Professional Documents
Culture Documents
Η Λαλιά Των Σαρακατσάνων - Ζήσης Κατσαρίκας
Η Λαλιά Των Σαρακατσάνων - Ζήσης Κατσαρίκας
Η Λαλιά Των Σαρακατσάνων - Ζήσης Κατσαρίκας
Η ΛΑΛΙΑ
ΤΩΝ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
ΞΑΝΘΗ 2018
1
2
Ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή λαψάνα
Βαλαωρίτη
Βαλαωρίτη
3
4
Αγαπητέ αναγνώστη
Προσπάθησα να γράψω μια λαλιά που μίλησα και δεν την έγραψα , ούτε εγώ,
ούτε κάποιος άλλος. Μια λαλιά ως ηχώ και όχι ως γραφή.
Αναζητώντας βοήθεια στα διάφορα λεξικά που κυκλοφορούν εύρισκα την λέξη
διαφορετικά γραμμένη. Έτσι επέλεγα με κάθε ειλικρίνεια την πιο "αισθητική"
για μένα, γραφή. Δεν νομίζω όμως γενικά από την εμπειρία που απέκτησα να
υπάρχουν κάποιοι ειδικότεροι κανόνες. Εύχομαι να βρεθούν ειδικότεροι εμού
και να μας δώσουν κάποιες ορθογραφικές κατευθύνσεις,. Ως τότε θα μιλάμε
την Σαρακατσάνικη λαλιά, δεν θα την γράφουμε. Όπως συνέβαινε αιώνες
τώρα.
5
εκφοράς του λόγου. Δεν υπάρχουν (σε ουσιώδη βαθμό) στην αρχαία ελληνική
γλώσσα εμφανώς εξωγενείς λέξεις, οι οποίες έχουν ληφθεί αυτούσιες από άλλη
γλώσσα για αυθαίρετη ονομασία κάποιου αντικειμένου (χωρίς αιτιώδη σχέση
με το σημαινόμενο). Αυτό συνηγορεί με την άποψη περί αυτοχθονίας των
ελληνικών φύλων και της γλωσσικής τους αυτοτέλειας.
Η μετάδοση αυτούσιων λέξεων μεταξύ αλλογενών πληθυσμών κατά κανόνα
συμβαίνει από τους περισσότερο στους λιγότερο προηγμένους λαούς και σε
πολύ μικρότερο βαθμό κατά την αντίθετη κατεύθυνση, επειδή ο ελληνικός
κόσμος είχε, το προβάδισμα (από πολιτική, οικονομική και πολιτιστική άποψη)
επί μακρά σειρά αιώνων (τουλάχιστον από το 500 π.Χ. μέχρι το 1453 μ.Χ.), η
εισδοχή αλλογενών λέξεων στην ελληνική γλώσσα ήταν στο διάστημα αυτό
ανεπαίσθητη.
Υπάρχουν φύλα που δεν είναι Αιολικά, τα οποία όμως λόγω της τριβής τους με
Αιολείς ομιλούν την γλώσσα των Αιολών και μπολιάζονται από αυτούς.
Μεταξύ αυτών και οι Σαρακατσάνοι που ζουν στην περιοχή μεταξύ
Θεσσαλίας Ηπείρου και Φθίας Διότι η γλώσσα όπως λέει και ο Πουλιανός
είναι ανεξάρτητη από την εξάπλωση των ανθρώπινων τύπων.
6
Γραικοί και ομιλούν ελληνικά, με πολλά γλωσσικά στοιχεία από τα φύλα με τα
οποία έρχονται σε επαφή. Είναι Βλάχοι (νομάδες) οι οποίοι ομιλούν όμως
ΜΟΝΟ την ελληνική γλώσσα. Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα της λέει :
«Οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο Βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε
διάλεκτος». Βλάχοι δηλαδή ελέγοντο…όσοι τον νομάδα βίον ασκούσαν. Και
ακόμη μέχρι σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες βλάχους αποκαλούν τους
ποιμένες και γενικά τους τσοπάνους και μόνον τα τελευταία χρόνια ο όρος έχει
αποκτήσει φυλετική σημασία
Για πολλούς Έλληνες, ο όρος «βλάχος» ήταν συνώνυμος με τη λέξη
βοσκός. Ο τρόπος ζωής (αν εξαιρέσει κανείς τον νομαδισμό των
Σαρακατσαναίων) δεν διέφερε καθόλου από εκείνον των ποιμένων των
Αγράφων ή των Βλάχων (ημινομάδες) . Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, όσοι
ασχολήθηκαν με το θέμα και μη έχοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τους
μπέρδεψαν, κάτω από την ίδια ονομασία, με τους άλλους νομάδες.
Γλωσσικά δε όπως λεει ο καθηγητής γλωσσολογίας Μ. Τριανταφυλλίδης στη
Νεοελληνική γραμματική : "…. H διαφορά λοιπόν μεταξύ Σαρακατσάνων και
Aρωμούνων (βλάχων) είναι χτυπητή. H γλώσσα τους είναι πραγματικά χωρίς
ξενισμούς…"
Το αλφάβητο που κυριαρχεί στην περιοχή όπου ζουν οι Σαρακατσάνοι είναι
της δυτικής ομάδας όπως αναφέρει ο ίδιος όπως θα δούμε.
Βασικό στοιχείο είναι επίσης ότι η γλώσσα είναι προφορική και μεταδίδετε από
γενιά σε γενιά χωρίς γραπτά στοιχεία.
7
ιστορίας (χάρτης) και γλωσσικών δανείων από το ένα φύλο στο άλλο αλλα και
την συγκατοίκηση, αναγκαστική η όχι, πολλές φορές των διαφόρων φύλων.
8
παραθέτω το κείμενο του Α. Φυτιλή
Πρώτος κανόνας. Τα δωρικά δυτικά ιδιώματα κατεβάζουν τον τόνο απ’ την
τρίτη στη δεύτερη συλλαβή, όπως ανθρώποι, ορνίθες, ελάβον.
Οι Σαρακατσάνοι ανεβάζουν τον τόνο απ’ την πρώτη συλλαβή στη δεύτερη κι
απ' τη δεύτερη στην τρίτη, όπως άταλος, αντί αταλός, γινόκαδι αντί γινοκάδι,
ινάντιος αντί εναντίος κ.λ.π
Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα τραγούδι τους
ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'
9
Ο καθηγητής γλωσσολογίας Μ. Τριανταφυλλίδης γράφει στη Νεοελληνική
γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή, (σελ. 68).
Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα τραγούδι τους
ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'
10
των Σαρακατσάνων διατηρηθεί, αναλλοίωτη στους αιώνες. Οι
αρχαιοελληνικές ρίζες είναι πάρα πολλές και ευδιάκριτες στο λεξικό αυτό.
Εκείνο που επίσης μπορεί να παρατηρήσει επίσης κάποιος είναι οτι βλέπουμε
ακόμα και σήμερα τις γλωσσικές ομοιότητες της περιοχής και τις κοινές λέξεις
που υπάρχουν στο λεξιλόγιο διαφόρων ομάδων με την διάλεκτο των
Σαρακατσάνων.
Στο δεύτερο μέρος προσπάθησα να κάνω το λεξικό ποιο εύχρηστο ακόμα και
για κάποιον που δεν είχε μάθει ποτέ την λαλιά των Σαρακατσάνων η δεν
μπορούσε να θυμηθεί λέξεις. Έτσι εύκολα θα μπορεί να ανατρέξει στην
καθομιλουμένη και να δει την Σαρακατσάνικη αντιστοιχία. Επίσης έδωσα πιο
εγκυκλοπαιδική μορφή σε λέξεις και έννοιες που αντιστοιχούσαν στην ζωή των
Σαρακατσάνων και με περισσότερες εικόνες ώστε να είναι πιο κατανοητό και
ευανάγνωστο.
Η προσπάθεια και ο στόχος ήταν να γίνει κάτι εύκολο μεν στην χρήση
αλλά και όσο το δυνατόν πληρέστερο από πλευράς υλικού. Προσπάθησα
και πήρα ότι πληροφορία έβρισκα στο διαδίκτυο και καταγεγραμμένη στα
διάφορα βιβλία που κυκλοφορούν . Χρησιμοποίησα πολλές φωτογραφίες
ελεύθερες στο διαδίκτυο για να είναι πιο ενδιαφέρον. Φθάνοντας στο
τέλος θα ήθελα να πω ευχαριστώ όλους όσους βοηθήσαν. Ειδικότερα τον
Δ. Κυριάκο για το αρχείο του και την ζωγραφική του και τον Γιώργο
Κολοβό για την διάθεση υλικού που χρειάστηκα. Δηλώνω χωρίς δεύτερη
σκέψη ότι το έργο αυτό είναι ελεύθερο να χρησιμοποιηθεί από όποιον θα
ήθελε με αναφορά η και χωρίς στην πηγή. Ιδιαίτερα αν κάποιος θα ήθελε
να φτιάξει κάτι καλύτερο η πιο πλήρες ,μπορεί να χρησιμοποιήσει
οτιδήποτε θεωρεί οτι μπορεί να φανεί χρήσιμο . Μπορεί να εκτυπωθεί η
να διανεμηθεί όλο η μέρος του από όποιον θέλει. Αν κάποιος θα ήθελε να
11
το πάρει αυτούσιο και να το συνεχίσει βάζοντας περισσότερα λήμματα η
μεγαλώνοντας τις πληροφορίες σε αυτά που υπάρχουν θα ήταν ευχής
έργο και θα γινόταν κάτι ολοκληρωμένο για να μείνει κτήμα όλων των
Σαρακατσάνων.
Λένε πως στην ιστορία η πρώτη γενιά απορεί με τις αλλαγές η δεύτερη
λυπάται και η τρίτη ξεχνά.
Χρέος, εμάς των ανθρώπων της τρίτης γενιάς των Σαρακατσάνων, της
αστικοποίησης και της εγκατάλειψης του παραδοσιακού τρόπου ζωής, είναι να
σπάσουμε αυτόν τον κανόνα και να αφήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες
μνήμες ανοιχτές.
Κατσαρίκας Ζήσης
12
Α
5. άβαρους = που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος , δεν έχει βάρη
οικονομικά, με οικονομική άνεση. αρχ.( ἀβαρής)
13
10. αβάσταχτους -η -ου = δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει
κάποιος, βαρύς, ασήκωτος, δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος,
ορμητικός, ασυγκράτητος
17. αβδέλλα = βδέλλα, γλώσσα κουδουνιού, μτφ αυτός που κολλάει απάνω
σου και παίρνει από σένα σα βδέλλα
21. άβλαβους -η -ου = που δεν προξενεί βλάβη, κακό· άκακος, αβλαβής,
τα μικρά άβλαβα ζώα του δάσους. Άβλαβο γιατρικό, που δεν έχει
πάθει βλάβη = είναι άβλαφτος.
14
23. αβλόητος -η -ου = που δεν τον ευλόγησαν: Tου πιδί πέθανε αβάφτ'στο
και αβλόητο
27. άβροχους -η -ου = περίοδος κατά τη διάρκειά της οποίας δεν έχει
βρέξει, δε βράχηκε, άβρεχτος
28. αγάζωτους -η -ου = που δεν τον έχουν γαζώσει, που έμεινε πρόχειρα
ραμμένος με τρύπωμα .
15
34. αγαλιανός = αργός.
36. αγανός = αγανός, -ή, -ό = αραιός, χαλαρός (ως προς την ύφανση)
μαλακός, απαλός , αραιός, ανάριος.
16
48. αγγόνα, ιγκόνα = η εγγονή
54. αγέννωτο, αγιένουτου, αγίνουτο = δεν είναι ακόμα έτοιμο , δεν είναι
ώριμο, στον καιρό του δεν ωρίμασε , δεν είναι στον καιρό του,
άγουρο
55. αγιάζου -ουμι = κάνω κάτι ιερό, άγιο, ευλογώ, γίνομαι άγιος,
αδυνατίζω πάρα πολύ
57. αγιένουτα, αγέννωτα = τα ρούχα που έγιναν από υφάσματα που δεν
πήγαν στο μαγγάνι για χτύπημα , έμειναν όπως βγήκαν απ τον
αργαλειό, υφαντά υφάσματα που δεν τα πηγαίνω στα μαντάνια για
επεξεργασία.
17
63. αγκίδα = ακίδα, μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από
ξύλο που τρυπάει το σώμα μου.
72. αγκώνας = η έξω γωνία που σχηματίζεται ανάμεσα στο βραχίονα και
στον αντιβραχίονα
18
75. αγληγουρότιρα = πάνε πιο γρήγορα (σε ταχύτητα), πριν από λίγο.
19
93. αγριάδα = η αγριότητα, η τραχύτητα, στα χαρακτηριστικά, στην
έκφραση ή στη συμπεριφορά του ανθρώπου, αγριάδα τοπίου,
αγριάδα εποχής, το φυτό άγρωστη η έρπουσα άγρωστη < αρχαία
ελληνική ἄγρωστις
20
προτιμούν τις απότομες, νότιες πλαγιές, όπου το χιόνι λιώνει
γρηγορότερα. Όταν μπει η άνοιξη, αρχίζουν να ανεβαίνουν σε
ψηλότερα σημεία και για να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστη το
καλοκαίρι, αποτραβιούνται στις δροσερές περιοχές του βιότοπου.
Θυμίζει τους Σαρακατσάνους η ζωή του
21
τις γάτες επειδή τα μικρά μυτερά στάχυα μπορούν να διαπεράσουν τα
αυτιά και τις κόγχες των ματιών. Εάν μια ολόκληρη ακίδα
αγριοκρίθαρου χωθεί μέσα στη μύτη σας είναι δύσκολο να την
αφαιρέσετε. Η ακίδα ωθείται βαθύτερα προς τα επάνω μέσα στη
ρινική κοιλότητα και έπειτα σπάει σε κομμάτια όταν προσπαθείτε να
την τραβήξετε έξω.
115. αδηκεί = ακριβώς εκεί, επιτόπου ,αμέσως, στη στιγμή, εκεί ακριβώς
117. αδήλουτους-ου = αδήλωτος -η -ο, δεν έχει δηλωθεί πουθενά , που δεν
τον έχουν δηλώσει ή που δεν έχει δηλωθεί στην αρμόδια υπηρεσία.
118. Άδης = τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο κάτω κόσμος
της χριστιανικής παράδοσης τόπος της αιώνιας τιμωρίας των
ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα, τόπος
βαθύς και σκοτεινός.
22
119. αδητότι = την ίδια στιγμή, αμέσως
121. αδιάβατους -η -ου = για κάτι μέσα από το οποίο δεν μπορεί ή πολύ
δύσκολα μπορεί να περάσει κάποιος ή κάτι. Tου χ'μώνα οι πατέκες και
τα ρέματα στα β'νά είνι αδιάβατα.
122. άδικου = πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· αδικία
124. αδίπλο κουνάκι = αυτό που έχει δυο πλευρές και δυο σκεπές
(επικλινείς).
126. αδιρφός = αδερφός, αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς , ή
πατέρα, ή μητέρα, για πρόσωπο που έχουμε κοινή φυλετική καταγωγή
ή πνευματικό δεσμό, αυτοί που έχουν κοινή καταγωγή ή που
συνδέονται με ίδια ιδανικά, αυτός έχει κοινή προέλευση ή κοινά
χαρακτηριστικά με κάτι άλλο όμοιο
23
131. αδιρφουσύνη = αδελφοσύνη, αδερφοσύνη, ο στενός
συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους
που αγαπιούνται σαν αδέλφια
137. αδύνατους -η -ου = δεν έχει δύναμη, δεν προβάλλει αντίσταση, δεν
έχει αντοχή, που εύκολα παρασύρεται, υποτάσσεται, ισχνός, υστερεί
κάπου
138. αερ'κό = αγερικό , κατά τις λαϊκές παραδόσεις, κακοποιό πνεύμα, που
προξενεί στους ανθρώπους παθήσεις( ψυχικές ή σωματικές), στοιχειό,
ξωτικό, νεράιδα. Σύχναζαν κατά τους Σαρακατσάνους σε
σταυροδρόμια ή σε πηγές ή σε ποτάμια
140. αζάποτος = δεν μαζεύεται, δεν γίνεται καλά, ζάπι < από το αραβικό
dabt. < οθωμανικό zabt. < τουρκικό zaptı
141. άζαπους, -η, -ου = απείθαρχος, αυτός που είναι έξω από κανόνες, δεν
συμμαζεύεται, δεν τον ελέγχω, δεν τον κουμαντάρω, δεν τον φέρνω
βόλτα, καταλαμβάνω με τη βία
24
143. αζβάρα = τα παίρνω σβάρνα, προχωρώ παρασύροντας,{ σβάρνα }<
μεσαιωνική ελληνική σβάρνα < σλαβική barna
144. αζιβγάρουτους -η -ου = αυτός που δεν έχει βρει ταίρι., αυτά που
δεν μπορούν να αποτελέσουν ζευγάρι· παράταιρος, αταίριαστος
151. αηδουνολαλούσα = πέρδικα που λαλεί σαν αηδόνι. "Θέλω ν' ανέβω σε
βουνό, σ' ένα μαρμαροβούνι/ να βρω νια πέτρα ριζιμιά, να
σταυρωθώ να κάτσω/ ν' αφουγραστώ την πέρδικα, την
αηδονολαλούσα".
25
154. αηράκι = αερακί ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι
158. άθαφτους -η -ου = (για νεκρό) που δεν τον έθαψαν ή δεν τον
κήδεψαν· άταφος
161. άθιλα = άθελα, χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που κάνει κάτι
26
171. άϊντι άϊντι = σιγά σιγά (ειρωνικά), λίγο λίγο,
178. αϊτός = αετός αρπακτικό ημερόβιο πτηνό της τάξης των Αετόμορφων
(Accipitriformes). Τα περισσότερα μέλη κατατάσσονται στην
οικογένεια Αετίδες (Accipitridae) Ο αετός υπήρξε το πτηνό-σύμβολο
του Δία. Ειδικότερα, ο Δίας φέρεται να είχε πάρει τη μορφή ενός
αετού ώστε να απαγάγει το Γανυμήδη για να τον μεταφέρει στον
Όλυμπο για να τον κάνει οινοχόο των θεών. Είδη αετών : Γένος
Aquila : Χρυσαετός (Aquila chrysaetos) Στεπαετός (Aquila
nipalensis) Σπιζαετός (Aquila fasciata) Σταυραετός (Γερακαετός)
(Aquila pennata) Γένος Clanga: Στικταετός (Clanga clanga),
Κραυγαετός (Clanga pomarina). Γένος Circaetus: Φιδαετός
(Circaetus gallicus), Γένος Haliaeetus: Θαλασσαετός (Haliaeetus
albicilla), Γένος Pandion :Ψαραετός (Pandion haliaetus) Γένος
Pernis: Σφηκιάρης (Pernis apivorus) Ο αετός κατείχε ανέκαθεν
ξεχωριστή θέση, τόσο στον αρχαίο όσο και στο βυζαντινό-μεσαιωνικό
κόσμο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο ισχύος και εξουσίας και
αποτέλεσε το έμβλημα πολλών δυναστικών ή αριστοκρατικών οίκων.
Αρχικά σύμβολο θεϊκής δύναμης, δεν άργησε να γίνει έμβλημα και της
κοσμικής εξουσίας.
27
179. αϊτουράχη = αϊτοράχη, ψηλή και απόκρημνη κορυφή βουνού που
ζουν μόνο αετοί
183. ακάκιουτους -η -ου = που δεν κάκιωσε, που δε θύμωσε ή δεν κράτησε
κακία, που δεν είναι κακιωμένος
184. άκακους -η -ου = δεν έχει κακία, δεν μπορεί να κάνει κακό, επειδή
έχει αγαθή και αθώα ψυχή. Τα αρνιά είναι άκακα, άκακος σαν αρνί
185. ακάλιστους -η -ου = (για πρόσ.) αυτόν που δεν τον έχουν καλέσει σε
γιορταστική ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση, απρόσκλητος.
187. ακαπίστρουτους -η -ου = για υποζύγιο που δεν του έχουν βάλει
καπίστρι (χαλινάρι), που δεν είναι καπιστρωμένο και με επέκταση, που
δεν το έχουν δαμάσει,(μτφ) κάποιος που φέρεται χωρίς όρια
(αχαλίνωτα)
28
191. ακέντ'τους -η -ου = δεν τον έχουν κεντήσει, που δεν είναι κεντημένος,
κάτι που δεν είναι διακοσμημένο με κέντημα
193. ακέργιο = ολόκληρο, πλήρες, για κάτι από το οποίο δεν έχει
αφαιρεθεί τίποτε, σώος, αβλαβής, (για αφηρ. ουσ.) για κάτι που δεν
καταμερίζεται, (ως ουσ.) στην έκφραση στο / εις το ακέραιο, εξ
ολοκλήρου
203. ακοπάν'στους -η -ου = για κάτι που δεν το κοπάνισαν για τρίψιμο,
δεν είναι κοπανισμένο, που δεν χτυπήθηκε με κόπανο
204. ακοσκίνιστους -η -ου = για κάτι που δεν το έχουν κοσκινίσει, που δεν
είναι κοσκινισμένο
29
205. ακουλλ’τά = κολλητά , δίπλα δίπλα, ενωμένα
211. ακουνίζου = κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου
πιο κοφτερή· τροχίζω
30
221. ακροποταμιά = η όχθη του ποταμιού
232. αλανάρ'στους -η -ου = δεν τον έχουν λαναρίσει, δεν τον έχουν
ετοιμάσει για γνέσιμο, άξαντος
31
239. αλαταριά = χώρος με επίπεδες πέτρες όπου τοποθετούσαν το αλάτι για
να τρώνε τα ζώα
246. αλαφιασμένους -η -ου = αυτός που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή,
τρομαγμένος
32
έτσι να μπορέσουν να μεταφέρουν ολόκληρη την οικοσκευή στο
μεγάλο καραβάνι
261. αλέστα = άγρυπνα, όρθιος μας παρατηρεί (φλάΐ αλέστα ) (Ἰ. allestare)
= μ ευκινησία , εγκαίρως, με σπουδή
33
272. αλίφασκους = αλιφασκιά, φασκόμηλο, μοσχακίδη, το φυτό σάλβια η
τρίλοβος βγαίνει το φθινόπωρο και μυρίζει όμορφα. Το αφέψημα
(τσάι) των φύλλων του φυτού χρησιμοποιείται ως τονωτικό,
αντιδιαρροϊκό, αντιβακτηριδιακό, αντισηπτικό, καρδιοτονωτικό και
σπασμολυτικό. Χορηγείται για την αντιμετώπιση των τραυματισμών,
των άφθων, της φαρυγγίτιδας και της ουλίτιδας, ενώ λόγω της
οιστρογονικής δράσης του είναι αποτελεσματικό στην θεραπεία της
αμηνόρροιας, της δυσμηνόρροιας και της λευκόρροιας. Επίσης, ως
τονωτικό του νευρικού συστήματος συνιστάται κατά των νευρικών
διαταραχών, της κατάθλιψης, του ιλίγγου, των νευραλγιών και υπέρ
της βελτίωσης της μνήμης (ενισχύει την οξυδέρκεια). Επίσης, το
έγχυμά του δρα κατά της ακμής, των μολύνσεων, των πληγών, των
τραυμάτων, της αλωπεκίας και των μυϊκών κραμπών.
280. αλλάζου -ουμι = δίνω σε κάτι διαφορετική μορφή από αυτή που είχε
αρχικά, το μεταβάλλω ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ή ως
προς το περιεχόμενό του, κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει ή να φαίνεται
διαφορετικό, γίνομαι διαφορετικός, αντικαθιστώ κάτι, βγάζω τα
ρούχα που φορώ και βάζω άλλα, βάζω καθαρά ρούχα σε κάποιον,
κάνω ανταλλαγή
34
281. αλλαϊνός = ο διπλανός
285. αλλμανάει του σκ’λί = ο σκύλος ρίχνει κάποιον στο έδαφος, τον
δαγκώνει και τον γρατσουνίζει σε πολλές μεριές.
289. αλλούθι = από άλλο μέρος, από άλλο πρόσωπο ή από άλλη πηγή
294. αλμουρίζει του σκ’λί = γκρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν ότι
είναι άρρωστο
296. αλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε βάζει σκέψεις, αυτός που δεν
βασανίζει το μυαλό του
35
297. αλουγίσια = αυτή που προέρχεται από το άλογο.
298. άλουγου τ’ Θιού = πολύ μικρό ζωάκι πράσινο, σαν αδύνατη ακρίδα με
μακρύτερο σώμα
301. αλουή = πικρό υγρό που βγαίνει από το φυτό αλόη, πικρό.
308. αλπουνόρα = προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά σαν της αλεπούς.
36
πρέπει να τού στερήσουν την ελευθερία ή γενικά τη δυνατότητα να
ενεργεί ελεύθερα
37
325. αμ' τί = αμ πως
327. αμάδα = μικρή και συνήθ. επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που
χρησιμοποιούν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια: ρίχνουν την αμάδα,
ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα παιδιών, αμάδες.
329. άμαθους -η -ου = που δεν έχει γνώσεις, ιδίως πείρα σχετικά με κάτι,
άπειρος, ασυνήθιστος σε κάτι
38
339. αμαρτάνω = κάνω αμαρτία παραβαίνοντας έτσι ορισμένο
θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό κανόνα
39
357. αμπήδμα τσ’ τρεις = άλμα εις τριπλούν.
359. αμπήδ'χτους -η -ου = δεν τον έχουν πηδήξει ή δεν μπορούν να τον
πηδήξουν, για γυναίκα σημαίνει αγάμητη
40
ιατρική της Γαλλίας το χρησιμοποιούσαν σαν αντιδιαρροϊκό,
αντισπασμωδικό και οφθαλμολογικό μέσο. Στην Κίνα το
χρησιμοποιούσαν ενάντια στην μηνιγγίτιδα και στη Βουλγαρία
παράγουν από αυτό υποτασικά σκευάσματα. Εκτός από την
φαρμακευτική του χρήση, το χρησιμοποιούσαν για να δώσουν άρωμα
σε ορισμένα τυριά, μπύρα ή λικέρ, πράγμα που γίνεται ακόμη και
σήμερα.
370. ανάβου, -ομαι = βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και
συνήθως δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία, παίρνω
φωτιά, βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως, αλλοιώνεται η
σύσταση (άναψε το τυρί), αισθάνομαι υπερβολική ζέστη
41
381. αναδεύομαι-ουμι = κινούμαι ήρεμα, ανασαλεύω, κινούμαι μόλις που
διακρίνομαι, κουνιέμαι
42
395. αναλαβαίνου = αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από
κάποια αρρώστια.
398. ανάλαφρους -η -ου = πολύ ελαφρός αέρας, που είναι μόλις αισθητός
και ευχάριστος, για κάτι ή για κάποιον που δείχνει ότι δεν έχει
καθόλου βάρος, αέρινος
403. ανάμερα = απόμερα. Από την πρόθεση «ανά» και την ομηρική λέξη
«μέρος» = μέρος, τμήμα
405. αναμεράω = κάνω στην άκρη , μεριάζω, αλλάζω μέρος, στέκομαι κατά
μέρος, μεριάζω, κάνω στην άκρη για να περάσει κάποιος
43
411. ανάντιους, ινάντιους = αντίθετος, αυτός που έχει διαφορετική άποψη,
αντίπαλος.
44
429. ανασκ'λώνω = αναστατώνω, γυρνάω τα πάνω κάτω
439. ανεβατός -ή -ό = για ψωμί που έχει πάθει ζύμωση και έχει
φουσκώσει, ένζυμος, σχέδιο βελονιάς σε κεντήματα
444. ανήλιαγους = ανήλιαστος, αυτός που δεν έχει κάτσει κάτω απ τον ήλιο,
σκιερός, αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος
45
447. ανημπουρεύου = αδιαθετώ, αρρωσταίνω
457. ανίδια = άσχετη, γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα,
ανίδεη
460. ανόρεχτος -η -ο = που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό, που
γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής
διάθεσης
46
462. άνουστους -η -ου = δεν έχει γεύση, άγευστος, ανούσιος , κάτι που δεν
έχει χάρη, γοητεία, που δεν είναι νόστιμο στους τρόπους
468. ανταριασμένους = για τον ουρανό που γεμίζει από ομίχλη ή από
μαύρα σύννεφα καταιγίδας, άνθρωπος με θολωμένο μυαλό,
κατσούφης, μουτρωμένος
475. αντέστε & άντεστε & αϊντέστε = άντε, για παρακίνηση, προτροπή που
απευθύνεται σε πολλούς
47
477. αντέχου -ουμι = διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες,
διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι,
αντιμετωπίζω ή έχω τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω με επιτυχία.
479. αντήλιου = ότι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του για
να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί
να δει καλύτερα σε μακρινή απόσταση, χωρίς ήλιο
480. αντί = εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο ξύλο πάνω στο
οποίο τυλίγεται το στημόνι και το υφασμένο διασίδι).
48
491. αντιλουϊόμι = αντιλέγω, ανταπαντώ
496. αντίστρα = ράβδος με την οποία στρίβω το πίσω αντί, αλλά κρατάω
και το διασίδι τεντωμένο
49
509. Αντριάς, Αντριγιάς = ο Δεκέμβριος.
514. άνυδρους τόπους = τόπος στον οποίο δε βρέχει, που έχει ξηρασία
521. άξαντους -η -ου = άξαντος μαλλί που δεν το έχουν ξάνει, που είναι
αλανάριστο.
50
529. αουπάν = από επάνω.
533. απαγάλια, απ'αγάλια = σιγά - σιγά, αργά, χωρίς θόρυβο, πιο σιγά.
51
549. απέκει = λίγο πιο δίπλα, πιο πέρα, μετά απο
52
559. απλάδα = χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που το
χρησιμοποιούμε και για κέρασμα
560. απλάδι = κεντητό στρωσίδι που έμπαινε στο άλογο του γαμπρού.
576. απόκλαρα = μικρά κλαδιά που μένουν μετά από το κλάρισμα ενός
μεγάλου κλωναριού
53
577. απόκουντα, απουκουντά = επόμενα, αυτά που ακολούθησαν
583. απόμ’νι μι ’ν κλίτσα στα χέρια = (μτφ.) Ήρθαν και μας είπαν η θα
μείνετε υπάλληλοι στα κοπάδια η θα τα πάρει το κράτος και θα βάλει
άλλους..…δεν τσ πίστιψαμαν κι απόμναμαν μι τσ κλείτσις στα χέρια.
(αφήγηση Σαρακατσάνου της Βουλγαρίας)
590. απόσκιο, απόσκι = μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος κάποιες στιγμές,
που έχει σκιά.
54
594. απου = α' συνθετικό δίνει την έννοια τελειώματος ενέργειας που
εκφράζει το β' συνθετικό: απουβράζου, απουζ’μώνου, απουπλένου,
απουφκιάνου, απουχαρτώνου, απούπι κτλ.
605. απουδώθι = από εδώ, από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που
βρίσκομαι.
609. απουκείθι = από εκεί, από εκείνη τη μεριά, από την πίσω μεριά
55
610. απουκειό = από εκείνο
613. απουκουντά = από πίσω, στη συνέχεια, από την πίσω μεριά.
