Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 6

Καρλ Μαρξ, Παρισινά χειρόγραφα (1844)

στο Κ. Μαρξ, Κείµενα από τη δεκαετία του 1840. Μια ανθολογία,


επιλ.-µτφρ.-επιµ. Θ. Γκιούρας, ΚΨΜ, Αθήνα 2014, σ. 249-258

Ξεκινήσαµε από τις προϋποθέσεις της οικονοµικής επιστήµης. Αποδεχθήκαµε τη γλώσσα της και
τους νόµους της. Προϋποθέσαµε την ατοµική ιδιοκτησία, το χωρισµό της εργασίας, του κεφαλαίου
και της γης, επίσης το χωρισµό του εργατικού µισθού, του κέρδους του κεφαλαίου και της
γαιοπροσόδου, όπως και τον καταµερισµό της εργασίας, τον ανταγωνισµό, την έννοια της
ανταλλακτική αξίας κ.λπ. Από την ίδια την οικονοµική επιστήµη δείξαµε µε τις ίδιες τις λέξεις της
ότι ο εργάτης υποβιβάζεται σε εµπόρευµα και µάλιστα στο αθλιότερο εµπόρευµα, ότι η αθλιότητα
του εργάτη βρίσκεται σε αντιστρίφως ανάλογη σχέση προς τη δύναµη και το µέγεθος της παραγωγής
του, ότι το αναγκαίο αποτέλεσµα του ανταγωνισµού είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου σε λίγα
χέρια, δηλαδή είναι η φοβερότερη αποκατάσταση του µονοπωλίου, ότι τελικά εξαφανίζεται η
διαφορά του κεφαλαιοκράτη και του γαιοπροσοδευµατούχου, όπως και εκείνη του αγρεργάτη και
του βιοτεχνικού εργάτη, και ότι η συνολική κοινωνία πρέπει να διαλυθεί στις δύο τάξεις, των
ιδιοκτητών (αφενός) και των ακτηµόνων εργατών (αφετέρου).
Η οικονοµική επιστήµη λαµβάνει ως αφετηρία το γεγονός της ατοµικής ιδιοκτησίας. Δεν µας
το εξηγεί. Συλλαµβάνει την υλική διαδικασία της ατοµικής ιδιοκτησίας, την οποία η ιδιοκτησία
επιτελεί σητν πραγµατικότητα, µέσα από γενικούς, αφηρηµένους τύπους, οι οποίοι ακολούθως
ισχύουν γι’ αυτήν ως νόµοι. Δεν εννοεί αυτούς του νόµους, δηλαδή δεν δείχνει πώς προκύπτουν από
την ουσία της ατοµικής ιδιοκτησίας. [...]
[...]
Πρέπει λοιπόν τώρα να εννοήσουµε την ουσιώδη συνάφεια µεταξύ της ατοµικής ιδιοκτησίας,
της πλεονεξίας, του χωρισµού της εργασίας, του κεφαλαίου και της γαιοκτησίας, της ανταλλαγής και
του ανταγωνισµού, της αξίας και της απαξίωσης των ανθρώπων, του µονοπωλίου και του
ανταγωνισµού κ.λπ., όλης αυτής της αποξένωσης µε το χρηµατικό σύστηµα.
Δεν θα µεταθέσουµε τον εαυτό µας, όπως οι οικονοµολόγοι που επιδιώκουν µια εξήγηση, σε
µια απλώς φανταστική αρχική κατάσταση. Μια τέτοια αρχική κατάσταση δεν εξηγεί τίποτε.
Μετατοπίζει απλώς το ερώτηµα σε ένα γκρίζο, νεφελώδες παρελθόν. Προϋποθέτει µε τη µορφή του
γεγονότος, του συµβάντος, αυτό που πρέπει να συναγάγει, δηλαδή την αναγκαία σχέση µεταξύ δύο
πραγµάτων, φερ’ ειπείν µεταξύ του καταµερισµού της εργασίας και της ανταλλαγής. Έτσι εξηγεί η
θεολογία την προέλευση του Κακού, µε το προπατορικό αµάρτηµα, δηλαδή προϋποθέτει ως γεγονός,
µε τη µορφή της ιστορίας, αυτό που πρέπει να εξηγήσει.
Ξεκινούµε από ένα οικονοµολογικό, παροντικό δεδοµένο.
Ο εργάτης γίνεται φτωχότερος όσο περισσότερο πλούτο παράγει, όσο περισσότερο η
παραγωγή του αυξάνεται σε δύναµη και σε εύρος. Ο εργάτης γίνεται ένα τόσο πιο φθηνό εµπόρευµα,
όσα περισσότερα εµπορεύµατα δηµιουργεί. Με την αξιοποίηση του κόσµου των πραγµάτων
αυξάνεται ευθέως ανάλογα η απαξίωση του ανθρώπινου κόσµου. Η εργασία δεν παράγει απλώς
εµπορεύµατα· παράγει αυτή την ίδια και τον εργάτη ως ένα εµπόρευµα, και µάλιστα στην αναλογία
στην οποία παράγει εν γένει εµπορεύµατα.
Το δεδοµένο αυτό δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά το εξής: Το αντικείµενο το οποίο παράγει
η εργασία, το προϊόν της, της αντιπαρατίθεται ως ένα ξένο ον, ως µια δύναµη ανεξάρτητη από τον
παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι η εργασία η οποία παγιώνεται σε ένα αντικείµενο, έχει γίνει
εµπράγµατη, είναι η εξαντικειµενίκευση της εργασίας. Η πραγµατοποίση της εργασίας είναι η
εξαντικειµενίκευσή της. Αυτή η πραγµατοποίηση της εργασίας εµφανίζεται στην οικονοµολογική

