406 C 4 BB 2818 B 9 D 331084

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 10

Διαρκούντος του μακρού και αισχρού συμποσίου εκείνου, καθ’ ο ως έθος τοις μεθύσοις,

διεχύθη το έλαιον και εξέρρευσεν έτερόν τι εξ ιχθύων ναυσιωδέστατον υγρόν.


Λιουτπράνδος, Legatio, έκδ. J. Becker, Hannover-Leipzig 1915, 11, μτφρ. του Ζαμπελίου

08 — τευχοσ 116
01
ΓΕΥΣΗ

Δ Ι ΑΤΡ ΟΦΙΚΕΣ
Σ ΥΝΗΘΕ ΙΕ Σ
Κ ΑΙ ΓΕΥΣΤΙΚΕΣ
Π Ρ ΟΤΙΜΗΣΕΙΣ
Σ ΤΟ ΒΥΖΑ Ν Τ ΙΟ

Τι επιλέγει να φάει ο η προετοιμασία και η κατανάλωση μαζικά, αφού το Επαρχικό Βιβλίο (10ος
Βυζαντινός; Πώς παράγει ή της τροφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες αι.)3 εμπεριέχει κανόνες «Περί των αρτο-
με την καθημερινότητα του ανθρώπου ποιών ήτοι μαγκίπων» που στην Κωνστα-
προμηθεύεται τις πρώτες σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του. ντινούπολη εμφανίζονται οργανωμένοι
ύλες; Πώς τις διατηρεί; Ποιες Γι’ αυτό και η μελέτη των διατροφικών σε συντεχνία. Μαρτυρούνται πολλές
είναι οι συνταγές και οι συνηθειών συνιστά δρόμο σίγουρο για ποικιλίες ψωμιού: ο καθαρός άρτος, τα
συνδυασμοί που προτιμά; να εξερευνήσει κανείς την κοινωνία που φρέσκα προφούρνια, το άσπρον σεμιδα-
Πώς στρώνει το τραπέζι του; αυτές χαρακτηρίζουν. Μιλώντας για λάτον και το ψωμίν αφρατίτσιν ταιριάζουν
Πότε γευματίζει; διατροφικές συνήθειες αναφερόμαστε στους πλούσιους, ενώ ο μεσοκάθαρος και
ταυτόχρονα σε υλικά, σε σκεύη σερβιρί- ο ρυπαρός προορίζονται για τους αδύνα-
σματος, αποθήκευσης και προετοιμασί- μους οικονομικά. Φαίνεται λοιπόν ότι οι
ας, σε επαναλαμβανόμενες καθημερινές Βυζαντινοί προτιμούσαν το ψωμί τους
δρ παρή καλαμαρά πράξεις, σε συνταγές, σε παραμέτρους μαλακό και χωρίς προσμείξεις. Το ψωμί
οικονομικής φύσης. ήταν τόσο σημαντικό για τη διατροφή
Αρχαιολόγος ΥΠΠΟΤ
Αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτή- του Βυζαντινού ώστε οι αυτοκράτορες
Προϊσταμένη του Τμήματος
Δημοσίων Αρχαιολογικών Μουσείων, ματα σαν κι αυτά που παραθέσαμε πα- διαχρονικά φρόντιζαν για την επάρκειά
Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και ραπάνω, τα οποία αποκαλύπτουν ένα του, ενώ από τον 11ο αιώνα ο Μιχαήλ Ζ΄
Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων σύστημα διατροφικής εμπειρίας,1 αγγί- επιβάλλει κρατικό μονοπώλιο στα σιτη-
ζουμε έναν ολόκληρο κόσμο, περιηγού- ρά. Σε κάθε περίπτωση η τιμή του σιτα-
μαστε με σίγουρα βήματα στο παρελθόν ριού είναι ιδιαίτερα προσιτή σε σχέση με
και ανακαλύπτουμε ουσιαστικές πτυχές άλλα στοιχεία της βυζαντινής διατροφής,
του πολιτισμού του, μέσα από συνταγές όπως το λάδι ή το κρέας.4 Εκτός από το
και γεύσεις που ταυτόχρονα μας φαίνο- ψωμί, αγαπητό και ευρέως διαδεδομένο
νται οικείες αλλά και μας ξενίζουν, αφού ήταν και το παξιμάδι, ο δίπυρος άρτος ή
η βυζαντινή κουζίνα, αν και αποτελεί τη παξιμάς, που διατηρούνταν καλύτερα και
βάση για τη σύγχρονη ελληνική, διαφέ- συνόδευε τους ταξιδιώτες στις μετακινή-
ρει τόσο πολύ από τη δική μας. σεις τους –ιδιαίτερα στα πλοία– και τους
01 Αγροτικές δραστηριότητες, όπως η Ας δούμε πρώτα τι έτρωγαν οι Βυζα- στρατιώτες στις εκστρατείες.
κτηνοτροφία και η καλλιέργεια ντινοί.2 Βασικό στοιχείο της καθημερινής Ελιές, ελαιόλαδο, τυρί, όσπρια, βολβοί
οπωροφόρων δέντρων, αμπελιών τους διατροφής ήταν αναμφισβήτητα το και λαχανικά συμπλήρωναν το καθημερι-
και σίτου, διασφαλίζουν τα βασικά ψωμί, ο «επιούσιος άρτος», που απει- νό τραπέζι. Τα λαχανικά χαρακτηρίζουν
στοιχεία της διατροφής του
κονίζεται σχεδόν αδιαλείπτως στις ει- τη βυζαντινή κουζίνα. Καταναλώνονται
Βυζαντινού. Μηνολόγιο. 11ος-12ος
αι. Μονή Εσφιγμένου, Άγιον Όρος,
κονογραφικές παραστάσεις γευμάτων. ως βλαστοί, φύλλα, βολβοί-ρίζες. Στις
κώδ. 14, φ. 386α,β. Παρασκευαζόταν στο σπίτι αλλά και πηγές μνημονεύονται, μεταξύ άλλων,

