ΒΥΖΑΝΤΙΟ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 294

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ:
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΡΩΜΑΪΚΗΣ, ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

MARCO MIOTTO
(Βυζαντινολόγος-Μεσαιωνολόγος)

Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ


ΧΑΛΙΦΑΤΟΥ ΤΩΝ ΦΑΤΙΜΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΓΥΣ
ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ
ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 10Ο ΚΑΙ
ΤΟΝ 11Ο ΑΙΩΝΑ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007
MARCO MIOTTO

Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΧΑΛΙΦΑΤΟΥ ΤΩΝ


ΦΑΤΙΜΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ
ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 10Ο ΚΑΙ
ΤΟΝ 11Ο ΑΙΩΝΑ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας


Τομέας: Αρχαίας Ελληνικής, Ρωμαϊκής, Μεσαιωνικής και Βυζαντινής Ιστορίας
Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 10 Μαΐου 2007

Εξεταστική επιτροπή:
Θ. Κορρές, μέλος της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής
Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, μέλος της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής
Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, μέλος της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής

Ι. Ψαράς, εξεταστής
Χ. Μπαντάουι, εξεταστής
Δ. Μισίου, εξετάστρια
Π. Κατσώνη, εξετάστρια
Ι. Λεοντίαδης, εξεταστής
Α. Σαββίδης, εξεταστής

2
3
Marco Miotto

A.Π.Θ.

Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΧΑΛΙΦΑΤΟΥ ΤΩΝ ΦΑΤΙΜΙΔΩΝ


ΣΤΗΝ ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΗΝ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 10Ο ΚΑΙ ΤΟΝ 11Ο ΑΙΩΝΑ

ISBN

«Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και


Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει
αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2).

4
a Dora e Paola

στη Δώρα και στην Πάολα

5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Συντομογραφίες 8

Βιβλιογραφία 9

Πίνακας μεταγραφής 49

Εισαγωγή 51

Οι πηγές 58

1. Αραβικές πηγές 58

2. Βυζαντινές πηγές 61

3. Δυτικές πηγές 62

Κεφάλαιο 1. Η πολιτική κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή (10ος αιώνας) 66

1.1. Η Συρία και οι ιδιαιτερότητές της 67

1.2. Η σχέση Αιγύπτου-Συρίας πριν από τους Φατιμίδες. Το Εμιράτο του


Χαλεπιού και ο ρόλος του στην περιοχή 71

1.3. Η έννοια “κράτος” στο Ισλάμ 77

1.4. Το βυζαντινό σύνορο στη Συρία τον10ο αιώνα 80

Κεφάλαιο 2. Φατιμίδες και Βυζαντινοί τον 10ο αιώνα 88

2.1. Οι απαρχές των Φατιμιδών 88

2.2. Το Κράτος των Φατιμιδών στη Βόρεια Αφρική (909-969) 90

2.3. Η κατάκτηση της Αιγύπτου και η επέκταση προς τη Συρία (969-975) 101

2.4. Το ζήτημα του Χαλεπιού και οι σχέσεις μεταξύ Φατιμιδών και 111
Βυζαντινών μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα

Κεφάλαιο 3. Οι ιταλικές πόλεις (8ος-10ος αιώνας) 124

3.1. Το Αμάλφι 126

3.2. Η Βενετία 139

3.3. Η Γένοβα 156

3.4. Η Πίζα 164

Κεφάλαιο 4. Οι Ιταλοί στη Μεσόγειο τον 11ο αι.: εμπόριο και πόλεμος 170

6
4.1. Οι Ιταλοί στην Εγγύς Ανατολή 170

4.2. Οι έμποροι-πολεμιστές: Πιζάνοι και Γενοβέζοι στην Κεντρική και 187


Δυτική Μεσόγειο

4.3. Οι ιταλικές πόλεις μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα: εσωτερικές εξελίξεις
και εξωτερική πολιτική 196

Κεφάλαιο 5. Η Εγγύς Ανατολή κατά τον 11ο αιώνα 211

5.1. Το Κράτος των Φατιμιδών κατά την περίοδο της προσωπικής


κυβέρνησης του χαλίφη al-Hākim (1000-1021) 211

5.2. Πολιτικές αλλαγές στη Συρία: η εγκαθίδρυση της δυναστείας των


Μιρδασιδών στο Χαλέπι και η εκστρατεία του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού 215

5.3. Η Συρία κατά την περίοδο 1030-1064. Η αποδυνάμωση της κυριαρχίας


των Φατιμιδών 227

5.4. Οι Βυζαντινοί και οι μουσουλμάνοι της Βόρειας Συρίας μέχρι το 1073 236

Κεφάλαιο 6. Προς μία νέα Εγγύς Ανατολή (1071-1099) 243

6.1. Το Κράτος των Φατιμιδών σε κρίση (1062-1077) 243

6.2. Οι Τούρκοι στη Συρία (1070-1092) 248

6.2.1. Το τέλος της δυναστείας των Μιρδασιδών και η ενσωμάτωση του


Χαλεπιού στο Κράτος των Σελτζούκων 249

6.2.2. Η αυτονόμηση των παραθαλάσσιων πόλεων της Συρίας 259

6.3. Οι Ιταλοί και η πρώτη σταυροφορία 264

6.4. Από Ρωμαίοι, Φράγκοι. Η ονομασία των Ιταλών στους μουσουλμάνους


ιστορικούς και γεωγράφους 278

Επίλογος 281

Χάρτες 287

Συντομογραφίες:

7
AIEO Annales de l’ Institut d’ Etudes Orientales de la Faculté des
Lettres d’Alger
BF Byzantinische Forschungen
BMGS Byzantine and Modern Greek Studies
BS Byzantinoslavica
CCM Cahiers de Civilisation Médiéval
CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae
CSBH Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae
CSCO Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium
DOP Dumbarton Oaks Papers
EME Early Medieval Europe
FSI Fonti per la Storia d’Italia
GA Graeco-Arabica
JEH Journal of Economic History
JESHO Journal of Economic and Social History of the Orient
JMH Journal of Medieval History
JAS Journal of the Asian Society
JRAS Journal of the Royal Asian Society of Great Britain and
Ireland
MGH Monumenta Germaniae Historica
RHC Recueil des Historiens des Croisades
RIS RIS
RSI Rivista Storica Italiana
SI Studia Islamica
SV Studi Veneziani
TM Travaux et Memoires du Centre de Recherches d’ Histoire et
Civilisation byzantines
VR Variorum Reprints

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

8
Πηγές

Abū Šāma Abū Šāma, Kitāb ar-rawdatayn fī akhbār ad-


dawlatayn, htpp://alwaraq.net.

Albert d’ Aix Albert d’Aix, Alberti Aquensis Historia


Hierosolymitana, RHC [Historiens Occidentaux], τ. IV,
Paris 1879 (ανατύπωση Farnborough 1967), 265-713.

Amatus di Montecassino (Aimé du Mont-Cassin),


Amatus di Montecassino Histoire de li Normant. Storia de’ Normanni di Amato
di Montecassino volgarizzata in antico francese, εκδ.
V. De Bartholomaeis, Fonti per la Storia d’ Italia 76,
Roma 1935.

Andrea Dandolo Andrea Dandolo, Chronica per extensum descripta, L.


A. Muratori (νέα εκδ.), RIS XII, Bologna 1937-1939.

Άννα Κομνηνή Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, εκδ. D. Reimsch-A.


Kambylis, [CFHB], τ. XL/1, Series Βerolinensis,
Berlin-New York, 2001.

Annales Barenses Annales Barenses, MGH, Scriptores, τ. V, εκδ. G.


Pertz, Hannover 1843, 51-56.

Annales Beneventani Annales Beneventani, MGH, Scriptores, τ. III, εκδ. G.


Pertz, Hannover 1839, 173-185.

Annales Beriniani Annales Bertiniani, MGH, Scriptores, τ. I, εκδ. G.


Pertz, Hannover 1826, 419-515.

Annales Cavenses Annales Cavenses, MGH, Scriptores, τ. III, εκδ. G.


Pertz, Hannover 1839, 185-197.

Annales Reg. Fr. Annales Regni Francorum, qui dicuntur Annales


Laurissenses Maiores et Einhardi, MGH, Scriptores
rerum Germanicarum in usum scholarum, τ. VI, εκδ.
G. Pertz, Hannover 1895.

Annales Venetici breves Annales Venetici breves, εκδ. L. A. Berto, Testi storici
veneziani (XI-XIII secolo), Padova 1999, 86-99.

Anonymus Rhenanus Anonymi Rhenani Historia et gesta ducis Gotfridi, seu


Historia de obsidione Terrae Sanctae, anno MXCVI,
RHC [Historiens Occidentaux], τ. V, Paris 1895
(ανατύπωση Farnborough 1967), 439-523.

9
Anselme de Ribemont Anselme de Ribemont, Anselmi de Ribodi Monte ad
Manassem archiepiscopum Remensem epistula, RHC
[Historiens Occidentaux], τ. III, Paris 1866
(ανατύπωση Farnborough 1967), 890-895.

Al-Antākī Yahya al-Antākī, Tā’rīkh, [Ι] εκδ. I. Kratchovsky-A.


Vasiliev, Histoire de Yahya-Ibn Sa‘īd d’Antioche,
[Patrologia Orientalis], XVIII/5, Paris 1957 (α΄ έκδοση,
Paris 1924), 699-833, (πρώτο μέρος του αραβικού
κειμένου, με γαλλική μετάφραση), και [ΙΙ] [Patrologia
Orientalis], XXIII/3, Turnhout 1976 (α΄ έκδοση, Paris
1932), 345-520 (δεύτερο μέρος του αραβικού κειμένου,
με γαλλική μετάφραση), [ΙΙΙ] εκδ. L. Cheikho, Annales
Yahia Ibn Saïd Antiochensis, [Corpus scriptorum
christianorum orientalium. Scriptores arabici]. Textus.
Series tertia. Tomus VII, Bayrūt-Paris, 1909 (ολόκληρο
το αραβικό κείμενο, με το μέρος που δεν
συμπεριλαμβάνεται στην άλλη εκδ., το οποίο
αντιστοιχεί στα έτη 1013-1034, από τη σελίδα 206 στη
σελίδα 283).

Μιχ. Ατταλειάτης Μιχ. Ατταλειάτης, Ιστορία, εκδ. I. Pérez Martín,


Miguel Ataliates. Historia, Madrid 2002.

Μιχ. Ατταλειάτης, (έκδ. Μιχ. Ατταλειάτης, Ιστορία, εκδ. I. Bekker, Michaeli


Bekker). Attaliotae Historia, Bonn 1853.

Αl-‘Azīmī Αl-‘Azīmī, Tā’rīkh, μερική έκδοση από τον C. Cahen,


La chronique abrégée d’al-‘Azīmī, Journal Asiatique
CCXXX (1958), 353-448.

Baudri de Dol Baudri de Dol, Baldrici episcopi Dolensis Historia


Jerosolimitana, RHC [Historiens Occidentaux], τ. IV,
Paris 1879 (ανατύπωση Farnborough 1967), 1-111.

Breve chronicon Breve chronicon northmannicum, εκδ. L. A. Muratori,


northmannicum RIS, τ. V, Milano 1723-1728.

Brevi I Brevi dei consoli del Comune di Pisa degli anni 1162
e 1164. Studio introduttivo, testi e note con un’
appendice di documenti, εκδ. O. Banti, Fonti per la
Storia d’ Italia, Antiquitates, 7, Roma 1997, 107-108.

Caffaro, Annales Caffaro, Annales, εκδ. G. Pertz, MGH, Scriptores, τ.


XVIII, Hannover 1863, 1-39.

Caffaro, Liberatio Caffaro, De liberatione civitatum orientis liber, εκδ. G.


orientis Pertz, MGH, Scriptores, τ. XVIII, Hannover 1863, 40-
48.

10
Carmen Carmen in victoriam Pisanorum, εκδ. G. Scalia, Il
carme pisano sull’impresa contro i Saraceni del 1087,
εν Studi di fiοlogia romanza in onore di Silvio
Pellegrino, Padova 1971, 565-627.

R. Cessi, Documenti R. Cessi, Documenti relativi alla storia di Venezia


anteriori al mille, I-II, Padova 1942.

Chronica Monasterii Chronica Monasterii Casinensi, MGH, Scriptores, τ.


Casinensi XXXIV, εκδ. H. Hoffmann, Hannover 1980.

Chronica Sancti Chronica Sancti Benedicti, MGH, Scriptores, τ. III,


Benedicti εκδ. G. Pertz, Hannover 1839, 197-213.

Chronica Fredegarii Chronicarum quae dicuntur Fredegarii scholastici


liber IV, MGH, Scriptores rerum Meravingicarum, τ. II,
εκδ. B. Krusch, Hannover 1888, 1-169.

Chronicon Casinense Chronicon Casinense, MGH, Scriptores, τ. III, εκδ. G.


Pertz, Hannover 1889, 222-230.

De gestis Normannorum Chronicon de gestis Normannorum in Francia, MGH,


Scriptores, τ. I, εκδ. G. Pertz, Hannover 1826, 532-536.

Chron. Salern. Chronicon Salernitanum. A critical edition with Studies


on Literary and Historical Sources and on Language,
εκδ. U. Westerbergh, Stockholm 1956.

Chronique de Cambridge Chronique de Cambridge, εν A. A. Vasiliev, Byzance


et les Arabes, II2, γαλλική εκδ. του H. Grégoire και M.
Canard (Extraits des sources arabes traduits par
Marius Canard), Bruxelles 1950, 99-106, (γαλλική
μετάφραση του αραβικού κειμένου και πρωτότυπο
ελληνικό κείμενο).

Cod. dipl. Genova C. Imperiale di Sant’ Angelo, Codice diplomatico della


Repubblica di Genova, I-III, FSI 77, 79, 89, Roma
1936-1942.

Cronicon Pisanum Cronicon Pisanum seu fragmentum auctoris incerti,


εκδ. M. Lupo Gentile, RIS, νέα έκδοση, VI/2, Bologna
1930, 100-102.

Epistola Dagoberti Epistola Dagoberti, patriarchae Hierosolymitani, ad


omnes Theutonicae regionis catholicos, εκδ. κόμη
Riant εν Comptes rendus des séances de l’Academie
des Inscriptions, Paris, τ. 12 (1884), σ. 211.

Adh-Dhahabī Adh-Dhahabī, Tā’rīkh al-Islām, htpp://alwaraq.net.

11
Diplomi L. Schiapparelli (επιμ.), I diplomi di Ugo e di Lotario,
di Berengario II e di Adalberto, FSI 38, Roma 1924,
έγγραφο 11, σσ. 235-237.

Donizonis Donizonis Presbyterys, Vita Mathilda, celeberrimae


principis Italiae, εκδ. L. Simeoni, RIS, νέα έκδοση,
V/2, Bologna 1940.

F. Dölger, Regesten F. Dölger, Regesten der Kaiserkunden des


Oströmischen Reiches, I Teil 2. Haldband 2η έκδ. A. E.
Müller – Alexander Beihammer, Regesten von 867-
1025, München 2003.

Einhardus, Annales Einhardus, Annales, MGH, Scriptores I, εκδ. G. Pertz,


Hannover 1826, 174-218.

Einhardus, Vita Karoli Einhardus, Vita Karoli Magni, MGH, Scriptores, τ. ΙΙ,
Magni εκδ. G. Pertz, Hannover 1829, 426-463.

Erchempertus Erchempertus, Historia Langobardorum


Beneventanorum, MGH, Scriptores rerum
Langobardicarum et Italicarum, εκδ. G. Waitz,
Hannover 1878, 231-264.

Etienne de Blois Etienne de Blois, Stephani comitis Carnotensis ad


Adelam uxorem suam epistolae, RHC [Historiens
Occidentaux], τ. III, Paris 1866 (ανατύπωση
Farnborough 1967), 885-890.

Νικ. Φωκάς Νικηφόρος Φωκάς, Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις


Νικηφόρου Δεσπότου, εκδ. E. McGeer, The Praecepta
militaria of the Emperor Nikephoros II Phokas, εν
Sowing the Dragon’s Teeth, Dumbarton Oak Studies
XXXIII, Washington 1995, 3-78.

Foucher de Chartres Foucher de Chartres, Historia Iherosolimitana (Gesta


Francorum Iherusalem peregrinantium), RHC
[Historiens Occidentaux], τ. III, Paris 1866
(ανατύπωση Farnborough 1967), 311-485.

Γεώργιος Κύπριος Γεώργιος Κύπριος, Le synekdèmos d’Hiéroklès et


l’opuscule géographique de Georges de Chypre, εκδ.
E. Honigmann, Bruxelles 1939.

Gesta Dei per Francos Historia quae dicitur Gesta Dei per Francos, edita a
venerabili Domno Guiberto abbate monasterii Sanctae
Mariae Novigenti, RHC [Historiens Occidentaux], τ.
IV, Paris 1879 (ανατύπωση Farnborough 1967), 113-
263.

12
Gesta Episcop. Neap. Gesta Episcoporum Neapolitanorum, MGH, Scriptores
rerum Langobardicarum et Italicarum, εκδ. G. Waitz,
Hannover 1878, 398-436.

Gesta Francorum Gesta Francorum et aliorum Hierosolymitanorum, seu


Tudebodus abbreviatus, RHC [Historiens
Occidentaux], τ. III, Paris 1866 (ανατύπωση
Farnborough 1967), 119-163.

Gesta Franc. Gesta Francorum expugnantium Iherusalem, RHC


expugnantium [Historiens Occidentaux], τ. III, Paris 1866
(ανατύπωση Farnborough 1967), 487-543.

Gaufredus Malaterra Gaufredus Malaterra, De rebus gestis Rogerii


Calabriae et Siciliae Comitis et Roberti Guiscardi
Ducis fratris eius, εκδ. E. Pontieri, RIS 2 (νέα έκδοση),
V/1, Roma 1928.

Guillaume de Tyr Guillaume de Tyr, Historia rerum in partibus


transmarinis gestarum, RHC [Historiens Occidentaux],
τ. I, Paris 1844 (ανατύπωση Farnborough 1967).

Guillermus Apuliensis Guillermus Apuliensis, Gesta Roberti Wiscardi, εκδ.


M. Mathieu, La geste de Robert Guiscard, Istituto
Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici. Testi e
Monumenti, Palermo 1961.

Hist. Nicaena vel Baduini III Historia Nicaena vel Antiochena, RHC
Antiochena [Historiens Occidentaux], τ. V, Paris 1895 (ανατύπωση
Farnborough 1967), 133-185.

Historia peregrinantium Historia peregrinantium euntium Jerusolymam, ad


liberandum sanctum sepulcrum de potestate
ethnicorum, (Tudebodus imitatus et continuatus), RHC
[Historiens Occidentaux], τ. III, Paris 1866
(ανατύπωση Farnborough 1967), 165-229.

Ibn al-Athīr Ibn al-Athīr, al-Kāmil fī ’t- tā’rīkh, htpp://alwaraq.net.

Ibn Hawqal Ibn Hawqal, Kitāb al-Masālik, εν M. Amari, Biblioteca


Arabo-Sicula, τ. III, Torino-Roma 1880.

Ibn ‘Idhārī Ibn ‘Idhārī, al-Bayān al-muġrib fī akhbār al-Andalus


wa al-Maġrib, I-II, εκδ. G. Colin-E. Lévi Provençal,
Leiden 1948.

Ibn al-Qalānisī Ibn al-Qalānisī, Dayl ta’rīkh Dimašq, htpp://alwaraq.net.

13
Ibn Taġrībardī Ibn Taġrībardī, An-nuğūm az-zāhira fī mulūk Misr wa
’l-Qāhira, htpp://alwaraq.net.

Al-Idrīsī Al-Idrīsī, Kitāb nuzhat al-muštāq fī-’khtrāq al-āfāq,


(Opus Geographicum) εκδ. E. Cerulli-F. Gabrielli-G.
Della Vida-L. Petech-G.Tucci, Napoli-Roma 1975.

Iohannis Diaconus Iohannis Diaconus (Giovanni Diacono), Cronaca


veneziana, εκδ. G. Monticolo, Cronache veneziane
antichissime, v. I, Roma 1890 (ανατύπωση Torino
1969), 59-171.

Itinera Hieros. Itinera Hierosolymitana et descriptiones Terrae


Sanctae, εκδ. T. Tobler-A. Molinier, Paris 1879
(ανατύπωση Osnabrück 1966).

Jacopo da Varagine Jacopo da Varagine, Chronica civitatis ianuensis ab


origine urbis usque ad annum .MCCXCVII., εκδ. C.
Monleone, Jacopo da Varagine e la sua Cronaca di
Genova dalle origini al MCCXCVII, Fonti per la Storia
d’ Italia, Roma 1941.

Kamāl ad-Dīn Ibn al-‘Adīm Kamāl ad-Dīn, Zubda al-halab fī tā’rīkh


Halab, htpp://alwaraq.net.

Κων. Πορφυρογέννητος, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De cerimoniis aulae


De cerimoniis byzantinae, εκδ. J. Reiske, Bonn 1829.

DAI Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De administrando


imperio, εκδ. G. Moravcsik, αγγλ. μετάφραση R. J. H.
Jenkins, τ. 1 [CFHB 1], β΄ εκδ., Dumbarton Oak Texts
1, Washington 1967.

Λέων Διάκονος Λέων Διάκονος, Ιστορία, εκδ. C. B. Hase, Leoni


diaconi Caloënsis historiae libri decem, Bonn 1828.

Leo Ostiensis Leo Ostiensis (Marsicanus), Chronica Monasterii


Casinensis (auctore Leone), MGH, Scriptores, τ. VII,
εκδ. G. Pertz, Hannover 1846, 574-722.

Libri Iurium I Libri Iurium della Repubblica di Genova, τ. I/1, εκδ.


A. Rovere, Pubblicazioni degli Archivi di Stato. Fonti
XIII, Genova 1992.

Liudprandus, Liudprandus, Liber antapodoseos, εκδ. P. Hirsch-M.


Antapodosis Büdinger-W. Wattenbach, Quellen zur Geschichte der
Sächsischen Kaiserzeit, Darmstadt 1977, 244-495.

14
Liudprandus, Legatio Liudprandus, Legatio ad imperatorem
constantinopolitanum Nicephorum Phocam, εκδ. P.
Hirsch-M. Büdinger-W. Wattenbach, Quellen zur
Geschichte der Sächsischen Kaiserzeit, Darmstadt
1977, 524-589.

Lupus Protospatarius Lupus Protospatarius, Annales, εκδ. G. H. Pertz, MGH,


Scriptores V, Hannover 1843, 51-63.

Maqrīzī, Itti‘āz Maqrizī, Itti‘āz al-khunafā’ bi-’khbār al-a’imma al-


fātimiyyīn al-khulafā’, I-II, εκδ. Ğ. Šayyāl, al-Qāhira
(Κάιρο) 1996.

Maqrīzī, Khitat Maqrizī, Kitāb al-khitat, εκδ. Būlāq, al-Qāhira (Κάιρο),


1270 έ .Ε. (1853-1854).

Bernardo Marangone, Bernardo Marangone, Annales Pisani, εκδ. M. L.


Annales Pisani Gentile, RIS (νέα έκδοση), VI/2, Bologna 1930, 3-22.

Bernardo Marangone, Bernardo Marangone, Gesta triumphalia per Pisanos


Gesta triumphalia facta de captione Hierusalem et civitatis maioricarum
et aliarum civitatum et de triumpho habito contra
Ianuense, εκδ. M. L. Gentile, RIS (νέα έκδοση), VI/2,
Bologna 1930, 89-96.

Marin Sanudo Marin Sanudo, La vita dei Dogi, εκδ. G. Monticolo,


Città di Castello 1900.

Ματθαίος Εδέσσης Ματθαίος Εδέσσης, The Armenians and the Crusades


Tenth to Twelth Centuries, the Chronicle of Matthew of
Edessa, εκδ. και μετάφραση στα αγγλικά, χωρίς το
πρωτότυπο αρμενικό κείμενο, A. Dostourian, Lanham-
New York-London, 1991. Μετάφραση στα
νεοελληνικά κάποιων αποσπασμάτων βρίσκεται επίσης
εν Χ. Μ. Μπαρτικιάν, Επίσημα βυζαντινά έγγραφα σε
έργα Αρμενίων μεσαιωνικών συγγραφέων Α. Οι
επιστολές του Ιωάννη Τσιμισκή στους Αρμενίους,
Βυζαντινός Δόμος 2 (1988), 13-34, στις σελίδες 22-32.

Monachus Sangallensis Monachus Sangallensis, De gestis Karoli imperatoris


libri II, MGH, Scriptores II, εκδ. G. Pertz, Hannover
1829, 726-763.

MEP Monumenta epigraphica pisana saeculi XV antiquiora,


εκδ. O. Banti, Pisa 2000.

MGH, Diplomata MGH, Diplomata regum et imperatorum Germaniae, τ.


VI/2 (Heinrici IV. Diplomata 1077-1106), εκδ. D. von
Gladiss, Weimar 1959.

15
MGH, Epp. MGH, Epistolae, τ. Ι (Gregorii I pape registrum
epistolarum I), εκδ. L. M. Hartmann, Berlin 1891, τ. ΙΙ
(Gregorii I pape registrum epistolarum IΙ), εκδ. L. M.
Hartmann, Berlin 1899, τ. ΙΙΙ (Karolini Aevi I) εκδ. W.
Gundlach, Berlin 1892, τ. IV (Karolini Aevi II), εκδ. E.
Dümmler, Berlin 1895, τ. VII (Karolini Aevi V), εκδ.
E. Caspar, Berlin 1928.

MGH, Epp. sel. MGH, Epistolae selectae, τ. II/1 (Gregorii VII


registrum, libri I-IV), εκδ. E. Caspar, Berlin 1920, τ.
II/2 (Gregorii VII registrum, libri V-X), εκδ. E. Caspar,
Berlin 1923.

MGH, Capitularia MGH, Leges. Capitularia regum francorum, τ. I, εκδ.


A. Boretius, Hannover 1883.

MGH, Leges Lang. MGH, Leges Langobardorum, τ. IV, εκδ. F. Bluhme,


Hannover 1868.

Mon. anon. Litt., Monachi anonymi Littorensis, Historia de translatione


Historia de translatione Sanctorum Magni Nicolai, terra marique miraculis
gloriosi, ejusdem avunculi, alterius Nicolai,
Theodorique, martyris pretiosi, de civitate Mirea in
Monasterium S. Nicolai de littore Venetiarum, RHC
[Historiens Occidentaux], τ. V, Paris 1895,
(ανατύπωση Farnborough 1967), 253-292.

R. Morozzo Della R. Morozzo Della Rocca-A. Lombardo, Documenti del


Rocca-A. Lombardo, commercio veneziano nei secoli XI -XIII, τ. Ι, Torino
Documenti 1940.

Νικόλαος Μυστικός Νικόλαος Μυστικός Πατριάρχης, Επιστολές, εκδ. R.


Jenkins-L. Westerink, Nicholas I Patriarch of
Constantinople Letters, Dumbarton Oaks Texts II,
Washington 1973.

Nuwayrī Nuwayrī, Nihāya al-‘arab fī funūn al-adab, εν Α. A.


Vasiliev, Byzance et les Arabes, II2, γαλλική εκδ. του
H. Grégoire και M. Canard (Extraits des sources
arabes traduts par Marius Canard), Bruxelles 1950,
229-235, (γαλλική μετάφραση μερικών αποσπασμάτων
του αραβικού κειμένου).

Origo Origo gentis Langobardorum, MGH, Scriptores rerum


langobardoricum et italicarum, εκδ. G. Waitz,
Hannover 1878, 1-7.

16
Otto Frisigensis Otto Frisingensis Episcopus, Gesta Friderici
Imperatoris, MGH, Scriptores XX, εκδ. G. Waitz- B.
De Simson, Hannover 1867, 338-496.

Paulus Diaconus Paulus Diaconus, Historia Langobardorum, εκδ. B.


Luiselli-A. Zanella, Milano 1991.

Paulus Diaconus cont. Pauli Diaconi continuatio romana, MGH, Scriptores


rerum langobardoricum et italicarum, εκδ. G. Waitz,
Hannover 1878, 200-202.

P.L. Patrologia latina (Patrologiae cursus completus sive


bibliotheca universalis), εκδ. J. P. Migne, τόμοι 1-127,
indices 1-4, Paris 1844-1865.

M. Pozza-G. Ravegnani, M. Pozza-G. Ravegnani, I trattati con Bisanzio 992-


Trattati 1198, Pacta Veneta, Venezia 1993.

Προκόπιος Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, εκδ. J. Haury, Procopii


Caesariensis opera omnia, τ. II (De bello gothico),
Leipzig 1905.

Μιχ. Ψελλός Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, εκδ. E. Renauld, Michel


Psellus. Chronographie, I-II, Paris, 1926 (τ. I), 1928 (τ.
IΙ).

Raimond d’ Aguilers Raimond d’ Aguilers, Raimondi de Aguilers, canonici


Podiensis, historia Francorum qui ceperunt
Iherusalem, RHC [Historiens Occidentaux], τ. III, Paris
1866 (ανατύπωση Farnborough 1967), 231-309.

Raoul de Caen Raoul de Caen, Gesta Tancredi in expeditione


Hierosolymitana, auctore Radulfo Cadomensi, ejus
familiare, RHC [Historiens Occidentaux], τ. III, Paris
1866 (ανατύπωση Farnborough 1967), 587-715.

Robert le Moine Robert le Moine, Roberti Monachi historia


Iherosolimitana, RHC [Historiens Occidentaux], τ. III,
Paris 1866 (ανατύπωση Farnborough 1967), 717-881.

Rodulfus Glaber Rodulfus Glaber, Historiarum libri quinque, I, 9, (σ.


12), εκδ. M. Prou, Raoul Glaber. Les cinque livres de
ses histoires, Paris 1886.

Romoaldus Salern. Romoaldi Salernitani annales, MGH, Scriptores, τ.


XIX, εκδ. G. Pertz, Hannover 1866, 387-461.

17
G. Rossetti, Diploma G. Rossetti, Pisa e l’Impero tra XI e XII secolo. Per
una nuova edizione del diploma di Enrico IV ai Pisani,
εν C. Violante (επιμ.), Nobiltà e chiesa nel Medioevo e
altri saggi. Scritti in onore di G. G. Tellenbach, Roma
1993, 159-182.

Sa‘īd bin Bitrīq Sa‘īd bin Bitrīq, Kitāb at-Tā’rīkh al-Mağmū‘ ‘alà at-
Tahqīq wa ’t-Tasdīq, εκδ. L. Cheikho-B. Carra de
Vaux-H. Zayyat, Eutychii Patriarchae Alexandrini
Annales, Corpus scriptorum christianorum orientalium.
Scriptores arabici. Textus. Series tertia. Tomus VII,
Bayrūt-Paris, 1909.

Sayf al Daula Sayf al Daula. Recueil des textes relatifs à l’émir Sayf
al Daula le Hamdanide avec annotation cartes et
plans, έκδ. M. Canard, al-Ğazā’ir (Αλγέρι) 1934.

Ιω. Σκυλίτζης Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις ιστοριών, εκδ. J. Thurn,


Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, CFHB V,
Berlin – New York 1973.

Satuti di Pisa Statuti inediti della città di Pisa dal XII al XIV secolo,
τ. Ι, εκδ. F. Bonaini, Firenze 1854.

Συνεχιστής Γεωργίου Συνεχιστής Γεωργίου Μοναχού, έκδοση J. Bekker,


Μοναχού Theophanes continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon
Magister, Georgius Monachus, Corpus Scriptorum
Historiae Byzantinae, Bonn 1838, 810-924.

Συν. Σκυλίτζη Συνέχεια Σκυλίτζη, εκδ. Ε. Τσολάκη, Η συνέχεια της


χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτση, Θεσσαλονίκη
1968.

Συνεχιστής Θεοφάνη Συνεχιστής Θεοφάνη, έκδοση J. Bekker, Theophanes


continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister,
Georgius Monachus, Corpus Scriptorum Historiae
Byzantinae, Bonn 1838, 1-481.

Tafel-Thomas, Urkunden G. L. Tafel-G. M. Thomas, Urkunden zur älteren


Handels und Staatsgeschichte der Republik Venedig, τ.
I (814-1205), Wien 1856 (ανατύπωση Amsterdam
1964).

Thietmarus Thietmari Merseburgensis episcopi Chronicon, MGH,


Scriptores Rerum Germanicarum, Novae Series, τ. IX,
εκδ. R. Holtzman, Berlin 1935.

18
At-Tiğānī Αt-Tiğānī, Rihla, αποσπάσματα εν M. Amari,
Biblioteca Arabo-Sicula, τ. II, κεφ. 45, σσ. 62-63,
Torino-Roma 1880.

Translatio sancti Marci Anonymi historia translationis sancti Marci, Acta


Sanctorum Bollandiana, Aprilis III, Antverpiae
(Anvers/Antwerp) 1675, 353-355.

Pierre Tudebode Pierre Tudebode, Petri Tudebodi seu Tudebovis,


sacerdotis Sivracensis, historia de Hierosolymitano
itinere, RHC [Historiens Occidentaux], τ. III, Paris
1866 (ανατύπωση Farnborough 1967), 1-117.

Venetiarum historia Venetiarum historia vulgo Petro Iustiniano Iustiniani


filio adiudicata, εκδ. R. Cessi-F. Bennato, Monumenti
Storici pubblicati dalla Deputazione di Storia Patria per
le Venezie, n.s., XVIII, Venezia 1964.

Vita Athanasii Vita Athanassi episcopi Neapolitani, MGH, Scriptores


rerum Langobardicarum et Italicarum, εκδ. G. Waitz,
Hannover 1878, 439-449.

Νικ. Βρυέννιος Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστοριών, εκδ. P. Gautier,


Histoire, CFHB [Series Bruxellensis 9], Bruxelles
1975.

Ιω. Ζωναράς Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή ιστοριών, εκδ. L. Dindorf,


τ. I-VI, Leipzig 1868-1875.

Az-Zuhrī Az-Zuhrī, Kitāb al-ğuġrāfiyya, εκδ. M. Hadi-Sadok,


Bulletin d’ Etudes Orientales (Institut français de
Damas) XXI (1968), 7-312.

19
Βοηθήματα

H. Ahrweiler, Mer H. Ahrweiler, Byzance et la mer. La marine de guerre,


la politique et les institutions maritimes de Byzance aux
VIIe-XVe siècles, Paris 1966.

G. Airaldi, Espansione G. Airaldi, Aspetti dell’espansione mediterranea


mediterranea genovese, εν L’Italia ed i paesi mediterranei. Vie di
comunicazione e scambi commerciali e culturali al
tempo delle repubbliche marinare, Atti del Convegno
Internazionale di Studi, Pisa, 6-7 giugno 1987, Pisa
1988, 35-41.

G. Albertoni, Europa G. Albertoni, Europa in costruzione. La forza delle


identità, la ricerca di un’ unità (secoli IX-XIII), Trento
2003.

G. Albertoni-L. Provero, G. Albertoni-L. Provero, Il feudalesimo in Italia, Roma


Feudalesimo 2003.

G. Albini, Scritture G. Albini (επιμ.), Le scritture del comune.


Amministrazione e memoria nelle città dei secoli XII e
XIII, Torino 1998.

M. Angold, Byzantine M. Angold, The Βyzantine Εmpire 1025-1204. A


Empire Political Ηistory, London 1984.

20
Σ. Αποστολοπούλου, Σ. Αποστολοπούλου, Η άλωση της Μοψουεστίας (965)
Άλωση και της Ταρσού (965) από βυζαντινές και αραβικές
πηγές, GA 1 (1982), 157-167.

Aραβο-βυζαντινή Θησαυροί της αραβο-βυζαντινή ναυσιπλοΐας/ Treasure


ναυσιπλοΐας of Arab-Byzantine Navigation, Αθήνα 2004.

G. Arnaldi-L. Capo, G. Arnaldi-L. Capo, I cronisti di Venezia e della marca


Cronisti trevigiana dalle origini alla fine del secolo XIII, εν
Storia della cultura veneta, τ. I, Dalle origini al
Trecento, Vicenza 1976, 387-423.

E. Ashtor, Medieval E. Ashtor, The Medieval Near East. Economic and


Near East Social History, VR, London 1978.

E. Ashtor, Levantine E. Ashtor, Studies on Levantine Trade in the Middle


Trade Ages, VR, London 1978

E. Ashtor, E. Ashtor, L’administration urbaine en Syrie médiéval,


Administration urbaine Rivista degli Studi Orientali 31 (1956), 73-128 [= E.
Ashtor, Medieval Near East, V].

E. Ashtor, Quelques E. Ashtor, Quelques observations d’un orientaliste sur


observations la thèse de Pirenne, JESHO 13 (1970), 166-194 [= E.
Ashtor, Levantine Trade, I].

E. Ashtor, Nouvelles E. Ashtor, Nouvelles refléxions sur la thèse de Pirenne,


refléxions Revue Suisse d’Histoire 20 (1970), 601-607 [= E.
Ashtor, Levantine Trade, II].

E. Ashtor, Mouvement E. Ashtor, Un mouvement migratoire au haut Moyen


migratoire Age. Μigration de l’Irak vers les pays méditerranéens,
Annales: Economies, Sociétés, Civilisations 27 (1972),
185-214 [= E. Ashtor, Medieval Near East, IV].

E. Ashtor, Spice Prices E. Ashtor, Spice Prices in the Near East in the 15th
Century, JRAS (1976), 26-41, [= E. Ashtor, Levantine
Trade, XI].

E. Ashtor, Aperçus E. Ashtor, Aperçus sur les Radhanites, Revue Suisse


d’Histoire 27 (1977), 245-275 [= E. Ashtor, Levantine
Trade, III].

E. Ashtor, Républiques E. Ashtor, Républiques urbaines dan le Proche Orient à


urbaines l’époque des croisades?, CCM 18 (1975), 117-131.

E. Ashtor, Social History E. Ashtor, A Social and Economic History of the Near
East in the Middle Age, London 1976.

21
E. Ashtor, Ebrei E. Ashtor, Gli ebrei nel commercio mediterraneo
nell’alto medioevo (secc. X-XII), εν G. Airaldi (επιμ.),
Gli orizzonti aperti. Profili del mercante medievale,
Torino 1997, 57-98.

D. Ayalon, Eunuchs D. Ayalon, On the Eunuchs in Islam, Studies in Arabic


and Islam I (1979), 67-124, [= D. Ayalon, Outsiders,
III].

D. Ayalon, Egypt D. Ayalon, Egypt as a Dominant Factor in Syria and


Palestine during the Islamic Period, Egypt and
Palestine. A Millenium of Association (868-1948),
Jerusalem/al-Quds 1984, 17-47 [= D. Ayalon,
Outsiders, II].

D. Ayalon, Outsiders D. Ayalon, Outsiders in the Lands of Islam, VR,


London 1988.

C. Azzara, Benevento C. Azzara, Il ducato di Benevento e l’eredità del regno


dei longobardi. Ανέκδοτη ανακοίνωση που έγινε τις 7
Οκτωβρίου 2002 στο συνέδριο Il monastero di S.
Vincenzo al Volturno e la tradizione dei Longobardi di
Benevento, Benevento 7 ottobre 2002, διαθέσιμη σε
ηλεκτρονική μορφή εν htpp://retimedievali.it

Μ. Balard, Amalfi et M. Balard, Amalfi et Byzance (Xe-XIIIe siècles), TM


Byzance VI (1976), 85-95.

S. Balossino, Iustitia, S. Balossino, Iustitia, lex, consuetudo: per un


lex, consuetudo vocabolario della giustizia nei capitolari italici, Reti
Medievali Rivista VI (2005/1), 1-47.

A. Bausani, L’Islam A. Bausani, L’Islam, Milano 1980.

G. Benvenuti, Genova G. Benvenuti, Storia della Repubblica di Genova,


Milano 1977.

T. Bertelé, Moneta T. Bertelé, Moneta veneziana e moneta bizantina


(secoli XII-XV), εν A. Pertusi, Venezia e il Levante fino
al secolo XV, τ. Ι, Firenze 1973, 3-146.

M. Berza, Amalfi M. Berza, Amalfi preducale, Ephemeris Dacoromana


preducale VIII (1938), 349-444.

M. Berza, Amalfi M. Berza, Un’autonomia periferica bizantina: Amalfi


(secolo VI-X), Atti del V Congresso Internazionale di
Studi Bizantini, Roma 20-26 settembre 1936, τ. II,
Roma 1939, 25-31.

22
B. J. Beshir, Military B. J. Beshir, Fatimid Military Organization, Der Islam
Organization 55 (1978), 37-56.

T. Bianquis, Crise T. Bianquis, Une crise frumentaire dans l’Egypt


frumentaire fatimide, JESHO 28 (1980), 67-101.

T. Bianquis, Damas T. Bianquis, Damas et la Syrie sous la domination


fatimide, Ι-ΙΙ, Dimašq 1986- 1989.

M. Bonner, Some M. Bonner, Some observations concerning the early


observations development of jihad on the arab-byzantine frontier, SI
75 (1992), 5-31.

J. Boojamra, Christianity J. Boojamra, Christianity in Greater Syria: surrender


and survival, Byzantion 67¹ (1997), 148-178.

S. Borsari, Venezia e S. Borsari, Venezia e Bisanzio nel XII secolo. I rapporti


Bisanzio economici, Venezia 1988.

C. Bosworth, Arabs, Byz. C. Bosworth, The Arabs, Byzantium and Iran, VR,
and Iran London 1996.

C. Bosworth, Protected C. Bosworth, The “Protected Peoples” (Christians and


Peoples Jews) in Medieval Egypt and Syria, Bulletin of the
John Rylands University Library of Manchester 62-1
(1979), 11-36 [= C. Bosworth, Arabs, Byz. and Iran,
VII].

C. Bosworth, Byzantium C. Bosworth, Byzantium and the Arabs: war and peace
and the Arabs between the two world civilizations, JAS 3-4 (1991-2),
1-23 [= C. Bosworth, Arabs, Byz. and Iran, XIII].

C. Bosworth, The city of C. Bosworth, The city of Tarsus and the arab-byzantine
Tarsus frontiers in the early and middle abbasid times, Oriens
33 (1992), 268-286 [= C. Bosworth, Arabs, Byz. and
Iran, XIV].

C. Bosworth, Abu ‘Amr C. Bosworth, Abu ‘Amr at-Tarsusi’s Siyar ath-Thugur


at-Tarsusi and the last years of arab rule in Tarsus (fourth/tenth
century), GA 5 (1993), 183-195.

M. A. Bragadin, Navi M. A. Bragadin, Le navi, loro strutture e attrezzature


nell’Alto Medioevo, εν La navigazione mediterranea
nell’alto medioevo, Settimane di studio del Centro
Ιtaliano di Studi sull’ Αlto Μedioevo, Spoleto 14-20
aprile 1977, τ. 1,Spoleto 1978, 389-407.

23
L. Bréhier, Colonies L. Bréhier, Les colonies d’Orientaux en Occident au
commencement du moyen-Âge. Ve-VIIIe siècle, B.Z. 12
(1903), 1-39.

G. P. Brognetti, Nat., G. P. Brognetti, Natura, politica e religioni nelle


pol. e rel. origini di Venezia, εν G. P. Brognetti (επιμ.), Le origini
di Venezia [Storia della civiltà veneziana IX], Firenze
1964, 1-33.

R. Caddeo, Storia R. Caddeo, Storia marittima dell’Italia. Dall’evo antico


marittima ai nostri giorni, τ. 1, Milano 1942.

C. Cahen, Pénétration C. Cahen, La première pénétration turque en Asie


Mineure, Byzantion 18 (1946-48), 5-67.

C. Cahen, Un texte C. Cahen, Un texte peu connu relatif au commerce


oriental d’Amalfi au Xe siècle, Archivio Storico per le
Province Napoletane XXXIV (1953-54), 3-8 [= C.
Cahen, Turcobyzantina et Oriens Christianus, VR,
London 1974, A].

C. Cahen, Introduction C. Cahen, An Introduction to the First Crusade, Past


and Present 6 (1954), 6-30.

C. Cahen, Mouvements C. Cahen, Mouvements populaires et autonomisme


populaires urbain dans l’Asie musulmane du Moyen Age. III,
Arabica VI (1959), 233-260.

C. Cahen, Radhānites C. Cahen, Y a-ti-l eu des Radhānites?, Revue des


Ètudes Juives 3-4 (1964), 499-505.

C. Cahen, Douanes C. Cahen, Douanes et commerce dans les ports


méditerranéens de l’Egypte médiévale d’après le
Minhādj d’al-Makhzūmī, JESHO 7 (1964), 217-312.

C. Cahen, Diplomatie C. Cahen, La diplomatie orientale de Byzance face à la


poussée seldjukide, Byzantion 35 (1965), 10-15.

C. Cahen, Quelques C. Cahen, Quelques questions sur les Radanites, Der


questions Islam 482 (1972), 333-334.

C. Cahen, L’ Islamismo Ι C. Cahen, L’Islamismo Ι, Storia Universale Feltrinelli,


14, Milano 1972.

24
C. Cahen, Ports C. Cahen, Ports et chantiers navals dans le monde
mediterranéen musulman jusqu’aux croisades, εν La
navigazione mediterranea nell’alto medioevo,
Settimane di studio del Centro Italiano di Studi sull’
Alto Medioevo, Spoleto 14-20 aprile 1977, τ. 1, Spoleto
1978, 299-313.

M. Canard, Byzance et M. Canard, Byzance et les musulmans du Proche


les musulmans Orient, VR, London 1973.

M. Canard, Miscellanea M. Canard, Miscellanea Orientalia, VR, London 1973.


Orientalia

M. Canard, Expansion M. Canard, L’expansion arabo-islamique et ses


repercussions, VR, London 1974.

M. Canard, Une lettre M. Canard, Une lettre de Muhammad ibn Tugj al-Ihšid
émir d’Egypte à l’empereur Romain Lécapène, ΑΙΕΟ ΙΙ
(1936), 189-209 [= M. Canard, Byzance et les
musulmans, VIΙ].

M. Canard, Mutanabbi M. Canard, Mutanabbi et la guerre byzantino-arabe.


Intérêt historique des ses poésies, “Al-Mutanabbi”,
Mémoires de l’ Institut français de Damas, Bayrūt
1936, 99-114 [= M. Canard, Byzance et les musulmans,
VI].

M. Canard, Arabes et M. Canard, Arabes et Bulgares au debout du Xe siècle,


Bulgares Byzantion 11 (1936), 213-223.

M. Canard, Propagande M. Canard, L’impérialisme des Fatimides et leur


propagande, AIEO VI (1942-1947), 156-193 [=IΙ, M.
Canard, Miscellanea Orientalia, VR, London 1973].

M. Canard, H’amdanides M. Canard, Histoire de les H’amdanides, al-Ğazā’ir


(Αλγέρι) 1951.

M. Canard, Un vizir M. Canard, Un vizir chrétien à l’époque fatimite:


chrétien l’Arménien Bahram, AIEO XII (1954), 84-113 [= M.
Canard, Miscellanea Orientalia, VI].

M. Canard, Notes M. Canard, Notes sur les Arméniens en Egypte à


l’époque fatimite, AIEO XIII (1955), 143-157 [= M.
Canard, Miscellanea Orientalia, VIII].

M. Canard, Destruction M. Canard, La destruction de l’église de la


Résurrection par le calife Hākim et l’histoire de la
descente du feu sacre, Byzantion 35 (1955), 16-43.

25
M. Canard, Sicile M. Canard, Quelques notes relatives a la Sicile sous les
premières califes fatimites, Studi medievali in onore di
Antonino De Stefano, Palermo 1956, 569-576 [= M.
Canard, Expansion, IV].

M. Canard, Une famille M. Canard, Une famille de partisans, puis des


adversaires, des Fātimides en Afrique du Nord,
Melanges d’ histoire et d’ archeologie de l’occident
musulman, II (1958), 33-49 [= M. Canard, Expansion,
V].

L. Capo, Cronachistica L. Capo, La cronachistica italiana dell’età di Federico


italiana II, RSI CXIV2 (2002), 380-430

A. Cappel, ‘Arab A. Cappel, The byzantine response to the ‘Arab (10th-


11th centuries), BF 20 (1994), 113-132.

A. Carile, Note A. Carile, Note di cronachistica veneziana: Piero


Giustinian e Nicolò Trevisan, SV 9 (1967), 103-125.

A. Carile, Cronachistica A. Carile, La cronachistica veneziana (secoli XIII-XVI)


veneziana di fronte alla spartizione della Romania nel 1204,
Firenze 1969.

A. Carile – G. Fedalto, A. Carile – G. Fedalto, Le origini di Venezia, Bologna


Origini 1978.

M. L. Ceccarelli Lemut, M. L. Ceccarelli Lemut, Terre pubbliche e


Terre pubbliche giurisdizione signorile nel comitatus di Pisa (secoliXI-
XIII), Atti del Seminario di Studi “La signoria rurale
nel medioevo italiano”, Pisa 23-25 marzo 1995, Pisa
1998, 87-137.

M. L. Ceccarelli Lemut, M. L. Ceccarelli Lemut, Bernardo Marangone


Bernardo Marangone “provisor” e cronista di Pisa nel XII secolo, εν M. L.
Ceccarelli Lemut, Medioevo Pisano. Chiesa, famiglie,
territorio, Pisa 2005, 119-137.

R. Cessi, Colonie R. Cessi, Le colonie medioevali italiane in Oriente,


Bologna 1942.

R. Cessi, Ducato R. Cessi, Le origini del ducato veneziano, Napoli 1951.

R. Cessi, Pol., Ec., Rel. R. Cessi, Politica, economia, religione, εν P. Marinotti


(επιμ.), Storia di Venezia, τ. II, Dalle origini del
Ducato alla IV Crociata, Venezia 1958, 67- 476.

R. Cessi, Provincia R. Cessi, Venetiarum Provincia, BF 2 (1967), 91-99.

26
R. Cessi, Venezia ducale R. Cessi, Venezia ducale, II, 1 Commune Venetiarum,
Venezia 1965.

F. Chalandon, F. Chalandon, Histoire de la domination normande en


Domination Italie et en Sicilie, Ι-ΙΙ, Paris 1907 (ανατύπωση, New
York 1960).

P. Charanis, Linguistic P. Charanis, The Linguistic Frontier in Asia Minor


Frontier towards the End of the Ninth Century, Actes du XIVe
Congrès International des études byzantines, Bucureşti
6-12 septembre 1971, τ. 1, Bucureşti 1974, 315-319.

P. Charanis, Armenians P. Charanis, The Armenians in the Byzantine Empire,


BS 22 (1961), 196-240.

M. Chehab, Tyr M. Chehab, Tyr a l’époque des croisades. I, Histoire


miltaire et diplomatique, Paris 1975.

J.-C. Cheynet, L’ apport J.-C. Cheynet, L’apport arabe à l’aristocratie byzantine


arabe des Xe-XIe siecles, BS 56¹ (1995), 137-146.

J.-C. Cheynet, J.-C. Cheynet, La conception militaire de la frontière


Conception militaire orientale, εν Eastern Approaches to Byzanium, Papers
from the Thirty-third Spring Symposium of Byzantine
Studies, University of Coventry, March 1999, Bodmin
2001, 57-69.

J.-C. Cheynet – J. F. J.-C. Cheynet – J. F. Vannier, Études


Vannier, Études prosopographiques [Byzantina-Sorbonensia 5], Paris
prosopographiques 1985.

A. Citarella, Relations A. Citarella, The Relations of Amalfi with the Arab


World before the Crusades, Speculum 422 (1967), 299-
312.

A. Citarella, Commerce A. Citarella, Patterns in Medieval Trade: The


Commerce of Amalfi Before the Crusades, JEH 28
(1968), 531-555.

C. Citter-E. Vaccaro, C. Citter-E. Vaccaro, Le costanti dell’urbanesimo


Urbanesimo altomedievale in Toscana (secoli IV-VIII), Atti del III
congresso nazionale di archeologia medievale, Salerno
2-5 ottobre 2003, Firenze 2004, 309-313.

E. Coleman, Italian E. Coleman, The Italian communes. Recent work and


communes current trend, JMH 254 (1999), 373-397.

P. Corsi, Mezzogiorno P. Corsi, Bisanzio e il Mezzogiorno d’Italia, Bari 1999.

27
Η. Ε. J. Cowdrey, Η. Ε. J. Cowdrey, The Mahdia Campaign of 1087,
Mahdia Campaign English Historical Review 92/362 (Jan., 1977), 1-29.

G. Cracco, Medioevo G. Cracco, Venezia nel Medioevo. Dal secolo XI al


secolo XIV: un altro mondo, Torino 1986.

G. Dagron, Minorités G. Dagron, Minorités ethniques et religieuses dans


l’Orient byzantin a la fin du Xe et au XIe siècle:
l’immigration syrienne, TM 6 (1976), 177-216.

G. Dédéyan, Le rôle des G. Dédéyan, Le rôle des Arméniens en Syrie du nord


Arméniens pendant la reconquête byzantine (vers 945-1031), BF
25 (1999), 249-284.

P. Delogu, Regno P. Delogu, Il regno longobardo, εν G. Galasso (επιμ.),


longobardo Bizantini e Longobardi, Storia d’Italia, τ. 1, Torino
1980, 1-216

M. Del Treppo, Nobiltà M. Del Treppo, La nobiltà dalla memoria lunga:


evoluzione del ceto dirigente di Amalfi dal IX al XIV
secolo, εν G. Rossetti, Forme di potere, 305-319.

Ι. Δημητρούκας, Ι. Δημητρούκας, Διάρκεια χερσαίων ταξιδιών και


Διάρκεια μετακινήσεων στο Βυζάντιο (6ος-11ος αιώνες),
Σύμμεικτα 12 (1998), 16-42.

G. De Vergottini, G. De Vergottini, Venezia e l’Istria nell’Alto


Venezia e l’Istria medioevo, εν G. P. Brognetti (επιμ.), Le origini di
Venezia [Storia della civiltà veneziana IX], Firenze
1964, 95-120.

C. Diehl, Etudes C. Diehl, Etudes sur l’administration byzantine dans


l’exarchat de Ravenne (578-751), Paris 1888.

A. Ducellier, Albanie A. Ducellier, L’Albanie entre Orient et Occident aux


XIe et XIIe siècles. Aspects politiques et économiques,
CCM 19 (1976), 1-7 [=XV, A. Ducellier, L’Albanie
entre Byzance et Venise. Xe-XVe siècles, VR, London
1987].

A. Ducellier, Façade A. Ducellier, La façade maritime de l’Albanie au


Moyen Age. Durazzo et Valona du XIe au XVe siècle,
Θεσσαλονίκη 1981.

R. Dussaud, R. Dussaud, Topographie historique de la Syrie antique


Topographie et médiévale, Paris 1927.

E.I.² Enciclopedie de l’Islam/Encyclopaedia of Islam, 2η


εκδ., Leyden-London 1954-2001.

28
T. Fahd, Islamismo T. Fahd, Storia dell’Islamismo, Bari 1986.

A. Fahmy, Sea Power A. Fahmy, Muslim Sea Power in the Eastern


Mediterranean, London 1950.

G. Falco, Crisi G. Falco, La crisi dell’autorità e lo sforzo della


ricostruzione in Italia, εν I problemi comuni
dell’Europa post-carolingia, Settimane di studio del
Centro Italiano di Studi sull’ Alto Medioevo, Spoleto 6-
13 aprile 1954, Spoleto 1955, 39-51.

W. Farag, Aleppo W. Farag, The Aleppo question: a Byzantino-Fatimid


conflict of interests in Northern Syria in the later tenth
century A.D., BMGS 14 (1990), 44-60.

G. Fasoli, Commune G. Fasoli, Commune Veneciarum, εν Venezia dalla


Veneciarum prima Crociata alla conquista di Costantinopoli del
1204, Firenze 1965, 71-102.

G. Felloni, Moneta, G. Felloni, Moneta, credito e banche in Europa: un


credito e banche millennio di storia, Genova 1999.

G. Fedalto, Bari G. Fedalto, L’aiuto veneziano a Bari nel 1002, εν M.


Pazienza (επιμ.), Venezia a Bari: atti del convegno per
il millenario dell’ intervento dei veneziani in aiuto di
Bari assediata: Bari, 26 ottobre 2002, Bari 2005, 13-
33.

J. Ferluga, Îles dalmates J. Ferluga, Les îles dalmates dans l’ Empire byzantin,
BF VI (1977), 97-130.

J. Ferluga, Italia J. Ferluga, L’Italia bizantina dalla caduta


bizantina dell’Esarcato di Ravenna alla metà del secolo IX, εν
Bisanzio, Roma e l’Italia nell’Alto Medioevo,
Settimane di studio del Centro Italiano di Studi sull’
Alto Medioevo XXXIV, 3-9 aprile 1986, v. I, Spoleto
1988,169-193.

K. Fischer Drew, K. Fischer Drew, The Lombard Laws, Philadelphia


Lombard Laws 1973.

G. Frantz-Murphy, A G. Frantz-Murphy, A New Interpretation of the


New Interpretation Economic History of Medieval Egypt. The Role of
Textile Industry 254-567/868-1171, JESHO 24
(1981), 274-297.

A. Fyzee, Fatimid Law A. Fyzee, Aspects of fatimid Law, SI XXXI (1970), 81-
91.

29
F. Gabrieli, Gli Arabi F. Gabrieli, Gli Arabi, Firenze 1987 (α΄ εκδ. 1957).

F. Gabrieli, La F. Gabrieli, La letteratura araba, Firenze 1967.


letteratura araba

G. Galasso, Potere e G. Galasso, Potere e istituzioni in Italia. Dalla caduta


istituzioni dell’Impero romano a oggi, Torino 1974.

S. Gasparri, Dall’età S. Gasparri, Dall’età longobarda al secolo X, εν R.


longobarda al secolo X Dando-G. Varanini (επιμ.), Storia di Treviso, τ. II,
Venezia 1991, 3-39.

S. Gasparri, Una S. Gasparri, Venezia fra i secoli VIII e IX. Una


riflessione sulle fonti riflessione sulle fonti, Studi veneti offerti a Gaetano
Cozzi, Venezia 1992, 3-18.

S. Gasparri, Civitas e S. Gasparri, Venezia fra l’Italia bizantina e il regno


assemblea italico: la civitas e l’assemblea, εν S. Gasparri, G. Levi,
P. Moro, Venezia. Itinerari per la storia della città,
Bologna 1997, 61-82.

J. B. Gay, Italie J. B. Gay, L’Italie meridionale et l’Empire byzantin


meridionale depuis l’ avenement de basile Ier jusqu’à la pris de
Βari per les Normands (867-1071), Paris 1904.

Μ. Γερολυμάτου, Μ. Γερολυμάτου, Παρατηρήσεις για το Μικρασιατικό


Παρατηρήσεις Εμπόριο, εν Η Αυτοκρατορία σε κρίση; Το Βυζάντιο τον
11ο αιώνα (1023-1081), Ίδρυμα Βυζαντινών Ερευνών,
[Διεθνή Συμπόσια 11], Αθήνα 2003, 191-200.

R. Gianmarco, Frontiera R. Gianmarco, La più lunga frontiera dell’Islam, Bari


1983.

Ν. Γιαντσή-Μελετιάδη, Ν. Γιαντσή-Μελετιάδη, Οι Σύροι έμποροι στη Δύση


Σύροι έμποροι την εποχή του πρώιμου Μεσαίωνα, Πρακτικά του ΙΑ΄
Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη,
Μάιος 1990, Θεσσαλονίκη 1991, 47-55.

Ν. Γιαντσή-Μελετιάδη, Ν. Γιαντσή-Μελετιάδη, Συστήματα υποδοχής των


Συστήματα υποδοχής Σύρων εμπόρων στη Δύση (5ος-7ος αι.), Πρακτικά του
ΙΒ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη,
Μάιος 1991, Θεσσαλονίκη 1992, 9-21,

S. D. Goitein, Unity S. D. Goitein, The Unity of the Mediterranean World in


the “Middle” Middle Ages, SI XII (1960), 29-42.

S. D. Goitein, Main S. D. Goitein, The main industries of the Mediterranean


industries area as reflected in the records of the Cairo Genizah,
JESHO 4 (1961), 168-197.

30
S. D. Goitein, S. D. Goitein, Mediterranean Trade in the Eleventh
Mediterranean Trade Century: Some Facts and Problems, εν Μ. Cook
(εκδότης), Studies in the Economic History of the
Middle East, London 1970, 51-62.

S. D. Goitein, Letters S. D. Goitein, Letters of Medieval Jewish Traders,


Princeton 1973.

Ph. Grierson, Tombs and Ph. Grierson, The Tombs and Obits of the Byzantine
Obits Emperors (337-1042), with an Αdditional Note by
Cyril Mango and Ihor Ševčenko, DOP 16 (1962), 1-65.

Ph. Grierson, Coinage Ph. Grierson, The Salernitan Coinage of Gisulf II


(1052-1077) and Robert Guisard (1077-1085), Papers
of the British School at Rome XXIV (1956), 37-59 [=
Ph. Grierson, Numismatics, II].

Ph. Grierson, Cronologia Ph. Grierson, La cronologia della monetazione


salernitana nel secolo XI, Rivista Italiana di
Numismatica LXXIV (1972), 153-165 [= Ph. Grierson,
Numismatics, III].

Ph. Grierson, Ph. Grierson, La monetazione amalfitana nei secoli XI


Monetazione e XII, εν Amalfi nel medioevo, Atti del Convegno
Internazionale, 14-16 giugno, Salerno 1977, 217-243
[= Ph. Grierson, Numismatics, IV].

Ph. Grierson, Ph. Grierson, Later Medieval Numismatics (11th-16th


Numismatics Centuries), VR, London 1979

P. Guglielmotti, Ricerche P. Guglielmotti, Ricerche sull’organizzazione del


territorio nella Liguria medievale, Firenze 2005.

A. Guillou, Régionalisme A. Guillou, Régionalisme et indepéndence dans


l’Empire byzantin au VIIe siècle. L’ exemple de
l’Exarchat et de la Pentapole d’ Italie, Roma 1969.

A. Guillou, Esarcato e A. Guillou, Esarcato e Pentapoli, regione psicologica


Pentapoli dell’ Italia bizantina, Studi Romagnoli XVIII (1967),
297-319 [= A. Guillou, Studies on Byzantine Italy, VR,
London 1970, II].

A. Guillou, Geografia A. Guillou, Geografia amministrativa del katepanato


amministrativa bizantino d’ Italia (IX-XI sec.), Calabria Bizantina,
Reggio Calabria 1974, 113-133 [= A. Guillou, Culture
et société, IX].

31
A. Guillou, Italia A. Guillou, L’Italia bizantina, εν G. Galasso (επιμ.),
bizantina Bizantini e Longobardi, Storia d’ Italia, τ. 1, Torino
1980, 217-358.

A. Guillou, Soie A. Guillou, Le soie du katépanat d’Italie (IX-XI sec.),


TM 6 (1976), 69-84 [= A. Guillou, Culture et société,
XII].

A. Guillou, Culture et A. Guillou, Culture et société en Italie byzantine, VR,


société London 1978

H. Hangenmeyer, H. Hangenmeyer, Chronologie de la première


Chronologie croisade. 1094-1100, Hildesheim-New York 1973, (α΄
έκδοση εν Revue de l’Orient Latin 6-8, 1898-1901).

J. Haldon, Warfare J. Haldon, Warfare, State and Society in the Byzantine


World, 565-1204, London 1999.

A. Hamdānī, Relations A. Hamdānī, Byzantine-Fatimid Relations before the


battle of Mantzikert, Byzantine Studies I² (1974), 169-
179.

B. Hamilton, Latin B. Hamilton, The Latin Church in the Crusader State,


Church London 1980.

J. Heers, Urbanisme J. Heers, Urbanisme et structure sociale à Gênes au


Moyen-Âge, Studi in onore di Amintore Fanfani, v. 1,
Antichità e Alto Medioevo, Milano 1962, 371-412.

W. Heyd, Commerce W. Heyd, Histoire du commerce du Levant au Moyen-


Âge, τ. I, Leipzig 1885-1886 (ανατύπωση Amsterdam
1967), 111-112.

Ph. Hitti, History of the Ph. Hitti, History of the Arabs, London 1943.
Arabs

C. Holmes, How the East C. Holmes, “How the East was won” in the reign of
was won Basil II, εν Eastern Approaches to Byzanium, Papers
from the Thirty-third Spring Symposium of Byzantine
Studies, University of Coventry, March 1999, Bodmin
2001, 41-56.

E. Honigmann, E. Honigmann, Die Ostgrenze des Byzantinisches


Ostgrenze Reiches von 363 bis 1077, Bruxelles 1935.

32
E. Honigmann, E. Honigmann, Le couvent de Barsauma et le
Barsauma Patriarcat Jacobite d’Antioche et de Syrie, [CSCO 146.
Subsidia 7], Louvain 1967.

A. Hourani, Popoli arabi A. Hourani, Storia dei popoli arabi, (ιταλική εκδ.),
Milano 1992.

G. Imperato, Amalfi G. Imperato, Amalfi e il suo commercio, Salerno 1980.

D. Jacoby, Silk D. Jacoby, Silk crosses the Mediterranean, εν G.


Airaldi (εκδ.), Le vie del Mediterraneo. Idee, uomini,
oggetti (secoli XI-XVI), Genova 19-24 aprile 1994, 53-
79 [= D. Jacoby, Byz., Latin Romania, X].

D. Jacoby, Crete D. Jacoby, Byzantine Crete in the Navigation and


Trade Networks of Venice and Genoa, Oriente e
Occidente tra Medioevo ed età moderna, Studi in onore
di Geo Pistarino, Acqui Terme 1997, 517-537 [= D.
Jacoby, Byz., Latin Romania, II].

D. Jacoby, Trade D. Jacoby, Byzantine Trade with Egypt from the Mid-
Tenth Century to the Fourth Crusade, Thesaurismata
30 (2000), 27-77.

D. Jacoby, Mercanti D. Jacoby, Mercanti genovesi e mercanti veneziani e le


genovesi e mercanti loro merci nel Levante crociato, εν Genova, Venezia e
veneziani il Levante nei secoli XII-XIV, Atti del convegno
internazionale di studi, Genova-Venezia, 10-14 marzo
2000, Venezia 2001, 273-294.

D. Jacoby, Byz., Latin D. Jacoby, Byzantium, Latin Romania and the


Romania Mediterranean, VR, London 2001.

J. Jarnuth, Longobardi J. Jarnuth, Storia dei Longobardi, Torino 2002.

Ph. Jones, Storia Ph. Jones, La storia economica. Dalla caduta


economica dell’Impero romano al secolo XIV, εν Storia d’ Italia, τ.
4, Dalla caduta dell’ Impero romano al secolo XVIII.
L’economia delle tre Italie, Torino 1974, 1469-1681.

H. Kennedy, Byzantino- H. Kennedy, Byzantino-Arab diplomacy in the Near


Arab diplomacy East from the Islamic conquests to the mid eleventh
century, εν Byzantine Diplomacy, Papers from the
Twenty-fourth Spring Symposium of Byzantine Studies,
Cambrige, March 1990, Cambridge 1992, 133-143.

H. S. Khalilieh, Security H. S. Khalilieh, Security, protection and naval escort


during the 10th and 12th centuries in the Islamic
Mediterranean, GA 7-8 (1999-2000), 221-232.

33
H. S. Khalilieh, Capacity H. S. Khalilieh, Capacity and regulations against
and regulations overloading of commercial ships in Byzantine and
Islamic maritime practices, JMH 31 (2005), 243-263.

T. G. Kolias, Military T. G. Kolias, Military Aspects of the Conquest of


Aspects Constantinople by the Crusades, εν A. Laiou (επιμ.),
Urbs capta. The Fourth Crusade and its
Consequences/La IVe croisade et ses conséquences,
[Réalités Byzantines 10] Paris 2005, 123-138.

Α. Κόλια-Δερμιτζάκη, Α. Κόλια-Δερμιτζάκη, Ο βυζαντινός «Ιερός πόλεμος»,


Ιερός πόλεμος Αθήνα 1991.

H. C. Krueger, Genoese H. C. Krueger, Genoese Trade with Northwest Africa


Trade in the Twelfth Century, Speculum 8/3 (Jul. 1933), 377-
395.

W. Kurze-C. Citter, W. Kurze-C. Citter, L'occupazione della Maremma


Occupazione toscana da parte dei Longobardi, εν G. P. Brogiolo
(επιμ.), Città, castelli, campagne nei territori di
frontiera, Atti del 5° seminario di Monte Barro, Monte
Barro 1994, [Documenti di Archeologia 6] pp. 159-
186.

S. Labib, Commercial S. Labib, Egyptian Commercial Policy in the Middle


Policy Ages, εν Μ. Cook (εκδότης), Studies in the Economic
History of the Middle East, London 1970, 63-77.

P. Lamma, Oriente e P. Lamma, Oriente e Occidente nell’ Alto Medioevo.


Occidente Studi storici sulle due civiltà, Padova 1968.

L. Lanfranchi-G. Zilie, L. Lanfranchi-G. Zilie, Il territorio del Ducato di


Territorio Venezia dall’VIII al XII secolo, εν P. Marinotti (επιμ.),
Storia di Venezia, τ. II, Dalle origini del Ducato alla IV
Crociata, Venezia 1958, 3-59.

F. C. Lane, Venezia F. C. Lane, Storia di Venezia, Torino 1978 (ιταλική


έκδοση, με μετάφραση του F. Salvatorelli, του
αγγλικού πρωτότυπου Venice. A Maritime Republic,
Baltimore-London 1973).

J. Laurent, Édesse J. Laurent, Des Grecs aux Croisés. Étude sur l’histoire
de Édesse entre 1071 et 1098, Byzantion 1 (1924), 367-
449.

J. Laurent, Khatchatour J. Laurent, Le duc d’Antioche Khatchatour 1068-1072,


BZ XXX (1930), 405-411.

34
V. Laurent, Gouverneurs V. Laurent, La chronologie des gouverneurs
d’Antioche sous la seconde domination byzantine (969-
1084), Mélanges de l’ Université Saint Joseph 38
(1962).

P. Lemerle, Cinq études P. Lemerle, Cinq études sur le XIe siècle byzantin, Paris
1977.

G. Le Strange, Palestine G. Le Strange, Palestine under the Moslems, London


1890.

Y. Lev, Ibn Killis Y. Lev, The Fatimid vizier Ya‘qub Ibn Killis and the
Beginning of the Fatimid Administration in Egypt, Der
Islam 58 (1981), 237-249.

Y. Lev, Fatimid Navy Y. Lev, The Fatimid Navy, Byzantium and the
Mediterranean Sea 909-1036 C.E./297-427 A. H.,
Byzantion 54 (1984), 220-252.

Y. Lev, Army Y. Lev, Army, Regime, Society in Fatimid Egypt, 358-


487/968-1094, International Journal of Middle East
Studies 19 (1987), 337-365.

Y. Lev, Fatimids and Y. Lev, The Fatimids and Byzantium, 10th-12th


Byzantium Centuries, (1ο και 2ο μέρος), GA 6 (1995), 190-208 e
GA 7-8 (1999-2000), 273-281.

G. Levi Della Vida, G. Levi Della Vida, La corrispondenza di Berta di


Corrispondenza Toscana col Califfo Muktafī, RSI LXVI1 (1954), 21-38.

T. Lewicki, Voies T. Lewicki, Les voies maritimes de la Méditerranée


maritimes dans le Haut Moyen Age d’après les sources arabes, εν
La navigazione mediterranea nell’alto medioevo,
Settimane di studio del Centro italiano di Studi sull’
alto medioevo, 14-20 aprile 1977, Spoleto 1978, 439-
469.

A. Lewis, Shipping and A. Lewis, Mediterranean Maritime Commerce: A. D.


Trade 300-1100. Shipping and Trade, εν La navigazione
mediterranea nell’ alto medioevo, Settimane di studio
del Centro Ιtaliano di Studi sull’ Αlto Μedioevo,
Spoleto 14-20 aprile 1977, τ. 1, Spoleto 1978, 481-501.

B. Lewis, Ismā‘īlism B. Lewis, The Origins of the Ismā‘īlism, Cambridge


1940.

C. Lindholm, Justice and C. Lindholm, Justice and Tyranny: Law and State in
Tyranny the Middle East, JRAS 9³ (nov. 1999), 375-388.

35
M. Lombard, Marine M. Lombard, La marine adriatique dans le cadre du
adriatique Haut Moyen Âge, εν G. P. Brognetti (επιμ.), Le origini
di Venezia, [Storia della civiltà veneziana IX], Firenze
1964, 169-184.

M. Lombard, Golden M. Lombard, The Golden Age of Islam, (αγγλική εκδ.)


Age Amsterdam 1975.

R. S. Lopez, Colonie R. S. Lopez, Storia delle colonie genovesi nel


Mediterraneo, Bologna 1938.

R. S. Lopez, Marché R. S. Lopez, Du marché temporaire à la colonie


permanente, Annales, Economies, Sociétés, Civilisation
4 (1949), 389-405, [= R. S. Lopez, Byzantium and the
World around it: Economic and Institutional Relations,
VR, London 1978, V].

R. S. Lopez, Commercio R. S. Lopez, Il commercio dell’Europa post-carolingia,


εν I problemi comuni dell’Europa post-carolingia,
Settimane di studio del Centro Ιtaliano di Studi sull’
Αlto Μedioevo, Spoleto 6-13 aprile 1954, Spoleto
1955, 575-599.

R. S. Lopez, East and R. S. Lopez, East and West in the Early Middle Ages,
West Relazioni del X Congresso Internazionale di Scienze
Storiche, Roma, settembre 1955, τ. III: Storia del
medioevo, Firenze 1955, 113-163 [= R. S. Lopez, The
Shape of Medieval Monetary History, VR, London
1986, VI].

R. S. Lopez, Bilancia dei R. S. Lopez, Il problema della bilancia dei pagamenti


pagamenti nel commercio di Levante, εν A. Pertusi, Venezia e il
Levante fino al secolo XV, τ. Ι, Firenze 1973, 431-452.

R. S. Lopez, Quaranta R. S. Lopez, Quaranta anni dopo Pirenne, εν La


anni navigazione mediterranea nell’alto medioevo,
Settimane di studio del Centro Italiano di Studi sull’
Alto Medioevo, Spoleto 14-20 aprile 1977, τ. 1, Spoleto
1978, 1-31.

R. S. Lopez-I. Raymond, R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade in the


Medieval Trade Mediterranean World, London 1955, 29-33.

T. Lounghis, T. Lounghis, Les ambassades byzantines en Occident


Ambassades depuis la fondation des états barbares jusqu’aux
Croisades (407-1096), Αθήνα 1980.

36
G. Luzzato, Mutamenti G. Luzzato, Mutamenti nell’economia agraria italiana
dalla caduta dei carolingi al principio del secolo XI, εν
I problemi comuni dell’Europa post-carolingia,
Settimane di studio del Centro Ιtaliano di Studi sull’
Αlto Μedioevo, Spoleto 6-13 aprile 1954, Spoleto
1955, 601-622.

G. Luzzato, Venezia G. Luzzato, Storia economica di Venezia dall’XI al XVI


secolo, Venezia 1961.

G. Luzzato, Italia G. Luzzato, Storia economica d’Italia – II. Medioevo,


Firenze 1963.

G. Luzzato, Economia G. Luzzato, L’economia veneziana nei suoi rapporti


con la politica nell’alto Medio Evo, εν G. P. Brognetti
(επιμ.), Le origini di Venezia [Storia della civiltà
veneziana IX], Firenze 1964, 143-166.

D. Mandić, Dalmazia D. Mandić, Gregorio VII e l’occupazione veneta della


Dalmazia nell’ anno 1076, εν A. Pertusi, Venezia e il
Levante fino al secolo XV, τ. Ι, Firenze 1973, 453-472.

C. Manfroni, Marina C. Manfroni, Storia della marina italiana dal trattato


di Ninfeo alla caduta di Costantinopoli, τ. 1, Livorno
1899.

M. Marín, Rūm M. Marín, “Rūm” in the Works of Three Spanish


Muslim Geographers, GA 3 (1984), 109-117.

Ch. J. Marshall, Ch. J. Marshall, The Crusading Motivation of the


Motivation Italian City Republics in the Latin West, c. 1094-1104,
Rivista di Bizantinistica 1 (1991), 41-68.

M. McCornick, M. McCornick, Complexity, chronology and context in


Complexity the early medieval economy, EME 123 (2003), 307-323.

E. McGeer, Dragon’s E. McGeer, Sowing the Dragon’s Teeth. Byzantine


Teeth Warfare in the Tenth Century [Dumbarton Oak Studies
33], Washington 1995.

M. Meško, M. Meško, Παρατηρήσεις για τις κρεμαστές γέφυρες


Παρατηρήσεις των Βενετών και τα αμυντικά μέτρα των Βυζαντινών
κατά το διάστημα 1203-1204, Βυζαντιακά 24 (2004),
287-312.

37
F. Micheau, Yahyā F. Micheau, Les guerres arabo-byzantines vues par
d’Antioche Yahyā d’Antioche, chroniquer arabe melkite du Ve/XIe
siècle, ΕΥΨΥΧΙΑ, Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler
[Byzantina-Sorbonensia 16, τ. ΙΙ], Paris 1998, 541-
555.

N. Middleton, Port N. Middleton, Early medieval port customs, tolls and


customs, tolls and controls on foreign trade, EME 134 (2005), 313-358.
controls

K. Modzelewski, K. Modzelewski, La transizione dall’antichità al


Transizione feudalesimo, Storia d’Italia, Annali 1. Dal feudalesimo
al capitalismo, εκδ. G. Einaudi ,Torino 1978, 5-109.

C. G. Mor, Vita C. G. Mor, Aspetti della vita costituzionale veneziana


costituzionale fino alla fine del X secolo, εν G. P. Brognetti (επιμ.),
Le origini di Venezia [Storia della civiltà veneziana IX]
Firenze 1964, 121-140.

C. G. Mor, Diritti C. G. Mor, Diritti pubblici e privati a terra nell’Europa


occidentale, εν La navigazione mediterranea nell’ alto
medioevo, Settimane di studio del Centro Italiano di
Studi sull’ Alto Medioevo, Spoleto 14-20 aprile 1977, τ.
2, Spoleto 1978, 623-642.

Χ. Μ. Μπαρτικιάν, Χ. Μ. Μπαρτικιάν, Επίσημα βυζαντινά έγγραφα σε


Bυζαντινά έγγραφα έργα Αρμενίων μεσαιωνικών συγγραφέων Α. Οι
επιστολές του Ιωάννη Τσιμισκή στους Αρμενίους,
Βυζαντινός Δόμος 2 (1988), 13-34.

G. Musca, L’ emirato di G. Musca, L’ emirato di Bari, 847-871, Bari 1964.


Bari

M. Nallino, Il mondo M. Nallino, Il mondo arabo e Venezia fino alle


arabo e Venezia crociate, εν La Venezia del Mille [Storia della civiltà
veneziana X], Firenze 1965, 161-181.

D. Nicol, Venezia e D. Nicol, Venezia e Bisanzio, Milano 2001, (ιταλική


Bisanzio έκδοση, με μετάφραση της L. Peria, του αγγλικού
πρωτότυπου Byzantium and Venice. A Study on
Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge 1988).

D. Nicolle, Ottoman D. Nicolle, The Ottoman Army 1914-18, Oxford 1994.


Army

G. Noyé, Byzance et G. Noyé, Byzance et l’Italie meridionale, εν Thirtieth


l’Italie meridionale Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham
1996, Aldershot, Ashgate, 1998, 229-243.

38
G. Noyé, Calabre G. Noyé, La Calabre entre Byzantins, Sarrasins et
Normands, εν E. Cuozzo-J. M. Martin, Cavalieri alla
conquista del Sud. Studi sull’ Italia normanna in
memoria di Léon-Robert Ménager, Roma-Bari 1998,
90-116.

N. Oikonomidès, N. Oikonomidès, Les listes de présèance byzantines des


Présèance IXe et Xe siècles, Paris 1972.

N. Oikonomidès, La N. Oikonomidès, L’organisation de la frontière


frontière orientale orientale de Byzance aux Xe-XIe siècles et le Taktikon
de l’Escorial, Actes du XIVe Congrès International des
études byzantines, Bucureşti 6-12 septembre 1971, τ. 1,
Bucureşti 1974, 285-302.

N. Oikonomides, L’uomo N. Oikonomides, L’uomo d’affari, εν G. Airaldi


d’affari (επιμ.), Gli orizzonti aperti. Profili del mercante
medievale, Torino 1997, 113-138.

G. Ortalli, Venezia G. Ortalli, Venezia dalle origini al ducato di Pietro II


Orseolo, εν G. Galasso (επιμ.), Bizantini e Longobardi,
Storia d’Italia, τ. 1, Torino 1980, 339-428.

T. Ossian De Negri, T. Ossian De Negri, Storia di Genova, Milano 1968.


Genova

Χ. Παπασωτηρίου, Χ. Παπασωτηρίου, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική, 6ος-


Στρατηγική 11ος αιώνας, Αθήνα 2001.

A. Pertusi, Athos A. Pertusi, Monasteri e monaci italiani all’Athos


nell’alto medioevo, εν Le millénaire du Mont Athos,
[Études et Mélanges I] Chevetogne 1963, 217-251.

A. Pertusi, Alto Adriatico A. Pertusi, L’impero bizantino e l’evolvere dei suoi


interessi nell’Alto Adriatico, εν G. P. Brognetti (επιμ.),
Le origini di Venezia [Storia della civiltà veneziana
IX], Firenze 1964, 59-93.

A. Pertusi, Regalia A. Pertusi, Quedam regalia insignia. Ricerche sulle


insegnia insegne del potere ducale a Venezia durante il
Medioevo, SV VII (1965), 3-124.

A. Pertusi, Venezia e A. Pertusi, Venezia e Bisanzio nel secolo XI, εν La


Bisanzio Venezia del Mille, Storia della civiltà veneziana X],
Firenze 1965, 117-160.

A. Pertusi, Cultura A. Pertusi, Cultura bizantina a Venezia, εν Storia della


bizantina a Venezia cultura veneta, τ. Ι, Dalle origini al Trecento, Vicenza
1976, 326-349.

39
G. Petti Balbi, Genova e G. Petti Balbi, Genova e il Mediterraneo occidentale
Mediterraneo occ. nei secoli XI-XII, εν Comuni e memoria storica. Alle
origini del comune di Genova, Atti del convegno di
studi, Genova 24-26 settembre 2001, Genova 2002,
503-526 [= Atti della Società Ligure di Storia Patria, n.
s., XLII (CXVI/1)].

E. Pontieri, Crisi E. Pontieri, La crisi di Amalfi medioevale, εν


Celebrazioni di Amalfi imperiale, Salerno χ. χ., 5-43.

L. Provero, Apparato L. Provero, Apparato funzionariale e reti vassallatiche


nel regno italico (secoli X-XII), άρθρο που θα εκδοθεί
εν Formazione e strutture dei ceti dominanti nel
medioevo: marchesi, conti e visconti nel regno italico
(secc. IX-XII), Atti del terzo convegno di Pisa, 18-19
marzo 1999, διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή από Reti
Medievali στην διέυθυνση htpp://retimedievali.it, 1-34.

J. Pryor, Geography, J. Pryor, Geography, Τechnology and War Studies in


Τechnology and War the Maritime History of the Mediterranean Sea, 649-
Studies 1571, Cambridge 1988.

A. Puglia, Tuscia A. Puglia, La marca di Tuscia tra X e XI secolo, Pisa


2003.

W. al-Qādī, Document W. al-Qādī, An early fatimid political document, SI 48


(1978), 71-108.

D. Raines,La cronaca D. Raines, Alle origini dell’archivio politico del


“di consultazione” patriziato: la cronaca “di consultazione” veneziana nei
secoli XIV-XV, Archivio Veneto CXXIX, V serie N.
185 (1998), 5-57.

Y. Renouard, Hommes Y. Renouard, Les hommes d’affaire italiens au Moyen


d’affaire Age, Paris 1968.

C. Renzi Rizzo, Rapporti C. Renzi Rizzo, I rapporti diplomatici fra il re Ugo di


diplomatici Provenza e il califfo ‘Abd ar-Rahmān III: fonti
cristiane e fonti arabe a confronto, Reti Medievali-
Rivista (20022 luglio-dicembre), htpp://retimedievali.it.

M. Ronzani, Pisa fra M. Ronzani, Pisa fra Papato e Impero alla fine del
Papato e Impero secolo XI: la questione della “Selva di Tombolo” e le
origini del monastero di S. Rossore, εν Pisa e la
Toscana occidentale nel Medioevo, 1. A Cinzio
Violante nei suoi 70 anni, Pisa 1991, 173-230.

40
G. Rösch, Venezia e G. Rösch, Venezia e l'Impero: 962-1250 : i rapporti
l’Impero politici, commerciali e di traffico nel periodo imperiale
germanico, Roma 1985.

E. Rosenthal, Role E. Rosenthal, The Role of the State in Islam: Theory


and the Medieval Practice, Der Islam 50 (1973), 1-28.

G. Rossetti, Formazione G. Rossetti, Formazione e caratteri delle signorie di


e caratteri castello e dei poteri territoriali dei vescovi sulle città
nella Langobardia del secolo X, εν G. Rossetti, Forme
di potere, 113-148.

G. Rossetti, Storia G. Rossetti, Storia familiare e struttura sociale e


familiare politica di Pisa nei secoli XI e XII, εν G. Rossetti,
Forme di potere, 232-246.

G. Rossetti, Forme di G. Rossetti (επιμ.), Forme di potere e struttura sociale


potere in Italia nel Medioevo, Bologna 1977.

G. Rossetti, Classe G. Rossetti, Ceti dirigenti e classe politica, εν G.


politica Rossetti-M. Pratesi-G. Garzella-M. Guzzardi-G.
Luglié-C. Sturmann, Pisa nei secoli XI e XII:
formazione e caratteri di una classe di governo, Pisa
1979, 25-41.

G. Rossetti, Lodo G. Rossetti, Il lodo del vescovo Daiberto sull’altezza


delle torri: prima carta costituzionale della Repubblica
pisana, εν Pisa e la Toscana occidentale nel Medioevo,
2. A Cinzio Violante nei suoi 70 anni, Pisa 1992, 25-48.

S. Runciman, Romanus S. Runciman, The Εmperor Romanus Lecapenus and


Lecapenus his Reign, Cambridge 1929 (ανατύπωση Cambridge
1969).

S. Runciman, S. Runciman, The byzantine “protectorate” in the Holy


Protectorate Land in the XI century, Byzantion 18 (1946-48), 207-
215.

S. Runciman, Intervento S. Runciman, L’ intervento di Venezia dalla prima alla


terza crociata, εν Venezia dalla prima Crociata alla
conquista di Costantinopoli del 1204, Firenze 1965, 1-
22.

L. Russo, Studi L. Russo, Otto anni di studi sulle Crociate: 1995-2002,


Quaderni Medievali XXVII/55 (2003), 272-285.

41
L. Russo, Fonti L. Russo, Le fonti della “prima crociata”, εν M.
Meschini (επιμ.), Mediterraneo medievale. Cristiani,
musulmani ed eretici tra Europa e Oltremare (secoli
IX-XIII), Milano 2001, 51-65.

A. Saleh, Bedouins A. Saleh, Quelques remarques sur les bedouins


d’Egypte au Moyen Age, SI 48 (1978), 45-70.

E. Salvatori, Boni amici E. Salvatori, Boni amici et vicini. Le relazioni tra Pisa
et vicini e le città della Francia meridionale dall’XI alla fine del
XIII secolo, Pisa 2002.

E. Salvatori, Gens E. Salvatori, Gens Saracenorum perit sine laude


Saracenorum suorum. L’idée de guerre sainte dans les sources
pisanes du XIe au XIIe siècle, εν Regards croisés sur la
guerre sainte. Guerre, religion et idéologie dans
l’espace méditerranéen de la fin du XIe au XIIIe siècle,
Atti del Convegno Internazionale di Madrid, Madrid
11-13 aprile 2005, Madrid 2006, 229-250.

G. Schmiedt, Porti G. Schmiedt, I porti italiani nell’ Alto Medioevo, εν La


navigazione mediterranea nell’ Alto Medioevo,
Settimane di Studio del Centro Italiano di Studi sull’
Alto Medioevo, Spoleto 14-20 aprile 1977, τ. 1, Spoleto
1978, 129-254.

G. Sergi, Villaggi e G. Sergi, Villaggi e curtes come basi economico-


curtes territoriali per lo sviluppo del banno, εν G. Sergi (επιμ.)
Curtis e signoria rurale, 7-24.

G. Sergi, Curtis e G. Sergi (επιμ.) Curtis e signoria rurale: interferenza


signoria rurale fra due strutture medievali, Torino 1994.

E. Sestan, Dalmazia E. Sestan, La conquista veneziana della Dalmazia, εν


La Venezia del Mille [Storia della civiltà veneziana X],
Firenze 1965, 85-116.

J. Shepard, Byzantine J. Shepard, Byzantine diplomacy, A.D. 800-1204:


diplomacy means and ends, εν Byzantine Diplomacy, Papers from
the Twenty-fourth Spring Symposium of Byzantine
Studies, Cambridge, Μarch 1990, Cambridge 1992, 41-
71.

J. Shepard, Road to J. Shepard, Constantine VIII, Caucasian opening and


Aleppo the road to Aleppo, εν Eastern Approaches to
Byzanium, Papers from the Thirty-third Spring
Symposium of Byzantine Studies, University of
Coventry, March 1999, Bodmin 2001, 19-40.

42
P. Skinner, Gaeta P. Skinner, Politics and piracy: the duchy of Gaeta in
the twelfth century, JMH 21 (1995), 307-319.

B. Spuler, Disintegration B. Spuler, The disintegration of the Caliphate in the


East, The Cambridge History of Islam 1A, Cambridge
1970, 143-174.

S. Stern, Embassy S. Stern, An embassy of the byzantine emperor to the


fatimid caliph al-Mu‘izz, Byzantion 20 (1950), 239-
258.

S. Stern, An Original S. Stern, An Original Document from Fātimid


Document Chancery concerning Italian Merchants, Studi
orientalistici in onore di Giorgio Levi Della Vida,
Pubblicazioni dell’ Istituto per l’ Oriente 52, Roma
1956 [= S. Stern, Coins and Documents from Medieval
Middle East, VR, London 1986, V].

G. Tabacco, G. Tabacco, Ordinamento pubblico e sviluppo signorile


Ordinamento nei secoli centrali del medioevo, Bullettino dell’ Istituto
storico italiano per il Medioevo 79 (1968), 37-51.

G. Tabacco, Storia G. Tabacco, Storia politica e sociale. Dal tramonto


dell’impero alle prime formazioni di Stati regionali,
Storia d’Italia, τ. I, εκδ. G. Einaudi, Torino 1974
(ανατύπωση Milano 2005), 3-274.

G. Tabacco, Ambiguità G. Tabacco, L’ Ambiguità delle istituzioni nell’Europa


costruita dai Franchi, RSI LXXXVII (1975), 401-438.

G. Tabacco, Regno, G. Tabacco, Regno, impero e aristocrazia nell’Italia


impero e aristocrazia postcarolingia, εν Il secolo di ferro: mito e realtà del
secolo X, XXXVIII Settimana di studio del Centro
Italiano di Studi sull’ Alto Medioevo, Spoleto 1991,
243-269.

G. Tabacco, Medioevo G. Tabacco, Profilo di storia del medioevo latino-


latino-germanico germanico, Torino 1996.

J. Tadić, Adriatico J. Tadić, Venezia e la costa orientale dell’Adriatico fino


al secolo XV, εν A. Pertusi, Venezia e il Levante fino al
secolo XV, τ. ΙI, Firenze 1973, 687-704.

M. Tangheroni, Civiltà M. Tangheroni, In ricordo della civiltà pisana nel


pisana Mediterraneo, εν O. Banti-C. Violante (επιμ.), Momenti
di storia medioevale pisana. Discorsi per il giorno di S.
Sisto, Pisa 1991, 31-36.

43
A. Tibi, Relations A. Tibi, Byzantine-Fatimide Relations in the Reign of
al Mu’izz Li-Din Allah (R. 953-975 A.D.) as Reflected
in Primary Arabic Sources, GA 4 (1991), 91-107.

P. Toubert, Sistema P. Toubert, Il sistema curtense: la produzione e lo


curtense scambio interno in Italia nei secoli VIII, IX e X, εν G.
Sergi, Curtis e signoria rurale, 24-94.

A. Toynbee, Constantine A. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his


Porphyrogenitus World, London 1973.

W. Treadgold, Army W. Treadgold, Byzantium and Its Army, Stanford 1995.

F. Trombley, Arabs in F. Trombley, The Arabs in Anatolia and the Islamic


Anatolia Law of War (fiqh al-jihad), (Seventh-Tenth Centuries),
al-Masāq 16¹ (2004), 147-161.

U. Tucci, Navi e U. Tucci, Navi e navigazioni all’ epoca delle crociate,


navigazioni εν Genova, Venezia e il Levante nei secoli XII-XIV, Atti
del convegno internazionale di studi, Genova-Venezia,
10-14 marzo 2000, Venezia 2001, 273-294.

G. Urciuoli, Liguria G. Urciuoli, La riorganizzazione difensiva bizantina


della Liguria: difesa statica e difesa dinamica,
Porphyra 2 (marzo 2004), 10-17.

F. Van Doorninck, F. Van Doorninck, The Medieval Shipwreck at Serçe


Shipwreck Limani: An Early 11th-century Fatimid-Byzantine
Commercial Voyage, GA 4 (1991), 45-52.

A. A. Vasiliev, Byzance A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes (γαλλική έκδοση,


et les Arabes επιμέλεια M. Canard ), τ. 1, Bruxelles 1935, τ. 2,
Bruxelles 1968.

J. F. Verbruggen, Art of J. F. Verbruggen, The art of warfare in western Europe


warfare during the Middle ages, (αγγλική μετάφραση του
ολλανδικού πρωτότυπου De Krijgskunst in West-
Europa in de Middeleeuwen), Amsterdam 1977.

Ch. Verlinden, Radaniya Ch. Verlinden, Les Radaniya: intermédiaires


commerciaux entre les mondes Germano-Slave et
Gréco-Arabe, GA VI (1995), 111-124.

C. Violante, Papato e C. Violante, Venezia fra Papato e Impero nel secolo


Impero XI, εν La Venezia del Mille [Storia della civiltà
veneziana X], Firenze 1965, 45-84.

44
C. Violante, Istituzioni C. Violante, Le istituzioni ecclesiastiche nell’Italia
ecclesiastiche centro-settentrionale durante il Medioevo: province,
diocesi, sedi vescovili, εν G. Rossetti, Forme di potere,
83-111.

C. Violante, Econ., soc., C. Violante, Economia, società, istituzioni a Pisa nel


istituz. Medioevo: saggi e ricerche, Bari 1980.

C. Violante, Chiesa C. Violante, La Chiesa pisana dal vicariato pontificio


pisana alla meptropolia e alla primazia. Lineamenti di un
eccezionale progresso religioso e civile, εν M. L.
Ceccarelli Lemut-P. Sodi (επιμ), Nel IX centenario
della Metropoli ecclesiastica di Pisa, Atti del convegno
di studi, 7-8- maggio 1992, Pisa 1995, 365-395.

G. Vismara, Diritto G. Vismara, Il diritto del mare, εν La navigazione


mediterranea nell’ alto medioevo, Settimane di studio
del Centro Italiano di Studi sull’ Alto Medioevo,
Spoleto 14-20 aprile 1977, τ. ΙΙ, Spoleto 1978, 689-
730.

V. Vitale, Breviario V. Vitale, Breviario della storia di Genova. Lineamenti


storici ed orientamenti bibliografici, I-II, τ. I, Genova
1955.

G. Volpe, Conti e G. Volpe, Conti e vescovi. Vescovi e città, Studi storici


vescovi 1908, επανεκδόθηκε εν G. Volpe, Medio Evo italiano,
(συλλογή άρθρων και μελετών), Bari 1992, 65-83.

Vera von Falkenhausen, Vera von Falkenhausen, La dominazione bizantina


Italia meridionale nell’Italia meridionale. Dal IX all’ XI secolo, Roma,
1978, (ιταλική μετάφραση του γερμανικού πρωτοτύπου
Untersuchungen über die byzantinische Herrschaft in
Süditalien von 9. bis ins 11. Jahrhundert, Wiesbaden
1967).

Vera von Falkenhausen, Vera von Falkenhausen, I ceti dirigenti prenormanni al


Ceti tempo della costituzione degli stati normanni nell’Italia
meridionale e in Sicilia, εν G. Rossetti, Forme di
potere, 321-377.

Vera von Falkenhausen, Vera von Falkenhausen, Il commercio di Amalfi con


Amalfi Bisanzio nel XII secolo, εν O. Banti (επιμ.), Amalfi,
Genova, Pisa, Venezia: il commercio con
Costantinopoli e il Vicino Oriente nel XII secolo, Atti
della giornata di studio: Pisa 27 maggio 1995, Pisa
1998, 19-38.

45
G. von Grunebaum, G. Von Grunebaum, Classical Islam: a History, 600-
Classical Islam 1258, Chicago 1970.

P. Von Sievers, Syrian P. Von Sievers, Military, Merchants and Nomads: The
Cities Social Evolution of the Syrian Cities and Countryside
During the Classical Period, 780-969/164-358, Der
Islam 56 (1979), 212-244.

Sp. Vryonis, Social Basis Sp. Vryonis, Byzantium: The Social Basis of Decline
in the Eleventh Century, GRBS 2² (1959), 159-175.

Sp. Vryonis, Circus S. Vryonis, Byzantium circus factions and islamic


factions futuwwa organisations. (Neaniai, Fityān, Ahdāth), BZ
58 (1965), 46-59.

Σ. Βρυώνης, Παρακμή Σ. Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού


της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού,
11ος-15ος αιώνας, Αθήνα 1996.

P. Walker, Alexandretta P. Walker, A byzantine victory over the Fatimids at


Alexandretta (971), Byzantion 42 (1972), 431-440.

P. Walker, Crusade P. Walker, The “Crusade” of John Tzimiscés in the


light of new arabic evidence, Byzantion 47 (1977), 301-
327.

T. Wasilewski, Titres T. Wasilewski, Les titres de duc, catepan et de


pronoétès dans l’ empire byzantin du IXe jusqu’au XIIIe
siècle, Actes du XIIe congrès international des études
byzantines, Ochride 10-16 septembre 1961, τ. ΙΙ,
Beograd 1966, 233-239.

M. Whittow, Orthodox M. Whittow, The Making of Orthodox Byzantium, 600-


Byzantium 1025, London 1996.

S. Zakkar, Aleppo S. Zakkar, The Emirate of Aleppo, Bayrūt 1971.

46
Σύστημα μεταγραφής των αραβικών χαρακτήρων σε λατινικούς που υιοθετήθηκε
στην παρούσα μελέτη

‫ا‬ A, a, ā
‫ب‬ B, b
‫ت‬ T, t
‫ث‬ Th, th
‫ج‬ Ğ, ğ
‫ح‬ H, h
‫خ‬ Kh, kh

47
‫د‬ D, d
‫ذ‬ Dh, dh
‫ر‬ R, r
‫ز‬ Z, z
‫س‬ S, s
‫ش‬ Š, š
‫ص‬ S, s
‫ض‬ D, d
‫ط‬ T, t
‫ظ‬ Z, z
‫ع‬ ‘
‫غ‬ Ġ, ġ
‫ف‬ F, f
‫ك‬ K, k
‫ق‬ Q, q
‫ل‬ L, l
‫م‬ M, m
‫ن‬ N, n
‫و‬ W, w, ū
‫ي‬ Y, y, ī
‫ء‬ ’
‫ى‬ à
‫ﻩ‬ H, h
‫ة‬ a

∃ ∃ ∃
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου, κ. Θεόδωρο Κορρέ,
ο οποίος με καθοδήγησε και με βοήθησε στην ολοκλήρωση της εργασίας αυτής,
τις καθηγήτριες κ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα και κ. Μάρθα Γρηγορίου-
Ιωαννίδου και τον καθηγητή κ. Hasan Badawī, που είχαν την ευγένεια και την
υπομονή να διαβάσουν και να διορθώσουν τη διατριβή μου, καθώς και όλο το
υπόλοιπο διδακτικό επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό του τομέα μας.
Επίσης ευχαριστώ τους φίλους καθηγητές κ. Yāsir al-Laythī του Πανεπιστημίου
“Μακεδονία” και κ. Jacopo Bonetto του Πανεπιστημίου της Πάδοβας για την
έμπρακτη βοήθειά τους στην αναζήτηση και τη συλλογή αραβικών και δυτικών
πηγών και για την συνεχή ηθική υποστήριξη. Σε όλους αυτούς οφείλω πολλά και

48
τους είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για τη συμπάθεια, την κατανόηση και την αγάπη
που έδειξαν προς το πρόσωπό μου.

Θεσσαλονίκη 2007.

Εισαγωγή

Κατά τα τέλη του 11ου αιώνα η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική


κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή άλλαξε ριζικά με συνέπειες καθοριστικές για
τους δύο μέχρι τότε πρωταγωνιστές στην ιστορική σκηνή της περιοχής: τους
Βυζαντινούς και τους Άραβες.1

1
Χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο «Άραβες» με την πολύ γενική έννοια, χρήση που συνηθίζεται από
τους περισσότερους μελετητές και ιστορικούς. Στην πραγματικότητα, τα κράτη ή οι πολιτικές
δυνάμεις με τις οποίες αναμετριόνταν οι Βυζαντινοί στην βόρεια Συρία και την Άνω Μεσοποταμία
τον 10ο και 11ο αιώνα είναι δύσκολο να χαρακτηρίζονται πάντα και μόνο ως «αραβικές». Πέρα
από το εθνολογικό στοιχείο, που ήταν σύνθετο στην ιθύνουσα τάξη των κρατών και κρατιδίων
αυτών, καθώς και στον στρατό, στην διοίκηση και τον ίδιο τον πληθυσμό τους (Άραβες, Βέρβεροι,
Κούρδοι, Τούρκοι, Ιρανοί, Εβραίοι, Σύροι και Αιγύπτιοι χριστιανοί, Μαύροι κ.α.), υπάρχει η
ιδιαίτερη σημασία που είχαν οι λέξεις «Άραβας» και «αραβικός», στην ισλαμική ιστορία και

49
Οι μεγάλες αυτές αλλαγές μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις φράσεις: οι
Τούρκοι2 αναλαμβάνουν την πολιτική εξουσία σε όλα τα ισλαμικά κράτη της
Δυτικής Ασίας, οι Ιταλοί επικρατούν στην Ανατολική Μεσόγειο και τέλος
έρχονται οι σταυροφόροι οι οποίοι εγκαθιστούν δικά τους κράτη στην Εγγύς
Ανατολή.
Αυτά τα γεγονότα συνδέονται πολύ στενά και είναι δύσκολο να εξακριβωθεί
εάν το ένα είναι η συνέπεια ή η αιτία του άλλου. Οι σταυροφορίες, παρ’ όλους
τους χαρακτηρισμούς που συνήθως συνοδεύουν την εξιστόρησή τους και παρ’
όλες τις ιδεολογικές και συναισθηματικές πτυχές τους – ακόμη και σήμερα οι
σχέσεις μεταξύ του Δυτικού και του Ισλαμικού Κόσμου βρίθουν από αναφορές
συχνά άσκοπες και λανθασμένες στις σταυροφορίες – δεν υπήρξαν τα μοναδικά
ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή
στην περιοχή.3 Η εξάπλωση των οικονομικών δραστηριοτήτων των ιταλικών
πόλεων στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου είχε αρχίσει πολύ πριν από τις
σταυροφορίες και θα συνεχίσει για πολλούς αιώνες μετά από αυτές. Μόνο τον 16ο
αιώνα θα μειωθεί η σημασία του ανατολικού εμπορίου των ιταλικών πόλεων, και
αυτό εξαιτίας του «εξωμεσογειακού» παράγοντα της πορτογαλικής κυριαρχίας
στους Ωκεανούς. Ακόμη περισσότερο έμελλε να διαρκέσει η στρατιωτική και
πολιτική κυριαρχία του τουρκικού στοιχείου στις διάφορες περιοχές της Εγγύς
Ανατολής, ή οποία μάλιστα βρέθηκε ολόκληρη υπό την κυριαρχία των Οθωμανών
Τούρκων από το 1517 μέχρι το 1918.4

ιστοριογραφία της κλασσικής περιόδου (7ος – 15ος αιώνες). Αυτοί οι όροι δηλώνουν τις φυλές,
καθαρής αραβικής καταγωγής, οι οποίες, παρόλο που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ, ζούσαν και
δρούσαν ακολουθώντας προϊσλαμικές πρακτικές και προϊσλαμικά ήθη. Οι φυλές αυτές
χαρακτηρίζονται στις αραβικές πηγές ως «‘arab» ή «a‘rāb», σε αντιπαράθεση με τους
«muslimūn», δηλαδή τους μουσουλμάνους, με τρόπο που έχει κάποιες ομοιότητες με τη χρήση
των όρων «εθνικός» και «Έλλην» στην βυζαντινή γραμματεία σε σχέση με τους «Ρωμαίους».
2
Εδώ με τον όρο “Τούρκοι” εννοούνται όλοι οι ανήκοντες στα διάφορα τουρκικά φύλα, οι οποίοι
εμφανίστηκαν από τον 7ο αι. και πέρα στην Εγγύς Ανατολή κατά ομάδες η ακόμη και ατομικά. Οι
πρώτοι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στις ισλαμικές περιοχές της Εγγύς Ανατολή ως σκλάβοι ή ως
αιχμάλωτοι πολέμου μετά τις πρώτες συγκρούσεις των στρατών του Χαλιφάτου των Ομαϋαδών
κατά των τουρκικών φυλών που κατοικούσαν πέραν από τον ποταμό Ώξο. Πολλοί από αυτούς
ενσωματώθηκαν από πολύ νωρίς στον στρατό και στη διοίκηση του Χαλιφάτου και μερικοί
έφτασαν σε πολύ υψηλά αξιώματα. Από τον 11ο αι. διάφορα τουρκικά φύλα μετανάστευσαν στο
Ιράν και από εκεί στο Βόρειο Ιράκ, στον Νότιο Καύκασο και στην Αρμενία όπου και ίδρυσαν τα
πρώτα τουρκικά κράτη της Δυτικής Ασίας. Στην παρούσα διατριβή θα αναφερθούμε στα άτομα
και στις μικρές ομάδες πολεμιστών τουρκικής καταγωγής που έδρασαν στην Εγγύς Ανατολή με
τον όρο “Τούρκος/Τούρκοι”, ενώ θα χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένα ονόματα για κάθε τουρκική
δυναστεία ή κάθε τουρκικό κράτος όταν αναφερόμαστε σε αυτούς.
3
Η κατοχή της Παλαιστίνης και των ακτών της Συρίας από τους σταυροφόρους, όσο επίπονη και
να ’ταν για την κοινή γνώμη των ισλαμικών λαών, δεν έθεσε ποτέ σε κίνδυνο την ύπαρξη και την
ανεξαρτησία τους, ούτε αποτέλεσε την αρχή μίας νέας εποχής για τον ισλαμικό κόσμο.
4
Ενδεικτικό της φήμης που απολάμβαναν οι Τούρκοι πολεμιστές στην Εγγύς Ανατολή είναι το
σχόλιο του Άραβα ιστορικού Ibn Wāsil, ο οποίος μιλώντας για τη μάχη της Μανσούρας του 1250,
αποκαλεί τους Τούρκους πολεμιστές του ισλαμικού στρατού «λιοντάρια του πολέμου», χάρη
στους οποίους οι μουσουλμάνοι νίκησαν τους Φράγκους. (F. Gabrieli, Storici arabi delle Crociate,
288-290). Η φήμη αυτή ήταν μέχρι πρόσφατα ζωντανή στους αραβικούς πληθυσμούς της Εγγύς
Ανατολής, οι οποίοι, παρόλο που δεν είχαν και πολλούς λόγους να νοσταλγούν την οθωμανική
κυριαρχία, θυμούνταν τον Τούρκο στρατιώτη του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου ως abū šuğā‘a, «τον
πατέρα του θάρρους», δηλαδή αυτόν που έχει θάρρος, και τον Βρετανό στρατιώτη ως abū alf

50
Οι προϋποθέσεις για τις αλλαγές και τις εξελίξεις αυτές αναπτύχθηκαν σε δύο
διαφορετικά επίπεδα, τα οποία θα χαρακτηρίσουμε «κρατικό» και «τοπικό»
αντίστοιχα. Το κρατικό επίπεδο είναι αυτό που αφορά στην πολιτική των δύο
μεγάλων κρατικών οντοτήτων στην περιοχή που μας ενδιαφέρει: της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου των Φατιμιδών. Αυτή εξάλλου είναι και η
προσέγγιση των περισσότερων μελετητών και ιστορικών, οι οποίοι αποδίδουν τα
γεγονότα στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής στις συγκεκριμένες πολιτικές των
δύο αυτών κρατών. Όμως μία προσεκτικότερη και βαθύτερη μελέτη των
καταστάσεων και των γεγονότων, τουλάχιστον όσον αφορά την ισλαμική πλευρά,
αναδεικνύει την ύπαρξη και σημαντικών τοπικών παραγόντων, τόσο σε πολιτικό
όσο σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Δύο είναι οι τοπικοί παράγοντες στον ισλαμικό χώρο και συγκεκριμένα στην
Συρία: 1) οι πόλεις και 2) οι αραβικές φυλές.5 Ο ρόλος των πόλεων και των φυλών
υπήρξε ουσιαστικός για όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στη Συρία,
επηρεάζοντας και σε κάποιες περιπτώσεις καθορίζοντας την πολιτική των
Φατιμιδών στην περιοχή.
Το Βυζάντιο παρουσιάζει μία περισσότερο συμπαγή όψη, χωρίς τις τοπικές
μεταβλητές των ισλαμικών περιοχών· ωστόσο μπορούμε να εντοπίσουμε στη
βυζαντινή Συρία ένα ισχυρό περιφερειακό κέντρο πολιτικής και στρατιωτικής
εξουσίας: την Αντιόχεια, μία ακόμη πόλη που έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά
με εντελώς διαφορετικούς τρόπους και σκοπούς από τις ισλαμικές πόλεις της
Συρίας. Η Αντιόχεια ήταν ο τελευταίος κρίκος μίας καλά οργανωμένης και
αποτελεσματικής διοικητικής και στρατιωτικής αλυσίδας, η οποία ξεκινούσε από
την πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, και έφτανε ως τα νοτιοανατολικά
σύνορα. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για το Κράτος των Φατιμιδών, όπου ο
έλεγχος που ασκούσε η κεντρική κυβέρνηση στη Συρία ήταν περιορισμένος. Αυτό
δεν εξαρτιόταν μόνο από την εσωτερική κατάσταση του κράτους, τη δύναμή του
ή την πολιτική θέληση των κυβερνώντων, άλλα και από τις τοπικές δυνάμεις,
πόλεις και φυλές, οι οποίες μπορούσαν να αγνοήσουν τις εντολές της κεντρικής
εξουσίας ή να μην υπακούσουν σε αυτές ή ακόμη και να εναντιωθούν σε αυτές,
χωρίς ωστόσο να φτάσουν ποτέ στην απόσχιση και στην αυτονόμηση. Αυτή η
ιδιόμορφη και ρευστή πολιτική κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο
ύστερα από μία βαθιά ανάλυση των δομών των πόλεων αυτών και εν γένει των
ισλαμικών κρατών της εποχής, όπου η ίδια η έννοια και η αντίληψη του
«κράτους» ήταν τελείως διαφορετικές από ό,τι στο Βυζάντιο.
Στη Συρία οι ισλαμικές πόλεις εμφανίζονται όχι μόνον ως τόποι δραματικών
γεγονότων, όπως μάχες, πολιορκίες, στάσεις, συνθήκες, αιχμαλωσίες και
τυφλώσεις, αλλά ως πρωταγωνιστές και ενεργοί παράγοντες των γεγονότων

midfa‘, «τον πατέρα των χιλίων πυροβόλων», δηλαδή αυτόν που έχει πολλά πυροβόλα. (D.
Nicolle, The Ottoman Army 1914-18, Oxford 1994, 15).
5
Ο όρος «αραβικές φυλές» είναι ο μόνος που μπορεί να χρησιμοποιείται όταν αναφέρεται κανείς
στις εν λόγω ανθρώπινες ομάδες· τούτο διότι οι φυλές αυτές δεν ήταν νομαδικές, όσο για το
“αραβικές” βλ. παραπάνω στην υπ. 1.

51
αυτών. Η σημασία των πόλεων της Συρίας επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη
πολλών έργων σπουδαίων Αράβων ιστορικών που είναι τοπικές ιστορίες,6 με
τρόπο παρόμοιο με την δυτική μεσαιωνική ιστοριογραφία, με τη διαφορά που
στη Δύση, ο συγγραφέας έγραφε για την πόλη ή την περιοχή η οποία αποτελούσε
το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο όπου ζούσε, δηλαδή το “κράτος” του. Στον
ισλαμικό κόσμο, αντίθετα, υπήρχαν και κράτη και πόλεις· δηλαδή, οι πόλεις
αποτελούσαν μέρος ενός κράτους στο οποίο και υπάγονταν, αλλά διατηρούσαν
κάποια αυτονομία. Αυτή η αυτονομία δεν οφειλόταν σε συνθήκες που είχαν
συνάψει με την κεντρική εξουσία, αλλά στην ίδια τη φύση του ισλαμικού νομικού
συστήματος σε συνδυασμό με τις τοπικές πραγματικότητες. Οι πόλεις της Συρίας
διέθεταν μία ισχυρή ιθύνουσα τάξη – όχι απλά προύχοντες και προεστούς – και
λειτουργούσαν κατά διαστήματα ως κέντρα πολιτικής πρωτοβουλίας, διαφορετικά
από τις πόλεις της Αιγύπτου, που βρίσκονταν υπό στενότατο κρατικό έλεγχο,
ανίκανες να εκφράσουν μία τοπική ιθύνουσα τάξη.
Στην πολύμορφη και πολύπλοκη πολιτική γεωγραφία της Συρίας πρέπει να
προστεθούν και οι αραβικές φυλές. Αυτές οι φυλές είχαν η καθεμία τη δική της
πολιτική οντότητα και τη δική της στρατιωτική δύναμη. Άλλες παρακολουθούσαν
απλά τις εξελίξεις, προσπαθώντας να επωφεληθούν από αυτές, άλλες
αποτελούσαν την κυρίαρχη δύναμη μίας συγκεκριμένης περιοχής, δύναμη με την
οποία έπρεπε να αναμετρηθούν οι πόλεις και το ίδιο το Κράτος των Φατιμιδών,
άλλες κατάφεραν να υπερβούν τα όρια των φυλετικών εδαφών και να εξελιχθούν
σε περιφερειακές δυναστείες-κράτη, όπως οι Χαμδανίδες και οι Μιρδασίδες στο
Χαλέπι.7
Η πολιτική ιστορία της Εγγύς Ανατολής κατά τον 10ο και 11ο αιώνα είναι μία
ιστορία συχνών πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων. Τις περισσότερες
φορές αυτές οι συγκρούσεις διαδραματίζονταν στο εσωτερικό του Χαλιφάτου των
Φατιμιδών, ανάμεσα σε πόλεις, φυλές, κυβερνήτες, τοπικούς άρχοντες και
στρατιωτικούς, οι οποίοι ήταν όλοι τους μέρος του ίδιου κρατικού οργανισμού.
Τα διοικητικά και στρατιωτικά όργανα του Κράτους των Φατιμιδών δεν
μπορούσαν πάντα να ενεργήσουν στην περιοχή με την απαραίτητη
αποτελεσματικότητα, καθώς έρχονταν αντιμέτωπα με τις τοπικές δυνάμεις, οι
οποίες διέθεταν τη δική τους πολιτική, και συχνά στρατιωτική, οργάνωση.
Οι Βυζαντινοί φαίνονταν σαν να παρακολουθούσαν από τα τείχη της
Αντιόχειας τα γεγονότα της Συρίας και επενέβαιναν μόνο όπου και όταν
κινδύνευαν τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Η δράση των Βυζαντινών
κινούταν μονίμως και αποκλειστικά στον άξονα Αντιόχεια-Χαλέπι και σε
ορισμένες περιπτώσεις μπορούσε να επεκταθεί νότια προς την πόλη Hims

6
Μία συνοπτική παρουσίαση της τοπικής ισλαμικής ιστοριογραφίας βρίσκεται εν. F. Gabrieli, La
letteratura araba, Firenze 1967, 213-217. Περισσότερες πληροφορίες δίνονται παρακάτω στο
κεφάλαιο για τις πηγές.
7
Θα δούμε πως οι έννοιες της δυναστείας και του κράτους εκφράζονται στα αραβικά με την ίδια
λέξη «dawla» και αυτό όχι τυχαία. Η δομή και η οργάνωση των ισλαμικών μεσαιωνικών κρατών
θα αναλυθούν στα επόμενα κεφάλαια.

52
(Έμεσα). Απαραίτητος παράγοντας για τη βυζαντινή πολιτική στην περιοχή
υπήρξε το ανεξάρτητο κρατίδιο του Χαλεπιού. Το Χαλέπι, πρώην άσπονδος
εχθρός των Βυζαντινών επί του Sayf ad-Dawla, μετατράπηκε στον πιο πιστό
σύμμαχό τους κατά των Φατιμιδών και εξυπηρέτησε για πολλές δεκαετίες τους
στόχους και τα συμφέροντα της Κωνσταντινούπολης. Η αλλαγή της ηγεσίας στο
Χαλέπι θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο γεωπολιτικό βυζαντινό δόγμα στην
περιοχή και θα επιβάλει στους Βυζαντινούς να επαναπροσδιορίσουν την πολιτική
τους στη Συρία.
Οι Φατιμίδες, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στον έλεγχο της
Συρίας, κατάφερναν όμως πάντα να αναχαιτίζουν τις βυζαντινές προσπάθειες για
επέκταση της πολιτικής τους επιρροής προς Νότον, αναλαμβάνοντας μάλιστα
πολλές φορές την πρωτοβουλία για αλλαγή της ισορροπίας στην περιοχή. Οι
Φατιμίδες ενεργούσαν με την σειρά τους στον άξονα Δαμασκός-Έμεσα-Χαλέπι,
όταν οι προσπάθειές τους κατευθύνονταν κατά του Εμιράτου του Χαλεπιού και
στον άξονα Δαμασκός-Έμεσα-Αντιόχεια όταν επιτίθονταν εναντίον των
Βυζαντινών.
Στα μέσα του 11ου αιώνα η εμφάνιση των Τούρκων Σελτζούκων ως νέων
πρωταγωνιστών στην πολιτική σκηνή της Εγγύς Ανατολής θα φέρει δραματικές
αλλαγές στις συνηθισμένες σχέσεις μεταξύ του Βυζαντίου και των
αραβοϊσλαμικών κρατών στην περιοχή. Οι Σελτζούκοι θα μετακινήσουν τον
άξονα του ανταγωνισμού Βυζάντίου-Ισλάμ από την παραδοσιακή κατεύθυνση
Βορράς-Νότος σε εκείνη Δύση-Ανατολή και από τότε ο θανάσιμος κίνδυνος για
τους Ρωμαίους θα έρθει εξ ανατολών. Η Αντιόχεια υπερκεράστηκε και η
στρατιωτική της σημασίας μειώθηκε. Παράλληλα οι Τούρκοι απώθησαν τους
Φατιμίδες προς Νότο, υποσκέλισαν τις τοπικές αραβοϊσλαμικές δυνάμεις (τοπικές
δυναστείες, πόλεις και φυλές) και δημιούργησαν πολλά ανεξάρτητα κρατίδια
φεουδαρχικού τύπου, προκαλώντας τον εδαφικό και πολιτικό κατακερματισμό της
Συρίας και της Παλαιστίνης. Αυτός ο κατακερματισμός θα αποδειχθεί η
κυριότερη αιτία της υπερίσχυσης των σταυροφόρων απέναντι στους
μουσουλμάνους λίγα χρόνια αργότερα.
Οι Σελτζούκοι, και αργότερα οι Φράγκοι, παρευρέθηκαν ανάμεσα στους
Βυζαντινούς και στους Άραβες και ύστερα από πολλούς αιώνες άμεσων σχέσεων
τους χώρισαν για πάντα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι με την επικράτηση
των Σελτζούκων Τούρκων στη Δυτική Ασία τελείωσε και η εποχή του κλασσικού
αραβοϊσλαμικού πολιτισμού και το Ισλάμ εισήλθε σε μία νέα ιστορική φάση. Υπό
αυτήν την οπτική μπορούμε να πούμε ότι το Μαντζικέρτ δεν υπήρξε μοιραίο μόνο
για τους Βυζαντινούς.
Κατά τη διάρκεια του ανταγωνισμού τους στην Εγγύς Ανατολής ούτε οι
Βυζαντινοί ούτε οι Φατιμίδες χρησιμοποίησαν τις ναυτικές τους δυνάμεις στις
μεταξύ τους συγκρούσεις, με δύο μόνο εξαιρέσεις: τα γεγονότα του 998 στην
Τύρο (όπου οι τοπικοί παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο) και τις επιχειρήσεις
στην περιοχή της Λαοδίκειας το 1056. Η περίεργη αυτή απουσία από τις

53
στρατιωτικές επιχειρήσεις των δύο μεγάλων ναυτικών δυνάμεων, που ήταν σε
δράση ως πριν λίγα χρόνια στην Κεντρική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ίσως μας
βοηθεί να καταλάβουμε τη θεαματική επικράτηση στην ανατολική λεκάνη της
Μεσογείου των στόλων των ιταλικών πόλεων κατά το δεύτερο μισό του 11ου
αιώνα. Όταν όμως μιλούμε για ιταλικές πόλεις πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των
“παλαιών” εμπορικών πόλεων του Αμάλφι και της Βενετίας και των “καινούριων”
ναυτικών δυνάμεων της Γένοβας και της Πίζας. Οι πρώτες πέτυχαν την εξάπλωση
και την εδραίωση των οικονομικών δραστηριοτήτων τους ύστερα από μία
μακροχρόνια διαδικασία δημιουργίας εμπορικών δικτύων που απλώνονταν σε
ολόκληρη τη Μεσόγειο, διασφαλίζοντας ελευθερία κινήσεων και εμπορίας με
συνθήκες και διπλωματικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς και με τους “απίστους”.
Οι δεύτερες αντίθετα κυριολεκτικά κατέκτησαν τις αγορές με νικηφόρους
πολέμους κατά των μουσουλμάνων και με μικρότερης κλίμακας επιθετικές
ενέργειες εις βάρος των Βυζαντινών, καλύπτοντας έτσι με βίαιο τρόπο την
απόσταση που τους χώριζε από τους Βενετούς και τους Αμαλφιτάνους αντιπάλους
τους.
Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις των Ιταλών στον
ισλαμικό κόσμο και στο Βυζάντιο είχε το γεγονός ότι το Αμάλφι και η Βενετία
ήταν, τυπικά τουλάχιστον, “βυζαντινές πόλεις”, ενώ η Γένοβα και η Πίζα ήταν
“φραγκικές πόλεις”, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπαγόταν σε εμπορικό και
διπλωματικό επίπεδο. Οι διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες δρούσαν οι
ιταλικές πόλεις στην Μεσόγειο, κυρίως απέναντι στο Βυζάντιο και τις ισλαμικές
χώρες, και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είχαν τεράστια σημασία στις μετέπειτα
εξελίξεις στην Εγγύς Ανατολή.
Οι επιτυχίες των ιταλικών πόλεων στη Μεσόγειο οφείλονταν κυρίως στην
πολιτική οργάνωση και την κρατική δομή τους. Ο πόλεις ήταν εντελώς αυτόνομες
και δεν ανήκαν σε κάποιο κράτος· οι ίδιες προσδιόριζαν την πολιτική τους, την
εσωτερική όπως και την εξωτερική. Εδαφικά και πληθυσμιακά πολύ μικρές,
κυρίως εάν συγκριθούν με τα μεγάλα κράτη της Ανατολής, μονίμως σε
ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά εμπλεκόμενες στις πολιτικές έριδες της
Ιταλίας, και σε αυτές μεταξύ των παπών και των Γερμανών αυτοκρατόρων,
κατάφεραν ωστόσο να αποκτήσουν τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας στην Μεσόγειο
και να τον διατηρήσουν για αιώνες. Όπως ήδη είπαμε, τα επιτεύγματά τους
οφείλονται στην πολιτική τους δομή, γι’ αυτό και θα δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην
διατριβή αυτή στην μελέτη και την ανάλυση των κρατικών τους θεσμών, όπως
επίσης και στην ιστορική διαδικασία ανάδειξης και εδραίωσης της ανεξαρτησίας
τους και της πολιτικής τους δύναμης. Θα τονιστεί επίσης ο στρατιωτικός
χαρακτήρας της παρουσίας των ιταλικών πόλεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τον 11ο αιώνα, οι ιταλικές πόλεις αποτελούσαν πια το σημείο συνάντησης και
επικοινωνίας της Δυτικής Ευρώπης με τις ισλαμικές χώρες και το Βυζάντιο. Κι
αυτό γιατί οι Ιταλοί έπαιζαν πράγματι έναν ενεργό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ
Δύσης και Ανατολής που δεν απέβλεπαν στην άμυνα παλαιών συνόρων ή στην

54
διεκδίκηση θεωρητικών οικουμενικών αυτοκρατορικών δικαιωμάτων. Οι Ιταλοί
κατάλαβαν ότι το συμφέρον τους δεν ήταν η καταπολέμηση και η καθυπόταξη
των «άλλων», αλλά η συνεργασία μαζί τους για εμπορικούς σκοπούς. Δεν
αναζήτησαν ποτέ την εξουδετέρωση των οικονομικών και πολιτικών οντοτήτων
που υπήρχαν γύρω τους, αλλά απεναντίας χρειάζονταν αυτές τις οντότητες για την
ίδια την πρόοδο των πόλεών τους. Η ιδέα μίας ρωμαϊκής χριστιανικής οικουμένης
ήταν ό,τι χειρότερο για τους Ιταλούς εμπόρους: σε μία ενωμένη και ειρηνική
Μεσόγειο, χωρίς Φράγκους, Σαρακηνούς και Graeci και κυρίως χωρίς τις μεταξύ
τους αντιθέσεις και συγκρούσεις, οι ιταλικές πόλεις δεν θα είχαν την παραμικρή
πιθανότητα ανάπτυξης και προόδου και θα ζούσαν απλά ως επαρχιακές πόλεις
κάποιου μεγάλου κρατικού οργανισμού, κάποιας αυτοκρατορίας με μία τεράστια
και λαμπερή πρωτεύουσα που θα έπνιγε οποιαδήποτε προσπάθεια αυτόνομης
πολιτικής και εμπορικής ζωής των μικρότερων πόλεων.
Εν κατακλείδι, σε αυτήν τη διατριβή θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πως
κάποιες ιταλικές πόλεις – που ακόμη και όλες μαζί ήταν πολύ μικρότερες από την
Κωνσταντινούπολη ή το Κάιρο – κατάφεραν να υπερισχύσουν του αραβικού και
του βυζαντινού ναυτικού και να επιβάλουν έναν αποτελεσματικό – με τα
δεδομένα της εποχής – έλεγχο στις θαλάσσιες επικοινωνίες στην Μεσόγειο.
Παράλληλα θα προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τις εξελίξεις αυτές με την
πολιτική κατάσταση στην Εγγύς Ανατολής κατά την εποχή εκείνη και με τις
αλλαγές που λάμβαναν τότε χώρα στην περιοχή. Δεν θα επεκταθούμε ωστόσο στο
πολυσυζητημένο και βαθιά μελετημένο θέμα της διείσδυσης των ιταλικών
εμπορικών πόλεων στη βυζαντινή οικονομία, παραμένοντας αυστηρά νοτίως της
γραμμής Κρήτη-Κύπρος-Συρία, εκτός από κάποιες σύντομες απαραίτητες
αναφορές και στα του Βυζαντίου.
Η διατριβή αυτή αποτελείται ουσιαστικά από ένα δυτικό (ιταλικό, αλλά και
αραβοϊταλικό) σκέλος και από ένα ανατολικό (αραβοβυζαντινό). Η κοινή
κατάληξη είναι η νέα Εγγύς Ανατολή που δημιουργήθηκε στο τέλος του 11ου
αιώνα. Θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι ο ρόλος των ιταλικών πόλεων δεν
ήταν μόνο οικονομικός αλλά πολιτικός και στρατιωτικός. Ότι ο ρόλος τους
συνέβαλε στις εξελίξεις που άλλαξαν την πολιτική και οικονομική κατάσταση της
Εγγύς Ανατολής. Ότι σε αυτές τις εξελίξεις πρέπει να συσχετίσουμε τους
“δυτικούς” με τους “ανατολικούς” παράγοντες, όσο μακρινοί και άσχετοι μπορεί
αυτοί να φανούν με μία πρώτη, επιφανειακή, ματιά. Ότι παρατηρείται η
επικράτηση νέων πολιτικών μορφών απέναντι στις παραδοσιακές κρατικές
οντότητες: μικρές πόλεις με νέες πολιτικές δομές (οι Ιταλοί) απέναντι στις
μεγάλες γραφειοκρατικές συγκεντρωτικές αυτοκρατορίες, καθώς και
οικογενειακά/φυλετικά στρατιωτικά καθεστώτα (οι Τούρκοι) απέναντι σε κράτη
με πλούσια νομική και θεσμική παράδοση.

55
ΟΙ ΠΗΓΕΣ

Οι ιστορικές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση αυτής της


διατριβής αποτελούνται ως επί το πλείστον από αφηγηματικές πηγές, κυρίως
χρονογραφίες. Μικρότερη σε αριθμό, αλλά όχι σε σημασία, είναι η συνδρομή μη
αφηγηματικών πηγών, όπως νομικά και εμπορικά έγγραφα, συλλογές νόμων κ. ά.
Όλες αυτές οι πηγές μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: αραβικές,
βυζαντινές και λατινικές πηγές.8

8
Χρησιμοποιήθηκε επίσης μία αρμενική πηγή, το “Χρονικό” του Ματθαίου Εδέσσης, σε μία
σύντομη αναφορά στην εκστρατεία του Ιωάννη Τσιμισκή στη Συρία.

56
1. Αραβικές πηγές.9

Οι σημαντικότερες αραβικές πηγές είναι τα έργα Αράβων ιστορικών που


καλύπτουν τα γεγονότα σχετικά με την Εγγύς Ανατολή, και κυρίως τη Βόρεια
Συρία, κατά τον 10ο και 11ο αιώνα.
Ένα από αυτά τα έργα είναι μία παγκόσμια ιστορία, υπό μορφή χρονογραφίας,
που ξεκινά από κτίσεως κόσμου και φτάνει μέχρι την εποχή του συγγραφέα, το
“Al-Kāmil fī ’t-ta’rīkh” (H Τέλεια Ιστορία) του Ibn al-Athīr (1160-1233).10
Άλλα έργα είναι τοπικές ιστορίες, πραγματεύονται δηλαδή τα ιστορικά
γεγονότα που αφορούν μία συγκεκριμένη πόλη και τη γύρω περιοχή της. Τέτοιου
είδους έργα είναι το “Dayl ta’rīkh Dimašq” (Η συνέχεια της ιστορίας της
Δαμασκού) του Ibn al-Qalānisī (1073-1160)11 και το “Zubda al-halab fī tā’rīkh
Halab” (Το αφρόγαλα της ιστορίας του Χαλεπιού) του Ibn al-‘Adīm Kamāl ad-Dīn
(1192-1262)·12 το μεν πρώτο από τα δύο έργα ασχολείται με την ιστορία της
Δαμασκού, της Συρίας και της Παλαιστίνης από τον 10ο αιώνα μέχρι τις πρώτες
δεκαετίες του 13ου, το δε δεύτερο με την ιστορία του Χαλεπιού από την Εγίρα
(622 μ. Χ.) μέχρι το 1243, με ιδιαίτερη ακρίβεια και περισσότερες λεπτομέρειες
από την περίοδο των Χαμδανιδών και πέρα (945-1243). Αυτά τα δύο έργα είναι
εξαιρετικής σημασίας για τα πολιτικά, στρατιωτικά και κοινωνικά γεγονότα της
Συρίας κατά την περίοδο με την οποία ασχολείται η παρούσα διατριβή. Ο Kamāl
ad-Dīn επίσης προσφέρει πολλές πληροφορίες για τις σχέσεις των Βυζαντινών με
τους μουσουλμάνους στη Βόρεια Συρία

9
Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τα λήμματα της Ε.Ι.² που αφορούν τον κάθε ιστορικό και
από F. Gabrieli, La letteratura araba, Firenze 1967.
10
Ο ‘Izz ad-Dīn Abū ’l-Hasan ‘Alī Ibn al-Athīr, δεν πρέπει να μπερδευτεί με τους αδελφούς του
Mağd ad-Dīn και Diya’ ad-Dīn, επίσης ιστορικούς. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός των
Ζεγγιδώνν ηγεμόνων της Μοσούλης. Έζησε στη Μοσούλη όπου και σπούδασε. Επισκέφθηκε την
Βαγδάτη και έκανε το ιερό προσκύνημα (hajj) στη Μέκκα. Συμμετείχε στους πολέμους εναντίον
των Σταυροφόρων με τον στρατό του Salah ad-Dīn. Έζησε επίσης για κάποιο χρονικό διάστημα
στο Χαλέπι. Εκτός από το Kāmil, έγραψε επιτομές προηγουμένων ιστορικών έργων, μία σύντομη
ιστορία των Ζεγγιδών της Μοσούλης και βιογραφίες των Συντρόφων του Μωάμεθ.
11
Ο Abū Ya‘lā Hamza bin Asad bin al-Qalānisī at-Tamīmī γεννήθηκε και έζησε στη Δαμασκό. Για
κάποιο χρονικό διάστημα διετέλεσε ra’īs (αρχηγός) της πόλης. Είναι ο σημαντικότερος ιστορικός
της Δαμασκού για την περίοδο 950-1160. Υπάρχουν δύο μεταφράσεις του έργου του σε δυτικές
γλώσσες: η πρώτη είναι του H. Gibb, με τίτλο The Damascus Chronicle of the Crusades που
εκδόθηκε το 1932. Η μεταγραφή του Gibb εμπεριέχει πολλά λάθη και πολλές σκόπιμες
παραλείψεις. Η δεύτερη, μερική, μετάφραση είναι στα γαλλικά από τον R. Le Tourneau, με τον
τίτλο Damas de 1075 à 1154, του 1952.
12
Abū ’l-Qāsim ‘Umar bin Ahmad bin Hibat Allāh bin al-‘Adīm Kamāl ad-Dīn γεννήθηκε στο
Χαλέπι και πέθανε στο Κάιρο. Ο πατέρας του ήταν qādī του Χαλεπιού επί των Ζανγιδών και
αργότερα επί των Αγιουμπιδών. Σπούδασε στο Χαλέπι, στη Δαμασκό, στα Ιεροσόλυμα, στη
Βαγδάτη και στη Μέκκα. Στο Χαλέπι διετέλεσε γραμματέας, qādī και αργότερα βεζίρης των
Αγιουμπιδών βασιλέων al-‘Azīz και an-Nāsir.

57
Θεμελιώδη έργα για την ιστορία των Φατιμιδών της Αιγύπτου, καθώς και για
τα γεγονότα της Συρίας κατά τους 10ο και 11ο αιώνες, είναι το Tā’rīkh (Ιστορία),13
του χριστιανού ορθοδόξου Αιγυπτίου Yahya al-Antākī (π. 980-1066)14 και το
Itti‘āz al-khunafā’ bi-’khbār al-a’imma al-fātimiyyīn al-khulafā’ (Προτροπή στους
μονοθεϊστές σχετικά με την ιστορία των Φατιμιδών χαλίφηδων),15 του Maqrizī
(1364-1442),16 ο οποίος βασίζεται σε προγενέστερους ιστορικούς της Αιγύπτου,
κυρίως στον al-Musabbihī (977-1030),17 και εξιστορεί τα γεγονότα της
δυναστείας των Φατιμιδών από τις απαρχές τους μέχρι το τέλος τους (τέλη 9ου αι.-
1171).
Για την ιστορία της Βόρειας Αφρικής, της ισλαμικής Σικελίας και της
ισλαμικής Ισπανίας (al-Andalus) βασικό είναι το al-Bayān al-muġrib fī akhbār al-
Andalus wa al-Maġrib (Εξαιρετική διακήρυξη της ιστορίας της Ισπανίας και της
Δύσης [=Δυτικής Βόρειας Αφρικής])18, του Μαροκινού Ibn ‘Idhārī (μεταξύ 13ου
και 14ου αι.) που καλύπτει τα γεγονότα των περιοχών που αναφέρονται στον τίτλο
του έρου του από το 640 μέχρι το 1206.19

13
Yahya al-Antākī, Tā’rīkh, [Ι] εκδ. I. Kratchovsky-A. Vasiliev, Histoire de Yahya-Ibn Sa‘īd
d’Antioche, Patrologia Orientalis, XVIII/5, Paris 1957 (α΄ έκδοση, Paris 1924), 699-833, (πρώτο
μέρος του αραβικού κειμένου, με γαλλική μετάφραση), και [ΙΙ] Patrologia Orientalis, XXIII/3,
Turnhout 1976 (α΄ έκδοση, Paris 1932), 345-520 (δεύτερο μέρος του αραβικού κειμένου, με
γαλλική μετάφραση), [ΙΙΙ] εκδ. L. Cheikho, Annales Yahia Ibn Saïd Antiochensis, CSCO
[Scriptores arabici]. Textus. Series tertia. Tomus VII, Bayrūt-Paris, 1909 (ολόκληρο το αραβικό
κείμενο, με το μέρος που δεν συμπεριλαμβάνεται στην άλλη εκδ., το οποίο αντιστοιχεί στα έτη
1013-1034, από τη σελίδα 206 στη σελίδα 283).
14
Ο Yahyà bin Sa‘īd bin Yahyà Abū ’l-Farağ al-Antākī ήταν χριστιανός ορθόδοξος (μελχίτης),
ιατρός και ιστορικός, κοντινός συγγενής με τον ορθόδοξο πατριάρχη της Αλεξανδρείας Sa‘īd
(Ευτύχιος) bin Bitrīq. Πέρασε τα πρώτα 35 χρόνια της ζωής του στην Αίγυπτο. Το 405/1014-1015
εγκαταστάθηκε στην Αντιόχεια, για να ξεφύγει από τους αντιχριστιανικούς διωγμούς του Φατιμίδη
χαλίφη al-Hākim. Το έργο του καλύπτει τα γεγονότα της Αιγύπτου, της Συρίας από το 938 μέχρι
το 1034. Πολλές είναι οι αναφορές σε γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας. Χρησιμοποίησε κυρίως
αραβικές, αλλά και βυζαντινές και αρμενικές πηγές. Για το μέρος του έργου του μέχρι το 1013
υπάρχει και μετάφραση στα γαλλικά από τους I. Kratchovsky-A. Vasiliev. Βλ. αν., στην υπ. 13.
Ειδικά για τις στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ μουσουλμάνων και βυζαντινών στο έργο του al-
Antākī βλ. F. Micheau, Les guerres arabo-byzantyines vues par Yahyā d’Antioche, chroniquer
arabe melkite du Ve-XIe siècle, ΕΥΨΥΧΙΑ, Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler, Byzantina-
Sorbonensia 16, τ. ΙΙ, Paris 1998, 541-555.
15
Maqrizī, Itti‘āz al-khunafā’ bi-’khbār al-a’imma al-fātimiyyīn al-khulafā’, I-II, εκδ. Ğ. Šayyāl,
al-Qāhira (Κάιρο) 1996.
16
O Taqī ad-Dīn Abū ’l-‘Abbās Ahmad bin ‘Alī bin ‘Abd al-Qādir al-Maqrīzī γεννήθηκε στο
Κάιρο από οικογένεια λιβανέζικης καταγωγής. Υπήρξε αξιωματικός των Μαμελούκων και για
δέκα χρόνια έζησε και εργάστηκε στη Δαμασκό (1408-1418). Έγραψε πολλά έργα, κυρίως για την
ιστορία και την τοπογραφία της Αιγύπτου.
17
Ο al-Amīr al-Mukhtār ‘Izz al-Mulk al-Musabbihī γεννήθηκε και έζησε στο Κάιρο. Ήταν
στρατιωτικός και διετέλεσε διοικητής διαφόρων επαρχιών της Αιγύπτου. Αργότερα τέθηκε
επικεφαλής του diwān at-tartīb, θέση που ισοδυναμούσε με αυτή του γενικού γραμματέα της
κεντρικής διοίκησης του κράτους. Έγραψε πολλά έργα – όλα χαμένα – μεταξύ των οποίων και μία
ιστορία της Αιγύπτου (Akhbār Misr) που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους μεταγενέστερους
ιστορικούς.
18
Ιbn ‘Idhārī, al-Bayān al-muġrib fī akhbār al-Andalus wa al-Maġrib, I-II, εκδ. G. Colin-E. Lévi
Provençal, Leiden 1948.
19
Ο Abū ’l-‘Abbās Ahmad bin Muhammad bin ‘Idhārī al-Marrākušī υπήρξε qā’id (διοικητής) της
Φες. Είναι ο σημαντικότερος ιστορικός για την ιστορία της ισλαμικής Δύσης, κυρίως για τις
δυναστείες των Αλμοραβιδών και των Αλμοαδών. Το έργο του έχει μερικώς μεταφραστεί στα

58
Τέλος, χρήσιμες αναφορές και πληροφορίες για τις ιταλικές πόλεις κατά τον
πρώιμο μεσαίωνα καθώς και για την ναυτιλία και τις εμπορικές δραστηριότητες
στη Μεσόγειο βρίσκονται σε άλλα έργα Αράβων γεωγράφων και ιστορικών, όπως
στο Kitāb ar-rawdatayn fī akhbār ad-dawlatayn, του Abū Šāma (1203-1268), το
Kitāb al-Masālik,20 του Ibn Hawqal (10ος αι.), το Kitāb nuzhat al-muštāq fī-
’khtrāq al-āfāq,21 του al-Idrīsī (1100-1165), το Rihla,22 του at-Tiğānī (1272/1276-
μετά το 1311) και το Kitāb al-ğuġrāfiyya,23 του az-Zuhrī (12ος αι.).
Επειδή κάποια από τα έργα της αραβικής γραμματείας είναι δυσεύρετα στις
βιβλιοθήκες των ευρωπαϊκών χωρών, κατέφυγα στις εκδόσεις σε ηλεκτρονική
μορφή που είναι προσβάσιμες στην ιστοσελίδα htpp://alwaraq.net. Η ιστοσελίδα
αυτή δημιουργήθηκε το 1998 από μία ομάδα ακαδημαϊκών των Ενωμένων
Αραβικών Εμιράτων, με τον σκοπό να προσφέρει ελεύθερη και άνετη πρόσβαση
σε έργα της αραβικής και ισλαμικής γραμματείας. Ένα ειδικό τμήμα είναι
αφιερωμένο στην ιστοριογραφία· εδώ ο ερευνητής μπορεί να βρει όλα τα
σημαντικότερα έργα Αράβων ιστορικών από τον 8ο μέχρι τον 16ο μ. Χ. αιώνα. Οι
υπεύθυνοι για τις εκδόσεις είναι οι καθηγητές Muhammad as-Suwaydī, Mu‘tasim
Zakkār, Zayd al-Athīr, Zuhayr Zāzā, Abū Bašīr al-Qarāya. Η ιστοσελίδα, που
συνεχώς εμπλουτίζεται και διευρύνεται, είναι στα αραβικά· η πρόσβαση είναι
ελεύθερη και εντελώς δωρεάν. Οι αραβικές πηγές που βρήκα σε αυτήν την
ιστοσελίδα και τις οποίες χρησιμοποίησα στην παρούσα διατριβή είναι πέντε:
Kitāb ar-rawdatayn fī akhbār ad-dawlatayn, του Abū Šāma, Tā’rīkh al-Islām, του
Adh-Dhahabī, al-Kāmil fī ’t- tā’rīkh, του Ibn al-Athīr, Dayl ta’rīkh Dimašq, του
Ibn al-Qalānisī και Zubda al-halab fī tā’rīkh Halab, του Ibn al-‘Adīm Kamāl ad-
Dīn. Στις παραπομπές σε αυτά τα έργα αναφέρεται πάντα ο αριθμός σελίδας του
κειμένου σε ηλεκτρονική μορφή.

2. Βυζαντινές πηγές.

Οι βυζαντινές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση αυτής της


διατριβής είναι πολύ γνωστές στους βυζαντινολόγους. Μερικά από αυτά τα έργα
είναι χρήσιμα για τα γεγονότα της Εγγύς Ανατολής, ενώ άλλα προσφέρουν
πληροφορίες για την Ιταλία και τη Σικελία.

ισπανικά (από τον F. Fernández González, Granada 1860) και στα γαλλικά (από τον E. Fagnan,
Algiers/al-Ğazā’ir 1901-1904, σε δύο τόμους).
20
Ιbn Hawqal, Kitāb al-Masālik, εν M. Amari, Biblioteca Arabo-Sicula, τ. III, Torino-Roma 1880.
21
Al-Idrīsī, Kitāb nuzhat al-muštāq fī-’khtrāq al-āfāq, (Opus Geographicum) εκδ. E. Cerulli-F.
Gabrielli-G. Della Vida-L. Petech-G.Tucci, Napoli-Roma 1975.
22
Αt-Tiğānī, Rihla, αποσπάσματα εν M. Amari, Biblioteca Arabo-Sicula, τ. II, κεφ. 45, σσ. 62-63,
Torino-Roma 1880.
23
Az-Zuhrī, Kitāb al-ğuġrāfiyya, εκδ. M. Hadi-Sadok, Bulletin d’ Etudes Orientales (Institut
français de Damas) XXI (1968), 7-312.

59
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η Ιστορία του Λέοντος Διακόνου,24 η Ιστορία
του Μιχαήλ Ατταλειάτη,25 η Σύνοψις Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη και η
Συνέχειά του,26 η Επιτομή Ιστοριών του Ιωάννη Ζωναρά.27 Λίγες πληροφορίες για
τις σχέσεις μεταξύ των Βυζαντινών και των μουσουλμάνων της Συρίας και των
Φατιμιδών της Αιγύπτου βρίσκονται και σε άλλα δύο έργα: στη Χρονογραφία του
Μιχαήλ Ψελλού και στην Ύλη Ιστοριών του Νικηφόρου Βρυέννιου.28
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν το Υπέρ των πολέμων του Προκοπίου,29 η
Περιγραφή του Γεωργίου Κυπρίου,30 οι Επιστολές του πατριάρχη Νικολάου
Μυστικού,31 το De administrando imperio και το De cerimoniis του
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου,32 και η Αλεξιάς της Άννας Κομνηνής.33
Πληροφορίες για τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της Νότιας Ιταλίας και
της Σικελίας βρίσκονται επίσης στον Σκυλίτζη, στον Ζωναρά και στους
συνεχιστές του Γεωργίου Μοναχού και του Θεοφάνη.34
Γενικά οι βυζαντινές πηγές που καλύπτουν τα γεγονότα των 10ου και 11ου αι.
δεν ασχολούνται πολύ με την Αντιόχεια και τη Βόρεια Συρία, εκτός εάν πρόκειται
για εκστρατείες των οποίων ηγήθηκαν οι ίδιοι οι αυτοκράτορες. Θα μπορούσε
κανείς να πει ότι η κάθε εκστρατεία έχει τον ιστορικό της. Έτσι ο Λέων Διάκονος
είναι η κύρια πηγή για την εκστρατεία του Ιωάννη Τσιμισκή (975), ο Ιωάννης
Σκυλίτζης για εκέινες35 του Βασιλείου Β΄ (995, 999) και του Ρωμανού Γ΄
Αργυρού (1030) και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης για την εκστρατεία του Ρωμανού Δ΄

24
Λέων Διάκονος, Ιστορία, εκδ. C. B. Hase, Leoni diaconi Caloënsis historiae libri decem, Bonn
1828.
25
Μιχ. Ατταλειάτης, Ιστορία, εκδ. I. Pérez Martín, Miguel Ataliates. Historia, Madrid 2002.
26
Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις ιστοριών, εκδ. J. Thurn, Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum,
[CFHB 5] Berlin – New York 1973. - Συνέχεια Σκυλίτζη, εκδ. Ε. Τσολάκη, Η συνέχεια της
χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτση, Θεσσαλονίκη 1968.
27
Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή ιστοριών, εκδ. L. Dindorf, τ. I-VI, Leipzig 1868-1875.
28
Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, εκδ. E. Renauld, Michel Psellus. Chronographie, I-II, Paris,
1926 (τ. I), 1928 (τ. IΙ). – Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστοριών, εκδ. P. Gautier, Histoire, [CFHB
9], Bruxelles 1975.
29
Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis opera omnia, τ. II (De bello
gothico), Leipzig 1905.
30
Γεώργιος Κύπριος, Le synekdèmos d’Hiéroklès et l’opuscule géographique de Georges de
Chypre, εκδ. E. Honigmann, Bruxelles 1939.
31
Νικόλαος Μυστικός Πατριάρχης, Επιστολές, εκδ. R. Jenkins-L. Westerink, Nicholas I Patriarch
of Constantinople Letters, Dumbarton Oaks Texts II, Washington 1973.
32
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De administrando imperio, εκδ. G. Moravcsik, αγγλ. μετάφρ.
R. J. H. Jenkins, τ. 1 [CFHB 1], β΄ εκδ., Dumbarton Oak Texts 1, Washington 1967, 44-286. –
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De cerimoniis aulae byzantinae, εκδ. J. Reiske, Bonn 1829.
33
Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, εκδ. D. Reisch-A. Kambylis, CFHB, τ. XL/1, [Series Berolinensis],
Berlin-New York, 2001.
34
Συνεχιστής Θεοφάνη, έκδοση J. Bekker, Theophanes continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon
Magister, Georgius Monachus, CSHB, Bonn 1838, 1-481. – Συνεχιστής Γεωργίου Μοναχού,
έκδοση J. Bekker, Theophanes continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius
Monachus, CSHB, Bonn 1838, 810-924.
35
Ενώ ξέρουμε ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πραγματοποίησε δύο εκστρατείες στη Συρία, ο
Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει μόνο μία εκστρατεία του Βασιλείου Β΄, συμπιέζοντας μάλλον τα
γεγονότα των δύο εκστρατειών. Βλ. κατ., κεφ. 2, παρ. 4. ειδικά την υπ. 298, στη σελίδα 116.

60
Διογένη (1069).36 Ο Ιωάννης Ζωναράς αφηγείται σχετικά εκτενώς τις εκστρατείες
του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού και του Ρωμανού Δ΄ Διογένη, προσφέροντας ωστόσο
λιγότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες από τους προγενέστερούς του
Ατταλειάτη και Σκυλίτζη.
Τέλος υπάρχει η λεγόμενη Χρονογραφία του Cambridge, ένα ενδιαφέρον
δίγλωσσο έργο, στα ελληνικά και στα αραβικά, του 11ου αιώνα, που ασχολείται με
τα γεγονότα της Σικελίας και της Καλαβρίας από το 869 μέχρι το 959.37

3. Δυτικές πηγές.

Οι δυτικές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στην εκπόνηση της παρούσα διατριβής


είναι όλες γραμμένες στα λατινικά, εκτός από δύο: η Histoire de li Normant του
Amatus di Montecassino,38 που είναι γραμμένη στα μεσαιωνικά γαλλικά (το
πρωτότυπο έργο ήταν στα λατινικά, αλλά σώζεται μόνο μία μετάφρασή του στα
γαλλικά, του 14ου αι.) και η La vita dei dogi του Marin Sanudo,39 γραμμένη στα
βενετικά του 16ου αι.
Οι χρησιμοποιηθείσες δυτικές πηγές συμπεριλαμβάνουν και μη αφηγηματικές
πηγές και συγκεκριμένα:
• Συλλογές νόμων των Λογγοβάρδων βασιλέων, των Φράγκων και των
Γερμανών αυτοκρατόρων και των ιταλικών πόλεων (leges, capitularia,
brevia).
• Συνθήκες μεταξύ των ιταλικών πόλεων και της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας και των δυτικών αυτοκρατόρων (pacta και foedera).
• Διπλώματα με τα οποία οι βασιλείς της Ιταλίας και οι Γερμανοί
αυτοκράτορες αναγνώρισαν την αυτονομία των ιταλικών πόλεων.
• Διπλώματα με τα οποία διάφοροι ηγεμόνες παραχώρησαν εμπορικά και
διοικητικά προνόμια στις ιταλικές πόλεις.
• Νομικά, εμπορικά και διοικητικά έγγραφα των ιταλικών πόλεων.
• Επιστολές.
• Επιγραφές.40

36
Στην εκστρατεία του Ρωμανού Δ΄ Διογένη αναφέρεται βέβαια και ο Ιωάννης Ζωναράς, αλλά
περισσότερο εν συντομία και με πολύ λιγότερες πληροφορίες.
37
Chronique de Cambridge, εν A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, II2, γαλλική μετάφραση με
προσθήκε νέων κειμένων του H. Grégoire και M. Canard (Extraits des sources arabes traduits par
Marius Canard), Bruxelles 1950, 99-106, (γαλλική μετάφραση του αραβικού κειμένου και
πρωτότυπο ελληνικό κείμενο).
38
Amatus di Montecassino (Aimé du Mont-Cassin), Histoire de li Normant. Storia de’ Normanni
di Amato di Montecassino volgarizzata in antico francese, εκδ. V. De Bartholomaeis, FIS 76,
Roma 1935.
39
Marin Sanudo, La vita dei Dogi, εκδ. G. Monticolo, Città di Castello 1900.
40
Συγκεκριμένα οι επιγραφές στον καθεδρικό ναό της Πίζας, οι οποίες εξυμνούν τις εκστρατείες
των Πιζάνων κατά των μουσουλμάνων στην Σικελία και στη Βόρεια Αφρική.