1

κατάσταση ως αποπραγµάτωση του εργάτη, η εξαντικειµενίκευση ως απώλειά του και υποτέλειά του
στο αντικείµενο, η ιδιοποίηση ως αποξένωση, ως αλλοτρίωση.
Η πραγµατοποίηση της εργασίας εµφανίζεται τόσο πολύ ως αποπραγµάτωση, ώστε ο
εργάτης αποπραγµατώνεται µέχρι λιµοκτονίας. Η εξαντικειµενίκευση εµφανίζεται τόσο πολύ ως
απώλεια του αντικειµένου, ώστε ο εργάτης αποστερείται τα στοιχειωδέστερα αντικείµενα, όχι µόνο
του βίου αλλά ακόµη και τα εργασιακά αντικείµενα. Μάλιστα, η ίδια η εργασία γίνεται ένα
αντικείµενο το οποίο ο ίδιος µπορεί να το κυριεύσει µόνο µε τη µεγαλύτερη προσπάθεια και µε τις
πιο ακανόνιστες διακοπές. Η ιδιοποίηση του αντικειµένου εµφανίζεται τόσο πολύ ως αποξένωση,
ώστε, όσο περισσότερα αντικείµενα παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερα µπορεί να κατέχει και τόσο
περισσότερο καταλήγει υπό την κυριαρχία του προϊόντος του, του κεφαλαίου.
Στο προσδιορισµό ότι ο εργάτης φέρεται στο προϊόν της εργασίας του ως ένα ξένο
αντικείµενο βρίσκονται όλες αυτές οι συνέπειες. Διότι, σύµφωνα µε αυτή την προϋπόθεση, είναι
σαφές: Όσο περισσότερο ο εργάτης αναλώνεται στην εργασία, τόσο πιο ισχυρός γίνεται ο ξένος,
αντικειµενικός κόσµος τον οποίο δηµιουργεί απέναντί του, τόσο φτωχότερος γίνεται ο ίδιος, ο
εσωτερικός κόσµος του τόσο λιγότερο του ανήκει. Το ίδιο συµβαίνει και στη θρησκεία. Όσο
περισσότερα θέτει στο Θεό ο άνθρωπος, τόσο λιγότερα κρατά για τον εαυτό του. Ο εργάτης θέτει τη
ζωή του στο αντικείµενο· αλλά τώρα πλέον αυτή δεν του ανήκει, ανήκει στο αντικείµενο. Όσο
µεγαλύτερη λοιπόν αυτή η δραστηριότητα, τόσο περισσότερο ενδεής αντικειµένου είναι ο εργάτης.
Αυτό που είναι το προϊόν της εργασίας του δεν είναι αυτός. Όσο µεγαλύτερο λοιπόν αυτό το προϊόν,
τόσο λιγότερο είναι αυτός ο ίδιος. Η αλλοτρίωση του εργάτη στο προϊόν του σηµαίνει όχι µόνο ότι η
εργασία του γίνεται ένα αντικείµενο, µια εξωτερική ύπαρξη, αλλά ότι υπάρχει έξω από αυτόν,
ανεξάρτητη, ξένη προς αυτόν, και γίνεται µια αυτοτελής δύναµη απέναντί του, ότι ο βίος τον οποίο
έχει αποδώσει στο αντικείµενο του αντιπαρατίθεται µε εχθρικό και ξένο τρόπο.
Ας εξετάσουµε τώρα εγγύτερα την εξαντικειµενίκευση, την παραγωγή του εργάτη και εντός
της την αποξένωση, την απώλεια του αντικειµένου, του προϊόντος του.
Ο εργάτης δεν µπορεί να δηµιουργήσει τίποτε χωρίς τη φύση, χωρίς τον αισθητηριακό
εξωτερικό κόσµο. Αυτή είναι το υλικό στο οποίο πραγµατοποιείται η εργασία του, στο οποίο είναι
δραστήρια, από το οποίο και µέσω του οποίου παράγει.
Όπως όµως η φύση προσφέρει το µέσο διαβίωσης της εργασίας, µε την έννοια ότι η εργασία
δεν µπορεί να ζήσει χωρίς αντικείµενα στα οποία να ασκείται, έτσι προσφέρει, από την άλλη πλευρά
επίσης και τα µέσα διαβίωσης µε τη στενότερη έννοια, δηλαδή τα µέσα για τη σωµατική συντήρηση
του ίδιου του εργάτη.
Όσο περισσότερο λοιπόν ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσµο, την αισθητηριακή
φύση, µέσω της εργασίας του, τόσο περισσότερο στερεί από τον εαυτό του µέσα διαβίωσης µε διττό
τρόπο: πρώτον, λόγω του ότι ο αισθητηριακός εξωτερικός κόσµος παύει όλο και περισσότερο να
είναι ένα αντικείµενο ενεχόµενο στην εργασία του, ένα µέσο διαβίωσης της εργασίας του· δεύτερο,
λόγω του ότι παύει όλο και περισσότερο να είναι µέσο διαβίωσης µε την άµεση έννοια, µέσο για τη
σωµατική συντήρηση του εργάτη.
Σύµφωνα µε αυτή τη διττή πλευρά, γίνεται λοιπόν ο εργάτης ένας υποτελής του αντικειµένου
του, πρώτον, λόγω του ότι αποκτά ένα εργασιακό αντικείµενο, δηλαδή ότι αποκτά εργασία, και,
δεύτερον, λόγω του ότι αποκτά µέσα συντήρησης. Πρώτον, λοιπόν, λόγω του ότι µπορεί να υπάρχει
ως εργάτης και δεύτερον επειδή µπορεί να υπάρχει ως σωµατικό υποκείµενο. Το αποκορύφωµα
αυτής της υποτέλειας είναι ότι πλέον µπορεί να διατηρήσει εαυτόν ως εργάτη µόνο ως σωµατικό
υποκείµενο, και ότι είναι εργάτης µόνο ως σωµατικό υποκείµενο.
[...]