τευχοσ 116 — 09
γευση στο βυζαντιο

02

διάφορα λάχανα, μαρούλια, ραδίκια, για κάθε γούστο και για κάθε βαλάντιο, 02 Κύρτος (καλάθι για ψάρεμα) και ο
κολοκύθια, κρεμμύδια, σκόρδα, ραπα- αν και συγκεκριμένες πληροφορίες για αλιεύς που ψήνει καβούρια
(τζαγανούς). Κυνηγετικά Ψευδο-
νάκια, καρότα, πράσο, σπανάκι, σέλινο, τις τιμές αυτού του ευρέως εμπορεύσι-
Οπιαννού, π. 1060. Μαρκιανή
μελιτζάνες, αγκινάρες, ρόκα, δυόσμος, μου προϊόντος διαθέτουμε μόνο από τα Βιβλιοθήκη, Βενετία, κώδ. 479, φ.
δενδρολίβανο, ρίγανη, θρούμπι, κάρδα- χρόνια των Παλαιολόγων.5 Το ανθότυρο, 61α.
μο, κόλιανδρο, άνηθος αλλά και ξερά η μυζήθρα, το κρητικόν, το περίφημο βλά-
03 Κτιστές κυψέλες. 1782. Νιοχώρι.
λαχανικά, όπως τα κουκιά, οι φακές, χικον τυρίτσιν, αλλά και το ασβεστότυρο,
Έξω Μάνη.
τα φασόλια, τα λούπινα και τα ρεβίθια. για τους φτωχούς, είναι γνωστά από τα
Κάποια λαχανικά τρώγονταν βραστά ή κείμενα. 04 Πήλινη κυψέλη. 6ος-7ος αι.
ψητά, ενώ ορισμένα μπορούσαν να κα- Μικρότερο μερίδιο στην καθημερινή Καλύβια, Αττική.
ταναλωθούν και ωμά. διατροφή κατείχαν οι πρωτεΐνες. Πιο
Τα τυριά –το γαλακτοκομικό προϊόν προσιτά στους πολλούς ήταν τα αυγά,
που διατηρείται καλύτερα για μακρό αγαπημένο έδεσμα των Βυζαντινών, που
χρονικό διάστημα–, παρουσιάζουν, επί- τα κατανάλωναν με διάφορους τρόπους:
σης, μεγάλη ποικιλία. Υπάρχουν τυριά ροφητά (λίγο βρασμένα, ρουφηχτά),