56
630. απουμώνου = βουλώνω το στόμα και την μύτη κάποιου, του κόβω
την ανάσα, τον πνίγω, προκαλώ ασφυξία σε κάποιον –ουμι παθαίνω
ασφυξία.
648. αραδίζου = διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό μου,
περνάω.
57
649. αράζου εμφανίζομαι, ξεμυτίζω
58
667. αργγιλές = ομάδα από νεαρά και ασαμάρωτα άλογα
675. αρζάφτι = τμήμα του κρανίου που βρίσκεται στη βάση από το αφτί
59
686. αρμαθιάζου = περνώ σε κλωστή κάτι και κάνω αρμάθα φτιάχνω
αρμαθιά, -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα
από τον άλλο
60
699. αρμυρουκ’λούρα = πολύ μικρή αρμυρή κουλούρα που τρώνε τα
κορίτσια την Καθαροδευτέρα
709. άρπαξι του ψουμί = ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η επιφάνειά
του
717. αρταίνομαι = δεν νηστεύω, τρώω κάτι που δεν είναι νηστήσιμο
61
718. αρτιρίζει, αρτιράει = φτάνει και περισσεύει, ξεχειλίζει
62
739. ασκέπαγου, του καλύβι ή μαντρί που είναι ανοιχτό από μπροστά.
757. ασπρουνόρα, -κου = μαύρη προβατίνα που έχει άσπρο την άκρη από
την ουρά της, η μαύρο αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρη την άκρη
από την ουρά του
63
759. ασπρουσυγνέφιασι ου ουρανός = ο ουρανός είναι γεμάτος με άσπρα
σύννεφα και σε λίγο θα βρέξει
764. ασταύρουτους = αυτός που μιλάει πολύ και χωρίς να σταματάει, αυτός
που δε διασταυρώνεται, που δε συναντιέται με άλλον
776. αστρίτ’ς, = είδος φιδιού με στίγματα πάνω στο σώμα του με σχήμα σαν
τα αστέρια
64
778. αστρουπιλέκια = κεραυνοί.
789. αυλάκι = αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για
προστασία από τα νερά της βροχής.
65
792. αυτίνα = αυτός, αυτός εκεί
799. αφ’μένα = οικοσκευή που δεν μας είναι απολύτως αναγκαία και την
αφήνω το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε φίλους μας.
802. αφαλός λ’βαδιού = το μέρος εκείνο του λιβαδιού που είναι πλούσιο σε
βοσκή και βρίσκεται μάλλον στο κέντρο του λιβαδιού.
66
811. αφόρμ’σι = ερεθίστηκε και επιδεινώθηκε η πληγή
812. αφούντζια = καβάλα στους ώμους, (το σώμα του είναι πάνω στο
σβέρκο μου, τα πόδια του κρέμονται μπροστά μου κι εγώ το πιάνω
από τα χέρια του)
815. αφράτους = αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του
αφρού.
67
824. αφύσκο = άσχημο, κακό αχαΐρευτος ανεπρόκοπος
829. αχαμνά μο ’ρχιτι = νιώθω αδύναμα, έχω μια ξελιγωμάρα και έχω
ανάγκη από τροφή
68
844. αχρόνιαγους = αχρόνιστος.
850. β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα από τη
μάνα του, βυζανιάρικο.
69
861. βαϊάφτ’κου = σημάδι στο αφτί των προβάτων (κόβεται το αφτί στη
ρίζα στο μπροστινό μέρος και το αφτί κρέμεται)
862. βαΐζου = γέρνω προς τη μια πλευρά και ξαπλώνω, γυρίζω στο πλάι,
γέρνω για ένα υπνάκο
863. βάϊσα = γύρισα στο πλάι, έγειρα, βαΐσα το κοπάδι γύρισα το κοπάδι
προς κάποια κατεύθυνση
873. βαλμάς =. αυτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα αυτός που δεν είναι
και πολύ έξυπνος,
875. βαλμούσα = γυναίκα του βαλμά, γυναίκα που είναι άξια να φυλάει
μόνον τα άλογα, ανάξια γυναίκα
70
876. βάλσαμου = βάλσαμο , βότανο το υπερικόν το διάτρητον
(hypericum perforatum), βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, "μανούλα
πάω για να βρώ το βάλσαμο βοτάνι αρρώστησε η αγάπη μου
φοβάμαι μην πεθάνει" το βαλσαμόχορτο απασχόλησε τη θεραπευτική
από την αρχαιότητα: ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης το αναφέρουν
ως διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό. Στην
αρχαιότητα επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές
που γινόντουσαν από τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο
880. βαμπακιά = βαμβακιά, Στην Ελλάδα πρωτοήρθε από την Ασία κατά
την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300 π.Χ. Η
επιστημονική του ονομασία είναι γοσύπιο Τα άνθη της είναι λευκά
όταν ανοίξουν αλλά στην πορεία αλλάζουν χρώμα και γίνονται
κόκκινα ή μοβ και εντυπωσίαζαν συμβολίζοντας την νύφη για την
αγνότητα και την λευκάδα… "άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου"
71
887. βαράω = χτυπώ, δέρνω, χτυπώ τα πρόβατα να περάσουν στη
στρούγκα για άρμεγμα (δουλειά παιδιών, γυναικών)
891. βαρβάτους, -η, -ου = αρσενικό ζώο που είναι ικανό για
αναπαραγωγή, μεγάλο μέγεθος , δυνατός και άξιος
72
904. βαριουκούδ’να = τα βαριά κουδούνια
911. βαρκό = ο τόπος που βγάζει νερό, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό
που βουλιάζει
913. βαρού = χτυπώ, ηχώ (χτυπώ μουσικό όργανο π.χ, τζαμάρα, κλαρίνο
κ.α), αλλα και σκοτώνω βαρού τα πρότα πιέζω τις προβατίνες να
περάσουν στη στρούγκα, για να τις αρμέξουν οι αρμεχτάδες. βαρού
τζαμάρα παίζω τζαμάρα, βαρού του γάλα = το αποβουτυρώνω,
πυροβολώ, ρίχνω (βάρεσαν τουν Γιάννου = τον χτύπησαν η τον
πυροβόλησαν )
73
918. βασ’λεύου = την πρωτοχρονιά κάνω ενέργειες που θα πρέπει να
γίνονται όλη τη χρονιά για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η
αντίστοιχη ενέργεια,
919. βασ’λόξιγκου = ξίγκι από την κοιλιά του γουρουνιού σαν θεραπευτικό
μέσο.
923. βασίλιμα = η δύση του ήλιου, τα κλείσιμο των ματιών από την νύστα,
η ενέργεια του να βασιλέψω την πρωτοχρονιά
74
927. βασκαμός = μάτιασμα. Με τον όρο "μάτιασμα" ή "κακό μάτι",
αναφερόμαστε σε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι ένας
άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την "κακή ενέργεια",
τη ζήλια, το θαυμασμό ή ακόμα και μια απλή ματιά, ενός άλλου. Τα
"ξεματιάσματα" είναι ενέργεια να φύγει το μάτι και διαφέρουν από
τόπο σε τόπο και μεταδίδονται από τη μία γενιά στην άλλη. Ο
"ματιασμένος" που δέχεται τις ευχές, δεν πρέπει να πει "ευχαριστώ"
γιατί το ξεμάτιασμα δε θα πιάσει!
930. βασταηρός = αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και είναι μεγάλος σε
ηλικία, κοτσανάτος γέρος
932. βαστακότρυπα = τρύπα στο στεφάνι του κουδουνιού μέσα από την
οποία περνάει το βαστάκι
936. βαστώ = κρατώ, αντέχω, έχω ψυχικό σθένος, έχω ηθικό ακμαίο
75
940. βατεύω, βατέβου = γαμώ, γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω,
βατέβου, βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω,
βατέγκου, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω,
γατέβω, λάζω, λάσω, ραπόνω, σαουλιάζου, σιαφακόνω,
τσιαφλιακόνου από το ιταλικό lavorare (una donna)
76
948. βαφτιστικός -ια , αδιξιμιός = ο αναδεξιμιός το βαφτιστήρι,
αναφέρεται στο βάφτισμα
950. βγάνου = βγάζω, φέρνω έξω, παίρνω από πάνω μου, αφαιρώ κάτι
77
έδερναν με δύναμη τα τραγόμαλλα που έστρωναν καταγής, κάτω από
τα βεργόσκοινα. Κι έβλεπες τότες τα μαλλιά, να χτυπιούνται, να
σκορπίζονται, να ξεπετιούνται, να ανοίγουν και στο τέλος να πέφτουν
εδώ κι εκεί. Αφηνε κάτω τα σκοινιά η βεργίστρα, συμμάζευε τα μαλλιά
και τάκανε τλούπες.
78
973. βιλάζει = βελάζει βγάζει βληχή το πρόβατο. Εξ και το βλάχος από το
ότι είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα που βλήχονται (φωνή
προβάτων)
978. βιλιντζάκι = μικρό τσιόλι για τις πλάτες, για προστασία από τη βροχή
79
980. βιλόνα = βελόνα λεπτό και μακρύ κομμάτι μετάλλου, μυτερό στο
μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται
στο ράψιμο
981. βιλουνιά = βελονιά, πέρασμα της βελόνας στο ύφασμα για ράψιμο η
κέντημα
984. βίραγκας = βαθειά κοίτη του ποταμού στο σημείο που πέφτει το νερό
και δημιουργεί βάθος, βαθύ κοίλωμα (γούρνα) γεμάτο νερό μέσα στο
ποτάμι
80
997. βίτσα = βέργα
81
μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη σειρά τους ως
Σαρακατσάνοι βλαχούλ’δις, οι Σαρακατσάνοι που έχουν μικρά
κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα, βλαχουδάσκαλοι,
(καλυβοδάσκαλοι) δάσκαλοι, μη Σαρακατσάνοι, που μαθαίνουν το
καλοκαίρι στις σαρακατσάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα ενας
τέτοιος ήταν και ο Λουντέμης σε τσελιγκάτα του Βερμίου
82
1019. βόρσμα = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας που έρχεται
από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι
1023. βουζιασμένους, βούζουμα = αυτός που έχει σπυριά στα χείλη του,,
θυμωμένος που η συνοφρύωση κάνει τα χείλη να φουσκώνουν
1030. βούλα = σφραγίδα και σήμα που αποτυπώνεται από αυτήν, λακάκι
στα μάγουλα. στίγμα. Βούλα κακιά είδος κατάρας.
83
1036. βούλι = γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να ξεγελιέται
και να ηρεμεί (αντί για πιπίλας)
84
1055. βουρδουλιάζου = βγάζω στο σώμα μου εξανθήματα
1062. βούρτσα = ψηλό ξύλινο κάδη μέσα στο οποίο βγάζω το βούτυρο. Το
γάλα ρίχνεται (προκειμένου για ποσότητες 5-10 κιλά) όλο μαζί σε ένα
ψηλό κυλινδρικό ξύλινο δοχείο (κάδη). Με ένα ξύλινο ραβδί που στη
μία άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος (όλη η
κατασκευή θυμίζει έμβολο),"χτυπάμε" το γάλα ανεβοκατεβάζοντας
αυτό το έμβολο με σταθερές κινήσεις.
85
1069. βραδιάζει = φτάνει το βράδυ, -ουμι νυχτώνω, διανυχτερεύω
1073. βρακάτη = προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλιά του
ποδαριού.
1080. βραστήρα = σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και
μία κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το
κακκάβι και βράζει στη φωτιά.
86
1085. βρόντα = κουδούνι.
87
1100. βρουχιάζου = παγιδεύω με βρόχια, (μτφ.) στήνω ερωτική παγίδα. -
ουμι πιάνομαι στα βρόχια.
1107. γαζέτα δεν έχει = είναι απένταρος. Η γαζέτα υπήρξε νόμισμα της
Επτανήσου Πολιτείας, που κόπηκε το 1801, κατά την περίοδο της
Ρωσσικής και Οθωμανικής κατοχής (Ρωσσοτουρκική Συμμαχία)
88
μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το σπαράγγι ή το ρεβέντι ή να
προστεθούν σε σαλάτες. Τρώγονται καλύτερα την άνοιξη όταν είναι
νέοι πριν σκληρύνουν. Οι ψημένοι σπόροι του είναι υποκατάστατο
του καφέ.
89
1120. γαλαζουφουρημένη = αυτή φοράει γαλάζια ρούχα.
90
1136. γαλατσάκι = ασκί μέσα στο οποίο βάζαν το γάλα του σπιτιού, μικρό
ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει μαζί
του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα
91
1145. γαμουκούλουρα = η κουλούρα της πεθεράς για τον γάμο, ψωμιά του
γάμου.
1150. γάντσοι = μικρές φουρκούλες μπηγμένες στο κονάκι και στις οποίες
κρεμάμε διάφορα πράγματα, σαν κρεμάστρες
92
,σκεπάζεται το ταψί Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» = τ ο
κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.
93
1179. για ταύτου = γι’ αυτό το λόγο
1185. γιατάκι = τόπος για ανάπαυση, καταφύγιο, λημέρι, κατάλυμα, αλλα και
φωλιά άγριων ζώων.
1197. γιδάρ’κου κριάρι, = κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα από γίδα
94
1200. γίδι = γίδα. Η λέξη είναι ομηρική: Παράγεται από τη λέξη «αιξ =
αιγός» και η ρίζα της είναι «αιγίς» (αja)!
1203. γιδο- ή γιδου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι έχει σχέση
με γίδια : γιδόκλιτσα, γιδόστρουγκα, γιδουκόπαδου, γιδόκουρους,
γιδουμάντρι, γιδόγαλου, γ’δουκόπι, γιδουτόμαρου, γιδουκακαράντσα
(γίδινη κοπριά), γιδότουπους.
1216. γιέρνου = κλίνω προς τα πλάγια,. (για τον ήλιο) δύω, πέφτω για ύπνο
95
1217. γιερουμπαμπαλής = πολύ γέρος.
1230. γινόκαδη = κάδη στην οποία αφήνω το γάλα που έχω για
αποβουτύρωση για να ξινίσει.
96
1235. γιόκας = γιος
1245. γιουμάτα = Είναι το επισφράγισμα του γάμου. Λέγεται και του νουνού
του γιουμάτου. Στο τραπέζι φέρνουν το κρασί, την κουλούρα και το
ψημένο σφαχτό του νουνού. Ορίζεται κάποιος αρχηγός και διευθύνει
το δρώμενπ. Αυτός κάθε φορά καλεί κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία
ποτήρια με κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν
που πρέπει να τα πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι
κρασί και λέει ευχές για τους νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα.
Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον καλεσμένο να πιει το κρασί
και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι πίνουν νεόνυμφοι και ο
νουνός Το έθιμο υπάρχει και με άλλες παραλλαγές. Μία παραλλαγή
είναι να προσφέρει το κρασί στους καλεσμένους ο νουνός
97
1248. γιουμίδια = βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα κρεμμυδάκια ή
εντόσθια καβουρδισμένα
98
1266. γκαβώθκα = τυφλώθηκα
1279. γκάντινα = γλοιώδης ουσία που βγαίνει στη γέννα των ζώων,
αμνιακός σάκος του εμβρύου
1280. γκάντσι, τουν κάντσι = τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε ή τον έπεισε
1281. γκάρα = υδρόφιλο μεγάλο φυτό σαν κρίνος με μεγάλα και πλατιά
φύλλα
99
1285. γκάρδιου = βέργα που τη χρησιμοποιεί η γυναίκα που τυλίγει το
διασίδι, για να το στερεώνει πάνω στο αντί
100
1301. γκβέντα, κβέντα = κουβέντα, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ, μουχαμπέτι,
μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, λακριντί
1308. γκέσα, γκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο
πρόσωπο. μαύρη γίδα που έχει ασπριδερά τα πόδια της και το μούτρο
της άσπρο, μαύρη γίδα με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα
πόδια, γίδα που έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και
το τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει
μαύρο σώμα με καφέ λωρίδες, όνομα μουλαριού.
101
1309. γκέφιρα , γκιουφύρι = γεφύρι = γέφυρα, γεφύριν, γιοφύρι, γιοφύριν
γέφρα, γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ,
γεφίρτζι, γεθίρι, γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ
1313. γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το μούτρο της
είναι άσπρο
1325. γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και νερό
102
1327. γκισέμ = τράγος επικεφαλής, αυτός που πάει μπροστά όπως τα τραγιά,
ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι
103
1345. γκουμούλια = μικρά καρβέλια από ψωμί ή από σκυλόψωμο
1346. γκουμπές = ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη μέση τους
και πάνω από το ζωνάρι.
104
1353. γκούσια = βρογχοκήλη των προβάτων
105
σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους.
Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα για αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα
φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις και παχιά. Λέγεται ότι
αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω από τη γλώσσα
σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια διατροφική
έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωσή της, όπως και η τσουκνίδα βοηθάει
την καρδιά (είναι το φυτό με τα περισσότερα ω3 λιπαρά).Μαζεύονται
οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το
φθινόπωρο. Τρώγεται ωμή σαλάτα
1378. γλυκου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό
αγάπη, τρυφεράδα, ζεστή όμορφη σχέση, ευχαρίστηση:
γλυκουγιουματίζου, γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια,
γλυκουχαράζου, γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.
106
1386. γνυκίσια = γυναικεία, ο τρόπος που καβαλικεύει η γυναίκα
107
1406. γούρνα = βαθούλωμα φυσικό η τεχνητό γεμάτο νερό
108
1426. γρόθους = γροθιά, μπουνιά.
1441. γυρ’σμένα πρότα = αυτά που ξαναζευγάρωσαν δεύτερη φορά την ίδια
περίοδο
109
1444. γυρίσματα του τραγουδιού = λαρυγγισμοί και τσακίσματα που κάνει
στη φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι (βράζει
η φωνή)
1445. γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι,
επίπληξη σε παιδιά κακά
1454. δανεικός -ή -ό = αυτός που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος
110
1455. δαντέλα = είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά,
μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν
διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ.
σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές
1463. δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει
πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά
πλατάνια
1464. δαυλί = δαυλός, κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρη, αναμμένο ή
μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για
θέρμανση ή για μαγείρεμα. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -
ί(ο)ν]
111
1468. δαχλίθρα = δαχτυλήθρα
1472. δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό αρνί που
βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε
112
1489. διάβα = πέρασμα, πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των
χειμαδιών
113
1508. διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό
(γίνεται το διασίδι).
1524. δίκια = γυναίκα που είναι μέτρια στο ύψος, αυτή που έχει ύψος
κανονικό
114
1526. δικιουτής = δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.
115
1543. διπλουκυπριά = κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο κοίλωμα
δεύτερο μικρό κύπρο
1545. διπλουτσιόκανα = μεγάλα και βαριά τσιοκάνια που βάζουμε στα γίδια
116
1552. διφτέρι = το μπλοκάκι τετράδιο η βιβλίο για τους λογαριασμούς αλλα
και τα βιβλία τετράδια των μαθητών
117
1571. δραγασιά = παρατηρητήριο πάνω σε δέντρο
1586. δρουπίκι = δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο που έχει δεχτεί τσίμπημα
από φίδι το ζώο
118
1589. δρουτσίλι = μπιμπίκι
1591. δσάκι = διπλός σάκος ένας μπροστά ένας πίσω στην πλάτη
συνδεδεμένοι μεταξύ τους με ύφασμα
119
1600. έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή ήπια
120
1621. επί ταύτου = γι’ αυτόν το λόγο, επίτηδες.
1625. ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή, ευλογημένος
1629. ζάβατους = θόρυβος που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα των ζώων
121
1639. ζαϊρές = τροφή για ζώα
1650. ζάπι (κάνω) = θέτω υπο τον έλεγχο μου, το να τιθασεύεις κάποιον
άνθρωπο ή κάποιο ζώο ή κάτι άλλο
1652. ζαπώνω = αρπάζω, παίρνω κάτι ξένο, κάνω κάτι δικό μου (συνήθως
αρπάζοντας το από κάποιον)
122
1659. ζαρκό- ζάρκο = γυμνό, το γίδι χωρίς τρίχωμα, βουνό που είναι γυμνό
από δέντρα.
123
1677. ζγούρι = χρονιάρικο αρνί, ζυγούρι
1681. ζέλι είνι του ψουμί = δεν ψήθηκε καλά το ψωμί δε στράγγισε καλά.
1691. ζήου = ζω
124
1697. ζιουματαριά = μέρος που πλένω τα υφάσματα στο ποτάμι.
1706. ζμάκι = λιγο ζουμί, λίγο νερό που τρέχει στο ρέμα.
125
1716. ζούδι = ζωύφιο
1721. ζουναράτη = γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα
1730. ζουστάρι = αντρική και κυρίως γυναικεία ζώνη που φοράμε στη μέση
και είναι από ύφασμα ή δέρμα και είναι πολύ πλατιά -ια οριζόντια
λούρια με τα οποία ζώνουν το κονάκι
126
τόπους. Το σχήμα τους και οι διαστάσεις των φύλων του δεν είναι
σχεδόν ποτέ το ίδιο. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα οδοντωτά και
μακριά με παχύ κόκκινο μίσχο και κεντρικό νεύρο. Μαζεύεται από το
Φθινόπωρο μέχρι το τέλος της άνοιξης. Η γεύση των φύλλων είναι
λίγο πικρή, τρώγονται ωμά σε σαλάτες, μαγειρεύονται μόνα τους
βραστά με μπόλικο λεμόνι ή σε συνδυασμό με αρνί ή κατσίκι. Τέλος
χρησιμοποιούνται και σε χορτόπιτες.
1741. η (άρθρο) =ίδιο και στα δύο γένη (αρσ. θηλ.),(η Γιάννους , η
Γιαννούλα)
127
1747. ημιράδι = τόπος που βγάζει καλό χορτάρι
1754. θα να = θα
128
1765. θαραπαή = ευχαρίστηση
129
1785. θιλώνου = θολώνω
1792. θιρμουζάχαρη = πρακτικό για αυτούς που έχουν πυρετό (ζεστό νερό
+ζάχαρη)
1796. θκάρι = θήκη, θηκάρι. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα «τίθημι» και την
αρχαιοελληνική λέξη «θήκη»
1798. θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’ = δικό μου, δικό σου, δικό του.
1802. θλικάρι = θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.
130
1805. θλικώνω = κουμπώνω
131
διουρητικό και αφροδισιακό (το βοτάνι της ευτυχίας), ενώ σε
εξωτερική χρήση είναι αντισηπτικό σε πληγές και τσιμπήματα .Είναι
μελισσοτροφικό φυτό.
1819. θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό (διάστημα μεταξύ δύο
δοντιών στο χτένι
1823. ια = για, να
132
1828. ιδείτι = να δείτε
1831. ίδρουσι του τυρί = έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που
σημαίνει ότι ολοκληρώθηκε η πήξη είναι έτοιμο για την τσαντίλα
133
1848. ιννιάρα, εξάρα, τριάρα = εννιάρα, παιδικό "επιτραπέζιο" παιχνίδι που
παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια (παίζονταν και στο
χώμα , η χαραγμένη σε επίπεδη πλάκα η βράχο, κακκάβι (κατσαρόλα)
που χωράει αντίστοιχες οκάδες.
1857. ίσιαμι ιδώ = μέχρις εδώ, ίσιαμι ικεί μέχρις εκεί, ίσιαμι τώρα μέχρι
τώρα.
1864. ίσκνα = μύκητας των δέντρων που γίνεται φιτίλι για το τσακμάκι
134
1865. ιστιρνά = γεράματα.
135
1883. καβαλίνα = αλογοκοπριά
136
1902. καζαντίζου = αποχτώ περιουσία, κερδίζω.
1906. καήλα = κάψιμο, αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται
απ’ αυτό, στενοχώρια, πρόβλημα
1915. κακαρώνω = μένω ξερός, μένω στήλη άλατος, ακίνητος και άναυδος
1920. κακου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι ακολουθεί κάτι
κακό: κακουγνουμιά, κακουγραμμένους (άτυχος), κακουκρένου,
κακουτίναχτη, κακουτράχαλους, κακουχειμασμένους, κακουχρουνιά,
137
κακουπαντρεύου, κακουπουρεύου, κακουφανκει (δυσαρεστήθηκα),
κακουπαθαίνου, κακόγνουμους, κακουγνουμιά, κακότ’χους,
κακουγείτουνας, κακουχείμουνου, κακουτουπίζουμι.
1928. καλέκι = ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι, αλλά και
το ίδιο το παιχνίδι
138
1935. καληώρα σ’ = έκφραση αγάπης, συμπάθειας, καλοσύνης,
καταδεχτικότητας από γυναίκα κυρίως
1940. κάλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και στα
πόδια
1944. καλμέρα σ, καληώρα σ’ = ευχή καλό μου, καλή να είναι η ώρα σου
139
1949. καλόημιρις, καλόγνουμις = χαρακτηρισμός για τις νεράιδες,
υπερφυσικά όντα οι νεράιδες
1957. καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού,
του ωραίου, του εύκουλου ή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι,
καλουγιννάου, καλουγραμμένους (όμορφος , τυχερός),
καλουκαρδαίνου ή καλουκαρδίζου (του φτιάχνω την καρδιά, τον κάνω
να νοιώθει ευχάριστα), καλουμοίρα (τυχερή), καλουπατέρας,
καλουπιθιρά, καλουπιρνάου, καλουπρατίνα, καλουσουρίζου,
καλουχειμασμένους, καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος),
καλουγάλαρη (πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά
(ομορφογύναικα), καλουξιχμάζου, καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο),
καλουχρουνιά, καλουέχου, καλουπουρεύου.
1961. κάλτσα = υφαντή ή πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το γυναικείο πόδι από
το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο
140
1963. κάλτσινου = είδος διασιδιού για παντελόνια ή πατατούκες.
1966. καλύβα, κονάκι = το καλύβι Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα
«καλύπτω» Είδη καλυβιού : 1. ορθό ή τουρλωτό καλύβι, 2. μονό (α)
δίπλα καλύβι(χαλατζούκα, η τέντα) το πιο ευτελές κονάκι, 3. μεγάλο και
διπλό (α) δίπλα καλύβι, 3. φριτζατοκόνακα τα οποία περιστοιχίζονται
από φράχτη ο οποίος σχηματίζει απλόχωρη αυλή . Όταν ο φράχτης
περικλείει ένα καλύβι ονομάζεται μονό φριτζουκόνακο όταν περικλείει
δύο, διπλό φριτζοκόνακο
1973. κάμα = ζέστη, καύσωνας, ζέστη από ήλιο (ομηρική λέξη «καύμα»).
Ιλιάς Ε, 865, αλλα σημαίνει και κάτι παραπάνω (κάμα τρανότερος,
κάμα ομορφότερος)
141
1977. καμαρώνου = κορδώνομαι, αισθάνομαι περήφανος
1996. κανάλι, κάναλους = σκαμμένος κορμός από δέντρο στον οποίο τρέχει
νερό και πίνουν τα ζώα
142
1997. καναπίτσα = λυγαριά
2008. κάπα = μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γιδίσιο, γυναικείο γιλέκο
με μανίκια από δίμτο, τρίχωμα στη ράχη των ζώων που μένει
ακούρευτη σαν σαμαράκι
143
2016. καπιτανάτου = αυτό που διοικεί ο καπετάνιος
2024. καπούλια = το πίσω και επάνω μέρος δεξιά αριστερά και πάνω απ τν
ουρά
2030. καραβάνι = πομπή φορτωμένων ζέω με την οικοσκευή της στάνης και
οι άνθρωποι, πορεία Σαρακατσάνικων οικογενειών
144
2033. καραμάν’κα, καραμάνικα = πρόβατα με κάτασπρο μαλλί που έχουν στο
πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα, άσπρα πρόβατα με τα δύο
μάγουλα μαύρα
2037. καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του και των
ποδιών του είναι σκούρο καστανό
2048. καρδούλα = κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει σχήμα καρδιάς.
145
2051. καρκαλιότι η κότα = κακαρίζει και θέλει να γεννήσει.
2065. καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα προς τα
κάτω
146
2070. καρσινός, -ή, -ό = αντικριστός
2077. κάρυνους, -η, -ου = αυτός που γίνεται από ξύλο καρυδιάς
147
2089. κατάβαθα= εντελώς στο βάθος, μέσα στην ψυχή
148
2109. καταπράσνα β’νά = πολύ πράσινα βουνά, βουνά με βοσκή,
149
2129. κάτρα = ούρα
150
2143. κατσιαμπούρα = ζωικό παράσιτο.
2148. κάτσινα = πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο πορτοκαλί
χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά
151
2159. καυκαλήθρις, οι = αγριολάχανα.
2161. καυκί, καυκιά, = ξύλινο βαθύ πιάτο, ξύλινο σκεύος φύλαξης και
μεταφοράς υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. τόπος που έχει το σχήμα
της καυκιάς (λεκάνης), ξύλινη κούπα για το αλεύρι
2163. καύτρις = σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.
2166. καψαλήθρα = γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο καμένο δέρμα
2172. καψαλίζου του κριάσι = καίω τις τρίχες που υπάρχουν επάνω του, το
αποψιλώνω από τις τρίχες
152
2175. καψαλίσκα = κάηκα
2178. κείθι, κείθε = κατά 'κει, συνήθως από την πίσω μεριά π.χ (κίθε απ το
βουνό)
153
2191. κίγκλα = το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση του ζώου,
ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα, μισιά,
μισιό, μεσά, μπροστελίνα, μπροστιλίνα από το λατινικό cingula
2192. κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ = αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα,
αξιάδα, αξιότη, αξιότητα, αξιότα, αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα,
αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν
2198. κιέρμα = κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο που το έφαγε ο
λύκος
2199. κιλάρφανους ολάρφανους -η, -ου = αυτός που μένει ορφανός πριν
γεννηθεί
2200. κιλιμόχτινου = ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν υφαίνω
κιλίμια.
154
2204. κιμπαρλίκι = αρχοντιά, αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά,
αρκόντια, αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά,
2219. κιουστέκια = δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του αλόγου για να
μάθει ανάλαφρο βάδισμα
155
2220. κιουστικιάζου = .βάζω του αλόγου κιουστέκια, ουμι εγκλωβίζομαι,
είμαι δεμένος
2224. κιράσματα = χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα ρίχνουν σε τροβά) οι
καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το τελείωμα του
γάμου.
156
2237. κιφαλουτάνι = κεφαλομάντιλο.
2240. κιχαϊλίτ’κου = χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις υπηρεσίες που
προσφέρει στο τσελιγκάτο, αμοιβή του τσέλιγκα.
2243. κλ(ε)ίτσα= ευθύ σκαλισμένο η όχι ξύλο που προορίζεται κυρίως για το
πιάσιμο των ζώων αλλα και δευτερευόντως για στήριξη. Κλ(ε)ίτσα
κυρίως λέμε το μικρό καμπυλωτό οριζόντιο μέρος με μορφή σχεδόν
πάντα κριαριού που μπαίνει στο κλιτσόξυλο
2250. κλάπα = σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού
για να στερεωθεί το κουδούνι
157
2251. κλαπάν’σμα = ο θόρυβος που κάνει το σκυλί (κλάπ - κλάπ) τρώγοντας
το γάλα
158
2269. κλειδουμανταλώνου = κλειδώνω και μανταλώνω, ασφαλίζω.
