοιπόν;» ρώτησε.

«Έφταιγε αυτό το μέρος. Ο Μπλέικ επέμεινε να ζήσουν εδώ, στο νησί. Η Λίζα τελικά υποχώρησε.
Όμως εκείνος γρήγορα άρχισε να νιώθει ανία κοντά της και την άφηνε πολλές φορές μόνη,
περιτριγυρισμένη από τους κατασκόπους του, για να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Η Λίζα ένιωθε
σαν φυλακισμένη».

Η Μαρί συνέχισε τη φλυαρία της και η Φίνλεϊ την άκουγε χωρίς να την κοιτάζει. Καταλάβαινε πως
προσπαθούσε να την τρομοκρατήσει, επειδή πίστευε πως είχε βάλει στο μάτι τον Μπλέικ.

«Συνήθως με έπαιρνε τηλέφωνο για να μου κάνει τα παράπονά της. Θυμάμαι πολλές φορές που
έκλαιγε με λυγμούς», συνέχισε η Μαρί. «Οι γονείς της δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Της έλεγαν
πως όλα αυτά έπρεπε να τα είχε σκεφτεί πριν παντρευτεί τον Μπλέικ!»

Η Φίνλεϊ σκεφτόταν πως ίσως οι γονείς της Λίζας ένιωθαν ανακούφιση που είχαν γλιτώσει από την
υστερία της κόρης τους. Αλλά ποιος μπορούσε να τους κατηγορήσει;

Καημένε Μπλέικ! Καημένη Λίζα! σκέφτηκε η Φίνλεϊ. Πληρώσατε σκληρά το λάθος σας και οι δύο.

«Ένιωθε τόσο δυστυχισμένη!» συνέχισε η Μαρί. «Ήταν τόσο αξιαγάπητη, που εκατοντάδες άντρες
ήθελαν να την παντρευτούν. Κι όμως εκείνη διάλεξε τον Μπλέικ. Κι εκείνος, μετά από ένα χρόνο,
έπαψε να την αγαπά».

Η Φίνλεϊ δεν άντεξε περισσότερο. Σηκώθηκε όρθια. Ήθελε να φύγει. Η Μαρί την κοίταξε μ’ ένα
βλέμμα που την τρόμαξε. Ήταν φανερό πως τη μισούσε. Ίσως μισούσε και τη Λίζα.

«Ω, νομίζω πως είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία», σχολίασε.

«Η Λίζα πέρασε μαρτυρικά».

«Νομίζω πως κανείς τους δεν ήταν ευτυχισμένος», μουρμούρισε η Φίνλεϊ.

«Θεέ μου, πώς μπορούσε να είναι ευτυχισμένη μ’ έναν άντρα που δεν ήθελε να της κάνει έρωτα;»

«Κοίτα, δεν έπρεπε να μου το πεις αυτό».

Η Μαρί γέλασε υστερικά. «Γιατί όχι; Η Λίζα το έλεγε σε όλους! Είχαν τσακωθεί κι εκείνη του είπε
πως δε θα ξανα-κοιμηθεί μαζί του. Τότε ο Μπλέικ είπε στη Φιλ να μεταφέρει όλα τα πράγματά της
σε άλλο υπνοδωμάτιο. Όλα! Εκείνη νόμιζε πως κάποια μέρα θα το μετάνιωνε και θα την παρα-
καλούσε να ξαναγυρίσει στην κρεβατοκάμαρά τους. Όμως εκείνος δεν το έκανε. Ήταν η πρώτη
φορά που ένας άντρας περιφρονούσε την ομορφιά της! Ο Μπλέικ από τότε την έβλεπε σαν ξένη».

Η Φίνλεϊ κατάλαβε τι είχε συμβεί. Η ανωριμότητα της γυναίκας του τον είχε απομακρύνει από
κοντά της. Η συνήθεια της Λίζας να μιλάει σε όλους για τα οικογενειακά της σίγουρα του
προκαλούσε αηδία. Και το ποτήρι ξεχείλισε όταν εκείνη του έδωσε τελεσίγραφο.

Η Φίνλεϊ δεν ήθελε ν' ακούσει άλλο για το γάμο του Μπλέικ. Στη θέση της Λίζας, ποτέ δε θα
επέτρεπε να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν. Ενώ ετοιμαζόταν να διακό-ψει αυτή τη
συζήτηση, η Μαρί ξαναμίλησε και ήταν τόση η απελπισία της, ώστε η Φίνλεϊ δεν τη σταμάτησε.
'Επρεπε να την αντιμετωπίσει ως ασθενή. Η Μαρί είχε αρχίσει αυτή τη συζήτηση με σκοπό να τη
φοβίσει, αλλά τελικά είχε αρρω-στήσει τον ίδιο της τον εαυτό.

«Όταν η Λίζα σκοτώθηκε, ο Μπλέικ έπαθε σοκ», συνέχισε η Μαρί. «Είχαν ένα φοβερό καβγά εκείνη
τη μέρα. Εκείνη ήθελε να πάει σ’ ένα πάρτι, αλλά ο Μπλέικ αρνήθηκε να την περάσει απέναντι με τη
βάρκα. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος, όμως αυτή επέμενε πως είχαν ταξιδέψει και με χειρότερο. Του
είπε πως, αν εκείνος φοβόταν, θα πήγαινε μόνη της. Ο Μπλέικ την κλείδωσε στο δωμάτιό της. Η
Λίζα τότε μου τηλεφώνησε φωνάζοντας υστερικά. Μου είπε πως είχε αποφασίσει να τον
εγκαταλείψει. Προσπάθησα να την πείσω να μην κάνει καμιά ανοησία, αλλά δεν τα κατάφερα. Το
έσκασε από το παράθυρο κι έφυγε με τη βάρκα. Ο καιρός ήταν πάρα πολύ άσχημος. Ο Μπλέικ είχε
δίκιο. Η Λίζα χτύπησε με τη βάρκα στα βράχια και πνίγηκε. Ακόυσα την είδηση από το ραδιόφωνο.
Εκείνος δε μου τηλεφώνησε...»

Από τα μάτια της κυλούσαν ποτάμι τα δάκρυα και οι γροθιές της σφίγγονταν πάνω στα γόνατά της.

«Δεν μπόρεσε ποτέ της να δεχτεί ότι ο Μπλέικ έβαζε τη

Ματουαρόχα πάνω από εκείνη», πρόσθεσε, μετά από μια μικρή παύση.

«Ναι», είπε η Φίνλεϊ ξεψυχισμένα.

Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της η Κλάρι, που ένιωσε αμηχανία βλέποντας το θλιμμένο
ύφος των δύο γυναικών. Με πολύ διακριτικότητα, άρχισε να μιλάει για το γιο της δίνοντας την
εντύπωση πως δεν είχε προσέξει τίποτα.

Η Μαρί, παρ’ όλη την ταραχή της, άρχισε να συμβουλεύει την Κλάρι πώς να μεγαλώσει το μικρό
απόγονο των Κερντ.

«Ω, νομίζω πως έχει δύσκολο χαρακτήρα», είπε η Κλάρι. «Θέλει πάντα να περνάει το δικό του,
ακριβώς όπως ο πατέρας του. Αλλά έχει πολύ γοητευτικό χαμόγελο. Σου κλέβει την καρδιά!»

«Όπως και ο πατέρας του», είπε η Μαρί. «Αλήθεια, πού είναι ο Μόργκαν;»

«Στην παραλία με τους ψαράδες».

Η Κλάρι έκανε ένα μορφασμό και γέλασε. Η Φίνλεϊ την είχε συμπαθήσει πάρα πολύ. Ήταν
ομιλητική και είχε χιούμορ, ενώ ξεχείλιζε καλοσύνη. Σίγουρα θα ήταν εξαιρετική νοσοκόμα και μια
αφοσιωμένη σύζυγος. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως αγαπούσε το σύζυγό της όσο αυτός εκείνη.
***

Η Φιλ μαγείρεψε τα ψάρια που έπιασαν οι άντρες και η συντροφιά τα έφαγε με όρεξη. Μετά το
φαγητό, το ιστιοφόρο έφυγε για το νησί Καουάου, όπου η παρέα θα έμενε για μερικές μέρες.

«Να έρθεις να μας επισκεφτείς», είπε η Κλάρι στη Φίνλεϊ αποχαιρετώντας τη. «Μη χαθούμε».

«Πολύ θα το ήθελα», της αποκρίθηκε εκείνη. Όμως ήξερε πως δε θα γινόταν ποτέ. Όταν θα έφευγε
από τη Ματουαρόχα, θα προσπαθούσε να τους ξεχάσει όλους.

Η Κλάρι την κοίταξε χαμογελώντας και της έδωσε μια

κάρτα. «Ορίστε το τηλέφωνό μας. Θα περιμένω να επικοινωνήσεις μαζί μας οπωσδήποτε».

«Ευχαριστώ». Η Φίνλεϊ κατάλαβε πως την άφηνε ν’ αποφασίσει εκείνη αν ήθελε να συνεχιστεί η
φιλία τους.

Όταν το ιστιοφόρο απομακρύνθηκε, αναστέναξε με ανακούφιση και μονολόγησε: «Ω, τι γαλήνη!»

Ο Μπλέικ γέλασε χωρίς να ενοχληθεί που η Φίνλεϊ ένιωθε ανακούφιση μετά την αναχώρηση των
φίλων του. «Πολύ ευχάριστο, έτσι;» συμφώνησε. «Τι θα σου άρεσε να κάνεις το απόγευμα;»

Θα της άρεσε να κάνει ό,τι έκανε κι εκείνος, αλλά δεν μπορούσε να του το πει. «Έχεις να
προτείνεις κάτι;»

«Ξέρεις ιππασία;» τη ρώτησε.

«Μπορώ να σταθώ στην πλάτη ενός αλόγου. Όμως, όπως μου είπαν κάποιοι, αυτό δε λέγεται
ιππασία».

«Τότε θα πάμε με το Λαντ Ρόβερ στον κόλπο Σίπρεκ για σέρφινγκ».

«Α, πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι είμαι πολύ καλή στο σέρφινγκ. Ωραία η ιδέα σου».

***

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν υπέροχες. Η Φίνλεϊ έκανε ηλιοθεραπεία, γνώρισε κόσμο και
απολάμβανε τις διακοπές της στη Ματουαρόχα. Η επιδερμίδα της είχε πάρει το χρώμα του
μπρούντζου και η χλομάδα στο πρόσωπό της είχε εξαφανιστεί. Τα βράδια, αποκαμωμένη, καθόταν
σε μια αναπαυτική πολυθρόνα συζητώντας με τον Μπλέικ, διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική μαζί
του.

Ήταν απόλυτα ευτυχισμένη!

Η ατονία που της είχε αφήσει η πνευμονία ανήκε πια στο παρελθόν. Για πρώτη φορά στη ζωή της,
συνειδητοποίησε πόσο είχε κουράσει τον εαυτό της από τότε που τελείωσε το σχολείο. Τώρα,
χαλάρωνε απολαμβάνοντας νωχελικά την

κάθε ώρα, το κάθε λεπτό, την κάθε στιγμή, στον παράδεισο της Ματουαρόχα.
«Έχω γίνει απίστευτη ηδονίστρια», γκρίνιαξε κάποια στιγμή.

«Ζεις δηλαδή μόνο για τις ηδονές;» τη ρώτησε ο Μπλέικ σηκώνοντας το βλέμμα του από την
εφημερίδα που διάβαζε. Ύστερα την κοίταξε εξεταστικά από πάνω ως κάτω. «Νομίζω πως η υγεία
σου έχει αποκατασταθεί πλήρως. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια σου εξαφανίστηκαν και δε
μου δίνεις πλέον την εντύπωση πως θα σωριαστείς στο έδαφος με το πρώτο βήμα που θα κάνεις.
Και ο σκύλος σου έχει παχύνει πολύ. Δε νομίζεις ότι πρέπει να του κάνεις λίγη δίαιτα;»

«Ο καημένος ο Μπλάκι!» είπε η Φίνλεϊ χαϊδεύοντας το κεφάλι του σκύλου. Εκείνος της έγλειψε
απαλά το χέρι. «Είναι μια χαρά τώρα», πρόσθεσε χαμογελώντας.

«Ναι», συμφώνησε ο Μπλέικ. «Όμως εσύ και η Φιλ τον έχετε κακομάθει. Αποφάσισες τι θα τον
κάνεις όταν φύγεις από δω;»

Η Φίνλεϊ συνοφρυώθηκε. Η σκέψη πως κάποια μέρα θα έφευγε απ’ αυτό το ειδυλλιακό μέρος τής
προκάλεσε λύπη. «Ελπίζω να είναι ευτυχισμένος μαζί μου. Ο γείτονάς μου είναι φιλόζωος κι ελπίζω
να δεχτεί να τον προσέχει, όταν εγώ θα βρίσκομαι στη δουλειά».

«Εύχομαι να τα καταφέρεις».

Ο Μπλέικ και η Φίνλεϊ δε συζητούσαν ποτέ για τη δουλειά της, μόλο που είχαν μιλήσει σχεδόν για
κάθε άλλο θέμα. Έκαναν εξαιρετική παρέα οι δυο τους και φρόντιζαν να αποφεύγουν τις επαφές
που μπορούσαν να ξυπνήσουν μέσα τους το πάθος. Θα χώριζαν σαν δυο καλοί φίλοι. Όμως η Φίνλεϊ
ήξερε πως θα θυμόταν για πάντα τη γλυκιά ζεστασιά που ένιωθε στο κορμί της κάθε φορά που τα
κεχριμπαρένια μάτια του έσμιγαν με τα δικά της.

Ήταν σαν να βάδιζε στο χείλος ενός γκρεμού. Ένιωθε έναν άγριο πόθο για τον Μπλέικ, αλλά η
λογική δεν την άφηνε να υποκύψει στην επιθυμία της γι’ αυτόν. Το ίδιο καταλάβαινε

ότι συνέβαινε και σ’ εκείνον. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να φύγει από το νησί.

Όμως δεν μπορούσε. Είχε μάθει πια στους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Συνόδευε τον Μπλέικ στα
κτήματα και παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον όλες τις δουλειές που γίνονταν εκεί. Η γαλήνη
που επικρατούσε στη Ματουαρόχα την ενθουσίαζε.

Οι δύο τελευταίες εβδομάδες ήταν οι πιο όμορφες της ζωής της. Κοίταξε τον Μπλέικ με
ευγνωμοσύνη χαμογελώντας εγκάρδια. Της χαμογέλασε κι εκείνος με τρυφερότητα.

«Πάμε να κολυμπήσουμε;» της πρότεινε.

Η πισίνα, που βρισκόταν σε λίγη απόσταση από το σημείο που κάθονταν, είχε σχεδιαστεί από τη
γυναίκα του. Ήταν υπέροχη, αν και η Φίνλεϊ έβρισκε λίγο περιττή την πολυτέλεια που χαρακτήριζε
την κατασκευή της.

«Ναι, πάμε».

Λίγα λεπτά αργότερα άκουσαν τη φωνή της Μπέτι Μάρσαντ, της γυναίκας του επιστάτη. «Με
συγχωρείτε», είπε αναστατω-μένη. «Ω, Μπλέικ, μόλις μου τηλεφώνησε ο Ίαν και μου είπε πως
έρχεται με κάτι φίλους του το Σαββατοκύριακο!»
Ο Μπλέικ κολύμπησε ως την άκρη της πισίνας. Η Φίνλεϊ τον ακολούθησε. Ένιωσε για πολλοστή
φορά ένα ρίγος ηδονής να τη συγκλονίζει, βλέποντάς τον να στέκεται μεγαλόπρεπος μπροστά στην
Μπέτι, στα σκαλοπάτια της πισίνας.

«Έτσι, σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα πάρτι», έλεγε η Μπέτι. «Γεια σου, Φίνλεϊ», τη χαιρέτησε. «Ο
γιος μου έρχεται με πέντε φίλους του για να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Κλείνει τα είκοσι ένα».

«Ω, αυτό είναι πολύ ευχάριστο», είπε η Φίνλεϊ ρίχνοντας μια πετσέτα στους ώμους της. Μακάρι να
έκανε το ίδιο και ο Μπλέικ, γιατί έτσι όπως στεκόταν μπροστά της, σαν αρχαίος Έλληνας αθλητής,
την αναστάτωνε. Το σχεδόν γυμνό κορμί του είχε μια συμμετρία μοναδική.

«Μίλησες με τη Φιλ;» τη ρώτησε ο Μπλέικ απομακρύνο-ντας μια βρεγμένη τούφα μαλλιά από το
πρόσωπό του.

«Σκέφτηκα πως έπρεπε να μιλήσω πρώτα σ’ εσένα. Δεν ξέρω αν έχεις προγραμματίσει κάτι γι’ αυτό
το Σαββατοκύριακο».

«Μόνο ένα πάρτι γενεθλίων», αστειεύτηκε. «Η Φιλ ξέρει ότι έχει από μένα το ελεύθερο να διαθέσει
όσο χρόνο θέλει για να σε βοηθήσει».

«Ευχαριστώ, Μπλέικ».

Όταν η Μπέτι έφυγε, ο Μπλέικ γύρισε να κοιτάξει τη Φίνλεϊ. «Καλύτερα να πας να ντυθείς. Υπάρχει
κίνδυνος να κρυώσεις», της είπε.

Η Φίνλεϊ έτρεμε, αλλά όχι επειδή κρύωνε. «Τι δουλειά κάνει ο γιος της Μπέτι;» τον ρώτησε.

«Ο νεαρόςΊαν; Είναι στο στρατό. Η Μπέτι και ο Ντον δεν περίμεναν να τον δουν τη μέρα των
γενεθλίων του». Σώπασε για λίγο κοιτάζοντάς τη με τρυφερότητα. «Δεν έτυχε να βρεθείς σε κάποιο
πάρτι εδώ, έτσι δεν είναι; Όλοι τρέχουν να βοηθήσουν με τις ετοιμασίες. Γι αυτό ήρθε να ζητήσει
τη βοήθεια της Φιλ».

Η Μπέτι γύρισε κοντά τους ενθουσιασμένη. «Όλα κανονίστηκαν. Ω, θα περάσουνε υπέροχα!


Μπλέικ, είσαι μεγάλη καρδιά. Και τώρα, πού θα βρω πέντε κορίτσια για τους φίλους του Ίαν;»

Η Φίνλεϊ και ο Μπλέικ γέλασαν και η Μπέτι σάστισε. Ύστερα έβαλε κι εκείνη τα γέλια. «Ω,
συγχωρέστε τη φλυαρία μου. Λοιπόν, πάω να φτιάξω έναν κατάλογο με τις δουλειές που πρέπει να
γίνουν. Χίλια ευχαριστώ, Μπλέικ».

«Ομολογώ ότι απορώ που η Μπέτι ευχαριστεί εσένα, ενώ όλη τη δουλειά θα την κάνει η Φιλ», είπε
η Φίνλεϊ, μόλις έφυγε η Μπέτι. «Εκείνη θα κουραστεί κι εσύ είσαι η μεγάλη καρδιά!»

«Δεν είμαι;»

Η ερώτησή του έκανε τη Φίνλεϊ να τα χάσει. «Ω, οπωσδήποτε είσαι», του αποκρίθηκε κοκκινίζοντας
λίγο. «Είσαι επίσης πολύ γοητευτικός κι εγώ μια απλή κοπέλα... Όχι! Μην το κάνεις!» του φώναξε
βλέποντας τον Μπλέικ έτοιμο να τη σπρώξει στην πισίνα.

Δεν την έσπρωξε τελικά. Ούτε καν την άγγιξε. Σίγουρα φοβήθηκε μήπως δεν κρατήσει την
υπόσχεση που της είχε δώσει, ότι ποτέ δε θα την ανάγκαζε να κάνει κάτι που δεν ήθελε.

«Έλα, πρέπει να ντυθείς τώρα», της είπε.

Ενώ γύριζαν στο σπίτι, ο Μπλέικ προσπάθησε να της εξηγήσει γιατί η Μπέτι τον είχε ευχαριστήσει.
«Η Φιλ θα κάνει όλη τη δουλειά, αλλά εγώ θα φροντίσω για τα τρόφιμα και οτιδήποτε άλλο».

«Καταλαβαίνω», είπε η Φίνλεϊ προχωρώντας δίπλα του. «Είχε δίκιο. Είσαι πραγματικά μεγάλη
καρδιά!»

Ο Μπλέικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Όταν ζεις σ’ ένα νησί σαν κι αυτό, πρέπει να είσαι πάντα
καλός με τους ανθρώπους που βρίσκονται στη δούλεψή σου. Δεν μπορείς εύκολα να βρεις άλλους.
Στους άντρες αρέσει να ζουν εδώ, αλλά στις γυναίκες όχι. Αυτές προτιμούν τις μεγάλες πόλεις με
τα φανταχτερά μαγαζιά και τις κοσμικές συγκεντρώσεις».

«Ωραία, τώρα μ’ έβαλες στη θέση μου. Έπρεπε να σε λένε Γκράντγκριντ, σαν εκείνο τον
πραγματιστή ήρωα του Ντίκενς».

Ο Μπλέικ χαμογέλασε αχνά. «Ο Ντίκενς σίγουρα θα με θεωρούσε ιδανικό πρότυπο καπιταλιστή».

Η Φίνλεϊ γέλασε. Ύστερα τον άφησε για να πάει να ντυθεί. Ένω έκανε ντους, αναρωτήθηκε πού να
οφειλόταν ο κυνισμός του. Μήπως έφταιγε η Λίζα;

Όταν βγήκε στη βεράντα για να τον συναντήσει αργότερα, μάλλον ήταν ακόμα συνοφρυωμένη, γιατί
ο Μπλέικ την κοίταξε ανήσυχος. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε.

«Απλώς αναρωτιόμουν αν η Φιλ ξέρει πόσο αχάριστος είσαι απέναντι της», του απάντησε.

Εκείνος δεν είπε τίποτα. Την κοίταζε εξεταστικά, ενώ στα

μάτια του καθρεφτιζόταν ο πόθος. Κι εκείνη ένιωσε τη γνώριμη ζεστασιά ν’ απλώνεται στο κορμί
της. Ήταν φανερό πως ανάμεσά τους υπήρχε μια φοβερή έλξη.

Όμως η Φίνλεϊ το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν μια ερωτική περιπέτεια! Σίγουρα θα ζούσαν
μαζί στιγμές έκστασης και ανείπωτης ηδονής. Όμως την περίμεναν δυο χρόνια σκληρής δουλειάς
και μελέτης, με εξετάσεις και αγωνία για το μέλλον. Ήξερε πως, για να πετύχει, έπρεπε ν’
αγωνιστεί πολύ σκληρά.

Επομένως δεν είχε καιρό για έρωτες και πάθη.

Από την άλλη, ο Μπλέικ σίγουρα έψαχνε για σύζυγο, όχι μόνο για ερωμένη. Πολλές φορές
σκέφτηκε τι είδους γυναίκα θα του ταίριαζε. Σίγουρα κάποια που θ’ αποφάσιζε να εγκατασταθεί
στο νησί, που θα έβρισκε την ευτυχία στο γάμο και στα παιδιά, που δε θα την πείραζε η γαλήνη της
Ματουαρόχα ή η έλλειψη κοσμικής ζωής. Οπωσδήποτε έπρεπε να είναι όμορφη, αλλά πάνω απ’ όλα
έπρεπε να τον αγαπά και να δέχεται την κυριαρχία του.