61
• Νομίσματα.41
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι συλλογές νόμων των ιταλικών πόλεων, καθώς και
οι συλλογές των συνθηκών τους με τους ξένους ηγεμόνες και τα ξένα κράτη.
Πολύ πλούσια είναι η συλλογή των λεγόμενων pacta veneta, δηλαδή των
συνθηκών μεταξύ της Βενετίας και των Δυτικών και Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Οι νόμοι και οι κανονισμοί των ιταλικών πόλεων αποτελούν βέβαια βασικές πηγές
για την κατανόηση και την εξιστόρηση της πολιτικής και θεσμικής εξέλιξής τους.
Οι αφηγηματικές πηγές μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις υποκατηγορίες:
1. Χρονογραφίες (annales) και ιστορίες λαών, βασιλέων και χωρών της
Δυτικής Ευρώπης.
2. Χρονογραφίες μοναστηριών.
3. Τοπικές χρονογραφίες και ιστορίες των ιταλικών πόλεων.
4. Ιστορίες της πρώτης σταυροφορίας.
Τα έργα της πρώτης υποκατηγορίας προσφέρουν πληροφορίες για τις σχέσεις
των Φράγκων και Γερμανών βασιλέων και αυτοκρατόρων με την Ιταλία, τον πάπα
και τους μουσουλμάνους, καθώς και για την ιστορία των Νορμανδών της Νότιας
Ιταλίας.
Οι χρονογραφίες μοναστηριών της Κεντρικής και Νότιας Ιταλίας είναι μία
πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τα γεγονότα των περιοχών όπου βρίσκονται αυτά
τα μοναστήρια, καθώς και της ρωμαϊκής εκκλησίας και των Δυτικών
αυτοκρατόρων.
Ακόμη πιο σημαντικές για την παρούσα διατριβή είναι οι τοπικές ιστορίες και
χρονογραφίες των ιταλικών πόλεων. Μάλιστα από τα τέλη του 11ου αι. για την
Πίζα και τη Γένοβα μπορεί να γίνει λόγος για “κρατική ιστοριογραφία”,
δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις των πόλεων αυτών φρόντιζαν για την καταγραφή
των πολιτικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών γεγονότων σε annales ή
chronicae, καθώς και για τη συλλογή εγγράφων και παλιότερων ιστορικών πηγών.
Το έργο αυτό ανατέθηκε σε λόγιους, οι οποίοι είχαν και σημαντικές αρμοδιότητες
στη διακυβέρνηση της πόλης.42 Τέτοιου είδους πηγές για την Πίζα και τη Γένοβα
είναι οι Annales Pisani του Bernardo Marangone και οι Annales Ianuenses του
Caffaro αντίστοιχα.43 Αυτοί οι δύο συγγραφείς έγραψαν επίσης και δύο έργα που
εξιστορούν, λεπτομερέστερα από τους Annales, τα κατορθώματα των Πιζάνων και
των Γενοβέζων κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας: αυτά τα έργα είναι
τα Gesta triumphalia per Pisanos facta και το De liberatione civitatum orientis

41
Συγκεκριμένα κάποια νομίσματα του Αμάλφι και του Σαλέρνο που μαρτυρούν την
αραβοϊσλαμική οικονομική και πολιτιστική επίδραση στις πόλεις αυτές.
42
Βλ. για αυτό G. Albini (επιμ.), Le scritture del comune. Amministrazione e memoria nelle città
dei secoli XII e XIII, Torino 1998.
43
Caffaro, Annales, εκδ. G. Pertz, MGH, Scriptores, τ. XVIII, Hannover 1863, 1-39. - Bernardo
Marangone, Annales Pisani, εκδ. M. L. Gentile, RIS (νέα έκδοση), VI/2, Bologna 1930, 3-22. Για
τους Annales Ianuenses βλ. L. Capo, La cronachistica italiana dell’età di Federico II, RSI CXIV2
(2002), 380-430, κυρίως στις σελίδες 401-406.

62
liber αντίστοιχα.44 Για την εκστρατεία των Πιζάνων και των Γενοβέζων στη
Βόρεια Αφρική (1087) οι πηγές είναι μόνο πιζανικές, μεταξύ των οποίων η
σημαντικότερη είναι ένα μικρό έμμετρο έπος το Carmen in victoriam Pisanorum
ενός ανώνυμου σύγχρονου συγγραφέα.45
Ωστόσο η βενετική ιστοριογραφία προηγείται κατά περίπου έναν αιώνα εκείνη
της Πίζας και της Γένοβας, παρόλο που στη Βενετία η δημιουργία μίας “κρατικής
ιστοριογραφίας” άργησε σε σχέση με τις άλλες πόλεις. Για την βενετική ιστορία
μέχρι τα πρώτα χρόνια του 11ου αιώνα διαθέτουμε διάφορες ιστορικές πηγές, η πιο
σημαντική και λεπτομερής από τις οποίες είναι η Cronaca του Giovanni Diacono
(Iohannis Diaconus), που καλύπτει τα γεγονότα από τις απαρχές της πόλης μέχρι
το 1008.46 Μάλιστα για τη Βενετία έχουμε το ιστορικό έργο του ίδιου του δόγη
Andrea Dandolo (1342-1354), ο οποίος, αντλώντας από προγενέστερες πηγές και
από κρατικά έγγραφα, συνέγραψε τη Chronica per extensum descripta, καθώς και
μία περιληπτική εκδοχή αυτού του ίδιου του έργου, με τον τίτλο Chronica
brevis.47
Κύριες πηγές για την ιστορία του Αμάλφι είναι το Chronicon salernitanum, τα
Gesta episcoporum neapolitanorum και το Chronicon amalphitanum.48 Για το
Αμάλφι κατά τα τέλη του 11ου αι. και για την καθυπόταξη της πόλης από τους
Νορμανδούς σημαντικές πηγές είναι επίσης τα έργα των “ιστορικών των

44
Caffaro, De liberatione civitatum orientis liber, εκδ. G. Pertz, MGH, Scriptores, τ. XVIII,
Hannover 1863, 40-48. – Bernardo Marangone, Gesta triumphalia per Pisanos facta de captione
Hierusalem et civitatis maioricarum et aliarum civitatum et de triumpho habito contra Ianuense,
εκδ. M. L. Gentile, RIS (νέα έκδοση), VI/2, Bologna 1930, 89-96. Για τον βίο και το έργο του
Bernardo Marangone βλ. το πρόσφατο M. L. Ceccarelli Lemut, Bernardo Marangone: “provisor” e
cronista di Pisa nel XII secolo, εν M. L. Ceccarelli Lemut, Medioevo Pisano. Chiesa, famiglie,
territorio, Pisa 2005, 119-137.
45
Carmen in victoriam Pisanorum. Il carme pisano sull’impresa contro i Saraceni del 1087, εκδ.
G. Scalia, εν Studi di filοlogia romanza in onore di Silvio Pellegrino, Padova 1971, 565-627. Για
αυτό το έργο, καθώς και για τις υπόλοιπες πηγές για τις εκστρατείες κατά των μουσουλμάνων
στην Κεντρική και Δυτική Μεσόγειο βλ. E. Salvatori, Gens Saracenorum perit sine laude suorum.
L’idée de guerre sainte dans les sources pisanes du XIe au XIIe siècle, εν Regards croisés sur la
guerre sainte. Guerre, religion et idéologie dans l’espace méditerranéen, de la fin du XIe au XIIIe
siècle, Atti del Convegno internazionale, Madrid, 11-13 aprile 2005, Madrid 2006, 229-250.
46
Iohannis Diaconus (Giovanni Diacono), Cronaca veneziana, εκδ. G. Monticolo, Cronache
veneziane antichissime, v. I, Roma 1890 (ανατύπωση Torino 1969), 59-171.
47
Για τους Βενετούς ιστορικούς του 13ου και 14ου αι., τα χαρακτηριστικά και τα προβλήματα της
βενετικής ιστοριογραφίας βλ. A. Carile, Note di cronachistica veneziana: Piero Giustinian e Nicolò
Trevisan, SV 9 (1967), 103-125, κυρίως στις σελίδες 103-110. – Του ίδιου, La cronachistica
veneziana (secoli XIII-XVI) di fronte alla spartizione della Romania nel 1204, Firenze 1969. – G.
Arnaldi-L. Capo, I cronisti di Venezia e della marca trevigiana dalle origini alla fine del secolo
XIII, εν Storia della cultura veneta,τ. Ι, Dalle origini al Trecento, Vicenza 1976, 387-423. – D.
Raines, Alle origini dell’archivio politico del patriziato: la cronaca “di consultazione” veneziana
nei secoli XIV-XV, Archivio Veneto CXXIX, V serie N. 185 (1998), 5-57, κυρίως στις σελίδες 5-
24. Ειδικά για το ενδιαφέρον της βενετικής ιστοριογραφίας για τα ιστορικά γεγονότα του
Βυζαντίου βλ. Ph. Grierson, The Tombs and Obits of the Byzantine Emperors (337-1042), with an
Αdditional Note by Cyril Mango and Ihor Ševčenko, DOP 16 (1962), 1-65, στις σελίδες 10-20. –
Α. Pertusi, Cultura bzantina a Venezia, εν Storia della cultura veneta, τ. I, Dalle origini al
Trecento, Vicenza 1976, 326-349.
48
Δυστυχώς δεν μπόρεσα να συμβουλευτώ αυτό το τελευταίο έργο και βασίστηκα στις αναφορές
που γίνονται σε έργα νεότερων μελετητών, κυρίως στην αξεπέραστη μελέτη του M. Berza, Amalfi
preducale, Ephemeris Dacoromana VIII (1938), 349-444.

63
Νορμανδών” του 11ου αιώνα: Amato di Montecassino (Amatus de Montecassino),
Goffredo Malaterra (Gaufredus Malaterra) και Guglielmo di Puglia (Guillermus
Apuliensis).49
Τέλος, συμβουλευτήκαμε τα έργα των ιστορικών της πρώτης σταυροφορίας για
πληροφορίες και στοιχεία για τη δράση των Γενοβέζων, των Πιζάνων και των
Βενετών κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας, αλλά και για κάποιες πληροφορίες
σχετικές με την παρουσία και τις δραστηριότητες των Αμαλφιτανών και των
Βενετών στην Εγγύς Ανατολή πριν από τις σταυροφορίες.50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Η πολιτική κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή


(10ος αιώνας)

Στην παρούσα μελέτη με τον όρο “Εγγύς Ανατολή” προσδιορίζονται οι


περιοχές της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής που μας ενδιαφέρουν· αυτές
49
Amatus di Montecassino (Aimé du Mont-Cassin), Histoire de li Normant. Storia de’ Normanni
di Amato di Montecassino volgarizzata in antico francese, εκδ. V. De Bartholomaeis [FIS 76],
Roma 1935. – Gaufredus Malaterra, De rebus gestis Rogerii Calabriae et Siciliae Comitis et
Roberti Guiscardi Ducis fratris eius, εκδ. E. Pontieri, RIS2 (νέα έκδοση), V/1, Roma 1928. –
Guillermus Apuliensis, Gesta Roberti Wiscardi, εκδ. M. Mathieu, La geste de Robert Guiscard,
Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neollenici. Testi e Monumenti, Palermo 1961.
50
Για τους ιστορικούς της πρώτης σταυροφορίας βλ το πρόσφατο άρθρο του L. Russo, Le fonti
della “prima crociata”, εν M. Meschini (επιμ.), Mediterraneo medievale. Cristiani, musulmani ed
eretici tra Europa e Oltremare (secoli IX-XIII), Milano 2001, 51-65.

64
είναι η Αίγυπτος, η Συρία και η Τζαζίρα (al-Ğazīra). Υιοθετείται εδώ η ορολογία
που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς και τους μελετητές της μεσαιωνικής
ισλαμικής ιστορίας .
Ο όρος “Αίγυπτος” προσδιόριζε τότε όπως και τώρα την ίδια περιοχή, της
οποίας το ανατολικό σύνορο αποτελούσε τη Χερσόνησος του Σινά.
Ο όρος “Συρία” χρησιμοποείται με την ευρύτερη γεωγραφική και ιστορική του
σημασία. Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται η περιοχή που αντιστοιχεί περίπου
στα σημερινά εδάφη της Συρίας, του Λιβάνου, της Ιορδανίας, της Παλαιστίνης
και της Νοτιοανατολικής Τουρκίας (επαρχίες Hatay, Gaziantep και Diyarbakır). Η
περιοχή αυτή ονομάζεται από τους Άραβες ιστορικούς και γεωγράφους bilād aš-
Šām.51
Η Τζαζίρα είναι η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Ευφράτη (al-Furāt) και
Τίγρη (Diğla), βόρεια της ιρακινής πόλης Tikrīt· ονομάζεται και Βόρεια
Μεσοποταμία, κυρίως από τους βυζαντινολόγους, αλλά το όνομα αυτό δεν
συμπεριλαμβάνει όλη την περιοχή της Τζαζίρας όπως την προσδιορίζουν οι
Άραβες γεωγράφοι του Μεσαίωνα. Ο όρος δεν ήταν όμως μόνο γεωγραφικός,
αφού η Τζαζίρα ήταν μία από τις επαρχίες του Χαλιφάτου των Αββασιδών, με την
πρωτεύουσά της Μοσούλη (Mawāsil) και τις διοικητικές υποδιαιρέσεις της.52
Στην διατριβή αυτή δεν θα ασχοληθούμς άμεσα με τη Τζαζίρα, αλλά θα
επικκεντρωθούμε πιο πολύ στη Συρία και στην Αίγυπτο. Τούτο, γιατί η Τζαζίρα,
παρόλο που έπαιζε σημαντικό ρόλο στις αραβοβυζαντινές σχέσεις την εποχή
εκείνη, δεν παρουσιάζει παρά ελάχιστο ενδιαφέρον για την ιστορία και την
ανάλυση των εμπορικών και πολιτικών σχέσεων με τη Δύση κατά τον πρώιμο
Μεσαίωνα.

1.1. Η Συρία και οι ιδιαιτερότητές της.

Οι Άραβες γεωγράφοι της κλασικής περιόδου (9ος-15ος αι.) χώριζαν το Dār al-
Islām, τον ισλαμικό κόσμο, σε δύο μεγάλες περιοχές: το Mašriq (τα μέρη προς
Ανατολάς, η Ανατολή) και το Maġrib (τα μέρη προς Δυσμάς, η Δύση), έχοντας ως
διαχωριστικό σημείο την Αίγυπτο ή τη χερσόνησο του Σινά.53
Η Συρία περιλαμβανόταν λοιπόν στο ανατολικό μέρος του ισλαμικού κόσμου,
αλλά δεν διέφευγε από τους Άραβες ιστορικούς και γεωγράφους η σπουδαιότητα

51
Βλ. το λήμμα “Shām” (C. Bosworth – H. Lammens – V. Perth – J. Lentin), E.I.2. – G. Le
Strange, Palestine, 14. – R. Dussaud, Topographie, 1-5. – T. Bianquis, Damas, I, 11-12.
52
Για την καλύτερη περιγραφή της Τζαζίρας κατά τον Μεσαίωνα βλ. M. Canard, H’amdanides,
75-143. – Του ίδιου, λήμμα “Djazīra” E.I.2.
53
Βλ. τα λήμματα “al-Maghrib” (G. Yver) και “al-Mashrik” (A. Miquel), E.I.2.

65
της γεωγραφικής της θέσης και ο κεντρικός της ρόλος στα γεγονότα της
ισλαμικής ιστορίας.54
Τα γεωγραφικά σύνορα της ιστορικής Συρίας είναι το όρος Αμανός (σήμερα
Ğabal an-Nūr) και ο ποταμός Ευφράτης στον Βορρά, η συριακή έρημος
ανατολικά, η Μεσόγειος Θάλασσα δυτικά και η χερσόνησος του Σινά στον Νότο.
Όλη η περιοχή χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα που εκτείνονται από Βορρά προς
Νότο, παράλληλα με τη Μεσόγειο Θάλασσα. Τα τμήματα αυτά είναι η παραλιακή
πεδιάδα, η κεντρική ορεινή περιοχή, με υψηλά βουνά στη Συρία και στον Λίβανο
(μέχρι και 3000 μ. υψόμετρο) και πολύ χαμηλότερα στην Παλαιστίνη και στην
Ιορδανία (600-900 μ. υψόμετρο), η περιοχή των λόφων που χαμηλώνουν προς
ανατολάς και τέλος οι ανατολικές πεδιάδες που έχουν ως επί το πλείστον μορφή
στέπας και, ανατολικότερα, ερήμου.55 Το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτήν τη
γεωγραφική υποδιαίρεση αντιστοιχούσε μία οικονομική και κοινωνική
διαφοροποίηση. Στα παράλια της Συρίας υπήρχαν πολλές πόλεις με λιμάνια, οι
οποίες εξαιτίας της βυζαντινής απειλής ήταν οχυρωμένες και οι κάτοικοί τους
συνήθιζαν να οπλοφορούν. Τον 10ο αιώνα υπήρχαν σημαντικές πόλεις όπως η
Αντιόχεια (Antākiyya), η Τρίπολη (Tarābulus),56 η Τύρος (Sūr) και η Σιδών
(Saydā), αλλά οι υπόλοιπες δεν ήταν πολύ μεγάλες· είχαν μάλλον μορφή
οχυρωμένων λιμανιών.57
Η δύσβατη ορεινή περιοχή ήταν λιγότερο κατοικημένη και ουσιαστικά
αποτελούσε ένα είδος φράγματος ανάμεσα στην παραλία και την ενδοχώρα,
κυρίως στη Βόρεια και Κεντρική Συρία. Αυτό είχε και συνέπειες στις εμπορικές
σχέσεις και στη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ανατολικά των βουνών αυτών υπήρχε η ζώνη των καλλιεργημένων λόφων, εκεί
όπου ήταν οι περισσότερες και πιο σημαντικές πόλεις της Συρίας, η πρωτεύουσά
της, η Δαμασκός (Dimašq) και η μεγάλη πόλη το Χαλέπι (Halab). Στην περιοχή
αυτή ανθούσε η γεωργία και το εμπόριο, ανατολικότερα όμως, στη ζώνη της
στέπας (bādiya), οι κάτοικοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία. Εδώ
τον στρατιωτικό έλεγχο είχαν οι αραβικές φυλές, που στις πηγές ονομάζονται al-
‘arab ή al-a‘rāb.58
Δύο μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι συνέδεαν τη Συρία με το Ιράκ, την Αίγυπτο και
τα βυζαντινά εδάφη. Ο πρώτος ξεκινούσε από τη Βαγδάτη, διέσχιζε τον Ευφράτη
στη Rahba, από εκεί, πήγαινε στην Παλμύρα, μετά στη Δαμασκό, έμπαινε

54
Ο al-Muqaddasī είναι ο μόνος γεωγράφος που χωρίζει την Ανατολή από την Δύση από τον
ποταμό Ευφράτη, τοποθετώντας την Συρία στο Maġrib, άλλα διευκρινίζει πως ανήκει στο
ανατολικότερο μέρος του Maġrib, το αποκαλούμενο Ġarb (η Δύση). Al-Muqaddasī, 1.
55
G. Le Strange, Palestine, 15-24. – M. Canard, H’amdanides, 196-201. – T. Bianquis, Damas, I,
9-11.
56
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις τοποθεσίες της Συρίας, που αναφέρονται,
παραπέμπουμε στα δύο βασικά έργα για την γεωγραφία και την τοπογραφία της περιοχής κατά τον
Μεσαίωνα: G. Le Strange, Palestine και R. Dussaud, Topographie, καθώς και στα αντίστοιχα
λήμματα της Ε.Ι.2.
57
M. Canard, H’amdanides, 201-202, 204-205, 214-215. – T. Bianquis, Damas, I, 10.
58
Βλ αν. στην υπ. 1.

66
κατόπιν στην Παλαιστίνη, στη Ramla, περνούσε από τα παλαιστινιακά λιμάνια
μέχρι τη Γάζα και, μέσω της πόλεως Tinnīs, έφτανε στην Αίγυπτο. Ο άλλος
δρόμος ακολουθούσε βορειότερη διαδρομή· ξεκινούσε πάλι από τη Βαγδάτη,
περνούσε τον Ευφράτη στο Bālis, έφτανε στο Χαλέπι και εκεί χωριζόταν σε δύο
κατευθύνσεις: η μία πήγαινε προς την πόλη Ma‘arrat an-Nu‘mān και από εκεί στα
λιμάνια της Βόρειας Συρίας, η άλλη προχωρούσε σε βυζαντινό έδαφος φτάνοντας
στην Αντιόχεια. Άλλοι σημαντικοί δρόμοι ήταν αυτός που συνέδεε τη Δαμασκό
με την Έμεσα (Hims) περνώντας από την κοιλάδα της Biqā’, ανάμεσα στο βουνό
Λίβανος και στην οροσειρά του Αντιλιβάνου, και ένας παράλληλός του που
περνούσε πιο ανατολικά, πλάι στον Αντιλίβανο. Από την Έμεσα ένας δρόμος
οδηγούσε προς την πόλη Hamā και εκεί χωριζόταν σε δύο παρακλάδια, το ένα
συνέχιζε προς Βορρά για το Qinnasrīn και το Χαλέπι, ενώ το άλλο έστριβε
ελαφρώς προς Δυσμάς για το Šayzar (γνωστή στην ελληνιστική περίοδο και ως
Λάρισσα), την Απάμεια (Afāmiyya) και την Αντιόχεια (Antākiya). Υπήρχε επίσης
η παραλιακή οδός που συνέδεε την Λαοδίκεια (Lādhiqiya) με την Τρίπολη, την
Βηρυτό (Bayrūt) και τα άλλα λιμάνια της Συρίας. Αυτός ο δρόμος όμως είχε χάσει
τη σημασία που είχε κατά την κλασική περίοδο, εξαιτίας της μετακίνησης των
κυριότερων εμπορικών ρευμάτων προς το εσωτερικό της Εγγύς Ανατολής και
εξαιτίας του κινδύνου των βυζαντινών επιδρομών από τη θάλασσα.59
Την εποχή των Ομαϋαδών και των Αββασιδών (7ος-10ος αι.) η Συρία ήταν
χωρισμένη σε πέντε διοικητικές και στρατιωτικές περιφέρειες γνωστές ως ağnād
(εν. ğund): το ğund Παλαιστίνης με πρωτεύουσα την Ramla, το ğund Ιορδανίας,
με πρωτεύουσα την Τιβεριάδα (at-Tabariyya), το ğund Δαμασκού και το ğund
Έμεσας, με πρωτεύουσες τις ομώνυμες πόλεις και, τέλος, το ğund Qinnasrīn, με
πρωτεύουσα το Χαλέπι. Αργότερα, με τα βορειότερα εδάφη του ğund Qinnasrīn
και με τις νέες κατακτήσεις του στην Μικρά Ασία o χαλίφης Harūn ar-Rašīd (786-
809) δημιούργησε ακόμη ένα ğund, το ğund al-‘Awāsim, πρωτεύουσα του οποίου
ήταν πιθανώς η Αντιόχεια.60 Την εποχή που μας ενδιαφέρει, η διαίρεση της
Συρίας σε ağnād είχε χάσει τη σημασία της, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος
του ğund al-‘Awāsim είχε ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς και νέες
πολιτικές δυνάμεις ανταγωνίζονταν για τη Συρία δημιουργώντας καινούρια
σύνορα που δεν αντιστοιχούσαν πια στα παλιά σύνορα των ağnād. Ο όρος ğund,
όμως συνέχιζε να χρησιμοποιείται από τους Άραβες γεωγράφους και ιστορικούς,
για να δηλώνει την γεωγραφική έκταση των αρχικών ağnād. Έτσι όταν κάποιος
ιστορικός γράφει, παραδείγματος χάριν, πως ο τάδε στρατηγός μπήκε στο ğund
Ιορδανίας, εννοεί την περιοχή της Βόρειας Παλαιστίνης και της Νότιας Συρίας
που αντιστοιχούσε περίπου στα εδάφη του παλιού ğund.

59
M. Canard, H’amdanides, 203-204, 208-209. – Τ. Bianquis, Damas, I, 9. Ο Dussaud
(Topographie) μας δίνει λεπτομερέστερες πληροφορίες για τους δρόμους της Συρίας κατά τον
Μεσαίωνα όταν αναφέρεται στην κάθε τοποθεσία. Λεπτομερής και πολύτιμος είναι ο χάρτης ΧΙV
που συνοδεύει το κείμενο και μας δίνει μία συνολική εικόνα του οδικού διχτύου της Συρίας την
εποχή εκείνη.
60
M. Canard, H’amdanides, 201-217. – Λήμμα “Djund” (D. Sourdel), E.I.2. Βλ. τον χάρτη 1.

67
Στη Συρία, διαφορετικά από την Αίγυπτο και το Ιράκ, όπου υπήρχε μία έντονη
αντίθεση ανάμεσα στις καλλιεργημένες περιοχές και τις περιοχές της στέπας ή της
ερήμου, η γεωγραφική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα ήταν
περισσότερο πολύμορφη και διαφοροποιημένη. Δεν υπήρχαν στη Συρία
μεγαλουπόλεις όπως η Βαγδάτη και το Κάιρο, άλλα κάθε περιοχή είχε το δικό της
σημαντικό αστικό κέντρο, τη δική της “πρωτεύουσα”, η οποία εξασφάλιζε και
πρόσφερε όλες τις βασικές λειτουργίες μίας πόλης και μπορούσε να αποτελέσει το
κέντρο εξουσίας κάποιου επιδόξου πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη, που θα
εξελισσόταν σε κυρίαρχο στην πόλη/περιοχή του, με μερική ή πλήρη αυτονομία
από τις κεντρικές εξουσίες των μεγάλων κρατών.61
Η Βόρεια Συρία μαζί με την Τζαζίρα, το βόρειο Ιράκ και το Αζερμπαϊτζάν,
αποτελούσαν μία περιοχή έντονων εμπορικών αλλά και πολιτιστικών συναλλαγών
και σε αυτό ήταν πολύ διαφορετική από τη Νότια Συρία και από άλλες περιοχές
του ισλαμικού κόσμου.62
Όσον αφορά τον πληθυσμό της Συρίας, αυτός αποτελούνταν στην πλειονότητα
από Άραβες και εξαραβισμένους Σύρους· στις βόρειες περιοχές υπήρχαν ακόμη
ομάδες Αραμαίων, χριστιανών στο θρήσκευμα, οι οποίοι ονομάζονταν
“Ναβαταίοι” ή “Ğarāğima”. Υπήρχαν επίσης οι Zott, νομαδική φυλή προερχόμενη
από την Ινδία που μερικοί μελετητές ταυτίζουν με τους Αθιγγάνους. Ελάχιστοι
ήταν τότε οι Κούρδοι, συγκεντρωμένοι στη Βόρεια Συρία, ενώ εβραϊκές
κοινότητες ζούσαν στις μεγαλύτερες πόλεις, κυρίως στη Δαμασκό.63 Σημαντική
ήταν επίσης η ιρακινή μετανάστευση στη Συρία. Πολλοί από τους Ιρακινούς που
εγκαταστάθηκαν στη Συρία ήταν κρατικοί αξιωματούχοι, διανοούμενοι,
στρατιωτικοί και έμποροι που έφευγαν εξαιτίας των πολιτικών και κοινωνικών
ταραχών· ανάμεσά τους πολλοί ήταν οι Εβραίοι.64
Το καθαρό αραβικό στοιχείο αποτελούνταν από τους Άραβες που είχαν
εγκατασταθεί στις πόλεις και στα χωριά της περιοχής πριν και μετά τις ισλαμικές
κατακτήσεις του 7ου αιώνα και από τις αραβικές φυλές που κατοικούσαν στις
ανατολικότερες περιοχές της Συρίας προς την στέπα και την έρημο. Αυτές οι
φυλές ζούσαν ημινομαδικά, κατοικούσαν δηλαδή μόνιμα σε χωριά και στα
προάστεια κάποιων πόλεων, αλλά ανά τακτά διαστήματα, κυρίως μετά τις
χειμωνιάτικες βροχές μετακινούνταν με τα κοπάδια τους προς τα βοσκοτόπια του
εσωτερικού, από τα οποία επέστρεφαν, όταν άρχιζε η εποχή της ξηρασίας. Οι
φυλές αυτές παρουσίαζαν μεγάλη συνοχή στο εσωτερικό τους και αποτελούσαν

61
E. Ashtor, Administration urbaine, 73-75. – T. Bianquis, Damas, I, 13.
62
Βλ. τον χάρτη 2.
63
M. Canard, H’amdanides, 235. – J. Boojamra, Christianity in Greater Syria: Surrender and
Survival, Byzantion 671 (1997), 148-178, όπου πολύ σωστά τονίζεται η διαφορά ανάμεσα στον
εξαραβισμό και στον εξισλαμισμό των Σύρων. – C. Bosworth, Protected Peoples, 11-21.
64
E. Ashtor, Un mouvement migratoire au haut Moyen Age. Μigration de l’Irak vers les pays
méditerranéens, Annales: Economies, Sociétés, Civilisations 27 (1972), 185-214 [= E. Ashtor,
Medieval Near East, IV].

68
έναν αξιόλογο πολιτικό και στρατιωτικό παράγοντα, κυρίως στη Βόρεια Συρία,
όπου ασθενέστερος ήταν ο κρατικός έλεγχος.65
Παρ’ όλες τις διαφορές αυτές η Συρία και η Αίγυπτος ήταν στενά δεμένες και
τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στη μία επηρέαζαν άμεσα την πολιτική ζωή της
άλλης. Η ιστορία των σχέσεων μεταξύ της Αιγύπτου και της Συρίας
χαρακτηρίζεται από αυτούς που σήμερα θα ονομάζαμε “γεωπολιτικούς
παράγοντες”, εξαιτίας των οποίων η όποια δύναμη κυβερνούσε την Αίγυπτο θα
προσπαθούσε να κρατήσει υπό στενό έλεγχο τη Νότια Συρία και, εφόσον υπήρχαν
οι κατάλληλες προϋποθέσεις, να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της βορειότερα.66
Αυτή είναι μία σταθερή στην ιστορία της Εγγύς Ανατολής που εμφανίζεται ήδη
από την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου.67 Παρατηρούμε επίσης ότι όποια πολιτική
δύναμη ήλεγχε τη Μικρά Ασία προσπαθούσε πάντα να επεκταθεί και στη Βόρεια
Συρία. Στην περίπτωση όμως της Αιγύπτου των Φατιμιδών, όπως θα δούμε,
υπήρχαν και άλλοι παράγοντες, καθαρά “ισλαμικοί” που συσχετίζονταν με τον
αγώνα για την πολιτική και ηθική υπεροχή στον ισλαμικό κόσμο μεταξύ
Φατιμιδών και Αββασιδών.

1.2. Η σχέση Αιγύπτου-Συρίας πριν από τους Φατιμίδες. Το Εμιράτο του


Χαλεπιού και ο ρόλος του στην περιοχή.

Τον 9ο αιώνα πολλές επαρχίες του Χαλιφάτου των Αββασιδών άρχισαν να


εκδηλώνουν αυτονομιστικές τάσεις. Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκαν οι πρώτες
ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες, οι οποίες, αν και συνήθως μόνο τυπικά,
κρατούσαν κάποιο δεσμό υποτέλειας με την κεντρική εξουσία της Βαγδάτης.68

65
M. Canard, H’amdanides, 235-240. –E. Ashtor, Social History, 178-179. – A. J. Cappel, ‘Arab,
113-117. – T. Bianquis, Damas, I, 15-16. Για την αραβική παρουσία στην περιοχή πριν από την
ισλαμική κατάκτηση βλ. J. Sauvaget, Les Ghassanides et Sergiopolis, Byzantion 14 (1939), 115-
130. – R. Dussaud, La pénétration des Arabes en Syrie avant l’Islam, Paris 1955. – R. Paret, Les
villes de Syrie du Sud et les routes commerciales d’Arabie a la fin du VIe siècle, Akten des XI.
Internationalen Byzantinisten Kongress, München 1958, München 1960, 438-444. – M. Sartre,
Trois études sur l’Arabie romaine et byzantine, [Collection Latomus vol. 178], Bruxelles 1982. – I.
Shahid, Rome and the Arabs, Washington 1984. – I. Shahid, Byzantium and the Arabs in the
Fourth Century, Washington 1984. – I. Shahid, Byzantium and the Semitic Orient before the Rise
of Islam, VR, London 1988. – I. Shahid, Byzantium and the Arabs in the Fifth Century,
Washington 1989. – G. King-A. Cameron, The Byzantine and Early Islamic Near East, II. Land
and Settlements Patterns, Princeton 1994. – I. Shahid, Byzantium and the Arabs in the Sixth
Century, Washington 1995. – D. Graf, Rome and the Arabian Frontier: from the Nabataeans to the
Saracens, VR, Aldershot-Hampshire 1997.
66
D. Ayalon, Egypt, 18-19, 23-24.
67
Θυμίζουμε εδώ, ως παράδειγμα, τον ανταγωνισμό για τη Συρία ανάμεσα στους Αιγυπτίους και
στους Χετταίους που κατέληξε στην περίφημη μάχη του Qadeš (1297 π. Χ.) ή τους έξι πολέμους
μεταξύ Σελευκιδών και Πτολεμαίων για τον έλεγχο της Κοίλης Συρίας κατά το χρονικό διάστημα
274-168 π.Χ..
68
C. Cahen, L’Islamismo I, 223-265. – B. Spuler, The disintegration of the Caliphate in the East,
The Cambridge History of Islam 1A, Cambridge 1970, 143-174. – E. Ashtor, Social and Economic
History, 115-167 (για την οικονομική και την κοινωνική πλευρά της παρακμής του Χαλιφάτου).

69
Στην Αίγυπτο η πρώτη μορφή αυτόνομης κυβέρνησης υπήρξε εκείνη των
Τουλουνιδών. Η ομώνυμη δυναστεία ιδρύθηκε από τον τουρκικής καταγωγής
αξιωματικό Ahmad bin Tūlūn, στον οποίο το 868 είχε ανατεθεί ο έλεγχος για τα
οικονομικά και φορολογικά θέματα της Αιγύπτου.69 Βαθμιαία ο Ahmad bin Tūlūn
απέκτησε όλο και μεγαλύτερη δύναμη στην Αίγυπτο και το 877 ήρθε σε ρήξη με
τη Βαγδάτη, καθιστώντας την Αίγυπτο de facto ανεξάρτητη. Ακολούθησαν δύο
εκστρατείες στη Συρία (878, 882) που έθεσαν την περιοχή υπό τον έλεγχο των
Τουλουνιδών και έτσι για πρώτη φορά στην ισλαμική ιστορία η Συρία
προσαρτήθηκε στην Αίγυπτο. Το Κράτος των Τουλουνιδών υπήρξε όμως
βραχύβιο και ήδη το 905 οι στρατοί των Αββασιδών επανέφεραν τη Συρία και την
Αίγυπτο υπό την εξουσία της Βαγδάτης.70
Η Αίγυπτος έγινε ξανά αυτόνομη τριάντα χρόνια αργότερα με τη δυναστεία των
Ιχσιδιδών (935-969) που ιδρύθηκε από τον τουρκικής καταγωγής κυβερνήτη της
Αιγύπτου Muhammad bin Tuġğ al-Ikhšīd (935-946). Όπως είχε συμβεί και με
τους Τουλουνίδες, η Παλαιστίνη και η Συρία ενσωματώθηκαν στο Κράτος των
Ιχσιδιδών (935-936), το οποίο απέκτησε και τον έλεγχο πάνω στις ιερές πόλεις της
Χετζάζης, τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Τον Muhammad bin Tuġğ διαδέχτηκαν οι
γιοι του, ο Abū ’l-Qāsim Unūğūr (946-960) και ο ‘Alī (960-966), αλλά στην
πραγματικότητα η κυβέρνηση της χώρας ήταν στα χέρια του ευνούχου Abū ’l-
Misk Kāfūr, ο οποίος μάλιστα κυβέρνησε μόνος του για δύο χρόνια ως επίσημος
πια ηγεμόνας της Αιγύπτου (966-968).71
Με τους Ιχσιδίδες, για δεύτερη φορά μέσα σε μία πεντηκονταετία, η Συρία και
η Αίγυπτος σχημάτισαν ενιαίο κράτος. Η ένωση των δύο χωρών κάτω από την
ίδια πολιτική εξουσία με έδρα την Αίγυπτο θα αποτελέσει μία σταθερή στην
ισλαμική ιστορία και θα επαναληφθεί με τους Φατιμίδες (969-τέλος 11ου αι.), τους
Αγιουμπίδες (1169-1250) και τους Μαμελούκους (1250-1517). Διάφοροι
παράγοντες ευνοούσαν την Αίγυπτο στον ανταγωνισμό με το Ιράκ για τον έλεγχο
της Συρίας: 1) Πληθυσμιακά και πολιτικά η Αίγυπτος ήταν περισσότερο

69
Συνήθως οι περισσότεροι ιστορικοί και μελετητές τοποθετούν χρονικά την αρχή της δυναστείας
των Τουλουνιδών το 868, αλλά η πραγματική επικράτηση του Ahmad bin Tūlūn ως αυτόνομου
ηγέτη της χώρας έγινε περίπου δέκα χρόνια αργότερα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν μονογραφίες σε
δυτικές γλώσσες για τους Τουλουνίδες· οι περισσότερες πληροφορίες βρίσκονται στα λήμματα
“Tūlūnids” (M. S. Gordon), “Ahmad b. Tūlūn” (Z. Hassan), “Khumāraway b. Ahmad b. Tūlūn”
(U. Haarmann), E.I2.
70
Παρόλο που ο Ahmad bin Tūlūn ήταν γιος ενός Τούρκου στρατιώτη, η δυναστεία των
Τουλουνιδών δεν μπορεί κατά τη γνώμη μας να χαρακτηριστεί ως “τουρκική”· τούτο διότι η
οργάνωση του αυτόνομου αιγυπτιακού κράτους των Τουλουνιδών δεν είχε κανένα από εκείνα τα
στοιχεία που συναντάμε στα μεταγενέστερα τουρκικά ισλαμικά κράτη. Η λειτουργία του κράτους
των Τουλουνιδών ήταν στα χέρια μίας καθαρά αιγυπτιακής γραφειοκρατικής τάξης· μάλιστα ο
ίδιος ο Ahmad bin Tūlūn φρόντισε να αντικατασταθούν από Αιγυπτίους όλοι οι Ιρακινοί
γραφειοκράτες και οι αξιωματούχοι που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στην διοίκηση της χώρας. Ο δε
στρατός των Τυλουνιδών αριθμούσε ελάχιστους Τούρκους και μεγάλο μέρος του αποτελούνταν
από Μαύρους και Rūm (άνδρες από τα διάφορα βυζαντινά εδάφη) στρατιωτικούς σκλάβους.
71
Ph. Hitti, History of the Arabs, 456-457. – G. Von Grunebaum, Classical Islam: a History, 600-
1258, Chicago 1970, 117 – C. Cahen, L’Islamismo Ι, 256-259. – Λήμματα “Muhammad bin Tugdj
al-Ikhshīd” (J. L. Bacharach) και “Kāfūr, Abū l-Misk” (A. S. Ehrenkrautz), E.I.2.

70
ομοιογενής και συμπαγής χώρα από το Ιράκ. 2) Οι πολιτικές και εδαφικές βλέψεις
της Αιγύπτου στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά προς τη Συρία, ενώ η ιρακινή
πολιτική ήταν μονίμως απασχολημένη σε περισσότερους τομείς (Ιράν, Τζαζίρα,
Συρία, νότιο Ιράκ και Αραβική Χερσόνησο). Το ιρακινό κράτος δεν μπορούσε να
παραλείψει κανένα από αυτούς τους τομείς, εάν δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την
ίδια του την ύπαρξη. 3) Η Αίγυπτος αντιμετώπιζε πολύ λιγότερες απειλές,
εξωτερικές και εσωτερικές, από το Ιράκ. 4) Η Αίγυπτος βρεχόταν από δύο
θάλασσες (τη Μεσόγειο και την Ερυθρά) και είχε πρόσβαση σε περισσότερους
εμπορικούς δρόμους από το Ιράκ.72 Το Ιράκ ανήκε όλο και περισσότερο στο
ανατολικό μέρος του ισλαμικού κόσμου, ενώ η πολιτική, οικονομική και
πνευματική ζωή του επηρεαζόταν από γεγονότα και εξελίξεις που λάμβαναν χώρα
στις απόμακρες – για τους Ευρωπαίους – περιοχές του ανατολικού Ιράν και του
Χορασάν. Τέλος, η Αίγυπτος δεν ήταν εκτεθειμένη στις τουρκομογγολικές
εισβολές που θα αλλάξουν ριζικά τη Δυτική Ασία κατά τον 11ο και 12ο αιώνα.73
Αυτή τη φορά όμως η επέκταση των Ιχσιδιδών προς την Συρία προκάλεσε την
έντονη και αποτελεσματική αντίδραση της Βαγδάτης. Ο Muhammad bin Rā’iq,
στον οποίο ο χαλίφης ar-Radī (934-940) είχε αναθέσει τη κυβέρνηση του Ιράκ
δίνοντάς του τον νέο τίτλο του amīr al-umarā’, εκστράτευσε κατά των Ιχσιδιδών
και τους έδιωξε απ' όλη τη Συρία και την Παλαιστίνη (939-941). Μετά την
επιστροφή του Ibn Rā’iq στο Ιράκ, οι Ιχσιδίδες κατέλαβαν πάλι τη Συρία, αλλά
μία νέα εκστρατεία των ιρακινών δυνάμεων έφερε ξανά υπό τον έλεγχο της
Βαγδάτης το βόρειο μέρος της Συρίας.74 Ακολούθησε μία συγκεχυμένη περίοδος
συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο αντιπάλων μέχρι τη
συνάντηση του Muhammad bin Tuġğ με τον χαλίφη al-Muttaqī στην πόλη Raqqa
(5 Σεπτεμβρίου 944). Ο χαλίφης "ανέθεσε" τότε στον Muhammad bin Tuġğ την
κυβέρνηση της Αιγύπτου και ολόκληρης της Συρίας. Ο Muttaqī προέβη σε αυτό

72
D. Ayalon, Egypt, 18.
73
D. Ayalon, Egypt, 19, 23.
74
M. Canard, H’amdanides, 489-495. Οι περιοχές υπό την πραγματική εξουσία του Χαλιφάτου
των Αββασιδών περιορίζονταν τότε στο σημερινό Ιράκ. Οι χαλίφηδες της Βαγδάτης ανήμποροι να
κυβερνούν τη χώρα, ανέθεταν σε ισχυρούς άνδρες, κυρίως στρατιωτικούς, τις κρατικές υποθέσεις.
Γι' αυτούς τους λόγους οι περισσότεροι ιστορικοί προτιμούν να μιλούν για Ιράκ και ιρακινή
κυβέρνηση· άλλωστε ο όρος "Χαλιφάτο των Αββασιδών" δεν αντιστοιχούσε πια στην πολιτική
πραγματικότητα. Ο Muhammad bin Rā’iq υπήρξε ο πρώτος Ιρακινός πολιτικός που έφερε τον
τίτλο του “amīr al-umarā’” (αρχηγός των αρχηγών). Ο τίτλος αυτός θα χαρακτηρίζει τον
κυβερνήτη της χώρας μέχρι την σελτζουκική περίοδο. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί την ολοκλήρωση
της μακρόχρονης ιστορικής διαδικασίας που έφερε την κυβέρνηση του Χαλιφάτου των
Αββασιδών στα χέρια της στρατιωτικής τάξης. Για την παρακμή του Χαλιφάτου της Βαγδάτης
υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία, αποτελούμενη κυρίως από άρθρα και εξειδικευμένες μελέτες.
Δυστυχώς δεν έχουμε πρόσφατες εκδόσεις έργων γενικού χαρακτήρα για την ιστορία του
Χαλιφάτου της Βαγδάτης. Για μία αρχική και γενική προσέγγιση παραπέμπουμε στα αντίστοιχα
κεφάλαια των βοηθημάτων ισλαμικής ιστορίας και του παλιού, αλλά ακόμη έγκυρου, έργου του G.
Weil, Geschichte der Chalifen, 5 τ., Mannheim-Stuttgart, 1842-1862. Για τον Muhammad bin
Rā’iq και το amīr al-umarā’ βλέπε επίσης τα λήμματα “Ibn Rā’ik” (D. Soudel) και “Amīr al-
umarā’” (K. V. Zettersteen), E.I.2.

71
το βήμα με την ελπίδα να απαλλαγεί από τη πολιτική κηδεμονία του πρώην amīr
al-umarā’ Nāsir ad-Dawla, αρχηγού της ισχυρής οικογένειας των Χαμδανιδών.75
Ο αδελφός του Nāsir ad-Dawla, ο Sayf ad-Dawla, μόλις ο Muhammad bin Tuġğ
επέστρεψε στην Αίγυπτο, εισέβαλε στη Βόρεια Συρία και στις 29 Οκτωβρίου 944
(8 Rabī‘ al-Awwal 333) μπήκε θριαμβευτικά στο Χαλέπι. Πολύ σύντομα όλη η
Βόρεια Συρία από την Αντιόχεια μέχρι την Έμεσα αναγνώρισε την εξουσία του
Sayf ad-Dawla. Έτσι η οικογένεια των Χαμδανιδών μετά τη Μοσούλη (Nāsir ad-
Dawla) κατάφερε να δημιουργήσει ακόμη μία πολιτική οντότητα – που συνήθως
οι Δυτικοί ιστορικοί χαρακτηρίζουν με τον όρο "εμιράτο" – στα πλαίσια του
Χαλιφάτου των Αββασιδών αλλά στην πραγματικότητα εντελώς αυτόνομη.76
Το Κράτος των Χαμδανιδών του Χαλεπιού, που στο εξής θα ονομάζουμε απλά
Εμιράτο του Χαλεπιού, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ
Βυζαντινών και ισλαμικών δυνάμεων της περιοχής στα επόμενα εξήντα χρόνια.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισημανθεί πως η ίδρυσή του δημιούργησε για πρώτη
φορά ένα ανεξάρτητο κρατίδιο ανάμεσα στην Αίγυπτο και στα βυζαντινά εδάφη.
Εξαιτίας του εμιράτου αυτού η Αίγυπτος έπαψε να συνορεύει επίσης με τις
περιοχές που βρίσκονταν ακόμη υπό τον έλεγχο της Βαγδάτης. Το Χαλέπι
αποτελούσε λοιπόν μία σφήνα ανάμεσα στους Ιχσιδίδες της Αιγύπτου, στο Ιράκ
και στους Βυζαντινούς. Βέβαια υπήρχε και το άλλο Εμιράτο των Χαμδανιδών,
αυτό της Μοσούλης, αλλά κάθε κράτος είχε την δική του αυτόνομη πολιτική και η
συνεργασία ή η απλή αλληλεγγύη μεταξύ των δύο “αδελφικών” κρατών δεν ήταν
πάντα δεδομένη.
Η εγκατάσταση μίας ανεξάρτητης πολιτικής δύναμης στη Βόρεια Συρία δεν
μπορούσε να γίνει ανεκτή από τους Ιχσιδίδες της Αιγύπτου. Την άνοιξη του 945 ο
Muhammad bin Tuġğ έστειλε στη Συρία έναν στρατό επικεφαλής του οποίου ήταν
ο ίδιος ο βεζίρης Kāfūr. Ο Kāfūr όμως ηττήθηκε στη μάχη του Rastan από τον
Sayf ad-Dawla, ο οποίος κατέλαβε την Έμεσα και μπήκε στη Δαμασκό κατόπιν
διαβουλεύσεων και συνεννόησης με τους κατοίκους της (Απρίλιος-Μάιος 945).
Αργότερα όμως οι κάτοικοι της Δαμασκού ήρθαν σε αντιπαράθεση με τον Sayf
ad-Dawla και έπαψαν να τον υποστηρίζουν στη διαμάχη του με τους Ιχσιδίδες·
μάλιστα έκλεισαν τις πύλες της πόλης τους μπροστά στον Χαλεπίτη εμίρη,
αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει προς Βορρά. Οι Ιχσιδίδες με επικεφαλής τον
ίδιο τον Muhammad bin Tuġğ καταδίωξαν τον Sayf ad-Dawla και τον
κατανίκησαν σε μία μάχη κοντά στο Qinnasrīn (Μάιος-Ιούνιος 945). Ο
Muhammad bin Tuġğ όμως δεν επιδίωκε την καταστροφή του αντιπάλου του και
του πρότεινε την ειρήνη. Συνήφθη λοιπόν μία συνθήκη, με βάση την οποία ο Sayf

75
Η συμμαχία με τους Ιχσιδίδες δεν ωφέλησε τον al-Muttaqī, ο οποίος μόλις επέστρεψε στη
Βαγδάτη αιχμαλωτίστηκε, τυφλώθηκε και καθαιρέθηκε από τον τότε amīr al-umarā’ Tūzūn (Al-
Antākī, I, 736-737). Για την πρώτη περίοδο της ιστορίας των Χαμδανιδών και για τη εδραίωση της
εξουσίας τους στο βόρειο Ιράκ, βλ. M. Canard, H’amdanides, 287-452.
76
M. Canard, H’amdanides, 501-505. – T. Bianquis, Damas, I, 17.

72
ad-Dawla διατηρούσε την εξουσία σε ολόκληρη τη Συρία βόρεια της Έμεσας
(Οκτώβριος-Νοέμβριος 945).77
Μετά τον θάνατο του Muhammad bin Tuġğ (Ιούλιος 946), ο Sayf ad-Dawla
παραβίασε τη συνθήκη και εισέβαλε πάλι στη Νότια Συρία. Κυρίευσε αμαχητί τη
Δαμασκό και από εκεί εισχώρησε στην Παλαιστίνη (φθινόπωρο 946). Εδώ όμως
ηττήθηκε από το στρατό των Ιχσιδιδών στη μάχη του Iksāl (21 Δεκεμβρίου 946)
και αναγκάστηκε ξανά να υποχωρήσει προς Βορρά. Ο αιγυπτιακός στρατός
ανακατέλαβε τη Δαμασκό και αφού νίκησε ξανά τον Sayf ad-Dawla στο Marğ al-
‘Adhrā’ μπήκε στην ίδια του την πρωτεύουσα, το Χαλέπι (άνοιξη του 947). Ο
Sayf ad-Dawla όμως κατόρθωσε να ανακτήσει ξανά το Χαλέπι το φθινόπωρο του
ίδιου χρόνου και αυτή τη φορά καθοριστικά. Ο Sayf ad-Dawla αντιλαμβανόταν
πια τη ματαιότητα των προσπαθειών του να κατακτήσει τη Δαμασκό και τη Νότια
Συρία, ενώ οι Ιχσιδίδες διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να κρατήσουν
στρατιωτικά τη Βόρεια Συρία. Άρχισαν τότε νέες διαπραγματεύσεις και πολύ
σύντομα Ιχσιδίδες και Χαμδανίδες σύναψαν μία καινούργια συνθήκη που
ουσιαστικά επαναλάμβανε τους όρους του 945. Από αυτή τη στιγμή ο Sayf ad-
Dawla έστρεψε το ενδιαφέρον και τη μαχητικότητά του προς το Βορρά, προς τις
ανυπότακτες αραβικές φυλές της Βόρειας Συρίας και προς τα βυζαντινά εδάφη.78
Η διετής σύγκρουση μεταξύ Ιχσιδιδών και Χαμδανιδών στη Συρία φανερώνει
κάποια από τα πολιτικά και στρατηγικά χαρακτηριστικά της περιοχής εκείνη την
περίοδο. Ο Sayf ad-Dawla υπήρξε ο πραγματικός νικητής του πολέμου επειδή,
παρόλο που ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, ανάγκασε την πολιτική δύναμη που
ήλεγχε την Αίγυπτο, σε αυτή την περίπτωση τους Ιχσιδίδες, να αναγνωρίσει την
εξουσία του στο Χαλέπι και στη Βόρεια Συρία. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μία
καινοτομία σε σχέση με την εποχή των Τουλουνιδών και δημιούργησε δύο
σημαντικότατες συνέπειες: 1) Το ισλαμικό κράτος που έδρευε στην Αίγυπτο δεν
συνόρευε πια με τα βυζαντινά εδάφη. 2) Η πολιτική ενότητα της Συρίας
διασπάστηκε και δημιουργήθηκε ένα σύνορο, όχι μόνο γεωγραφικό ή διοικητικό,
αλλά πολιτικό και κρατικό ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Συρία. Οι Ιχσιδίδες,
που ήδη ένιωθαν την απειλή των Φατιμιδών από τη Βόρεια Αφρική, δεν ήταν
διατεθειμένοι να αναλάβουν το κόστος ενός δύσκολου και μακρόχρονου πολέμου
για μία περιοχή όπως ήταν η Βόρεια Συρία που δεν είχε γι’ αυτούς μεγάλο
ενδιαφέρον, ούτε από οικονομική άποψη ούτε από στρατηγική. Η κατοχή της
Δαμασκού, της Παλαιστίνης και των παραλίων της Συρίας μέχρι την Τρίπολη
ήταν αρκετή για να διασφαλίζει την άμυνα της Αιγύπτου από ενδεχόμενους
εχθρούς ορμώμενους από Βορρά (Βυζαντινοί ή Ιρακινοί)· από την άλλη το
γεγονός ότι δεν συνόρευαν με τους Βυζαντινούς απάλλασσε τους Ιχσιδίδες από
κάθε υποχρέωση να πολεμήσουν τους Rūm και να ασκήσουν τον ğihād, έστω και
μόνο για προπαγανδιστικούς λόγους. Αντιθέτως οι Ιχσιδίδες δεν έδειξαν ποτέ

77
M. Canard, Sayf al Daula, 31-32 (Ibn Sa’īd). – Του ιδίου, H’amdanides, 581.
78
Al-Antākī, I, 765. Άλλες πηγές για τα γεγονότα αυτά βρίσκονται εν M. Canard, Sayf al Daula,
26-30 (Ibn Sa’īd), 365-372 (Kamāl ad-Dīn). Βλ. του ιδίου, H’amdanides, 579-588.

73
επεκτατικές βλέψεις προς τα βυζαντινά εδάφη και η πολιτική τους προς το
Βυζάντιο φανέρωνε μία επιθυμία για ειρηνικές σχέσεις.79 Οι Ιχσιδίδες έδειχναν το
ίδιο προσεκτικοί να μην εμπλακούν στα ταραγμένα γεγονότα του Ιράκ και
ακριβώς για αυτό το λόγο η ύπαρξη ενός ουδέτερου κράτους, περιορισμένης
εκτάσεως και ισχύος, όπως ήταν το Εμιράτο του Χαλεπιού, όχι μόνο δεν
ανησυχούσε τους Ιχσιδίδες αλλά τους εγγυώνταν κάποια ηρεμία στα βόρεια και
δυτικά σύνορά τους.80
Όπως είδαμε, οι συνθήκες του 945 και του 947 εισήγαγαν έναν καινούριο
διαχωρισμό της Συρίας, αυτή τη φορά κάθετα με τη Μεσόγειο Θάλασσα, τη
λεγόμενη “Γραμμή της Έμεσας”, που περνούσε από τις δύο μικρές πόλεις της
Ğūsiyya και της Labwa, νότια της Έμεσας και βόρεια της Τρίπολης. Αυτή η
γραμμή θα αποτελέσει μία σταθερή στην πολιτική ιστορία της περιοχής και θα
επηρεάζει τα γεγονότα της μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Στο εξής αυτή η
γραμμή θα προσδιορίζει το βορειότερο όριο των εδαφικών διεκδικήσεων του
έκτοτε κυρίαρχου της Αιγύπτου και συγχρόνως το σημείο απ’ όπου η Αίγυπτος
άρχιζε να νιώθει ότι απειλείται, αν παραβιαστεί. Την ίδια απειλή ένιωθε το
Χαλέπι, αν ο άμεσος πολιτικός έλεγχος της Αιγύπτου ξεπερνούσε αυτή τη γραμμή
και προσπαθούσε να επεκταθεί προς Βορρά81
Το Χαλέπι χάρη στον Sayf ad-Dawla εξελίχθηκε από απλή επέκταση του
Εμιράτου της Μοσούλης του αδελφού του Nāsir ad-Dawla σε ανεξάρτητο κράτος
και αργότερα σε αξιόλογη περιφερειακή δύναμη. Εκτεινόταν από τον Ευφράτη
μέχρι τη Μεσόγειο και περιλάμβανε τη Βόρεια Συρία, την Κιλικία, και τις
επαρχίες Diyār Bakr και Diyār Mudhar της Τζαζίρας. Προνομιακές παρέμειναν
όμως οι σχέσεις με την ενδοχώρα της Συρίας και με τη Τζαζίρα. Γι’ αυτόν το λόγο
οι Χαμδανίδες του Χαλεπιού, παρόλο που υπέταξαν την Κιλικία (η Ταρσός
αναγνώρισε την κυριαρχία του Sayf ad-Dawla το 946) και τις πόλεις της ακτής
της Βόρειας Συρίας (947-949), δεν δημιούργησαν ποτέ δικό τους στόλο ούτε
είχαν κάποια θαλάσσια στρατηγική. Διαφορετικά από το Εμιράτο της Μοσούλης,
το Χαλέπι δεν χρειαζόταν να υπερασπίζεται τις κτήσεις του από τις επιθέσεις
άλλων ισλαμικών δυνάμεων ούτε αναγκαζόταν να παλεύει συνεχώς για να
απαλλαγεί από την ενοχλητική κηδεμονία της Βαγδάτης· εξάλλου, όπως είπαμε
και προηγουμένως, οι Ιχσιδίδες έβλεπαν με καλό μάτι την ύπαρξη του Εμιράτου
του Χαλεπιού. Οι εχθροί του Sayf ad-Dawla ήταν ουσιαστικά δύο: οι αραβικές
φυλές στην ενδοχώρα της Βόρειας Συρίας και οι Βυζαντινοί στο Βορρά.82

79
M. Canard, H’amdanides, 590. Για τις σχέσεις με το Βυζάντιο βλ. M. Canard, Une lettre de
Muhammad ibn Tugj al-Ihšīd émir d’Egypte à l’empereur Romain Lécapène, ΑΙΕΟ ΙΙ (1936), 189-
209 [= M. Canard, Byzance et les musulmans, VII].
80
M. Canard, H’amdanides, 590-591. – Τ. Bianquis, Damas, I, 17-18.
81
M. Canard, H’amdanides, 584. – Τ. Bianquis, Damas, I, 8, 17-18. Για τις τοποθεσίες αυτές βλ.
G. Le Strange, Palestine, 467. – R. Dussaud, Topographie, 112-114.
82
M. Canard, H’amdanides, 592-594, καθώς και 77-86 για το Diyār Bakr και 86-97 για το Diyār
Mudhar.

74
Οι αγώνες του Sayf ad-Dawla για να υποτάξει τις αραβικές φυλές υπήρξαν
σκληροί και διήρκεσαν μέχρι το 955, αποσπώντας πολλές δυνάμεις του Χαλεπιού
από τον πόλεμο με τους Βυζαντινούς. Μετά το 955 το Εμιράτο έζησε μία περίοδο
εσωτερικής ηρεμίας μέχρι το 962, όταν η άλωση του Χαλεπιού από τους
Βυζαντινούς επέφερε σκληρό κτύπημα στο κύρος της δυναστείας και στη συνοχή
του κράτους. Αμέσως μετά την επιτυχή βυζαντινή επίθεση στο Χαλέπι άρχισαν οι
ανταρσίες πολλών εμίρηδων, τοποτηρητών και κυβερνητών των Χαμδανιδών.
Αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο στον ισλαμικό κόσμο της εποχής, όπου “le danger
d’une rébellion, de la part d’un detenteur d’une part du pouvoir était constant et
la moindre éclipse du pouvoir céntral était un encouragement à la révolte” .83
Ο αγώνας του Sayf ad-Dawla, κατά των φυλών είναι σημαντικός επίσης γιατί
αποδεικνύει τη σημασία του παράγοντα “φυλές” στις πολιτικές και στρατιωτικές
ισορροπίες στη Συρία. Καμία πολιτική εξουσία δεν μπορούσε να ελέγχει
αποτελεσματικά την ίδια την επικράτειά της χωρίς τη συνδρομή ή τουλάχιστον
την ευμενή ουδετερότητα των φυλών. Επί πλέον, παρατηρείται εκείνη την εποχή
το φαινόμενο “επαναβεδουινοποίησης” πολλών περιοχών της Συρίας, ένα
φαινόμενο που αντέστρεψε τη ροή της ισλαμικής ιστορίας, η οποία είχε αρχίσει
τριακόσια τριάντα χρόνια πριν με τον αγώνα του Μωάμεθ κατά του φυλετικού
παραδοσιακού αραβικού συστήματος.84
Οι φυλές ήταν επίσης σημαντικές για τη στρατολόγηση πολεμιστών. Οι
βεδουίνοι αποτελούσαν μονάδες ελαφρού ιππικού και ήταν ιδιαίτερα
αποτελεσματικοί στην ανίχνευση, στην αναγνώριση εδάφους, στις αψιμαχίες και
στην περικύκλωση εχθρικών μονάδων που είχαν απομακρυνθεί από το κύριο
σώμα του στρατού.85 Ο Νικηφόρος Φωκάς σε μία στρατιωτική πραγματεία του
τους ονομάζει jArabivta~ και τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους
86
jAgarhnouv~. Απαγορεύει ρητά μάλιστα στους άνδρες του να καταδιώκουν
τους υποχωρούντες Άραβες (“mh; katadiwvkein tou;~ jArabivta~”)
για να μη πέσουν σε πιθανές ενέδρες.87 Εκτός από τους Άραβες των φυλών, ο

83
M. Canard, H’amdanides, 648.
84
Ο εξισλαμισμός της αραβικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της φυλετικής
δομής του αραβικού έθνους, αλλά δεν κατάφερε να την εξαφανίσει εντελώς. Έτσι, κυρίως στις
απόμακρες περιοχές της στέπας και της ερήμου, οι φυλές συνέχισαν να υπάρχουν και μόλις άρχισε
η εξασθένηση των οργανωμένων ισλαμικών κρατών, κατάφεραν να προβάλουν και να επιβάλουν
ξανά τη στρατιωτική και πολιτική παρουσία τους στην ζωή των ισλαμικών κοινωνιών. Είναι η
αιώνια αντιπαράθεση μεταξύ ‘arab και muslimūn που χαρακτηρίζει όλη την ισλαμική ιστορία και
συνεχίζει και σήμερα υπό άλλες μορφές και με άλλες μεθόδους. Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί το
κλειδί για την κατανόηση της ισλαμικής ιστορίας και είναι η βάση της πολιτικής και
κοινωνιολογικής θεωρίας του ιστορικού και φιλόσοφου Ibn Khaldūm (1332-1406), ο οποίος την
αναπτύσσει στην περίφημη “Εισαγωγή” (al-Muqaddima). Για τους αγώνες του Μωάμεθ κατά του
φυλετικού στοιχείου βλ. M. Rodinson, Maometto, Torino 1973. – F. Donner, The Bakr B. Wā’il
tribes and politics in northeastern Arabia on the eve of Islam, SI 51 (1980), 5-38. – F. Donner, The
Early Islamic Conquests, Princeton 1981. – K. Athamina, A‘rāb and Muhājirūn in the environment
of Amsār, SI 66 (1987), 5-25.
85
E. McGeer, Dragon’s Teeth, 238-240.
86
Νικ. Φωκάς, I.74 (σ. 16).
87
Νικ. Φωκάς, ΙΙ.129 (σ. 30).

75
στρατός των Χαμδανιδών απαρτιζόταν από μισθοφόρους, Τούρκους (οι ġilām,
βαρύ ιππικό), Κούρδους (ελαφρό ιππικό) και Δαϊλαμίτες (ελαφρό πεζικό), καθώς
και από τους μουσουλμάνους πολεμιστές που επάνδρωναν τα οχυρά της
μικρασιατικής συνοριακής ζώνης, τα λεγόμενα thuġūr.88 Με αυτόν το στρατό ο
Sayf ad-Dawla αντιμετώπισε για πάνω από μία εικοσαετία τους Βυζαντινούς στη
Νοτιοανατολική Μικρά Ασία, αναβιώνοντας για τελευταία φορά τον ğihād των
Αράβων μουσουλμάνων ενάντια στους Βυζαντινούς.89

1.3. H έννοια “κράτος” στο Ισλάμ.

Στις προηγούμενες παραγράφους αναφερθήκαμε σε διάφορα ισλαμικά κράτη.


Χρειάζεται όμως να διευκρινιστεί ο όρος “κράτος”, όταν μιλούμε και γράφουμε
για την ισλαμική ιστορία και για την περίοδο που εξετάζουμε.
Η αραβική λέξη με την οποία χαρακτηρίζεται ο πολιτικός οργανισμός που
αντιστοιχεί περίπου στο δικό μας κράτος είναι dawla (πληθ. duwal).90 Το
ουσιαστικό dawla προέρχεται από το ρήμα dawala που σημαίνει “αλλάζω
περιοδικά, εναλλάσσομαι, αλληλοδιαδέχομαι” και η πρώτη της έννοια είναι
“σειρά”.91 Η dawla συνήθως μεταφράζεται από τους ιστορικούς με τις λέξεις
δυναστεία ή κράτος, αλλά ήδη η ετυμολογία της δείχνει πόσο διαφορετική είναι η
προσέγγιση και η έννοια αυτή στην ισλαμική παράδοση. Έτσι στις ευρωπαϊκές
γλώσσες, αποδίδοντας, παραδείγματος χάριν, το αραβικό “ad-dawla al-
Hamdāniyya” ή το “dawla Banī Hamdān”, λέμε “δυναστεία” ή “κράτος” των
Χαμδανιδών. Όμως στη συνείδηση και στην ιστορική αντίληψη ενός
μουσουλμάνου της κλασσικής περιόδου (9ος –15ος αι.), και ίσως και αργότερα,
αυτή ήταν απλά η σειρά της τάδε οικογένειας ή του τάδε ατόμου να κυβερνήσει
στον ισλαμικό κόσμο ή σε μία συγκεκριμένη περιοχή του.
Ο ηγεμόνας, ο κάτοχος (malik) μίας ισλαμικής χώρας δεν ήταν και ο κυρίαρχός
της, δεδομένου ότι η κυριαρχία ανήκε στον Θεό. Αυτή η κυριαρχία εκφραζόταν,

88
E. McGeer, Dragon’s Teeth, 228-238. – Λήμματα “Daylam” (V. Minorsky), “Ghulām” (D.
Sourdel-C. Bosworth-P. Hardy-H. İnalcık), “Thughūr” (J. D. Lathan-C. Bosworth), E.I.2.
89
Για τον συνοριακό πόλεμο μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών στη Μικρά Ασία και για την
ιδεολογική και πολιτική διάσταση του ğihād σ’ αυτήν την περιοχή βλ. M. Canard, Mutanabbi et la
guerre byzantino-arabe. Intérêt historique des ses poésies, “Al-Mutanabbi”, Mémoires de l’ Institut
français de Damas, Bayrūt 1936, 99-114 [= M. Canard, Byzance et les musulmans, VΙ, London]. –
F. Trombley, The Arabs in Anatolia and the Islamic Law of War (fiqh al-jihad), (Seventh-Tenth
Centuries), al-Masāq 16¹ (2004), 147-161. – M. Bonner, Some observations concerning the early
development of Jihad on the Arab-Byzantine frontier, SI 75 (1992), 5-31. – C. Bosworth,
Byzantium and the Arabs.
90
Εξ ου το τουρκικό “devlet” και το νεοελληνικό “ντοβλέτι”.
91
Ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική είναι η σύγκριση με τις ετυμολογίες του ελληνικού “κράτος”
(θέμα κρατ-) και το λατινικό “status” (από το ρήμα sto, stĕti, stătum, stāre). Στα σύγχρονα αραβικά
όμως η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά με την έννοια του “κράτος”.

76
εμπράκτως, από τον χαλίφη, αλλά ακόμη περισσότερο από την κοινότητα των
πιστών (umma). Συνεπώς αυτός που εμείς συνήθως αποκαλούμε με τους όρους
“βασιλιάς”, “εμίρης”, “ηγεμόνας” κ.τ.λ. ήταν εκείνος που, λόγω της στρατιωτικής
του δύναμης ή της πολιτικής του ικανότητας ή του κύρους που απολάμβανε στον
κόλπο της κοινότητας, έτυχε να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση μίας πόλης ή μίας
χώρας. Άλλος ήταν πριν από αυτόν και άλλος θα έρθει μετά από αυτόν, όταν θα
είναι η “σειρά” του. Ο ηγεμόνας έχει την εξουσία, αλλά όχι την κυριαρχία. Με τον
ίδιο τρόπο ο εκάστοτε ηγεμόνας διατάσσει και κυβερνά, αλλά δεν νομοθετεί από
τη στιγμή που στο Ισλάμ ο Νόμος (ša‘riya) είναι δοθείς και ταυτίζεται με τη
θρησκεία. Αποστολή των νομικών (al-fuqahā’) είναι να εφαρμόζουν το Ισλαμικό
Δίκαιο (al-fiqh) που πηγάζει από τον Νόμο και να δώσουν λύσεις σε όλα τα
ζητήματα που μπορούν να προκύψουν σε μία οργανωμένη κοινωνία, πάντα όμως
στο πλαίσιο του Νόμου.92 Στο Ισλάμ η έννοια και ο ρόλος του Κράτους ορίζονται
από τη ša‘riya. Ο Νόμος παράγει το Κράτος και όχι το Κράτος τον Νόμο.93
Ο ηγεμόνας χρειαζόταν την υποστήριξη της αστικής τάξης, των μεγάλων
εμπόρων και κυρίως των μορφωμένων ανθρώπων (‘ulamā’= οι επιστήμονες) από
τους οποίους προέρχονταν οι νομικοί και οι γραφειοκράτες, απαραίτητοι για τη
διοίκηση και τη δικαιοσύνη. Από την άλλη, η αστική τάξη χρειαζόταν έναν
ηγεμόνα που μπορούσε να εξασφαλίζει και να εγγυάται τον ομαλό ανεφοδιασμό
των πόλεων, τη φύλαξη των εμπορικών δρόμων και γενικά την τήρηση της τάξης
και την ασφάλεια.94
Δεδομένου ότι η κυριαρχία ανήκε στην umma, τέθηκε από πολύ νωρίς στο
Ισλάμ το ζήτημα εάν ο εκάστοτε κυβερνήτης ήταν νόμιμος και μέχρι ποιο σημείο
τού όφειλαν υπακοή οι μουσουλμάνοι. Στην πραγματικότητα όμως εφαρμοζόταν
ένα είδος συμβιβασμού: έπρεπε να υπάρχει κάποια αρχή που θα ασκούσε την
εξουσία και το πώς ο ηγεμόνας είχε κερδίσει την εξουσία ήταν λιγότερο
σημαντικό από το πώς την χρησιμοποιούσε.95 Αργότερα, από τον 11ο αιώνα,
επικράτησε η άποψη σύμφωνα με την οποία ακόμη και όταν ο ηγεμόνας ήταν
άδικος ή ασεβής έπρεπε να έχει την υπακοή από τους υπηκόους του, γιατί
οποιουδήποτε είδους τάξη ήταν καλύτερη από την αναρχία. Η ανυπακοή και
ενδεχομένως η ανταρσία δικαιολογούνταν μόνο όταν ο ηγεμόνας παραβίαζε
φανερά τον Νόμο.96
Στη Συρία του 10ου και του 11ου αιώνα όμως τα πράγματα ήταν πολύ
διαφορετικά και η αστική τάξη δεν ήταν τόσο πρόθυμη να ανεχτεί οποιονδήποτε
κυβερνήτη, για να αποφευχθεί η αναρχία. Στις πόλεις της Συρίας υπήρχαν τοπικοί
θεσμοί που εξασφάλιζαν κάποια μορφή αυτοκυβέρνησης.97 Μάλιστα οι ‘ulamā’

92
A. Bausani, L’ Islam, 37-38 – T. Fahd, Islamismo, 77-79. – E. Ashtor, Administration urbaine,
89-90. – A. Hourani, Popoli arabi, 160-165. – E . Rosenthal, State, 5.
93
E. Rosenthal, State, 1. – C. Lindholm, Justice and Tyranny, 384.
94
E. Ashtor, Républiques urbaines, 121-122. – A. Hourani, Popoli arabi, 135-136.
95
E. Rosenthal, State, 6. – A. Hourani, Popoli arabi, 143-144.
96
E. Rosenthal, State, 12 κ. ε. – A. Hourani, Popoli arabi, 144-147.
97
P. Von Sievers, Syrian Cities, 212-213. – E. Ashtor, Administration urbaine, 77 κ. ε.

77
και οι έμποροι, δηλαδή αυτοί που αποτελούσαν την υψηλή αστική τάξη, θα
συμμαχήσουν πολύ συχνά με τα κατώτερα λαϊκά στρώματα για να εναντιωθούν
στους ηγεμόνες ή στους εκπροσώπους τους.98
Υπήρχε ένα άλλο στοιχείο που διαφοροποιούσε τις πόλεις της Συρίας από άλλες
ισλαμικές πόλεις Σε όλες σχεδόν τις συριακές πόλεις υπήρχαν πολιτοφυλακές
αποτελούμενες κυρίως από νέους της λαϊκής τάξης, τα ahdāth. Καθήκον των
ahdāth ήταν κυρίως να συμμετέχουν στην άμυνα της πόλης, να επανδρώνουν τα
τείχη και τις πύλες, να φρουρούν τις γειτονιές και την αγορά (sūq)· όμως
μπορούσαν να λάβουν μέρος και σε επιχειρήσεις σε ανοικτό πεδίο λειτουργώντας
ως ελαφρό πεζικό. Τα μέλη των ahdāth ήταν νέοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της
πόλης, και το γεγονός ότι οπλοφορούσαν και ότι είχαν κάποια στρατιωτική
εκπαίδευση ανέπτυξε σ’ αυτούς ένα πνεύμα ανεξαρτησίας που τους έκανε
έτοιμους να αντιδρούν σε οποιαδήποτε ξένη εξουσία. Δεν είχαν την
διαλλακτικότητα και το πνεύμα συμβιβασμού των ‘ulamā’ και των εμπόρων, με
τους οποίους πολύ συχνά έρχονταν σε σύγκρουση μετά από μία προσωρινή
συμμαχία, που είχε γίνει αναγκαία για να εκδιωχθεί κάποιος κακός ηγεμόνας.
Μόνιμοι στόχοι των ‘ulamā’ και των εμπόρων ήταν η ανατροπή του άδικου
εξουσιαστή, η αντικατάστασή του με άλλον ηγεμόνα και έπειτα από αυτά η
ταχύτερη δυνατόν αποκατάσταση της τάξης. Αντίθετα, οι νέοι των ahdāth ήθελαν
περισσότερη συμμετοχή στην πολιτική ζωή της πόλης τους και, εάν ήταν δυνατό,
ακόμη και την πλήρη αυτονομία της· παράλληλα, εξέφραζαν κάποια αιτήματα για
την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική ισότητα που πρέσβευε το Ισλάμ.99
Στη Συρία γίνονταν συχνά εξεγέρσεις, οι οποίες συνήθως κατέληγαν με τρεις
τρόπους: 1) Σε μία περίοδο αναρχίας και ταραχών που ανάγκαζε τους προεστούς
της πόλης να φτάσουν σε κάποιον συμβιβασμό με την εξουσία και να
συμφιλιωθούν με αυτήν, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα της ανανεωμένης τους
αφοσίωσης εγγυήσεις και προνόμια. 2) Σε ανατροπή του ηγεμόνα ή του τοπικού
εκπροσώπου του· ακολουθούσε τότε πρόσκληση σε κάποιον άλλον πολιτικό ή
στρατιωτικό μουσουλμάνο ηγέτη να αναλάβει την διακυβέρνηση της πόλης. 3)
Στην ανάθεση της διακυβέρνησης σε εκπρόσωπο της αστικής τάξης, συνήθως
στον qādī (καδής), που αναλάμβανε την εξουσία. Έτσι και δημιουργούνταν
κάποιου είδους αυτόνομη διακυβέρνηση στην πόλη.100

98
A. Hourani, Popoli arabi, 139.
99
C. Cahen, Mouvements populaires, 71-76. – Του ίδιου το λήμμα “Ahdāth”, E.I.². – P. Von
Sievers, Syrian Cities, 213-219, 230 κ. ε. – E. Ashtor, Administration urbaine, 118-121. – Του
ίδιου, Républiques urbaines, 123-124. – Του ίδιου, Social History, 183, 187-190. – S. Vryonis,
Byzantium circus factions and islamic futuwwa organisations. (Neaniai, Fityān, Ahdāth), BZ 58
(1965), 46-59.
100
C. Cahen, Mouvements populaires, 71-76. – P. Von Sievers, Syrian Cities, 220, 222, 226, 229-
232. – E. Ashtor, Administration urbaine, 92-100. – Του ίδιου, Républiques urbaines, 125-131. –
Του ίδιου, Social History, 183-186.– A. Hourani, Popoli arabi, 137. Οι αυτονομιστικές τάσεις
ήταν εντονότερες στις παραθαλάσσιες πόλεις λόγω της μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής
δύναμης των μεγάλων εμπόρων. E. Ashtor, Républiques urbaines, 128-129. Για τις εξεγέρσεις στις
πόλεις και κατά την περίοδο που εξετάζουμε θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στα επόμενα κεφάλαια.

78
Εξαιτίας του εύθραυστου της εξουσίας στον μεσαιωνικό ισλαμικό κόσμο και
της γενικευμένης αντίληψης ότι οι κυβερνήτες στερούνταν την πολιτική
νομιμότητα, και επειδή ο σωστός μουσουλμάνος όφειλε υπακοή αποκλειστικά
στον Θεό και στον Νόμο, πολλοί φιλόδοξοι άνδρες (πολιτικοί, αξιωματούχοι,
στρατιωτικοί, κυβερνήτες, τοποτηρητές κ. λ.) μπορούσαν να βρουν εύκολα
δικαιολογίες για να σταματήσουν να υπακούν στον κύριό τους (χαλίφης, εμίρης,
διοικητής, κ.τ.λ.) και να επαναστατήσουν. Οι διάφοροι μουσουλμάνοι ηγεμόνες
δεν μπορούσαν ποτέ να είναι σίγουροι για την αφοσίωση των υφισταμένων τους,
οι οποίοι εάν στασίαζαν και ανακηρύσσονταν αυτόνομοι δεν κινδύνευαν να
αντιμετωπίσουν την κατακραυγή του λαού ή κάποια μορφή δυναστικής
αφοσίωσης, όπως μπορούσε να συμβεί στο Βυζάντιο. Δεν υπήρχε δυναστεία
(dawla) που άξιζε την εξουσία περισσότερο από μία άλλη και μόνο ο καιρός θα
έδειχνε αν ο νέος ηγεμόνας είναι καλύτερος ή χειρότερος από τον
προηγούμενο.101
Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, η πολιτική ζωή των ισλαμικών κρατών
χαρακτηριζόταν τότε από μεγάλη ρευστότητα. Η πίστη και η αφοσίωση των
υφισταμένων στον ηγεμόνα ήταν περιστασιακές και αμφιταλαντευόμενες. Όλοι οι
υφιστάμενοι: αξιωματούχοι, αυλικοί, αξιωματικοί του στρατού, κυβερνήτες
επαρχιών και τοποτηρητές ήταν πάντα έτοιμοι να ανατρέψουν τον ηγεμόνα τους
και να πάρουν τη θέση του, αρχίζοντας έτσι μία νέα dawla.102

1.4. Το βυζαντινό σύνορο στη Συρία τον 10ο αιώνα.

Οι Φατιμίδες κατέκτησαν την Αίγυπτο τον Ιούλιο του 969 και τέσσερις μήνες
αργότερα εμφανίστηκαν στη Συρία (Νοέμβριος 969). Λίγο νωρίτερα οι
Βυζαντινοί είχαν καταλάβει την Αντιόχεια (Οκτώβριος 969), προκαλώντας
μεγάλη εντύπωση σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο.103 Πρέπει να επισημανθεί
πως η Αντιόχεια δεν βρισκόταν πια υπό την κυριαρχία των Χαμδανιδών ήδη από
το 965, όταν οι κάτοικοί της επαναστάτησαν κατά του κυβερνήτη al-Fath, τον
έδιωξαν και παρέδωσαν την πόλη στον πρώην κυβερνήτη της Ταρσού, τον Rašīq
an-Nasīmī. Στην πραγματικότητα όμως κυβερνούσε ο Αντιοχεύς Hasan al-
Ahwāzī, έμπιστος φίλος του an-Nasīmī, ο οποίος του ανέθεσε τη διοίκηση της
πόλης.104Η Αντιόχεια μάλιστα έγινε καταφύγιο για τους Δαϊλαμίτες που είχαν
λιποτακτήσει από το στρατό των Χαμδανιδών και με τη βοήθεια του al-Ahwāzī

101
C. Lindholm, Justice and Tyranny, 380-383. - E. Rosenthal, State, 6-12, 17 κ. ε. – A . Hourani,
Popoli arabi, 132-133, 143 κ. ε.
102
M. Canard, H’amdanides, 648.
103
M. Canard, Propagande, 183. – Τ. Bianquis, Damas, I, 18-19.
104
Al-Antākī, Ι, 797.

79
απέκρουσαν τα στρατεύματα του Χαλεπιού, όταν αυτά επιχείρησαν μία επίθεση
κατά της Αντιόχειας.105
Τα γεγονότα της Αντιόχειας δείχνουν την αδυναμία του Εμιράτου του
Χαλεπιού και φανερώνουν μία πολιτική πραγματικότητα πολύ διαφορετική από
εκείνη ενός ισχυρού και αξιόμαχου ισλαμικού κράτους. Όταν οι Βυζαντινοί
άρχισαν να πολιορκούν την Αντιόχεια, αυτή ήταν αυτόνομη και μάλιστα
βρισκόταν σε σύγκρουση με το Χαλέπι. Τούτο εξηγεί, γιατί δεν υπήρχε καμία
σοβαρή προσπάθεια εκ μέρους των Χαμδανιδών ή αυτών που κυβερνούσαν εν
ονόματί τους να αποτρέψουν την άλωση της πόλης.106
Η κατάληψη της Αντιόχειας και η επίθεση αμέσως μετά στο Χαλέπι
(Νοέμβριος-Δεκέμβριος 969)107 είναι τα στρατιωτικά γεγονότα που σφράγισαν τη
βυζαντινή αντεπίθεση στη Νοτιοανατολική Μικρά Ασία και έθεσαν τέρμα στον
εικοσαετή πόλεμο με τους Χαμδανίδες του Χαλεπιού.108 Από εκείνη τη στιγμή το
Εμιράτο του Χαλεπιού όχι μόνο δεν θα αποτελέσει πια κίνδυνο για τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, αλλά θα μετατραπεί σε έναν από τους πιο πιστούς συμμάχους της.
Αυτή ήταν η αναπάντεχη κατάληξη είκοσι χρόνων πολέμου κατά των
Βυζαντινών. Με τον θάνατο του Sayf ad-Dawla (967) έκλεισε μία ολόκληρη
εποχή για τον αραβοϊσλαμικό κόσμο, η εποχή του ğihād κατά των Βυζαντινών
στη Μικρά Ασία. Άρχισε μία νέα περίοδος στις αραβοβυζαντινές σχέσεις, μία
περίοδος όπου μολονότι δεν θα λείπουν οι στρατιωτικές συγκρούσεις, αυτές θα
έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Μία κατάσταση σχετικής ειρήνης διαδέχτηκε τον
συνεχή μεθοριακό πόλεμο, που διεξαγόταν κυρίως υπό μορφή επιδρομών,
γρήγορων επιθέσεων με σκοπό τη λεηλασία. Υπήρξαν βέβαια συρράξεις που
διέκοψαν αυτή την ειρήνη, αλλά ήταν συρράξεις που θα χαρακτηρίζαμε
“συμβατικού τύπου”. Μετά το 969 οι βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις δεν
αναγκάζονταν πια να επεμβαίνουν συνεχώς σε κάποιο σημείο της
Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, ούτε επιδίδονταν σε καταστρεπτικές επιδρομές
σε ισλαμικά εδάφη γα αντίποινα. Ο βυζαντινός στρατός όσες φορές επενέβη νότια
της Αντιόχειας το έκανε με οργανωμένες εκστρατείες, συχνά με επικεφαλής τον
ίδιο τον αυτοκράτορα, αντιμετώπισε τον εχθρό σε μάχη εκ παρατάξεως,
πολιόρκησε φρούρια και πόλεις και, το σημαντικότερο, αναζήτησε πάντα την
105
Al-Antākī, Ι, 797-798.
106
Αργότερα η Αντιόχεια βρέθηκε υπό την κυριαρχία ενός Κούρδου στρατιωτικού, ονόματι al-
Alūš, μέχρι που ένας Αιγύπτιος τυχοδιώκτης, ο al-Zuġaylī, κατάφερε να κυριεύσει την πόλη λίγο
πριν την βυζαντινή κατάκτηση. Al-Antākī, Ι, 822.
107
Πηγές για την κατάληψη της Αντιόχειας είναι: Al-Antākī, Ι, 822-823. – Kamāl ad-Dīn, 30. –
Ibn al-Athīr, 1550. – Λέων Διάκονος, 81-82. – Ιω. Σκυλίτζης, 272-273. Για την επίθεση στο
Χαλέπι του 969, την οποία καμία βυζαντινή πηγή δεν αναφέρει: Al-Antākī, Ι, 823-824. – Kamāl
ad-Dīn, 30. – Ibn al-Athīr, 1550-1551.
108
Για τις βυζαντινές επιτυχίες κατά των Χαμδανιδών πριν το 969 και κυρίως για την
ανακατάληψη της Κιλικίας, βλ. M. Canard, H’amdanides, 784-827. – S. Apostolopoulou, Η άλωση
της Μοψουεστίας (±965) και της Ταρσού από βυζαντινές και αραβικές πηγές, GA 1 (1982), 157-
167. – C. Bosworth, The city of Tarsus and the Arab-Byzantine frontiers in early and middle
‘Abbāsid times, Oriens 33 (1992), 268-286 [= C. Bosworth, Arabs, Byz. and Iran, XIV]. – Του
ιδίου, Abū ‘Amr ‘Uthmān al-Tarsūsī’s Siyār ath-thughūr and the last years of arab rule in Tarsus
(fourth/tenth century), GA 5 (1993), 183-195. – M. Whittow, Orthodox Byzantium, 310-326.

80
επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών και στρατηγικών στόχων. Ο κυριότερος από
αυτούς τους στόχους ήταν η προστασία του Εμιράτου του Χαλεπιού από τις
επεκτατικές προσπάθειες των Φατιμιδών. Μετά τη φάση της αναχαίτισης και τη
φάση της ανάκτησης, η βυζαντινή στρατηγική απέναντι στους Άραβες μπαίνει
στη φάση της διατήρησης του status quo.109 Στο εξής το Βυζάντιο θα επέμβει
μόνο όταν απειλείται η πολιτική ισορροπία στην περιοχή.110
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, μετά την κατάληψη της Αντιόχειας οι
Βυζαντινοί επιτέθηκαν στο Χαλέπι, κυρίευσαν χωρίς μεγάλη δυσκολία την κάτω
πόλη και άρχισαν την πολιορκία της ακρόπολης (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 969).111
Κυρίαρχος στο Χαλέπι ήταν τότε ο τουρκικής καταγωγής αξιωματούχος
Qarġawaih που είχε σφετεριστεί την εξουσία από τον δεκαεξάχρονο γιο του Sayf
ad-Dawla, Abū ’l-Ma‘ālī, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την πόλη με υπόδειξη του
ίδιου Qarġawaih για να μην πέσει στα χέρια των Βυζαντινών.112 Ύστερα από 27
μέρες πολιορκίας οι Βυζαντινοί και ο Qarġawaih κατέληξαν σε μία συμφωνία που
προέβλεπε την πληρωμή ετήσιου φόρου στον Βυζαντινό αυτοκράτορα και την
εγκατάσταση στο Χαλέπι ενός Βυζαντινού αξιωματούχου με την εντολή να
εισπράττει το 10% σε διάφορα είδη εμπορευμάτων, υποχρέωνε το Χαλέπι να
συνεργάζεται στρατιωτικά με το Βυζάντιο, να μην εμποδίζει τους μουσουλμάνους
που ήθελαν να γίνουν χριστιανοί και να παραδώσει ομήρους προς εγγύηση της
συνθήκης. Ο Qarġawaih αναγνωριζόταν από τους Βυζαντινούς ως επίσημος
εμίρης του Χαλεπιού και μάλιστα στη συνθήκη προσδιοριζόταν ήδη ο διάδοχός

109
H. Kennedy, Byzantine-Arab diplomacy, κυρίως σ. 134 όπου χαρακτηρίζει τη νέα φάση στις
αραβοβυζαντινές διπλωματικές σχέσεις: “phase of the province of Syria diplomacy” και σσ. 142-
143. – J. Shepard, Byzantine diplomacy, 42-44. – Του ίδιου, Road to Aleppo. – J. C. Cheynet,
Conception militaire, 56-60. – J. Haldon, Warfare, 41-42. – Πρβλ. Χ. Παπασωτηρίου, Στρατηγική,
266-267, ο οποίος πιστεύει στην ύπαρξη σχεδίου του Ιωάννη Τσιμισκή για “μία αντιστροφή των
αραβικών κατακτήσεων του 7ου αιώνα με το Βυζάντιο να επιστρέφει θριαμβευτικά στις εστίες του
ελληνιστικού και του πρωτοβυζαντινού πολιτισμού στη νοτιοανατολική Μεσόγειο”. Ο ίδιος λέει (υπ.
56, σ. 267) ότι ακολουθεί την ερμηνεία του Whittow, αλλά τα συμπεράσματα και ο τόνος του
Whittow δε φαίνονται τόσο κατηγορηματικά. Μάλιστα ο ίδιος ο Whittow τονίζει τις τεράστιες
δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε ένα τέτοιο εγχείρημα και φαίνεται να περιορίζει τις φιλοδοξίες και
τους στόχους του Τσιμισκή στον διπλωματικό και προπαγανδιστικό τομέα, με κύριο στόχο την
εδραίωση της συμμαχίας με τον Αρμένιο βασιλιά Ašot III, περιορίζοντας κάπως στη σφαίρα των
απώτερων σκοπών και των μεγαλειωδών οραμάτων τα σχέδια του Τσιμισκή και της βυζαντινής
στρατιωτικής αριστοκρατίας για την ανακατάληψη της Εγγύς Ανατολής. M. Whittow, Orthodox
Byzantium, 356-357.
110
Στο χρονικό διάστημα από την ανακατάληψη της Αντιόχειας μέχρι την νέα κατάκτησή της από
τους μουσουλμάνους (1084) οι Βυζαντινοί επενέβησαν συνολικά δώδεκα φορές στη βόρεια Συρία.
Η τελευταία εκστρατεία θα είναι του Ρωμανού Διογένη το 1069.
111
Αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά όλων των επιθέσεων κατά του Χαλεπιού η γρήγορη και
σχετικά εύκολη κατάληψη της κάτω πόλης και η επακόλουθη μάταιη πολιορκία της απόρθητης
ακρόπολης (al-qal‘a). Αυτό το σκηνικό επαναλήφθηκε δεκαπέντε φορές κατά το χρονικό διάστημα
962-1064. Η πρώτη βυζαντινή επίθεση στο Χαλέπι του 962 είχε τελειώσει και αυτή με την
κατάληψη μόνο της κάτω πόλης “divca th`~ ajkropovlew~” (Ιω. Σκυλίτζης, 325.26). Βλ.
τον χάρτη 4.
112
M. Canard, H’amdanides, 664-673.

81
του, ο τουρκικής καταγωγής αξιωματικός Bakğūr, αγνοώντας έτσι παντελώς τους
Χαμδανίδες.113
Καθορίστηκε επίσης το νέο σύνορο μεταξύ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και
Εμιράτου του Χαλεπιού, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στη συνθήκη. Ιδού το
χωρίο:114

Η χώρα [το εμιράτο] θα περιλάμβανε: Hims, Ğūsiyya, Salamiyya, Hamā,


Šayzar, Kafr Tāb, Afāmiyya, Ma‘arrat Nu‘mān, Halab, Ğabal as-Samāq,
Ma‘arrat Misrīn, Qinnasrīn και al-Athārib μέχρι την άκρη του
λιθόστρωτου δρόμου (balat) που συνεχίζει και μετά το al-Athārib, δηλαδή
ο δρόμος ar-Rαsīf – Arhāb – Bāsūfān – Kīmār – Bursāyā, μέχρι το κάμπο
(marğ) που είναι κοντά στο ‘Azāz. Δεξιά από αυτόν τον δρόμο όλα ανήκαν
στο Χαλέπι, το υπόλοιπο στους Βυζαντινούς. Και από το Bursāyā [το
σύνορο] στρίβει προς ανατολάς και φτάνει στο φαράγγι του Sinyāb, στο
Wādī Abī Sulaymān, μετά [συνεχίζει] στο Nāfūdhā, Awānā, και Tall Hālid
στη δεξιά όχθη του ποταμού Sāğūr εκεί που ενώνει τα νερά του με τον
Ευφράτη.115

Το χωρίο είναι εξαιρετικά σημαντικό, επειδή περιγράφει το νέο


αραβοβυζαντινό σύνορο, ένα σύνορο που έμελλε να παραμείνει ουσιαστικά
αμετάβλητο για περίπου εκατόν είκοσι χρόνια. Υπάρχει όμως κάποια σύγχυση
σχετικά με τις παραθαλάσσιες περιοχές. Ο Canard και ο Honigmann,
παρατηρώντας ότι στην απαρίθμηση των περιοχών που θα άνηκαν στο Εμιράτο
του Χαλεπιού δεν συμπεριλαμβάνονταν οι πόλεις και τα οχυρά των
παραθαλάσσιων περιοχών, συμπέραναν ότι αυτές αποδόθηκαν στους
Βυζαντινούς. Έτσι προσδιόρισαν ως σύνορα μεταξύ των δύο κρατών τη δυτική
όχθη του Ορόντη και τα Όρη Nusayri (σημ. Ğabal al-Ansariyya).116 Οι τοποθεσίες
αυτές είναι τα οχυρά Αντάραδος, Ğabala, ‘Arqa και Marāqiya, που είχαν
κυριευτεί από τον Νικηφόρο Φωκά το 968/969 και η πόλη Λαοδίκεια που κατά τη
διάρκεια της ίδιας εκστρατείας συνθηκολόγησε, αναγνώρισε τη βυζαντινή
κυριαρχία και παρέδωσε ομήρους.117 Σύμφωνα με τον Kamāl ad-Dīn, ο

113
Το κείμενο της συνθήκης σώζεται στον Kamāl ad-Dīn, 30-31. Έχει δημοσιευθεί και από τον M.
Canard: Sayf al Daula, 419-424. Η συνθήκη αναφέρεται και από τον al-Antākī, Ι, 823-824, ο
οποίος όμως μας δίνει λιγότερες πληροφορίες. Ο Canard, σχολιάζοντας τους όρους της συνθήκης,
λέει ότι “Les droits que se réservait Byzance en font un véritable traité de protectorat”, M. Canard,
H’amdanides, 836.
114
Kamāl ad-Dīn, 30. – M. Canard, Sayf al Daula, 419-420, με κάποιες ενδιαφέρουσες
τοπογραφικές υποσημειώσεις. Η μετάφραση είναι δική μου.
115
Για τις τοποθεσίες αυτές βλ. G. Le Strange, Palestine, και R. Dussaud, Topographie.
116
E. Honigmann, Ostgrenze, 95-96. – M. Canard, H’amdanides, 836-837. Κανένας από τους δύο
όμως δεν λέει πού στηρίζονται τα συμπεράσματά τους, αφού το κείμενο του Kamāl ad-Dīn, που
μάλιστα πρωτοεκδόθηκε στην Ευρώπη από τον Canard, δεν αναφέρει πουθενά αυτή την
υποτιθέμενη συνοριακή γραμμή κατά μήκος του ποταμού Ορόντη.
117
Kamāl ad-Dīn, 29. – Al-Antākī, Ι, 815-816. – Λέων Διάκονος, 71, όπου αναφέρει μόνο την
‘Arqa. Βλ. M. Canard, H’amdanides, 832 υπ. 240, που υποστηρίζει ότι τα γεγονότα που
περιγράφει ο Λέων Διάκονος πρέπει να αναφέρονται στο 968 και όχι στο 966.

82
Νικηφόρος Φωκάς έκανε στρατηγό (saradiġūs) της Λαοδίκειας τον Abū ’l-Husayn
‘Alī bin Ibrahīm bin Yūsuf al-Fusays, που είχε διαπραγματευτεί τη
συνθηκολόγηση της πόλης.118 Η ανάθεση της διοίκησης της πόλης σε έναν τοπικό
προεστό, υπό όποια μορφή και με όποιον τρόπο και αν έγινε, μαζί με το γεγονός
ότι δεν έχουμε αναφορές για εγκατάσταση βυζαντινών φρουρών στα
κατακτηθέντα οχυρά, προκαλούν κάποιες αμφιβολίες για τον πραγματικό
βυζαντινό έλεγχο πάνω στην παραθαλάσσια περιοχή νότια της Αντιόχειας μετά τη
συνθήκη του 969.119
Είναι επίσης αλήθεια πως οι Χαμδανίδες του Χαλεπιού εδώ και κάποια χρόνια
δεν ήλεγχαν πια πολλές πόλεις και περιοχές που θεωρητικά ανήκαν στις κτήσεις
τους.120 Δεν είναι αβάσιμο συνεπώς να υποθέσουμε πως η συνθήκη μπόρεσε να
βρει πρακτική και ουσιαστική εφαρμογή, ως προς τη διευθέτηση του καινούριου
συνόρου, μόνο στην περιοχή κοντά στο Χαλέπι, την περιοχή δηλαδή που
βρισκόταν πραγματικά υπό τον έλεγχο του Qarġawaih. Εξάλλου δεν είναι
καθόλου τυχαίο ότι η περιγραφή του Χαλεπίτη ιστορικού Kamāl ad-Dīn γίνεται
εξαιρετικά λεπτομερής, όταν μιλάει για τη συνοριακή γραμμή από το al-Atharib
μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, μία περιοχή δηλαδή πολύ κοντά στο Χαλέπι. Η
συνοριακή γραμμή al-Atharib-Ευφράτης όμως αποτελούσε μόνο τα βόρεια
σύνορα του εμιράτου και όχι τα δυτικά, τα οποία, όπως είπαμε, παρέμειναν κάπως
ασαφή και απροσδιόριστα.121
Οι βυζαντινές κατακτήσεις στην Κιλικία και Συρία προκάλεσαν την εξαφάνιση
ή τη φυγή του μεγαλύτερου μέρους του ισλαμικού πληθυσμού των περιοχών
αυτών. Σε κάποιες περιπτώσεις δόθηκε στους μουσουλμάνους η δυνατότητα να
διαλέξουν ανάμεσα στην αποστασία από το Ισλάμ και την προσφυγιά, αλλά τις
περισσότερες φορές η τύχη των μουσουλμάνων αιχμαλώτων, στρατιωτικών και
αμάχων, ήταν η σφαγή, η σκλαβιά και η εκτόπιση σε άλλες περιοχές της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.122 Φαίνεται όμως πως υπήρχαν μουσουλμάνοι που
μπόρεσαν να παραμένουν στον τόπο τους χωρίς να ασπαστούν τον χριστιανισμό,

118
Kamāl ad-Dīn, 29.
119
Ο Οικονομίδης προτείνει για το 969 τη συνοριακή γραμμή Αντιόχεια-Αρτάχ (Artah)-Παλατζά-
Ειρηνούπολις-Γερμανίκεια (Ma‘rāš)-Adat-Σαμόσατα. N. Oikonomides, La frontière orientale,
294. Η κατάκτηση από τους Βυζαντινούς των πόλεων και των φρουρίων της παραθαλάσσιας
περιοχής αναφέρεται ξανά από τις πηγές για το 975. Αυτό εξηγείται ως μία ανακατάληψη των
παραθαλάσσιων πόλεων και φρουρίων που είχαν καταλάβει οι Φατιμίδες κατά τη διάρκεια της
εκστρατείας τους στη βόρεια Συρία στα 970-971. Σε αυτά τα γεγονότα θα αναφερθούμε
αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
120
M. Canard, H’amdanides, 666-670. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που χρησιμοποιεί ο Ibn al-
Athīr όταν αναφέρει την εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά· σύμφωνα με τον Άραβα ιστορικό
“κανένας δεν τον εμπόδισε και κανένας δεν τον πολέμησε”. Ibn al-Athīr, 1548.
121
Βλ. τον χάρτη 3.
122
G. Dagron, Minorités, 180-184. – Σ. Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της
Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού, 11ος-15ος αιώνας, Αθήνα 1996, 331. – G.
Dédéyan, Le rôle des Arméniens, 250-251. – Χ. Παπασωτηρίου, Στρατηγική, 253.

83
με την υποχρέωση να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο.123 Ξέρουμε μάλιστα με
βεβαιότητα ότι στην πόλη της Λαοδίκειας υπήρχαν μουσουλμάνοι κάτοικοι, οι
οποίοι το 992 επαναστάτησαν κατά των βυζαντινών αρχών.124
Παράλληλα με τον διωγμό και τον καταναγκαστικό εκχριστιανισμό των
μουσουλμάνων της Κιλικίας και της Βόρειας Συρίας, οι βυζαντινές αρχές
ευνόησαν και ενθάρρυναν τη μετανάστευση χριστιανικών πληθυσμών στις
περιοχές αυτές. Οι νέοι έποικοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά Αρμένιοι και Σύροι.125
Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για μη ορθοδόξους και μη ελληνόφωνους
πληθυσμούς, γεγονός που κατά κάποιους μελετητές υπονόμευσε τη συνοχή και
την αντοχή στις εξωτερικές πιέσεις του νέου νοτιοανατολικού συνόρου,
αποδυναμώνοντας συγχρόνως τον αρμενικό τομέα.126
Για την άμυνα της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν
ένα νέο στρατηγικό δόγμα: βασιζόμενοι στη συμμαχία του Χαλεπιού, εφάρμοζαν
ένα αμυντικό σύστημα περισσότερο στατικό από το προηγούμενο. Τοποθέτησαν
σε μεγάλα οχυρωμένα κέντρα, όπως στην Αντιόχεια, πολυάριθμες φρουρές, οι
οποίες μπορούσαν να επιχειρήσουν αντεπιθέσεις στην περιοχή τους και μικρής
κλίμακας εκστρατείες σε εχθρικό έδαφος.127 Αυτές οι φρουρές δεν αποτελούνταν
από τα παλιά θεματικά στρατεύματα, αλλά από επαγγελματίες, μισθωτούς
στρατιώτες, μονίμως απασχολημένους, είτε σε εκστρατείες είτε σε φρουρές.128
Συχνά οι στρατιώτες ήταν ξένης καταγωγής, κυρίως αρμενικής.129
Οι πρόσφατες κατακτήσεις στην Κιλικία και στη Βόρεια Συρία συνεπάγονταν
την αναδιοργάνωση του βυζαντινού νοτιοανατολικού συνόρου. Η Αντιόχεια έγινε
το σημαντικότερο διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής

123
C. Holmes, How the East was won, 44. Λείπουν δυστυχώς μελέτες για τον πρώτο εξισλαμισμό
των ανατολικών περιοχών της Μικράς Ασίας και για τον επανεκχριστιανισμό τους ύστερα από τις
βυζαντινές ανακτήσεις του 10ου αιώνα.
124
Al-Antākī, II, 439, κατά τον οποίο η επανάσταση κατεστάλη από τον Μιχαήλ Βούρτζη και οι
μουσουλμάνοι της Λαοδίκειας εκτοπίστηκαν σε άλλα βυζαντινά εδάφη.
125
P. Charanis, Linguistic frontier, 315. – Του ίδιου, Armenians, 196-216. – E. Honigmann,
Barsauma, 53-55. – G. Dagron, Minorités, 184 κ. ε. .– G. Dédéyan, Immigration, 98 κ. έ – Του
ίδιου, Le rôle des Arméniens, 225 κ. ε. – C. Holmes, How the East was won, 43.
126
S. Vryonis, Social Basis, 170-175. – P. Charanis, Armenians, 235-236. – G. Dédéyan,
Immigration, 63. – G. Dagron, Minorités, 199-204, 212-213. – M. Whittow, Orthodox Byzantium,
336-337. Κατά τον Βρυώνη και τον Charanis η ελληνικότητα της ανατολικής Μικράς Ασίας ήταν
αμφίβολη εκείνη την εποχή. Ο Charanis μάλιστα προτείνει ένα γλωσσικό σύνορο μεταξύ
ελληνόφωνης και μη ελληνόφωνης Μικράς Ασίας. Σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, η ελληνική
γλώσσα ήταν γνωστή και ανατολικά αυτής της χωριστικής γραμμής άλλα “the country as a whole
was not linguistically Greek”. P. Charanis, Linguistic frontier, 218-219. Την ίδια άποψη είχε ήδη
εκφράσει και ο Βρυώνης, γράφοντας ότι “one may divide Asia Minor into Greek and non-Greek at
Cappadocia”. S. Vryonis, Social Basis, 168.
127
Οι κυριότερες φρουρές της περιοχής βρίσκονταν στην Ταρσό, στην Αντιόχεια και στην
Αντάραδο. W. Treadgold, Army, 80.
128
J. Haldon, Army and Economy, 145. – Του ίδιου, Military Service, 48-49. – Του ίδιου, Warfare,
84-85, 180-181. – W. Treadgold, Army, 115-116.
129
P. Charanis, Armenians, 215-216. – J. Haldon, Military Service, 49. – J. C. Cheynet, Du
stratege au duc, 187. – G. Dédéyan, Le rôle des améniens, 260 κ. ε. – N. Oikonomides, La
frontière orientale, 295-301, ο οποίος μάλιστα κάνει λόγο για “arménisation de la frontière
orientale de Byzance” (σ. 296).

84
Μικράς Ασίας και παράλληλα η προκεχωρημένη βάση για ενδεχόμενες
επιχειρήσεις σε όλη την Εγγύς Ανατολή.
Η Αντιόχεια έγινε έδρα του ομώνυμου δουκάτου που δημιουργήθηκε αμέσως
μετά την κατάληψη της πόλης.130 Αγνοείται ποιος ήταν ο πρώτος δούκας της
Αντιόχειας, καθώς και το όνομα ή τα ονόματα του διοικητή ή των διοικητών της
πόλης και της περιοχής της κατά τη περίοδο 969-976.131
Στον δούκα Αντιόχειας αρχικά υπάγονταν το θέμα Παλατζάς (Balğat),
τοποθεσία βόρεια της Αντιόχειας, και το θέμα Αρτάχ (Artāh), τοποθεσία 40 χλμ.
ανατολικά της. Δεν είχαν ακόμη οργανωθεί οι άλλες περιοχές που σύμφωνα με τη
συνθήκη του 969 έπρεπε να αποδοθούν στο Βυζάντιο, γεγονός που ενισχύει την
άποψη της ανολοκλήρωτης υποταγής της παραθαλάσσιας περιοχής.132
Ο δούκας της Αντιόχειας θεωρούνταν ένας από τους σημαντικότερους
αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας.133 Αργότερα εμφανίστηκε και ο τίτλος του
κατεπάνω, που όμως για την Αντιόχεια ήταν απλά συνώνυμο του όρου δούκα και
δεν προϋπέθετε διαφορετικά όργανα διοίκησης ούτε διαφορετικούς
αξιωματούχους.134
Ο Νικηφόρος Φωκάς προέβη και στην εκκλησιαστική αναδιοργάνωση του
ορθοδόξου πατριαρχείου της Αντιόχειας. Μέχρι το 969 οι εκκλησιαστικές
επαρχίες της Κιλικίας που παλιά υπάγονταν στο πατριαρχείο της Αντιόχειας και
είχαν ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς, ενσωματώνονταν προσωρινά στο
πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την ανάκτηση της μητρόπολής τους
όμως επεστράφησαν σ’ αυτήν. Πρώτος ορθόδοξος πατριάρχης της Αντιόχειας
μετά το 969 ήταν ο Ευστράτιος, πρώην επίσκοπος Φλαβιάδας (Κιλικίας).
Μάλιστα η πρώην επισκοπή του αποσπάσθηκε από τα Ανάβαρζα, στα οποία
υπαγόταν, και παραχωρήθηκε στην Αντιόχεια.135 O Ευστράτιος παρέμεινε στον
πατριαρχικό θρόνο μόνο για λίγους μήνες. Τον Ιανουάριο του 970 τον διαδέχτηκε
ο Θεόδωρος Α΄ (970-976), στον οποίο αργότερα ο Τσιμισκής θα παραχωρήσει ένα

130
N. Oikonomides, Préséance, 354. – Του ίδιου, La frontière orientale, 288. – J. C. Cheynet, Du
stratege au duc, 181. Ο πρώτος δούκας που αναφέρεται με αυτόν τον τίτλο είναι ο Μιχαήλ
Βούρτζης που υπήρξε δούκας της Αντιόχειας το 976. V. Laurent, Gouverneurs, 229-231.
131
Ο Laurent υποθέτει πως πρώτος διοικητής – όχι δούκας– της Αντιόχειας υπήρξε ο πατρίκιος
Νικόλαος που αργότερα θα υπερασπιστεί την πόλη από τις επιθέσεις των Φατιμιδών το 970-971.
V. Laurent, Gouverneurs, 227-228.
132
N. Oikonomides, Préséance, 362, 363. Του ίδιου, La frontière orientale, 289. Το γεγονός ότι οι
πόλεις της ακτής της βόρειας Συρίας δεν αναφέρονται στο Τακτικόν του Escorial επέτρεψε στον
Ν. Οικονομίδη να χρονολογήσει ξανά το έγγραφο αυτό θέτοντας ως terminus ante quem το έτος
975 (προηγουμένως είχε προτείνει το 979), όταν δηλαδή κατακτήθηκαν από τον Τσιμισκή. Αυτόθι,
285, με υπ. 1.
133
V. Laurent, Gouverneurs, 223. – N. Oikonomides, Préséance, 266, 344.
134
H. Ahrweiler, Recherches, 52-55, 61-62, 64-67. – V. Laurent, Gouverneurs, 225-226. – N.
Oikonomides, Préséance, 344-345. Πρβλ. T. Wasilewski, Les titres de duc, catepan et de
pronoétès dans l’ empire byzantin du IXe jusqu’ au XIIIe siècle, Actes du XIIe congrès
international des études byzantines, Ochride 10-16 septembre 1961, τ. ΙΙ, Beograd 1966, 233-239,
ο οποίος υποστηρίζει πως οι δύο τίτλοι δεν αναφέρονταν στο ίδιο αξίωμα και μόνο πολύ
αργότερα, μετά το 1060, άρχισαν να χρησιμοποιούνται σχεδόν ως συνώνυμα.
135
V. Grumel, Patriarcat, 129-130.

85
χρυσόβουλλο με το οποίο αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα του πατριαρχείου σε
όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Αντιόχειας και της γύρω περιοχής.136
Η ανασύσταση και η ενίσχυση του ορθοδόξου πατριαρχείου της Αντιόχειας
ήταν ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους με τους οποίους οι Βυζαντινοί
κατάφεραν να εντάξουν την σημαντική αυτή πόλη και την περιοχή της στην
Αυτοκρατορία και να κερδίσουν την αφοσίωση των χριστιανών κατοίκων της.
Ύστερα από τρεις αιώνες ισλαμικής κυριαρχίας οι χριστιανοί Αντιοχείς δεν ήταν
πια συνηθισμένοι σε άμεσες επαφές με την πολιτική εξουσία. Για αυτούς το
σημείο αναφοράς ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ακόμη και για τα
πολιτικά και νομικά θέματα που αφορούσαν το ποίμνιό του. Αυτά εξηγούν την
ύπαρξη ενός πολύ έντονου τοπικού πατριωτισμού που έκανε τους χριστιανούς
Αντιοχείς να μη προσβλέπουν στην Κωνσταντινούπολη, όπως έκαναν όλοι οι
υπόλοιποι χριστιανοί της Ανατολής, άλλα στον πατριάρχη τους και στην πόλη
τους, την “ένδοξη Θεούπολη”.137 Η ενίσχυση του ορθοδόξου στοιχείου στην
Αντιόχεια προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Ιακωβιτών, οι οποίοι υπέστησαν την
καταπίεση του ορθόδοξου κλήρου και των βυζαντινών αρχών. Ο ήδη
περιορισμένος ρόλος της Ιακωβιτικής Συριακής Εκκλησίας στην Αντιόχεια
μειώθηκε ακόμη περισσότερο, με συνέπεια να αυξηθεί η μετανάστευση των
Σύρων Ιακωβιτών προς τις περιοχές της Μελιτηνής και του Hanzīt.138
Η επιμέλεια και η σπουδή που έδειξαν οι βυζαντινές αρχές στην διοικητική και
στρατιωτική οργάνωση της Αντιόχειας και της περιοχής της είναι ενδεικτικά του
εξέχοντος ρόλου για τον οποίο οριζόταν η συριακή πόλη, η οποία έγινε ο
ακρογωνιαίος λίθος του νέου βυζαντινού αμυντικού συστήματος στην
Ανατολή.139
Η Αντιόχεια θα αντεπεξέλθει στο καθήκον της για πάνω από εκατό χρόνια,
αποτελώντας συγχρόνως τον κύριο παράγοντα στην οριοθέτηση των πολιτικών
και ιδεολογικών συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τον ισλαμικό
κόσμο.140

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο

136
V. Grumel, Patriarcat, 133.
137
V. Grumel, Patriarcat, 129-130.
138
E. Honigmann, Barsauma, 52-55.
139
V. Laurent, Gouverneurs, 224.
140
H. Ahrweiler, Frontière, 225 κ. ε., η οποία μάλιστα κάνει λόγο για “matérialisation” του
ανατολικού συνόρου.

86
Φατιμίδες και Βυζαντινοί τον 10ο αιώνα

2.1. Οι απαρχές των Φατιμιδών.

Οι Φατιμίδες (al-Fātimiyyūn) πήραν το όνομά τους από τη Fātima, την κόρη


του Μωάμεθ, από την οποία υποστήριζαν πως κατάγονταν.141
Η υποτιθέμενη αυτή άμεση καταγωγή από τον Μωάμεθ αποτελούσε τη βάση
των πολιτικών διεκδικήσεων των Φατιμιδών απέναντι στις άλλες ισλαμικές
δυναστείες της εποχής. Το ζήτημα της νομιμοποίησης της εξουσίας δια μέσω της
καταγωγής από τον Μωάμεθ εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των θρησκευτικών
και ιδεολογικών κινημάτων που εναντιώνονταν στα πολιτικά καθεστώτα που
είχαν επικρατήσει στο Ισλάμ μετά τον θάνατό του (632). Το θέμα της διαδοχής
του Μωάμεθ πυροδότησε πολιτικές αντιπαραθέσεις που εξελίχθησαν με τον καιρό
σε θεολογικές διαφοροποιήσεις, προκαλώντας το φαινόμενο της γέννησης πολλών
λεγομένων αιρέσεων στον κόλπο του Ισλάμ. Κατά τη διάρκεια των πρώτων
αιώνων της ισλαμικής ιστορίας δημιουργήθηκαν πολλά τέτοια κινήματα, τα οποία
συνήθως διασπώνταν σε μικρότερες ομάδες που με τη σειρά τους έθεταν τις
βάσεις καινούργιων θρησκευτικών και ιδεολογικών θεωριών περί της
νομιμότητας της εξουσίας και του ορθού δρόμου που έπρεπε να ακολουθήσει η
ισλαμική κοινότητα (umma). Όλα αυτά τα κινήματα και αυτές οι ομάδες συνήθως
συμπεριλαμβάνονται στον όρο “σιίτες” (šī‘a). Όπως ήδη αναφέραμε, η βάση
οποιασδήποτε πολιτικής διεκδίκησης και θεωρίας των σιιτών είναι η αδικία που
διεπράχθη μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, όταν διάδοχος (khalīfa) στην ηγεσία της
ισλαμικής κοινότητας δεν έγινε ο ανιψιός και γαμβρός του ‘Alī,142 όπως θα έπρεπε
κατά τους σιίτες· αντί αυτού την ηγεσία ανέλαβαν οι εκπρόσωποι της παλιάς
αριστοκρατίας της Μέκκας, οι οποίοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να
δολοφονήσουν πρώτα τον ‘Alī (661) και αργότερα τα παιδιά του: τον Hasan και
τον Husayn (680). Από τότε άρχισε η ιστορία των σιιτικών κινημάτων που
διαφοροποιούνταν μεταξύ τους ανάλογα με τον ποιον υποτιθέμενο απόγονο του
‘Alī και του Husayn αναγνώριζαν ως imām, ως ηγέτη δηλαδή της πραγματικής
και “ορθόδοξης” ισλαμικής κοινότητας.143

141
Λήμμα “Fātimides” (M. Canard), E.I.2, όπου παρατίθενται οι διάφορες απόψεις Αράβων
ιστορικών και γενεαλόγων για την καταγωγή των Φατιμιδών.
142
Ο ‘Alī είχε παντρευτεί την κόρη του Μωάμεθ και πρώτη ξαδέρφη του Fātima.
143
Πρώτο σιιτικό κίνημα υπήρξε αυτό των χαριτζιτών (al-Khawāriğ) οι οποίοι δε δέχθηκαν το
συμβιβασμό που ο ‘Alī είχε κάνει με τον τότε κυβερνήτη της Συρίας Mu‘āwiyya, τον μετέπειτα
χαλίφη και ιδρυτή της δυναστείας των Ομαϋαδών (656). Έτσι οι χαριτζίτες εναντιώνονταν και
στους οπαδούς του ‘Alī και στους σουνίτες. Βλ. Ph. Hitti, History of the Arabs, 178-183, 439-446.
– B. Lewis, The Origins of the Ismā‘īlism, Cambridge 1940. – F. Gabrieli, Gli Arabi, 52-54, 72-77.

87
Τον 8ο αιώνα έγινε ακόμη μία διάσπαση στον κόλπο των σιιτών και ιδρύθηκε
μία νέα ομάδα, τα μέλη της οποίας πήραν το όνομα ισμαηλίτες.144
Το κέντρο του ισμαηλιτκού κινήματος ήταν αρχικά η ιρακινή πόλη της Βασόρα
(Basra), αλλά αργότερα αυτό μεταφέρθηκε στη συριακή Salāmiyya. Τον 899
ηγέτης των Ισμαηλιτών έγινε ο Sa‘īd bin Husayn, γεγονός που προκάλεσε ένα
σχίσμα στον κόλπο των ισμαηλιτών και τη δημιουργία του κινήματος των
Καρμάτων (al-Qarāmita) που έμελλε να παίζει σημαντικό ρόλο στα πολιτικά
γεγονότα στη Συρία στις επόμενες δεκαετίες. Εν τω μεταξύ η ισμαηλιτική
προπαγάνδα στη Βόρεια Αφρική είχε καταφέρει να προσεταιριστεί την ισχυρή
βερβερική φυλή των Kutāma και να θέσει γερές βάσεις για τις περαιτέρω
προόδους του κινήματος στην περιοχή. Οι επιτυχίες στη Βόρεια Αφρική και η
επισφαλής κατάσταση στη Συρία έπεισαν τον Sa‘īd bin Husayn να μεταφερθεί
στην Ifrīqiya, περίπου στη σημερινή Τυνησία (903).145 Εδώ οι ισμαηλίτες με τη
βοήθεια των Kutāma και άλλων βερβερικών φυλών κατάφεραν να ανατρέψουν τη
δυναστεία των Αγλαμπιδών (909).146
Ο Sa‘īd bin Husayn, που εν τω μεταξύ είχε πάρει το όνομα ‘Ubayd Allāh,
μπήκε θριαμβευτικά στην Raqqāda, την πρώην πρωτεύουσα των Αγλαμπιδών,
όπου ανακηρύχτηκε δημοσίως mahdī147 και amīr al-mu’minīn, τίτλος που
αποδιδόταν αποκλειστικά στους χαλίφηδες.148
Ιδρύθηκε λοιπόν ένα ισμαηλιτικό κράτος, μάλιστα ένα χαλιφάτο, σε
ανταγωνισμό και αντίθεση προς το σουννιτικό χαλιφάτο της Βαγδάτης και
αργότερα με το άλλο σουννιτικό χαλιφάτο των Ομαϋαδών της Κόρδοβας.149
Άρχισε έτσι η λεγόμενη “αφρικανική περίοδος” στην ιστορία των Φατιμιδών.

– A. Bausani, L’Islam, 100-141. – Α. Γιαννουλάτος, Ισλάμ. Θρησκειολογική επισκόπησις, Αθήνα


20013 (α΄ έκδοση 1975), 242-246. – R. Gianmarco, La più lunga frontiera dell’Islam, Bari 1983,
146-162. – T. Fahd, Islamismo, 191-225. – Λήμματα “Shī‘a” (W. Madelung), “Ismā‘īliyya” (W.
Madelung) και “Khāridjites” (G. Levi Della Vida), E.I.2.
144
Τον 765 οι ισμαηλίτες δεν αναγνώρισαν ως imām τον Mūsà ’l-Kāzim, γιο του προηγούμενου
imām Ğa‘far as-Sādiq, όπως οι περισσότεροι σιίτες. Αντί αυτού, δήλωσαν την αφοσίωσή τους σε
άλλο γιο του Ğa‘far as-Sādiq, τον Ismā‘īl, ο οποίος είχε πεθάνει κάποιους μήνες νωρίτερα.
145
Ακολουθώντας το παράδειγμα σχεδόν όλων των ισλαμολόγων και αραβολόγων, προτιμάται
στην παρούσα διατριβή η χρήση του αραβικού όρου Ifrīqiya επειδή προσδιορίζει καλύτερα,
ιστορικά και γεωγραφικά, την περιοχή της Βόρειας Αφρικής που αποτελούσε το Κράτος των
Φατιμιδών στην πρώτη φάση της ιστορίας του. Ο συγκεκριμένος όρος έχει το πλεονέκτημα της
περιεκτικότητας και της σαφήνειας, απαλλάσσοντάς μας από μακρηγορίες και πολυσύνθετους
ορισμούς. Η χρήση των όρων “Βόρεια Αφρική ” και “Τυνησία” δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί
στην εν λόγω περίπτωση, αφενός επειδή η Βόρεια Αφρική περιλαμβάνει περισσότερα εδάφη απ’
αυτά που ήταν υπό την κυριαρχία των Φατιμιδών και αφετέρου επειδή το όνομα Τυνησία άρχισε
να χρησιμοποιείται πολύ αργότερα για να δηλώνει την αντίστοιχη χώρα.
146
Sa‘īd bin Bitrīq, 78. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 61-63.
147
Για τη σημασία του όρου “mahdī” στη σιιτική ιδεολογία βλ. το λήμμα “Mahdī” (W. Madelung),
E.I.2 καθώς και τα έργα που αναφέραμε στην υπ. 98.
148
Al-Antākī, I, 754-755. – Maqrizī, Itti‘āz, Ι, 66. Οι ισμαηλίτες προτιμούσαν να χρησιμοποιούν
τον όρο “imām” παρά τον “΄χαλίφης”.
149
Το Χαλιφάτο της Κόρδοβας είναι το τρίτο ισλαμικό κράτος που διεκδικούσε αυτό τον τίτλο
κατά τον Μεσαίωνα. Οι απόγονοι των Ομαϋαδών κυβερνούσαν την Ισπανία ήδη από το 756, αλλά
μόνο το 929 ο ‘Abd ar-Rahmān Γ΄ ανακηρύχτηκε χαλίφης διεκδικώντας έτσι την πολιτική και
πνευματική ηγεσία όλου του ισλαμικού κόσμου σε αντίθεση με τους σφετεριστές Αββασίδες και
τους αιρετικούς Φατιμίδες. Ph. Hitti, History of the Arabs, 520-524. – F. Gabrieli, Gli Arabi, 148.

88
2.2. Το Κράτος των Φατιμιδών στη Βόρεια Αφρική (909-969).

Η πολιτική κατάσταση στη Βόρεια Αφρική δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον
πρώτο φατιμίδη χαλίφη ‘Ubayd Allāh al-Mahdī (909-934). Οι νέοι ηγεμόνες της
Ifrīqiya βρίσκονταν αντιμέτωποι με τις άλλες ισλαμικές δυναστείες της περιοχής:
τους Ρουσταμίδες στο Tāhirt (στη σημερινή Αλγερία), τους Ιδρισίδες στο Fās
(στο σημερινό Μαρόκο) και τους Ομαϋάδες της Ισπανίας που κατείχαν κάποια
εδάφη και στις βόρειες ακτές του Μαρόκου. Όμως μέχρι το 959, χάρη στην
έξυπνη και συνετή πολιτική του χαλίφη al-Mu‘izz (953-975) και στις
στρατιωτικές ικανότητες του στρατηγού του Ğawhar, οι Φατιμίδες κατάφεραν να
υποτάξουν ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική μέχρι τον Ατλαντικό.150
Στο εσωτερικό οι Φατιμίδες αντιμετώπιζαν τη δυσαρέσκεια του τοπικού
πληθυσμού, που στην πλειονότητά του ήταν σουννιτικός.151 Πέραν όμως από τις
θρησκευτικές διαφορές, τα μεγαλύτερα προβλήματα δημιουργούνταν από την
αυθάδη και βίαιη συμπεριφορά των Βερβέρων απέναντι στους κατοίκους των
πόλεων της Ifrīqiya. Δεν έλειψαν και εξεγέρσεις των βερβερικών φυλών, μεταξύ
των οποίων και κάποιοι Kutāma.152
Ιδιαίτερα επικίνδυνη υπήρξε η εξέγερση του χαριτζίτη Abū Yazīd Makhlad bin
Kaydād an-Nukkārī που απασχόλησε για τέσσερα χρόνια τα στρατεύματα των
Φατιμιδών πριν ηττηθεί και σκοτωθεί σε μάχη (943-947).153
Ο πρώτος χαλίφης ‘Ubayd Allāh al-Mahdī ίδρυσε στην ανατολική ακτή της
Τυνησίας την πόλη al-Mahdiyya, η οποία το 920 έγινε η νέα πρωτεύουσα των

Η συγχρόνως ύπαρξη τριών χαλιφάτων αναφέρεται και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, ο
οποίος στο De administrando imperio γράφει: “ jIstevon, o{ti trei`~
ajmermoumnei`~ eijsin ejn o{lh/ th`/ Suriva/, h[goun th`/ tw`n
jAravbwn ajrch/`, w|n oJ me;n prw`to~ kaqevzetai ejn tw`/ Bagdavd,
e[stin de; ejk th`~ tou` Mouavmeq genea`~, h[toi tou` Moucouvmet· oJ
de; deuvtero~ kaqevzetai ejn jAfrikh`/, kai; e[stin ejk th`~ tou`
jAlh;m genea`~ kai; Fatimev, th`~ qugatro;~ Mouavmeq, h[toi tou`
Moucouvmet, ejx ou\ kai; Fatemi`tai ojnomavzontai· oJ de; trivto~
kaqevzetai ejn JIspaniva/, e[stin de; ajpo; th`~ genea`~ tou`
Mauivou. ”. Κ. Πορφυρογέννητος, DAI, 25.54-62 (σ. 106).
150
Al-Antākī, I, 770-771. – Maqrizī, Itti‘āz, Ι, 93-94.
151
Για τις διαφορές μεταξύ ισμαηλιτών και σουννιτών όσον αφορά το Ισλαμικό Δίκαιο βλ. A.
Fyzee, Aspects of Fatimid Law, SI 31 (1970), 81-91. Ταραχές ξέσπασαν επίσης και στον κόλπο
των οπαδών των Φατιμιδών όταν ο ‘Ubayd Allāh al-Mahdī διέταξε να δολοφονηθούν οι
κυριότεροι προπαγανδιστές του κινήματος που κατά τη γνώμη τους είχαν γίνει εμπόδιο στην
εδραίωση του νέου κράτους. Al-Antākī, I, 756-759. – Maqrizī, Ι, Itti‘āz, 67-68. Για τις δυσκολίες
που αντιμετώπισαν οι Φατιμίδες στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους στην Ifrīqiya βλ. επίσης
M. Canard, Une famille de partisans, puis des adversaires, des Fātimides en Afrique du Nord,
Melanges d’ histoire et d’ archeologie de l’occident musulman, II (1958), 33-49 [= M. Canard,
Εxpansion, V] και W. al-Qādī, An early fatimid political document, SI 48 (1978), 71-108.
152
Al-Antākī, I, 759-761, 762, 763.
153
Al-Antākī, I, 746-747. – Maqrizī, Itti‘āz, Ι, 75-87.

89
Φατιμιδών.154 Η ίδρυση μίας νέας πρωτεύουσας ή η μεταφορά της πρωτεύουσας
σε άλλη πόλη ήταν συνήθεις πράξεις των ισλαμικών δυναστειών που ήθελαν με
αυτόν τον τρόπο να τονίσουν την αρχή μίας νέας εποχής και συγχρόνως να
απαλλαγούν από ενοχλητικές επαφές με τους εκπροσώπους και τους οπαδούς του
προηγούμενου καθεστώτος.155 Υπήρχαν όμως άλλοι λόγοι που ώθησαν τον Allāh
al-Mahdī στην ίδρυση της νέας πρωτεύουσας· η al-Mahdiyya εξελίχθηκε πολύ
νωρίς σε σημαντικό εμπορικό λιμάνι και σε ισχυρή ναυτική βάση, γεγονός που
βοήθησε τους Φατιμίδες να ενισχύσουν τον έλεγχό τους πάνω στη Σικελία και να
επιδοθούν σε επιτυχημένες ναυτικές εκστρατείες που σκόπευαν στην επέκταση
της επιρροής τους σε ολόκληρη την Κεντρική και Δυτική Μεσόγειο. Παράλληλα,
η al-Mahdiyya αποτελούσε ένα “παράθυρο” προς την Ανατολή που υπενθύμιζε σε
φίλους και εχθρούς τις βλέψεις των Φατιμιδών για κυριαρχία σε ολόκληρο τον
ισλαμικό κόσμο.156
Μόλις σταθεροποιήθηκε η εξουσία τους στην Ifrīqiya, οι Φατιμίδες επιτέθηκαν
στην Αίγυπτο, η οποία τότε βρισκόταν υπό την άμεση κυριαρχία των Αββασιδών.
Πριν από την τελική κατάκτηση του 969, οι Φατιμίδες επιχείρησαν τρεις
εκστρατείες κατά της Αιγύπτου, αλλά και τις τρεις φορές ηττήθηκαν και
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας ο στρατηγός Hubāsa bin Yūsuf al-
Mallūsī νίκησε έναν στρατό των Αββασιδών και κατέλαβε την Κυρηναϊκή
(Barqa), την Αλεξάνδρεια και το al-Fayyūm, πόλη στη δυτική όχθη του Νείλου,
λίγο μακριά από το al-Fustāt την τότε πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Λίγο αργότερα,
έφτασε στην Αίγυπτο ένας άλλος στρατός των Φατιμιδών υπό τις διαταγές του
γιου του χαλίφη al-Qā’im. O Hubāsa και ο al-Qā’im προωθήθηκαν μέχρι την
Ğīza, έξω από το al-Fustāt, όπου συγκρούστηκαν με τους Φατιμίδες. Η μάχη
κατέληξε σε μία οδυνηρή ήττα των Φατιμιδών και ο στρατός τους υποχώρησε
προς την Ifrīqiya (302/914-915).157
Ίδιο τέλος είχε και η δεύτερη εκστρατεία (919-921), όταν ο στρατός των
Φατιμιδών υπό την αρχηγία του al-Qā’im, αφού κατέλαβε την Αλεξάνδρεια για
δεύτερη φορά και πολλές περιοχές της Άνω Αιγύπτου (as-Sa‘īd) ηττήθηκε από τα
στρατεύματα των Αββασιδών κοντά στο Fayyūm (Μάιος 921).158 Κατά τη
διάρκεια αυτής της δεύτερης εκστρατείας ο στόλος των Φατιμιδών που συνέδραμε
τις χερσαίες επιχειρήσεις καταστράφηκε στη ναυμαχία του Rašīd. Η νίκη αυτή
κατά των Φατιμιδών οφείλεται στον στόλο της Ταρσού που επενέβη κατόπιν
παραίνεσης του Αββασίδη χαλίφη al-Muqtadir, δεδομένου ότι οι Αββασίδες δεν

154
Al-Antākī, I, 762. – Maqrizī, Itti‘āz, Ι, 70-71.
155
A. Hourani, Popoli arabi, 132.
156
M. Canard, Propagande, 158-159.
157
Sa‘īd bin Bitrīq, 79. – Al-Antākī, I, 761. – Ibn al-Athīr, 1395. – Ibn ‘Idhārī, I, 171. – Maqrizī,
Itti‘āz, Ι, 69.
158
Sa‘īd bin Bitrīq, 80-81. – Al-Antākī, I, 761. – Ibn al-Athīr, 1403. – Ibn ‘Idhārī, I, 181-182. –
Maqrizī, Ι, Itti‘āz, 71-72.

90
διέθεταν δικές τους αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο.159 Οι πηγές μας
πληροφορούν ότι ο στόλος της Ταρσού, υπό τις διαταγές του ναυάρχου Thamāl,
ήταν εφοδιασμένος με το υγρόν πυρ και με τα κατάλληλα σχετικά “μηχανήματα”
(al-‘udad).160 Παρά τις ήττες αυτές οι Φατιμίδες κατάφεραν τελικά να κρατήσουν
την περιοχή της Κυρηναϊκής, αποκτώντας έτσι ένα σημαντικότατο προγεφύρωμα
προς Ανατολάς.
Τρίτη επίθεση στην Αίγυπτο πραγματοποιήθηκε το 935, όταν ο νέος χαλίφης al-
Qā’im (934-946) έστειλε στην Αίγυπτο τον ευνούχο Zaydān με στρατό πλήρως
εφοδιασμένο μεταξύ άλλων και με υγρόν πυρ (nafta). Ο Zaydān κατέλαβε πάλι
την Αλεξάνδρεια,161 αλλά ο νέος ηγέτης της Αιγύπτου, ο Muhammad bin Tuġğ al-
Ikhšīd εκστράτευε με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις κατά των εισβολέων, οι
οποίοι ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν εκ νέου να υποχωρήσουν.162
Οι επίμονες αν και άκαρπες προσπάθειες των Φατιμιδών να κατακτήσουν την
Αίγυπτο δείχνουν φανερά ποιο ήταν το γενικότερο πολιτικό σχέδιο της νέας
δυναστείας: εξουδετέρωση των απειλών από τη Δύση, δηλαδή από τα ισλαμικά
κράτη και τις βερβερικές φυλές του Maġrib, και κατάκτηση του ανατολικού
μέρους του ισλαμικού κόσμου (Mašriq) με ανατροπή της αντίπαλης “ασεβούς”
δυναστείας των Αββασιδών. Αναγκαστικά έπρεπε να κατακτηθεί η Αίγυπτος, από
την οποία περνούσε ο μακρινός δρόμος προς τη Βαγδάτη. Αυτό το σχέδιο ήταν η
φυσιολογική και αναπόφευκτη συνέπεια του ιδεολογικού υπόβαθρου των
Φατιμιδών, οι οποίοι πρόβαλλαν τον εαυτό τους ως τη μόνη νόμιμη και ορθόδοξη
ισλαμική δυναστεία, διεκδικώντας την κυβέρνηση ολόκληρου του ισλαμικού
κόσμου και στοχεύοντας στην εξαφάνιση των άλλων, παράνομων και ασεβών,
δυναστειών. Όμως στην πραγματικότητα απέναντι στα άλλα κράτη εφήρμοσαν
μία έξυπνη realpolitik που ελάχιστα είχε να κάνει με το θρησκευτικό ζήλο και τις
επιδιώξεις για οικουμενική κυριαρχία στον ισλαμικό κόσμο που διατυμπάνιζε η
προπαγάνδα τους.163
Όταν οι Φατιμίδες ανέτρεψαν τους Αγλαμπίδες, κληρονόμησαν όλες τις κτήσεις
τους μεταξύ των οποίων ήταν και η Σικελία.164 Στις 20 Αυγούστου 910 ο νέος

159
Sa‘īd bin Bitrīq, 80. – Maqrizī, Itti‘āz, 71.
160
Sa‘īd bin Bitrīq, 80. – Maqrizī, Itti‘āz, Ι, 71. Ο Sa‘īd bin Bitrīq χρησιμοποιεί τον όρο “nār”, ενώ
ο Maqrizī τον όρο “naft”. Η αναφορά στα μηχανήματα γίνεται στον Maqrizī.
161
Επαναλαμβάνεται η εύκολη κατάληψη της Αλεξάνδρειας εκ μέρους των Φατιμιδών εισβολέων,
γεγονός που φανερώνει ότι η θέση-κλειδί για την άμυνα της αιγυπτιακής μεγαλούπολης από ξηρά,
όταν ο εισβολέας ερχόταν από τη Δύση, ήταν η Κυρηναϊκή.
162
Ibn al-Athīr, 1454. – Maqrizī, Itti‘āz, Ι, 74.
163
M. Canard, Propagande, 162-185, 192-193.
164
Οι μουσουλμάνοι δεν κατείχαν ακόμη ολόκληρη τη Σικελία και κάποιοι βυζαντινοί θύλακες
παρέμειναν στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού. Το 902 τα στρατεύματα των Αγλαμπιδών με
επικεφαλής τον Ibrahīm bin al-Amīr Ahmad κατέλαβαν και λεηλάτησαν το Ταυρομένιο
(Taormina), δεν επακολούθησε όμως μόνιμη κατοχή της πόλης η οποία περιήλθε ξανά σε
βυζαντινά χέρια λίγα χρόνια αργότερα. Vera von Falkenhausen, Italia meridionale, 28. Οι πηγές
για την κατάκτηση του Ταυρομένιου του 902 είναι: Ibn al-Athīr, 1358. – Chronique de Cambridge,
102. – Συνεχιστής Γεωργίου Μοναχού, εκδ. J. Bekker, Theophanes continuatus, Ioannes
Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus [CSHB], Bonn 1838, 810-924, στις σελίδες
860.20-861.1. – Συνεχιστής Θεοφάνη, έκδοση J. Bekker, Theophanes continuatus, Ioannes

91
κυβερνήτης al-Hasan bin Ahmad bin Abī Khinzīr έφτασε στη Σικελία και τον
επόμενο χρόνο πραγματοποίησε μία επίθεση κατά του οχυρού Demona, στο
ανατολικό μέρος του νησιού, μία από τις εναπομείνασες σικελικές κτήσεις των
Βυζαντινών.165 Αργότερα όμως ξέσπασαν κάποιες ταραχές και οι Σικελοί ζήτησαν
την απομάκρυνση του Abū Khinzīr, ο οποίος ανακλήθηκε στην Ifrīqiya. Παρόλα
αυτά οι ταραχές συνέχισαν και οι Σικελοί εξέλεξαν ως δικό τους κυβερνήτη τον
Ahmad bin Qurhub που δεν αναγνώρισε την κυριαρχία των Φατιμιδών και
δήλωσε την αφοσίωσή του στον Αββασίδη χαλίφη.166 Ο Ibn Qurhub μάλιστα
ηγήθηκε ενός στόλου στην Ifrīqiya όπου πυρπόλησε και κατέστρεψε τον στόλο
των Φατιμιδών (Σεπτέμβριος 914).167 Ακολούθησε δεύτερη εκστρατεία του
σικελικού στόλου που αυτή τη φορά όμως ηττήθηκε και καταστράφηκε από τις
ανανεωμένες ναυτικές δυνάμεις του al-Mahdī.168 Η ήττα αυτή προκάλεσε την
πτώση του Ibn Qurhub· οι Σικελοί διάλεξαν έναν καινούργιο κυβερνήτη, τον Abū
Ğa‘far που συνέλαβε τον προκάτοχό του και τον παρέδωσε στον al-Mahdī
(Ιούλιος 916).169 Η Σικελία όμως παρέμεινε ανυπότακτη και έτσι οι Φατιμίδες
αναγκάστηκαν να ανακαταλάβουν στρατιωτικά ολόκληρο το νησί. Ύστερα από
σκληρές μάχες με τον Abū Ğa‘far ο στρατηγός Abū Sa‘īd Mūsà bin Ahmad
κατέλαβε το Παλέρμο και υπέταξε όλη τη Σικελία στους Φατιμίδες (917). Ο Mūsà
bin Ahmad άφησε στην Σικελία ως κυβερνήτη τον Sālim bin Asad bin Rašīd και
επέστρεψε στην Ifrīqiya.170
Στα χρόνια της δύσκολης εδραίωσης της κυριαρχίας των Φατιμιδών στη
Σικελία ανάγεται ένα επεισόδιο που διηγείται ο Λιουτπράνδος στην “Ανταπόδοσή”
του: σύμφωνα με τον Ιταλό επίσκοπο μόλις ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος
ανέβηκε στον θρόνο, ξέσπασαν ταραχές στην Απουλία και στην Καλαβρία που
ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να ζητήσει τη βοήθεια του χαλίφη al-Mahdī. Η
αίτηση του Κωνσταντίνου έγινε δεκτή και ένας στόλος των Φατιμιδών έφτασε

Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae,


Bonn 1838, 1-481, στη σελίδα 365.4-6. – Ιω. Σκυλίτζης, 181. – Ιω. Ζωναράς, τ. Ι, 446.17-448.6. Οι
βυζαντινές πηγές όμως αναφέρουν μόνο την κατάκτηση του έτους 902 και δεν λένε τίποτε για τα
μεταγενέστερα γεγονότα της πόλης.
165
Ibn al-Athīr, 1385.
166
Ibn al-Athīr, 1391-1392. – Ibn ‘Idhārī, I, 168. O Ibn al-Athīr αναφέρει πως ο Ibn Qurhub το 913
πολιόρκησε το Ταυρομένιο που εν τω μεταξύ είχε αναδομηθεί. Άλλη απόδειξη του γεγονότος ότι
το Ταυρομένιο εξακολούθησε να είναι μία βυζαντινή κτίση ακόμη και μετά το 902 βρίσκεται στη
Chronique de Cambridge, όπου αναφέρεται για το έτος εγίρας 427 (918-919) συνήφθη ανακωχή
μεταξύ των κατοίκων της πόλης και του εμίρη (=κυβερνήτη) της Σικελίας Salīm. Chronique de
Cambridge, 103.
167
Ibn ‘Idhārī, I, 171.
168
Ibn al-Athīr, 1392. Πρόκειται για την πρώτη νίκη του ναυτικού των Φατιμιδών, μία νίκη που
σηματοδότησε την αρχή της θαλάσσιας κυριαρχίας του αφρικανικού Χαλιφάτου στην κεντρική
Μεσόγειο.
169
Ibn ‘Idhārī, I, 173-174.
170
Chronique de Cambridge, 103. – Ibn al-Athīr, 1472. – Ibn ‘Idhārī, I, 175. Η απόκτηση του
ελέγχου της Σικελίας επέτρεψε στους Φατιμίδες να έχουν πρόσβαση στα δάση του νησιού απ’
όπου μπορούσαν να προμηθευτούν την ξυλεία απαραίτητη για την κατασκευή πλοίων. Για τη
ξυλεία της Σικελίας και την οικονομική και στρατηγική σημασία της βλ. M. Canard, Sicile, 571-
573. – A. Fahmy, Sea Power, 75-85. – M. Lombard, Golden Age, 173-175.

92
στη Νότια Ιταλία όπου κατέστειλε την εξέγερση για λογαριασμό των Βυζαντινών.
Ήταν η πρώτη επαφή σε κρατικό επίπεδο μεταξύ των Φατιμιδών και των
Βυζαντινών.171
Λίγο αργότερα η βυζαντινή κυβέρνηση, βλέποντας ότι δεν είχε επαρκείς
δυνάμεις για να αντιμετωπίσει συγχρόνως τους Άραβες στη Μικρή Ασία και στην
Ιταλία, και ανησυχώντας για την βουλγαρική απειλή, αποφάσισε να καταλήξει σε
κάποια συμφωνία με τους μουσουλμάνους της Σικελίας. Ο βασιλικός
θαλαμηπόλος Ευστάθιος, στρατηγός της Καλαβρίας, συμφώνησε στην πληρωμή
22.000 χρυσών νομισμάτων ετησίως, για να αποφευχθούν οι εχθροπραξίες με τους
Φατιμίδες.172 Η συνθήκη του Ευσταθίου δεν έφερε διαρκή ειρήνη στην
πολυτάραχη Νότια Ιταλία, δεδομένου ότι επρόκειτο για μία απλή ανακωχή
περιορισμένης διάρκειας· άλλωστε ο ισλαμικός νόμος δεν επέτρεπε τη σύναψη
ειρήνης με τους μη μουσουλμάνους, αλλά μόνο μία περίοδο αναστολής των
εχθροπραξιών, περίοδος που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα
δέκα χρόνια.173
Οι Φατιμίδες συνέχισαν την πρακτική των προκατόχων τους Αγλαμπιδών να
εξαπολύουν θαλάσσιες επιδρομές από τη Σικελία στη Νότια Ιταλία, στη Σαρδηνία
και την Κορσική. Συνήθως αυτές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις
πραγματοποιούνταν από τις σικελικές δυνάμεις υπό την αρχηγία και την
προσωπική καθοδήγηση του εκάστοτε κυβερνήτη του νησιού, μερικές φορές όμως
ο χαλίφης έστελνε στρατό και πλοία από την Ifrīqiya προς ενίσχυση των τοπικών
δυνάμεων. Είναι ενδεικτικό πως ο Ibn Qurhub, που δεν αναγνώριζε την κυριαρχία
των Φατιμιδών, πριν εξαπολύσει τις επιθέσεις του κατά της Ifrīqiya, έκανε μία
επιδρομή στην Καλαβρία (912) και τον επόμενο χρόνο έστειλε τον γιο του να
πολιορκήσει, μάταια, το Ταυρομένιο που είχε περιέλθει ξανά στα χέρια των
Βυζαντινών (913).174 Με αυτές τις επιχειρήσεις ο Ibn Qurhub θέλησε να δείξει
στους μουσουλμάνους Σικελούς ότι ήταν αντάξιος διάδοχος των προκατόχων του
και ότι η ρήξη με τους Φατιμίδες δεν θα σήμαινε και το τέλος του πολέμου κατά
των Βυζαντινών.
Οι επιθέσεις από τη Σικελία είχαν ως κύριο στόχο τη βυζαντινή Καλαβρία
(Qalawriyya στις αραβικές πηγές).175 Το 911, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι
μουσουλμάνοι κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πόλη Demona. Τον Αύγουστο του
918 ένας στόλος από την Ifrīqiya κατέλαβε με μία νυχτερινή επίθεση το Ρήγιο της

171
Liudprandus, Antapodosis, II. 45.27-24. Ο Vasiliev δέχεται την πληροφορία του Λιουτπράνδου
και τη χρονολογεί στο 914. Ο Canard αντίθετα εκφράζει αμφιβολίες για τα γεγονότα που διηγείται
ο επίσκοπος Κρεμόνας και παρατηρεί τη σιωπή των αραβικών πηγών σχετικά με τα γεγονότα
αυτά. A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, 227-228.
172
Ιω. Σκυλίτζης, 263. Για τη χρονολόγηση της συνθήκης και για τις διαφωνίες των μελετητών
πάνω στο θέμα αυτό βλ. A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, 228-229.
173
Βλ. λήμμα “Hudna” (M. Khadduri), E.I.2.
174
Ibn al-Athīr, 1392.
175
Για την διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της Καλαβρίας εκείνη την εποχή βλ. G. Noyé,
Calabre.

93
Καλαβρίας.176 H επιχείρηση των Φατιμιδών κατά του Ρηγίου έγινε μετά τη λήξη
της περιόδου ανακωχής που είχε συμφωνηθεί με τον Ευστάθιο και σκόπευε
μάλλον στην ανανέωσή της, με τη σχετική πληρωμή του ετησίου φόρου.
Πράγματι το 919 ο κυβερνήτης Sālim bin Asad bin Rašīd σύναψε μία νέα
ανακωχή με τους κατοίκους του Ταυρομένιου και άλλων βυζαντινών οχυρών της
περιοχής.177 Όπως και προηγουμένως, η παύση των πολεμικών επιχειρήσεων είχε
προσωρινό χαρακτήρα. Οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν λίγα χρόνια αργότερα όταν ο
Mas‘ūd επικεφαλής ενός στόλου είκοσι πλοίων κατέλαβε το οχυρό της Αγίας
Αγάθης (Sant’ Agata) στην Καλαβρία (310/922-923).178 Ακολούθησαν οι
κατακτήσεις του Βουρτζάνου (Bruzzano) το 924 και των Ωρών (Oria) το 925.179
Μετά την άλωση των Ωρών όμως ο αρχηγός των δυνάμεων των Φατιμιδών Ğa‘far
bin ‘Ubayd και οι εκπρόσωποι της βυζαντινής κυβέρνησης στην Καλαβρία
σύναψαν μία νέα ανακωχή. Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, οι Βυζαντινοί
παρέδωσαν ομήρους τον επίσκοπο Σικελίας Λέοντα και τον “κυβερνήτη” της
Καλαβρίας ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας.180
Οι εχθροπραξίες πέρασαν τώρα από την Καλαβρία στην υπόλοιπη Νότια
Ιταλία. Οι σικελικές δυνάμεις ενισχυμένες από νέα στρατεύματα από την Ifrīqiya,
κατέλαβαν τον Τάραντα (Taranto) και τον Υδρούντα (Otranto) στην Απουλία,
λεηλάτησαν τις γύρω περιοχές και αιχμαλώτισαν πλήθος ανθρώπων. Μία
επιδημία όμως ξέσπασε στον στρατό των Φατιμιδών που αναγκάστηκαν τελικά να
επιστρέψουν στις βάσεις τους.181
Οι μουσουλμάνοι της Σικελίας όμως δεν έπαψαν να κάνουν επιδρομές “στα
μέρη της Σικελίας και της Καλαβρίας που ήταν στα χέρια των Βυζαντινών”.182 Ο
Ibn ‘Idhārī αναφέρει τρεις συνεχείς εκστρατείες για τα χρόνια 315 (8 Μαρτίου
927-24 Φεβρουαρίου 928), 316 (25 Φεβρουαρίου 928-13 Φεβρουαρίου 929) και
317 (14 Φεβρουαρίου 929-2 Φεβρουαρίου 930). Και των τριών εκστρατειών
ηγήθηκε ο Sābir al-Fatī: στην πρώτη επιτέθηκε με 44 πλοία στα βυζαντινά εδάφη

176
Chronique de Cambridge, 103.
177
Chronique de Cambridge, 103.
178
Ibn ‘Idhārī, I, 187-188, που μιλάει για την “πόλη Αγαθή” (madīna Aġāthà) – Chronique de
Cambridge, 103. Το αραβικό κείμενο δίνει για την κατάληψη της Αγίας Αγαθής το έτος από
κτίσεως κόσμου 6432 (923-924), ενώ το ελληνικό το 6430 (921-922). Το ελληνικό κείμενο
αναφέρει επίσης ότι εκείνο το χρόνο: “kai; oJ bizavlwn ajnerevqh”.
179
Chronique de Cambridge, 103-104. – Ibn ‘Idhārī, I, 190. Ο Ibn ‘Idhārī λέει ότι οι μουσουλμάνοι
κατέλαβαν “πολλά μέρη” (‫)ﻓﻔﺎﺗﺤﻮا أﻣﺎآﻦ آﺜﻴﺮة‬, αλλά κατονομάζει μόνο τις Ώρες (Wārī). – Annales
Barenses, 52. 32-34 (sub anno 925). – Lupus Protospatarius, 53.39-42 (sub anno 924).
180
Chronique de Cambridge, 104, (μόνο στο αραβικό κείμενο). – Ibn ‘Idhārī, I, 190, ο οποίος
αναφέρει μόνο κάποιον “πατρίκιο” (batrīq).
181
Chronique de Cambridge (σ. 104) για το έτος 928. – Annales Barenses, 52. 39-41 (sub anno
929). – Lupus Protospatarius, 54.3-7 (sub anno 927). – Ibn al-Athīr, 1416, ο οποίος αναφέρει όλες
αυτές τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για το έτος εγίρας 313 (29 Μαρτίου 925-18 Μαρτίου 926),
συμπιέζοντας πιθανώς σε μία εκστρατεία τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε διάφορες
αλλεπάλληλες ετήσιες εκστρατείες. – Nuwayrī, 231, για το έτος 316 (25 Φεβρουαρίου 928-13
Φεβρουαρίου 929). Ο Nuwayrī προσθέτει ότι οι κάτοικοι της Καλαβρίας πλήρωσαν φόρο στους
Φατιμίδες μέχρι τον θάνατο του χαλίφη al-Mahdī, δηλαδή μέχρι το 934.
182
Ibn al-Athīr, 1416: “ ‫”وﻟﻢ ﻳﺰل أهﻞ ﺻﻘﻠﻴﺔ ﻳﻐﻴﺰون ﻋﻠﻰ ﻣﺎ ﺑﺄﻳﺪي اﻟﺮوم ﻣﻦ ﺟﺰﻳﺮة ﺻﻘﻠﻴﺔ وﻗﻠﻮرﻳﺔ‬.

