Professional Documents
Culture Documents
406 C 4 BB 2818 B 9 D 331084
406 C 4 BB 2818 B 9 D 331084
406 C 4 BB 2818 B 9 D 331084
08 — τευχοσ 116
01
ΓΕΥΣΗ
Δ Ι ΑΤΡ ΟΦΙΚΕΣ
Σ ΥΝΗΘΕ ΙΕ Σ
Κ ΑΙ ΓΕΥΣΤΙΚΕΣ
Π Ρ ΟΤΙΜΗΣΕΙΣ
Σ ΤΟ ΒΥΖΑ Ν Τ ΙΟ
Τι επιλέγει να φάει ο η προετοιμασία και η κατανάλωση μαζικά, αφού το Επαρχικό Βιβλίο (10ος
Βυζαντινός; Πώς παράγει ή της τροφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες αι.)3 εμπεριέχει κανόνες «Περί των αρτο-
με την καθημερινότητα του ανθρώπου ποιών ήτοι μαγκίπων» που στην Κωνστα-
προμηθεύεται τις πρώτες σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του. ντινούπολη εμφανίζονται οργανωμένοι
ύλες; Πώς τις διατηρεί; Ποιες Γι’ αυτό και η μελέτη των διατροφικών σε συντεχνία. Μαρτυρούνται πολλές
είναι οι συνταγές και οι συνηθειών συνιστά δρόμο σίγουρο για ποικιλίες ψωμιού: ο καθαρός άρτος, τα
συνδυασμοί που προτιμά; να εξερευνήσει κανείς την κοινωνία που φρέσκα προφούρνια, το άσπρον σεμιδα-
Πώς στρώνει το τραπέζι του; αυτές χαρακτηρίζουν. Μιλώντας για λάτον και το ψωμίν αφρατίτσιν ταιριάζουν
Πότε γευματίζει; διατροφικές συνήθειες αναφερόμαστε στους πλούσιους, ενώ ο μεσοκάθαρος και
ταυτόχρονα σε υλικά, σε σκεύη σερβιρί- ο ρυπαρός προορίζονται για τους αδύνα-
σματος, αποθήκευσης και προετοιμασί- μους οικονομικά. Φαίνεται λοιπόν ότι οι
ας, σε επαναλαμβανόμενες καθημερινές Βυζαντινοί προτιμούσαν το ψωμί τους
δρ παρή καλαμαρά πράξεις, σε συνταγές, σε παραμέτρους μαλακό και χωρίς προσμείξεις. Το ψωμί
οικονομικής φύσης. ήταν τόσο σημαντικό για τη διατροφή
Αρχαιολόγος ΥΠΠΟΤ
Αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτή- του Βυζαντινού ώστε οι αυτοκράτορες
Προϊσταμένη του Τμήματος
Δημοσίων Αρχαιολογικών Μουσείων, ματα σαν κι αυτά που παραθέσαμε πα- διαχρονικά φρόντιζαν για την επάρκειά
Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και ραπάνω, τα οποία αποκαλύπτουν ένα του, ενώ από τον 11ο αιώνα ο Μιχαήλ Ζ΄
Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων σύστημα διατροφικής εμπειρίας,1 αγγί- επιβάλλει κρατικό μονοπώλιο στα σιτη-
ζουμε έναν ολόκληρο κόσμο, περιηγού- ρά. Σε κάθε περίπτωση η τιμή του σιτα-
μαστε με σίγουρα βήματα στο παρελθόν ριού είναι ιδιαίτερα προσιτή σε σχέση με
και ανακαλύπτουμε ουσιαστικές πτυχές άλλα στοιχεία της βυζαντινής διατροφής,
του πολιτισμού του, μέσα από συνταγές όπως το λάδι ή το κρέας.4 Εκτός από το
και γεύσεις που ταυτόχρονα μας φαίνο- ψωμί, αγαπητό και ευρέως διαδεδομένο
νται οικείες αλλά και μας ξενίζουν, αφού ήταν και το παξιμάδι, ο δίπυρος άρτος ή
η βυζαντινή κουζίνα, αν και αποτελεί τη παξιμάς, που διατηρούνταν καλύτερα και
βάση για τη σύγχρονη ελληνική, διαφέ- συνόδευε τους ταξιδιώτες στις μετακινή-
ρει τόσο πολύ από τη δική μας. σεις τους –ιδιαίτερα στα πλοία– και τους
01 Αγροτικές δραστηριότητες, όπως η Ας δούμε πρώτα τι έτρωγαν οι Βυζα- στρατιώτες στις εκστρατείες.