159
2283. κλίκια = ανάγλυφες σχέδια από ζυμάρι που φκιάχνουν οι γυναίκες
πάνω στις κουλούρες.
160
2291. κλοιά = κοιλιά
2298. κλουνάρας = αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει μόνος
του
161
2308. κλώνοι= κλωνάρια.
2313. κόβιτι του γάλα = γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο, χαλάει η σύσταση
του (κόβετε) στο βράσιμο γιατί είναι ημερών και ξινίζει
2317. κόβουντι τα στ’μόνια μ' = δεν έχω κουράγιο, δεν έχω όρεξη για ζωή,
γεράζω.
162
2324. κοκκ’νουμάτα, -κου =προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα
στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια
2329. κόλλα, κολλάστρα = πρωτόγαλα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ,
θεραπευτικό πρωτόγονο έμπλαστρο
2340. κόπιασε = κάνε τον κόπο , κάνε μου την χάρη, έλα (π.χ κόπιασε στην
αυλή μας)
163
2342. κόπτσα = μικρή πόρπη, κόπιτσα
2344. κόρτσα = στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο ρούχο
164
2358. κουθρίσιου = είδος τυριού
165
στις 24 Ιουνίου. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί με άνοιγμα
φτερούγων που μπορεί να φτάσει και τα 60 εκατοστά. Το οστάριο της
κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής μας στήλης ονομάζεται κόκκυγας,
από την ομοιότητα του οστού με το ράμφος του κούκου. Η συνήθεια
του πτηνού να κάθεται μόνο του, προτιμώντας ψηλά σημεία καθώς
και το γεγονός ότι δεν έχει δική του φωλιά, αλλα γεννάει σε φωλιές
άλλων πουλιών που κλωσάν και τα αυγά του, συνετέλεσαν ώστε το
όνομά του να συνδέεται με τη μοναξιά και την ερημιά. Εξ ου και οι
χαρακτηριστικές εκφράσεις: «Απόμεινε σαν κούκος» και «Έμεινε στο
σπίτι σαν τον κούκο».
166
έντερο και παράγει τοξίνες. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες Το
μεγαλύτερο πρόβλημα παρουσιάζεται στα νεογέννητα τις 2 πρώτες
βδομάδες της ζωής τους.Αρρωσταίνουν το 5-90% των νεογέννητων
αμνοεριφίων.
2391. κουλυρίδα = αυτό που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο
167
2393. κουμανταρίζου = κάνω κουμάντο, κατευθύνω
168
2409. κουνακιάρς, -α, -κου = αυτός που ζει στο κονάκι, που η ζωή του
κινείται γύρω από αυτό
2411. κουνούκλα = φυτό πόα και με χρώμα μοβ που το αγαπούν πολύ τα
πρόβατα.
2418. κουντό = πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι κοντό και
φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες, τουν παίρου στου κουντά
ακολουθώ κάποιον καταπόδ
2419. κουντο- ή κουντου = πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο
συνθετικό την έννοια του κοντού: κουντουβούνια, κουντόκλιτσα,
κουντουξιά, κουντουτσούραπου (κάλυμμα στο γυναικείο πόδι
ανάμεσα στην πατούνα και την κάλτσα που φτάνει στον αστράγαλο)
κουντουιέλατους, κουντουφτάνου, κουντουραχούλις, κουντουστούπι,
κουντόκαπα και κουντουκάπι (κομμάτι στη φορεσιά),
κουντόκουρμους.
169
2422. κουντύλι = κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.
2424. κούπα = βαθύ πιάτο φαγητού, κάτι κλειστό (κούπα τα μάτια), ποτήρι,
κύπελλο, σχέδιο υφαντών , κεντημάτων Κούπα = κούπα, ποτήρι
αναφέρεται ότι προέρχεται από το λατινικό «cupa» = σκύφος, αλλά οι
ρίζες εντοπίζονται στη μυκηναϊκή γλώσσα: «kupera» (πινακίδες)
170
2437. κούπουμα = καπάκι από σκεύη.
2440. κουπριά = η κοπριά των ζώων, (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για
πέταγμα, για περιφρόνηση.
2446. κουρακιάζου του τραγούδι = κλώθω, σέρνω και κρατάω πολλή ώρα το
τραγούδι
171
2454. κουρδουμπούλι =. βόλος, παχουλός
172
τροφών και εκτός των άλλων προστατεύουν την καλή λειτουργία το
εγκεφάλου, της καρδιάς, του νευρικού συστήματος και των ματιών,
ενώ δρουν κατά της υπερτροφίας του προστάτη.
173
γυναίκες ξεχώριζαν αυτά τα πλοκάρια σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που
θα κρατούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν
για πούλημα. Μια άλλη κατηγοριοποίηση των πλοκαριών γινόταν με
βάση το είδος του υφάσματος (“σκουτί”) που ήθελαν να
κατασκευάσουν. Έτσι, για να φτιάξουν φούστες, φουστάνια, παλτά,
γιλέκα, μπουραζάνες χρησιμοποιούσαν μαλλί όχι αδρύ. Για τις
φανέλες και τα κατασάρκια χρησιμοποιούσαν μαλακό μαλλί, κυρίως
αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα
διάλεγαν τα ασπρόμαυρα μαλλιά (τα “σίβα”). Μετά το πλύσιμο και το
στέγνωμα των μαλλιών που είχαν συγκεντρώσει οι Σαρακατσάνες στα
καλύβια τους, σειρά είχε το “ξάσιμο”, δηλαδή η διαδικασία με την
οποία έξαιναν το μαλλί με τα δάχτυλα και έβγαζαν από αυτό τις
κολτσίδες και τυχόν άλλα παράσιτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί
γινόταν αφράτο και μαλακό για να περάσει στην επόμενη φάση, αυτή
του “λαναρίσματος”. Κατόπιν, τύλιγαν το λαναρισμένο, πλέον, μαλλί
σε τουλούπες, για να ακολουθήσει το γνέσιμο με τη ρόκα.……
(από άρθρο της Β. Ζαγναφέρη στα πορτραίτα Σαρακατσαναίων)
κουρά (αρχ.)= από το "κείρω" που σημαίνει ψαλιδίζω, κόβω, ξυρίζω
την κόμη
174
2478. κουσάφι = είναι το παραδοσιακό έδεσμα το οποίο γίνεται από
αποξηραμένα φρούτα, κομπόστα, χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι,
χουσάφ, χρουσάφι, κομπόστρα
2481. κουσή = τρέξιμο, ταχέως, γρήγορα, κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα,
κουσή, κουσί, κουσίδι, κουσιαμάκι, κοσιός, κουσιός, κουσιάτα,
κόσιαγμα, τρέξιμο, τρεχάλα, τριχάλα, ατρέχα, αγλάκι, βιλέγκο, βιγκάλα,
βογκάλα, βούσμα, βούρισμαν, βούρημαν, βούρος, βούρη, γούρος,
κόρσα, πιλάλα, πιλάλιμα, πλάλιμα, πλαλιά, πλάλους,
175
2494. κουτάρα = περιφραγμένο χώρισμα μέσα στο μαντρί, συνήθως
τετράγωνο ή τρίγωνο, για να αρμέγω κάποια γαλάρια
2509. κουτσακιάζου = δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν φορτώνω το ζώο
176
2514. κουτσιουμπλός = αυτός που έχει κοντά άκρα, κοντή μύτη
177
ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών. Αντέχει σε χαμηλές
θερμοκρασίες εώς (-30 οC). Ανθίζει το χειμώνα (Φεβρουάριο-
Μάρτιο) και τα άνθη της παραμένουν για 2 περίπου μήνες. Οι καρποί
έχουν μικρό μέγεθος (2-4 cm), σχήματος σφαιρικού και ωριμάζουν
στα τέλη Αυγούστου έως αρχές Σεπτεμβρίου όποτε και παίρνουν
έντονα κόκκινο γυαλιστερό χρώμα. Τα κράνα έχουν υψηλή
περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά.
Το ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Από
ξύλο κρανιάς κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας. Από το
σκληρό ξύλο της κρανιάς κατασκευάζονται διάφορα μικροαντικείμενα
οι Σαρακατσάνοι αλλα κυρίως ηταν το ξύλο για κλείτσα. Η κρανία
είναι φυτό που σπάνια κλαδεύεται.
2532. κράνια = οι καρποί της κρανιάς που τους έτρωγαν σαν φρούτο
178
2544. κρητικό = είδος από σχέδιο
179
2564. κρούβαλου, κούσιαλο = υπέργηρος άνθρωπος.
180
2582. κτούπ’σμα = κούρεμα.
2588. κτσιούμπα, κτσιούμπ(ι) = κομμένη ρίζα δέντρου την οποία βγάζαν για
να την κάψουν και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως Κιτσιούμπο = κομμένο
κομμάτι δέντρου. Από τη λέξη «κόσυμβος»
181
2596. κφά πρότα = πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν πτερύγιο παρά
μόνον μια τρύπα
2598. κφάρι = νεκρό σώμα, το σώμα από το ζώο, το κορμί του, άψυχο
2604. λάγανου = χόνδρος κοντά στα επάνω δόντια και εμποδίζει τα άλογα να
φάνε
2606. λαγαρά = ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των ζώων και
των ανθρώπων.
182
2609. λαγαρός = καθαρός, διαυγής.
183
2627. λαϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα μαύρα πρόβατα.
184
2645. λαμπαδιάζου = καίγομαι με μεγάλες φλόγες, ζεσταίνομαι υπερβολικά.
2659. λάπα = κρέας από τα πλευρά χωρίσς κόκαλα, λαπάς. Είναι ομηρική
λέξη.Παράγεται από τη λέξη «Λαπάρης» = κενός από κόκαλα κάτω
από τα πλευρά (λαγόνι)! Ιλιάς Γ, 359
185
διαδεδομένα στην Ελλάδα. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα και
έχουν μια ελαφριά ξινή γεύση. Μαζεύεται από τις αρχές του
φθινοπώρου μέχρι το τέλος την άνοιξη. Μαγειρεύονται βραστά μόνα
τους ή με κρέας και χρησιμοποιούνται για χορτόπιτες.
186
Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινα και το
έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως φωτιστικό.
2681. λέλι μ’ = αλλοίμονο μου και η έκφραση "ουϊ λέλιμ = αλλοίμονο μου "
187
2688. λθάρι = πέτρα
2689. λιαγκρίζω, λιαγκρίζου = ίσα ίσα που ξεχωρίζω, ίσα που διακρίνω
188
2709. λιανουχάλ’κα = χαλικάκια.
189
καλογερόχορτο, καλογερικόχορτο, καραμπάσι, καραμπάς, λαμπρή,
λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, μαβροκεφάλι, μαβροκέφαλος,
μυροφόρα, σπίκα, σφακομηλιά, φλασκομούνι, χαμολίβανο, λαβάντα,
λαβάνδα, λαβαντίδα, λεβάντη, λεβαντίνα, από το λατινικό lavanda
2730. λιγόημιρους, -η, -ου = του μένουν λίγες μέρες ζωής, μελλοθάνατος
2732. λιγώνου = πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να
αναπνεύσω
190
2735. λίμα ,λιμούρα, λμούρα = μεγάλη πείνα Λιμάρς = πεινασμένος,
αχόρταγος. Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και
πείνα», Ιλιάς Τ, 166)
2736. λιμάζω = επιθυμώ κάτι για φαΐ σφόδρα που τρέχουν τα σάλια μου,
πεθαίνω στην πίνα , λιμόσο = πεινασμένος, αχόρταγος. Η λέξη είναι
ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)
2745. λίπα = λίγδα, λίπος χοιρινό, ξ'ιγκι. Η λέξη είναι ομηρική και παράγεται
από το «αλείφω». Το ινδοευρωπαϊκό είναι «λείπ» = αλείφω με ξίγκι.
«Αυτάρ επειδή πάντα λοέσσατο και λίπ’ άλειψεν = και όταν όλα τα
ξέπλυνε και αλείφτηκε με λάδι (ξίγκι)», Οδύσσεια ζ, 224
191
2751. λισβάρι = τόπος με σποραδική βλάστηση και χωματώδης.
192
2762. λόϊδου = μικρή τούφα μαλλιών που πετάγεται μπροστά, η φουντούλα
που αφήνουμε στα πρόβατα, όταν τα κουρεύουμε
2769. λουγαριαστής = αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους
λογαριασμούς, κετίπς
2771. λούγκα = άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. διόγκωση
του λεμφαδένα στην λεκάνη (την σταύρωναν με κάρβουνο να
περάσει)
193
2778. λουλάκι = βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,
2782. λούρια, λούρα = χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις
χρησιμοποιούν για να στήσουν το κονάκι
2783. λουρίδα = κομμάτι στενό από ύφασμα, στενό και μακρύ τμήμα
επιφάνειας
2786. λούρους, λούρια.= λεπτό κομμάτι ξύλου για την κατασκευή μαντριών
και καλυβιών
2788. λούτσα = λιμνούλα στο έδαφος που είχε στάσιμο βρόχινο νερό να
πίνουν τα ζώα και να λούζονται οι τσοπάνηδες
2790. λτάρι = κοντό και ψιλό σχοινί, τριχιά., λητάρια ή λυτάρια =λητάρι,
κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού κατάλληλο για γερό δέσιμο.
Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την οποία παράγεται το
υποκοσριστικό «ειλητάριον» (=δεέμα, περιτύλιγμα). Είναι παράγωγο
του ρήματος «ειλύω» (= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω»
(«περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι πιθανή και η προέλευση από το
στερητικό «α» και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία
παράγεται και η λέξη «λυτήριος –α – ον).
194
2791. λτσιάρι = μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και το τυρόγαλο για
τα σκυλιά
195
2808. μαγαρ’σιά = περιττώματα ανθρώπου, ακαθαρσίες, (μτφ.) βρωμιά,
ανήθικη πράξη
2825. μαΐσια = του Μαΐου, τα μαλλιά που κούρευαν τον Μάιο μακρόινα
και καλύτερης ποιότητας
196
άγγλοι το είπαν petersilie και οι γάλλοι peresil. Στο τέλος οι άγγλοι
κατέληξαν στο parsley και οι γάλλοι στο persil. Πρόκειται για τον
μαϊντανό. a. Στα ελληνικά πώς μετακινηθήκαμε από το
πετροσέλινο στον μαϊντανό; Το σέλινο είναι στην γραμμική Β! ως
serino από εκεί επειδή φυτρώνει σε πέτρες ονομάστηκε, πετροσέλινο
(σέλινο των βράχων ) και επειδή φύεται στην Μακεδονία,
"μακεδονικόν πετροσέλινον" και τελικώς ονομάστηκε «μακεδονήσι».
Βασικά η λέξη είναι αντιδάνειο από τα λατινικά, «makedonensis»
δηλ. «μακεδονικός». Το μακεδονήσι το πήραν οι άραβες ως
magdanus, και ύστερα οι τούρκοι και τόπαν «maydanoz». Οπότε
δεύτερο αντιδάνειο ο μαϊντανός.
2833. μαλαματένιους, -α, -ου = αυτός που είναι από χρυσό, λαμπρός-η-ο
197
2839. μαλλάς = έμπορος μαλλιών.
2851. μάνα = μάνα, πεθερά, το πιο κεντρικό κομμάτι απο τα οποία γίνεται
ένα ρούχο.
198
2854. μανάρα -μανάρι = κατσίκα οικόσιτη που προορίζεται για σφαγή./
αρνί που μεγαλώνει οικόσιτα (μανάρι). Υποκοριστικό της λέξης
«αμνάριον»
2863. μαντ’λώνου = δωρίζω, δώρα της νύφης στους καλεσμένους στο γάμο
199
2871. μάντζα = ανακατωμένα πράγματα π.χ. χόρτα με χώματα.
200
2888. μαργουσιάρ’κους, -η, -ο = κρυουλιάρης, αδύνατος που κρυώνει
εύκολα
2904. μασέλις = δύο εγκοπές πάνω ,κάτω, στο ξυλόχτενο και μέσα τους
μπαίνει το χτένι, οδοντοστοιχίες
201
2907. μασκαλίτσα, μασκαλήθρα = τριχιά η ιμάντας που έδενε το σαμάρι κάτω
απ τι μασχάλες του ζώου
2922. ματζαφλάρι = κάτι μακρύ, αυτό που κρέμεται, και το πέος περιπαιχτικά
202
2925. ματουγιάλια = γυαλιά οράσεως
2933. μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και
μαύρο στο κεφάλι
2935. μαύρους, -η, -ου = δυστυχής, φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι
2940. μέρασμα = φαγητό και σιτάρι για τις ψυχές που μοιράζουμε στα
κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα
203
2941. μέργια = μέρη
2945. μεσαρκά = τα εντόσθια. Από την ομηρική λέξη «μέσος» και «σάρξ –
κός»
2947. μη = μήπως
2958. μικρουδείχνου = δείχνω μικρός στην ηλικία, μικρότερος από ότι είμαι
204
2961. μικρουπαντρεύουμι = παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.
205
2972. μιντέρι = μικρό στρωσίδι.
2985. μοιράσματα = αυτά που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών
(κόλλυβα, ψωμάκια, κ.α)
2986. μοίρες = είναι τρείς, κατεβαίνουν με την γέννηση του βρέφους και
συνήθως ορίζουν την τύχη του.Κατά την γέννηση του μωρού, η
μάνα, βάζει κοντά στο βρέφος οτιδήποτε γλυκό ή μέλι για να τις
εξευμενίσει. Είναι μια δοξασία που έχει Ομηρικές ρίζες.
206
2990. μόλου = μαζί με
207
3006. μουνουμιρίς = μέσα σε μια μέρα.
3013. μούργκους, -α, -ου, μούργο = σταχτόχρωμο ζώο, αυτός που το χρώ-
μα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο, μούργος, σκοτεινός. Από
την ομηρική λέξη «αμολγός» ή «αμόλγη»
208
3026. μπα(τ)ζίνα = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού, χυλός από αλεύρι
καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο, ξερό ψωμί βρασμένο
με λάδι και ξίδι, κουρκούτι
209
3042. μπακράτσι = χάλκινο κωνικό δοχείο με χερούλι.
3045. μπάλια = όσα μαύρα κεφάλια έχουν άσπρο μέτωπο Από την αρχαία
ελληνική λέξη «βαλιός: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου,
Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα
του Αχιλλέα, δηλαδή «Βαλιός»! Ιλιάς Π, 149 (βαλjός)
3047. μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο σώμα τους
μαύρο μπάλωμα.
3054. μπασιούρκα = λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το κάτω μέρος του
λαιμού
210
3059. μπάτζιους= τυροκόμος
3065. μπγάδ = πηγάδι, πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο,
πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό
3070. μπέλλα = προβατίνα που είναι κάτασπρη, αρσενικό πρόβατο που είναι
κάτασπρο
3074. μπηχτάρια = τα ξύλα της που μπαίνουν μπηγμένα κυκλικά στο έδαφος
σε απόσταση 40 εκ το ένα απ το άλλο για το σκελετό
211
3076. μπιζέρσα = βαρέθηκα
3080. μπιλί = φανερό, γνωστό, (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς = δεν είναι
δυνατό να δούμε τι θα είχες κάνει) , μπελί, μπεϊλί, μπιιλί απ το belli
3091. μπισαλής = κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε εμπιστοσύνη.
212
3093. μπιστικός = βοσκός και πιστικός, έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος , ο
μπιστικός ή ο πιστικός ,βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός
ποιμένας
3101. μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την τσαντήλα που εχει κοπεί,
χωμάτινος σβόλος Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω, δίνω σχήμα σε
κάτι.
3109. μπλιόρα = προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών
213
3111. μπλιτσώνου = γεμίζω
214
3129. μπότσκα (ουργινέα η θαλάσσια) = φυτό με βολβό που μοιάζει με ένα
μεγάλο κρεμμύδι. Χρησιμοποιείται για φυλαχτό στα κονάκια.
215
3145. μπουλντούμ’σα = έπεσα μέσα στο νερό.
216
3162. μπουρμπουλουμένη = γυναίκα που φοράει μαντίλι που της καλύπτει
το πρόσωπο.
3165. μπουρού = μπορώ, είμαι καλά , δεν μπουρού = δεν μπορώ, είμαι
αδιάθετος, είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ άρρωστος
217
3178. μπούχαβη = ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που γέρασε απότομα
3183. μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα μεγάλο βάτραχο.
218
3195. μπρουστάρι = ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό μέρος από
το σαμάρι
a. Ν
219
3214. ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό
3215. ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια ασχήμια
είναι
3231. νε = ούτε
220
3234. νηαρστά = φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι και μαγειρεύεται
σαν ζυμαρικό, ζυμαρικό, χυλοπίτες
3237. νηράϊδες = πάντα κακά πνεύματα και δύο ειδών, ασπροφο- ρούσες
και μαυροφορούσες. Ειδικά στις μαυροφορούσες που άλλες φορές
μπορεί να ήταν και παρδαλές, αν απαντούσες στις ερωτήσεις τους και
στα πειράγματά τους, έχανες την φωνή σου.Δεν έπρεπε να κοιμηθείς
δίπλα σε πηγή, να αποφεύγεις περάσματα που περιμένουν, αλλά η
προστασία προέρχεται μόνο απ’ το λιβάνι και το αλάτι που πρέπει
κάποιος απαραίτητα να έχει μαζί του σαν φυλαχτό.
3243. νηροσυρμή = νερό που πέφτει από ψηλότερα και κατρακυλά, δυνατή
ροή νερού μέσα σε ρέμα
221
3248. νηρουφαϊά = κοιλότητα που σχηματίζεται στο έδαφος από τη ορμή
του νερού
3251. νιάουρα, νιάουρις = άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που μοιάζει
με το βάτο. Οι καρποί του έχουν ροζ χρώμα και μοιάζουν με τα
βατόμουρα
3256. νιος, νια, νιο = νέος. νιάτα. Ομηρική λέξη. «Νεάτη», «νείατος». Ιλιάς
Β 289
222
3267. νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά που αρμέγουμε
3273. νόχτους, νόχτη = όχθη, γκρεμός, πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που
την προστατεύει από τα νερά της βροχής
3277. νταβάς = ταψί μικρό και ρηχό, στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος
223
3287. νταϊάντσα = στηρίχθηκα, κοντοστάθηκα
3303. ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο στραγγίζουμε το τυρί.
224
3308. ντιπ = τελείως, εντελώς, καθόλου
3324. ντούμπλα = μεγάλο χρυσό φλουρί (αξία δύο λίρες) μέσα σε καφάσι
που φορούν οι γυναίκες στο λαιμό με αλυσίδα
225
3328. ντουρλάπι = δυνατή βροχή ασταμάτητη, απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.
3329. ντουρός = ίχνη από τις πατημασιές των ζώων, η μυρωδιά του ζώου
που αφήνει πίσω του και την αντιλαμβάνονται τα σκυλιά
3335. ντραμπαλίζιτι του κιφάλι = κουνιέται και πηγαίνει πέρα δώθε το κεφάλι
3341. νυχτέρι = αγρυπνία, μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι
226
3346. νυχτουκόρακας = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του θεωρείται κακός
οιωνός, χαροπούλι.
3353. Ξ
3358. ξ’λόχτινου = εξάρτημα του αργαλειού μέσα στο οποίο μπαίνει το χτένι.
3365. ξαγνάντιου = θέση από την οποία μπορώ να έχω καλή θέα.
227
3366. ξαδειάζω = ευκαιρώ
3373. ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη από το κοπάδι και
πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωράφια.
228
3385. ξαργού = επίτηδες, εξεπίτηδες
3394. ξεζαρκόθκα = δεν φοράω τίποτα τα πέταξα όλα από πάνω μου,
ξεφορτώθηκα τα ρούχα μου
229
3405. ξεσκανταλίσκει = απορυθμίστηκε
3415. ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα
3416. ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξύλα που δεν πιάνουν, απραξία, το να
κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρότητα.
3421. ξηρουτσιόκανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά και έχουν
βαριά ζύγια.
230
3425. ξιαστουχάου = λησμονώ, ξεχνάω.
231
3442. ξιθλικώνου = ξεκουμπώνω
3458. ξιλαβαίνου = ξεσπάνε πάνω μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών
μου, πληρώνω για αυτά που κάνω, βρίσκω άδικα το μπελά μου, την
πληρώνω εγώ για κάποιον άλλον
232
3460. ξιλόιστους, -η, -ου = ξένοιαστος, αυτός που δε σκέφτεται τα
προβλήματά του ή δεν έχει προβλήματα.
233
3478. ξιπιζεύου, ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άλογο
3483. ξιπουνάου = δε νιώθω πόνο , δεν νοιώθω αγάπη για ένα πρόσωπο,
μου φεύγει ο πόνος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο
πράγμα, εκπληρώνω μια επιθυμία
234
3497. ξισιλλώνου = βγάζω τη σέλα.
3507. ξιτουπίζου = απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι
3512. ξιτσαουλιάσκα = μου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι, λέω πολλά
235
3515. ξιφασκιώνου = ανοίγω τις φασκιές
236
3535. ξουμάν’κα = επένδυση στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.
3548. ξ'θάλ(ι), ξυθάλλι, ξιθάλι, = μακρύ ξύλο λίγο κυρτό που ανακατεύουν τα
κάρβουνα Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» = ξύνω και «αιθάλη» =
στάχτη, καπνιά
237
3555. ξύστρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την κουλούρα ή τα
κομμάτια από την πίτα
238
3570. ορμώνω = δίνω κατεύθυνση, οδηγώ
239
3590. ούλους, -η, -ου = όλος
3597. ούρδα = γαλακτοκομικό προϊόν (είδος από τυρί) που παράγεται από
το τυρόγαλο που μένει από την παρασκευή σκληρού ημίσκληρου
τυριού ώστε να έχει πολύ βούτυρο Η τεχνολογία αυτή μοιάζει πολύ
με τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του τυριού Μανούρι.
240
3608. ουρσούζκο = ανάποδο, γρουσούζικο
241
3628. π’λαρίνα = θηλυκό πουλάρι.
3633. παγάδα = παγετώδης ψύχρα του βουνού με ηρεμία καιρού [25β, 168].
3642. παζαριώτις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτό
242
3649. παιδοκοπάει, γινουβουλαει = κάνει πολλά παιδιά
243
πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την άνοιξη με αρχές
καλοκαιριού. Ο καρπός του έχει σχήμα ημισφαιρίου και περιβάλλεται
από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο. Οι
μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό
«Μέλι από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το
παλιούρι είναι ένα βότανο, που όπως τα περισσότερα, είναι γνωστό
από την αρχαιότητα. Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών
φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί
τα φύλλα και τη ρίζα του για να θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό
για να διαλύει τους λίθους της ουροδόχου κύστεως, μία αντίληψη που
διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Paliurus spina-christi, κοινώς γνωστό
ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι γιρλάντα», «αγκάθι της
Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια», είναι ένα είδος Παλίουρου, το
οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη νοτιοδυτική
και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά προς
το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία «τσαλί» φαίνεται να είναι
Τουρκικής προελεύσεως (cali = βάτος).
244
τραπέζιο. Χρυσό γαλόνι με κροσωτή απόληξη διαγράφει το μικρό,
εσωτερικό τραπέζιο. Μαύρα, συρραμμένα κορδόνια διαχωρίζουν τα
τραπέζια μεταξύ τους. Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία
κυκλικά σχήματα και η αρχή ενός τέταρτου, που γεμίζουν με
ομόκεντρους κύκλους και συνδέονται μεταξύ τους σε κατακόρυφη
διάταξη. Λευκό χρώμα ζωγραφίζει το ακτινωτό κέντρο τους, το
περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται
και προς οριζόντιες συνδέσεις ενώ, όπως και ο αφανής τελευταίος,
εξαίρεται με μικρές πινελιές που αναδεικνύουν το περίγραμμά του.
Και οι δύο καταλαμβάνουν το κέντρο ρόμβων που δεν φαίνονται
ολόκληροι. Τα ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα
γεωμετρικής έμπνευσης και την πολυχρωμία του κεντήματος
φτιάχνουν το βυσσινί, το πράσινο, το κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο
κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς και τις πλαϊνές ως πριν
από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο γαϊτάνι
τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει
στερεωθεί από μια μακριά, μάλλινη κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα
του λυκείου Ελληνιδων.)
3669. πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο μεριές.
245
3674. παπαδίτσα = χαμομήλι, ή χαμοπούλα, (marticaria chamemilla) πήρε
το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος
που αναφέρει τις ευεργετικές του ιδιότητες είναι ο Ιπποκράτης (460-
370 π. Χ.), ο πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και
φάρμακο κατά της υστερίας Έχει αντιβακτηριδιακές και
αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο χαλαρωτικό ρόφημα.
Καταπολεμά τους κυρίως πολλούς ιούς και χρησιμοποιείται συνήθως
κατά του έλκους του στομάχου. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι η συνεχής
χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που
πιθανόν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδιότητες για ασθενείς
πάσχοντες από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι,
για τον βήχα, για τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας
(περιόδου) των γυναικών, για τον λαιμό και για την βραχνάδα. Η πιο
διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού είναι η ικανότητα του να
ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από τα έντονα
προβλήματα που μας απασχολούν καθώς επίσης μας βοηθάει να
αντιμετωπίζουμε φυσικά την αϋπνία. Η καταπραϋντική του δράση
βοηθάει στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της
οδοντοφυΐας. Το τσάι από χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές ιδιότητες.
Μειώνει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Έχει συνεργιστική δράση
με φάρμακα που χορηγούνται σε ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο
για εγκεφαλικά επεισόδια και προσφέρει επιπρόσθετη αντιπηκτική
δράση. Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή υπνωτικά φάρμακα.
Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που παίρνουν
αντιπηκτικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν
εάν οι ασθενείς τους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από χαμομήλι.
Επίσης όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι
για να καταπραϋνει ο πόνος.
246
3678. παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικό, Ιταλική pappardella
(λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: λαζάνια)
3682. πάρα = α' συνθετικό που δίνει στο β' την έννοια του πολύ
247
3697. παράκιρα = παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο, πρόωρα , εκτός χρόνου
248
3718. παραπρουψές = τρία βράδια νωρίτερα
249
3738. πάρσιμο = έσοδα
250
3757. πατούνα = πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό και τα
δάχτυλα του ποδιού, σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή
και το αντίθετο, πέλματα (από την ελληνική λέξη «πάτος» ή «πατώ»
3759. πατ'σιά = πατημασιά, ίχνος από το πέλμα, (μτφ) η περπατησιά στη ζωή
3765. πάχνη = δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική
«πάχνη».
251
3775. περδουκλώθκα, πεδουκλώθηκα = σκόνταψα
3787. πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που αναβλύζει και
χάνετε οδηγώντας το σε συγκεκριμένο μέρος
252
3794. πιδουκλάρι = τριχιά με την οποία δένουμε τα μπροστινά πόδια στα
ζώα να μην απομακρύνονται.
253
3813. πιρδικάκι = λουλούδι με πολλές αλεργίες
3825. πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.