2

Η οικονοµική επιστήµη αποκρύπτει την αποξένωση στην ουσία της εργασίας µέσω του ότι δεν
εξετάζει την άµεση σχέση µεταξύ του εργάτη (της εργασίας) και της παραγωγής. Βεβαίως. Η εργασία
παράγει θαυµάσια έργα για τους πλούσιους, αλλά παράγει γύµνια για τον εργάτη. Παράγει παλάτια,
αλλά σπηλιές για τον εργάτη. Παράγει οµορφιά, αλλά παραµόρφωση για τον εργάτη. Αντικαθιστά
την εργασία µε µηχανές, αλλά ρίχνει ένα τµήµα των εργατών σε µια βάρβαρη εργασία και καθιστά
το άλλο τµήµα µηχανή. Παράγει πνεύµα, αλλά παράγει ανοησία και βλακεία για τον εργάτη.
Μέχρι τώρα εξετάσαµε την αλλοτρίωση, την αποξένωση του εργάτη µόνο από τη µία
πλευρά, δηλαδή τη σχέση του προς τα προϊόντα της εργασίας του. Ωστόσο η αποξένωση δεν φαίνεται
µόνο στο αποτέλεσµα αλλά στην ίδια την πράξη της παραγωγής, εντός της ίδιας της παραγωγικής
δραστηριότητας. Πώς θα µπορούσε ο εργάτης να αντιπαρατεθεί ως ξένος στο προϊόν της
δραστηριότητάς του εάν ο ίδιος δεν αποξενωνόταν στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής; Το
προϊόν είναι άλλωστε απλώς το αποτέλεσµα της δραστηριότητας, της παραγωγής. Όταν λοιπόν το
προϊόν της εργασίας είναι η αλλοτρίωση, τότε πρέπει η ίδια η παραγωγή να είναι ενεργός
αλλοτρίωση, η αλλοτρίωση της δραστηριότητας, η δραστηριότητα της αλλοτρίωσης. Στην
αποξένωση του αντικειµένου της εργασίας συνοψίζεται απλώς η αποξένωση, η αλλοτρίωση στην
ίδια τη δραστηριότητα της εργασίας.
Σε τι συνίσταται λοιπόν η αλλοτρίωση της εργασίας;
Πρώτον, στο ότι η εργασία είναι για τον εργάτη εξωτερική, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσία
του, στο ότι συνεπώς δεν εισπράττει κατάφαση στην εργασία του αλλά αρνείται τον εαυτό του, ότι
δεν νιώθει ευδιαθεσία αλλά δυστυχία, ότι δεν αναπτύσσει καµία ελεύθερη σωµατική και πνευµατική
ενέργεια, αλλά εξαντλεί το σώµα του και καταστρέφει το πνεύµα του. Συνεπώς ο εργάτης νιώθει
εαυτόν έξω από την εργασία και στην εργασία νιώθει εκτός εαυτού. Είναι σε οικεία κατάσταση όταν
