6

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 55

6ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ

Λατρεία, Μνήμη, Ταφικά έθιμα


(Προεδρείο: Γιώργος Βαβουρανάκης - ​
Επικ. Καθηγητής Προϊστορικής
αρχαιολογίας​
)
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ. ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σ. Μαγουλά

Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Οι ταφικές πρακτικές μιας κοινωνίας είναι σε θέση να αποκαλύψουν συγκεκριμένες


πτυχές του παρελθόντος της. Από τον τρόπο ταφής και προσέγγισης έως τον τρόπο με
τον οποίο επιλέγει κάθε εποχή να συντηρήσει και να κατοχυρώσει την μνήμη των
προγόνων της, μπορούμε να διακρίνουμε ομοιότητες και διαφορές. Για την παρούσα
εισήγηση επιλέχθηκαν τρία παραδείγματα, από την 3η έως την 1η χιλιετία π. Χ. Κάθε
παράδειγμα θα παρουσιαστεί συνοπτικά με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Επιπρόσθετα θα κατατεθούν ορισμένες σκέψεις γύρω από τον τρόπο που κάθε κοινωνία
παρατηρεί, εκφράζει και εν τέλει μεταφράζει τα υλικά της κατάλοιπα. Μπορεί μια
κοινωνία της 3​ης ​χιλιετίας π. Χ. να ενδιαφερθεί για το παρελθόν της; Για ποιον λόγο,
επανεμφανίζεται συνεχώς το φαινόμενο της προγονολατρείας από την 2​η χιλιετία π. Χ.
και εξής και πού αποσκοπεί; Ποια η σχέση ενός αρχαιολογικού context με την μνήμη;
Συνοψίζοντας, θα θέσω υπό κρίση τα παραπάνω ερωτήματα. Θα προσπαθήσω να
υποστηρίξω ότι οι άνθρωποι σε κάθε ευκαιρία, προσπαθούν να επισυνάψουν το
παρελθόν στο παρόν. Θα διατυπώσω επίσης την θέση πως ο άνθρωπος δεν ξεχνάει το
παρελθόν του, ωστόσο επιλέγει να κρατήσει συγκεκριμένες πτυχές αυτού και ότι κάθε
πολιτισμός καθορίζεται τόσο με βάση τα ευρήματα του, όσο και από τον τρόπο τον
οποίο με τα οποία τα κατανοεί.

«Λέξεις Κλειδιά» ταφικές πρακτικές, μνήμη, κοινωνία, παρελθόν, context


«ΟΣΤΡΕΑ ΠΑΡΟΝΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ»

Χ. Χατζηνικολάου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Πολλά είναι τα μοτίβα που επιλέγονται να αποτυπωθούν στα αντικείμενα κόσμησης


που συμπεριλαμβάνονται στα κτερίσματα του νεκρού. Ειδικότερα, στις ταφές της
Εποχής του Χαλκού στην Ηπειρωτική Ελλάδα συναντάμε ζώα του χερσαίου
περιβάλλοντος, φανταστικά και μη, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις ζώα του
θαλάσσιου κόσμου, έντομα και πτηνά. Σε αυτά συγκαταλέγονται φυτικά,
γεωμετρικά ή σπειροειδή μοτίβα. Ανάμεσα σε όλα αυτά εμφανίζεται και μία μικρή
κατηγορία, αυτή των όστρεων.
Ενδιαφέρον προκαλεί η επιλογή αυτού του μοτίβου για δύο λόγους. Αφενός γιατί
αποτελεί ένα αγαθό που δε βρίσκεται σε αφθονία στο χερσαίο περιβάλλον της
Ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά αποτελεί αγαθό του θαλάσσιου περιβάλλοντος,
γεγονός που κάνει την υπόθεση της καθημερινής επαφής των ανθρώπων με
αυτό να ατονεί. Αφετέρου γιατί επιλέγεται η αποτύπωσή του πάνω σε υλικά
πολυτελείας όπως η φαγεντιανή, η υαλόμαζα και ο χρυσός.
Συνεπώς γεννούνται ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τη σημασία των οστρέων στη
ζωή των κατοίκων αυτών των περιοχών, με την επιλογή των αντικειμένων αυτών ως
κτερισμάτων, με την επιλογή των υλικών κατασκευής, με την καλλιτεχνική και τη
συμβολική τους αξία κ. α. Η φύση των ερωτημάτων αυτών κάνει δύσκολη σε κάθε
περίπτωση την απάντηση τους και τα δεδομένα τα οποία έχουμε στα χέρια μας είναι,
στις περισσότερες των περιπτώσεων, ελλιπή και παραπλανητικά Σε κάθε περίπτωση
όμως θα γίνει μία προσπάθεια ερμηνείας.
Στόχο της εργασίας αποτελεί η παρουσίαση των θέσεων στις οποίες έχουν βρεθεί τα
συγκεκριμένα κτερίσματα, αλλά και η παρουσίαση των ίδιων των αντικειμένων έτσι
ώστε να δημιουργηθεί μια συνολική εικόνα δεδομένων. Συγκριτικά και συνοπτικά
θα αναφερθούν η χρήση των όστρεων σε κοσμήματα στην Αίγυπτο την ίδια εποχή,
αλλά και κάποια ανθρωπολογικά παραδείγματα και η χρήση των όστρεων ως
κομμάτι της τροφής ή μη. Τελικά θα υπάρξει προσπάθεια να προσεγγιστεί από
διάφορες πλευρές η επιλογή των αντικειμένων αυτών ως κτερισμάτων και ποια θα
μπορούσε να ήταν η πιθανή σχέση τους με τις έννοιες της ζωής και του θανάτου.
Συμπερασματικά μπορεί να καταλάβει κανείς πως πολλές φορές φαινομενικά μικρά και
ασήμαντα πράγματα μπορούν να πουν κάτι για τους ίδιους τους εαυτούς ή ακόμη και
για την κοινωνία στην οποία αυτοί ζουν και αλληλεπιδρούν, καθώς κρύβουν μικρούς
συμβολισμούς και μηνύματα. Ωστόσο η ερμηνεία ποικίλλει και κρύβει πολλές
ανακρίβειες, απαιτώντας μια πολυπρισματική και πιο διερευνητική ματιά.
ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΛΕΠΟΤΡΥΠΑ

Α. Μαστοράκου

Ε.Κ.Π.Α.

Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η παρουσίαση και ερμηνεία των ταφικών
πρακτικών του νεολιθικού σπηλαίου της Αλεπότρυπας στον κόλπο του Διρού της
Μάνης ως μέσα διατήρησης της συλλογικής μνήμης και άσκησης λατρευτικών
δραστηριοτήτων Η παρουσίαση θα αποπειραθεί μια σύνθεση των πορισμάτων των
μακροχρόνιων ερευνών που διεξάγονται στο σπήλαιο από το 1970, υπό τη διεύθυνση
του Γ. Παπαθανασόπουλου και περιλαμβάνουν τη συστηματική ανασκαφή του
σπηλαίου καθώς και, ειδικά κατά την τελευταία δεκαετία, την εφαρμογή εξειδικευμένων
αναλύσεων στα υλικά και οργανικά κατάλοιπα για την πληρέστερη τεκμηρίωσή του, σε
συνεργασία με την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας, την Αμερικανική Σχολή Κλασικών
Σπουδών στην Αθήνα και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού.
Στην Αλεπότρυπα ασκήθηκε μια από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις του νεολιθικού
ανθρώπου: η ταφή και η λατρεία των νεκρών. Στο σπήλαιο συναντώνται τρία είδη
ταφικών πρακτικών. Πρώτον, οι πρωτογενείς ταφές, κατά κανόνα ακτέριστες σε
λάκκους, με τον νεκρό σε συνεσταλμένη στάση, και κάτω από τα δάπεδα χώρων
διαβίωσης. Δεύτερον, η ανακομιδή των οστών, με μεταφορά κυρίως κρανίων από τις
πρωτογενείς ταφές για την τελετουργική τοποθέτησή τους σε οστεοφυλάκια εντός του
σπηλαίου με σκοπό την δημιουργία ενός χώρου κοινοτικής μνήμης και συνοχής. Τρίτον,
οι καύσεις νεκρών και ειδικά μικρών παιδιών, σε κόγχες. Στις ταφές αποκαλύφθηκαν
θραύσματα από περισσότερα από 1.300 αγγεία, τα 700 εκ των οποίων διέθεταν γραπτή
διακόσμηση σε αντιδιαστολή με την αδιακόσμητη κεραμική που κυριαρχεί στα
στρώματα οικιακής χρήσης του υπόλοιπου σπηλαίου. Η ανακάλυψη αυτή πιστοποιεί το
έθιμο της θραύσης των αγγείων κατά την διάρκεια των ταφικών τελετουργιών,
υποδηλώνει την λατρεία των προγόνων και αποκαλύπτει τις αντιλήψεις των νεολιθικών
ανθρώπων σχετικά με τον θάνατο. Για τους λόγους αυτούς η Αλεπότρυπα Διρού
θεωρείται η πρώτη έκφραση της αντίληψης του Κάτω Κόσμου και των χθόνιων
θεοτήτων, που κυριάρχησαν αργότερα στην ελληνική μυθολογία και ιερή χρήση των
σπηλαίων, όχι μόνο λόγω της αίσθησης του χάους που δημιουργεί, αλλά ίσως και λόγω
της -μοναδικής στην περιοχή- ύπαρξης πόσιμου νερού που ενδεχομένως θα συμβόλιζε
την ανανέωση.
Θεόπετρα: Tα σκελετικά κατάλοιπα και η αντιμετώπιση του θανάτου στη
Μεσολιθική

Μιχαλάκη Ε., Ζαφειρίδης Κ.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Στόχος της εκπονηθείσας μελέτης είναι η παρουσίαση των σκελετικών καταλοίπων στο
σπήλαιο της Θεόπετρας και η θανάτια ιδεολογία κατά τη μεσολιθική, μέσα από την
παράλληλη εξέταση σύγχρονων καταλοίπων στο Φράγχθι Αργολίδας και στον Μαρουλά
Κύθνου. Οι ταφές και καύσεις στις δύο αυτές θέσεις δίνουν αρκετές πληροφορίες για
τον μεσολιθικό πληθυσμό καθώς φαίνεται ότι έχουμε κατάλοιπα από άτομα κάθε
ηλικίας, τα ταφικά έθιμα και την αντιμετώπιση του θανάτου.Το σπήλαιο της Θεόπετρας
βρίσκεται σε υψόμετρο 300 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, στη βόρεια
πλευρά ασβεστολιθικού όγκου, στα ανατολικά του δρόμου Τρικάλων-Καλαμπάκας.
Πρόκειται για τετράπλευρο σπήλαιο με μικρές κόγχες (καρστικούς οδηγούς) στην
περιφέρεια. Η έκτασή του είναι λίγο μικρότερη των 500 μέτρων και η είσοδός του είναι
αψιδωτή, διαστάσεων 17Χ3 μέτρων, η οποία επιτρέπει την είσοδο του φυσικού φωτός.
Την περιοχή διασχίζει ο Ληθαίος Ποταμός.Τα ανθρωπολογικά ευρήματα συνθέτουν
κρανιακός θόλος και θραύσματα μακρών οστών της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ακέραιη
πρωτογενή in-situ ταφή της Μεσολιθικής, και θραύσματα οστών διαφόρων ανατομικών
στοιχείων της Νεολιθικής. Κύριο αντικείμενο της μελέτης είναι η ακέραιη ταφή στα
μεσολιθικά στρώματα, που χρονολογείται στα 7050-7010 BC. Πρόκειται για σκελετό
γυναίκας αναστήματος 1,57 μέτρα, σε ημι-οκλάζουσα στάση με τον άξονα του σώματος
να έχει κατεύθυνση ανατολική-δυτική, ηλικίας 18-20 ετών, η ταφή της οποίας είναι
ακτέριστη. Από τη στάση του σώματος φαίνεται ότι είχε τοποθετηθεί σε περιορισμένο
χώρο μέσα σε ρηχό όρυγμα, το οποίο σφραγίστηκε με νέα ιζηματογενή επίχωση. Θα
εκτεθεί επίσης η αναπαράσταση του προσώπου της,η οποία πραγματοποιήθηκεαπό
ερευνητική ομάδα υπό τον Μανώλη Παπαγρηγοράκηκαθώς και τον Oscar Nilsson,
Σουηδό αρχαιολόγο και γλύπτη, ειδικευμένο στις αναπαραστάσεις. Οι ταφικές
πρακτικές εμφανίζουν ομοιότητες με συγκρίσιμες ταφές στο Φράγχθι, στον Μαρουλά,
στο Nahal Oren, Hatoula στο Ισραήλ και Muge στην Πορτογαλία.. Το συμπέρασμα που
εξάγεται είναι μία σε γενικές γραμμές κοινή ιδεολογία σχετικά με τον θάνατο από τον
μεσολιθικό πληθυσμό του Ελλαδικού χώρου, με κατά τόπους διαφοροποιήσεις
ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΟ ΧΑΛΚΟΛΙΘΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
ΣΟΥΣΚΙΟΥ-ΒΑΘΥΡΚΑΚΑΣ
Ν. Τσαμπάζογλου

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος ‘ΣΑ111 Κριτική (επαν-)
ερμηνεία των προϊστορικών ταφικών δεδομένων’, που διεξήχθη κατά το χειμερινό
εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2017-2018 στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδάσκοντα τον κύριο
Γεώργιο Βαβουρανάκη. Στόχος της εργασίας ήταν, αφενός, η μελέτη της δημοσίευσης
ενός ανεσκαμμένου νεκροταφείου της προϊστορικής εποχής και, αφετέρου, η εξαγωγή
νέων συμπερασμάτων σχετικά με τη θέση, τα κτερίσματα, τα ταφικά έθιμα και τον
πληθυσμό της περιοχής. Στη μελέτη αυτή αξιοποιήθηκαν ερμηνευτικές προσεγγίσεις
που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς από την αρχαιολογική έρευνα, όπως η
ποσοτική ανάλυση και οι μετανθρωπιστικές προσεγγίσεις Στο πλαίσιο του παρόντος
συνεδρίου θα παρουσιαστούν τα ταφικά έθιμα που ανιχνεύθηκαν στο νεκροταφείο της
Χαλκολιθικής εποχής στη θέση Σουσκιού-Βαθυρκάκας της Κύπρου και θα διατυπωθούν
ορισμένα συμπεράσματα για την κοινωνική δομή της περιοχής. Ειδικότερα, τα έθιμα
αυτά θα παρουσιαστούν με βάση ένα τριμερές σύστημα διάρθρωσής τους, το οποίο
ονομάζεται ​τελετουργία μετάβασης​. Συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο, αυτό του
αποχωρισμού, θα γίνει λόγος για τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία των ζώντων
απομάκρυνε τον νεκρό από την καθημερινή ζωή και τον οδηγούσε προς το επόμενο
στάδιο, αυτό της ​μεθοριακότητας​. Πρόκειται για το στάδιο κατά το οποίο η κοινότητα
φρόντιζε για το σώμα του θανόντος και για τη μετάβασή του από τον κόσμο των
ζωντανών σε εκείνο των νεκρών. Ο αποβιώσας έπαυε να θεωρείται άτομο και
μετατρεπόταν σε άψυχο σώμα, που δεν είχε θέση στον φυσικό κόσμο, αλλά χρειαζόταν
να ενσωματωθεί στους προγόνους. Μετά από τη διαδικασία αυτή, η κοινωνία μπορούσε
πλέον να περάσει στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αυτό της ​επανενσωμάτωσης​. Στο
στάδιο αυτό οι ζώντες μπορούσαν να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους και να
συνεχίσουν τη ζωή τους, χωρίς όμως τον νεκρό. Κλείνοντας, κρίνεται σκόπιμο να
επισημάνουμε ότι τα ταφικά έθιμα λειτουργούν σαν ένας δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα
στις γενιές και μας επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε πώς οι άνθρωποι του παρελθόντος
αντιλαμβάνονταν τους προγόνους και τους εαυτούς τους, αλλά και πώς επέλεγαν κάθε
φορά να τους προβάλουν.
Επιτύμβιες στήλες και ταφικές επιγραφές της κλασικής αρχαιότητας
(Προεδρείο: Ευρυδίκη Κεφαλίδου - Επίκ. Καθηγήτρια Κλασικής
Αρχαιολογίας)
ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ: ΜΙΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Α.-Η. Βαλκάνου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η παρούσα εργασία εξετάζει τους τρόπους απεικόνισης του επαγγέλματος του νεκρού
στις επιτύμβιες στήλες των κλασικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Αφορμή για
την μελέτη του συγκεκριμένου θέματος στάθηκε μια πολύ μεταγενέστερη επιτύμβια
στήλη που φυλάσσεται στο Εβραϊκό Μουσείο της Θεσσαλονίκης Η επιφάνεια της είναι
διακοσμημένη με μια βελόνα, στοιχείο που μας πληροφορεί για το επάγγελμα του
νεκρού. Η επιθυμία από τον ίδιο τον νεκρό να δηλωθεί η κύρια απασχόληση του στο
μνήμα του παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Όμηρο, στους στ. λ 71-78 της
Οδύσσειας, όπου ο Ελπήνορας ζητά από τον Οδυσσέα, αφού του αποδώσει τις ταφικές
τιμές να τοποθετήσει πάνω από τον τάφο του το κουπί με το οποίο κωπηλατούσε, όσο
ήταν ζωντανός. Μετά από αυτή την πρώτη μαρτυρία, μια σειρά μνημείων από την
κλασική έως και την βυζαντινή εποχή, με έξαρση τους ρωμαϊκούς χρόνους,
πιστοποιούν ότι η απόδοση στοιχείων σχετικών με το επάγγελμα του θανόντος
απασχολεί διαχρονικά. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να μελετηθούν επιτύμβιες
στήλες, οι οποίες είτε φέρουν σκηνές εργασίας, είτε απεικονίζουν αντιπροσωπευτικά
σύνεργα διαφόρων επαγγελμάτων, είτε απλά μας πληροφορούν μέσα από επιγραφές για
το επάγγελμα του νεκρού. Μέσα από αυτή τη μελέτη αναδεικνύονται τα κυρίαρχα σε
κάθε εποχή επαγγέλματα, επιχειρείται να εξηγηθεί η διαφοροποίηση στην αριθμητική
αναλογία των επιτύμβιων στηλών κατά χρονική περίοδο και τέλος ανιχνεύεται το
κοινωνικό μήνυμα και η άποψη των αρχαίων Ελλήνων για την αξία των διαφόρων
επαγγελμάτων