Όσες φορές σκέφτηκε πως ίσως να ήταν εκείνη η γυναίκα που του ταίριαζε, θύμωνε με τον εαυτό
της κι έλεγε πως είναι ανόητη. Το να κάθεται και να φαντάζεται σενάρια για το γάμο και τη
γυναίκα του Μπλέικ ήταν άσκοπο και οδυνηρό.
Εκείνο το βράδυ, παρακολούθησαν μια εκπομπή στην τηλεόραση στην οποία έπαιρναν μέρος
διάφοροι τοπικοί εξαγιογείς. Όταν η συζήτηση τελείωσε, ο Μπλέικ έκλεισε την τηλεόραση και την
κοίταξε συνοφρυωμένος. «Σίγουρα θα ένιωσες φοβερή ανία», της είπε.

«Καθόλου», του αποκρίθηκε. «Δε μου αρέσει να συζητώ συνέχεια για ιατρική. Τι είναι τα αχλάδια
Νάσι;»

«Είναι ένα ασιατικό φρούτο, που μοιάζει με μήλο και έχει πολύ χυμό. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση,
κυρίως στην Ιαπωνία, αλλά, όπως για όλα τα προϊόντα, οι Ιάπωνες ζητούν πάντα το τέλειο. Έχω
αρχίσει μια πειραματική καλλιέργεια εδώ στο νησί κι ελπίζω στο μέλλον σ’ ένα καλό εισόδημα».

«Τι γίνεται με τα πόσουμ;» τον ρώτησε η Φίνλεϊ. «Είχα διαβάσει ότι η κυβέρνηση επέτρεψε το
κυνήγι τους από ελικόπτερα, λόγω της ανεξέλεγκτης αναπαραγωγής τους».

«Ναι», της είπε κάνοντας ένα μορφασμό. «Πριν από δύο χρόνια είχα πάρει κι εγώ μέρος σ’ ένα
κυνήγι από ελικόπτερο».

Ο Μπλέικ της είχε πει πως μετά το θάνατο του πατέρα του και, όταν ακόμα ήταν είκοσι χρονών,
είχε αναλάβει τεράστιες ευθύνες. Η Φίνλεϊ σκέφτηκε πως αυτό το τραγικό γεγονός τον είχε τελικά
ωφελήσει.

«Το κυνήγι από ελικόπτερο πρέπει να είναι πολύ επικίνδυνο. Σίγουρα θα κινδύνευσες να πέσεις»,
του είπε.

«Είναι πραγματικά επικίνδυνο», παραδέχτηκε ο Μπλέικ. «Όμως όχι λιγότερο απ’ αυτό που έκανες
εσύ. Ένα από τα παιδιά μού είπε τις προάλλες ότι βούτηξες από τους βράχους στην πισίνα. Κι αν δεν
κάνω λάθος, το ύψος είναι γύρω στα εφτά μέτρα».

Η Φίνλεϊ κοκκίνισε. «Στο γυμνάσιο, ήμουν καλή στις καταδύσεις. Ήξερα πολύ καλά τι έκανα. Όμως
δεν κατάλαβα ότι με κοιτούσαν».

«Υπάρχει κίνδυνος να σε μιμηθούν», της είπε. «Όμως εσύ ξέρεις να χειρίζεσαι τα παιδιά πολύ
καλά».

«Γι’ αυτό αποφάσισα να γίνω παιδίατρος. Είμαι τόσο μικροκαμωμένη, που δε με βλέπουν καν ως
γιατρό. Απ’ την άλλη, βέβαια, η σωματική μου διάπλαση μου δημιουργεί πολλά προβλήματα. Αν
αποφασίσω να μπω σε κάποιο μπαρ, υπάρχει ο κίνδυνος να με περάσουν για ανήλικη και να
μου ζητήσουν ταυτότητα!»

«Όλοι μας έχουμε προβλήματα».

«Κι εσύ;»

«Γιατί θα αποτελούσα εξαίρεση;» τη ρώτησε κοιτάζοντάς τη σκεφτικός. «Τα πράγματα που μπορεί
κανείς να αγοράσει με το χρήμα είναι πολλά. Όμως έχεις φανταστεί ποτέ τι σημαίνει να είναι
αναγκασμένος κανείς να αγοράσει τα πάντα; Τη φιλία, το σεξ, τη διασκέδαση, τη σύζυγο!»

Η Φίνλεϊ σταύρωσε τα χέρια της με αμηχανία. Δεν ήξερε τι να του πει. Έβρεξε τα ξεραμένα χείλη
της με τη γλώσσα της. «Θες να πεις πως, επειδή είσαι πολύ πλούσιος, οι άνθρωποι σε
αντιμετωπίζουν μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο; Διαφορετικά;» τον ρώτησε τελικά.

«Έχεις κάνει μαθήματα ψυχολογίας και σκοπεύεις να μου κάνεις ανάλυση;» αστειεύτηκε ο Μπλέικ,
αλλά το ύφος του ήταν σοβαρό.

Ήταν τόσο έξυπνος, που είχε καταλάβει την πρόθεσή της να αναλύσει το χαρακτήρα του. Δάγκωσε
νευρικά το κάτω της χείλι. Το γεγονός ότι μπορούσε να μαντεύει τις σκέψεις της την ενόχλησε.

«Αυτό δεν εννοούσες, όμως;» τον ρώτησε.

«Ναι», παραδέχτηκε εκείνος. Ύστερα τέντωσε τα μακριά του πόδια μπροστά. Την κοίταζε
εξεταστικά κι έδειχνε να διασκεδάζει με τη νευρικότητά της.

«Δυστυχισμένο πλουσιόπαιδο!» μουρμούρισε εκείνη. «Μη μου πεις πως δε σε τρώει η περιέργεια
να μάθεις γιατί παντρεύτηκα τη Λίζα, διότι δε θα σε πιστέψω», της πέταξε ξαφνικά.

Δεν του ξέφευγε τίποτα. Η Φίνλεϊ θύμωσε. «Είσαι πραγματικά ανυπόφορος!» του είπε.

«Παντρεύτηκα τη Λίζα, επειδή πίστεψα πως μ’ αγαπούσε και πως θα ήταν ευτυχισμένη εδώ.
Σκεφτόμουν πως ήταν πια καιρός να βρω μια σύζυγο και ν’ αποκτήσω οικογένεια. Εκείνη ήταν
αρκετά όμορφη και ξύπνησε το ερωτικό μου ενδιαφέρον».

«Καημένη Λίζα!»

Κούνησε το κεφάλι του. «Ω, ναι, ήταν δυστυχισμένη. Ένιωθε φοβερή ανία εδώ κι εγώ σύντομα
διαπίστωσα πως το σεξ χωρίς ψυχική επαφή μού προκαλεί ναυτία. Δε φανταζόμουν πόσο ανόητη,
πόσο κενή ήταν! Πίσω από την εντυπωσιακή εμφάνιση και τη λάμψη της δεν υπήρχε τίποτα. Το

συνειδητοποίησα πολύ αργά αυτό. Δε σκεφτόταν, απλώς αντιδρούσε. Όμως δεν ήθελα να πεθάνει».

«Ποτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο».

«Το ξέρω», της είπε κοιτάζοντάς τη συνοφρυωμένος. «Έχεις τρυφερή καρδιά, Φίνλεϊ. Μακάρι να
ήσουν διατεθειμένη ν’ αφοσιωθείς σε κάποιον άντρα. Όταν ξαναπαντρευτώ, θα διαλέξω μια γυναίκα
που δε θα φτάσει στο σημείο να σκοτωθεί από ανία».

Η Φίνλεϊ διάβαζε τον πόνο στα μάτια του όση ώρα μιλούσε για τη γυναίκα του. Ήταν δύσκολος
χαρακτήρας. Κάτω από την εξωτερική γοητεία έκρυβε μια πολύπλοκη προσωπικότητα που δύσκολα
έβγαζε στην επιφάνεια. Εκείνη όμως ήξερε ήδη πάρα πολλά γι’ αυτόν.

Όταν βρέθηκε μόνη της και τον συλλογίστηκε, ένιωσε να τυλίγει το κορμί της η φλόγα της
ερωτικής επιθυμίας. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει παράξενα. Τι μου συμβαίνει; αναρωτήθηκε.
Είναι μόνο λαγνεία, απάντησε στον εαυτό της. Όμως στο βάθος του μυαλού της αντηχούσε η λέξη
«αγάπη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
«Όχι», είπε αποφασιστικά η Φιλ.
«Κοίτα, ξέρω πως δεν είμαι η καλύτερη μαγείρισσα του κόσμου, αλλά μπορώ ν’ ακολουθήσω τις
οδηγίες σου», επέμεινε η Φίνλεϊ.

Η Φιλ κοίταζε τη Φίνλεϊ με τα χέρια σταυρωμένα. «Είσαι πολύ αδύνατη και κουράζεσαι εύκολα.
Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να περάσεις όλη τη μέρα όρθια στην κουζίνα».

«Ναι, αλλά...»

«Όχι. Ο Μπλέικ είπε πως πρέπει να ξεκουραστείς».

«Ώστε έτσι σου είπε;» ρώτησε η Φίνλεϊ κάνοντας ένα μορφασμό.

«Ναι. Μου είπε ακόμα να βεβαιωθώ αν θα κάνεις αυτό που σε συμβούλεψε».

«Να μείνω όλη τη μέρα στο κρεβάτι;»

Η Φιλ έγνεψε καταφατικά. «Όμως αμφιβάλλω αν εκείνο που είχε στο μυαλό του ήταν η
ξεκούραση», συνέχισε γελώντας και τα μάγουλα της Φίνλεϊ κοκκίνισαν.

«Είσαι πολύ πονηρή», της είπε.

«Ρεαλίστρια. Πρακτική. Λοιπόν, γιατί δεν πας να κάνεις ένα μπάνιο, να λούσεις τα μαλλιά σου και
να ετοιμαστείς για τη γιορτή;»

«Με κάνεις να νιώθω άχρηστη», παραπονέθηκε η Φίνλεϊ. «Είμαι είκοσι έξι χρονών, όχι δέκα».

«Όταν αρχίσεις να συμπεριφέρεσαι σαν μεγάλη, θα σε

αντιμετωπίσω κι εγώ ανάλογα», της είπε χαμογελώντας εγκάρδια η Φιλ. «Καλύτερα να νιώθεις
άχρηστη παρά εξαντλημένη. Δε χρειάζεται να μου αποδείξεις τις ικανότητές σου. Αν κουραστείς, θα
θέλεις να πας για ύπνο και, όπως καταλαβαίνεις, ή θα χαλάσεις τη βραδιά των άλλων ή
θα αναγκαστείς να μείνεις ξύπνια, τρέμοντας σαν το φύλλο».

«Αυτά όλα νομίζω πως είναι δικαιολογίες», είπε η Φίνλεϊ.

«Έχω ένα γιο και ξέρω από δικαιολογίες», είπε η Φιλ γελώντας.

Η Φίνλεϊυποχώρησε. Πήγε στην πισίνα και κολύμπησε μέχρι που κουράστηκε. Ύστερα ξάπλωσε
στον ήλιο απολαμβάνοντας τους ήχους της φύσης γύρω της. Οι γλάροι πετούσαν πάνω από τη
θάλασσα κρώζοντας, τα τζιτζίκια τραγουδούσαν στα φυλλώματα των δέντρων και από κάπου
μακριά έφταναν οι φωνές άγριων ζώων. Μια συναυλία του παραδείσου.

Όταν η επιδερμίδα της άρχισε να την καίει σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιό της κι ακολούθησε τις
οδηγίες της Φιλ. Έκανε ένα ντους, στέγνωσε τα μαλλιά της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν ξύπνησε. Το πρόσωπό της έλαμπε και τα πράσινα μάτια της
έμοιαζαν με αστραφτερά πετράδια. Χτένισε τα μαλλιά της και βάφτηκε, νιώθοντας μια παράξενη
ταραχή. Θύμωσε με τον εαυτό της. Ήταν απλώς ένα πάρτι. Κανονικά δεν έπρεπε να αισθάνεται
έτσι, αφού τα πάρτι ποτέ δεν της άρεσαν.
Όμως το κορμί και η καρδιά της ήξεραν αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει το μυαλό της.

Κοίταξε σκεφτική το είδωλό της στον καθρέφτη. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους της, έκανε
μεταβολή και απομακρύνθηκε. Το φόρεμα που είχε διαλέξει της πήγαινε πάρα πολύ. Είχε θαυμάσιο
κόψιμο και ωραίο χρώμα.

«Λοιπόν, δε θέλω γαβγίσματα και φασαρίες», είπε στον Μπλάκι χαϊδεύοντάς τον στο κεφάλι. Ο
σκύλος κούνησε την ουρά του κοιτάζοντάς τη στα μάτια. Ύ στερα την ακολούθησε έξω από το
δωμάτιο.

Ο Μπλέικ την περίμενε στη βάση της σκάλας. Ακουμπούσε στον τοίχο με μια χάρη που δε θα
περίμενε κανείς από έναν τόσο ψηλό άντρα. Στο αμυδρό φως του χολ τα μαλλιά του γυάλιζαν και τα
μάτια του πετούσαν φλόγες.

Η Φίνλεϊ ένιωσε μια παράξενη ζεστασιά ν’ απλώνεται στο κορμί της, ενώ η καρδιά της άρχισε να
χοροπηδά στο στήθος της. Αργά και μεγαλόπρεπα, κατέβηκε τα σκαλιά, με το βλέμμα της
καρφωμένο στο δικό του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν ο πόθος.

Απλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό της. «Μου έχεις κλέψει την καρδιά, Φίνλεϊ...» της
ψιθύρισε.

«Ω, πάψε!» του είπε γελαστά προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της.

Εκείνος έφερε το χέρι της στο στόμα του και της φίλησε πρώτα τα δάχτυλα και ύστερα την παλάμη.
Η Φίνλεϊ τον κοίταζε σαν υπνωτισμένη. Ήταν τέλειος! Το χέρι της άρχισε να τρέμει.

«Είσαι ο πειρασμός που δεν μπορώ να κατανικήσω», της είπε με βραχνή φωνή. «Αν ήμουν ποιητής,
θα μπορούσα να σου πω τι παθαίνω όταν με κοιτάζεις έτσι. Στα μάτια σου βλέπω τις υποσχέσεις
των σειρήνων. Απαγορευμένες και απραγματοποίητες! Τα βράδια ονειρεύομαι τα πιο απίθανα
πράγματα».

Η Φίνλεϊ συγκινήθηκε με την ειλικρίνειά του. «Ναι», μουρμούρισε και φέρνοντας το χέρι του στο
στόμα της το φίλησε.

Έμειναν για λίγο ακίνητοι κοιτάζοντας έντονα ο ένας τον άλλον. Ύστερα, χωρίς ν’ ανταλλάξουν
ούτε μια λέξη, βγήκαν έξω.

Ενώ προχωρούσαν προς το σπίτι της Μπέτι, ο Μπλέικ της έδειξε ένα μεγάλο σύννεφο που
απλωνόταν στον ορίζοντα και της εξήγησε ότι ήταν σημάδι πως θα άλλαζε ο καιρός. Του έκανε
διάφορες ερωτήσεις και από τις απαντήσεις του κατάλαβε πως ήξερε πάρα πολλά σχετικά με τα
μετεωρολογικά φαινόμενα.

Η Μπέτι και ο Ντον Μάρσαντ τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Μαζί τους βρισκόταν και ένας
ψηλός νεαρός, ο γιος τους. Το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς. ΟΊαν κοίταξε λίγο εξεταστικά τη
Φίνλεϊ, πριν χαιρετήσει τον Μπλέικ.

Το πάρτι ήταν πολύ ωραίο. Το σπίτι των Μάρσαντ είχε ένα θαυμάσιο κήπο και μια τεράστια
βεράντα. Όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί διασκέδαζαν με την καρδιά τους χορεύοντας, τραγουδώντας,
συζητώντας, γελώντας και τρώγοντας. ΟΊαν, όταν ήρθε η στιγμή για την τούρτα των γενεθλίων
του, ευχαρίστησε αμήχανα τον Μπλέικ για την πρόποση που του έκανε και τις ευχές του.

Μετά το κόψιμο της τούρτας, η μουσική έγινε απαλή και ρομαντική. Ο Μπλέικ άφησε το ποτήρι του
και πήρε τη Φίνλεϊ να χορέψουν.

Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του, ενώ η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Περίμενε με
λαχτάρα αυτή τη στιγμή. Η ζεστασιά του κορμιού του της έφερε ζάλη. Την κρατούσε σαν ένα
πολύτιμο αντικείμενο. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, αλλά η καρδιά του χτυπούσε δυνατά
μέσα στο στήθος του.

Αργότερα, η Φίνλεϊ χόρεψε με τον Ίαν και με όλους τους φίλους του. Μίλησε μαζί τους, γέλασε και
είπε αστεία. Απέφυγε να κοιτάζει εκεί που καθόταν ο Μπλέικ, ήταν όμως σίγουρη πως εκείνος την
παρακολουθούσε συνέχεια.

Αίγο μετά τα μεσάνυχτα το πάρτι έφτασε στο τέλος του. Γύρισαν στην έπαυλη σιωπηλοί. Φτάνοντας
απ’ έξω, η Φίνλεϊ σκόνταψε την ώρα που χασμουριόταν. Ο Μπλέικ την κράτησε μην πέσει και την
τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Σσς», της είπε σταματώντας τη διαμαρτυρία της.

«Ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου», του ψιθύρισε.

«Απορώ πώς δε σε ξεκουφαίνουν!»

«Αύριο θα γυρίσω στο σπίτι μου».

Τα χέρια του σφίχτηκαν γύρω της. «Είναι πολύ αργά πλέον. Αν ήθελες να φύγεις μακριά μου, έπρεπε
να το κάνεις την πρώτη μέρα».

Ακολούθησε μια μικρή σιωπή. Η Φίνλεϊ δεν πίστευε στ’ αυτιά της.

«Όμως νομίζω πως ούτε έτσι θα γλίτωνες από μένα. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε
είδα, γλυκιά μου».

«Το ξέρω».

Η Φίνλεϊ έκλεισε τα μάτια της κι ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς.
Δεν είχε την πρόθεση να φέρει καμία απολύτως αντίσταση σε ό,τι της ζητούσε. Το αίμα κυλούσε
ήδη καυτό στις φλέβες της. Το κορμί της είχε πάρει φωτιά και τα μάγουλά της είχαν φλογιστεί.

Κράτησε τα μάτια της κλειστά, ακόμα κι όταν τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στην
κρεβατοκάμαρά του. Ακόμα κι όταν την έβαλε να καθίσει πάνω στο κρεβάτι και γονάτισε μπροστά
της. Τα σεντόνια ήταν δροσερά και μύριζαν ήλιο.

«Κοιμάσαι;» τη ρώτησε, ενώ της έβγαζε τα παπούτσια.

«Όχι. Ντρέπομαι».

Τα χέρια του ακούμπησαν απαλά στο στήθος της. «Μήπως θέλεις να σε πάω στο κρεβάτι σου;» τη
ρώτησε με βραχνή φωνή.

«Όχι», του αποκρίθηκε, χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της.

«Το ήξερα πως κάποτε θα συνέβαινε αυτό», της ψιθύρισε και το στόμα του σκέπασε το δικό της.

Τα χείλη του ήταν ζεστά και απαλά και η γλώσσα του καυτή όταν τα διαπέρασε. Την έσφιξε με
δύναμη στην αγκαλιά του κι εκείνη έμεινε για λίγο ακίνητη. Ο πόθος όμως φούντωσε μέσα της και
ανταποκρίθηκε στο φιλί του με πάθος. Αναστέναξε και σφίχτηκε πάνω του.

Όταν ο Μπλέικ σήκωσε το κεφάλι του, βαριανάσαινε. Η Φίνλεϊ έχωσε το κεφάλι της στο λαιμό του
κι άρχισε να τον φιλάει. Η μυρωδιά του κορμιού του την τρέλαινε. Ύστερα, με χέρια που έτρεμαν,
του ξεκούμπωσε το πουκάμισο και του το έβγαλε.

«Είσαι... υπέροχος», του ψιθύρισε αγγίζοντας το γεροδεμένο στήθος του.

Ο Μπλέικ χαμογέλασε ευχαριστημένος, βλέποντάς τη να φιλάει το γυμνό του ώμο.

«Βγάλε το φόρεμά σου».

Η Φίνλεϊ δάγκωσε το χείλι της, διστάζοντας.

«Κάνε μου τη χάρη», της ψιθύρισε. «Αν δοκιμάσω να στο βγάλω εγώ, σίγουρα θα το σκίσω».

Η Φίνλεϊ τον πίστεψε. Το κορμί του βρισκόταν ολοφάνερα σε φοβερή υπερένταση. Έμοιαζε έτοιμος
να εκραγεί.

Αργά και προσεκτικά έβγαλε το εφαρμοστό μεταξωτό φόρεμά της, ενώ εκείνος ανέπνεε βαριά όσο
την παρακολουθούσε. Μετά το φόρεμα, έβγαλε και το σουτιέν της. Οι θηλές της ήταν σκληρές και
ορθωμένες.

Ο Μπλέικ κάτι ψιθύρισε και η Φίνλεϊ κοκκίνισε ολόκληρη. «Έλα δω», της είπε τότε εκείνος
χαμογελώντας.

Την κυρίευσε πανικός. Τι πάω να κάνω; αναρωτήθηκε.

Εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του με χέρια που έτρεμαν. «Είναι πολύ αργά πια», της είπε
καταλαβαίνοντας το δισταγμό της.

Προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά την ακινητοποίησε σπρώ-χνοντάς την πίσω στο στρώμα. Ύστερα
ακούμπησε το στόμα του στο βελούδινο στήθος της για να φιλήσει τις θηλές της.

Δεν υπήρχαν πια για κείνη άλλα περιθώρια αντίστασης. Τον ήθελε όσο την ήθελε κι εκείνος. Ο
Μπλέικ την άφησε ξαφνικά κι άρχισε να βγάζει βιαστικά τα υπόλοιπα ρούχα του. Η Φίνλεϊ τον
κοίταζε με κομμένη την ανάσα. Όταν ξάπλωσε δίπλα της ολόγυμνος, ψιθύρισε το όνομά του σαν να
τον καλούσε κοντά της. Διώχνοντας με τρυφερά φιλιά και χάδια τους φόβους και τους δισταγμούς
της, εκείνος ήρθε τελικά από πάνω της. Και η Φίνλεϊ, νιώθοντας ένα γλυκό πόνο, τον καλωσόρισε
μέσα της. Ηταν πελώριος και κείνη τόσο μικροκαμωμένη! Κι όμως το σμίξιμό τους ήταν τόσο
ανώδυνο και αρμονικό, που αναρωτήθηκε γιατί το φοβόταν τόσο πολύ.
«Φίνλεϊ...» της ψιθύρισε με βραχνή φωνή κι εκείνη άνοιξε

τα μάτια της να τον κοιτάξει. Ο πόθος που ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του τη μέθυσε και
ακουμπώντας τα χείλη της στο λαιμό του άρχισε να τον φιλάει.

«Θεέ μου, σταμάτα!» της φώναξε. «Με τρελαίνεις και δυσκολεύομαι να... συγκρατηθώ».

«Δε θέλω να συγκρατηθείς», του ψιθύρισε συνεπαρμένη.

«Γλυκιά μου νεράιδα», της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα μπράτσα του ήταν σαν σίδερο,
το κορμί του ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί καθώς οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο γρήγορες,
οδηγώντας τη Φίνλεϊ σ’ έναν ξέφρενο ερωτικό χορό. Η στιγμή της κορύφωσης έφτασε και για
τους δυο ταυτόχρονα. Τα κορμιά τους άρχισαν να σπαρταρούν, τα δυνατά βογκητά τους αντήχησαν
στο δωμάτιο. Κι έπειτα, ήρθε η γλυκιά γαλήνη της απόλυτης ικανοποίησης. Σιγά σιγά, ξαναγύρισαν
στην πραγματικότητα. Από τα μάτια της Φίνλεϊ κυλούσαν ποτάμι τα δάκρυα. Ο Μπλέικ
απομάκρυνε μια τούφα μαλλιά από το πρόσωπό της και σάστισε μόλις την είδε να κλαίει.

