Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 499

ΙΩΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓ.

ΑΛΕΞΙΟΥ

ΛΕΞΙΚΟ
ΤΗΣ ΡΟΜΑΝΙ
ΓΛΩΣΣΑΣ
(ΕΛΛΗΝΟΡΟΜΑΝΟ)

Με συνώνυµα και αντίθετα των λέξεων,


µε φράσεις, γνωµικά, ιδιωµατισµούς,
θυµοσοφίες και αποσπάσµατα από το
ποιητικό έργο του συγγραφέα για την
κατανόηση και την ορθή χρήση των
λέξεων.

Επιµέλεια και Μορφοποίηση Λεξικού: Πάντος Πέτρος, Συµεωνίδου Συµέλα


Ηλεκτρονική Επιµέλεια: Σταµάτης Ιωάννης
1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στο λεξικό αυτό έχουν συγκεντρωθεί περίπου 12.000 λέξεις της ελληνικής,
οι οποίες µεταφράζονται στη Ροµανί γλώσσα. Η διάλεκτος που καταγράφεται
εδώ είναι αυτή που µιλιέται από τους Ροµά που ζουν στην Κοµοτηνή και
ειδικότερα στο συνοικισµό τέρµα οδού Αδριανουπόλεως. Οι περισσότεροι από
τους κατοίκους του συνοικισµού αυτού ανήκουν στην οµάδα των Ποριζαρτζία
(= Κοσκινάδες ) και οι υπόλοιποι στην οµάδα των Καλπαζάϊα. Οι πρόγονοι
των Ποριζαρτζία ήταν ντόπιοι, ενώ των Καλπαζάϊα ήταν πρόσφυγες από την
Κωνσταντινούπολη που ήρθαν το 1922 µε την ανταλλαγή των πληθυσµών και
έµειναν στο συνοικισµό όλοι µαζί µέχρι το έτος 1955 περίπου. Μετά άρχισαν
να φεύγουν λίγοι λίγοι για διάφορους λόγους σε άλλους οικισµούς της Θράκης
και της Μακεδονίας, όπου υπήρχαν Καλπαζάια. Τώρα στο συνοικισµό
κατοικούν µόνο δέκα οικογένειες Καλπαζάια σε σύνολο των 300 οικογενειών
του συνοικισµού. Απ’ ότι γνωρίζω Καλπαζάια υπάρχουν στον Άρατο Ροδόπης,
στο Χειµώνιο Έβρου, στο Εύλαλο και Κιµµέρια Ξάνθης, στη ∆ράµα, στο
∆ενδροπόταµο Θεσ/νίκης κ.α.
Από τους γονείς µου ο πατέρας µου ανήκει στην οµάδα των Κοσκινάδων
και η µητέρα µου στην οµάδα των Καλπαζάια. Η γλώσσα κάθε µιας οµάδας,
αποτελούσε ιδιαίτερη διάλεκτο, αλλά µε µερικές διαφορές, όπως : α) στο α΄
ενικό πρόσωπο του Αορίστου της Οριστικής των ρηµάτων, πχ. κερντόµ =
έκανα (Κοσκινάδες) – κερντέµ (Καλπαζάια), λιόµ = πήρα (Κοσκινάδες)- λιέµ
(Καλπαζάια). Γι’ αυτό και στο λεξικό στις φράσεις που περιέχουν το α΄
πρόσωπο του Αορίστου χρησιµοποιώ άλλοτε την κατάληξη –οµ, άλλοτε την
κατάληξη –εµ. β) στο α΄ πρόσωπο του ρήµατος είµαι : σοµ (Κοσκινάδες) –
σεµ (Καλπαζάια).
Επίσης υπάρχουν και κάποιες άλλες φθογγολογικές διαφορές στο θέµα
µερικών λέξεων, πχ. πασστιάβ (Κοσκινάδες) – πασσλιάβ (Καλπαζάια). Οι
διάλεκτοι αυτές σε άλλους τόπους και χώρες εξακολουθούν να διακρίνονται
µεταξύ τους , όταν οι οµάδες των Ροµά ζουν χωριστά. Όπου όµως ζουν µαζί οι
διάλεκτοι αυτές τείνουν να ενοποιηθούν.
2

Ταυτόχρονα όµως καταγράφονται λέξεις που χρησιµοποιούνται και από


άλλες οµάδες τσιγγάνων που ζουν στη Θράκη και που λίγο πολύ
αντιπροσωπεύουν τις διαλέκτους που µιλούν οι τσιγγάνοι σε όλη την Ελλάδα.
Επίσης καταγράφονται και λέξεις απαρχαιωµένες που τις χρησιµοποιούν και
τις κατανοούν οι µεγαλύτεροι, χωρίς όµως οι νέοι να είναι εντελώς
αποξενωµένοι από αυτές.
Παρά τις διαλεκτικές διαφορές, οι οµιλητές της Ροµανί στην Ελλάδα
κατανοούν σε µεγάλο βαθµό ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Συχνά η διαφορά
περιορίζεται στη φωνολογική εξέλιξη της λέξης ( για παράδειγµα τα ρήµατα σε
άλλες περιοχές τελειώνουν σε –άβ και αλλού σε –άβα, άλλες οµάδες λένε το
θέλω µανγκάβ και άλλες µανγκάβα κ.λ.π.). Εδώ καταγράφτηκε η προφορά
µιας συγκεκριµένης οµάδας, µε την ελπίδα σε κάποιο άλλο πόνηµα να
συγκεντρωθούν συστηµατικά όλες οι παραλλαγές της γλώσσας των Ελλήνων
Ροµά. Μια λέξη Ροµανί συχνά αντιστοιχεί σε δύο και τρεις έννοιες της
Ελληνικής (για παράδειγµα α) η λέξη νταβ σηµαίνει : δίνω, µπαίνω (βλ.
φράσεις στα αντίστοιχα λήµµατα του λεξικού), η λέξη τσχοράβ σηµαίνει :
χύνω, ρηµάζω µετβ., εξαντλώ (βλ. φράσεις στα αντίστοιχα λήµµατα).
(Προσοχή ! άλλο το τσχοράβ και άλλο το τσοράβ = κλέβω).
Στο λεξικό αυτό έγινε προσπάθεια να καταγραφούν όλες οι αντιστοιχίες και
να δοθούν κάποια παραδείγµατα χρήσης της Ροµανί λέξης αφού είναι το
περιβάλλον της που συχνά καθορίζει την ειδική της σηµασία.
Η καταγραφή αυτή, αν και κυρίως απεικονίζει τη γλώσσα που µιλιέται
σήµερα, συχνά ανατρέχει στο παρελθόν αυτής της γλώσσας. Αυτό ήταν
απαραίτητο, γιατί πολλές φορές οι Ροµά χρησιµοποιούν δάνεια (οι χριστιανοί
από την Ελληνική και οι µουσουλµάνοι από την Τουρκική γλώσσα), ακόµα και
για λέξεις που υπάρχουν στη Ροµανί. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού συχνά οι
Ροµά χρησιµοποιούν τη Ροµανί ως δεύτερη γλώσσα κι αφού δεν ζουν
αποµονωµένοι από τις άλλες οµάδες. Μερικοί µάλιστα αποφεύγουν να
χρησιµοποιούν τη Ροµανί γλώσσα, γιατί (δικαιολογηµένα) φοβούνται µήπως
στιγµατιστούν από τους υπόλοιπους.
3

Άλλοι πάλι Ροµά χρησιµοποιούν λέξεις της Ροµανί, χωρίς να ξέρουν τη


σηµασία τους στα ελληνικά. Κινούνται σε δύο γλωσσικούς “κόσµους” χωρίς
να µπορούν να τους συσχετίσουν.
Το λεξικό αυτό επιδιώκει, λοιπόν:
α) να αντιστοιχίσει µε συστηµατικό τρόπο τα δύο γλωσσικά συστήµατα που
χρησιµοποιούν παράλληλα οι Έλληνες Ροµά.
β) να συµβάλει στη διατήρηση του πλούτου της Ροµανί, καταγράφοντας το
παρελθόν της.
γ) να καταστήσει τις λέξεις εργαλεία έκφρασης και γλωσσικής επικοινωνίας µε
τις πολλές και ποικίλες φράσεις που περιέχει, µέσα στις οποίες οι λέξεις
πλέκονται και ζωντανεύουν το λόγο.
Πολλοί νοµίζουν ότι οι Ροµά δεν έχουν γλώσσα, ότι χρησιµοποιούν τυχαία
αποσπάσµατα από τη µια και την άλλη γλώσσα και ότι η γλώσσα τους δεν
είναι παρά η παραφθαρµένη µορφή άλλων γλωσσών. Ακόµα και οι ίδιοι οι
Ροµά νοµίζουν πολλές φορές ότι η γλώσσα τους περιορίζεται σε λίγες
χρηστικές εκφράσεις. Στην πραγµατικότητα η Ροµανί γλώσσα είναι πλατιά και
πλούσια, αρκεί κανείς να αναζητήσει τον πλούτο της, να την “ανακαλύψει”.
Όπως συµβαίνει σε όλες τις γλώσσες, το να είναι κανείς οµιλητής µιας
γλώσσας δε σηµαίνει αυτόµατα ότι την κατανοεί και τη χρησιµοποιεί σε όλο
της το εύρος. Υπάρχουν ακόµα µορφωµένοι Ροµά που χρησιµοποιούν µια
περιορισµένη µορφή της Ροµανί, αφού δε χρησιµοποιούν τη γλώσσα αυτή σε
µια ποικιλία κοινωνικών εκδηλώσεων. Ούτε µπορεί να γίνει η καταγραφή
αποκλειστικά από µη-Τσιγγάνους, όσο καλές πληροφορίες και να έχουν αυτοί,
γιατί η γλώσσα δεν είναι απλώς ένας κατάλογος λέξεων. Είναι ένας τρόπος να
ζεις και να σκέφτεσαι, ένα σύστηµα που το κατανοείς απόλυτα µόνο, όταν
έχεις µεγαλώσει µέσα σε αυτό. Ο ισχυρισµός µου αυτός αποδεικνύεται από τα
ερµηνευτικά και ετυµολογικά λάθη που έχω εντοπίσει σε λεξικά που έχουν
κυκλοφορήσει, στα οποία δίνω τις σωστές απαντήσεις στο παράρτηµα του
λεξικού.
Μόνο αν κάποιος µη Τσιγγάνος είναι οµιλητής της γλώσσας και έχει ζήσει
µέσα στην τσιγγάνικη κοινωνία, όχι για λίγο αλλά για πολλά χρόνια, και έχει
4

ζυµωθεί µε την τσιγγάνικη πολιτιστική κληρονοµιά τότε και µόνο τότε µπορεί
να καταγράψει σωστά τη Ροµανί γλώσσα. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο
γλωσσολόγος Ευάγγελος Μαρσέλος, ο οποίος είχε αφιερώσει και είχε
αναλώσει τη ζωή του στην έρευνα της τσιγγάνικης γλώσσας. Από 19 ετών µε
σκοπό να εκµάθει όλες τις τσιγγάνικες διαλέκτους, έζησε κοντά στους
τσιγγάνους επί πολλά έτη, συναναστράφηκε µαζί τους, τους αγάπησε και τον
αγάπησαν εγκάρδια. Όταν τον πρωτάκουσα να µιλά ροµανές, σχηµάτισα την
εντύπωση ότι είναι Τσιγγάνος. Χειριζόταν τη γλώσσα άψογα σ’ όλη την
έκτασή της. Με τους γλωσσικούς νεολογισµούς έχει εµπλουτίσει και
εκσυγχρονίσει την Ροµανί γλώσσα. ∆ε θα λησµονήσω ποτέ την καλή διάθεση
που είχε στη συνεργασία που είχαµε και τη συµβουλευτική του βοήθεια στα
θέµατα της γλώσσας και λεξικογραφίας.
Από την άλλη πλευρά, η τσιγγάνικη καταγωγή από µόνη της δεν φτάνει για
να καταγράψει κανείς τη Ροµανί γλώσσα. Για να µην ντρέπεται ένας Ροµ για
τη γλώσσα που µιλάει, για να µην τη θεωρεί µιας « δεύτερης κατηγορίας »
γλώσσα, πρέπει να αναρωτηθεί για την ταυτότητα και την ιστορία του, πρέπει
να ξανασκεφτεί τον εαυτό του και την πορεία του µέσα από τη γλώσσα. Πρέπει
ακόµα να σκεφτεί την οµάδα του και τη γλώσσα του στη σχέση της µε τις
άλλες οµάδες και γλώσσες.
Για την καταγραφή της Ροµανί χρειάζονται λοιπόν Τσιγγάνοι που έχουν
πετύχει ένα βαθµό ένταξης στην ελληνική κοινωνία, ταυτόχρονα όµως να ζουν
τσιγγάνικα. Τις λέξεις µπορεί να τις βρει και να τις καταγράψει ο καθένας.
Όµως η γραµµατική είναι µέσα στη γλώσσα και δεν βγαίνει από τυπικούς
κανόνες, αλλά από έναν ορισµένο τρόπο να σκέφτεσαι τον εαυτό σου και τον
κόσµο. Με αυτές τις σκέψεις προσπάθησα να καταγράψω τη Ροµανί γλώσσα.
Πρώτα προσπάθησα να αντιστοιχίσω τις τσιγγάνικες λέξεις που ήξερα και
χρησιµοποιούσα στην καθηµερινή µου ζωή µε τις λέξεις της ελληνικής
γλώσσας. Έπειτα άρχισα να καταγράφω λέξεις που σιγά-σιγά χάνονταν από
τους ηλικιωµένους Ροµά. Άρχισα ακόµα να καταγράφω λέξεις από άλλες
περιοχές της Θράκης, έξω από τα στενά όρια της γειτονιάς όπου ζω.
5

Τέλος, άρχισα να ψάχνω τις διαφορετικές φράσεις και τα διαφορετικά


περιβάλλοντα στα οποία χρησιµοποιούνται οι λέξεις που είχα καταγράψει και
τις διαφορετικές έννοιες που παίρνουν µέσα σε αυτά. Επειδή η µητρική µου
γλώσσα είναι η Ροµανί και είµαι χρήστης της Ροµανί στην καθηµερινή µου
ζωή, δεν µου ήταν καθόλου δύσκολο να εµπλουτίσω το λεξικό µε συνώνυµα
και αντίθετα των λέξεων και να το καταστήσω πρωτότυπο στο είδος του.
Ακόµη σε πολλές λέξεις του λεξικού θα συναντήσει ο χρήστης ετυµολογικά
στοιχεία. Επίσης θεωρώ ότι ελληνικές ή τουρκικές και άλλες ξένες λέξεις που
χρησιµοποιούνται ενσωµατωµένες στο ροµανό τυπικό, είναι και αυτές ροµανέ,
«τσιγγάνικες» λέξεις.
Στην περιοχή µου υπάρχει τάση στη νέα γενιά να χρησιµοποιεί τα ρήµατα
της τουρκικής γλώσσας µε ροµανέ καταλήξεις πχ. κονουσσίορουµ (µιλώ) σε
κονουσσίαβ, µπεκλέορουµ (περιµένω) σε µπεκλέαβ, ντισστιρίορουµ (αλλάζω
µετβ.) σε ντισστιρίαβ κ.α. Στο λεξικό τα ρήµατα αυτά έχουν καταγραφεί µε τις
ροµανέ καταλήξεις. Καθώς και ο Κωστής Παλαµάς αναφέρει στο ∆ωδεκάλογο
του Γύφτου: «λόγια από κάθε λαό κλέβουν και στα δικά τους τα ταιριάζουν»...
Όµως πιστεύω, µε τη συνεχή µόρφωση θα µπορέσουν και οι Τσιγγάνοι να
καλλιεργήσουν τη γλώσσα τους, σαν ένα ενιαίο µηχανισµό, που έχει τη δύναµη
να αφοµοιώνει τα ξένα γλωσσικά στοιχεία στον ατόφιο παραδοσιακό της
κορµό.
Σκοπός µου ήταν να γίνει το λεξικό εύχρηστο στον χρήστη και ιδιαίτερα σ’
αυτόν που θα ήθελε να µάθει και να χρησιµοποιεί τη Ροµανί γλώσσα. Επίσης
προσπάθειά µου ήταν να περιλάβω στο λεξικό κατάλληλες φράσεις που αφενός
να καταστήσουν κατανοητές τις σηµασίες των λέξεων και αφετέρου να
καταδείξουν τη ζωντάνια και την εκφραστικότητα της γλώσσας. Γι αυτό και η
µετάφραση των φράσεων αυτών στην ελληνική γλώσσα δεν υπήρξε ελεύθερη,
αλλά κατά λέξη, µε αποτέλεσµα σε λίγες περιπτώσεις να σηµειωθούν κάποιες
αποκλίσεις από τις καθηµερινές εννοιολογικές χρήσεις των λέξεων και τους
συντακτικούς κανόνες.
Ακόµη χρησιµοποίησα αποσπάσµατα από το ανέκδοτο ποιητικό µου έργο µε
θέµατα ειληµµένα από την προσωπική µου ζωή και την τσιγγάνικη ζωή, για να
6

φανεί και η λογοτεχνική της διάσταση και για να ενθαρρύνω ευαίσθητους


Τσιγγάνους, ώστε να γράψουν κι αυτοί ποιήµατα, µυθιστορήµατα, διηγήµατα
και άλλα λογοτεχνικά έργα που θα πλουτίσουν τη γλώσσα µας.
Η Ροµανί γλώσσα, αν και διαµέσου των αιώνων δεν υπήρξε γραπτή,
διατήρησε το ρυθµό της και τη µουσικότητά της παρά τις επιδράσεις που
δέχτηκε από άλλες γλώσσες. Πολλά από τα ποιήµατα µου εκφράζουν το
αντιρατσιστικό µου αίσθηµα που φαίνεται στα αποσπάσµατα των ληµµάτων
του λεξικού: τόπος, µέρα, τσιγγάνος, αδερφός κ.α.
Αυτό το αίσθηµα µε έκανε να σταθώ στα πόδια µου, ν’ αντέξω στην
αφόρητη κούραση που αντιµετώπισα µέχρι να ολοκληρώσω αυτό το λεξικό.
Επιπλέον µε στήριξε η ικανοποίηση που δοκίµαζα καθώς σκεφτόµουν ότι κάτι
θετικό θα προσφέρω στην τσιγγάνικη κοινωνία, όπου κι αν βρίσκεται.
Την ποιότητα του λεξικού µπορεί να την αντιληφθεί κανείς µόνο, όταν
ξεφυλλίσει όλο το λέξικό. Είναι το µοναδικό στην Ελλάδα, ίσως και στη
Ευρώπη, λεξικό της Ροµανί γλώσσας που περιέχει συνώνυµα και αντίθετα και
έχει γραφεί από Τσιγγάνο.
Ελπίζω την προσπάθεια που έχω κάνει να µιµηθούν Τσιγγάνοι απ’ όλο τον
κόσµο, να παρακινηθούν και να συγγράψουν έργα, ώστε να κάνουν τον
Τσιγγάνο να νιώθει πια περήφανος. Να καλλιεργήσουν οι ίδιοι τη γλώσσα τους
κι όχι άλλοι, οι οποίοι επιδιώκουν τη διάκρισή τους µέσα από το εικονικό τους
ενδιαφέρον. Έτσι µόνο, βαθµιαία, έστω και µετά 100, 200 χρόνια, θα
αντιστραφεί η αρνητική εικόνα των άλλων για τους Τσιγγάνους και θα
ενισχυθεί το αυτοσυναίσθηµα και η αυτοεικόνα τους.
Όπως δεν υπάρχουν άνθρωποι πάνω στη γη που να µην αγαπούν και να µην
τιµούν αυτό που είναι, έτσι και οι Τσιγγάνοι όπου κι αν βρεθούν, σε κάθε
µέρος της γης είναι δεµένοι µεταξύ τους, χαίρονται να ακούνε τη γλώσσα τους
και νιώθουν περηφάνια, όταν οι άλλοι απευθύνουν επαινετικά λόγια για τη
φυλή τους. Έχουν και αρετές οι Τσιγγάνοι. Αγαπούν µε πάθος τη µουσική και
το χορό, λατρεύουν την ελευθερία και απεχθάνονται τον πόλεµο.
Ας κάνουµε εµείς την αρχή, ας τολµήσουµε και ας γίνουµε ειρηνικοί
επαναστάτες, για να αναβαθµίσουµε τη ζωή των Τσιγγάνων, των απογόνων
7

µας, και να µεταβάλουµε σε θετική την εικόνα τους που υπάρχει στα µάτια και
στο µυαλό των µη Τσιγγάνων. Για να γίνει αυτό πρέπει ν’ ακολουθήσουµε το
µονόδροµο: Σχολείο – µόρφωση – διαβίου µόρφωση.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Επειδή είναι πρωτόγνωρο στον ελληνικό χώρο η τσιγγάνικη ποίηση,


καταγράφω ένα ποίηµα από το ποιητικό µου έργο, πέρα από τα αποσπάσµατα
που διανθίζουν το λεξικό, για να αντιληφθεί ο αναγνώστης, ότι η τσιγγάνικη
γλώσσα είναι όπως όλες οι άλλες γλώσσες.

Ποίηµα Γιάννη Αλεξίου


Αµαρί τσχιπ
Γεκ τσχιπ πφαλά ασταρέλ αµέν,
γεκ τσχιπ πφαλά σικαβέλ αµέν
οπρά πφου,
η Ροµανί, η µπουτ γκιλαµπα(ν)ντί.
Ρόντεν Ροµάλεν λακέ όρµπε
κα αρακχέν ε ντροµά κάι πφιρνταµούσας,
ρόντεν Ροµάλεν αµαρέ νταντένγκε
ροη(ν)νταρντέ γκιλά,
κα ντικχέν ε ντουκχά σαρ γκιλάµπενας,
νάι σας βον πατρά κάι πφουρντάς
ζουραλί µπαλβάλ ντα κάι ουλαντάς λεν.

Απόδοση στην Ελληνική


Η γλώσσα µας
Μια γλώσσα αδέρφια µας κρατάει,
µια γλώσσα αδέρφια µας δείχνει
πάνω στη γη,
η Τσιγγάνικη, η πολύ τραγουδιστή.
Ψαξτε Τσιγγάνοι τις λέξεις της
θα βρείτε τους δρόµους που περπατήσαµε,
9

ψάξτε Τσιγγάνοι τα µοιρολόγια των προγόνων µας


θα δείτε τους πόνους
πώς τους τραγουδούσανε,
δεν ήταν οι πρόγονοί µας φύλλα
που φύσηξε άνεµος δυνατός
και τους εσκόρπισε

Αποσπάσµατα από τα ποιήµατά µου υπάρχουν στα παρακάτω λήµµατα του


λεξικού:

1. αγάπη 21. µεθώ (µετβ.)


2. αγαπώ 22. µέρα
3. αδελφός 23. µέρος
4. Αϊ-Γιώργης 24. µετρώ
5. αστέρι 25. µοναξιά
6. βιολί 26. νεκρός
7. βράδυ 27. ξυπόλυτος
8. γέλιο 28. οµορφιά
9. γη 29. όνειρο
10. γλώσσα 31. πάλι
11. δρόµος 35. πράξη
12. εκείνος 36. προχωρώ
13. ζωή 37. τόπος
14. ηµέρα 38. τραγούδι
15. Θεός 39. τσιγγάνος
16. κάρο 40. υπάρχω
17. κλείνω (µετβ.) 41. φιλία
18. κόσµος 42. φτερό
19. λουλούδι 43. χάνοµαι
20. µαξιλάρι 44. ωραίος
10

Ο∆ΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ

1. Στη Ροµανί υπάρχουν δύο γένη: αρσενικό και θηλυκό, π.χ. ο κχερ
(αρσενικό γένος ), η µπουκί (θηλυκό γένος). Εκτός από το άρθρο της
ονοµαστικής του ενικού αρσενικών (ο) και θηλυκών (η), το άρθρο των
λοιπών πτώσεων ενικού και όλων του πληθυντικού είναι το ε. Εάν σε ένα
λήµµα αντιστοιχούν περισσότερα ουσιαστικά της Ροµανί του ίδιου γένους,
σηµειώνεται το άρθρο στο τελευταίο ουσιαστικό.
2. Στο θηλυκό γένος των επιθέτων και µετοχών σηµειώνεται µόνο η κατάληξή
τους µετά το αρσενικό γένος π.χ. επίθ. παρνό,-ί (= άσπρος,-η), µτχ.
τσαλαντό,-ί (= χτυπηµένος,-η).
3. Στα συµπλέγµατα συµφώνων, πφ, τφ, κχ, τχ, και τσχ τα σύµφωνα φ,χ
προφέρονται ως µισά σύµφωνα, δηλαδή, ελαφρά ως εκπνοή. Πχ. Πφενάβ =
λέω, τφουτ = γιαούρτι, κχερ = σπίτι, τχαν = τόπος, θέση, χώρος, µέρος,
οικόπεδο, περιοχή, τσχουρί = µαχαίρι.
4. Τα σύµφωνα όταν είναι σε παρένθεση προφέρονται κανονικά. Πχ.
ντα(ν)νταλάβ = δαγκώνω, α(µ)µπρόλ = αχλάδι.
5. Οι ελληνικές λέξεις µε αστερίσκο (*) είναι λέξεις αδόκιµες και
χρησιµοποιήθηκαν για να ερµηνεύσουν ακριβέστερα τη ροµανί λέξη (πχ.
κλαψιαροπρόσωπος = ροη(ν)ντέ-µόσκο).
6. Όταν το σ και το ζ είναι παχιά, έχουν σηµειωθεί δύο σ και ζ (πχ. σσουντρό
= κρύος, κόζζα = φλούδα).
7. Σε µερικά ρηµατικά ουσιαστικά µε κατάληξη –ιπέ και σε διάφορες άλλες
λέξεις αντί του γιώτα (ι) χρησιµοποιήθηκε το ήτα (η), για να αποφευχθούν
τα διαλυτικά ( ¨ ).
8. Όπου µετά τη ροµανί λέξη ανοίγεται παρένθεση και ακολουθεί το σύµβολο
= (ίσον), πρόκειται για κυριολεκτική σηµασία, παρόλο που δε σηµειώνεται
η βραχυγραφία κυριολ. = κυριολεκτικά. (πχ. στο λήµµα υποφέρω : σΰρνταβ
(= τραβώ).
11

9. Οι σύνθετες λέξεις συνδέονται µε το ενωτικό σύµβολο – (πχ. µπουκί-κεράβ


= δουλειά κάνω = δουλεύω, σσερέσκι-ντουκ = κεφαλιού πόνος =
κεφαλόπονος.
10. Το ύψιλον (υ) προφέρεται όπως το γαλλικό u, π.χ. σύτυ = γάλα (αλλά και
σούτι)
11. Το ύψιλον µε διαλυτικά (ϋ) προφέρεται ως φθόγγος ανάµεσα στο ι και στο
ου, π.χ. χϋβ = τρύπα, σΰρνταβ = τραβώ. Επίσης όλα τα ροµανέ ρήµατα στο
β΄ πρόσωπο του πληθυντικού του αορίστου στη λήγουσα και στο β΄
πρόσωπο του πληθυντικού του υπερσυντέλικου στην παραλήγουσα έχουν
αυτόν τον φθόγγο, π.χ. αβιλανΰς = ήρθατε, αβιλανΰσας = είχατε έρθει,
πιλανΰς = ήπιατε, πιλανΰσας = είχατε πιει.
12. Οι διαθέσεις των ρηµάτων στη ροµανί γλώσσα είναι 7.
α) Ενεργητική διάθεση ή ενεργητικό ρήµα: τσαλαβάβ = χτυπώ (ενεργ.), π.χ.
τσαλαντά µαν κασστέσα = µε χτύπησε µε ξύλο.
β) Παθητική διάθεση ή παθητικό ρήµα: τσαλάντιαβ = χτυπιέµαι (παθ.), π.χ.
πελόµ ντα τσαλάντιλοµ κάι µι τσανκ = έπεσα και χτυπήθηκα στο πόδι µου.
γ) Μέση διάθεση ή µέσο ρήµα ή αυτοπαθές ρήµα: τσαλαβάµαν = χτυπώ τον
εαυτό µου (χτυπιέµαι µέσο ή αυτοπαθές), π.χ. σόσκε τσαλαβέστουτ κάι κο
σσορό; = γιατί χτυπιέσαι στο κεφάλι σου;
δ) Ουδέτερη διάθεση ή ουδέτερο ρήµα: πασστιάβ = κοιµάµαι, π.χ. πασστόλ
µο ντατ = κοιµάται ο πατέρας µου.
ε) Ενεργητική διάµεση διάθεση ή ενεργητικό διάµεσο ρήµα: τσαλανταράβ
= βάζω να χτυπήσει-ουν, κάνω να χτυπήσει-ουν, κάνω να χτυπηθεί-ουν,
π.χ. κα τσαλανταράβ τουτ κάι µο ντατ = θα βάλω τον πατέρα µου να σε
χτυπήσει.
στ) Παθητική διάµεση διάθεση ή παθητικό διάµεσο ρήµα: τσαλαντάρντιαβ
= µε κάνει-ουν να χτυπιέµαι, π.χ. σαρ τε τσαλαντάρντολ καβά µανούςς! =
πώς να κάνω-ουµε (να βρω-ούµε τον τρόπο) να χτυπηθεί αυτός ο
άνθρωπος!
ζ) Μέση διάµεση διάθεση ή µέσο διάµεσο ρήµα: τσαλανταράµαν = αφήνω
να µε χτυπήσει-ουν, κάνω να µε χτυπήσει-ουν, προκαλώ να µε χτυπήσει-
12

ουν, π.χ. κα τσαλανταράµαν λέστε, για τε ικαλέλ πι χολί = θα τον αφήσω (ή


θα τον προκαλέσω) να µε χτυπήσει, για να βγάλει το θυµό του, µπεςς
σσουκάρ. κα τσαλανταρέστουτ µά(ν)ντε = κάτσε ωραία (καλά). θα µε
κάνεις να σε χτυπήσω, σαρ τσαλανταρντάν τουτ λέστε; = πώς άφησες να σε
χτυπήσει; (πώς δεν κατάφερες να µη σε χτυπήσει;)
13. Τα παθητικά και µέσα (ή αυτοπαθή) ρήµατα στο λεξικό µπήκαν µε τη
βραχυγραφία αµετβ.ρ. (= αµετάβατο ρήµα) που το καθένα ξεχωρίζει από
την κατάληξή του. Από την κατάληξη –µαν (= εµένα, τον εαυτό µου)
ξεχωρίζουν τα µέσα ( ή αυτοπαθή) ρήµατα και από την κατάληξη –ιαβ
ξεχωρίζουν τα παθητικά ρήµατα, π.χ. µακχάµαν = βάφοµαι µέσο ή
αυτοπαθές, µακχάµαν τε τζαβ κάι µπιάβ = βάφοµαι να πάω στο γάµο,
µακχλιάβ = βάφοµαι παθητικό, κατάρ µιρνέ βαστά µακχιλό καβά κχερ =
από τα δικά µου χέρια βάφτηκε αυτό το σπίτι
14. Ο τύπος της γενικής του ενικού, µερικές φορές και του πληθυντικού των
ουσιαστικών είναι ταυτόχρονα και επίθετο: π.χ. κχερέσκο,-ι = σπιτιού,
σπιτικός,-ή, κχαϊνάκο,-ι = κότας, κοτίσιος, -ια, Ιταλιανένγκο,-ι = Ιταλών,
ιταλικός-ή, Ιταλιάκο, -ι = Ιταλίας, ιταλικός, -ή.