κτηνοτροφία και η καλλιέργεια ντινοί.2 Βασικό στοιχείο της καθημερινής Ελιές, ελαιόλαδο, τυρί, όσπρια, βολβοί
οπωροφόρων δέντρων, αμπελιών τους διατροφής ήταν αναμφισβήτητα το και λαχανικά συμπλήρωναν το καθημερι-
και σίτου, διασφαλίζουν τα βασικά ψωμί, ο «επιούσιος άρτος», που απει- νό τραπέζι. Τα λαχανικά χαρακτηρίζουν
στοιχεία της διατροφής του
κονίζεται σχεδόν αδιαλείπτως στις ει- τη βυζαντινή κουζίνα. Καταναλώνονται
Βυζαντινού. Μηνολόγιο. 11ος-12ος
αι. Μονή Εσφιγμένου, Άγιον Όρος,
κονογραφικές παραστάσεις γευμάτων. ως βλαστοί, φύλλα, βολβοί-ρίζες. Στις
κώδ. 14, φ. 386α,β. Παρασκευαζόταν στο σπίτι αλλά και πηγές μνημονεύονται, μεταξύ άλλων,
τευχοσ 116 — 09
γευση στο βυζαντιο
02
διάφορα λάχανα, μαρούλια, ραδίκια, για κάθε γούστο και για κάθε βαλάντιο, 02 Κύρτος (καλάθι για ψάρεμα) και ο
κολοκύθια, κρεμμύδια, σκόρδα, ραπα- αν και συγκεκριμένες πληροφορίες για αλιεύς που ψήνει καβούρια
(τζαγανούς). Κυνηγετικά Ψευδο-
νάκια, καρότα, πράσο, σπανάκι, σέλινο, τις τιμές αυτού του ευρέως εμπορεύσι-
Οπιαννού, π. 1060. Μαρκιανή
μελιτζάνες, αγκινάρες, ρόκα, δυόσμος, μου προϊόντος διαθέτουμε μόνο από τα Βιβλιοθήκη, Βενετία, κώδ. 479, φ.
δενδρολίβανο, ρίγανη, θρούμπι, κάρδα- χρόνια των Παλαιολόγων.5 Το ανθότυρο, 61α.
μο, κόλιανδρο, άνηθος αλλά και ξερά η μυζήθρα, το κρητικόν, το περίφημο βλά-
03 Κτιστές κυψέλες. 1782. Νιοχώρι.
λαχανικά, όπως τα κουκιά, οι φακές, χικον τυρίτσιν, αλλά και το ασβεστότυρο,
Έξω Μάνη.
τα φασόλια, τα λούπινα και τα ρεβίθια. για τους φτωχούς, είναι γνωστά από τα
Κάποια λαχανικά τρώγονταν βραστά ή κείμενα. 04 Πήλινη κυψέλη. 6ος-7ος αι.
ψητά, ενώ ορισμένα μπορούσαν να κα- Μικρότερο μερίδιο στην καθημερινή Καλύβια, Αττική.