«Πάρε», της είπε και της έδωσε ένα μαντίλι.

Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της και τον ρώτησε: «Πώς αντέχουν οι άνθρωποι αυτή τη
συγκλονιστική εμπειρία; Με συγχωρείς, θα με περνάς για τρελή».

«Όχι, γλυκιά μου», της αποκρίθηκε με απαλή φωνή. «Απλώς είσαι συναισθηματικά φορτισμένη».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε ευτυχισμένη. «Εσύ δεν είσαι;» τον ρώτησε.

«Είμαι, γλυκιά μου. Κοιμήσου τώρα».

Την πήρε σχεδόν αμέσως ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, κόντευε πια να ξημερώσει. Περίμενε να βρεθεί
στην αγκαλιά του Μπλέικ, αλλά ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στην άκρη του κρεβατιού, όπως
συνήθιζε. Γύρισε τρομαγμένη και κοίταξε δίπλα της. Ο Μπλέικ δεν ήταν στο κρεβάτι.
Πανικόβλητη, ανακάθισε ρίχνοντας μια ματιά στο δωμάτιο. Τον είδε να στέκεται στο παράθυρο.

«Μπλέικ;» ψιθύρισε.

Εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Φορούσε μόνο το παντελόνι του. «Καλημέρα», της είπε.

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε έντονα προσπαθώντας να καταλάβει τη διάθεσή του από την έκφραση στο
πρόσωπό του.

Ο Μπλέικ ήρθε κοντά στο κρεβάτι. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Υποφέρεις από αμφιβολίες και
ενοχές ύστερα απ’ ό,τι έγινε;»

«Ούτε αμφιβολίες. Ούτε ενοχές».

Ξάπλωσε ανάσκελα δίπλα της, έβαλε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του και κοίταξε σκεφτικός
το ταβάνι. Έξω, ένας κόκορας λάλησε σηματοδοτώντας τον ερχομό της καινούριας ημέρας. Η
Φίνλεϊ καθόταν ακίνητη κι αναρωτιόταν τι βασάνιζε το μυαλό του Μπλέικ. Τον αγαπώ,
σκέφτηκε. Πόσο ανόητη είμαι!
«Φίνλεϊ, θέλεις να με παντρευτείς;»

Είχε ακούσει καλά; Δεν πίστευε στ’ αυτιά της! «Τι είπες;» τον ρώτησε ξέπνοα.

«Θέλω να γίνεις γυναίκα μου».

Μιλούσε ψυχρά. Χωρίς ίχνος συναισθήματος στη φωνή του. Του απάντησε χωρίς να σκεφτεί.

«Όχι. Αυτός ο γάμος δεν πρόκειται να πετύχει, Μπλέικ. Το ξέρω πολύ καλά». Εκείνος δε μίλησε και
η Φίνλεϊ βιάστηκε να προσθέσει: «Ξέρω πως οι παρθένες είναι σπάνιο είδος στις μέρες μας. Όμως η
τιμή τους δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλη».

Το πρόσωπό του σκοτείνιασε επικίνδυνα. «Νομίζεις πως δεν έχω ίχνος αξιοπρέπειας;» της πέταξε
φανερά εκνευρισμένος. «Πίστεψέ με, δεν προσπαθώ να εξαγοράσω την αγνότητά σου με μια βέρα».

Η Φίνλεϊ νόμιζε πως θα σταματούσε η καρδιά της. Ένιωθε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τα λόγια
σου με κολακεύουν, αλλά...»

«Σε κολακεύουν;» Με μια απότομη κίνηση, βρέθηκε κα-θιστός και την άρπαξε από τους ώμους με
τα δυνατά του

χέρια. Της χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο που της προκάλεσε τρόμο. «Σε κολακεύουν», επανέλαβε.

Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν περισσότερο στους ώμους της. Η Φίνλεϊ τον κοίταζε σιωπηλή και
φοβισμένη. Το αθώο σχόλιό της τον είχε κάνει θηρίο. Τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του είχαν
στενέψει επικίνδυνα.

«Μπορείς να μου πεις γιατί μια τίμια πρόταση γάμου σε κολακεύει;» τη ρώτησε βάζοντας το γόνατό
του ανάμεσα στα πόδια της. Έδειχνε απογοητευμένος και νευρικός.

«Δε χρειάζεται να γίνεσαι βίαιος», του είπε. «Όμως αν...»

Ο Μπλέικ έκλεισε τα μάτια του, πριν εκείνη προλάβει να δει τη θλίψη στα βάθη τους. «Η τέλεια
ερωμένη», ψιθύρισε και χαμήλωσε το κεφάλι του στον τρυφερό λαιμό της.

Έμειναν έτσι ξαπλωμένοι γι’ αρκετή ώρα. Η Φίνλεϊ του χάιδευε απαλά τα ξανθά μαλλιά. Τελικά τον
άκουσε να της λέει: «Είμαι πολύ βαρύς» και ύστερα τραβήχτηκε πίσω.

«Φεύγεις;»

«Όχι», της είπε χαμογελώντας. Ύστερα έβγαλε το παντελόνι του και, αφού ξάπλωσε δίπλα της, την
έσφιξε στην αγκαλιά του.

Η Φίνλεϊ τον φίλησε στο πιγούνι και στ’ αυτιά, στο λαιμό και στο στήθος. Εξερεύνησε με το στόμα
της όλο το κορμί του, χαρίζοντάς του ηδονή. Έξω, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Οι γρύλοι σώπασαν,
για ν’ αρχίσουν το τραγούδι τους τα τζιτζίκια. Μέσα, πίσω από τις κουρτίνες, ο Μπλέικ και η Φίνλεϊ
ταξίδευαν ξανά στον παράδεισο. Ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο λόγια τρυφερά, λόγια που ξεσήκωναν
τις αισθήσεις τους και τους έκοβαν την ανάσα.
Η Φίνλεϊ πήρε την πρωτοβουλία κι εκείνος το δέχτηκε. Το κορμί του φλεγόταν καθώς εκείνη
συνέχιζε την τολμηρή εξερεύνησή της. «Θεέ μου, με τρελαίνεις», της φώναξε. «Πώς ξέρεις τι μου
αρέσει; Ω, ναι... ναι... μωρό μου...»

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε ευχαριστημένη. Σ’ αγαπώ, ήθελε να

του πει, γι’ αυτό ξέρω! Όμως δεν είπε τίποτα. Απλώς έπεσε από πάνω του, έτσι όπως ήταν
ξαπλωμένος ανάσκελα.

«Καμιά άλλη», μουρμούρισε εκείνος, αγγίζοντας τα γυμνά της στήθη. «Καμιά, ποτέ, δε μ’ έκανε να
νιώσω έτσι. Το κορμί σου και το γλυκό στοματάκι σου με αποτελείωσαν...»

Η Φίνλεϊ ρίγησε. «Ω, Μπλέικ...» ψιθύρισε κοντά στο πρόσωπό του. Ύστερα ανασήκωσε τη λεκάνη
της για να τον δεχτεί μέσα της κι άρχισε να λικνίζεται ρυθμικά, αναστενάζοντας από ηδονή. Εκείνος
φώναξε με βραχνή φωνή το όνομά της μια, δυο, τρεις φορές, καθώς έφτανε στην κορύφώ-ση,
συγκλονισμένος από τα κύματα του δικού της οργασμού. Κι έπειτα σώπασαν κι οι δυο.

Έμειναν ακίνητοι, με τα κορμιά τους κολλημένα, και η Φίνλεϊ αποκοιμήθηκε ξανά. Όταν αργότερα
ξύπνησε, βρισκόταν ακόμα στην αγκαλιά του.

«Σ' αρέσει η ποίηση του Σουίνμπερν;» τον ρώτησε.

«Όχι και πολύ. Όμως μερικοί στίχοι του ταιριάζουν στην περίπτωση: Ή αγάπη μας τραγούδησε για
μια νύχτα και μια μέρα, έπαιξε μαζί μας, μας έσφιξε στην αγκαλιά της, μας έκρυψε απ’ το σκοτάδι και το
φως...’»

Η Φίνλεϊ τον άκουγε μαγεμένη.

«Πρέπει να σηκωθώ, γλυκιά μου».

«Κι εγώ», του είπε χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό του. «Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα
ήταν έτσι».

«Όλα έχουν το τίμημά τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο», της είπε κυνικά. «Νομίζω πως για μας
ήρθε η στιγμή να το πληρώσουμε».

Το σύννεφο που είχαν δει το προηγούμενο βράδυ στον ορίζοντα είχε περάσει πάνω από το νησί στη
διάρκεια της νύχτας. Όπως είχε προβλέψει ο Μπλέικ, ο καιρός άλλαξε. Η καλοκαιρινή ζεστασιά
εξαφανίστηκε. Ο ουρανός ήταν καθαρός, αλλά ο αέρας είχε κρυώσει.

Μετά το πρόγευμα, ο Μπλέικ έφυγε για μια δουλειά στην άλλη άκρη του νησιού. Δεν του ζήτησε να
μείνει. Ήξερε πως

ποτέ δεν άφηνε τη δουλειά του. Δούλευε σκληρότερα κι από τους εργάτες του. Έτσι, η Φίνλεϊ
ετοίμασε τα πράγματά της και βγήκε ν’ αποχαιρετήσει τους καινούριους φίλους της. Την ξάφνιασε
η λύπη που εκδήλωσαν όταν έμαθαν πως θα έφευγε.

«Ελπίζουμε πάντως να σε βλέπουμε», της είπε η Μπέτι Μάρσαντ κοιτάζοντάς την εξεταστικά.
Η Φίνλεϊ, χαμογελώντας, της το υποσχέθηκε. Όμως, όταν γύρισε στην έπαυλη, σκέφτηκε με λύπη
πως δε γινόταν να ξαναγυρίσει στη Ματουαρόχα. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξαναδεί κανέναν
από τους κατοίκους του νησιού.

Ούτε αυτό το υπέροχο σπίτι θα έβλεπε ξανά. Αν ταξίδευε με πλοίο από το Όκλαντ προς τα βόρεια,
ίσως έβλεπε τη Ματουαρόχα από μακριά. Όμως ποτέ δε θα πήγαινε ξανά εκεί. Αυτός ο μικρός
παράδεισος και οι άνθρωποί του σε λίγο θα ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.

«Γιατί να μην είσαι διαφορετικός, Μπλέικ;» μονολόγησε.

Γελοία σκέψη! Ο Μπλέικ δεν μπορούσε να είναι διαφορετικός. Αγαπούσε με πάθος το νησί του και
τα κτήματά του εκεί. Ποτέ δε θα το εγκατέλειπε για να ζήσει στο Όκλαντ κι εκείνη δεν μπορούσε να
μείνει στο νησί.

Καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Μπλάκι, έγειρε σε μια
καρέκλα στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού κι άρχισε να κλαίει.

«Δε μου αρέσει να ανακατεύομαι στις ερωτικές υποθέσεις του Μπλέικ», ακούστηκε από πάνω της
η φωνή της Φιλ. «Όμως, την τελευταία φορά που είδα μια γυναίκα να κλαίει σ’ αυτό το σπίτι, τα
πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά. Σε λίγες ώρες έμαθα πως είχε σκοτωθεί!»

Η Φίνλεϊ προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Προσπάθησε να κρατήσει το κεφάλι της ψηλά
και ν’ αντιμετωπίσει με θάρρος τη Φιλ. «Μη στενοχωριέσαι, Φιλ», κατάφερε να της πει. «Δεν είμαι
ο τύπος της γυναίκας που θ’ αυτοκτονούσε».

«Ούτε η Λίζα ήταν. Όμως το συνήθιζε να αντιδρά απερίσκεπτα. Το αποτέλεσμα το ξέρεις. Ήταν
πολύ επικίνδυνο αυτό που πήγε κι έκανε!» Η Φιλ κάθισε σε μια καρέκλα κοιτάζοντας ανήσυχη τη
Φίνλεϊ. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο επιπόλαιη ήταν. Παραπονιόταν συνέχεια επειδή ο Μπλέικ
δεν αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του για να τη συνοδεύει στις κοσμικές
συγκεντρώσεις που της άρεσαν. Γκρίνιαζε συνέχεια κι έκλαιγε. Νόμιζε πως ήταν τόσο όμορφη
ώστε, αν έφευγε από κοντά του, θα έβρισκε κάποιον άλλον άντρα που θα τη λάτρευε και θα της
έκανε όλα τα χατίρια. Όμως γιατί αποφάσισες να φύγεις; Νόμιζα πως θα έμενες για μία εβδομάδα
ακόμα».

Η Φίνλεϊ δεν απάντησε.

«Δεν είναι δίκαιο!» συνέχισε η Φιλ.

«Στη ζωή, δεν είναι πάντα όλα δίκαια ή άδικα», της είπε η Φίνλεϊ. «Δεν μπορώ να μείνω. Η δουλειά
μου με καλεί. Αν μείνω, θα νιώθω όπως θα ένιωθε ο Μπλέικ αν έμενε στο Όκλαντ».

Η Φίνλεϊ θυμήθηκε τότε στο λόφο, όταν ο Μπλέικ είχε επισκευάσει το χαλασμένο φράχτη. Θα
μπορούσε να αναθέσει σε κάποιον άλλο να τον φτιάξει, αλλά προτίμησε να το κάνει μόνος του, με
χαρά και ενθουσιασμό. Όταν τελείωσε, κάθισε, γυμνός από τη μέση και πάνω, κάτω από το δέντρο
όπου καθόταν κι εκείνη και κοίταζε με περηφάνια γύρω του το νησί. Σίγουρα ένιωθε σαν βασιλιάς
στο μαγευτικό βασίλειό του. Η Φίνλεϊ έπρεπε να φύγει τότε από το νησί. Ωστόσο, αντί να
φύγει, έμεινε και, το χειρότερο, εισχώρησε στα άδυτα της ψυχής του Μπλέικ. Τώρα, θα πλήρωνε
αυτό το αμάρτημά της.
«Πέρασα θαυμάσια», είπε τελικά η Φίνλεϊ διώχνοντας την εικόνα του Μπλέικ από το μυαλό της.
«Μία εβδομάδα λιγότερο δε θα το αλλάξει αυτό! Άλλωστε, μου χρειάζεται λίγος χρόνος μέχρι να
τακτοποιήσω το μικρό μου φίλο στο Όκλαντ».

Ο Μπλάκι κούνησε την ουρά του κι ύστερα σηκώθηκε στα πίσω του πόδια, για να γλείψει το
πιγούνι της Φίνλεϊ.

«Αποφάσισες να τον κρατήσεις;»

«Ναι», αποκρίθηκε η Ψίνλεϊ χαϊδεύοντας τον Μπλάκι στο κεφάλι. «Μέχρι που με βρήκε αυτός, δεν
ήξερα πόση ανάγκη είχα από ένα σκύλο».

«Μακάρι τα πράγματα να πήγαιναν καλύτερα», είπε ξαφνικά η Φιλ. «Γνωρίζω τον Μπλέικ μια
ολόκληρη ζωή και, πίστεψέ με, δεν υπάρχει στον κόσμο καλύτερος άνθρωπος. Του αξίζει... ω,
ξέχασέ το!»

***

Το φεριμπότ έφευγε από το λιμάνι του νησιού στις τρεις το μεσημέρι. Στις δύο και τέταρτο,
εμφανίστηκε στην έπαυλη ο άντρας της Φιλ.

«Φαίνεται πως ο Μπλέικ δε θα προλάβει να έρθει πριν φύγεις», είπε στη Φίνλεϊ. «Κάτι θα τον έχει
καθυστερήσει. Θα σε πάω εγώ στο λιμάνι, αν είσαι έτοιμη».

«Είμαι πανέτοιμη», είπε εκείνη.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο πολύ γρήγορα. Στο δρόμο η Φίνλεϊ κοίταζε τις ομορφιές του νησιού
γεμάτη θλίψη. Κοιλάδες και λόφοι, καλλιεργημένες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, πουλιά και ζώα.
Ένας πραγματικός παράδεισος! Η αγάπη του Μπλέικ Κερντ.

«Φτάσαμε», είπε ο άντρας της Φιλ σταματώντας το αυτοκίνητο. «Θα κατεβάσω τη βαλίτσα σου
και... Να πάρει η ευχή, τι γίνεται εδώ;»

Μέσα από τη γυάλινη πόρτα της κεντρικής εισόδου, η Φίνλεϊ είδε αρκετό κόσμο σκυμμένο πάνω
από κάποιον άντρα. Κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και μπήκε τρέχοντας στο χολ του
ξενοδοχείου.

«Ω, σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου», αναφώνησε ο διευθυντής του ξενοδοχείου. «Νομίζω πως είναι η
καρδιά του», είπε στη Φίνλεϊ. «Τον είδα να σωριάζεται ξαφνικά στο πάτωμα».

Η Φίνλεϊ γονάτισε δίπλα στον άντρα, που τον είχαν ξαπλώσει σ’ έναν καναπέ κι άρχισε να του κάνει
μαλάξεις στο μέρος της καρδιάς.

«Έχετε ειδοποιήσει ασθενοφόρο;» ρώτησε.

Ο διευθυντής έγνεψε καταφατικά. «Το ελικόπτερο όπου να 'ναι φτάνει», είπε.

«Ωραία. Πρέπει να του δώσει κάποιος το φιλί της ζωής», είπε η Φίνλεϊ κοιτάζοντας γύρω της.
Μία από τις σερβιτόρες γονάτισε δίπλα στον άντρα, που εξακολουθούσε να είναι αναίσθητος, κι
έκανε ό,τι της είπε η Φίνλεϊ. «Κάθε πέντε μαλάξεις μία αναπνοή, εντάξει;»Ύστερα κοίταξε το
διευθυντή του ξενοδοχείου. «Σε πόση ώρα υπολογίζετε πως θα φτάσει το ελικόπτερο;» τον ρώτησε.

«Σε είκοσι λεπτά περίπου».

«Εγώ πρέπει να συνεχίσω τις μαλάξεις στην καρδιά».

«Ναι, εντάξει», ψέλλισε ο διευθυντής.

«Και φροντίστε ν’ απομακρυνθεί ο κόσμος».

Μισή ώρα αργότερα, επέστρεψε από το χώρο όπου είχε προσγειωθεί το ελικόπτερο για να
παραλάβει τον άντρα. Ήταν ευχαριστημένη που είχε βοηθήσει ένα συνάνθρωπό της. Απομάκρυνε
μια τούφα μαλλιά από το ιδρωμένο πρόσωπό της. Είχε κάνει το καθήκον της ως γιατρού. Τώρα
υπήρχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να ζήσει ο άνθρωπος, το ελικόπτερο τον μετέφερε σ’ ένα μεγάλο
νοσοκομείο στο Όκλαντ.

«Ευτυχώς που φτάσατε τη στιγμή που σας χρειαζόμαστε», είπε ο διευθυντής. «Μόλις είχε χάσει τις
αισθήσεις του. Δεν ήξερα τι να κάνω».

«Ισως πρέπει να παρακολουθήσετε μερικά μαθήματα για πρώτες βοήθειες», του πρότεινε. «Δεν
υπάρχει νοσοκόμα στο ξενοδοχείο;»

«Ναι, αλλά σήμερα είχε ρεπό. Είχε φύγει για την πόλη το πρωί». Ο διευθυντής έδειξε το φεριμπότ
που έμπαινε στο λιμάνι. «Να, έρχεται μ’ αυτό».

«Νομίζω πως πρέπει να βρείτε κάποιον να την αναπληρώνει, όταν παίρνει άδεια», τον συμβούλεψε η
Φίνλεϊ.

Ο διευθυντής έγνεψε καταφατικά. «Ω, να και ο Μπλέικ»,

είπε κοιτάζοντας μπροστά. «Τον είδα να έρχεται πριν από λίγο, αλλά εξαφανίστηκε όταν
προσγειώθηκε το ελικόπτερο».

Η Φίνλεϊ γύρισε να τον δει. Η εμφάνισή του δεν ταίριαζε καθόλου στην πολυτέλεια του
ξενοδοχείου. Φορούσε πρόχειρα ρούχα της δουλειάς και τα μαλλιά του έπεφταν ακατάστατα στο
μέτωπό του.

Η καρδιά της Φίνλεϊ χτύπησε δυνατά κι ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν.

«Γεια», του φώναξε χαμογελώντας.

Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Είσαι πολύ καλή γιατρός», της είπε. «Τα κατάφερες μια
χαρά».

«Σ’ ευχαριστώ».

Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το μάγουλό της. Ύστερα γύρισε στο διευθυντή. «Ετοίμασε ένα
δωμάτιο για την κυρία Μακμίλαν», του είπε. «Όσο εκείνη θα φρεσκάρε-ται, θα μου πεις τι ακριβώς
έγινε και θα μου προτείνεις μια λύση για την αντιμετώπιση παρόμοιων επεισοδίων».

«Μα το φεριμπότ...» άρχισε η Φίνλεϊ κοιτάζοντας το πλοίο που βρισκόταν κιόλας στο λιμάνι.

«Θα περιμένει», την έκοψε ο Μπλέικ.

Πράγματι, το φεριμπότ περίμενε. Ίσως ήταν κι εκείνο δικό του, όπως το ξενοδοχείο!

Είκοσι λεπτά αργότερα, η Φίνλεϊ και ο Μπλέικ προχωρούσαν μαζί προς την αποβάθρα, όπου
περίμενε το πλοίο. Κανένας δεν έδειχνε ενοχλημένος από την καθυστέρηση.

«Αν σου τηλεφωνήσω να βγούμε, θα δεχτείς;» τη ρώτησε ο Μπλέικ.

«Νομίζω πως θα είναι καλύτερα να μη μου τηλεφωνήσεις».

«Ω, ναι, νομίζω πως αυτό είναι προτιμότερο. Όμως αν σου τηλεφωνήσω;»

«Όχι», του απάντησε αμέσως. Αν έκανε την παραμικρή υποχώρηση, ίσως το μετάνιωνε πικρά. Είχε
πάρει τη σωστή απόφαση και θα την τηρούσε.

Ο Μπλέικ δεν είπε τίποτα. Συνέχισαν να προχωρούν αμίλητοι. Όταν έφτασαν στη σκάλα του πλοίου,
κάποιος έβγαλε το κεφάλι του από μια καμπίνα και χαιρέτησε τον Μπλέικ.

«Τι κάνει η Ρόζα;» τον ρώτησε εκείνος.

«Είναι μια χαρά. Εσύ;»

«Δε γίνεται χειρότερα». Κουβαλώντας τη βαλίτσα της Φίνλεϊ, ανέβηκε στο πλοίο. Ύστερα άπλωσε
το χέρι του προς το μέρος της για να τη βοηθήσει ν’ ανέβει κι εκείνη.

«Τα καταφέρνω και μόνη μου», του είπε, αλλά του έδωσε το χέρι της. Ο Μπλάκι την ακολουθούσε
κουνώντας την ουρά του.