03
0 10 — τευχοσ 116
εφθά (πολύ βρασμένα, σφιχτά), τηγανι- ψησσόπουλον μπουρδάτον, και τότε το όπου βέβαια το κλίμα ήταν ήπιο και τα
στά αλλά και συντριμμένα στο περίφημο περέχυμαν. Μαζός βαβαλισμένος, και οπωροφόρα δέντρα ευδοκιμούσαν. Είναι
σφουγάτον, τη γνωστή μας ομελέτα, που τρίτον οξινόγλυκος κρακάτη μαγειρεία, χαρακτηριστική η μαρτυρία του Θεόδω-
εθεωρείτο πάντως έδεσμα εκλεκτό. έχουσα στάχος, σύσγουδον, καρυόφαλον ρου Μετοχίτη (14ος αι.) από το Διδυμό-
Αρκετά προσιτά ήταν και τα θαλασ- τριψίδιν, αμανιτάριν, όξος τε και μέλιν εκ τειχο ότι τα οπωροφόρα στην περιοχή
σινά, κυρίως στις παραθαλάσσιες περι- το ακάπνιν, και απέσω κείται κόκκινος, σπανίζουν, ορισμένα είδη, όπως τα σύκα,
οχές. Υπήρχαν βέβαια τα ακριβά ψάρια, μεγάλη φιλομήλα, και κέφαλος τρισπί- δεν τα βρίσκεις καθόλου, και γενικά τα
οι λευκοί ιχθύες (π.χ. λαβράκι, συναγρί- θαμος αβγάτος εκ το Ρήγιν και συναγρί- φρούτα δεν έχουν τη σφριγιλότητα και
δα, κέφαλος κ.λπ.), προσιτά μόνο στους δα πεπανή, θεέ μου μαγειρεία!». τη γεύση που έχουν κανονικά.8
πλούσιους, αλλά και οι άλλες κοινωνικές Αν και οι Βυζαντινοί έτρωγαν αναμφι- Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει
ομάδες –κυρίως στις παραθαλάσσιες πε- σβήτητα κρέας φρέσκο ή ταριχευμένο στα σταφύλια, καθώς αυτά χρησιμοποι-
ριοχές– μπορούσαν να γευτούν θαλασ- (αρνί, γίδα, χοιρινό, λαγό, κουνέλι, που- ούνταν και για την παραγωγή του κρα-
σινές λιχουδιές: τσίρους, σκουμπρία, λερικά, βατράχους, όλα δηλαδή εκτός σιού, ποτού συνυφασμένου –όπως και
τόνους (θύννους), καθώς και χταπόδια, από μοσχάρι), η κατανάλωση αυτού ήταν το νερό– με το καθημερινό τραπέζι του
καλαμάρια, σουπιές, μύδια και καβού- γενικά χαμηλή και δεν περιλαμβανόταν Βυζαντινού, όπως υποδεικνύει και η δι-
ρια. Την ποικιλία των θαλασσινών που στην καθημερινή διατροφή. Σε αυτό αρκής παρουσία του σε όλες τις απεικο-
κοσμούσαν το βυζαντινό τραπέζι, σε συνέβαλλαν λόγοι πρακτικοί, όπως η νίσεις τραπεζών. Κατά κανόνα το κρασί
ιδιαίτερες αναμφισβήτητα περιστάσεις, δυσκολία διατήρησής του, ιδιαίτερα τις το κατανάλωναν αναμεμειγμένο με ζεστό
αναδεικνύει ποίημα του Πτωχοπρόδρο- θερμές περιόδους, ή το υψηλό κόστος νερό, ενώ έφτιαχναν και άλλα ποτά με
μου (12ος αι.):6 «αστακούς και αληθινά του, αλλά και κοινωνικοί, όπως οι καθιε- βάση το κρασί, όπως το λεγόμενο κυ-
παγούρια, και καραβίδας εκζεστάς, τη- ρωμένες μακρές περίοδοι νηστείας ακό- μινόθερμον, από κρασί με ζεστό νερό,
γάνου καριδίτσας και λαχανίτσιν και φα- μη και για τους λαϊκούς. Τέλος, σύμφω- κύμινο, γλυκάνισο και λίγο πιπέρι,9 ή το
κήν μετά οστρειδομυδίτσια, και μετά... να με το Επαρχικό Βιβλίο, ορισμένα ζώα κονδίτον, από κρασί, μέλι και μπαχαρι-
δέσποτα, και κτένια και σωλήνας». πωλούνται σε συγκεκριμένες περιόδους κά.10 Υπήρχαν πολλές ποικιλίες κρασιών
Σε ένα άλλο εκλεκτό, εξεζητημένο στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, π.χ. και η ποιότητά τους καθόριζε τις τιμές:
και όχι καθημερινό τραπέζι, που μόνο οι το αρνί διατίθεται από το Πάσχα έως την ονομαστά ήταν τα κρασιά της Χίου, της
άρχοντες θα μπορούσαν να γευτούν και Πεντηκοστή. Σάμου, της Κρήτης και του Γάνου. Την
το περιγράφει ο Πτωχοπρόδρομος,7 κρε- Μήλα, αχλάδια, σύκα, ρόδια, κερά- εποχή των Παλαιολόγων ονομαστό γίνε-
ατικά και θαλασσινά συνυπάρχουν και σια, ροδάκινα, πεπόνια, μούσμουλα και ται το ημίγλυκο κρασί της Μονεμβασίας,
παρουσιάζονται διαδοχικά στους συνδαι- σταφύλια συμπλήρωναν καθημερινά το το περίφημο Malvoisie που κατακτά τις
τυμόνες: «Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν τραπέζι όλων των κοινωνικών ομάδων, αυλές της Δυτικής Ευρώπης.

04
τευχοσ 116 — 0 11
γευση στο βυζαντιο

05 Θαύμα των Αγίων Κοσμά και


Δαμιανού, όπου απεικονίζεται
σκεύος με αυγά. Τοιχογραφία,
1270-1285. Μητρόπολη, Μυστράς.