δεν εργάζεται, και όταν εργάζεται είναι σε ανοίκεια κατάσταση. Συνεπώς η εργασία του δεν είναι
αυτόβουλη αλλά αναγκαστική, καταναγκαστική εργασία. Ως εκ τούτου [η εργασία] δεν είναι η
ικανοποίηση µιας ανάγκης, αλλά είναι απλώς ένα µέσο για να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτόν.
Η ξενότητά της διακρίνεται καθαρά στο ότι από τη στιγµή που δεν υπάρχει κανένας σωµατικός ή
λοιπός καταναγκασµός η εργασία αποφεύγεται σαν πανούκλα. Η εξωτερική εργασία, η εργασία στην
οποία ο άνθρωπος αλλοτριώνεται, είναι µια εργασία της αυτοθυσίας, της εξάντλησης. Τέλος, η
εξωτερικότητα της εργασίας εµφανίζεται για τον εργάτη στο ότι δεν είναι δική του αλλά είναι ενός
άλλου, στο ότι δεν του ανήκει, ότι εντός της αυτός δεν ανήκει στον εαυτό του αλλά σε κάποιον άλλο.
Όπως στη θρησκεία η αυτενέργεια της ανθρώπινης φαντασίας, του ανθρώπινου µυαλού και της
ανθρώπινης καρδιάς επιδρά στο άτοµο ανεξάρτητα από αυτό, δηλαδή ως µια ξένη, θεία ή διαβολική
δραστηριότητα, έτσι και η δραστηριότητα του εργάτη δεν είναι η αυτενέργειά του. Ανήκει σε έναν
άλλο, είναι η απώλεια του εαυτού του.
Καταλήγουµε λοιπόν στο ότι ο άνθρωπος (ο εργάτης) αισθάνεται πλέον αυτενεργός µόνο
στις ζωικές λειτουργίες του, στο φαγητό, στο ποτό και στη συνουσία, το πολύ πολύ στην κατοικία,
στη διακόσµηση κ.λπ., και στο ότι στις ανθρώπινες λειτουργίες του αισθάνεται πλέον σαν ζώο. Το
ζωώδες γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο ζωώδες.
Το φαγητό, το ποτό, η συνουσία κ.λπ. είναι βέβαια επίσης γνήσιες ανθρώπινες λειτουργίες.
Στην αφαίρεση όµως η οποία τις χωρίζει από τον υπόλοιπο κύκλο της ανθρώπινης δραστηριότητας
και τις καθιστά τελικούς και µοναδικούς αυτοσκοπούς είναι ζωώδεις.
Εξετάσαµε την πράξη της αποξένωσης της πρακτικής ανθρώπινης δραστηριότητας, την
εργασία, σύµφωνα µε δύο πλευρές. 1. Τη σχέση του εργάτη προς το προϊόν της εργασίας ως
αντικείµενο ξένο που έχει µια δύναµη πάνω σ’ αυτόν. Αυτή η σχέση είναι ταυτόχρονα η σχέση µε
τον αισθητηριακό εξωτερικό κόσµο, µε τα φυσικά αντικείµενα ως έναν ξένο κόσµο ο οποίος του