94
όπου “κτύπησε, αιχμαλώτισε και σκότωσε”.183 Τον επόμενο χρόνο ο Sābir αφού
κατέκτησε κάποια οχυρά της Καλαβρίας, κατευθύνθηκε προς τις πόλεις της
Καμπανίας· το Σαλέρνο και η Νάπολη συνθηκολόγησαν και εξαργύρωσαν την
ασφάλειά τους πληρώνοντας τους μουσουλμάνους με χρήματα, με πολύτιμα
μεταξένια υφάσματα (dībāğ) και με ρούχα (thiyāb).184 Κατά τη διάρκεια της
τρίτης εκστρατείας έγινε και μία ναυμαχία μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών: ο
Sābir al-Fatī με τέσσερα καράβια συγκρούστηκε με έναν μικρό στόλο εφτά
πλοίων υπό τις διαταγές ενός Βυζαντινού στρατηγού (sardaġūs) και τον νίκησε,
ύστερα κατέλαβε το Τηρίολο (Tiriolo) της Καλαβρίας, όπου έκανε πολλούς
αιχμαλώτους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Ifrīqiya ως σκλάβοι.185
Όλες αυτές οι επιχειρήσεις των Φατιμιδών, ακόμη και οι πιο καλά
οργανωμένες, δεν αποσκοπούσαν στη μόνιμη κατοχή νέων εδαφών στην ιταλική
χερσόνησο, αλλά γίνονταν για να κρατήσουν μονίμως υπό πίεση τους
Βυζαντινούς και να αποσκομίσουν κέρδη οικονομικής φύσεως, ή μέσω της
καταβολής φόρων εκ μέρους των βυζαντινών αρχών της Ιταλίας ύστερα από κάθε
ανακωχή ή από τις λεηλασίες των πόλεων που καταλάμβαναν. Κοινό
χαρακτηριστικό όλων αυτών των εκστρατειών, που εξαιτίας της οργάνωσής τους
και των δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν θα ήταν λανθασμένο να τις
θεωρήσουμε ως απλές ληστρικές επιδρομές, είναι η μεγάλη ευκολία με την οποία
οι δυνάμεις των Φατιμιδών μπορούσαν να εισβάλουν στα εχθρικά εδάφη ακόμη
και σε μεγάλες αποστάσεις από τις βάσεις τους. Πρέπει επίσης να επισημανθεί η
σχεδόν πλήρης απουσία του βυζαντινού ναυτικού στην περιοχή, με μοναδική
εξαίρεση τη ναυμαχία με τον Sābir al-Fatī το 929. Εξάλλου ο μικρός αριθμός των
πλοίων που ενεπλάκησαν σε αυτήν τη ναυμαχία είναι ενδεικτικός των
περιορισμένων δυνάμεων που διέθεταν τότε οι Βυζαντινοί στη Νότια Ιταλία. Το
Βυζάντιο, μετά τις επιτυχίες στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, έδειχνε σε αυτή τη
φάση να περιορίζεται στην άμυνα, και μάλιστα καθόλου αποτελεσματική, των
κτήσεών του στην Ιταλία.
Ούτε όμως και οι υπόλοιπες χριστιανικές δυνάμεις της Νότιας Ιταλίας δείχνουν
να ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν την
άνεση να χτυπήσουν όπου και όταν ήθελαν. Μοναδικός περιορισμός στη δράση
των Φατιμιδών ήταν τα ίδια τα πολιτικά τους σχέδια, για τα οποία η Ιταλία
αποτελούσε ένα δευτερεύουσας σημασίας θέατρο επιχειρήσεων, δεδομένου ότι
κύριος στόχος τους ήταν η επέκταση προς τις περιοχές της ισλαμικής Εγγύς
Ανατολής. Παραδόξως όμως αυτά τα χρόνια αποτέλεσαν την περίοδο δόξας του
ναυτικού των Φατιμιδών που απέκτησε ουσιαστικά τον έλεγχο στην Κεντρική
Μεσόγειο· η δραστηριότητα που επέδειξαν οι στόλοι των Φατιμιδών κατά τη
διάρκεια της «αφρικανικής» περιόδου της ιστορίας τους δεν θα έχει την
αναμενόμενη συνέχεια μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου και την εδραίωση των

183
Ibn ‘Idhārī, I, 192.
184
Ibn ‘Idhārī, I, 193.
185
Chronique de Cambridge, 104. – Ibn ‘Idhārī, I, 194.

95
Φατιμιδών ως τη μεγαλύτερη πολιτική και στρατιωτική δύναμη της Εγγύς
Ανατολής.186
Όπως διαπιστώνεται από αυτή τη σύντομη αναδρομή στα στρατιωτικά
γεγονότα της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, οι Φατιμίδες επιδίδονταν σε
συνεχείς εκστρατείες κατά των βυζαντινών κτήσεων, εκστρατείες που μάλιστα
εντάθηκαν κατά την περίοδο 922-929. Υπάρχουν βέβαια αναφορές σε ανακωχές
και συνθήκες, αλλά αυτές είχαν πάντα προσωρινό χαρακτήρα και αφορούσαν
μόνο συγκεκριμένες πόλεις και περιοχές και όχι τα βυζαντινά εδάφη της Σικελίας
και της Νότιας Ιταλίας στο σύνολό τους.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη όμως, το 923 ή το 924, έγιναν κάποιες
διπλωματικές επαφές μεταξύ του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού
και του χαλίφη ‘Ubayd Allāh al-Mahdī. Όλα ξεκίνησαν από μία πρόταση του
Βουλγάρου τσάρου Συμεών στους Φατιμίδες για κοινή επίθεση κατά της
Κωνσταντινουπόλεως. Ο Φατιμίδης χαλίφης υποδέχτηκε μία βουλγαρική
πρεσβεία και αφού έδειξε πρόθυμος να συνεργασθεί με τον Συμεών έστειλε
δικούς τους πρέσβεις στην Βουλγαρία, οι οποίοι, για καλή τύχη των Βυζαντινών,
συνελήφθησαν μαζί με τους Βουλγάρους διπλωμάτες στην Καλαβρία και
στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Αφού έμαθε για το σχέδιο συμμαχίας
μεταξύ Βουλγάρων και Φατιμιδών, ο Ρωμανός έριξε στις φυλακές τους
Βουλγάρους, αλλά φέρθηκε ευγενικά και φιλικά στους πρέσβεις του al-Mahdī,
στους οποίους χάρισε πολλά δώρα και τελικά τους άφησε να επιστρέψουν στον
χαλίφη. Ο Ρωμανός ζητούσε επίσης συγνώμη για την καθυστέρηση στην
καταβολή του ετησίου φόρου της Καλαβρίας στους Φατιμίδες, καθυστέρηση που
οφειλόταν στην ταραχή που επικρατούσε στο Βυζάντιο εξαιτίας του πολέμου με
τους Βουλγάρους. Η αναφορά των Φατιμιδών πρέσβεων όταν γύρισαν στην
πατρίδα εντυπωσίασε τόσο πολύ τον al-Mahdī που αποφάσισε να χαρίσει στους
Βυζαντινούς τους φόρους που χρωστούσαν και να μειώσει στα μισά τον ετήσιο
φόρο που όφειλαν στους Φατιμίδες για την Καλαβρία, δηλαδή από 22.000
νομίσματα στα 11.000.187 Αυτά λέει ο Σκυλίτζης· καμία αραβική πηγή όμως δεν
κάνει λόγο για επαφές μεταξύ Φατιμιδών και Βουλγάρων ούτε αναφέρονται
ενδεχόμενα σχέδια για κοινή επίθεση κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Πολλοί
μελετητές αποδέχονται τις πληροφορίες του Σκυλίτζη και πιστεύουν ότι πράγματι
ο Συμεών προέβη σε αυτό το βήμα προς τους Φατιμίδες της Ifrīqiya.188 Βέβαιο
είναι ότι οι Φατιμίδες εξακολούθησαν να επιτίθενται στις βυζαντινές κτήσεις της

186
Στις επιτυχίες του ναυτικού των Φατιμιδών συγκαταλέγονται και επιθέσεις στην Κεντρική και
Βόρεια Τυρρηνική κατά ιταλικών πόλεων και περιοχών εκτός βυζαντινής κυριαρχίας. Για αυτά τα
γεγονότα θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
187
Ιω. Σκυλίτζης, 264-265.
188
M. Canard, Arabes et Bulgares au debout du Xe siècle, Byzantion 11 (1936), 215-216. – A. A.
Vasiliev, Byzance et les Arabes, 251-252. – S. Runciman, The Εmperor Romanus Lecapenus and
his Reign, Cambridge 1969, 90, 189. – A. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his World,
London 1973, 336-337. – Y. Lev, Fatimid Navy, 231.

96
Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας και μάλιστα οι επιθέσεις τους εντάθηκαν μετά το
924.
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν λίγα χρόνια αργότερα να εκμεταλλευτούν τις
πολιτικές ταραχές που ξέσπασαν στη Σικελία μετά τον θάνατο του χαλίφη al-
Mahdī, τότε που πολλές πόλεις επαναστάτησαν κατά του διαδόχου του Abū ’l-
Qāsim al-Qā’im (934-945). O al-Qā’im έστειλε στη μεγαλόνησο στρατεύματα που
ενεπλάκησαν σε μακροχρόνιες και δύσκολες επιχειρήσεις κατά των
επαναστατημένων. Το έτος εγίρας 327/938-939 οι κάτοικοι του Girgenti (σημ.
Agrigento), πιεσμένοι από τις δυνάμεις των Φατιμιδών ζήτησαν τη βοήθεια του
Βυζαντινού αυτοκράτορα· ο Ρωμανός Λεκαπηνός δέχτηκε την έκκληση και
έστειλε κάποια πλοία με στρατεύματα και τρόφιμα, ενέργεια που ανησύχησε τον
διοικητή των στρατευμάτων των Φατιμιδών, ο οποίος έσπευσε να ζητήσει
ενισχύσεις από τον χαλίφη al-Qā’im.189 Οι πηγές δεν μας πληροφορούν τι έγινε με
το βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα, όμως ξέρουμε πως το Girgenti κατακτήθηκε
τον Νοέμβριο του 940 από τους Φατιμίδες ύστερα από σκληρή πολιορκία. Μετά
την άλωση της πόλης, μέρος του πληθυσμού της κατέφυγε στα βυζαντινά
εδάφη.190 Ο αυτοκράτορας πάντως εκμεταλλεύτηκε τη δύσκολη κατάσταση των
Φατιμιδών στη Σικελία και σταμάτησε να πληρώνει τους φόρους στον χαλίφη.191
Τα τελευταία γεγονότα στη Σικελία έπεισαν τους Βυζαντινούς να υιοθετήσουν
μία περισσότερο επιθετική πολιτική απέναντι στους Φατιμίδες. Ένας στρατός υπό
την αρχηγία του πατρικίου Μαλακηνού αποβιβάσθηκε στον Υδρούντα και
κατευθύνθηκε στην Καλαβρία προκειμένου να ενώσει τις δυνάμεις τους με
εκείνες του στρατηγού Πασχάλιου.192 Ο κυβερνήτης της Σικελίας Hasan bin ‘Alī
bin Abī al-Husayn al-Kalbī ζήτησε ενισχύσεις από την Ifrīqiya και αφού
συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του, πέρασε στην Καλαβρία όπου άρχισε να
πολιορκεί την πόλη Gerace. Οι Βυζαντινοί κινήθηκαν τότε προς το Gerace, αλλά
τελικά απέφυγαν τη σύγκρουση με τους Φατιμίδες και υποχώρησαν προς το
Μπάρι και τον Υδρούντα. Ο Hasan bin ‘Alī προχώρησε τότε προς Βορρά,
πολιόρκησε το Cassano και αφού έλαβε χρήματα και ομήρους από τους κατοίκους
της πόλης, επέστρεψε στη Σικελία για να διαχειμάσει.193 Την άνοιξη του επόμενου
χρόνου οι Φατιμίδες πέρασαν πάλι στην Ιταλία και στις 7 Μαΐου συγκρούστηκαν
με τους Βυζαντινούς κοντά στο Gerace· η μάχη κατέληξε σε μία οδυνηρή ήττα
των Βυζαντινών που υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Μετά τη νίκη τους οι
μουσουλμάνοι “έστειλαν τα κεφάλια [των Βυζαντινών] στις πόλεις της Σικελίας
και της Ifrīqiya”.194 Η αποτυχημένη εκστρατεία του Μαλακηνού υπήρξε η

189
Ibn al-Athīr, 1471.
190
Ibn al-Athīr, 1471.
191
Ιω. Σκυλίτζης, 265.
192
Ιω. Σκυλίτζης, 266. – Ibn al-Athīr, 1520.
193
Ibn al-Athīr, 1520.
194
Ibn al-Athīr, 1520 (‫)وﺳﻴﺮ اﻟﺮؤوس إﻟﻰ ةيقيرفاو ةيلقص نئادم‬. Άλλες πηγές για τη μάχη του
Gerace είναι: Ιω. Σκυλίτζης, 266. – Chronique de Cambridge, 104-105. – Lupus Protospatarius, 54
(sub anno 951).

97
σοβαρότερη οργανωμένη προσπάθεια των Βυζαντινών για να ανακόψουν την
ορμητικότητα των Φατιμιδών στη Νότια Ιταλία. Ύστερα από την πανωλεθρία στο
Gerace οι βυζαντινές δυνάμεις της Ιταλίας επέστρεψαν στην συνηθισμένη
αμυντική στάση, αντίθετα οι μουσουλμάνοι εκμεταλλεύτηκαν τη νίκη τους και
εξαπέλυσαν άλλες επιθέσεις κατά των πόλεων της Καλαβρίας και άλλων
περιοχών της Νότιας Ιταλίας. Το 958 νίκησαν σε μάχη στην Καλαβρία τον
στρατηγό Μαριανό Αργυρό.195 Αποκορύφωμα των στρατιωτικών τους ενεργειών
υπήρξε η κατάληψη του Ταυρομένιου το 962, ύστερα από μία πολιορκία που
διήρκεσε εφτάμισι μήνες.196 Η πόλη μετονομάστηκε al-Mu‘izziya προς τιμήν του
χαλίφη al-Mu‘izz. Σε αντίθεση προς το 902 η άλωση του 962 είχε ως αποτέλεσμα
τη μόνιμη κατοχή της από τους μουσουλμάνους.197 Μοναδική βυζαντινή κτήση
στη Σικελία είχε μείνει πια η Ραμέττα που οι Φατιμίδες άρχισαν να πολιορκούν
αμέσως μετά την κατάληψη του Ταυρομένιου. Το 964 ο Νικηφόρος Φωκάς
έστειλε σε βοήθεια των πολιορκημένων έναν στόλο υπό τις διαταγές του
πατρικίου Νικήτα και ένα εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον ανιψιό του
αυτοκράτορα Μανουήλ, αποβιβάστηκε στη Σικελία. Η εκστρατεία κατέληξε όμως
σε πανωλεθρία των βυζαντινών δυνάμεων και στην πτώση της Ραμέττας (965).198
Τον επόμενο χρόνο μάλιστα οι Φατιμίδες κατάφεραν να επιφέρουν σοβαρές
απώλειες στον βυζαντινό στόλο σε ναυμαχία στον πορθμό της Μεσσήνης.199 Οι
Βυζαντινοί ζήτησαν τότε νέα ανακωχή που έγινε δεκτή από τον al-Mu‘izz, ο
οποίος μπόρεσε έτσι να ασχοληθεί με τις προετοιμασίες για τη μεγάλη επίθεση
που είχε σχεδιάσει κατά της Αιγύπτου (356/966-967).200
Με την ανακωχή του 966-967 τελείωσε ουσιαστικά η ιστορία των
συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών στη Σικελία και τη Νότια
Ιταλία. Οι βλέψεις των Φατιμιδών ήταν πια στραμμένες προς ανατολάς. Εν τω
μεταξύ οι Καλμπίδες που διοικούσαν τη Σικελία εν ονόματί τους γίνονταν όλο και
περισσότερο αυτόνομοι. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Κράτους των
Φατιμιδών στην Αίγυπτο, οι σχέσεις με τη Σικελία έγιναν ακόμη πιο χαλαρές και
από τότε μπορεί να γίνει λόγος για ανεξάρτητη δυναστεία των Καλμπιδών της
Σικελίας. Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί μετά την καταστροφή στη Ραμέττα
και στα στενά της Μεσσήνης δεν πραγματοποίησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις
κατά των μουσουλμάνων της Σικελίας στα επόμενα εβδομήντα περίπου χρόνια. Ο
ανταγωνισμός μεταξύ τους μεταφέρθηκε στην Εγγύς Ανατολής, όπου οι σχέσεις
των Φατιμιδών με τους Βυζαντινούς αναπτύχθηκαν με τρόπο παρόμοιο αλλά όχι
ίδιο με εκείνο της “αφρικανικής” περιόδου της δυναστείας.

195
Chronique de Cambridge, 106. Ένα χρόνο μετά τη νίκη αυτή ο στόλος των Φατιμιδών
καταστράφηκε από μία θύελλα. Chronique de Cambridge, 106. – Ιω. Σκυλίτζης, 267.
196
Ibn al-Athīr, 1533. – Lupus Protospatarius, 54 (sub anno 961).
197
Ibn al-Athīr, 1533.
198
Ibn al-Athīr, 1536-1537. – Λέων Διάκονος, 65-67 – Ιω. Σκυλίτζης, 267.
199
Ibn al-Athīr, 1536-1537. Οι Άραβες ιστορικοί αποκαλούν αυτή τη ναυμαχία “μάχη των
στενών” (waq‘a al-mağāz).
200
Ibn al-Athīr, 1569. – Λέων Διάκονος, 75-76. – Liudprandus, Legatio, XLIII (σ. 562).

98
Η “αφρικανική” φάση των σχέσεων μεταξύ Φατιμιδών και Βυζαντινών δεν
χαρακτηρίζεται όμως μόνο από πολεμικά γεγονότα· παράλληλα με αυτά, ή
μάλλον ως συνέπεια αυτών, οι Βυζαντινοί άρχισαν να στέλλουν πρεσβείες στους
Φατιμίδες χαλίφηδες. Υπάρχουν μαρτυρίες για δέκα πρεσβείες κατά το χρονικό
διάστημα 909-969.201 Συνήθως αυτές οι διπλωματικές αποστολές ήταν το
επακόλουθο των ηττών των βυζαντινών δυνάμεων στη Σικελία και τη Νότια
Ιταλία και αποσκοπούσαν στην παύση των εχθροπραξιών και στην αποκατάσταση
της ηρεμίας στις περιοχές υπό βυζαντινή κυριαρχία. Οι Φατιμίδες όμως
αρνούνταν πάντα να συμφωνήσουν για μία διαρκή ειρήνη με τους Βυζαντινούς
και, επικαλούμενοι τον ισλαμικό νόμο, συγκατατέθηκαν μόνο σε περιορισμένης
διάρκειας ανακωχές (συνήθως για πέντε χρόνια), ενώ παράλληλα
εξακολουθούσαν να απαιτούν την καταβολή φόρου από τους Βυζαντινούς.
Για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την απειλή των Φατιμιδών στη
Σικελία και τη Νότια Ιταλία, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν διπλωματικές σχέσεις με
την άλλη μεγάλη ισλαμική δύναμη στη δυτική λεκάνη της Μεσογείου, τους
Ομαϋάδες της Ισπανίας. Διάφορες βυζαντινές πρεσβείες έφτασαν στην Κόρδοβα
κατά την περίοδο 947-951 και μία πρεσβεία των Ομαϋαδών πήγε στην
Κωνσταντινούπολη το 948.202 Φαίνεται ότι ως αποτέλεσμα όλων αυτών των
διπλωματικών επαφών Βυζαντινοί και Ομαϋάδες έφτασαν σε κάποια συνεννόηση
για κοινή στρατιωτική δράση ενάντια στους Φατιμίδες στη Σικελία. Μάλιστα,
σύμφωνα με Ισμαηλίτες ιστορικούς, οι Φατιμίδες καταναυμάχησαν τους
ενωμένους στόλους των Βυζαντινών και των Ομαϋαδών στα ύδατα της Σικελίας
το έτος εγίρας 345/956-957.203
Οι διπλωματικές αυτές προσπάθειες, αν και δεν κατάφεραν τελικά να αλλάξουν
τον συσχετισμό δυνάμεων στην Κεντρική Μεσόγειο, είναι ενδεικτικές της
μεγαλόπνοης βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής και συγχρόνως της σχετικότητας
του ρόλου του θρησκευτικού παράγοντος στις σχέσεις μεταξύ των Βυζαντινών
και των ισλαμικών κρατών.
2.3. Η κατάκτηση της Αιγύπτου και η επέκταση προς τη Συρία (969-975).

Αφού ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής και της Σικελίας ο
χαλίφης al-Mu‘izz διέταξε τις απαραίτητες προετοιμασίες για τη μεγάλη εισβολή
στην Αίγυπτο.
201
Για όλες αυτές τις βυζαντινές πρεσβείες στην Ifrīqiya βλ. F. Dölger, Regesten, αριθ. 574, 603,
620a, 653a, 661, 663c, 667a, 668, 669b, 708, 717b, όπου και οι σχετικές πηγές και αναφορές σε
σύγχρονα μελετήματα.
202
A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, 327-331, 371.
203
S. Stern, Embassy, 241-243. – A. Tibi, Relations, 92, 99-101 (Appendix I). Άλλες αραβικές
πηγές αναφέρουν συγκρούσεις μεταξύ Φατιμιδών και Ομαϋαδών, αλλά δεν λένε τίποτε για μία
συμμαχία ή έστω και στρατιωτική συνεργασία των Ομαϋαδών με τους Βυζαντινούς. Σύμφωνα με
τον Ibn al-Athīr το έτος 344/955-956 οι Ομαϋάδες αιχμαλώτισαν ένα καράβι των Φατιμιδών· ο
χαλίφης al-Mu‘izz οργισμένος έστειλε έναν στόλο που εισχώρησε στο λιμάνι της ισπανικής πόλης
Almería και πυρπόλησε όλα τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Ως αντίποινα οι δυνάμεις των
Ομαϋαδών έκαναν απόβαση στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, αλλά αποθώθηκαν από τους
Φατιμίδες. Ibn al-Athīr, 1525.

99
Στις 6 Ιουνίου 969 ο στρατηγός Abū ’l-Hasan Ğawhar, “που ήταν Ρωμαίος”,204
ξεκίνησε επικεφαλής μεγάλου στρατού για την Αίγυπτο. Στις 4 Ιουλίου 969
νίκησε τις δυνάμεις των Ιχσιδιδών κοντά στη Ğiza, στις όχθες του Νείλου, και
λίγες μέρες μετά εισήλθε στο al-Fustāt.205 Ένας μεγάλος στόλος που συνέτρεχε τις
χερσαίες επιχειρήσεις κατά μήκος των ακτών της Κυρηναϊκής και της Αιγύπτου
κατέλαβε το Tinnīs και το Dumyāt (Δαμιέτη), τα σημαντικότερα λιμάνια στην
περιοχή του Δέλτα του Νείλου.206
Η κατάκτηση μίας από τις πλουσιότερες και μεγαλύτερες περιοχές του
ισλαμικού κόσμου είχε ολοκληρωθεί μέσα σε δύο μήνες και χωρίς ο Ğawhar να
συναντήσει μεγάλη αντίσταση· αυτό οφείλεται όχι τόσο στη στρατιωτική υπεροχή
των Φατιμιδών όσο στην αδυναμία των τελευταίων Ιχσιδιδών, οι οποίοι είχαν
χάσει τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Σε αυτό συνέβαλε η
επιδέξια και αποτελεσματικότατη προπαγάνδα των Φατιμιδών που τις τελευταίες
δεκαετίες προετοίμαζε το έδαφος για την εισβολή, υπομονεύοντας την εξουσία
και το κύρος των Ιχσιδιδών.207
Αμέσως μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου ο Ğawhar έστειλε στρατό υπό τις
διαταγές του Ğa‘far bin Fallāh στη Συρία, όπου υπήρχαν ακόμη στρατιωτικές
δυνάμεις των Ιχσιδιδών. Ο Ğa‘far bin Fallāh άφησε το Κάιρο στις 25 Νοεμβρίου
969 και εισχώρησε στην Παλαιστίνη. Ο στρατός των Φατιμιδών προχωρούσε
αργά, επειδή ήταν αναγκασμένος να προφυλάσσεται από τη δράση των αραβικών
φυλών που ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό την ύπαιθρο της περιοχής και τους δρόμους.
Στις 14 Φεβρουαρίου 970 οι Φατιμίδες συγκρούστηκαν στη Ramla με τις
εναπομείνασες δυνάμεις των Ιχσιδιδών και τους κατανίκησαν. Κατόπιν τούτου, ο
στρατός του Ğa‘far bin Falāh κατέλαβε την ίδια την Ramla και την Τιβεριάδα.208
Στην Τιβεριάδα μία αντιπροσωπία Δαμασκηνών προκρίτων ήρθε να συναντήσει
τον στρατηγό Ğa‘far bin Falāh προκειμένου να συζητηθεί η προσχώρηση της
πόλης στους Φατιμίδες. Ήδη τον Οκτώβριο του 968 οι κάτοικοι της Δαμασκού
είχαν επαναστατήσει κατά του κυβερνήτη των Ιχσιδιδών Fanak και είχαν επιλέξει
ως κυβερνήτη τους τον Sālih bin ‘Umayr al-Badawī, έναν από τους αρχηγούς της
ισχυρής φυλής των Ουκαϊλιδών (Bānū ‘Uqayl). Ένα μήνα αργότερα οι Καρμάτες
κυρίευσαν τη Δαμασκό και ανάγκασαν τον al-Badawī να φύγει, αλλά μόλις
άφησαν την πόλη οι Δαμασκηνοί επανέφεραν τον al-Badawī στη θέση του.209 Οι

204
Ibn al-Athīr, 1546: “wa huwa Rūmī”. O Maqrīzī (Itti‘āz, 4) λέει ότι ήταν Σικελός (Siqillī). Το
γεγονός ότι ήταν ġulām (στρατιωτικός σκλάβος) του χαλίφη al-Mu‘izz υποδεικνύει ότι πιθανόν
είχε αιχμαλωτιστεί στη Σικελία ή και στη Νότια Ιταλία κατά τη διάρκεια κάποιας στρατιωτικής
επιχείρησης των Φατιμιδών. Ας σημειωθεί ότι οι Άραβες, ακριβώς όπως οι Βυζαντινοί,
συμπεριλάμβαναν στους “Ρωμαίους”, τους Έλληνες, τους Ιταλούς των βυζαντινών περιοχών της
Ιταλίας και εν γένει όλους αυτούς που ήταν, έστω και τυπικά μόνο, υπήκοοι της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.
205
Al-Antākī, I, 819-820. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 109.
206
Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 109.
207
Al-Antākī, I, 818-819. – Ibn al-Athīr, 1546. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 102 κ. ε. Βλ. M. Canard,
Propagande, 170-185.
208
Al-Antākī, II, 349. – Ibn al-Qalānisī, 1. – Ibn al-Athīr, 1547. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 120.
209
Ibn Taġrībardī, 405.

100
Καρμάτες πραγματοποιούσαν συχνά τέτοιες γρήγορες επιθέσεις ερχόμενοι από
την έρημο, αλλά δεν διέθεταν αρκετούς άνδρες για να εγκαταστήσουν μόνιμες
φρουρές στις πόλεις που καταλάμβαναν· συνήθως ανέθεταν την κυβέρνηση των
πόλεων σε κάποια φυλή, με την οποία ήταν σύμμαχοι, ή την άφηναν στους
προηγούμενους διοικητές με την υποχρέωση να καταβάλλουν ετήσιο φόρο.210
Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Φατιμίδες οι Δαμασκηνοί
στράφηκαν προς το μέρος τους και σε ένδειξη αφοσίωσης η khutba στα τζαμιά
της πόλης έγινε στο όνομα του φατιμίδη χαλίφη al-Mu‘izz και όχι πια του
Αββασίδη χαλίφη (Οκτώβριος 970).211 Οι εκπρόσωποι των Δαμασκηνών πήγαν
λοιπόν στην Τιβεριάδα με τις καλύτερες προθέσεις και έτοιμοι να αποδεχτούν τον
Ğa‘far bin Falāh ως νέο κυβερνήτη τους, αλλά κακοποιήθηκαν και ληστεύτηκαν
από τους Βέρβερους στρατιώτες.212 Αυτή η αποτρόπαια πράξη προκάλεσε την
αγανάκτηση των κατοίκων της Δαμασκού, όπου αυξήθηκε η επιρροή και η
δύναμη των ahdāth και γενικότερα της λαϊκής παράταξης που, σε αντίθεση με
τους προκρίτους, δεν ήθελε να δεχτεί την κυριαρχία των Φατιμιδών.213
Ο Ğa‘far bin Falāh προχώρησε με τον στρατό του και έφτασε στα προάστεια
της Δαμασκού στις 14 Οκτωβρίου 970. Ξέσπασαν μάχες με τα ahdāth και μόνο
μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους προκρίτους και με τους
εκπροσώπους των ahdāth οι Φατιμίδες μπόρεσαν να εισέλθουν στην πόλη.214 Οι
Φατιμίδες χρειάστηκαν τελικά ένα χρόνο για να φτάσουν στη Δαμασκό και είναι
προφανής η διαφορά με τη γρήγορη και σχετικά εύκολη κατάκτηση της Αιγύπτου.
Πράγματι, οι γεωπολιτικοί παράγοντες στη Συρία δεν επέτρεπαν μία άμεση και
ολοκληρωμένη υποταγή της περιοχής· πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αυτοί οι
παράγοντες καθώς και οι παραδοσιακές αυτονομιστικές τάξεις των πόλεων της
Συρίας είχαν οξυνθεί με την εξασθένηση της δυναστείας των Ιχσιδιδών και με την
εγκατάσταση στη Βόρεια Συρία του ανεξάρτητου κράτους των Χαμδανιδών.
Για καλή τύχη των Φατιμιδών δεν διέθεταν όλες οι πόλεις της Συρίας ισχυρά
σώματα πολιτοφυλακής όπως τα ahdath της Δαμασκού, ούτε την απαραίτητη
αποφασιστικότητα για να διεκδικήσουν κάποιου βαθμού αυτονομία από τους
νέους κυριάρχους στην περιοχή. Μετά την κατάληψη της Δαμασκού, οι Φατιμίδες
κυρίευσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα όλες τις πόλεις της ακτής, καθώς και την
Έμεσα και τη Salamiyya στο εσωτερικό της χώρας.215

210
T. Bianquis, Damas, Ι, 39.
211
Ibn al-Athīr, 1547. Η khutba είναι το κήρυγμα που προηγείται της καθορισμένης συλλογικής
προσευχής της Παρασκευής. Στη khutba μνημονεύεται το όνομα του πολιτικού ηγέτη που κυβερνά
τη χώρα και γι’ αυτό απέκτησε μεγάλη πολιτική σημασία κατά την κλασσική ισλαμική περίοδο.
Όταν σε μία πόλη η khutba γινόταν στο όνομα κάποιου πολιτικού ηγέτη αυτό σήμαινε ότι οι
κάτοικοι της πόλης αναγνώριζαν την κυριαρχία του. Οι αλλαγές των πολιτικών δεδομένων και το
πέρασμα μίας πόλης από την κυριαρχία μίας δυναστείας σε μία άλλη επισημαίνονταν πάντα από
την αντίστοιχη αλλαγή της khutba. Βλ. λήμμα “Khutba” (A. J. Wensinck), E.I.2.
212
Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 123.
213
T. Bianquis, Damas, Ι, 42-43.
214
Ibn al-Athīr 1547. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 124-126.
215
Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 124, 127.

101
Τον Δεκέμβριο του 970 ο Ğa‘far bin Falāh έστειλε στρατό με αρχηγό τον Futūh
να επιτεθεί κατά των Βυζαντινών στη Βόρεια Συρία. Η επιχείρηση είχε μεγάλη
σημασία για τους Φατιμίδες: μία ενδεχόμενη ανακατάληψη της Αντιόχειας θα
αύξαινε κατά πολύ το κύρος και την πολιτική επιρροή τους σε όλο τον ισλαμικό
κόσμο και θα ανάγκαζε τους ηγεμόνες του Χαλεπιού και της Έμεσας να
αναγνωρίσουν την επικυριαρχία τους, αποσπώντας έτσι αυτές τις δύο πόλεις από
την συμμαχία με τους Βυζαντινούς.216 Οι Φατιμίδες άρχισαν να πολιορκούν τη
συριακή μεγαλούπολη, πραγματοποιώντας και κάποιες επιδρομές γύρω στην
Αλεξανδρέττα (σημ. İskenderum). Τελικά όμως η είδηση ότι ισχυρός στρατός των
Kαρμάτων κατευθυνόταν προς την Κεντρική Συρία έπεισε τον Ğa‘far bin Falāh να
λύσει την πολιορκία και να ανακαλέσει τα στρατεύματα από την Αντιόχεια
(Ιούνιος 971).217 Οι βυζαντινές πηγές όμως αναφέρουν μία νίκη των βυζαντινών
δυνάμεων με επικεφαλής τον πατρίκιο Νικόλαο επί των Φατιμιδών που
πολιορκούσαν την Αντιόχεια.218
Οι Καρμάτες, που ήταν ισμαηλίτες όπως οι Φατιμίδες, είχαν την στρατιωτική
και οικονομική υποστήριξη των Μπουουαϊχιδών (Buwayhidīyyūn), της
δυναστείας που κυβερνούσε τότε στη Βαγδάτη εν ονόματι των Αββασιδών.219
Οικονομική ενίσχυση ήρθε και από τον Χαμδανίδη εμίρη της Μοσούλης Abū
Taġlib. Στον στρατό των Καρμάτων προστέθηκαν επίσης και πολλοί άνδρες από
τις αραβικές φυλές της Συρίας και από τα ahdath της Δαμασκού. Αυτή η
εκστρατεία αποδεικνύει πόσο λανθασμένες είναι οι προσπάθειες να ερμηνευτούν
τα πολιτικά γεγονότα της εποχής στην Εγγύς Ανατολής με θρησκευτικά και
ιδεολογικά κριτήρια: οι ισμαηλίτες Καρμάτες συμμάχησαν με τους σιίτες
Μπουουαϊχίδες, οι οποίοι ήταν οι “προστάτες” των σουννιτών Αββασιδών,
χρηματοδοτούνταν από τον σιίτη εμίρη της Μοσούλης και μαζί με στρατεύματα
από σουννιτικές πόλεις και φυλές πήγαν να πολεμήσουν τους επίσης ισμαηλίτες
Φατιμίδες. Η αλήθεια είναι ότι η δημιουργία ενός ενιαίου ισλαμικού κράτους που
θα περιλάμβανε όλες τις περιοχές από τον Ατλαντικό Ωκεανό μέχρι τον Ευφράτη
θα επέφερε το τέλος για όλες τις μεσαίες και μικρές πολιτικές οντότητες του
υπόλοιπου ισλαμικού κόσμου· μόνο οι Καρμάτες όμως διέθεταν τότε την
απαραίτητη στρατιωτική δύναμη και την ακόμη περισσότερο απαραίτητη πολιτική
βούληση να αντιμετωπίσουν τους Φατιμίδες.

216
T. Bianquis, Damas, Ι, 53-54. Σημαντικός ήταν ο ρόλος των πολυάριθμων μουσουλμάνων
προσφύγων από την Αντιόχεια και από την Κιλικία που είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο και στη
Συρία, οι οποίοι ζητούσαν επίμονα από τη νέα κυβέρνηση να πολεμήσει τους Βυζαντινούς και να
ανακαταληφθούν οι χαμένες πατρίδες τους. Οι μουσουλμάνοι της Εγγύς Ανατολή έδιναν επίσης
μεγάλη σημασία στον θάνατο του τρομερού Νικηφόρου Φωκά, γεγονός που φαινόταν να τους
προσφέρει κάποιες δυνατότητες να εκδικηθούν τις πρόσφατες ήττες. C. E. Bosworth, Byzantium
and the Arabs, 11. – T. Bianquis, Damas, Ι, 7, 55.
217
Al-Antākī, II, 350-351. – Ibn al-Athīr, 1547. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 126.
218
Λέων Διάκονος, 103. – Ιω. Σκυλίτζης, 287. Ο Walker βασιζόμενος σε κάποιες ισμαηλιτικές
πηγές επιβεβαιώνει τις πληροφορίες των βυζαντινών πηγών, προσδιορίζοντας τον τόπο της μάχης
κάτω από τα τείχη της Αλεξανδρέττας. P. Walker, A Byzantine Victory over the Fatimids at
Alexandretta (971), Byzantion 42 (1972), 431-440.
219
Για τους Μπουουαϊχίδες βλ. το λήμμα “Buwayhids or Būyids”, E.I.2 (Cl. Cahen).

102
Η πολυσύνθετη στρατιά των Καρμάτων υπό την αρχηγία του al-A‘sam220
εισέβαλε στη Συρία και νίκησε τον στρατό των Φατιμιδών κοντά στη Δαμασκό
(31 Αυγούστου 971)· στη μάχη σκοτώθηκε και ο Ğa‘far bin Falāh, αρχηγός των
αιγυπτιακών δυνάμεων στη Συρία. Από την Αίγυπτο ο Ğawhar είχε εν τω μεταξύ
στείλει μία στρατιά με επικεφαλής τον Sa‘āda bin Hayyām για να συνδράμει τον
Ğa‘far bin Falāh στις επιχειρήσεις κατά των Καρμάτων. Ο Sa‘āda bin Hayyām
είχε μόλις φτάσει στην Παλαιστίνη, όταν έμαθε για την καταστροφή του Ğa‘far
bin Falāh, και αποφάσισε να υποχωρήσει στο οχυρωμένο λιμάνι Yafa. Οι
Καρμάτες άφησαν κάποια στρατεύματα να πολιορκούν την Yafa και προχώρησαν
προς την Αίγυπτο. Μπροστά στον κίνδυνο της επικείμενης εισβολής, ο Ğawhar
οργάνωσε την άμυνα της Αιγύπτου και διέταξε την κατασκευή οχυρωματικών
έργων γύρω από την πρωτεύουσα al-Fustāt, και όλα αυτά χωρίς να σταματήσει
την οικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας του Καΐρου (al-Qāhira). Οι Καρμάτες
έφτασαν στην Αίγυπτο τον Δεκέμβριο του 971 και επιτέθηκαν στο al-Fustat, αλλά
αποκρούστηκαν μετά από τριήμερη μάχη. Η έλευση νέων ενισχύσεων για τους
Φατιμίδες από τη Βόρεια Αφρική έπεισε τους Καρμάτες να σταματήσουν τις
επιθέσεις και να υποχωρήσουν στη Συρία.221
Οι Φατιμίδες είχαν καταφέρει να υπερασπιστούν την Αίγυπτο, αλλά είχαν χάσει
σχεδόν ολόκληρη τη Συρία: υπό τον έλεγχό τους παρέμειναν μόνο η Γιάφα και τα
μεγάλα οχυρωμένα λιμάνια της Τρίπολης και της Τύρου. Τα γεγονότα του 969-
971 έκαναν φανερή την ανεπάρκεια του στρατού των Φατιμιδών, που
αποτελούνταν κυρίως από ελαφρώς οπλισμένους πεζούς βερβερικής καταγωγής,
απέναντι στο σιδηρόφρακτο ιππικό των ανατολικών ισλαμικών κρατών και την
ανικανότητά του να διενεργεί μακρόχρονες πολιορκίες.222 Φάνηκε επίσης πόσο
σημαντικό ήταν για την όποια δύναμη ήθελε να ελέγξει τη Συρία, να
προσεταιριστεί τις αραβικές φυλές της ενδοχώρας.223 Οι Φατιμίδες κατόρθωσαν
να κρατήσουν τις παράκτιες πόλεις χάρη στον στόλο τους, αλλά μετά την απώλεια
της Δαμασκού έχασαν όλο το εσωτερικό της Συρίας και την Παλαιστίνη, γεγονός
που πέρα από την πολιτική και οικονομική δείχνει και τη στρατηγική σημασία της
συριακής πρωτεύουσας. Διαφορετικά απ’ ό,τι είχε συμβεί με τους Τουλουνίδες
και τους Ιχσιδίδες, την κατάληψη της Αιγύπτου δεν ακολούθησε η κατάκτηση της
Συρίας, και αυτό εξαιτίας των νέων δεδομένων στην περιοχή, δηλαδή της
αυξανόμενης δύναμης των συριακών πόλεων και των αραβικών φυλών, που είχαν
καταφέρει σε κάποιες περιπτώσεις να αυτονομηθούν, καθώς και εξαιτίας της
πολιτικής διάσπασης που είχε προκαλέσει τη δημιουργία διαφόρων πολιτικών
οντοτήτων. Αυτή η διάσπαση έκανε παραδόξως τα πράγματα πιο δύσκολα για
τους Φατιμίδες, για τους οποίους δεν αρκούσε να νικήσουν την προηγούμενη
δυναστεία για να πάρουν τη θέση της στην Αίγυπτο και στη Συρία, αλλά έρχονταν
220
Το πραγματικό του όνομα ήταν Abū ‘Alī al-Hasan bin Abī Mansūr Ahmad al-Ğanābī al-Hağārī.
221
Al-Antākī, II, 351. – Ibn al-Qalānisī, 1. – Ibn al-Athīr, 1554. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 128-131.
222
B. J. Beshir, Military Organization, 37-38, 42, 45-49. – D. Ayalon, Egypt, 27-31. – Y. Lev,
Army, 337-338, 342-346. – T. Bianquis, Damas, Ι, 63.
223
T. Bianquis, Damas, Ι, 16, 151-152.

103
αντιμέτωποι με πολλούς αντιπάλους, ο καθένας από τους οποίους επιζητούσε τη
βοήθεια άλλων δυνάμεων, όπως ο ηγεμόνας του Χαλεπιού Qarġawaih που
κυβερνούσε υπό την προστασία των Βυζαντινών.
Οι Καρμάτες επιτέθηκαν ξανά στην Αίγυπτο το 974. Τότε την άμυνα διηύθυνε
ο ίδιος ο χαλίφης al-Mu‘izz, ο οποίος είχε έρθει από την Ifrīqiya και είχε
εγκατασταθεί στη νέα πρωτεύουσα το Κάιρο (Ιούνιος 973). Η αποφασιστική μάχη
έγινε στο ‘Ayn Šams τον Απρίλιο του 974 και κατέληξε σε ήττα των Καρμάτων.
Ο al-A‘sam αποσύρθηκε στη Συρία και από εκεί στις βάσεις των Καρμάτων στον
Περσικό Κόλπο. Δεχόμενοι τις επιθέσεις των πρώην συμμάχων τους
Μπουουαϊχιδών οι Καρμάτες άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους Φατιμίδες με
τους οποίους τελικά συμφιλιώθηκαν. Έπαψε λοιπόν να υφίσταται για τους
Φατιμίδες η απειλή των Καρμάτων που τόσα προβλήματα είχαν προκαλέσει στους
νέους κυριάρχους της Αιγύπτου.224
Μετά τη νίκη κατά των Καρμάτων στην Αίγυπτο, ο al-Mu‘izz έστειλε στρατό
στη Συρία για να καταδιώξει τον al-A‘sam και να επαναφέρει την περιοχή κάτω
από την κυριαρχία των Φατιμιδών. Ο επικεφαλής του στρατού, ο στρατηγός Abū
Mahmūd Ibrahīm bin Ğa‘far, προήλασε χωρίς να συναντήσει καμία σοβαρή
αντίσταση μέχρι τη Δαμασκό, όπου εισήλθε αμαχητί στις 18 Ιουνίου 974.225
Η δεύτερη κατάληψη της Δαμασκού από τους Φατιμίδες έγινε χωρίς καμία
αντίδραση από τους κατοίκους της πόλης και με πλήρη ησυχία. Σύντομα όμως η
κατάσταση στην πόλη άλλαξε· ο Abū Mahmūd δεν διέθετε τα χρήματα για την
πληρωμή των μισθών στους στρατιώτες του, οι οποίοι ήταν στην πλειονότητά
τους Βέρβεροι.226 Οι απλήρωτοι στρατιώτες άρχισαν να λεηλατούν τα κτήματα
που βρίσκονταν στην Ġūta, την εύφορη περιοχή γύρω από την πόλη, και να
ληστεύουν τους ταξιδιώτες που περνούσαν από τη Δαμασκό. Τον Ιούλιο του 974
ξέσπασαν οι πρώτες συμπλοκές μεταξύ Δαμασκηνών και στρατιωτών. Οι
συγκρούσεις γενικεύτηκαν και μετατράπηκαν σε ένα είδος ανταρτοπόλεμου, όπου
οι Δαμασκηνοί, ταμπουρωμένοι σε οικοδομήματα των προαστίων, αντιστέκονταν
σθεναρά στους Αιγυπτίους στρατιώτες, οι οποίοι δεν διέθεταν τα απαραίτητα
πολιορκητικά μέσα για να εκδιώξουν τους αντιπάλους τους από τις έστω και
πρόχειρες οχυρώσεις τους. Τελικά το κατάφεραν κάνοντας χρήση του υγρού
πυρός (tarahū an-nār). Οι μάχες όμως κράτησαν μέχρι τον Μάιο 975, όταν οι
Δαμασκηνοί, εξουθενωμένοι από τον πολύμηνο αγώνα και φοβούμενοι για την
κατάσταση της οικονομίας της πόλης, που ζούσε κυρίως από το εμπόριο, άρχισαν
διαπραγματεύσεις με τον Abū Mahmūd, στον οποίο τελικά παρέδωσαν την
πόλη.227 Ο χαλίφης al-Mu‘izz, έντονα δυσαρεστημένος από τον Abū Mahmūd, τον
ανακάλεσε και τον αντικατέστησε με τον πιο έμπειρο και συνετό Rayyān al-
Khādim. Ο Rayyān al-Khādim είχε διαπρέψει στην Τρίπολη τον προηγούμενο
224
T. Bianquis, Damas, Ι, 67-68.
225
Ibn al-Qalānisī, 3. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 210.
226
Αυτό της πληρωμής των μισθών στους στρατιώτες ήταν ένα πρόβλημα που ταλάνιζε συχνά τον
στρατό των Φατιμιδών. B. J. Beshir, Military Organization, 46. - T. Bianquis, Damas, Ι, 63.
227
Ibn al-Qalānisī, 3-6. – Ibn al-Athīr, 1561-1562. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 210-214.

104
χειμώνα, όταν κατάφερε να εκδιώξει από την πόλη τον πρώην κυβερνήτη Ibn
Zayyāt που είχε επαναστατήσει κατά του χαλίφη και είχε δηλώσει υποταγή στον
Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο al-Mu‘izz αντάμειψε τον Rayyān al-Khādim
ονομάζοντάς τον νέο κυβερνήτη της Τρίπολης. Ο Rayyān al-Khādim έφτασε στη
Δαμασκό τον Απρίλιο-Μάιο 975, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει πολύ σύντομα
στην Τρίπολη που απειλούνταν από την επικείμενη εισβολή του Ιωάννη
Τσιμισκή.228
Για ακόμη μία φορά η Δαμασκός βρέθηκε σε κατάσταση αναρχίας· για να
αποφευχθεί μία νέα περίοδος ταραχών που θα επιβάρυνε την ήδη δοκιμασμένη
πόλη, οι πρόκριτοι προσέφεραν την εξουσία σε έναν Τούρκο οπλαρχηγό, πρώην
αξιωματικό των Μπουουαϊχιδών, ο οποίος είχε μόλις φτάσει από το Ιράκ, τον Alp
Takīn (που συνήθως αναφέρεται στις αραβικές πηγές ως Alftakīn). Ο Alp Takīn
εισήλθε στη Δαμασκό στις 14 Μαΐου 975, συνοδεία μερικών Τούρκων
στρατιωτών και ανακηρύχτηκε ηγεμόνας της πόλης.229
Ο Alp Takīn δεν είχε ακόμη προλάβει να σταθεροποιήσει την κυριαρχία του
στη πόλη, όταν έφτασε στην περιοχή ο βυζαντινός στρατός με επικεφαλής τον ίδιο
τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (Μάιος-Ιούνιος 975). Για να εκτιμηθεί ορθά η
σημασία της περίφημης εκστρατείας του Ιωάννη Τσιμισκή στη Συρία πρέπει να
ληφθεί υπ’ όψη η τότε πολιτική κατάσταση στην περιοχή: στο Χαλέπι
κυβερνούσε ο Τούρκος αξιωματικός Bakğūr που είχε σταδιακά υποσκελίσει τον
ομοεθνή και προκάτοχό του Qarġawaih. Ο Bakğūr, τυπικά υποτελής του
Χαμδανίδη Abū l-Ma‘ālī, ήταν σύμμαχος των Βυζαντινών από το 969 και
πλήρωνε σε αυτούς ετήσιο φόρο με βάση τη συνθήκη που είχε συνάψει με τον
Νικηφόρο Φωκά.
Ο Χαμδανίδης Abū l-Ma‘ālī (γνωστός αργότερα και ως Sa‘ad ad-Dawla), γιος
και νόμιμος διάδοχος του Sayf ad-Dawla, κυβερνούσε στην Έμεσα και ήταν,
τυπικά μόνο, επικυρίαρχος στο Χαλέπι, όπου το όνομα του μνημονευόταν στα
τζαμιά. Οι όροι της συνθήκης του 969 αφορούσαν φυσικά και τον Abū l-Ma‘ālī·
μάλιστα στα χρόνια αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης οι Βυζαντινοί είχαν
επιτεθεί κατά της Έμεσας, για να αναγκάσουν τον Abū l-Ma‘ālī να πληρώσει το
μερίδιο του ετήσιου φόρου που του αναλογούσε.230
Στη Δαμασκό, όπως είδαμε, κυβερνούσε ο Alp Takīn, η εξουσία του οποίου δεν
ήταν ακόμη σταθερή. Οι Φατιμίδες ήλεγχαν ουσιαστικά τις παράκτιες πόλεις, την
Παλαιστίνη και μερικές μόνο πόλεις στο εσωτερικό της Κεντρικής Συρίας, και
αυτές μέσω κάποιου τοποτηρητή, που ήταν συνήθως ένας πιστός σε αυτούς
φύλαρχος. Η πολιτική διάσπαση και η έλλειψη ενότητας των μουσουλμάνων της
Συρίας εξηγούν την ευκολία με την οποία ο Τσιμισκής έφτασε χωρίς να
συναντήσει σοβαρή αντίσταση μέχρι τη Δαμασκό. Τα Εμιράτα του Χαλεπιού και
228
Ibn al-Qalānisī, 6. – Ibn al-Athīr, 1562. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 214, 220.
229
Al-Antākī, II, 368. – Ibn al-Qalānisī, 6-7. – Ibn al-Athīr, 1566. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 218-219.
230
Kamāl ad-Dīn, 31. Ο Canard εικάζεται πως ο Abū l-Ma‘ālī εγκατέλειψε την Έμεσα όταν
πληροφορήθηκε τον ερχομό του Τσιμισκή, εγκαταλείποντας την πόλη στη μοίρα της, χωρίς όμως
να αναφέρει κάποια πηγή. M. Canard, H’amdanides, 843.

105
της Έμεσας όχι μόνο δεν τον εμπόδισαν αλλά τον βοήθησαν και διευκόλυναν την
προέλασή του μέχρι τη Δαμασκό· αυτό εξάλλου προέβλεπαν οι σαφείς όροι περί
στρατιωτικής συνεργασίας και υποστήριξης που περιλαμβάνονταν στη συνθήκη
του 969.231 Μία μόνο σύγκρουση έγινε κοντά στο Ba‘lbakk (Ηλιούπολη), όπου οι
Βυζαντινοί νίκησαν τους βεδουίνους που ήλεγχαν την περιοχή, εισήλθαν στην
πόλη και την λεηλάτησαν.232
Από την πλευρά του ο Alp Takīn δεν διέθετε αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις για
να αντιμετωπίσει τον βυζαντινό στρατό και δέχτηκε πρόθυμα την πρόσκληση σε
διαπραγμάτευση που Άραβες αξιωματούχοι που βρίσκονταν στον πλευρό του
Τσιμισκή απηύθυναν σε αυτόν και στους Δαμασκηνούς προκρίτους.233 Ο Alp
Takīn μαζί με τους εκπροσώπους των Δαμασκηνών συναντήθηκαν με τον
Τσιμισκή έξω από τη Δαμασκό, στην τοποθεσία ‘Ayn al-Ğarr.234 Το κλίμα ήταν
ιδιαίτερα φιλικό και οι δύο πλευρές έφτασαν γρήγορα σε μία συμφωνία: ο
αυτοκράτορας δεν θα επετίθετο κατά της Δαμασκού έναντι καταβολής
συγκεκριμένου χρηματικού ποσού (100.000 ασημένια dirhām ή 30.000 χρυσά
dīnār, ανάλογα με τις πηγές)·235 σύμφωνα με τις αραβικές πηγές δεν συνήφθη
όμως καμία συνθήκη που προέβλεπε την πληρωμή ετησίου φόρου ούτε κάποιου
είδους υποτέλεια, όπως είχε συμβεί με το Χαλέπι.236 Ο Alp Takīn, μην μπορώντας

231
Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 220: “ο βασιλιάς των Ρωμαίων δεν συνάντησε καμία αντίσταση στην περιοχή
της Έμεσας, δυνάμει της συνθήκης που υπήρχε μεταξύ αυτού και του Abū ’l-Ma‘ālī” ( ‫ﻓﻠﻢ ﻳﻌﺮض ﻷﺣﺪ‬
‫)ﺑﺄرض ﺣﻤﺺ ﻟﻬﺪﻧﺔ آﺎﻧﺖ ﺑﻴﻨﻪ وﺑﻴﻦ أﺑﻲ اﻟﻤﻌﺎﻟﻲ اﺑﻦ ﺣﻤﺪان‬. – Ματθαίος Εδέσσης, 29 (Μπαρτικιάν, 27). Ο Ibn
al-Qalānisī (σ. 8) όμως αναφέρει ότι πριν φτάσει το Ba‘lbakk ο Τσιμισκής κυρίευσε και την
Έμεσα. Στο πλευρό του Τσιμισκή πολέμησαν και Άραβες στρατιώτες από τις φυλές της βόρειας
Συρίας, η συνδρομή των οποίων στο συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων έχαιρε ιδιαίτερης
εκτίμησης από τους Βυζαντινούς. A. J. Cappel, ‘Arab, 116-117 με την υπ. 7, 118.
232
Al-Antākī, II, 368. – Ibn al-Qalānisī, 8. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 220-221. – Ματθαίος Εδέσσης, 29-
30 (Μπαρτικιάν 27-28). Σύμφωνα με τον Maqrīzī η πόλη είχε προηγουμένως καταληφθεί από τον
Alp Takīn, ο οποίος είχε κατευθυνθεί εκεί για να πολεμήσει τον Zālim bin Mawhūb, τον
κυβερνήτη των Φατιμιδών στην πόλη. Ο Zālim bin Mawhūb είχε όμως εγκαταλείψει την πόλη
μαζί με τη φρουρά και έτσι ο Alp Takīn μπόρεσε να εισέλθει σε αυτήν αμαχητί. Στη συνέχεια
επέστρεψε στη Δαμασκό και η πόλη περιήλθε στην κατοχή της τοπικής φυλής των Ουκαϊλιδών. Ο
al-Antākī λέει ότι ο Τσιμισκής έφτασε στο Ba‘lbakk τον ramadān του 364 (15 Μαΐου- 13 Ιονίου
975) και, αφού εκπόρθησε την πόλη, την κατέστρεψε και αιχμαλώτισε τον κυβερνήτη της Ğayš
bin as-Samsāma. Σύμφωνα με άλλες πηγές όμως (βλ. υπ. 95) ο Ğayš bin as-Samsāma
αιχμαλωτίστηκε από τους άνδρες του Alp Takīn μετά τη μάχη της Τιβεριάδας στην Παλαιστίνη. Ο
Λέων Διάκονος δεν λέει τίποτε για την Έμεσα και το Ba‘lbakk, αλλά αναφέρει τις κατακτήσεις
του Manbiğ και της Afāmiyya (Απάμεια) από τον Τσιμισκή (σ. 165-166). Αυτό όμως φαίνεται
αμφίβολο δεδομένου ότι οι δύο αυτές πόλεις ανήκαν στο Εμιράτο του Χαλεπιού, σύμμαχο των
Βυζαντινών.
233
Ibn al-Qalānisī, 8. Οι Άραβες αξιωματούχοι ήταν ο πρώην μουσουλμάνος κυβερνήτης της
Ταρσού Ibn az-Zayyāt και ο επίσης Ταρσιώτης ad-Dimašqī.
234
Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 222.
235
Ibn al-Qalānisī, 8 (100.000 dirhām). – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 222 (30.000 dīnār).
236
Al-Antākī, II, 368-369. – Ibn al-Qalānisī, 8. – Maqrīzī, Ι, Itti‘āz, 221-222. Ο Λέων Διάκονος
(σ. 166) λέει ότι ο Τσιμισκής κατέστησε τους Δαμασκηνούς φοροτελείς και συμμάχους του
Βυζαντίου. Το ίδιο ισχυρίζεται ο Ματθαίος Εδέσσης, ο οποίος μάλιστα προσθέτει ότι ο Τσιμισκής
διόρισε στη Δαμασκό στρατηγό “έναν άνδρα, ονομαζόμενο Τούρκος”· εδώ φυσικά εννοεί τον Alp
Takīn. Η πληροφορία του Ματθαίου δεν είναι εντελώς απίθανη αν γίνει δεκτή με την έννοια ότι ο
Τσιμισκής αναγνώρισε ως νόμιμο ηγεμόνα της Δαμασκού τον Alp Takīn, τον οποίο μπορούσε να
παρουσιάσει ως σύμμαχο και φίλο του. Πιο δύσκολο είναι να δεχτεί κανείς άλλες πληροφορίες του

106
να αντισταθεί στρατιωτικά στον Τσιμισκή εξαγόρασε την ειρήνη, αυτό ήταν κάτι
που προφανώς συνέφερε και στους Βυζαντινούς που επέκτειναν έτσι νοτιότερα τη
ζώνη επιρροής τους, χωρίς να εμπλακούν σε μία πολιορκία που διαφαινόταν
δύσκολη και μακροχρόνια. Επί πλέον, αναγνωρίζοντας τον Alp Takīn ως νόμιμο
ηγεμόνα της Δαμασκού, οι Βυζαντινοί βοήθησαν αυτή την πόλη να αποσπαστεί
από την άμεση κυριαρχία των Φατιμιδών.
Μετά τη σύναψη της συνθήκης ο Τσιμισκής κατευθύνθηκε προς τις ακτές του
Λιβάνου, ενώ ο Alp Takīn επετέθη στις πόλεις της Νότιας Συρίας και της Βόρειας
Παλαιστίνης που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Φατιμιδών. Οι άνδρες του Alp
Takīn νίκησαν τα στρατεύματα του στρατηγού Ğayš bin as-Samsāma και των
Αράβων συμμάχων του κοντά στην Τιβεριάδα και κατέλαβαν την πόλη. O Ğayš
bin as-Samsāma αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στον Alp Takīn, ο οποίος τον
παρέδωσε στον Τσιμισκή. Ο Alp Takīn στράφηκε κατόπιν τούτου κατά της
Σιδώνος και άλλων πόλεων της ακτής. Οι εναπομείνασες δυνάμεις των Φατιμιδών
υποχώρησαν αρχικά στην Ramla και μετά στα Ιεροσόλυμα και στην Ασκαλώνα
(‘Asqalān), όπου πολιορκήθηκαν από τον Alp Takīn.237 Αυτές οι επιτυχίες του
Alp Takīn στην Βόρεια Παλαιστίνη και στη Νότια Συρία αντιστοιχούν πιθανόν
στις “νίκες” που αναφέρονται στο περιβόητο γράμμα του Τσιμισκή στον Αρμένιο
βασιλιά Ašot Γ΄, γράμμα που σύμφωνα με κάποιους μελετητές σώζεται σε ένα
αρμενικό χρονικό του 12ου αιώνα, το χρονικό του Ματθαίου της Εδέσσης.238 Το
κείμενο αυτό είναι η μόνη πηγή που αναφέρει ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας
προχώρησε νότια της Δαμασκού. Ο Λέων Διάκονος, η μόνη βυζαντινή πηγή που
αναφέρεται εκτενώς στην εκστρατεία του Τσιμισκή, συμφωνώντας με όλες τις
αραβικές πηγές, λέει πως μετά τη συνάντηση με τον Alp Takīn ο Τσιμισκής
στράφηκε δυτικά προς τα όρη του Λιβάνου. Σε καμία από τις αραβικές πηγές,
ακόμη και σε αυτές που ασχολούνται με την τοπική ιστορία της Δαμασκού, όπως
ο Ibn al-Qalānisī, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μνεία στην κατάληψη ή στην υποταγή,
έστω και προσωρινά, των πόλεων της Νότιας Συρίας και της Βόρειας Παλαιστίνης
που αναφέρονται στο αρμενικό κείμενο, όπου μάλιστα λέγεται πως διορίσθηκαν
στρατηγοί για όλες τις κατακτηθείσες περιοχές.239 Σύμφωνα με τις αραβικές
πηγές, αυτές οι πόλεις μετατράπηκαν σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ
του Alp Takīn και των συμμάχων του Καρμάτων από την μία πλευρά και των
Φατιμιδών και των συμμάχων τους Ουκαϊλιδών από την άλλη. Αυτός ο πόλεμος

Ματθαίου, σύμφωνα με τον οποίο ο Alp Takīn (που μόλις είχε φτάσει από τη Βαγδάτη) είχε ήδη
υπηρετήσει στο παρελθόν υπό τον Τσιμισκή και ότι έγινε χριστιανός.
237
Ibn al-Qalānisī, 9-12. – Ibn al-Athīr, 1567-1568. – Maqrīzī, Itti‘āz, 222.
238
Ματθαίος Εδέσσης, 30-31 (Μπαρτικιάν, 28-30); F. Dölger, Regesten, αρ. 749g. Για τη vexata
quaestio αυτής της επιστολής παραπέμπουμε στο άρθρο του P. Walker, The “Crusade” of John
Tzimiscés in the light of new arabic evidence, Byzantion 47 (1977), 301-327, το οποίο, κατά τη
γνώμη μας, θέτει τέρμα στο ζήτημα της αξίας των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο
αρμενικό κείμενο, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.
239
Ματθαίος Εδέσσης, 30-31 (Μπαρτικιάν, 28-30). Φυσικά αν γίνουν δεκτά όσα λέει ο Ματθαίος
τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί δεν υπάρχει κανένα ίχνος αυτών των νέων θεμάτων και
στρατηγών και πότε και πως χάθηκαν ξανά τόσες πόλεις και περιοχές από τους Βυζαντινούς.

107
δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από καμία υποτιθέμενη βυζαντινή παρουσία στην
περιοχή. Έχουμε επίσης ακριβείς αναφορές στους κυβερνήτες και σε άλλες
διοικητικές αρχές αυτών των πόλεων κατά τα χρόνια εκείνα: αυτοί ήταν όλοι
μουσουλμάνοι, είτε εκπρόσωποι των Φατιμιδών είτε άνδρες του ανερχόμενου Alp
Takīn.240
Για τα μετά τη Δαμασκό γεγονότα υπάρχει ομοφωνία μεταξύ όλων των πηγών,
με εξαίρεση πάντα το αρμενικό χρονικό του Ματθαίου της Εδέσσης. Ο Τσιμισκής
αφού κατέλαβε την τότε μικρή πόλη της Βηρυτού, πολιόρκησε την Τρίπολη, δεν
μπόρεσε όμως να την κατακτήσει.241 Αποφάσισε λοιπόν να επιστρέψει στην
Αντιόχεια και κατά την πορεία κυρίευσε κάποια οχυρά νότια της Αντιόχειας:
συγκεκριμένα ο al-Antākī αναφέρει τα οχυρά Balanyās, Ğabala, Barzūyah και
Sihyūn. Τα δύο τελευταία οχυρά δεν ήταν υπό τον έλεγχο των Φατιμιδών, αφού
ανήκαν στον Abū al-Ma‘ālī της Έμεσας και τα διοικούσε ένας Τούρκος
αξιωματικός του, ο Ruqtāš. Παραδόθηκαν στους Βυζαντινούς από τον γραμματέα
του Ruqtāš, τον χριστιανό Kulayb, που ανταμείφτηκε για την πράξη του από τον
αυτοκράτορα με τον τίτλο του πατρικίου και αργότερα έγινε κυβερνήτης της
Αντιόχειας.242 Φαίνεται πως και η πόλη της Λαοδίκειας, που δεν αναφέρεται από
τις πηγές, ενσωματώθηκε τότε στο Βυζαντινό Κράτος. Το βυζαντινό σύνορο νότια
της Αντιόχειας (παραθαλάσσια περιοχή) απέκτησε λοιπόν την οριστική του
μορφή, με κάποια χρόνια καθυστέρηση σε σύγκριση με εκέινο βόρεια και
ανατολικά του Χαλεπιού, που είχε οριστεί με τη συνθήκη του 969 με τους
Χαμδανίδες.243
Με βάση τις κυριότερες πηγές, η εκστρατεία του Ιωάννη Τσιμισκή δεν έχει να
επιδείξει σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες. Ο βυζαντινός στρατός δεν
αντιμετώπισε τα στρατεύματα των Φατιμιδών μέχρι να φτάσει στο Λίβανο και δεν
ενεπλάκη σε καμία σοβαρή σύγκρουση πριν από την πολιορκία της Τρίπολης.
Ουσιαστικά οι στρατιωτικές επιχειρήσεις περιορίστηκαν στην εκπόρθηση
μερικών μικρών οχυρών και στην αποτυχημένη πολιορκία της Τρίπολης.
Μοναδικό εδαφικό κέρδος υπήρξε η προσάρτηση της Λαοδίκειας και άλλων
οχυρών βόρεια της Τρίπολης. Τα πολιτικά οφέλη όμως υπήρξαν μεγάλα: το

240
Βλ. υπ. 88.
241
Al-Antākī, IΙ, 369. – Ibn al-Qalānisī, 8-9. – Maqrīzī, Itti‘āz, 222. – Λέων Διάκονος, 166, 168 .-
Ματθαίος Εδέσσης, 30-32 (Μπαρτικιάν, 28-30), ο οποίος, ως γνωστόν, προσθέτει στον κατάλογο
των πόλεων που κατακτήθηκαν ή υποτάχθηκαν από τον Τσιμισκή τη Σιδώνα, την Τιβεριάδα, την
Καισάρεια, τη Ramla, τη Δεκάπολη (που όμως ήταν περιοχή και όχι πόλη), την Άκρη
(Πτολεμαΐδα), και τη Ναζαρέτ. Ο Σκυλίτζης στην σύντομη αναφορά που κάνει στην εκστρατεία
του Τσιμισκή στη Συρία λέει ότι ο αυτοκράτορας “a[peisin a[cri Damaskou`”. Ιω.
Σκυλίτζης, 311.
242
Al-Antākī, IΙ, 369, 373. Από αυτά τα οχυρά ο Λέων Διάκονος κατονομάζει τη Βορζώ
(Barzūyah) και τη Βαλαναία (Balanyās). Λέων Διάκονος, 166, 168. Για αυτές τις τοποθεσίες βλ.
G. Le Strange, Palestine, 424-425, όπου αναφέρεται ως Buluniyās. – R. Dussaud, Topographie,
128 κ. ε. Για τον Kulayb βλ. επίσης V. Laurent, Gouverneurs, 231. – J. C. Cheynet, L’apporte
arabe, 141-142.
243
Ο al-Antākī (IΙ, 369) λέει ότι ο αυτοκράτορας “διόρισε κυβερνήτες σε αυτά τα οχυρά που από
τότε μέχρι σήμερα ανήκουν στους Βυζαντινούς”. Για την διοικητική οργάνωση των περιοχών της
ακτής νοτίως της Αντιόχειας βλ. N. Oikonomides, La frontière orientale, 285 με υπ. 1, 294.

108
Βυζάντιο είχε επιβεβαιώσει και ενισχύσει την επιρροή του στην περιοχή. Οι
σύμμαχοι-υποτελείς του Χαλεπιού και της Έμεσας έλαβαν απτή απόδειξη ότι η
Αυτοκρατορία είχε τη δύναμη και την πολιτική θέληση να επέμβει όποτε ένας
οποιοσδήποτε παράγοντας απειλούσε να ταράξει τις ισορροπίες. Οι Φατιμίδες που
μόλις είχαν καταφέρει με χίλιους κόπους να αποκτήσουν τον έλεγχο στη Δαμασκό
και την Κεντρική Συρία τον έχασαν πάλι. Ο Τσιμισκής κατάφερε έτσι να
αποσοβήσει τον κίνδυνο μίας ενωμένης Συρίας υπό την κυριαρχία των Φατιμιδών,
σώζοντας τους συμμάχους-υποτελείς των Βυζαντινών από μία πιθανή υποταγή
στον χαλίφη του Καΐρου.244 Οι παραθαλάσσιες πόλεις παρέμειναν ωστόσο υπό
αιγυπτιακή κυριαρχία. Τίθεται εύλογα το ερώτημα γιατί οι Βυζαντινοί δεν
χρησιμοποίησαν τον στόλο τους κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του
Τσιμισκή. Βέβαια οι ναυτικές δυνάμεις των Φατιμιδών ήταν αξιόλογες, αλλά από
τη άλλη οι Βυζαντινοί είχαν πρόσφατες επιτυχίες στην ανάκτηση της Κρήτης και
της Κύπρου και είχαν αποδείξει ότι μπορούσαν να επιδοθούν σε μεγάλης
κλίμακας ναυτικές επιχειρήσεις. Η παντελής απουσία του βυζαντινού ναυτικού
ενισχύει την άποψη ότι ο Τσιμισκής δεν απέβλεπε σε εδαφικές κατακτήσεις και σε
επέκταση των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Η εκστρατεία του Τσιμισκή φαίνεται
λοιπόν να ήταν περισσότερο μία επίδειξη δύναμης παρά μία “σταυροφορία” για
την απελευθέρωση της Εγγύς Ανατολής από τον ζυγό των Αγαρηνών. Άλλωστε η
περιοχή ανήκε πια οριστικά στον ισλαμικό κόσμο και ο πληθυσμός της είχε
πλήρως εξαραβιστεί.245 Επίσης, οι μεγάλες δυσκολίες που προέκυψαν στην
οργάνωση των περιοχών της Κιλικίας και της Βόρειας Συρίας που πρόσφατα
είχαν ανακτηθεί απέτρεπαν τη βυζαντινή κυβέρνηση από νέους πολέμους για
περαιτέρω κατακτήσεις. Ο Ιωάννης Τσιμισκής εφάρμοσε στην εκστρατεία του το
στρατηγικό δόγμα που είχε καθιερωθεί μετά την κατάληψη της Αντιόχειας, δόγμα
που προέβλεπε την αυστηρή διατήρηση του status quo στην Εγγύς Ανατολή και
την αναχαίτιση οποιασδήποτε προσπάθειας επέκτασης της ζώνης επιρροής των
Φατιμιδών προς το Χαλέπι. Επιβεβαιώθηκε επίσης η στρατηγική σημασία του
δορυφόρου κρατιδίου του Χαλεπιού για τα βυζαντινά συμφέροντα στην
περιοχή.246

244
Ήδη από το 970 στο Χαλέπι και στην Έμεσα στην khutba μνημονευόταν το όνομα του φατιμίδη
χαλίφη al-Mu‘izz. Με αυτή την πράξη οι ηγεμόνες του Χαλεπιού και της Έμεσας ήθελαν να
προετοιμάσουν το έδαφος για μία ειρηνική μετάβαση από την (θεωρητική) κυριαρχία των
Αββασιδών σε εκείνη (περισσότερο ουσιαστική) των Φατιμιδών. Ibn al-Athīr, 1563. – Maqrīzī,
127.
245
Ακόμη και ο ορθόδοξος πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Ευτύχιος/Sa‘īd (877-940) έγραψε το
ιστορικό του έργο στα αραβικά. Πρέπει να επισημανθεί ότι το έργο του απευθυνόταν στην
ορθόδοξη κοινότητα της Αλεξάνδρειας, της οποίας ήθελε να τονώσει το ηθικό και να αφυπνίσει
την αυτογνωσία, εξιστορώντας και τονίζοντας την παλαιότητα και τη σπουδαιότητα της
πατριαρχικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Στα αραβικά έγραψε και ο μαθητής του Yahya al-Antākī
(π. 980-1066) παρόλο που ζούσε στη βυζαντινή Αντιόχεια όταν έγραψε την “Ιστορία” του.
246
M. Canard, H’amdanides, 843-844. – H. Kennedy, Byzantine-Arab diplomacy, 142. – W. Farag,
Aleppo, 46. – T. Bianquis, Damas, I, 96. Πρβλ. Χ. Παπασωτηρίου, Στρατηγική, 240, 266-267.

109
2.4. Το ζήτημα του Χαλεπιού και οι σχέσεις μεταξύ Φατιμιδών και
Βυζαντινών μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα.

Ύστερα από τα γεγονότα του 975-976 οι θέσεις των Φατιμιδών στη Συρία είχαν
συρρικνωθεί και ο αιγυπτιακός έλεγχος περιοριζόταν στις παραθαλάσσιες πόλεις
και στην κεντρική και νότια Παλαιστίνη. Οι Φατιμίδες δεν μπορούσαν ωστόσο να
ανεχτούν την ύπαρξη μίας αυτόνομης ηγεμονίας στη Δαμασκό, η στρατηγική
θέση της οποίας αφορούσε άμεσα την ασφάλεια της ίδιας της Αιγύπτου.247
Ο νέος χαλίφης al-‘Azīz (975-996), γιος του αποθανόντα al-Mu‘izz, οργάνωσε
μία μεγάλη εκστρατεία για την ανακατάληψη της Δαμασκού. Έχοντας
συνειδητοποιήσει την ανεπάρκεια των βερβερικών στρατευμάτων άρχισε να
στρατολογεί Τούρκους στρατιώτες του ιππικού (ġilmān), για να αντιμετωπίσει
αποτελεσματικά τους άνδρες του Alp Takīn.248 Ο ανανεωμένος αιγυπτιακός
στρατός, του οποίου ηγείτο ο ίδιος al-‘Azīz, εισέβαλε στην Παλαιστίνη και νίκησε
τον στρατό του Alp Takīn στη μάχη της Birka al-Khayzurān, κοντά στη Ramla
(31 Αυγούστου 978). Ο Τούρκος ηγεμόνας της Δαμασκού αιχμαλωτίστηκε μετά
τη μάχη από έναν βεδουίνο που τον παρέδωσε στον al-‘Azīz.249 Η μεγάλη αυτή
νίκη και η εξουδετέρωση του Alp Takīn δεν απέφεραν όμως την υποταγή της
Δαμασκού στους Φατιμίδες. Η εξουσία στην πόλη περιέπεσε στα χέρια του
Qassām, ενός ανθρώπου ταπεινής καταγωγής που είχε αναδειχθεί αρχηγός των
ahdāth. O al-‘Azīz, μη θέλοντας να εμπλακεί σε μία χρονοβόρα πολιορκία της
Δαμασκού, αναγνώρισε την εξουσία του Qassām στη Δαμασκό. Mε τη σειρά του
ο Qassām διέταξε να γίνει η khutba στο όνομα του Φατιμίδη χαλίφη,
αναγνωρίζοντας έτσι τυπικά την επικυριαρχία του.250 Ο al-‘Azīz ονόμασε τον
σύμμαχό του al-Mufarriğ bin al-Ğarrāh, αρχηγό της φυλής των Banū Tayy,
κυβερνήτη της Παλαιστίνης και επέστρεψε στη Αίγυπτο (Οκτώβριος 978).251
Το Αιγυπτιακό Κράτος απεφάσισε προς το παρόν να μην ασκήσει τον άμεσο
έλεγχό του στη Συρία και άφησε τη διακυβέρνηση της περιοχής σε συμμάχους
που ούτως ή άλλως δεν είχαν αρκετή δύναμη για να απειλήσουν την Αίγυπτο· με
αυτόν τον τρόπο όμως ελαττώνονταν οι δυνατότητες των Φατιμιδών να
επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις στις βορειότερες περιοχές της Συρίας, όπως
στο Χαλέπι και στην Έμεσα.252 Εμπνευστής της αιγυπτιακής πολιτικής στη Συρία
ήταν ο νέος βεζίρης, o εβραϊκής καταγωγής Ya‘qūb bin Killis, ο οποίος πίστευε

247
M. Canard, H’amdanides, 680. – Y. Lev, Fatimids and Byzantium, (1), 199. – T. Bianquis,
Damas, I, 101-102, 104, 114-115.
248
Y. Lev, Army, 342-343.
249
Al-Antākī, II, 390-392. – Ibn al-Qalānisī, 11-12. – Ibn al-Athīr, 1568. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 242-
244.
250
Al-Antākī, II, 402. – Ibn al-Qalānisī, 13-15. – Ibn al-Athīr, 1579. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 241.
251
Al-Antākī, II, 392. – Ibn al-Qalānisī, 12. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 249.
252
T. Bianquis, Damas, Ι, 132-134.

110
πως κύριος στόχος της Αιγύπτου έπρεπε να είναι η διατήρηση της ειρήνης στην
περιοχή και ότι το κράτος δεν έπρεπε να εμπλακεί σε δαπανηρές και
μακροχρόνιες εκστρατείες στη Συρία.253 Ο Ibn Killis πρέσβευε την ανάθεση της
διοίκησης της Συρίας σε συμμάχους-υποτελείς, με τρόπο παρόμοιο με την
βυζαντινή πολιτική. Η καιροσκοπική πολιτική του Ibn Killis εξασφάλιζε στο
Κράτος των Φατιμιδών μία περίοδο ειρήνης, απαραίτητη για την οικονομική και
διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους μετά από τόσα χρόνια κατακτήσεων και
πολέμων.254 Διαφορετική ήταν η περίπτωση των παραθαλάσσιων πόλεων, όπου οι
Φατιμίδες εξακολουθούσαν να διατηρούν τον άμεσο έλεγχο, χάρη και στη
συνδρομή του ναυτικού τους.255
Εν τω μεταξύ είχαν γίνει εξελίξεις στην Έμεσα και στο Χαλέπι. Ο Abū al-
Ma‘ālī κατάφερε να καταλάβει την κάτω πόλη του Χαλεπιού και ο Bakğūr
βρέθηκε πολιορκημένος στην ακρόπολη. Ύστερα από πολύμηνες
διαπραγματεύσεις οι δύο αντίπαλοι κατέληξαν σε συμφωνία: ο Abū al-Ma‘ālī θα
γινόταν ο καινούργιος ηγεμόνας του Χαλεπιού, ενώ ο Bakğūr θα αναλάμβανε την
εξουσία στην Έμεσα, στην πρώην πρωτεύουσα δηλαδή του νικητή Abū al-Ma‘ālī
(977).256 Η συμφωνία, χαρακτηριστική των τότε πολιτικών συνθηκών στην Εγγύς
Ανατολή, έμελλε να επηρεάσει και τη θέση των Βυζαντινών στην περιοχή. Ο Abū
al-Ma‘ālī συνέχισε την πολιτική του προκατόχου και αντιπάλου του Bakğūr
απέναντι στο Βυζάντιο και δεν άλλαξε η σχέση συμμαχίας-υποτελείας του
Χαλεπιού με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Παράλληλα πέτυχε την αναγνώριση
της ηγεμονίας του από τους Μπουουαϊχίδες της Βαγδάτης, με τους οποίους
μάλιστα ανέπτυξε άριστες σχέσεις εν όψει της πιθανής απειλής των Φατιμιδών· οι
Μπουουαϊχίδες απένειμαν στον Abū al-Ma‘ālī τον τιμητικό επίθετο (laqab) Sa‘d
ad-Dawla, με τον οποίο είναι επίσης γνωστός στην ισλαμική ιστορία.257
Αντίθετα ο Bakğūr, ο οποίος επιθυμούσε να του δοθεί η κυβέρνηση της
Δαμασκού, στράφηκε προς τους Φατιμίδες, αναζητώντας την υποστήριξή τους και
απ’ ό,τι φαίνεται έπαψε να πληρώνει φόρο στους Βυζαντινούς.258 Η βυζαντινή
κυβέρνηση, που έπρεπε τότε να αντιμετωπίσει την ανταρσία του Βάρδα Σκληρού,
δεν προέβη σε αντίποινα κατά του Bakğūr, όταν όμως και ο Abū al-Ma‘ālī έπαψε
να καταβάλλει τον ετήσιο φόρο, οι Βυζαντινοί οργάνωσαν το 981 μία εκστρατεία
κατά του Χαλεπιού, αναγκάζοντας τον Abū al-Ma‘ālī να πληρώσει τον φόρο
σύμφωνα με όσα προέβλεπε η συνθήκη του 969.259 Επιβεβαιώθηκε έτσι ακόμη

253
Για τη ζωή και την πολιτική δράση του βεζίρη Ibn Killis, βλ. Y. Lev, Ibn Killis. – T. Bianquis,
Damas, Ι, 157-159, 170-171.
254
Y. Lev, Ibn Killis, 214-215. – Του ίδιου, Fatimids and Byzantium, (1), 201-202. – T. Bianquis,
Damas, Ι, 164-165.
255
Y. Lev, Fatimid Navy, 241, 243-244. – T. Bianquis, Damas, I, 104-105, 144-146.
256
Al-Antākī, II, 397-398. – Ibn al-Qalānisī, 17-18. – Kamāl ad-Dīn 32. – Ibn al-Athīr, 1575. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 254.
257
Al-Antākī, II, 398. – Kamāl ad-Dīn, 32. Για τις σχέσεις των Χαμδανιδών με τους
Μπουουαϊχίδες βλ. M. Canard, H’amdanides, 677-678.
258
M. Canard, H’amdanides, 681-682. – T. Bianquis, Damas, I, 124-126.
259
Al-Antākī, II, 407. – Kamāl ad-Dīn, 32.

111
μία φορά η σημασία του Χαλεπιού για τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν πάντα
διατεθειμένοι να επέμβουν στρατιωτικά, προκειμένου να μη χάσουν την επιρροή
τους σε αυτή την πόλη.
Η πολιτική κατάσταση άλλαξε κάποια χρόνια αργότερα και στη Δαμασκό, όπου
η απολυταρχική κυβέρνηση του Qassām και οι αυθαιρεσίες του είχαν προκαλέσει
τη δυσαρέσκεια του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Όταν το 983 μία νέα
εκστρατεία των Φατιμιδών με επικεφαλής τον Yal Takīn (ή Bal Takīn) κατέληξε
έτι μία φορά σε πολιορκία της πόλης, οι άνδρες των ahdāth εγκατέλειψαν τον
αρχηγό τους, ο οποίος παραδόθηκε και στάλθηκε στο Κάιρο, όπου πέτυχε τη
συγχώρεση του al-‘Azīz και αφέθηκε ελεύθερος. Τελείωσε έτσι αναίμακτα η
πενταετής προσωπική κυβέρνηση του τυχοδιώκτη Qassām στη Δαμασκό. 260
Η παρουσία του αιγυπτιακού στρατού στη Δαμασκό ενεθάρρυνε τον Bakğūr
που συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και επετέθη στο Χαλέπι. Η απειλή κατά του
συμμάχου τους προκάλεσε και αυτή τη φορά την άμεση αντίδραση των
Βυζαντινών και ένας στρατός υπό τον Βάρδα Φωκά στάλθηκε προς βοήθεια του
Sa‘d ad-Dawla. Οι βυζαντινές δυνάμεις απώθησαν τους άνδρες του Bakğūr
λύνοντας έτσι την πολιορκία του Χαλεπιού, έπειτα προχώρησαν μέχρι την Έμεσα,
την οποία ο Bakğūr είχε εγκαταλείψει, την κυρίευσαν και την λεηλάτησαν (983).
Ο Bakğūr κατέφυγε στη Δαμασκό, όπου μάλιστα οι Φατιμίδες του ανέθεσαν την
κυβέρνηση της πόλης.261 Η πράξη αυτή, που ουσιαστικά ήταν μία επιβράβευση
του ηττημένου εμίρη, απαντά στη λογική του πολιτικού δόγματος κατά το οποίο
οι Φατιμίδες έπρεπε να αποφύγουν την εγκατάσταση δικής τους άμεσης διοίκησης
στις περιοχές της ενδοχώρας της Συρίας και να βασίζονται στους συμμάχους τους·
οι Φατιμίδες μπορούσαν να μείνουν ευχαριστημένοι με την απομάκρυνση του
Qassām από τη Δαμασκό και να εμπιστευτούν τον μαχητικό Bakğūr, ο οποίος θα
αποτελούσε ένα φράγμα κατά ενδεχομένων απειλών από τον Βορρά.262
Διαφορετική ήταν η πολιτική των Φατιμιδών για τις παραθαλάσσιες περιοχές
της Συρία. Εδώ οι Φατιμίδες ήταν πάντα έτοιμοι να αναλάβουν στρατιωτική
δράση, ενώ σημειώθηκαν επιθετικές ενέργειες κατά των Βυζαντινών. Το έτος
εγίρας 370 (17 Ιουλίου 980-6 Ιουλίου 981) αιγυπτιακός στρατός υπό τον as-
Sanhāğī επιτέθηκε κατά της Αντιόχειας, αλλά αποκρούστηκε από τον Βυζαντινό
κυβερνήτη της Λαοδίκειας Karamuruk. Επενέβη τότε ο κυβερνήτης της Τρίπολης
Nazzāl που νίκησε τους Βυζαντινούς κάτω από τα τείχη της Λαοδίκειας και
αιχμαλώτισε τον ίδιο τον Karamuruk που εστάλη στο Κάιρο όπου και

260
Al-Antākī, II, 412. – Ibn al-Qalānisī, 16-17. – Ibn al-Athīr, 1584-1585. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 256-
258.
261
Al-Antākī, II, 412-413. –Ibn al-Qalānisī, 18-19. – Kamāl ad-Dīn, 33. – Ibn al-Athīr, 1587. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 258-259.
262
W. Farag, Aleppo, 46-47. – T. Bianquis, Damas, Ι, 147-148. Ωστόσο ο βεζίρης Ibn Killis ήταν
αντίθετος στον διορισμό στη Δαμασκό του Bakğūr, τον οποίο θεωρούσε αναξιόπιστο και ρέποντα
προς την αποστασία. Ο Ibn Killis εκδήλωσε στον χαλίφη τις ανησυχίες του, αλλά δεν
εισακούστηκε. Y. Lev, Ibn Killis, 243.

112
εκτελέστηκε.263 Το Κράτος των Φατιμιδών φρόντιζε πάντα για την Τρίπολη, που
διέθετε ισχυρές οχυρώσεις και μία μεγάλη και αξιόμαχη φρουρά. Ο εκάστοτε
κυβερνήτης της πόλης ήταν πάντα επιλεγμένος από τους ικανότερους και
πιστότερους αξιωματικούς και γι’ αυτό δεν σημειώθηκαν ποτέ στρατιωτικές
ανταρσίες στην πόλη. Η Τρίπολη, αληθινός προμαχώνας του αιγυπτιακού κράτους
στη Συρία δεν γνώρισε τις πολιτικές αναταραχές και τις αυτονομιστικές ζυμώσεις
των υπόλοιπων συριακών πόλεων και ακόμη και στις δυσκολότερες οικονομικές
περιόδους της ιστορίας τον Φατιμιδών χαιρόταν της αφειδούς προμήθειας των
απαραιτήτων εφοδίων. Η Τρίπολη ήταν επίσης η έδρα του διοικητή – που ήταν
διαφορετικό πρόσωπο από τον κυβερνήτη της πόλης – της ενιαίας στρατιωτικής
διοίκησης της παραθαλάσσιας περιοχής (as-Sāhil), στην οποία υπάγονταν
χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις.264
Λίγα χρόνια αργότερα, το 985-986, οι Βυζαντινοί πραγματοποίησαν μία
εκστρατεία κατά του Χαλεπιού.265 Ο λόγος ήταν πάλι η μη πληρωμή του ετήσιου
φόρου από τον εμίρη Sa‘d ad-Dawla, ο οποίος φαίνεται πως προσπαθούσε να
απαλλαγεί από την βαριά βυζαντινή κηδεμονία, πιθανώς υπολογίζοντας στην
υποστήριξη των Μπουουαϊχιδών από το Ιράκ. Οι πηγές δεν είναι πολύ ξεκάθαρες
σε αυτό το θέμα, αλλά οι παραδοσιακά καλές σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και
Χαλεπιού είχαν κάπως ψυχρανθεί. Περίπου εκείνη την περίοδο σημειώθηκαν
κάποιες μικρές επιτυχίες των Φατιμιδών στην περιοχή βορείως της Τρίπολης,
μεταξύ των οποίων και η ανακατάληψη της Balanyās.266
Το 988 ο βεζίρης Ibn Killis, άσπονδος εχθρός του Bakğūr, κατάφερε να πείσει
τον χαλίφη να καθαιρερεί ο Τούρκος κυβερνήτης της Δαμασκού. Ο αιγυπτιακός
στρατός με επικεφαλής τον Munīr, έναν ευνούχο σκλάβο του Ibn Κilllis,
κατευθύνθηκε στη Δαμασκό. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί, ο καθένας των οποίων
είχε την συνδρομή των αραβικών φυλών της περιοχής (Fazāra και ‘Uqayl οι
Φατιμίδες, Tayy ο Bakğūr), συγκρούστηκαν στις 29 Οκτωβρίου λίγο έξω από τη
Δαμασκό. Οι Φατιμίδες επικράτησαν και ο Bakğūr, κατόπιν διαπραγματεύσεων,
εγκατέλειψε την πόλη με τους Τούρκους ġilmān του.267 Την άνοιξη του 991 ο

263
Al-Antākī, II, 406-407. Ο al-Antākī λέει ότι ο Βασίλειος Β΄ είχε διορίσει τον Karamuruk – για
τον οποίο δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες – κυβερνήτη της Λαοδίκειας ως αμοιβή για μία
επιτυχημένη εκδρομή που είχε ηγηθεί στην περιοχή της Τρίπολης. Ο Dédéyan σχετίζει το όνομα
Karamuruk με κάποια γεωργιανή ή αρμενική οικογένεια, χωρίς όμως να παρουσιάζει κάποιο
πειστικότερο στοιχείο περά από την ομοιότητα του εν λόγω ονόματος με γεωργιανά ή αρμενικά
ονόματα. G. Dédéyan, Le rôle des Arméniens, 261-262.
264
T. Bianquis, Damas, 146, 150-151.
265
Al-Antākī, II, 415-416. –Ibn al-Qalānisī, 18-19. – Kamāl ad-Dīn, 33. – Ibn al-Athīr, 1587. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 258-259.
266
Al-Antākī, II, 416. Στο ίδιο σημείο ο al-Antākī αναφέρει ότι ο νέος δούκας της Αντιόχειας
Λέων Μελισσηνός εκστράτευσε κατά της Balanyās και την πολιόρκησε, αλλά δεν δίνει περαιτέρω
πληροφορίες για την τύχη του οχυρού. Για τον δούκα Αντιόχεια Λέοντα Μελισσηνό βλ. V.
Laurent, Gouverneurs, 232-233.
267
Al-Antākī, II, 433. – Ibn al-Qalānisī, 19-20. – Kamāl ad-Dīn, 33. – Ibn al-Athīr, 1599. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 259-260. Οι πηγές τονίζουν ότι στη μάχη αυτή ο Munīr φορούσε αλυσιδωτό
θώρακα (dir‘), πράγμα πρωτοφανές για τον στρατό των Φατιμιδών. Σύμφωνα με τον Ibn al-
Qalānisī οι δυσκολίες που συνάντησε ο αιγυπτιακός στρατός οφείλονταν στην ανωτερότητα των

113
Bakğūr έκανε μία ύστατη προσπάθεια για να καταλάβει το Χαλέπι. Αυτή τη φορά
δεν είχε καμία υποστήριξη από τους Φατιμίδες και ηττήθηκε εύκολα από τα
στρατεύματα των Χαμδανιδών, στο πλευρό των οποίων πολέμησαν οι άνδρες της
ισχυρής φυλής των Banū Kilāb και κάποιες βυζαντινές μονάδες που ήρθαν από
την Αντιόχεια. Ο Bakğūr αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε.268 Βγήκε έτσι από το
πολύπλοκο πολιτικό προσκήνιο της Συρίας ένα άτομο που από απλός στρατιώτης
είχε εξελιχθεί σε αυτόνομο ηγεμόνα και αργότερα σε αμφιλεγόμενο κυβερνήτη
της σημαντικότερης πόλης της Συρίας. Η σταδιοδρομία του Bakğūr, παρόμοια με
εκείνη του Alp Takīn και άλλων φιλόδοξων οπλαρχηγών, συνήθως τουρκικής
καταγωγής, είναι ενδεικτική της πραγματικής κατάστασης στην περιοχή, όπου
δύσκολα μπορούσαν να οριστούν τα όρια της κρατικής εξουσίας και όπου η κάθε
πόλη μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε πρωτεύουσα κράτους και όπου
ο κάθε αξιωματικός ή κυβερνήτης ή ακόμη και κάποιος τολμηρός τυχοδιώκτης
μπορούσε να αναδειχθεί πολιτικός ηγεμόνας. Παραδόξως, εκεί που το επίσημο
κράτος – στη συγκεκριμένη περίπτωση τα δύο αντίπαλα χαλιφάτα των Φατιμιδών
και των Αββασιδών – δεν μπορούσε να αποτρέψει τέτοια γεγονότα,
λειτουργούσαν ως φρένο στις φιλοδοξίες τέτοιων ανθρώπων οι τοπικές δυνάμεις,
πολιτικές και στρατιωτικές, των ενδιαφερόμενων πόλεων και περιοχών.
Λίγα χρόνια αργότερα πέθανε ο βεζίρης Ibn Killis, ο μεγάλος αντίπαλος του
Bakğūr (23 ή 24 Φεβρουαρίου 991).269 Πριν πεθάνει άφησε ως παρακαταθήκη
στον χαλίφη al-‘Azīz την εξής παραίνεση:

Άφησε ήσυχους τους Βυζαντινούς όπως σε άφησαν ήσυχο αυτοί.


Αρκέσου με τους Χαμδανίδες που επικαλούνται τον Ουρανό για σένα στις
προσευχές τους και κόβουν νόμισμα στο όνομά σου. Μη δείχνεις όμως
έλεος στον al-Mufarriğ bin al-Ğarrāh αν ποτέ σου δοθεί η ευκαιρία να
λογαριαστείς με αυτόν.270

Με άλλα λόγια ο ετοιμοθάνατος βεζίρης υποδείκνυε στον χαλίφη να μην


επιτεθεί στους Βυζαντινούς, να διατηρήσει το status quo στην βόρεια Συρία, όπου
οι Χαμδανίδες (Abū al-Ma‘ālī Sa‘d ad-Dawla) αναγνώριζαν, έστω και τυπικά
μόνο, την επικυριαρχία του και να πράξει το δυνατόν για να εδραιώσει την
αιγυπτιακή κυριαρχία στην Παλαιστίνη και Νότια Συρία (όπου δρούσε ο Mufarriğ
bin al-Ğarrāh).

ανδρών του Bakğūr και των αραβικών φυλών, οι οποίοι “είχαν θώρακες και πανοπλίες και γρήγορα
άλογα”. Η μαρτυρία αυτή φανερώνει την καθυστέρηση του στρατού των Φατιμιδών για όσα
αφορούν τις νέες πολεμικές μεθόδους που εισήγαγα οι Τούρκοι τεθωρακισμένοι ιππείς – οι
ġilmān– στην Εγγύς Ανατολή.
268
Al-Antākī, II, 435. – Ibn al-Qalānisī, 22-24. – Kamāl ad-Dīn 33. – Ibn al-Athīr, 1607-1608. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 269.
269
Al-Antākī, II, 433. – Ibn al-Qalānisī, 20. – Ibn al-Athīr, 1605. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 268-269.
270
Ibn al-Qalānisī, 20.

114
Ο al-‘Azīz όμως δεν εισάκουσε τον Ibn Killis και οι στόχοι και οι πρακτικές της
αιγυπτιακής εξωτερικής πολιτικής άλλαξαν. Ο διάδοχος του Ibn Killis, ο
χριστιανός ‘Īsà bin Nastūrus, συμμεριζόταν πλήρως τις φιλοδοξίες του χαλίφη al-
Mu‘izz για μία περισσότερο ενεργό παρουσία των Φατιμιδών στη Συρία.271
Ωστόσο η πολιτική κατάσταση στη Συρία και κυρίως στη Δαμασκό αποτελούσε
μεγάλο εμπόδιο για τα σχέδια του al-Mu‘izz. Η απομάκρυνση του Bakğūr από τη
Δαμασκό δεν σήμαινε και την οριστική υποταγή της πόλης στην κυριαρχία του
κράτους των Φατιμιδών. Ο διάδοχός του Munīr, άρχισε πολύ νωρίς να δείχνει
τάσεις αυτονόμησης και δρούσε περισσότερο ως ανεξάρτητος ηγεμόνας παρά ως
πιστός κυβερνήτης των Φατιμιδών· είχε επίσης αρχίσει να αλληλογραφεί με τους
Μπουουαϊχίδες της Βαγδάτης. Στο Κάιρο αποφασίστηκε λοιπόν η αποστολή
εκστρατευτικού σώματος, στόχος του οποίου ήταν να εκδιώξει τον Munīr και να
επαναφέρει τη Δαμασκό υπό την πλήρη αιγυπτιακή κυριαρχία. Επικεφαλής της
εκστρατείας αυτής τέθηκε άλλος ένας Τούρκος αξιωματικός, ο Manğū Takīn, ο
οποίος διορίστηκε νέος κυβερνήτης της πόλης που έμελλε να καθυποτάξει. O
Manğū Takīn, βοηθούμενος και από τους κυβερνήτες της Τρίπολης και της
Τιβεριάδας, νίκησε τον στρατό του Munīr στη μάχη του Marğ al-‘Adhrā και
μπήκε στη Δαμασκό τον Νοέμβριο του 991.272
Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου 991, πέθανε ο εμίρης του Χαλεπιού
Abū al-Ma‘ālī Sa‘d ad-Dawla. Μετά τον θάνατό του πολλοί αξιωματικοί και
ġilmān του στρατού του πήγαν στο Κάιρο και πέρασαν στην υπηρεσία των
Φατιμιδών.273 Η αιγυπτιακή πρωτεύουσα είχε πια γίνει το κέντρο ολόκληρου του
ισλαμικού κόσμου και έλκυε πολλούς ταλαντούχους και φιλόδοξους άνδρες που
ασχολούνταν με τα στρατιωτικά ή με τη διοίκηση. Η ευκολία με την οποία
στρατιωτικοί και γραφειοκράτες περνούσαν από την υπηρεσία ενός ηγεμόνα σε
αυτήν κάποιου άλλου είναι χαρακτηριστική αυτής της περιόδου της ισλαμικής
ιστορίας, όταν όλα τα “κράτη”, αν και ανεξάρτητα και συχνά αντίπαλα και
αντιμαχόμενα μεταξύ τους, δεν έπαυαν να ανήκουν στο ίδιο πολιτισμικό και
κοινωνικό σύνολο, με κοινή γλώσσα, κοινή νοοτροπία, κοινές πολιτικές
πρακτικές.
Η αποδυνάμωση του Εμιράτου του Χαλεπιού που επακολούθησε τον θάνατο
του Abū al-Ma‘ālī Sa‘d ad-Dawla και η επανάκτηση του πλήρους ελέγχου πάνω
στη Δαμασκό, ευνοούσαν την ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών εκ μέρους των
Φατιμιδών. Τον Μάρτιο του 992 ο Manğū Takīn εκστράτευσε κατά του
Χαλεπιού. Πριν ξεκινήσει, ο Manğū Takīn έστειλε έναν πρέσβη στους
Βυζαντινούς να τους πληροφορήσει ότι ο αιγυπτιακός στρατός θα εισέβαλλε στη
Βόρεια Συρία για να τιμωρήσει την αυθάδεια των Χαμδανιδών και ότι οι
βυζαντινές κτήσεις δεν θα διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Οι Βυζαντινοί δεν φαίνεται
271
Y. Lev, Ibn Killis, 244, 248-249. – T. Bianquis, Damas, Ι, 175-176, 179-180, 209-211.
272
Al-Antākī, II, 436 (όπου ο Mangū Takīn ονομάζεται Banğū Takīn). – Ibn al-Qalānisī, 26-27. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 269-270.
273
Al-Antākī, II, 437. – Kamāl ad-Dīn 34. – Ibn al-Athīr, 1608. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 270. Βλ. M.
Canard, H’amdanides, 694-695. – T. Bianquis, Damas, Ι, 135, 187.

115
να πείσθηκαν και έριξαν τον πρέσβη στην φυλακή (Ιούνιος-Ιούλιος 992), ωστόσο
δεν παρείχαν καμία βοήθεια στο Χαλέπι με το οποίο οι σχέσεις, όπως είπαμε και
προηγουμένως, δεν ήταν τότε πολύ καλές. Οι Φατιμίδες σημείωσαν σημαντικές
επιτυχίες: κατέλαβαν την Έμεσα και τη Hamā, νίκησαν τους Χαμδανίδες κοντά
στην Απάμεια (Afāmiyya) και πολιόρκησαν το Χαλέπι. Οι Βυζαντινοί δεν
επενέβησαν ούτε όταν τα στρατεύματα του Manğū Takīn έκαναν επιδρομές στην
περιοχή γύρω από την Αντιόχεια (Ιούλιος-Αύγουστος 992). Με τον ερχομό του
χειμώνα ο Manğū Takīn διέκοψε την πολιορκία και επέστρεψε στη Δαμασκό, από
όπου εξαπέλυσε μικρότερης κλίμακας επιθέσεις που επέφεραν την κατάκτηση της
Šayzar και της Απάμειας, η οποία έγινε μάλιστα το κέντρο διοικητικής μέριμνας
και ανεφοδιασμού του αιγυπτιακού στρατού στη βόρεια Συρία.274
O al-Antākī αναφέρει για εκείνη την περίοδο την εξέγερση των μουσουλμάνων
κατοίκων της Λαοδίκειας. Χρειάστηκε η επέμβαση του δούκα της Αντιόχειας
Μιχαήλ Βούρτζη για να κατασταλεί η εξέγερση που είναι πολύ πιθανόν να
συσχετίζεται με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Φατιμιδών στη βόρεια
Συρία.275
Τον Μάιο του 994 άρχισε η δεύτερη πολιορκία του Χαλεπιού από τον Manğū
Takīn. Οι Χαμδανίδες έστειλαν τότε πρεσβεία στον Βασίλειο Β΄ που πολεμούσε
κατά των Βουλγάρων ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια. Δήλωνοναν ότι ο νέος
εμίρης Sa‘īd ad-Dawla ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει ξανά την πολιτική
συμμαχίας με τους Βυζαντινούς και υπόσχονταν ότι θα δέχονταν όλους τους
όρους που ο αυτοκράτορας θα τους επέβαλλε.276 Ο αυτοκράτορας δέχτηκε την
έκκλησή τους και διέταξε τον δούκα της Αντιόχειας Μιχαήλ Βούρτζη να σπεύσει
με τα στρατεύματά του προς βοήθεια των πολιορκημένων Χαλεπιτών. Ο
βυζαντινός στρατός συγκρούστηκε με τους Φατιμίδες στον Ορόντη, στην
τοποθεσία Ğisr al-Hadīd (η Σιδερένια Γέφυρα) και υπέστη πανωλεθρία (15
Σεπτεμβρίου 994).277 Μετά από αυτή την οδυνηρή ήττα των Βυζαντινών, οι
Χαλεπίτες έστειλαν ξανά στον Βασίλειο Β΄ πρεσβεία που πληροφόρησε τον

274
Al-Antākī, II, 438-439. – Ibn al-Qalānisī, 27. – Kamāl ad-Dīn 34. – Ibn al-Athīr, 1609. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 270, 275. Ο al-Antākī και ο Ibn al-Athīr αναφέρουν και επιδρομές των
αιγυπτιακών στρατευμάτων στην περιοχή της Αντιόχειας. Σύμφωνα δε με τον al-Antākī ο Μιχαήλ
Βούρτζης είχε εξέλθει από την Αντιόχεια με τα στρατεύματά του, αλλά κρίνοντας ότι δεν διέθετε
επαρκείς δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τον εχθρό γύρισε άπραγος στη βάση του. Ο Kamāl ad-Dīn
και ο Maqrīzī αντίθετα τοποθετούν σε αυτή τη χρονιά τη μεγάλη μάχη του Ορόντη όπου ηττήθηκε
ο Μιχαήλ Βούρτζης.
275
Al-Antākī, II, 439.
276
Al-Antākī, II, 439-440. – Ibn al-Qalānisī, 27. – Kamāl ad-Dīn 35. – Ibn al-Athīr, 1609. –
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 281. Οι τόνοι με τους οποίους διατυπώθηκε η έκκληση των Χαλεπιτών
επιβεβαιώνουν ότι οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο είχαν περάσει μία περίοδο κρίσης.
277
Al-Antākī, II, 440-441. – Ibn al-Qalānisī, 27-28. – Kamāl ad-Dīn 35. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 281.
Ο al-Antākī λέει ότι αυτή η μάχη έγινε γνωστή ως “Η μάχη του al-Mukhāda”, δηλαδή η Μάχη της
Διάβασης (στον ποταμό) Ορόντη. Ο Kamāl ad-Dīn, όπως ήδη αναφέραμε (βλ. υπ. 129), τοποθετεί
τη μάχη του Ğisr al-Hadīd δύο χρόνια νωρίτερα και για το 994 μιλάει για δεύτερη μάχη χωρίς να
δώσει την τοποθεσία όπου έγινε. Αναφέρει επίσης ότι μετά αυτή τη νίκη ο Manğū Takīn επέδραμε
στα βυζαντινά εδάφη φτάνοντας μέχρι το Mar‘āš (Γερμανίκεια). Ο Ibn al-Qalānisī επίσης
αναφέρει τη μάχη του Ğisr al-Hadīd για το 992 και δεν λέει τίποτε για αυτή του 994.

116
αυτοκράτορα ότι η πόλη δεν θα άντεχε ακόμη για πολύ καιρό. Οι πρέσβεις των
Χαμδανιδών τόνισαν μάλιστα στον αυτοκράτορα ότι “όταν αλωθεί το Χαλέπι θα
κατακτηθεί και η Αντιόχεια” (‫)ﻣﺘﻰ أﺧﺬت ﺣﻠﺐ وﻣﻠﻜﺖ ﻓﻼﻧﻄﺎآﻴﺔ‬.278 Το κρίσιμο της
κατάστασης ανάγκασε τότε τον ίδιο τον Βασίλειο Β΄ να επέμβει. Με μία
αστραπιαία πορεία ο αυτοκράτορας και ο στρατός του διέσχισαν ολόκληρη τη
Μικρά Ασία και εμφανίστηκαν στη βόρεια Συρία (άνοιξη του 995). Ο Manğū
Takīn δεν θεώρησε σκόπιμη μία αναμέτρηση με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα
και υποχώρησε, λύνοντας έτσι την πολιορκία του Χαλεπιού.279 Ο Βασίλειος Β΄,
εκμεταλλευόμενος την αδράνεια του Manğū Takīn κατέλαβε τη Šayzar, την
Έμεσα και τη Rafaniyya, αποκομίζοντας μεγάλη λεία και πολλούς αιχμαλώτους.
Ακολουθώντας περίπου την ίδια πορεία των προκατόχων του Νικηφόρου Φωκά
και Ιωάννη Τσιμισκή, κατευθύνθηκε μετά προς την παραλία και πολιόρκησε για
σαράντα μέρες την Τρίπολη, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Κατά την
επιστροφή προς την Αντιόχεια κυρίευσε την ερειπωμένη Antartūs (Αντάραδος),
όπου έκτισε ένα φρούριο που επάνδρωσε με 4.000 Αρμένιους στρατιώτες.280 Στην
Αντιόχεια ο Βασίλειος Β΄ καθαίρεσε τον Μιχαήλ Βούρτζη και διόρισε νέο δούκα
της Αντιόχειας τον Δαμιανό Δαλασσηνό. Ο νέος δούκας έδειξε αμέσως ότι
διέθετε περισσότερο πνεύμα πρωτοβουλίας από τον προκάτοχό του και
πραγματοποίησε επιτυχημένες επιδρομές στην περιοχή της Τρίπολης και της
‘Arqa.281
Η εκστρατεία του Βασιλείου Β΄ στη Συρία απέβλεπε την σωτηρία του Εμιράτου
του Χαλεπιού και την ενίσχυση του αμυντικού συστήματος στο νοτιοανατολικό
σύνορο της αυτοκρατορίας, στόχοι οι οποίοι μάλιστα επιτεύχθηκαν. Η αποτυχία
του Μιχαήλ Βούρτζη είχε θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο τους συμμάχους των
βυζαντινών Χαμδανίδες, αλλά και την ασφάλεια της Αντιόχειας, καθιστώντας
αναγκαία την επέμβαση του ίδιου του αυτοκράτορα που έπρεπε να διακόψει
προσωρινά τις επιχειρήσεις στο βουλγαρικό μέτωπο. Ακόμη μία φορά φάνηκε
πως η Τρίπολη ήταν ο μόνος στόχος, για τον οποίο άξιζε οι Βυζαντινοί να
εγκαταλείψουν το καθιερωμένο τους στρατηγικό δόγμα και να προβούν σε
προσπάθειες για νέες εδαφικές κατακτήσεις στην περιοχή.282 Την άποψη αυτή
ενισχύει η πληροφορία του Maqrīzī, σύμφωνα με τον οποίο, λίγο μετά την
εκστρατεία του Βασιλείου Β΄ μία βυζαντινή πρεσβεία πήγε στο Κάιρο

278
Al-Antākī, II, 442. – Ibn al-Qalānisī, 28. – Kamāl ad-Dīn 35. – Ibn al-Athīr, 1609. – Maqrīzī,
Itti‘āz, I, 285. Η φράση για το Χαλέπι και την Αντιόχεια αναφέρεται, με τα ίδια λόγια, από τον Ibn
al-Qalānisī και τον Ibn al-Athīr.
279
Al-Antākī, II, 442. – Ibn al-Qalānisī, 28. – Kamāl ad-Dīn 35. – Ibn al-Athīr, 1609. – Maqrīzī,
Itti‘āz, I, 285-286. Ο Ibn al-Qalānisī λέει ότι ο Βασίλειος Β΄ διήνυσε 300 παρασάγγες (περ. 1800
χλμ.) σε δεκαέξι ημέρες. Βλ. επίσης, Ι. Δημητρούκας, Διάρκεια χερσαίων ταξιδιών και
μετακινήσεων στο Βυζάντιο (6ος-11ος αιώνες), Σύμμεικτα 12 (1998), 16-42, στις σελίδες 18-19.
280
Al-Antākī, II, 442-443. – Ibn al-Qalānisī, 29. – Ibn al-Athīr, 1609. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 286-287.
281
Al-Antākī, II, 444. Βλ. V. Laurent, Gouverneurs, 233-234.
282
W. Farag, Aleppo, 52-54.

117
προτείνοντας ανακωχή.283 Η πρόταση, όμως, δεν βρήκε καμία ανταπόκριση από
τον χαλίφη al-‘Azīz που άρχισε να συγκεντρώνει στο Κάιρο μεγάλες στρατιωτικές
δυνάμεις προκειμένου να προελάσει προς το Χαλέπι.284
Πιο δύσκολο είναι να εξηγήσει κανείς τη συμπεριφορά του Manğū Takīn, ο
οποίος διέθετε αξιόλογες και αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις απέναντι στη
βυζαντινή επίθεση. Μάλιστα η υποχώρηση των δυνάμεων των Φατιμιδών
πραγματοποιήθηκε με τόση βιασύνη και μέσα σε τόσο χάος που κόντεψε να
μετατραπεί σε πλήρη διάλυση του στρατού, για την οργάνωση και τον
ανεφοδιασμό του οποίου τόσα χρήματα είχαν ξοδευτεί από την αιγυπτιακή
κυβέρνηση.285
Ο Manğū Takīn εκστράτευσε ξανά κατά του Χαλεπιού την άνοιξη του 996,
αλλά αυτή τη φορά η εκστρατεία τερμάτισε γρήγορα ύστερα από μία σύντομη όσο
και μάταιη πολιορκία της πόλης.286 Με την τελευταία εκστρατεία του Manğū
Takīn κατά του Χαλεπιού – η τρίτη σε τέσσερα χρόνια – τελειώνει και η φάση της
μεγάλης προσπάθειας εκ μέρος των Φατιμιδών να καταλάβουν το Χαλέπι και να
θέσουν οριστικά ολόκληρη τη Συρία υπό την άμεση κυριαρχία τους. Λίγους μήνες
αργότερα (14 Οκτωβρίου 996) πέθανε ο χαλίφης al-‘Azīz, κύριος εκπρόσωπος
αυτής της πολιτικής, και τον διαδέχτηκε ο γιος του al-Hākim bi Amr Allāh. Η
διαδοχή συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα βίαιων ταραχών στους κόλπους του
αιγυπτιακού στρατού ανάμεσα στους Βέρβερους και τους Ανατολίτες (Τούρκους
και Ιρανούς) στρατιώτες. Οικονομικές δυσκολίες και πολιτικές αντιπαραθέσεις
περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση και το Κράτος των Φατιμιδών
πέρασε μία σύντομη αλλά επικίνδυνη περίοδο κρίσης.287
Το τουρκικά και ιρανικά στοιχεία του στρατού, νοιώθοντας πως απειλούνται
από τους Βέρβερους, ζήτησαν τότε τη βοήθεια του Manğū Takīn, ο οποίος αφού
συγκέντρωσε στο μεγάλο τζαμί της Δαμασκού τους προεστούς της πόλης τους
ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προελάσει στο Κάιρο για να σώσει τον νεαρό al-
Hākim από τις ραδιουργίες και την κακοήθεια των Βέρβερων. Η πράξη αυτή που
ισοδυναμούσε με ανταρσία προκάλεσε την αντίδραση του νέου βεζίρη Ibn
‘Ammār. Ένας μεγάλος στρατός υπό τις διαταγές του Salmān bin Ğa‘far bin al-
Falāh, του γιου του στρατηγού που κατέκτησε την Αίγυπτο το 969, ξεκίνησε στις
15 Απριλίου 997 για τη Συρία. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στην Παλαιστίνη
κοντά στην Ασκαλώνα και μετά από τριήμερη μάχη οι άνδρες του Manğū Takīn
283
Maqrīzī, Itti‘āz, I, 288. Ο al-Antākī, (II, 460-461) αναφέρει επίσης την αποστολή στο Κάιρο
μίας πρεσβείας από τον Βασίλειο Β΄ για διαπραγματεύσεις ειρήνης, αλλά λέει ότι την έστειλε πριν
αρχίσει την εκστρατεία του 999, μετά δηλαδή τη μάχη της Απάμειας.
284
Al-Antākī, II, 447-449. – Ibn al-Qalānisī, 29. – Ibn al-Athīr, 1609. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 287.
285
T. Bianquis, Damas, Ι, 207. Οι Φατιμίδες εγκατέλειψαν πολύ υλικό και άφησαν άθικτο το
τεράστιο στρατόπεδο που είχαν κτίσει λίγο έξω από το Χαλέπι. Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές
που αναφέραμε, ο Βασίλειος Β΄ που το επισκέφθηκε θαύμασε το μέγεθος και την άρτια οργάνωσή
του.
286
Al-Antākī, II, 449.
287
Al-Antākī, II, 450-451. – Ibn al-Qalānisī, 29-30. – Ibn al-Athīr, 1616. – Maqrīzī, Itti‘āz, I, 290
κ. ε. Βλ. επίσης B. J. Beshir, Military Organization, 42. – T. Bianquis, Damas, I, 215-225 – Y.
Lev, Army, 343-346. – Του ίδιου, Fatimids and Byzantium, (1), 200-201.

118
ηττήθηκαν. Μετά τη μάχη ο Manğū Takīn υποχώρησε στη Δαμασκό όπου κάλεσε
τους κατοίκους να ετοιμάσουν την αντίσταση κατά των Αιγυπτίων, αλλά οι
Δαμασκηνοί δεν έδειξαν πρόθυμοι να πολεμήσουν ενώ στην πόλη ξεσπούσαν
ταραχές και γίνονταν λεηλασίες. Ο Manğū Takīn εγκατέλειψε τότε τη Δαμασκό
και λίγο αργότερα παραδόθηκε στους Φατιμίδες. Στο Κάιρο τον υποδέχτηκαν με
μεγάλες φιλοφρονήσεις και ο βεζίρης Ibn ‘Ammār όχι μόνο δεν τον τιμώρησε
αλλά και το πήρε στην υπηρεσία του.288 Η νίκη επί του Manğū Takīn δεν έθεσε
όμως τέρμα στις εσωτερικές έριδες στο Κράτος των Φατιμιδών: οι Ανατολίτες
συγκρούστηκαν σε ανοικτό πεδίο με τους Βέρβερους λίγο έξω από το Κάιρο και
τους νίκησαν (16-17 Αυγούστου 997)· στις 4 Σεπτεμβρίου ο Ibn ‘Ammār
ανατράπηκε και στις 22 του ίδιου μήνα διορίστηκε νέος βεζίρης ο Barğawān,
εκπρόσωπος των Ανατολιτών.289
Μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου βεζίρη ήταν να διατάξει κυριολεκτικά
τους Δαμασκηνούς να επαναστατήσουν κατά του κυβερνήτη τους Salmān bin
Ğa‘far, προστάζοντας συγχρόνως τους Ανατολίτες στρατιώτες που μετείχαν στη
στρατιά της Συρίας να μην υπακούουν πια στον στρατηγό τους. Η ανταρσία
αιφνιδίασε πλήρως τον Salmān bin Ğa‘far που το μόνο που μπόρεσε να κάνει
ήταν να ανέβει σε ένα άλογο και να εγκαταλείψει βιαστικά την πόλη (21
Δεκεμβρίου 997).290
Ενώ όλα έδειχναν πως οι Φατιμίδες θα μπορούσαν να επαναφέρουν την τάξη σε
ολόκληρη τη Συρία, ξέσπασε στην Τύρο μία επανάσταση που έθεσε σε κίνδυνο
την αιγυπτιακή κυριαρχία στις παραθαλάσσιες περιοχές (Ιανουάριος 998). Ένας
απλός ναύτης, ο ‘Allāqa, με την υποστήριξη των τοπικών ahdāth και άλλων
λαϊκών στοιχείων κατέλαβε με τη βία την εξουσία και σκότωσε όλους τους
Αιγυπτίους στρατιώτες που βρίσκονταν στην Τύρο. Κατόπιν τούτου, έκλεισε τις
πύλες της πόλης και ζήτησε τη βοήθεια των Βυζαντινών.291 Η περίπτωση της
Τύρου, παρόλο που παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με τη Δαμασκό, δεν μπορεί
να χαρακτηριστεί ως ανάληψη της εξουσίας από τις τοπικές δυνάμεις της πόλης.
Στην Τύρο οι πρόκριτοι και οι μεγάλοι έμποροι δεν είχαν καμία αξίωση για
αυτονόμηση ούτε είχαν κάποιους λόγους για να συγκρουστούν με την κεντρική
κυβέρνηση του Καΐρου. Εδώ πρόκειται καθαρά για έναν αυθόρμητο ξεσηκωμό
των κατωτέρων στρωμάτων του πληθυσμού, που πιθανώς οφείλεται σε μία
ξαφνική αύξηση της τιμής του ψωμιού.292 Το ίδιο το γεγονός ότι ζητήθηκε
αμέσως η βοήθεια των Βυζαντινών φανερώνει πως ο ‘Allāqa δεν μπορούσε να
υπολογίσει σε καμία ουσιαστική υποστήριξη από τους συμπολίτες του. Το
ενδεχόμενο μίας εμπλοκής των Βυζαντινών στα γεγονότα της Τύρου θορύβησε
τους Φατιμίδες που έσπευσαν να συγκεντρώσουν όλες τις διαθέσιμες

288
Al-Antākī, II, 452. – Ibn al-Qalānisī, 30-31. – Ibn al-Athīr, 1617. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 8-11.
289
Al-Antākī, II, 453-454. – Ibn al-Qalānisī, 30-32. – Ibn al-Athīr, 1617-1618. – Μaqrīzī, Itti‘āz,
IΙ, 8 κ. ε.
290
Al-Antākī, II, 454. – Ibn al-Qalānisī, 32. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 11, 15.
291
Al-Antākī, II, 454. – Ibn al-Qalānisī, 34. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 18.
292
Y. Lev, Fatimid Navy, 244. – E. Ashtor, Social History, 203. – T. Bianquis, Damas, 236.

119
στρατιωτικές δυνάμεις κατά των εξεγερθέντων. Οι στόλοι της Τρίπολης και της
Σιδώνας κατευθύνθηκαν στην Τύρο όπου έφτασαν και είκοσι πλοία από την
Αίγυπτο. Οι Βυζαντινοί έστειλαν έναν μικρό στόλο προς βοήθεια της πόλης, ενώ
συγχρόνως οι δυνάμεις του δούκα της Αντιόχειας Δαμιανού Δαλασσηνού
εισχώρησαν στην κοιλάδα του Ορόντη και επιτέθηκαν κατά της Απάμειας.293
Μόλις έφτασαν απέναντι στην Τύρο τα βυζαντινά πλοία συγκρούστηκαν με τα
αιγυπτιακά και ηττήθηκαν.294 Μετά την απώθηση του βυζαντινού στόλου, οι
αρχηγοί των αιγυπτιακών στρατευμάτων κάλεσαν τους κατοίκους της Τύρου να
παραδοθούν και τους υποσχέθηκαν ότι δεν θα πάθαιναν το παραμικρό κακό· αυτοί
άνοιξαν τις πύλες της πόλης στους Φατιμίδες, οι οποίοι μετά από σύντομη μάχη
στο λιμάνι αιχμαλώτισαν τον ‘Allāqa και τους λιγοστούς άνδρες που του είχαν
μείνει πιστοί (Ιούνιος 998).295 Τα γεγονότα της Τύρου έχουν ξεχωριστή σημασία,
γιατί είναι η μοναδική φορά που οι Φατιμίδες κινδύνευσαν πραγματικά να χάσουν
ένα από τα μεγάλα λιμάνια της Συρίας και τούτο όχι για την απειλή που
αποτελούσε ο τυχοδιώκτης ‘Allāqa, αλλά για την επέμβαση των βυζαντινών
ναυτικών δυνάμεων, επέμβαση που έγινε μόνο τότε και που δεν θα επαναληφθεί
ποτέ πια. Αυτή η ναυμαχία υπήρξε η μοναδική ναυτική σύγκρουση μεταξύ
Βυζαντινών και Φατιμιδών στην ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που εκπλήσσει, αν
ληφθεί υπ’ όψη ότι επρόκειτο για τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές και στρατιωτικές
δυνάμεις της εποχής και ότι οι στόλοι των δύο κρατών είχαν στο παρελθόν
συγκρουστεί συχνά στα σικελικά και ιταλικά ύδατα. Οι λόγοι για την αδράνεια
του βυζαντινού στόλου, πριν και μετά τα γεγονότα της Τύρου, μας είναι άγνωστοι,
αλλά πιθανόν σχετίζονται με την πραγματική δύναμη του βυζαντινού ναυτικού
και με τις πραγματικές επιχειρησιακές δυνατότητές του νοτίως της γραμμής
Πελοπόννησος-Κρήτη-Κύπρος, οι οποίες φαίνεται πως ήταν λίαν
περιορισμένες.296
Ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε εν τω μεταξύ να πολιορκεί την Απάμεια.
Οι αιγυπτιακές δυνάμεις κατευθύνθηκαν τότε στην πόλη, όπου συγκρούστηκαν με
τον εχθρό στις 19 Ιουλίου 998. Ο βυζαντινός στρατός καταστράφηκε και ο
αρχηγός ο δούκας Δαμιανός Δαλασσηνός σκοτώθηκε.297 Η καταστροφή στην
Απάμεια έθετε σε κίνδυνο την Αντιόχεια και ολόκληρο το νοτιοανατολικό σύνορο
της Αυτοκρατορίας και όπως ακριβώς είχε συμβεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα μετά
τη μάχη του Ορόντη, χρειάστηκε να επέμβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο Βασίλειος

293
Al-Antākī, II, 455-456. – Ibn al-Qalānisī, 34. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 19. Στα
στρατεύματα του Δαμιανού Δαλασσηνού συμπεριλαμβάνονταν και άνδρες των αραβικών φυλών
της Βόρειας Συρίας. A. J. Cappel, ‘Arab, 118.
294
Al-Antākī, II, 455. – Ibn al-Qalānisī, 34. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 18.
295
Al-Antākī, II, 455. – Ibn al-Qalānisī, 34. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 18. – Ιω.
Σκυλίτζης, 339-340.
296
H. Ahrweiler, Mer, 116-120. – Y. Lev, Fatimid Navy, 241. – Του ίδιου, Fatimids and
Byzantium, (1), 195. – J. Pryor, Geography, Τechnology and War Studies in the Maritime History
of the Mediterranean Sea, 649-1571, Cambridge 1988, 107.
297
Al-Antākī, II, 456. – Ibn al-Qalānisī, 35. – Kamāl ad-Dīn, 36. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī,
Itti‘āz, IΙ, 19.

120
Β΄ έφτασε στην Αντιόχεια στις 9 Σεπτεμβρίου του 999 και εισέβαλε στην κοιλάδα
του Ορόντη. Ανάγκασε την αιγυπτιακή φρουρά της Šayzar να παραδοθεί (17
Οκτωβρίου 999) και προχώρησε νοτιότερα. Έφτασε στην Έμεσα και την
κυρίευσε· ήταν η τρίτη φορά που αυτή η συριακή πόλη καταλαμβανόταν από τους
Βυζαντινούς μέσα σε τριάντα χρόνια και πάλι υπέστη λεηλασίες και εμπρησμούς.
Από την Έμεσα ο Βασίλειος Β΄ κατευθύνθηκε δυτικά προς τη θάλασσα,
ακολουθώντας τη συνηθισμένη πορεία όλων των βυζαντινών εισβολών στη Συρία,
και πολιόρκησε, ακόμη μία φορά άσκοπα την απόρθητη Τρίπολη (5-17
Δεκεμβρίου 999).298 Νέος δούκας της Αντιόχειας διορίστηκε ο Νικηφόρος
Ουρανός.299
Η δεύτερη εκστρατεία του Βασιλείου Β΄ στη Συρία αποτέλεσε την τελευταία σε
βάθος εισχώρηση βυζαντινών δυνάμεων στη Συρία μέχρι την εκστρατεία του
Ρωμανού Γ΄ Αργυρού τριανταένα χρόνια αργότερα. Οι στόχοι της επιχείρησης του
999 ήταν οι ίδιοι με εκείνους των προγενέστερων εκστρατειών, δηλαδή η φύλαξη
του συνόρου της Αντιόχειας, η προστασία του συμμάχου Χαλεπιού και η
προσπάθεια κατάκτησης της Τρίπολης. Μοναδικό εδαφικό κέρδος υπήρξε η
κατάληψη της μικρής πόλης της Šayzar που αποτελούσε έναν βυζαντινό θύλακα
σε εχθρικό έδαφος δεδομένου ότι η Απάμεια, λίγο βορειότερα στην κοιλάδα του
Ορόντη, παρέμεινε στα χέρια των Φατιμιδών.300
Τα γεγονότα των 998-999 υπήρξαν οι τελευταίες σημαντικές στρατιωτικές
συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών στη Συρία μέχρι το 1030. Μετά
από αυτά ο Βασίλειος Β΄ έστειλε στην Αίγυπτο πρεσβεία, για να συζητηθεί η
ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών· στις 13 Απριλίου 1001 Βυζαντινός πρέσβης έγινε
δεκτός με μεγάλες τιμές στο Κάιρο και την ίδια χρονιά ο πατριάρχης
Ιεροσολύμων Ορέστης πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σύναψε εν ονόματι
του al-Hākim μία δεκαετή ανακωχή.301 Ο νέος χαλίφης al-Hākim δεν
συμμεριζόταν τα πολιτικά σχέδια του πατέρα του και δέχτηκε τις ειρηνευτικές
προτάσεις των Βυζαντινών. Σύμφωνα με τον ισλαμικό Νόμο δεν συνήφθη μόνιμη
ειρήνη, αλλά μία δεκαετής ανακωχή (“hudna ‘ašara sinīn”). Η ουσία όμως δεν
άλλαζε: η Αίγυπτος και το Βυζάντιο εισέρχονταν σε μία φάση ειρηνικής
συνύπαρξης. Οι Φατιμίδες έδειξαν να μην έχουν πια επεκτατικές βλέψεις στο
Χαλέπι, η κατάκτηση του οποίου είχε αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη και το κάθε
κράτος αναγνώρισε ανεπίσημα τη ζώνη επιρροής του άλλου στη Συρία. Σε σχέση
298
Al-Antākī, II, 455-459. – Ibn al-Qalānisī, 36. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 32. Οι
βυζαντινές πηγές που αναφέρουν εκστρατεία του Βασιλείου Β΄ στη Συρία είναι ο Ιωάννης
Σκυλίτζης (σ. 340) και ο Ιωάννης Ζωναράς (τ. III, σ. 557.38-558.4)· αναφέρουν όμως μόνο μία
εκστρατεία και χωρίς να δώσουν καμία χρονολογία. Οι μελετητές ταυτίζουν την εκστρατεία που
αναφέρεται από τους δύο ιστορικούς με εκείνη του 995. Το γεγονός όμως ότι ο Ιωάννης Σκυλίτζης
λέει ότι προ ολίγου ο Δαμιανός Δαλασσηνός είχε σκοτωθεί από τους Φατιμίδες (“Damianovn te
patrivkion, o}~ h\rcen jAntioceiva~, polevmw/ sumbalovnta touvtoi~
ajnei`lon”) δείχνει πως εδώ ο ιστορικός μιλάει για την εκστρατεία του 999 ή ότι συμπιέζει τα
γεγονότα των δύο εκστρατειών σε μία.
299
Al-Antākī, II, 459-460. Βλ. V. Laurent, Gouverneurs, 235-236.
300
M. Canard, H’amdanides, 858. – W. Farag, Aleppo, 57.
301
Al-Antākī, II, 461. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 39-40.

121
με την πολιτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μετά την επέμβαση στη Συρία
του Ιωάννη Τσιμισκή, η Αίγυπτος είχε καταφέρει να εδραιώσει – ουσιαστικά αυτή
τη φορά – την κυριαρχία στη Δαμασκό και την Έμεσα (κεντρική Συρία) και να
σταθεροποιήσει αυτήν στην Παλαιστίνη και νότια Συρία. Σημαντικότατο γεγονός
για την πλήρη και οριστική υποταγή της ανήσυχης πόλη της Δαμασκού υπήρξε η
σφαγή των ahdāth που οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τον νέο κυβερνήτη Ğayš
bin as-Samsāma (τέλη 999–αρχές του 1000).302 Με την ολοκληρωτική
εξολόθρευση της ατίθασης πολιτοφυλακής οι πρόκριτοι και οι ‘ulamā’ της
Δαμασκού έχασαν το στήριγμά τους στις αντιπαραθέσεις με την κυβέρνηση του
Καΐρου και αναγκάστηκαν από τότε να συνεργάζονται με τους εκπροσώπους της.
Ουσιαστικά μόνο τότε οι Φατιμίδες απέκτησαν τον πλήρη έλεγχο στην πόλη,
τριανταένα χρόνια μετά από την πρώτη “κατάκτησή” της.303
Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί είχαν καταφέρει να αποσοβήσουν τον
κίνδυνο μίας προσάρτησης του Χαλεπιού από τους Φατιμίδες και να απωθήσουν
τις – όχι και τόσο επικίνδυνες – επιθέσεις τους κατά της Αντιόχειας. Οι Φατιμίδες
όμως διατήρησαν την Τρίπολη, τον ακρογωνιαίο λίθο ολόκληρου του
στρατιωτικού τους οικοδομήματος στη Συρία, και περιόρισαν το Εμιράτο του
Χαλεπιού σε ένα κρατίδιο που ουσιαστικά περιελάμβανε πια μόνο την πόλη και
την γύρω περιοχή.
Ο νέος αιώνας άρχιζε με προοπτικές ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή,
αλλά πολύ νωρίς η ισορροπία αυτή διαταράχτηκε και η αιτία αυτού θα είναι
ακόμη μία φορά το Χαλέπι.

302
Ibn al-Qalānisī, 37-38. – Ibn al-Athīr, 1618. – Maqrīzī, Itti‘āz, IΙ, 31-32.
303
Βλ. T. Bianquis, Damas, Ι, 243-248.

122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο

Οι ιταλικές πόλεις
(8ος – 10ος αιώνας)

Latini in civitatum quoque dispositione ac rei


publicae conservatione antiquorum adhuc
Romanorum imitantur solertiam. ... Ex quo fit, ut
tota illa terra intra civitates ferme divisa, singulae
ad commanendum secum diocesanos compulerint,
vixque aliquis nobilis vel vir magnus tam magno
ambitu inveniri queat, qui civitatis suae non
sequatur imperium.*

Οι Λατίνοι μιμούνται ακόμη και σήμερα την ευφυΐα


των αρχαίων Ρωμαίων στην οργάνωση των πόλεων
και στη διακυβέρνηση του κράτους. … Γι’ αυτό,
επειδή όλη η χώρα είναι διαιρημένη σε πολλές
πόλεις, η καθεμία από αυτές αναγκάζει όσους
κατοικούν στην περιοχή της να είναι με το μέρος της
και μετά δυσκολίας μπορεί να βρεθεί σε τόση
μεγάλη χώρα κάποιος ευγενής ή κάποιο σημαντικό
πρόσωπο που δεν υπακούει στις διαταγές της πόλης
του.

Η Ιταλία είχε χάσει οριστικά την πολιτική της ενότητα στο δεύτερο μισό του
ου
6 αιώνα, εξαιτίας της λογγοβαρδικής κατάκτησης. Η πολιτική και εδαφική της
κατάσταση άλλαξε και περιέπλεξε ακόμη περισσότερο στους επόμενους αιώνες
λόγω εισβολών ξένων κατακτητών (Φράγκοι, Άραβες, Ούγγροι και Νορμανδοί)
και ως συνέπεια της αυτονόμησης πολλών περιοχών που βρίσκονταν αρχικά υπό
βυζαντινή ή λογγοβαρδική κυριαρχία.
Τον 9ο αιώνα η Ιταλία χαρακτηριζόταν από πολιτική διάσπαση και εδαφικό
κατακερματισμό.304 Ο Βορράς και η Τοσκάνη ανήκαν στο Ιταλικό Βασίλειο
(Regnum Italicum ή Regnum Italiae), το πρώην Βασίλειο των Λογγοβάρδων
(Regnum Langobardorum) που μετά την κατάκτηση από τους Φράγκους (774) δεν
διαλύθηκε, αλλά ενσωματώθηκε στο Κράτος των Φράγκων, διατηρώντας το
όνομά του και την πρωτεύουσά του, την Παβία. Ο Κάρολος Μάγνος πήρε τον
τίτλο του Βασιλιά των Λογγοβάρδων (rex Langobardorum) και παρουσιαζόταν ως

*
Otto Frisingensis Episcopus, Gesta Friderici Imperatoris, MGH, Scriptores XX, εκδ. G. Waitz-
B. De Simson, Hannover 1867, 338-496, στις σελίδες 116-117. Η μετάφραση είναι δική μου.
304
Για μία ανασκόπηση της γενικής πολιτικής κατάστασης της Ιταλίας την εποχή εκείνη βλ. G.
Falco, Crisi. – G. Tabacco, Storia, 106-142. – Του ίδιου, Ambiguità. – G. Albertoni, Europa, 81-
87. – G. Albertoni-L. Provero, Feudalesimo, 55-69. Βλ. τον χάρτη 5.

123
συνεχιστής της δυναστείας· μόνο αργότερα, επί της βασιλείας του Λοθάριου Α΄
(823-855), το Βασίλειο των Λογγοβάρδων μετονομάστηκε επίσημα σε Ιταλικό
Βασίλειο.305 Στη Κεντρική Ιταλία υπήρχε το Patrimonium Sancti Petri, δηλαδή το
Κράτος της Εκκλησίας, το οποίο είχε αναγνωριστεί επισήμως από τον Κάρολο
Μάγνο το 774.306 Στο Κράτος της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνονταν όλες οι παλιές
βυζαντινές κτήσεις στην Κεντρική και Βόρεια Ιταλία: η Ραβέννα με την γύρω
περιοχή, η παλιά provincia Ravennantium (ή Aemilia), η Πεντάπολη με την
πρωτεύουσά της Ariminum (σημ. Rimini), μία στενή λωρίδα γης που ένωνε αυτές
τις περιοχές με τη Ρώμη και τέλος το Δουκάτο της Ρώμης.307 Σε αυτά τα εδάφη
προστέθηκαν και άλλα από τις δωρεές (donationes) των Φράγκων αυτοκρατόρων
και από κατακτήσεις.308 Στη Νότια Ιταλία υπήρχαν τα ανεξάρτητα λογγοβαρδικά
Πριγκιπάτα του Μπενεβέντο (Benevento) και του Σαλέρνο (Salerno).309 Με τους
Λογγοβάρδους της Νότιας Ιταλίας συνόρευαν οι εναπομείνασες βυζαντινές
κτήσεις της Καλαβρίας και της Απουλίας.310 Η Σικελία βρισκόταν υπό αραβική
κατοχή, με εξαίρεση κάποιων τοποθεσιών που ήταν ακόμη στα χέρια των
Βυζαντινών. Τέλος υπήρχαν οι περιοχές τυπικά υπό βυζαντινή κυριαρχία αλλά de
facto αυτόνομες: η Βενετία, η Σαρδηνία, η Νάπολη, η Γκαέτα και το Αμάλφι.
Με την εκθρόνιση του Καρόλου του Παχέος, το 887, χάθηκε οριστικά η
ενότητα του Κράτους των Φράγκων και δημιουργήθηκαν διάφορα ανεξάρτητα
βασίλεια, μεταξύ των οποίων και το Ιταλικό Βασίλειο. Στην Ιταλία πολλοί
ευγενείς διεκδίκησαν τον θρόνο και άρχισε μία περίοδος αντιπαραθέσεων και
πολέμων που, με κάποια διαστήματα ειρήνης, χαρακτήρισαν όλη την πολιτική

305
S. Balossino, Iustitia, lex, consuetudo, 7.
306
Liber pontificalis, I, 498 (Adrianus I).
307
A. Guillou, Italia bizantina, 221-226.
308
Η εδαφική επέκταση του Patrimonium Petri ορίστηκε τελικά με το δίπλωμα του Λουδοβίκου
του Ευσεβούς του 817, στο οποίο επιβεβαιώνονταν και ρυθμίζονταν όλες οι προηγούμενες δωρεές
και καθορίζονταν τα σύνορα του Παπικού Κράτους. MGH, Leges. Capitularia regum francorum ,
τ. I, εκδ. A. Boretius, Hannover 1883, 353-355.
309
Το Σαλέρνο ήταν αρχικά μέρος του ενιαίου Πριγκιπάτου του Μπενεβέντο από το οποίο
αποσχίστηκε το 849 μετά από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των πριγκίπων Siconolfo και Radelchi
(839-849). Αργότερα η πόλη Κάπουα ανεξαρτητοποιήθηκε με τη σειρά της από το Σαλέρνο,
δημιουργώντας έτσι ένα τρίτο λογγοβαρδικό πριγκιπάτο στη Νότια Ιταλία. Το λογγοβαρδικό
Δουκάτο του Σπολέτο, που αρχικά είχε μείνει ανεξάρτητο, προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της
Ιταλίας μετά τις εκστρατείες του Καρόλου Μάγνου στην Ιταλία του 780-781 και του 787, όταν ο
Φράγκος βασιλιάς νίκησε οριστικά τους Λογγοβάρδους ηγεμόνες του Μπενεβέντο. Για τα
λογγοβαρδικά πριγκιπάτα της Νότιας Ιταλίας βλ. J. B. Gay, Italie meridionale – F. Chalandon,
Domination, I, 17 κ. ε. – Vera von Falkenhausen, Italia meridionale, 15-18. – C. Azzara, Il ducato
di Benevento e l’eredità del regno dei longobardi, ανέκδοτη ανακοίνωση που έγινε στις 7
Οκτωβρίου 2002 στο συνέδριο Il monastero di S. Vincenzo al Volturno e la tradizione dei
Longobardi di Benevento, Benevento 7 ottobre 2002, διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή εν
htpp://retimedievali.it
310
Για τη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση των βυζαντινών κτήσεων της Νότιας Ιταλίας τον
9ο αιώνα βλ. Vera von Falkenhausen, Italia meridionale, 5-10, 20-31. – A. Guillou, Geografia
amministrativa del katepanato bizantino d’ Italia (IX-XI sec.), Calabria Bizantina, Reggio Calabria
1974, 113-133 [= A. Guillou, Culture et société en Italie byzantine, VR, London 1978, IX]. – J.
Ferluga, Italia meridionale, 178-181. – P. Corsi, Mezzogiorno, 109-112. – G. Noyé, Byzance et
l’Italie meridionale, Thirtieth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham 1996,
Aldershot, Ashgate, 1998, 229-243. – Του ίδιου, Calabre.

124
ζωή του Ιταλικού Βασιλείου μέχρι την οριστική ενσωμάτωσή του στην Αγία
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (951).311
Οι πόλεις με τις οποίες ασχολείται η παρούσα μελέτη βρίσκονταν είτε σε
περιοχές υπό βυζαντινή επικυριαρχία (η Βενετία και το Αμάλφι), είτε σε περιοχές
του Ιταλικού Βασιλείου (η Γένοβα και η Πίζα), γεγονός που επηρέασε την
πολιτική και θεσμική εξέλιξή τους, καθώς και τη δράση τους στη Μεσόγειο,
κυρίως στις σχέσεις με τον ισλαμικό κόσμο και το Βυζάντιο.

3.1. Το Αμάλφι.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το Αμάλφι και άλλες παραθαλάσσιες πόλεις


της Καμπανίας βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης και
θεωρητικά αποτελούσαν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.312 Η πολιτική
απομόνωση, οι εξωτερικές απειλές και κυρίως η ανικανότητα των βυζαντινών
αρχών να ασκήσουν τον πολιτικό έλεγχο πάνω σε αυτές τις πόλεις και να τις
προστατεύσουν στρατιωτικά είχαν ως αποτέλεσμα την ανάληψη της εξουσίας από
τις τοπικές ιθύνουσες τάξεις και την σταδιακή αυτονόμησή τους.
Αυτές οι πόλεις και οι γύρω τους περιοχές ανήκαν διοικητικά στο Δουκάτο της
Νάπολης, αλλά εξαιτίας των λογγοβαρδικών κατακτήσεων στη Νότια Ιταλία τον
7ο αιώνα το βόρειο μέρος του Δουκάτου, δηλαδή η περιοχή γύρω από τη Γκαέτα,
αποκόπηκε εδαφικά από την περιοχή της Νάπολης. Αργότερα και το Αμάλφι
απομονώθηκε από τη Νάπολη και έτσι τον 9ο αιώνα τα εδάφη του πάλαι πότε
ενιαίου Δουκάτου αποτελούνταν από τρεις ξεχωριστές περιοχές, τρεις
“ρωμαϊκούς” θύλακες, οι οποίοι περικυκλώνονταν από λογγοβαρδικά εδάφη.313
Η εδαφική απομόνωση συνεπαγόταν και την πολιτική· έτσι από πολύ νωρίς
αναδείχθηκαν τοπικοί παράγοντες που ανέλαβαν την διοίκηση και την άμυνα.
Τυπικά υπαγόμενες στον Δούκα της Νάπολης, ο οποίος με τη σειρά του τυπικά
υπαγόταν στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, οι πόλεις της Καμπανίας
κυβερνούνταν από μόνες και από μόνες έπαιρναν τις αποφάσεις που ρύθμιζαν την
πολιτική και οικονομική τους ζωή. Την εξουσία ανέλαβε η τοπική αριστοκρατία,
η οποία προσπαθώντας να διαφυλάξει τα συμφέροντά της, εξασφάλιζε και την
επιβίωση των πόλεων και αργότερα την ανάπτυξη και την πρόοδό τους.
311
Για τη διάσπαση της Φραγκικής Αυτοκρατορίας και το ανεξάρτητο Ιταλικό Βασίλειο βλ. G.
Tabacco, Storia, 73 κ. ε. – Του ίδιου, Regno, impero e aristocrazie. – Του ίδιου, Medioevo latino-
germanico, 75-86. – G.Albertoni, Europa, 85-87, 92-96. – G. Albertoni–L. Provero, Feudalesimo,
55-69.
312
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο De administrando imperio, αναφερόμενος στις
περιοχές του θέματος Λαγουβαρδίας, γράφει χαρακτηριστικά ότι “ JH de; Neavpoli~ kai;
hJ jAmavlfh kai; hJ Surento;~ [Sorrento] uJph`rcon ajei; uJpo; to;n
basileva JRwmaivwn”, DAI, 27.67-68 (σ. 116).
313
A. Guillou, Italia bizantina, 226. – J. Ferluga, Italia bizantina, 187.

125
Οι πόλεις της Καμπανίας κατάφεραν να μετατρέψουν μία αρχικά δυσμενή
κατάσταση εγκατάλειψης και απομόνωσης σε μία ευκαιρία για ελευθερία και
αυτονομία που τους επέτρεψε να αναπτυχθούν και να προοδεύσουν πολιτικά και
οικονομικά, απαλλαγμένες πια από προστάτες, κηδεμόνες και ανώτερες αρχές.
Βέβαια όταν τους συνέφερε, κυρίως στον εμπορικό τομέα, οι κάτοικοι των
πόλεων αυτών εμφανίζονταν ως πιστοί υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
και ως ανήκοντες στη μεγάλη “ρωμαϊκή” οικουμένη, αλλά στην πραγματικότητα
ήταν ανεξάρτητα κράτη με ανεξάρτητη πολιτική.
Για τις πόλεις της Καμπανίας, όπως και για τη Βενετία, δεν μπορεί να
προσδιοριστεί μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όταν αυτές έγιναν ανεξάρτητες,
ούτε υπάρχει κάποια οποιασδήποτε μορφής ανακήρυξη ανεξαρτησίας.314 Οι
κάτοικοι κατάφεραν να αντικαταστήσουν την απούσα αυτοκρατορική εξουσία με
μορφές αυτοδιοίκησης που, αν και διατηρούσαν όρους και τύπους της ρωμαϊκής
και βυζαντινής πολιτικής παράδοσης, εμπεριείχαν νέα θεσμικά και πολιτικά
στοιχεία και αποτελούσαν μία καινοτομία στην ιστορική τους εξέλιξη. Όλα αυτά
σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ιταλία, όπου η πολιτική διάσπαση και η αναρχία που
χαρακτήρισαν την μετακαρολίγγεια εποχή ευνόησαν τη δημιουργία τοπικών
ηγεμονιών που βασίζονταν αποκλειστικά στην έγγεια ιδιοκτησία, από την οποία
αντλούσαν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμή τους.315
Η Νεάπολη, το Αμάλφι και η Γκαέτα ήταν και οι τρεις σημαντικά λιμάνια της
Τυρρηνικής Θάλασσας·316 περιορισμένες στις μικρές σε έκταση περιοχές τους,
στράφηκαν σε αναζήτηση των απαραίτητων πόρων προς τη θάλασσα, όπου
βρήκαν νέους ορίζοντες της ύπαρξής τους ως ανεξαρτήτων κρατών. Μόνο το
Αμάλφι ωστόσο αναδείχθηκε σημαντική θαλάσσια δύναμη στη Μεσόγειο, με
διεθνές εμπόριο που άπλωνε τις δραστηριότητές του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο
από την Ισπανία ως τη Συρία και την Αίγυπτο. Γι’ αυτό τον λόγο στην παρούσα
μελέτη θα ασχοληθούμε κυρίως με το Αμάλφι περιορίζοντας τις αναφορές στις
άλλες πόλεις της Καμπανίας στα γεγονότα που έχουν άμεση σχέση με το Αμάλφι.
Πέρα από τις πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις της πόλης αυτής, ιδιαίτερη σημασία
για τη μελέτη μας έχει η ιστορία των σχέσεών της με τους μουσουλμάνους της
Βόρειας Αφρικής και της Σικελίας και με τον ισλαμικό κόσμο εν γένει.
Το Αμάλφι, όπως έχει ήδη λεχθεί, ανήκε αρχικά στο Δουκάτο της Νάπολης. Ο
δούκας διόριζε έναν κόμη (comes) που ήταν υπεύθυνος για την πολιτική και
στρατιωτική διοίκηση της πόλης του Αμάλφι και της γύρω περιοχής.317 Η πρώτη
αναφορά στο Αμάλφι βρίσκεται σε μία επιστολή του πάπα Γρηγορίου Α΄ του 596,

314
F. Chalandon, Domination, I, 5. – M. Berza, Amalfi, 28. – J. Ferluga, Italia bizantina, 176. – P.
Corsi, Mezzogiorno, 112.
315
G. Luzzato, Venezia, 88-94, 107-116. – G. Tabacco, Storia, 106. – K. Modzelewski,
Transizione, 38 κ. ε. – P. Toubert, Il sistema curtense: la produzione e lo scambio interno in Italia
nei secoli VIII, IX e X, εν G. Sergi, Curtis e signoria rurale, 24-94.
316
Για τα λιμάνια των πόλεων αυτών κατά τον Μεσαίωνα βλ. G. Schmiedt, Porti, 165-166
(Γκαέτα), 174-176 (Νάπολη), 177-178 (Αμάλφι).
317
M. Berza, Amalfi preducale, 365, 369, 405-406.

126
από την οποία πληροφορούμαστε ότι το Αμάλφι ήταν επισκοπική έδρα και ότι
εκείνη την εποχή απειλούνταν από τους Λογγοβάρδους.318 Το Αμάλφι αναφέρεται
και στο έργο του Γεωργίου Κυπρίου (τέλος του 6ου – αρχές του 7ου αι.) ως
“kavstron jAmavlfh~”.319
Θα χρειαστεί να περάσουν περίπου δύο αιώνες για να απαντηθεί ξανά το
Αμάλφι στις ιστορικές πηγές. Σε μία επιστολή του πάπα Αδριανού Α΄ (772-795)
στον Κάρολο Μάγνο αναφέρεται πως ο δούκας της Νάπολης έστειλε τους άνδρες
του προς βοήθεια του Αμάλφι που οι Λογγοβάρδοι του Μπενεβέντο
πολιορκούσαν στα πλαίσια των επιχειρήσεών τους κατά του Δουκάτου της
Νάπολης.320 Τότε, ήταν η δεκαετία του 780, το Αμάλφι ήταν ακόμη μέρος του
Δουκάτου, μάλιστα στη επιστολή χρησιμοποιείται η έκφραση “οι Αμαλφιτάνοι
του Δουκάτου της Νάπολης” (“Amalfitanos ducati Neapolitani”). Δεν πρόκειται
εδώ για ένα επεισόδιο συνεργασίας μεταξύ δύο κοντινών πόλεων απέναντι σε
έναν κοινό εχθρό, αλλά για μία επιβεβλημένη ενέργεια του δούκα της Νάπολης
για την άμυνα των εδαφών του.
Το 812 όμως ο στόλος του Αμάλφι, μαζί με εκείνον της Γκαέτας και σε
αντίθεση με τη Νάπολη, συμμετείχε στις ναυτικές επιχειρήσεις των Βυζαντινών
κατά των Αράβων στην Τυρρηνική.321 Το γεγονός αυτό ερμηνεύτηκε από κάποιον
μελετητή ως απόδειξη πως το Αμάλφι ήταν πια de facto ανεξάρτητο από τη
Νάπολη.322 Αλλά αυτό δεν αρκεί για να μιλήσουμε με βεβαιότητα για
ανεξαρτησία του Αμάλφι από την Νάπολη ήδη από το 812.323 Σίγουρο είναι ότι η
κάθε πόλη ακολουθούσε τη δική της εξωτερική πολιτική, με βάση κυρίως τα
συμφέροντά της και ανεξάρτητα από ανώτερες διοικητικές αρχές (το Αμάλφι σε
σχέση με τον δούκα της Νάπολης και η Νάπολη σε σχέση με τον στρατηγό της
Σικελίας).
Η ισλαμική κατάκτηση της Σικελίας, που άρχισε το 827, επηρέασε όλη την
Νότια Ιταλία, καθιστώντας τους μουσουλμάνους της Σικελίας έναν από τους
σημαντικότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες στην περιοχή. Το 835
ο δούκας της Νάπολης Ανδρέας Β΄ δεν δίστασε να ζητήσει τη στρατιωτική

318
MGH, Epp. I, VI, 23 (σσ. 400-401).
319
Γεώργιος Κύπριος, 51.
320
MGH, Epp. IΙΙ, 78, (σ 610). Ο εκδότης W. Gundlach χρονολογεί την επιστολή στα χρόνια 781-
786
321
MGH, Epp. V, 96: “Cumque isse patricius in Siciliam coniunxisset, direxit missos suos per
Beneventum ad Anthimum Neapolitanum ducem, ut cum toto ipso Neapolitano ducatu, qui illi
oboedire voluisset, navale auxilium ei praebere studuisset. Qui vero dux occasiones proponens, in
audiutorio eius ire contempsit. Kaietani autem et Amalfitani aliquanta congregantes navigia, in
auxilio illius abierunt”.
322
E. Pontieri, Crisi, 6.
323
Ο Berza παρατηρεί ότι, σύμφωνα με την επιστολή του Αδριανού Α΄, η εντολή για τη
συμμετοχή στις επιχειρήσεις ήρθε στους Αμαλφιτάνους δια μέσου του δούκα της Νάπολης
(“direxit missos suos per Beneventum ad Anthimum Neapolitanum ducem, ut cum toto ipso
Neapolitano ducatu”) στον οποίο είχαν απευθυνθεί οι Βυζαντινοί ως υπεύθυνο για το Αμάλφι και
τη Γκαέτα. Σε αυτή την περίπτωση το Αμάλφι εμφανίζεται, διοικητικά και εδαφικά, ως μέρος του
Δουκάτου της Νάπολης, όπως ακριβώς σε όλα τα προηγούμενα έγγραφα που αναφέρονται στην
πόλη. M. Berza, Amalfi preducale, 364.