Βραχυγραφίες

άκλ. = άκλιτος,,-η, -ο κ. = κατά


αλληγ. = αλληγορικά κ.α = και άλλα
αµετβ. = αµετάβατο κυριολ. = κυριολεκτικά
αντίθ. = αντίθετο-α λ. = λέξη
αντων. = αντωνυµία µεσ. = µέσο
αόρ. = αόριστος µετβ. = µεταβατικό
απόλ. = απόλυτο µορ. = µόριο
απρόσ. = απρόσωπο µ.τ.φ. = µεταφορικός, -ή, -ό
αριθ. = αριθµός µτχ. = µετοχή
13

αριθµητ. = αριθµητικό πληθ. = πληθυντικός


αυτοπ. = αυτοπαθές προσ. = πρόσωπο
βλ. = βλέπε προφ. = προφέρεται, προφέρονται
δεικτ. = δεικτική πχ. = παραδείγµατος χάριν
διαµ. = διάµεσο ρ. = ρήµα
ενεργ. = ενεργητικό ρηµατ. = ρηµατικό
επίθ. = επίθετο σ.α. = σηµαίνει ακόµη, σηµαίνουν ακόµη
επίρρ. = επίρρηµα συγκρ. = συγκριτικό
επιτατ. = επιτατικό συνδ. = σύνδεσµος
επιφών. = επιφώνηµα συνών. = συνώνυµο-α
ερωτηµ. = ερωτηµατικός, -ή, -ό τακτ. = τακτικό
ουσ. = ουσιαστικό υπερθ. = υπερθετικός
παθ. = παθητικό υποκ. = υποκοριστικό
περιφρ. = περιφραστικός, -ή, -ό
14

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΏΝ

Αισθάνοµαι την ανάγκη να απευθύνω θερµότατες ευχαριστίες στη σύζυγό


µου Ευγενία Τζαµπάζη για την κατανόηση που έδειξε καθόλο το διάστηµα της
συγγραφής του λεξικού και για την ηθική της συµπαράσταση. Στη θεία µου
Ευαγγελία ∆ηµητρίου για τη βοήθειά της στη συλλογή λέξεων και φράσεων.
Στη φιλόλογο Εύα Πολίτου για τη λεξικογραφική βοήθεια που µου παρέσχε σε
ενδιάµεση φάση της δουλειάς µου και τέλος, στον επίτιµο Προϊστάµενο της
∆ιεύθυνσης Πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης Νοµού Ροδόπης, Κωσταντίνο
Εκµεκτσή, για την πολύτιµη βοήθεια που µου παρέσχε σε διάφορες δυσκολίες
που αντιµετώπισα κατά την τελευταία φάση της συγγραφής του έργου αυτού,
καθώς και τη σύζυγό του Σοφία Εκµετσή για την ψυχολογική της υποστήριξη.
15

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαµπινιώτη, Κέντρο


Λεξικολογίας, Αθήνα 1998.
2. Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης, Εκδόσεις Αρµονία Α.Ε.,
Αθήνα 1997
3. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο
Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυµα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1999.
4. Νέον Ορθογραφικόν, Ερµηνευτικόν Λεξικόν, ∆ηµητρίου Β. ∆ηµητράκου,
Εκδοτικός Οίκος Χρ. Γιοβάνης, 1970.
5. Σύγχρονον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσας, Επιτροπής Φιλολόγων,
Ο.Ε.Ε. «ΑΤΛΑΣ», Αθήνα 1961
6. Λεξικό των Συνωνύµων, Κ. ∆ΑΓΚΙΤΣΗ, Εκδόσεις Ι. Γ. Βασιλείου, Αθήνα.
7. Ετυµολογικό Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, Ν.Π. Ανδριώτη, δεύτερη
έκδοση.
8. Παράλληλο Συντακτικό της νέας και της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας,
Γεώργιος Μωραΐτης, Εκδόσεις ∆ηµ. Ν. Παπαδήµα, Αθήνα 1974.
16
17

Το αφιερώνω στο γιο µου Μανόλη


17

Α
α (στερητικό): µπι αβάσταχτος (α) (επίθ.):
π.χ. µπιπεκό = άψητος, µπικιραντό µπισϋρντι(ν)ντό,-ί (κυριολ.
= άβραστος, µπιχαλαντό = άπλυτος, ατράβηχτος)
µπιλονγκλό = ανάλατος. π.χ. µπισϋρντι(ν)ντί σι καγιά ντουκ
(βλ. και χωρίς). = αβάσταχτος είναι αυτός ο πόνος
α (α) (επιφών.): άλε (οµόηχο άλε = Αντίθ. σϋρντι(ν)ντό (µτφ.) =
έλα, πάρε) υποφερτός.
π.χ. άλε! κάνα αβιλό καβά; = α! αβάσταχτος (β) (επίθ.):
πότε ήρθε αυτός;, άλε! γκαντάλ νάι; µπισϋρντιµάσκο,-ι και (άκλ. επίθ.)
= α! έτσι δεν είναι; µπισϋρντιµέ (µπισϋρντιµέ κυριολ.
α (β) (επιφών.): α ατράβηχτος, σ.α. αζύγιστος,
π.χ. α τε κεράβ καϊά µπουκί, α τε ανυπόφορος).
κεράβ κοϊά µπουκί, νασστί γκελόµ (µπισϋρντιµάσκο σ.α. ανυπόφορος,
= α να κάνω αυτή τη δουλειά, α να αφόρητος).
κάνω εκείνη τη δουλειά, δεν π.χ. µπισϋρντιµάσκο σι καβά
µπόρεσα να πάω. τατιπέ = ανυπόφορη είναι αυτή η
άβαθος (άκλ. επίθ.): µπιντερίνι ζέστη.
Αντίθ. ντερίνι = βαθύς. Αντίθ. σϋρντιµάσκο = υποφερτός,
άβαλτος: (βλ. ατοποθέτητος). σϋρντιµέ = τραβηγµένος, υποφερτός,
αβανιά: (βλ. διαβολή). ζυγισµένος.
αβάντα: αβά(ν)τα, η αβάσταχτος (γ) (επίθ.):
π.χ. αβά(ν)τα αβιλέ µανγκέ καλά µπιασταρντό, -ί (κυριολ.
παρέ = αβάντα (χωρίς να κοπιάσω) ακράτητος, άπιαστος, ασύλληπτος,
µου ήρθαν αυτά τα λεφτά, αβά(ν)τα ανέγγιχτος, ως ουσ. µπιασταρντί, η
(χωρίς λεφτά) θέλεις να τρως, = άπιαστη, αδιακόρευτη, η)
καθόλου δε θέλεις να πληρώνεις. Αντίθ. ασταρντό = βασταγµένος,
(αβά(ν)τατζίο, ο = τζαµπατζής, π.χ. κρατηµένος, πιασµένος,
αβά(ν)τατζίο σι ο πφιρνορό! = συλληµµένος, αγγιγµένος, ως ουσ.
τζαµπατζής είναι ο πονηρούλης!, ασταρντί, η = πιασµένη, η
αβά(ν)τατζίκα και αβά(ν)τατζΰκα, η ξεπαρθενεµένη, η.
= τζαµπατζού, αβά(ν)τατζουλούκο, άβαφος (επίθ.): µπιµακχλό,-ί
ο = η ιδιότητα του τζαµπατζή, της π.χ. µπιµακχλό σι ο κχερ = άβαφο
αβάντας). είναι το σπίτι, µπιµακχλί αβιλί κάι
αβάρετος: (βλ. εργατικός, µπιάβ = άβαφη ήρθε στο γάµο.
αχτύπητος). Συνών. µπιρενκλιό =
άβαρος (επίθ.): µπιπφαρό, -ί αχρωµάτιστος, µπιµποϊαµούσσι =
Συνών. λοκό = ελαφρύς αµπογιάτιστος.
Αντίθ. πφαρό = βαρύς, αργός, Αντίθ. µακχλό = βαµµένος,
βραδυκίνητος. µποϊαµούσσι = µπογιατισµένος.
αβασάνιστος (επίθ.): µπιτσεκιάκο, αβάφτιστος (επίθ.): µπιµπολντό,-ί
-ι (σ.α. αταλαιπώρητος). π.χ. ο χουρντό σι ντουέ
µπροσσένγκο ντα ταά µπιµπολντό
18

σι = το παιδί είναι δύο χρονών κι αβγουλιέρα: (βλ. αβγόκασα,


ακόµα αβάφτιστο είναι. αβγοθήκη).
Αντίθ. µπολντό = βαφτισµένος. αβγουλίλα: αρνέσκι–κοκία, η (=
άβγαλτος (επίθ.): µπιικαλντό,-ί αβγού µυρωδιά), αρνέσκι-νταντία,
Αντίθ. ικαλντό = βγαλµένος, η (= αβγού γεύση) και αρνέσκο-
αφαιρεµένος. ντάντι, ο (= αβγού γεύση).
άβγαλτος (β) (επίθ.): αβγουλωτός (επίθ.): αρνέσκο, -ι
µπιικαλνταρντό, -ί (γενική πτώση του ενικού της λέξης
Αντίθ. ικαλνταρντό = βγαλµένος, αρνό = αβγό)
αφαιρεµένος. π.χ. αρνέσκο µπιτσίµι = αβγουλωτό
αβγό: αρνό, ο σχήµα.
π.χ. κιράβ µανγκέ τριν αρνέ = αβγόφετα: αρνέσα-µαρνό, ο (= µε
βράσε µου τρία αβγά, ιρακί ικλιλό αβγό ψωµί)
κατάρ αρνό ντα κερέλπες αµένγκε π.χ. τε πεκάβ τουκέ αρνένσα-
κάι τζανέλ λεν σα = χθες βγήκε από µαρνέ; κα χας; = να σου τηγανίσω
το αβγό και µας παριστάνει ότι τα αβγόφετες; θα φας;
ξέρει όλα, µπεςς κάι κε αρνέ του = αβεβαίωτος: απιστοποίητος.
κάτσε στ’ αβγά σου εσύ. αβελτίωτος: (βλ. αγιάτρευτος).
αβγοειδής (α) (επίθ.): αρναλό,-ί αβιταµίνωση: αβιταµίνοσι, η
αβγοειδής (β) (επίθ.): αρνέσκο,-ι π.χ. ο ντοκτόρι αρακχαντά λεστέ
αβγοθήκη: αρνένγκο-τχαν, ο (= αβιταµίνοσι = ο γιατρός του βρήκε
αβγών θέση) αβιταµίνωση.
αβγοκάλαθο: αρνένγκο-σεπέτο, ο άβλαβος (επίθ.): µπιζαραρέσκο, -ι
αβγόκασα (χάρτινη): αρένγκο-λιλ, Αντίθ. ζαραρλίο = βλαβερός,
ο (=αβγών χαρτί) ζηµιογόνος, ζηµιωµένος.
π.χ. νά τσχου ε αρνένγκε λιλά, αβλεψία: µπιντικχιπέ, ο (σ.α.
λαζΰµι σι µάνγκε = µην πετάς τις απροσεξία, αφροντισιά).
αβγόκασες, τις χρειάζοµαι. Αντίθ. ντικχιπέ = προσοχή,
αβγολέµονο: αρνέσα-λιµόνο, ο κοίταγµα, βλέµµα, εξέταση,
(αρνέσα = µε αβγό, λιµόνο = παρακολούθηση, παρατήρηση.
λεµόνι). αβοήθητος (επίθ.):
αβγότσουφλο: αρνέσκι-κόζζα, η µπιγιαρντουµέσκο,-ι
π.χ. να τσχου τελέ ε αρνένγκε- π.χ. ατσχιλό κόρκορι ντα
κόζζε = µην πετάς κάτω τα µπιγιαρντουµέσκο = έµεινε µόνος
αβγότσουφλα. και αβοήθητος.
αβγουλάδικο:αρνετζιέσκο-ντικιάνο Συνών. µπιαρκαβάκο =
(=αβγουλά µαγαζί) και αρνετζιέσκο ανυπεράσπιστος.
-ντουκιάνο, ο (αβγουλά µαγαζί) άβολα (επίρρ. ως άκλ. επίθ.):
αβγουλάκι: αρνορό, ο ραα(τ)σΰζι
π.χ. χα, µο τσχαβό, κο αρνορό = π.χ. ραα(τ)ΰζι µπεσσάβ = άβολα
φάε, αγόρι µου, το αβγουλάκι σου. κάθοµαι (βλ. και άβολος)
αβγουλάς (α): αρνατζίο, ο Αντίθ. ραάτι = άνετα, άνετος,
αβγουλάς (β): αρνετζίο, ο άνεση, ήσυχος.
π.χ. νακχλό ο αρνετζίο κατάρ αβολεψιά: ραα(τ)σϋζλΰκο, ο
ντικιάνο; = πέρασε ο αβγουλάς από
το µαγαζί; θηλ. αρνετζίκα, η
19

(σ.α. ανησυχία, π.χ. ραα(τ)σϋζλΰκο Συνών. τεµίζι = καθαρός, καθαρά


αταβές µάνγκε = ανησυχία µου Αντίθ. µελαλό = βρόµικος,
φέρνεις) λερωµένος.
Αντίθ. ραατλούκο = άνεση. άβροχος (επίθ.):
άβολος (άκλ.επίθ. και επίρρ.): µπιµπρουσσουµέσκο, -ι (= χωρίς
ραα(τ)σΰζι (σ.α. ανήσυχος) βροχή)
π.χ. ραα(τ)σΰζι σι ο κχερ, µπουτ π.χ. ο µιλάι νακχλό
σικνό σι = άβολο είναι το σπίτι, µπιµπρουσσουµέσκο = το
πολύ µικρό είναι (ως ουσ. καλοκαίρι πέρασε άβροχο.
ραα(τ)σΰζι, ο, ραα(τ)σΰσκα, η). αγάζωτος (επίθ.): µπισουβντό, -ί
αβόσκητος (επίθ.): µπιτσαραρντό,- (κυριολ. άραφτος)
ί και µπιτσαραβντό,-ί Αντίθ. σουβντό = ραµµένος.
π.χ. ντιάς µπουτ γιβ ντα ατσχιλέ ε αγαθεύω (αµετβ. ρ.): αχµάκι-
µπακρέ γεκ τσχον µπιτσαραρντέ = κερντιάβ (= αγαθός,-ή γίνοµαι),
χιόνισε πολύ κι έµειναν τα πρόβατα αχµάκο-κερντιάβ (= αγαθός
ένα µήνα αβόσκητα. γίνοµαι) και αβανάκι-κερντιάβ (=
Αντίθ. τσαραρντό και τσαραβντό = αγαθός γίνοµαι)
βοσκηµένος. π.χ. σας κάι σας α(ν)ντό πο τερνιπέ
αβούλωτος (επίθ.): µπιπφα(ν)ντό, - αβανάκι, ακανά κάι πφουριλό νταά
ι (κυριολ. άκλειστος, σ.α. άδετος, αβανάκι-κερντιλό = ήταν που ήταν
αφυλάκιστος, ακούµπωτος) αγαθιάρης στα νιάτα του, τώρα που
π.χ. µπιπφα(ν)ντέ χυβά = γέρασε αγάθεψε περισσότερο.
αβούλωτες τρύπες. Αντίθ. πφιρνιάβ = πονηρεύοµαι
Αντίθ. πφα(ν)ντό = κλεισµένος, αγαθιάρης: (βλ. αγαθός).
δεµένος, φυλακισµένος, αγαθό (κάθε αντικείµενο):
κουµπωµένος. µανγκίν, ο (σ.α. προϊόν, εµπόρευµα,
αβούτηχτος (επίθ.): µπιµπολντό, ι περιουσία, πραµάτεια).
(σ.α. αβάφτιστος) αγαθοεργία: (βλ. φιλανθρωπία).
Αντίθ. µπολντό = βουτηγµένος, αγαθοεργός: (βλ. φιλανθρωπικός).
βαφτισµένος αγαθοπιστία: αχµακλούκο και
αβράκωτος: (βλ. ξεβράκωτος). αβανακλούκο, ο
άβραστος (επίθ.): µπικιραντό,-ί και Αντίθ. πφιρνιπέ = πονηριά,
µπιταβντό,-ί εξυπνάδα, πονηράδα
π.χ. µπικιραντό µας ντιάν µαν τε σσεητα(ν)νούκο = σατανικότητα,
χαβ; = άβραστο κρέας µου έδωσες µπουτζανγκλιπέ = εξυπνάδα,
να φάω; µπιταβντέ σι ε αρνέ = πονηριά.
άβραστα είναι τα αβγά. αγαθόπιστος (άκλ. επίθ.): αχµάκι
Αντίθ. κιραντό, ταβντό = και αβανάκι (ως ουσ. αχµάκο, ο,
βρασµένος. αχµάκι, η)
άβρετος (επίθ.): µπιαρακχαντό, -ί, π.χ. αχµάκο σι, κολάη πακιάλ κας
µπιρακχαντό, -ί και µπιακχαντό, -ί αβέλα = αγαθόπιστος είναι εύκολα
Αντίθ. αρακχαντό, ρακχαντό και πιστεύει τον οποιοδήποτε (κυριολ.
ακχαντό = εντοπισµένος. αγαθός).
άβρεχτος: (βλ. αµούσκευτος). Αντίθ. πφιρνό= πονηρός, έξυπνος,
αβρόµιστος (επίθ.): µπιµελαλό, -ί µπουτζανγκλό= πολύξερος, έξυπνος,
(σ.α. αλέρωτος) πονηρός, κουρνάζι= πονηρός.
20

αγαθός (α) (άκλ. επίθ.): αβανάκι αγαµία (η κατάσταση του


π.χ. αβανάκι σι, νάι πριρνό = άγαµου): µπεκιαρλούκο, ο (σ.α.
αγαθός είναι, δεν είναι πονηρός. εργενιλίκι, βλ. και εργενιλίκι).
Συνών. λατσχό = καλός. άγαµος (α) (επίθ.): µπιζζενισαρντό
Αντίθ. πφιρνό = πονηρός, και µπιζζενιµέ (άκλ. επίθ.)
τζουνγκαλό = δόλιος, ύπουλος, π.χ. µπιζζενιµέ σι νταά καβά =
νασούλ και φενά = κακός. άγαµος είναι ακόµα αυτός.
αγαθός (β) (άκλ. επίθ.): αχµάκι Αντίθ. ζζενιµέ = έγγαµος.
(ως ουσ. αχµάκο, ο, αχµάκι, η) άγαµος (β) (επίθ.): µπεκιάρι,-κα
π.χ. αχµάκι κχόνικ νάι αβγκιέ, και (άκλ. επίθ.) µπεκιάρι
πφιρνιλί η ντουνιάβα = αγαθός π.χ. µπεκιάρι σι λεσκό τσχαβό =
κανείς δεν είναι σήµερα, άγαµος είναι ο γιος του.
πονηρεύτηκε ο κόσµος. (βλ. και εργένης, εργένισσα).
αγαθοσύνη (α): αβανακλούκο, ο αγανάκτηση: µπουκτισαριπέ και
Αντίθ. πφιρνιπέ = πονηριά, µπουκµάκο, ο
τζουνγκαλιπέ = υπουλία, π.χ. ο µπουτ µορµισαριπέ
υπουλότητα, δολιότητα, φεναλούκο α(ν)ταβέλ µπουκµάκο = η πολλή
και νασουλιπέ = κακία, κακοσύνη. γκρίνια φέρνει αγανάκτηση.
Συνών. λατσχιπέ = καλοσύνη, καλό Συνών. χολί = θυµός, οργή, χολή.
(το). αγανακτισµένος (µτχ):
αγαθοσύνη (β): αχµακλούκο, ο µπουκτισαρντό,-ί
π.χ. κατάρ κο αχµακλούκο σΰρντες Συνών. χολιναλό, χολιαλό =
καλέν, κάι νάι σαν πφιρνό ιτς = από εκνευρισµένος, θυµωµένος.
την αγαθοσύνη σου τα τραβάς αγανακτώ (α) (αµετβ. ρ.):
αυτά, που δεν είσαι πονηρός µπουκούιαβ (προφορά µε συνίζηση
καθόλου. ια) και µπουκτισάβαβ, µπουκτισάαβ
αγαθότητα: (βλ. αγαθοσύνη). π.χ. µπουκτούµ κατάρ καγιά
αγαθούλης (άκλ. επίθ.): αβανακίσι µπουκί = αγανάκτησα απ’ αυτή τη
π.χ. αβανακίσι σι, χοχαντέ λε = δουλειά, µπουκτισάιλο µο γκι
αγαθούλης είναι, τον ξεγέλασαν. τούταρ = αγανάκτησε η ψυχή µου
Αντίθ. πφιρνορό = πονηρούλης. από σένα.
αγαλλιάζω: (βλ. χαίροµαι). Συνών. χολάαβ = θυµώνω (αµετβ.),
αγαλλίαση: (βλ. χαρά). εκνευρίζοµαι, χολί-ντάµαν =
άγαλµα: άγαλµα, ο συγχίζοµαι, χολί-πφερντιάβ =
π.χ. (µτφ.) σο ντικχλόµ λε, άγαλµα οργίζοµαι, εξοργίζοµαι.
ατσχιλόµ = µόλις τον είδα, άγαλµα αγανακτώ (α) (µετβ. ρ.):
έµεινα. µπουκτισαράβ και µπουκτουρίαβ
αγαλµατένιος (επίθ.): π.χ. µπουκτισαρντέ µαν καλά
αγαλµατέσκο, ι. χουρντέ = µε αγανάκτησαν αυτά τα
αγαλµατίδιο: σικνό-άγαλµα, ο παιδιά.
(κατά λέξη: µικρό άγαλµα). Συνών. χολί-νταβ = συγχύζω,
αγαλµάτιο: βλ. αγαλµατίδιο. χολαράβ, χολιαράβ = θυµώνω
αγάµητος (επίθ.): (µετβ.), χολιναράβ = εκνευρίζω,
µπιµπουλιντι(ν)ντό, -ί χολί-πφεράβ = οργίζω, εξοργίζω.
Αντίθ. µπουλιντι(ν)ντό = αγανακτώ (β) (αµετβ. ρ.): µο-γκι-
γαµηµένος, γαµιόλης, πούστης. καλόλ (= η ψυχή µου µαυρίζει)
21

π.χ. καλιλό µο γκι κατάρ κο µανούςς σι, ιν σεβιλίορ = κρύος


µορµισαριπέ = αγανάκτησα από τη άνθρωπος είναι, δεν αγαπιέται.
γκρίνια σου (κυριολ. µαύρισε η αγαπιέµαι (β) (αµετβ. ρ.):
ψυχή µου από τη γκρίνια σου), του µανγκάµαν
κερές µανουσσέ τε καλόλ λεσκό γκι π.χ. µο τσχαό ντα κι τσχέι
= εσύ κάνεις τον άνθρωπο να µανγκένπες = ο γιος µου και η κόρη
αγανακτήσει (κυριολ. εσύ κάνεις σου αγαπιούνται.
τον άνθρωπο να µαυρίσει η ψυχή αγαπώ (αµετβ. και µετβ. ρ.):
του). µανγκάβ και σεβίαβ
αγανακτώ (β) (µετβ. ρ.): γκι- π.χ. (στίχος από ποίηµα Γ. Αλεξίου
καλαράβ (= ψυχή µαυρίζω) «ο ντερίνι µανγκιπέ» (= η βαθιά
π.χ. µο γκι-καλαρντάν, νι µανγκάβ αγάπη) να άτσι τε µανγκές, κάνα
τουτ = µε αγανάκτησες, δε σε θέλω ατσχόν τε µανγκέν τουτ = µη
(κυριολ. µου µαύρισες τη ψυχή, δε σταµατάς ν’ αγαπάς, όταν πάψουν
σε θέλω). να σ’ αγαπούν, πε ντα νταά µπουτ
αγάνωτος (επίθ.): µπιανουσαρντό,- σεβίορ κατάρ πο ντατ = τη µάνα
ί του πιο πολύ την αγαπάει από τον
Αντίθ. ανουσαρντό = γανωµένος. πατέρα του, νι µανγκέλ τουτ·
αγάπη: µανγκιπέ, ο και σεβγκία, η, νταλγκάβα κχελέλ τούσα = δε σε
και σεβµέκο, ο αγαπάει· σε κοροϊδεύει.
π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου (βλ. µανγκάβ στα λήµµατα θέλω,
«σικλιάρ µαν τε µανγκάβ» (= µάθε επιθυµώ, ζητώ).
µε ν’ αγαπώ)) σικάβ µανγκέ ο αγγαρεία: ανγκαρία, η
ντροµ ε µανγκιµάσκο, τζι τε µεράβ π.χ. ο λοχία τχοντά µαν τε κεράβ
λε τε πφιράβ = δείξε µου το δρόµο ανγκαρία = ο λοχίας µ’ έβαλε να
της αγάπης, µέχρι να πεθάνω αυτόν κάνω αγγαρεία.
να περπατώ, ιν σικαντάν µανγκέ αγγαρεύω (µετβ. ρ): (ανγκαριάτε-
τσατσουκανί σεβγκία = δεν µου τχαβ = σε αγγαρία βάζω)
έδειξες αληθινή αγάπη (µανγκιπέ αγγάστρωτη (η): µπικχαµναρντί, η
σ.α θέληση, ζήτηση, επιθυµία). Αντίθ. κχαµναρντί = γκαστρωµένη
αγαπητικιά: γιαβουκλούκα, η αγγείο (σκεύος χάλκινο ή
π.χ. λεσκί γιαβουκλούκα σι καγιά µεταλλικό για γέµισµα νερού):
= η αγαπητικιά του είναι αυτή, (σ.α. γκύµο, ο (= γκιούµι) και κικιάι, η
ερωµένη). π.χ. λε ο γκύµο ντα τζα πφερ λε παΐ
αγαπητικός: γιαβουκλούιο (προφ. κατάρ τσεσσµάβα = πάρε το αγγείο
µε συνίζηση ιο) και γιαβουκλίο, ο και πήγαινε να το γεµίσεις νερό από
π.χ. αβιλό λακό γιαβουκλίο = ήρθε τη βρύση, φουλάρ η κικιάι κατάρ η
ο αγαπητικός της, (σ.α. ερωµένος). σόµπα, τατιλό ο παΐ = κατέβασε το
αγαπητός (επίθ.): σεβγκιλίο,-ίκα αγγείο από τη θερµάστρα,
π.χ. καγιά σι λεσκί ένι σεβγκιλίκα ζεστάθηκε το νερό.
τσχέι = αυτή είναι η πιο αγαπητή (υποκ.) κικιαίσα, η.
του κόρη. αγγελάκι: µελεκιαβίσα, η.
αγαπιέµαι (α) (αµετβ. ρ.): αγγελιοφόρος: αµπερτζίο, ο, θηλ.
σεβιλίαβ αµπερτζίκα, η.
π.χ. σεβιλίορ καβά χουρντό = άγγελµα: (βλ. είδηση, µήνυµα).
αγαπιέται αυτό το παιδί, σσουντρό
22

