αβεβαιότητα - Βικιλεξικό

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 4

αβεβαιότητα

Ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντ


ονομαστική η αβεβαιότητα οι αβεβα
      γενική της αβεβαιότητας των αβεβα

    αιτιατική την αβεβαιότητα τις αβεβα


     κλητική αβεβαιότητα αβεβα
όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα

Ετυμολογία …

αβεβαιότητα < ελληνιστική κοινή


ἀβεβαιότης
Ουσιαστικό …

αβεβαιότητα θηλυκό

1. κατάσταση αμφισβήτησης και


αμφιβολίας, ελλείψει βεβαιότητας
ή σιγουριάς
2. (νομική) αίρεση αναβλητική ή
διαλυτική σε αβέβαιο γεγονός
Αντώνυμα …

βεβαιότητα
Μεταφράσεις …

    αβεβαιότητα
αγγλικά : εβραϊκά : ‫אי ודאות‬
uncertainty (en) (he)

γαλλικά : εσπεράντο :
incertitude (fr) necerteco (eo)
ισπανικά :
incertidumbre (es)
πολωνικά :
niepewność (pl)
ρωσικά :
неуверенность
(ru),

неустойчивость
(ru)
Ανακτήθηκε από
"https://el.wiktionary.org/w/index.php?
title=αβεβαιότητα&oldid=4643889"

Τελευταία επεξεργασία 9 μήνες πριν από τον την Richiski

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA


3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.

You might also like