127
βοήθειά τους (“validissimam Saracenorum hostem ascivit”) προκειμένου να σώσει
την πόλη από τον πρίγκιπα Σικάρδο του Μπενεβέντο.324 Ο Σικάρδος αναγκάστηκε
τότε να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να συνάψει συνθήκη με τους
Ναπολιτάνους (835).325 Στην συνθήκη μεταξύ του πρίγκιπα Σικάρδου και του
δούκα Ανδρέα αναφέρεται δύο φορές η φράση: “...popolo vobis [του δούκα
Ανδρέα και του επισκόπου της Νάπολης Ιωάννη] subiecto ducati Neapolitani, et
Surrento et Amalfi et caeteris castellis vel locis in quibus dominium tenetis terra
marique”,326 φράση που υποδεικνύει ότι εκείνο τον καιρό το Αμάλφι βρισκόταν
ακόμη υπό την άμεση κυριαρχία της Νάπολης· από την άλλη, το γεγονός ότι στην
ίδια συνθήκη υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο για τους Αμαλφιτάνους και τις
εμπορικές δραστηριότητές τους (“44. De Amalfinis qualiter peragantur”), παρόλο
που άλλα τρία κεφάλαια της ίδιας συνθήκης αναφέρονται στις εμπορικές σχέσεις
μεταξύ της Νάπολης και του Μπενεβέντο, ενισχύει την άποψη ότι το Αμάλφι
αποτελούσε ήδη μία ξεχωριστή και ως κάποιο σημείο αυτόνομη οντότητα μέσα
στα εδάφη υπό την νόμιμη κυριαρχία του δούκα της Νάπολης.327
Η απόκτηση της πλήρους ανεξαρτησίας από τη Νάπολη πραγματοποιήθηκε
λίγα χρόνια αργότερα ως συνέπεια της προσωρινής κατοχής του Αμάλφι από τους
Λογγοβάρδους του Σαλέρνο.
Παρά την υπάρχουσα συνθήκη με τον δούκα της Νάπολης, ο Σικάρδος,
εκμεταλλευόμενος εσωτερικές έριδες που είχαν ξεσπάσει στο Αμάλφι, κατέλαβε
αμαχητί την πόλη τον χειμώνα του 838.328 Μετά την άλωση της πόλης μέρος των
κατοίκων εκτοπίστηκε στο Σαλέρνο, όπου μάλιστα ο Σικάρδος ενθάρρυνε τους
μικτούς γάμους μεταξύ των δύο πληθυσμών για να δημιουργηθεί “ένας μόνος
λαός”.329 Ο σκοπός του Λογγοβάρδου πρίγκιπα ήταν προφανής: το Σαλέρνο,
παρόλο που ήταν η πρωτεύουσα ενός αρκετά μεγάλου κράτους, δεν είχε ποτέ
αναπτύξει ναυτική και εμπορική δραστηριότητα παρόμοια με εκείνη του Αμάλφι.
Με τη μόνιμη εγκατάσταση των έμπειρων Αμαλφιτανών ναυτών και εμπόρων στο
Σαλέρνο, ο Σικάρδος θα καθιστούσε την πρωτεύουσά του σημαντικό εμπορικό
λιμάνι και θα αποκτούσε δική του ναυτιλία με καλά οργανωμένο εμπορικό δίκτυο.

324
Gesta Episcop. Neap., 431: “Contra hunc etenim Andream Sichardus Beneventarum princeps,
filius Siconis, innumerabiles molitus est irruptiones. Pro quibus commotus Andreas dux, directo
apocrisario, validissimam Saracenorum hostem ascivit ”. – Chron. Salern. κ. 63: “Neapolitanam
advenit urbem, quam et trium mensium spacium obsedens”.
325
Gesta Episcop. Neap., 431: “Quorum pavore Sichardus perterritus, infido cum illo quasi ad
tempus inito foedere, omnes ei captivos reddidit ”. Σώζονται μόνο 19 από τα 49 άρθρα της
συνθήκης του Σικάρδου με τη Νάπολη, αλλά στην αρχή της συνθήκης υπάρχει κατάλογος με τους
τίτλους όλων των άρθρων της ίδιας της συνθήκης από τον οποίο γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους.
MGH, Leges Lang., IV, 217-221.
326
MGH, Leges Lang., IV, 217, 218.
327
M. Berza, Amalfi preducale, 364-365, 372-373. – G. Imperato, Amalfi, 39.
328
Chron. Salern. κ. 72-74. Για τη χρονολογία των γεγονότων βλ. M. Berza, Amalfi preducale,
356-358. Φαίνεται πως ο Σικάρδος είχε τη βοήθεια κάποιων από τους κατοίκους του Αμάλφι που
θεωρούσαν ότι συνέφερε στην πόλη τους να ανήκει σε ένα μεγαλύτερο κράτος, όπως το Δουκάτο
του Σαλέρνο, του οποίου οι ίδιοι οι Αμαλφιτάνοι θα ήλεγχαν τις εμπορικές δραστηριότητες.
329
Chron. Salern. κ. 74: “ipse princeps conabatur, quatenus Salernitanis cum Amalphitanis inter se
inire conubia, ut unum efficerentur populus, donisque plurimis utrique augerentur”.

128
Ο Σικάρδος έπεσε θύμα δολοφονίας το 839 και μαζί του πέθαναν τα φιλόδοξά
του σχέδια. Εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στο Σαλέρνο, οι
Αμαλφιτάνοι που είχαν εκτοπιστεί εκεί επέστρεψαν στην πατρίδα τους και
μάλιστα πριν φύγουν λεηλάτησαν πολλά σπίτια και προκάλεσαν εκτεταμένες
ζημιές στα τείχη του Σαλέρνο (Αύγουστος 839).330
Μετά την επιστροφή των εκτοπισθέντων, την 1η Σεπτεμβρίου 839 οι
Αμαλφιτάνοι προέβησαν, από μόνοι τους, στην εκλογή ενός νέου αρχηγού, του
Πέτρου, χωρίς να ζητήσουν ή να περιμένουν από τον δούκα της Νάπολης τον
διορισμό του διοικητή τους, όπως γινόταν προηγουμένως.331 Με την εκλογή του
Πέτρου άρχισε μία νέα περίοδος στην ιστορία του Αμάλφι και έγινε η οριστική
απόσχιση, από θεσμική και νομική άποψη, από το Ναπολιτάνικο Δουκάτο.332
Στις πηγές ο αρχηγός του Αμάλφι ονομάζεται “comes”, τίτλος που ήδη έφεραν
οι διοικητές της πόλης διορισμένοι από τον δούκα της Νάπολης, όπως
συμπεραίνεται από το γεγονός ότι στις ίδιες πηγές οι πρώτοι αρχηγοί του Αμάλφι
μετά τον Πέτρο αναφέρονται ως υιοί πρώην κομητών, οι οποίοι προφανώς
κυβερνούσαν την πόλη, όταν αυτή υπαγόταν ακόμη στη Νάπολη.333 Άλλος τίτλος
που αναφέρεται στις πηγές είναι αυτός του “praefectus” ή “praefecturius” που
χρησιμοποιείται συχνά μαζί με εκείνον του “comes”.334 Αργότερα όμως, τον 10ο
αιώνα, εμφανίζονται στα έγγραφα του αμαλφιτάνικου κράτους βυζαντινοί τίτλοι·
ο πρώτος που εμφανίστηκε ήταν ο τίτλος του “spatharocandidatos” που ο Manso
Fusilis (896-914) χρησιμοποίησε σε ένα έγγραφο του 907. Ακολουθεί ένα
έγγραφο του 922, όπου ο Mastalus Α΄ (914-958) φέρει τον τίτλο του “patricius
imperialis” και ο γιος και συγκυβερνήτης του Leo, εκείνον του “protospatharius”.
O Mastalus Β΄ (952-958), εγγονός και συγκυβερνήτης του Mastalus A΄, έγινε ο
πρώτος dux του Αμάλφι, αλλά δεν είχε κανένα βυζαντινό τίτλο. Οι διάδοχός του ο

330
Chron. Salern. κ. 78. Οι Αμαλφιτάνοι που είχαν υποστηρίξει τον Σικάρδο δεν επέστρεψαν όμως
στο Αμάλφι, φοβούμενοι την αναμενόμενη εκδίκηση των υπόλοιπων κατοίκων της πόλης. Από την
άλλη, οι καταστροφές που προκάλεσαν οι Αμαλφιτάνοι όταν εγκατέλειψαν το Σαλέρνο είχαν
προκαλέσει την γενική έχθρα των Σαλερνιτάνων απέναντι σε όλους τους Αμαλφιτάνους, οι οποίοι
δεν ήταν πια επιθυμητοί στην πόλη ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Τελικά οι
Αμαλφιτάνοι λογγοβαρδόφιλοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη Vietri, στα εδάφη του Πριγκιπάτου
του Σαλέρνο. Chron. Salern. κ. 86.
331
Chron. Salern. κ. 90: “Primo anno quo sunt egressi de Salerno per indictionem ingredientem
terciam per Kal. Septembr, predicti Malfitani anno primo principis Radelchisi, comes proposuerunt
quidam Petrus nomine”.
332
M. Berza, Amalfi preducale, 365, 405 κ. ε. – G. Imperato, Amalfi, 42. – J. Ferluga, Italia
bizantina, 189. – P.Corsi, Mezzogiorno, 143.
333
Chron. Salern. κ. 90: “Sergius comes ordinarunt, filius Gregorii comitis, deinde Urso comes,
filius Maroni comitis, et post eum Cunari comitis; iterum Sergio comes, filius Constantini comiti”.
334
Για τους τίτλους του κυβερνήτη του Αμάλφι βλ. M. Berza, Amalfi preducale, 423-425, όπου
και οι σχετικές πηγές. Ο Berza θεωρεί πως ο τίτλος “praefectus/praefecturius” άρχισε να
χρησιμοποιείται κάποια στιγμή από τους comites και σταδιακά αντικατέστησε τον παλιότερο
τίτλο. Βλ. επίσης M. Del Treppo, La nobiltà dalla memoria lunga: evoluzione del ceto dirigente di
Amalfi dal IX al XIV secolo, εν G. Rossetti, Forme di potere, 305-319. – J. Ferluga, Italia
bizantina, 189. – P. Corsi, Mezzogiorno, 115.

129
δούκας Sergius A΄ (958-966) αντίθετα φέρει τον τίτλο του “patricius” και το 983 ο
Manso Β΄ (966-983) εμφανίζεται με τον τίτλο του “anthypatos patricius”.335
Η παρουσία και η χρήση βυζαντινών τίτλων δεν πρέπει να οδηγήσουν σε
λανθασμένα συμπεράσματα· δεν πρόκειται για αναγνώριση κάποιας υψηλότερης
κυριαρχίας ούτε για άνωθεν παραχώρηση αυτονομίας. Οι κυβερνήτες του Αμάλφι
και των άλλων πόλεων έπρεπε να χρησιμοποιούν κάποιον τίτλο που θα
επισημοποιούσε τον νέο τους ρόλο και θα τους καθιστούσε αναγνωρίσιμους
εκπροσώπους των νέων πολιτικών οντοτήτων, επομένως φυσικό ήταν να
καταφύγουν στην ρωμαϊκή και βυζαντινή παράδοση, για να βρουν το πολιτικό
λεξιλόγιο που χρειάζονταν, για να οριστούν και να εκφραστούν οι καινούριες
πολιτικές καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί.336 Αυτοί οι τίτλοι λοιπόν δεν
αποτελούν κάποια ένδειξη για την ύπαρξη ή την επιβίωση της βυζαντινής
διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης σε αυτές τις περιοχές, σε αντίθεση με
ό,τι συνέβαινε στην Απουλία, στην Καλαβρία και στη Σικελία, αλλά δείχνουν ότι,
πέρα από τις όποιες πολιτισμικές, πνευματικές και συναισθηματικές σχέσεις με το
Βυζάντιο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αποτελούσε το ισχυρότερο ιδεολογικό και
νομικό μέσο, για να διεκδικηθεί η ανεξαρτησία από άλλες ξένες δυνάμεις ή από
άλλους “Βυζαντινούς” ανώτερους ηγεμόνες. Ειδικά για το Αμάλφι, το γεγονός ότι
οι ηγέτες της πόλης έφεραν όλο και σημαντικότερους τίτλους, οφείλεται στην
αυξανόμενη σημασία της πόλης, από οικονομική και εμπορική άποψη, για το
Βυζάντιο και όχι σε ενίσχυση της βυζαντινής επιρροής, όπως γινόταν εκείνα τα
χρόνια σε κάποιες περιοχές της Νότιας Ιταλίας. Η διακυβέρνηση των πόλεων
αυτών καθώς και οι αποφάσεις που αφορούσαν στην εξωτερική πολιτική τους,
ήταν σταθερά στα χέρια των τοπικών ηγετών και κανενός άλλου. Επίσης, για τη
Γκαέτα, τη Νάπολη και το Αμάλφι, η τυπική βυζαντινή επικυριαρχία αποτελούσε
τη νομική αρχή, πάνω στην οποία στήριζαν τις διεκδικήσεις τους για ελευθερία
απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις των λογγοβαρδικών ηγεμονιών ή του πάπα.337

335
M. Berza, Amalfi preducale, 433-434. – Του ίδιου, Amalfi, 29-30. – A. Pertusi, Regalia
insignia, 107-108. – Vera von Falkenhausen, Italia meridionale, 37. – M. Balard, Amalfi et
Byzance, 86. – G. Imperato, Amalfi, 71. – J. Ferluga, Italia bizantina, 189. – P.Corsi, Mezzogiorno,
115.
336
M. Berza, Amalfi preducale, 415. – Vera von Falkenhusen, Italia meridionale, 13. – P. Corsi,
Mezzogiorno, 113. Στη Νάπολη ο κυβερνήτης της πόλης έφερνε τους τίτλους “consul” και “dux”
ενώ στη Γκαέτα τον τίτλο “hypatos/ypatos”. Το ίδιο ισχύει για το σύστημα χρονολόγησης που
χρησιμοποιούνταν στα επίσημα έγγραφα της Γκαέτας και της Νάπολης (όχι όμως στο Αμάλφι). Το
ότι για κάποια χρονικά διαστήματα αναφέρονται τα έτη βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα
ενώ για άλλα τα έτη που ο πάπας της Ρώμης παρέμεινε στον θρόνο του ή και τα δύο μαζί, δεν
σημαίνει αναγκαστικά ότι οι δύο πόλεις αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο ανώτερες κυριαρχίες,
όπως συμπεραίνει ο Chalandon. F. Chalandon, Domination, I, 6-9.
337
Ενδεικτικό της σημασίας και της χρήσης βυζαντινών τίτλων στην Ιταλία είναι το γεγονός ότι ο
τιμητικός τίτλος του “hypatos” παρεχωρείτο πολύ συχνά και πολύ εύκολα στους τοπικούς
άρχοντες των διαφόρων περιοχών της Ιταλίας που βρίσκονταν ακόμη υπό βυζαντινή επικυριαρχία,
όπως συμπεραίνουμε από ένα placitum του 804 για τους κατοίκους της Ίστριας, όπου γράφει ότι:
“Ab antiquo tempore, dum fuimus sub potestate Grecorum imperii, ... qui volebat maiorem
honorem de tribuno ambulabat ad Imperium quod ordinabat illlo ypato. Tunc qui imperialis erat
ypatus in omni loco secundum illum magistrum militum procedebat”. R. Cessi, Documenti, I, αρ.
40, σ. 64. Για την πολιτική κατάσταση στην Ίστρια εκείνη την εποχή βλ. J. Ferluga, Italia

130
Οι τιμητικοί βυζαντινοί τίτλοι προσέδιδαν κύρος στους αρχηγούς του Αμάλφι
αλλά, ακριβώς επειδή ήταν καθαρά τιμητικού χαρακτήρα, δεν ήταν αρκετά για να
εκφράσουν τις πολιτικές φιλοδοξίες τους. Για να αποδείξουν την πλήρη ισότητα
και ισοδυναμία του κράτους του Αμάλφι με τη Νάπολη, οι αρχηγοί της πόλης
άρχισαν να χρησιμοποιούν και αυτοί τον τίτλο του “dux”, που συναντάται για
πρώτη φορά σε ένα έγγραφο με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 957, επί της
κυβερνήσεως του Mastalus Β΄.338
Οι comites/prefecturii και αργότερα οι δούκες εκλέγονταν ανάμεσα στα μέλη
της τοπικής αριστοκρατίας, αυτοί που στις πηγές αναφέρονται ως “majores
natu”.339 Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς διεξάγονταν αυτές οι εκλογές, αλλά οι
πηγές λένε ότι οι “Amalphitani” ή ο “Populus Amalphitanorum” ή “omnes
Amalphitani et Atranienses” “elegerunt praefectum”, “comes praeposuerunt”,
“comes ordinabunt” και οι ίδιοι πολύ συχνά “deposuerunt” τους εκλεγμένους
ύστερα από κάποιους μήνες ή σε κάποιες περιπτώσεις ύστερα από λίγες μέρες.
Εάν αυτές οι εκλογές ήταν πραγματικά δημοκρατικές εκλογές, με τη συμμετοχή
όλου του λαού, δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν τόσες καθαιρέσεις, τις οποίες
μάλιστα συχνά ακολουθούσε η τύφλωση ή η εξορία ή και ο φόνος του έκπτωτου
ηγέτη. Όλα δείχνουν πως επρόκειτο για ένα ολιγαρχικό σύστημα εξουσίας, όπου
οι ισχυροί, οι majores, διάλεγαν ανάμεσά τους έναν αρχηγό. Μέσα σε αυτό το
σύστημα ήταν έντονος ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων φατριών και αυτή
είναι η αιτία που οδήγησε τελικά στην καθιέρωση της δυναστικής αρχής, για να
αποφευχθούν οι συχνές εσωτερικές έριδες.340 Ο δούκας πλαισιωνόταν από
iudices, μέλη και αυτοί της τοπικής αριστοκρατίας, οι οποίοι είχαν διάφορες
αρμοδιότητες στη διακυβέρνηση του κράτους· έτσι κάπως περιοριζόταν η
απόλυτη εξουσία του δούκα.341
Eπικράτησε τελικά η δυναστική αρχή και έτσι δημιουργήθηκαν δυναστείες
δουκών που κράτησαν την εξουσία μέχρι το τέλος του Κράτους του Αμάλφι. Ο
διορισμός συγγενών ως συγκυβερνητών εξασφάλιζε την αυτόματη και ομαλή

bizantina, 174-175. Ο δούκας της Νάπολης οφείλει τον τίτλο του στην παλιά οργάνωση του
Εξαρχάτου της Ιταλίας. Το Δουκάτο της Νάπολης υπαγόταν αρχικά στον στρατηγό της Σικελίας, ο
οποίος διόριζε και τον ίδιο τον δούκα. Μετά την άλωση της Ραβέννας από τους Λογγοβάρδους
(751), το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα των Βυζαντινών στην Ιταλία γνώρισε μία περίοδο
κρίσης και ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης πάνω σε διάφορες ιταλικές περιοχές εξασθένησε.
Στην Νάπολη για πρώτη φορά ανέλαβε την εξουσία ένας εκπρόσωπος της τοπικής στρατιωτικής
αριστοκρατίας, ο Στέφανος Α΄ που εξελέγη δούκας από τους συμπολίτες του το 755. Vera von
Falkenhausen, Italia meridionale, 10-11. – J. Ferluga, Italia bizantina, 186. – P. Corsi,
Mezzogiorno, 138
338
M. Berza, Amalfi preducale, 437-438. Περίπου την ίδια εποχή οι αρχηγοί της Γκαέτας και του
Sorrento πήραν τον τίτλο του δούκα, επισημαίνοντας και τυπικά την πλήρη ανεξαρτησία τους από
την Νάπολη. Στο De cerimoniis όμως ο ηγέτης του Αμάλφι και αυτός της Γκαέτας αποκαλούνται
“a[rcwn”, ενώ αυτός της Νάπολης αποκαλείται “douvx”, γεγονός που αντικατοπτρίζει την
διοικητική ιεραρχία του πάλαι τότε ενιαίου Δουκάτου της Νάπολης. Κ. Πορφυρογέννητος, De
cerimoniis aulae byzantinae, II, 48 (σ. 690), εκδ. J. Reiske, Bonn 1829.
339
Ο δούκας της Νάπολης διάλεγε τον κυβερνήτη της πόλης ανάμεσα στους majores natu όταν
αυτή ακόμη εξαρτιόταν από τη Νάπολη. M. Berza, Amalfi preducale, 369.
340
M. Berza, Amalfi preducale, 406-407, 421-422.
341
M. Berza, Amalfi preducale, 423.

131
διαδοχή του prefecturius/δούκα και απέτρεπε εμφύλιες διαμάχες. Η προφανής
επιρροή της βυζαντινής πρακτικής της συμβασιλείας είναι μία ακόμη ένδειξη του
πως το Βυζάντιο αποτελούσε σημαντικότατο σημείο αναφοράς για το Αμάλφι
πέραν από τις πραγματικές διαστάσεις των μεταξύ τους πολιτικών σχέσεων.
Ο πρώτος που επιχείρησε να εξασφαλίσει την διαδοχή της εξουσίας στον γιο
του υπήρξε ο praefecturius Μαρίνος (859-873) που, μιμούμενος τους βυζαντινούς
αυτοκράτορες, αναγόρευσε τον γιο του Pulcari συγκυβερνήτη. Η πράξη αυτή
προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους κόλπους της τοπικής αριστοκρατίας, η
οποία με τη βοήθεια του δούκα της Νάπολης κατάφερε να ανατρέψει τον Μαρίνο
που τυφλώθηκε και στάλθηκε αιχμάλωτος στη Νάπολη.342 Με την πάροδο του
χρόνου όμως έγινε εντονότερη η ανάγκη για πολιτική σταθερότητα, απαραίτητος
παράγοντας σε μία πόλη που βάσιζε την οικονομία της στο εμπόριο, και ωρίμαζε
στην κοινωνία του Αμάλφι η ιδέα πως η κυβέρνηση μίας οικογένειας ήταν
προτιμότερη από τις συνεχείς συγκρούσεις που λάμβαναν χώρα μετά τον θάνατο
του εκάστοτε κυβερνήτη. Το 896/897 με τον Manso Fusilis ανέβηκε στην
εξουσία μία οικογένεια που κυβέρνησε το Αμάλφι ως το 958, τότε που με ένα
πραξικόπημα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από μία άλλη οικογένεια, εκείνη
του Σεργίου, που κράτησε την εξουσία ως την κατάκτηση της πόλης από τους
Νορμανδούς το 1073.343
Η γεωγραφική επέκταση του Κράτους του Αμάλφι ήταν εξαιρετικά
περιορισμένη. Το Δουκάτο αποτελούνταν ουσιαστικά από μία στενόμακρη
λωρίδα γης ανάμεσα στη Τυρρηνική Θάλασσα και τα Όρη Λαττάρι (Monti
Lattari). Στην δικαιοδοσία του δούκα του Αμάλφι συμπεριλαμβάνονταν και
κάποια κατοικημένα κέντρα εκτός της πόλης, ανάμεσα στα οποία τα
σημαντικότερα ήταν το Atrani και το Ravello. Ο συνολικός πληθυσμός του
Αμάλφι ήταν περιορισμένος και συνεπώς ολιγάριθμες ήταν οι στρατιωτικές
δυνάμεις του κράτους. Η άμυνα από την ξηρά βασιζόταν κυρίως σε ένα σύστημα
κάστρων και οχυρωμένων τοποθεσιών που ήλεγχαν τις ορεινές διαβάσεις και τις
παραθαλάσσιες οδούς προς την πόλη. Το Αμάλφι ήταν πολύ πιο ισχυρό στη
θάλασσα χάρη στον στόλο, η ανάπτυξη του οποίου είχε άμεση σχέση με την
πρόοδο των εμπορικών δραστηριοτήτων της πόλης.344
Η αναζήτηση στοιχείων για την άνοδο της θαλάσσιας δύναμης του Αμάλφι και
των άλλων πόλεων της Καμπανίας πρέπει να ξεκινήσει από τις σχέσεις αυτών
των πόλεων με τους μουσουλμάνους της Σικελίας και της Ifrīqiya, οι οποίοι
επικράτησαν για περίπου δύο αιώνες στην Κεντρική Μεσόγειο.
Όπως είδαμε, η Νάπολη υπήρξε η πρώτη χριστιανική δύναμη που συμμάχησε
με τους μουσουλμάνους, για να αντιμετωπίσει την απειλή μίας άλλης χριστιανικής
δύναμης. Μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα, επί δούκα Σεργίου Α΄ (840-865), οι
342
M. Berza, Amalfi preducale, 410.
343
M. Berza, Amalfi preducale, 430. Ο Manso Fusilis το 900 διόρισε ως συγκυβερνήτη τον γιο του
Mastalus που τον διαδέχτηκε δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν ο Manso Fusilis εγκατέλειψε την
εξουσία και έγινε μοναχός
344
M. Berza, Amalfi preducale, 370-372. Πρβλ. C. Manfroni, Marina, 84.

132
Ναπολιτάνοι βοήθησαν στρατιωτικά τους μουσουλμάνους στις επιχειρήσεις κατά
της Μεσσήνης (έτος εγίρας 228/842-843).345 Ωστόσο η συμμαχία με τους
Σικελούς μουσουλμάνους δεν κράτησε πολύ και όταν αυτοί επέκτειναν τις
επιδρομές τους στη θαλάσσια περιοχή κοντά στη Νάπολη, ο ίδιος ο δούκας
Σέργιος Α΄ τέθηκε επικεφαλής ενός συνασπισμού των πόλεων της Καμπανίας για
να τους εκδιώξει από το νησί Ponza (846).346 Τον ίδιο χρόνο, ο γιος του δούκα
Κεσάριος (Cesarius) ηγήθηκε των στόλων της Νάπολης και του Αμάλφι και
απελευθέρωσε τη Γκαέτα από την πολιορκία των μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν
μόλις λεηλατήσει την περιοχή έξω από τα τείχη της Ρώμης, βεβηλώνοντας
μάλιστα και την εκκλησία του Αγίου Πέτρου.347 Ο κίνδυνος που διέτρεξε η ίδια η
Ρώμη ώθησε τον πάπα να αναζητήσει τη στρατιωτική υποστήριξη των πόλεων της
Καμπανίας, οι οποίες με τη σειρά τους φοβούνταν και αυτές την όλο και
τολμηρότερη δράση των μουσουλμανικών στόλων στην Τυρρηνική.
Το 849 οι μουσουλμάνοι εμφανίστηκαν πάλι απέναντι στις ακτές του Λατίου.
Αυτή τη φορά όμως η αντίδραση των χριστιανών συμμάχων ήταν άμεση και
αποτελεσματική. Ο Κεσάριος επικεφαλής των ενωμένων στόλων της Νάπολης,
του Αμάλφι και της Γκαέτα τους αντιμετώπισε έξω από το λιμάνι της Όστιας· η
ναυμαχία που επακολούθησε διεκόπη από μία ξαφνική θαλασσοταραχή, αλλά ο
στόχος επιτεύχθηκε και ο εχθρικός στόλος αποσύρθηκε.348
Οι τελευταίες επιχειρήσεις στην Τυρρηνική δεν σηματοδότησαν ωστόσο το
οριστικό τέλος των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των πόλεων της Καμπανίας και
των μουσουλμάνων της Σικελίας και της Ifrīqiya. Κατά τη διακυβέρνηση των
δουκών Γρηγορίου Γ΄ (865-870) και Σεργίου Β΄ (870-877) η Νάπολη ανανέωσε
και ενίσχυσε τη συμμαχία με τους μουσουλμάνους.349 Αυτή η συμμαχία ήταν
χρήσιμη για τα συμφέροντα της πόλης, προκαλούσε ωστόσο την κατακραυγή των
άλλων χριστιανικών δυνάμεων. Ο βασιλεύς της Ιταλίας και αυτοκράτορας
Λουδοβίκος Β΄ (844-876) σε μία επιστολή του στον Bυζαντινό αυτοκράτορα
Βασίλειο Α΄ παραπονέθηκε για τη βοήθεια και την υποστήριξη που οι
Ναπολιτάνοι παρείχαν στους μουσουλμάνους που λυμαίνονταν την Κεντρική και
Νότια Ιταλία, γράφοντας μάλιστα χαρακτηριστικά ότι “η Νάπολη φαίνεται να έχει
γίνει σαν το Παλέρμο ή την Αφρική”, εννοώντας ότι η χριστιανική πόλη είχε
μετατραπεί σε λημέρι Σαρακηνών πειρατών.350

345
Ιbn al-Athīr, 1213.
346
Gesta Episcop. Neap., 432. Αμέσως μετά την αποχώρηση των αραβικών στρατευμάτων από τη
Νάπολη ο δούκας Ανδρέας, είχε έρθει πάλι σε σύγκρουση με τον Σικάρδο του Μπενεβέντο, αλλά
αυτή τη φορά προτίμησε να ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά της Ιταλίας και αυτοκράτορα Λοθάριο
Α΄ (836). Gesta. Episop. Neap., 431.
347
Gesta Episcop. Neap., 433. Για την επιδρομή των μουσουλμάνων κατά της Ρώμης (846), η
οποία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση σε ολόκληρη την Ιταλία και μνημονεύεται σε πολλά κείμενα,
οι κυριότερες πηγές είναι: Liber Pontificalis, ΙΙ, 82 (Gregorius IV), 99-101 (Sergius II). –
Chronicon Casinense, 225-226. – Gesta Episcop. Neap., 432.433.
348
Liber Pontificalis, II, 117-119 (Leo IV).
349
A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, II, 18. – P. Corsi, Mezzogiorno, 144-145.
350
Chron. Salern. κ. 107.

133
Ενδεικτικά των σχέσεων που υπήρχαν τότε ανάμεσα στις πόλεις της Καμπανίας
και στους μουσουλμάνους είναι τα γεγονότα της Νάπολης του 870. Ο επίσκοπος
της πόλης Αθανάσιος Α΄ διαφωνώντας με την φιλοαραβική πολιτική του δούκα
Σεργίου Β΄, ο οποίος ήταν ανεψιός του, κατέφυγε στο νησάκι Salvatore απέναντι
από την Νάπολη όπου πολιορκήθηκε από έναν στόλο αποτελούμενο από
ναπολιτάνικα και αραβικά πλοία. Ο Αθανάσιος Α΄ ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά
της Ιταλίας και αυτοκράτορα των Φράγκων Λουδοβίκου Β΄, ο οποίος, μη
διαθέτοντας δικές του ναυτικές δυνάμεις, διέταξε τον praefecturio του Αμάλφι
Μαρίνο να σπεύσει στη Νάπολη και να σώσει τον επίσκοπο. Ο στόλος του
Αμάλφι εισήλθε στον κόλπο της Νάπολης, απελευθέρωσε τον επίσκοπο και τον
οδήγησε σώο και αβλαβή στο Αμάλφι, αποκρούοντας επιτυχώς τις προσπάθειες
του αραβοναπολιτάνικου στόλου να εμποδίσει την διαφυγή τους και να
αιχμαλωτίσει τον επίσκοπο Αθανάσιο.351
Ωστόσο το επεισόδιο του 870 δεν επηρέασε τις καλές σχέσεις των
Αμαλφιτανών με τους μουσουλμάνους και συγκαταλέγεται περισσότερο στη
αντιπαράθεση του prefecturius του Αμάλφι Μαρίνο με την πολιτική ηγεσία της
Νάπολης.352 Μάλιστα για τον επόμενο χρόνο υπάρχει μία μαρτυρία της παρουσίας
Αμαλφιτανών εμπόρων στα ισλαμικά λιμάνια: σύμφωνα με το Chronicon
Salernitanum ένας Αμαλφιτάνος έμπορος, ονόματι Flurus, μόλις επέστρεψε από
την Ifrīqiya ενημέρωσε τον πρίγκιπα του Σαλέρνο Guaiferio για τις πολεμικές
προετοιμασίες που γίνονταν στην Ifrīqiya και που είχαν ως στόχο την πόλη του
Σαλέρνο.353 Όταν η επίθεση πραγματοποιήθηκε, το φθινόπωρο του 871, και το
Σαλέρνο βρέθηκε υπό πολιορκία, οι Αμαλφιτάνοι βοήθησαν και άμεσα την πόλη,
προμηθεύοντας τους πολιορκημένους με τροφές.354
Οι σχέσεις του Αμάλφι με τους μουσουλμάνους ήταν πάντα εμπορικού
χαρακτήρα, διαφορετικά από τη Νάπολη, η οποία χρειαζόταν την πολιτική και
στρατιωτική υποστήριξή τους για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της από τις
επεκτατικές βλέψεις των Λογγοβάρδων γειτόνων. Γι’ αυτό το Αμάλφι δεν
συνεργάστηκε ποτέ πολιτικά και στρατιωτικά με τους μουσουλμάνους, με τους
οποίους ωστόσο προσπαθούσε συνεχώς να διατηρεί καλές και ειρηνικές σχέσεις,
με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου κινδύνευε η ίδια η ασφάλεια της πόλης και των
εμπορικών και ναυτικών της δραστηριοτήτων.355
Οι φιλικές σχέσεις των πόλεων της Καμπανίας με τους μουσουλμάνους
προκαλούσαν την όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια του πάπα Ιωάννη Η΄ (872-
882), ο οποίος απέβλεπε στη δημιουργία ενός ισχυρού συνασπισμού όλων των
χριστιανικών δυνάμεων της Κεντρικής και Νότιας Ιταλίας, για να εκδιωχθούν οι

351
Vita Athanasii, 446. – Gesta Episcop. Neap., 435. Ο Αθανάσιος μεταφέρθηκε αργότερα στο
Μπενεβέντο όπου βρισκόταν τότε ο Λουδοβίκος Β΄.
352
Για την πολιτική του δούκα του Αμάλφι Μαρίνου απέναντι στη Νάπολη και στις άλλες
πολιτικές δυνάμεις της Καμπανίας βλ. M. Berza, Amalfi preducale, 385-387.
353
Chron. Salern. κ. 110-111.
354
Chron. Salern. κ. 115.
355
M. Berza, Amalfi preducale, 409

134
μουσουλμάνοι από την ιταλική χερσόνησο και από τη Σικελία.356 Το 875 ο
ποντίφικας έστειλε ένα γράμμα στους κατοίκους της Νάπολης, της Αμάλφης και
του Σαλέρνο παροτρύνοντάς τους να εγκαταλείψουν τη συμμαχία με τους
μουσουλμάνους.357 Οι προσπάθειες και οι νουθεσίες του πάπα Ιωάννη Η΄ έπεσαν
όμως στο κενό. Το Αμάλφι, όπως και οι άλλες πόλεις της Καμπανίας έμειναν
πιστές στις συνθήκες με τους μουσουλμάνους και μάλιστα συνεργάζονταν με τους
μουσουλμάνους επιδρομείς που κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τις ακτές του
Λατίου κατά τα χρόνια 875-876.358
Το 877, στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης του Traetto, ο Ιωάννης Η΄ σύναψε με το
praefecturio του Αμάλφι μία συνθήκη, βάση της οποίας το Αμάλφι, έναντι του
ποσού των 10.000 mancusi, ανέλαβε την υποχρέωση να υπερασπίζεται τις ακτές
του Παπικού Κράτους.359 Παρόλο που είχαν ήδη εισπράξει το χρήμα οι
Αμαλφιτάνοι παρέμειναν αδρανείς και δεν πρόσφεραν καμία προστασία στις
ακτές του Λατίου· μάλιστα απάντησαν στις παπικές διαμαρτυρίες ισχυριζόμενοι
ότι το συμφωνηθέν ποσό ανερχόταν στα 12.000 mancusi και ότι περίμεναν την
πληρωμή του υπολoίπου.360 Ακολούθησαν νέες επιστολές του Ιωάννη Η΄ με τις
οποίες ο πάπας απειλούσε με αφορισμό και αιώνιο ανάθεμα (perpetuum
anathema) το Αμάλφι και τις υπόλοιπες πόλεις της Καμπανίας που
εξακολουθούσαν να διατηρούν φιλικές σχέσεις με τους μουσουλμάνους.361
Πρέπει να σημειωθεί ότι στις επιστολές προς τις αρχές του Αμάλφι ο πάπας
απειλούσε την πόλη όχι μόνο με εκκλησιαστικές και πνευματικές ποινές, αλλά και
με τον αποκλεισμό των Αμαλφιτανών εμπόρων απ’ όλες τις πόλεις και τα λιμάνια
του Παπικού Κράτους.362 Η μόνη πόλη που τελικά αφορίστηκε και
αναθεματίστηκε ήταν η Νάπολη (881),363 όπου ο δούκας Αθανάσιος Β΄ αντί να
άρει τις συνθήκες με τους μουσουλμάνους ενίσχυσε τις σχέσεις με αυτούς,
εγκαθιστώντας μονάδες Αράβων πολεμιστών λίγο έξω από τα τείχη της πόλης για

356
Οι Φράγκοι είχαν μόλις ανακαταλάβει το Μπάρι (871) όπου το 847 οι μουσουλμάνοι είχαν
ιδρύσει ένα εμιράτο, ενώ το 880 οι Βυζαντινοί θα ανακτήσουν τον Τάραντα. Για τους
μουσουλμάνους στην Απουλία βλ. G. Musca, L’ emirato di Bari, 847-871, Bari 1964.
357
MGH, Epp., τ. VII, σ. 306-307 (Frag. Reg. Iohannis VIII. Papae n. 53).
358
Erchempertus, 249. – Leo Ostiensis, 608-609. – Chron. Salern. κ. 121.
359
MGH, Epp., τ. VII, σ. 75 (επιστολή 79). Το mancusus είναι το όνομα που οι Ιταλοί έδωσαν στο
ισλαμικό χρυσό νόμισμα dīnār που άρχισε να χρησιμοποιείται στην Ιταλία τον 8ο αιώνα, μετά τις
ισλαμικές κατακτήσεις στην κεντρική Μεσόγειο. Το όνομα είναι η εκλατινισμένη μορφή της
αραβικής λέξης manqūš (= που κόπηκε, που χαράχτηκε). G. Felloni, Moneta, credito e banche in
Europa: un millennio di storia, Genova 1999, 34. – M. McCornick, Complexity, chronology and
context in the early medieval economy, EME 123 (2003), 307-323, σσ. 319-320. Ο Ιωάννης Η΄ είχε
οργανώσει στην πόλη Traetto μία συνδιάσκεψη όλων των ηγετών της νότιας Ιταλίας κατά τη
διάρκεια της οποίας απέσπασε από τους συμμετέχοντες την υπόσχεση ότι θα σταματούσαν την
όποια συνεργασία είχαν με τους μουσουλμάνους και θα λάβουν μέρος στην μεγάλη συμμαχία του
πάπα κατά των απίστων. Τα σχέδια του πάπα ωστόσο δεν υλοποιήθηκαν και δεν έγινε καμία κοινή
ενέργεια κατά των μουσουλμάνων. Για το Traetto βλ. C. Manfroni, Marina, 57-58. – M. Berza,
Amalfi preducale, 394-395.
360
MGH, Epp., τ. VII, σ. 86 (επιστολή 81).
361
MGH, Epp., τ. VII, σ. 214-219 (επιστολές 246, 247, 248, 249, 250).
362
MGH, Epp., τ. VII, σ. 219 (επιστολή 250): “et ominium terrarum aditus, in quibus negotiari
soliti estis, vobis omnino claudemus, ut illic nulla possitis exercere negotia”.
363
MGH, Epp., τ. VII, σ. 246-247 (επιστολή 279).

135
να τους εξαπολύσει σε καταστρεπτικές επιδρομές κατά των εχθρών του.364 Όμως
πολύ νωρίς οι μουσουλμάνοι σύμμαχοι του Αναστασίου ξέφυγαν από τον έλεγχό
του και άρχισαν να λεηλατούν αδιάκριτα όλες τις περιοχές γύρω από τη Νάπολη·
το γεγονός αυτό μαζί με τον παπικό αφορισμό έπεισαν τον Αθανάσιο για την
ανάγκη να απαλλαγεί από τους ενοχλητικούς συμμάχους. Με τη βοήθεια του
Σαλέρνο και του Αμάλφι ο Αθανάσιος νίκησε τους μουσουλμάνους σε μία μάχη
στους πρόποδες του Βεζούβιου (882).365 Οι ηττημένοι μουσουλμάνοι όμως δεν
εκδιώχθηκαν από την Ιταλία επειδή ο Docibile, ο ύπατος της Γκαέτα, τους κάλεσε
σε βοήθεια και αυτοί εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία εγκαταστάθηκαν μόνιμα
στις όχθες του ποταμού Garigliano· εκεί δημιούργησαν ένα μεγάλο οχυρωμένο
στρατόπεδο απ’ όπου εξαπέλυαν τρομερές επιδρομές σε όλη την γύρω περιοχή.366
Φάνηκε έτσι ακόμη μία φορά η κερδοσκοπική πολιτική των ιταλικών πόλεων, οι
οποίες, προκειμένου να αποκομίσουν πολιτικά ή οικονομικά οφέλη, δεν δίσταζαν
να απευθυνθούν στους μουσουλμάνους, με όλους τους κινδύνους που
συνεπαγόταν μία τέτοια επιλογή.
Το στρατόπεδο του Garigliano, που βρισκόταν σχετικά κοντά στη Ρώμη,
μετατράπηκε πολύ σύντομα στη σημαντικότερη ισλαμική βάση της Ιταλίας. Μόνο
το 915 μία μεγάλη εκστρατεία, στην οποία συμμετείχαν και βυζαντινές δυνάμεις,
κατάφερε να καταστρέψει το επικίνδυνο αυτό ορμητήριο των μουσουλμάνων.367
Στην εκστρατεία αυτή έλαβαν μέρος το Σαλέρνο, η Γκαέτα, η Νάπολη και άλλες
ηγεμονίες της Κεντρικής και Νότιας Ιταλίας, αλλά όχι οι Αμαλφιτάνοι. Η απουσία
των Αμαλφιτανών εξηγείται συνήθως με το γεγονός ότι ήθελαν να αποφύγουν
συγκρούσεις με τον ισλαμικό κόσμο όπου είχαν τόσα οικονομικά συμφέροντα.368
Οι σχέσεις με τους μουσουλμάνους ήταν πράγματι πολύ καλές. Ο πατριάρχης
της Κωνσταντινούπολης Νικόλαος Μυστικός έγραψε στον δούκα του Αμάλφι
παρακαλώντας τον να μεσολαβήσει στους Άραβες για την απελευθέρωση
κάποιων Βυζαντινών που είχαν αιχμαλωτιστεί και του έστειλε χρυσό για τα
λύτρα.369 Το 928 το Σαλέρνο και η Νάπολη δέχθηκαν την επίθεση ισχυρού
ισλαμικού στόλου και αναγκάστηκαν να πληρώσουν μεγάλο χρηματικό ποσό και
να προσφέρουν πολλά πολύτιμα υφάσματα για να αποφύγουν την καταστροφή,
ενώ το Αμάλφι, που βρισκόταν ανάμεσα σε αυτές τις δύο πόλεις και ο πλούτος
της οποίας ήταν πολύ γνωστό στους μουσουλμάνους, δεν έπαθε το παραμικρό.370

364
Erchempertus, 251. – Leo Ostiensis, 609. – Chron. Salern. κ. 126.
365
Erchempertus, 255.
366
Leo Ostiensis, 609-610.
367
Για την εκστρατεία του Garigliano βλ. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, II, 234-239, όπου και
οι σχετικές πηγές.
368
M. Berza, Amalfi preducale, 428-429. Όμως οι Αμαλφιτάνοι είχαν συμμετάσχει το 903 σε μία
αποτυχημένη επίθεση κατά των ίδιων των μουσουλμάνων στο Garigliano. Leo Ostiensis, 615. –
Chronica Sancti Benedicti, MGH, SS, III, εκδ. G. Pertz, Hannover 1839, 197-213, σ. 206.
369
Νικόλαος Μυστικός Πατριάρχης, επ. 145 (Tw/` hjgaphmevnw/ periblevptw/
pneumatikw`/ tevknw/ tw/` ejndoxotavtw/ a[rconti jAmavlfh~), εκδ. R.
Jenkins-L. Westerink, Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters, D.O. Texts II, Washington
1973, σ. 458.
370
Βλ. αν. σ. 96.

136
Εξίσου καλές ήταν οι σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με την οποία οι
Αμαλφιτάνοι, διαφορετικά από τη Νάπολη, δεν ήρθαν ποτέ σε αντιπαράθεση ή σε
σύγκρουση. Όπως και με τους μουσουλμάνους, οι σχέσεις του Αμάλφι με τους
Βυζαντινούς ήταν καθαρά οικονομικές και εμπορικές. Μολονότι ήταν πια
ανεξάρτητοι, οι Αμαλφιτάνοι παρέμειναν, από τυπική νομική άποψη, υπήκοοι της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γεγονός που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της
πόλης, διότι επέτρεπε στους κατοίκους της να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται με
ευκολία και υπό προνομιούχες συνθήκες, σε σχέσεις με άλλους ανταγωνιστές,
στην τεράστια βυζαντινή αγορά. Το Βυζάντιο δεν είχε κανένα συμφέρον να
παρέμβει στη εσωτερική πολιτική του Αμάλφι, ούτε να υποστηρίξει τον δούκα της
Νάπολης στις διαμάχες του με τους Αμαλφιτάνους, από την άλλη, αυτοί δεν είχαν
κανένα λόγο να αποποιηθούν την ιδιότητα του υπηκόου του Βυζαντινού
αυτοκράτορα και να αρνηθούν μία επικυριαρχία που δεν συνεπαγόταν καμία
υποχρέωση, αλλά είχε πολλά πλεονεκτήματα. Όταν ο Βασίλειος Α΄ εγκαινίασε
μία καινούργια φάση της βυζαντινής πολιτικής στη Νότια Ιταλία καθιστώντας
εντονότερη την επιρροή της Κωνσταντινούπολης στην περιοχή, το Αμάλφι έμεινε
απ’ έξω απ’ όλες αυτές τις εξελίξεις· αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το
Αμάλφι ήταν το μόνο κράτος της Νότιας Ιταλίας που δεν είχε επεκτατικές βλέψεις
και δεν εμπλεκόταν σε πολιτικές διαμάχες και πολέμους, για αυτό, διαφορετικά
από τις άλλες ηγεμονίες της περιοχής, δεν χρειάστηκε ποτέ τη βυζαντινή βοήθεια
ούτε το Βυζάντιο ζήτησε ποτέ τη δική του.371
Καθοριστικός στην άνοδο του Αμάλφι, καθώς και των άλλων ιταλικών πόλεων,
υπήρξε ο ισλαμικός παράγοντας. Οι ισλαμικές κατακτήσεις, που σύμφωνα με τη
γνωστή θεωρία του Pirenne επέφεραν το τελικό και αποφασιστικό κτύπημα στις
οικονομικές και κοινωνικές δομές της Ευρώπης, καταδικάζοντάς την σε αιώνες
απομόνωσης και παρακμής, αποδείχθηκαν αντίθετα ευεργετικές για τις θαλάσσιες
ιταλικές πόλεις, οι οποίες άρχισαν να λειτουργούν ως σημείο συνάντησης του
δυτικού κόσμου με τον βυζαντινό και τον ισλαμικό. Πόλεις και περιοχές που στην
ύστερη κλασσική και την πρώιμη βυζαντινή περίοδο είχαν ελάχιστη οικονομική
και πολιτική σημασία, ή ούτε καν υπήρχαν – όπως το Αμάλφι και η Βενετία –
εξελίχθηκαν χάρη σε αυτόν τον νέο τους ρόλο, σε κυρίαρχες δυνάμεις της
Μεσογείου. Οι Ιταλοί, με πρώτους τους Βενετούς και τους Αμαλφιτάνους,
αντικατέστησαν τους Εβραίους και τους Σύρους ως πρωταγωνιστές στο διεθνές
εμπόριο, αλλά διαφορετικά από τους προκατόχους τους δεν περιορίστηκαν στις
οικονομικές δραστηριότητες, αναλαμβάνοντας σημαντικό πολιτικό και
στρατιωτικό ρόλο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις μεσογειακές χώρες.

371
Για την επέκταση της βυζαντινής επιρροής στη Νότια Ιταλία στις τελευταίες δεκαετίες του 9ου
αιώνα βλ. M. Berza, Amalfi preducale, 414-415. – Vera von Falkenhausen, Italia meridionale, 20-
25. – P. Corsi, Mezzogiorno, 104-105.

137
3.2. Η Βενετία.

Έως τον 10ο αιώνα η Βενετία δεν υπήρχε ως πόλη. Η Βενετία (Venetia) ήταν το
σύνολο των οικισμών της βενετικής λιμνοθάλασσας όπου ζούσαν οι Βενετοί
(veneti ή venetici). 372 Η σύγχρονη έρευνα και κυρίως οι αρχαιολογικές
ανασκαφές έχουν αποδείξει ότι η λιμνοθάλασσα κατοικούνταν πολύ πριν από τις
μεγάλες εισβολές του 5ου και 6ου αιώνα, τότε που σύμφωνα με τη βενετική
ιστοριογραφία οι Βενετοί πρόσφυγες από τις πόλεις και τις περιοχές της
ενδοχώρας βρήκαν καταφύγιο στα έρημα και ακατοίκητα νησιά της
λιμνοθάλασσας.373 Στην πραγματικότητα οι πρόσφυγες κατέφυγαν σε μικρά
κατοικημένα κέντρα που ήδη υπήρχαν, αυξάνοντας όμως σημαντικά τον
πληθυσμό τους και, το σημαντικότερο, μεταφέροντας σε αυτά τα νησιά πρόσωπα
και δομές της βυζαντινής πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης.374
Το όνομα Venetia που παλιότερα προσδιόριζε όλη την βορειοανατολική περιοχή
της Ιταλίας, από τους ποταμούς Πάδο και Adda μέχρι την Ίστρια, περιορίστηκε
στην περιοχή της λιμνοθάλασσας που βρισκόταν ακόμη υπό την κυριαρχία των
“Ρωμαίων”.375
Η Βενετία αποτελούνταν από διάφορους διάσπαρτους οικισμούς στις
λιμνοθάλασσες, που τότε επεκτείνονταν από το Grado βορειοανατολικά μέχρι τη

372
Το όνομα Βενετία προέρχεται από τον λαό των Βενετών που ζούσε στην περιοχή από την
αρχαιότητα. Για τους αρχαίους Βενετούς υπάρχει σήμερα μεγάλη και ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία
που συνεχώς εμπλουτίζεται. Από τις πρόσφατες μονογραφίες αναφέρουμε: Anselmi-Bellò-Turri,
Storia e leggenda dei Veneti, dalle origini alla romanizzazione, Treviso 1987. – G. Focolari-A. L.
Prosdocimi, I Veneti antichi. Lingua e cultura, Padova 1988. – L. Capuis, I Veneti. Società e
cultura di un popolo dell'Italia preromana, Milano 1993. – ΔΔ. ΣΣ., I Veneti dai bei cavalli,
Treviso 2003.
373
Για μία ανάλυση των ιστορικών πηγών σχετικά με τις απαρχές της Βενετίας βλ. A. Carile-G.
Fedalto, Origini, 19-123, επίσης, κυρίως για τα συμπεράσματα της νεότερης έρευνας, R. Cessi,
Ducato, 13-25. – Του ίδιου, Pol., Ec., Rel., 94-96. – G . Ortalli, Venezia, 358-361. Οι ιστορίες και
οι μύθοι για την φυγή των Βενετών από τις πόλεις της ενδοχώρας και τη δημιουργία μίας νέας
πατρίδας σκόπευαν μεταξύ των άλλων να τονίσουν το γεγονός ότι οι Βενετοί εγκαταστάθηκαν σε
εδάφη ακατοίκητα, που βρίσκονταν στα όρια ανάμεσα στη γη και στη θάλασσα, τα οποία δεν
ανήκαν σε κανένα πριν από αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο κατά τον Μεσαίωνα οι Βενετοί
ιστοριογράφοι πρόσφεραν ένα ιδεολογικό υπόβαθρο στην πολιτική ηγεσία της πόλης για να
αποκρουστεί οποιαδήποτε διεκδίκηση από τις γειτονικές δυνάμεις, όπως οι Γερμανοί
αυτοκράτορες και αργότερα οι Καρραρέζοι, οι ηγεμόνες της Πάδοβας.
374
O Mor κάνει λόγο για υποχώρηση (ripiegamento) στη λιμνοθάλασσα των πολιτικών και
θρησκευτικών στελεχών της βυζαντινής διοίκησης, μη δεχόμενος τη θεωρία της άτακτης και
μαζικής φυγής (fuga) του πανικόβλητου πληθυσμού από την ενδοχώρα. C. G. Mor, Vita
costituzionale, 123.
375
Το ζήτημα της διπλής σημασίας του ονόματος Venetia, που αποδιδόταν και στην περιοχή της
ενδοχώρα και σε αυτήν της λιμνοθάλασσας, απασχολούσε ήδη από τον Μεσαίωνα τους ιστορικούς
και χρονογράφους· έτσι ο Iohannis Diaconus στο πρώτο κεφάλαιο του έργου του γράφει πως:
“Siquidem Venetie due sunt. prima est illa que in antiquitatum historiis continetur, que de Panonie
terminis usque ad Addam fluvium protelatur, cuius et Aquilegia civitas extitit caput, ... secunda
vero Venecia est illa, quam apud insulas scimus, que Adriatici maris collecta sinu.”. G. Diacono, 1.
Ο δε Paulus Diaconus, ο εθνικός ιστορικός των Λογγοβάρδων, αναφέρει: “Venetia enim non
solum in paucis insulis, quas nunc Venetias dicimus, constat, sed eius terminus a Pannoniae finibus
usque ad Adduam fluvium protelatur”. Paulus Diaconus, II, 14. Για το θέμα της διπλής ονομασίας
βλ. επίσης R. Cessi, Ducato, 1, 33-34. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 173-174. – G. Ortalli,
Venezia, 342-343. – J. Ferluga, Italia bizantina, 173-174. – D. Nicol, Venezia e Bisanzio, 14-15.

138
Chioggia στον Νότο.376 Ήταν μικρές πόλεις (civitates) κτισμένες πάνω σε ένα
νησί και συνήθως οχυρωμένες. Τα μικρότερα από αυτά τα κατοικημένα κέντρα
χαρακτηρίζονταν ως castra. Σύμφωνα με το pactum Lotharii, ένα έγγραφο του
840,377 αυτά τα κέντρα ήταν: Rivoaltus (Rialto), castrum Helibolis (Olivolo/
Castello), Amuriana (Murano), Methamaucum (Malamocco), Albiola (Albiola),
Cluia (Chioggia), Brundulum (Brondolo), Fossio (Fossone), Lauretum (Loreo),
Torcelum (Torcello), Amiana (Ammiana), Buranum (Burano), Civitas Nova
(Cittanova), Finis (Fine), Equilum (Jesolo), Caprulae (Caorle), Gradus (Grado),
Caput Argeris (Cavarzere).378 Η Cittanova ήταν η έδρα του magister militum και
το σημαντικότερο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της Venetia.379 Στον magister
militum υπάγονταν οι tribuni, τοπικοί διοικητές των διαφόρων πόλεων και
κάστρων της περιοχής. Ο magister militum, με τη σειρά του, υπαγόταν στον
έξαρχο της Ραβέννας από τον οποίο διοριζόταν.380 Στη Βενετία, όπως και σε όλες
τις βυζαντινές περιοχές της Ιταλίας, το διοικητικό σύστημα είχε
στρατιωτικοποιηθεί και ο magister militum συγκέντρωνε στα χέρια του την
στρατιωτική, την πολιτική και τη δικαστική εξουσία, ενώ η περιοχή υπό τη

376
Για την περιοχή της Venetia κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα βλ. L. Lanfranchi-G. Zilie, Il
territorio del Ducato di Venezia dall’VIII al XII secolo, εν P. Marinotti (επιμ.), Storia di Venezia,
τ. II, Dalle origini del Ducato alla IV Crociata, Venezia 1958, 3-59. Βλ. τον χάρτη 8.
377
Tο Pactum Lotharii, είναι το έγγραφο με το οποίο ο βασιλιάς της Ιταλίας και αυτοκράτορας των
Φράγκων Λοθάριος αναγνώριζε τα σύνορα μεταξύ Ιταλικού Βασιλείου και Βενετικού Δουκάτου
R. Cessi, Documenti, I, αρ. 55, σ. 102 (Pactum Lotharii, 840) [= R. Cessi, Ducato, 237-243].
378
O Iohannis Diaconus (63-66.) γράφει ότι η Venetia αποτελούνταν από δώδεκα νησιά: Gradus,
Bibiones (Bibione), Caprulae, Eracliana (Cittanova), Equilus, Torcellus, Morianae (Murano),
Rivolatus, Metamaucus, Pupilia (Poveglia), Clugies και για το κάστρο του Caput argilis
(Cavarzere). Παρακάτω όμως αναφέρει και τις τοποθεσίες Brundulus (97.24, 116.8), Curiclum
(Correggio, 110.11), Albiola (104.10) και Vigilia (110.7). Οι τοποθεσίες της Βενετίας
απαριθμίζονται και στο Chronicon Altinate, MGH, Scriptores, Supplementum tomorum I-XII, pars
II. Supplementum tomi XIII, εκδ. G. Waitz, Hannover 1883, (1-69), 14-16, ενώ οι σημαντικότερες
από αυτές αναφέρονται επίσης στο Chronicon Gradense, εν Cronache veneziane antichissime, εκδ.
G. Monticolo, Roma 1890, (19-51), 44-48. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο De
administrando imperii παραθέτει έναν κατάλογο των κατοικούμενων κέντρων της Βενετίας, τα
όποια αποκαλεί όλα “kavstra”. DAI, 27.75-96 (σσ. 116-118). Για τις πληροφορίες που αφορούν
τη Βενετία στα έργα του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου βλ. P. Lamma, Venezia nel giudizio
delle fonti bizantine dal X al XII secolo, εν P. Lamma, Oriente e Occidente nell’ Alto Medioevo.
Studi storici sulle due civiltà, Padova 1968, (439-463), 442-450.
379
H Cittanova ιδρύθηκε μετά την άλωση του Oderzo (Opitergium) από τους Λογγοβάρδους το
639. Οι πρόσφυγες από το Oderzo βρήκαν καταφύγιο σε ένα νησί της λιμνοθάλασσας πολύ κοντά
στην ενδοχώρα. Εκεί οικοδόμησαν τη νέα πόλη την οποία ονόμασαν Civitas Nova Heracliana,
προς τιμήν του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Iohannis Diaconus, 64. Βλ. R. Cessi, Ducato, 25. – Του
ίδιου, Pol., Ec., Rel., 73-76. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 224-225. – G. Ortalli, Venezia, 357-
358.
380
R. Cessi, Ducato, 34. – C. G. Mor, Vita costituzionale, 123-124. – A. Carile-G. Fedalto,
Origini, 218.- A. Guillou, Italia bizantina, 220-221, 241-243. – G. Ortalli, Venezia, 362-363.
Συζητήθηκε πολύ από τους σύγχρονους μελετητές πόσο ισχυρές ήταν οι σχέσεις της Βενετίας με
τον έξαρχο της Ραβέννας και κατά πόσο αυτός ασκούσε τον έλεγχο πάνω στην Βενετία· γίνεται
ωστόσο κοινώς αποδεκτό ότι τουλάχιστον μέχρι την πρώτη κατάκτηση της Ραβέννας από τους
Λογγοβάρδους (740) η βυζαντινή κυριαρχία πάνω στις βενετικές λιμνοθάλασσες ήταν ισχυρή και
ουσιαστική.

139
δικαιοδοσία του ονομαζόταν provincia Venetiarum.381 Οι tribuni ανήκαν στην
τάξη των στρατιωτικών-γαιοκτημόνων και η έγγεια ιδιοκτησία, ήταν η βάση της
οικονομικής και πολιτική δύναμής τους.382 Μπορεί να φαίνεται περίεργο πως
υπήρχαν γαιοκτήμονες στα μικρής επέκτασης νησιά της λιμνοθάλασσας, αλλά οι
πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την ενδοχώρα και κατέφυγαν στην λιμνοθάλασσα
στις περισσότερες περιπτώσεις διατήρησαν τις περιουσίες τους στην στεριά όπως
και διατηρήθηκαν τα κοινά δικαιώματα βοσκής, υλοτομίας και ελεύθερης
διάβασης που οι πληθυσμοί που κατέφυγαν στη λιμνοθάλασσα απολάμβαναν
νωρίτερα στην ενδοχώρα.383
Παρά την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, η βυζαντινή κυριαρχία πάνω
στη Βενετία δεν ήταν αρχικά μόνο θεωρητική. Η περιοχή δεν ήταν απόμακρη και
αποκομμένη από τα βυζαντινά κέντρα διοικήσεως· αυτό επειδή, αφενός η
περιοχή, όπως είπαμε, δεν ήταν βάλτοι και ακατοίκητα νησάκια, αλλά μία σειρά
οργανωμένων κέντρων όπου είχαν μεταφερθεί οι διοικητικές, στρατιωτικές και
εκκλησιαστικές δομές της παλιάς επαρχίας Venetia et Histria. Αφετέρου η
Βενετία βρισκόταν σε συνεχή και εύκολη επικοινωνία με τη Ραβέννα, την Ίστρια,
τότε ακόμη υπό βυζαντινή κυριαρχία, και τη Δαλματία.384 Ήταν ένας κρίκος στην
αλυσίδα των βυζαντινών κτήσεων που από την ανατολική ακτή της Αδριατικής
έφταναν μέχρι τη Ραβέννα και την Πεντάπολη.385 Ο magister militum απολάμβανε
κάποια ελευθερία στις κινήσεις και στις αποφάσεις του για τη διοίκηση της
περιοχής, ακριβώς όπως συνέβαινε με τον έξαρχο της Ραβέννας απέναντι στην
κεντρική κυβέρνηση·386 με τη σειρά τους οι tribuni διοικούσαν τις πόλεις και τα
κάστρα με τρόπο που έκανε κάποιους σύγχρονους μελετητές να μιλάνε για
“ομοσπονδιακό σύστημα” στην βενετική λιμνοθάλασσα.387 Δεν έχουμε ωστόσο
καμία απόδειξη ή ένδειξη για αυτοκυβέρνηση στη βενετική λιμνοθάλασσα μέχρι

381
R. Cessi, Provincia, 91-92, 95. Πρβλ. A. Carile-G. Fedalto, Origini, 218, με υπ. 18, ο οποίος
υποστηρίζει πως ο όρος magister militum χρησιμοποιείτο παράλληλα με τον όρο dux, χωρίς να
υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά στη χρήση και στη σημασία των δύο λέξεων.
382
C. G. Mor, Vita costituzionale, 125. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 220-223, 224.
383
G. Luzzato, Venezia, 5. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 221-222, 224. – G. Ortalli, Venezia,
361. – G. Cracco, Medioevo, 9-10.
384
G. De Vergottini, Venezia e l’ Istria, 98-99. – A. Pertusi, Alto Adriatico, 62-63, 66. – A.
Guillou, Régionalisme, 58-61. – J. Ferluga, Îles dalmates, 123-128 (κυρίως για τη ναυσιπλοΐα στην
ανατολική ακτή της Αδριατικής, τα θαλάσσια ρεύματα, τους ανέμους κ.τ.λ.). – G. Rösch, Venezia
e l’Impero, 62-69. Τα περισσότερα ποτάμια της Βορειοανατολικής Ιταλίας ήταν τότε πλωτά και
επιπλέον συνδεόταν μεταξύ τους και με την Αδριατική από ένα πυκνό δίκτυο καναλιών. Πολλές
πόλεις και περιοχές που βρίσκονταν βαθιά μέσα στην ενδοχώρας είχαν λοιπόν εύκολη πρόσβαση
στην θάλασσα. Το 574 η βασίλισσα των Λογγοβάρδων Ροζμούντα μαζί με τον εραστή της και
δολοφόνο του βασιλιά Αλβοΐνου Ελμίχι, έφυγαν από τη Βερόνα στη Ραβέννα με ένα καράβι που
τους είχε στείλει ο Βυζαντινός έξαρχος Λογγίνος. Paulus Diaconus, II, 29.
385
R. Cessi, Ducato, 2-3. – Α. Pertusi, Alto Adriatico, 63, 66. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 226.
386
C. Diehl, Etudes sur l administration byzantine dans l exarchat de Ravenne (578-751), Paris
1888, 172-181, 188 κ. ε. – A. Guillou, Régionalisme, ο οποίος λαμβάνει υπόψη κοινωνικά,
δημογραφικά, οικονομικά, εκκλησιαστικά και στρατιωτικά στοιχεία για να εξηγήσει την
ιδιαιτερότητα του εξαρχάτου (δεν κάνει λόγο για αυτονομία). – Του ίδιου, Esarcato e Pentapoli,
regione psicologica dell’Italia bizantina, Studi Romagnoli XVIII (1967), 297-319 [= II, A.
Guillou, Studies on Byzantine Italy,VR, London 1970]. – Α. Pertusi, Alto Adriatico, 68
387
C. G. Mor, Vita costituzionale, 123. Πρβλ. R. Cessi, Provincia, 94 με υπ. 14.

140
τον 8ο αιώνα. Η διοίκηση της περιοχής θα μπορούσε μάλλον να χαρακτηριστεί ως
ένα σύστημα το οποίο άφηνε μεγάλα περιθώρια για προσωπικές πρωτοβουλίες
στους εκπροσώπους της αυτοκρατορικής αρχής. Είναι αλήθεια ότι οι εκπρόσωποι
αυτοί προέρχονταν ως επί το πλείστον από την τοπική μικρή αριστοκρατία, αλλά
αυτό συνέβαινε και σε άλλες περιοχές της βυζαντινής Ιταλίας, όπου η
αυτοκρατορική κυβέρνηση βασιζόταν κυρίως στις τοπικές δυνάμεις, χωρίς αυτό
να σήμαινε αυτόματα ότι η κεντρική εξουσία είχε χάσει τον έλεγχο αυτών των
περιοχών.388
Πότε όμως οι Βενετοί αποφάσισαν να προχωρήσουν στην αυτονόμηση και
ποιος υπήρξε ο πρώτος δούκας;389
Ο Βενετός χρονογράφος Giovanni Diacono (Iohannis Diaconus) αναφέρει ότι
επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστασίου Β΄ (713-715) και του
Λογγοβάρδου βασιλιά Λιουτπράνδου (712-739) ο λαός και ο κλήρος της Βενετίας
(“omnes Venetici, una cum patriarcha et episcopis convenientes”)
συγκεντρώθηκαν στη Cittanova, όπου αποφάσισαν να μην υπακούσουν πια στους
τριβούνους (“tribuni”) και εξέλεξαν, με κοινή απόφαση (“communi consilio”), τον
πρώτο δούκα, τoν Paulitius (γνωστό στη βενετική ιστοριογραφία και ως Pauluccio
Anafesto).390 Σύμφωνα με την αφήγηση του Giovanni Diacono, οι Βενετοί από
μόνοι τους και εντελώς αυτόνομα προέβησαν σε αυτές τις σημαντικές πολιτικές
και θεσμικές αλλαγές που σήμαναν το τέλος του παλιού βυζαντινού διοικητικού
συστήματος και διάλεξαν έναν δικό τους αρχηγό. Κάποιοι από τους μελετητές της
βενετικής ιστορίας δεν δέχονται τις πληροφορίες του χρονογράφου και αρνούνται
την ίδια την ύπαρξη του Paulitius, τον οποίο ταυτίζουν με τον Βυζαντινό έξαρχο
της Ραβέννας Παύλο που κυβερνούσε από το 723 μέχρι το 727·391 άλλοι ακόμη
θεωρούν ότι ο Paulitius ήταν κάποιος Βυζαντινός αξιωματούχος που κυβερνούσε
τη Βενετία εκείνη την εποχή.392 Τέλος, υπάρχει και η θεωρία που ισχυρίζεται ότι ο
Paulitius ήταν ο Λογγοβάρδος δούκας του Treviso, ο οποίος μαζί με τον magister
militum της Βενετίας Marcellus, όρισαν το σύνορο μεταξύ βυζαντινών και

388
R. Cessi, Ducato, 26-28. – A. Pertusi, Alto Adriatico, 63-67. – A. Carile-G. Fedalto, Origini,
216-217, 221-222.
389
Προτιμώ τη χρήση του όρου “δούκα” αντί του “δόγη”, ελληνική απόδοση του ιταλικού “doge”
(προφ. ντότζε) που προέρχεται από το βενετικό “doxe” (προφ. ντόζε), θεωρώντας πως αρμόζει
περισσότερο στα γεγονότα των πρώτων αιώνων της βενετικής ιστορίας. Το doxe εμφανίζεται πολύ
αργότερα στις βενετικές ιστορικές πηγές που γράφτηκαν στην βενετική γλώσσα, ενώ σε όλες τις
μεσαιωνικές βενετικές πηγές και στα επίσημα έγγραφα χρησιμοποιείται το “dux”.
390
Iohannis Diaconus, 91: “temporibus nempe imperatoris Anastasii et Liuprandi Langobardorum
regis, omnes Venetici, una cum patriarcha et episcopis convenientes, comuni consilio
detrminaverunt quod dehinc honorabilius esse sub ducibus quam sub tribunis manere; cumque diu
pertractarent quem illorum ad hanc dignitatem proveherent, tendem invenerunt peritissimum et
illustrem virum, Paultionem nomine, cui iusiuriandi fidem dantes, eum apud Eracliam civitatem
ducem constituerunt”. – Andrea Dandolo, 105-106. – Venetiarum historia, 20.
391
R. Cessi, Ducato, 155-173. – Του ίδιου, St., Pol. Rel., 71-72. – A. Carile-G. Fedalto, Origini,
228. – D. Nicol, Venezia e Bisanzio, 21.
392
G. Fasoli, Comune Veneciarum, 77. – G. Ortalli, Venezia, 365.

141
λογγοβαρδικών εδαφών στην βενετική ενδοχώρα.393 Όλοι όμως συμφωνούν ότι ο
Giovanni Diacono μετέφερε στα χρόνια 713-715 γεγονότα που έλαβαν χώρα
αργότερα, μετατρέποντας τον Paulitius, όποιος και ό,τι και να ήταν αυτός, και τον
magister militum Marcellus στους πρώτους ανεξάρτητους δούκες της Βενετίας.
Η πρώτη σοβαρή κρίση στις σχέσεις μεταξύ της Βενετίας και της
Κωνσταντινούπολης έγινε εξαιτίας της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα
Λέοντα Γ΄. Τα μέτρα κατά της λατρείας των εικόνων προκάλεσαν στρατιωτική
ανταρσία στη Ραβέννα, την Πεντάπολη και τη Βενετία (726/727).394 Οι
επαναστάτες, που είχαν την υποστήριξη του πάπα Γρηγορίου Β΄ (715-731),
επέλεξαν δικούς τους αρχηγούς και “sibi omnes ubique in Italia duces
elegerunt”.395 Οι Βενετοί εξέλεξαν αρχηγό τους τον Orsο (Ursus), ο οποίος πήρε
τον τίτλο του dux.396 Η εξέγερση στη Ραβέννα και στην Πεντάπολη κατεστάλη
τελικά από τον νέο έξαρχο Ευτύχιο,397 που όμως δεν προχώρησε σε στρατιωτικές
επιχειρήσεις κατά των Βενετών, οι οποίοι, αντίθετα από τους κατοίκους της
Ραβέννας, δεν είχαν έρθει σε πολεμική σύγκρουση με τους Βυζαντινούς. Φαίνεται
πως ο Λέων Γ΄ αναγνώρισε τον νέο δούκα της Βενετίας, αν κρίνουμε από τον
τίτλο του ypatus που του παραχωρήθηκε και από το γεγονός ότι ο Orso
εξακολούθησε να κυβερνά ανενόχλητος για περίπου ένδεκα χρόνια.398 Όπως ήδη
αναφέρθηκε παραπάνω, όλοι οι μελετητές της βενετικής ιστορίας συμφωνούν στο
ότι ο Orso υπήρξε ο πρώτος δούκας της Βενετίας, απορρίπτοντας την παράδοση
της βενετικής ιστοριογραφίας σύμφωνα με την οποία ο Orso ήταν ο τρίτος δούκας
και είχε διαδεχτεί τον Paulitius και τον Marcello. Μετά τον Orso η κυβέρνηση της

393
S. Gasparri, Dall’ età longobarda al secolo X, εν Storia di Treviso, τ. II (Il Medioevo),
επιμέλεια D. Rando-G. Varanini, Venezia 1991, 3-39. Η οροθέτηση των συνόρων μεταξύ
Βυζαντινών/Βενετών και Λογγοβάρδων αναφέρεται από τον Iohannis Diaconus (σ. 91) και από το
Pactum Lotharii: “sicut a tempore Liuthprandi regis terminatio facta est inter Paulitionem ducem et
Marcellum magistrum militum”. R. Cessi, Documenti, I, αρ. 55, σ. 107 [= R. Cessi, Ducato, 237-
243].
394
Liber Pontificalis, I, 404 (Gregorius II): “omnes Pentapolenses atque Venetianorum exercita
contra imperatorem iussiones restiterunt”.
395
Liber Pontificalis, I, 404 (Gregorius II).
396
Iohannis Diaconus, 94. – Andrea Dandolo, 112. – Venetiarum historia, 21. O Cessi (Provincia,
94) έχει πολύ σωστά παρατηρήσει πως στην Ίστρια και στη Δαλματία, οι οποίες δεν συμμετείχαν
στην επανάσταση του 727, το διοικητικό σύστημα των magistri militum και των tribuni παρέμεινε
ακόμη και μετά την κατάλυση του Εξαρχάτου της Ραβέννας και μέχρι την φραγκική κατάκτηση.
Σύμφωνα πάντα με τον Cessi (σσ. 91-92), οι αναφορές στις μεταγενέστερες του 727 πηγές στον
όρο dux, καθώς και αυτές στον όρο provincia για τη Βενετία, πρέπει να θεωρούνται αναχρονισμοί
που αντανακλούν παλιές και ξεπερασμένες καταστάσεις της εποχής του Εξαρχάτου.
397
Liber Pontificalis, I, 405-406 (Gregorius II). Βλ. A. Guillou, Régionalisme, 220-221.
398
Iohannis Diaconus, 94, 97. – Andrea Dandolo, 114. – Venetiarum historia, 22. Άλλη απόδειξη
τηα αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βενετίας είναι μία iussio του
Λέοντα Γ΄ προς την Εκκλησία του Grado του Οκτωβρίου 727, όπου η Βενετία αποκαλείται “a Deo
conservata Venetiatum provintia”. R. Cessi, Documenti, I, αρ. 20, σ. 31. Ο δούκας Orso
δολοφονήθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι με τη διακυβέρνησή του
(“Venetici illum acro livore interimentes”). Iohannis Diaconus, 94. Οι πηγές δυστυχώς δεν δίνουν
αρκετές πληροφορίες για να κατανοηθούν οι αιτίες αυτής της δυσαρέσκειας· το μόνο βέβαιο είναι
πως η πολιτική κατάσταση στη βενετική λιμνοθάλασσα ήταν εξαιρετικά ρευστή και ότι η εξουσία
των πρώτων δουκών δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί.

142
Βενετίας επέστρεψε για πέντε χρόνια στους magistri militum,399 γεγονός που
ερμηνεύεται από τους μελετητές ως επιστροφή της Βενετίας υπό τον άμεσο
έλεγχο του εξάρχου της Ραβέννας ύστερα από τις πολιτικές ταραχές που είχε
προκαλέσει η εικονομαχική πολιτική του Λέοντα Γ΄.400 Το 740 όμως ο ίδιος ο
έξαρχος Ευτύχιος βρήκε καταφύγιο στη Βενετία μετά την λογγοβαρδική
κατάκτηση της Ραβέννας, και μόνο με τη βοήθεια των Βενετών κατάφερε τον
επόμενο χρόνο να επιστρέψει στην πρωτεύουσά του.401 Η εφήμερη ανάκτηση της
Ραβέννας το 741, η οποία εξάλλου έγινε αποκλειστικά χάρη στη βενετική
στρατιωτική επέμβαση, δεν μπόρεσε να επαναφέρει τη βυζαντινή κυριαρχία στην
περιοχή και χάρισε απλά δέκα χρόνια ζωής στα απομεινάρια του Εξαρχάτου, που
περιοριζόταν πια στην πόλη της Ραβέννας και στην άμεση γύρω περιοχή. Τα
γεγονότα του 740-741 υποδεικνύουν την στρατιωτική και πολιτική αδυναμία του
εξάρχου της Ραβέννας, ο οποίος δεν μπορούσε πια να επιβάλει τον έλεγχό του
πάνω στη Βενετία.402 Δεν είναι τυχαίο πως γύρω στα 742-743 οι Βενετοί, ύστερα
από τη σύντομη επιστροφή των magistri militum, εξέλεξαν πάλι έναν δούκα, τον
Deusdedit, γιο του τέως δούκα Orso.403 Μόλις εξελέγη, ο Deusdedit μετέφερε την
πρωτεύουσα της Βενετίας από τη Cittanova στο Malamocco (Metamaucum), στην
άλλη πλευρά της λιμνοθάλασσας, στη στενή λωρίδα γης (lido) που την χωρίζει
από την Αδριατική.404 Με την εκλογή του Deusdedit τελείωσε οριστικά η εποχή
των magistri militum και των tribuni στη Βενετία και εδραιώθηκε ο θεσμός του
δούκα, που ακριβώς όπως συνέβαινε στις πόλεις της Καμπανίας, ήταν ένας
αιρετός μονάρχης που συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία.
Η Κωνσταντινούπολη δεν αντέδρασε στην αυτονόμηση της Βενετίας και
μάλιστα στις αρχές του 9ου αιώνα επενέβη στην Άνω Αδριατική για να την
προστατεύσει από τις επεκτατικές βλέψεις των Φράγκων και όχι για να την
επαναφέρει υπό την άμεση κυριαρχία της.

399
Iohannis Diaconus, 95-96. – Andrea Dandolo, 114-116. – Venetiarum historia, 22-23. Οι
magistri militum που διαδέχτηκαν τον Orso ήταν πέντε και ο καθένας απ’ αυτούς παρέμεινε στην
εξουσία για ένα χρόνο. Από τους πέντε, οι τρεις ήταν πιθανώς ξένης καταγωγής (o Leo, o Felix
Cornicula και ο Iubianus), ενώ οι άλλοι δύο ήταν Βενετοί (ο Deusdedit, γιος του δούκα Orso, και ο
Ioannis Fabriacus).
400
R. Cessi, Ducato, 52. – Του ίδιου, Pol., Ec., Rel., 80-81, ο οποίος ωστόσο τονίζει τη δυσκολία
στην αποκατάσταση των παλιών θεσμών. – C. G. Mor, Vita costituzionale, 126-127. – G. Fasoli,
Comune Veneciarum, 77. – A. Pertusi, Alto Adriatico, 69. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 229. –
G. Ortalli, Venezia, 367.
401
Iohannis Diaconus, 95. – Paulus Diaconus, VI, 54. Ο Andrea Dandolo και η Venetiarum
Historia. τοποθετούν λανθασμένα την κατάληψη της Ραβέννας από τους Λογγοβάρδους και την
ακόλουθη ανακατάληψη από τους Βενετούς στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του δούκα Orso
Α΄. Andrea Dandolo, 112-113. – Venetiarum historia, 21.
402
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 751 οι Βενετοί δεν συμμετείχαν ούτε πρόσφεραν καμία
βοήθεια στην άμυνα της Ραβέννας. Η στάση αυτή αποδίδεται από τον Cessi στην ευρεία πια
αυτονομία που είχαν αποκτήσει οι Βενετοί κατά το χρονικό διάστημα 741-751. R. Cessi, Pol., Ec.,
Rel., 52.
403
Iohannis Diaconus, 97. – Andrea Dandolo, 116. – Venetiarum historia, 23.
404
Iohannis Diaconus, 97. – Andrea Dandolo, 116. – Venetiarum historia, 23. Ο Deusdedit προέβη
στη μεταφορά της έδρας του δούκα για να αποφύγει διαμάχες και συγκρούσεις με την ανήσυχη
αριστοκρατία της Cittanova, που είχε πρωτοστατήσει στις προηγούμενες αλλαγές καθεστώτος στη
Βενετία.

143
Ύστερα από την φραγκική κατάκτηση της Ιταλίας (774) οι περιοχές του
εξαρχάτου που είχαν προηγουμένως κατακτηθεί από του Λογγοβάρδους
παραχωρήθηκαν από τον Κάρολο Μάγνο στον πάπα. Σε αυτές τις περιοχές δεν
συμπεριλαμβάνονταν η Βενετία και η Ίστρια, οι οποίες έγιναν στόχοι της
φραγκικής επεκτατικής πολιτικής. Το αργότερο το 788 η Ίστρια κατακτήθηκε από
τους Φράγκους και έτσι η Βενετία βρέθηκε εντελώς απομονωμένη και
περικυκλωμένη από φραγκικές κτήσεις. Είχε προηγηθεί εμπορικός πόλεμος των
Φράγκων κατά της Βενετίας: το 785 ο πάπας Αδριανός Α΄, ακολουθώντας τη
θέληση του Καρόλου Μάγνου, διέταξε την απέλαση όλων των Βενετών εμπόρων
από τη Ραβέννα και την Πεντάπολη και την κατάσχεση όλων των περιουσιών,
έγγειων και μη, των Βενετών στις περιοχές αυτές.405
O πατριάρχης του Grado Giovanni, ο οποίος είχε μεγάλα οικονομικά
συμφέροντα στην ενδοχώρα, πήρε τότε το μέρος των Φράγκων και του πάπα και
ήρθε σε ρήξη με τον δούκα Maurizio B΄, ο οποίος ηγήθηκε μίας εκστρατείας κατά
του Grado, το κατέλαβε, έριξε τον Giovanni από έναν πύργο του κάστρου και
μετά τον αποκεφάλισε (802).406 Μετά από αυτά τα δραματικά γεγονότα, ο νέος
πατριάρχης Fortunato συσπείρωσε γύρω του τους πολιτικούς αντιπάλους του
δούκα Maurizio και με την υποστήριξη του Καρόλου Μάγνου, αναγόρευσε στο
Τρεβίζο τον Obelerio δούκα της Βενετίας (804). Ακολούθησε μία λαϊκή εξέγερση
στη Βενετία, οργανωμένη από τους οπαδούς του Obelerio, που ανάγκασε τον
Maurizio να φύγει.407 Το 805 ο νέος δούκας Obelerio, συνοδευόμενος από τον
αδελφό του Beato, τον οποίο είχε διορίσει συνέταιρο στην δουκική εξουσία,
παρουσιάστηκε στην αυλή του Καρόλου Μάγνου στο Ακυίσγρανον και έλαβε από
τον αυτοκράτορα την ordinatio, δηλαδή τον διορισμό τους ως δουκών της
Βενετίας.408 Η πράξη αυτή αποτελούσε επίσημη αναγνώριση της φραγκικής
επικυριαρχίας από τους ηγήτορες της Βενετίας και συνεπώς την απάρνηση της
βυζαντινής.409 Εν όψει του κινδύνου της απόσχισης της Βενετίας και της
επικράτησης της φραγκικής επιρροής στην Άνω Αδριατική, οι Βυζαντινοί

405
MGH, Epp. III, 622 [=R. Cessi, Documenti, I, αρ. 36, σσ. 55-56]: “quia, dum vestra regalis in
triumphis victoria praecipiendum emisit, ut a partibus Ravennae seu pentapoliis expellerentur
Venetici ad negotiandum, nos illico partibus illis emisimus, vestram adimplentes regalem
voluntatem. Insuperm et ad archiepiscopum praecipiendum direximus, ut in quolibet territorio
nostro iure sanctae Ravennae ecclesiae ipsi Venetici presidia atque possessiones haberent, omnino
eos exinde expelleret et sicuti ecclesiae suae iura manibus suis tenere”. Έχουμε εδώ μία σημαντική
μαρτυρία για τα οικονομικά συμφέροντα των Βενετών στην περιοχή της Ραβέννας και στην
Πεντάπολη. Οι Βενετοί εμφανίζονται όχι μόνο ως έμποροι αλλά και ως κτηματίες, ένδειξη του πως
οι περιοχές αυτές αποτελούσαν προνομιούχο προορισμό για τις βενετικές επενδύσεις.
406
Iohannis Diaconus, 99-100. – Andrea Dandolo, 126. – Venetiarum historia, 26.
407
Iohannis Diaconus, 100-101. – Andrea Dandolo, 127. – Venetiarum historia, 26-27.
408
Einhardus, Annales, 193: “venerunt Welleri et Beatus duces Venetiae, necnon et Paulus dux
Iaderae, atque Donatus eiusdem civitatis episcopus, legati Dalmatarum, ad praesentiam imperatoris
cum magnis donis. Et facta est ibi ordinatio, ab imperatore de ducibus et populis tan Venetiae
quam Dalmatiae”.
409
Ακόμη πιο ανησυχητικό για το Βυζάντιο ήταν το γεγονός ότι μαζί με τον Obelerio και τον
Beato, μετέβηκαν στην φραγκική πρωτεύουσα ο δούκας της Ζάρας Παύλος και ο επίσκοπος της
ίδιας πόλης Δονάτο, οι οποίοι επίσης έλαβαν την ordinatio. Βλ. R. Cessi, Ducato, 179-182. – A.
Pertusi, Alto Adriatico, 72.

144
έστειλαν έναν στόλο με επικεφαλής τον πατρίκιο Νικήτα στη Βόρεια
Αδριατική.410 Ο βυζαντινός στόλος, αφού υπέταξε τη Δαλματία, εισήλθε
ανενόχλητος στη βενετική λιμνοθάλασσα όπου δεν σημειώθηκε καμία σύγκρουση
με τους Βενετούς. Οι δύο δούκες, που μόλις είχαν ορκιστεί πίστη στον Φράγκο
αυτοκράτορα, διαβεβαίωσαν τον Βυζαντινό ναύαρχο για την πίστη και την
αφοσίωσή τους στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Μάλιστα, ο Obelerio έλαβε τον
τίτλο του “spatharius imperialis”, ενώ ο αδελφός του Beato μεταφέρθηκε –
πιθανώς ως όμηρος – στην Κωνσταντινούπολη, από την οποία επέστρεψε τέσσερα
χρόνια αργότερα, με τον τίτλο του “hypatos imperialis”.411 Ο βυζαντινός στόλος
διαχείμασε στη βενετική λιμνοθάλασσα και προς το τέλος του χειμώνα 806-807 ο
Νικήτας σύναψε με τον γιο του Καρόλου Μάγνου και βασιλιά της Ιταλίας Πιπίνο
μία ανακωχή μέχρι τον επόμενο Αύγουστο· η ανακωχή περιλάμβανε πιθανώς και
ένα προσχέδιο συνθήκης ειρήνης, με την οποία θα αναγνωριζόταν από τους
Φράγκους η βυζαντινή κυριαρχία πάνω στη Βενετία.412
Το 809 μία δεύτερη βυζαντινή ναυτική εκστρατεία υπό τον “Cefalaniae
prefectus” Παύλο413 επιβεβαίωσε το status quo στην Άνω Αδριατική· αυτή τη

410
Einhardus, Annales, 193. – Iohannis Diaconus, 103. – Andrea Dandolo, 131. – Venetiarum
historia, 29.
411
Iohannis Diaconus, 103. – Andrea Dandolo, 131. Venetiarum historia, 29. Είναι εδώ φανερό
πως η παραχώρηση τίτλων στους Βενετούς δούκες αποτελούσε ένα μέσο της εξωτερικής πολιτικής
της Κωνσταντινούπολης. Με τους τίτλους επιβραβεύονταν οι πολιτικοί ηγήτορες που είχαν δείξει
φιλοβυζαντινή στάση στα διεθνή γεγονότα. Οι τίτλοι βέβαια προσέδιδαν κάποιο κύρος στους
κατόχους τους, αλλά δεν επηρέασαν ποτέ την πολιτική σταδιοδρομία τους στη Βενετία ούτε
αποτελούσαν κάποιου είδους νομιμοποίηση της εξουσίας του δούκα από τον αυτοκράτορα. Για
τους βυζαντινούς τίτλους των δουκών της Βενετίας βλ. A. Pertusi, Regalia insignia, κυρίως στις
σελίδες 99-109. Ένας απλός κατάλογος των τίτλων αυτών με τις χρονολογίες βρίσκεται επίσης εν
A. Pertusi, Alto Adriatico, 75.
412
Einhardus, Annales, 194: “Niceta patricius, qui cum classem constantinopolitana sedebat in
Venetia, pace facta cum Pipino rege, et indutiis usque ad mensem Augustum constitutis, statione
soluta Constantinopolim regressus est”. Στο χωρίο αναφέρονται οι όροι indutiae (ανακωχή) και
pax (ειρήνη), γεγονός που δείχνει ότι δεν συμφωνήθηκε μόνο μία προσωρινή διακοπή των
εχθροπραξιών αλλά τέθηκαν οι βάσεις για μία μελλοντική συνθήκη ειρήνης. Ότι με αυτή τη
συνθήκη θα αναγνωριζόταν η βυζαντινή κυριαρχία στη Βενετία συμπεραίνεται από την αναφορά
που γίνεται στο pactum Lotharii του 840, όπου σώζονται κάποια κεφάλαια από τη συνθήκη του
Ακουισγράνου του 812, σε μία συμφωνία που έγινε στη Ραβέννα (“postquam pactum anterius
factum fuit Ravennae”), δηλαδή τη συμφωνία μεταξύ Νικήτα και Πιπίνου του 807. Βλ. R. Cessi,
Ducato, 132-133, με ιδιαίτερα προσοχή στην υπ. 4 (σ. 132) και 1 (σ. 133). Ο Iohannis Diaconus
αναφέρεται σε μία συνθήκη μεταξύ του βασιλιά Πιπίνου και των Βενετών, συνθήκη που
παραβιάστηκε προκαλώντας τον πόλεμο μεταξύ Βενετών και Φράγκων του 810. Πιθανώς εδώ
αναφέρεται στην ίδια συνθήκη που είχε συνάψει ο Νικήτας με τον Φράγκο βασιλιά της Ιταλίας,
από τη στιγμή που η Βενετία δεν αναγνωριζόταν ακόμη ως ανεξάρτητο κράτος, όπως
επιβεβαιώθηκε και από την μετέπειτα συνθήκη του Ακουισγράνου του 812. Iohannis Diaconus,
104: “foedus quod veneticorum populos olym cum Italico rege habebat, illo tempore, Pipino agente
rege, disruptum est”. Η πολύ μεταγενέστερη Venetiarum historia αναφέρεται επίσης σε μία
συνθήκη (fedus) μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων που συνήφθη μετά την εκστρατεία του Νικήτα.
Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή οι παραθαλάσσιες πόλεις της Δαλματίας και της Ίστριας θα
παρέμεναν υπό βυζαντινή κυριαρχία: “Hoc tempore Franci sbiugaverunt utramque Panoniam et
appositam in altera Danubii ripa Datiam, Ystriam, Liburniam quoque atque Dalmaciam, exceptis
maritimis civitatibus, quas ob amiciciam et iunctum cum eo fedus Constantinopolitanum
imperatorem habere permisit”. Venetiarum historia, 29.
413
Einhardus, Annales, 197. Στις βενετικές και στις βυζαντινές πηγές δεν υπάρχει καμία μνεία σε
αυτή τη ναυτική εκστρατεία των Βυζαντινών στην Άνω Αδριατική.

145
φορά όμως οι Βυζαντινοί προχώρησαν ένα βήμα παραπάνω και επιτέθηκαν στην
πόλη Comacchio, σε φραγκικό έδαφος.414 Ο Πιπίνος οργάνωσε τότε μία
εκστρατεία κατά της Βενετίας (810). Η εκστρατεία σύμφωνα με τις βενετικές
πηγές και με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, κατέληξε σε πανωλεθρία των
εισβολέων από τους Βενετούς στα νερά της λιμνοθάλασσας,415 ενώ σύμφωνα με
τις φράγκικες πηγές ο Πιπίνος κατέλαβε όλη τη Βενετία, αιχμαλώτισε τους
δούκες, οι οποίοι έπρεπε να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του, και μόνο ο ερχομός
του βυζαντινού στόλου τον ανάγκασε να υποχωρήσει.416 Όμως τα μετέπειτα
γεγονότα δεν συνηγορούν υπέρ της φραγκικής εκδοχής και το πιθανότερο είναι
πως οι Φράγκοι περιόρισαν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στις περιοχές
κοντά στην ηπειρωτική ακτή, όπως η Cittanova, χωρίς να μπορέσουν να φτάσουν
στα νησιά που βρίσκονταν στο κέντρο της λιμνοθάλασσας, όπως το Rialto και το
Olivolo. Μετά τις συγκρούσεις του 810, Βυζαντινοί και Φράγκοι άρχισαν κάποιες
διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συνθήκη του Ακυισγράνου του 812· με τη
συνθήκη αυτή, η οποία επικυρώθηκε από τον νέο Φράγκο αυτοκράτορα
Λουδοβίκο τον Ευσεβή το 814, συμφωνήθηκε πως η Βενετία θα παρέμενε υπό τη
βυζαντινή επικυριαρχία, αλλά θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στο Ιταλικό Βασίλειο.417

414
Einhardus, Annales, 196: “Classis de Constantinopoli missa primo Dalmatiam deinde Venetiam
appulit, cumque ibi hiemaret, pars eius Comaclium insulam accessit, commissoque proelio contra
praesidium quod in ea dispositum erat, victa atque fugata Veneciam recessit”. Ύστερα από την
αποτυχία στο Comacchio ο Βυζαντινός στρατηγός προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους
Φράγκους (“de pace inter Francos et Graecos constituenda, ..., agere moliretur”) αλλά χωρίς
αποτέλεσμα. Einhardus, Annales, 196.
415
Iohannis Diaconus, 104. – Andrea Dandolo, 132. – Venetiarum historia, 30-31. – DAI, 28.16-
36.
416
Einhardus, Annales, 197: “Interea Pippinus rex, perfidia ducum Veneticorum incitatus,
Veneciam bello terraque marique iussit appetere, subiectaque Venecia ac ducibus eius in
deditionem acceptis, eandem classem ad Dalmaciae litora vastandam misit. Sed cum paulus,
Cefalaniae praefectus, cum orientali classe ad auxilium Dalmatis ferendum adventaret, regia classis
ad propria regreditur”. Σύμφωνα με τον Φράγκο χρονογράφο, λοιπόν, ο Πιπίνος ξεκίνησε τον
πόλεμο κατόπιν της δόλιας υπόθαλψης των Βενετών δουκών, οι οποίοι εμφανίζονται στην
αφήγησή του ως πρόθυμοι να ανατινάξουν την βυζαντινή κυριαρχία και να αναγνωρίσουν αυτή
των Φράγκων. Προσθέτει, μάλιστα ότι μετά τη νίκη επί των Βενετών, ο Πιπίνος είχε στείλει τον
φραγκικό στόλο να λεηλατήσει τις ακτές της Δαλματίας, ενδεχόμενο που, αν αληθεύει, θα έδινε
άλλη διάσταση στον φραγκοβυζαντινό ανταγωνισμό στην Αδριατική. Υπάρχουν όμως πολλές
αμφιβολίες για τις πραγματικές επιχειρησιακές δυνατότητες του φραγκικού στόλου στην
Αδριατική εκείνη την εποχή. Γι’ αυτό βλ. C. Manfroni, Marina, 36-39. - R. Caddeo, Storia
marittima, 241-243.
417
Eihnardus, Annales, 119-200, 201. – Einhardus, Vita Karoli Magni, 451. – MGH, Epp., II, 32
(σ. 546), 37 (σ. 526). – DAI, 28.36-42. Στην συνθήκη αναφέρονται και οι μεταγενέστερες
βενετικές πηγές. – Andrea Dandolo, 132: “et, ut quidam scribunt, provinciam Venecie Nikiphoro
constantinopolitano imperatori, iuxta fedus, reliquendam censuit”. – Venetiarum historia, 44:
“Huius tempore aliqui scribunt quod Pipinus rex Veneciarum provincia constantinopolitano
imperatori iuxta fedus reliquendam censuit”. Ως γνωστόν δεν σώθηκε το κείμενο της συνθήκης,
αλλά κάποια κεφάλαια που αναφέρονται στη Βενετία περιλαμβάνονται στο μεταγενέστερο Pactum
Lotharii μεταξύ Ιταλικού Βασιλείου και Δουκάτου της Βενετίας (840). R. Cessi, Documenti, I, αρ.
55, σσ. 101-108 [= R. Cessi, Ducato, 237-243]. Βλ. R. Cessi, Ducato, 175-236. Για τις
διπλωματικές επαφές μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων και για τις διάφορες βυζαντινές πρεσβείες
στους Φράγκους αυτοκράτορες κατά το χρονικό διάστημα 803-814 βλ. T. Lounghis, Les
ambassades byzantines en Occident depuis la fondation des états barbares jusqu’aux Croisades
(407-1096), Αθήνα 1980, 158-163.

146
Η συνθήκη του Ακυισγράνου ήταν μία συνθήκη μεταξύ Βυζαντινής και
Φραγκικής Αυτοκρατορίας· η Βενετία δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις ούτε
στην υπογραφή της συνθήκης. Παρ’ όλα αυτά, η συνθήκη έθεσε τις βάσεις της
πλήρους ανεξαρτησίας της Βενετίας και αποσοβήθηκε οριστικά ο κίνδυνος της
φραγκικής κατάκτησης.418 Μετά τα γεγονότα του 810, η Βενετία δεν απειλήθηκε
από καμία χερσαία δύναμη για πολλούς αιώνες και μπόρεσε έτσι να στραφεί
ανενόχλητη προς τη θάλασσα. Η συνθήκη του 812 εγκαινίασε για τη Βενετία μία
μακροχρόνια περίοδο ειρηνικών και φιλικών σχέσεων με το Ιταλικό Βασίλειο,
σχέσεις που επέφεραν στους Βενετούς πολλά κέρδη κυρίως στον εμπορικό τομέα.
Έτσι λοιπόν, η Βενετία, που φαινομενικά αποτελούσε ένα απλό πιόνι στον
φραγκοβυζαντινό ανταγωνισμό στην Αδριατική, εξασφάλισε, ερήμην της, ή
καλύτερα δια μέσω του “κυριάρχου” της, του αυτοκράτορα της
Κωνσταντινούπολης, την ασφάλεια των συνόρων με την ιταλική ενδοχώρα και
την έμμεση αναγνώριση της αυτονομίας της από το Βασίλειο της Ιταλίας. H
Βενετία αναγνώριζε τη βυζαντινή επικυριαρχία και συγχρόνως πλήρωνε φόρο
στους Φράγκους, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανήκε σε κανένα από τους δύο.
Οι Βενετοί χάρη στην υψηλή προστασία της Κωνσταντινούπολης κέρδισαν την
ανεξαρτησία τους, και αυτό σε αντάλλαγμα μίας τυπικής υπηκοότητας που δεν
συνεπαγόταν γι’ αυτούς καμία υποχρέωση απέναντι στους Βυζαντινούς, αλλά
αντίθετα προσέφερε επιπλέον πλεονεκτήματα στον εμπορικό τομέα. Από την
πλευρά της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε άλλη επιλογή· τα γεγονότα
δείχνουν ότι δεν ήταν σε θέση να εξασκεί έναν διαρκή στρατιωτικό και πολιτικό
έλεγχο στην Άνω Αδριατική και μία ανεξάρτητη Βενετία ήταν πάντα προτιμητέα
από μία Βενετία υπό φραγκική κυριαρχία. Κατά τα γεγονότα του 806-812 η
Κωνσταντινούπολη επενέβη για τελευταία φορά στην εσωτερική πολιτική της
Βενετίας. Η επέμβασή της υπήρξε σωτήρια για την κοινότητα της λιμνοθάλασσας,
η οποία, παραδόξως, οφείλει την ανεξαρτησία της στο γεγονός ότι “εξαρτιόταν”
από το Βυζάντιο.419 Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευτούν τα περίφημα
λόγια που σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο οι Βενετοί απηύθυναν
στον Φράγκο βασιλιά της Ιταλίας Πιπίνο το 810: “ jHmei`~ dou`loi
qevlomen ei\nai tou` basilevw~ JRwmaivwn kai; oujciv
420
sou`.”.
Η Βενετία και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχαν διαφορετικής φύσης
συμφέροντα στην Αδριατική, αλλά τις ένωνε ένας κοινός στόχος: να αποφευχθεί η
εγκατάσταση σε αυτή τη θάλασσα οποιασδήποτε δύναμης που θα μπορούσε να
αλλάξει την πολιτική και στρατιωτική ισορροπία. Γι’ αυτό η Κωνσταντινούπολη
θεωρούσε σκόπιμη την ύπαρξη ενός αυτόνομου συμμαχικού κρατιδίου, το οποίο

418
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 123-124. – G. P. Brognetti, Nat., pol. e rel., 33. – A. Pertusi, Alto
Adriatico, 73-74. – G. Ortalli, Venezia, 381-382. – J. Ferluga, Italia bizantina, 177-178. – D. Nicol,
Venezia e Bisanzio, 33-34.
419
R. Cessi, Provincia, 95.
420
DAI, 28.36-37 (σ. 120).

147
ήδη διέθετε αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις και θα μπορούσε να συνδράμει τους
βυζαντινούς στόλους στις επιχειρήσεις τους.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η συμμετοχή βενετικού στόλου στην άμυνα των
Συρακουσών που απειλούνταν από τους Άραβες το 827-828 και το 829. Ο
αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ετοίμαζε μία μεγάλη αντεπίθεση κατά των Αράβων και
ζήτησε την βοήθεια των Βενετών (“Veneticorum auxilium petiit”).421 Οι Βενετοί,
που όφειλαν ευγνωμοσύνη στους Βυζαντινούς, ανταποκρίθηκαν θετικά και
έστειλαν τα πλοία τους στη Σικελία. Ήταν οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις των
Βενετών ενάντια στους μουσουλμάνους, αν και δεν έγιναν άμεσες συγκρούσεις με
τον εχθρικό στόλο και τα βενετικά πλοία επέστρεψαν στην πατρίδα “absque
triumpho”.422
Η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Βενετών και Βυζαντινών συνεχίστηκε τα
επόμενα χρόνια και μάλιστα η βενετική συμμετοχή γινόταν μεγαλύτερη όσο
περισσότερο η αραβική απειλή πλησίαζε την Αδριατική. Το 840 μία βυζαντινή
πρεσβεία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο πατρίκιος Θεοδόσιος, παρουσιάστηκε
στον δούκα Pietro Tradonico για να ζητήσει την βοήθειά του κατά των
μουσουλμάνων που τον προηγούμενο χρόνο είχαν καταλάβει τον Τάραντα. Αυτή
τη φορά οι Βυζαντινοί θεώρησαν σκόπιμο να παραχωρήσουν στον δούκα Pietro
Tradonico (836-864) τον τίτλο του σπαθάριου (“spatharii honoris investituram
Petro contulit duci”).423 Οργανώθηκε ένας ισχυρός στόλος εξήντα πλοίων που
συγκρούστηκε με τους μουσουλμάνους ανοικτά του Τάραντα· οι Βενετοί
υπέστησαν πανωλεθρία και έχασαν το σύνολο των πλοίων και των πληρωμάτων
(“a Saracenorum multitudine pene omnes Venetici capti et interfecti
sunt”).424Μετά την καταστροφή του βενετικού στόλου οι μουσουλμάνοι μπόρεσαν
να επεκτείνουν τις επιδρομές τους και στην Άνω Αδριατική, όπου επιτέθηκαν και
λεηλάτησαν την πόλη Ossero, στο νησί Cherso (σημ. Krk), και την Αγκώνα (841).
Αργότερα, την ίδια χρονιά, εισήλθαν στον κόλπο του Quarnero – ανάμεσα στην
Ίστρια και τη Δαλματία – και έτρεψαν σε φυγή έναν βενετικό στόλο που είχε
σπεύσει στην περιοχή.425 Αυτές οι ήττες έπεισαν τους Βενετούς για την ανάγκη
ανανέωσης και αναδιοργάνωσης του στόλου τους. Μέχρι τότε φαίνεται πως οι
Βενετοί δεν διέθεταν ειδικά πολεμικά πλοία, αλλά χρησιμοποιούσαν τα εμπορικά,
οπλίζοντάς τα κατάλληλα σε περίοδο πολέμου.426 Αυτές οι μέθοδοι είχαν
αποτέλεσμα στις επιχειρήσεις στα κλειστά νερά της λιμνοθάλασσας ή στην απλή
μεταφορά στρατευμάτων, αλλά απέδειξαν την αναποτελεσματικότητα και την

421
Iohannis Diaconus, 109. – Andrea Dandolo, 146: “dux, imperialis consul, ab imperatore
requiscitus”. – Venetiarum historia, 37: “Hic dux, consul imperialis, a Constantinopolitano
requisitus imperatores”. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλες τις βενετικές πηγές ο Βυζαντινός
αυτοκράτορας δεν διατάζει, αλλά ζητά τη βοήθεια του Βενετού δούκα.
422
Iohannis Diaconus, 109. – Andrea Dandolo, 146: “emulos suos non invenientes, Veneciam
rediere”. – Venetiarum historia, 37.
423
Iohannis Diaconus, 113. – Andrea Dandolo, 150. – Venetiarum historia, 40.
424
Iohannis Diaconus, 114. – Andrea Dandolo, 150. – Venetiarum historia, 40.
425
Iohannis Diaconus 114. – Andrea Dandolo, 150. – Venetiarum historia, 41.
426
C. Manfroni, Marina, 47-48. – R. Caddeo, Storia marittima, 244.

148
ανεπάρκειά τους στις ναυμαχίες σε ανοικτή θάλασσα απέναντι σε έμπειρους και
οργανωμένους εχθρούς. Η βενετική κυβέρνηση διέταξε λοιπόν την κατασκευή
πολεμικών πλοίων του τύπου των χελανδίων, πλοίων που χρησιμοποιούνταν
ευρέως από τον βυζαντινό στόλο, αλλά δεν υπήρχαν μέχρι τότε στη Βενετία.427 Η
χρήση αυτού του νέου τύπου πλοίου, καθαρά πολεμικού, επέτρεψε στους
Βενετούς να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την αραβική απειλή καθώς και τους
Σλάβους πειρατές της Δαλματίας.428 O ανανεωμένος βενετικός στόλος απέδειξε το
αξιόμαχό του λίγα χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της εκστρατείας του Λουδοβίκου
Β΄ κατά των μουσουλμάνων της Απουλίας (866-871).429 To 867/868, οι Βενετοί
συγκρούστηκαν με τον αραβικό στόλο έξω από τον Τάραντα και πέτυχαν λαμπρή
νίκη, εκδικούμενοι έτσι την θλιβερή ήττα που υπέστησαν στα ίδια ύδατα είκοσι
επτά χρόνια νωρίτερα.430 Η δεύτερη ναυμαχία του Τάραντα σηματοδότησε την
αρχή της ναυτικής στρατιωτικής δύναμης των Βενετών στην Αδριατική και
συγχρόνως την αρχή μίας μακροχρόνιας περιόδου ειρηνικών σχέσεων με τον
ισλαμικό κόσμο.431
Εν τω μεταξύ είχαν γίνει σημαντικές αλλαγές όσο αφορά τις σχέσεις της
Βενετίας με τους Φράγκους αυτοκράτορες: σε επίσημο επίπεδο η Βενετία δεν
αποκαλούταν πια provincia, αλλά ducatus και ο κυβερνήτης της δεν ήταν πια dux
Venetiae provinciae,432 αλλά dux Veneticorum ή Venetiarum.433 Οι νέες συνθήκες

427
Iohannis Diaconus, 115: “eo tempore duas bellicosas naves perficere studuerunt, quales
numquam apud Veneciam antea fuit, que greca lingua zalandriae dicuntur”. – Andrea Dandolo,
153: “Duces itaque duas naves, bello aptas, ad sua tuenda loca misserunt; que more Grecorum,
zalandrie dicte sunt, numque ante ea apud Venetos usitate”. – Venetiarum Historia, 42: “Hiis
diebus duces prefacti II naves bello aptas ad sua tuenda loca miserunt, que more Grecorum,
zirlandrie dicte sunt, numquam antea aput Venetos usitate”. Για τα χελάνδια βλ. H. Ahrweiler,
Mer, 410-414. – K. Karapli, Shalandī-Chelandion, εν Θησαυροί της αραβο-βυζαντινή ναυσιπλοΐας/
Treasure of Arab-Byzantine Navigation, Αθήνα 2004, 10, 31-32.
428
Οι Σλάβοι της Δαλματίας, και κυρίως οι Ναρεντάνοι παρενοχλούσαν τα βενετικά πλοία που
έπλεαν κοντά στη Δαλματία προσφέροντας εύκολο στόχο στους πειρατές που παραμόνευαν στους
πολυάριθμους κόλπους και ορμίσκους των ακτών. Οι δούκες της Βενετίας είχαν ήδη διεξαγάγει
κάποιες εκστρατείες κατά των Σλάβων, αλλά χωρίς να πετύχουν μόνιμα αποτελέσματα. Οι Σλάβοι
πειρατές της Δαλματίας εξακολούθησαν να απειλούν το βενετικό θαλάσσιο εμπόριο για ακόμη
περίπου δύο αιώνες, μέχρι την καθυπόταξη της Δαλματίας από τον δούκα Pietro Orseolo II (1000).
Για τους Ναρεντάνους και τις επιχειρήσεις των Βενετών εναντίον τους τον 9ο και 10ο αιώνα βλ. C.
Manfroni, Marina, 47, 68-74. – R. Caddeo, Storia marittima, 249-251. – R. Cessi, Pol., Ec., Rel.,
178-180, 206-207, 243-244. – D. Mandić, Dalmazia, 459-460. – J. Tadić, Adriatico, 688-690. – G.
Ortalli, Venezia, 399-401.
429
Για την εκστρατεία αυτή βλ. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes, ΙΙ, 14-21.
430
Iohannis Diaconus, 119. – Andrea Dandolo, 157. – Venetiarum historia, 44-45. Αβέβαιο
παραμένει εάν ο βενετικός στόλος συμμετείχε στην ανακατάληψη του Τάραντα από τους
Βυζαντινούς το 868. Γι’ αυτό βλ. C. Manfroni, Marina, 55. – A. Vasiliev, Byzance et les Arabes,
II, 15, ο οποίος αρνείται την όποια συμμετοχή των Βενετών στην ανακατάληψη της πόλης.
431
Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έγιναν δύο αραβικές ναυτικές επιδρομές στην Αδριατική, αλλά
και στις δύο περιπτώσεις δεν σημειώθηκαν ναυμαχίες με τους Βενετούς. Η πρώτη επιδρομή είχε
ως στόχο τις ακτές και τα νησιά της Δαλματίας (872), ενώ κατά τη δεύτερη (875) οι Άραβες
έφτασαν μέχρι το Grado, το οποίο επιχείρησαν να πολιορκήσουν, αλλά ο ερχομός του βενετικού
στόλου τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να επιστρέψουν στις βάσεις τους. Iohannis Diaconus,
119-120, 121 – Andrea Dandolo, 157, 158. – Venetiarum historia, 45.
432
R. Cessi, Documenti, I, αρ. 53, σ. 93.
433
R. Cessi, Documenti, I, αρ. 55, σ. 102.

149
που ρύθμιζαν τις σχέσεις της Βενετίας με το Ιταλικό Βασίλειο ήταν συνθήκες
μεταξύ κυρίαρχων κρατών, χωρίς καμία συμμετοχή, άμεση ή έμμεση, της
βυζαντινής κυβέρνησης.434
Αλλαγές έγιναν και στο εσωτερικό της Βενετίας· το 811 ο νεοεκλεγείς Agnello
Parteciaco εγκατέστησε τη δουκική έδρα στο Rialto, εγκαταλείποντας έτσι μετά
από εβδομήντα περίπου χρόνια το Malamocco.435 Η μεταφορά της πρωτεύουσας
στο Rialto, ο πυρήνας της μέλλουσας πόλης της Βενετίας, ήταν η λογική και
αναμενόμενη συνέπεια των εξελίξεων που είχαν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια
στη λιμνοθάλασσα. Ο πόλεμος με τους Φράγκους και ακόμη περισσότερο οι
εμφύλιες διαμάχες είχαν προκαλέσει την ραγδαία παρακμή πολλών civitates που
βρίσκονταν στις παρυφές της λιμνοθάλασσας.436 Πολλοί κάτοικοι είχαν
μετακομίσει στο Rialto και στα γύρω του νησιά, τα οποία, τοποθετημένα στο
κέντρο της λιμνοθάλασσας και μακριά από τις ακτές, μπορούσαν να αμύνονται
ευκολότερα και πρόσφεραν περισσότερη ασφάλεια. Στο Rialto οικοδομήθηκε το
palatium, η έδρα του δούκα και της κυβέρνησης, καθώς και πολλές εκκλησίες και
μοναστήρια που χάριζαν στη νέα πρωτεύουσα το απαραίτητο θρησκευτικό και
πνευματικό κύρος.437
Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσα, έγιναν κάποιες πολιτικές αλλαγές στο
μικρό βενετικό κράτος. Μέχρι τότε ο εκάστοτε δούκας εκλεγόταν από το σύνολο
του βενετικού λαού (omnes Venetici, cunctus populus) που για την συγκεκριμένη
περίπτωση συγκεντρωνόταν σε συνέλευση, αρχικά σε άγνωστο μέρος και
αργότερα στο δουκικό παλάτι, στην πόλη της Βενετίας. Αυτή η συνέλευση, που
λεγόταν placitum ή concio, αποφάσιζε για την εκλογή του νέου δούκα, αλλά, πέρα
από αυτό, συγκαλούνταν, παρόντος του δούκα, για να λάβει τις πιο σημαντικές
αποφάσεις που αφορούσαν την βενετική πολιτική.438 Στις συνελεύσεις αυτές
συμμετείχε όλος ο populus αλλά φαίνεται πως ο απλός λαός ήταν μόνο θεατής και
δεν επηρέαζε τις αποφάσεις. Ο ρόλος του περιοριζόταν στο να δεχτεί με
επευφημίες (populo adclamante) τις αποφάσεις που οι είχαν λάβει οι ανήκοντες
στην τάξη των tribuni. Στη πολιτική σκηνή υπερίσχυαν οι αριστοκρατικές φατρίες
και οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στις συνελεύσεις ήταν αποτέλεσμα των
διαμαχών μεταξύ των φατριών αυτών, οι οποίες χειραγωγούσαν, μέσω ενός

434
R. Cessi, Documenti, I, αρ. 55, σ. 101, 109. Βλ. R. Cessi, Ducato, 193-237.
435
Iohannis Diaconus, 106. – Andrea Dandolo, 139-140. – Venetiarum historia, 32.
436
Το 831 έγινε η μεγάλη εξέγερση του Malamocco, όπου οι κάτοικοι πήραν το μέρος του πρώην
δούκα και συμπατριώτη τους Obelerio που μόλις είχε γυρίσει από την εξορία στην
Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός του δούκα Giovanni Α΄ Parteciaco (830-836) κατέστειλε την
ανταρσία και πυρπόλησε το Malamocco, ενώ ο Obelerio αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε.
Iohannis Diaconus, 110. – Andrea Dandolo, 148-149. Η εξέγερση του Malamocco υπήρξε η
τελευταία σύγκρούση μεταξύ των διαφόρων τοπικών ηγετών στη Βενετία· από τότε οι πολιτικές
έριδες και οι εσωτερικές διαμάχες μεταφέρθηκαν στο Rialto, χάνοντας έτσι για πάντα τον
τοπικιστικό και “νησιωτικό” χαρακτήρα που είχαν στο παρελθόν. R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 142.
437
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 157. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 201-202, 204. – G. Ortalli,
Venezia, 382-385.
438
Για το placitum βλ. R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 186, 190-192. – C. G. Mor, Vita costituzionale,
128, 135-136. – G. Fasoli, Commune Veneciarum, 77 κ. ε. – S. Gasparri, Civitas e assemblea.

150
πελατειακού συστήματος, τους ανήκοντες στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.439
Αργότερα όμως, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Rialto, οι Βενετοί
πολίτες άρχισαν να διακρίνονται σε majores, mediocres και minores, με τρόπο
που έδινε περισσότερη σημασία στην οικονομική θέση του καθενός και όχι στην
καταγωγή ή στο στρατιωτικό ρόλο.440 Στον populus συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι
Βενετοί και νομικά και θεσμικά δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των πολιτών (πέραν
από τα καθιερωμένα αξιώματα: δούκας, πατριάρχης, επίσκοποι, κ.τ.λ.), όμως η
υψηλότερη κοινωνική θέση συνεπαγόταν μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική ζωή
της κοινότητας.441
Στην περίπτωση του δούκα Pietro Candiano Α΄ τον Απρίλιο του 887 και σε
εκείνη του διαδόχου του Pietro Tribuno, πέντε μήνες αργότερα, ο populus δεν
περιορίστηκε στο να δεχτεί με επευφημίες την απόφαση ολίγων, αλλά έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του αρχηγού του βενετικού κράτους.442 Δεν
πρόκειται όμως για την ανάδειξη νέου θεσμού ούτε για αλλαγές στη λειτουργία
και στις αρμοδιότητες του placitum· άλλαξαν όμως οι ισορροπίες μέσα στη
συνέλευση, με μία μερική μετακίνηση της αποφασιστικής δύναμης προς τα
μεσαία και κατώτερα στρώματα.443 Σε αυτές τις αλλαγές συνέβαλαν η
εξασθένηση του πελατειακού συστήματος και η μείωση της πολιτικής επιρροής
της αριστοκρατικής τάξης των στρατιωτικών/γαιοκτημόνων (tribuni)· αυτές οι
εξελίξεις οφείλονταν στις νέες κοινωνικές συνθήκες και στην ωρίμανση της
πολιτικής συνείδησης των Βενετών. Η Βενετία-περιοχή μετατρεπόταν σε Βενετία-
πόλη και αυτό αναπόφευκτα συνεπαγόταν την ανάδειξη μίας νέας τάξης πολιτών,
απαγκιστρωμένων πια από τους παλιούς κοινωνικούς περιορισμούς και πρόθυμων
να συμμετάσχουν ενεργά στην ζωή της πόλης. Το placitum αναδεικνυόταν
βασικός θεσμός του δουκάτου και σταδιακά μετατράπηκε σε ένα ισχυρό πολιτικό
όργανο που ήταν σε θέση να περιορίσει την εξουσία του δούκα.444

439
G. Ortalli, Venezia, 402-404.
440
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 191. – G. Fasoli, Commune Veneciarum, 79-80.
441
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 190-192. – C. G. Mor, Vita istituzionale, 128-129. – G. Fasoli,
Commune Veneciarum, 77 κ. ε. – A. Pertusi, Regalia insignia.
442
Το 887 ο δούκας Giovanni Parteciaco B΄, γέρος και άρρωστος, αποφάσισε να παραιτηθεί από
το αξίωμά του, αναθέτοντας στον λαό την επιλογή του διαδόχου του. Οι Βενετοί εξέλεξαν τον
Pietro Candiano και ο Giovanni Parteciaco τον κάλεσε στο παλάτι και του παραχώρησε τα
σύμβολα της δουκικής εξουσίας: το ξίφος, τα σκήπτρα και τη σέλα, αναγορεύοντάς τον νέο δούκα.
Ο Pietro Α΄ Candiano πέθανε πέντε μήνες αργότερα κατά τη διάρκεια εκστρατείας κατά των
Σλάβων της Δαλματίας. Τότε ο λαός έπεισε τον παλιό δούκα Giovanni Parteciaco να επιστρέψει
στο παλάτι αλλά αυτός, δεδομένης της δεινής κατάστασης της υγείας του, “έδωσε στον λαό την
άδεια να κάνει δούκα όποιον ήθελε και τότε όλοι μαζί εξέλεξαν τον Pietro” (“licentiam populo dedit
ut constitueret sibi ducem quem vellet. tunc omnes pariter eligerunt sibi Petrum”). Iohannis
Diaconus, 128-129. Τα ίδια γεγονότα εξιστορούνται από άλλες πηγές, οι οποίες επίσης τονίζουν
τον ρόλο του λαού, Andrea Dandolo, 163 (Pietro Candiano): “a populo dux creatus”, 164 (Pietro
Tribuno): “dux concorditer factus est”. – Venetiarum historia, 48 (Pietro Candiano): “fuit a populo
ad ducalis excelentie speculum sublimatus”, 50 (Pietro Tribuno): “ad populi vocem unanimem fuit
assumptus in ducem”
443
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 148.
444
G. Fasoli, Commune Veneciarum, 84 κ. ε.

151
Κατά τη κυβέρνηση του δούκα Orso Β΄(864-881) έγιναν μεταρρυθμίσεις που
σκόπευαν να τροποποιήσουν τη δομή του κράτους, ώστε να αυξηθούν οι
λειτουργικές του ικανότητες. Θεσπίστηκε η εκλογή των iudices,445 οι οποίοι
επικουρούσαν τον δούκα στην διοίκηση, ενώ αυξήθηκαν οι αρμοδιότητες των
gastaldi, που αποτελούσαν ένα είδος κοινοταρχών/δημάρχων που διορίζονταν από
τον δούκα στα περιφερειακά νησιά.446 Με αυτόν τον τρόπο μειώθηκε ακόμη
περισσότερο η πολιτική δύναμη των τοπικών tribuni και ενισχύθηκε η κεντρική
κυβέρνηση, καθιστώντας πιο σταθερή την εξουσία του δούκα. Μεταρρυθμίσεις
έγιναν και στην εκκλησιαστική οργάνωση της Βενετίας·447 η βενετική εκκλησία
τέθηκε υπό τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας και αυτό προκάλεσε αναπόφευκτα
τη σύγκρουση με τη Ρώμη.448 Η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου Μάρκου από
την Αλεξάνδρεια στη Βενετία το 828449 συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην
δημιουργία μίας εθνικής εκκλησίας, υπό την προστασία και τον άμεσο έλεγχο της
δουκικής εξουσίας. Τα λείψανα του ευαγγελιστή δεν τοποθετήθηκαν στον
καθεδρικό ναό της πόλης, στο Olivolo, αλλά σε ένα παρεκκλήσι στο παλάτι του
δούκα, εκεί όπου αργότερα θα ανεγερθεί η περίφημη βασιλική του Αγίου
Μάρκου· έτσι από την αρχή η νέα λατρεία του Αγίου Μάρκου, η οποία θα
αντικαταστήσει πολύ σύντομα εκείνη των παλιότερων πολιούχων αγίων της
Βενετίας, σχετιζόταν με την κρατική εξουσία, ενώ συγχρόνως εξυπηρετούσε τις

445
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 162-166. – C. G. Mor, Vita costituzionale, 136.
446
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 165. O gastaldius ή gastaldus είναι όρος που προέρχεται από τη
λογγοβαρδική λέξη gastald. Συναντάται συχνά στο πολιτικό και θεσμικό λεξιλόγιο της
μεσαιωνικής Ιταλίας ακόμη και μετά τη λογγοβαρδική περίοδο. Αρχικά ήταν ένας υψηλός
Λογγοβάρδος αξιωματούχος με σημαντικές διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Για τον
gastaldius στην λογγοβαρδική εποχή βλ. K. Fischer Drew, The Lombards Laws, Philadelphia 1973,
23.
447
Στην Βενετία υπήρχαν έξι επισκοπές: Equilo, Torcello, Cittanova, Malamocco, Caorle και
Olivolo· αυτή η τελευταία ήταν η έδρα του αρχιεπισκόπου του Grado, ο οποίος έφερε τον τίτλο
του πατριάρχη. Αργότερα ο τίτλος “πατριάρχης του Grado” άλλαξε σε “πατριάρχης Βενετίας”, που
χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τον αρχιεπίσκοπο της Βενετίας. Αυτός ο τίτλος “πατριάρχης”
δεν έχει καμία σχέση με τα πέντε παραδοσιακά πατριαρχεία της χριστιανοσύνης και οφείλεται στις
διεκδικήσεις της εκκλησίας της Aquileia για την υποτιθέμενη ίδρυσή της από τον ευαγγελιστή
Μάρκο. Για την ιστορία της βενετικής εκκλησίας μέχρι τον 9ο αιώνα βλ. A. Carile-G. Fedalto,
Origini, 251-427 (2ο μέρος: Organizzazione ecclesiastica e vita religiosa nella “Venezia
marittima”).
448
Το 876 η βενετική κυβέρνηση ήρθε σε σύγκρουση με τον πάπα εξαιτίας της εκλογής του νέου
επισκόπου του Torcello που ουσιαστικά διορίστηκε από τον δούκα. Η Ρώμη κατηγόρησε την
βενετική κυβέρνηση για αθέμιτη παρέμβαση στις υποθέσεις της εκκλησίας, αλλά στο τέλος
αναγκάστηκε να δεχτεί την κατάσταση. Η κρίση του 876 ήταν η πρώτη πολλών παρόμοιων που
ξεσπούσαν κατά καιρούς μεταξύ της Ρώμης και της Βενετίας μέχρι τον 17ο αιώνα, όμως, παρά τις
παπικές διαμαρτυρίες, η βενετική κυβέρνηση κράτησε πάντα υπό τον έλεγχό της την τοπική
εκκλησία. Για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας στους πρώτους αιώνες της βενετικής ιστορίας βλ. A.
Cessi, Ducato, 53-98. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 351-363, 381-415.
449
Η πηγή για την ιστορία της μεταφοράς των λειψάνων του Αγίου Μάρκου στη Βενετία είναι η
Trasnlatio Sancti Marci, που πρωτοεκδόθηκε στα Acta Sanctorum Bollandiana, Aprilis III,
Antwerpen 1675, 353-355. Το κείμενο επανεκδόθηκε από το N. Mc Cleary στο άρθρο του Note
storiche ed archeologiche sul testo della “Translatio Sancti Marci”, Memorie storiche
Forogiuliesi, XXVII-XXIX (1931-1933), 223-264, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσα να
συμβουλευτώ. Η Translatio παρέχει επίσης σημαντικές πληροφορίες για την παρουσία των
Βενετών στην Αίγυπτο και για τις εκεί εμπορικές δραστηριότητές τους, όπως θα δούμε στο
επόμενο κεφάλαιο.

152
αυτονομιστικές τάσεις της βενετικής εκκλησίας που ήθελε να ξεφύγει από την
ενοχλητική προστασία του Grado και από τις διεκδικήσεις για δικαιοδοσία της
Aquileia (αμφότερες αυτές οι εκκλησίες ανήγαν την ίδρυσή τους στον
ευαγγελιστή Μάρκο).450
Η μετατροπή των κοινοτήτων της παλιάς Venetia σε ένα οργανωμένο
συγκεντρωτικό κράτος έφτασε στο αποκορύφωμά της με την οικοδόμηση μίας
νέας πόλης γύρω από το Rialto. Αυτό έγινε με πρωτοβουλία του δούκα Pietro
Tribuno (888-910) το ένατο έτος της κυβέρνησής του (897).451 Ακολούθησε η
ανέγερση τειχών που προστάτευαν το ανατολικό μέρος της πόλης από το Olivolo
μέχρι το Canal Grande, στην είσοδο του οποίου τοποθετήθηκε μία σιδερένια
αλυσίδα για να αποτραπεί η είσοδος εχθρικών πλοιαρίων.452 Το αρχικά μικρό
κατοικημένο κέντρο του Rialto έγινε έτσι civitas και ονομάστηκε από τότε civitas
Venetiarum, δηλαδή η πόλη των Βενετών, ή απλά Venetia.453 Από τα τέλη του 9ου
αιώνα λοιπόν το όνομα Venetia φανέρωνε την πόλη και όχι πια ολόκληρη την
περιοχή της βενετικής λιμνοθάλασσας.454
Στα τέλη του 9ου αιώνα η Βενετία ήταν ένα καλά οργανωμένο κράτος, με δική
του πολιτική και διοικητική δομή. Είχε δικό του “εθνικό άγιο” και η τοπική
εκκλησία ελεγχόταν στενά από την κρατική εξουσία. Η Βενετία είχε πια
απαλλαγεί από οποιαδήποτε μορφή εξάρτησης από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
και διεξήγε την δική της, εντελώς ανεξάρτητη, εξωτερική πολιτική απέναντι στα
ξένα κράτη, συμπεριλαμβανομένου σε αυτά και του ίδιου του Βυζαντίου.
Εκείνα τα χρόνια οι δούκες εγκαινίασαν μία ενεργητικότερη και επιθετικότερη
πολιτική στην Αδριατική με σκοπό την διεύρυνση της οικονομικής και πολιτικής
σφαίρας επιρροής της Βενετίας και άρχισε τότε η επεκτατική διαδικασία που θα
μεταθέσει σταδιακά την γραμμή της βενετικής επιρροής στην Αδριατική όλο και
νοτιότερα, φθάνοντας το 13ο αιώνα στον πλήρη έλεγχο της θάλασσας αυτής.
Οι πρώτες ενέργειες ήταν εκστρατείες κατά των Σλάβων πειρατών της
Δαλματίας, οι οποίοι είχαν φτάσει να απειλήσουν την ίδια την βενετική

450
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 129-136. – A. Pertusi, Venezia e Bisanzio, 119-121. – A. Carile-G.
Fedalto, Origini, 259-291, 381-415. – G. Ortalli, Venezia, 388-389. Για τη σημασία των πολιούχων
αγίων στις μεσαιωνικές ιταλικές πόλεις βλ. επίσης E. Coleman, Italian communes, 393-394.
451
Iohannis Diaconus, 131: “Circa hec vero tempora domnus Petrus dux una cum suis civitatem
apud Rivoaltum edificare cepit anno sui ducatus nono”.
452
Iohannis Diaconus, 131: “predicte vero civitatis murus a capite rivuli de Castello usque ad
ecclesiam sanctę Marię que de iubianico dicitur, extendebatur; maximaque catena ferrea inibi
composita erat, quę uno capite in fine predicti muri, alio vero in sancti Gregorii ecclesię margine,
quę trans ripam posita est, coherebat, ob hic videlicet ne ulla navis penetrandi facultatem nisi
dissoluta catena haberet”. – Andrea Dandolo, 165. – Venetiarum historia, 52.
453
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 194. – A. Carile-G. Fedalto, Origini, 36.
454
Στην ιταλική γλώσσα η Βενετία ως πόλη λέγεται Venezia ενώ η Βενετία ως περιοχή της
ενδοχώρας λέγεται Veneto (από το επίθετο veneto που υπονοεί την έκφραση territorio veneto =
βενετικό έδαφος, βενετική περιοχή). Όταν όμως οι Ιταλοί ιστορικοί αναφέρονται στη βενετική
ιστορία χρησιμοποιούν τους λατινικούς όρους Venetia ή Venetia marittima για την περιοχή της
λιμνοθάλασσας όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από την terraferma (στερεά), ή κάνουν λόγο
για laguna/lagune (λιμνοθάλασσα/-ες). Για τα γεγονότα από το 897 και πέρα όμως,
απαλλάσσονται, όπως και εγώ, από την ανάγκη να διευκρινίζουν κάθε φορά αν πρόκειται για την
Βενετία-πόλη ή την Βενετία-περιοχή της λιμνοθάλασσας.

153
λιμνοθάλασσα. Ο δούκας Orso Β΄ (864-881) ηγήθηκε δύο εκστρατειών: στην
πρώτη, στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησής του, έτρεψε σε φυγή τα πλοιάρια των
Σλάβων, χωρίς καν να γίνει κάποια σύγκρουση·455 στην δεύτερη, το 876,
επιτέθηκε με ένα στόλο 30 πλοίων στις βάσεις των Σλάβων πειρατών στην Ίστρια
και τις κατέστρεψε.456 Οι πειρατές συνέχισαν όμως τις επιθέσεις κατά των
βενετικών πλοίων νοτιότερα, κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας. Το 887 ο
νεοεκλεγείς δούκας Pietro Candiano A΄ σκοτώθηκε κατά τη διάρκειας μίας νέας
εκστρατείας. Ύστερα από αυτή τη ατυχή εκστρατεία η Βενετία δεν
πραγματοποίησε άλλες στρατιωτικές ενέργειες κατά των Σλάβων στις επόμενες
δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι οι πειρατές Ναρεντάνοι εξακολουθούσαν να
παρενοχλούν τα βενετικά πλοία.457
To 932 ο δούκας Pietro Candiano Β΄ (932-939) σύναψε μία συνθήκη με την
πόλη Capodistria, βάσει της οποίας παραχωρήθηκαν στους Βενετούς εμπορικά
και δικαστικά προνόμια. Οι κάτοικοι της Capodistria ανέλαβαν επίσης την
υποχρέωση να προσφέρουν κάθε έτος στον δούκα της Βενετία “honoris causa”100
αμφορείς κρασί, ως δείγμα ευγνωμοσύνης για την προστασία και τη βοήθεια που
η Βενετία τους παρέσχε.458 Με την συνθήκη αυτή και με μία άλλη που συνήφθη
το 933 με το μαρκήσιο της Ίστριας Wintherius, η οποία αφορούσε τις υπόλοιπες
πόλεις της Ίστριας (Pola, Muggia, Pirano, Cittanova) και την Τεργέστη, η Βενετία
επέβαλε ένα είδος προτεκτοράτου στην περιοχή, παρόλο που αυτή
εξακολουθούσε να ανήκει στο Ιταλικό Βασίλειο.459
Ο ίδιος δούκας Pietro Candiano Β΄ εφάρμοσε επιθετικότερη πολιτική στην
άλλη πλευρά της Αδριατικής. Εξαιτίας της σύλληψης κάποιων Βενετών πολιτών
από τους κατοίκους του Comacchio, οργανώθηκε μία μεγάλη εκστρατεία που
κατέλαβε την πόλη, πυρπόλησε το κάστρο της, έσφαξε το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού και αιχμαλώτισε τους επιζήσαντες.460 Με αυτή την ενέργεια, που ήταν
βέβαια δυσανάλογη με την σύλληψη κάποιων συμπολιτών τους, οι Βενετοί
κατάφεραν να εξουδετερώσουν έναν επικίνδυνο εμπορικό αντίπαλο στην Άνω
Αδριατική.461

455
Iohannis Diaconus, 118. – Andrea Dandolo, 155. – Venetiarum historia, 44.
456
Iohannis Diaconus, 122-123. – Andrea Dandolo, 159. – Venetiarum historia, 45-46.
457
Κατά τον Manfroni αυτή η ανοχή της Βενετίας οφειλόταν στο γεγονός ότι πολλοί έμποροι
ασχολούνταν με το δουλεμπόριο, παρόλο που ήταν παράνομο, και πίεζαν την κυβέρνηση για
συμβιβασμό με τους Σλάβους πειρατές, οι οποίοι ήταν οι κυριότεροι προμηθευτές τους. C.
Manfroni, Marina, 70.
458
R. Cessi, Documenti, II, αρ. 35, σσ. 52-55.
459
R. Cessi, Documenti, II, αρ. 36, σ. 55-59. Ο Iohannis Diaconus δεν αναφέρεται σε αυτές τις
συνθήκες, διαφορετικά απ’ ότι κάνουν οι μεταγενέστερες πηγές:. Andrea Dandolo, 171. –
Venetiarum historia, 54. Για τις συνθήκες αυτές και για την βενετική επιρροή στην Ίστρια βλ. R.
Cessi, Pol., Ec., Rel., 201-204. – G. De Vergottini, Venezia e l’Istria, 111-115.
460
Iohannis Diaconus, 118. – Andrea Dandolo, 171. – Venetiarum historia, 54.
461
Οι Βενετοί είχαν ήδη καταλάβει το Comacchio τo 883 και είχαν εγκαταστήσει στην πόλη μία
φιλική προς αυτούς κυβέρνηση. Η αντίδραση του πάπα Αδριανού Γ΄ (884-885) ανάγκασε όμως οι
Βενετοί να εκκενώσουν την πόλη όπου επέστρεψε η παλιά κυβέρνηση. R. Cessi, Pol., Ec., Rel.,
185.

154
O τρίτος δούκας της οικογένειας Candiano, ο Pietro Candiano Γ΄ (942-959),
συνέχισε την πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων της Βενετίας στην
Αδριατική, προστατεύοντας την πόλη Grado από τις βλέψεις του πατριάρχη της
Aquileia Lupus (942-944)462 και εξαπολύοντας νέες εκστρατείες κατά των
Σλάβων πειρατών (948-949).463 Μετά την παρένθεση της κυβέρνησης του δούκα
Pietro Candiano Δ΄ (959-976),464 οι δούκες της Βενετίας συνέχισαν τις ενέργειες
για να διασφαλίσουν και να ενισχύσουν την βενετική ναυσιπλοΐα στην Αδριατική.
Στα τέλη του 10ου αιώνα η θέση της Βενετίας ήταν ωστόσο ήδη αρκετά ισχυρή
στη θάλασσα αυτή. Οι Βενετοί ήλεγχαν πλήρως τη θαλάσσια περιοχή βορείως της
γραμμής Ραβέννα-΄Ιστρια, ενώ είχαν εξασφαλίσει τα χερσαία τους σύνορα,
επιβεβαιώνοντας και με τους Γερμανούς αυτοκράτορες, τους νέους κυριάρχους
του Ιταλικού Βασιλείου, τις παραδοσιακά καλές και ειρηνικές σχέσεις με την
ιταλική ενδοχώρα.465

3.3. Η Γένοβα.

Η πόλη της Γένοβας – η αρχαία Genua – ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης
Ιταλίας κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο και την περίοδο της γοτθικής
κυριαρχίας. Το 538 ολιγάριθμα βυζαντινά στρατεύματα που ο Βελισάριος έστειλε
από τη Ρώμη κατέλαβαν την πόλη.466 Μετά την ανάκτηση της Ιταλίας από τον
Ιουστινιανό, η Γένοβα και η περιοχή της αποτελούσαν μέρος της επαρχίας των
Alpes Cottiae, της δυτικότερης της βυζαντινής Ιταλίας.467 Με την λογγοβαρδική
εισβολή οι Βυζαντινοί έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας των Alpes
Cottiae, αλλά κράτησαν τη Γένοβα και άλλες παραθαλάσσιες πόλεις και κάστρα
της περιοχής. Αυτές οργανώθηκαν σε ένα καινούργιο διοικητικό διαμέρισμα, την

462
Για τη διαμάχη με την Aquileia βλ. R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 206. – G. Ortalli, Venezia, 408-409.
463
Iohannis Diaconus, 136. – Andrea Dandolo, 173. – Venetiarum historia, 55.
464
Ο Pietro Candiano Δ΄, γιος και διάδοχος του Pietro Candiano Γ΄, εγκατέλειψε την ναυτική
πολιτική των προκατόχων του και στράφηκε προς την ενδοχώρα, όπου η οικογένειά του είχε
μεγάλες έγγειες περιουσίες. Ενίσχυσε τις σχέσεις με το Ιταλικό Βασίλειο και με τους βασιλείς της
Γερμανίας, εις βάρος των παραδοσιακά προνομιούχων σχέσεων με το Βυζάντιο. Τελικά οι
προσπάθειές του να επιβάλει την προσωπική του εξουσία, μετατρέποντας το αξίωμα του δούκα σε
απόλυτου μονάρχη με δικαίωμα διαδοχής για τους απογόνους του, προκάλεσαν τη βίαια
αντίδραση των Βενετών, οι οποίοι εξεγέρθηκαν, πυρπόλησαν το δουκικό παλάτι και
κατακρεούργησαν τον Pietro Candiano Δ΄ μαζί με το νεογέννητο βρέφος του. Βλ. για τον Pietro
Candiano Δ΄ βλ. R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 209-218. – G. Ortalli, Venezia, 411-416.
465
Από το 952 το Ιταλικό Βασίλειο ήταν φέουδο του βασιλιά της Γερμανίας Όθωνα Α΄ του οίκου
της Σαξονίας, ενώ οι βορειοανατολικές περιοχές της Ιταλίας είχαν παραχωρηθεί στο Δουκάτο της
Βαυαρίας. Έτσι η Βενετία συνόρευε με κτήσεις του δούκα της Βαυαρίας. Τον Αύγουστο του 961 ο
Όθωνας κατέβηκε για δεύτερη φορά στην Ιταλία και στις 2 Φεβρουαρίου 962, στη Ρώμη,
στέφθηκε αυτοκράτορας από τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄.
466
Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, VI, 12, 26-29 (σ. 203-204), εκδ. J. Haury, Procopii
Caesariensis opera omnia, τ. II, Leipzig 1905.
467
Paulus Diaconus, II, 16.

155
provincia maritima Italorum, με πρωτεύουσα την πόλη Luni. Η provincia
εκτεινόταν από την Τοσκάνη μέχρι τη Προβηγκία.468 Ο βυζαντινός limes που
προστάτευε τη Λιγυρία469 και τη Γένοβα αποτελούνταν από μία σειρά κάστρων
τοποθετημένων στις κορυφές βουνών που βρίσκονταν σε στρατηγικά σημεία·
αυτά τα κάστρα εμπόδιζαν τους εχθρούς να φτάσουν στα παραθαλάσσια
κατοικημένα κέντρα, ενώ ο έλεγχος στις θαλάσσιες επικοινωνίες επέτρεπε τον
ανεφοδιασμό και την αποτελεσματικότερη άμυνα των μικρών πόλεων της
Λιγυρίας.470 Με τον βασιλιά Agilulfo (591-616) οι Λογγοβάρδοι ξανάρχισαν την
επέκτασή τους εις βάρος των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας, ύστερα από μία
περίοδο περίπου είκοσι χρόνων κατά την οποία η εσωτερική αστάθεια και η
απειλή των Φράγκων δεν τους είχαν επιτρέψει να συνεχίσουν την κατάκτηση της
ιταλικής χερσονήσου.471 Οι Λογγοβάρδοι κατέλαβαν γύρω στα 592-593 το
παραθαλάσσιο τμήμα της Τοσκάνης, απομονώνοντας ακόμη περισσότερο τη
βυζαντινή Λιγυρία.472 Ωστόσο μόνο γύρω στα 640-641 ο Λογγοβάρδος βασιλιάς
Rothari (635-652) εισέβαλε στη Λιγυρία από το ανατολικό της άκρο και την
κατέλαβε ολόκληρη.473 Η λογγοβαρδική κατάκτηση υπήρξε καταστοφική για τη
Γένοβα και άλλες πόλεις της Λιγυρίας, οι οποίες λεηλατήθηκαν και
πυρπολήθηκαν, ο πληθυσμός τους εξανδραποδίστηκε και τα τείχη τους
καταστράφηκαν συνθέμελα. Εξαιτίας των καταστροφών που υπέστησαν, αυτές οι

468
Anonymi ravennatis Cosmographia, IV, 39: “Item provincia Rome Tuscia insignis nobilissima.
item provincia quae dicitur Tuscia. item provincia Maritima Italorum, quae dicitur Lunensis et
Vigintimilii et ceterarum civitatum. que provincia iuxta Mare Gallicum confinalis existit de super
scripta Provincia Septimania.” Εκδ. J. Schnetz, Itineraria Romana, II, Leipzig 1940. Ο Γεώργιος
Κύπριος που έγραψε μετά τις πρώτες λογγοβαρδικές κατακτήσεις και μετά την βραχύβια
διοικητική αναδιοργάνωση της Ιταλίας από τον Τιβέριο Β΄ συγκαταλέγει τη Γένοβα (Genouvh)
στην Επαρχία Ουρβικαρίας (σ. 51).
469
Στην αρχαιότητα Λιγυρία (Liguria) ονομάζονταν όλες οι περιοχές της Bορειοδυτικής Ιταλίας
από τη θάλασσα μέχρι τις βόρειες Άλπεις, όπου κατοικούσαν οι Ligures. Μετά την ιουστινιάνεια
ανάκτηση της Ιταλίας, η Λιγυρία ήταν η βορειοδυτικότερη από τις επαρχίες και εκτεινόταν από
τον ποταμό Πάδο (Po) μέχρι τις Άλπεις. Στην παρούσα μελέτη ο όρος Λιγυρία χρησιμοποιείται με
τη σύγχρονη του έννοια, δηλαδή η περιοχή του βορειοδυτικού τμήματος της Ιταλίας που
επεκτείνεται, σε σχήμα ημισελήνου, από τα τωρινά ιταλογαλλικά σύνορα μέχρι την Τοσκάνη κατά
μήκος των ακτών της Θάλασσας της Λιγυρίας (Mar Ligure). Η Γένοβα βρίσκεται περίπου στη
μέση αυτής της ημισελήνου και χωρίζει την περιοχή σε Δυτική Ακτή (Riviera di Ponente) και
Ανατολική Ακτή (Riviera di Levante). Η σύγχρονη περιφέρεια της Λιγυρία αντιστοιχεί περίπου με
τα εδάφη της Δημοκρατία της Γένοβας που μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα κατάφερε να θέσει υπό
την κυριαρχία της σχεδόν ολόκληρη της Λιγυρίας.
470
Για το βυζαντινό αμυντικό σύστημα της Λιγυρίας (6ος-7ος αιώνας) βλ. T. Ossian De Negri,
Genova, 135-137. – G. Urciuoli, La riorganizzazione difensiva bizantina della Liguria: difesa
statica e difesa dinamica, Porphyra 2 (marzo 2004), 10-17. Για τα λιμάνια της Λιγυρίας κατά τον
Πρώιμο Μεσαίωνα βλ. G. Schmiedt, Porti, 132-138.
471
P. Delogu, Regno longobardo, 16 κ. ε. – J. Jarnut, Longobardi, 32-35.
472
W. Kurze-C. Citter, Occupazione, 161-162.
473
Origo gentis Langobardorum, MGH, Scriptores rerum langobardoricum et italicarum, εκδ. G.
Waitz, Hannover 1878, 1-7, στις σσ. 5-6: “Et post ipso regnavit Rothari ex genere Arodus, et rupit
civitatem vel castra Romanorum quae fuerunt circa litora apriso Lune usque in terra Francorum”. –
Paulus Diaconus, IV, 45: “Igitur Rothari rex Romanorum civitates ab urbe Tusciae Lunensi
universas quae in litora maris sitae sunt usque ad Francorum fines cepit”.

156
πόλεις υποβαθμίστηκαν σε μικρές κωμοπόλεις.474 Αργότερα όμως η Γένοβα
ανέκαμψε. Τα τείχη ανοικοδομήθηκαν μεταξύ 889 και 916. Τον 11ο αιώνα η
Γένοβα καταλάμβανε μία έκταση 300 στρεμμάτων, περίπου όπως η Παβία, η
Φλωρεντία και οι περισσότερες ιταλικές πόλεις της εποχής. Η πόλη αποτελούνταν
από τρία τμήματα: το castrum και τη civitas εντός των τειχών και τον burgus
εκτός τειχών.475
Μετά τη λογγοβαρδική κατάκτηση στη Γένοβα όπως και στις υπόλοιπες παλιές
ρωμαϊκές πόλεις εγκαταστάθηκε ένας gastaldio civitatis που ήταν υπεύθυνος για
τη διακυβέρνηση της πόλης και της γύρω περιοχής (judiciaria).476 Πάντως οι
Λογγοβάρδοι, καθόλου εξοικειωμένοι με τη θάλασσα, δεν έδειχναν μεγάλο
ενδιαφέρον για τη Λιγυρία, όπου η καλλιεργήσιμη γη ήταν ελάχιστη, και
περιορίστηκαν στην τοποθέτηση μικρών φρουρών στη Γένοβα και σε άλλες
πόλεις.477 Οι κάτοικοι της Γένοβας εξακολούθησαν να ζουν σύμφωνα με το
ρωμαϊκό δίκαιο και με τα τοπικά χρηστά ήθη (consuetudines),478 ενώ ελάχιστοι
ήταν αυτοί που υπάγονταν στο λογγοβαρδικό δίκαιο,479 γεγονός που δηλώνει την
περιορισμένη εγκατάσταση Λογγοβάρδων στην πόλη και την γύρω περιοχή.480
Τον 8ο αιώνα ολοκληρώθηκε η ισλαμική κατάκτηση της βόρειας Αφρικής και
άρχισε εκείνη της Ισπανίας, παράλληλα εντάθηκαν οι ναυτικές επιδρομές στην
Δυτική Μεσόγειο. Η Γένοβα βρισκόταν τότε ακόμη μακριά από την ακτίνα
δράσης των αραβικών στόλων και ήταν σχετικά ασφαλής· μάλιστα στην πόλη
έβρισκαν καταφύγιο πρόσφυγες από τις πόλεις της Ισπανίας και της Βόρειας
Αφρικής που είχαν κατακτηθεί από τους μουσουλμάνους.481

474
Chronicarum quae dicuntur Fredegarii scholastici liber IV, MGH, Scriptores rerum
Meravingicarum, τ. II, εκδ. B. Krusch, Hannover 1888, 1-169, σσ. 156-157: “Chrotarius [=Rothari]
cum exercito Geneva maretema, Albingano, Varicotti, Saona, Ubitergio et Lune civitates litore
mares de imperio auferens, vastat, rumpit, incendio concremans; populum derepit, spoliat et
captivitate comdemnat. Murus civitatibus supscriptis usque ad fundamento distruens, vicus has
civitates nomenare praecepit”.
475
J. Heers, Urbanisme et structure sociale à Gênes au Moyen-Âge, Studi in onore di Amintore
Fanfani, τ. 1, Antichità e Alto Medioevo, Milano 1962, 371-412, στις σελίδες 372-373.
476
T. Ossian De Negri, Genova, 144-145. – G. Benvenuti, Genova, 16. Για τον gastaldio και την
judiciaria στην λογγοβαρδική εποχή βλ. επίσης K. Modzelewski, Transizione, 31-32.
477
T. Ossian De Negri, Genova, 146-148.
478
Για τις consuetudines στην Ιταλία κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα βλ. S. Balossino, Iustitia, lex
consuetudo, κυρίως στις σελίδες 29-39.
479
Ως γνωστόν στις περιοχές της Ιταλίας που κατακτήθηκαν από τους Λογγοβάρδους ίσχυαν
συγχρόνως δύο δίκαια: το ρωμαϊκό (lex romana) και το λογγοβαρδικό (lex longobarda). Ο κάθε
άνθρωπος υπαγόταν σε ένα από τα δύο δίκαια, σύμφωνα με το οποίο δικαζόταν και ρυθμίζονταν οι
νομικές υποθέσεις του. Η lex romana ίσχυε για τους ελεύθερους Ρωμαίους και αφορούσε κυρίως
το οικογενειακό δίκαιο, κληρονομικά θέματα κ.τ.λ. Αργότερα, με τη φραγκική κατάκτηση του
Βασιλείου των Λογγοβάρδων, προστέθηκε και το φραγκικό δίκαιο (lex franca) στο οποίο
υπάγονταν οι Φράγκοι που είχαν εγκατασταθεί στην Ιταλία και οι απόγονοί τους. Σε ό,τι αφορούσε
το δημόσιο δίκαιο ή τις διενέξεις μεταξύ Λογγοβάρδων και Ρωμαίων ίσχυαν οι λογγοβαρδικοί
νόμοι, οι οποίοι όμως παρουσίαζαν πολλά κενά, κυρίως σχετικά με την ζωή των πόλεων. Γι’ αυτά
βλ. K. Modzelewski, Transizione, 52, 67. – S. Balossino, Iustitia, lex, consuetudo, 21-24.
480
T. Ossian De Negri, Genova, 147.
481
R. S. Lopez, Colonie, 9-10. – T. Ossian De Negri, Genova, 149-150. - G. Benvenuti, Genova,
21-22.

