Professional Documents
Culture Documents
Platonic Academy History
Platonic Academy History
Πλατωνικής
Ακαδημίας
Ξενοκράτης - Σκεπτικισμός
Χρήστος Τερέζης
Πάτρα 2016
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ
Α] Εισαγωγικά.
Διεδέχθη τον Σπεύσιππο στην διεύθυνση της Ακαδημίας, όπου και δίδαξε
του, όπως παρατίθεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο, περιλαμβάνει ερευνητικά
σοφίας (6 βιβλία), Περί πλούτου, Αρκάς, Περί του αορίστου, Περί του παιδίου, Περί
εγκρατείας, Περί του ωφελίμου, Περί του ελευθέρου, Περί θανάτου, Περί εκουσίου,
Περί φιλίας, Περί επιεικείας, Περί του εναντίου, Περί ευδαιμονίας, Περί του
γράφειν, Περί μνήμης, Περί του ψεύδους, Καλλικλής, Περί φρονήσεως, Περί
σωφροσύνης, Περί οσιότητος, Περί ομονοίας, Περί δικαιοσύνης, Περί αρετών, Περί
ενδεχομένως να οφείλετο στο άριστον του χαρακτήρα του, στην άρνησή του να
που αναφέρονται στην ελευθερία και στο εκούσιο, αντιπροσωπεύουν μία ευρύτερη
διδασκαλία του Πλάτωνα, καθότι ήταν ένας από τους πιο έγκριτους, επιστημονικά
1
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
της θεματικής του κινείται προς την συγκρότηση ενός φιλοσοφικού συστήματος,
που είχαν διαμορφωθεί την εποχή εκείνη στην Ακαδημία. Οι τίτλοι αποτυπώνουν
πρίσμα της αμοιβαίας συνάφειάς τους και της ένταξής τους σε μία καθολική και
του συνόλου των αρετών, έχει συνταχθεί και μία γενική πραγματεία περί αρετών,
οπότε έχουμε ενώπιόν μας την σχέση «ἓν- πολλά» , η οποία αντιπροσωπεύει το
πώς ο πρώτος όρος θέτει τις γενικές αρχές, τις οποίες επικυρώνει- εφαρμόζει, διά
των διακλαδισμών στις οποίες παραπέμπει ο δεύτερος. Και οι δύο όροι από κοινού
καταγράφουν έναν πλούτο εξειδικεύσεων, ο οποίος θέτει στο περιθώριο τόσο τον
ότι σε ακολουθία του τρόπου με τον οποίο διήρθρωσε τους προβληματισμούς του
και τις προτάσεις του ο Πλάτων, ο Ξενοκράτης έθεσε ως αφετηρία των αναλύσεών
οποίος έχει επίγνωση των καθηκόντων του έναντι του περιβάλλοντος στο οποίο
καὶ πολλά τῶν ἀλόγων ζώων ἠλέει. Καὶ οὖν ποτε καθημένου ἐν ὑπαίθρῳ,
ἀσμένως ἐδέξατο τὸν ὂρνιν, καὶ διεφύλαξεν ἀποκρύψας, εἲτε ὁ διώκων ἀπῆλθεν.
Ἐπεί δὲ ἠλευθέρωσεν αὐτόν τοῦ φόβου, ἁπλώσας τὸν κόλπον ἀφῆκε τὸν ὂρνιν,
ἐπειπώ ὃτι μὴ ἐξέδωκεν τὸν ἱκέτην» (απ.7). Έδωσε, λοιπόν, διά τὴς εν λόγω
2
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ή και αντιφατικά. Από την μία πλευρά, δεν αποχρωματίζει την ελευθερία της
εσωτερικής διαβούλευσης και, από την άλλη, εισάγει την ενορατική αμεσότητα
μίας μεταφυσικής ενοποίησης, την οποία θεάται υπό την εμμενή παρουσία της. Με
τέτοιο βαθμό, ώστε να του προσφέρει δυνατότητες για αναγωγές. Και ένας τέτοιος
στοχαστής δεν μπορεί παρά να είναι συγχρόνως και ερευνητής και όχι μόνον
ίδιος εκφράζει τον αντιπροσωπευτικό ορισμό της ανθρώπινης αλήθειας. Ήδη από
διευρυμένα, σε βάθος και πλάτος, εφόδια και αίσθηση του αποχρώντος λόγου της
ουσιαστικής αξιοποίησής τους. Και ότι μία τέτοια αξιοποίηση δεν μπορούσε να
υπαρξιακής διέγερσης, η οποία θέτει επιτακτικά στον εαυτό της το καθήκον περί
ιεραρχήσεις του και την εκστατική φορά στο να υπερβεί την οιαδήποτε
θεμελίωνε τις αξιώσεις του στον μεταφυσικό κόσμο, ο οποίος μονίμως εξασφάλιζε
ειλικρίνειας και της ακμαίας δοκιμής ενώπιον των πιεστικών αναγκών. Δεν
επί των προδιαγραφών που είχε ορίσει ο Πλάτων, προετοίμαζε τον ούτως ειπείν
διαχειριστική και συμβατική. Ήδη από τα πρώτα κείμενα του Πλάτωνα είχε
3
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τον έλεγχο ως αποτροπή έναντι των αυθαίρετων υποκειμενικών επιλογών και των
του εαυτού της, προβαίνει στις εσωτερικές οριογραμμίσεις της και διεκδικεί τον
επιστημολογικό άξονά της. Επ’ ουδενί όμως δεν μετακυλίεται στις σχάσεις που θα
δέ λογικόν· ὧν δυνάμει μέν Πλάτων ἐστίν ἀρχηγός, περί πολλῶν μέν φυσικῶν περί
Ξενοκράτην καί οἱ ἀπό τοῦ Περιπάτου ἔτι δε οἱ ἀπό τῆς Στοᾶς ἔχονται τοιαύτης
διαιρέσεως» (απ. 82). Όπως προκύπτει από το ανωτέρω απόσπασμα, πρόκειται για
ένα γενικευμένο φαινόμενο και επιλεχθέν από τους φιλοσοφικούς κύκλους η τάση
τους και τις αναφορές τους. Το πνεύμα αποκτά έτσι επίγνωση των καθηκόντων
ανάδειξης τόσο του πλουραλισμού που διέπει την εξωτερική πραγματικότητα όσο
και των ανεξάντλητων δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου. Πριν ανιχνευθούν όμως
4
Χρήστος Αθ. Τερέζης
της ταυτότητάς τους με το περιεχόμενό τους και συγχρόνως του βαθμού της
το οποίο πάντως δεν αφίσταται της ενότητας, η οποία επικυριαρχεί με τον πλούτο
ταυτώ αντιθετικό –σε μία πρώτη τουλάχιστον εκδοχή- σχήμα των πυθαγορείων
και του Πλάτωνα: το έν ή περιττόν και την αόριστη δυάδα ή το άρτιον, με τα δύο
θεών και το ταυτίζει με τον Δία και με τον νούν, προφανώς τον θείον. Προσδίδει
καθιστά πηγή αρχικής ενότητας, απαραβίαστης μάλιστα στο συνεχές. Από την
μεταφυσικού πεδίου, τόσο ως προς την καθεαυτότητά του όσο και ως προς τους
αποτυπώνει μόνον τον έλλογο κανονιστικό ρυθμό στις λειτουργίες, αλλά και τις
και ιστορικά και συστηματικά, έχει τις πηγές του στον Πλάτωνα και θα
επικαθορίσει δραστικά τις επιλογές των νεοπλατωνικών στον τρόπο με τον οποίο
5
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
η οποία κυριαρχεί στην παράδοση της Ακαδημίας και μάλιστα στα κορυφαία
Προεκτείνοντας, ίσως κάπως τολμηρά αλλά σαφώς εντός των ορίων της
υπερεμπειρική γνώση και στην γνώση η οποία έχει εμπειρικές θεμελιώσεις και
τους αλλά κατά τους ιδιαίτερους συσχετισμούς τους –, αντιστοιχία την οποία
μάλιστα υπόψη μας –θέμα που θα επεξεργασθούμε στην συνέχεια- την επιμονή
6
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ελέγξιμο βεβαίως και ως προς την αποδεικτικότητά του τον τρόπο, ακριβώς
σύμφωνα με τις εν λόγω προϋποθέσεις τους. Είναι η στιγμή κατά την οποία το
ante res; Και επιπλέον, πρέπει ή όχι να δεχθούμε για την πραγμάτωση της εν λόγω
πρόκειται βεβαίως και εδώ για τομή ούτε ως προς την γενική σύλληψη του
ζητήματος αλλά και ούτε ως προς τις εξειδικεύσεις που θέτει με την γενική
ο Πλάτων με τις επισημάνσεις του για τις διακρίσεις αλλά και για τις μετέπειτα
διαφορά, καθότι εξασφαλίζει και την ακεραιότητα του φυσικού κόσμου, η οποία
ύλης, παρά τις φθορές των επιμέρους οντικών συστημάτων. Άρα, πρέπει να
υπάρχει ένα εδραίο προ-οντολογικό status που να την διατηρεί. Η τομή εντοπίζεται
σχεδιασμό, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να απογαλακτισθεί από την αρχή της
μητέρα των θεών, με την Ψυχή του κόσμου, με το αέναο στην εξέλιξη, με την
πολλαπλότητα – ως έκφραση του ποσοτικά απείρου – της ύλης. Διά των εν λόγω
7
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Συγχρόνως όμως, είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταγράφει όλη την συζήτηση που
κατά την σύγκρουσή της με τον Αριστοτέλη. Χρειάζεται πάντως ιδιαίτερη προσοχή
οποία διέρχεται το σύνολο του υπαρκτού, κατά την πορεία προς τις όλο και
αρμοδιοτήτων, οι οποίες είναι έτι περαιτέρω εξηγητικές της δομής του φυσικού
μία ιδιαίτερη πτυχή από τα άγραφα πλατωνικά δόγματα, καθότι οι θέσεις του δεν
πάντως από τον πλατωνικό Τίμαιον κατά τον συνδυασμό του με την άγραφη
Πλάτωνα πάντων ἀρχαὶ καὶ αὐτῶν τῶν ἰδεῶν τό τε ἕν ἐστι καὶ ἡ ἀόριστος δυάς, ἣν
μέγα καὶ μικρὸν ἔλεγεν, ὡς καὶ ἐν τοῖς Περὶ τἀγαθοῦ Ἀριστοτέλης μνημονεύει’’.
Λάβοι δὲ ἄν τις καὶ παρὰ Σπευσίππου καὶ παρὰ Ξενοκράτους καὶ τῶν ἄλλων, οἳ
καὶ διεσώσαντο τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ταύταις αὐτὸν ἀρχαῖς χρῆσθαι λέγουσι» (απ.
επικέντρωση- φέρει σαφώς στο προσκήνιο ζητήματα περί τελικού αιτίου, το οποίο
8
Χρήστος Αθ. Τερέζης
όπως και στον Σπεύσιππο. Έχουν όμως ήδη φανεί οι κεφαλαιώδεις διαφορές
και ως προς τον αναγωγισμό και τον καταγωγισμό. Από τα γενικότερα λοιπόν
αφορμή, ενώ στον Ξενοκράτη πηγαία πληρότητα, έστω εξηρτημένη από την
των Ιδεών.
Παρά την επιμονή στον υποβιβασμό –ή, πιο σωστά, στον ακραίο
πραγματικότητας και διότι ουδέποτε διατυπώνεται λόγος για ολική φθορά της. Το
καθότι η αρχή της κληρονομικότητας είναι διάχυση και αποτελεί έναν από τούς
9
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
σχολάρχη και έτσι το ηρακλείτιο αείζωο πυρ έχει προσλάβει σαφώς πνευματικά
ότου αυτός αποκτήσει το πλήρωμά του. Η ρητή δηλαδή κατωτερότητα του φυσικού
κόσμου έναντι των πηγών του δεν σημαίνει και αποκλεισμό της προοπτικής για
μεταλλάξεις του στο συνεχές. Στο ούτως ή άλλως δυϊστικό παράδειγμα που
στον Τίμαιον θα αναπτύξει συστηματικά την εν λόγω θέση και θα αναφερθεί ρητά
Το γίγνεσθαι ανατιμάται στην κλίμακα των οντολογικών αξιών – από μία άλλη
Αφομοιώνοντας διά της εξελικτικής πορείας του όλο και περαιτέρω το μεταφυσικό
Από την άλλη, ο μόνιμος τονισμός του θεού ως αιτίας ενισχύει την αξιακή
10
Χρήστος Αθ. Τερέζης
καί τήν δυάδα θεούς, τήν μέν ὡς ἄρρενα ἔχουσαν τάξιν, ἐν οὐρανῷ βασιλεύουσαν,
ἥντινα προσαγορεύει καί Ζῆνα καί περιττόν καί νοῦν, ὅστις ἐστί αὐτῷ πρῶτος
θεός· τήν δέ ὡς θήλειαν, μητρός θεῶν δίκην, τῆς ὑπό τόν οὐρανόν λήξεως
ἡγουμένην, ἥτις ἐστίν αὐτῷ ψυχή τοῦ παντός» (Εκλ. Φυσ., Ι, 2, 62 ). Το ανωτέρω
μεταφυσικού κόσμου εντοπίζονται με την διττή χρήση του όρου «Θεός», η οποία
ενέχει και στοιχεία ιεραρχίας, η οποία έχει αρχίσει και εγγράφεται στην
τάξη και λογικά πρέπει να έχουν ως πατέρα τον πρώτον, ο οποίος εξάλλου
συναινούσης και της παρουσίας της «Ψυχής του παντός», η οποία συνιστά την
1 Το ζήτημα είναι εκτενές και ως προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να το
διεξέλθουμε. Θα παραμείνουμε στο ακόλουθο σχόλιο του A. Rivaud (από το Notice du ‘’Timée’’, εκδ.
‘’Les Belles Lettres, Paris 1925, σελ. 38): «Πουθενά ο Πλάτων δεν εκφράζεται με τρόπο ακριβή για τις
11
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αισθητής εμπειρίας. Ήδη έχουμε αναδείξει από τις αναφορές στον Σπεύσιππο ότι
δεν είναι μία αντίπαλη δύναμη προς το έν και ότι δεν έχει ουδεμία σχέση με το
διακλαδισμό είναι ότι η Ψυχή δεν ταυτίζεται με την ύλη – παρά το ότι μεταξύ τους
παραγωγική προοπτική τους, το έν και η αόριστη δυάδα, με την καθεμία από τις
δύο αιτίες να λειτουργεί υπό τον οικείον της τρόπο, οπότε, όταν διατυπώνεται
σχέσεις του Δημιουργού και του Ιδεατού Κόσμου. Μόνο μία φορά μας λέει ότι, αφού δημιούργησε την
ψυχή του Σύμπαντος, και κατένειμε στους κατώτερους θεούς τα καθήκοντά τους, προετοιμάζοντάς
τους τα συστατικά που θα χρειασθούν, ο Δημιουργός ‘’ἒμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ κατά τρόπον ἢθει’’
(Τίμαιος, 42e). Θα πρέπει άραγε να υπονοήσουμε ότι μία στιγμή, στην πρώτη φάση και αρχή των
πάντων, η Ιδέα του Αγαθού εξήλθε του νοητού κόσμου υπό την μορφή του Δημιουργού, και ότι εν
συνεχεία επανήλθε, για να μην ξανακατέβη στο μέλλον;» (σε μτφρ. Ν. Ι. Μπούσουλα, στην συζήτησή
του αναφορικά με την σχέση Δημιουργού με τις Ιδέες, Πλάτωνος Φίληβος ή περί ηδονής, σσ. 61 -64). Οι
Ξενοκράτη, είναι πρόδηλες για τις επιδράσεις τους. Το έν άνετα μπορεί να αντιστοιχεί στον
Δημιουργόν, αλλά, για να κατανοήσουμε την δυάδα, δεν είναι επαρκείς, τουλάχιστον από πλευράς
να αναδειχθεί η πηγή της πλήνθυνσης. Επιπλέον όμως, δεν πρέπει να οδηγήσει σε παρερμηνείες η
εκδοχή περί απόστασης του Θεού από τον φυσικό κόσμο μετά την δημιουργική εκδήλωσή του. Το πιο
πιθανό είναι να έχουμε έναν προοιμιακό λόγο αναφορικά με τα όσα εξαντλητικώς θα αναδείξουν οι
νεοπλατωνικοί με την διάκριση ανάμεσα στην μεταφυσική της υπερβατικότητας και στην
μεταφυσική της εμμένειας, την οποία στα ακαδημικά συμφραζόμενα αντιπροσωπεύουν οι κατώτεροι
12
Χρήστος Αθ. Τερέζης
doute, ici Monade et Dyade sont opposées: encore le Dyade, dès la qu’ elle dirige la
partie au dessous du ciel, est – elle subordonée à la Monade, assimilée au Premier Dieu
qui règne au ciel. Mais ce trait importe beaucoup moins que les raisons qu’ apporte
Xénocrate pour justifier la localisation de deux Principes. La Monade est dité régner au
ciel ὡς ἄρρενα πατρός ἒχουσαν τάξιν, la Dyade diriger la partie sous le ciel ὡς
θήλειαν μητρός θεῶν δίκην» (La Révélation d’ Hermès Trismégiste, τομ. I, σελ. 49). Το
ενδιαφέρον επίσης στο χρησιμοποιούμενο εδάφιο είναι πως γίνεται λόγος για
«δίκη», αλλά μάλλον δεν πρόκειται για τον όρο που θα κατείχε κεντρική θέση,
καθότι το πιο πιθανό είναι να δηλώνει το «τρόπον τινά» ή κατά μία συγκεκριμένη
από το παραχθέν και παραγόμενο σύμπαν στην πορεία του προς την τελειότητα.
θεολογικοποίηση ή ακόμη και σε μία θρησκειοποίηση των αξιών, υπό την γενική
εκδοχή τους, και άρα σε εκείνο το οντολογικό περιεχόμενό τους το οποίο, πέρα από
σκοπό που θεωρείται ότι πρέπει να επιτελεσθεί. Θα λέγαμε ότι εκφράζει μία
νοηματοδοτήσει την οντολογία. Άρα, δεν εξαντλεί το νόημα και την σημασία της
αλλά τής προσδίδει πιο προσωπικές βουλητικής εκδίπλωσης ιδιότητες. Ήδη και
στον τομέα αυτόν ο πλατωνικός Τίμαιος είχει καταγράψει τις παρακαταθήκες του.
13
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
λειτουργικότητα.
ότι:« Ξενοκράτης συνεστᾶναι τό πᾶν ἐκ τοῦ ἑνός και τοῦ ἀενάου, ἀέναον την ὕλην
αἰνιττόμενος διά τοῦ πλήθους» (όπ. αν., Ι, 10, 294). Και το εδώ εδάφιο κινείται στον
προσεγγισθεί υπό δύο οπτικές: α) τόσο ως προς την αυθυπαρξία της ύλης και την
το αέναον πρέπει να συνιστά αναγκαιότητα, και για τον επιπλέον λόγο ότι
συνιστά όρον για την πραγμάτωση της τελολογίας, η οποία ανήκει στις
κατάσταση δεν συνιστά μία χαώδη συνθήκη αταξίας, αλλά νόμο και λειτουργική
παραθέσεων. Εδώ ενδεχομένως να εννοείται ότι το πλήθος είναι ό,τι έχει προκύψει
14
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ώστε να αναδεικνύει τους βαθύτατους πυρήνες της, την έλλογη υποδομή της, έστω
και ως προς τις υποδοχές της ή τους συνδυασμούς οι οποίοι την οδηγούν στην
2 Σημειωτέον ότι εδώ έρχεται στο προσκήνιο ένα θέμα που θα απασχολήσει από την εποχή εκείνη
και στην συνέχεια την Πλατωνική Ακαδημία με κορύφωση τους Νεοπλατωνικούς, ενώ επίσης είχε
κεντρίσει και το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη. Ο P. Aubenque, ασκώντας κριτική στην θέση που είχε
υποστηρίξει ο P. Merlan, στο έργο του From Platonism to Neoplatonism, ότι ο Αριστοτέλης κινείται στην
ίδια κατεύθυνση με την Ακαδημία αναφορικά με το εν λόγω θέμα, παρατηρεί τα εξής παραμένοντας
στην κατεύθυνση της αρχής της αιτιότητας, η οποία είναι συμφιλιωτική και όχι αντιθετική: «On peut
en conclure qu’ Aristotle a été le témoin intéressé, et peut-être aussi directement concerné, d’ un
mouvement de pensée où s’ annonce ce qui sera l’ un des propos essentiels du néo-platonisme: ne plus se
contenter d’ opposer le multiple à l’ Un, mais engendrer le multiple de l’ Un. . . ce qui est surtout frappant,
c’ est qu’ Aristotle adopte une attitude critique à l’ égard de ces systèmes. . . Aristote refuserait les solutions
de Platon et des Académiciens, mais il garderait la problématique. . . Ce qu’ il veut montrer, c’ est que les
Platoniciens sont infidèles à leurs principes ou encore qu’ ils ne réalisent pas leur programme». (Le
problème de l’ être chez Aristote, σσ. 383-384). Οι επισημάνσεις του γάλλου ερευνητή καλύπτουν πλήρως
επεδίωκαν να αναδείξουν δεν ήταν άλλη από την ισχυροποίηση του μεταφυσικού πλήθους, ώστε
γενικώς η έννοια «πλήθος» να μην απαξιωθεί και να μπορεί να εγγράφεται στην περιοχή τού
Εκείθεν. Το κύριο ζήτημα που πρέπει κατά την διαμάχη πλατωνιστών-αριστοτελικών να επιλύεται
είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται την αρχική καταστατική θέση του πλήθους, με κύριες
παραμέτρους το αν εκλαμβάνεται ποσοτικά –μετρητικά ή ως μία κατάσταση που απορρέει από την
δυάδα. Το ζήτημα ωστόσο, το οποίο βαθμιαία και με τις αναγκαίες προσαρμογές έρχεται στο
προσκήνιο από τους πλατωνικούς, είναι να εξηγηθεί το πώς το πλήθος του κόσμου της αισθητής
εμπειρίας προκύπτει από τον απόλυτα ενοειδή χαρακτήρα της Ανώτατης Αρχής ή μπορεί να
συνδεθεί μαζί της, χωρίς προφανώς να προκύπτουν αντιφάσεις. Όθεν, δεν αρκεί μόνον να
διατυπωθεί λόγος για μεταφυσικό πλήθος. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δεν ευρισκόμεθα στην
στην περιοχή του Ενός, με το πλήθος των ενάδων, των μεθεκτών δυνάμεών του. Ήδη πάντως έχουν
διαφανεί οι επιλογές, τουλάχιστον ως προς την γενική εκδοχή τους: Ως λογική λύση οι πλατωνικοί
επινοούν την ανάπτυξη ενός μεταφυσικού πλήθους, ως απορροής από την εν λόγω Αρχή. Οι
δεόντως επαρκείς για να επιλύσουν στο σύνολό του το οντολογικό ζήτημα. Όθεν, η σχετική
15
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ανατρεπτική επιχείρηση- του Πλάτωνα έναντι του εαυτού του, καθότι προσέδιδε
προβληματική καθ’ οδόν υπάγεται σε έναν σχετικό εμπλουτισμό εννοιολογικών αποχρώσεων και
ουσία όσο και ως λειτουργία. Βεβαίως οι νέες πραγματικότητες δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως
πλάσματα της φαντασίας αλλά ως οι αναγκαίες απολήξεις μίας πορείας που οδεύει στην όλο και
περαιτέρω διευκρίνιση του φυσικού κόσμου. Θα παρακολουθήσουμε, στην συνέχεια, τις οντολογικές-
κοσμολογικές απόπειρες του Ξενοκράτη, κυρίως μέσα από τις γεωμετρικές θεμελιώσεις του, οι
οποίες εξειδικεύουν και τις διαμεσολαβητικές διαρθρώσεις, αίτημα διεκδικήσιμο ήδη από τον
Πλάτωνα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το ότι από την σχολογραφική παράδοση
επισημαίνεται ό,τι στο κυρίως κείμενο επιχειρήσαμε να διευκρινίσουμε: δηλαδή μία περαιτέρω
ανατίμηση της ύλης στην οποία προέβη Ξενοκράτης: «Ξενοκράτης δέ ὁ Χαλκηδόνιος ἀέναον τὴν
ὕλην, ἐξ ἧς ἅπαντα γέγονε προσηγόρευσεν» (απ. 102). Το δυϊστικό μοντέλο διατηρεί σαφώς την
επικράτειά του, αποδίδοντας την κύρια αιτία τού γίγνεσθαι στην ύλη, υπό την μορφή σαφώς μίας
αναγκαιότητας μη υπερβάσιμης ως προς την καταστατική θέση της. Αλλά επειδή η συζήτηση
περιλαμβάνει και το ζεύγος των αγράφων δογμάτων, παραθέτουμε την συνέχεια των συλλογισμών
του A. J. Festugière, στους οποίους είχαμε παραπέμψει και ανωτέρω: «L’ addition θεῶν à μητρός n’ est
là que parce qu’ il s’ agit, pour Xénocrate, de trouver dans le Panthéon grec une divinité correspondante à
la fonction de μήτηρ qui revient à la Dyade: dès lors, tout naturellement, il songe à la Mère de Dieux. Mais
l’ essentiel est la fonction même de μήτηρ: la Dyade a rang de mère comme le Monade celui de père.
Pourquoi ? Parce que l’ une est matière, l’ autre forme, et que, comme le dit Aristote, l’ ἂρρεν et le θῆλυ
sont μιμήματα des principes formel et matériel (Mét. A6, 698a7) » (La Révélation d’ Hermès Trismégiste, τομ.
I, σελ. 49). Το ερώτημα, ωστόσο, εντοπίζεται στο για ποίας υφής ύλη γίνεται αναφορά εδώ. Πρόκειται
για ένα ερώτημα δυσεπίλυτο, την στιγμή που στην αόριστη δυάδα αποδίδεται το προσωνύμιο της
μητέρας των Θεών. Το πιο πιθανό είναι να γίνεται αναφορά στην πραγματικότητα εκείνη που έχει
την δυνατότητα απολύτως να γονιμοποιείται μέσα από τις αυτοεκδιπλώσεις της, τις
τροφοδοτούμενες από το έν. Εκτιμούμε ότι έχει ήδη καταστεί σαφές πως ειδικά με την δυάδα η
πολυσημαντότητα είναι τέτοια, ώστε σε κάθε περίπτωση ερευνητικής αναφοράς είναι αναγκαίο να
προσδιορίζεται το αυστηρά εξειδικευμένο νόημα που επικυριαρχεί. Στην εξέλιξη πάντως των
σχετικών ερευνών θα αποκτήσει πλήρως θετικό και μεταφυσικό περιεχόμενο και θα εγγράψει και το
πλήθος στην αρμοδιότητα της μεταφυσικής. Από την άλλη πλευρά ο όρος «ἀόριστος» κατά πάσα
16
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αυτοπροσδιοριστικά ανοίγματά της- τάξης. Η απόδοση στην ύλη του ιδιώματος του
αενάου δεν προκύπτει πάντως εδώ από την αρχική ιδιόλεκτη παρουσία της ως
εξαιτίας του πλήθους, του οποίου εδώ δεν δηλώνεται με άμεσο τρόπο η πηγή. Από
αμφισβητούνται. Προκύπτει, λοιπόν, αρχικά το πλήθος από την εν λόγω δυάδα και
ακολούθως καθίσταται τρόπος ύπαρξης της ύλης, μεταφέροντας ένα νέο αέναον,
προστιθέμενον σε αυτό που κατέχει εκ της αυτοΐδρυσής της και το οποίο πάντως
κινείται υπό συνθήκες αταξίας. Στο προηγούμενο εδάφιο είχε γίνει αναφορά σε
ουρανόν –και οι συγκρίσεις με τον Αριστοτέλη θα ήσαν σαφώς νόμιμες-, ενώ εδώ
τέτοια αναφορά απουσιάζει. Δεν είναι σαφές αν η χρήση του όρου γίνεται υπό την
ανατιμάται στην κλίμακα των οντολογικών αξιών και έτσι αρχίζει βαθμιαία να
μορφωτικό επίπεδο. Ήδη έχει αρχίσει μία ανεπαίσθητη ερωτοτροπία για μία
μετάβαση από το οντολογικά στο ηθικά κακό, διαφοροποίηση που, όπως θα φανεί
με την πάροδο των αιώνιων, ήταν υπαρξιακά καίρια και εξασφάλιζε ουσιαστικές
17
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
προσωπικές συμπεριφορές.
Από τις δύο πρώτες αρχές, την μονάδα και την δυάδα, ο Ξενοκράτης
παράγει: α) την Ψυχή του κόσμου της αισθητής εμπειρίας, την οποία ορίζει, όπως
οι Πυθαγόρειοι, ως αριθμό που κινεί τον εαυτό του. Άρα, ως μία πραγματικότητα
αρχών. Προφανώς θα κατέχει την αριθμητική ιδιότητα υπό έναν τρόπο ο οποίος,
ασμένως κατά τον Ξενοκράτη, κατά την οποία θα γίνει αποδεκτή η οντολογική
ιεραρχικά, αλλά και ως προς τις εντολές που εκπέμπονται, της Ψυχής, η οποία δεν
εφαρμόζει τους αριθμούς όπου τής έχει ανατεθεί. Και με βάση τα γενικότερα
συμφραζόμενα, δεν θα συνιστά ένα άθροισμα αριθμών αλλά μία ειδική a priori
πλατωνισμό, ότι στο σύνολό τους οι μεταφυσικές ιδιότητες είναι αναγκαίες για την
συγκρότηση του φυσικού σύμπαντος, για την μεταμόρφωση της ύλης σε σώματα.
Βεβαίως θα μπορούσε να διατυπωθεί λόγος για δύο ειδών κινήσεις, για μία αρχική
άτακτη της ύλης και για μία επιγενόμενη εύτακτη μετά την παρέμβαση των
αριθμών υπό την στόχευση του συντονισμού, για την απειροειδή περατότητα του
φυσικού σύμπαντος, για τον ενοειδή πλουραλισμό του. Όθεν, μηχανιστικό σχήμα
δεν υφίσταται, αλλά μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνον υπό το πρίσμα ότι συνιστά
18
Χρήστος Αθ. Τερέζης
«Πυθαγόρας τήν ψυχήν ἀπεφήνατο ἀριθμόν αὑτόν κινοῦντα, τὸν δὲ ἀριθμὸν ἀντὶ
τοῦ νοῦ παραλαμβάνει. Ὁμοίως δὲ καί Ξενοκράτης» (ό.αν., 40, 794 · βλ. επίσης 41,
στην Ψυχήν αλλά υπό τις συνθήκες της ενεργού αιτιότητας, καθιστάμενος έτσι σε
ένα νέο πεδίο εγγενής ιδιότητα λειτουργικής και τροφοδοτικής μάλιστα τάξης. Και
στο εδώ λοιπόν σκεπτικό, στον αριθμόν σαφέστατα και δεν αποδίδεται μία απλή
θα επεξηγούσε την μετάβαση ή την επαύξηση- διεύρυνση από την μία κατάσταση
επισημάνουμε ότι στην ανά χείρας συνάφεια, πρόκειται είτε για ειδητικόν αριθμόν
ποιόν λόγο γίνεται χρήση του ενικού και όχι του πληθυντικού: αριθμοί. Αν το
ζήτημα δεν ανάγεται σε μία τεχνική χρήση, ποίος ιδιαίτερος αριθμός εννοείται;
Μήπως παραπέμπει στον συμπεριληπτικό όλων; Είναι η πιο πιθανή εκδοχή, εκτός
εάν ο σχολάρχης παραμένει στο περιεχόμενο της Ψυχής, η οποία με βάση τις
ιδιότητες που κατέχει ο αριθμός και οι οποίες χορηγούνται στην ίδια κινεί τον
εαυτό της. Πέραν όμως από την εν λόγω, αρκετά σοβαρή πάντως, απορία, στον
μάλιστα τα χαρακτηριστικά του νου ή ακόμη και τον υποκαθιστά και έτσι άνετα
ταξινομήσεις.
καί κινητικόν ἐδόκει ἡ ψυχή εἶναι καί γνωριστικόν οὕτως, ἔνιοι συνέπληξαν ἐξ
19
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
διαλεκτική συνάντηση με τον άνθρωπο, χωρίς πάντως έστω και την στοιχειώδη
υποψία για απορρόφησή της και τον έλεγχό της από τα αντιληπτικά, τα
ορισμένες παραλληλότητες μεταξύ του τρόπου λειτουργίας της φύσης και των
η οποία κινείται στον άξονα της προηγούμενης: «Καὶ γὰρ ἂν ὑπέρ ὁρισμοῦ
ορισμό εξάγει την λογική από μία τυποποιημένη λειτουργία και την οδηγεί σε μία
δυναμοκρατική σχέση με την πραγματικότητα, και μάλιστα υπό τους όρους της
3 Η Crist d’ Ancona, με αφορμή την μελέτη του Konr. Gaiser Platons ungeschriebene Lehre, αναφέρει τα
ακόλουθα για την προφορική διδασκαλία της Ακαδημίας σε σχέση και με τους πρώτους σχολάρχες:
«Cet enseignement oral avait, d’ après Gaiser, pour objet une vision systématique de la réalité dépendant
de deux thèses maîtresses: d’ un côté, la doctrine de la ‘’série dimensionnelle’’ à savoir la suite ‘’nombres -
points – surfaces - corps’’, et de l’ autre, la doctrine du ‘’ nombre qui se meut de soi – même’’ - l’ âme –
comme principe de médiation. À la lumière de ces deux doctrine – dans lesquelles tout le monde reconnaît
20
Χρήστος Αθ. Τερέζης
και λειτουργικός και να υπερβαίνει σαφώς την γνωστική εμβέλεια της έννοιας.
και αθάνατη και μάλιστα τις ίδιες ιδιότητες απέδιδε και στο άλογο στοιχείο της
καθώς και στην ψυχή των ζώων. Η περιγραφή κατά πάσα πιθανότητα αρύεται τις
αφορμές της από τον Τίμαιον του Πλάτωνα. Αναδύεται δηλαδή μία ιεράρχηση η
οποία δεν καταλύει τις γενικές οντολογικές καταστατικές αρχές και που οφείλεται
στην ίδια την διάκριση, ως προς τον βαθμό κατοχής ποιοτήτων, που εμφανίζεται
παμψυχισμό ανεξάρτητα από τον βαθμό της απορροφησής του από το κάθε ον, ο
οποίος μάλιστα δεν παραμένει στα όρια μίας αρχικής τροφοδοτικής δύναμης που
d’ emblée Speusippe d’ un côté, Xénocrate de l’ autre – Gaiser se disait convaincu de pouvoir détecter dans
le Timée la réduction du monde sensible aux principes, et parallèlement la déduction du monde sensible à
partir des principes, à travers la médiation de l’ âme. En effet, la position intermédiaire assignée aux objets
mathématiques dans la République ne se comprend pleinement, d’ après Gaiser, qu’ à partir de la définition
de Xénocrate de l’ âme – nombre, définition qui selon l’ auteur est parfaitement platonicienne quant à son
contenu» (“Syrianus comme source de Proclus [c1]’’, Proclus et la Théologie Platonicienne, εκδ. ‘’Les Belles
Lettres’’, Paris 2000, σελ. 193). Οι επισημάνσεις στα ανωτέρω είναι προσεκτικές ως προς τις
εννοιολογικές εξειδικεύσεις τους και αναδεικνύουν την συμβολή του Ξενοκράτη στις μαθηματικές
κατευθύνσεις του Πλάτωνα. Η εισαγωγή των διαμεσολαβήσεων είναι καταλυτική με βάση την
λειτουργία της Ψυχής, η οποία εμφανίζεται ως φορέας-διακινητής του αριθμού κατά την
καθεαυτότητά του, προφανώς όμως ως προς την ειδητική πλευρά του. Εξακολουθεί όμως και
παραμένει το ερώτημα αναφορικά με το για ποία αιτία διατυπώνεται λόγος για αριθμό. Το πιο
πιθανό είναι ότι εννοείται ο αρχικός Αριθμός – μάλλον η ενοειδής μονάς –, ο οποίος με την
τους επιμέρους αριθμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως πηγές – τουλάχιστον δομικές – του φυσικού
σύμπαντος. Το ότι οι εν λόγω αριθμοί εντάσσονται ακολούθως σε μία γενική κατηγορία από κοινού
οποίο οριογραμμεί το πώς του οντολογικού προσδιορισμού του φυσικού από τον μεταφυσικό κόσμο.
Το ότι έχει προοδεύσει με αποφασιστικό τρόπο η εκτίμηση περί της πλήθυνσης του μεταφυσικού
κόσμου είναι σαφώς πέραν του προφανούς, ο οποίος έτει καθίσταται πιο εξηγητικός –αλλά και πιο
αναμφισβήτητος για τις ‘’απολυταρχικές’’ αρμοδιότητές του- αναφορικά με τον τρόπο συγκρότησης
του φυσικού.
21
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αλλά συμπορεύεται μαζί του κανονιστικά και ρυθμιστικά, ως κατά κάποιο τρόπο η
και τον Πρόκλο και εντάσσεται στην προοπτική τού ότι η θεία εμμέμεια
συνοδεύεται στενά από την θεία πρόνοια, η οποία πορεύεται με άξονα την
αξιοποιήσει ό,τι έχει προσλάβει και το οποίο διακινείται μονίμως εντός του. Το αν
σε έναν ανώτερο τρόπο ύπαρξης συνισούν δύο ερωτήματα που δεν εξασφαλίζουν
αντίρρηση στην σαφώς, κατά την εκτίμησή μας, νόμιμη πρόταση ότι οι εδραίες
του. Αλλά και σ’ένα πιο μινιμαλιστικό πεδίο, θα σημειώναμε ότι: κατέχουσα η
γίγνεσθαι αϊδιότητά του. Ανεξάρτητα δηλαδή από την εμμενή παρουσία της και
από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται από τα υποκείμενα τόσο στους
μετασχηματισμούς και στην φθαρτότητα του γίγνεσθαι όσο και στην αισθητή
μονισμό ως προς τον επιτελεστέο στόχο. Προφανώς και η ίδια θα υπόκειται σε μάι
διαδικασία ωρίμανσής της, καθότι δεν ανήκει πλήρως στο μεταφυσικό σύμπαν, ή,
στην περίπτωση που ανήκει, εκ τού ότι έχει αναλάβει την ευθύνη να εμπλακεί σε
πρώτη να είναι αμέθεκτη –και κυρίως θεία- και την δεύτερη μεθεκτή –και κυρίως
22
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εμμενής- κατά την σχέση της με τα αισθητά όντα –φαινόμενα. Πρόκειται για μία
διάκριση που άπτεται των όρων που διαμορφώνουν τον πανθεϊσμό και
το παρόν μπορεί να υποστηριχθεί, είναι ότι η Ψυχή συνιστά τον θείον εκείνον
αντανάκλαση –σαφώς και γνήσια, παρά τον εξαρχής οντολογικό υποβιβασμό της-
του θείου κόσμου.4 Έτσι και παρά την απαραβίαστη ισχύ του δυϊστικού
4 Βλ. απ. 188: «[...]Ὁμαλῶς δὲ πάντες οὗτοι χρόνῳ μὲν οἴονται τὴν ψυχὴν μὴ γεγονέναι μηδ’ εἶναι
γενητὴν πλείονας δὲ δυνάμεις ἔχειν, εἰς ἃς ἀναλύοντες θεωρίας ἕνεκα τὴν οὐσίαν αὐτῆς λόγῳ τὸν
Πλάτωνα γιγνομένην ὑποτίθεσθαι καὶ συγκεραννυμένην· τὰ δ’ αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ κόσμου
διανοούμενον ἐπίστασθαι μὲν ἀίδιον ὄντα καὶ ἀγένητον τὸ δὲ ᾧ τρόπῳ συντέτακται καὶ διοικεῖται
καταμαθεῖν οὐ ῥᾴδιον ὁρῶντα τοῖς μήτε γένεσιν αὐτοῦ μήτε τῶν γενητικῶν σύνοδον ἐξ ἀρχῆς
προϋποτιθεμένοις ταύτην τὴν ὁδὸν τραπέσθαι». Να επισημάνουμε καταρχάς ότι η συνάντηση της
εκάστοτε επιμέρους ψυχής αλλά και της Ψυχής του κόσμου με τον χρόνο –οι απόψεις περί του οποίου
διαφοροποιούνται, με βάση τα εκάστοτε νέα επιστημονικά δεδομένα, στην ιστορική εξέλιξη της
Ακαδημίας- συνιστά ένα ζήτημα που απησχόλησε καίρια τους φιλοσόφους της έως και τις έσχατες
απολήξεις του Νεοπλατωνισμού. Η εμπλοκή της στο φυσικό γίγνεθσια δεν απετέλεσε μία αμελητέα
παράμετρο αναφορικά με τον προσδιορισμό της καταστατικής θέσης του. Δεν είναι επίσης άνευ
ενδιαφέροντος εδώ ότι δεν είναι διάχυτος ο αποφατισμός αλλά μόνον ένας επιστημονικός ρεαλισμός,
εκλάβει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να του εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για μία μεθοδολογία η
ένα τέτοιο επιστημολογικό πλαίσιο, δεν ευδοκιμούν, καθότι η ούτως ειπείν προσωπική παρουσία του
δημιουργού είναι διάχυτη. Με το να τονίζονται, επίσης, ο υπερβατικός και ο ενιαίος χαρακτήρας της
παρεμβάσεών της, οι οποίες υποχρεωτικά θα εμφανίζονται υπό την προοπτική του πλήθους, του
απείρως μάλιστα ποσοτικώς αυξανόμενου, κατά τον τρόπο που η εξέλιξη του φυσικού σύμπαντος
επικυρώνει. Το ότι η Ψυχή εμφανίζεται ως μία κατάσταση μεμιγμένη και ότι αυτή η εκδοχή
ικανοποιεί μία θεωρητική αξίωση και ως τέτοια συλλαμβάνεται μόνον συλλογιστικά, είναι μία
εμπειρισμού το οποίο κυριαρχεί και το οποίο ορίζει υποχρωτικούς αυτοελέγχους στο ίδιο το νοούν
υποκείμενο. Γενικώς εισάγεται ένας σκεπτικισμός, ο οποίος όμως δεν αναστέλλει τις ερευνητικές
διαδρομές και οδηγεί στο να επιλεγούν οι κατάλληλες αφετηρίες –η κατά αποχρώσα λογική αιτία
θεμελιούμενες ή ως πιο εγκύρως αιτιολογούμενες- για να κατανοηθεί η αϊδιότητα του κόσμου της
23
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
δεν υποτιμάται στην κλίμακα του υπαρκτού, χωρίς πάντως να διατυπώνεται λόγος
αισθητής εμπειρίας, οι οποίες μάλιστα δεν πρέπει να εδράζονται –παρά μόνον αφετηριακά- σε ό,τι
ορίζεται ως απλή δόξα, η οποίαστην παραδοσιακή πλατωνική γνωσιοθεωρία είναι όχι εδραία
αμφιρρεπής και αμφαιβαλλόμενη. Για την θέση που κατέχει η Ψυχή στον οντολογικό σχεδιασμό του
Ξενοκράτη, ο John Dillon παρατηρεί, επιπλέον, τα ακόλουθα, τα οποία κινούνται περίπου στην ίδια
κατεύθυνση με τα προηγηθέντα και διά των οποίων επιλύει την βασική απορία αναφορικά με τους
αριθμούς. Διατυπώνεται λόγος για τους μαθηματικούς ατιθμούς και για τις γεωμετρικές οντότητες
και θεωρείται ότι απορρέουν από μία πραγματικότητα ανώτερη, η οποία δεν είναι άλλη από την
Ψυχή ως αυτοκινούμενον αριθμόν: «Since Xenocrates defined the soul as ‘self-moving number,’ it is
reasonable to suppose that he fixed the phenomenon of mathematical numbers and geometrical entities,
the existence of which had caused Plato to propound his thesis of mathematicals, at the level of Soul.
Mathematical entities the Ideas may be, but they are still the causes of sensible particulars». ( The Middle
Platonists, σελ. 28 ). Η οντολογική άμεση συνάφεια των μαθηματικών τύπων με τις αρχέτυπες Ιδέες
έχει εισχωρήσει στις θεωρητικές πύλες και έρχεται να προσδιορίσει πολλαπλώς τον κόσμο της
αισθητής εμπειρίας, και μάλιστα σε όλες τις ιδιαίτερες καταστάσεις του. Άρα, η αρχή της
εξειδίκευσης ορίζεται ότι θεμελιώνεται στο μεταφυσικό σύμπαν. Ο Ing. Düring προσθέτει
μεταφέροντας τις αναφορές και στην ανθρωπολογία: «Την αντίληψη ότι η λογική ψυχή, συγγενεύει
με το έν και με το αγαθό, τη βρίσκουμε –με διάφορες παρεκκλίσεις- και στους άλλους Ακαδημεικούς.
Η φυσική αφετηρία αυτής της θέσης ήταν ότι ο νους, η λογική ψυχή, ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό έν
από ό,τι η πολυμερής άλογη ψυχή».(Ο Αριστοτέλης, τόμ. Α’, σσ. 322-323). Αναντιλέκτως και εδώ
μπορούν να εντοπισθούν διαφορές ανάμεσα στην Ακαδημία και στο Λύκειον. Την εν λόγω
σύστημά τους, υπό το πρίσμα της ιεραρχημένης πρόσληψης της αρχικής ενότητας, με την Ψυχήν να
υπερέχει σαφώς των φυσικών σωμάτων, χωρίς πάντως να οδηγηθούν και σε έναν ανθρωπολογικό
δυϊσμό. Ο J. Trouillard, μάλιστα, προβαίνοντας σε έναν ευφυή συσχετισμό του Ξενοκράτη με τον
Πρόκλο, παρατηρεί τα ακόλουθα: «Est-ce le sens de la fameuse définition de Xénocrate: ‘’ L’ âme est un
nombre qui se meut lui-même’’? Proclos entend cette automotricité au sens le plus fort. Le mouvement
que l’ âme se donne n’ est pas avant tout son activité soconde ni celle qu’ elle imprime aux corps. C’ est le
mouvement par lequel l’ âme se fait être comme médiation de l’ intelligible et du sensible» (L’ Un et l’ âme
selon Proclos, σελ. 81). Παρακολουθούμε, λοιπόν, το ότι η συζήτηση για τα διάμεσα έχει μία μακρά
παράδοση, η οποία κατά βάση υπακούει, πέραν από τον αναντίρρητο μεταφυσικό προγραμματισμό,
και σε μία βιολογική οργανισμικότητα, η οποία προκύπτει από το ότι η Ψυχή θεωρείται ότι
εμπλέκεται με τις διαμορφώσεις της ύλης. Θα σημειώναμε δηλαδή ότι πνευματικοποιεί κατά τέτοιον
τρόπο την ύλην, ώστε να την καθιστά οργανισμό. Με το να είναι αυτοκινούμενη θέτει τις
24
Χρήστος Αθ. Τερέζης
για την μετά θάνατον κατάστασή της. Άρα, διαμορφώνεται ένα σαφώς
Σαφώς και είναι ένα ζήτημα όχι αμελητέο και κυρίως αναφύεται σε περιόδους που
θριαμβική αυτή θεωρία του για την ψυχολογία κατά την μετάβασή του από την
την αϊδιότητα του μακροκοσμικού, το οποίο θεωρείται και ως ανανεούμενο και όχι
φιλόσοφος έναντι του κρέατος ως τροφής, για να μην προσλαμβάνει ή και να μην
25
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τροφοδοτικό ρόλο, ενώ επίσης δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι η
όποιου ηδονισμού.
Αλλά, ο όποιος δυϊσμός έρχεται εδώ στο προσκήνιο, δεν οδηγεί σε τομές και
καταθέτει επισήμως τις προτάσεις της και προσφέρει στον όποιο εκκολαπτόμενο
τους στην ύλη δεν είναι σε θέση, εξαρχής τουλάχιστον, να προσδώσουν στην
εισαγωγής σε μία πραγματικότητα που δεν είναι, ή για ποικίλους λόγους έχει
καταστεί τέτοιας υφής, ικανή να αναπτύξει τους όρους της αυτοσυνειδησίας της.
Το αν γίνεται εισήγηση εδώ μίας προοπτικής για ριζική μεταμόρφωση, δεν έχουμε
που έχει τεθεί προς συζήτηση είναι τέτοιας εδραιότητας και τέτοιας
στον εαυτό του, υπό όρους επαναληπτικότητας, αλλά με την ακόλουθη ρήτρα:
26
Χρήστος Αθ. Τερέζης
συνιστά ουσιαστικά έναν διπλασιασμό της εαυτότητας, αλλά όχι στο πεδίο της
αυτοδυνάμωσης, την άρχουσα πηγή μίας πορείας προς τον οικειοθελή σεβασμό
συνειδητή ανάγνωση του εαυτού του και που επιζητεί την ούτως ειπείν αριθμητική
εκδίπλωσή του. Πρόκειται για μία αξιακή κίνηση, η οποία πορεύεται δημιουργικά,
για μία αυτογνωσία που λειτουργεί ως χορηγία και, όπως έχει διαπιστωθεί και
στον Σπεύσιππο, ως ένα υποκείμενο που φέρει διαδοχικά επί σκηνής το σύνολο
β) Από την μονάδα και την δυάδα ως αρχικές πρωτογενείς και αῒδιες πηγές
ο Ξενοκράτης παράγει τους αριθμούς, στους οποίους αποδίδει τις ιδιότητες, αν όχι
υπό ένα άλλο πρίσμα αλλά υπό ένα ρητά πιο διευρυμένο, και τις λειτουργίες των
πλατωνικών «ιδεών», τους ταυτίζει με τον Νουν –προφανώς τον θείον- και τους
θεωρεί, -όπως και Πλάτων, αντίθετα από τους πυθαγορείους, χωρισμένους από τα
αισθητά (Βλ. την σχετική κριτική του Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά 987 b –988a,
1009a 16 κ. εξ., 1080a 12- 1085α, όπου επιχειρείται παράλληλα και μία ιστορική
επιμείνουν έντονα στην εμμένεια, καθότι άνευ της παρουσίας της είναι ανέφικτη η
δηλαδή στο σκεπτικό του Ξενοκράτη μία τάση προβολής της μεταφυσικής της
υποστηρίξει και βεβαίως δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι ο πλατωνισμός
27
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
εμμένεια. Η μετάβαση που έχει ήδη επιχειρήσει ο σχολάρχης στην περιοχή της
γεωμετρίας, τόσο καθεαυτής όσο και εφηρμοσμένης, έχει ήδη εισαγάγει έναν
καταγράψει την παρατεταμένη επιρροή του, με την ύλη σαφώς και να ορίζει
των προηγουμένων, δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι χωρίς την εν
λόγω εμμένεια δεν εξηγούνται και δεν αιτιολογούνται, στο ορθόδοξο πλατωνικό
Το πιο πιθανό είναι ότι ο Ξεοκράτης αποδέχεται και τις δύο καταστάσεις, με σαφή
επόμενο όμως επίπεδο παρουσίας της και την προϋπόθεση της εμμενούς, με το
άνετα τις αντιστάσεις του απέναντι στα όποια εγχειρήματα περί επικράτησης της
εκκοσμίκευσης και των ακραίων υλιστικών ρευμάτων. Από την άλλη πλευρά, και ο
στην οποία κατά πάσα πιθανότητα θα είχε εντοπίσει μία εξουσία παροχών με
Και στο σημείο αυτό έχουμε να σημειώσουμε ότι μετά την παρέλευση οκτώ
βάση τρόπο την ακόλουθη επισήμανση του Αριστοτέλη: «διόπερ ὁ μὲν ἒφευγε τὸ
28
Χρήστος Αθ. Τερέζης
κακόν τὴν τοῦ πλήθους φύσιν εἶναι· οἱ δὲ λέγουσε τὸ ἂνισον τὴν τοῦ κακοῦ φύσιν»
γὰρ ἂνισον, ὃ ἐπὶ τῆς αἰτίας τῶν ὂντων παρελάμβανον, πρεσβύτερον ὂν καὶ τῆς ἐν
τοῖς γένεσι τοῦ ὂντος ἑτερότητος οὐ μόνον πανάριστον ἒλεγον εἶναι, ἀλλὰ καὶ τῶν
αὐτοῖς ἂνισον κακιζόμενον, οὐδὲν τοῦτο πρὸς τὴν γεννητικὴν τοῦ πλήθους αἰτίαν,
εὶ μὴ ὃτι ἐκεῖθέν πως καὶ τοῦτο» (Εις τα Μετά τα Φυσικά, 184.21-29). Καλούμεθα
εδώ να επαναφέρουμε στην μνήμη μας τον Σπεύσιππο, καθότι η θέση μας είναι
ότι, παρά τις όποιες εκκοσμικευμένες περιπέτειές του, δεν έθεσε την Ακαδημία
οποίο διείπετο από ένα ηυξημένο πλήθος αρχετύπων, θετικής στο διηνεκές
έρχεται, από την μία πλευρά, να αναδείξει τα δύο επίπεδα της πραγματικότητας
ως διακρινόμενα μεταξύ τους εξ ορισμού, ενώ, από την άλλη, θεμελιώνει το ότι ο
του μεταφυσικού, τα οποία προφανώς και θα ερμήνευε υπό τους όρους μίας
29
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
“αποδέχονται” τις προτεραιότητες που διέπουν την σχέση τους και καταγράφουν
έτσι και το αξιολογικό ζήτημα, το οποίο, ρητά ή υπόρρητα, θέτει και υπαρξιακές
και τις αποτυπώνει στις θεωρητικές ανησυχίες-επιλογές του, οι οποίες διά του εν
προσκήνιο φύσει και νόμω κρατούσες ιεραρχικά αμοιβαιότητες, οι οποίες από ένα
σημείο και εκείθεν αντιλαμβάνονται ότι συνεπικουρούνται από την αρχή της
και ένα συγγραφέα ο οποίος σε προσωπική κλίμακα είχε αναδείξει την πλήρη
αποδοχή τού κοινωνείν. Αλλά επ’ουδενί δεν πρέπει να διαμορφωθεί η έκδοχή περί
παραμυθία τόσο της οντολογικής αμεταβλητότητας όσο και του ούτως ειπείν
"Ιδέες" διακρίνει δύο επίπεδα: αυτό της ουσίας ως ενότητας και το συνακόλουθο
Και κατά βάση το αΐδιον δεν τίθεται, προκειμένου να επικυρώσει την αιωνιότητα
των «Ιδεών», αλλά για να αναδείξει το πώς διαμορφώνεται ένας κόσμος ο οποίος
μόνίμως ευρίσκεται ενώπιον του κινδύνου της απώλειας. Η πρώτη παρουσία του
παραμένει ολικά αμέθεκτη – χωριστή, ενώ το δεύτερο μέσω των χορηγιών του
30
Χρήστος Αθ. Τερέζης
φυσικού σύμπαντος. Εξάλλου, ήδη το ζήτημα είχε τεθεί στις δύο πρώτες υποθέσεις
του πλατωνικού Παρμενίδη, με την διάκριση μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου
συναφειών και συνδέσεων, τροφοδοτουσών των κατιουσών, κατά βάθος και κατά
ανώτερές τους οντολογικές δυνάμεις, τάση που θα οδηγήσει βαθμιαία στην έτι
περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου της Ενολογίας, η οποία έρχεται να διευρύνει την
Μετά τα Φυσικά, 988α 10-11: «τά γάρ εἴδη τοῦ τι ἔστιν αἴτια τοῖς ἄλλοις, τοῖς δ΄
εἴδεσι τό ἕν». Πρόκειται για διατύπωση που εισάγει με λιτό τρόπο την περίφημη
περιπέτεια της πλατωνικής Ακαδημίας για την μεταφυσική της εμμένειας. Και το
προκύψει σαφώς μέσα από μία επιμελημένη εφαρμογή της αφαιρετικής μεθόδου,
Χρήζει διευκρίνισης πάντως ότι την δεύτερη ιδιότητα την εκλαμβάνουμε όχι
υπό την έννοια την ποσοτική –εγχείρημα ούτως ή άλλως ανέφικτο –, αλλά κατά το
«Ἐντεῦθεν εἰς τόν Ξενοκράτην ἀποτείνεται, καί φησίν ὅτι τά εἴδη τῶν πραγμάτων
31
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ἀριθμοί, οὕτω δέ καί τά εἴδη περιοριστικά τῆς ὕλης ὑπάρχουσιν. Εἶτα μετά τάς
ότι εμμενώς παρίστανται τα μαθηματικά, οπότε και υπό την εδώ διαδρομή
τα πράγματα, ενώ τα είδη με την ύλη. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, καταρχάς
αριθμοί.