Γνωστά θα ήταν και ροφήματα από –κυρίως– βραστά λαχανικά και σούπες, σθίων ή και ψαριών, με τυρί, λαχανικά και
βότανα, όπως το τσάι του βουνού, καθώς όπως το αγιοζούμι των μοναχών, σούπα μπαχαρικά, ένα μάλλον βαρύ πιάτο. Και
και οι χυμοί φρούτων – στη μοναστική από νερό στο οποίο βράζουν κρεμμύδια τα βραστά λαχανικά –φαΐ λιτό, κατάλ-
κοινότητα της Αιγύπτου γύρω στο 500 με λίγες σταγόνες λάδι και κλαδιά από ληλο και για τις νηστείες– μπορούν να
κατανάλωναν χυμό από χουρμάδες. θρούμπι και την τρώνε ρίχνοντας μέσα νοστιμέψουν χάρη σε ευφάνταστες σάλ-
Αν τα φρούτα αποτελούσαν το βασι- μπουκιές ψωμί.12 Ακόμα και οι άρχο- τσες. Για παράδειγμα, τα καρότα (δαυκιά)
κό επιδόρπιο, ανάλογο ρόλο έπαιζαν οι ντες, που αναμφισβήτητα αναζητούν σερβίρονται ψητά με κρασί ανάμεικτο με
ξηροί καρποί, τα καρύδια, τα αμύγδαλα, τις εκλεπτυσμένες γεύσεις σε φαγητά γάρο ή βραστά σε σάλτσα από κύμινο και
τα φουντούκια, όλα πλούσια σε πρωτε- που απαιτούν συνδυασμούς υλικών και λάδι. Επίσης, το πράσο, ιδιαίτερα αγαπη-
ΐνες, αλλά και τα κάστανα. Επίσης πα- τρόπων μαγειρέματος, καταναλώνουν τό, βράζεται σε νερό με λάδι και αλάτι και
ρασκεύαζαν απλά γλυκίσματα με βάση κατά βάση ψητά. Παράλληλα, ωστόσο, σερβίρεται με σάλτσα από λάδι, γάρο και
τους ξηρούς καρπούς και τα φρούτα, αναφέρονται και φαγητά μαγειρεμένα κρασί. Προφανώς και ο Λιουτπράνδος,
ενώ ως γλυκαντική ύλη κυριαρχούσε το με καρυκεύματα και εύγευστες σάλτσες όταν αναφέρεται με αηδία σε μια σάλτσα,
μέλι:11 «άριστον δε μέλι το ηδύ και δριμύ που ικανοποιούν τις γαστριμαργικές τους υγρό από ψάρια, περιγράφει τον ονομα-
και ξανθόν και σύμμετρον τω τε πάχει και επιθυμίες: ο Πτωχοπρόδρομος παινεύει στό και ευρύτατα διαδεδομένο από τη
τη λεπτότητι· κρείττον δε το εαρινόν· το το λαγό κρασάτο, ενώ ο Λιουτπράνδος ρωμαϊκή ήδη περίοδο γάρον, σάλτσα που
δε χειμερινόν άχρηστον» (Σημεών Σηθ, ξενίζεται από το ελάφι που συνοδεύε- παρασκευαζόταν από μικρά ψάρια και
Περί τροφών δυνάμεων, 11ος αι.). ται από σάλτσα από χαβιάρι.13 Ιδιαίτερα εντόσθια ψαριών, τα οποία είτε έβραζαν
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πού- ονομαστό ήταν το μονόκυθρον,14 τρόπος είτε τα άφηναν να ζυμωθούν στον ήλιο
με ότι οι Βυζαντινοί έτρωγαν απλά: κατε- μαγειρέματος σε πήλινο τσουκάλι –με για τρεις περίπου μήνες –σε τσουκάλι
ξοχήν ψητά θαλασσινά και κρέατα, ωμά ή διάφορες παραλλαγές– κρέατος, εντο- για την παραγωγή μικρής ποσότητας ή

0 1 2 — τευχοσ 116
06 Πήλινο εφυαλωμένο
σαλτσάριο. 7ος-8ος αι. Κολώνα,
Αίγινα.

σε ειδικές δεξαμενές σε περίπτωση και σώζονται χάρη στον Κωνσταντίνο


βιοτεχνικής παραγωγής–, αφού τους Πορφυρογέννητο (10ος αι.)–, που ανα-
προσέθεταν αλάτι και παλιό κρασί. Ο γά- ψυγεία ή θερμοκήπια, τα περισσότερα φέρονται στο τι σπείρεται και τι φύεται
ρος, που φαίνεται ότι διατηρούνταν καλά τρόφιμα καταναλώνονταν την εποχή που κατά το κλίμα Κωνσταντινουπόλεως, σε
για μεγάλο διάστημα, ήταν η πλέον δια- οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούσαν κολοκύθια, μελιτζάνες και αγκινάρες
δεδομένη σάλτσα στο Βυζάντιο και στο την παραγωγή και τη διατήρησή τους, υποδεικνύει ακριβώς αυτό.16
καθημερινό τραπέζι του Βυζαντινού θα αλλά και κοντά στους τόπους παραγωγής Τα λαχανικά, που συνιστούσαν τη
είχε τη θέση που έχει σήμερα για μας η τους. Έτσι στις παραθαλάσσιες περιοχές βάση της καθημερινής διατροφής, συ-
σάλτσα ντομάτας. Ο ρόλος του ήταν λοι- είχαν ευκολότερη πρόσβαση στα φρέσκα νήθως καλλιεργούνταν σε κάθε νοικο-
πόν καθοριστικός για την τελική γεύση θαλασσινά, τα οποία οι ηπειρωτικές πε- κυριό, που διέθετε το λαχανόκηπό του,
των περισσότερων αγαπημένων πιάτων ριοχές θα στερούνταν. Στα ορεινά της όπως προκύπτει και από το εγχειρίδιο
των Βυζαντινών, μια γεύση εντελώς ξένη Βαλκανικής χερσονήσου και στα βο- αρχιτεκτονικής του Ιουλιανού Ασκα-
για μας σήμερα, καθώς σ’ αυτήν ψάρι και σκοτόπια της Μικράς Ασίας, αντίθετα, λωνίτου (6ος αι.). Το ενδιαφέρον των
κρέας συχνά συνδυάζονταν, μια γεύση τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το κρέας ίδιων των αυτοκρατόρων για τη διασφά-
σύμφυτη με τη διατροφική καθημερινό- αποτελούσαν τη βάση της καθημερινής λιση των απαραίτητων για τη σίτιση του
τητα όλων των Βυζαντινών, ανεξαρτήτως διατροφής.15 Ούτε όλα τα λαχανικά μπο- πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης
κοινωνικής θέσης, μια γεύση που συνι- ρούσαν να καλλιεργηθούν σε όλη την λαχανικών φαίνεται από νόμο του 538
στά καθοριστικό στοιχείο της πολιτισμι- έκταση της αυτοκρατορίας: η απουσία που αναφέρεται στα μισθώματα των λα-
κής ταυτότητάς τους. αναφοράς των Γεωπονικών –συλλογής χανοκηπουρών, οι οποίοι συνιστούσαν
Όπως είναι αυτονόητο, σε μια αγροτο- αγρονομικών και κηπουρικών γνώσε- ιδιαίτερη συντεχνία, αυτή των κηπουρών,
κτηνοτροφική κοινωνία που δεν διαθέτει ων που ανάγονται στον 4ο και 6ο αιώνα και μίσθωναν αγρούς μέσα στην πρωτεύ-