157
Το 774 η Γένοβα καταλήφθηκε από τους Φράγκους. Η πόλη έγινε έδρα ενός
Φράγκου κόμη (comes) και η περιοχή της ενσωματώθηκε στη διοικητική
περιφέρεια με το όνομα Litora maris, που περιλάμβανε τα εδάφη της παλιάς
Marittima Italorum.482 Οι Φράγκοι δημιούργησαν έναν στόλο για την προστασία
της Κορσικής και των ιταλικών ακτών, τη λεγόμενη classis italica ή classis de
Italia.483 Το 806 ο βασιλιάς Πιπίνος έστειλε τον στόλο ενάντια στους Άραβες που
λεηλατούσαν την Κορσική και στις συγκρούσεις σκοτώθηκε ο κόμης της Γένοβας
Hademarus που είχε επιτεθεί παράτολμα στους εχθρούς.484 Η αναφορά στον κόμη
της Γένοβας ως έναν από τους αρχηγούς του στόλου, αποδεικνύει ότι η πόλη ήταν
σε θέση να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις του φραγκικού στόλου της Μεσογείου
με δικά της πλοία. Δεν είμαστε ωστόσο πληροφορημένοι για τον αριθμό και τον
τύπο αυτών των πλοίων.
Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αραβική απειλή, στην οποία ήταν
εκτεθειμένες η Λιγυρία και οι ακτές της Τοσκάνης, o dux et comes της Λούκκας
(Lucca) προήχθη σε marchio Tusciae (μαρκήσιος Τοσκάνης) και τέθηκε
επικεφαλής όλων των κομητειών της Τοσκάνης και της Λιγυρίας.485 Οι comites
που υπάγονταν στον νέο marchio Tusciae δεν έδρευαν στις διάφορες πόλεις των
περιοχών αυτών, όπου οι εκπρόσωποι της εξουσίας του marchio ήταν οι
vicecomites.486 Οι vicecomites ανήκαν στην παλιά ρωμαϊκή αστική αριστοκρατία
και υπάγονταν στη lex romana· ήταν γαιοκτήμονες, όχι όμως μεγάλοι, και οι
περιουσίες τους βρίσκονταν συνήθως πολύ κοντά στην πόλη ή ακόμη και στην
ίδια στην πόλη. Είχαν πολιτικές, διοικητικές και φορολογικές αρμοδιότητες, που
ασκούσαν αποκλειστικά στην πόλη, στα προάστεια και στην άμεσα γύρω περιοχή·
τα υπόλοιπα εδάφη της κομητείας (comitatus), ήταν υπό την άμεση διοίκηση του
κόμη.487 Το 950 η Λιγυρία αποσπάσθηκε από την Marca Tusciae και
δημιουργήθηκε η Marca Januensis ή Marca Obertenga, από το όνομα της
οικογένειας των Obertenghi που την κυβερνούσαν. Οι Obertenghi δεν έδρευαν
στη Γένοβα, αλλά έμεναν στα κάστρα τους στα Απέννινα Όρη, αναθέτοντας τη
διακυβέρνηση της πόλης στους vicecomites.488 Παράλληλα αυξανόταν η πολιτική

482
T. Ossian De Negri, Genova, 152.
483
C. Manfroni, Marina, 36. – R. Caddeo, Storia marittima, 241-242.
484
Einhardus, Annales, 193: “Eodem anno in Corsicam insulam contra Mauros qui eam vastabant
classis de Italia a Pippino missa est, cuius adventum Mauri non expectantes abscesserunt; unus
tamen nostrorum, Hademarus comes civitatis Genuae, inprudenter contra eos dimicans occisus
est”.
485
V. Vitale, Breviario, 7. – R. S. Lopez, Colonie, 5. – T. Ossian De Negri, Genova, 152-153. – G.
Benvenuti, Genova, 17. Η ύπαρξη τον 9ο και 10ο αιώνα της Marca Tusciae ως οργανωμένη και
δομημένη διοικητική περιφέρεια του Ιταλικού Βασιλείου αμφισβητήθηκε από την πρόσφατη
έρευνα η οποία ισχυρίζεται ότι, ναι μεν υπήρχε ένας marchio Tusciae, αλλά όχι η αντίστοιχη
marca Tusciae. Για το θέμα αυτό βλ. A. Puglia, Tuscia, 1-8.
486
T. Ossian De Negri, Genova, 153. – G. Benvenuti, Genova, 17-18.– A. Puglia, Tuscia, 6, ο
οποίος απορρίπτει την ύπαρξη της διοικητικής αλυσίδας marchio-comes-vicecomes και
ισχυρίζεται πως οι vicecomites στις πόλεις υπάγονταν απευθείας στον marchio Tusciae.
487
Για το comitatus Ianuensis βλ. P. Guglielmotti, Ricerche, 18-27
488
R. S. Lopez, Colonie, 5-6. – V. Vitale, Breviario, 8-9. – T. Ossian De Negri, Genova, 156-157.
– G. Benvenuti, Genova, 22-23.

158
επιρροή του επισκόπου, ο οποίος πλαισίωνε τους vicecomites στη διοίκηση της
πόλης, αρχικά μόνο για εκκλησιαστικά και δικαστικά θέματα, αργότερα όμως
συνέβαλε στις αποφάσεις που αφορούσαν την οικονομική και πολιτική ζωή της
κοινότητας, αναλαμβάνοντας όλο και συχνότερα πολιτικά καθήκοντα και
εκπροσωπώντας τους Γενοβέζους απέναντι στους Obertenghi και στους βασιλείς
του Regnum Italicum. Σταδιακά ο επίσκοπος, χωρίς να του έχει ανατεθεί
επισήμως καμία αρμοδιότητα από τους βασιλείς και τους αυτοκράτορες,
μετατράπηκε σε πραγματικό αρχηγό της πόλης, λειτουργώντας ως μεσολαβητής
μεταξύ των μεγάλων οικογενειών και αναλαμβάνοντας την εξωτερική πολιτική
της Γένοβας.489 Ο επίσκοπος ήταν πάντοτε κάποιο μέλος των αριστοκρατικών
οικογενειών της πόλης, από τις οποίες προέρχονταν και οι vicecomites· συνεπώς
δεν υπήρχε κανένας ανταγωνισμός μεταξύ επισκόπου και vicecomites, ούτε
βέβαια μεταξύ της εκκλησιαστικής και της κοσμικής εξουσίας, δεδομένου ότι τότε
ο έλεγχος του πάπα πάνω στους επισκόπους ήταν ελάχιστος, ενώ πολύ
περιορισμένος επίσης ήταν και ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας – που τότε ήταν
ιδιαίτερα ασταθής και αναποτελεσματική – πάνω στις πόλεις. Ο επίσκοπος και οι
vicecomites προέρχονταν από την ίδια κοινωνική τάξη και από τις ίδιες
οικογένειες· τα συμφέροντα και οι στόχοι τους ήταν κοινοί, αλλά από τη στιγμή
που η πόλη επισήμως και νομικώς υπαγόταν ακόμη στον βασιλιά της Ιταλίας,
πολίτες δεν μπορούσαν να αναλάβουν αυτοβούλως την ηγεσία και προέβαλλαν
τον επίσκοπο – έναν δικό τους – ως εκφραστή των αναγκών και των αιτημάτων
τους. Ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο οι ιταλικές πόλεις κέρδιζαν την
αυτονομία τους ήταν η επίσημη αναγνώριση, με βασιλικό έγγραφο (diploma), του
εθιμικού δικαίου της κάθε πόλης, τις λεγόμενες consuetudines. Μαζί με τις
consuetudines επικυρώνονταν διάφορα προνόμια οικονομικού, εμπορικού και
δικαστικού χαρακτήρα καθώς και απαλλαγές από τους φόρους και από άλλες
υποχρεώσεις που οι πόλεις είχαν απέναντι στον βασιλιά και στον κόμη. Αυτές οι
αναγνωρίσεις και οι επικυρώσεις εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας καθιστούσαν
τις πόλεις de facto αυτόνομες.
Για τη Γένοβα αυτό έγινε με το δίπλωμα του βασιλιά Berengario Β΄ και του
γιου του και συμβασιλέα Adalberto που εκδόθηκε στην Παβία στις 18 Ιουλίου

489
R. S. Lopez, Colonie, 6, 24. – V. Vitale, Breviario, 9. – T. Ossian De Negri, Genova, 157. – G.
Benvenuti, Genova, 28-29. Για τις έγγειες περιουσίες της γενοβέζικης εκκλησίας βλ. P.
Guglielmotti, Ricerche, 31-32. Για το σημαντικότατο θέμα του ρόλου των επισκόπων στις ιταλικές
πόλεις βλ. G. Volpe, Conti e vescovi. Vescovi e città, Studi storici 1908, επανεκδόθηκε εν G.
Volpe, Medio Evo italiano, (συλλογή άρθρων και μελετών), Bari 1992, 65-83. – G. Falco, Crisi,
48-49. – G. Tabacco, Storia, 88-93, 127-137. – C. Violante, Istituzioni ecclesiastiche. – G.
Rossetti, Formazione e caratteri delle signorie di castello e dei poteri territoriali dei vescovi sulle
città nella Langobardia del secolo X, εν G. Rossetti, Forme di potere, 113-148. – G. Tabacco,
Regno, impero e aristocrazia nell’Italia postcarolingia, εν Il secolo di ferro: mito e realtà del
secolo X, XXXVIII Settimana di studio del Centro Italiano di Studi sull’ Alto Medioevo, Spoleto
1991, 243-269. – G. Tabacco, Medioevo latino-germanico, 83-84, 92-95, 111-113. – E. Coleman,
Italian communes, 382-383. – L. Provero, Apparato, 18 κ. ε. – G. Albertoni-L. Provero,
Feudalesimo, 70 κ. ε.

159
958.490 Με αυτό το έγγραφο αναγνωρίζονταν, επικυρώνονταν και απαλλάσσονταν
από τους φόρους όλες οι περιουσίες, έγγειες και μη, των πολιτών της Γένοβας,
μέσα και έξω από τα τείχη της πόλης, όπως και τα δικαιώματα αλιείας, άλεσης,
υλοτομίας και βοσκής στην γύρω περιοχή, σύμφωνα με τις δικές τους
consuetudines. Απαγορευόταν σε οποιονδήποτε βασιλικό αξιωματούχο να ζητήσει
φόρο από τους κατοίκους της πόλης και να τους ενοχλήσει με οποιονδήποτε
τρόπο. Είναι επίσης σημαντικό ότι στο έγγραφο αυτό οι βασιλείς απευθύνονταν
σε όλους τους Γενοβέζους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως universitas civium,
χωρίς καμία διάκριση, ενώ λείπει οποιαδήποτε αναφορά στους μαρκήσιους
Obertenghi, οι οποίοι θεωρητικά ήταν οι κυρίαρχοι της πόλης. Θα ήταν όμως
λάθος να θεωρήσουμε πως η αυτόνομη ζωή της Γένοβας ξεκίνησε με το έγγραφο
του 958· τέτοιου είδους έγγραφα συνήθως αναγνώριζαν και επισημοποιούσαν μία
ήδη υπάρχουσα κατάσταση, αποτελώντας ένδειξη της αυξανόμενης
διαπραγματευτικής δύναμης των πόλεων απέναντι στην όλο και αποδυναμωμένη
κεντρική εξουσία.491 Οι vicecomites, τα παλιά όργανα της κεντρικής εξουσίας και
τοποτηρητές των Obertenghi είχαν συγχωνευτεί με τους νέους ισχυρούς της πόλης
– γαιοκτήμονες και μεγαλέμπορους – δημιουργώντας μία κοινή αστική
αριστοκρατία (nobilitas), η οποία πρωτοστατούσε στον αγώνα της Γένοβας για
όλο και μεγαλύτερη αυτονομία.492 Αυτή η αριστοκρατία, με επικεφαλής τον
επίσκοπο, θα κυβερνήσει την πόλη μέχρι τα μισά του 11ου αιώνα, όταν θα
αναδειχθούν νέες κοινωνικές δυνάμεις και η πολιτική δομή της Γένοβας θα
αλλάξει, αποκτώντας μία περισσότερο δημοκρατική μορφή.
Όσο αφορά τις δραστηριότητες των Γενοβέζων στη θάλασσα και γενικότερα τις
σχέσεις της πόλης με το εξωτερικό, αυτή αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κατά
τον 9ο και 10ο αιώνα. Οι ακτές της Τυρρηνικής και της Θάλασσας της Λιγυρίας
δέχονταν συχνά επιδρομές από τους Άραβες και τους Νορμανδούς (Βίκινγκς), ενώ
η κεντρική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να προστατεύει αποτελεσματικά τις
περιοχές αυτές, με αποτέλεσμα να παρακμάσει το εμπόριο και η ναυτιλία των
παραθαλάσσιων πόλεων. Για τον 9ο αιώνα οι πηγές δεν αναφέρονται σε επιδρομές
και λεηλασίες της Γένοβας, σε αντίθεση με άλλες πόλεις και περιοχές, όπως την
τότε ακμάζουσα Luni, που υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Ωστόσο οι
συγκοινωνίες είχαν γίνει ανασφαλείς και η ναυσιπλοΐα επικίνδυνη· οι παλιές
παραθαλάσσιες ρωμαϊκές οδοί (via Aurelia και via Postumia) που συνέδεαν τη
Γένοβα με την Κεντρική Ιταλία και τη Γαλλία εγκαταλείφθηκαν και
προτιμήθηκαν οι εσωτερικοί δρόμοι που περνούσαν βόρεια των Απεννίνων
Ορέων (via Francigena), παρακάμπτοντας τη Γένοβα και τη Λιγυρία.493 Οι

490
L. Schiapparelli (επιμ.), I diplomi di Ugo e di Lotario, di Berengario II e di Adalberto, [FIS 38],
Roma 1924, έγγραφο 11, σσ. 235-237. – Libri Iurium, αρ. 1, σσ. 4-6. Για τον Berengaro Β΄ και για
τις σχέσεις του με τον Όθωνα Α΄ βλ. G. Albertoni-L. Provero, Feudalesimo, 63-67.
491
G. Tabacco, Storia, 113-127. – Του ίδιου, Medioevo latino-germanico, 105-109. - S. Gasparri,
Civitas e assemblea, 79.
492
T. Ossian De Negri, Genova, 156-157. – G. Benvenuti, Genova, 28-29.
493
V. Vitale, Breviario, 5-6.

160
κίνδυνοι για τις περιοχές της Βορειοδυτικής Ιταλίας αυξήθηκαν δραματικά με την
εγκατάσταση γύρω στο 889 ισλαμικής βάσης στην Νότια Γαλλία, στο Fraxinetum,
κοντά στο σημερινό γαλλικό χωριό La Garde Frainet, μεταξύ Μασσαλίας και
Γένοβας. Από το οχυρωμένο ορμητήριο του Fraxinetum οι μουσουλμάνοι
πολεμιστές εξαπέλυαν καταστροφικές επιδρομές σε όλη την γύρω περιοχή,
λεηλατώντας και τρομοκρατώντας την Προβηγκία, την κοιλάδα του Ροδανού, τις
κοιλάδες των Δυτικών Άλπεων και όλη τη Βορειοδυτική Ιταλία.494 Οι Άραβες του
Fraxinetum συνήθως περνούσαν τις Άλπεις και δρούσαν στην κοιλάδα του
Πάδου, βορείως των Απεννίνων Ορέων· έτσι η ακτή της Λιγυρίας και η Γένοβα
δεν δέχτηκαν επιθέσεις από αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, οι καταστροφές στις γύρω
περιοχές είχαν επιπτώσεις στην ήδη περιορισμένη οικονομική ζωή της πόλης και
ηύξαναν την απομόνωσή της.495
Η ισλαμική βάση του Fraxinetum θα αποτελέσει ένα αγκάθι για τις χριστιανικές
δυνάμεις της Νότιας Γαλλίας και της Βορειοδυτικής Ιταλίας για περίπου έναν
αιώνα και μόνο γύρω στο 973 ο Wilelmus κόμης της Προβηγκίας κατάφερε να
την εξουδετερώσει, θέτοντας έτσι τέρμα στην επικίνδυνη αυτή παρουσία
ισλαμικών πολεμιστών στην Νότια Ευρώπη.496
Όπως ήδη είπαμε, κατά το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα οι Φατιμίδες προέβησαν
σε σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις σε όλη την Κεντρική Μεσόγειο. Ξεκινώντας
από τις βάσεις τους στην Ifrīqiya και στη Σικελία επέκτειναν συνεχώς την ακτίνα
δράσεως των στόλων τους. Σύμφωνα με τους Άραβες ιστορικούς, το έτος εγίρας
322/933-934 ένας στόλος με επικεφαλής τον Ya‘qūb bin Ishāq κατέλαβε και
λεηλάτησε την Γένοβα.497 O Λιουτπράνδος, αναφερόμενος στην άλωση της
Γένοβας, δίνει περισσότερες πληροφορίες: οι Άραβες, τους οποίους
κλασικίζοντας αποκαλεί Poeni, κατέλαβαν την πόλη με μία αιφνιδιαστική επίθεση
και αφού την λεηλάτησαν και σκότωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό, επέστρεψαν
στην Αφρική.498 Ο αρχιεπίσκοπος της Γένοβας και χρονογράφος Jacopo da
Varagine (13ος αι.) γράφει πως οι Άραβες μπόρεσαν να καταλάβουν την πόλη
επειδή ο στόλος έλειπε σε κάποια στρατιωτική επιχείρηση και ότι αμέσως μετά
την επίθεση, τα γενοβέζικα πλοία, που είχαν εν τω μεταξύ επιστρέψει, κατεδίωξαν
τον εχθρό, τον εξουδετέρωσαν και πήραν πίσω τους αιχμαλώτους και τη λεία.499
Ωστόσο οι νεότεροι ιστορικοί δεν δέχονται την εκδοχή του Jacopo da Varagine,

494
Liudprandus, Antapodosis, I, 2-3.
495
T. Ossian De Negri, Genova, 158-159. – G. Benvenuti, Genova, 21-22.
496
Rodulfus Glaber, Historiarum libri quinque, I, 9, (σ. 12), εκδ. M. Prou, Raoul Glaber. Les
cinque livres de ses histoires, Paris 1886. Για το Fraxinetum και για την προηγούμενη,
αποτυχημένη, μεγάλη ιταλοβυζαντινή εκστρατεία εναντίον του στο 942 βλ. A. A. Vasiliev,
Byzance et les Arabes, II, 291-292, 294-295. – T. Ossian De Negri, Genova, 162. – C. Renzi Rizzo,
Rapporti diplomatici, κυρίως σσ. 3-5.
497
Ibn ‘Idhārī, I, 209. – Ibn al-Athīr, 1454.
498
Liudprandus, Antapodosis, IV, 5: “Eodem quippe anno [934-935] Poeni cum multitudine
classium illo [in Januensi urbe] perveniunt civibusque ignorantibus civitatem ingrediuntur cunctos,
pueris exeptis et mulieribus, trucidantes cunctosque civitatis et ecclesiarum Dei thesauros navibus
imponentes in Africam sunt reversi”.
499
Jacopo da Varagine, 87-88.

161
στον οποίο αποδίδουν την πρόθεση να εξωραΐσει μία θλιβερή σελίδα στην ιστορία
της πόλης του· άλλωστε η Γένοβα δεν διέθετε τότε αξιόλογες ναυτικές
δυνάμεις.500 Η μάλλον φανταστική αφήγηση του Jacopo da Varagine εκφράζει
όμως πλήρως τη θέληση της πόλης για αναγέννηση και ανάκαμψη. Στις επόμενες
δεκαετίες οι Γενοβέζοι έθεσαν τις βάσεις για τα μετέπειτα επιτεύγματά τους στο
εμπόριο και την ναυτιλία στην Μεσόγειο. Άρχισε τότε η θεαματική άνοδος της
Γένοβας που την έφερε τελικά να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο και περίπου δύο
αιώνες αργότερα έκανε τον Jacopo da Varagine να γράψει στην Chronica του ότι:
“αυτή που παλιότερα ονομαζόταν πολίχνη ή κάστρο τώρα θα μπορούσε να
αποκαλείται βασίλειο ή και αυτοκρατορία. Τώρα θα ήταν πιο εύκολο η Γένοβα,
που παλιότερα αλώθηκε και καταστράφηκε από τους Αφρικανούς, να καταλάβει και
να καταστρέψει ολόκληρη την Αφρική, παρά η Αφρική τη Γένοβα”.501
Βέβαια οι εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες δεν είχαν ποτέ εκλείψει
εντελώς στη Γένοβα, αλλά είχαν μειωθεί δραματικά και κατήντησαν
δραστηριότητες τοπικού καθαρά χαρακτήρα. Η ναυτιλία περιοριζόταν σε
μεταφορές μικρών φορτίων σε κοντινές αποστάσεις και δεν υπήρχαν μεγάλα σε
εκτόπισμα πλοία.502 Επιζήμιο για το εμπόριο στην περιοχή ήταν το γεγονός ότι
σχεδόν όλες οι εμπορικές διακινήσεις από και προς την ανατολική λεκάνη της
Μεσογείου γίνονταν στον άξονα Ανατολή-Αδριατική Θάλασσα-Παβία· τα
ανατολικά προϊόντα έφταναν στα λιμάνια της Αδριατικής Θάλασσας (Βενετία,
Comacchio, Ραβέννα και άλλα) και από εκεί, μέσω του ποταμού Πάδου,
μεταφέρονταν στην Παβία, την πρωτεύουσα του Ιταλικού Βασιλείου, που τότε
ήταν το κύριο εμπορικό κέντρο της Δυτικής Ευρώπης. Ακόμη και οι έμποροι της
Αμάλφης και των άλλων πόλεων της Νότιας Ιταλίας μετέφεραν τα εμπορεύματά
τους στην Παβία μέσω Βενετίας και του ποταμού Πάδου.503
Παρ’ όλα αυτά η Γένοβα δεν ήταν μία ασήμαντη και φτωχή πόλη και το ίδιο το
γεγονός ότι έγινε στόχος των αραβικών επιθέσεων δηλώνει τη σημασία και την
ευημερία της. Η αναφορά στις αραβικές πηγές στην άλωση της Γένοβας, όπου
μάλιστα η πόλη κατονομάζεται με το αραβικό της όνομα (Ğanwa), δηλώνει τη

500
C. Manfroni, Marina, 61. – R. S. Lopez, Colonie, 13. – T. Ossian De Negri, Genova, 161. – S.
Epstein, Genoa, 14-15. Το 941 ο βασιλιάς της Ιταλίας Ugo της Προβηγκίας αναγκάστηκε να
ζητήσει τη βοήθεια του βυζαντινού ναυτικού για να πραγματοποιήσει την επιχείρηση που είχε
σχεδίασει κατά του Fraxinetum, γεγονός που δείχνει πως τότε ούτε το Ιταλικό Βασίλειο ούτε οι
πόλεις της Βορειοδυτικής Ιταλίας διέθεταν τότε αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις.
501
Jacopo da Varagine, 82: “que prius dicebatur oppidum sive castrum, modo potest vocari regnum
et quoddam imperium. que olim capta et desctructa fuit ab Affricanis, modo facilius esset ut Ianua
caperet et destrueret totam Africam, quam Africa Ianuam”.
502
C. Manfroni, Marina, 60-61. – R. S. Lopez, Colonie, 19-20. – R. Caddeo, Storia marittima,
248. Πρβλ. T. Ossian De Negri, Genova, 164, 167-168.
503
Για τη σημασία και τον ρόλο της Παβίας στο ευρωπαϊκό εμπόριο κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα
βλ. W. Heyd, Commerce, 111-112. – R. S. Lopez, Marché, 398-399. – G. Luzzato, Italia, 111-
114. – M. Lombard, Marine adriatique, 173. – K. Modzelewski, Transizione, 72-75. Η Παβία ήταν
γνωστή και στους μουσουλμάνους εμπόρους με το αντίστοιχο αραβικό όνομα Ibābiya. M.
Lombard, Marine adriatique, 174.

162
σημασία της.504 Μάλιστα, η ίδια η λεηλασία της Γένοβας είναι ενδεικτική της
ευημερίας και της ζωντάνιας της, γιατί κανένας δεν θα οργάνωνε μία μεγάλη
ναυτική εκστρατεία από την Αφρική για να επιτεθεί σε μία ασήμαντη κωμόπολη.
Άλλες ενδείξεις της αμείωτης αστικής ζωής στη Γένοβα είναι το γεγονός ότι η
πόλη δεν έπαψε ποτέ, ούτε προσωρινά, να είναι έδρα επισκοπής, σε αντίθεση με
άλλες πόλεις της Θάλασσας της Λιγυρίας, όπως η Νίκαια, η Antibes, το Frejus και
η Toulon.505 Επίσης, ενώ ξέρουμε από αγιολογικές πηγές ότι τα λείψανα των
αγίων μεταφέρονταν από τις παραθαλάσσιες πόλεις πέραν από τα Απέννινα Όρη
για να μην βεβηλωθούν από τους ξένους επιδρομείς, αυτό δεν έγινε ποτέ στη
Γένοβα, όπου μάλιστα βρήκαν καταφύγιο πολλά λείψανα από άλλες
παραθαλάσσιες πόλεις της Δυτικής Μεσογείου.506
Μέχρι και τον 10ο αιώνα οι εμπορικές δραστηριότητες των Γενοβέζων είχαν
ακόμη τοπικό χαρακτήρα, αλλά άρχισε τότε η οικονομική διείσδυση στην
Προβηγκία όπου μέσα στους επόμενους δύο αιώνες οι Γενοβέζοι κατάφεραν να
επιβάλουν την οικονομική τους κυριαρχία αποκτώντας και μεγάλη πολιτική
επιρροή.507
Στα δύσκολα χρόνια της συσπείρωσης και της ανασύνταξης, οι Γενοβέζοι
έθεσαν τις βάσεις της πολιτικής οργάνωσης και των νέων θεσμών της πόλης τους
και συγχρόνως άρχισαν να διευρύνουν τους ορίζοντες της εμπορικής
δραστηριότητάς τους, στραμμένοι όλο και περισσότερο προς τη θάλασσα.

3.4. Η Πίζα

Οι πληροφορίες για την Πίζα κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα είναι
περιορισμένες. Οι λίγες αναφορές στην πόλη έχουν τις περισσότερες φορές σχέση
με τη θάλασσα και τις ναυτιλιακές δραστηριότητες των Πιζάνων, γεγονός που
βοηθεί στην έρευνά μας.
Η Πίζα κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα βρισκόταν 4,5 χιλιόμετρα μακριά από την
θάλασσα, με την οποία συνδεόταν μέσω του ποταμού Arno και άλλων πλωτών
καναλιών. Στην Πίζα, που κατά την ύστερη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο
ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Τοσκάνης μαζί με τη Λούκκα και τη
Φλωρεντία,508 υπήρχε ένα λιμάνι στον ποταμό Arno, ενώ για τα μεγαλύτερα πλοία
υπήρχε νοτιοδυτικά της πόλης στην τότε ακτή της θάλασσας το Portus Pisanus

504
Βέβαια ο Ibn al-Athīr και ο Ibn ‘Idhārī έγραψαν τα έργα τους πολύ αργότερα (13ος-14ος αι.),
αλλά οι πηγές από τις όποιες άντλησαν τις πληροφορίες τους είναι προγενέστερές του και
σύγχρονες με τα γεγονότα.
505
T. Ossian De Negri, Genova, 172.
506
V. Vitale, Breviario, 5. – T. Ossian De Negri, Genova, 171.
507
T. Ossian De Negri, Genova, 172-173.
508
C. Citter-E. Vaccaro, Urbanesimo, 309.

163
(Πιζανικό Λιμάνι). Σήμερα, εξαιτίας της επί αιώνες προσχωματικής δράσης του
ποταμού Arno η ακτή έχει προχωρήσει περίπου 6 χιλιόμετρα και το παλιό Portus
Pisanus έχει εξαφανιστεί.509
Γύρω στο 570 οι Λογγοβάρδοι πέρασαν τα Απέννινα Όρη και κατέλαβαν
μεγάλα τμήματα της Τοσκάνης,510 όμως η Πίζα και άλλες πόλεις της ακτής
παρέμειναν στους Βυζαντινούς μέχρι τα πρώτα χρόνια του 7ου αιώνα.
Αποτελούσαν μέρος της provincia marittima Italorum, που περιλάμβανε όλες τις
ακτές της Δυτικής Ιταλίας, από την περιοχή βόρεια της Ρώμης μέχρι την
Προβηγκία.511 Η πόλη κατακτήθηκε από τους Λογγοβάρδους κατά τη διάρκεια
μίας νέας περιόδου συγκρούσεων με τους Βυζαντινούς που έληξε με την ανακωχή
του 604 και τη συνθήκη ειρήνης του 605 μεταξύ του βασιλιά Agilulf (591-616)
και του εξάρχου Σμαράγδου.512 Η provincia marittima Italorum διασπάστηκε και
από τότε συμπεριλάμβανε μόνο τις ακτές της Λιγυρίας, ενώ ολόκληρη η Τοσκάνη
(Tuscia) βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Λογγοβάρδων.513 Μετά τη λογγοβαρδική
κατάκτηση την Πίζα διοικούσε ένας gastaldus που διοριζόταν από τον
Λογγοβάρδο βασιλιά. Η πόλη βρισκόταν τότε υπό την επιρροή, οικονομική και
πολιτική, της Λούκκα που ήταν το σημαντικότερο κέντρο της λογγοβαρδικής
Τοσκάνης και λειτουργούσε ως επίνειό της.514
Μία μαρτυρία για τον ρόλο της Πίζας ως ναυτικής βάσης των Λογγοβάρδων
βρίσκεται στο γράμμα που ο πάπας Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας (590-604) έστειλε τον
Ιούνιο του 603 στον έξαρχο Σμάραγδο στη Ραβέννα.515 Ο πάπας πληροφορεί τον
έξαρχο για τις προσπάθειές του να παραταθεί η ανακωχή που υπήρχε τότε μεταξύ
Λογγοβάρδων και Βυζαντινών. Ενώ οι Λογγοβάρδοι της Τοσκάνης συμφωνούσαν
για την παράταση της ανακωχής, οι Πιζάνοι απάντησαν αρνητικά στον
απεσταλμένο του πάπα, έτοιμοι να βγουν στη θάλασσα με τον στόλο τους.516 Το
γράμμα του Γρηγορίου Α΄ είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί δείχνει αφενός πως οι
Πιζάνοι διέθεταν τότε αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις, αφετέρου ότι απολάμβαναν
κάποια ελευθερία δράσεως απέναντι στη λογγοβαρδική κυβέρνηση. Το γράμμα
δεν πληροφορεί για πού ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν οι drumones των Πιζάνων,

509
G. Schmiedt, Porti, 144-149. Bλ. τον χάρτη 9.
510
Paulus Diaconus, II, 26: “Interim Alboin, eiectis militibus, invasit omnia usque ad Tusciam,
praeter Romam et Ravennam vel aliqua castra quae erant in maris litora constituta”. Βλ. P. Delogu,
Regno longobardo, 13-14. – J. Jarnut, Longobardi, 30.
511
W. Kurze-C. Citter, Occupazione, 162. – C. Citter-E. Vaccaro, Urbanesimo, 309.
512
Paulus Diaconus, IV, 32. Βλ. J. Jarnut, Longobardi, 41-42.
513
W. Kurze-C. Citter, Occupazione, 175. Βλ. αν., στις σελίδες 156-157, όσα είπαμε για την
provincia marittima Italorum σχετικά με τη Γένοβα και τη Λιγυρία.
514
C. Citter-E. Vaccaro, Urbanesimo, 309-310.
515
ΜGH, Epp., II, 399-400.
516
ΜGH, Epp., II, 400: “Ad Pisanos autem hominem nostrum dudum, qualem debuimus et quod
modo debuimus, tranmisimus, sed optinere nil potuit. Unde drumones eorum iam parati ad
egrediendum nuntiati sunt”.

164
αλλά το πιθανότερο είναι να ετοίμαζαν επίθεση κατά των βυζαντινών κτήσεων
στην Τυρρηνική.517
Λείπουν σημαντικές αναφορές στην Πίζα μέχρι το 774, τότε που ο Κάρολος
Μάγνος εισέβαλε στην Ιταλία. Ενώ ο τελευταίος βασιλιάς των Λογγοβάρδων
Desiderius πολιορκούνταν στην Παβία από τους Φράγκους, ο γιος του Adelchi
έφυγε στην Πίζα, όπου επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο για την Κωνσταντινούπολη.518
Την ίδια χρονιά η Πίζα καταλήφθηκε από τους Φράγκους όπως ολόκληρο το
Λογγοβαρδικό Βασίλειο.
Κατά τα πρώτα χρόνια της καρολίγγειας κυριαρχίας η Πίζα εξακολούθησε να
διατηρεί εμπορικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι έρχονταν στα λιμάνια
της Τοσκάνης για να αγοράσουν σκλάβους που πουλούσαν στις ισλαμικές χώρες.
Σε μία επιστολή του 776 προς τον Κάρολο Μάγνο ο πάπας Αδριανός Α΄ επικρίνει
αυτό το αισχρό εμπόριο που οι “ακατονόμαστοι Βυζαντινοί” (“necidicendi Greci”)
έκαναν σε συνεργασία με τους Λογγοβάρδους της Τοσκάνης, με τους οποίους
μάλιστα διατηρούσαν σχέσεις φιλίας. Ο πάπας προσθέτει ότι, επειδή ο ίδιος δεν
διέθετε ούτε πλοία ούτε ναύτες (“nos nec navigia habemus nec nautas”), είχε
ζητήσει από τον δούκα της Λούκκα, τον Λογγοβάρδο Allo, να συγκεντρώσει
ναυτικές δυνάμεις και να επιτεθεί στα βυζαντινά πλοία, αλλά αυτός δεν υπάκουσε
στις διαταγές του πάπα και δεν έπραξε τίποτε.519 Στην επιστολή η Πίζα δεν
κατονομάζεται, αλλά ήταν η μόνη πόλη της Τοσκάνης, όπου ο δούκας της
Λούκκα θα μπορούσε να “ετοιμάσει πολλά πλοία για να αιχμαλωτίσει αυτούς τους
Βυζαντινούς και να κάψει τα πλοία τους”.520
Τον 9ο αιώνα η Πίζα εξακολούθησε να διαδραματίζει τον ρόλο του
σημαντικότερου λιμανιού της Κεντρικής Ιταλίας. Το 801 στην Πίζα
αποβιβάστηκαν οι πρέσβεις που ο χαλίφης Hārūn ar-Rašīd είχε στείλει στον
αυτοκράτορα Κάρολο Μάγνο, ο οποίος τότε βρισκόταν στην Παβία.521 Το 828
αναφέρεται μία ναυτική εκστρατεία, της οποίας ηγήθηκε ο κόμης Bonifacius της
Λούκκα κατά των Αράβων πειρατών που λυμαίνονταν την Κορσική, που
βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία του, και τη Σαρδηνία. Ο Bonifacius βγήκε στη

517
R. Caddeo, Storia marittima, 238. Πρβλ. C. Manfroni, Marina, 23, ο οποίος υποστηρίζει, χωρίς
όμως δυνατά επιχειρήματα, πως ο στόχος των πιζανικών πλοίων ήταν η Κάτω Ιταλία και η
Αδριατική. Για τους δρόμωνες που χρησιμοποιούνταν τότε στην Ιταλία βλ. M. A. Bragadin, Navi,
392-397.
518
Pauli Diaconi continuatio romana, MGH, Scriptores rerum langobardoricum et italicarum, εκδ.
G. Waitz, Hannover 1878, 200-202, στην σελίδα 201: “...[Carolus] ad persequendum Adelgisum,
Desiderii filium, Veronam venit. Qui tanti regis adventum metuens, post aliquos dies clam fugiens,
in portu Pisano navalem iter arripiens, Costantinopolim non reversurus migravit”.
519
MGH, Epp., III, 584-585. Πολλοί Λογγοβάρδοι δούκες και άλλοι αξιωματούχοι είχαν
διατηρηθεί στις θέσεις τους από τον Κάρολο Μάγνο στα πρώτα χρόνια της φραγκικής κυριαρχίας
στην Ιταλία. Αργότερα, όμως, αντικαταστάθηκαν από Φράγκους comites. G. Tabacco, Storia, 79
κ. έ.
520
MGH, Epp., III, 585: “ut preparare debuisset plura navigia et comprehenderet iam dictis Grecis
et naves eorum incendio cocremaret”.
521
Annales Reg. Fr., 114: “Imperator de Spoletio Ravennam veniens aliquot die ibi moratus
Papiam perrexit. Ibi nuntiatur ei legatos Aaron Amir al Mumminin regis Persarum portum Pisas
intrasse”.

165
θάλασσα με έναν μικρό στόλο (“parva classe”) αλλά μη έχοντας βρει τους
πειρατές ούτε στην Κορσική ούτε στη Σαρδηνία αποφάσισε να επιτεθεί στις ίδιες
στις βάσεις τους στην Ifrīqiya. Ο στόλος εισήλθε στον κόλπο της Τύνιδας και οι
στρατιώτες του Bonifacius αποβιβάστηκαν σε αφρικανικό έδαφος, όπου
συγκρούστηκαν με τον εχθρό. Μετά σκληρή μάχη, όπου υπέστησαν σοβαρές
απώλειες, και αφού αποκόμισαν μεγάλη λεία, οι άνδρες του Bonifacius
επιβιβάστηκαν στα πλοία και επέστρεψαν στην Ιταλία, έχοντας σπείρει τον τρόμο
στους Σαρακηνούς (“ingentem Afris timorem incussit”).522 Η εξιστόρηση της
τολμηρής επιδρομής του Bonifacius στην Τυνησία προσφέρει πολύτιμες
πληροφορίες: πρώτα απ’ όλα αποδεικνύεται ο ηγετικός ρόλος που ο κόμης της
Λούκκα είχε αναλάβει στην ευρύτερη περιοχή της Τοσκάνης· στον κόμη της
Λούκκα είχε επίσης ανατεθεί εκείνα τα χρόνια η άμυνα και η προστασία της
Κορσικής (“Bonifacius comes, cui tutela Corsicae insulae tunc erat commissa”).
Από τότε η Κορσική βρέθηκε υπό την επιρροή της Τοσκάνης. Ούτε αυτή τη φορά
η πηγή κατονομάζει την Πίζα, η οποία όμως ήταν η μόνη πόλη της Τοσκάνης που
διέθετε ένα καλό λιμάνι, ναυτικές δυνάμεις και τα κατάλληλα πληρώματα. Δεν
πρέπει ωστόσο να υπερτιμηθεί η ναυτική δύναμη της Πίζας κατά τον Πρώιμο
Μεσαίωνα. Η επιδρομή του Bonifacius αποτελεί ένα unicum στην ναυτική
ιστορία, όχι μόνο της Πίζας αλλά ολόκληρης της Ιταλίας μέχρι τον 11ο αιώνα· επί
πλέον επρόκειτο για μία μη σχεδιασμένη επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε από
λίγα πλοία.523 Το 860 μάλιστα η Πίζα δεν κατάφερε να απωθήσει μία επίθεση από
τη θάλασσα των Νορμανδών, οι οποίοι την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν.524
Παρά τις καταστροφές που υπέστη, φαίνεται πως η πόλη ανέκαμψε γρήγορα.
Σύμφωνα με το Chronicon Salernitanum, το 871 δύο χιλιάδες Tuscianenses
συμμετείχαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων για την άμυνα του Σαλέρνο
από επικείμενη αραβική επίθεση, χτίζοντας τον ανατολικό πύργο στα τείχη της
πόλης.525 Αυτοί οι δύο χιλιάδες Tuscianenses που βρίσκονταν τότε στο Σαλέρνο
δεν μπορούσε να είναι παρά Πιζάνοι, επειδή καμία άλλη πόλη της Τοσκάνης δεν
είχε τέτοιες σχέσεις με τις πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ώστε να έχει κοινά
συμφέροντα με αυτές και να συμμετάσχει τόσο ενεργά στην άμυνά τους, ούτε
μπορούσε καμία άλλη πόλη να στείλει δια θαλάσσης τόσους άνδρες τόσο μακριά.
Οι μέχρι τώρα αναφορές στην Πίζα που συναντήσαμε σε διάφορες ιστορικές
πηγές έχουν σχέση με πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα και όχι με τις εμπορικές
δραστηριότητες των Πιζάνων. Βέβαια, η ύπαρξη και η λειτουργία ενός
σημαντικού λιμανιού και ενός πολεμικού ναυτικού υποδεικνύουν την ύπαρξη

522
Annales Reg. Fr., 116.
523
Για την επιδρομή του Bonifacius βλ. επίσης C. Manfroni, Marina, 42-43. – R. Caddeo, Storia
marittima, 243.
524
Annales Bertiniani, MGH, Scriptores, I, εκδ. G. Pertz, Hannover 1826, 419-515, στη σελίδα
454: “Dani, qui Rhodano fuerant, Italiam petunt, et Pisas civitatem aliasque capiunt, depraedantur
atque devastant”. – Chronicon de gestis Normannorum in Francia, MGH, Scriptores, I, εκδ. G.
Pertz, Hannover 1826, 532-536, στη σελίδα 533: “ Anno Domini 860. .... Deinde [Northmanni],
Italiam petunt, et Pisas civitatem, aliasque capiunt atque devastant”.
525
Chron. Salern., κ. 111.

166
αντίστοιχης εμπορικής δράσης, τουλάχιστον στην περιοχή της Τυρρηνικής.
Υπάρχει μία πηγή του 10ου αιώνα που μαρτυρεί ότι η Πίζα είχε ανεπτυγμένες
εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με τον ισλαμικό κόσμο, πολύ πέρα από τα
στενά όρια της Τυρρηνικής. Πρόκειται για μία επιστολή που η μαρκησία της
Τοσκάνης Berta έγραψε το 906 στον χαλίφη της Βαγδάτης al-Muktafī.526 Η
επιστολή της Berta δίνει σημαντικές πληροφορίες για το δίκτυο των εμπορικών
και διπλωματικών σχέσεων της Τοσκάνης με τον ισλαμικό κόσμο, κυρίως με την
Ifrīqiya και επίσης για την ύπαρξη πολεμικού στόλου στην υπηρεσία της
μαρκησίας, με καθήκοντα προστασίας των ακτών και περιπολία στην Τυρρηνική.
Η Berta δεν αναφέρει πού στάθμευε ο στόλος της, αλλά αυτό μπορούμε εύκολα
να το συμπεράνουμε από μία άλλη πηγή, από τον Λιουτπράνδο που περιγράφει
τον ερχομό στην Ιταλία του Ugo της Προβηγκίας – που ήταν γιος της Berta από
τον πρώτο της γάμο – ο οποίος ήρθε για να στεφθεί βασιλιάς του Ιταλικού
Βασιλείου το 926. Ο Λιουτπράνδος γράφει πως ο Ugo διέσχισε την Τυρρηνική
και αποβιβάστηκε στην Πίζα, την οποία αποκαλεί “πρωτεύουσα της Τοσκάνης”,
εννοώντας πως ήταν το σημαντικότερο κέντρο της περιοχής.527
Όσο για την πολιτική οργάνωση της Πίζας μέχρι τον 11ο αιώνα, το μόνο που
μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι η πόλη υπαγόταν στον μαρκήσιο της
Τοσκάνης (marchio Tusciae). Ο μαρκήσιος της Τοσκάνης ήταν ένας από τους
σημαντικότερους φεουδάρχες της Ιταλίας και διοριζόταν από τους βασιλείς της
Ιταλίας. Εκπρόσωποι του μαρκήσιου στις πόλεις της Τοσκάνης ήταν οι
vicecomites, οι οποίοι είχαν διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες.528 Οι
vicecomites ήταν μέλη των μεγάλων οικογενειών που κατοικούσαν στην Πίζα,
έχοντας όμως περιουσίες και συμφέροντα και στα περίχωρα της πόλης (contado).
Με τη σειρά τους οι ευγενείς γαιοκτήμονες του contado – φεουδάρχες και
κυρίαρχοι529 – συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή της πόλης, στις
οικονομικές της δραστηριότητες και στις ναυτικές εκστρατείες.

526
Η επιστολή καταγράφηκε στα αραβικά στο Kitāb al-Hadāya wa ’l-Tuhaf (Το βιβλίο των δώρων
και των θαυμάτων), που αποδίδεται στον qādī Ibn az-Zubayr (1230-1308). Η επιστολή
μεταφράστηκε στα ιταλικά και εκδόθηκε από τον Ιταλό αραβολόγο G. Levi Della Vida στο άρθρο
του La corrispondenza di Berta di Toscana col Califfo Muktafī, RSI LXVI1 (1954), 21-38.
527
Liudprandus, Antapodosis, III, 16: “Hugo, Arelatensium seu Provincialium comes, navim
conscenderat et per Tyrenum mare in Italiam festinabat. Deus itaque, qui hunc in Italia regnare
cupiebat, prosperis eum flatibus brevi Alpheam, hoc est Pisam, quae est Tusciae provinciae caput,
duxerat”.
528
G. Rossetti, Storia familiare, 235, 239. – A. Puglia, Tuscia, 5-7, 19-21.
529
Η νεότερη ιστοριογραφία απορρίπτει την εικόνα μίας Δυτικής Ευρώπης όπου όλοι οι ισχυροί
ήταν φεουδάρχες και τονίζει την πολυμορφία της κυρίαρχης τάξης, διευκρινίζοντας τη
διαφορετική θεσμική και κοινωνική προέλευση των μελών της. Σε γενικές γραμμές, φεουδάρχης
ήταν αυτός που είχε λάβει ένα φέουδο από έναν ανώτερό του, τον dominus (αυτοκράτορας,
βασιλιάς, ανώτερο ευγενή, πάπα, επίσκοπο κ.τ.λ.) σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, αλλά
υπήρχαν πάρα πολλοί ισχυροί που είχαν αποκτήσει τις έγγειες περιουσίες τους – τη βάση δηλαδή
της δύναμής τους – όχι χάρη στην παραχώρηση κάποιου φέουδου (beneficium) αλλά με διάφορους
και ποικίλους τρόπους (αγορά, σφετερισμός, παραχώρηση μη φεουδαρχικού τύπου, κληρονομιά
κ.τ.λ.). Στην περίπτωση της Ιταλίας, συνήθως οι διάφοροι ισχυροί χωρίζονται σε feudatari
(φεουδάρχες) και signori (κυρίαρχους) και η τάξη στην οποία ανήκαν σε aristocrazia feudale και
aristocrazia signorile αντίστοιχα. Αποφεύγεται επίσης η χρήση του όρου “nobiles” (ευγενείς), ο

167
Δεν είμαστε αρκετά πληροφορημένοι για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν η
Πίζα απολάμβανε τον 9ο και 10ο αιώνα κάποια αυτονομία στην πολιτική της ζωή·
ξέρουμε όμως ότι κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται
μία τάξη ισχυρών πολιτών – όχι πάντα αριστοκρατικής καταγωγής – που
πλαισίωνε τους vicecomites στη διακυβέρνηση της πόλης. Τα μέλη των
οικογενειών με κοινή καταγωγή – πραγματική ή υποτιθέμενη – από έναν πρόγονο
οργανώνονταν σε domus (οίκος) με τον σκοπό να αλληλοϋποστηρίζονται και να
προστατεύουν τα κοινά συμφέροντα.530 Από αυτούς τους ισχυρούς πολίτες της
Πίζας, οργανωμένους σε φατρίες με οικογενειακή βάση, θα αναδειχθεί αργότερα,
προς τα τέλη του 11ου αιώνα, η νέα ιθύνουσα τάξη που θα αναλάβει την ηγεσία
της πόλης, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο. Πρέπει επίσης
να επισημανθεί πως στην Πίζα δεν υπήρχε η έντονη αντίθεση πόλη-εξοχή που
καταγράφεται σε άλλες ιταλικές πόλεις, αντίθεση που έφερνε αντιμέτωπους την
αστική αριστοκρατία με τους μεγάλους γαιοκτήμονες του contado.531 Αυτό θα
δώσει έντονο αριστοκρατικό χαρακτήρα στις πρώτες μορφές αυτόνομης
κυβέρνησης της πόλης και θα επηρεάσει την πολιτική της Πίζας στην Μεσόγειο
και τις σχέσεις της με το βυζαντινό και τον ισλαμικό κόσμο.

οποίος εμφανίζεται μόνο αργότερα στις πηγές για να χαρακτηρίζει τις νέες ιθύνουσες τάξεις των
ιταλικών πόλεων μέσα σε ένα πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από εκείνο του
Πρώιμου Μεσαίωνα. Για αυτό βλ. G. Tabacco, Ordinamento pubblico e sviluppo signorile nei
secoli centrali del medioevo, Bullettino dell’ Istituto storico italiano per il Medioevo 79 (1968), 37-
51. – G. Galasso, Potere e istituzioni in Italia. Dalla caduta dell’Impero romano a oggi, Torino
1974, 16-21. – G. Tabacco, Storia, 79-99, 113-127. – Του ίδιου, Medioevo latino-germanico, 77-
92. – L. Provero, Apparato. – G. Albertoni-L. Provero, Feudalesimo, κυρίως στις σελίδες 50-54,
57-63, 70-102, όπως επίσης στις σελίδες 10-26 για μία σύντομη πλην κατατοπιστική ανασκόπηση
της νεότερης και σύγχρονης ιστοριογραφίας πάνω στον φεουδαρχισμό.
530
G. Rossetti, Classe politica, 41. – Της ίδιας, Storia familiare, 243-245.
531
G. Rossetti, Classe politica, 31-33. – M.-L. Ceccarelli Lemut, Terre pubbliche e giurisdizione
signorile nel comitatus di Pisa (secoli XI-XIII), Atti del Seminario di Studi “La signoria rurale nel
medioevo italiano”, Pisa 23-25 marzo 1995, Pisa 1998, 87-137.

168
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο

Οι Ιταλοί στη Μεσόγειο κατά τον 11ο αιώνα: εμπόριο και πόλεμος

‫ واﻟﺠﻨﻮﻳﺔ آﻞ‬،‫وﻣﻦ هﺆﻻء اﻟﺠﻴﻮش اﻟﺒﻨﺎدﻗﺔ واﻟﺒﺎﺷﻨﺔ‬


،‫هﺆﻻء ﺗﺎرة ﻳﻜﻮﻧﻮن ﻏﺰاة ﻻﺗﻄﺎق ﺿﺮاوة ﺿﺮهﻢ‬
‫ وﺗﺎرة ﻳﻜﻮﻧﻮن ﺳﻔﺎرا‬،‫وﻻﺗﻄﻔﺄ ﺷﺮارة ﺷﺮهﻢ‬
،‫ﻳﺤﺘﻜﻤﻮن ﻋﻠﻰ اﻹﺳﻼم ﻓﻲ اﻷﻣﻮال اﻟﻤﺠﻠﻮﺑﺔ‬
‫ وﻣﺎﻣﻨﻬﻢ إﻻ ﻣﻦ‬،‫وﺗﻘﺼﺮ ﻋﻨﻬﻢ ﻳﺪ اﻷﺣﻜﺎم اﻟﻤﺮهﻮﺑﺔ‬
‫ وﻳﺘﻘﺮب‬،‫هﻮ اﻵن ﻳﺠﻠﺐ إﻟﻰ ﺑﻠﺪﻧﺎ ﺁﻟﺔ ﻗﺘﺎﻟﻪ وﺟﻬﺎدﻩ‬
‫إﻟﻴﻨﺎ ﺑﺈهﺪاء ﻃﺮاﺋﻒ أﻋﻤﺎﻟﻪ وﺗﻼدﻩ؛ وآﻠﻬﻢ ﻗﺪ ﻗﺮرت‬
‫ ﻋﻠﻰ ﻣﺎ‬،‫ واﻧﺘﻈﻤﺖ ﻣﻌﻬﻢ اﻟﻤﺴﺎﻟﻤﺔ‬،‫ﻣﻌﻬﻢ اﻟﻤﻮاﺻﻠﺔ‬
،‫وﻋﻠﻰ ﻣﺎ ﻧﺆﺛﺮ وهﻢ ﻻ ﻳﺆﺛﺮون ﻧﺮﻳﺪ وﻳﻜﺮهﻮن‬

… Και μεταξύ αυτών των στρατών είναι οι Βενετοί,


οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι. Όλοι αυτοί άλλες
φορές έρχονταν ως εισβολείς και δεν μπορούσε
κανείς να αντισταθεί στη σφοδρότητα της βίας τους,
και δεν έσβηνε ο σπινθήρας της κακεντρέχειάς τους·
άλλες φορές ταξίδευαν σε μας (ως έμποροι) και
κυριαρχούσαν στο Ισλάμ με τα αγαθά που
κουβαλούσαν χωρίς να τους φτάσει το τρομερό χέρι
της δικαιοσύνης. Τώρα δεν υπάρχει μεταξύ τους
κανείς που να μην φέρει στη χώρα μας τα μέσα για
να τους πολεμήσουμε και για να κάνουμε τον
τζιχάντ, και μας πλησιάζουν προσφέροντάς μας
μέρος των πλούτων και των αγαθών τους και με
όλους αυτούς συνάψαμε σχέσεις φιλίας και
συμφιλιωθήκαμε πλήρως, με βάση όμως αυτά που
θέλουμε εμείς και αυτοί αντίθετα απεχθάνονται,
αυτά που σε μας αρέσουν και σε αυτούς όχι.*

4.1. Οι Ιταλοί στην Εγγύς Ανατολή.

Κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα η Ιταλία ήταν η μοναδική χώρα της Δυτικής
Ευρώπης, όπου η οικονομική ζωή δεν περιοριζόταν στο κλειστό και αύταρκες
σύστημα της curtis.532 Στην Ιταλία οι πόλεις επιβίωσαν ως διοικητικά, οικονομικά

*
Abū Šāma, 263. Η μετάφραση είναι δική μου.
532
Το λεγόμενο “σύστημα της curtis” (sistema curtense στα ιταλικά, Vilikationsverfassung στα
γερμανικά και régime domanial στα γαλλικά) κυριαρχούσε σε όλη την Δυτική Ευρώπη μέχρι τον
11ο αιώνα όταν άρχισαν να αλλάζουν τα χαρακτηριστικά της γεωργικής παραγωγής και της εν
γένει οικονομίας. Βλ. G. Luzzato, Italia, 88-94. – Ph. Jones, La storia economica. Dalla caduta

169
και πνευματικά κέντρα και οι εμπορικές δραστηριότητες, αν και μειώθηκαν σε
σχέση με τη ρωμαϊκή εποχή, δεν σταμάτησαν ποτέ, όπως δεν σταμάτησε η
κυκλοφορία και η χρήση των νομισμάτων, αργυρών και χρυσών.533
Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι μεταφορές διαφόρων προϊόντων που διεξάγονταν
στα μεγάλα πλωτά ποτάμια της κοιλάδας του Πάδου, μεταφορές που
επικεντρώνονταν στον άξονα Παβία-Βενετία. Η Βενετία ήταν ο τελικός
προορισμός των ανατολικών εμπορευμάτων και το κέντρο διαμετακόμισης αυτών
των εμπορευμάτων στην ενδοχώρα της Βόρειας Ιταλίας και στην πέραν από τις
Άλπεις Ευρώπη. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ακόμη και οι πόλεις της Νότιας Ιταλίας
διοχέτευαν τα εμπορεύματα που είχαν αγοράσει στις βυζαντινές και ισλαμικές
αγορές στο λιμάνι της Βενετίας, για να προωθηθούν στην Παβία και από εκεί
στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στα Gesta Karoli, μία βιογραφία του Καρόλου Μάγνου
που γράφτηκε μεταξύ του 886 και του 887,534 αναφέρονται οι Βενετοί έμποροι
που έφερναν στην Παβία “από τα υπερπόντια μέρη όλα τα ανατολίτικα αγαθά”.535
Μέχρι τον 10ο αιώνα η Αδριατική Θάλασσα αποτέλεσε τον κυριότερο δίαυλο
επικοινωνίας και συναλλαγής της Δυτικής Ευρώπης με το Βυζάντιο και τις
ισλαμικές χώρες.536
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο ακτών της Μεσογείου δεν σταμάτησαν ποτέ κατά
τον Πρώιμο Μεσαίωνα, αλλά από τον 9ο αιώνα οι Ιταλοί ήταν οι μόνοι έμποροι
από τη Δυτική Ευρώπη που επισκέπτονταν τα λιμάνια της Αιγύπτου και της
Συρίας.537 Προηγουμένως σημαντικός υπήρξε ο ρόλος στο διεθνές μεσογειακό

dell’Impero romano al secolo XIV, εν Storia d’ Italia, τ. 4, Dalla caduta dell’ Impero romano al
secolo XVIII. L’economia delle tre Italie, Torino 1974, 1469-1681, κυρίως στις σελίδες 1469-1495,
1590-1656. – K. Modzelewski, Transizione, 40-42, 90-97. – G. Sergi, Villaggi e curtes come basi
economico-territoriali per lo sviluppo del banno, εν G. Sergi (επιμ.) Curtis e signoria rurale, 7-24.
– P. Toubert, Il sistema curtense: la produzione e lo scambio interno in Italia nei secoli VIII, IX e
X, εν G. Sergi, Curtis e signoria rurale, 24-94. Για τις αλλαγές στη γεωργική παραγωγή στη
μετακαρολίγγεια Ιταλία και τις επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο των ιταλικών πόλεων βλ. επίσης
G. Luzzato, Mutamenti nell’economia agraria italiana dalla caduta dei carolingi al principio del
secolo XI, εν I problemi comuni dell’Europa post-carolingia, Settimane di studio del Centro
Ιtaliano di Studi sull’ Αlto Μedioevo, Spoleto 6-13 aprile 1954, Spoleto 1955, 601-622.
533
G. Luzzato, Italia, 84-88, 107-114. – K. Modzelewski, Transizione, 64-76, 86-90. Ειδικά για τα
νομίσματα που χρησιμοποιούνταν στη Βενετία βλ. T. Bertelé, Moneta veneziana e moneta
bizantina (secoli XII-XV), εν A. Pertusi, Venezia e il Levante fino al secolo XV, τ. Ι, Firenze 1973,
3-146.
534
Για τη χρονολόγηση και μία σύντομη αξιολόγηση της πηγής βλ. S. Gasparri, Venezia fra i
secoli VIII e IX. Una riflessione sulle fonti, Studi veneti offerti a Gaetano Cozzi, Venezia 1992, 3-
18.
535
Monachus Sangallensis, De gestis Karoli imperatoris libri II, MGH, Scriptores II, εκδ. G.
Pertz, Hannover 1829, 726-763, στην σελίδα 760: “Caeteri vero, utpote feriatis diebus, et qui modo
de Papia venissent, ad quam nuper Venetici de transmarinis partibus omnes orientalium divitias
advectassent ...”
536
G. Luzzato, Italia, 193. – K. Modzelewki, Transizione, 104. – A. Lewis, Shipping and Trade,
484-485.
537
Για τη συνέχεια του διαμεσογειακού εμπορίου κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα και για τις νέες
διασυνδέσεις του με τις αγορές της ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής βλ. R. L.
Lopez, Marché. – Του ίδιου, East and West. – S. D. Goitein, Unity. – M. Lombard, Marine
adriatique. – S. D. Goitein, Mediterranean Trade. – R. S. Lopez, Quaranta anni. – S. Labib,
Commercial Policy, κυρίως στις σελίδες 63-68. – T. Lewicki, Voies maritimes. – A. Lewis,

170
εμπόριο των λεγόμενων “Σύρων” εμπόρων και των Εβραίων. Οι Σύροι έμποροι
κυριάρχησαν στη Μεσόγειο μέχρι τον 8ο αιώνα, μετά εξαφανίστηκαν και δεν
υπάρχει πια κανένα ίχνος της παρουσίας τους στις δυτικές αγορές.538 Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι όταν η Συρία και οι άλλες χώρες της Ανατολικής
Μεσογείου καταλήφθηκαν από τους μουσουλμάνους και ενσωματώθηκαν στη
τεράστια ενιαία ισλαμική αγορά οι Σύροι έμποροι στράφηκαν προς τις πλούσιες
αγορές του ισλαμικού κόσμου και εγκατέλειψαν τη Δύση, όπου σημειώθηκε μία
γενική ύφεση της οικονομίας.539 Οι Εβραίοι έμποροι που κατοικούσαν στις
ισλαμικές χώρες κάλυψαν το κενό που είχαν αφήσει οι Σύροι και υπήρξαν
ιδιαίτερα δραστήριοι στον χώρο της Μεσογείου από τον 8ο αιώνα μέχρι τον 10ο,
χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν ποτέ το μονοπώλιο στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ
Ευρώπης και Ισλάμ που μερικοί μελετητές τούς αποδίδουν.540 Εξάλλου οι Εβραίοι
– σε αντίθεση προς τους Ιταλούς – δεν διέθεταν δικά τους καράβια ούτε είχαν την
υποστήριξη κανενός κράτους που εκπροσωπούσε, προωθούσε και υπερασπιζόταν
τα οικονομικά τους συμφέροντα.541

Shipping and Trade, 495-499. Για τις νέες συνθήκες ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο και την ανάπτυξη
ενός νέου ναυτικού δικαίου στις μεσογειακές χώρες της Ευρώπης βλ. G. Vismara, Diritto.
538
L. Bréhier, Les colonies d’Orientaux en Occident au commencement du moyen-Âge. Ve-VIIIe
siècle, B.Z. 12 (1903), 1-39. – A. Lewis, Shipping and Trade, 488-489. – Ν. Γιαντσή-Μελετιάδη,
Οι Σύροι έμποροι στη Δύση την εποχή του πρώιμου Μεσαίωνα, Πρακτικά του ΙΑ΄ Πανελληνίου
Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1990, Θεσσαλονίκη 1991, 47-55. – Της ίδιας,
Συστήματα υποδοχής των Σύρων εμπόρων στη Δύση (5ος-7ος αι.), Πρακτικά του ΙΒ΄ Πανελληνίου
Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1991, Θεσσαλονίκη 1992, 9-21, όπου η συγγραφέας,
μην έχοντας κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ της απλής μόνιμης παροικίας ξένων εμπόρων στον
Πρώιμο Μεσαίωνα και του θεσμού της εμπορικής παροικίας των μεταγενέστερων αιώνων με
δικαιώματα και προνόμια νομικά αναγνωρισμένα από το κράτος που τις φιλοξενούσε, αδίκως
καταλογίζει λάθος στον Lopez (R. S. Lopez, Marché, 402-403) σχετικά με την ύπαρξη ή μη
εμπορικών παροικιών πριν από τον 12ο αι.
539
Για τα νέα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία μετά την εξάπλωση του Ισλάμ βλ. R. S. Lopez,
Commercio. – Του ίδιου, East and West. – M. Lombard, Golden Age, κυρίως από τη σελίδα 97 κ.
ε. – S. Labib, Commercial Policy, 63-64. – E. Ashtor, Quelques observations, 167-172. Ο Lopez
υποστηρίζει πως η παρακμή των Σύρων εμπόρων οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι ίδιοι, μετά
τη διάσπαση της ενότητας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση των γερμανικών
κρατών στη Δυτική Ευρώπη, έχασαν τα πλεονεκτήματα που τους πρόσφερε η ιδιότητα του
“Ρωμαίου” πολίτη και αντιμετωπίστηκαν ως ξένοι υπήκοοι. R. S. Lopez, East and West, 153.
540
Κυρίως ο Ashtor υπερτιμά τον ρόλο και τη σημασία των Εβραίων εμπόρων και, υιοθετώντας
την απαρχαιωμένη και πολυαμφισβητημένη θεωρία του Henri Pirenne, ισχυρίζεται ότι το διεθνές
εμπόριο είχε σχεδόν εξαφανιστεί στη Μεσόγειο και ότι οι μόνοι που είχαν απομείνει να
ασχολούνται με αυτό ήταν οι Εβραίοι έμποροι, γνωστοί με το όνομα Rādhānīya. E. Ashtor,
Quelques observations d’un orientaliste sur la thèse de Pirenne, JESHO 13 (1970), 166-194 [= E.
Ashtor, Levantine Trade, Ι]. – Του ίδιου, Nouvelles refléxions sur la thèse de Pirenne, Revue Suisse
d’Histoire 20 (1970), 601-607 [= E. Ashtor, Studies on Levantine Trade, ΙΙ]. – Του ίδιου, Aperçus
sur les Radhanites, Revue Suisse d’Histoire 27 (1977), 245-275 [= E. Ashtor, Levantine Trade, ΙΙΙ]
– Του ίδιου, Ebrei. Αμφισβητούν τη θεωρία του εβραϊκού μονοπωλίου και την ίδια την ύπαρξη
των Rādhānīya οι: C. Cahen, Y a-ti-l eu des Radhānites?, Revue des Ètudes Juives 3-4 (1964), 499-
505. – Του ίδιου, Quelques questions sur les Radanites, Der Islam 482 (1972), 333-334. – S. D.
Goitein, Mediterranean Trade, 55. Πιο κοντά στη θέση του Ashtor είναι οι R. S. Lopez, East and
West, 154-155. – R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade in the Mediterranean World, London
1955, 29-33. – Ch. Verlinden, Les Radaniya: intermédiaires commerciaux entre les mondes
Germano-Slave et Gréco-Arabe, GA VI (1995), 111-124, οι οποίοι όμως δεν δέχονται ότι υπήρχε
εβραϊκό μονοπώλιο στις διαμεσογειακές εμπορικές σχέσεις.
541
S. D. Goitein, Unity, 42. – Του ίδιου, Mediterranean Trade, 58-59.

171
Ένα επιπλέον πλεονέκτημα που οι Ιταλοί έμποροι είχαν απέναντι στους
Εβραίους ήταν η άμεση και εύκολη πρόσβαση σε πρώτες ύλες, όπως την ξυλεία,
τον σίδηρο και άλλα μέταλλα, και την πίσσα, τις οποίες τα ισλαμικά κράτη, και
κυρίως η Αίγυπτος, χρειάζονταν απεγνωσμένα για τους στρατούς και τους
στόλους τους. Μεγάλη ήταν επίσης η εξαγωγή σπαθιών και άλλων όπλων από τη
Γαλλία και τη Γερμανία προς τα ισλαμικά κράτη.542 Η έλλειψη ξυλείας για την
κατασκευή πλοίων έγινε ακόμη εντονότερη μετά την απώλεια της Κρήτης (961),
της Κύπρου (965) και της Κιλικίας. Η ξυλεία, τα μέταλλα και η πίσσα ήταν τόσο
σημαντικά είδη για τους μουσουλμάνους που το κράτος είχε την
αποκλειστικότητα για την εισαγωγή τους, ενώ απαγορευόταν η εξαγωγή.543 Στην
Αίγυπτο μία ειδική κρατική υπηρεσία, το matğar (υπηρεσία εμπορίου),
αναλάμβανε τον έλεγχο, την αγορά, την αποθήκευση και την αποστολή αυτών
των υλικών στα κρατικά ναυπηγεία (dār as-sinā‘a).544 Άλλο σημαντικό είδος στο
εμπόριο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης και ισλαμικών χωρών ήταν οι σκλάβοι. Σε αυτό
τον τομέα οι Εβραίοι μπόρεσαν να ανταγωνιστούν για περισσότερο χρόνο τους
Ιταλούς, αλλά η διάδοση του χριστιανισμού στις περιοχές που κατοικούνταν από
Σλάβους, απ’ όπου προέρχονταν σχεδόν όλοι οι σκλάβοι, οδήγησαν μεταξύ του
10ου και του 11ου αιώνα στο τέλος του δουλεμπόριου από την Ευρώπη προς τον
ισλαμικό κόσμο.545
Το δουλεμπόριο προς τις ισλαμικές χώρες, όπως και η εξαγωγή ξυλείας και
μετάλλων, θεωρούνταν αποτρόπαια πράξη και κατά καιρούς οι πάπες της Ρώμης
προέτρεπαν τους πιστούς να εγκαταλείψουν τέτοιες πρακτικές, που στα έγγραφα
εκείνης της εποχής χαρακτηρίζονταν “mala consuetudo” και “peccatum”.546 Πέρα
από το ηθικό υπήρχε και το πρακτικό πρόβλημα του συνεχούς ανεφοδιασμού των
μουσουλμάνων με υλικά απαραίτητα για τη διεξαγωγή του πολέμου. Οι
Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε αυτό το θέμα και
προσπάθησαν να περιορίσουν τις εξαγωγές από την Ιταλία προς τις ισλαμικές
χώρες εκδίδοντας απαγορευτικά διατάγματα. Ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813-820)
απαγόρευσε σε οποιονδήποτε έμπορο να πηγαίνει στη Συρία και στην Αίγυπτο,
επιβάλλοντας έναν αποκλεισμό στα ισλαμικά λιμάνια της Εγγύς Ανατολής· με τη
σειρά τους οι δούκες της Βενετίας, αφοσιωμένοι στους αυτοκράτορες της

542
A. Fahmy, Sea Power, 75-85. – R. S. Lopez, East and West, 143-147. – M. Canard, Sicile, 571-
573. – C. Cahen, Douanes, 258. – M. Lombard, Golden Age, 172 –181. – E. Ashtor, Ebrei, 60-65.
Το σημαντικότερο σημείο επιβίβασης της ξυλείας από την Κιλικία προς την Αίγυπτο ήταν το Hisn
at-Tināt, στον κόλπο της Αλεξανδρέττας. D. Jacoby, Trade, 35.
543
M. Lombard, Golden Age, 175. – C. Cahen, Douanes, 258. – Του ίδιου, Ports, 305.
544
C. Cahen, Douanes, 257-259, 262.
545
Για το δουλεμπόριο στις ισλαμικές χώρες βλ. M. Lombard, Golden Age, 194 –203. Σε
αιγυπτιακά εμπορικά εγχειρίδια του 11ου αιώνα, όπου περιγράφονται λεπτομερώς όλες οι
κατηγορίες εμπορευμάτων, εισαγομένων και εξαγομένων, που διαχειρίζονταν στα λιμάνια της
χώρας, δεν γίνεται καμία αναφορά σε σκλάβους, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται σε κείμενα των δύο
προηγούμενων αιώνων, γεγονός που ερμηνεύεται ως μία ακόμη απόδειξη της παρακμής και της
εξαφάνισης του δουλεμπορίου από την Ευρώπη προς τις ισλαμικές χώρες. C. Cahen, Douanes,
232-233.
546
R. Cessi, Documenti, II, 87.

172
Κωνσταντινούπολης, επέβαλαν την ίδια απαγόρευση στους υπηκόους τους.547 Δεν
ξέρουμε για πόσο καιρό ίσχυσε η απαγόρευση, αλλά γνωρίζουμε πως οι Βενετοί
συνέχισαν να πηγαίνουν στα αιγυπτιακά και συριακά λιμάνια δεδομένου ότι μόνο
εκεί μπορούσαν να βρουν τα πολύτιμα ανατολικά προϊόντα που θα τους απέφεραν
μεγάλα κέρδη στις ευρωπαϊκές αγορές.548 Φαίνεται πως η βενετική κυβέρνηση
ακολουθούσε επισήμως την βυζαντινή πολιτική απέναντι στους μουσουλμάνους,
αλλά στην πραγματικότητα ανεχόταν το λαθρεμπόριο με τις χώρες του Ισλάμ,
δεδομένου ότι αποτελούσαν την πιο κερδοφόρο αγορά για το Βενετούς εμπόρους.
Διαφωτιστική είναι η μαρτυρία της Translatio sancti Marci, μίας αγιολογικής
πηγής του 10ου αιώνα που εξιστορεί την περιπετειώδη μεταφορά του σκηνώματος
του ευαγγελιστή Μάρκου από την Αλεξάνδρεια στη Βενετία το 828.549 Πέρα από
τα αγιολογικά στοιχεία, η πηγή δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις
εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 9ου
αιώνα. Σε αυτό το κείμενο είναι ιδιαίτερα έντονη η προσπάθεια να δικαιολογήσει
το ταξίδι που πολλοί Βενετοί έμποροι με δέκα πλοία πραγματοποίησαν στην
Αίγυπτο εις πείσμα των αυτοκρατορικών και δουκικών απαγορεύσεων. Η ίδια η
Translatio υπενθυμίζει την ύπαρξη της απαγόρευσης του Λέοντα Ε΄, την οποία
είχε υιοθετήσει και εφαρμόσει ο δούκας Giustiniano, αλλά λέει πως οι Βενετοί,
“οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να ψάχνουν συχνά για νέες αγορές” είχαν φτάσει
τυχαία και “χωρίς να το θέλουν” στην Αλεξάνδρεια, εξαιτίας ενός δυνατού ανέμου
που σηκώθηκε “divino nutu”. Τονίζεται στην πηγή πως αρχικός προορισμός των
βενετικών πλοίων δεν ήταν η Αίγυπτος, όπου “για φόβο των αρχών” δεν θα
τολμούσαν ποτέ να πηγαίνουν.550 Στην επιστροφή οι Βενετοί που μετέφεραν μαζί
τους το σκήνωμα του Ευαγγελιστή, φοβούνταν πως θα τιμωρηθούν από τον δούκα
επειδή είχαν παραβιάσει το διάταγμα που απαγόρευε το εμπόριο με τους
μουσουλμάνους και γι’ αυτό έστειλαν από την Ίστρια, όπου είχαν προσαράξει,
κάποιον από τους δικούς τους για να εξηγήσει στον δούκα τι είχε συμβεί και να
ζητήσει να μην τιμωρηθούν. Ο δούκας, αφού άκουσε την ιστορία της μεταφοράς
του σκηνώματος του Αγίου Μάρκου αναφώνησε: “αν αυτά που λένε είναι αλήθεια
ας επιστρέψουν με ειρήνη, επειδή αν πράγματι φέρνουν τέτοιο θησαυρό, όχι μόνο
δεν θα τους τιμωρήσω αλλά θα τους λέω δικά μου παιδιά”.551 Το έκτακτο και η
σημασία του συμβάντος, μαζί με το όφελος και το κύρος που θα πρόσφερε στην
πόλη, οδήγησαν τελικά τον δούκα να παραβλέψει την παραβίαση του
απαγορευτικού διατάγματος ενώ, παράλληλα, δικαιολογούσαν τον ίδιο τον δούκα
απέναντι στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Η αφήγηση της Translatio είναι

547
Andrea Dandolo, 114: “Leo cum filio, imperatores augusti, edictum proposuerunt, ne quis in
Syriam vel Aegyptum accedere auderet: quod catholici duces Venetiarum approbantes subditis suis
pariter inhibuerunt” [=Tafel-Thomas, Urkunden, I, n. 3, σ. 3].
548
C. Cahen, Ports, 305-306.
549
Την εξιστόρηση της Translatio ακολουθούν, σε συντομευμένη μορφή, και οι μεταγενέστερες
χρονογραφίες: Andrea Dandolo, 147. – Martin da Canal, 16-22. – Venetiarum Historia, 36-37.
550
Translatio sancti Marci, 353.
551
Translatio sancti Marci, 355: “Si istud quod asserunt verum est, revertantur in pace: quia si tale
thesaurum adducunt, non solum illis malum non inferam, sed etiam filios meos vocabo”.

173
ενδεικτική για το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στην επίσημη θέση των βενετικών
αρχών και στην πραγματικότητα ενός έντονου και κερδοφόρου εμπορίου με τις
ισλαμικές χώρες. Οι δούκες της Βενετίας, φοβούμενοι μη θέσουν σε κίνδυνο τα
συμφέροντα των Βενετών στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, υπόσχονταν στους
Βυζαντινούς ότι θα απαγόρευαν και αυτοί το εμπόριο με τους μουσουλμάνους και
εξέδιδαν τα σχετικά διατάγματα,552 τα οποία όμως δεν μπορούσαν να αποτρέψουν
ένα τόσο κερδοφόρο εμπόριο, με αποτέλεσμα να ανθεί το λαθρεμπόριο προς τις
ισλαμικές χώρες, λαθρεμπόριο που οι βενετικές αρχές, αν όχι ενθάρρυναν,
τουλάχιστον ανέχονταν, παραβλέποντας τις επισήμως παράνομες δραστηριότητες
των εμπόρων τους, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στις καλύτερες οικογένειες
της πόλης.553 Οι πληροφορίες στην Translatio ενισχύουν αυτή την άποψη: οι
Βενετοί πήγαν στην Αλεξάνδρεια με δέκα πλοία τα οποία, παρόλο που δεν
γνώριζαν τον προορισμό τους, είχαν φορτώσει με εμπορεύματα που προφανώς
μπόρεσαν αργότερα να πουλήσουν στην Αλεξάνδρεια, άρα εμπορεύματα που –
οποία σύμπτωση – ενδιέφεραν τους μουσουλμάνους αγοραστές· αυτά ήταν
ξυλεία, σίδηρος, όπλα και ενδεχομένως σκλάβοι, όλα είδη για τα οποία υφίστατο
απαγόρευση πώλησης στους μουσουλμάνους. Γνωρίζουμε πως η βενετική
κυβέρνηση επέβαλλε στους πολίτες κανόνες για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα και
γενικά επέβλεπε τις δραστηριότητες αυτές,554 γεγονός που καθιστά δύσκολο να
πιστέψουμε πως ολόκληρη νηοπομπή από δέκα πλοία μπόρεσε να βρεθεί, άθελά
της, στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Επίσης, η ίδια η πηγή πληροφορεί πως στο
κάθε πλοίο βρίσκονταν από δέκα “boni viri”, δηλαδή προεστοί και μεγαλέμποροι,
οι μόνοι που τότε διέθεταν τα απαραίτητα κεφάλαια για τέτοιες μεγάλης κλίμακας
εμπορικές επιχειρήσεις. Το αίσιο τέλος της ιστορίας, με την πατρική συγχώρεση
του δούκα προς τους εμπόρους και τη θριαμβευτική είσοδο του μικρού στόλου
στο Rialto ενισχύει τις υποψίες πως επρόκειτο για προμελετημένο και
οργανωμένο ταξίδι στην Αίγυπτο και μάλιστα με την σιωπηρή παρότρυνση των
βενετικών αρχών.555 Η ίδια αμφιλεγόμενη στάση της βενετικής κυβέρνησης

552
Άλλα διατάγματα κατά του εμπορίου ξυλείας, σιδήρου, όπλων και σκλάβων στις ισλαμικές
χώρες εκδόθηκαν το 876 (Andrea Dandolo, 158-159 [=Tafel-Thomas, Urkunden, I, n. 7, σ. 5), το
945 (Tafel-Thomas, Urkunden, I, n. 12, σσ. 16-17) και το 960 (Tafel-Thomas, Urkunden, I, n. 13,
σσ. 16-17 [= R. Cessi, Documenti, II, 70-74). Με το διάταγμα του 960 απαγορευόταν μεταξύ των
άλλων να επιβιβαστούν Εβραίοι στα βενετικά πλοία (“nec etiam aliquis hominem negotiantem vel
judeum in navi sua levare debeat”) και να μεταφερθούν σκλάβοι με τα βενετικά καράβια στα
βυζαντινά εδάφη και στο Δουκάτο του Μπενεβέντο (“et de quolibet greco homine vel de terra
Beneventi pretium tollere propter mancipio inde illuc portando”).
553
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 212-213, 215-216. – C. G. Mor, Diritti, 628-629. – G. Vismara, Diritto,
719-722. – R. S. Lopez, Bilancia dei pagamenti, 438. – E. Ashtor, Ebrei, 65.
554
G. Vismara, Diritto, 714 κ. ε.
555
Η Translatio και όλη η μεταγενέστερη βενετική ιστοριογραφία του 13ου και 14ου αιώνα,
υποστηρίζουν πως οι μοναχοί της Αλεξάνδρειας παρέδωσαν οικειοθελώς το σώμα του
Ευαγγελιστή στους Βενετούς, προκειμένου να μη βεβηλωθεί από τους μουσουλμάνους που
κατέστρεφαν τα χριστιανικά μνημεία ψάχνοντας για μάρμαρα και άλλα πολύτιμα οικοδομικά
υλικά. Όμως ο Φράγκος μοναχός Bernardus που πήγε στα Ιεροσόλυμα γύρω στο 877 και πέρασε
από την Αλεξάνδρεια, μεταδίδει μία διαφορετική εκδοχή των γεγονότων λέγοντας ότι: “στην
Αλεξάνδρεια υπάρχει ένα μοναστήρι, κοντά στην εκκλησία όπου παλιότερα αναπαυόταν ο Άγιος
Μάρκος, αλλά ήρθαν οι Βενετοί με τα καράβια τους και έκλεψαν το σώμα από τους φύλακές του και

174
απέναντι στις προσπάθειες των Βυζαντινών να εμποδίσουν το εμπόριο με τις
ισλαμικές χώρες παρατηρείται όταν ο Ιωάννης Τσιμισκής έστειλε πρέσβεις στη
Βενετία για να ζητήσει από τους Βενετούς να σταματήσουν τις εξαγωγές ξυλείας
και όπλων προς τις ισλαμικές χώρες. Η βενετική κυβέρνηση, δεχόμενη τα
βυζαντινά αιτήματα, εξέδωσε το Ιούλιο 971 σχετικό διάταγμα, με το οποίο
απαγόρευε τη μεταφορά και την πώληση στα ισλαμικά λιμάνια ξυλείας και
όπλων.556 Στο διάταγμα διευκρινίζονται τα είδη που απαγορεύονταν: θώρακες,
ασπίδες, ξίφη, δόρατα και άλλα όπλα, ξυλεία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί
για την κατασκευή πλοίων (“lignamen ad naves faciendum”), καθώς και διάφορα
ξύλινα αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ίδιο σκοπό. Η
ποινή για τους παραβάτες ήταν 100 λίτρες χρυσού ή, εάν δεν διέθεταν το χρήμα, ο
θάνατος. Προς το τέλος του εγγράφου όμως προστίθεται ότι πριν έρθουν οι
απεσταλμένοι του Τσιμισκή τρία πλοία ήταν ήδη έτοιμα να σαλπάρουν, τα δύο
προς τη Mahdiyya και το τρίτο προς την Τρίπολη· επειδή όμως ήταν φορτωμένα
με ευτελή ξύλινα σκεύη, όπως κοτύλες και μικρές κούπες, και “λαμβάνοντας
υπόψη τη φτώχεια αυτών των ανθρώπων” (“considerantes itaque paupertatem
illorum hominum”), οι αρχές δίνουν σε αυτά τα πλοία την άδεια να αποπλεύσουν
και να μεταφέρουν τα αναφερθέντα προϊόντα στα λιμάνια του προορισμού τους.
Έτσι το αυστηρό διάταγμα ξεκίνησε ήδη με μία εξαίρεση. Είναι επίσης δύσκολο
να δεχτούμε ότι φτωχοί άνθρωποι μπορούσαν να οργανώσουν την αποστολή
εμπορευμάτων στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, όπως επίσης δύσκολο είναι να
αναζητούνταν στις ισλαμικές αγορές ξύλινες κοτύλες και σκουτέλια. Πέραν από
αυτά τα αμφισβητήσιμα σημεία, το έγγραφο του 971 είναι εξαιρετικού
ενδιαφέροντος διότι, αφενός μας πληροφορεί λεπτομερώς για τα διάφορα είδη
όπλων και ξυλείας που οι Βενετοί εισήγαν στις ισλαμικές χώρες και ξεκαθαρίζει
ότι η ξυλεία προοριζόταν για κατασκευή πλοίων και όχι για άλλη χρήση,
αφετέρου επειδή αποδεικνύει το μέγεθος και τη σημασία του εμπορίου αυτού, από
τη στιγμή που ο Ιωάννης Τσιμισκής θεώρησε σκόπιμο, στις παραμονές των
επιχειρήσεών του κατά των Φατιμιδών, να προβεί σε επίσημο βήμα προς τη
βενετική κυβέρνηση, έτσι ώστε να τερματιστεί, ή τουλάχιστον να περιοριστεί, η
ροή τέτοιων υλικών προς τους μουσουλμάνους της Εγγύς Ανατολής. Πρέπει
επίσης να επισημανθεί ότι στο έγγραφο του 971 δεν γίνεται λόγος για τους
σκλάβους, οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρούνται και αυτοί “στρατηγικό υλικό”,
δεδομένου ότι πολλοί απ’ αυτούς χρησιμοποιούνταν από τους μουσουλμάνους

το μετέφεραν στο νησί τους ” (“est monasterium predicti sancti [Marci], in quo sunt monachi, apud
ecclesiam in qua prius ipse requievit. Venientes vero Veneti navigio tulerunt furtim corpus a
custodibus eius et deportaverunt ad suam insulam”). T. Tobler-A. Molinier, Itinera
Hierosolymitana et descriptiones Terrae Sanctae, Paris 1879 (ανατύπωση Osnabrück 1966), 311.
Μάλιστα ο Fedalto, τονίζοντας την πολιτική σημασία της μεταφοράς του σκηνώματος του Αγίου
Μάρκου στη Βενετία, κάνει λόγο για “κατά παραγγελία κλοπή” (furto su commissione). A. Carile –
G. Fedalto, Origini, 410.
556
R. Cessi, Documenti, II, 86-91; F. Dölger, Regesten, αρ. 738. Αναφορές στο διάταγμα
βρίσκονται επίσης εν: Andrea Dandolo, 178. – Venetiarum Historia, 57.

175
στη διοίκηση του κράτους και στον στρατό·557 η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς
στο δουλεμπόριο ενισχύει την άποψη ότι αυτό ήταν ήδη σε ύφεση κατά την
τελευταία τριακονταετία του 10ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε αν η απαγόρευση
εφαρμόστηκε και αν η ενδεχόμενη εφαρμογή της επέφερε κάποιο αποτέλεσμα· το
πιθανότερο είναι πως η απαγόρευση έληξε με τον θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή
και με τον τερματισμό των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων των Βυζαντινών
στη Συρία.
Είπαμε προηγουμένως ότι οι Ιταλοί ήταν οι μόνοι που επισκέπτονταν τα
ισλαμικά λιμάνια, αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μέχρι το τέλος του 11ου αι.
επρόκειτο αποκλειστικά για Βενετούς και Αμαλφιτάνους. Όσο για τους εμπόρους
της Γκαέτας, που ξέρουμε ότι εμπορεύονταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν
έχουμε μαρτυρίες σχετικά με κάποια δραστηριότητά τους στις ισλαμικές χώρες
της Μεσογείου αυτή την εποχή.558
Οι Αμαλφιτάνοι έμποροι δραστηριοποιούνταν σε όλη την Κεντρική και
Ανατολική Μεσόγειο τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα.559 Μία τοπική πηγή, το
Chronicon Amalfitanum, μιλώντας για τον Σέργιο (Sergius) που κυβέρνησε την
πόλη από το 858 ως το 868, αναφέρει πως ο παππούς του ήταν vicarius
(τοποτηρητής) στην Αντιόχεια, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη μίας
παροικίας Αμαλφιτανών στην συριακή πόλη ήδη από τα πρώτα χρόνια του 9ου
αιώνα και συνεπώς την ύπαρξη σημαντικών εμπορικών σχέσεων μεταξύ του
Αμάλφι και της ισλαμικής Εγγύς Ανατολής.560 Η Αντιόχεια και η Τρίπολη
αποτελούσαν τους κυριότερους προορισμούς για τους Αμαλφιτάνους και
Βενετούς εμπόρους στη Συρία πριν από τις σταυροφορίες. Στην Αίγυπτο τα
λιμάνια που επισκέπτονταν ήταν η Αλεξάνδρεια, η Tinnīs και η Δαμιέτη
(Dumyāt), ενώ το σημαντικότερο λιμάνι της Βόρειας Αφρικής ήταν η al-
Mahdiyya, η πρωτεύουσα των Φατιμιδών στην Ifrīqiya.561
Οι Αμαλφιτάνοι κατάφεραν να διεισδύσουν ειρηνικά στις ισλαμικές και
βυζαντινές αγορές σε όλη τη Μεσόγειο, εμπορευόμενοι από την ισλαμική Ισπανία
μέχρι τη Συρία και από τη Βόρεια Ιταλία μέχρι την Αίγυπτο.562 Στην Εγγύς

557
M. Lombard, Golden Age, 201-201. – D. Ayalon, Eunuchs, 92-124. – Λήμμα “Mamlūk” (D.
Ayalon), E.I.2. – Λήμμα “Sakāliba” (P. B. Golden-C. E. Bosworth-P. Guichard Mohamed
Meouak), E.I.2.
558
P. Skinner, Politics and piracy: the duchy of Gaeta in the twelfth century, JMH 21 (1995), 307-
319, κυρίως στις σελίδες 308-310.
559
M. Berza, Amalfi preducale, 371-374. – G. Imperato, Amalfi, 53-56.
560
Δεν μπόρεσα να συμβουλευτώ τη συγκεκριμένη πηγή· το εν λόγω χωρίο βρίσκεται εν M. Berza,
Amalfi preducale, 374, υπ. 2: “Dominus Sergius filius domini Petri comitis, filii Mauri Vicarii
Antiocheni”.
561
C. Cahen, Douanes, 221-222. – Του ίδιου, C. Cahen, Ports, 306. – T. Lewicki, Voies maritimes,
441 κ. ε.
562
Οι Αμαλφιτάνοι πρωτοπήγαν στην ισλαμική Ισπανία (al-Andalus), και συγκεκριμένα στην
πρωτεύουσα Κόρδοβα, το 942, δημιουργώντας μέσα σε λίγα χρόνια τακτικές εμπορικές σχέσεις
μεταξύ Αμάλφι και al-Andalus. Οι Αμαλφιτάνοι εισήγαγαν στην Ισπανία πολύτιμα υφάσματα,
πορφυρένια ενδύματα και άλλα προϊόντα υψηλής αξίας. Αυτά τα προϊόντα προέρχονταν από τις
ισλαμικές αγορές της Εγγύς Ανατολής, το Βυζάντιο αλλά και από τις πόλεις της Καμπανίας. D.
Jacoby, Silk crosses the Mediterranean, εν G. Airaldi (εκδ.), Le vie del Mediterraneo. Idee, uomini,

176
Ανατολή πέτυχαν κάποια προνόμια από τους Φατιμίδες χαλίφηδες που τους
παραχώρησαν την άδεια να ιδρύσουν στα Ιεροσόλυμα δύο μοναστήρια και ένα
ξενώνα-νοσοκομείο για τους προσκυνητές από τη Δυτική Ευρώπη.563 O Amato di
Montecassino ( ;-1101) αποδίδει την ίδρυση του ξενώνα των Αμαλφιτανών στα
Ιεροσόλυμα στον ευγενή Pantaleo, γιο του Maurus.564 Τα μοναστήρια ήταν το ένα
ανδρικό και το άλλο γυναικείο και πέρα από τον θρησκευτικό χαρακτήρα,
προορίζονταν για τη φιλοξενία ανδρών και γυναικών από το Αμάλφι.565 Οι
Αμαλφιτάνοι πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικά για θρησκευτικούς λόγους,
δεδομένου ότι τότε η πόλη δεν είχε μεγάλη εμπορική σημασία, αλλά ο Guillaume
de Tyr αναφέρει ξεκάθαρα ότι η εύνοια που απολάμβαναν από τους Φατιμίδες
ηγέτες οφειλόταν στις εμπορικές τους δραστηριότητες στην περιοχή και ότι ήταν
“οι πρώτοι που ήρθαν σε αυτά τα μέρη [Συρία και Αίγυπτο] για να κάνουν εμπόριο,
φέρνοντας με σκοπό το κέρδος εμπορεύματα που η Ανατολή δεν είχε ξαναδεί”·566
λίγο παρακάτω η ίδια η πηγή διευκρινίζει ότι οι Αμαλφιτάνοι εμπορεύονταν στην
Εγγύς Ανατολή υπό τόσο καλές συνθήκες “χάρη στα αναγκαία υλικά που
έφερναν”.567 Τα αναγκαία (για τους μουσουλμάνους) υλικά ήταν η ξυλεία και σε
μικρότερο βαθμό τα μέταλλα.568 Οι Αμαλφιτάνοι είχαν ιδρύσει ένα ξενώνα και
στην Αντιόχεια, πόλη όπου πήγαιναν για εμπορικούς και όχι θρησκευτικούς
λόγους.569 Η ίδρυση του ξενώνα στην Αντιόχεια χρονολογείται πιθανώς γύρω στη
δεκαετία του 1050, αλλά όπως αναφέραμε ανώτερα, υπάρχουν ενδείξεις για τη
εγκατάσταση εμπόρων από το Αμάλφι ήδη από τον 9ο αιώνα, όταν ήταν ακόμη

oggetti (secoli XI-XVI), Genova 19-24 aprile 1994, 53-79 [= D. Jacoby, Byz., Latin Romania, X]. –
C. Renzi Rizzo, I rapporti diplomatici fra il re Ugo di Provenza e il califfo ‘Abd ar-Rahmān III:
fonti cristiane e fonti arabe a confronto, Reti Medievali-Rivista (2002.2 luglio-dicembre),
htpp://retimedievali.it, σσ. 6 και 7 από 21. Για την παραγωγή μεταξιού στη βυζαντινή Νότια Ιταλία
και την εμπορία του στις ισλαμικές αγορές από τους Ιταλούς βλ. A. Guillou, Le soie du katépanat
d’Italie (IX-XI sec.), TM 6 (1976), 69-84 [= A. Guillou, Culture et société, ΧΙΙ]. Για τις
δραστηριότητες των Αμαλφιτανών εμπόρων στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία βλ. M. Berza, Amalfi
preducale, 434 κ. ε. – Y. Renouard, Hommes d’affaire, 34-41. – A. Citarella, Commerce. – Μ.
Balard, Amalfi et Byzance. – G. Imperato, Amalfi, 69-76. – Vera von Falkenhausen, Amalfi, 19-26.
563
Guillaume de Tyr, XVIII, 4-5 (σσ. 822-826) – Amatus di Montecassino, VIII, 3, (σ. 342).
564
Amatus di Montecassino, 342. Για την οικογένεια του Maurus και του Pantaleo και για το
εξέχοντα ρόλο που διαδραμάτισε στην ιστορία του Αμάλφι κατά τον 11ο αιώνα, κυρίως σε σχέση
με τους Βυζαντινούς και την αμαλφιτάνικη παροικία στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Y. Renouard,
Hommes d’affaire, 35-39. – Μ. Balard, Amalfi et Byzance. - Vera von Falkenhausen, Amalfi, 20-
22.
565
Guillaume de Tyr, XVIII, 5 (σ. 824-825). Ένα αμαλφιτάνικο μοναστήρι, αφιερωμένο στην
Παναγία (S. Maria degli Amalfitani) υπήρχε και στο Άγιο Όρος. Ιδρύθηκε προς το τέλος του 10ου
αιώνα και κατοικήθηκε από Αμαλφιτάνους και άλλους Ιταλούς μοναχούς μέχρι το 1287. A.
Pertusi, Monasteri e monaci italiani all’Athos nell’alto medioevo, εν Le millénaire du Mont Athos,
[Études et Mélanges I], Chevetogne 1963, 217-251.
566
Guillaume de Tyr, XVIII, 4 (σ. 823): “primi merces peregrinas, et quas Oriens prius non
noverat, ad supra nominatas partes lucri faciendi gratia inferre tentaverunt”.
567
Guillaume de Tyr, XVIII, 4 (σ. 823): “pro rebus necessaris quas inferebant”.
568
Οι Αμαλφιτάνοι είχαν εύκολη πρόσβαση στα, τότε πλούσια, δάση της Νότιας Ιταλίας ενώ
υστερούσαν απέναντι στους Βενετούς για όσο αφορά τα μέταλλα, που οι δεύτεροι προμηθεύονταν
εύκολα και άφθονα από τα μεταλλωρυχεία της Κεντρικής Ευρώπης και των Δυτικών Βαλκανίων.
569
Amatus di Montecassino, 342, ο οποίος αποδίδει την ίδρυση και τη συντήρηση και αυτού του
ιδρύματος στη γενναιοδωρία του Pantaleo: “Et avoit fait cert hospital en Antioche et en
Herusalem; o la helemosine de sa ricchesce les soustenoit”.

177
υπό ισλαμική κυριαρχία. Επιβεβαιώνεται έτσι η μόνιμη παρουσία των
Αμαλφιτανών στη συριακή μεγαλούπολη και μετά την ανακατάληψή της από τους
Βυζαντινούς, όπως και η διαχρονικότητα των εκεί δραστηριοτήτων τους
ανεξάρτητα από ποιος κυβερνούσε την πόλη.
Αξιοσημείωτο και ενδεικτικό των καλών σχέσεων που διατηρούσαν οι
Αμαλφιτάνοι με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου είναι το γεγονός ότι τους είχε
επιτραπεί να πηγαίνουν και να εμπορεύονται και στο Κάιρο, όπου μάλιστα
διατηρούσαν ένα funduq, δηλαδή μία αποθήκευση εμπορευμάτων με ξενώνα για
τους εμπόρους.570 Τουλάχιστον από τα τέλη του 10ου αιώνα μία αμαλφιτάνικη
παροικία ήταν εγκατεστημένη στο Κάιρο. Οι Αμαλφιτάνοι απολάμβαναν την
εύνοια και τον σεβασμό των φατιμιδικών αρχών, όπως μαρτυρούν τα γεγονότα
του 996 στο Κάιρο που αναφέρονται από τους Άραβες ιστορικούς Yahya al-
Antākī και al-Musabbihī (στο al-Maqrīzī).571 Σύμφωνα με τον al-Antākī, τον Μάιο
του 996 οι Φατιμίδες είχαν ετοιμάσει στο λιμάνι του Καΐρου έναν στόλο για να
επιτεθούν στους Βυζαντινούς που είχαν εισβάλει στη Συρία,572 αλλά τα πλοία
καταστράφηκαν από μία πυρκαγιά την ίδια μέρα που είχε οριστεί για την
αναχώρησή τους (3 Μαΐου 996). Μερικές μέρες αργότερα ο λαός του Καΐρου που
πίστευε πως η πυρκαγιά οφειλόταν σε δολιοφθορά των Αμαλφιτανών εμπόρων
που βρίσκονταν στην πόλη, τους επιτέθηκε: 160 Αμαλφιτάνοι σκοτώθηκαν και το
κτήριο όπου στεγάζονταν μαζί με τα εμπορεύματά τους, το Dār al-Mānak,
λεηλατήθηκε. Ο μανιασμένος όχλος επιτέθηκε επίσης σε δύο εκκλησίες, των
Μελχιτών και των Νεστοριανών, και σκότωσε τον νεστοριανό επίσκοπο Yūsuf aš-
Šīzīrī. Μόλις πληροφορήθηκε τα επεισόδια ο βεζίρης ‘Isà bin Nastūrus, που ήταν
κόπτης χριστιανός, κατέβηκε στην πόλη και διέταξε να σταματήσουν οι λεηλασίες
και να προστατευτούν οι Αμαλφιτάνοι. Αργότερα οι πρωταίτιοι των επεισοδίων
τιμωρήθηκαν και επιστράφηκαν στους Αμαλφιτάνους όσα τους είχαν κλαπεί.573
Σχεδόν ίδια είναι η εκδοχή των γεγονότων του al-Musabbihī, ο οποίος όμως
κατεβάζει στους 107 τον αριθμό των εμπόρων που σκοτώθηκαν, ενώ υπολογίζει

570
C. Cahen, Un texte, 6. – Του ίδιου, Douanes, 265-266. – Του ίδιου, Ports, 312-313. – S. D.
Goitein, Mediterranean Trade, 54. - S. Labib, Commercial Policy, 66. Για να πηγαίνει κάποιος
ξένος από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο χρειαζόταν ειδική άδεια και την πληρωμή επιπρόσθετων
φόρων. C. G. Mor, Diritti, 635. Ο Citarella εικάζει πως το προνόμιο των Αμαλφιτανών να
διαθέτουν δικό τους χάνι στο Κάιρο ήταν η αμοιβή για τη ναυτική υποστήριξη που οι Αμαλφιτάνοι
πρόσφεραν στους Φατιμίδες, όταν αυτοί κατέλαβαν την Αίγυπτο το 969. A. Citarella, Relations,
310.
571
Ο Cahen υπήρξε ο πρώτος, με το άρθρο του Un texte peu connu relatif au commerce oriental
d’Amalfi au Xe siècle, δημοσιευμένο το 1954, που τόνισε τη σημασία των χωρίων του al-Antākī
και του al-Musabbihī για την ιστορία του εμπορίου των Ιταλών, και συγκεκριμένα των
Αμαλφιτανών, με τον ισλαμικό κόσμο, παρόλο που τα κείμενα ήταν γνωστά εδώ και πολλές
δεκαετίες στους Ευρωπαίους μελετητές και ιστορικούς.
572
O al-Antākī αναφέρεται στις επιδρομές που ο νέος δούκας της Αντιόχειας Δαμιανός
Δαλασσηνός πραγματοποίησε στην περιοχή της Τρίπολης κατά την άνοιξη του 996, επιδρομές που
ο ίδιος ο ιστορικός είχε προηγουμένως αναφέρει. Al-Antākī, ΙΙ, 444.
573
Al-Antākī, II, 447-448.

178
την αξία των λεηλατηθέντων αγαθών στα 90.000 δηνάρια.574 Σύμφωνα πάντα με
τον al-Musabbihī, τα γεγονότα έλαβαν χώρα στις 16 Μαΐου.575 Οι πληροφορίες
των παραπάνω πηγών είναι πολύτιμες επειδή μαρτυρούν την ύπαρξη μόνιμου
εμπορικού κέντρου των Αμαλφιτανών στο Κάιρο, το Dār al-Mānak (ή Dār al-
Mātak σύμφωνα με τον al-Musabbihī), και τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών
τους στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα. Η αντίδραση των αιγυπτιακών αρχών στα
βίαια επεισόδια είναι επίσης ενδεικτική της πολιτικής των Φατιμιδών απέναντι
στους Ιταλούς εμπόρους, κυρίως σε εκείνους οι οποίοι, όπως οι Αμαλφιτάνοι,
έρχονταν από πόλεις που είχαν πάντοτε ειρηνικές και φιλικές σχέσεις με τους
μουσουλμάνους.576
Βάσει των πληροφοριών που διαθέτουμε, γνωρίζουμε πως οι Ιταλοί έμποροι
που πήγαιναν στην Αίγυπτο ταξίδευαν τις περισσότερες φορές σε νηοπομπή
(conservagium ή in conserva) για μεγαλύτερη ασφάλεια κατά των πειρατικών
επιθέσεων, αλλά και για την παροχή άμεσης βοήθειας σε περίπτωση τεχνικών
προβλημάτων ή ναυαγίου.577 Αρχικά τα βενετικά καράβια ακολουθούσαν τη
γραμμή Αδριατική-Ιόνια Νησιά-Πελοπόννησος-Κυκλάδες-Ρόδος-Αλεξάνδρεια,578
η οποία εξυπηρετούσε και τα συμφέροντα που οι Βενετοί έμποροι είχαν τότε στον
ελλαδικό χώρο και στην Αλβανία.579 Την ίδια γραμμή, από την Κάτω Αδριατική
μέχρι την Αίγυπτο, χρησιμοποιούσαν και οι Αμαλφιτάνοι, οι οποίοι, όπως
αναφέραμε, σύχναζαν και στην Αδριατική, μέσω της οποίας έστελναν τα
εμπορεύματά τους στη Βενετία και από εκεί στην Παβία. Η ύπαρξη μίας
σημαντικής παροικίας τους στις ακτές της Αλβανίας, συγκεκριμένα στο Δυρράχιο,
μαρτυρείται από την Άννα Κομνηνή για τα χρόνια πριν από τον πόλεμο κατά των
Νορμανδών του 1081-1085.580
Παράλληλα με την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του διεθνούς μεσογειακού
εμπορίου, δημιουργούνταν στις ιταλικές πόλεις νέες εμπορικές και
χρηματοοικονομικές τεχνικές. Εξακολουθούσε να υφίσταται η παλιά πρακτική
του δανεισμού χρημάτων με τόκο (mutuum), πρακτική που ποτέ δεν είχε

574
Το ισλαμικό χρυσό δηνάριο (dīnār, πληθ. danānir) αντιστοιχούσε περίπου στον χρυσό
βυζαντινό νόμισμα και είχε βάρος 4,25 γρ. Βλ. λήμμα “Dīnār” (G. C. Miles), E.I.2.
575
Maqrīzī, Khitat, II, 195-196.
576
Αυτό το θέμα όπως επίσης και εκείνο της ονομασίας των Ιταλών στις αραβικές πηγές θα
εξετασθεί αναλυτικότερα παρακάτω σε αυτό το ίδιο κεφάλαιο.
577
G. Luzzato, Venezia, 22. - S. D. Goitein, Unity, 39. – C. Cahen, Douanes, 235. - G. Vismara,
Diritto, 703. Την ίδια πρακτική ακολουθούσαν και οι μουσουλμάνοι. Βλ. H. S. Khalilieh, Security
protection and naval escort during the 10th and 12th centuries in the Islamic Mediterranean, GA 7-8
(1999-2000), 221-232. – Του ίδιου, Capacity and regulations against overloading of commercial
ships in Byzantine and Islamic maritime practices, JMH 31 (2005), 243-263.
578
D. Jacoby, Crete, 518-519.
579
Βενετικά ιδιωτικά έγγραφα αναφέρονται σε οικονομικές δραστηριότητες των Βενετών στην
Κόρινθο, στη Θήβα και στο Δυρράχιο κατά τον 11ο αιώνα. R. Morozzo della Rocca-A. Lombardo,
Documenti, αρ. 12, 13, 18, 20, 25, 26. Για τις εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών και των
Αμαλφιτανών στην Αλβανία, κυρίως στο Δυρράχιο βλ. A. Ducellier, L’Albanie entre Orient et
Occident aux XIe et XIIe siècles. Aspects politiques et économiques, CCM 19 (1976), 1-7 [= A.
Ducellier, L’Albanie entre Byzance et Venise. Xe-XVe siècles, VR, London 1987, XV]. – Του ίδιου,
Façade, 64-71.
580
Άννα Κομνηνή, VI, 6, 4 (σ. 180). Βλ. την προηγούμενη υποσημείωση.

179
νομιμοποιηθεί πλήρως στη Δυτική Ευρώπη, επειδή θεωρούνταν πράξη
τοκογλυφίας και καταδικαζόταν από την εκκλησία.581 Για να αποφευχθούν οι
κατηγορίες για τοκογλυφία επινοήθηκε το ναυτικό δάνειο (mutuum ή venditio),
όπου ο οφειλέτης υποχρεούνταν να επιστρέψει τα χρήματα στον δανειστή μόνο αν
το πλοίο που μετέφερε τα χρήματα ή τα εμπορεύματα που είχαν αγοραστεί με
αυτό το χρήμα ολοκλήρωνε το ταξίδι του και επέστρεφε με ασφάλεια στο λιμάνι
αναχώρησης. Σε αντάλλαγμα ο δανειστής θα εισέπραττε ένα ποσό πέραν από το
επιστρεφόμενο αρχικό κεφάλαιο, το ύψος του οποίου οριζόταν κάθε φορά στο
συμβόλαιο. Επειδή με αυτό το σύστημα δανεισμού ο δανειστής διέτρεχε τον
κίνδυνο να χάσει όλο το κεφάλαιο που είχε επενδύσει, το ναυτικό δάνειο δεν
θεωρούνταν πράξη τοκογλυφίας και τα επιπλέον χρήματα που κέρδιζε ο
δανειστής θεωρούνταν μία νόμιμη και θεμιτή ανταμοιβή για το ρίσκο που είχε
αναλάβει.582 Υπήρχε μετά το σύστημα της commenda, το οποίο αποτέλεσε μία
πραγματική επανάσταση στο θαλάσσιο εμπόριο της μεσαιωνικής Ιταλίας και
επέτρεψε τη ραγδαία άνοδο των εμπορικών δραστηριοτήτων κατά τον 11ο
αιώνα.583 Η βασική ιδέα ήταν ότι ο κεφαλαιούχος και ο επιχειρηματίας, που ήταν
πάντα ένας έμπορος, συνεργάζονταν: ο πρώτος έβαζε το κεφάλαιο, ο δεύτερος
αναλάμβανε τη διαχείριση του χρήματος και τις σχετικές εργασίες. Η commenda
ονομαζόταν collegantia στη Βενετία, ενώ σε άλλες πόλεις είχε άλλα ονόματα:
accomendatio, societas maris, entica, κ. ά. Υπήρχαν η απλή commenda και η
διμερής commenda.584 Η απλή commenda προέβλεπε ότι ο κεφαλαιούχος
εμπιστευόταν ένα κεφάλαιο στον έμπορο, για να πραγματοποιήσει εμπορικές
συναλλαγές σε χώρες πέρα από τη θάλασσα, ενώ από την πλευρά του ο έμπορος
υποχρεούταν να επιστρέψει το αρχικό κεφάλαιο συν ένα προκαθορισμένο μερίδιο
από τα κέρδη· τα υπόλοιπα κέρδη αποτελούσαν την αμοιβή του εμπόρου.
Συνήθως ο κεφαλαιούχος επενδυτής έπαιρνε τα τρία τέταρτα των κερδών και ο
έμπορος το ένα τέταρτο. Οποιαδήποτε απώλεια του αρχικού κεφαλαίου για
οποιονδήποτε λόγο (ναυάγιο, πειρατική επίθεση, πυρκαγιά, κ.τ.λ.) θα επιβάρυνε
αποκλειστικά τον κεφαλαιούχο επενδυτή, ενώ οι απώλειες του εμπόρου θα

581
R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade, 157-158.
582
R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade, 168-169. – R. S. Lopez, Venezia, 24. – Y. Renouard,
Hommes d’affaire, 62.
583
Υπάρχουν προηγούμενα παρόμοιων πρακτικών ήδη από την αρχαία Βαβυλώνα, αλλά η
commenda είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων εξελίξεων του εθιμικού δικαίου των ιταλικών
πόλεων και ο χαρακτήρας της είναι καθαρά και αποκλειστικά τοπικός. R. S. Lopez-I. Raymond,
Medieval Trade, 174. Για την καινοτομία που αποτέλεσε το σύστημα της commenda στο
μεσαιωνικό εμπόριο βλ. R. S. Lopez, Quaranta anni, 28-30.
584
Η πρώτη αναφορά στην commenda βρίσκεται σε ένα βενετικό έγγραφο του 1073: είναι ένα
συμβόλαιο για μία διμερή commenda, που στο έγγραφο ονομάζεται collegantia σύμφωνα με το
βενετικό έθιμο, μεταξύ του Giovanni Lissado και του Sevasto Orefice, όπου ο πρώτος έβαζε 100
βενετικές λίβρες και ο δεύτερος 200. Οι δύο είχαν αγοράσει δύο μερίδια (sortes) του πλοίου του
καπετάνιου Gosmiro da Molino. O Lissado αναλάμβανε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει ένα
εμπορικό ταξίδι (taxegio) στη Θήβα, κατά τη διάρκεια του οποίου υποσχόταν ότι θα προσπαθούσε
να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από το κεφάλαιο που θα επένδυαν από κοινού. R.
Morozzo Della Rocca-A. Lombardo, Documenti, αρ. 13.

180
αποτελούνταν από τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη.585 Το σύστημα της απλής
commenda φαινομενικά δεν συνέφερε πολύ τον έμπορο ο οποίος κέρδιζε πολύ
λίγα σε σχέση με τον επενδυτή που έμενε στο σπίτι, ενώ ο ίδιος κινδύνευε σε ένα
μακρινό και δύσκολο ταξίδι· ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο οι έμποροι συνήθως
έπαιρναν μέρος συγχρόνως σε πολλές commende, μεταφέροντας στο ίδιο πλοίο
διάφορα εμπορεύματα που είχαν αγοράσει με κεφάλαια από διαφορετικούς
επενδυτές και έτσι κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού κέρδιζαν μερίδια από
περισσότερες commende.586 Στη διμερή commenda, η οποία στη Γένοβα
ονομαζόταν συνήθως societas, και οι δύο πλευρές επένδυαν χρήματα σε ένα
εμπορικό ταξίδι: αυτός που έμενε σπίτι συνεισέφερε με τα δύο τρίτα του
συνολικού κεφαλαίου, ενώ ο έμπορος που θα ταξίδευε έβαζε το υπόλοιπο τρίτο.
Στο τέλος, μετά την επιστροφή των αρχικών κεφαλαίων, ο έμπορος έπαιρνε τα
μισά κέρδη από τα δύο τρίτα που είχε επενδύσει ο συνέταιρός του και όλα τα
κέρδη του ενός τρίτου του κεφαλαίου που ο ίδιος είχε επενδύσει. Σε περίπτωση
απώλειας του φορτίου ή του αρχικού κεφαλαίου η απώλεια αυτή θα επιβάρυνε και
τους δύο συνεταίρους ανάλογα με το μερίδιο του καθενός.587 Τέλος, υπήρχε η
πρακτική να διαιρείται η χωρητικότητα ενός πλοίου σε πολλά μερίδια (sortes,
partes, loca), τα οποία διαθέτονταν σε διάφορους επενδυτές για τη διάρκεια ενός
ταξιδιού· όσοι αγόραζαν ένα μερίδιο μπορούσαν να συνεργάζονται όλοι μαζί ή να
χρησιμοποιήσει ο καθένας τα δικά του μερίδια του πλοίου όπως προτιμούσε (να
τα νοικιάσει σε τρίτους, να τα δώσει σε commenda, κ.τ.λ.).588
Όλες αυτές οι εμπορικές πρακτικές επέτρεπαν στους εμπόρους να βρουν τα
απαραίτητα κεφάλαια για τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό και έλυσε το
πρόβλημα της έλλειψης ρευστού χρήματος που ταλάνιζε την οικονομία της
Ιταλίας κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα.589 Από την άλλη, αυτά τα
συστήματα επέτρεπαν στους κεφαλαιούχους να επενδύουν τα χρήματα που
κέρδιζαν από τις έγγειες και άλλες ακίνητες περιουσίες τους στο εμπόριο,590 χωρίς
να ασχοληθούν με αυτό αυτοπροσώπως και χωρίς να περιπέσουν στο αμάρτημα –
και αδίκημα – της τοκογλυφίας.591 Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί ο ρόλος του

585
R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade, 174-176. - R. S. Lopez, Venezia, 24. – Y. Renouard,
Hommes d’affaire, 63.
586
R. Cessi, Venezia ducale, 152.
587
R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade, 175.
588
R. S. Lopez, Colonie, 45. – R. S. Lopez-I. Raymond, Medieval Trade, 175-176. – Y. Renouard,
Hommes d’affaire, 73.
589
R. S. Lopez, Commercio, 587-588. – Του ίδιου, East and West, 122-126. – Του ίδιου, Bilancia
dei pagamenti, 436-437.
590
Πολλοί Βενετοί κέρδιζαν μεγάλα χρηματικά ποσά από τα σπίτια που νοίκιαζαν στο Rialto και
σε άλλες κεντρικές περιοχές της Βενετίας όπου η αστική ανάπτυξη ήταν ιδιαίτερα αισθητή και
γρήγορη.
591
Σχεδόν όλοι οι πλούσιοι Βενετοί προόριζαν μέρος του εισοδήματός τους σε υπερπόντια
εμπορικά ταξίδια. Στη διαθήκη του δούκα Giustiniano Parteciaco του 829, αναφέρονται ένα προς
ένα όλα το περιουσιακά του στοιχεία (γαίες, δούλοι, σπίτια, οπωρώνες, αμπέλια, δάση,
βοσκοτόπια, τιμαλφή και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, κ.τ.λ.) και αναφέρονται επίσης 1200 λίβρες
που ο δούκας είχε επενδύσει σε ένα ναυτικό εμπορικό ταξίδι (... si salva de navigatione reversa
fuerit). R. Cessi, Documenti , I, αρ. 53, σσ. 93-99. Βλ. επίσης R. S. Lopez, Commercio, 586. – G.

181
εμπόρου, ο οποίος στα έγγραφα της εποχής χαρακτηρίζεται ως procertans, δηλαδή
μαχητής,592 ενώ κατά κανόνα πριν από κάθε ταξίδι ο έμπορος έγραφε τη διαθήκη
του.593 Ένα ταξίδι στη Μεσόγειο αποτελούσε ακόμη μία επικίνδυνη πρόκληση
που απαιτούσε γνώσεις, εμπειρία, και τόλμη. Οι έμποροι και οι ναύτες έφερναν
πάντα μαζί τους στο ταξίδι τον κατάλληλο οπλισμό και έπρεπε να ήταν πάντα
έτοιμοι να πολεμήσουν.594
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες οι Βενετοί και οι Αμαλφιτάνοι έμποροι είχαν
καταφέρει μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα να αναπτύξουν σημαντική
δραστηριότητα στην Εγγύς Ανατολή και να ενισχύσουν την παρουσία τους σε
αυτές τις χώρες. Ωστόσο δεν μπορεί ακόμη να γίνει λόγος για εμπορικές παροικίες
του τύπου που οι Ιταλοί εγκατέστησαν λίγο αργότερα στα Σταυροφορικά Κράτη ή
που ήδη είχαν οι Βενετοί στην Κωνσταντινούπολη. Οι Φατιμίδες ήλεγχαν
αυστηρά τις εμπορικές δραστηριότητες στην επικράτειά τους και, παρόλο που
αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τους Αμαλφιτάνους και τους Βενετούς εμπόρους, δεν τους
παραχώρησαν ποτέ προνόμια παρόμοια με εκείνα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων
και των μετέπειτα Φράγκων ηγεμόνων της Συρίας και Παλαιστίνης. Στην Αίγυπτο
και στη Συρία οι Ιταλοί έμποροι πλήρωναν κανονικά τον βασικό φόρο επί του
εμπορίου που οι μουσουλμάνοι νομικοί είχαν ορίσει για τους αλλοδαπούς μη
μουσουλμάνους, δηλαδή το 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων, σε αντίθεση με
το 5% που πλήρωναν οι ημεδαποί μη μουσουλμάνοι (dhimmī) και με το 2,5% που
πλήρωναν οι μουσουλμάνοι.595 Πέρα από αυτόν τον φόρο υπήρχαν πολλοί άλλοι,
αλλά το σύνολο όλων αυτών των φόρων δεν ξεπερνούσε κατά κανόνα το 20% της
αξίας των εμπορευμάτων.596
Αξίζει εδώ να σημειωθούν κάποια χαρακτηριστικά του εμπορίου στο Κράτος
των Φατιμιδών σχετικά με τους Ιταλούς εμπόρους. Το πρώτο είναι ότι οι
πωλήσεις των προϊόντων στους Ιταλούς εμπόρους ήταν αποκλειστικότητα του
κράτους. Οι περισσότερες πωλήσεις γίνονταν με το σύστημα της halqa (‫)ﺣﻠﻘﺔ‬. Η
halqa ήταν μία μαζική πώληση δια πλειστηριασμού ενός προϊόντος υπό τον
έλεγχο των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών. Άλλα εμπορεύματα πωλούνταν
εκτός πλειστηριασμού, αλλά πάντα από τις κρατικές υπηρεσίες. Οι Ιταλοί έμποροι
πλήρωναν τα εμπορεύματα που αγόραζαν με χρυσά και αργυρά ισλαμικά
νομίσματα (dīnār και dirham αντίστοιχα)· για αυτό τον σκοπό έπρεπε να
δηλώσουν τον χρυσό και το ασήμι που είχαν μαζί τους και να τα παραδώσουν στο

Luzzato, Economia, 152-153. – R. S. Lopez, East and West, 158-159. – G. Ortalli, Venezia, 422-
423.
592
R. S. Lopez, Commercio, 586. – R. Cessi, Venezia ducale, 151. – R. S. Lopez, Quaranta anni,
31. – G. Cracco, Medioevo, 12.
593
G. Cracco, Medioevo, 12.
594
R. Cessi, Documenti, II, αρ. 49, σ. 87: “nisi tantum portent arma, cum quibus se defendere
possint ab inimicis”.
595
C. Cahen, Douanes, 226. Η διαφοροποίηση της φορολογίας ad personam με βάση τη θρησκεία
και την εθνικότητα του έμπορα ίσχυε για την περίοδο με την οποία ασχολούμαστε· αργότερα όμως
αυτή η διάκριση εγκαταλείφθηκε και η φορολογία ορίστηκε ανάλογα με το κάθε είδος
εμπορευμάτων.
596
C. Cahen, Douanes, 244-250.

182
κρατικό νομισματοκοπείο όπου μετατρέπονταν σε εγχώρια νομίσματα, με την
πληρωμή ενός φόρου κοπής.597 Το αιγυπτιακό κράτος πλήρωνε για τα
εμπορεύματα που αγόραζε από τους Ιταλούς τοις μετρητοίς (χρυσά νομίσματα)
μόνο για το ένα τρίτο της συνολικής αξίας των αγορών, ενώ το υπόλοιπο των
πληρωμών γινόταν με τη στυπτηρία (allume), τη στερεωτική ουσία που
χρησιμοποιούνταν για τη βαφή των υφασμάτων, προϊόν σπάνιο και απαραίτητο
για τις υφαντουργίες και τα βαφεία της Ευρώπης.598 Στην Αίγυπτο η στυπτηρία
ήταν υπό κρατικό μονοπώλιο και οι κάτοικοι των περιοχών όπου βρισκόταν ήταν
υποχρεωμένοι να την παραδίδουν στο κράτος.599 Το αιγυπτιακό κράτος
μονοπωλούσε και την αγορά των προϊόντων που οι Ιταλοί έμποροι έφερναν στα
λιμάνια του. Όλα τα εμπορεύματα αγοράζονταν από το κράτος σε μία τιμή που το
ίδιο καθόριζε. Αυτό το μέτρο μπορεί να φανεί εξαιρετικά δυσμενές για τους
Ιταλούς εμπόρους, οι οποίοι στερούνταν έτσι οποιαδήποτε διαπραγματευτική
δυνατότητα, αλλά στην πραγματικότητα οι Αιγύπτιοι απέφευγαν να
δυσαρεστήσουν τους προμηθευτές τους με υπερβολικά χαμηλές τιμές και όριζαν
πάντα μία δίκαια και συμφέρουσα για τους πωλητές τιμή.600 Οι Φατιμίδες ήταν
πολύ προσεκτικοί να μην αποθαρρύνουν τους ξένους εμπόρους να πηγαίνουν στις
αιγυπτιακές και συριακές αγορές, ιδίως με τους Ιταλούς, από τους οποίους
αγόραζαν στρατηγικά υλικά όπως ξυλεία, σίδηρο, όπλα και πίσσα. Εξάλλου, με
αυτό το σύστημα οι Ιταλοί έμποροι ήταν σίγουροι ότι θα πωλούσαν όλο το
εμπόρευμά τους, εκμηδενίζοντας τον κίνδυνο της μη πώλησής του. Οι Ιταλοί
πήγαιναν στην Αίγυπτο και στη Συρία για να επιστρέψουν όχι με πολλά χρήματα,
αλλά με τα καράβια τους φορτωμένα με εμπορεύματα που θα μεταπωλούσαν στις
αγορές της Ιταλίας, αποκτώντας έτσι πολύ μεγάλα κέρδη.601 Άλλη πηγή κέρδους
για τους Ιταλούς ήταν η μεταφορά χριστιανών προσκυνητών προς τους Αγίους
Τόπους, αλλά και μουσουλμάνων από τις δυτικές χώρες του Ισλάμ προς την
Αίγυπτο, απ’ όπου προχωρούσαν προς τη Μέκκα και τη Μεδίνα.602
Το εμπόριο των Αμαλφιτανών και των Βενετών στην Εγγύς Ανατολή
εντασσόταν σε ένα πλαίσιο καλών σχέσεων με τον ισλαμικό κόσμο και ιδιαίτερα
με το Κράτος των Φατιμιδών. Οι πολιτικές ηγεσίες του Αμάλφι και της Βενετίας
φρόντιζαν να διατηρούν και να βελτιώνουν τέτοιες σχέσεις, αποφεύγοντας, όσο
ήταν δυνατό, οποιαδήποτε προστριβή με τα ισλαμικά κράτη της Μεσογείου.
Ο δούκας της Βενετίας Pietro Β΄ Orseolo (991-1008) μόλις εξελέγη έστειλε
πρέσβεις στον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄, στους Βυζαντινούς
αυτοκράτορες Βασίλειο Β΄ και Κωνσταντίνο Η΄ και “σε όλους τους ηγεμόνες των

597
C. Cahen, Douanes, 255.
598
C. Cahen, Douanes, 260.
599
C. Cahen, Douanes, 260.
600
C. Cahen, Douanes, 252.
601
R. S. Lopez, East and West, 137-140. – C. Cahen, Douanes, 263. - Y. Renouard, Hommes
d’affaire, 31-35. – S. D. Goitein, Mediterranean Trade, 55-56. – A. Citarella, Commerce, 533. –
G. Imperato, Amalfi, 53-55, 73-84.
602
R. S. Lopez, East and West, 157-158. – M. Lombard, Marine adriatique, 178-179. – A.
Citarella, Commerce, 548-549. – G. Imperato, Amalfi, 82.

183
Σαρακηνών” για να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τις σχέσεις φιλίας που υπήρχαν
μεταξύ τους και της Βενετίας.603
Η φιλειρηνική πολιτική του Pietro B΄ Orseolo δεν τον απέτρεψε όμως να
επέμβει στρατιωτικά, όταν τα συμφέροντα της Βενετίας στην Αδριατική
απειλήθηκαν. Το 1000 ο ίδιος ηγήθηκε μίας μεγάλης ναυτικής εκστρατείας στη
Ίστρια και στη Δαλματία αναγκάζοντας τις πόλεις της περιοχής να αναγνωρίσουν
την βενετική επικυριαρχία.604 Δύο χρόνια αργότερα, όταν πληροφορήθηκε ότι
μουσουλμάνοι από τη Σικελία πολιορκούσαν το Μπάρι, έσπευσε επικεφαλής του
βενετικού στόλου να σώσει την πόλη. Οι Βενετοί αποβιβάστηκαν στο λιμάνι του
Μπάρι και μαζί με τις τοπικές δυνάμεις, υπό τη διοίκηση του κατεπάνω
Γρηγορίου, νίκησαν τους πολιορκητές και τους έτρεψαν σε φυγή.605 Τα γεγονότα
στο Μπάρι έγιναν δέκα χρόνια μετά την παραχώρηση από τον Βασίλειο Β΄ του
χρυσοβούλλου με το οποίο ρυθμίστηκαν κάποια θέματα σχετικά με το εμπόριο
των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη· σε αντάλλαγμα οι Βενετοί έπρεπε να
παρέχουν, όποτε ζητηθεί, στρατιωτική βοήθεια και ιδίως τη μεταφορά
στρατευμάτων από τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής και του Ιονίου στη
βυζαντινή Νότια Ιταλία (Λογγιβαρδία).606 Θα μπορούσε λοιπόν η βενετική
επέμβαση στο Μπάρι να ενταχθεί στο πλαίσιο των στρατιωτικών υποχρεώσεων

603
Iohannis Diaconus, 149: “in sui quidem honoris exordio Constantinopolytanos imperatores
omnesque Saracenorum principes suis legationibus placatos ac devotos amicos firma stabilitate
adquisivit. Nuncios etiam Saxoniam ad tercium Ottonem regem, praeclare indolis puerulum,
destinavit”. – Andrea Dandolo, Chronica extensa, 193. – Venetiarum historia, 66. O Heyd
(Commerce, 114), αποδεχόμενος την άποψη του Kohlschütter (Venedig unter der Herzog Peter II.
Orseolo, Göttingen, 1868, 16), αποκλείει το ενδεχόμενο να έστειλε ο δούκας Pietro Orseolo
πρέσβεις στους Ομαϋάδες χαλίφηδες της Κόρδοβας επειδή το εμπόριο με την ισλαμική Ισπανία
ήταν στα χέρια των Αμαλφιτανών. Ο ίδιος ο Heyd πιστεύει πως πρέπει να αποκλείεται και το
ενδεχόμενο αποστολής βενετικής πρεσβείας στη Βαγδάτη, επειδή ήταν πολύ μακριά. Κανένα από
τα δύο επιχειρήματα δεν είναι ωστόσο πειστικό: το γεγονός ότι οι Αμαλφιτάνοι είχαν αναπτύξει
καλές σχέσεις με τους Ομαϋάδες της Ισπανίας δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι απαγορευόταν σε
άλλες ξένες δυνάμεις να έχουν διπλωματικές επαφές με τους χαλίφηδες της Κόρδοβας. Όσο για τη
Βαγδάτη, η απόσταση καθ’ αυτή – εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι επρόκειτο για μία πρεσβεία και
όχι για εμπορικό ταξίδι – δεν είναι αρκετή για να αμφισβητηθεί η μαρτυρία της πηγής. Οι απόψεις
του Heyd και του Kohlschütter επαναλαμβάνονται από τη Nallino, με την ίδια επιχειρηματολογία,
στο άρθρο της Il mondo arabo e Venezia fino alle crociate, εν La Venezia del Mille, Firenze 1965,
161-181, στις σελίδες 175-176.
604
Iohannis Diaconus, 156-160. – Andrea Dandolo, Chronica extensa, 193. – Venetiarum historia,
66. – Andrea Dandolo, 197-199. – Venetiarum historia, 67-68. Μετά την εκστρατεία ο δούκας
Pietro B΄ Orseolo πρόσθεσε στον τίτλο του δούκα των Βενετών αυτόν του δούκα των Δαλματών
(dux Veneticorum et Dalmaticorum) που χρησιμοποιήθηκε από τους δούκες/δόγηδες της Βενετίας
μέχρι το τέλος του Βενετικού Κράτους (1797). Για την εκστρατεία του 1000 στη Δαλματία βλ. R.
Cessi, Pol., Ec., Rel., 243-246. – A. Pertusi, Alto Adriatico, 80-82. – E. Sestan, Dalmazia, 101-104.
– J. Tadić, Adriatico, 691-692. – G. Ortalli, Venezia, 426-428. – D. Nicol, Venezia e Bisanzio, 64-
66.
605
Iohannis Diaconus, 165-166. – Andrea Dandolo, 202. – Venetiarum historia, 69. – Annales
Barenses, 53 (για το έτος 1003). – Lupus Protospatarius, 56. Για τη χρονολογία των γεγονότων βλ.
G. Fedalto, Bari, 27.
606
Το κείμενο του χρυσοβούλλου εκδόθηκε από S. Romanin, Storia documentata di Venezia, I,
Venezia 1853, έγγ. XIII. – Tafel-Thomas, Urkunden, αρ. 17. – K. E. Zachariä, Jus Greco-
Romanum. III. Novellae Constitutiones imperatorum post Justinianum, Leipzig, 1857, (2η εκδ. Γ.
Ζέπος, Αθήνα 1931). – R. Cessi, Documenti, II, αρ. 68, σσ. 135-137. - M. Pozza-G. Ravegnani,
Τrattati, 21-25.

184
που οι Βενετοί είχαν απέναντι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά οι νεότεροι
ιστορικοί αποκλείουν αυτό το ενδεχόμενο και θεωρούν την αποστολή του στόλου
στο Μπάρι αυτόβουλη και αυτόνομη πράξη της βενετικής κυβέρνησης, για να
αποφευχθεί η εκ νέου εγκατάσταση ισλαμικής βάσης στην Κάτω Αδριατική. Οι
μελετητές συσχετίζουν μάλιστα την επιχείρηση του 1002 με τις πρόσφατες
επιτυχίες του Pietro Orseolo στην Ίστρια και στη Δαλματία και την
νεοαποκτηθείσα κυρίαρχη θέση των Βενετών στην Αδριατική.607 Βέβαιο είναι ότι
στις πηγές δεν υπάρχει καμία αναφορά σε έκκληση για βοήθεια προς τον δούκα
της Βενετίας από τους Βυζαντινούς, όπως είχε συμβεί σε όλες τις προηγούμενες
περιπτώσεις (827 ή 828, 829, 840).608
Πάντως, ήταν η πρώτη φορά από το 867 (δεύτερη ναυμαχία του Τάραντα) που
Βενετοί και μουσουλμάνοι πολέμησαν μεταξύ τους. Όπως και τότε, η μάχη του
Μπάρι δεν είχε καμία επίπτωση στις εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών στις
ισλαμικές χώρες ούτε προκάλεσε κάποια κρίση στις σχέση της Βενετίας με τον
ισλαμικό κόσμο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επίθεση κατά του Μπάρι είχε
πραγματοποιηθεί από κάποιον πολέμαρχο της Σικελίας με προσωπική του
πρωτοβουλία και χωρίς καμία εντολή από κάποιο ισλαμικό κράτος.609
Το Αμάλφι ακολουθούσε απέναντι στους μουσουλμάνους την ίδια πολιτική με
τους Βενετούς. Όμως σε αντίθεση με τους Βενετούς οι Αμαλφιτάνοι έμποροι ήταν
πιο δραστήριοι και είχαν περισσότερα συμφέροντα στις ισλαμικές αγορές παρά
στις βυζαντινές.610 Δεν είναι τυχαίο πως η άνοδος του Αμάλφι συνέπεσε με το
απόγειο της ναυτικής δύναμης των μουσουλμάνων στη Μεσόγειο, κυρίως μετά
την κατάκτηση της Σικελίας.611 Σε μία μικρή πόλη όπως το Αμάλφι που βάσιζε
σχεδόν όλη την οικονομία της στο διεθνές εμπόριο, η εξωτερική πολιτική ήταν
καθορισμένη προ παντός από τα εμπορικά συμφέροντα· μία κατάσταση πολέμου
ή ακόμη και σχέσεις μη φιλικές με τους μουσουλμάνους θα επέφεραν τεράστιες
ζημιές στο Αμάλφι, εξ ου η ανάγκη να συνεργάζονται οι Αμαλφιτάνοι με τους
μουσουλμάνους.612 Ενδεικτικό του βάθους και της αρχαιότητας των σχέσεων
μεταξύ των Αμαλφιτανών και μουσουλμάνων, καθώς και της αμοιβαίας
πολιτισμικής επιρροής είναι μεταξύ άλλων το γεγονός ότι τα πρώτα νομίσματα
που κόπηκαν στο Αμάλφι ήταν απομιμήσεις του ισλαμικού dīnār και είχαν το
αραβικό όνομα tarì (‫يرط‬, που σημαίνει “φρέσκος”, με την έννοια ότι το νόμισμα
είχε μόλις κοπεί)· αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι το αμαλφιτάνικο

607
R. Cessi, Pol., Ec., Rel., 246-247. – A. Pertusi, Venezia e Bisanzio, 130-131. – G. Fedalto, Bari,
25.
608
Βλ . αν. σ. 149.
609
Annales Barenses, 53: “Hoc anno obsessa est civitas Bari a Saphi apostata atque caiti”. – Lupus
Protospatarius, 56: “obsedit Sapi caytus Barum adstante Maio”. Στις αραβικές πηγές δεν υπάρχει
καμία αναφορά στην πολιορκία του Μπάρι του 1002.
610
A. Citarella, Relations, 300-301.
611
A. Citarella, Relations, 302-303. – Του ίδιου, Commerce, 531.
612
A. Citarella, Relations, 303. Το Αμάλφι, όπως είδαμε δεν συμμετείχε ποτέ σε καμία από τις
αντισλαμικές συμμαχίες που οργανώθηκαν κατά καιρούς στην Ιταλία, με μοναδική εξαίρεση την
εκστρατεία του 846 για την υπεράσπιση της Ρώμης.

185
νόμισμα έφερε δίγλωσση επιγραφή, στα λατινικά και στα αραβικά· μάλιστα η
αραβική επιγραφή που ήταν χαραγμένη στον εμπροσθότυπο του νομίσματος είναι
η σιιτική ομολογία πίστεως (šahāda): “δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Θεό
και Μωάμεθ είναι ο απόστολος του Θεού και Άλι είναι ο φίλος Του”· αυτό επειδή
το πρότυπο ήταν τα νομίσματα των Φατιμιδών. Στον οπισθότυπο των νομισμάτων
ήταν χαραγμένος ο σταυρός.613 Έτσι στο Αμάλφι, όπως και στο κοντινό Σαλέρνο,
τα νομισματοκοπεία παρήγαν ειδικά νομίσματα, με ισλαμικά και χριστιανικά
σύμβολα μαζί. Το αμαλφιτάνικο ταρί, υπήρξε ένα νόμισμα εξαιρετικά πετυχημένο
και θα χρησιμοποιηθεί ευρέως κατά τους επόμενους αιώνες σε όλες τις αγορές της
Μεσογείου, ακόμη και μετά την προσάρτηση της πόλης στο Νορμανδικό
Βασίλειο.614
Παρά τις συχνές και καλές σχέσεις που είχαν με τα ισλαμικά κράτη, μέχρι τον
12ο αιώνα η Βενετία και το Αμάλφι δεν συνήψαν καμία επίσημη συνθήκη με
αυτά, γεγονός που πιθανώς οφείλεται στην επιθυμία να μη προκληθούν
αντιδράσεις από τον πάπα και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες.615 Βενετοί
και Αμαλφιτάνοι απέφυγαν, όσο ήταν δυνατό, να λάβουν ξεκάθαρες θέσεις στην
εξωτερική πολιτική τους, θέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις
εξίσου καλές σχέσεις που είχαν με το Βυζάντιο. Αυτή η αμφιλεγόμενη και
διφορούμενη στάση μαρτυρείται σε διάφορες περιπτώσεις στην ιστορία των δύο
πόλεων: όπως όταν ο πάπας κάλεσε τους Αμαλφιτάνους να απορρίψουν την
φιλοϊσλαμική τους πολιτική και να πολεμήσουν τους απίστους, ή όταν ζητήθηκε
από τις δύο πόλεις να συμμορφωθούν και να συμμετάσχουν στον εμπορικό
αποκλεισμό κατά των ισλαμικών χωρών.

4.2. Οι έμποροι-πολεμιστές: Πιζάνοι και Γενοβέζοι στην Κεντρική και


Δυτική Μεσόγειο.

Η ειρηνική προσέγγιση των Αμαλφιτανών και των Βενετών στον ισλαμικό


κόσμο, με κύριο γνώμονα τα αμοιβαία οικονομικά συμφέροντα, ήταν σε αντίθεση

613
G. Imperato, Amalfi, 100-101. Τα νομίσματα του Αμάλφι και του Σαλέρνο θα εξακολουθήσουν
να φέρνουν την αραβική επιγραφή για περίπου έναν αιώνα.
614
Για αυτά τα νομίσματα βλ. Ph. Grierson, La monetazione amalfitana nei secoli XI e XII, εν
Amalfi nel medioevo, Atti del Convegno Internazionale, 14-16 giugno, Salerno 1977, 217-243 [=
Ph. Grierson, Numismatics, ΙV]. Για τα νομίσματα του Σαλέρνο βλ. Ph. Grierson, The Salernitan
Coinage of Gisulf II (1052-1077) and Robert Guisard (1077-1085), Papers of the British School at
Rome, XXIV (1956), 37-59 [= Ph. Grierson, Numismatics, ΙΙ]. – Του ίδιου, La cronologia della
monetazione salernitana nel secolo XI, Rivista Italiana di Numismatica, LXXIV (1972), 153-165
[= Ph. Grierson, Numismatics, ΙΙΙ].
615
A. Citarella, Commerce, 550. Είδαμε όμως πως ο δούκας Pietro B΄ Orseolo έστειλε πρεσβείες
στους μουσουλμάνους ηγεμόνες και γενικά υπήρχαν διπλωματικές επαφές με τους
μουσουλμάνους.

186
με εκείνη των Πιζάνων και των Γενοβέζων, οι οποίοι οδηγήθηκαν στον δρόμο της
βίαιης αντιπαράθεσης και του πολέμου με τους μουσουλμάνους.616
Η άνοδος της ναυτιλίας στο Αμάλφι και στη Βενετία οφειλόταν στις
αυξανόμενες εμπορικές δραστηριότητες των πόλεων αυτών, ενώ η Γένοβα και η
Πίζα εξελίχθηκαν σε μεγάλες ναυτικές δυνάμεις με τους νικηφόρους πολέμους
κατά των μουσουλμάνων στην Κεντρική και Δυτική Μεσόγειο καθ’ όλο τον 11ο
αιώνα. Σε αντίθεση προς τη Βενετία και το Αμάλφι, η Γένοβα και η Πίζα
λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τους μουσουλμάνους, αλλά κατάφεραν
μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να αναδιοργανωθούν και να περάσουν στην
αντεπίθεση. Από την αρχή της ενδόξου ναυτικής τους ιστορίας, Πιζάνοι και
Γενοβέζοι υπήρξαν συγχρόνως ναύτες και στρατιώτες, έμποροι και πολεμιστές.
Οι πρώτες λακωνικές αναφορές στις σχέσεις μεταξύ της Πίζας και των
μουσουλμάνων κάνουν λόγο μόνο για επιθέσεις και αντεπιθέσεις. Το 1004 (το
1005 σύμφωνα με το χρονολογικό σύστημα των Πιζάνων)617 η Πίζα δέχθηκε
επίθεση από τους μουσουλμάνους που την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν.618 Η
πόλη πιθανώς δεν προστατευόταν ακόμη από τις οχυρώσεις που έναν αιώνα
αργότερα θα προκαλέσουν τον θαυμασμό των Αράβων γεωγράφων, γεγονός που
την καθιστούσε ευάλωτη στις επιθέσεις των μουσουλμάνων από τη θάλασσα.619
Οι Πιζάνοι απάντησαν με μία εκστρατεία στα στενά της Μεσσήνης κατά τη
διάρκεια της οποίας καταναυμάχησαν τον εχθρό απέναντι στο Ρήγιο στις 6
Αυγούστου 1005.620 Η νίκη στο Ρήγιο απομάκρυνε από την Πίζα την απειλή των
μουσουλμάνων της Σικελίας, αλλά στα επόμενα χρόνια αυξήθηκε η
επικινδυνότητα στη θάλασσα των μουσουλμάνων της Ισπανίας (al-Andalus).621

616
Παρόλο που οι λόγοι που οδήγησαν την Πίζα και τη Γένοβα σε πολεμική αντιπαράθεση με τους
μουσουλμάνους ήταν κυρίως στρατιωτικοί και οικονομικοί δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι
θρησκευτική και ιδεολογική πτυχές των πολέμων αυτών. Βλ. γι’ αυτό E. Salvatori, Gens
Saracenorum perit sine laude suorum. L’idée de guerre sainte dans les sources pisanes du XIe au
XIIe siècle, εν Regards croisés sur la guerre sainte. Guerre, religion et idéologie dans l’espace
méditerranéen de la fin du XIe au XIIIe siècle, Atti del Convegno Internazionale di Madrid, Madrid
11-13 aprile 2005, Madrid 2006, 229-250.
617
Στην Πίζα ο χρόνος άρχιζε στις 25 Μαρτίου (“a die incarnacionis Domini”, από την ήμερα
ενσάρκωσης του Θεού), πέρα από αυτό, όμως, η μέτρηση των ετών είχε μετατεθεί ένα χρόνο μετά.
Το πιζανικό έτος δηλαδή άρχιζε 9 μήνες και 6 ημέρες πριν από το κανονικό έτος, και μόνο οι
ημερομηνίες από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 24 Μαρτίου αναφέρονταν στο ίδιο έτος και στα δύο
ημερολόγια. Έτσι, π. χ., η 25η Απριλίου 1100 more pisano, αντιστοιχεί στη δική μας 25η Απριλίου
1099, ενώ η 10η Ιανουαρίου 1099 είναι η ίδια ημερομηνία και για τα δύο ημερολόγια.
618
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 3: “ΜV: Fuit capta Pisa a Saracenis”.
619
Idrīsī, 750. – Az-Zuhrī, 229. Για τις οχυρώσεις της Πίζας στις αρχές του 11ου αιώνα βλ. C.
Violante, Economia, società, istituzioni a Pisa nel Medioevo: saggi e ricerche, Bari 1980, 17-24.
620
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 3: “ΜVΙ: Fecerunt Pisani bellum cum Saracenis ad
Regium et gratia Dei vicerunt illos in die Sancti Sixti”.
621
Το 1008, με την εκθρόνιση του τελευταίου χαλίφη των Ομαϋαδών Hišām Β΄, η ισλαμική
Ισπανία περιήλθε σε μία περίοδο εσωτερικών διαμαχών που κατέληξαν στο διαμελισμό του πάλαι
τότε Χαλιφάτου της Κόρδοβας και στη δημιουργία πολλών ανεξάρτητων κρατιδίων και με την
ανάδειξη πλήθους τοπικών ηγεμόνων, οι λεγόμενοι mulūk at-Tawā’if (στα ισπανικά: Reyes de
Taifas). Βλ. γι’ αυτό F. Gabrieli, Gli Arabi, 150-151. – C. Cahen, L’ Islamismo Ι, 232-233.

187
Το 1011 η Πίζα καταστράφηκε από έναν στόλο που είχε έρθει από την Ισπανία.622
Λίγα χρόνια αργότερα ο στρατηγός Muğāhid, αφού κατέλαβε τις Βαλεαρίδες
Νήσους για λογαριασμό του ηγεμόνα της Dāniyya al-Mu‘ītī, στάλθηκε στη
Σαρδηνία με ισχυρό στόλο, όπου πραγματοποίησε καταστροφικές επιδρομές εις
βάρος του τοπικού πληθυσμού.623 Ο Muğāhid (Mugietus στις ιταλικές πηγές)
εγκαταστάθηκε στη μεγαλόνησο και από εκεί επιτέθηκε στην πόλη Luni, που
βρισκόταν μεταξύ της Γένοβας και της Πίζας, και την λεηλάτησε. Ο πάπας
Βενέδικτος Η΄ έκανε τότε έκκληση σε όλους τους χριστιανούς να πάρουν τα όπλα
και να οργανώσουν μία μεγάλη εκστρατεία κατά των απίστων.624 Για τους
Γενοβέζους και τους Πιζάνους περισσότερο πειστικός από την παπική έκκληση
ήταν ο κίνδυνος μίας μόνιμης ισλαμικής κατοχής της Σαρδηνίας, από την οποία οι
μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να ελέγχουν τις θαλάσσιες επικοινωνίες σε όλη την
Τυρρηνική· έτσι αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να επιτεθούν στον
Muğāhid. Xρειάστηκαν δύο εκστρατείες των συμμαχικών δυνάμεων της Πίζας και
της Γένοβας για να εκδιωχθεί οριστικά ο Muğāhid από τη Σαρδηνία (1015 και
1016).625
Μετά τα κατορθώματα κατά των μουσουλμάνων της Σικελίας και της Ισπανίας,
ήρθε η σειρά της Ifrīqiya, απ’ όπου ο Mu‘izz bin Bādīs, της δυναστείας των
Ζιριδών, εξαπέλυε επιδρομές σε όλη την Kεντρική Μεσόγειο, απειλώντας την
ναυσιπλοΐα στην περιοχή.626 Για αντίποινα το 1034 οι Πιζάνοι οργάνωσαν μία
εκστρατεία και κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πόλη Bona (al-‘Annāba).627 Ήταν
η πρώτη μεγάλη εκστρατεία μίας ιταλικής πόλης σε αφρικανικό έδαφος. Κατά τη
622
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 3: “ΜXΙI: Stolus de Ispania venit Pisas, et destruxit
eam”. Δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε από ποια πόλη η
περιοχή της Ισπανίας ήρθε αυτός ο στόλος.
623
Ibn al-Athīr, 1670.
624
Thietmarus, 452, 453.
625
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 4. – Thietmarus, 452, 453. – Ibn al-Athīr, 1670. Ο
Thietmarus δεν διευκρινίζει ποιοι ήταν οι “rectores et defensores” που δέχτηκαν την έκκληση του
Βενεδίκτου Η΄, αλλά αυτοί δεν μπορούσαν να είναι παρά οι Γενοβέζοι και οι Πιζάνοι. Από την
άλλη, οι Annales Pisani δεν κάνουν λόγο για καμία έκκληση του πάπα, αλλά αναφέρουν ρητά ότι
και στις δύο περιπτώσεις “Pisani et Ianuenses” πολέμησαν ενωμένοι κατά του al-Muğāhid. O Ibn
al-Athīr κάνει λόγο για “Ρωμαίους και Φράγκους” από την ηπειρωτική Ιταλία που επιτέθηκαν
στον Muğāhid (“fa-sāra ilayhi al-Faranğ wa ’r-Rūm min al-barr” / ‫)ﻓﺴﺎر إﻟﻴﻪ اﻟﻔﺮﻧﺞ واﻟﺮوم ﻣﻦ اﻟﺒﺮ‬. Στις
γενοβέζικες πηγές δεν υπάρχει καμία μνεία στις επιχειρήσεις κατά του Muğāhid, αλλά δεν υπάρχει
κανένας λόγος για να αμφισβητηθεί η συμμετοχή τους στις εκστρατείες αυτές, δεδομένου ότι οι
πιζανικές πηγές, οι οποίες άλλωστε γράφηκαν σε μία περίοδο όταν οι δύο πόλεις ήταν σε συνεχείς
πολέμους μεταξύ τους, είναι σαφείς σε αυτό το θέμα.
626
Ibn al-Athīr, 1828. Βλ. C. Manfroni, Marina, 97. Οι Ζιρίδες, (Banū Zīrī) ήταν η βερβερική
δυναστεία που διαδέχτηκε τους Φατιμίδες στην Ifrīqiya μετά την αναχώρηση του Φατιμίδη χαλίφη
al-Mu‘izz για την Αίγυπτο. Αρχικά οι Ζιρίδες κυβερνούσαν ως τοποτηρητές των Φατιμιδών, αλλά
πολύ γρήγορα απέκτησαν την πλήρη αυτονομία από το Κάιρο. Βλ. το λήμμα “Zirids” (Amin Tibi),
E.I.2.
627
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 5: “MXXXV. Pisani fecerunt stolum in Africam ad
civitatem Bonam, gratia Dei vicerunt illos”. – Chronicon Pisanum, 101. – MEP, 45: “AFRICA DE
CELIS P(re)SULE REGE TIBI/NA(m) IUSTA RATIONE PETENS ULCISCIER INDE EST VI
CAPTA TUA URBS SUP(e)RATA BONA”. Η Bona, al-‘Annāba στα αραβικά, ήταν η αρχαία
φοινικική πόλη Hippona, που κατά την ρωμαϊκή εποχή ονομαζόταν επισήμως Hippo Regia. Η
πόλη που βρίσκεται στην σημερινή Ανατολική Αλγερία είναι γνωστή, μεταξύ των άλλων, επειδή
εκεί γεννήθηκε ο Άγιος Αυγουστίνος.

188
διάρκεια της εκστρατείας εφαρμόστηκαν πολιορκητικές τακτικές κατά
παραθαλάσσιων πόλεων που στα επόμενα χρόνια θα αποδώσουν ακόμη
μεγαλύτερες επιτυχίες στους Πιζάνους και στους Γενοβέζους. Η πείρα των
Πιζάνων σε τέτοιου είδους στρατιωτικές επιχειρήσεις – που σήμερα θα
ονομάζαμε αμφίβιες – έκανε τον Νορμανδό οπλαρχηγό Ρογήρο να ζητήσει τη
βοήθειά τους στην πολιορκία του Παλέρμο, την πρωτεύουσα της ισλαμικής
Σικελίας (1063).628 Οι Πιζάνοι που απέβλεπαν σε μεγάλη λεία και σε πιθανή
αμοιβή από τον Ρoγήρο, υπό μορφή εμπορικών προνομίων στο Παλέρμο,
δέχθηκαν την πρόταση και βγήκαν στη θάλασσα με τον στόλο τους.629 Στις 20
Σεπτεμβρίου 1063 επιτέθηκαν στο λιμάνι του Παλέρμο, έσπασαν την αλυσίδα που
το προστάτευε και κυρίευσαν έξι μεγάλα πλοία καταφορτωμένα με διάφορα
εμπορεύματα, τα πέντε τα πυρπόλησαν και το ένα το αιχμαλώτισαν. Δεν
κατάφεραν όμως να καταλάβουν το λιμάνι και υποχώρησαν. Αργότερα οι Πιζάνοι
στρατιώτες, μεταξύ των οποίων ήταν πολλοί ιππείς και βαλλιστροφόροι,
αποβιβάστηκαν λίγο έξω από την πόλη και λεηλάτησαν τη γύρω περιοχή, χωρίς
ωστόσο να καταφέρουν να απειλήσουν σοβαρά την σικελική πρωτεύουσα. Μετά
από αυτά επέστρεψαν στην Πίζα.630 Δεν έχουμε πληροφορίες για τις σχέσεις των
Πιζάνων με τον Ρογήρο μετά την αποτυχημένη επίθεση στο Παλέρμο, αλλά όλα
δείχνουν πως δεν υπήρξε συνέχεια.631 Στην Πίζα η επιχείρηση στο Παλέρμο
θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία· μία μαρμάρινη πλάκα όπου είχε χαραχτεί ένα
εγκώμιο για τον άθλο στο Παλέρμο αναρτήθηκε στην πρόσοψη του καθεδρικού
ναού (duomo) της πόλης, ο οποίος μάλιστα άρχισε να οικοδομείται χάρη στα
κέρδη από τα εμπορεύματα που είχαν κυριευτεί στο λιμάνι του Παλέρμο.632
Οι εκστρατείες των Πιζάνων και των Γενοβέζων είχαν ως κύριο σκοπό την
εκδίωξη των μουσουλμάνων από την Τυρρηνική, αλλά αποτελούσαν επίσης μία
σημαντική πηγή πλούτου. Η λεία από τις ναυμαχίες και τις κατακτήσεις πόλεων
και κάστρων των εχθρών επέφερε στους Γενοβέζους και τους Πιζάνους μεγάλα

628
Amatus di Montecassino, 255: “en cellui temps, quant lo Duc se combatoit pour prendre la citè
de Bar (διάβασε: Palermo), demanda et requisit l’ ajoutorie de cil de Pise”.
629
O Gaufredus Malaterra (ΙΙ, 34) γράφει ότι οι Πιζάνοι σχεδίασαν να επιτεθούν κατά του
Παλέρμο για να εκδικηθούν τους μουσουλμάνους που τελευταία τους δημιουργούσαν εμπόδια στη
διεξαγωγή των εμπορικών τους δραστηριοτήτων (“Pisani ergo mercatores, qui saepius navali
commercio Panormum lucratum venire soliti erant, quasdam injurias ab ispsis Panormitanis passi
vindicari cupientes”), και αφού προσάραξαν σε ένα λιμάνι κοντά στο Παλέρμο κάλεσαν τον κόμη
Ρογήρο να επιτεθούν μαζί στην πόλη Η αναφορά του Malaterra είναι σημαντική και ως μαρτυρία
της έντονης παρουσίας των Πιζάνων εμπόρων στο Παλέρμο εκείνη την εποχή.
630
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 5-6. – Cronicon Pisanum, 101. – MEP, 47-48. – Amatus
di Montecassino, 256. – Gaufredus Malaterra, ΙΙ, 34. Ο Ρογήρος (Roger d’ Hauteville), ο μετέπειτα
κόμης της Σικελίας και της Καλαβρίας, είχε μεταβεί το 1057 στη Νότια Ιταλία από τη Νορμανδία
προκειμένου να βοηθήσει τον αδελφό του Ροβέρτο Γυϊσκάρδο στην κατάκτηση της περιοχής.
631
Το Παλέρμο καταλήφθηκε τελικά από τους Νορμανδούς το 1072.
632
MEP, 47-48: “... SEX CAPIUNT MAGNAS NAVES OPIBUSQ(ue) REPLETAS/UNA(m)
VENDENTES RELIQUAS PRIUS IGNE CREMANTES QUO PRETIO MUROS CONSTAT
HOS ESSE LEVATOS”.