Λέξεις κλειδιά: επιτύμβιες στήλες, επάγγελμα, σύνεργα, επιγραφές


ΕΠΙΤΑΦΙΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

Βασιλική Καράμπαμπα

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στην μελέτη των επιτάφιων επιγραφών ως βασικά


υλικά κατάλοιπα των τελετουργικών εθίμων που αποκαλύπτουν πληροφορίες για το ρόλο
της γυναίκας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ​σε διάφορες περιοχές της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας από την ιταλική χερσόνησο μέχρι την επαρχία της Μικράς Ασίας. Οι
επιτάφιες επιγραφικές πηγές, που αποτελούν και το κυριότερο εργαλείο της παρούσης
μελέτης, λειτουργούν ως άμεση γραπτή μαρτυρία που περιγράφει τη συμμετοχή της
ρωμαίας γυναίκας στα ταφικά τελετουργικά έθιμα και επομένως την αναδεικνύει ως ένα
κοινωνικό πρόσωπο. Παρά το γεγονός ότι η γυναίκα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν
είχε νομικά και πολιτικά δικαιώματα ή εξουσία, αποτελούσε πατρική περιουσία και
παρέμενε περιορισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού, από τις επιγραφές γίνεται φανερή η
δυναμική της τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο με τρόπους έμμεσους και ίσως
λιγότερο εκδηλωτικούς. Εκείνη που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη δέχετε
δημόσιες τιμές και ταφή είτε για το ήθος και τις αρετές της είτε για κάποια δημόσια
κοινωφελή πράξη, συμμετέχει σε ευεργεσίες προς την πόλη της ή θυσίες προς τους θεούς
μαζί με τους άνδρες του οίκου της, αναλαμβάνει θρησκευτικά καθήκοντα και οικονομικές
αρμοδιότητες. Από την άλλη μεριά, οι γυναίκες της τάξης των πληβείων κατέχουν
σπουδαίο ρόλο στις ενδοοικογενειακές υποθέσεις, αναλαμβάνουν όλα τα καθήκοντα του
σπιτιού, ασκούν κάποια επαγγέλματα, αναθέτουν οι ίδιες επιτύμβια σήματα για να
τιμήσουν τους νεκρούς τους, ενώ επιδίδονται σε κατάρες και μαγικές πρακτικές για να
τιμωρήσουν τους εχθρούς τους. Σε όλα τα παραπάνω οφείλει να προσθέσει κανείς το
συναισθηματικό παράγοντα, ο οποίος καθόριζε τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων
σε όλους τους τομείς και ο οποίος γίνεται εντονότατα φανερός σε εκείνη τη στιγμή της
ανθρώπινης ζωής που δεν είναι άλλη από το θάνατο που στον αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο
συνοδεύεται πάντοτε από τελετουργικά έθιμα. Σε αυτά συγκαταλέγεται και η ανάθεση
επιτάφιων επιγραφών, πάνω στις οποίες βρίσκουμε εγχάρακτο το συναίσθημα που
επιφέρει η απώλεια των αγαπημένων προσώπων.

Λέξεις κλειδιά: επιτάφιες επιγραφές, γυναίκα, μνήμη, τιμή, συναίσθημα.


ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΜΕΝΕΚΡΑΤΗ:
ΕΝΑ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ, ΜΙΑ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

Μ. Αγάθου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Το θέμα της παρούσης εισηγήσεως θα επικεντρωθεί στο Μνημείο του Μενεκράτη, το


οποίο βρίσκεται στο νησί της Κέρκυρας. Πιο συγκεκριμένα, θα μελετηθεί η
αρχιτεκτονική του μνημείου αυτού, που αποτελεί ένα κενοτάφιο, καθώς και τα
παράλληλά του. Επιπλέον, θα αναλυθεί η επιτύμβια έμμετρη επιγραφή του, σε
κορινθιακό αλφάβητο, μια από τις πρωιμότερες βρεθείσες. Θα εξεταστεί, επίσης, το
ζήτημα της σχέσης του περίφημου «Λιονταριού του Μενεκράτη» με το ίδιο το μνημείο.
Τέλος, θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση της κοινωνικής του διάστασης και σημασίας για
την Κέρκυρα του 6​ου αιώνα π.Χ., αντιπαραβαλλόμενη με την αποδοχή του από την
Κέρκυρα του σήμερα και την ένταξή του στο σύγχρονο περιβάλλον.
ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΣΤΗΛΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΙΩΝΑ: ZHTHMATA ΣΩΜΑΤΟΣ

Μ. Λυκούρης

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η επιτύμβια στήλη του Αριστίωνα, τόπος προέλευσης «Ἀττικὴ ἐν θέσει Βελανιδέζα


1838» όπως μαρτυρείται, παρουσιάζει όρθια ανδρική μορφή με στρατιωτική περιβολή η
οποία φέρει δόρυ. Η σύνθεση, έργο του γλύπτη Αριστοκλή, έφερε πλούσιο χρωματισμό
και γραπτό διάκοσμο. Κατά πάσα πιθανότητα ο Αριστίωνας σχετίζεται με τον Λύσεα,
γραπτή επιτύμβια στήλη του οποίου έχει βρεθεί στην περιοχή, καθώς μπορεί να γίνει
συσχέτιση των δύο με ενεπίγραφη βάση αγάλματος κόρης από την Ακρόπολη της ίδιας
περιόδου. Έχοντας, λοιπόν, ως αφετηρία την ιστορικοτεχνική μέθοδο, έτσι όπως έχει
καθορίσει –και συνεχίζει να διαμορφώνει- την αρχαιολογική πρακτική θα
προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το ανδρικό σώμα σε συνάρτηση με το φύλο
και την κοινωνική ταυτότητα εγγράφοντας το σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς. Η
απεικόνιση μίας γυμνής ανδρικής μορφής- ενός κούρου- καθώς και η μεταγενέστερη
μετατροπή της στήλης και η διαμόρφωση της μορφής σε οπλίτη, στα τέλη του έκτου
αιώνα, παρουσιάζει τα εκάστοτε κοινωνικά ιδεώδη όπως τα προβάλει η ιδεολογία της
πόλης-κράτους δημιουργώντας παράλληλα και τα αντίστοιχα όρια μέσα στα οποία θα
πρέπει να κινούνται τα μέλη αυτής. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε
ότι τόσο η μορφή του γυμνού αθλητή, εκφράζοντας το ιδεώδες της καλοκαγαθίας, όσο
και εκείνη του οπλίτη, όπως αναδύεται από τον έβδομο αιώνα και εξής, κωδικοποιούν
μια σειρά στερεοτύπων σε μια προσπάθεια προβολής των αξιών της κοινωνικής
πραγματικότητας καθώς και της παγίωσης και περεταίρω διαιώνισης των διάφορων
υφιστάμενων ιεραρχιών έτσι όπως καθορίζονται από μια κοινωνία ανδρών η οποία
βρίσκεται πανταχού παρούσα. Το σώμα, επομένως, χρησιμοποιείται, είτε ακούσια είτε
εκούσια, στην σφυρηλάτηση ενός προτύπου, μιας ορισμένης κοινωνικής ταυτότητας η
οποία προβάλλεται και επιβάλλεται για λόγους ευταξίας και σωφρονισμού στο σύνολο
της κοινότητας αποκλείοντας άλλα τα οποία δεν συμμορφώνονται με τα κοινωνικώς
αποδεκτά όπως έχουν διαμορφωθεί από μια συλλογικότητα Παράλληλα, το σώμα δεν
αποτελεί μόνο όργανο προπαγάνδας για τον ελληνικό κόσμο καθώς προβάλει το ιδεώδες
της πόλης-κράτους σε μέλη άλλων συλλογικοτήτων και πολιτικών δομών.

Λέξεις Κλειδιά: Αρχαϊκή περίοδος, επιτύμβιο ανάγλυφο, γλυπτική, σώμα και κοινωνική
ταυτότητα
ΠΑΡΑΚΑΥΣΟΥΣΙΝ ΜΟΙ ῬΟΔΟΙΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΑΣ
ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΑΦΙΑΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

Γ. Αθανασιάδης

Ε.Κ.Π.Α.

Αντιλήψεις και τελετουργίες που σχετίζονταν με τον θάνατο υπήρξαν πολλές και
ποικίλες κατά την αρχαιότητα. Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να σκιαγραφήσει
μία ρωμαϊκή επιτάφια τελετουργία, τα Rosalia, μέσω της αποσαφήνισης του
περιεχομένου της, της εξέτασης των καταβολών της και άλλων επιδράσεων που
δέχτηκε, καθώς και του ρόλου των σωματείων στη διοργάνωσή της. Η τελετή αυτή ήταν
μία από τις μεγάλες ρωμαϊκές εορτές προς τιμήν των νεκρών (Parentalia, Rosalia,
Lemuria) και λάμβανε χώρα κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. Κύριο ρόλο σε αυτή την
τελετουργία διαδραμάτιζε, όπως δηλώνει και το όνομά της, ο στολισμός του ταφικού
μνημείου με ρόδα. Η τελετή φαίνεται πως διαδόθηκε ευρέως στις ανατολικές επαρχίες
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία. Σε
περιοχές όπως οι Φίλιπποι αλλά και η Βιθυνία έχουν βρεθεί αρκετές επιγραφές οι οποίες
αναφέρονται στα Rosalia με τη φράση "​παρακαύσουσίν μοι ῥόδοις" ή ελαφρώς
τροποποιημένες διατυπώσεις της. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για επιτύμβιες
επιγραφές-διαθήκες, μέσω των οποίων οι τεθνεώτες αναθέτουν σε σωματεία την
μεταθανάτια φροντίδα τους. Όπως δηλώνεται και στον τίτλο, η έρευνα επικεντρώθηκε
σε επιγραφές προερχόμενες από την Μακεδονία, ενώ ως παράλληλα εξετάστηκαν και
επιγραφές από την Μικρά Ασία. Οι επιγραφικές αυτές μαρτυρίες και οι βιβλιογραφικές
πηγές οδηγούν σε σημαντικά συμπεράσματα για τη χρήση των ρόδων στο πλαίσιο της
τελετουργίας αυτής καθώς και για τους λόγους διάδοσής της στην περιοχή της
Μακεδονίας. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται πως η τελετουργία περιελάμβανε
στολισμό του ταφικού μνημείου με ρόδα, και όχι θυσία ρόδων, καθώς το
παρακαύσουσιν αναφέρεται σε άλλου είδους θυσία ή απλώς στη συνήθεια να ανάβεται
κερί ή λυχνία εις μνήμην του νεκρού. Ακόμη, παρέχονται αποδείξεις για τη σύνδεση
των Rosalia με τη λατρεία του Διονύσου ως ένα είδος interpretatio που συνέβαλε στη
διάδοση της τελετουργίας στην Ανατολή.

Λέξεις-Κλειδιά: Επιτύμβιες επιγραφές, τελετουργία, Rosalia, αυτοκρατορική περίοδος,


Μακεδονία, Μικρά Ασία.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΚΡΩΜΑΪΣΜΟΥ ΣΤΑ
ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΪΚΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΤΟΥ ΑΝΩ
ΔΟΥΝΑΒΗ – ​PANNONIA, NORICUM, RAETIA​: ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ν.Μιχελιδάκης

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σκοπός της εργασίας αυτής υπήρξε η ανίχνευση στοιχείων τοπικής ταυτότητας και
εκρωμαϊσμού στα επιτύμβια ανάγλυφα και στις επιτύμβιες επιγραφές των επαρχιών
Pannonia, Noricum και Raetia, καθώς και η αξιολόγηση των στοιχείων αυτών ως προς
την σημασία τους για την διαδικασία αφομοίωσης των κατακτημένων πληθυσμών από
το ρωμαϊκό κράτος. Πρόκειται για μία εκτεταμένη γεωγραφική ζώνη κατά μήκος του
άνω ρου του Δούναβη, η οποία πριν την οριστική κατάκτησή της από την Ρώμη ανήκε
στην ευρύτερη επικράτεια του κελτικού πολιτισμού της Ύστερης Εποχής του Σιδήρου,
γνωστού στην αρχαιολογική βιβλιογραφία με τον όρο “Πολιτισμός La Tène”.
Οι επαρχίες Pannonia και Noricum μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενιαία πολιτισμική
ζώνη με ελάχιστες διαφοροποιήσεις ως προς την τεχνοτροπία των μνημείων. Το
αρχαιολογικό υλικό περιλαμβάνει ανάγλυφες παραστάσεις ζευγαριών, συχνά με τα
παιδιά, καθώς και πολλές αποκλειστικές παραστάσεις γυναικών. Οι γυναίκες
απεικονίζονται πολύ συχνά να φέρουν την τοπική ενδυμασία και κοσμήματα
τεχνοτροπίας La Tène, ενώ οι άνδρες φέρουν σχεδόν πάντα ρωμαϊκή τήβεννο ή
στρατιωτικό ένδυμα sagum, συχνά κρατώντας πάπυρο, σύμβολο της απόδοσης του
τίτλου του Ρωμαίου πολίτη. Η διάκριση μεταξύ “εντοπιότητας” και “ρωμαϊκότητας”
είναι δυσκολότερη στην περίπτωση των επιγραφών, στις οποίες τα αμιγώς λατινικά
ονόματα συχνά συνυπάρχουν με εκλατινισμένα ονόματα κελτικής ή άλλης προέλευσης.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο επαρχίες, το υλικό της Raetia δεν παρέχει επαρκή
δείγματα έκφρασης της τοπικής ταυτότητας. Το γεγονός αυτό μοιάζει παράδοξο, καθώς
η διοικητική ενσωμάτωση των περιοχών της επαρχίας αυτής προχώρησε με πολύ πιο
αργό ρυθμό απ' ότι στις άλλες δύο επαρχίες, όπου η ύπαρξη πολυάριθμων μεθοριακών
φρουρίων/στρατοπέδων με περιβάλλοντα αστικό ιστό και η ίδρυση νέων πολισμάτων
επιτάχυναν εξ' αρχής την πολιτισμική αφομοίωση των κατοίκων. Το παραπάνω
παράδοξο αναιρεί η βασική παραδοχή πώς η ίδια η υιοθέτηση της πρακτικής της
ανέγερσης επιτύμβιου μνημείου με ανάγλυφο διάκοσμο ή/και επιγραφή, ακόμη και όταν
αυτό φέρει στοιχεία τοπικής ταυτότητας, προϋποθέτει έναν επαρκή βαθμό
εκρωμαϊσμού.
Αντιλήψεις Θανάτου

(Προεδρείο: Δημήτρης Πλάντζος - ​


Αναπλ. Καθηγητής Κλασικής
Αρχαιολογίας​
)
ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ: ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ

Μ. Ζήκα

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η εργασία αποτελεί μια πραγματεία σχετικά με το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, την


χρήση και τη σημασία του. Σκοπός της εργασίας είναι η ανάδειξη των ξεχωριστών
χαρακτηριστικών του, τόσο των κατασκευαστικών όσο και των τελετουργικών, αλλά
παράλληλα και της λαϊκής αντίληψης που συνδέεται με τον ποταμό η οποία καθιστά
την περιοχή σταθερό σημείο αναφοράς για τους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου ανά
τους αιώνες. Αρχικά γίνεται μια ανάλυση ακριβώς αυτών των αντιλήψεων, των θρύλων
και των μύθων σχετικά με τον Αχέροντα βασισμένη στην ετυμολογία της ονομασίας
και σε λογοτεχνικές αναφορές (Όμηρος, Σοφοκλής, Λουκιανός). Περνώντας στο
αμιγώς αρχαιολογικό μέρος παρουσιάζεται μια ιστορική αναδρομή από τα πρωιμότερα
ευρήματα που χρονολογούνται στον 14​ο ή 13​ο αιώνα π. Χ. ως το Νεκρομαντείο και τα
μεταγενέστερα αυτού κτίσματα στο χώρο. Στην συνέχεια το ενδιαφέρον στρέφεται
αποκλειστικά στο Νεκρομαντείο. Προηγείται η αρχιτεκτονική ανάλυση και η
επεξήγηση της χρήσης των επιμέρους χώρων με τη βοήθεια κατόψεων και
αρχαιολογικών σχεδίων καθώς και μια αναφορά στα κινητά ευρήματα εντός του
κτίσματος, τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ερμηνεία του. Ιδιαίτερη σημασία
στο σημείο αυτό δίνεται στην ακουστική και την μηχανική κατασκευή της κυρίως
αίθουσας του, οι οποίες συντελούσαν στην δημιουργία παραισθήσεων στους πιστούς.
Έπειτα γίνεται λόγος για το τελετουργικό που λάμβανε χώρα εκεί, τόσο της ιδιαίτερης
προετοιμασίας (παραμονή στο απόλυτο σκοτάδι, ειδική δίαιτα, προσευχές, δεήσεις,
διηγήσεις, λουτρά εξαγνισμού) όσο και της ίδιας της τελετής κατά την διάρκεια της
οποίας ο πιστός υποτίθεται πως ερχόταν σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών συγγενών
του. Κλείνουμε στο συμπέρασμα ότι αφενός η ευρύτερη περιοχή του Αχέροντα είναι
από την αρχαιότητα ως σήμερα χώρος με ιδιαίτερο θρησκευτικό χαρακτήρα και
αφετέρου ότι φιλοξένησε ένα από τα σημαντικότερα Νεκρομαντεία του Ελλαδικού
χώρου, η κατασκευή και η λειτουργία του οποίου αποτελεί απόδειξη εξαιρετικής
γνώσης, μελέτης και τεχνικής ακριβείας σε επιστημονικούς τομείς όπως για παράδειγμα
η αρχιτεκτονική, τα μαθηματικά, η βιολογία και η ψυχολογία.