τευχοσ 116 — 0 1 3
07 Θρησκευτική παράσταση, όπου
γευση στο βυζαντιο απεικονίζεται η προετοιμασία
φαγητού σε χύτρα, το βασικό
μαγειρικό σκεύος των Βυζαντινών,
και πανέρι με άρτους. Οκτάτευχος,
12ος αι. Μονή Βατοπεδίου, Άγιον
Όρος, κώδ. 602, φ. 417α.

08 Τραπέζι στην οικία του Ιώβ: κανάτι


ουσα ή στα περίχωρά της για την καλλι- κρατικού μονοπωλίου στο εμπόριο στα- και ατομικά ποτήρια για κρασί,
έργεια λαχανικών.17 ριού, μεριμνά για την έγκαιρη τροφοδο- μαχαίρια, ψωμάκια, ραπανάκια και
Αν και συχνά οι κάτοικοι κατανάλωναν σία των μεγάλων πόλεων και ιδιαίτερα φυσικά τα ψητά, γουρουνόπουλο
και σουβλιστό κοτόπουλο,
ό,τι παρήγαν οι ίδιοι, παράλληλα αγόρα- της Κωνσταντινούπολης με στάρι.18 Έως
παρέχονται στους συνδαιτυμόνες.
ζαν προϊόντα και στην αγορά, όπως μαρ- τον 7ο αιώνα, σιτοβολώνας της αυτοκρα- Βιβλίο του Ιώβ, 1361/2. Εθνική
τυρεί η μεγάλη ποικιλία εμπορικών και τορίας ήταν η Αίγυπτος, ενώ αργότερα Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Παρίσι,
βιοτεχνικών συντεχνιών που σχετίζονται σε βασικό τροφοδότη της πρωτεύουσας κώδ. gr. 135, φ. 18β.
με τη διατροφή, όπως οι αρτοποιοί και οι αναδεικνύεται η Θράκη. Το λάδι και το
09 Μυστικός Δείπνος: στο τραπέζι ως
ιχθυοπώλες, και στην Κωνσταντινούπολη κρασί είναι επίσης είδη ευρύτατα εμπο- κεντρικό έδεσμα εμφανίζεται
βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Επάρχου ρεύσιμα, όπως και ορισμένα ονομαστά μεγάλο ψάρι, ενώ οι
της Πόλης. Υπήρχαν, επίσης, και πλανό- τυριά. Αλλά και τα όσπρια, τα ρεβίθια, τα συνδαιτυμόνες διαθέτουν
διοι έμποροι τροφίμων, όπως ο οξυγαλα- φασόλια, τα κουκιά, οι φακές και τα λού- μαχαιροπίρουνα καθώς και ειδικά
τάς του Πτωχοπρόδρομου (12ος αι.). πινα, φαίνεται από τα Γεωπονικά να μην σκεύη για κάποιο άρτυμα (;).
Σε κάποιες περιπτώσεις τα τρόφιμα καλλιεργούνται στην Κωνσταντινούπο- Τοιχογραφία Karanlik Kilise, 11ος
αι. Καππαδοκία.
–όσα δεν έθεταν ζητήματα καλής διατή- λη, καθώς ήταν δυνατή η μεταφορά τους
ρησης– έρχονταν από πολύ μακριά. Κα- εκεί από μεγάλες αποστάσεις, δεδομένου
ταρχήν, η ίδια η αυτοκρατορική διοίκηση, ότι διατηρούνται, αποθηκεύονται και με-
με θεσμούς όπως η αννώνα ή με επιβολή ταφέρονται εύκολα.19 Το εμπόριο με την