ένα έγκυρο επιστημολογικά διάγραμμα. Καταρχάς, δεν είναι αμελητέο ότι γίνεται
αμοιβαιότητα ανάμεσα στα είδη και στους αριθμούς εκ πρώτης όψεως δεν
διατηρητέον εισέτι τον δυϊσμό και με τις αναγκαιότητες που ο ίδιος θέτει.
παρουσίας των ειδών, οπότε η εμμένεια είναι διάχυτη. Μήπως αναδεικνύεται ένας
32
Χρήστος Αθ. Τερέζης
είδη ως ορίζοντα την ύλη – και όχι πλέον τα πράγματα. Το ρήμα «ὑπάρχουσιν»
συνδέεται και με την τελολογία, καθότι μάλλον πρόκειται για ενεστώτα διαρκείας.
της διαμάχης με τον Λύκειον- δεν πρέπει να έχει, ως προς την τυπική
διάρθρωσης του ιεραρχικού συστήματος και πολλώ μάλλον για την λειτουργία
των μαθηματικών υπό την γεωμετρική εκδοχή τους, την στιγμή μάλιστα κατά την
ακρίβεια οι παρεμβάσεις – προϊόντα των ειδών και των αριθμών. Για ποιά
Και για ποιό λόγο χρησιμοποιείται ο όρος «διανοηταί» για τις δεύτερες ουσίες; Δεν
33
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
η οποία σαφώς και δεν είναι εμπειρικής τάξης. Πέραν όμως των ανωτέρω
της.5
της πυθαγόρειας πλευράς του πλατωνισμού, δεν τον ικανοποιούσε δηλαδή μόνον
5 Η Cristina d’ Ancona, αφού αναφέρεται στην μόνιμη επικαιροποίηση των αγράφων δογμάτων από
τον Αριστοτέλη έως και τον Σιμπλίκιο, με αφορμή την μελέτη του H. Chermiss The Rddle of the Early
Academy, Berkeley. Los Angeles 1945, όπου αξιολογούνται ο Σπεύσιππος και ο Ξενοκράτης αναφορικά
με το αν είναι αυθεντικοί εκφραστές της ίδιας της εσωτερικής διδασκαλίας του Πλάτωνα ή ο καθείς
αντιπροσωπεύει την οικεία του φιλοσοφική στάση, επισημαίνει τα εξής: «Cherniss s’ était insurgé
contre cette thèse, observant que la vision de Speusippe et celle de Xénocrate sont mutuellement
toujours comme suspect. A cette observation, les tenants de la cohérence mutuelle des témoignages sur la
‘’doctrine des principes’’ ont répondu que l’ incompatibilité n’ est qu’ apparente, et dépend du fait
Speusippe et Xénocrate rapportent des théses relatives à des parties différentes du système déductif
platonicien. Speusippe rapporterait en effet la doctrine de l’ Un antérieur à l’ être, tandis que Xénocrate
(“Syrianus comme source de Proclus [1]’’, σελ. 194). Στο σύνολο των σχετικών αναφορών μας έχουμε
επειμείνει ρητά στους διαφορετικούς θεωρητικούς προσανατολισμούς του Σπεύσιππου και του
Ξενοκράτη, ο καθείς εκ των οποίων κτίζει το οικείον του κοσμοείδωλο, από αφορμές που δεν είναι –
ενίοτε μάλιστα ως προς ουδένα σημείο – συμβατές μεταξύ τους. Κατά την εκτίμησή μας, δεν πρέπει
να μας παρασύρει το κοινό δεδομένο τους ότι επιμένουν στον καταστατικό ρόλο των αριθμών και
των σχημάτων, καθότι η σύγκλισή τους δεν απορρέει από το ίδιο σκεπτικό και ούτε τα τοποθετούν
στο ίδιο οντολογικό επίπεδο. Η ιδιόλεκτη διομολόγηση του καθενός αντιπροσωπεύει μία πορεία που
δεν αναδεικνύει ένθερμες τάσεις για συμφιλιώσεις. Θα μπορούσαμε πάντως να υποστηριξουμε ότι
υπηρετούν με συνέπεια μία κοινή παράδοση, ο καθείς από την οικεία του ερωτηματοθεσία. Πάντως
δεν γνωρίζουμε τις μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν και ασφαλές εφαλτήριο για την
στάση τους απέναντι στον Πλάτωνα. Βεβαίως κομβικό σημείο είναι η θεωρία περί αρχών, με κομβικά
θεολογικοποιεί.
34
Χρήστος Αθ. Τερέζης
όλα τα επίπεδα, ενώ επίσης υπήρχαν και θεωρίες – όπως αυτή των Ιδεών,
τροφοδοτούν αλλά και εν ταυτώ αποκτούν στο πλαίσιό τους την δυνατότητα να
δεν είχαν εισέτι αναδειχθεί. Όθεν, κινείται στο να αξιοποιήσει τον πυθαγορισμό
επικαίρως, στο πλαίσιο της διαμάχης των φιλοσοφικών και των επιστημονικών
ιδεών, η οποία την εποχή εκείνη είχε ενσκύψει έντονα στο προσκήνιο. Ανέλαβε το
στην ατομική θεωρία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου, η οποία έθετε ζητήματα
προς ό,τι ορίζεται ως φαινόμενον. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται, είναι το εξής: τί
είναι ως προς την καταστατική υφή του το άτομο: φυσικός πυρήνας ή μεταφυσική
στους ατομικούς εντόπιζε μόνον έναν ακραίο υλισμό και δεν φαίνεται να τους
την αποκλειστική αιτία –αρχή και θα επέβαλε μία τέτοια μεθοδολογία διεργασιών
35
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
πάντως που ανεδύετο μονίμως από τον ίδιον, ανεφέρετο μόνον στον παράγοντα
που θα συγκροτούσε ο ίδιος το υλικό αίτιο και ο οποίος θα υπονοούσε για τον
εαυτό του την υφή του ποιητικού. Να διευκρινισθεί στο σημείο αυτό ότι το υλικό με
σαφώς και ανετιμάτο στην κλίμακα των οντολογικών αξιών. Απέναντι στην
και την αόριστο δυάδα, έτσι και τα μεγέθη (γραμμές, επιφάνειες και όγκοι)
παράγονται από την αρχική γραμμή, η οποία ως προς την καθεαυτότητά της δεν
επιδέχεται διαίρεση, καθώς και από ελάχιστα, επίσης αδιαίρετα, μεγέθη που
συγκροτούν τις επιφάνειες και τους όγκους (Ι. Στοβ., Εκλ., Ι 14, 350 : « Ξενοκράτης
ανωτέρω, θα λέγαμε ότι κατά πάσα πιθανότητα η αόριστη δυάδα αντιστοιχεί στα
αδιαίρετα μεγέθη, σαφώς με βάση το σκεπτικό περί τού οιονεί δυϊσμού που
οποία έχει τον πιο απλό χαρακτήρα από τα γεωμετρικά σχήματα, στο σύνολο των
36
Χρήστος Αθ. Τερέζης
οποίες αποτελούν το ενδιάμεσο μεταξύ της πηγής τους και των επιμέρους
εφαρμογών τους στον αισθητό κόσμο, χωρίς να αποκλείουμε και την παρουσία
παρουσία της η δυάδα, η οποία δεν είναι παρά η αρχετυπική πηγή του πλήθους,
υπό την έννοια ότι χορηγεί την δυνατότητα του πολλαπλασιασμού. Άρα, δεν είναι
μόνον ένα αριθμητικό μέγεθος και συνιστά έναν ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης.
ποσοτικούς. Η καταστατική θέση της σαφώς και δεν επηρεάζεται από τα προϊόντα
37
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τρόπο. Όπως θα φανεί και σε επόμενα σημεία, η δυάδα δεν συνιστά τίποτε άλλο
οποία καθιστά εφικτή την αποτύπωσή τους μέσω των αισθητών εικόνων και
ειδώλων τους, των υπαγόμενων όμως όχι στον αιώνα αλλά στον χρόνο.
«Ἀμέλει τῶν θείων ἀνδρῶν ἐκείνων τινὲς ἀτόμους γραμμὰς διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν
εἰσηγούμενοι καὶ ἄποσον δυάδα αἰτίαν ἔσχον ἀλλαχοῦ μὲν ὡς ἀδύνατα λέγοντες,
καὶ ἐκ τῶν τοῦ κατηγόρου λόγων τὴν ὑπὲρ Ξενοκράτους ἀπολογίαν, ὃς τὴν
αὐτογραμμὴν οὐκ ἠνείχετο τέμνεσθαι οὐδὲ τὰς κατὰ τοὺς μέσους λόγους τῆς
ψυχῆς ὁρωμένας γραμμάς· ἀφ’ ἧς αἰτίας καὶ τοὺς ἀριθμοὺς ἐν λόγοις ὁρῶν καὶ
εἴδεσιν ἀδιαιρέτους ἐφύλαττε· καὶ γὰρ τοὺς μαθηματικοὺς κατὰ τὸ εἶδος ἑώρα
μᾶλλον, ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ τὴν ὑποκειμένην τῶν μονάδων χύσιν» (απ. 147). Ήδη
εξαρχής τίθεται ένα ζήτημα επιστημολογικής τάξης, το οποίο επιζητεί την λύση
του και ανάγεται κυρίως στο να διευκρινισθεί το ποία είναι η καταστατική θέση
ενδιαφέρον, λοιπόν, είναι ότι ο σχολάρχης αναδεικνύει και μία νέα προοπτική
χαρακτηριστικά στα μαθηματικά και μάλιστα στην γεωμετρία και έτσι τα επενδύει
με την θεία αμεταβλητότητα, η οποία είναι αρραγής. Έτσι, έρχεται στο προσκήνιο
ένα μέγεθος, το οποίο παρά την πολλότητά του και την οικεία δυνατότητά του για
ούτε υπάγεται στον αέναο πολλαπλασιασμό που εμφανίζεται στα επιδεχόμενα τις
είναι η χωρική περιοχή της ύλης, η οποία διατηρεί την αυτοϊδρυτική αυτονομία της.
38
Χρήστος Αθ. Τερέζης
σημασίας και δεν καθιστά εφικτή την μετάβασή της σε όρον άρθρωσης της
εκδοχή: « εκάς ».
διατυπώνεται λόγος για παρεμβάσεις τέτοιες, άνευ των οποίων είναι αδύνατον να
του σχολάρχη δηλαδή ήταν να απαλλάξει, στο αρχικό επίπεδο, την δομή του
σύμπαντος από την υλικότητα και, άρα, από την περιπτωσιακότητα του σχετικού
στοχεύσεις, πρέπει να διατηρούν την ακεραιότητά τους. Στην οπτική του, για να
στην ύλη, η οποία αποκτά έτσι -κοσμολογικής τάξης- συνείδηση των νέων
39
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
συνθηκών στις οποίες έχει ενταχθεί. Αν επιχειρούσαμε ένα ιστορικό άλμα και
από το μονιστικό βέβαια πρίσμα τους- στο ότι η αόριστη δυάδα δεν είναι ύλη, αλλά
ευκτέους στόχους του έθετε τον αποκλεισμό από τον νομιναλισμό να διεκδικήσει
ίσως και τις ελάχιστες αρμοδιότητες, ακόμη και αν ήσαν συμβατές με τον
για τον οποίο η εκδοχή περί του ποσού είναι επιβεβλημένη, πολλώ μάλλον σε
σχέση με την δυάδα, και για την άτομο γραμμή, χωρίς να τίθεται ζήτημα για την
παρουσιάζει ποικίλες διακυμάνσεις. Άλλο είναι να δεχθούμε ότι είναι μία και άλλο
ότι είναι καθολική, ιδιότητα στην οποία ακόμη και το συμπεριληπτικό είναι
επιγενόμενη κατάσταση, τέτοια που λογικά πρέπει να διέλθει διά μέσου της
αλλά και προβάλλει επιμέρους ενότητες, οι οποίες προφανώς και είναι πολλές και
αμετάβλητο των πηγών ανεξάρτητα από τις γενέσεις και από τις φθορές, αλλά
περιόριζε αισθητά ή και απολύτως τις μεταφυσικές θεμελιώσεις, όσο και αν στην
ως προς τις ιδιότητες που αποδίδουν στις αρχές τους, αλλά διαφοροποιούνται ως
προς το πυρηνικό περιεχόμενο το οποίο τούς αναγνωρίζουν καθώς και στην σχέση
40
Χρήστος Αθ. Τερέζης
θεώρηση η οποία καθιστά εφικτές τις συναντήσεις σε ένα ορισμένο στάδιο των
που είναι συντελεστικός του μη ένυλου χαρακτήρα των πυρηνικών απαρχών τις
οποίες υιοθετεί. Στο εδώ θεωρητικό σχήμα του Ξενοκράτη είναι κυρίαρχη η
και ως φυσικοί λόγοι, θέση που σαφώς λειτουργεί διαμεσολαβητικά ως προς την
μαθηματικής θεώρησής της, η οποία οδηγεί τον Ξενοκράτη σε μία επιπλέον ρητή
επισήμανση. Παραπέμπει στους μέσους λόγους της ψυχής, οι οποίοι κατά πάσα
της εμμένειας, και τονίζει ότι δεν πρέπει να επηρεασθούμε στην εκτίμησή μας και
συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται για μία γραμμή με όλο και διευρυνόμενες
είναι ως προς την εκδοχή των τελευταίων υπό το αυστηρά και μόνο επιστημονικό
41
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
διατυπώσει λόγο για ενόραση και για θεωρητική ενατένιση. Και εκεί, λοιπόν, είναι
προσδιορίζει και όχι κατά την εκδήλωση παραγωγής και πολλαπλασιασμού των
μέσους λόγους της ψυχής. Αν γίνεται αναφορά στην Ψυχή του σύμπαντος, τότε οι
λόγοι της έχουν έναν σαφή οντολογικό προσδιορισμό και μάλλον θα σημαίνουν
είχε αναφορικά με την διδασκαλία της Ακαδημίας, οι άτομες γραμμές έχουν την
πηγή τους στον πλατωνικό Τίμαιον. Ως εκ της προέλευσής τους, λοιπόν, διασώζουν
την θεία υπερβατικότητα έναντι οιασδήποτε άλλης αϊδιότητας. (Βλ. Περί ψυχής,
404 b 19- 21: «αὐτό μέν τό ζῷον ἐξ αὐτῆς τῆς τοῦ ἑνός ἰδέας καί τοῦ πρώτου μήκους
καί πλάτους καί βάθους, τά δ’ ἄλλα ὁμοιοτρόπως» (Πρβλ. και Ι. Στοβ., Εκλ. Φυσ. Ι,
41, 864). Το κείμενο σαφώς κινείται στην προοπτική του πλατωνικού γλωσσικού
καθεστώτος, κυρίως με την αναφορά στην ιδέα του ενός, την ούτως ή άλλως
εκφραστική της ενότητας. Αλλά εδώ εισάγεται ένα δυσερμήνευτο ζεύγος. Υπάρχει
ιδέα του ενός; Πρόκειται για το ανώτατο Εν ή για την παραγωγική προβολή του,
ποιά ακριβώς σημασία έχει; Μήπως την ίδια με την ιδέα ή με το άτομον; Αν το
42
Χρήστος Αθ. Τερέζης
για μεταφυσική του χώρου, ζήτημα ακραία δυσεπίλυτο και μη άνετα υπαγόμενο
ούτε και στην πιο δημιουργική φαντασία. Μπορούμε να συλλάβουμε μία κίνηση
των θείων οντοτήτων στα κενά του χώρου υπό τον τύπο των μεταβάσεων.
Αντίθετα, η μεταφυσική του χρόνου υπό το πρίσμα του αιώνα σαφέστατα και είναι
περιοχή. Ενδεχομένως να υπάρχει μία εκφραστική ποικιλία, αλλά δεν ανήκει στα
απροσδιόριστο για την ανθρώπινη συνείδηση τρόπο στην μεταφυσική περιοχή και
διά της εμμένειάς τους στην ύλη-χώρα συντελούν σε διαμορφώσεις μέσα στον
λειτουργισμό που εμφανίζει ακριβώς μόνον εξαιτίας τής εν λόγω εμμένειας. Αλλά
από το εν, από την αόριστη δυάδα ή και από τα δύο; Μήπως είναι προϊόντα της
ατόμου γραμμής ή των εφαρμογών της; Και οι δύο συνδυασμοί βεβαίως σε ένα
καθότι φέρει στο προσκήνιο την συζήτηση για το σύνολο των παρουσιών των
βεβαίως η εκτίμησή μας είναι ορθή και δεν κινείται με όρους πρωθύστερου. Με
διακίνηση όμως των ίδιων προβληματισμών με τους ανωτέρω. Ήδη ο Πλάτων από
43
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
το έβδομο βιβλίο της Πολιτείας είχε αναδείξει την σύνδεση της στερεομετρίας με
τους οποίους κατέχουν τα σώματα και διότι εμπεριέχουν την ιδιότητα της μονάδας
που έχει η πηγή τους – και διότι, με βάση την πιο πιθανή εξήγηση, απορρέουν από
Το μείζον ωστόσο που αναδεικνύεται δεν είναι ότι έρχεται στο προσκήνιο μόνον
ό,τι θα ονομάζαμε ‘’μεταφυσική του χώρου’’ και έτσι με την διατύπωσή του
ανοίγονται νέα δεδομένα στην οντολογία, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι
υποκείμενα στην παρατήρηση. Το μείζον είναι ότι πρόκειται για μία μεταφυσική
6 Η M. Isn. Parente σημειώνει σχετικώς: «E si povera così un processo di continuità fra i” principi”,
ipostatizzati e resi transcedenti, le idee che erano numeri ideali e in certo modo conglobavano in sé
l’essenza del numero, le forme geometriche presenti alla base della realtà fisico-spaziale, la realtà fisica
stessa. Su Senocrate fu probabilmente assai sensibile anche l’influenza del Timeo, della quale tuttavia
parleremo più oltre» (“L’Accademia antica et le sue vicende philosophiche”, σελ. 219). Οίκοθεν και εδώ
νοείται ότι με την εκδίπλωση των ιδεατών γεωμετρικών σχημάτων -και προφανώς μέσω του
συνδυασμού τους- προκύπτει ο φυσικός χώρος. Επιπλέον, οι σωματικές σχηματοποιήσεις, από την
άλλη, θα προκαλέσουν φυσιολογικά και την ύπαρξη του κενού, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα ως
εφικτό a priori- επικυρώνει την διαιρετότητα του κοσμικού σύμπαντος. Ο κάθε σωματικός χώρος
επιβάλλει τις οικείες του λειτουργίες, ή προσαρμόζεται στα δεδομένα για να τις αναδείξει. Οπότε,
κεντρικού ενδιαφέροντος θα ήταν να συζητηθεί εάν αναπτύσοονται για το εν λόγω θέμα, έστω
καθ’υπόθεσιν, κοινά σημεία της Ακαδημίας με τις θεωρίες των ατομικών φιλοσόφων. Αποδέχονται οι
εκπρόσωποι της πλατωνικής Σχολής το κενό; Και από ποίο σημείο και εκείθεν θεωρούν ότι
θεμελιώνεται η λειτουργική παρουσία του; Τι επιτελούν οι μεταφυσικές αρχές και τον θεμελιώνουν;
Μἠπως τον συναντούν και “διαλέγονται” μαζί του για πιο εύρυθμες λειτουργίες; Η πιο πιθανή
εκδοχή είναι ότι, με βάση τις εκάστοτε νέες μορφοποιήσεις η αχανής υλική μάζα επιδέχεται
44
Χρήστος Αθ. Τερέζης
επίπεδο να τίθεται στο περιθώριο και η εν λόγω εκδοχή. Αλλά προς το παρόν η
δεν είναι ήδη λελυμένη με μία ενδεχόμενη παλινόστηση της θεωρίας περί της
ανάμνησης, με την οποία μονίμως ερωτοτροπεί η Ακαδημία καθ’ όλη την έκταση
εννοιολογικά σχήματα θα ανακτήσει διά της στροφής στον εαυτό της η ανθρώπινη
αποκλείουν την περίπτωση του κενού, το οποίο μεταφυσικά δεν μπορεί να τεθεί
διεργασιών επίπεδο. Αλλά ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι προβλέψιμο, και όχι
Κατά την εκτίμησή μας, δύο είναι οι λόγοι: α) Προκειμένου να προκύψει μία
ότι ο μεταφυσικός κόσμος διακρίνεται για την αυτοϊδρυτικά απόλυτη ενότητα και
45
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
εκτατικότητα είναι εγγενές στοιχείο της ύλης αλλά η μορφοποίησή της –η οποία
επινόησή του είναι ευφυής στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των φιλοσοφικών και
τις στα διηνεκές διεργασίες. Υπό την «απειλή» των ατομικών προεκτείνει την
κατασκευή αλλά ως a priori δυνατότητα για διαμόρφωση – και γενικεύει έτσι την
Είναι ωστόσο σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ο χώρος ανεξάρτητα
αποδεκτή, ακόμη και υπό την έννοια ότι ο μεταφυσικός προσφέρει στην ύλη τις
46
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αξιοποίηση των όσων προσλαμβάνει. Όθεν, ένα φυσικό σώμα συγκροτείται από
την σύνδεση των σχημάτων με την ύλη και δραστηριοποιείται κινητικά σε έναν
του Ξενοκράτη προεκτείνονται έτι περαιτέρω στον ίδιο τον κόσμο τού γίγνεσθαι, ο
οποίος εκλαμβάνεται, ως προς την ισχύ των κανόνων που τον διέπουν, ως μία
λειτουργιών που επιφέρουν οι αριθμοί, οι οποίοι ήδη από τον Τίμαιον έχουν
τῷ εἰπεῖν ὅτι κατά δόξαν λέγεται· εἰ γάρ εἰσι κατά Ξενοκράτην ἄτομα γράμματα,
είναι φυσιολογικός, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εξασφαλίζει αυστηρά ακριβείς
λύσεις, καθότι, πέραν τού ότι εκφαίνει τις οντολογικές διακλαδώσεις, προβάλλει
Προκύπτουν ή δεν προκύπτουν από τις άτομες γραμμές; Πώς όμως συνδυάζονται
σ’ένα πρώτο επίπεδο σύνθετα και σε ένα δεύτερο άτομα, με την δεύτερη
λειτουργία να οφείλεται τόσο στις πηγές τους όσο και κατά την σύγκρισή τους με
47
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τις επιμέρους εκφάνσεις –εφαρμογές τους; Υπό την έννοια αυτή, μπορούμε να
αρχικό, πού θα τελεσθεί; Στον μεταφυσικό ή στον φυσικό κόσμο ή σε μία περιοχή
ενδιάμεση;
οποία θα είναι και αδιαίρετα, προσιδιάζει πλήρως στην πλατωνική θεωρία περί
παραβιάσεις επί του αρχετυπικού άξονα, είναι απαραίτητο να δεχθούμε ότι στο
των σχημάτων, ενώ το διαιρετόν με την εφηρμοσμένη παρουσία τους και έτσι
εισάγεται η διάκριση, υπό τον τύπο της διαδοχής, ανάμεσα στην μεταφυσική της
υπερβατικότητας και στην μεταφυσική της εμμένειας. Η δεύτερη μάλιστα υφή της
αντιμετωπισθεί η ιδιαίτερη διεύρυνση την οποία έχει λάβει στο σύστημα του
48
Χρήστος Αθ. Τερέζης
σε οιοδήποτε επίπεδο και αν γίνεται αναφορά μας – ότι οι γραμμές είναι πιο απλές
πάντως λειτουργούν ως λύση ή ακόμη και ως σύνθεση με την διάσωση όλων των
μεταξύ τους. Δεν έχουν εισέτι βεβαίως – και μάλιστα θα αργήσει να έλθει η εποχή
από τις παραγωγικές δυνάμεις της ανώτατης Αρχής, του Ενός ή του Αγαθού και
και εγκαθιστώντας στην θέση της ή ως παράλληλό της ένα πέρας, νοητό και
αμετακίνητο, αρχέτυπο και μήτρα των μεγεθών και άρα τροφοδοτικό της αέναης
Μήπως υπονοείται μία ιδιόμορφη λειτουργία κίνησης; Κατά την εκτίμησή μας
στην πραγματικότητα, εισάγει την ιδιότητα του απείρου στο πέρας και συγκροτεί,
μέσα από τις αμοιβαίες μεταλλαγές, ένα περατοειδές άπειρον. Άνετα μάλιστα
49
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
μπορούμε να κινηθούμε και προς την αντίστροφη σχέση, αυτήν του απειροειδούς
γίνονται αριστοτεχνικές.
σύμπαντος, η οποία επιτρέπει τις υπερβάσεις της τυπικής λογικής, καθότι σ’ένα
ανώτερο του απείρου, ιεράρχηση που στον Πρόκλο (τρίτο βιβλίο της πραγματείας
μείζονα βαθμό την ενότητα, ενώ το άπειρον κινείται έτι μάλλον προς το πλήθος.
Στην ατμόσφαιρα πάντως που εισέτι επικρατεί, το πέρας ενέχει την άπειρη
εξαρχής ή στο πεδίο των ενυποστάτων, προβληματισμός που δεν είναι άμοιρος
λειτουργεί εδώ κατά τον τρόπο με τον οποίο το είχε εισαγάγει ο Αναξίμανδρος
50
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ευφυή σύλληψη τουλάχιστον την φέρει στο προσκήνιο με σαφήνεια: προσδίδει στο
οικειοποίησης των ιδιοτήτων του, τις οποίες εκφράζει κατά κάποιο τρόπο ως
ποσοτικά αλλά δυναμοκρατικά προς ποσοτική ανάπτυξη έχει μία μορφή κίνησης,
την οποία πρέπει να εξασφαλίσει και το πέρας οικείως. Εντάσσει διά τής εν λόγω
πρόσληψης τον εαυτό του σ’ένα διακύβευμα, αλλά έχει τις προϋποθέσεις να το
υπερβεί. Είναι ενοειδές, ιδιότητα απαράμιλλης ισχύος, οπότε έχει την άνεση να
επίσης δεν πρέπει να θέσουμε στο περιθώριο τα όσα συζητήσαμε περί διαίρεσης,
έστω από μία άλλη διαδρομή, στον Σπεύσιππο. Χωρίς να υποστηρίζουμε πως
παρατήρησή μας –καθότι εισάγει ιεραρχήσεις που δεν είναι ρητές στα κείμενα,- θα
άνοιγε διαδρομές για επίλυση των διακρίσεων που διατυπώνουμε: Μετά την
προβαίνουν στην άπειρη παρουσία τους στον κόσμο της αισθητηριακής εμπειρίας
διά της ενεργού αιτιότητας που εσωτερικά έχουν αναπτύξει και η οποία έχει τα
χαρακτηριστικά και των δύο γενικών αρχών. Το για ποιούς λόγους πάντως
αναδύεται η αιτιότητα, είναι ένα ζήτημα που δεν έχει πλήρεις οντολογικές
51
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Το πώς, επίσης τελείται η μεταφυσική παρέμβαση συνιστά ήδη από τον Τίμαιον
εξασφαλίζουν ύπαρξη, μορφή, σταθερότητα και παρουσία στο συνεχές: στην θέση
της αιώνιας και αμετακίνητης ιδέας- αρχετύπου εγκαθιστά το αεί κατά ταυτά έχον
τάξης. Πρόκειται για πραγματώσεις του κάλλους, οπότε αποκλείεται μία ουδέτερη
οντολογία, αλλά εκείνη η οποία προσκαλεί για μία θελκτική επικοινωνία μαζί της,
υποτάσσονται στο αδιαίρετο αρχικό εν. Η θέση αυτή, στην παράδοση την οποία
εγγύηση, για να διατηρηθεί στο είναι ο κόσμος της αισθητής εμπειρίας και να
του, το οποίο ορίζεται άλλως παρά ως η ολική ανάγνωση των χορηγιών που έχει
τό ὄν καί διαιροῖτο, πολλά τό ὄν καί οὐχ ἕν τι ἔσεσθαι, καί διά τοῦτο δεικνύοντος
ὅτι μηδέν τῶν ὄντων ἐστί το ἕν, ἐνέδωκε τῷ λόγῳ τούτῳ Ξενοκράτης ὁ
Καλχηδόνιος» (απ. 136). Το ότι το απόσπασμα κινείται στον άξονα της πρώτης και
της δεύτερης υπόθεσης του πλατωνικού διαλόγου Παρμενίδης είναι πέραν πάσης
52
Χρήστος Αθ. Τερέζης
άπειρη ενυπόστατη παρουσία του στα επιμέρους όντα αλλά και ως η πηγή της
οντολογικές κατηγορίες. Πρόκειται για ένα ρεύμα που θα αναγάγει βαθμιαία τον
μεταφυσική.
ον. Να διευκρινίσουμε όμως ότι και στην δεύτερη υπόθεση το κυρίαρχο ρόλο
διαδραματίζει το εν, αλλά κατά την ούτως ειπείν παραγωγική πλευρά του. Το εν
γενικούς τρόπους διά των οποίων θα συντελέσει στην συγκρότηση του κόσμου της
πλατωνικού διαλόγου και απλώς να έρχονται στο προσκήνιο οι γενικές θέσεις που
απόλυτου περιεχομένου του ενός και για την μη συγκριτική συνεξέτασή του με
53
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Η εκτίμησή μας είναι ότι η εν λόγω εκδοχή είναι ιδιαιτέρως ισχυρή, αρκεί βεβαίως
έναν σαφή μεταφυσικό στόχο, το σύνολο των λεπτομερειών εκείνων που είναι
σταθερότητας όσο και εξέλιξης αντιστοίχως. Έχει καταστεί ήδη προφανές ότι ο
φυσικής και άρα θέτει και ζητήματα ειδικής – ως προς έναν επιτευκτέο σκοπό
224 από την δοξογραφική παράδοση συναντάμε μία ενδεικτική ανάγνωση των
προσδιορισμών που υιοθετεί: «Λάβοις δ’ἄν καί κατά την τῶν πλευρῶν διαίρεσιν
τήν τῶν τριγώνων πρός τά ὄντα ἀναλογίαν. Τό μέν γάρ ἰσόπλευρον κατά πάντα
ἰσότητι καί ἁπλότητι κρατούμενον στγγενές ἐστι ταῖς θείαις ψυχαῖς – μέτρων γάρ
ἐστι καί τῶν ἀνίσων ἡ ἰσότης, ὣσπερ καί τό θεῖον πάντων τῶν δευτέρων – τό δέ
ἰσοσκελές τοῖς κρείττοσι γένεσι τοῖς κατευθύνουσι τήν ἔνυλον φύσιν, ὧν τό μέν
ἀμετρίας τῆς ὑλικῆς – καί γάρ τῶν ἰσοσκελῶν αἱ μέν δύο ἴσαι, ἡ δέ βάσις ἄνισος –
λεπτομέρειες της επιστημονικής σκέψης κατά τον τέταρτο αιώνα, ενώ δεν χρήζει
είχε εισαχθεί στον γλωσσικό κώδικα του Ξενοκράτη, την στιγμή κατά την οποία
54
Χρήστος Αθ. Τερέζης
την εικόνα εκείνη που τον καθιστά σαφώς υποδεέστερο του μεταφυσικού και όχι
μόνον επειδή εξαρτάται από τις παρεμβάσεις του. οι όροι που χρησιμοποιούνται
στο προαναφερθέν παράθεμα είναι ρητοί για τις αξιολογικές κατευθύνσεις τους:
“ἀμετρίας”, “χωλεύουσι”, “σκάζουσι”, ενώ δεν πρέπει να μην τύχει της δεούσης
τρόπον τινά απεξαρτημένος από τις δεσμεύσεις της υλικής αταξίας –αν βεβαίως
δεχθούμε ότι μπορεί να (προϋ)υπάρξει μία τέτοια κατάσταση- δεν είναι άλογος.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην εξέλιξη των πλατωνικών ανιχνεύσεων πολλάκις
οντολογική πραγματικότητα του νου, όχι μόνον για να θεμελιωθεί μία υπερβατική
των αισθητών φαινομένων. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι στον νουν
φρόνησις ἐστιν ὁριστική καί θεωρητική τῶν ὄντων». Με την οντολογία και την
εκδοχή των Ιδεών ως θείων νοήσεων. Την εκδοχή αυτή άνετα συναντάμε και στον
Ξενοκράτη με ποικίλες διατυπώσεις: «Καί μήν καί ἀμερές γε λέγεται καί ἀόριστον
τό μέν σῶμα μικρότητι, τό δ’ασώματον καί νοητόν ὡς ἁπλοῦν καί εἰλικρινές καί
καθαρόν ἁπάσης στερεότητος καί διαφορᾶς. Καί ἄλλως εὐηθές ἐστι τοῖς
55
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
φυσικό σύμπαν αναδιατάσσει τα δεδομένα ως προς την πρόσληψή τους και θέτει
είναι επιδεκτικό και νοητικών συλλήψεων, ακριβώς επειδή στο εσωτερικό του και
στις μορφικές αποτυπώσεις του ενέχει μία οντολογική συνθήκη που το υπερβαίνει
και η οποία είναι αενάως σταθερή ανεξάρτητα από την ποικιλότητα με την οποία
δεν επιτελεί τίποτε πλέον από το να καθιστά τον αποδέκτη ικανόν να αποκτά
ανοργάνου και αδρανούς ύλης τίθεται σαφώς στο περιθώριο, επιλογή που οδηγεί
τήν μέν αἰσθητήν τήν δέ νοητήν τήν δέ σύνθετον καί δοξαστήν, ὧν αἰσθητήν μέν
εἶναι τήν ἐντός οὐρανοῦ, νοητήν δέ τήν πάντων τῶν ἐκτός οὐρανοῦ, δοξαστήν δέ
καί σύνθετον τήν αὐτοῦ τοῦ οὐρανοῦ· ὁρατή μέν γάρ ἐστι τῇ αἰσθήσει, νοητή δέ δι’
ἀστρολογίας. Τούτων μέντοι τοῦτον ἐχόντων τόν τρόπον, τῆς μέν ἐκτὸς οὐρανοῦ
καί νοητῆς οὐσίας κριτήριον ἀπεφαίνετο τήν ἐπιστήμην, τῆς δέ ἐντός οὐρανοῦ καί
αἰσθητῆς τήν αἴσθησιν, τῆς δέ μικτῆς τήν δόξαν· καί τούτων κοινῶς τό μέν διά τῆς
56
Χρήστος Αθ. Τερέζης
σύνθετον κοινόν, ἀληθοῦς τε καί ψευδοῦς ὑπάρχειν· τῆς γάρ δόξης τήν μεν τινα
ἀληθῆ εἶναι τήν δέ ψευδῆ. Ὅθεν καί τρεῖς μοίρας παραδεδόσθαι, Ἄτροπον μέν τήν
τῶν νοητῶν, ἀμετάθετον οὖσαν, Κλωθώ δέ τήν τῶν αἰσθητῶν, Λάχεσιν δέ τῆν τῶν
αισθήσεων είναι αληθές αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό όσο αυτό –δηλαδή το
υποστηρίζαμε ότι πρόκειται για μία τομή αναφορικά με τον πρώιμο Πλάτωνα, ο
οποίος όμως ήδη με τους διαλόγους της έσχατης χρονολογικά περιόδου είχε
ανοίξει νέες διαδρομές στα όσα διαλαμβάνονται περί του αισθητού κόσμου.
επισήμανση του ψεύδους ως βεβαιότητας στην περίπτωση της δόξας. Για ποιά
αποχρώσα αιτία εδώ γίνεται αναφορά σε ψεύδος και όχι στα αισθητά;
ακριβείας από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι το ψεύδος δεν ανάγεται σε
ότι η γεωμετρία στην αρχική εκδοχή της προσλαμβάνεται απολύτως διά του
επιστημονικού τρόπου, ο οποίος όμως υποχωρεί κατά την εμμένειά της, προφανώς
κλίμακα, συνιστούν όρον υποχρεωτικόν για την ανθρώπινη έρευνα, διά της οποίας
νομοθετικών –αν όχι και τελολογικών- σχέσεων. Ο ανθρώπινος νους κατά τις
57
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
έρευνά του. Αλλά με μία ρητή επισήμανση: θα πρόκειται για μία επιστήμη σαφώς
στάδιο η ενόραση. Ωστόσο, ένα σημαντικό βήμα έχει ήδη συντελεσθεί στην
κατεύθυνση της ανατίμησης του φυσικού σύμπαντος αλλά και εν ταυτώ τής πιο
τονίζουμε την εν λόγω επισήμανση όχι για να μειώσουμε την συμβολή του
Πλάτωνα, η οποία ήδη είχε καταστήσει εφικτή, καθότι είχε εισαγάγει πιο ανοικτές
τοποθετούν στην βάση που πρέπει την εν λόγω συμβίωση, χωρίς να παραβιάζουν
τον Πλάτωνα αλλά και με το να αξιοποιούν συγχρόνως τον Αριστοτέλη και τις
παρακαταθήκες της.
58
Χρήστος Αθ. Τερέζης
καταπαύονται, καθάπερ καὶ οἱ τὸ ἓν καὶ τὴν ἀόριστον δυάδα ποιοῦντες· τοὺς γὰρ
παραλείπουσιν πλὴν ὅσον ἐφαπτόμενοι καὶ τοσοῦτο μόνον δηλοῦντες, ὅτι τὰ μὲν
ἀπὸ τῆς ἀορίστου δυάδος, οἷον τόπος καὶ κενὸν καὶ ἄπειρον, τὰ δ’ ἀπὸ τῶν
ἀριθμῶν καὶ τοῦ ἑνός, οἷον ψυχὴ καὶ ἄλλ’ ἄττα· χρόνον δ’ ἅμᾳ καὶ οὐρανὸν καὶ
ἕτερα δὴ πλείω, τοῦ δ’ οὐρανοῦ πέρι καὶ τῶν λοιπῶν οὐδεμίαν ἔτι ποιοῦνται
μνείαν· ὡσαύτως δ’ οἱ περὶ Σπεύσιππον, οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐθεὶς πλὴν Ξενοκράτης·
οὗτος γὰρ ἅπαντά πως περιτίθησιν περὶ τὸν κόσμον, ὁμοίως αἰσθητὰ καὶ νοητὰ
φαίνεται σαφώς ότι η επιστήμη δεν υποκαθίσταται από την φιλοσοφία, παρά το
φιλοσόφους, οι οποίοι από τις γενικότατες αρχές « εν- αόριστος δυάς» θεωρούν ότι
απορρέουν κατά βάση τόσον οι αριθμοί όσο και τα επίπεδα και τα σώματα, ενώ
αφήνουν στο περιθώριο της συζήτησης σχεδόν όλα τα υπόλοιπα, τα οποία από τα
εμπειρίας, υπό τον όρο πάντως ότι δεχόμεθα πως η απαρχή του συστήματος είναι
59
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
θα ενταχθεί στις εν λόγω τάσεις ο Σπεύσιππος είναι ένα ζήτημα το οποίο χρήζει
μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μας οδηγήσει στο να διατυπώσουμε λόγο περί
πάντως διέπεται από τον παράγοντα της ιεράρχησης, η οποία επικυρώνεται έτι
περαιτέρω από τα προϊόντα που προκύπτουν. Και δεν πρέπει να λησμονείται ότι η
είναι τα ίδια ήδη εαξαρχήης πλήθος. Ωστόσο, χρήζει επισήμανσης το ότι η ψυχή,
στα όρια του επιστημονικού παραδείγματος ή της έκτασης του κοσμοειδώλου που
ότι από την αόριστη δυάδα προέρχονται καταστάσεις όπως ο τόπος, το κενόν και
παρακολουθήσουμε την πορεία του όπως διεμορφώθη κατά την εξέλιξη της
επιβιώσεις του Αναξίμαδρου. Από την άλλη, η έννοια του κενού παραπέμπει στους
– μετριοπαθείς βεβαίως με τις θεωρίες τους. Είναι σαφές ότι με τις εν λόγω
αποδόσεις δεν μπορεί να τεθεί προς συζήτηση το περί μεταφυσικής του χώρου, το
60
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Εδώ μάλλον θα εννοεί την όποια κατάσταση χώρου που διαρκώς εκτείνεται.
περιοχή ένταξης – παρουσίας αλλά και να καθίσταται εφικτή και η εξέλιξή τους.
από τους αριθμούς ότι προέρχονται καταστάσεις όπως η ψυχή, δηλαδή ό,τι ορίζει
την ούτως ειπείν πνευματικότητα του σύμπαντος. Το ότι αναδύεται μία μορφή
σημασίας, παρά το ότι είναι σαφές ότι δεν τίθεται ζήτημα εξόδου από το
συστηματικό, περί του χρόνου και περί του ουρανού, χωρίς να διευκρινίζονται οι
λόγοι. Στους εν λόγω κύκλους το απόσπασμα εντάσσει και όσους υιοθετούσαν τις
κατατάσσει και στις ίδιες θεωρητικές αφορμές. Αλλά το επιπλέον ζήτημα είναι ότι
δεν πρόκειται για την ίδια μορφή αιτιότητας κατά τον τρόπο που την παρουσιάζει
61
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
απόλυτα, παρά το ότι και οι δύο αναφέρονται και σε αριθμούς και σε γεωμετρικά
επιμένει σε γενικές επισημάνσεις είναι ένα ζήτημα περί του οποίου δεν έχουμε
ως προς τις πληροφορίες. Ισχυρή βεβαιότητα πάντως έχουμε ότι ως ούτως ειπείν
στο Εντεύθεν καθώς και στα ενδιάμεσα μεταξύ τους πεδία. Αναγνωρίζεται λοιπόν
ανεξαρτησία ως προς τις περιγραφές. Επιλέγεται ένα ενιαίο σύστημα, στο οποίο οι
προβολές του ενός και της αορίστου δυάδος και η οντολογική παράμετρος θα
εφαλτήριο για να αναδειχθεί ό,τι απορρέει από την αόριστη δυάδα. Πρόκειται για
γενικώς του κόσμου – προέρχεται από το εν και από τους αριθμούς. Δεν
συμμετέχει η αόριστη δυάδα στην δημιουργία της; Επιπλέον, ποία είναι η σχέση
62
Χρήστος Αθ. Τερέζης
οι αναφορές στο σύνολό τους να μην έχουν εσωτερική συναρμογή. Εξάλλου, δεν
πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι στην δοξογραφική παράδοση αναδύεται ένα
Στο σημείο αυτό και εμβολίμως, παραθέτουμε ένα κείμενο του Συριανού, το
οποίο θα χρησιμεύσει και στους επόμενους αναβαθμούς σκέψης και στο οποίο
πρώτη φάση της Ακαδημίας: «Εἰ ὁ μαθηματικός ἐστι μόνος ἀριθμός, οὐκ ἂν εἲη τό
ἓν ἀρχή τῶν πάντων· εἰ δ’ἒστι τό ἓν ἀρχή, κρατεῖ Πλάτων και ἒστιν ὁ εἰδητικός
δεικνύναι, ὃτι τό ἓν ἀρχή τῶν ὃλων, ὃ μήτε νοῦς μήτε ὂν μήτε ἀριθμός ὑπάρχον
μήθ’ὃλως ὑπάρχον, ἀλλ’ἐξηρημένον καί αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως καί τοῦ εἶναι πάντων
ἐστίν αἲτιον ἀγαθῶν καί πᾶσιν οὐσίαν καί ἓνωσιν χορηγεῖ· τούτου γάρ ἱκανῶς
ἀναιρεῖται καί τό ἡγούμενον. Ἀλλ’οὒτε τό συνημμένον ὑγιές πάντῃ (εἰσί γάρ καί
ἀποδειχθείη ποτέ» (Εις τα Μετά τά Φυσικά, 141. 6-20). Στο ανωτέρω παράθεμα
έρχεται ενώπιόν μας το εγχείρημα να καταστεί η οντολογία, υπό τον τύπο της
συνάρθρωσης της μεταφυσικής με την φυσική, μέσω της αυστηρής εφαρμογής της
τυπικής λογικής μία αυστηρή επιστήμη, αιτιολογούμενη τόσο εσωτερικά όσο και
63
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
δεν μπορεί να είναι μόνον μαθηματικός, διότι υπό ένα τέτοιο ενδεχόμενο
οντολογικής βάσης στο περιεχόμενό τους δεν είναι άνευ σημασίας. Αναδύεται
πάντως και ένας ρητός μονισμός, ο οποίος όμως δεν αποτελούσε, τουλάχιστον
εμφανώς, θεωρητικό αίτημα της Ακαδημίας κατά την αρχική περίοδό της. ο
επόμενος συλλογισμός είναι ανατρεπτικός ως προς την διάρθρωσή του και εκκινεί
από το ότι, εάν το εν είναι αρχή, τότε υπό μία δυναμοκρατική ανάπτυξη προκύπτει
ότι ο αριθμός είναι ειδητικός και μάλιστα ότι δεν είναι ένας αλλά πλείστοι,
ότι πρόκειται για ιδιαίτερες υποστάσεις, οι οποίες έχουν ως κοινήπηγή τους το εν.
υπερβατικότητα δεν αίρει το παραγωγικό “άνοιγμα” του και έτσι χορηγεί στο
σύνολο των όντων τόσο την ύπαρξη όσο και την ένωση- με την δεύτερη πάντως
επισήμανσή του στοχεύει ακριβώς στο κέντρο της πλατωνικής κοσμοθεωρίας, της
64
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αρνητικό πρόσημο, ενώ τονίζεται ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί η εκ των υστέρων
αποτελούν σχόλιο του αριστοτελικού εδαφίου 1083a – 27 – 35, όπου κατά βάση ο
σχολάρχη και έτσι δεν αφήνει τον Αριστοτέλη να διεκδικεί νομιμότητες ελέγχων.
την εξέλιξη διά της οποίας διήλθε η θεωρία του Πλάτωνα περί των «ιδεών» και
μάλιστα από τον ίδιο τον εμπνευστή της, προκειμένου να αντιληφθούμε τις νέες –
επιστημονικό και ερμηνευτικό σχεδιασμό, ήταν επόμενο να την θέσει, και κατά το
άμεσο και κατά το απώτατο μέλλον, σε μία προοπτική αλλαγών και ποικίλων
επικαθορισμούς της. Και της προσφέρει ανοίγματα και διά των ποικίλων εκδοχών
της αναζητεί ορισμένα άλλα ανοίγματα κυρίως για την κοσμολογία και σε αυτή
Πλάτωνος καί λέγοντα ὅτι γενόμενον εἶπε τόν κόσμον ὁ Πλάτων οὐ τοῦτο
65
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
βουλόμενος, ἀλλά διδασκαλίας χάριν ἔφησεν ἐκ τῆς ὕλης τῆς προηγουμένης καί
τοῦ εἴδους γεγονέναι τόν κόσμον, ὡς ἔχει ἐπί τῶν μαθημάτων». Παρέχουμε στον
αναγνώστη όλη την άνεση, για να κινηθεί περιπετειωδώς στις προκλήσεις του
από όσες διετύπωσε στις διδασκαλίες του. Άρα, προβάλλεται ως ένας πυρήνας
αποκωδικοποιήσουν. Από την άλλα πλευρά, συνδέοντάς την Θεωρία των Ιδεών με
την διαλεκτική όχι μόνον ως μέθοδο αλλά και ως επιστήμη που ερευνούσε έλλογα
το όντως όν, απέκλειε την –τελικά- δογματική αγκύλωσή της στα ασφυκτικά όρια
μίας και μόνης θεώρησης. Η μελέτη πάντως των κειμένων του κατά χρονική
διαδοχή, οδηγεί στην επισήμανσή ότι, μετά τους διαλόγους της μέσης περιόδου (π.
με κύριο μάλιστα χαρακτηριστικό την σύνδεση της οντολογίας –ως είναι και ως
τέτοιους που άπτονται οιουδήποτε θέματος, ακόμη και των ηθικών και των
αισθητικών. Πρόκειται μάλιστα για μία επιστημολογία την οποία ο Πρόκλος στο
πρώτο βιβλίο της πραγματείας του Περί της κατά Πλάτωνος θεολογίας ανέδειξε με
διαλόγους. Στον διάλογο λοιπόν Παρμενίδης περιόρισε την ταύτιση των «ιδεών» με
το παρμενίδειο αιώνιο και αμετακίνητο "ον" ως «εν» μόνον στην πρώτη υπόθεσή
του. Και μάλιστα ανέδειξε προοπτικές οντολογικής υποβάθμισής του έναντι μίας
ακινησία τους, εισάγοντας τα στοιχεία της κίνησης και της αλλαγής μέσω της
66
Χρήστος Αθ. Τερέζης
κατά τον τρόπο με τον οποίο τελούνται στο φυσικό σύμπαν. Αν δεν υπάρξει όμως
εξέλιξη ή διαμόρφωση. Ό,τι χρειάζεται δεν είναι άλλο παρά η μέθεξη, η οποία
αναγκαιότητα.
Στωϊκούς αναφορικά με τις καταστάσεις της κοινωνίας και της μέθεξης: «Παρ’ἣν
αἰτίαν οὐκ ἐν ἶσῳ λέγεται παρά τε τοῖς περί τόν Πλάτωνα καί Ξενοκράτη
πολλαχῶς ὀνομάζεσθαι τἀγαθόν καί παρά τοῖς στωικοῖς. Ἐκεῖνοι μέν γάρ ὅταν
φῶσιν ἑτέρως λέγεσθαι ἀγαθόν τήν ἱδέαν καί ἑτέρως τό μετέχον τῆς ἱδέας,
σημαινόμενον ἐκτίθενται καί κατά πολύ ἀλλήλων διεστῶτα καί μηδεμίαν ἔχοντα
κοινωνίαν, οἶον τι και ἐπί τῆς κύων φωνῆς θεωροῦμεν. Οὕτω κἀν τῷ φάναι ἀγαθόν
τήν ἰδέαν καί το μετέχον τῆς ἰδέας ἔκθεσις μέν ἐστι σημαινομένων, κεχωρισμένων
ευρίσκεται σαφώς εκτός συζήτησης. Διά της ανωτέρω επιλογής –η οποία εισάγει
εν ταυτώ και μία νέα ορολογία στο ήδη χρησιμοποιούμενο οπλοστάσιο για την
διευρυμένα την πολλαπλότητα και την συνθετότητα του κόσμου της αισθητής
εμπειρίας. Αναδύεται εδώ μία θεωρητική προοπτική η οποία δεν μπορεί παρά να
διέλθει και από την επιστημονική διΰλιση. Στο ζήτημα έχουμε ήδη επιμείνει καθώς
κόσμο, προφανώς και δεν θα ταυτιζόταν με την χρήση που έχει στο
7 Για την παρακολούθηση του τι μπορούσε να προσλάβει ο Πλάτων και για ποιούς λόγους από τον
Ηράκλειτο, βλ. Abel Jaemière, La pensée d’ Héraclite et le vision présocratique du monde, Paris 1959.
67
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αιτιολογηθεί η αρχή της μετάβασης από τον ένα κόσμο στον άλλον, και
αποτυπώνοντας με τις δηλώσεις και τις συνδηλώσεις του την μεταφυσική εκδοχή
της κίνησης, αναζητώντας επιμόνως και τις προτυπώσεις της. Τέλος, στον διάλογο
οδηγήθηκε σε μία πιο μαθηματική αντίληψη περί του φυσικού κόσμου, μέσω του
τονισμού του αριθμητικού χαρακτήρα των «ιδεών» και περί των ακριβών
σχηματοποιήσεων των ουρανίων σωμάτων. Πρόκειται για έναν τονισμό που ήταν
έτι περαιτέρω από απαραίτητος στην προοπτική ενός πιο διευρυμένου συστήματος
αναγκαιότητα, η οποία επιβαλλόταν από την ίδια την πραγματικότητα, κατά τον
χαρακτήρα τους. Και βεβαίως την ασώματη υφή τους. εντελώς ενδεικτικά
κοσμοείδωλο που είχε υιοθετηθεί κατά τον τρόπο που έως το σημείο αυτό έχουμε
από λογικές συνεπαγωγές, με κριτήριο μία αρχική θεωρητική σύλληψη που έθεσε
68
Χρήστος Αθ. Τερέζης
παρουσίας της, είναι ενωπιόν μας μία πραγματολογία η οποία ούτως ή άλλως
βεβαίως μέσα από ένα παράδειγμα το οποίο σαφώς και θα ήταν καταγωγικό, με
λόγω ζήτημα άνοιξε τον “ασκό του Αιόλου” στην Ακαδημία και έμελλε να την
αναφορικά με την κοσμική ανάδειξη, διά μέσου των νέων αναγνώσεων που έχουν
κόσμον φασί, τοῦ Πλάτωνος εἰπόντος˙ παραλαβών γάρ ὁ θεός πᾶν, ὃσον ἦν
ὁρατόν, – “οὐχ ἡσυχίαν ἄγον, ἀλλά κινούμενον πλημμελῶς καί ἀτάκτως, εἰς τάξιν
αὐτό ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας”–. οὗτοι οὖν γενητόν καί ἄφθαρτον λέγοντες τόν
κόσμον τήν γένεσιν οὐχ ὡς ἀπό χρόνου φασί δεῖν ἀκούειν, ἀλλ’ ἐξ ὑποθέσεως
στοιχείων, οὐκ ἦν ῥᾲδιον γνῶναι τήν τούτων διαφοράν, καί ὃπως ἐκ τῶν
τά ἁπλᾶ καί σκοποῦντα πῶς, εἰ τά ἁπλᾶ καθ’ αὑτά ἦν, ἐξ ἀρχῆς ἀπ’ αὐτῶν ἄν
αὐτῶν ζητοῦντες τά σύνθετα εἰς τά ἁπλᾶ ἀναλύουσι, καί ὃπως ἐξ ἐκείνων ἐγένετο
ἄν, εἴπερ ἐξ ἀρχῆς ἐγίνετο, σκοποῦσιν, οἷον ὃτι τό τρίγωνον ἐκ τριῶν εὐθειῶν κατά
69
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ἀλλ’ οὐχί κατά τά ἐπίπεδα συντιθεμένων». Η πρώτη διαπίστωση που έρχεται στο
διακρίσεις και με την αρχή της μεταβατικότητας. Πριν το φυσικό σύμπαν καταστεί
κόσμος, υπήρχε το άτακτο και το πλημμελές, προφανώς της χώρας και της ύλης. Η
ότι δεν γίνεται αποδεκτό ότι η γένεση είχε προκύψει από μία χρονική αφετηρία
έχει την σημασία του. Ο χρόνος δεν αποτελεί μεταφυσικό μέγεθος, οπότε το θείον
δεν υπάγεται στις διαδικασίες του και στις αναγκαιότητές του. Τον συγκροτεί από
υπάγεται σε μία χρονική διαδοχή, αλλά στην τάξη που τα ανώτερα και τα
παρατήρηση αναφέρεται στην ίδια την σύσταση του φυσικού σύμπαντος και
Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι στον φυσικό κόσμο συνανήκουν τόσο τα στοιχεία όσο
ότι είναι δυσδιάκριτη η μεταξύ τους διαφορά. Και υπό τον τύπο της πρότασης μίας
Το ότι γίνεται αναφορά στο κατά γραμμάς και όχι στα κατά επίπεδα, επικυρώνει
70
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Επιπλέον, το ότι ήδη ο Πλάτων στον διάλογο Φίληβος είχε θέσει επιτακτικά
εντόνως τα ενδιάμεσα που περεμβάλλονται μεταξύ των δύο κόσμων και τους
νηφαλιότητα του αυτοερωτισμού της. Η auctoritas δεν ήταν επαρκής αφ’ εαυτής,
και όχι μόνον διότι αποξενώνετο από τις εφαρμογές της. Έπρεπε να συμφιλιωθεί
με την ratio, η οποία εξησφάλιζε τις επικυρώσεις, τις επαληθεύσεις και τις
μεθόδου που βαθμιαία θα τους ανακαλύψει και θα τους περιγράψει ό,τι τελείται,
διευκρινισθεί το ότι δεν νοείται μεταφυσικός, κυρίως, και φυσικός κόσμος χωρίς
μόνον στις εξωτερικές αναφορές του αλλά και στις αυτοαναφορές του,
ισοδύναμο εταίρο του υπαρκτού. Στην επόμενη περίοδο της Ακαδημίας, το ζήτημα
υπερβατικά κριτήρια- σύλληψη των αριθμών και των γεωμετρικών σχημάτων δεν
71
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
διαμορφώσεις8.