3

αντιπαρατίθεται εχθρικά. 2. Τη σχέση της εργασίας προς την πράξη της παραγωγής εντός της
εργασίας. Αυτή η σχέση είναι η σχέση του εργάτη προς την ίδια τη δραστηριότητά του ως µια ξένη,
µη ανήκουσα σε αυτόν, [είναι] η δραστηριότητα ως δεινό, η δύναµη ως αδυναµία, η γέννηση ως
ευνουχισµός. Η ιδία σωµατική και πνευµατική ενέργεια του εργάτη, ο προσωπικός βίος του –διότι τι
άλλο είναι ο βίος εκτός από δραστηριότητα;– ως µια δραστηριότητα στρεφόµενη ενάντια στον ίδιο,
ανεξάρτητη από αυτόν, µη ανήκουσα σ’ αυτόν. Η αυτοαποξένωση, όπως παραπάνω η αποξένωση
του πράγµατος.
[ΧΧΙV] Μένει τώρα να συναγάγουµε τον τρίτο προσδιορισµό της αποξενωµένης εργασίας
από τους µέχρι τώρα δύο.
Ο άνθρωπος είναι ένα ον γένους, όχι µόνο επειδή καθιστά πρακτικά και θεωρητικά
αντικείµενό του το γένος, τόσο το δικό του όσο και των υπόλοιπων πραγµάτων, αλλά –και αυτό είναι
απλώς µια άλλη έκφραση για το ίδιο πράγµα– επειδή φέρεται προς εαυτόν ως παροντικό, ζωντανό
γένος, επειδή φέρεται προς εαυτόν ως ένα ον καθολικό, και ως εκ τούτου ως ένα ελεύθερο ον.
[...]
Όταν η αποξενωµένη εργασία αποξενώνει τον άνθρωπο 1. Από τη φύση και 2. Από τον
εαυτό του, από την ίδια την ενεργό δραστηριότητά του, από τη βιοτική δραστηριότητά του, τότε
αποξενώνει τον άνθρωπο από το γένος· τού καθιστά τον βίο γένους µέσο του ατοµικού βίου.
Πρώτον, αποξενώνει το βίο γένους και τον ατοµικό βίο και, δεύτερον, καθιστά τον τελευταίο στην
αφαίρεσή του σκοπό του πρώτου, επίσης στην αφηρηµένη και αποξενωµένη µορφή του.
Διότι, πρώτον, η εργασία, η βιοτική δραστηριότητα, ο ίδιος ο παραγωγικός βίος εµφανίζεται
στον άνθρωπο απλώς ως ένα µέσο για την ικανοποίηση µιας ανάγκης, της ανάγκης συντήρησης της
σωµατικής ύπαρξης. Ο παραγωγικός βίος είναι όµως ο βίος γένους. Είναι ο βίος που γεννά το βίο.
Στον τρόπο της βιοτικής δραστηριότητας βρίσκεται ο συνολικός χαρακτήρας ενός species, ο