3826. πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού
στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)
254
3832. πιστρώνου = διπλώνω, γυρίζω, κονταίνω, στριφώνω,-ουμι (μτφ.)
όταν γυναίκα κάθεται καταγής, μαζεύει τα πόδια και καλύπτει με το
φουστάνι τα ευαίσθητα σημεία του σώματός και κάθετε σεμνά τυλίγω,
περιδρομιάζω περιπαιχτικά, δέρνω
255
3850. πλαϊαστός = ξαπλωτός
3851. πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο από τα έξοδα
της στάνης
3864. πλάστ’ς, πλάστρ'ς = ξύλινη ράβδος για να πλάθουμε τα φύλλα από τις
πίτες, πλάστης
256
3869. πλατσ’κουτή = μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα
257
3888. πλύματα = ξεπλύματα και νερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά
το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε
για καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).
3895. πολίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο εσωτερικό της καλύβας 1,5
μέτρο περίπου απ το έδαφος
3899. πόρπη = αγράφα στην ζώνη. Ομηρική λέξη «πόρπη». Ιλιάς Σ, 401
258
3905. πουδάρι = πόδι, το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά
για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να
το γνέσουμε
259
3921. πούντα = δυνατό κρυολόγημα.
3924. πουρεύου = ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω
τον χρόνο μου, συντηρούμαι
260
ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.). Παράγει έντονη, διαρκή και
σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή “καυσόξυλο”.Τα
φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως κόκκους
(εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το
φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο
χαρακτηριστικοί και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από
αυτούς το ερυθρό χρώμα ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε
το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή
“κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως χρωστική ύλη.
3926. πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ και
σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο "σιδερόξυλο", πολύτιμο για
πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει
έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’
εξοχή καυσόξυλο .
3930. πούστης = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει
κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία
είναι πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι
σημαίνει επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική
πράξη, κατά το τουρκικό ετυμολογικό λεξικό, στην καθομιλουμένη
δεν χρησιμοποιούνταν ως βρισιά ή λέξη αναφοράς για τους
παθητικούς ομοφυλόφιλους
261
3933. πούτανους = μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα. Μεγεθυντικό του
πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της μορφολογικής
κατηγορίας του ουσιαστικού, απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.
262
3952. πριτσιάλους = ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα, ο χρόνος του
ζευγαρώματος.
3955. προίκα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την
μάνα της (κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα,
μετρητά) . Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και
αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο του ζευγαριού.
3958. πρόσγαλου, του γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την εμπλουτίζει
σε βούτυρο.
263
3966. προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.
3976. προυσκ’νάει η νύφη = σκύβει το κεφάλι και έχει τα μάτια όλο χαμηλά
από ντροπή ή σεβασμό, νυστάζει
264
3986. πρυόβουλους, πρυόβολος = το σίδερο με το οποίο χτυπούσαν το
στουρνάρι να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για το
άναμα της φωτιάς κατά τους αρχαιολόγους: η κρούση και η τριβή.
Στην κρούση, χρησιμοποιείται πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα,
το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η
ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς βελανιδιάς ή πλατάνου.
Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα πυρεία των αρχαίων
Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα
3988. πρώιμα αρνιά = αυτά που γεννιούνται στην αρχή του γέννου.
3994. πστιά = κομμάτι ύφασμα στο σαμάρι που έπιανε τα καπούλια του
ζώου και συγκρατούσε την μετακίνηση του σαμαριού προς τα εμπρός
3996. πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της
πήξης του
265
4000. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.
4001. πυριμάχος (αρχαιο)= ανθίσταται στην φωτιά, για πέτρα που είναι
ανθεκτική στην φωτιά, εβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι
μεταλλικά κουτιά η βάζα όπου τοποθετούσαν τα χρήματα για να
κινούνται
4005. πυρουμάδα = φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές (σαν
φρυγανιά) Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347
και μ, 396)
4007. πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και πάνω
του μπαίνουν τα σκεύη. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο
οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ-
ός» και «ιστίη»=εστία
266
4010. ρ’ζάρι (ρουβία η αιμοβαφής) = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα
του οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia
tinctorum) είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην
την Ελλάδα. Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει
κόκκινο χρώμα. Το ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται
από το χώμα, πλένεται, ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό
σκιάν και στην συνέχεια κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερό και
χρησιμοποιείται για την βαφή νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα
χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι, διότι αυτά συμβάλλουν στην
στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα νήματα και τα
υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό,
ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την
«Αλιζαρίνην».
267
4023. ρέβου = αδυνατίζω, χάνω πολύ από το βάρος μου.
4025. ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη,
γνωστά με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικό φυτό
καθώς ελκύει τις μέλισσες, και παράγει άριστης ποιότητας μέλι. Παρά
την γευστικότητά του και την θρεπτική του αξία δεν έχει ιδιαίτερη
εμπορική επιτυχία καθώς κρυσταλλώνει γρήγορα. Η ερείκη
χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην παραδοσιακή βοτανολογία, κυρίως
στις ορεινές περιοχές, όπου υπάρχει αυτοφυής, σε ολόκληρες εκτάσεις,
ως θεραπευτικό φυτό. Ο Διοσκουρίδης τη συνιστούσε για τα
τσιμπήματα των φιδιών. Ο Γαληνός ανέφερε πως προκαλεί εφίδρωση.
Είναι στυπτικό, ελαφρώς ηρεμιστικό και υπνωτικό βότανο, με
διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Η ερείκη είναι
διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του ουροποιογεννητικού
συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια κυστίτιδα,
στους κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που
σχηματίζονται στο ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των
οιδημάτων. Βοηθά σε προβλήματα γαστρίτιδας με υπερέκκριση
πεπτικών υγρών, κολικούς των εντέρων συνοδευόμενους από
διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και της χολής. Χάρη στις
ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη νευρική
υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την
όρεξη.
4026. ρέμα = χείμαρρος, ποτάμι που κατεβάζει μόνο το χειμώνα η μετά από
πολύ βροχή
268
έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακόντιά τους χωρίς αποτέλεσμα,
χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λύκων χτύπησε τον αντίπαλό του στο
κράνος και του κόπηκε η λαβή του ξίφους, ενώ ο Πηνέλεως χτύπησε
τον Λύκωνα στο «ριζαύτι» και σχεδόν τον αποκεφάλισε.
4031. ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων για
να δούμε πόσα χρήματα αναλογούν στο κάθε πρόβατο
4036. ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από τη θέση
τους
4039. ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο
269
4044. ρνάρι, αρνάρι = λίμα
4045. ροβολάω = οδηγώ το κοπάδι, από τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω
(χτυπώ), χτυπάω (ωθώ) τα πρόβατα να προχωρήσουν (ρεύσουν )
4048. ρόζους = σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα
κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται
4049. ρόιδινους, -η, -ου = ροδομάγουλος, που έχει το χρώμα του ρόδου ,
που είναι φτιαγμένος από ρόδο, αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος
4053. ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν
μονοκόμματη, η διπλή (ενωνόταν δύο κομμάτια) το κάθετο και αυτό
που συγκρατούσε το μαλλί. Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: την
ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν ένα απλό εργαλείο με
το οποίο οι γυναίκες κάθε ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό
του κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε
για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα
στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με
συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη
μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες
από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν
λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα
σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το
σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο
γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το
270
ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα
ξύλα στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν
προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα
για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν
γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το σχήμα τους.
Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο
στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το
όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.
4054. ρόκα του πουδάρι = (μτφ.) έσπασε το πόδι και είναι στο νάρθηκα.
271
4067. ρούμπαλου = κουκουνάρι από έλατο, εμπόδιο, πρόβλημα
4068. ρούντου = πρόβατο που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα
4081. σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου, κάνω σημάδι στο αφτί
του προβάτου, για να το γνωρίζω.
4082. σ’μάδι = σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων, κάτι που
σε προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο,
μαλλιά. τα σμάδια= οι βέρες του αρραβώνα
272
4083. σ’μαδιακός = χαρακτηριστικός, σπάνιος
4084. σ’μαδιμένα = ζώα που έχουν κατεβάσει μαστάρι έτοιμα για γένου
4085. σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της κύησής της και
έχει κατεβάσει μαστάρι.
4087. σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.
4088. σ’νάφι = άτομα που έχουν την ίδια καταγωγή και προέλευση.
ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα
273
4099. σαία = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που
μεταφέρεται
4100. σαϊάζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να
προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σαϊά
4102. σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των
274
4117. σακατεύου = τραυματίζω, αχρηστεύω, -ουμι αχρηστεύομαι, γίνομαι
ανάπηρος.
4125. σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το
κοπάδι καθώς προχωράει στη βοσκή
275
4133. σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη
4147. σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς ιδιαίτερη
βλάστηση, γκρεμός (πιθανή προέλευση του ονόματος των
Σαρακατσάνων καθώς τα ονοματα πήγαζαν από τα χαρακτηριστικά
διαβίωσης της περιοχής των διαφόρων ομάδων. Σάρα = γκρεμός, κάσι
= μεγάλος βράχος, ανος = δηλωτικό προέλευσης ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ,
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ
276
4150. σαρακιάζει του ξύλου = γεμίζει από σκόρο.
4153. σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα,
λίπος στο μαλλί των ζώων
277
4165. σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω, απαγάγω
4173. σέα, σέια, σαία = πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα
4177. σειρήτια γερά και ίσια, ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα αδίπλα
καλύβια
4178. σέλα = σέλλα,κάθισμα για τον αναβάτη στη ράχη του αλόγου, από το
Ιταλικό sedeo, πιθανόν η λατινική sella
278
4183. σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter),
που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία
είναι Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη Η επιδεξιότητα
και η ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομώνυμη λέξη
«σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για
την ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις
περιστάσεις. Γνήσια Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco
tinnunculus), Δεντρογέρακο (F. subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni),
Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus), Μαυροπετρίτης (F. eleonorae),
Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F. peregrinus),
Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη Γνήσια
Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A.
nisus), Σαΐνι (A. brevipes).
4186. σιαλβάρι, του πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να
το δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην
μπορεί να βυζαίνει, είδος χαλινού [26, 68].
4191. σιαπέρα = προς τα πέρα, αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για
σιαπέρα}
279
4194. σιαπίσου, σαπίσου = προς τα πίσω
4197. σίβους, -α, -ου = αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ γκρι και μπεζ.
280
4214. σιουρβέτι = άσπρο σαρίκι
4228. σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο
281
4233. σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια, σιδερόσκαλα στη
σέλα, αναβολέας, γενιά
4245. σκαπετάου = περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού, γέρνω στη ράχη
απ την άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή
4246. σκάπιτα = μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος
και δεν φαίνονται.
282
4247. σκαπιτάου = περνώ απ την άλλη πλευρά του βουνού, περίπου με
ίδια ένοια και το βάϊζω = γέρνω, αλλάζω πλευρά
4250. σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από την ομηρική λέξη
«σηκάζω», μανδρώνω. Ιλιάς Θ, 131
4252. σκάρφη, (μέλας ελέβορος β,λ στο δεύτερο μέρος) = φυτό που έχει
θεραπευτικές ιδιότητες
4255. σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και κυρίως οι νομάδες,
έλεγαν ότι ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι
4262. σκίζα = κομμάτι από ξύλο που σχίζεται από τον κορμό ενός δέντρου ή
ενός χοντρού κλαδιού, πελεκούδι.
283
4263. σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα
4265. σκιπή = σκέπη Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον
άνεμο). Οδύσσεια ε, 433
4269. σκλήθρο = μικρό δένδρο από του οποίου τα φύλλα έκαναν μαύρη
βαφή μαλλιών
284
4271. σκλήκι = σκουλήκι
4272. σκλί = σκυλί. Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την
εγκατάλειψη του ποιμενικού νομαδισμού, κατόρθωσαν να
διατηρήσουν την καθαρότητα της ράτσας τους λόγο ενδογαμίας και
της κλειστής κοινωνίας τους . Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με όλα τα
ζώα που αφορούσαν την ζωή τους. Το άλογο, το σκυλί, το πρόβατο
των Σαρακατσάνων αποτελούσε μέχρι πρόσφατα ξεχωριστή φυλή η
οποία εξ αιτίας του απομονωτισμού τους ( ειδικά των
Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.
4275. σκόρτσα = χαμόκλαδο, πόα σαν είδος κέδρου με φύλα σαν βελόνες
που καίγεται με χαρακτηριστικό ήχο
285
γκουσταναρίτσα, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα,
γουστερούλα, γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι
4284. σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς όλες τις
κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.
286
4301. σμά = κοντά
4307. σμίχτις, σμιχτάδις, σμίχτες = συνέταιροι στο ίδιο τσελιγκάτο οι, βλ.
4314. σούδα = κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξύλα και πέτρες, τα
ζώα που κινούνται με ορμή προς μία κατεύθυνση
4315. σουδιάζου = οδηγώ τα ζώα στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα
και με γρήγορη κίνηση
4316. σουϊεύου = είμαι συγγενής με κάποιον, δίνω γνωριμία στο σόι μου
287
4317. σουκάκια = τα δρομάκια, τα στενά
4327. σουρτάρα = όπως κινούνται τα πρόβατα το ένα πίσω από το άλλο και
τρέχοντας κατεβαίνουν από πλαγιά ή πηγαίνουν προς μια
κατεύθυνση, μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας
σουρτάρα
288
4333. σουφλί = σουβλί.
4339. σούφρος = αυτός που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει στο φαΐ,
λαίμαργος, κώλος
4343. σπανίσιους, -α, -ου = αυτός που ζει στα σπανά, (βλ. λ.).
4345. σπαραγγιά = φυτό πόα που τρώμε τον καρπό του και το
χρησιμοποιούμε σαν φυλαχτό στα κονάκια [26, 167].
289
4350. σπιτσιέρ’ς = φαρμακοποιός.
290
4366. Σταυρός = ένα σύμβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της
ζωής των Σαρακατσάνων και είναι ένα από τα πλέον εμφανιζόμενα
σύμβολα και είδος δεσίματος , διασταύρωση στα λούρια.
4373. σταυρουτός = χορός στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια τους και
σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Σταυροφορούντες οι
Σαρακατσάνοι των οποίων οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο
και στα χέρια. Είναι δε τέτοιο το καμάρι που όταν θέλουν να δείξουν
σε κάποιον ότι τον εκτιμούν αφάνταστα χρησιμοποιούν τη φράση: “Σ΄
έχω σταυρό στ’ μπάλα (μέτωπο)”. Σταυρός η κατσούλα στην κορυφή
της καλύβας, σταυρός στα κεντημένα ρούχα, σταυρός ο χορός τους
(σταυρωτός).
291
4378. σταχτουλόους, ου χώρος στον οποίο συγκεντρώνουμε τη στάχτη ή
δοχείο στο οποίο τη συγκεντρώνουμε [26, 279].
4383. στέρφα = τα πρόβατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενούν )
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»)
4384. στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα.
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»)
292
4394. στιφάνι = στρόγγυλο πελεκημένο ξύλο από το οποίο κρέμεται το
κουδούνι από τα πρόβατα ή το κυπρί από τα γίδια , ξύλινο πλαίσιο
που στηρίζει την πόρτα από το κονάκι, κεφαλάρι της, ξύλινος κύκλος
στην κατσιούλα του κονακιού, απόκρημνο και δύσβατο μέρος.
4397. στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) = από την καλή βοσκή πάχυναν κι είναι
και πολύ γερά.
293
οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την
τριβή).
4410. στραγγίζου τα πρότα = τα αρμέγω την περίοδο που έχουν λίγο γάλα.
4413. στράτα = δρόμος, ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα
βουνά και το αντίθετο
4417. στρατιουτ'κά = ρούχα που φοράμε στο στρατό, αυτά που έχουν σχέση
με το στρατό
4420. στριβάδι = χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα.
294
4423. στριγγλιάτα = γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά.
4438. στρουσίδια = μάλλινα υφαντά για στρώσιμο στο πάτωμα, στο κρεβάτι,
σε διακοσμητικά
295
4440. στύψη = στίψιμο, αποχύμωση
296
4458. συλλουιόμι = συλλογίζομαι
297
4475. συνιρίζουμι = συναγωνίζομαι κάποιον, θέλω να του μοιάσω, τον εχω
σε εκτίμιση
298
4493. σφαγάρι = το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το μαχαίρι για
να το σφάξουμε.
299
4507. σφουντύλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το αδράχτι που
διευκολύνει την περιστροφή του
4509. σφουριασμένη = ανύπαντρη γυναίκα που έγινε γνωστό πως δεν είναι
παρθένα
300
εμπρός από τον Αμνό και, όταν πριν τη Θεία Κοινωνία κατά τη
συστολή (ένωση) Σώματος και Αίματος ο Λειτουργός τις ρίχνει στο
Δισκοπότηρο
4519. τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι
έτοιμο για τον αργαλειό
4520. τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα για
γνέσιμο
301
4527. τ’ρόγαλου = το μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο
το στράγγισμα του τυριού
4529. τ’φάνι = αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από
άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.
4541. ταηστάρι = σακούλι με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό
τους
302
4545. τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το
όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα
γινόταν και την ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για
να ευχαριστήσουν τον άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους
4554. ταράτσα = μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που
είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό
4557. ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.
303
4563. ταχτική = κανόνες, αρχές
4569. τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που κατασκεύαζαν την
προσωρινή σκηνή να φυλαχτούν τα σαία στην πορεία για τα χειμαδιά
η αντίστροφα
304
4582. τζιλέπια = φόροι.
305
4601. τηρώ = κοιτάζω, βλέπω, φροντίζω, προσέχω, υπολογίζω, στρέφομαι
προς κάτι, διαφυλάσσω
306
4620. τίποτας , τίποτις = τίποτα.
4625. τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω από τις
κάλτσες
4633. τιχνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του
4636. τλούπα = τουλούπα, τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα
307
4639. τλώνω = τεντώνω
308
4659. τούφα = φούντα, θάμνος,
4663. τράγιος -ια -ιο = τραγίσιο, φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου
4668. τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες
309
4678. τραχλιά = τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από
φόρεμα ή πουκάμισο και περιβάλει τον τράχηλο | < μσν. τραχηλία,
τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.
4687. τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές
κλωστές ή τρία κλωνιά βασιλικέ μου τρίκλωνε
4692. τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι
τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι
310
4696. τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι
τεσσάρων ετών.
311
4712. τρύγος = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το
αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα
σταριού). Βλ. & θέρος το, τρυγητής ο.
4724. τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί ψόφησε αλλα δίνει
γάλα
4727. τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και
το βάζουμε σε ασκί.
312
4730. τσαϊρό = τσαγερό, τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).
4743. τσάκνο = ξυλαράκι, λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου· μτφ. πολύ λεπτός,
αδύνατος άνθρωπος
4744. τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και
αλατισμένο.
313
4748. τσαμπάς = μαλλιά ανθρώπου
4749. τσάμπουρα = μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον
τρύγο.
314
4766. τσάρκος = μαντράκι για να κλείνονται τα μικρά να μην βυζαίνουν όλη
την ώρα
4774. τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει
τα πιο πολλά πρόβατα η άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, άτομο άξιο
να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.
4776. τσέτα, τσιάτα = ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από
315
4784. τσιαλαφούτι,. γαλουτύρι = είδος τυριού
4797. τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή
δροσιά
4799. τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην άκρη για να
ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία
316
4802. τσιγαρουλουγάου = καπνίζω
4807. τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα
οικιακά σκεύη.
317
4821. τσιμπλουμάτα = αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, κακορίζικη,
χαμένη
4828. τσιότα, τσέτα = ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα
4829. τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε κρασί
στους γάμους.
318
4838. τσιουκανάω = βαράω
319
4858. τσιώφλοιου = κέλυφος, φλούδα, τσόφλι
4863. τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο.
Τη συναντάμε σχεδόν παντού ιδίως σε μαντριά Μαζεύονται τα νέα
φρέσκα φύλλα και οι κορφές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη πριν
ανθίσει, τρώγονται βραστά σαλάτα ή τσιγαριστά. Με τα φύλλα της και
άλλα μυρωδικά φτιάχνονται πίτες
320
4874. τυφλίτ’ς, ντιφλίτς = είδος φιδιού που είναι σκούρο καφε χοντρό και
τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο
4885. υφάδι = νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας.
321
4891. φ’λιά = επίσκεψη, φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.
322
4911. φαρμάκι = το δηλητηριώδες φυτό κόνιτο το νάπελλο, ακόνιτο το
ρανουκουλόφυλλο, ακόνιτο το λυκοκτόνο. ( Aconitum napellus )
Δηλητηριώδες φυτό, γνωστό στην Ελλάδα από την εποχή των
μυθικών χρόνων. Πιθανολογείται ότι το χρησιμοποιούσαν όπως το
κώνειο, για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο, ενώ
χρησιμοποιούσαν τον χυμό του για να παρασκευάσουν δηλητήριο,
στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη και τα ξίφη τους. Όταν το τρώνε τα
πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε
323
4927. φεύγα = αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά.
324
4941. φιλιώνου =ενώνω, συνταιριάζω, συμφιλιώνομαι.
4946. φιρέοικους, -η, -ου = νομάς, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και
μετακινείται για την εξεύρεση καλύτερων συνθηκών για την δουλειά
του
325
4954. φκιασίδια = τα καλλυντικά και στολίδια της Σαρακατσάνας
φλαμπουράκους = μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας) που
326
4963. φλιτράου = πετάω (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω
ανάλαφρα από χαρά
4965. φλόκους = δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις
βελέντσες.
4973. φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και γκρίζες-στα-
χτιές τρίχες ανακατωμένες
4976. φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να γεννήσει,
αυτός που κάθετε συνέχεια μέσα (τι φλάς φόλους;)
327
4979. φουβέρτα = φοβέρα.
328
4997. φουρτουμένη = έγκυος γυναίκα
5003. φούστα = βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία φορεσιά που πιάνεται στη
μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.
5006. φουτίκια, φωτίκια = τα δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία ηταν
ολοκληρωμένη αλαξιά
329
5013. φρίττου = τρομάζω, φοβάμαι
5026. φτιλιάς = Η φτελιά ή κοινώς και φτελιάς, φτιλιάς, φτελιός και στα
αρχαία ελληνικά γνωστή ως πτελέα ή πτελέη, είναι αυτοφυές
φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Το ξύλο της φτελιάς
είναι περιζήτητo. Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες «συνυφασμένες»
(τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται) έτσι η ξυλεία της δεν σκίζεται
εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην
κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς
των ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι
ακτίνες χώνονται στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά
στη φτελιά (πτελέα) έγινε στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων
της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή. Μερικά από τα άρματα είναι από
330
πτελέα και οι κατάλογοι αναφέρουν φτελιανούς τροχούς Ο Ησίοδος
λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από πτελέα Επειδή δεν σαπίζει
όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία της φτελιάς
χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες νερού,
και στην κατασκευή των υδραντλιών Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη
χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που
συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Aσία Ο
Διοσκουρίδης μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα
μπορούν να βραστούν ως χόρτα Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού
από ξερά φτελιάφυλλα χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί Οι σπόροι
είναι πιο θρεπτικοί, με 45% πρωτεΐνη ]
5028. φτίνα =. πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται
γιαούρτι, μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.
331
5038. φυλαχτήδις = συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι του γαμπρού,
5044. φώλος, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη φωλιά
της κότας για να την κάνει να γεννά, αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε
μέσα περιπαικτικά
5051. χ’λιαράκι = το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη
του στέρνου και πάνω από το στομάχι · έχει το σχήμα κουταλιού.
332
5053. χ’λιαριά = κουταλιά.
333
5073. χαιβάνια = ζώα , ανθρωπος χαζός
5091. χαλκόμ’γα = μύγα στο χρώμα του χαλκού που φτίνει τα κρέατα
334
5093. χαλνό = δερμάτινο εξάρτημα σαν καπίστρι με μικρη μεταλική ραβδο
που μπαίνει στο στομα για να οδηγείς το άλογο, τα γκέμια
335
5101. χαμπλώνου = χαμηλώνω.
5102. χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του καρφωμένα
μεταλλικά καρφιά για προστασία απ τα άγρια ζώα
336
5120. χαρκεύου = μαστορεύω.
5127. χαρσμένο = αυτό που έχει πάνω του όλες τις χάρες
337
5137. χάσκου = χαζεύω, αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι
338
5155. χέρι-χέρι = πολύ γρήγορα:
339
5175. χλιμιτρίσματα = αποχαιρετηστήρια κλάματα με λυγμούς που χύνει η
νύφη
340
5196. χουλουσκάου = στενοχωριέμαι, σκάω
341
5214. χουρτασίλα = το αίσθημα χορτάσματος.
342
Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης,
δηλαδή, η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.α.
5235. χτένι = εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.
5244. χώνιψι η πρατίνα = εμασε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμεξαμε
343
5248. ψ’χή = καρδιά.
5253. ψαλίδι = ψαλίδι, αρχαία "ψαλίς" προελληνικό (μτφ.) ίδιο ύψος, ίδια
ηλικία, ίση αξία
5256. ψάνα = χλωρό μεστωμένο στάχυ και ψάνη και αψάνα, χλωρό στάχυ
σιταριού, χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός*
(Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους].
344
5257. ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες
5258. ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες
ανακατωμένες με άσπρες
5259. ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η τοποθέτηση
των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών
345
5275. ψιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή
δουλειά.
346
5294. ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για να γένη πιο τραγανή
5298. ωρέ, ρε, βρε, μωρέ, αβρέ, αρέ = εσύ από το bre
347
ΠΗΓΕΣ
10. http://www.lithoksou.net/p/mpa-mpaito
https://el.wiktionary.org
votanaaristoteleio.weebly.com
348
έτσι το λέμε εμείς
οι
Σαρακατσάνοι
λέξεις της καθομιλομένης
στην
Σαρακατσάνικη λαλιά
349
Α
1. α = δηλώνει συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το
χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του
άυπνους.
3. αβάρετος = αλάρουτους
4. αβαρής = άβαρους = που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος , δεν έχει βάρη
λίγο πριν από τη δύση του , (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν, που δεν έχει
βασιλιά
9. αβγό (ειδικό) = φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να
10. αβλαβής = άβλαβους -η -ου = που δεν προξενεί βλάβη, κακό, άκακος, που
350
12. αβλόγητος = αβλόητος -η -ου = που δεν τον ευλόγησαν
13. άβουλα = άβουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση
κάποιου)
αγάμητη
με τη νύφη
21. αγγείο, είδος πιάτου = λιγγέρι = χάλκινο αγγείο ρηχό και πλατύ
26. άγευστος, -η, -ο = άνουστους -η -ου = δεν εχει γεύση, ανούσιος , κάτι που
τρόπους
351
32. αγκώνας = αναγκώνας
33. αγναντεύου = αγνάντιμα = η ενέργεια του αγναντεύου
πήγαν με κριάρι,
ανάλογα με την εποχή. Είναι, δηλαδή, ανοιχτόχρωμο καφέ κατά την άνοιξη και
προϋπόθεση για την ύπαρξη του είναι ο γκρεμός, όπου βρίσκει προστασία από
352
και υποαλπικά λιβάδια αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο για το αγριόγιδο. Τον
αντιμετωπίζει τις εκχυμώσεις και τους κιρσούς και, γενικότερα, συμβάλλει στην
πάθαιναν κολικό και γι' αυτό έχει πάρει το όνομα hippocastanum (ίππος +
βοηθά στη φλεβίτιδα, τις αιμορροΐδες, τους κιρσούς και τα κνημικά έλκη.
46. αγριοκοίταγμα = αγριουτήραμα = κοίταγμα άγριο
47. αγριοκοιτάω = αγριουτηράου = κοιτώ αγριεμένα
353
48. αγριοκρίθαρο = αγριουκρίθαρου, αγριόχορτο, όρδεο το μύουρο
Αγριοκρίθαρο ή
Αγριοστάχυ ή
τριχοστάχυ - Hordeum
murinum Αγροστώδες
ζιζάνιο, φυτρώνει
συνήθως σε χέρσα
εδάφη και
σε πολυσύχναστα μέρη και κατά μήκος των δρόμων. Τα άνθη του είναι μικρά
για τα σκυλιά και τις γάτες επειδή τα μικρά μυτερά στάχυα μπορούν να
διαπεράσουν τα αυτιά και τις κόγχες των ματιών. Εάν μια ολόκληρη ακίδα
αγριοκρίθαρου χωθεί μέσα στη μύτη σας είναι δύσκολο να την αφαιρέσετε. Η
ακίδα ωθείται βαθύτερα προς τα επάνω μέσα στη ρινική κοιλότητα και έπειτα
354
54. αγριότοπος = αγρίδι = τόπος που δε βγάζει καλό χορτάρι, τόπος δεν εχει
χορτάρι
(κώλος)
61. αγρυπνία = νυχτέρι = μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι
63. αγώγι = αγώι = το μεροκάματο και η μεταφορά των αγαθών από τον
αγωγιάτη
64. αγωνία = αγουνία, άγχος
65. αγωνίζομαι = πασκίζου, αγουνιόμι, προσπαθώ, ταλαιπωρούμαι.
66. αδειάζω = αδειάζου = αδειάζω κάτι, έχω ευκαιρία.
με την Αγία Ζώνη κ.ά. Μέχρι το 1920, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, στο
355
72. αδελφοποιτός = σταυραδερφός, μπράτμους
= Η «σταυραδερφοσύνη», ή
ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το έθιμο
μεταξύ ατόμων, που δεν είχαν συγγένεια αίματος, αλλά είχαν ίδια θρησκεία και
χαραχτεί η φλέβα στο εσωτερικό του βραχίονα και των δυο, που έχουν
συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και τέλος έπιναν λίγο αίμα ο ένας από τον
άλλο.
από βοήθεια
356
85. αδυνατίζω = κατχεύου, κατχιαίνου, σώνουμι, ρέβου, αχαμναίνου = χάνω
βάρος
κουταμάρες
105. αίμα (σε τσίμπημα φιδιού) = δρουπίκι = δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο
357
108. άιντε = αϊντι = άντε , εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με
113. αιφνίδια βροχή = τ’φάνι = άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από
πράξη
119. ακίδα = αγκίδα, μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από ξύλο
τροχίζουμε τα μαχαίρια
124. άκοπα = άκουπα = δεν κόπηκαν, αλλά και χωρίς διακοπή
358
129. άκουσα = άξα
αφτί να ακούσω
, αντίχριστος.
359
143. αλαφροΐσκιωτος = αλαφρουίσκιουτους = ματιάζεται εύκολα, αυτός που
«βλέπει» φαντάσματα
147. αλεπού = αλπού = μτφ. είναι πονηρός η πονηρή και πανούργα γυναίκα.
πασπάλη]
151. αλευρώνω = αλιβρώνου = ρίχνω αλεύρι.