Ο Μπλέικ έδωσε τη βαλίτσα σ' έναν από τους άντρες του πληρώματος. «Να προσέχεις», είπε στη
Φίνλεϊ και, αφού τη φίλησε απαλά στα χείλη, κατέβηκε πάλι στην αποβάθρα. Η Φίνλεϊ τον είδε να
απομακρύνεται χωρίς να γυρίσει πίσω του να κοιτάξει. Έκανε ένα μορφασμό και μπήκε στο σαλόνι
του πλοίου. Κάθισε σ’ έναν καναπέ κοιτάζοντας προς το λιμάνι. Ο Μπλάκι κουλουριάστηκε
μπροστά στα πόδια της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν ευχάριστο. Το φέρι μποτ έσχιζε τα ήσυχα νερά, περνώντας δίπλα από
μικρά και μεγάλα σκάφη κι άφηνε σιγά σιγά πίσω του τον παράδεισο της Ματουαρόχα.

Όταν έφτασαν στο λιμάνι του Όκλαντ, ο καπετάνιος πλησίασε τη Φίνλεϊ. «Αν περιμένετε ένα λεπτό,
θα σας βοηθήσω να κατεβάσετε τη βαλίτσα σας. Η σκάλα είναι λίγο επικίνδυνη», της είπε.
Καλοσύνη του, σκέφτηκε η Φίνλεϊ και τον περίμενε, ενώ οι άλλοι επιβάτες είχαν αρχίσει να
αποβιβάζονται. Σ’ ένα λεπτό ο καπετάνιος είχε γυρίσει, πήρε τη βαλίτσα της κι άρχισε να κατεβαίνει
τη σκάλα που οδηγούσε στην αποβάθρα.

«Μένατε στην έπαυλη, δεν είναι έτσι;»

«Ναι».

«Πολύ όμορφο σπίτι. Χωρίς τους Κερντ, η Ματουαρόχα θα ήταν διαφορετική. Ο παππούς τους ήταν
σπουδαίος άνθρωπος, αλλά δύσκολος χαρακτήρας. Ο Μπλέικ του έχει μοιάσει».

«Πέρασα θαυμάσια», είπε η Φίνλεϊ.

Εκείνος χαμογέλασε εγκάρδια και, διασχίζοντας το χώρο αναμονής, την οδήγησε στο μεγάλο
δρόμο πίσω από το λιμάνι. Εκεί τους περίμενε ένα ταξί. «Εδώ είμαστε», την πληροφόρησε. «Ο
Μπλέικ φοβόταν μήπως δε βρείτε εύκολα ταξί κι έτσι μου ανέθεσε να ειδοποιήσω ένα με τον
ασύρματο».

Διακόπτοντας τη Φίνλεϊ, που ήθελε να τον ευχαριστήσει,

έδωσε οδηγίες στον οδηγό του ταξί κι ένα χαρτί να υπογράψει. «Μπορείτε να πηγαίνετε», του είπε.
«Όλα είναι κανονισμένα. Γεια».

«Γεια. Ευχαριστώ», απάντησε ο οδηγός.

Η Φίνλεϊ μπήκε στο ταξί κι έδωσε τη διεύθυνσή της. Ο Μπλάκι κάθισε φρόνιμα κοντά στα πόδια
της. Ο θόρυβος της πόλης, μόλο που ήταν Κυριακή απόγευμα, της φάνηκε ανυπόφορος ύστερα από
την ησυχία που γνώρισε στη Ματουαρόχα. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους, αν
και ήταν ντυμένοι καλά κι έδειχναν χαρούμενοι, της φάνηκαν ξένοι και εχθρικοί. Νοσταλγούσε ήδη
τη συντροφιά του Μπλέικ.

Όταν το ταξί έστριψε στο δρόμο της, σε μια γειτονιά με πολύ πράσινο στα πεζοδρόμια, όχι μακριά
από το νοσοκομείο, η Φίνλεϊ ένιωσε ανακούφιση αλλά και απογοήτευση. Το σπίτι της, σε σύγκριση
με του Μπλέικ, έμοιαζε με κουκλόσπιτο. Μπήκε μέσα άκεφα και άνοιξε αμέσως τα παράθυρα για
να αεριστεί. Το γκαζόν της ήθελε κόψιμο. Όμως οι ιβίσκοι και οι ντάλιες είχαν ανθίσει για τα καλά.

Σε λίγο, η Σου Μπράουνινγκ από το διπλανό διαμέρισμα χτυπούσε την πόρτα της. «Τι συμβαίνει;»
ρώτησε τη Φίνλεϊ κοιτάζοντάς την εξεταστικά, μετά το πρώτο καλιοσόρισμα. «Νομίζω πως ήρθες
μια βδομάδα νωρίτερα. Είσαι καλά;»

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε. «Ερωτεύτηκα κάποιον», της απάντησε χωρίς δισταγμό, «και το έβαλα στα
πόδια».

Η Σου έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Μπλάκι σταμάτησε να τη μυρίζει κι εκείνη τον χάιδεψε στο
κεφάλι. «Έλα να πιούμε ένα τσάι», της πρότεινε. «Φαίνεσαι πολύ ταραγμένη. Φέρε μαζί σου και το
σκύλο σου».

Η Σου και ο άντρας της, ο Μπρετ, ήταν εκπαιδευτικοί. Εκείνη στο δημοτικό σχολείο κι εκείνος στο
γυμνάσιο.
«Ο Μπρετ έχει πάει βόλτα με το σκάφος», είπε, καθώς άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της για να
περάσει η Φίνλεϊ. «Πρέπει να τον είδες, όταν ερχόσουν με το πλοίο».

«Ναι, εκείνον και εκατοντάδες άλλους».

«Να σου συστήσω τον Πουκ», είπε χαμογελώντας η Σου. «Είναι το καινούριο μέλος της
οικογένειας Μπράουνινγκ!»

Ένα σιαμέζικο γατάκι καθόταν πάνω σε μια πολυθρόνα και τους κοίταζε με τα όμορφα γαλάζια
μάτια του.

«Μπλάκι... μη!» Οι δυο γυναίκες κοίταξαν τρομαγμένες το σκυλί που πήγαινε προς την πολυθρόνα
όπου καθόταν το γατάκι. Το είδαν όμως με έκπληξη να στέκεται μπροστά στην πολυθρόνα
κουνώντας την ουρά του και να κοιτάζει με συμπάθεια το άλλο ζώο, που του ανταπέδιδε θαρρετά
το βλέμμα.

«Νόμιζα πως τα γατιά τρέχουν να κρυφτούν όταν δουν σκύλο», είπε η Σου. «Κοίτα, είναι
απίστευτο!»

Το γατάκι πήδηξε από την πολυθρόνα και πλησίασε το σκύλο. Εκείνος έσκυψε από πάνω του κι
άρχισε να το μυρίζει, κουνώντας πάντα την ουρά του. Ο Πουκ τον κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον.

«Ω, νομίζω πως κάνουν σαν ερωτευμένοι», είπε γελώντας η Σου. Ήταν καταπληκτικό! Αφού
επεξεργάστηκαν για λίγο ο ένας τον άλλον, ο γάτος και ο σκύλος ξάπλωσαν δίπλα δίπλα και το
έριξαν στον ύπνο.

Οι δυο γυναίκες, πίνοντας το τσάι τους, διηγήθηκαν η μια στην άλλη πώς είχαν αποκτήσει τα
αγαπημένα τους ζώα. Ύστερα η Φίνλεϊ είπε στη φίλη της πώς είχε περάσει τις δύο εβδομάδες στο
σπίτι του Μπλέικ.

«Έπεσες σε σπουδαία περίπτωση», γέλασε η Σου. «Όλοι ξέρουν για τους Κερντ. Θυμάμαι, είχε γίνει
αρκετός θόρυβος όταν άνοιξε εκείνο το ξενοδοχείο στη Ματουαρόχα. Αργότερα, όταν σκοτώθηκε η
γυναίκα του Μπλέικ, βούιξαν οι εφημερίδες. Ο δικός σου απέφευγε πάντα τη δημοσιότητα, δε
συνέβαινε όμως το ίδιο και με τη γυναίκα του».

«Δεν είναι δικός μου».

«Δεν είναι;»

«Σίγουρα!»

«Ο τόνος της φωνής σου δείχνει το αντίθετο. Πες μου: τι δεν πήγε καλά;»

«Ω, Σου, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Εκείνος είναι αποφασισμένος να μη φύγει ποτέ από το νησί κι
εγώ έχω προγραμματίσει τη ζωή μου με βάση την καριέρα μου ως γιατρού!»

Η Σου ανασήκωσε τα φρύδια της. «Είστε ίδιοι, Φίνλεϊ. Αγωνιστές και οι δύο. Όμως δε νομίζεις πως
δύο εβδομάδες είναι πολύ λίγος χρόνος για να γνωριστούν καλά δυο άνθρωποι και ν’ αγαπηθούν;»
«Ναι», παραδέχτηκε η Φίνλεϊ. «Αυτό είπα κι εγώ στον εαυτό μου. Όμως... ήταν απίστευτο.
Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο όπως κοιτάζονται οι ερωτευμένοι στις κινηματογραφικές ταινίες».

«Αμοιβαία έλξη».

«Ό,τι κι αν ήταν, προσπάθησα να το αγνοήσω. Αν έπαιρνα διαφορετική απόφαση, αν έμενα κοντά


του, ίσως κατέστρεφα την καριέρα μου και όλα όσα έχω καταφέρει μέχρι σήμερα κι αυτό θα μου
στοίχιζε πολύ».

«Ω, όχι, φυσικά και δεν μπορείς να χαραμίσεις την καριέρα σου. Ύστερα μάλιστα από τόσο σκληρή
δουλειά. Όμως εκείνος; Δε θα μπορούσε να πουλήσει... Όχι, αυτό μάλλον είναι αδύνατο. Δε θα
μπορούσε ωστόσο να βρεθεί μια λύση; Να κρατήσει, για παράδειγμα, το νησί του και ν’
αγοράσει μερικά στρέμματα έξω από το Όκλαντ. Να χτίσει ένα σπίτι εκεί, αλλά να συνεχίσει να
διευθύνει και τις δουλειές στη Ματουαρόχα, πηγαίνοντας κάθε τόσο εκεί».

Η Φίνλεϊ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ο Μπλέικ χρειάζεται ελευθερία, και μόνο οι τεράστιες
εκτάσεις του νησιού μπορούν να του την προσφέρουν. Αν μένει εδώ, θα νιώθει σαν αετός
κλεισμένος σε κλουβί. Εξάλλου, δεν μπορώ να του ζητήσω να κάνει μια τόσο μεγάλη θυσία, τη
στιγμή που εγώ δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω κάτι παρόμοιο».

«Καταλαβαίνω», είπε η Σου, μόλο που δε συμφωνούσε. «Ωραία, τότε το μόνο που σου μένει είναι να
τον ξεχάσεις».

«Νομίζω πως αυτό θα είναι εύκολο, όταν ξαναρχίσω τη δουλειά μου».

«Οπωσδήποτε θα είναι», σχολίασε η Σου, χωρίς να το πιστεύει πραγματικά. «Έλα, πιες άλλο ένα
φλιτζάνι τσάι».

Άλλαξαν κουβέντα και η Φίνλεϊ απόλαυσε τις αστείες ιστορίες της Σου για τους μικρούς μαθητές,
γελώντας με την καρδιά της. Αργότερα, επέστρεψε και ο Μπρετ και βγήκαν έξω οι τρεις τους για
πίτσα. Η Φίνλεϊ άρχισε να νιώθει καλύτερα και να χαλαρώνει.

Την επόμενη εβδομάδα ήταν συνεχώς απασχολημένη, γεγονός που τη βοήθησε να μη σκέφτεται
συνέχεια τον Μπλέικ. Έγραψε μερικά γράμματα και άλλαξε τη διακόσμηση στο υπνοδωμάτιό της.
Αντικατέστησε τις κουρτίνες και έβαψε την πόρτα και τα παράθυρα.

«Μ’ αρέσει πολύ», είπε με ενθουσιασμό η Σου μόλις είδε το αποτέλεσμα. «Τα χρώματα είναι
θαυμάσια και σου ταιριάζουν», πρόσθεσε. «Εδώ μέσα θα μοιάζεις με νεράιδα».

«Νεράιδα;» ρώτησε με έκπληξη ο Μπρετ, που δεν ήταν ιδιαίτερα ρομαντικός. «Μα οι νεράιδες είναι
πλάσματα της φαντασίας, ενώ η Φίνλεϊ είναι ρεαλίστρια. Ζει, κινείται και εργάζεται σε μια δύσκολη
και σκληρή πραγματικότητα. Πάντως, τα έφτιαξες πολύ όμορφα. Μόνο το σκυλί σου αποτελεί
παραφωνία».

Οι δυο γυναίκες τον αγριοκοίταξαν, ενώ ο Μπλάκι άρχισε να κουνάει την ουρά του.

«Ο Μπλάκι», είπε η Φίνλεϊ, «είναι για μένα ο μικρότερος αδερφός που δεν είχα ποτέ μου».

«Και ο Πουκ, ο δικός μου μικρότερος αδερφός», συμφώνησε η Σου κοιτάζοντας με λατρεία και τα
δύο ζώα. Ύστερα γύρισε στη φίλη της με αυστηρό ύφος. «Δε μου λες, Φίνλεϊ, τι τρως όλες αυτές τις
μέρες;»

«Τι τρώω;»

«Ναι. Ξέρεις, η τροφή κρατάει τον άνθρωπο στη ζωή. Όπως βλέπω, εσύ δε δίνεις καθόλου σημασία
στο θέμα του φαγητού. Τι θα έλεγες για ένα ωραίο δείπνο σε κινέζικο απόψε;»

Η Φίνλεϊ δεν έφερε αντίρρηση. Συνειδητοποίησε πως το

να μένει νηστική επειδή δεν είχε όρεξη δεν ήταν καθόλου λογικό, ούτε μπορούσε να γιατρέψει την
πληγωμένη της καρδιά. Άλλες γυναίκες, όταν είναι στενοχωρημένες, αδειάζουν το ψυγείο,
σκέφτηκε. Σ’ εμένα συμβαίνει το αντίθετο. Ευτυχώς που είχε και τη Σου.

Όταν ξαναγύρισε στη δουλειά της, τα πράγματα φάνηκαν να καλυτερεύουν. Αφοσιωνόταν στο
καθήκον της από το πρωί ως το βράδυ, προκειμένου να ξεχάσει. Όμως ο Μπλέικ και η Ματουαρόχα
δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό της.

Στην αρχή, νόμιζε πως με την ισχυρή της θέληση θα κατάφερνε να ξεπεράσει τη θλίψη και την
απογοήτευσή της. Όμως οι μέρες κι οι νύχτες της περνούσαν μέσα σε φοβερή ανία. Ένιωθε ένα
δυσάρεστο κενό στην ψυχή της. Κάθε φορά που αντίκριζε κάποιον ξανθό και ψηλό άντρα, η καρδιά
της χτυπούσε δυνατά. Νόμιζε πως είχε χάσει κάποιο κομμάτι του σώματός της και πως συνεχώς
αιμορραγούσε.

Ζούσε καθημερινά την αγωνία της ανεκπλήρωτης αγάπης. Ήταν σίγουρη πως και ο Μπλέικ ένιωθε
το ίδιο. Όμως τελικά η καριέρα της, που είχε γίνει η αιτία να απορρίψει την αγάπη του, δεν
μπορούσε να την κάνει να τον ξεχάσει.

Πρέπει αυτή η υπόθεση να κλείσει οριστικά, σκέφτηκε η Φίνλεϊ, όταν μπήκε πια το φθινόπωρο. Δεν
είναι λογικό ν’ αφήνω τον πόνο να καταστρέφει τη ζωή μου.

***

«Έλα να δοκιμάσεις μερικά σταφύλια», είπε στη Σου ένα απόγευμα, προσκαλώντας τη στο σπίτι
της.

«Ω, είναι θαυμάσια! Πού τα βρήκες;»

«Τα έφεραν οι γονείς ενός παιδιού που βγήκε σήμερα από το νοσοκομείο», της απάντησε. «Ήταν
ένα ολόκληρο κιβώτιο. Αυτό είναι το μερίδιό μου».

«Μμμ», έκανε η Σου. «Για τους δασκάλους ούτε ένα μήλο... Σήμερα το πρωί άκουγα το τηλέφωνό
σου να χτυπά συνέχεια».

«Όποιος κι αν ήταν, θα ξανατηλεφιονήσει».

To βράδυ η Φίνλεϊ κοίταζε συνέχεια το τηλέφωνο περιμένοντας να χτυπήσει. Εκείνο όμως παρέμενε
σιωπηλό. Κάτι της έλεγε πως αυτός που τηλεφωνούσε όλη την ημέρα ήταν ο Μπλέικ. Ανοιξε τον
τηλεφωνικό κατάλογο και διαπίστωσε πως το όνομά του υπήρχε καταχωρισμένο, όμως θα
ήταν καθαρή τρέλα να του τηλεφωνήσει. Θυμήθηκε πως είχε και την κάρτα με το τηλέφωνο της
Κλάρι Κερντ.

«Όχι», είπε δυνατά τρομάζοντας τον Μπλάκι, που πετά-χτηκε όρθιος, κι έβαλε τον κατάλογο στη
θέση του. Κι από την άλλη, ακόμα κι αν τηλεφωνούσε απλώς στην Κλάρι, θα μάθαινε τα νέα του
Μπλέικ κι αυτό θα επιδείνωνε την κατάσταση. Είχε αγωνιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή να
τον ξεχάσει. Δεν το είχε πετύχει απόλυτα, αλλά έπρεπε να συνεχίσει την προσπάθεια.

Την επόμενη μέρα, ένας από τους συναδέλφους της της είπε: «Δε φαίνεσαι να έχεις συνέλθει
εντελώς από την πνευμονία».

«Ίσως πρέπει να πάρω κάποιο τονωτικό», του αποκρίθηκε.

Εκείνος χαμογέλασε ζεστά. «Νομίζω πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να έρθεις στο πάρτι
μας αύριο βράδυ», της είπε.

«Ω, Τιμ, έχω...»

«Πρέπει να κάνεις κάτι που θα σε βοηθήσει να ξεχάσεις ό,τι είναι αυτό που δημιουργεί μαύρους
κύκλους κάτω από τα μάτια σου», της είπε διακόπτοντάς την. «Έχω προσέξει ότι η προϊσταμένη σε
κρυφοκοιτάζει».

Η προϊσταμένη ήταν μια σοβαρή κι ευχάριστη γυναίκα, που είχε την ικανότητα να καταλαβαίνει
τους ανθρώπους που αντιμετώπιζαν ερωτικά προβλήματα. Η Φίνλεϊ τη θαύμαζε αλλά και τη
φοβόταν λίγο.

«Τότε πρέπει να λάβω τα μέτρα μου», είπε.

«Να κρύψεις τους μαύρους κύκλους; Αυτό εύκολα μπορείς να το κάνεις. Όμως ξέρεις ότι έχει την
ικανότητα να κοιτάζει κατευθείαν στην καρδιά σου».

«Ίσως έχεις δίκιο».

«Για το πάρτι...»

«Θα έρθω, σ’ ευχαριστώ», είπε η Φίνλεϊ. Είχε πάρει την απόφαση ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτεί.

Θα περνούσε πολύ καλά. Τα πάρτι στο σπίτι του Τιμ είχαν πάντα μεγάλη επιτυχία. Καλή μουσική,
νόστιμα φαγητά, ωραίες συζητήσεις και πολύ γέλιο. Η γυναίκα του φρόντιζε για τη μουσική κι
εκείνος για το φαγητό.

Ήταν πραγματικά ένα ευχάριστο πάρτι. Η Φίνλεϊ ήπιε λίγο κρασί και ήρθε γρήγορα στο κέφι. Έκανε
παρέα με δύο άντρες που δε συνοδεύονταν. Ο ένας ήταν γνωστός της από τα φοιτητικά χρόνια. Ο
άλλος, φίλος κάποιου γνωστού και κτηματίας. Η Φίνλεϊ του έκανε πολλές ερωτήσεις σχετικά με τη
δουλειά του. Τα ενδιαφέροντά του έμοιαζαν μ’ εκείνα του Μπλέικ, γεγονός που την ενθουσίασε. Κι
εκείνος έδειχνε πως ήθελε να περάσει όλο το βράδυ μαζί της. Όμως η Φίνλεϊ τον σύστησε σε
κάποια άλλη γυναίκα που ήταν μόνη και κατάφερε να ξεγλιστρήσει.

Μια ευχάριστη βραδιά, σκέφτηκε ενώ γύριζε στο σπίτι της με το αυτοκίνητο. Θα ξαναπήγαινε αν
της δινόταν η ευκαιρία. Η πολλή μοναξιά δεν ήταν καλή. Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι της την πήρε
αμέσως ο ύπνος, για πρώτη φορά από τότε που είχε γυρίσει από τη Ματουαρόχα. Το πρωί είπε στον
εαυτό της πως είχε δίκιο. Ήταν ζήτημα χρόνου. Είχε αρχίσει να γιατρεύεται η ραγισμένη της καρδιά.

Όμως εξακολουθούσε να νιώθει ένα φοβερό κενό στην ψυχή της. Κάθε τόσο την κυρίευε ένα έντονο
αίσθημα μοναξιάς και απελπισίας. Καταλάβαινε πως ο Μπλέικ της ήταν απαραίτητος. Δε θυμόταν
μόνο τις υπέροχες ερωτικές στιγμές που είχε περάσει μαζί του, αλλά και την όμορφη παρέα του.
Συζητούσαν θαυμάσια και καταλάβαιναν απόλυτα ο ένας τον άλλο.

Τον σκεφτόταν συνέχεια, ωστόσο ένα βράδυ, όταν σήκωσε

το ακουστικό του τηλεφώνου και άκουσε τη φωνή του, δεν τον αναγνώρισε αμέσως.

«Φίνλεϊ;»

«Ναι. Ποιος... Ω!»

«Θα ήθελες να φάμε μαζί την ερχόμενη εβδομάδα;» τη ρώτησε, αφού αντάλλαξαν τις πρώτες
τυπικές κουβέντες.

Έσφιξε δυνατά το ακουστικό στο χέρι της. Έπρεπε να αρνηθεί... Όμως δεν μπόρεσε. «Ναι», του
αποκρίθηκε με κομμένη ανάσα.

«Είσαι ελεύθερη την Παρασκευή το βράδυ;» τη ρώτησε, χωρίς να φανερώσει αν τον είχε
ευχαριστήσει η απάντησή της.

«Ναι».

«Ωραία. Έχεις καμιά προτίμηση; Τοπική κουζίνα, ιταλική, γαλλική...»

«Όχι. Δεν έχω». Αρκεί που θα είμαι μαζί σου, πρόσθεσε μέσα της.

«Θα σε δω γύρω στις εφτά. Γεια σου».

Είχε αρκετό χρόνο μπροστά της για να τιμωρήσει τον εαυτό της που είχε δείξει αδυναμία. Όμως η
καρδιά της είχε διαφορετική γνώμη. Τις επόμενες λίγες μέρες, η στάση της και η διάθεσή της
άλλαξαν ριζικά. Ένιωθε ευτυχισμένη και το πρόσωπό της έλαμπε.

Την Παρασκευή χρειάστηκε να βάλει στα μάγουλά της αρκετό μεϊκάπ για να κρύψει την έντονη
κοκκινίλα που προκαλούσε η ανυπομονησία. Από τότε που είχε γυρίσει από τις διακοπές, δεν είχε
κόψει ούτε μια φορά τα μαλλιά της και, επειδή ήταν πολύ μακριά, τα στερέωσε πίσω με δυο
ασημένια χτενάκια που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της.

