Professional Documents
Culture Documents
6
6
6
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
Σ. Μαγουλά
Χ. Χατζηνικολάου
Α. Μαστοράκου
Ε.Κ.Π.Α.
Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η παρουσίαση και ερμηνεία των ταφικών
πρακτικών του νεολιθικού σπηλαίου της Αλεπότρυπας στον κόλπο του Διρού της
Μάνης ως μέσα διατήρησης της συλλογικής μνήμης και άσκησης λατρευτικών
δραστηριοτήτων Η παρουσίαση θα αποπειραθεί μια σύνθεση των πορισμάτων των
μακροχρόνιων ερευνών που διεξάγονται στο σπήλαιο από το 1970, υπό τη διεύθυνση
του Γ. Παπαθανασόπουλου και περιλαμβάνουν τη συστηματική ανασκαφή του
σπηλαίου καθώς και, ειδικά κατά την τελευταία δεκαετία, την εφαρμογή εξειδικευμένων
αναλύσεων στα υλικά και οργανικά κατάλοιπα για την πληρέστερη τεκμηρίωσή του, σε
συνεργασία με την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας, την Αμερικανική Σχολή Κλασικών
Σπουδών στην Αθήνα και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού.
Στην Αλεπότρυπα ασκήθηκε μια από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις του νεολιθικού
ανθρώπου: η ταφή και η λατρεία των νεκρών. Στο σπήλαιο συναντώνται τρία είδη
ταφικών πρακτικών. Πρώτον, οι πρωτογενείς ταφές, κατά κανόνα ακτέριστες σε
λάκκους, με τον νεκρό σε συνεσταλμένη στάση, και κάτω από τα δάπεδα χώρων
διαβίωσης. Δεύτερον, η ανακομιδή των οστών, με μεταφορά κυρίως κρανίων από τις
πρωτογενείς ταφές για την τελετουργική τοποθέτησή τους σε οστεοφυλάκια εντός του
σπηλαίου με σκοπό την δημιουργία ενός χώρου κοινοτικής μνήμης και συνοχής. Τρίτον,
οι καύσεις νεκρών και ειδικά μικρών παιδιών, σε κόγχες. Στις ταφές αποκαλύφθηκαν
θραύσματα από περισσότερα από 1.300 αγγεία, τα 700 εκ των οποίων διέθεταν γραπτή
διακόσμηση σε αντιδιαστολή με την αδιακόσμητη κεραμική που κυριαρχεί στα
στρώματα οικιακής χρήσης του υπόλοιπου σπηλαίου. Η ανακάλυψη αυτή πιστοποιεί το
έθιμο της θραύσης των αγγείων κατά την διάρκεια των ταφικών τελετουργιών,
υποδηλώνει την λατρεία των προγόνων και αποκαλύπτει τις αντιλήψεις των νεολιθικών
ανθρώπων σχετικά με τον θάνατο. Για τους λόγους αυτούς η Αλεπότρυπα Διρού
θεωρείται η πρώτη έκφραση της αντίληψης του Κάτω Κόσμου και των χθόνιων
θεοτήτων, που κυριάρχησαν αργότερα στην ελληνική μυθολογία και ιερή χρήση των
σπηλαίων, όχι μόνο λόγω της αίσθησης του χάους που δημιουργεί, αλλά ίσως και λόγω
της -μοναδικής στην περιοχή- ύπαρξης πόσιμου νερού που ενδεχομένως θα συμβόλιζε
την ανανέωση.
Θεόπετρα: Tα σκελετικά κατάλοιπα και η αντιμετώπιση του θανάτου στη
Μεσολιθική
Στόχος της εκπονηθείσας μελέτης είναι η παρουσίαση των σκελετικών καταλοίπων στο
σπήλαιο της Θεόπετρας και η θανάτια ιδεολογία κατά τη μεσολιθική, μέσα από την
παράλληλη εξέταση σύγχρονων καταλοίπων στο Φράγχθι Αργολίδας και στον Μαρουλά
Κύθνου. Οι ταφές και καύσεις στις δύο αυτές θέσεις δίνουν αρκετές πληροφορίες για
τον μεσολιθικό πληθυσμό καθώς φαίνεται ότι έχουμε κατάλοιπα από άτομα κάθε
ηλικίας, τα ταφικά έθιμα και την αντιμετώπιση του θανάτου.Το σπήλαιο της Θεόπετρας
βρίσκεται σε υψόμετρο 300 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, στη βόρεια
πλευρά ασβεστολιθικού όγκου, στα ανατολικά του δρόμου Τρικάλων-Καλαμπάκας.
Πρόκειται για τετράπλευρο σπήλαιο με μικρές κόγχες (καρστικούς οδηγούς) στην
περιφέρεια. Η έκτασή του είναι λίγο μικρότερη των 500 μέτρων και η είσοδός του είναι
αψιδωτή, διαστάσεων 17Χ3 μέτρων, η οποία επιτρέπει την είσοδο του φυσικού φωτός.
Την περιοχή διασχίζει ο Ληθαίος Ποταμός.Τα ανθρωπολογικά ευρήματα συνθέτουν
κρανιακός θόλος και θραύσματα μακρών οστών της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ακέραιη
πρωτογενή in-situ ταφή της Μεσολιθικής, και θραύσματα οστών διαφόρων ανατομικών
στοιχείων της Νεολιθικής. Κύριο αντικείμενο της μελέτης είναι η ακέραιη ταφή στα
μεσολιθικά στρώματα, που χρονολογείται στα 7050-7010 BC. Πρόκειται για σκελετό
γυναίκας αναστήματος 1,57 μέτρα, σε ημι-οκλάζουσα στάση με τον άξονα του σώματος
να έχει κατεύθυνση ανατολική-δυτική, ηλικίας 18-20 ετών, η ταφή της οποίας είναι
ακτέριστη. Από τη στάση του σώματος φαίνεται ότι είχε τοποθετηθεί σε περιορισμένο
χώρο μέσα σε ρηχό όρυγμα, το οποίο σφραγίστηκε με νέα ιζηματογενή επίχωση. Θα
εκτεθεί επίσης η αναπαράσταση του προσώπου της,η οποία πραγματοποιήθηκεαπό
ερευνητική ομάδα υπό τον Μανώλη Παπαγρηγοράκηκαθώς και τον Oscar Nilsson,
Σουηδό αρχαιολόγο και γλύπτη, ειδικευμένο στις αναπαραστάσεις. Οι ταφικές
πρακτικές εμφανίζουν ομοιότητες με συγκρίσιμες ταφές στο Φράγχθι, στον Μαρουλά,
στο Nahal Oren, Hatoula στο Ισραήλ και Muge στην Πορτογαλία.. Το συμπέρασμα που
εξάγεται είναι μία σε γενικές γραμμές κοινή ιδεολογία σχετικά με τον θάνατο από τον
μεσολιθικό πληθυσμό του Ελλαδικού χώρου, με κατά τόπους διαφοροποιήσεις
ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΟ ΧΑΛΚΟΛΙΘΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
ΣΟΥΣΚΙΟΥ-ΒΑΘΥΡΚΑΚΑΣ
Ν. Τσαμπάζογλου
Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος ‘ΣΑ111 Κριτική (επαν-)
ερμηνεία των προϊστορικών ταφικών δεδομένων’, που διεξήχθη κατά το χειμερινό
εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2017-2018 στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδάσκοντα τον κύριο
Γεώργιο Βαβουρανάκη. Στόχος της εργασίας ήταν, αφενός, η μελέτη της δημοσίευσης
ενός ανεσκαμμένου νεκροταφείου της προϊστορικής εποχής και, αφετέρου, η εξαγωγή
νέων συμπερασμάτων σχετικά με τη θέση, τα κτερίσματα, τα ταφικά έθιμα και τον
πληθυσμό της περιοχής. Στη μελέτη αυτή αξιοποιήθηκαν ερμηνευτικές προσεγγίσεις
που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς από την αρχαιολογική έρευνα, όπως η
ποσοτική ανάλυση και οι μετανθρωπιστικές προσεγγίσεις Στο πλαίσιο του παρόντος
συνεδρίου θα παρουσιαστούν τα ταφικά έθιμα που ανιχνεύθηκαν στο νεκροταφείο της
Χαλκολιθικής εποχής στη θέση Σουσκιού-Βαθυρκάκας της Κύπρου και θα διατυπωθούν
ορισμένα συμπεράσματα για την κοινωνική δομή της περιοχής. Ειδικότερα, τα έθιμα
αυτά θα παρουσιαστούν με βάση ένα τριμερές σύστημα διάρθρωσής τους, το οποίο
ονομάζεται τελετουργία μετάβασης. Συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο, αυτό του
αποχωρισμού, θα γίνει λόγος για τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία των ζώντων
απομάκρυνε τον νεκρό από την καθημερινή ζωή και τον οδηγούσε προς το επόμενο
στάδιο, αυτό της μεθοριακότητας. Πρόκειται για το στάδιο κατά το οποίο η κοινότητα
φρόντιζε για το σώμα του θανόντος και για τη μετάβασή του από τον κόσμο των
ζωντανών σε εκείνο των νεκρών. Ο αποβιώσας έπαυε να θεωρείται άτομο και
μετατρεπόταν σε άψυχο σώμα, που δεν είχε θέση στον φυσικό κόσμο, αλλά χρειαζόταν
να ενσωματωθεί στους προγόνους. Μετά από τη διαδικασία αυτή, η κοινωνία μπορούσε
πλέον να περάσει στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αυτό της επανενσωμάτωσης. Στο
στάδιο αυτό οι ζώντες μπορούσαν να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους και να
συνεχίσουν τη ζωή τους, χωρίς όμως τον νεκρό. Κλείνοντας, κρίνεται σκόπιμο να
επισημάνουμε ότι τα ταφικά έθιμα λειτουργούν σαν ένας δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα
στις γενιές και μας επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε πώς οι άνθρωποι του παρελθόντος
αντιλαμβάνονταν τους προγόνους και τους εαυτούς τους, αλλά και πώς επέλεγαν κάθε
φορά να τους προβάλουν.