αγγελόµορφος: (βλ. π.χ. κερ µανγκέ σάλαταλούκο ντα


αγγελοπρόςωπος). = φτιάξε µου και
αγγελοπρόσωπος (α) (επίθ.): αγγουροντοµατοσαλάτα.
µελεκιαβάκο(-ι) –µόσκο, -ι. άγδαρτος (επίθ.): µπιουζζαρντό,-ί
αγγελοπρόσωπος (β) (επίθ.): (σ.α. αξεφλούδιστος).
σσουκαρέ-µόσκο, -ι (κατά λέξη: Αντίθ. ουζζαρντό = γδαρµένος,
οµορφοπρόσωπος). ξεφλουδισµένος.
άγγελος: µελεκιάβα, η αγδίκιωτος (επίθ.):
Αντίθ. µπενγκ = διάβολος, σσεϊτάνο µπιι(ν)τικαµέσκο, -ι (= χωρίς
= σατανάς. εκδίκηση)
άγγιγµα: ε(λ)λεµέκο, ο π.χ. µπιι(ν)τικαµέσκο νι κα µουκάβ
αγγιγµένος (α) (επίθ. µτχ.): µε νταντέσκο ρατ, κα λαβ
ασταρντό, -ι (κυριολ. πιασµένος, ι(ν)τικάµο = αγδίκιωτο δε θα
κρατηµένος, συλληµένος) αφήσω το αίµα του πατέρα µου, θα
Αντίθ. µπιασταρντό = άπιαστος, πάρω εκδίκηση.
ακράτητος, ασύλληπτος, ανέγγιχτος. άγδυτος (επίθ.): µπινανγκιαρντό, -ί
αγγιγµένος (β) (άκλ. επίθ.): και µπινανγκαρντό, -ι
ε(λ)λεµίσσι Συνών. βουραντό = ντυµένος,
π.χ. νάι ε(λ)λεµίσσι λακί τσχέι = φορεµένος.
δεν είναι αγγιγµένη η κόρη της. Αντίθ. νανγκιαρντό και νανγκαρντό
αγγίζω (µετβ. ρ.): ε(λ)λέαβ και = γυµνωµένος, γδυµένος.
ασταράβ άγειρτος: (βλ. αλύγιστος).
π.χ. ούτε τε ε(λ)λέον λε νι µανγκέλ αγελάδα (α): γκουρουβνί, η
= ούτε να τον αγγίξουν δε θέλει, π.χ. καγιά γκουρουβνί σι κχαµνί =
µελαλέ βαστένσα να αστάρ κε αυτή η αγελάδα είναι έγκυος, να χα
γιακχά = µε λερωµένα χέρια µην µπουτ, σαρ γκουρουβνί κερντιλάν =
αγγίζεις τα µάτια σου. µην τρως πολύ, σαν αγελάδα έγινες.
(ασταράβ κυριολ. = πιάνω, κρατώ). (γκουρούβ = βόδι).
άγγιχτος: (βλ. ανέγγιχτος). αγελάδα (β): µα(ν)ντάβα, η
Αγγλία: Ίνγκιλιζλίκο, ο. π.χ. καζόµ µα(ν)ντάβε σίτουτ; =
Άγγλος: Ινγκιλίζι, ο. πόσες αγελάδες έχεις;
Αγγλίδα (η): Ινγκιλίσκα, η. αγελαδάρης (α): µα(ν)νταβένγκο-
αγγλικός (επίθ.): ινγκιλιζένγκο,-ι τσοµπάνο, ο (αγελάδων βοσκός),
π.χ. ινγκιλιζένγκι τσχιπ = αγγλική θηλ. µα(ν)νταβένγκι-τσοµπάνκα, η.
γλώσσα. αγελαδινός (α) (επίθ.):
αγγλόφωνος (επίθ.): ινγκιλιζένγκο- γκουρουβνάκο,-ι
τσχιµπάκο,-ι (= αγγλόγλωσσος). π.χ. γκουρουβνάκο τφουτ =
αγγουράκι: σαλατίσα, η. αγελαδινό γιαούρτι, γκουρουβνάκο
αγγούρι: σαλάτα, η και µας = αγελαδινό κρέας.
γκρασταβέζι, ο αγελαδινός (β) (επίθ.):
π.χ. ουζζαράβ η σαλάτα = µα(ν)νταβάκο,-ι
ξεφλουδίζω το αγγούρι. π.χ. µα(ν)νταβάκο σούτι =
αγγουριά (α): γκρασταβεζιλίν, η. αγελαδινό γάλα.
αγγουριά (β): σαλαταλίν, η. αγελαδίσιος: (βλ. αγελαδινός).
αγγουροντοµατοσαλάτα: αγελαδίτσα (α): γκουρουβνορί, η.
σάλαταλούκο, ο αγελαδίτσα (β): µα(ν)νταβίσα,η.
23

π.χ. µουλί η µα(ν)νταβίσα = Αντίθ. πφουρταρντό =


ψόφησε η αγελαδίτσα. γεφυρωµένος.
αγέλαστος (επίθ.): µπιασαη(ν)ντό,- αγιάζι (α): αγιάζι, ο
ί π.χ. αγιάζι ικλιλό αβρί, βουράβτουτ
π.χ. λεσκό µούι σα µπιασαη(ν)ντό κα σσιλάβος = αγιάζι βγήκε έξω,
σι = το πρόσωπό του όλο αγέλαστο ντύσου, θα κρυώσεις.
είναι. αγιάζι (β): αϊάζι, ο (προφ. µε
Αντίθ. ασαη(ν)ντό = γελαστός. συνίζηση ια) (σ.α. ψύχρα)
αγέλη: (βλ. κοπάδι). αγιάτρευτος (α) (επίθ.):
αγένεια: (βλ. αδιαντροπιά). µπιλατσχαρντό,-ί (κυριολ.
αγέµιστος (επίθ.): µπιπφερντό,-ί ακαλυτέρευτος)
π.χ. µουκλάς ε πιπέρα µπιπφερντέ π.χ. µπιλατσχαρντό νασφαλιπέ =
= άφησε τις πιπεριές αγέµιστες. αγιάτρευτη αρρώστια.
Αντίθ. πφερνταρντό = γεµισµένος, (σ.α. αβελτίωτος, αδιόρθωτος,
πφερντό = γεµάτος, γεµισµένος, απεριποίητος, ατακτοποίητος).
πλήρης. Αντίθ. λατσχαρντό = γιατρεµένος,
αγενής: (βλ. αδιάντροπος). βελτιωµένος, διορθωµένος, έτοιµος,
αγέννητος (επίθ.): µπιµπια(ν)ντό,-ί περιποιηµένος, τακτοποιηµένος.
π.χ. µπιµπια(ν)ντό σάνας του νταά, αγιάτρευτος (β) (επίθ.):
κάνα κερντιλόσας καβά σσέι = µπιντερµανέσκο,-ι
αγέννητος ήσουν εσύ ακόµη, όταν αγίνωτος (επίθ.): µπικερντό,-ί
είχε γίνει αυτό το πράγµα. π.χ. µπικερντό σι ο χουρµπουζό =
Αντίθ. µπια(ν)ντό = γεννηµένος. αγίνωτο είναι το καρπούζι.
αγέρας: (βλ. αέρας). (βλ. και άγουρος, ανώριµος).
αγέραστος (επίθ.): Αντίθ. κερντό = γινωµένος,
µπιπφουραρντό,-ί φτιαγµένος.
Αντίθ. πφουραρντό = γερασµένος. άγιος (α) (επίθ.): άγιος,-α
άγερτος: (βλ. αλύγιστος). π.χ. άγιος καβά µανούςς, µπουτ
αγερωχία: (βλ. υπερηφάνεια). λατσχό σι = άγιος είναι αυτός ο
αγέρωχος (επίθ.): µπαρικανό, -ί άνθρωπος, πολύ καλός είναι.
(σ.α. αλαζόνας, υπερήφανος, άγιος (β): Ντεβλέσκο-µανούςς, ε
καυχησιάρης, µεγαλοµανής) (κυριολ. άνθρωπος του Θεού).
π.χ. µπαρικανό πφιριπέ = αγέρωχο αγκαθάκι: καρνορό, ο.
περπάτηµα. αγκαθένιος: (βλ. αγκαθωτός).
άγευστος (επίθ.): µπινταντιάκο,-ι αγκάθι: καρνό, ο.
και (άκλ. επίθ.): ντα(τ)σΰζι (σ.α. π.χ. ντιάς α(ν)ντί µι νάι καρνό =
ανούσιος, νταντία και ντάντι = µπήκε στο δάχτυλό µου αγκάθι,
γεύση, νοστιµιά, ουσία). (αλληγ.) οπρά καρνέ µπεσσάβ =
π.χ. µπινταντιάκι κερντιλί η ζουµί πάνω στ’ αγκάθια κάθοµαι,
= άγευστο έγινε το φαγητό, (αλληγ.) µιλάσκο αρακχές ο µαρνό
ντα(τ)σΰζι σι η ζουµί = άγευστο παλό καρνό = το καλοκαίρι
είναι το φαγητό. βρίσκεις το ψωµί πίσω από το
αγεφύρωτος (επίθ.): αγκάθι (δηλ. το καλοκαίρι
µπιπφουρτάκο,-ι βολεύεσαι εύκολα).
π.χ. µπιπφουρτάκι λεν = αγκαθιά: καρναλιπέ, ο.
αγεφύρωτο ποτάµι.
24

αγκαθιάζω (αµετβ. ρ.): καρνέ - (κυριολ. τρυπώ τον εαυτό µου,


πφερντιάβ (= αγκάθια γεµίζω). µέση διάθεση, τρυπιέµαι)
αγκαθότοπος: καρναλό-τχαν, ο. π.χ. σαρ σουβάβ χϋβαρντόµαν ε
αγκαθωτός (επίθ.): καρναλό,-ί σουβάσα = καθώς έραβα
π.χ. καρναλό τέλι = αγκαθωτό αγκυλώθηκα µε τη βελόνα.
σύρµα. αγκυλώνω (µετβ. ρ.): χϋβαράβ
αγκαλιά: ανγκάλι, η (κυριολ. τρυπώ µετβ.)
π.χ. λε εµπούκα ε χουρντέ α(ν)ντί π.χ. χϋβαρέν µαν κε σακάλα,
κι ανγκάλι = πάρε το παιδί λίγο ρά(ν)ντε τουτ = µ’ αγκυλώνουν τα
στην αγκαλιά σου. γένια σου, ξυρίσου.
αγκαλιάζοµαι (αµετβ. ρ.): Άγκυρα: Άνγκαρα, η.
ανγκάλι-ντάµαν αγκώνας (α): κόνιακο, ο
π.χ. ντιέπες-ανγκάλι ντα πασστιλέ π.χ. τσαλάντιλο κάι πο κόνιακο =
= αγκαλιάστηκαν και κοιµήθηκαν. χτύπησε στον αγκώνα του.
αγκαλιάζω (µετβ. ρ.): ανγκάλι- αγκώνας (β): κούι, η (το τµήµα του
νταβ (= αγκαλιά δίνω) χεριού από τον ώµο ως τον καρπό,
π.χ. σο ντικχλά µαν ντιά µαν βλ. και χέρι).
ανγκάλι ντα τσουµιντά µαν = µόλις π.χ. τσαλαντά µαν πε κουϊάσα = µε
µε είδε µ’ αγκάλιασε και µε φίλησε. χτύπησε µε τον αγκώνα του
αγκάλιασµα: ανγκαλιπέ, ο. (υποκ.) κουϊορί, η.
αγκαλιασµένος (µτχ. ως επίθ.): άγλυκος (επίθ.): µπιγκουγκλό,-ί
ανγκαλι(ν)ντό,-ί και Αντίθ. γκουγκλό = γλυκός.
ανγκαλιντι(ν)ντό,-ί άγλωσσος (επίθ.): µπιτσχιµπάκο,-ι
π.χ. πφιρένας ανγκαλι(ν)ντέ = Συνών. λαλορό, τσχι(ν)ντέ-
περπατούσαν αγκαλιασµένοι. τσχιµπάκο = µουγγός, βουβός.
αγκαλιαστός: (βλ. αγκαλιασµένος). άγναθος (επίθ.): µπιτσεναβάκο, -ι
αγκαλίτσα: ανγκαλορί και (= χωρίς σαγόνι).
ανγκαλίσα, η. αγνάντεµα: ντουράλ-ντικχιπέ, ο (=
αγκίδα: σικνό-καςς, ο (κυριολ. από µακριά κοίταγµα).
µικρό ξύλο) αγναντεύω (µετβ. ρ.): ντουράλ-
π.χ. σικνό-καςς ντιά α(ν)ντί µι νάι ντικχάβ (= από µακριά κοιτάζω)
= αγκίδα µπήκε στο δάχτυλό µου. π.χ. ντουράλ-ντικχάβ ο ντενίζι =
άγκιστρο: (βλ. γάντζος). αγναντεύω τη θάλασσα.
αγκλίτσα (α): ανγκλούτσα, η (σ.α. αγνάντι: (βλ. αγνάντια).
µπαστούνι). αγνάντια (επίρρ.): µαµουϊάλ
αγκλίτσα (β): τσοµπανένγκι-ροβλί (προφ. µε συνίζηση ια) και
και τσοµπανένγκι-ροβλίκ, η µαµουγιάλ
(τσοµπανένγκι = βοσκών, ροβλί και π.χ. µπεσσλό µαµουϊάλ ο κχαµ =
ροβλίκ = βέργα, ραβδί, ρόπαλο). έκατσε αγνάντια στον ήλιο (βλ. και
αγκρέµιστος (επίθ.): µπιπεραντό,-ί απέναντι).
(σ.α. ακατεδάφιστος, άπεφτος). αγνάντιος (επίθ.): µαµουϊτνό, -ι
Αντίθ. περαντό = γκρεµισµένος, και µαµουγιαλτνό, -ι (βλ. και
πεσµένος, κατεδαφισµένος. αντικρυνός).
αγκύλωµα: χϋβαριπέ, ο (κυριολ. άγνεθος (επίθ.): µπιµπριβντό,-ί
τρύπηµα) χϋβαρντό, -ί (κυριολ. (σ.α. αµάδητος).
τρυπηµένος, τρύπιος) χϋβαράµαν Αντίθ. µπριβντό = γνεµένος, µαδη-
25

µένος. π.χ. µακχλάς πε µπαλά ντα


άγνοια: µπιτζανιπέ, ο (µπι = α µπιπιντζαρντί κερντιλί = έβαψε τα
στερητικό, χωρίς, τζανιπέ, ο = µαλλιά της κι αγνώριστη έγινε.
γνώση από το ρήµα τζανάβ = ξέρω) (βλ. και άγνωστος).
Αντίθ. τζανιπέ = γνώση. αγνώµονας: (βλ. αχάριστος).
αγνότητα (α): τεµίζι-γκι, ο (κυριολ. αγνωµοσύνη: (βλ. αχαριστία).
καθαρή ψυχή), µπιπφιρνιπέ, ο άγνωρος: (βλ. αγνώριστος,
(κυριολ. απονηρεψιά), άγνωστος).
αβανακλούκο, ο (= αγαθότητα, αγνωσία: (βλ. ανηξερία).
αγαθοσύνη) άγνωστος (επίθ.): µπιπιντζαρντό,-ί
π.χ. µε, µε τεµίζι-γκέσα κεράβας π.χ. µπιπιντζαρντέ µανουσσέ(ν)ντε
λέσκε αµαλιπέ, βο παλέ µανγκέλας να πουτάρ κο γκι = σε άγνωστους
τε χοχαβέλ µαν = εγώ µε την ανθρώπους µην ανοίγεις την ψυχή
καθαρή µου ψυχή (την αγνότητά σου, µπιπιντζαρντό σι µανγκέ καβά
µου) του έκαµνα φιλία (παρέα), µανούςς = άγνωστος µου είναι
αυτός πάλι ήθελε να µε ξεγελάσει. αυτός ο άνθρωπος.
Αντίθ. νασουλιπέ, κετυλύκο, Αντίθ. πιντζαρντό = γνωστός.
φεναλούκο = κακία, κακοσύνη, αγορά (τόπος): τσαρσσία, η και
κακότητα, κακό, πφιρνιπέ = µασσκαρέ (η λέξη µασσκαρέ
πονηριά, εξυπνάδα. προήλθε από τη λέξη µασσκάρ =
αγνότητα (β) (για ανύπαντρες µέση και δεν έχει άρθρο, γιατί
γυναίκες): τσχεηπέ, ο (κυριολ. µασσκαρέ = στη µέση)
παρθενία, παρθενιά, σ.α. τα µκράτα π.χ. τζαβ κάι τσαρσσία τε κινάβ
των κοριτσιών έως την εφηβική χαπέ = πάω στην αγορά να
ηλικία, έως τη στιγµή που χάνουν αγοράσω τρόφιµα, πφα(ν)ντί σι
την παρθενία τους, που αβγκιέ η τσαρσσία = κλειστή είναι
παντρεύονται) σήµερα η αγορά, τε τζάσα
π.χ. µπούσσουκαρ σας καϊά κάι πο µασσκαρέ τε κινές µανγκέ ντούι
τσχεηπέ, σαρ εβλε(ν)ντί ντα κερντά κίλορα ντοµάτε = αν πας στην
χουρντέ, γκελίταρ λακί σσουκ = αγορά να µου αγοράσεις δυο κιλά
πανέµορφη ήταν αυτή στην ντοµάτες.
παρθενία της (όταν ήταν ανύπαντρη αγορά (εµπορεύµατος): κινιπέ, ο
στα χρόνια της εφηβικής ηλικίας), π.χ. ο κινιπέ εκχέ τοµαφιλέσκο = η
καθώς παντρεύτηκε κι έκανε αγορά ενός αυτοκινήτου.
παιδιά, έφυγε η οµορφιά της. Αντίθ. µπικινιπέ = πώληση,
αγνός (επίθ.): µπιπφιρνό,-ί (= πούληµα.
απονήρευτος) και τεµίζι-γκέσκο,-ι αγοράζοµαι (αµετβ. ρ.): κι(ν)ντιάβ
(= καθαρόψυχος) π.χ. ζόρι κι(ν)ντόλ αβγκιέ εκ κχερ
Συνών. λατσχέ-γκέσκο = = δύσκολα αγοράζεται σήµερα ένα
καλόψυχος. σπίτι.
Αντίθ. πφιρνό = πονηρός, Αντίθ. µπικί(ν)ντιαβ = πουλιέµαι.
τζουνγκαλό = δόλιος, ύπουλος. αγοράζω (α) (µετβ. ρ.): κινάβ
αγνώριστος (επίθ.): π.χ. καζόµ παρέ κι(ν)ντάν καβά
µπιπι(ν)τζαρντό,-ί τοµαφίλι; = πόσα λεφτά αγόρασες
αυτό το αυτοκίνητο;, κίντελ παρέ
για τε κινέλ µοτόρι = µαζεύει
26

χρήµατα για να αγοράσει µηχανάκι, π.χ. κι(ν)ντό σι καβά κχερ =


σο κι(ν)ντάς τουκέ κο ντατ; = τι αγορασµένο είναι αυτό το σπίτι.
σου αγόρασε ο πατέρας Συνών. κι(ν)ντικανό = αγοραστός.
σου;,(αλληγ.) βο µπικνέλ τουτ ντα Αντίθ. µπικι(ν)ντό = πουληµένος.
κινέλ τουτ = εκείνος σε πουλάει και αγοραστικός (επίθ.): κινιµάσκο, -ι
σ’ αγοράζει. ( = αγοράσµατος).
Αντίθ. µπικινάβ = πουλώ. αγοραστός (επίθ.): κι(ν)ντικανό,-ί
αγοράζω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): π.χ. κι(ν)ντικανό µαρνό =
κι(ν)νταράβ (= βάζω να αγοράσει- αγοραστό ψωµί.
ουν, κάνω να αγοράσει-σουν, κάνω Συνών. κι(ν)ντό = αγορασµένος.
να αγοραστεί-ούν) αγορέ (επίρρ.): αγορέ
π.χ. κι(ν)νταρντάν µα(ν)ντέ καβά π.χ. τσχι(ν)νταρντά πε µπαλά
τσχορντό τοµαφίλι = µ’ έκανες να αγορέ λεσκί ροµνί = κούρεψε τα
αγοράσω αυτό το ρηµαγµένο µαλλιά της αγορέ η γυναίκα του.
αυτοκίνητο, κα κι(ν)νταράβ λεστέ αγόρι: τσχαβό και τσχαό, ο
καβά κχερ = θα τον βάλω να π.χ. κάσκο σι καβά τσχαβό; =
αγοράσει αυτό το σπίτι. ποιανού είναι αυτό το αγόρι; λεσκί
Αντίθ. µπικι(ν)νταράβ = βάζω να ροµνί µπια(ν)ντάς τσχαβό = η
πουλήσει -ουν, κάνω να πουλήσει - γυναίκα του γέννησε αγόρι.
ουν, κάνω να πουληθεί–ούν. (βλ. και γιος).
αγοραίος (α) (επίθ.): τσαρσσιάκο, - Αντίθ. τσχέι = κορίτσι.
ι (από τη λέξη τσαρσσία = αγορά αγορίστικος (επίθ.):
(τόπος)). µρουσσικανό,-ί (= αρσενικός,
αγοραίος (β) (επίθ.): κινιµάσκο, -ι ανδρικός).
(από τη λέξη κινιπέ = αγόρασµα, Αντίθ. τσχεϊκανό = κοριτσίστικος.
αγορά (εµπορεύµατος)). αγουρέλαιο: ζετινέσκο-κχιλ, ο και
αγοράκι: τσχαβορό και τσχαορό, ο ζετίνο, ο (κυριολ. ελαιόλαδο).
π.χ. σαβό σσουκάρ τσχαβορό σι αγουρίδα: µπικερντί-ντρακ, η (=
καβά! = τι όµορφο αγοράκι είναι άγουρο σταφύλι).
αυτό! αγουρόλαδο: (βλ. αγουρέλαιο).
Αντίθ. τσχεϊορί = κοριτσάκι. αγουρούτσικος (επίθ.):
αγορανοµία: αγορανοµία, η µπικερντορό,-ί.
π.χ. αβιλί η αγορανοµία αβγκιέ κάι άγουρος (επίθ.): µπικερντό,-ί
λεσκό ντουκιάνο ντα κερντά (κυριολ. = αγίνωτος)
κο(ν)τρόλι = ήρθε η αγορανοµία π.χ. µπικερντέ σι ε τσιρισσά, ιν
σήµερα στο µαγαζί του και έκανε χα(ν)ντόν = άγουρα είναι τα
έλεγχο. κεράσια, δεν τρώγονται.
αγοραπωλησία (α): τουτζαρλούκο, Αντίθ. κερντό = γινωµένος, ώριµος,
ο (κυριολ. εµπορία, εµπόριο). φτιαγµένος.
αγοραπωλησία (β): αλϋζβερίσσι αγουρωπός: (βλ.άγουρος).
και αλιζβερίσσι, ο (κυριολ. αγράµµατος (α) (επίθ.):
δοσοληψία, αλισβερίσι). αγράµατο,-ι και µπιγιαζιάκο,-ι
αγόρασµα: (βλ. αγορά αγράµµατος (β) (άκλ. επίθ.):
(εµπορεύµατος)). γιαζϋσΰζι (σ.α. άγραφος –η)
αγορασµένος (µτχ.): κι(ν)ντό,-ί
27

π.χ. γιαζϋσΰζι µανούςς, σο τε κερέλ αγριοκόκορας: γιαµπανάβα-


τούκε! = αγράµµατος άνθρωπος, τι µπασσνό, ο.
να σου κάνει! αγριοκόριτσο: γιαµπανάβα-τσχορί,
Αντίθ. γιαζϋτζίο = η.
γραµµατιζούµενος, γραφιάς. αγριόκοτα: γιαµπανάβα-κχαϊνί, η.
αγραµµατοσύνη: αγραµατοσίνι, η. αγριοκούνελο: γιαµπανάβα-
αγρατσούνιστος (επίθ.): ταβουσσάνο, ο.
µπιτσϋζγκιάκο, -ι και αγριολάχανο: γιαµπανάβα-σσαχ, ο.
µπιτσιζγκιάκο, - (= χωρίς γραµµή, αγριολούλουδο: γιαµπανάβα-
χωρίς χαρακιά, χωρίς ρίγα) λουλουγκί,η.
π.χ. ούτε εκ τσιζγκία νάι οπρά αγριοµάτης: γιαµπανάβα-
τοµαφίλι, µπιτσιζγκιάκο σι = ούτε γιακχένγκο, -ι.
µια χαρακιά δεν έχει πάνω το αγριόµελο: αβγκίν, ο (κυριολ. µέλι)
αυτοκίνητο, αγρατσούνιστο είναι. αγριοµηλιά: γιαµπανάβα-
άγραφος (άκλ. επίθ.): µπιγιαζϋλΰ πφαµπαλίν, η.
και γιαζϋσΰζι (γιαζϋσΰζι σ.α. αγριόµηλο: γιαµπανάβα-πφαµπάι,
αγράµµατος). η.
π.χ. µπιγιαζϋλΰ λιλ = άγραφο χαρτί αγριοµούρης (επίθ.): γιαµπανάβα-
Αντίθ. γιαζϋλΰ = γραµµένος -η, µουέσκο,-ι και γιαµπανάβα-µόσκο,-
εγγεγραµένος. ι
αγριάγγουρο: γιαµπανάβα-σαλάτα, π.χ. σο γιαµπανάβα-µόσκο σι καβά
η. µανούςς! ιτσ νι ασάλ = τι
αγριάγκαθο: µπαρό-καρνό, ο αγριοµούρης είναι αυτός ο
(κυριολ. µεγάλο αγκάθι) άνθρωπος! δε
π.χ. µπαρέ-καρνέ σι αν ταρλάβα = γελάει καθόλου.
αγριάγκαθα υπάρχουν στο χωράφι. αγριόξυλο: γιαµπανάβα-καςς, ο.
αγριάνθρωπος: γιαµπανάβα- αγριόπαπια: γιαµπανάβα-παπίν, η
µανούςς, ο. (σ.α. αγριόχηνα).
αγριαπιδιά: (βλ. αγριαχλαδιά). αγριοπούλι: γιαµπανάβα - τσιρικλί,
αγριαχλαδιά: γιαµπανάβα- η.
α(µ)µπρολίν, η. αγριοπρόσωπος: (βλ.
αγριεύω (αµετβ. ρ.): γιαµπανάβα - αγριοµούρης).
κερντιάβ (= άγριος γίνοµαι). άγριος (άκλ. επίθ.): γιαµπανάβα
αγριόγατα: γιαµπανάβα-πισίκα, η. π.χ. γιαµπανάβα αϊβάνο = άγριο
αγριογούρουνο: γιαµπανάβα- ζώο, γιαµπανάβα σι ο γκρας, νασστί
µπαλιτσχό, ο. κα ικλές λε = άγριο είναι το άλογο,
αγριοκαίρι: τουφα(ν)νούκο, ο. δεν θα µπορέσεις να το καβαλήσεις.
αγριόκαιρος: (βλ. αγριοκαίρι). αγριόσκυλο: γιαµπανάβα -
αγριοκάτσικο: γιαµπανάβα- τζουκέλ, ο
κετσίκα, η. π.χ. γιαµπανάβα-τζουκέλ σι καβά,
αγριοκερασιά: γιαµπανάβα- µπουτ ντα(ν)νταλέλ! = αγριόσκυλο
τσιρισσιλίν, η. είναι αυτό, πολύ δαγκώνει!
αγριοκέρασο: γιαµπανάβα-τσιρίςς, αγριοσυκιά: γιαµπανάβα-
η. ιντζιρκιλίν, η.
αγριοκοίταγµα: γιαµπανάβα- αγριότητα: γιαµπαναλούκο, ο.
ντικχιπέ, ο. αγριότοπος: γιαµπανάβα - τχαν, ο.
28