χαρακτήρας γένους του, και η ελεύθερη και συνειδητή δραστηριότητα είναι ο χαρακτήρας γένους
του ανθρώπου. Ο ίδιος ο βίος εµφανίζεται ως βιοτικό µέσο.
Το ζώο είναι άµεσα ένα και το αυτό µε τη βιοτική δραστηριότητά του. Δεν διακρίνεται από
αυτήν. Είναι αυτή. Ο άνθρωπος καθιστά την ίδια τη βιοτική δραστηριότητά του αντικείµενο της
βούλησης και της συνείδησής του. Έχει συνειδητή βιοτική δραστηριότητα. [...] Ακριβώς µόνο γι’
αυτό είναι ο άνθρωπος ένα ον γένους. Ή είναι απλώς συνειδητό ον, δηλαδή ο ίδιος του ο βίος είναι
γι’ αυτόν αντικείµενο, ακριβώς επειδή είναι ένα ον γένους. Μόνο γι’ αυτόν τον λόγο είναι η
δραστηριότητά του ελεύθερη δραστηριότητα. Η αποξενωµένη εργασία αντιστρέφει τη σχέση ως
προς το ότι ο άνθρωπος, ακριβώς επειδή είναι ένα συνειδητό ον, καθιστά τη βιοτική δραστηριότητά
του, την ουσία του, απλώς ένα µέσο για την ύπαρξή του.
Η πρακτική παραγωγή ενός αντικειµενικού κόσµου, η επεξεργασία της ανόργανης φύσης
είναι η επιβεβαίωση του ανθρώπου ως ενός συνειδητού όντος γένους, δηλαδή ενός όντος το οποίο
φέρεται προς το γένος ως την ουσία του ή φέρεται προς εαυτόν ως ον γένους. Βέβαια και το ζώο
παράγει. Χτίζει µια φωλιά, κατοικίες, όπως οι µέλισσες, οι κάστορες, τα µυρµήγκια, κ.λπ. Αλλά
παράγει µόνο αυτό που χρειάζεται άµεσα για το ίδιο ή για τα µικρά του· παράγει µονόπλευρα, ενώ ο
άνθρωπος παράγει καθολικά· το ζώο παράγει υπό την κυριαρχία της άµεσης σωµατικής ανάγκης,
ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος παράγει ελεύθερος από τη σωµατική ανάγκη και παράγει αληθινά µόνο όταν
είναι ελεύθερος από αυτήν· το ζώο παράγει µόνο εαυτό, ενώ ο άνθρωπος αναπαράγει τη συνολική
φύση· το προϊόν του ζώου ανήκει άµεσα στο υλικό σώµα του, ενώ ο άνθρωπος αντιπαρατίθεται
ελεύθερα στο προϊόν του. [...] ο άνθρωπος γνωρίζει να παράγει σύµφωνα µε το µέτρο κάθε species
και γνωρίζει να θέτει παντού το εγγενές µέτρο στο αντικείµενο· ο άνθρωπο µορφοποιεί επίσης
σύµφωνα µε τους νόµους της οµορφιάς.