Όπως έχουμε πάντως ήδη επισημάνει, η διδασκαλία της θεωρίας περί των
8 Θέτοντες προς εξέταση την πρόοδο της πλατωνικής παράδοσης έως και τα έσχατα
χρονικά σημεία του Νεοπλατωνισμού, θα διαπιστώναμε ότι η διαλεκτική συνιστούσε
μία από τις κορυφαίες –αν όχι την κορυφαία – αξιώσεις. Θα παραπέμψουμε σε δύο
αποσπάσματα για τον Ξενοκράτη, από τα οποία το πρώτο αναφέρεται στην διαλεκτική
ως μέθοδο και το δεύτερο στο πως εντός της ανθρώπινης εσωτερικότητας ( της ψυχής )
τεκταίνονται όσα έχουν διαμορφωθεί από τις αρχέτυπες δυνάμεις ως λόγος των όντων.
Συγκεκριμένα στο απ. 90 διαβάζουμε τα ακόλουθα για τον πλατωνικό σχολάρχη κατά
την συγκριτική συνεξέτασή του με τους Στωϊκούς: « Ξενοκράτης δὲ ὁ
Πλάτωνος…ἐτύγχανεν ἴδιον ». Η κύρια λεπτομέρεια που ενδιαφέρει είναι η
προβαλλόμενη διαφορά μεταξύ ρητορικής και διαλεκτικής. Η πρώτη χαρακτηρίζεται
από την εκφορά ενός παρατεταμένου λόγου χωρίς διακοπές, ενώ η δεύτερη
εκτυλίσσεται μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων, οπότε εμμέσως προκύπτει ότι
αποκλείει την εξ ορισμού αξιωματικότητα. Συμπληρούμενο το ανωτέρω από τα όσα
αναφέρονται στο απόσπασμα 197, στο οποίο, με το να συσχετίζεται η ψυχή με τους
αριθμούς- είδη- λόγους των όντων, αναδεικνύεται το πώς πραγματώνει στην περιοχή
της τα όσα τελούνται στο οντολογικό σύστημα: « Τό προκείμενον ἐλέγξαι τήν
Ξενοκράτους τοῦ Πλάτωνος διαδόχου περί ψυχῆς δόξαν, ὅς ἔλεγε τήν ψυχήν ἀριθμόν
εἶναι κινοῦντα ἑαυτόν. Καί δῆλον ὅτι εἰ οὕτως ἔλεγε κατά τό φαινόμενον, εὐέλεκτος ὁ
λόγος. Ἀλλ’ ὅπερ καί ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἶπον, οὐκ ἄν τις οὐδ’ ἄκρῳ δακτύλῳ τῶν
μαθημάτων γευσάμενος τοιαῦτα ἄν εἴποι. Ἔλεγεν οὖν ἀριθμόν τήν ψυχήν καί λόγον ἐκ
λόγων˙ πάντων γάρ ἐν ἑαυτῇ τούς λόγους ἔχει, ὡς εἴπομεν. Ἀριθμούς δέ τά εἴδη
ἐκάλουν, ὡς εἴρηται˙ καί αὐτός γοῡν ἐν τοῖς ἑξῆς φησιν καί εὖ δή οἱ λέγοντες τήν ψυχήν
τόπον εἰδῶν. Ἀριθμόν μέν οὖν διά τοῦτο, κινοῦντα δέ αὑτόν διά τό αὐτοζωόν αὐτῆς˙ οὐ
γάρ ὑφ’ ἑτέρου αὐτῇ τό ζῆν˙ αὐτοζωή γάρ ἐστιν. Ὁ δέ Ἀριστοτέλης, ὡς εἴωθεν, ἐλέγχει
τό φαινόμενον τοῦ λόγου ». Δεν θα μας απασχολήσει το ποια κριτική ασκείται στον
Ξενοκράτη για τις θέσεις του και θα αναφερθούμε αποκλειστικά και μόνον στο
περιεχόμενό τους. Το ότι εθεωρούσε ο Ξενοκράτης ότι η ψυχή είναι αριθμός προσιδίαζε
με την σύνολη θεωρία του, οπότε είναι αναπόφευκτο να της απέδιδε και αυτοκίνητη
δύναμη. Επιπλέον, μία τέτοια εκδοχή δεν μπορεί να προκύψει από κατά το φαινόμενον
εκδοχές, εξαιτίας της καταστατικής θέσης η οποία τής αναγνωρίζεται. Εκλαμβάνεται
ότι έχει συγκροτηθεί σε πλήρη πραγματικότητα από την παρουσία των ειδών στην
περιοχή της και χαρακτηρίζεται ως λόγος που έχει προκύψει από λόγους. Εκ του ότι
λοιπόν κατά την εν λόγω χρονική περίοδο εκαλούσαν τα είδη με το όνομα των αριθμών,
επόμενο ήταν να συνδέεται και με αυτούς. Ενδιαφέρον, επίσης, είναι ως προς την
οντολογική ανατίμησή της ότι τής αποδίδεται και η ιδιότητα του αυτοζώου, οπότε η
ανεξαρτησία της είναι σε προκεχωρημένο βαθμό ρητή. Οι προεκτάσεις, λοιπόν, στον
γνωσιοθεωρητικό τομέα είναι αναπόφευκτες. Εντός της ψυχής αντανακλώνται με
πραγματικό τρόπο όσα έχουν τελεσθεί στον μεταφυσικό κόσμο και τα όσα θα τελούνται
στον φυσικό. Όθεν, ένας άνθρωπος έχει τις προϋποθέσεις διά της αυτογνωσίας του να
οδηγηθεί στην, υπό την ευρεία έννοια του όρου, πραγματογνωσία. Η εσωτερική
διαλεκτική μπορεί να αποτυπώσει και την πραγματολογική.
72
Χρήστος Αθ. Τερέζης
"ιδεών" περιορίσθηκε κατά την χρονική διαδρομή από τους διαδόχους του
Πλάτωνα και επανήλθε στην Ακαδημία κατά την εποχή του Αντίοχου του
τεθεί, είναι το για ποιούς λόγους ο Αντίοχος δεν έδειξε προθυμία να αξιοποιήσει
την αριθμογονία και την αριθμολογία των πρώτων Ακαδημικών, ενώ παράλληλα
μάλιστα δεν τον είλκυσε η θεωρία περί των γεωμετρικών σχημάτων ως εξηγητική
σκεπτικό, το οποίο θα συζητήσουμε στην οικεία του θέση. Με τον Ξενοκράτη, για
των Ιδεών σ’ έναν νέο τομέα διά της διάνοιξης των δυνατοτήτων τους, με την
νομιμότητα της διατύπωσής τους και οι οποίες ανεφέροντο στην διάκριση των δύο
κόσμων. Αποδυνάμση, λοιπόν, της θεωρίας των Ιδεών δεν υφίστατο. Τουναντίον
επαναστατική, καθότι ενίσχυσε την μεταφυσική και την κατέστησε και απολύτως
οργάνωσης συνιστά ένα αίτημα –και βεβαίως κανονιστικής τάξης- της ερευνητικά
κινούμενης σκέψης. Θέτει αυστηρές αναλογίες και καθιστά εφικτές τις συγκρίσεις,
ενώ εν ταυτώ είναι ταξινομητική των φαινομένων, τα οποία όμως θεωρείται ότι η
ίδια έχει διαμορφώσει. Στο αναλυτικό –κριτικό, ως προς τους διϋλισμένους όρους
που έχουν επιλεγεί για την συγκρότηση συνεκτικών θέσεων, κείμενο που
ακολουθεί, διατυπώνεται μία πτυχή του τρόπου χρήσης της θεωρίας περί των
«ιδεών» από τον Πλάτωνα και τον Ξενοκράτη: «[...] ταῖς δὲ ἰδέαις ἄμφω προσῆν,
καὶ νοεραῖς εἶναι καὶ ἀκινήτοις κατ’ οὐσίαν, ἐν ἁγνῷ βάθρῳ τῷ καθαρῷ νῷ
βεβώσαις καὶ τελειωτικαῖς τῶν δυνάμει ὄντων, καὶ εἰδοποιΐαις αἰτίαις· ὅθεν ἐπὶ
ταύτας ἀναδραμὼν τὰς ἀρχὰς τούτων ἀνήρτησε τὴν σύμπασαν γένεσιν, καθά
φησιν ὁ Ξενοκράτης, εἶναι τὴν ἰδέαν θέμενος αἰτίαν παραδειγματικὴν τῶν κατὰ
φύσιν ἀεὶ συνεστώτων. Οὔτε γὰρ ἐν τοῖς συναιτίοις ἄν τις αὐτὴν θείη, λέγω δέ,
οἶον ὀργανικοῖς ἢ ὑλικοῖς ἢ εἰδικοῖς, διόπερ αἰτίαν εἶναι πάντως· οὔτε τῶν αἰτίων ἐν
τοῖς τελικοῖς ἁπλῶς ἢ ποιητικοῖς· κἂν γὰρ αὐτῷ τῷ εἶναι λέγωμεν αὐτὴν δρᾶν καὶ
73
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τέλος εἶναι τῶν γιγνομένων τὴν πρὸς αὐτὴν ὁμοίωσιν, ἀλλὰ τό τε κυρίως τελικὸν
πάντων αἴτιον καὶ οὗ ἕνεκα πάντα πρὸ τῶν ἰδεῶν ἐστί, καὶ τὸ κυρίως ποιητικὸν
μετὰ τὰς ἰδέας, ὡς πρὸς κριτήριον βλέπων καὶ κανόνα τὸ παράδειγμα· μέση γὰρ
οὖσα ἀμφοῖν τοῦ μὲν ἐφίεται, τοῦ δ’ ἐστὶν ἐφετόν· εἰ δὲ δὴ τῶν κατὰ φύσιν ἐστὶν
αἰτία παραδειγματικὴ συνεστώτων, οὔτε τῶν παρὰ φύσιν οὔτε τῶν κατὰ τέχνην
ἔστιν ἰδέα· καὶ εἰ τῶν ἀεὶ συνεστώτων, οὐδενὸς τῶν κατὰ μέρος γιγνομένων
καθηγεμόνι τὸν ὅρον τῆς ἰδέας ἀνέγραψε, χωριστὴν αὐτὴν καὶ θείαν αἰτίαν
στις απαρχές του θέτει την αξίωση περί της σύζευξης της οντολογίας, τόσο κατά
την μεταφυσική όσο και κατά την φυσική εκδοχή της, με την γνωσιολογία,
και την προοπτική του τελικού αιτίου, οπότε προφανώς φαίνεται ως δεδομένη η
αξιοποίηση του Αριστοτέλη, χωρίς να σημαίνει ότι στο πλατωνικό – και πολώ
λοιπόν, τπό την ρητή εκδοχή της σύνθεσης των συλλογισμών ότι οι Ιδέες κατά την
ουσία τους είναι νοερές και ακίνητες ( υπερβατικός ρεαλισμός ) αλλά και ότι
πραγματώνουν την τελείωση των όντων εκείνων που ευρίσκονται στην κατάσταση
της δυνατότητας ως ειδητικά αίτιά τους ( ενδοκοσμικός ρεαλισμός ), ενώ επίσης ότι
ευρίσκονται στο ανώτατο επίπεδο της ανθρώπινης νόησης, της κεκαθαρμένης από
74
Χρήστος Αθ. Τερέζης
σαφές το ότι ορίζεται με τον σύνθετο όρο “σύμπασα γένεσις”, με πιο πιθανή την
αναβαθμούς. Οι Ιδέες ορίζεται ότι είναι παραδειγματικά αίτια και ως τέτοια είναι
πρώτο ερώτημα που θα τεθεί, αναφέρεται στον σύνθετο όρο “τά κατά φύσιν ἀεί
δεν τις ενέταξε στην ίδια κατηγορία με τις παρεμβάσεις τις οργανικές, τις υλικές
και τις ειδικές, έχοντας ως βάση το σκεπτικό ότι στο περιεχόμενό τους, στο οποίο
για εκείνες οι οποίες διαμορφώνουν με έλλογο και συνεκτικό τρόπο τα γένη που
θα ήρχοντο στο προσκήνιο πυρηνικοί φυσικοί λόγοι, αλλά για την εκτίμηση του
τίθενται είναι προκλητικές ίσως για τα μέτρα της εποχής και θα εντυπωσίαζαν
ακόμη και τον διδάσκαλο περί των αιτιακών εξειδικεύσεων, τον Πρόκλο. Δεν
αναγνωρίζει, λοιπόν, ο Ξενοκράτης την ένταξη των Ιδεών απλώς στην κατηγορία
των ποιοτικών ή των τελικών αιτίων, επισημαίνονται πάντως κατά την συμβατική
χρήση των όρων. Με την εν λόγω διευκρίνιση όμως έρχεται να αποτραπεί ένας
απλουστευτικός μονισμός στο πεδίο της αιτιότητας, καθότι εμμέσως προκύπτει ότι
75
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
να ενεργούν διά του είναι τους, καθίστανται τελικά αίτια των προϊόντων τους και
οντολογικής – αλλά και γνωσιολογικής- εμβέλειας, η οποία και την διάκριση των
δύο κόσμων διατηρεί, και, κατ’ επέκταση, αποτρέπει τον πανθεϊσμό, καθότι θέτει
ρητά εκποδών τις ταυτότητες. Στην απόλυτη όμως εκδοχή του υποστηρίζεται ότι
το τελικό αίτιο ανήκει σε μία πραγματικότητα που υπερβαίνει τις Ιδέες, το οποίο
χορηγεί την πλήρη νοηματοδότηση στο σύνολο του υπαρκτού. Το «άνοιγμα» προς
την Ενολογία είναι ήδη διάχυτο και θα μπορούσαμε άνετα να παρεπέμψουμε στο
δεύτερο βιβλίο από το Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας του Πρόκλου, το οποίο,
παρά το ότι επιμένει στην θεμελίωση του αποφατισμού, είναι κομβικό αναφορικά
με την έννοια της αιτιότητας. Η όλο και περαιτέρω ανώτερη κλίμακα δεν είναι
διακρίσεις διευρύνονται και στην περιοχή του ποιητικού αιτίου, και μάλιστα θα
πραγματικότητα που ακολουθεί ιεραρχικά τις Ιδέες, τις οποίες η ίδια θεωρεί ως
παραδειγματικό αίτιο, έχουν ως εφετόν τους το κυρίως τελικό αίτιο και ότι
συνιστούν και οι ίδιες εφετόν για ό,τι ακολουθεί, ενώ το ίδιο θα μπορούσε να
λεχθεί και για τις υπόλοιπες πραγματικότητες οι οποίες έχουν λόγον αιτιοότητας.
καταστάσεων που συνίστανται κατά φύσιν και έτσι δεν αναπτύσσουν ουδεμία
76
Χρήστος Αθ. Τερέζης
φύση εμπυέεται από τα όσα έχει επιτελέσει η ίδια μέσα από τις παρεμβάσεις της
για ένα ζήτημα που σαφώς μάς παραπέμπει στις υψηλές αξιώσεις μίας
Επιπλέον, μάλιστα γίνεται λόγος για ευρύτερα παραχθέντα πεδία, τα οποία είναι
τέτοιας τάξης που δείχνουν ότι τούς έχει παρασχεθεί η εν τω γίγνεσθαι αϊδιότητα.
συνοχή, ώστε να μην οδηγείται σε απώλεια ούτε ένα μέρος τους. Οι όποιες
έναντι του κόσμου της αισθητής εμπειρίας, χαρακτήρα των Ιδεών, παραμένοντας
απέδιδε στις αρχέτυπες αυτές πραγματικότητες είναι αυτό του θείου, το οποίο
Παρά το ότι λοιπόν η Αρχαία Ακαδημία φαίνεται ότι έθεσε σε ένα οιονεί
περιθώριο την θεωρία περί των Ιδεών, – και με την αντίστροφη σχέση να είναι της
ιδίας ισχύος –, δεν σημαίνει ότι αποκλείσθηκε από τον βαθύτατο πυρήνα της και
τις κανονιστικές αρχές της. Ιδιαίτερα στον Ξενοκράτη είναι προφανής η απόπειρα
εκτός των άλλων, και τις ενδιάμεσες καταστάσεις υπό τον τύπο των οιονεί causae
77
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
και προκύπτουν εξ άνωθεν προβολών και συντελούν σε νέες – ή, πιο σωστά, σε έτι
τα εξής: δεν ήταν δυνατόν ένας μαθητής της ηθικής ακεραιότητας του Ξενοκράτη
τέτοια κριτήρια δεν συνάδουν με την αυστηρή έρευνα – που πρέπει να είναι
ζήτημα υπό όρους απόλυτου σεβασμού προς ένα πρόσωπο της ποιοτικής
εμβέλειάς του. Και μάλιστα την στιγμή που ο θεμελιωτής της διαλεκτικής είχε
δείξει έναν ανάλογο σεβασμό σε ένα μη κοινής προέλευσης πρόσωπο, όπως ήταν ο
διασώζει και την ακαμψία να αποτρέπει. Ήταν μυημένος μάλιστα αυτηκόως και
στις έσχατες απολήξεις της, αν δεν τις είχε διαμορφώσει και ο ίδιος. Κατά βάση η
αἰσθητῶν, οὐ μέντοι μόνον εἶναι νομίζουσι (πῶς γάρ ἄν Πλατωνικοί γε ὄντες καί
οὐσίας ἀριθμῶν ἀπελείφθησαν;) ἀλλά δηλοῖ εἰσι διά τῶν μαθηματικῶν ὀνομάτων
78
Χρήστος Αθ. Τερέζης
και την ευταξία του υπερφυσικού κόσμου και να εισαγάγει τον σκεπτικισμό στην
Στο σημείο αυτό αναδεικνύονται μέσα από συνεξετάσεις και οι στάσεις των
μας μη ένταξή τους στον ίδιο θεωρητικό άξονα. Κατά την αξίωσή του, λοιπόν, τα
αντικειμενικό και καταλήγοντας στο εννοιολογικό, μάς επικυρώνει εκ νέου ότι δεν
σαφώς και θα κλόνιζαν το πλατωνικό καθεστώς, υπό την έννοια ότι θα έθεταν εν
του λοιπόν, η πολλαπλότητα του υλικού κόσμου, που εκπροσωπείται από την
αόριστη δυάδα, είναι υποτεταγμένη στην Ψυχή του κόσμου, η οποία επίσης και
λόγω δυάδα. Η εδώ επισήμανση – παρά το ότι στο σύνολό τους τα αποσπάσματα
του Ξενοκράτη δεν οδηγούν με απόλυτη ακρίβεια στην εν λόγω θέση – είναι καίρια
79
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ως προς την καταστατική θέση της δυάδας, καθότι ορίζει στην Ψυχή τις
εκδήλωση και παρουσία. Άρα, σαφέστατα εδώ τίθενται δύο επίπεδα αρχετύπων, σε
ό,τι έχει σχέση με την αριθμολογία. Από την πλευρά της γεωμετρίας,
υποστηρίζεται ότι η άτομος γραμμή λαμβάνει την θέση του αδιαίρετου κοινού
όσο και τις αμοιβαίες σχέσεις τους. επικυρώνεται δηλαδή για μία εισέτι φορά ότι το
ακόμη και των αντιθέτων, του κόσμου της αισθητής εμπειρίας. Και εδώ χρήζει
αναδεικνύει τις δυνατότητες που ενείχε με τις εδραίες διακλαδώσεις που εισήγαγε
στο φυσικό σύμπαν. Προφανώς το κοινό μέτρο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν
εκινούντο υπό τους όρους συγκρότησης του λογικού δένδρου. Αντιθέτως κατά τον
οντολογία και να πλαισιώνεται από την γνωσιολογία. Ήδη πάντως υπάρχει ένα
80
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ο ανάγων την ενότητα σε μείζονα μεταφυσική αξία, σε πρόταξη του συνόλου των
δομικών οργανώσεων.
πραγματικότητα, η οποία καθιστά την ενεργό αιτιότητά της άξονα παρουσίας και
κοινωνίαν και μάλιστα με απαραβίαστη πλέον μονιμότητα, τέτοια που θα την έχει
αναμένει την επικύρωσή της είναι η εξής: το πώς μία ιδιότητα θα επιμείνει τόσο
επιλεγούν. Προς το παρόν παραμένουμε στο ότι η αντίληψη περί της Ψυχής του
την οποία κληρονόμησε ο Πλάτων από τον ορφισμό και τον πυθαγορισμό,
εκδοχή και αν την προσεγγίσουμε, η Ψυχή του κόσμου, παρά τον προσδιορισμό
ρηθέντων, στον πλατωνικό Τίμαιον, είναι το σύνολο των νόμων που διέπουν
του όσο και εντασιακά ίσως ως την πηγή για την αυτοπραγμάτωσή του. «Ὅτι μὲν
81
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τὸν Ξενοκράτους τῆς ψυχῆς ὁρισμὸν διακαθαίρει, ἵνα μὴ κατὰ τὴν συνήθη τῶν
ὀνομάτων χρῆσιν ἀκούωμεν, φανερόν [...] ὁ μὲν οὖν Ξενοκράτης ἀριθμοὺς τὰ εἴδη
μεριστὸν καὶ πάντως μετὰ τὰ εἴδη, τὴν μεσότητα τῆς ψυχῆς διὰ τῶν ἄκρων
ἀμφοτέρων δηλοῖ, ἀριθμὸν κινούμενον αὐτὴν εἰπών, ὡς οὐχ ἁπλῶς οὖσαν εἶδος
ἀλλὰ τὸ ὅλον τοῦτο εἰς μερισμὸν ὑποβάν, οὐ μερισθὲν τελέως ἀλλ’ οὐδὲ μεῖναν
εἶδος, τῷ χαλάσαι καὶ ἐκλῦσαί πως τὴν ἀμέριστον ἕνωσιν μεταξὺ γενόμενον. Καὶ
διὰ τοῦτο οὐδὲ κινούμενον ἁπλῶς ἀλλ’ ἑαυτὸν ἔφη κινοῦντα, ἵνα καὶ τὸ ἴδιον
ἐμφήνῃ τῆς μεσότητος κεχαλασμένης μέν, ὅπερ ἡ κίνησις σημαίνει, οὐχ οὕτω δὲ
συνάφεια αναφέραμε περί των τάσεων του Ξενοκράτη προς τις υποστατικές και
μία περιγραφή της ψυχής με αυθεντικούς όρους, ώστε να την απαλλάξει από
του αναφορικά με τις θεωρίες περί ενδιαμέσων και περί της δομής του φυσικού
συνάλληλες θέσεις είναι ότι τα είδη δέχονται το προσωνύμιο των αριθμών και ότι
κάθε είδος είναι αμέριστο. Προφανώς και οι δύο εκδοχές προσεγγίζονται κατά την
καθεαυτότητά τους, καθότι κατά την εμμένειά τους, παρόλο που δεν παραβιάζεται
η καταστατική θέση τους, παρίστανται σε πλείστα φυσικά όντα και μάλιστα στο
καθένα με ιδιαίτερο τρόπο. Εδώ πλέον η κατάσταση της μέθεξης – χορηγία και
που οδηγεί συνεπαγωγικώς στο ότι τα είδη δεν κινούνται, τουλάχιστον κατά την
ένα πεδίο που έπεται των ειδών, με την ιεραρχία εκ νέου να είναι
82
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Και στο σημείο αυτό εισάγεται η Ψυχή ως ενδιάμεσο μεταξύ των δύο
δεν παραμένει στην αυθεντική κατάσταση του είδους. Η αποστολή της ορίζεται
«χαλάσαι», οπότε και το αξιολογικό κριτήριο δεν είναι αμέτοχο της όλης
ότι η Ψυχή δεν κινείται απλώς αλλά και ότι κινεί τον εαυτόν της, ώστε, παρά το ότι
η κίνηση δηλώνει ως προς την απόλυτη τιμή της μία εκτροπή, να διατηρείται η
ιδιαιτερότητα της Ψυχής και να μην απογαλακτίζεται απ’ ό,τι η οντολογική υφή
της και η αποστολή που τής έχει ανατεθεί ορίζουν. Ορισμένες συνθήκες διατηρούν
τον τίτλο του απαραβίαστου. Επομένως, για μία εισέτι φορά το σχήμα
ακεραιότητας. β) Μία πλευρά των ειδών, η αρχετυπική, διαμορφώνει την ψυχή και
και η ίδια, κατ’αναλογίαν προς τις ανώτερές της πραγματικότητες, να φέρει την
προσλαμβάνει όλο και πιο διευρυμένο περιεχόμενο έντασης και εμβέλειας, αλλά
83
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
από το εν- με άξονα την αδιαίρετη γραμμή καθώς και τα υπόλοιπα αδιαίρετα και
τάξης, οι οποίες αρχικά διακρίνονται από την ύλη και ανήκουν σε διαφορετικό και
σχηματοποιήσεων ως αενάων προβολών. Πρόκειται και εδώ για μία ιεραρχία που
διέπει τον μεταφυσικό κόσμο και η οποία συνυφαίνεται στενά και με την
γενικώς στην πλατωνική παράδοση έως και τον Δαμάσκιο οι έννοιες "ενότης" και
"αιτιότης" συνδέονται στενά και υπό την μορφή της άμεσης διαδοχής, με την
Κατά βάση δηλαδή ο μεταφυσικός κόσμος χορηγεί στην ύλη δέσμες ενοτήτων,
γονιμοποιούν τον εσωτερικό δυναμισμό της, στην προοπτική της να προσλάβει και
αυτοδιαμορφώσεών της, αλλά οδηγούσε στην θέση ότι η ίδια δεν διέθετε εγγενώς
84
Χρήστος Αθ. Τερέζης
χαρακτηριστικά, και για μία τέτοια κατάσταση φαινόταν ότι ήταν έτοιμη. Απλώς
οποίους η ίδια δεν είχε τις προϋποθέσεις να οργανώσει. Παρά το ότι δεν έχουμε τα
κριτήριο ότι ο Ξενοκράτης ήταν θιασώτης της θεωρίας περί Ψυχής του κόσμου –
ζήτημα ωστόσο περί των αρχών είναι διάχυτο και ενδιαφέρει πρωτίστως και για
την ιστορία της φιλοσοφίας. Ο Ξενοκράτης, όπως και ο Σπεύσιππος βεβαίως έχουν
παράδοσης είναι σαφής σε πλείστες από τις φάσεις της Ακαδημίας και
συμπερικλείει σαφώς και τον Πλωτίνο, ο οποίος δεν είναι παρά ένας αλεξανδρινός
Ακαδημικός, όσο και αν ορισμένες από τις καταβολές του έχουν προκύψει από τις
πολιτιστικές παρακαταθήκες της Ανατολής. Κατά την αρχή της θεωρίας περί των
ρεύματα. Κεντρικό ρόλο στην όλη εξέλιξη διαδραματίζει και η κατηγορία του Νου,
την οποία θα εντοπίσουμε, και στον Αντίοχο του Ασκαλωνίτη και στον Αττικό.
αφορμή κυρίως την μελέτη του H. J. Krämer Der Urspung der Geistmetaphysik
d’ Aristote, qui la doit à son tour à Xénocrate, l’ idée d’ auto-conversion du νοῦς divin –
corollaire de la doctrine des idées en tant que pensées de Dieu (doctrine typiquement
85
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ne fut pas Plotin qui relia l’ une à l’ autre ces deux doctrines, en subordonnant le νοῦς
auto-conversif à l’ Un ἐπέκεινα τῆς οὐσίας, mes ce fut Platon lui-mêre, dont Plotin n’
est à cet égard que l’ héritier. Krämer parvint à cette conclusion tout d’ abord à travers
faisait partie une Nustheologie comprenant la thèse des «idées comme pensées de Dieu».
si, chez Plotin, Un et Intellect divin sont l’ un avec l’ autre dans une relation de Grund et
reconstruire à partir de Speusippe et Xénocrate, et qui aurait inspiré à Plotin les deux
νοῦς autoconversif à l’ Un ἐπέκεινα τῆς οὐσίας déjà chez Platon, voir Krämer (1969) et
«ιδέες» στην προοπτική της αρχετυπίας τους, είναι αφιερωμένο εκτενές τμήμα –
ίσως το ουσιαστικότερο- της κριτικής των θεωριών του δεύτερου σχολάρχη της
στοιχείο και, χρησιμοποιώντας συλλογιστικά σχήματα και από την περιοχή της
κοσμολογίας, τονίζει: α) Ότι οι αδιαίρετες γραμμές, καθώς επέχουν την θέση των
πλατωνικών «ιδεών», αποτελούν ένα επιπλέον επιχείρημα για την κατάρριψη της
– εμβληματικής – θεωρίας του ιδρυτή της Ακαδημίας, υπό την έννοια ότι σύμφωνα
86
Χρήστος Αθ. Τερέζης
οπότε εμμέσως πρέπει να εξετασθεί και η σχέση της με τις γενετικές διαδικασίες.
Το σκεπτικό υπό τις προκείμενς που τίθεται είναι προφανώς φυσιολογικό και
ἔχει διαιρέσεις, καί ἐν γραμμαῖς τις ἐξιοίη τό μικρόν, εὔηθες. Ἐκεῖ μέν γάρ ἐξ
ἀμερῶν τε ἡ γένεσις, καί ἔστι τί ἡ τῶν ἀριθμῶν ἀρχή ἐστι, καί πᾶς ὁ μή ἄπειρος
τοῖς εἴδεσι τάς ἀτόμους κατασκευάζοντες, τοὔλαττον ἴσως ἀξίωμα λαμβάνουσι τοῦ
προκειμένου, τό τιθέναι τούτων ἰδέας· καί τρόπον τινά ταῦτ’ ἀναιροῦσι δι’ ὧν
οποία δεν πρέπει να εκληφθεί ως το αντίστοιχο του πέρατος του Φιλήβου αλλά ως
ότι με το αριστοτελικό σχόλιο τίθεται ένα σαφώς πιο διευρυμένο ζήτημα: ποιά
είναι η σχέση της αριθμητικής με την γεωμετρία στο γενικότερο θεωρητικό και
ενδεχόμενο της συνάφειάς τους- σε ποιά επίπεδα του υπαρκτού έχουν την
ενδεχόμενο περί της μεταφυσικής του χώρου. Το ερώτημα βεβαίως αναφέρεται στο
αν ο Ξενοκράτης υιοθετεί ή όχι μία ισοδυναμία τους και ποιο βαθμό αρχετυπίας
τούς αναγνωρίζει όχι μόνον ως θεωρητικών κλάδων αλλά και στο οντολογικό
87
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
status που κατέχουν. Για τον σχολάρχη, κατά πάσα πιθανότητα, το ζήτημα δεν
είναι πρωτογενώς επιστημολογικό, αλλά μόνον υπό αυτόν τον όρο μπορεί να
Ο Σταγειρίτης, από την πλευρά του, σαφώς και δεν απομακρύνεται από την
γενικότερη κριτική που ασκεί στην πλατωνική θεωρία περί των αρχετύπων, η
οποία κυρίως έχει τα εφαλτήριά της στο ότι με τις αρχές επί των οποίων
περιθώρια για να εισαγάγει την ανάπτυξη της κίνησης, κατά τον τρόπο
τουλάχιστον που εμφανίζεται στον φυσικό κόσμο. Στο ανωτέρω εδάφιο, πέραν τού
στην αναζήτηση των Ιδεών που επακριβώς τούς αντιστοιχούν. Κατά την επιπλέον
εκτίμησή του, αν αποδεχθούμε ότι τα πλατωνικά «μικρό» και «μέγα» καθώς και η
υπερβολή και η έλλειψη είναι κινήσεις, τότε και οι ίδιες οι Ιδέες θα είναι σε κίνηση,
θέση εξ ορισμού αντιφατική για την θεωρία που αναφέρεται στο περιεχόμενό
τους. Βεβαίως, όπως και σε άλλα σημεία, οι διαφορές προκύπτουν καθαρά από τον
τρόπο ανάγνωσης και από τις συλλογιστικές συνεπαγωγές που ο ίδιος ορίζει. Ο
ορισμού δεσμεύσεις, μία εκ των οποίων θα είναι και η εισαγωγή του χρόνου στην
τόσο ο Πλάτων όσο και Ξενοκράτης κινούνται στον αστερισμό της διάκρισης
από την μία κατάσταση στην άλλη και η οποία θα αιτιολογεί βεβαίως τόσο την
λειτουργία της κίνησης όσο και την εξειδίκευση των όρων της χρονικοποίησης. Η
Ψυχή του κόσμου συνιστά το «κλειδί» για να κατανοήσουμε την εν λόγω διάκριση-
88
Χρήστος Αθ. Τερέζης
μέγεθος περισσότερο μαθηματικό και πιο ειδικά γεωμετρικό παρά φυσικό- του
Ψυχή δεν είναι απλά και μόνον μία πνευματική δύναμη αλλά και μία βιοοργανική,
βασικό άξονα την έννοια της απορροής, η οποία εμπεριέχει την ζωή, μία
κατάσταση γενετική και αενάως τροφοδοτική της κίνησης, ακόμη και στο
μεταφυσικό επίπεδο.
Δεύτερον δέ ἐπιχείρημα ἦν, τό ἐκ τῶν ἰδεῶν. Καί ταύτας γάρ τιθέντες μεγέθη,
ἔλαττον ἴσως ἀξίωμα λαμβάνουσι τοῦ προκειμένου, τό τιθέναι τούτων ἰδέαι, καί
τρόπον τινά ταῦτ’ ἀναιροῦσι, δι’ ὧν δεικνύουσι. Καί γάρ τούτων τῶν λόγων
γάρ τό λέγειν, ἄτομα εἶναι μεγέθη, ἢ τό ἰδέας εἶναι. Το γοὖν δι’ ἐλάττονος ἀξίωμα
τό πιθανότερον συνιστᾶν, πάμπαν ἄτοπον. Μᾶλλον μέν οὖν καί ἐπεί διά τῶν
τούτων, ἔτι ἐπεί καί αἱ ἰδέαι μεγέθη· εἰσί δέ τά μεγέθη εἰς ἄπειρον διαιρετά, ἢ καί
διαιρετά ὅλως, διαιρεθήσονται καί αἱ ἰδέαι, εἰ ὅλως εἶεν· καί εἰ διαιρεθεῖεν ἢ καί
πλατωνικούς αναφορικά με τις προτεραιότητες. Επ’ ουδενί δεν είναι αποδεκτό ότι
ρητές. Ίσως τίθεται ρητορικά το όλο ζήτημα, καθότι ενδεχόμενο διαιρετότητας για
τους είναι η ενότητα και το αμερές. Εκτός εάν θεωρούνται οι εμμενείς παρουσίες
89
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τους, αλλά και εδώ όλα θα κινηθούν στον ίδιο άξονα, εφόσον δεν είναι αποδεκτός
ενότητα και εκείθεν. Eίναι προφανές ότι η αριστοτελική και της σχετικής
παράδοσης που τον ακολουθεί κριτική βάλλει στο πιο καίριο σημείο την θεωρία
περί των ατόμων γραμμών του Ξενοκράτη, σε αυτό περί της νομιμότητας των
εφαρμοσθούν με βάση ακριβώς την εν λόγω σχέση και επίσης από ποιούς
μεγεθών, παραθεωρητική κατά βάση προσέγγιση, όμως, που υπό την οπτική του
Ξενοκράτη πάσχει σε δύο σημεία: α) Δεν έχει εισαγάγει προς εξέταση με την
δέουσα προσοχή τον παράγοντα της πλατωνικών προδιαγραφών μέθεξης, διά της
εκδιπλώνει εξελικτικά την αρχική μέθεξή της –, χωρίς να τις οδηγεί ούτε και στην
μέθεξης, όπως π.χ. πόθεν ενεργοποιείται η μέθεξη, καθότι είναι ένα ζήτημα το
άλλως διεστώσες μεταξύ τους. Σημειωτέον πάντως ότι και κατά την νεοπλατωνική
ανάπτυξη της Ακαδημίας, παρόλη την εντυπωσιακή εξέλιξη επί της συζήτησης
περί μέθεξης – καίριου, σημειωτέον παράγοντα για την υφή του ρεαλισμού –,
κυρίαρχη θέση και να ενισχύει, και αυτός από την πλευρά του, έναν γενικευμένο
συνδέεται έτσι με την φυσική. Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο ζήτημα κινείται στον
διαμάχες περί του περιεχομένου του. Η εν λόγω σύνδεση όμως συνιστά μία
δευτερογενή κατάσταση, η οποία και εδώ δεν επηρεάζει ούτε κατ’ ελάχιστον τον
90
Χρήστος Αθ. Τερέζης
πρέπει να εξετασθεί μόνον υπό την αρχή της να κινείται προς το επικοινωνείν και
εισαγάγει αξιόπιστα – και όχι μόνον για λόγους περιγραφής - την έννοια της
μία τέτοια δυνατότητα υφίσταται a priori. Η όποια διαίρεση λοιπόν τελείται, δεν
έχει σχέση με τον αυθεντικό και απόλυτο χαρακτήρα τους αλλά με ό,τι
προσλαμβάνεται από τα έκτυπά τους. Η πλατωνική θεωρία περί των "ιδεών" υπό
αφομοιωμένη από την σκέψη του Ξενοκράτη και την επιλέγει για τους
αποχρώντες λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει. Με τον εν λόγω σχολάρχη μάλιστα
γίνεται πιο λειτουργική, πιο κατανοήσιμη και πιο περιγράψιμη και σαφέστατα
την χαρακτηρίζει ως σοφιστική και αντιεπιστημονική. Στο ίδιο έργο του λοιπόν ο
αὐτῷ τινι καί ἑνί μετροῦνται, κομιδῇ σοφιστικόν καί ἥκιστα κατά τήν ὑπόθεσιν τήν
ἐν τοῖς μαθήμασιν. Οὔτε γάρ ὑποτίθενται οὕτως, οὔτε χρήσιμον αὐτοὺς ἐστιν. Ἅμα
συμμέτρων κοινόν μέτρον εἶναι ἀξιοῦν. Ὥστε γελοῖον τό καί τάς ἐκείνων δόξας καί
ἐξ ὧν αὐτοί λέγουσι φάσκοντες δείξειν, εἰς ὁριστικόν ἅμα καί σοφιστικόν ἐκκλίνειν
91
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
λόγον, καί ταῦτα οὕτως ἀσθενῆ» (969 β 8-15). Καταρχάς θα πρέπει να εξηγηθεί ο
υπάγεται από κοινού με ορισμένες άλλες σ’ένα κοινό σύστημα αναφοράς, ενώ εν
προς τις αρχετυπίες προσδιορισμού. Και εδώ ακριβώς εδράζεται όχι μόνον η
επιλογή κοσμοειδώλου αλλά και η κριτική επί των συνιστωσών που οδήγησαν
στην υιοθέτησή του, των εσωετρικών όρων που επέλεξαν μία συγκεκριμένη
εκφράσεων- έχει την έδρα της στην άρνηση ή στην αδυναμία του πλατωνικού
εντάσσει το σύνολο των γραμμών στην ίδια κατηγορία. Βεβαίως όμως ο όρος
απολύτως με ό,τι εκάστοτε παράγεται, το οποίο στην εδώ συνάφεια είναι σχήμα ή
μέγεθος. Και το ζήτημα είναι αν το εκάστοτε «ως προς τι» είναι υπερβατικής
τάξης, κατάσταση μάλλον εκτός τού ορίζοντα του πιθανού κατά το αριστοτελικό
ανελαστικής εφαρμογής της θεωρίας περί των Ιδεών, αναζητεί την περίπτωση της
εκτός τού εν λόγω σκεπτικού, καθότι η ανίχνευσή του ανάγεται στον εντοπισμό
92
Χρήστος Αθ. Τερέζης
περιλαμβάνει πλείονα του ενός επίπεδα. Εντάσσει την συμμετρία όχι μόνον στον
άξονα της εσωτερικής αναλογίας αλλά και σ΄ ένα υστερογενές επίπεδο, σε αυτό
της διακόσμησης της ύλης, κατάσταση όμως που δεν υποστηρίζει ότι είναι άμεσα
και μηχανιστικά πραγματώσιμη. Και εδώ πάντως παραμένει ένα κενό στην
σχεδιασμού, οπτική που δεν αφίσταται από το πλατωνικό καθεστώς των αρχικών
μετά από αιώνες, με τον Πρόκλο και τον Δαμάσκιο, οι οποίοι θα επιμείνουν και
στην φυσικοποίηση των αρχετύπων, με την περίφημη θεωρία, και τις παραλλαγές
της, περί των ενύλων ειδών, την οποία αρχίζουμε και συναντάμε ήδη στον
υποτάσσει ή όχι σ’ ένα ανώτερο αρχέτυπο, το οποίο με βάση την αρχή περί της,
ποικίλοι νοηματικοί μετασχηματισμοί της - λύση της μονάδας, η οποία είναι κοινή
σε κάθε αριθμό; Εξάλλου, προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχει έλθει στο
προσκήνιο η εκδοχή περί μίας κοινής «Ιδέας» διήκουσας σε όλες τις υπόλοιπες και
έρχεται προς επεξεργασία η θεωρία περί του Αγαθού, ως κοινής αρχής διήκουσας
σε όλες τις «Ιδέες» και εξηγητικής – ερμηνευτικής του συνόλου των παραμέτρων
τους. Αλλά έχει ήδη τεθεί σπερματικά με ποικίλους τρόπους από τον ίδιο τον
Πλάτωνα. Και εδώ όμως με μία ρητή επισήμανση: το Αγαθόν συνιστά μία
καθολική κοινή ιδιότητα, αλλά κάθε Ιδέα εκτός από αγαθή κατέχει και την
93
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
εξειδικευμένη οικεία της ιδιότητα. Η κάθε ιδιότητα ωστόσο έχει και τον χαρακτήρα
προήρχοντο τα μεγέθη από τις άτομες γραμμές μέσα από ειδικούς συνδυασμούς,
ίσως των στιγμών. Με ένα βεβαίως ερώτημα: πρόκειται για συνδυασμούς που
κατά διαδοχήν και οι δύο εκδοχές. Πρέπει να παρακολουθήσουμε, επίσης, και την
Η κριτική ωστόσο έχει και συνέχεια, και μάλιστα διά μίας αντίστροφης
αδιαίρετα γεωμετρικά μεγέθη χωρίς ιδιαίτερη όμως κατά τον Αριστοτέλη επιτυχία
εξηγείται ως εξής στο προοίμιο τού Περί ατόμων γραμμών: αν υπάρχει η ιδέα της
γραμμής, του τριγώνου, του τετραγώνου, των επιπέδων και των στερεών, τότε τα
εν λόγω πρώτα μεγέθη ακριβώς ως πρώτα και υπό το οντολογικό καθεστώς στο
τις οποίες και τίθενται, να είναι και αδιαίρετα. Και το εν λόγω άτμητο πρέπει να
παράγοντες συγκρότησής τους-, και εφόσον το μέρος προηγείται του όλου –στου
πραγματικότητα πριν από την «ιδέα» του, εκδοχή κατά τον Σταγειρίτη μη
εφαρμόσιμη στην θεωρία περί των Ιδεών, καθότι προφανώς θα παραπέμπει σε εις
συνωνύμων, τά δέ μέρη πρότερα τοῦ ὅλου τήν φύσιν, ἀδιαίρετος ἄν εἴη αὐτή ἡ
94
Χρήστος Αθ. Τερέζης
γραμμή· τόν αὐτόν δέ τρόπον καί τό τετράγωνον, καί τό τρίγωνον, καί τά ἄλλα
σχήματα, καί ὅλως ἐπίπεδον αὐτό καί σῶμα. Συμβήσεται γάρ πρότερα ἂττα εἶναι
έχει την έδρα της στο τί ορίζεται ως πρότερον και στο αν είναι εφικτή η παντελής
σαφέστατα και δεν μπορεί να είναι θιασώτης της θέσης ότι τα μέρη δεν
κάθε περίπτωση πρέπει να διασαφηνίζουμε τι είναι μέρη και τι όλον, διότι διαφέρει
σαφώς να διατυπώνεται λόγος για εσωσχέσεις μεταξύ των γραμμών ή για σχέσεις
των γραμμών π.χ. με το τρίγωνο. Η περίπτωση των εσωσχέσεων δεν είναι βεβαίως
Παράλληλα όμως, θα τεθεί και ένα ζήτημα όχι διαυγές στην επίλυσή τους. Πόσων
ειδών άτομες γραμμές μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν. Και ποιά ιδιότητα
Μήπως άλλη γραμμή θα λειτουργήσει στο τρίγωνο και άλλη στο τετράγωνο;
Ιδιαίτερα στο τρίγωνο: οι γραμμές από τις οποίες συναποτελείται είναι ταυτές ή
όλον θεωρείται το αρχέτυπον, υπό την έννοια ότι κατέχει την ιδιότητά του σε
απόλυτο βαθμό και μη τεμνόμενη ανεξάρτητα από την όποιας υφής και σε άπειρη
μάλιστα ποσοτικώς έκταση εμμένειά της. Δεν είναι προϊόν συνδυασμών και
σημασία, καθότι στην περίπτωση του τριγώνου έχουμε την προέλευσή του από τον
95
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τρίγωνο, αλλά το ίδιο έχει προέλθει από καταστάσεις που προηγούνται της
περί της ιδέας της γραμμής, η οποία μπορεί να αποτελέσει την απαρχή υπό τον
τύπο της μονάδας του συνόλου που φέρουν την ιδιότητα της γραμμής και που
υπομνήματα του Πρόκλου στα θεωρήματα του Ευκλείδη-, αλλά προς το παρόν δεν
είναι ώριμες οι συνθήκες για την ανάληψή της. Η θεωρητική ατμόσφαιρά που
παραγόμενα έπονται των ιδιαιτεροτήτων εκείνων που έχουν την ιδιότητα του όλου
Κατά συνέπεια και με βάση τα όσα έχουμε αναφέρει περί μεθέξεων, δεν τίθεται
ήσαν ακραία. Το πλήθος στον μεταφυσικό κόσμο έχει μία και μόνον λειτουργία:
αποκαλύπτει τον άπειρο πλούτο της γενικής ενότητας καθώς και των επιμέρους
Όθεν, όποτε εκδηλώνεται το πλήθος υπό τους όρους της αιωνιότητας, δεν
εκφράζει μία διαίρεση αλλά την ανεξάντλητη διακριτότητα μίας ενότητας, η οποία
κείμενο που ακολουθεί αποτυπώνει σε ικανό βαθμό τις θέσεις του Ξενοκράτη περί
διαιρέσεων και ατμήτου: «Οἱ δὲ περί τόν Ξενοκράτην τήν μέν πρώτην ἀκολουθίαν
ἀδιαίρετον εἶναι το ὄν. Διό πάλιν μηδέ ἕν μόνον ὑπάρχειν τό ὄν, ἀλλά πλείω.
Διαιρετόν μέντοι μή ἐπ’ ἄπειρον εἶναι, ἀλλ’ εἰς ἄτομά τινα καταλήγειν. Ταῦτα
μέντοι μή ἄτομα εἶναι ὡς ἀμερῆ καί ἐλάχιστα, ἀλλά κατά μέν τό ποσόν καί τήν
ὕλην τμητά καί μέρη ἔχοντα, τό δέ εἴδει ἄτομα καί πρῶτα, πρώτας τινάς
ὑποθέμενος εἶναι γραμμάς ἀτόμους καί τά ἐκ τούτων ἐπίπεδα καί στερεά πρῶτα.
96
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Τήν οὖν ἐκ τῆς διχοτομίας καί ἁπλῶς τῆς ἐπ’ ἄπειρον τομῆς καί διαιρέσεως
γραμμάς και ἁπλῶς ἄτομα ποιήσας μεγέθη, φεύγων τό <τό> ὄν εἴπερ ἐστί
διευκρινισθεί και η σχέση του όντος με τις ατόμους γραμμές. Το επίσης ιδιαίτερα
άπειρον διαιρετόν, αλλά ότι καταλήγει σε άτομα, τα οποία ορίζεται ότι έχουν δύο
παρουσίες. Από την μία πλευρά, ως προς την ποσότητα εμφάνισης και ως προς την
ύλη στην οποία εφαρμόζονται είναι τμητά, ενώ, από την άλλη, έχουν την ιδιότητα
τέτοια που οδηγεί υποχρεωτικά στην επεξεργασία τους, στις προϋποθέσεις τους
‘’ἓν’’ τίθεται εκποδών. Όθεν, το ‘’ὂν’’ είναι και διαιρετόν, διότι είναι εν και πολλά.
για τον Σπεύσιππο, ότι από τις πρώτες άτομες γραμμές προέρχονται τα πρώτα
επίπεδα και στερεά, μας ανάγει στην εκδοχή περί μίας ιεραρχίας στην περιοχή των
από το ον, το οποίο, αν δεν είναι αυθεντικό πλήθος, τουλάχιστον ενέχει τις
εν, β) ον, γ) άτομες γραμμές, δ) επίπεδα και στερεά. Κορυφαία, επίσης, είναι και η
ότι στην καθεαυτή κατάσταση των ατόμων γραμμών και των ατόμων μεγεθών δεν
97
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
προκλητική για περαιτέρω συζητήσεις είναι και η αναφορά όχι απλώς σε επίπεδα
και σε στερεά αλλά στην εκδοχή τους και ως πρώτων, όρος που παραπέμπει,
συνεπαγωγικώς, σε αρχετυπία.
κριτική: «Ἤ ρητέον ὅτι πρός τό ἁπλῶς εἶναι ἰδέας ὁ λόγος μάχεται, ὅτι εἰ εἶεν, ἄρα
ἅπαν σῶμα. Ἔστι δέ εἰπεῖν καί ἄλλο, ὅτι ἐκεῖνοι ἰδέας τιθέμενοι, τάς ἀτόμους δι’
ἀναγκάζοιντο καί ταύτην διαιρεῖν, καί τό ἀπαθές καί ἀκίνητον ἐκείνης ἀναιροῖτο,
κατά τήν αὐτῶν δόξαν, ἀλλ’ ὡς ἀδιαίρετον δέχοιντο πολλῷ μᾶλλον ἐκείνην τήν
χρησιμοποιείται μόνον στην περίπτωση που γίνεται αναφορά στο πεδίο περί
αρχετύπων, ότι δηλαδή η αναφερόμενη διαίρεση δεν μπορεί να έχει νόημα στα εδώ
διαμειβόμενα παρά μόνον κατά την εμμενή παρουσία τους ως διαιρετών πλέον
κατά πρόσληψη. Άρα, δεν μπορούν τα αρχέτυπα να έχουν μόνον την σημασία τού
έχει την σημασία του αναφορικά με τα δύο επίπεδα παρουσίας. Η συνέχεια του
σχολίου κινείται στον άξονα των όσων έως το σημείο αυτό έχουμε διευκρινίσει:
αναφορά σε επίπεδο και σε σώμα πρέπει να μας παραπέμπει στον φυσικό κόσμο.
έκφραση του θείου και του νου ως του ανώτερου γνωστικού, αλλά και οντολογικής
συγκροτεί τον κόσμο των αοράτων και επεκτείνεται, με τις κατά περίπτωση
98
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εμπειριστικά κριτήρια, διότι τότε θα έπρεπε να οδηγηθεί στο ότι διά της εις
εκ των αρχετύπων και άρα δεν θα είναι εφικτή η συνέχεια της παρουσίας του
αισθητού σύμπαντος. Διά της μεταφοράς όλων των καταστάσεων που συναντάμε
εντός του φυσικού κόσμου στην μεταφυσική περιοχή όχι μόνον μονίμως
τον Ξενοκράτη- αλλά και διαφυλάσσεται η αϊδιότητα του ίδιου του φυσικού
κόσμου. Αναμφιβόλως έως την φάση αυτή εξέλιξης της Ακαδημίας δεν είναι
σωματιδίων. Βλ. Στοβ. Εκκλ. Ι 368: «ἐκ μικροτέρων ὄγκων τά στοιχεῖα συγκρίνει,
ἅπερ ἐστίν ἐλάχιστα καί οἱονεί στοιχεῖα στοιχείων». Επίσης, Περί ατ. γρ. « Ἔτι εἰ
σώματος ἔστι στοιχεῖα, τῶν δέ στοιχείων μηδέν πρότερον, τά δέ μέρη τοῦ ὃλου
πρότερα, ἀδιαίρετον ἄν εἴη τό πῦρ, καί ὅλως τῶν τοῦ σώματος στοιχείων ἕκαστον.
Ὥστε οὐ μόνον ἐν τοῖς νοητοῖς, ἀλλά καί ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐστί τι ἀμερές».
στην έσχατη εκδοχή τους υπό την υφή του ατμήτου. Πρόκειται για
αναλογίαν και δεν ανήκει εκ πρώτης όψεως αναγκαστικά στις θέσεις του
Ξενοκράτη, αν και άνετα μπορεί να εκληφθεί ως φυσιολογική, υπό την έννοια ότι
ένα φυσικό σώμα διακατέχεται, εφόσον είναι ήδη συγκεκροτημένο, από τέτοια
σχολάρχης είναι εισηγητής της θέσης περί μεταφυσικής αμερείας, δι΄ αμέσου
99
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
πραγματική θέση του, καθότι εδώ επισυμβαίνει μία σύνθεση εκ των υστέρων.