αγριόχηνα: γιαµπανάβα-παπίν, η αγροτόσπιτο: λετζµπερένγκο-κχερ,


(σ.α. αγριόπαπια, παπίν = πάπια, ο (= αγροτών σπίτι).
χήνα). αγροφύλακας: κουρουτζίο, ο
αγριόχοιρος: γιαµπανάβα- π.χ. σο ντιάµ α(ν)ντί ρεζ, πελό
µπαλιτσχό και γιαµπανάβα-µπαλό, παλά αµέ(ν)ντε ο κουρουτζίο =
ο. µόλις µπήκαµε µες στο αµπέλι, µας
αγριόχορτο: γιαµπανάβα-τσαρ, η. κυνήγησε ο αγροφύλακας.
αγριωπός (άκλ. επίθ.): τόρι (σ.α. αγροφυλακή: κουρουτζουλούκο, ο
κρύος µτφ. για προσ. ασυµπάθητος) (σ.α. το επάγγελµα του
π.χ. τόρι σι λεσκό µούι, ιτς νι ασάλ αγροφύλακα).
= αγριωπό είναι το πρόσωπό του, αγρυπνία: (βλ. ξαγρύπνηµα).
καθόλου δε γελάει, τόρι γιακχά = άγρυπνος: (βλ. ξάγρυπνος).
αγριωπά µάτια (ως ουσ. τόρι, ο αγρυπνώ: (βλ. ξαγρυπνώ).
τόρκα, η, τόρι-µόσκο, -ι επίθ.= αγύρευτος: (βλ. άψαχτος).
αυτός, -ή που έχει αγριωπό αγύριστος (επίθ.): µπιιρισαρντό, -ί
πρόσωπο, τόρι-γιακχένγκο, –ι Αντίθ. ιρισαρντό = γυρισµένος,
επίθ.= αυτός, -ή που έχει αγριωπά γυριστός.
µάτια). αγυρτεία: (βλ. απατεωνιά).
Αντίθ. τοάπι (άκλ. επίθ.) = αυτός,-ή αγύρτης: (βλ. απατεώνας).
που έχει χαριτωµένο, αστείο άγχοµαι: βλ. αγχώνοµαι
πρόσωπο. αγχόνη: σιτζίµι και σσολό, ο
π.χ. µπουτ τοάπι σι καλέ χουρντέσκο (κυριολ. σχοινί)
µούι, µπουτ σεβιλίορ = πολύ π.χ. τχοντά ο σιτζίµι, τε ασάρπες =
χαριτωµένο, πολύ αστείο είναι αυτού έβαλε (ετοίµασε) το σχοινί, να
του παιδιού το πρόσωπο, πολύ κρεµαστεί.
αγαπιέται. άγχος (α): άγχος, ο
αγρός: ταρλάβα, η π.χ. σόσκε σίτουτ γκαντικίν µπουτ
π.χ. µπικί(ν)ντολ καϊά ταρλάβα, άγχος; = γιατί έχεις τόσο πολύ
τριν ντελίµορα σι = πωλείται αυτός άγχος;
ο αγρός, τρία στρέµµατα είναι (βλ. Συνών. καΰρι = στενοχώρια.
και χωράφι). άγχος (β): σϋκϋ(ν)τία, η (κυριολ.
αγρότης (α): λετζµπέρι, ο σφίξιµο µτφ., σϋκΰ άκλ. επίθ. και
π.χ. λετζµπέρι σι λεσκό ντατ = επίρρ. = σφιχτός, τσιγκούνης,
αγρότης είναι ο πατέρας του. σφιχτά, σϋκΰνταβ = σφίγγω µτφ.)
αγρότης (β): αγρότις, ο. π.χ. σϋκϋ(ν)τία ασταρντά µαν κάι
αγροτιά (α): λετζµπερλίκο, ο (σ.α. νι αβιλό νταά µο τσχαβό = άγχος
το επάγγελµα του αγρότη, γεωργία) (σφίξιµο) µ’ έπιασε που δεν ήρθε
αγροτιά (β): αγροτιά, η. ακόµα ο γιος µου.
αγροτικός (α) (επίθ.): Συνών. ραα(τ)σϋζλΰκο = ανησυχία,
λετζµπερέσκο, -ι (σ.α. γεωργικός). αβολεψιά, καΰρι = στεναχώρια.
αγροτικός (β) (επίθ.): αγροτικό, -ι άγχος (γ): σϋκϋλµάβα, η (κυριολ.
π.χ. αγροτικό τοµαφίλι = αγροτικό σφίξιµο µτφ.)
αυτοκίνητο. π.χ. σϋκϋλµάβα σίµαν, κα ικλάβ
αγρότισσα (α): λετζµπέρκα, η. ζάλακ αβριγκά = άγχος έχω, θα βγω
αγρότισσα (β): αγρότισα, η. λίγο έξω.
29

αγχώδης (άκλ. επίθ. και επίρρ.): διαπαιδαγώγηση, παιδεία, καλή


σϋκϋ(ν)τϋλΰ ανατροφή, καλοί τρόποι)
π.χ. σϋκϋ(ν)τϋλΰ σαν του, νι κερές π.χ. ιτς κε χουρντέν τερµπιελίκο
καλέ µπουκιάκε = αγχώδης είσαι νάι. σαό ντατ σαν του! = καθόλου
εσύ, δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά τα παιδιά σου καλή
(σϋκϋ(ν)τϋλΰ σ.α. στενάχωρος, διαπαιδαγώγηση δεν έχουν. τι
στενάχωρα π.χ. σϋκϋ(ν)τϋλΰ σι η πατέρας είσαι εσύ!, τε να ιν ντέσα
αβάβα αβγκιέ, µπρουσσούµ κα ντελ κε χουρντέν τερµπιάβα του, κα νταβ
= στενάχωρος είναι ο καιρός λεν µε ε µαριµάσα = αν δε δώσεις
σήµερα, θα βρέξει, ως ουσ. καλούς τρόπους στα παιδιά σου, θα
σϋκϋ(ν)τϋλίο, ο, σϋκϋ(ν)τϋλΰκα, η) τα δώσω εγώ µε το ξύλο. (επίθ.
αγχώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): άγχος- τερµπιελίο, -ίκα = φρόνιµος,-η,
κεράβ (άγχος κάνω) και άγχος- διαπαιδαγωγηµένος,-η, συνετός,-ή,
ντάµαν (άγχος δίνω στον εαυτό τερµπιεσίζι,-ίσκα = ανάγωγος,-η).
µου) αγώγι: αραµπάβα, η (κυριολ.
π.χ. ο ντοκτόρι πφε(ν)ντάς τε να άµαξα, κάρο, αµάξι (το
κερές-άγχος = ο γιατρός είπε να µην αυτοκίνητο), καρότσι, καρότσι για
αγχώνεσαι. µωρά)
Συνών. καΰρι-κεράβ και καΰρι- π.χ. καζόµ αραµπάβε κούµο
ντάµαν = στενοχωριέµαι. αταντάν; = πόσα αγώγια άµµο
αγχώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): έφερες;
σϋκϋ(ν)τία-κεράβ (= άγχος, σφίξιµο αγωγιάτης (της επιβατικής
κάνω) άµαξας): παϊτοντζίο, ο.
π.χ. νά κερ-σϋκϋ(ν)τία, τσαµπούκι αγωγιάτης: αραµπατζίο, (σ.α.
κα πφουρός = µην αγχώνεσαι, αµαξάς, καροποιός, αµαξοποιός)
γρήγορα θα γεράσεις. π.χ. ο αραµπατζίο ντελ παΐ πε
Συνών. καΰρι-κεράβ (= στεναχώρια γκραστέ = ο αγωγιάτης δίνει νερό
κάνω) στεναχωριέµαι. το άλογό του.
αγχώνοµαι (γ) (αµετβ. ρ.): θηλ. αραµπατζΰκα, η.
σϋκϋ(ν)τία-ντάµαν (= άγχος, αγωγός: σολίνα και σουλίνα, η
σφίξιµο δίνω στον εαυτό µου) (κυριολ. σωλήνας)
π.χ. εµπουκάκε σϋκϋ(ν)τία- π.χ. α(ν)ντάρ καϊά σολίνα νακχέλ ο
ντέστουτ = µε το παραµικρό παΐ = απ’ αυτόν τον αγωγό περνάει
αγχώνεσαι. το νερό.
Συνών. καΰρι-ντάµαν (στεναχώρια αγώι: (βλ. αγώγι).
δίνω στον εαυτό µου) αγώνας (α): (βλ. παίδεµα).
στεναχωριέµαι. αγώνας (β) (η αναµέτρηση):
αγχώνω (µετβ. ρ.): άγχος-νταβ (= γιάρϋσσα, η
άγχος δίνω) π.χ. κα κεράς γιάρϋσσα κάι
π.χ. ντιάσµαν-άγχος καλέ νασσιπέ = θα κάνουµε αγώνα στο
ορµπένσα κάι πφε(ν)ντάς µανγκέ = τρέξιµο
µε άγχωσε µ’ αυτά τα λόγια που (γιάρϋσσα-τχαβ = αγώνα,
µου είπε. αναµέτρηση βάζω, αναµετριέµαι,
Συνών. καΰρι-νταβ = στενοχωρώ. διαγωνίζοµαι, ανταγωνίζοµαι,
αγωγή: τερµπιελίκο, ο και γιάρϋσσα-κεράβ = αγώνα,
τερµπιάβα, η (κυριολ. καλή
30

αναµέτρηση κάνω, αναµετριέµαι, π.χ. καζόµ γκιβέ ντιέ τουτ άδια


διαγωνίζοµαι, ανταγωνίζοµαι). κατάρ ασκερλίκο; = πόσες µέρες
αγωνία: αγονία, η σου δώσανε άδεια από το στρατό;
π.χ. σόσκε ασταρντά τουτ αγονία; αδειάζω (α) (αµετβ. ρ.): τσουτσιάβ
= γιατί σε έπιασε αγωνία; π.χ. γκελέταρ ε χουρντέ ντα
αγωνίζοµαι: (βλ. παιδεύοµαι). τσουτσιλό ο κχερ = έφυγαν τα
αγώνισµα: (βλ. αγώνας (η παιδιά κι άδειασε το σπίτι.
αναµέτρηση)). Αντίθ. πφερντιάβ = γεµίζω (αµετβ.).
αγωνιστής: µαρεµπετζίο, ο αδειάζω (β) (αµετβ. ρ.):
(κυριολ. πολεµιστής, µαχητής, τσουτσάρντιαβ.
µαρεµπάβα, η = πόλεµος, µάχη) αδειάζω (γ) (ενεργ. διαµ. ρ.):
θηλ. µαρεµπετζίκα, η. τσουτσαρνταράβ (= βάζω να
αγωνιστικός (για αθλητικούς αδειάσει –ουν, κάνω να αδειάσει-
αγώνες, για αναµέτρηση): ουν)
γιάρϋσσάκο, -ι π.χ. κα τσουτσαρνταράβ λέστε ε
π.χ. γιάρϋσσάκο τοµαφίλι = τσουβάλα = θα τον βάλω να
αγωνιστικό αυτοκίνητο, γιάρϋσσάκι αδειάσει τα σακιά.
βελεπσίκα = αγωνιστικό ποδήλατο Αντίθ. πφερνταράβ = βάζω να
(σ.α. ανταγωνιστικός). γεµίσει-ουν, κάνω να γεµίσει-ουν.
αγωνιώ (αµετβ. ρ.): αγονία - σίµαν αδειάζω (δ) (µετβ. ρ.):
(= αγωνία έχω) και αγονία - τσουτσαράβ
ασταρντάµαν (= αγωνία µ’ έπιασε). π.χ. τσουτσαράβ ο παΐ α(ν)ντάρ
αδάγκωτος (επίθ.): λιάνο = αδειάζω το νερό από τη
µπιντα(ν)νταλντό, -ί λεκάνη.
Αντίθ. ντα(ν)νταλντό = Αντίθ. πφεράβ = γεµίζω (µετβ.).
δαγκωµένος. αδειάζω (ε) (τον εαυτό µου):
αδάκρυτος (επίθ.): µπιασφένγκο,-ι τσουτσαράµαν (µέσο ή αυτοπαθές
π.χ. σο τφουλέ-γκέσκο µανούςς! ρήµα).
κάι πε νταντέσκι τζενεζάβα αδειανός: (βλ. άδειος).
µπιασφένγκο σας = τι χοντρόπετσος άδειασµα (α): τσουτσαριπέ, ο
άνθρωπος! στην κηδεία του πατέρα π.χ. ο τσουτσαριπέ ε τσουβαλένγκο
του αδάκρυτος ήταν. = το άδειασµα των σακιών.
Αντίθ. ασφιναλό = δακρυσµένος. Αντίθ. πφεριπέ = γέµισµα.
αδάπανος (επίθ.): άδειασµα (β): τσουτσαρνταριπέ, ο
µπιµαστραφένκο, -ι (= χωρίς έξοδα, (ρηµατ. ουσ. από το ρ.
χωρίς δαπάνες, σ.α. ανέξοδος). τσουτσαρνταράβ (βλ. αδειάζω (γ))
άδαρτος (επίθ.): µπιµαρντό, - ί αδειασµένος (α) (µτχ.):
Συνών. µπιτσαλαντό = αχτύπητος τσουτσαρντό,-ί.
Αντίθ. µαρντό = δαρµένος. Αντίθ. πφερντό = γεµισµένος,
αδασκάλευτος (επίθ.): γεµάτος, πλήρης.
µπιγκογκιαρντό, -ί αδειασµένος (β) (µτχ.):
(σ.α. ασυµβούλευτος). τσουτσαρνταρντό, -ί (από το ρ.
Αντίθ. γκογκιαρντό = τσουτσαρνταράβ, βλ. αδειάζω (γ)).
δασκαλεµένος, συµβουλευµένος, αδείλιαστος: (βλ. άφοβος).
νουθετηµένος). άδειος (α) (επίθ.): τσουτσό,-ί
άδεια: άδια και άντια, η
31

π.χ. τσουτσό σι ο κχερ = άδειο π.χ. ιτσ πφαλιπέ νάι α(ν)ντέ λεσκό
είναι το σπίτι, (αλληγ.) τσουτσέ γκι· κερέλ πες σαρ γιαµπαντζίο =
βαστένσα σαρ τε τζαβ κάι λεσκό καθόλου αδελφοσύνη δεν έχει στην
µπιάβ; = µε άδεια χέρια πώς να πάω ψυχή του· κάνει σαν ξένος.
στο γάµο του; (αλληγ.) τσουτσό σι αδελφούλης: πφαλορό, ο
λεσκό σσορό = άδειο είναι το π.χ. µο πφαλορό µπαριλό = ο
κεφάλι του (δηλ. δεν έχει µυαλό). αδελφούλης µου µεγάλωσε.
Αντίθ. πφερντό = γεµάτος, πλήρης. αδελφούλα (η): πφενορί, η
άδειος (β) (άκλ. επίθ.): µπόσσι π.χ. µι πφενορί πασστόλ = η
π.χ. µπόσσι σι η κουτία = άδειο αδελφούλα µου κοιµάται.
είναι το κουτί. αδέλφωµα: πφαλαριπέ, ο.
αδειούλα: αντιίσα και αδιίσα, η αδελφωµένος (µτχ.): πφαλαρντό,-ί.
π.χ. µι αντιίσα χασαρντόµ = την αδελφώνοµαι (αµετβ. ρ.): πφαλ-
αδειούλα µου έχασα. κερντιάβ (= αδελφός γίνοµαι).
αδειούτσικος (επίθ.): τσουτσορό,-ί αδελφώνω (µετβ. ρ.): πφαλαράβ.
Αντίθ. πφερντορό = γεµατούτσικος. άδεντρος (επίθ.):
αδέκαρος: (βλ. άφραγκος). µπικοπατσένγκο,-ι και
αδελφικός (επίθ.): πφαλικανό,-ί µπικαβακένγκο,-ι.
π.χ. σίαµεν πφαλικανό αµαλιπέ = αδέξιος: (βλ. ατζαµής).
έχουµε αδελφική φιλία. αδέξιος: (βλ. αφηρηµένος).
αδελφοκτονία: πφαλένγκο- αδεξιότητα: (βλ. ατζαµοσύνη).
µουνταριπέ, ο (= αδελφών αδεξιότητα: (βλ. αφηρηµάδα).
σκότωµα). αδερφή: (βλ. αδελφή).
αδελφοµεράδι: (βλ. αδερφικός: (βλ. αδελφικός).
αδερφοµοιράδι). αδερφοµοιράδι: πφαλένγκο-µιράζι,
αδελφοπαίδι: πφαλέσκο-χουρντό, ο (= αδερφών µοιράδι).
ο (= αδελφού παιδί). αδερφοµοίρι: (βλ. αδερφοµοιράδι)
αδελφός: πφαλ, ο αδερφός: (βλ. αδελφός).
π.χ. αβιλό µο πφαλ = ήρθε ο αδερφοσκοτωµός: πφαλένγκο-
αδελφός µου, (στίχοι από ποίηµα Γ. µουνταριπέ, ο.
Αλεξίου «ε τσιρικλά» (= τα αδερφοσύνη: (βλ. αδελφοσύνη).
πουλιά)) κάι αµαρό Ντελ, εµπούκα αδερφούλα: (βλ. αδελφούλα).
αµέ(ν)ντα τε ντικχέλ ντα σα αµαρέ αδερφούλης: (βλ. αδελφούλης).
πφαλέν κάι γεκ τχαν τε κίντελ = αδέρφωµα: (βλ. αδέλφωµα).
πού είναι ο δικός µας ο Θεός, λίγο αδερφωµένος: (βλ. αδελφωµένος).
και µας να µας κοιτάξει κι όλα τα αδερφώνω: (βλ. αδελφώνω).
αδέλφια µας σε ένα µέρος να τα αδέσµευτος: (βλ. ελεύθερος).
µάσει. άδετος (επίθ.): µπιπφα(ν)ντό,-ί (=
αδελφή (η): πφεν, η άκλειστος)
π.χ. κάι γκελί κι πφεν; = πού πήγε Αντίθ. πφα(ν)ντό = δεµένος,
η αδελφή σου; κλειστός, φυλακισµένος, κλεισµένος.
αδελφοποιηµένος: (βλ. άδηλος (α) (επίθ.):
αδελφωµένος). µπισικαντι(ν)ντό, -ί (= αφανέρωτος)
αδελφοποίηση: (βλ. αδέλφωµα). Συνών. γκαραντι(ν)ντό = κρυφός.
αδελφοποιώ: (βλ. αδελφώνω).
αδελφοσύνη: πφαλιπέ, ο
32

Αντίθ. σικαντι(ν)ντό = π.χ. αδιάβροχο σι ο σαάτο, νι λελ


φανερωµένος, σικαντό = φανερός, παΐ = αδιάβροχο είναι το ρολόι, δεν
εµφανής, ορατός. παίρνει νερό.
άδηλος (β) (άκλ. επίθ. και επίρρ.): αδιάδοτος (επίθ.):
µπε(λ)λεσίζι (σ.α. αδήλως) µπιασσου(ν)νταρντό (σ.α.
π.χ. µπε(λ)λεσίζι σι κάνα κ’αβέλ = αδιαλάλητος)
άδηλο είναι πότε θα ‘ρθει. Αντίθ. ασσου(ν)νταρντό =
Αντίθ. µπε(λ)λί = φανερός, φανερά, διαδεδοµένος, διαλαληµένος,
πρόδηλος, προδήλως, εµφανής, ξακουστός, ακουστός,
εµφανώς, ορατός, ορατώς, διατυµπανισµένος.
προφανής, ευδιάκριτος, ευδιάκριτα. αδιαθεσία: κεφσιζλίκο, ο.
αδήλωτος (α) (άκλ. επίθ.): αδιάθετος (επίθ.): κεφσίζι,-ίσκα
µπιδιλοµέ π.χ. κεφσίζι σι ο χουρντό =
Αντίθ. διλοµέ = δηλωµένος. αδιάθετο είναι το µωρό, κεφσίσκα
αδήλωτος (β) (άκλ. επίθ.) (στα σας, ο(ν)ντάν νι αβιλί = αδιάθετη
δηµοτολόγια δήµου ή κοινότητας): ήταν, γι' αυτό δεν ήρθε.
γιαζϋσΰζι (κυριολ. άγραφος,-η, αδιαθετώ (α) (αµετβ. ρ.):
αγράµµατος,-η, ως ουσ. γιαϋσΰζι, ο, νασφάβαβ (κυριολ. αµτβ.
γιαζϋσΰσκα, η) αρρωσταίνω)
π.χ. γιαζύσΰζι σι νταά ο χουρντό = π.χ. νασφάιλο ζάλακ ο χουρντό =
αδήλωτο είναι ακόµα το παιδί. αδιαθέτησε (αρρώστησε) λίγο το
αδηµιούργητος (α): (βλ. µωρό.
άφτιαχτος). αδιαθετώ (β) (αµετβ. ρ.): κεφσίζι -
αδηµιούργητος (β) (επίθ.): κερντιάβ (= αδιάθετος γίνοµαι)
µπικερντό, -ί και µπικερντι(ν)ντό, -ί Συνών. νασφάβαβ = αµετβ. ρ.
(σ.α. αγίνωτος, ακάµωτος, αρρωσταίνω, ασθενώ.
ανώριµος, άφτιαχτος, άγουρος) αδιαθετώ (γ) (αµετβ. ρ.): κεφσίζι(-
Αντίθ. κερντό και κερντι(ν)ντό = ίσκα) – σοµ και κεφσίζι(-ίσκα) –
γινωµένος, φτιαγµένος, καµωµένος, σεµ (= αδιάθετος-η είµαι)
ώριµος. π.χ. κεφσίσκα – σοµ, σσιλ λιόµ =
αδηφαγία: µπιτσαϊλιπέ, ο (κυριολ. αδιάθετη είµαι, κρυολόγησα.
αχορτασία). αδιάκοπα: (βλ. ασταµάτητα).
αδηφάγος (επίθ.): µπιτσαϊλό, ί αδιάκοπος: (βλ. ασταµάτητος).
(κυριολ. αχόρταγος). αδιακόρευτη (α): τσχέι, η (=
αδιάβαστος (α) (επίθ.): παρθένα, κορίτσι).
µπιδιαβασαρντό, -ί Αντίθ. πφιβλί = διακορευµένη,
Αντίθ. διαβασαρντό = διαβασµένος. χήρα, ξεπαρθενεµένη.
αδιάβαστος (β) (άκλ. επίθ.): αδιακόρευτη (β): µπιασταρντί,η (=
µπιοκουµούσσι (σ.α. αµόρφωτος, άπιαστη, ανέγγιχτη)
ασπούδαχτος) Αντίθ. ασταρντί = πιασµένη,
Αντίθ. οκουµούσσι = διαβασµένος, διακορευµένη, ξεπαρθενεµένη.
µορφωµένος, σπουδαγµένος. αδιαλάλητος (επίθ.):
αδιάβατος (επίθ.): µπινακχουτνό, - µπιασσου(ν)νταρντό, -ι (σ.α.
ί αδιάδοτος)
Συνών. µπιπφιρντό = απερπάτητος. Αντίθ. ασσου(ν)νταρντό=
αδιάβροχος (επίθ.): αδιάβροχο, -ι διαλαληµένος, διαδεδοµένος,
33

διατυµπανισµένος, ξακουστός, Αντίθ. λατζαηπέ = ντροπαλοσύνη,


ακουστός. λατζ = ντροπή.
αδιάλειπτος: (βλ. ακατάπαυστος, αδιάντροπος (επίθ.): µπιλατζανό,-ί
ασταµάτητος). π.χ. σο µπιλατζανό µανούςς! = τι
αδιαλείπτως: (βλ. ασταµάτητα). αδιάντροπος άνθρωπος!
αδιάλεχτος (άκλ. επίθ.): Συνών. λουµπνό = πρόστυχος.
µπιαητλαµούσσι Αντίθ. λατζανό = ντροπαλός.
Αντίθ. αητλαµούσσι = διαλεγµένος, αδιαντροποπρόσωπος:
επιλεγµένος. µπιλατζανέ-µόσκο,-ι
αδιαµαρτύρητα (επίρρ.): π.χ. µπιλατζανέ-µοσκερέανα, ε
µπινκιαρέσα (χωρίς διαµαρτυρία, Ντεβλέσταρ τε αρακχαβές λα =
χωρίς άρνηση, σ.α. αδιαντροποπρόσωπε, απ’ το Θεό να
αδιαµφισβήτητα). το βρεις.
αδιαµαρτύρητος (επίθ.): αδιαπαιδαγώγητος (άκλ. επίθ.):
µπιινκιαρέσκο, -ι (= χωρίς τερµπιεσίζι (κυριολ. ανάγωγος,-η)
διαµαρτυρία, χωρίς άρνηση, σ.α. π.χ. τερµπιεσίζι σι κο τσχαβό, νάι
αδιαµφισβήτητος). λε τερµπιάβα = ανάγωγος είναι ο
αδιαµέτρητος (επίθ.): γιος σου, δεν έχει καλούς τρόπους.
µπιγκινιµάσκο, -ι (ως ουσ. τερµπιεσίζι, ο,
Συνών. µπιγκι(ν)ντό = αµέτρητος. τερµπιεσίσκα, η).
αδιαµοίραστος: (βλ. αµοίραστος). αδιάπαυστα: (βλ. ασταµάτητα).
αδιαµφισβήτητα: (βλ. αδιάπαυστος: (βλ. ακατάπαυστος,
αδιαµαρτύρητα). ασταµάτητος).
αδιαµφισβήτητος: (βλ. αδιαπέραστος (επίθ.):
αδιαµαρτύρητος). µπινακχιµάσκο,-ι.
αδιανέµητος: (βλ. αµοίραστος). αδιαπίστωτος (επίθ.):
αδιανόητος (α) (επίθ.): µπιπακιανταρντό, -ί (κυριολ.
µπιακχιαριµάσκο, -ι (κυριολ. απιστοποίητος)
ακατάληπτος) Αντίθ. πακιανταρντό =
Συνών. µπιακχιαρντι(ν)ντό = πιστοποιηµένος.
ακατανόητος, ακαταλαβίστικος, αδιαπότιστος (επίθ.):
ασαφής. µπικινγκαρντρό, -ί, µπικινγκιαρντό,
αδιανόητος (β) (άκλ. επίθ.): -ί και µπιγιαλαρντό, -ί (κυριολ.
καµπουλσούζι (κυριολ. άβρεχτος, αµούσκευτος,
απαράδεκτος) ακατάβρεχτος)
Αντίθ. καµπούλι = παραδεκτός, Αντίθ. κινγκαρντό, κινγκιαρντό και
αποδεκτός, δεκτός. γιαλαρντό = βρεγµένος,
αδιάνοικτος (επίθ.): µπιπουταρντό, µουσκεµένος, καταβρεγµένος.
-ι αδιαπραγµάτευτος (επίθ.):
π.χ. µπιπουταρντό ντροµ = µπια(ν)νασσµαβάκο, -ι (σ.α.
αδιάνοικτος δρόµος. ασυνεννόητος).
Αντίθ. πουταρντό = ανοιγµένος, αδιατυµπάνιστος: (βλ.
ανοιχτός, διανοιγµένος. αδιαλάλητος).
αδιαντροπιά: µπιλατζαηπέ αδιαφήµιστος (επίθ.):
Συνών. λουµπνιπέ = προστυχιά, µπισικανταρντό, -ι (σ.α.
πορνεία. αφανέρωτος, απαρουσίαστος)
34

π.χ. µπισικανταρντέ µανγκινά = Αντίθ. ροντό και ροντι(ν)ντό =


αδιαφήµιστα εµπορεύµατα ψαγµένος, ερευνηµένος, γυρεµένος.
Συνών. µπιασσου(ν)νταρντό = αδιήγητος (α) (επίθ.):
αδιάδοτος, αδιαλάλητος. µπιπφε(ν)ντό, -ί
Αντίθ. σικανταρντό = Συνών. µπιπφενιµάσκο, -ι =
προβεβληµένος, διαφηµισµένος, ανεκδιήγητος απερίγραπτος.
φανερωµένος, αναδεδειγµένος, Αντίθ. πφε(ν)ντό = ειπωµένος,
αποκαλυµµένος, παρουσιασµένος. διηγηµένος, εξιστορηµένος,
αδιαφορία: αδιαφορία, η αφηγηµένος.
π.χ. τε σικαβέσα λεσκέ εµπούκα αδιήγητος (β) (επίθ.):
αδιαφορία, παλάλ κε τσανγκά κα µπιµοτχαντό, -ί
πράσταλ = αν του δείξεις λίγη Συνών. µπιµοτχιµάσκο =
αδιαφορία, πίσω από τα πόδια σου ανεκδιήγητος, απερίγραπτος.
θα τρέχει. Αντίθ. µοτχαντό = διηγηµένος,
αδιαφορώ (αµετβ. ρ.): σιµασία-νι- ειπωµένος, εξιστορηµένος,
νταβ (κυριολ. σηµασία δε δίνω) διηγηµένος, αφηγηµένος.
π.χ. νι-νταβ-σιµασία λεσκέ άδικα (επίρρ.): τζάµπα
πφερασένγκε = δεν δίνω σηµασία π.χ. τζάµπα γκελόµ, κχάντσικ νι
(αδιαφορώ) για τα λόγια του κερντιλό = άδικα πήγα, τίποτα δεν
Συνών. µάνγκε-σο-σι (= για µένα τι έγινε, (τζάµπα σ.α. δωρεάν π.χ.
είναι) δεν µε νοιάζει. τζάµπα ντιάς λε µάνγκε = δωρεάν
αδιάψευστος (α) (επίθ.): µου το έδωσε).
χοχαηµάστε-µπιικαλντό, -ί (κυριολ. αδικαιολόγητα: (βλ.
σε ψέµα άβγαλτος) αδικαιολόγητος).
Αντίθ. χοχαηµάστε-ικαλντό (= σε αδικαιολόγητος (άκλ. επίθ.):
ψέµα βγαλµένος) διαψευσµένος. ακσΰζι (σ.α. άδικος-η,
αδιάψευστος (β) (επίθ.): αδικαιολόγητα)
χοχαηµάστε-µπιικαλνταρντό, -ί π.χ. σο ντα τε πφενές, ακσΰζι σαν =
(κυριολ. σε ψέµα άβγαλτος) ό,τι και να πεις, αδικαιολόγητος (-
Αντίθ. χοχαηµάστε-ικαλνταρντό (= η) είσαι (ως ουσ. ακσΰζι, ο,
σε ψέµα βγαλµένος) διαψευσµένος. ακσΰσκα, η).
αδίδακτος (επίθ.): µπισικλιαρντό,-ί αδίκαστος (επίθ.): µπιτζεζαβάκο, -
Αντίθ. σικλιαρντό = διδαγµένος, ι (= χωρίς ποινή).
εκπαιδευµένος. Αντίθ. τζεζαλίο = δικασµένος.
αδιέξοδο (το) (α): πφα(ν)ντό- αδικία: ακσϋζλΰκο, ο
ντροµ, ο (κυριολ. κλειστός δρόµος). π.χ. χάλ µαν ο ακσϋζλΰκο = µε
αδιέξοδο (το) (β): µπιικλιπέ, ο (µπι τρώει η αδικία.
= χωρίς, α στερητικό, ικλιπέ, ο, άδικο: (βλ. αδικία).
ρηµ. ουσ. = έξοδος, ανέβασµα, από άδικος (α) (επίθ.): µπιακόσκο,-ι (=
το ρ. ικλάβ = βγαίνω, ανεβαίνω). χωρίς δίκιο)
αδιέξοδος (επίθ.): µπιικλιµάσκο, -ι π.χ. µπιακόσκο σαν, να ορµπισάρ =
π.χ. µπιικλιµάσκο σοκάκο = άδικος είσαι, µη µιλάς.
αδιέξοδο σοκάκι. Αντίθ. ακλίο = δίκαιος, ντοβρούς
αδιερεύνητος (επίθ.): µπιροντό, -ί και ντοβρού = ευθύς, ντόµπρος,
και µπιροντι(ν)ντό, -ί (κυριολ. κατευθείαν, ευθεία.
άψαχτος, αγύρευτος, ανερεύνητος)
35