Επιτύμβιες στήλες και ταφικές επιγραφές της κλασικής αρχαιότητας
(Προεδρείο: Ευρυδίκη Κεφαλίδου - Επίκ. Καθηγήτρια Κλασικής
Αρχαιολογίας)
ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ: ΜΙΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Α.-Η. Βαλκάνου
Η παρούσα εργασία εξετάζει τους τρόπους απεικόνισης του επαγγέλματος του νεκρού
στις επιτύμβιες στήλες των κλασικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Αφορμή για
την μελέτη του συγκεκριμένου θέματος στάθηκε μια πολύ μεταγενέστερη επιτύμβια
στήλη που φυλάσσεται στο Εβραϊκό Μουσείο της Θεσσαλονίκης Η επιφάνεια της είναι
διακοσμημένη με μια βελόνα, στοιχείο που μας πληροφορεί για το επάγγελμα του
νεκρού. Η επιθυμία από τον ίδιο τον νεκρό να δηλωθεί η κύρια απασχόληση του στο
μνήμα του παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Όμηρο, στους στ. λ 71-78 της
Οδύσσειας, όπου ο Ελπήνορας ζητά από τον Οδυσσέα, αφού του αποδώσει τις ταφικές
τιμές να τοποθετήσει πάνω από τον τάφο του το κουπί με το οποίο κωπηλατούσε, όσο
ήταν ζωντανός. Μετά από αυτή την πρώτη μαρτυρία, μια σειρά μνημείων από την
κλασική έως και την βυζαντινή εποχή, με έξαρση τους ρωμαϊκούς χρόνους,
πιστοποιούν ότι η απόδοση στοιχείων σχετικών με το επάγγελμα του θανόντος
απασχολεί διαχρονικά. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να μελετηθούν επιτύμβιες
στήλες, οι οποίες είτε φέρουν σκηνές εργασίας, είτε απεικονίζουν αντιπροσωπευτικά
σύνεργα διαφόρων επαγγελμάτων, είτε απλά μας πληροφορούν μέσα από επιγραφές για
το επάγγελμα του νεκρού. Μέσα από αυτή τη μελέτη αναδεικνύονται τα κυρίαρχα σε
κάθε εποχή επαγγέλματα, επιχειρείται να εξηγηθεί η διαφοροποίηση στην αριθμητική
αναλογία των επιτύμβιων στηλών κατά χρονική περίοδο και τέλος ανιχνεύεται το
κοινωνικό μήνυμα και η άποψη των αρχαίων Ελλήνων για την αξία των διαφόρων
επαγγελμάτων
Βασιλική Καράμπαμπα
Μ. Αγάθου
Μ. Λυκούρης
Λέξεις Κλειδιά: Αρχαϊκή περίοδος, επιτύμβιο ανάγλυφο, γλυπτική, σώμα και κοινωνική
ταυτότητα
ΠΑΡΑΚΑΥΣΟΥΣΙΝ ΜΟΙ ῬΟΔΟΙΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΑΣ
ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΑΦΙΑΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Γ. Αθανασιάδης
Ε.Κ.Π.Α.
Αντιλήψεις και τελετουργίες που σχετίζονταν με τον θάνατο υπήρξαν πολλές και
ποικίλες κατά την αρχαιότητα. Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να σκιαγραφήσει
μία ρωμαϊκή επιτάφια τελετουργία, τα Rosalia, μέσω της αποσαφήνισης του
περιεχομένου της, της εξέτασης των καταβολών της και άλλων επιδράσεων που
δέχτηκε, καθώς και του ρόλου των σωματείων στη διοργάνωσή της. Η τελετή αυτή ήταν
μία από τις μεγάλες ρωμαϊκές εορτές προς τιμήν των νεκρών (Parentalia, Rosalia,
Lemuria) και λάμβανε χώρα κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. Κύριο ρόλο σε αυτή την
τελετουργία διαδραμάτιζε, όπως δηλώνει και το όνομά της, ο στολισμός του ταφικού
μνημείου με ρόδα. Η τελετή φαίνεται πως διαδόθηκε ευρέως στις ανατολικές επαρχίες
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία. Σε
περιοχές όπως οι Φίλιπποι αλλά και η Βιθυνία έχουν βρεθεί αρκετές επιγραφές οι οποίες
αναφέρονται στα Rosalia με τη φράση "παρακαύσουσίν μοι ῥόδοις" ή ελαφρώς
τροποποιημένες διατυπώσεις της. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για επιτύμβιες
επιγραφές-διαθήκες, μέσω των οποίων οι τεθνεώτες αναθέτουν σε σωματεία την
μεταθανάτια φροντίδα τους. Όπως δηλώνεται και στον τίτλο, η έρευνα επικεντρώθηκε
σε επιγραφές προερχόμενες από την Μακεδονία, ενώ ως παράλληλα εξετάστηκαν και
επιγραφές από την Μικρά Ασία. Οι επιγραφικές αυτές μαρτυρίες και οι βιβλιογραφικές
πηγές οδηγούν σε σημαντικά συμπεράσματα για τη χρήση των ρόδων στο πλαίσιο της
τελετουργίας αυτής καθώς και για τους λόγους διάδοσής της στην περιοχή της
Μακεδονίας. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται πως η τελετουργία περιελάμβανε
στολισμό του ταφικού μνημείου με ρόδα, και όχι θυσία ρόδων, καθώς το
παρακαύσουσιν αναφέρεται σε άλλου είδους θυσία ή απλώς στη συνήθεια να ανάβεται
κερί ή λυχνία εις μνήμην του νεκρού. Ακόμη, παρέχονται αποδείξεις για τη σύνδεση
των Rosalia με τη λατρεία του Διονύσου ως ένα είδος interpretatio που συνέβαλε στη
διάδοση της τελετουργίας στην Ανατολή.
Ν.Μιχελιδάκης
Σκοπός της εργασίας αυτής υπήρξε η ανίχνευση στοιχείων τοπικής ταυτότητας και
εκρωμαϊσμού στα επιτύμβια ανάγλυφα και στις επιτύμβιες επιγραφές των επαρχιών
Pannonia, Noricum και Raetia, καθώς και η αξιολόγηση των στοιχείων αυτών ως προς
την σημασία τους για την διαδικασία αφομοίωσης των κατακτημένων πληθυσμών από
το ρωμαϊκό κράτος. Πρόκειται για μία εκτεταμένη γεωγραφική ζώνη κατά μήκος του
άνω ρου του Δούναβη, η οποία πριν την οριστική κατάκτησή της από την Ρώμη ανήκε
στην ευρύτερη επικράτεια του κελτικού πολιτισμού της Ύστερης Εποχής του Σιδήρου,
γνωστού στην αρχαιολογική βιβλιογραφία με τον όρο “Πολιτισμός La Tène”.
Οι επαρχίες Pannonia και Noricum μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενιαία πολιτισμική
ζώνη με ελάχιστες διαφοροποιήσεις ως προς την τεχνοτροπία των μνημείων. Το
αρχαιολογικό υλικό περιλαμβάνει ανάγλυφες παραστάσεις ζευγαριών, συχνά με τα
παιδιά, καθώς και πολλές αποκλειστικές παραστάσεις γυναικών. Οι γυναίκες
απεικονίζονται πολύ συχνά να φέρουν την τοπική ενδυμασία και κοσμήματα
τεχνοτροπίας La Tène, ενώ οι άνδρες φέρουν σχεδόν πάντα ρωμαϊκή τήβεννο ή
στρατιωτικό ένδυμα sagum, συχνά κρατώντας πάπυρο, σύμβολο της απόδοσης του
τίτλου του Ρωμαίου πολίτη. Η διάκριση μεταξύ “εντοπιότητας” και “ρωμαϊκότητας”
είναι δυσκολότερη στην περίπτωση των επιγραφών, στις οποίες τα αμιγώς λατινικά
ονόματα συχνά συνυπάρχουν με εκλατινισμένα ονόματα κελτικής ή άλλης προέλευσης.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο επαρχίες, το υλικό της Raetia δεν παρέχει επαρκή
δείγματα έκφρασης της τοπικής ταυτότητας. Το γεγονός αυτό μοιάζει παράδοξο, καθώς
η διοικητική ενσωμάτωση των περιοχών της επαρχίας αυτής προχώρησε με πολύ πιο
αργό ρυθμό απ' ότι στις άλλες δύο επαρχίες, όπου η ύπαρξη πολυάριθμων μεθοριακών
φρουρίων/στρατοπέδων με περιβάλλοντα αστικό ιστό και η ίδρυση νέων πολισμάτων
επιτάχυναν εξ' αρχής την πολιτισμική αφομοίωση των κατοίκων. Το παραπάνω
παράδοξο αναιρεί η βασική παραδοχή πώς η ίδια η υιοθέτηση της πρακτικής της
ανέγερσης επιτύμβιου μνημείου με ανάγλυφο διάκοσμο ή/και επιγραφή, ακόμη και όταν
αυτό φέρει στοιχεία τοπικής ταυτότητας, προϋποθέτει έναν επαρκή βαθμό
εκρωμαϊσμού.