ταναλωθούν και ωμά. διατροφή κατείχαν οι πρωτεΐνες. Πιο
Τα τυριά –το γαλακτοκομικό προϊόν προσιτά στους πολλούς ήταν τα αυγά,
που διατηρείται καλύτερα για μακρό αγαπημένο έδεσμα των Βυζαντινών, που
χρονικό διάστημα–, παρουσιάζουν, επί- τα κατανάλωναν με διάφορους τρόπους:
σης, μεγάλη ποικιλία. Υπάρχουν τυριά ροφητά (λίγο βρασμένα, ρουφηχτά),
03
0 10 — τευχοσ 116
εφθά (πολύ βρασμένα, σφιχτά), τηγανι- ψησσόπουλον μπουρδάτον, και τότε το όπου βέβαια το κλίμα ήταν ήπιο και τα
στά αλλά και συντριμμένα στο περίφημο περέχυμαν. Μαζός βαβαλισμένος, και οπωροφόρα δέντρα ευδοκιμούσαν. Είναι
σφουγάτον, τη γνωστή μας ομελέτα, που τρίτον οξινόγλυκος κρακάτη μαγειρεία, χαρακτηριστική η μαρτυρία του Θεόδω-
εθεωρείτο πάντως έδεσμα εκλεκτό. έχουσα στάχος, σύσγουδον, καρυόφαλον ρου Μετοχίτη (14ος αι.) από το Διδυμό-
Αρκετά προσιτά ήταν και τα θαλασ- τριψίδιν, αμανιτάριν, όξος τε και μέλιν εκ τειχο ότι τα οπωροφόρα στην περιοχή
σινά, κυρίως στις παραθαλάσσιες περι- το ακάπνιν, και απέσω κείται κόκκινος, σπανίζουν, ορισμένα είδη, όπως τα σύκα,
οχές. Υπήρχαν βέβαια τα ακριβά ψάρια, μεγάλη φιλομήλα, και κέφαλος τρισπί- δεν τα βρίσκεις καθόλου, και γενικά τα
οι λευκοί ιχθύες (π.χ. λαβράκι, συναγρί- θαμος αβγάτος εκ το Ρήγιν και συναγρί- φρούτα δεν έχουν τη σφριγιλότητα και
δα, κέφαλος κ.λπ.), προσιτά μόνο στους δα πεπανή, θεέ μου μαγειρεία!». τη γεύση που έχουν κανονικά.8
πλούσιους, αλλά και οι άλλες κοινωνικές Αν και οι Βυζαντινοί έτρωγαν αναμφι- Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει
ομάδες –κυρίως στις παραθαλάσσιες πε- σβήτητα κρέας φρέσκο ή ταριχευμένο στα σταφύλια, καθώς αυτά χρησιμοποι-
ριοχές– μπορούσαν να γευτούν θαλασ- (αρνί, γίδα, χοιρινό, λαγό, κουνέλι, που- ούνταν και για την παραγωγή του κρα-
σινές λιχουδιές: τσίρους, σκουμπρία, λερικά, βατράχους, όλα δηλαδή εκτός σιού, ποτού συνυφασμένου –όπως και
τόνους (θύννους), καθώς και χταπόδια, από μοσχάρι), η κατανάλωση αυτού ήταν το νερό– με το καθημερινό τραπέζι του
καλαμάρια, σουπιές, μύδια και καβού- γενικά χαμηλή και δεν περιλαμβανόταν Βυζαντινού, όπως υποδεικνύει και η δι-
ρια. Την ποικιλία των θαλασσινών που στην καθημερινή διατροφή. Σε αυτό αρκής παρουσία του σε όλες τις απεικο-
κοσμούσαν το βυζαντινό τραπέζι, σε συνέβαλλαν λόγοι πρακτικοί, όπως η νίσεις τραπεζών. Κατά κανόνα το κρασί
ιδιαίτερες αναμφισβήτητα περιστάσεις, δυσκολία διατήρησής του, ιδιαίτερα τις το κατανάλωναν αναμεμειγμένο με ζεστό