άδικος (β) (επίθ.): ακσΰζι (σ.α. Αντίθ. ασσαρντό = παινεµένος,


αδικαιολόγητος, -η) ασσου(ν)ντό = ακουστός,
π.χ. σόσκε σαν ακσΰζι µάνσα; = ξακουστός, διάσηµος.
γιατί είσαι άδικος (-η) µε µένα; (ως αδούλευτος: µπιµπουκιαρνό,-ί (=
ουσ. ακσΰζι, ο, ακσΰσκα, η) βλ. και µη εργατικός) και µπιµπουκιαρντό,-
αδικαιολόγητος. ί (= ακατέργαστος)
Αντίθ. ακλΰ = δίκαιος, δίκαια. Αντίθ. µπουκιαρνό = εργατικός,
αδικούµαι (αµετβ. ρ.): µο-άκο- µπουκιαρντό = δουλεµένος,
χα(ν)ντόλ = το δίκιο µου τρώγεται κατεργασµένος.
π.χ. χα(ν)ντιλό-κο-άκο ντα άδοτος (επίθ.): µπιντι(ν)ντό, -ί
µούιτχος αγκαντάλ; = αδικήθηκες Αντίθ. ντι(ν)ντό = δοσµένος.
και φωνάζεις έτσι; αδράνεια: (βλ. απραξία).
αδικώ (µετβ. ρ.): άκο-χαβ (= δίκιο αδρανής: (βλ. άπραγος).
τρώω) αδρανώ (αµετβ. ρ.): µπικεραµνό-
π.χ. τε λατζάς κάι χαλάν λεσκό άκο (ί)-ατσχάβ (= άπραγος, (-η) µένω).
= να ντρέπεσαι που τον αδίκησες, νι αδυναµία (α) (ιατρικά): αδιναµία,
µανγκάβ τε χαβ κχάνικάσκο άκο = η
δεν θέλω να αδικήσω κανέναν,κον π.χ. αδιναµία ρακχαντά λεστέ ο
χαλά µο άκο, ο Ντελ σικαντά λεσκέ ντοκτόρι = αδυναµία του βρήκε ο
= όποιος µε αδίκησε, ο Θεός του γιατρός.
έδειξε (τον τιµώρησε). αδυναµία (β): (βλ. κατάπτωση).
αδιόρθωτος: (βλ. αγιάτρευτος). αδύναµος (επίθ.): µπιζουραλό, -ί
αδίπλωτος (άκλ. επίθ.): Αντίθ. ζουραλό = δυνατός.
µπικατλαµούσσι αδυνάµωτος (επίθ.):
π.χ. µπικατλαµούσσι σι ε σσέα = µπιζουραρντό,-ί και
αδίπλωτα είναι τα ρούχα. µπιζουρανταρντό, -ί
αδίστακτος: µπιτρασσανό,-ί (= Αντίθ. ζουραρντό = δυναµωµένος,
άφοβος). ισχυροποιηµένος και ζουρανταρντό
αδίψαστος (επίθ.): µπιτρουσσάκο, = δυναµωµένος, ισχυροποιηµένος.
-ι, µπιτρουσσαϊµάσκο, -ι και αδυνατίζω (α) (αµετβ. ρ.):
µπιτρουσσαλό, -ί. κισσλιάβ
άδιωχτος (άκλ. επίθ.): π.χ. κισσλιλόµ κατάρ η µπουτ
µπικοαλαµούσσι µπουκί = αδυνάτισα από την πολλή
Αντίθ. κοαλαµούσσι = διωγµένος. δουλειά, τε κισσλός εµπούκα,
άδολος (α) (άκλ. επίθ.): αβανάκι µπουτ τφουλό σαν = να αδυνατίσεις
(κυριολ. αγαθός, βλ. και αγαθός). λίγο, πολύ χοντρός είσαι.
άδολος (β) (επίθ.): µπιτζουνγκαλό, Αντίθ. τφουλιάβ = χοντραίνω
-ί (αµετβ.), παχαίνω (αµετβ.).
Συνών. µπιπφιρνό = απονήρευτος. αδυνατίζω (β) (αµετβ. ρ.):
Αντίθ. τζουνγκαλό = δόλιος, ζαηφλανίαβ
ύπουλος. π.χ. µανγκάβ τε ζαηφλανίαβ =
άδοξος: (βλ. αδόξαστος). θέλω να αδυνατίσω.
αδόξαστος (επίθ.): µπιασσαρντό, -ί αδυνατίζω (γ) (αµετβ. ρ.):
(κυριολ. απαίνευτος) σσουκιάβ (σ.α. ξεραίνοµαι,
Συνών. µπιασσου(ν)ντό = άσηµος, στεγνώνω αµετβ.)
ανήκουστος.
36

π.χ. σσουκιλό κατάρ η σεβντάβα = αδυνατούλης (β) (άκλ. επίθ.):


αδυνάτισε από τον έρωτα. ζαηφίσι.
αδυνατίζω (δ) (µετβ. ρ.): αδυνατώ (άκλ.): νασστί και
κισσλαράβ νασστίκ
π.χ. η µπουτ µπουκί κισσλαρντά π.χ. νασστί τζαβτάρ = αδυνατώ να
τουτ = η πολλή δουλειά σε φύγω (βλ. και µπορώ (δεν)).
αδυνάτισε. αδυσκόλευτα: (βλ. αδυσκόλευτος)
Αντίθ. τφουλαράβ = χοντραίνω αδυσκόλευτος (άκλ.επίθ. ως
(µετβ.), παχαίνω (µετβ.). επίρρ.): κολάη (κυριολ. εύκολος,
αδυνατίζω (ε) (µετβ. ρ.): εύκολα)
σσουκιαράβ (σ.α. ξεραίνω, π.χ. κολάη µπουκί = αδυσκόλευτη
στεγνώνω µετβ.) δουλειά.
π.χ. µαρνό νασστί χαβ κατάρ κο Αντίθ. ζόρι = δύσκολος, δύσκολα.
µορµισαριπέ, σσουκιαρντάν µαν, αδωροδόκητος (επίθ.): ναµουζλίο,
µατέανα! = ψωµί δεν µπορώ να -ούκα (κυριολ. τίµιος, σεµνός)
φάω από τη γκρίνια σου, µ’ π.χ ναµουζλίο σοµ µε, νι
αδυνάτισες, µέθυσε! µπικίν(ν)ντιάβ παρένγκε = τίµιος
αδυνάτισµα (α): κισσλιπέ, ο είµαι εγώ, δεν πουλιέµαι για λεφτά.
π.χ. τε µανγκέσα κισσλιπέ, νά κα Συνών. κιµπάρι = κιµπάρης,
χας µπουτ = αν θέλεις αδυνάτισµα, αριστοκράτης.
δε θα τρως πολύ. αεικίνητος (επίθ.):
Αντίθ. τφουλιπέ = χόντρεµα, πάχος. µπιατσχαντι(ν)ντό, -ί (κυριολ.
αδυνάτισµα (β): ζαηφλούκο και ασταµάτητος, αδιάκοπος,
ζαηφλανµάκο, ο. ακατάπαυστος, αδιάλειπτος,
αδυνάτισµα (γ): σσουκιπέ, ο (σ.α. συνεχής).
ξηρασία, στεγνότητα, ξεραΐλα). αείµνηστος: ραµετλίο, ο (κυριολ.
αδυνατισµένος (µτχ.): µακαρίτης) θηλ. ραµετλίκα, η
κισσλαρντό,-ί. (κυριολ. µακαρίτισσα).
αδύνατος (α) (επίθ.): κισσλό, -ί αεράκι: µπαλβαλορί και
π.χ. τε χας νταάµπουτ, σόσκε σαν µπαλµπαλορί, η
κισσλό = να τρως περισσότερο, π.χ. ικλιλί σερίνι µπαλβαλορί =
γιατί είσαι αδύνατος. βγήκε δροσερό αεράκι.
Αντίθ. τφουλό = χοντρός. αέρας: µπαλβάλ και µπαλµπάλ, η
αδύνατος (β) (άκλ. επίθ.): ζαήφι π.χ. ικλάβ αβρί τε λαβ εµπούκα
π.χ. µπουτ ζαήφι σι ο χουρντό = µπαλβάλ = βγαίνω έξω να πάρω
πολύ αδύνατο είναι το παιδί. λίγο αέρα, η ζουραλί µπαλβάλ
αδύνατος (γ) (επίθ.): σσουκό, -ί περαντάς ε κοπάτσορα = ο δυνατός
(κυριολ. ξερός, στεγνός) αέρας έριξε τα δέντρα, (αλληγ.)
π.χ. νά λε καβά σσουκό µπακρό. σο λιάς λεσκί γκογκί µπαλβάλ = πήρε
µας κα ικλέλ λέσταρ! = µη παίρνεις το µυαλό του αέρα, (αλληγ.) κα
αυτό το αδύνατο πρόβατο. τι κρέας τσχινάβ κι µπαλβάλ = θα σου κόψω
θα βγει απ’ αυτό! τον αέρα.
αδυνατούλης (α) (επίθ.): αεράτος (επίθ.): µπαλβαλαλό,-ί
κισσλορό,-ί αερίζοµαι (αµετβ. ρ.): µπαλβάλ-
Αντίθ. τφουλορό = χοντρούλης. λαβ (= αέρα παίρνω).
37

π.χ. ίκλι αβρί τε λες-µπαλβάλ = π.χ. τσχουτάπες οπρα λέστε σαρ


βγες έξω να αεριστείς (να πάρεις καρτάλι = ρίχτηκε (όρµησε) πάνω
καθαρό αέρα). του σαν αετός.
αερίζω (α) (µετβ. ρ.): (υποκ.): καρταλίσι, ο.
µπαλβαλαράβ αετοφωλιά: καρταλέσκι-ουβάβα, η.
αερίζω (β) (µετβ. ρ.): µπαλβάλ- αζάλιστος (α) (επίθ.):
ντι(ν)νταράβ και µπαλµπάλ- µπιζαλισαρντό, -ί
ντι(ν)νταράβ (µπαλβάλ και Αντίθ. ζαλισαρντό = ζαλισµένος.
µπαλµπάλ = αέρας, ντι(ν)νταράβ = αζάλιστος (β) (άκλ. επίθ.):
κάνω να δοθεί-ούν, κάνω να µπει- µπιζαλιµέ
ουν) Αντίθ. ζαλιµέ = ζαλισµένος.
αέρινος (επίθ.): µπαλβαλάκο, -ι και αζάρωτος (άκλ. επίθ.): µπιζαροµέ
µπαλµπαλάκο, -ι (είναι η γενική Συνών. µπιµπουρτσιµέ =
πτώση του ενικού της λέξης ατσαλάκωτος.
µπαλβάλ και µπαλµπάλ = αέρας) Αντίθ. ζαροµέ = ζαρωµένος.
αεροδρόµιο: τιαραβένγκο-µερκέζι αζήµιος (επίθ.): µπιζαραρέσκο,-ι.
(= σταθµός αεροπλάνων) και αζηµίως (επίρρ.): µπιζαραρέσα (=
αεροδρόµιο, ο χωρίς ζηµιά).
αερολογίες (οι): µπαλβαλάκε- αζήτητος (επίθ.):
όρµπε και µπαλβαλάκε-πφερασά, ε µπιµανγκλι(ν)ντό,-ί και
π.χ. νά πακιά λες, µπαλβαλάκε- µπιµανγκλό,-ί
όρµπε πφενέλ = µην τον πιστεύεις, π.χ. µπιµανγκλι(ν)ντέ µανγκινά =
αερολογίες λέει. αζήτητα εµπορεύµατα
αεροµαχία: τιαραβένγκι- (µπιµανγκλι(ν)ντό σ.α. αθέλητος)
µαρεµπάβα και τιαραβένγκι- Αντίθ. µαγκλι(ν)ντό = ζητηµένος,
τσινγκάρ θεληµατικός, µανγκλό = ζητηµένος.
αεροπλανάκι: τιαραβίσα, η αζόριστος (επίθ.): µπιζορισαρντό, -
π.χ. κι(ν)ντά πε χουρντέσκε γεκ ί και (άκλ.επίθ.) µπιζορλαµούσσι
τιαραβίσα τε κχελέλ = αγόρασε για Αντίθ. ζορισαρντό = ζορισµένος,
το παιδί του ένα αεροπλανάκι να ζορλαµούσσι = ζορισµένος
παίζει. άζουµος (επίθ.): µπιζουµαλό,-ί
αεροπλάνο: τιαράβα, η και π.χ. µπιζουµαλέ σι ε πορτοκάλα =
αεροπλάνο, ο. άζουµα είναι τα πορτοκάλια.
π.χ. κα τζάβταρ τιαραβάσα = θα Αντίθ. ζουµαλό = ζουµερός.
φύγω µε αεροπλάνο. αζύγιστος: (βλ. ατράβηχτος).
αετίσιος (επίθ): καρταλέσκο,-ι αζύµωτος (επίθ.):
π.χ. τε τσχινές κε βούνγκε, µπιντοσπισαρντό,-ί και µπιντοσπιµέ
κερντιλέ σαρ καρταλέσκε = να (άκλ. επίθ.)
κόψεις τα νύχια σου, έγιναν σαν Αντίθ. ντοσπισαρντό και ντοσπιµέ =
αετίσια, καρταλέσκε πφακιά = ζυµωµένος.
αετίσια φτερά. αηδής: (βλ. αηδιαστικός).
αετονύχι: καρταλέσκι-βούνγκα, η αηδία: (βλ. σιχαµάρα).
αετόπουλο: σικνό-καρτάλι, ο (κατά αηδιάζω (µετβ. ρ.): τισι(ν)τιρίαβ
λέξη: µικρός αετός) π.χ. τισι(ν)τιρντίν µαν καλένσα κάι
αετός: καρτάλι, ο πφε(ν)ντάν µανγκέ = µε αηδίασες
µ’ αυτά που µου είπες.
38

αηδιάζω (αµετβ. ρ.): τισινίαβ αθέατος: µπισικαντό, -ι (σ.α.


π.χ. τισι(ν)ντίµ λέσταρ, ούτε αφανής)
ανγκλά µε γιακχά νι µανγκάβ τε Συνών. γκαραντι(ν)ντό = κρυφός.
ντικχάβ λε = αηδίασα απ’ αυτόν, Αντίθ. σικαντό = φανερός, ορατός,
ούτε µπροστά στα µάτια µου δε δειγµένος.
θέλω να τον δω. αθεΐα: µπιντεβλιπέ, ο (µπι +
αηδιαστικός (επίθ.): ντεβλιπέ, ντεβλιπέ κυριολ.
τισινµεκέσκο,-ι θεότητα).
π.χ. τισινµεκέσκο χαπέ = αθεΐζω (αµεβτ.ρ.): µπιντεβλέσκο-
αηδιαστικό φαγητό. κερντιάβ (= άθεος γίνοµαι),
αηδόνα: µπιλµπίλκα, η. µπιντεβλέσκο, - σοµ (= άθεος είµαι)
αηδονάκι: µπιλµπιλίσι, ο. και µπιντεβλέσκο, -ι σεµ (= άθεος
αηδόνι: µπιλµπίλι, ο είµαι).
π.χ.σαρ µπιλµπίλι γκιλάµπελ! = αθεϊσµός: (βλ. αθεΐα).
σαν αηδόνι τραγουδάει! αθεϊστής: µπιντεβλέσκο-µανούςς, ο
(βλ. οµόηχο µπιλµπίλι = κιάλι, (κυριολ. άθεος άνθρωπος).
τηλεσκόπιο). αθεϊστής (επίθ.): µπιντεβλέσκο, -ι
αηδονίσιος (επίθ.): µπιλµπιλέσκο, (κυριολ. άθεος).
-ι αθεϊστικός (α) (επίθ.):
π.χ. µπιλµπιλέσκι λαλί = αηδονίσια µπιντεβλιµάσκο, -ι.
φωνή. αθεϊστικός (β) (επίθ.):
αηδονολαλιά: µπιλµπιλέσκι-λαλί, µπιντεβλικανό, -ι.
η. άθελα (επίρρ.): µπιµανγκιµάσα
αηδονοφωλιά: µπιλµπιλέσκι- π.χ. µπιµανγκιµάσα τσαλαντάς
ουβάβα, η τουτ = άθελα σε χτύπησε.
π.χ. οπρά καβά κοπάτσι σι Αντίθ. µανγκιµάσα = θεληµατικά.
µπιλµπιλένγκε-ουβάβε = πάνω σ’ άθελα (µου) (επίρρ.): σαρνί-
αυτό το δέντρο υπάρχουν µανγκάβ (κυριολ. χωρίς να θέλω)
αηδονοφωλιές. π.χ. σαρνί-µανγκάβ κερντόµ λεσκέ
άηχος (α) (επίθ.): µπιµπασσι(ν)ντό, ζαράρι = άθελά µου του έκανα
-ί ζηµιά.
Αντίθ. µπασσι(ν)ντό = ηχηρός. αθέλητα: (βλ. άθελα, αθελά µου).
άηχος (β) (επίθ.): µπιµπασσιµάσκο, αθέλητος (επίθ.):
-ι µπιµανγκι(ν)ντό,-ί και
Αντίθ. µπασσιµάσκο = ηχηρός, µπιµανγκλι(ν)ντό,-ί
ηχητικός. Αντίθ. µανγκι(ν)ντό και
αθανασία: µπιµεριπέ, ο (µπι = α µανγκλι(ν)ντό = θεληµατικός.
στερητικό, χωρίς + µεριπέ = αθεµελίωτος (επίθ.):
θάνατος, πεθαµός). µπιτεµελέσκο,-ι (= χωρίς θεµέλιο).
αθάνατος (επίθ.): µπιµεριµάσκο,-ι αθέµελος (επίθ.): µπιτεµελένγκο, -ι
π.χ. µπιµεριµάσκο κχόνικ ναι = (= χωρίς θεµέλια)
αθάνατος κανείς δεν είναι. π.χ. µπιτεµελένγκο σι ο κχερ =
άθαφτος (επίθ.): µπιπραχοσαρντό,- αθέµελο είναι το σπίτι.
ί Αντίθ. τεµελένσα = µε θεµέλια.
Αντίθ. πραχοσαρντό = θαµµένος. άθεος (επίθ.): µπιντεβλέσκο,-ι
39

Συνών. µπιντινέσκο = άθρησκος, άθληµα: άθρλιµα, ο.


ντινσίζι = άθρησκος. άθλιος: (βλ. καηµένος, δυστυχής,
Αντίθ. ντι(ν)νίο = θρήσκος. κακοµοίρης, ταλαίπωρος).
αθεόφοβος (α) (άκλ. επίθ.): αθλιότητα (α): ζαβα(λ)λούκο, ο
µπιτρασσανό-ντεβλέσταρ (= (σ.α. δυστυχία, κακοµοιριά)
άφοβος απ’ το Θεό). π.χ. σο ρόντες του αν καβά
αθεόφοβος (β) (επίθ.): ζαβα(λ)λούκο! = τι ψάχνεις εσύ
µπινταρανό(-ί) –ντεβλέσταρ (= µέσα σ’ αυτήν την αθλιότητα!
άφοβος από το Θεό) αθλιότητα (β): µπετερλίκο, ο (σ.α.
π.χ. µπινταρανό-ντεβλέσταρ σαν. η ζωή του ανεπρόκοπου, αλητεία)
µπενγκαλέα! = αθεόφοβος είσαι. π.χ. α(ν)ντό µπετερλίκο µπεσσάς =
διαβολεµένε! µες στην αθλιότητα καθόµαστε
αθεοφοβία: µπιτρασσαηπέ-ε- (ζούµε) νί κα κερές µπετερλίκο,
ντεβλέσταρ (= αφοβία από το Θεό) γκογκιαβέρ κα κερντός = δε θα
και µπινταραηπέ-ε-ντεβλέσταρ, ο κάνεις αλητεία, λογικός θα γίνεις.
(= αφοβία από το Θεό). αθλούµαι: (βλ. γυµνάζοµαι).
αθέρµαντος: (βλ. αθέρµαστος). αθόλωτος (άκλ. επίθ.): τεµίζι
αθέρµαστος (επίθ.): µπιταταρντό, - (κυριολ. καθαρός).
ί αθόρυβος (α) (επίθ.):
π.χ. µπιταταρντό κχερ = αθέρµαντο µπιγκυρι(ν)τιάκο,-ι (το υ προφ.
σπίτι όπως το γαλλικό u).
Συνών. σσουντρό = κρύος, ψυχρός. Συνών. µπιλαλάκο, µπισεζάκο =
Αντίθ. ταταρντό = ζεσταµένος. άφωνος.
αθεραπευσία: µπιλατσχαρντιπέ και αθόρυβος (β) (επίθ.): µπισεζάκο, -ι
µπισασταρντιπέ, ο. (κυριολ. άφωνος, σ.α. άναυδος).
αθεράπευτος: (βλ. αγιάτρευτος). άθραυστος (επίθ.):
αθετώ (µετβ. ρ.): µουσαράβ µπιπφαγκιµάσκο,-ι.
(κυριολ. χαλώ µετβ.) άθρησκος (α) (επίθ.):
π.χ. µουσαρντόµ µι σοβέλ = µπιντινέσκο,-ι
αθέτησα τον όρκο µου. π.χ. µπιντινέσκο µανούςς =
Αντίθ. ασταράβ = κρατώ, πιάνω, άθρησκος άνθρωπος.
αγγίζω, συλλαµβάνω, ξεπαρθενεύω, Αντίθ. ντι(ν)νίο = θρήσκος.
διαρκώ, διατηρώ. Συνών. µπιντεβλέσκο = άθεος.
Αθήνα: Ατίνα, η άθρησκος (β) (άκλ. επίθ.): ντινσίζι
π.χ. νταά νι αβιλό κο ντατ κατάρ (ως ουσ. ντινσίζι, ο, ντινσίσκα, η)
Ατίνα; = ακόµα δεν ήρθε ο πατέρας π.χ. ντινσίσκα τζουβλί = άθρησκη
σου από την Αθήνα; γυναίκα.
αθηναίικος: (βλ. αθηναϊκός). αθροίζοµαι (αµετβ. ρ.): κιντισάαβ,
αθηναϊκός (επίθ.): ατινάκο, -ι κιντισάβαβ, κιντινισάαβ και
π.χ. ατινάκε γκαζάτε = αθηναϊκές κιντινισάβαβ (κυριολ. µαζεύοµαι,
εφηµερίδες. συγκεντρώνοµαι).
Αθηναίος: Ατίναλιο,ο. αθροίζω (µετβ. ρ.): κίνταβ (κυριολ.
Αθηναία (η): Ατίναλϋκα, η. µαζεύω, συγκεντρώνω, συγυρίζω)
αθιγγάνικος: (βλ. τσιγγάνικος). π.χ. κίντε µο µπόρτζι, τε ποκιτάβ
Αθίγγανος: (βλ. Τσιγγάνος). λε = άθροισε το χρέος µου, να το
άθικτος: (βλ. ανέγγιχτος). πληρώσω.
40

αθυµία: κεφσιζλίκο, ο (σ.α. αθωότητα (β): αβανακλούκο, ο


αδιαθεσία, ακεφιά) (κυριολ. αγαθοσύνη, αγαθότητα,
π.χ. κεφσιζλίκο σίµαν, νάι λατσχό βλ. και αγαθοσύνη).
σοµ = αδιαθεσία, ακεφιά έχω, δεν Αϊ-Γιώργης: Εντερλέζι, ο (η
είµαι καλά. µοναδική γιορτή των Ροµά, κοινή
αθύµιαστος: (βλ. αθυµιάτιστος). για χριστιανούς και
αθυµιάτιστος (επίθ.): µουσουλµάνους, που γιορτάζεται
µπιχουνγκαρντό, -ί στις 6 Μαΐου. Το βράδυ της
Αντίθ. χουνγκαρντό = παραµονής ξενυχτούν µε φωτιές
θυµιατισµένος. µπροστά σε κάθε σπίτι, µε µουσική,
άθυµος: (βλ. αδιάθετος). τραγούδια, πιοτά και χορό. Πριν
αθυµώ: (βλ. αδιαθετώ). ξηµερώσει οι νέοι πηγαίνουν στο
αθυρόστοµος (επίθ.): πίσι-µόσκο,-ι πλησιέστερο ποτάµι, κάνουν
(κυριολ. βρωµόστοµος) µπάνιο, παίρνουν νερό σε έναν
π.χ. µπουτ πίσι-µόσκο σαν, κίντε κουβά και το µεταφέρουν στο σπίτι,
ζάλακ κο µούι = πολύ αθυρόστοµος µε το οποίο οι υπόλοιποι της
είσαι, µάζεψε λίγο το στόµα σου. οικογένειας πλένουν το πρόσωπό
αθώος (α) (δικαστικά) (άκλ. τους. Ανήµερα της γιορτής κάθε
επίθ.): µπεράτι οικογένεια θυσιάζει ένα πρόβατο,
π.χ. µπεράτι πελό κάι µακεµάβα = που συνήθως το έχει ταµένο σε
αθώος έπεσε (κρίθηκε) στο κάποιο παιδί της. Ένας από τους
δικαστήριο. γονείς βουτά το δάχτυλό του στο
Αντίθ. ντοσσαλό = φταίχτης, ζεστό αίµα του προβάτου και
ένοχος. σχηµατίζει ένα στίγµα ανάµεσα στα
αθώος (β) (επίθ.): µπιντοσσαλό,-ί φρύδια του παιδιού, για το οποίο
και µπιντοσσάκο,-ι (κυριολ. µη έγινε το τάµα.)
ένοχος-η). π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
αθώος (γ) (άκλ. επίθ.): αβανάκι «αµαρό µπαρό γκιβέ» (= η µεγάλη
(κυριολ. αγαθός-ή, βλ.και αγαθός). µας µέρα) Εντερλέζι, Εντερλέζι, σα
αθωράκιστος (επίθ.): πουταρντό,-ί α(ν)ντό µπρόςς ασσουγκιαράβ τουτ
(κυριολ. ανοιχτός). κάνα κάνα τε αβές, κάι κιρνί µπαρί
αθωώνοµαι (αµετβ. ρ.): µπεράτ- ρατ τε να πασστιάβ, λεάκο παί
περάβ (= αθώος πέφτω). α(ν)ντό κχερ τε τζαβ τε α(ν)ταβάβ =
π.χ. µπεράτ-πελό κάι µακεµάβα = Εντερλέζι, Εντερλέζι, όλο το χρόνο
αθωώθηκε στο δικαστήριο. σε περιµένω πότε πότε να ‘ρθεις,
αθωώνω (µετβ. ρ.): µπεράτ- στη δική σου µεγάλη νύχτα να µη
περαβάβ (αθώο κάνω να πέσει, κοιµηθώ, ποταµίσιο νερό στο σπίτι
µπεράτ = αθώος, περαβάβ = να πάω να φέρω.
γκρεµίζω, κατεδαφίζω). αίγλη (α): σσαφκλούκο, ο (κυριολ.
αθώωση (δικαστικά): λάµψη).
µπερατλούκο, ο. αίγλη (β): µπαρό-νάµο (κυριολ.
αθωότητα (α): µπιντοσσαλιπέ και µεγάλη δόξα, µεγάλη φήµη) και
µπιντοσσιπέ, ο (κυριολ. µη ενοχή, µπαρό-νάµι, ο (κυριολ. µεγάλη
µπι = α στερητικό, χωρίς, ντοσσιπέ δόξα, µεγάλη φήµη).
και ντοσαλιπέ, ο = ενοχή).
41

Αιγύπτιος: Μίσιρλιο, ο (σύγχρονος αιµατοβαµµένος (µτχ. ως επίθ.):


Αιγύπτιος) και Φιραούνο, ο ραταλό,-ί και ρατβαλό, -ι (κυριολ.
(αρχαίος Αιγύπτιος). µατωµένος)
Αιγύπτια (η): Μίσιρλικα, η και π.χ. γκαραβέλ πε ροµέσκε ραταλέ
Φιραούνκα, η. σσέα, για τε σικαβέλ λεν πε
Αίγυπτος: Μίσιρλικο και τσχαβέσκε, κάνα κα µπαρόλ, τε λελ
Φιραουνιπέ,ο ι(ν)τικάµο = κρύβει τα
(Φιραουνιπέ: η αρχαία ονοµασία αιµατοβαµµένα ρούχα του συζύγου
από το όνοµα Φαραώ). της, για να τα δείξει στο γιο της,
αιδηµοσύνη: λατζαηπέ, ο όταν µεγαλώσει, να πάρει
(=ντροπαλότητα, ντροπή). εκδίκηση.
Αντίθ. µπιλατζαηπέ = αδιαντροπιά, αιµατόβρεχτος: (βλ.
λουµπνιπέ = προστυχιά, πορνεία. αιµατοβαµµένος).
αιδήµων (επίθ.): λατζανό,-ί (= αιµάτωµα: ρατιπέ, ο.
ντροπαλός). αιµατώνοµαι: (βλ. µατώνω
Αντίθ. µπιλατζανό = αδιάντροπος, αµετβ.).
λουµπνό = πρόστυχος. αιµατώνω: (βλ. µατώνω µετβ.).
αιδοίο: µιντσ, η. αιµοβορία (µτφ.): ρατσχαγκλιπέ, ο
(υποκ.): µιντζορί, η. Συνών. νασουλιπέ και φεναλούκο =
αιθρία: ατσίκι-αβάβα, η κακία, κακοσύνη.
(= ανοιχτός καιρός). αιµοβόρος (µτφ.) (επίθ.):
π.χ. ατσίκι σι η αβάβα, νι κα ντελ ρατσχαγκλό,-ί
µπρουσσούµ = αιθρία είναι, δε θα Συνών. νασούλ και φενά = κακός.
βρέξει. αιµοδοσία: ραντέσκο-ντιιπέ, ο (=
Συνών. λατσχί-αβάβα (= καλός δόσιµο αίµατος).
καιρός), καλοκαιρία. αιµορραγία (α): ρατέσκο-
αίθριος: (βλ. ανέφελος). χασαριπέ, ο (κυριολ. αίµατος
αίµα: ρατ, ο χάσιµο, αίµατος απώλεια).
π.χ. τχάβντελ κατάρ λεσκό νακ ρατ αιµορραγία (β): εµοραγία, η
= τρέχει από τη µύτη του αίµα, ο π.χ. ασταρντά µαν εµοραγία = µ’
ρατ παΐ νι κερντόλ = το αίµα νερό έπιασε αιµορραγία.
δε γίνεται, καλιλό µο γκι λέσταρ· αιµορραγώ (αµετβ. ρ.): ρατ-
πφερντάς µο γκι ρατ = µαύρισε η χασαράβ (= αίµα χάνω).
ψυχή µου απ’ αυτόν· γέµισε την π.χ. ρατ-χασαρέλ! ινγκάρ λε
ψυχή µου αίµα, κιρόλ λεσκό ρατ· τσαµπούκι κάι αστενάβα =
εκχέ τχανέστε νασστί µπεσσέλ = αιµορραγεί! πήγαινέ τον γρήγορα
βράζει το αίµα του· σε ένα µέρος στο νοσοκοµείο.
δεν µπορεί να κάτσει, (αλληγ.) ρατ αιµορροΐδα (εξωτερική):
τσχάντελ καβά χουρντό = αίµα τσιµπάνο, ο
ξερνάει αυτό το παιδί (δηλ. είναι π.χ. ικλιλί λεσκέ κάι λεσκί µπουλ
πολύ κακό). τσιµπάνο ντα νασστί µπεσσέλ = του
(βλ. οµόηχο ρατ = νύχτα). βγήκε στον ποπό αιµορροΐδα και
αιµατάκι: ρατορό, ο δεν µπορεί να καθίσει.
π.χ. (κατάρα) λεσκό ρατορό τε αιµόσταση: ρατέσκο-ατσχιπέ,ο
τσχορντόλ, Ντέβλαµ! = το αιµατάκι (κυριολ. αίµατος παύση).
του να χυθεί, Θεέ µου! αιµοστασία: (βλ. αιµόσταση).
42

αίνιγµα (α): µανάβα, η αισχύνη (α): λατζ, η (κυριολ.


