Είναι καλό που πουλήθηκε η Taxibeat

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 7

Είναι καλό που πουλήθηκε η Taxibeat;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 19.02.2017 : 19:59

Ανακοινώθηκε προχθές επίσημα ότι η εταιρεία Taxibeat, που ιδρύθηκε το 2011 και
έχει τη βάση της στην Αθήνα, εξαγοράστηκε από τη mytaxi που ανήκει στον όμιλο
της Daimler, της μεγάλης γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Για όσους
ασχολούνται με επιχειρήσεις τεχνολογίας και καινοτομίας η είδηση είναι χαρμόσυνη.
Είναι μια επιτυχία για την εγχώρια κοινότητα των startups, σπάνια μέχρι τώρα, αλλά
προάγγελος, ελπίζουμε, για άλλες παρόμοιες συναλλαγές στα επόμενα χρόνια.

Εγιναν όμως και αρνητικά σχόλια. Ενας ταξιτζής του δικτύου της Taxibeat είπε σε
μια φίλη: «Πάντως για να την πουλήσει δεν θα πήγαιναν καλά οι δουλειές. Τις
δουλειές που πάνε καλά δεν τις πουλάς». Είναι φυσικό να το πιστεύει αυτό, γιατί στη
χώρα μας δεν είχαμε πολλές αγοραπωλησίες πετυχημένων επιχειρήσεων. Οι πιο
πολλές ελληνικές εταιρείες πετυχαίνουν μόνο χάρη στην ικανότητα ενός ανθρώπου –
όταν αποχωρήσει αυτός, τι έχει μείνει; Αν είναι προνοητικός, έχει μάθει τη δουλειά
στα παιδιά του. Σπάνια όμως θα έχει εμπιστευτεί επαγγελματίες μάνατζερ που θα
τρέξουν εξίσου καλά την εταιρεία με νέους ιδιοκτήτες. Ακόμα και οι μεγάλες
εγχώριες επιχειρήσεις, που έχουν καλά στελέχη, συχνά βασίζουν την επιτυχία τους
στις προνομιακές σχέσεις του ιδιοκτήτη με την εξουσία. Δεν μεταβιβάζονται εύκολα
αυτές. Γι’ αυτό και κανένας εργολάβος δημοσίων έργων δεν εξαγοράστηκε από
πολυεθνικές.

Για τις επιχειρήσεις τεχνολογίας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στις περισσότερες


περιπτώσεις οι ιδρυτές έχουν από την αρχή τον στόχο να τις πουλήσουν, σε έναν
χρονικό ορίζοντα μέχρι δέκα χρόνια. Μια αιτία γι’ αυτό είναι οι επενδυτές τους.
Αναλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο όταν βάζουν κεφάλαιο χωρίς καμιά εξασφάλιση σε μια
νέα ομάδα με μια ασαφή ιδέα για ένα προϊόν που δεν έχει δοκιμαστεί. Ξέρουν ότι θα
χάσουν τα χρήματά τους τις πιο πολλές φορές, κι ελπίζουν ότι η μία στις δέκα
επενδύσεις θα έχει τόσο μεγάλη υπεραξία ώστε να αξίζει τον κίνδυνο. Πρέπει όμως
να εισπράξουν την υπεραξία πουλώντας τη συμμετοχή τους. Γι’ αυτό όλοι οι μέτοχοι
συμφωνούν από την αρχή ότι η εταιρεία θα πουληθεί όταν βρεθεί μια καλή ευκαιρία.
Στην Taxibeat επενδύθηκαν 7 εκατ. δολάρια για να φτάσει να αξίζει πάνω από 40
εκατ. Χωρίς την επένδυση, απλώς δεν θα υπήρχε σήμερα.

Κερδίζουν οι μέτοχοι από την εξαγορά, είπαν μερικοί, αλλά χάνουν οι εργαζόμενοι.
Αυτό συμβαίνει συχνά σε άλλους κλάδους, δεν ισχύει όμως συνήθως στις εξαγορές
των startups. Πολλοί εργαζόμενοι έχουν μετοχές, που ήταν μέρος της αμοιβής τους
για το ρίσκο που ανέλαβαν να εργαστούν σε τέτοια εταιρεία. Στην Taxibeat, είναι
περίπου οι μισοί. Αυτοί τώρα θα εισπράξουν σημαντικά ποσά.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι θέσεις εργασίας δεν θα μειωθούν, ούτε θα
μεταφερθούν στη χώρα της μητρικής εταιρείας. Ο Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της
Taxibeat που θα παραμείνει στη διοίκηση, έγραψε την Πέμπτη στο Facebook: «Η
ομάδα των 56 εργαζομένων της Αθήνας σήμερα, θα διπλασιαστεί μέσα στους
επόμενους 10-12 μήνες, με έμφαση στο επιστημονικό προσωπικό, μηχανικούς,
προγραμματιστές και designers... Στόχος μου είναι να αξιοποιήσουμε το ταλέντο που
υπάρχει ανεκμετάλλευτο στη χώρα μας, αλλά και να φέρουμε πίσω πολλά από τα
σπουδαία μυαλά που χάσαμε τα προηγούμενα χρόνια λόγω της κρίσης». (Αξίζει να
διαβάσετε όλο το κείμενό του.) Το ίδιο έχει συμβεί πολλές φορές στο Ισραήλ, που
κατόρθωσε να έχει το δεύτερο μεγαλύτερο οικοσύστημα τεχνολογίας στον κόσμο. Οι
μεγάλες πολυεθνικές αγοράζουν τοπικές εταιρείες και τις χρησιμοποιούν ως βάση για
πολύ μεγαλύτερα κέντρα ανάπτυξης προϊόντων μέσα στην ίδια χώρα.