Λέξεις κλειδιά: Νεκρομαντείο, Αρχιτεκτονική, Τελετουργία, Λογοτεχνία, Μυθολογία,


Ερμηνεία.
«ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΘΕΙ... ΠΑΡΑ ΜΟΝΑΧΑ ΜΕ ΕΜΕΝΑ»
ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΑΓΕΙΑ, ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΙ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ
ΝΕΚΡΩΝ

Π. Κύρκος

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Τί μπορούσε να κάνει κανείς εάν επιθυμούσε διακαώς


μια νίκη σε κάποιο άθλημα ή δίκη; Ή εκδίκηση και
δικαιοσύνη έπειτα από αδικία εις βάρος του; Ή τον έρωτα
κάποιου; Ή ακόμη και την/τον σύζυγο που δεν κατείχε,
αλλά ποθούσε;
Στον αρχαίο Μεσογειακό χώρο υπήρχε η συνήθεια
της χάραξης μαγικών κειμένων κυρίως επάνω σε λεπτά
φύλλα μολύβδου με σκοπό την ​κατάδεση του θύματος.
Πρόκειται για τους καταδέσμους (λατ. defixiones),
διαφόρων κατηγοριών ανάλογα με το περιεχόμενό τους,
των οποίων η χρονική και χωρική διασπορά είναι ιδιαίτερα
μεγάλη. Φαίνεται να πρωτοεμφανίστηκαν περίπου τον 6​ο
αιώνα π.Χ., ενώ συνεχίστηκαν έως και την ύστερη
αρχαιότητα με ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες ανάλογα με
την εποχή και τον τόπο στον οποίο αυτά παράχθηκαν. Για
την ομαλή κατάδεση του ατόμου έπρεπε να τελεστούν
ορισμένα πολύ συγκεκριμένα βήματα κάθε φορά. Το
σημαντικότερο απ’ όλα, όμως, ήταν η σωστή επιλογή του
τόπου: η τοποθέτηση των καταδέσμων γινόταν σε πολύ
συγκεκριμένα σημεία, μα κυρίως στους τάφους και
μάλιστα σε τάφους ανθρώπων που είχαν ἄ ​ ωρους ή βίαιους
θανάτους. Αυτό δεν γινόταν τυχαία· πίστευαν ότι οι ψυχές
των ανθρώπων αυτών τριγυρνούσαν δυστυχισμένες και
οργισμένες. Ο καταρώμενος προσπαθούσε να
εκμεταλλευτεί την οργή των νεκρών και να την στρέψει
εναντίον του θύματος, υποσχόμενος πολλές φορές στον
νεκρό την απαλλαγή του από την άτυχη μοίρα, εάν φέρει
εις πέρας την κατάρα, ενώ στην όλη διαδικασία,
συμμετείχαν θεοί χθόνιοι και θεοί που ανήκαν στο κόσμο
των νεκρών και της μαγείας.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο των καταδέσμων· λόγω,
όμως, του μεγάλου εύρους του θέματος, η παρούσα
εργασία θα εστιάσει στους λεγόμενους ​φιλτροκαταδέσμους​,
δηλαδή τους καταδέσμους με ερωτικό περιεχόμενο με τη
βοήθεια κάθε φορά αντίστοιχων παραδειγμάτων. Οι
φιλτροκατάδεσμοι επιλέχτηκαν ειδικά, καθώς είναι μια
πολύ καλή περίπτωση που επιτρέπει την γνωριμία και
μελέτη πολλών πτυχών ενός πολιτισμού, μιας και ξετυλίγει
θέματα που αφορούν στη θρησκεία, στις αντιλήψεις μιας
κοινωνίας για το θάνατο και τους νεκρούς, στη
μικροτεχνία, στη φιλολογία, αλλά και σε κοινωνιολογικά
θέματα που αφορούν στα δύο φύλα.

ΔΡΩΜΕΝΑ, ΛΕΓΟΜΕΝΑ, ΔΕΙΚΝΥΜΕΝΑ:


ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΕΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

​Κ. Λουκόπουλος

Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι η ενασχόληση με το δίπολο ζωής –


θανάτου στην τέλεση της λατρείας των Ελευσινίων Μυστηρίων. Σύμφωνα με το μύθο, η
Δήμητρα υπέδειξε στο λαό της Ελευσίνας τον τρόπο λατρείας προς το πρόσωπό της με
αντάλλαγμα την ιδιαίτερη μεταχείριση των μετεχόντων στη μεταθανάτια ζωή. Η φύση
του δώρου της Δήμητρας προσέδιδε στα Ελευσίνια Μυστήρια έναν ξεχωριστό
χαρακτήρα. Ο μυστηριακός χαρακτήρας της λατρείας ήταν αυτός που έδωσε στα
Ελευσίνεια Μυστήρια την πανελλαδική τους απήχηση, το κύρος και τη γοητεία τους με
την τελευταία να φτάνει έως και τη σύγχρονη εποχή. Η μαζική συμμετοχή στα
Μυστήρια, η μεθοδικότητα και η σχολαστικότητα με την οποία ακολουθείτο το κάθε
βήμα και η ιδιαίτερη προετοιμασία των μυστών είναι ενδεικτικά. Μέσα από την
παρούσα εργασία θα γίνει σύντομη αναφορά στο χρονικό της τέλεσης των Ελευσινίων
Μυστηρίων αλλά κυρίως θα προσεγγιστεί η επιρροή που ασκούσε η ύπαρξη αυτού του
πέπλου μυστηρίου που τα κάλυπτε σε μυημένους και μη. Επίσης, θα αποπειραθούμε να
καθορίσουμε τι ήταν αυτό που τελικά αποκομούσαν οι μετέχοντες στα Μυστήρια μέσα
από το συμβολικό θάνατο του παλιού τους εαυτού και της ιδιαίτερης μεταχείρισης που
λάμβαναν όχι μετά το θάνατο αλλά στη ζωή, όντας πλέον οι μυημένοι, οι γνώστες, αυτοί
που στους οποίους το μυστήριο είχε πια αποκαλυφθεί.
ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΧΡΟΙΑ ΤΟΥ ΥΒΡΙΔΙΚΟΥ:
Η ΕΞΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΘΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Π.Φωκιανός, Κ.Ράπτης

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τα υβριδικά πλάσματα εισηγμένα στην Αρχαία Ελληνική εικονογραφία από τους


Ανατολικούς πολιτισμούς, συνδέθηκαν εξ αρχής με την ιδέα του θανάτου, αποκτώντας
παράλληλα δεσμούς με την προϋπάρχουσα αρχαία ελληνική μυθολογία. Τα υβριδικά
μειξογενή όντα, σε μία προοδευτική εξελικτική πορεία, που υπήρξε συγκοινωνούν
δοχείο με τις πολιτειακές και κοινωνικές μεταβολές, αλλά και την εξέλιξη των
αντιλήψεων γύρω από το επέκεινα, μεταλλάχθηκαν από φορείς του δέους, σε μορφές
ανθρωπικότητας. Χρονολογικό όριο στην προσέγγισή μας στην σημασιολογία των
μορφών αυτών σε σχέση με τον θάνατο, αποτελεί η χαριέσσα σφίγγα από την
Νεκρόπολη του Κεραμεικού. Η παρουσίαση περιγράφει την πορεία που οδήγησε το
στιβαρό προσωπείο των υβριδικών όντων της Ανατολίζουσας περιόδου, στην
συγκαταβατικότητα της ανθρώπινης σκέψης, όπως εκφράζεται μέσω του μειδιάματος
της ώριμης αρχαϊκής πλαστικής. Παράλληλα, εξετάζεται η προσπάθεια του ανθρώπου
να δαμάσει τις δυνάμεις του χρόνου, προσδίδοντάς στις μεταιχμιακές υπάρξεις,
ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να λαμβάνει και ο ίδιος
μέρος στην ακροβασία των υβριδικών υπάρξεων, ανάμεσα στον γήινο και οικείο του
κόσμο και στην άγνωστη ετερότητα του θανάτου, της οποίας αποκτά τον έλεγχο. Το
μειδίαμα, όπως εκφράζεται στα χείλη των σφιγγών και των σειρήνων, συνιστά την
αισθητοποίηση αυτής της χαράς για την κυριαρχία του, πάνω στο τερατώδες, στο
άγνωστο και το απροσπέλαστο μέσα από τις οδούς της ποίηση, της φιλοσοφία και της
δημοκρατία. Έτσι ο αποτροπαϊκός χαρακτήρας των πρώιμων εμφανίσεων των όντων
αυτών στην Ελληνική εικονογραφία, παραδίδεται τελικά στην εικονιστική γαλήνη.
DIANA NEMORENSIS

ΠΑΝΑΡΧΑΙΕΣ ΧΘΟΝΙΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ


ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Κ.Καρπέτη

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Προσέγγιση της διαδικασίας απένδυσης της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής θρησκείας
από τις αιμοσταγείς πρακτικές του προϊστορικού παρελθόντος γνωρίζοντας την
περίπτωση του ιερού της Diana Nemorensis, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της
Aricia του Λατίου. Αναζήτηση στοιχείων, τόσο στο αρχαιολογικό όσο και στο
γραμματειακό πεδίο (Βιργίλιος, Γάιος Βαλέριος Φλάκκος, Βιτρούβιος) για την
καλύτερη κατανόηση αφενός της ασυνήθιστης πρακτικής για τη διαδοχή των αρχιερέων
του ιερού, μέσα από μια μονομαχία μέχρι θανάτου, αφετέρου δε της ίδιας της θεότητας
αυτής καθαυτής η οποία περιβάλλεται με έντονα χθόνιο μανδύα. Η περίπτωση του ιερού
της Diana Nemorensis δίνει την κατάλληλη δυνατότητα να προσδιοριστεί το πλαίσιο
ψηλάφησης των λατρευτικών συνεχειών, ασυνεχειών και μετεξελίξεων της χθόνιας
λατρείας έναντι της ολύμπιας
Ταφικά μνημεία και κτερίσματα

(Προεδρείο: Ευρυδίκη Κεφαλίδου - ​


Επικ. Καθηγήτρια Κλασικής
Αρχαιολογίας​)
ΑΤΤΙΚΕΣ ΛΕΥΚΕΣ ΛΗΚΥΘΟΙ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Σ. Στρωματιά

Ε.Κ.Π.Α.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να προσεγγίσει τα ταφικά έθιμα και τις αντιλήψεις
των αρχαίων Ελλήνων για τον θάνατο και την μεταθανάτια ζωή, εξετάζοντας τις αττικές
λευκές ληκύθους. Οι λήκυθοι χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα ως κτερίσματα σε τάφους
κατά την κλασική περίοδο (5​ος – 4​ος αι. π. Χ.) και η εικονογραφία τους απηχεί τις
αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με τον θάνατο. Συνήθη θέματα αποτελούν η
επίσκεψη στον τάφο, η πρόθεση και η εκφορά του νεκρού, ο αποχαιρετισμός του
πολεμιστή, το μοτίβο της κυρίας και της υπηρέτριας και άλλες απεικονίσεις του
αποθανόντος σε καθημερινές σκηνές. Συχνές είναι επίσης οι απεικονίσεις μυθολογικών
θεμάτων όπως είναι το ταξίδι με την βάρκα του Χάροντα, η αρπαγή της Περσεφόνης,
άθλοι ηρώων και μιξογενή τέρατα. Θα αναλυθούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της
κάθε θεματικής κατηγορίας από τον Ζωγράφο της Γυναίκας, τον Ζωγράφο του
Sabouroff, τον Ζωγράφο του Θανάτου και τον Ζωγράφο του Μονάχου, τα έργα των
οποίων χρονολογούνται από το 450 έως το 420 π. Χ.. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η
περιγραφή των ταφικών εθίμων της κλασικής περιόδου με βάση την εικονογραφία των
ληκύθων. Ιδιαίτερη μνεία θα γίνει στο τυπικό της ταφής και στα στάδια που έπονται
αυτής. Παράλληλα, θα εξεταστεί η άμεση λειτουργικότητα των ληκύθων ως μυροδοχεία
(προετοιμασία σώματος για την ταφή), ως κτερίσματα, αλλά και ως προς τη χρήση τους
ως προσφορές προς το νεκρό στις επικείμενες επισκέψεις των συγγενών στον τάφο.
Τέλος, μέσω της μελέτης της εικονογραφίας δύναται να εξαχθούν συμπεράσματα ως
προς την ακριβή μορφολογία των ταφικών μνημείων στην Αττική κατά την περίοδο
470- 440 π. Χ.. Λέξεις-κλειδιά: κλασική αρχαιότητα, αττικές λευκές λήκυθοι, ταφικά
έθιμα.
ΑΦΗΡΩΙΣΜΕΝΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΩΝ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1ος – 3ος μ.Χ.):
ΠΑΛΑΤΙΑΝΟ, ΣΤΡΑΤΟΝΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ν. Γιάνναρος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Κύριο θέμα της εργασίας αυτής αποτελεί η συγκριτική εξέταση των Ηρώων του
Παλατιανού, Στρατονίου και Θεσσαλονίκης με σκοπό την κατανόηση της πρακτικής
του αφηρωισμού κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια, στα οποία βρίσκεται σε μεγάλη
έξαρση (1​ος​-3​ος μ.Χ.) τη διαπίστωση διαφορών και ομοιοτήτων μεταξύ των ταφικών
μνημείων, και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, ενώ παράλληλα τίθενται
ορισμένα ερωτήματα για το ζήτημα. Πρώτα παρουσιάζεται το Ηρώο του Παλατιανού
(αρχαίο Ίωρον) το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για την επιλογή του θέματος.
Χρονολογείται στην εποχή του Τραϊανού (ή στα τέλη του 1​ου αιώνα μ.Χ.) και
αποτελείται από ένα μονόχωρο κτίσμα, στεγασμένο κατά την αρχαιότητα, στο
εσωτερικό του οποίου βρίσκεται το βάθρο με τα τέσσερα αγάλματα των αφηρωϊσμένων
νεκρών, της επιφανούς οικογένειας. Το κτίσμα περικλείεται από έναν ιερό τετράγωνο
περίβολο μέσα στον οποίο διαμορφώνονται ειδικοί χώροι για τη λατρεία των νεκρών.
Ακριβώς βόρεια αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο Ηρώο, σύγχρονο ή λίγο μεταγενέστερο του
πρώτου, αποτελούμενο από έναν παρόμοιο περίβολο, στη δυτική πλευρά του οποίου
διαμορφώνονται τρία δωμάτια. Στο χώρο, που διαμορφώνεται κλιμακωτά, βρέθηκε
κιβωτιόσχημος τάφος του 4​ου μ.Χ. με κεραμίδι-αγωγό για χοές, άλλες ταφές καθώς και
ειδώλια Κυβέλης από την προηγούμενη χρήση του χώρου. Πρόκειται δηλαδή για ένα
ταφικό-λατρευτικό συγκρότημα στο κέντρο της αρχαίας πόλης πολύ κοντά ίσως στην
αγορά της, η οποία δεν έχει βρεθεί ακόμα, που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια
εξετάζεται το πρωϊμότερο (εποχής Ιουλίων-Κλαυδίων) ταφικό Ηρώο του Στρατονίου
(αρχαία Στρατονίκη) το οποίο έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτό του
Παλατιανού. Επρόκειτο για ένα διθάλαμο ορθογώνιο κτίσμα, πιθανόν στεγασμένο, με
το άγαλμα της αφηρωισμένης νεκρής στο βάθρο ανάμεσα στα άλλα δυο ανδρικά και
τους τάφους των νεκρών που βρέθηκαν στο χώρο μαζί με άλλα ευρήματα. Τέλος
παρουσιάζεται η ομάδα των επιταφίων μνημείων-ηρώων από τη ρωμαϊκή νεκρόπολη
της Θεσσαλονίκης του 2​ου​-3​ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για μικρά τετράγωνα κτίσματα με έναν
λατρευτικό θάλαμο, κάτω από το δάπεδο του οποίου υπήρχε ο τάφος, ενώ σε μια
περίπτωση βρέθηκε ο αγωγός για τις χοές όπως στο Παλατιανό.
«ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ»: ΤΑΦΙΚΟΙ «ΘΗΣΑΥΡΟΙ»
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

Μ. Αντωνιάδου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η συγγραφή της παρούσας εργασίας έχει ως στόχο να σκιαγραφήσει τη σημασία του


νομίσματος ως κτέρισμα μέσα από παραδείγματα ταφικών «θησαυρών» που έχουν
ανευρεθεί σε περιοχές της αρχαίας Μακεδονίας και Χαλκιδικής κατά την περίοδο του
ου ​
5​ αι. π.Χ. και 4​ου ​αι. π.Χ. Εκτός από τις ιστορικές πηγές και τα αρχαιολογικά
δεδομένα, η μαρτυρία των νομισματικών καταλοίπων που έχει αποκαλυφθεί μέχρι και
τις τελευταίες δεκαετίες μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε την εικόνα των ιστορικών,
πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων στις εν λόγω περιοχές. Τα
νομίσματα ήδη από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσαν οικονομικό μέσο των
καθημερινών συναλλαγών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, η χρήση τους όμως δεν
περιορίζεται εν ζωή. Η συνοδεία νομισμάτων και άλλων κτερισμάτων στην τελευταία
κατοικία του νεκρού φαίνεται να αποτελούσε μία συνήθης πρακτική ήδη από την
κλασική αρχαιότητα και συνεχίστηκε έως τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους.
Ο νεκρός ενταφιαζόταν με ένα ή περισσότερα νομίσματα, είτε με σκοπό την πληρωμή
του Χάροντα κατά τη μεταφορά του στον Κάτω Κόσμο, είτε ως ένα απλό ταφικό
δώρο με συμβολικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Στην εργασία θα παρουσιαστεί ένας
σημαντικός αριθμός ταφικών νομισματικών «θησαυρών», όπου θα αναλύεται η
σύσταση, ο τόπος εύρεσης και η χρονολογία απόκρυψής τους. Έπειτα από μία
ενδελεχή εξέταση των σωζόμενων και έως τώρα δημοσιευμένων ταφικών
«θησαυρικών» συνόλων, θα επιχειρηθεί η εξαγωγή ερμηνειών και συμπερασμάτων
για τη σημασία του νομίσματος ως πρωτογενής πηγή του παρελθόντος, καθώς επίσης
ειδικότερες παρατηρήσεις για την οικονομία, την εγχώρια νομισματική κυκλοφορία
των δύο περιοχών και τη σύνδεση τους με τα ιστορικά δρώμενα. Οι ευρεθέντες
«θησαυροί» που εντοπίστηκαν σε περιοχές της αρχαίας Μακεδονίας και της
χερσονήσου της Χαλκιδικής προσφέρουν ένα πολύτιμο εύρος υλικού, ώστε να
καλύψουν τα κενά της ιστορίας του Μακεδονικού βασιλείου και του βορειοελλαδικού
χώρου ευρύτερα.. Τέλος, θα γίνει κατανοητό πως ο εντοπισμός νομισμάτων μέσα σε
κλειστά «αρχαιολογικά context» αποσκοπεί σε ασφαλέστερες ερμηνείες για την
χρονολόγηση των αρχαιολογικών ευρημάτων.