της πρώτης περιόδου της Ακαδημίας. Επιπλέον, λοιπόν, θα τεθεί και το ακόλουθο
ερώτημα: στο επίπεδο του φυσικού σύμπαντος η αμέρεια κατά βάση πρέπει να
επιστημονικά ωστόσο και τεχνολογικά δεδομένα της εποχής δεν ήσαν σε θέση να
περιοχή των λογικών συνεπαγωγών και των ερμηνειών, οι οποίες προφανώς και
στην λύση της μεταφυσικής της εμμένειας και μάλιστα με την συγκρότηση ενός
100
Χρήστος Αθ. Τερέζης
φυσικό, με το εφόδιο όμως μίας νέας λειτουργίας, την οποία προφανώς και κατέχει
Στην απόλυτη αρμοδιότητά της έγκειται τόσο η επιλογή όσο και ο τρόπος της
εκδήλωσής της, με τον άνωθεν σχεδιασμό να είναι εξ ορισμού δεδομένος. Έτσι, όχι
διηνεκές τού κόσμου της αισθητής εμπειρίας, εφόσον η αιτία του δεν αίρεται
αναφορά στο αμερές στοιχείον έρχεται στο προσκήνιο έως έναν ορισμένο βαθμό
και από την πλατωνικού τύπου διαδρομή η ατομική θεωρία, ενώ προετοιμάζεται η
συστηματική ανάδειξή της μέσω της επεξεργασίας των στοιχείων, την οποία
ανέπτυξε μετά από οκτώ και πλέον αιώνες ο Δαμάσκιος, με την παρακαταθήκη
βέβαια που είχε προσφέρει ο Αριστοτέλης, μέσα από τις αυστηρές διϋλίσεις του
Πρόκλου.
[καὶ] τὸν τοῦ Παρμενίδου, Ξενοκράτης καὶ τὸν τοῦ Ζήνωνος. Πλάτων μὲν γὰρ τὸ
παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὂν ἀληθὲς ἔλεγεν εἶναι ... Ξενοκράτης δὲ <τὸν> τοῦ Ζήνωνος λόγον
ἀπεδέχετο τὸ κυρίως ὄν, εἰ καὶ μέγεθος ἔχει, ἀδιαίρετον εἶναι λέγοντα· εἶναι γὰρ
καί τινα μεγέθη διὰ σμικρότητα ἀδιαίρετα. Εἰ γὰρ καὶ δοθείη, φησὶ Ξενοκράτης,
πᾶν μέγεθος διαιρετὸν εἶναι, τὸ αὐτὸ ἓν καὶ πολλὰ ἔσται. Καίτοι καὶ οὓτως
101
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ἀντίφασις γίνεται, εἰ ἔστι μέγεθος ἀδιαίρετον· ἔσται γὰρ μέγεθος ἀμέγεθες.» (απ.
144). Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι στην περιοχή του αμεγέθους μεγέθους δεν θα έχει
Σημειωτέον, όμως, ότι δεν πρόκειται στην πραγματικότητα, για αντίφαση, καθότι
αλλοιώσεις στον προσφέροντα και δεν καταργεί την εξαρχής ακεραιότητά του. Θα
μέγεθος όχι ως προς την καθεαυτότητά του αλλά ως προς το τι χορηγεί. Το μείζον,
ωστόσο, κομίζεται από την δυνατότητα αδιαιρετότητας στον φυσικό κόσμο. Όθεν,
η ανάγνωση της έννοιας του αμεγέθους πρέπει να γίνει υπό τους ανωτέρω όρους.
Ως προς ό,τι δηλαδή είναι χωριστό –ανεξάρτητο από τις ad extra προβολές.
Εξάλλου, η έννοια του χώρου δεν είναι η ίδια στα ποικίλα οντολογικά επίπεδα
έννοιες.
καταστάσεις, όπως το πυρ, ενώ στον Δαμάσκιο έχουν περισσότερο την μορφή των
φιλοσοφία και διά της παρατεταμένης κατά περιόδους εμφάνισής του αναδεικνύει
ένα φυσικό κόσμο που προκαλεί την συνείδηση να τον αλώσει στο μέτρο του
εφικτού. Από την πλευρά του, ο Γ. Παχυμέρης παρατηρεί ακριβώς τα ίδια: «Ὥστε
οὐ μόνον ἐν τοῖς νοητοῖς τό ἀμερές ἔσται, ὡς θεῖον καί νοῦς, ἀλλά καί ἐν τοῖς
αἰσθητοῖς ἔσται τι ἀμερές, τό στοιχεῖον». Έως την εποχή του ωστόσο (13ος αιώνας)
οποίες ήδη από τον 5ο μ.Χ. αιώνα έχουν λάβει εντυπωσιακές, και μάλιστα
102
Χρήστος Αθ. Τερέζης
σε καθολική κλίμακα τόσο στην νοητή όσο και στην αισθητή περιοχή, οδηγούσαν
συνεπαγωγικά στην αντίληψη πως όλα είναι εφικτό να προέλθουν από όλα, με τις
υποστηρίζαμε ότι η στωϊκή συμπάθεια έχει ως εφαλτήριό της έως έναν ορισμένο
βαθμό και την εν λόγω θέση, η οποία αναφέρεται σ’έναν συνεκτικό λειτουργισμό.
Η αντίληψη αυτή που εισήχθη από τον Ξενοκράτη στον νέο-πλατωνισμό –και στον
την ανιμιστική παράδοση όπως έτυχε συγκρότησης από την πυθαγόρεια και την
πλατωνική διδασκαλία και την διοχετεύει – και αυτή - με εδραίο τρόπο στους
είναι κεφαλαιώδης, και όχι με την έννοια τόσο του διαμεσολαβητή αλλά του
περαιώσει οκτώ αιώνες αργότερα ο Πρόκλος, κυρίως στο υπόμνημά του στον
ανιμισμός που προβάλλεται πρέπει να θεαθεί κυρίως μέσα από το πρίσμα της
θεωρίας περί των αρχετύπων και της διττής παρουσίας τους ως καθεαυτοτήτων
Μέσα από την διαμάχη με την αριστοτελική Σχολή ήδη αρχίζουν και εμφανίζονται
μονιμότητά της και συνοδεύεται πλέον από την μεταφυσική της εμμένειας και έτσι
πράγματα και μέσα στα πράγματα και ακολούθως οι δύο παρουσίες του
103
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αποστάσεις ανάμεσα στο νοούν υποκείμενο και στα νοούμενα αντικείμενα, σε μία
συνδεδεμένες μεταξύ τους θεωρίες: α) περί της Ψυχής του κόσμου και των ειδικών
και αλόγων ψυχών ως εξειδικεύσεων της κοσμικής ψυχής, η καθεμία από τις
ορίζει και το ότι ο προγραμματισμός είναι διάχυτος και δεν υπάγεται στην
τυχαιότητα.
είναι να σημειώσουμε ορισμένα θέματα και από πλευράς ηθικής αξιολογίας κατά
9 Σε συνέχεια των προηγούμενων αναφορών του περί Ψυχής στον Ξενοκράτη και αφού σημειώνει
την σχέση που ο ίδιος ο σχολάρχης τής αποδίδει ότι έχει με τους αριθμούς, με τον πολλαπλασιασμό
δηλαδή του πλήθους ως ανάπτυξη της δυάδας και με τις κατηγορίες ταυτότητα-ετερότητα, ο John
Dillon κλείνει τις σχετικές επισημάνσεις του ως ακολούθως: «For Xenocrates, as for his predecessors,
the soul was the mediating entity par excellence in the universe, and it is thus necessary that it contain
within itself elements which can relate both to the intelligible and to the sensible realm, as well as all the
ratios out of which the harmony of the cosmos in constituted. We have seen Plato already projecting the
four primal numbers on to the soul, and equating each of them with a different cognitive faculty. It is very
likely that his followers subscribed to this formulation. The soul is, then, for Xenocrates a numerical entity,
non material, though having elements within is which relate to the sense-world. It is immortal, and
Xenocrates, like Speusippus, is credited by Olympiodoros with according immortality to the irrational part
of the soul as well as the rationals». ( The Middle Platonists, σελ. 29-30 ). Οι ούτως ειπείν πνευματικές
δυνατότητες-ιδιότητες της Ψυχής δεν αίρονται, παρά τον διαμεσολαβητικό χαρακτήρα τους.
104
Χρήστος Αθ. Τερέζης
τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο Ξενοκράτης, ο οποίος διά τής εν λόγω
εφαρμογής δείχνει ότι δεν απομονώνει τους θεωρητικούς κλάδους μεταξύ τους. Το
ενιαίο επιστημολογικό μοντέλο διήκει στο σύνολο των αναφορών του και έτσι θα
επισημάνσεις του Αριστοτέλη, τις οποίες συναντήσαμε στο αρχικό κεφάλαιο, για
οφείλεται στο ότι το εν κυριαρχεί επί της δυάδος και κατά κάποιο τρόπο την
δαίμονες, οι οποίοι στο σύνολό τους χωρίζονται σε δαίμονες του καλού και του
κακού και που πληρούν με εξειδικευμένη δράση τούς τρεις κόσμους, τον
επηρεάσει την ολότητα. Είναι προφανές ότι ο Ξενοκράτης διατηρεί την εκδοχή του
105
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Πρόκειται δηλαδή για μία θεωρία που αναγνωρίζει την έκπτωση ως μία
απόλυτο, το οποίο είναι στο σύνολό του αγαθό. Είναι περιστασιακή και άρα
ιδιοτήτων του Αγαθού τόσο εκ μέρους των ρεπόντων προς το κακό δαιμόνων όσο
και των ανθρώπων. Σημειωτέον, επίσης, ότι ο σχολάρχης ασχολήθηκε και με άλλα
εποχής του. Έτσι, καταρχάς έθεσε ως κεφαλαιώδες ζήτημα προς ανάλυση την
ευδαιμονία, της οποίας ως βάση θεωρεί την ψυχή και ως προϋποθέσεις για να
κατακτηθεί ορίζει τις αρετές, τις επιφανείς ενέργειες καθώς και τις αγαθές
πάσα πιθανότητα από τον πρώιμο Πλάτωνα, είναι διάχυτη και προσδίδει σαφώς
στοιχεία μυστικισμού. Στο εν λόγω πλαίσιο σαφώς και περιορίζει την συμβολή των
περιπίπτει ιδιαιτέρως και σ’ έναν ηθικό ιδεαλισμό, καθώς επιμένει και στην
συμβολή των ενεργειών προς την κατάκτηση της κορυφαίας κατάστασης του
ηθικά αξιόλογου. Θεμελιώνει λοιπόν την ευδαιμονία σε αρχές και συγχρόνως τής
ηθικής, διατυπώνοντας λόγο για πρώτες αρχές κατά φύσιν, τις οποίες πρέπει να
υπό το πρίσμα ενός αισιόδοξου παραδείγματος, έχουν την φορά προς το αγαθόν. Η
επί του περιεχομένου της- ενισχύεται και από την θέση του για τις αδιάφορες
αγαθά και στα υλικά εφόδια. Κατά την εκτίμησή του, πρόκειται για καταστάσεις
που δεν προσφέρουν μία ουσιαστική συνθήκη βίου στον άνθρωπο, είναι ουδέτερες
106
Χρήστος Αθ. Τερέζης
όχι του πληρώματος των αρετών. Προφανώς και θεωρούνται ανεξάρτητες από μία
μὲν οἱ κατὰ [τὸν] τρόπον στοιχειοῦν δοκοῦντες τῶν φιλοσόφων, καὶ ἐπιφανέστατα
παρὰ πάντας οἵ τε ἀπὸ τῆς ἀρχαίας Ἀκαδημίας καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ περιπάτου ἔτι δὲ τῆς
στοᾶς, εἰώθασι διαιρούμενοι λέγειν τῶν ὄντων τὰ μὲν εἶναι ἀγαθὰ τὰ δὲ κακὰ τὰ
δὲ μεταξὺ τούτων, ἅπερ καὶ ἀδιάφορα λέγουσιν· ἰδιαίτερον δὲ παρὰ τοὺς ἄλλους ὁ
Ξενοκράτης καὶ ταῖς ἑνικαῖς πτώσεσι χρώμενος ἔφασκε “πᾶν τὸ ὂν ἢ ἀγαθόν ἐστιν
ἢ κακόν ἐστιν ἢ οὔτε ἀγαθόν ἐστιν οὔτε κακόν ἐστιν.” Καὶ τῶν λοιπῶν φιλοσόφων
χωρὶς ἀποδείξεως τὴν τοιαύτην διαίρεσιν προσιεμένων αὐτὸς ἐδόκει καὶ ἀπόδειξιν
καὶ τῶν μήτε ἀγαθῶν μήτε κακῶν, ἐκεῖνο ἤτοι ἀγαθόν ἐστιν ἢ οὐκ ἔστιν ἀγαθόν.
Καὶ εἰ μὲν ἀγαθόν ἐστιν, ἓν τῶν τριῶν γενήσεται· εἰ δ’ οὐκ ἔστιν ἀγαθόν, ἤτοι
κακόν ἐστιν ἢ οὔτε κακόν ἐστιν» (απ. 231). Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι στις
συζήτηση ανάγεται σε γενικές εκδοχές και δεν εισχωρεί στον εντοπισμό ή στην
ηθικές καταγραφές και δεν παραμένει σε εθιμικού τύπου θεμελιώσεις τους. Άρα,
ο Ξενοκράτης θεωρεί ότι από τις δύο ανώτατες αρχές εκκινεί η δημιουργία των
όντων, η οποία, αντίθετα από τον Σπεύσιππο, εδώ εξελίσσεται από το τελειότερο
107
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
πλέον στην πλατωνική Ακαδημία. Οι άνωθεν επικαθορισμοί από τούδε και στο
κοσμολογικές αντιλήψεις του σχολάρχη, στοιχείο επικυρωτικό και εδώ του ενιαίου
μοντέλου με το οποίο συγκροτεί τις θεωρίες του. Στην γνώση διακρίνει τρεις
βαθμίδες, οι οποίες ανακαλούν στην μνήμη τις τρεις βαθμίδες της πλατωνικής
Πολιτείας, χωρίς όμως και να αντιστοιχούν υπό τον τύπο του όρου προς όρον στο
ανταποκρίνεται στην αισθητή ουσία που περιλαμβάνεται στον ουρανό, την νόηση,
η οποία ανταποκρίνεται στην επέκεινα του ουρανού νοητή ουσία και την δόξα, η
περί ουρανού θεωρίες που είχαν αναπτυχθεί την εποχή εκείνη με προεξάρχοντα
αντιστοιχεί στα τρία μέρη στα οποία διαιρεί τον κόσμο ο Ξενοκράτης: στον κόσμο
που ευρίσκεται επέκεινα του ουρανού, στον ίδιο τον ουρανό και στον υποσελήνιο
αλήθεια σε ελάσσονα βαθμό, ενώ η δόξα περιέχει αλήθεια από κοινού και ψεύδος,
αναφέρεται στην ίδια την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται η δόξα, αλλά
στο ότι η εδώ γνωστική προβολή του ανθρώπου δεν αναφέρεται σε κάτι εδραίο ως
προς την μονιμότητά του, οπότε είναι φυσιολογικό να οδηγείται ενίοτε σε πλάνη.
Το πλατωνικό ιεραρχικό μοντέλο εξακολουθεί και διατηρείται στο έργο του και
έτσι επικυρώνεται και εδώ η διάκριση ανάμεσα στο Εκείθεν και στο Εντεύθεν όχι
108
Χρήστος Αθ. Τερέζης
μόνον ως επίπεδα αλλά και ως κατοχές του αυθεντικού. Πρόκειται δηλαδή για την
τομές, προσέγγιση η οποία δεν είναι άμοιρη και των νέων επιστημονικών
όπως π. χ. του διαλόγου Πολιτικός, και την διάκριση των «μεγίστων γενών» του
τομών, αλλά επ’ ουδενί βεβαίως των ιεραρχιών, οι οποίες συνδέονται και με σαφή
την εκτύλιξη της περιγραφής των σχεδιασμών των δύο περιοχών του υπαρκτού.
Κάθε ον κατέχει μία θέση γνωστικά προσδιορίσιμη και άρα εμμέσως προκύπτει ότι
αρχίζει και αποδομείται πλέον ως προς το αρνητικό πρόσημό της και γίνεται ένας
μία ενοποίηση της γνώσης, η οποία θα κατευθύνεται από τις ίδιες αρχές σε
109
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ποικιλίας του, τις γνωστικές αναφορές και τις ωθεί στο να ενταχθούν σε διακριτά
βαθμό νομιμότητας ότι μία τάση, ανεπαισθήτως ίσως, διαφαίνεται για μία μορφή
ενυπάρχει στο φυσικό σύμπαν. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει τον
τους, οι οποίες επηρεάζουν και την θέση τους στον χώρο. Όθεν, τα γεωμετρικά
σχήματα έχουν βεβαίως αρχετυπική δομή, αλλά συγχρόνως είναι και μορφές του
αισθητού κόσμου, όροι δυνατότητας της γνώσης του. Έτσι, παρόλο που η
την διττή λειτουργία των μαθηματικών, ή πιο σωστά, των αριθμών, που καταρχάς
έχουν ειδητικό περιεχόμενο. Το ζήτημα ωστόσο παρέμενε στην Ακαδημία στο εδώ
θεολογικά χαρακτηριστικά.
Ζ] Η σύμπραξη οντολογίας-λογικής.
110
Χρήστος Αθ. Τερέζης
απέρριπτε τις δέκα κατηγορίες του Αριστοτέλη και υποστήριζε ότι όλα μπορούν να
αντικειμένου, την απόλυτη και την σχετική (Κατηγορίαι, ΙΙΙ, 2, 6: « οὐ γάρ περί
δοκοῦσιν, ὥστε περιττόν εἶναι κατ’ αὐτούς τοσοῦτον τῶν γενῶν πλῆθος»). Την
στον οποίο η ίδια η υπόσταση συντελεί στην διαμόρφωσή τους ή συμβάλλουν και
πάντως είναι ότι η αναφορά σε σχέση ορίζει υποχρεωτικά μία συνάντηση που
περιεχόμενό τους. Και ένα πιο ακραίο: αν δεν είναι η ίδια παρά η σύνθεση των
Έτσι, προτείνεται ένα μοντέλο δυναμοκρατικό, και από μία νέα –όχι απολύτως
προκύψουν. Ωστόσο, εδώ τίθεται ένα ευρύτερο ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στην
«La quantité est quantité par soi, mais il y a aussi une quantité πρός τι. Par exemple,
111
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
tout ce qui relève des notions d’ excès, de défaut ou de pluralité appartient à la quantité
relatif juste après la quantité» ( ‘’Les relatifs dans les Catégories’’, Concepts et Catégories
dans la pensée antique, σελ. 171). Αναμφιβόλως στα ανωτέρω δεν μπορει να
κατηγορία, τόσο ως προς την καθεαυτότητά της όσο και ως προς το περιεχόμενο
που αναπτύσσει ως σχέση. Κάθε φορά ορίζει έναν συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης.
δυάδος, οι οποίες στο σύστημά του αντιστοιχούν στους δύο πρώτους θεούς, θεωρεί
ως θεούς και τον ουρανό και τους αστέρες, πιθανόν λόγω τού διηνεκούς της
παρουσίας τους (Στοβ., Εκκλ. Φυσ. Ι, 62: «θεόν δέ εἶναι καί τόν οὐρανόν καί τούς
ἀοράτους»). Μία τάση για έναν, έστω κατώτερο ως προς τις ιεραρχικές
εκτενή βαθμό μία απαξιωτική τοποθέτηση για τον κόσμο της αισθητής εμπειρίας.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ωστόσο, ότι η σχετική ορολογία δεν έχει εισέτι
του εφικτού, διαπιστώσεις. Πράγματι, οι αστρικοί θεοί του είναι υποδεέστεροι από
τους δύο πρώτους θεούς, δηλαδή από τους θεοποιημένους αριθμούς, αλλά εν
ταυτώ εισάγουν καταστάσεις αϊδιότητας στο φυσικό σύμπαν και προφανώς στις
γενικές κατηγορίες του χώρου και του χρόνου. Έτσι, αινιγματική παρουσιάζεται η
οντολογική ιδιοτυπία των θεών του και η θεογονία του, η οποία πάντως
ανώτερης τάξης. Το ότι ωστόσο ενυπάρχει στο σκεπτικό του η διάκριση ανάμεσα
στην μεταφυσική της υπερβατικότητας και στην μεταφυσική της εμμένειας είναι
112
Χρήστος Αθ. Τερέζης
πέραν πάσης αμφιβολίας, αλλά δεν έχει εισέτι εξειδικευθεί θεολογικά, απόπειρα
γεωμετρικός συμβολισμός του (ισόπλευρο τρίγωνο για την καθαρή νόηση που
δημιουργεί τον κόσμο, σκαληνό τρίγωνο για τα αισθητά, ισοσκελές τρίγωνο για
τον κόσμο των δαιμόνων) δεν επικουρεί στην διευκρίνιση των θεολογικών
αντιλήψεών του ως προς το πώς της μετάβασης από το υπερβατικό στο εμμενές.
Απλώς τονίζεται η διαφοροποίηση που συντελεί σε μία νέα ανάπτυξη, αλλά δεν
και για την δυνατότητα υπέρβασής του. Προκειμένου να εξασφαλισθεί μία τέτοια
δεδομένο αρχετυπικό χαρακτήρα τους, πέραν τού ότι δηλαδή συνιστούν δυνάμεις
της κριτικής θέσης απέναντι στην ανθρωπομορφική αρχαία θρησκεία, στο πλαίσιο
ερμηνευτικά και του τρόπου ύπαρξης του μεταφυσικού κόσμου. Θα λέγαμε ότι
του Ξενοφάνη και ότι βεβαίως προεκτείνει ή αξιοποιεί τον Σπεύσιππο. Οι θεοί
λοιπόν δεν είναι πρόσωπα όπως οι άνθρωποι, δεν κατέχονται από ανθρώπινες
αδυναμίες και δεν ευθύνονται για όσα αρνητικά συμβαίνουν στον κόσμο τού
113
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
γίγνεσθαι. Μία νέα αντίληψη έτσι έρχεται -ή συνεχίζει να έρχεται –στο προσκήνιο
θεία πρόνοια και, γιατί όχι, με την θεοδικία. Πρόκειται για θέματα που έχουν
μεταξύ τους λογική συνάθρωση. Όθεν, οι Θεοί πλέον θεωρούνται ότι είναι
απομακρυσμένοι από την περιοχή των αισθητών και ότι δεν συνδέονται μαζί της
παρά μέσω ενός τρίτου παράγοντα, του ενδιάμεσου και λειτουργιστικού κόσμου
δαιμονολογία του Ξενοκράτη, οι οποίες έχουν την αφετηρία τους στις θεολογικές
αντιλήψεις του Τίμαιου και γενικότερα στην πλατωνική ανάλυση περί δαιμόνων,
10 Βλ. απ. 222: « δεδείξεται μετὰ μαρτύρων σοφῶν καὶ παλαιῶν, ὅτι φύσεις εἰσί τινες ὥσπερ ἐν
μεθορίῳ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, δεχόμεναι πάθη θνητὰ καὶ μεταβολὰς ἀναγκαίας, οὓς δαίμονας ὀρθῶς
ἔχει κατὰ νόμον πατέρων ἡγουμένους καὶ ὀνομάζοντας σέβεσθαι. Παράδειγμα δὲ τῷ λόγῳ
Ξενοκράτης μὲν ὁ Πλάτωνος ἑταῖρος ἐποιήσατο τὸ τῶν τριγώνων, θείῳ μὲν ἀπεικάσας τὸ ἰσόπλευρον
θνητῷ δὲ τὸ σκαληνὸν τὸ δ’ ἰσοσκελὲς δαιμονίῳ· τὸ μὲν γὰρ ἴσον πάντῃ τὸ δ’ ἄνισον πάντῃ, τὸ δὲ πῆ
μὲν ἴσον πῆ δ’ ἄνισον, ὥσπερ ἡ δαιμόνων φύσις ἔχουσα καὶ πάθος θνητοῦ καὶ θεοῦ δύναμιν.». Η
του διαφωτισμού, ικανοποιούσαν συγχρόνως έντονα και τάσεις υπαρξιακού αναγωγισμού. Για την
θεωρία του Ξενοκράτη περί δαιμόνων, ο John Dillon σημειώνει τα ακόλουθα: «Xenocrates is giving
mathematical expression to the doctrine of Plato’s Symposium (202e), which describes daemons as ‘of an
intermediate nature, bringing the gap between man and god, and preventing the universe from falling into
two separate halves.’ Daemons share characteristics with both men and gods –with gods immortality, with
men subjection to passions –and may therefore be seen as the mean between the two. Plutarch goes on to
connect their position with that of the Moon and of the World Soul, and it seems almost inevitable that the
connection was made already by Xenocrates» ( The Middle Platonists, σελ. 32 ). Προφανώς και η Ψυχή του
κόσμου ως ενδιάμεση κατάσταση θα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στα εδώ διαμειβόμενα. Η θεία
πρόνοια πάντως είναι διάχυτη στα ανωτέρω, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται προκεχωρημένου
βαθμού εξοικείωση του ανθρωπίνου με το θείον. Ο άνθρωπος δεν ίσταται με τρόμο απέναντι στις
δυνάμεις που τον υπερβαίνουν, αλλά απολαμβάνει τις δωρεές τους. Οι δαίμονες διαδραματίζουν
διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στα ανώτατα επίπεδα του μεταφυσικού κόσμου και στους
ανθρώπους και, παρά το ότι επικοινωνούν μαζί τους, διατηρούν τον αθάνατο χαρακτήρα της
114
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Παρά ταύτα, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι εκ παραλλήλου υπήρχε μία
διεύρυνση του ορθολογισμού και έτσι σαφέστατα δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί
τις μυστηριακές.
της αρετής ως μεγίστου, και άρα ως εφετού και ως επιδιωκτέου, αγαθού. Η κατοχή
της αρετής –που, σημειωτέον, δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς την εννοούσε ο
μετεξέλιξη που προφανώς διέρχεται από την κατάσταση της κάθαρσης. Τα αγαθά,
τέλος, διαιρούσε σε ψυχικά, σε σωματικά και σε εξωτερικά και κατά κάποιο τρόπο
Στωϊκών. «‘Πόθεν οὖν’ φησίν ‘ἄρξωμαι; καὶ τίνα λάβω τοῦ καθήκοντος ἀρχὴν καὶ
ὕλην τῆς ἀρετῆς, ἀφεὶς τὴν φύσιν καὶ τὸ κατὰ φύσιν;’ πόθεν δ’ Ἀριστοτέλης, ὦ
τῆς εὐδαιμονίας τὴν φύσιν καὶ τὸ κατὰ φύσιν; ἀλλ’ ἐκεῖνοι μὲν ἐπὶ τούτων ἔμειναν
ὡς αἱρετῶν καὶ ἀγαθῶν καὶ ὠφελίμων, καὶ τὴν ἀρετὴν προσλαβόντες <ἐν> αὐτοῖς
συμπληροῦν βίον καὶ συμπεραίνειν, τὴν ἀληθῶς τῇ φύσει πρόσφορον καὶ συνῳδὸν
ανωτέρω εδάφιο είναι ότι γίνεται εισήγηση της έννοιας του καθήκοντος, το οποίο,
υπόστασής τους.
115
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ακολουθεί. Με την παρουσία τους η ανθρώπινη ζωή αποκτά πληρότητα και έτσι το
κάθε άνθρωπο με τον οικείον του τρόπο. Όθεν, το ηθικό παράδειγμα που
φυσικοκρατικού τύπου αρετή, είναι σαφές ότι στο περιεχόμενό της ορίζεται ως
ως τον Μεσαίωνα: χωρισμός της νόησης από την ύλη και υποταγή του αισθητού
στο μεταφυσικό –στο πλαίσιο όμως μίας γόνιμης διαλεκτικής, μίας δημιουργίας
τού εντελώς νέου-, προβολή του Ενός ως αδιαίρετου αριθμητικού και γεωμετρικού
στοιχείου, ως νου και αρχής των όντων, δηλαδή έρχεται στο προσκήνιο ο
Ξενοκράτης δεν είναι τυχαίος φιλόσοφος ούτε ένας απλός σχολιογράφος και
Εξάλλου, και η προσωπική ηθική του ήταν τέτοια που δεν θα του επέτρεπε να
116
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αρχές του πλατωνισμού. Και βεβαίως επίσης δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι
προβαίνει σε μία τυπική χρήση των πυθαγορείων όρων, και μόνο για τον απλό
λόγο ότι γνώριζε να δημιουργεί ο ίδιος νέους όρους, οι οποίοι παρενέβαιναν όχι
Με κάθε άνεση μάλιστα – και παρά την απουσία πρωτογενών πηγών – θα τον
συλλαμβάνει ποιά θεωρία και για ποιούς λόγους μία θεωρία του παρελθόντος
εξής: «Και τότε είχε γίνει φανερό ότι το σχήμα μίας ανέλιξης της πολλότητας από
Κατά την πλατωνική άποψη, που εκφραζόταν από τον Ξενοκράτη, το εν ήταν
κατανάγκην το αγαθό και το τέλειο, ενώ εκείνο που παραγόταν από το εν ήταν
11 Ενδεικτικά παραπέμπουμε στην ακόλουθη επισήμανση του John Dillon: «Again and again in the
(Monad and Indefinite Dyad as first principles, Stob. Ecl. I 10, 2 (from Aetius); theory of daemons, Fr. 24;
ideas and numbers, Frr. 28, 35; definition of the soul, Frr 60, 63; immortality of the soul, Fr. 67). It is very
possible, as I have said, that a certain impulse to such attribution was given by Xenocrates himself. In this
case, he, along with Speusippus, becomes in effect the father of Neophythagoreanism». (The Middle
Platonists, σελ. 38). Η εκτίμησή μας πάντως είναι ότι στο σύνολο των νέων θεωρητικών τάσεων που
αναπτύσσονται το πλατωνικό ζεύγος: «πέρας- άπειρον» του διαλόγου Φίληβος επικαθορίζει τις
τελικές επιλογές αναφορικά με το πώς ο μεταφυσικός κόσμος παρεμβαίνει και σχηματοποιεί τον
κόσμο της αισθητής εμπειρίας. Πρόκειται για ένα ζεύγος που θα εκτίσει τον βίο του από κοινού με
την διακοπή της λειτουργία της Νεοπλατωνικής Σχολής το 529 μ.Χ. Η πρόταση του Πλάτωνα για
έναν επανακαθορισμό της συζήτησης αναφορικά με την υφή της ύλης θα παραμείνει το
επαναληπτικό ανανεούμενο ερευνητικό ερώτημα σε όλη την εξέλιξη της Ακαδημίας. Αλλά πρόκειται
για ένα ερώτημα το οποίο πρέπει να ανοιχθεί με διακλαδώσεις, οι οποίες θα εξετάσουν και τα
ενδιάμεσα μεταξύ της Ανώτατης Αρχής και της ύλης. Η εξέταση της δομικής άρθρωσης των εν λόγω
καταστάσεων είναι ένα ζήτημα το οποίο όλο και περαιτέρω ωριμάζει, καθότι πρέπει να
διευκρινισθούν λεπτομέρειες που έχουν σχέση με τις μεταβατικότητες εκείνες που θα καθιστούν πιο
117
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
άποψη του Σπεύσιππου, ότι το αγαθό είναι το τελικό προϊόν και όχι η αφετηρία
αυτής της ανέλιξης, που πρέπει να αναζητηθεί στο ακαθόριστο, σ’αυτό που δεν
είναι ακόμη έτοιμο. Αυτές τις δύο πολύ διαφορετικές θεωρίες τις αποκαλούν
συνήθως σύστημα των απορροών και σύστημα της ανέλιξης» (Εγχειρίδιο Ιστορίας
της Φιλοσοφίας, σελ. 282). Ένσταση θα διατυπώναμε ως προς την εκτίμηση περί
αξιοποιώντας την κριτική που τού είχε ασκηθεί, στους διαλόγους της έσχατης
συγγραφικής περιόδου του την ανατιμά. Και η εν λόγω ανατίμηση δεν συνιστά
παραμέτρους.
Θ] Επιλεγόμενα.
έναν νέο άξονα πιο αισιόδοξο και οι διαφορές με τον Αριστοτέλη – παρόλο που οι
δεν είναι τόσο έντονες όσο φαίνονται. Κλείνουμε με τις ακόλουθες επισημάνσεις
του Θεοδ. Πενολίδη: « Το βασικό θέμα των ύστερων πλατωνικών διαλόγων είναι ο
αισθητός κόσμος και η δόξα. Ακόμη και η μέθοδος της πλατωνικής διαίρεσης
μπορεί να θεωρηθεί ως η όδευση από την καθολικότητα της ιδέας στην ατομική
της, ενθαδική ύπαρξη. Η έννοια του ατόμου ή του ατμήτου είδους δεν είναι άλλη
από εκείνη της συγκεκριμένης καθολικότητας, η οποία συνιστά το μείζον θέμα της
118
Χρήστος Αθ. Τερέζης
philosophique, 1982 ( No 2 ), σσ. 419- 433, απ’ όπου αντλούμε τα ακόλουθα ως δείγμα
πεδίων του επιστητού αλλά και των υπόγειων ρευμάτων που είχαν φθάσει από
( tout comme l’ unité constitue l’ element arithmétique générateur de tous les nombres
imagination lui confère un statut de donnée sensible, parce que équivalente à une
don’t l’ existence est confirmée par l’ experience sensible, et qui forme le modèle concret
réelles”.
Από το σημείο αυτό και εκείθεν παρουσιάζεται μία εξέλιξη την οποία
σύγχρονες επιδόσεις όπως αυτές του Edm. Husserl όπως διατυπωνονται στην
μελέτη του Der Ursprung der Geometrie ( σε ελληνική έκδοση Η προέλευση της
σωματοποιημένο επί ενός σώματος. Τούτο όμως δεν συμβαίνει με την ίδια την
πνευματική μορφή που καλείται εδώ « ιδεατή τάξη αντικειμένων ». Παρ’ όλα αυτά,
είναι και αυτή μια μορφή που υπάρχει, κατά κάποιο τρόπο, αντικειμενικά μέσα
στον κόσμο· όμως, μόνο δυνάμει αυτών των επαναλήψεων διπλής στρωμάτωσης
και, τελικά, δυνάμει των στοιχείων που είναι σωματοποιημένα με αισθητό τρόπο
(σελ. 49. της ελλ. έκδ.). Η άποψή μας είναι ότι η συνάντηση Ξενοκράτη- Husserl
πρέπει να διέλθει και μέσα από τον τρόπο με τον οποίο θεμελιώνουν την
119
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
πραγμάτων δεν μπορεί να μην λάβει υπόψιν του το σύνολο της εκτενούς
ΕΥΔΟΞΟΣ (409-355)
την γεωγραφία, την ηθική, την ιατρική και την νομοθεσία. Υπήρξε ένα καθολικό
πνεύμα και μία από τις πιο πρωτότυπες προσωπικότητες της Ακαδημίας.12
Πλείστες από τις θέσεις του είναι διαφορετικές από αυτές του Πλάτωνα, παρά το
μαρτυρία του Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά, Α 991 α 11-17), υποστήριζε ότι η «ιδέα»
δεν είναι απλώς μία νοητή μορφή αλλά και ουσία συγκεκριμένη, λαμβάνοντας
μία ανάλογη του Αναξαγόρα και ως εκ τούτου κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν
12 Ο Ig. Düring επισημαίνει σχετικώς: «Όταν ο Αριστοτέλης έφτασε στην Αθήνα, ο Πλάτων είχε μόλις
πριν λίγο φύγει για τη Σικελία. Σχολάρχης και ηγετική φυσιογνωμία στην Ακαδημία ήταν τότε ο
Εύδοξος από την Κνίδο, ένας ασυνήθιστα πολύπλευρος επιστήμονας, μαθηματικός, αστρονόμος και
γεωγράφος, που δεν ήταν ακόμη ούτε τριάντα χρονών. Πριν μερικά χρόνια είχε οργανώσει στην
Κύζικο μία σχολή και έτσι – παρά τη νεαρή του ηλικία – ήταν απόλυτα κατάλληλος να διευθύνει τις
σπουδές στην Ακαδημία. Από τα έργα του Πλάτωνα ξέρουμε πως ο ίδιος είχε από καιρό στενές
σχέσεις με τους μαθηματικούς της εποχής του. Η άφιξη του Εύδοξου και των μαθητών του έδωσε
στην Ακαδημία έναν καινούριο χαρακτήρα: την έκανε τόπο συνάντησης λογίων από όλα τα μέρη του
ελληνόφωνου κόσμου. Με τον Εύδοξο άρχισε η περίοδος τηυς πραγματικής ακμής της Ακαδημίας» (Ο
οποία αντανακλούν και την γενικότερη ελευθερία που διέκρινε την εποχή εκείνη την Αθήνα
αναφορικά με την δράση πνευματικών ομίλων και την διακίνηση ιδεών. Η Σχολή του Πλάτωνα
συναγελασμών τους.
120
Χρήστος Αθ. Τερέζης
έξω από τον ορίζοντα των συζητήσεων του Πλάτωνα. Σημειωτέον ότι και για την
διατύπωσή του οδηγεί προς την εν λόγω κατεύθυνση: «Οὕτω μέν γάρ ἄν ἴσως αἴτια
λόγος λίαν εὐκίνητος, ὅν Ἀναξαγόρας μέν πρῶτος Εὔδοξος δ’ ὕστερον καί ἄλλοι
τινές ἔλεγον (ράδιον γάρ συναγαγεῖν πολλά καί ἀδύνατα πρός τήν τοιαύτην
βάσης ικανό κριτήριο για να οδηγηθούμε στο ότι ο Εύδοξος συμμετείχε στην
κριτική που ασκήθηκε στη θεωρία περί των «ιδεών» μέσα στα όρια της ίδιας της
13 Σχετικά με την κριτική που άσκησε ο Αριστοτέλης στη θεωρία περί των «ιδεών» αναφορικά με την
έννοια της μέθεξης των αισθητών στα αρχέτυπά τους, ο P. Aubenque παρατηρεί: «La notion de
participation est, par elle-même, un mot vide de sens (Métaph., A. 991 α 21: «κενολογεῖν ἐστί καί
μεταφοράς λέγειν ποιητικάς»). En fait, Prato oscille selon Aristote entre deux conceptions: ou la
participation est un mélange ou elle signifie, entre le participé et le participant, un rapport de modèle à
copie. La première interprétation, qui, au témoignage d’Aristote, a été développée par Eudoxe s’inspirant
de la théorie anaxagoréenne des homéomères, est elle que suggèrent clairement les textes déjà cités du
Sophiste» (Le problème de l’être chez Aristote, σελ. 148). Επίσης, για το ίδιο θέμα: «La deuxième conception,
developée par Eudoxe, explique bien que l’Idée, en entrant dans la composition de la chose, soit cause de
telle qualité de cette chose, puisqu’ elle n’est autre alors que cette qualité»(σελ. 312). Είναι σαφές ότι η
προσέγγιση του Ευδόξου τείνει να άρει τις ιεραρχίες και να εισαγάγει συνάφειες προσαρμογής,
προσδίδοντας στην ποιότητα την λειτουργία ενός φυσικού λόγου, ο οποίος, εκδηλούμενος υπό τους
όρους τής ενεργού αιτιότητας, εισάγεται στα επιμερούς όντα και τους προσδίδει την προβολή του ως
συστατικό της υπόστασής τους. Έως έναν ορισμένο βαθμό θα μπορούσαμε να υποστηρίζουμε ότι η
(οιονεί;) φυσικοποίηση των αρχετύπων από τον Εύδοξο προετοιμάζει την αδιαπραγμάτευτη για τον
Αριστοτέλη ειδητική εμμένεια. Η ιστορικής τουλάχιστον τάξης παρατήρηση του Ing. Düring για την
ατμόσφαιρα που διείπε εκείνη την εποχή την Ακαδημία αναφορικά με την αμοιβαία σχέση των
«ιδεών» που υποστήριζε ο Πλάτων, είναι ενδεικτική των νέων τάσεων: «Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν
ο Εύδοξος. Όπως ο Σπεύσιππος και ο Ξενοκράτης, έτσι και ο Εύδοξος είχε διαφορετική γνώμη για τη
θεωρία των ιδεών. Από μία βασική άποψη, η Ακαδημία ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τις άλλες
φιλοσοφικές σχολές· εδώ δεν υπήρχε το "αὐτός ἔφα"» (Ο Αριστοτέλης, τόμ. Α’, σελ. 449). Από πλευράς
οποίες αναφέρονται κατά βάση στα έντονα ερευνητικά ερωτήματα που ανεπτύχθησαν με την
"λευκόν" (π.χ. Λύσις 217). Κάτι είναι λευκό με την "παρουσία του λευκού". Από αυτό το σημείο
121
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
θέση του περί του αγαθού, της κορυφαίας δηλαδή και με κανονιστικούς όρους
(Ηθικά Νικομάχεια, Χ, 2), ο Εύδοξος είχε διατυπώσει απόψεις περί του αγαθού
διαμετρικά αντίθετες από αυτές του Πλάτωνα, τόσο ως προς την οντολογική υφή
όσο και ως προς τις λειτουργίες τους. Ταύτιζε το αγαθό με την ηδονή –
διαφοροποιούμενος έτσι από τον διάλογο Γοργίας – και θεμελίωνε την αντίληψή
του στο επιχείρημα ότι όλα τα όντα, λογικά και άλογα, τείνουν προς την ηδονή και
ότι κάθε ον εντοπίζει και αποτιμά την πηγή απ’ όπου τού προσφέρεται η πιο
διευρυμένη ικανοποίηση κατά τον τρόπο που εξασφαλίζει και την τροφή του,
αντίθετο επιχείρημα, ότι τα όντα στο σύνολό τους αποφεύγουν την λύπη, ό,τι τούς
προσδίδοντας έτσι μία καθολικά ωφελιμιστική διάσταση στο φαινόμενο της ζωής.
ξεκινώντας ο Αριστοτέλης συζητούσε διάφορες θεωρίες μείξεως, ιδιαίτερα τη θεωρία του Αναξαγόρα
για τη γένεση των ιστών (ομοιομερή) και τη θεωρία του Εύδοξου. Σύμφωνα με το κείμενο του
Αλέξανδρου ο Εύδοξος ήταν της γνώμης ότι το επιμέρους πράγμα γινόταν ον με τη μείξη ιδέας και
ύλης. Ο Αλέξανδρος απαριθμεί με συντομία δεκατρείς αντιρρήσεις που προβλήθηκαν από τον
όχι γιατί ξαφνικά τώρα έγινε οπαδός αυτής της θεωρίας, αλλά απλώς και μόνο για να αντικρούσει
τον Εύδοξο: ο Αριστοτέλης ήθελε να δείξει σε ποιές άτοπες συνέπειες θα οδηγούσε υποχρεωτικά μία
τέτοιου είδους ερμηνεία – χονδροειδώς υλιστική – της θεωρίας των ιδεών. ... Ο Εύδοξος που την εποχή
αυτή ήταν η πιο σημαντική – δίπλα στον Πλάτωνα – προσωπικότητα στην Ακαδημία, πρότεινε ως
θέμα για συζήτηση αυτή την εναλλακτική ερμηνεία: είναι απίθανο να έγραψε ένα έργο για το θέμα
αυτό, που ήταν μακριά από τα ενδιαφέροντά του, και επομένως δεν δικαιολογείται να μιλούμε για
μία θεωρία ιδεών του Εύδοξου» (ό.αν., σσ. 398-399). Ωστόσο, προκλητική αναδύεται η υπόθεση να
φέρουμε στο προσκήνιο τον Φίληβον. Παρακολουθούμε τις σχετικές επισημάνσεις του Ν. Σ.
Μπούσουλα: «Το λευκό ανήκει στο σύμπαν της φωτιάς, που συσχετίζεται στον Φίληβο με την
αλήθεια, η οποία συμπίπτει με την αιτία, ή ακόμη με τη νόηση και τη σοφία», ενώ προηγουμένως έχει
τονίσει: «Η καθαρότητα του λευκού χρώματος συνίσταται στο ότι είναι «ἀκρατέστατον» (ἐν ᾧ
χρώματος μηδεμία μοῖρα ἄλλη μηδενός ἐνείη, 53 a). Εξ ού κι’ ανώτερο: «σμικρόν ἄρα καθαρόν
λευκόν μεμιγμένον πολλοῦ λευκοῦ λευκότερον ἅμα καί κάλλιον καί ἀληθέστερον», 53 b. (Υπεροχή
της ποιότητας έναντι της ποσότητας)» (Πλάτωνος Φίληβος ή περί ηδονής, σελ. 47).
122
Χρήστος Αθ. Τερέζης
κινείται, έως έναν βαθμό, στην ίδια κατεύθυνση με τους Κυρηναϊκούς, ενώ
ενδιαφέρον θα προκαλούσε η συζήτηση και για τον βαθμό της συνάντησής τους με
της Σχολής του Επίκουρου, με το ερώτημα για το αν γίνεται λόγος για παραχρήμα
καταστάσεις.
μέθοδο, ενώ η θεωρία του περί των αναλογιών (θεωρείται ως ο εισηγητής της
ανάμεσα στα συμμετέχοντα στην διαμόρφωση διαφόρων σχημάτων αλλά και στις
και του φυσικού εκτύπου. Είναι αναμφισβήτητο πως οι γεωμετρικές εργασίες του
14 Ο Ing. Düring επισημαίνει σχετικώς: «Στην Ακαδημία ήταν ιδιαίτερα επίκαιρος ο προβληματισμός
για τη φύση και την αποτίμηση της ηδονής. Όταν ο Αριστοτέλης έγραφε τη Ρητορική, στην Ακαδημία
συζητούνταν δύο αντίθετες μεταξύ τους απόψεις για την ηδονή. Από το εμπειρικό δεδομένο ότι όλοι
οι ζωντανοί οργανισμοί αποζητούν την ηδονή, ο Εύδοξος είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι η ηδονή
χαρακτηρισθεί ηδονισμός μόνο, φυσικά, με την προϋπόθεση ότι δεν ξεχνούμε την αιτιολόγηση που
βασίζεται στη φυσιολογία» (Ο Αριστοτέλης, τ. Α’, σσ. 248-249). Ἀρα, χρήζει προσοχής το κριτήριο περί
της θεωρητικής και της αξιολογικής αφορμής. Το ότι γίνεται μία εισήγηση μίας φυσιοκρατικής
ηθικής είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μάλιστα και ως
οντολογική, αρκεί να μην εισάγουμε υποχρεωτικά μεταφυσικές θεμελιώσεις και αναγωγές, οπότε
123
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
προς τις πραγματικές συμβολές του για την διάρθρωση της με επιστημονικά
του Εύδοξου η αστρονομία απηλλάγη οριστικά από την θεολογία και όρισε την
ότι το σύστημα των ομόκεντρων κύκλων που συγκρότησε στάθηκε βοηθός στην
πρόθεση του Πλάτωνα να αποδείξει την θεία και χωρίς αποκλίσεις αρμονία της
κίνησης των αστέρων και έτσι απετέλεσε την βάση της αστρικής θεολογίας,
κλάδος που ανεπτύχθη κατά την έσχατη πλατωνική περιόδο. Θεωρείται, επίσης,
πιθανή η επίδραση του Εύδοξου στη θεωρία περί του πρώτως κινούντος ακινήτου
κύρος του επί αιώνες. Υπολόγισε την περιφέρεια της γης σε 400.000 στάδια, χώρισε
τη γη σε ζώνες, κατασκεύασε νέο χάρτη των γνωστών περιοχών της Γης, συνέταξε
γεωγραφία σε επτά βιβλία, προέβη σε έναν νέο υπολογισμό του ηλιακού έτους και
της αστρονομίας, ενός κλάδου που είχε αρχίσει ιδιαίτερα να γοητεύει τις
εξαρτούσε την κίνηση του ηλίου και της σελήνης από το ότι στο καθένα από αυτά
124
Χρήστος Αθ. Τερέζης
σφαίρα έχει την ίδια κίνηση με την κίνηση της σφαίρας των απλανών αστέρων.
Εδώ βεβαίως διαμορφώνεται μία ιδιότυπη διαλεκτική ανάμεσα στην κίνηση και
στην σταθερότητα, παράμετρος που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνον υπό
περιφέρεια του κύκλου εκείνου που διχοτομεί τα ζώδια. Τέλος, η τρίτη κινείται
σύμφωνα με την τροχιά εκείνου του κύκλου ο οποίος τέμνει με λοξό τρόπο τα
ζώδια στο πλάτος τους. Και με βάση τους υπολογισμούς που γίνονται από τον
τροχιάς σχηματίζει πλατύτερη γωνία από εκείνη που σχηματίζει η ηλιακή τροχιά.
την κίνηση του καθενός από τους πλανήτες από την ύπαρξη τεσσάρων σφαιρών,
ιδιαίτερων για τον καθένα από αυτούς. Κατά την εξειδίκευση των περιγραφών,
σημειώνεται ότι η πρώτη και η δεύτερη είναι ίδιες με τις αντίστοιχες σφαίρες του
ηλίου και της σελήνης. Και εδώ παρεμβάλλεται η εξήγηση ότι η σφαίρα των
απλανών είναι ο κοσμικός παράγων που δίδει φορά στο σύνολο των υπολοίπων.
Από την άλλη, εκείνη που ευρίσκεται κάτω από αυτήν και η οποία κινείται κατά
την περιφέρεια του κύκλου που διχοτομεί τα ζώδια, είναι κοινή για όλες τις
σφαίρες. Όσον αφορά στην τρίτη σφαίρα του κάθε πλανήτη, σημειώνεται ότι έχει
τους πόλους της στον κύκλο που διχοτομεί τα ζώδια. Τέλος, η φορά της τέταρτης
ακολουθεί την περιφέρεια ενός κύκλου, ο οποίος τέμνει με λοξό τρόπο τον μέσο
κύκλο της τρίτης σφαίρας. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι οι πόλοι της τρίτης
σφαίρας των υπολοίπων πλανητών είναι χωριστοί, ενώ της Αφροδίτης και του
Ερμού είναι ίδιοι. Πρόκειται για περιγραφές που σαφώς αντανακλούν την εξέλιξη
υπολογισμό των κινήσεων των πλανητών και των αποστάσεων που μεταξύ τους
ενδεχομένως να οφείλεται σε ότι η περιγραφή της θεωρίας του γίνεται από τον
125
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
126
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ΠΟΛΕΜΩΝ
Ακαδημίας από το 314 έως το 269 π. Χ. Συνέταξε σημαντικό έργο, αλλά δεν
διεσώθη ούτε ένα κείμενό του. Επηρεάσθηκε ίσως από την διδασκαλία των
κυνικών της εποχής του και έθετε –υπό το πρίσμα του σκεπτικισμού απέναντι
ανθρωπολογική προτεραιότητα την πρακτική άσκηση και την ηθική και όχι την
Εισήγαγε δηλαδή ένα σε κάποιο βαθμό κριτικό στοιχείο και τον ειδικό τρόπο
λοιπόν ότι επαναφέρει στο προσκήνιο τον Σωκράτη και αρνείται να συμπορευθεί
με την παντογνωσία των Σοφιστών. Επίσης, η παράδοση τον φέρει πως ήταν της
την ζωή του παρά να επιδεικνύει τις θεωρητικές γνώσεις του. Ως μέγιστο αγαθό
θεωρούσε την ηθικότητα, την οποία όριζε ως το κατά φύσιν ζην15. Είναι ιδιαίτερα
φυσιογνωμία και οι λιγοστές μαρτυρίες μας γι’ αυτόν προέρχονται ως επί το πλείστον από τον
Αντίοχο ( πρβ. Κικ., Fin., 5, 14 ). Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ζήνων γνωριζόταν προσωπικά
με τον Πολέμωνα, και στον Πολέμωνα ανήκει η λεπτομερής περιγραφή για τα πρῶτα κατά φύσιν, τα
οποία, πάλι σύμφωνα με την μαρτυρία του Αντίοχου, υποτίθεται ότι τα υιοθέτησε ο Ζήνων ( Fin. 4.