Τέλος, μερικοί είπαν ότι είναι κρίμα που χάνεται η ελληνική ιδιοκτησία: θα γίνουμε
όλοι υπάλληλοι των Γερμανών. Ούτε αυτό ισχύει. Οι ιδρυτές των πετυχημένων
startups, και πολλά στελέχη τους, πολύ συχνά φεύγουν από την αρχική εταιρεία λίγα
χρόνια μετά την εξαγορά. Εχουν αποκτήσει περιουσία, εμπειρία και αυτοπεποίθηση,
και είναι ακόμα νέοι. Ξεκινούν νέα επιχείρηση, δική τους, και είναι πάλι αφεντικά.
Προσλαμβάνουν συνεργάτες, που μπορεί να προέρχονται κι αυτοί από startups που
πέτυχαν ή απέτυχαν. Ετσι μεγαλώνει και ωριμάζει το οικοσύστημα. Με εταιρείες
εγχώριες, και με θυγατρικές πολυεθνικών. Με επενδυτές που θα επενδύσουν ξανά τα
κέρδη. Με μεγαλύτερους και μικρότερους παίκτες.
Ενα κοινό στοιχείο έχουν όλοι αυτοί: ότι ζουν στον κόσμο της τεχνολογίας, που δεν
περιορίζεται από εθνικά σύνορα. Ο Δρανδάκης και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι
μπορούν ομάδες Ελλήνων να χτίσουν καινοτόμες επιχειρήσεις με διεθνή εμβέλεια και
να κερδίσουν. Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι αν θα το ξανακάνουν στην Ελλάδα. Οι
πετυχημένοι μπορούν να μετακομίσουν όπου θέλουν και να επιχειρήσουν εκεί. Αν
φύγουν, θα ανακοπεί η δυναμική του οικοσυστήματος.

Οσο λοιπόν χαιρόμαστε για τις πρώτες επιτυχίες, τόσο πρέπει να φροντίσουμε για τις
επόμενες. Τα εμπόδια είναι γνωστά. Παλαβοί φόροι και εισφορές για τα μεσαία
εισοδήματα, δηλαδή για τα ικανά στελέχη. Ποινικές και αστικές ευθύνες για τους
επιχειρηματίες που αποτυχαίνουν, και για τους επενδυτές τους. Πανεπιστημιακές
αρχές που δεν συνεργάζονται με επιχειρήσεις. Η Taxibeat έδειξε ότι μπορείς να
πετύχεις παρ’ όλα αυτά. Εδειξε όμως και πόσες μεγάλες ευκαιρίες χάνει η χώρα όσο
αυτά διαιωνίζονται.

* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στο Κεφάλαιο Επιχειρηματικών Συμμετοχών


Openfund.

20.02.2017 : 10:55

«Κούρσα» με προορισμό την απόλυτη επιτυχία


ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ

Τα γραφεία της εταιρείας στην Αθήνα, μοντέρνα διακοσμημένα και με «αέρα»


εξωτερικού.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Την περασμένη Πέμπτη, o Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής του Taxibeat, έφτασε στο
γραφείο των δικηγόρων του στις 9.30 το πρωί. Λίγη ώρα αργότερα έφτασαν και οι
εκπρόσωποι της My Taxi, θυγατρικής της Daimler. Οι δύο πλευρές υπέγραψαν τα
συμβόλαια και για περίπου τρεις ώρες οι δικηγόροι τους αντάλλαξαν μια σειρά
εγγράφων. Ηταν η τελευταία πράξη μιας διαδικασίας που κράτησε μήνες. Στις 12.30
το Taxibeat είχε πουληθεί. Οι εκπρόσωποι της γερμανικής εταιρείας είχαν
πρωτοέρθει στην Ελλάδα το 2015 με σκοπό να ανοίξουν στην Αθήνα γραφεία και να
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εδώ. Εκαναν όμως έρευνα αγοράς και είδαν πως θα
ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν το Taxibeat. Συναντήθηκαν τότε με τον κ. Δρανδάκη
και ξεκίνησαν μια συζήτηση, η οποία τελικά κατέληξε στο μεγαλύτερο «ντιλ» που
έχει γίνει στην ελληνική startup αγορά. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το τίμημα
ήταν 43 εκατ. ευρώ.