κατάλληλη για τη θεραπεία ελκών στο διαβητικό πόδι, στην επούλωση όλων
δερματικών παθήσεων όπως η ακμή , καθώς αποτελεί μία φυτική ουσία που
βοηθά στην αποκατάσταση του δέρματος χωρίς τις παρενέργειες των χημικών
ουσιών.
155. αλλά = αδέ = ενώ, μα
156. άλλαγμα = .άλλαμα
360
157. αλλάζω = ξαλλάζου = φοράω τα παλιά και βγάζω. τα καλά ρούχα
158. αλλαξιά = αλαξιά, καθαρή ενδυμασία που φοράω, όταν αλλάζω ρούχα.
162. αλλοίμονο μου = λέλι μ’ = και η έκφραση "ουϊ λέλιμ = αλλοίμονο μου "
163. αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή το φαγητό = τάγκιασι του φαΐ
μεταλλάσετε
αδενίτιδα) = σακαϊάρκα = τα
αδενίτιδα
172. άλογο = μπινέκι = άλογο ίππευσης (του τσέλιγκα συνήθως) μπινέκικο, μπινέκι,
173. άλογο (άρρωστο) = τικνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις
δυνάμεις του
361
176. άλογο (χρωματικά) = ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες
181. αλόγου περπάτημα = ριβάνι = ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου
187. αλοιφή (είδος) = κιραλ’φή, η = πρακτικό γιατροσόφι (αλοιφή με κερί και λάδι)
188. αλυσίβα = αλσίβα = στάχτη και νερό για το πλύσιμο Η αλισίβα είναι ένα
και αντί για σαπούνι και για το λούσιμο (ειδικά για λιπαρά μαλλιά). Η αλισίβα
από τη στάχτη, το οποίο έχει την ικανότητα να διαλύει τα έλαια και τα λίπη
190. αλυσίδες = κουστέκια. Χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια τους
362
192. αλωνίζω = αλωνίζου, τριγυρίζω σαν να αλωνίζω, περιφέρομαι, κινούμαι
που δεν πήγαν στο μαγγάνι για χτύπημα , έμειναν όπως βγήκαν απ τον
επεξεργασία.
196. αμάζευτος = αμάζουτους. άζαπους, -η, -ου, απείθαρχος, αυτός που είναι έξω
κρούνα
206. αμούστακος = αμάλλιαγους, νέος, χωρίς
πείρα.
363
209. αμύγδαλα άγουρα = τσίγαλα
214. ανάβω = ανάφτου, ανάβου, -ομαι = βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται
εύκολα και συνήθως δίνουν ζωηρή φλόγα και θερμοκρασία, παίρνω φωτιά,
υπερβολική ζέστη
215. ανάγλυφα σχέδια (ειδικά) = κλίκια = ανάγλυφα σχέδια από ζυμάρι που
και αν δεν αναστενάζω, σωρός από πέτρες που σχηματιζόταν στο σημείο
βοηθάω, ενθαρρύνω
364
223. ανακατεύω χωρίς όρεξη = μαλλιαγκράω, μαλλιαγρίζου = ανακατεύω κάτι
άτσαλα.
229. αναλαμβάνω = αναλαβαίνου = ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κάποια
αρρώστια.
230. ανάλατος = ανάλατους = άχαρος, δεν έχει νοστιμιά επάνω του, χωρίς αλάτι,
231. ανάλαφρος = ανάλαφρους -η -ου = πολύ ελαφρός αέρας, που είναι μόλις
αισθητός και ευχάριστος, για κάτι ή για καποιον που δίχνει ότι δεν έχει
236. αναπάντεχος = αναπάντ'χους -η -ου = κάτι που δεν περίμενε, δεν υπολόγιζε ή
365
237. αναπαύονται
ενώ κάθονται
μεσημέρι
στον ίσκιο τα
πρόβατα =
σταλίζουν τα
πρότα
238. ανάπαυση =
ανάπαψη
ελάττωμα,
243. αναποδιάζω = στραβώνου = δεν λειτουργώ όπως πρέπει, δεν λειτουργώ ορθά
366
253. ανάργυρος ο δυσώδης = βρουμουκλάρι = το φαρμακευτικό φυτό ανάργυρος
πέφτω ανάσκελα
259. ανασκουμπώνομαι =
ομαι =
εξανθήματα, «Αναδρίμουσι η
γλώσσα μ»
367
267. ανατριχιασμένος = γατσουμαλλιασμένους = αυτός που ανατρίχιασε από το
κρύο.
ονομάζω.
καβαλικεύει ο άντρας
αέρας
282. ανήλιαστος = ανήλιαγους = αυτός που δεν έχει κάτσει κάτω απ τον ήλιο,
(ζιρβύ)
285. ανήμερα
368
286. ανηφόρα = ανήφουρου
σπιρδουκουκάλι
ξενυστάζεις
καταβροχθίζει τα πάντα.
369
304. ανοίγω τα πόδια = χαβδώνω μπροστά στην φωτιά (χάβδα) να
307. ανόρεχτος = ανόρεχτους -η -ου = που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό,
που γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής
διάθεσης
που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ,
320. αντήλιο = αντήλιου = ό,τι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του
για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει
370
322. αντιδρώ απότομα = τσινάου = τινάζομαι απότομα, το άλογο όταν αντιδρά
δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει
κεφαλοτύρι.
έκταση, χώρος που είναι γεμάτος από δυνατούς και συνεχόμενους ήχους
371
343. ανύπαντρος = μπεκιάρης, μπικιάρς =, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος,
ασυγκράτητος
είναι ώριμο, στον καιρό του δεν ωρίμασε , δεν είναι στον καιρό του, άγουρο
349. ανώριμοι = αγρίδια = ανώριμοι καρποί.
350. ανώριμος = άγουρους, άγριος = δεν ωρίμασε (επί ανθρώπων ανώριμος)
353. αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα, αξιάδα, αξιότη, αξιότητα, αξιότα,
357. άξιος = άξιους -α -ου = έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες για
κάτι, είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος, αξίζει για αυτό που κάνει
372
365. απαλός = αγανός = μαλακός, αραιός, ανάριος.
366. απάνεμο = απόγουνου = απάνεμο μέρος, προστατεύεται από τον άνεμο και
370. απαρνιέται τον έρωτα = αρνητής = αυτός που απαρνιέται την πίστη
375. απέναντι = αντίκρια, απουπέρα, καρσί (καρσί στον ήλιο = απέναντι στον ήλιο)
άλλο
380. απένταρος = γαζέτα δεν έχει = είναι απένταρος. Η γαζέτα υπήρξε νόμισμα της
Επτανήσου Πολιτείας, που κόπηκε το 1801, κατά την περίοδο της Ρωσσικής
ισχυρό τοξικό φυτό γνωστό για τις ισχυρές του καθαρτικές ιδιότητες. Ο
απήγανος λέγεται ότι απομακρύνει τις γάτες, τους σκύλους, τις μάγισσες και τα
373
κακά πνεύματα. Η παράδοση λέει ότι ο Οδυσσέας έδωσε απήγανο στους
διασκέδαζε με τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του στα ανάκτορά του
δύστροπος
389. απλησίαστος = αζύγουτους
πηγή
374
395. από αυτού = απαύτου
397. από γεννησιμιού = γιντάτους, = γεννημένος έτσι όπως είναι. από τη γέννα
του.
398. από εδώ = απουδώθι = από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που βρίσκομαι.
406. από πίσω = απουκουντά = στη συνέχεια, από την πίσω μεριά, αυτά που
ακολούθησαν.
μελιταίος, τοξοπλάσμωση
375
419. απόγευμα = απόγιουμα
429. αποκεί = απουκεί, απέκει, απέκεια = από εκεί,από το άλλο μέρος, από εκείνο
το σημείο
439. απόμερα = ανάμερα , παράμιρα Από την πρόθεση «ανά» και την ομηρική
376
442. άπονος = άπουνους = αυτός που δεν είναι πονετικός.
πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που την προστατεύει από τα νερά της βροχής
451. απου = α' συνθετικό δίνει την έννοια τελειώματος ενέργειας που εκφράζει το
χρονικά,κάπου κάπου
377
466. Αρβανιτόβλαχοι = Γκαραγκούν’δις = Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου ,
Ήπειρο με τους Αρβανίτες, γνώριζαν τρεις γλώσσες, δηλαδή εκτός από την
Ελληνική και την Βλάχικη, την Αρβανίτικη. Για τον λόγο αυτό υπάρχει
σχετικά νέος και μάλιστα πολλοί από τους παλιότερους Αρβανιτόβλαχους δεν
σιγά.
Σαρακατσάνων, μηχανή σε
εργοστάσιο ύφανσης
Σαρακατσάνικος αργαλειός.
το διασίδι
μασούρια
474. αργαλειού (μέρος) = δόντια = κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον
αργαλειό
378
476. αργαλειού εξάρτημα = ξ’λόχτινου = μέσα στο οποίο μπαίνει το
χτένι.
φέρει τα μ’τάρια
στηρίζονται τα αντιά.
485. αργαλειού εξάρτημα = τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από
486. αργαλειου εξάρτημα = αντί = εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο
υφασμένο διασίδι).
379
490. αργαλειού εργαλείο = μπρουσταντί, (του) = το μπροστινό αντί, αυτό στο
= ξυλόχταινο = χτένι
ύφαιναν βελέντζες
κλπ
= μασέλοις = δύο
εγκοπές πάνω
υφαίνονται
496. αργαλειού νήμα = σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι (σαϊτόξυλο)
την εμφάνισή του, αυτός που είναι αργός στη δουλειά του και δεν αποδίδει
πολύ.
380
506. αριθμητική (μάθηματα) = ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ
βλαχ.
φτιάχνω αρμαθιά, -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα
κάποιον
522. άρμεγμα = αρμιγμα, αρμιή, άρμιμα, Το άρμεγμα με το χέρι ήταν για αιώνες
ο μοναδικός τρόπος λήψης του γάλατος. Γίνεται με εφαρμογή πίεσης στη θηλή
381
524. αρμέγουν = αρμέν
525. αρμέγω τα πρόβατα την περίοδο που έχουν λίγο γάλα = στραγγίζου τα πρότα
530. αρνί (ιδιαίτερο) = δυγόνι = αρνί που γεννιέται προς το τέλος του γέννου
λαμπριάτ’κου αρνί
539. αρπάζω = ζαπώνω = παίρνω κάτι ξένο, κάνω κάτι δικό μου (συνήθως
382
541. αρπάζω περιουσία = διαγουμίζου, διαουμίζω
542. άρπαξε το ψωμί = άρπαξι του ψουμί = ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η
επιφάνειά του
δαχτυλίδια και βασιλικό, ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα
αρραβωνιάσουν
551. αρρωσταίνει = αβδιλλιάζιτι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη βδέλλα, (παθαίνει
μαστάρι)
383
561. αρρώστια ζώου (είδος) = μαστίτιδες = κακή λειτουργία αρμεκτικού
χρόνιο νόσημα
κοιλιά του.
576. άρτυμα = άρτμα = φαγητό που αρταίνει, το να τρώμε φαγητό που αρταίνει
(γαλάρεψαν) = γαλαρεύου =
384
580. άρχισε ο γάμος = = πιάνουμι
αρχουντάθρουπους
588. άρωστος από δυσεντερία = κουλλιατζιάρς = αυτός που πάσχει από κολλιάτζα
(δυσεντερία)
ορμητικός, ασυγκράτητος
385
595. ασθένεια ζώων = λιστερίωση = σχετίζεται με βόσκηση στα πουρνάρια.
597. ασθένεια νυχιών = κμάνι = ασθένεια που πληγιάζουν τα ζώα ανάμεσα στα
νύχια
buzë-a αλβ.
μπροστά.
386
609. ασκί (ειδικό) = τυρουλόι, τυρολόγος = ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος
το τυρί
610. ασκί (ειδικό) = φλάσι, φτσέλα = ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσοπαναραίοι
611. ασκί (είδος) = ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο,
αλεύρι ή ψωμί
πρόσωπο.
625. ασπρόχωμα = ασπρόχουμα = χώμα που το χρώμα του είναι προς το άσπρο.
387
630. αστράγγιστο τυρί = αστράγκ’στου τυρί, αστράγκιγου = δεν του έχει αφαιρεθεί
το τυρόγαλο.
641. άσχετη = ανίδια = γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα, ανίδεη
388
647. ασχολούμαι με κάτι = μπιχιρίζουμι
παράξενος, στραβόξυλο
660. αυγό (ειδικό) = φώλους, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη
661. αυλάκι = αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για
667. αυτά που αρμέγονται = γαλάρια = τα ζωντανά που έχουν γάλα, πρόβατα ή
389
670. αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της = τσιμπλουμάτα =, κακορίζικη, χαμένη
τσοπαναραίους
680. αυτός που δε σαλεύει από τη γωνιά της φωτιάς = σταχταράκος, σταχτιάρ’ς =
τεμπελάκος
681. αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε μέσα σαν φώλος περιπαικτικά = φώλους,
φώλι
390
695. αφαιρώ το τυρόγαλο από το τυρί = .στραγγίζου του τυρί
710. αφράτος = αφράτους = αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του
αφρού.
391
721. αχνίζω διαρκώς = αχνουβουλάου
730. άχυρο = σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη
732. άψητο ψωμί = ζέλι είνι του ψουμί = δεν ψήθηκε καλά το ψωμί δε στράγγισε
καλά.
Β
733. βάζω = βάνου
738. βάθος χούνης = γιούπατο = το βαθύ της χούνης ( χούνη = βαθειά χαράδρα
741. βαθύ κοίλωμα με νερό στο ποτάμι = βίραγκας = βαθειά κοίτη του ποταμού
στο σημείο που πέφτει το νερό και δημιουργεί βάθος, βαθύ κοίλωμα (γούρνα)
392
742. βάϊσα = ξάπλωσα , έγειρα
αλχηνόχουρτου = βότανο το
perforatum), βαλσαμόχορτο ή
393
748. βαμβακιά = βαμπακιά = Στην Ελλάδα
και γίνονται κόκκινα ή μοβ και εντυπωσίαζαν συμβολίζοντας την νύφη για
την αγνότητα και την λευκάδα… "άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου"
760. βαριακούω = βαριακούου = δεν ακούω καλά, ακούω άλλο αντί άλλου
αρρώστια ή πυρετό.
394
765. βαρκάρης = βαρκαδόρους
γίνονται όλη τη χρονιά για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η αντίστοιχη
ενέργεια,
αναφέρει ότι φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο σταυρός, όπου είχε
σταυρωθεί ο Χριστός. Γι’ αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη γιορτή
της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Έχει την επιστημονική
οικογένεια των χειλανθών, ονομάζεται ακόμα και Βότανο του Αγίου Ιωσήφ.
Διαθέτει στα φύλα του αιθέρια έλαια και ευγενόλη στην οποία οφείλει τη
395
υπέροχη μυρωδιά του, ενώ περιέχει διάφορες χημικές ουσίες οι οποίες δίνουν
αντιμετωπίζω ή έχω τη
δυνατότητα να αντιμετωπίσω
με επιτυχία.
αγκαθωτός. Τα βατόμουρα
είναι αποτελεσματικό σε
κατά της φαρυγγίτιδας, της αναιμίας, της λαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της
396
785. βάτραχος = μπάκακας
786. βατράχου (είδος) = μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα
μεγάλο βάτραχο.
,μτφ. κάνω νέους συγγενείς …."πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν
βαφτισιμιός, βαφτισιμιά.
791. βγάζω = βγάνου = φέρνω έξω, παίρνω από πάνω μου, αφαιρώ κάτι
798. βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το στάλο για να
803. βδέλλα = αβδέλλα = γλώσσα κουδουνιού, μτφ αυτός που κολλάει απάνω σου
804. βελάζει = βιλάζει = βγάζει βληχή το πρόβατο. Εξ και το βλάχος από το ότι
397
805. βελανίδι = βιλανίδι, βιλάνι = (καρπός βελανιδιάς).
ήχο του αέρα στα δρύινα φύλλα τους. Η βελανιδιά αποκαλείται quercus ή
χρειάζεστε
398
811. βελέντζα = βιλέντζα = μάλλινο σκέπασμα , μάλλινη υφαντή κουβέρτα,
816. βελόνα = βιλόνα = βελόνα λεπτό και μακρύ κομμάτι μετάλλου, μυτερό στο
μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο
ράψιμο
820. βελονιά = βιλουνιά = πέρασμα της βελόνας στο ύφασμα για ράψιμο η
κέντημα
προέρχονται από την ομηρική λέξη «βηλός» που σημαίνει ουρανός , πηγή με
399
825. βέργες ξύλινες = λούρια, λούρα = χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις
826. βέργες ξύλου (ειδικές) = χαρτώματα = ξύλινες βέργες (λούρα) κατάληλλες για
830. βήμα = δρασκ’λιά, δρασκλιά = απόσταση όση ένα βήμα, ένα πήδημα
400
845. βλίτο = Βλίτου (Amaranthus sp) = βλίστρος, γλίστρος, γλίντρος, βλιταράκι
80 εκατοστά. Το συναντάμε
σχεδόν παντού σε
ακαλλιέργητους και
καλλιεργημένους τόπους.
καλλιέργειες γιατί
πολλαπλασιάζεται πολύ
εύκολα και γρήγορα. Ο σπόρος του μπορεί να φυτρώσει και μετά από δέκα
846. βοή = σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το
851. βοριάς (φύσημα) = βόρσμα = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας
401
853. βοσκή (συγκεκριμένη) = σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από
σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που θέλω το μπρος μέρος από το
κοπάδι
γιατρεύω τη βαρβαρίτσα
402
870. βούζια = βούζια = Σαμπούκος ο έβουλος, βουζιά, ζαμπούκος, βρωμούσα,
μαντριά
αυτιά μου)
879. βουλώνω το στόμα και την μύτη κάποιου = απουμώνου = του κόβω την
κουρφανταριασμένου β’νό
403
889. βούρλο(ρίζα) = .βουρλιά
896. βρακάτη = προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλιά του ποδαριού.
906. βραστήρα = σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και μία
κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το κακκάβι και
το πήζουν τυρί.
909. βράχια (ειδικά) = ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από
τη θέση τους
404
913. βράχος (συγκεκριμένος) = ριζιμιό = το λιθάρι που
μεγαλύτερου βράχου
ζιχνουβουλάου
928. βρωμιά = σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα,
929. βυζαχτάρι = β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα
405
932. βυσσινί χρώμα = μούρνου
Γ
934. γαβγίζουν τα σκυλιά = τρών’ τα σκ’λιά = είναι ανήσυχα
935. γάβγισμα σκύλου = αλύχτ’μα
ονομασία Carpinus
ακανθώδες φυτό που φθάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο. Τα φύλλα του είναι
έχουν χρώμα βυσσινί. Είναι φυτό ιθαγενές της Μεσογείου και φυτρώνει σε
όλη την νότια Ευρώπη. Είναι αυτοφυές, ευδοκιμεί σε χερσότοπους αλλά και
τρώγονται ωμά ή
πρώτα να αφαιρεθούν οι
αρκετά παχιά και έχουν ήπια γεύση όταν είναι νέα, αλλά γίνονται πιο πικρά το
μπορούν να φαγωθούν όπως οι αγκινάρες πριν ανθίσουν, αλλά είναι πολύ πιο
406
εύγευστοι και θρεπτικοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το σπαράγγι
όταν είναι νέοι πριν σκληρύνουν. Οι ψημένοι σπόροι του είναι υποκατάστατο
χρόνια, ιδιαίτερα για την υποστήριξη του ήπατος και την αποτοξίνωση του
ήδη εισχωρήσει.
πολύ παχύ
944. γάλα (είδος) = πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο
945. γάλα (εφ άπαξ παραγωγή) = νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά
που αρμέγουμε
948. γάλα που σε λίγο βράζει = χουντραίνει του γάλα = γίνεται πιο πλούσιο σε
407
951. γαλαζούλα = αγκαθωτός θάμνος. Γαλαζούλα (Erygnium). Το γένος Erygnium
έχει πάνω από διακόσια είδη στις εύκρατες και στις θερμές περιοχές,
γαλάζιο αγκάθι ή γαλαζούλα δίνει ωραίο σε γεύση νέκταρ και γύρη αλλά και
διάφανο μέλι. Την ίδια χρονιά που φυτεύτηκε θα ανθίσει. Τα λουλούδια του
φέρονται πάνω σε ένα πολύ πυκνό κουβάρι βλαστών. Το μαζεύουν για τους
γάλα στη βούρτσα και το αποβουτυρώνω. Είναι ξύλινο ραβδί που στη μία
408
956. γαλακτοσκεύος = γαλατσάκι = ασκί μέσα στο οποίο βάζαν το γάλα του
σπιτιού, μικρό ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει
περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Ευφορβιοειδών. Από αυτά
Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους χυμού που βγαίνει από τον κορμό της) Η
είδη που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, η χρήση τους όμως πρέπει να γίνεται
που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου,
409
ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο
πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν
το αλεύρι. Αλευρώνουν την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και
καβαλικεύει ο γαμπρός
981. γαμάω = βατεύω, βατέβου = γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω, βατέβου,
410
μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, γατέβω, λάζω, λάσω,
982. γάντζοι μικροί = (κλ(ε)ιτσούλις = μικρές κλιτσούλες (γάντζοι) που τις μπήγουν
στο έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουν μέσα από τις θηλιές της τέντας, με
των μετακινήσεων
γείτονά μου
994. γελάει = καρκαλοϊότει = κάνει σαν κότα που κακαρίζει , γελάει δυνατά και
συνεχώς
411
1001. γεμάτο μέχρι το χείλος = χείλη μ’ αχείλη = είναι γεμάτο τελείως,.
διάστημα
1023. γεράκι (ειδος) = ξιφτέρι = είδος από γεράκι, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.
καμπουρομύτης-α
412
1026. γερασμένος, αδύναμος άνθρωπος = γηρουκόμι = γερασμένο ή αδύνατο ζώο
1029. γέρνω = βαΐζου, γιέρνου = γέρνω προς τη μια πλευρά και ξαπλώνω, γυρίζω
στο πλάι, γέρνω για ένα υπνάκο, (για τον ήλιο) δύω, πέφτω για ύπνο
1030. γέρνω για να κοιμηθώ = ακουμπάου
1032. γέροντας = γιέρουντας = έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσάνα τον άντρα της,
γέρος
1035. γέφυρα =
γκέφιρα,
γκιουφύρι =
γεφύρι, γεφύριν,
γιοφύρι,
γιοφύριν γέφρα,
1036. γη = γης
413
1043. γιαγιά = μπάμπω = γριά
1052. γιατριά = ίτιμα = θεραπεία δαγκωμένου μέρους του σώματος από σκύλο
1055. γίδα (ειδική ονομασία) = κουτσοκέρα = γίδα που της έκοψαν τα κέρατα
1056. γίδα (είδος) = πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα
πίσω.
προς τα πάνω.
414
τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει μαύρο σώμα
1061. γίδα (χρώμα) = γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το
1062. γίδα (χρώμα) = καπνόγκιεσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο
πρόσωπο.
1065. γίδα (χρωματικά) = ζουναράτη = γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα
μπαλώματα
στο πρόσωπο.
1068. γίδα (χρωματικά) = φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και
1069. γίδα (χρωματικά) = ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες
ανακατωμένες με άσπρες
1070. γίδα (χρωματικά) = μπάρτζα = γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο
κοκκινωπό.
περισσότερα από την κάλλεσια και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα
415
πιθανόν να παράγεται από την αρχαία ελληνική «κέρας»
1078. γίδια (είδος) = καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα
προς τα κάτω
κόκκινα
1084. γιδο- ή γιδου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι έχει σχέση με γίδια :
γιδότουπους.
416
1096. γιορτάζω = γιουρτάζου = έχω γιορτή
αγύριστο (κατάρα
μαλλιά
417
1117. γκρίνια = γκριτζιάλα
1118. γκρινιάζει = αλμουρίζει του σκ’λί = γκρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν
ότι είναι άρρωστο
καλλιεργημένους τόπους.
αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις
και παχιά. Λέγεται ότι αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω
από τη γλώσσα σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια
οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το φθινόπωρο.
1128. γλύκισμα = βούλι = γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να
418
1130. γλυκου - πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό, γλύκα,
1138. γνωριμία (δυο νέων) = ειδίσια = πρώτη συνάντηση δυο υποψήφιων νέων για
να αρραβωνιαστούν.
1140. γνωστό = μπιλί = φανερό, , (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς) = δεν είναι δυνατό να
419
1151. γούστο = αρισιά
μαλλιά
γραμμάτων
κάποιο αντικείμενο
κιατίψ
420
1174. γυμνό = ζαρκό- ζάρκο = το γίδι χωρίς τρίχωμα, βουνό που είναι γυμνό από
δέντρα.
1178. γυναίκα που είναι συνέχεια στα σοκάκια = σουκακιάρα = γυρίζει συνέχεια
παιχνίδια
και περήφανη
1182. γυναίκα ανύπαντρη που έγινε γνωστό πως δεν είναι παρθένα = σφουριασμένη
1187. γυναίκα μέτρια στο ύψος = δίκια = αυτή που έχει ύψος κανονικό
1188. γυναίκα όμορφη = γυαλιένια = αστράφτει σαν γυαλί και είναι λεπτεπίλεπτη
1194. γυναίκα του αδερφού μου = νύφη = έτσι αποκαλείτε η καινούργια γυναίκα
1195. γυναίκα του βαλμά = βαλμούσα = γυναίκα που είναι άξια να φυλάει μόνον τα
421
1196. γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού = χατζίνα
φορεσιάς από λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε
γυναικείας στολής.
1214. γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι, επίπληξη
σε παιδιά κακά
1217. γωνίες (ψωμιού, πίτας) = κόθρος = η "γωνία" του ψωμιού (τα ακριανά
422
Δ
1218. δαγκώνει το σκυλί ορμώντας = αλλμανάει του σκ’λί = ο σκύλος ρίχνει κάποιον
σεις.
1224. δαμάζω = δαμάζου = υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι
423
1227. δανεικός = δανκός =
κάποιος
1230. δαντελωτός = δαντιλουτός = -ή -ό, αυτό που μοιάζει με δαντέλα, αυτό του
καλυβουδάσκαλοι
1235. δάσος (ειδικό) = πνιγούρα = παρθένο δάσος, μέρος πολύ δασωμένο που
1238. δαυλός = δαυλί = κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρη, αναμμένο ή
424
1240. δαχτυλίδι = δαχ’λίδι, δαχλίδ
1254. δέμα από χόρτα η θάμνους = διματσούλα = δέμα από θάμνους για τα
1258. δεμένη προβατίνα = δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό
1259. δεν αισθάνομαι καλά = αχαμνά μο ’ρχιτι = νιώθω αδύναμα, έχω μια
1262. δεν έχει προληφθεί τσοπάνος = αρρόιαστους = αυτός που δεν είναι
ρογιασμένος,
425
1263. δεν έχω άλλες δυνάμεις = μ' απουγίνκι
αλάρουτους
ήμουνα τα αντίκλαρο"
426
1279. δένδρφο (είδος) = ίταμους = φυτό που μοιάζει με το έλατο.
1285. δέρμα = πετσί, τομάρι. Το τομάρι συνήθως επι ζώων και χαρακτηρησμός
αχρηστου ανθρώπου
1288. δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού όλων των κατασκευών =
σταύρουμα
1289. δέσμη νημάτων = φλόκους = από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις
βελέντσες.
427
1301. διάγω = πουρεύου = ζω, , τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω τον
1306. διακρίνω = λιαγκρίζω, λιαγκρίζου = ίσα ίσα που ξεχωρίζω, ίσα που διακρίνω
παίρνει τα απουδιαλεούδια)
περπατήσει
428
1323. διασιδιού είδος = κουπιαστό
1324. διάσιμο = διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό
(γίνεται το διασίδι).
1328. διάστημα (στον αργαλειό) = θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό
άλλο
429
1345. δικό μου = θκό μ’
1348. διόγκωση = ζιόγκους = προεξοχή που ξεκινάει κάποιο κλωνάρι ο πιο παχύς
βλαστός
1353. διπλοδένω = διπλουδένου = δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη
προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της
περιπαιχτικά, δέρνω
1356. δισάκι = τ’σάκι = δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα ώστε να
1357. δίσκος για κέρασμα = βαντιέρα = δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως,
αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις, είναι πολλών ειδών, σχημάτων και
430
1360. διστομίαση = η διστομίαση είναι μια παρασίτωση του ήπατος των
στους χοληφόρους πόρους του ήπατος, όπου γεννάει τα αυγά του, τα οποία με
τον ενδιάμεσο ξενιστή τους, που είναι ο κοχλίας Λιμναία. Μέσα σ' αυτόν
431
1373. δούναι = δόσ’μου = έξοδα της στάνης.
1374. δοχείο (μεταλλικό) = γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και
νερό
1376. δοχείο (ειδικό) = φτίνα = πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται
1378. δοχείο (είδος) = μπουτίνα = δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.
1379. δοχείο (υγρών) = κόφα = ξύλινο μικρό δοχείο κυρίως για κρασί
1390. δρόμος = στράτα = ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα βουνά και
το αντίθετο
432
1393. δροσερά = δρουσάτα
1398. δύναμη = ανάκαρα = σωματική δύναμη, αντοχή, όρεξη, κουράγιο για κάτι.
παλληκαριά, περηφάνια
1407. δυο - δυο = συνδυό: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν
τραγουδι)
433
πληγών του στόματος, ουλίτιδας, φαρυγγίτιδας και αμυγδαλίτιδας, ως αντίδοτο
θεραπεία των σκασμένων χεριών και της πιτυρίδας αλλά και ως αφροδισιακό
1411. δύση του ήλιου = βασίλιμα = το κλείσιμο των ματιών από την νύστα, η
1413. δύσπνοια από την ζέστη = απουμουμάρα = δυσφορία ή ασφυξία που νιώθω
βαρέως
1418. δυσφορώ = αγκουσιεύουμι = από την πολλή ζέστη, έχω δύσπνοια.
στενοχωριέμαι.
1421. δώρα (νονού) = φουτίκια, φωτίκια = δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία
434
1423. δωρεάν = αμάκα
1424. δωρίζω = μαντ’λώνου = δίνω τα δώρα στους καλεσμένους στο γάμο μου (η
νύφη)
Ε
1432. έβαλα = έμπαξα
1438. έγειρα = βάϊσα = γύρισα στο πλάι, βαΐσα το κοπάδι γύρισα το κοπάδι προς
κάποια κατεύθυνση
435
1446. έγκυα = γκαστρουμένα
1454. έδαφος (είδος) = τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση
1456. εδώ (προς εμένα) = δώθε, δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου
πατροπαράδοτα
1464. έθιμο (γάμου) = γιουμάτα = Είναι το επισφράγισμα του γάμου. Λέγεται και
του νουνού του γιουμάτου. Στο τραπέζι φέρνουν το κρασί, την κουλούρα και
δρώμενπ. Αυτός κάθε φορά καλεί κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία ποτήρια με
κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν που πρέπει να τα
πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι κρασί και λέει ευχές για τους
436
πίνουν νεόνυμφοι και ο νουνός Το έθιμο υπάρχει και με άλλες παραλλαγές.