45)... H θέση του Αντιόχου και ό,τι τη διαφοροποιεί από τον Στωϊκισμό είναι η χαρακτηριστική
αναγνώριση θετικής αξίας τόσο στα σωματικά και εξωτερικά αγαθά όσο και στην αρετή. Ως σύνοψη
της πλατωνικής ή της αριστοτελικής ηθικής, όπως την αντιλαμβανόμαστε, ηχεί πολύ παράξενα. Δεν
μπορούμε όμως να αποκλείσουμε την πιθανότητα να είχε εκφράσει ο ίδιος ο Πολέμων τέτοιες
απόψεις ως έγκυρο ακαδειμικό δόγμα» ( Η Ελληνιστική φιλοσοφία, σσ. 352- 353 ). Βεβαίως η εκδοχή
περί θετικής αξιολόγησης των σωματικών αγαθών εκ μέρους του Πολέμωνα αναγκαστικά τον
απομακρύνει από τα δόγματα των κυνικών. Μπορούμε όμως να εκλάβουμε την θέση του ως μία
127
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
πιθανό να επηρέασε τους στωϊκούς στην πρακτική φιλοσοφία τους, αλλά το πιο
κοινού με αυτούς τις φιλοσοφικές αφορμές του από τους κυνικούς. Από τον δικό
τους λοιπόν τρόπο ζωής θα άντλησε το παράδειγμα για την αποφυγή της
συμφιλίωσης με την φύση, χωρίς την βουλιμία της εκρηκτικής παρέμβασης ενός
υποστηριχθεί ότι ο Πολέμων στρέφει γενικότερα την Αρχαία Ακαδημία από την
θεωρητική έρευνα και την εξειδίκευση της διαλεκτικής στην πρακτική φιλοσοφία
και ότι την κατευθύνει προφανώς σε ζητήματα που αναφέρονται στην επιδίωξη
οποίο συνδέεται με τις καταστάσεις της ευδαιμονίας και της αυτάρκειας, οι οποίες
χρειαζόταν ένα υπαρξιακό διέξοδο έναντι των αδιεξόδων στα οποία οδηγούσαν οι
κατάφαση στην φύση, υπό την έννοια πως ό,τι η ίδια κατέχει θεωρείται ότι φέρει θετικό αξιολογικό
πρόσημο.Άρα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να διάκειται αρνητικά προς την σωματικότητα, διότι θα
16 Παρά το ότι δεν είναι εφικτή μία ικανοποιητική αποτύπωση των θέσεων του Πολέμωνα, ο John
Dillon προβαίνει, αξιοποιώντας και την σχετική δοξογραφική παράδοση, σε μία επιτυχή ένταξή τους
στους γενικότερους προβληματισμούς που είχαν αναπτυχθεί την εποχή εκείνη στον αρχαίο κόσμο
και πιο ειδικά κατά την συνάντηση της Ακαδημίας με τους Περιπατητικούς και τους Στωϊκούς
(κυρίως με την θεωρία τους για τον Λόγο και την ύλη). Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις ακόλουθες
παρατηρήσεις του: «The chief contribution of Polemon then, seems to be an austerity of ethical theory
which anticipates the doctrine of Zeno and his successors. It is doubtful, on the other hand, whether
Polemon in any way anticipated Stoic materialism or the theory of the Logos. Even his ideal of conformity
with Nature does not necessarily involve the Stoic doctrine of Fate in its strong form. Yet Polemon is
important in the history of Platonism in than it is he above all who gives Antiochus, two hundred years
after him, the stimulus for his synthesis of Platonism, Peripateticism and Stoicism which was to prove so
fruitful in the succeeding centuries». (The Middle Platonists, σσ. 41-42). Οι προτυπώσεις για την άρθρωση
128
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ΚΡΑΤΗΣ
συνιστά το μεσοδιάστημα μεταξύ μίας φιλοσοφίας που ρέπει προς την ηθική και
που είχε προτείνει ο Πλάτων για την σύνδεση των δύο κλάδων σε μία ενότητα με
των εκλεκτικών τάσεων στις Σχολές της Αρχαιότητας αρχίζουν και εμφανίζονται, όσο και αν στα
εδώ διαμειβόμενα παριορίζονται μόνον σ’ έναν κλάδο. Από την πλευρά της η M. Isnardi Parente
παρουσιάζει ως ακολούθως τη συμβολή του Πολέμωνα κυρίως στην στωϊκή ηθική μέσα από μία
απόπειρα επιστροφής στην αυθεντική διδασκαλία του Πλάτωνα: “Credo che il primato dell’etica sia da
sostenersi con sicurezza a proposito di Polemone, e questo spieghi la svolta che l’Academia compì e il suo
successivo corso, dal quale sarebbe poi nata, una volta conquistata una più globale immagine di Platone, la
successiva posizione di Arcesilao, quella del ritorno al Platone socratico. A Polemone risale probabilmente
la formula che poi gli stoici ereditarono e diffusero, quella del βίος κατά φύσιν e del κατά φύσιν ζην; il
che vuole poi anche dire che con Polemone si sarebbe formulata per la prima volta von precisione la teoria
del τέλος. Non mancano precedenti di tutto questo in Platone e nei primi Academici, e sarebbero venute
ulteriori precisazioni dall Stoa (il zenoniano ὁμολογουμένως τῆ φύσει). Ma Polemone è certamente un
importante anello di congiunzione in questo sviluppo; e a lui, corentemente alla dottrina della ἀπάθεια da
lui asserita, si dovrebbe anche la prima definizione della virtù come unico vero bene, a prescindere da
realtà esteriori e fisiche, almeno secondo la testimonianza, tardiva ma di buona fonte dossografica, di
Clemente Alessandrino” (“L’accademia antica e le sue vicende filosofiche”, σελ. 229 ). Το ότι
Πλάτωνα και στους Στωικούς κυρίως πρέπει να οφείλεται στο οιονεί περιεχόμενο των ηθικών
προτάσεών του, οι οποίες προϋποθέτουν σαφέστατα την υπαρξιακή κάθαρση. Το κατά φύσιν ζην
προφανώς και συνιστά μία κατεύθυνση που προκύπτει από την απουσία της πολιτικής δράσης,
εξακολουθεί να εννοείται ως η ενότητα του αγαθού αλλά όχι επικυρούμενη πολιτικά. Το τελολογικό
άνοιγμά της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύνδεσή της με μία εσωτερικότητα που αναζητεί στο
βάθος της τον κόσμο των αρχέγονων σημασιών. Μήπως δεν θα ήταν εκτός νομιμότητας το να
129
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
διακρίσεις και είχε αρχίσει να υποχωρεί σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, με τον ίδιο
τον Κράτη να αναζητεί νέες συνθέσεις. Θεωρείται ότι ο εν λόγω σχολάρχης, διά
των μετριοπαθών συνδέσεών του με την κυνική φιλοσοφία, επηρέασε τον Ζήνωνα
τον Κιτιέα και, κατ’ επέκταση, τον Στωϊκισμό σε βασικά ηθικά ζητήματα.17
17 Παραθέτουμε σχετικώς ορισμένες από τις επισημάνσεις του A.A. Long: «Λέγεται ότι ο Ζήνων
έγραψε την Πολιτεία του όταν ήταν ακόμη νεαρός εταίρος του Κράτη (Διογ. Λαέρτ. 7,4) και ίσως την
είχε συλλάβει ως άμεση επίθεση στον Πλάτωνα. ... Αναμφίβολα, ο βασικός σκοπός του Ζήνωνα ήταν
πρακτικός – να δείξει το αγαθό για τον άνθρωπο, όπως εκείνος το αντιλαμβανόταν. Αλλά το
εγχείρημα αυτό δεν ήταν πρωτότυπο. Αυτά που ίσως είχε αρχίσει να υποστηρίζει ο Ζήνων με τον
προσηλυτιστικό τρόπο του Διογένη και του Κράτη τα ανέπτυξε στη συνέχεια σε συνεπές φιλοσοφικό
σύστημα. Ο Διογένης δεν συμπαθούσε την Ακαδημία, όσο και αν επικαλούνταν τον Σωκράτη ως
πρότυπο. Αλλά ο Ζήνων, αφού μαθήτευσε κοντά στον Κράτη, άρχισε να σπουδάζει και με τους
μεγαρικούς φιλοσόφους Στίλπωνα και Διόδωρο Κρόνο, καθώς και με τον Ακαδημεικό Πολέμωνα
(Διογ. Λαέρτ. 7,2 · 25)» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 181-183). Ενδεχομένως ο Αρκεσίλαος θα
130
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ΚΡΑΝΤΩΡ
δηλαδή την Ψυχή του κόσμου έτι μάλλον ως μαθηματική οντότητα παρά με την
εν λόγω πληροφορία αποτελεί μία ένδειξη του βαθμού στον οποίο είχε
κληρονομημένη άλλωστε και από τις πυθαγόρειες καταβολές του Τιμαίου. Το πιο
τού γίγνεσθαι, προκειμένου να θεμελιώσει με πιο εδραίο τρόπο την διάρκειά του,
να το καταστήσει ούτως ειπείν αΐδιο. Την φήμη του κυρίως απέκτησε με το έργο
Πρόκειται σαφώς για ένα θέμα με σαφή την υπαρξιακά προκείμενή του, καθότι,
ερωτήματα για το νόημα της ύπαρξης, για το περιεχόμενο της διαλεκτικής θείου-
ανθρωπίνου και για την παρέμβαση ή όχι της ειμαρμένης. Στο ανωτέρω έργο ο
18 H Μ. Isnardi Parente παρατηρεί σχετικώς για τον σχολιασμό του Τιμαίου: «Nell età di Crantone, il
commento dei testi che stanno facendosi ‘classici’ comincia nella forma dell’esegesi di particlari passi, e
solo più tardi si avranno commenti veri e propri all’opera nel suo insieme. I passi dell Timeo che attiravano
l’interesse di Crantone erano quello sulla formazione dell’anima del mondo e quello sulla cosmogonia; in
sostanza, gli stessi che avevano interessato Senocrate. Tuttavia non abbiamo l’impressione, da ciò che a noi
è rimasto, che Crantone si servisse del Timeo, come aveva fatto Senocrate, per una revisione della dottrina
di Platone: Crantore aveva intenti più dichiaratamente e puramente esegetici; non a caso Proclo lo
considera πρῶτος τοῦ Πλάτωνος ἐξηγητής nel suo commento al Timeo » (« L’ academia antica e le sue
vicente filosophiche », σσ. 230-231). Ενδεχομένως η αναγωγή στην ψυχογονία του Τιμαίου να οφείλεται
στην αναζήτηση του κριτηρίου αξιολόγησης του προσωπικού βίου στο κοσμογονικό γίγνεσθαι, την
131
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Κράντωρ στηριζόταν κυρίως στην ορφική αντίληψη για την αθανασία της
ατομικής ψυχής, για τους κύκλους των τιμωριών της, για την ηθική πτώση και για
προσέγγιση είναι διάχυτη και σαφέστατα πρέπει να συνδέεται, όπως και στον
ωστόσο, είναι καίριο: γιατί πρέπει να τιμωρείται η ανθρώπινη ψυχή; Διά μέσου
και αναπαρήγαγε, ουσιαστικά, τον πλατωνικό δυϊσμό προς μία κάπως όμως
απολήξεις του αρχηγέτη της Ακαδημίας, αλλά και προς τα όσα, με μετριοπαθή
Πολιτείαν ή ακόμη και στον Φαίδρον. Αλλά οι ελπίδες που διατηρούσε ο Πλάτων,
καθότι η δημοκρατία ακόμη διατηρούσε τις αξιώσεις της, πλέον δεν είχαν
στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο: να μετέφερε στο ανθρωπολογικό πεδίο της
έναν θρησκευτικό νομικισμό, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι υπήρχαν αμαρτίες.
132
Χρήστος Αθ. Τερέζης
τους – και να θεωρούμε τον εαυτό μας συνυπεύθυνο για την δυστυχία του κόσμου.
αρθρώσεις που την καθιστούν αναγκαία. Μήπως το κακό είναι φύσει κατάσταση
του κόσμου, η οποία μεταδίδεται και στους ανθρώπους; Αλλά σε ποιό βαθμό οι
ίδιοι συντελούν στην παρουσία του κακού ή για ποιούς λόγους πρέπει να
υφίστανται τις επιπτώσεις του; Και οι ανωτέρω αντιλήψεις του είναι πιθανόν να
εποχής του, αφού η τελική εκτίμησή του ήταν πως το ανώτερο καλό είναι να μην
γεννηθεί κάποιος και πως δεν πρέπει να θρηνούμε για τον θάνατο –ως επάνοδο
εκποδών την ιστορία – και προφανώς τον πολιτισμό – ως άνευ νοήματος εξέλιξη.
από τα δεινά του εγκόσμιου βίου, χωρίς μάλιστα να τονίζεται ότι με βεβαιότητα θα
ήταν ότι τα ζητήματα όλων των ανθρώπων διέπει η "άδηλος τύχη", οπότε εισήγαγε
αδιαφορία ακόμη και τις πολιτιστικές κατακτήσεις. Εκτιμούμε ωστόσο ότι είχαν
τον λόγον τους. Αλλά ενώπιον μίας κριτικής αποτίμησης που επιλέγεται, καίρια
είναι και η ακόλουθη ρήτρα: ο βαθμός υπευθυνότητας της όποιας στάσης πρέπει
οδηγεί σε μία νέα κατάφαση αναφορικά με τα κεφαλαιώδη του βίου και του
έργα του Θεόφραστου που έχουν τον τίτλο Χαρακτήρες είναι απόλυτα
133
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αξιολόγηση των αγαθών της ζωής » ( Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τόμ., Α΄,
σελ. 192 ). Δεν θα διαφωνούσαμε μάλιστα με την εκτίμηση ότι η φιλοσοφία του
Κράντορα, παρά τον βαθμό αποκαρδίωσης που την διέπει, έχει γενικότερο
διαχρονικό ενδιαφέρον.
134
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Ακαδημίας ο οποίος υιοθέτησε τον εκλεκτικισμό, και μάλιστα όχι τον παραθετικό
αλλά τον συνθετικό. Στο έργο του, πέραν των πλατωνικών στοιχείων,
από τον Κοπέρνικο, στο έργο του De Revolionibus, ως ένας από τους πρώιμους
ἐπ’ἀνατολάς περί τό ἲδιον αὐτῆς κέντρον». Ακολουθώντας την ατομική θεωρία του
Δημόκριτου, διετύπωσε την επίσης ατομική θεωρία περί των ‘’ανάρμων όγκων’’,
λόγω όγκοι είναι ανόμοιοι και παθητοί και τους προσέδιδε κυρίως την ιδιότητα των
επίσης, προς την θεωρητική κατεύθυνση ότι υπάρχουν άπειροι κόσμοι, χωρίς να
τελευταίο διάστημα της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του εφοίτησε στο Λύκειο του
Αριστοτέλη και, απ’ ό,τι παραδίδεται, είχε υψηλού επιπέδου ερευνητικές επιδόσεις.
135
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ
Υπήρξε διάδοχος του Κράτη στην διεύθυνση της Ακαδημίας, ενώ επίσης
μαθήτευσε πλησίον του Πολέμωνα και του Κράντορα, οπότε οι καταβολές του
εκκινούντο προς τον πεσιμισμό. Εγκαινιάζει την περίοδο της Μέσης Ακαδημίας
καθώς και την σκεπτική τάση που επικράτησε στην σχολή του Πλάτωνα κατά το
χρονικό επίπεδο της ανάπτυξής της που έπεται εκείνου που επέμεινε ερευνητικά
ιδιαιτέρως αρχικώς στα οντολογικά και ακολούθως στα ηθικά ζητήματα. Κατά τον
Πλάτωνα – την αποφυγή κάθε κρίσης («ἐποχή»), εφόσον για οιοδήποτε θέμα
ενισχυτικά ή απορριπτικά επιχειρήματα ως προς την ακρίβειά του και άρα διττοί
πλαίσιο παράλληλα ενός σχετικισμού, που δεν εξασφαλίζει ούτως ή άλλως χωρίς
και ανατροπής του ισχύοντος. Κατά την έννοια αυτή, ο Αρκεσίλαος δεν θα
κατά την περίπτωση που θα έθεταν το κριτήριο του ενδεχόμενου, το οποίο είναι
εξεταστέον αν μπορεί να υπερβαθεί ακόμη και από την συμφωνία των καθ’ ύλην
τον βαθμό της αληθείας τους, προσέδωσε εκρηκτικότητα στον πλατωνικό διάλογο
και τον κατέστησε πιο εριστικό – και άρα ακραίο ως προς τις απορρίψεις του – με
την ποσοτικά εξειδικευμένη διεύρυνση των ερωτήσεων και των απαντήσεων (Διογ.
Λαέρτ., δ’, 6, 28). Εισήγαγε δηλαδή στην διαλεκτική πιο αναλυτικές και
136
Χρήστος Αθ. Τερέζης
συμβεβηκότα της. Και στον ανωτέρω ορίζοντα θα ανήκει πιθανόν και η περίπτωση
ιστορίας της φιλοσοφίας, ο Αρκεσίλαος στην διδασκαλία του γενικώς θεωρείται ότι
ήταν ένας συνεχιστής του Πύρρωνα – ο οποίος όμως δεν ίδρυσε σχολή ανάλογη ή
των συστηματικών απαιτήσεων της Ακαδημίας – και ότι άρα ήταν ένας γνήσιος
σκεπτικός. Ωστόσο, και από την αρχαιότητα ακόμη μία πτέρυγα της φιλοσοφικής
Ακαδημία είχε χάσει το αρχικό κίνητρο που, ξεκινώντας από τον Σωκράτη, οδηγούσε μέσα από τον
Πλάτωνα σε αμερόληπτη και αδογμάτιστη έρευνα. Ο Αρκεσίλαος απέκτησε όνομα όχι ως δάσκαλος
της ηθικής αλλά ως διαλεκτικός. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, "αυτό που κυρίως αποκόμισε από τα
διάφορα βιβλία του Πλάτωνα και από τους σωκρατικούς διαλόγους ήταν η άποψη ότι ούτε οι
αισθήσεις ούτε ο νους μπορούν να συλλάβουν κάτι το βέβαιο" (De orat. 3,67). Αυτό είναι συμπέρασμα
στο οποίο με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε να καταλήξει κάποιος που είχε μελετήσει τα έργα του
Πλάτωνα στο σύνολό τους, και δεν είναι βέβαιο ότι ο Αρκεσίλαος επικαλούνταν πραγματικά το
κύρος του Πλάτωνα για να στηρίξει τον δικό του σκεπτικισμό. Αναμφίβολα θαύμαζε τη διαλεκτική
μεθοδολογία του Πλάτωνα, γνωρίζουμε όμως, επίσης, ότι ήταν ο πρώτος Ακαδημεικός που κλόνισε
το σύστημα που κληροδότησε ο Πλάτων και ότι με τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων το έκανε πιο
εριστικό (Διογ. Λαέρτ. 4,28). Μάλλον η σωκρατική μέθοδος παρά η θετική πλατωνική φιλοσοφία ήταν
αυτή που επηρέασε τον Αρκεσίλαο» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 149-150). Κατά βάση βεβαίως
ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Σωκράτη δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει ιδιαίτερη
απόσταση, αφού ο πρώτος ενέταξε την μέθοδο του δεύτερου σε πιο συστηματικά θεωρητικά
αιτήματα, προϊόντα της ερευνητικής ωρίμανσης που εν τω μεταξύ είχε προκύψει. Ο Αρκεσίλαος
μάλλον θα αντιδρούσε στο αισιόδοξο εγχείρημα του Πλάτωνα να συγκροτήσει ένα ολιστικό σύστημα
σκέψης. Ιδεολογικά ήταν υποχρεωμένος να τεθεί παρασάγγας από απόψεις που διεκδικούσαν
137
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
λόγω ρεύματα εστηρίζοντο στις εξελίξεις της φυσικής και των μαθηματικών
καθώς και της λογικής ως επιστήμης, τροφοδοσίες που εκαλούσαν την Ακαδημία
ὅν τῆς Μέσης Ἀκαδημίας ἐλέγομεν εἶναι προστάτην καί ἀρχηγόν, πάνυ μοι δοκεῖ
τοῖς πυρρωνείοις κοινωνεῖν λόγοις, ὡς μίαν εἶναι σχεδόν τήν κατ’ αὐτόν ἀγωγήν
20 Ο A.A. Long σημειώνει χαρακτηριστικά: «Όταν ιδρύθηκαν οι σχολές των Στωικών και των
Επικουρείων, η Ακαδημία δεν είχε πια το προβάδισμα στα μαθηματικά και στη θεωρητική φιλοσοφία.
Την πνευματική της ζωτικότητα την αποκατέστησε γύρω στο 265 π.Χ., με πολύ διαφορετική μορφή, ο
Αρκεσίλαος, ο οποίος έστρεψε την Ακαδημία από το δογματισμό στο σκεπτικισμό» (Η Ελληνιστική
Φιλοσοφία, σσ. 29-31). Και ως δογματισμό πρέπει να εννοεί την τυπική αναπαραγωγή του
πρακτικισμού χωρίς θεματική και μεθοδολογική ανανέωση. Οι επιδόσεις του Σπεύσιππου και του
Ξενοκράτη σαφώς και δεν είναι νόμιμο να χαρακτηρίζονται ως δογματικές και άνετα θα μπορούσαν
21 Περί του αμφιλεγομένου του ζητήματος, ο Α.Α. Long παρατηρεί: «Οι ακαδημεικοί Σκεπτικοί
υποστήριζαν ότι δεν οφείλουν τίποτα στον Πύρρωνα. Ισχυρίζονταν ότι θεμελιωτές της μεθοδολογίας
τους ήταν ο Σωκράτης και ο Πλάτων. Εντούτοις ο Τίμων και ο Στωικός Αρίστων διακωμώδησαν
ακόμη και τον Αρκεσίλαο, το θεμελιωτή του ακαδημεικού Σκεπτικισμού, με στίχους που δείχνουν
καθαρά ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στη θέση τη δική του και του Πύρρωνα (Διογ. Λαέρτ.
4,33)» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σ. 132). Το ζήτημα πάντως που παραμένει σε εκρεμότητα ανάγεται
138
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αρχηγέτες του Σκεπτικισμού, έτσι και εκείνος δεν αποφαίνεται ούτε για την
ύπαρξη ούτε για την ανυπαρξία των πραγμάτων, δεν διατυπώνει λόγο ούτε για
την αλήθεια ούτε για το ψεύδος ούτε ακόμη για την πιθανότητα, ενώ επίσης, και
αναφορών περιλαμβάνει τόσο την οντολογία όσο και την γνωσιολογία, υπό ένα
εδώ που θα διατυπωνόταν – όσο και αν ηχεί ως ακραίο στο πλαίσιο μίας τάσης
έντονα κριτικής - δεν είναι παρά το εάν τα ανωτέρω συμπλέουν ή όχι μ’ έναν
μετριοπαθή ή ακραίο μυστικισμό. Κατά την εκτίμησή μας, δεν είναι εφικτή μία
εδραία απάντηση. Από την άλλη, βεβαίως και δεν θα ήταν εκτός νομιμότητας το
εκείνης της εποχής.22 Και ο προβληματισμός θα οφειλόταν στο ότι δεν παρέμενε σε
Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση είμεθα υποχρεωμένοι να εξετάζουμε τις προκείμενες που οδηγούν σε
συλλογισμούς και όχι αυτή καθεαυτή την χρήση τους. Ο Πύρρων, τουλάχιστον, εμφανώς δεν έδειξε
απέναντι στην πλατωνική διδασκαλία: «Περιληπτικόν δέ καλεῖσθαι φασί λόγον παρ’ αὐτῷ οἱ
Πλατωνικοί τόν κοινόν τῆς ἐναργείας καί τῆς ἀληθείας. Δεῖ γάρ τόν λόγον ἐν τῷ κρίνειν τήν
ἀλήθειαν ἀπό τῆς ἐναργείας ὁρμᾶσθαι, εἴπερ δι’ ἐναργῶν ἡ κρίσις γίνεται τῶν ἀληθῶν. Ἀλλ’ ἥ τε
ἐνάργεια οὐκ ἔστιν αὐτάρκης πρός γνῶσιν ἀληθοῦς· οὐ γάρ εἴ τι κατ’ ἐνάργειαν φαίνεται, τοῦτο καί
κατ’ ἀλήθειαν ὑπάρχει· ἀλλά δεῖ παρεῖναι τό κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καί τί σύν τῷ φαίνεσθαι ἔτι
καί κατ’ ἀλήθειαν ὑπόκειται, τουτέστι τόν λόγον. Ἀμφότερα τοίνυν συνελθεῖν δεήσει, τήν τε
ἐνάργειαν ὡς ἄν ἀφετήριον οὖσα τῷ λόγῳ πρός τήν κρίσιν τῆς ἀληθείας, καί αὐτόν τόν λόγον πρός
διάκρισιν τῆς ἐνάργειας» (Σέξτου Εμπειρικού, Προς Μαθηματικούς, VII, 143-144). Το ζήτημα περί της
ενέργειας σαφώς και είναι κρίσιμο, καθότι πρέπει να διευκρινισθεί αν ανήκει στην εμπειριοκρατία ή
στην νοησιοκρατία. Παράλληλα, όσο και αν υπάγεται στο ίδιο πλαίσιο με την αλήθεια, δεν
ταυτίζεται μαζί της, όχι μόνον ως προς τον βαθμό σαφήνειας και αντικειμενικότητας αλλά και εκ του
139
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
γνωσιολογικά ζητήματα, αλλά επεξέτεινε την επιλογή του προς τις αμφιβολίες
ακραία ρεαλιστική – κατεύθυνσή του δεν στρεφόταν σε μία άρνηση απέναντι στα
υπόθεση ότι η άρνηση απέρρεε από την ίδια την αδυναμία της ανθρώπινης
για τα αντικείμενα αναφοράς τους. Η κύρια κατεύθυνση της κριτικής του πρέπει
ότι η ίδια αντλεί τις εφαρμογές της κυρίως από την οντολογία. Βεβαίως, για να καταστεί κάτι
εναργές, πρέπει να συμβάλουν τόσο η ακρίβεια των αισθητηρίων οργάνων όσο και η νόηση.
αναβαθμούς, οι οποίοι διέρχονται από την αισθησιοκρατία και καταλήγουν στην νοησιοκρατία, με
ρητή την θέση ότι η αλήθεια είναι "αλώσιμη". Κατά την ανωτέρω διεργασία το σύνολο των
γνωστικών κέντρων ευρίσκονται σε ετοιμότητα, ανεξάρτητα από τον βαθμό αξιοπιστίας που τους
αναγνωρίζεται και την ιεραρχικά οριζόμενη συμβολή τους στο προϊόν της γνώσης. Επί του
ζητήματος θα επανέλθουμε στην συνέχεια. Ωστόσο, τίθενται και ορισμένα άλλα ζητήματα: α) Στην
ενάργεια δεν αναγνωρίζεται γνωσιολογική αυτάρκεια προς κατάκτηση της αληθείας όσο και αν
θεωρείται ως προϋπόθεση για κρίσεις, στις οποίες μάλλον δεν αποδίδεται το νόημα της άσκησης
κριτικής. β) Η ένταξη της ενάργειας στο φαίνεσθαι και της αλήθειας στην αυθεντική ύπαρξη
εισάγουν σαφώς την γνωσιοθεωρητική κριτική. γ) Η περίπτωση του ασκούντος την κρίση είτε
εκλαμβάνεται ως φαινόμενον είτε ως υπαγόμενο στην αλήθεια με την ενίσχυση της ίδιας της
φαινομενικότητάς του. Η αλήθεια χαρακτηρίζεται, επίσης, και ως λόγος. Όθεν, μεταξύ των δύο
προσδώσει στην συνεκτική συλλογιστική την δυνατότητα να διαμορφώσει την κριτική ικανότητα της
αληθείας. Από την άλλη, η ίδια αυτή συλλογιστική χρησιμοποιείται για να εντοπισθούν τα
διακριτικά γνωρίσματα της κατά περίπτωση ενάργειας. Χρειάζεται προσοχή ως προς το ότι μεταξύ
των δύο καταστάσεων δεν υπάρχει αμοιβαιότητα αλλά κατ’ αναλογίαν συμπληρωματικότητα.
140
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Αλλά ο Αρκεσίλαος διαφέρει από τους Πυρρώνειους σε ένα σημείο: ότι την
«εποχήν», την αποχή από κάθε βέβαιη κρίση, την θεωρεί αγαθόν, ενώ την
δηλαδή ηθική αξία στην αμφιβολία ή μάλλον μεταβάλλει την αμφιβολία σε ηθική
αξία, θέση απαράδεκτη για τους Πυρρώνειους, οι οποίοι σ’ έναν πιο συνεπή
αμφιβάλλουν ακόμη και για την αμφιβολία: (Σ. Εμπ., 233: «ἡμεῖς μέν κατά τό
φύσιν, ὥστε καί ἀγαθόν μέν εἶναι αὐτόν λέγειν τήν ἐποχήν, κακόν δέ τήν
παραμένουν σε μία συνεπή αμφιβολία, υπό την οπτική τού ότι η περιοχή των
υπεισέρχονται στις μεταφυσικές βεβαιότητές του, στις οποίες εμμέσως στήριξε τις
θέσεις του και για μία μορφή γνώσης των φαινομένων. Η όποια κρίση δηλαδή θα
την ανταπόκριση στο επίκαιρον. Άρα, την έως ένα βαθμό βεβαιότητα. Από την
πλευρά του, ο Αρκεσίλαος προσδίδει μία οιονεί οντολογική διάσταση ή πηγή στην
αμφιβολία και την θεωρεί ως την εγγενή βάση για την ανθρώπινη εξέλιξη σε όλα
πάντως, απ’ όποια πλευρά και αν προσεγγίζεται, της γνωσιολογίας με την ηθική,
βεβαίως κινείται έτι μάλλον στην περιοχή των αρχών που ορίζουν τις
κατάσταση ή διάθεση στην οποία ευρίσκεται ένα άτομο είναι ενδεικτική και του
141
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
εφαρμόσει. Κατά την εκτίμησή μας, δεν πρόκειται για έναν επικαθορισμό του ενός
κλάδου από τον άλλο αλλά για μία συμπόρευση ή για μία αμοιβαιότητα ή ακόμη
περιεχόμενο να μην είναι έξω από τον ορίζοντα του εφικτού. Με την εν λόγω
όχι βεβαίως αξιολογικά αλλά ως προς τις αφορμές εκείνες που θέτουν αξιώσεις
την διατήρηση των αρχετύπων ως κριτηρίων αληθείας, ανεξάρτητα από τον βαθμό
κατάκτησής τους.23 Όθεν, και παραμένει εγκρατής στην πλατωνική παράδοση και
για την περιγραφή της. Προφανώς το δεύτερο σχόλιο το θεωρεί ως εγγενές στην
ανθρώπινη φύση και άρα καθηκόντως ακολουθητέο. Από την πλευρά τους, οι
Πυρρώνειοι ανατιμούν τον αισθητό κόσμο, ως την μόνη περιοχή, στην οποία
Gigon στη μελέτη του Zur Geschichte der soggenanten Neueu Academie υποστηρίζει την άποψη ότι ο
Αρκεσίλαος, στη διαμάχη του με τους στωικούς, στηρίζεται έμμεσα στον πλατωνικό δυϊσμό των
αισθητών και των νοητών όντων. Αυτό φαίνεται καθαρά, όταν απορρίπτει την καταληπτική
φαντασία με το επιχείρημα ότι ανάμεσα στο αισθητό (την παράσταση) και το νοητό (τη
συγκατάθεση) η μετάβαση είναι αδύνατη. "Η προϋπόθεση του Αρκεσίλαου μέσα από αυτή την
κριτική, γράφει ο Gigon, είναι στο βάθος πλατωνική· είναι η προϋπόθεση ότι η γνώση της ουσίας και
η αισθητή αντίληψη (γνώσις και δόξα) είναι δύο τελείως ανεξάρτητες μεταξύ τους περιοχές ανάμεσα
στις οποίες δεν υπάρχει καμιά δυνατή μετάβαση" (σ. 51)» (Η έννοια της ενάργειας στους αρχαίους
Σκεπτικούς, σελ. 110). Η διαφοροποίηση βεβαίως του Αρκεσίλαου και από τον Πλάτωνα είναι
προφανής, καθότι ο αρχηγέτης της Ακαδημίας δεν απέκλειε την γνωστική αναγωγή από τον
εμπειρικό στον υπερεμπειρικό κόσμο στο σύνολο της συγγραφικής δραστηριότητάς του, έστω και με
επιμέρους διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους διαλόγους του. Άρα, σαφέστατα ο Αρκεσίλαος κινείται σε
142
Χρήστος Αθ. Τερέζης
μπορούν να εφαρμόσουν τις όποιες αναφορές τους και εκείθεν να οδηγηθούν στις
εσωτερικές διεργασίες του υποκειμένου της γνώσης. Πρόκειται πάντως και στις
δύο περιπτώσεις για έναν ακραίο βαθμό αυτογνωσίας, για την αναγωγή της στις
Παρά τις ανωτέρω συζεύξεις και διαφορές, τίθεται υποχρεωτικά, για λόγους
τουλάχιστον ιστορίας της φιλοσοφίας, το ζήτημα για την ερμηνεία της στάσης και
σημειώναμε ότι ενώπιον του αδιεξόδου στο οποίο οδηγεί η αμφιβολία την πράξη, ο
Αρκεσίλαος ανεζήτησε ένα κριτήριο της αληθείας που να καθιστά το άτομο ικανό
κατάσταση της αδράνειας, και όχι μόνον της θεωρητικής, οπότε δεν θα είχε και τα
ποιοτικά εκείνα εφαλτήρια για να κατευθύνει τις πράξεις του. Μπορεί να οδηγείτο
έτσι και στην άνευ όρων και περιοχών εκδήλωση της συμπεριφοράς του, οπότε η
για την διαμόρφωση ενός αυστηρού αξιολογικού κώδικα ως κριτηρίου για το ηθικά
πρόβλημα με την εισαγωγή της έννοιας του «ευλόγου» ως κριτηρίου της πράξης,
ως την κατεύθυνση την οποία η λογική ορίζει κατά περίπτωση ότι είναι η πιο
143
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
έναν κόσμο επιλογών στις οποίες επικαίρως οδηγείται, εκ του ότι έχουν
για την λήψη αποφάσεων ή για την ανάληψη πρωτοβουλιών, ανεξάρτητα από τον
βαθμό της ανταπόκρισής τους στο ορθόν. Το άτομο δηλαδή δεν θεωρείται ότι
πρέπει να παραμένει σε αδράνεια, του τύπου που είχε προτάξει η θεωρία των
Κυνικών, παρότι το εν λόγω ρεύμα δεν υιοθετούσε την αποχή παρά μονον ως
κοινή γνώμη. Η έννοια του ορθού, στο πεδίο του σκεπτικισμού, διατηρεί τον
σχετικισμό εκείνον ο οποίος ευρίσκεται όχι μόνον ενώπιον της κριτικής από το
περιβάλλον αλλά και από τους ίδιους τους όρους οι οποίοι το διαμόρφωσαν. Την εν
κατά στάδιο μίας νέας, συμβατής στα προηγούμενα, έννοιας –, ο οποίος κομίζει
αριστοτελικής, τουλάχιστον στο πεδίο της μεθόδου: έσχατος σκοπός της ζωής είναι
να πράττεις το καθήκον σου, το καθήκον είναι μία πράξη που έχει την λογική
εξήγησή της, έχει δηλαδή υπέρ του περιεχομένου της το «εύλογον».24 Με την
Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 85. Από την ίδια μελέτη παραπέμπουμε στις ακολουθες επισημάνσεις, οι
οποίες προκύπτουν από την ανάγνωση του Αρκεσίλαου από τον Hegel: «Ο Hegel θα αναπτύξη το
δεύτερο μεγάλο επιχείρημα του Αρκεσίλαου: η συγκατάθεση είναι λόγος. Δεν μπορώ να δώσω τη
συγκατάθεση σε κάτι το υλικό, όπως είναι η καταληπτική φαντασία. Ο Hegel θα επαναλάβη ως εξής
τη σκέψη του ιδρυτή της Μέσης Ακαδημίας: η σκέψη που είναι το υποκειμενικό στοιχείο, δίνει τη
συγκατάθεσή της σε κάτι το αισθητό, που είναι τελείως ξένο προς τη σκέψη. Μόνο όμως ένα
144
Χρήστος Αθ. Τερέζης
θεμελίωσε έναν ηθικό δογματισμό ως προς την λογική στήριξή του και απέρριψε –
αποκλειστικό κριτήριο των παραδοσιακών σκεπτικών και αργότερα ακόμη και του
λειτουργισμό, με ένα πάντως ζήτημα που υποχρεωτικά πρέπει να τεθεί, υπό τις
καθολικό αξίωμα, δηλαδή πάλι μία σκέψη, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συγκαταθέσεως, γιατί
μέσα βρίσκεται η σκέψη ως υποκειμενικό στοιχείο. Το αξίωμα είναι καθαρή αφαίρεση. Ο Αρκεσίλαος
θα πη έτσι ότι δεν μπορούμε να δώσωμε τη συγκατάθεσή μας σε κάτι που είναι ξένο προς τη σκέψη
μας· και αυτό ήταν η μεγάλη διαίσθηση του Αρκεσίλαου» (ό.αν., σσ. 178-179). Το ότι ο ασφυκτικός
ενίοτε ρεαλισμός της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας δέχεται έναν κλονισμό ή το ότι αναγκάζεται να
δεχθεί ως εταίρον τον ιδεαλισμό είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Η προβολή της φιλοσοφίας του
γεγονός ότι το εύλογο είναι συνυφασμένο με το λόγο. Εύλογο σημαίνει αυτό που αποτελεί λογική
εξήγηση, αυτό που γίνεται αποδεκτό από τον ορθό λόγο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αποτελεί
κριτήριο γνώσης, έστω και μίας σχετικής γνώσης. Αποτελεί, αντίθετα, κριτήριο για την πράξη. Το
εύλογο υπαγορεύει το "κατόρθωμα", όχι το λόγο» (Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σελ. 87).
Το ότι αποδίδεται μία σαφής εδραιότητα στον πρακτικό Λόγο έναντι του θεωρητικού δεν είναι άνευ
κεφαλαιώδους σημασίας για τα επίπεδα εφαρμογής του Σκεπτικισμού υπό το πρίσμα της «επόχης».
145
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
έστω και για λόγους θεωρητικής στρατηγικής – που αποδίδει στο περιεχόμενο των
κατά την γενική εκδοχή τους. Ωστόσο, στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να
απόσπασμα του Σέξτου, του οποίου την πρώτη περίοδο έχουμε ήδη παραθέσει: «Ὁ
ἀρχηγόν, πάνυ μοι δοκεῖ τοῖς Πυρρωνείοις κοινωνεῖν λόγοις, ὡς μίαν εἶναι σχεδόν
τήν κατ’ αὐτόν ἀγωγήν καί τήν ἡμετέραν· οὔτε γάρ περί ὑπάρξεως ἤ ἀνυπαρξίας
ἑτέρου, ἀλλά περί πάντων ἐπέχει. Καί τέλος μέν εἶναι τήν ἐποχήν, ἧ συνέρχεσθαι
ως προς την ισχύ τους, ενώ το ανωτέρω εδάφιο διατυπώνει τους ακραίους
προσδιορισμούς.
εισάγει πλαγιοθύρως και υπονομευτικά για τον σκεπτικισμό την προοπτική των
είναι γενικές ως κοινοί τόποι, οι οποίοι εκτιμάται ότι πρέπει ή είναι άξιο να
146
Χρήστος Αθ. Τερέζης
συνειδητότητας για τον εαυτό του και πολλώ μάλλον για έναν σοφό. Η έννοια
και συλλογιστικά σχήματα είναι εφικτά. Η στρατηγική για μία επάνοδο στον
διατηρήσει το φράγμα των ορίων της άμεσης εμπειρικής γνώσης σε σχέση με τις
νοητικές τεχνολογήσεις της. Εξάλλου, και ο Πλάτων δεν έθετε στο περιθώριο τα
26 Η Τερ. Πεντζοπούλου διευκρινίζει σχετικώς, αξιοποιώντας την σχετική βιβλιογραφία: «Ο Gigon στη
μελέτη του Zur Geschichte der sogennanten Neuen Akademie υποστηρίζει την άποψη ότι ο Αρκεσίλαος, στη
διαμάχη του με τους στωικούς, στηρίζεται έμμεσα στον πλατωνικό δυϊσμό των αισθητών και των
νοητών όντων. Αυτό φαίνεται καθαρά όταν απορρίπτει την καταληπτική φαντασία με το επιχείρημα
ότι ανάμεσα στο αισθητό (την παράσταση) και το νοητό (τη συγκατάθεση) η μετάβαση είναι
αδύνατη. "Η προϋπόθεση του Αρκεσίλαου μέσα από αυτή την κριτική, γράφει ο Gigon, είναι στο
βάθος πλατωνική· είναι η προϋπόθεση ότι η γνώση της ουσίας και η αισθητή αντίληψη (γνώσις και
δόξα) είναι δύο τελείως ανεξάρτητες μεταξύ τους περιοχές ανάμεσα στις οποίες δεν υπάρχει καμία
δυνατή μετάβαση" (σελ. 51)» (Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σελ. 84). Τα ανωτέρω
προετοιμάζουν και τα όσα θα επεξεργασθούμε ευθύς αμέσως. Έχουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι
στον Πλάτωνα οι γνωσιολογικές διαμεσολαβήσεις είναι δεδομένες, έστω και ενίοτε διά τού εξαίφνης.
Η γνωστική πορεία είναι ανιούσα και διεξέρχεται με την εκάστοτε αξιοποίηση των προγενέστερων
πλατωνικά γνώσης μέσα από την υπέρβαση ή την απόρριψη των προηγούμενων γνωστικών σταδίων.
Αποκλεισθείσης της αισθητηριακής δόξας, διά της εις άτοπον απαγωγής ο ερευνητής καταλήγει
147
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 135). Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο Αρκεσίλαος πρότεινε
σαφώς από την καταληπτική φαντασία των Στωϊκών και από την συγκατάθεση
συγκατάθεσις οὐ πρός φαντασίαν γίνεται ἀλλά πρός λόγον (τῶν γάρ ἀξιωμάτων
εὑρίσκεται οἵα οὐκ ἄν γένοιτο ψευδής, ὡς διά πολλῶν καί ποικίλων παρίσταται.
27 Ο A.A. Long παρατηρεί σχετικώς: «Ο Αρκεσίλαος πήρε τον ορισμό της αντίληψης ως
«συγκατάθεσης σε μία γνωστική εντύπωση» και υποστήριξε ότι ο ορισμός αυτός δεν στέκει για δύο
λόγους: πρώτα, αυτό στο οποίο δίνουμε τη συγκατάθεσή μας είναι μία πρόταση και όχι μία
(αισθητηριακή) εντύπωση (οι Στωικοί και άλλοι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν τον όρο «αληθής» με
πολύ πιο χαλαρή σημασία απ’ ό,τι θα δεχόμασταν σήμερα)· δεύτερο, και πιο σημαντικό, «δεν υπάρχει
αληθής εντύπωση τέτοια, ώστε να μην είναι δυνατό να είναι εσφαλμένη» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία,
σελ. 152). Θα σημειώναμε ότι χρήζει λεπτών χειρισμών το αν είναι εμφανής μία ορισμένη
διαφοροποίηση του Αρκεσίλαου από τον Πλάτωνα στα εδώ διαμειβόμενα. Κατά πρώτον είναι σαφές
ότι η συλλογιστική του σκεπτικού σχολάρχη ακολουθεί τις αρχές που ο ίδιος υιοθετεί. Σημειωτέον δε
ότι σε ζητήματα γνωσιοθεωρητικά ο ίδιος είναι κατά κανόνα συνεπής. Επιπλέον και ως ενδιάμεση
με τον κόσμο των φαινομένων μπορεί να συνυφανθεί. Στο καθεστώς ωστόσο των προβληματισμών
του σκεπτικισμού, έχει ακραία αποδυναμωθεί το αξιόπιστο των γνωστικών προϊόντων εκ των
φαινομένων και άρα ο Αρκεσίλαος δεν μπορεί να τα συνδέει με την συγκατάθεση, την οποίαν όμως,
δι’ ενός κατηγοριακού αυτοματισμού, οδηγεί σε συνάφεια με τις δραστηριότητες της διάνοιας και τις
παρεμβάσεις της κρίσης. Ακολούθως, επικεντρώνοντας το επιχείρημά του στο ότι καταληπτική
148
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εξαρχής την καταστατική θέση της συγκατάθεσης, η οποία θεωρείται ότι μπορεί
λογικά σχήματα έχουν την ισχύ αξιωμάτων, οπότε τίθεται εκποδών οιαδήποτε
αναφορά σε λόγον και σε αξίωμα, μας οδηγεί συνεπαγωγικά στο ότι θεωρούνται
διατυπώνει αντιρρήσεις ως προς την εμβέλειά της και την νομιμότητα της
εφαρμογής της. Θέτει ακραίους αποκλεισμούς, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να
συγκατάθεση, και μάλιστα την συνδέει, όπως και οι Στωϊκοί διά της συλλογιστικής
που ακολουθούν, με την πράξη, παρά το ότι δεν δέχεται ότι από την συνάντηση
Προσδίδοντας μία σε κάποιο βαθμό οντολογική ως προς τις πηγές της και
διαμορφώνει την συμπεριφορά του μόνον στην περίπτωση που έχει σαφή γνώση,
μέσα από την ενάργεια των παραστάσεων, των προκυπτουσών συνθηκών εκ της
καθεαυτής ουσίας του εξωτερικού κόσμου ως ενός γίγνεσθαι ακόμη και αλλαγών.
φαντασία που να συνδέεται μόνον με τα φαινόμενα και να είναι πλήρως αποδεκτή δεν υπάρχει, εκ
του ότι, εξ ορισμού με βάση τις σκεπτικές προθεωρήσεις, υπάγεται και στο ενδεχόμενο του ψεύδους.
Κατά συνέπεια, ο αγνωστικισμός είναι προ των πυλών, όταν παραμένουμε στα όρια των
149
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
της τυπικής λογικής πεδίου: «Οἱ δέ περί τόν Ἀρκεσίλαον προηγουμένως μέν οὐδέν
ὡς πρός τούς στωικούς ἀπέδοσαν. Τρία γάρ εἶναι φασίν ἐκεῖνοι τά συζυγοῦντα
ἀλλήλοις, ἐπιστήμην καί δόξαν καί τήν ἐν μεθορίᾳ τούτων τεταγμένην κατάληψιν,
ὧν ἐπιστήμην μέν εἶναι τήν ἀσφαλῆ καί βεβαίαν και ἀμετάθετον ὑπό λόγου
από τον Αρκεσίλαο σε πλήρη βαθμό και μάλιστα την στιγμή που παρουσιάζονται
προέλευση της εναργούς παραστάσεως δεν μπορεί να εξηγήση τη συγκατάθεση που είναι βασικά
αληθινές και ψευδείς παραστάσεις, αναιρεί την έννοια της εναργούς παραστάσεως. Τούτο σημαίνει –
και έχομε εδώ το τρίτο επιχείρημα – ότι αν ο σοφός των στωικών δεχθή την αλήθεια μίας
παραστάσεως, αν δώσει δηλαδή τη συγκατάθεσή του, κινδυνεύει να δεχθή ως βέβαιο κάτι που είναι
ψευδές, κινδυνεύει δηλαδή να συγκατατεθή στα "δοξαστά". Ο σοφός όμως δεν μπορεί να σφάλλη. Ο
πραγματικός σοφός συνεπώς θα επέχη» (Η έννοια της ενάργειας στους αρχαίους Σκεπτικούς, σσ. 110-
111). Οι Windelband και H. Heimsoeth, αναφερόμενοι στις περί ηθικής συζητήσεις των Σκεπτικών
σημειώνουν: «Στην καθημερινή ζωή δεν είναι δυνατόν να απέχει κανείς από το πράττειν, που είναι
υποχρεωτικό. Απαραίτητες είναι επίσης και ορισμένες παραστάσεις που το καθορίζουν. Γι’ αυτό
υποστήριζε ήδη ο Αρκεσίλαος, οι παραστάσεις μπορούν να κινητοποιούν τη βούλησή μας ακόμη και
όταν δεν τις δεχόμαστε ως εντελώς σωστές. Στον πρακτικό βίο πρέπει να μας αρκεί μία κάποια
εμπιστοσύνη (πίστις) ότι ορισμένες παραστάσεις είναι δυνατό να θεωρούνται πιο πιθανές (εὔλογον),
πιο σκόπιμες και πιο λογικές από τις άλλες» (Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Α’ τομ. (σε μτφρ. Ν.
Μ. Σκουτερόπουλος), εκδ. «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα 1986, σελ. 241. Οι ανωτέρω δύο επισημάνσεις δεν πρέπει
να εκληφθούν ότι θεμελιώνουν εσωτερικές αντιφάσεις στις θεωρίες των Σκεπτικών. Καταγράφουν
το ρεαλιστικό κριτήριο το οποίο διέπει τον στοχασμό τους. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ένας
150
Χρήστος Αθ. Τερέζης
συνάφεια των οποίων οδηγούντο, κατά την εκτίμησή τους, σε ασφάλεια προς το
τον βαθμό ισχύος τους. Και προφανώς ο Αρκεσίλαος θα αποδεχόταν μόνον την
επιστήμη.
Ωστόσο, η επιλογή του Αρκεσίλαου στο εύλογον συνιστά κατά βάση μία
συμβιβαστική πράξη ή μία κίνηση διαφυγής από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί για
εισηγηθεί τα περί ευλόγου ως αρχής που διήκει κανονιστικά στην ορμική φορά της
βάση για να υποστηρίξουμε ότι μία πρόταση έχει τις προϋποθέσεις να είναι
ηθικά αξιόλογου. Γενικότερα συνιστά ένα γνωσιολογικό εφόδιο, το οποίο όμως δεν
θεωρείται ότι έχει την ισχύ της καταληπτικής φαντασίας, δείγμα μίας τάσης που
δεν διεκδικεί τις αυτοεπικυρώσεις της μέσα από την ισχύ των προϊόντων της. Για
πράξεων, ως παράγοντα που ρυθμίζει τις ορμές για τις προβολές τους, προφανώς
μείζονα βαθμό είχε ορισθεί. Δεν το ανάγει όμως στην γνωσιολογική επικύρωση
των Στωϊκών, οι οποίοι υπεστήριζαν ότι, για να τεθεί σε κίνηση η ψυχή προς το
ποιά ψευδής.29 Ο Διογένης Λαέρτιος (Προς Μαθημ. VII, 49) παρατηρεί σχετικώς:
29 Η Τερ. Πεντζοπούλου, αξιοποιώντας και εδώ την σχετική βιβλιογραφία, παρατηρεί για το
ιδιαιτέρως σύνθετο ζήτημα που έχει διαμορφωθεί: «Ο P. Couissin (“Le stoicisme de la Nouvelle
Académie”, σελ. 246 κ. επ.) παρατηρεί ότι η εποχή στον Αρκεσίλαο σημαίνει εφεκτική στάση απέναντι
151
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
στη συγκατάθεση. Η εφεκτική αυτή στάση ανοίγει το δρόμο στην ορθή πράξη, στο "κατόρθωμα" που
θεμελιώνεται στο εύλογο. Έτσι, υπάρχει μία εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στην εποχήν του
Πύρωνα και την εποχή των νεοακαδημαϊκών. «Η πυρρώνεια εποχή, γράφει ο Coussin, είναι η στάση
του νου μέσα από την οποία ούτε θέτομε ούτε αρνούμαστε κάτι· είναι η αμφιβολία. Η ακαδημαϊκή
εποχή είναι εποχή ως προς τη συγκατάθεση όχι μόνο στον Αρκεσίλαο, που ταυτίζει την εποχή με τη
μη συγκατάθεση, αλλά και στον Καρνεάδη. Όταν ένας ακαδημαϊκός λέγη: "επέχει ο σοφός", πρέπει
να εννοήσωμε "ως προς τη συγκατάθεση". Η εποχή δεν έχει νόημα παρά μόνο μέσα σε μία
γνωσιοθεωρία όπου η γνώση δεν είναι μόνο η παράσταση – μία παθητική κατάσταση – αλλά η
ελεύθερη και θεληματική πράξη της συγκαταθέσεως. Βλέπομε έτσι ότι η διαμάχη ανάμεσα στους
στωικούς και τον Αρκεσίλαο είναι κατά πόσο η γνώση αποτελεί ή όχι προϋπόθεση της πράξης. Οι
στωικοί πιστεύουν γενικά ότι δεν μπορεί κανείς να κανονίση τη στάση του στον κόσμο, αν δεν έχη
μέσα από τη συμφωνία των φαινομένων τη γνώση της πραγματικής ουσίας των πραγμάτων. Η
οντολογική και η γνωσιολογική θεώρηση είναι προϋπόθεση της ηθικής. Ο Αρκεσίλαος, αντίθετα,
υποστηρίζει ότι η αληθινή γνώση των όντων, των πραγμάτων δεν είναι απαραίτητη, για να
υιοθετήση μία πρακτική στάση στα προβλήματα της ζωής. Ο Goedeckemeyer (Die Geschichte des
griechischen Skeptizismus, Leipzig 1905) τονίζει το γεγονός ότι ο Αρκεσίλαος στρέφεται εναντίον της
έννοιας του "καθ’ εαυτό" και προσπαθεί να δείξει ότι όλες οι προτάσεις των στωικών έχουν έναν
καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα» (Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σελ. 85). Και εδώ είναι
προφανής η διαφοροποίηση του Αρκεσίλαου από τον ηθικό ορθολογισμό των Σωκράτη-Πλάτωνα, με
τον οποίο συμπλέουν οι στωϊκοί, παρά την επιμονή τους στις ενισχύσεις που πρέπει να αντλούμε
από τα δεδομένα της αισθητηριακής εμπειρίας, εισάγοντας στην συζήτηση έτσι και τον Αριστοτέλη.
Ωστόσο, ως προς την έννοια του «καθ’ εαυτό» έχουμε να διατυπώσουμε ορισμένες επισημάνσεις.
γνωσιολογική ένταξή του είναι εκτός των προδιαγραφών του Αρκεσίλαου, ο οποίος θέτει στην
περιοχή του αποκλειστέου, τουλάχιστον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα την δογματική θέση
περί πλήρους κατανόησης της πραγματικότητας. Αν εκληφθεί υπό την οντολογική, θα σημειώναμε
ενστάσεις ως προς τον αποκλεισμό του από τον Αρκεσίλαο, καθότι έχουμε τονίσει ότι, έστω διά τής
εις άτοπον απαγωγής, πρέπει ενδομύχως να αποδεχόταν την ύπαρξη των πλατωνικών αρχετύπων,
ανεξάρτητα από τον βαθμό της γνωσιμότητάς τους. Σε συνέχεια των όσων προηγουμένως
παραθέσαμε από τις μελέτες της Τερ. Πεντζοπούλου αναφορικά με τις θέσεις του Hegel έναντι του
Αρκεσίλαου παραπέμπουμε και στα εξής σχετικά με τους τρόπους ανάγνωσης των προϊόντων του
στοχασμού στα αντιμαχόμενα φιλοσοφικά συστήματα: «Οι στωικοί πραγματικά δεν εξήγησαν την
ένωση της σκέψης και του πραγματικού. Δεν μπόρεσαν να δείξουν ακριβώς ότι το υποκειμενικό και
το αντικειμενικό στοιχείο, από την ουσία τους, περνούν, μέσα από τη διαφορά τους, το ένα στο άλλο·
από την ουσία τους δηλαδή τίθενται ως ένα. Το επιχείρημα του Αρκεσίλαου της απαραλλαξίας των
αληθινών και ψευδών παραστάσεων – που μπορεί να κάνη τον σοφό να ξεγελασθή και να
συγκατατεθή σε κάτι το εσφαλμένο – οδηγεί τον Hegel και πάλι στη διαπίστωση ότι ο Αρκεσίλαος
152
Χρήστος Αθ. Τερέζης
«Ἀρέσκει τοῖς Στωϊκοῖς τόν περί φαντασίας καί αἰσθήσεως πράττειν λόγον, καθότι
καί καθότι ὁ περί συγκαταθέσεως καί ὁ περί καταλήξεως καί νοήσεως λόγος,
τοῦτο ἐκφέρει λόγῳ». Πρόκειται για ένα μοντέλο συλλογιστικής ανάπτυξης σαφώς
η οποία όμως ούτως ή άλλως συνιστά έναν κωδικοποιημένο τεχνικό όρο. Στωϊκά
κριτήριο για την γνώση, αλλά και ως συνεκτικός αρμός που αναφέρεται στην
συγκατάθεση, στην κατάληξη και στην νόηση, στο σύνολο δηλαδή της γνωστικής
διαδικασίας, στα προϊόντα της, στην κατανόησή τους και στην αποδοχή τους ως
διαισθάνθηκε βαθιά την αντίφαση των στωικών, που εισάγουν μέσα στη σκέψη ένα στοιχείο
ετερογενές, ενώ η σκέψη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά σκέψη του εαυτού της. Έτσι, στο
όμως να μπορέση να λύσει την αντίφαση που διεπίστωσε, περιοριζόμενος να θέση απλώς την
ανάγκη τού "ἐπέχειν" (Vorlesungen, ΙΙ, σ. 344 κ. επ.)» (Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σελ.
179). Με βάση τα ανωτέρω, θα σημειώναμε ότι ο Αρκεσίλαος πορεύεται προς μία φιλοσοφία του
υποκειμένου, η οποία, αν και φέρει στο προσκήνιο με αυστηρό τρόπο, τα αιτήματα του ιδεαλισμού,
δεν απεμπολεί τις αντικειμενικές δομές του ρεαλισμού, έναντι του οποίου τηρεί στάση σεβασμού με
την άρνησή του να οδηγηθεί σε οριστικές κρίσεις. Και επ’ ουδενί δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι
ο αυτοστοχασμός της σκέψης δεν συνιστά ένα άνετο άθλημα, καθότι καταρχάς πρέπει η ίδια να
σχέση με τον εαυτό της. Συγχρόνως, δεν έχουμε έστω και την ελάχιστη κειμενική βάση, προκειμένου
να αχθούμε στο ότι ο Αρκεσίλαος απέκλειε την συνάφεια του υποκειμενικού με το αντικειμενικό.