π.χ. κα πφενάβ τουκέ εκ µανάβα, ντροπή)
νταλί κα ακχιαρές λα; = θα σου πω Συνών. µπαρί-λατζ = µεγάλη
ένα αίνιγµα, θα µπορέσεις να το ντροπή, αίσχος.
καταλάβεις; (οµόηχο µανάβα = αισχύνη (β): λατζαηπέ, ο (κυριολ.
αφορµή). ντροπή, ντροπαλότητα,
αίνιγµα (β): ένιγµα, ο. ντροπαλοσύνη) (βλ. και ντροπή)
αισθάνοµαι (µετβ. ρ.): Συνών. µπαρό-λατζαηπέ = µεγάλη
ακχιαράµανγκε και ακχιαράµαν ντροπή, µεγάλη ντροπαλότητα,
π.χ. ακχιαράµανγκε κάι κα µεγάλη ντροπαλοσύνη, αίσχος.
νασφάβαβ = αισθάνοµαι ότι θα αισχύνοµαι (αµετβ. ρ.): λατζάβ
αρρωστήσω. π.χ. νι λατζάλ ο µπιλατζανό! = δεν
(ακχιαράβ = καταλαβαίνω, µανγκέ αισχύνεται ο αδιάντροπος! (βλ. και
= για µένα, µαν = εµένα). ντρέποµαι).
(ακχιαράµαν σ.α. ξυπνώ µτφ.) αίτηση: έτισι, η.
π.χ. ακχιαρντάπες κο τσχαό, σα αιτία (α): σεµπέπι, ο
α(ν)ντί αϊνάβα ντικχέλπες = π.χ. τούσαν ο σεµπέπι κάι σΰρνταβ
ξύπνησε ο γιος σου, όλο στον ακανά = εσύ είσαι η αιτία που
καθρέφτη κοιτάζεται (δηλ. ξύπνησε τραβάω (υποφέρω) τώρα.
το ερωτικό του ένστικτο). Συνών. ντοςς = φταίξιµο.
αίσχος: µπαρό-λατζαηπέ,ο (κυριολ. αιτία (β): µανάβα, η (κυριολ.
µεγάλη ντροπή, µεγάλη αφορµή, πρόφαση)
ντροπαλότητα, µεγάλη π.χ. µανάβα ρόντελ, τε χάλπες
ντροπαλοσύνη) και µπαρί-λατζ, η µάνσα = αιτία ψάχνει να µαλώσει
(κυριολ. µεγάλη ντροπή). µε µένα (βλ. και αφορµή) (οµόηχο
π.χ. µπαρό-λατζαηπέ µο! νι λατζάς µανάβα = αίνιγµα).
κάι αστάρντος ε πφουρέσα; = αίτιος (α) (επίθ.): σεµπεπλίο,-ίκα
αίσχος ρε! δε ντρέπεσαι που π.χ. καβά σι ο σεµπεπλίο ε
πειράζεις το γέρο; τσινγκαράκο = αυτός είναι ο αίτιος
αισχρόλογο: µπιλατζανό-πφεράς, ο της φασαρίας.
και µπιλατζανί-όρµπα, η (κυριολ. Συνών. ντοσσαλό = φταίχτης.
αδιάντροπος λόγος, αδιάντροπη αίτιος (β) (επίθ.): ντοσσαλό, -ί
κουβέντα, αδιάντροπη λέξη). (κυριολ. ένοχος, φταίχτης).
αισχρόλογος (επίθ.): µπιλατζανέ- αιφνίδιος: (βλ. ξαφνικός).
πφερασένγκο,-ι και µπιλατζανέ- αιχµαλωσία: έσιρλικο, ο
ορµπένγκο,-ι. (βλ. και σκλαβιά).
αισχρολογώ (αµετβ. ρ.): αιχµαλωτίζω (µετβ. ρ.): έσιρι-
µπιλατζανέ-πφερασά-πφενάβ, ασταράβ (= αιχµάλωτο κρατώ).
µπιλατζανέ-όρµπε-πφενάβ και αιχµάλωτος (άκλ.): έσιρι
µπιλατζανέ-πφερασά-µοτχάβ (βλ. και σκλάβος).
(κυριολ. αδιάντροπα λόγια λέω). αιχµή: σιβριλίκο, ο
αισχρός (επίθ.): µπιλατζανό, -ί (= π.χ. ε τσχουράκο σιβριλίκο = του
αδιάντροπος). µαχαιριού η αιχµή.
αισχρότητα: µπιλατζαηπέ (= αιχµηρός (άκλ. επίθ.): σιβρί και
αδιαντροπιά). σιβρίς
43

π.χ. σιβρί ντεµίρι = αιχµηρό ακαθαρσία: πισλίκο, ο


σίδερο. (πίσι = βρόµικος).
αιχµηρότητα: σιβριλίκο, ο. ακαθαρσίες (οι): πισλίκορα και
αιώνας: σσέλ-µπροσσά, ε (κυριολ. πισλίτσα, ε.
= εκατό χρόνια). ακάθεκτος (α) (επίθ.):
αιώνιος (επίθ.): µπιµεριµάσκο, -ι µπιατσχανταριµάσκο, -ι (σ.α.
(κυριολ. αθάνατος) και µπουτέ- ανεµπόδιστος).
µπροσσένγκο, -ι (κυριολ. πολλών ακάθεκτος (β) (επίθ.):
ετών, πολυετής, πολύχρονος). µπιατσχαντι(ν)ντό, -ι (κυριολ.
αιωνιότητα: σσελµπροσσιπέ, ο ασταµάτητος, σ.α. ακατάπαυστος,
(κυριολ. = εκατονταετία). συνεχής).
αιώρα: (βλ. κούνια). ακαθισιά: µπιµπεσσιπέ, ο.
αιώρηση: (βλ. κούνηµα). ακάθιστος (επίθ.):
αιωρούµαι: (βλ. κουνιέµαι). µπιµπεσσι(ν)ντό,-ί
αιωρώ: (βλ. κουνώ). Αντίθ. µπεσσι(ν)ντό = καθιστός.
ακαβούρδιστος: (βλ. άκακος (άκλ. επίθ.): µπινασούλ
ακαβούρντιστος). π.χ. µπινασούλ µπακρορό σι καβά
ακαβούρντιστος (άκλ. επίθ.): µανούςς = άκακο προβατάκι είναι
µπικαβουρµούσσι αυτός ο άνθρωπος.
Αντίθ. καβουρµούσσι = Συνών. λατσχό = καλός, µπιπφιρνό
καβουρντισµένος. = απονήρευτος, αβανάκι = αγαθός,
άκαγος και άκαος (επίθ.): αγαθιάρης.
µπιπφαµπαρντό, -ί Αντίθ. νασούλ, φενά = κακός,
π.χ. µπιπφαµπαρντί τζιγκάρα = τζουνγκαλό = δόλιος.
άκαγο τσιγάρο. ακάλεστος (επίθ.):
Αντίθ. πφαµπαρντό = καµµένος, µπιτσινγκαρντό,-ί
αναµµένος, καυτός, καυτερός. π.χ. µπιτσινγκαρντό νασστί τζαβ
ακαζού (άκλ. επίθ.): ακαζού κάι λεσκό µπιάβ = ακάλεστος δεν
π.χ. ακαζού µακχλά πε µπαλά = µπορώ να πάω στο γάµο του.
ακαζού έβαψε τα µαλλιά της. Αντίθ. τσινγκαρντό = καλεσµένος.
ακαθάριστος (επίθ.): µπικοσλό,-ί ακάλτσωτος (επίθ.):
π.χ. ατσχιλό ο κχερ µπικοσλό = µπιτσοραπένγκο, -ι (κυριολ. χωρίς
έµεινε το σπίτι ακαθάριστο,(σ.α. κάλτσες).
ασφουγγάριστος). ακάλυπτος (επίθ.): µπιουτσχαρντό,
Συνών. µελαλό = λερωµένος, -ί (κυριολ. ασκέπαστος)
βρόµικος. π.χ. µπιουτσχαρντό σι ο γκεράνο =
Αντίθ. κοσλό = καθαρισµένος, ακάλυπτο είναι το πηγάδι.
σκουπισµένος, σφουγγαρισµένος. Συνών. πουτσαρντό = ξεσκέπαστος
ακάθαρτος (επίθ.): µελαλό, -ί Αντίθ. ουτσχαρντό= σκεπασµένος,
(κυριολ. βρόµικος, λερωµένος) και καλυµµένος.
(άκλ. επίθ.) µπατΰκι (κυριολ. ακαµάρωτος (επίθ.):
βρόµικος, λερωµένος) µπιµπαρικανό, -ί (κυριολ. µη
π.χ. νά χα µελαλέ βαστένσα = µην υπερήφανος, µετριόφρων).
τρως µε ακάθαρτα χέρια, µπατΰκι ακαµασία (α): κχα(ν)ντινιπέ, ο
σι ο γκάζι = ακάθαρτο είναι το (σ.α. βροµιά, τεµπελιά)
πετρέλαιο.
44

Αντίθ. µπουκιαρνιπέ = ακαρτέρευτος: (βλ. ξαφνικός).


εργατικότητα. ακάρφωτος (α) (επίθ.):
ακαµασία (β): τε(µ)µπε(λ)λίκο, ο. µπικαρφοσαρντό, -ί
ακαµάτης (α) (επίθ.): κχα(ν)ντινό, Αντίθ. καφοσαρντό = καρφωµένος.
-ι (σ.α. βρόµικος, τεµπέλης) ακάρφωτος (β) (άκλ. επίθ.):
π.χ. κχα(ν)ντινέ µανουσσέ µπισσαϊκαλαµούσσι
προκοπία νάι λε = ο ακαµάτης Αντίθ. σσαϊκαλαµούσσι =
άνθρωπος προκοπή δεν έχει. καρφωµένος.
Αντίθ. µπουκιαρνό = εργατικός, ακασσιτέρωτος (επίθ.):
δουλευτάρης µπιανουσαρντό, -ί (κυριολ.
ακαµάτης (β) (επίθ.): τε(µ)µπέλι, - αγάνωτος)
κα π.χ. µπιανουσαρντί τσίντζιρα =
π.χ. τε(µ)µπέλκα σι κι τσχέι, ιτς αγάνωτη κατσαρόλα.
µπουκιαρνί νάι = ακαµάτρα είναι η Αντίθ. ανουσαρντό = γανωµένος,
κόρη σου, καθόλου εργατικιά δεν κασσιτερωµένος.
είναι. ακατάβρεκτος: (βλ.
Αντίθ. τσαλϋσσκάνι = εργατικός, ακατάβρεχτος).
δουλευτάρης. ακατάβρεχτος (επίθ.):
ακάµατος: (βλ. ακούραστος). µπικινγκαρντό, -ί και
άκαµπτος: (βλ. αλύγιστος). µπικινγκιαρντό, -ί
άκαµψία: µπιµπανγκιπέ, ο (σ.α. Αντίθ. κινγκαρντό και κινγκιαρντό
αλυγισιά). = καταβρεγµένος, βρεγµένος,
ακανθώδης: (βλ. αγκαθωτός). µουσκεµένος.
ακάµωτος (επίθ.): µπικερντό,-ί (= ακατάγραφος: (βλ.
άφτιαχτος, αγίνωτος, άγουρος, ακατάγραφτος).
αδηµιούργητος, ανώριµος). ακατάγραφτος (άκλ. επίθ.):
Αντίθ. κερντό = γινωµένος, µπιγιαζϋλΰ (κυριολ. άγραφος,
φτιαγµένος, καµωµένος, ώριµος, αδήλωτος στα µητρώα του δήµου)
δηµιουργηµένος. Αντίθ. γιαζϋλΰ = γραµµένος,
ακαπάκωτος (α) (επίθ.): εγγεγραµµένος, καταγεγραµµένος.
µπικαπακέσκο, -ι ακαταγώνιστος: (βλ.
π.χ. µπικαπακέσκι τσίντζιρα = αξεπέραστος).
ακαπάκωτη κατσαρόλα ακατάδεχτος (επίθ.): µπαρικανό,-ί
ακαπάκωτος (β): (= υπερήφανος, αλαζόνας,
µπικαπακλαµούσσι καυχησιάρης, µεγαλοµανής)
Αντίθ. καπακλαµούσσι = Συνών. κιµπάρι = κιµπάρης,
καπακωµένος. αριστοκράτης.
ακαπάρωτος (επίθ.): ακαταδίωκτος (επίθ.):
µπικαπαρέσκο, -ι µπινασσανταρντό, -ί (σ.α.
π.χ. µπικαπαρέσκο µπουκί νι κεράβ ακατάτρεχτος, ακυνήγητος)
= ακαπάρωτος δουλειά δεν κάνω. Αντίθ. νασσανταρντό =
ακαπέλωτος (επίθ.): µπικαπελάκο, καταδιωγµένος, κατατρεγµένος,
-ι. κυνηγηµένος.
άκαπνος (επίθ.): µπιντουµανέσκο, ακατάθετος (επίθ.): µπιτχοντό, -ί
-ι (κυριολ. χωρίς καπνό). (κυριολ. άβαλτος, ατοποθέτητος)
άκαρδος: (βλ. άπονος).
45

(οµόηχο µπιτχοντό = άπλυτος, ακατάπαυστος (επίθ.):


άλουστος). µπιατσχαη(ν)ντό,-ί (=
ακαταλαβίστικος (επίθ.): ασταµάτητος)
µπιακχιαρντι(ν)ντό,-ί (σ.α. ασαφής) π.χ. µπιατσχαη(ν)ντί ντουκ =
Συνών. µπιακχιαρντό = ακατάπαυστος πόνος
ακατανόητος. (βλ. και ασταµάτητος).
Αντίθ. ακχιαρντό = κατανοητός, ακατάσβηστος (επίθ.):
ακχιαρντι(ν)ντό = σαφής. µπιµουνταρντό, -ί (κυριολ.
ακατάληπτος (α) (επίθ.): άσβηστος, µη σκοτωµένος, µη
µπιακχιαρντικανό,-ί νεκρωµένος)
Αντίθ. ακχιαρντικανό = π.χ. µπιµουνταρντί ατσχιλί η γιακ =
καταληπτός, ακχιαρντό = άσβηστη έµεινε η φωτιά.
κατανοητός, αντιληπτός. Αντίθ. µουνταρντό = σβησµένος,
ακατάληπτος (β) (επίθ.): νεκρωµένος, σκοτωµένος.
µπιακχιαριµάσκο, -ι (σ.α. ακατασκεύαστος: µπικερνταρντό,
µυστηριώδης, µυστήριος) -ι (σ.α. ανεπισκεύαστος,
π.χ. µπιακχιαριµάσκο µανούςς σαν! αδηµιούργητος, άφτιαχτος,
νασστί ακχιαράβ τουτ = µυστήριος άχτιστος)
άνθρωπος είσαι! δεν µπορώ να σε π.χ. µπικερνταρντό σι νταά ο κχερ
καταλάβω. = ακατασκεύαστο είναι ακόµα το
ακαταληψία: µπιακχιαριπέ, ο (σ.α. σπίτι.
ακατανοησία). Αντίθ. κερνταρντό =
ακαταµέτρητος (επίθ.): κατασκευασµένος, δηµιουργηµένος,
µπιγκι(ν)ντό, -ί (κυριολ. φτιαγµένος, χτισµένος.
αµέτρητος). ακατατόπιστος: (βλ. ανενηµέρω-
ακατανέµητος (επίθ.): τος).
µπιντι(ν)ντό, -ί (κυριολ. άδοτος) ακατάτρεχτος: (βλ. ακαταδίω-
Αντίθ. ντι(ν)ντό = δοσµένος. κτος).
ακατανοησία: µπιακχιαριπέ, ο. ακατέβατος (επίθ.): µπιφουλαρ-
ακατανόητος (επίθ.): ντό,-ί
µπιακχιαρντό,-ί. Αντίθ. φουλαρντό = κατεβασµένος
π.χ. µπιακχιαρντέ όρµπε = ακατεδάφιστος: (βλ. αγκρέµιστος).
ακατανόητα λόγια. ακατέργαστος: (βλ. αδούλευτος).
Συνών. µπιακχιαρντι(ν)ντό = ακάτεχος: (βλ. αµαθής).
ακαταλαβίστικος, ασαφής. ακατηγόρητος (επίθ.):
Αντίθ. ακχιαρντό = κατανοητός. µπιντοσσαρντό, -ί (κυριολ. µη
ακατανόµαστος (επίθ.): ενοχοποιηµένος).
µπιαλαβέσκο, -ι (= χωρίς όνοµα, ακατοίκητος (α) (επίθ.):
ανώνυµος). µπιµανουσσένγκο, -ι (κυριολ. χωρίς
ακαταπάτητος (άκλ. επίθ.): ανθρώπους)
µπιµπασϋλΰκι (κυριολ. απάτητος). π.χ. µπιµανουσσένγκο τχαν =
Αντίθ. µπασϋλΰκι = πατηµένος, ακατοίκητο µέρος.
πατητός. ακατοίκητος (β) (επίθ.):
ακατάπαυστα: (βλ. ασταµάτητα). µπιτζενένγκο, -ι (κυριολ. χωρίς
άτοµα).
46

ακατόρθωτος (επίθ.): π.χ. µπικεφέσκο ντικχάβ τουτ =


µπιµπετζερµεκέσκο, -ι άκεφο σε βλέπω.
Αντίθ. µπετζερµεκέσκο = Αντίθ. κεφλίο = κεφάτος.
κατορθωτός. ακήδευτος (επίθ.):
ακατούρητος (επίθ.): µπιπραχοσαρντό, -ί (κυριολ.
µπιµουταρντό, -ι άθαφτος)
π.χ. µπιµουταρντό τχαν α(ν)ντί µι Αντίθ. πραχοσαρντό = θαµµένος
αβλία νι µουκλάν. κάι µανγκέσα ακίβδηλος: (βλ. γνήσιος).
µουταρές = ακατούρητο µέρος στην ακίδα: (βλ. αιχµή).
αυλή µου δεν έχεις αφήσει. όπου ακινησία (α): µπεσσιπέ, ο (κυριολ.
θέλεις κατουράς. καθισιό, σ.α. καθισιά)
Αντίθ. µουταρντό = κατουρηµένος. π.χ. κατάρ ο µπουτ µπεσσιπέ λεσκό
ακατσάρωτος (άκλ. επίθ.): ντουµό ασταρντά λε = από την
µπιπουρλιµέ πολλή ακινησία η µέση του τον
π.χ. µπιπουρλιµέ µπαλά = έπιασε.
ακατσάρωτα µαλλιά. ακινησία (β): ατσχιπέ, ο (κυριολ.
άκαυτος (επίθ.): µπιπφαµπαρντό,-ί στάση, παύση, παραµονή, διαµονή,
Αντίθ. πφαµπαρντό = καµένος, διάλειµµα, σταµατηµός)
αναµµένος, καυτερός, καυτός. π.χ. (ειρωνικά) κύφυ ασταρντά ο
ακαψάλιστος (επίθ.): τοµαφίλι κατάρ ο ατσχιπέ, κάι νι
µπιπουρλισαρντό, -ί πφιρέλ = σκουριά έπιασε το
π.χ. µπιπουρλισαρντί σι η κχαϊνί, αυτοκίνητο απο την ακινησία, που
πουρλισάρ λα = ακαψάλιστο είναι δεν περπατάει.
το κοτόπουλο, καψάλισέ το. ακινητοποιηµένος (µτχ.):
ακέντητος (επίθ.): µπικουβντό,-ί ατσχανταρντό,-ί (κυριολ. =
(= άπλεχτος). σταµατηµένος).
ακέραστος (επίθ.): µπικερασαρντό, ακινητοποίηση: ατσχανταριπέ, ο
-ί (κυριολ. = σταµάτηµα).
Αντίθ. κερασαρντό = κερασµένος. ακινητοποιούµαι (αµετβ. ρ.):
ακέρατος (επίθ.): µπισσινγκένγκο, ατσχαντάρντιαβ (σ.α.
-ι και µπισσινγκαλό, -ι (σ.α. αναχαιτίζοµαι, σταµατιέµαι).
ακεράτωτος) ακινητοποιώ (µετβ. ρ.):
Αντίθ. σσινγκαλό = κερασφόρος, ατσχανταράβ (κυριολ. = σταµατώ
κερατωµένος. (µετβ.)).
ακεράτωτος: (βλ. ακέρατος). ακίνητος: ατσχαντό,-ί (κυριολ.
ακερδής (επίθ.): µπικιαρέσκο,-ι (= στάσιµος, ατσχαβ = σταµατώ
χωρίς κέρδος). (αµετβ.), στέκοµαι, µένω).
Αντίθ. κιαρλίο = κερδοφόρος, ακινητώ (αµετβ. ρ.): ατσχάβ
κερδισµένος. (κυριολ. αµετβ. σταµατώ, µένω,
άκεφα (επίρρ.): µπικεφέσα στέκοµαι, παύω αµετβ., διαµένω,
π.χ. µπικεφέσα µπουκί-κεράβ = παραµένω).
άκεφα δουλεύω. ακκίζοµαι (αµετβ. ρ.): νάζορα-
ακεφιά: κεφσιζλίκο, ο (σ.α. κεράβ (κυριολ. νάζια κάνω).
αδιαθεσία, αθυµία, βλ. και αθυµία). άκλαδος (επίθ.): µπινταλένγκο, -ι.
ακέφαλος (επίθ.): µπισσερέσκο,-ι. άκλαυτος (επίθ.): µπιροη(ν)ντό,-ί
άκεφος (επίθ.): µπικεφέσκο,-ι
47

π.χ. µπιροη(ν)ντό χουρντό νάι = ακολουθώ (αµετβ. ρ.): παλάλ-


άκλαυτο µωρό δεν υπάρχει, αβάβ (= από πίσω έρχοµαι)
µπιροη(ν)ντό γκελόταρ ο τσορορό = π.χ. τουµέν τζαν ανγκλέ ντα αµέν
άκλαυτος έφυγε (πέθανε) ο κ’ αβάς-παλάλ τουµέ(ν)ντε = εσείς
φτωχούλης. πηγαίνετε µπροστά κι εµείς θα σας
Αντίθ. ροη(ν)ντό = κλαµένος. ακολουθήσουµε.
ακλείδωτος (επίθ.): µπιπφα(ν)ντό,- ακόµη και ακόµα (α) (επίρρ.):
ί (κυριολ. = άκλειστος) και νταά και ταά
µπικιλιτλεµίσσι (άκλ. επίθ.) π.χ. νταά ιν αβιλό; = ακόµη δεν
Αντίθ. κιλιτλεµίσσι = κλειδωµένος. ήρθε; ταά µπουκί-κερες κοτέ; =
άκλειστος (επίθ.): µπιπφα(ν)ντό,-ί ακόµα δουλεύεις εκεί;
(σ.α. άδετος). (βλ. και πιο).
Αντίθ. πφα(ν)ντό = κλειστός, ακόµη και ακόµα (β) (επίρρ.):
δεµένος, φυλακισµένος, νταβά
κρατούµενος. π.χ. νταβά νι βουραντάν τουτ; =
ακλόνητος: (βλ. σταθερός). ακόµη δε ντύθηκες; (σ.α. πιο).
άκλωνος: (βλ. άκλαδος). ακοµµάτιαστος (επίθ.):
ακοή: ασσουνιπέ, ο µπιτσχινγκιαρντό,-ί
π.χ. νάι τουτ λατσχό ασσουνιπέ, π.χ. µπιτσχι(ν)γκιαρντό σι ο µας =
πφουριλάν = δεν έχεις καλή ακοή, ακοµµάτιαστο είναι το κρέας.
γέρασες. Αντίθ. τσχι(ν)γκιαρντό =
ακοιµησιά: (βλ. ξαγρύπνια). κοµµατιασµένος.
ακοίµητος (α) (επίθ.): ακόνι (α): µπαρ, ο (κυριολ. πέτρα).
µπιπασσλαρντό,-ί, µπιπασσταρντό,- ακόνι (β): γιασάν, ο.
ί ακονίζοµαι (αµετβ. ρ.): µορντιάβ
Αντίθ. πασσλαρντό και πασσταρντό (κυριολ. τρίβοµαι (παθητική
= κοιµισµένος. διάθεση))
ακοίµητος (β) (επίθ.): π.χ. µορντίλι η τσχουρί, µε
µπιπασστι(ν)ντό,-ί µορντόµ λα = ακονίστηκε το
Αντίθ. πασστι(ν)ντό = κοιµισµένος. µαχαίρι, εγώ το ακόνισα.
ακοίταχτος: (βλ. αφρόντιστος). ακονίζω (α) (µετβ. ρ.): µοράβ (=
ακόκαλος (επίθ.): µπικοκαλέκσο,-ι τρίβω, τροχίζω, εντρίβω)
π.χ. µπικοκαλέσκο µας = ακόκαλο π.χ. µοράβ η τσχουρί ε πιλαβάσα =
(ψαχνό) κρέας. ακονίζω το µαχαίρι µε τη λίµα.
ακοκκίνηστος (επίθ.): ακονίζω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.):
µπιλολαρντό, -ί και µπιλολιαρντό, -ί µορνταράβ (= βάζω να ακονίσει-
Αντίθ. λολαρντό και λολιαρντό = ουν, βάζω να τρίψει-ουν, κάνω να
κοκκινισµένος. ακονιστεί-ούν, κάνω να τριφτεί-
ακόλλητος: µπικολισαρντό, -ί ούν)
Αντίθ. κολισαρντό = κολληµένος. π.χ. µορνταρντόµ η τσουρί κάι
ακόλουθος (επίθ.): παλάλ- γκατζό = έβαλα τον µη Τσιγγάνο να
αβουτνό, -ί (παλάλ = από πίσω, ακονίσει το µαχαίρι. (γκατζό, ο
αβουτνό = ερχόµενος, παλάλ-αβάβ κυριολ. αλλόφυλος, βλ. και
= από πίσω έρχοµαι, ακολουθώ αλλόφυλος).
αµετβ.). ακόνισµα (α): µοριπέ, ο (= τρίψιµο,
τρόχισµα, εντριβή)
48

π.χ. ε τσχουρά µανγκέν µοριπέ = τα Συνών. µποκ = πείνα.