4

Συνεπώς είναι ακριβώς στην επεξεργασία του αντικειµενικού κόσµου που επιβεβαιώνεται
πρώτα ο άνθρωπος πραγµατικά ως ένα ον γένους. Αυτή η παραγωγή είναι ο δικός του έµπρακτος
βίος γένους. Μέσα από αυτήν εµφανίζεται η φύση ως δικό του έργο και ως δική του
πραγµατικότητα. Το αντικείµενο της εργασίας είναι συνεπώς η εξαντικειµενίκευση του βίου γένους
του ανθρώπου: όταν αναδιπλασιάζει τον εαυτό του, όχι µόνο όπως στη συνείδηση, νοητικά, αλλά
έµπρακτα, πραγµατικά και συνεπώς όταν εποπτεύει τον εαυτό του σ’ έναν κόσµο που έχει ο ίδιος
δηµιουργήσει. Όταν λοιπόν η αποξενωµένη εργασία αποσπά από τον άνθρωπο το αντικείµενο της
παραγωγής του, του αποσπά το βίο γένους του, την πραγµατική αντικειµενικότητα του γένους του,
και µετατρέπει το πλεονέκτηµά του έναντι του ζώου στο µειονέκτηµα ότι του έχει αποσπαστεί το
ανόργανο σώµα του, η φύση.
Επίσης, όταν η αποξενωµένη εργασία υποβιβάζει σε µέσο την αυτενέργεια, την ελεύθερη
δραστηριότητα, καθιστά το βίο γένους του ανθρώπου µέσο της σωµατικής ύπαρξής του.
Η συνείδηση που έχει ο άνθρωπος για το γένος του µετατρέπεται λοιπόν µέσα από την
αποξένωση στο ότι ο βίος γένους γίνεται γι’ αυτόν ένα µέσο.
Η αποξενωµένη εργασία λοιπόν:
3. Μετατρέπει την ουσία γένους του ανθρώπου, τόσο τη φύση και την πνευµατική
ειδολογική του δυνατότητα, σε µια ουσία ξένη προς αυτόν, σε µέσο της ατοµικής ύπαρξής του.
Αποξενώνει τον άνθρωπο από το ίδιο το σώµα του, όπως και τη φύση από αυτόν, όπως την
πνευµατική ουσία του, την ανθρώπινη ουσία του.
4. Μια άµεση συνέπεια του ότι ο άνθρωπος αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του,
από τη βιοτική δραστηριότητά του, από την ουσία γένους είναι η αποξένωση του ανθρώπου από τον
άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος αντιπαρατίθεται στον εαυτό του, τότε βρίσκεται απέναντί του ο άλλος
άνθρωπος. Αυτό που ισχύει για τη σχέση του ανθρώπου προς την εργασία του, προς το προϊόν της
εργασίας του και προς τον ίδιο ισχύει και για τη σχέση του ανθρώπου προς τον άλλο άνθρωπο, όπως
και ως προς την εργασία και προς το αντικείµενο της εργασίας του άλλου ανθρώπου.
Εν γένει, η πρόταση ότι ο άνθρωπος είναι αποξενωµένος από την ουσία γένους του σηµαίνει
ότι ένας άνθρωπος είναι αποξενωµένος από τον άλλο άνθρωπο, όπως καθένας από αυτούς είναι
αποξενωµένος από την ανθρώπινη ουσία.
Η αποξένωση του ανθρώπου, εν γένει κάθε σχέση την οποία έχει ο άνθρωπος µε τον εαυτό
του, πραγµατοποιείται και εκφράζεται µόνο στη σχέση που έχει ο άνθρωπος µε τον άλλο άνθρωπο.
Στη σχέση λοιπόν της αποξενωµένης εργασίας κάθε άνθρωπος αντιµετωπίζει τον άλλο άνθρωπο
σύµφωνα µε το µέτρο και τη σχέση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος ως εργάτης.
[ΧΧV] Ξεκινήσαµε από ένα οικονοµολογικό δεδοµένο, την αποξένωση του εργάτη και της
παραγωγής του. Διατυπώσαµε την έννοια αυτού του δεδοµένου: την αποξενωµένη, την αλλοτριωµένη
εργασία. Αναλύσαµε αυτή την έννοια, δηλαδή αναλύσαµε απλώς ένα οικονοµολογικό δεδοµένο.
Ας δούµε τώρα περαιτέρω πώς πρέπει να εκδηλωθεί και να παρασταθεί στην
πραγµατικότητα η έννοια της αποξενωµένης, της αλλοτριωµένης εργασίας.
Όταν το προϊόν της εργασίας είναι ξένο για εµένα, όταν µου αντιπαρατίθεται ως ξένη
δύναµη, τότε σε ποιον ανήκει;
Όταν η δική µου δραστηριότητα δεν µου ανήκει, όταν είναι µια ξένη, εξαναγκαστική
δραστηριότητα, τότε σε ποιον ανήκει;
Σε ένα άλλο ον από εµένα.
Ποιο είναι αυτό το ον;
Οι θεοί; Βεβαίως, στις πρωταρχικές εποχές η κύρια παραγωγή, όπως φέρ’ ειπείν, η ανέγερση
ναών κ.λπ. στην Αίγυπτο, στην Ινδία, στο Μεξικό, εµφανίζεται να είναι στην υπηρεσία των θεών,