153
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αποτελέσει αποκλειστικά ένα κριτήριο για την πράξη τέτοιο που θα οδηγεί την
μία αποβλεπτικότητα τέτοια που θα οδηγούσε στην διαύγαση της ύπαρξης μέσω
των επιλογών της. Και οι δύο παρατάξεις πάντως προσεγγίζουν, κατά το μάλλον ή
ήττον, την γενικότερη προβληματική του Σωκράτη περί συνάφειας του νοείν με το
ηθικό πράττειν, την στιγμή που για τους σκεπτικούς είναι ανέφικτη.30 Εδώ ακριβώς
30 Ο A.A. Long επισημαίνει τα ακόλουθα: «Ο Σέξτος μάς πληροφορεί πως ο Αρκεσίλαος "λέει ότι ο
άνθρωπος που επέχει για τα πάντα (ὁ περί πάντων επέχων) θα ρυθμίζει τις πράξεις του σύμφωνα με
το εύλογον" (Μαθ. 7,158). Με αυτό το κριτήριο, ο Αρκεσίλαος ίσως εννοούσε αυτό που μπορεί να
αιτιολογηθεί ικανοποιητικά, σε αντίθεση με το απόλυτα βέβαιο. Μολαταύτα, δεν είναι βέβαιο ότι ο
Αρκεσίλαος πρόβαλε αυτή την άποψη ως δική του. Ο Σέξτος αναφέρεται στο εύλογον στο τέλος της
κριτικής του Αρκεσίλαου για τους Στωικούς, και η φρασεολογία του εδώ είναι στο μεγαλύτερο μέρος
της στωική. Ίσως ο Αρκεσίλαος εφαρμόζει απλώς στους Στωικούς τις συνέπειες της δικής του
κριτικής. Αν το κύρος της γνώσης έχει κλονιστεί, οι Στωικοί δεν θα είναι δυνατό να ορίζουν την ορθή
πράξη, όπως την όριζαν, σε συνάρτηση με τη γνώση. Θα πρέπει απλώς να λένε ότι είναι κάτι που
155). Και εδώ δεν μπορούμε παρά να επανέλθουμε στον σοφό, ο οποίος αποτελεί το πρόσωπο στο
με τον πρακτικό Λόγο. Η εποχή, λοιπόν, είναι η έσχατη κατάστασή του ή ένα αναγκαίο
διαμεσολαβητικό στάδιο; Καταφεύγουμε εκ νέου στον Σέξτο: «Ἀλλ’ ἐπεὶ μετὰ τοῦτο ἔδει καὶ περὶ τῆς
τοῦ βίου διεξαγωγῆς ζητεῖν, ἥτις οὐ χωρὶς κριτηρίου πέφυκεν ἀποδίδεσθαι, ἀφ’ οὗ καὶ ἡ εὐδαιμονία,
τουτέστι τὸ τοῦ βίου τέλος, ἠρτημένην ἔχει τὴν πίστιν, φησίν ὁ Ἀρκεσίλαος ὅτι ὁ περὶ πάντων ἐπέχων
κανονιεῖ τὰς αἱρέσεις καὶ φυγὰς καὶ κοινῷ τὰς πράξεις τῷ εὐλόγῳ, κατὰ τοῦτό τε προερχόμενος τὸ
κριτήριον κατορθώσει» (Προς Μαθημ. VII, 158). Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι ο
Αρκεσίλαος πλησιάζει τους στωικούς στο ζήτημα περί του σοφού, αν δεχθούμε βεβαίως ότι οι
ανωτέρω αποφάνσεις συνιστούν και τις τελικές εκτιμήσεις του. Υπάρχουν όροι που σαφώς δεν είναι
αμελητέοι: « τέλος βίου», « κοινῷ τάς πράξεις τῷ εὐλόγῳ» και « κριτήριον» που σαφέστατα
κατατείνουν στο να εξετασθούν τόσο οι προοπτικές περί μίας τελολογίας όσο και οι ορθολογικές
154
Χρήστος Αθ. Τερέζης
πρόβλημα περί της αυθεντικότητας του πυρρωνισμού του ανέκυψε ήδη από την
για τις αποτιμήσεις ή για την ανάπτυξη μίας συζήτησης, η οποία έχει ίσως τις
δέχεται τόσο την προοπτική μίας έλλογης γνώσης και μάλιστα με υπόρρητες
στοιχείο είναι διάχυτο και θέτει στο περιθώριο την απλή παραθετική άθροιση. Και
τεκμηριώσεις της αποδοχής της. Το παράθεμα προβάλλει ένα συνεκτικό, και μάλιστα με επιδιωκτέο
τρόπο, σύστημα σκέψης. Υπό την εν λόγω ρήτρα, δεν θα αφίσταται ιδιαιτέρως και από τις απόψεις
του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, χωρίς προφανώς να υπεισερχόμεθα στην σχέση της ηθικής με την
πολιτική, ζήτημα που δεν απασχολεί, εμφανώς τουλάχιστον, τα στωικά και τα σκεπτικά φιλοσοφικά
ρεύματα, έστω για λόγους εξωτερικών συνθηκών. Χωρίς να οδηγούμεθα σε μία εκτός νομιμότητας
αποδεικτικά επιχειρεί να θεμελιώσει την θεωρία του περί ευδαιμονίας αντανακλά εμμέσως μία
μορφή πρόσκαιρης «εποχής», ώστε να μην διατυπώσει εξαρχής και χωρίς τις αναγκαίες διϋλίσεις τις
θέσεις του. Ο Αρκεσίλαος πάντως, αν ο όρος « διεξαγωγή» τον αντιπροσωπεύει, αναδεικνύει και μία,
155
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αποτέλεσμα; Και βεβαίως ποια είναι η καταστατική θέση των ανακατασκευών στο
είναι μετριοπαθείς; Το πρώτο σκέλος της ερώτησης σχετίζεται με τους ίδιους τους
απροϋπόθετα ό,τι ανήκει στο ρεύμα που ανήκει, το οποίο είναι πλήρως αντίθετο
ακροατές του τις θέσεις που στην πραγματικότητα υιοθετούσε (Ευσέβ., Praeg.
Evang. VI, 6 και VIII, 7). Ο δογματισμός εδώ θα οριζόταν ως προς το επιδιωκτέο
XVIII, 60) διατυπώνει το ενδεχόμενο για μία εσωτερική διδασκαλία της Ακαδημίας
λόγω τάση θα οριζόταν ως ελιτισμός και ως αδιαφορία για την μετάφραση των
και να προβαίνει στις ανάλογες κατά την εκτίμησή του ρυθμίσεις επί του τρόπου
με τον οποίο είχαν συγκροτήσει τον στοχασμό τους. Εδώ θα επρόκειτο για λογικές
της. Θα τον ενδιέφερε δηλαδή να οδηγούνται, ανεξάρτητα από την αφορμή των
έτσι όχι εδραίες τυπικά μεθοδολογίες αλλά εκείνες που προσιδίαζαν στην
156
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Δεν οδηγούντο δηλαδή σ’ ένα κλειστό σύστημα σκέψης και έθεταν την
σωρείτης μάς οδηγεί στο ότι ο εν λόγω σχολάρχης θα εκινείτο, κατά πάσα
τους σε ένα πλαίσιο τροφοδοτήσεων και ανατροφοδοτήσεων διά της σύνδεσής τους
με ορισμένες άλλες και με την διεύρυνση των διακλαδώσεών της σε νέους τομείς.
Πάντως, το πιο βέβαιο είναι ότι θα πρότεινε στους μαθητές του να μην προβαίνουν
στην διατύπωση ορισμών, και πολλώ μάλλον κεκορεσμένου τύπου, υπό την
περιεχόμενο μίας κατάστασης που δεν είναι προφανής και δεν είναι αλώσιμο από
εξασφάλισής της; Και ποια είναι η τελικά προτιμητέα μέθοδος για την πορεία που
πρέπει να δεχθούμε σε κάποιο βαθμό ότι, παρά τις γοητευτικά πράγματι κριτικές
ανακατασκευές του, ήταν δογματικός – υπό την βεβαιότητά του για τελική,
ανεξάρτητα από το πότε ακριβώς, κατάκτηση της γνώσης – και ότι ο στίχος του
πλατωνικός (Υποτυπ. Α΄, 234). Και εδώ πρέπει να διαφεύγει ότι ήσαν τέτοια τα
157
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
θα είχε τις προϋποθέσεις, πέραν της αυτοπροστασίας τους, για μία άσκηση
ενισχύεται ακόμη και από προσεγγίσεις που εξαρχής δεν τής προσιδίαζαν.
ιστορικής παρουσίας του πιθανόν θα ήταν να μην είχε ανακαλύψει. Και εδώ ο
ως ακολούθως: Μήπως δεν ήσαν ακροβατισμοί αλλά αίσθηση ευθύνης έναντι των
νέων – συνθετικών κυρίως – απαιτήσεων που είχαν διαμορφωθεί στο πεδίο της
θέμα – και, γιατί όχι, και με στόχευση στο ίδιο αποτέλεσμα – παρήλλασσαν μεταξύ
τους οι προσεγγίσεις και έτσι στο συνεχές. Η ελαστικότητα και οι παραλλαγές στις
31 Στην εν λόγω κατεύθυνση και με αφορμή το εύλογον, η Τερ. Πεντζοπούλου σημειώνει σχετικώς:
«Δε νομίζομε ότι το εύλογο, που, για μας, δηλώνει μία βαθιά διείσδυση στην υπαρξιακή διάσταση του
ανθρώπου, θα πρέπει να ερμηνευθή σα μία υποχώρηση του Αρκεσίλαου· εκεί όπου οι στωικοί
βλέπουν μίαν απόλυτα ασφαλή γνώση, ο Αρκεσίλαος, που διαισθάνεται την ανεξέλεγκτη αξίωση
του ορθού λόγου να φθάση το απόλυτο, συνειδητοποιεί το γεγονός ότι το εύλογο αποτελεί όχι πια
αξίωση, αλλά θετική αφετηρία για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η έννοια της υπάρξεως βρίσκεται
κατά κάποιο τρόπο διάχυτη στον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό. Βέβαια η Μέση και η Νέα Ακαδημία
έχουν συνδέσει το όνομά τους με το μεγάλο γνωσιολογικό πρόβλημα του κριτηρίου της αληθείας·
158
Χρήστος Αθ. Τερέζης
τελείως ανεξάρτητα από τις υπαρξιακές ή ακόμη και από τις ψυχολογικές
απόλυτο θα έθετε στο περιθώριο τις διακυμάνσεις του περιπτωσιακού. Είναι και
συγκεκριμένο γίγνεσθαι.
μυστικότητα από ό,τι στο παρελθόν, ότι προοριζόταν μόνον για τους μυημένους
δοκιμασία, από την οποία έπρεπε να διέλθουν οι μαθητές του για να οδηγηθούν
προς την μύηση στην πλατωνική διδασκαλία. Άρα, ότι, παρά τα ορθολογικά
αιτήματά της, είχε εξελιχθεί και σε μία ειδικού τύπου μυσταγωγία και ότι ως
εκφυλίζονται. Υπό το ανωτέρω σκεπτικό, ό,τι προσιδιάζει δεν είναι τίποτε άλλο
πιστεύουμε όμως ότι πίσω από το κριτήριο του εύλογου και του πιθανού υπάρχει η παραδοχή του
βίου, η ανάγκη ορισμένων κανόνων για "την διεξαγωγήν του βίου" που σημαίνει, σε τελευταία
ανάλυση, τη βαθιά συνείδηση της υπάρξεως του ανθρώπου σαν πρωταρχικό δεδομένο» (Μαθήματα
Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σελ. 87). Ο άνθρωπος ως ερευνητής καλεί εαυτόν να απαντήσει σε
κεφαλαιώδη ερωτήματα όπως π.χ. η θέση του στο ιστορικό γίγνεσθαι και κατ’ επέκταση το πώς θα
αποκτήσει συνείδηση της ιστορικότητάς του. Και ενώ διατυπώνει τέτοιους προβληματισμούς, θα
διέπεται, έστω και ανεπαισθήτως, από το αγωνιώδες ερώτημα για την σχέση του με την φύση. Όθεν,
εδώ διατυπώνονται δύο επίπεδα στοχασμού. Από την μία πλευρά, εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η
συνείδηση να παραμείνει σε ετοιμότητα. Από την άλλη, αυτό που διεκδικεί την παραμυθία σε
159
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τους στο «παιγνίδι» της πνευματικής άλωσης της πραγματικότητας. Το γόητρο δεν
ήδη από τις απαρχές της χαρακτηριζόταν εν ταυτώ και για την εσωστρέφειά της
και για την εξωστρέφειά της, ανάλογα με το περιεχόμενο και τις στοχεύσεις της
διδασκαλίας που κατά περίπτωση παρουσίαζε αλλά έως έναν ορισμένο βαθμό και
Grecks, Paris 1932, σελ. 115, τονίζει ότι απήχηση μίας τέτοιας αντίληψης περί
μυστικότητας συναντάται ακόμη και στις περιγραφές του Αυγουστίνου (Cont. Acad.
I, ΧΥΙΙ 38, Αd. Diosc. Epist. 16). Σύμφωνα λοιπόν με τον πατέρα της χριστιανικής
αποδεικτικό λόγο – και μάλιστα εκ των οικείων του θεμελιώσεων – τον υλισμό των
Στωϊκών, θεωρητικό σχήμα που όλο και διηύρυνε περαιτέρω την επιρροή του στα
συναινούσης βεβαίως και της επίδοσης των Στωϊκών στα περί ηθικής ζητήματα.
160
Χρήστος Αθ. Τερέζης
κοσμοειδώλου. Βεβαίως εδώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, έμμεσα τουλάχιστον,
κατά πάντα έγκυρη μαρτυρία για τον προσδιορισμό της καθεαυτότητας των,
Πλάτων με ό,τι περιελαμβάνοντο στην θεωρία του περί των "Ιδεών" σαφέστατα
μετέφερε την αισιοδοξία του αναφορικά με την διείσδυση στον μεταφυσικό κόσμο,
ενόραση.
διαφορετική κατεύθυνση και υπό τον εν λόγω νεωτερικό όρο είναι αναγκαίο να
ιδιαιτέρως στο να κατευθύνει τις παραπομπές του στον πλατωνικόν Τίμαιον, όπου
σκεπτικός όμως σχολάρχης δίδει την εντύπωση ότι τον ενδιαφέρει η παλιννόστηση
τις πεποιθήσεις των Στωϊκών αναφορικά με το ότι η ψυχή είναι θνητή και πως όλο
161
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
το υπαρκτό, ακόμη και οι θεοί, έχουν μόνο σωματική ύπαρξη, θεωρητικές εκδοχές
μπορούσε κατ’ οικονομίαν να δεχθεί ότι ορισμένες από τις διατυπούμενες από
τους Στωικούς απόψεις ήσαν έγκυρες, αλλά αυστηρά στον μικρόκοσμό τους. Αλλά
προσκήνιο μία θέση που πρέπει να ήταν αρεστή ήδη σε πλήθος στοχαζομένων
ανθρώπων, προφανώς επειδή καθιστούσε πιο άμεσα τα ζητήματα της πίστης και
Ακαδημίας τους θησαυρούς της πλατωνικής διδασκαλίας και ότι τους ανεκάλυψαν
από άλλους σχολιαστές έντονο, έστω υπόκρυφο, πλατωνισμό του. Η άποψη του
παρά μίας ερευνητικής επαύξησης. Παρόλο που δεν έχουμε την χειρόγραφη
παράδοση για να μελετήσουμε ολοκληρωμένα έστω και ένα έργο του ώστε να
ότι είναι σαφώς διαφορετική επιλογή να χρησιμοποιείς την διαλεκτική για λόγους
επιλογή προϋποθέτει, κατά το μάλλον ή ήττον, την γνωστική κατοχή της δεύτερης.
162
Χρήστος Αθ. Τερέζης
οργάνωνε την πολεμική του. Για να προσδιορίσουμε όμως την εγκυρότητά του, δεν
μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη μας ότι δεν είχε όμως τις προϋποθέσεις να τους
αντιμετωπίσει διά του ιδίου τρόπου με τον οποίο ο Πλάτων αντιμετώπιζε στον
διάλογό του Σοφιστής τον πρόδρομο των Στωϊκών, τον Αντισθένη, ακόμη και με
εννοιολογικά εφόδια που είχε αντλήσει από τον Ηράκλειτο, ο οποίος εκινείτο προς
μία διαφορετική κατεύθυνση από την οικεία του. Δεν διέθετε ίσως ο σκεπτικός
διέθετε, δεν τις χρησιμοποίησε για την διαμόρφωση μίας συνεπούς πρωτότυπης
θεωρίας που να δομείται και εσωτερικά με εδραίους όρους, να έχει δηλαδή τις
επεχείρησε να ακολουθήσει μία μέση οδό, ίσως λαμβάνοντας υπόψη του και τις
να επιλεγεί έναντι των υπολοίπων; Από την μία πλευρά, προσέλαβε την
ανθρώπινη νόηση, ακριβώς π.χ. επειδή είναι πεπερασμένη και μπορεί να οδηγηθεί
ακόμη και σε ανακολουθίες. Από την άλλη όμως, εισήγαγε την εκδοχή ότι
ενδεχόμενο της ψευδούς παρουσίας τους – και ότι επομένως είμεθα υποχρεωμένοι
τα αιτήματά του περί εγκυρότητας των προϊόντων του, ανεξάρτητα από την
32 Εκτιμούμε ότι με την κατωτέρω διαπίστωσή του ο A.A. Long προσεγγίζει αντικειμενικά το ζήτημα
163
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Αρκεσίλαος ήθελε να αντιταχθεί στις δογματικές αξιώσεις για γνώση. Ο Στωικισμός, με τη βασική
του αρχή ότι η αισθητηριακή αντίληψη μπορεί να εξασφαλίσει τις βάσεις για προτάσεις που είναι
αναμφισβήτητα αληθείς, του πρόσφερε έναν εύκολο στόχο. Δεν είναι όμως εντελώς βέβαιο αν θα
πρέπει να θεωρήσουμε πως ο Αρκεσίλαος υπερασπίζεται απόλυτα τον Σκεπτικισμό ... Ο Αρκεσίλαος
αφήνει αναπάντητο το ερώτημα αν είναι θεμιτό να αποδίδουμε τους όρους "αληθές" ή "ψευδές" ως
κατηγορούμενα σε ορισμένες προτάσεις. Ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζουμε κανένα κριτήριο που να
μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς τη χρήση αυτών των δύο λέξεων. Από αυτό όμως δεν προκύπτει
ότι μερικές προτάσεις δεν είναι αληθείς και άλλες δεν είναι ψευδείς» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ.
153). Είναι σαφές ότι το ζήτημα περί αληθείας-ψεύδους αντανακλά τον τρόπο αναφοράς στην
πραγματικότητα και ότι δεν συνιστούν κατηγορούμενά της. Κατά βάση δεν είναι παρά αξιολογικές
περιγραφές του τρόπου λειτουργίας της συνείδησης και των πορισμάτων στα οποία οδηγείται.
Βεβαίως, δεν πρέπει να αποκλείσουμε από την όλη διαδικασία και μία προθετικότητα, να
εξασφαλίσει την ενθαδική διαύγασή της μέσα από μία πορεία αποκωδικοποίησης της
πραγματικότητας. Η ανθρώπινη στόχευση, όπως είναι φυσιολογικό, οδεύει προς την αλήθεια και δεν
είναι εφικτή η πραγμάτωσή της αν δεν διέλθει από διαδοχικές υπερβάσεις των ψευδών αποτιμήσεων.
Ο ανωτέρω προβληματισμός δεν έμεινε έξω από την ερευνητική και ερμηνευτική γραφίδα του Hegel,
του οποίου τις κριτικές επισημάνσεις παραθέτει ως ακολούθως η Τερ. Πεντζοπούλου: «Ο Αρκεσίλαος
συνέλαβε το αφηρημένο και παρέμεινε στην περιοχή της αφαιρέσεως της ιδέας. Η πολεμική του
φαντασία» ως κριτήριο της αλήθειας· αυτό το συγκεκριμένο είναι μία σχέση της σκέψης με ένα
συγκεκριμένο περιεχόμενο. Τούτην ακριβώς τη συνταύτιση της σκέψης και της παραστάσεως
αμφισβητεί ο Αρκεσίλαος, λέγοντας ότι, εφ’ όσον οποιοδήποτε προσδιορισμένο περιεχόμενο γίνεται
δεκτό από τη σκέψη και τίθεται ως αληθινό, τότε, στο βάθος, δεν καταλήγομε σε κάτι αληθινό αλλά
σε μίαν απλή εποπτεία. Η καταληπτική φαντασία εμφανίζεται να είναι ταυτόχρονα αλήθεια και για
τον μη σοφό και για τον σοφό, αφού και οι δύο δίνουν τη συγκατάθεσή τους στην παράσταση·
βρίσκεται λοιπόν είτε στον σοφό είτε στο μη σοφό, στον πρώτο είναι γνώση, στον δεύτερο είναι
γνώμη· αν είναι και στους δύο την έχουν από κοινού και τότε δεν της μένει παρά μία κοινή ονομασία.
Ενώ όμως είναι το ίδιο πράγμα και στους δύο, πρέπει να διακρίνωμε, σε σχέση με την αλήθεια, τον
σοφό και το μη σοφό. Με άλλα λόγια: και οι δύο έχουν σκέψεις· στο γεγονός ακριβώς ότι είναι
σκέψεις βρίσκεται η αλήθεια. Έτσι, το βασικό για τον Hegel επιχείρημα του Αρκεσίλαου είναι ότι η
καταληπτική φαντασία τίθεται από τους στωικούς ως κριτήριο ανάμεσα στη γνώμη και τη γνώση,
ενώ είναι κοινή και στις δύο» (Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σελ. 178). Με την ανωτέρω
επισήμανση οι διαπιστώσεις περιπλέκονται. Πώς ένας σκεπτικός οδηγείται στην αφηρημένη ιδέα και
αποδεικτικό νομιναλισμό και αρνείται να δεχθεί εκείνον τον νομιναλισμό που έχει ως βάση την
εφαρμοσθεί η πρώτη; Άρα, εξαρχής το ζήτημα περί της δυνατότητας διατύπωσης της αλήθειας
164
Χρήστος Αθ. Τερέζης
την αρχή της εξειδίκευσης, η οποία διατηρεί από μία άλλη διαδρομή τον
Εισάγεται έτσι ένας ούτως ειπείν αποδεικτικός νομιναλισμός, διά του οποίου η
μόνο ερώτημα που έχει τις προϋποθέσεις εδώ να κινείται με παρατεταμένη πίεση
παρατρέπει τήν αἴσθησιν οὐδέ τοῖς ἀλόγοις πάθεσιν αὐτοῖς καί κινήμασιν
τοῖς ἐναργέσι· τοῦ γάρ ἀρνεῖσθαι τά πεπιστευμένα τό μήτε ἀρνεῖσθαι μήτε τιθέναι
παραλογώτερον. Τίς οὖν κινεῖ τά πεπιστευμένα και μάχεται τοῖς ἐναργέσιν;» (Προς
Κωλώτην, 1122 F – 1113 A). Στο κείμενο παρατίθεται ένα λεξιλόγιο, το οποίο
και, κατ’ επέκταση, την πίστη στην αλήθειά της; Μήπως τα ίδια τα αντικείμενα του
πέφυκεν»; Άρα η «εποχή» έως ένα σημείο έχει ισχύ (: ποιό;). Από εκεί και ύστερα
τίθεται με επιφυλάξεις. Κατά την εκτίμησή μας οι διακρίσεις που εντοπίζονται ως προς την χρήση
της καταληπτικής φαντασίας σαφέστατα και ευνοεί την ακρίβεια της κριτικής προς τους Στωικούς,
αλλά δεν ενισχύει στον δέοντα βαθμό την θεμελίωση του σκεπτικισμού.
165
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
καταληπτικής φαντασίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενάργεια, η οποία οδηγεί
στωϊκό σκεπτικό από τα όσα συναντήσαμε στο παράθεμα του Πλουτάρχου; Και
στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται μία προδιάθεση προς την γνώση- αλήθεια, η
οποία ως ορμική φορά θεωρείται ως απόλυτα φυσιολογική. Άρα, από ποιό σημείο
και εκείθεν διαμορφώνεται η διάκριση ανάμεσα στον δογματισμό των Στωϊκών και
θεωρητικές βάσεις που αποκλειστικά τού εξασφάλιζε η «εποχή» του, δηλαδή την
και διαδικαστικά και ως προς την αξιολόγηση του γνωστικού προϊόντος. Υπό
ποίους όμως όρους θα εκλονίζετο η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος υπάρχει μέσα στον
φυσικό κόσμο και ότι έχει κοινά στοιχεία μαζί του, όπως π.χ. είναι η ζωή και ο
οργανισμικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί; Αλλά εδώ εκτιμούμε ότι είναι
μίας παράδοσης που είχε ήδη δοκιμασθεί μέσα στον χρόνο και είχε διατυπώσει,
παρά τις εξειδικεύσεις της, τις γενικές ακολουθητέες προτάσεις της, ενώ επίσης τις
αυτόνομη προσέγγιση του Αρκεσίλαου μακράν από το πλαίσιο εντός του οποίου
δραστηριοποιείται, σαφώς και θα αδικούσε την συμβολή του στην εξέλιξη της
δεν προσιδιάζει στα ιστορικά δρώμεια, ανεξάρτητα από το ποιό ζήτημα εξετάζεται.
166
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Σημειωτέον ότι ήδη λοιπόν από τον Ξενοκράτη η Ακαδημία είχε προσλάβει
κάποιο βαθμό απρόσιτη την διδασκαλία της στο ευρύ κοινό, δεν εξασφάλιζαν
παρενέβαιναν διαρθρωτικά στις συλλογικές δομές και παρέμεναν στα όρια ενός
ζωντανή σκέψη του Πλάτωνα είχε μετέλθει στο περιθώριο και την χωροταξική
θέση της είχαν καταλάβει ορισμένες θεωρίες που δεν είχαν τις προϋποθέσεις να
αντιπαραταχθούν στις ηθικές και στις φυσικές φιλοσοφικές απόψεις των Στωϊκών,
τις προσιτές ακόμη και στα μέσου επιπέδου πνευματικά στρώματα της κοινωνίας,
πάντως στην εδώ επισήμανση ένας ιστορικός της φιλοσοφίας δύο ενστάσεις: α)
κατανόησή του και στον άμεσο και εμφανή μετασχηματισμό των συλλογικών
στην στράτευση; Πώς θα επροφυλάσσετο τότε από έναν ακραίο και απαιτητικό
167
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
στάδια, λόγω ακριβώς των απαιτήσεων που θα διαμορφώσει στην συνείδηση, και
το κοινωνικά επωφελές. Η γνωστική ωρίμανση συνιστά όρον εκ των ουκ άνευ για
εξελίξεις ή ακόμη και για ριζοσπαστικές αλλαγές. Και σε μία Σχολή όπως η
στην περιοχή της Οντολογίας και της αυστηρής επιστήμης. Από τον ορίζοντα των
θέσμία και τα κοινωνικά δρώμενα, ακριβώς λόγω των αλλαγών που έχουν επέλθει
στο ευρύτερο πολιτειακό πεδίο. Και, επιπλέον, πρέπει να σημειώσουμε ότι και το
ηθικά αξιόλογο εξαντλείται σχεδόν στο στενό πλαίσιο του δρώντος υποκειμένου
και άρα έχει απογαλακτισθεί από την επικύρωση που θα διεκδικούσε στις
πολιτικές προεκτάσεις του. Ο περιορισμένος λοιπόν κύκλος των ερευνών της είναι
κινείται, κατά το μάλλον ή ήττον, σε μία περιοχή όχι άνετα προσλήψιμη από την
κριτήριά της. Παρότι λοιπόν στην Ακαδημία μπορεί να ασκηθεί ένας κοινωνικός
με τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής της. Θα λέγαμε ότι τίθεται στην
υπηρεσία μίας ιδιότυπης ιστορίας της πνευματικότητας και την τροφοδοτεί με νέα
εξουθένωσης των αξιών βίου. Όθεν ο Αρκεσίλαος δεν καταφεύγει σαφέστατα στον
οικεία του κριτήρια και δεν τον οδηγεί στα διακυβεύματα στα οποία μπορούν να
καταρχάς είναι η αναμέτρηση του φορέα της με τα ακραία νοητικά αιτήματα του
168
Χρήστος Αθ. Τερέζης
που είχε διαμορφωθεί από τον Ξενοκράτη και μόνο για τις ειδικές ανάγκες
με την κριτική πρωτοτυπία της. Εξάλλου, οι κύριες κατευθύνσεις του Πύρρωνα δεν
ήσαν ασύμβατες με αυτές του Σωκράτη. Δεν θα ήταν άστοχο αν υποστηρίζαμε ότι
ακραίες προεκτάσεις ή συνέπειές τους. Δεν πρέπει, επίσης, να μας διαφεύγει ότι σε
μία Σχολή με διάρκεια στην ιστορική διαδρομή και εσωτερικούς κανόνες στην
μονίμως τις αυτοεπικυρώσεις της, για να αιτιολογήσει την λειτουργία της ή για να
νομιμοποιήσει τις περαιτέρω πνευματικές διεκδικήσεις της. Και κατά την εξέλιξή
διαμορφωθεί με όχι σαφή τρόπο και είναι σαν κατά κάποιο τρόπο να απολογείται
για τις ατευξίες της κατά το παρελθόν. Ωστόσο, ούτως ή άλλως, ο Αρκεσίλαος
έδειξε με την δράση του ότι ο σκεπτικισμός είχε αρχίσει να εισχωρεί στην
τάση με το παρελθόν αλλά και εν ταυτώ σε μία προοπτική γόνιμης διείσδυσης στο
μέλλον. Από την άλλη πλευρά όμως – και εδώ ευρίσκεται η ιστορική συμβολή του –
εισήγαγε στο φιλοσοφικό παιγνίδι την διαλεκτική αντιπαράθεση και έτσι έφερε,
και εκ της εδώ διαδρομής, στο προσκήνιο τον κριτικό λόγο, έστω εν πολλοίς και ως
κατατάξουμε τον Αρκεσίλαο στον σκεπτικό άξονα, όχι τόσο διότι επιχειρεί να
169
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
των φαινομένων; Μήπως δεν επιτρέπει δηλαδή την κατανόηση του πλήρους
περιεχομένου τους; Ωστόσο, ποιά θα ήταν η στάση εδώ του Αρκεσίλαου έναντι του
πανθεϊστικό μοντέλο που συνδέει στενά τον Θεό με τον κόσμο κλονίζει χωρίς τις
γίγνεσθαι; Πρόκειται για ερωτήματα που, ίσως ασύντακτα μεταξύ τους, δεν έχουν
ούτε και την στοιχειώδη εμπειρικής τάξης απάντηση, οπότε οι θεμελιώσεις τους
του αυστηρού χαρακτήρα που έχει η αλήθεια και περί των κανόνων που πρέπει να
διέπουν την διεκδίκησή της.34 Διαφωτίζει τον άνθρωπο ότι δεν πρέπει να
εμπειρικής θεωρίας της γνώσης που βασιζόταν στις "γνωστικές αισθητηριακές εντυπώσεις"
(καταληπτικαί φαντασίαι). Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι τη θεωρούσε δόγμα σε σχέση με το οποίο θα
μπορούσαν να προβληθούν και από τις δύο πλευρές λόγοι με επιχειρήματα ισοδύναμης
πειστικότητας» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 155). Ως γνήσιος πλατωνικός έπρεπε, έστω υπόρρητα,
Τίποτα όμως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε. Συνεπώς για τίποτα δεν πρέπει να δίνουμε τη
170
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εκλαμβάνει τίποτε ως αυτονόητο. Άρα, πρέπει να αναμετράται, και πριν από όλα
καταστηματικό περιεχόμενο.
συγκατάθεσή μας, ώστε να αποφεύγουμε το ενδεχόμενο πλάνης. ... Το θετικό χαρακτηριστικό της
φιλοσοφικής μεθόδου του Αρκεσίλαου είναι η επιθυμία να ανακαλύψουμε ό,τι είναι αληθές» (Η
Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 154). Έστω και διά μίας αρνητικού τρόπου πρότασης η πνευματική
ετοιμότητα διατηρείται σε εγρήγορση, εφόσον δεν αφίσταται των δεσμεύσεων που θέτει
επαναληπτικά το ενδεχόμενο. Η πλάνη βεβαίως μπορεί να έχει και κοινωνικές επιπτώσεις, καθότι
171
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Πρόκειται για τον στοχαστή εκείνον που προσέδωσε νέο κύρος στην
έστρεψε, και ο ίδιος, την κριτική του κυρίως εναντίον των Στωϊκών – και ιδιαίτερα
του Χρύσιππου –, των οποίων τις θεωρίες κατείχε επιστημονικά σε άριστο βαθμό.
Πρόκειται για διευκρίνιση που τού περιποιεί εξαρχής την τιμή τού
Τέχνη – δεινότητά του και οι διευρυμένες γνώσεις του τον ανέδειξαν σε έναν από
τους πιο φημισμένους φιλοσόφους της εποχής του. Στις θεωρητικές αναλύσεις του
ακολούθησε την σκεπτική τάση που είχε επικρατήσει στην Ακαδημία από την
εποχή του Αρκεσίλαου, αλλά τής προσέδωσε, και πολλάκις ριζοσπαστικά, μία νέα
αρυόμενος τις αφορμές του από τα αιτήματα που θέτει η κριτική φιλοσοφία έναντι
του ίδιου του νοούντος και κριτικά δραστηριοποιούμενου υποκειμένου. Στο έργο
συνθήκες πλέον είχαν ωριμάσει και τα νέα θεωρητικά αιτήματα είχαν αφομοιωθεί
κλάδους και η οπτική των αναλύσεών του ήταν εξ ορισμού σαφώς προτασιακή για
τροπικότητες, και έτι μάλλον έναντι των δεδομένων της αισθητηριακής εμπειρίας.
ενός συνεκτικού θεωρητικού Λόγου. Από την άλλη πλευρά, για τις ανάγκες που
της "εποχής" των σκεπτικών. Προσέδιδε μία σαφή δυνατότητα επιλογών και
172
Χρήστος Αθ. Τερέζης
δρώμενα, χωρίς βεβαίως επ’ ουδενί να οδηγείται στην πρόταξη αρχών περί τυπικής
πεδίο στα ζητήματα περί της ηθικής αναφοράς και εκινήθη μάλλον προς την
αντιστοιχίσεις που εντοπίζοντο. Από την μία πλευρά δηλαδή, εκινήθη στην
άλλη, προσέλαβε τις δυνατότητες που η ίδια τού παρείχε και διετύπωσε προτάσεις
τέτοιες που διεφύλασσαν την ακεραιότητά της. Πρόκειται πράγματι για μία ευφυή
κίνηση, καθότι εμμένει με συντηρητικό τρόπο στον άξονα μίας θεωρίας, ο οποίος
όμως ήταν εκρηκτικός – ή ακόμη και απρόβλεπτος – στις εφαρμογές του. Με τις
θέσεις του προκάλεσε τριγμούς σε ό,τι θα ορίζαμε ως ηθικό οικοδόμημα αξιών και
περιεχόμενο των λόγων του και των προθέσεών του. Ως πηγή των θέσεών του ο
Καρνεάδης όρισε, όπως και οι σκεπτικοί, την άρνηση ενός και μόνου αποδεκτού
κριτηρίου της αλήθειας. Ήδη είχαν διαμορφωθεί οι τάσεις για τον πλουραλισμό
τους, έθεταν τον εαυτό τους στην προοπτική μίας, μετριοπαθούς ή ακραίας,
ως απολύτως φυσιολογική: Έστω και το πιο διϋλισμένο δεδομένο δεν έχει τις
σύνολό τους τα ανθρώπινα γνωστικά κέντρα και οι παραστάσεις που τα ίδια, διά
των ερεθισμών που δέχονται, διαμορφώνουν κινούνται στον ορίζοντα του ισχυρού
173
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ορθολογικά υλικά τέτοια που εστρέφοντο σε, υπό την μορφή ρητών προτασιακών
εσωτερικά πρακτικού Λόγου, και μάλιστα υπό την διεκδικούμενη εκδοχή του ως
πρό αὐτοῦ ἀντιδιετάσσετο περί τοῦ κριτηρίου. Καί δή πρῶτος μέν αὐτῷ καί κοινός
πρός πάντας ἐστί λόγος καθ’ ὅν παρίσταται ὅτι οὐδέν ἐστιν ἁπλῶς ἀληθείας
κριτήριον, οὐ λόγος, οὐκ αἴσθησις, οὐ φαντασία, οὐκ ἄλλο τι τῶν ὄντων· πάντα
παρέχονται ιδιαίτερα σαφείς μαρτυρίες για τις προτάσεις και τις τελικές
παραπέμπουμε στο Academica (2, 131) του Κικέρωνα, όπου παρατίθεται το νόημα
που απέδιδε ο σχολάρχης στο υπέρτατο αγαθό υπό την εκδοχή του ως της
Προτρέχοντας έως ένα ορισμένο σημείο, θα υποστηρίζαμε ότι δεν θα ήταν άστοχη
εισάγονται στην διατύπωσή τους εκφράσεις που ενδεχομένως δεν είναι εφικτό να
αποτιμηθούν παρά μέσα από πλείστες προσεγγίσεις. Διετύπωσε λοιπόν την ούτως
35 Ο R. J. Hankinson καταγράφει με τον ακόλουθο συνοπτικό τρόπο τις θεωρητικές κατευθύνσεις του
Καρνεάδη: «Carneades directed his assaults principally against the Stoics. But indicates that he was
prepared to attack the proponents of any dogmatic tradition, including even Plato, when such a move
seemed to be necessary. And that is precisely what one expects of a sceptical controversialist; his
arguments will be directed at positions of dogmatic strenght, regardless of their provenance» (The Sceptics,
εκδ. “Routledge”, London and New York 1995, σελ. 96). Ο αποκλεισμός του ηθικού δογματισμού έθετε
174
Χρήστος Αθ. Τερέζης
παραδείγματα επιλογών, τόσο ως προς την θεμελίωσή τους όσο και ως προς την
ηθικών αναζητήσεών τους τα περί των πρωταρχικών αγαθών της φύσης, αλλά,
παράδειγμα, υπεστήριζαν ότι δεν πρέπει αυτά (όπως π.χ. η υγεία του σώματος) να
ανήκουν στον ορίζοντα των ενδιαφερόντων του σοφού ανθρώπου, τον οποίο
μέσα από την εξελικτική συλλογιστική τους από μία φυσιοκρατική σε μία
θεολογική ή έστω πνευματοκρατική θέα του ζητήματος, η οποία έτεινε και προς
τον ηθικό ιδεαλισμό.36Βεβαίως δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι οι Στωϊκοί
36 Ο R.J. Hankinson αποτυπώνει ως ακολούθως τις σχετικές επί του ζητήματος κριτικές – και έως έναν
ορισμένο βαθμό αποδομητικές – θέσεις του Καρνεάδη και εν ταυτώ συνεπείς ως προς τις γενικότερες
αρχές του αναφορικά με τον ευδαίμονα ή τον τελολογικώς οδεύοντα βίο: «Carneades will have argued
that the Stoics cannot escape making the actual achievement of the goals part of the good life; and hense
cannot avoid making human happiness vulnerable to external conditions – far from being purely a matter
175
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
συνέδεαν στενά την φύση με τις θείες δυνάμεις, οπότε εδώ το όποιο εγχείρημα
των εννοιών.
έχει σαφείς τάσεις γενίκευσης – αναδύεται μία ρητή άρνηση του Καρνεάδη να
εξωτερικού κόσμου και του εαυτού του ως μέρους τής εν λόγω υποκείμενης στην
στην περιοχή της αισθησιοκρατίας όσο και σε αυτή της νοησιοκρατίας, οπότε
τουλάχιστον ως προς την δεύτερη περιοχή τηρεί σαφείς αποστάσεις από τον
του είναι ακραία αποδομητική, καθότι ίσως αρνείται να δεχθεί την εσωτερική τάξη
που εξασφαλίζουν στην ανθρώπινη συνείδηση οι περί τυπικής λογικής και περί
for us, our success as human beings is subject to the whim of fortune. We hear nothing from Carneades
(unlike Arcesilaus) regarding the telos at all; this silence suggests that he construed all such talk as being
irremediably dogmatic in content» (The Sceptics, σσ. 99-100). Ο A.A. Long, με άξονα την θέση του ότι οι
απόψεις του Καρνεάδη περί ηθικής είναι αποδομητικές παρά εποικοδομητικές, επισημαίνει,
ακολουθώντας τις σχετικές περιγραφές του μαθητή του Κλειτάρχου και του Κικέρωνα, τα εξής: «Η
τεχνική του Καρνεάδη είναι η καθιερωμένη ακαδημεική τεχνική να αποκαλύπτει κανείς αντιφάσεις
στη θέση των αντιπάλων του ή να υιοθετεί αντίθετη άποψη για καθαρά κριτικούς σκοπούς» (Η
Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 165-166). Ωστόσο, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι αυτού του είδους οι
κριτικοί σκοποί δεν προϋπέθεταν εν ταυτώ και μία κριτική προς εαυτόν του στοχαστή που τούς έχει
αναγάγει στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων του.Η όποια σκεπτική διατύπωση έρχεται στο
προσκήνιο, είναι απαραίτητο να θεάται υπό το πρίσμα του συνόλου των θεωρήσεων, και μάλιστα την
στιγμή που οι υιοθετούντες τον Σκεπτικισμό, όπως έχει ήδη φανεί, εκινούντο στην κατεύθυνση όχι
μόνον μία φιλοσοφίας περί του υποκειμένου αλλά και της κριτικής ανάγνωσής του. Ιστορικά πάντως
μορφώματα, το οποίο βεβαίως σταδιακά θα αναζητήσει τις κριτικές συνθέσεις του, τις πιο
176
Χρήστος Αθ. Τερέζης
γνωστικών εγκυροτήτων αλλά για να ελέγξει εάν τηρούνται στο σύνολό τους οι
βαθμός των γνωστικών δυνατοτήτων μας καθώς επίσης και το επίπεδο στο οποίο
του εδώ είναι ότι το ψεύδος, ως προς ό,τι επιλέγεται, συνιστά την μοναδική
βασική λοιπόν προβληματική του θέτει προς εξέταση τις εκ του υποκειμένου
υπόψη και των διαδοχικών διαβαθμίσεών τους, με την παραγωγή του γνωστικού
τρόπο, ως αισθητηριακή δύναμη, δηλαδή ικανότητα ενός οργανισμού που μπορεί να αντιλαμβάνεται
όχι μόνο την εξωτερική πραγματικότητα αλλά ακόμη και την οργανική του υπόσταση. Επιπλέον,
υποστηρίζει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της αίσθησης είναι η κίνησις· χωρίς κίνηση δεν μπορεί να
υπάρξει αίσθηση («ἡ δέ αἴσθησις ἀκίνητος μέν οὖσα καί ἀπαθής καί ἄτρεπτος οὔτε αἴσθησίς ἐστιν,
177
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
οὔτε ἀντιληπτική τινος», Σέξτος ΙΙ, Προς Λογικούς, Ι, 159-161)», (Αρχαία Ελληνική Γνωσιοθεωρία, εκδ.
"Παπαδήμας", Αθήνα 2003, σ. 292). Προφανώς θα εννοείται ότι η κίνηση είναι εγγενές στοιχείο της
αισθητηριακότητας αλλά και θα προκαλείται από τους εμπίπτοντες στην περιοχή της ερεθισμούς –
ως φορέων και αυτών της κίνησης – της εξωτερικής πραγματικότητας. Κατά βάση πρόκειται δηλαδή
για μία συνάντηση κινητικών ανοιγμάτων. Προτάσσουμε και την ακόλουθη επισήμανση του A.A.
Long, για να φανεί έτι περαιτέρω το πεδίο διαφωνίας του Καρνεάδη με τους στωικούς: «Ο Καρνεάδης
ανέπτυξε τη θεωρία περί πιθανότητας αφού μελέτησε και απέρριψε τη στωική γνωσιοθεωρία.
Υποστήριζε ότι ένα αντικειμενικό κριτήριο αλήθειας πρέπει να ικανοποιεί τους όρους που έθεσαν οι
Στωικοί. Καμία κρίση για τον κόσμο δεν μπορεί να είναι αναμφισβήτητα αληθής, εκτός αν: α)
τέτοιων εντυπώσεων αναγνωρίζεται σωστά από το υποκείμενο της αντίληψης (Σεξτ., Μαθ. 7, 161, 402
κ.ε.). Οι Στωικοί υποστήριζαν ότι και τους δύο αυτούς όρους τούς ικανοποιεί η "γνωστική εντύπωση"
το αντικείμενο" (ή γεγονός), και με τη συγκατάθεσή μας στην εντύπωση αυτή (υποτίθεται ότι)
εντυπώσεων και επίσης δεχόταν ότι μερικές από αυτές θα ικανοποιούν τον πρώτο όρο του κριτηρίου.
Τόνιζε όμως ότι αυτό είναι εντελώς ανώφελο, εκτός αν εκπληρώνεται και ο δεύτερος όρος, που όμως
δεν μπορεί να εκπληρωθεί» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 159). Από τα ανωτέρω ο ρεαλισμός δεν
επαπειλείται, αλλά δέχεται ισχυρούς κλονισμούς η αντικειμενικότητα, αυστηρά όμωςως προς τις
νοητικές αφετηρίες που θα την διεκδικούσαν. Οπότε, ο άνθρωπος αποδέχεται ότι η πραγματικότητα
έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά ότι ο ίδιος δεν κατέχει –παρά μόνον προφανώς υπό αυστηρούς
όρους- την νομιμότητα για να αρθεί στην εξειδικευμένη επισήμανση των λεπτομερειών της. Ο R.J.
Hankinson συνοψίζει ως εξής την διαμάχη Σκεπτικών-Στωικών, με αφορμή την θεωρία περί
καταληπτικής φαντασίας των δευτέρων ως κριτηρίου κατανόησης της πραγματικότητας: «So the
Sceptics may in good fait suppose that the Stoics were commited, in so far as they propound the theory of
cataleptic impressions as a criterion of truth and reality, to an internalist definition of them: not merely can
we know things on basis of such impressions, but we can know that we know them. Indeed the Stoic texts
themselves tend to support that impression. And if the Stoic account only intends to specify conditions
under which we can be said to know something, we still need to know we know it. This precisely
determines Carneades’ line in what Sextus assures us was intended as a perfectly general attack on the
views of “all previous philosophers”. He began by pointing out that there was no single criterion of truth,
since all the available candidates (reason, sensation, impression) were on occasion demonstrably delusive»
(The Sceptics, σελ. 106). Βεβαίως το σε ποιό παράγοντα θα αποδοθεί έμφαση προτεραιότητας θα
178
Χρήστος Αθ. Τερέζης
και επί τής εν λόγω τοποθέτησης ο Πλάτων δεν θα είχε αντιρρήσεις, τουλάχιστον
ως προς την εργαλειακή χρήση του. Βεβαίως όλης της συζήτησης περί
αφαιρετική επαγωγική διαδικασία στα όρια της ίδιας της αισθητηριακότητας; Πριν
ωστόσο σχολάρχης είναι πιο ρητός καθότι μονίμως ίσταται ενώπιον ενός
δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από την ενάργεια των παραστάσεων του
δέ καθ’ ὅ δείκνυσιν ὅτι καί εἰ ἔστι τό κριτήριον τοῦτο, οὐ χωρίς τοῦ τῆς ἐναργείας
πάθους ὑφίσταται. Ἐπεί γάρ αἰσθητικῇ δυνάμει διαφέρει τό ζῶον τῶν ἀψύχων,
πάντως διά ταύτης ἑαυτοῦ τε καί τῶν ἐκτός ἀντιληπτικόν γενήσεται». Η αναφορά
πλατωνική θέση περί των a priori θεμελιώσεων της γνώσης και γίνεται αναφορά
αισθητηριακή πρόσληψη – ανεξάρτητα από τον βαθμό της ακριβείας της – κατέχει
ζωϊκό οργανισμό και καθιστά εφικτή την ένταξή του στο περιβάλλον και την
ούτως ειπείν διαλεκτική αναμέτρηση μαζί του, αρκεί βεβαίως να δέχεται εκ μέρους
εντοπίζεται η λειτουργία της στην περιοχή ή στην στιγμή κατά την οποία το
179
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
την θέση του μέσα σ’ ένα σύστημα εντός του οποίου καλείται ή είναι
υποχρεωμένος να αναπτύξει τον βίο του με όρους που διαμορφώνονται και από τις
της εκάστοτε σύνθεσης, διότι για την συγκρότησή της παρεμβαίνουν και άλλοι
παράγοντες εκτός από την αίσθηση. Το κριτήριο περί της γνωστικής δυνατότητας
την νοητικότητα.38 Παραπέμπουμε εδώ στα όσα αναφέραμε για τον πλατωνικό
παραμέτρους διά των οποίων το αισθητό στοιχείο διακρίνεται από την φυσική
του ανθρώπου.
σκεπτικών στρέφεται εναντίον της έννοιας του λογικού κριτηρίου της αλήθειας. Σκοπός τους είναι να
δείξουν ότι δεν υπάρχει κριτήριο της αλήθειας. Αν παραδεχθούμε πράγματι την ύπαρξη του
πράγματα. Αυτήν όμως ακριβώς τη δυνατότητα, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε
απολύτως από την αποφατική θεολογία, τόσο στο πεδίο της οντολογίας όσο και της
συνεπή ρεαλισμό, ο οποίος μονίμως δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από μία διϋλισμένη
αυτογνωσία. Η αναφορά σε άδηλα πράγματα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οδηγεί στον θεολογικό
180
Χρήστος Αθ. Τερέζης
από την "αλλοίωση" που προκαλείται στην αίσθηση, όρο απαραίτητο ώστε με την
οντολογική, καθότι ως τέτοιο υποπίπτει στην αντίληψη και έτσι δεν μπορεί παρά
επισήμανση, καθότι στον όρο εμπίπτει σαφώς μία γνωσιολογική παράμετρος. Δεν
για την οριοθέτηση των συναφειών και των διαφορών στοιχείο έχουμε εδώ το
ζήτημα της αλλοίωσης, το οποίο θετικά θεώμενο ορίζει τον αποκλεισμό τόσο ενός
αυτοματικού μηχανισμού στην διαμόρφωση των παραστάσεων όσο και της τυπικά
αλλοίωσης: «Ο Καρνεάδης φαίνεται να έχει την ίδια αντίληψη με τον Αντίοχο σχεικά με το
μηχανισμό της αντίληψης. Αντίληψη έχουμε όταν συμβεί ἀλλοίωσις· πρόκειται για αντίληψη και της
181
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
«φαντασίας», και του αντικειμένου ως πηγή των ερεθισμάτων (τοῦ τήν ἀλλοίωσιν ἐμποιήσαντος). Το
γεγονός ότι ο Αντίοχος και ο Καρνεάδης ξεπερνούν τον αφελή ρεαλισμό και εισάγουν μία νέα τάξη
αντιληπτικών οντοτήτων έχει σημασία για τη θεωρία της γνώσης· αν αυτές (οι οντότητες) γίνονται
αντιληπτές με τον τρόπο που γίνονται αντιληπτά τα συγκεκριμένα αντικείμενα, αυτό σημαίνει
αντιστοιχία με την πραγματικότητα, έναν εννοιολογικό χάρτη που προηγείται στην αντιληπτική
διαδικασία» (Αρχαία Ελληνική Γνωσιοθεωρία, σ. 293). Δύο λεπτές διευκρινίσεις εδώ χρήζουν
ανυπέρβλητο εμπόδιο: πώς θα επιτελεσθεί, εφόσον τα οικεία δεδομένα στα οποία στηρίζεται η
προβολή του δεν υπόκεινται παρά στο ισχυρό ενδεχόμενο του ψεύδους, ως της μόνης τέλος πάντων
υποκείμενο αποκτήσει πλήρη συνείδηση του εαυτού του και άρα των αλλοιώσεων τις οποίες πρέπει
θέτει επί τάπητος το ερώτημα για το αν μπορεί να γίνει λόγος για μία φαινομενολογική
αποβλεπτικότητα. Εκ νέου ωστόσο, το ψεύδος θέτει αναχώματα για το αν η πρόθεση της συνείδησης
μπορεί εκάστοτε να έχει το αντικείμενο αναφοράς που τής αντιστοιχεί και για το αν θα οδηγηθεί σε
πλάνη. Παρά ταύτα, από τα συμφραζόμενα δεν μπορούμε να συλλάβουμε την συνείδηση χωρίς την
εφετική φορά της. Και εδώ ακριβώς χρειάζεται περαιτέρω προσοχή. Πώς και πότε θα διαμορφωθούν
οι εν λόγω οντότητες, εάν δεν έχει προσπέσει εισέτι στην αντίληψη ένα συγκεκριμένο αντικείμενο;
επιτεύξιμες. Η Τερ. Πεντζοπούλου παρατηρεί από την πλευρά της, φέροντας στο προσκήνιο την κατά
περίπτωση προτεραιότητα του υποκειμένου ή του αντικειμένου ως προς τους επικαθορισμούς που
δέχεται η παράσταση: «Αυτό που θέλει να δείξη ο Καρνεάδης είναι το ενδεχόμενο και συμπτωματικό
της αντιλήψεως. Η πράξη της αντιλήψεως δεν έχει οντολογική αξία. Η αντίληψη ή μάλλον το
φαινόμενο της αντιλήψεως δεν οδηγεί στο υπερβατικό αντιληπτό αλλά στο ενυπάρχον αντιληπτό. Η
παράσταση νοείται πάντοτε ως προς το υποκείμενο, τον άνθρωπο, λέγει ο Καρνεάδης. Είναι πάντοτε
ενυπάρχουσα παράσταση. Από τους αρχαίους φιλοσόφους ο Καρνεάδης είναι, πιστεύουμε, εκείνος
που συνέλαβε σε βάθος το πρόβλημα της παραστάσεως» (Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας,
σελ. 89). Και εδώ βεβαίως το ζήτημα παραμένει μετέωρο: ποιος παράγων εξασφαλίζει στο
υποκείμενο τον προσδιορισμό του βαθμού βεβαιότητας της παράστασης ως εσωτερικής κατάστασης;
Συγχρόνως ωστόσο, εξ ορισμού η παράσταση δεν μπορεί να αποκτήσει ιδρυτικούς όρους αν δεν
Αναντιλέκτως οι προεμπειρικές θεμελιώσεις της γνώσης που έθετε ο ιδρυτής της Ακαδημίας δεν
είναι παρά μονίμως υποχρεωτικές και αναδεικνύουν την εφετικότητα ως προς τι. Το ερώτημα όμως
που ενδιαφέρει κυρίως, είναι το πότε εκδηλώνονται και υπό ποίους όρους. Υπάρχει μία, ασαφής ή
διαμορφωμένη, εφετική φορά στο νοούν υποκείμενο να εκδηλώνεται γνωστικά πριν ακόμη υποπέσει
στην αντίληψή του ο εξωτερικός κόσμος; Υπό αυστηρά πραγματολογικούς όρους, θα σημειώναμε ότι
182
Χρήστος Αθ. Τερέζης
παράσταση, που είναι η πρώτη βαθμίδα της γνώσης, είναι αναγκαίο, από την μία
πλευρά, να δηλώνει τον ίδιο τον εαυτό της, να σχηματίζεται δηλαδή ακριβώς ως
παράσταση, διά των τροπικοτήτων που είναι αναγκαίες ως προς την πηγή από την
φαίνεσθαι συνιστά φυσική κατάσταση της ιδιαίτερης ουσίας από την οποία
παράστασης: «Οὕτω καί ἡ φαντασία, ἀρχηγός οὖσα τῆς περί τό ζῶον εἰδήσεως,
φωτός δίκην ἐμφανίζειν ὀφείλει καί τοῦ ποιήσαντος αὐτήν ἐναργοῦς ἐνδεικτική
μία τέτοια κίνηση μπορεί να συγκροτηθεί μόνον στην περίπτωση που απομονώσουμε τα εσωτερικά
γεγονότα από τα αισθητήρια όργανα, ως διαμεσολαβούντα για την πρόσληψη του περιβάλλοντος. Η
συμβιβαστική λύση που μπορεί να δοθεί, θα εδράζετο στην εξαρχής προθετικότητα της συνείδησης,
κατάσταση που προσλαμβάνει το πλήρες περιεχόμενό της με βάση την εξακτίνωση των αισθητηρίων
καθιστούν εφικτή και την πραγματολογική μετέπειτα λειτουργία της. Βεβαίως σ’ ένα τέτοιο
εξειδικευμένο καθεστώς δεν αποκλείεται η περίπτωση του συγχρονισμού των δύο μορφών
αντιληπτικότητας. Παράλληλα όμως, το ερώτημα που ακολουθεί είναι καίριο: προς ποιά αντικείμενα
στρέφει την εφετικότητά της η συνείδηση; Σε υπαρκτά ή σε ανύπαρκτα; Και ποιό είναι το κριτήριο για
την επαλήθευση ή την διάψευση, σε αρχικό τουλάχιστον επίπεδο; Προφανώς η λειτουργία των
αισθητηρίων οργάνων.