Τα βράδια στο Όκλαντ αυτή την εποχή ήταν αρκετά δροσερά, γι’ αυτό έριξε πάνω από το μεταξωτό
ροζ φόρεμά της μια ζακέτα. Τα παπούτσια που φόρεσε δεν είχαν πολύ ψηλό τακούνι, γιατί πίστευε
πως τα πολύ ψηλά τακούνια την έκαναν να φαίνεται αστεία.

Όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, έτρεξε ν’ ανοίξει, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήταν
η Σου.
«Είσαι κούκλα», της είπε η φίλη της μόλις την είδε. «Ήρθα να σε ρωτήσω αν θέλεις να κρατήσουμε
τον Μπλάκι όσο θα λείπεις».

Η ζωή του Μπλάκι κοντά στη Φίνλεϊ ήταν εξαιρετική. Κι αυτό γιατί, τις περισσότερες ώρες της
ημέρας, τις περνούσε στο σπίτι της Σου με τον Πουκ.

«Δε γαβγίζει πια», είπε η Φίνλεϊ.

«Ίσως αρχίσει πάλι», παρατήρησε η Σου. «Καλύτερα να τον πάρω στο σπίτι μου».

«Μπορώ να...»

«Μην τολμήσεις», της είπε διακόπτοντάς την. «Ένα μαύρο σκυλί δεν ταιριάζει καθόλου με μια
όμορφη κυρία», πρόσθε-σε χαμογελώντας ζεστά. Ύστερα πήρε τον Μπλάκι και προχώρησε προς την
πόρτα. «Μην ανησυχείς. Θα περάσει θαυμάσια με το γάτο μου».

«Να είσαι φρόνιμος», είπε στο σκυλί η Φίνλεϊ, χαϊδεύοντάς το στο κεφάλι. Εκείνο κούνησε
ευχαριστημένο την ουρά του.

Και τότε τον είδε να έρχεται. Χαμογέλασε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. Της φάνηκε
ψηλότερος και πιο γοητευτικός.

Έκανε τις συστάσεις με φωνή που έτρεμε λίγο. Η Σου του έδωσε το χέρι της σαν υπνωτισμένη. Ήταν
φανερό πως κι εκείνη τα είχε χάσει.

«Έχεις πολύ καλή γειτόνισσα», σχολίασε ο Μπλέικ, μόλις κάθισε δίπλα στη Φίνλεϊ, στη θέση του
οδηγού της αστραφτερής Τζάγκουαρ.

«Είναι αξιαγάπητη», συμφώνησε η Φίνλεϊ. Δε χόρταινε να τον κοιτάζει. Η παρουσία του είχε γεμίσει
το κενό που τόσο καιρό ένιωθε στην ψυχή της. Σκέφτηκε πως την επόμενη μέρα θα έμενε πάλι μόνη
της και το κενό στην ψυχή της θα γινόταν ακόμα πιο μεγάλο.

Σε λίγο βρέθηκαν σ’ ένα πολυτελές εστιατόριο. Η ατμό-σφαίρα ήταν απίστευτα ρομαντική.


Συζητούσαν και κοιτάζονταν σαν υπνωτισμένοι. Είχαν χαθεί ο ένας μέσα στο βλέμμα του άλλου κι
όταν έφτασε το φαγητό ξαφνιάστηκαν. Η σερβιτόρα τούς προσγείωσε απότομα στην
πραγματικότητα!

Το φαγητό και το κρασί ήταν θαυμάσια, αλλά η Φίνλεϊ ούτε που τα πρόσεξε. Η προσοχή της ήταν
συγκεντρωμένη στον Μπλέικ.

«Έχεις αδυνατίσει, νομίζω», παρατήρησε εκείνος.

Σήκωσε τους ώμους της. «Γύρισα στη δουλειά», του είπε, λες και αυτό τα εξηγούσε όλα. «Όμως κι
εσύ δε φαίνεσαι καλύτερα», πρόσθεσε.

Χαμογέλασε κοιτάζοντας το στόμα της. «Μου έλειψες πολύ».

«Ωραία», μουρμούρισε η Φίνλεϊ. «Χαίρομαι που δεν ήμουν η μόνη που υπέφερε».
«Όμως ήξερες ότι θα υποφέραμε όταν έφευγες, δεν είναι έτσι;»

Η Φίνλεϊ του έγνεψε καταφατικά. «Φέρθηκα επιπόλαια», παραδέχτηκε.

«Δείλιασες», είπε εκείνος.

«Ωραία, είμαι δειλή. Όμως δεν ήθελα να σ’ ερωτευτώ!»

Η Φίνλεϊ ήπιε το κρασί της μονορούφι. Τα φώτα του εστιατορίου έκαναν τα μαλλιά της να
γυαλίζουν. Ο Μπλέικ την κοίταζε με πολλή τρυφερότητα. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ρομαντική και
εξίσου αισθησιακή.

«Μήπως είσαι έγκυος;» τη ρώτησε ξαφνικά. «Εκείνο το βράδυ δεν πήρα καμιά προφύλαξη. Το
μυαλό μου είχε θολώσει. Ένιωθα πως, αν δε σ’ έκανα δική μου, θα τρελαινόμουν».

Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος της επίσκεψής του; Ήταν έτοιμη να του δώσει μια σκληρή απάντηση,
αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. «Όχι», του αποκρίθηκε. «Πήρα το χάπι της επόμενης
μέρας».

Ο Μπλέικ δεν είπε τίποτα. Όμως η Φίνλεϊ διάβασε στην

έκφρασή του την ανησυχία. «Ήλπιζες ότι θα ήμουν έγκυος;» τον ρώτησε.

«Αν ήσουν, ίσως η απόφαση ήταν ευκολότερη», της απάντησε.

Η Φίνλεϊ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μπλέικ, ένα παιδί δεν είναι αρκετό για να στηρίξει ένα
γάμο. Ξέρεις πολύ καλά πως δεν μπορώ... δε θέλω ν’ αφήσω τη δουλειά μου».

Ο Μπλέικ, βλέποντας την αποφασιστικότητά της, δεν είπε τίποτε άλλο. Η Φίνλεϊ έσπασε τη σιωπή
που ακολούθησε, αρχίζοντας να του διηγείται ένα περιστατικό που συνέβη στο νοσοκομείο τις
τελευταίες μέρες.

Την άκουγε με ενδιαφέρον, αλλά, όταν τελείωσε, της είπε με παράπονο: «Το γεγονός ότι δεν
υπάρχει κάποια θέση στη ζωή σου και για μένα με κάνει να ζηλεύω, γλυκιά μου».

Στη συνέχεια, συζήτησαν για πολλά και διάφορα θέματα. Ο Μπλέικ μιλούσε λιγότερο. Προτιμούσε
να την ακούει. Κάθε φορά όμως που έλεγε κάτι, δινόταν η ευκαιρία στη Φίνλεϊ να θαυμάσει την
εξυπνάδα και την προσωπικότητά του. Ήταν φανταστικός. Υπέροχος. Η παρουσία του τη μεθούσε!

Λίγο αργότερα, ενώ έπιναν τον καφέ τους, το βλέμμα του έγινε έντονο, έδειχνε πόθο. Το αίμα της
άρχισε να κυλά καυτό στις φλέβες της.

«Φεύγουμε;» τη ρώτησε.

Η Φίνλεϊ συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Έξω, μέσα στο αυτοκίνητο, πριν ανάψει τη μηχανή γύρισε να την κοιτάξει. «Θέλεις να πάμε αλλού;
Σ’ ένα κλαμπ, σε κάποιο μπαρ;»
«Όχι», του αποκρίθηκε αμέσως.

Κάτω από το αμυδρό φως της λάμπας από την κολόνα του δρόμου δεν μπόρεσε να διακρίνει την
αντίδρασή του. Κάτι της έλεγε όμως πως τον είχε ικανοποιήσει η απάντησή της.

Στο διαδρομή για το σπίτι της δε μίλησαν καθόλου. «Θα έρθεις μέσα για έναν καφέ ακόμα;» τον
ρώτησε η Φίνλεϊ, μόλις εκείνος έσβησε τη μηχανή.

«Γιατί όχι;» της αποκρίθηκε χαμογελώντας.

Η Φίνλεϊ ετοίμασε τον καφέ και τον ήπιαν συζητώντας, ενώ τα νεύρα και των δύο είχαν τεντωθεί
επικίνδυνα. Κάποια στιγμή, ο Μπλέικ μη αντέχοντας άλλο την αναμονή πήρε από το χέρι της το
άσπρο φλιτζάνι που κρατούσε και το ακούμπη-σε δίπλα στο δικό του, πάνω στο τραπεζάκι. Ύστερα,
πιάνο-ντάς την από τους ώμους, την τράβηξε πάνω του. Δεν τη φίλησε αμέσως, μόλο που ήταν
σίγουρος πως εκείνη το ήθελε πολύ. Για μερικά δευτερόλεπτα την κοίταζε στο
πρόσωπο χαϊδεύοντας τα χείλη της με το δάχτυλό του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν ο πόθος.

Ο Μπλέικ αναστέναξε. «Το χαμόγελό σου, τα πράσινα μάτια σου και το κοφτερό μυαλό σου με
καταδιώκουν συνεχώς από τότε που έφυγες», της ψιθύρισε. «Αφησες πίσω σου τη μοναξιά».

«Όχι, την έφερα εδώ μαζί μου», του είπε και, πιάνοντας το χέρι του, φίλησε το εσωτερικό της
παλάμης του. Η επιδερμίδα του ήταν ζεστή και μυρωδάτη.

«Αλήθεια; Δεν μπόρεσε να γεμίσει το κενό η δουλειά σου;» τη ρώτησε. Ύστερα το στόμα του
σφράγισε με άγριο πάθος το δικό της.

«Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε, όταν εκείνος σήκωσε το κεφάλι του. Το φιλί του την είχε κάνει να
ξεχάσει τις αποφάσεις που είχε πάρει.

Ο Μπλέικ χαμογέλασε ευχαριστημένος. Ύστερα τη φίλησε απαλά στα χείλη. Η Φίνλεϊ έκλεισε τα
μάτια της νιώθοντας ένα γλυκό τράβηγμα στα σωθικά της. Το κορμί της είχε πάρει φωτιά.

«Σ’ ευχαριστώ, γλυκιά μου. Μου το είπες την κατάλληλη στιγμή. Έχουμε όλη τη νύχτα μπροστά
μας. Όλη τη νύχτα, για να κάνουμε ό,τι μας αρέσει».

Ανοιξε τα μάτια της κι αναστενάζοντας έφερε το χέρι της στο στήθος του και του ξεκούμπωσε το
πουκάμισο. Εκείνος

εξακολουθούσε να είναι συγκρατημένος, γεγονός που την ενόχλησε. Άρχισε να τον χαϊδεύει
βαριανασαίνοντας.

Την κοίταζε με μισόκλειστα τα μάτια. Του χαμογέλασε, έχωσε το πρόσωπό της στο στήθος του και
τον φίλησε. Ο Μπλέικ μουρμούρισε κάτι και με χέρια που έτρεμαν της κατέβασε το φόρεμα από
τους ώμους, μέχρι τη μέση.Ύστερα άρχισε να της χαϊδεύει το στήθος ερεθιστικά. Εκείνη
αναστέναξε από ευχαρίστηση και του έβγαλε γρήγορα το πουκάμισο. Την κοίταξε για λίγο με
λατρεία και ύστερα το στόμα του σκέπασε το δικό της.

«Μου αρέσει να σε μεταφέρω στα χέρια», της είπε λίγο αργότερα καθώς την πήγαινε προς την
κρεβατοκάμαρά της.
«Ισως γιατί σε κάνει να νιώθεις μεγάλος και δυνατός».

Ο Μπλέικ χαμογέλασε ζεστά. «Είμαι μεγάλος και δυνατός», της είπε σφίγγοντάς την πάνω του. «Δε
χρειάζεται να το αποδείξω. Νιώθω υπέροχα όταν σ’ έχω στην αγκαλιά μου. Είσαι μικροκαμωμένη
και γλυκιά, λες και γεννήθηκες για να ταιριάξεις μαζί μου».

Την άφησε να πατήσει κάτω, στην άκρη του κρεβατιού της, κι ύστερα γονάτισε μπροστά της και τη
φίλησε στο λαιμό και στο στήθος. Μετά την απάλλαξε από το φόρεμα και το εσώρουχό της.
«Ταιριάζουμε απόλυτα», της ψιθύρισε.

Η Φίνλεϊ, βαριανασαίνοντας, έχωσε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, ενώ εκείνος χάιδευε με τη
γλώσσα του τις ορθωμένες θηλές της. Τον ήθελε τόσο πολύ, που ένιωθε πως, αν καθυστερούσε κι
άλλο να την κάνει δική του, θα πέθαινε.

«Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε ξέπνοα.

«Κι εγώ σ’ αγαπώ», της είπε. «Πολύ. Πάρα πολύ, καρδιά μου...»

Ο Μπλέικ την άφησε να τον γδύσει παρακολουθώντας τη με καυτό βλέμμα. Ο πόθος του είχε
φουντώσει και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει. Η Φίνλεϊ ένιωθε τη διέγερσή ίου να την ακουμπά
και μεγάλωνε και ο δικός της πόθος.

«Είσαι πολύ όμορφος», του είπε βλέποντάς τον ολόγυμνο μπροστά της.

«Κι εσύ είσαι η γυναίκα...»

Η φράση του έμεινε ατέλειωτη. Ξεροκατάπιε, ενώ ένας μυς τρεμόπαιξε στο μάγουλό του. «Πέσε
γρήγορα στο κρεβάτι», της είπε. Όταν εκείνη ξάπλωσε, βρέθηκε αμέσως δίπλα της κι άρχισε να τη
χαϊδεύει σ’ όλο της το κορμί.

Ήταν έμπειρος. Ήξερε πώς να ξεσηκώσει ερωτικά μια γυναίκα. Όμως η Φίνλεϊ ήταν σίγουρη πως
μαζί της ένιωθε κάτι πολύ ιδιαίτερο, κάτι πρωτόγνωρο. Όταν το στόμα του ακουμπούσε στο γυμνό
της στήθος, της έδινε την εντύπωση πως ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν απλώς
ένα ερωτικό χάδι, αλλά μια εκδήλωση αγάπης.

Η Φίνλεϊ ένιωθε το ίδιο. Για κείνη ο Μπλέικ δεν ήταν μόνο το αρσενικό που θα ικανοποιούσε τη
σεξουαλική της επιθυμία. Ήταν ο τρυφερός κι αγαπημένος άντρας που γέμιζε την ψυχή της.
Αναστενάζοντας και βογκώντας, κολλούσε και σφιγγόταν πάνω του μέχρι που εκείνος βυθίστηκε
μέσα της μ’ έναν τρόπο μεθυστικό, πρωτόγονο, αχαλίνωτο, και οδήγησε και τους δυο τους στην
κορύφωση.

Όταν σε λίγο βρέθηκε ξαπλωμένη δίπλα του, νόμιζε πως άκουγε την καρδιά της να χτυπά σαν
καμπάνα. Παρά τον ασυγκράτητο πόθο του, την είχε κάνει δική του με μαεστρία και τρυφερότητα.
Το μεγάλο κορμί του είχε ενωθεί με το μικροκαμωμένο δικό της ανεμπόδιστα. Τον είχε νιώσει
πάνω της και μέσα της σαν να ήταν ένα μ’ εκείνη. Είχε πάρει και είχε δώσει χωρίς τον παραμικρό
δισταγμό.

Ήταν μοναδικός, υπέροχος! Η Φίνλεϊ γύρισε κι άρχισε να φιλάει το μπράτσο του.


«Πώς τα κατάφερες να μείνεις τόσο καιρό παρθένα;» τη ρώτησε χαϊδεύοντας τους μηρούς της.

Εκείνη γέλασε και τον φίλησε στο στήθος. «Δεν ήξερα πως ήταν τόσο ωραία. Αν το ήξερα, ίσως το
αποφάσιζα νωρίτερα».

«Αες αλήθεια;» τη ρώτησε και τραβώντας την την έφερε

από πάνω του, κρατώντας το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του. «Νόμισα πως το έκανες για
ηθικούς λόγους».

«Ίσως το έκανα και γι’ αυτό. Βασικά νόμιζα πως έτσι προστάτευα τον εαυτό μου. Όταν η μητέρα
μου εγκατέλειψε τον πατέρα μου και άρχισε τις ερωτικές περιπέτειες, νόμισα πως έψαχνε για την
αληθινή αγάπη. Τελικά δεν κατάφερε να τη βρει. Τότε σκέφτηκα πως, αλλάζοντας συνεχώς
εροπικό σύντροφο, δεν ήταν δυνατό να βρει κανείς την αληθινή αγάπη. Έτσι, αποφάσισα να μείνω
μακριά από τους άντρες και τις ερωτικές περιπέτειες».

«Ο έρωτας ποτέ δεν απογοητεύει», της είπε τότε ο Μπλέικ.

«Μιλάς από προσωπική πείρα;» τον ρώτησε σε εύθυμο τόνο. «Ίσως η μητέρα μου δεν ήξερε τους
κανόνες του παιχνιδιού. Ή ίσως περίμενε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ήταν δυνατό να βρει. Εγώ
πάντως αποφάσισα να μείνω πιστή στους δικούς μου κανόνες».

«Δεν υπέκυψες ούτε στον αρραβωνιαστικό σου».

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε αχνά. «Ναι, ούτε σ’ εκείνον. Τώρα που το σκέφτομαι, καταλαβαίνω πως
αυτός ήταν ο κύριος λόγος που βιαζόταν να με παντρευτεί. Είχε συνηθίσει στις εύκολες σχέσεις και,
όταν εγώ αρνήθηκα να κοιμηθώ μαζί του, πληγώθηκε ο εγωισμός του. Έτσι, έκανε τον
ερωτευμένο μαζί μου και μου ζήτησε να τον παντρευτώ. Εγώ δέχτηκα και γρήγορα βρεθήκαμε
αρραβωνιασμένοι».

«Και ικανοποίησες τον αρρωστημένο του εγωισμό. Πρέπει να ήταν πολύ παράξενος άνθρωπος».

Η Φίνλεϊ γέλασε ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος του. «Ναι, ήταν πολύ ανόητος. Το
μετάνιωσα ακριβώς την επόμενη μέρα. Ήθελε να κάνουμε ένα φαντασμαγορικό γάμο και με πίεζε
να εγκαταλείψω την ιατρική. Τα πάρτι που με πήγαινε ήταν ανιαρά και απέβλεπαν σε γνωριμίες που
θα τον ωφελούσαν επαγγελματικά. Ήταν ο πιο φριχτός εγωιστής που έχω γνωρίσει. Το μόνο που
τον ενδιέφερε ήταν η προσωπική του επιτυχία».

«Αμφιβάλλω αν κατάφερε να την πετύχει», σχολίασε ο Μπλέικ. «Οι εγωιστές σπάνια πετυχαίνουν.
Πραγματικά τον λυπάμαι».

«Γιατί;»

«Του δόθηκε η ευκαιρία να σε κερδίσει και σ’ έχασε. Όμως τον ευγνωμονώ που σ’ άφησε σ’
εμένα».

Η Φίνλεϊ γέλασε αγκαλιάζοντάς τον με τρυφερότητα.

«Η αφοσίωσή σου στη δουλειά σου σ’ έκανε να ξεχάσεις πως είσαι γυναίκα».
«Μέχρι που συνάντησα εσένα».

«Με θεώρησες ακίνδυνο. Σκέφτηκες πως δε θα στεκόμουν εμπόδιο στην καριέρα σου. Αποφάσισες
να ζήσεις μαζί μου μια ερωτική περιπέτεια που δε θ’ απαιτούσε καμιά θυσία». Σκέπασε τα κορμιά
τους με το σεντόνι και την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του. «Μια ερωμένη δεν
είναι υποχρεωμένη να κάνει ό,τι της ζητήσει ο εραστής της. Με μια σύζυγο τα πράγματα είναι
διαφορετικά».

Η Φίνλεϊ ήθελε να διαμαρτυρηθεί, να του φωνάξει πως έκανε μεγάλο λάθος, αλλά προτίμησε ν’
αφήσει τα πράγματα έτσι για την ώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η Φίνλεϊ ξύπνησε, μετά την ανατολή του ήλιου, έχοντας ξεχώσει τα τελευταία λόγια του Μπλέικ.
Χαμογέλασε ευχαριστημένη και τεντώθηκε. Έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα άκουσε το
χαρακτηριστικό θόρυβο που έκαναν οι πατούσες του Μπλάκι στο πάτωμα. Αμέσως μετά είδε τον
Μπλέικ ν’ ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει κρατώντας ένα δίσκο ακριβώς πίσω του ακολουθούσε ο
Μπλάκι.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ήταν ολόγυμνη και τράβηξε πάνω της το σεντόνι. Ύστερα
χαμογέλασε ζεστά. Ο Μπλέικ φορούσε μόνο το παντελόνι του. Ήταν όπως πάντα πολύ γοητευτικός.

Εκείνος έβαλε το δίσκο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι και ύστερα τη φίλησε απαλά στη μύτη.
«Γιατί δεν υπάρχουν καθόλου τρόφιμα στην κουζίνα σου;» τη ρώτησε.

«Ω, δεν τρώω πολύ».

«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Έψησα μερικές φέτες ψωμί. Βρήκα και λίγο μέλι σ’ ένα βάζο».

Η Φίνλεϊ πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ και, όταν ήπιε μερικές γουλιές, ενθουσιάστηκε. Ήταν
τέλειος.

«Πώς μπήκε στο σπίτι ο Μπλάκι;» ρώτησε ύστερα, κοιτάζοντας με λατρεία το αγαπημένο της μαύρο
σπάνιελ.

«Ακόυσα την καλή γειτόνισσά σου να τον φωνάζει, πριν από μισή ώρα περίπου. Την πλησίασα και
γνωριστήκαμε καλύτερα. Ο Μπλάκι βιαζόταν να σε δει. Ηθελε φαίνεται να διαπιστώσει αν ήσουν
ακόμα σώα».

«Ω, Θεέ μου», μουρμούρισε ανήσυχη η Φίνλεϊ. «Πάει η υπόληψή μου!»

«Σ’ απασχολεί λοιπόν τόσο πολύ η γνώμη των άλλων;»

Η Φίνλεϊ τον κοίταξε στα μάτια. «Οχι», του αποκρίθηκε με τρυφερότητα. «Σίγουρα δε μ’ απασχολεί.
Εσύ έφαγες τίποτα;»

Η απάντησή της του άρεσε. Χαμογέλασε εγκάρδια και πήγε να καθίσει κοντά της, στην άκρη του
κρεβατιού. Ο Μπλάκι τους κοίταξε με ενδιαφέρον, αφού πρώτα καταβρόχθισε το ψωμί που του
έδωσε η Φίνλεϊ.

Ήπιαν τον καφέ τους, η Φίνλεϊ έκανε ένα ντους κι ύστερα φόρεσε ένα εφαρμοστό φόρεμα. Στο
μεταξύ, ο Μπλέικ έπλυνε τα φλιτζάνια και τα πιάτα που χρησιμοποίησαν. Όταν λίγο αργότερα έκανε
κι εκείνος ένα ντους και φόρεσε τα ρούχα που είχε σε μια βαλίτσα στο αυτοκίνητό του, η Φίνλεϊ
έφτιαξε πάλι καφέ και τον ήπιαν στη βεράντα που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ο
φθινοπωρινός ήλιος ήταν αρκετά ζεστός. Δίπλα τους οι μέλισσες βούιζαν πάνω από τις ανθισμένες
ντάλιες και τους ιβίσκους.

«Είμαι ελεύθερος μέχρι τις δυόμισι το μεσημέρι», της είπε, ενώ τη βοηθούσε να μαζέψει το
νεροχύτη. «Εσύ;»

«Είμαι κι εγώ ελεύθερη».