«Λέξεις κλειδιά»: ​Νομισματική, «Θησαυροί», Κτερίσματα, Ενταφιασμός


ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΚΕΓΧΡΕΩΝ

Μ. Λογιώτη, Χ. Κατσιγιάννης - Ιππίκογλου

Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οι Κεγχρεές, το ανατολικό λιμάνι της Κορίνθου κάτω από τον Ισθμό, φιλοξενούσαν ένα
από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια, καθώς και ένα σημαντικό οικισμό κατά τη Ρωμαϊκή
περίοδο. Το λιμάνι εντοπίζεται σε ένα φυσικό σταυροδρόμι μεταξύ των ανατολικών
επαρχιών και της Ιταλίας, καθώς και μεταξύ της Πελοποννήσου και της κεντρικής
Ελλάδας, καθιστώντας τις Ρωμαϊκές Κεγχρεές σε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο οικισμός, αν και υπήρχε ήδη από τα Κλασικά και
ο
Ελληνιστικά χρόνια, γνώρισε, λόγω του λιμανιού του, δραματική ανάπτυξη κατά τον 1​
αιώνα μ.Χ., οδηγώντας στην δημιουργία μιας τοπικής «ελίτ» κοινότητας. Ο πλούτος του
οικισμού αυτού αντικατοπτρίζεται εκτός από τις ιστορικές πηγές και στα νεκροταφεία
του, τα οποία παρέχουν άφθονα στοιχεία για την τοπογραφία και τον χαρακτήρα του
οικισμού. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 12 ταφικές περιοχές, ενώ τα μέχρι στιγμής
δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχουν κι άλλες. Στην παρούσα εργασία θα αναλυθεί το
σημαντικότερο νεκροταφείο εξ αυτών, το οποίο βρισκόταν στην λεγόμενη «Ράχη
ο
Κουτσογκίλα», στο βόρειο τμήμα του λιμανιού και χρησιμοποιήθηκε τακτικά από τον 1​
αιώνα μ.Χ. μέχρι και τον 7​ο αιώνα μ.Χ. Στο χώρο έχουν βρεθεί, μεταξύ άλλων, 30
υπόγειοι θαλαμοειδείς τάφοι, ενώ συνολικά στο νεκροταφείο αριθμεί πάνω από 800
νεκρούς. Μέσω της μελέτης ταφικών δεδομένων και πρακτικών, θα γίνει φανερή η
κοινωνική δομή που οριζόταν από ιεραρχικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς και
πολιτιστικούς δεσμούς, η οποία οδήγησε στη δημιουργία της τοπικής «ελίτ» κοινότητας
και στην ακμή του μικρού αυτού οικισμού. Επίσης θα γίνει αντιληπτό το πώς τα ταφικά
δεδομένα μας δίνουν μια σαφή εικόνα για τον αστικό ιστό και πως τα διάφορα κτίρια
αποκτούσαν ιδιαίτερη σημασία, ανάλογα με το χώρο που βρίσκονταν. αλλά και πως
διάφορα αντικείμενα καθημερινής ή εμπορικής χρήσης μπορούν κάλλιστα να συνδεθούν
με ταφικές πρακτικές. Τέλος, θα γίνει μια συνοπτική παρουσίαση των σημαντικότερων
ευρημάτων από τα υπόλοιπα ταφικά σύνολα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η συνολική
εικόνα που αποδίδει το νεκροταφείο στη «Ράχη Κουτσογκίλα».
Λέξεις κλειδιά: Κεγχρεές, Ρωμαίοι, νεκροταφείο, ταφικές πρακτικές, ελίτ.
CAERE: Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ
ΤΑΦΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ.

Ι. Οικονόμου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο της τη διερεύνηση της Ετρουσκικής Νεκρόπολης της
Banditaccia της αρχαίας Caere [ή Cisra/Caisra/Ἂγυλλα], που βρίσκεται στο σημερινό
Cerveteri της Ιταλίας. Μελετάται η συνολική εικόνα του κοιμητηρίου, διαχρονικά, από τους,
μεγάλων διαστάσεων, πρώιμους-αρχαϊκούς τύμβους [οι γνωστοί Tumuli, 7​ος​-6​ος​αι. π.Χ.]ως
τους τετραγωνισμένους τάφους, των οποίων η διαμόρφωση θυμίζει τη μορφή του κύβου,
[όμοιοι ‘ζαριών’] και συνδέονται με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες της Νεκρόπολης
[εμφάνιση στα μέσα περίπου του 6​ου​αιώνα π.Χ.]. Ενδεικτικά μνημεία που εξετάζονται είναι
ο Tumulus I, ο Tumulus II, ο Tumulus Regolini-Galassi, ο θάλαμος των Ασπίδων και των
Θρόνων κ.α. Πλάι σε αυτούς τους πολυτελείς τάφους, βρίσκονται και πιο απλοί, ορθογώνιοι
κιβωτιόσχημοι, που θα πρέπει, λογικά, να συνδεθούν με ανθρώπους χαμηλότερων
στρωμάτων, σε αντίθεση με την αριστοκρατία των Tumulorum. Βασικό πόνημα αυτής της
μελέτης, είναι η προσπάθεια ερμηνείας του νεκροταφείου σε σχέση με την Ετρουσκική
κοινωνία, καθώς τα ίδια τα λείψανα, πιθανόν, μαρτυρούν μια κοινωνία με ορισμένη
διαστρωμάτωση. Παράλληλα, εξετάζεται η θέαση του τάφου – που ίσως θυμίζει τον οίκο
ενός αριστοκράτη - ως ένα πέρασμα από τον κόσμο των ζώντων [Πόλις] σε εκείνο των
τεθνεώτων [Νεκρόπολις]. Ως εκ τούτου, ειδική μνεία γίνεται στη μεταθανάτια ιδεολογία, της
οποίας στοιχεία, ενδεχομένως, ανακύπτουν κατά την εξέταση του ζητήματος.

Λέξεις κλειδιά: Ετρούσκοι, Banditaccia, Necropolis, Tumuli, Αρχιτεκτονική, Ερμηνεία


Ταφικά έθιμα και Ανατολή

(Προεδρείο: Κωνσταντίνος Κοπανιάς - ​


Επικ. Καθηγητής Προϊστορικής
Αρχαιολογίας​
)
ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ:
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΔΥΝΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΕΩΣ ΤΟ ΝΕΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Γ.Κασσερόπουλος

Α.Π.Θ.

Η παρούσα εισήγηση πραγματεύεται το θέμα της σημασίας που κατείχε η αντίληψη της
μετά θάνατον ζωής στην ιδεολογία της αρχαίας Αιγυπτιακής κοινωνίας, από την ύστερη
προδυναστική περίοδο έως την περίοδο του Νέου Βασιλείου, όπως καταδεικνύεται από
τα σωζόμενα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία, έτσι και στην
Αρχαία Αίγυπτο η μυθολογική και θρησκευτική παράδοση αποτέλεσαν την ισχυρή βάση
πάνω στην οποία δομήθηκαν οι κυρίαρχες αντιλήψεις σχετικά με τον θάνατο και τη ζωή
στο επέκεινα. Η παράδοση αυτή άσκησε καταλυτικό ρόλο και στην υιοθέτηση των
επιμέρους ταφικών πρακτικών: κατά την ύστερη προδυναστική περίοδο οι βασιλείς και
τα άτομα της ανώτερης τάξης ενταφιάζονταν μέσα σε ισόγεια, ορθογώνια κτίσματα,
τους μασταμπάδες. Παραδείγματα τέτοιων ταφών υπάρχουν στην Άβυδο, στη Σαχάρα,
στην κοιλάδα της Γκίζας και αλλού. Εξέλιξη του αρχιτεκτονικού τύπου του μασταμπά
αποτελεί η κλιμακωτή πυραμίδα της Σακκάρα και κατόπιν η πυραμίδα (λ.χ πυραμίδα
του Χέοπος). Υπάρχουν, βέβαια, και ενταφιασμοί σε πολυθάλαμους λαξευτούς τάφους,
όπως οι μεταγενέστερες ταφές της 18​ης Δυναστείας στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Σε
κάθε περίπτωση, στόχος ήταν η διατήρηση του σώματος του νεκρού μέσα σε ένα κτίσμα
που αφενός θα διευκόλυνε το πέρασμα της ψυχής από τον τωρινό κόσμο στον κόσμο
των νεκρών («Τουέτ»), αφετέρου θα διαφύλαττε τόσο το ίδιο το σώμα, όσο και τα
προσωπικά αντικείμενα του νεκρού, απαραίτητα για την ευζωία του στο Τουέτ. Ωστόσο,
αναγκαία συνθήκη για να καταστεί αυτό δυνατόν ήταν το σώμα του νεκρού να
διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση, μέσα από τη διαδικασία της ταρίχευσης. Με μια
πρώτη εξέταση του θέματος, θα μπορούσε κάποιος απερίσκεπτα να ισχυριστεί ότι
παρατηρείται μια σχεδόν εμμονική ενασχόληση των αρχαίων Αιγυπτίων με το θέμα του
θανάτου, δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου αφύσικο οι Φαραώ, με την ανάληψη της
εξουσίας τους, να σχεδιάζουν την κατασκευή των ταφικών τους συγκροτημάτων. Μια
διεξοδικότερη όμως διερεύνηση του ζητήματος καταδεικνύει ότι η πραγματική εμμονή
είχε τη βάση της στη λατρεία της ζωής και στην έντονη επιθυμία αυτή να συνεχιστεί και
μετά τον θάνατο.

Λέξεις κλειδιά: Τουέτ, μασταμπάς, πυραμίδα, ταρίχευση


ΝΕΚΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΦΑΓΙΟΥΜ
Η διαχρονική απεικόνιση των γυναικών μέσω των νεκρικών πορτρέτων Φαγιούμ

Κώτσιου Α.

Α.Π.Θ.

Τα πορτρέτα Φαγιούμ είναι νεκρικές προσωπογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1​ο
έως τον 3​ο αιώνα μ.Χ. και πήραν το όνομά τους από την ομώνυμη νεκρόπολη της
Αιγύπτου. Σκοπός της εργασίας είναι να μελετήσει την απεικόνιση των γυναικών της
εποχής μέσω της ζωγραφικής απόδοσής τους στα νεκρικά πορτρέτα και να αντλήσει
λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή και τη κοινωνική τους θέση. Καθώς, και να
ερευνήσει την εξέλιξη της διακόσμησης των γυναικείων πορτρέτων και την σχέση τους
με τα ταφικά έθιμα της περιόδου αλλά και τη γενικότερη αντίληψη των ανθρώπων για
τον θάνατο.Τα δεδομένα που θα εξεταστούν είναι οι ίδιες οι νεκρικές προσωπογραφίες,
κυρίως από τις συλλογές του MET της Νέας Υόρκης, του Βρετανικού Μουσείου, του
Μουσείου του Λούβρου και του Καΐρου. Στην μελέτη θα περιλαμβάνονται από τις
πρώτες που ανακαλύφθηκαν το 1615 στη Σακάρα και το Φαγιούμ, τις νεκροπόλεις της
Φιλαδέλφειας, της Ελ Ραμπαγιάτ, έως και αυτές που ανήκουν στα ευρήματα της
Νεκρόπολης της Αρσινόης, της λεγόμενης Χαουάρα ή Ανήρις και τις ανασκαφές του
William M.F. Petrie. Με βάση τα δεδομένα που μελετήθηκαν συμπεραίνουμε ότι στα
πορτρέτα συμπεριλαμβάνονται γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων και
εθνικοτήτων, με τις απεικονίσεις τους να διατηρούν διακοσμητικά στοιχεία από τις
τοπικές παραδόσεις αλλά και έντονο συνδυασμό ελληνικών και αιγυπτιακών στοιχείων.
Επίσης, μέσω των τεχνοτροπικών αλλαγών γίνεται αντιληπτή η εξέλιξη της
διακόσμησης, από την αλεξανδρινή ζωγραφική σχολή έως τις αιγυπτιακές επιρροές.
Τέλος, μέσω των προσωπείων γίνονται κατανοητά τα ταφικά έθιμα και οι αντιλήψεις
γύρω από τον θάνατο, καθώς η δημιουργία των πορτρέτων μαρτυρεί την πρόνοια των
ανθρώπων για τη μεταθανάτια ζωή και τη μεγάλη σημασία που της προσέδιδαν στην
καθημερινότητα όσο ήταν ακόμα ζωντανοί.

Λέξεις κλειδιά: Πορτρέτα Φαγιούμ, Ελ Ραμπαγιάτ, Χαουάρα, W. Petrie


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΣΚΥΘΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ KURGAN

Μ. Σπυροπούλου, Ι. Παπαδημητρίου
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Οι Σκύθες υπήρξαν ένα νομαδικό Ινδοευρωπαϊκό φύλο το οποίο, ορμώμενο από την
Κεντρική Ασία, επεκτάθηκε δυτικά και κυριάρχησε στην βόρεια ακτή του Εύξεινου
Πόντου, μεταξύ 7ου και 2ου αιώνα πΧ. Παρά τις στενές επαφές μεταξύ των Σκυθών
και των Ελλήνων της περιοχής, οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με τους
νομάδες είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία
Σκυθικής γραφής, περιόρισε τα αξιοποιήσιμα αρχαιολογικά τεκμήρια στους
εμβληματικούς τύμβους (kurgan) των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και στα πλούσια
κτερίσματα τους. Σε πολλούς τάφους, οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες
οδήγησαν στην μομιοποίηση των νεκρών και στην ικανοποιητική διατήρηση άλλων
οργανικών στοιχείων, πράγμα που επέτρεψε την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων
που αφορούν είτε ανθρωπολογικά στοιχεία (καταγωγή και φυλετική ομοιογένεια της
Σκυθικής κοινωνίας) είτε ταφικά έθιμα (νεκρόδειπνα ή άλλες εκδηλώσεις σεβασμού που
επισημαίνονται ήδη από τον Ηρόδοτο). Τα όπλα και τα υπόλοιπα κτερίσματα παρέχουν
έμμεσες αλλά σημαντικές ενδείξεις για την κοινωνική οργάνωση. Οι παραστάσεις των
κοσμημάτων (ιδιότροπες και ενδεικτικές της Σκυθικής προέλευσης), εμπνέονται κυρίως
από το ζωικό βασίλειο ή την Σκυθική μυθολογία και έχουν εμφανείς επιρροές από
Eλληνικά πρότυπα. Οι ανθρώπινες μορφές σπανίζουν και, όταν υπάρχουν, αφορούν
πολεμιστές ή γυναίκες, πιθανότατα θεότητες, αντίστοιχες με "θεαινές" του Ελληνικού
κόσμου. Αντίθετα, αφθονούν οι μορφές ζώων, συνήθως σε σκηνές πάλης ή
αλληλοσπαραγμού. Η επικράτηση των απεικονίσεων αυτών συμπίπτει χρονολογικά με
την εδαφική επέκταση των Σκυθών, την αυστηρότερη κοινωνική διαστρωμάτωση,
καθώς και την στενότερη επαφή με τους Έλληνες και άλλους γειτονικούς λαούς. Οι
μορφές των ζώων, πραγματικών ή φανταστικών, πιστεύεται ότι έχουν συμβολικό
περιεχόμενο και ότι αναπαριστούν φυσικές ή υπερβατικές δυνάμεις, αλλά και τις
πολεμικές συγκρούσεις των Σκυθών με τους εχθρούς τους. Οι Σκύθες εκτοπίσθηκαν τον
2ο αιώνα πΧ από τους Σαρμάτες και σταδιακά εξαφανίσθηκαν από το προσκήνιο της
ιστορίας. Ωστόσο, τα kurgan, πρακτικά οι μόνες αρχαιολογικές μαρτυρίες της
παρουσίας τους, εξακολουθούν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των ερευνητών. Είναι
βέβαιο ότι η μελέτη των ιδιαίτερων αυτών ταφικών μνημείων δεν έχει εξαντληθεί και
ότι είναι σε θέση να αποκαλύψει σημαντικά στοιχεία σχετικά με διάφορες όψεις της
καθημερινής ζωής και της κοινωνικής οργάνωσης των Σκυθών, και όχι κατ' ανάγκην
σχετικά με τις αντιλήψεις τους για τον θάνατο.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΝΗΡΗΙΔΩΝ
ΕΝΑ ΚΡΑΜΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Κ. Μπίλιας
Πανεπιστήμιο Humboldt, Βερολίνο