07

0 1 4 — τευχοσ 116
08

μας φανερώνουν οι ακόλουθοι στίχοι του


Πτωχοπρόδρομου (ποίημα Α): «Και μό-
λις είδον πίνακαν ζωμόν έχοντα πλείστον,
και ολίγον από το παστόν και θρύμματα
μεγάλα, και δράξας εις τας χείρας μου,
ηύφρανε η καρδιά μου, ζωμόν είδον τον
περισσόν και τα χοντρά κομμάτια». Για
την παραγωγή παστών και τουρσιών,
εξέχοντα ρόλο διαδραμάτιζε το αλάτι,
ένα προϊόν που προμηθεύονταν με ειδι-
κή επεξεργασία του θαλασσινού νερού,
διαδικασία που απαιτούσε τεχνογνωσία
αλλά και οργάνωση της παραγωγής και
διακίνησης του τελικού προϊόντος. Στη
μεσαιωνική περίοδο ανάγονται οι αλυκές
στο Τηγάνι της Μάνης, περιοχή που κα-
τοικούνταν από τα βυζαντινά χρόνια.
Η καλή διατήρηση των τροφίμων και
η αποφυγή κατανάλωσης των αλλοιωμέ-
09 νων ήταν ζωτικά για τη διασφάλιση της
Άπω Ανατολή προμηθεύει, επίσης, την σιά, τα συντηρημένα δηλαδή σε ξίδι και υγείας. Πάμπολλες είναι οι αναφορές σε
Πόλη με εξωτικά καρυκεύματα, όπως το αλάτι λαχανικά.20 Παστά και τουρσιά δηλητηριάσεις από ποτά –ακόμη και από
πιπέρι, η κανέλα, το μοσχοκάρυδο. κάλυπταν βασικές ανάγκες των κατοί- το νερό– και τρόφιμα, όπως τα κρέατα
Με στόχο τη διατήρηση των τροφίμων κων το χειμώνα που τα φρέσκα προϊόντα –παστά και μη–, τα λουκάνικα, τα γαλα-
για μεγάλα χρονικά διαστήματα χρησι- σπάνιζαν, αλλά και ήταν εφικτό να μετα- κτοκομικά προϊόντα, τα θαλασσινά ή τα
μοποιούνται και τεχνικές ταρίχευσης φερθούν. Ο ίδιος ο χοίρος στην Παιδιό- μανιτάρια.21
αυτών: ευρύτατα διαδεδομένα ήταν τα φραστον Διήγησιν (14ος αι.) διηγείται πως Τις διατροφικές συνήθειες των Βυ-
παστά κρέατα –συμπεριλαμβανομένων τον παστώνουν και τον φυλάσσουν για ζαντινών επηρέαζαν και οι νηστείες, οι
των λουκάνικων– και ψάρια, που τα συ- όλο το χρόνο μέσα σε πιθάρι. Τα παστά οποίες συνολικά –υπολογίζοντας και τις
ντηρούσαν σε αλάτι, αλλά και τα τουρ- συνιστούσαν αγαπητά εδέσματα, όπως νηστείες Τετάρτης και Παρασκευής–

τευχοσ 116 — 0 1 5
γευση στο βυζαντιο

επιβάλλονταν για τις μισές σχεδόν μέ-


ρες του χρόνου σε λαϊκούς και μοναχούς
(180 μέρες νηστειών). Τα χρονικά αυτά
διαστήματα καταναλώνονταν σχεδόν
αποκλειστικά λαχανικά και όσπρια.22 Συ-
γκρατημένη και γευστικά απλή όφειλε
να είναι επίσης η διατροφή των μοναχών,
επιταγή που τα βυζαντινά κείμενα δεί-
χνουν ότι συχνά καταστρατηγούνταν.23
Αναφερόμενοι, ωστόσο, στον βυζαντι-
νό πολιτισμό της διατροφής δεν μπορού-
με να περιοριστούμε μόνο στα υλικά και
τις συνταγές της βυζαντινής κουζίνας,
αλλά πρέπει να θίξουμε και ζητήματα
που άπτονται της οργάνωσης του καθη-
μερινού χρόνου αλλά και της κοινωνικό-
τητας των Βυζαντινών ή της παραγωγής
κατάλληλων για την παρασκευή και την
κατανάλωση του φαγητού σκευών.
Οι Βυζαντινοί, στην πλειονότητά τους
10
φαίνεται ότι έτρωγαν δύο φορές την ημέ-
ρα:24 κατά κανόνα η ώρα του πρώτου 10 Αλυκές. Τηγάνι, Μέσα Μάνη. διαχρονικό μαγειρικό σκεύος των Βυ-
αλλά και κύριου γεύματος της ημέρας ζαντινών, οι αμφορείς (μαγαρικά) για τη