1476. είμαι αδιάθετος = δεν μπουρού = είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ
άρρωστος
1479. είμαι συγγενής με κάποιον = σουϊεύου = δίνω γνωριμία στο σόι μου
1480. είναι αγκάθι ( τα λόγια) = είνι αγκάθι (μτφ.) = με πονάνε τα λόγια του.
1484. εκεί = ικεί, αυτού = ακριβώς εκεί (απάντηση στην ερώτηση που;)
1485. εκεί ακριβώς = ούδι κεί, αδηκεί, ικεί ιά = σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο
437
1487. εκεί πέρα = αδηκειά = εκεί πέρα ακριβώς.
1489. εκείνο = εικιό ,κείνου κείνο (ομηρική λέξη «κείνος», αρχαιότατος τύπος
"κεινός"
1492. έκλεισαν οι σχισμές της φτσέλας (ξύλινο παγουρι νερου) = ρούπουσι η φτσέλα
1497. εκτιμώ (προσδιορίζω αξία) = ξιτμάου = μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου
1503. έλα = κόπιασε = κάνε τον κόπο , κάνε μου την χάρη, έλα (π.χ κόπιασε στην
αυλή μας)
438
1513. ελέγχω = ζάπι (κάνω) = θέτω υπο τον έλεγχο μου, το να τιθασεύεις κάποιον
άπιαστα, ανημέρωτα
1530. έμεινε = απόμ’νι ( μι ’ν κλίτσα στα χέρια ) = Ήρθαν και μας είπαν η θα
439
1535. έμπορος μαλλιών = μαλλάς
άποψη, αντίπαλος.
σακάκι
παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια (παίζονταν και στο χώμα , η
440
1557. έντομο (είδος) = ντάβανος, νταβάνι
1572. εξάρτημα γνεσίματος = σφουντίλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το
παίζουμε το τσελίκι
παίζουμε το τσελίκι
441
1577. εξαφανίζομαι = παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω ,
φεύγω γρήγορα.
δουλειά
442
1600. επαναφέρω κάποιο ζήτημα δίνω αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί =
ξαναγκρίζου
σκληραίνω το δέρμα.
επεξεργαστεί στα μαντάνια, ώριμα φρούτα, αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.
κάτι, να πετυχαίνει
443
1623. επιλογή = ιπιλουή
1634. επιτόπου = αδηκεί = ακριβώς εκεί, επιτόπου ,αμέσως, στη στιγμή, εκεί ακριβώς
1640. ερασματα στη νύφη = κιράσματα = χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα
444
1646. εργαλείο (είδος) = κασσάρα = μεταλλικό, πλατύστομο και με χειρολαβή με το
κλάδεμα
αραιώνονται τα κάρβουνα
ρούχα πλένοντας τα
1656. εργαλείο φυτείας = τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην
1661. ερείκη = ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη,
445
ελκύει τις μέλισσες, και παράγει
παραδοσιακή βοτανολογία,
των εντέρων συνοδευόμενους από διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και
της χολής. Χάρη στις ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη
όρεξη.
446
1668. ερμαφρόδιτος = σιρκουθήλ’κους
1692. ευλογημένος = βλουημένους, ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή,
447
1695. ευνουχίζω = στρίβου, και μπουρντίζω, μπουρντίζου απ το burmak,
1717. έχει σπυριά στα χείλη του = βουζιασμένους, βούζουμα = θυμωμένος που η
448
1721. έχθρα = όχτρα
1725.
συνταράζει
Ζ
1727. ζαβολιές = τσινιές
φοβισμένος σε μια
449
1743. ζεσταίνομαι στη φωτιά = πυρώνουμι
ζευγαρώματος.
1761. ζητώ συνέχεια κάτι = νταβίζω, νταβίζου = γκρινιάζω, μιλάω συνέχεια και
450
Το σχήμα τους και οι διαστάσεις των φύλων του δεν είναι σχεδόν ποτέ το ίδιο.
χορτόπιτες.
βλέπε ζόχι
βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ.
στατήρας»
καλοκαίρι.
1774. ζυμαρικό (είδος) = παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικό, Ιταλική
στούρνος.
451
1776. ζυμαρικό φαγητό (είδος) = νιαρστά = γίνεται με βόλους από ζυμάρι και
μαγειρεύεται σαν ζυμαρικό. Έβαζαν σε ένα ταψί αλεύρι και έριχναν με το χέρι
έριχναν στην κατσαρόλα με τυρί και λίγο αλάτι και τα έβραζαν μέχρι να
πήξουν.
1781. ζω = ζήου
1785. ζώα (ειδική κατάσταση) = σ’μαδιμένα = ζώα που έχουν κατεβάσει μαστάρι
1786. ζώα (χρωματικά) = μπάλια = όσα μαύρα έχουν άσπρο μέτωπο Από την
αρχαία ελληνική λέξη «βαλιός: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου,
Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα του
1787. ζώα (χρωματικά) = μπούτσ(ι)κα =κόκκινες κηλίδες στο πρόσωπο και στα πόδια
452
1790. ζωγραφισμένος = ζουγραφσμένους, ζουγραφστός =πολύ όμορφος, σαν
ζωγραφιά
ψευτουζουή = ζωή
προσωρινή.
καθιερωμένα ήθη =
.ντουμουσιάρα
ζουστήρα = (ομηρική λέξη «ζώνη»), αντρική και κυρίως γυναικεία ζώνη που
φοράμε στη μέση και είναι από ύφασμα ή δέρμα και είναι πολύ πλατιά -ια
1796. ζώνη (είδος) = ίγγλα= δερμάτινη λουρίδα, ζώνη με την οποία δένεται το
δέσιμο.
1797. ζώνη (είδος) = κιμέρι = ζώνη υφάσματος από την οποία πιάνεται η γυναικεία
1799. ζώνη σαμαριού = κίγκλα = το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση
του ζώου, ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα,
χρώμα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο, μούργος, σκοτεινός. Από την
453
1802. ζώο (χρωματικά) = μπάλιους, -α, -ου = ζώο με άσπρη κηλίδα στο μέτωπο και
με μαύρο κεφάλι.
1804. ζωστήρα = ζώστρα = ζώνη, υφαντή ταινία με την οποία σφίγγω το σαμάρι
Η
1806. η (άρθρο) = ίδιο και στα δύο γένη (αρσ. θηλ.),(η Γιάννους , η Γιαννούλα)
1821. ησυχία = αμαλαϊά , λιβάδι που δε βοσκήθηκε κι έχει απαλό χορτάρι, βόλεμα.
1822. ήχος ν΄χος = ο σκοπός του τραγουδιού (νερού ήχος) ,ήχος από τραγούδια ή
454
1823. ήχος = νχός
Θ
1825. θα = θα να
1828. θάμνος = ζύγρα = πυκνή συστάδα από θάμνους κυρίως κοντά σε υγρά μέρη
χαρακτηριστικό ήχο
455
1840. θαυμάζω = θαμαίνομαι, θιαμιαίνουμι =.θαυμάζω , αναρωτιέμαι πόσο
όμορφο είναι κάτι, απορώ με την ομορφιά, το αίσθημα που προκαλεί κάτι το
θαυμάσιο
1848. θέλω να = θε να =, θα
1853. θεραπευτικό τρύπημα του μετώπου στα ζώα = παίρου αίμα = με το σουγιά
(ζεστό νερό
+ζάχαρη)
456
1862. θήκη = θκάρι = θηκάρι. Από το
χ’λιαρουθήκη
1871. θηλιαστό = θλιαστό = πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά, είδος από
στρωσίδι.
1872. θηλυκάρι = θλικάρι =, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.
δαιμονίζομαι
457
1884. θλίψη = κιντέρι , κεντέρι = λύπη, χλίψη, κάχρι
1889. θόρυβος = βουή, που δεν προμυνείει κάτι καλό αλλα για κακό συνήθως
1892. θόρυβος οπλών = ζάβατους = θόρυβος που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα
των ζώων
τρώγοντας
να υπολογίζω κανέναν
1897. θρόνιασμα = κάθισμα σε θρόνο, περιπαικτικά αυτός που κάθετε και δεν
458
1904. θυμώνω = αψυώνου = γίνομαι οξύθυμος
Ι
1906. Ιανουάριος = Γενάρ'ς
αληθινά
1923. ίσκνα = ίσκα = μύκητας των δέντρων που γίνεται φιτίλι για το τσακμάκι
459
ντουρός, ντίρα
Κ
1930. καβάλα (είμαι) = καβαλίκα
1931. καβάλα στην πλάτη = αγκότσια, κουβαλάω κάποιον ή κάτι στους ώμους, το
είναι πάνω στο σβέρκο μου, τα πόδια του κρέμονται μπροστά μου κι εγώ το
1937. καβαλάρηδες που ανήγγειλαν την επιστροφή του συμπεθεριακού με την νύφη
1938. καβαλάρης = καβαλάρ’ς = οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης
, οριζόντιο τεντόξυλο .
1940. καβαλαρίας τραγούδια = τραγούδια που λένε στο συμπεθεριακό στη στράτα,
460
1944. καβγάς = αμάχη, φασαρία
1946. κάδη (είδος) = γινόκαδη = κάδη στην οποία αφήνω το γάλα που έχω για
οκλαδόν ή μισογονατισμένος
461
1968. καθίσματος τρόπος = κούρκουμπα = κάθισμα στα γόνατα
1971. κάθομαι σε μέρος (φωνία), που κόβει ο αέρας και το κρύο= απουγουνιάζου
καίγοντας το ψωμί)
1989. καίω τη φλούδα από τα χλωρά ξύλα, για ευλυγησία = καψαλίζου τα ξύλα
1992. κακό (τον) = ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό
462
1993. κακό να του έρθει = αλί κακό να τόρθει = κατάρα : να τον βρει κακό
1994. κακό του τον καιρο ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια
ασχήμια είναι
2000. κακός των παιδιών = μπόϊας = φόβητρο των παιδιών γιατί εθεωρείτο ότι τα
μαζεύει
μέρος.
463
Χρησιμοποιείτε σε δερματικές παθήσεις και σε φαγητά για να δίνει κίτρινο
έρθουν
2015. καλή ημέρα = ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ. Πέμπτη).
καλησπέρα
καρκακατζέλια
2023. καλό σαπούνι = άφουρου σαπούνι = σαπούνι πολύ καλής ποιότητας ή και
μοβ μικρά λουλουδάκια και τα έβαζαν σε ένα κακάβι αφήνοντας τα ένα βράδυ
στην βρύση και το άλλο πρωί τα έβγαζαν Η κοπέλα που πρώτη θα έβλεπε να
464
βγαίνει το δικό της μπουκέτο, που αναγνώριζε από το τιμαλφές (δαχτυλίδι,
αρχοντικά,.
2031. καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού, του
καλουπουρεύου.
2032. κάλτσα (είδος) = πατούνα = πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό
και τα δάχτυλα του ποδιού, σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή και
2034. κάλτσα (είδος) = τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω
465
2036. κάλτσα υφαντή ή πλεχτή που καλύπτει το γυναικείο πόδι από το γόνατο μέχρι
αρχιτεκτονικής καλύβας
αδίπλα κουνάκι =
ορθογώνιο κονάκι με
δίριχτη σκεπή.
χωραφιού για βόσκηση, αλλα και στρώμα( σάλωμα) κτισίματος της καλύβας
στην κορυφή
2047. καλύβι = καλύβα, κονάκι Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα
466
καλύβι(χαλατζούκα, η τέντα) το πιο ευτελές κονάκι, 3. μεγάλο και διπλό αδίπλα
2055. κάλυμμα για τα ψωμιά στην πινακωτή = μισάλι = (από τη βυζαντινή λέξη
κωδωνοκρουσία, καμπάνισμα.
467
2069. καμωμένα με ευνοϊκό τρόπο = καλώς καμωμένα
ισοδυναμούσε με 2 ή 4 δραχμές
468
2092. κάνω τσελιγκάτο = φαλκαρίζου = ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και
2094. καούρα = καήλα = αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται απ’
από τρίχες γιδών . Πανωφόρι μαντανισμένο σαν κάπα αλλα όχι αδιάβροχο
Από την αρχαία ελληνική λέξη «μάλλος» = μαλλί προβάτου. Από τη λέξη
2097. κάπα (είδος) = πατατούκα = κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο
ύφασμα αγένωτο
2098. κάπα (είδος) = τραγόκαπα = κάπα από μαλλί τράγου, γιδίσιο μαλλί
2100. κάπα = κάπα = μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γιδίσιο, γυναικείο γιλέκο με
μανίκια από δίμτο, τρίχωμα στη ράχη των ζώων που μένει ακούρευτη σαν
σαμαράκι
σκεύος
2104. κάπας είδος = ταλαγάνι = χειμωνιάτικο ρούχο των τσομπάνων και είδος
τυριού
469
2108. καπνιά = γάνα = μουντζούρα από κάρβουνο η καπνιά που κάθεται στα
2118. καραβάνι (προπομπή) = καρακόλι = ομάδα από γέροντες και παιδιά που
2119. καραβάνι = πομπή φορτωμένων ζέω με την οικοσκευή της στάνης και οι
470
μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι, μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι,
2130. καρούλι = καρέλι = εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην οποία
ξύλο καρυδιάς
2137. καρύδι (λαιμού) = κουμπί ,καρύδι = προεξοχή που παρατηρείται στον ανδρικό
471
2145. καστανότοπος = καστανόλουγγους, σ' τσ καστανιές = λόγγος με καστανιές,
μέρος με καστανιές.
2146. κατά 'κει = κείθι, κείθε, συνήθως από την πίσω μεριά π.χ (κίθε απ το βουνό)
ώρα
στην ψυχή
2151. καταβόθρα = καταβόθρα, υπόγεια φυσική διάβαση στην οποία πολλές φορές
χάνονται τα νερά.
2153. κάταγμα ποδιού = ρόκα του πουδάρι = (μτφ.) έσπασε το πόδι και είναι στο
νάρθηκα.
2154. καταγωγή = σ’νάφι, φύτρα = γενιά, άτομα με ίδια καταγωγή και προέλευση.
νεκρός
472
2165. κατακόπηκα =λιανίσκα = κουράστηκα
ουργισμένου
σταθερό.
473
2188. καταταλαιπωρώ = αλλ’μανάου δέρνω κάποιον αλύπητα και τον τσαλαπατώ
2204. κάτοικος (που ζει σε κονάκι) = κουνακιάρς, -α, -κου = αυτός που ζει στο
2207. κατρακυλάω = κουρδουκ’λάου = πέφτω και κυλάω πολύ αστεία και απρεπώς.
474
λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς, μπουγέλο,
σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι, σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς
λέξης «αμνάριον»
2223. καύσωνας = κάμα = ζέστη, ζέστη από ήλιο (ομηρική λέξη «καύμα»). Ιλιάς Ε,
ομορφότερος)
2224. καλυτερότερος = αλλουκαλύτιρους = αυτός που είναι ο καλύτερος από όλους
τους άλλους
475
2225. καύτρα = καύτρα = άκρη από κάτι που καίγεται
χόρτο και αυτό που περιέχει πολλές χρήσιμες βιταμίνες όπως Α, Β,C, K καθώς
και ασβέστιο, σίδηρο , φωσφόρο, κάλιο. Είναι αιμοστατικό, και έχει πολύ
αιμοστατικό για ορισμένα μέρη του σώματος, ιδιαίτερα ρυθμίζει την συστολή
2230. κεδροκαρπός =
κιεδρουμπόμπουλα = καρπός
από το κέδρο.
(Cedrus) είναι κωνοφόρο αειθαλές δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των
πρώτα στάδια της ζωής τους. Το ξύλο ενός κέδρου όταν καίγεται δίνει ένα
476
2236. κέντημα(είδος) = σταυρουβιλουνιά = τρόπος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει
χιαστή).
αναπιάνουμε τα προζύμια
έξυπνος άνθρωπος
αστραπόβουλους, αστραπόβολο =
διακοσμημένο
2255. κεφάλι = κιφάλι = κεφάλι, κάθε κομμάτι από το φουστάνι. Το κάθε φουστάνι
477
Ένας αριθμός από κεφάλια αποτελεί το διασίδι. π. χ. 8, 10 ή περισσότερα.
2269. κλαδιά (που μένουν από κλάδεμα) = απόκλαρα = μικρά κλαδιά που μένουν
χύνει η νύφη
επίθημα -α
478
2278. κλείνω = κλείου
δύο ή τριών βουνών και ειδικότερα όταν αυτές είναι βραχώδεις και απότομες,
ομάδων του βουνού, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και πριν, οι οποίοι
καραούλια.
συνθήκες της ζωής έκαναν πολλούς να ανεβαίνουν στα βουνά και να γίνονται
479
τα αρματολίκια σε ξακουστούς κλέφτες, που δεν μπορούσε να τους υποτάξει
κλεφτών είχε το δικό της μπαϊράκι (σημαία), τον καπετάνιο της και το
πρωτοπαλίκαρο της, που είχε θέση υπαρχηγού. Η ομάδα μπορούσε να έχει και
2289. κληματαριά = κρεβατίνα = που χρησιμοποιείται για ίσκιο (από αμπέλι, κισσό,
2290. κλίτσα = κλ(ε)ίτσα= ευθύ σκαλισμένο η όχι ξύλο που προορίζεται κυρίως για
το πιάσιμο των ζώων αλλα και δευτερευόντως για στήριξη. Κλ(ε)ίτσα κυρίως
εμφανίσεις.
συνήθως κριαριού,
ξύλο.
480
2296. κλιτσόξυλο = κλ(ε)ιτσόξ’λου = ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται
η κλ(ε)ίτσα.
2297. κλωναράς = κλουνάρας = αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει
μόνος του
2300. κλωστές (είδος) = κατσέλια = στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το
2305. κόβεται το γάλα = κόβιτι του γάλα = γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο, χαλάει η
σύσταση του (κόβετε) στο βράσιμο γιατί είναι ημερών και ξινίζει
2306. κόβεται το κουράγιο μου = κόβουντι τα στ’μόνια μ' = δεν έχω κουράγιο, δεν
φάνε τα ζώα.
2309. κόβω το βύζαγμα στο αρνί = αποκκόβω = σταματώ πια το βύζαγμα του
481
2315. κοιμάμαι = πλαϊάζου, ακουμπάου, τιντώνουμι
κόκκινο χρώμα.
2336. κόλυβα = μοιράσματα = αυτά που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών
482
2337. Κομιτατζήδες = Κουμίτις
πνίγομαι, μπουκώνω
(επικλινές).
2346. κονάκι = ορθό κονάκι = ο κωνικός τύπος κονακιού
ίσκιος, τσαρδάκι.
δηλητήριο, στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη και τα ξίφη τους. Όταν το τρώνε τα
483
2350. κοντά = σμά
2360. κοπάδι = κουπάδι = σύνολο από ζώα, το κοπάδι των προβάτων η των
ποίμνη
στερφοκόπαδα κλπ
484
2374. κοπριά = κουπριά = η κοπριά των ζώων, (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για
2378. κοπρισμένο μέρος από κοπάδι = παλιουκόπρι =μέρος που έχει παχύ χορτάρι,
τεχρίλι
και των ματιών, ενώ δρουν κατά της υπερτροφίας του προστάτη.
485
2388. κορυφή = κορφή = η κορυφή γενικώς(βουνού, δένδρου, κορυφή στα
γράμματα, στη ζωή, κ.ο.κ) αλλα και το πήγμα ξινισμένου γάλακτος απ΄ το
γάλατος ή τα λιπαρά του που σχηματίζονται επάνω μετά το βράσιμο. Από την
αφρόγαλο
κέντημα
2396. κόσμημα (είδος) = καρδούλα = κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει
σχήμα καρδιάς.
2404. κοτσανάτος γέρος = βασταηρός = αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και
486
2406. κοτσίδα = κουσάνα = κουτσίδα, κοτσινίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι,
2417. κουβέρτα (είδος) = καραμηλουτή = που την υφαίνουν με μάλλινο υφάδι και
γκεσέμια
άνοιξη όταν αφήναν τα χειμαδιά και έπαιρναν το δρόμο προς τα βουνά για να
ξεκαλοκαιριάσουν. Η
διαδικασία αυτή, το
διάλεγμα και το
συνταίριασμα των
487
επιστροφή στα χειμαδιά, αφαιρούν τα πολλά κουδούνια από το κοπάδι, το
κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα που
ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά
τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και
ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να
κενός.
βραχνό ήχο =
βλαγκάρι =
μπρούτζινο
καμπανέλι (κυπρί)
ήχο
γαργαλίδι = μικρό
κλειστό κουδουνάκι
αρνιά.
488
2428. κουδούνι με κουφό ήχο = βλαγκόκυπρους = κύπρος που βγάζει βραχνό,
2430. κουδούνια (ειδικά ) = κυπριά = Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο
κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που
στα γκισιέμια
κατσίκια.
βάρος κουδούνια
2436. κουδούνια (είδος) = διπλουκύπρια = κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο
μεγαλύτερο.
2439. κουδούνια (είδος) = ξηρουτσιόκανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά
2440. κουδούνια (είδος) = φουρκιάρ’κα = κουδούνια που έχουν μάκρος μια φουρκή,
489
2441. κουδούνια (είδος) = ψιλουκούδ’να = κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο
κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια ή στα άλογα από λαμαρίνα
χοντρή
καλύτερα και τα ποιο εύηχα ώστε να χαίρεται το αυτί τον ήχο καθώς περνούσε
το κοπάδι.
κουδούνι
λαλεί του Αγ. Ιωάννη, στις 24 Ιουνίου. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί με
της κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής μας στήλης ονομάζεται κόκκυγας, από
την ομοιότητα του οστού με το ράμφος του κούκου. Η συνήθεια του πτηνού
490
να κάθεται μόνο του, προτιμώντας ψηλά σημεία καθώς και το γεγονός ότι δεν
έχει δική του φωλιά, αλλα γεννάει σε φωλιές άλλων πουλιών που κλωσάν και
2454. κουκούλα στην κάπα και στην καλύβα η κορυφή = σκούφια, κατσιούλα
καλύπτει το πρόσωπο.
2457. κουκουλώνω την νύφη = κουκλώνου = βάζω στη νύφη τον κούκλο (πέπλο).
άκρα
491
2467. κουλούρια = κλούρια
492
2485. κουνιάδος = αντράδιρφους, από το Βενετσιάνικο cugniado
2492. κουντο- ή κουντου = πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο
αστράγαλο) κουντουιέλατους,
κουντουφτάνου, κουντουραχούλις,
φορεσιά), κουντόκουρμους.
493
2499. κουρασμένος = αποσταμένος
στα μαλλιά και κατ’ επέκταση το κόψιμό τους. Ο χρόνος του κούρου ήταν
“κουλούριασμα”,
δηλαδή έκοβαν με
το “πρατοψάλιδο”
τα μαλλιά που
σκέπαζαν τους
μηρούς, το στήθος και την κοιλιά των προβάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο
494
ανακούφιζαν τα ζώα απ’ την ζέστη αλλά και τα παράσιτα, αφαιρώντας το
πυκνό τους τρίχωμα. Σημειώνεται πως το μαλλί αυτό ήταν κοντόινο και,
επειδή είναι μικρά (“κοντά”), δεν είναι κατάλληλα για γνέσιμο και πλέξιμο.
καλό μαλλί προέκυπτε απ’ τον τακτικό κούρο που γινόταν τον Μάιο, δηλαδή
κούρος έμοιαζε, γενικά, με πανηγύρι, ήταν ημέρα γιορτής και χαράς στην
τσελιγκάτο. Κυρίως,
πρωτοστατούσαν οι
βοηθούσαν, μαζεύοντας
και αποθηκεύοντας το
τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν για πούλημα. Μια άλλη
αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα
495
μαλλί με τα δάχτυλα και έβγαζαν από αυτό τις κολτσίδες και τυχόν άλλα
παράσιτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί γινόταν αφράτο και μαλακό για να
καλοκαίρι.
2516. κουρμί = αμάνικο μαύρο μάλλινο με κεντητό μπούστο στη γυναικεία φορεσιά.
φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Οι
496
γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι” οι Σαρακατσάνοι, ήταν
κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία,
του Άη Δημή- τρη και του Άη Γιώργη. Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό
αρνί, που το έψηναν στο γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι
μαζί, πίνοντας ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη
τους την τάβλα. Επάνω στην τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες
γκουρμπάνι “τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον
2528. κουτσομύτης = κουτσιουμπλός = αυτός που έχει κοντά άκρα, κοντή μύτη
2529. κουφάρι = κφάρι = νεκρό σώμα, το σώμα από το ζώο, το κορμί του, άψυχο
ελαφρύ ξύλο
497
2531. κοφίνι = γαλίκι = μικρό κοφίνι φτιαγμένο από φέτες ξύλου
κλιματοεδαφικές συνθήκες της χώρας μας, που ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη
Το ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Από ξύλο
αλλα κυρίως ηταν το ξύλο για κλείτσα. Η κρανία είναι φυτό που σπάνια
κλαδεύεται.
2540. κρατώ = βαστώ = αντέχω, έχω ψυχικό σθένος, έχω ηθικό ακμαίο
498
2541. κραυγές πόνου δυνατές = σκουξίματα, σκούσματα
2542. κρέας = κρειάσι, κρειάς Ομηρική λέξη « κρέας», η οποία παράγεται από τη
2544. κρέας (ειδική κατηγορία) = κιέρμα = κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο
2545. κρέας (είδος) = λάπα = κρέας από τα πλευρά χωρίσς κόκαλα, λαπάς. Είναι
2549. κρεμάστρες = γάντζοι = μικρές φουρκούλες μπηγμένες στο κονάκι και στις
2552. κριάρι (είδος) = γιδάρ’κου κριάρι, = κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα
από γίδα
εκείνες κάποιες ομάδες έπαιρναν τα ονόματα τους από την περιοχή διαβίωσης
499
2558. κρόταφος πιο κάτω σε περιοχή κάτω από το αφτί =
σε μάχη του πολέμου αυτού από τον Πηνέλεω μετά από συμπλοκή των δύο:
αφού πρώτα έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακόντιά τους χωρίς αποτέλεσμα,
χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λύκων χτύπησε τον αντίπαλό του στο κράνος
και του κόπηκε η λαβή του ξίφους, ενώ ο Πηνέλεως χτύπησε τον Λύκωνα στο
2564. κρύο που διαπερνάει το σωμα σαν καρφί = πιρουνιάζει του κρύου
κρύσταλλου
500
2575. κυνηγώ ελάφια = αλαφουκυνηγού, λαφοκυνηγώ
κορυφή, χείλη προς τα έξω και με την κάτω βάση του να είναι
2580. κυριεύω = πατάου = δεν κρατάω το λόγο μου ή τον όρκο μου
Λ
2584. λάβδανο = λάβδανου = Η αλαδανιά, το άγριο τριαντάφυλλο
καυγάδισαν οι θεοί του Ολύμπου με τις θεές γιατί οι θεοί θέλησαν να δώσουν
2585. λάγανο = λάγανου = χόνδρος κοντά στα επάνω δόντια και εμποδίζει τα άλογα
να φάνε
501
2586. λαγήνι = λαήνα = κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα , μαστραπάς,
2591. λαίμαργος = σούφρος = αυτός που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει
στο φαΐ
2593. λαιμού σημείο = σφαγάρι = το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το
Έχει γύρω στα 5 είδη πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα. Τα φύλλα του είναι
σκουροπράσινα και έχουν μια ελαφριά ξινή γεύση. Μαζεύεται από τις αρχές
του φθινοπώρου μέχρι το τέλος την άνοιξη. Μαγειρεύονται βραστά μόνα τους
502
2602. λάρυγγας = καρντιλάνους
2606. λάσπωσε = μαλλιάτσιασι = ( η πίτα απ το πολύ λάδι, το ψωμί που ίδρωσε κ.α)
τρυφεροί βλαστοί του S. arvensis (καθώς και του S. alba) τρώγονται βραστοί
ως χόρτα (βρούβες). Μια παραλλαγή του είδους S. alba, που είναι γνωστή ως
φωτιστικό.
503
2616. λεβάντα = λιβάντα, λιβανάκι = Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula) είναι γένος
γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο
2621. λείπει και αναζητώ κάτι = δουκιώμι = θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι μου λείπει
504
2625. λειψός = αλαφρύς = χωρίς μυαλό, Είναι ομηρική λέξη Παράγεται από τη λέξη
«λαρόν» (λαFρον).
2632. λεπτό και όμορφο σώμα = βιργουκαμαρουμένους, = έχει λεπτό, ψηλό σώμα
δουλειά.
2637. λέρα σε στρώμα = κόρτσα = στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο
ρούχο
505
2649. λησμονιά = αλησμουσύνη
2651. λιάζω = λιάζου = αφήνω στον ήλιο, -ουμι εκτίθεμαι στον ήλιο.
ακαλλιέργητο χωράφι,
οικόπεδο παρατημένο
γκαστρωμένα πρόβατα.
2658. λίγδα = λίπα, λίγδα = λίπος χοιρινό, ξ'ιγκι. Η λέξη είναι ομηρική και παράγεται
= και όταν όλα τα ξέπλυνε και αλείφτηκε με λάδι (ξίγκι)», Οδύσσεια ζ, 224(μτφ.)
η λέρα.
506
2666. λιγώνομαι = λιγώνου = πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να
αναπνεύσω
πετρούλες,
2669. λιμνούλα = λούτσα = λιμνούλα στο έδαφος που είχε στάσιμο βρόχινο νερό να
2678. λιποψύχησα,
απογοητεύτηκα,
φοβήθηκα = κιότιψα
λουβιδιά. η Λουβουδιά
507
2683. λόγια κουτσομπολιού = μουζαβίρια
2686. λογιστής = λουγαριαστής = αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους
λογαριασμούς,
2692. λούγκα = άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. διόγκωση του
πλύθηκα
Λυγαριά, Καναπίτσα,
Βίτεξ ο Αγνός. Η Λυγαριά απο αρχαιοτάτων χρόνων ήταν γνωστή για τίς
φαρμακευτικές της ιδιότητες, και ήταν το ιερό φυτό της θεάς Ήρας. Στη
Σάμο στη σημερινή περιοχή Ηραίον, γεννήθηκε η θεά Ήρα κάτω από μία
λυγαριά, και εκεί χτίσθηκε ο μεγάλος ναός της Ήρας , που μέχρι σήμερα
508
2698. λυγερός = λυγιρός = ψηλόλιγνος άνθρωπος.
κινήσεις
2701. λύκος στο κοπάδι = βάρισι λύκους = μπήκε λύκος στο κοπάδι
2705. λωρίδα = λουρίδα = κομμάτι στενό από ύφασμα, στενό και μακρύ τμήμα
επιφάνειας
Μ
2706. μα = μα (για όρκο). Ομηρική λέξη. Ιλιάς Α, 86 και Ψ, 43
2710. μάγια = μαϊλίκια = ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.
κεφαλοτύρι.
μάντζα = ανακατωμένα
509
χώματα.