Αντίθετα με το Μαυσωλείο, το διασημότερο δείγμα μνημειώδους ταφικής


αρχιτεκτονικής, το μνημείο των Νηρηίδων στην Ξάνθο αποτελεί ένα ενδιαφέρον
παράδειγμα αλληλεπίδρασης μεταξύ του κλασικού ελληνικού, του επιχώριου και του
περσικού πολιτισμού. Μελετώντας τα αρχιτεκτονικά μέλη του οικοδομήματος, την
τεχνοτροπία αλλά και τις παραστάσεις του γλυπτού διακόσμου καθίσταται δυνατή η
απόδοσή τους σε εργαστήρια με διαφορετικές επιρροές. Τα εργαστήρια αυτά οφείλουν
τη σύμπραξή τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία ενός τοπικού δυνάστη με εμφανή τον
ενθουσιασμό του για τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό, αλλά και την δικαιολογημένη -
στο πλαίσιο του imitatio regis - προτίμησή του σε παραστάσεις παρμένες από την
περσική ανακτορική τέχνη. Τα στοιχεία αυτά αναμειγνύονται με τα πρότυπα των
παραδοσιακών ταφικών μνημείων της περιοχής προσδίδοντας έτσι έναν τρισυπόστατο
χαρακτήρα στο οικοδόμημα. Ως το μνημείο με τον δεύτερο πλουσιότερο διάκοσμο στην
Λυκία, το μνημείο των Νηρηίδων αντικατοπτρίζει το αξιακό σύστημα και τις φιλοδοξίες
ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί με σιγουριά να ταυτοποιηθεί και δεν αποτελεί
τίποτε παραπάνω από ένα κομμάτι της αυστηρής και πολύ συγκεκριμένης ιεραρχίας στη
διοίκηση της περσικής αυτοκρατορίας.
Αξιοσημείωτες στην περίπτωση του εν λόγω οικοδομήματος είναι οι πληροφορίες που
αντλούμε όχι μόνο από το περιεχόμενο των παραστάσεων – συνήθως περσικά θέματα -
αλλά και από την τεχνοτροπία με την οποία φιλοτεχνήθηκαν – κατά κύριο λόγο
ελληνική. Ωστόσο η έλλειψη πληροφοριών από γραπτές πηγές σε συνδυασμό με την
ανεπιβεβαίωτη τοποθέτηση των αναγλύφων και των ελεύθερων γλυπτών, γεγονός για το
οποίο ευθύνεται η μη επιστημονική στάση του αρχαιοδίφη ανασκαφέα που συμβάδιζε
με τις επιταγές της εποχής (δεκαετία του 1840), αφήνουν περιθώρια για επί πλέον
ερμηνεία. Σε κάθε περίπτωση απεικονίσεις ιστορικών ή ψευδοϊστορικών γεγονότων,
κατά κύριο λόγο ηρωικών μαχών, αλλά και σκηνών βασιλικού κυνηγιού, συμποσίου,
καθώς και μεγαλοπρεπούς θυσίας μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε μια εικόνα, για το
ποιες αρετές επιθυμεί να προβάλει ο δυνάστης και σε ποια καλλιτεχνική «γλώσσα»
επιλέγει να τις αποδώσει.

Λέξεις Κλειδιά: imitatio regis, τοπική παράδοση, ελληνική επιρροή, μύθος, ιδιωτική
πρωτοβουλία
Θάνατος και Τέχνη
(Προεδρείο: Αφροδίτη Γιάννη - Μεταπτυχιακή φοιτήτρια τμήματος
Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ)
ΘΑΝΑΤΟΣ:ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ ΤΟΥ 20​ου​ΑΙΩΝΑ

Χ. Βογιατζή / Θ. Ματζιούνης
ΑΠΘ

Η εργασία μας με τίτλο «Θάνατος: πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους του 20​ου
αιώνα» σκοπεύει να αναδείξει τη σημασία του θανάτου ως πηγή έμπνευσης για τους
ζωγράφους του περασμένου αιώνα. Ο θάνατος αυτός καθ’ αυτός, αποτελεί ένα
πολυφασματικό κοινωνικό φαινόμενο το οποίο δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο
τον χώρο της τέχνης κατά τη διάρκεια της ιστορίας της. Με την παρούσα εργασία θα
προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε μια εκτενή έρευνα με σκοπό να παρουσιαστεί η
θεματολογία του θανάτου στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως αποτυπώθηκε από
τους χαρακτηριστικότερους και σπουδαιότερους ζωγράφους της εποχής. Θα
παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε τα αντιπροσωπευτικότερά τους έργα ,τονίζοντας τα
κυριότερα μορφολογικά και εννοιολογικά σημεία τους και κατατάσσοντάς τα σε
καλλιτεχνικά ρεύματα εάν αυτό είναι δυνατό. Επιπλέον, θα ανατρέξουμε στους λόγους
που οδήγησαν τον κάθε καλλιτέχνη ξεχωριστά στην αποτύπωση και δημιουργία του
εκάστοτε ζωγραφικού έργου, σε συνάρτηση με το κοινωνικό και οικογενειακό
περιβάλλον στο οποίο έζησε και από το οποίο επηρεάστηκε. Η έρευνά μας, προσεγγίζει
έργα ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών με κοινό πάντα θεματικό άξονα το θάνατο.
Τέλος, θα προχωρήσουμε στην εξαγωγή συμπερασμάτων συλλέγοντας τα κυριότερα
στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη, όπως η λειτουργία τους, η επίδραση και η αξία
τους στο πέρασμα του χρόνου.

«Λέξεις Κλειδιά»: Θάνατος, 20​ος​αιώνας, Ζωγράφοι, Ζωγραφικά έργα, Καλλιτεχνικά


ρεύματα, Επιρροές
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ε. Μουσλή-Καραγιώργου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η παρούσα εργασία εκπονείται με σκοπό την παρουσίαση ενός θέματος με


ανεξάντλητες επιρροές στο πεδίο της τέχνης και ειδικότερα της ζωγραφικής. Η
απεικόνιση του θανάτου ως κεντρικό στοιχείο της εκάστοτε καλλιτεχνικής δημιουργίας,
καθώς και η επίδρασή της στις εικαστικές τέχνες και την κοινωνία συλλήβδην,
θεωρήθηκε ιδιαίτερα δημοφιλές αντικείμενο προς μελέτη στον τομέα της ιστορίας της
τέχνης, εγείροντας συνεχώς νέα δεδομένα. Η παράθεση των θεμάτων ξεκινά με μία
ιστορική ανασκόπηση των αναπαραστάσεων του θανάτου στις ζωγραφικές συνθέσεις. Η
αρχαιότητα, ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση αποτέλεσαν σημεία αναφοράς στη
μεταβολή του τρόπου απεικόνισης και εκφραστικής προσέγγισης, ενώ συνδέθηκαν
άρρηκτα με ιδεολογικές και καλλιτεχνικές καινοτομίες. Η εμφάνιση, στο Μεσαίωνα,
του «memento mori» (Dane Munro, 2004) και καλλιτεχνικών μοτίβων όπως ο «χορός
του θανάτου» (James M. Clark, 1950), επεξηγούν το ενδιαφέρον για μελέτη
παλαιότερων εποχών με πλούσιο υλικό για έρευνα και εξειδικευμένη γνώση. Αφετέρου,
η ανασκόπηση αφορά τη θεματολογία, όπως αυτή διαφοροποείται ιδιαίτερα στη
χριστιανική τέχνη αλλά και στους πολιτισμούς της δύσης, ενώ παρουσιάζονται
αντιλήψεις ξένων πολιτισμών και θρησκειών που επηρέασαν σημαντικά τα εικονιστικά
πρότυπα. Ακολουθεί η ψυχογραφική προσέγγιση των μεταβολών στις πρακτικές
αναπαράστασης, ενώ προβάλλονται εμφατικά οι κοινωνικές πτυχές που επέφεραν
συγκεκριμένες αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων (μαύρος θάνατος στο Μεσαίωνα).
Τέλος, με την παρουσίαση σημαντικών ζωγραφικών συνθέσεων, παρατίθεται σύγκριση
δύο κορυφαίων καλλιτεχνικών ρευμάτων, Νεοκλασικισμός-Ρομαντισμός, αναφορικά με
τις διαφοροποιήσεις στους εικονιστικούς τύπους του θανάτου, με βάση την ιδεολογία
και τα στυλιστικά μοντέλα που πρεσβεύει καθένα ξεχωριστά. Αναμφίβολα, το θέμα και
τα σύμβολα του θανάτου στην τέχνη επηρέαζαν ανέκαθεν την εικαστική παραγωγή κάθε
εποχής. Ο θάνατος αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο ταύτισης και έκφρασης της ανθρώπινης
πραγματικότητας, γεγονός που αιτιολογεί το αδήριτο ενδιαφέρον για έρευνα και
καταγραφή των διαφόρων εκφάνσεών του, ενώ έκδηλα η τέχνη, σε όλο της το φάσμα,
τον συμπεριέλαβε στα κυρίαρχα θέματά της.
Προιστορικές ταφικές πρακτικές
(Προεδρείο: Ιωάννης Παπαδάτος - Επικ. Καθηγητής Προϊστορικής
Αρχαιολογίας)
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΤΑΦΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΗ ΑΣΙΝΗ

Ε. Γιαννετάκη

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του σεμιναριακού μαθήματος «Η


Μέση Εποχή του Χαλκού στην Ηπειρωτική Ελλάδα και η γένεση του Μυκηναϊκού
κόσμου» με τη διδάσκουσα, Χασιακού Αφροδίτη στο Η’ εξάμηνο του τμήματος
Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έχει σκοπό να ερευνήσει και να οριοθετήσει την τοποθεσία
και τους τύπους των παιδικών ταφών της Ασίνης στη Μέση Εποχή του Χαλκού, καθώς
και να ανατρέξει στα αίτια θανάτου των παιδιών. Η κατάσταση της έρευνας για το
συγκεκριμένο θέμα βρίσκεται σε αρκετά ικανοποιητικό στάδιο με βασικούς ερευνητές
την ​A. ​
Ingvarsson-Sundström, την C.G. Nordquist, τον J.L. Angel, τη Σ. Βουτσάκη και
αρκετούς άλλους, ​δίνοντας έτσι αφορμές για περαιτέρω επισκόπηση στον τομέα των
παιδικών ταφών. Ως δεδομένα αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της μεσοελλαδικής
εποχής και το ιστορικό των ανασκαφών της Ασίνης, τα προβλήματα της έρευνας και
ορολογία που σχετίζεται με την ηλικία των παιδιών. Γίνεται εκτενής αναφορά στα είδη
των ΜΕ τάφων και στους τύπους των τάφων που χρησιμοποιούνταν για τα παιδιά,
οριοθετείται η τοποθεσία των παιδικών ταφών στις υποπεριοχές της Ασίνης (Κάτω
Πόλη, Ακρόπολη, Ανατολικό Νεκροταφείο, λόφος Μπαρμπούνα) και αναφέρονται οι
αιτίες της παιδικής θνησιμότητας. Μέσα από την έρευνα προκύπτουν βασικά
συμπεράσματα όπως ότι οι παιδικές ταφές υπερτερούσαν των ενηλίκων, συνολικά το
53%, στις περισσότερες υποπεριοχές της Ασίνης, κυρίως όμως στην Κάτω Πόλη, όπου
αποτελούσαν το 58% των ταφών με κύριο τύπο τάφου τον λάκκο. Επιπλέον, οι
πολλαπλές ταφές είναι σπάνιες τόσο με παιδιά, όσο και με ενήλικες, καθώς είναι μόνο 5
σε όλη την Ασίνη και οι ταφές με κτερίσματα είναι μόνο 9· οι πιο πλούσιες για την
εποχή βρίσκονται στα νεκροταφεία εκτός του οικισμού, στη Μπαρμπούνα και στο
Ανατολικό νεκροταφείο, κάτι που αποδεικνύει την εμφάνιση μιας άρχουσας τάξης στη
ΜΕΙΙΙ. Τέλος, σύμφωνα με τα ποσοστά της παιδικής θνησιμότητας, τα βρέφη πέθαιναν
πιο συχνά σε ηλικίες μέχρι τον πρώτο μήνα μετά τη γέννηση, σε αντίθεση με τα παιδιά,
λόγω των σοβαρότατων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν.

«Λέξεις-κλειδιά»: παιδική θνησιμότητα, intra-mural, extra-mural, ταφική αρχιτεκτονική,


εγχυτρισμοί, οστεοαρχαιολογία
Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ ΤΟΥΡΛΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
ΚΑΙ
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ξυπόλυτος Ε.

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Το προϊστορικό νεκροταφείο του λόφου Τούρλες βρίσκεται εκατοντάδες μέτρα


ανατολικά του Κάστρου της Καλαμάτας, περίπου 2,5 χιλ. βόρεια από την σημερινή
ακτογραμμή. Την δεκαετία του 50’ ο αρχαιολόγος Simpson ερευνά τον λόφο και
χαρτογραφεί αρκετούς θαλαμοειδείς τάφους με χρονολογημένα όστρακα της ΥΕ ΙΙΙ
περιόδου (1.200 – 1100 π.Χ). Οι θαλαμοειδείς τάφοι ήταν λαξευμένοι σε ίζημα με
θαλάσσια όστρεα, βόρεια βρέχονταν από τον ποταμό Νέδοντα, ενώ αρματοτροχιές
συνέδεαν το νεκροταφείο με έναν οικισμό, πιθανώς στις υπώρειες του διπλανού λόφου
του Κάστρου της Καλαμάτας. Η παρούσα εργασία εξετάζει την θέση του Μυκηναϊκού
νεκροταφείου μέσω ενός Γεωαρχαιολογικού πλαισίου προσέγγισης. Παρουσιάζεται
πρώτα η διαμόρφωση του τοπίου από το ανώτερο Πλειόκαινο (2 εκ. χρόνια) έως το
Ολόκαινο (10.000 χρόνια) και παρακολουθείται ταυτοχρόνως η πορεία της εκάστοτε
στάθμης της θάλασσας και του στοιχείου του νερού γενικότερα. Με την συνδυαστική
συλλογή δεδομένων από τις επιστήμες της Αρχαιολογίας και της Γεωλογίας
υπολογίζεται η θέση της ακτογραμμής της ΥΕ ΙΙΙ και η σχέση της με την σημερινή. Το
προϊστορικό νεκροταφείο του λόφου Τούρλες φαίνεται να αναδύεται έτσι σε ένα αρκετά
διαφορετικό τοπίο σε σχέση με σήμερα, εξ αιτίας της επενέργειας των υδάτων και
κυρίως της θάλασσας. Η σύνδεση γεωλογικών δεδομένων και θαλάσσιας στάθμης
μπορεί να επεξηγήσει την θέση του νεκροταφείου της Μυκηναϊκής περιόδου. Επί πλέον,
από τα δεδομένα της έρευνας, φαίνεται η άμεση σχέση του ανθρώπου με το στοιχείο του
νερού, καθώς και η δυναμική σχέση δύο διαφορετικών στοιχείων, του νερού και της
γης, που μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή του νεκροταφείου από την
Μυκηναϊκή και εξής.