189
κεφάλαια, με τα οποία κατασκεύασαν νέα και μεγαλύτερα πλοία, αυξάνοντας έτσι
τη ναυτική τους δύναμη.633
Σ’ εκείνα τα χρόνια ανάγεται η έναρξη του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο
πόλεων για την οικονομική και πολιτική ηγεμονία στη Σαρδηνία και στην
Κορσική. Το 1066 ξέσπασε ο πρώτος από τους πολλούς πολέμους μεταξύ των
Γενοβέζων και των Πιζάνων· οι επιχειρήσεις, που ήταν αποκλειστικά ναυτικές,
συνεχίστηκαν μέχρι το 1079 με μία σειρά επιθέσεων και αντεπιθέσεων από τους
δύο αντιπάλους στις παραθαλάσσιες τοποθεσίες της Τοσκάνης και της Δυτικής
Λιγυρίας.634 Ο γενοβεζο-πιζανικός πόλεμος έδωσε την ευκαιρία στους Ζιρίδες της
Ifrīqiya να ανακτήσουν την πρωτοβουλία στην Κεντρική Μεσόγειο. Ο βασιλιάς
Tamīm bin Mu‘izz al-Bādīs (1062-1108) ενίσχυσε τον στόλο και εξαπέλυσε
πολλές επιδρομές στην Τυρρηνική, προκαλώντας μεγάλες ζημιές σε όλους τους
Ιταλούς εμπόρους, αλλά κυρίως στους Γενοβέζους και τους Πιζάνους. Οι δύο
πόλεις κατάφεραν τελικά να παραβλέψουν την αντιπαλότητά τους και να
οργανώσουν μία μεγάλη κοινή εκστρατεία κατά της πρωτεύουσας των Ζιριδών al-
Mahdiyya.635
Αφού κατέλαβε το νησί Παντελλερία (Pantelleria),636 ο χριστιανικός στόλος,
στον οποίο συμμετείχε και ένα σώμα Αμαλφιτανών υπό τις διαταγές του ευγενή
Pantaleo,637 εμφανίστηκε απέναντι στην πρωτεύουσα των Ζιριδών στις 6
Αυγούστου 1087, “in die Sancti Sixti”.638 Οι σύμμαχοι επωφελήθηκαν από την
απουσία του μεγαλύτερου μέρους του στρατού των Ζιριδών, ο οποίος είχε σταλεί
σε άλλη περιοχή να πολεμήσει κάποιους αντάρτες.639 Σύμφωνα με τους Άραβες
ιστορικούς, ο στόλος των Ζιριδών δεν βγήκε να αντιμετωπίσει τη χριστιανική
αρμάδα, παραμένοντας αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Zawīla, επίνειο της al-
Mahdiyya.640 Οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι, μπόρεσαν έτσι να αποβιβαστούν
ανενόχλητοι και να επιτεθούν στα τείχη των δύο πόλεων. Μετά από σύντομη

633
R. S. Lopez, Colonie, 19, 25-26. – V. Vitale, Breviario, 11.
634
C. Manfroni, Marina, 167-168. – R. S. Lopez, Colonie, 23-24. – V. Vitale, Breviario, 12. – G.
Benvenuti, Genova, 33.
635
Οι πηγές για την εκστρατεία κατά της al-Mahdiyya είναι: Carmen – Bernardo Marangone,
Annales Pisani, 6-7. – Cronicon Pisanum, 102. – Gaufredus Malaterra, IV, 3. – Chronica
Monasterii Casinensi, MGH, Scriptores, τ. XXXIV, εκδ. H. Hoffmann, Hannover 1980, 453. – Ibn
al-Athīr, 1828. – At-Tiğānī, 62-63.
636
Η Παντελλερία (αρχ. Cossyra, Qūsra στα αραβικά) προστατευόταν από ένα φρούριο με 2.000
άνδρες. Οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι εκπόρθησαν το κάστρο χρησιμοποιώντας κινητούς
πολιορκητικούς πύργους που κατασκεύασαν επί τόπου (Carmen, 604.65-66: “Accesserunt huc
econtra mirandi artifices et de lignis nimis altis facte sunt turricule”). Η αραβική φρουρά
σφαγιάστηκε, αλλά κάποιοι υπερασπιστές πρόλαβαν να ειδοποιήσουν τον Tamīm για τον
επικείμενο κίνδυνο, στέλνοντας μήνυμα με περιστέρια. Ibn al-Athīr, 1828. – Carmen, 603.59,
604.70.
637
Carmen, 602.49-52. Για τον Pantaleo στην al-Mahdiyya βλ. A. Citarella, Relations, 311, ο
οποίος υποστηρίζει πως επρόκειτο για ατομική πρωτοβουλία του Pantaleo και όχι για επίσημη
συμμετοχή του Αμάλφι στην εκστρατεία, και Η. Ε. J. Cowdrey, The Mahdia Campaign of 1087,
English Historical Review 92/362 (Jan., 1977), 1-29, στις σελίδες 15-16.
638
Bernardo Marangone, Annales Pisani 6. – Cronicon Pisanum, 102.
639
Ibn al-Athīr, 1828. – At-Tiğānī, 62.
640
Ibn al-Athīr, 1828. – At-Tiğānī, 62.

190
αντίσταση ο Tamīm κατέφυγε στο οχυρό Qasr al-Mahdī, μέσα στην πόλη al-
Mahdiyya, απ’ όπου άρχισε διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές.641 Για να
σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να αποσυρθούν οι χριστιανικές δυνάμεις, ο
Tamīm αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και να αφήσει
ελεύθερους όλους τους χριστιανούς που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στην al-
Mahdiyya.642 Σύμφωνα όμως με τις δυτικές πηγές, ο Tamīm ανέλαβε επίσης την
υποχρέωση να μην επιτεθεί ξανά κατά των χριστιανικών εδαφών643 και απάλλαξε
τους Πιζάνους και τους Γενοβέζους εμπόρους από την πληρωμή του teloneum,
του βασικού φόρου που επιβάρυνε την εισαγωγή και την εξαγωγή των
εμπορευμάτων.644 Μία πληροφορία που υπάρχει μόνο στον Goffredo Malaterra
λέει ότι οι Πιζάνοι, αφού κατέλαβαν την al-Mahdiyya, γνωρίζοντας πως δεν
μπορούσαν να την κρατήσουν, την πρόσφεραν στον κόμη της Σικελίας Ρογήρο,
που όμως απέρριψε την πρότασή τους, επειδή εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε
ειρήνη με τον Tamīm, με τον οποίο είχε συνάψει συνθήκη τον προηγούμενο
χρόνο, μετά τη μεγάλη νίκη των Νορμανδών επί του στόλου των Ζιριδών στη
ναυμαχία των Συρακουσών (1086).645
Με την εκστρατεία κατά της al-Mahdiyya οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι
εξουδετέρωσαν τη σημαντικότερη ναυτική βάση των μουσουλμάνων στην
Κεντρική Μεσόγειο και απέκτησαν την στρατιωτική υπεροχή σε αυτό τον
θαλάσσιο χώρο, ενώ οι μουσουλμάνοι της Βόρειας Αφρικής έπαψαν να
αποτελούν απειλή για τις ιταλικές ακτές. Το ισλαμικό ναυτικό άρχισε να
παρακμάζει όχι μόνο στον στρατιωτικό τομέα αλλά και στον εμπορικό σε

641
Ibn al-Athīr, 1828. – At-Tiğānī, 63.
642
O Ibn al-Athīr (1828) αναφέρει το ποσό των 30.000 dīnār. Ο At-Tiğānī (62) αντίθετα, κάνει
λόγο μόνο για 1.000 dīnār, αλλά προσθέτει πως οι χριστιανοί δεν επέστρεψαν τους αιχμαλώτους
που είχαν κάνει, όταν κυρίευσαν τις δύο πόλεις, και τους πήραν μαζί τους μαζί με την υπόλοιπη
λεία.
643
Gaufredus Malaterra, IV, 3 – Carmen, 619.229-620.234. Οι πιζανικές πηγές τονίζουν ιδιαίτερα
την τεράστια λεία που απέφερε η κατάκτηση της al-Mahdiyya. Οι Πιζάνοι εμπλούτισαν με
πολύτιμα αντικείμενα τον θησαυρό της εκκλησία τους και οικοδόμησαν έναν ναό αφιερωμένο
στον Άγιο Σίξτο. Bernardo Marangone, Annales Pisani, 7. – Cronicon Pisanum, 102. – Carmen,
618.213-216., 624.277-625.284.
644
Carmen, 620.235: “et non tollet tulineum his utrisque populis”. Το teloneum ήταν ο βασικός
φόρος για το εμπόριο στη Δυτική Ευρώπη κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα. Το όνομα
προέρχεται από το ελληνικό “τελωνείον” και αρχικά φανέρωνε τον τελωνειακό σταθμό σε ένα
λιμάνι όπου οι έμποροι έπρεπε να πληρώσουν τον προβλεπόμενο φόρο στα εμπορεύματα που ήταν
φορτωμένα στα καράβια (“sicut et teloneum dicitur ubi merces navium et navium et nautarum
emolumenta redduntur”, Isidorus Hispalensis Episcopus, Etymologiarum sive originum libri XX,
εκδ. W.M. Lindsay, Oxford 1911, XV, 2, 45). Αργότερα όμως ο όρος πέρασε να σημάνει τον ίδιο
τον φόρο. Για την φορολογία που επιβάρυνε το διεθνές εμπόριο, κυρίως στα λιμάνια, βλ. N.
Middleton, Early medieval port customs, tolls and controls on foreign trade, EME 134 (2005), 313-
358.
645
Gaufredus Malaterra, IV, 3: “Sed quia sua virtute, urbe expugnata, patriam retinere minus
sufficientes erant, comiti Siciliensi, quem in talibus sufficientem et praevalidum cognoscebant,
eam, si recipere velit, per legatos invitantes offerunt. Porro ille, quia regi Thumino amicitiam se
servaturum dixerat, legalitatem suam servans, in damno illius assentire distulit”. Η ναυμαχία των
Συρακουσών και η συνθήκη ειρήνης με τους Ζιρίδες αναφέρονται από τον Gaufredus Malaterra
στο προηγούμενο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου (IV, 2).

191
ολόκληρη τη δυτική λεκάνη της Μεσογείου, όπου οι στόλοι της Γένοβας και της
Πίζας κυριαρχούσαν ανενόχλητοι.
Μετά την al-Mahdiyya, οι Γενοβέζοι και οι Πιζάνοι πραγματοποίησαν άλλες
δύο μεγάλες εκστρατείες κατά των μουσουλμάνων της Ισπανίας. Mε εξαίρεση μία
συντομότατη αναφορά στους Annales του Caffaro,646 oι πιζανικές και γενοβέζικες
πηγές δεν αναφέρουν τίποτε για αυτές τις εκστρατείες, οι οποίες μας είναι
γνωστές μόνο από αραβικές πηγές.647
Το 1092 οι δύο πόλεις δέχτηκαν την πρόσκληση του βασιλιά της Καστίλλης
Alfonso να συμμετάσχουν στην επίθεση που είχε οργανώσει κατά της Βαλένθιας
(Valencia). Γενοβέζοι και Πιζάνοι έστειλαν μεγάλο στόλο, αλλά ενώ
ετοιμάζονταν να επιτεθούν στα τείχη της πόλης, ξέσπασαν έριδες μεταξύ τους και
η συμμαχία διαλύθηκε χωρίς να έχει επιτευχθεί τίποτε. Ένα χρόνο μετά οι
Γενοβέζοι συμμάχησαν με τον βασιλιά Sancho της Ναβάρρας και τον κόμη
Berenguer της Βαρκελώνης και πραγματοποίησαν μία αιφνιδιαστική έφοδο στην
πόλη Tortosa, αλλά η σθεναρή αντίσταση των αμυνομένων και οι κακές καιρικές
συνθήκες τούς οδήγησαν τελικά σε αποτυχία.648
Όλες αυτές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις μαρτυρούν το υψηλό επίπεδο των
στόλων της Γένοβας και της Πίζας, ειδικά στη διεξαγωγή επιθέσεων κατά
οχυρωμένων παραθαλάσσιων πόλεων. Η εκστρατεία της al-Mahdiyya έχει
ωστόσο ξεχωριστή σημασία, όχι μόνο επειδή επιτεύχθηκε μία μεγάλη νίκη στην
ίδια την πρωτεύουσα του ισχυρότερου ισλαμικού κράτους της Δυτικής
Μεσογείου, αλλά επίσης γιατί, για πρώτη φορά, μία νικηφόρος στρατιωτική
επιχείρηση κατέληξε σε συνθήκη που εξασφάλιζε στους εμπόρους των δύο
πόλεων προνόμια και διευκολύνσεις σε ισλαμικό κράτος. Παρόλο που υπάρχουν
κάποιες ενδείξεις ότι έμποροι της Πίζας και της Γένοβας επισκέπτονταν τα
λιμάνια της Βόρειας Αφρικής πολύ πριν από τη δεκαετία του 1080, μόνο από
αυτή την εποχή έχουμε σαφείς μαρτυρίες για τις δραστηριότητες εμπόρων από τις
δύο πόλεις στην περιοχή.
Την ίδια εποχή το εμπορικό δίκτυο των Πιζάνων και των Γενοβέζων
εξαπλωνόταν σε όλη τη Δυτική Μεσόγειο. Ιδιαίτερα επιτυχής υπήρξε η
οικονομική διείσδυση των Γενοβέζων και σε μικρότερο βαθμό των Πιζάνων στην
Προβηγκία.649 Οι Πιζάνοι πέτυχαν επίσης εμπορικά και φορολογικά προνόμια
στην Σαρδηνία από τον Mariano di Lacon, τον iudex του Logudoro (1080-
646
Caffaro, Annales: “In primo exercitu Tortuose 1093”.
647
Αυτές οι πηγές μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν από τον Ιταλό αραβολόγο Michele Amari στο
έργο του I diplomi arabi del Regio Archivio fiorentino, 1-2, Firenze 1863-1867, το οποίο δεν
μπόρεσα να συμβουλευτώ· περιορίστηκα λοιπόν στις νεότερες μελέτες οι οποίες, βασιζόμενες στις
εν λόγω αραβικές πηγές, αναφέρονται σε αυτά τα γεγονότα.
648
C. Manfroni, Marina, 101. – R. S. Lopez, Colonie, 30-31. – R. Caddeo, Storia marittima, 258-
259. – T. Ossian De Negri, Genova, 212.
649
T. Ossian De Negri, Genova, 219-221. – E. Salvatori, Boni amici et vicini. Le relazioni tra Pisa
e le città della Francia meridionale dall’XI alla fine del XIII secolo, Pisa 2002. – G. Petti Balbi,
Genova e il Mediterraneo occidentale nei secoli XI-XII, εν Comuni e memoria storica. Alle origini
del comune di Genova, Atti del convegno di studi, Genova 24-26 settembre 2001, Genova 2002,
503-526 [= Atti della Società Ligure di Storia Patria, n. s., XLII (CXVI/1)].

192
1095),650 ενώ το 1081 ο Γερμανός αυτοκράτορας Ερρίκος Δ΄ (1084-1106)
παραχώρησε στους Πιζάνους ένα δίπλωμα, με το οποίο τους εγγυόταν ελεύθερη
διέλευση και φοροαπαλλαγές σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας.651
Στην Πίζα και στη Γένοβα τα άτομα που επένδυαν και συμμετείχαν στο διεθνές
θαλάσσιο εμπόριο, καθώς και στις ναυτικές εκστρατείες κατά των
μουσουλμάνων, ήταν κυρίως μέλη της αριστοκρατίας της πόλης αλλά, ειδικά για
την Πίζα, και της γύρω περιοχής (contado). Μεταξύ των άλλων, αυτό προσέδιδε
στην εξωτερική πολιτική των δύο πόλεων μία “φεουδαρχική” επιθετικότητα,
άγνωστη στο Αμάλφι και στη Βενετία. Όμως δεν ήταν μόνο οι αριστοκράτες που
ασχολούνταν στο εμπόριο και στις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Πολλοί
μικρομεσαίοι ιδιοκτήτες πούλησαν τα κτήματα και τα σπίτια τους για να
επενδύσουν στη ναυτιλία, ενώ πολλοί γεωργοί άφησαν τη σκληρή και λίγο
αποδοτική εργασία στους αγρούς για να βρουν καλύτερη τύχη στα καράβια.652
Στις πηγές της εποχής υπάρχουν σαφείς αναφορές στους maiores, medii και
minores που λάμβαναν μέρος από κοινού στις ναυτικές εκστρατείες.653
Στην Κορσική και στην Σαρδηνία η επιρροή της Γένοβας και της Πίζας δεν είχε
μόνο οικονομικό χαρακτήρα, αλλά και πολιτικό. Σε μία πρώτη φάση η Πίζα
προηγήθηκε της αντιπάλου πόλης της Γένοβας, κυρίως χάρη στην ανωτερότητά
της στον στρατιωτικό τομέα. Ένδειξη αυτής της αυξανόμενης πολιτικής επιρροής
ήταν η όλο και μεγαλύτερη εκκλησιαστική εξουσία που οι Πιζάνοι επίσκοποι
ασκούσαν στα δύο νησιά. Το 1078 ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ διόρισε τοποτηρητή του
(legatus) για την Κορσική τον επίσκοπο της Πίζας Landulfus.654 Γύρω στα 1088-
1092, ο επίσκοπος της Πίζας Daibertus διορίστηκε παπικός τοποτηρητής και για
τη Σαρδηνία, ενώ στις 22 Απριλίου 1092 η επισκοπή της πόλης προβιβάστηκε από
τον πάπα Ουρβανό Β΄ (1088-1099) σε μητρόπολη (αρχιεπισκοπή) και της
ανατέθηκε η εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε όλες τις επισκοπές της Κορσικής.655

650
Το έγγραφο εκδόθηκε από τον O. Banti εν, I Brevi dei consoli del Comune di Pisa degli anni
1162 e 1164. Studio introduttivo, testi e note con un’ appendice di documenti, [FIS, Antiquitates
7], Roma 1997, 107-108. Η Σαρδηνία ήταν τότε μία αυτόνομη περιοχή, διαιρημένη σε τέσσερα
iudicaria ή giudicata (Cagliari, Arborea, Logudoro Gallura), το καθένα υπό τη διοίκηση ενός
iudex. Με αυτό το δίπλωμα, γραμμένο στη μεσαιωνική γλώσσα της Σαρδηνίας, οι αρχές του
Logudoro (Βορειοδυτική Σαρδηνία) απάλλαξαν τους Πιζάνους από την πληρωμή του teloneum
(“Ego iudice Mariano de Lacon faço istam carta ad onore de omnes homines de Pisa pro xu
toloneum ci me pecterunt .... Ci nullu imperatore, ci lu aet potestatre istum locum de Nonne, apat
comiatu de levare lis toloneum”).
651
G. Rossetti, Pisa e l’Impero tra XI e XII secolo. Per una nuova edizione del diploma di Enrico
IV ai Pisani, εν C. Violante (επιμ.), Nobiltà e chiesa nel Medioevo e altri saggi. Scritti in onore di
G. G. Tellenbach, Roma 1993, 159-182, στις σελίδες 165-167.
652
R. S. Lopez, Colonie, 25-26. – T. Ossian De Negri, Genova, 204-205. – G. Benvenuti, Genova,
30-32.
653
MEP, 47: “Q(uo)D SIMUL ARMATI MULTA CUM CLASSE PROFECTI/ OM(ne)S
MAIORES MEDII PARITERQUE MINORES INTENDERE VIAM PRIMA(m) SUB SORTE
PANORMA(m)”. – Bernardo Marangone, Annales Pisani, 5, όπου αναφέρονται τα ίδια λόγια της
επιγραφής, με μόνη διαφορά το “provecti” αντί του PROFECTI.
654
P.L., τ. 151, S. Gregorii VII romani pontificis epistolae et diplomata pontificisa, στήλες 520-
521 (Epistola XII. Ad Landulphum episcopum pisanum – Anno 1078).
655
P.L., τ. 151, B. Urbani II pontificis romani epistolae, diplomata, sermones, στήλες 343-346
(Urbanus II Ecclesiae Pisanae, ob civium erga Romanam Ecclesiam merita, episcopatus

193
Πρέπει εδώ να τονιστεί πως οι επίσκοποι της Πίζας εξέφραζαν και προωθούσαν
τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της πόλης τους και δεν ήταν καθόλου
υπόλογοι στους πάπες της Ρώμης, οι οποίοι απλά νομιμοποιούσαν την
διαμορφωθείσα κατάσταση.
Προς το τέλος του 11ου αιώνα, η Πίζα και η Γένοβα είχαν πια αποκτήσει
κυρίαρχη θέση σε όλη τη δυτική λεκάνη της Μεσογείου, με ανθούσες εμπορικές
δραστηριότητες σε όλη την περιοχή. Με νικηφόρους πολέμους Πιζάνοι και
Γενοβέζοι είχαν καταφέρει να “ανοίξουν” στο εμπόριό τους τις αγορές του
δυτικού ισλαμικού κόσμου, και σταδιακά θα αντικαταστήσουν τους
Αμαλφιτάνους, που είχαν μεγάλη παράδοση εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες
αυτές.656
Η Πίζα και η Γένοβα παρέμειναν όμως αποκλεισμένες από το μεγάλο εμπόριο
στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην Εγγύς Ανατολή. Υπήρχαν διάφορες
αιτίες γι’ αυτό: οι μεγαλύτερες γεωγραφικές αποστάσεις, ή έλλειψη οποιασδήποτε
παράδοσης στις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις με το Βυζάντιο και με τους
μουσουλμάνους της Εγγύς Ανατολής και η ηγεμονική θέση των Αμαλφιτανών και
των Βενετών σε αυτές τις περιοχές. Σε αντίθεση προς το Αμάλφι και τη Βενετία, η
Πίζα και η Γένοβα δεν είχαν εμπειρία ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας με
τους μουσουλμάνους· αμφότερες οι πόλεις είχαν γνωρίσει τη καταστροφή και τη
λεηλασία από τους μουσουλμάνους και η ανάκαμψή τους οφειλόταν στον
συνδυασμό ναυτικής ικανότητας και στρατιωτικής ισχύος. Η Βενετία και το
Αμάλφι πολέμησαν και αυτές με τους μουσουλμάνους, αλλά μόνο όταν
κινδύνευσε πραγματικά η ασφάλειά τους. Ειρήνη και εμπόριο ήταν τα
χαρακτηριστικά της σχέσης των Βενετών και των Αμαλφιτανών με τους
μουσουλμάνους, ενώ ο πόλεμος ήταν η εξαίρεση, το αναγκαίο κακό στο οποίο
έπρεπε να καταφύγουν μόνο σε έκτακτες καταστάσεις.657
Όπως είδαμε, το Αμάλφι πολέμησε μόνο μία φορά με τους μουσουλμάνους,
όταν αυτοί απείλησαν τη Ρώμη, ενώ οι Βενετοί επενέβησαν στις ναυτικές
επιχειρήσεις των Βυζαντινών κατά των μουσουλμάνων, αρχικά επειδή ήταν
υπόχρεοι απέναντι στην προστάτιδά τους δύναμη, αργότερα επειδή απειλούνταν
οι θαλάσσιες επικοινωνίες τους στην Αδριατική. Όμως σε όλες αυτές τις
περιπτώσεις συγκρούστηκαν με δυνάμεις επιδρομέων από τη Σικελία, από τις
προσωρινές ισλαμικές βάσεις στην Απουλία και από τη Βόρεια Αφρική, ποτέ

Corsicanos subjicit, petente Mathilda comitissa – Anno 1092). Βλ. C. Violante, La Chiesa pisana
dal vicariato pontificio alla meptropolia e alla primazia. Lineamenti di un eccezionale progresso
religioso e civile, εν M. L. Ceccarelli Lemut-P. Sodi (επιμ), Nel IX centenario della Metropoli
ecclesiastica di Pisa, Atti del convegno di studi, 7-8- maggio 1992, Pisa 1995, 365-395.
656
A. Citarella, Patterns, 550. – M. Tangheroni, In ricordo della civiltà pisana nel Mediterraneo, εν
O. Banti-C. Violante (επιμ.), Momenti di storia medioevale pisana. Discoesi per il giorno di S.
Sisto, Pisa 1991, 31-36, σ. 32.
657
Πολύ εύστοχα ο Citarella περιέγραψε τη σχέση του Αμάλφι και της Βενετίας με τον ισλαμικό
κόσμο ως “a form of silent understanding based on a tradition of fruitful and mutually profitable
relations among people who, through centuries of intense economic and cultural contacts, had
come to understand and respect each other quite well ”. A. Citarella, Patterns, 551.

194
όμως από την Αίγυπτο ή τη Συρία. Επίσης, Αμαλφιτάνοι και Βενετοί ποτέ δεν
επιτέθηκαν σε ισλαμικές πόλεις, περιορίζοντας τις επεμβάσεις σε καθαρά
αμυντικές επιχειρήσεις. Αντίθετα με αυτούς οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι έφερναν
τον πόλεμο στις χώρες του Ισλάμ και έλυαν με βίαιο τρόπο τις όποιες διαφορές
είχαν με τα ισλαμικά κράτη, όπως το 1063, όταν επιτέθηκαν στο Παλέρμο επειδή
η τοπική κυβέρνηση παρεμπόδιζε τους Πιζάνους εμπόρους στις δραστηριότητές
τους.
Δεν πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί πως η Πίζα και η Γένοβα βρίσκονταν σε
συνεχή πόλεμο με τους μουσουλμάνους· αυτό δεν θα τους επέτρεπε να διεξάγουν
κανένα εμπόριο στη Βόρεια Αφρική.658 Φαίνεται μάλιστα πως μετά τις τελευταίες
μεγάλες εκστρατείες του 11ου αιώνα, η κατάσταση εξομαλύνθηκε και μία
περίοδος ειρηνικών σχέσεων διαδέχτηκε την ηρωική εποχή των πολέμων κατά
των “απίστων”. Μάλιστα ο Donizone, ένας ποιητής που έζησε ανάμεσα στο τέλος
του 10ου και στην αρχή του 11ου αιώνα, σε κάποιους στοίχους του παραπονιόταν
πως η Πίζα φιλοξενούσε πολλά “θαλάσσια τέρατα” και ότι η πόλη ήταν γεμάτη
από Άραβες, Πέρσες, Αφρικανούς και Τούρκους.659
Η διπλή ιδιότητα των Γενοβέζων και των Πιζάνων, επιδέξιοι έμποροι και
φοβεροί πολεμιστές, προβάλλεται στην περιγραφή της Πίζας που έκανε ο Ισπανός
γεωγράφος Muhammad az-Zuhrī στο έργο του Kitāb al-Ğuġrāfiya (μέσα του 12ου
αιώνα): “οι κάτοικοί της είναι εξαιρετικοί πολεμιστές και ικανότατοι ναύτες. Είναι
από τους καλύτερους κατασκευαστές καταπελτών, πύργων και οχυρωματικών
έργων· είναι φοβεροί πολεμιστές στη θάλασσα και έμπειροι στην εκτόξευση του
υγρού πυρός. Είναι άνθρωποι δόλιοι και απαίσιοι, γεμάτοι βία και κακοήθεια …
από αυτούς έρχονται οι πιζανικές σπαθιές … είναι έμποροι, που πηγαίνουν μέχρι τη
Συρία και την Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στο Μαρόκο και στην Ισπανία (al-Andalus),
αυτοί πρώτοι χρησιμοποίησαν τα πλοία τύπου šayatīn … εισάγουν σε μας [στους
μουσουλμάνους της Ισπανίας] τερεβινθίνη, δέρμα, σαφράνι και βαμβάκι”.660

4.3. Οι ιταλικές πόλεις μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα: εσωτερικές εξελίξεις
και εξωτερική πολιτική.

Παράλληλα με τις λαμπρές νίκες κατά των μουσουλμάνων σημειώθηκαν στη


Γένοβα και στην Πίζα σημαντικές πολιτικές αλλαγές που ανέδειξαν μία νέα

658
Για το εμπόριο με τις ισλαμικές χώρες της Βορειοδυτικής Αφρικής και για τις πρώτες συνθήκες
με τα κράτη αυτά ( τέλος 11ου – αρχές 12ου αι.) βλ. H. C. Krueger, Genoese Trade with Northwest
Africa in the Twelfth Century, Speculum 8/3 (Jul. 1933), 377-395, στις σελίδες 377-379.
659
Donizonis Presbyterys, Vita Mathilda, celeberrimae principis Italiae, εκδ. L. Simeoni, RIS, νέα
έκδοση, V/2, Bologna 1940, 53: “” Qui pergit Pisas, videt illic monstra marina;/Hac urbs paganis,
Turclis, Libicis quoque Parthis/Sordida, Chaldei sua lustrant litora tetri”.
660
Az-Zuhrī, 229.

195
ιθύνουσα τάξη και οδήγησαν τις δύο πόλεις στην πλήρη και οριστική
ανεξαρτησία.
Στη Γένοβα οι vicecomites, δηλαδή τα μέλη της μικρής αριστοκρατίας που
ζούσαν στην πόλη, είχαν πια απαλλαγεί από την ηγεμονία των μαρκησίων
Obertenghi και χάρη στην οικονομική και κοινωνική τους υπεροχή προβάλλονταν
όλο και περισσότερο ως πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της πόλης. Οι
vicecomites, που υπερίσχυαν στα προάστεια της Γένοβας (burgus), ήρθαν έτσι σε
σύγκρουση με τον επίσκοπο, ο οποίος ουσιαστικά κυβερνούσε την ακρόπολη
(castrum) και την εντός τειχών πόλη (civitas). Η εξουσία των επισκόπων της
γενοβέζικης εκκλησίας δεν προερχόταν από νόμιμες παραχωρήσεις δικαιοδοσίας
από τους βασιλείς της Ιταλίας, όπως συνέβη σε άλλες ιταλικές πόλεις, αλλά
οφειλόταν σε μία βραδειά και συνεχή διαδικασία σφετερισμού της βασιλικής
κυριαρχίας εκ μέρους των επισκόπων.661 Ο ανταγωνισμός μεταξύ επισκόπου και
vicecomites ξεπεράστηκε οριστικά το 1052, όταν ο επίσκοπος Oberto
συμφιλιώθηκε με τους vicecomites και σύναψε μαζί τους μία συνθήκη, βάσει της
οποίας τα προάστεια και η παλιά πόλη ενώθηκαν πολιτικά και ο επίσκοπος έγινε ο
πραγματικός ηγέτης όλης της πόλης. Φαινομενικά η γενοβέζικη εκκλησία είχε
πλήρως επιβληθεί στους κοσμικούς αριστοκράτες, αλλά στην πραγματικότητα η
επισκοπή ήταν πια στα χέρια των vicecomites – ο ίδιος ο Oberto ήταν γόνος μίας
αριστοκρατικής οικογένειας – μέσα από τους οποίους επιλεγόταν ο κάθε νέος
επίσκοπος, εκφραστής και υπερασπιστής των συμφερόντων της κοινωνικής τάξης
στην οποία ανήκε. Ο επίσκοπος έγινε ο ανώτερος άρχων της Γένοβας, στον οποίο
είχε ανατεθεί η εξωτερική πολιτική και η αντιπροσώπευση της πόλης απέναντι
στους Γερμανούς αυτοκράτορες, τον πάπα και τα ξένα κράτη.662 Επίσης
σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η παλιά αριστοκρατία των vicecomites και η νέα
ανερχόμενη αριστοκρατία της πόλης, αποτελούμενη από γραφειοκράτες,
συμβολαιογράφους και μεγάλους εμπόρους, συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας μία
νέα αριστοκρατική τάξη, καθαρά αστική, καθαρά γενοβέζικη και χωρίς καμία
σχέση υποτέλειας/νομιμοποίησης με τους παλιούς μεγάλους φεουδάρχες
(μαρκήσιους) ή με τους βασιλείς της Ιταλίας.
Η αυτονομία της Γένοβας αναγνωρίστηκε και νομικά από τον μαρκήσιο
Oberto Malaspina, ο οποίος τον Μάιο του 1056 δεσμεύτηκε με ένα επίσημο
έγγραφο να σέβεται τις consuetudines των κατοίκων της πόλης και παρατήθηκε
από οποιαδήποτε εξουσία (potestatem) πάνω στην πόλη και στους κατοίκους της.
Επίσης οι Γενοβέζοι απαλλάσσονταν από διάφορους φόρους που πλήρωναν στον
μαρκήσιο.663
Την εποχή των εκστρατειών στην al-Mahdiyya και στην Ισπανία,
δημιουργήθηκε στη Γένοβα ο θεσμός της compagna. H compagna ήταν ένας
661
V. Vitale, Breviario, 14. – T. Ossian De Negri, Genova, 195-200. – G. Benvenuti, Genova, 29.
– P. Guglielmotti, Ricerche, 15-16.
662
R. Lopez, Colonie, 24. – V. Vitale, Breviario, 14, 15. – T. Ossian De Negri, Genova, 207-208. –
G. Benvenuti, Genova, 28.
663
Libri Iurium, αρ. 2, σσ. 6-9.

196
σύνδεσμος Γενοβέζων πολιτών (habitatores in civitate), όλων των κοινωνικών
τάξεων, που αποφάσιζαν ελεύθερα να συνεταιριστούν, για να συγκροτήσουν τις
στρατιωτικές μονάδες και τα πληρώματα των πλοίων που χρειάζονταν για τις
ναυτικές εκστρατείες, τις εμπορικές δραστηριότητες και την άμυνα της πόλης. Η
compagna συγκροτούνταν αρχικά κάθε τέσσερα χρόνια, αργότερα κάθε χρόνο. Οι
συμμετέχοντες έπρεπε να δώσουν ειδικό όρκο και συμμερίζονταν τους κινδύνους,
τα έξοδα, την εργασία και τα κέρδη των διαφόρων δραστηριοτήτων και
επιχειρήσεων. Τα μέλη της compagna που διέθεταν τα μεγαλύτερα κεφάλαια,
συνήθως οι εφοπλιστές-έμποροι, ήταν και οι ισχυρότεροι και είχαν την
μεγαλύτερη επιρροή μέσα στην compagna. Αυτοί ήταν και οι κυβερνήτες των
πλοίων, ενώ οι υπόλοιποι αποτελούσαν τα πληρώματα (τιμονιέρηδες, λοστρόμοι,
ναύτες και κωπηλάτες) και τα στρατιωτικά αγήματα. Αρχικά η compagna
συγκροτούνταν σε εδαφική βάση, σύμφωνα με την τότε πολεοδομική διάταξη της
Γένοβας. Υπήρχαν δηλαδή τρεις compagne: αυτή του castrum, αυτή της civitas
και αυτή του burgus.664 Το 1098 δημιουργήθηκε η πρώτη compagna comunis, η
οποία όμως συνάντησε την αντίσταση μέρους της αριστοκρατίας της πόλης και
διαλύθηκε ύστερα από μία σύντομη περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων.665 Το 1099
όμως ο νέος επίσκοπος Arialdo, τον οποίο υποστήριζαν η μικρή αριστοκρατία και
ο λαός, κατάφερε να συμφιλιώσει όλους τους Γενοβέζους και να θεσπίσει
οριστικά την compagna comunis που συμπεριλάμβανε και ένωνε όλους τους
πολίτες της Γένοβας. Με τη σειρά τους οι πολίτες δέχτηκαν τον επίσκοπο στην
compagna τους και τον όρισαν ως δικό τους εκπρόσωπο στις διεθνείς σχέσεις και
υπεύθυνο για τις νομικές υποθέσεις, όπου η πόλη εμφανιζόταν ως διάδικος.666
Πλάι στον επίσκοπο ήταν οι consules, ανώτεροι άρχοντες της πόλης. Οι
consules εκλέγονταν από τα μέλη της compagna και ήταν υπεύθυνοι για τη
διοίκηση της πόλης (de comuni), για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και την
απονομή δικαιοσύνης (de placitis). Μέσα στα επόμενα χρόνια οι consules έμελλε
να οικειοποιηθούν τις εξουσίες του επισκόπου, παραμερίζοντάς τον από την
διοίκηση της πόλης.667
Με την δημιουργία της compagna comunis και τη θέσπιση των consules
γεννήθηκε το comune της Γένοβας και ολοκληρώθηκε η ιστορική διαδικασία που
οδήγησε την πόλη στην πλήρη ανεξαρτησία και στην αυτοκυβέρνηση.

664
R. Lopez, Colonie, 34-35. – T. Ossian De Negri, Genova, 234. – G. Benvenuti, Genova, 34-35.
665
Αυτές οι συγκρούσεις είχαν άμεση σχέση με τον ανταγωνισμό μεταξύ της παλιάς φεουδαρχικής
αριστοκρατίας που υποστήριζε τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ και τον αντίπαπα Κλήμη Γ΄
(1084-1100), και της μικρής αριστοκρατίας της πόλης η οποία μαζί με τον λαό υποστήριζε τον
επίσκοπο Arialdo, ο οποίος ήταν πιστός στον νόμιμο πάπα Ουρβανό Β΄ (1088-1099). G.
Benvenuti, Genova, 34, 35.
666
R. Lopez, Colonie, 35-36. – V. Vitale, Breviario, 16-18. - T. Ossian De Negri, Genova, 234. –
G. Benvenuti, Genova, 34-35.
667
T. Ossian De Negri, Genova, 235. – G. Benvenuti, Genova, 36-37. - C. Violante, Istituzioni
ecclesiastiche, 109-111.

197
***

Παρόμοιες εξελίξεις παρατηρήθηκαν και στην Πίζα, με σημαντικές όμως


διαφοροποιήσεις από τη Γένοβα.
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στην Πίζα οι ευγενείς του contado,
οι vicecomites, οι βασάλοι του επισκόπου (fideles episcopi) και άλλοι
αξιωματούχοι της πόλης (iudices) δημιούργησαν ένα δίκτυο οικογενειακών
δεσμών που οργανώθηκε με το σύστημα των domus. Τα μέλη των domus
αποτελούσαν τη νέα αριστοκρατία της Πίζας, η οποία πλαισίωνε τον επίσκοπο
στη κυβέρνηση της πόλης και προβαλλόταν όλο και περισσότερο ως νέα ιθύνουσα
τάξης.668 Όμως εξαιτίας των συχνών συγκρούσεων μεταξύ των διαφόρων domus –
συγκρούσεις που είχαν ως επίκεντρο τον πύργο (turris) που η κάθε domus είχε
στην πόλη – τα μέλη των φατριών αναγκάζονταν να ζητήσουν τη μεσολάβηση του
επισκόπου, που καλούνταν να λειτουργήσει ως διαιτητής των πολιτικών
αντιπαλοτήτων.669 Παρά τις εσωτερικές έριδες, οι Πιζάνοι έδειχναν ήδη την
απαραίτητη πολιτική ωριμότητα για να φτάσουν στην αυτοκυβέρνηση. Το 1081 ο
αυτοκράτορας Ερρίκος Δ΄ παραχώρησε στην πόλη της Πίζας ένα δίπλωμα, με το
οποίο ουσιαστικά αναγνώρισε και νομιμοποίησε την αυτονομία της .670 Μεταξύ
των άλλων, ο αυτοκράτορας ανέλαβε την υποχρέωση να σέβεται τις
“consuetudines quas habent de mari”, δηλαδή το σύνολο των κανόνων με τους
οποίους οι Πιζάνοι ρύθμιζαν το θαλάσσιο εμπόριο και τη ναυτική οργάνωσή τους.
Επίσης ο αυτοκράτορας αναγνώριζε τις εξουσίες μίας επιτροπής δώδεκα
“homines” που οι πολίτες της Πίζας εξέλεγαν στη συνέλευσή τους και στους
οποίους ανέθεταν τη διακυβέρνηση της πόλης. Μάλιστα ο διορισμός από τον
αυτοκράτορα του εκάστοτε μαρκησίου της Τοσκάνης έπρεπε να έχει την
συγκατάθεση αυτών των αξιωματούχων της πόλης.671 Οι “homines” που
αναφέρονται στο αυτοκρατορικό δίπλωμα ήταν οι consules που εκλέγονταν από
τους Πιζάνους πολίτες. Οι consules πέρα από τη διοίκηση της πόλης, ήταν
υπεύθυνοι για την απονομή δικαιοσύνης και συντόνιζαν την οργάνωση των
ναυτικών εκστρατειών.672 Η αναγνώριση από τον αυτοκράτορα της αυτονομίας
και των οργάνων αυτοκυβέρνησης της Πίζας είχε ως συνέπεια και την
εξασθένηση της σημασίας του επισκόπου στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική
ζωή της πόλης και ο περιορισμός του σε ρόλο μεσολαβητή και διαιτητή.673
Ο κίνδυνος των συνεχών εμφύλιων συγκρούσεων περιορίστηκε σημαντικά
όταν ο επίσκοπος Daibertus, ο μετέπειτα πρώτος Λατίνος πατριάρχης των
Ιεροσολύμων, πέτυχε την κοινή συγκατάθεση για έναν κανονισμό που ρύθμιζε το

668
G. Rossetti, Classe politica, 32-33.
669
G. Rossetti, Storia familiare, 241-242.
670
MGH, Diplomata, αρ. εγγρ. 336, σσ. 442-443.
671
MGH, Diplomata, αρ. 336, σ. 443: “Nec marchionem aliquem in Tuscia mittemus sine
laudatione hominum duodecim electorum in colloquio facto sonantibus campanis”.
672
G. Rossetti, Storia familiare, 238-240.
673
C. Violante, Istituzioni ecclesiastiche, 111. – M. Ronzani, Pisa fra Papato e Impero, 207.

198
ύψος και την κατασκευή των πύργων μέσα στην πόλη (έτη 1088-1092).674 Η
διαιτητική απόφαση του Daibertus (“il lodo di Daiberto” όπως είναι γνωστός στην
ιταλική ιστοριογραφία), δεν ήταν απλά ένας πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός
κανονισμός, αλλά αποτελούσε στην ουσία την πρώτη νομοθετική ρύθμιση των
σχέσεων μεταξύ των πολιτών της Πίζας, που αποφασίστηκε από κοινού από τους
ίδιους. Όλοι οι cives της Πίζας ηλικίας άνω των δεκαπέντε ετών ήταν
υποχρεωμένοι να ορκιστούν πως θα σέβονται και θα τηρούν τις διατάξεις του
κανονισμού, που συμπεριλάμβανε μέτρα για την ειρηνική συνύπαρξη των
πολιτών, την αποφυγή εμφύλιων συγκρούσεων και την κοινή άμυνα της πόλης.675
Στην Πίζα, όπως και στη Γένοβα, η τοπική αριστοκρατία αντικατέστησε
σταδιακά τον επίσκοπο στην κυβέρνηση της πόλης, την εκλογή του οποίου
καθόριζε δια μέσω του θεσμού του capitolum, της συνέλευσης των κληρικών της
Πίζας.676 Το capitolum, αν και φαινομενικά ήταν ένα ανεξάρτητο όργανο της
πιζανικής εκκλησίας, στην πραγματικότητα αποτελούνταν από μέλη των μεγάλων
οικογενειών της πόλης, οι οποίες επέβαλλαν κάθε φορά στον μητροπολιτικό
θρόνο έναν δικό τους άνθρωπο. Έτσι στην Πίζα, όπως και σε άλλες ιταλικές
πόλεις, ο επίσκοπος ήταν πρώτα απ’ όλα ο εκφραστής των συμφερόντων των
ανώτερων αστικών τάξεων και λειτουργούσε ως συντονιστής και ως φερέφωνο
αυτών, κυρίως στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Όταν οι αριστοκράτες ένιωσαν
ότι μπορούσαν πια να απαλλαγούν από την κηδεμονία του επισκόπου και να
εκπροσωπούν ισάξια τον εαυτό τους, άρχισε και στην Πίζα η διαδικασία
οικειοποίησης των εξουσιών του επισκόπου από τη νέα ιθύνουσα τάξη, η οποία
χαρακτηρίζεται πια στις πηγές με τον γενικό όρο “nobiles” σε αντίθεση, όχι μόνο
σημειολογική, με τους υπόλοιπους πολίτες, πλούσιους και φτωχούς, που
αποτελούσαν τον “populus”.677

***

Η Βενετία κατά τον 10ο αιώνα εξακολούθησε να διατηρεί άριστες σχέσεις με


τους Γερμανούς αυτοκράτορες, από τους οποίους πέτυχε την ανανέωση των
συνθηκών (pacta) που εξασφάλιζαν στους Βενετούς εμπόρους το δικαίωμα να
εμπορεύονται ελεύθερα σε όλο το Ιταλικό Βασίλειο και στα υπόλοιπα εδάφη της
Αυτοκρατορίας. Εξίσου καλές ήταν οι σχέσεις με το Βυζάντιο και με τον πάπα.
Μετά τον θάνατο όμως του δούκα Pietro B΄ Orseolo (1008) και κατά την

674
Statuti inediti della città di Pisa dal XII al XIV secolo, τ. Ι, εκδ. F. Bonaini, Firenze 1854, 16-
17.
675
Η Ιταλίδα μεσαιωνολόγος Gabriella Rossetti έχει χαρακτηρίσει τον κανονισμό των πύργων
“τον πρώτο συνταγματικό χάρτη της Πιζανικής Δημοκρατίας”. G. Rossetti, Il lodo del vescovo
Daiberto sull’altezza delle torri: prima carta costituzionale della Repubblica pisana, εν Pisa e la
Toscana occidentale nel Medioevo, 2. A Cinzio Violante nei suoi 70 anni, Pisa 1992, 25-48.
676
C. Violante, Istituzioni ecclesiastiche, 108.
677
G. Rossetti, Storia familiare, 245-246.

199
διακυβέρνηση του γιου του Ottone η κατάσταση χειροτέρευσε. Ο διάδοχος του
Όθωνα Γ΄, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Β΄ (1002-1024), ήταν αποφασισμένος να
επιβάλει τον έλεγχό του στην Ιταλία μέσω έμπιστων μεγάλων εκκλησιαστικών
αξιωματούχων. Νέος πατριάρχης Ακυληίας διορίστηκε ο Γερμανός ευγενής
Poppo, ο οποίος εγκαινίασε μία επιθετική πολιτική απέναντι στον πατριάρχη του
Grado, τον προκαθήμενο της βενετικής εκκλησίας, προβάλλοντας ξανά τις παλιές
διεκδικήσεις της εκκλησίας της Ακυληίας εις βάρος εκείνης του Grado. Οι πάπες
της Ρώμης, αντίθετα, υποστήριζαν την εκκλησία του Grado φοβούμενοι την
εξάπλωση της επιρροής των Γερμανών αυτοκρατόρων στην ιταλική χερσόνησο.678
Η Βενετία βρέθηκε έτσι για περίπου τριάντα χρόνια ανάμεσα στον πάπα και στον
αυτοκράτορα, σε μία δύσκολη θέση, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την
ανεξαρτησία της. Οι σχέσεις με τη Γερμανική Αυτοκρατορία γνώρισαν μία
περίοδο κρίσεως που κορυφώθηκε επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Κοράδου
Β΄ (βασιλιάς της Γερμανίας από το 1024 και αυτοκράτορας από το 1027),679 ο
οποίος αρνήθηκε να ανανεώσει τo pactum με τη Βενετία, απόφαση που
αποτελούσε σοβαρότατο πλήγμα στο βενετικό εμπόριο.680 Η κατάσταση
βελτιώθηκε με τον διάδοχο του Κοράδου Β΄ Ερρίκο Γ΄ (1039-1056) και το 1052
το Βενετικό Δουκάτο και η Αυτοκρατορία συμφιλιώθηκαν.681 Τρία χρόνια
αργότερα ο Ερρίκος Γ΄ ανανέωσε το pactum με τη Βενετία, αποκαθιστώντας
πλήρως τις παραδοσιακά καλές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.682

678
Το 1053 σε μία σύνοδο στη Ρώμη η εκκλησία του Grado αναγνωρίστηκε ως μόνη
μητροπολιτική έδρα για όλη την περιοχή της Βενετίας και για την Ίστρια. Το Grado
χαρακτηρίστηκε Nova Aquileia, ενώ η “παλιά” Ακυληία υποβαθμίστηκε σε απλή επισκοπή, με
περιορισμένη εδαφική έκταση και υπαγόμενη στο Grado, δηλαδή στη βενετική εκκλησία. Η
απόφαση της συνόδου αποτελούσε πλήρη αντιστροφή των παραδοσιακών σχέσεων μεταξύ των
δύο εκκλησιών· αυτή τη φορά όχι μόνο αναγνωριζόταν η αυτονομία της εκκλησίας του Grado,
αλλά επικυρωνόταν η επικυριαρχία της πάνω στην παλιά μητέρα εκκλησία της Ακυληίας. Η
βενετική κυβέρνηση δεν έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για την αναπάντεχη άνοδο της εκκλησίας του
Grado, δεδομένου ότι ο πατριάρχης Domenico Marango, Ρωμαίος στην καταγωγή και απόλυτα
πιστός στον πάπα, δεν φαινόταν διαθέσιμος να αρκεστεί στον ρόλο του “κυβερνητικού αρχιερέα”,
όπως έκαναν οι προκάτοχοί του. Ο δούκας Domenico Contarini αντέδρασε ενισχύοντας τις
εκκλησίες και τα μοναστήρια που σχετίζονταν με το κράτος και δεν υπάγονταν στον πατριάρχη,
όπως η βασιλική του Αγίου Μάρκου και τα δουκικά μοναστήρια του San Ilario και του San
Zaccaria, ενώ καμία βοήθεια δεν προσφέρθηκε στην εκκλησία του Grado που τόσες καταστροφές
είχε υποστεί κατά τη διάρκεια των επιδρομών του στρατού του πατριάρχη της Ακυληίας Poppo το
1024 και το 1044. Το αποτέλεσμα ήταν πως το Πατριαρχείο του Grado βρέθηκε σε δεινή
οικονομική κατάσταση και χρειάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του πάπα για να μην καταρρεύσει.
C. Violante, Papato e Impero, 63-69. – G. Cracco, Medioevo, 32-33.
679
Μόλις στέφθηκε αυτοκράτορας ο Κοράδος Β΄ απαίτησε από τον πάπα Ιωάννη ΙΘ΄ (1024-1032)
να αναγνωρίσει τα δικαιώματα του πατριάρχη της Ακυληίας πάνω στο Grado, το οποίο
υποβαθμίστηκε σε απλή ενορία (plebs). Με αυτόν τον τρόπο ο Γερμανός αυτοκράτορας σκόπευε
να εξουδετερώσει την αυτονομία της βενετικής εκκλησίας και να υπονομεύσει αυτή του Βενετικού
Δουκάτου. C. Violante, Papato e Impero, 55-56. – C. Cracco, Medioevo, 30.
680
Andrea Dandolo, 212. Βλ. C. Violante, Papato e Impero, 56. – C. Cracco, Medioevo, 29-30. –
G. Rösch, Venezia e l’Impero, 37.
681
C. Violante, Papato e Impero, 62. – C. Cracco, Medioevo, 31.
682
Andrea Dandolo, 212: “Hic dux [Domenico Contarini] ab Henrico augusto aprobacionem
federis, que Coradus eius pater renuerat, per Dominicum Silvo et Bonum Dandulo legatos suos,
optinuit”. Βλ. G. Rösch, Venezia e l’Impero, 38.

200
Μεταξύ των άλλων, η Βενετία χρειαζόταν τη φιλία και την υποστήριξη των
Γερμανών αυτοκρατόρων για να αντιμετωπίσει τον επεκτατισμό των Κροατών
βασιλέων εις βάρος των παραθαλάσσιων πόλεων της Δαλματίας, περιοχή όπου
είχαν κάνει την απειλητική εμφάνισή τους και οι Νορμανδοί της Νότιας Ιταλίας.
Στα γεγονότα της Δαλματίας ενεπλάκη δυναμικά ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073-
1085), ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ηθικής και πολιτικής
ανωτερότητας της ρωμαϊκής εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορία και
οραματιζόταν μία χριστιανική Ευρώπη υπό την παπική ηγεμονία.
Όταν οι πόλεις της Δαλματίας δέχτηκαν επιθέσεις από τους Κροάτες ο
Γρηγόριος Ζ΄ παρότρυνε τους κατοίκους της να ζητήσουν τη βοήθεια των
Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας.683 Ο Amicus, κόμης του Giovinazzo στην
Απουλία, ήρθε με στόλο στον κόλπο του Κουαρνέρο (ιταλ. Quarnero, κροατ.
Kvarner), μεταξύ Ίστριας και Δαλματίας, και έδιωξε σε σύντομο χρονικό
διάστημα τους Κροάτες που απειλούσαν τις πόλεις της περιοχής.684 Η Βενετία δεν
μπορούσε όμως να ανεχτεί την στρατιωτική παρουσία των Νορμανδών στην Άνω
Αδριατική και αποφάσισε να επέμβει χωρίς χρονοτριβές. Μέσα στο χειμώνα
1075-1076, τη δυσμενέστερη εποχή για ναυτικές επιχειρήσεις, ο ίδιος ο δούκας
Domenico Silvo ηγήθηκε ενός ισχυρού στόλου στη Δαλματία και ανάγκασε τους
Νορμανδούς να εκκενώσουν όλα τα εδάφη που είχαν καταλάβει. Οι πόλεις της
Δαλματίας ορκίστηκαν πίστη στον δούκα της Βενετίας, στον οποίο ανανέωσαν
την “solitam fidelitatem”, ενώ συγχρόνως ανέλαβαν την υποχρέωση να μην
καλέσουν πια τους Νορμανδούς ή άλλους ξένους (extraneos) στη Δαλματία, υπό
την ποινή του αποκεφαλισμού.685
Μπροστά στην αποτυχία της νορμανδικής εκστρατείας, ο πάπας αποφάσισε να
στηρίξει τον Κροάτη ηγεμόνα Zvonimir, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς της
Κροατίας και της Δαλματίας. Σε αντάλλαγμα της παπικής βοήθειας ο Zvoninmir
δήλωσε υποτελής (vassallus) της ρωμαϊκής εκκλησίας (Οκτώβριος 1076).686
Παράλληλα η κροατική εκκλησία τέθηκε υπό την δικαιοδοσία της μητρόπολης
του Σπαλάτο, πιστό όργανο της ρωμαϊκής εκκλησίας, μειώνοντας έτσι την
επιρροή του πατριάρχη του Grado στη Δαλματία.687 Η παπική ανάμειξη στη
Δαλματία, τόσο στον πολιτικό όσο και στον εκκλησιαστικό τομέα, προκάλεσε την
επαναπροσέγγιση της βενετικής κυβέρνησης με το πατριαρχείο του Gradο που
στράφηκαν προς τον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄, τον άσπονδο εχθρό του πάπα
Γρηγορίου Ζ΄. Ο ποντίφικας αντέδρασε στέλνοντας δύο πύρινες επιστολές στον

683
Από το 1059 οι Νορμανδοί ήταν υποτελείς (vassalli) του πάπα, αλλά στην πραγματικότητα η
σχέση τους με το Παπικό Κράτος ήταν μία σχέση συμμαχίας, όπου μάλιστα οι Νορμανδοί
λειτουργούσαν ως ένοπλο χέρι του πάπα, όπου και όποτε βέβαια τα συμφέροντά τους συνέπιπταν
με αυτά της ρωμαϊκής εκκλησίας. F. Chalandon, Domination, I, 170-171.
684
E. Sestan, Dalmazia, 107.
685
Andrea Dandolo, 215. Η αναφορά στους “extraneos” βρίσκεται σε ένα δαλματικό έγγραφο που
αναφέρεται από τον E. Sestan, Dalmazia, 108.
686
C. Violante, Papato e Impero, 71. – E. Sestan, Dalmazia, 108.
687
C. Violante, Papato e Impero, 72.

201
πατριάρχη του Grado και στον δούκα της Βενετίας,688 στις οποίες επέπληττε τους
Βενετούς επειδή είχαν συνάψει σχέσεις με τον αφορισμένο Γερμανό αυτοκράτορα
και με τους οπαδούς του, οι οποίοι μάλιστα χαρακτηρίζονταν “όργανα και δούλοι
του Σατανά”.689 Ο Γρηγόριος Ζ΄ στις προσπάθειές του να προσεταιριστεί η
ρωμαϊκή εκκλησία όσες περισσότερες δυνάμεις μπορούσε παράβλεπε το γεγονός
ότι μία συμμαχία, έστω και έμμεση, μεταξύ των Νορμανδών, των Κροατών και
των Βενετών ήταν ανέφικτη από τη στιγμή που τα συμφέροντά τους και οι
βλέψεις τους ήταν όχι μόνο ασυμβίβαστες, αλλά και εντελώς συγκρουόμενες.
Επίσης η ανοιχτά αντιβυζαντινή στάση του Γρηγορίου Ζ΄ αποτελούσε ένα
επιπλέον πρόβλημα για τη Βενετία και την απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από
τη Ρώμη. Ο μεγαλύτερος φόβος των Βενετών ήταν ωστόσο η πιθανότητα να
εγκατασταθούν οι Νορμανδοί και στην άλλη πλευρά της Αδριατικής, γεγονός που
θα έθετε σε κίνδυνο όλες τις ναυτιλιακές δραστηριότητές τους. Για όλους αυτούς
τους λόγους, και παρά τις φοβέρες του Γρηγορίου Ζ΄, η Βενετία συνέχισε την
φιλογερμανική της πολιτική, την οποία θεωρούσε τη μόνη κατάλληλη για τη
διατήρηση της πολιτικής και στρατιωτικής ισορροπίας στην Αδριατική.
Ο ανταγωνισμός στην Αδριατική εξελίχθηκε σε ανοιχτό πόλεμο το 1081 όταν
οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γυισκάρδου επιτέθηκαν στις βυζαντινές κτήσεις της
Αλβανίας. Τα γεγονότα του πολέμου του 1081-1085 μεταξύ των Νορμανδών από
τη μία πλευρά και των Βυζαντινών και των Βενετών από την άλλη, όπως και η
παραχώρηση του χρυσοβούλλου λόγου από τον αυτοκράτορα Αλεξίο Α΄ Κομνηνό
στους Βενετούς είναι πολύ γνωστά και δεν θα ασχοληθούμε διεξοδικά με αυτά
στην παρούσα μελέτη. Όμως θέλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποιες
πτυχές του πολέμου και της βενετοβυζαντινής συμμαχίας.
Πρέπει κατ’ αρχάς να τονιστεί ότι η βοήθεια που οι Βυζαντινοί ζήτησαν από
τους Βενετούς ήταν αποκλειστικά και καθαρά στρατιωτικής φύσης, γεγονός που
δηλώνει ότι η Βενετία θεωρούνταν εκείνη την εποχή μία σημαντική ναυτική
δύναμη και αυτό παρά την εξαιρετικά περιορισμένη εδαφική έκταση και τον
ολιγάριθμο πληθυσμό του βενετικού κράτους, σε αντίθεση με τους Νορμανδούς,
που ήλεγχαν πια ολόκληρη τη Νότια Ιταλία, και με τη μεγάλη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία.
Το βενετικό ναυτικό εφάρμοσε στις ναυμαχίες κατά του νορμανδικού στόλου
την τακτική του πλωτού οχυρωμένου λιμανιού, αυτό που η Άννα Κομνηνή
ονομάζει “pelagolimevna” όπου τα πλοία λειτουργούσαν ως πλωτές και
αυτοκίνητες οχυρώσεις και ως πλατφόρμες για βαλλιστικές πολιορκητικές
μηχανές. Οι Βενετοί εφάρμοσαν την τακτική του πελαγολιμένα σε δύο από τις
ναυμαχίες που διεξήχθησαν μεταξύ του νορμανδικού και του βενετικού στόλου·

688
MGH, Epp. sel., IV, 26 (σσ. 340-341), 27 (σσ. 341-342).
689
MGH, Epp. sel., IV, 27 (σσ. 341-342): “et ministi, immo servi sathane, a quo captivi tenentur,
facti sunt”. Ο Ερρίκος Δ΄ είχε αφοριστεί από τον πάπα Γρηγόριο Ζ΄ το 1076 κατόπιν τη σύνοδο
του Worms (Ιανουάριος 1076) στην οποία ο αυτοκράτορας και οι Γερμανοί επίσκοποι καθαίρεσαν
τον πάπα Γρηγόριο και τον κήρυξαν έκπτωτο.

202
την πρώτη φορά, με επιτυχία, έξω από το Δυρράχιο το καλοκαίρι του 1081690 και
την δεύτερη, έξω από την Κέρκυρα τον Ιανουάριο του 1084, όπου όμως
ηττήθηκαν.691 Από τις αφηγήσεις των πηγών προκύπτει η εξειδίκευση των
βενετικών πληρωμάτων σε ιδιαίτερες τακτικές μάχης, οι οποίες ήταν παρόμοιες με
εκείνες που χρησιμοποιούσαν την ίδια εποχή οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι κατά
των ισλαμικών πόλεων και οχυρών στη Δυτική Μεσόγειο.692 Αυτές οι τακτικές θα

690
Άννα Κομνηνή, IV, 2,3 (σ. 123): “sunarthvsante~ ta; meivzona tw`n ploivwn
kalw/divoi~ te; desmhvsante~ kai; to;n legovmenon pelagolimevna
sunapartivsante~ puvrgou~ te; xulivnou~ ejn toi`~ iJstivoi~ aujtw`n
oijkodomhvsante~ dia; kalw/divwn ajnhvgagon ejn aujtoi`~ ta;
ejkavstw/ aujtw`n sunefepovmena mikra; ajkavtia.”. – Gaufredus Malaterra, III,
27: “Venetiani naves suas plurimus commeatibus aggregatas, nocturno silentio exonerando
levigantes et in summitate mali unuscuiusque navis solium duorum, vel trium hominum arte
componentes, lapidibusque et pilis ad iacendum munientes, sese ad defensionem potius quam ad
deditionem aptant”. Ο Γουλιέλμος Απουλίας γράφοντας για τη ναυμαχία στο Δυρράχιο δεν
αναφέρεται στον πελαγολιμένα των Βενετών, αλλά διευκρινίζει σε δύο χωρία πως οι Βενετοί είχαν
μεγάλη πείρα στον ναυτικό πόλεμο, την τέχνη του οποίου γνώριζαν καλύτερα από οποιονδήποτε
άλλο λαό στον κόσμο. Guillermus Apuliensis, IV, 285-286: “gens nulla valentior ista aequoreis
bellis, ratiumque per aequora ductu”, IV, 297-298: “Amplius huius erat quia gnara Venetica belli
gens”. Παρακάτω ο Νορμανδός ιστορικός αναφέρει πως οι Βενετοί κατάφεραν να αποκόψουν
μερικά από τα πλοία του Γυισκάρδου από τον κύριο όγκο του στόλου που είχε βρει καταφύγιο στο
λιμάνι του Δυρραχίου, μετά τη δυσμενή έκβαση της ναυμαχίας, και τα έσπρωξαν σε ανοιχτό
πέλαγος όπου και τα εξουδετέρωσαν. Οι Βενετοί κατάφεραν αυτό αφού “έκοψαν τα σχοινιά”.
Guillermus Apuliensis, IV, 306-307: “Funibus incisis quasdam violenter ab ipso littore propulsas
vi turba Venetica ducit”. Το χωρίο του Γουλιέλμου Απουλία θα μπορούσε να ερμηνευτεί με δύο
τρόπους: 1) οι Βενετοί εισήλθαν στο λιμάνι του Δυρραχίου και, αφού έκοψαν τα σχοινιά κάποιων
νορμανδικών πλοίων, τα έσυραν έξω από το λιμάνι (πώς όμως;), 2) οι Βενετοί αφού έκοψαν τα
σχοινιά που κρατούσαν δεμένα μεταξύ τους τα δικά τους πλοία (πελαγολιμήν) επιτέθηκαν στα
νορμανδικά καράβια που έψαχναν καταφύγιο στο λιμάνι του Δυρραχίου. Αυτή η δεύτερη ερμηνεία
γέρνει ωστόσο το ερώτημα γιατί ο Γουλιέλμος Απουλίας δεν είχε αναφερθεί νωρίτερα στην
ιδιαίτερη τακτική του βενετικού στόλου που τόσο εντυπωσίασε την Άννα Κομνηνή και τον
Malaterra.
691
Άννα Κομνηνή, VΙ, 5,6 (σ. 177): “desmhvsante~ ta; meivzona touvtwn ploi`a
kalw/divoi~ peri; to;n limevna th`~ Korufw; kai; sunapartivsante~
to;n legovmenon pelagolimevna ta; smikra; touvtwn ej~ mevson h[lasan,
sidhroforhvsante~ de; a{pante~ ejkaradovkoun th;n touvtou e[leusin.” .
Ο Γουλιέλμος Απουλίας αναφέρει επίσης τον πελαγολιμένα των Βενετών, αλλά ως είδος πλωτό
χειμερινό στρατόπεδο που οι Βενετοί έστησαν στα νερά έξω από το Δυρράχιο, η ακρόπολη του
οποίου ακόμη βρισκόταν στα χέρια των Νορμανδών. Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο, οι Βενετοί
διαχείμαζαν στον πελαγολιμένα τους και προς το τέλος του χειμώνα του 1084 συγκρούστηκαν με
τον βενετοβυζαντινό στόλο έξω από την Κέρκυρα, χωρίς να αναφερθεί καμία ιδιαίτερα τακτική
μάχης των Βενετών. Guillermus Apuliensis, V, 90-95: “Ingressique [Veneti] rates, communiter
aequore multas erexere trabes, et parvae fit modus urbis. Castro composito de lignis, omnia classis
instrumenta suae gens provida seque locavit. Sicque subque aediculis, algenti tempore, contra
nimbosas hiemes remorantur, in aequore tuti”. Η σοβαρή ήττα που οι Βενετοί υπέστησαν στη
ναυμαχία της Κέρκυρας είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Βενετία, όπου ο δούκας Domenico Silvo
αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στη θέση του εξελέγη ο Vitale Falier (Vitalis Faletro). Annales
Venetici breves, 86. – Andrea Dandolo, 216: “Iste dux Venetis exosus, propter excidium stoli
contra Robertum missi, dum annis XII: prefuisset, repudiatur et de sede expelitur”. – Venetiarum
Historia, 79: “Hic dux Venetis factus exosus propter conflictum habitum a Ruberto Guiscardo,
dum annis XIJ, mensibus V, ducali dominio presidisset, repudiatur et de sede expelitur”. Βλ. R.
Cessi, Venezia ducale, 114-115.
692
Οι βενετικές πηγές αναφέρονται με σύντομο τρόπο στον πόλεμο κατά του Γυισκάρδου και
καμία απ’ αυτές δεν γράφει κάτι για τον πελαγολιμένα ή για κάποια άλλη ιδιαίτερη ναυτική
τακτική του βενετικού στόλου κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των Νορμανδών. Annales
Venetici breves, 86. – Andrea Dandolo, 216. – Venetiarum Historia, 79.

203
εφαρμοστούν με επιτυχία λίγα χρόνια αργότερα στη Συρία και στην Παλαιστίνη
κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας.693
Σχετικά με τον χρυσόβουλλο λόγο που ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός
παραχώρησε στους Βενετούς ως αμοιβή για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο κατά
των Νορμανδών, θα αναφερθώ μόνο στην ειδική ρήτρα που αφορούσε τους
Αμαλφιτάνους. Το 1076 οι Αμαλφιτάνοι, όπως θα δούμε αναλυτικότερα
παρακάτω, είχαν αναγνωρίσει την κυριαρχία του Ροβέρτου Γυισκάρδου και γι’
αυτό ήταν και αυτοί, τουλάχιστον θεωρητικά, εχθροί της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία μαρτυρία για συμμετοχή πλοίων ή
στρατιωτών από το Αμάλφι στις επιχειρήσεις των Νορμανδών κατά των
Βυζαντινών και των Βενετών. Επίσης, η σημαντική αμαλφιτάνικη παροικία στο
Δυρράχιο δεν φαίνεται να υπέστη κάποιο διωγμό ή κατασταλτικό μέτρο από τις
βυζαντινές αρχές. Το πιθανότερο είναι πως οι Αμαλφιτάνοι, δεμένοι στον
Γυισκάρδο με έναν χαλαρό και κάπως ασαφή δεσμό υποτέλειας, δεν συμμετείχαν
ενεργά στον πόλεμό του κατά του Βυζαντίου.694 Παρόλα αυτά οι Βενετοί πέτυχαν
να συμπεριληφθεί στον χρυσόβουλλο λόγο του Αλεξίου ειδική ρήτρα που
ουσιαστικά καθιστούσε τους Αμαλφιτάνους εμπόρους που δραστηριοποιούνταν
στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία φοροτελείς της Βενετίας. Κάθε Αμαλφιτάνος
έμπορος που διατηρούσε κατάστημα στην Κωνσταντινούπολη ή σε οποιοδήποτε
άλλο μέρος της Αυτοκρατορίας έπρεπε να πληρώνει κάθε χρόνο τρία χρυσά
νομίσματα στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, δηλαδή στη βενετική
κυβέρνηση.695 Δημιουργήθηκε έτσι μία πρωτοφανής κατάσταση, στην οποία οι
μέχρι πρόσφατα “Ρωμαίοι” Αμαλφιτάνοι αναγκάζονταν από τη βυζαντινή
κυβέρνηση να πληρώνουν ειδικό φόρο, όχι στην ίδια, άλλα σε άλλη κυβέρνηση, η

693
Η ειδικότητα των Βενετών στις αμφίβιες επιχειρήσεις κατά οχυρωμένων παραθαλάσσιων
πόλεων επιβεβαιώθηκε θριαμβευτικά στην πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, η
οποία οφείλεται στην επιτυχή επίθεση κατά του παραθαλάσσιου τμήματος των μέχρι τότε
απόρθητων και θεοφύλακτων τειχών της Βασιλεύουσας. Πρόσφατες μελέτες για την επίθεση στην
Κωνσταντινούπολη του 1204 είναι M. Meško, Παρατηρήσεις για τις κρεμαστές γέφυρες των
Βενετών και τα αμυντικά μέτρα των Βυζαντινών κατά το διάστημα 1203-1204, Βυζαντιακά 24
(2004), 287-312, όπου ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερο βάρος στην τεχνική ανάλυση των
πολιορκητικών ταχτικών που εφάρμοσαν οι Βενετοί και οι σταυροφόροι κατά των βυζαντινών
οχυρώσεων. – T. G. Kolias, Military Aspects of the Conquest of Constantinople by the Crusades,
εν A. Laiou (επιμ.), Urbs capta. The Fourth Crusade and its Consequences/La IVe croisade et ses
conséquences, [Réalités Byzantines 10], Paris 2005, 123-138, όπου ο συγγραφέας, καταλήγοντας,
γράφει χαρακτηριστικά (σ. 138): “The crusaders’ abilities in siege warfare had improved
significantly since the outset of the crusades, but this was not the factor that played a major role in
the conflicts. Besides, the Venetians’ participation in siege operations was more decisive. The
advanced naval technology of the Venetians and their skill not only as sailors but also as warriors
on land and sea were the factors that made the capture of Constantinople possible. They were the
catalyst ”.
694
Vera von Falkenhausen, Ceti, 363.
695
M. Pozza-G. Ravegnani, Trattati, 38-39: “Constituit vero imperium meum et sanctissimam
ecclesiam Sancti apostoli et evangeliste Marci que est in Venetia, ab unoquoque in magna civitate
et omni Romania tenentium ergasteria Amalphynorum omnium qui sunt sub potestate eius qui
dicicu patriciatus accipere perunumquemque annum nomismata tria”. Το αξίωμα του πατρικίου
(patriciatus) αποδιδόταν στους κυβερνήτες της πόλης Αμάλφι ακόμη και μετά από την κατάληψη
της πόλης από τους Νορμανδούς. S. Βοrsari, Venezia e Bisanzio, 8.

204
οποία, με τη σειρά της, τυπικά υπαγόταν ακόμη στους Βυζαντινούς
αυτοκράτορες.
Με τη συμμετοχή τους στον πόλεμο μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
και του Ροβέρτου Γυισκάρδου οι Βενετοί αποσόβησαν τον κίνδυνο της
εγκατάστασης μίας αξιόλογης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στις δύο ακτές
της Αδριατικής, γεγονός που θα καθιστούσε όλο το θαλάσσιο εμπόριο των
Βενετών έρμαιο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των Νορμανδών. Παράλληλα
απέκτησαν κυρίαρχη θέση στις αγορές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
καθιστώντας μη ανταγωνιστικούς τους μέχρι τότε μεγαλύτερους αντιπάλους τους,
τους Αμαλφιτάνους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στον πόλεμο κατά των
Νορμανδών οι Βενετοί βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με οργανωμένο
και αξιόμαχο εχθρικό ναυτικό μετά από περισσότερο από διακόσια χρόνια (από τη
δεύτερη ναυμαχία κατά των μουσουλμάνων στον Τάραντα, 867 ή 868).696
Η ετοιμότητα και το αξιόμαχο του βενετικού στόλου στον πόλεμο 1081-1085
έρχεται δραματικά σε αντίθεση με την αμέλεια και την αδιαφορία που η
βυζαντινή κυβέρνηση έδειξε προς τις ναυτικές δυνάμεις της. Η Ελένη Γλύκατζη-
Ahrweiler παρατήρησε ότι: “on constate encore une fois ce qui est un règle dans
l’histoire maritime de l’Empire: l’établissement de la paix et de la sécurité de la
navigation entraîne le développement des échanges internationaux et des flottes
commerciale et l’abandon des flottes de guerre, qui, désoeuvrées, pourrisent
désarmées dans les arsenaux ou se contentent d’humbles besognes policières.
Cette situation subsistera jusqu’au moment où la situation historique, et
notamment l’apparition de nouveaux dangers militaires, obligera l’Empire à
réagir ”.697 Ο κανόνας που η κ. Γλύκατζη-Ahrweiler εντοπίζει στην ιστορία του
βυζαντινού ναυτικού αφορούσε, ως ένα σημείο, και τα ισλαμικά κράτη που
κυριάρχησαν στην Εγγύς Ανατολής από τον 9ο αι. και πέρα. Η πρακτική των
μεγάλων κρατών να παραμελήσουν τον ναυτικό τους, όταν θεωρούσαν πως δεν
υπήρχαν σοβαροί κίνδυνοι από τη θάλασσα, οφειλόταν σε συγκεκριμένες
πολιτικές που ακολουθούσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και όχι σε πρακτικούς ή
τεχνικούς λόγους, όπως έλλειψη πρώτων υλών για την ναυπήγηση, απαρχαιωμένη
ναυτική τεχνογνωσία κ. ά. Τέτοια πρακτική δεν ήταν παράλογη ούτε ριψοκίνδυνη
και ήταν φυσιολογικό αποτέλεσμα της πολιτικής και κοινωνικής δομής των
κρατών αυτών. Το Βενετικό Κράτος όμως ήταν διαφορετικό. Οι Βενετοί, που
αναμφισβήτητα διέθεταν πολύ λιγότερους πόρους από τους Βυζαντινούς και τους
Φατιμίδες, ήταν σε θέση, όποτε χρειαζόταν, να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις

696
Σε αυτά τα διακόσια δεκατέσσερα χρόνια οι Βενετοί πολέμησαν στη θάλασσα μόνο με τους
Σλάβους πειρατές της Δαλματίας, οι οποίοι, αν και αποτελεσματικοί στις πειρατικές επιδρομές,
δεν διέθεταν βέβαια αξιόμαχο ναυτικό. Στην δε περίπτωση της εκστρατείας στη Δαλματία κατά
του Amicus, οι Νορμανδοί αποσύρθηκαν στον ερχομό των βενετικών πλοίων, χωρίς να σημειωθεί
κάποια σύγκρουση μεταξύ των δύο στολών.
697
H. Ahrweiler, Mer, 155-156. Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να ερωτηθεί πόσο αναπτύχθηκαν οι
εμπορικοί βυζαντινοί στόλοι και πού οι ίδιοι δραστηριοποιούνταν κατά τη διάρκεια της “ναυτικής
ειρήνης” που προηγήθηκε της εποχής των Κομνηνών.

205
τους στον ναυτικό αγώνα και αυτό όχι απλά επειδή “ζούσαν από τη θάλασσα”,
αλλά επειδή είχαν καταφέρει να απαλλαγούν από αυτοκράτορες, βασιλείς και
άλλους ανωτέρους κυριάρχους και να δημιουργήσουν ένα δικό τους κράτος που
λειτουργούσε αποκλειστικά με βάση τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες τους. Ένα
κράτος σύγχρονο, που είχε την απαραίτητη ευελιξία να ανταποκρίνεται στις
προκλήσεις και στις νέες καταστάσεις που διαμορφώνονταν στην Ευρώπη και στη
Μεσόγειο. Καμία βενετική κυβέρνηση δεν θα παραμελούσε το ναυτικό, ακόμη
και μετά από αιώνες ειρήνης, για τον απλούστατο λόγο ότι η βενετική κοινωνία,
της οποίας η κυβέρνηση ήταν εκφραστής, δεν θα το επέτρεπε. Η απάντηση στο
ερώτημα πώς η πληθυσμιακά και εδαφικά μικρή Βενετία κατάφερε να αποκτήσει
δεσπόζουσα θέση στη Μεσόγειο Θάλασσα τις παραμονές της πρώτης
σταυροφορίας – και δεν αναφερόμαστε μόνο στο εμπόριο, αλλά και στη δύναμη
του στρατιωτικού ναυτικού της – πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθεί στην
πολιτική οργάνωση του βενετικού κράτους και στη κοινωνική δομή του βενετικού
λαού.

***

Το Αμάλφι δεν ενεπλάκη σε καμία στρατιωτική περιπέτεια και συνέχισε την


παραδοσιακή πολιτική ειρήνης και συνεργασίας με όλα τα ισλαμικά και
χριστιανικά κράτη της Μεσογείου. Ωστόσο η συνετή αυτή πολιτική δεν
προφύλαξε το μικρό κράτος από τον ανανεωμένο επεκτατισμό των Λογγοβάρδων
ηγεμόνων του Σαλέρνο. Την δεκαετία 1028-1038 το Αμάλφι έζησε μία ταραγμένη
περίοδο εσωτερικών ερίδων με πολλές και αλλεπάλληλες ανατροπές δουκών.698
Το 1038 μία ακόμη επανάσταση επανέφερε στην εξουσία τον δούκα Ιωάννη Β΄
(Giovanni) που είχε ανατραπεί και εξοριστεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Οι
εσωτερικές διαμάχες και οι προδοσίες που επακολούθησαν έδωσαν στον φιλόδοξο
πρίγκιπα του Σαλέρνο Guaimario Ε΄ (1027-1052) την ευκαιρία να κυριεύσει το
Αμάλφι το 1039.699 Έτσι ύστερα από δύο αιώνες το Αμάλφι έχασε πάλι την
ανεξαρτησία και πάλι από τους Λογγοβάρδους του Σαλέρνο. Η ξένη κατοχή
κράτησε μέχρι το 1052, όταν μετά τη δολοφονία του Guaimario (12 Απριλίου
1052), οι Αμαλφιτάνοι αποτίναξαν τον λογγοβαρδικό ζυγό και ανακάλεσαν τον
πρώην δούκα Ιωάννη Β΄ από την Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσε εξόριστος τα
τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, για να αναλάβει πάλι την κυβέρνηση της πόλης.700
Ο γιος και διάδοχος του Guaimario Ε΄, Gisulfo Β΄ (1052-1077) απείλησε πάλι το
Αμάλφι στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του· αυτή τη φορά οι Αμαλφιτάνοι
ζήτησαν τη βοήθεια του Νορμανδού Ριχάρδου, που ήταν κόμης της Aversa από το

698
Ε. Pontieri, Crisi, 12.
699
Amatus di Montecassino, ΙΙ, 7 ( σ. 65).
700
Leo Ostiensis, 685. – Amatus di Montecassino, ΙΙΙ, 28 (σσ. 142-145). – Annales Beneventani,
179. Βλ. Ε. Pontieri, Crisi, 13.

206
1062, ο οποίος ανάγκασε τον Gisulfo να αποσυρθεί. Μάλιστα οι Αμαλφιτάνοι και
ο Gisulfo σύναψαν ειρήνη και ορκίστηκαν αιώνια φιλία μεταξύ τους.701
Παρόλα αυτά, στις αρχές της δεκαετίας του 1070 o Gisulfo ξανάρχισε τις
επιθέσεις εναντίον του Αμάλφι, ενώ τα καράβια του Σαλέρνο και των πειρατών
συμμάχων του παρενοχλούσαν τις θαλάσσιες επικοινωνίες των Αμαλφιτανών.
Όταν τα στρατεύματα του Gisulfo κατάφεραν να κατακτήσουν τρία κάστρα που
προστάτευαν τις ακτές του μικρού κράτους και πλησίασαν επικίνδυνα την ίδια την
πόλη702 οι Αμαλφιτάνοι αποφάσισαν “να βρουν έναν ηγεμόνα στον οποίο θα
παραδίδονταν και από τον οποίο θα προστατεύονταν. Και πήγαν να παραδώσουν
την πόλη στον πάπα Γρηγόριο, για να τους απαλλάξει από τον ζυγό του
Γισούλφου”.703 Ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ ήταν όμως σύμμαχος του Gisullfo του
Σαλέρνο και απέρριψε την πρόταση των Αμαλφιτανών, οι οποίοι πιθανώς
απέβλεπαν σε κάποιο είδος υψηλής παπικής προστασίας χωρίς ουσιαστική
απώλεια της ανεξαρτησίας τους. Οι Αμαλφιτάνοι στράφηκαν τότε στη μόνη
δύναμη που μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Gisulfo, δηλαδή τον Νορμανδό
δούκα της Απουλίας και Καλαβρίας Ροβέρτο Γυισκάρδο. Οι Αμαλφιτάνοι του
ζήτησαν προστασία από το Σαλέρνο και τον προσκάλεσαν να εγκαταστήσει μία
νορμανδική φρουρά στην πόλη.704 Ο Γυισκάρδος ανταποκρίθηκε στην έκκληση
των Αμαλφιτανών και έστειλε αμέσως πλοία και στρατεύματα στην πόλη.705 Η
κατοχή του Αμάλφι από τους Νορμανδούς δεν είχε όμως μόνιμο χαρακτήρα και
μόλις ο Gisulfo σταμάτησε τις εχθροπραξίες και πέτυχε μία συμφωνία με τον
Γυισκάρδο, οι νορμανδικές δυνάμεις αποσύρθηκαν, αν και μία φρουρά παρέμεινε
σε ένα από τα κάστρα της πόλης. Οι Αμαλφιτάνοι ήταν υποχρεωμένοι να
πληρώνουν ετήσιο φόρο (tributa) στον Γυισκάρδο και να του παρέχουν, όποτε
τους ζητηθεί, στρατιωτικές υπηρεσίες (servitium). Η πόλη διατηρούσε όμως την
αυτονομία της και η διακυβέρνηση παρέμεινε στους Αμαλφιτάνους, οι οποίοι
μάλιστα ενίσχυσαν την εξουσία της λαϊκής συνέλευσης (publicus amalfitanus) εις
βάρος του δούκα.706 Η κατάσταση άλλαξε όμως λίγα χρόνια αργότερα και το
Αμάλφι πέρασε από ένα ήπιο προτεκτοράτο στην άμεση νορμανδική κυριαρχία.

701
Amatus di Montecassino, IV, 9-10 (σ. 189): “Et firent concordance ensemble o sacrament. Et
jura li Prince et troiz cens de li soe gent; et jura li Patrice et autretant de Amalfe; et toute la male
volenté de devant s’ entrepardonerent, et promistrent de non nuire l’ un à l’ autre né en present né
el tems avenir”.
702
Σύμφωνα με τον Amatus di Montecassino ο δούκας του Αμάλφι Σέργιος πέθανε από τη
στεναχώρια όταν έμαθε την άλωση των κάστρων αυτών. Amatus di Montecassino, VIII, 6 (σ.
347): “et veinchi troiz cheasteaux, liquel estoient da longe de la mer. Et pour ceste dolor, lo Patrice
de Amalfe mourut”.
703
Amatus di Montecassino, VIII, 7 (σ. 348): “penserent de trover seignor à qui il se devissent
donner, et de qui il fussent desfendu. Et adont donnerent la cité à lo pape Gregoire, pource qu’ il
lor delivrast lo col de lo jouc de Gysolfe”.
704
Amatus di Montecassino, VIII, 7 (σ. 348): “Et quant il entendirent la volonté de lo Pape, cil de
Amalfe, il se retornerent a la adjutoire de lo valentissime duc Robert; à loquel donnerent puissance
de venir a la cité, de faire una roche”.
705
Amatus di Montecassino, VIII, 8, (σ. 349). – Guillermus Apuliensis, III, 412-416. Βλ. E.
Pontieri, Crisi, 26-28
706
E. Pontieri, Crisi, 29-30.

207
Το 1076 ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος μεταξύ του Ροβέρτου Γυισκάρδου και του
Gisulfo. Ο δούκας της Απουλίας και Καλαβρίας επιτέθηκε στο Πριγκιπάτο του
Σαλέρνο και πολιόρκησε τον τελευταίο Λογγοβάρδο πρίγκιπα της Ιταλίας στην
πρωτεύουσά του. Μετά την έναρξη της πολιορκίας ο Γυισκάρδος ζήτησε από τους
Αμαλφιτάνους τη στρατιωτική βοήθεια που αυτοί του όφειλαν (“ut sibi ab
obsidendam urbem navigio servitium veniant”).707 Οι Αμαλφιτάνοι όμως δεν
έδειξαν μεγάλη προθυμία να συμμετάσχουν στον πόλεμο κατά του Σαλέρνο, η
πτώση του οποίου θα σήμαινε την πλήρη επικράτηση των Νορμανδών στη Νότια
Ιταλία και θα άφηνε το Αμάλφι εντελώς περικυκλωμένο από νορμανδικές κτήσεις.
Ο Γυισκάρδος, αντιλαμβανόμενος την αμφιλεγόμενη στάση του Αμάλφι,
αντέδρασε δυναμικά και ανταλλάσσοντας επιδέξιες διαβουλεύσεις (“callidis
pactionibus”) και απειλές (“minis”) ανάγκασε τελικά τους Αμαλφιτάνους να του
παραχωρήσουν την κυριαρχία πάνω στην πόλη “haeredilater”.708 Νορμανδικά
στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν σε τέσσερα φρούρια που
οι ίδιοι εκεί έκτισαν. Σύμφωνα με τον Guillermus Apuliensis όμως οι Νορμανδοί
κατέλαβαν το Αμάλφι μόνο μετά την άλωση του Σαλέρνο του 1077.709
H θλιβερή απώλεια της ανεξαρτησίας μνημονεύεται με πικρά λόγια από μία
αμαλφιτάνικη χρονογραφία: “... hoc aevo Res Amalphitanorum pubblica jacuit,
amissis uno tempore opibus, libertate ac propriis Ducibus”.710
Οι Αμαλφιτάνοι ήλπιζαν ωστόσο να ανακτήσουν την παλιά ελευθερία και
εκμεταλλευόμενοι την ευνοϊκή για αυτούς χαώδη κατάσταση που επικρατούσε
στο Νορμανδικό Κράτος εξεγέρθηκαν μία πρώτη φορά το 1088. Η εξέγερση αυτή,
για την οποία δεν έχουμε πολλές πληροφορίες, τερματίστηκε όμως πολύ νωρίς και
το 1089 η πόλη βρισκόταν πάλι υπό την κυριαρχία του δούκα της Απουλίας
Ρογήρου (1085-1111).711 Το Αμάλφι εξεγέρθηκε πάλι το 1096 και κάποιος
Marinus εξελέγη δούκας. Έτσι μετά από είκοσι χρόνια η πόλη είχε πάλι έναν δικό
της άρχοντα, εκλεγμένο από τον λαό.712 Ο Ρογήρος κάλεσε τότε σε βοήθεια τον
αδελφό του Βοημούνδο και τον θείο του, τον κόμη της Σικελίας που ονομαζόταν
επίσης Ρογήρος. Μόλις όμως τα νορμανδικά στρατεύματα άρχισαν την πολιορκία
του Αμάλφι, εμφανίστηκαν οι πρώτοι σταυροφόροι που κατευθύνονταν μέσω της
Νότιας Ιταλίας στην Παλαιστίνη. Η εντύπωση που άφησαν στους Νορμανδούς
ευγενείς ήταν τεράστια και οι περισσότεροι απ’ αυτούς εγκατέλειψαν, μαζί με
τους στρατιώτες του, τον δούκα Ρογήρο και ακολούθησαν τους σταυροφόρους. Ο
Ρογήρος, μη διαθέτοντας αρκετές δυνάμεις για να φέρει εις πέρας την πολιορκία
του Αμάλφι, αποσύρθηκε και έτσι η πόλη μπόρεσε να κρατήσει ανέλπιστα την

707
Gaufredus Malaterra, III, 3.
708
Gaufredus Malaterra, III, 3.
709
Guillermus Apuliensis, III, 476: “Hac adquisita simul adquisivit Amalfin”.
710
Εν E. Pontieri, Crisi, 32.
711
F. Chalandon, Domination, I, 296.
712
F. Chalandon, Domination, I, 296. – E. Pontieri, Crisi, 33. Όπου αναφέρονται τα κρατικά
έγγραφα του Αμάλφι που μαρτυρούν την επανακτηθείσα ανεξαρτησία της πόλης.

208
ελευθερία της.713 Η ανεξαρτησία του Αμάλφι κράτησε όμως πολύ λίγο, γιατί το
1100 ο δούκας Ρογήρος επανέφερε την πόλη υπό την κυριαρχία του και αυτή τη
φορά οριστικά.714
Η προσάρτηση του Αμάλφι στο Νορμανδικό Κράτος της Νότιας Ιταλίας
(Βασίλειο από το 1130) προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στην εμπορική και
οικονομική ζωή της πόλης. Οι Αμαλφιτάνοι έμποροι συνέχισαν τις
δραστηριότητές τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά η θέση τους, που είχε
ήδη δεχτεί σοβαρό πλήγμα με το χρυσόβουλλο του 1082, φθειρόταν όλο και
περισσότερο προς όφελος των Βενετών και αργότερα των Πιζάνων και των
Γενοβέζων. Στην Εγγύς Ανατολή οι Αμαλφιτάνοι συνέχισαν ανενόχλητοι να
εμπορεύονται, χωρίς να υπάρχει καμία προφανής συνέπεια των πρόσφατων
πολιτικών αλλαγών στην πόλη τους.715 Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο Βυζάντιο,
το γεγονός ότι οι Αμαλφιτάνοι είχαν γίνει Νορμανδοί υπήκοοι δεν επηρέασε τις
σχέσεις τους με τις ισλαμικές αρχές και βέβαια η Βενετία δεν μπορούσε να
ασκήσει στο Κράτος των Φατιμιδών πιέσεις παρόμοιες με εκείνες που ασκούσε
στους Κομνηνούς για να βλάψει τους Αμαλφιτάνους ανταγωνιστές.
Η ενσωμάτωση στο Νορμανδικό Κράτος πρόσφερε στους Αμαλφιτάνους τη
δυνατότητα να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους σε ολόκληρη τη Νότια Ιταλία
και τη Σικελία. Τον 12ο αιώνα Αμαλφιτάνοι έμποροι ίδρυσαν stationes
(εμπορικούς σταθμούς) στις κυριότερες πόλεις της Νότιας Ιταλίας και απέκτησαν
το μονοπώλιο του εσωτερικού εμπορίου σε όλο το Βασίλειο.716 Το εμπόριο του
Αμάλφι γινόταν όλο και περισσότερο χερσαίο και τοπικό. Αυξάνονταν οι
ευκαιρίες, και οι δραστηριότητες, σε εγχώριο επίπεδο, ενώ μειωνόταν το
παραδοσιακό διεθνές διαμεσογειακό εμπόριο της πόλης.717 Το σημαντικότερο
είναι ότι όλα αυτά συνέβαιναν την ίδια περίοδο που οι υπόλοιπες ιταλικές πόλεις
γίνονταν όλο και πιο ανταγωνιστικές, αναπτύσσοντας τις εμπορικές τους
επιχειρήσεις παράλληλα με τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Επί πλέον, ενώ οι
άλλες ιταλικές πόλεις οικοδομούσαν τις δικές τους κρατικές δομές, με κύριο
γνώμονα τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα, το Αμάλφι έπαψε να είναι
κράτος. Το μικρό Αμάλφι έγινε μέρος του μεγάλου Νορμανδικού Κράτους, αλλά
αυτό δεν θα το ωφελήσει στον ανταγωνισμό με τις άλλες ιταλικές πόλεις που
παρέμειναν “μικρές”, αλλά ανεξάρτητες.

713
Lupus Protospatarius, 62. – Annales Cavenses, 190. – Romoaldi Salernitani annales, MGH,
Scriptores, τ. XIX, εκδ. G. Pertz, Hannover 1866, 387-461, σ. 412.
714
Annales Cavenses, 191. Για την ακριβή χρονολογία της δεύτερης νορμανδικής κατάκτηση του
Αμάλφι βλ. F. Chalandon, Domination, I, 310, με υπ. 2.
715
E. Pontieri, Crisi, 36 κ. ε. – Vera von Falkenhausen, Ceti, 367.
716
Vera von Falkenhausen, Amalfi, 27-28.
717
E. Pontieri, Crisi, 42-43. – Μ. Balard, Amalfi et Byzance, 94-95. – Vera von Falkenhausen,
Amalfi, 30.

209
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5Ο

Η Εγγύς Ανατολή κατά τον 11ο αιώνα


(1000-1071)

5.1. Το Κράτος των Φατιμιδών κατά την περίοδο της προσωπικής


κυβέρνησης του χαλίφη al-Hakim (1000-1021).

Ο 11ος αιώνας είχε αρχίσει με καλούς οιωνούς για το Κράτος των Φατιμιδών
που είχε αποκαταστήσει τον έλεγχό του στην Νότια και Κεντρική Συρία,
αναπτύσσοντας παράλληλα ειρηνικές σχέσεις με το Βυζάντιο. Όμως στο
εσωτερικό του το κράτος γνώρισε αρκετές ταραχές εξαιτίας της συγκεντρωτικής
πολιτικής του νεαρού χαλίφη al-Hākim (996-1021),718 ο οποίος φιλοδοξούσε να
αναλάβει προσωπικά τη διακυβέρνηση της χώρας, περιορίζοντας την
παραδοσιακή δύναμη των μεγάλων στρατιωτικών και γραφειοκρατών του Καΐρου
υπό τη κηδεμονία των οποίων είχε τελέσει κατά τα πρώτα χρόνια της χαλιφείας
του. H κατ’ εντολή του χαλίφη δολοφονία του βεζίρη Barğawān (άνοιξη του
1000)719 εγκαινίασε μία μακρά σειρά αλλεπάλληλων διορισμών και καθαιρέσεων
αξιωματούχων και στρατιωτικών.720 Με αυτόν τον τρόπο ο χαλίφης πίστευε ότι θα
μπορούσε να ελέγξει τις διάφορες πολιτικές και στρατιωτικές ομάδες (σουνίτες
γραφειοκράτες, χριστιανοί γραφειοκράτες, Τούρκοι στρατιωτικοί, Βέρβεροι
στρατιωτικοί κ.τ.λ.) που κατά καιρούς διεκδικούσαν την εξουσία στην Αίγυπτο,
τρομοκρατώντας όλους τους αξιωματούχους και διατηρώντας σκόπιμα μία
κατάσταση αβεβαιότητας, χάρη στην οποία θα απέφευγε οποιαδήποτε προσπάθεια
επικράτησης από μία από αυτές τις ομάδες στην πολιτική ζωή του κράτους. Η
αμοιβαία δυσπιστία βασίλευε στις σχέσεις του χαλίφη με τους άνδρες που ο ίδιος
διόριζε στις σημαντικότερες θέσεις: καδήδες, διοικητές του στρατού, κυβερνήτες
των επαρχιών, βεζίρηδες. Ο κάθε αξιωματούχος, μόλις αναλάμβανε τα νέα του
καθήκοντα, γινόταν ύποπτος στα μάτια του al-Hākim, εξαιτίας της εξουσίας που
διέθετε και που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ενάντια στον χαλίφη. Οι συνεχείς

718
Ο al-Hākim ήταν ένδεκα χρονών όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του al-‘Azīz. Η μητέρα του ήταν
χριστιανή. Για τη βιογραφία του χαλίφη al-Hākim βλ. το λήμμα “al-Hākim bi-Amr Allāh”, E.I.2
(M. Canard).
719
Al-Antākī, II, 462. – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 65-66.
720
T. Bianquis, Damas, Ι, 249 κ. ε..

210
καθαιρέσεις και εκτελέσεις είχαν επίσης σκοπό να φοβερίσουν τους νέους
υπεύθυνους που καλούνταν να αντικαταστήσουν τους παλιούς.721
Η τρομοκρατία του al-Hākim δεν στρεφόταν μόνο κατά των υψηλών μελών της
στρατιωτικής και της διοικητικής τάξης. Στην προσπάθειά του να δυναμώσει το
σιιτικό στοιχείο εις βάρος της σουννιτικής πλειοψηφίας και παράλληλα να
μειώσει την οικονομική και πολιτική επιρροή των εβραίων και χριστιανών, που
τόσο είχαν ευνοηθεί από τον προκάτοχό του al-‘Azīz, ο νέος χαλίφης άρχισε μία
καταπιεστική πολιτική κατά όλων αυτών των θρησκευτικών κοινοτήτων με την
κατά καιρούς εφαρμογή απαγορευτικών μέτρων και την καταστροφή εκκλησιών
και συναγωγών.722 Το πιο γνωστό από τέτοια επεισόδια είναι η καταστροφή της
εκκλησίας της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, τον Οκτώβριο του 1009.723 Η
καταστροφή του σημαντικότερου χώρου λατρείας της χριστιανοσύνης δεν
προκάλεσε καμία αντίδραση από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή από οποιοδήποτε
άλλο χριστιανικό κράτος.724 Μάλιστα το ε. ε. 401/1010-1011, ένα χρόνο μετά την

721
T. Bianquis, Damas, Ι, 271.
722
Για την πολιτική του al-Hākim απέναντι στους σουννίτες, τους χριστιανούς και τους εβραίους
βλ. “al-Hākim bi-Amr Allāh”, E.I.2 (M. Canard) – C. Bosworth, Protected Peoples, 22-25. – T.
Bianquis, Damas, Ι, 250 κ. ε., κυρίως στις σελίδες 260-261, 285-296. Τα καταπιεστικά μέτρα του
al-Hākim προκάλεσαν ένα κύμα μετανάστευσης Αράβων χριστιανών από την Αίγυπτο και τη
Συρία προς τα βυζαντινά εδάφη. Ο διασημότερος αυτών των χριστιανών προσφύγων είναι ο
ιστορικός Yahya al-Antākī που βρήκε καταφύγιο στην Αντιόχεια, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό
του και όπου έγραψε το έργο του, αποκτώντας μάλιστα το επίθετο (al-Antākī/Αντιοχεύς) με το
οποίο έμεινε γνωστός.
723
Al-Antākī, II, 491-492. – Ibn al-Qalānisī, 45, ο οποίος χρονολογεί το γεγονός στο έτος εγίρας
398/1007-1008. – Ibn al-Athīr, 1644 (ε. ε. 398/1007-1008). – Maqrīzī, Itti‘āz, Ι, 81. Η μόνη
βυζαντινή πηγή που αναφέρει την καταστροφή του Παναγίου Τάφου είναι ο Ιωάννης Σκυλίτζης
(σ. 347), ο οποίος λανθασμένα αποδίδει την πράξη αυτή στον προκάτοχο του al-Hākim, τον
χαλίφη al-‘Azīz και χρονολογεί το συμβάν στο έτος 1010. Η καταστροφή της εκκλησίας του
Παναγίου Τάφου, όπως και οι καταστροφές άλλων εκκλησιών στην Αίγυπτο και στη Συρία, ήταν
πρωτοφανείς στην ισλαμική ιστορία. Αυτές οι πράξεις θρησκευτικής μισαλλοδοξίας του χαλίφη al-
Hākim εναντιώνονταν στην ίδια ισλαμική νομοθεσία εφόσον δεν έγιναν ύστερα από τη βίαιη
κατάκτηση μίας εχθρικής πόλης, αλλά σε μία ισλαμική χώρα, εν καιρώ ειρήνης και εις βάρος των
χριστιανών dhimmī, δηλαδή των από τον ισλαμικό νόμο προστατευόμενων μη μουσουλμάνων
υπηκόων ενός ισλαμικού κράτους. Η κίνηση του al-Hākim εντασσόταν στην γενική πολιτική του
απέναντι στις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες, που σκόπευε στην διατήρηση της κοινωνικής
ισορροπίας μέσω των εναλλασσόμενων εφαρμογών και αποσύρσεων καταπιεστικών μέτρων εις
βάρος των διαφόρων θρησκευτικών και κοινωνικών ομάδων της χώρας. Δείχνοντας ζήλο κατά των
χριστιανών και των εβραίων, οι οποίοι σύμφωνα με την μουσουλμανική κοινή γνώμη
απολάμβαναν υπερβολικά προνόμια στην Αίγυπτο, ο χαλίφης διαβεβαίωνε στους υπηκόους του
ότι ήταν ένας πραγματικός μουσουλμάνος ηγέτης και συγχρόνως καθιστούσε περισσότερο
υποφερτά στη σουννιτική πλειοψηφία τα μέτρα κατά των θρησκευτικών τους πρακτικών που είχε
εφαρμόσει εν ονόματι του σιιτικού δόγματος. Ο al-Hākim απαγόρευσε την προσευχή al-qunūt που
είχε ιδιαίτερη σημασία για τους σουννίτες και διέταξε να αναρτηθούν σε όλα τα τζαμιά της χώρας
ειδικοί πίνακες όπου αναγράφονταν κατάρες και αναθέματα κατά των πρώτων χαλίφηδων
(‘Umar, ‘Uthmān) και κατά των Ομαϋαδών και Αββασιδών χαλίφηδων, οι οποίοι ήταν όλοι
ένοχοι, κατά τη σιιτική ιδεολογία, για τον σφετερισμό των δικαιωμάτων του ‘Alī και των
απογόνων του όσο αφορά την ηγεσία της ισλαμικής κοινότητας και για την προδοσία των ιδεωδών
του Ισλάμ. Για την προπαγάνδα των Φατιμιδών κατά των Ομαϋαδών και των Αββασιδών βλ. M.
Canard, Propagande, 162 κ. ε.
724
M. Canard, Destruction, 34, 42. ΄Το 1015-1016 ο Βασίλειος Β΄ απαγόρευσε τις εμπορικές
συναλλαγές με το Κράτος των Φατιμιδών, αλλά αυτό το μέτρο, όπως θα δούμε παρακάτω, ερχόταν
ως αντίποινα για την επιβολή της κυριαρχίας των Φατιμιδών στο Χαλέπι και δεν είχε ουδεμία

211
καταστροφή του Παναγίου Τάφου, ο δούκας της Αντιόχειας αρνήθηκε την είσοδο
στην πόλη στα παιδιά του πρώην αρχιστράτηγου του αιγυπτιακού στρατού
Husayn bin Ğawhar που ζητούσαν άσυλο από τους διωγμούς του al-Hākim,
πιθανώς για να αποφευχθεί οποιαδήποτε τριβή με τις αιγυπτιακές αρχές.725
Η ισοπέδωση της εκκλησίας της Αναστάσεως αποτέλεσε μία πράξη εξαιρετικά
προσβλητική και προκλητική απέναντι σε όλο τον χριστιανικό κόσμο και σίγουρα
πιο σοβαρή και επίπονη από τις υποτιθέμενες κακομεταχειρίσεις και αυθαιρεσίες
που, σύμφωνα με την παπική προπαγάνδα, οι χριστιανοί προσκυνητές υπέφεραν
στην Παλαιστίνη από τους Σελτζούκους Τούρκους προς το τέλος του 11ου
αιώνα.726 Όμως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε τη
θέληση να αρχίσει έναν μεγάλο και δύσκολο πόλεμο στην Εγγύς Ανατολή
αποκλειστικά για ιδεολογικούς σκοπούς.727 Από την πλευρά τους, οι χριστιανικές
δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης, ακόμη και αν ήθελαν, δεν είχαν τότε την
παραμικρή δυνατότητα στρατιωτικής επέμβασης στην Εγγύς Ανατολή, δεδομένου
ότι οι μουσουλμάνοι ήλεγχαν ακόμη τη Σικελία και την Κεντρική Μεσόγειο και
ότι οι ιταλικές πόλεις, οι στόλοι των οποίων θα μπορούσαν να μεταφέρουν άνδρες
και οπλισμό στη Συρία και στην Παλαιστίνη, δηλαδή το Αμάλφι και η Βενετία,
δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να διαταράξουν τις φιλικές σχέσεις τους με
τους Φατιμίδες, ακριβώς όπως συνέβη και ενενήντα χρόνια αργότερα κατά την
πρώτη σταυροφορία.
Μετά τη συνθήκη με το Βυζάντιο και μέχρι τον θάνατο του al-Hākim, το
Κράτος των Φατιμιδών δεν ενεπλάκη σε καμία σύγκρουση με εξωτερικούς
εχθρούς και οι μόνες στρατιωτικές προκλήσεις που αντιμετώπισε ήρθαν από
εξεγέρσεις αραβικών φυλών. Το 1005 κάποιος Walīd bin Hišām, ένας
τυχοδιώκτης που υποστήριζε πως καταγόταν από τους Ομαϋάδες χαλίφηδες και
που έμεινε γνωστός στην ισλαμική ιστοριογραφία με την προσωνυμία Abū Rukwa
(“αυτός με το ταγάρι”), ξεσήκωσε τους Βέρβερους και τους Άραβες της
Κυρηναϊκής (Barqa στα αραβικά) και για περίπου δύο χρόνια απείλησε όλη την
Κάτω Αίγυπτο.728 Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Abū Rukwa ο λαός της

σχέση με τα αντιχριστιανικά μέτρα του al-Hākim όπως λανθασμένα υποστηρίζει η Κόλια-


Δερμιτζάκη. Α. Κόλια-Δερμιτζάκη, Ιερός πόλεμος, 315.
725
Al-Antākī, II, 501. Ο al-Antākī γράφει πως κυβερνήτης της Αντιόχειας ήταν ο πατρίκιος
Μιχαήλ o Χιτωνίτης (“Mīkhā’īl al-batrīq al-ma‘rūf bi-l-Qitāniūs/‫)”ﻣﻴﺨﺎﺋﻴﻞ اﻟﺒﻄﺮﻳﻖ اﻟﻤﻌﺮوف ﺑﺎﻟﻘﻄﺎﻧﻴﻮس‬.
Βλ. J. Laurent, Gouverneurs, 236.
726
C. Cahen, Introduction, 12-15.
727
J.C. Cheynet, Conception militaire, 59 κ. ε. – Χ. Παπασωτηρίου, Στρατηγική, 272.
728
Μετά από μία αποτυχημένη επίθεση κατά της Αλεξάνδρειας τα στρατεύματα του Abū Rukwa
νίκησαν ακόμη μία φορά τον στρατό των Φατιμιδών και απείλησαν το ίδιο το Κάιρο, ενώ ο ίδιος ο
Abū Rukwa αυτοανακηρύχτηκε χαλίφης και πήρε το επίθετο an-Nāsir li-Dīn Allāh. Τελικά τα
στρατεύματα του Abū Rukwa ηττήθηκαν σε μία μεγάλη μάχη στο Ra’s al-Birka (31 Αυγούστου
1006): οι περισσότεροι άνδρες του σκοτώθηκαν, ενώ ο ίδιος κατάφερε να φύγει. Λίγους μήνες
αργότερα αιχμαλωτίστηκε στο Σουδάν και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο όπου και εκτελέστηκε (8
Μαρτίου 1007). Οι πηγές για την εξέγερση του Abū Rukwa είναι: Al-Antākī, II, 470-479. – Ibn al-
Athīr, 1641-1643. – Maqrīzī, Itti‘āz, ΙΙ, 60-66. Για τις αραβικές φυλές της Αιγύπτου και για τον
ρόλο τους στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της χώρας βλ. A. Saleh, Bedouins, κυρίως στις
σελίδες 56-60.

212
Αιγύπτου, παρά τη δυσαρέσκεια που προκαλούσαν τα θρησκευτικά μέτρα του al-
Hākim και οι συχνοί λιμοί που έπλητταν εκείνη την εποχή τη χώρα,729 παρέμενε
πιστός στη νόμιμη κυβέρνηση, ακολουθώντας έτι μία φορά την πολιτική
παράδοση της Αιγύπτου, σύμφωνα με την οποία ο λαός προτιμά πάντα μία
σταθερή κυβέρνηση, παραβλέποντας τις όποιες δυσαρέσκειες έχει απέναντί της,
από την αβεβαιότητα μίας πολιτικής ανατροπής, κυρίως όταν αυτή μπορεί να
πραγματοποιηθεί από το φυλετικό στοιχείο.
Η δεύτερη εξέγερση των αραβικών φυλών σημειώθηκε στην Παλαιστίνη.730 Το
1011 η ισχυρή φυλή των Banū Tayy’, αρχηγός των οποίων ήταν o Mufarriğ bin
al-Ğarrāh, επιτέθηκε και δολοφόνησε κοντά στη Γάζα τον νεοδιορισθέντα
κυβερνήτη της Συρίας Yarūkh – έναν Τούρκο στρατιωτικό –κατέλαβε τη Ramla,
που τότε ήταν το διοικητικό κέντρο της Παλαιστίνης, και μέσα σε σύντομο
χρονικό διάστημα κυρίευσε όλη την Παλαιστίνη, εξαιρουμένων των μεγάλων
οχυρωμένων λιμανιών.731 Στα Ιεροσόλυμα o Mufarriğ bin al-Ğarrāh διέταξε τους
χριστιανούς να ανοικοδομήσουν την εκκλησία της Αναστάσεως και μάλιστα
συνεισέφερε χρηματικά στις εργασίες.732 Για να σταθεροποιήσει την εξουσία του,
ο νέος κυρίαρχος της Παλαιστίνης κάλεσε στη Ramla τον εμίρη της Μέκκας Abū
’l-Futūh al-Hasan bin Ğa‘far al-Hasanī, τον οποίο ανακήρυξε χαλίφη (amīr al-
mu’minīn) με το επίθετο (laqab) ar-Rašīd li-Dīn Allāh (Σεπτέμβριος 1011).733 Η
κατοχή της Παλαιστίνης από τους Banū Tayy’ αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για
τους Φατιμίδες από τη στιγμή που εμπόδιζε την επικοινωνία μεταξύ της Αιγύπτου

729
Για τρία συνεχόμενα χρόνια, 397/1006-1007, 398/1007-1008, 399/1008-1009, εξαιτίας της
χαμηλής στάθμης των νερών του Νείλου, οι σοδειές στην Αίγυπτο ήταν πολύ κακές, με
αποτέλεσμα να σημειώνονται λιμοί και επιδημίες. Al-Antākī II, 486, 489.
730
Τα αντιχριστιανικά μέτρα του al-Hākim είχαν προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια ανάμεσα στις
αραβικές φυλές της περιοχή, μερικές από τις οποίες ήταν χριστιανικές. Πέρα από την προσβολή
του θρησκευτικού συναισθήματος των χριστιανών, η καταστροφή της εκκλησίας της Αναστάσεως
επέφερε ένα μεγάλο πλήγμα στην οικονομία της Παλαιστίνης, δεδομένου ότι οι χριστιανοί
προσκυνητές που πήγαιναν στους Άγιους Τόπους έπρεπε να πληρώνουν τις φυλές για να
εξασφαλίσουν την προστασία τους. Πολλά μοναστήρια και εκκλησίες βρίσκονταν στις παρυφές
της στέπας και της ερήμου όπου κατοικούσαν, μόνιμα ή εποχιακά, πολλές αραβικές φυλές και
αποτελούσαν σημαντικά κέντρα οικονομικών συναλλαγών για αυτές. Έτσι, οι καταστροφές
εκκλησιών και μοναστηριών που διέταζε κατά καιρούς ο χαλίφης δεν μπορούσαν βέβαια να βρουν
σύμφωνους τους Άραβες της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη
περισσότερο σε καιρούς ισχνών σοδειών: σε αυτές τις περιπτώσεις η κυβέρνηση φρόντιζε πρώτα
απ’ όλα να συγκεντρώσει τα διαθέσιμα τρόφιμα στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις
ώστε να προμηθεύσει τους κατοίκους τους· παράλληλα οι τιμές των τροφών εκτινάσσονταν στα
ύψη. Οι αραβικές φυλές βρίσκονταν τότε σε δεινή θέση αδυνατώντας να βρουν τα απαραίτητα
τρόφιμα και συνήθως επιδίδοντας σε επιθέσεις κατά των καραβανιών και κατά των
κατοικουμένων κέντρων. Για αυτά βλ. T. Bianquis, Damas, I, 296-299.
731
Al-Antākī, II, 503-504. – Maqrīzī, Itti‘āz, ΙΙ, 87.
732
Al-Antākī, II, 505. Μάλιστα ο Άραβας ιστορικός όταν γράφει για την ανοικοδόμηση της
εκκλησίας χρησιμοποιεί τη λέξη “alzama / ‫”اﻟﺰم‬, δηλαδή “ανάγκασε, επέβαλε”, αναφερόμενος
στους χριστιανούς. Η πιθανότερη εξήγηση είναι πως οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων δίσταζαν να
προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση της εκκλησίας της Αναστάσεως φοβούμενοι τα αντίποινα των
Φατιμιδών μετά την ενδεχόμενη ανακατάληψη της πόλης από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Η
κίνηση του Mufarriğ bin al-Ğarrāh σκόπευε αφενός να προσεταιριστεί τις χριστιανικές κοινότητες
της Παλαιστίνης, αφετέρου να κερδίσει την εύνοια των Βυζαντινών, εν όψει μίας ενδεχόμενης
συμμαχίας κατά των Φατιμιδών. Βλ. M. Canard, Destruction, 26.
733
Al-Antākī, II, 505. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 87.

213
και της Συρίας· η δε παρουσία ενός αντιχαλίφη στην Ramla πρόσθεσε ακόμη έναν
λόγο ανησυχίας για τη σταθερότητα της δυναστείας και του κράτους. Ωστόσο ο
al-Hākim απέφυγε τη στρατιωτική σύγκρουση και δωροδοκώντας συγγενείς και
συνεργάτες του al-Hasanī και του Mufarriğ bin al-Ğarrāh, ανάγκασε τον πρώτο να
επιστρέψει στην Αραβία, ενώ ο δεύτερος είδε τον μεγαλύτερο γιο του, τον
Hassān, να περνάει στο πλευρό του χαλίφη, γεγονός που αποδυνάμωσε σημαντικά
τη θέση του. Δεν έγινε ωστόσο κάποια σύγκρουση μεταξύ του Mufarriğ bin al-
Ğarrāh και του γιου του, επειδή ο πρώτος πέθανε μετά από λίγο καιρό και οι
Tayy’ εγκατέλειψαν τα εδάφη που είχαν κατακτήσει και αποσύρθηκαν στην
έρημο.734 Τελείωσε έτσι αναίμαχτα, μετά από περίπου δυόμισι χρόνια, η εξέγερση
των Banū Tayy’ στην Παλαιστίνη. Αν και απέτυχε, υπήρξε η prova generale για
τη μεγάλη εξέγερση των αραβικών φυλών της Συρίας και της Παλαιστίνης του
1024.
Οι εξεγέρσεις του Abū Rukwa και των Banū Tayy’ έδειξαν πόσο επικίνδυνες
μπορούσαν να γίνουν οι αραβικές φυλές, αν και μόνο σε στρατιωτικό επίπεδο,
δεδομένου ότι δεν διέθεταν την απαραίτητη πολιτική δομή για να οργανώσουν
κάποιο σταθερό κρατικό μόρφωμα που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί με το
Κράτος των Φατιμιδών. Στην αντιμετώπιση του Abū Rukwa και ακόμη
περισσότερο ενάντια στους Banū Tayy’, ο κατά τα άλλα αλλόκοτος και
παράφρων al-Hākim απέδειξε την αξία του ως αρχηγού κράτους. Όλες οι πράξεις
τρομοκρατίας και καταπίεσης που συντρέχουν στη διαμόρφωση της εικόνας ενός
αιμοσταγούς και αδίστακτου τυράννου, δεν έχουν αντίκρισμα στην εξωτερική
πολιτική του al-Hākim, ο οποίος μάλιστα, από τη στιγμή που ανέλαβε προσωπικά
την εξουσία (1000), δεν ενεπλάκη σε κανένα πόλεμο κατά οποιουδήποτε
εξωτερικού εχθρού· παράλληλα φρόντιζε να μην υπάρχουν εμπόδια στη
διεξαγωγή του εμπορίου στην επικράτειά του. Όμως, παρά τις θετικές πλευρές της
κυβέρνησής του, ο al-Hakim έθεσε σε μεγάλο κίνδυνο την ίδια την υπόσταση του
Κράτους των Φατιμιδών, προκαλώντας με τις αδιάκριτες εκτελέσεις
αξιωματούχων και στρατιωτικών την παράλυση της ίδιας της κρατικής διοίκησης
και υπομονεύοντας επικίνδυνα τον στρατό.

5.2. Πολιτικές αλλαγές στη Συρία: η εγκαθίδρυση της δυναστείας των


Μιρδασιδών στο Χαλέπι και η εκστρατεία του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού.

Κατά τη διάρκεια της χαλιφείας του al-Hākim σημαντικές πολιτικές εξελίξεις


σημειώθηκαν στη Βόρεια Συρία και συγκεκριμένα στο Εμιράτο του Χαλεπιού.

734
Al-Antākī, II, 520. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 99.

214
Στο Χαλέπι ο Sa‘īd ad-Dawla είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Sa‘d ad-Dawla
(991), αλλά στην πραγματικότητα η εξουσία ήταν στα χέρια του θαλαμηπόλου
Lu’lu’ που ήταν και πεθερός του νεαρού εμίρη. Το 1002 ο Lu’lu’ δηλητηρίασε
τον Sa‘īd ad-Dawla και τη γυναίκα του και ανακηρύχτηκε ηγεμόνας του
Χαλεπιού, έχοντας ως εταίρο στην εξουσία τον γιο του Mansūr.735 Τελείωσε έτσι,
ύστερα από περίπου εξήντα χρόνια, η δυναστεία των Χαμδανιδών του Χαλεπιού.
O Lu’lu’ και ο Mansūr συνέχισαν τη φιλοβυζαντινή πολιτική των Χαμδανιδών και
το μικρό εμιράτο εξακολούθησε να είναι ένα πελατειακό κράτος της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας λειτουργώντας ως προφυλακτήρας (buffer state) μεταξύ των
βυζαντινών εδαφών και εκείνων των Φατιμιδών. Το πραξικόπημα στο Χαλέπι δεν
προκάλεσε καμία αντίδραση ούτε από τους Βυζαντινούς, τα συμφέροντα των
οποίων δεν διακινδύνευαν καθόλου με τον Lu’lu’, ούτε από τους Φατιμίδες, οι
οποίοι είχαν πια δεχτεί το γεγονός πως το Χαλέπι βρισκόταν στη ζώνη επιρροής
του Βυζαντίου. Το αμοιβαίο συμφέρον Βυζαντινών και Φατιμιδών να μην
διαταραχτεί η ειρήνη στη Βόρεια Συρία αποδείχθηκε ακόμη μία φορά στα
γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση του δερβίση Ahmad bin al-Husayn Asfar
Taġlib, πιο γνωστού ως al-Asfar. O al-Asfar εμφανίστηκε το 1005 στην Τζαζίρα,
όπου άρχισε να προπαγανδίζει τον τζιχάντ κατά των Βυζαντινών. Πολλοί
βεδουίνοι και χωρικοί της Τζαζίρας και της Βόρειας Συρίας ακολούθησαν το
κάλεσμά του και ο al-Asfar μπόρεσε να συγκεντρώσει έναν στρατό αρκετών
χιλιάδων ανδρών. Οι άνδρες του al-Asfar πραγματοποίησαν επιδρομές στα
βυζαντινά εδάφη, κυρίως στην περιοχή νότια της Αντιόχειας, όπου πέτυχαν
κάποιες νίκες κατά των τοπικών βυζαντινών δυνάμεων στην ‘Arqa και στο
Šayzar.736 Για αυτό που έγινε μετά οι αραβικές πηγές διαφωνούν: σύμφωνα με τον
al-Antākī, κάποιος πατρίκιος Bīġās νίκησε τον al-Asfar κοντά στην Αντιόχεια.737
Ο al-Asfar μετά την ήττα κατέφυγε στην Τζαζίρα, όπου τον καταδίωξε “o
μάγιστρος, με τα στρατεύματα των επαρχιών” (“al-māğisturus fī ‘asākir al-
atrāf”).738 Η εισβολή των Βυζαντινών στην Τζαζίρα προκάλεσε την αντίδραση του
τοπικού εμίρη al-Waththāb, ο οποίος με την υποστήριξη 6.000 ιππέων των Banū
Numayr και των Banū Kilāb επιτέθηκε στον μάγιστρο, αλλά ηττήθηκε. Παρά τη
νίκη τους, οι Βυζαντινοί αδυνατώντας να συλλάβουν τον al-Asfar επέστρεψαν

735
Al-Antākī, IIΙ, 209-210.
736
Al-Antākī, II, 466. – Kamāl ad-Dīn, 36.
737
Al-Antākī, II, 466. – Ιω. Σκυλίτζης, 345. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης ονομάζει τον αρχηγό των
Αράβων επιδρομών “Κιτρινίτη”, όνομα που είναι η ακριβής απόδοση του αραβικού Asfar, η
πρώτη σημασία του οποίου είναι ναι μεν “κίτρινο”, αλλά όταν αποδίδεται σε ανθρώπους ως
προσωνυμία έχει την έννοια του “κιτρινιάρης”. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για αυτόν τον Bīġās που
αναφέρεται μόνο εδώ από τον al-Antākī. Εκείνα τα χρόνια δούκας της Αντιόχειας ήταν ο
Νικηφόρος Ουρανός που διοίκησε από το 999 μέχρι το 1006. J. Laurent, Gouverneurs, 235-236.
738
Al-Antākī, II, 466-467. – Ιω. Σκυλίτζης, 345. Η αραβική λέξη “atrāf” που σημαίνει “μέρος”
αλλά και “περιοχή” (μέρος δηλαδή μία γεωγραφικής έκτασης) θα μπορούσε να μεταφραστεί και
ως “θέμα”. Εδώ όμως πρόκειται μάλλον για μία αναφορά στις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις
της περιοχής, οι οποίες, μετά την νίκη της φρουράς της Αντιόχειας, συγκεντρώθηκαν και
καταδίωξαν τον εχθρό σε ισλαμικό έδαφος. Ο μαγίστρος στον οποίο αναφέρεται ο al-Antākī είναι
φυσικά ο Νικηφόρος Ουρανός, που αναφέρεται με τέτοιο τίτλο και από τον Ιωάννη Σκυλίτζη.

215
στην Αντιόχεια και ζήτησαν από τον al-Waththāb να τους τον παραδώσει. Ο al-
Waththāb που δεν ήθελε να εκτεθεί στους υπηκόους του παραδίδοντας έναν
μουσουλμάνο στους Βυζαντινούς, παρέδωσε τον al-Asfar στον Lu’lu’, ο οποίος
σε συνεννόηση με τους Βυζαντινούς τον φυλάκισε στην ακρόπολη του
Χαλεπιού.739 Διαφορετική είναι όμως η εκδοχή του Kamāl ad-Dīn, σύμφωνα με
τον οποίο οι άνδρες του al-Asfar δεν ηττήθηκαν από τις βυζαντινές δυνάμεις της
Αντιόχειας, αλλά από ισχυρό στρατό που ο al-Hākim είχε στείλει από τη Δαμασκό
κατόπιν παράκλησης του ίδιου του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ που είχε γράψει
στον φατιμίδη χαλίφη, ζητώντας του να σταματήσει τη δράση του al-Asfar.740 Η
εξιστόρηση των γεγονότων του Kamāl ad-Dīn μαρτυρεί μία άμεση συνεργασία
μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών για τη διατήρηση του status quo στη Βόρεια
Συρία και την αποφυγή οποιασδήποτε διαταραχής της ειρήνης μεταξύ των δύο
κρατών. Αλλά και από την περιγραφή του al-Antākī, σύμφωνα με την οποία οι
Φατιμίδες δεν ενεπλάκησαν στην υπόθεση του al-Asfar, φαίνεται η απροθυμία
των τοπικών μουσουλμάνων ηγετών να συγκρουστούν με τους Βυζαντινούς – ο
al-Waththāb το έπραξε μόνο μετά την εισβολή των βυζαντινών δυνάμεων στην
επικράτειά του και αμέσως μετά συνεργάστηκε με αυτούς – με τους οποίους
μάλιστα συνεργάστηκαν προκειμένου να απαλλαγούν από τον ταραχοποιό
ζηλωτή. Ακόμη και αν απορριφθούν οι πληροφορίες του Kamāl ad-Dīn σχετικά
με την αποστολή στρατευμάτων από τους Φατιμίδες, παραμένει το γεγονός πως
καμία βοήθεια δεν ήρθε από τους Φατιμίδες στον al-Asfar. Στην περίπτωση του
al-Asfar το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών λειτούργησε ακόμη μία φορά
αποτελεσματικά σε στρατιωτικό και σε πολιτικό επίπεδο: οι τοπικές δυνάμεις
στην Αντιόχεια έδειξαν να είναι σε θέση να απωθήσουν μία μικρής κλίμακας
επίθεση (αν δεχτούμε την εκδοχή του al-Antākī), ενώ επιβεβαιώθηκε η αξιοπιστία
των ηγεμόνων του συμμαχικού Εμιράτου του Χαλεπιού και η επιθυμία των άλλων
ισλαμικών κρατών της περιοχής να διατηρήσουν την ειρήνη με το Βυζάντιο.
Η κατάσταση όμως έμελλε να αλλάξει εξαιτίας των εξελίξεων που έλαβαν
χώρα στο Εμιράτο του Χαλεπιού.
Το 1008 ο Lu’lu’ πέθανε και ο γιος του Mansūr έμεινε ο μόνος κυβερνήτης του
Χαλεπιού. Ο Mansūr είχε καλές σχέσεις με τους Βυζαντινούς και με τους
Φατιμίδες, αλλά οι κάτοικοι του Χαλεπιού δυσανασχετούσαν με την
απολυταρχική συμπεριφορά του και δεν έλειψαν προσπάθειες για την ανατροπή
του. Ο Mansūr όμως κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία κυρίως χάρη στην
στρατιωτική βοήθεια της ισχυρής φυλής των Banū Kilāb, που ήλεγχαν όλη την
ύπαιθρο ανατολικά και νότια του Χαλεπιού.741 Η αδυναμία όμως του Mansūr να

739
Al-Antākī, II, 467.
740
Kamāl ad-Dīn, 36. Ο οποίος αναφέρει πως ο αφελής al-Asfar μετά την ήττα του πείσθηκε από
τον Lu’lu’ να πάει στο Χαλέπι, όπου φυλακίστηκε.
741
Το 1009 οι κάτοικοι του Χαλεπιού προσπάθησαν να επαναφέρουν στην εξουσία τον Abū al-
Hayğā’, τον αδελφό του τελευταίου Χαμδανίδη εμίρη Sa‘īd ad Dawla. Το εγχείρημα απέτυχε
εξαιτίας της προδοσίας των Banū Kilāb που αρχικά είχαν υποσχεθεί τη βοήθειά τους στους
Χαλεπίτες συνωμότες. Στρατεύματα των Φατιμιδών που είχαν φτάσει από την Τρίπολη και τη

216
πληροί τις χρηματικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Banū Kilāb
προκάλεσε μία κρίση με αυτούς. Ο Mansūr σκέφτηκε να απαλλαγεί δια παντός
από τους επικίνδυνους συμμάχους του και έστησε μία θανάσιμη παγίδα. Κάλεσε
στο Χαλέπι όλους τους αρχηγούς της φυλής για ένα μεγάλο συμπόσιο και μόλις
αυτοί εισήλθαν στο παλάτι του εμίρη, οι πόρτες έκλεισαν και οι καλεσμένοι
βρέθηκαν παγιδευμένοι. Πολλοί δολοφονήθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν
στα μπουντρούμια της ακρόπολης (27 Μαΐου 1012).742 Χωρίς τους αρχηγούς τους
οι Banū Kilāb αδυνατούσαν να αντιδράσουν αποτελεσματικά και περιορίστηκαν
σε μικρές επιθέσεις σε κωμοπόλεις της περιοχής. Δύο χρόνια μετά ένας από τους
κρατουμένους, ο Sālih bin Mirdās, κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή και
να επιστρέψει στον κύριο καταυλισμό της φυλής στο Marğ Dābiq (3-4 Ιουλίου
1014).743 Όλοι οι Banū Kilāb συσπειρώθηκαν τότε γύρω στον Sālih bin Mirdās,
τον οποίο αναγνώρισαν ως αρχηγό τους. Χωρίς χρονοτριβές ο Sālih οδήγησε τους
άνδρες του να πολιορκήσουν το Χαλέπι. Ύστερα από κάποιες αψιμαχίες ο Mansūr
πραγματοποίησε έξοδο με όλο τον στρατό του, αλλά ηττήθηκε και
αιχμαλωτίστηκε από τους Banū Kilāb (13 Αυγούστου 1014).744 Παρά την μεγάλη
τους νίκη οι Banū Kilāb αδυνατούσαν να καταλάβουν την πόλη όπου είχαν
οχυρωθεί τα αδέλφια του Mansūr. Η αδιέξοδη κατάσταση έβλαπτε σοβαρά την
οικονομία της πόλης και γι’ αυτό οι προεστοί μεσολάβησαν μεταξύ των
αντιπάλων, ώστε να επιτευχθεί κάποια συμφωνία. Ο Mansūr αφέθηκε ελεύθερος
με την υποχρέωση να απελευθερώσει τους αρχηγούς των Banū Kilāb που ακόμη
βρίσκονταν αιχμάλωτοι στο Χαλέπι, να πληρώσει στον Sālih ένα μεγάλο
χρηματικό ποσό και να μοιραστεί με αυτόν τα εδάφη του Εμιράτου: ο Mansūr,
που αναγνωριζόταν από τους Banū Kilāb ως εμίρης του Χαλεπιού θα κρατούσε
την πόλη και τη γύρω περιοχή, ενώ ο Sālih θα κυβερνούσε σε όλα τα εδάφη των
Banū Kilāb. Όμως ο Mansūr, μόλις επέστρεψε στο Χαλέπι, έδειξε ότι δεν θα
τηρούσε τις υποχρεώσεις του και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.745 Αυτή την φορά
ενεπλάκησαν και οι Βυζαντινοί. Σύμφωνα με τον al-Antākī, ο Mansūr ζήτησε τη
βοήθεια του Βασιλείου Β΄ ο οποίος έστειλε 1.000 Αρμένιους στρατιώτες στο
Χαλέπι· o Sālih διαμαρτυρήθηκε, επικαλούμενος τη δόλια συμπεριφορά του
Mansūr, και οι Βυζαντινοί αναγνωρίζοντας το δίκιο του απέσυραν τα

Δαμασκό για να βοηθήσουν τον Mansūr αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τον ίδιο, γεγονός
που προκάλεσε την οργή του χαλίφη al-Hākim. To 1011 o al-Hākim έστειλε τον Abū ’l-Mā‘alī
Šarīf, έναν από τους γιους του Sa‘īd ad-Dawla, στο Χαλέπι συνοδεία ισχυρών στρατιωτικών
δυνάμεων, για να αναλάβει την εξουσία στην παλιά πρωτεύουσα του πατέρα του. Ακόμη μία φορά
οι Banū Kilāb έσωσαν την κατάσταση για τον Mansūr αναχαιτίζοντας τα αιγυπτιακά στρατεύματα
και αναγκάζοντάς τα να επιστρέψουν στην Αίγυπτο. Τρία χρόνια αργότερα, όμως, ο Mansūr
συμφιλιώθηκε πλήρως με τον al-Hākim, τον οποίο αναγνώρισε ως μοναδικό χαλίφη, λαμβάνοντας
σε αντάλλαγμα ένα δίπλωμα με το οποίο ο al-Hākim επικύρωνε την εξουσία του στο Χαλέπι. Για
τις δύο προσπάθειες παλινόρθωσης των Χαμδανιδών στο Χαλέπι βλ. M. Canard, H’amdanides, II,
708-713. – S. Zakkar, Aleppo, 43-48. – T. Bianquis, Damas, I, 311-313.
742
Al-Antākī, III, 211. – Ibn al-Athīr, 1650. – Kamāl ad-Dīn, 37
743
Al-Antākī, III, 211-212. – Ibn al-Athīr, 1650. – Kamāl ad-Dīn, 37.
744
Al-Antākī, III, 212. – Ibn al-Athīr, 1650. – Kamāl ad-Dīn, 38.
745
Al-Antākī, III, 213. – Kamāl ad-Dīn, 39.

217
στρατεύματα.746 Παρά τα όσα γράφει ο al-Antākī, το πιθανότερο είναι οι
Βυζαντινοί να μη θεώρησαν σκόπιμη μία εμπλοκή τους που θα τους έφερνε
αντιμέτωπους με την ισχυρή αραβική φυλή, η οποία αποτελούσε τη μόνη σοβαρή
απειλή για τα εδάφη τους.747 H απόσυρση των βυζαντινών μονάδων – που αν και
περιορισμένες σε αριθμό αποτελούσαν σημαντικό πολιτικό στήριγμα για τον
Mansūr – αποδυνάμωσε τη θέση του εμίρη και προκάλεσε ένταση μεταξύ του και
των αξιωματικών τους. Ο διοικητής της ακρόπολης Fath επαναστάτησε και
αναγνώρισε την κυριαρχία του Sālih (7 Ιανουαρίου 1016). Μπροστά στις εξελίξεις
αυτές ο Mansūr εγκατέλειψε την πόλη και βρήκε καταφύγιο στην Αντιόχεια.748 Ο
Fath και ο Sālih μοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη του εμιράτου βάσει της
συνθήκης Sālih-Mansūr, αλλά ο Fath, μη νιώθοντας αρκετά ασφαλής, ζήτησε την
βοήθεια του Φατιμίδη κυβερνήτη της Απάμειας, ο οποίος πήγε με τα στρατεύματά
του στο Χαλέπι. Ο Fath αναγνώρισε την υψηλή κυριαρχία του χαλίφη al-Hākim,
λαμβάνοντας ως αμοιβή τον τιμητικό τίτλο Mubārak ad-Dawla (Ευλογία του
Κράτους/της Δυναστείας). Ο al-Hākim μεσολάβησε στον Sālih και τον έπεισε να
συνεργαστεί με τον Fath.749
Αυτές οι εξελίξεις υπονόμευσαν σοβαρά τις βυζαντινές θέσεις στη Βόρεια
Συρία και αποτέλεσαν μία σημαντική πρόοδο για τους Φατιμίδες. Για πρώτη φορά
ύστερα από το 969 οι Βυζαντινοί δεν ήλεγχαν πια το Χαλέπι, το οποίο είχε
εισέλθει και επίσημα στη ζώνη επιρροής των Φατιμιδών. Ωστόσο η βυζαντινή
αντίδραση περιορίστηκε στην προσωρινή επιβολή οικονομικού αποκλεισμού κατά
του Εμιράτου του Χαλεπιού και του Κράτους των Φατιμιδών και στην
παραχώρηση μισθού και κτημάτων στα σύνορα με το Χαλέπι στον Mansūr,
προκειμένου να επιτηρήσει τις εξελίξεις στο παλιό του κράτος.750
Για τα επόμενα οχτώ χρόνια το Χαλέπι κυβέρνησαν διάφοροι Φατιμίδες
διοικητές, οι οποίοι είχαν όλοι καλές σχέσεις με τον Sālih και τους Banū Kilāb. Η
κατάσταση παρέμεινε ομαλή για όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αν και δεν
έλειψαν στιγμές έντασης μεταξύ της αιγυπτιακής κυβέρνησης και των διοικητών
της πόλης. Το 1020 ο Fātik που κυβερνούσε την πόλη από το 1017 – υπήρξε ο
πρώτος διοικητής της πόλης που διορίστηκε απευθείας από το Κάιρο – στασίασε
και ανακηρύχτηκε ανεξάρτητος εμίρης του Χαλεπιού.751 Σύμφωνα με τους
Άραβες ιστορικούς έλαβε τότε χώρα ένα γεγονός εξαιρετικά ενδεικτικό των νέων
ισορροπιών στην περιοχή. Αδυνατώντας μόνος του να απωθήσει την επικείμενη
επίθεση των αιγυπτιακών στρατευμάτων, ο Fātik ζήτησε τη βοήθεια του

746
Al-Antākī, III, 213.
747
S. Zakkar, Aleppo, 55. – A. Cappel, ‘Arab, 121 κ. ε.
748
Al-Antākī, III, 214. – Ibn al-Athīr, 1651. – Kamāl ad-Dīn, 39. Ήταν πάγια πρακτική των
Βυζαντινών και των Φατιμιδών να προσφέρουν καταφύγιο στους έκπτωτους ηγεμόνες του
Χαλεπιού και άλλων πόλεων της Συρίας, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν ως μέσο πίεσης ή
ως απειλή απέναντι στους νέους ηγεμόνες αυτών των πόλεων.
749
Al-Antākī, III, 214-215. – Ibn al-Athīr, 1651. – Kamāl ad-Dīn, 39.
750
Al-Antākī, III, 214. – Kamāl ad-Dīn, 39. Το βυζαντινό εμπάργκο ήρθη το 1017. Al-Antākī, III,
216.
751
Al-Antākī, III, 216. – Kamāl ad-Dīn, 41.

218
Βασιλείου Β΄, ο οποίος δέχτηκε την έκκληση και ξεκίνησε μία εκστρατεία. Όμως,
μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του al-Hākim, ο Fātik έγραψε στον Βυζαντινό
αυτοκράτορα αποτρέποντάς τον να εισέλθει στα εδάφη του Χαλεπιού και
απειλώντας ότι σε αντίθεση περίπτωση θα βρισκόταν σε πόλεμο με τον ίδιο και με
τους συμμάχους του Banū Kilāb. Ο Βασίλειος τότε σταμάτησε την πορεία του
προς Χαλέπι και κατευθύνθηκε στην Αρμενία. Λίγο αργότερα ο Fātik
συμφιλιώθηκε με τον νέο χαλίφη al-‘Azīz.752
Τα χρόνια 1016-1024 αποτελούν την πρώτη περίοδο άμεσης κυριαρχίας των
Φατιμιδών στο Χαλέπι. Χάρη στον ανταγωνισμό μεταξύ του Mansūr, σφετεριστή
και συνεχιστή της δυναστείας των Χαμδανιδών, και των Banū Kilāb οι Φατιμίδες
κατάφεραν να αποκτήσουν με ειρηνικά μέσα αυτό που τόσες εκστρατείες δεν
μπόρεσαν να τους δώσουν: το Χαλέπι. Δεν υπήρξε βέβαια κάποια σοβαρή
αντίδραση από τον Βασίλειο Β΄, σε αντίθεση με ότι είχε συμβεί το 995 και το 999,
τότε που ο αυτοκράτορας δεν δίστασε να επέμβει προσωπικά στη Συρία. Πιθανώς
η εξήγηση για την απροθυμία των Βυζαντινών να επέμβουν στο Χαλέπι βρίσκεται
στην κόπωση από τον μακροχρόνιο πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων και στις
δυσκολίες που παρουσίαζε μία εκστρατεία κατά την οποία οι Βυζαντινοί δεν θα
μπορούσαν να βασιστούν στη συνεργασία του Χαλεπιού, το οποίο, αν
επενέβαιναν θα έπρεπε αυτή τη φορά όχι να το σώσουν αλλά να το καταλάβουν,
έχοντας απέναντί τους τον αιγυπτιακό στρατό και στα νώτα τους το ιππικό των
Banū Kilāb.
Πράγματι, οι Banū Kilāb είχαν βελτιώσει και αναβαθμίσει σημαντικά τον
παραδοσιακό οπλισμό τους, που ήταν κοινός σε όλες τις αραβικές φυλές της
Συρίας: ελαφριά οπλισμένοι ιππείς. Οι άνδρες των Banū Kilāb, προστατευμένοι
από θώρακες και οπλισμένοι με μακριά δόρατα και άλλα επιθετικά όπλα,
συγκροτούσαν τώρα μονάδες βαρέος ιππικού, οι οποίες ήταν σε θέση να
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το βυζαντινό ιππικό ακόμη και σε ανοιχτό πεδίο.
Με αυτόν τον τρόπο οι Άραβες της Βόρειας Συρίας απέκτησαν ιδιαίτερη
στρατιωτική σημασία και, συνεπώς, αυξανόμενο πολιτικό βάρος στην περιοχή,
εγκαταλείποντας τον παραδοσιακό ρόλο επικουρικής δύναμης.753
Όλοι αυτοί οι παράγοντες απέτρεπαν τον Βασίλειο Β΄ να εισέλθει σε νέες
περιπέτειες στη Συρία. Εξάλλου οι Φατιμίδες δεν έδειχναν καμία πρόθεση να
εκμεταλλευτούν τη νέα θέση τους στο Χαλέπι κατά των Βυζαντινών, και
αρκούνταν στο ότι μετακίνησαν σημαντικά προς Βορρά τα σύνορά τους.754 Αυτή

752
Al-Antākī, III, 216, 239. – Kamāl ad-Dīn, 41. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 129-130. To 1022 o Fātik
δολοφονήθηκε, πιθανώς κατ’ εντολή της αιγυπτιακής κυβέρνησης, από έναν αξιωματικό του,
ονόματι Badr, ο οποίος έγινε ο νέος διοικητής της πόλης. Al-Antākī, III, 239 – Kamāl ad-Dīn, 41.
– Maqrīzī, Itti‘āz, II, 130-132.
753
Για τους Banū Kilāb στη Βόρεια Συρία όπως και για το ρόλο των αραβικών φυλών στην
περιοχή και τις σχέσεις τους με Φατιμίδες και Βυζαντινούς βλ. S. Zakkar, Aleppo, 67-86, κυρίως
στις σελίδες 80-81 για τον στρατό των Banū Kilāb. – A. Cappel, ‘Arab, 120-121. – T. Bianquis,
Damas, II, 666-667.
754
T. Bianquis, Damas, II, 383-387. Ιδιαίτερα κρίσιμη για το Κράτος των Φατιμιδών υπήρξε η
διετία 1023-1025, εξαιτίας των εξαιρετικά κακών σοδειών που οφείλονταν στην ισχνή παλίρροια

219
η απροθυμία των Φατιμιδών να εμπλακούν πολιτικά και στρατιωτικά στη Βόρεια
Συρία, συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και μάλιστα έγινε η επίσημη πολιτική του
Κράτους κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης διακυβέρνησης του βεζίρη al-
Ğarğarā’ī (1027-1045). Ο Ιρακινός στην καταγωγή al-Ğarğarā’ī ήταν εκπρόσωπος
των συμφερόντων και των πολιτικών αντιλήψεων των γραφειοκρατών του
Kaΐρου, οι οποίοι αντιτίθονταν στην δαπανηρή μιλιταριστική πολιτική των
στρατιωτικών, ενώ έτρεφαν ανέκαθεν ένα δυνατό αίσθημα δυσπιστίας προς τη
Συρία, την οποία θεωρούσαν μία άτακτη επαρχία και μία μόνιμη πηγή
προβλημάτων για το κράτος. Κύριο μέλημα του al-Ğarğarā’ī καθ’ όλη τη διάρκεια
της διακυβέρνησής του ήταν η αποτροπή στρατιωτικοποίησης του αιγυπτιακού
κράτους και η υποταγή των στρατιωτικών στις πολιτικές αρχές της χώρας. Για να
πετύχει αυτούς τους σκοπούς ο βεζίρης έπρεπε να αποφύγει οποιαδήποτε
στρατιωτική εμπλοκή που θα ηύξανε τον ρόλο των στρατιωτικών και παράλληλα
θα μείωνε εκείνον των πολιτικών, ενώ συγχρόνως θα επιδείνωνε την ήδη δύσκολη
οικονομική κατάσταση του κράτους.755 Μόνο αν ληφθούν υπόψη αυτά τα
δεδομένα της εσωτερικής πολιτικής του Κράτους των Φατιμιδών μπορούμε να
κατανοήσουμε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Συρία, κυρίως στο βόρειο
τμήμα της κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Παρά την αποκατασταθείσα αιγυπτιακή κυριαρχία, η κατάσταση στο Χαλέπι
παρέμεινε ρευστή εξαιτίας της αδυναμίας των Φατιμιδών διοικητών756 και της
αμφιλεγόμενης στάσης των Banū Kilāb, ο αρχηγός των οποίων, ο Sālih bin
Mirdās, φιλοδοξούσε να κυριεύσει την πόλη, για να εγκαθιδρύσει δικό του κράτος
και να ξεκινήσει έτσι μία νέα δυναστεία.757
Μετά τον θάνατο του al-Hākim o Sālih bin Mirdās προώθησε τη δημιουργία
μίας συμμαχίας μεταξύ των τριών σημαντικότερων αραβικών φυλών της Συρίας:
των Banū Kilāb, των Banū Kalb και των Banū Tayy’. Οι πρώτοι ήταν
εγκατεστημένοι στη Βόρεια Συρία, ανατολικά του Χαλεπιού, οι δεύτεροι στην
Κεντρική Συρία γύρω από τη Δαμασκό και οι τρίτοι στην Βόρεια Παλαιστίνη. Οι
τρεις αρχηγοί των φυλών, ο Sālih bin Mirdās των Banū Kilāb, ο Sinān bin
‘Ulaiyān των Banū Kalb και ο Hassān bin al-Mufarriğ των Banū Tayy’
συναντήθηκαν στον καταυλισμό των Kilāb, έξω από το Χαλέπι, και σύναψαν μία
συμφωνία, βάσει της οποίας οι στρατοί των τριών φυλών θα επιτίθονταν

του Νείλου. Βλ. γι’ αυτό, T. Bianquis, Une crise frumentaire dans l’Egypt fatimide, JESHO 28
(1980), 67-101.
755
T. Bianquis, Damas, II, 392-398, 460-462.
756
Η αδιαφορία του al-Hākim για τη διοίκηση του κράτους κατά τα τελευταία έτη της χαλιφείας
του και αυτή του διαδόχου του az-Zāhir για τη Συρία, μαζί με τις χρηματοοικονομικές δυσκολίες,
τις συνεχείς διαμάχες μεταξύ των διαφόρων κρατικών οργάνων και την αμοιβαία δυσπιστία
μεταξύ γραφειοκρατών και στρατιωτικών ήταν οι κύριες αιτίες της αδύναμης και αντιφατικής
πολιτικής των Φατιμιδών στη Συρία. Βλ. γι’ αυτό T. Bianquis, Damas, Ι, 324-327, II, 395-398, o
οποίος πολύ εύστοχα κάνει λόγο για “fluidité des institutions” στην υπό τους Φατιμίδες Συρία
(Damas, I, 326).
757
Ήδη εξηγήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης διατριβής πως απαραίτητη προϋπόθεση για
τη δημιουργία νέας δυναστείας/κράτους (dawla) από στρατιωτικούς και φυλετικούς παράγοντες
ήταν η κατάληψη και η μόνιμη κατοχή μίας μεγάλης πόλης.

220
συγχρόνως κατά των στρατευμάτων των Φατιμιδών σε όλη τη Συρία.
Κανονίστηκαν και οι στρατιωτικοί στόχοι του κάθε στρατού και σε ποιον θα
αποδίδονταν τα εδάφη που θα κατακτούσαν οι σύμμαχοι: στους Kilāb το Χαλέπι
και η Βόρεια Συρία, στους Kalb η Δαμασκός και η περιοχή της και στους Tayy’ η
Ramla με όλη την Παλαιστίνη.758
Σύμφωνα με τον al-Antākī, οι σύμμαχοι ζήτησαν τη βοήθεια του Βασιλείου Β΄,
την επικυριαρχία του οποίου υποσχέθηκαν πως θα αναγνώριζαν, αλλά ο
Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν θέλησε να έρθει σε σύγκρουση με τους Φατιμίδες
και αρνήθηκε την υποστήριξή του στους στασιαστές·759 μάλιστα όταν το 1024 ο
δούκας της Αντιόχειας Κωνσταντίνος Δαλασσηνός έστειλε 300 τοξότες για να
πολεμήσουν στον πλευρό του Sālih bin Mirdās που πολιορκούσε το Χαλέπι,
εξοργισμένος ο Βασίλειος Β΄ διέταξε τον δούκα να αποσύρει αμέσως τα
στρατεύματα που χωρίς την άδειά του είχε στείλει στο Χαλέπι.760
Η εξέγερση ξέσπασε το 415/1024-1025, ύστερα από τον θάνατο της Sitt al-
Mulk, της αδελφής του al-Hākim, που κυβερνούσε το Κράτος των Φατιμιδών εν
ονόματι του ανήλικου γιου της az-Zāhir.761 Οι δυνάμεις των τριών συμμάχων
έδρασαν σύμφωνα με το σχέδιο και αφού νίκησαν τα στρατεύματα του κυβερνήτη
της Δαμασκού ad-Dizbirī, χώρισαν σε δύο στρατιές: οι άνδρες των Kilāb μαζί με
εκείνους των Kalb πολιόρκησαν τη Δαμασκό, ενώ οι Tayy’ καταδίωκαν τα
ηττημένα στρατεύματα των Φατιμιδών στην Παλαιστίνη.762 Τον Νοέμβριο του
1024 ο Sālih bin Mirdās εγκατέλειψε την πολιορκία της Δαμασκού και
κατευθύνθηκε στο Χαλέπι, το οποίο άρχισε να πολιορκεί. Στις 18 Ιανουαρίου
1025, ύστερα από 56 μέρες πολιορκίας, τα ahdāth του Χαλεπιού, που είχαν έρθει
σε σύγκρουση με τον κυβερνήτη, άνοιξαν μία από τις πύλες της πόλης στους
άνδρες του Sālih bin Mirdās. Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες όμως κρατούσαν ακόμη
την ακρόπολη που έπεσε μόνο στις 30 Ιουνίου 1025.763 Με την κατάληψη της
πόλης και της ακρόπολης του Χαλεπιού από τον Sālih bin Mirdās άρχισε η
κυριαρχία των Μιρδασιδών στο Εμιράτο του Χαλεπιού. Ο Sālih bin Mirdās
ίδρυσε μία δυναστεία που θα κυβερνήσει το Χαλέπι ως το 1080.764

758
Al-Antākī, III, 244. – Ibn al-Athīr, 1651. – Kamāl ad-Dīn, 42. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 148, 155-
156..
759
Al-Antākī, III, 244-245.
760
Al-Antākī, III, 246-247. Σύμφωνα με τον Bianquis (Damas, II, 454) αυτή ήταν η αιτία ενός
περίεργου επεισοδίου που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της ακρόπολης του
Χαλεπιού από τους άνδρες του Sālih bin Mirdās. Σύμφωνα με τον al-Antākī τις 10 Ιουνίου 1025,
μετά την υποχώρηση των Βυζαντινών τοξοτών, οι πολιορκημένοι ύψωσαν στα τείχη της
ακρόπολης μεγάλους σταυρούς και φώναξαν “Βασίλειε, νικητή! ” (“Basīl ya mansūr/‫)”ﺑﺎﺳﻴﻞ ﻳﺎ ﻣﻨﺼﻮ‬.
Το επεισόδιο αναφέρεται και από τον Kamāl ad-Dīn (σ. 42), ο οποίος όμως δεν δίνει καμία
εξήγηση για το συμβάν.
761
Al-Antākī, III, 244. – Kamāl ad-Dīn, 42. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 148 κ. ε.. Ο Ibn al-Athīr (σ. 1651)
χρονολογεί την έναρξη της εξέγερσης το 414/1023-1024.
762
Al-Antākī, III, 246. – Kamāl ad-Dīn, 42. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 152-153.
763
Al-Antākī, III, 246-247. – Kamāl ad-Dīn, 42. – Ibn al-Athīr, 1651, ο οποίος δίνει το έτος
414/1023-1024. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 171.
764
Παρόλα αυτά, ο Sālih bin Mirdās αναγνώρισε επίσημα την επικυριαρχία του Φατιμίδη χαλίφη,
αν και στην πραγματικότητα συμπεριφερόταν σε όλα ως ανεξάρτητος ηγέτης. Μεταξύ των άλλων

221
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της ακρόπολης του Χαλεπιού ο Sālih bin
Mirdās είχε πάει στην Παλαιστίνη, όπου μαζί με τους Tayy’ νίκησαν έναν νέο
στρατό που οι Φατιμίδες είχαν στείλει στην περιοχή, πάλι υπό τις διαταγές του ad-
Dizbirī. Στην επιστροφή προς Βορρά ο Sālih bin Mirdās κατέλαβε την Έμεσα, το
Ba‘albakk, τη Σιδώνα και άλλες μικρότερες πόλεις.765 Η κατάληψη της Σιδώνα
ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική για τους Φατιμίδες, επειδή τους στέρησε ένα από τα
λιμάνια της παραθαλάσσιας περιοχής της Συρίας, μίας περιοχής όπου η κυριαρχία
τους δεν είχε ποτέ αμφισβητηθεί. Επίσης η απόκτηση από τον νέο εμίρη του
Χαλεπιού μίας πρόσβασης στη θάλασσα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την
ανάπτυξη ναυτιλιακών δραστηριοτήτων από το Χαλέπι, γεγονός που θα
προξενούσε την εμφάνιση ενός τρίτου ανταγωνιστή στα ύδατα της Εγγύς
Ανατολής και την αλλαγή των μέχρι τότε υφισταμένων ισορροπιών.
Οι Φατιμίδες είχαν χάσει μέσα σε ένα χρόνο ολόκληρη τη Συρία, από το
Χαλέπι μέχρι τη χερσόνησο του Σινά· υπό τον έλεγχό τους παρέμειναν μόνο οι
παραθαλάσσιες πόλεις – πλην της Σιδώνος – ενώ η Δαμασκός εξακολουθούσε να
αντιστέκεται στους Banū Kalb. Η αντίσταση της Δαμασκού έπαιξε μεγάλο ρόλο
για την τελική έκβαση των γεγονότων, επειδή προκάλεσε ένταση μεταξύ των
τριών συμμαχικών φυλών, δεδομένου ότι μόνο οι Banū Kalb δεν είχαν αποκτήσει
ακόμη κανένα κέρδος από τον πόλεμο.766
Επί τρία χρόνια οι Φατιμίδες ετοιμάζονταν για την αντεπίθεση και την
ανάκτηση των χαμένων εδαφών, αλλά ένα τυχαίο γεγονός τους άνοιξε τον δρόμο
της νίκης.767 Το 1028 ο Sinān bin ‘Ulaiyān, αρχηγός των Banū Kalb, πέθανε και ο
εγγονός του και διάδοχος στην ηγεσία της φυλής Rafi‘ bin Abī ’l-Layyl
μεταπήδησε στο στρατόπεδο των Φατιμιδών, που τον αναγνώρισαν ως νέο αρχηγό
των Banū Kalb και τον επιβράβευσαν με τη χορήγηση κτημάτων.768 Τον
Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ξεκίνησε η εκστρατεία του στρατού των Φατιμιδών

έκοψε και δικό του νόμισμα, όπου ήταν χαραγμένο το δικό του όνομα μαζί με αυτό του χαλίφη.
Al-Antākī, III, 248. – Kamāl ad-Dīn, 42. Βλ. S. Zakkar, Aleppo, 99.
765
Al-Antākī, III, 248. – Kamāl ad-Dīn, 42. – Ibn al-Athīr, 1651. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 156-157.
766
Η αντίσταση των κατοίκων της Δαμασκού κατά των Kalb αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν
ληφθεί υπόψη ότι η τοπική πολιτοφυλακή συμμετείχε ενεργά στην άμυνα της πόλης στον πλευρό
της τοπικής αιγυπτιακής φρουράς. Η στάση των Δαμασκηνών ήταν αντίθετη αυτής των κατοίκων
πολλών άλλων πόλεων της περιοχής, που μπροστά στον κίνδυνο μίας βίαιης κατάκτησης από τους
Άραβες προτίμησαν να συνθηκολογήσουν με αυτούς. Βλ. γι’ αυτά T. Bianquis, Damas, II, 432-
435, 437-442.
767
Κατά αυτό το διάστημα ο χαλίφης az-Zāhir σύναψε μία συνθήκη με τους Βυζαντινούς, βάσει
της οποίας επιτρεπόταν στον Βυζαντινό αυτοκράτορα να χρηματοδοτήσει την πλήρη αναστήλωση
και τη διακόσμηση της εκκλησίας της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, ενώ θα επαναλειτουργούσε
το τζαμί της Κωνσταντινούπολης, όπου μάλιστα η khutba θα γινόταν στο όνομα του Φατιμίδη
χαλίφη. Καθορίστηκε επίσης μία νέα δεκαετής ανακωχή. Maqrīzī, Itti‘āz, II, 176. Για την συνθήκη
του 1027 βλ. S. Runciman, The byzantine “protectorate” in the Holy Land in the XI century,
Byzantion 18 (1946-48), 207-215. – A. Hamdānī, Relations, 173. – Y. Lev, Fatimids and
Byzantium, Ι, 206. Ο Σκυλίτζης αναφέρει την ανοικοδόμηση της εκκλησίας της Αναστάσεως μετά
την απόκτηση της Έδεσσας από τον Μανιάκη (1030 πρώτη φορά, 1032 οριστικά). Σύμφωνα με
αυτόν, μετά τον θάνατο του al-Hākim, τον οποίο ο Σκυλίτζης μπερδεύει με τον πατέρα και
προκατόχου του al-‘Azīz, ο γιος του, που είχε μητέρα Βυζαντινή, επέτρεψε την αναστήλωση του
ναού, στην οποία συνεισέφεραν οικονομικά οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. – Ιω. Σκυλίτζης, 388.
768
Al-Antākī, III, 253.