«Τι θα σου άρεσε να κάνουμε;»

Τον αγκάλιασε ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος του. Το κορμί του ήταν ζεστό και
γεροδεμένο.

«Ό,τι θέλεις εσύ», του απάντησε κοιτάζοντάς τον σαν υπνωτισμένη. «Αρκεί που θα είμαστε μαζί».

«Αυτό το εκτιμώ αφάνταστα», της είπε. «Θα ήθελες να επισκεφτούμε τον Μόργκαν και την Κλάρι;
Το σπίτι τους δεν είναι μακριά».

Η πρότασή του την απογοήτευσε. Όμως του έγνεψε καταφατικά. Εκείνος την έπιασε από το πιγούνι
και γέλασε. «Δε θέλεις;» τη ρώτησε.

«Τους συμπαθώ πολύ, αλλά...»

«Προτιμάς να είμαστε μαζί, οι δυο μας, χωρίς Γην παρουσία

οποιοδήποτε άλλου», αποτελείωσε τη φράση της. Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. «Μμμ,
μυρίζεις μέλι, καφέ και έρωτα», της ψιθύρισε. «Έλα, θα σε πάω στο Γουαϊτακέρε».

Η Φίνλεϊ θα προτιμούσε να μείνουν στο σπίτι, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Ο Μπλέικ δεν ήταν ο
τύπος του ανθρώπου που μπορούσε να κλειστεί μια ολόκληρη μέρα σ’ ένα μικρό σπίτι. Έτσι,
έφυγαν με το αυτοκίνητο για τους καταπράσι-νους λόφους του Γουαϊτακέρε, που βρίσκονταν στα
δυτικά του Όκλαντ. Όταν έφτασαν, κατέβηκαν από το αμάξι και αποφάσισαν να κάνουν έναν
περίπατο.

Η Φίνλεϊ ήταν χαρούμενη που βρισκόταν πλάι του. Απολάμβανε την κάθε στιγμή κι αναρωτιόταν τι
ακριβώς περίμενε ο Μπλέικ από κείνη. Μήπως ήθελε να την έχει ερωμένη και να περνάει ευχάριστα
μαζί της κάθε φορά που θα ερχόταν στο Όκλαντ; Το προηγούμενο βράδυ τής είχε ομολογήσει πως
την αγαπούσε.

Και τι σήμαιναν εκείνα τα λόγια που της είχε πει λίγο πριν την πάρει ο ύπνος; Τώρα που τα θυμόταν,
ήθελε να του φωνάξει πως έκανε μεγάλο λάθος. Δε χρησιμοποιούσε τη δουλειά της σαν πρόφαση
για ν’ αποφύγει το γάμο, οιστε να είναι ελεύθερη και να κάνει ό,τι θέλει! Όμως, όταν τον κοίταξε
στο πρόσωπο, αποφάσισε να μην του πει τίποτα.
Τον ακολούθησε στο μεγάλο περίπατό τους, γελώντας με τον Μπλάκι που κάθε τόσο έμπαινε
ανάμεσά τους, λες και τη διεκδικούσε από κείνον. Κουράστηκε όμως πολύ, κι έτσι, όταν τον
άκουσε να λέει πως ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω στο Όκλαντ, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση.

Η Φίνλεϊ είχε διαπιστώσει πολλές φορές μέχρι τώρα πως ο Μπλέικ μάντευε τις σκέψεις και τα
συναισθήματα της. Ωστόσο αυτή τη φορά η ερώτησή του την ξάφνιασε. «Τι σου συμβαίνει, γλυκιά
μου;»

«Δεν ξέρω τι σκοπό έχεις», του αποκρίθηκε κοιτάζοντας έξω από το τζάμι του αυτοκινήτου.

Εκείνος χαμογέλασε κυνικά. «Νομίζω πως βρισκόμαστε στην αρχή μιας σχέσης. Θέλεις να γίνεις
ερωμένη μου, Φίνλεϊ; Θέλεις να με υποδέχεσαι στο κρεβάτι κάθε φορά που έρχομαι στο Όκλαντ,
εφόσον βέβαια σου υποσχεθώ πως οι επισκέψεις μου δε θα δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα
στη δουλειά σου;»

Η Φίνλεϊ δάγκωσε νευρικά το χείλι της. «Είναι η μόνη λύση για μας τους δύο;» τον ρώτησε. «Ήταν
λάθος που είπες χτες βράδυ πως φοβάμαι το γάμο, Μπλέικ», πρόσθεσε.

«Δεν κοιμόσουν λοιπόν; Δεν είπα ακριβώς αυτό. Εννοούσα πως φοβάσαι να δεσμευτείς με
κάποιον». Ένας μυς τρεμό-παιξε στο μάγουλό του. «Δε σε κατηγορώ», πρόσθεσε. «Η δέσμευση
μιας σχέσης φοβίζει κάθε άνθρωπο. Ειδικά μετά το διαζύγιο των γονιών σου, έχεις απόλυτο δίκιο
να φοβάσαι. Γι’ αυτό αφοσιώθηκες στη δουλειά σου. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο σου είναι ν’
αλλάξεις τρόπο ζωής».

«Αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα λες, δε θα σε άφηνα από την αρχή να με πλησιάσεις», του είπε.

«Νόμιζες πως ήσουν ασφαλής, πως πάντα θα ήσουν ασφαλής. Το ίδιο πίστευα κι εγώ για τον εαυτό
μου. Όμως η μοίρα μάς έπαιξε περίεργο παιχνίδι και τα πράγματα άλλαξαν. Ούτε εγώ ούτε εσύ
ήμαστε σε θέση να σκεφτούμε λογικά. Κι όταν κάναμε έρωτα, καταλάβαμε πόσο επικίνδυνο ήταν το
παιχνίδι. Εσύ έφυγες για το Όκλαντ κι εγώ έχασα τον ύπνο μου».

«Η σχέση μας κάπου σκόνταψε», του είπε με θλίψη.

«Ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως γιατί θέλουμε να τα έχουμε όλα; Χαιρόμαστε ήδη αρκετά από τα
δώρα της ζωής. Ομορφιά, χρήματα, μυαλό... Γιατί πρέπει να έχουμε και οικογένεια και παιδιά για να
βρούμε την ευτυχία; Εσείς οι γιατροί φροντίζετε ώστε να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι.
Αλλά όσο πιο πολλά αποκτά ο άνθρωπος, τόσο περισσότερα θέλει. Στις μέρες μας, όλοι
προσπαθούν να επιτύχουν συγκεκριμένα κοινωνικά πρότυπα και να ξεπεράσουν το μέσο όρο, με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Να ανεβάσουν τον πήχη».

Η Φίνλεϊ άκουσε με ενδιαφέρον το μικρό λογύδριό του. Ακολούθησε σιωπή.

Ύστερα ο Μπλέικ άπλωσε το χέρι του κι έπιασε τα δικά της, που ήταν σταυρωμένα στα γόνατά της.
«Θέλεις να δοκιμάσουμε;» τη ρώτησε τελικά. «Ισως τα πράγματα πάνε καλά».

«Το έχεις κάνει κι άλλη φορά;» τον ρώτησε ξαφνικά. Η ερώτηση βγήκε αυθόρμητα, χωρίς να το
καταλάβει. Πριν συνειδητοποιήσει ότι την απασχολούσε.

«Ω, ναι, το έχω ξανακάνει», της αποκρίθηκε με κυνισμό. «Θέλεις να μάθεις αν αυτή τη φορά νιώθω
διαφορετικά, καρδιά μου; Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ τίποτα».

Τα λόγια του την πλήγωσαν. Έσκυψε, για να κρύψει τα δάκρυα που είχαν πλημμυρίσει τα μάτια της.
«Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να είμαι η γυναίκα που θέλεις», του ψιθύρισε.

Ο Μπλέικ κάτι μουρμούρισε κι έπειτα της έσφιξε τα χέρια. «Μικρή μου νεράιδα, δεν έπρεπε να σε
στενοχωρήσω με τα παράπονά μου. Πριν από μερικά χρόνια κατάλαβα πως η ζωή δε μου χρωστάει
καλό. Δεν έπρεπε να τα βάλω με τη μοίρα».

Είχαν επιστρέφει στο Όκλαντ και ο Μπλέικ οδήγησε το αυτοκίνητό του σ’ ένα πάρκινγκ, κοντά στο
εμπορικό κέντρο. «Νομίζω πως είναι ώρα για φαγητό», της είπε.

Αγόρασαν μπριζόλες, ψωμί, τυρί και φρούτα. «Έχεις κρασί στο σπίτι;» ρώτησε ο Μπλέικ.

Η Φίνλεϊ έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας. «Κάτι έχει μείνει από το πάρτι που έκανα πριν από
τέσσερις μήνες», του είπε.

«Θεέ μου!» βόγκηξε εκείνος με απόγνωση.

Πήρε γαλλική σαμπάνια και δύο μπουκάλια κόκκινο κρασί Αυστραλίας, για να υπάρχουν στο σπίτι
της Φίνλεϊ. «Δεν μπορώ να πιω μπαγιάτικο κρασί», δήλωσε. «Δεν έχω χάσει την αίσθηση της
γεύσης ακόμα!»

«Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που πίνουν μπαγιάτικο κρασί», του αντιγύρισε.

«Όχι άνθρωποι σαν κι εμένα. Εγώ, ως φανατικός γευσι-γνώστης, θέλω πάντα τα καλύτερα κρασιά
και τα καλύτερα φαγητά».

Η Φίνλεϊγέλασε με την καρδιά της. Η ανάλαφρη συζήτηση για το κρασί την έκανε να ξεχάσει την
προηγούμενη, που είχε δημιουργήσει βαριά ατμόσφαιρα ανάμεσά τους.

«Πώς απέκτησες αυτή τη συνήθεια;» τον ρώτησε σε εύθυμο τόνο.

«Πίνοντας και τρώγοντας κάποτε στο Παρίσι», της απο-κρίθηκε. «Έλα, ας γυρίσουμε στο σπίτι για
φαγητό. Ένας άντρας στα κυβικά μου δεν μπορεί να βγάλει μια ολόκληρη μέρα μόνο με πρωινό».

Μαγείρεψαν μαζί και έφαγαν στη βεράντα. Οι ώρες περνούσαν τόσο ευχάριστα, που έμοιαζαν με
διαμαντένιες χάντρες στο πολύτιμο κομπολόι του χρόνου.

«Έλα κοντά μου», της είπε ο Μπλέικ, όταν η Φίνλεϊ ήπιε τη σαμπάνια της.

Εκείνη τον πλησίασε παραπατώντας ελαφρά. «Νομίζω πως έχω μεθύσει», του είπε. Ο Μπλέικ την
τράβηξε πάνω του.

«Πώς νιώθεις ακριβώς;»

«Ζαλισμένη. Αστεία. Μ’ αρέσει, αλλά δε θέλω να μου γίνει συνήθεια». Ακούμπησε το κεφάλι της
στο στήθος του. «Δε χρειάζεται να με ποτίζεις αλκοόλ», πρόσθεσε. «Σε πληροφορώ πως είμαι στη
διάθεσή σου για ό,τι επιθυμείς να με κάνεις».
Εκείνος γέλασε δυνατά. «Είσαι μια αδίστακτη ξελογιάστρα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν
καταλογίζονται ευθύνες στους μεθυσμένους. Θα ήθελα πολύ να σε κλείσω σ’ ένα υπνοδωμάτιο για
μερικές μέρες... εβδομάδες! Ίσως και μήνες!»

«Μέχρι να χορτάσεις τον πόθο σου;»

«Αυτό είναι λίγο απίθανο», της απάντησε. «Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα όπως νιώθω τώρα μ’
εσένα».

Η Φίνλεϊ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της κοιτάζοντάς

τον με τόση λατρεία, που εκείνος έκλεισε τα μάτια του. «Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε φιλώντας τον στο
λαιμό.

Κάθισαν στη βεράντα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο μέσα στα μάτια. Η μυρωδιά του κορμιού του τη
μεθούσε. Η λάμψη των ματιών της τον τρέλαινε. Ίσως αυτό που ένιωθαν να ήταν η πραγματική
αγάπη, η τέλεια αγάπη.

Αν κάποτε τον χάσω, θα μου μείνει τουλάχιστον αυτή η γλυκιά ανάμνηση, σκέφτηκε η Φίνλεϊ.

Η σκέψη της της προκάλεσε σοκ. Κατάλαβε πως κάτι μέσα της πάλευε ακόμα ενάντια στα
συναισθήματά της.

«Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε ξανά, πιάνοντας το χέρι του και φέρνοντάς το στο μάγουλό της. Τότε τα
δάχτυλά του άρχισαν να χαϊδεύουν απαλά και ηδονικά το πρόσωπό της. Άγγιξαν πρώτα τα φρύδια
της, ύστερα τα μάτια και τη μύτη της. Τέλος σταμάτησαν στα ζεστά της χείλη και τα άνοιξαν για
ν’ αγγίξουν τα κάτασπρα δόντια της.

Η Φίνλεϊ σήκωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του από τον καρπό. Ύστερα άρχισε να του φιλάει τα
δάχτυλα, το ένα μετά το άλλο. Τον άκουσε να βαριανασαίνει και, όταν τον κοίταξε ξανά στα μάτια,
είδε να καθρεφτίζεται ο πόθος.

«Φίνλεϊ», της ψιθύρισε, «ξέρεις τι μου κάνεις; Σ' αρέσει να με τρελαίνεις, έτσι δεν είναι; Μικρή μου
νεράιδα... θερμή, αισθησιακή, αχόρταγη μάγισσα! Όταν σ’ αγγίζω, νομίζω πως με διαπερνά
ηλεκτρικό ρεύμα. Το κορμί μου παίρνει φωτιά. Θέλω να σε πάρω και να σε κρατήσω...»

Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της κρατώντας τα χέρια της μέσα στα δικά του. Η Φίνλεϊ
αναστέναξε, ενώ η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα στο στήθος της.

«Δεν ήξερα πως ήμουν τόσο ευαίσθητος», ομολόγησε ο Μπλέικ. «Όταν έφυγες από το νησί, δεν
μπορούσα να σε ξεχάσω. Όλη τη μέρα σε σκεφτόμουν, κι όταν ξάπλωνα τις νύχτες στο κρεβάτι μου,
σε φανταζόμουν δίπλα μου, όπως εκείνο το βράδυ. Άκουγα τους γλυκούς αναστεναγμούς σου κι
έβλεπα το μικρό και τρυφερό κορμί σου να λιώνει στον

άγριο πόθο μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα να ξεκουραστώ...» Την αγκάλιασε
δυνατά και κόλλησε το στόμα του με πόθο στο δικό της.

«Είναι ώρα να φύγεις», του είπε τελικά η Φίνλεϊ, όταν τελείωσε το φιλί τους.
Εκείνος γέλασε. «Ω, ξέχασέ το! Είχα αποφασίσει να φύγω το μεσημέρι για να σου αποδείξω πως
μπορώ να σ’ αφήσω, πως δε σ’ έχω ανάγκη. Όμως τώρα σκέφτομαι και νιώθω διαφορετικά. Έχεις
κερδίσει κι αυτή τη νίκη, μαζί με όλες τις άλλες».

Τελικά, όταν ο Μπλέικ έφυγε, η Φίνλεϊ θυμόταν με πικρία τα λόγια του. Είχαν πάθει και οι δυο το
ίδιο. Νόμιζαν ότι είχαν οπλιστεί καλά ενάντια στο συναίσθημα και τον πόνο, ότι δε θα τους άγγιζε η
αγάπη. Όμως, στο τέλος, αποδείχτηκαν αδύναμοι. Παραδόθηκαν στον έρωτα και την ηδονή
του χωρίς καμιά αντίσταση. Η μοίρα σίγουρα τους έπαιζε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι.

«Εκείνοι οι ποιητές της βικτωριανής εποχής κάτι ήξεραν», είπε στον Μπλάκι που την κοίταζε με
ενδιαφέρον. Ο σκύλος συνέχισε να την κοιτάζει κουνώντας την ουρά του και η Φίνλεϊ του χάιδεψε
το κεφάλι.

«Αχ, αγάπη! Να μπορούσαμε εσύ κι εγώ να συνωμοτήσουμε ενάντια στη μοίρα...»

Οι στίχοι του ποιητή άφησαν ασυγκίνητο τον Μπλάκι. Σηκώθηκε από μπροστά της και πήγε να
καθίσει στη θέση του.

«Δε σ’ αρέσει η ποίηση της βικτωριανής εποχής, ε; Κατάλαβα, είσαι ένας μοντέρνος σκύλος», του
είπε η Φίνλεϊ γελώντας. «Είμαι μια μοναχική, δυστυχισμένη γυναίκα», μουρμούρισε άλλον ένα στίχο
και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.

Πήγε στο υπνοδωμάτιό της, όπου μάζεψε τα σεντόνια και τα έβαλε στο πλυντήριο. Άλλαξε και το
σκέπασμα και τίναξε το κρεβάτι, ώστε να διώξει κάθε ανάμνηση του τι είχε συμβεί εκεί.

Την επόμενη μέρα, ο συνάδελφός της ο Τιμ την κοίταξε

εξεταστικά. «Φαίνεσαι πολύ καλύτερα. Μήπως βοήθησε κάποιος άντρας;»

«Σοβινιστή! Μόνο ένας άντρας μπορεί να κάνει μια γυναίκα να νιώσει καλά;»

«Τις περισσότερες φορές», της αποκρίθηκε εκείνος. «Ίσως και μια γυναίκα», αστειεύτηκε και
έκλεισε εκεί η συζήτησή τους.

Ωστόσο, η Φίνλεϊ πρόσεξε πως έδειχνε προβληματισμένος. Ήξερε πως είχε έναν καλό γάμο. Η
σύζυγός του, δικηγόρος, ήταν λίγο μεγαλύτερή του, αλλά μια σπουδαία γυναίκα και οι δυο τους
έδειχναν πολύ ευτυχισμένοι. Τι να συνέβαινε άραγε στον Τιμ; Λίγο αργότερα, ενώ γύριζε στο σπίτι
της, σκέφτηκε πως μάλλον δε συνέβαινε κάτι. Απλώς κουραζόταν πολύ ο άνθρωπος.

Η Σου την υποδέχτηκε μ’ ένα καλάθι ρούχα.

«Ω, γλυκιά μου, τα μάζεψες; Σ’ ευχαριστώ».

«Νόμισα πως θα βρέξει», είπε η γειτόνισσά της χαμογελώντας εγκάρδια. «Ω, κοίτα, δεν είναι
αξιολάτρευτα;» Ο Μπλάκι και ο Πουκ έπαιζαν κυνηγώντας ο ένας τον άλλο.

«Έλα να πιούμε ένα χυμό», την προσκάλεσε η Φίνλεϊ.

«Πέρασες ωραία το Σαββατοκύριακο;» τη ρώτησε η Σου.


«Θαυμάσια, σ’ ευχαριστώ», της αποκρίθηκε χαμογελώντας η Φίνλεϊ.

«Μόνο αυτό έχεις να πεις; Τι υπέροχο πλάσμα! Όταν μου χαμογέλασε, κόντεψα να λιποθυμήσω».

Η Φίνλεϊ γέλασε, αλλά αμέσως μετά συνοφρυοΊθηκε. Η Σου θορυβήθηκε. «Μήπως είπα κάτι που
δεν πρέπει;» ρώτησε ανήσυχη.

«Όχι, όχι, μην ανησυχείς. Όμως είναι τόσο μπερδεμένη υπόθεση!» της είπε. «Μου έλειψε φοβερά κι
αναρωτιέμαι γιατί ήμουν τόσο ανόητη. Ο Μπλέικ είπε πως δεν πρέπει να τα θέλουμε όλα! Όμως
νομίζω πως είναι άδικο να σταθεί εμπόδιο η δουλειά μου, που σημαίνει τόσο πολλά για μένα και να
χάσω τον άντρα που θέλω τόσο πολύ».

«Δε φταίει η δουλειά σου», παρατήρησε η Σου. «Την απόφαση την πήρες εσύ. Δε σε ανάγκασε η
δουλειά σου. Εσύ δε θέλεις να την εγκαταλείψεις».

«Ωραία, κι αυτό είναι άδικο».

«Επειδή εσύ θα είσαι εκείνη που θα κάνεις τη θυσία; Συμφωνώ. Είναι πολύ εύκολο για κείνον να
λέει πως δεν μπορεί να ζήσει στο Όκλαντ».

Η Φίνλεϊ την κοίταξε σκεφτική. «Ω, Σου, ίσως να είχες δίκιο, αν επρόκειτο για κάποιον άλλο. Όμως
με τον Μπλέικ είναι διαφορετικά. Γνώρισα τη ζωή του εκεί και τον καταλαβαίνω απόλυτα».

«Μίλησέ μου γι’ αυτόν».

«Ζει σ' έναν πραγματικό παράδεισο, Σου. Ο Μπλέικ έχει ριζώσει εκεί και τίποτα δεν μπορεί να τον
κάνει να εγκαταλείψει το νησί».

«Δεν τον ενοχλεί η μοναξιά;»

«Έχει φτιάξει το δικό του κόσμο. Ασχολείται με τις καλ-λιέργειές του, το ξενοδοχείο του... Το
φεριμπότ έχει ένα δρομολόγιο την ημέρα. Έχει όλες τις ευκολίες...» Η Φίνλεϊ κατάλαβε πως
ξαφνικά έβγαιναν στην επιφάνεια σκέψεις που μέχρι τώρα τις εμπόδιζε να βγουν. «Δε λέω, είναι
κάπως μοναχικά, αλλά έχει τη γοητεία του. Και το σπίτι του είναι ένα πραγματικό παλάτι!»

«Δηλαδή είναι ένας πλούσιος μεγιστάνας που θέλει να περνάει πάντα το δικό του, που έχει την
απαίτηση η γυναίκα του να εγκαταλείψει τα πάντα για χάρη του;»

Η Φίνλεϊ αναστέναξε. «Δε θέλει να επιβάλει σε κανέναν τίποτα. Απλώς θέλει η γυναίκα που θα
παντρευτεί ν’ αγαπήσει εκείνο τον παράδεισο και να μείνει εκεί με τη θέλησή της».

«Σου ζήτησε να τον παντρευτείς;»

«Ναι, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο».

«Κοίτα, δε θα σου πω ότι πήρες τη σωστή απόφαση, γιατί το ξέρεις καλύτερα από μένα. Έχεις
δουλέψει σκληρά για να

φτάσεις εκεί που βρίσκεσαι τώρα. Νομίζω πως δεν είναι σωστό να εγκαταλείψεις την καριέρα σου
για έναν άντρα, όσο σπουδαίος και σέξι κι αν είναι».

Η Φίνλεϊ της έγνεψε καταφατικά. Ύστερα γέμισε ένα ποτήρι με χυμό και το έδωσε στη Σου. «Πρέπει
να συνηθίσω στον πόνο», είπε. «Ίσως έτσι γίνω πιο δυνατή».

Η Σου την κοίταζε συνοφρυωμένη. «Αμφιβάλλω γι’ αυτό. Όμως πιστεύω πως είναι λίγες οι
περιπτώσεις που μια γυναίκα παντρεύεται τον τέλειο άντρα. Εγώ, για παράδειγμα, αγαπώ τον
Μπρετ, αλλά νομίζω πως υπάρχουν και πάρα πολλοί άλλοι άντρες με τους οποίους θα μπορούσα να
είμαι εξίσου ευτυχισμένη. Η έλξη και το σεξ δεν είναι τα μόνα που μπορούν να κρατήσουν δύο
ανθρώπους μαζί. Υπάρχει και η εκτίμηση, η συμπάθεια, η τρυφερότητα, η κατανόηση και τόσα
άλλα που κάνουν ένα γάμο πετυχημένο».