5

όπως και το προϊόν να ανήκει στους θεούς. Οι θεοί όµως από µόνοι τους δεν ήταν ποτέ
εργατοδεσπότες. Το ίδιο ισχύει και για τη φύση. Και τι αντίφαση θα ήταν άλλωστε εάν, όσο
περισσότερο ο άνθρωπος υποτάσσει τη φύση µε την εργασία του, όσο περισσότερο τα θαύµατα των
θεών γίνονται περιττά µέσα από τα θαύµατα της βιοµηχανίας, ο άνθρωπος να έπρεπε, χάριν αυτών
των δυνάµεων, να παραιτηθεί από τη χαρά στην παραγωγή και στην απόλαυση των προϊόντων.
Το ξένο ον στο οποίο ανήκει η εργασία και το προϊόν της εργασίας, στην υπηρεσία του
οποίου βρίσκεται η εργασία και για την απόλαυση του οποίου διατίθεται το προϊόν τς εργασίας,
µπορεί να είναι µόνο ο ίδιος ο άνθρωπος.
Όταν το προϊόν της εργασίας δεν ανήκει στον εργάτη, όταν αυτό είναι απέναντί του µια ξένη
δύναµη, τότε αυτό είναι δυνατό µόνο επειδή ανήκει σε έναν άλλο άνθρωπο εκτός από τον εργάτη.
Όταν η δραστηριότητά του είναι γι’ αυτόν βάσανο, τότε θα πρέπει να είναι για έναν άλλο απόλαυση
και βιοτική χαρά ενός άλλου. Όχι οι θεοί ούτε η φύση, άλλα µόνο ο ίδιος ο άνθρωπος µπορεί να είναι
αυτή η ξένη δύναµη πάνω στον άνθρωπο.
[...]
[...] Στον πρακτικό, πραγµατικό κόσµο η αυτοαποξένωση µπορεί να εµφανιστεί µόνο µέσα
από την πρακτική πραγµατική σχέση µε άλλους ανθρώπους. [...]
Μέχρι τώρα εξετάσαµε τη σχέση µόνο από την πλευρά του εργάτη· αργότερα θα την
εξετάσουµε από την πλευρά του µη εργάτη.
Μέσα λοιπόν από την αποξενωµένη, την αλλοτριωµένη εργασία ο εργάτης γεννά προς αυτή
την εργασία τη σχέση ενός ανθρώπου ξένου προς την εργασία και εξωτερικού προς αυτήν. Η σχέση
του εργάτη προς την εργασία γεννά τη σχέση του κεφαλαιοκράτη προς την ίδια, ή όπως αλλιώς θέλει
κανείς να κατονοµάσει τον εργατοδεσπότη. Η ατοµική ιδιοκτησία είναι λοιπόν το προϊόν, το
αποτέλεσµα, η αναγκαία συνέπεια της αλλοτριωµένης εργασίας, της εξωτερικής σχέσης του εργάτη
προς τη φύση και προς τον εαυτό του.
Η ατοµική ιδιοκτησία προκύπτει λοιπόν αναλύοντας την έννοια της αλλοτριωµένης εργασίας,
δηλαδή του αλλοτριωµένου ανθρώπου, της αποξενωµένης εργασίας, του αποξενωµένου βίου, του
αποξενωµένου ανθρώπου.
Βεβαίως, λάβαµε την έννοια της αλλοτριωµένης εργασίας (του αλλοτριωµένου βίου) από την
οικονοµική επιστήµη ως ένα αποτέλεσµα της κίνησης της ατοµικής ιδιοκτησίας. Αναδεικνύεται όµς
από την ανάλυση αυτής της έννοιας ότι, ενώ η ατοµική ιδιοκτησία εµφανίζεται ως βάση, ως αιτία της
αλλοτριωµένης εργασίας, είναι πολύ περισσότερο συνέπειά της, όπως και οι θεοί αρχικά δεν είναι η
αιτία αλλά το αποτέλεσµα της ανθρώπινης νοητικής σύγχυσης. Αργότερα αυτή η σχέση
µετατρέπεται σε σχέση αλληλεπίδρασης.

You might also like