40 Το ακόλουθο εδάφιο του Σέξτου διευκρινίζει έτι περαιτέρω το ζήτημα: «Ἡ τοίνυν φαντασία τινός
φαντασία ἐστίν, οἷον τοῦ τε ἀφ’ οὗ γίνεται καί τοῦ ἐν ᾧ γίνεται, καί ἀφ’ οὗ μέν γίνεται ὡς τοῦ ἐκτός
ὑποκειμένου αἰσθητοῦ, τοῦ ἐν ᾧ δέ γίνεται καθάπερ ἀνθρώπου. Τοιαύτη δέ οὖσα δύο ἄν ἔχοι σχέσεις,
μίαν μέν ὡς πρός τό φανταστόν, δευτέραν δέ ὡς πρός τόν φαντασιούμενον» (Προς Μαθημ., VII, 167-
168). Το «πότε» ακριβώς τελούνται τα ανωτέρω διατηρείται ως το καίριο ερώτημα, ανυπέρβλητο στις
εδώ σημασίες που διαμορφώνονται. Η Τερ. Πεντζοπούλου, σχολιάζοντας το ανωτέρω εδάφιο και
ορισμένα παρεμφερή, παρατηρεί σχετικώς: «Ως προς το εξωτερικό αντικείμενο η παράσταση μπορεί
να είναι είτε αληθινή είτε ψευδής. Η βεβαιότητα εδώ δε γνωρίζει διαβαθμίσεις. Αν, σε αναφορά με το
183
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
συμβολή της φαντασίας αναγνωρίζεται στην περίπτωση που θα έχει οικείον λόγον
δηλαδή προσκώματα στην γνωστική διαδικασία, ακόμη και σε αυτή που έχει
ίσως πρόβλημα εισάγει εδώ η έννοια «εἴδησις». Στην κυριολεκτική σημασία της ως
Σκεπτικών. Και μάλιστα η φαντασία ορίζεται ως αρχηγός της ειδήσεως. Ένα άλλο,
παράσταση είναι αληθινή. Στην αντίθετη περίπτωση είναι ψευδής. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο, όταν
κρίνωμε την αξία της παραστάσεως σε σχέση με το υποκείμενο. Σ’ αυτή την περίπτωση έχομε να
κάνωμε με μιά κλίμακα διαβαθμίσεως της αλήθειας. Και αυτό γιατί στη σχέση ανάμεσα στην
παράσταση και τον άνθρωπο παρεμβαίνει εκτός από την αντικειμενική αλήθεια – που εκφράζεται με
την επιμαρτύρηση ή την αντιμαρτύρηση – και η υποκειμενική αλήθεια» (Η έννοια της ενάργειας
στους αρχαίους Σκεπτικούς, σελ. 118). Το ότι εδώ έρχεται στο προσκήνιο το αίτημα περί επιστήμης,
είναι προφανές. Ποίος άλλος παράγων θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιμαρτύρηση; Στην
περίπτωση όμως της υποκειμενικής αλήθειας, μόνο μία αυστηρή κριτική φιλοσοφία μπορεί να την
εξασφαλίσει. Αλλά η διακινδύνευση συνιστά μία κατάσταση έτι περαιτέρω του βεβαίου.Ωστόσο, μία
μορφή ασφαλιστικής δικλείδας θέτει η εσωτερική διαβάθμιση περί της αλήθειας, η οποία υπόκειται,
κατά χρείαν, σε ανακατασκευές, αρκεί βεβαίως να τηρούνται οι προς τα έσω στροφές, οι οποίες,
στοιχείο είναι η φαντασία. Μολονότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γνώση ή προσέγγιση στη
γνώση μέσα από «φαντασίες», δεν μπορούμε εντούτοις και να τις αγνοήσουμε: η «φαντασία» είναι ο
μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ορίσουμε και να ακολουθήσουμε λογικές (εὐλόγους)
μεθόδους κρίσης και πράξης» (Αρχαία Ελληνική Γνωσιοθεωρία, σ. 293). Άρα, της αναγνωρίζεται
κατασκευαστικός χαρακτήρας, έλλογα δομημένος και υποκείμενος στην ελεγκτική βάσανο και δεν
184
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εξαρχής ουδεμία ένδειξη βεβαιότητας, η οποία όμως πρέπει, με την αλλαγή του
ότι η ποιότητα ανήκει στο αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου. Ό,τι όμως
κρίνεται ως σημαίνον είναι το ερώτημα για την δυνατότητα της σύνθεσης μέσα
δυνατότητα τα υπόλοιπα από τον άνθρωπο ζώα δεν μπορούν να την έχουν παρά
ενστικτωδώς, αλλά μία τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να τεθεί στην γνωσιολογική
ετοιμότητα είναι το μόνο βέβαιο, η οποία εκ νέου δεν μπορεί να επιτελεσθεί παρά
ως εξελίσσεται, αλλά τον εξαπατά και του το προβάλλει διαφορετικό απ’ ό,τι είναι
είναι και κριτήριο αληθείας ούτε βεβαίως και της επιστήμης. Επανέρχεται λοιπόν
το ερώτημα για την σχέση-διαδοχή ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, με το
185
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
δεν είναι απλώς αμφιρρεπές, αλλά εξαρχής θέτει ως δεδομένο ότι ουδεμία
«Ἀλλά ἐπεί οὐ τό κατ’ ἀλήθειαν ἀεί ποτε ἐνδείκνυται, πολλάκις δέ διαψεύδεται καί
ἀληθείας, ἀλλά μόνην, εἰ καί ἄρα, τήν ἀληθῆ». Ενδιαφέρον προκαλεί το ότι
κατάσταση που ανακαλεί στην μνήμη και την μεταγενέστερη χριστιανική επί του
θέματος αντίληψη περί των εκπεπτωκώτων αγγέλων από το θείο θέλημα και από
άλλως όμως, στο επίπεδο κατώτερων μεταφυσικών δυνάμεων είναι διάχυτος ένας
οδηγηθεί σε πλάνες, ατευξίες και αποπτώσεις, εξαιτίας όχι οικείων του αυθεντικά
ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο πολυθεϊσμός των Στωϊκών. Όπως και στον
186
Χρήστος Αθ. Τερέζης
επειδή σε κάθε στάδιό του πρέπει να εισαχθεί μία νέα έννοια είτε επειδή πρέπει να
εισαγωγή νέων εννοιών δεν μπορεί να είναι χωρίς διακυβεύματα, καθότι πρέπει
δεν πρέπει να εκληφθεί υπό την αθροιστική προοπτική, παρά το ότι σε μία τέτοια
συμπερασματική θέση. Δεν είναι μία απλή συσσώρευση αλλά μία συνθετική και
Κατά τον Καρνεάδη ωστόσο, μία απόλυτα ακριβής παράσταση δεν ανήκει
στον ορίζοντα του εφικτού. Θα προσθέταμε: τουλάχιστον υπό τα δεδομένα που τού
περί του ορίζειν, καθότι θα εντόπιζε και το ποιοτικά ατελέσφορο του φιλόδοξου
ανάμεσα στα όντα όχι μόνον θα είναι άπειρες αλλά και θα παραλλάσσουν κατά
την υποστατική διαδρομή τους υπό την ιδιότητά τους των υποκειμένων στο
187
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
σε μεταφυσικού τύπου παρεμβάσεις. Όθεν, δεν διαθέτουμε παρά ένα κριτήριο της
αμφιρρέπειας παράσταση, η οποία περιέχει εξίσου και την αλήθεια και το ψεύδος
ως εφικτές δυνατότητες. Κατά τον Σέξτο εκ νέου: «Πάλιν οὖν ἐπεί οὐδεμία ἐστίν
τοιαύτης οἵα οὐκ ἄν γένοιτο ψευδής ἀλλά πάσῃ τῇ δοκούσῃ ἀληθεῖ καθεστάναι
τοῦ τε ἀληθοῦς καί ψευδοῦς» (Προς Μαθημ., 164).42 Το εν λόγω συναμφότερον δεν
μεταξύ τους. Ἐκπληξη πάντως προκαλεί το ότι ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τον όρο
42 Ο Α.Α. Long διευκρινίζει σχετικώς: «Ο Καρνεάδης ενίσχυε τη γενική θέση του εναντίον της
την πρώτη ματιά φαίνονταν αληθείς αποδείχτηκαν στη συνέχεια εσφαλμένες, με την επισήμανση
των δυσκολιών να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε απαράλλαχτα δίδυμα ή αυγά, καθώς και με την
προσφυγή σε όνειρα και ψευδαισθήσεις. Είναι αρκετό για το σκοπό του να καταφέρει να δείξει ότι μία
έστω εντύπωση που φαίνεται εντελώς αξιόπιστη μπορεί στην πραγματικότητα να είναι εσφαλμένη.
Γιατί η γνωστική εντύπωση είναι κάτι που "εξ ορισμού" φαίνεται εντελώς αξιόπιστο, και ωστόσο
αντικείμενο που θέλει να αναπαριστά.» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 160). Κατά κάποιο τρόπο η εν
λόγω δυνατότητα εμφανίζεται ως ένα ισχυρό ενδεχόμενο αναγκαιότητας, αλλά και εδώ πρέπει να
αναγκαιότητα; Μήπως προκύπτουν αντιφάσεις στο ίδιο το περιεχόμενο της σκεπτικής αμφιβολίας;
υποκειμενική κατάσταση και στην εντύπωση ως διαμορφωτική του αντικειμένου της υπό όρους
προθετικότητας. Άρα, μπορούμε να δεχθούμε ότι εισάγεται μία διαμεσολαβούσα κατάσταση, η οποία
μάλλον αλλοιώνει το αυθεντικό της εντύπωσης, στα ίδια τα όρια των απαρχών της ως τροφοδοτούσα
188
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εκφορά. Άρα, η μόνιμη επάνοδος – και μάλιστα, όπως κατά περίπτωση χρειάζεται,
αρχές ενός συνεπούς, αλλά και αδιαπραγμάτευτου ακόμη και ούτε κάν ως προς τις
προσδιορισμών κατά κυρίαρχο τρόπο στο ίδιο το υποκείμενο, στον τρόπο και στα
προϊόντα των αναφορών του. Πέραν τού ότι οι όροι «αληθές» και «ψευδές» έχουν
«δοκείν» μεταφέρει σαφώς τις επισημάνσεις στο πεδίο της νοούσας ανθρώπινης
εσωτερικό πεδίο των αυτοδιαβουλεύσεών του. Αναμετράται με τον εαυτό του κατά
την εκδοχή του ως του κυρίαρχου παράγοντα που μπορεί να κατακτήσει άνετα τα
ιδεώδη της επιστήμης και πολλώ μάλλον με την αξίωση του οικουμενιστικού
αναμενόμενο λόγω των εξελίξεων, μέσα από πιο ώριμους βηματισμούς αναφορικά
189
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
σχέση της νόησης με τον εαυτό της, ανεξάρτητα από τα αντικείμενα αναφοράς
της, των οποίων οι συνθήκες εξετάζονται σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, όχι βεβαίως διότι
εφικτό να αυξάνει τις διεργασίες της υπέρ της αλήθειας και να τείνει έτσι
διά μέσου των αντικειμενικά ορισθέντων επιπέδων εξασφαλίζει τις μεταξύ τους
σκεπτικιστής φιλόσοφος καταφεύγει εξαρχής και με ρητό τρόπο στα δεδομένα που
της αντιστοιχίας τους. Υφέρπει διάχυτα εδώ η αφαιρετική μέθοδος της επαγωγής
και η δυνατότητα των κατηγοριακών συναρθρώσεων, υπό όρους που κατά κάποιο
τελείται σε καθολική κλίμακα υπό τους ιδίους όρους και η εν μέρει μεταβαλλόμενη
190
Χρήστος Αθ. Τερέζης
κατάσταση είναι άνετα διαπιστώσιμη, και μάλιστα ενίοτε στοιχειωδώς, από την
διακρίσεων ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι. Οίκοθεν εννοείται ότι το
υποκείμενο πρέπει να είναι εθισμένο στο διακρίνειν, υπό τους μεταβλητούς όμως
όρους υπό τους οποίους τίθεται κατά την εκάστοτε περίπτωση συνθηκών. Όθεν,
γενικώς η πιθανότητα θα τείνει προς την αλήθεια, στο μέτρο που βελτιώνονται οι
(του ευρύτερου πλαισίου) συνθήκες υπό τις οποίες ωθούμεθα στο να αναγόμεθα
γνωστικά προς τον εξωτερικό κόσμο. Και βελτίωση βεβαίως σημαίνει πληρότητα
τον εντάσσουν, κατά το μάλλον ή ήττον, σε μίαν άλλη προοπτική από την
λοιπόν στο έργο του πιο έντονα, αν όχι ως προς τα γνωστικά προϊόντα που
191
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
φαντασία των Στωϊκών – στον ορίζοντά του επικαλύπτεται από την κυριαρχία της
ενδεχόμενο έναντί τους. Στερείται της δυνατότητας του αυταπόδεικτου και άρα
παραμένει στην περιοχή της υπόθεσης. Το σημαντικό πάντως είναι ότι δεν
παρά το ότι δεν τίθεται μετά βεβαιότητος η απόδειξή τους. Το αν εδώ συναντάμε
διάδοχος του Πλάτωνα κινείται έτι μάλλον στην αισιόδοξη προοπτική των
Στωϊκών, παρά το ότι έθετε ανυπέρβλητα εμπόδια ποσοτικής υφής. Ωστόσο, ήδη
αναδείξει και την διαφορά του απέναντι στους Στωικούς και κάπως στους
στους Στωικούς ο Καρνεάδης, 24 αιώνες πριν τον Gilbert Ryle, υποστήριξε ότι η
ή όχι. Λέγοντας ότι μία πρόβλεψη αυτού που πρόκειται να συμβεί είναι αληθές,
απλώς επεξηγεί τη σημασία της λέξης «αληθή» (με έναν τρόπο που ταυτίζει την
και Σκεπτικοί, σε μτφρ. Μαρ. Λυπουρλή και Γιάν. Αβραμίδη, εκδ. «Θύραθεν»,
Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 139). Ο Καρνεάδης θέτει ένα καίριο ζήτημα: δεν μπορούμε
παραμένει συνεπής στις προτάσεις του. Την στιγμή που τίθενται αμφιβολίες ρητές
προεκτάσεις τού εν λόγω ζητήματος. Τις ανωτέρω πάντως δυσχέρειες κατά την
192
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ακολουθούν.
έμφαση ότι η κάθε παράσταση είναι μία σχέση υποκειμένου και αντικειμένου,
είναι υπό οιαδήποτε οπτική ψευδείς, χωρίς ωστόσο να δείχνει ότι επιμένει στην
την διατύπωση καθίσταται προφανές ότι το αληθές της ρέπει προς επικύρωση
κατά το μάλλον στο αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται παρά στο υποκείμενο που
τελεί την αναφορά. Εδώ βέβαια είναι επικίνδυνη η διαδρομή προς μία αντίφαση,
43 Ο A.A. Long επισημαίνει σχετικώς: «Οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι δυνατό να εξετάζονται είτε
σε σχέση με το (εξωτερικό) αντικείμενό τους είτε σε σχέση με το πρόσωπο στο οποίο εμφανίζονται.
υποστηρίζει ότι ανάμεσα στις αισθητηριακές εντυπώσεις είναι δυνατό να γίνουν ορισμένες
διακρίσεις στην υποκειμενική τους σχέση που δεν είναι δυνατό να γίνουν στην αντίστοιχη
αντικειμενική» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 161). Και εδώ θα λέγαμε ότι εντοπίζονται το σύνολο
των προβλημάτων εκείνων που οδηγούν στον σκεπτικισμό. Τα αντικείμενα δεν έχουν την
δυνατότητα της αυτοεπικύρωσης ή της συζήτησης με τον εαυτό τους. Ωστόσο, αναγνωρίζεται και μία
επιπλέον διαφορά: οι με βάση το αντικείμενο εντυπώσεις, εντός των ορίων που προκύπτουν,
παραμένουν σταθερές και ακαριαίως υποπίπτουν στην αισθητηριακότητα. Ουδέν εφαλτήριο όμως
εξασφαλίζει μία ανάλογη σταθερότητα στο υποκείμενο. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση κατά
την οποία ένα νοούν υποκείμενο έχει ως αντικείμενο της παρατηρησής του ένα υποκείμενο που και
αυτό νοεί; Είναι προφανές ότι πλέον η συνθήκη σχέσης είναι άλλης τάξης προς την προηγούμενη και
193
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
με την αλήθεια, αλλά αυτό που φαίνεται σε εμένα αληθινό. Η πιθανή παράσταση
εννοιολογικό χώρο αλλά που έχουν αντίθετα τις ρίζες τους στην πράξη της
συνθέσεως. Αν ανέλυσε τις τρεις βαθμίδες του πιθανού – και η ανάλυση αυτή
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πράξη δεν είναι άμεση, πρωταρχική, μοναδική –
αυτό το έκανε γιατί μόνο μέσα από την ανάλυση μπορούσε να δείξει φανερά για
(Μαθήματα Γνωσιολογίας και Οντολογίας, σσ. 89-90). Από την άλλη, η προφανής
Και είναι αυτή που προέρχεται είτε από ένα αντικείμενο ανύπαρκτο, ή από ένα
εμπόδια που αναφύονται. Εδώ βεβαίως χρήζει επισήμανσης και μία άλλη
194
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Ορέστη, ο οποίος είδε την Ηλέκτρα και την εξέλαβε για μία από τις Ερινύες που
τον κατεδίωκαν (ό. αν., 169-170). Βεβαίως εδώ το παράδειγμα αντλείται από την
περιοχή του μύθου, οπότε η χρήση των μεταφορών, των μετωνυμιών και των
επεισάγει η νόηση στα πραγματικά δεδομένα. Το ότι εδώ οι αυστηροί κανόνες της
καθότι δεν έχουν αλλάξει μόνον τα γλωσσικά πεδία αλλά και τα οντολογικά. Ο
συλλαμβάνουσα, αναδημιουργεί βεβαίως αυτό υπό μορφήν απωτέραν τής υπό των
αισθήσεων ημίν παρεχομένης, τούτο όμως συντελείται επί του επιπέδου της
Τέχνης. Κατά τα άλλα, ο φαντασιακός κόσμος δεν διαφέρει βασικώς του ονειρικού
τοιούτου» (Νόησις και Πλάνη, σελ. 31). Σημειωτέον ότι εδώ η φαντασία δεν
δημιουργική προβολή της συνείδησης πέραν τού άμεσα απτού. Η αναφορά, επίσης,
στην Τέχνη καταγράφει την δυνατότητα μετάλλαξης των δεδομένων σε μία νέα-
δράσεων.
195
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
και αόριστη –, οι οποίες οφείλονται στο μικρό μέγεθος του αντικειμένου ή στην
απόσταση από την οποία το παρατηρούμε, ή στην ασθενή όραση του υποκειμένου
που έχει την θέση του παρατηρητή. Εδώ οι συνθήκες κατέχουν κεντρική
λειτουργία και χωρίς την τεχνολογία δεν είναι άμεσα υπερβάσιμες, ενώ τα
τέτοια παρατήρηση δεν έχει τις προϋποθέσεις να μας πείσει για την αλήθειά της
και δεν μπορεί να εξασφαλίσει την συγκατάθεσή μας και, ως εκ των εν λόγω
πιθανή. Εννοείται λοιπόν εδώ ότι, για να αποφανθούμε ως προς την εγκυρότητα
κατεξοχήν εγγίζει προς την αλήθεια αλλά, με μειωμένο προφανώς δείκτη, και την
παράσταση που εξ ίσου είναι τόσο αληθής όσο και ψευδής: «ὥστε ἀνάγκην ἔχειν
καί τῇ κοινῇ ποτέ τοῦ ἀληθοῦς καί ψευδοῦς φαντασίᾳ χρῆσθαι». Η εδώ κατάφαση
οδηγεί στο να δυσπιστούμε έναντι των παραστάσεων που κατά γενικό κανόνα –
πορεία προς την βεβαιότητα οφείλεται στο ότι τόσο οι κρίσεις όσο και οι πράξεις
μας καθορίζονται από την κατηγορία τού "ὡς ἐπί τό πολύ", δηλαδή από τον βαθμό
εξασφαλίζει εφαλτήρια στην γνώση και στην πράξη τέτοια, ώστε να μην
196
Χρήστος Αθ. Τερέζης
βελτιώνοντας σε διηνεκή κλίμακα τις συνθήκες υπό τις οποίες παρατηρείται και
είναι διάχυτη και φέρει στο φως την ατμόσφαιρα του συνεκτικού συστήματος.
σχήματος: Πώς συγκροτείται ένα σύστημα λογικών διεργασιών στο πλαίσιο ενός
αποκλειστικά ένα πρακτικό κριτήριο που αναφέρεται στα ανθρώπινα τρέχοντα ενεργήματα. Εκτιμά
ότι η εφαρμογή του αναφέρεται και σε γνωσιοθεωρητικού τύπου ζητήματα. Παράλληλα, υποστηρίζει
ότι το πιθανόν μετακυλίει το ερώτημα περί της αληθείας από την απόλυτη ενάργεια των εξωτερικών
καταστάσεων στις υποκειμενικές πεποιθήσεις που διαμορφώνονται. Στην εν λόγω μεταφορά ο Robin
στηρίζει την εκτίμησή του ότι μπορούμε να χαρακτηρίζουμε τον Καρνεάδη ως θεμελιωτή κάθε
κριτικής φιλοσοφίας. Η πιθανότητα έτσι συνιστά την αρχή μίας θεωρίας της εμπειρίας, όπου διήκει η
αμφιβολία ως πηγή έρευνας, υπό την έννοια όμως ότι η εμπειρία θα εκληφθεί ως ερευνητικό
εφαλτήριο και ως ερμηνευτική βάση των πραγμάτων-παραστάσεων (Pyrron et le scepticisme grec, εκδ.
"P.U.F.", Paris 1944, σσ. 102-110). Και εδώ πάντως η όποια απόκκλιση (υπό την έννοια της αναζήτησης
έγκυρων θεμελίων) προς την βεβαιότητα απορρέει από τα ίδια τα αντικείμενα. Η υποκειμενική
πεποίθηση βεβαίως είναι το μονίμως ζητούμενο φιλοσοφικά, καθότι ο στοχασμὀς θεμελιώνεται στην
περίπτωση που η ανθρώπινη συνείδηση έχει τον αυστηρό έλεγχο των δεδομένων, τα οποία ούτως ή
άλλως υπάρχουν ως τέτοια. Το ότι η ενάργεια μπορεί να έχει απόλυτο χαρακτήρα δεν είναι μία θέση
197
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
σσ. 241-242).
μέγεθος, το χρώμα, το σχήμα, η κίνηση κλπ., υπό την έννοια κατά κάποιο τρόπο
των πρωτογενών και των δευτερογενών ιδιοτήτων – και δεν είναι απομονωμένο
από το γενικότερο εξωτερικό περιβάλλον – τον αέρα, το φως, τον ουρανό, την γη
και αυθαιρεσίες όσο και την ενίσχυση του ρεαλισμού, ο οποίος σαφέστατα και
δυνατότητα για ενάργεια τόσο του ίδιου του αντικειμένου όσο και του
τους δύο παράγοντες. Τα ανωτέρω όμως κομίζουν και έναν ακόμη παράγοντα
για μία σαφέστατα ρεαλιστική επισήμανση. Για να προσεγγίζει προς την αλήθεια
η παράσταση, δεν πρέπει να είναι μόνον πιθανή αλλά και απερίσπαστη, να μην
διαψεύδεται δηλαδή από κανένα εκ των στοιχείων που την απαρτίζουν και την
περί αὐτόν λαμβάνει φαντασίαν καί τῶν ἐκτός, τῶν μέν περί αὐτόν ὡς χρόας,
198
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ἀέρος, φωτός, ἡμέρας, οὐρανοῦ, γῆς, φίλων, τῶν ἄλλων ἁπάντων. Ὅταν οὖν
μηδεμία τούτων τῶν φαντασιῶν περιέλκῃ ἡμᾶς τῶ φαίνεσθαι ψευδής, ἀλλά πᾶσαι
αναφορά σε άλυσον φέρει στο προσκήνιο το συνεκτικό που πρέπει να διέπει την
Εμμέσως αλλά σαφώς προκύπτει ότι έρχεται στο προσκήνιο η εκδοχή περί μίας
μεταξύ τους επιμέρους ταυτοτήτων. Δεν μας έχει προσφέρει ο Καρνεάδης τις
περιορίζει τον όποιο αισιόδοξο γνωσιολογικό δογματισμό και εμμέσως διατηρεί τις
και μας μεταφέρουν σε μία περιπέτεια, της οποίας η διαδρομή δεν οδηγεί σ’ ένα
εδραίο τεύχειν. Οι διαδρομές της συνείδησης είναι τέτοιας φοράς, που πρέπει
199
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
βασικό επιχείρημα της σχετικότητας των περιστάσεων υπό τας οποίας γνωρίζομεν
κάτι, και τούτο αιτιολογείται εκ του ότι τόσον αι εξωτερικαί όσο και αι εσωτερικαί
προϋποθέσεις της γνώσεως είναι, κατ’ ουσίαν, ασταθείς. Άμεσος συνέπεια της
του πνεύματος. Αι Ιδέαι, σελ. 201 ). Όθεν, δεν θα ικανοποιείτο η προσδοκία μας να
Στο σημείο αυτό ο Καρνεάδης μάς προσφέρει μία απόδειξη του πόσο είχε
συντελέσει η αρχαία ιατρική στην μελέτη των συνθηκών παρατήρησης και της
αντικείμενο, ενεργούμε ανάλογα με τον ιατρό που οδηγείται στο συμπέρασμα ότι
ο ασθενής έχει πυρετό, εξετάζοντας όχι μόνο ένα σύμπτωμα αλλά πλείστα από
κοινού, όπως π. χ. τον ταχύ σφυγμό, την υψηλή θερμοκρασία, το ερύθημα και την
δίψα, τα οποία συνθέτουν από κοινού το είδος της ασθένειας που επισυμβαίνει ad
hominem εκείνη την στιγμή και όχι γενικώς την ασθένεια, η οποία βεβαίως θα
και ο σκεπτικός οδηγείται στην εκτίμηση ότι μία παράσταση είναι αληθής, όταν
εν παρενθέσει, την γενικότερη επίδραση που είχαν οι ιατρικές έρευνες, κυρίως του
Ιπποκράτη, στην διαμόρφωση της έρευνας και του στοχασμού στον αρχαίο
ελληνικό κόσμο. Πρόκειται για ανιχνεύσεις που είχαν τόσο ιδιαιτέρως επιμείνει
στο πολυδαίδαλο των συνθηκών, ώστε να αναδείξουν τον ανεξάντλητο κόσμο των
σχετικοτήτων.
β) Ωστόσο, και το ανωτέρω κριτήριο δεν είναι επαρκές για την επιθυμητή
προσθέτει την "διεξωδευμένη", αυτή που διαμορφώνεται υπό τους πιο επαρκείς
"δοκιμασμένη", κατά τον τρόπο που δοκιμάζεται και κρίνεται από τους πολίτες ο
200
Χρήστος Αθ. Τερέζης
από την πλευρά του παρατηρητή, η επαρκής και σωστή όραση, ενώ, από την
επιστημολογικό άξονα είναι πέραν του προφανούς και οδεύουν σ’ έναν κόσμο που
στην μελέτη των συνθηκών που είναι αναγκαίες για να προσλάβει επιστημονικά
συστηματικό τρόπο, αντλείται από την αξιολόγηση των συνθηκών πλαισίου και
διεξωδευμέναι που μπορεί να αποδοθεί ως «επεξεργασμένες στο έπακρο» ή «που έχουν εξεταστεί
διεξοδικά» ή «ελεγμένες» αναφέρεται σε μία λεπτομερή εκτίμηση των γύρω συνθηκών. Ακόμη και αν
συμπέσουν οι κατάλληλες συνθήκες, απαιτείται διεξοδική εξέταση της αξιοπιστίας των παραγόντων.
Έρευνες σε θέματα πρωτόγονης ζωής, μπορούν κατ’ αναλογία να μας βοηθήσουν να εξετάσουμε
διεξοδικά τις υπάρχουσες «φαντασίες». Ο Καρνεάδης θέτει το αίτημα κάθε διεξοδική εξέταση να
αναφέρεται στη μέθοδο και στη διαδικασία καθορισμού όχι μόνο της επιμέρους «φαντασίας» που
εξετάζουμε, αλλά και των «φαντασιών» που αποτελούν το γύρω πλαίσιο» (Αρχαία Ελληνική
Γνωσιοθεωρία, σ. 297). Η αναφορά σε πλαίσιο οδηγεί στο ότι είναι αποδεκτό πως ένα πράγμα όχι
201
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Καρνεάδης έχει υπερβεί τις αντιλήψεις των παραδοσιακών Σκεπτικών και έχει
οδηγηθεί σε μία πιο εξειδικευμένη αντίληψη των συνθηκών της γνώσης. Ανέλυσε
την παρατήρηση ως όργανο επιστημονικής γνώσης και εντόπισε τον καίριο ρόλο
της πιθανότητας και των αναβαθμών της κατά τον εφικτό βαθμό εγκυρότητάς
τους εκεί όπου η βεβαιότητα είναι ανέφικτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως ότι τα
όρια εντός των οποίων τοποθετεί την πιθανότητα είναι εκτεταμένα και ότι
αφορούν στον μακρόκοσμο και όχι στον μικρόκοσμο, όπου ακριβώς δηλαδή τα
είναι εφικτό να έλθουν στο προσκήνιο κατά τις εν λόγω δύο ιστορικές περιόδους
ορθότητας της μεθόδου που ο Καρνεάδης επιλέγει. Σε μία εποχή κατά την οποία
εθεμελίωσε την επιστημολογία του επί της ιδίας της διαλεκτικής κίνησης της
μόνον υπάρχει αλλά και λειτουργεί. Οι πλείστες φαντασίες δεν είναι αμελητέος παράγων, καθότι
φέρει στο προσκήνιο το ολιστικό παράδειγμα, το οποίο κινείται στην κατεύθυνση διαμόρφωσης μίας
ενιαίας θεωρίας. Τέλος, η κατανόηση της πρωτόγονης ζωής μπορεί να κινείται στον ίδιον άξονα
δυσκολιών και με μία κατάσταση με την οποία για πρώτη φορά ερχόμεθα σε επικοινωνία.
202
Χρήστος Αθ. Τερέζης
πιθανότητες, οι οποίες με την σειρά τους διανοίγουν τον ορίζοντα σε νέες και
αισιόδοξο, αλλ’ επ’ ουδενί δογματικό, καθότι αποδέχεται την κατάσταση των
του υποκειμένου. Πρόκειται για την μόνιμη επωδό. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι
επιμονή προς τον αναγωγισμό στο έτι περαιτέρω του φαινομενικού, ενώ επίσης
έξω από την φυσική έρευνα, και ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες η
γνωσιολογικών αξιών στην πορεία προς την κατάκτηση της αλήθειας. Μάλιστα
203
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
σκεπτικός σχολάρχης έχει οδηγηθεί με κάθε επάρκεια στο ότι η πιθανότητα δεν
αφορά στο αντικείμενο αλλά στο υποκείμενο, αλλά με την προϋπόθεση ότι έχει τα
αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου – έστω και υπό τις
επισφαλείς εικόνες ενός φαίνεσθαι – αλλά μόνον στην ανεπάρκεια των οργάνων
παρατήρησης που διαθέτει ο άνθρωπος και τα οποία στην εποχή του Καρνεάδη
δεν ήσαν παρά μόνον οι αισθήσεις, χωρίς την στοιχειώδη τεχνολογική στήριξη και
την πειραματική απόδειξη. Το αντικείμενο δεν είναι παρά αυτό που είναι,
ανεξάρτητα από το πώς καθίσταται φαινόμενο. Τέτοιας υφής φαινόμενο δεν είναι
πλείονα δεδομένα από τον κόσμο της φυσικής εμπειρίας: «Περιττοτέρας γάρ
Καρνεάδης, σύν ταῖς πάσαις ὑπαρχούσαις πέντε ταύταις αἰσθήσεσι καί ἄλλας
204
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αισθήσεις.46 Η λειουργία τους δεν είναι παρά εκείνη που καθιστά σε όλο και πιο
Καρνεάδης είναι ένας συνεπής οπαδός της φυσικής φιλοσοφίας και ένας
συνεχιστής των θέσεων του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου και του Ιπποκράτη. Τους
ακολουθεί, και με τον αναγκαίο μάλιστα συνθετικό τρόπο, όχι μόνον στον τομέα
της γνωσιοθεωρίας αλλά και στις αντιλήψεις τους για την φύση στο πλαίσιο ενός
παρά μόνον φυσικά αίτια στην δημιουργία και στα φαινόμενα του κόσμου της
αισθητής εμπειρίας και έθετε στο περιθώριο κάθε θεϊκή παρέμβαση, οπότε
αποδυνάμωνε την μεταφυσική της εμμένειας. Μέσα από μία ανοικτή, και με
αισθητής εμπειρίας και θα αρνείται ριζικά την εφαρμογή τους στο πράγμα
καθεαυτό. Όρους δυνατότητας για γνώση τού Εκείθεν προφανώς ρητά δεν θα
την ύπαρξη των θεών. Ορισμένοι από τους σωρίτες του ήσαν: «Αν ο ήλιος είναι
46 Ο Α.Α. Long επισημαίνει σχετικώς για τον Καρνεάδη: «Καμία αισθητηριακή εντύπωση,
εντυπώσεις δεν έχουν χαρακτηριστικά με βάση τα οποία να ξεχωρίζει κάποια που είναι σίγουρα
έγκυρη από κάποιαν άλλη που δεν είναι. Σε καμία επιμέρους περίπτωση δεν υπάρχει κάποια
αναπαριστά. Μπορεί να είναι, και συχνά θα είναι αληθής, δεν είναι δυνατό όμως να γνωρίζουμε ότι
είναι αληθής» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 159-160). Είναι σαφές ότι ο σκεπτικός σχολάρχης δεν
αναγνωρίζει ουδεμία διαπιστώσιμη παραλληλότητα ανάμεσα στο νοούν και στο νοούμενο, οπότε δεν
υποκειμένου. Η εν λόγω επιλογή όμως δεν σημαίνει ότι θα αποστεί της στρατηγικής του για μία,
205
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
θεός, τότε και η ημέρα πρέπει να είναι θεός, διότι η ημέρα δεν είναι τίποτε άλλο
παρά το να ευρίσκεται ο ήλιος υπεράνω της γης· αν όμως η ημέρα είναι θεός,
συνεπαγωγικά και ο μήνας πρέπει να είναι θεός, διότι ο μήνας αποτελείται από
ημέρες, ενώ επίσης και ο χρόνος πρέπει να είναι θεός, αφού αποτελείται από
μήνες· επιπλέον και οι διάφορες φάσεις της ημέρας θα έπρεπε να είναι θεοί». Έτσι,
ο Καρνεάδης αποδεικνύει όχι μόνον ότι είναι από λογικής άποψης ανυπόστατοι οι
υπάγεται στους όρους αναγωγής της εσωτερικότητας. Και εδώ ακριβώς έρχεται να
από την αμεσότητα της εκδήλωσής τους, δεν μπορούν παρά να υπάγονται σε
οποία θεοποιούνται και αυτά – όπως γίνεται με την Αφροδίτη και τον Έρωτα,
είναι θεός, τότε και ο Έλεος πρέπει να είναι θεός, διότι πρόκειται για ψυχικά πάθη.
Και αν είναι θεός ο Έλεος, τότε πρέπει να είναι και ο φόβος και όλα τα "τῆς ψυχῆς
πάθη"» (Βλ. Σέξτου Εμπειρικού, Προς Φυσικούς, Ι, 182 κ. εξ.). Εδώ θα μπορούσαμε
αρχές μίας λογικής σύνδεσης και επικύρωσης των δεδομένων, θέτοντας στο
206
Χρήστος Αθ. Τερέζης
που διετύπωσαν έφεραν στο προσκήνιο την θεότητα που, χωρίς να αφίσταται τού
διϋλισμένη διαύγαση της ύπαρξής του. Ο σωρείτης που παρετέθη είναι λογικά
άψογος, αλλά διαθέτει μόνον ειδικής τάξης εμβέλεια, ενώ επίσης δεν λαμβάνει
επιχειρήματα του Καρνεάδη εναντίον της πεποίθησης για την ύπαρξη των θεών
και για την πρόνοιά τους, η οποία κατά τους Στωϊκούς συνιστά κανονιστική αρχή
της φύσης και της ζωής των ανθρώπων. Ο Κικέρων, στο De natura Deorum, III, 9, 23,
κατοικία των ανθρώπων. Κατά τις ρήσεις μάλιστα του Χρύσιππου, μία ωραία οικία
47 Αναφορικά με τις θέσεις του Καρνεάδη περί θρησκείας, ο A.A. Long διευκρινίζει σχετικώς: «Ο
Κικέρων σημειώνει ότι ο Καρνεάδης χρησιμοποίησε τέτοια επιχειρήματα όχι για να ανατρέψει την
θρησκεία, αλλά για να δείξει ότι ο στωικός πολυθεϊσμός δεν είναι πειστικός ... Ο Καρνεάδης
υποστήριζε ότι τα βάσανα των εναρέτων και η καλοπέραση των κακών αποδεικνύουν ότι οι θεοί
αδιαφορούν τελείως για τις ανθρώπινες υποθέσεις» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 167-168). Είναι
σαφές ότι τα συμπεράσματα, ως τα μόνα επικυρώσιμα, από την καθημερινή διαγωγή του βίου
οδηγούσαν τον σκεπτικό σχολάρχη στις αμφισβητήσεις του. Ο R.J. Hankinson συνοψίζει ως
ακολούθως τις περί των θεών θέσεις του Καρνεάδη: «Carneades is explicit that his intention is not to
promote atheism, but merely to show that the Stoics have not made out their case for God’s existence. That
God or gods exist is treated as a more or less universal belief; hence the sceptic will point out that the
various conceptions of the gods mutually iconsistent; and that the divergence of opinion regarding their
nature undermines any argument from consensus for their existence. Moreover, Carneades’ influential
attack on divination was not merely a piece of independent anti-dogmatic argument, but part of a
completely general assault on Stoic physics and metaphysics. The Stoics considered that the orderlinnes
and general beneficence of the cosmos entailed that the gods would give some signs of the future to men:
Carneades, and his successors in the Academic tradition saw that to attack the claims of divination would
strike a blow at the heart of the entire Stoic view of the cosmos» (The Sceptics, σελ. 100).
207
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
είχε επιδοθεί στην φυσιολογία, στην περί φύσης επισατήμη. Η θέση των Στωϊκών
ή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σαφέστατα κινούνται στην προοπτική ενός
κατασκευαστής του πρέπει να είναι κάποιο ον ανώτερο από τον άνθρωπο, τον ίδιο
και συνεπώς τέτοιο ον συνεπαγωγικώς θα είναι ένας θεός. Πρόκειται για ένα
επιχείρημα που πλησιάζει αυτό τού περί της εις άτοπον απαγωγής, της αντίθετης
εκδοχή, ο Καρνεάδης απαντά ότι δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να βεβαιώσουμε ότι
ο κόσμος εκτίσθη από μία συγκεκριμένη υπερβατική οντότητα και ότι δεν
πραγματικότητα αλλά μόνον ως τέτοια. Τουναντίον μάλιστα: Η φύση έχει όλες τις
προϋποθέσεις για να εξηγήσει ό,τι συμβαίνει, ενώ οι ίδιες οι δυνάμεις που η ίδια
δέχονται την «συμπάθεια», η οποία συνδέει τα φυσικά φαινόμενα – και όχι οι θεοί.
Και επιπλέον: δεν υπάρχει ένα δεδομένο που να αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο Θεός, ο
208
Χρήστος Αθ. Τερέζης
οποίος κατά τους Στωϊκούς κατασκευάζει ό,τι δεν έχει τις προϋποθέσεις να
κατασκευάσει ο άνθρωπος – δηλαδή την φύση –, είναι ανώτερο ον. Για ποιους
λόγους να μην θεωρούμε ότι είναι κατά βάση όμοιο με τον άνθρωπο και
Καρνεάδης διερωτάται επιπλέον: για ποιούς λόγους να μην υπάρχει η Φύση και
μόνον η Φύση; Επιπλέον όμως, τονίζει ότι χρειάζεται μία διευρυμένη αλαζονία για
να διακηρύσσει κάποιος ότι, εκτός από τους θεούς, στην φύση δεν υπάρχει μία
οντότητα ανώτερη από τον άνθρωπο. Πάντως ούτως ή άλλως στρέφεται έως έναν
υιοθετούσαν μία πιο συνεπή υλιστική λύση για το σύμπαν απ’ ό,τι οι Στωϊκοί και
ζήτημα για τον Καρνεάδη δεν είναι ερευνητικό σύμφωνα με τους κανόνες που ο
ίδιος έχει υιοθετήσει και τους οποίους ακολουθεί με συνέπεια. Κατά βάση φέρει
αισθητηριακότητά ταου.
επεξεργασθεί τις φυσικές εξηγήσεις αναφορικά με τους οιωνούς, την μαντική και
εκδηλώνεται ακόμη και σε πράγματα εκ πρώτης όψεως άσχετα μεταξύ τους, όπως
είναι οι φάσεις της σελήνης και η ποσοτική ή οργανική πλήρωση των οστράκων.Ο
209
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
και έτσι εισήγαγαν μία βεβιασμένη μεταφυσική. Η εκτίμηση του Καρνεάδη είναι
ότι το να αποπειράσαι να διαβάσεις στα άστρα ή στα σπλάγχνα των ζώων που
πράξη στερημένη από κάθε λογική βάση. Δεν εξασφαλίζεται δηλαδή εδώ το
έρχεται στο προσκήνιο ή μία κριτική που θα την χαρακτηρίζαμε ως εργαλείο μίας
διαφωτιστικής απόπειρας, και όχι μόνον για λόγους που προκύπτουν από την
που υπερβαίνει κατά πολύ την νεωτερικότητα, κρίνεται ότι τα φαινόμενα πρέπει
εξασφαλίζουν εδραία διαπιστώσιμες μεταξύ τους σχέσεις, υπό τον τύπο είτε των
διδασκαλίας τους τόσο αναφορικά με το θέμα της σχέσης που μπορεί να υπάρχει
ανάμεσα στην κίνηση ορισμένων ουράνιων σωμάτων και σε φαινόμενα της γης –
σχέση που εξηγείται από την αλληλεξάρτηση των φυσικών συμβάντων, γεγονός
δηλαδή, παραθεωρώντας ίσως την σχέση που αποδέχονταν ότι υπάρχει εντός του
πρόβλεψη του τυχαίου (Βλ. Κικέρων, De Divin, II, 5, 14). Ποιά σχέση όμως μπορεί να
210
Χρήστος Αθ. Τερέζης
πως, αν ένα συμβάν είναι πραγματικά τυχαίο, τότε δεν μπορεί ως τέτοιο να
για σαφώς ορθολογικό επιχείρημα, το οποίο αρνείται να συζητήσει, έστω και καθ’
τότε το μέλλον είναι βέβαιο και συνεπαγωγικά το τυχαίο δεν υπάρχει, σχέση που
Στωϊκοί, πως όλα είναι υποτεταγμένα στην ανάγκη –άρα σε μία νομοτέλεια με
συμβούν υπό την προοπτική που είναι προγραμματισμένα στο πλαίσιο μίας
διαπιστώσιμα γεγονότα και από συγκυρίες των οποίων δεν είναι αποδείξιμη η
συμβατότητα των καταστάσεων που συντρέχουν για την παρουσία τους, έχοντας
εκτυλίσσονται. Όθεν, γενικότερα πολλώ μάλλον δεν θα θέτει προς εξέταση ό,τι
ορίζεται ως υποκείμενον στην περιοχή του θείου είναι, εκ του ότι δεν εμπίπτει
συγκεκριμένων προϋποθέσεων.
Ό,τι διεπιστώθη πάντως είναι ότι το κεφαλαιώδες ζήτημα που διέπει την
211
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
δείχνει τελικά ότι ο ίδιος ο ορισμός της καταληπτικής φαντασίας μάς οδηγεί σ’ ένα
φαύλο κύκλο: όταν ρωτούμε τί είναι η καταληπτική φαντασία, μας απαντούν ότι
στωϊκοί απαντούν ότι είναι ακριβώς αυτό που προκαλεί την αληθινή παράσταση.
Φαίνεται έτσι καθαρά ότι οι στωϊκοί περιπλέκονται σε μία σειρά συλλογισμών που
οδηγούν στο άπειρο, εφόσον κάθε φορά το ζητούμενο προσδιορίζεται δια του
συνεπώς με τον Αρκεσίλαο, γιατί πιστεύει ότι είναι αδύνατο στον άνθρωπο να
Αρχαίος Σκεπτικισμός, σελ. 82). Παρά τις ανωτέρω ρητές διαφοροποιήσεις, δεν
νοούν και δρων υποκείμενο απορρέει από τις ίδιες πολιτειακές συνθήκες που
Revue d’ Histoire de la Philosophie, 3(1929), σσ. 241-276 και «L’ origine et l’ évolution de l’
εποχή», Revue des Études grecques, 42(1929), σσ. 371-397. Το ζήτημα πάντως που
χρησιμοποιείται για την δόμηση μίας θεωρίας, όπως π.χ. περί της "εποχής" και
212
Χρήστος Αθ. Τερέζης
τους. Βλ. σχετικώς O. Gigon, «Zur Geschichte der sogennanten Neuen Academie»,
Museum Helveticum, 1(1944), σσ. 47-64. Και δεν πρέπει να διαφεύγει ότι, για να
οδηγηθούμε τότε στην αποδοχή της επικράτηση του σχετικισμού, ο οποίος, τίθεται
υπόκειται στον κριτικό έλεγχο. Και οι δύο εισήγαγαν το αίτημα για μία
ορθολογισμός στο σύνολό του δεν ήταν επαρκής για να οδηγηθεί σε μία
έλθει στο προσκήνιο. Και σαφέστατα θα ελάμβαναν υπόψη τους τις πολυδύναμες
επιδόσεις των Στωϊκών και των Επικουρείων στους τομείς της φυσικής επιστήμης
αναμέτρηση με τις μαθηματικές επιδόσεις της ίδιας της Ακαδημίας που είχαν
εξαντλητικά η περιοχή που έχει αναλάβει την έρευνα, δηλαδή ο ανθρώπινος νους.
στην συμβολή του πρώτου παράγοντα ως εκείνου που θα αποκτήσει εν ταυτώ και
213
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
μετατοπιζόμαστε από την περιοχή της αρχής στην περιοχή της συνειδήσεως και
στην ανάλυσή της. Η σκέψη του βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα σ’ ένα
υποκείμενο που πάσχει. Αυτό όμως το στοιχείο, που είναι εξ ίσου προσδιορισμένο,
δεν μπορεί να είναι κριτήριο της αλήθειας. Πρέπει να αναζητηθή ένα τρίτο
πράγμα, πέρα από το αντικείμενο που ενεργεί και τη συνείδηση που πάσχει, και
παραμένει στη στιγμή που έχομε συνείδηση του "άλλου"· αυτό το περιεχόμενο
της σκέψης και το γεγονός ότι η παράσταση είναι ένωση αυτών των δύο. Δεν έχομε
ωστόσο ακόμη την "ενότητα καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν". Εκείνο που χαρακτηρίζει
ενέχει τη στιγμή της συνειδήσεως, δεν υπάρχει χωρίς αυτήν. Υπενθυμίζουμε ότι ο
εγελιανός όρος "καθ’ αυτό" σημαίνει αυτό που είναι ακόμη έμμεσο· αντίθετα, το
"δι’ αυτό" δηλώνει το έκδημο. ... Η αδυναμία του σκεπτικισμού φαίνεται κυρίως στο
γεγονός ότι δεν μπορεί να υψωθή στη βεβαιότητα του καθολικού, παραμένει στην
διάκριση ανάμεσα στην συνείδηση και στην ενέργεια της συνείδησης είναι κρίσιμη
της συνείδησης ή στην ίδια την συνείδηση, η οποία υφιστάμενη μία πρόκληση
ενεργοποιείται; γ) Το καθ’ εαυτό συνιστά μία έμμεση κατάσταση, διότι δεν είναι
214
Χρήστος Αθ. Τερέζης
και σκοπό, με την δεύτερη όμως εκδοχή να πρέπει να διέλθει διά μέσου της
οποία πάσχει αυτό το πράγμα [Πρβλ. σχ. I. Kant, Κριτική του καθαρού λόγου, Β 33.
παρουσιάσει συνοχή, αλλά ούτε και στο εγώ να βιώσει μία εσωτερική σχέση προς
τον εαυτό του» (Μέθοδος και Συνείδηση, σελ. 174). Σημειωτέον ότι στην συνέχεια ο
εξαρτάται από αυτά τα ίδια και όχι μέσω των γνωστικών παραστάσεων. Έτσι ήλθε
Πλατωνική ορθοδοξία κατά την αντιπαράθεσή της ή την συνάντησή της με την
του Αρκεσίλαου και μάλιστα με ποιο εμφανή τρόπο. Κινείται στην κατεύθυνση να
δεχθεί ότι είναι εφικτή η γνώση των πραγμάτων κατά την καθεαυτότητά τους και
αποκλείουμε και την περίπτωση των φυσικών λόγων κατά το υπόδειγμα του
215
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
216
Χρήστος Αθ. Τερέζης
την επιστροφή στο παρελθόν, προφανώς με τα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει,
τις ακραίες απολήξεις των γνωσιολογικών θέσεών της και όχι τόσο ως προς τις
αφορμές της, οι οποίες συνεδέοντο σαφώς με την απορητική μέθοδο του Σωκράτη.
Κατά την εκτίμησή του, δεν είναι νόμιμο να εντάσσονται στο ίδιο κατηγοριακό
48 Ο A.A. Long επισημαίνει σχετικώς για την κριτική θεώρηση των εσωτερικών διεργασιών της
Ακαδημίας από τον Αντίοχο: «Την αποκήρυξη της Νέας Ακαδημίας από τον Αντίοχο δεν μπορεί να
την είχε προκαλέσει μία καθαρά ανιδιοτελής επιθυμία για ιστορική ακρίβεια. Αν, όπως είναι πιθανό,
ο Αντίοχος είχε απογοητευτεί από το Σκεπτικισμό πριν από την εμφάνιση των τελευταίων έργων του
Φίλωνα (του Λαρισαίου), το στοιχείο που πρέπει να τον ενόχλησε πιο πολύ θα ήταν η προσπάθεια
του Φίλωνα να εντάξει τον Πλάτωνα και τους προκατόχους του στο πλαίσιο του Σκεπτικισμού. Ο
Αντίοχος διέκρινε μία πολύ έντονη διαφορά ανάμεσα στην Αρχαία και στη Νέα Ακαδημία, και στο
τελευταίο στάδιο της ζωής του αφιερώθηκε στην αποκατάσταση αυτού που υποστήριζε ότι ήταν η
γνήσια ακαδημεική παράδοση» (Η Ελληνιστική φιλοσοφία, σελ. 350). Το για ποιους λόγους έγινε η
αναφερθείσα απόπειρα εκ μέρους του Αντίοχου εδράζεται κυρίως στο ότι η θεωρία περί των Ιδεών
είχε υποστεί ισχυρά νομιναλιστικά ρήγματα, ενώ επίσης δεν είχαν προαχθεί οι φυσιολογικές
προεκτάσεις της, στο να γίνει δηλαδή αποδεκτή η ύπαρξη καθολικών φυσικών πυρήνων
τροφοδοτικών των εξελίξεων. Από την πλευρά της, η Τερ. Πεντζοπούλου παρατηρεί: «Ο Αντίοχος
ανήκε στην αρχή στην Νέα Ακαδημία· την εγκατέλειψε όμως για να παραμείνη πιστός στο πνεύμα
της πρώτης Ακαδημίας και γίνεται έτσι ο αυστηρότερος επικριτής του Φίλωνα. Ο φιλόσοφος λοιπόν
με τον οποίο κλείνει η ιστορία της Νέας Ακαδημίας, είναι ουσιαστικά αντίπαλός της. Γι’ αυτό το λόγο
η σκέψη του Αντίοχου, που θέλησε να ξαναζωντανέψη την ορθόδοξη πλατωνική φιλοσοφία, μακριά
από το να εκφράζη ένα οποιοδήποτε σκεπτικισμό, δηλώνει αντίθετα έναν σαφή "εκλεκτικισμό"» (Η
έννοια της ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σσ. 301-302). Θα μπορούσαμε λοιπόν να
υποστηρίξουμε ότι ο Αντίοχος διαμορφώνει μία μεταβατική περίοδο στην Ακαδημία, με διήκον το
ερώτημα έρευνας για τον βαθμό της πρωτοτυπίας του. Ωστόσο, οι κριτικές τάσεις του είναι εμφανείς,
217
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
θέση του εκινείτο εν πολλοίς στα όρια της νομιμότητας, καθότι η μεταφυσική
οντολογία του Πλάτωνα καθιστά αισθητή την απουσία της από τον στοχασμό των
της αισθητικής και της πολιτικής φιλοσοφίας. Απέρριψε την μέση οδό – ενός
επαναφέρει στο σύνολό της την γνήσια πλατωνική διδασκαλία, της οποίας είχε
κλονισθεί τουλάχιστον η θεωρία περί των Ιδεών από τον σκεπτικισμό. Δεν
ρεύματα που είχαν διαμορφώσει την οικεία τους φιλοσοφική παράδοση και
λοιπόν, εγκαινίασε την συγκριτική τάση της Ακαδημίας ως προς τις ταυτότητες
υποχρεωτικούς κανόνες συνέχειας την εξέλιξη της Ακαδημίας και, χωρίς να επεισάγει όρους
αναδείξουν και τα κοινά σημεία. Υπό τις αυστηρές αυτές οριογραμμίσεις, ο Αντίοχος εμφανίζεται ως
αυθεντικός ιστορικός της φιλοσοφίας και, χωρίς να προβαίνει σε ιδιαίτερες ανακατανομές, θέτει το
ζήτημα περί του εφικτού των κατηγοριοποιήσεων των φιλοσόφων σε ιδιαίτερα σχήματα. Και
σημειωτέον ότι αδιαφορεί σχεδόν πλήρως για έναν εγκυκλοπαιδισμό, ασχέτως βεβαίως εάν το
218
Χρήστος Αθ. Τερέζης
συνθέσεις τους. Το ερώτημα πάντως που θα θέσει τους όρους για την αποτίμηση
προτάσεών του ο Αντίοχος διετύπωσε τις απόψεις του ότι η στωϊκή φιλοσοφία είχε
τις ρίζες της στην Αρχαία Ακαδημία 49, ότι ο Αριστοτέλης ήταν πλατωνικός
τουλάχιστον σε μία φάση της διδασκαλίας του και ότι η Περιπατητική Σχολή (που
υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε μετά τον θάνατο του Σπεύσιππου) δεν διαφοροποιείτο
από την Ακαδημία παρά μόνον στο ότι τροποποίησε την πλατωνική ηθική,
περί ηθικής απόψεις των Στωϊκών δεν διαφοροποιούνται ιδιαιτέρως από αυτές του
49 Η Τερ. Πεντζοπούλου προσφέρει τις ακόλουθες πληροφορίες για το ζήτημα: «Η κεντρική του ιδέα
είναι ότι η στωική φιλοσοφία ενυπάρχει στην πλατωνική και δεν αποτελεί ιδιαίτερο σύστημα. Ο
Κικέρων, που είναι και η μοναδική μας πηγή για τη διαφωνία του Φίλωνα με τον Αντίοχο, αναζητεί
τις ρίζες της διαμάχης στις θεωρίες των δύο μαθητών του Πολέμωνα, του Ζήνωνα και του
Αρκεσίλαου. Μας λέγει ακόμη ότι ο Αντίοχος, σα διάβασε τι θεωρίες του Φίλωνα, αντέδρασε έντονα
και έγραψε ειδικά το βιβλίο Sosus για να τις αντικρούσει. Σ’ αυτό ακριβώς το έργο αναπτύσσει πως η
στωική φιλοσοφία δεν είναι πρωτότυπο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά ενυπάρχει στη θεωρία της
Παλαιάς Ακαδημίας και πως ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός προδίδει το πνεύμα της πλατωνικής
φιλοσοφίας» (Η έννοια της ενέργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σσ. 303-304). Ενδεχομένως ο
Αντίοχος να ασκεί έλεγχο στους Σκεπτικούς αναφορικά με την θεωρία τους για το εύλογον, το οποίο,
με αφορμή τα ένδοξα. Το πιο πιθανό πάντως είναι να έχει ως άξονα κριτικής τις περί επιστήμης
θέσεις του Πλάτωνα, ενός απαραμείωτου στην ακρίβειά του γνωσιολογικού τεκμηρίου.