Αντιλήψεις Θανάτου
Μ. Ζήκα
Π. Κύρκος
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Κ. Λουκόπουλος
Π.Φωκιανός, Κ.Ράπτης
Κ.Καρπέτη
Προσέγγιση της διαδικασίας απένδυσης της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής θρησκείας
από τις αιμοσταγείς πρακτικές του προϊστορικού παρελθόντος γνωρίζοντας την
περίπτωση του ιερού της Diana Nemorensis, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της
Aricia του Λατίου. Αναζήτηση στοιχείων, τόσο στο αρχαιολογικό όσο και στο
γραμματειακό πεδίο (Βιργίλιος, Γάιος Βαλέριος Φλάκκος, Βιτρούβιος) για την
καλύτερη κατανόηση αφενός της ασυνήθιστης πρακτικής για τη διαδοχή των αρχιερέων
του ιερού, μέσα από μια μονομαχία μέχρι θανάτου, αφετέρου δε της ίδιας της θεότητας
αυτής καθαυτής η οποία περιβάλλεται με έντονα χθόνιο μανδύα. Η περίπτωση του ιερού
της Diana Nemorensis δίνει την κατάλληλη δυνατότητα να προσδιοριστεί το πλαίσιο
ψηλάφησης των λατρευτικών συνεχειών, ασυνεχειών και μετεξελίξεων της χθόνιας
λατρείας έναντι της ολύμπιας
Ταφικά μνημεία και κτερίσματα
Σ. Στρωματιά
Ε.Κ.Π.Α.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να προσεγγίσει τα ταφικά έθιμα και τις αντιλήψεις
των αρχαίων Ελλήνων για τον θάνατο και την μεταθανάτια ζωή, εξετάζοντας τις αττικές
λευκές ληκύθους. Οι λήκυθοι χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα ως κτερίσματα σε τάφους
κατά την κλασική περίοδο (5ος – 4ος αι. π. Χ.) και η εικονογραφία τους απηχεί τις
αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με τον θάνατο. Συνήθη θέματα αποτελούν η
επίσκεψη στον τάφο, η πρόθεση και η εκφορά του νεκρού, ο αποχαιρετισμός του
πολεμιστή, το μοτίβο της κυρίας και της υπηρέτριας και άλλες απεικονίσεις του
αποθανόντος σε καθημερινές σκηνές. Συχνές είναι επίσης οι απεικονίσεις μυθολογικών
θεμάτων όπως είναι το ταξίδι με την βάρκα του Χάροντα, η αρπαγή της Περσεφόνης,
άθλοι ηρώων και μιξογενή τέρατα. Θα αναλυθούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της
κάθε θεματικής κατηγορίας από τον Ζωγράφο της Γυναίκας, τον Ζωγράφο του
Sabouroff, τον Ζωγράφο του Θανάτου και τον Ζωγράφο του Μονάχου, τα έργα των
οποίων χρονολογούνται από το 450 έως το 420 π. Χ.. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η
περιγραφή των ταφικών εθίμων της κλασικής περιόδου με βάση την εικονογραφία των
ληκύθων. Ιδιαίτερη μνεία θα γίνει στο τυπικό της ταφής και στα στάδια που έπονται
αυτής. Παράλληλα, θα εξεταστεί η άμεση λειτουργικότητα των ληκύθων ως μυροδοχεία
(προετοιμασία σώματος για την ταφή), ως κτερίσματα, αλλά και ως προς τη χρήση τους
ως προσφορές προς το νεκρό στις επικείμενες επισκέψεις των συγγενών στον τάφο.
Τέλος, μέσω της μελέτης της εικονογραφίας δύναται να εξαχθούν συμπεράσματα ως
προς την ακριβή μορφολογία των ταφικών μνημείων στην Αττική κατά την περίοδο
470- 440 π. Χ.. Λέξεις-κλειδιά: κλασική αρχαιότητα, αττικές λευκές λήκυθοι, ταφικά
έθιμα.
ΑΦΗΡΩΙΣΜΕΝΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΩΝ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1ος – 3ος μ.Χ.):
ΠΑΛΑΤΙΑΝΟ, ΣΤΡΑΤΟΝΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ν. Γιάνναρος
Κύριο θέμα της εργασίας αυτής αποτελεί η συγκριτική εξέταση των Ηρώων του
Παλατιανού, Στρατονίου και Θεσσαλονίκης με σκοπό την κατανόηση της πρακτικής
του αφηρωισμού κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια, στα οποία βρίσκεται σε μεγάλη
έξαρση (1ος-3ος μ.Χ.) τη διαπίστωση διαφορών και ομοιοτήτων μεταξύ των ταφικών
μνημείων, και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, ενώ παράλληλα τίθενται
ορισμένα ερωτήματα για το ζήτημα. Πρώτα παρουσιάζεται το Ηρώο του Παλατιανού
(αρχαίο Ίωρον) το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για την επιλογή του θέματος.
Χρονολογείται στην εποχή του Τραϊανού (ή στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.) και
αποτελείται από ένα μονόχωρο κτίσμα, στεγασμένο κατά την αρχαιότητα, στο
εσωτερικό του οποίου βρίσκεται το βάθρο με τα τέσσερα αγάλματα των αφηρωϊσμένων
νεκρών, της επιφανούς οικογένειας. Το κτίσμα περικλείεται από έναν ιερό τετράγωνο
περίβολο μέσα στον οποίο διαμορφώνονται ειδικοί χώροι για τη λατρεία των νεκρών.
Ακριβώς βόρεια αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο Ηρώο, σύγχρονο ή λίγο μεταγενέστερο του
πρώτου, αποτελούμενο από έναν παρόμοιο περίβολο, στη δυτική πλευρά του οποίου
διαμορφώνονται τρία δωμάτια. Στο χώρο, που διαμορφώνεται κλιμακωτά, βρέθηκε
κιβωτιόσχημος τάφος του 4ου μ.Χ. με κεραμίδι-αγωγό για χοές, άλλες ταφές καθώς και
ειδώλια Κυβέλης από την προηγούμενη χρήση του χώρου. Πρόκειται δηλαδή για ένα
ταφικό-λατρευτικό συγκρότημα στο κέντρο της αρχαίας πόλης πολύ κοντά ίσως στην
αγορά της, η οποία δεν έχει βρεθεί ακόμα, που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια
εξετάζεται το πρωϊμότερο (εποχής Ιουλίων-Κλαυδίων) ταφικό Ηρώο του Στρατονίου
(αρχαία Στρατονίκη) το οποίο έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτό του
Παλατιανού. Επρόκειτο για ένα διθάλαμο ορθογώνιο κτίσμα, πιθανόν στεγασμένο, με
το άγαλμα της αφηρωισμένης νεκρής στο βάθρο ανάμεσα στα άλλα δυο ανδρικά και
τους τάφους των νεκρών που βρέθηκαν στο χώρο μαζί με άλλα ευρήματα. Τέλος
παρουσιάζεται η ομάδα των επιταφίων μνημείων-ηρώων από τη ρωμαϊκή νεκρόπολη
της Θεσσαλονίκης του 2ου-3ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για μικρά τετράγωνα κτίσματα με έναν
λατρευτικό θάλαμο, κάτω από το δάπεδο του οποίου υπήρχε ο τάφος, ενώ σε μια
περίπτωση βρέθηκε ο αγωγός για τις χοές όπως στο Παλατιανό.
«ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ»: ΤΑΦΙΚΟΙ «ΘΗΣΑΥΡΟΙ»
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Μ. Αντωνιάδου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Οι Κεγχρεές, το ανατολικό λιμάνι της Κορίνθου κάτω από τον Ισθμό, φιλοξενούσαν ένα
από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια, καθώς και ένα σημαντικό οικισμό κατά τη Ρωμαϊκή
περίοδο. Το λιμάνι εντοπίζεται σε ένα φυσικό σταυροδρόμι μεταξύ των ανατολικών
επαρχιών και της Ιταλίας, καθώς και μεταξύ της Πελοποννήσου και της κεντρικής
Ελλάδας, καθιστώντας τις Ρωμαϊκές Κεγχρεές σε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο οικισμός, αν και υπήρχε ήδη από τα Κλασικά και
ο
Ελληνιστικά χρόνια, γνώρισε, λόγω του λιμανιού του, δραματική ανάπτυξη κατά τον 1
αιώνα μ.Χ., οδηγώντας στην δημιουργία μιας τοπικής «ελίτ» κοινότητας. Ο πλούτος του
οικισμού αυτού αντικατοπτρίζεται εκτός από τις ιστορικές πηγές και στα νεκροταφεία
του, τα οποία παρέχουν άφθονα στοιχεία για την τοπογραφία και τον χαρακτήρα του
οικισμού. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 12 ταφικές περιοχές, ενώ τα μέχρι στιγμής
δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχουν κι άλλες. Στην παρούσα εργασία θα αναλυθεί το
σημαντικότερο νεκροταφείο εξ αυτών, το οποίο βρισκόταν στην λεγόμενη «Ράχη
ο
Κουτσογκίλα», στο βόρειο τμήμα του λιμανιού και χρησιμοποιήθηκε τακτικά από τον 1
αιώνα μ.Χ. μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στο χώρο έχουν βρεθεί, μεταξύ άλλων, 30
υπόγειοι θαλαμοειδείς τάφοι, ενώ συνολικά στο νεκροταφείο αριθμεί πάνω από 800
νεκρούς. Μέσω της μελέτης ταφικών δεδομένων και πρακτικών, θα γίνει φανερή η
κοινωνική δομή που οριζόταν από ιεραρχικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς και
πολιτιστικούς δεσμούς, η οποία οδήγησε στη δημιουργία της τοπικής «ελίτ» κοινότητας
και στην ακμή του μικρού αυτού οικισμού. Επίσης θα γίνει αντιληπτό το πώς τα ταφικά
δεδομένα μας δίνουν μια σαφή εικόνα για τον αστικό ιστό και πως τα διάφορα κτίρια
αποκτούσαν ιδιαίτερη σημασία, ανάλογα με το χώρο που βρίσκονταν. αλλά και πως
διάφορα αντικείμενα καθημερινής ή εμπορικής χρήσης μπορούν κάλλιστα να συνδεθούν
με ταφικές πρακτικές. Τέλος, θα γίνει μια συνοπτική παρουσίαση των σημαντικότερων
ευρημάτων από τα υπόλοιπα ταφικά σύνολα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η συνολική
εικόνα που αποδίδει το νεκροταφείο στη «Ράχη Κουτσογκίλα».
Λέξεις κλειδιά: Κεγχρεές, Ρωμαίοι, νεκροταφείο, ταφικές πρακτικές, ελίτ.
CAERE: Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ
ΤΑΦΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ.