222
στην Παλαιστίνη με επικεφαλής τον ad-Dizbirī, ο οποίος είχε στον πλευρό του
τους άνδρες των Banū Kalb. Ο Sālih bin Mirdās κατέβηκε από το Χαλέπι σε
βοήθεια του Hassān bin al-Mufarriğ, και οι δύο εμίρηδες ένωσαν τις δυνάμεις
τους. Ύστερα από κάποιες αψιμαχίες οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στην
αποφασιστική μάχη του al-Uqhuwāna, στην κοιλάδα του Ιορδάνη, όχι μακριά από
την Τιβεριάδα (12 Μαΐου 1029). Οι Φατιμίδες πέτυχαν λαμπρή νίκη ενώ ο ίδιος ο
Sālih bin Mirdās σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης.769 Η νίκη στην al-Uqhuwāna
και ο θάνατος του Sālih bin Mirdās σήμαναν το τέλος της εξέγερσης και την
αποκατάσταση της κυριαρχίας των Φατιμιδών σε όλη τη Συρία, πλην όμως του
Χαλεπιού.770
Στην πρωτεύουσα των Μιρδασιδών οι δύο γιοι του Sālih bin Mirdās, ο Nasr και
ο Thimāl, δεν άργησαν να έλθουν σε σύγκρουση για την εξουσία.771 Οι
Βυζαντινοί είδαν στη διαμάχη αυτή την ευκαιρία να επαναφέρουν το εμιράτο υπό
την κυριαρχία τους και ο δούκας της Αντιόχειας Μιχαήλ Σπονδύλης,772 εξαπέλυσε
μία επίθεση κατά του Χαλεπιού, κρίνοντας πως οι δύο αδελφοί δεν ήταν σε θέση
να προβάλουν σοβαρή αντίσταση και εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο
στρατός των Φατιμιδών βρισκόταν ακόμη πολύ μακριά από την περιοχή και
προχωρούσε με απίστευτη βραδύτητα προς Βορρά. Μπροστά στον κίνδυνο της
βυζαντινής εισβολής ο Nasr και ο Thimāl παραμέρισαν τον ανταγωνισμό τους και
συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις των Kilāb.773 Οι δύο αδελφοί επιτέθηκαν
αιφνιδιαστικά στα βυζαντινά στρατεύματα, πριν ακόμη αυτά εισέλθουν στα εδάφη
του εμιράτου, στην τοποθεσία Qaybar, και τα έτρεψαν σε φυγή.774 Αυτή η ήττα
προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του αυτοκράτορα Ρωμανού Γ΄ Αργυρού που
καθαίρεσε τον διοικητή της Αντιόχειας και άρχισε να ετοιμάζει μία μεγάλη
εκστρατεία, με αρχηγό τον ίδιο, κατά των Μιρδασιδών.775

769
Al-Antākī, III, 253. – Ibn al-Qalānisī, 49. – Ibn al-Athīr, 1651, 1700, 1701. – Kamāl ad-Dīn,
44.– Maqrīzī, Itti‘āz, II, 176. Ο Hassān bin al-Mufarriğ εγκατέλειψε τη θέση του κατά τη διάρκεια
της μάχης και έφυγε με όλους τους άνδρες του. Δεν ξέρουμε αν έπραξε με αυτόν τον τρόπο για
προδοσία ή για δειλία, αλλά γεγονός είναι ότι μετά την ήττα στην al-Uqhuwāna οι Banū Tayy’ δεν
διαδραμάτισαν πια κανένα σημαντικό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα της Συρίας για
πολλές δεκαετίες. S. Zakkar, Aleppo, 101. Βλ. επίσης, A Cappel, ‘Arab, 124-125, για τις σχέσεις
μεταξύ των Tayy’ και των Βυζαντινών μετά την μάχη της al-Uqhuwāna και τις προσπάθειές τους
να διαδραματίσουν πάλι κάποιον ρόλο στην πολιτική ζωή της Εγγύς Ανατολής.
770
Μετά τον θάνατο του Sālih bin Mirdās, όλοι οι διοικητές που ο ίδιος είχε τοποθετήσει στις
πόλεις που είχε καταλάβει, δηλαδή τη Σιδώνα, την Έμεσα, το Ba‘albakk, το Rafniya και το Hisn
bin ‘Akkār, έφυγαν μπροστά από την προέλαση των αιγυπτιακών δυνάμεων, οι οποίες
ανακατέλαβαν αμαχητί όλες αυτές τις πόλεις. Al-Antākī, III, 253. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 176.
771
Kamāl ad-Dīn, 43-44..
772
Ιω. Σκυλίτζης, 377, 378. Ο al-Antākī (σ. 253) αναφέρει το όνομά του ως “Mīkhā’īl al-
Usqandīl”, ενώ ο Kamāl ad-Dīn (σ. 44) γράφει μόνο “Mīkhā’īl al-khādim”, δηλαδή “Μιχαήλ ο
ευνούχος”. Για τον Μιχαήλ Σπονδύλη στην Αντιόχεια βλ. J. Laurent, Gouverneurs, 238-239.
773
Τελικά οι δύο αδελφοί συμφώνησαν πως ο Nasr θα γινόταν ο νέος εμίρης του Χαλεπιού, ενώ ο
Thimāl θα κυβερνούσε στις πόλεις Rahba, Balīs, και Manbiğ κοντά στον Ευφράτη. Al-Antākī, III,
257. – Ibn al-Athīr, 1651, 1701. – Kamāl ad-Dīn, 44, 45.
774
Al-Antākī, III, 253. – Ibn al-Athīr, 1651. – Kamāl ad-Dīn, 44. – Ιω. Σκυλίτζης, 378-379. – Ιω.
Ζωναράς, IV, 130.
775
Al-Antākī, III, 254. Ο Kamāl ad-Dīn (σ. 44) αποδίδει την επέμβαση του Ρωμανού Αργυρού
στην έκκληση προς βοήθεια που ο ίδιος ο Nasr είχε απευθύνει στον Βυζαντινό αυτοκράτορα

223
Για όσα αφορούν την εκστρατεία του Ρωμανού Αργυρού στη Συρία (1030) οι
βυζαντινές και οι αραβικές πηγές συμφωνούν και η εξιστόρησή τους είναι
παρόμοια.776 Ο βυζαντινός στρατός ήταν αριθμητικά πολύ μεγάλος και
συμπεριλάμβανε πολλές μονάδες συμμάχων και ξένων μισθοφόρων.777 Πριν οι
Βυζαντινοί εισέλθουν στα εδάφη του Εμιράτου του Χαλεπιού, ο Nasr και ο
Thimāl έστειλαν τον ξάδελφό τους, τον Muqallid bin Kāmil bin Mirdās, ως
πρέσβη στον αυτοκράτορα. Ο Muqallid υποσχέθηκε πως οι Μιρδασίδες θα
αναγνώριζαν τη βυζαντινή κυριαρχία και θα πλήρωναν τον ετήσιο φόρο που οι
Χαμδανίδες πλήρωναν στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες από το 969. Ο Ρωμανός
όμως αρνήθηκε και αποφάσισε να προχωρήσει προς το Χαλέπι.778 Μάταια οι
αξιωματικοί του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν να εισέλθει σε εχθρικό έδαφος
και να πολεμήσει κατά του γρήγορου και ευκίνητου ιππικού των Αράβων, κυρίως
κατά την ζεστή εποχή του καλοκαιριού.779 Ο Βυζαντινός στρατός προχώρησε και
στρατοπέδευσε στο ‘Azāz (Άζάζιον), βόρεια του Χαλεπιού, λίγο μετά τα
βυζαντινά σύνορα.780 Η τοποθεσία που οι Βυζαντινοί διάλεξαν δεν ήταν από τις
καλύτερες και ο στρατός αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες για την προμήθεια
πόσιμου νερού και τροφής.781 Ένα σώμα του βυζαντινού στρατού με επικεφαλής
τον Λέοντα Χοιροσφάκτη στάλθηκε σε αναγνώριση από τον Ρωμανό, αλλά έπεσε

φοβούμενος μία επίθεση κατά του Χαλεπιού από τον αδελφό του Thimāl· αργότερα όμως οι πιο
σημαντικοί εκπρόσωποι των Kilāb επέβαλαν στους δύο αδελφούς να αντιμετωπίσουν μαζί τη
βυζαντινή απειλή και έτσι ο Nasr έστειλε πρέσβεις στον Ρωμανό ζητώντας του να μην εισβάλει
στο Εμιράτο, αλλά ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αποφάσισε να προχωρήσει ακόμη και χωρίς την
υποστήριξη του Nasr. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (σ. 378) και ο Ιωάννης Ζωναράς (τ. IV, σ. 129)
παρουσιάζουν ως κυρία αιτία της εκστρατείας του Ρωμανού Αργυρού μία υποτιθέμενη εξέγερση
των ισλαμικών πόλεων που βρίσκονταν υπό βυζαντινή κυριαρχία από τους καιρούς του
Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή. Ο δε Μιχαήλ Ψελλός (τ. Ι, σ. 36) αποδίδει την
απόφαση του Ρωμανού Αργυρού να επιτεθεί στο Χαλέπι στην υπερβολική του επιθυμία για
πολεμική δόξα και ανδραγαθήματα. Παρά τις διαφορετικές εκδοχές των Αράβων και Βυζαντινών
ιστορικών ο πραγματικός λόγος για την εκστρατεία του Ρωμανού Αργυρού πρέπει να αναζητηθεί
στην επιθυμία των Βυζαντινών να επαναφέρουν στον θρόνο του Χαλεπιού τον πιστό του σύμμαχο
Mansūr bin Lū’lū’, ο οποίος, όπως αναφέρουν όλες οι αραβικές πηγές, βρισκόταν στον βυζαντινό
στρατό κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας.
776
Αυτές οι πηγές είναι: Al-Antākī, III, 254-257. – Ibn al-Athīr, 1705. – Kamāl ad-Dīn, 44-45. –
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 179. – Ιω. Σκυλίτζης, 379-381. – Μιχ. Ψελλός, Ι, 36-40. – Ιω. Ζωναράς, IV,
129-131.
777
Kamāl ad-Dīn, 44. – Μιχ. Ψελλός, Ι, 36. Ο al-Antākī δεν αναφέρει την παρουσία ξένων
μισθοφόρων στα βυζαντινά στρατεύματα, αλλά γράφει ότι ο αυτοκράτορας στρατολόγησε με
βιασύνη και απερισκεψία “ένα μεγάλο συρφετό και πάρα πολλά άτομα, άσχετα με τον πόλεμο και
χωρίς καμία εκπαίδευση για να πολεμήσει τον εχθρό ”. Al-Antākī, III, 254.
778
Al-Antākī, III, 255. – Ιω. Σκυλίτζης, 379. – Μιχ. Ψελλός, Ι, 37. – Ιω. Ζωναράς, IV, 130.
779
Al-Antākī, III, 254. – Ιω. Σκυλίτζης, 379-380. – Μιχ. Ψελλός, Ι, 37. – Ιω. Ζωναράς, IV, 130.
Σύμφωνα με τον al-Antākī, όμως, πολλοί Βυζαντινοί αξιωματικοί ώθησαν τον αυτοκράτορα να
προχωρήσει, κάνοντάς τον να πιστέψει πως η νίκη κατά των Kilāb ήταν εύκολη υπόθεση· ο
αυτοκράτορας άκουσε αυτούς και όχι τους υπόλοιπους αξιωματικούς που προσπαθούσαν να τον
αποτρέψουν.
780
Al-Antākī, III, 255. – Kamāl ad-Dīn, 44. – Ιω. Σκυλίτζης, 380.
781
Al-Antākī, III, 255. – Ibn al-Athīr, 1705. – Kamāl ad-Dīn, 44. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 179. – Ιω.
Σκυλίτζης, 379-380. Ο Maqrīzī, μάλιστα, γράφει πως μετά την μάχη βρέθηκαν πολλές χιλιάδες
πτωμάτων Βυζαντινών στρατιωτών που είχαν πεθάνει από τη δίψα. Ο Ζωναράς δεν μιλάει για την
τοποθεσία όπου στρατοπέδευσαν οι Βυζαντινοί, αλλά αναφέρει πως μετά την πρώτη σύγκρουση οι
άνδρες του ιππικού και τα άλογά τους υπέφεραν εξαιτίας της δίψας. Ιω. Ζωναράς, IV, 130.

224
σε ενέδρα των Kilāb και εξουδετερώθηκε.782 Μετά την επιτυχία αυτή οι Kilāb
ένοιωσαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αποφάσισαν να επιτεθούν στο
βυζαντινό στρατόπεδο. Η επίθεση αιφνιδίασε πάλι τους Βυζαντινούς και οι Kilāb
κατάφεραν να εισέλθουν μέσα στο στρατόπεδο και να λεηλατήσουν την ίδια την
αυτοκρατορική σκηνή. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες πανικοβλήθηκαν και η ήττα
μετατράπηκε σε άτακτη φυγή, αλλά για καλή τύχη των Βυζαντινών οι Kilāb
προτίμησαν να επιδοθούν στη λαφυραγωγία παρά να καταδιώξουν τον εχθρό.
Τελικά ο αυτοκράτορας κατάφερε να καταφύγει στην Αντιόχεια και από εκεί
επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.783
Η αποτυχημένη εκστρατεία του Ρωμανού Αργυρού προσφέρει πολλά χρήσιμα
στοιχεία για το πώς είχαν αλλάξει τα πολιτικά και στρατιωτικά δεδομένα στη
Βόρεια Συρία τα τελευταία χρόνια. Η εκστρατεία του Ρωμανού Αργυρού έχει ένα
κοινό σημείο με εκείνες του Βασιλείου Β΄ του 995 και του 999. ¨Όπως ο
Βασίλειος Β΄, ο Ρωμανός Γ΄ αποφάσισε να επέμβει προσωπικά κατόπιν της ήττας
των δυνάμεων του δούκα της Αντιόχειας, όμως για κακή του τύχη τα γεωπολιτικά
δεδομένα της περιοχής είχαν αλλάξει κατά πολύ σε σχέση με την εποχή του
Βασιλείου Β΄. Στο Χαλέπι δεν κυβερνούσε πια μία δυναστεία σύμμαχος και
υποτελής του Βυζαντίου και έτσι ο βυζαντινός στρατός δεν μπόρεσε να
προχωρήσει ανενόχλητος μέχρι την Έμεσα, όπως συνέβη στις προηγούμενες
περιπτώσεις, ούτε μπορούσε να υπολογίσει την βοήθεια και την υποστήριξη των
αρχών και των στρατιωτικών δυνάμεων του Χαλεπιού. Επί πλέον, ο στρατός των
Μιρδασιδών, ο οποίος ουσιαστικά αποτελούνταν από πολεμιστές των Banū Kilāb,
χρησιμοποιούσε οπλισμούς και τεχνικές μάχης εντελώς διαφορετικούς από τους
Φατιμίδες και βασιζόταν κυρίως στο ιππικό. Στις βυζαντινές πηγές οι ιππείς των
Kilāb περιγράφονται ως “aujtovskeuoi” και “gumnoi; ejf’ i{ppwn ”,784
αλλά αυτή δεν ήταν η αλήθεια. Μάλιστα το ιππικό των Kilāb ξεχώριζε μεταξύ των
άλλων φυλετικών στρατών για την ικανότητα να επιχειρεί κατά μέτωπο επιθέσεις
και εφόδους κατά οχυρωμένων τοποθεσιών. Η επίθεση στο στρατόπεδο των
Βυζαντινών είναι ακόμη μία απόδειξη της δύναμης κρούσεως του ιππικού των
Kilāb, σε αντίθεση με τις παραδοσιακά ελαφριά οπλισμένες και πρόχειρα
οργανωμένες στρατιωτικές μονάδες των άλλων αραβικών φυλών.785
Ο Ρωμανός Αργυρός υποτίμησε τις στρατιωτικές ικανότητες του αντιπάλου και
τις δυσκολίες της εκστρατείας, ίσως επειδή βασίστηκε στην εμπειρία των

782
Al-Antākī, III, 255-256. – Kamāl ad-Dīn, 44. – Ιω. Σκυλίτζης, 380.
783
Al-Antākī, III, 255-257. – Kamāl ad-Dīn, 44-45. – Ιω. Σκυλίτζης, 380-381. – Μιχ. Ψελλός, Ι,
38-40. – Ιω. Ζωναράς, IV, 130-131.
784
Μιχ. Ψελλός, Ι, 37. – Ιω. Ζωναράς, IV, 130, με τα ίδια λόγια.
785
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο Σκυλίτζης που δίνει την λεπτομερέστερη περιγραφή της
εκστρατείας του Ρωμανού Αργυρού από την πλευρά των βυζαντινών πηγών, δεν κάνει πουθενά
λόγο για ελαφρύ ή ελλιπή οπλισμό των Αράβων. Οι αραβικές πηγές αναφέρουν την επιμελή
κατασκευή του βυζαντινού στρατοπέδου, που προστατευόταν από ένα τοίχο από πασσάλους και
μία τάφρο. Ο al-Antākī μάλιστα προσθέτει πως οπλίτες με ασπίδες περιπολούσαν την περίμετρο
του στρατοπέδου “όπως συνηθίζουν να κάνουν οι Ρουμ για να προστατεύουν τα στρατεύματά τους”.
Αl-Antākī, ΙΙΙ, 255.

225
προηγούμενων εκστρατειών του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄ στην
περιοχή, τότε που ο αντίπαλος και οι γεωπολιτικές συνθήκες ήταν διαφορετικές.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, μερικοί από τους αξιωματικούς του Ρωμανού, πιθανώς
αυτοί που υπηρετούσαν στην Αντιόχεια και είχαν γνώση των νέων παραγόντων,
προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, αλλά εις μάτην.

5.3. Η Συρία κατά την περίοδο 1030-1064. Η αποδυνάμωση της κυριαρχίας


των Φατιμιδών.

Παρά την ταπεινωτική ήττα στο ‘Azāz (1030), οι θέσεις των Βυζαντινών στη
Βόρεια Συρία δεν αποδυναμώθηκαν, απεναντίας επιτεύχθηκε η επαναφορά του
Χαλεπιού υπό την υψηλή βυζαντινή κυριαρχία, προσαρτήθηκαν νέα εδάφη στην
περιοχή νοτίως της Αντιόχειας και αποκτήθηκε η Έδεσσα (ar-Ruhā).786 Επίσης,
σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, οι Βυζαντινοί πραγματοποίησαν μία επιτυχημένη
ναυτική επιδρομή στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου, φθάνοντας μέχρι την
Αλεξάνδρεια και καταλαμβάνοντας πολλά πλοία.787
Οι έριδες στο εξωτερικό των Kilāb, η μετακίνηση της φυλής των Tayy’ στα
εδάφη του Εμιράτου του Χαλεπιού788 και κυρίως ο φόβος μίας επίθεσης από τους
Φατιμίδες, ώθησαν τον Nasr να ζητήσει την προστασία των Βυζαντινών. Λίγο
μετά την νίκη του, ο Μιρδασίδης εμίρης έστειλε πρεσβεία στον Ρωμανό, ζητώντας

786
Μετά τον θάνατο του Sālih bin Mirdās οι Banū Numayr πούλησαν την πόλη της Έδεσσας στον
Βυζαντινό αυτοκράτορα, φοβούμενοι πως, χωρίς τη βοήθεια του Μιρδασίδη εμίρη, δεν θα
μπορούσαν πια να αντισταθούν στις επεκτατικές βλέψεις των Μαρβανιδών εμίρηδων του
Mayyāfāriqīn και να την κρατήσουν. Οι Μαρβανίδες προσπάθησαν να προλάβουν την
εγκατάσταση των Βυζαντινών στην Έδεσσα και κατέλαβαν την πόλη, αλλά το 1032 αυτή περιήλθε
τελικά στους Βυζαντινούς. Τον ίδιο χρόνο οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν τα Σαμοσάτα που είχαν
απολέσει το 1030-1031 όταν η φρουρά της πόλης είχε σταλεί να κυριεύσει την Έδεσσα. Την ίδια
εποχή οι Banū Numayr κατέλαβαν την πόλη Harrān στην Άνω Μεσοποταμία. Αl-Antākī, ΙΙΙ, 263,
264-265. – Ibn al-Athīr, 1707-1708. – Ιω. Σκυλίτζης, 387. – Ιω. Ζωναράς, IV, 132-133.
787
Ιω. Σκυλίτζης, 388. Βλ. Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β΄2 (867-1081), (β΄
έκδοση) Θεσσαλονίκη 1997, σ. 197, η οποία είναι η μόνη που επισημαίνει την συγκεκριμένη
πληροφορία του Σκυλίτζη. Αξιοσημείωτο είναι ότι καμία αραβική πηγή δεν αναφέρει αυτό το
πολεμικό συμβάν, προφανώς επειδή επρόκειτο κατά τους Άραβες ιστορικούς για μία ήσσονος
σημασίας επιχείρηση. Η πληροφορία του Σκυλίτζη είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, επειδή
είναι η μόνη αναφορά σε επιχείρηση του βυζαντινού ναυτικού στα ύδατα της Εγγύς Ανατολής
μετά την αποτυχημένη επίθεση στην Τύρο του 998 και πριν από τις επιχειρήσεις στην περιοχή της
Λαοδίκειας του 1056/1057.
788
Σύμφωνα με τον al-Antākī, ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ρωμανός Αργυρός κάλεσε τους Tayy’ να
εγκατασταθούν κοντά στην Αντιόχειας μετά την ήττα του στο ‘Azāz. Κατά τη μετακίνησή τους
προς Βορρά οι Tayy’ πέρασαν από τα εδάφη του Χαλεπιού, γεγονός που ανησύχησε τους
Χαλεπίτες οι οποίοι υποψιάζονταν πως οι Βυζαντινοί είχαν καλέσει τους Tayy’ για να επιτεθούν
μαζί τους κατά της πόλης τους. Τελικά, όμως, οι Άραβες πέρασαν τα σύνορα κοντά στην
Αντιόχεια και εγκαταστάθηκαν σε βυζαντινό έδαφος. Al-Antākī, III, 261-262. Ο Ibn al-Athīr, (σ.
1705) και ο Maqrīzī, Itti‘āz, II, 180) αναφέρουν για το έτος 422/1030-1031, μία επιτυχημένη
επιδρομή των Βυζαντινών στην Απάμεια, την οποία κατέλαβαν και λεηλάτησαν, πιάνοντας
πολλούς αιχμαλώτους.

226
τη συγχώρεσή του, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του και προσφέροντας την
πληρωμή ετησίου φόρου ύψους 500.000 αργυρών darāhīm.789
Έτσι, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια το Εμιράτο του Χαλεπιού έγινε ξανά
υποτελές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ρωμανός Αργυρός είχε ηττηθεί
στρατιωτικά, αλλά είχε πετύχει μία πολιτική νίκη, έστω και αν αυτή οφειλόταν
κυρίως στην αδυναμία των Μιρδασιδών μετά τον θάνατο του Sālih bin Mirdās.
Παράλληλα με αυτές τις διπλωματικές εξελίξεις, οι Βυζαντινοί είχαν κάποιες
επιτυχίες στην ορεινή περιοχή νότια της Αντιόχειας, όπου ο νέος δούκας της
Αντιόχειας Νικήτας κατάφερε να κυριεύσει μερικά οχυρά και να σταθεροποιήσει
το βυζαντινό σύνορο, αυξάνοντας σημαντικά την ασφάλεια της Αντιόχειας.790
Παρά την έντονη δυσαρέσκεια των Φατιμιδών για τις εξελίξεις στο Χαλέπι,
μετά την εκστρατεία του Ρωμανού Αργυρού άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Κράτους των Φατιμιδών. Ο χαλίφης al-
‘Azīz είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στο εσωτερικό του κράτους και οι
μόνοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής του ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων με
το Βυζάντιο και η προστασία των ανακτηθεισών περιοχών της Παλαιστίνης και
των συριακών παραθαλάσσιων πόλεων. Οι Φατιμίδες δεν έδειχναν ενδιαφέρον για
μία ενδεχόμενη ανακατάληψη του Χαλεπιού· η οικονομική και στρατιωτική
αδυναμία του Κράτους τούς ανάγκαζε να ανέχονται ακόμη και την de facto
αυτονομία του κυβερνήτη της Δαμασκού και αρχιστράτηγου όλων των στρατών
της Συρίας ad-Dizbirī.791 Οι διαβουλεύσεις μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών
ήταν δύσκολες και μακροχρόνιες εξαιτίας του ζητήματος του Χαλεπιού που
στεκόταν εμπόδιο για την σύναψη της ειρήνης. Μόνο μετά τον θάνατο του
Ρωμανού Αργυρού (1034) οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν και επί Μιχαήλ Δ΄
επιτεύχθηκε μία συμφωνία· οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αγνοήσουν το ζήτημα
του Χαλεπιού και να μην το συμπεριλάβουν στη συνθήκη και τελικά, γύρω στα

789
Al-Antākī, III, 257. – Kamāl ad-Dīn, 45. – Maqrīzī, Itti‘āz, ΙΙ, 180.
790
Al-Antākī, III, 257-261, 262-263, 266-268. Η ορεινή περιοχή νοτίως της Αντιόχειας, γνωστή
στα αραβικά με το όνομα Ğabal Rawādif, ήταν γεμάτη κάστρα και οχυρά. Η περιοχή, που
επισήμως ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν υπό τον έλεγχο του Άραβα φυλάρχου Nasr
bin Mušarraf ar-Radūfī, συμμάχου των Βυζαντινών. Δια μέσω του ar-Radūfī οι Βυζαντινοί
διατηρούσαν την κυριαρχία τους σε αυτή τη δύσβατη και απομονωμένη περιοχή. Αργότερα όμως
ο ar-Radūfī προσπάθησε να απαλλαγεί από τη βυζαντινή κυριαρχία και να δημιουργήσει ένα δικό
του, ανεξάρτητο, κρατίδιο στα βουνά. Μάλιστα, μετά την ήττα του Ρωμανού Αργυρού στο ‘Azāz,
επιτέθηκε στα βυζαντινά εδάφη καταλαμβάνοντας μερικά οχυρά και χωριά, ενώ οι δυνάμεις του
κυβερνήτη της Τρίπολης πολιόρκησαν την οχυρωμένη πόλη της Maraqiyya. Ο νέος Βυζαντινός
δούκας της Αντιόχειας Νικήτας πέρασε στην αντεπίθεση και ανάγκασε τους Φατιμίδες να
υποχωρήσουν· κατόπιν τούτου εισέβαλε στα εδάφη των Μιρδασιδών και τα λεηλάτησε. Μετά την
ειρήνη του 1031 και την αποκατάσταση των ειρηνικών σχέσεων με το Χαλέπι ο Νικήτας συνέχισε
τις επιχειρήσεις του κατά των Αραβικών φυλών της ορεινής περιοχής, από τις οποίες κατέλαβε ή
ανακατέλαβε διάφορα οχυρά. Για τις επιχειρήσεις του Νικήτα βλ. T. Bianquis, Damas, II 472-487.
791
Ο Anuštikīn ad-Dizbirī (ad-Dizbarī σε άλλες πηγές) ήταν ένας Τούρκος στρατιωτικός στην
υπηρεσία των Φατιμιδών από το 1012. Διατέλεσε διοικητής του Ba‘albakk και της Qaysariyya και
το 1023 διορίστηκε κυβερνήτης (wālī) της Παλαιστίνης. Μετά την εξέγερση των αραβικών φυλών
της Συρίας και της Παλαιστίνης διορίστηκε αρχιστράτηγος (amīr al-umarā’) του στρατού των
Φατιμιδών και του ανατέθηκε η καταστολή της εξέγερσης και η ανάκτηση των απολεσθεισών
περιοχών. Για τη σταδιοδρομία του μέχρι το 1024 βλ. T. Bianquis, Damas, II, 424-428, 430, 443.
Ο al-Antākī, λανθασμένα, γράφει το όνομά του al-Barbarī.

227
1037-1038 υπογράφτηκε μία δεκαετής ανακωχή μεταξύ των δύο κρατών.792 Ενώ
Φατιμίδες και Βυζαντινοί συζητούσαν την ειρήνη όλες οι ισλαμικές ηγεμονίες της
Βόρειας Συρίας και της Τζαζίρας καθώς και οι σημαντικότερες αραβικές φυλές
της Συρίας έστειλαν αντιπροσώπους τους στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι για να
συμφιλιωθούν με τον αυτοκράτορα, άλλοι για να ζητήσουν τη μεσολάβησή του
στους Φατιμίδες, και άλλοι για να συσφίξουν τις σχέσεις τους με τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία.793 Διεξήχθη έτσι στην βυζαντινή πρωτεύουσα ένα πραγματικό
διεθνές συνέδριο για την Εγγύς Ανατολή. Οροθετήθηκαν τα σύνορα με τους
Μιρδασίδες, με τους Μαρβανίδες του Diyār Bakr και με τους Banū Numayr και
όλοι οι εμίρηδες υποσχέθηκαν ότι δεν θα πράξουν καμία εχθρική ενέργεια κατά
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ μερικοί αναγνώρισαν τη βυζαντινή
επικυριαρχία. Ο εμίρης του Χαλεπιού Nasr bin Sālih bin Mirdās είχε φτάσει στο
σημείο να ζητήσει από τον Ρωμανό Αργυρό να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά
(malik) του Χαλεπιού, αλλά ο αυτοκράτορας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι μία
τέτοια πράξη θα προκαλούσε την οριστική ρήξη με το Κράτος των Φατιμιδών,
δέχτηκε να του παραχωρήσει μόνο τους τίτλους του πατρικίου και του
ανθυπάτου.794
Μετά την υπογραφή της συνθήκης μεταξύ Φατιμιδών και Βυζαντινών η
κατάσταση στη Βόρεια Συρία δεν παρουσίαζε φαινομενικά μεγάλες διαφορές με
εκείνη του τέλους του προηγούμενου αιώνα: το Χαλέπι κυβερνούσε μία
δυναστεία που ήταν σύμμαχος και υποτελής του Βυζαντίου, οι Φατιμίδες ήλεγχαν
την Παλαιστίνη και τις παραθαλάσσιες πόλεις της Συρίας, ενώ στη Δαμασκό ο
διοικητής της πόλης συμπεριφερόταν με τρόπο που άρμοζε περισσότερο σε
αυτόνομο ηγέτη παρά σε αξιωματούχο του Κράτους των Φατιμιδών. Ωστόσο τα
γεγονότα του 1024-1038 είχαν σηματοδοτήσει την έναρξη σημαντικών αλλαγών
στην περιοχή, κυρίως όσον αφορά τον άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας και Χαλιφάτου των Φατιμιδών και τις πολιτικοστρατιωτικές
ισορροπίες στην περιοχή. Οι Μιρδασίδες του Χαλεπιού αποδείχθηκαν ένας
σύμμαχος πολύ λιγότερο αξιόπιστος και χρήσιμος για τους Βυζαντινούς απ’ ό,τι

792
Το μέρος του ιστορικού έργου του al-Antākī που διασώθηκε σταματά με τον θάνατο του
Ρωμανού Αργυρού, αλλά ο ίδιος ο al-Antākī αναφέρει ρητά πως, μετά τη διακοπή των
διαβουλεύσεων μεταξύ του Ρωμανού Γ΄ και του χαλίφη az-Zāhir, η συνθήκη υπογράφτηκε ύστερα
από τριάμισι χρόνια περαιτέρω διαπραγματεύσεων “τις ημέρες του αυτοκράτορα Μιχαήλ, που
υπήρξε αυτοκράτορας μετά από αυτόν, όταν το ζήτημα επιλύθηκε με τον τρόπο που θα αφηγηθούμε
παρακάτω”. Al-Antākī, III, 271. Πράγματι, ο Ibn al-Athīr (σ. 1721) και ο Maqrīzī (Itti‘āz, II, 187)
αναφέρουν την σύναψη δεκαετούς ανακωχής μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών για το έτος εγίρας
429/1037-1038.
793
Al-Antākī, IIΙ, 269-271. – Ιω. Σκυλίτζης, 384-385. – Ιω. Ζωναράς, IV, 132. Σύμφωνα με τον al-
Antākī, μεταξύ των ηγεμόνων που έστειλαν πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο εμίρης του
Χαλεπιού Nasr bin Sālih bin Mirdās, ο εμίρης του Diyār Bakr Ibn Marwān, και ο αρχηγός των
Numayr Šabīb bin Waththāb, ενώ παραβρέθηκαν προσωπικά ο αρχηγός των Tayy’ Hassān bin al-
Mufarriğ, και o αρχηγός των Kalb Rāfi‘ bin Abī ’l-Layl. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν μόνο τον
απεσταλμένο του εμίρη του Χαλεπιού, που ονομάζουν “ [Amer” και τον οποίο μάλιστα
χαρακτηρίζουν ως “oJ tou` Calepivtou uiJo;~”, όμως, al-Antākī γράφει μόνο για κάποιον
“απεσταλμένο” (“rasūl”) του Nasr bin Sālih.
794
Al-Antākī, IIΙ, 270.

228
ήταν οι Χαμδανίδες. Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί έδειξαν τα πρώτα
ανησυχητικά σημεία στρατιωτικής αδυναμίας στην περιοχή. Οι εκστρατείες του
Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄, οι οποίες είχαν όλες τον ίδιο σκοπό,
δηλαδή την υπεράσπιση των συμμάχων Χαλεπιτών από τις επιθέσεις των
Φατιμιδών και την αποκατάσταση του από το 969 υφιστάμενου status quo, είχαν
καταλήξει όλες σε μία βαθιά εισχώρηση στη Συρία – μέχρι την Έμεσα συνήθως –
και με την, έστω και αποτυχημένη, πολιορκία της Τρίπολης. Αντίθετα, ο Ρωμανός
Αργυρός δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από το ‘Azāz, λίγα χιλιόμετρα μετά τα
σύνορα, και ηττήθηκε, όχι σε πολιορκία, αλλά σε ανοιχτό πεδίο, από τις
αριθμητικά και ποιοτικά υποδεέστερες στρατιωτικές δυνάμεις όχι του Χαλιφάτου
των Φατιμιδών, αλλά της φυλής των Banū Kilāb. Περισσότερη τύχη είχαν οι
Βυζαντινοί στον πόλεμο των οχυρών που διήρκεσε περίπου μία δεκαετία στην
περιοχή νότια της Αντιόχεια επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά τον υψηλό βαθμό
των πολιορκητικών τους τακτικών.
Οι Φατιμίδες έδειξαν στις επιχειρήσεις κατά των αραβικών φυλών (1024-1029)
ότι ήταν ακόμη σε θέση να παρατάξουν αξιόλογες και αξιόμαχες στρατιωτικές
δυνάμεις, αλλά η ακτίνα δράσεώς τους είχε πια περιοριστεί μέχρι τη Δαμασκό·
από εκεί κει πέρα όλα εξαρτιούνταν από την προσωπική πρωτοβουλία και από τις
ικανότητες του εκάστοτε διοικητή της Δαμασκού, ο οποίος με τη σειρά του
μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε έναν νέο επικίνδυνο ανταγωνιστή.
Ξεχώριζε ακόμη μία φορά η απουσία ναυτικών επιχειρήσεων από αμφότερες τις
πλευρές. Μολονότι οι στρατοί των Φατιμιδών δεν έφτασαν ξανά μέχρι τη Βόρεια
Συρία μετά την εξέγερση του 1024, κανένα λιμάνι της Συρίας δεν απειλήθηκε από
τους Βυζαντινούς ή από τους Μιρδασίδες, με εξαίρεση τη σύντομη κατάληψη της
Σιδώνας από τον Sālih bin Mirdās.
Παρά τις συχνές ανατροπές και τους συχνούς πολέμους που χαρακτήριζαν την
πολιτική ζωή της Συρίας, δεν παρουσιάστηκε καμία σοβαρή απειλή για την
ασφάλεια του Κράτους των Φατιμιδών ή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Φατιμίδες και Βυζαντινοί έδειχναν ότι ήταν σε θέση να ελέγχουν τις τοπικές
κρίσεις που ξεσπούσαν στην περιοχή και παράλληλα προσπαθούσαν να μην
έρθουν σε ανοιχτό πόλεμο.795 Στην Εγγύς Ανατολή υπήρχε μία παράδοξη
κατάσταση, όπου, στο γενικό πλαίσιο της αιγυπτοβυζαντινής ειρήνης,
διεξάγονταν συνεχείς και αλλεπάλληλες διαμάχες και συγκρούσεις σε τοπικό
επίπεδο από διάφορους πολιτικούς παράγοντες (εμίρηδες, φύλαρχους,
στρατιωτικούς ηγέτες, κρατικούς αξιωματούχους), οι οποίοι, αν και δρούσαν
συνήθως αυτόνομα είχαν πάντα ως ανώτερο σημείο αναφοράς τον Βυζαντινό
Αυτοκράτορα ή τον Φατιμίδη χαλίφη αντίστοιχα. Εξαιτίας αυτών των
παραγόντων τα δύο κράτη βρέθηκαν μερικές φορές σε αντιπαράθεση. Επρόκειτο

795
C. Cahen, Diplomatie, 10. – A. Cappel, ‘Arab, 121. – J.C. Cheynet, Conception militaire, 58.
Το ζήτημα του Χαλεπιού συνέχισε ωστόσο να προκαλεί τριβές μεταξύ των δύο κρατών. Βλ. γι’
αυτό, Y. Lev, Fatimids and Byzantium, I, 206-208.

229
για μία ασταθή ισορροπία που έμελλε να αλλάξει ριζικά με την εμφάνιση νέων, εκ
των έξω, παραγόντων.
Η ρευστότητα και η αστάθεια στην πολιτική ζωή της Συρίας
αντικατοπτρίζονται στα γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση του ad-Dizbirī, του
κυβερνήτη των Φατιμιδών στη Δαμασκό.
Ο ad-Dizbirī κυβερνούσε την πόλη και ολόκληρη την Κεντρική Συρία – πλην
της παραθαλάσσιας περιοχής – με πλήρη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση
του Καΐρου και συμπεριφερόταν ως πραγματικός ηγεμόνας (amīr) και όχι ως
απλός κυβερνήτης (wālī) της Δαμασκού. Ο φιλόδοξος και δραστήριος ad-Dizbirī
απέβλεπε στην κατάκτηση του Χαλεπιού και στη δημιουργία ενός ισχυρού
κράτους που θα συμπεριλάμβανε όλη την εσωτερική Συρία και την Τζαζίρα. Για
αυτόν τον σκοπό προσεταιρίστηκε διάφορες αραβικές φυλές της Βόρειας Συρίας
και της Τζαζίρας προκειμένου να απομονώσει τους Μιρδασίδες του Χαλεπιού.
Αυτοί, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο, ζήτησαν τη βοήθεια των Βυζαντινών. Ο
αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ΄ (1034-1041), μη θέλοντας εμπλοκές στην περιοχή, δεν
βρήκε τίποτε άλλο να κάνει παρά να συμβουλέψει τον Nasr bin Sālih bin Mirdās
να αναγνωρίσει την κυριαρχία των Φατιμιδών και να στερήσει έτσι από τον ad-
Dizbirī οποιαδήποτε πρόφαση για να επιτεθεί στο Χαλέπι.796 Οι Βυζαντινοί
αποποιήθηκαν οικειοθελώς την πρόσφατα αποκτηθείσα επικυριαρχία στο Χαλέπι,
θεωρώντας αυτήν την πράξη περισσότερο συμφέρουσα και σκόπιμη από μία
δύσκολη και αβέβαιη ως προς το τελικό αποτέλεσμα σύρραξη με τον ισχυρό ad-
Dizbirī.797 Οι Μιρδασίδες, βλέποντας πως οι Βυζαντινοί δεν θα τους παρείχαν
καμία βοήθεια, έσπευσαν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία των Φατιμιδών, οι
οποίοι, προκειμένου να αποδυναμώσουν τον επίδοξο ad-Dizbirī, όχι μόνο την
δέχτηκαν με χαρά, αλλά, για να “επιβραβεύσουν” τον ηγεμόνα του Χαλεπιού, του
υποσχέθηκαν την Έμεσα και την περιοχή της (1037).798 Μπροστά στον κίνδυνο να
απολέσει την Έμεσα ο ad-Dizbirī απευθύνθηκε αυτή τη φορά ο ίδιος στον
Βυζαντινό αυτοκράτορα από τον οποίο ζήτησε την άδεια να εκδιώξει τον Nasr
bin Sālih από το Χαλέπι.799 Οι Βυζαντινοί συμφωνήσαν με τον ad-Dizbirī και τον
“εξουσιοδότησαν” να επιτεθεί στους Μιρδασίδες. Η αλλαγή στην στάση των
Βυζαντινών οφειλόταν στη στενή συμμαχία που οι Μιρδασίδες είχαν εν τω
μεταξύ συνάψει με τους Numayr, οι οποίοι ήλεγχαν τα περάσματα του Ευφράτη.
Αυτή η συμμαχία έθετε σε άμεσο κίνδυνο τους εμπορικούς δρόμους που, μέσω
της Άνω Μεσοποταμίας (Τζαζίρα) και της Βόρειας Συρίας, συνέδεαν την
Αντιόχεια και τη Δαμασκό με το Ιράκ και το Ιράν. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν
τα συμφέροντα των Βυζαντινών συνέπιπταν με εκείνα του ad-Dizbirī.800 Ο

796
Maqrīzī, Itti‘āz, ΙΙ, 186. Ο ad-Dizbirī εμφανιζόταν ως πιστός υπηρέτης του Φατιμίδη χαλίφη,
στο όνομα του οποίου προσπαθούσε να επαναφέρει τον αντάρτη Nasr υπό την αιγυπτιακή
κυριαρχία.
797
S. Zakkar, Aleppo, 120. – T. Bianquis, Damas, II, 509.
798
Maqrīzī, Itti‘āz, ΙΙ, 186.
799
Kamāl ad-Dīn, 46.
800
T. Bianquis, Damas, II, 510.

230
στρατός του ad-Dizbirī που είχε στον πλευρό του και πολλές αραβικές φυλές
επιτέθηκε λοιπόν στο Χαλέπι. Στη μάχη του Tall Fas, μεταξύ Απάμειας και
Έμεσας, ο Nasr bin Sālih ηττήθηκε και σκοτώθηκε (Μάιος 1038) και ένα μήνα
αργότερα ο ad-Dizbirī κυρίευσε εν ονόματι του Φατιμίδη χαλίφη al-Mustansir
(1036-1092) την πόλη και την ακρόπολη του Χαλεπιού.801 Μετά τις επιτυχίες του
κατά των Μιρδασιδών ο ad-Dizbirī κατέλαβε το Bālis, το Manbiğ και τη Rahba,
πόλεις που όλες βρίσκονταν στις όχθες του Ευφράτη, δημιουργώντας έτσι ένα
ενιαίο κράτος που συμπεριλάμβανε περίπου όλα τα εδάφη της σημερινής Συρίας,
πλην όμως των παραθαλάσσιων πόλεων.
Η μεγάλη δύναμη του ad-Dizbirī έγινε τώρα αίτιο ανησυχίας για τους Φατιμίδες
και τους Βυζαντινούς. Ο φατιμίδης βεζίρης al-Ğarğarā’ī άρχισε να υπονομεύει τη
θέση του ad-Dizbirī, παροτρύνοντας μερικούς από τους αξιωματικούς του να
στασιάσουν και να τον ανατρέψουν. Οι Βυζαντινοί από την πλευρά τους
πραγματοποίησαν δύο επιδρομές στην περιοχή του Χαλεπιού· κατά τη διάρκεια
της πρώτης επιδρομής πέτυχαν μία νίκη στη μάχη του Armanāz (1040), αλλά η
δεύτερη κατέληξε με ήττα κοντά στην Απάμεια (1041).802 Μετά την αποτυχία
αυτήν οι Βυζαντινοί σταμάτησαν τις εχθροπραξίες και ο ad-Dizbirī δεν
αντιμετώπισε πια άλλη απειλή από τον Βορρά. Εν τω μεταξύ όμως οι
μηχανορραφίες και οι μυστικές επαφές του al-Ğarğarā’ī είχαν πετύχει τον σκοπό
τους και η φρουρά της Δαμασκού επαναστάτησε κατά του ad-Dizbirī. Έχοντας
χάσει την υποστήριξη του στρατού, ο ad-Dizbirī δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε
άλλο παρά να εγκαταλείψει την πόλη και να βρει καταφύγιο στο Χαλέπι. Όμως
λίγες μέρες μετά την είσοδό του στην πόλη ο ad-Dizbirī πέθανε από αρρώστια (10
Ιανουαρίου 1042)803 και ένα μήνα αργότερα ο Thimāl bin Sālih εισήλθε στο
Χαλέπι, αποκαθιστώντας την ηγεμονία των Μιρδασιδών στην πόλη. Ο Thimāl
αναγνώρισε επίσημα την επικυριαρχία των Φατιμιδών από τους οποίους έλαβε
έγγραφο που επικύρωνε την εξουσία του στο Χαλέπι.804 Συγχρόνως όμως ο
Thimāl αναγνώρισε και την βυζαντινή επικυριαρχία και μάλιστα ανέλαβε την
υποχρέωση να πληρώνει κάθε χρόνο τον ίδιο φόρο που πλήρωνε ο αδελφός και
προκάτοχός του Nasr.805 Με αυτή την περίεργη διπλή αναγνώριση της εξουσίας
των Μιρδασιδών στο Χαλέπι από τους Φατιμίδες και από τους Βυζαντινούς
επιβεβαιώθηκε ακόμη μία φορά ο ρόλος του Εμιράτου του Χαλεπιού ως
ουδέτερης ζώνης μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων της περιοχής.
Κατά τα χρόνια 1048-1051 οι σχέσεις μεταξύ των Μιρδασιδών και των
Φατιμιδών πέρασαν κρίση. Ο κυβερνήτης της Δαμασκού Nāsir ad-Dawla

801
Ibn al-Athīr, 1651, 1721. – Kamāl ad-Dīn, 47. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 187.
802
Ibn al-Athīr, 1731. – Kamāl ad-Dīn, 47. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 188.
803
Ibn al-Athīr, 1734. – Kamāl ad-Dīn, 48. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 188.
804
Ibn al-Athīr, 1735. – Kamāl ad-Dīn, 48. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 189.
805
Kamāl ad-Dīn, 48. Σύμφωνα με τον οποίο, ως ανταμοιβή για την αφοσίωσή του ο Thimāl έλαβε
τον τίτλο του “μαγίστρο του Χαλεπιού” (“mākhisturus”) ενώ άλλοι τίτλοι απονεμήθηκαν σε άλλα
πρόσωπα της οικογένειας των Μιρδασιδών: ο ξάδελφος του Nasr έλαβε τον τίτλο του “στρατηγού”
(“satrukhus”), ενώ τα παιδία και τα εγγόνια του αυτόν του “πατρικίου” (“batrīq”).

231
εκστράτευσε κατά του Χαλεπιού, αλλά απωθήθηκε από τους Μιρδασίδες
(Οκτώβριος 1048).806 Στην Αίγυπτο οργανώθηκε τότε μία μεγάλη εκστρατεία υπό
τις διαταγές του ευνούχου Rifq. Η αδυναμία των αιγυπτιακών αρχών να
πληρώσουν τους στρατιώτες και η ανικανότητα του Rifq οδήγησαν τον
αιγυπτιακό στρατό σε πλήρη διάλυση μόλις λίγες μέρες μετά τον ερχομό του
απέναντι στα τείχη του Χαλεπιού (Αύγουστος 1051). Μετά την καταστροφή της
εκστρατείας του Rifq, ο χαλίφης al-Mustansir δεν μπόρεσε παρά να συμφιλιωθεί
με τους Μιρδασίδες.807 Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης οι Βυζαντινοί
προσπάθησαν να μεσολαβήσουν μεταξύ των Φατιμιδών και των Μιρδασιδών και
έστειλαν έναν πρέσβη στο Κάιρο. Ο Βυζαντινός απεσταλμένος όμως δεν έγινε
δεκτός από τον χαλίφη και επέστρεψε άπραγος. Οι Βυζαντινοί κινητοποίησαν
τότε τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αντιόχειας, οι οποίες παρατάχθηκαν στα
σύνορα με το Εμιράτο του Χαλεπιού, χωρίς ωστόσο να τα διαβούν· τελικά όμως η
αυτοδιάλυση της στρατιάς του Rifq κατέστησε περιττή οποιαδήποτε βυζαντινή
στρατιωτική ενέργεια.808 Πρέπει να επισημανθεί πως ακριβώς εκείνα τα χρόνια οι
Βυζαντινοί ήρθαν για πρώτη φορά σε στρατιωτική σύγκρουση με τους Τούρκους
στην ανατολική Μικρά Ασία. Η εμφάνιση της νέας απειλής επέβαλε στους
Βυζαντινούς να επαναπροσδιορίσουν την γενική τους στρατηγική στα ανατολικά
σύνορα και αναπόφευκτα το ενδιαφέρον τους άρχισε να στρέφεται όλο και
περισσότερο προς την Αρμενία, ενώ συγχρόνως προσπαθούσαν να αποφύγουν
περισσότερο από ποτέ οποιαδήποτε συμπλοκή με τους μουσουλμάνους της
Συρίας.809
Η αποκατασταθείσα ηρεμία στο Εμιράτο του Χαλεπιού διήρκεσε μόνο λίγα
χρόνια. Αυτή τη φορά οι Μιρδασίδες ενεπλάκησαν άθελά τους στα γεγονότα του
Ιράκ και στα μεγαλεπήβολα σχέδια του νέου Φατιμίδη βεζίρη al-Yazūrī (1051-
1058). Ο al-Yazūrī είχε αντιληφθεί την σοβαρή απειλή που αποτελούσαν οι
Σελτζούκοι για το Κράτος των Φατιμιδών, κυρίως μετά την εγκατάστασή τους
στη Βαγδάτη, ως “προστάτες” των Αββασιδών χαλίφηδων (1055).810 Στην
προσπάθεια να υπονομεύσουν την ανερχόμενη δύναμη των Σελτζούκων οι
Φατιμίδες αποφάσισαν να επέμβουν για πρώτη φορά στα εσωτερικά του Ιράκ και
να υποστηρίξουν τον πρώην αξιωματικό των Μπουουαϊχιδών al-Basāsīrī, ο οποίος
μετά την κατάληψη της Βαγδάτης από τον Tuġril Bak είχε βρει καταφύγιο στο
Εμιράτο του Χαλεπιού· μάλιστα ο Thimāl bin Sālih του είχε παραχωρήσει την
πόλη Rahba στα σύνορα με το Βόρειο Ιράκ.811 Η παραχώρηση της Rahba στον al-

806
Ibn al-Athīr, 1748. – Kamāl ad-Dīn, 49. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 201-202.
807
Kamāl ad-Dīn, 49. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 203-204, 209-211.
808
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 210, υπ. 1.
809
Για τις πρώτες επαφές των Βυζαντινών με τους Τούρκους στην ανατολική Μικρά Ασία βλ. C.
Cahen, Pénétration.
810
Ph. Hitti, History of the Arabs, 473. - F. Gabrieli, Gli Arabi, 166.
811
Kamāl ad-Dīn, 50. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 235. Ο Thimāl bin Sālih έκανε αυτό το βήμα
φοβούμενος τις στρατιωτικές προετοιμασίες του Basāsīrī στην περιοχή του Άνω Ευφράτη, όπου
είχε αρχίσει να συγκεντρώσει πολεμιστές από τις αραβικές φυλές της περιοχής, μαζί με μερικούς
Τουρκομάνους, προκειμένου να επιτεθεί στους Σελτζούκους. Μία επίθεση από τα εδάφη του

232
Basāsīrī προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό των Banū Kilāb που
άρχισαν να εκφράζουν ανοιχτά την διαφωνία τους προς τον Thimāl. Ο εμίρης του
Χαλεπιού απογοητευμένος από τη συμπεριφορά των Kilāb και φοβούμενος μία
ενδεχόμενη ανατροπή του, απευθύνθηκε στον χαλίφη al-Mustansir, στον οποίο
πρόσφερε το Χαλέπι, ζητώντας ως αντάλλαγμα την παραχώρηση κάποιων
πόλεων, χωρίς να διευκρινίσει ποιες, αρκεί αυτές να βρίσκονταν μακριά από τους
αχάριστους ομόφυλούς του. Ο χαλίφης τού πρόσφερε τις παραθαλάσσιες πόλεις
Ğubayl, Bayrūt και ‘Akka και ο Thimāl δέχτηκε. Έτσι τον Ιανούαριο-Φεβρούαριο
1057 ο Thimāl παραχώρησε στους απεσταλμένους του χαλίφη al-Mustansir την
πόλη και την ακρόπολη του Χαλεπιού και έφυγε για το Κάιρο όπου θα λάμβανε
επισήμως από τον χαλίφη τις νέες του κτήσεις.812 Αυτή η ανταλλαγή εδαφών ίσως
να φαίνεται περίεργη, αλλά είναι ενδεικτική των πολιτικών σχέσεων στο
εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου, όπου πέρα από τα επίσημα σύνορα και τις
αναγνωρισμένες κυριαρχίες έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο οι προσωπικές σχέσεις
και οι ευμετάβλητες ισορροπίες δύναμης.
Οι Φατιμίδες ανέλαβαν λοιπόν πάλι την άμεση διοίκηση του Χαλεπιού, αλλά η
κυριαρχία τους στην πόλη δεν θα είναι παρά ένα σύντομο διάλειμμα στην ιστορία
της δυναστείας των Μιρδασιδών.
Μετά την εγκατάστασή τους στο Χαλέπι οι Φατιμίδες παραχώρησαν μεγάλη
χρηματική και στρατιωτική βοήθεια στον al-Basāsīrī που μπόρεσε έτσι να
οργανώσει έναν μεγάλο στρατό και να εισβάλει στο Ιράκ. Αρχικά ο al-Basāsīrī
κατάφερε να νικήσει τα στρατεύματα των Σελτζούκων και μάλιστα κυρίευσε την
ίδια τη Βαγδάτη. O Tuġril Bak πέρασε όμως στην αντεπίθεση, νίκησε τις δυνάμεις
του al-Basāsīrī και τον εκδίωξε από το Ιράκ. Λίγο αργότερα ο al-Basāsīrī πέθανε
και έτσι τελείωσε άδοξα η προσπάθεια των Φατιμιδών να σταματήσουν την άνοδο
των Σελτζούκων στον ισλαμικό κόσμο.813
Η ήττα του al-Basāsīrī αποδυνάμωσε τη θέση των Φατιμιδών στη Βόρεια Συρία
και αναζωογόνησε τις φιλοδοξίες των Kilāb για πολιτική κυριαρχία στο Χαλέπι.
Ένας άλλος εκπρόσωπος της οικογένειας των Μιρδασιδών, ο Mahmūd bin Nasr
bin Sālih, γιος του Nasr και ανεψιός του Thimāl, ανέλαβε την αρχηγία των Kilāb
και μετά από νικηφόρες συγκρούσεις με τους Φατιμίδες κατέλαβε το Χαλέπι (10
Σεπτεμβρίου 1060).814 Τελείωσε έτσι η τελευταία περίοδος της άμεσης

Εμιράτου του Χαλεπιού θα συνεπαγόταν φυσικά την αντίδραση του Tuġril Bak που, με τη σειρά
του, θα εισέβαλλε στην επικράτεια των Μιρδασιδών. Πέρα από αυτό, η παρουσία τόσων
πολεμιστών στην ευαίσθητη περιοχή του Ευφράτη αποτελούσε από μόνη της μία απειλή για την
οικονομική ζωή και την πολιτική σταθερότητα του Εμιράτου του Χαλεπιού.
812
Kamāl ad-Dīn, 51-52.
813
Ibn al-Athīr, 1776-1780. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 232-234, 251-258. Βλ. το λήμμα “al-Basāsīrī”
(M. Canard), E.I.2.
814
Ibn al-Qalānisī, 60. – Ibn al-Athīr, 1782-1783. – Kamāl ad-Dīn, 53-54. – Maqrīzi, Itti‘āz, II,
260. Ο Mahmūd είχε καταλάβει μία πρώτη φορά την πόλη του Χαλεπιού τον Ιούλιο του 1060,
χάρη στους άνδρες της πολιτοφυλακής (ahdāth) που στασίασαν κατά του Φατιμίδη κυβερνήτη και
άνοιξαν τις πύλες της πόλης στον Μιρδασίδη εμίρη. Ωστόσο οι Φατιμίδες κρατούσαν ακόμη την
ακρόπολη (qal‘a). Ένας στρατός στάλθηκε από τη Δαμασκό, υπό την αρχηγία του Nāsir ad-Dawla,
του κυβερνήτη της Δαμασκού, για να εκδιώξει τον Mahmūd από το Χαλέπι, αλλά στη μάχη του

233
αιγυπτιακής κυριαρχίας στο Χαλέπι. Οι Φατιμίδες έχασαν οριστικά αυτή την πόλη
αν και στα τζαμιά της πόλης η khutba εξακολούθησε να γίνεται στο όνομα του
χαλίφη al-Mustansir.
Ωστόσο οι Φατιμίδες δεν είχαν ακόμη χάσει την ελπίδα να επαναφέρουν το
Χαλέπι υπό τον έλεγχό τους και γι’ αυτό τον σκοπό διέταξαν τον θείο του
Mahmūd και πρώην εμίρη της πόλης Thimāl να διώξει τον ανεψιό του από το
Χαλέπι και να ανακτήσει την πόλη που θα διοικούσε ως επίσημος κυβερνήτης των
Φατιμιδών. Ο Thimāl νίκησε τον Mahmūd και ανακατέλαβε το Χαλέπι, αλλά οι
Banū Kilāb, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ανεχτούν ένα εμφύλιο πόλεμο στο
εσωτερικό της φυλής, επέβαλαν έναν συμβιβασμό στους δύο αντιπάλους· ο
Thimāl αναγνωρίστηκε ως εμίρης του Χαλεπιού, ενώ ο Mahmūd θα λάμβανε κάθε
χρόνο 50.000 χρυσά δηνάρια και μία μεγάλη ποσότητα σιτηρών (18 Απριλίου
1061).815 Η δεύτερη κυβέρνηση του Thimāl στο Χαλέπι χαρακτηρίστηκε από την
φιλοαιγυπτιακή πολιτική του που οδήγησε το Εμιράτο του Χαλεπιού σε πολεμική
σύγκρουση με τους Βυζαντινούς, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στην επόμενη
παράγραφο. Ο Thimāl όμως δεν παρέμεινε πολύ καιρό στην εξουσία και τον
Νοέμβριο του 1062 πέθανε από αρρώστια.816 Μετά τον θάνατό του ξέσπασε πάλι
η διαμάχη για την κυβέρνηση στο Χαλέπι, αυτή τη φορά μεταξύ του Mahmūd και
του ‘Atiyya bin Sālih, ο οποίος ήταν και αυτός θείος του Mahmūd.
Ο ‘Atiyya bin Sālih είχε διοριστεί από τον ίδιο τον Thimāl ως διάδοχός του και
βρισκόταν στο Χαλέπι, όταν πέθανε ο αδελφός του. Οι Kilāb όμως πήραν το
μέρος του Mahmūd και δεν αναγνώρισαν τον νέο εμίρη· με επικεφαλής τον
Mahmūd συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και επιτέθηκαν στο Χαλέπι. Μετά από
πολλές συγκρούσεις και πολιορκίες οι δύο αντίπαλοι έφτασαν σε ένα συμβιβασμό
και μοιράστηκαν μεταξύ τους τα εδάφη του εμιράτου: ο Mahmūd έγινε ο νέος
εμίρης του Χαλεπιού και κράτησε όλα τα συριακά εδάφη του εμιράτου, ενώ το
ανατολικό μέρος, δηλαδή οι κτήσεις των Μιρδασιδών στη Τζαζίρα, δόθηκε στον
‘Atiyya (1065).817 Ενδεικτικό της τότε γενικότερης πολιτικής συγκυρίας στη
Συρία είναι το γεγονός ότι ούτε οι Φατιμίδες ούτε οι Βυζαντινοί ενεπλάκησαν
αυτή τη φορά στις εσωτερικές διαμάχες των Μιρδασιδών: οι Βυζαντινοί
ανησυχούσαν για την προέλαση των Σελτζούκων στην Αρμενία και στην Άνω
Μεσοποταμία, ενώ οι Φατιμίδες αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές κρίσεις,
είχαν οριστικά περιορίσει τις βλέψεις τους στην Κεντρική και Νότια Συρία. Κατά
τη διάρκεια του τριετούς εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Mahmūd και του θείου
του ‘Atiyya, ο τελευταίος είχε καλέσει προς βοήθεια μία ομάδα Τουρκομάνων
υπό την αρχηγία του οπλαρχηγού Ibn Khān (1063).818 Έτσι οι Τούρκοι έκαναν για

Funaydiq (30 Αυγούστου 1060) οι δυνάμεις των Φατιμιδών υπέστησαν μία συντριπτική ήττα.
Μετά την ήττα του Nāsir ad-Dawla η αιγυπτιακή φρουρά στην ακρόπολη του Χαλεπιού
παραδόθηκε στον Mahmūd.
815
Ibn al-Qalānisī, 60. – Ibn al-Athīr, 1652. – Kamāl ad-Dīn, 54-55.
816
Ibn al-Qalānisī, 60. – Ibn al-Athīr, 1652. – Kamāl ad-Dīn, 55. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 260.
817
Ibn al-Qalānisī, 61. – Αl-‘Azīmī, 357. – Ibn al-Athīr, 1652. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 260-261.
818
Ibn al-Qalānisī, 61. – Αl-‘Azīmī, 357. – Ibn al-Athīr, 1652. – Kamāl ad-Dīn, 56.

234
πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη Συρία και αναμίχθηκαν στα στρατιωτικά και
πολιτικά γεγονότα της χώρας.819

5.4. Οι Βυζαντινοί και οι μουσουλμάνοι της Βόρειας Συρίας μέχρι το 1073.

Μετά τα γεγονότα της δεκαετίας του 1030, οι σχέσεις των Βυζαντινών με τους
μουσουλμάνους της Συρίας χαρακτηρίζονται από μεγάλες περιόδους ηρεμίας
διακεκομμένες από σύντομες κρίσεις που κατέληγαν κατά κανόνα σε
στρατιωτικές συγκρούσεις τοπικού επιπέδου. Αυτές οι συγκρούσεις δεν μπορούν
να συγκριθούν με τις μεγάλες εκστρατείες του προηγούμενου αιώνα και με εκείνη
του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού, ως προς το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων που
χρησιμοποιήθηκαν, τους στρατηγικούς στόχους και τις πολιτικές συνέπειες. Παρ’
όλα αυτά, τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της τριακονταετίας 1038-1068
αποδεικνύουν τη συνεχή προσοχή των Βυζαντινών στο νοτιοανατολικό σύνορο
και την αμείωτη προσπάθειά τους για τη διατήρηση των πολιτικών και
στρατιωτικών ισορροπιών στη Βόρεια Συρία· η βυζαντινή πολιτική στην περιοχή
εξακολουθεί να είναι η ίδια των προηγούμενων εξήντα πέντε χρονών, χωρίς να
παρουσιάζει στοιχεία αμέλειας και απάθειας που συχνά της αποδίδουν πολλοί
νεότεροι και σύγχρονοι μελετητές. Ούτε υπάρχει καμία ένδειξη ραθυμίας των
Βυζαντινών, οι οποίοι δήθεν επαναπαύονταν μετά τις μεγάλες νίκες του 10ου
αιώνα και έτρεφαν την αφελή ψευδαίσθηση μίας διαρκούς ειρήνης.820

819
Βέβαια, πολλοί Τούρκοι είχαν προηγουμένως παίξει κάποιον ρόλο στην ιστορία της ισλαμικής
Συρίας, όπως οι Alp Takīn, Manğū Takīn, ad-Dizbīrī και άλλοι, αλλά ήταν μεμονωμένα άτομα που
υπηρέτησαν στον στρατό ή στη διοίκηση των Φατιμιδών, προερχόμενα από τους τουρκικής
καταγωγής στρατιωτικούς σκλάβους (ġilmān) που υπήρχαν ήδη από τον 9ο αιώνα σε όλους τους
στρατούς των ισλαμικών κρατών. Οι περισσότεροι είχαν πλήρως εξαραβιστεί και όλη η πολιτική
και στρατιωτική τους δράση, που μερικές φορές έφτασε μέχρι τα υψηλότερα αξιώματα ή, όπως με
τους Ιχσιδίδες στην κυβέρνηση μίας χώρας, διαδραματιζόταν στα πλαίσια των υφισταμένων
αραβοϊσλαμικών κρατών, χωρίς να ιδρυθεί ποτέ κάποια “τουρκική δυναστεία” η κάποιο “τουρκικό
κράτος”. Οι Τουρκομάνοι αντίθετα, ήταν ελεύθεροι άνδρες που, αν και εξισλαμίστηκαν δεν
εξαραβίστηκαν ποτέ και κράτησαν πλήρη την τουρκική τους συνείδηση, καθώς και την τουρκική
γλώσσα και όλα τα τουρκικά πολιτισμικά στοιχεία. Μόνο με τους Σελτζούκους που κατάφεραν να
κυριεύσουν το Ιράν και το Ιράκ δημιουργήθηκε το πρώτο τουρκικό κράτος στην ισλαμική ιστορία.
Για τη διαφορά μεταξύ του όρου “Τούρκος” και του όρου “Τουρκομάνος” βλ, τα λήμματα
“Türkmen” (B. Kellner-Heinkele) και “Turks” (διάφοροι συγγραφείς), E.I.2.
820
Για το θέμα της ψευδαίσθησης των Βυζαντινών για διαρκή ασφάλεια και ειρήνη, με όλες τις
υποτιθέμενες ολέθριες συνέπειες στη στρατιωτική οργάνωση του κράτους βλ. P. Lemerle, Cinq
études sur le XIe siècle byzantin, Paris 1977, 263-271. – Χ. Παπασωτηρίου, Στρατηγική, 279-287,
όπου ο συγγραφέας κάνει μία ανασκόπηση των επικρατέστερων θεωριών για την αποδυνάμωση
της στρατιωτικής οργάνωσης. Ο συγγραφέας υιοθετεί τελικά τη θεωρία της στροφής του
ενδιαφέροντος των Βυζαντινών αποκλειστικά προς την εσωτερική πολιτική εις βάρος της
εξωτερικής· μάλιστα στην σελίδα 279 κάνει λόγο για “καταστροφικό διάλειμμα [έτη 1026-1081]
στη μακριά ιστορία της αποτελεσματικής βυζαντινής επίδοσης στην τέχνη της γεωπολιτικής
επιβίωσης μοιάζει σαν απερίσκεπτη αδιαφορία για τις πραγματικότητες της διεθνούς πολιτικής”.
Ακόμη και ο Σπύρος Βρυώνης, αναλύοντας τις κοινωνικές αιτίες της παρακμής του Βυζαντίου

235
Μία πρώτη κρίση στις σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών εκδηλώθηκε
το 1055, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου.
Σύμφωνα με τον Maqrīzī, ο Μονομάχος821 είχε αποφασίσει να στείλει στην
Αίγυπτο, μέσω Αντιόχειας, μεγάλες ποσότητες σιτηρών για να ανακουφίσει τη
χώρα που εκείνη την εποχή υπέφερε από λιμό.822 Η διάδοχος όμως του
Μονομάχου, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (1055-1056), ανέστειλε την αποστολή των
σιτηρών και οι Φατιμίδες, σε αντίποινα διέταξαν τον τότε διοικητή του Χαλεπιού
Makīn ad-Dawla Ibn Milhim να επιτεθεί στα βυζαντινά εδάφη. Οι Φατιμίδες
κατέλαβαν τη Λαοδίκεια και όλη την παραθαλάσσια περιοχή νοτίως της
Αντιόχειας που παρέμειναν στην κατοχή τους μέχρι το καλοκαίρι του 1056, οπότε
οι βυζαντινές δυνάμεις της Αντιόχειας κατάφεραν να τους εκδιώξουν από την
περιοχή με την υποστήριξη ενός στόλου 80 πλοίων που εστάλη από την
Κωνσταντινούπολη.823 Ο βυζαντινός στόλος αιχμαλώτισε δύο πλοία των
Φατιμιδών γεμάτα λάφυρα από τις πρόσφατες επιχειρήσεις τους, μετά επιτέθηκε
στην Τρίπολη, όπου “σκοτώθηκαν πολλοί και από τις δύο πλευρές” και τέλος
επέστρεψε στην Λαοδίκεια, που προφανώς είχε εν τω μεταξύ ανακαταληφθεί.824
Οι πληροφορίες του Maqrīzī – η μοναδική πηγή για αυτά τα γεγονότα – είναι οι
τελευταίες που μαρτυρούν τη δράση βυζαντινού στόλου στα ύδατα της Συρίας
πριν από τις σταυροφορίες. Οι συγκρούσεις του 1056 δεν άλλαξαν την ισορροπία
των δυνάμεων στην περιοχή, αλλά δείχνουν πως το βυζαντινό ναυτικό διέθετε
ακόμη αξιόλογες επιχειρησιακές ικανότητες, τουλάχιστον μέχρι την θαλάσσια
περιοχή της Αντιόχειας και του Κόλπου της Αλεξανδρέττας.825 Μετά από αυτά,
άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των Βυζαντινών και Φατιμιδών,
διαπραγματεύσεις που διακόπηκαν μετά την πτώση και την εκτέλεση του βεζίρη

στην ανατολική Μικρά Ασία γράφει πως “the borders were left unguarded”. Sp. Vryonis, Social
Basis, 166. Με βάση τα γεγονότα που περιέγραψα όμως, αυτά δεν ισχύουν για την περιοχή της
Αντιόχειας.
821
Οι χρονολογίες του Maqrīzī δεν συμφωνούν με τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που
ο ίδιος αναφέρει. Ο Άραβας ιστορικός γράφει πως ο αυτοκράτορας που πέθανε το 1055 ήταν ο
Μιχαήλ ΣΤ΄, ενώ ονομάζει τον διάδοχό του “Ibn Sqlārūs” (o γιος του Σκληρού), εννοώντας
πιθανώς τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό (1057-1059). Maqrīzī, Itti‘āz, II, 227. Παρακάτω όμως,
γράφοντας για την νίκη των Βυζαντινών κατά των Φατιμιδών του 1056, αναφέρει πως πέθανε η
αυτοκράτειρα Θεοδώρα (“al-malika Tiūdūra”) και την διαδέχτηκε ο Μιχαήλ ΣΤ΄. Maqrīzī, Itti‘āz,
II, 231. Για τα χρονολογικά και προσωπογραφικά λάθη του Maqrīzī σχετικά με αυτά τα γεγονότα
βλ. T. Bianquis, Damas, II, 566-569.
822
Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του (1042-1055)
προσπάθησε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με το Κράτος των Φατιμιδών. Η αποστολή τροφίμων
στην Αίγυπτο εντάσσεται σε αυτή την πολιτική καλών σχέσεων με τον ισχυρότερο γείτονα της
Αυτοκρατορίας στην Εγγύς Ανατολή. C. Cahen, Diplomatie, 11. – M. Angold, The Βyzantine
Εmpire 1025-1204. A Political Ηistory, London 1984, 24-25. – Y. Lev, Fatimids and Byzantium,
II, 273-274.
823
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 229.
824
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 231.
825
Οι Βυζαντινοί και οι Φατιμίδες ακολουθούσαν, αυτή την εποχή, την ίδια πρακτική: δεν
στάθμευαν μόνιμα σημαντικές ναυτικές δυνάμεις στις επαρχιακές παραθαλάσσιες πόλεις, ακόμη
και εάν επρόκειτο για πόλεις σημαντικές όπως η Αντιόχεια ή η Τρίπολη. Κάθε φορά που
χρειαζόταν να επέμβει ένας μεγάλος στόλος, αυτός στελνόταν από την Κωνσταντινούπολη ή από
το Κάιρο (ούτε καν από την Αλεξάνδρεια). H. Ahrweiler, Mer, 15 κ. ε. – Y. Lev, Fatimids and
Byzantium, II, 278.

236
al-Yazūrī (Απρίλιος 1058).826 Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην Αίγυπτο το
1062 και που κράτησε μέχρι το 1074 δεν επέτρεπε στους Φατιμίδες να επιδοθούν
σε υψηλού επιπέδου διπλωματικές ενέργειες και οι σχέσεις τους με τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία παρέμειναν ασαφείς, αλλά σίγουρα όχι φιλικές όπως τα τελευταία
εξήντα περίπου χρόνια. Από τότε οι σχέσεις μεταξύ της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας και του Κράτους των Φατιμιδών άρχισαν να χειροτερεύουν.
Ενδεικτικό της νέας κατάστασης που διαμορφώθηκε είναι το γεγονός ότι από το
447/1055-1056 η khutba στο τζαμί της Κωνσταντινούπολης έπαψε να γίνεται στο
όνομα του Φατιμίδη χαλίφη αλλά στον Αββασίδη χαλίφη.827
Νέες συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και μουσουλμάνων στη Συρία έλαβαν
χώρα το 1062. Αυτή τη φορά όμως οι αντίπαλοι των Βυζαντινών δεν ήταν οι
Φατιμίδες, αλλά ο Μιρδασίδης εμίρη του Χαλεπιού Thimāl, που λίγο πριν είχε
γίνει ηγεμόνας του Χαλεπιού για δεύτερη φορά. Ο Thimāl, αντιδρώντας στην
κατασκευή ενός νέου βυζαντινού οχυρού στην παραμεθόρια περιοχή, κατέλαβε το
Artāh, οχυρή πόλη κοντά στην Αντιόχεια.828 Οι Βυζαντινοί πραγματοποίησαν
τότε επιδρομές στην περιοχή του Χαλεπιού. Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν
και η μάχη κατέληξε σε ήττα των Βυζαντινών. Αργότερα ο Thimāl κατέλαβε και
λεηλάτησε το Qaybar. Επιστρέφοντας από αυτή την τελευταία εκστρατεία ο
εμίρης του Χαλεπιού αρρώστησε και λίγες μέρες μετά πέθανε. Ο πόλεμος μεταξύ
των Βυζαντινών και του Thimāl δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις, αλλά είναι ακόμη
μία απόδειξη των εχθρικών προθέσεων των Μιρδασιδών απέναντι στους
Βυζαντινούς, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις του Εμιράτου του
Χαλεπιού. Τα στρατιωτικά γεγονότα του 1062, έδειξαν επίσης πως η στρατιωτική
δύναμη των Βυζαντινών στην περιοχή είχε μειωθεί σημαντικά, κυρίως όσον
αφορούσε τις πολεμικές επιχειρήσεις σε ανοιχτό πεδίο και μακριά από
οχυρωμένες θέσεις.
Η αδυναμία να πραγματοποιήσουν σε βάθος εκστρατείες σε εχθρικό έδαφος
ίσως δεν θα απέβαινε τόσο δραματική για τους Βυζαντινούς, εάν η πολιτική και
στρατιωτική κατάσταση στη Βόρεια Συρία δεν άλλαζε εξαιτίας της εμφάνισης του
τουρκικού παράγοντα στην περιοχή. Υπήρχε τώρα μία ισχυρή πολιτική δύναμη
στη Βαγδάτη, οι Σελτζούκοι σουλτάνοι, και διάφορες αξιόμαχες στρατιωτικές
ομάδες που δρούσαν σε συνεννόηση ή ανεξάρτητα από τη Βαγδάτη στην
ανατολική Μικρά Ασία, στην Άνω Μεσοποταμία και στη Συρία (οι διάφοροι
Σελτζούκοι οπλαρχηγοί). Από την πλευρά τους οι Φατιμίδες δεν έδειχναν ικανοί

826
Ibn al-Athīr, 1775. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 236-237.
827
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 330. Η αλλαγή της khutba στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε μεγάλη
διπλωματική επιτυχία του Σελτζούκου σουλτάνου Tuġril Bak που είχε στείλει έναν πρέσβη για
αυτόν τον σκοπό. Με αυτόν τον τρόπο οι Βυζαντινοί αναγνώρισαν την εξουσία του Tuġril Bak στη
Βαγδάτη ενώ συγχρόνως έδειξαν πως το “τουρκικό μέτωπο” είχε αρχίσει να τους απασχολεί
περισσότερο από την Εγγύς Ανατολή. Βλ. C. Cahen, La Diplomatie, 12-13.
828
Kamāl ad-Dīn, 55. Η κατάκτηση της Artāh από τους Μιρδασίδες δεν είχε μόνιμο χαρακτήρα

237
να ασκήσουν κάποιον αποτελεσματικό έλεγχο στις κτήσεις τους της Κεντρικής
και Βόρειας Συρίας.829
Το καλοκαίρι του 1067 έγινε η πρώτη τουρκική επιδρομή από τη Συρία σε
βυζαντινό έδαφος. Ένας πρώην αξιωματικός του Alp Arslān, o Afšīn bin Bakğī,830
λεηλάτησε την περιοχή ανατολικά της Αντιόχειας και επέστρεψε με πλούσια λεία
στο Χαλέπι.831 Το 460/1067-1068, επιτέθηκε πάλι στην περιοχή της Αντιόχειας,
την λεηλάτησε, αποκομίζοντας ακόμη μεγαλύτερη λεία από την προηγούμενη
εκστρατεία, και τελικά πολιόρκησε την ίδια την Αντιόχεια. Η κατάσταση στην
πόλη άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολη καθώς τελείωσαν τα τρόφιμα, όταν ο Afšīn
ανακλήθηκε από τον σουλτάνο Alp Arslān στο Ιράκ. Πριν φύγει όμως κατάφερε
να επιβάλει στον δούκα της πόλης, τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, την πληρωμή
100.000 χρυσών νομισμάτων και πολλών πολύτιμων υφασμάτων για να αρθεί η
πολιορκία.832 Στις 19 Ιουλίου 1068 ο Ibn Khān κατέλαβε το Artah μετά από
πεντάμηνη πολιορκία, στερώντας έτσι από τους Βυζαντινούς μία μεγάλης
στρατηγικής σημασίας θέση.833 Με την κατάληψη του Artah, όπου
εγκαταστάθηκε μία φρουρά,834 όλη η περιοχή μεταξύ του Ορόντη και του
Ευφράτη ήταν πια στα χέρια των μουσουλμάνων, και δη των Τούρκων, και είχε
ανοίξει ένα επικίνδυνο ρήγμα στο νοτιοανατολικό σύνορο της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.835
Η σοβαρότητα της κατάστασης έπεισε τον νέο αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄
Διογένη να επέμβει στρατιωτικά στη Βόρεια Συρία, προκειμένου να “κλείσει”
αυτό το ρήγμα και να εξουδετερωθούν οι ομάδες Τούρκων πολεμιστών που
δρούσαν στην περιοχή. Υπό αυτό το πρίσμα οι επιχειρήσεις του Ρωμανού Διογένη
στη Βόρεια Συρία, που προκάλεσαν τα πικρόχολα και ειρωνικά σχόλια του
γραφειοκράτη και εντελώς άσχετου με τα στρατιωτικά θέματα Μιχαήλ Ψελλού,
δείχνουν πλήρως δικαιολογημένες και υποδεικνύουν την ορθότητα του
γενικότερου στρατηγικού σχεδιασμού του αυτοκράτορα για την αντιμετώπιση της
τουρκικής απειλής. Μία επίθεση κατά των διάσπαρτων και ευκίνητων ομάδων
Τούρκων επιδρομέων στην Ανατολική Μικρά Ασία δεν θα απέφερε κανένα

829
S. Zakkar, Aleppo, 175-176. – T. Bianquis, Damas, II, 584-585.
830
Ο Afšīn είχε σκοτώσει έναν άλλον Τούρκο αξιωματικό του στρατού του Alp Arslān και για να
αποφύγει την οργή του σουλτάνου είχε περάσει, με περίπου χίλιους πολεμιστές, στην περιοχή του
Χαλεπιού. Kamāl ad-Dīn, 58. Στο έργο του ο Μιχαήλ Ατταλειάτης τον αναφέρει ως “AÙsin£lioj”.
Μιχ. Ατταλειάτης, 81 (έκδ. Bekker, σ. 107).
831
Kamāl ad-Dīn, 58.
832
Kamāl ad-Dīn, 58. Φυσικά ο δούκας της Αντιόχειας δεν γνώριζε ότι ο σουλτάνος είχε
ανακαλέσει τον Afšīn. Για τον Νικηφόρο Βοτανειάτη ως δούκα Αντιόχειας βλ. V. Laurent,
Gouverneurs, 246. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν τις επιδρομές των Τουρκομάνων από τη Συρία
χωρίς ωστόσο να διευκρινίσουν πόσες και πότε έγιναν ακριβώς.. Συν. Σκυλίτζη, 120-121. – Μιχ.
Ατταλειάτης, 72 (95).
833
Kamāl ad-Dīn, 58. – Ibn al Athīr, 1652.
834
Μιχ. Ατταλειάτης, 90 (118-119).
835
C. Cahen, Pénétration, 25-27. – T. Bianquis, Damas, II, 586. Συνήθως η σοβαρότητα της
κατάστασης στις περιοχές της Αντιόχειας και της Κιλικίας εκείνα τα χρόνια υποτιμάται από τους
μελετητές παρά το γεγονός ότι σε αυτή αναφέρονται ρητά ο Μιχαήλ Ατταλειάτης και η Συνέχεια
του Σκυλίτζη. Συν. Σκυλίτζη, 129. – Μιχ. Ατταλειάτης, 72, 75 (95, 100).

238
όφελος στους Βυζαντινούς, αν πρώτα δεν είχε επιτευχθεί η διασφάλιση του νότιου
συνόρου. Άλλωστε για τους Σελτζούκους, τουλάχιστον μέχρι το 1071, η
σημαντικότερη περιοχή από στρατιωτική και πολιτική άποψη ήταν η Βόρεια
Συρία και όχι η Αρμενία.836
Ως γνωστόν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ Διογένης πραγματοποίησε τρεις
εκστρατείες στις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά αυτή
που μας ενδιαφέρει είναι κυρίως η πρώτη (από τα τέλη Μαρτίου 1068 μέχρι τα
τέλη Ιανουαρίου 1069), η μόνη που έλαβε χώρα στη Βόρεια Συρία.837
Ο Ρωμανός Διογένης αφού πραγματοποίησε κάποιες εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις κατά ομάδων Τούρκων επιδρομέων στο εσωτερικό της Ανατολικής
Μικράς Ασίας, ξεκίνησε από τη Σεβάστεια για τη Συρία στις 4 Οκτωβρίου
1068.838Οι αραβικές πηγές χρονολογούν την εκστρατεία στο έτος εγίρας 461/31
Οκτωβρίου 1068-19 Οκτωβρίου 1069, με μόνη εξαίρεση τον Ibn al-Athīr που
αναφέρει αυτά τα γεγονότα στο έτος 462/20 Οκτωβρίου 1069-8 Οκτωβρίου
1070.839
Ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του
Ρωμανού Διογένη στη Βόρεια Συρία όλες οι πηγές συμφωνούν, με εξαίρεση τον
Μιχαήλ Ψελλό, ο οποίος, όπως ήδη αναφέραμε, περιορίζεται σε κατάκριση της
διεξαγωγής των επιχειρήσεων από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, χωρίς όμως
να δίνει ουσιώδεις πληροφορίες για την εκστρατεία και χωρίς να περιγράφει
συγκεκριμένα γεγονότα.840
Ο βυζαντινός στρατός αφού εισήλθε στα εδάφη του Εμιράτου του Χαλεπιού
κατέλαβε την πόλη Manbiğ (Ιεράπολη) μετά από σύντομη πολιορκία και έσφαξε

836
C. Cahen, Pénétration, 25-30. – Του ίδιου, Diplomatie, 10-11. - S. Zakkar, Aleppo, 190-201. -
A. Hamdānī, Relations. – T. Bianquis, Damas, II, 584. Οι Σελτζούκοι σε αυτό ακολουθούσαν τις
επεκτατικές βλέψεις και τις πολιτικές πρακτικές όλων των προηγούμενων ισλαμικών
δυναστειών/κρατών του Ιράκ, που προσπαθούσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο τη Βόρεια Συρία και
από εκεί, ενδεχομένως, να επεκταθούν προς την Δαμασκό και την Αίγυπτο. Εξάλλου, όταν τελικά
ο Ρωμανός Διογένης κατευθύνθηκε προς το Μαντζικέρτ, το 1071, οι κυριότερες δυνάμεις των
Σελτζούκων, με τον ίδιο τον σουλτάνο Alp Arslān βρίσκονταν κάτω από τα τείχη του Χαλεπιού,
το οποίο πολιορκούσαν, και όχι στην Αρμενία.
837
Οι άλλες δύο εκστρατείες του Ρωμανού Διογένη έγιναν το 1069 και το 1071 αντίστοιχα. Η
πρώτη μεν περιορίστηκε σε μία αναγνωριστική επιχείρηση στις ανατολικές περιοχές της Μικράς
Ασίας βορειότερα της Συρίας και δεν σημειώθηκε καμία επαφή με τους Μιρδασίδες ή τους
Φατιμίδες· η δε δεύτερη προχώρησε βαθιά στην Αρμενία και κατέληξε με την περίφημη μάχη στο
Μαντζικέρτ.
838
Συν. Σκυλίτζη, 126. – Μιχ. Ατταλειάτης, 79-80 (105). Όπου αναφέρεται πως ο Ρωμανός
Διογένης είχε αποφασίσει να εισέλθει στη Συρία μετά το τέλος του καλοκαιριού για να αποφευχθεί
η μεγάλη ζέστη που τόσο είχε ταλαιπωρήσει τον βυζαντινό στρατό κατά την προηγούμενη
εκστρατεία του Ρωμανού Γ΄. Οι Βυζαντινοί φαίνονταν ειδικά προβληματισμένοι με τον κίνδυνο
επιδημίας στο στρατόπεδό τους εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών.
839
Al-‘Azīmī, 359. – Ibn al-Athīr, 1797. – Kamāl ad-Dīn, 58. O Ibn al-Qalānisī (σσ. 62, 64 ) κάνει
μόνο δύο πολύ σύντομες αναφορές σε δύο εκστρατείες του Βυζαντινού αυτοκράτορα: μία πρώτη
στην περιοχή βόρεια του Χαλεπιού το 460/1067-1068, και τη δεύτερη στη Συρία, με την
κατάληψη του Manbiğ από τους Βυζαντινούς, το 462/1069-1070.
840
Οι πηγές που αναφέρουν την εκστρατεία του Ρωμανού Διογένη στη Συρία, πέραν από τη
Συνέχεια του Σκυλίτζη, τον Μιχαήλ Ατταλειάτη και τις ήδη αναφερθείσες αραβικές πηγές, είναι ο
Μιχαήλ Ψελλός (ΙΙ, 159), ο Νικηφόρος Βρυέννιος (σ. 107) και ο Ιωάννης Ζωναράς, (τ. IV, σσ.
206-208).

239
όλο τον πληθυσμό.841 Εν τω μεταξύ ο εμίρης Mahmūd είχε συγκεντρώσει τις
δυνάμεις των Kilāb και με τη συνδρομή κάποιων ομάδων Τουρκομάνων
επιτέθηκε στους Βυζαντινούς κοντά στο Manbiğ, και τους έτρεψε σε φυγή.842 Οι
δυνάμεις του Χαλεπιού επιτέθηκαν τότε στο βυζαντινό στρατόπεδο, στην
προσπάθεια να επαναλάβουν τον θρίαμβο του 1030 επί Ρωμανού Αργυρού, αλλά
αυτή τη φορά η βυζαντινή αντίδραση υπήρξε έγκαιρη και αποτελεσματική και οι
Μιρδασίδες ηττήθηκαν.843 O Ρωμανός Διογένης τοποθέτησε φρουρά στο Manbiğ
και κατευθύνθηκε προς το φρούριο ‘Azāz·844 αφού όμως διαπίστωσε τη δυσκολία
που παρουσίαζε η πολιορκία αυτού του οχυρού και ανησυχώντας για τον ερχομό
του χειμώνα αποφάσισε να επιστρέψει στα εδάφη της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.845 Κατά την επιστροφή τους προς Βορρά οι Βυζαντινοί
ανακατέλαβαν το Artāh, όπου επίσης τοποθετήθηκε μία ισχυρή φρουρά.846
Η εκστρατεία του Ρωμανού Διογένη στη Συρία υπήρξε η τελευταία μεγάλη
στρατιωτική επιχείρηση των Βυζαντινών στην Εγγύς Ανατολή. Τα αποτελέσματά
της δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα, από τη στιγμή που οι Βυζαντινοί
κατάφεραν όχι μόνο να ανακαταλάβουν το Artāh και να κλείσουν έτσι το ρήγμα
στο νοτιοανατολικό τους σύνορο, αλλά κατέκτησαν και το Manbiğ, το οποίο θα
κρατήσουν μέχρι το 1075. Το Manbiğ ήταν μία τοποθεσία εξαιρετικής
στρατηγικής σημασίας και ένας μεγάλος οδικός κόμβος πολύ κοντά στη
σημαντικότερη διάβαση στον ποταμό Ευφράτη.847 Επίσης, οι βυζαντινές

841
Ibn al-Qalānisī, 64. – Αl-‘Azīmī, 358. – Ibn al-Athīr, 1797. – Kamāl ad-Dīn, 58. – Συν.
Σκυλίτζη, 129. – Μιχ. Ατταλειάτης, 83-84 (110-111). – Νικ. Βρυέννιος, 107. – Ιω. Ζωναράς, IV,
207.
842
Συν. Σκυλίτζη, 129-130. – Μιχ. Ατταλειάτης, 85 (112-113). – Ιω. Ζωναράς IV, 207.
843
Συν. Σκυλίτζη, 129-130. – Μιχ. Ατταλειάτης, 86-87 (113-114). – Ιω. Ζωναράς IV, 208. Οι
αραβικές πηγές δεν αναφέρουν καμία μάχη σε ανοιχτό πεδίο μεταξύ Βυζαντινών και Μιρδασιδών
κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, με μόνη εξαίρεση ο Ibn al-Athīr (σ. 1797) που, σε μία λιτή
αναφορά στα γεγονότα, γράφει μόνο ότι “ο βασιλιάς των Ρουμ κατέλαβε το Manbiğ … και νίκησε
τον Mahmūd bin Mirdās και τους Banū Kilāb”.
844
Συν. Σκυλίτζη, 131. – Μιχ. Ατταλειάτης, 88 (116). – Ιω. Ζωναράς IV, 208. Μάλιστα ο
αυτοκράτορας σκόπευε να εγκαταστήσει στην πόλη, πέρα από τη φρουρά, Βυζαντινούς και
Αρμένιους εποίκους, έτσι ώστε να μετατρέψει το Manbiğ σε χριστιανική πόλη – όπως ήδη είπαμε,
οι αραβικές πηγές αναφέρουν τη σφαγή και την αιχμαλωσία του τοπικού πληθυσμού – και να
ελέγχεται ευκολότερα από τους Βυζαντινούς. Το σχέδιο εποικισμού του Manbiğ φανερώνει τη
στρατηγική σημασία αυτής της τοποθεσίας για τους Βυζαντινούς και επιβεβαιώνει ακόμη
περισσότερο, την ορθότητα της απόφασης του Ρωμανού Διογένη να πραγματοποιήσει
στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία προς συνολική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.
845
Ibn al-Athīr, 1797. – Kamāl ad-Dīn, 58. - Συν. Σκυλίτζη, 129-130. – Μιχ. Ατταλειάτης, 91
(119-120). – Ιω. Ζωναράς, IV, 208. Οι αραβικές πηγές αποδίδουν την υποχώρηση του Ρωμανού
Διογένη στον λιμό και στις αρρώστιες που είχαν ξεσπάσει στον βυζαντινό στρατό. Οι βυζαντινές
πηγές επίσης αναφέρονται στην εξάντληση των στρατευμάτων, αλλά το κάνουν κυρίως όταν
περιγράφουν τη δύσκολη επιστροφή από τη Συρία στην Κιλικία. Ενδεικτικό της κρίσιμης
κατάστασης στην οποία βρισκόταν η Αντιόχεια εκείνη την εποχή είναι το γεγονός ότι ο Ρωμανός
Διογένης για να επιστρέψει στην Κιλικία προτίμησε τον δυσκολότερο δρόμο των βουνών από
αυτόν που περνούσε από την περιοχή της πόλης, που τόσο είχε δοκιμαστεί από τις τουρκικές
επιθέσεις.
846
Συν. Σκυλίτζη, 129-130. – Μιχ. Ατταλειάτης, 90 (119). – Al-‘Azīmī, 358.
847
Από το Manbiğ περνούσε ο δρόμος που συνέδεε την Αντιόχεια και το Χαλέπι με την Έδεσσα
(Urfā), με τη Τζαζίρα και με το Ιράκ. Για το Manbiğ και για τους δρόμους που από αυτό

240
στρατιωτικές δυνάμεις είχαν αποδείξει πως μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με
επιτυχία τον εχθρό ακόμη και σε ανοιχτό πεδίο ακόμη και εάν επρόκειτο για
ιππικό. Από την πλευρά τους, οι Μιρδασίδες βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να
αντιμετωπίσουν μία εισβολή στα εδάφη τους, χωρίς να ευθύνονται άμεσα για τις
επιδρομές που είχαν πραγματοποιήσει οι Τούρκοι κατά των Βυζαντινών. Ιδιαίτερα
σοβαρή για τους Μιρδασίδες υπήρξε η απώλεια του Manbiğ που θα δυσκόλευε
για τα επόμενα επτά χρόνια τις επικοινωνίες με τα ανατολικά εδάφη του εμιράτου.
Το 1071, ενώ ο Ρωμανός Δ΄ ήταν απασχολημένος με την εκστρατεία του
Μαντζικέρτ, οι συγκρούσεις μεταξύ των βυζαντινών δυνάμεων της Αντιόχειας και
του Mahmūd ξανάρχισαν.848 Οι Βυζαντινοί πραγματοποίησαν για περίπου δύο
χρόνια επιδρομές στα εδάφη του εμιράτου, χωρίς να μπορέσει ο Mahmūd να τους
αναχαιτίσει. Τελικά όμως ο Μιρδασίδης εμίρης πέτυχε μία σημαντική νίκη επί
των Βυζαντινών εισβολέων και προς τα τέλη του 1073 κατέλαβε ένα οχυρό στην
περιοχή νότια της Αντιόχειας.849 Μετά από αυτά τα στρατιωτικά συμβάντα οι δύο
αντίπαλοι σύναψαν ανακωχή, βάσει της οποίας το κάστρο του Hisn Asfūnā, από
το οποίο οι Μιρδασίδες απειλούσαν την περιοχή της Αντιόχειας, θα
κατεδαφιζόταν, ενώ οι Βυζαντινοί θα δάνειζαν 14.000 χρυσά νομίσματα στον
Mahmūd. Ως ενέχυρο για το δάνειο ο Mahmūd έστειλε τον γιο του όμηρο στην
Κωνσταντινούπολη.850Με αυτή την κάπως περίεργη ανακωχή τελείωσε ο πόλεμος
του Mahmūd με τους Βυζαντινούς, ο τελευταίος πόλεμος μεταξύ Βυζαντινών και
Αράβων μουσουλμάνων. Στο εξής οι εξ ανατολών εχθροί της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας θα είναι μόνο οι Τούρκοι.
Όσο για τους Φατιμίδες, αυτοί δεν ενεπλάκησαν καθόλου στις εχθροπραξίες
μεταξύ των Βυζαντινών και των Μιρδασιδών. Η πολιτική τους στην περιοχή
εξακολούθησε να είναι αδύναμη και παθητική. Όπως ήδη αναφέραμε, το Κράτος
των Φατιμιδών σπαρασσόταν από εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων
εθνικών ομάδων που αποτελούσαν τον στρατό (Τούρκοι, Βέρβεροι και Μαύροι).
Εκείνη την εποχή δέσποζε στην πολιτική ζωή της χώρας ο Nāsir ad-Dawla bin al-
Hamdān, πρώην διοικητής της Δαμασκού που είχε γίνει ο ηγέτης των Τούρκων
στρατιωτικών και κυβερνούσε μεγάλο μέρος της Αιγύπτου ως πραγματικός
στρατιωτικός δικτάτορας.851

περνούσαν βλ. G. Le Strange, Palestine, 500-502. – R. Dussaud, Topographie, 450 κ. ε., με τον
χάρτη 15.
848
Εκείνα τα χρόνια δούκες της Αντιόχειας ήταν ο Χατατούριος (1069-1071/2) και μετά από
αυτόν ο Ιωσήφ Ταρχανειώτης (1072-1074). J. Laurent, Le duc d’Antioche Khatchatour 1068-1072,
BZ XXX (1930), 405-411. – V. Laurent, Gouverneurs, 248-249.
849
Ibn al-Qalānisī, 65. – Al-‘Azīmī, 358. – Kamāl ad-Dīn, 58.
850
Kamāl ad-Dīn, 58.
851
Για τον Nāsir ad-Dawla και την πολιτική κατάσταση της Αιγύπτου εκείνα τα χρόνια βλ. το
επόμενο κεφάλαιο.

241
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο

Προς μία νέα Εγγύς Ανατολή


(1071-1099)

6.1. Το Κράτος των Φατιμιδών σε κρίση (1062-1077).

Στη δεκαετία του 1060 η κατάσταση στο εσωτερικό του Κράτους των
Φατιμιδών ήταν εξαιρετικά κρίσιμη· η Αίγυπτος βρισκόταν σε πλήρες χάος
εξαιτίας των ερίδων μεταξύ των διαφόρων εθνικοτήτων που αποτελούσαν τον
στρατό και του τρομερού λιμού που μάστιζε τη χώρα για επτά χρόνια (1065-
1072).
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων εθνικοτήτων ήταν παλαιό και σύνηθες
φαινόμενο στον στρατό των Φατιμιδών, αλλά από την αρχή της δεκαετίας του
1060 έλαβε μορφή ανοιχτής αντιπαράθεσης και κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο.852
Το καλοκαίρι του 1062, η δολοφονία ενός Τούρκου στρατιώτη από Μαύρους
στρατιωτικούς σκλάβους (‘abīd aš-širā’)853 στάθηκε η αφορμή για να εκδηλωθούν
τα λανθάνοντα αισθήματα έχθρας και αντιπαλότητας που υπήρχαν ανάμεσα στις
διάφορες μονάδες του αιγυπτιακού στρατού. Οι Τούρκοι στρατιώτες επιτέθηκαν
στους Μαύρους και τους νίκησαν· πολλοί Μαύροι σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι
έφυγαν στην πόλη Damanhūr, στην περιοχή του Δέλτα, νότια της
Αλεξάνδρειας.854
Οι Μαύροι του στρατού των Φατιμιδών απολάμβαναν τότε την εύνοια της
μητέρας του χαλίφη al-Mustansir, τη sayyida Rasad, η οποία με τη βοήθειά τους
προσπαθούσε να μειώσει την δυσανάλογη δύναμη που οι Τούρκοι στρατιωτικοί
είχαν αποκτήσει στο εσωτερικό του κράτους.855

852
Για τις συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων εθνικών ομάδων στον στρατό των Φατιμιδών πριν
από το 1062 βλ. Y. Lev, Army, 340-341, 343, 344, 346.
853
Οι Μαύροι ήταν πολυάριθμοι στον στρατό των Φατιμιδών εκείνα τα χρόνια· στο Κάιρο και στα
γύρω χωριά υπήρχαν περίπου 50.000 Μαύροι στρατιώτες που απάρτιζαν μονάδες πεζικού και
ιππικού. B. J. Beshir, Military Organization, 40-41. – Y. Lev, Army, 340-342, 349.
854
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 265-266.
855
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 266. Βλ. επίσης Y. Lev, Army, 349-350, ο οποίος εντοπίζει την κυριότερη
αιτία των διαμαχών στο εσωτερικό του στρατού στον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων εθνικών
ομάδων και όχι στην αντιτουρκική πολιτική της μητέρας του χαλίφη.

242
Κατά την τριετία 455-458/1063-1066, πολλοί βεζίρηδες ανέλαβαν διαδοχικά
την ανώτατη διοίκηση του κράτους, αλλά κανένας δεν είχε την απαραίτητη
δύναμη για να αναχαιτίσει την όλο και αυξανόμενη επιρροή του τουρκικού
στρατιωτικού στοιχείου στην πολιτική ζωή της Αιγύπτου.856 Το 459/1066-1067
άρχισε ένας νέος κύκλος εχθροπραξιών μεταξύ Τούρκων και Μαύρων· οι Τούρκοι
επικράτησαν και έγιναν ακόμη περισσότερο απαιτητικοί, ζητώντας περαιτέρω
έκτακτες πληρωμές από τον χαλίφη. Επικεφαλής των Τούρκων στρατιωτικών
ήταν ο φιλόδοξος Nāsir ad-Dawla bin Hamdān, ο οποίος απέβλεπε στην ανατροπή
των Φατιμιδών και στην ίδρυση νέας, δικής του, δυναστείας.857 O Nāsir ad-Dawla
εξουδετέρωσε τις μονάδες των Μαύρων στην Αλεξάνδρεια και ενίσχυσε ακόμη
περισσότερο τη θέση των Τούρκων: τα μηνιαία έξοδα για την πληρωμή των
μισθών των Τούρκων στρατιωτικών πέρασαν από 28.000 σε 400.000 δηνάρια.858
Η ανεξέλεγκτη άνοδος των μισθών των Τούρκων στρατιωτικών προκάλεσε την
κατάρρευση του συστήματος πληρωμής του αιγυπτιακού στρατού και οι Τούρκοι
άρχισαν να μοιράζουν μεταξύ τους τα έσοδα των διαφόρων επαρχιών του
κράτους.859
Οι Μαύροι ήλεγχαν ακόμη την Άνω Αίγυπτο (as-Sa‘īd) και ο Nāsir ad-Dawla
χρειάστηκε να πραγματοποιήσει δύο εκστρατείες για να τους εκτοπίσει και να
επανακτήσει οριστικά την περιοχή (460-461/1067-1069).860 Μετά τη καθοριστική
του νίκη επί των Μαύρων ο Nāsir ad-Dawla έφτασε στο απόγειο της δύναμής του,
αλλά η απληστία των Τούρκων στρατιωτικών που τον υποστήριζαν προκάλεσε
διαμάχες ακόμη και στο εσωτερικό της τουρκικής παράταξη και αποδυνάμωσε τη
θέση του ίδιου του Nāsir ad-Dawla. Των Τούρκων στρατιωτικών που
εναντιώνονταν στον Nāsir ad-Dawla ηγείτο ένας αξιωματικός ονόματι Ildekuz.861
Ενθαρρυμένος από τις έριδες που είχαν ξεσπάσει στον κόλπο των Τούρκων
στρατιωτικών ο χαλίφης al-Mustansir ζήτησε τότε από τον Nāsir ad-Dawla να
εγκαταλείψει το Κάιρο. Ο Nāsir ad-Dawla κατέφυγε στην Ğīza, στη δυτική όχθη

856
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 268-269 (το έτος 455/1063 υπήρχαν πέντε βεζίρηδες ), 270 (το έτος
456/1063-1064 υπήρχαν επίσης πέντε βεζίρηδες), 271 (το έτος 457/1064-1065 υπήρχαν επτά
βεζίρηδες), 272 (το έτος 458/1065-1066 υπήρχαν επίσης επτά βεζίρηδες). Συνολικά κατά το
χρονικό διάστημα Ιανουάριος 1063-Νοέμβριος 1066 έγιναν 24 διορισμοί βεζίρηδων ! Μερικοί
βεζίρηδες παρέμειναν στην εξουσία μόνο για λίγες μέρες. Το 458/1065-1066 ο Abū ‘Abd Allāh
Muhammad bin Hāmid at-Tinnīsī διατέλεσε βεζίρης μόνο για μία μέρα πριν καθαιρεθεί και
θανατωθεί. Ο διάδοχός του Abū al-‘Alā’ ‘Abd al-Ġanī bin Nasr bin Sa‘īd ad-Dayf παρέμεινε στη
θέση του μόνο για λίγες μέρες και μετά έφυγε, πιθανώς για να αποφύγει την ίδια τύχη με τον
προκάτοχό του. Maqrīzī, Itti‘āz, II, 276.
857
O Nāsir ad-Dawla bin Hamdān ήταν υψηλός αξιωματούχος των Φατιμιδών. Είχε διατελέσει δύο
φορές διοικητής της Δαμασκού, την πρώτη φορά από το 1042 μέχρι το 1048 και τη δεύτερη από το
1058 στο 1060. Το 1068 βρισκόταν στην Αίγυπτο και του ανατέθηκε η καταστολή της ανταρσίας
των Μαύρων στρατιωτών στην Άνω Αίγυπτο. Για τη σταδιοδρομία του Nāsir ad-Dawla bin
Hamdān μέχρι το 1068 βλ. T. Bianquis, Damas, II, 617-621, 634-635.
858
Ibn al-Athīr, 1804. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 275.
859
Ibn al-Qalānisī, 62. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 275-276.
860
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 276-278.
861
Οι Τούρκοι στρατιωτικοί έφτασαν στο σημείο να επιβάλουν παράνομους – κατά τον ισλαμικό
νόμο – φόρους (mukūs), ενώ αυξήθηκε το φαινόμενο της κατάσχεσης και της παράνομης
οικειοποίησης των εσόδων των επαρχιών του Κράτους. Maqrīzī, Itti‘āz, II, 278.

243
του Νείλου, απέναντι στο Κάιρο, ενώ η οικία του και εκείνες των οπαδών του
στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα λεηλατήθηκαν από τον όχλο.862 Ακολούθησαν
συγκρούσεις μεταξύ των Τούρκων που υποστήριζαν τον Nāsir ad-Dawla και των
Τούρκων του Ildekuz, οι οποίοι είχαν τη βοήθεια των Βερβέρων και των
υπόλοιπων Βορειοαφρικανών στρατιωτών (al-Maġāriba,) καθώς επίσης και των
κατοίκων του Καΐρου. Ο Nāsir ad-Dawla, ηττημένος, ζήτησε άσυλο από τη φυλή
των Banū Sanbas, στην περιοχή Buhayra, και από εκεί άρχισε να ετοιμάζει την
επιστροφή του στην εξουσία.863
Οι διάδοχοι του Nāsir ad-Dawla στην κορυφή της στρατιωτικής και διοικητικής
εξουσίας αποδείχθηκαν χειρότεροι από τον προκάτοχό τους και το Κράτος των
Φατιμιδών έπεσε σε ακόμη σοβαρότερη κρίση: οι Βέρβεροι κατέλαβαν τις
περιοχές της μεσογειακής ακτής, ενώ οι Μαύροι στασίασαν και κυρίευσαν την
Άνω Αίγυπτο. Εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας και των συνεχών ταραχών,
μεγάλες εκτάσεις γης σταμάτησαν να καλλιεργούνται και ο λιμός άρχισε ξανά να
μαστίζει τη χώρα. Η ίδια η οικογένεια του χαλίφη βρέθηκε σε δεινή οικονομική
κατάσταση και μερικοί συγγενείς του al-Mustansir πέθαναν από την πείνα, ενώ
άλλοι κατέφυγαν στη Συρία.864 Εν τω μεταξύ ο Nāsir ad-Dawla αναζητούσε
συμμάχους εκτός των αιγυπτιακών συνόρων και ζήτησε τη βοήθεια του
Σελτζούκου σουλτάνου Alp Arslān, τον οποίο κάλεσε στην Αίγυπτο για να
επιτεθούν μαζί κατά των Φατιμιδών.865 Η επέμβαση του Alp Arslān ματαιώθηκε
εξαιτίας της αντίστασης του Χαλεπιού και κυρίως λόγω της εκστρατείας του
Ρωμανού Διογένη στην Αρμενία, αλλά το γεγονός πως μία ξένη δύναμη
προθυμοποιήθηκε να εμπλακεί στα πολιτικά γεγονότα της Αιγύπτου, με κίνδυνο
να διαλυθεί το ίδιο το Κράτος των Φατιμιδών, θορύβησε τον χαλίφη al-Mustansir
και ολόκληρη την στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Ο al-Mustansir αναγκάστηκε
τελικά να βρει κάποιον συμβιβασμό με τον Nāsir ad-Dawla (463/1070-1071).866 Η
συνθήκη μεταξύ του χαλίφη και του Nāsir ad-Dawla δεν κράτησε ωστόσο πολύ
και ύστερα από νέες αιματηρές συγκρούσεις ο Nāsir ad-Dawla επέστρεψε στο
Κάιρο, όπου εγκαταστάθηκε ως πραγματικός κυρίαρχος της χώρας (464/1071-
1072).867 Όμως ο θρίαμβος του Nāsir ad-Dawla δεν κράτησε για πολύ: τον rağab
465/Μάρτιος-Απρίλιος 1073, ο ίδιος ο Nāsir ad-Dawla και η οικογένειά του
δολοφονήθηκαν από Τούρκους στρατιωτικούς. Η συνωμοσία κατά του Nāsir ad-
Dawla είχε οργανωθεί από τον Ildekuz και από έναν άλλο Τούρκο εμίρη, τον
Yaldakūz.868 Μοιραία για τον Nāsir ad-Dawla υπήρξε η απόφασή του να
αναζητήσει την υποστήριξη των Σελτζούκων κατά των Φατιμιδών· η εμπλοκή

862
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 278-279.
863
Ibn al-Athīr, 1804. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 279. Η περιοχή Buhayra βρίσκεται νοτίως της
Αλεξάνδρειας, στη Βορειοδυτική Αίγυπτο. Για τους Banū Sanbas βλ. A. Saleh, Bedouins, 57-58,
67, 69.
864
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 297.
865
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 302.
866
Ibn al-Athīr, 1805. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 305.
867
Ibn al-Athīr, 1805. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 306-307.
868
Ibn al-Athīr, 1805-5. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 309-310.

244
ξένων δυνάμεων στα της Αιγύπτου και η πιθανότητα διάλυσης της δυναστείας
προκαλούσαν ανησυχία στους στρατιωτικούς κύκλους της Αιγύπτου, οι οποίοι, σε
περίπτωση ανατροπής του έστω και ασθενέστατου καθεστώτος των Φατιμιδών,
κινδύνευαν να χάσουν τις θέσεις και τα προνόμιά τους προς αποκλειστικό όφελος
των στενών συνεργατών του Nāsir ad-Dawla και των Σελτζούκων συμμάχων
του.869
Η εξουδετέρωση του Nāsir ad-Dawla δεν σήμανε ωστόσο το τέλος της
πολιτικής κρίσης στην Αίγυπτο και η πολιτική αστάθεια συνεχίστηκε. Τελικά ο
χαλίφης al-Mustansir βρήκε ένα ισχυρό στήριγμα στον εμίρη της Σιδώνος Badr al-
Ğamālī, τον οποίο κάλεσε στην Αίγυπτο, για να αποκαταστήσει την τάξη.870 Ο
αρμενικής καταγωγής Badr al-Ğamālī που διέθετε δικές τους στρατιωτικές
δυνάμεις, απαρτιζόμενες κυρίως από συμπατριώτες του, ήρθε στην Αίγυπτο το
466/1073-1074 και μέσα σε λίγους μήνες κατάφερε να νικήσει τους Μαύρους και
Βέρβερους στασιαστές και να επαναφέρει όλες τις επαρχίες υπό τον έλεγχο της
κεντρικής εξουσίας.871 Πολέμησε επίσης με επιτυχία τους Βεδουίνους και τους
ληστές που ερήμωναν την ύπαιθρο.872
Τα αποτελέσματα της επιτυχούς διακυβέρνησης του Κράτους των Φατιμιδών
από τον Badr al-Ğamālī επιβεβαιώθηκαν τρία χρόνια μετά τον ερχομό του στην
Αίγυπτο, όταν ο αναβαθμισμένος στρατός των Φατιμιδών απώθησε την εισβολή
των Σελτζούκων Τούρκων του εμίρη της Δαμασκού Atsīz bin Uvāk (χειμώνας
1076-1077).873 Η νίκη επί του Atsiz αποτέλεσε μία καμπή στην χαλιφεία του al-
Mustansir και έθεσε τις βάσεις για την επιστροφή των αιγυπτιακών όπλων στην
τουρκοκρατούμενη πια Συρία την επόμενη δεκαετία.
Όσο αφορά την οικονομική κατάσταση της χώρας, ήδη αναφερθήκαμε στον
μεγάλο λιμό που μάστιζε την Αίγυπτο για περίπου επτά χρόνια και για τον οποίο

869
O κίνδυνος για τη διάλυση του Κράτους των Φατιμιδών διατυπώνεται σαφέστατα από τον
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 309. Βλ. επίσης, Y. Lev, Army, 351-352.
870
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 311. Ο Badr al-Ğamālī ήταν αξιωματούχος των Φατιμιδών αρμενικής
καταγωγής. Το 1063 διορίστηκε διοικητής (wālī) της Δαμασκού. Το 1067 ξέσπασε μία εξέγερση
στην πόλη και ο Badr al-Ğamālī αναγκάστηκε να φύγει. Επέστρεψε όμως στη Δαμασκό, πάλι ως
διοικητής της πόλης, το 1066, αλλά και αυτή τη φόρα δεν παρέμεινε για πολύ καιρό στη θέση του·
μία νέα εξέγερση τον ανάγκασε πάλι να φύγει. Το 1068 πήγε στη Σιδώνα και κυρίευσε την πόλη,
χωρίς την άδεια ούτε την αναγνώριση από τον χαλίφη του Καΐρου. Μέσα σε μικρό χρονικό
διάστημα δημιούργησε μία προσωπική ηγεμονία που συμπεριλάμβανε τη Σιδώνα, την Άκρα
(‘Akkā), την Καισάρεια και την Ασκαλώνα. Την στιγμή που κλήθηκε στη Αίγυπτο για να
επαναφέρει την τάξη στη χώρα βρισκόταν στην Άκρη. Για τον Badr al-Ğamālī βλ. το λήμμα “Badr
al-Djamālī” (C. H. Becker), E.I.2. – T. Bianquis, Damas, II, 640, 644. Επίσης βλ., M. Canard, Un
vizir chrétien à l’époque fatimite: l’Arménien Bahram, AIEO XII (1954), 84-113 [= M. Canard,
Miscellanea Orientalia, VI], στις σελίδες 86-88. – Του ίδιου, Notes sur les Arméniens en Egypte à
l’époque fatimite, AIEO XIII (1955), 143-157 [= M. Canard, Miscellanea Orientalia, VIII]. Η
σταδιοδρομία του Badr al-Ğamālī στη Συρία πριν κληθεί στην Αίγυπτο για να αναλάβει τη
διακυβέρνηση της χώρας, είναι ενδεικτική της πολιτικής κατάστασης στην περιοχή κατά εκείνη
την περίοδο και κυρίως της πλήρους αδυναμίας των Φατιμιδών να ασκήσουν έλεγχο πάνω σε
αυτήν.
871
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 312-314.
872
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 314, 316.
873
Ibn al-Qalānisī, 62, 66. – Al-‘Azīmī, 361-362. – Ibn al-Athīr, 1805-1806. – Maqrīzī, Itti‘āz, II,
317-318.

245
έχουμε σαφείς αναφορές από τις πηγές, πιο δύσκολο είναι όμως να καθορίσουμε
σε ποιο βαθμό οι πολιτικές ταραχές και η κρίση στη γεωργική παραγωγή
επηρέασαν την βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο.874
Οι πηγές και τα έγγραφα τα οποία διαθέτουμε μαρτυρούν την διεξαγωγή
σημαντικών εμπορικών δραστηριοτήτων στην Αίγυπτο και στις άλλες περιοχές
του Κράτους των Φατιμιδών καθ’ όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα, αλλά δεν
είμαστε σε θέση να πούμε εάν το εμπόριο επηρεάστηκε από την κρίση της
περιόδου 1062-1073. Από τα γράμματα Εβραίων εμπόρων της Αιγύπτου, γνωστά
ως “Τα γράμματα της Ğenīza”, λίγα είναι αυτά που αναφέρονται στα χρόνια 1062-
1073 και η μόνη αναφορά σε προβλήματα στη διεξαγωγή του εμπορίου εξαιτίας
πολιτικών γεγονότων είναι για την Ifrīqiya και όχι για την Αίγυπτο.875
Έντονες ήταν οι εμπορικές συναλλαγές με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και
μάλιστα η Αλεξάνδρεια αντικατέστησε την Τραπεζούντα και τις πόλεις της
Συρίας στον ρόλο του κύριου προμηθευτή ανατολικών εμπορευμάτων για την
Κωνσταντινούπολη.876 Τα βυζαντινά και τα αιγυπτιακά πλοία επισκέπτονταν
τακτικά τα λιμάνια των δύο κρατών,877 ενώ υπήρχαν θαλάσσιες γραμμές που
συνέδεαν την Κωνσταντινούπολη με την Αίγυπτο.878
Όσο για τους Ιταλούς εμπόρους, έχουμε σαφείς μαρτυρίες για Βενετούς και
Γενοβέζους στην Αλεξάνδρεια κατά τη δεκαετία του 1060 και τα πρώτα χρόνια
της δεκαετίας του 1070. Επιστολές Εβραίων εμπόρων της δεκαετίας του 1060
αναφέρουν την παρουσία Βενετών εμπόρων, ενώ το 1062 Γενοβέζοι έμποροι
αγόρασαν πιπέρι.879 Το 1072 ο Βενετός έμπορος Giovanni Martinacio έστειλε από
την Αλεξάνδρεια εννέα sporte στυπτηρία στον Domenico Roso στην Βενετία.880

874
Για την παραγωγή επεξεργασμένων προϊόντων στην Αίγυπτο κατά τον 11ο αιώνα βλ. S.
Goitein, Main Industries, 173-191. – G. Frantz-Murphy, A New Interpretation of the Economic
History of Medieval Egypt. The Role of Textile Industry 254-567/868-1171, JESHO 24 (1981),
274-297.
875
S. D. Goitein, Letters, αριθ. 28, σσ.138-143. – D. Jacoby, Trade, 39.
876
D. Jacoby, Trade, 30-31. - Μ. Γερολυμάτου, Παρατηρήσεις, 192-193.
877
F. Van Doorninck, The Medieval Shipwreck at Serçe Limani: An Early 11th-century Fatimid-
Byzantine Commercial Voyage, GA 4 (1991), 45-52. – Μ. Γερολυμάτου, Παρατηρήσεις, 192-193,
198-200.
878
T. Lewicki, Voies maritimes, 451-454. – D. Jacoby, Trade, 32. Σύμφωνα με τους Άραβες
γεωγράφους υπήρχαν δύο κύριες γραμμές μεταξύ Αιγύπτου και Κωνσταντινούπολης· με την
πρώτη τα πλοία παρέπλεαν κατά μήκος των ακτών της Συρίας, της Νότιας Μικράς Ασίας, τα νησιά
του Αιγαίου (al-ğazā’ir al-mu’allafa, στα αραβικά) και τέλος έφταναν στο Βόρειο Αιγαίο (khaliğ
al-Qustantīniyya). Πιο σύντομη ήταν η γραμμή που διέσχιζε την Ανατολική Μεσόγειο: τα πλοία
έπλεαν σε ανοιχτή θάλασσα και έφταναν στις Αίγες, στον κόλπο της Αλεξανδρέττας (Ağīya στα
αραβικά), μετά από τέσσερις μέρες. T. Lewicki, Voies maritimes, 451-452.
879
D. Jacoby, Trade, 43. Ο Jacoby αντλεί αυτή την πληροφορία από το βιβλίο του S. D. Goitein, A
Mediterranean Society. The Jewish Communities of the Arab World as Portrayed in the Documents
of the cairo Genizah, Berkeley and Los Angeles 1967-1993, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσα να
συμβουλευτώ. Η μαρτυρία για τους Γενοβέζους εμπόρους στην Αλεξάνδρεια το 1062 αναγκάζει
τους μελετητές να αναθεωρήσουν τη μέχρι σήμερα επικρατούσα θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι
Γενοβέζοι εμφανίστηκαν στις αιγυπτιακές αγορές μόνο μετά την πρώτη σταυροφορία.
880
R. Morozzo Della Rocca-A. Lombardo, Documenti, αρ. 11. Η sporta (= τσάντα) είναι μία
μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί έμποροι κατά τον Μεσαίωνα. Ήταν το
αντίστοιχο του αραβικού himl (= βάρος, φορτίο) και ισοδυναμούσε περίπου με 225 χιλιόγραμμα,
αλλά για τους Ιταλούς αντιστοιχούσε σε 700-720 βενετσιάνικες ελαφριές λίβρες, δηλαδή 211-217

246
Η εικόνα που σχηματίζεται, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουμε, για την
οικονομική ζωή της Αιγύπτου κατά τα χρόνια 1065-1075, παρουσιάζει μία χώρα
όπου, παρ’ όλες τις πολιτικές ταραχές και τον τρομερό λιμό, οι εμπορικές
συναλλαγές δεν σταμάτησαν, αν και είναι πιθανώς να υπήρχε κάποια κάμψη.
Εξάλλου το μεγαλύτερο μέρος του αιγυπτιακού εμπορίου αποτελούνταν από
εμπορεύματα που εισάγονταν από τη Νότια Αραβία και από την Ινδία και
μεταπωλούνταν στους Ιταλούς εμπόρους. Το διαμετακομιστικό εμπόριο της
Αιγύπτου δεν φαίνεται λοιπόν να επηρεάστηκε σοβαρά από τα πολιτικά γεγονότα,
κυρίως επειδή η κάθε παράταξη είχε συμφέρον να μην εμποδίσει τη διεξαγωγή
των εμπορικών συναλλαγών στα λιμάνια που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό της. Η
δε παραγωγή της πολυτιμότατης για τους Ιταλούς στυπτηρίας γινόταν στις
περιοχές κοντά στις παρυφές της αιγυπτιακής ερήμου, δηλαδή σε ακατοίκητες
περιοχές που δεν υπέφεραν από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ το προϊόν αυτό
θεωρούνταν ευτελές είδος στην Αίγυπτο και συνεπώς δεν αποτελούσε επιθυμητή
λεία για τους ληστές και τα στρατεύματα που ερήμωναν την ύπαιθρο.
Με την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Badr al-Ğamālī η Αίγυπτος βγήκε
επιτέλους από την χειρότερη περίοδο πολιτικής αστάθειας που είχε ζήσει από την
εγκαθίδρυση της δυναστείας των Φατιμιδών στη χώρα. Κατά τη διάρκεια των
πολιτικών ταραχών και των εμφύλιων πολέμων όμως οι Φατιμίδες είχαν απολέσει
τον έλεγχο ολόκληρης της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων πολλών
παραθαλάσσιων πόλεων. Στη Συρία επικρατούσαν πια οι Σελτζούκοι Τούρκοι και
η αποστολή του νέου βεζίρη Badr al-Ğamālī να επαναφέρει αυτές τις περιοχές υπό
την κυριαρχία των Φατιμιδών φάνταζε εξαιρετικά δύσκολη.

6.2. Οι Τούρκοι στη Συρία (1070-1092).

Η παρουσία των Τούρκων στην Εγγύς Ανατολή ανάγεται στον 8ο αιώνα, τότε
που οι πρώτοι Τούρκοι σκλάβοι ενσωματώθηκαν στις στρατιωτικές δυνάμεις του
Χαλιφάτου και αργότερα των διαφόρων ισλαμικών κρατών που δημιουργήθηκαν
στην περιοχή. Μάλιστα, μερικοί Τούρκοι αξιωματικοί κατάφεραν να αναλάβουν
την εξουσία και να ιδρύσουν δικές τους δυναστείες, όπως οι Τουλουνίδες και οι
Ιχσιδίδες στην Αίγυπτο και τη Συρία. Όπως ήδη ειπώθηκε, αυτά τα κράτη δεν
μπορούν να χαρακτηριστούν ως “τουρκικά”, αν και οι δυναστείες που τα
κυβέρνησαν ιδρύθηκαν από Τούρκους, και μόνο με την εμφάνιση των
Σελτζούκων στη Δυτική Ασία μπορεί να γίνει λόγος για τουρκικά ισλαμικά κράτη
(δεύτερο μισό του 11ου αι.).

χιλιόγραμμα. Για αυτές τις μονάδες μέτρησης βλ. E. Ashtor, Spice Prices in the Near East in the
15th Century, JRAS (1976), 26-41, [= E. Ashtor, Levantine Trade, ΧΙ].

247
6.2.1. Το τέλος της δυναστείας των Μιρδασιδών και η ενσωμάτωση του
Χαλεπιού στο Κράτος των Σελτζούκων.

Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αναμίχθηκαν πολύ νωρίς στα γεγονότα της Συρίας,


αρχικά ως εμπλεκόμενοι στις πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της δυναστείας
των Μιρδασιδών και αργότερα ως αυτόνομες κρατικές οντότητες.
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο πρώτος ηγέτης της
Συρίας που κάλεσε τους Τούρκους στην περιοχή υπήρξε ο ‘Atiyya, κατά τη
διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ αυτού και του ανεψιού Mahmūd (1063).
Από τότε η παρουσία και η σημασία του στρατιωτικού τουρκικού στοιχείου στη
Συρία αυξήθηκαν δραματικά και, το σημαντικότερο, τους πρώτους Τουρκομάνους
οπλαρχηγούς διαδέχτηκαν Σελτζούκοι εμίρηδες, όλοι με στενές σχέσεις
συγγένειας με τους σουλτάνους της Βαγδάτης.
Ο ίδιος ο Σελτζούκος σουλτάνος Alp Arslān εισήλθε το 1071 στα εδάφη του
Εμιράτου του Χαλεπιού κατευθυνόμενος προς την Αίγυπτο, κατόπιν συνεννόησης
με τον Nāsir ad-Dawla bin Hamdān, που τον είχε καλέσει για να ανατρέψουν μαζί
τη δυναστεία των Φατιμιδών.881
Ο εμίρης του Χαλεπιού Mahmūd ήδη από τον προηγούμενο χρόνο είχε διατάξει
να μη μνημονεύεται πια ο χαλίφης al-Mustansir στην khutba στο Χαλέπι, γεγονός
που ισοδυναμούσε με την απάρνηση οποιασδήποτε μορφής υποτέλειας στο
Κράτος των Φατιμιδών, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να πέσει από την χαλαρή
και απόμακρη κυριαρχία των Φατιμιδών σε αυτήν των Σελτζούκων που φάνταζε
πιο ουσιαστική και επικίνδυνη. Όταν ο Alp Arslān έφτασε απέναντι από το
Χαλέπι, ο Mahmūd αρνήθηκε να δηλώσει υποταγή στον σουλτάνο και οχυρώθηκε
στην πρωτεύουσά του. Οι Σελτζούκοι άρχισαν τότε να πολιορκούν το Χαλέπι,
αλλά όλες οι επιθέσεις τους αποκρούστηκαν με επιτυχία από τους Μιρδασίδες
(Μάρτιος 1071). Ο Alp Arslān, βλέποντας πως αδυνατούσε να καταλάβει την
πόλη δια της βίας, άρχισε διαβουλεύσεις με τους αρχηγούς των Banū Kilāb με
σκοπό να τους προσεταιριστεί. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε εξαιρετικά εύστοχη· ο
Mahmūd ήξερε πολύ καλά ότι χωρίς την υποστήριξη της φυλής του δεν θα
μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό και αναγκάστηκε να δηλώσει υποταγή στον
σουλτάνο.882
Ο Alp Arslān δεν μπήκε στην πόλη του Χαλεπιού προκειμένου να προχωρήσει
προς την Αίγυπτο· τότε όμως έφτασε η είδηση πως ο βυζαντινός στρατός είχε
φτάσει στο Μαντζικέρτ και ο σουλτάνος αποφάσισε να πάει αμέσως στην

881
Ibn al-Qalānisī, 64. – Kamāl ad-Dīn, 59. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 302. O Qalānisī δεν αναφέρει τη
συνεννόηση που είχε γίνει μεταξύ του Σελτζούκου σουλτάνου και του Nāsir ad-Dawla bin
Hamdān.
882
Ibn al-Qalānisī, 64. – Αl-‘Azīmī, 359. – Ibn al-Athīr, 1798. – Kamāl ad-Dīn, 60. – Maqrīzī,
Itti‘āz, II, 302. Η δήλωση υποταγής στον σουλτάνο Alp Arslān έγινε με τον εξής τρόπο: ο
Mahmūd πήγε στο στρατόπεδο των Σελτζούκων και πάτησε με το πόδι του ένα χαλί που είχε
στρωθεί απέναντι στη σκηνή του Τούρκου σουλτάνου.

248
Αρμενία προς συνάντηση του εχθρού, εγκαταλείποντας έτσι το εγχείρημα της
κατάκτησης της Αιγύπτου.883 Η εκστρατεία του Alp Arslān δεν είχε μόνιμες
συνέπειες στη Συρία και η υποταγή του Mahmūd παρέμεινε μία πράξη χωρίς
κανένα αντίκρισμα.884
Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε τότε στη Συρία είναι η
σταδιοδρομία του Τούρκου οπλαρχηγού Atsiz bin Uvak. Ο Atsiz είχε κληθεί από
τον Badr al-Ğamālī στην Παλαιστίνη για να επαναφέρει στην τάξη κάποιες
αραβικές φυλές της περιοχής που δεν αναγνώριζαν πια την εξουσία του Καΐρου.
Ο Atsiz εκτέλεσε την αποστολή του, αλλά, κρίνοντας πως δεν είχε ανταμειφθεί
όπως έπρεπε, προχώρησε στην κατάληψη των Ιεροσολύμων, της Ramla και
άλλων περιοχών της Παλαιστίνης (1071).885 Οι προσπάθειες των Φατιμιδών να
περιορίσουν τη δράση του απέτυχαν και μάλιστα το 1076 ο Atsiz κατέλαβε και τη
Δαμασκό, εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια των Δαμασκηνών απέναντι στον
τότε διοικητή της πόλης.886 Η Δαμασκός χάθηκε οριστικά για τους Φατιμίδες που
δεν ανέκτησαν ποτέ πια την πρωτεύουσα της Συρίας. Ο πρώην Τουρκομάνος
οπλαρχηγός είχε λοιπόν μετατραπεί, μέσα σε μία πενταετία, σε κυρίαρχο της
Νότιας και Κεντρικής Συρίας και η φιλοδοξία του μεγάλωνε ολοένα και
περισσότερο. Το 1076 έστειλε τις δυνάμεις του να εισβάλουν στα εδάφη του
Εμιράτου του Χαλεπιού, αλλά αποκρούστηκαν, ενώ το 1077 επιτέθηκε στην
Αίγυπτο για να καταλάβει τη χώρα και να θέσει τέρμα στην δυναστεία των
Φατιμιδών.887
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η εισβολή του Atsiz απωθήθηκε και οι Φατιμίδες
πέρασαν στην αντεπίθεση: το 1079 μία αιγυπτιακή στρατιά ανακατέλαβε την
Παλαιστίνη και έφτασε στη Δαμασκό.888 Ο Atsiz ζήτησε τότε τη βοήθεια του
σουλτάνου Mālik Šāh, με τον οποίο είχε πολύ καλές σχέσεις. Ο Τούρκος
σουλτάνος διέταξε τον αδελφό του Tutuš, που βρισκόταν στη Βόρεια Συρία,
ασχολούμενος με την πολιορκία του Χαλεπιού, να σπεύσει προς βοήθεια του
Atsiz. Ο Tutuš πήγε στη Δαμασκό και ο Atsiz του παρέδωσε την πόλη· μετά από
λίγο καιρό, όμως, ο Tutuš φυλάκισε τον Atsiz και τον θανάτωσε. Αφού σκότωσε
τον Atsiz ο Tutuš κυρίευσε και τις υπόλοιπες παλιές κτήσεις του.889
Αμφότεροι ο Atsiz και ο Tutuš μπόρεσαν να δημιουργήσουν με εμφανή ευκολία
προσωπικές ηγεμονίες σε περιοχές που ανήκαν στο Κράτος των Φατιμιδών. Οι
δύο Τούρκοι, ο μεν πρώτος τυχοδιώχτης οπλαρχηγός, ο δε δεύτερος φιλόδοξος
εμίρης της οικογένειας των Σελτζούκων, εγκαινίασαν μία νέα φάση στην πολιτική
ιστορία της Εγγύς Ανατολής. Η παραδοσιακή αδυναμία των Φατιμιδών να
ασκήσουν τον έλεγχό τους στις εσωτερικές περιοχές της Συρίας είχε στο

883
Αl-‘Azīmī, 359. – Ibn al-Athīr, 1798. – Kamāl ad-Dīn, 60. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 302.
884
S. Zakkar, Aleppo, 179-180.
885
Ibn al-Qalānisī, 64. – Ibn al-Athīr, 1799. – Kamāl ad-Dīn, 62.
886
Αl-‘Azīmī, 361. – Ibn al-Athīr, 1809. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 315. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 315.
887
Ibn al-Qalānisī, 66. – Αl-‘Azīmī, 361. – Ibn al-Athīr, 1810. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 316-317.
888
Ibn al-Qalānisī, 67. – Αl-‘Azīmī, 362. – Ibn al-Athīr, 1812. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 318-320.
889
Ibn al-Qalānisī, 67. – Αl-‘Azīmī, 362. – Ibn al-Athīr, 1812. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 320.

249
παρελθόν επιτρέψει σε πολλούς διοικητές πόλεων (στα αραβικά: wulā, πληθ. του
wālī) να συμπεριφέρονται ως αυτόνομοι ηγεμόνες και σε μερικές περιπτώσεις να
επαναστατήσουν κατά της κεντρικής κυβέρνησης του Καΐρου και να
προκηρύξουν την ανεξαρτησία τους. Αυτή τη φορά όμως δεν επρόκειτο για
“αντάρτες” αξιωματούχους των Φατιμιδών, αλλά για ξένους ως προς το Κράτος
των Φατιμιδών στρατιωτικούς ηγέτες που καταλάμβαναν δια της βίας πόλεις και
περιοχές που ανήκαν στους Φατιμίδες. Βέβαια ο Atsiz είχε κληθεί στην
Παλαιστίνη από τον Badr al-Ğamālī, αλλά ως μισθοφόρος και σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιωματούχος των Φατιμιδών. Ο Atsiz και ο
Tutuš, ακολουθώντας το παράδειγμα του Afšīn, δεν αναγνώριζαν στην ουσία
καμία ανώτερη κυριαρχία και οι σχέσεις αφοσίωσης και συμμαχίας με τον
Σελτζούκο σουλτάνο, που θα περίμενε κανείς να είναι ιδιαίτερα ισχυρές, κυρίως
στην περίπτωση του Tutuš, ήταν στην πραγματικότητα ευκαιριακές και ανάλογες
με τα προσωπικά συμφέροντα των ενδιαφερομένων και με την γενική πολιτική
συγκυρία, όπως απέδειξαν τα μετέπειτα γεγονότα. Η δε ευκολία με την οποία
σημαντικές πόλεις της Συρίας και η ίδια η πρωτεύουσά της η Δαμασκός έπεφταν
στα χέρια Τούρκων οπλαρχηγών και εμίρηδων μαρτυρεί την αδυναμία του
Κράτους των Φατιμιδών όχι μόνο να ασκήσει πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο
στις περιοχές αυτές, αλλά επίσης να αναλάβει την παραμικρή δράση, τόσο σε
πολιτικό όσο σε στρατιωτικό επίπεδο, ώστε να αναχαιτίσει τη δράση των
Τούρκων και των τοπικών επαναστατικών κινημάτων και να προχωρήσει στην
ανάκτηση των χαμένων πόλεων και περιοχών. Για περίπου μία δεκαπενταετία το
Κράτος των Φατιμιδών βρισκόταν σε πλήρη παράλυση και αυτό αναπόφευκτα
επηρέασε τα γεγονότα σε ολόκληρη τη Συρία.
Όσο για το Χαλέπι, τον Ιανουάριο του 1075 ο εμίρης Mahmūd πέθανε και τον
διαδέχτηκε ο γιος Nasr bin Mahmūd.890 O Nasr εκμεταλλευόμενος την γενική
εξασθένηση των Βυζαντινών μετά το Μαντζικέρτ, έστειλε τον Τούρκο
αξιωματικό Ahmad Šāh να ανακαταλάβει το Manbiğ από τους Βυζαντινούς (21
Σεπτεμβρίου 1075).891 Με την απώλεια του Manbiğ οι θέσεις των Βυζαντινών στη
Βόρεια Συρία αποδυναμώθηκαν ακόμη περισσότερο, ενώ η Έδεσσα βρέθηκε
απομονωμένη από την Αντιόχεια.892 Περίπου εκείνα τα χρόνια πρέπει να
τοποθετείται η εγκατάλειψη της Šayzar (Λάρισσα) από τους Βυζαντινούς.893
Ο Ahmad Šāh προσέφερε άλλες πολύτιμες υπηρεσίες στον εμίρη του Χαλεπιού,
αναχαιτίζοντας διάφορες ομάδες Τουρκομάνων που λυμαίνονταν την περιοχή,
αλλά ο Nasr bin Mahmūd για αγνώστους λόγους διέταξε να φυλακιστεί ο Τούρκος
αξιωματικός. Η πράξη του Nasr bin Mahmūd θορύβησε τους Τούρκους

890
Ibn al-Qalānisī, 65. – Αl-‘Azīmī, 360. – Ibn al-Athīr, 1652. – Kamāl ad-Dīn, 65.
891
Αl-‘Azīmī, 361. – Ibn al-Athīr, 1809. – Kamāl ad-Dīn, 65.
892
J. Laurent, Édesse, 391-392.
893
Όπως θα δούμε παρακάτω, όταν ο εμίρης ‘Alī bin Munqidh αγόρασε το Šayzar, αυτό
κυβερνούταν τα τελευταία χρόνια από τον τοπικό επίσκοπο, γεγονός που δείχνει πως η βυζαντινή
πολιτική και στρατιωτική διοίκηση είχε ήδη πάψει να υφίσταται στην πόλη.

250
στρατιώτες και ένας απ’ αυτούς τον σκότωσε με ένα βέλος (9 Μαΐου 1076).894
Νέος εμίρης του Χαλεπιού έγινε ο αδελφός του Nasr bin Mahmūd, ο Sābiq bin
Mahmūd, ο οποίος διέταξε αμέσως την αποφυλάκιση του Ahmad Šāh.895 O Sābiq
bin Mahmūd ήταν υποχείριο των Τουρκομάνων στρατιωτών, οι οποίοι ήλεγχαν
αυτοί στην πραγματικότητα το Χαλέπι. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των
Kilāb, οι οποίοι εξέλεξαν ως δικό τους εμίρη έναν άλλο αδελφό του Sābiq bin
Mahmūd, τον Waththāb bin Mahmūd.896 Το Εμιράτο του Χαλεπιού βρέθηκε
λοιπόν ακόμη μία φορά σε εμφύλια διαμάχη, μόνο που αυτή τη φορά οι Τούρκοι
στρατιωτικοί δεν περιορίζονταν στο να υποστηρίζουν τον έναν ή τον άλλο
αντίπαλο, αλλά οι ίδιοι ουσιαστικά αποτελούσαν μία από τις δύο αντιμαχόμενες
πλευρές. Οι Kilāb επιτέθηκαν στο Χαλέπι αλλά ηττήθηκαν από τους άνδρες του
Ahmad Šāh κάτω από τα τείχη της πόλης (7 Ιουλίου 1076).897 Σκέφτηκαν λοιπόν
να ζητήσουν τη βοήθεια του σουλτάνου Mālik Šāh, ο οποίος έστειλε τον αδελφό
του Tutuš με αρκετό στρατό για να αναγκάσει τον Sābiq να παραδοθεί. Το 1077 ο
Tutuš και οι Kilāb πολιόρκησαν το Χαλέπι για τρεις μήνες, αλλά εις μάτην,
κυρίως επειδή ο εμίρης της Μοσούλης, Muslim bin Qurayš, που βρισκόταν στον
στρατό του Tutuš, είχε έρθει σε συνεννόηση με τους Χαλεπίτες και υπονόμευε
όλες τις προσπάθειες των πολιορκητών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο
Ahmad Šāh σκοτώθηκε και αυτό ευνόησε τη συμφιλίωση μεταξύ του Sābiq και
των Kilāb, οι οποίοι εγκατέλειψαν τον Tutuš, ενώ ο Muslim bin Qurayš
επέστρεψε στη Μοσούλη.898 Ο Τούρκος στρατηγός συνέχισε την πολιορκία, αλλά
όταν οι Kilāb εξουδετέρωσαν τις ενισχύσεις που του είχαν σταλεί από τον αδελφό
του, αποφάσισε να αποσυρθεί στο Diyār Bakr για να διαχειμάσει. Την επόμενη
άνοιξη επέστρεψε να πολιορκήσει το Χαλέπι, αλλά μετά από κάποιες ανώφελες
επιθέσεις, εγκατέλειψε το εγχείρημά του και τελικά πήγε στην Δαμασκό, την
οποία, όπως είδαμε, κυρίευσε, αφού δολοφόνησε τον Atsiz.899
Το Χαλέπι είχε καταφέρει να αντισταθεί στον Tutuš, αλλά το 1079 η περιοχή
του, και ολόκληρη η Βόρεια Συρία γνώρισαν τις πιο φοβερές καταστροφές και
λεηλασίες που είχε ποτέ ζήσει η περιοχή, από τους Τουρκομάνους του Afšīn, ο
οποίος είχε λιποτακτήσει από τον στρατό του Tutuš στη Δαμασκό και είχε ανέβει
στη Βόρεια Συρία με τους άνδρες του.900 Η περιοχή υπέστη τόσες καταστροφές
που η οικονομία της επανήλθε μόνο μετά τις σταυροφορίες.901 Αφού
πληροφορήθηκε τη δράση του Afšīn, ο Tutuš ξεκίνησε με τον στρατό του προς τη
Βόρεια Συρία, με τη πρόφαση να τιμωρήσει τον Τουρκομάνο οπλαρχηγό. Στην
πραγματικότητα όμως επιχείρησε ξανά να κυριεύσει το Χαλέπι και, όταν μετά

894
Ibn al-Qalānisī, 66. – Αl-‘Azīmī, 361. – Kamāl ad-Dīn, 66.
895
Αl-‘Azīmī, 361. – Kamāl ad-Dīn, 66.
896
Kamāl ad-Dīn, 66.
897
Kamāl ad-Dīn, 66.
898
Ibn al-Qalānisī, 67. – Αl-‘Azīmī, 362. – Kamāl ad-Dīn, 67.
899
Αl-‘Azīmī, 362. – Kamāl ad-Dīn, 68-69
900
Αl-‘Azīmī, 362. – Kamāl ad-Dīn, 69.
901
C. Cahen, Pénétration, 38. – S. Zakkar, Aleppo, 199-201.

251
από λίγες μέρες πολιορκίας αντιλήφθηκε πως δεν θα τα καταφέρει ούτε αυτή τη
φορά επέστρεψε στη Δαμασκό, λεηλατώντας με τη σειρά του πολλά χωριά κοντά
στο Χαλέπι.902
Οι καταστροφικές επιδρομές του Afšīn και οι επανειλημμένες επιθέσεις του
Tutuš έδειξαν την πλήρη ανικανότητα του Sābiq να κυβερνήσει το εμιράτο. Οι
Χαλεπίτες αποφάσισαν λοιπόν να αντικαταστήσουν τον εμίρη τους και έστειλαν
μία αντιπροσωπία στη Μοσούλη για να προσκαλέσουν τον εμίρη της πόλης
Muslim bin Qurayš να πάει στο Χαλέπι και να αναλάβει την εξουσία. Οι αρχηγοί
των Banū Kilāb έστειλαν και αυτοί μία αντιπροσωπία με την ίδια πρόταση. Ο
Muslim bin Qurayš βεβαιώθηκε λοιπόν για την πλήρη υποστήριξη των κατοίκων
του Χαλεπιού και των Kilāb, αλλά πριν προχωρήσει σε οποιοδήποτε βήμα,
θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει την άδεια του σουλτάνου Mālik Šāh· σε αντάλλαγμα
της άδειας του σουλτάνου, ο Muslim bin Qurayš υποσχέθηκε να του καταβάλλει
κάθε χρόνο το ποσό των 300.000 δηναρίων, ως φόρο υποτελείας. Ο σουλτάνος
δέχτηκε και έδωσε την άδειά του στον Muslim bin Qurayš, ο οποίος
κατευθύνθηκε προς το Χαλέπι. Έχοντας τους ahdāth και τους Kilāb με το μέρος
του, ο Muslim bin Qurayš κατέλαβε πολύ εύκολα την πόλη του Χαλεπιού, ενώ η
ακρόπολη και το παλάτι του εμίρη αντιστάθηκαν για περισσότερο από τέσσερις
μήνες: τελικά στις 27 Σεπτεμβρίου 1080 (10 rabi‘ al-ākhir 473 με το ισλαμικό
ημερολόγιο) ο Sābiq και οι άλλοι εμίρηδες των Μιρδασιδών παραδόθηκαν υπό
όρους στον Muslim bin Qurayš.903 Τελείωσε έτσι μετά από περίπου 55 χρόνια η
δυναστεία των Μιρδασιδών του Χαλεπιού.
Μετά την κατάληψη του Χαλεπιού ο Muslim bin Qurayš απέκτησε νέες κτήσεις
στην Βόρεια Συρία και στην Τζαζίρα, καταφέρνοντας έτσι να δημιουργήσει ένα
ισχυρό κράτος. Εκκαθάρισε επίσης την περιοχή από τις ομάδες των Τουρκομάνων
που την λυμαίνονταν, ενώ επέκτεινε την πολιτική του επιρροή μέχρι την Έδεσσα
(ar-Ruhā) ανατολικά,904 και την Αντιόχεια, δυτικά.905 Απέτυχε όμως να κυριεύσει

902
Ibn al-Athīr, 1813. – Kamāl ad-Dīn, 69.
903
Ibn al-Qalānisī, 67. – Αl-‘Azīmī, 363. – Ibn al-Athīr, 1813. – Kamāl ad-Dīn, 70. Οι όροι της
παράδοσης προέβλεπαν πως ο Muslim bin Qurayš θα νυμφευόταν την πριγκίπισσα Manī‘a, την
αδελφή του Sābiq, ενώ στον ίδιο τον Sābiq παραχωρήθηκαν κάποια κτήματα στην περιοχή της
Rāhba. Στους άλλους δύο αδελφούς του Sābiq, τον Šabīb και τον Waththāb παραχωρήθηκαν τα
κάστρα του ‘Azāz και του al-Athārib, αντίστοιχα, μαζί με μερικά χωριά των γύρω περιοχών.
904
Το 473/1080-1081 ο Muslim κατέλαβε και την πόλη Harrān στον Άνω Ευφράτη. Ibn al-Athīr,
1815. – Kamāl ad-Dīn, 72, σύμφωνα με τον οποίο η πόλη παραδόθηκε στον Muslim από τον
προηγούμενο ηγεμόνα της τον Yahyà bin aš-Šatir an-Numayrī.
905
Σύμφωνα με τον Ibn al-Athīr, o Φιλάρετος πλήρωνε φόρο στον Muslim, γεγονός που αργότερα
θα γίνει η αιτία για τη σύγκρουση του ίδιου του Muslim με τον νέο ηγεμόνα της Αντιόχειας,
Sulaymān bin Qutlumuš.O al-‘Azīmī για το έτος 475 (1η Ιουνίου 1082-20 Μαΐου 1083) αναφέρει
πως: “o Šaraf ad-Dawla [δηλαδή ο Muslim bin Qurayš] κατά τον μήνα rağab [25 Νοεμβρίου-24
Δεκεμβρίου 1082] πήγε να συναντήσει τον Firdūs [τον Φιλάρετο]· κατά άλλους αυτό έγινε τον μήνα
muharram [Ιούνιος 1082] ”. Al-‘Azīmī, 364. Η μαρτυρία του al-‘Azīmī είναι εξαιρετικά λιτή και
δεν δίνονται πληροφορίες για τη φύση και τον σκοπό αυτής της συνάντησης. Ίσως τότε
κανονίστηκε η πληρωμή ετησίου φόρου από τον Φιλάρετο στον Muslim bin Qurayš, αλλά τα
στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν να προχωρήσουμε παρά σε μία απλή υπόθεση.