«Νομίζω ότι είσαι αρκετά λογικός άνθρωπος, Φίνλεϊ», συνέχισε η Σου λίγο αργότερα, όταν
μεταφέρθηκαν στο καθιστικό. «Ξέρω πως η λογική δε βοηθάει, όταν κάποιος κυριεύεται από το
πάθος. Όμως είναι απαραίτητη για να μας σώσει από μια καταστροφή! Σε συμβουλεύω να χαρείς
αυτό τον άντρα όσο τον έχεις και να τον θυμάσαι με τρυφερότητα όταν τον χάσεις. Όμως μην
καταστρέφεις τη ζωή σου για χάρη του».

Η Φίνλεϊένιωσε το στόμα της πικρό. «Δεν είσαι ρομαντική, λοιπόν;» ρώτησε τη φίλη της.

«Είμαι ρομαντική αλλά και λογική. Πιστεύω στο πάθος του έρωτα, αλλά δεν το θεωρώ ως τη
μοναδική προϋπόθεση για έναν πετυχημένο γάμο. Για μένα ο γάμος είναι μια υπόσχεση που δίνουν
δυο άνθρωποι ο ένας στον άλλον, ο κοινός στόχος που βάζουν. Να ζήσουν μαζί, να φτιάξουν
οικογένεια και να μεγαλώσουν παιδιά με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς να καταπιέζει ο ένας τον
άλλον ή να θέλει ο άντρας να εγκαταλείψει η γυναίκα του τη δουλειά της ή και το αντίστροφο».

Η Φίνλεϊ την άκουγε συνοφρυωμένη.

«Ω, συγχώρεσέ με αν σε στενοχώρησα μ’ αυτά που είπα», είπε η Σου λίγο ανήσυχη.

«Κάθε άλλο», την καθησύχασε η Φίνλεϊ. «Θαυμάζω την ειλικρίνειά σου. Όμως νομίζω πως έχεις
παρεξηγήσει τον Μπλέικ. Σε πληροφορώ πως δεν προσπάθησε να με αναγκάσει να κάνω κάτι που
δε θέλω».

«Αν σε θέλει πολύ, να είσαι βέβαιη πως θα το προσπαθήσει», είπε με σιγουριά η Σου. «Είναι μέσα
στη φύση των αντρών, ειδικά αυτών που είναι ισχυροί και γοητευτικοί σαν κι αυτόν. Στην αρχή
παρουσιάζονται ευγενικοί και υποχωρητικοί, αλλά στο τέλος κάνουν αυτό που θέλουν. Βλέπουν τις
γυναίκες σαν αδύναμα πλάσματα, που έχουν ανάγκη από την προστασία τους».

Η Φίνλεϊ έκανε ένα μορφασμό. «Πώς έχεις καταλήξει σ’ αυτά τα συμπεράσματα, τη στιγμή που τον
γνωρίζεις ελάχιστα; Μήπως είσαι ψυχολόγος και δεν το ξέρω;»

«Ω, Φίνλεϊ, είμαι απλώς έξυπνη. Οι άντρες κατά βάθος βλέπουν τις γυναίκες ως το μέσο για τη
διαιώνιση του είδους και τις κολακεύουν παριστάνοντας πως τις λατρεύουν».

Η Φίνλεϊ την κοίταζε με ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια. «Έτσι πιστεύεις;» τη ρώτησε.

«Ναι», της αποκρίθηκε χωρίς να διστάσει η Σου. «Και τώρα, να μου επιτρέψεις να πάρω το γάτο
μου και να αποχωρήσω, πριν έρθει να με μαζέψει ο αφέντης και κύριός μου φωνάζοντας επειδή
άργησα για το βραδινό».

«Ω, αυτό το θεωρώ εντελώς απίθανο», είπε η Φίνλεϊ γελώντας. «Έχεις φτιάξει κανένα νόστιμο
φαγητό;»

Η Σου ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω αν είναι νόστιμο. Εκείνος μαγείρεψε».

Η γειτόνισσά της έφυγε αφήνοντας πίσω της ένα κενό, που η Φίνλεϊ προσπάθησε να καλύψει
αρχίζοντας την προετοιμασία του δικού της βραδινού. Έφαγε αργά αργά διαβάζοντας την εφημερίδα
της. Ύστερα πήρε ένα βιβλίο με ταξιδιωτικές αφηγήσεις για να περάσει την ώρα της. Όμως το

παράτησε γρήγορα, για να πέσει με τα μούτρα σ’ ένα ιατρικό σύγγραμμα.

Πέντε ώρες αργότερα, ξάπλωσε στο κρεβάτι της νιώθοντας φοβερή σωματική και πνευματική
εξάντληση. Την πήρε αμέσως ο ύπνος. Όταν ξύπνησε πριν ακόμα ξημερώσει, ανακάθισε στο
κρεβάτι και σκέφτηκε όσα της είχε πει η Σου.

Άραγε είχε δίκιο; Η σεξουαλική έλξη από μόνη της δεν μπορούσε να στηρίξει ένα γάμο;

Προσπάθησε να σκεφτεί το θέμα καθαρά με τη λογική, παραμερίζοντας κάθε συναίσθημα.


Πράγματι, ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Μπλέικ υπήρχε μια φοβερή έλξη. Όμως υπήρχε και κάτι
βαθύτερο. Συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον, είχαν την ίδια αίσθηση του χιούμορ, μπορούσαν να
συζητούν ευχάριστα ώρες ολόκληρες. Τον εκτιμούσε για την εξυπνάδα του και την αφοσίωσή του
σε όσα πίστευε. Κι εκείνος ενθουσιαζόταν με το σπινθηροβόλο πνεύμα της και τον αυθορμητισμό
της.

Ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι της, πήρε τελικά την απόφασή της. Δε θα σκεφτόταν καθόλου το
μέλλον, θα ζούσε μόνο για τη μέρα που είχε μπροστά της, χουρίς να στενοχωριέται για το πολύ
πιθανό τέλος της σχέσης της με τον Μπλέικ. Και θα έδιωχνε ολοκληρωτικά από τη σκέψη της την
ιδέα του γάμου.

Οι γονείς της είχαν χωρίσει, επειδή η μητέρα της δεν μπορούσε να ζήσει σε μια μικρή επαρχιακή
πόλη. Η Φίνλεϊ ήξερε πολύ καλά ποιες ήταν οι συνέπειες ενός άτυχου γάμου, όχι μόνο για τους
πρωταγωνιστές, αλλά και για τους αθώους θεατές, τα παιδιά. Ένιωθε αρκετά δυνατή, για να αντέςει
στον πόνο, αν κάποτε ο Μπλέικ έφευγε από τη ζωή της.

***

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η Φίνλεϊ είδε με έκπληξη τον Τιμ να κάθεται στενοχωρημένος στο
γραφείο του, στο νοσοκομείο,

και να κοιτάζει αφηρημένος τα έγγραφα που βρίσκονταν μπροστά του. Έδειχνε ταραγμένος και
πολύ φοβισμένος.

Η Φίνλεϊ τον πλησίασε. «Τι συμβαίνει, Τιμ;» τον ρώτησε.

Εκείνος τίναξε απότομα το κεφάλι του, λες και η φωνή της τον είχε τραβήξει από κάποιο άλλο
σύμπαν και τον είχε επαναφέρει στη Γη. «Τίποτα», της αποκρίθηκε με αδύναμη φωνή. Ύστερα
κοίταξε την ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό της χαμογελώντας αχνά. «Απλώς δε νιώθω πολύ
καλά», πρόσθεσε.

«Καλύτερα να πας σπίτι σου, τότε», τον συμβούλεψε.

«Δεν υπάρχει κανείς εκεί», της είπε με περίλυπο ύφος. «Η Τέρι με εγκατέλειψε».

«Ω, κατάλαβα... Λυπάμαι».

«Κι εγώ λυπάμαι», μουρμούρισε. «Θέλεις να πιούμε μαζί ένα ποτό μετά τη δουλειά;»

Η Φίνλεϊ δεν ήθελε. Όμως το περίλυπο ύφος του την έκανε να δεχτεί. «Ναι, θα το ήθελα», του
αποκρίθηκε.

Πράγματι, μετά τη βάρδιά τους, ήπιαν το ποτό τους απο-φεύγοντας να συζητήσουν για τη γυναίκα
του. Ύστερα ο Τιμ της πρότεινε να δουν μια ταινία που ήξερε ότι ενδιέφερε πολύ τη Φίνλεϊ. Όμως
εκείνη δίσταζε. Αντιλαμβανόταν ότι ο Τιμ την έβλεπε ως αντίδοτο στον πόνο του, επειδή τον
είχε εγκαταλείψει η γυναίκα του, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Κι έπειτα, πώς θ’ απολάμβανε την
ταινία έχοντας δίπλα της έναν άντρα που ένιωθε δυστυχισμένος;

«Πρέπει ν' αλλάξω», του είπε. «Είμαι χάλια».

«Θα έρθω να σε πάρω. Δεν υπάρχει λόγος να πάμε με δύο αυτοκίνητα. Θα σε δω στο σπίτι σου σε
λίγα λεπτά, εντάξει;»

«Σε λίγα λεπτά; Ω, θα χρειαστώ κάποιο χρόνο να ετοιμαστώ. Όμως, αν θέλεις, έλα. Θα πιεις κάτι
όσο θα με περιμένεις να ντυθώ». Πράγματι, ο Τιμ έφτασε σπίτι της λίγα λεπτά μετά από κείνη. Του
έφτιαξε έναν καφέ και τον έβαλε να καθίσει στο καθιστικό μέχρι να ετοιμαστεί.

Τελικά, απόλαυσε την παρέα του, όπως και το φιλμ. Γέλασε με την καρδιά της. Κόντευαν να
φτάσουν στο σπίτι, όταν εκείνος μίλησε σπάζοντας τη σιωπή μέσα στο αυτοκίνητο. «Μπορώ να σου
ανοίξω την καρδιά μου, Φίνλεϊ;» τη ρώτησε. «Θέλω ν’ ακούσω τη γνώμη σου γι’ αυτό που μου
συνέβη».

Η Φίνλεϊ δεν μπορούσε να του το αρνηθεί. Ήταν ένας πονεμένος άντρας που χρειαζόταν παρηγοριά
και συμπαράσταση. «Ναι, εντάξει. Όμως θα σε διώξω γρήγορα. Νιώθω φοβερά κουρασμένη», τον
προειδοποίησε χαμογελώντας.

Είχε αρχίσει να βρέχει και η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα. Το καλοκαίρι ήταν πλέον
παρελθόν, όπως όλα τα άλλα καλοκαίρια της ζωής της.

«Αυτός ο ανατολικός άνεμος είναι ανυπόφορος», της είπε, ενώ πήγαιναν βιαστικά προς την είσοδο
του σπιτιού.

Η Φίνλεϊ χαμογέλασε κρυφά. Όλα του φταίνε, σκέφτηκε.

Αφού έφτιαξε στα γρήγορα μια ομελέτα και σαλάτα, ετοίμασε καφέ και του έδωσε μια ασπιρίνη,
γιατί είχε παραπονε-θεί πως είχε φοβερό πονοκέφαλο. Κι ύστερα τον άκουσε υπομονετικά να της
εξηγεί ότι η Τέριτον εγκατέλειψε, επειδή εκείνος δεν ήθελε παιδιά.
«Απλώς δεν τα θέλω τώρα», είπε. «Νομίζω πως δεν έχει έρθει ακόμα η κατάλληλη στιγμή».

Ο Τιμ προσπάθησε να δικαιολογηθεί γιατί δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Όμως η Φίνλεϊ κατάλαβε
πως ο κύριος λόγος ήταν επειδή δεν ήθελε να χάσει την πολύτιμη ελευθερία του, όπως συνέβαινε
μοιραία λόγω των υποχρεώσεων.

«Πόσω χρονών είναι η Τέρι;»

«Είκοσι εννιά», της αποκρίθηκε. «Νομίζει πως είναι μεγάλη. Όμως υπάρχουν χιλιάδες γυναίκες που
περιμένουν ως τα τριάντα για να κάνουν παιδιά».

«Εσύ πόσο θέλεις να περιμένεις ακόμα;»

Εκείνος δεν ήταν σε θέση ν’ απαντήσει με ακρίβεια. Κάτι ανέφερε για «λίγα χρόνια ακόμα» και
ύστερα, αφού ήπιε

άλλο ένα φλιτζάνι καφέ, άρχισε να κατηγορεί τη γυναίκα του πως ήταν παράλογη και
αδικαιολόγητα ανυπόμονη.

Η Φίνλεΐ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τον εγωισμό του. Ο Τιμ δεν ήθελε να καταλάβει πως και η
Τέρι ήταν δυστυχισμένη από το χωρισμό τους.

«Λοιπόν, πότε νομίζεις ότι είναι ο κατάλληλος χρόνος για ν’ αποκτήσετε παιδί;» τον ρώτησε πάλι.

«Κοίτα, θέλω να πάω στο εξωτερικό...»

«Ω, Τιμ, νομίζω πως δε δείχνεις την παραμικρή κατανόηση», τον διέκοψε.

«Δηλαδή νομίζεις πως είμαι παράλογος; Ωραία, άκουσε αυτό και...»

«Όχι, δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα», του αντιγύρισε διακό-πτοντάς τον πάλι. «Με το να μη δέχεσαι
ούτε να το συζητήσεις, δεν καταφέρνεις τίποτα. Πες μου: θα είσαι πιο δυστυχισμένος με την Τέρι
και ένα παιδί ή χωρίς την Τέρι;»

«Εντάξει, εντάξει», της είπε. «Κατάλαβα πού θέλεις να καταλήξεις. Όμως δεν μπορώ να καταλάβω
γιατί θέλει να καταστρέψει την όμορφη ζωή μας αποκτώντας παιδιά».

«Γιατί προφανώς η ζωή της δεν είναι και τόσο όμορφη χωρίς αυτά».

Ο Τιμ γέλασε και σηκώθηκε όρθιος. «Έπρεπε να το ξέρω πως θα έπαιρνες το μέρος της», είπε.
«Είσαι κι εσύ γυναίκα. Ευχαριστώ που με άκουσες, πάντως, και ζητώ συγνώμη αν σε κούρασα με τα
προβλήματά μου».

Στην πόρτα έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Είσαι γλύκα», της είπε. «Όμως φοβάμαι πως θα
ξεσηκώσεις το σύλλογο των απανταχού γυναικών εναντίον μου. Καληνύχτα».

Η Φίνλεΐ έκλεισε πίσω του την πόρτα και έγειρε πάνω της για λίγο με τα μάτια κλειστά. Όλοι
υποφέρουν, σκέφτηκε. Η καημένη η Τέρι. Ο δυστυχισμένος ο Τιμ...
Στον τοίχο υπήρχε ένα πόστερ με διάφορες εικόνες. Η Φίνλεΐ κάρφωσε το βλέμμα της σε μία που
έδειχνε μια μάνα μ’ ένα παιδί. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν. Καημένη Τέρι...

«Ω, Θεέ μου», μουρμούρισε εκνευρισμένη ακούγοντας το κουδούνι της πόρτας να χτυπά. Ίσως ο
Τιμ να είχε ξεχάσει κάτι.

Όμως ο άντρας που στεκόταν στην πόρτα της δεν ήταν ο Τιμ, αλλά ο Μπλέικ. Τα μαλλιά του ήταν
μουσκεμένα και το βλέμμα του ψυχρό και απόμακρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ίσως μουρμούρισε το όνομά του, ίσως είπε κάτι άλλο. Δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς. Η στάση και η
έκφρασή του την είχαν ξαφνιάσει. Πάγωσε κυριολεκτικά βλέποντάς τον.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε με κομμένη ανάσα, νιώθοντας το χέρι του να σφίγγει δυνατά τον καρπό της.
«Μπλέικ, τι συμβαίνει;»

«Δεν το βρίσκω καθόλου ευχάριστο να περιμένω μία ολόκληρη ώρα έξω από το σπίτι σου και ν’
αναρωτιέμαι αν είσαι στο κρεβάτι με τον άντρα που είδα να σε συνοδεύει», της απάντησε ψυχρά.
«Δεν το βρίσκω καθόλου μα καθόλου ευχάριστο».

Η Φίνλεϊ δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε θαρρετά. «Μπορούσες να
χτυπήσεις κι εγώ θα σου άνοιγα. Δεν έπρεπε να κρύβεσαι έξω σαν ιδιωτικός ντετέκτιβ σε μυστική
παρακολούθηση».

Η λαβή του έγινε πιο δυνατή. Αντί να της απαντήσει, άρχισε να την τραβάει προς τα μέσα, στο
υπνοδωμάτιό της.

«Προτιμώ να το διαπιστώσω μόνος μου», της είπε τελικά θυμωμένος.

«Πώς; Εξετάζοντας το κρεβάτι;» τον ρώτησε εκείνη έξω φρενών.

«Όχι. Εξετάζοντας εσένα».

Η Φίνλεϊ κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά γρήγορα


συνειδητοποίησε πως η δύναμή

της ήταν μηδαμινή μπροστά στη δική του. Την κρατούσε σφιχτά, χωρίς όμως να την πονάει.

«Όχι», του φώναξε όταν εκείνος άρχισε να της βγάζει τα ρούχα. «Όχι, δε σε θέλω».

«Κρίμα. Εγώ τυχαίνει να σε θέλω».

Την έριξε στο κρεβάτι κι έπεσε πάνω της. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν ένα απλό ερωτικό
σμίξιμο. Έδιναν κι έπαιρναν με άγριο, πρωτόγονο τρόπο. Τα κορμιά τους σπαρταρούσαν από
ανείπωτη ηδονή. Το δωμάτιο αντηχούσε από τα βογκητά τους. Η Φίνλεϊ έφτασε στην κορύφωση και
ο Μπλέικ την ακολούθησε με μια απόκοσμη κραυγή.
«Δεν κοιμήθηκα μαζί του», του είπε λίγο αργότερα.

«Ω, Θεέ μου, το ξέρω», της είπε. «Αγάπη μου, αγάπη μου, είμαι ασυγχώρητος!»

Την αγκάλιασε με τρυφερότητα ακουμπώντας τα χείλη του στα δικά της και χαϊδεύοντας το κορμί
της με χέρια που έτρεμαν.

«Μην το σκέφτεσαι», του ψιθύρισε.

Κάθισαν για λίγο σιωπηλοί. «Δεν μπορώ να το ξεχάσω», της είπε τελικά. «Δεν πίστεψα πως
κοιμήθηκες μαζί του. Όμως με κυρίεψε η ζήλια. Σε περίμενα μία ώρα έξω από το σπίτι και ,όταν σε
είδα να γυρίζεις, διαπίστωσα πως δεν ήσουν μόνη. Κάθισα εκεί έξω βράζοντας από θυμό. Είχα
αποφασίσει να μην μπω στο σπίτι, πριν φύγει εκείνος. Ήρθα έτσι απροειδοποίητα να σε δω, γιατί
δεν άντεχα να βρίσκομαι μακριά σου».

«Μου κρατάς ακόμα κακία;» τον ρώτησε.

Εκείνος την κοίταξε με λατρεία. Ύστερα ακούμπησε το κεφάλι του στο γυμνό της στήθος. «Νιώθω
πολύ άσχημα», ομολόγησε. «Στη ζωή μου φρόντισα να μην πληγώσω ποτέ καμιά γυναίκα. Κι όμως
πλήγωσα εσένα!»

Κοίταξε τα πρησμένα από τα βίαια φιλιά του χείλη της κι αναστέναξε. «Σου ζητώ συγνώμη. Σ’
αγαπώ. Ορκίζομαι πως δεν πρόκειται να σε ξανακάνω να πονέσεις».

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε.

«Αφού δεν μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη, δεν πρέπει να σε ξαναδώ», της αποκρίθηκε
ακουμπώντας απαλά το στόμα του στα χείλη της.

«Μην το σκέφτεσαι», του είπε απλά. Κι όταν εκείνος έφυγε, η Φίνλεϊ μούσκεψε το μαξιλάρι με τα
δάκρυά της.

***

Οι μέρες και οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες πόνο. Η Φίνλεϊ δούλευε σκληρά,
διάβαζε, έκανε περιπάτους με το σκύλο της, έβγαινε τα βράδια, έτρωγε και κοιμόταν καλά,
προσπαθώντας να ξεχάσει τον Μπλέικ. Όμως η ψυχή της αιμορραγούσε.

Κανένας δεν το είχε προσέξει. Ίσως το είχε καταλάβει μόνο η Σου, αλλά δεν της είπε τίποτα. Ίσως η
προϊσταμένη να είχε υποπτευθεί κάτι. Ομως ούτε εκείνη μίλησε.

Ο πόθος της για τον Μπλέικ δεν μπορούσε να σβήσει. Θυμόταν τις στιγμές που είχαν ζήσει ο ένας
κοντά στον άλλον συζητώντας, γελώντας, κάνοντας έρωτα. Πολλές φορές την έπιαναν τα κλάματα.
Ο Μπλάκι, κάθε φορά που την έβλεπε να κλαίει, γάβγιζε λύπη μένος κι εκείνη τον χάιδευε
στο κεφάλι για να τον καθησυχάσει. Ύστερα, χρειαζόταν να βάλει μεϊκάπ στο πρόσωπό της, για να
κρύψει τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της.

Δεν άργησε να καταλάβει πως αυτό που ένιωθε για τον Μπλέικ δε θα το ένιωθε ποτέ ξανά για
κανέναν άλλον άντρα. Ήταν η πρώτη της αγάπη, ίσως και η τελευταία. Μια μοναδική, ρομαντική
αγάπη! Αν κάποτε παντρευόταν, ίσως έβρισκε την ευτυχία. Όμως ήταν σίγουρη πως δε θα γνώριζε
την έκσταση που είχε γνωρίσει κοντά σε κείνον. Κάποια μέρα οι μνήμες της σίγουρα θα ξεθώριαζαν.
Ποτέ όμως δε θα έσβηναν ολοκληρωτικά.

Το φθινόπωρο παραχώρησε τη θέση του στο χειμώνα. Ο Τιμ δεν ήταν πια σκυθρωπός. Μια μέρα,
μάλιστα, ανακοίνωσε στη Φίνλεϊ πως η Τέρι ήταν έγκυος.

«Ω, χαίρομαι που το ακούω», του είπε. «Πώς νιώθεις τώρα;»

Πριν από ένα μήνα, είχε πει στη Φίνλεϊ πως εκείνος και η γυναίκα του είχαν ξανασμίξει, αλλά δεν
ανέφερε τίποτα σχετικά με την απόφασή τους να κάνουν παιδί.

«Κοίτα, νομίζω πως νιώθω υπέροχα», της αποκρίθηκε. «Πήγαμε σε οικογενειακό σύμβουλο»,
πρόσθεσε. «Στην αρχή δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, ούτε να συμφωνήσουμε στο παραμικρό.
Όμως με τη βοήθεια του συμβούλου τελικά τα καταφέραμε».

«Όχι εύκολα, υποθέτω».

«Ναι», παραδέχτηκε εκείνος. «Η Τέρι είχε διαβάσει μερικά ανόητα άρθρα σε κάποια περιοδικά και
είχε σχηματίσει τη γνώμη πως, αν περνούσε τα τριάντα, δε θα μπορούσε να συλλάβει. Θεέ μου,
έπρεπε να μου μιλήσει. Είμαι γιατρός!»

«Ισως φοβόταν μήπως της κρύψεις την αλήθεια».