Ι. Οικονόμου
Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο της τη διερεύνηση της Ετρουσκικής Νεκρόπολης της
Banditaccia της αρχαίας Caere [ή Cisra/Caisra/Ἂγυλλα], που βρίσκεται στο σημερινό
Cerveteri της Ιταλίας. Μελετάται η συνολική εικόνα του κοιμητηρίου, διαχρονικά, από τους,
μεγάλων διαστάσεων, πρώιμους-αρχαϊκούς τύμβους [οι γνωστοί Tumuli, 7ος-6οςαι. π.Χ.]ως
τους τετραγωνισμένους τάφους, των οποίων η διαμόρφωση θυμίζει τη μορφή του κύβου,
[όμοιοι ‘ζαριών’] και συνδέονται με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες της Νεκρόπολης
[εμφάνιση στα μέσα περίπου του 6ουαιώνα π.Χ.]. Ενδεικτικά μνημεία που εξετάζονται είναι
ο Tumulus I, ο Tumulus II, ο Tumulus Regolini-Galassi, ο θάλαμος των Ασπίδων και των
Θρόνων κ.α. Πλάι σε αυτούς τους πολυτελείς τάφους, βρίσκονται και πιο απλοί, ορθογώνιοι
κιβωτιόσχημοι, που θα πρέπει, λογικά, να συνδεθούν με ανθρώπους χαμηλότερων
στρωμάτων, σε αντίθεση με την αριστοκρατία των Tumulorum. Βασικό πόνημα αυτής της
μελέτης, είναι η προσπάθεια ερμηνείας του νεκροταφείου σε σχέση με την Ετρουσκική
κοινωνία, καθώς τα ίδια τα λείψανα, πιθανόν, μαρτυρούν μια κοινωνία με ορισμένη
διαστρωμάτωση. Παράλληλα, εξετάζεται η θέαση του τάφου – που ίσως θυμίζει τον οίκο
ενός αριστοκράτη - ως ένα πέρασμα από τον κόσμο των ζώντων [Πόλις] σε εκείνο των
τεθνεώτων [Νεκρόπολις]. Ως εκ τούτου, ειδική μνεία γίνεται στη μεταθανάτια ιδεολογία, της
οποίας στοιχεία, ενδεχομένως, ανακύπτουν κατά την εξέταση του ζητήματος.
Γ.Κασσερόπουλος
Α.Π.Θ.
Η παρούσα εισήγηση πραγματεύεται το θέμα της σημασίας που κατείχε η αντίληψη της
μετά θάνατον ζωής στην ιδεολογία της αρχαίας Αιγυπτιακής κοινωνίας, από την ύστερη
προδυναστική περίοδο έως την περίοδο του Νέου Βασιλείου, όπως καταδεικνύεται από
τα σωζόμενα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία, έτσι και στην
Αρχαία Αίγυπτο η μυθολογική και θρησκευτική παράδοση αποτέλεσαν την ισχυρή βάση
πάνω στην οποία δομήθηκαν οι κυρίαρχες αντιλήψεις σχετικά με τον θάνατο και τη ζωή
στο επέκεινα. Η παράδοση αυτή άσκησε καταλυτικό ρόλο και στην υιοθέτηση των
επιμέρους ταφικών πρακτικών: κατά την ύστερη προδυναστική περίοδο οι βασιλείς και
τα άτομα της ανώτερης τάξης ενταφιάζονταν μέσα σε ισόγεια, ορθογώνια κτίσματα,
τους μασταμπάδες. Παραδείγματα τέτοιων ταφών υπάρχουν στην Άβυδο, στη Σαχάρα,
στην κοιλάδα της Γκίζας και αλλού. Εξέλιξη του αρχιτεκτονικού τύπου του μασταμπά
αποτελεί η κλιμακωτή πυραμίδα της Σακκάρα και κατόπιν η πυραμίδα (λ.χ πυραμίδα
του Χέοπος). Υπάρχουν, βέβαια, και ενταφιασμοί σε πολυθάλαμους λαξευτούς τάφους,
όπως οι μεταγενέστερες ταφές της 18ης Δυναστείας στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Σε
κάθε περίπτωση, στόχος ήταν η διατήρηση του σώματος του νεκρού μέσα σε ένα κτίσμα
που αφενός θα διευκόλυνε το πέρασμα της ψυχής από τον τωρινό κόσμο στον κόσμο
των νεκρών («Τουέτ»), αφετέρου θα διαφύλαττε τόσο το ίδιο το σώμα, όσο και τα
προσωπικά αντικείμενα του νεκρού, απαραίτητα για την ευζωία του στο Τουέτ. Ωστόσο,
αναγκαία συνθήκη για να καταστεί αυτό δυνατόν ήταν το σώμα του νεκρού να
διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση, μέσα από τη διαδικασία της ταρίχευσης. Με μια
πρώτη εξέταση του θέματος, θα μπορούσε κάποιος απερίσκεπτα να ισχυριστεί ότι
παρατηρείται μια σχεδόν εμμονική ενασχόληση των αρχαίων Αιγυπτίων με το θέμα του
θανάτου, δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου αφύσικο οι Φαραώ, με την ανάληψη της
εξουσίας τους, να σχεδιάζουν την κατασκευή των ταφικών τους συγκροτημάτων. Μια
διεξοδικότερη όμως διερεύνηση του ζητήματος καταδεικνύει ότι η πραγματική εμμονή
είχε τη βάση της στη λατρεία της ζωής και στην έντονη επιθυμία αυτή να συνεχιστεί και
μετά τον θάνατο.
Κώτσιου Α.
Α.Π.Θ.
Τα πορτρέτα Φαγιούμ είναι νεκρικές προσωπογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο
έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. και πήραν το όνομά τους από την ομώνυμη νεκρόπολη της
Αιγύπτου. Σκοπός της εργασίας είναι να μελετήσει την απεικόνιση των γυναικών της
εποχής μέσω της ζωγραφικής απόδοσής τους στα νεκρικά πορτρέτα και να αντλήσει
λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή και τη κοινωνική τους θέση. Καθώς, και να
ερευνήσει την εξέλιξη της διακόσμησης των γυναικείων πορτρέτων και την σχέση τους
με τα ταφικά έθιμα της περιόδου αλλά και τη γενικότερη αντίληψη των ανθρώπων για
τον θάνατο.Τα δεδομένα που θα εξεταστούν είναι οι ίδιες οι νεκρικές προσωπογραφίες,
κυρίως από τις συλλογές του MET της Νέας Υόρκης, του Βρετανικού Μουσείου, του
Μουσείου του Λούβρου και του Καΐρου. Στην μελέτη θα περιλαμβάνονται από τις
πρώτες που ανακαλύφθηκαν το 1615 στη Σακάρα και το Φαγιούμ, τις νεκροπόλεις της
Φιλαδέλφειας, της Ελ Ραμπαγιάτ, έως και αυτές που ανήκουν στα ευρήματα της
Νεκρόπολης της Αρσινόης, της λεγόμενης Χαουάρα ή Ανήρις και τις ανασκαφές του
William M.F. Petrie. Με βάση τα δεδομένα που μελετήθηκαν συμπεραίνουμε ότι στα
πορτρέτα συμπεριλαμβάνονται γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων και
εθνικοτήτων, με τις απεικονίσεις τους να διατηρούν διακοσμητικά στοιχεία από τις
τοπικές παραδόσεις αλλά και έντονο συνδυασμό ελληνικών και αιγυπτιακών στοιχείων.
Επίσης, μέσω των τεχνοτροπικών αλλαγών γίνεται αντιληπτή η εξέλιξη της
διακόσμησης, από την αλεξανδρινή ζωγραφική σχολή έως τις αιγυπτιακές επιρροές.
Τέλος, μέσω των προσωπείων γίνονται κατανοητά τα ταφικά έθιμα και οι αντιλήψεις
γύρω από τον θάνατο, καθώς η δημιουργία των πορτρέτων μαρτυρεί την πρόνοια των
ανθρώπων για τη μεταθανάτια ζωή και τη μεγάλη σημασία που της προσέδιδαν στην
καθημερινότητα όσο ήταν ακόμα ζωντανοί.