αναδεικνύει ποίημα του Πτωχοπρόδρο- θερμές περιόδους, ή το υψηλό κόστος νερό, ενώ έφτιαχναν και άλλα ποτά με
μου (12ος αι.):6 «αστακούς και αληθινά του, αλλά και κοινωνικοί, όπως οι καθιε- βάση το κρασί, όπως το λεγόμενο κυ-
παγούρια, και καραβίδας εκζεστάς, τη- ρωμένες μακρές περίοδοι νηστείας ακό- μινόθερμον, από κρασί με ζεστό νερό,
γάνου καριδίτσας και λαχανίτσιν και φα- μη και για τους λαϊκούς. Τέλος, σύμφω- κύμινο, γλυκάνισο και λίγο πιπέρι,9 ή το
κήν μετά οστρειδομυδίτσια, και μετά... να με το Επαρχικό Βιβλίο, ορισμένα ζώα κονδίτον, από κρασί, μέλι και μπαχαρι-
δέσποτα, και κτένια και σωλήνας». πωλούνται σε συγκεκριμένες περιόδους κά.10 Υπήρχαν πολλές ποικιλίες κρασιών
Σε ένα άλλο εκλεκτό, εξεζητημένο στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, π.χ. και η ποιότητά τους καθόριζε τις τιμές:
και όχι καθημερινό τραπέζι, που μόνο οι το αρνί διατίθεται από το Πάσχα έως την ονομαστά ήταν τα κρασιά της Χίου, της
άρχοντες θα μπορούσαν να γευτούν και Πεντηκοστή. Σάμου, της Κρήτης και του Γάνου. Την
το περιγράφει ο Πτωχοπρόδρομος,7 κρε- Μήλα, αχλάδια, σύκα, ρόδια, κερά- εποχή των Παλαιολόγων ονομαστό γίνε-
ατικά και θαλασσινά συνυπάρχουν και σια, ροδάκινα, πεπόνια, μούσμουλα και ται το ημίγλυκο κρασί της Μονεμβασίας,
παρουσιάζονται διαδοχικά στους συνδαι- σταφύλια συμπλήρωναν καθημερινά το το περίφημο Malvoisie που κατακτά τις
τυμόνες: «Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν τραπέζι όλων των κοινωνικών ομάδων, αυλές της Δυτικής Ευρώπης.
04
τευχοσ 116 — 0 11
γευση στο βυζαντιο
Γνωστά θα ήταν και ροφήματα από –κυρίως– βραστά λαχανικά και σούπες, σθίων ή και ψαριών, με τυρί, λαχανικά και
βότανα, όπως το τσάι του βουνού, καθώς όπως το αγιοζούμι των μοναχών, σούπα μπαχαρικά, ένα μάλλον βαρύ πιάτο. Και
και οι χυμοί φρούτων – στη μοναστική από νερό στο οποίο βράζουν κρεμμύδια τα βραστά λαχανικά –φαΐ λιτό, κατάλ-
κοινότητα της Αιγύπτου γύρω στο 500 με λίγες σταγόνες λάδι και κλαδιά από ληλο και για τις νηστείες– μπορούν να
κατανάλωναν χυμό από χουρμάδες. θρούμπι και την τρώνε ρίχνοντας μέσα νοστιμέψουν χάρη σε ευφάνταστες σάλ-
Αν τα φρούτα αποτελούσαν το βασι- μπουκιές ψωμί.12 Ακόμα και οι άρχο- τσες. Για παράδειγμα, τα καρότα (δαυκιά)
κό επιδόρπιο, ανάλογο ρόλο έπαιζαν οι ντες, που αναμφισβήτητα αναζητούν σερβίρονται ψητά με κρασί ανάμεικτο με
ξηροί καρποί, τα καρύδια, τα αμύγδαλα, τις εκλεπτυσμένες γεύσεις σε φαγητά γάρο ή βραστά σε σάλτσα από κύμινο και