219
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
συναντήσαμε ορισμένα σημεία στα περί των Ιδεών και Ενός – Αορίσου Δυάδας
περιπατητικού ομίλου έχουν αντληθεί από τον Πλάτωνα, αλλά δεν πρέπει να
διαλάθει της προσοχής τα όσα αναφέραμε για τις θέσεις του Εύδοξου περί ηδονής
την διήκουσα, και υπόγεια ή υπόρρητη ενδεχομένως, αρχή κοινών τόπων. Ήδη
αντικειμενικά εχέγγυα για την αναζήτηση των κοινών τόπων. Τηρεί την
που πρέπει να απασχολήσει μία γόνιμη κριτική ανάγνωση είναι το αν και σε ποιο
και επίσης το ποια είναι η συμβολή τού κάθε ρεύματος στην διαμόρφωσή του.
διδασκαλίες των τριών αυτών Σχολών δεν διέφεραν μεταξύ τους παρά μόνον στα
της, ως ένα ενιαίο θεωρητικό σύστημα, το οποίο εκάστοτε φέρει στο προσκήνιο μία
τις Σχολές υπό ένα εγγενές εξελικτικό πρίσμα, χωρίς να εντοπίζει κατά την
220
Χρήστος Αθ. Τερέζης
επιχειρεί μία κριτική ανασύνθεσή του, την οποία κυρίως εδράζει στο αν
αναφορά του είναι τέτοιας υφής, που έρχεται να αναδείξει σοβαρά κριτικά
ελλείματα στο εγχείρημα του Αντίοχου, τον οποίο κατά βάση παρουσιάζει ως έναν
που διέπει το κάθε θεωρητικό ρεύμα και το οποίο αναδεικνύει την ιδιαιτερότητά
του αλλά και εν ταυτώ την, ανεξάρτητα από την ένταση, αυτονοηματοδότησή του.
Ακαδημίας ή αν υπερβαίνει την όποια, φυσιολογική έως ένα σημείο, πρόθεση για
ιστορικές αυτοεπικυρώσεις και άρα με την διάνοιξη της προοπτικής για μία
λοιπόν, τον Πρόκλο και προβαίνοντας σε μία ιστορική περιοδολόγηση, ο Al. Kojère
50 Ο A.A. Long, εξετάζοντας την συμβολή του Αντίοχου στην εξέλιξη της ιστορίας των φιλοσοφικών
ιδεών, παρατηρεί: «Το πιο ενδιαφέρον σχετικά με τον Αντίοχο είναι οι πηγές των ιδεών του και ο
τρόπος με τον οποίο ερμήνευσε την ακαδημεική παράδοση. Συμπεριέλαβε στους Ακαδημεικούς όχι
μόνο τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη, τον Πολέμωνα και τον Κράντορα, αλλά και τους πρώτους
Περιπατητικούς, πάνω από όλους τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι πως
υποστήριζε ότι οι Στωικοί διέφεραν από τους Περιπατητικούς όχι στη θεωρία αλλά στην ορολογία,
και ότι ο Στωικισμός, όπως τον θεμελίωσε ο Ζήνων, ήταν μάλλον «διόρθωση» της Αρχαίας
Ακαδημίας παρά νέο σύστημα» (Η Ελληνιστική φιλοσοφία, σσ. 350-351). Με βάση τις ανωτέρω
απέχοντα από τον ριζοσπαστισμό της κριτικής φιλοσοφίας που εισήγαγαν οι Σκεπτικοί. Ωστόσο,
επαναδιατάξουν τις αρθρώσεις του παρελθόντοσμε την δέουσα ρυθμικότητα. Οι Σκεπτικοί είχαν
εισαγάγει και έναν αποσυντονισμό, ο οποίος δεν ήτο δυνατόν να αφομοιωθεί από τον οιοδήποτε ως
221
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
éclectique ‘’socratique’’. Mais cette même tradition nous apprend qu’ Antiochus niait l’
originalité de toutes les philosophies autre que celle de Platon, notamment des
stoïciennes, vu que toutes les notions utilisées semblent avoir été dogmatisées» (Essai d’
une histoire raisonnée de la philosophie païenne, σελ. 342). Ό,τι προσλαμβάνουμε από τις
πρώτες επισημάνσεις τού νεοπλατωνιστή και εγελιανό ερευνητή δεν είναι παρά η
απόλυτη μεροληψία του Αντιόχου απέναντι στην πρωτοτυπία του Πλάτωνα, και
μάλιστα με αποκλειστικούς όρους. Άρα, το εν λόγω σκεπτικό οδηγεί στο ότι δεν
υπήρχε λόγος να οδηγήσει την σκέψη του ιδρυτή της Ακαδημίας σε συνθέσεις,
παρά μόνον σε πλαισιώσεις τέτοιες που την ενισχύουν με τις διευκρινίσεις τους.
από το σημείο αυτό έως τον δογματισμό η απόσταση δεν ήταν ευρεία. Από την
άλλη πλευρά, περιχαράκωση του Πλάτωνα στο απυρόβλητό του και, από την
υπό το πρίσμα του πώς ερμηνεύονται, υπό ένα αντικειμενό ερευνητικό πρίσμα, στο
όχι προοδευτική. Είναι σαν ο ίδιος να ακινητοποιεί την ιστορία του στοχασμού, να
προσθηκών της και ουσιαστικά να την εμφανίζει αποκλειστικά και μόνον ως μία
επόμενο φυσιολογικό ερώτημα είναι ο τρόπος διά του οποίου ο ίδιος ο Αντίοχος
επισημάνσεων του Al. Kozère: «Mais, pour Antiochus lui-même, son Système n’ érait
qu’ une paraphrase de celui de Platon, la paraphrase prenant une allure aristotélicienne
222
Χρήστος Αθ. Τερέζης
paraphraser ou de développer des nitions platoniciennes, sans les déformer. Par contre,
Antiochus a dû avoir rejeté toutes les notions stoïciennes et aristotéliciennes qui, à ses
contra-diction par le fait qu’ Aristote et les Stoïciens ont mécompris Platon partout où
εκλαμβάνει τον εαυτό του ως τον μόνο στοχαστή στην ιστορία της φιλοσοφίας που
σίγχρονοί του, σε κάθε περίπτωση που δεν ευρίσκοντο σε συμφωνία με τον ιδρυτή
τον Σωκράτη. Κατά προέκταση, αναγνωρίζει στην συγγραφή του την αρμοδιότητα
της κριτικής φιλοσοφίας. Ακόμη και αν είναι νόμιμη μία τέτοια απόδοση, τελείται
αλλά και την ίδια διαδικασία που επέλεξε η νούσα συνείδησή τους. ο Αντίοχος
είναι εξαρχής πεπεισμένος για την ακρίβεια των εγχειρημάτων του και των
συγκριθεί, ο όποιος έθετε υπό τον κοσμοθεωρητικό άξονά του ό,τι είχε προηγηθεί,
κατά συνέπεια, έμεινε συνεπής στις γενικές αρχές με τις οποίες ερμήνευσε ως
ενδιαφέρον για την θεωρία περί των Ιδεών την πριν από την σύνταξη των
διαλόγων Παρμενίδης και Σοφιστής, δηλαδή την προ των διαλεκτικών προς
223
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
έσχατης περιόδου των μαθημάτων του Πλάτωνα και, όπως ήταν φυσιολογικό, και
την διδασκαλία των διαδόχων του περί της αντιθετικής ενότητας "εν-αόριστος
θεμελιώνουν τις αρχικές καταστάσεις του Εντεύθεν και του Εκείθεν και οι οποίες
ορίζουν τον ακριβή προσδιορισμό του πρώτου από τον δεύτερο. Θα εδέχετο δηλαδή
ως άνευ προϋποθέσεων την εξάρτηση του φυσικού από το υπερφυσικό. Μία τέτοια
θέση θα ήταν, ωστόσο, ακραία και θα αδικούσε τις επιδόσεις του. Πρέπει να
σημειωθεί μάλιστα ότι δεν παραμένει σε μία παθητική υιοθέτηση και τροποποιεί
την θεωρία των Ιδεών, ενισχύοντας τις γνωσιολογικές προεκτάσεις της ή ακόμη
και θεμελιώσεις της. Παρά ταύτα, έχοντας ίσως επηρεασθεί από τις κοινές έννοιες
των Στωϊκών αρνήθηκε οιαδήποτε ριζική διαφορά και σχάση ανάμεσα στην νόηση
και στις αισθήσεις – άρα και στα γνωστικά προϊόντα τους – και έτσι κατά λογική
γνωσιολογική αποστολή και την υπερβατικότητα που είχε αποδώσει στις Ιδέες ο
εντοπίσουμε μία συνέχεια που αρύεται τις αφορμές της από την επιστημονική
αίσθηση του Σπεύσιππου, δεν θα εκκινείτο στον αστερισμό του παράδοξου, καθότι
γνωστικά κέντρα και άρα τις διαδικασίες στις οποίες προβαίνουν. Την γνώση των
τον Πλάτωνα – αλλά επιλέγοντας έναν τρόπο μεθόδου που μείωνε την θεωρία της
αναμνήσεως, η οποία ωστόσο είχε ήδη υποστεί ρωγμές από τον ίδιο τον θεμελιωτή
της στους διαλόγους της ώριμης ηλικίας, αν δεν είχε παροπλισθεί σε μείζονα
βαθμό. Στο εν λόγω θέμα εμπλέκονται, ήδη από τον αρχηγέτη της Ακαδημίας,
224
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εδραία επιστημονική θεμελίωση και εμπειρική απόδειξή της. Η διάκριση που είχαν
εννοιών, απετέλεσε ισχυρή βάση για την συμβιβαστική προσέγγιση που επέλεξε ο
άποψη περί γνωστικής εντύπωσης, μίας σύνθετης κατά βάση κατάστασης της
συνείδησης, η οποία περιλαμβάνει την διάνοια όχι μόνον κατά την καθεαυτή
για την πλήρη εγκυρότητά της, αντικειμενικότητας. Το ότι αποδίδει μία ιδιαίτερη
προτεραιότητα στην διάνοια σαφώς και τον θέτει στον πλατωνικό άξονα, τον
51 Ο John Dillon, σχολιάζοντας το εν λόγω σημείο, παρατηρεί: «The point to be made is that Antiochus’
“ideas”, like the Stoic “common notions”, derive their eternity and immutability not from their existence in
a transcendent realm, but rather from the essential uniformity of the human intellect» (The Middle
Platonists, σελ. 94). Ιδιαίτερα ενδιαφέρον θα ήταν εδώ να ερευνηθεί το αν με τον Αντίοχο εισάγεται η
συζήτηση για την διαμάχη ρεαλισμού-ιδεαλισμού. Το πιο πιθανό –και προσιδιάζον κατεξοχήν στην
225
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
τις θέσεις του ως προς την εσωτερική λειτουργία του νοούντος υποκειμένου, δεν
διαμεσολαβήσεις με την θεωρία περί των Ιδεών, η οποία σε μείζονα βαθμό έχει
52 Η Τερ. Πεντζοπούλου αναφερόμενη στις γνωσιολογικές θέσεις του Αντίοχου και στην εκ μέρους
του κριτική έναντι του Αρκεσίλαου επισημαίνει: «Ο Αντίοχος πιστεύει ότι οι αισθήσεις μας είναι
αξιόπιστες και υγιείς και ότι όχι μόνο δε μας απατούν, αλλά, όταν εξασκηθούν, μας δίδουν άμεσα το
αντικείμενο. Και η νόηση όμως βοηθεί δίνοντάς μας τις έννοιες. Αν παραδεχθούμε πως δεν
υπάρχουν αληθινές και ψευδείς παραστάσεις – γιατί αυτό ισχυρίζεται ο Αρκεσίλαος – πώς μπορούμε
να διακρίνωμε τους "επιστήμονας" από εκείνους που δε γνωρίζουν τίποτε; Πώς μπορεί λόγου χάρη,
να παίξη ο μουσικός ή να συνθέση ο γεωμέτρης; Τα πράγματα που υποπίπτουν στην αντίληψή μας,
αποτελούν τη βάση της γνώσης μας και τη βάση των πραγμάτων που μένουν σταθερά μέσα μας·
αυτό ακριβώς συντελεί στο να αποκτήσωμε την τέχνη του βίου (ars vivendi). Βλέπομε λοιπόν ότι στο
βάθος ο Αντίοχος παρουσιάζεται υπερασπιστής του λόγου, της ratio» (Η έννοια της ενάργειας στους
Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ. 304). Μονίμως ο πλατωνισμός είναι ρητός και επηυξημένος. Ωστόσο,
κεντρικής σημασίας ερώτημα παραμένει ο ειδικός τρόπος με τον οποίο ο Αντίοχος παρακολουθεί
ορισμένες γνωσιολογικές θέσεις των Στωικών και τις αξιοποιεί, ως εκλεκτικός, στις οικείες του
θεωρητικές κατευθύνσεις. Ο A.A. Long σημειώνει σχετικώς: «Οι Στωικοί αναγνώριζαν τις "νοητικές"
καθώς και τις "αισθητηριακές" εντυπώσεις. Επίσης, στη στωική θεωρία συμπεριλαμβάνονται ως
κριτήριο της αλήθειας οι "γενικές έννοιες", που έχουν ως βάση την αισθητηριακή αντίληψη.
"γνώση" που είναι "ασφαλής και ακλόνητη". Και ακόμη, χρησιμοποίησαν για λογαριασμό τους τη
διάκριση του Πλάτωνα ανάμεσα στην γνώση και στην πίστη» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 356).
Ό,τι προκύπτει λοιπόν με την διαμεσολάβηση των Στωικών είναι ότι αναγνωρίζονται ενδιάμεσες
Ωστόσο, είναι αναγκαίες για την διαλεκτική αναβάθμιση της γνώσης κατά στάδια νοητικής
ωρίμανσης. Εξάλλου – αν αφαιρέσουμε την περίπτωση του ‘’εξαίφνησ’’, του συνδεόμενου με την
αμεσότητα της ενόρασης – η γνωστική πορεία διέρχεται μέσα από διαδοχές βαθμίδων, πληρωτικών
ως προς την κατάκτηση της επιστήμης, η οποία συνιστά την κορύφωση των νοητικών διεισδύσεων.
226
Χρήστος Αθ. Τερέζης
αντικείμενα στα οποία αναφέρεται η αντίληψη και τα οριοθετεί ο νους καθώς και
για την διαμόρφωση άλλων εννοιών που δεν προκύπτουν από τα άμεσα
συγκροτεί τόσο μία εμπειριοκρατική όσο και μία ενορατική γνώση, με την δεύτερη
να ορίζει επιπλέον και την σχέση της νόησης με τον εαυτό της και ανεξάρτητα όχι
μόνον από την περιπτωσιολογία των φαινομένων αλλά και από το όντως ον. Με
τέτοια επεξεργασία ωστόσο δεν μπορεί να καταστεί εφικτή παρά μόνον εάν γίνει
αποδεκτή η εμμενής παρουσία των Ιδεών στα αισθητά όντα, η οποία αποτελεί τον
παράδοση που διαμόρφωσε ωστόσο ο ίδιος και της οποίας τις προθεωρήσεις δεν
227
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
εποχή του Πλάτωνα, και ιδιαίτερα αναφορικά με την σχέση των κλάδων της
οντολογίας και της γνωσιολογίας. Οι Ιδέες μπορούν έτσι να έχουν την ιδιότητα
των "καθόλου" τόσο οντολογικά όσο και γνωσιολογικά, οπότε οι συνέπειες δεν θα
άποψης ότι οι Ιδέες είναι λόγοι-σκέψεις του Θεού ως δημιουργού και όχι
απασχολήσει έντονα τόσο τον Μέσο Πλατωνισμό όσο και τον Νεοπλατωνισμό,
ενώ επίσης τον συναντάμε και στην χριστιανική κοσμοθεωρία, κυρίως στην
διδασκαλία του Μαξίμου του Ομολογητού καθώς και της βυζαντινής σκέψης που
περί της a priori παρουσίας τους – αν όχι στην ανθρώπινη συνείδηση, τουλάχιστον
στην θεία - και όχι του a posteriori σχηματισμού τους. Εκφράζουν τον ίδιο τον
αδιάστατου του χαρακτήρα του, ουσία και νους ταυτίζονται. Ο Θεός λοιπόν δεν
αρχική παντοδυναμία του –, αλλά τους κατέχει εξαρχής στην εσωτερικότητά του
και τους ενεργοποιεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιφέρουν ένα κοσμολογικό προϊόν,
αντάξιο των ίδιων των πηγών του. Είναι ισχυρό πάντως το ενδεχόμενο να είχε
επηρεασθεί ο Αντίοχος από τους Στωϊκούς, οι οποίοι είχαν διατυπώσει την θεωρία
228
Χρήστος Αθ. Τερέζης
συγγένεια – κατά τον τρόπο της στωικής συμπάθειας –, ικανή να τους οδηγήσει σε
απόλυτος νους ο Θεός δεν θα αφίστατο της επιμελητείας του τρόπου με τον οποίο
αναχθεί, με ενορατικό μάλλον τρόπο ή διά τής εις άτοπον απαγωγής, στην
53 Προβαίνοντας σε μία ιστορική ανίχνευση του ζητήματος περί της οντολογικής υφής των
σπερματικών λόγων σε συνάφεια με τις γνωσιοθεωρητικές ανιχνεύσεις επί του περιεχομένου τους, ο
John Dillon, επισημαίνει τα ακόλουθα: «The logoi spermatikoi of the Logos thus inevitably become for
Antiochus the Ideas in their “transcendent” or “objective” aspect. Α suitable home has been found for
them; they may now be termed “the thoughts of God”. Unfortunately, Antiochus (as filtered down to us
through Cicero) never makes this identification in so many words, and so certain scholars have persisted
in regarding the origin of this concept as a mystery, but since it appears as non-controversial in the
writings of both Philo Judaeus and Seneca, as we shall see, and as it is the natural conclusion of Antiochus’
general theory of knowledge, the matter seems hardly to admit of much doubt. We cannot be sure, on the
other hand, that Antiochus was the first to regard the Ideas as thoughts of God; such a notion may well go
back to the Old Academy. Certainly the criticisms of Aristotle against the transcendent Ideas had to be
recognized, and Polemon, in ethics at least, as we have seen, was an admirer of Aristotle» (The Middle
Platonists, σελ. 95). Στον Αντίοχο κατά κάποιο τρόπο εντοπίζουμε ό,τι θα οριζόταν ως συνάντηση του
στωικισμού με τον πλατωνισμό ή την διεύρυνση του πλατωνισμού με βάση τα στωικά κριτήρια,
διατηρώντας βεβαίως ως απαραμείωτη ρήτρα την υπερβατικότητα των Ιδεών και ανοίγοντας ευρείες
λεωφόρους για να αξιοποιήσει τα περί φυσικών λόγων της πρώτης περιόδου της Ακαδημίας. Ο A.A.
Long καταγράφει ως ακολούθως τις εκτιμήσεις του: «Ο ίδιος ο Αντίοχος, όταν υπαρασπίζεται τη
"γνωστική εντύπωση", μιλά για τη "διάνοια καθεαυτή ως πηγή αντιληπτικών αισθημάτων" και
φαίνεται ότι θεωρούσε την απόκτηση έγκυρων γενικών εννοιών αναγκαίο όρο για ακριβή αντίληψη.
Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό μπορεί να ονομαστεί εντελώς ορθόδοξος Στωικισμός. Αν ο Αντίοχος
περιγράφει αυτό που οι Στωικοί ονομάζουν "γνώση", τότε η έμφαση που δίνει στις γενικές έννοιες
229
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
με τον μονισμό.
Παρά ταύτα, τίθεται ένα νέο ζήτημα: είναι επαρκής η γνωστική εντύπωση
για να τροφοδοτήσει μία ενορατική και αναγωγικών τάσεων διαδικασία; Ποιοί όροι
γνώσης και η κατάφαση περί του αντικειμενικού χαρακτήρα της. Και βεβαίως μία
τέτοια διευκρίνιση δεν μπορεί να μην εξασφαλισθεί παρά μόνον μέσα από την
βάσανο της διανοίας, οπότε θα λέγαμε ότι εμμέσως επιχειρεί να δώσει μία
είναι ορθόδοξη. Ωστόσο, όπως εγώ την καταλαβαίνω, η "γνωστική εντύπωση" στο Στωικισμό δεν
απαιτεί γενικές έννοιες ως έλεγχο της εγκυρότητάς της. Η λειτουργία τους είναι να ταξινομούν τα
αντικείμενα της αντίληψης και να παρέχουν υλικό για το σχηματισμό των μη εμπειρικών εννοιών.
Όπως και να έχει το πράγμα, η έμφαση που δίνει ο Αντίοχος στη διάνοια, όταν υπερασπίζεται τη
"γνωστική εντύπωση", είναι αξιοπρόσεκτη και αρκεί για να μας δείξει ότι επιχείρησε να συνδυάσει
αυτή τη στωική έννοια με αυτό που καταλάβαινε ως πλατωνική θεωρία των Ιδεών. Φυσικά οι Ιδέες
δεν είναι έννοιες, πολύ περισσότερο έννοιες που προέρχονται από την αισθητηριακή αντίληψη. Είναι
οι έσχατες πραγματικότητες που υπάρχουν ανεξάρτητα από τις σκέψεις μας» (Η Ελληνιστική
Φιλοσοφία, σσ. 356-357). Εν κατακλείδι λοιπόν: πλατωνική ορθοδοξία δεν σημαίνει παρά τελικός
δεν ανακαλούσαμε στην μνήμη τα περί επιστημονικής αίσθησης του Σπεύσιππου, χωρίς όμως επ’
ουδενί να καταφεύγουμε και στο κοσμολογικό σύστημά του. Εδώ αναδύεται, κατά την εκτίμησή μας,
μία ιδιότυπη περίπτωση. Ο Αντίοχος θα αξιοποιούσε την γνωσιολογική επιλογή του Σπεύσιππου,
προκειμένου να ενισχύσει έτι περαιτέρω την πλατωνική μεταφυσική, τόσο καθεαυτή όσο και
ενύπαρκτη.
54 Ο A.A. Long, καταφεύγοντας σ’ έναν συνδυασμό του ιστορικού με το συστηματικό στοιχείο,
επισημαίνει τα ακόλουθα: «Το πιο σκοτεινό θέμα είναι η θεωρία της γνώσης του Αντίοχου. Σύμφωνα
με τη μαρτυρία του 2ου βιβλίου του Academica, ο Αντίοχος δέχτηκε ανεπιφύλακτα τη στωική θεωρία
230
Χρήστος Αθ. Τερέζης
δέουσα ακρίβεια το πώς αντιμετώπιζε ο Αντίοχος την θέση του Αριστοτέλη περί
ενύπαρξης της μορφής στην ύλη και το πώς γνωσιολογικά μπορεί να "αλωθεί" η
της "γνωστικής εντύπωσης" και την υπερασπίστηκε με μερικά ενδιαφέροντα επιχειρήματα – πολλά
από τα οποία προέρχονται χωρίς αμφιβολία από στωικούς συγγραφείς – εναντίον της κριτικής των
ακαδημεικών Σκεπτικών. Προς το τέλος του βιβλίου, όπου ο Κικέρων μιλά εναντίον του Αντίοχου ως
Σκεπτικός, παρουσιάζει με αδρές γραμμές έναν αριθμό ελέγχων της αλήθειας που ανέπτυξαν
διάφοροι φιλόσοφοι και τελειώνει με τον Πλάτωνα: "Ο Πλάτων υποστήριζε ότι στο σύνολό του το
κριτήριο της αλήθειας και η ίδια η αλήθεια είναι ανεξάρτητα από γνώμες και από τις αισθήσεις, και
ανήκουν στη σκέψη και στο νου. Σίγουρα δεν δέχεται καμία από αυτές τις θεωρίες ο φίλος μας ο
Αντίοχος;" (142). Και αν ακόμη αυτό αποτελεί ρητορική αντίρρηση, δεν κλονίζει το γεγονός ότι η
υπεράσπιση της "γνωστικής εντύπωσης" από τον Αντίοχο τον δεσμεύει με τη θέση ότι η
αισθητηριακή αντίληψη μπορεί να διακριθεί ως αληθής ή εσφαλμένη και ότι οι "αληθείς εντυπώσεις"
είναι η βάση της γνώσης» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 355-356). Εδώ χρήζει ανάκλησης το ότι ήδη
από τον Σπεύσιππο η Ακαδημία είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να εντοπίσει τις επιστημονικές
δυνατότητες της αίσθησης, αρκεί βεβαίως να ετηρούντο ορισμένες προϋποθέσεις. Η συζήτηση επί
του θέματος φαίνεται ότι είχε εξελιχθεί σε προκεχωρημένο βαθμό, οπότε είναι αναγκαίο μονίμως
και η ανάγνωση της ιστορικής εξέλιξής του. Η Τερ. Πεντζοπούλου, αφού επισημαίνει ότι η ενάργεια
των στωικών δηλώνει την οντολογική ταύτιση του αντικειμένου με την ουσία του ενώ των σκεπτικών
την ταύτιση του αντικειμένου με την φαινομενική υπόστασή του, παρουσιάζει ως ακολούθως τις
θέσεις του Αντίοχου: «Οι σκεπτικοί, λέγει ο Αντίοχος, μας στερούν την ενάργεια με τη σημασία που
οι στωικοί δίνουν στην κατάληψη· μας σκεπάζουν τόσο πολύ με το σκοτάδι, ώστε δε μας αφήνουν την
παραμικρή λάμψη. Ο ανθρώπινος ωστόσο νους είναι απόλυτα προσαρμοσμένος για τη γνώση. Το να
δεχθούμε ότι τίποτα δεν είναι καταληπτό, μας στερεί από αυτά που αποτελούν για τον άνθρωπο τα
εργαλεία της ζωής· αυτή η ίδια η ζωή ανατρέπεται από τα θεμέλια» (Η έννοια της ενάργειας στους
Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ. 305). Η κριτική του Αντίοχου κινείται σε κάπως ακραία όρια, αλλά κατά
βάση διαβάζει σωστά τον Πλάτωνα, ο οποίος διατηρεί το απορείν ως ανανεούμενο έναυσμα για το
άλμα προς την καταστηματική γνώση και έτσι προσδίδει στο ανθρώπινο επιστημονικό ενδιαφέρον τα
231
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
αντίθεση με τον Πλάτωνα, που τόνιζε, σ’ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, τον
Σταγειρίτης τον Πλάτωνα του Τίμαιου και του Φιλήβου; Ο P. Merlan θεωρεί ότι την
ερμηνεία αυτή ο Αντίοχος ίσως την άντλησε – και φιλολογικώς όχι άδικα- από το
προσθέτει πλησίον της μορφής και το παράδειγμα: «Ἕνα μέν οὖν τρόπον αἴτιον
ἄργυρος τῆς φιάλης καί τά τούτων γένη, ἄλλον δέ τό εἶδος καί τό παράδειγμα» (ΙΙ,
αποδεχθεί το παράδειγμα ως πέμπτο αίτιο, πλησίον της ύλης, της μορφής, του
ποιητικού και του τελικού αιτίου, για να επιτύχουν την συμφιλίωση της
αριστοτελικής με την πλατωνική οντολογία και κατά την προβολή των όσων
Πρόκειται για μία έννοια που ούτως ή άλλως συνδέεται τόσο με το ποιητικό
διέσωζε και τις δύο μορφές μεταφυσικής, αρκεί βεβαίως σε κάθε περίπτωση να
επίσης του Merlan ("Greek Philosophy from Plato to Plotinus", Cambridge History of
Later Greek and Early Medieval Philosophy, 1967, σελ. 54). Επιπλέον, είναι αναγκαίο να
τονίσουμε ότι ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο Αντίοχος για
να τεκμηριώσει τον αντικειμενικό χαρακτήρα των Ιδεών ήταν και η θεωρία του
περί της αθανασίας της ψυχής, κατάσταση που συνέδεε και με την θεωρία περί
ανάμνησης κατά τον τρόπο περίπου με τον οποίο την είχε διαμορφώσει ο Πλάτων
στους διαλόγους του Μένων και Φαίδων. Άρα, ανθρωπολογικώς προσέδιδε στην
232
Χρήστος Αθ. Τερέζης
υποστηρίξει ο σχολάρχης την απόφανση: adequatio rei ad rem, υπό την έννοια ότι η
Dillon στις σελίδες 96-102 της μελέτης του The Middle Platonists έχει αναπτύξει
διεξοδικά τα ανωτέρω.
Την ηθική θεωρία του ο Αντίοχος στήριζε στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος
είναι μία συναμφότερη οντότητα, ότι συνίσταται τόσο από σώμα όσο και από
ψυχή. Επομένως, δεν έχει σημασία το ποιά από τα δύο είναι το πρωταρχικό,
αποβλέπει στην επιμέλεια και διαφύλαξη της ψυχής όσο και του σώματος. Μία
απέκλειε μίαν απόκκλιση και προς τον ευδαιμονισμό, οπότε ανοίγεται στον
ορίζοντα μία συγκριτική τάση που θα μπορούσε να οδηγήσει στο ότι η διδασκαλία
του Αντιόχου περιείχε στοιχεία του Επίκουρου, ο οποίος είχε επιμείνει στην
καταστηματική εκείνη ηδονή που συνοδεύεται από φρόνηση και εξασφαλίζει την
οντολογικών προδιαγραφών του και έτσι υποστήριζε ότι το κάθε άτομο έχει
των ηθικών αξιών υπό το πρίσμα της συλλογικής ή και της θεσμικής προέκτασής
αιτιολογήσεις του που είχαν εισηγηθεί ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Βεβαίως δεν
έχουν προ πολλού τεθεί στο περιθώριο κατά την δημοκρατική εκδοχή τους.
Μελετώντας πάντως προσεκτικά τις θέσεις του περί ηθικής όπως τις
παρά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, χωρίς βέβαια η εν λόγω προτίμησή του να
233
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
οδηγεί και σε δουλική υποταγή ή τυπική αναπαραγωγή. Ως προς τις διαφορές του
κατάκτηση μίας ευτυχισμένης ζωής αλλά όχι της ευτυχίας σε καθολικό βαθμό.
Μεταφέρει τις προϋποθέσεις σε μία περιοχή που δεν ανήκει στις προτεραιότητες
των Στωϊκών και που επιμένει ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο, τόσο ως κατάσταση
όσο και ως προς το πρόσωπο που την βιώνει. Ακολουθώντας σε κάποιο βαθμό τον
κατάσταση της υγείας, η οικονομική δύναμη και η κοινωνική αποδοχή ή και φήμη
– παρότι κατώτερα αξιολογικώς εφόδια από την αρετή – έχουν τις προϋποθέσεις
γίνεται πιο ρεαλιστικό και πιο ανθρώπινο υπό όρους καθημερινότητας – και
αυτές περί του στωικού σοφού.55 Βεβαίως, η τελική επιλογή του Αριστοτέλη
55 Ο A.A. Long, αναφερόμενος στην κριτική που άσκησε ο Αντίοχος στην θέση των Στωϊκών περί
προηγμένων πραγμάτων, δηλαδή περί των κατά φύσιν προτιμώμενων ή προτιμητέων από τα όσα
χαρακτηρίζουν ως αδιάφορα αναφορικά με τις ηθικές κρίσεις, παρατηρεί: «Η διάκριση ανάμεσα στο
αγαθόν και το προηγμένον επικρίθηκε για πολλούς λόγους από έναν εκλεκτικό ακαδημεικό
φιλόσοφο, τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη. Το αγαθό, υποστήριζε ο Αντίοχος, έπρεπε να εμπεριέχει την
ικανοποίηση των φυσικών παρορμήσεων από τις οποίες υποτίθεται ότι προέρχεται. Κατηγόρησε τους
Στωικούς ότι αντιμετώπιζαν τον άνθρωπο σαν να ήταν εξαϋλωμένο πνεύμα που δεν χρειαζόταν
τίποτε από το φυσικό περιβάλλον του. Γιατί, ρωτούσε ο Αντίοχος, πρέπει να εκλέγονται τα κατά
φύσιν, αν η κατοχή τους δεν είναι κάτι "αγαθό"; Ήταν απόλυτα προετοιμασμένος να παραχωρήσει
υπέρτερη αξία στην αρετή. Αλλά η αρετή δεν είναι το μόνο αγαθό, όσο και αν υπερέχει σε αξία από
καθετί άλλο. Υπάρχουν μερικά σωματικά αγαθά που επηρεάζουν, έστω και ελάχιστα, την
ανθρώπινη ευδαιμονία στο σύνολό της» (Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελ. 310). Η φιλοσοφία
234
Χρήστος Αθ. Τερέζης
δεδομένα. Και στην ίδια κατεύθυνση φαίνεται να εκινείτο και ο Αντίοχος. Σε κάθε
οι έννοιες του ωφέλιμου και του ευεργετικού και το ποιό εύρος αποδίδεται στο
περιεχόμενό τους. Στο έργο Academica (1,1α) του Κικέρωνα ο Ουάρρων φέρεται να
εφαλτήριο της ορθής συμπεριφοράς στην φύση, στην οποία θεωρούσαν ότι
ακολουθούμε τις εντολές της. Είναι σαφές ότι δεν αντιμετωπίζουν την φύση με μία
την αντιμετωπίζουν υπό το πρίσμα της ενύπαρξης στον χώρο της των
προς τους Στωϊκούς είναι ότι διεύρυνε τα αντικείμενα στα οποία απέδιδε θετικό
μετακινείται έτσι στην περιοχή του συμβατού με την εφικτή επίτευξη και προσφέρει μία πιο σαφή
παραμυθία στους ανθρώπους της τρέχουσας πλέον έντονης πάλης και αγωνίας. Γίνεται, ούτως
ειπείν, πιο λαϊκή και οδηγεί σε μία συμπόρευση τον στοχασμό με τις πρακτικές λειτουργίες του βίου,
ο οποίος ούτως ή άλλως διέπεται από ανάγκες και πιέσεις. Οι προτάσεις του Αντίοχου, μακράν τού
αναγνωρίζουν θετική λειτουργία στην σωματικότητα και προβάλλουν έτσι μία φυσιολογική
ανθρωπολογική ισορροπία. Βεβαίως τα ανωτέρω δεν συνάδουν με τις θεωρίες περί ανάμνησης και
περί αθανασίας της ψυχής, τουλάχιστον στις γενικές αρχές του. Ωστόσο,είναι κατανοητές να
εντοπίζονται σ’ένα ρεύμα εκλεκτικισμού, το οποίο καλείται να συνθέσει την προϊστορία επί των
ερευνών του με τις τρέχουσες ανάγκες, τόσο τις θεωρητικές όσο και τις πρακτικές.
235
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
Στις διαφωνίες του επίσης απέναντί τους έχουμε να αναφέρουμε την ακραία
κριτική του στις θέσεις τους ότι όλες οι άδικες πράξεις, ανεξάρτητα από κίνητρα
τις συμφωνίες ή διαφωνίες του με τους Στωϊκούς, κατέφυγε στις θεωρίες τους –
όπως και σε αυτές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη –, με σκοπό να ασκήσει
Προφανώς θα επροτίθετο να επαναφέρει την Σχολή στην κατά την εκτίμησή του
πλατωνική ορθοδοξία. Η θέση του ήταν ότι η ηθική έχει θεμέλια, ότι μπορεί να
ιστορικότητας. Ήταν η πιο σημαντική κατά την εποχή του φιλοσοφική Σχολή στον
56 Βλ. A. A. Long, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, σσ. 354-355, όπου διαβάζουμε: «Ό,τι και αν γνώριζε ο
Αντίοχος για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους άμεσους διαδόχους τους διάλεξε να
χρησιμοποιήσει μόνο τα σημεία εκείνα που του φαίνονταν σαφώς ανώτερα από τις στωϊκές απόψεις.
Το αίτημά του ότι το ύψιστο αγαθό πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τη σωματική ευεξία και τα
πράγματα που έχουν υλική αξία είναι η πιο σημαντική απόκλιση από το Στωϊκισμό, και θεωρούσε
την "αδιαφορία" των Στωικών προς αυτά αντίφαση προς τις ίδιες τις αρχές τους» ( σελ. 354 ) . Όθεν,
θα υποστηρίζαμε ότι η εκλεκτική στάση του είναι εν ταυτώ και κριτική, ενώ γενικότερα δείχνει ότι
λαμβάνει υπόψη του και τις καταστάσεις πλαισίου, προβάλλοντας έτσι τον ρεαλισμό ως ένα μέγιστο
κριτήριο των αποτιμήσεων. Στην οπτική ωστόσο ενός ιστορικού – με όρους κριτικών αναγνώσεων –
της φιλοσοφίας θα ετίθετο το εξής ερώτημα: σε ποιά θέματα επιμένει ο Αντίοχος και για ποιά άλλα
τηρεί σιωπή από την πλατωνική παρακαταθήκη; Στην πνευματική ατμόσφαιρα ενός εκλεκτικού
φιλόσοφου οι επιλογές – σκοπιμότητες κινούνται στον αστερισμό της κατανοησιμότητας και – γιατί
όχι; – της αιτιολόγησης. Η επί του θέματος συμβολή του Al. Kojère θεωρούμε ότι είναι απαράμιλλη,
236
Χρήστος Αθ. Τερέζης
τομέα των ηθικών προβληματισμών και άρα πιο επίκαιρη στην συνείδηση των
δυϊσμού, αφού προβάλλεται μία κατάφαση στο σώμα, στις λειτουργίες και στις
ανάγκες του.
απόπειράς του είναι ότι, παρόλον που διαφυλάσσει την ιδιαιτερότητα των
μέσα από την πληθώρα των Σχολών και μέσα από τις διαμάχες-συνθέσεις τους.
travers ses ouvrages exotériques, la thèse de l’ accord a pu être facilement inventée par
Plotin, σελ. 139). Μία γενικότερη πρόταση για ερευνητική ανάγνωση θα ήταν η
237
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
του ιστορικά επίκαιρου θεωρούμε ότι είναι απαραίτητος και για λόγους
κατεύθυνση αυτή.
238
Χρήστος Αθ. Τερέζης
Πρόκειται για τον φιλόσοφο εκείνον από τον οποίο απέρρευσε μία ακραία
κριτική στάση στο ρεύμα του εκλεκτικισμού, το οποίο από τον Αντίοχο τον
τους αναπόφευκτους λόγους που ήδη αναφέραμε, τον έχει "αλλοιώσει" με ποικίλες
θέσεων, με κριτήριο ότι δεν συνάδουν με αυτές του αρχηγέτη της Ακαδημίας αλλά
θέτει ως ορθές. Παρά τον εν λόγω ‘’πατριωτισμό’’ του, στον στοχασμό του
εντοπίζονται επιβιώσεις της στωϊκής φιλοσοφίας, όσες πάντως κατά την εκτίμησή
του δεν αποκκλίνουν από την πλατωνική ορθοδοξία. Άρα, θα λέγαμε ότι εισάγει
φιλοσοφίας είναι η θεωρία περί της Ψυχής, την οποία προσεγγίζει διττώς,
λοιπόν, αναφέρει ότι η Ψυχή του κόσμου συνιστά διήκουσα αρχή στο φυσικό
ιδιότητες έναντι των επιμέρους φαινομένων. Από την άλλη, δέχεται ότι η
αθανασία της κάθε ανθρώπινης ψυχής συνιστά το εφαλτήριο για την συγκρότηση
του ηθικού αρεταϊκού πληρώματος, ενώ παράλληλα ότι στην θεωρία περί της
239
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
επικαθορισμούς της επιστημολογίας του Πλάτωνα.57 Τόσο λοιπόν για την Ηθική
όσο και για την Γνωσιολογία η Μεταφυσική προσφέρει τις έσχατες αρχετυπικές
τύπο ενός σωρείτη: Ο Σταγειρίτης θέτει εκποδών τον ασώματο χαρακτήρα της
ψυχής και κατά βάση έτσι αρνείται την ίδια την οντολογική υφή της (κριτήριο
δυνατότητα ηθικής στελέχωσης του ανθρώπου και βεβαίως από την προοπτική της
την Ψυχή του κόσμου, αποκλείει την ενότητά του και, κατά προέκταση, με το να
έμμεσα, ερωτοτροπεί με την εκδοχή περί της Ψυχής ως τελικής αιτίας του
για να φέρει στο προσκήνιο της συζήτησης τον πλατωνικό Τίμαιον. Επιπλέον, κατά
την εκτίμησή του, παρόλο που ο Αριστοτέλης είναι θιασώτης της αντίληψης περί
της αθανασίας του νου, με το να μην ανιχνεύει τις πηγές του, είναι αντίθετος από
την πλατωνική διδασκαλία και μάλιστα με το να διαχωρίζει την ύπαρξη του ίδιου
του νου από την ύπαρξη της ψυχής. Οδηγώντας μάλιστα στις ακραίες συνέπειές
57 Ο Ed. des Places διευκρινίζει σχετικώς: «Sur l’ âme et son immortalité, Atticus pretend bien rester fidèle
à la pensée de Platon, qu’ il accuse Aristote, ici comme ailleurs, de déformer. Sa tâche eût été plus facile s’ il
n’ avait en devant lui que le Phédon. Car le Timée, si important pour le platonisme moyen, pousse à l’
extrême la tripartition de la République (IV 439 b – 441 c) et ne permet pas de trouver chez Platon une
doctrine cohérente de l’ âme et de l’ immortalité» (Atticus Fragments, εκδ. “Les Belles Lettres”, Paris 1977,
σελ. 22). Αναμφιβόλως, σε μία προοπτική περί αθανασίας της ψυχής μόνον ο Φαίδων μπορεί να
εξασφαλίσει αυστηρά εχέγγυα. Άρα, στην εδώ ψυχολογική παράμετρο ο Αττικός έρχεται να
240
Χρήστος Αθ. Τερέζης
της την κριτική του, κατηγορεί την θεολογία του Αριστοτέλη ως έναν
καταλογίζει, χωρίς αμφιβολία, στις θεωρίες του έντονη ενδοκοσμικότητα και άρα
απόψεις που κατά την εκτίμησή του εμμένουν στον εμπειρισμό και δεν ανιχνεύουν
είναι προφανείς. Ενδεικτικά για την στάση του Αττικού απέναντι στις
Dillon: «Our view of Atticus’ philosophical position is somewhat distorted by the fact
that what we have preserved from him (by Eusebius, in Books 11 and 15 of his
profoundest possible difference between the doctrines of Plato and Aristotle, and going
through, in a most rhetorical manner, the various respects in which it may have been
done by most scholars, would be grossly misleading». (The Middle Platonists, σελ. 248).
αριστοτελική θεωρία περί του αιθέρα και την εκδοχή του ως πηγής της κυκλικής
που εδώ εμφανίζεται. Ως προς την θέση του αυτή, συμφωνεί με τον προκάτοχό του
Ταύρο καθώς και στο ζήτημα περί της θείας πρόνοιας. Ως πηγή λοιπόν της
κίνησης θεωρεί την ψυχή που ενυπάρχει στους αστέρες. Άρα, διακινεί ένα εμμενές
η οποία ακόμη ιστορικά δεν είχε αποκτήσει τάσεις διαμόρφωσης. Και εδώ η κριτική
του απευθύνεται εκ νέου στον Αριστοτέλη και στους φιλοσόφους που τον
241
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ακολουθούν με τέτοια έμφαση, ώστε να αποδίδουν στον Πλάτωνα την θεωρία περί
και περί των μεταφυσικών θεμελιώσεών της διδασκαλιών του αρχηγέτη της
αιωνιότητα – και αυτοαιτιότητα – της ύλης και στην αϊδιότητα του φυσικού κόσμου
ως πεποιωμένου σώματος, η οποία θα αρχίζει από ένα χρονικό σημείο και ύστερα,
χωρίς όμως να γίνεται συζήτηση για την έννοια του ίδιου του χρόνου. Ο Πρόκλος
διαμόρφωση αισθητό σύμπαν είχε μία ορισμένη αρχή μέσα στην κοσμική
διαδικασία και πως, πριν αποκτήσει τις ιδρυτικές προϋποθέσεις του, υπήρχε η
ακόσμητη ύλη, κινούμενη χωρίς μέτρο και κατευθυνόμενη από μία ψυχή που ήταν
πηγή κάθε ασταθούς και κακής κατάστασης. Παρατηρεί μάλιστα ότι έναντι της
παρακολουθώντας το όλο ζήτημα όχι με βάση το προϊόν που παράγεται αλλά τον
ίδιο τον Δημιουργό, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω θεία οντότητα διαμορφώνει τις
παραγωγικές και τις διακοσμητικές λειτουργίες της αιωνίως (Εις τον Πλάτωνος
Τίμαιον, Ι, 382-383). Πρόκειται για ένα ζήτημα που ο Πρόκλος ακολούθως εξετάζει
αντίθετος με την ερμηνευτική κατά βάση άποψη του Αριστοτέλη ότι ο κόσμος θα
58 Πρβλ. E.J. Festugière, La Révélation d’ Hermes Trismégistos, τόμ. IV, Paris 1954, σσ. 26-53.
242
Χρήστος Αθ. Τερέζης
εμμέσως οδηγεί στο ότι θα αποδέχεται, υπό τους πλατωνικούς όρους βέβαια, την
γνώση τού όντως όντος. Όλα τα ανωτέρω τα συναντάμε στις περιγραφές του
έργου του Ευσέβιου Ευαγγελική Προπαρασκευή (ΧΙ 1-2, XV 4-9 και 11-13).
Πιο ειδικά, τα ζητήματα για τις κοσμολογικές απόψεις του Αττικού που
πλατωνικό Τίμαιον – για προφανείς λόγους, σημειωτέον, που έχουν σχέση με την
αποθέωση του μεταφυσικού παράγοντα και όχι τυχαία ή έστω για λόγους
ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος σημειώνει ότι κατά τον Αττικό η ύλη στην οποία
πνεύματος. Εδώ ακριβώς θα σημειώναμε ότι ο Αττικός δέχεται τον τύπο ενός
αποτέλεσμα: από την μία, να διευθύνει κανονιστικά και ρυθμιστικά την χαώδη
ύλη με βάση τις αρχέτυπες "ιδέες" και, από την άλλη, να μεταρρυθμίσει την κακή
ψυχή με εργαλείο την παρέμβαση του νου και να την καταστήσει λογική. Με βάση
τις εν λόγω ad extra προβολές του δημιουργού, ο Αττικός τον ταυτίζει με το αγαθόν
59 Ο Éd. des Places παρατηρεί σχετικώς: «Si toute la tradition platonicienne fait de la matière la cause du
mal et si la plupart des modernes attribuent cette doctrine à Platon lui-même et spécialement au Timée, ils
n’ admettent pas pour autant qu’ une âme puisse être à l’ origine du mal; celui-ci ne peut venir que du
chaos de la matière» (Atticus Fragments, σελ. 21). Προφανώς υπό την έννοια ότι η τέτοιου είδους ύλη δεν
243
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
και μάλιστα τον διαφοροποιεί ως ανώτερον από τις νοητές οντότητες. Άρα, αρχίζει
και εισάγεται, πιο παρατεταμένα πλέον, η ιεραρχία στο ίδιο το πλαίσιο του
μεταφυσικού κόσμου, ειδική σχέση που θα την αναλύσει διεξοδικά ο Πρόκλος και
φιλόσοφος έτι περαιτέρω τις περί ψυχής θέσεις που παρουσιάζονται στον
θεωρίας περί διαμέσων. Ανάμεσα στην Ψυχή του κόσμου και στις επιμέρους ψυχές
αφετηριακό μανιχαϊσμό αλλά και εν ταυτώ την αναζήτηση όλων εκείνων των
αισιόδοξου παραδείγματος για την κοσμολογία και ειδικότερα για τον άνθρωπο,
το οποίο κατά βάση ανήκει στις κυρίαρχες προθέσεις του Τιμαίου. Ωστόσο, οι
συζητήσεις στην εποχή του Αττικού δεν είχαν φθάσει στο σημείο εκείνο ώστε να
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι στις θέσεις του Αττικού δεν συναντώνται
ούτε η άγραφη διδασκαλία περί "ενός και αορίστου δυάδος" ούτε η αριθμολογία
που βαθμίαία είχε αναπτύξει η Ακαδημία. Ωστόσο, στις συμβολές του θα λέγαμε
ότι ανήκει η κεφαλαιώδης συμμετοχή του στην συζήτηση – περί της οποίας δεν
ή όχι νοήσεις του δημιουργού Θεού, στην προοπτική μίας ενοποίησης του
παρατηρήσεις ο A.N.M.Rich στο άρθρο του "The Platonic Ideas as the Thoughts of
God", Mnemesony 7(1954), σσ. 123-133. Σύμφωνα λοιπόν με την ανωτέρω μελέτη:
κατά την αφήγηση του Πρόκλου ο Αττικός θεωρούσε τις Ιδέες ως "νοήσεις του
οπότε περιόριζε καίρια τις μεταφυσικές ιεραρχήσεις. Επισημαίνεται όμως ότι κατά
244
Χρήστος Αθ. Τερέζης
τον Ευσέβιο οδηγήθηκε στις ανωτέρω προτάσεις μέσα από μία διαδικασία της
δικής του επιλογής και έτσι δεν πρέπει να τον προσεγγίζουμε με βάση τις
έμφαση και είναι ιδιαιτέρως πιθανό, όπως προτείνουν ο Schmekel και ο Bréhier, η
διασώζει στωϊκά στοιχεία στις θεωρίες του, και μάλιστα με τρόπο συνθετικής
υιοθέτησης. Επιπλέον, κατά την εκτίμηση του Zeller, πρέπει να ληφθεί υπόψη και
ρεύματος υιοθετούσαν την εξίσωση Ιδεών και Αριθμών και ταύτισης της Μονάδος
με τον θεϊκό Νου, θέσεις που είχε υποστηρίξει αφετηριακά ο Ξενοκράτης και
κοσμικός λόγος", έκφραση που αποδεικνύει ότι η θεωρία των Στωϊκών περί Λόγου
είχε επηρεάσει στη διαδικασία μετατροπής της θεωρίας περί των Ιδεών και την
ανάγκες. Κατά τον Αττικό, στο ανθρώπινο επίπεδο οι Ιδέες είναι καθολικές
έννοιες, ενώ στην μεταφυσική σφαίρα είναι νοήσεις του Θεού, οπότε η
δεύτερη εκδοχή ήταν προέκταση της πρώτης, όταν αναφέρει ότι όσοι δέχονται τις
245
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
ανωτέρω απόψεις δεν πρέπει να συγχέουν «τούς τῆς ψυχῆς λόγους καί τόν ἔνυλον
όχι μόνον για διάκριση αλλά και για συνάφεια της οντολογικής από την
παρατεταμένη επιμονή προς τον ρεαλισμό εκείνον τον ρέποντα προς τις νοητικές
πλατωνικής έμπνευσης θεωρία για τις ψυχές ως προϋπάρχοντες λόγους στην θεία
individual capable of efficient action, has the formal principle any part to play in
causation. In then, the Ideal theory of Plato is to survice this objection on Aristotle’s
part, it is obvious that it must be modified in such a way that the Ideas can be regarded
as αίτια in the full sense of the word. What, therefore, more simple than to transform
the Ideas into immanent είδη by interpreting them on the human level as λόγοι in the
soul, and on the divine, as concepts in the mind of God? The evidence we have at our
disposal most certainly suggests that this was, in fact, the procedure adopted in many
Αττικού, οι αρχέτυπες Ιδέες καταρχάς είναι κεχωρισμένες από την ύλη ως νοήσεις
του Θεού και άρα ευρίσκονται πριν από τα αισθητά πράγματα. Ακολούθως,
246
Χρήστος Αθ. Τερέζης
ύλη και άρα ευρίσκονται μέσα στα πράγματα. Στο τρίτο επίπεδο εντοπίζονται από
την ανθρώπινη νόηση και μέσα από τις αναγκαίες επεξεργασίες καθίστανται
θεωρητικό περιεχόμενό της. Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι και εδώ τείνουν πλέον
επισήμανση του John Dillon, στην οποία γίνεται αναφορά στη γενικότερη
προβληματική περί των Ιδεών και υπό το πρίσμα της σχέσης του Δημιουργού με το
παράδοση: «As we learn from Porphyry’s criticism of him (Procl. In Tim. 1 305, 6ff.),
Atticus made the Demiurge his supreme God, identifying him with The Good, and
calling him also Intellect (nous). What then, asks Proclus, does he do with the
had had Atticus’ own work in front of him, instead of relying on Porphyry, he could
presumably have answered this question himself. In fact the answer comes later,
through Porphyry (In Tim. 1 143, 14ff.), and it is that the Demiurge is superior to the
Paradigm. Atticus there argues that if the Paradigm (or Intelligible Living Being)
embraces all things, then it must embrace the Demiurge as well, in which case he is
inferior to it. Or it does not, in which case it is incomplete. His solution seems to be that
the Demiurge must be superior to the Paradigm, and must thus be outside and above
the totality of things. Atticus’ supreme god is thus on a plane above the realm of the
Ideas» (The Middle Platonists, σελ.254). Οι εξειδικεύσεις για τις οποίες γίνεται λόγος,
247
Ιστορία της Πλατωνικής Ακαδημίας
εκείνο που διέπεται από εσωτερικευμένη και αναγωγική πίστη. Ο εν λόγω μέσος
πλατωνικός φιλόσοφος αναζητούσε την διαδρομή της ψυχής του στο θείον, ως την
qui s’ accroche à la lettre de Platon; mais, d’ autre part, je trouve chez lui un sentiment
platonicienne, Albinus le rationaliste pour Vous avez, chez Atticus même, le mot pistis,
qui apparaît, par exemple, au fragment cité par Eusèbe, P. E. XV. 5, 13 ( fr. 3, 1. 92 ).
Aussi je me demande si, dans la ligne platonicienne même, il n’ y a pas à tenir compte
διαιρούσε την φιλοσοφία σε τρεις κλάδους. Τον πρώτο χαρακτήριζε ως ηθικόν και
ερευνητικά αντικείμενά του τοποθετούσε τόσο την γνώση των θείων ως ανώτατων
όντων και ως αιτίων όσο και των προϊόντων που απέρρεαν από την δημιουργική
προβολή τους, δηλαδή την ενασχόληση με την υπερβατική και την εμμενή
έχει την αποστολή να εντοπίζει τους δύο προηγούμενους και τις μεταξύ τους
εγχείρημα που δεν είχε αναλάβει κανένας στοχαστής έως την εποχή του, αφού οι
248