252
την πόλη Šayzar (Λάρισσα) από τον τοπικό εμίρη ‘Alī bin Muqallid al-Munqidhī
(1082).
Αξίζει εδώ να αφιερώσουμε μερικά λόγια στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο
Šayzar πριν από την αποτυχημένη επίθεση του Muslim bin Qurayš στην πόλη.
Όπως είδαμε, η πόλη Šayzar αποτελούσε έναν βυζαντινό θύλακα στην ισλαμική
Βόρεια Συρία, περικυκλωμένη από τις κτήσεις των Φατιμιδών και των
Χαλεπιτών. Φαίνεται πως η κατοχή αυτής της τοποθεσίας δεν ήταν χωρίς
προβλήματα για τους Βυζαντινούς, εξαιτίας της απομόνωσής της και των
δυσκολιών στον εφοδιασμό και στον έλεγχο της γύρω περιοχής. Μάλιστα στο
πλαίσιο των διαβουλεύσεων μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών μετά την
εκστρατεία του στη Συρία, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ Αργυρός είχε προτείνει
στον χαλίφη az-Zāhir την ανταλλαγή του Šayzar με την φατιμιδοκρατούμενη
Afāmiyya (Απάμεια), προκειμένου το βυζαντινό σύνορο να έχει μία περισσότερο
ορθολογική διάταξη και να αποφευχθούν τα προβλήματα ενός θύλακα σε εχθρικό
έδαφος. Οι Φατιμίδες όμως δεν θεώρησαν σκόπιμο να θυσιάσουν την Afāmiyya
για το, κατά τη γνώμη τους, λιγότερο σημαντικό Šayzar και αρνήθηκαν την
πρόταση.906 Το Šayzar παρέμεινε λοιπόν στα χέρια των Βυζαντινών, αλλά δεν
φαίνεται να έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά
γεγονότα στις επόμενες δεκαετίες. Οι πηγές πληροφορούν ότι, όταν ο εμίρης του
γειτονικού Kafar Tāb, ο φιλόδοξος ‘Alī bin Muqallid al-Munqidhī, άρχισε να
εκδηλώνει τις βλέψεις του πάνω στο Šayzar, η πόλη κυβερνούνταν από τον
επίσκοπο της al-Bārah, μίας κοντινής πόλης η οποία αποτελούσε ένα από τα
σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα των χριστιανών της Συρίας.907 Το γεγονός ότι
η διακυβέρνηση της πόλης ήταν στα χέρια ενός τοπικού επίσκοπου αποδεικνύει
την αδυναμία των Βυζαντινών να ελέγχουν άμεσα την τοποθεσία αυτή· δεν
ξέρουμε ακριβώς πότε η εξουσία στο Šayzar μετέβη από τις βυζαντινές αρχές
στον επίσκοπο της al-Bārah, αλλά είναι σημαντικό πως οι πηγές δεν κάνουν λόγο
για καμία βυζαντινή φρουρά στην πόλη και στο κάστρο του Šayzar, διαφορετικά
απ’ ό,τι συνηθίζουν όταν αναφέρονται σε βυζαντινοκρατούμενες τοποθεσίες. Στο
Šayzar έχουμε ένα παράδειγμα “παραχώρησης” της εξουσίας και της
διακυβέρνησης μίας πόλης σε τοπικούς παράγοντες από τις νόμιμες βυζαντινές
αρχές, λόγω αδυναμίας των τελευταίων να ασκήσουν κάποιον αποτελεσματικό
έλεγχο πάνω σε αυτές. Δυστυχώς δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για να
εξακριβώσουμε εάν ο επίσκοπος της al-Bārah ανέλαβε την εξουσία στο Šayzar
μετά ή πριν γίνει ο Φιλάρετος Βραχάμιος δούκας και de facto αυτόνομος

906
Al-Antākī, III, 271. – Για τις διπλωματικές επαφές μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών κατά την
περίοδο 1031-1034, βλ. αν. στις σελίδες 228-229.
907
Al-‘Azīmī, 363. – Ibn al-Qalānisī, 67. – Kamāl ad-Dīn, 71. Οι αραβικές πηγές δεν διευκρινίζουν
εάν ο “επίσκοπος” (al-ušquf) της Bārah ήταν ορθόδοξος ή Σύρος μονοφυσίτης. Για την Bārah (‫)ﺑﺎرﻩ‬
βλ. R. Dussaud, Topographie, 173 κ. ε., 180 κ. ε., 205 κ. ε. – Λήμμα “al-Bāra”, (J. Sourdel-
Thomine), E.I.2.

253
ηγεμόνας της Αντιόχειας (1078).908 Βέβαια, το γεγονός ότι το Šayzar, που διέθετε
ένα πολύ ισχυρό κάστρο, δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στα στρατιωτικά γεγονότα της
Βόρειας Συρίας, ούτε στην περίπτωση της εκστρατείας του Ρωμανού Δ΄ Διογένη,
θα μπορούσε να υποδηλώσει πως η σημασία της πόλης αυτής ήταν τότε πολύ
περιορισμένη, ήδη πριν από τις εξελίξεις στην ανατολική Μικρά Ασία και στην
Αντιόχεια των ετών 1071-1078.
Ο ‘Alī bin Muqallid al-Munqidhī δεν χρειάστηκε να πολεμήσει για να
καταλάβει το Šayzar, αφού έπεισε τον επίσκοπο να του το πουλήσει σε
αντάλλαγμα κάποιου χρηματικού ποσού. Έτσι, στις 19 Δεκεμβρίου 1081 ο ‘Alī
bin Muqallid al-Munqidhī έγινε κυρίαρχος του Šayzar, όπου εγκατέστησε τη νέα
του πρωτεύουσα ξεκινώντας τη δυναστεία των Μουνκιδών του Šayzar.909
H κατάληψη του Šayzar από τον ‘Alī al-Munqidhī προκάλεσε την αντίδραση
του Muslim bin Qurayš, ο οποίος άρχισε αμέσως τις εχθροπραξίες με τον νέο
εμίρη της πόλης. Αυτό δείχνει πως ο ηγεμόνας του Χαλεπιού αντιλήφθηκε
αμέσως ότι το νέο μικρό κρατίδιο του Šayzar ήταν πολύ περισσότερο επικίνδυνο
για το Χαλέπι από τον ουσιαστικά ουδέτερο και αποστρατικοποιημένο βυζαντινό
θύλακα που υπήρχε προηγουμένως. Όπως ήδη αναφέρθηκε οι επιθέσεις των
Χαλεπιτών απέτυχαν και ο Muslim bin Qurayš αναγκάστηκε να αποσύρει τα
στρατεύματά του και να αναγνωρίσει τον al-Munqidhī ως εμίρη του Šayzar.910
Η κατάληψη του Χαλεπιού από τον Muslim bin Qurayš και η δημιουργία του
Εμιράτου των Μουνκιδιδών επέφεραν αλλαγές στον γεωπολιτική χάρτη της
Συρίας. Ο Muslim bin Qurayš συμμάχησε με τους Φατιμίδες, με την προοπτική να
εκδιώξουν τον Tutuš από τη Δαμασκό. Με τη σειρά του, ο Σελτζούκος εμίρης
σύναψε συμμαχία με τον ‘Alī al-Munqidhī και με τους Μιρδασίδες πρίγκιπες
Šabīb και Waththāb, προκειμένου να επιτεθούν στο Χαλέπι. Ο Tutuš και οι
σύμμαχοί του ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες κατά του Muslim bin Qurayš και αφού
κατέλαβαν την Hamā προχώρησαν προς το Χαλέπι (1083).911 Ο Muslim bin
Qurayš τότε βρισκόταν στη Τζαζίρα, αλλά μόλις πληροφορήθηκε την εισβολή,
πέρασε στην αντεπίθεση οδηγώντας τις δυνάμεις του πρώτα στο Χαλέπι και
κατόπιν στην ίδια τη Δαμασκό. Η αστραπιαία κίνηση του Muslim bin Qurayš
ανάγκασε τον Tutuš να επιστρέψει στη Δαμασκό, όπου και οχυρώθηκε, ενώ οι
σύμμαχοί του γύρισαν ο καθένας στη βάση του. Ο Muslim bin Qurayš
πολιόρκησε τη Δαμασκό για ένα μήνα (Ιούνιος 1083), αλλά τελικά αναγκάστηκε
να υποχωρήσει άπραγος.912 Η αποτυχία του Muslim bin Qurayš να καταλάβει τη
Δαμασκό και να δημιουργήσει έτσι ένα μεγάλο κράτος που θα συμπεριλάμβανε

908
Για τον Φιλάρετο Βραχάμιο και την Αντιόχεια βλ. V. Laurent, Gouverneurs, 250-251. – J. C.
Cheynet -J. F. Vannier, Études prosopographiques, Byzantina-Sorbonensia 5, Paris 1985, 66-73.
909
Ibn al-Qalānisī, 67. – Αl-‘Azīmī, 363. – Kamāl ad-Dīn, 71. – Adh-Dhahabī, Tā’rīkh al-Islām,
htpp://alwaraq.com, 3340, ο οποίος δεν αναφέρει τον επίσκοπο, λέγοντας μόνο πως ο Muslim bin
Qurayš “αγόρασε το κάστρο του Šayzar από τους Βυζαντινούς” (“wa ’štarà hisn Šayzar min ar-Rūm
/ ‫)” واﺷﺘﺮى ﺣﺼﻦ ﺷﻴﺰر ﻣﻦ اﻟﺮوم‬.
910
Al-‘Azīmī, 364. – Kamāl ad-Dīn, 71.
911
Ibn al-Qalānisī, 68. – Kamāl ad-Dīn, 72.
912
Ibn al-Qalānisī, 68. – Αl-‘Azīmī, 364. – Ibn al-Athīr, 1816. – Kamāl ad-Dīn, 71-72.

254
όλη τη Βόρεια και Κεντρική Συρία, μαζί με την Τζαζίρα, οφείλεται σε διάφορους
παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι πιο σημαντικοί ήταν: 1) η έλλειψη συνοχής
στον στρατό του, που αποτελούνταν ως επί το πλείστον από πολεμιστές διαφόρων
αραβικών φυλών της Τζαζίρας και της Συρίας, 2) η κατωτερότητα των Αράβων
πολεμιστών απέναντι στους Τούρκους, κυρίως όσον αφορά τους ιπποτοξότες, ένα
είδος πολεμιστή άγνωστο στους Άραβες, 3) η αδυναμία των Φατιμιδών συμμάχων
του να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια και τέλος 4) η ανταρσία της πόλεως
Harrān στην Τζαζίρα, που τον ανάγκασε να επιστρέψει προς Βορρά.913 Σε όλα
αυτά, προστέθηκε λίγο αργότερα η επίθεση των Σελτζούκων του Ιράκ στις
κτήσεις του Muslim bin Qurayš στην Τζαζίρα. Οι Σελτζούκοι νίκησαν τον στρατό
του Muslim bin Qurayš έξω από την Άμιδα (Āmid) και εν συνεχεία κατέλαβαν τη
Μοσούλη. Ο σουλτάνος Mālik Šāh δεν μπόρεσε ωστόσο να φέρει εις πέρας τον
πόλεμο με τον Muslim bin Qurayš εξαιτίας μίας εξέγερσης που είχε ξεσπάσει στο
Χορασάν. Το καλοκαίρι του 1084 ο Muslim bin Qurayš και ο Mālik Šāh έφτασαν
σε μία συμφωνία: ο Muslim bin Qurayš πήγε στη Μοσούλη, όπου αναγνώρισε τον
Σελτζούκο σουλτάνο ως κυρίαρχο, του κατέβαλε ένα χρηματικό ποσό και του
δώρισε κάποιον αριθμό αλόγων· σε αντάλλαγμα ο Mālik Šāh αποχώρησε από τη
Μοσούλη και απ’ όλες τις υπόλοιπες κτήσεις του Muslim bin Qurayš που είχε
καταλάβει.914 Ο Muslim δεν υπέστη λοιπόν εδαφικές απώλειες, αλλά η δύναμή
του και το κύρος του στην περιοχή μειώθηκαν σημαντικά.915
Η κατάσταση για τον Muslim bin Qurayš χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο με
την κατάληψη της Αντιόχειας από τους Σελτζούκους (1η Δεκεμβρίου 1084).916 Με
τον Sulaymān bin Qutulmuš στην Αντιόχεια, τον Tutuš στη Δαμασκό και τον
Mālik Šāh στα σύνορα της Τζαζίρας, ο Muslim bin Qurayš βρισκόταν
κυριολεκτικά περικυκλωμένος από τους Σελτζούκους Τούρκους, με τους οποίους
μάλιστα είχε ήδη συγκρουστεί πρόσφατα. Μετά την κατάληψη της Αντιόχειας οι
περισσότεροι Μιρδασίδες πρίγκιπες πέρασαν με τους άνδρες τους στο στρατόπεδο
του Sulaymān bin Qutulmuš, ενώ ακόμη και μερικοί από τους άνδρες του Muslim
bin Qurayš λιποτάκτησαν και μεταπήδησαν στο στρατόπεδο του νέου ηγεμόνα
της Αντιόχειας.917 Ο Muslim bin Qurayš συγκέντρωσε νέες δυνάμεις στην
Τζαζίρα και διέσχισε τον Ευφράτη φτάνοντας στο Χαλέπι απ’ όπου εξαπέλυσε
επιδρομές στην περιοχή της Αντιόχειας. Ο Sulaymān απάντησε με επιδρομές στα
εδάφη του Χαλεπιού. Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, ο Muslim απαιτούσε από

913
Ibn al-Qalānisī, 68. – Ibn al-Athīr, 1817. – Kamāl ad-Dīn, 72.
914
Ibn al-Qalānisī, 69. – Αl-‘Azīmī, 365. – Kamāl ad-Dīn, 73.
915
Σε αυτήν την περίπτωση οι Φατιμίδες δεν μπόρεσαν να παρέχουν καμία βοήθεια στον σύμμαχό
τους Muslim bin Qurayš. Επιβεβαιώθηκε λοιπόν η πλήρης αδυναμία τους να επέμβουν στα
πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της Βόρειας Συρίας.
916
Ibn al-Qalānisī, 69, ο οποίος αναφέρει μόνο την χρονολογία (έτος εγίρας 477/10 Μαΐου 1084-
28 Απριλίου 1085), αλλά όχι την ημερομηνία. – Αl-‘Azīmī, 365, αναφέρει το γεγονός για τον μήνα
Ša‘bān (22 Νοεμβρίου-21 Δεκεμβρίου 1084). – Ibn al-Athīr, 1819 (όπως ο Αl-‘Azīmī). – Kamāl
ad-Dīn, 73, ο οποίος γράφει πως η πόλη κατακτήθηκε την 1η Kanūn al-Awwal (1η Δεκεμβρίου
1084).
917
Kamāl ad-Dīn, 74.

255
τον Sulaymān την πληρωμή του ετήσιου φόρου που οι Αντιοχείς του κατέβαλλαν
πριν την κατάκτηση της πόλης από τον Σελτζούκο εμίρη. Ο Sulaymān όμως
αρνήθηκε να πληρώσει τον φόρο, λέγοντας πως αυτά τα χρήματα ήταν ο
κεφαλικός φόρος (ğiziya) που ο πρώην ηγεμόνας της Αντιόχειας και οι δικοί του
υπήκοοι, ως μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώνουν, αλλά ο ίδιος, “δόξα τω
Θεώ”, ήταν μουσουλμάνος και δεν θα πλήρωνε κανένα φόρο.918 O Muslim δεν
μπορούσε όμως να ανεχτεί την παρουσία του Sulaymān στην Αντιόχεια και
βάδισε κατά της πόλης με περίπου 6.000 άνδρες. Ο Sulaymān τον αντιμετώπισε
επικεφαλής περίπου 4.000 ιππέων στο Qarzāhil, ανάμεσα στην Αντιόχεια και το
Χαλέπι, και τον νίκησε (21 Ιουνίου 1085). Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι
Τουρκομάνοι που ήταν στον στρατό του Muslim bin Qurayš λιποτάκτησαν στον
εχθρό, ενώ η πολιτοφυλακή του Χαλεπιού, τα ahdāth, πολέμησαν γενναία και
θυσιάστηκαν στην προσπάθεια να καλύψουν την υποχώρηση του Muslim, ο
οποίος όμως δεν κατάφερε να διαφύγει και έπεσε στη μάχη.919
Όταν ο Muslim bin Qurayš είχε φύγει για τον πόλεμο κατά του Sulaymān
εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνηση της πόλης στον αρχηγό των ahdāth aš-Šarīf al-
Hutaytī. Μετά τη μάχη στο Qarzāhil ο al-Hutaytī αρνήθηκε να παραδώσει το
Χαλέπι στον Sulaymān και κάλεσε σε βοήθεια τον σουλτάνο Mālik Šāh, στον
οποίο πρόσφερε την πόλη. Ο σουλτάνος απεδέχθη την έκκληση του al-Hutaytī και
ξεκίνησε από το Χορασάν, όπου βρισκόταν, για το Χαλέπι που εν τω μεταξύ
πολιορκούνταν από τον Sulaymān. Η πορεία του όμως ήταν εξαιρετικά αργή και ο
al-Hutaytī, φοβούμενος μην πέσει η πόλη στον Sulaymān, ζήτησε βοήθεια από
τον Tutuš, ο οποίος ξεκίνησε αμέσως για το Χαλέπι. Η σύγκρουση μεταξύ των
δύο σελτζουκικών στρατών έγινε λίγο μακριά από την πόλη και κατέληξε με την
ήττα και τον θάνατο του Sulaymān bin Qutulmuš (Απρίλιος 1086).920
Μετά τη νίκη του ο Tutuš πήγε στο Χαλέπι όπου περίμενε να γίνει αποδεκτός
με όλες τις τιμές· αντίθετα με τις προσδοκίες του όμως βρήκε τις πύλες της πόλης
κλειστές και ο al-Hutaytī τον πληροφόρησε πως είχε λάβει μία επιστολή από τον
σουλτάνο που ανήγγειλε τον ερχομό του. Ο Tutuš άρχισε τότε να πολιορκεί το
Χαλέπι και μετά από λίγο καιρό κατέλαβε την κάτω πόλη (11 Ιουλίου 1086), με
τη βοήθεια μέρους του πληθυσμού που είχε δυσαρεστηθεί με την πολιτική του al-
Hutaytī.921 Όμως, όπως συνέβη και πολλές άλλες φορές στην ιστορία του
Χαλεπιού, η ακρόπολη συνέχισε να αντιστέκεται. Ο Tutuš δεν κατάφερε να
κυριεύσει το απόρθητο οχυρό και μόλις πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός του Mālik
Šāh πλησίαζε, εγκατέλειψε το Χαλέπι και πήρε τον δρόμο για τη Δαμασκό.922 Ο
Mālik Šāh μπήκε στο Χαλέπι τις 3 Δεκεμβρίου 1086, αφού οι εμπροσθοφυλακές

918
Ibn al-Athīr, 1820.
919
Ibn al-Qalānisī, 69. – Al-‘Azīmī, 365, ο οποίος ονομάζει την τοποθεσία της μάχης Qarnāhil. –
Ibn al-Athīr, 1820. – Kamāl ad-Dīn, 74.
920
Ibn al-Qalānisī, 69. – Al-‘Azīmī, 365. – Ibn al-Athīr, 1822. – Kamāl ad-Dīn, 75.
921
Kamāl ad-Dīn, 76
922
Kamāl ad-Dīn, 76.

256
του είχαν ήδη καταλάβει την πόλη.923 Αφού παρέμεινε λίγες μέρες στο Χαλέπι ο
σουλτάνος πήγε στην Αντιόχεια, την οποία κυρίευσε αμαχητί και μετά επέστρεψε
στο Χαλέπι και από εκεί στο Χορασάν.924 Κατά τη διάρκεια της παραμονής του
στη Βόρεια Συρία ο Mālik Šāh διόρισε δικούς του διοικητές για τις
νεοαποκτηθείσες πόλεις: στο Χαλέπι διορίστηκε ο Aq Sunqur, με τον Nūh at-
Turkī ως διοικητή της ακρόπολης, και στην Αντιόχεια ο Yaġi Siyān, ενώ στην
Έδεσσα τοποθετήθηκε ο Buzān.925
Με τον διορισμό των νέων διοικητών, οι οποίοι ήταν όλοι Τούρκοι, ο Mālik
Šāh κατάφερε αυτό που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει ο πατέρας του Alp
Arslān, δηλαδή την οριστική καθυπόταξη των κυριότερων πόλεων της Βόρειας
Συρίας και της Τζαζίρας και την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο Κράτος των
Σελτζούκων. Με την κατάληψη της Έδεσσας, του Χαλεπιού και της Αντιόχειας,
οι Σελτζούκοι του Ιράκ είχαν πια άμεση πρόσβαση στη Μεσόγειο, ενώ κατείχαν
σημαντικά προγεφυρώματα για περαιτέρω επέκταση των κτήσεών τους προς την
Νότια και Δυτική Μικρά Ασία (Αντιόχεια) και την Κεντρική και Νότια Συρία
Χαλέπι).926
Η κατάληψη της Αντιόχειας από τον Sulaymān και η οριστική καθυπόταξη της
Τζαζίρας και της Βόρειας Συρίας στους Σελτζούκους Τούρκους προκάλεσαν την
διακοπή της εδαφικής επαφής μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, θέτοντας έτσι
τέρμα σε μία μακροχρόνια ιστορική σχέση που είχε αρχίσει ήδη από τα
ελληνιστικά χρόνια με τη συνάντηση του ελληνικού και του αραβικού στοιχείου
στην περιοχή της Εύφορης Ημισελήνου. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, για τους
Βυζαντινούς οι μουσουλμάνοι – γείτονες, αντίπαλοι, εχθροί – ταυτίζονται με τους
Τούρκους και, το σημαντικότερο, την ισορροπία δυνάμεων που διήρκεσε για
περισσότερο από έναν αιώνα στην Εγγύς Ανατολή διαδέχτηκε ο τουρκικός
επεκτατισμός.
Στον άξονα Αντιόχεια-Χαλέπι είχαν διαδραματιστεί τα σημαντικότερα
γεγονότα της Εγγύς Ανατολής από τα μέσα του 10ου μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα,
στο πλαίσιο ενός “χαλαρού” ανταγωνισμού μεταξύ των Βυζαντινών και των
Φατιμιδών, με το Χαλέπι να λειτουργεί ως ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στα δύο
μεγάλα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου. Όμως τώρα οι δύο αυτές πόλεις
βρίσκονταν στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι με τον Malik Šāh
είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ξανά ένα μεγάλο ενωμένο ισλαμικό κράτος
που εκτεινόταν από την Κεντρική Ασία μέχρι τη Μεσόγειο.

923
Ibn al-Qalānisī, 69. – Al-‘Azīmī, 366. – Ibn al-Athīr, 1823. – Kamāl ad-Dīn, 76.
924
Ibn al-Qalānisī, 69. - Kamāl ad-Dīn, 76
925
Ibn al-Qalānisī, 69. – Al-‘Azīmī, 366-367. - Kamāl ad-Dīn, 76
926
O al-‘Azīmī γράφει χαρακτηριστικά πως: “οι Τούρκοι κατέλαβαν όλα τα οχυρά της συνοριακής
γραμμής με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (ath-thuġūr) και τα περάσματα του Ταύρου (ad-durūb), τα
Άδανα, τα Ανάζαρβα και την Μοψουεστία”, ενώ εξιστορώντας την κατάληψη της Αντιόχειας από
τον σουλτάνο Mālik Šāh γράφει πως: “ο σουλτάνος προσευχήθηκε στην παραλία [της Μεσογείου]
ευχαριστώντας τον Ύψιστο που του είχε δώσει την εξουσία από την Ανατολική Θάλασσα [Περσικός
Κόλπος] μέχρι την Δυτική [Μεσόγειος]”. Al-‘Azīmī, 364-365, 366.

257
Μετά τις τουρκικές κατακτήσεις στην Εγγύς Ανατολή η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία και το Κράτος των Φατιμιδών εξακολούθησαν να έχουν επαφές,
αλλά οι σχέσεις τους περιορίστηκαν στον εμπορικό και τον διπλωματικό τομέα.927
Ο τουρκικός παράγων έμελλε αντίθετα να γίνει καθοριστικός για τις εξελίξεις της
περιοχής και, ύστερα από την παρένθεση των σταυροφοριών, να επεκταθεί και
στην Αίγυπτο.

6.2.2. Η αυτονόμηση των παραθαλάσσιων πόλεων της Συρίας.

Όταν ο Malik Šāh κατέλαβε την Αντιόχεια και το Χαλέπι, οι Τούρκοι ήλεγχαν
ήδη τη Δαμασκό, τα Ιεροσόλυμα και τις υπόλοιπες πόλεις της εσωτερικής Συρίας.
Για τους Φατιμίδες αυτή δεν ήταν μία πρωτοφανής κατάσταση, δεδομένου ότι και
στο παρελθόν είχαν απολέσει τον έλεγχο των περιοχών στο εσωτερικό της Συρίας.
Αυτή τη φορά όμως, περίπου κατά την ίδια περίοδο που ο Tutuš κυρίευσε τη
Δαμασκό, οι παραθαλάσσιες πόλεις αποστάτησαν από την κυβέρνηση του Καΐρου
και έγιναν αυτόνομες υπό τοπικούς άρχοντες.
Στην Τύρο η διακυβέρνηση βρισκόταν ήδη από το 1047 στα χέρια του Ibn Abī
‘Uqayl, ο οποίος ουσιαστικά είχε αναλάβει τη διοίκηση της πόλης υπερβαίνοντας
κατά πολύ τις αρμοδιότητες της ιδιότητας του qādī, δηλαδή του δικαστή, την
οποία κατείχε. Ο Ibn Abī ‘Uqayl ήταν επίσης ένας πλούσιος έμπορος και
ιδιοκτήτης πολλών πλοίων. Ως qādī και ως μεγαλέμπορος απολάμβανε την
υπόληψη και τον σεβασμό των συμπολιτών του, των οποίων εκπροσωπούσε τα
συμφέροντα και τις επιθυμίες, κυρίως όσων ασχολούνταν με το εμπόριο.928
Κατά τη δεκαετία του 1060 οι Φατιμίδες άρχισαν να χάνουν τον έλεγχο στις
πόλεις της Συρίας και το 1070 η Τύρος έπαψε να αναγνωρίζει την κυριαρχία των
Φατιμιδών και έγινε αυτόνομη υπό τη κυβέρνηση του qādī της.929 Οι κάτοικοι της
πόλης κρατούσαν, με “δώρα και φιλοφρονήσεις” (“‫)”ﺑﺎﻟﻬﺪاﻳﺎ واﻟﻤﻼﻃﻔﺎت‬,930 καλές
σχέσεις με τους Τούρκους οπλαρχηγούς που ήλεγχαν μεγάλο μέρος της συριακής
ενδοχώρας από την οποία έφταναν στην πόλη τα εμπορεύματα που οι Τύριοι
μεταπωλούσαν στους ξένους εμπόρους ή που οι ίδιοι μετέφεραν σε άλλες
περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου.931

927
Βλ. Y. Lev, Fatimids and Byzantium, II, 276 κ. ε. - D. Jacoby, Trade, 61-74.
928
M. Chehab, Tyr, 26-28. - E. Ashtor, Républiques urbaines, 125. – T. Bianquis, Damas, II, 643.
929
Ibn al-Qalānisī, 64. – Ibn al-Athīr, 1797. Βλ. E. Ashtor, Républiques urbaines, 124-125. – M.
Chehab, Tyr, 29-31.
930
Ibn al-Qalānisī, 67.
931
Το ίδιο συνέβαινε και στην Τρίπολη, όπως θα δούμε παρακάτω. Επαναλήφθηκε στην Τύρο και
στην Τρίπολη μία πολιτική κατάσταση που αποτελεί ένα continuum της ισλαμικής ιστορίας (αλλά
και της προϊσλαμικής όσον αφορά την Αραβική Χερσόνησο): απουσία ενός αρκετά ισχυρού
κεντρικού κράτους, οι νομάδες που ελέγχουν στρατιωτικά την εξοχή – σε αυτή την περίπτωση, οι
Τούρκοι – επιβάλλουν στους πληθυσμούς των πόλεων και των καλλιεργημένων περιοχών την
“προστασία” τους, με αντάλλαγμα την καταβολή φόρων. Στην περίπτωση της Τύρου και άλλων

258
Το έτος εγίρας 462 (20 Οκτωβρίου 1069-8 Οκτωβρίου 1070) οι Φατιμίδες
προσπάθησαν να επαναφέρουν την Τύρο υπό την κυριαρχία τους. Η αποστολή
ανατέθηκε στον Badr al-Ğamālī, που τότε κυριαρχούσε στη Σιδώνα. Αυτός, αφού
έλαβε ενισχύσεις από την Αίγυπτο πολιόρκησε την πόλη. Ο Ibn Abī ‘Uqayl
ζήτησε τότε τη βοήθεια του Τουρκομάνου οπλαρχηγού Qorlu από τη Δαμασκό,
αναγκάζοντας τον Badr al-Ğamālī να αποσυρθεί. Λίγο αργότερα ο Badr al-Ğamālī
πολιόρκησε ξανά την Τύρο, αυτή τη φορά για περισσότερο από έναν χρόνο, αλλά
δεν κατάφερε να την κυριεύσει.932 Αφού αποσόβησε τον κίνδυνο της αιγυπτιακής
ανακατάληψης, ο Ibn Abī ‘Uqayl επέκτεινε τα σύνορα του ανεξάρτητου κρατιδίου
της Τύρου με την προσάρτηση της Σιδώνας (Saydā), του Ğubayl και της Άκρας
(‘Akkā).933
Η Τύρος παρέμεινε αυτόνομη μέχρι τον θάνατο του Ibn Abī ‘Uqayl. Οι δύο γιοι
του που τον διαδέχτηκαν δεν διέθεταν τις πολιτικές ικανότητες και το κύρος του
πατέρα και πολύ νωρίς έχασαν την υποστήριξη μεγάλου μεριδίου των συμπολιτών
τους. Ο βεζίρης Badr al-Ğamālī κατάλαβε τότε πως είχε έρθει ο καιρός να επέμβει
και το έτος 482 (16 Μαρτίου 1089-5 Μαρτίου 1090) έστειλε μία μεγάλη στρατιά
να ανακαταλάβει τη Τύρο και άλλες πόλεις της παραθαλάσσιας περιοχής. Οι γιοι
του Ibn Abī ‘Uqayl αδυνατώντας να υπερασπιστούν την πόλη την εγκατέλειψαν
και τα στρατεύματα των Φατιμιδών εισήλθαν αμαχητί σε αυτή. Ακολούθησαν οι
κατακτήσεις της Σιδώνας, του Ğubayl και της Άκρας. Ενώ η Σιδώνα παραδόθηκε
χωρίς να προβάλει καμία αντίσταση όπως η Τύρος (“fa-sallamūhā”/ ‫)ﻓﺴﻠﻤﻮهﺎ‬, η
ανάκτηση της Άκρας και του Ğubayl έγινε μετά από βίαιες συγκρούσεις (“fa-
ftatahahumā”/ ‫)ﻓﺎﻓﺘﺘﺤﻬﻤﺎ‬.934 Στην Τύρο τοποθετήθηκε ένας διοικητής των
Φατιμιδών, ο Munīr ad-Dawla al-Ğuyūšī, ο οποίος, όμως, μετά από λίγο καιρό
επαναστάτησε με τη σειρά του και κήρυξε την ανεξαρτησία της πόλης.935 Οι
κάτοικοι της Τύρου δεν συμφωνούσαν όμως με την πράξη του al-Ğuyūšī και δεν
του παρείχαν καμία υποστήριξη. Έτσι το έτος εγίρας 486 (1η Φεβρουαρίου 1093-
20 Ιανουαρίου 1094) αιγυπτιακός στρατός ανακατέλαβε εύκολα την πόλη. Ο al-
Ğuyūšī και οι οπαδοί του αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στην Αίγυπτο, όπου
εκτελέσθηκαν.936
Τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε μία νέα ανταρσία του διοικητή της Τύρου.
Προς τα τέλη του 1096 ο διοικητής Kutaylat επαναστάτησε και τον Φεβρουάριο

πόλεων της ακτής, οι φόροι αυτοί παρουσιάζονται ως “δώρα”. Για τις οικονομικές δραστηριότητες
των εμπόρων της Τύρου και της Τρίπολης βλ. D. Jacoby, Trade, 38-39.
932
Ibn al-Qalānisī, 64. – Al-‘Azīmī, 359. – Ibn al-Athīr, 1797. – Maqrīzī, Itti‘āz, II, 303.
933
Ibn al-Qalānisī, 70. – Ibn al-Athīr, 1831.
934
Ibn al-Qalānisī, 70 – Ibn al-Athīr, 1831.
935
Ibn al-Qalānisī, 73. – Ibn al-Athīr, 1845.
936
Ibn al-Qalānisī, 73. – Ibn al-Athīr, 1845.

259
του 1097 ο νέος βεζίρης al-Afdal937 αναγκάστηκε να στείλει έναν στρατό που
ανακατέλαβε την πόλη.938
Είναι προφανές πως οι ανταρσίες του al-Ğuyūšī και του Kutaylat διαφέρουν
ριζικά από την περίπτωση της εικοσαετούς κυβέρνησης του Ibn Abī ‘Uqayl. Με
τον Ibn Abī ‘Uqayl η πόλη της Τύρου έζησε μία περίοδο πραγματικής
αυτονομίας. Με επικεφαλής τον ικανό qādī τους, οι Τύριοι ανέλαβαν την
διακυβέρνηση της πόλης, εφαρμόζοντας την πολιτική που θεωρούσαν ότι
εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Στην Τύρο για πάνω
από είκοσι χρόνια λειτούργησε ένα υποτυπώδες δημοκρατικό καθεστώς που
εκπροσωπούσε και προωθούσε τα αιτήματα και τα συμφέροντα της αστικής τάξης
της πόλης, αποτελούμενης ως επί το πλείστον από εμπόρους και εφοπλιστές.
Αντίθετα, οι ανταρσίες των διοικητών al-Ğuyūšī και Kutaylat πρέπει να
συμπεριληφθούν στον μακρύ κατάλογο των στρατιωτικών στάσεων που έλαβαν
χώρα στην Συρία κατά τον 10ο και 11ο αιώνα. Ούτε ο al-Ğuyūšī, ούτε ο Kutaylat
απολάμβαναν την υποστήριξη των Τυρίων και οι ανταρσίες τους κατά της
κεντρικής κυβέρνησης του Καΐρου δεν είχαν καμία σχέση με τις αυτονομιστικές
φιλοδοξίες του πληθυσμού της πόλης, όπως και αποδείχθηκε από την απαθή
στάση των Τυρίων κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με τα στρατεύματα των
Φατιμιδών.
Παρόμοια γεγονότα με τη Τύρο έζησε και η άλλη μεγάλη πόλη της συριακής
ακτής, η Τρίπολη.
Το 1070 και η Τρίπολη απαρνήθηκε την κυριαρχία του Φατιμίδη χαλίφη και
κήρυξε την ανεξαρτησία της. Ηγέτης της πόλης αναδείχθηκε ο Hasan bin
‘Ammār, ένα πρόσωπο που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον Ibn Abī
‘Uqayl. Ο Ibn ‘Ammār ήταν και αυτός ένας πλούσιος έμπορος, με δικά του πλοία
που χρησιμοποιούσε για τις οικονομικές δραστηριότητές του. 939 Ήταν επίσης qādī
της Τρίπολης, ακριβώς όπως ο Τύριος συνάδελφός του.940
Όταν το 1072 ο Ibn ‘Ammār πέθανε, τον διαδέχτηκε στην κυβέρνηση της πόλης
ο ανηψιός του Ğalāl al-Mulk Abū Muhammad.941 Όπως ο Τύριος Ibn Abī ‘Aqīl, o
Ğalāl al-Mulk ακολούθησε μία πολιτική φιλικών σχέσεων με τους Σελτζούκους
της Συρίας, στους οποίους έστελνε και αυτός πολλά δώρα.942 Παράλληλα όμως
επιχείρησε να διατηρήσει καλές σχέσεις και με τους Φατιμίδες.943 Ο Ğalāl al-
Mulk μπορούσε να επιδοθεί σε αυτή την επιτήδεια πολιτική ισορροπίας μεταξύ
937
Ο al-Afdal ήταν γιος του Badr al-Ğamālī. Το 1094 μετά τον θάνατο του πατέρα τον διαδέχτηκε
στο αξίωμα του βεζίρη έχοντας την υποστήριξη των μεγάλων αξιωματούχων του κράτους.
Maqrīzī, Itti‘āz, II, 329.
938
Ibn al-Qalānisī, 79. – Ibn al-Athīr, 1857.
939
Από επιστολές Εβραίων εμπόρων της Αιγύπτου γνωρίζουμε πως τα πλοία του Ibn ‘Ammār
επισκέπτονταν την Αλεξάνδρεια και άλλα λιμάνια της Εγγύς Ανατολής. S. D. Goitein, Letters,
αριθ. 25, σ, 132, αριθ. 31, σ. 158, αριθ. 72, σ. 320.
940
E. Ashtor, Républiques urbaines, 126. –Λήμμα “‘Ammār” (G. Wiet), E.I.2.
941
Ibn al-Qalānisī, 63. – Ibn al-Athīr, 1800.
942
Ibn al-Qalānisī, 67. Και για την Τρίπολη επρόκειτο μάλλον για ένα είδος φόρου που ο ηγέτης
της πόλης πλήρωνε στους Τούρκους.
943
E. Ashtor, Républiques urbaines, 126-127.

260
των διαφόρων δυνάμεων της περιοχής, επειδή η Τρίπολη βρισκόταν πολύ μακριά
από τις βάσεις των Φατιμιδών στην Νότια Παλαιστίνη και επειδή οι Σελτζούκοι
εμίρηδες της Συρίας δεν διέθεταν τις ναυτικές δυνάμεις, απαραίτητες για να
καταλάβουν μία οχυρωμένη παραθαλάσσια πόλη. Ο Ğalāl al-Mulk σύναψε επίσης
φιλικές σχέσεις με τον εμίρη του Χαλεπιού και με τους Μυνκίδιδες του Šayzar.944
Το έτος εγίρας 473 (22 Ιουνίου 1080-10 Ιουνίου1081) ο ικανός ηγέτης της
Τρίπολης ανακατέλαβε την πόλη Ğabala, μεταξύ Τρίπολης και Λαοδίκειας, από
τους Βυζαντινούς. Η επιτυχία του αυτή οφείλεται στην εξέγερση του τοπικού
ισλαμικού πληθυσμού, που με επικεφαλής τον qādī Mansūr bin Sulayha
ξεσηκώθηκε κατά των βυζαντινών αρχών. O Ğalāl al-Mulk εκμεταλλεύτηκε την
κατάσταση και κυρίευσε με ευκολία την πόλη.945 Τα γεγονότα στη Ğabala
αποτελούν ακόμη μία ένδειξη της σταδιακής εξασθένισης της βυζαντινής
κυριαρχίας στη Βόρεια Συρία μετά το 1071. Ύστερα από το Manbiğ (1075) και το
Šayzar (1081) ακόμη μία σημαντική στρατηγική θέση χάθηκε για το Βυζάντιο. Η
περίπτωση της Ğabala παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον επειδή μαρτυρεί
την επιβίωση της τοπικής ισλαμικής κοινότητας ακόμη και μετά την κατάκτηση
της πόλης από τους Βυζαντινούς επί Ιωάννη Τσιμισκή, όπως είχε συμβεί και στη
γειτονική Λαοδίκεια.946
Οι Φατιμίδες δεν ανέκτησαν ποτέ την Τρίπολη που παρέμεινε αυτόνομη μέχρι
την κατάκτησή της από τους σταυροφόρους το 1108.947
Η αυτονόμηση της Τύρου και της Τρίπολης αποτέλεσαν μία σημαντικότατη
καμπή στην πολιτική ιστορία της Συρίας. Για πρώτη φορά οι Φατιμίδες έχασαν
τον έλεγχο των κυριότερων λιμανιών της περιοχής, αδυνατώντας για περίπου μία
εικοσαετία να ανακαταλάβουν το νοτιότερο από τα δύο, την Τύρο, ενώ η
Τρίπολη, πόλη που είχαν εις μάτην πολιορκήσει ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης
Τσιμισκής και ο Βασίλειος Β΄, δεν ξαναγύρισε ποτέ υπό αιγυπτιακή κυριαρχία.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως στις πηγές δεν υπάρχει καμία αναφορά
σε ναυτικές επιχειρήσεις από πλευρά των Φατιμιδών κατά των δύο εξεγερθεισών
πόλεων, ενώ, όπως είδαμε, δεν έλειψαν οι προσπάθειες ανακατάληψής τους από
τον αιγυπτιακό στρατό.
Η Τύρος και η Τρίπολη είχαν πολλά κοινά: αμφότερες ήταν πλούσιες εμπορικές
πόλεις, διέθεταν δικό τους εμπορικό στόλο, άκμαζε μία αστική τάξη
αποτελούμενη ως επί το πλείστον από πλούσιους εμπόρους, οι δραστηριότητες
των οποίων εκτείνονταν σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, και τέλος οι

944
Ibn Al-Athīr, 1872.
945
Ibn al-Qalānisī, 83. – Ibn Al-Athīr, 1872.
946
Βλ. αν., στη σελίδα 85.
947
Ο Ğalāl al-Mulk πέθανε το 1099 και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Fakhr al-Mulk Abū ‘Alī
‘Ammār. To 1108 ενώ ο κλοιός των σταυροφόρων έσφιγγε γύρω από την πόλη, ο Fakhr al-Mulk
αναχώρησε για τη Βαγδάτη προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια των Σελτζούκων. Μόλις όμως
έφυγε, το φιλοαιγυπτιακό κόμμα της πόλης πήρε την εξουσία και κάλεσε τους Φατιμίδες να
αναλάβουν πάλι τον έλεγχο στης πόλης. Ένας στόλος έφυγε από την Αίγυπτο, αλλά όταν έφτασε
στην Τρίπολη η πόλη είχε ήδη πέσει στα χέρια των σταυροφόρων. Ibn al-Athīr, 1918-1919. Βλ.
E. Ashtor, Républiques urbaines, 127-128.

261
κάτοικοι και των δύο πόλεων εμπιστεύτηκαν την διακυβέρνηση σε έναν δικό τους
διακεκριμένο συμπολίτη και όχι σε κάποιον φιλόδοξο διοικητή των Φατιμιδών ή
σε κάποιον Τούρκο οπλαρχηγό, όπως συνέβη στη Δαμασκό, στο Χαλέπι και σε
άλλες συριακές πόλεις σε περιόδους κρίσης ή δυσαρέσκειας απέναντι στην
κυβέρνηση του Καΐρου. Στην Τύρο και στην Τρίπολη – δύο παραθαλάσσιες,
εμπορικές πόλεις – η τοπική αστική τάξη έδειξε να είναι σε θέση να αναλάβει την
διακυβέρνηση και την υπεράσπιση και την προώθηση των συμφερόντων τους.
Όπως συνέβη αρχικά και στις ιταλικές πόλεις, οι κάτοικοι της Τύρου και της
Τρίπολης δεν δημιούργησαν καινούριους πολιτικούς ή διοικητικούς θεσμούς,
αλλά χρησιμοποιήθηκαν οι ήδη υπάρχοντες, στην συγκεκριμένη περίπτωση ο
qādī, για να δοθεί κάποια νομιμότητα στις ενέργειές τους, υλοποιώντας έτσι την
επιθυμία τους για αυτονομία και αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο της ισλαμικής
ιστορικής και πολιτικής παράδοσης. Στην Βενετία και στο Αμάλφι το θεσμικό
σημείο αναφορά ήταν ο dux, στην Πίζα και τη Γένοβα οι vicecomites και ο
επίσκοπος, εδώ, στις συριακές πόλεις της Τρίπολης και της Τύρου, ήταν ο qādī.
Μπορούμε λοιπόν να μιλούμε για παραλληλισμούς και ομοιότητες με τις ιταλικές
πόλεις;
Το ερώτημα τέθηκε ήδη από τον Claude Cahen σε ένα άρθρο του 1959 για τα
αυτονομιστικά κινήματα στον ισλαμικό κόσμο.948 Ο Γάλλος αραβολόγος
εντοπίζει κάποιες ομοιότητες μεταξύ των ισλαμικών πόλεων της Συρίας και των
πόλεων της Ιταλίας και τις αποδίδει περισσότερο στην κοινή υστερορωμαϊκή
ιστορική παράδοση των πόλεων της Μεσογείου παρά σε άλλους παράγοντες,
όπως στην εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας (Βυζαντινή Αυτοκρατορία,
Φραγκική Αυτοκρατορία, Χαλιφάτο), στη διαμάχη μεταξύ αστικής τάξης και
φεουδαρχών949 και στο κοινωνικό, νομικό και θεσμικό πλαίσιο του Ισλάμ.950
Κατά τη γνώμη μου, οι ομοιότητες μεταξύ των ιταλικών και των συριακών
πόλεων περιορίζονται στην ανάληψη της εξουσίας από ισχυρούς τοπικούς
παράγοντες σε περιόδους κατά τις οποίες η κεντρική εξουσία αδυνατούσε να
ασκήσει κάποιον αποτελεσματικό έλεγχο στις πόλεις αυτές. Όπως ήδη
προσπάθησα να αποδείξω, οι παλιοί θεσμοί της υστερορωμαϊκής και βυζαντινής
εποχής αποτελούσαν για τις ιταλικές πόλεις ένα αναγκαίο σημείο αναφοράς στην
πρώτη φάση της ανάπτυξής τους ως αυτόνομων πολιτικών οντοτήτων· ένα σημείο
αναφοράς που χρησίμευε κυρίως στην ονοματοδοσία των νέων θεσμών παρά στην

948
C. Cahen, Mouvements populaires.
949
Σε αυτό το σημείο ο Cahen υιοθετεί τη θεωρία του αγώνα των νέων κοινωνικών και
οικονομικών δυνάμεων που αναδεικνύονταν στις ιταλικές πόλεις κατά του φεουδαρχικού
συστήματος, θεωρία που σήμερα θεωρείται ξεπερασμένη, τουλάχιστον για την Ιταλία, και
οπωσδήποτε δεν μπορεί να εφαρμόζεται στην περίπτωση της Βενετίας και του Αμάλφι. Ο ίδιος ο
Cahen αναγνωρίζει πως στις ισλαμικές πόλεις δεν υφίστατο καμία αντιπαράθεση με το
φεουδαρχικό στοιχείο, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι: “... si une certaine émancipation des villes
a été possible [στον ισλαμικό κόσμο], c’est parce qu’il n’existai pas encore d’aristocratie féodale
pleinement constituée; en Orient, à vrai dire, il n’y a jamais eu de féodalité au sens exact où ce
mot est employé pour l’Occident ” (σ. 259).
950
C. Cahen, Mouvements populaires, 256-260.

262
πρακτική άσκηση της εξουσίας. Στη Βενετία και στο Αμάλφι οι νέοι ηγέτες πήραν
το όνομά τους από τον παλιό θεσμό του dux, αλλά οι ομοιότητες με τους
Βυζαντινούς δούκες σταματούν εκεί. Οι ιταλικές πόλεις δημιούργησαν εντελώς
νέους θεσμούς, μολονότι μερικές φορές χρειάστηκε να αντλήσουν όρους από την
ρωμαϊκή παράδοση για να τους δώσουν ένα όνομα.
Αντίθετα στην Τύρο και στην Τρίπολη ο qādī παρέμεινε qādī, δεν εξελίχθηκε σε
κάτι καινούριο, ούτε αυξήθηκαν ή μετατράπηκαν οι αρμοδιότητές του. Αυτό
επειδή οι πόλεις της Συρίας, αν και αυτόνομες, δεν έπαυαν να ανήκουν σε ένα
δοθέν και αμετάβλητο νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο, αυτό του Ισλαμικού
Νόμου (šarī‘a). Μπορεί οι κάτοικοι της Τρίπολης και της Τύρου να έπαψαν να
αναγνωρίζουν την επικυριαρχία του Φατιμίδη χαλίφη και να εμπιστεύτηκαν την
διακυβέρνηση της πόλης σε έναν έγκριτο συμπολίτη τους – αυτό δεν είναι κάτι
που εναντιώνεται στον Ισλαμικό Νόμο – αλλά σε καμία περίπτωση δεν
μπορούσαν να αναπτύξουν νέες πολιτικές και διοικητικές πρακτικές ή νέους
θεσμούς, υπό την ποινή να τεθούν εκτός της ισλαμικής κοινότητας (umma). Είναι
ωστόσο βέβαιο πως τα γεγονότα της Τρίπολης και της Τύρου επιβεβαίωσαν έτι
μία φορά τον ξεχωριστό χαρακτήρα της Συρίας σε σύγκριση με άλλες περιοχές
του ισλαμικού κόσμου.

6.3. Οι Ιταλοί και η πρώτη σταυροφορία.

Η παρούσα διατριβή δεν σκοπεύει στην εξιστόρηση και στην ανάλυση της
πρώτης σταυροφορίας, η οποία μάλιστα αποτελεί τον χρονικό terminus usque ad
quem της επιστημονικής μας έρευνας. Θεωρούμε ωστόσο αναγκαίο να
αναφερθούμε, εν συντομία, σε κάποια γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη
διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας, για να βρεθούν και παρουσιαστούν
αποδείξεις του πρωτεύοντος ρόλου που διαδραμάτισαν οι ιταλικές πόλεις στη
σταυροφορία καθώς και για να εξηγηθούν οι διαφορετικές στάσεις των πόλεων
αυτών απέναντι στο εγχείρημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων από τους
μουσουλμάνους.951

951
Η βιβλιογραφία για την πρώτη σταυροφορία είναι τεράστια· θα περιοριστούμε να
παραπέμψουμε ενδεικτικά στα σημαντικότερα γενικά έργα: R. Grousset, Histoires des Croisades
et du Royaume franc de Jérusalem, τ. Ι, Paris 1934. – S. Runciman, A History of the Crusades, τ. Ι,
The First Crusade, Cambridge 1954. – A. Waas, Geschichte der Kreuzzüge, τ. Ι, Freiburg im
Breisgau, 1956. – K. H. Setton (εκδότης), A History of the Crusades, τ. Ι, The First Hundred
Years, Philadelphia 1958. – A. C. Krey, The First Crusade, Glouchester (Mass.), 1958. – H. E.
Mayer, Geschichte der Kreuzzüge, Stuttgart, 1965. – J. Richard, Histoire des Croisades, Paris
1996. – J. Phillips, The First Crusade. Origins and impact, Manchester 1997. Απαραίτητα είναι τα
έργα, δυστυχώς ολιγάριθμα, που παρουσιάζουν τις σταυροφορίες από τη σκοπιά της
αραβοϊσλαμικής ιστοριογραφίας: F. Gabrieli, Storici arabi delle crociate, Torino 1957 (2η έκδοση,
Torino 1969). – A. Maalouf, Les croisades vues par les Arabes, Paris 1983 (ελληνική έκδοση: Οι
Σταυροφορίες από τη σκοπιά των Αράβων, μετάφραση Α. Βάντση, Αθήνα, χ. χ.), καθώς και το
συλλογικό έργο, με επιμέλεια A. Laiou-R. Mottadeh, The Crusades from the Perspective of

263
Μετά το κήρυγμα του πάπα Ουρβανού Β΄ στη Σύνοδο της Clermont (21
Νοεμβρίου 1095) και την επακόλουθη κινητοποίηση των πρώτων σταυροφορικών
στρατευμάτων, οι ιταλικές πόλεις κράτησαν διαφορετικές στάσεις που ποίκιλλαν
από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις συμμετοχής του λαού της Γένοβας και της
Πίζας στην ανήσυχη καιροσκοπία των Βενετών και των Αμαλφιτανών.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1096 ο πάπας Ουρβανός Β΄ έστειλε στη Γένοβα
τον επίσκοπο της Grenoble και τον επίσκοπο της Orange, για να πείσουν τους
Γενοβέζους να συμμετάσχουν στη σταυροφορία με τον στόλο τους (“ut ad
deliberandam viam sepulcri Domini cum galeis ad orientales partes irent, et in
societate predictorum principum [των αρχηγών των σταυροφόρων] viriliter starent
et pugnarent”).952 Πρέπει να επισημανθεί πως, σύμφωνα με την πηγή, την De
liberatione civitatum orientis του Γενοβέζου Caffaro di Caschifelone, οι δύο
επίσκοποι στάλθηκαν από τον πάπα στην Γένοβα κατόπιν παράκλησης των
αρχηγών των σταυροφόρων (“prece eorum Ianuam misit).953 Μεταξύ των Γάλλων
φεουδαρχών που πρωτοστάτησαν στο σταυροφορικό κίνημα ήταν πολλοί
ηγεμόνες της Νότιας Γαλλίας (επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο κόμης της
Τουλούζης Ραϊμόνδος του Saint Gilles), περιοχή, όπου οι Γενοβέζοι έμποροι είχαν
αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικότατη εμπορική δραστηριότητα, η
οποία σε κάποιους τομείς του εμπορίου έτεινε να λάβει μορφή μονοπωλίου.954 Οι
αρχηγοί των σταυροφόρων αντιλαμβάνονταν πως η εκστρατεία χρειαζόταν την
υποστήριξη μίας αξιόλογης ναυτικής δύναμης και οι μόνες ναυτικές δυνάμεις στη
Δυτική Ευρώπη ήταν οι ιταλικές πόλεις. Η Γένοβα, εξαιτίας της γεωγραφικής
γειτνίασης και των παραδοσιακών οικονομικών σχέσεων, μπορούσε να
συνεννοηθεί ευκολότερα με τους Γάλλους φεουδάρχες.955
Η ανταπόκριση των Γενοβέζων στην παπική πρόσκληση υπήρξε ενθουσιώδης
και “multi de melioribus Januensibus illa die crucem susceperunt”.956 Ποιοι ήταν
όμως αυτοί οι meliores Γενοβέζοι; Επρόκειτο για τους εφοπλιστές και τους
πλούσιους εμπόρους της πόλης, άνδρες που βάσιζαν τη δύναμή τους στις

Byzantium and the Muslim World, Washington 2001. Μία πλήρης και χρήσιμη ανασκόπηση στην
πιο πρόσφατη βιβλιογραφία για τις σταυροφορίες βρίσκεται στο άρθρο του L. Russo, Otto anni di
studi sulle Crociate: 1995-2002, Quaderni Medievali XXVII/55 (2003), 272-285.
952
Caffaro, Liberatio orientis, 41. Για τον ορισμό της ημερομηνίας βλ. H. Hangenmeyer,
Chronologie de la première croisade. 1094-1100, Hildesheim-New York 1973, (α΄ έκδοση εν
Revue de l’Orient Latin, 6-8, 1898-1901), σ. 38.
953
Caffaro, Liberatio orientis, 41.
954
Βλ. αν., σ. 164.
955
Οι στρατιές των σταυροφόρων μετέβηκαν στην Εγγύς Ανατολή μέσω των χερσαίων οδών που
περνούσαν από την Ιταλία, την Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Μικρά Ασία και η χρήση
πλοίων για τη μεταφορά τους χρειάστηκε μόνο για τα στρατεύματα του Ραϊμόνδου της Τουλούζης
και του Βοημούνδου όταν διέσχισαν την Αδριατική Θάλασσα από το Βρινδήσιον (Brindisi) στην
Αλβανία. Ωστόσο οι αρχηγοί των σταυροφόρων είχαν πλήρη γνώση της ανάγκης ναυτικής
υποστήριξης για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους αφού θα έφταναν στην Συρία και στην
Παλαιστίνη, όπου δεν θα μπορούσαν να έχουν την αμφίβολη άλλωστε και αβέβαιη βοήθεια του
Βυζαντινού αυτοκράτορα. Τα μετέπειτα γεγονότα στη Συρία απέδειξαν πλήρως την ορθότητα των
σκέψεων των Γάλλων σταυροφόρων.
956
Caffaro, Liberatio orientis, 41.

264
εμπορικές δραστηριότητες που είχε αναπτύξει η πόλη τα τελευταία χρόνια, αλλά
που διέθεταν συγχρόνως τη ναυτική και στρατιωτική οργάνωση, απαραίτητες για
ένα τέτοιο επιχείρημα. Κατά κάποιον τρόπο, οι Γενοβέζοι, όπως και οι Πιζάνοι,
είχαν προηγηθεί των Γάλλων ευγενών στον δρόμο της σταυροφορίας και η
εμπειρία που είχαν αποκομίσει στους πολέμους με τους μουσουλμάνους, με
αποκορύφωμα την άλωση της al-Mahdiyya, αποδείχθηκε πολύτιμη στις
επιχειρήσεις των σταυροφόρων κατά οχυρωμένων πόλεων στην Εγγύς Ανατολή.
Η Γένοβα, όπως και οι υπόλοιπες ιταλικές πόλεις, δεν διέθετε τότε μόνιμο
πολεμικό ναυτικό957 και χρειάστηκε αρκετός καιρός πριν μπορέσουν οι Γενοβέζοι
να οργανώσουν και να επανδρώσουν τον στόλο, ο οποίος δεν μπόρεσε να
αποπλεύσει από το λιμάνι της πόλης με προορισμό την Εγγύς Ανατολή πριν από
τον Ιούλιο του 1097.958 Η γενοβέζικη εκστρατεία του 1097 δεν είχε κρατικό
χαρακτήρα, δεν οργανώθηκε από τις αρχές της πόλης, αλλά έγινε με πρωτοβουλία
κάποιων πολιτών, οι οποίοι ενήργησαν δηλαδή ως απλοί ιδιώτες, χωρίς κανένα
επίσημο χρίσμα από την πολιτεία.959
Τον Νοέμβριο του 1097 ο γενοβέζικος στόλος έφτασε στη Συρία και
προσάραξε στο μικρό λιμάνι του Αγίου Συμεών (Sanctus Symeon), δέκα περίπου
χιλιόμετρα από την Αντιόχεια, η οποία πολιορκούνταν τότε από τις δυνάμεις των
σταυροφόρων.960 Οι Γενοβέζοι συμμετείχαν ενεργά στην πολιορκία της
Αντιόχειας, όπου ιδιαίτερα χρήσιμες φάνηκαν η εμπειρία και η τεχνογνωσία τους
σχετικά με την πολιορκητική. Οι πηγές αναφέρουν πως ο Βοημούνδος και ο
Ραϊμόνδος της Τουλούζης κατέβηκαν από το στρατόπεδο έξω από την Αντιόχεια,
στο λιμάνι του Αγίου Συμεών για να αναζητήσουν ανάμεσα στα πληρώματα των

957
Βλ. R. S. Lopez, Colonie, 47.
958
Ο στόλος δεν ήταν πολύ μεγάλος και αποτελούνταν από 12 γαλέρες και έναν σάνταλο (μικρό
καράβι χωρίς καρίνα). Caffaro, Liberatio orientis, 41: “duodecim galeas et sandanum unum de
fortissimis bellatoribus viris armaverunt, et mense Iulii versus orientales partes iter inciperunt”. Για
τα διάφορα είδη πλοίων που χρησιμοποιούνταν στη Γένοβα και στις άλλες ιταλικές πόλεις κατά
την εποχή των σταυροφοριών βλ. R. S. Lopez, Colonie, 53-63. – F. C. Lane, Storia di Venezia, 55-
66. – U. Tucci, Navi e navigazioni all’ epoca delle crociate, εν Genova, Venezia e il Levante nei
secoli XII-XIV, Venezia 2001, 273-294.
959
Ο Caffarο δίνει τα ονόματα των εννέα πολιτών που πρωτοστάτησαν στην εκστρατεία. Αυτοί
ήταν: οι Anselmo Rascherio, Oberto Lamberti υιός του Marino, Oberto Basso, Ingo Flaono,
Dodone Avvocato, Lanfranco Roza, Pasquale Noscenzio Astore, Guglielmo de Bono, Opizzo
Musso. Caffaro, Liberatio Orientis, 41. (Αναφέραμε τα ονόματα με την ιταλική τους μορφή και
όχι με τη λατινική, όπως παρουσιάζονται στην πηγή). Για τον ιδιωτικό χαρακτήρα αυτής της
πρώτης εκστρατείας βλ. C. Manfroni, Marina, 140. – R. S. Lopez, Colonie, 78-81. – R. Caddeo,
Storia marittima, 273-274. – V. Vitale, Breviario, 21. – T. Ossian De Negri, Genova, 222-223. –
G. Benvenuti, Genova, 37-38.
960
Caffaro, Liberatio orientis, 41. – Raimond d’Aguilers, 242. Άγιος Συμεών ήταν το όνομα που οι
Δυτικοί Ευρωπαίοi έδιναν στην αρχαία Σελεύκεια επί Πιερίας, ενώ το αραβικό της όνομα ήταν
Suwaydiyya. Σύμφωνα με τον Dussaud, την εποχή της πρώτης σταυροφορίας το λιμάνι του Αγίου
Συμεών είχε ήδη αχρηστευθεί λόγω των προσχώσεων του ποταμού Ορόντη (Solinus στις δυτικές
πηγές, από το αραβικό Suwaidiyya) και τα πλοία χρησιμοποιούσαν σαν αγκυροβόλιο και χώρο
ελλιμενισμού την ίδια την εκβολή του ποταμού. G. Le Strange, Palestine, 59-61, 540. – R.
Dussaud, Topographie, 430 κ. ε.

265
αγκυροβολημένων εκεί πλοίων τεχνίτες, κτίστες και άλλους εξειδικευμένους
εργάτες για την κατασκευή οχυρώσεων γύρω από την Αντιόχεια.961
Τα γενοβέζικα πλοία ήταν επίσης απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό των
σταυροφόρων, κυρίως σε τρόφιμα.962 Η Βόρεια Συρία είχε βαριά δοκιμαστεί από
τις τρομερές επιδρομές των Τούρκων κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια και ο
ανεφοδιασμός του σταυροφορικού στρατού που πολιορκούσε την Αντιόχεια ήταν
εξαιρετικά δύσκολος.963 Τα προβλήματα ανεφοδιασμού αποτέλεσαν ένα
χαρακτηριστικό της πρώτης σταυροφορίας και μάλιστα κατά τη διάρκεια του
επόμενου χειμώνα (1098-1099) η έλλειψη τροφίμων έφτασε σε τόσο δραματικό
επίπεδο που οι σταυροφόροι στην πόλη Ma‘arrat an-Nu‘mān για να μην πεθάνουν
από ασιτία αναγκάστηκαν να τραφούν με τα πτώματα των μουσουλμάνων που
είχαν σκοτώσει κατά την κατάκτηση της πόλης.964
Η πιο τρανή απόδειξη του καθοριστικού ρόλου που διαδραμάτισαν οι
Γενοβέζοι στην πολιορκία της Αντιόχειας είναι τα προνόμια που ο νέος ηγεμόνας
της πόλης, ο Βοημούνδος, τους παραχώρησε ως ανταμοιβή της βοήθειας που
είχαν προσφέρει στους σταυροφόρους.965 Με επίσημο έγγραφο, με ημερομηνία 14
Ιουλίου 1098, ο Βοημούνδος παραχώρησε στους Γενοβέζους την εκκλησία του
Αγίου Ιωάννη και τη γύρω περιοχή: την πλατεία απέναντι στην εκκλησία, τριάντα
σπίτια, ένα χάνι (fondaco), ένα πηγάδι και αιώνια απαλλαγή από οποιονδήποτε
φόρο. Σε αντάλλαγμα οι Γενοβέζοι έπρεπε να συμμετάσχουν στην άμυνα της
πόλης από οποιονδήποτε εχθρό (άρα και από άλλους χριστιανούς) και να
μεσολαβήσουν με τον κόμη της Τουλούζης, Ραϊμόνδο του Saint Gilles, ώστε να
961
Tudebode, 46. – Gesta Francorum, 137. –Historia peregrinantium, 192 – Raimond d’Aguilers,
248. – Robert le Moine, 785. – Etienne de Blois, 889. – Anselme de Ribemont, 891. – Baudri de
Dol, 49. – Gesta Dei per francos, 179. – Hist. Nicaena vel Antiochena, 155. – Anonymus
Rhenanus, 468. Οι πηγές δεν διευκρινίζουν την εθνικότητα των πλοίων, αλλά εκείνη την περίοδο
στο λιμάνι του Αγίου Συμεών βρίσκονταν τα γενοβέζικα πλοία και κάποια αγγλικά που είχαν
φτάσει στις 4 Μαρτίου 1098. Σύμφωνα με τον Caffaro, οι ίδιοι αρχηγοί των σταυροφόρων είχαν
παρακαλέσει τους Γενοβέζους, μετά την απόβασή τους στον Άγιο Συμεών, να μεταβούν στην
Αντιόχεια με “τα απαραίτητα όπλα” (“cum armis necessariis”), μνεία που πιθανώς αναφέρεται σε
τηλεβόλα και άλλα όπλα χρήσιμα για μία πολιορκία και για ενδεχόμενες τειχομαχίες. Caffaro,
Liberatio Orientis, 42. Ιδιαίτερη φήμη απολάμβαναν οι Γενοβέζοι βαλλιστροφόροι που
θεωρούνταν τότε από τους καλύτερους ειδικούς στην τοξοβολία στην Ευρώπη και
στρατολογούνταν ως μισθοφόροι από πολλούς ηγεμόνες της Δυτικής Ευρώπης. J. F. Verbruggen,
The art of warfare in western Europe during the Middle ages, Amsterdam 1977, σ. 122.
962
Guillaume de Tyr, VI, 1, VIII, 9. – Tudebode, 103. – Gesta Francorum, 159. – Raimond
d’Aguilers, 294-295. – Robert le Moine, 865. – Baudri de Dol, 98-99. – Gesta Dei per Francos,
224-225. – Albert d’Aix, IV, 27, VI, 4.
963
Οι πηγές αναφέρονται συχνά στην έλλειψη τροφίμων στον στρατό των σταυροφόρων κατά τη
διάρκεια της παραμονής του στη Βόρεια Συρία. Guillaume de Tyr, IV, 17, 21, VII, 40. –
Tudebode, 37, 40, 73, 94. – Gesta Francorum, 133, 135, 148, 155. – Historia peregrinantium, 187,
188, 203, 209. – Raimond d’Aguilers, 245, 258, 271. – Foucher de Chartres, 341, 351, 352. –
Robert le Moine, 777, 781, 815, 850. – Anselme de Ribemont, 891, 892. – Baudri de Dol, 42, 43,
70, 86. – Gesta Dei per Francos, 170, 172-173, 198-199, 214. – Albert d’Aix, IV, 34, V, 30. – Hist.
Nicaena vel Antiochena, 151, 165, 174. – Anonymus Rhenanus, 462, 466.
964
Guillaume De Tyr VII, 40. – Tudebode, 94. – Gesta Francorum, 155. – Historia peregrinantium,
209. – Raimond d’Aguilers, 271. – Foucher de Chartres, 352. – Robert le Moine, 850. – Baudri de
Dol, 86. – Gesta Dei per Francos, 214. – Albert d’Aix V, XXX. – Hist. Nicaena vel Antiochena,
174.
965
Η Αντιόχεια κατακτήθηκε από τους σταυροφόρους στις 3 Ιουνίου 1098.

266
συμφιλιωθεί με τον ίδιο τον Βοημούνδο.966 Η παραχώρηση δεν έγινε στους
Γενοβέζους πολίτες που είχαν λάβει μέρος στην εκστρατεία, αλλά στην
κυβέρνηση (comune) και στην εκκλησία της Γένοβας. Αυτό δείχνει πως, μολονότι
η συμμετοχή των Γενοβέζων στην εκστρατεία στη Συρία έγινε με ιδιωτική
πρωτοβουλία, οι ίδιοι οι συμμετέχοντες ένιωθαν την ανάγκη να θέσουν εξ αρχής
τη νέα γενοβέζικη παροικία στην Αντιόχεια υπό την επίσημη κυριαρχία των
αρχών της πόλης τους, οι οποίες μάλιστα αγνοούσαν τότε τα δρώμενα. Στα
γεγονότα της Αντιόχειας φάνηκε πλήρως η ταύτιση των Γενοβέζων πολιτών με
την κυβέρνησή τους, ενώ βρίσκονταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την
πατρίδα, αλλά και η δυνατότητά τους να δρουν εν ονόματί της, πάντα προς το
κοινό συμφέρον της πόλης. Οι ιταλικές πόλεις είχαν δημιουργήσει νέες μορφές
κυβέρνησης και ακολουθούσαν νέες πρακτικές που επέτρεπαν στους πολίτες τους
(έμποροι, ναύτες, στρατιώτες) να δρουν με την απαραίτητη ευελιξία και
αυτονομία, ώστε να εξασφαλιστούν τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη για τους ίδιους
τους πολίτες και για το σύνολο της κοινότητας. Όλοι μετείχαν στα κοινά (res
publica) και όλοι μπορούσαν να προσφέρουν, χωρίς απαραιτήτως να υπάρχουν
άνωθεν διαταγές και εντολές.967
Η δημιουργία της αυτόνομης γενοβέζικης παροικίας στην Αντιόχεια μπορεί
δικαιωματικά να θεωρείται ως η ημερομηνία γέννησης της γενοβέζικης
αποικιοκρατίας στη Ανατολική Μεσόγειο (Levante) και αποτέλεσε το πρότυπο
για όλες τις μετέπειτα συνθήκες με τους Φράγκους ηγεμόνες στην Εγγύς
Ανατολή.968
Παρά την επιτυχία αυτής της πρώτης εκστρατείας στην Εγγύς Ανατολή,969 οι
Γενοβέζοι δεν κατάφεραν να οργανώσουν έναν νέο στόλο για τον επόμενο χρόνο

966
Το έγγραφο βρίσκεται εν C. Imperiale di Sant’ Angelo, Codice diplomatico della Repubblica di
Genova, I-III, FSI, Roma 1936-1942, τ. Ι, έγγραφο 8, σ. 12. Η παραχώρηση αναφέρεται και από
τον Caffaro, Liberatio Orientis, 44: “Boiamundus vero concessit eis privilegium in Antiochia, ut
continetur in registro Anno MLXXXVIII, mense Iulii”. Ο Ραϊμόνδος και ο Βοημούνδος είχαν
έρθει σε διένεξη επειδή και οι δύο διεκδικούσαν την κυριαρχία στην Αντιόχεια μετά την
κατάκτησή της. Τελικά υπερίσχυσε ο Βοημούνδος που αναγορεύτηκε ηγεμόνας (princeps) της
Αντιόχειας. Όπως ήδη αναφέραμε, οι Γενοβέζοι είχαν πολλές εμπορικές σχέσεις με τη Νότια
Γαλλία και ειδικά με την πόλη Saint Gilles, που διέθετε ένα σημαντικό λιμάνι στον ποταμό
Ροδανό, στην Προβηγκία· για αυτό τον λόγο ο Βοημούνδος τους θεωρούσε τους καταλληλότερους
μεσολαβητές για να κλείσει τη διένεξη με τον Ραϊμόνδο.
967
Πάνω σε αυτό το θέμα βλέπε τις εύστοχες παρατηρήσεις του T. Ossian De Negri, Genova, 227-
232, και το άρθρο της G. Airaldi, Aspetti dell’espansione mediterranea genovese, εν L’Italia ed i
paesi mediterranei. Vie di comunicazione e scambi commerciali e culturali al tempo delle
repubbliche marinare. Atti del Convegno Internazionale di Studi, Pisa, 6-7 giugno 1987, Pisa
1988, 35-41.
968
R. S. Lopez, Colonie, 83-84. – T. Ossian De Negri, Genova, 224-225. Οι Γενοβέζοι
αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς τα πλεονεκτήματα των αυτόνομων παροικιών σε σχέση με τη
δυνατότητα άμεσης κυριαρχίας σε μία πόλη, που θα τους ανάγκαζε να φροντίζουν από μόνοι τους
για την άμυνα και τη διατήρηση της τάξης, με αυξανόμενα κόστη και διασπορά των ήδη
περιορισμένων στρατιωτικών δυνάμεών τους. Μάλιστα το 1101, οι Γενοβέζοι παραχώρησαν στον
Βοημούνδο το λιμάνι του Αγίου Συμεών, διατηρώντας μόνο το δικαίωμα είσπραξης του ενός
τρίτου των τελωνειακών εσόδων. R. S. Lopez, Colonie, 84.
969
Ο στόλος που συμμετείχε στην κατάληψη της Αντιόχειας επέστρεψε στη Γένοβα το 1099.
Jacopo da Varagine, 302.

267
εξαιτίας εσωτερικών ερίδων, που δεν επέτρεψαν καν την ανανέωση της
Compagna για το 1099.970 Ακόμη μία φορά την πρωτοβουλία πήραν οι ιδιώτες: οι
αδελφοί Guglielmo και Primo Embriaco εξόπλισαν δύο γαλέρες και σαλπάρισαν
για την Παλαιστίνη. Πιθανώς ο στόχος των δύο αδελφών ήταν να βοηθήσουν
στον ανεφοδιασμό των σταυροφορικών στρατευμάτων, δεδομένου ότι δύο μόνο
γαλέρες δεν μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά στις στρατιωτικές
επιχειρήσεις.971 Στις 17 Ιουνίου 1099 τα δύο πλοία κατέπλευσαν στο μικρό λιμάνι
της Γιάφας, ενώ οι σταυροφόροι πολιορκούσαν τα Ιεροσόλυμα.972 Δύο μέρες μετά
την άφιξή τους στη Γιάφα, οι δύο Embriaci πληροφορήθηκαν ότι ένας ισχυρός
στόλος των Φατιμιδών πλησίαζε και τότε πήραν μία τολμηρή απόφαση:
αποσυναρμολόγησαν τα δύο πλοία τους και κατευθύνθηκαν οδικώς προς το
στρατόπεδο των σταυροφόρων, κάτω από τα τείχη των Ιεροσολύμων. Με την
ξυλεία από τα καράβια οι Γενοβέζοι έχτισαν πολιορκητικές μηχανές που
επέτρεψαν στους σταυροφόρους να ανοίξουν ένα ρήγμα στο τείχος των
Ιεροσολύμων και να εισέλθουν στην πόλη ( 15 Ιουλίου 1099).973
Μετά την κατάληψη των Ιεροσολύμων οι δύο αδελφοί Embriaci με τους άνδρες
τους πολέμησαν στο πλευρό των σταυροφόρων στη μάχη στην Ασκαλώνα, όπου
οι σταυροφόροι νίκησαν τον στρατό των Φατιμιδών που βάδιζε προς τα
Ιεροσόλυμα (12 Αύγουστος 1099).974 Από την λαφυραγωγία του αιγυπτιακού
στρατοπέδου οι Γενοβέζοι αποκόμισαν πλούσια λεία από χρυσό, ασήμι και
πολύτιμους λίθους. Με αυτά τα χρήματα οι Embriaci αγόρασαν μία γαλέρα και
επέστρεψαν στη Γένοβα, φέρνοντας μαζί τους επιστολές του Γοδεφρείδου του
970
Caffaro, Liberatio Orientis, 45: “...illico guerras et discordias quas infra se habebant, ita quidem
quod per annum et dimidium sine consulatu et concordia steterant”. Για την πολιτική κατάσταση
που επικρατούσε τότε στη Γένοβα βλ. R. S. Lopez, Colonie, 84. – V. Vitale, Breviario, 16-18. – G.
Benvenuti, Genova, 35-37.
971
Ο ρόλος ανεφοδιασμού των γενοβέζικων πλοίων επιβεβαιώνεται από τις πηγές που αναφέρουν
ότι ένα απόσπασμα του σταυροφορικού στρατού πήγε στη Γιάφα για να βοηθήσει τους
Γενοβέζους σε περίπτωση επίθεσης των μουσουλμάνων και για να φέρει στο στρατόπεδο των
σταυροφόρων τροφή και άλλα εφόδια. Guillaume de Tyr, VIII, 9. – Pierre Tudebode, 103. – Gesta
Francorum, 159. – Raimond d’ Aguilers, 294-295. – Robert le Moine 865. – Baudri de Dol, 98-99.
– Gesta Dei per Francos, 224-225. – Albert d’ Aix, VI, 4.
972
Caffaro, Liberatio Orientis, 44. – Raimond d’ Aguilers, 294, 298. – Gesta Francorum, 159. –
Pierre Tudebode, 103. – Robert le Moine 864. – Baudri de Dol, 98. – Gesta Dei per Francos, 224. –
Guillaume de Tyr, VIII, 9. Σε αυτές τις πηγές αναφέρεται η ανακούφιση των σταυροφόρων για την
έλευση των γενοβέζικων πλοίων και η σπουδή τους να οχυρωθεί και να διατηρηθεί το μικρό
λιμάνι της Γιάφας. Τα Ιεροσόλυμα βρίσκονταν τότε υπό την κυριαρχία των Φατιμιδών, οι οποίοι
είχαν ανακαταλάβει την πόλη από τους Σελτζούκους στις 26 Αυγούστου 1098. Ibn al-Athīr, 1863-
1864.
973
Caffaro, Liberatio Orientis, 44: “Ianuenses vero Guillielmus Embriacus et Primus frater eius,
scilicet qui galeas duas duxerant apud Iopen, et de lignamine earum machina fecerunt, de quibus
civitas Ierusalem capta fuit”. Οι σταυροφόροι δεν διέθεταν δικές τους πολιορκητικές μηχανές, και
όπως μαρτυρούν οι πηγές, όταν αποφάσισαν να χτίσουν μερικές για να προσβάλουν τα τείχη των
Ιεροσολύμων, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την έλλειψη ξυλείας που χαρακτήριζε την περιοχή της
Κεντρικής Παλαιστίνης. Albert d’ Aix, VI, 2, 3: “Omnibus utile visum est consilium machinas et
manginas arietesque fabricari; sed deficiebat materia lignorum, quorum in illis regionibus magna
est penuria”. – Gesta Francorum, 160. – Raimond d’ Aguilers, 297. – Robert le Moine, 863, - Gesta
Dei per Francos, 225-226.
974
Pierre Tudebode, 117. – Gesta Francorum, 162. – Robert le Moine 880. – Baudri de Dol, 110. –
Gesta Dei per Francos, 237. – Albert d’ Aix, VI, 50.

268
Βουιλώνιου και του αρχιεπίσκοπου της Πίζας Δαϊβέρτου (Daiberto), του
μετέπειτα πρώτου Λατίνου πατριάρχη των Ιεροσολύμων, οι οποίες απευθύνονταν
στις αρχές της Γένοβας και με τις οποίες οι αρχηγοί των σταυροφόρων ζητούσαν
την αποστολή ενισχύσεων στην Παλαιστίνη.975 Οι Embriaci έφτασαν στη Γένοβα
την παραμονή των Χριστουγέννων του 1099. Οι επιστολές που έφερναν μαζί
τους, και ακόμη περισσότερο τα λάφυρα και οι διηγήσεις τους, είχαν ως
αποτέλεσμα να ξεχάσουν οι Γενοβέζοι τις έριδές τους και να προχωρήσουν
αμέσως στην ανανέωση της Compagna· μάλιστα η διάρκειά της καθορίστηκε σε
τρία χρόνια, και όχι σε έναν μόνο όπως συνέβαινε μέχρι τότε, ενώ επικεφαλής της
τέθηκαν έξι consules.976 Ο Guglielmo Embriaco εξελέγη αρχιστράτηγος της νέας
εκστρατείας που ξεκίνησε από τη Γένοβα στις πρώτες ημέρες του Αυγούστου του
1100, με 26 γαλέρες και 4 naves.977 Και αυτή τη φορά η κυβέρνηση της πόλης δεν
επενέβη άμεσα στην οργάνωση της εκστρατείας, που οργανώθηκε με την
πρωτοβουλία ιδιωτών, αλλά δεν έλειπε κάποιου είδους επίσημη αναγνώριση από
τη στιγμή που οι πηγές αποδίδουν στον Guglielmo Embriaco τον τίτλο του
“consul exercitus Ianuensium”, παρόλο που οι έξι consules της Compagna
παρέμειναν στη Γένοβα.978
Δεν θα προχωρήσω στην εξιστόρηση των επιχειρήσεων όπου συμμετείχε ο
τρίτος αυτός γενοβέζικος στόλος στη Συρία και στην Παλαιστίνη· τα γεγονότα
είναι γνωστά και η αφήγησή τους θα απαιτούσε μία επέκταση της παρούσας
μελέτης πέρα από τα χρονολογικά και θεματικά όρια που τέθηκαν.979
Θα περιοριστώ λοιπόν σε τρεις σύντομες επισημάνσεις:
1. οι ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις των Γενοβέζων (καθώς και αυτές
των Πιζάνων και των Βενετών) ήταν απαραίτητες για την κατάκτηση των
οχυρωμένων παραθαλάσσιων πόλεων της περιοχής που βρίσκονταν ακόμη
υπό τον έλεγχο των μουσουλμάνων. Ο ρόλος τους στις πολιορκίες και στις

975
Caffaro, Liberatio Orientis, 44-45.
976
Η γενοβέζικη ιστοριογραφία παρέδωσε τα ονόματα των έξι αυτών consules. Αυτοί ήταν οι
Amico Brusco, Mauro di Platealonga, Guido di Rustico di Rizo, Pagano di Volta, Ansaldo di
Brasile, Beneamato di Medolico. Οι έξι ήταν “consules de comuni et de placitis”, ασκούσαν
δηλαδή και την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία στην πόλη. Caffaro, Annales, 11.
977
Caffaro, Annales, 11. – Caffaro, Liberatio Orientis, 45. H navis ήταν ένα εμπορικό πλοίο που
μπορούσε να φτάσει και σε πολύ μεγάλες διαστάσεις. Χρησιμοποιούταν κυρίως για τη μεταφορά
εμπορευμάτων και επιβατών, αλλά σε περίπτωση κινδύνου, μπορούσε να προβάλλει μία
ικανοποιητική άμυνα, χάρη στους υψηλούς πύργους που διέθετε στην πρύμνη και στην πλώρη,
όπου συνήθως τοποθετούνταν οι τοξότες και οι βαλλιστροφόροι για την άμυνα του πλοίου. Bλ. αν.
υπ. 959.
978
Caffaro, Annales, 13. – Jacopo da Varagine, 301, 305-306, ο οποίος γράφει πως ο στόλος
αποτελούνταν από 40 γαλέρες. Για τη διαφορετική στάση των αρχών της Γένοβας το 1100 σε
σχέση με τις δύο προηγούμενες εκστρατείες στην Εγγύς Ανατολή βλ. R. S. Lopez, Colonie, 85-86.
– V. Vitale, Breviario, 22. – T. Ossian De Negri, 224. – G. Benvenuti, Genova, 39.
979
Για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της τρίτης εκστρατείας των Γενοβέζων
στην Εγγύς Ανατολή και στα οποία οι ίδιοι συμμετείχαν, καθώς και για τις επόμενες εκστρατείες
των Ιταλών στην περιοχή μέχρι το 1125 βλ. C. Manfroni, Marina, 146-165. – R. S. Lopez,
Colonie, 85-89. – R. Caddeo, Storia marittima, 277-285. – R. Cessi, Colonie, 30-54.

269
εφόδους αποδείχθηκε καθοριστικός, και όχι απλά επικουρικός.980 Επίσης
οι ναυτικές δυνάμεις των Γενοβέζων και των άλλων Ιταλών ήταν βασικές
για τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και στρατιωτικό υλικό των
σταυροφόρων.981
2. Πριν προβούν σε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση, οι Γενοβέζοι
(καθώς και οι Βενετοί) καθόριζαν εκ των προτέρων με τους αρχηγούς των
σταυροφόρων το μερίδιο από τα κέρδη που θα τους αναλογούσε, αφού
καταληφθεί η κάθε τοποθεσία. Το μερίδιο των Γενοβέζων αποτελούνταν
πάντα από την παραχώρηση μέρους της πόλης που είχε κατακτηθεί (όπως
στην Αντιόχεια, στην Arsuf, στην Άκρα και αργότερα στην Τρίπολη), από
την εγγύηση ελεύθερης χρήσης των κατακτηθέντων λιμανιών και από
φορολογικές και δικαστικές απαλλαγές. Σε καμία περίπτωση οι Γενοβέζοι
δεν ζήτησαν την αποκλειστική κατοχή μίας κατακτηθείσας πόλης.982
3. Είναι αξιόλογο το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των ναυτικών
επιχειρήσεων των Γενοβέζων και, αργότερα, των άλλων Ιταλών, δεν
πραγματοποιήθηκε η παραμικρή ενέργεια εκ μέρους του ναυτικού των
Φατιμιδών ή των Βυζαντινών.
Μέχρι την επόμενη δεκαετία, με την εδραίωση των σταυροφορικών κρατών, οι
Γενοβέζοι θα διέθεταν ασφαλείς και σημαντικές εμπορικές και ναυτικές βάσεις σε
όλα τα σημαντικότερα λιμάνια της Εγγύς Ανατολής, ενώ μέχρι λίγα χρόνια πριν
δεν είχαν καν πρόσβαση στην περιοχή, όπου κυριαρχούσαν, ναυτιλιακά και
εμπορικά, οι Βενετοί και οι Αμαλφιτάνοι.983 Οι Γενοβέζοι μπόρεσαν να εισέλθουν
σε αυτές τις αγορές κυρίως χάρη στην στρατιωτική τους δράση, η οποία βρήκε
στο σταυροφορικό κίνημα την κατάλληλη νομιμοποίηση και ένα ισχυρότατο
ηθικό κίνητρο.

980
Μετά από την Αντιόχεια, την Γιάφα και τα Ιεροσόλυμα οι Γενοβέζοι συμμετείχαν στην
κατάληψη των εξής πόλεων: Arsuf (1101), Καισάρεια (1101), Tartūs (1101), Άκρα (1103), Ğubayl
(1104), Τρίπολη (1109), Ğabala (1109), Βηρυτός (1110). Όλες αυτές οι πόλεις ήταν
παραθαλάσσιες και η κατάκτησή τους έγινε χάρη στις συνδυασμένες ενέργειες του γενοβέζικου
στόλου με τον στρατό των σταυροφόρων. Για αυτές τις επιχειρήσεις βλ. τα έργα που αναφέρονται
στην υπ. 935.
981
Σημαντική είναι η μαρτυρία του Baudri de Dol ο οποίος γράφει: “Οι Βενετοί μαζί με τους
Πιζάνους και τους Γενοβέζους και όλους αυτούς που κατοικούσαν στις ακτές του Ωκεανού και της
Μεσογείου, γέμισαν τη θάλασσα με καράβια φορτωμένα με άνδρες και όπλα και πολιορκητικές
μηχανές και τρόφιμα” (“Venecii quoque et Pisani et Jenuani, et qui vel Oceani vel maris
Mediterranei litus incolebant, navibus onustis armis et hominibus, machinis et victualibus mare
sulcantes operuerunt”), Baudri de Dol, 18.
” Για την εξάρτηση των σταυροφόρων από τους ιταλικούς στόλους βλ. Ch. J. Marshall, The
Crusading Motivation of the Italian City Republics in the Latin West, c. 1094-1104, Rivista di
Bizantinistica 1 (1991), 41-68, κυρίως στις σελίδες 41-42.
982
Για αυτές τις συνθήκες βλ. C. Manfroni, Marina, 146-147. – R. S. Lopez, Colonie, 89 κ. ε. – R.
Cessi, Colonie, 34 κ. ε.
983
C. Manfroni, Marina, 138. – R. Cessi, Colonie, 14-17, 24 κ. ε., 30 κ. ε. – D. Jacoby, Mercanti
genovesi e mercanti veneziani e le loro merci nel Levante crociato, εν Genova, Venezia e il
Levante nei secoli XII-XIV, Venezia 2001, 273-294, στις σελίδες 215-217.

270
Η Πίζα ήταν η άλλη ιταλική πόλη που βρήκε στη σταυροφορία την ευκαιρία να
επεκτείνει τη ζώνη των ναυτιλιακών και εμπορικών της δραστηριοτήτων στην
ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Σε αντίθεση προς την περίπτωση της Γένοβας, οι δυτικές πηγές δεν κάνουν
λόγο για κάποια έκκληση των σταυροφόρων ή της ρωμαϊκής εκκλησίας προς τους
Πιζάνους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή τους στη σταυροφορία.
Σύμφωνα όμως με την Άννα Κομνηνή οι Φράγκοι πριν αναχωρήσουν για τη
Συρία υποσχέθηκαν πολλά στον Δαϊβέρτο, εάν τους βοηθούσε να πετύχουν τους
στόχους τους.984 Το γεγονός ότι μία πιζανική πηγή, τα Gesta Triumphalia per
Pisanos Facta, αρχίζοντας την εξιστόρηση των κατορθωμάτων των Πιζάνων στην
πρώτη σταυροφορία, αναφέρει μαζί με τη χρονολογία more pisano985 και τη
φράση “Ecclesie Romane presidente D. Papa Urbano II”, υποδεικνύει ότι υπήρξε
κάποια παρότρυνση από τον πάπα προς τους Πιζάνους, με τους οποίους άλλωστε
η ρωμαϊκή εκκλησία είχε τότε άριστες σχέσεις.986
Ένας στόλος αποτελούμενος από 120 πλοία αναχώρησε από την Πίζα με
επικεφαλής τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Δαϊβέρτο. Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε
απέπλευσαν τα πλοία· οι πιζανικές πηγές αναφέρουν μόνο το έτος, το 1099 more
pisano (25 Μαρτίου 1098-24 Μαρτίου 1099), αλλά βασιζόμενοι στα μετέπειτα
γεγονότα και στο ότι ο στόλος έφτασε στη Λαοδίκεια της Συρίας κατά τα τέλη
Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου του 1099, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο
απόπλους από την Πίζα έγινε κατά τα τέλη του χειμώνα 1098-1099, ή, το
αργότερο, τον Μάρτιο 1099.987 Πηγαίνοντας προς την Εγγύς Ανατολή
λεηλάτησαν τα νησιά της Λευκάδας και της Κεφαλληνίας επειδή, σύμφωνα με τις
πιζανικές πηγές, “συνήθιζαν να παρεμποδίζουν τα ταξίδια προς τα Ιεροσόλυμα”.988
Οι επιθέσεις των Πιζάνων στη Λευκάδα και την Κεφαλληνία αναφέρονται και

984
Άννα Κομνηνή, XI, 10, 1 (σ. 350): “ejpei; de; ejxercovmenoi pro;~ ta;
JIerosovluma pro;~ katavscesin tw`n povlewn Suriva~ uJpevsconto tw/`
ejpiskovpw/ Pivssh~ iJkanav, eij touvtoi~ sunavrhtai pro;~ to;n
prokeivmenon aujtoi`~ skopovn”.
985
Στην Πίζα ο χρόνος άρχιζε στις 25 Μαρτίου, πέρα από αυτό, όμως, η μέτρηση των ετών είχε
μετατεθεί ένα χρόνο μετά. Το πιζανικό έτος δηλαδή άρχιζε 9 μήνες και 6 ημέρες πριν από το
κανονικό έτος, και μόνο οι ημερομηνίες από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 24 Μαρτίου αναφέρονταν
στο ίδιο έτος και στα δύο ημερολόγια. Έτσι, π. χ., η 25η Απριλίου 1100 more pisano, αντιστοιχεί
στη δική μας 25η Απριλίου 1099, ενώ η 10η Ιανουαρίου 1099 είναι η ίδια ημερομηνία και για τα
δύο ημερολόγια.
986
Bernardo Marangone, Gesta triumphalia, 89. Όπως είδαμε προηγουμένως (παρ. 4.2.) οι πάπες
της Ρώμης είχαν αναθέσει στην εκκλησία της Πίζας την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στην Κορσική
και στη Σαρδηνία. Για τις σχέσεις μεταξύ της Πίζας και της ρωμαϊκής εκκλησίας στις παραμονές
των σταυροφοριών βλ. M. Ronzani, Pisa fra Papato e Impero.
987
Κατά τον Μεσαίωνα τα πλοία σπάνια ταξίδευαν κατά τους χειμωνιάτικους μήνες, μολονότι δεν
λείπουν τα παραδείγματα πλεύσεως κατά τον χειμώνα (βλ. για παράδειγμα στην παράγραφο 4.3.
της παρούσας διατριβής, όπου αναφερθήκαμε στις επιχειρήσεις των Βενετών στη Δαλματία ). Εάν
ληφθούν υπ’ όψη όλα τα χρονολογικά στοιχεία που διαθέτουμε από τις πηγές για την εκστρατεία
των Πιζάνων στην Εγγύς Ανατολή, μπορούμε, κατά τη γνώμη μας, να εντοπίσουμε την πιθανότερη
ημερομηνία αναχώρησης του πιζανικού στόλου ανάμεσα στο τέλος του χειμώνα και την αρχή της
άνοιξης του 1099, άρα κατά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1099.
988
Bernardo Marangone, Gesta triumphalia, 89: “Proficiscendo vero Lucatam et Cefaloniam urbes
fortissimas expugnantes expoliaverunt, quoniam Ierosolimitanum iter impedire consueverant”.

271
από την Άννα Κομνηνή, η οποία μάλιστα γράφει πως αυτές υπήρξαν η αιτία να
διατάξει ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός την κατασκευή ενός ισχυρού
στόλου που θα έπρεπε να καταδιώξει τους Πιζάνους και να διαφυλάξει από
αυτούς τα νησιά και τις ακτές της αυτοκρατορίας.989
Ο πιζανικός στόλος έφτασε στη Συρία τον Σεπτέμβριο του 1099, μετά την
κατάληψη των Ιεροσολύμων από τους σταυροφόρους. Οι Πιζάνοι συμμετείχαν με
τον Βοημούνδο της Αντιόχειας και τον Ραϊμόνδο του Saint Gilles στην κατάκτηση
των παραθαλάσσιων πόλεων της Λαοδίκειας και της Ğabala.990 Το μεγαλύτερο
επίτευγμά τους όμως σημειώθηκε τα Χριστούγεννα του 1099 όταν ο δικός τους
αρχιεπίσκοπος Δαϊβέρτος εξελέγη Λατίνος πατριάρχης των Ιεροσολύμων, στη
θέση του πρώτου πατριάρχη Arnoul de Rohes.991 Το γεγονός ότι ο Arnoul
αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον πατριαρχικό θρόνο στον Δαϊβέρτο δείχνει τη
δύναμη των Πιζάνων στο νεοσύστατο σταυροφορικό Κράτος των Ιεροσολύμων.
Ο Δαϊβέρτος κατάφερε να γίνει πατριάρχης έχοντας την υποστήριξη του
Γοδεφρείδου του Βουιλώνιου και του Βοημούνδου της Αντιόχειας, οι οποίοι
εξαρτιόνταν αμφότεροι από τον πιζανικό στόλο για την εξασφάλιση των οδών
επικοινωνίας και ανεφοδιασμού με την Ευρώπη και για την απαραίτητη
στρατιωτική υποστήριξη στις επιχειρήσεις κατά των παραθαλάσσιων πόλεων της
Συρίας.992 Στις 2 Φεβρουαρίου 1100, ο Γοδεφρείδος ο Βουιλώνιος παραχώρησε

989
Άννα Κομνηνή, ΧΙ, 10, 1-2 (σ. 350). Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή ο νέος βυζαντινός στόλος
συγκρούστηκε με τους Πιζάνους στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο και πέτυχε μία σημαντική νίκη·
κατόπιν της ναυμαχίας αυτής καταδίωξε τα εναπομείναντα πιζανικά πλοία και τα νίκησε πάλι
κοντά στην Κύπρο. Οι πιζανικές πηγές (Bernardo Marangone, Gesta triumphalia. – Bernardo
Marangone, Annales Pisani) δεν λένε τίποτε για αυτές τις ναυμαχίες, ενώ βενετικές πηγές (Mon.
anon. Litt., Historia de translatione) αναφέρουν μία ναυμαχία στη Ρόδο, αλλά λένε πως η
σύγκρουση έγινε τον χειμώνα 1099-1100 μεταξύ Βενετών και Πιζάνων, χωρίς καμία συμμετοχή
του βυζαντινού στόλου, που μάλιστα απουσιάζει εντελώς από τα γεγονότα. Οι περισσότεροι
νεότεροι μελετητές των σταυροφοριών, πλην των Ιταλών, ακολουθούν την αφήγηση της Άννας
Κομνηνής, ωστόσο οι συγκεχυμένες και χωρίς χρονολογικές αναφορές πληροφορίες της Κομνηνής
εγείρουν πολλά ερωτήματα και δημιουργούν πολλούς προβληματισμούς εάν συγκριθούν με τις
αντίστοιχες πληροφορίες των πιζανικών, βενετικών και άλλων δυτικών πηγών. Για όλο αυτό το
θέμα βλ. το δικό μου άρθρο Αντικρουόμενες πληροφορίες από βυζαντινές και βενετικές πηγές για
τη ναυμαχία της Ρόδου (1099 ή 1100), που βρίσκεται σε εκτύπωση για το περιοδικό Βυζαντιακά.
990
Bernardo Marangone, Gesta triumphalia, 89. – Bernardo Marangone, Annales Pisani, 7. –
Foucher de Chartres, 365. – Gesta Franc. expugnantium, 518, 523. – Albert d’Aix, VI, 55.
991
Foucher de Chartres, 366. – Albert d’ Aix, VII, 7, 8. – Historia peregrinantium, 226. – Raoul de
Caen, Gesta Tancredi in expeditione Hierosolymitana, auctore Radulfo Cadomensi, ejus familiare,
Recueil des Historiens des Croisades [Historiens Occidentaux], τ. III, Paris 1866 (ανατύπωση
Farnborough 1967), 587-715, σ. 704. – Guillaume de Tyr, IX, 15. Στην αρχή της εξιστόρησης της
εκστρατείας, οι πιζανικές πηγές αναφέρονται στην εκλογή του Δαϊβέρτου, χωρίς όμως να
διευκρινίσουν πότε και πως έγινε πατριάρχης. Bernardo Marangone, Gesta triumphalia, 89:
“quorum rector et ductor Daibertus Pisanae Urbis Archepiscopus extitit, qui postea Ierosolimis
factus Patriarcha remansit”. – Bernardo Marangone, Annales Pisani, 7: “quorum rector et ductor
Daibertus Pisane urbis archepiscopus extitit, qui postea Ierosolima factus patriarcha remansit”. Ο
Arnoul de Rohes είχε εκλεγεί την 1η Αυγούστου 1099, από τους αρχηγούς των σταυροφόρων,
παρά την αντίθετη γνώμη μερικών από αυτούς (“contradicentibus bonis”). Guillaume de Tyr, IX,
4. – Tudebode, 111. – Gesta Francorum, 161. – Raimond d’Aguilers, 302. – Foucher de Chartres,
361. – Robert le Moine, 870. – Baudri de Dol, 105. – Gesta Dei per Francos, 233. – Albert d’ Aix,
VI, 39.
992
B. Hamilton, Latin Church, 53.

272
στην εκκλησία του Παναγίου Τάφου, άρα στον Δαϊβέρτο, άρα στους Πιζάνους,
ένα τέταρτο του λιμανιού και της πόλης της Γιάφας.993
Η παραμονή τόσου μεγάλου στόλου και τόσων ανδρών μακριά από την
πατρίδα, ήταν ένα δυσβάσταχτο βάρος για την Πίζα. Μέρος του στόλου είχε ήδη
πάρει τον δρόμο της επιστροφής μετά τις πρώτες επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία
(φθινόπωρο 1099), όπως συμπεραίνουμε από τη σύγκρουση που έγινε στη Ρόδο
μεταξύ του βενετικού στόλου που εκεί διαχείμαζε και μία μοίρα πενήντα
πιζανικών πλοίων τον χειμώνα 1099-1100.994 Ο υπόλοιπος στόλος των Πιζάνων
παρέμεινε στην Παλαιστίνη για όλο τον χειμώνα 1099-1100 και μάλιστα οι
Πιζάνοι βοήθησαν τον Γοδεφρείδο τον Βουιλώνιο στην ανοικοδόμηση της πόλης
Γιάφας που είχε καταστραφεί από τις στρατιωτικές συγκρούσεις και
εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της.995 Ο πιζανικός στόλος αναχώρησε τελικά
για την Ιταλία τον Απρίλιο του 1100.996 Για τα επόμενα χρόνια οι Πιζάνοι δεν
οργάνωσαν άλλες εκστρατείες στην Εγγύς Ανατολή, γεγονός που αποδυνάμωσε
σημαντικά τις θέσεις τους στην περιοχή καθώς και αυτή του ίδιου του πατριάρχη
Δαϊβέρτου.997
Η στάση των Βενετών απέναντι στη σταυροφορία διέφερε κατά πολύ από αυτή
των Γενοβέζων και των Πιζάνων. Στη Βενετία η προκήρυξη της σταυροφορίας
από τον πάπα Ουρβανό Β΄ έγινε δεχτή με αδιαφορία, ενώ η συγκρότηση των
πρώτων σταυροφορικών στρατευμάτων και η αναχώρηση τους για την Εγγύς
Ανατολή παρακολουθούνταν από τις βενετικές αρχές με αυξανόμενη ανησυχία.
Στην Πίζα και τη Γένοβα η συμμετοχή στη σταυροφορία θεωρείτο εθνικός
άθλος και οι ιστορικοί των πόλεων αυτών έγραψαν δύο ξεχωριστά έργα για να
τιμήσουν τα κατορθώματα των συμπολιτών τους στην Εγγύς Ανατολή: τα Gesta
triumphalia per Pisanos facta στην Πίζα και το De liberatione civitatum orientis
liber στη Γένοβα, ενώ για τη συμμετοχή των Βενετών στην πρώτη σταυροφορία
έχουμε μόνο μία αγιολογική πηγή, την Historia de translatione Sancti Nicolai,
κύριο θέμα της οποίας δεν είναι η σταυροφορία, αλλά η ανακάλυψη, η ανακομιδή
και η μεταφορά στη Βενετία των υποτιθέμενων λειψάνων του Αγίου Νικολάου
του θαυματουργού, από τους Βενετούς σταυροφόρους το 1100. Κάποιες σύντομες

993
Guillaume de Tyr, IX, 16, X, 4. Αυτή στη Γιάφα ήταν η πρώτη εγκατάσταση αυτόνομων
παροικών των Πιζάνων στην Εγγύς Ανατολή. Βλ. R. Cessi, Colonie, 34.
994
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 257-259.
995
Bernardo Marangone, Gesta triumphalia, 89: “ibique Pisani morantes per aliquantum temporis,
et Jopem urbem rehedificantes ad propria regressi sunt”. Η ανοικοδόμηση της Γιάφας μαρτυρείται
και από τον Albert d’Aix (VII, 12). Η περίπτωση της Γιάφας επιβεβαιώνει πως οι Ιταλοί ναύτες,
πέρα από τις ναυτικές ικανότητές τους, ήταν επίσης καλοί μάστορες στην ξυλουργική και στην
τοιχοδομία. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι αρχηγοί των σταυροφόρων ζήτησαν τη βοήθεια των
Γενοβέζων ναυτών για την οικοδόμηση ενός οχυρού κοντά στην Αντιόχεια.
996
Epistola Dagoberti, patriarchae Hierosolymitani, ad omnes Theutonicae regionis catholicos,
εκδ. κόμη Riant εν Comptes rendus des séances de l’Academie des Inscriptions, τ. 12 (1884), σ.
211. Το ίδιο έτος 1100 μία πυρκαγιά έκαψε μεγάλο μέρος της πόλης της Πίζας, γεγονός που
σίγουρα δεν κατέστησε εύκολο για τους Πιζάνους να διατηρούν μεγάλες ναυτικές δυνάμεις μακριά
από την πόλη τους και πιθανώς εμπόδιζε την ομαλή οικονομική και κοινωνική ζωή στην πόλη.
Bernardo Marangone, Annales Pisani, 7.
997
B. Hamilton, Latin Church, 54 κ. ε.

273
αναφορές βρίσκονται και σε δύο έργα του 14ου αιώνα: την Venetiarum historia και
την Chronica per extensa descripta του Andrea Dandolo,998 ενώ ένα άλλο έργο
του 12ου αιώνα, οι Annales Venetici breves, αφιερώνει στην εκστρατεία των
Βενετών για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους απίστους μόνο μία
λακωνική φράση: “Anno Domini millesimo nonagesimo nono indictione septima
mense Iulio Venetici exierunt cum navigium ad sepulchrum Christi”.999
Η βενετική κυβέρνηση δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να πάρει μέρος σε ένα
εγχείρημα, τα οφέλη του οποίου φάνταζαν αβέβαια, ενώ οι κίνδυνοι και τα ρίσκα
ήταν σίγουρα πολλά. Ωστόσο οι επιτυχίες των πρώτων εκστρατειών των
Γενοβέζων και η επικείμενη επέμβαση των Πιζάνων στην Εγγύς Ανατολή,
έπεισαν τους Βενετούς πως η απουσία τους από τα γεγονότα θα υπονόμευε τις
εμπορικές θέσεις τους στην περιοχή, προς όφελος των νέων φιλόδοξων
ανταγωνιστών τους.1000
Αποφασίστηκε έτσι η οργάνωση μίας βενετικής εκστρατείας στην Εγγύς
Ανατολή. Ένας ισχυρός στόλος περίπου 200 πλοίων αναχώρησε από τη Βενετία
τον Ιούλιο του 1099 και, μετά από μία στάση στη Ζάρα, έφτασε στη Ρόδο, στις 28
Οκτωβρίου του ίδιου έτους (την ημέρα των Αγίων Αποστόλων Συμεών και
Ιούδα).1001 Εξαιτίας του χειμώνα που πλησίαζε οι Βενετοί αποφάσισαν να
διαχειμάσουν στο λιμάνι της Ρόδου που προσέφερε ασφάλεια και ήταν σχετικά
κοντά στη Συρία, επιτρέποντάς τους έτσι να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην
περιοχή, επικοινωνώντας μέσω πρέσβεων και με επιστολές με τους αρχηγούς των
σταυροφόρων στη Συρία.1002 Πιθανώς οι Βενετοί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι η
σταυροφορία δεν θα κατέληγε σε καταστροφή, πριν εμπλακούν σε μία επιχείρηση
που θα μπορούσε να διαταράξει τις παραδοσιακά καλές σχέσεις τους με τον
ισλαμικό κόσμο.1003

998
Andrea Dandolo, 221-223. – Venetiarum historia, 86-87. Και στις δύο πηγές το μεγαλύτερο
μέρος της αφήγησης των γεγονότων της εκστρατείας είναι αφιερωμένο στην ανακάλυψη και στην
ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νικολάου και στη ναυμαχία με τους Πιζάνους, ενώ οι
πληροφορίες για τη δράση του στόλου στην Παλαιστίνη είναι πολύ σύντομες.
999
Annales Venetici breves, 88.
1000
R. Cessi, Venezia ducale, 169-171, 173-174. – S. Runciman, Intervento, 3-11. - D. Nicol,
Venezia e Bisanzio, 99-100. - G. Cracco, Medioevo, 36.
1001
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 256, 259· στη σελίδα 269 αναφέρεται ο αριθμός των
πλοίων: “Ersnt enim fere naves ducentae”. Μία βενετική πηγή του 16ου αιώνα, η Vita dei Dogi του
Marin Sanudo, λέει πως ο βενετικός στόλος που πήγε στην Παλαιστίνη αποτελούνταν από 206
πλοία και διευκρινίζει ότι 80 ήταν γαλέρες, 72 ήταν naves και 55 ήταν tarete (μικρά φορτηγά
πλοία). Marin Sanudo, La vita dei Dogi, εκδ. G. Monticolo, Città di Castello 1900, 161: “la qual
armada fo di velle 207, zoè galìe 80, nave 72, tarete 55”. Άγνωστο ποια είναι η πηγή του Marin
Sanudo, που συνήθως αντλεί τις πληροφορίες του από την προγενέστερη βενετική ιστοριογραφία
και από επίσημα έγγραφα, για τη σύνθεση του βενετικού στόλου. Βέβαιο είναι πως δύσκολα θα
μπορούσε ολόκληρος ο στόλος να αποτελείται από πολεμικά πλοία, ενώ ο αριθμός των 80
πολεμικών πλοίων δείχνει λογικός για τα δεδομένα των στόλων των ιταλικών πόλεων εκείνη την
εποχή. Η ημερομηνία αναχώρησης του στόλου από την Βενετία δίνεται από τους Annales Venetici
breves, 88.
1002
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 256-257.
1003
Κατά τη γνώμη μου, η εξαιρετικά προσεκτική πορεία των Βενετών προς την Εγγύς Ανατολή
πρέπει να αποδίδεται περισσότερο στην καιροσκοπική στάση των βενετικών αρχών, παρά στις
όποιες οργανωτικές, κλιματικές και στρατιωτικές δυσκολίες.

274
Κατά τη διάρκεια της παραμονής των Βενετών στη Ρόδο διαδραματίστηκε η
ναυμαχία με μία μοίρα του πιζανικού στόλου στην όποια αναφερθήκαμε
προηγουμένως. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία της Historia de Translatione
κατά την οποία, πριν από τη ναυμαχία οι Βενετοί, “συνετοί και φιλήσυχοι”
έστειλαν κάποιους από τους δικούς τους να πείσουν τους Πιζάνους να μην
προκαλέσουν επεισόδια και να “σταματήσουν τις καταστροφές και τις ωμότητες
που διέπρατταν ενάντια στους Βυζαντινούς και τους Βενετούς” (“ut a damnis et
opprobriis, que Grecis et Veneticis inferebant, cessarent”).1004 Πιθανώς εδώ
αναφέρεται στις λεηλασίες των Πιζάνων στα Επτάνησα, αλλά οι Βυζαντινοί και
Βενετοί εμφανίζονται μαζί ως θύματα των Πιζάνων. Σε αυτό το σημείο, όπως και
σε άλλα της Historia de Translatione, οι Πιζάνοι, αλλά και άλλοι Ιταλοί (όπως οι
ναύτες από το Μπάρι) απεικονίζονται ως ενοχλητικοί, αλαζονικοί και βίαιοι
παρείσακτοι που ήρθαν να ταράξουν και να δημιουργήσουν προβλήματα στους
Βυζαντινούς και στους Βενετούς – και στους μουσουλμάνους – οι οποίοι ήθελαν
μόνο να ασχολούνται ειρηνικά με τις καθιερωμένες τους δραστηριότητες.1005
Στη ναυμαχία οι Βενετοί νίκησαν με σχετική ευκολία και μόλις 22 από τα 50
πλοία των Πιζάνων κατάφεραν να διαφύγουν εκμεταλλευόμενα το σκοτάδι που
είχε πέσει, ενώ τα υπόλοιπα αιχμαλωτίστηκαν μαζί με 4.000 Πιζάνων.1006 Η
ναυμαχία αυτή έμελλε να παραμείνει η σημαντικότερη στρατιωτική ενέργεια των
Βενετών καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας τους στην Εγγύς Ανατολή.1007
Ο βενετικός στόλος παρέμεινε στη Ρόδο μέχρι τις 27 Μαΐου 1100, όταν
απέπλευσε για τη Λυκία, όπου έλαβε χώρα το επεισόδιο της ανακάλυψης των
λειψάνων του Αγίου Νικολάου.1008
Τελικά, τον Ιούνιο του 1100 ο στόλος έφτασε στην Παλαιστίνη, στο λιμάνι της
Γιάφας.1009 Στην Παλαιστίνη οι Βενετοί συμμετείχαν μαζί με τους σταυροφόρους
στην ανεπιτυχή πολιορκία της Άκρας και στην κατάληψη της μικρής πόλης Χάιφα
(Ιούνιος-Αύγουστος 1100).1010 Αρχικά οι Βενετοί είχαν συμφωνήσει με τον
Γοδεφρείδο τον Βουιλώνιο ότι σε αντάλλαγμα της κατάκτησης της συριακής
ακτής από την Τρίπολη μέχρι την Άκρα, κατάκτηση που οι Βενετοί θα
πραγματοποιούσαν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις και χωρίς τη συμβολή των
σταυροφόρων, θα τους παραχωρούνταν ένα τρίτο της κάθε κατακτηθείσας πόλης
και ολόκληρη η Τρίπολη· επίσης, οι Βενετοί θα απαλλάσσονταν από κάθε φόρο
και από τον ius naufragii. Οι Βενετοί όμως όρισαν πως η συνθήκη θα ίσχυε από
τις 24 Ιουνίου μέχρι τις 15 Αυγούστου 1100, περίοδος που φαίνεται εξαιρετικά

1004
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 258.
1005
Οι Πιζάνοι δεν φαίνεται να απολάμβαναν καλή φήμη ούτε στους Βυζαντινούς. Η Άννα
Κομνηνή όταν αφηγείται τις συγκρούσεις μεταξύ του στόλου των Πιζάνων και του βυζαντινού
αποκαλεί τρεις φορές τους Πιζάνους “βαρβάρους”. Άννα Κομνηνή, 351, 352.
1006
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 258.
1007
Πρόκειται για την πρώτη ναυτική σύγκρουση των Βενετών με μία άλλη ιταλική θαλάσσια
δύναμη και έλαβε χώρα σε ελληνικά ύδατα.
1008
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 260-271.
1009
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 271.
1010
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 275-278.

275
σύντομη για την κατάκτηση τόσων πόλεων.1011 Τελικά τα μεγαλεπήβολα σχέδια
των συμμάχων εγκαταλείφθηκαν και οι επιχειρήσεις περιορίστηκαν στις επιθέσεις
στην Άκρα και στη Χάιφα. Οι Βενετοί απέκτησαν μόνο το ένα τρίτο της
ασήμαντης Χάιφας και αναχώρησαν για την Ιταλία. Ο στόλος επέστρεψε στη
Βενετία στις 6 Δεκεμβρίου 1100, ημέρα της γιορτής του Αγίου Νικολάου.1012
Οι προϋποθέσεις, τα συμβάντα και τα αποτελέσματα της βενετικής εκστρατείας
στην Εγγύς Ανατολής, αφήνουν την αίσθηση πως κύριο μέλημα των Βενετών δεν
ήταν τόσο η συμμετοχή στην κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης, όσο η
επιβεβαίωση της παραδοσιακής παρουσίας τους στην περιοχή και η αναχαίτιση
της δράσης των Γενοβέζων και των Πιζάνων, οι οποίοι επέκτειναν επικίνδυνα την
πολιτική και οικονομική επιρροή τους στα νεοδημιουργηθέντα σταυροφορικά
κράτη. Από την άλλη, φαίνεται πως οι Βενετοί είχαν λογαριάσει καλά πόσο
έπρεπε να εμπλακούν και ως πού να προχωρήσουν. Η απώλεια της μικρής Χάιφας
δεν ήταν τόσο σοβαρή για τους Φατιμίδες και δεν σημειώθηκαν αντίποινα εις
βάρος των Βενετών στην Αίγυπτο.1013
Άφησα τελευταίο το Αμάλφι, την πόλη που πρώτη ανέπτυξε σπουδαίες και
κερδοφόρες εμπορικές δραστηριότητες με τους μουσουλμάνους στην Εγγύς
Ανατολή. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το Αμάλφι δεν συμμετείχε καθόλου στην
πρώτη σταυροφορία, ούτε στις επόμενες. Πιστοί στην δική τους παράδοση
ειρηνικών σχέσεων με τους μουσουλμάνους, οι Αμαλφιτάνοι, όπως και οι
Βενετοί, δεν είχαν κανένα συμφέρον και κανένα κίνητρο να εμπλακούν σε έναν
πανευρωπαϊκό πόλεμο κατά του Ισλάμ, έναν πόλεμο που μπορούσε να
καταστρέψει την θέση που με τόση επιμονή και επιδεξιότητα είχαν κτίσει στην
ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Σε αντίθεση με τους Βενετούς όμως οι
Αμαλφιτάνοι δεν μπόρεσαν να επέμβουν, όταν πια φάνηκε πως η ουδετερότητα
ήταν μόνο προς όφελος των Γενοβέζων και των Πιζάνων. Η πόλη βρισκόταν τότε
υπό την απειλή των Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας που απέβλεπαν στην
καθοριστική καθυπόταξη και ενσωμάτωσή της στο Νορμανδικό Βασίλειο και
αγωνιζόταν απελπισμένα, κατά υπέρτερων δυνάμεων, για την ίδια την σωτηρία
της. Μάλιστα, η σταυροφορία στάθηκε η αίτια να αποσυρθεί μεγάλο μέρος των
νορμανδικών στρατευμάτων που την πολιορκούσαν και έτσι το Αμάλφι μπόρεσε
να παρατείνει για τρία χρόνια την ανεξαρτησία του.1014
Η προσάρτηση του Αμάλφι στο Νορμανδικό Βασίλειο και η εγκατάσταση των
Πιζάνων και των Γενοβέζων στην Εγγύς Ανατολή προκάλεσαν την παρακμή και
μακροπρόθεσμα την εξαφάνιση των εμπορικών παροικιών των Αμαλφιτανών

1011
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 272, 274. Τότε όλες οι πόλεις της συριακής ακτής
από την Τρίπολη μέχρι την Άκρα ανήκαν ακόμη στους μουσουλμάνους.
1012
Mon. anon. Litt., Historia de translatione, 278. Η σύμπτωση δεν φαίνεται καθόλου τυχαία και
οφείλεται βέβαια στην ιδιαίτερη φύση της εν λόγω πηγής.
1013
S. Runciman, Intervento, 12.
1014
Βλ. αν., στις σελίδες 209-210.

276
στην περιοχή και μία δραματική μείωση εν γένει των εμπορικών δραστηριοτήτων
τους στην Ανατολική Μεσόγειο.1015

6.4. Από Ρωμαίοι, Φράγκοι. Η ονομασία των Ιταλών στους μουσουλμάνους


ιστορικούς και γεωγράφους.

Η εξέλιξη της παρουσίας και του ρόλου των Ιταλών στην οικονομική και
πολιτική ζωή της Μεσογείου και η διαφοροποίησή τους από τον μεσογειακό
κόσμο του πρώιμου Μεσαίωνα αντικατοπτρίζονται στα διάφορα ονόματα τα
οποία οι μουσουλμάνοι ιστορικοί και γεωγράφοι χρησιμοποιούν όταν
αναφέρονται στους Ιταλούς.
Κατ’ αρχάς πρέπει να αναφερθεί πως οι Άραβες ονόμαζαν τη Μεσόγειο
“Θάλασσα των Ρουμ” (Bahr ar-Rūm), δηλαδή των Ρωμαίων, και τέτοια ονομασία
παρέμεινε σε χρήση για όλη την κλασσική περίοδο της ισλαμικής ιστορίας και
πέρα. Μόνο από τον 16ο αιώνα οι Άραβες άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο
“Λευκή Θάλασσα” (Bahr al-Abyad), υιοθετώντας, μεταφρασμένο στα αραβικά,
τον τουρκικό Aq Deniz.1016
Μέχρι την εποχή των σταυροφοριών όλοι οι Ιταλοί, καθώς και οι υπόλοιποι
λαοί της Νότιας Ευρώπης, συμπεριλαμβάνονταν από τους μουσουλμάνους
συγγραφείς στον όρο “Rūm” και όχι στο “Ifranğ” (Φράγκοι), με τον οποίο
χαρακτηρίζονταν οι λαοί της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης.1017
Με την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ιταλίας και ισλαμικών
χωρών, οι κάτοικοι των διαφόρων ιταλικών πόλεων άρχισαν να αποκαλούνται στα
έργα των μουσουλμάνων συγγραφέων με το δικό τους εθνικό επίθετο. Η πρώτη
μαρτυρία συναντάται στον Yahya al-Antākī (980-1066). Ο al-Antākī και ένας
άλλος Άραβας ιστορικός, ο al-Musabbihī (977-1030), αναφέρουν τις ταραχές που
ξέσπασαν στο Κάιρο το 996, κατά τη διάρκεια των οποίων λεηλατήθηκαν μαγαζιά
και αποθήκες Αμαλφιτανών εμπόρων,1018 όμως, ενώ ο al-Musabbihī αποκαλεί
τους εμπόρους “Ρωμαίους” (Rūm), ο al-Antākī χρησιμοποιεί την ονομασία
“Αμαλφιτάνοι Ρωμαίοι” (ar-Rūm al-Malāfita / ‫)اﻟﺮوم اﻟﻤﻼﻓﻄﺔ‬, γεγονός που
αποδεικνύει ότι οι Αμαλφιτάνοι ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους “Rūm”,
προνόμιο που απολάμβαναν λίγοι λαοί της Ευρώπης στην ισλαμική γραμματεία
της κλασικής περιόδου. Ένας άλλος λαός της Ευρώπης που ήταν γνωστός στους

1015
E. Pontieri, Crisi, 38-39. - G. Imperato, Amalfi, 127-130, 147-148, 153 κ. ε. – Vera von
Falkenhausen, Amalfi, 30 κ. ε.
1016
Βλ. το λήμμα “Bahr al-Rūm” (D. M. Dunlop), E.I.2, όπου και οι σχετικές πηγές.
1017
Ibn Hawqal, Kitāb al-Masālik, εν M. Amari, Biblioteca Arabo-Sicula, τ. III, Torino-Roma
1880, 23-24. – M. Marín, Rūm” in the Works of Three Spanish Muslim Geographers, GA III
(1984), 109-117. – Λήμματα “al-Ifrandj” (B. Lewis-J. F. Hopkins) και “Rūm” (N. El Cheikh-C. E.
Bosworth), E.I.2.
1018
Αl-Antākī, II, 447-448. – Al-Musabbihī στον Maqrīzī, Khitat, II, 195-196. Για τα γεγονότα
αυτά βλ. αν., στις σελίδες 179-180.

277
μουσουλμάνους με δική του ονομασία ήταν οι Βενετοί (al-Banādiqa, εν. Bandikī
ή Bundikī, από το ελληνικό “βενετικός”). Μάλιστα ο Σικελός γεωγράφος al-Idrīsī
(12ος αι.) στο έργο του Kitāb nuzhat al-muštāq fī-’khtrāq al-āfāq αποκαλεί την
Αδριατική Θάλασσα “Κόλπο των Βενετών” (Ğūn al-Banādiqa / ‫)ﺟﻮن اﻟﺒﻨﺎدﻗﺔ‬1019 και
αφιερώνει μία ολόκληρη παράγραφο στην περιοχή της Βορειανατολικής Ιταλίας,
την οποία χαρακτηρίζει ως “χώρα των Βενετών” (bilād al-Banādiqiyyīn/al-
Banādiqa / ‫ﺑﻼد اﻟﺒﻨﺎدﻗﺔ‬/‫ )ﺑﻼد اﻟﺒﻨﺎدﻗﻴﻴﻦ‬ή ως “βασίλειο των Βενετών” (mamlaka al-
Banādiqiyyīn / ‫)ﻣﻤﻠﻜﺔ ﻟﺒﻨﺎدﻗﻴﻴﻦ‬.1020
Αργότερα, στην προνομιούχο αυτή ομάδα προστέθηκαν οι Γενοβέζοι και οι
Πιζάνοι. Σε ένα έγγραφο της γραμματείας των Φατιμιδών που συνάχθηκε επί της
βασιλείας του χαλίφη al-Āmir (1101-1130) αναφέρεται η άφιξη στην Αίγυπτο
κάποιων Ρωμαίων (Rūm) εμπόρων, με ένα φορτίο ξυλείας. Παρακάτω
διευκρινίζονται τα ονόματα των εμπόρων αυτών: επρόκειτο για τον Grasso, γιο
του Leone, τον Αμαλφιτάνο (al-Malfitanī / ‫ )اﻟﻤﻠﻔﻄﺎﻧﻲ‬και για τον Bono Saniūn (sic),
τον Γενοβέζο (al-Ğanwī / ‫)اﻟﺠﻨﻮي‬.1021 Ο Idrīsī πάλι, αναφερόμενος στην Πίζα,
γράφει πως “είναι από τις σημαντικότερες πόλεις της χώρας των Ρωμαίων” (wa
madīna Bīš min qawā‘id bilād ar-Rūm / ‫)وﻣﺪﻳﻨﺔ ﺑﻴﺶ ﻣﻦ ﻗﻮاﻋﺪ ﺑﻼد اﻟﺮوم‬.1022
Ωστόσο στα έργα των μεταγενέστερων Αράβων ιστορικών, οι οποίοι έγραψαν
κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την φραγκική κατοχή της Συρίας και της
Παλαιστίνης, οι Ιταλοί χαρακτηρίζονται ως “Φράγκοι” (Ifranğ / ‫ )إﻓﺮﻧﺞ‬και όχι πια
ως Ρωμαίοι.
Ο Ibn al-Athīr (1160-1233), εξιστορώντας την κατάκτηση της al-Mahdiyya από
τους Γενοβέζους και τους Πιζάνους (1087), γράφει ότι: “οι Ρωμαίοι κατέκτησαν
τη Mahdiyya και τη Zuwaila και μαζί τους συμμετείχαν στην εκστρατεία οι Πιζάνοι
και οι Γενοβέζοι που είναι Φράγκοι”.1023 Εμείς γνωρίζουμε πως η επιχείρηση κατά
της al-Mahdiyya πραγματοποιήθηκε από τους ενωμένους στόλους της Πίζας και
της Γένοβας, με τη μικρή συμβολή, ιδιωτικού χαρακτήρα, του πλούσιου
Αμαλφιτάνου εμπόρου και εφοπλιστή Pantaleo. Γιατί τότε ο Ibn al-Athīr
παρουσιάζει την κατάληψη της πόλης αυτής ως έργο κάποιων αδιευκρίνιστων
Ρωμαίων, έργο στο οποίο συμμετείχαν και οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι; Ο
Χαλεπίτης ιστορικός έγραψε το έργο του όταν πια οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι
θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους Φράγκοι και ένιωσε την ανάγκη να
προσθέσει την παραπάνω διευκρίνιση και να συμπληρώσει έτσι την πληροφορία
για την άλωση της al-Mahdiyya που είχε αντλήσει από προγενέστερες πηγές. Γι’
αυτόν, καθώς και για τους αναγνώστες του, οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι δεν ήταν

1019
Al-Idrīsī, 748.
1020
Al-Idrīsī, 747, 748.
1021
S. Stern, An Original Document from Fātimid Chancery concerning Italian Merchants, Studi
orientalistici in onore di Giorgio Levi Della Vida, Pubblicazioni dell’ Istituto per l’ Oriente 52,
Roma 1956 [= V. S. Stern, Coins and Documents from Medieval Middle East, VR, London 1986],
σελ. 532.
1022
Al-Idrīsī, 750.
1023
Ibn al-Athīr, 1828.

278
πια Ρωμαίοι, άρα, αφού η πόλη κατακτήθηκε από Ρωμαίους όπως έλεγαν οι
παλιότεροι ιστορικοί, αυτό σήμαινε πως οι Πιζάνοι και οι Γενοβέζοι “που είναι
Φράγκοι” και αναφέρονταν στις ίδιες προγενέστερες πηγές, έπρεπε κάπως να
συμμετείχαν στην άλωση της al-Mahdiyya.
Ο Abū Šāma (1203-1268) που έγραψε λίγες δεκαετίες μετά τον Ibn al-Athīr,
είναι πιο ξεκάθαρος και συγκαταλέγει τους Βενετούς (al-Banādiqa /‫) اﻟﺒﻨﺎدﻗﺔ‬, τους
Πιζάνους (al-Bāšana / ‫ )اﻟﺒﺎﺷﻨﺔ‬και τους Γενοβέζους (al-Ğanwiyya / ‫ )اﻟﺠﻨﻮﻳﺔ‬στους
Φράγκους που επιτίθονταν στις ισλαμικές χώρες την εποχή των
σταυροφοριών.1024
Έτσι, μέσα από τα μάτια των μουσουλμάνων ιστορικών και γεωγράφων οι
κάτοικοι των ιταλικών πόλεων μετατράπηκαν σταδιακά από “Ρωμαίους” σε
“Φράγκους”, ενώ είχαν ήδη αρχίσει να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους
Ευρωπαίους στην αραβική γραμματεία (όπως και στη βυζαντινή), όπου, όλο και
συχνότερα, συναντιόνταν τα ονόματά τους, και τα ονόματα των πόλεών τους.1025
Το Αμάλφι, η Βενετία, η Πίζα και η Γένοβα δρούσαν αυτόνομα από τις μεγάλες
κρατικές οντότητες της εποχής και η πολιτική, καθώς και η εν γένει στάση τους
απέναντι στους μουσουλμάνους, διεπόταν από το οικονομικό συμφέρον και όχι
από οικουμενικές ιδεολογίες, θρησκευτικό μένος ή αυτοκρατορικές νοσταλγίες.

1024
Abū Šāma, 263.
1025
Μόνο ως παράδειγμα, υπενθυμίζουμε ότι η Άννα Κομνηνή όταν αναφέρεται στους
Δυτικοευρωπαίους τους αποκαλεί με τους πολύ γενικούς όρους “Κέλτες”, “Φράγγοι” και
“Λατίνοι”, ενώ όταν αναφέρεται στις ιταλικές θαλάσσιες δυνάμεις χρησιμοποιεί τις συγκεκριμένες
ονομασίες “ِΑμάλφη/Αμαλφηνός” “Βενετία/Βενετίκος” “Πίσσα/Πισσαίος” “Γένουα/Γενούσιος”.

279
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του 10ου και 11ου αιώνα
δημιούργησαν μία εντελώς καινούρια κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή, θέτοντας
τέρμα στον παραδοσιακό ρόλο του Βυζαντίου και των αραβοϊσλαμικών κρατών
στην περιοχή.
Αυτές οι αλλαγές προηγήθηκαν της πρώτης σταυροφορίας, αν και η δυτική
εισβολή στην ισλαμική Εγγύς Ανατολή συνεισέφερε στην παγίωσή τους,
αποτρέποντας την επάνοδο των Βυζαντινών στην περιοχή, ενώ στα ίδια τα
ισλαμικά κράτη το αραβικό στοιχείο είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί απέναντι στο
τουρκικό όσον αφορά την πολιτική ηγεσία.
Οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Φατιμιδών για πάνω από έναν αιώνα
επικεντρώθηκαν στις δύο πόλεις της Αντιόχειας και του Χαλεπιού. Οι ρόλοι των
δύο πόλεων ήταν ωστόσο διαφορετικής φύσεως: η Αντιόχεια ήταν το προπύργιο
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Εγγύς Ανατολή, η προκεχωρημένη της
βάση, απ’ όπου οι Βυζαντινοί ήλεγχαν τις εξελίξεις στην περιοχή και απ’ όπου
ξεκινούσαν όλες οι στρατιωτικές τους ενέργειες. Η Αντιόχεια δεν λειτούργησε
ποτέ ως αυτόνομη πολιτική οντότητα και οι κάτοικοί της δεν ανέλαβαν ποτέ
αυτόνομη πολιτική δράση, με εξαίρεση κάποια μεμονωμένη και πρόσκαιρη
εκδήλωση δυσαρέσκειας απέναντι στις βυζαντινές αρχές. Δεν μπορεί ωστόσο να
γίνει λόγος για έκφραση πολιτικής βούλησης από τον λαό ή για καθοριστικό του
ρόλο στην πολιτική ζωή της πόλης. Αντίθετα στο Χαλέπι ο λαός, και πιο
συγκεκριμένα οι προεστοί και τα μέλη της πολιτοφυλακής (ahdāth) κατάφεραν
πολλές φορές να ανατρέψούν διοικητές και κυβερνήτες και να φέρουν στη θέση
τους έναν άνδρα της αρεσκείας τους. Το Εμιράτο του Χαλεπιού αποτελεί ένα
πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα μικρομεσαίου κράτους που, τοποθετημένο ανάμεσα
σε δύο κατά πολύ μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες, παίζει τον ρόλο ουδέτερης
ζώνης, αμφιταλαντευόμενο μεταξύ των δύο ισχυρών γειτόνων του. Το Εμιράτο
του Χαλεπιού αποδείχθηκε για περίπου μισό αιώνα ένας πιστός σύμμαχος-
υποτελής των Βυζαντινών και το τέλος των Χαμδανιδών και η αντικατάστασή
τους από τους Μιρδασίδες αποδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό τη θέση των
Βυζαντινών στην Βόρεια Συρία.
Η αποδυνάμωση των Βυζαντινών στην περιοχή δεν συνέπεσε ωστόσο με την
ενίσχυση των Φατιμιδών, δεδομένων των μεγάλων δυσκολιών που αυτοί
αντιμετώπιζαν στην επιβολή ουσιαστικού και μόνιμου ελέγχου στη Συρία.
Αναφέρθηκα διεξοδικά στην παρούσα μελέτη στις αλλεπάλληλες προσπάθειες
των χαλίφηδων του Καΐρου να καθυποτάξουν τις διάφορες και ποικίλες πολιτικές
δυνάμεις της Συρίας (πόλεις, αραβικές φυλές, ατίθασους στρατιωτικούς, κ.τ.λ.)

280
και τονίστηκε πολλές φορές η χαρακτηριστική “ρευστότητα” της όλης συριακής
πολιτικής κατάστασης .
Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει κανείς να βλέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ
Βυζαντινών και Φατιμιδών στην Εγγύς Ανατολή: από την μία πλευρά ήταν ο
κρατικός μηχανισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που λειτούργησε
αποτελεσματικά μέχρι την άλωση της Αντιόχειας, τουλάχιστον όσον αφορά τη
διατήρηση του νοτίου συνόρου και την άμυνα του από ενδεχόμενες απειλές από
τη Συρία· από την άλλη ήταν η κατά πολύ πιο εύθραυστη και ασταθής κυριαρχία
του Κράτους των Φατιμιδών στη Συρία, μία κυριαρχία που αποδείχθηκε
ουσιαστική μόνο για τις παραθαλάσσιες πόλεις και από τη δεκαετία του 1060 ούτε
γι’ αυτές. Στην πραγματικότητα οι Βυζαντινοί δεν βρίσκονταν αντιμέτωποι στη
Συρία με τους “Άραβες” ή με τους “Φατιμίδες”, όπως συνήθως λέγεται και
γράφεται, αλλά με πολλές και διαφορετικές πολιτικές οντότητες (πόλεις,
αυτόνομους εμίρηδες, αραβικές φυλές, πρώην αξιωματούχους των Φατιμιδών
που είχαν αποστατήσει κ. τ. λ.), οι οποίες έχριζαν κάθε φορά μίας διαφορετικής
προσέγγισης και μίας διαφορετικής μεταχείρισης από τις βυζαντινές αρχές. Παρά
την ποικιλομορφία αυτών των οντοτήτων και παρά τη γενική πολιτική διάσπαση,
η Εγγύς Ανατολή ανήκε σταθερά στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, ακόμη και οι
περιοχές της που χαρακτηρίζονταν από έντονο “μεσογειακό” προσανατολισμό,
όπως οι εμπορικές πόλεις της ακτής, η Τύρος, η Τρίπολη και η Σιδών.
Όλη η κατάσταση άρχισε όμως να αλλάζει στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Οι
αλλαγές που έλαβαν χώρα στη Συρία και στην Παλαιστίνη είχαν άμεση σχέση με
τις πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις των ιταλικών
πόλεων κατά την ίδια περίοδο. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μίας ενωμένης και
ανοιχτής Μεσογείου, τουλάχιστον για όσους ήθελαν και μπορούσαν να την
διασχίζουν. Σ’ αυτή την ιστορική φάση ο ρόλος των πόλεων, τόσο των ιταλικών,
όσο και αυτών της Συρίας, υπήρξε πρωταρχικός και ενίοτε καθοριστικός. Νέα
γεωπολιτικά δεδομένα δεν δημιουργήθηκαν μόνο στην περιοχή της Εγγύς
Ανατολής, αλλά και στην Ιταλία, όπου μικρές πόλεις αναδείχθηκαν ως διεθνείς
πολιτικές δυνάμεις που ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν και να επιβληθούν στα
μεγάλα κράτη που δέσποζαν μέχρι τότε στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Η
επιτυχία των πόλεων αυτών οφειλόταν στη νέα και πρωτότυπη θεσμική και
πολιτική τους οργάνωση, σε αντίθεση με την ανικανότητα των μεγάλων
κεντρικών και γραφειοκρατικών κρατών να εκσυγχρονίσουν τις διοικητικές και
θεσμικές δομές τους και να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις των νέων καιρών.
Ήταν ο θρίαμβος του μικρού επί του μεγάλου, του τοπικού επί του οικουμενικού,
του αυτοκυβέρνητου επί του βασιλεύοντος, της πόλης-κράτους επί των
αυτοκρατοριών. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται η απόλυτη κυριαρχία που
λίγες πόλεις της Ιταλίας, αντίπαλες μεταξύ τους, είχαν πετύχει μέσα σε σύντομο
χρονικό διάστημα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Η Συρία, που στο τέλος του 11ου αι. επρόκειτο να δεχτεί την εισβολή των
σταυροφόρων δεν ήταν πια η περιοχή όπου επί αιώνες είχαν συναντηθεί,

281
συσχετιστεί και συγκρουστεί Βυζαντινοί και Άραβες μουσουλμάνοι. Όταν τον
Δεκέμβριο του 1086 ο σουλτάνος Mālik Šāh κατέλαβε το Χαλέπι και την Έδεσσα,
εδραιώνοντας συγχρόνως τη σελτζουκική κυριαρχία στην ήδη τουρκοκρατούμενη
Αντιόχεια, απέκοψε οριστικά και δια παντός τους Βυζαντινούς από τους Άραβες
μουσουλμάνους και έθεσε τέρμα στην ανεξαρτησία του Εμιράτου του Χαλεπιού,
που κρατούσε από το 944.
Οι Τούρκοι δεν άλλαξαν μόνο τον πολιτικό χάρτη της Εγγύς Ανατολής, αλλά
έφεραν βαθιές αλλαγές σε όλη την κοινωνία της περιοχής. Η ισλαμική κοινωνία
στρατιωτικοποιήθηκε και παρήκμασε ο ρόλος των καδήδων, των ουλεμάδων και
των μεγάλων εμπόρων των πόλεων. Μειώθηκαν, και τελικά εξαφανίστηκαν οι
αυτονομιστικές τάσεις των συριακών πόλεων, ενώ άρχισε η διαδικασία υποταγής
ολόκληρου του παραγωγικού συστήματος των περιοχών αυτών στην τουρκική
στρατιωτική ιθύνουσα τάξη, γεγονός που μακροπρόθεσμα οδήγησε στην παρακμή
της οικονομίας της Συρίας.
Οι επιπτώσεις του τουρκικού παράγοντα συνδυάστηκαν και προστέθηκαν σε
αυτές του δυτικού παράγοντα, δηλαδή του ιταλικού. Οι Ιταλοί είχαν αποκτήσει
την πλήρη ναυτιλιακή υπεροχή στη Μεσόγειο πολύ πριν από την πρώτη
σταυροφορία, η οποία μάλιστα επέτρεψε στους Γενοβέζους και τους Πιζάνους να
ανακτήσουν το χαμένο έδαφος από τους αντιπάλους τους Αμαλφιτάνους και
Βενετούς, οι οποίοι είχαν αναπτύξει τις δραστηριότητές τους στην Εγγύς Ανατολή
ήδη από τον 9ο αι.
Σε αντίθεση με τους Ιταλούς και τους Τούρκους, οι σταυροφόροι αποτέλεσαν
μόνο μία παρένθεση στην ιστορία της Εγγύς Ανατολής, όσο μακρόχρονη και
επίπονη να ’ταν η παρουσία τους. Τα σταυροφορικά κράτη ήταν ξένο στοιχείο σε
ξένο σώμα, μία οντότητα επιθετική και ασυμβίβαστη με τον ισλαμικό κόσμο,
στην καρδιά του οποίου προσπάθησε να εμφυτευτεί. Η Συρία και η Παλαιστίνη
ήταν περιπτώσεις εντελώς διαφορετικές από την Ισπανία, τη Σικελία, την Κρήτη
και την ανατολική Μικρά Ασία και οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπαστούν οι
δύο περιοχές αυτές από τον αραβοϊσλαμικό κόσμο, στον οποίο ανήκαν πια
οριστικά, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Οι δύο παλιοί πρωταγωνιστές στην πολιτική ζωή της Εγγύς Ανατολής, είχαν
διαφορετική τύχη: οι Βυζαντινοί εξαφανίστηκαν δια παντός από την πολιτική
σκηνή της περιοχής, ενώ οι Άραβες μουσουλμάνοι υπέστησαν τις αλλαγές της
ισλαμικής κοινωνίας που έφεραν οι Τούρκοι και ο οικονομικός ανταγωνισμός των
Ιταλών. Όσον αφορά τους Ιταλούς, πρέπει να επισημανθεί πως δεν επρόκειτο για
οικονομική διείσδυση αποικιοκρατικού χαρακτήρα, όπως συνέβη στη νεότερη και
σύγχρονη ιστορία της Μεσογείου. Οι Ιταλοί έμποροι δεν επέβαλλαν τα προϊόντα
τους, ούτε άρπαζαν πρώτες ύλες από κάποια φτωχή χώρα· απεναντίας, οι Ιταλοί
πουλούσαν πρώτε ύλες (ξυλεία και σίδηρο) για να αγοράσουν πολύτιμα προϊόντα
σε τιμές που συνήθως καθόριζαν οι πωλητές. Οι Ιταλοί δεν είχαν δηλαδή το πάνω
χέρι στις εμπορικές συναλλαγές, ούτε επέβαλλαν όρους και συμπεριφορές στους
μουσουλμάνους – και Βυζαντινούς – εμπορικούς συνεταίρους τους. Κατάφεραν

282
όμως να κυριαρχούν ναυτιλιακά, δηλαδή ως προς τις θαλάσσιες μεταφορές και
συγκοινωνίες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Επακόλουθο αυτής της κυριαρχίας ήταν
η στρατιωτική ηγεμονία στα μεσογειακά ύδατα. Η σχετική ευκολία με την οποία η
Βενετία, η Πίζα και η Γένοβα μπορούσαν να ετοιμάσουν μεγάλους για την εποχή
στόλους έρχεται παταγωδώς σε αντίθεση με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα
μεγάλα κράτη των Φατιμιδών και του Βυζαντίου στην κατασκευή, συντήρηση και
οργάνωση πολεμικών ναυτικών δυνάμεων, ακόμη και σε μικρό αριθμό. Όπως έχει
πολλάκις τονιστεί στην παρούσα διατριβή, το επίτευγμα των ιταλικών πόλεων
φαίνεται ακόμη πιο καταπληκτικό αν ληφθούν υπόψη τα εδαφικά, πληθυσμιακά
και χρηματοοικονομικά δεδομένα τους σε σχέση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
και το Κράτος των Φατιμιδών, δύο μεγάλα κράτη τα οποία, παρεμπιπτόντως, δεν
αντιμετώπιζαν μέχρι τη δεκαετία του 1070 κανένα σοβαρό εξωτερικό κίνδυνο που
να μπορεί να δικαιολογήσει την “αδυναμία” να φροντίσουν το ναυτικό τους. Η
αλήθεια είναι πως ούτε οι Φατιμίδες ούτε οι Βυζαντινοί νόμιζαν πως χρειάζονταν
έναν ισχυρό στόλο. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός στη Βόρεια Συρία δεν
αποτελούσε σωβαρή απειλή για κανένα από τους δύο· κανένας από τους δύο δεν
επεδίωκε την καταστροφή του άλλου, απλά έπρεπε να αναχαιτιστούν οι κατά
καιρούς προσπάθειες της άλλης πλευράς να επεκτείνει τη ζώνη επιρροή της πάνω
στο Χαλέπι, κυρίως από το 1025 και πέρα. Σε όλους τους πολέμους μεταξύ
Βυζαντινών και Φατιμιδών ο αντικειμενικός στόχος των μεν πρώτων ήταν η
διασφάλιση της ανεξαρτησίας του Χαλεπιού και, αν ήταν δυνατόν, η κατάληψη
του οχυρωμένου λιμανιού της Τρίπολης, κατά του οποίου, όμως, οι Βυζαντινοί
δεν χρησιμοποίησαν ποτέ ναυτικές δυνάμεις. Οι δε Φατιμίδες ήθελαν πάση θυσία
να αποσοβήσουν τον κίνδυνο της προσάρτησης του Χαλεπιού στη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία ή ακόμη και της εδραίωσης φιλοβυζαντινής ηγεσίας στην πόλη·
πέραν από αυτό, εφόσον η κατάσταση το επέτρεπε, οι Φατιμίδες
πραγματοποιούσαν μικρής κλίμακας επιθέσεις προς ανακατάληψη οχυρών και
κωμοπόλεων στην παραμεθόρια περιοχή. Ήταν δηλαδή ένας ανταγωνισμός που
απέβλεπε στη διατήρηση του status quo και στην αποφυγή ενός ολοκληρωτικού
πολέμου και δεν είχε καμία σχέση με “σταυροφορίες” ή “ιερούς πολέμους”. Αυτό
επιβεβαιώνεται και από το επεισόδιο της καταστροφής του Παναγίου Τάφου με
εντολή του χαλίφη al-Hākim (1009), επεισόδιο σοβαρότατο, το οποίο έπρεπε να
θίξει τη συνείδηση όλων των χριστιανών, της Ανατολής και της Δύσης και όμως
δεν προκάλεσε καμία ουσιαστική αντίδραση.
Η αντίδραση ήρθε σχεδόν ενενήντα χρόνια αργότερα με την προκήρυξη της
πρώτης σταυροφορίας από τον πάπα Ουρβανό Β΄. Συνήθως η σταυροφορία
παρουσιάζεται ως το πρώτο βήμα της “αντεπίθεσης” του λεγόμενου δυτικού
κόσμου ενάντια στους μουσουλμάνους που μέχρι τότε απειλούσαν την Ευρώπη. Η
εικόνα που συνήθως παρουσιάζεται είναι εκείνη μίας νέας, γεμάτης δύναμη και
σφριγηλής Ευρώπης που διαδέχεται το γερασμένο, κουρασμένο και
απαρχαιωμένο Βυζάντιο και αναλαμβάνει το ιερό καθήκον του πολέμου κατά της
ισλαμικής απειλής. Αυτή η γενικευμένη και επιπόλαια, αλλά ακόμη πολύ

283
διαδεδομένη θεωρία, δεν στέκεται, αν αναλυθούν με περισσότερη προσοχή και
από μία ευρύτερη σκοπιά τα γεγονότα που προηγήθηκαν των σταυροφοριών στη
Μεσόγειο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα και αν αυτά τα γεγονότα
συνδυαστούν με τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Εγγύς Ανατολή κατά την ίδια
περίοδο.
Η σταυροφορική εκστρατεία αποφασίστηκε και οργανώθηκε σε μία περίοδο,
όποτε δεν υπήρχε πια κανένας κίνδυνος από τα ισλαμικά κράτη ενάντια στη
Δυτική Ευρώπη και με στόχο τη μοναδική περιοχή του ισλαμικού κόσμου, την
Παλαιστίνη, που δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να αποτελέσει απειλή για τη
χριστιανοσύνη. Τα επιχειρήματα με τα οποία η παπική προπαγάνδα προσπάθησε
να δικαιολογήσει την εισβολή ήταν βασικά δύο: 1) η ανάγκη παροχής βοήθειας
στους χριστιανούς αδελφούς της Ανατολής, δηλαδή τους Βυζαντινούς και 2) η
προστασία των προσκυνητών από τις κακομεταχειρίσεις των μουσουλμάνων.
Επειδή όμως οι μουσουλμάνοι δεν εμπόδιζαν ποτέ τους προσκυνητές στους
Άγιους Τόπους, και όλοι στην Ευρώπη το ήξεραν, προβλήθηκε ο νέος παράγοντας
του “κακού Τούρκου”, ο οποίος, διαφορετικά από τον άπιστο, αλλά κατά βάθος
ανεχτικό Άραβα, παρεμπόδιζε τους προσκυνητές και τους υπέβαλλε σε χίλιες
ταλαιπωρίες. Όσο για την προστασία των αδελφών της Ανατολής, τα ίδια τα
γεγονότα αποδεικνύουν πόσο αδιάφοροι ήταν οι σταυροφόροι για την τύχη της
Καππαδοκίας και άλλων βυζαντινών περιοχών που απειλούνταν από τους
Τούρκους, παρά το γεγονός ότι τα ονόματα αυτών των περιοχών ηχούσαν και
πρωταγωνιστούσαν στους πύρινους λόγους των ιεροκηρύκων, που καλούσαν τους
πιστούς στον ιερό πόλεμο, και στις παπικές επιστολές προς τους ηγεμόνες της
Δυτικής Ευρώπης. Όμως ήταν στη Συρία και στην Παλαιστίνη που ήθελαν να
εισχωρήσουν οι Γενοβέζοι και Πιζάνοι, δεδομένου ότι η Αίγυπτος και η
Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμη πολύ δύσκολοι αντίπαλοι για αυτούς, ενώ στις
άλλες περιοχές της Μεσογείου είχαν ήδη πετύχει τους οικονομικούς τους στόχους.
Από την πλευρά τους οι Τούρκοι έπαιξαν πράγματι σημαντικό ρόλο στις
εξελίξεις στην Εγγύς Ανατολή, όχι όμως ως νέοι και αγριότεροι από τους Άραβες
δυνάστες των χριστιανών, αλλά ως νέα πολιτική ηγεσία της ισλαμικής Εγγύς
Ανατολής και, κυρίως, ως εξολοθρευτές των Βυζαντινών στην περιοχή.
Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία σκόπευε τότε στην εγκαθίδρυση της κυριαρχίας
της σε όλη την χριστιανική οικουμένη: ένας παγκόσμιος πόλεμος κατά του Ισλάμ
εξυπηρετούσε τους στόχους της, ενώ συγχρόνως αύξαινε το κύρος και την
πολιτική επιρροή της στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Άλλωστε ένα από τα
αποτελέσματα της πρώτης σταυροφορίας ήταν η εγκαθίδρυση λατινικής ιεραρχίας
στην Παλαιστίνη, μία περιοχή όπου δεν υπήρχαν καθολικοί, και η εκδίωξη του
ορθοδόξου πατριάρχη Ιεροσολύμων από την έδρα του, πράγμα που δεν είχε
συμβεί στα τετρακόσια εξήντα χρόνια που η πόλη βρισκόταν “υπό τον ζυγό των
Αγαρηνών”. Το ίδιο συνέβη και στην Αντιόχεια.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη την αλματώδη άνοδο τον ναυτιλιακών και εμπορικών
δραστηριοτήτων των ιταλικών πόλεων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και την

284
αδυναμία άλλων κρατών να διαθέτουν μονίμως αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις σε
αυτή τη θάλασσα, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον κεντρικό ρόλο που
έπαιξε στον σχεδιασμό, στην οργάνωση και στη διεξαγωγή της πρώτης
σταυροφορίας ο ανταγωνισμός μεταξύ των παλιών εμπορικών δυνάμεων της
Βενετίας και του Αμάλφι από τη μια πλευρά και των νέων ανερχόμενων
δυνάμεων της Πίζας και της Γένοβας από την άλλη. Στην ίδια τη διαμόρφωση της
ιδέας της σταυροφορίας δεν ήταν αμέτοχη η πολεμική παράδοση των Πιζάνων και
των Γενοβέζων κατά των μουσουλμάνων στην Κεντρική και Δυτική Μεσόγειο,
πάντα βέβαια με τις ευλογίες της Αγίας Έδρας.
Τελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω πως κατά το τέλος του 11ου αι. η Εγγύς
Ανατολή έγινε το σημείο συνάντησης πολλών και διαφόρων λαών. Το μέχρι τότε
άγνώστο στη Δύση όνομα των Τούρκων άρχισε να εμφανίζεται όλο και
περισσότερο στις χρονογραφίες και στα ιστορικά έργα της εποχής, ενώ,
παράλληλα, ιταλικά, γαλλικά και γερμανικά ονόματα μπήκαν δυναμικά στην
αραβική και βυζαντινή γραμματεία. Έπαψε να υφίσταται η παραδοσιακή
τριγωνική διάσταση του ευρωμεσογειακού κόσμου, βασισμένη στην
σύνθεση/αντίθεση Φράγκοι-Ρωμαίοι-Άραβες. Νέες δυνάμεις εμφανίστηκαν, νέα
κράτη δημιουργήθηκαν και ο χώρος της Μεσογείου έγινε πιο πολύπλοκος, αλλά
παράλληλα μικρότερος και περισσότερο προσβάσιμος. Πολλαπλασιάστηκαν
επίσης οι πρωταγωνιστές· έτσι το Βυζάντιο και τα ισλαμικά κράτη αναγκάστηκαν
να οικειωθούν με Γενοβέζους, Πιζάνους, Γάλλους φεουδάρχες και άλλους
πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες που μέχρι τότε ήταν άγνωστοι ή
ασήμαντοι για τα μεγάλα κράτη της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.

285
ΧΑΡΤΕΣ

ΧΑΡΤΗΣ 1 :
Οι ağnād της Συρίας.

(Aπό: Ph. Hitti, History of the Arabs, London 1943, σ. 151 ).

286
ΧΑΡΤΗΣ 2 :
Η Βόρεια Συρία με τις κυριότερες πόλεις και οχυρά κατά τον Μεσαίωνα.

(Aπό: T. Bianquis, Damas et la Syrie sous la domination fatimide, Ι-ΙΙ, Dimašq 1986- 1989.
Επεξεργασία: Marco Miotto).

287
ΧΑΡΤΗΣ 3 :
Το σύνορο μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Εμιράτου του Χαλεπιού
(βόρειο τμήμα), όπως οριοθετήθηκε βάσει τη συνθήκη του 969.
(Τροποποιημένος και επεξεργασμένος από τον σύγγραφέα της διατριβής χάρτης από: E. Honigmann,
Die Ostgrenze des Byzantinisches Reiches von 363 bis 1077, Bruxelles 1935. – Παράρτημα με χάρτες).

288
ΧΑΡΤΗΣ 4 :
Η ακρόπολη (qal‘a) του Χαλεπιού.

(Aπό: M. Rogers, The Spread of Islam, Oxford 1976).

289
ΧΑΡΤΗΣ 5 :
Η Ιταλική Χερσόνησος την εποχή του Καρόλου Μάγνου

(Aπό: L’Italia storica, Touring Club Italiano, Milano 1961, σ. 115. Επεξεργασία: Marco Miotto).

290
ΧΑΡΤΗΣ 6 :
Ισλαμικές κατακτήσεις και επιδρομές στην Ιταλική Χερσόνησο (9ος-10ος αι.).

(Aπό: L’Italia storica, Touring Club Italiano, Milano 1961, σ. 119. Επεξεργασία: Marco Miotto).

291
ΧΑΡΤΗΣ 7 :
Η Ιταλική Χερσόνησος στις αρχές του 11ου αιώνα.

(Aπό: Nuovo atlante storico De Agostini, Novara 1997, σ. 62. Επεξεργασία: Marco Miotto).

292
ΧΑΡΤΗΣ 8 :
Η Venetia κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα.

(Aπό: F. C. Lane, Storia di Venezia, Torino 1978, σ. 5. Επεξεργασία: Marco Miotto).

293
ΧΑΡΤΗΣ 9 :
Με μαύρο χρώμα απεικονίζονται η πόλη της Πίζας και η ακτογραμμή της
περιοχής της κατά τον Μεσαίωνα, ενώ με κόκκινο η σημερινή ακτογραμμή και οι
σημερινές τοποθεσίες.

(Aπό: L’Italia storica, Touring Club Italiano, Milano 1961, σ. 135).

294

You might also like