µαχαίρια θέλουν ακόνισµα. Αντίθ. τσαϊλιπέ = χόρταση.
ακόνισµα (β): µορνταριπέ, ο ακόρεστος (επίθ.): µπιτσαϊλό, -ί
(ρηµατ. ουσ. από το ρήµα (κυριολ. αχόρταγος)
µορνταράβ βλ. ακονίζω (β)) π.χ. µπιτσαϊλί γιακ σίτουτ =
π.χ. µορνταριπέ µανγκέλ ο τοβέρ = ακόρεστο µάτι έχεις.
ακόνισµα θέλει το πελέκι. Συνών. µποκχαλό = νηστικός,
ακονισµένος (α) (µτχ.): µορντό,-ί πεινασµένος.
(= τριµµένος, τροχισµένος). Αντίθ. τσαϊλό = χορτάτος.
ακονισµένος (β) (µτχ.): ακορντεόν: ακορντεόν, ο
µορνταρντό, -ί (από το ρήµα π.χ. µπασσαλάβ ακορντεόν = παίζω
µορνταράβ βλ. ακονίζω (β)) ακορντεόν.
π.χ. µορνταρντέ σι ε τσχουρά = ακοσκίνιστος (επίθ.):
ακονισµένα είναι τα µαχαίρια. µπιουτσχα(ν)ντό,-ί
ακόνιστος (α) (επίθ.): π.χ. µπιουτσχα(ν)ντό σι ο αρό =
µπιµορνταρντό, -ί (σ.α. άτριφτος) ακοσκίνιστο είναι το αλεύρι.
π.χ. µπιµορνταρντί τσχουρί = Αντίθ. ουτσχα(ν)ντό =
ακόνιστο µαχαίρι. κοσκινισµένος.
Αντίθ. µορνταρντό = ακονισµένος, ακουβάλητος (α) (επίθ.):
τροχισµένος, τριµµένος. µπικαρουσαρντό, -ί
ακόνιστος (β) (επίθ.): µπιµορντό,-ί Αντίθ. καρουσαρντό =
(σ.α. άτριφτος) κουβαληµένος.
π.χ. µπιµορντό σι ο τοβέρ = ακουβάλητος (β) (επίθ.):
ακόνιστο είναι το πελέκι. µπιινγκαρντό, -ί και µπιινγκιαρντό,
Αντίθ. µορντό = ακονισµένος, -ι (κυριολ. αµετάφερτος)
τριµµένος, µορντό (µτφ.) = Αντίθ. ινγκαρντό και ινγκιαρντό =
πρόστυχος, πονηρός µεταφερµένος, πηγεµένος.
ακονόπετρα: µπαρ, ο (κυριολ. ακούγοµαι (αµετβ. ρ.):
πέτρα). ασσού(ν)ντιαβ
ακοντίζω (α) (µετβ. ρ.): π.χ. πουτάρ εµπούκα η λαλί, νι
ακό(ν)ντιέσα-τσαλαβάβ (= µε ασσού(ν)ντολ η τιλεόρασι = άνοιξε
ακόντιο χτυπώ). λίγο τη φωνή, δεν ακούγεται η
ακοντίζω (β) (µετβ. ρ.): τηλεόραση, ασσού(ν)ντιλο σα ε
ακό(ν)ντιο-τσχαβ (= ακόντιο ντουνιαβάτε καβά κάι κερντάν =
ρίχνω). ακούστηκε σ’ όλο τον κόσµο αυτό
ακόντιο: ακό(ν)ντιο, ο που έκανες, µανγκέλ τε
π.χ. τσχαβ ο ακό(ν)ντιο = ρίχνω το ασσού(ν)ντολ, ο(ν)ντάν κερέλ
ακόντιο. καλέν = θέλει να ακουστεί, γι’ αυτό
ακοπάνιστος (επίθ.): µπιτσαλαντό, τα κάνει αυτά.
-ί (κυριολ. αχτύπητος) ακουκούλωτος (επίθ.):
Αντίθ. τσαλαντό = χτυπηµένος, µπικουκουλάκο, -ι (= χωρίς
τραυµατισµένος, κοπανισµένος, κουκούλα).
βαρεµένος. ακούµπηµα: (βλ. άγγιγµα).
άκοπος: (βλ. άκοφτος). ακουµπώ (µετβ. ρ.): ελ(λ)έαβ (=
ακορεστία: µπιτσαϊλιπέ, ο (κυριολ. αγγίζω)
αχορτασιά)
49

π.χ. τατό σι νταά ο σάστρι· ντικ τε ακούσια (επίρρ.): µπιµανγκιµάσα


να ελ(λ)έρσιν λε! = ζεστό είναι (= άθελα).
ακόµα το σίδερο· κοίτα (πρόσεχε) ακούσιος (επίθ.):
να µην το ακουµπήσεις! µπιµανγκλι(ν)ντό,-ί (= αθέλητος).
ακουµπώ (αµετβ. ρ.): (βλ. άκουσµα: ασσου(ν)ντιπέ, ο
στηρίζοµαι). (σ.α. φήµη), (βλ. και φήµη).
ακούµπωτος (επίθ.): µπιπφα(ν)ντό, ακουστικά (επίρρ.): ασσουνιµάσα.
-ί (κυριολ. άκλειστος, σ.α. άδετος, ακουστικός (επίθ.):
αβούλωτος, αφυλάκιστος) ασσουνιµάσκο,-ι.
Αντίθ. πφα(ν)ντό = κλειστός, ακουστός (επίθ.): ασσου(ν)ντό,-ί
κλεισµένος, δεµένος, φυλακισµένος, (βλ. και ξακουστός).
βουλωµένος, κουµπωµένος. Συνών. ασσαρντό = παινεµένος,
ακούνητος (α) (επίθ.): ασσου(ν)νταρντό = ξακουσµένος,
µπικχελαντό, -ί (σ.α. άπαιχτος) διαδεδοµένος, διαλαληµένος.
Αντίθ. κχελαντό = κουνηµένος, ακούω (αµετβ. και µετβ. ρ.):
παιγµένος. ασσουνάβ
ακούνητος (β) (επίθ.): π.χ. ασσου(ν)ντάν σο κερντιλό; =
µπικουνισαρντό, -ί άκουσες τι έγινε; ασσούν σο κα
Αντίθ. κουνισαρντό = κουνηµένος. πφενάβ τουκέ = άκου τι θα σου πω,
ακούραστα (επίρρ.): γκαντιµπόρ σαάτο µούιτχαβ τουκέ,
µπιτσχι(ν)ντιµάσα. νι ασσουνές µαν; = τόσην ώρα σου
ακούραστος (επίθ.): φωνάζω, δε µ’ ακούς; κον ιν
µπιτσχι(ν)ντιµάσκο,-ι ασσουνέλ πε ντεά ντα πε νταντές
π.χ. µπιτσχι(ν)ντιµάσκο µανούςς! µπούτ σΰρντελ = όποιος δεν ακούει
σαστό γκιβέ µπουκί τε κερέλ ιν τη µητέρα του και τον πατέρα του
τσχι(ν)ντόλ = ακούραστος πολλά τραβάει.
άνθρωπος! όλη την ηµέρα να (ασσουνάβ σ.α. υπακούω), (βλ. και
δουλεύει δεν κουράζεται. υπάκουω).
Συνών. µπουκιαρνό = εργατικός. άκοφτος (επίθ.): µπιτσχι(ν)ντό,-ί
Αντίθ. τσχι(ν)ντό = κουρασµένος, π.χ. µπιτσχι(ν)ντέ σι ε κασστά =
κοµµένος. άκοφτα είναι τα ξύλα.
ακούρδιστος (επίθ.): Αντίθ. τσχι(ν)ντό = κοµµένος,
µπικουρδισαρντό, -ί κουρασµένος.
Αντίθ. κουρδισαρντό = ακραίος: (βλ. ακριανός).
κουρδισµένος. ακράτητος (α) (επίθ.):
ακούρευτος (α) (επίθ.): µπιασταριµάσκο, -ι (σ.α.
µπιτσχι(ν)ντέ-µπαλένγκο, -ι (κατά ασυγκράτητος).
λέξη: ακοποµάλλης*) ακράτητος (β) (επίθ.):
Αντίθ. τσχι(ν)ντέ-µπαλένγκο = µπιατσχανταριµάσκο, -ι (σ.α.
κοµµενοµάλλης*, κουρεµένος. ακάθεκτος, ασταµάτητος,
ακούρευτος (β) (επίθ.): ασυγκράτητος).
µπιτσχι(ν)νταρντέ-µπαλένγκο, -ι ακρέµαστος (επίθ.):
(κατά λέξη: ακοποµάλλης*) µπιουµπλαντό,-ί
Αντίθ. τσχι(ν)νταρντέ-µπαλένγκο = Αντίθ. ουµπλαντό = κρεµασµένος.
κοµµενοµάλλης*, κουρεµένος. άκρη: κενάρι, ο
50

π.χ. κερ κενάρι τε νακχάβ = κάνε π.χ. µπουτ-παρέ-ποκι(ν)ντόµ καλέ


άκρη να περάσω, αστάρ κατάρ µανγκινένγκε = ακριβοπλήρωσα
κενάρι = πιάσε από την άκρη. αυτά τα εµπορεύµατα.
ακριανός (επίθ.): κεναρντακΰ ακριβός (α) (άκλ. επίθ.): πααλΰ
π.χ. ο κεναρντακΰ κχερ, σι µιρνό = (σ.α. ακριβά)
το ακριανό σπίτι, είναι δικό µου. π.χ. πααλΰ κι(ν)ντάν ο τοµαφίλι =
ακριβά (επίρρ.): πααλΰ ακριβό το αγόρασες το αυτοκίνητο,
(σ.α.ακριβός) πααλΰ µπικνέλ ε µανγκινά = ακριβά
π.χ. µπουτ πααλΰ µπικινές ε πουλάει τα εµπορεύµατα.
µανγκινά = πολύ ακριβά πουλάς τα Αντίθ. ουτζούζι = φτηνός, φτηνά
εµπορεύµατα. επίρρ.
Αντίθ. ουτζούζι = φτηνά, φτηνός. ακριβός (β): πααλϋτζίο, ο, θηλ.
ακριβαίνω (α) (αµετβ. ρ.): πααλϋτζΰκα, η
πααλανίαβ π.χ. µπουτ πααλϋτζίο σι καβά
π.χ. πααλα(ν)ντΰ ο µαρνό = ντουκιαντζίο = πολύ ακριβός είναι
ακρίβυνε το ψωµί. αυτός ο µαγαζάτορας.
Αντίθ. ουτζουζλανίαβ = φτηναίνω Αντίθ. ουτζουζτσίο, ο = φτηνός
αµετβ. ακριβώς (επίρρ.): ακριβός
ακριβαίνω (β) (αµετβ. ρ.): πααλΰ- π.χ. πφεν µανγκέ ακριβός, σο
κερντιάβ (= ακριβός-ή γίνοµαι) κερντιλό; = πες µου ακριβώς, τι
π.χ. µπουτ πααλΰ-κερντιλό ο γκάζι έγινε;, ακριβός κάι πο σαάτο αβιλό
= πολύ ακρίβυνε το πετρέλαιο. = ακριβώς στην ώρα του ήρθε.
Αντίθ. ουτζούζι-κερντιάβ = φτηνός- ακρίδα: τσένγκινα, η
ή γίνοµαι, φτηναίνω αµετβ. ακρίδα: τσεκερντάβα, η (οµόηχο =
ακριβαίνω (α) (µετβ. ρ.): σπόρι).
πααλατϋρίαβ ακρινός: (βλ. ακριανός).
π.χ. πααλατϋρίαβ ε µανγκινά = ακριτοµυθία: πουταρντό-µούι, ο
ακριβαίνω τα εµπορεύµατα. (κυριολ. ανοιχτό στόµα, πουταρντέ-
Αντίθ. ουτζουζλατϋρίαβ = φτηναίνω µόσκο, -ι επίθ. = ανοιχτόστοµος-η,
µετβ. ακριτόµυθος-η, Αντίθ. πφα(ν)ντέ-
ακριβαίνω (β) (µετβ. ρ.): πααλΰ µόσκο, -ι επίθ. = κλειστόστοµος-η,
κεράβ (= ακριβό-ή κάνω) εχέµυθος-η)
π.χ. µπουτ-πααλΰ κερντάν ε π.χ. κατάρ κο πουταρντό µούι
φιάτορα = πολύ ακρίβυνες τις τιµές. σΰρντας καλέν ακανά, κάι νι
Αντίθ. ουτζούζι-κεράβ = φτηνό-ή ασταρές κο µούι ιτς πφα(ν)ντό =
κάνω, φτηναίνω µετβ. από την ακριτοµυθία σου (από το
ακρίβεια: πααλϋλΰκο, ο ανοιχτό σου στόµα) τα τραβάµε
π.χ. κάι τσαρσσία σι µπουτ αυτά τώρα, που δεν κρατάς το
πααλϋλΰκο = στην αγορά υπάρχει στόµα σου καθόλου κλειστό.
πολύ ακρίβεια. Αντίθ. πφα(ν)ντό-µούι, ο = κλειστό
Αντίθ. ουτζουζλούκο = φτήνια. στόµα, εχεµύθεια
ακριβοπληρώνω (µετβ. ρ.): µπουτ- ακριτόµυθος: (βλ. ανοιχτόστοµος).
παρέ-ποκινάβ, µπουτ-παρές- άκρο: κενάρι, ο
ποκινάβ και µπουτ-λοβέ-ποκινάβ π.χ. αστάρ ε σιτζιµέσκο κενάρι =
(κυριολ. πολλά λεφτά πληρώνω) κράτα το άκρο του σχοινιού (βλ.
και άκρη).
51

ακροάζοµαι (µετβ. ρ.): ασσουνάβ ακτινολόγο, να µου βγάλει το χέρι


(κυριολ. ακούω). ακτινογραφία.
ακροατής: σεηρτζίο, ο (κυριολ. ακτινωτός (επίθ.): ακτινένγκο, -ι
θεατής), θηλ. σεηρτζίκα, η. (γενική του πληθυντικού της λέξης
ακροθαλασσιά: ντενιζέσκο-κενάρι, ακτίνα)
ο (= θάλασσας άκρη). π.χ. ακτινένγκο τέκερλέκο =
Ακρόπολη: Ακρόπολι, η ακτινωτή ρόδα.
π.χ. κα τζαβ κάι Ατίνα, τε ντικχάβ άκτιστος: (βλ. άχτιστος).
η Ακρόπολι = θα πάω στην Αθήνα, ακυκλοφόρητος: (βλ.
να δω την Ακρόπολη. απερπάτητος).
ακροποταµιά (α): λεάκι-ρικ και ακυνήγητος: (βλ. ακαταδίωκτος).
λενάκι-ρικ, η (κυριολ. ποταµού άκωλος (που έχει ισχνούς
µεριά). γλουτούς) (επίθ.): σσουκέ-
ακροποταµιά (β): λεάκο-κενάρι µπουλάκο, -ι (κατά λέξη
και λενάκο-κενάρι, ο (κυριολ. λιγνόκωλος-η, ξερόκωλος* σσουκό,
ποταµού άκρη). -ι = ξερός, -η, λιγνός-ή, αδύνατος-
άκρυφτος (α) (επίθ.): η)
µπιγκαραντι(ν)ντό,-ί π.χ. σσουκέ-µπουλάκι τσχορί =
Αντίθ. γκαραντι(ν)ντό = κρυφός. άκωλη κοπέλα.
άκρυφτος (β) (επίθ.): αλάβωτος (επίθ.): µπιτσαλαντό, -ί
µπιγκαραντό,-ί (κυριολ. αχτύπητος)
Αντίθ. γκαραντό = κρυµµένος. Αντίθ. τσαλαντό = χτυπηµένος,
ακτίνα: ακτίνα και αχτίνα, η βαρεµένος, κοπανισµένος,
π.χ. ε κχαµέσκε ακτίνε = οι ακτίνες τραυµατισµένος, λαβωµένος.
του ήλιου, ε βελεπσικάκε ακτίνε = αλάδωτος (επίθ.): µπικχιλαρντό,-ί
οι ακτίνες του ποδηλάτου (από τις π.χ. µπικχιλαρντό σι ο ουντάρ ντα
ρόδες). µπασσέλ = αλάδωτη είναι η πόρτα
ακτινογραφία: πλάκα, η και ηχεί (τρίζει).
π.χ. ο ντοκτόρι ντικχέλ ε πλάκε = ο Αντίθ. κχιλαρντό = λαδωµένος.
γιατρός βλέπει τις ακτινογραφίες αλαζόνας: (βλ. υπερήφανος).
(βλ. και πλάκα). αλαζονεία: (βλ. υπερηφάνεια).
ακτινογραφώ (α) (µετβ. ρ.): αλαζονεύοµαι (αµετβ. ρ.):
πλάκα-ικαλάβ (= ακτινογραφία µπαρικανό(-ί)-κεράµαν (=αλαζόνα
βγάζω) κάνω τον εαυτό µου)
π.χ. ο ντοκτόρι-ικαλντά µι τσανκ π.χ. ζάλακ παρέ ντικχλά α(ν)ντί πι
πλάκα = ο γιατρός ακτινογράφησε πόσκι, µπαρικανό-κερέλπες = λίγα
το πόδι µου. λεφτά είδε στην τσέπη του,
ακτινογραφώ (β) (µετβ. ρ.): αλαζονεύεται.
πλάκε-ικαλάβ (= ακτινογραφίες αλάθευτος: (βλ. αλάθητος)
βγάζω). αλάθητος (επίθ.):
ακτινολόγος: πλάκατζίο, ο, θηλ. µπιγιανγκλϋσσέσκο, -ι
πλάκατζΰκα, η (οµόηχο πλάκατζίο π.χ. σάντε ο Ντελ σι
= πλακατζής, πλακάς) µπιγιανγκλϋσσέσκο = µόνο ο Θεός
π.χ. τζαβ κάι πλάκατζίο, τε ικαλέλ είναι αλάθητος.
µι κούι πλάκα = πάω στον άλαλος (επίθ.): µπιλαλάκο, -ι και
µπισεζάκο, -ι (κυριολ. άφωνος)
52

Συνών. ντιλσίζι = µουγγός, βουβός. αλάτισµα: λονγκλαριπέ και


αλάνα: µέιντα(ν)νούκο, ο (προφ. µε λο(ν)νταριπέ, ο (σ.α. πάστωµα).
συνίζηση ει) (σ.α. χώρος, µέϊντάνι, αλατισµένος (µτχ.): λονγκλαρντό,-
έκταση) ί και λο(ν)νταρντό,-ί (σ.α.
π.χ. ε χουρντέ κχελέν κάι παστωµένος).
µέιντα(ν)νούκο = τα παιδιά παίζουν Αντίθ. µπιλονγκλό και µπιλο(ν)ντό
στην αλάνα. = ανάλατος.
αλάνι: αλάνι, ο αλατοειδής (επίθ.): λονέσκο, -ι.
π.χ. κάι πφιρές µο αλάνινα; = πού αλατόνερο: λονγκλό-παΐ και
περπατάς ρε αλάνι; λο(ν)ντό-παΐ
αλανιάρα: αλανιάρα, η π.χ. κερ γκαργκαράβα λο(ν)ντέ-
π.χ. τζανάβ τουτ σο αλανιάρα σαν παέσα τε ατσχόλ κε ντα(ν)ντέσκι
= σε ξέρω τι αλανιάρα είσαι. ντουκ = κάνε γαργάρα µε
αλανιάρης: αλανιάρι, ο αλατόνερο να σταµατήσει ο πόνος
π.χ. αλανιάρι σι κο τσχαβό = του δοντιού σου.
αλανιάρης είναι ο γιος σου. (κυριολ. αλµυρό νερό).
αλαργινά: (βλ. µακριά). αλατοπίπερο: λονέσα-πιπέρι, ο
αλαργινός: (βλ. µακρινός). (κυριολ. αλάτι µε πιπέρι)
αλάσπωτος (επίθ.): µπιτσικαλό,-ί π.χ. τσχού τουκέ λονέσα-πιπέρι
π.χ. µπιτσικαλέ µενία = αλάσπωτα οπρά κε κεφτάβε = ρίξε για σένα
παπούτσια. αλοτοπίπερο πάνω στους κεφτέδες
Αντίθ. τσικαλό = λασπωµένος. σου.
αλατάκι: λονορό, ο αλατοπιπερώνω (µετβ. ρ.):
π.χ. ντέµαν εµπούκα ο λονορό λονέσα-πιπέρι-τσχαβ (= µε αλάτι
κοτάρ = δώσε µου λίγο το αλατάκι πιπέρι ρίχνω).
από κει. Αλβανία: Αλβανία, η.
αλατερός (επίθ.): λονγκλό, -ί και Αλβανός: Αλβανόζι, ο.
λο(ν)ντό, -ί Αλβανίδα (η): Αλβανόσκα, η.
π.χ. νά χα λο(ν)ντέ ζουµά = µην αλβανικός (α) (επίθ.):
τρως αλατερά φαγητά (βλ. και αλβανοζένγκο, ι (γενική πτώση
αλµυρός, παστός). πληθυντικού = αλβανών)
αλάτι: λον, ο π.χ. αλβανοζένγκι τσχιπ =
π.χ. µπουτ λον τσχουτάν α(ν)ντί αλβανική γλώσσα.
ζουµί = πολύ αλάτι έριξες στο αλβανικός (β) (επίθ.): αλβανιάκο, -
φαγητό, (µτφ.) κερντάς λε λον ι (γενική πτώση ενικού = Αλβανίας)
α(ν)ντό µαριπέ = τον έκανε αλάτι π.χ. αλβανιάκε µπαλκάια =
στο ξύλο. αλβανικά βουνά.
αλατίζω (µετβ. ρ.): λονγκλαράβ αλέγρος (άκλ. επίθ.): σσένι
και λο(ν)νταράβ (κυριολ. χαρούµενος-η)
π.χ. λονγκλαρντάν ε µατσχέ; = π.χ. σσένι µανούςς = αλέγρος
αλάτισες τα ψάρια; νι λονγκλαρντά άνθρωπος, σσένι γκιλί = αλέγρο
τουτ κι ντέι, ο(ν)ντάν κχά(ν)ντεν κε τραγούδι.
τσανγκά = δε σε αλάτισε η µάνα Συνών. ασαη(ν)ντό = γελαστός.
σου, γι’ αυτό µυρίζουν τα πόδια αλέθω (µετβ. ρ.): πισσάβ
σου (υπάρχει συνήθεια να π.χ. ο ντιρµένο πισσέλ ο γκιβ = ο
αλατίζουν τα βρέφη). µύλος αλέθει το σιτάρι.
53

άλειµµα: µακχιπέ, ο αλεσµένος (µτχ.): πισσλό,-ί


(βλ. και βάψιµο). π.χ. πισσλό σι ο γκιβ = αλεσµένο
αλειµµένος (µτχ.): µακχλό,-ί είναι το σιτάρι.
π.χ. µακχλό σι ε χουρντέσκο µούι αλεστικός (επίθ.): πισσαηµάσκο,-ι
µερε(ν)ντάσα = αλειµµένο είναι το π.χ. πισσαηµάσκι µάκινα =
πρόσωπο του παιδιού µε µερέντα. αλεστική µηχανή.
(βλ. και βαµµένος). άλεστος (επίθ.): µπιπισσλό, -ί
αλείφοµαι (α) (αµετβ. ρ.): Αντίθ. πισσλό = αλεσµένος.
µακχάµαν αλέτρι: συρύα, η (σ.α. αγέλη,
(βλ. και βάφοµαι). κοπάδι σωρός).
αλείφοµαι (β) µακχλιάβ (σ.α. αλεύκαντος (επίθ.): µπιπαρναρντό,
βάφοµαι. -ί
αλείφω (µετβ. ρ.): µακχάβ Αντίθ. παρναρντό = λευκασµένος,
π.χ. µακχάβ ο κχιλ ασπρισµένος.
οπρά µαρνό = αλείφω το λάδι αλευράς: αραρτζίο, ο.
(βούτυρο) πάνω στο ψωµί, νά µακ αλευράκι: αρορό, ο
κο µούι καλέ κρεµέσα = µην π.χ. σίτουτ εµπούκα αρορό τε ντες
αλείφεις το πρόσωπό σου µ’ αυτή µαν; = έχεις λίγο αλευράκι να µου
την κρέµα. δώσεις;
(βλ. και βάφω). αλεύρι: αρό, ο
αλέκιαστος (επίθ.): µπιλεκιαβάκο, π.χ. κι(ν)ντόµ γεκ γκονό αρό =
-ι αγόρασα ένα σακί αλεύρι.
Αντίθ. λεκελίο = λεκιασµένος, αλευρούχος (επίθ.): αρέσκο, -ι.
ενοχλητικός. αλεύρωµα: αραριπέ, ο.
αλεκτοροµαχία: (βλ. αλευρωµένος (µτχ.): αραρντό,-ί.
κοκοροµαχία). αλευρώνοµαι (αµετβ. ρ.):
αλεξίπτωτο: αλεκσίπτοτο, ο. αράρντιαβ (παθητ. διάθεση)
αλεποουρά: τιλκιάκι-πορί και π.χ. αράρντιλε ε µατσχέ; =
τιλκιάκι-πορίκ, η. αλευρώθηκαν τα ψάρια;
αλεπότρυπα: τιλκιάκι-χϋβ, η. αλευρώνω (µετβ. ρ.): αραράβ
αλεπού: τιλκία, η π.χ. αραράβ ε µατσχέ για τε πεκάβ
π.χ. νά ντικ λε αγκαντάλ τελέ κάι λεν = αλευρώνω τα ψάρια για να τα
ντικχέλ· τζανές σο πφιρνί τιλκία σι; τηγανίσω.
= µην τον βλέπεις έτσι κάτω που αλήθεια (επίρρ.): τσατσές και
κοιτάζει· ξέρεις τι πονηρή αλεπού έµντα (= πράγµατι, όντως)
είναι; π.χ. τσατσές πφενάβ τουκέ =
αλεπουδάκι: τιλκιίσα, η. αλήθεια σου λέω, έµντα, αγκαντάλ
αλεπουδίσιος (επίθ.): τιλκιάκο, -ι κερντιλό; = αλήθεια, έτσι έγινε; (βλ.
π.χ. τιλκιάκε γιακχά = αλεπουδίσια και έµντα στο λήµµα αληθινός).
µάτια. Αντίθ. µάσους και µάξους =
αλεποφωλιά: τιλκιάκι-ουβάβα, η. ψέµατα, ψευδώς.
αλέρωτος (επίθ.): µπιµελαλό,-ί αλήθεια (α): τσατσιπέ, ο
Συνών. τεµίζι = καθαρός. π.χ. νάι αγκαντάλ ο τσατσιπέ σαρ
Αντίθ. µελαλό = λερωµένος. πφενές = δεν είναι έτσι η αλήθεια
άλεση: (βλ. άλεσµα). όπως λες, σικάντιλο ο τσατσιπέ =
άλεσµα: πισσαηπέ, ο. φάνηκε η αλήθεια.
54

Αντίθ. χοχαηπέ = ψέµα. (διώξω) έξω από το σπίτι, σαστό


αλήθεια (β): ντοβρουλούκο, ο (σ.α. γκιές οπρά ντροµά αλιτία κερέλ =
ευθύτητα) όλη την ηµέρα πάνω στους δρόµους
π.χ. ο ντοβρουλούκο κα πφενές = αλητεία κάνει.
την αλήθεια θα πεις. αλήτης (α): µπετέρι, ο Θηλ.
αληθεύω (αµετβ. ρ.): τσατσάβαβ µπετέρκα
π.χ. τσατσάβον λεσκέ όρµπε = π.χ. εκχέ µπετερέ λιά λεσκί τσχέι =
αληθεύουν τα λόγια του. έναν αλήτη πήρε η κόρη του. (σ.α.
Συνών. τσατσουκανισάαβ = ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος).
επαληθεύοµαι. αλήτης (β): αλίτις, ο
αληθής: (βλ. αληθινός). π.χ. µπουτ πφιρές ντικχάβ· τούντα
αληθινά (επίρρ.): τσατσουκανέστε αλίτις κερντιλάν = πολύ περπατάς
(σ.α. πραγµατικά) βλέπω· κι εσύ αλήτης έγινες.
π.χ. τσατσουκανέστε πφενάβ τουκέ αλήτης (γ): σουρι(ν)τίο και
= αληθινά σου λέω. συρυ(ν)τύο, ο
Συνών. έµντα, τσατσές = αλήθεια, π.χ. νά κερ αµαλιπέ καλέ
όντως, πράγµατι. σουρι(ν)τιέσα = µην κάνεις φιλία
Αντίθ. µάσους και µάξους = ψέµατα, (παρέα) µ’ αυτόν τον αλήτη. Θηλ.
ψευδώς. σουρι(ν)τίκα και συρυ(ν)τίκα, η.
αληθινός (επίθ.): τσατσουκανό,-ί αλήτικος (επίθ.): σουρι(ν)τιένγκο,
και έµντα (άκλ. επίθ.) -ι, συρυ(ν)τυένγκο, -ι, αλίτιζένγκο, -
π.χ. νάι σας κι σεβγκία ι
τσατσουκανί = δεν ήταν η αγάπη π.χ. αλίτιζένγκο γιασσαµάκο =
σου αληθινή, έµντα ικλιλέ ε αλήτικη ζωή.
πφερασά κάι πφε(ν)ντάν µανγκέ = αλητόπαιδο: αλίτι-τσχαβρό, ο
αληθινά βγήκαν τα λόγια που µου π.χ. µπουτ αλίτι-τσχαβρό, αµάλα,
είπες. (βλ. τσατσουκανό στο λήµµα σι κο τσχαβό! = πολύ αλητόπαιδο,
πραγµατικός). φίλε, είναι ο γιος σου!
(βλ. έµντα στο επίρρ. αλήθεια). αλιάνιστος (επίθ.):
Αντίθ. χοχαµντό = ψεύτικος, µπιτσχινγκιαρντό, -ί (κυριολ.
ψεύτης, µπιτσατσουκανό = ακοµµάτιαστος)
αναληθής. π.χ. µπιτσχινγκιαρντό µας =
αληθώς: (βλ. επίρρ. αλήθεια, αλιάνιστο κρέας.
αληθινά). Αντίθ. τσχινγκιαρντό =
αλησµόνητος (επίθ.): κοµµατιασµένος, τεµαχισµένος,
µπιµπισταρντό,-ί λιανισµένος, σανέστε-τσχι(ν)ντό =
π.χ. µπιµπισταρντέ σι ε τερνιµάσκε ψιλοκοµµένος, λιανισµένος.
µπροσσά = αλησµόνητα είναι τα αλίγδιαστος: (βλ. αλίγδωτος).
χρόνια της νιότης. (κυριολ. αλίγδωτος (επίθ.): µπικχοϊαρντό
αξέχαστος). (προφ. µε συνίζηση ια)
Αντίθ. µπισταρντό = ξεχασµένος, Αντίθ. κχοϊαρντό = λιγδιασµένος.
ξεχασιάρης, αφηρηµένος. αλιεία: (βλ. ψάρεµα).
αλητεία: αλίτιζλικο,ο και αλιτία, η αλιεύω: (βλ. ψαρεύω).
π.χ. τε να τσχινέσα ο αλίτιζλικο, κα άλικος (επίθ.): γκαέτ-µπουτ-λολό,-
τσχαβ τουτ αβρί κατάρ ο κχερ = αν ί και γκάετ-µπουτ-λολό,-ί (κυριολ.
δεν κόψεις την αλητεία, θα σε ρίξω υπέρ πολύ κόκκινος)
55