Λέξεις Κλειδιά: Γεωαρχαιολογία, Θαλαμοειδείς τάφοι, Καλαμάτα,, Ολόκαινο,


Παλαιοακτή, Τούρλες.
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Ν. Αθανασιάδης

Α.Π.Θ

Η Κεντρική Μακεδονία, καθώς και η ευρύτερη περιοχή του βορειοελλαδικού χώρου,


μέχρι σχετικά πρόσφατα θεωρούνταν ως περιφέρεια των πολιτισμικών ενοτήτων που
αναπτύχθηκαν στη Νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα τον λεγόμενο μυκηναϊκό πολιτισμό
της Υστεροελλαδικής περιόδου. Ωστόσο, τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, με αφορμή
τα διάφορα κατασκευαστικά έργα υποδομής που έλαβαν χώρα στην Βόρεια Ελλάδα,
ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός αρχαιολογικών θέσεων (οικισμοί, νεκροταφεία)
που χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους, μεταξύ των οποίων και στην Εποχή του
Χαλκού. Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι η μελέτη των νέων δεδομένων στο
πεδίο των ταφικών πρακτικών και η προσπάθεια αναγνώρισης κοινωνικών στοιχείων σε
αυτά. Η Κεντρική Μακεδονία εμφανίζει μόνιμες εγκαταστάσεις ήδη από τη Νεολιθική
εποχή. Η παρουσία αυτή συνεχίζεται και σε ολόκληρη την Εποχή του Χαλκού με τους
διάφορους οικισμούς να εμφανίζουν σημάδια κοινωνικής πολυπλοκότητας. Αυτό το
αντιλαμβάνεται κανείς μελετώντας τα νεκροταφεία (morturary landscape) που έχουν
βρεθεί, και συγκεκριμένα την οργάνωση τους και τις διάφορες ταφικές πρακτικές που
λάμβαναν χώρα. Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού συναντούμε διάφορα οργανωμένα
νεκροταφεία στα οποία οι τάφοι οργανώνονται είτε σε συστάδες είτε σε περιβόλους. Ο
ενταφιασμός είναι η πρακτική που ισχύει κατά πλειοψηφία, με μοναδική εξαίρεση το
νεκροταφείο του Κριαριτσίου Χαλκιδικής, όπου όλες οι ταφές είναι καύσεις. Στη Μέση
Εποχή Χαλκού δεν υπάρχουν αντιπροσωπευτικά δεδομένα, κάτι που οφείλεται πιθανώς
στην ελλιπή συστηματική έρευνα. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού όμως τα δεδομένα
αυξάνονται, καθώς τη περίοδο αυτή ιδρύονται νέοι οικισμοί και νεκροταφεία. Ο σχετικά
μεγάλος αριθμός των νεκροταφείων μας δίνουν την εικόνα μίας ποικιλίας ταφικών
πρακτικών ανάλογα με την περιοχή. Στην περίοδο αυτή φαίνονται να αναδύονται μέσω
των ταφικών πρακτικών έντονα στοιχεία κοινωνικών ταυτοτήτων, όπως η γενεαλογική
σύνδεση των ατόμων με τους προγόνους τους. Από τα παραπάνω προκύπτει το
συμπέρασμα ότι οι νέες έρευνες αυξάνουν τη σημασία της Κεντρικής Μακεδονίας κατά
την Εποχή του Χαλκού. Συγκεκριμένα παρατηρείται μία έντονη πολυπλοκότητα σε
όλους τους τομείς, μία εικόνα η οποία είναι εντελώς διαφορετική από αυτή λίγων
δεκαετιών πριν. Οι νέες έρευνες έρχονται συνεχώς να αυξήσουν τα δεδομένα και να
συμπληρώσουν την εικόνα αυτή.
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 2​Η ​ΧΙΛΙΕΤΙΑ ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ
ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Π. Μπεκιάρη
Γ. Καρκαλά

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Οι ταφικές πρακτικές αποτελούσαν ανέκαθεν προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας στον


χωροχρόνο και η αρχαιολογική τους μελέτη τις καθιστά μάρτυρες της κοινωνικής
οργάνωσης. Στο πλαίσιο, λοιπόν, ανάδειξης του ταφικού υλικού στην περιοχή της
Θεσσαλίας, στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιαστούν οι ταφικές πρακτικές στην
διάρκεια της 2​ης χιλιετίας στα παράλια της Μαγνησίας. Θα αναλυθούν τα ταφικά
δεδομένα τεσσάρων περιοχών: το Διμήνι, το Καζανάκι, τα Πευκάκια και το Καπακλί.
Οι παραπάνω θέσεις επιλέχθηκαν, καθώς αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της
Μέσης και Ύστερης εποχής του Χαλκού στη Μαγνησία. Αρχικά, θα γίνει προσπάθεια
ανάδειξης της θέσης των τάφων στο χώρο και στη συνέχεια θα ακολουθήσει η ανάλυση
των αρχιτεκτονικών τους χαρακτηριστικών, αλλά και των χαρακτηριστικών που
σχετίζονται με τη μεταχείριση των νεκρών. Τέλος, θα παρουσιαστούν οι κατηγορίες των
κτερισμάτων που συνόδευαν τους νεκρούς μέσα στους τάφους. Η αρχιτεκτονική
ποικιλία των τάφων σε συνδυασμό με την ποικιλία των κτερισμάτων οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι από πολύ νωρίς έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τρόπο
ταφής των προγόνων τους, γεγονός που ενδεχομένως υποδηλώνει και την κοινωνική και
πολιτική οργάνωση που ακολουθούσε η εκάστοτε κοινωνία στην εποχή του Χαλκού.

Λέξεις κλειδιά: ταφικές πρακτικές, αρχιτεκτονική, νεκροί, κτερίσματα


ΤΑ ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΕΛΙΤ
ΣΤΟΥΣ ΘΟΛΩΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Κώτσιαρης Π., Παπαμιχαήλ Β., Στεφάνου Α.


Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Οι αρχές της Μυκηναϊκής εποχής χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση εύπορων τοπικών ομάδων
στην Ηπειρωτική Ελλάδα όπως προκύπτει από τον τρόπο ταφής τους σε μεγαλοπρεπείς θολωτούς
τάφους. Ο τύπος αυτός αποτελεί γέννημα της Μεσσηνίας, όπου και εντοπίζονται πολυάριθμοι
θολωτοί τάφοι. Το εύφορο μεσσηνιακό έδαφος και η θάλασσα, συνέβαλαν στην ανάπτυξη ισχυρού
μυκηναϊκού κέντρου στον Άνω Εγκλιανό ήδη κατά τα τέλη της ΜΕΙΙΙ με αρχές ΥΕΙ εποχής.
Στόχος της παρούσας, ομαδικής εισήγησης είναι αφενός, η καταγραφή των πλουσιότερων θολωτών
τάφων και αφετέρου, η παρουσίαση και ερμηνεία των κτερισμάτων τους. Αρχικά, σχολιάζεται η
πρώτη εμφάνιση θολωτού τάφου στη Μεσσηνία κατά την ΜΕΙΙΙ εποχή. Κατόπιν, ιδιαίτερη έμφασή
δίνεται στην ποικιλία των αντικείμενων που συνοδεύουν τους νεκρούς στους τάφους
συγκεντρώνοντας μια μεγάλη γκάμα κομψοτεχνημάτων όπως περιδέραια, ενώτια, σφραγιδόλιθοι
κτλ, από σπάνια υλικά, όπως φαγεντιανή, κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο. Από την μελέτη των
κτερισμάτων προκύπτει μια γενική εικόνα, για τον κάτοχο τους, που δηλώνει την κοινωνική και
οικονομική του θέση. Ακόμα, διαμορφώνεται η άποψη για τον πλούτο και τις σχέσεις της
Μεσσηνίας με την υπόλοιπη Μεσόγειο, το Αιγαίο καθώς και στις στενές αλληλεπιδράσεις των
Μυκηναίων με την Μινωική Κρήτη. Τέλος, παρουσιάζονται τρόποι διαχείρισης και προστασίας,
συγκεκριμένων τάφων αλλά και των κτερισμάτων τους, παράλληλα με προτάσεις ανάπτυξης
κοινού στους αρχαιολογικούς χώρους.
Λέξεις- κλειδιά: Θολωτοί τάφοι, κτερίσματα, μυκηναϊκή ελίτ, διαχείριση
Ταφικές πρακτικές και έθιμα στην Βυζαντινή Ελλάδα και τη
Μεσαιωνική Ευρώπη
(Προεδρείο: Γιώργιος Πάλλης - ​
Επικ. Καθηγητής Βυζαντινής
Αρχαιολογίας​)
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΩΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΛΑΒΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Μ. Παπαμιχαήλ& K. Μπότης

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Η σλαβική κάθοδος και εγκατάσταση στην Πελοπόννησο, κατά τη μεσοβυζαντινή


περίοδο, υπήρξε ένα αναμφισβήτητο γεγονός που σκιαγραφείται τόσο από τις
ιστορικές πηγές όσο και από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Ισχυρό τεκμήριο της
σλαβικής παρουσίας στην Πελοπόννησο αποτελούν τα σλαβικά νεκροταφεία που
έφεραν στο φώς οι γερμανικές ανασκαφές στην Ολυμπία (1959- 1967) και τα
νεκροταφεία στην Ασέα και Μάκρη Αρκαδίας που ήρθαν στο φώς το 2009. Τα
προαναφερόμενα σλαβικά νεκροταφεία προσφέρουν τα αναγκαία δεδομένα για τη
μελέτη των ταφικών πρακτικών των σλάβων και τη κατανόηση του πολιτισμού τους,
αφού ​πέρα από τα ταφικά τους έθιμα και τα τοπωνύμια, οι σλάβοι δεν άφησαν πίσω
τους άλλα κατάλοιπα καθώς είχαν μόνο προφορική παράδοση και υλικό πολιτισμό από
φθαρτά υλικά. Στην Ολυμπία, οι σλάβοι επήλυδες φαίνεται πως αντικατέστησαν τους
έλληνες χριστιανούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή. Απτή απόδειξη της
σλαβικής εγκατάστασης στις περιοχές του Αλφειού και Κλαδέου ποταμού αποτελεί το
σλαβικό κοιμητήριο, η χρήση του οποίου καλύπτει το χρονολογικό φάσμα από τις
αρχές του 7​ου έως τα τέλη του 8​ου αι. Στην Αρκαδία, τα νεκροταφεία χρονολογούνται
από τον πρώιμο 7​ο έως τα μέσα του 8​ου αι. και η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο ότι σε
αυτά αντικατοπτρίζεται ο εκχριστιανισμός των σλάβων. Τα κτερίσματα των
νεκροταφείων της Ολυμπίας και της Αρκαδίας είναι κυρίως κοσμήματα (χάντρες),
εργαλεία και χειροποίητα αγγεία. Επιπροσθέτως, σε κάποιους τάφους απαντώνται
καύσεις. Παράλληλα για τις ταφικές πρακτικές των σλαβικών νεκροταφείων της
Πελοποννήσου μπορούν να εντοπιστούν στον Ελλαδικό χώρο, στα Βαλκάνια και στο
χώρο των σύγχρονων σλαβικών χωρών. Στην περίπτωση της χειροποίητης κεραμικής,
γύρω από την οποία έχουν δημιουργηθεί πολλές θεωρίες, φαίνεται ότι η χρήση της σε
ταφές ήταν μια, κατά αποκλειστικότητα, σλαβική πρακτική. Επίσης, όπως
αποδεικνύουν και οι ανασκαφές της Ολυμπίας, τα κτερίσματα των σλαβικών ταφών
ήταν εντελώς διαφορετικά από τα κτερίσματα του γειτονικού και κατά λίγες δεκαετίες
προγενέστερου χριστιανικού νεκροταφείου. Έτσι, οι σλαβικές ταφικές πρακτικές
αποτελούν και στοιχείο διαφοροποίησης της εθνικής τους ομάδας από αυτή των
χριστιανών γηγενών στην Πελοπόννησο.

Λέξεις Κλειδιά: Σλάβοι, Πελοπόννησος, Ταφές, Κεραμική.


ΤΟ ΠΤΗΝΟ ΦΟΙΝΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝΑ
ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

Μ. Ιωάννου – Λ. Μεταξοπούλου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η εργασία με το παραπάνω θέμα έχει ως σκοπό να εξετάσει τις απεικονίσεις του πτηνού
Φοίνικα στα έργα τέχνης της Παλαιοχριστιανικής Θεσσαλονίκης (Ροτόντα του Αγίου
Γεωργίου και κοιμητηριακή βασιλική «Πλατείας Σιντριβανίου»). Ο Φοίνικας είναι ένα
μυθικό πτηνό που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις πηγές του Ηροδότου και κατάγεται
από την Αιθιοπία. Πρόκειται για πτηνό που ύστερα από πεντακόσια χρόνια ζωής, και
εφόσον δεν μπορούσε να αναπαραχθεί λόγω της μοναδικότητας του, μετέβαινε στην
Ηλιούπολη της Αιγύπτου, όπου κατασκεύαζε φωλιά από αρωματικά φυτά και άνθη,
έβαζε φωτιά και από τις στάχτες γεννιόταν ένας νέος φοίνικας. Αυτός έπαιρνε το σώμα
του πατέρα του και το πήγαινε στο βωμό του Ήλιου, στη Βόρεια Αίγυπτο, για να το
κάψουν οι ιερείς. Στην αρχαία Ελλάδα, ο Φοίνικας συμβόλιζε την αιωνιότητα, ενώ στη
ρωμαϊκή εποχή σήμαινε την επιβίωση της Αυτοκρατορίας. Από τους χριστιανούς
χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο ήδη από τον 1​ο αι. μ.Χ., όπως γίνεται φανερό από την
πρώτη επιστολή του Κλήμη Ρώμης προς τους Κορινθίους, ενώ τον 4​ο αι. ο
Ψευδο-Επιφάνιος Σαλαμίνος συσχετίζει την τριημέρη αναγέννηση του πτηνού με την
τριήμερη διαδικασία της Ανάστασης του Χριστού. Παράλληλα, ήδη από τον 3​ο αι. στην
εικονογραφία, ο Φοίνικας συμβολίζει τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύτηκε η παρουσία του
πτηνού σε δάπεδο των αρχών του 5​ου αι. της κοιμητηριακής βασιλικής στην «πλατεία
Σιντριβανίου» στη Θεσσαλονίκη, όπου εικονίζεται στη μέση ένζωδης κληματίδας. Στα
μέσα του 5​ου αι. εμφανίζεται και στα ψηφιδωτά της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη, όπου
εικονίζεται πάνω σε φοινικόδεντρο, στοιχείο που παραπέμπει στη Δύση. Από τον 6​ο αι.
και εξής στην Ανατολή παύει να εικονίζεται σε μια προσπάθεια της Εκκλησίας να
εξαλείψει από την χριστιανική τέχνη ειδωλολατρικά στοιχεία. Η παρουσία του πτηνού
κυρίως στη Θεσσαλονίκη, και σχεδόν καθόλου στην Κωνσταντινούπολη, υποδεικνύει
την αρχική υπαγωγή του Ιλλυρικού στην Εκκλησία της Ρώμης, αφού κατά κύριο λόγω η
Ρώμη χρησιμοποίησε το πτηνό ως σύμβολο. Παράλληλα, η παρουσία του σε μνημεία
κοιμητηριακού χαρακτήρα ή κοντά σε σκηνές Θεοφανείων υποδεικνύει τον έντονο
συσχετισμό του πτηνού με την Ανάσταση του Χριστού και κατ’ επέκταση με την
Ανάσταση των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία.

Λέξεις-κλειδιά: Φοίνικας, Θεσσαλονίκη, Ροτόντα, Πλατεία Σιντριβανιού, Ρώμη


ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΣΤΗ ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Σ. Σεκλός

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σκοπός της ανακοίνωσης είναι η προσέγγιση του θέματος του θανάτου κατά τη
ου
Μεσοβυζαντινή περίοδο (μέσα 9​ αι.-1204), μέσα από τα ταφικά έθιμα και τις
αντιλήψεις αναφορικά με την έννοια του θανάτου, ούτως ώστε να καταδείξει ομοιότητες
ή και διαφοροποιήσεις συγκριτικά με εκείνα της Παλαιοχριστιανικής (4​ος​-7​ος​αι.) και της
Πρωτοβυζαντινής περιόδου (μέσα 7​ου​- μέσα 9​ου αι.). Οι Βυζαντινοί της μέσης περιόδου
συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν το θάνατο σαν ένα μεταβατικό στάδιο καθώς η ζωή δεν
έφτανε στο τέλος της, αλλά συνεχιζόταν και μετά από αυτόν αφού η ψυχή δεν πέθαινε.
Μετά το θάνατο πραγματοποιούνταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις προγενέστερες
εποχές φροντίδες για το νεκρό, τόσο για το φθαρτό μέρος του, το σώμα, όσο και για το
άφθαρτο, τη ψυχή. Υλοποιείτο, λοιπόν, μία σειρά διαδικασιών η οποία περιλάμβανε την
περιποίηση του σώματος, το θρήνο, τη μεταφορά του νεκρού στο ναό, την τέλεση της
νεκρώσιμης ακολουθίας, τον ενταφιασμό και τέλος επιμνημόσυνες τελετές για τη ψυχή
του νεκρού. Συνηθιζόταν, επίσης, η αποφυγή της χρήσης των όρων «θάνατος» και
«πέθανε» και αντίθετα χρησιμοποιούνταν όροι, όπως η «εκδημία» και το «καταλύει τον
βίον». Η κτέριση των νεκρών συνεχίζεται και στη Μεσοβυζαντινή περίοδο και παρέχει
επιπλέον στοιχεία για τις απόψεις των Βυζαντινών ως προς το θάνατο. Επιπροσθέτως, οι
αντιλήψεις των Βυζαντινών της Μέσης περιόδου σχετικά με την έννοια του θανάτου
εκφράζονται και από τη στάση τους προς τους ίδιους τους νεκρούς τους οποίους
θεωρούσαν μιαρούς, πεποίθηση πολύ διαδεδομένη κατά την Παλαιοχριστιανική και την
Πρωτοβυζαντινή εποχή. Για αυτό το λόγο και παράλληλα για λόγους υγείας, τα
νεκροταφεία ήταν εκτός των τειχών των πόλεων κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο
(εξαίρεση αποτελούσε ο ναός των Αγίων Αποστόλων, δηλαδή το Μαυσωλείο των
Βυζαντινών αυτοκρατόρων). Ωστόσο, στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο απαντούν ταφές
εντός των τειχών, ενώ στη Μεσοβυζαντινή οργανωμένα νεκροταφεία πλησίον ναών και
ταφές ακόμα και στο εσωτερικό τους. Η πρακτική όμως αυτή δεν σηματοδοτεί αλλαγή
στη θεώρηση του νεκρού ως μίασμα. Συμπερασματικά, η μελέτη πρωτογενών και
δευτερογενών πηγών για τη Μεσοβυζαντινή περίοδο μαρτυρά τη συνέχιση τέλεσης των
ταφικών εθίμων των δύο προγενέστερων περιόδων. Οι αντιλήψεις για το θάνατο
παραμένουν ίδιες, ωστόσο παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση στις θέσεις των
νεκροταφείων.