(άριστον, γεύμα) ήταν γύρω στο μεσημέρι μεταφορά λαδιού και κρασιού, και αργό-
ή λίγο νωρίτερα περί ώραν έκτην, ενώ για τερα τα ξύλινα βαρέλια για τη μεταφορά
το βραδινό (δείπνον αλλά και αριστόδει- του κρασιού, τα μεγάλα αποθηκευτικά,
πνον) υπήρχαν περισσότερες εκδοχές, για στερεές και υγρές τροφές, πιθάρια, τα
καθώς άλλοι το τρώνε το απόγευμα, άλ- σκοπιά, έτσι όπως απεικονίζεται στις κανάτια νερού. Ενδιαφέρον παρουσιά-
λοι πριν βασιλέψει ο ήλιος και κάποιοι παραστάσεις, αλλά και όπως το φαντα- ζουν και κάποιες ειδικού τύπου συσκευ-
αργά τη νύχτα. Σύμφωνα με τα στοιχεία ζόμαστε από τα σωζόμενα επιτραπέζια ές, όπως είναι τα αγγεία για την άντληση
που διαθέτουμε το δείπνο μπορούσε να σκεύη,27 συγκέντρωνε γύρω του τους κρασιού από μεγαλύτερα σκεύη,30 τα
είναι ιδιαίτερα πλούσιο και βαρύ ή και συνδαιτυμόνες οι οποίοι έτρωγαν από κανάτια διατήρησης του νερού δροσε-
εξαιρετικά λιτό. Ακόμη και οι ιατρικές κοινά για όλους σκεύη (πιατέλες, μπολ), ρού στο σπίτι ή τα περίφημα σαλτσάρια,
συμβουλές εμφανίζονται διχασμένες, μη διαθέτοντας καθένας ατομικά πιάτα επιτραπέζια, μεταφερόμενα σκεύη για
αφού άλλες συνιστούν για το βράδυ μόνο –τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα,28 και το ζέσταμα κάποιων τροφών.31
ψωμί και δυο-τρία ποτήρια κρασί και μάλιστα με τα χέρια, καθώς τα πιρούνια Και από το ταξίδι αυτό στις γεύσεις
άλλες το δείπνο να είναι πιο σημαντικό εμφανίζονται σε περιορισμένες μόνο πα- αποκαλύπτεται ένας κόσμος οικείος
από το άριστο. Δεν λείπουν ωστόσο και ραστάσεις μετά τον 10ο αιώνα, αντίθετα και ξένος. Ένας κόσμος που μας τρο-
αναφορές σε συμπληρωματικά γεύμα- με τα μαχαίρια που υπάρχουν πάντα. φοδότησε με τα βασικά στοιχεία της
τα, όπως το πρόσφαγον και το δειλινόν, τα Για την προετοιμασία, τέλος, την απο- διατροφής μας αλλά που έζησε χωρίς
οποία ενδέχεται να συνήθιζαν μέλη των θήκευση και τη μεταφορά τροφίμων και ντομάτα, με το γάρο, που μυστηριωδώς
ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ανε- ποτών, χρειαζόταν η διασφάλιση σειράς εξαφανίζεται τον 16ο αιώνα, να κυριαρχεί
βάζοντας τον αριθμό των καθημερινών κατάλληλων σκευών, τα οποία ήταν στην στα πιάτα του. Ένας κόσμος με άλλες
γευμάτων σε τέσσερα.25 Ένα πλούσιο πλειονότητά τους κεραμικά –δεν έλειπαν γευστικές εμπειρίες, χωρίς ηλεκτρικό
πρόγευμα αποδίδει ο Πτωχοπρόδρομος βέβαια και τα μεταλλικά, τα ξύλινα ή τα και τεχνητή ψύξη, που αφιέρωνε πολύ
στο γείτονά του, έναν τσαγκάρη που πριν γυάλινα– και παράλληλα μαρτυρούν χρόνο γύρω από τη διασφάλιση και την
αρχίσει τη δουλειά θέλει να φάει πατσά, για την ανάπτυξη ολόκληρων τομέων προετοιμασία της τροφής του, με διαφο-
τυρί, ψωμί και να πιει μπόλικο κρασί! βιοτεχνίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν29 ρετικούς από εμάς ρυθμούς, προτιμήσεις
Το βυζαντινό τραπέζι,26 από μια άλλη οι μικρού συνήθως μεγέθους χύτρες, το και προβλήματα.