Η ιστορία

Το Taxibeat «γεννήθηκε» ένα καλοκαιρινό βράδυ του 2010, όταν ο κ. Δρανδάκης


έψαχνε ταξί σε έναν απόμερο δρόμο της Κηφισιάς. O ίδιος έχει... κουραστεί να
εξιστορεί αυτή την ιστορία ίσως γιατί ξέρει πως μια ιδέα, όσο καλή και εάν είναι,
χωρίς σκληρή δουλειά μένει στα χαρτιά. Μετά λοιπόν εκείνη τη μεταμεσονύχτια
έμπνευση και για τους επόμενους έξι μήνες μαζί με τρεις συνεταίρους (τον Κ. Σακκά,
τον Μ. Σφιχτό και τον Ν. Δαμηλάκη, που όμως το 2013 αποχώρησε) νοίκιασαν ένα
μικρό γραφείο και, εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση 40.000 ευρώ από το Open Fund,
ξεκίνησαν να στήνουν την εφαρμογή με την οποία μπορεί κανείς να καλέσει ταξί από
το κινητό του.

Κατ’ αρχάς ζήτησε βοήθεια από τον αδελφό του. Οδηγός ταξί εκείνος, του έκλεισε
ραντεβού με συναδέλφους του για να ακούσει από πρώτο χέρι την πραγματικότητα
και τις δυσκολίες του επαγγέλματος. Μετά, βγήκε ο ίδιος στον δρόμο μοιράζοντας
φυλλάδια στις πιάτσες για να πείσει τους οδηγούς να ενταχτούν στην πλατφόρμα που
ετοίμαζε. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί λόγω κρίσης είχε μειωθεί η δουλειά, όμως αυτό
δεν αρκούσε. Επρεπε να βρει οδηγούς που είχαν smartphones, ώστε να μπαίνουν στο
Ιντερνετ και να χρησιμοποιούν την εφαρμογή.

Αρχή με 80 οδηγούς

Κατάφερε να βρει 80 οδηγούς και τον Μάρτιο του 2011 το Taxibeat έκανε την πρώτη
του κούρσα. Πρώτος πελάτης ο Κώστας, ένας φοιτητής τον οποίο ο ίδιος ο
Δρανδάκης συνάντησε, του πήρε συνέντευξη και ανέβασε το βίντεο στο Ιντερνετ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας εποχής που ο ίδιος ασχολιόταν με κάθε κομμάτι
της εταιρείας – αν και οι συνάδελφοί του αστειεύονται, πως ακόμη και σήμερα που η
εταιρεία έχει 110 άτομα προσωπικό, εκείνος δυσκολεύεται να μην ασχολείται με τα
πάντα.

Τα tweets

Τον πρώτο καιρό δεν υπήρχαν χρήματα για διαφήμιση, αλλά παρ’ όλα αυτά η
εφαρμογή πήγαινε εξαιρετικά. Το μυστικό της επιτυχίας βρίσκεται... αφισοκολλημένο
σε έναν τοίχο στα γραφεία τους: τιτιβίσματα από χρήστες του Twitter που
αγκάλιασαν και έκαναν Νο 1 την εφαρμογή. To αγαπημένο tweet του κ. Δρανδάκη
είναι το «οι ταξιτζήδες του Taxibeat είναι σαν ευγενείς στην Τρούμπα».

Και ενώ όλα πήγαιναν καλά, η τρίμηνη απεργία των ταξί που διαμαρτύρονταν για τη
μεταρρύθμιση Ραγκούση, πάγωσε τα πάντα. Τα χρήματα τελείωσαν και το
πιθανότερο είναι πως το Taxibeat θα είχε κλείσει εάν κάποιοι επενδυτές δεν τους
βοηθούσαν (μέσα σε αυτούς και μια πελάτισσα που αποφάσισε να τους δώσει
χρήματα γιατί είχε αγαπήσει την εφαρμογή).

Θεωρίες συνωμοσίας
Τα εμπόδια δεν σταμάτησαν εκεί. Δέχτηκαν μεγάλο πόλεμο από μια μερίδα οδηγών.
Απειλητικά τηλεφωνήματα μέχρι και επίσημες καταγγελίες πως προετοίμαζαν μια
υπηρεσία ιδιωτικών αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα η Διεύθυνση Ηλεκτρονικού
Εγκλήματος να κάνει έφοδο στα γραφεία τους. Και βέβαια πολλές θεωρίες
συνωμοσίας: ότι ο Δρανδάκης είναι μασόνος, σιωνιστής, άλλοτε άνθρωπος των
μαντράδων και άλλοτε της Uber. Ουδέποτε όμως πτοήθηκε από αυτά. Στόχος του,
όπως λέει ο ίδιος, ήταν να φτιάξει μια εταιρεία απομονωμένη από τη μιζέρια που
υπάρχει στην ελληνική κοινωνία.