Λέξεις Κλειδιά: θάνατος, σώμα, ψυχή, ταφικά έθιμα, Μεσοβυζαντινή περίοδος


Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΩΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΘΕΜΑ ΣΕ
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ 12​ΟΥ​ΑΙΩΝΑ

Λαζαρίδου Δέσποινα

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Το θέμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ανάγεται στον 6​ο αιώνα αν συσχετιστεί με την
Ομιλία του Ιωάννου Θεσσαλονίκης και τον 7​ο αιώνα οπότε χρονολογείται ο Ναός της
Κοιμήσεως στη Νίκαια. . Στο εικονογραφικό θέμα της Κοιμήσεως, η Παναγία
παρουσιάζεται ξαπλωμένη σε φέρετρο στρωμένο με πολυτελές σεντόνι, κοιμάται
γαλήνια και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός στο στήθος. Γύρω από το νεκρικό κρεβάτι
βρίσκονται οι απόστολοι, με τον Πέτρο να στέκεται κοντά στο κεφάλι της και τον
Παύλο κοντά στα πόδια της. Η ψυχή της Θεοτόκου απεικονίζεται ως σπαργανωμένο
βρέφος, την οποία κρατάει ο Ιησούς, ζωγραφιζόμενος πάνω από το φέρετρο και στο
μέσο της σύνθεσης. Στόχος της ανακοίνωσης, είναι να παρουσιαστεί το εικονογραφικό
θέμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 12​ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα σε
τοιχογραφίες που βρέθηκαν στην Κύπρο και στην Καστοριά . Ο αυτοκράτορας Αλέξιος
Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατέστησε την Κύπρο την σημαντικότερη στρατιωτική βάση
της νοτιοανατολικής Μεσογείου λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής, γεγονός
που εξηγεί την έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα στο νησί. Η Κοίμηση της
Θεοτόκου, ένα αγαπητό θέμα στην κυπριακή και βυζαντινή εικονογραφία, απεικονίζεται
στο δυτικό τοίχο, της εκκλησίας της Παναγίας της Ασίνου στη Λευκωσία. Το εσωτερικό
του ναού της Παναγίας της Ασίνου είναι κατάγραφο. Οι τοιχογραφίες που σώζονται
σήμερα απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης απ΄ όπου θα πρέπει να προερχόταν
και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε και αποτελούν ένα απ΄ τα σημαντικότερα σύνολα
της βυζαντινής τέχνης της περιόδου. Ένα ακόμη δείγμα της ζωγραφικής απεικόνισης
της Κοίμησης του 12​ου αιώνα βρίσκεται στο δυτικό τοίχο του ναού του Αγίου Νικολάου
του Κασνίτζη στην Καστοριά. Η Κοίμηση της Θεοτόκου παριστάνεται από τα δεξιά
προς τα αριστερά αντίστροφα από τις συνηθισμένες συνθέσεις. Η Καστοριά, αποτελεί
σήμα κατατεθέν για την απεικόνιση της κοιμώμενης Παναγίας τόσο στη
Μεσοβυζαντινή όσο και στην Υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, θα καταλήξω σε
συμπεράσματα όσον αφορά την τεχνική απόδοση των τοιχογραφιών που μας σώζονται
από την Κύπρο και την Καστοριά συγκρίνοντας τα μνημεία του 12​ου αιώνα με μνημεία
της Υστεροβυζαντινής περιόδου.
Τάφοι Βαμπίρ : O φόβος για το υπερφυσικό στις ταφικές πρακτικές.

​Ε. Παρισσοπούλου

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση της ιδιαίτερης μεταχείριση των
νεκρών, που η κοινότητα αντιμετώπιζε ως βαμπίρ, σε μέρη όπως η Βουλγαρία, η
Πολωνία, η Ιταλία, η Ελλάδα κ.α. Στις χώρες αυτές οι αρχαιολόγοι παρατήρησαν ότι
σε κάποια νεκροταφεία που ανακάλυψαν βρέθηκαν μεσαιωνικές και νεότερες ταφές,
το εσωτερικό των οποίων είχε δεχθεί εξωτερικές επεμβάσεις.
Συγκεκριμένα, σε τάφους της Βουλγαρίας (Περπερικό, Σωζόπολη κ.ά.) κάποιοι
νεκροί βρέθηκαν καρφωμένοι στο έδαφος με μυτερό μεταλλικό στέλεχος ή με
τμήματα του σκελετού αποκολλημένα και τοποθετημένα σε διαφορετική από την
προβλεπόμενη θέση. Στην Πολωνία ( Drawsko, Górzyca, ​Kałdus) σκελετοί βρέθηκαν
με τα κρανία στραμμένα προς το έδαφος, με ή με κατεστραμμένες επιγονατίδες και
πέτρες τοποθετημένες με τρόπο τέτοιο ώστε ο νεκρός να ακινητοποιηθεί. Στο
Lazzaretto της Βενετίας, από την άλλη, ένα σύνηθες προληπτικό μέτρο, όπως
έδειξε η έρευνα, ήταν η τοποθέτηση ενός πλίνθου ανάμεσα στην άνω και κάτω
σιαγόνα.
Η μεταχείριση αυτή των νεκρών αποκαλύπτει αρκετά πράγματα για τις ίδιες τις
κοινωνίες. Αρχικά καθιστά εμφανή την άγνοια τους για τα post mortis συμπτώματα
που ανθρώπινου σώματος. υποβαθμισμένη γνώση ιατρικής στο Μεσαίωνα και η
έντονη θρησκοληψία οδήγησε στην δαιμονοποίηση συμπτωμάτων (αργοπορημένη
αποσύνθεση, ελαφριά μετατόπιση του σώματος από την αρχική θέση, αιμόπτυση)
που προβλήθηκαν από εσωτερικές σωματικές διεργασίες μέσα από αέρια που
αποδεσμεύονται μετά τον θάνατο. Η ίδια άγνοια οδήγησε στη στοχοποίηση
συγκεκριμένων ατόμων που εν ζωή έφεραν, σύμφωνα με μεταγενέστερες
οστεοαρχαιολογικές μελέτες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σήμερα πλέον
αποδίδονται σε ασθένειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ωχρό δέρμα, η
αδυναμία και η αιμόπτυση, όλα συμπτώματα φυματίωσης, ή σημάδια κύφωσης.
Όμως το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι η δύναμη του φόβου για
το υπερφυσικό στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το εύθραυστο της ζωής και μεγάλος
αριθμός θανάτων την περίοδο αυτή λόγω ελλιπούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης
και χαμηλού βιοτικού επιπέδου προκαλούσαν ανέκαθεν φόβο στους ανθρώπους. Ήδη
από την προϊστορία έχουμε προσπάθεια διαχωρισμού των ζωντανών από τους
νεκρούς (λ.χ. νεκρός με πέτρα στο στήθος σε μεσολιθική ταφή Κύθνου). Οι τάφοι
βαμπίρ είναι ένας ακόμη μεγάλος κρίκος στην αλυσίδα, αν σκεφτεί κανείς τα
αναρίθμητα θύματα της πανώλης. Φυσικά, η ρόλος της πλούσιος λαϊκής παράδοσης
στην δημιουργία μεταβατικών υπάρξεων που διατηρούνταν στη ζωή πίνοντας το
αίμα των ανθρώπων ήταν αδιαμφισβήτητη. Η ανησυχία για διατάραξη της
ισορροπίας ζωής- θανάτου εξακολουθεί παραδόξως να υφίσταται σύμφωνα με
αντίστοιχα ευρήματα στη Λέσβο (19ος αι.). Θα έλεγε κανείς ότι η ακραία αυτή
προσπάθεια των ανθρώπων να απομονώσουν τη ζωή από το θάνατο πετυχαίνει
τελικά μια ακόμα εντονότερη διαπλοκή τους.
Ο ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ΤΗΣ ΓΚΡΕΝΟΜΠΛ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΠΡΩΙΜΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Ε. Κωστούδη

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Αφορμή για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας αποτέλεσε η γνωριμία μου με την
αρχαιολογία του πρώιμου Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στο
Πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne στο χειμερινό εξάμηνο 2017-2018, στα
πλαίσια προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών. Επιθυμώντας να εμβαθύνω στις ταφικές
πρακτικές που ακολουθούνται κατά τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια γύρω και εντός των
θρησκευτικών κτιρίων, αποφάσισα να μελετήσω την εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου
στην πόλη Γκρενόμπλ της νοτιοανατολικής Γαλλίας (Saint Laurent de Grenoble). Το
συγκεκριμένο μνημείο έχει ανασκαφεί και μελετηθεί διεξοδικά ήδη από τις αρχές του
ου
19​ αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20​ου​, παρέχοντας πλούσιο υλικό στο σύγχρονο
ερευνητή που επιχειρεί να το προσεγγίσει, με τη βιβλιογραφία του συνεχώς να
ανανεώνεται, ενώ κατά την τελευταία δεκαετία έχουν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες
εργασίες για την προστασία και την ανάδειξή του. Έπειτα λοιπόν από μια σύντομη
αναφορά στην τοπογραφία και στην ιστορία της πόλης, η εργασία μου επικεντρώνεται
στο χώρο του ίδιου του μνημείου και συγκεκριμένα στις φάσεις που προηγούνται της
πρώτης εκκλησίας, καθώς εξετάζονται τα ταφικά μνημεία και τα μαυσωλεία που
φιλοξένησαν ταφές ανάμεσα στον 1​ο και στον 5​ο αι. μ. Χ. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται
και σχολιάζονται λεπτομερώς οι οικοδομικές φάσεις της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας,
οι οποίες παρέχουν πρόσφορο έδαφος για προβληματισμό πάνω στην εξέλιξη των
ταφικών πρακτικών στο συγκεκριμένο θρησκευτικό κτίριο. Παράλληλα, επιχειρείται η
ένταξη του κτιρίου και των ταφών του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αρχιτεκτονικής και
ταφικών πρακτικών της ίδιας περιόδου, ενώ προτείνονται συγκρίσεις με κτίρια
παρόμοιου αρχιτεκτονικού σχεδίου ή χαρακτήρα. Οι υπόλοιπες φάσεις του μνημείου και
των ταφών του, που φτάνουν έως τις μέρες μας, παρατίθενται συνοπτικά, καθώς είναι
αδύνατο να αναλυθούν 20 αιώνες διαδοχικών αρχιτεκτονικών φάσεων και ταφικών
πρακτικών στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας εργασίας συνεδρίου. Τέλος, αξίζει
να σημειωθεί ότι, πέρα από τις άμεσες γνώσεις που προκύπτουν για την εξέλιξη της
τυπολογίας των ταφών, των τρόπων ενταφιασμού και των κτερισμάτων, η μελέτη αυτή
βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την οικονομική κατάσταση και την
κοινωνική ζωή των κατοίκων κάθε περιόδου, όπως διαφαίνονται μέσα από τα υλικά
ευρήματα και τις ταφικές συνήθειες.
ΑΦΙΣΕΣ (ΠΟΣΤΕΡ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ
ΕΠΟΧΗΣ

Αργυράκη Κ.

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Στόχος αυτής της εργασίας είναι να ερευνηθεί ο ρόλος των γυναικών στις μυκηναϊκές
κοινωνίες, όπως προκύπτει μέσα από τα ταφικά έθιμα και τις ίδιες τις γυναικείες
ταφές. Ένα βασικό κομμάτι κάθε πολιτισμού αποτελεί η αντίληψη της μετά θάνατον
ζωής, συνεπώς, η μεταχείριση των νεκρών. Μέσα από τα ταφικά έθιμα και τις ταφές,
μπορούμε να κατανοήσουμε ένα μέρος των πεποιθήσεων των ανθρώπων, τον
συλλογικό τρόπο σκέψης τους. Για τη συγκεκριμένη μελέτη, θα ερευνηθούν
γυναικείες ταφές που συναντώνται σε όλους τους βασικούς τύπους μυκηναϊκών
τάφων. Οι κυριότεροι κατά την ΥΕ περίοδο είναι τρεις: οι λακκοειδείς, οι
θαλαμοειδείς κι οι θολωτοί τάφοι. Δεν εκλίπουν, ωστόσο, και οι ταφές σε απλούς
λάκκους. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα είναι πως οι γυναίκες
των λακκοειδών τάφων, κυρίως των Ταφικών Κύκλων, χαρακτηρίζονται από πλούτο
κτερισμάτων και, βάση οστεολογικών μελετών, υψηλό βιοτικό επίπεδο, οδηγώντας
στο συμπέρασμα πως ανήκαν σε κάποια ανώτερη κοινωνική τάξη, ιερατικά ή
κοινωνικά. Παρόμοια πρέπει να είναι κι η περίπτωση των θολωτών τάφων, όπου οι
γυναικείες ταφές είναι λιγότερες από τις ανδρικές, ίσως μία ένδειξη φυλετικής
προκατάληψης. Ως προς τους θαλαμοειδείς, δυστυχώς, δεν είμαστε σε θέση να
αναγνωρίσουμε ποια αντικείμενα συνόδευαν τις γυναικείες ταφές, λόγω των
συλήσεων και των διαβρώσεων που έχουν υποστεί οι τάφοι. Ίσως αυτού του είδους
τάφοι χρησιμοποιούνταν από ανθρώπους προερχόμενους από κάθε κοινωνική
βαθμίδα κι αυτό υποδεικνύεται μέσα από την γενικότερη ανομοιομορφία των
κτερισμάτων. Γενικά, μέσα από τις ταφές είναι δυνατή μία μελέτη της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης. Βασικό στοιχείο ήταν η ανάδειξη πλούτου και κύρους μίας
οικογένειας ή ατόμου. Αυτό επιτυγχανόταν μέσα από τα κτερίσματα. Παρ’ όλ’ αυτά,
δε μπορούμε να υποθέσουμε, πως ο πλούτος καθόριζε και την γενικότερη
μεταχείριση των νεκρών κατά τον ενταφιασμό. Κατά πάσα πιθανότητα, οι
τελετουργίες ήταν τυποποιημένες, ιδιωτικές πρακτικές, για τις οποίες γνωρίζουμε
κάποια στοιχεία κι από τις πήλινες λάρνακες. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
ενδείξεις πιθανού φυλετικού διαχωρισμού.
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΤΑΦΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ε. Γερασιμίδου

Πανεπιστήμιο Κρήτης

Στην παρούσα ανακοίνωση θα γίνει λόγος για τις παιδικές ταφές της Μεσολιθικής
περιόδου στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μια περίοδο, η οποία
χαρακτηρίζεται από έντονες κλιματικές αλλαγές που εμφανίζονται σε διαφορετικές
χρονικές περιόδους καθώς και σε διαφορετικές περιοχές . Συγκεκριμένα στον ελλαδικό
χώρο ξεκινά από το 8500π.χ ως το 6700/6500 π.Χ. Εν συνεχεία θα παρατεθούν
παραδείγματα σωζόμενων παιδικών-μεσολιθικών ταφών από τις μέχρι σήμερα
ανεσκαμμένες θέσεις στον Ελλαδικό χώρο, όπως στο Μαρουλά της Κύθνου, στο
σπηλαίο Φραχθί και στη Κνωσό. Πρώτα απ’ όλα στη θέση Μαρουλάς εντοπίστηκαν και
ανασκάφηκαν μεταξύ άλλων και ανθρωπολογικά κατάλοιπα. Πρόκειται για
πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές, τοποθετημένες κάτω από το δάπεδο των οικιών.
Ανάμεσα στις ταφές εντοπίστηκαν δύο παιδικά κρανία. Βρέθηκαν, επίσης, τρεις
βρεφικές ταφές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπάνια εύρεση κτερισμάτων. Έχουν έρθει
στο φως ελάχιστοι παιδικοί τάφοι που διαθέτουν κτερίσματα κοχυλιών. Μια εξίσου
σημαντική θέση αποτέλεσε το σπήλαιο Φράγχθι της Αργολιδας, όπου εντοπίστηκαν
ταφές καθ’ όλη τη μεσολιθική περίοδο. Μεταξύ των τάφων ανεβρέθηκαν μία παιδική
ταφή, έναν σκελετό νηπίου και ένα σκελετό βρέφους. Πέρα από αυτά εντοπίστηκαν
θραύσματα από δύο παιδιά, ένα βρέφος και άλλα από διάφορα τμήματα και ηλικιακά
στάδια αυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν φέρουν κτερίσματα, πέρα από τα λίγα
όστρεα που εντοπίστηκαν σε μερικές ταφές. Ένα ακόμη παράδειγμα προέρχεται από τη
Κνωσό, όπου εντοπίστηκαν συγκεντρωμένες έξι ταφές παιδικές και βρεφικές. Οι ταφές
ανάγονται στην 7​η χιλιετία π.Χ. και δεν διέθεταν καθόλου κτερίσματα. Τα ευρήματα
των παραπάνω θέσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μελέτη της Μεσολιθικής
στην Ελλάδα στηρίζεται κυρίως σε αυτά.
ἘΞΟΡΚΙΖΩ ΣΕ, ΝΕΚΥΔΑΙΜ[ΩΝ] ἈΩΡΕ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΔΕΣΜΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.