κύριο μάζεμα
άγγλοι κατέληξαν στο parsley και οι γάλλοι στο persil. Πρόκειται για τον
510
στον μαϊντανό; Το σέλινο είναι στην γραμμική Β! ως serino από εκεί επειδή
αντιδάνειο ο μαϊντανός.
2731. Μαΐου (του) = μαΐσια = του Μαΐου, τα μαλλιά που κούρευαν τον Μάιο
πρόσωπο.
τρίψιμο
511
2745. μαλλί που δεν το πήγαν στο λανάρι = άξαντους -η -ου = άξαντος μαλλί που
2747. μαλλιά (είδος) = μπουκάρι = το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το
2763. μάνα = μάνα = πεθερά, το πιο κεντρικό κομμάτι απο τα οποία γίνεται ένα
ρούχο.
512
2764. μάνα μου = μάνα μ’ = ένδειξη τρυφερότητας, εγκαρδιότητας προς κάποιον ,
αναστεναγμός.
αρχαιοελληνικής αμανίτης. Τα
βασικών αμινοξέων, είναι υψηλής ποιότητας, πολύ ανώτερες από τις φυτικές
φλάμπουρα.
μαντίλι, συβουμάντ’λο
513
κεφαλόδεσμος
βυζαίνουν όλη την ώρα, περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη
γιδοπροβάτων
μαντρί
514
2795. μαργαριταρένια = όμορφη που αστράφτει, πολύτιμη σαν μαργαριτάρι
μαρμαρένια αλώνια
κριτσιανίδας
πλέκουμε με το στημόνι.
515
2819. ματιάζω = βασκάνω = κοιτάζοντας με θαυμασμό ή φθόνο, προξενώ κακό,
από την "κακή ενέργεια", τη ζήλια, το θαυμασμό ή ακόμα και μια απλή ματιά,
από τόπο σε τόπο και μεταδίδονται από τη μία γενιά στην άλλη. Ο
"ματιασμένος" που δέχεται τις ευχές, δεν πρέπει να πει "ευχαριστώ" γιατί το
ξεμάτιασμα δε θα πιάσει!
καταχώνω.
άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από
τα μάτια
516
2832. με μεγάλη κοιλιά. = βουζουκ’λιάρ’κα = ζώα με πρησμένη κοιλιά
2840. μεγάλη γίδα = γκιόσα = μεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα
μπινελίκια απ το mezelik
2854. μελίγγια = τα μηνίγγια το εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως αυτό που
517
Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (lamiaciae) και η επιστημονική του
μέντας αλλά βγάζουν ένα γλυκό και ελαφρώς λεμονάτο άρωμα. Κατά τη
καλύτερα μέλια. Η μυρωδιά του βοτάνου αυτού οφείλεται στο αιθέριο έλαιο
μελίτιον.
2858. μελλοθάνατος = λιγόημιρους, -η, -ου = του μένουν λίγες μέρες ζωής,
2861. μένω ξερός = κακαρώνω = μένω στήλη άλατος, ακίνητος και άναυδος
2862. μέρασμα = μέρασμα = φαγητό και σιτάρι για τις ψυχές που μοιράζαν στα
2864. μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος και δεν φαίνονται
= σκάπιτα
518
2865. μερίδιο = ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων
2867. μέρος (ειδικό) = θκιαστή = μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντζες
2869. μέρος για γιαούρτι = διαουρτουλόους = ασκί στο οποίο βάζω το γιαούρτι
διανυκτερεύουν τα βετούλια.
2871. μέρος ζώου = καπούλια = το πίσω και επάνω μέρος δεξιά αριστερά και πάνω
απ την ουρά
2873. μέρος λιβαδιού = αφαλός λ’βαδιού = το μέρος εκείνο του λιβαδιού που είναι
2875. μέρος του βουνού μεταξύ δύο κορυφών = διάσελο, διασέλα, διάσιλου = το
σχετικά ομαλό
κομμάτι που
ενώνει δυο
κορυφές του
βουνού και
αποτελεί
πέρασμα
519
2881. μεσοστρατίς = μισουστρατίς, μσουστρατής = στο μέσο του δρόμου ή της
πορείας.
520
2906. μιζέρια έντονη = χλιμάρα = θλίψη, κακομοιριά
χερούλι
2913. μικρό βυζί = τσιμπεροβύζα = πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με
τσιμπούρι.
ζημιάρης
φεγγίστρα
2918. μικρό τσιόλι για τις πλάτες, για προστασία από τη βροχή = βιλιντζάκι
2921. μικροδείχνω = μικρουδείχνου = δείχνω μικρός στην ηλικία, μικρότερος από ότι
είμαι
521
2927. μικροπαντρεμένος = μικρουπαντριμένους, -η, -ου = αυτός που παντρεύεται
σε μικρή ηλικία.
2936. μιλάει (η φωτιά) = γκβιντιάζει η φουτιά = ήχοι από τις φλόγες της φωτιάς,
πρόβατα
2945. μίσθωμα τσομπάνου = ρόγιασμα = η μίσθωση τσοπάνου για μία σεζόν από αϊ
Γιώργη σε αϊ Δημήτρη
522
2952. μισοτριμμένο = μσότριβο = παλιό τριμμένο ρούχο,
2964. μοιράζω (το τάμα) = ρουέβου = τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον
κόσμο.
2965. μοίρες = μοίρις = είναι τρείς, κατεβαίνουν με την γέννηση του βρέφους και
συνήθως ορίζουν την τύχη του.Κατά την γέννηση του μωρού, η μάνα, βάζει
κοντά στο βρέφος οτιδήποτε γλυκό ή μέλι για να τις εξευμενίσει. Είναι μια
523
άνθη κυρίως ρόδινα, που φύονται από τον βλαστό. Η περίοδος ανθοφορίας
της περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το ξεκίνημα του
απ το πέρασμα πολλών
το ένα πίσω από το άλλο και τρέχοντας κατεβαίνουν από πλαγιά ή πηγαίνουν
σουρτάρα
524
2984. μονοπάτια με στροφές = καγκιόλια = πηγαίνει κουνάμενος
φύλλωμα και φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12
είδη Τα πιο γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά (M.
nigra), ενώ υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και η
525
3004. μουσαφίρης ,= μσαφίρ(η)ς = φιλοξενούμενος.
clarino
3013. μούχλα (ειδική) = ρέχλα = (στην σαλαμούρα του τυριού του τουρσιού κ.α)
3022. μπεσαλής = μπισαλής = κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε
εμπιστοσύνη.
526
3026. μπλοκάκι = διφτέρι = το τετράδιο η βιβλίο για τους λογαριασμούς αλλα και
Βενετσιάνικο bora
Βενετσιάνικο borin
Βενετσιάνικο brazzo
Βενετσιάνικο brisiola
527
3046. μπροστινό μερος καλύβας = αστήθι = το μπροστινό μέρος από το κονάκι,
3052. μύγα (είδος) = χαλκόμ’γα = μύγα στο χρώμα του χαλκού που φτίνει τα κρέατα
3053. μυγιάγγιχτος = αγγιλουκρουσμένους= παράξενος.
σκορπιών και αραχνών και για να θεραπεύσει ασθένειες της κύστης και την
(μπλούμπερι)
3060. μυρωδιά του ζώου που αφήνει πίσω του και την αντιλαμβάνονται τα σκυλιά =
ντουρός, ντίρα
528
3063. μύτ’κας = ψηλότερη κορυφή βουνού.
3065. μύτη (ανατομικά) = πλατσ’κουτή = μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα
μέσα
έννοια εσύ
Ν
3069. να = ια
529
3085. νέος. -α. -ο = νιος, νια, νιο = νιάτα. Ομηρική λέξη. «Νεάτη», «νείατος». Ιλιάς
Β 289
εξωτικά,
3087. νεράιδες = νηράϊδες = πάντα κακά πνεύματα και δύο ειδών, ασπροφο-
μπορεί να ήταν και παρδαλές, αν απαντούσες στις ερωτήσεις τους και στα
πειράγματά τους, έχανες την φωνή σου. Δεν έπρεπε να κοιμηθείς δίπλα σε
προέρχεται μόνο απ’ το λιβάνι και το αλάτι που πρέπει κάποιος απαραίτητα να
3089. νερό (ειδικό) = πίνος = το βρώμικο νερό απ το πλύσιμο του μαλλιού των
προβάτων
κατρακυλά = νηροσυρμή
νερού
(σαϊτόξυλο)
530
3099. νήμα (είδος) = δρούγα = χοντρό νήμα που μαζεύεται στο αδράχτι, όταν η
νοικοκύρη
3120. νομάς = φιρέοικους = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και μετακινείται για
531
3123. νονός, νονά = ν΄νός, ν΄νά
3130. Νταούτης κακό και πονηρό πνεύμα της στάνης = νταούτ’ς, δαούτ'ς
καρφώνω το μαντίλι
στα μαλλιά
3144. νύφης
ξεκουκούλωμα =
ξικούκλουμα= βγάζω
532
νύφη, το βγάλσιμο της κουκούλας της νύφης
ο Ιταλικός ο οποίος
είναι πιθανότατα ο
κάλλιστος του
Διοσκουρίδη, ο
Λευκός που λέγεται και άγριο τριφύλλι, ο Μεσσηνιακός που πιθανόν είναι ο
σκληρά αποστήματα και πρηξίματα στα μάτια και άλλα μέρη του σώματος.
Στην αρχαία Ελλάδα τον χρησιμοποιούσαν υπό μορφή εμπλάστρων για την
αποβολή τοξινών και την ελάττωση των πρηξιμάτων. Στη λαϊκή ιατρική της
άρωμα σε ορισμένα τυριά, μπύρα ή λικέρ, πράγμα που γίνεται ακόμη και
σήμερα.
533
3148. νυχτοξημερώνομαι = νυχτουξημιρώνου = νυχτώνω και ξημερώνω σε συνέχεια
νύχτες
Ξ
3153. ξακουστός = ξιακουστός =, ξακουσμένος, σπουδαίος.
ξανθοκόκκινος
αστρουφιγγιά
= γίνεται αίθριος ο
ουρανός.
534
3166. ξαφνιάζω και τρέπω σε φυγή = προυγκάου
και δυναμική
3178. ξεθάρρεψε = ξιτσάνσι = όταν κάποιος αποκτάει θάρρος, δεν ντρέπεται, πήρε
αέρα
κουδούνι
535
3187. ξεκίνα = κίνα
κουδούνι
από τα μαλλιά και τον κακοποιώ, ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω
536
3211. ξένο ζώο στο κοπάδι = κιλιπούρι
3212. ξένοιαστος = ξιλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε σκέφτεται τα προβλήματά του
δουλειά, εξολοθρεύομαι.
3226. ξεπονάω = ξιπουνάου = δε νιώθω πόνο , δεν νοιώθω αγάπη για ένα
πρόσωπο, μου φεύγει ο πόνος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο
κατευοδώνω
3230. ξερά σου (τα) = ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα
537
3231. ξερά χόρτα = μπάμπαλα = ξερά χόρτα με τα οποία στρώναν τα μαντριά. λεπτά
προσανάμματα
3240. ξερικό = ξηρ’κό, ξηρκό = αυτό που δε ποτίζεται για να φυτρώσει και να
αναπτυχθεί
3243. ξεροπόταμος =
ρέμα = ποτάμι
που κατεβάζει
μόνο το χειμώνα η
βροχή
τούρκικο kavurmak
φαγητό
538
3250. ξεσηκώνω κάποιον = σιουγκράου, σιούγκραω, σιουγκρίζου = αγγίζω κάποιον
πράξη
3252. ξεσπάνε πάνω μου = ξιλαβαίνου =, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου,
πληρώνω για αυτά που κάνω, βρίσκω άδικα το μπελά μου, την πληρώνω εγώ
3253. ξεσταυρώνω = ξισταυρώνου = ξεθάβω μετά από χρόνια το νεκρό και συλλέγω
και θυμώνω,
κακοφημισμένη
539
3268. ξέφωτο = ξαίθρου, ξέφουτου
για τα καλά
ηρεμήσουν.
3286. ξηρά τροφή = ξηρουφάι = τροφή που είναι ξηρή, το ψωμοτύρι του βοσκού.
540
3289. ξίγκι (είδος) = βασ’λόξιγκου = ξίγκι από την κοιλιά του γουρουνιού σαν
θεραπευτικό μέσο.
στο κονάκι).
3296. ξύλα (ειδικά) = σειρήτια γερά και ίσια, ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα
αδίπλα καλύβια
3297. ξύλα (ειδικά) = τιντόξ’λα = ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα
3299. ξύλα λεπτά που χρησιμοποιώ για να φτιάξω την κατσιούλα από το κονάκι =
κατσιουλόλουρα
3301. ξύλα σκελετού της καλύβας = μπηχτάρια = τα ξύλα της που μπαίνουν
σκελετό
3302. ξυλαράκι = τσάκνο = λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου. (μτφ). πολύ λεπτός, αδύνατος
άνθρωπος
541
πλαίσια που στηρίζουν την πόρτα από το κονάκι, κεφαλάρι της, ξύλινος κύκλος
άντρας.
κώνου.
3311. ξύλο (ειδικό) = τέμπλα = ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε
τα κάρβουνα
3313. ξύλο (ειδικό) = τιμπλί, τέμπλα = μακρύ και χοντρό ξύλο = τιμπλάρι
3314. ξύλο (μέρος) = σκίζα = κομμάτι από ξύλο που σχίζεται από τον κορμό ενός
542
3316. ξυλοκέρατα
καρούμπις
3317. ξυλοκοπώ =
σιδιρώνου
Ο
3326. οδηγός = σουφέρ’ς
3329. οδηγώ τα ζώα στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα και με γρήγορη
κίνηση = σουδιάζου
543
3330. οδηγώ το κοπάδι = ρουβουλάου = από τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω
(ρεύσουν
σόι,
3336. οικοσκευή (είδος) = αφ’μένα = οικοσκευή που δεν μας είναι απολύτως
544
3352. ομάδα = κούδα = ομάδα που συνήθως μας είναι αντιπαθητική
3353. ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από = τσέτα, τσιάτα
3354. ομάδα μικρών αλόγων = αργγιλές = ομάδα από νεαρά και ασαμάρωτα άλογα
3355. ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα = τσιότα, τσέτα
σε ακαλλιέργητους τόπους.
ξύδι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους πίνεται και
είναι διουρητικό με προσοχή γιατί είναι δηλητηριώδες φυτό που περιέχει μια
545
3369. ομφάλιος λώρος = κατάπατου, κατάπαμα =
αφαλός.
επιθυμώ να γίνει
3375. οξύθυμος = αψ'υς = ευέξαπτος , απότομος, νευρικός, (από τις ομηρικές λέξεις
μήκους, , κυρίως μέτρησης του βάθους του νερού που ισοδυναμεί με 1,83 μ.
546
για βοσκή χωρίς δένδρα
3402. ορμάω =
547
3413. ούλα = τσιντσιά, γούλια, τσιντζιά
οριά, νούρους
κουντνιέλα = τελευταία
από το κοπάδι
3422. ούρλιαξα = αναβέλαξα = κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα
Π
3431. παγανιά = περιπολία από ένοπλο απόσπασμα
548
3434. παγιδεύω με βρόχια, (μτφ.) στήνω
βρόχια = βρουχιάζου
κριβάτι
(παράγεται από τη λέξη «βυτίνη») Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή
άκρα μου
3444. παζαριώτες = παζαριώτις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’
αυτό
3445. πάθημα, = νίλα = συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές»
549
3450. παιδί μικρό = λιμπαίσι
κολοκυθιάς
3456. παιδικό παιχνίδι που, όταν σπρώχνουμε το έμβολό του, βγάζει δυνατό κρότο =
βρουντάρα
3457. παίζω (στα χέρια μου) = ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το
παίζω.
κάρβουνα
550
3473. παλαβό = παρασάνταλου, παρασάνταλο
3480. παλιόπαιδο = γιουρτόπιασμα = παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις γιορτινές
μέρες
μικροπράγματα
χαζά, αθυρόστομος
ολόκληρη την Ελλάδα και γενικά στις Μεσογειακές χώρες, σε περιοχές σχετικά
χαμηλού υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία και έχει ύψος
περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή και στη βάση
τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα σκαλώνουν σαν αγκίστρια
και είναι δύσκολη η αφαίρεσή τους από το δέρμα και τα ρούχα. Τα άνθη του
είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την
551
περιβάλλεται από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο.
Οι μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό «Μέλι
από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το παλιούρι είναι ένα
Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και
δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί τα φύλλα και τη ρίζα του για να
θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό για να διαλύει τους λίθους της
είδος Παλίουρου, το οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη
νοτιοδυτική και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά
μέλι
552
3498. πανηγύρι = παν’γύρι = το τοπικό γλέντι
3499. πανί (ειδικό) = τσαντίλα = αραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το
τυρί, τυρόπανο
3514. πανωσάμαρα = πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο
μεριές.
πανωφοριού
553
3518. παπαδοκόρη = παπαδουπούλα
554
3536. παράγαμπρος, φίλος του γαμπρού = μπράτ’μους, μπράτ'μος ,μπράτιμος
σταυράδερφος = μπράτ'μος =
συνδέεται με κάποιον με
δεσμούς αδελφοποίησης . Η
«σταυραδερφοσύνη», ή
Σαρακατσάνους ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των
Ο δεσμός γινόταν μεταξύ ατόμων, που δεν είχαν συγγένεια αίματος, αλλά είχαν
και των δυο, που έχουν συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και τέλος έπιναν
555
3547. παραλία = ακρουθαλασσιά, ακρουγιάλια, ακρουπέλαου
3554. παραμονή στα χαμηλά = λάζιανη = παραμονή για λίγες μέρες στα
3560. παραπέρα = παρακείθι , παρέκει, παρέκι , πσουπέρα = πιο πέρα, πιο εκεί
556
3572. παραφέρομαι = ξιτσανίζου.
3589. πατώνω = στρώνω το μαντρί με κλάρες και χόρτα για να κοιμούνται ζεστά τα
ζωντανά
3590. πάχνη (είδος) = τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη
πρωινή δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική «πάχνη».
557
3595. πάχος = ξύγκι
στρογγυλεμένο.
3603. πεθαίνω στην πείνα και δίψα = λιμάζω = επιθυμώ κάτι για φαΐ σφόδρα που
3606. πείνα μεγάλη = λίμα, λόρδα Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα
3607. πείνασα πάρα πολύ = ψουμουλύσασα = λύσαω για ψωμί, πειναλέος, πολύ
νηστικός
558
3618. πενθώ = λιρουφορώ
3624. πέπλο (είδος) = κούκλους, μαγνάδι = κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που
μοιάζει με πέπλο.
3628. πέρασμα = διάβα, ντίρα = πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των
χειμαδιών
από το boğaz
αλεργίες
559
3637. περιδέραιο = γιουρντάνι = κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι,
3641. περιλαίμια (σκύλου) = χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του
3647. περιορισμένο μέρος στο λιβάδι για βόσκηση = απουλ’σιά, = βοσκή μιας μέρας
560
3661. περιστροφή = γυρβουλιά, γυροβουλιά = κυκλική κίνηση. περιστροφή γύρω-
γύρω από τον άξονα του σώματος, αλλα γύρω-γύρω και από κάτι σταθερό,
ολόγυρά μας
3664. περνάω = αραδίζου = διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό
μου,
3667. περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού = σκαπετάου = γέρνω στη ράχη απ
561
3683. πετάω = φλιτράου = (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω ανάλαφρα από
χαρά
3687. πέτρα (είδος) = πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο
562
3702. πετσώνω = μπαλώνω (το μαντρί, τα παπούτσια κλπ), καρπαζώνω, σφαλιαρίζω
3705. πηγάδι = μπγάδ = πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο,
3711. πηγαίνεται = αντέστε & άντεστε = άντε, για παρακίνηση, προτροπή που
απευθύνεται σε πολλούς
563
3727. πηδηχτός = αμπ’δηχτός , χορός με πηδήματα όπως ο τσάμικος
3728. πήρα ( ετσιθελικά) = έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή
ήπια
3731. πήρε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμέξαμε = χώνιψι η πρατίνα
κουτσαίνομαι, «πιάνομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου
3734. πιάνω το νερό = πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που
3738. πιάτο ξύλινο βαθύ = καυκί, καυκιά = ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς
υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. τόπος που έχει το σχήμα της καυκιάς
3739. πιάτο ρηχό = απλάδα = χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που
3745. πιέζω κάποιον = βιάζου = πιέζω κάποιον να κινηθεί πιο γρήγορα, πιέζω
564
3747. πιθαμή = απθαμή = μονάδα μήκους (το μήκος της πιθαμής)
3754. πιο δίπλα = απέκει = λίγο πιο δίπλα, πιο πέρα, μετά απο
απ το Ιταλικό pistola
565
3771. πίτα (είδος) = κουλυρόπ’τα, κουλυρή = είδος πίτας, πίτα που τα φύλλα τα
3774. πίτα (είδος) = στριφτόπ’τα, στριφτή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο
χέρι(χωρίς πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται
προς τα άκρα.
3777. πίτα (είδος) = ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η
τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή
ψαριών
3778. πίτα (είδος) = σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας
566
3791. πίτας κομμάτι = φιλί = κομμάτι από την πίτα.
3792. πίτας παρασκευή (τραγάνιστή) = ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για
3794. πλαγιά (ειδική) = σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς
ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ
3798. πλάκα απο τυρί (ειδική) = μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την
προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις
3805. πλαντάζω = πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου,
στενοχωριέμαι πολύ.
567
3806. πλαντάζω στο κλάμα = γκανιάζου
3810. πλάτη = ράχη = η πλάτη (του ανθρώπου), η πλάτη του βουνού (οριογραμμή)
τσαλαβουτάω.
καλυβιού.εκφ. κλάρουσι του κουπάδι = στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί
μόναν όψιν"
3823. πλέξιμο (τρόπος) = μέρτζα = με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο
568
3828. πλευρές του στήθους στο ύψος της καρδιάς = ψ’χουκόκκαλα
3836. πληρωμή του τσομπάνου χωρίς φαγητό = ξικουπή, ρόγα εξ ου και ρόγιασμα
σιτάρι.
πολύ βιό,
τον κόπανο.
569
3852. πλύσιμο ρούχων με κόπανο(ξύλινο εργαλείο) = λιφκουκουπανάου = πλένω τα
αγριοφουντουκιά = λιφτουκαρυά =
μορφή, που το ύψος του δεν ξεπερνά συνήθως τα 5 μέτρα. Έχει φύλλα ωοειδή,
καλλωπιστική αξία στο φυτό. Τα θηλυκά βγαίνουν 2-5 μαζί. Οι καρποί είναι τα
κύπελλο σκεπάζει ολόκληρο το καρπό εκτός του πάνω μέρους και έχει χείλη
δύσπνοια
μπορώ να καταπιώ
570
3863. πόδι ειδικό = πουδάρι = το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά
γνέσουμε
που φοριέται χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι
τις πλευρές, από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια τυλιγμένα σε μικρές θηλιές.
περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται και
571
κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς
και τις πλαϊνές ως πριν από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο
γαϊτάνι τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει
λυκείου Ελληνιδων.)
3873. πόζα = μπόζα = η πόζα στην φωτογραφία το στήσιμο από το Ιταλικό posa
549
3876. πόλεμος = πόλιμους. Ομηρική λέξη «πόλεμος». Ιλιάς Α, 492 και παντού
572
3888. πολυαγαπημένος = ακριβός, μονάκριβος =
573
3912. πόρτα = ρούγα αυλή και κατ΄ επέκταση η καλύβα, ο μαχαλάς, γειτονιά , ο
3934. πουκάμισο (ειδικό) = κοντό = το ανδρικό πουκάμισο που φτάνει ως την μέση
574
3935. πουκάμισο (είδος) = κουντό = πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι
3941. πουλί (είδος) = χαρουπούλι = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει
θάνατο.
το Βενετσιάνικο becazza
φύλλα
φυτά της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος” και
575
ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά, κατσόπρινος,
αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι
την ζώνη του ελατιού, σε υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις
στολίζει σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή
δένδρο της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη ζωή για 2-3
χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το πυκνό, σταθερό και
μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά και οι καρποί του πουρναριού, τα
μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια, είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι
ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και στις
επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι
Παράγει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’
εξοχή “καυσόξυλο”.Τα φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως
χρωστική ύλη.
576
3950. πουρναρόξυλο = πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ
3953. πούστης = πούστ'ς = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει
κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία είναι
πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι σημαίνει
επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική πράξη, κατά το
γυναίκα.
3960. πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα = σέα, σέια, σαία
δέντρα.
577
3966. πρησμένος = φουσκουμπουνιασμένους = αυτός που είναι πρησμένος στο
φωτιά, τσακμάκι
φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς
3974. πρόβατα (αρρώστια) = σαπιάρ’κα = πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και
πέφτουν.
τουμπακιάζουντι τα πρότα =
κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για
578
πρόβατα με τα δύο μάγουλα μαύρα
3978. πρόβατα (χρώμα) = κάτσινα = πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο
3982. πρόβατα (χρωματικά) = μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο
3984. πρόβατα καλοταϊσμένα = στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) = από την καλή βοσκή
3991. προβατίνα ( ιδιαίτερη) = δυγόνα = προβατίνα που γεννάει προς το τέλος του
γέννου.
3992. προβατίνα (ειδική) = τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά
579
3994. προβατίνα (είδος) = τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια
απότομα
3997. προβατίνα (είδος) = τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της
τσουλούφι.
μαλλιά
3999. προβατίνα (χρώμα) = κοκκ’νουμάτα, -κου =προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί
κάτασπρο
προβατίνα που έχει σχεδόν μαύρο σκούρο το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια και
τα αφτιά
πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό
πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το
4006. προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών = μπλιόρα
4007. προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά = αλπουνόρα
580
4009. προβατίνα τριών χρόνων που γεννά δευτερη φορά = δευτιρόιννη
4012. προβατίνες (είδος) = μπούφις = προβατίνες με πολλά μαλλιά στο κεφάλι που
4013. πρόβατο (ειδική ονομασία) = ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη
4015. πρόβατο (ετοιμόγεννο) = σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της
4017. πρόβατο (σημάδι) = πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη
4019. πρόβατο (χρώμα) = καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του
4020. πρόβατο (χρώμα) = μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο
4023. πρόβατο(τύπος) = ρούντου = που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα
581
4028. προγκάω = αλαφιάζουμι
4031. προίκα = τράχουμα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την
μετρητά) . Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε
4032. προίκα (σε μετρητά) = τράχουμα, τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της
4036. προκαλώ ξιπαπαδεύου = με τις ενέργειές μου προκαλώ, προκαλώ τον παπά να
αβάντζα σε κάποιον
κάποιου,
582
4047. προξενητής = προυξιν’της
4050. προπυρετική κατάσταση = έκλα = κούραση του σώματος πριν από πυρετό.
4059. προς τα πέρα = σαπέρα, σιαπέρα = για φευγιό, για πέρα μτφ παλαβός, για
διώξιμο
4060. προς τα πέρα = σιαπέρα = αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για σιαπέρα}
ανάψουμε τη φωτιά
4064. προσάναμμα = προυσάναμμα = ξερά στεγνά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς
στρώνουμε τα μαντριά.
4067. πρόσγαλο = πρόσγαλου = γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την
εμπλουτίζει σε βούτυρο.
583
4071. προσέχω = τηρού, τηράου
4077. προσκυνάω = προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν νύφη από την νύστα, κλείνουν
απάνεμο μέρος
584
4095. πρωκτός =σούφρα
πρωτόγαλα (στα λατινικά: colostrum, ενώ στα αρχαία: πύαρ) είναι το «γάλα»
των πρώτων ωρών και ημερών, που τα θηλαστικά παρέχουν στα νεογνά τους.
Έχει κιτρινωπό χρώμα και είναι το πρώτο γάλα που παίρνει το νεογέννητο
αμέσως μετά τον τοκετό και είναι σχεδόν ο μόνος δρόμος για την απόκτηση
της παθητικής ανοσίας που χρειάζεται το νεογνό για την βιωσιμότητα του. Η
4103. πτυχή = δίπλα = πτυχή σε ρούχο, είδος καλύβας, μεγάλο χοντρό ξύλο,
4106. πυκνός = δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει
πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά
πλατάνια
585
4109. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.
4110. πυξαριού = πυξαρένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από πυξάρι
τη βάζουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και
να στηρίζει τα ξύλα στη φωτιά, το κτίσμα που περιλαμβάνει την εστία του
τζακιού, πυριμάχος (αρχαιο) πέτρα που είναι ανθεκτική στην φωτιά, την
όπλα
4120. πυροστιά = πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και
οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και
«ιστίη»=εστία
586
4122. πυτιά = π’τιά
Ρ
4127. ραβδί διχαλωτό = γύλα
Σαρακατσάνοι
4143. ρεκάζω = ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από
πόνο, σκούζω, κραυγάζω, φωνή πόνου από ζώο, από την αρχαία ελληνική
ῥέγκω / ῥέγχω
587
4144. ρέμα (είδος) = ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.
κτσιούμπα , κτσιούμπι
588
4165. ροδίζω = ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.
4167. ροδομάγουλος, -η, -ο = ρόιδινους, -η, -ου = που έχει το χρώμα του ρόδου ,
4168. ρόζος = ρόζους = σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα
4169. ρόκα (είδος) = κλειδουτή = ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και
4170. ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν
κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες,
παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες
για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα
έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν
άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα ξύλα στη φωτιά για να
έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα
ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το
589
σχήμα τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω
μαλλί μαζεμένο ρολό (άλλους ν' αντροπή και άλλους τν΄ντρούμπα το μαλλί)
4173. ρουβία η αιμοβαφής = ρ’ζάρι = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα του
ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό σκιάν και στην συνέχεια
νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι,
διότι αυτά συμβάλλουν στην στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα
ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την
«Αλιζαρίνην».
αγαπητικός
4177. ρούχο (είδος) = τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί
4178. ρούχο (είδος) = φλουκάτα = υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ
φλόκους
590
4179. ρούχο (μέρος) = τραχλιά = το μέρος του ρούχου που περιβάλει τον τράχηλο
από φόρεμα ή πουκάμισο | < μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.
πρώτη- πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο γεγονός του γάμου.
4192. σαϊάζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να
4193. σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των
591
4194. σαΐνι = σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter),
στον ελλαδικό
χώρο. Η
επιστημονική του
ονομασία είναι
Accipiter
περιλαμβάνει
υποείδη Η
επιδεξιότητα και η
ευστροφία του
αποδοθεί με την
ομώνυμη λέξη
«σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την
592
4200. σακάτης = σακατλαμάς
αλευροσάκι.
4202. σακί για αλεύρι = αλευροσάκι = το σακί που χρησιμοποιούνταν για την
υλικά.
4206. σακοράφα = σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελόνα για να ράβουμε χοντρά
4208. σακούλι = ταηστάρι = με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό τους
κατεύθυνση
συγκρατεί
τα εμπρός
= αυτό που φορτώνεται πάνω στο σαμάρι στο χώρο που δημιουργείται αφού
593
φορτωθεί το ζώο δεξιά και αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωντανό
4219. σαμαριού εξάρτημα = κουτσάκι = ξύλινο άγκιστρο στο σαμάρι στο οποίο
4221. σαμαριού εξάρτημα = κουλάνι = εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην
ουρά.