Αυτό το διαπιστώνει κανείς από την πρώτη στιγμή στα γραφεία του Taxibeat: Δεν
είναι μόνο η μοντέρνα και ευχάριστη διακόσμηση, αλλά οι πρακτικές του εξωτερικού
που έχουν γίνει καθημερινότητα: το «Daily huddle» (πρωινή μάζωξη), όπου όρθιοι οι
εργαζόμενοι λένε για ένα λεπτό τα πιο σημαντικά νέα της ημέρας, ή το «free Friday»,
όπου κάθε πρώτη Παρασκευή του μήνα ναι μεν έρχονται στο γραφείο, αλλά
δουλεύουν πάνω σε ένα προσωπικό τους πρότζεκτ.

Ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων είναι 28 ετών. «Εγώ χαλάω λίγο τον μέσο
όρο», αστειεύεται συχνά ο Δρανδάκης. Ξεκίνησε να δουλεύει τη δεκαετία του ’80 σε
οικογενειακή βιοτεχνία, το εργοστάσιο κάποια στιγμή έκλεισε λόγω του
ανταγωνισμού από την Κίνα και τότε έγινε (αυτοδίδακτος) προγραμματιστής.
Δούλεψε σε εταιρείες πληροφορικής, αλλά και σε δικά του εγχειρήματα. Αλλα πήγαν
καλά, άλλα όχι, όμως όπως λέει, όλα τον προετοίμασαν για το Taxibeat.

Στο εξωτερικό

Η επέκταση στο εξωτερικό ήρθε από τον πρώτο κιόλας χρόνο. Δύο Ελληνες που
ζούσαν στο Ρίο επικοινώνησαν πως θα ήθελαν να φέρουν την εφαρμογή στη
Βραζιλία (το ίδιο διάστημα πήγαν Μεξικό, Παρίσι, Σκανδιναβία και Ρουμανία). Ο
ανταγωνισμός όμως εκεί ήταν αδίστακτος. Με επενδύσεις δισεκατομμυρίων τούς
έκαναν πόλεμο τιμών και τους έβγαλαν από την αγορά. Μαθαίνοντας από τα λάθη
τους, προετοιμάστηκαν και όταν δραστηριοποιήθηκαν στο Περού τα πήγαν
εξαιρετικά. Δύο ημέρες μετά την πώληση, ο ίδιος ταξίδεψε στη Λίμα για να τους
ενημερώσει για την εξαγορά. Στους υπαλλήλους της Αθήνας το είχε κάνει όταν η
πληροφορία διέρρευσε. «Συγγνώμη που δεν σας το είπα νωρίτερα, αλλά δεσμευόμουν
να μη μιλήσω», τους εξήγησε.

Τους μίλησε για τη My Taxi (με παρουσία σε 50 πόλεις, 108.000 οδηγούς και 10
εκατ. πελάτες), τους καθησύχασε πως τίποτα δεν θα αλλάξει, πως ο ίδιος θα
παραμείνει στο ίδιο πόστο. «Απλά θα έχουμε τη δυνατότητα να μεγαλώσουμε την
εταιρεία και να εστιάσουμε στο Περού» (το νέο του μότο είναι το «Destroy Uber» –
να καταστρέψουν την Uber). Τους μίλησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό για μια ιδέα που
συζητούν με την Daimler: τη δημιουργία ενός κέντρου ανάπτυξης και έρευνας
τεχνολογίας στην Αθήνα – που εάν συμβεί θα κάνει τη χώρα πρωταγωνίστρια σε μια
εποχή που τεχνολογικά αλλάζει ραγδαία.

Και το πάρτι

Την Πέμπτη, οι εργαζόμενοι στην Αθήνα τού είχαν ετοιμάσει ένα πάρτι-έκπληξη, με
μπαλόνια και ποτά – όλοι φορούσαν μπλούζες Taxibeat. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να πάει,
αλλά εκείνοι γιόρτασαν έτσι και αλλιώς. Αλλωστε η επιτυχία της εξαγοράς δεν
ανήκει μόνο στον ιδρυτή και στους 30 επενδυτές που στήριξαν την επιχείρηση (με
χρήματα και συμβουλές), αλλά και στην ομάδα των εργαζομένων και στους 8.000
οδηγούς ταξί που ακόμη και μέσα από αντίξοες συνθήκες δημιούργησαν το απόλυτο
success story.

You might also like