0 16 — τευχοσ 116
Σημειώσεις 20 Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο Βιβλιογραφία
1 Ε. Σκουτέρη-Διδασκάλου, «Βυζαντινά Βυζάντιο…», σ. 21-24. Αναγνωστάκης Η., «Όταν το κρασί γίνεται
μαγειρέματα ή η ξενισμένη γεύση ενός 21 Ηλ. Αναγνωστάκης, «Τροφικές πάγος», Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της
μαρουλόφυλλου», στο Δ. Παπανικόλα- δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο», στο Δ. Μακεδονίας και της Θράκης, Ε' Τριήμερο
Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993,
και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, σ. 584 κ.εξ. (ανάτυπο).
διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο –, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες. Το
175-192. Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 61-108. εύνοστον Βυζάντιον: ανάμεσα στην
2 J. Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο 22 Koder, Ο κηπουρός…, σ. 12-14. αρχαία και στη νεοελληνική
Βυζάντιο με βάση τις πηγές», στο Δ. 23 Σταμπόγλη, ό.π., σ. 33-37· Βλάχου, ό.π., γαστρονομία», Καθημερινή. Επτά Ημέρες,
Παπανικόλα- Μπακιρτζή (επιμ.), σ. 92, 93. 18-19 Απριλίου 1998, σ. 10-13.
Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. Καλαμαρά Π. / Α. Μέξια (επιμ.), Η Πολιτεία του
24 Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Μυστρά, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2001, σ. 82-95.
Βυζάντιο…», σ. 17, 18.
Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 19-26· Ε.
25 Βλάχου, ό.π., σ. 94. Καλαμαρά Π., «Η κεραμική», Μονεμβασία.
Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, εκδ.
Αντικείμενα – περιβάλλον – ιστορία. Η
Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 1997. 26 Για τη μορφή των επίπλων στον
Αρχαιολογική Συλλογή, ΤΑΠ, Αθήνα 2001,
3 J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des βυζαντινό κόσμο, πρβλ. N.
σ. 40-59.
Weisen [CFHB 33], Βιέννη 1991, σ. Oikonomides, «The contents of the
Byzantine house from the eleventh to Καλλέρης Ι., «Τροφαί και ποτά εις
128-131.
the fifteenth century», DOP 44 (1990), πρωτοβυζαντινούς παπύρους», ΕΕΒΣ 23
4 J.-Cl. Cheynet, «La valeur marchande (1953), σ. 689-715.
σ. 205-214.
des produits alimentaires dans l’Empire
27 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Βυζαντινά Karpozilos A. / Α. Kazhdan, λ. «Ariston and
byzantin», στο Δ. Παπανικόλα-
επιτραπέζια σκεύη», στο Δ. Παπανικόλα- Deipnon», Oxford Dictionary of Byzantium
Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή
Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή 1 (1991), σ. 170 και 621 κ.εξ.
και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας «Περί της Kislinger E., «Christians of the East: Rules and
36-42· Y. Nikolaou, «The cost of living διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. realities of the Byzantine diet», στο J.- L.
and dietary habits in the Byzantine 117-131 και ιδιαίτερα σ. 119-122. Flandrin / Μ. Molinari (επιμ.), Food. A
World», στο How much Does it Cost… Our 28 I. Anagnostakis / T. Papamastorakis, Culinary History, εκδ. Penguin, 1999, σ.
Daily Bread from Ancient to Modern Times, «“...and radishes for appetizers”. On 194-206.
ΥΠΠΟ, Αθήνα 2007, σ. 30-39. banquets, radishes, and wine», στο Δ. Koder J., «Επαγγέλματα σχετικά με τον
5 J.-Cl. Cheynet, ό.π., σ. 40. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), επισιτισμό στο Επαρχικό Βιβλίο», στο Η
Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και
6 H. Eideneier (εκδ.), Ptochoprodromos,
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή
Κολονία 1991, στίχ. 318-328.
Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 148-153. παράδοση, ΚΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1989.
7 Στο ίδιο, στίχ. 172-179.
29 Για τα χρηστικά αυτά σκεύη, πρβλ. Χ. –, Ο κηπουρός και η καθημερινή κουζίνα στο
8 Σταμπόγλη, ό.π., σ. 29. Μπακιρτζής, Βυζαντινά τσουκαλολάγηνα, Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή- Χορν,
9 Για μια συσκευή που θέρμαινε το κρασί Αθήνα 1989· του ίδιου, «Περί χύτρας», Αθήνα 1994.
ή το νερό(;), βλ. Π. Καλαμαρά, «Η στο Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), –, «Fresh vegetables for the capital», στο C.
κεραμική», Μονεμβασία. Αντικείμενα – Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. Mango / G. Dagron (επιμ.),
περιβάλλον – ιστορία. Η Αρχαιολογική Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Constantinople and its Hinterland,
Συλλογή, ΤΑΠ, Αθήνα 2001, σ.40-59. Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 111-116· Cambridge 1995, σ. 49-56.
10 Ε. Βλάχου, «Το βυζαντινό τραπέζι», στο Καλαμαρά, «Η κεραμική», σ. 41-45.
Κουκουλές Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Αι
Π. Καλαμαρά / Α. Μέξια (επιμ.), Η 30 Γ.Σ. Μαστορόπουλος, «Σίφων – σιφούνι: τροφαί και τα ποτά. Τα γεύματα, τα δείπνα και
Πολιτεία του Μυστρά, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2001, επιβίωση ενός αρχαίου αγγείου», ΑΑΑ 21 τα συμπόσια, τόμ. Ε΄, εν Αθήναις 1952.
σ. 91. (1988), σ. 158-162· Anagnostakis /
Papamastorakis, ό.π., σ. 154-158. Μαστορόπουλος Γ.Σ., «Σίφων – σιφούνι:
11 Για βυζαντινή απεικόνιση επιβίωση ενός αρχαίου αγγείου», ΑΑΑ 21
μελισσοκομείου, βλ. Γ. Γαλάβαρης, 31 Καλαμαρά, «Η κεραμική», σ. 44, 45, (1988), σ. 158-162.
Ζωγραφική Βυζαντινών Χειρογράφων, 49-52.
Μπακιρτζής Χ., Βυζαντινά τσουκαλολάγηνα,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σ. 112,
Αθήνα 1989.
εικ. 108.
Πηγές εικόνων Nikolaou Y., «The cost of living and dietary
12 Βλάχου, ό.π., σ. 92.
01, 02, 07, 08, 09 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή habits in the Byzantine world», στο How
13 Στο ίδιο, σ. 91. (επιμ.), Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι. much Does it Cost… Our Daily Bread from
14 Koder, «Η καθημερινή διατροφή στο Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Ancient to Modern Times, ΥΠΠΟ, Αθήνα
Βυζάντιο…», σ. 18, 20, 21. Βυζάντιο», Αθήνα 2005, σ. 21 (εικ. 3), 94 2007, σ. 30-39.
15 Σταμπόγλη, ό.π., σ. 13-17. (εικ. 20), 83 (εικ. 17), 149 (εικ. 2) και 153 Oikonomides N., «The contents of the
(εικ. 7) αντίστοιχα. Byzantine house from the eleventh to
16 J. Koder, Ο κηπουρός και η καθημερινή
κουζίνα στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή 03, 10 Π. Καλαμαρά / Ν. Ρουμελιώτης (επιμ.), the fifteenth century», DOP 44 (1990),
– Χορν, Αθήνα 1994, σ. 24-26. Μανιάτικοι οικισμοί, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2004, σ. 205-214.
σ. 106-107 και 105 αντίστοιχα. Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινών
17 Στο ίδιο, σ. 11, 12.
04, 06 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), διατροφή και μαγειρείαι. Πρακτικά Ημερίδας
18 J. Durliat, «L’approvisionnement de
Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, ΥΠΠΟ, «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα
Constantinople», στο C. Mango / G.
Αθήνα 2002, σ. 135 (λήμμα 147) και 328 2005.
Dagron (επιμ.), Constantinople and its
(λήμμα 362) αντίστοιχα. Σταμπόγλη Ε., Πρόσκληση σε γεύμα, εκδ.
Hinterland, Cambridge 1995, σ. 19-33·
Σταμπόγλη, ό.π., σ. 21-25. 05 Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Βυζαντινές Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 1997.
τοιχογραφίες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
19 Koder, Ο κηπουρός…, σ. 23, 24.
1994, σ. 119, εικ. 95.

τευχοσ 116 — 0 17

You might also like