Μ. Σπυροπούλου, Ι. Παπαδημητρίου
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Οι Σκύθες υπήρξαν ένα νομαδικό Ινδοευρωπαϊκό φύλο το οποίο, ορμώμενο από την
Κεντρική Ασία, επεκτάθηκε δυτικά και κυριάρχησε στην βόρεια ακτή του Εύξεινου
Πόντου, μεταξύ 7ου και 2ου αιώνα πΧ. Παρά τις στενές επαφές μεταξύ των Σκυθών
και των Ελλήνων της περιοχής, οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με τους
νομάδες είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία
Σκυθικής γραφής, περιόρισε τα αξιοποιήσιμα αρχαιολογικά τεκμήρια στους
εμβληματικούς τύμβους (kurgan) των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και στα πλούσια
κτερίσματα τους. Σε πολλούς τάφους, οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες
οδήγησαν στην μομιοποίηση των νεκρών και στην ικανοποιητική διατήρηση άλλων
οργανικών στοιχείων, πράγμα που επέτρεψε την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων
που αφορούν είτε ανθρωπολογικά στοιχεία (καταγωγή και φυλετική ομοιογένεια της
Σκυθικής κοινωνίας) είτε ταφικά έθιμα (νεκρόδειπνα ή άλλες εκδηλώσεις σεβασμού που
επισημαίνονται ήδη από τον Ηρόδοτο). Τα όπλα και τα υπόλοιπα κτερίσματα παρέχουν
έμμεσες αλλά σημαντικές ενδείξεις για την κοινωνική οργάνωση. Οι παραστάσεις των
κοσμημάτων (ιδιότροπες και ενδεικτικές της Σκυθικής προέλευσης), εμπνέονται κυρίως
από το ζωικό βασίλειο ή την Σκυθική μυθολογία και έχουν εμφανείς επιρροές από
Eλληνικά πρότυπα. Οι ανθρώπινες μορφές σπανίζουν και, όταν υπάρχουν, αφορούν
πολεμιστές ή γυναίκες, πιθανότατα θεότητες, αντίστοιχες με "θεαινές" του Ελληνικού
κόσμου. Αντίθετα, αφθονούν οι μορφές ζώων, συνήθως σε σκηνές πάλης ή
αλληλοσπαραγμού. Η επικράτηση των απεικονίσεων αυτών συμπίπτει χρονολογικά με
την εδαφική επέκταση των Σκυθών, την αυστηρότερη κοινωνική διαστρωμάτωση,
καθώς και την στενότερη επαφή με τους Έλληνες και άλλους γειτονικούς λαούς. Οι
μορφές των ζώων, πραγματικών ή φανταστικών, πιστεύεται ότι έχουν συμβολικό
περιεχόμενο και ότι αναπαριστούν φυσικές ή υπερβατικές δυνάμεις, αλλά και τις
πολεμικές συγκρούσεις των Σκυθών με τους εχθρούς τους. Οι Σκύθες εκτοπίσθηκαν τον
2ο αιώνα πΧ από τους Σαρμάτες και σταδιακά εξαφανίσθηκαν από το προσκήνιο της
ιστορίας. Ωστόσο, τα kurgan, πρακτικά οι μόνες αρχαιολογικές μαρτυρίες της
παρουσίας τους, εξακολουθούν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των ερευνητών. Είναι
βέβαιο ότι η μελέτη των ιδιαίτερων αυτών ταφικών μνημείων δεν έχει εξαντληθεί και
ότι είναι σε θέση να αποκαλύψει σημαντικά στοιχεία σχετικά με διάφορες όψεις της
καθημερινής ζωής και της κοινωνικής οργάνωσης των Σκυθών, και όχι κατ' ανάγκην
σχετικά με τις αντιλήψεις τους για τον θάνατο.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΝΗΡΗΙΔΩΝ
ΕΝΑ ΚΡΑΜΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Κ. Μπίλιας
Πανεπιστήμιο Humboldt, Βερολίνο
Λέξεις Κλειδιά: imitatio regis, τοπική παράδοση, ελληνική επιρροή, μύθος, ιδιωτική
πρωτοβουλία
Θάνατος και Τέχνη
(Προεδρείο: Αφροδίτη Γιάννη - Μεταπτυχιακή φοιτήτρια τμήματος
Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ)
ΘΑΝΑΤΟΣ:ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ ΤΟΥ 20ουΑΙΩΝΑ
Χ. Βογιατζή / Θ. Ματζιούνης
ΑΠΘ
Η εργασία μας με τίτλο «Θάνατος: πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους του 20ου
αιώνα» σκοπεύει να αναδείξει τη σημασία του θανάτου ως πηγή έμπνευσης για τους
ζωγράφους του περασμένου αιώνα. Ο θάνατος αυτός καθ’ αυτός, αποτελεί ένα
πολυφασματικό κοινωνικό φαινόμενο το οποίο δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο
τον χώρο της τέχνης κατά τη διάρκεια της ιστορίας της. Με την παρούσα εργασία θα
προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε μια εκτενή έρευνα με σκοπό να παρουσιαστεί η
θεματολογία του θανάτου στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως αποτυπώθηκε από
τους χαρακτηριστικότερους και σπουδαιότερους ζωγράφους της εποχής. Θα
παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε τα αντιπροσωπευτικότερά τους έργα ,τονίζοντας τα
κυριότερα μορφολογικά και εννοιολογικά σημεία τους και κατατάσσοντάς τα σε
καλλιτεχνικά ρεύματα εάν αυτό είναι δυνατό. Επιπλέον, θα ανατρέξουμε στους λόγους
που οδήγησαν τον κάθε καλλιτέχνη ξεχωριστά στην αποτύπωση και δημιουργία του
εκάστοτε ζωγραφικού έργου, σε συνάρτηση με το κοινωνικό και οικογενειακό
περιβάλλον στο οποίο έζησε και από το οποίο επηρεάστηκε. Η έρευνά μας, προσεγγίζει
έργα ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών με κοινό πάντα θεματικό άξονα το θάνατο.
Τέλος, θα προχωρήσουμε στην εξαγωγή συμπερασμάτων συλλέγοντας τα κυριότερα
στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη, όπως η λειτουργία τους, η επίδραση και η αξία
τους στο πέρασμα του χρόνου.
Ε. Μουσλή-Καραγιώργου
Ε. Γιαννετάκη
Ξυπόλυτος Ε.
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ν. Αθανασιάδης
Α.Π.Θ
Π. Μπεκιάρη
Γ. Καρκαλά
Οι αρχές της Μυκηναϊκής εποχής χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση εύπορων τοπικών ομάδων
στην Ηπειρωτική Ελλάδα όπως προκύπτει από τον τρόπο ταφής τους σε μεγαλοπρεπείς θολωτούς
τάφους. Ο τύπος αυτός αποτελεί γέννημα της Μεσσηνίας, όπου και εντοπίζονται πολυάριθμοι
θολωτοί τάφοι. Το εύφορο μεσσηνιακό έδαφος και η θάλασσα, συνέβαλαν στην ανάπτυξη ισχυρού
μυκηναϊκού κέντρου στον Άνω Εγκλιανό ήδη κατά τα τέλη της ΜΕΙΙΙ με αρχές ΥΕΙ εποχής.
Στόχος της παρούσας, ομαδικής εισήγησης είναι αφενός, η καταγραφή των πλουσιότερων θολωτών
τάφων και αφετέρου, η παρουσίαση και ερμηνεία των κτερισμάτων τους. Αρχικά, σχολιάζεται η
πρώτη εμφάνιση θολωτού τάφου στη Μεσσηνία κατά την ΜΕΙΙΙ εποχή. Κατόπιν, ιδιαίτερη έμφασή
δίνεται στην ποικιλία των αντικείμενων που συνοδεύουν τους νεκρούς στους τάφους
συγκεντρώνοντας μια μεγάλη γκάμα κομψοτεχνημάτων όπως περιδέραια, ενώτια, σφραγιδόλιθοι
κτλ, από σπάνια υλικά, όπως φαγεντιανή, κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο. Από την μελέτη των
κτερισμάτων προκύπτει μια γενική εικόνα, για τον κάτοχο τους, που δηλώνει την κοινωνική και
οικονομική του θέση. Ακόμα, διαμορφώνεται η άποψη για τον πλούτο και τις σχέσεις της
Μεσσηνίας με την υπόλοιπη Μεσόγειο, το Αιγαίο καθώς και στις στενές αλληλεπιδράσεις των
Μυκηναίων με την Μινωική Κρήτη. Τέλος, παρουσιάζονται τρόποι διαχείρισης και προστασίας,
συγκεκριμένων τάφων αλλά και των κτερισμάτων τους, παράλληλα με προτάσεις ανάπτυξης
κοινού στους αρχαιολογικούς χώρους.
Λέξεις- κλειδιά: Θολωτοί τάφοι, κτερίσματα, μυκηναϊκή ελίτ, διαχείριση
Ταφικές πρακτικές και έθιμα στην Βυζαντινή Ελλάδα και τη
Μεσαιωνική Ευρώπη
(Προεδρείο: Γιώργιος Πάλλης -
Επικ. Καθηγητής Βυζαντινής
Αρχαιολογίας)
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΩΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΛΑΒΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
Μ. Παπαμιχαήλ& K. Μπότης
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Μ. Ιωάννου – Λ. Μεταξοπούλου
Η εργασία με το παραπάνω θέμα έχει ως σκοπό να εξετάσει τις απεικονίσεις του πτηνού
Φοίνικα στα έργα τέχνης της Παλαιοχριστιανικής Θεσσαλονίκης (Ροτόντα του Αγίου
Γεωργίου και κοιμητηριακή βασιλική «Πλατείας Σιντριβανίου»). Ο Φοίνικας είναι ένα
μυθικό πτηνό που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις πηγές του Ηροδότου και κατάγεται
από την Αιθιοπία. Πρόκειται για πτηνό που ύστερα από πεντακόσια χρόνια ζωής, και
εφόσον δεν μπορούσε να αναπαραχθεί λόγω της μοναδικότητας του, μετέβαινε στην
Ηλιούπολη της Αιγύπτου, όπου κατασκεύαζε φωλιά από αρωματικά φυτά και άνθη,
έβαζε φωτιά και από τις στάχτες γεννιόταν ένας νέος φοίνικας. Αυτός έπαιρνε το σώμα
του πατέρα του και το πήγαινε στο βωμό του Ήλιου, στη Βόρεια Αίγυπτο, για να το
κάψουν οι ιερείς. Στην αρχαία Ελλάδα, ο Φοίνικας συμβόλιζε την αιωνιότητα, ενώ στη
ρωμαϊκή εποχή σήμαινε την επιβίωση της Αυτοκρατορίας. Από τους χριστιανούς
χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο ήδη από τον 1ο αι. μ.Χ., όπως γίνεται φανερό από την
πρώτη επιστολή του Κλήμη Ρώμης προς τους Κορινθίους, ενώ τον 4ο αι. ο
Ψευδο-Επιφάνιος Σαλαμίνος συσχετίζει την τριημέρη αναγέννηση του πτηνού με την
τριήμερη διαδικασία της Ανάστασης του Χριστού. Παράλληλα, ήδη από τον 3ο αι. στην
εικονογραφία, ο Φοίνικας συμβολίζει τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύτηκε η παρουσία του
πτηνού σε δάπεδο των αρχών του 5ου αι. της κοιμητηριακής βασιλικής στην «πλατεία
Σιντριβανίου» στη Θεσσαλονίκη, όπου εικονίζεται στη μέση ένζωδης κληματίδας. Στα
μέσα του 5ου αι. εμφανίζεται και στα ψηφιδωτά της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη, όπου
εικονίζεται πάνω σε φοινικόδεντρο, στοιχείο που παραπέμπει στη Δύση. Από τον 6ο αι.
και εξής στην Ανατολή παύει να εικονίζεται σε μια προσπάθεια της Εκκλησίας να
εξαλείψει από την χριστιανική τέχνη ειδωλολατρικά στοιχεία. Η παρουσία του πτηνού
κυρίως στη Θεσσαλονίκη, και σχεδόν καθόλου στην Κωνσταντινούπολη, υποδεικνύει
την αρχική υπαγωγή του Ιλλυρικού στην Εκκλησία της Ρώμης, αφού κατά κύριο λόγω η
Ρώμη χρησιμοποίησε το πτηνό ως σύμβολο. Παράλληλα, η παρουσία του σε μνημεία
κοιμητηριακού χαρακτήρα ή κοντά σε σκηνές Θεοφανείων υποδεικνύει τον έντονο
συσχετισμό του πτηνού με την Ανάσταση του Χριστού και κατ’ επέκταση με την
Ανάσταση των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία.