Β.Καλλιμάνη
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οι κατάδεσμοι ή κατάρες (defixiones) είναι μια κατηγορία επιγραφών, συνήθως πάνω


σε μολύβδινα ελάσματα που στοχεύουν στο να έχουν επίδραση πάνω στις πράξεις ή την
υγεία ενός άλλου έμβιου όντος (είτε ανθρώπου είτε ζώου) και ανευρίσκονται συνήθως
μέσα σε τάφους, πηγάδια ή χθόνια ιερά. Στόχος της παρούσας παρουσίασης είναι να
δείξει την σύνδεση των κατάδεσμων με τον θάνατο. Αυτή η σύνδεση μπορεί να φανεί
ακόμα και μέσα από την επιλογή του υλικού, που συνήθως είναι ο μόλυβδος, ή την
εξέταση του τόπου έρευσης. Ωστόσο, ακόμα πιο φανερός γίνεται ο συσχετισμός μέσω
των ίδιων των επιγραφικών κειμένων. Οι κατάδεσμοι συχνά εμπεριέχουν επικλήσεις σε
χθόνιες θεότητες όπως ο Πλούτωνας, η Εκάτη, η Περσεφώνη, η Δήμητρα, ο Ερμής, οι
Ερινύες από το ελληνικό πάνθεον ή ακόμα και εισηγμένες θεότητες όπως η Ίσιδα, η
Ερεσκιγκάλ, ο Ιαω(Γιαχβέ). Συχνά, αντί για θεότητες ή και μαζί με αυτές, επικαλείται
το πνεύμα ενός άωρου ή βιαιοθάνατου νεκρού, ένας νεκύδαιμων που δεσμεύεται από
αυτόν που κάνει τον κατάδεσμο να τηρήσει το θέλημά του και αφού το κάνουν αυτό,
αφήνονται ελεύθεροι. Σε άλλες περιπτώσεις, βλέπουμε τα πνεύματα αυτά, να καλούνται
για να βοηθήσουν τις χθόνιες θεότητες. Τέλος, αρκετές φορές συναντάμε ως σκοπό των
κατάδεσμων τον θάνατο ενός προσώπου, στο οποίο θα αναφερόμαστε ως «θύμα» . Στην
παρουσίαση αυτή θα εξεταστούν επιγραφές είτε ολόκληρες, είτε ως αποσπάσματα οι
οποίες σχετίζονται με έναν από τους τρόπους που αναφέραμε με τον θάνατο καθώς και
τα κίνητρα που κάνουν έναν άνθρωπο να επιθυμεί τον θάνατο ένος άλλου.
Καταλήγουμε πως ακόμα και αν ο θάνατος δεν είναι πάντοτε ο σκοπός ενός
κατάδεσμου, τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους κατάδεσμους από την «λευκή»μαγεία
και τους κατατάσσουν στην «μαύρη» είναι η θέληση των ατόμων που κάνουν τον
κατάδεσμο να πετύχουν τον στόχο τους ακόμα και αν χρειαστεί να βλάψουν ένα άλλο
πρόσωπο, ενώ συχνά η πρόκληση βλάβης είναι ο ίδιος ο στόχος, και αυτό τους
προσδίδει ένα χθόνιο χαρακτήρα.
Αντιπαραβάλλοντας ταυτότητες με φόντο το ταφικό μνημείο της θόλου

Α.-Σ. Κατσικοπούλου

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η παρούσα εργασία στοχεύει στην ερμηνευτική προσέγγιση των ταφικών δεδομένων


της Εποχής του Χαλκού στην κεντρική και ανατολική Κρήτη, δίνοντας έμφαση στο
μνημείο του θολωτού τάφου. Σκοπός μας είναι να εξετάσουμε και να
κατηγοριοποιήσουμε τα δεδομένα, αλλά και να επιδιώξουμε μια «ανάγνωση» των
υποσυνόλων των ευρημάτων. Με αφετηρία τη μελέτη μας για την ταφική αρχιτεκτονική
και την κτέριση, επιχειρούμε να αναδείξουμε τις ταυτότητες που συγκροτούνται είτε
μέσα από την αντιπαράθεση είτε από την απλή συγχρονική ύπαρξη ιδιοτήτων των
μελών της κοινωνίας που κάνει χρήση του εν λόγω μνημείου. Ξεκινώντας από τη
παρατήρηση του τοπίου, της αρχιτεκτονικής αλλά και των ταφικών πρακτικών,
εντοπίζουμε το κυρίαρχο δίπολο ταυτοτήτων: αυτό των ζωντανών και των νεκρών.
Επιπλέον, σε δεύτερο στάδιο, παρατηρούμε τη διαφορετική αντιμετώπιση των νεκρών
και των προγόνων, όπως αυτή γίνεται φανερή από τα ταφικά έθιμα. Στη συνέχεια, μέσα
από τα κτερίσματα των θολωτών τάφων προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε το φύλο, την
πιθανή επαγγελματική ιδιότητα ή την κοινωνική τάξη, αλλά και την πιθανή εθνοτική
ταυτότητα των νεκρών του ταφικού αρχιτεκτονήματος ή και τη σχέση αυτών με άλλους
αιγαιακούς πολιτισμούς. Το εγχείρημα είναι απαιτητικό, καθώς ο στόχος μας είναι να
δούμε το άτομο και την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκε πίσω από τα υλικά
κατάλοιπα που είναι εμφανή σε εμάς. Τη δυσκολία αυτή ενισχύει το γεγονός ότι οι
συγκεκριμένες ταφές είναι συλλογικές. Μέσα από την παρούσα εργασία γίνεται
προσπάθεια να φανεί αν υπάρχουν ιδιότητες που κατηγοριοποιούν τα μέλη (και τα
πρώην μέλη) της κοινωνίας, αλλά και να ερευνηθεί αν το άτομο μετά τον θάνατό του
χάνει ή διατηρεί τα χαρακτηριστικά του ρόλου που είχε στην κοινωνία σαν ζωντανός.

Λέξεις Κλειδιά: θόλος, ταυτότητα, τοπίο, αρχιτεκτονική, ταφικά έθιμα, ταφικές


πρακτικές, κτερίσματα
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ

Ν. Μπράττη

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ο
Το 17​ αιώνα κυριαρχεί μια νέα καλλιτεχνική τάση – τεχνοτροπία, το Μπαρόκ, την
οποία πολλές χώρες της Ευρώπης και πολλοί ζωγράφοι, γλύπτες και αρχιτέκτονες
ακολούθησαν. Μία από αυτές είναι η Ισπανία και ο ζωγράφος και χαράκτης ​Juan de
Valdes Leal​. Σαν καλλιτέχνης άφησε το δικό του στίγμα στην τεχνοτροπία του μπαρόκ,
καθώς έδωσε έμφαση στη μακάβρια θεματολογία. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα, το
οποίο και θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης αυτής της εργασίας, είναι το ​“Eικόνα
Θανάτου” που αποτελείται από δύο πίνακες. Σε αυτήν την εργασία θα πραγματοποιηθεί
μια μικρή ανάλυση του συγκεκριμένου έργου που αντιπροσωπεύει την έννοια του
θανάτου. Ο ίδιος ο θάνατος εμφανίζεται ως καταστροφέας και εκμηδενιστής των
πάντων ενώ παράλληλα γίνεται ξεκάθαρο πως μπροστά του κάθε τίτλος, κάθε δόξα που
διέθετε κάποιος όσο ζούσε χάνει την υπόστασή του. Οι νεκροί, γυμνοί πια από κάθε
είδους αξίωμα βρίσκονται αντιμέτωποι με τον πιο ισχυρό «εχθρό» όλων, ώσπου να
οδηγηθούν στο τελικό στάδιο, στον τελευταίο σταθμό του μεταθανάτιου ταξιδιού τους,
την τελική κρίση δηλώνοντας το θρησκευτικό στοιχείο που είναι πάντα διάχυτο στα
έργα του καλλιτέχνη. Ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα που δε μπορεί να
αποφευχθεί. Αρκεί μια στιγμή για να ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Ο θάνατος ως ένας
σκελετός πρωταγωνιστεί στο έργο αυτό με το κενό βλέμμα στραμμένο προς το θεατή
συμβολίζοντας το επερχόμενο τέλος όλων των ανθρώπων. Παράλληλα, στην άλλη
σκηνή κεντρικό ρόλο παίζει μία ζυγαριά που θυμίζει κατά πολύ το συνηθισμένο μοτίβο
στη ζωγραφική ήδη από την αρχαιότητα, το μοτίβο της ψυχοστασίας, και στο
συγκεκριμένο έργο αντιπαραβάλλονται η σωτηρία με την καταδίκη, η λύτρωση της
ψυχής ή η τιμωρία της.
ΛΕΥΚΕΣ ΑΤΤΙΚΕΣ ΛΗΚΥΘΟΙ: ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΑΘΗΝΑ

Τσιακαλάκη Κ.

Η παρουσίαση αποσκοπεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το θάνατο και τις


πεποιθήσεις που τον συνοδεύουν στην Αθήνα του 5ου αιώνα. Έπειτα από συνοπτική
αναφορά στην ιστορική πορεία του σχήματος, την τεχνοτροπία της κεραμεικής και της
διακόσμησης των λευκών ληκύθων, καθώς και στη σχέση με τη “Μεγάλη Ζωγραφική”,
θα περάσουμε στο κύριο κομμάτι της εργασίας, που αφορά την σχέση των
εικονιζόμενων στις λευκές ληκύθους παραστάσεων με τις αντιλήψεις περί θανάτου στη
συγκεκριμένη περίοδο και περιοχή.
Μελετώντας πληθώρα παραδειγμάτων και επιλέγοντας τα πλέον χαρακτηριστικά από
αυτά προς παρουσίαση, θα αναφερθούμε στα εξής σημεία:
α) Πως παρουσιάζονται τα δύο φύλα;
β) Τι πληροφορίες μπορούμε να εκμαιεύσουμε για τα ταφικά έθιμα;
γ) Ποια άλλα ταφικά (και μη) αγγεία εικονίζονται στις ληκύθους; Ποια ταφικά μνημεία;
δ) Ποια άλλα, μη σχετιζόμενα με το θάνατο θέματα, εντοπίζουμε στις παραστάσεις
τους.
Ακολουθεί αξιολόγηση των δεδομένων που προκύπτουν από τα παραπάνω και με βάση
το απόσταγμά τους, αλλά και τη φιλοσοφία της εποχής, θα αποπειραθούμε να
απαντήσουμε στο ερευνητικό ερώτημα, αλλά και στο έμμεσο ερώτημα που προκύπτει
από τον ίδιο τον τίτλο της παρουσίασης: τι μαρτυρούν οι λευκές αττικές λήκυθοι για το
θάνατο στην Αθήνα του 5ου αιώνα;

Λέξεις- Κλειδιά: Λήκυθοι, Κεραμεική, Αθήνα, Εικονογραφία


Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΛΗΚΥΘΟΥ

Δ. Μ. Τζεγκόζη

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Η λήκυθος πρωτοεμφανίζεται ως αγγείο τον 6​ο αιώνα π.Χ., αλλά η λευκή λήκυθος η
οποία είναι κατασκευασμένη με τη τεχνική του λευκού βάθους εμφανίζεται το 5​ο αιώνα.
Στα λεγόμενα «λευκά αγγεία» οι επιφάνειές τους καλύπτονται με λευκό ή κιτρινωπό
επίχρισμα πάνω στο οποίο έχει αποδοθεί διακόσμηση. Οι λευκές λήκυθοι ήταν
μυροδοχεία που προσφέρονταν ως κτερίσματα στις ταφές ενώ οι σκηνές με τις οποίες
ήταν διακοσμημένες συνέδεαν ποικιλότροπα τη ζωή και το θάνατο. Είναι συνήθως
ήρεμες οικιακές σκηνές από τη ζωή του νεκρού άντρα ή γυναίκας, επισκέψεις στο τάφο
και θέματα που αφορούν το κάτω κόσμο με μορφές του Χάροντα, του Ύπνου και του
Θανάτου. Τα αττικά γραπτά ή μελαβαφή αγγεία κατά τον 6​ο και 5​ο αιώνα
συγκαταλέγονται στα πιο περιζήτητα κεραμικά προϊόντα. Τα αττικά αγγεία κατάφεραν
να ταξιδέψουν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο μέσω του εμπορίου και να γίνουν ευρέως
γνωστά και επιθυμητά τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό εμπόριο. Δεν συνέβη
όμως το ίδιο και με τη λευκή λήκυθο. Στόχος λοιπόν της εργασίας είναι αρχικά να
αναδείξει τους λόγους εκείνους για τους οποίους ο συγκεκριμένος τύπος αγγείου δεν
γνώρισε την ίδια αποδοχή, αλλά και να εξετάσει, ως δευτερεύον, τις ελάχιστες περιοχές
στις οποίες εισχώρησε. Σημαντική όμως είναι και η σύγκριση της εικονογραφίας της
λευκής ληκύθου αυτών των περιοχών με αντίστοιχες ληκύθους που έχουν βρεθεί στην
Αττική. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε αν αλλάζουν τα κριτήρια αγοράς του
αγγείου από περιοχή σε περιοχή (π.χ. διαφορετικά ήθη και έθιμα, διαφορετική αντίληψη
της εικονογραφίας). Η διερεύνηση του κόστους επίσης μίας λευκής ληκύθου μπορεί να
μας πληροφορήσει αν θα μπορούσαν να αποκτήσουν όλοι ένα τέτοιο αγγείο.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η ιδιαιτερότητα της λευκής ληκύθου, δηλαδή
ότι ήταν ένα αγγείο στενά συνδεδεμένο με τα ταφικά έθιμα των Αθηναίων, ήταν και ο
βασικός λόγος που δεν μπόρεσε να εξαχθεί. Από την άλλη πλευρά όμως μας είναι
γνωστό ότι το σχήμα του αγγείου δεν ενοχλούσε τόσο τους αγοραστές. Έχουν βρεθεί
πολλές λήκυθοι με ποικίλη θεματολογία σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Ίσως
λοιπόν η ευαισθησία του λευκού επιχρίσματος να έκανε τους ίδιους τους Αθηναίους
αγγειογράφους να μην πειραματιστούν στα εικονογραφικά θέματα που θα προσείλκυαν
το ενδιαφέρον των αγοραστών. Αυτό όμως μπορεί να το εκλαμβάνουμε λάθος εμείς
σήμερα. Θα μπορούσε ο αρχικός στόχος να ήταν αυτός. Οι Αθηναίοι να δημιουργήσουν
δηλαδή εσκεμμένα ένα αγγείο βασισμένο στα ταφικά έθιμά τους, ένα αγγείο που θα
τους διαφοροποιούσε και δεν θα είχε απήχηση.
Ταφικά πορτραίτα του Φαγιούμ: «Η στιγμή της ζωής για αιώνες»

Hudkova Kateryna-Halyna (Kerry)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Ο σκοπός της εργασίας είναι ένα διεπιστημονικό ταξίδι προς την ζωή, όπως αυτή
έχει αποτυπωθεί στα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ μέσα από το πρίσμα του
θανάτου. Ο συνδυασμός της πολιτισμικοτητας εν λόγου θέματος θα καταδείξει τις
συγκλίσεις και αποκλίσεις της οπτικής τους, πάνω στο θέμα του παν δαματωρ
θανάτου. Τα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κράμα
τριών πολιτισμών: της ιδεολογικής κληρονομιάς των Αιγυπτίων, της ρωμαϊκής
γνώσης εκ του φυσικού και του θριαμβικού ελληνικού Πνεύματος. Πίσω από κάθε
νεκρικό πορτραίτο κρύβεται ένας αξιοθαύμαστος κόσμος, μια τύχη χαμένη στην
ανυπαρξία των αιώνων...

Αυτό το φαινόμενο λαμβάνει χωρά την αρχή του 1ου αιώνα μ. Χ. και θα επιβίωση
μέχρι τον 3το στην τότε ρωμαϊκή Αίγυπτο. Τα πορτρέτα πήραν την ονομασία τους από
τον τόπο που βρέθηκαν κατά χώραν: στη μεγάλη ανακάλυψη το 1887, κατά την
βρετανική ανασκαφή υπό τον Flinders Petrie στη όαση του Φαγιούμ (85 χιλιόμετρα
νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου). Τα πρώτα δείγματα των
προσωπογραφίων εντόπισε και ανέφερε ο Ιταλός περιηγητής, Pietro Della Valle το
1615. Άριστα διατηρημένα, εξαιτίας της ειρωνείας του κλίματος που είναι ξερό στην
αιγυπτιακή έρημο, τα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα είτε με την
εγκαυστική τεχνική είτε η με την τεχνική της τέμπερας που προέρχονται από
την αρχαιοελληνική παράδοση. Επί έναν αιώνα τα μεγάλα μουσεία ήταν αναποφάσιστα
αν έπρεπε να τις εντάξουν τα πορτρέτα στις αιγυπτιακές ή στις ελληνορωμαϊκές
συλλογές τους και το μόνο που έκαναν ήταν να τις παρουσιάζουν ως είδος
αξιοπερίεργο, πάντα στο περιθώριο πότε της μιας και πότε της άλλης από αυτές τις
συλλογές​.​Μειξογενές προϊόν της αλληλεπίδρασης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού με
τα τοπικά ιδιάζοντα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου, αποτελεί μοναδικό στο είδος της
ταφικής ξύλο-προσωπογραφίες του Φαγιούμ.

Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας ζωγραφικής για​​πολλούς αιώνες, τα


πορτρέτα του Φαγιούμ​είναι τα πιο καλύτερο διατηρημένα δείγματα, ζωγραφικής της
αρχαιότητας. Εν κατακλείδι οι ​νεκρικές προσωπογραφίες​​μας εισάγουν στον
διαχρονικό, αφομοιωτικό πολυμορφισμό της Αιγύπτου.

Λέξεις κλειδιά: Αίγυπτος, πορτρέτα του Φαγιούμ, νεκρικές προσωπογραφίες, θάνατος,


ζωή, αρχαιολογία, μετεμψύχωση, ταφές, μούμιες

You might also like