4223. σαμαρώματος ενέργεια = κουτσακιάζου = δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν
φορτώνω το ζώο
4224. σαμαρώνω = σαμαρώνου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,
Σερρών.
μόνον γίδια.
594
4232. Σαρακατσαναίοι (όνομα) = Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίναν
στη Μ. Α.σία
Σαρακατσαναίοι.
Θεσσαλίας.
4239. Σαρακατσάνοι (όνομα) = σπανίσιους = αυτός που ζει στα γυμνά βουνά -α, -
ου
4240. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και
1965 ήρθαν στην Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο
595
4245. Σαρακατσιάνος ως επαγγελμα όχι ως ομάδα = βλάχους, βλαχούλα, βλάχ’κους,
Σαρακατσάνοι που μένουν μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη
596
γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα,
4261. σέα = σέα = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που
μεταφέρονται
στα ζώα
το αμπέλι
597
σταδιακά και αργά, γλιστράω
κάνω σημάδι στο αφτί του προβάτου, για να το γνωρίζω. Κάτι που σε
προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο, μαλλιά.
4273. σημάδι = βαϊάφτ’κου = στο αφτί των προβάτων (κόβεται το αφτί στη ρίζα στο
4274. σημάδι = σ’μάδι = χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων και σμάδια= οι
αφτί
4279. σημάδι στα ζώα = ξουράφτκα = ζώα σημαδεμένα με κόψιμο του άφτιου με
ξυράφι
4280. σημάδι στα ζώα = φουρκάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα κόββεται η άκρη του
598
4285. σήτα λεπτή.για κοσκίνισμα = κρησάρα
4286. σιαλβάρι = πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να το
δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην μπορεί να
βυζαίνει
4296. σιναφίτης = σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο
σινάφι.
τσάπα.
599
4305. σκαρίζω τα πρόβατα = ξιστρίβου = διαλύω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο οφαλός
μου
4306. σκάρος τη νύχτα = νυχτουσκάρι = ξύπνημα των ζώων για βοσκή τη νύχτα
ελμινθιάσεως. Επίσης για την θεραπεία τον αιγοπροβάτων από την αγαλαξία!
έχω ακούσει ότι τα παλιά χρόνια βράζανε το βολβό του φυτού και το έδιναν σε
κοντό βλαστό και άνθη πορφυρά και ροδοειδή στο σχήμα, οι δε ρίζες του,
4308. σκάφη = σκαφίδα, σκαφίδι = λεκάνη μεγάλη για πλύσιμο, μπάνιο, ζύμωμα
(ξύλινη)
600
4317. σκεπάζω το μαντρί = σαγιάζω, σαϊαζω
4320. σκέπη = σκιπή = Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον
4324. σκεύη = σέϊα = το σύνολο των μεταφερόμενων σκευών και πραγμάτων του
νοικκυριού
4329. σκεύος (είδος) = τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε
4330. σκεύος = κούπα = βαθύ πιάτο φαγητού, κάτι κλειστό (κούπα τα μάτια),
ποτήρι, κύπελλο, κούπα = είδος αγγείου χρησιμον να κρατεί νερόν έχον χείλη
χαμηλά και παλατυτέρα του πάτου. Είναι Δωρικής η Αιολικής διαλέκτου όθεν
601
οι Λατινοι ελαβαν το «cupa» Ιταλ. coppa από το Κύπη του οποίου το
4335. σκηνή (είδος) = τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που
τα χειμαδιά η αντίστροφα
4336. σκιάχτρο = σκιάχτρου = ομοίωμα ανθρώπου για να τρομάζουν άγρια ζώα και
4338. σκιερό = απόσκιο, απόσκι = μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος κάποιες στιγμές,
602
4352. σκόπευση = σ’μάδι
προσπαθώντας να εντοπίσω
603
4373. σκούπα = σάρουμα = το φυτό (ανθυλλίς η ερμάνειος) απ το οποίο φτιάχνουμε
σκούπες
ονομάζουν "κοπριά"
4377. σκουπιδότοπος (ειδικό) = λτσιάρι = μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και
σκουφέτα
4385. σκυλί = σκλί . Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την
καθαρότητα της
ενδογαμίας και
της κλειστής
κοινωνίας τους .
Το ίδιο ακριβώς
συνέβη και με όλα τα ζώα που αφορούσαν την ζωή τους. Το άλογο, το σκυλί,
604
Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα. Ο Σαρακατσάνικος ποιμενικός
4386. σκυλίσιος = σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο
4391. σκώρος = μόλτσα = πεταλούδα εχθρός των μάλλινων, έβαζαν ανάμεσα στα
μόλτσα
4392. σμέουρα = νιάουρα, νιάουρις = άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που
βατόμουρα
επιχρίω
4400. σοφράς = τάβλα = υφαντό που στρώνεται καταγής για φαγητό, υφαντό
τραπεζομάντιλο,
605
4404. σπαθόχορτο(υπερικό το διάτρητο) =
4406. σπαράγγι = σπαραγγιά = φυτό που τρώμε τον βλαστό του και το
4419. σπυριά (είδος) = καύτρις = σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.
606
4423. σταματάω κάπου = αράζου = εμφανίζομαι, ξεμυτίζω
κτηνοτροφία.
παραμένει
αδιευκρίνιστης
προέλευσης, πιθανόν
χαρακτηριστική
ανοικτόχρωμων
δυνατός
4435. Σταυρός = ένα σύμβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της ζωής των
607
4436. σταυρός (είδος κεντήματος, ύφανσης ) = κρατιρός σταυρός = συνεχόμενος
κλήματα μετά τον τρύγο, το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του σταφυλιού όταν
4439. σταχτόνερο = αλισίβα, αλσίβα = στάχτη διαλυμένη στο νερό που έπλεναν τα
ασπρόρουχα
4440. στάχυ = άγανου = βελόνι από τα των σιτηρών
608
4459. στερεύει = στύφτει
4464. στέρφα = στέρφα = τα πρόβατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενούν )
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η
λέξη «στέριφος»)
4465. στέρφη = στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα.
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η
λέξη «στέριφος»)
4466. στεφάνια = στιφάνια = ξύλινα στεφάνια από τα οποία κρέμονταν στο λαιμό
τα κύπρια του προβάτου ή του γιδιού. Παράγεται από την ομηρική λέξη
«στεφάνη»
παρατεταμένου αποκλεισμού .
609
4480. στολίδι στο λαιμό = κούκκους
4483. στολίδια (ειδικά) = τιτριμήδις = στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν
στα φορέματα.
οπλίζομαι.
φρέντζες
άλλα αντικείμενα, κοντός. Από τη λέξη «δούπος», που έγινε «γδούπος», στη
ακαταστασία
610
σγκαϊντός, σγκαϊδός, καϊδός, γαϊδός, σγαϊδός, γκαβόματος, γκαβομάτης,
γκαβούακας,
4502. στρατιωτικά = στρατιουτ'κά = ρούχα που φοράμε στο στρατό, αυτά που
απόσπασμα.
4506. στρίβω το αδράχτι για να μετατρέψω το μαλλί σε νήμα = κλώθω = φέρνω κάτι
αρμέγουμε τα πρόβατα
στρογγυλοπρόσωπη
4516. στρώμα (είδος) = τσόλια = ευτελούς αξίας στρώματα, παλιά ρούχα, κουρέλια
611
4517. στρωμα(είδος) = τσιόλι = μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη
αργαλίσια
4518. στρωσίδι = απλάδι = κεντητό στρωσίδι που έμπαινε στο άλογο του γαμπρού.
4521. στρωσίδια = στρουσίδια = μάλλινα υφαντά για στρώσιμο στο πάτωμα, στο
κρεβάτι, σε διακοσμητικά
612
4542. συμβουλεύω = διατάζου, διατάζω
4554. συμπέθεροι (ειδικοί) = φυλαχτήδις = συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι
του γαμπρού,
κινάς φυσσάτου.
4559. συμφωνία για πρόσληψη χωρίς να τρέφω τον τσομπάνο η κάποιον υπάλληλο
= ξίψουμα, ξίψωμα
613
4565. συνάντησα κάποιον = έμπλαξα = έπεσα πάνω του
ποσοστό
4578. συνεφιασμένος = ανταριασμένους = για τον ουρανό που γεμίζει από ομίχλη ή
μουτρωμένος
614
4589. συνορεύουν στα βοσκοτόπια = συνουρίτις
4597. συχώρεση = σ’χώριση = έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς όπου οι
εξουδετέρωσε
αδύνατος, μικροκαμωμένος.
615
(acer στα λατινικά σημαίνει οξύς,
4609. σφραγίδα = βούλα = σφραγίδα και το ίχνος που αποτυπώνεται από αυτήν,
Προσφόρου συμβολίζει την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, απ' όπου προήλθε
προφήτευσε ότι ο Μεσσίας σαν ένα άκακο αρνάκι θα οδηγηθεί στη θυσία Το
τοποθετείται δεξιά του Αμνού στο Δισκάριο Από τα εννέα τριγωνάκια, που
616
βρίσκονται στο δεξί μέρος του προσφόρου, εξάγονται οι μερίδες των αγγέλων
και όλων των αγίων και τοποθετούνται αριστερά του Αμνού. Οι άγιοι που
Εκκλησία. Αυτές τοποθετούνται εμπρός από τον Αμνό και, όταν πριν τη Θεία
απόφαση να..
πουδαράκι
617
4626. σχέδιο στα κεντήματα και υφαντά = κλαρωτό
κλ(ε)ιτσούλις
κλαρούλα
διακοσμητικό = πέρδικα
κλειτσουτό
Σχίνος όπως και οι συκιές είναι θηλυκός και αρσενικός. Στις μασχάλες των
τις μασχάλες των φύλλων και τη γύρη τους την τρυγούν οι μέλισσες. Οι καρποί
(δρύπες) είναι μικροί και σφαιρικοί, στην αρχή είναι πράσινοι, ύστερα γίνονται
κόκκινοι και τέλος, όταν πια ωριμάσουν, γίνονται μαύροι κατά το Σεπτέμβριο
618
εργαλεία. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν μπαστούνια ή ραβδιά,
ζέβλες (στρογγυλός ξύλινος λαιμοδέτης για ζώα) και ξύλινα σκεύη όπου
κατάλληλο για γερό δέσιμο. Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την οποία
και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία παράγεται και η λέξη
«λυτήριος –α – ον).
619
4650. σώματος (ανατομία μέρους) = χ’λιαράκι = το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται
κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι έχει το σχήμα
κουταλιού.
4651. σώματος (μέρος) = λαγαρά = ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των
4652. σώματος μέρος = κόρφους = η περιοχή ανάμεσα στο στήθος και τη μασχάλη
λατινικό cumulus
Τ
4657. τα πρόβατα αρρωσταίνουν, όταν τρώνε κάποιο φυτό δηλητηριώδες =
τσοπάνος
4663. ταινία υφαντών = φρέζα = στενή ταινία την οποία βάζουμε στα υφαντά.
620
4664. ταιριάζω = τιριάζου = (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή
συμπεριφορά
4665. ταΐστρες των ζώων = κουπάνες =ξύλινες παραλληλεπίπεδες ανοιχτές από πάνω
4666. τακτοποίηση =
τιμάριμα
4676. τάμα = τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το
όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα γινόταν και
καπνό, τσιγαροθήκη.
4682. ταραχή = λαβούρα = διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή (λαβούρα
621
4683. τάση για ζευγάρωμα ζώων = βαρβάτμα
4690. ταψί (είδος) = γαστρέλους = ταψί χωρίς κόθρο (τοίχωμα) γύρω-γύρω για τις
κουλούρες.
4691. ταψί μικρό και ρηχό = νταβάς = στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος
622
4710. τέντζερης = κακκάβι, κακάβι = χάλκινη χύτρα
4717. τεχνίτες (ειδικοί) = χτινάδις = πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του
παράγει φωτιά
4727. τι ; =α;
623
4735. τιποτένιο = άραχνο = κακάσχημο, ανυπόληπτο
4736. το = του
4741. τον κακό του τον καιρό είναι = ν' κακήτ την μέρα είνι =, μια ασχήμια είναι
4745. τόπος (ειδικός) = χ’μαδιό = λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.
τα κοπάδια μου
4748. τόπος που βγάζει νερό = βαρκό = ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που
βουλιάζει
4749. τόπος χωρίς χόρτάρι = άγριους τόπους = χωρίς χορτάρια για βοσκή.
4755. τουλούπα = τλούπα = τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα
624
4759. Τουρκία = Τουρκιά
4766. τούφα μαλλιών = λόϊδου = μικρή τούφα μαλλιών που πετάγεται μπροστά, η
4771. τραβάω τα μαλλιά μου = μαδιώμι = πέφτει το τρίχωμά, ξεσκίζω τις σάρκες μου,
θρηνώ
4773. τραγάκι που παριστάνει τον τράγο = βαρβατσέλι = μικρό τραϊ που θέλει να
4777. τράγος = γκισέμ = τράγος (επικεφαλής, αυτός που πάει μπροστά όπως τα
4779. τραγούδι (τρόπος) = κουρακιάζου του τραγούδι = κλώθω, σέρνω και κρατάω
625
4780. τραγούδι που ο τραγουδιστής το κλώθει και το σέρνει πολύ, βράζει η φωνή
πραγματικά γεγονότα
mezzana
του κιφάλι
«μισάλιον» ή «μινσάλιον»)
626
«τράχανον» =λίχνευμα από σιτάρι και γάλα
προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης
του σώματος, ρίγος, τρεμούλα. αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω
κάτι.
πολύ κρύο.
4808. τρέξιμο = κουσή = ταχέως, γρήγορα, κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα, κουσή,
4810. τρέχει (περπατάει, γυρνάει) όλη μέρα = π’λαλεί = βρίσκεται σε συνεχή τρεχάλα
627
4815. τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια = τριβαλιάζουμι = κόβομαι,
4828. τρίκλωνος = τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς (κλωνές)
4832. τριχιά (είδος) = λτάρι = κοντό και ψιλό σχοινί, τριχιά., λητάρια ή λυτάρια =
628
(= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω» («περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι
πιθανή και η προέλευση από το στερητικό «α» και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο
γυναίκες τη βαρέλα
4838. τριχιές (ειδικές) = κιουστέκια = δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του
της πέρδικας π.χ σε τρομάζει μέχρι θανάτου (έχει χαρότριχα μέσα της)
629
4852. τροφής (είδος)κουρκούτι = βρασμένο αλεύρι κατάλληλο για να τρέφονται τα
σιδερένιο με το αρνάρι.
4857. τρύγος = τρύγους = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το
αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα σταριού). Βλ. &
4858. τρύπα στο στεφάνι του κουδουνιού μέσα από την οποία περνάει το βαστάκι
(θηλιά) = βαστακότρυπα
θάμνους,
4866. τσαγερό = τσαϊρό τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).
’λιωσα, το διέλυσα
630
μαζεμένο σε κύκλους, μπούκλα, κούκλα με νήμα
4871. τσάντα βοσκού = τρουβάς, ταγάρι = μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντό μάλλινο
4872. τσαποδόντης = τσαπουδόντ’ς = έχει δόντια πεταμένα προς τα έξω (σαν τσάπες)
ξύλων,
4876. τσέλιγκα αμοιβή = κιχαϊλίτ’κου = χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις
κονάκια.
4880. τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει τα πιο
4885. τσιγαρίδες = μικρά κομμάτια κρέατος που μένουν με το λιώσιμο του χοιρινού
παστού.
631
4887. τσιγάρο = καϊαρα
4890. τσίκνα = τσίκνα = λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα
οικιακά σκεύη.
4891. τσίκνισε το φαγητό = τσίκνισι του φαΐ = έπιασε τσίκνα, κόλλησε στον πάτο
4893. τσιλίκη = καλέκι = ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι, αλλά και
το ίδιο το παιχνίδι
4894. τσιλίκι = λέγκα = ένα από τα δυο ξύλα στο παιχνίδι τσιλίκι
τσιλίκι
4899. τσιμπάω με σουβλί = σουφλάου = μπήγω, έχω οξείς πόνους, πονάω σαν να
με τρύπησαν με το σουβλί
καλύτερα
632
4903. τσολιάζω = τσιουλιάζου = βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το
προστατέψω. –ουμι
σκεπάσματα.
4904. τσομπάνικα =
τζιουμπαν’κά
= βαλμαραίοι
τσομπαναραίων
4920. τσοπάνος (ειδικός) = τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες
γίδες
633
4922. τσουκνίδα = τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα
4925. τυλιγμένο = κουλυρίδα = αυτό που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο
4928. τυρί (είδος) = βιζές = το είδος του τυριού κεφαλοτύρι. Το παραδοσιακό αυτό
τυρί έχει πολλές παραλλαγές που είναι επίσης καλές σαν επιτραπέζιο τυρί.
= έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που σημαίνει ότι ολοκληρώθηκε η
τσαντίλα
634
παρασκευή σκληρού ημίσκληρου τυριού ώστε να έχει πολύ βούτυρο Η
τυριού Μανούρι.
4936. τυριού είδος ξινό = κλοτσοτύρι = (το έφτιαχναν αφού έπαιρναν το βούτυρο)
του τυριού
4943. τυροκόμισης εργαλείο = ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο
στραγγίζουμε το τυρί.
4944. τυροκόμισης εργαλείο = ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο
στραγγίζουμε το τυρί.
635
4952. τυφλώνομαι = γκαβώνουμι
Υ
4963. υγρά του σάκου του εμβρύου = γκάντινα = γλοιώδης ουσία που βγαίνει στη
Ιλιάς Θ, 307
4965. υγρασία = αγρασιά
4966. υγρό μυζήθρας = καπέτι = υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της
μυζήθρας
κάρβουνα, κτλ.).
636
4969. υπαίτιος = αίτιους, -α, -ου
Παυλάκ’ς, κτλ.
4979. υποκοριστικό -άκους = παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούμε κυρίως
637
4991. υποχωρώ = ξισαρίζου, -ω = χαλαρώνω
4992. υποψιάζομαι = αγκαθιάζουμι = , πονηρεύομαι.
τον αργαλειό να υφάνω, Κάθε κουβάρι νήμα γίνεται μια κλωστή που τυλίγεται
πολλές φορές στην ιδιάστρα και πολλές κλωστές μαζί φτιάχνουν το διασίσι
ιδιάζουμε.
5004. ύφανσης νήμα = υφάδι = νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της
σαΐτας.
5010. υφαντό(μέρος του) = κάμπος = η επιφάνεια του υφαντού που φέρει σχέδια
638
5011. ύφασμα (για κάπες) = καπουσκούτι = χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για
κάπες.
ανάγλυφα σχέδια.
5015. ύφασμα (είδος) = δίμ’του, δίμτου = ύφασμα που το υφαίνω με δυο νήματα
πουκάμισα ή φουστανέλες.
Φ
5026. φαγητό (είδος) = γιουμίδια = βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα
639
5028. φαγητό (είδος) = κουσμάρι = πρόχειρο φαγητό (ξινισμένο φρέσκο ανάλατο
τυρί + αλεύρι)
λάχανα)
5035. φαγωμένα από αγρίμια = ζλαπουφαγουμένα = ζώα που έφαγε το άγριο ζώο
5040. φανέλα = κατασάρκι = μάλλινη φανέλα απευθείας πάνω στο γυμνό σώμα, το
πρώτο ένδυμα
δαιμονική χροιά
640
5049. φάρμακο = ιλάτσι, ιλιάτσι
ουλίτιδας, ενώ λόγω της οιστρογονικής δράσης του είναι αποτελεσματικό στην
διαταραχών, της κατάθλιψης, του ιλίγγου, των νευραλγιών και υπέρ της
βελτίωσης της μνήμης (ενισχύει την οξυδέρκεια). Επίσης, το έγχυμά του δρα
κατά της ακμής, των μολύνσεων, των πληγών, των τραυμάτων, της αλωπεκίας
641
5062. φέρνεσαι σαν χαζός = χαζουφέρνς
φιδιού
5080. φιδόδερμα = φιδόκαμψου, φιδουρούτι = παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.
δρακοντιά, δρακόντι, φαί του φιδιού, σταφύλι του φιδιού, λιάρος ή φιδόχορτο.
642
άσθματος και χρόνιου βήχα, ενώ είναι και δυνατό ευκοίλιο. Παλιότερα, ο
Γένος της περιλαμβάνει γύρω στα 6 είδη θάμνων ή δέντρων, με διαστάσεις όχι
καλλιεργείται στο ύπαιθρο, μόνον στις περιοχές με ιδιαίτερα ήπιο κλίμα. Στον
θάμνο αυτό αναφέρεται ο Διοσκουρίδης σαν Φιλλυρέα, ενώ στο ίδιο φυτό με
643
5090. φίσκα = ντίγκα
5093. φλαμπουριάρ’ς, μπράτ'μος = αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει
στο γάμο . Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που τους γονείς του στη ζωή.
βελόνια και κόκκινη κλωστή Πάνω στο φλάμπουρα εβάζαν γουργουλίδια και
μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε
τον σταυρό του φλάμπουρα. Ο σταυρός είναι στην κορυφή. Στις άκρες από το
644
5097. φλέβα= νταμάρι
ευθυτενής άνθρωπος
5105. φλουρί = ντούμπλα = μεγάλο και χρυσό (αξία δύο λίρες) μέσα σε καφάσι που
645
5120. φορεσι΄ς (είδος) = μακιδόνις = μονοκόμματες και αμάνικες γυναικείες
φορεσιές.
φορεσιάς από λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε
κοντοσέγκουνο
5132. φορτίο πλάτης = ζαλίκι = το φόρτωμα στην πλάτη ανθρώπου. Από τη λέξη
«ζαλιά» = φόρτωμα
πλάτες μου.
646
5137. φόρτωμα = καμπάς = φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα
ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων για να μην γερνει το φορτίο όταν
κακοκαιρία
5143. φουσκάλα, φλύκταινα = καψαλήθρα = γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο
καμένο δέρμα
5146. φουσκωτός = ανεβατός -ή -ό = για ψωμί που έχει πάθει ζύμωση και έχει
τριγωνικό σχήμα που σχηματίζουν τις πιέτες στη φούστα ή στη φουστανέλα =
(μτφ.) κουτσομπολιά
5151. φράντζα = τσιαμπάς = τα μαλλιά από το κεφάλι που πέφτουν στο μέτωπο
647
5157. φρυγανιά = πυρουμάδα = φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές
(σαν φρυγανιά) Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347
και μ, 396)
κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς των
ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι ακτίνες χώνονται
στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά στη φτελιά (πτελέα) έγινε
φτελιανούς τροχούς Ο Ησίοδος λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από
πτελέα Επειδή δεν σαπίζει όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία
χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που
μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα μπορούν να βραστούν ως
648
χόρτα Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού από ξερά φτελιάφυλλα
πρωτεΐνη ]
σκουρπουφτέρη
5171. φτιάχνω τον σκελετό της καλύβας γύρω γύρω = λουρουδένου = βάζω λούρια
649
5186. φυλλοκάρδια = φυλλουκάρδια = τα βάθη της καρδιάς οπου τα συναισθήματα.
όνομα της ετυμολογείται από τα αρχαία ελληνικά οξύς (= ξινός) και άλας (=
αλάτι). Παρότι το φύλλωμα της είναι τρίφυλλο ή τετράφυλλο δεν έχει καμιά
ξεχωρίζουν σχετικά ευκολα..ή μεν πλατύφυλλος έχει πιο πλατιά φύλλα, που το
angustifolia πιο στενά και σκούρα που συνήθως εξέχουν κατα πολύ πάνω απ
θηλυκά (κάτω) και τα αρσενικά άνθη (πάνω) με ένα κενό περίπου 3 εκ.
650
5198. φυτό (είδος) = λαθούρι = το φυτό λάθυρος ο ήμερος και ο
ξέφωτα και ηλιόλουστα μέρη. Αγαπάει τις πετρώδης θέσεις, τα φρύγανα και τα
διάκενα ημιορεινών δασών, τα φτωχά και ασβεστολιθικά εδάφη φυτό πόα και
651
Πελοπόννησο, κλπ.)Τα άνθη της είναι μικρά και ροζ με αποχρώσεις προς το
καφέ-πορτοκαλί χρώμα.
χαμοθρούμπι και γαϊδουροθυμό. Καθώς επίσης είναι γνωστό και από την
θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές από την αρχαιότητα .Δρα ως
και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως απολυμαντικό για διάφορα σκεύη,
διουρητικό και αφροδισιακό (το βοτάνι της ευτυχίας), ενώ σε εξωτερική χρήση
5203. φυτό(είδος) = κρυφή φτέρη = φυτό που φυτρώνει σε βραχώδη μέρη και
652
καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα,
5212. φωνάζω από πόνο = βελάζω = φωνή προβάτου, φωνάζω δυνατά όπως τα
πρόβατα, άνθρωπος που δεν έχει καμιά σοβαρότητα και λέει ανοησίες
5216. φώναξα από πόνο = βέλαξα (απ 'τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ
κοπάδι.
653
5226. φωτιάς άναμα(τρόπος) = πρυουβουλού = προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον
πρυόβολο
5227. φωτιάς εργαλείο = ξυθάλλι,. ξιθάλι, ξυθάλ(ι) = μακρύ ξύλο λίγο κυρτό που
5228. φωτίκια = τα δώρα του νονού κατά το βάπτισμα Σε κάποιες περιοχές (οι
από εκει και μετά τα δώρα σε γιορτές. Αποτελούσαν μια ολόκληρη αλαξιά από
Χ
5231. χ’μουνίσιους, -α, -ου = χειμωνιάτικος.
654
5246. χαϊδεμένο κορίτσι = τριανταφυλλούλα
5247. χαϊδευτικό = αηδουνούλαμ = χαϊδευτικό κοπέλας.
τελειώσει η χρονιά
πήρε το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος που
πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και φάρμακο κατά της
655
υστερίας Έχει αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο
χαλαρωτικό ρόφημα.
συνεχής χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που
από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι, για τον βήχα, για
τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας (περιόδου) των γυναικών, για
τον λαιμό και για την βραχνάδα. Η πιο διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού
είναι η ικανότητα του να ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από
στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της οδοντοφυΐας. Το τσάι
υπνωτικά φάρμακα. Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που
όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι για να
καταπραϋνει ο πόνος.
656
5269. χάπι = χάπιου
5272. χαρακιά, κάνω = χαρακιάζου = χαράζω για να κόψω κάτι, χαράζω κάποια
ενέργεια
χάσιμο χρόνου.
5289. χαψιά = χάψα, χαψιά = μπουκιά Από το ρήμα «χάπτω» = ανοίγω το στόμα
μου
τους
657
5292. χείμαρρος = ρέμα = ποτάμι που κατεβάζει μόνο το χειμώνα η μετά από πολύ
βροχή
συμπεριφορά
μπουκέτο
5299. χέρια (χαρακτηρισμός) = ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξύλα που δεν πιάνουν,
λόφος
658
5313. χλωρό γινομένο στάχυ = ψάνα
θερμοφόρα = σταχτουπύρι
σκεπή
5323. χορός (είδος) = κάτσα = χορός αλλα και χορευτική φιγούρα. Είναι κλέφτικος,
ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ‘’κάτσα’’. Έχει δύο μέρη, το αργό
βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο και τα βήματα είναι
επίσημος χορός που χορευόταν από το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά
5324. χορός (είδος) = σταυρουτός = χορός στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια
Σταυροφορούντες οι
659
οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο και στα χέρια. Είναι δε τέτοιο το
καμάρι που όταν θέλουν να δείξουν σε κάποιον ότι τον εκτιμούν αφάνταστα
κατσούλα στην κορυφή της καλύβας, σταυρός στα κεντημένα ρούχα, σταυρός
5327. χοροστάσι = χουρουστάσι = αλώνι για χορό, ξέφωτο για χορό στο οποίο
5331. χορτάρι (είδος) = γούρδας = ανοιξιάτικο χορτάρι που, όταν το τρώνε οι άσπρες
5333. χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα = στριβάδι
660
5343. χοχλάζει το νερό = χουχλάζει του νιρό
για τον Αη (τον Χριστό). Πάνω του σκάλιζαν ένα μεγάλο σταυρό , φεγγάρι με
5356. χρυσαφένιος (από χρυσό) = μαλαματένιους, -α, -ου = αυτός που είναι από
χρυσό, λαμπρός-η-ο
5358. χρυσός = μάλαμα = χρυσάφι. πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα, αισθήματα κ,α.,
661
5361. χρώμα = σίβους, -α, -ου = αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ γκρι και
μπεζ.
5362. χρώμα αλόγου = αστιράτου = άλογο που έχει άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.
5364. χρώμα προβατίνας = ασπρουνόρα, -κου = μαύρη προβατίνα που έχει άσπρο
την άκρη από την ουρά της, η μαύρο αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρη την
κεφάλι
τρίχες ανακατωμένες
5371. κυλμόχτενο = κιλιμόχτινου = ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν
υφαίνω κιλίμια.
5373. χτενίσματος είδος = κουκουρέτσι = μαλλί τυλιγμένο με σιρίτια που μπαίνει στο
5377. χτύπημα = βάριμα, βάρεμα = πληγή, τραύμα, το βάρεμα των προβάτων στη
στρούγκα
662
5379. χτύπημα του μαλλιού = βέργισμα = διαδικασία (χτύπημα με τριχιές) που
κοντάρι που τόχε πλακωμένο με μεγάλες πέτρες. Μια οργιά περίπου το κάθε
ανοίγουν και στο τέλος να πέφτουν εδώ κι εκεί. Αφηνε κάτω τα σκοινιά η
5382. χτυπώ = βαρού = ηχώ (χτυπώ μουσικό όργανο π.χ, τζαμάρα, κλαρίνο κ.α),
αλλα και σκοτώνω βαρού τα πρότα πιέζω τις προβατίνες να περάσουν στη
5384. χτυπώ (τρόπος) = πιτσώνου = χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη,
663
5391. χωρίζω (το κοπάδι των γκαστρωμένων) = γκαστρουχουρίζου = χωρίζω από το
5402. χώρος ζώων (ειδικός) = στάλος = χώρος που κοιμούνται τα ζώα να γλυτώσουν
την κάψα του μεσημεριού , τόπος με σκιά για το κοπάδι. Παράγεται πιθανόν
Ψ
5404. ψαλίδι = ψαλίδι = αρχαία "ψαλίς" Aρx.,ίδιο ύψος, ίδια ηλικία, ίση αξία
απόσουσμα
664
5413. ψευτοπαλληκαράς = κάργας
665
5429. ψιχαλίζει = λιανουβρέχει
χρήματα.
5441. ψωμάκια = μοιράσματα = που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών
μπουμπότα
προζύμι (υψώνεται)
666
5450. ψωμί που δεν είναι καλά ψημένο = κρατάει του ψουμί.
Ω
5453. ώμοι = νόμια
γερός, υγιής.
γένουνταν
του τυρί
667
668
669
670