Σ. Σεκλός
Σκοπός της ανακοίνωσης είναι η προσέγγιση του θέματος του θανάτου κατά τη
ου
Μεσοβυζαντινή περίοδο (μέσα 9 αι.-1204), μέσα από τα ταφικά έθιμα και τις
αντιλήψεις αναφορικά με την έννοια του θανάτου, ούτως ώστε να καταδείξει ομοιότητες
ή και διαφοροποιήσεις συγκριτικά με εκείνα της Παλαιοχριστιανικής (4ος-7οςαι.) και της
Πρωτοβυζαντινής περιόδου (μέσα 7ου- μέσα 9ου αι.). Οι Βυζαντινοί της μέσης περιόδου
συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν το θάνατο σαν ένα μεταβατικό στάδιο καθώς η ζωή δεν
έφτανε στο τέλος της, αλλά συνεχιζόταν και μετά από αυτόν αφού η ψυχή δεν πέθαινε.
Μετά το θάνατο πραγματοποιούνταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις προγενέστερες
εποχές φροντίδες για το νεκρό, τόσο για το φθαρτό μέρος του, το σώμα, όσο και για το
άφθαρτο, τη ψυχή. Υλοποιείτο, λοιπόν, μία σειρά διαδικασιών η οποία περιλάμβανε την
περιποίηση του σώματος, το θρήνο, τη μεταφορά του νεκρού στο ναό, την τέλεση της
νεκρώσιμης ακολουθίας, τον ενταφιασμό και τέλος επιμνημόσυνες τελετές για τη ψυχή
του νεκρού. Συνηθιζόταν, επίσης, η αποφυγή της χρήσης των όρων «θάνατος» και
«πέθανε» και αντίθετα χρησιμοποιούνταν όροι, όπως η «εκδημία» και το «καταλύει τον
βίον». Η κτέριση των νεκρών συνεχίζεται και στη Μεσοβυζαντινή περίοδο και παρέχει
επιπλέον στοιχεία για τις απόψεις των Βυζαντινών ως προς το θάνατο. Επιπροσθέτως, οι
αντιλήψεις των Βυζαντινών της Μέσης περιόδου σχετικά με την έννοια του θανάτου
εκφράζονται και από τη στάση τους προς τους ίδιους τους νεκρούς τους οποίους
θεωρούσαν μιαρούς, πεποίθηση πολύ διαδεδομένη κατά την Παλαιοχριστιανική και την
Πρωτοβυζαντινή εποχή. Για αυτό το λόγο και παράλληλα για λόγους υγείας, τα
νεκροταφεία ήταν εκτός των τειχών των πόλεων κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο
(εξαίρεση αποτελούσε ο ναός των Αγίων Αποστόλων, δηλαδή το Μαυσωλείο των
Βυζαντινών αυτοκρατόρων). Ωστόσο, στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο απαντούν ταφές
εντός των τειχών, ενώ στη Μεσοβυζαντινή οργανωμένα νεκροταφεία πλησίον ναών και
ταφές ακόμα και στο εσωτερικό τους. Η πρακτική όμως αυτή δεν σηματοδοτεί αλλαγή
στη θεώρηση του νεκρού ως μίασμα. Συμπερασματικά, η μελέτη πρωτογενών και
δευτερογενών πηγών για τη Μεσοβυζαντινή περίοδο μαρτυρά τη συνέχιση τέλεσης των
ταφικών εθίμων των δύο προγενέστερων περιόδων. Οι αντιλήψεις για το θάνατο
παραμένουν ίδιες, ωστόσο παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση στις θέσεις των
νεκροταφείων.
Λαζαρίδου Δέσποινα
Το θέμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ανάγεται στον 6ο αιώνα αν συσχετιστεί με την
Ομιλία του Ιωάννου Θεσσαλονίκης και τον 7ο αιώνα οπότε χρονολογείται ο Ναός της
Κοιμήσεως στη Νίκαια. . Στο εικονογραφικό θέμα της Κοιμήσεως, η Παναγία
παρουσιάζεται ξαπλωμένη σε φέρετρο στρωμένο με πολυτελές σεντόνι, κοιμάται
γαλήνια και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός στο στήθος. Γύρω από το νεκρικό κρεβάτι
βρίσκονται οι απόστολοι, με τον Πέτρο να στέκεται κοντά στο κεφάλι της και τον
Παύλο κοντά στα πόδια της. Η ψυχή της Θεοτόκου απεικονίζεται ως σπαργανωμένο
βρέφος, την οποία κρατάει ο Ιησούς, ζωγραφιζόμενος πάνω από το φέρετρο και στο
μέσο της σύνθεσης. Στόχος της ανακοίνωσης, είναι να παρουσιαστεί το εικονογραφικό
θέμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 12ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα σε
τοιχογραφίες που βρέθηκαν στην Κύπρο και στην Καστοριά . Ο αυτοκράτορας Αλέξιος
Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατέστησε την Κύπρο την σημαντικότερη στρατιωτική βάση
της νοτιοανατολικής Μεσογείου λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής, γεγονός
που εξηγεί την έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα στο νησί. Η Κοίμηση της
Θεοτόκου, ένα αγαπητό θέμα στην κυπριακή και βυζαντινή εικονογραφία, απεικονίζεται
στο δυτικό τοίχο, της εκκλησίας της Παναγίας της Ασίνου στη Λευκωσία. Το εσωτερικό
του ναού της Παναγίας της Ασίνου είναι κατάγραφο. Οι τοιχογραφίες που σώζονται
σήμερα απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης απ΄ όπου θα πρέπει να προερχόταν
και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε και αποτελούν ένα απ΄ τα σημαντικότερα σύνολα
της βυζαντινής τέχνης της περιόδου. Ένα ακόμη δείγμα της ζωγραφικής απεικόνισης
της Κοίμησης του 12ου αιώνα βρίσκεται στο δυτικό τοίχο του ναού του Αγίου Νικολάου
του Κασνίτζη στην Καστοριά. Η Κοίμηση της Θεοτόκου παριστάνεται από τα δεξιά
προς τα αριστερά αντίστροφα από τις συνηθισμένες συνθέσεις. Η Καστοριά, αποτελεί
σήμα κατατεθέν για την απεικόνιση της κοιμώμενης Παναγίας τόσο στη
Μεσοβυζαντινή όσο και στην Υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, θα καταλήξω σε
συμπεράσματα όσον αφορά την τεχνική απόδοση των τοιχογραφιών που μας σώζονται
από την Κύπρο και την Καστοριά συγκρίνοντας τα μνημεία του 12ου αιώνα με μνημεία
της Υστεροβυζαντινής περιόδου.
Τάφοι Βαμπίρ : O φόβος για το υπερφυσικό στις ταφικές πρακτικές.
Ε. Παρισσοπούλου
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση της ιδιαίτερης μεταχείριση των
νεκρών, που η κοινότητα αντιμετώπιζε ως βαμπίρ, σε μέρη όπως η Βουλγαρία, η
Πολωνία, η Ιταλία, η Ελλάδα κ.α. Στις χώρες αυτές οι αρχαιολόγοι παρατήρησαν ότι
σε κάποια νεκροταφεία που ανακάλυψαν βρέθηκαν μεσαιωνικές και νεότερες ταφές,
το εσωτερικό των οποίων είχε δεχθεί εξωτερικές επεμβάσεις.
Συγκεκριμένα, σε τάφους της Βουλγαρίας (Περπερικό, Σωζόπολη κ.ά.) κάποιοι
νεκροί βρέθηκαν καρφωμένοι στο έδαφος με μυτερό μεταλλικό στέλεχος ή με
τμήματα του σκελετού αποκολλημένα και τοποθετημένα σε διαφορετική από την
προβλεπόμενη θέση. Στην Πολωνία ( Drawsko, Górzyca, Kałdus) σκελετοί βρέθηκαν
με τα κρανία στραμμένα προς το έδαφος, με ή με κατεστραμμένες επιγονατίδες και
πέτρες τοποθετημένες με τρόπο τέτοιο ώστε ο νεκρός να ακινητοποιηθεί. Στο
Lazzaretto της Βενετίας, από την άλλη, ένα σύνηθες προληπτικό μέτρο, όπως
έδειξε η έρευνα, ήταν η τοποθέτηση ενός πλίνθου ανάμεσα στην άνω και κάτω
σιαγόνα.
Η μεταχείριση αυτή των νεκρών αποκαλύπτει αρκετά πράγματα για τις ίδιες τις
κοινωνίες. Αρχικά καθιστά εμφανή την άγνοια τους για τα post mortis συμπτώματα
που ανθρώπινου σώματος. υποβαθμισμένη γνώση ιατρικής στο Μεσαίωνα και η
έντονη θρησκοληψία οδήγησε στην δαιμονοποίηση συμπτωμάτων (αργοπορημένη
αποσύνθεση, ελαφριά μετατόπιση του σώματος από την αρχική θέση, αιμόπτυση)
που προβλήθηκαν από εσωτερικές σωματικές διεργασίες μέσα από αέρια που
αποδεσμεύονται μετά τον θάνατο. Η ίδια άγνοια οδήγησε στη στοχοποίηση
συγκεκριμένων ατόμων που εν ζωή έφεραν, σύμφωνα με μεταγενέστερες
οστεοαρχαιολογικές μελέτες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σήμερα πλέον
αποδίδονται σε ασθένειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ωχρό δέρμα, η
αδυναμία και η αιμόπτυση, όλα συμπτώματα φυματίωσης, ή σημάδια κύφωσης.