«Ίσως. Όμως, αν μάθαινα πως τη βασάνιζαν τέτοιου είδους φόβοι, σίγουρα η στάση μου θα ήταν
διαφορετική».

«Είσαι ευτυχισμένος γι’ αυτό που συμβαίνει τώρα;» τον ρώτησε. «Εννοώ την εγκυμοσύνη της
γυναίκας σου».

«Κοίτα, δεν μπορώ να πω πως είμαι και πολύ ενθουσιασμένος. Όμως πάντα ήθελα ν’ αποκτήσω
παιδιά. Απλά μ’ εμπόδιζε ο εγωισμός μου να το παραδεχτώ. Ομολογω πως φέρθηκα άσχημα. Όλοι
στη ζωή μας πρέπει να κάνουμε μερικούς συμβιβασμούς».

Τα τελευταία λόγια του προβλημάτισαν τη Φίνλεϊ. Αλήθεια, δεν μπορούσε να γίνει κάποιος
συμβιβασμός και στη δική της περίπτωση; Όμως ο Μπλέικ το είχε κάνει σαφές από την αρχή.

Η Ματουαρόχα ήταν η ζωή του. Ποτέ δε θα την εγκατέλειπε.

Η Φίνλεϊ σπάνια κατέβαινε στο κέντρο του Όκλαντ. Όμως το πρωί ενός Σαββάτου ένιωθε τέτοια
κατάθλιψη, ώστε αποφάσισε να κάνει μια βόλτα με το αυτοκίνητο, μόλο που

ο καιρός ήταν βροχερός. Είχε άλλωστε και μερικές δουλειές να τακτοποιήσει.

Πήρε λοιπόν το αυτοκίνητό της και κατευθύνθηκε στο κέντρο της πόλης. Πρώτα, πέρασε από ένα
κομμωτήριο κι έκοψε τα μαλλιά της. Έπειτα, μπήκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο για να αγοράσει κάποιο
μυθιστόρημα. Ενώ κοίταζε μια σειρά από βιβλία σε κάποιο ράφι, άκουσε πίσω της μια
γνώριμη φωνή. Γυρίζοντας το κεφάλι της είδε τον Κλάρι Κερντ.
«Γεια σου», της είπε ζεστά.

Εκείνη της ανταπέδωσε το χαιρετισμό και χαμογέλασαν ζεστά η μία στην άλλη. Στη συνέχεια, η
Κλάρι της σύστησε κάποιο βιβλίο. «Είναι θαυμάσιο», σχολίασε. «Είναι απλογραμ-μένο, αλλά έχει
φοβερή πλοκή και πανέξυπνους ήρωες».

Η Φίνλεϊ το αγόρασε.

Όταν έβγαιναν από το βιβλιοπωλείο, σκέφτηκε πως σε λίγο θ’ αποχαιρετούσε την Κλάρι και ίσως
δεν την ξανάβλεπε. «Γιατί δεν πάμε να φάμε μαζί το μεσημέρι;» την άκουσε ξαφνικά να ρωτάει. «Θα
τηλεφωνήσω στον Μόργκαν. Του αρέσει να κάθεται στο σπίτι με τον Τζον.Έτσι, θα μας δοθεί η
ευκαιρία να πούμε περισσότερα τρώγοντας οι δυο μας σ’ ένα καλό εστιατόριο που ξέρω, στη Χάι
Στρητ...»

Η Κλάρι έδειχνε τόσο ενθουσιασμένη με την ιδέα, ώστε της Φίνλεϊ δεν της έκανε καρδιά ν’ αρνηθεί.
Εξάλλου, δεν είχε καμιά διάθεση να γυρίσει στο σπίτι της. Μέσα στους άδειους τέσσερις τοίχους, η
θλίψη της θα μεγάλωνε.

Σε λίγο βρίσκονταν σ' ένα όμορφο εστιατόριο όπου οι σερβιτόροι έτρεξαν αμέσως να τις
εξυπηρετήσουν. «Σε ξέρουν όλοι εδώ, βλέπω», είπε η Φίνλεϊ στην Κλάρι.

Εκείνη χαμογέλασε εγκάρδια. «Ναι», παραδέχτηκε. «Μου συμπεριφέρονται άψόγα. Την πρώτη φορά
που ήρθα εδώ ήμουν έγκυος. Θυμάμαι, είχα λιποθυμήσει κι όλοι έτρεξαν φοβισμένοι κοντά μου.
Από τότε με περιποιούνται ιδιαίτερα».

Η Φίνλεϊ, για πρώτη φορά ύστερα από αρκετό καιρό, έφαγε με όρεξη. Η συζήτηση με την Κλάρι
ήταν πολύ ευχάριστη.

Όμως, όταν το σερβιτόρος έφερε τον καφέ και απομακρύνθηκε, η Φίνλεϊ ένιωσε φοβερή αμηχανία
ακούγονιας την Κλάρι να της μιλάει για ένα θέμα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν θίξει. «Και
τώρα, θα μου επιτρέψεις να σε ρωτήόω κάτι», άρχισε η Κλάρι. «Γιατί εσύ και ο Μπλέικ
προσπαθείτε να πεθάνετε πριν από την ώρα σας;»

Η Φίνλεϊ πάγωσε. Η δυστυχία των τελευταίων μηνών βγήκε στην επιφάνεια. Κούνησε το κεφάλι της
με απόγνωση, κοιτάζοντας απλώς την Κλάρι στα μάτια.

Εκείνη, αφού είχε τολμήσει ν’ ανοίξει αυτή τη συζήτηση, συνέχισε: «Την περασμένη εβδομάδα
βρισκόταν στο σπίτι μας. Η κατάστασή του ήταν άθλια». Χαμογέλασε αχνά. «Όταν φάγαμε, τους
άφησα μόνους. Εκείνος και ο Μόργκαν, εκτός από ξαδέρφια, είναι και πολύ καλοί φίλοι. Ο
άντρας μου ανησυχεί πολύ για κείνον. Είναι πολύ δυστυχισμένος, Φίνλεϊ. Το ίδιο κι εσύ, νομίζω. Δεν
μπορείτε να βρείτε κάποια λύση;»

Η Φίνλεϊ ξεροκατάπιε. «Νομίζεις πως δεν έχουμε προσπαθήσει;» της είπε τελικά.

«Πιστεύω πως είστε και οι δύο ικανοί να σκεφτείτε σοβαρά και ψύχραιμα. Δεν μπορείτε να βρείτε
κάποια συμβιβαστική λύση;»

Αυτή η απαίσια λέξη πάλι! «Με ποιο τρόπο;» ρώτησε η Φίνλεϊ.


«Να, αν πήγαινες...»

«Πού; Στη Ματουαρόχα;»

«Όχι, δε θα μπορούσες να ζήσεις εκεί, βέβαια».

Η Φίνλεϊ συνοφρυώθηκε. «Πολύ δύσκολα τα πράγματα. Η Ματουαρόχα είναι η μεγάλη αγάπη του
Μπλέικ!»

«Νομίζω πως άρχισε να συνειδητοποιεί πως δεν είναι», είπε η Κλάρι.

Όταν τελείωσαν, αποχαιρετήθηκαν και τράβηξε η καθεμία το δρόμο της.

Η Φίνλεϊ, καθώς περνούσαν οι μέρες, ξέχασε τη συνάντησή της με την Κλάρι και συνέχισε τη
σκληρή δουλειά, τις βραδινές εξόδους και το διάβασμα. Ένα βράδυ, γύρισε πολύ αργά στο σπίτι
της, έχοντας καταφέρει επιτέλους να διασκεδάσει στο πάρτι που είχε οργανώσει στο σπίτι του ο
Τιμ. Την πήρε αμέσως ο ύπνος. Κόντευε να ξημερώσει, όταν την ξύπνησε το επίμονο χτύπημα του
κουδουνιού στην πόρτα. Παραπατώντας, πήγε ν’ ανοίξει.

Ο Μπλέικ στεκόταν έξω στη βροχή. Μόλις την είδε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν κατάχλομη
και κάτω από τα μάτια της υπήρχαν μαύροι κύκλοι.

«Άφησέ με να περάσω, Φίνλεϊ», της είπε. «Κάνει φοβερό κρύο εδώ έξω».

Η Φίνλεϊ θυμήθηκε την τελευταία του επίσκεψη και τη βάρβαρη, οδυνηρή συμπεριφορά του. Ήταν
έτοιμη να του κλείσει κατάμουτρα την πόρτα, όμως εκείνος μπήκε μέσα σπρώχνοντάς την απαλά.
Ύστερα στάθηκε και την κοίταξε χαμογελώντας διαβολικά.

«Ωραία, πέρασε», ψέλλισε. Το κορμί της είχε αρχίσει να τρέμει, η καρδιά της να χτυπά δυνατά.
Ήξερε πως δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Καταλάβαινε τι θ' ακολουθούσε. Αυτός ο άντρας τής
είχε κλέψει την καρδιά.

Προχώρησε στο χολ κι εκείνος την ακολούθησε. Το δωμάτιο είχε τα χάλια του. Στα έπιπλα υπήρχε
αρκετή σκόνη και τα φυτά εσωτερικού χώρου είχαν ξεραθεί.

«Θέλεις έναν καφέ;»

Εκείνος της έγνεψε αρνητικά. «Φαίνεσαι πολύ εξαντλημένη», της είπε. «Πήγαινε να κάνεις ένα
ντους και να ντυθείς».

«Ο αφέντης προστάζει;»

Ο Μπλέικ σήκωσε τους ώμους του. «Μπορείς να με απο-καλείς όπως θέλεις», της είπε κοιτάζοντάς
την έντονα. «Θέλω να ξέρεις όμως πως έχω τη δύναμη να σου κάνω ό,τι θέλω. Γι' αυτό πήγαινε,
πριν σε πάω εγώ με το ζόρι».

Η Φίνλεϊ δάγκωσε νευρικά τα χείλη της. Ύστερα υπάκουσε. Όσο έκανε μπάνιο, έβραζε ολόκληρη
από θυμό. Τελικά κατάφερε να ντυθεί και να στεγνώσει τα μαλλιά της.
Όταν γύρισε στο καθιστικό, έφτασε στα ρουθούνια της η μυρωδιά του φρεσκοφτιαγμένου καφέ. Το
τζάκι ήταν αναμμένο και οι φλόγες του είχαν αρχίσει να ζεσταίνουν το σκονισμένο δωμάτιο. Αυτός
ο άντρας τής επιφύλασσε πάντα κάποια έκπληξη.

«Κάθισε», της φώναξε από την κουζίνα.

Της είχε βράσει ένα αβγό, ενώ για τον εαυτό του είχε φτιάξει ένα σάντουιτς. Ήπιαν σιωπηλοί τον
καφέ τους.

«Ήταν πολύ σκληρό, δε νομίζεις;» τη ρώτησε τελικά ο Μπλέικ.

Εκείνη του έγνεψε καταφατικά.

«Η ζωή μας είχε γίνει κόλαση», συνέχισε ο Μπλέικ. «Είσαι έτοιμη να πηγαίνουμε;» τη ρώτησε.

«Να πηγαίνουμε; Πού;»

«Θα δεις θ’ αφήσουμε τον Μπλάκι στους γείτονές σου...» Ύστερα σηκώθηκε και την τράβηξε για να
σηκωθεί κι εκείνη όρθια. «Πήρα τηλέφωνο κι έμαθα. Θα χρειαστείς μια ζακέτα και ομπρέλα. Έχεις
μπότες; Ωραία, πάρ’ τες μαζί σου, θα σου χρειαστούν κι αυτές. Κοίταξε να είσαι καλά ντυμένη».

Ο Μπλέικ αρνήθηκε ν’ απαντήσει σε οποιοδήποτε ερώτησή της, ώσπου εκείνη θύμωσε και του
δήλωσε πως δε θα πήγαινε μαζί του. Τότε εκείνος έκανε ένα μορφασμό και, σηκώνοντάς τη στα
χέρια, την οδήγησε στο αυτοκίνητό του παρά τις διαμαρτυρίες της. Ενώ οδηγούσε το
αυτοκίνητο στους δρόμους της πόλης με κατεύθυνση προς τα βόρεια, η Φίνλεϊ καθόταν δίπλα του
σιωπηλή.

Τελικά, έσπασε εκείνος πρώτος τη σιωπή. Της μίλησε για τη μοναξιά και την απελπισία που ένιωθε
τους τελευταίους μήνες, για το νησί και τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει εκεί η Φίνλεϊ. Στο
μεταξύ, το αυτοκίνητο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα διανύοντας δεκάδες χιλιόμετρα. Η βροχή
έπεφτε

με δύναμη στο παρμπρίζ, αλλά η Φίνλεϊ ένιωθε απόλυτα ασφαλής κοντά στον Μπλέικ.

Όταν έφτασαν στους λόφους Μπριντεργουάιν, η βροχή σταμάτησε. Άφησαν τον κεντρικό δρόμο και
μπήκαν σ’ ένα μικρότερο, που τους οδήγησε σε κάποιους χαμηλότερους λόφους. Το τοπίο ήταν
θαυμάσιο. Υπήρχε αρκετό πράσινο και πολλά νερά. Βέβαια η περιοχή δεν ήταν τόσο φροντισμένη
όσο η Ματουαρόχα, αλλά οπωσδήποτε ήταν πολύ όμορφη. Ανέβηκαν, τέλος, σ’ ένα λόφο, στους
πρόποδες του οποίου απλωνόταν μια μεγάλη κοιλάδα.

Σταμάτησαν έξω από ένα σπίτι στην πλαγιά του λόφου εκείνου, που έδειχνε εγκαταλειμμένο. Η
Φίνλεϊ τον κοίταξε έκπληκτη. Εκείνος έσφιξε τα χέρια του στο τιμόνι και ύστερα της είπε: «Έλα να
ρίξουμε μια ματιά».

Το σπίτι ήταν πράγματι εγκαταλειμμένο από καιρό. Σίγουρα θα είναι ιδανικό καταφύγιο για τις
νυχτερίδες, σκέφτηκε η Φίνλεϊ.

«Χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, αλλά όχι για τις νυχτερίδες», της είπε ο Μπλέικ όταν τον
ρώτησε. «Ανήκε σ’ έναν ηλικιωμένο που πέθανε πρόσφατα. Οι συγγενείς του θέλουν να το
πουλήσουν».

«Φαίνεται πως ο άνθρωπος ήταν πολύ γέρος και δεν το φρόντιζε καθόλου».

«Ναι, νομίζω πως δεν ήταν σε θέση να το φροντίσει», είπε εκείνος, σκοντάφτοντας πάνω σ’ έναν
ξύλινο πάσσαλο. «Είναι καλοχτισμένο, με εξαιρετικά υλικά κι έχει έναν πολύ καλό κήπο».

Η Φίνλεϊ συμφώνησε. Καταλάβαινε πως την είχε πάει εκεί για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, αλλά
φοβόταν να τον ρωτήσει.

Σε μικρή απόσταση υπήρχε ένα χωριό, όπου η Φίνλεϊ διέκρινε μια εκκλησία κι ένα σχολείο.

«Αν και νομίζω πως μπορεί να ανακαινιστεί, η τρομερή θεία μου όταν το είδε με συμβούλεψε να το
κατεδαφίσω».

Η Φίνλεϊ έσμιξε τα φρύδια της και τον κοίταξε. «Το αγόρασες, Μπλέικ;» τον ρώτησε.

«Έχω τη δυνατότητα να το αγοράσω κι έχω εξασφαλίσει την προτεραιότητα», της αποκρίθηκε


καθώς επέστρεφαν στο αυτοκίνητο. «Η τελική απόφαση θα εξαρτηθεί από σένα».

Ανοιξε το στόμα της να πει κάτι, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Μπλέικ την έσπρωξε γρήγορα στο
αυτοκίνητο. Η Φίνλεϊ έβγαλε τις λασπωμένες μπότες της κι ήταν έτοιμη να του πει πως ήταν
αδύνατο, πως δε γινόταν...

Εκείνος όμως την πρόλαβε και πάλι. «Χρειάζονται ένα γιατρό εδώ. Αυτός που υπάρχει σε λίγο
καιρό παίρνει σύνταξη. Όμως, όταν πάρει σύνταξη, θέλει να συνεχίσει να εργάζεται τις νύχτες και
τα Σαββατοκύριακα. Το πιο κοντινό νοσοκομείο βρίσκεται σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων
και λειτουργεί κυρίως ως μαιευτήριο. Στην κοιλάδα, ο πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς και πιστεύω
πως πολύ σύντομα θα έχουν ανάγκη από δύο γιατρούς».

«Η Ματουαρόχα;» τον ρώτησε η Φίνλεϊ, επειδή δεν ήταν σίγουρη ότι είχε καταλάβει τι ακριβώς
προσπαθούσε να της πει.

«Μπορώ να την αφήσω», της απάντησε. Τα μισόκλειστα μάτια του την κοίταζαν με αγωνία.
«Βέβαια, αυτό είναι κάτι που θα με στενοχωρήσει πολύ. Όμως ένας άντρας που είναι δεμένος μ’
έναν τόπο είναι και εξαρτημένος απ’ αυτόν. Ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να προσαρμόζεται σ’
οποιοδήποτε μέρος».

Η Φίνλεϊ τον άκουγε με σκυφτό το κεφάλι. Στα χέρια της κρατούσε ένα λουλούδι, που η ευωδιά του
είχε απλωθεί σ’ όλο το αυτοκίνητο. Τελικά, σήκωσε το κεφάλι της. Όμως δεν κοίταξε τον Μπλέικ,
αλλά την κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά της. Αν αποφάσιζε να πάει να μείνει εκεί, ίσως κάποτε
αναρωτιόταν πώς θα ήταν η ζωή της ως παιδιάτρου. Όμως δε θα μετάνιωνε ποτέ γι’ αυτή της την
απόφαση.

Γύρισε σιγά σιγά το πρόσωπό της και κοίταξε τον Μπλέικ. Στην έκφρασή του είδε να καθρεφτίζεται
η αγωνία.

«Ναι», του είπε απλά.


Εκείνος την κοίταξε για λίγο σιωπηλός. «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου», μουρμούρισε τελικά και την
τράβηξε στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπώ», της ψιθύρισε στο αυτί.

Εκείνη σήκωσε το χέρι της και τον χάιδεψε πρώτα στα μάγουλα κι ύστερα στα μάτια. «Μπλέικ;»
μουρμούρισε με τρεμάμενη φωνή.

«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Καρδιά μου, υπέφερα πάρα πολύ τον τελευταίο καιρό. Και κατάλαβα πως η
αγάπη που ένιωθα για σένα ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη αγάπη. Θα μπορούσα να εγκαταλείψω
τα πάντα για χάρη σου. Όμως δεν ήμουν σίγουρος πως κι εσύ μ’ αγαπούσες τόσο, ώστε
να εγκαταλείψεις τα όνειρά σου για το μέλλον».

«Ω, νομίζω πως είχα αρχίσει να πιστεύω πως τα όνειρά μου δεν είχαν πια καμιά αξία χωρίς εσένα»,
του εξομολογήθηκε.

Της φίλησε τα μαλλιά της, ύστερα το μέτωπο και τέλος τα τρυφερά, γλυκά της χείλη. «Αν έχεις
εύκαιρο ένα πιστοποιητικό γέννησης, μπορούμε αύριο κιόλας να βγάλουμε μια άδεια γάμου και σε
τρεις μέρες να παντρευτούμε», της είπε. «Μέχρι να μπορέσεις να φύγεις από το νοσοκομείο,
θα κάνουμε υπομονή και οι δύο».

«Εντάξει», συμφώνησε η Φίνλεϊ.

Ο Μπλέικ έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Δε σε πειράζει που θα
παντρευτούμε τόσο βιαστικά;» τη ρώτησε.

«Όχι, αν δεν έχεις αντίρρηση που η γυναίκα σου θα πάει στη δουλειά της αμέσως μετά το γάμο»,
του αποκρίθηκε χαμογελώντας ζεστά.

«Θα το δεχτώ με βαριά καρδιά. Τι γίνεται με τα ρούχα;»

«Ποια ρούχα;»

«Δε θέλεις να φορέσεις ένα όμορφο νυφικό;»

Η Φίνλεϊ γέλασε κι έσκυψε να τον φιλήσει. «Μην ανησυχείς. Έχω αγοράσει ένα πανέμορφο λευκό
φόρεμα. Το πήρα πριν από ένα μήνα, για να το φοράω στα πάρτι. Όμως, όταν το αγόραζα, ήξερα
κατά βάθος πως το προόριζα για νυφικό μου». Η φωνή της έτρεμε. «Απλώς φοβόμουν μήπως δεν
το φορούσα τελικά ποτέ», πρόσθεσε.

«Γλυκό μου κορίτσι, ακριβή μου, σταμάτα να κλαις». Έσκυψε για να σκουπίσει τα δάκρυά της με το
στόμα του. Το άγγιγμα των χειλιών του την έκανε να ριγήσει. Αναστέναξε κι έχωσε το κεφάλι της
στο λαιμό του.

«Τι θα γίνει η Ματουαρόχα; Θα την πουλήσεις;» τον ρώτησε.

«Όχι. Θα την κρατήσω. Απλώς θα την επισκέπτομαι κάθε τόσο, όπως κάνω και με τις άλλες μου
επιχειρήσεις. Θα πηγαίνουμε εκεί για διακοπές κι ίσως κάποιο από τα παιδιά μας θελήσει να πάει
να ζήσει εκεί. Έχω βρει και τον κατάλληλο άνθρωπο για να επιβλέπει τις δουλειές μου στο
νησί. Πιστεύω πως η Φιλ, αν της ζητήσουμε να έρθει στο νέο μας σπίτι, θα το κάνει με μεγάλη χαρά.
Σίγουρα έχουμε ανάγκη από τις υπηρεσίες της. Εξάλλου, ο γιος της σε λίγο πρέπει να φοιτήσει στο
γυμνάσιο και θα πρέπει να φύγουν έτσι κι αλλιώς. Αν εκείνη και ο άντρας της έρθουν να μείνουν
εδώ, θα λυθεί κι αυτό το πρόβλημα».

«Αυτό θα είναι υπέροχο για όλους», του είπε χώνοντας το χέρι της μέσα στο ανοιχτό του
πουκάμισο για να χαϊδέψει το στήθος του. Εκείνος αναστέναξε και η Φίνλεϊ χαμογέλασε. «Σ’ αγαπώ
πολύ».

«Αυτό περιμένω να μου το αποδείξεις όταν γυρίσουμε στο σπίτι σου».

«Ναι», μουρμούρισε εκείνη και, σκύβοντας, του ψιθύρισε στ’ αυτί πώς ακριβώς θα του το
αποδείκνυε.

Η ματιά του άστραψε. «Αυτό που περιγράφεις χρειάζεται ιατρικές γνοδσεις», αστειεύτηκε. «Είσαι
σίγουρη πως μπορεί να γίνει;»

«Θα το διαπιστιόσουμε».

«Ωραία, θα το διαπιστώσουμε», συμφώνησε κι έβαλε μπρος. Ύστερα την κοίταξε με λατρεία. Το


βλέμμα και το χαμόγελό του έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. «Σκέψου πόσα πράγματα
έχουμε ν’ ανακαλύψουμε ο ένας για τον άλλον», της είπε.

Είχε αρχίσει να βρέχει και η πυκνή ομίχλη έξω δυσκόλευε την οδήγηση. Όμως μέσα στο αυτοκίνητο
υπήρχε ζεστασιά, ευτυχία και πολλή αγάπη. Και η Φίνλεϊ δεν είχε καμία απολύτως αμφιβολία πως
στις καρδιές τους θα ήταν πάντα καλοκαίρι!

ΤΕΛΟΣ

You might also like