τα φουντούκια, όλα πλούσια σε πρωτε- που απαιτούν συνδυασμούς υλικών και λάδι. Επίσης, το πράσο, ιδιαίτερα αγαπη-
ΐνες, αλλά και τα κάστανα. Επίσης πα- τρόπων μαγειρέματος, καταναλώνουν τό, βράζεται σε νερό με λάδι και αλάτι και
ρασκεύαζαν απλά γλυκίσματα με βάση κατά βάση ψητά. Παράλληλα, ωστόσο, σερβίρεται με σάλτσα από λάδι, γάρο και
τους ξηρούς καρπούς και τα φρούτα, αναφέρονται και φαγητά μαγειρεμένα κρασί. Προφανώς και ο Λιουτπράνδος,
ενώ ως γλυκαντική ύλη κυριαρχούσε το με καρυκεύματα και εύγευστες σάλτσες όταν αναφέρεται με αηδία σε μια σάλτσα,
μέλι:11 «άριστον δε μέλι το ηδύ και δριμύ που ικανοποιούν τις γαστριμαργικές τους υγρό από ψάρια, περιγράφει τον ονομα-
και ξανθόν και σύμμετρον τω τε πάχει και επιθυμίες: ο Πτωχοπρόδρομος παινεύει στό και ευρύτατα διαδεδομένο από τη
τη λεπτότητι· κρείττον δε το εαρινόν· το το λαγό κρασάτο, ενώ ο Λιουτπράνδος ρωμαϊκή ήδη περίοδο γάρον, σάλτσα που
δε χειμερινόν άχρηστον» (Σημεών Σηθ, ξενίζεται από το ελάφι που συνοδεύε- παρασκευαζόταν από μικρά ψάρια και
Περί τροφών δυνάμεων, 11ος αι.). ται από σάλτσα από χαβιάρι.13 Ιδιαίτερα εντόσθια ψαριών, τα οποία είτε έβραζαν
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πού- ονομαστό ήταν το μονόκυθρον,14 τρόπος είτε τα άφηναν να ζυμωθούν στον ήλιο
με ότι οι Βυζαντινοί έτρωγαν απλά: κατε- μαγειρέματος σε πήλινο τσουκάλι –με για τρεις περίπου μήνες –σε τσουκάλι
ξοχήν ψητά θαλασσινά και κρέατα, ωμά ή διάφορες παραλλαγές– κρέατος, εντο- για την παραγωγή μικρής ποσότητας ή
0 1 2 — τευχοσ 116
06 Πήλινο εφυαλωμένο
σαλτσάριο. 7ος-8ος αι. Κολώνα,
Αίγινα.
τευχοσ 116 — 0 1 3
07 Θρησκευτική παράσταση, όπου
γευση στο βυζαντιο απεικονίζεται η προετοιμασία
φαγητού σε χύτρα, το βασικό
μαγειρικό σκεύος των Βυζαντινών,
και πανέρι με άρτους. Οκτάτευχος,
12ος αι. Μονή Βατοπεδίου, Άγιον
Όρος, κώδ. 602, φ. 417α.
07
0 1 4 — τευχοσ 116
08
τευχοσ 116 — 0 1 5
γευση στο βυζαντιο
0 16 — τευχοσ 116
Σημειώσεις 20 Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο Βιβλιογραφία
1 Ε. Σκουτέρη-Διδασκάλου, «Βυζαντινά Βυζάντιο…», σ. 21-24. Αναγνωστάκης Η., «Όταν το κρασί γίνεται
μαγειρέματα ή η ξενισμένη γεύση ενός 21 Ηλ. Αναγνωστάκης, «Τροφικές πάγος», Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της
μαρουλόφυλλου», στο Δ. Παπανικόλα- δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο», στο Δ. Μακεδονίας και της Θράκης, Ε' Τριήμερο
Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993,
και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, σ. 584 κ.εξ. (ανάτυπο).
διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο –, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες. Το
175-192. Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 61-108. εύνοστον Βυζάντιον: ανάμεσα στην
2 J. Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο 22 Koder, Ο κηπουρός…, σ. 12-14. αρχαία και στη νεοελληνική
Βυζάντιο με βάση τις πηγές», στο Δ. 23 Σταμπόγλη, ό.π., σ. 33-37· Βλάχου, ό.π., γαστρονομία», Καθημερινή. Επτά Ημέρες,
Παπανικόλα- Μπακιρτζή (επιμ.), σ. 92, 93. 18-19 Απριλίου 1998, σ. 10-13.
Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. Καλαμαρά Π. / Α. Μέξια (επιμ.), Η Πολιτεία του
24 Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Μυστρά, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2001, σ. 82-95.
Βυζάντιο…», σ. 17, 18.
Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 19-26· Ε.
25 Βλάχου, ό.π., σ. 94. Καλαμαρά Π., «Η κεραμική», Μονεμβασία.
Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, εκδ.
Αντικείμενα – περιβάλλον – ιστορία. Η
Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 1997. 26 Για τη μορφή των επίπλων στον
Αρχαιολογική Συλλογή, ΤΑΠ, Αθήνα 2001,
3 J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des βυζαντινό κόσμο, πρβλ. N.
σ. 40-59.
Weisen [CFHB 33], Βιέννη 1991, σ. Oikonomides, «The contents of the
Byzantine house from the eleventh to Καλλέρης Ι., «Τροφαί και ποτά εις
128-131.
the fifteenth century», DOP 44 (1990), πρωτοβυζαντινούς παπύρους», ΕΕΒΣ 23
4 J.-Cl. Cheynet, «La valeur marchande (1953), σ. 689-715.
σ. 205-214.
des produits alimentaires dans l’Empire
27 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Βυζαντινά Karpozilos A. / Α. Kazhdan, λ. «Ariston and
byzantin», στο Δ. Παπανικόλα-
επιτραπέζια σκεύη», στο Δ. Παπανικόλα- Deipnon», Oxford Dictionary of Byzantium
Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή
Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή 1 (1991), σ. 170 και 621 κ.εξ.
και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της Kislinger E., «Christians of the East: Rules and
36-42· Y. Nikolaou, «The cost of living διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. realities of the Byzantine diet», στο J.- L.
and dietary habits in the Byzantine 117-131 και ιδιαίτερα σ. 119-122. Flandrin / Μ. Molinari (επιμ.), Food. A
World», στο How much Does it Cost… Our 28 I. Anagnostakis / T. Papamastorakis, Culinary History, εκδ. Penguin, 1999, σ.
Daily Bread from Ancient to Modern Times, «“...and radishes for appetizers”. On 194-206.
ΥΠΠΟ, Αθήνα 2007, σ. 30-39. banquets, radishes, and wine», στο Δ. Koder J., «Επαγγέλματα σχετικά με τον
5 J.-Cl. Cheynet, ό.π., σ. 40. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), επισιτισμό στο Επαρχικό Βιβλίο», στο Η
Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και
6 H. Eideneier (εκδ.), Ptochoprodromos,
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή
Κολονία 1991, στίχ. 318-328.
Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 148-153. παράδοση, ΚΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1989.
7 Στο ίδιο, στίχ. 172-179.
29 Για τα χρηστικά αυτά σκεύη, πρβλ. Χ. –, Ο κηπουρός και η καθημερινή κουζίνα στο
8 Σταμπόγλη, ό.π., σ. 29. Μπακιρτζής, Βυζαντινά τσουκαλολάγηνα, Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή- Χορν,
9 Για μια συσκευή που θέρμαινε το κρασί Αθήνα 1989· του ίδιου, «Περί χύτρας», Αθήνα 1994.