Όμως το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι η δύναμη του φόβου για
το υπερφυσικό στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το εύθραυστο της ζωής και μεγάλος
αριθμός θανάτων την περίοδο αυτή λόγω ελλιπούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης
και χαμηλού βιοτικού επιπέδου προκαλούσαν ανέκαθεν φόβο στους ανθρώπους. Ήδη
από την προϊστορία έχουμε προσπάθεια διαχωρισμού των ζωντανών από τους
νεκρούς (λ.χ. νεκρός με πέτρα στο στήθος σε μεσολιθική ταφή Κύθνου). Οι τάφοι
βαμπίρ είναι ένας ακόμη μεγάλος κρίκος στην αλυσίδα, αν σκεφτεί κανείς τα
αναρίθμητα θύματα της πανώλης. Φυσικά, η ρόλος της πλούσιος λαϊκής παράδοσης
στην δημιουργία μεταβατικών υπάρξεων που διατηρούνταν στη ζωή πίνοντας το
αίμα των ανθρώπων ήταν αδιαμφισβήτητη. Η ανησυχία για διατάραξη της
ισορροπίας ζωής- θανάτου εξακολουθεί παραδόξως να υφίσταται σύμφωνα με
αντίστοιχα ευρήματα στη Λέσβο (19ος αι.). Θα έλεγε κανείς ότι η ακραία αυτή
προσπάθεια των ανθρώπων να απομονώσουν τη ζωή από το θάνατο πετυχαίνει
τελικά μια ακόμα εντονότερη διαπλοκή τους.
Ο ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ΤΗΣ ΓΚΡΕΝΟΜΠΛ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΠΡΩΙΜΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Ε. Κωστούδη
Αφορμή για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας αποτέλεσε η γνωριμία μου με την
αρχαιολογία του πρώιμου Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στο
Πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne στο χειμερινό εξάμηνο 2017-2018, στα
πλαίσια προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών. Επιθυμώντας να εμβαθύνω στις ταφικές
πρακτικές που ακολουθούνται κατά τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια γύρω και εντός των
θρησκευτικών κτιρίων, αποφάσισα να μελετήσω την εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου
στην πόλη Γκρενόμπλ της νοτιοανατολικής Γαλλίας (Saint Laurent de Grenoble). Το
συγκεκριμένο μνημείο έχει ανασκαφεί και μελετηθεί διεξοδικά ήδη από τις αρχές του
ου
19 αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20ου, παρέχοντας πλούσιο υλικό στο σύγχρονο
ερευνητή που επιχειρεί να το προσεγγίσει, με τη βιβλιογραφία του συνεχώς να
ανανεώνεται, ενώ κατά την τελευταία δεκαετία έχουν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες
εργασίες για την προστασία και την ανάδειξή του. Έπειτα λοιπόν από μια σύντομη
αναφορά στην τοπογραφία και στην ιστορία της πόλης, η εργασία μου επικεντρώνεται
στο χώρο του ίδιου του μνημείου και συγκεκριμένα στις φάσεις που προηγούνται της
πρώτης εκκλησίας, καθώς εξετάζονται τα ταφικά μνημεία και τα μαυσωλεία που
φιλοξένησαν ταφές ανάμεσα στον 1ο και στον 5ο αι. μ. Χ. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται
και σχολιάζονται λεπτομερώς οι οικοδομικές φάσεις της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας,
οι οποίες παρέχουν πρόσφορο έδαφος για προβληματισμό πάνω στην εξέλιξη των
ταφικών πρακτικών στο συγκεκριμένο θρησκευτικό κτίριο. Παράλληλα, επιχειρείται η
ένταξη του κτιρίου και των ταφών του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αρχιτεκτονικής και
ταφικών πρακτικών της ίδιας περιόδου, ενώ προτείνονται συγκρίσεις με κτίρια
παρόμοιου αρχιτεκτονικού σχεδίου ή χαρακτήρα. Οι υπόλοιπες φάσεις του μνημείου και
των ταφών του, που φτάνουν έως τις μέρες μας, παρατίθενται συνοπτικά, καθώς είναι
αδύνατο να αναλυθούν 20 αιώνες διαδοχικών αρχιτεκτονικών φάσεων και ταφικών
πρακτικών στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας εργασίας συνεδρίου. Τέλος, αξίζει
να σημειωθεί ότι, πέρα από τις άμεσες γνώσεις που προκύπτουν για την εξέλιξη της
τυπολογίας των ταφών, των τρόπων ενταφιασμού και των κτερισμάτων, η μελέτη αυτή
βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την οικονομική κατάσταση και την
κοινωνική ζωή των κατοίκων κάθε περιόδου, όπως διαφαίνονται μέσα από τα υλικά
ευρήματα και τις ταφικές συνήθειες.
ΑΦΙΣΕΣ (ΠΟΣΤΕΡ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ
ΕΠΟΧΗΣ
Αργυράκη Κ.
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Στόχος αυτής της εργασίας είναι να ερευνηθεί ο ρόλος των γυναικών στις μυκηναϊκές
κοινωνίες, όπως προκύπτει μέσα από τα ταφικά έθιμα και τις ίδιες τις γυναικείες
ταφές. Ένα βασικό κομμάτι κάθε πολιτισμού αποτελεί η αντίληψη της μετά θάνατον
ζωής, συνεπώς, η μεταχείριση των νεκρών. Μέσα από τα ταφικά έθιμα και τις ταφές,
μπορούμε να κατανοήσουμε ένα μέρος των πεποιθήσεων των ανθρώπων, τον
συλλογικό τρόπο σκέψης τους. Για τη συγκεκριμένη μελέτη, θα ερευνηθούν
γυναικείες ταφές που συναντώνται σε όλους τους βασικούς τύπους μυκηναϊκών
τάφων. Οι κυριότεροι κατά την ΥΕ περίοδο είναι τρεις: οι λακκοειδείς, οι
θαλαμοειδείς κι οι θολωτοί τάφοι. Δεν εκλίπουν, ωστόσο, και οι ταφές σε απλούς
λάκκους. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα είναι πως οι γυναίκες
των λακκοειδών τάφων, κυρίως των Ταφικών Κύκλων, χαρακτηρίζονται από πλούτο
κτερισμάτων και, βάση οστεολογικών μελετών, υψηλό βιοτικό επίπεδο, οδηγώντας
στο συμπέρασμα πως ανήκαν σε κάποια ανώτερη κοινωνική τάξη, ιερατικά ή
κοινωνικά. Παρόμοια πρέπει να είναι κι η περίπτωση των θολωτών τάφων, όπου οι
γυναικείες ταφές είναι λιγότερες από τις ανδρικές, ίσως μία ένδειξη φυλετικής
προκατάληψης. Ως προς τους θαλαμοειδείς, δυστυχώς, δεν είμαστε σε θέση να
αναγνωρίσουμε ποια αντικείμενα συνόδευαν τις γυναικείες ταφές, λόγω των
συλήσεων και των διαβρώσεων που έχουν υποστεί οι τάφοι. Ίσως αυτού του είδους
τάφοι χρησιμοποιούνταν από ανθρώπους προερχόμενους από κάθε κοινωνική
βαθμίδα κι αυτό υποδεικνύεται μέσα από την γενικότερη ανομοιομορφία των
κτερισμάτων. Γενικά, μέσα από τις ταφές είναι δυνατή μία μελέτη της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης. Βασικό στοιχείο ήταν η ανάδειξη πλούτου και κύρους μίας
οικογένειας ή ατόμου. Αυτό επιτυγχανόταν μέσα από τα κτερίσματα. Παρ’ όλ’ αυτά,
δε μπορούμε να υποθέσουμε, πως ο πλούτος καθόριζε και την γενικότερη
μεταχείριση των νεκρών κατά τον ενταφιασμό. Κατά πάσα πιθανότητα, οι
τελετουργίες ήταν τυποποιημένες, ιδιωτικές πρακτικές, για τις οποίες γνωρίζουμε
κάποια στοιχεία κι από τις πήλινες λάρνακες. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
ενδείξεις πιθανού φυλετικού διαχωρισμού.
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΤΑΦΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Ε. Γερασιμίδου
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Στην παρούσα ανακοίνωση θα γίνει λόγος για τις παιδικές ταφές της Μεσολιθικής
περιόδου στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μια περίοδο, η οποία
χαρακτηρίζεται από έντονες κλιματικές αλλαγές που εμφανίζονται σε διαφορετικές
χρονικές περιόδους καθώς και σε διαφορετικές περιοχές . Συγκεκριμένα στον ελλαδικό
χώρο ξεκινά από το 8500π.χ ως το 6700/6500 π.Χ. Εν συνεχεία θα παρατεθούν
παραδείγματα σωζόμενων παιδικών-μεσολιθικών ταφών από τις μέχρι σήμερα
ανεσκαμμένες θέσεις στον Ελλαδικό χώρο, όπως στο Μαρουλά της Κύθνου, στο
σπηλαίο Φραχθί και στη Κνωσό. Πρώτα απ’ όλα στη θέση Μαρουλάς εντοπίστηκαν και
ανασκάφηκαν μεταξύ άλλων και ανθρωπολογικά κατάλοιπα. Πρόκειται για
πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές, τοποθετημένες κάτω από το δάπεδο των οικιών.
Ανάμεσα στις ταφές εντοπίστηκαν δύο παιδικά κρανία. Βρέθηκαν, επίσης, τρεις
βρεφικές ταφές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπάνια εύρεση κτερισμάτων. Έχουν έρθει
στο φως ελάχιστοι παιδικοί τάφοι που διαθέτουν κτερίσματα κοχυλιών. Μια εξίσου
σημαντική θέση αποτέλεσε το σπήλαιο Φράγχθι της Αργολιδας, όπου εντοπίστηκαν
ταφές καθ’ όλη τη μεσολιθική περίοδο. Μεταξύ των τάφων ανεβρέθηκαν μία παιδική
ταφή, έναν σκελετό νηπίου και ένα σκελετό βρέφους. Πέρα από αυτά εντοπίστηκαν
θραύσματα από δύο παιδιά, ένα βρέφος και άλλα από διάφορα τμήματα και ηλικιακά
στάδια αυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν φέρουν κτερίσματα, πέρα από τα λίγα
όστρεα που εντοπίστηκαν σε μερικές ταφές. Ένα ακόμη παράδειγμα προέρχεται από τη
Κνωσό, όπου εντοπίστηκαν συγκεντρωμένες έξι ταφές παιδικές και βρεφικές. Οι ταφές
ανάγονται στην 7η χιλιετία π.Χ. και δεν διέθεταν καθόλου κτερίσματα. Τα ευρήματα
των παραπάνω θέσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μελέτη της Μεσολιθικής
στην Ελλάδα στηρίζεται κυρίως σε αυτά.
ἘΞΟΡΚΙΖΩ ΣΕ, ΝΕΚΥΔΑΙΜ[ΩΝ] ἈΩΡΕ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΔΕΣΜΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
Β.Καλλιμάνη
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Α.-Σ. Κατσικοπούλου
Ν. Μπράττη
ο
Το 17 αιώνα κυριαρχεί μια νέα καλλιτεχνική τάση – τεχνοτροπία, το Μπαρόκ, την
οποία πολλές χώρες της Ευρώπης και πολλοί ζωγράφοι, γλύπτες και αρχιτέκτονες
ακολούθησαν. Μία από αυτές είναι η Ισπανία και ο ζωγράφος και χαράκτης Juan de
Valdes Leal. Σαν καλλιτέχνης άφησε το δικό του στίγμα στην τεχνοτροπία του μπαρόκ,
καθώς έδωσε έμφαση στη μακάβρια θεματολογία. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα, το
οποίο και θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης αυτής της εργασίας, είναι το “Eικόνα
Θανάτου” που αποτελείται από δύο πίνακες. Σε αυτήν την εργασία θα πραγματοποιηθεί
μια μικρή ανάλυση του συγκεκριμένου έργου που αντιπροσωπεύει την έννοια του
θανάτου. Ο ίδιος ο θάνατος εμφανίζεται ως καταστροφέας και εκμηδενιστής των
πάντων ενώ παράλληλα γίνεται ξεκάθαρο πως μπροστά του κάθε τίτλος, κάθε δόξα που
διέθετε κάποιος όσο ζούσε χάνει την υπόστασή του. Οι νεκροί, γυμνοί πια από κάθε
είδους αξίωμα βρίσκονται αντιμέτωποι με τον πιο ισχυρό «εχθρό» όλων, ώσπου να
οδηγηθούν στο τελικό στάδιο, στον τελευταίο σταθμό του μεταθανάτιου ταξιδιού τους,
την τελική κρίση δηλώνοντας το θρησκευτικό στοιχείο που είναι πάντα διάχυτο στα
έργα του καλλιτέχνη. Ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα που δε μπορεί να
αποφευχθεί. Αρκεί μια στιγμή για να ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Ο θάνατος ως ένας
σκελετός πρωταγωνιστεί στο έργο αυτό με το κενό βλέμμα στραμμένο προς το θεατή
συμβολίζοντας το επερχόμενο τέλος όλων των ανθρώπων. Παράλληλα, στην άλλη
σκηνή κεντρικό ρόλο παίζει μία ζυγαριά που θυμίζει κατά πολύ το συνηθισμένο μοτίβο
στη ζωγραφική ήδη από την αρχαιότητα, το μοτίβο της ψυχοστασίας, και στο
συγκεκριμένο έργο αντιπαραβάλλονται η σωτηρία με την καταδίκη, η λύτρωση της
ψυχής ή η τιμωρία της.
ΛΕΥΚΕΣ ΑΤΤΙΚΕΣ ΛΗΚΥΘΟΙ: ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΑΘΗΝΑ
Τσιακαλάκη Κ.
Δ. Μ. Τζεγκόζη
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Η λήκυθος πρωτοεμφανίζεται ως αγγείο τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά η λευκή λήκυθος η
οποία είναι κατασκευασμένη με τη τεχνική του λευκού βάθους εμφανίζεται το 5ο αιώνα.
Στα λεγόμενα «λευκά αγγεία» οι επιφάνειές τους καλύπτονται με λευκό ή κιτρινωπό
επίχρισμα πάνω στο οποίο έχει αποδοθεί διακόσμηση. Οι λευκές λήκυθοι ήταν
μυροδοχεία που προσφέρονταν ως κτερίσματα στις ταφές ενώ οι σκηνές με τις οποίες
ήταν διακοσμημένες συνέδεαν ποικιλότροπα τη ζωή και το θάνατο. Είναι συνήθως
ήρεμες οικιακές σκηνές από τη ζωή του νεκρού άντρα ή γυναίκας, επισκέψεις στο τάφο
και θέματα που αφορούν το κάτω κόσμο με μορφές του Χάροντα, του Ύπνου και του
Θανάτου. Τα αττικά γραπτά ή μελαβαφή αγγεία κατά τον 6ο και 5ο αιώνα
συγκαταλέγονται στα πιο περιζήτητα κεραμικά προϊόντα. Τα αττικά αγγεία κατάφεραν
να ταξιδέψουν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο μέσω του εμπορίου και να γίνουν ευρέως
γνωστά και επιθυμητά τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό εμπόριο. Δεν συνέβη
όμως το ίδιο και με τη λευκή λήκυθο. Στόχος λοιπόν της εργασίας είναι αρχικά να
αναδείξει τους λόγους εκείνους για τους οποίους ο συγκεκριμένος τύπος αγγείου δεν
γνώρισε την ίδια αποδοχή, αλλά και να εξετάσει, ως δευτερεύον, τις ελάχιστες περιοχές
στις οποίες εισχώρησε. Σημαντική όμως είναι και η σύγκριση της εικονογραφίας της
λευκής ληκύθου αυτών των περιοχών με αντίστοιχες ληκύθους που έχουν βρεθεί στην
Αττική. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε αν αλλάζουν τα κριτήρια αγοράς του
αγγείου από περιοχή σε περιοχή (π.χ. διαφορετικά ήθη και έθιμα, διαφορετική αντίληψη
της εικονογραφίας). Η διερεύνηση του κόστους επίσης μίας λευκής ληκύθου μπορεί να
μας πληροφορήσει αν θα μπορούσαν να αποκτήσουν όλοι ένα τέτοιο αγγείο.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η ιδιαιτερότητα της λευκής ληκύθου, δηλαδή
ότι ήταν ένα αγγείο στενά συνδεδεμένο με τα ταφικά έθιμα των Αθηναίων, ήταν και ο
βασικός λόγος που δεν μπόρεσε να εξαχθεί. Από την άλλη πλευρά όμως μας είναι
γνωστό ότι το σχήμα του αγγείου δεν ενοχλούσε τόσο τους αγοραστές. Έχουν βρεθεί
πολλές λήκυθοι με ποικίλη θεματολογία σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Ίσως
λοιπόν η ευαισθησία του λευκού επιχρίσματος να έκανε τους ίδιους τους Αθηναίους
αγγειογράφους να μην πειραματιστούν στα εικονογραφικά θέματα που θα προσείλκυαν
το ενδιαφέρον των αγοραστών. Αυτό όμως μπορεί να το εκλαμβάνουμε λάθος εμείς
σήμερα. Θα μπορούσε ο αρχικός στόχος να ήταν αυτός. Οι Αθηναίοι να δημιουργήσουν
δηλαδή εσκεμμένα ένα αγγείο βασισμένο στα ταφικά έθιμά τους, ένα αγγείο που θα
τους διαφοροποιούσε και δεν θα είχε απήχηση.
Ταφικά πορτραίτα του Φαγιούμ: «Η στιγμή της ζωής για αιώνες»
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Ο σκοπός της εργασίας είναι ένα διεπιστημονικό ταξίδι προς την ζωή, όπως αυτή
έχει αποτυπωθεί στα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ μέσα από το πρίσμα του
θανάτου. Ο συνδυασμός της πολιτισμικοτητας εν λόγου θέματος θα καταδείξει τις
συγκλίσεις και αποκλίσεις της οπτικής τους, πάνω στο θέμα του παν δαματωρ
θανάτου. Τα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κράμα
τριών πολιτισμών: της ιδεολογικής κληρονομιάς των Αιγυπτίων, της ρωμαϊκής
γνώσης εκ του φυσικού και του θριαμβικού ελληνικού Πνεύματος. Πίσω από κάθε
νεκρικό πορτραίτο κρύβεται ένας αξιοθαύμαστος κόσμος, μια τύχη χαμένη στην
ανυπαρξία των αιώνων...
Αυτό το φαινόμενο λαμβάνει χωρά την αρχή του 1ου αιώνα μ. Χ. και θα επιβίωση
μέχρι τον 3το στην τότε ρωμαϊκή Αίγυπτο. Τα πορτρέτα πήραν την ονομασία τους από
τον τόπο που βρέθηκαν κατά χώραν: στη μεγάλη ανακάλυψη το 1887, κατά την
βρετανική ανασκαφή υπό τον Flinders Petrie στη όαση του Φαγιούμ (85 χιλιόμετρα
νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου). Τα πρώτα δείγματα των
προσωπογραφίων εντόπισε και ανέφερε ο Ιταλός περιηγητής, Pietro Della Valle το
1615. Άριστα διατηρημένα, εξαιτίας της ειρωνείας του κλίματος που είναι ξερό στην
αιγυπτιακή έρημο, τα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα είτε με την
εγκαυστική τεχνική είτε η με την τεχνική της τέμπερας που προέρχονται από
την αρχαιοελληνική παράδοση. Επί έναν αιώνα τα μεγάλα μουσεία ήταν αναποφάσιστα
αν έπρεπε να τις εντάξουν τα πορτρέτα στις αιγυπτιακές ή στις ελληνορωμαϊκές
συλλογές τους και το μόνο που έκαναν ήταν να τις παρουσιάζουν ως είδος
αξιοπερίεργο, πάντα στο περιθώριο πότε της μιας και πότε της άλλης από αυτές τις
συλλογές.Μειξογενές προϊόν της αλληλεπίδρασης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού με
τα τοπικά ιδιάζοντα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου, αποτελεί μοναδικό στο είδος της
ταφικής ξύλο-προσωπογραφίες του Φαγιούμ.