ή το νερό(;), βλ. Π. Καλαμαρά, «Η στο Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), –, «Fresh vegetables for the capital», στο C.
κεραμική», Μονεμβασία. Αντικείμενα – Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. Mango / G. Dagron (επιμ.),
περιβάλλον – ιστορία. Η Αρχαιολογική Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Constantinople and its Hinterland,
Συλλογή, ΤΑΠ, Αθήνα 2001, σ.40-59. Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 111-116· Cambridge 1995, σ. 49-56.
10 Ε. Βλάχου, «Το βυζαντινό τραπέζι», στο Καλαμαρά, «Η κεραμική», σ. 41-45.
Κουκουλές Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Αι
Π. Καλαμαρά / Α. Μέξια (επιμ.), Η 30 Γ.Σ. Μαστορόπουλος, «Σίφων – σιφούνι: τροφαί και τα ποτά. Τα γεύματα, τα δείπνα και
Πολιτεία του Μυστρά, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2001, επιβίωση ενός αρχαίου αγγείου», ΑΑΑ 21 τα συμπόσια, τόμ. Ε΄, εν Αθήναις 1952.
σ. 91. (1988), σ. 158-162· Anagnostakis /
Papamastorakis, ό.π., σ. 154-158. Μαστορόπουλος Γ.Σ., «Σίφων – σιφούνι:
11 Για βυζαντινή απεικόνιση επιβίωση ενός αρχαίου αγγείου», ΑΑΑ 21
μελισσοκομείου, βλ. Γ. Γαλάβαρης, 31 Καλαμαρά, «Η κεραμική», σ. 44, 45, (1988), σ. 158-162.
Ζωγραφική Βυζαντινών Χειρογράφων, 49-52.
Μπακιρτζής Χ., Βυζαντινά τσουκαλολάγηνα,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σ. 112,
Αθήνα 1989.
εικ. 108.
Πηγές εικόνων Nikolaou Y., «The cost of living and dietary
12 Βλάχου, ό.π., σ. 92.
01, 02, 07, 08, 09 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή habits in the Byzantine world», στο How
13 Στο ίδιο, σ. 91. (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. much Does it Cost… Our Daily Bread from
14 Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Ancient to Modern Times, ΥΠΠΟ, Αθήνα
Βυζάντιο…», σ. 18, 20, 21. Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 21 (εικ. 3), 94 2007, σ. 30-39.
15 Σταμπόγλη, ό.π., σ. 13-17. (εικ. 20), 83 (εικ. 17), 149 (εικ. 2) και 153 Oikonomides N., «The contents of the
(εικ. 7) αντίστοιχα. Byzantine house from the eleventh to
16 J. Koder, Ο κηπουρός και η καθημερινή
κουζίνα στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή 03, 10 Π. Καλαμαρά / Ν. Ρουμελιώτης (επιμ.), the fifteenth century», DOP 44 (1990),
– Χορν, Αθήνα 1994, σ. 24-26. Μανιάτικοι οικισμοί, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2004, σ. 205-214.
σ. 106-107 και 105 αντίστοιχα. Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινών
17 Στο ίδιο, σ. 11, 12.
04, 06 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), διατροφή και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας
18 J. Durliat, «L’approvisionnement de
Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, ΥΠΠΟ, «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα
Constantinople», στο C. Mango / G.
Αθήνα 2002, σ. 135 (λήμμα 147) και 328 2005.
Dagron (επιμ.), Constantinople and its
(λήμμα 362) αντίστοιχα. Σταμπόγλη Ε., Πρόσκληση σε γεύμα, εκδ.
Hinterland, Cambridge 1995, σ. 19-33·
Σταμπόγλη, ό.π., σ. 21-25. 05 Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Βυζαντινές Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 1997.
τοιχογραφίες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
19 Koder, Ο κηπουρός…, σ. 23, 24.
1994, σ. 119, εικ. 95.
τευχοσ 116 — 0 17