π.χ. γκαέτ-µπουτ-λολέ λουλουγκιά ντατ κάι ντουκιάνο· τζα ντισστίρ λε


= άλικα λουλούδια. = απ’ το πρωί είναι ο πατέρας σου
αλίπαστος: (βλ. αλατισµένος). στο µαγαζί· πήγαινε να τον
αλισβερίσι: αλϋζβερίσσι, ο αλλάξεις (να τον αντικαταστήσεις).
π.χ. νι µανγκάβ τε αβέλ µαν αλλάζω (αµετβ. ρ.): (αντιακθιστώ
αλϋζβερίσσι λέσα = δεν θέλω να τα ρούχα που φορώ) ντισστιρίαµαν
έχω αλισβερίσι µαζί του. και ντιισστίριαµαν (κυριολ. αλλάζω
άλιωτος (επίθ.): µπιµπιλαβντό,-ί τον εαυτό µου)
και µπιµπιλαντό π.χ. µελάιλε µε σσέα, τζαβ κχερέ τε
π.χ. µπιµπιλαντό ατσχιλό ο κιρέτσι ντισστιρίαµαν = λερώθηκαν τα
= άλιωτος έµεινε ο ασβέστης. ρούχα µου, πάω στο σπίτι να
Αντίθ. µπιλαβντό και µπιλαντό = αλλάξω.
λιωµένος αλλαξοδροµώ (αµετβ. ρ.): ντροµ-
αλκαλικός (επίθ.): αλκαλικός, -ι ντισστιρίαβ (κατά λέξη: δρόµο
π.χ. αλκαλικί µπαταρία τε λες = αλλάζω)
αλκαλική µπαταρία να πάρεις. π.χ. σο ντικχλά µαν, ντισστιρντί-
αλκοολικός: (βλ. µέθυσος). ντροµ ε νταράταρ = µόλις µε είδε,
αλλά (σύνδ.): αµά αλλαξοδρόµησε από το φόβο.
π.χ. αβιλό, αµά κα τζάλταρ τχάρα = αλλαξοκαιρία: αβαβάκο-ντιισσιπέ
ήρθε, αλλά θα φύγει αύριο, κα και αβαβάκο-ντιισσµέκο, ο (κυριολ.
κεράβ τουκέ γιαρντούµο, αµά κα καιρού άλλαγµα).
ρακχαβές µανγκέ µπουκί = θα σε αλλαξοπιστία: ντινέσκο-ντιισσιπέ,
βοηθήσω, αλλά θα µου βρεις ο και ντινέσκο-ντισστιρµέκο, ο
δουλειά. (κυριολ. θρησκείας άλλαγµα).
(βλ. και όµως). αλλαξοπιστώ (αµετβ. ρ.): µο-ντίνι-
άλλαγµα: (βλ. αλλαγή). ντισστιρίαβ (κυριολ. τη θρησκεία
αλλαγή: ντιισσιπέ και µου αλλάζω)
ντισστιρµέκο, ο, (σ.α. ανταλλαγή). π.χ. νταάλατσχο τε µεράβ, παρά τε
αλλαγµένος (άκλ. επίθ.): ντιισσίκι ντισστιρίαβ-µο-ντίνι = καλύτερα να
π.χ. µπουτ ντιισσίκι ντικχλόµ λε· τε πεθάνω, παρά να αλλαξοπιστήσω.
πφενές νάι βο κάι τζανάβας = πολύ αλλεργία: αλεργία, η.
αλλαγµένο τον είδα· λες και δεν αλλεργικός (επίθ.): αλεργικός,-ί
είναι αυτός που ήξερα.. π.χ. λεσκό σικνό τσχαβό σι
Συνών. αβέρτουρλι = αλλιώτικος, αλεργικός κάι µπού(µ)µπαλα = ο
διαφορετικός, αλλιώτικα, µικρός του γιος είναι αλλεργικός
διαφορετικά. στις µέλισσες.
αλλάζω (αµετβ. ρ.): ντιισσίαβ αλλήθωρος (επίθ.): µπανγκέ-
π.χ. ντιισστιλέρ ε µπροσσά κάι γιακχένγκο, -ι (κυριολ.
τζανέσας = άλλαξαν τα χρόνια που στραβοµάτης)
ήξερες. π.χ. µπανγκέ-γιακχένγκο σι, νασστί
αλλάζω (µετβ. ρ.): ντιισστιρίαβ και ντικχέλ σσουκάρ = αλλήθωρος
ντισστιρίαβ είναι, δεν µπορεί να δει ωραία
π.χ. µπαρί αβέλ µανγκέ η (καλά).
α(ν)τεράβα, κα ντιισστιρίαβ λα = αλλιώς (επίρρ.): αβέρτουρλι
µεγάλο µου ’ρχεται το πουκάµισο,
θα το αλλάξω, σαµπαχτάν σι κο
56

π.χ. αβέρτουρλι πφε(ν)ντάν µανγκέ π.χ. ο µπουτ τατιπέ µουσαρντάς ε


ντα αβέρτουρλι κερντιλέ = αλλιώς χαµάτα = η πολλή ζέστη αλλοίωσε
µου είπες κι αλλιώς έγιναν. τα φαγητά.
Αντίθ. αγκαντάλ και γκαντάλ = έτσι. αλλοίωση: µουσαριπέ, ο (κυριολ.
(σ.α. αλλιώτικος, διαφορετικός). χάλασµα)
αλλιώτικα (επίρρ.): (βλ. αλλιώς). αλλοπαρµένος (επίθ.): λι(ν)ντέ-
αλλιώτικος (άκλ. επίθ.): γκογκιάκο, -ι (κυριολ.
αβέρτουρλι, αβρέτσαν και παρµενόµυαλος*)
αβρέτσα(ν)ντε π.χ. λι(ν)ντέ-γκογκιάκο κερντιλάν.
π.χ. καβά κάι λιόµ µε σι κάι πφιρέλ κι γκογκί; =
αβέρτουρλι κατάρ κιρνό = αυτό που αλλοπαρµένος έγινες. πού
πήρα εγώ είναι αλλιώτικο από το περπατάει το µυαλό σου;
δικό σου, αβέρτουρλι σας κολά αλλόπιστος:(βλ. αλλόθρησκος).
µπροσσά = αλλιώτικα ήταν εκείνα αλλοπρόσαλλος: (βλ. ψάρι).
τα χρόνια. άλλος (άκλ. αντων.): αβέρ
Συνών. ντιισσίκι = αλλαγµένος. π.χ. αβέρ σι καβά κάι σικαβές
Αντίθ. εκ = ένας, µία, ίδιος, όµοιος, µανγκέ = άλλο είναι αυτό που µου
ολόιδιος. δείχνεις, αβέρ πφενές ντα αβέρ
άλλο (επίρρ.): αβέρ κερές = άλλα λες κι άλλα κάνεις.
π.χ. ιν κα χας αβέρ; = δε θα φας (βλ. και άλλο).
άλλο; νασστί νταϊανίαβ αβέρ, κα άλλοτε (α) (επίρρ.): εβελντέν (=
τζάβταρ = δεν µπορώ να αντέξω παλιά, αλλοτινά)
άλλο, θα φύγω. π.χ. εβελντέν ε µανουσσά νταά
(βλ. και άλλος). λατσχέ σας = άλλοτε οι άνθρωποι
αλλόγλωσσος (επίθ.): αβέρ- πιο καλοί ήταν.
τσχιµπάκο, -ι και αβερέ-τσχιµπάκο, άλλοτε (β) (επίρρ.): µπάζι
-ι. π.χ.µπάζι σι αµέν µπουκί, µπάζι νάι
αλλογοκλέφτης: γραστένγκο-τσορ, αµέν = άλλοτε έχουµε δουλειά,
ο. άλλοτε δεν έχουµε.
αλλοδαπή: αλανταπόνκα, η. άλλοτε (γ) (επίρρ.): αβέρ-φαρέ (=
αλλοδαπός: αλανταπόνι, ο. άλλη φορά), αβέρ-ντρόµ (= άλλη
αλλόθρησκος (επίθ.): αβέρ- φορά, οµόηχο ντροµ = δρόµος) και
ντινέσκο,-ι (= άλλης θρησκείας). αβέρ-σεφέρι (= άλλη φορά)
αλλοιωµένος (µτχ.): µουσαρντό, -ί π.χ. αβέρ-φαρέ τε νά κερές καλέ
(κυριολ. χαλασµένος) κάι κερντάν ακανά = άλλοτε να µην
π.χ. µουσαρντί ζουµί = αλλοιωµένο το κάνεις αυτό που έκανες τώρα.
φαγητό. αλλοτινά (επίρρ.): εβελντέν (σ.α.
αλλοιώνοµαι (αµετβ. ρ.): παλιά)
µουσάρντιαβ (κυριολ. αµετβ. χαλώ) Συνών. πουρανέστε = παλιά.
π.χ. µουσάρντιλε ε χαµάτα κατάρ ο αλλοτινός (άκλ. επίθ.): εβελκί
µπουτ τατιπέ = αλλοιώθηκαν τα π.χ. ε εβελκί µπροσσά νάι σας
φαγητά από την πολλή ζέστη. αγκαντάλ = τα αλλοτινά χρόνια δεν
αλλοιώνω (µετβ. ρ.): µουσαράβ ήταν έτσι.
(κυριολ. µετβ. χαλώ) Συνών. πουρανό = παλιός.
Αντίθ. ακανουτνό = τωρινός.
αλλού (επίρρ.): αβρετχέ
57

π.χ. αβρετχέ τε µπικινές κο π.χ. να τσχου µπουτ λον α(ν)ντί


πφιρνιπέ, νάα µά(ν)ντε = αλλού να ζουµί, κα λονγκλόλ = µη ρίχνεις
πουλάς την πονηριά σου, όχι σε πολύ αλάτι στο φαγητό, θα
µένα, νασστί κα ρακχαβές λε αλµυρίσει.
αβρετχέ γκαντικίν ουτζούζι = δεν αλµυρίζω (µετβ. ρ.): (βλ. αλατίζω).
θα µπορέσεις να το βρεις αλλού αλµύρισµα: (βλ. αλάτισµα).
τόσο φτηνό, αβρετχέ σι βο, νάι κοτέ αλµυρισµένος: (βλ. αλατισµένος).
κάι τζανέσας = αλλού είναι αυτός, αλµυρός (επίθ.): λονγκλό,-ί και
δεν είναι εκεί που ήξερες. λο(ν)ντό,-ί
αλλόφρων (επίθ.): σαρ-ντιλό, -ί π.χ. ε ντενιζέσκο παί σι λονγκλό =
(κυριολ. σαν τρελός-ή) το νερό της θάλασσας είναι αλµυρό,
π.χ. η ντεϊορί ρόντελας σαρ-ντιλί τε λο(ν)ντέ µατσχέ = αλµυρά ψάρια.
αρακχαβέλ πε χουρντορέ = η Αντίθ. µπιλονγκλό και µπιλο(ν)ντό
µανούλα έψαχνε αλλόφρων να βρει = ανάλατος.
το παιδάκι της. αλµυρότητα: λονγκλιπέ και
αλλόφυλος: γκατζό, ο (= µη λο(ν)ντιπέ, ο.
Τσιγγάνος µεσήλικος και άνω). αλµυρούτσικος (επίθ.):
(υποκ.): γκατζορό, ο λονγκλορό, -ι και λο(ν)ντορό, -ι.
ρακλό, ο (= µη Τσιγγάνος νεαρός). αλόγα: γκρασνί, η
(υποκ.): ρακλορό, ο π.χ. (µτφ.) µπαρί ντιλί γκρασνί σαν
τζουβλί, η (= µη Τσιγγάνα του. νι λατζάς κάι µαρές µε τσχαβέ;
µεσήλικη και άνω). = µεγάλη τρελή αλόγα είσαι εσύ.
(βλ. και γυναίκα). δεν ντρέπεσαι που δέρνεις το γιο
(υποκ.): τζουβλορί, η. µου;
ρακλί, η (= µη Τσιγγάνα νεαρή). αλογάκι: γκραστορό, ο
(υποκ.): ρακλορί, η. π.χ. σαό σσουκάρ γκραστορό σι
Αντίθ. Ροµ = Τσιγγάνος, άνδρας, καβά! = τι όµορφο αλογάκι είναι
σύζυγος, ο. αυτό!
αλλοχωριανός (επίθ.): αβέρ- Συνών. κχουρό = πουλάρι.
γκαβέσκο, -ι (= άλλου χωριού). αλογάρης: (βλ. αλογάς).
άλλως: (βλ. αλλιώς). αλογάς: γκραστατζίο, ο.
άλλωστε (επίρρ.): ζατέν και ζατΰν αλογατάρης: (βλ. αλογάς).
π.χ. ζατέν βο γκελόταρ = άλλωστε αλογίκευτα (επίρρ.):
αυτός έχει φύγει (βλ. και εξάλλου, µπιγκογκιαβέρ (σ.α. παράλογα,
ήδη). αλογίκευτος, παράλογος)
άλµα: τσχουηπέ, ο (κυριολ. ρίξιµο, π.χ. µπιγκογκιαβέρ σι καλά σσέα
πήδηµα) κάι κερντόν = αλογίκευτα είναι
π.χ. τε ντικχέσας σαρ τσχουτάπες, αυτά τα πράγµατα που γίνονται.
σαό τσχουηπέ κερντά! = να έβλεπες Αντίθ. γκογκιαβέρ = λογικά,
πώς πήδηξε, τι άλµα έκανε! λογικός, συνετός.
αλµύρα: λονγκλιπέ και λο(ν)ντιπέ, αλογίκευτος (άκλ. επίθ.):
ο µπιγκογκιαβέρ
π.χ. µπουτ λονγκλιπέ σι α(ν)ντέ π.χ. σαβό µπιγκογκιαβέρ µανούςς!
καλά µατσχέ = πολλή αλµύρα έχουν ιν λελ ορµπέ(ν)νταρ = τι
αυτά τα ψάρια. αλογίκευτος άνθρωπος! δεν παίρνει
αλµυρίζω (αµετβ. ρ.): λονγκλιάβ
58

από λόγια. (σ.α. αλογίκευτα, αλουσιά: µπιχαλαηπέ και


παράλογος, παράλογα). µπιτχοηπέ, ο (σ.α. απλυσία)
Συνών. µπιγκογκιάκο = άµυαλος. π.χ. κχά(ν)ντελ κατάρ ο
Αντίθ. γκογκιαβέρ = λογικός, µπιχαλαηπέ = µυρίζει από την
λογικά, συνετός. αλουσιά.
αλογίνα: (βλ. αλόγα). Συνών. µελαλιπέ = βροµιά.
αλογίσιος (επίθ.): γκραστανό,-ί και άλουστος (α) (επίθ.): µπιχαλαντό, -
γκραστέσκο,-ι ί (σ.α. άπλυτος)
π.χ. χαλάν ιτσ γκραστανό µας; = π.χ. µπιχαλαντό σι µο σσορό =
έφαγες καθόλου αλογίσιο κρέας; άλουστο είναι το κεφάλι µου.
άλογο: γκρας, ο Αντίθ. χαλαντό = λουσµένος,
π.χ. (στίχοι από τσιγγάνικο πλυµένος.
παραδοσιακό τραγούδι) ε πουρανέ άλουστος (β) (επίθ.): µπιτχοντό, -ί
λατσχέ µπροσσά σα ε Ροµά (σ.α. άπλυτος) (οµόηχο µπιτχοντό =
πφιρένας πε γκραστά = τα παλιά άβαλτος, ατοποθέτητος).
καλά χρόνια όλοι οι Ροµά Αντίθ. τχοντό = λουσµένος,
γυρνούσαν µε άλογα. πλυµένος (οµόηχο τχοντό =
(φοράδα: γκρασνί, η). βαλµένος, τοποθετηµένος).
αλογοµούρης (επίθ.): γκραστανό- άλσος: πάρκο, ο (βλ. και πάρκο).
µόσκο,-ι και γραστανέ-µόσκο,-ι. αλτ (επιφών.): αλτ.
π.χ. ο γκραστανό-µόσκο ιν ντικχέλ αλύγιστος (επίθ.):
πο µούι, αβερέ πρασάλ = ο µπιµπανγκιµάσκο,-ι,
αλογοµούρης δε βλέπει τη φάτσα µπιµπανγκαριµάσκο,-ι και
του, άλλον κοροϊδεύει. µπιµπανγκαρντό,ί (σ.α. άκαµπτος).
αλογόµυγα: γκραστένγκι-µακ, η. Αντίθ. µπανγκαρντό = λυγισµένος,
αλογοουρά: γκραστέσκι-πορίκ και σκυµµένος, γερµένος.
γκραστέσκι-πορί, η. αλυπησιά: (βλ. απονιά).
αλογοπάζαρο: γκραστένγκο- αλύπητος: (βλ. άπονος).
παζάρι, ο. αλυσίδα: σιντζίρι, ο
αλογότριχα: γκραστέσκο-µπαλ, ο (σ.α. φερµουάρ).
(µπαλ = τρίχα, µαλλί). π.χ. σιντζίρι σι καγιά ντουνιάβα· κ’
αλοιφή: αλιφί, η αβέλ κιρνί σϋράβα ντα = αλυσίδα
π.χ. µακ εµπούκα αλιφί οπρά κι είναι αυτός ο κόσµος· θα `ρθει και η
γιαράβα για τε νακχέλ = άλειψε σειρά σου, κοράκο σιντζίρι κι(ν)ντά
λίγη αλοιφή πάνω στην πληγή σου λακέ λακό ροµ = αλυσίδα λαιµού
για να περάσει. της αγόρασε ο άνδρας της, µπουτ
αλουµινάς (α): αλουµιντζίο, ο. τφουλό σι καβά σιντζίρι = πολλή
αλουµινάς (β): αλαµιντζίο, ο. χοντρή είναι αυτή η αλυσίδα.
αλουµινένιος (επίθ.): αλαµινέσκο,- αλυσιδίτσα: σιντζιρίσι, ο.
ι και αλουµινέσκο,-ι αλυσιδωτός (επίθ.): σιντζιρλίο-ίκα
π.χ. αλαµινέσκι καπούια = αλυσοδένω (µετβ. ρ.): σιντζιρέσα-
αλουµινένια πόρτα. πφά(ν)νταβ (κυριολ. µε αλυσίδα
αλουµίνιο: αλαµίνι και αλουµίνι, ο. δένω) και σιντζιρένσα-πφά(ν)νταβ
αλουµινόχαρτο: αλαµινέσκο - λιλ (κυριολ. µε αλυσίδες δένω).
και αλουµινέσκο - λιλ, ο. αλυσοειδής (επίθ.): σιντζιρέσκο, -ι.
59

άλυτος (επίθ.): µπιπουταρντό, -ί π.χ. αµάν τούταρ! χαλάµαν κι


(σ.α. µη ανοιγµένος,-η, πουταράβ = µούρµα = αµάν από σένα! µ’ έφαγε
ανοίγω µετβ., λύνω) η µουρµούρα σου.
π.χ. µπιπουταρντό κό(µ)µπο = αµανάτι: εµανέτι, ο
άλυτος κόµπος. π.χ. (φράση) εµανέτι ασταράβ λε
Αντίθ. πουταρντό = ανοιγµένος, τουκέ = αµανάτι σου το κρατώ
ανοιχτός, λυµένος. (δηλ. θα σε εκδικηθώ).
αλφάδι: αλφάδι, ο (σ.α. ενέχυρο, βλ. και ενέχυρο).
π.χ. ο ουστάβα µανγκέλ πο αλφάδι αµανές: αµανάβα, η.
= ο µάσατορας θέλει το αλφάδι του, αµάνικος (επίθ.): µπιµπαϊένγκο,-ι
αλφάδι σι ο ντουβάρι = αλφάδι (προφ. µε συνίζηση ιε)
(πολύ ίσιος) είναι ο τοίχος. π.χ. µπιµπαϊένγκι α(ν)τεράβα =
αλφαδιά: αλφαδιά, η. αµάνικο πουκάµισο.
αλώνι (ο χώρος του αλωνιού): Αντίθ. µπαϊένσα = χειριδωτός.
άρµα(ν)νούκο, ο. άµαξα (α): ουρντόν, ο
αλωνίζω (µετβ. ρ.): αρµάνο-κεράβ (βλ. και κάρο).
(= αλώνισµα κάνω). (υποκ.): ουρντονορό, ο.
π.χ. (µτφ.) αρµάνο-κερντέ µο κχερ άµαξα (β): αραµπάβα, η (σ.α.
κε χουρντέ = αλώνισαν (έκαναν καρότσι, αµάξι (αυτοκίνητο), κάρο,
άνω κάτω) το σπίτι µου τα παιδιά αγώγι)
σου, η πατόζα αρµάνο-κερέλας ο π.χ. σο ινγκαρές καλέ
γκιβ = η πατόζα (αλωνιστική αραµπαβάσα; = τι µεταφέρεις µ’
µηχανή) αλώνιζε το σιτάρι. αυτήν την άµαξα;
αλώνισµα: αρµάνο, ο. άµαξα (γ): παϊτόνι και παϊτόνο, ο
άµα (σύνδ.): άµα π.χ. παϊτονέσα αταντέ ε µπορά = µε
π.χ. άµα νι αβές του, µε νι κα τζαβ άµαξα φέρανε τη νύφη.
= άµα δεν έρθεις εσύ, εγώ δεν θα αµαξάς (της επιβατικής άµαξας):
πάω. παϊτοντζίο, ο.
Συνών. τε = αν, να (σύνδ.). αµαξάς: αραµπατζίο, ο (σ.α.
αµάδητος: (βλ. άγνεθος). καροποιός, αγωγιάτης,
αµάζευτος (άκλ. επίθ.): µπικιντιµέ αµαξοποιός).
και επίθ. µπικιντό,-ί αµαξηλάτης: (βλ. αµαξάς).
π.χ. µπικιντιµέ σι ο κχερ = αµάξι (το αυτοκίνητο): αραµπάβα,
αµάζευτο (ασυγύριστο) είναι το η (σ.α. κάρο, καρότσι)
σπίτι, µπικιντέ σι ε πατέ = αµάζευτα π.χ. σσουκάρ αραµπάβα κι(ν)ντά =
είναι τα ρούχα. ωραίο αµάξι αγόρασε.
(σ.α. ασυγύριστος, ασυµµάζευτος). (βλ. και κάρο, καρότσι).
Αντίθ. κιντιµέ, κιντό = µαζεµένος, Συνών. τοµαφίλι και τροµοφίλι =
συγυρισµένος, συµµαζεµένος. αυτοκίνητο.
αµάθεια: µπισικλιπέ, ο αµαξοποιός (επίθ.): αραµπατζίο, ο
Αντίθ. σικλιπέ = µάθηση. (σ.α. αµαξάς, αγωγιάτης)
αµαθής (επίθ.): µπισικλό,-ί. π.χ. ινγκαράβ η αραµπάβα κάι
αµαλάκωτος (επίθ.): αραµπατζίο τε κερέλ λα = πηγαίνω
µπικοβλιαρντό,-ί την άµαξα στον αµαξοποιό να τη
Αντίθ. κοβλιαρντό = µαλακωµένος. φτιάξει.
αµάν: αµάν
60

αµάραντος (άκλ. επίθ.): αµάχη: ντουσσµα(ν)νούκο, ο


µπιµορσιµέ (κυριολ. έχθρα, εχθρότητα,
π.χ. µπιµορσιµέ λουλουγκί = εχθροσύνη)
αµάραντο λουλούδι. π.χ. ντουσσµα(ν)νούκο ασταρέλ =
Αντίθ. µορσιµέ = µαραµένος. αµάχη κρατάει.
αµαρταίνω (αµετβ. ρ.): α(ν)ντε- αµάχητος (επίθ.):
µπεζαχά-νταβ (= µες στις αµαρτίες µπιµαρεµπαβάκο, -ι και
µπαίνω) µπιτσινγκαράκο, -ι.
π.χ. α(ν)ντε-µπεζαχά-ντιοµ για τε άµβλωση: λι(ν)νταριπέ, ο (ρηµατ.
κουρταρίαβ λε = αµάρτησα για να ουσ. από το ενεργ. διαµ. ρ.
τον σώσω. λι(ν)νταράβ, βλ. παίρνω (β)).
αµάρτηµα: µπεζαχαλιπέ, ο. αµέ (µόρ.): αή
αµαρτία: µπεζάχ, η π.χ. αή, αγκαντάλ σι = αµέ, έτσι
π.χ. καλά µπεζαχά σαρ κα ποκινές είναι.
λεν; = αυτές τις αµαρτίες πώς θα τις αµεγάλωτος (επίθ.):
πληρώσεις; πε µπεζαχά ποκινέλ = µπιµπαραρντό, -ί και
τις αµαρτίες του πληρώνει, µπεζαχά µπιµπαρανταρντό, -ι (σ.α.
οπρά µι κορ νασστί λαβ = αµαρτίες αµεγέθυντος)
πάνω στο λαιµό µου δεν µπορώ να Αντίθ. µπαραρντό και
πάρω, τε να κεράβα καβά κάι µπαρανταρντό = µεγαλωµένος,
πφε(ν)ντόµ τουκέ, κε µπεζαχά µιρνέ µεγεθυµένος, µεγαλοποιηµένος,
τε αβέν = αν δεν κάνω αυτό που επεκταµένος.
σου είπα (υποσχέθηκα), οι αµαρτίες αµεγέθυντος: (βλ. αµεγάλωτος).
σου δικές µου να `ναι, µπαρί αµέθυστος (επίθ.): µπιµατό,-ί
µπεζάχ σι, νά αστάρντο λέσα = Συνών. µπιπι(ν)ντό = άπιωτος, αήκι
µεγάλη αµαρτία είναι, µην τον = νηφάλιος, ξεµέθυστος.
πειράζεις. αµείβοµαι: (βλ. πληρώνοµαι).
(σ.α. κρίµα, βλ. και κρίµα). αµείβω: (βλ. πληρώνω).
αµαρτωλός (επίθ.): µπεζαχαλό,-ί Αµερικάνος: Αµερικάνο, ο.
π.χ. µπουτ µπεζαχαλό σαν, ιτσ Αµερικανίδα (η): Αµερικάνκα, η.
Ντελ νάι οπρά τούτε = πολύ Αµερική: Αµερικί, η.
αµαρτωλός είσαι, καθόλου Θεό δεν αµέσως (επίρρ.): σίγο (= γρήγορα)
έχεις πάνω σου. και σούγο (= γρήγορα)
Αντίθ. µπιµπεζαχαλό = π.χ. πφεν λεσκέ σίγο τε αβέλ κατέ
αναµάρτητος. = πέστου αµέσως να έρθει εδώ.
αµάσητος (επίθ.): µπιτσα(µ)µπλό,- αµετάφερτος (επίθ.):
ί µπιινγκαρντό,-ί
Αντίθ. τσα(µ)µπλό = µασηµένος. Αντίθ. ινγκαρντό = µεταφερµένος.
αµάτιαστος (επίθ.): µπιγιακχαλό,-ί αµέτρητος (επίθ.): µπιγκι(ν)ντό,-ί
Αντίθ. γιακχαλό = µατιασµένος. π.χ. µπιγκι(ν)ντέ σι ε τσερινά =
αµαύριστος (επίθ.): µπικαλαρντό,-ί αµέτρητα είναι τα αστέρια.
και µπικαλιαρντό,-ί Αντίθ. γκι(ν)ντό = µετρηµένος.
Αντίθ. καλαρντό και καλιαρντό = αµιγής (επίθ.): χάσι, άσι (=
µαυρισµένος. γνήσιος, αυθεντικός) και (άκλ.επιθ.)
τεµίζι (= καθαρός)
61

π.χ. τεµίζι γκαλµπενέσταρ σι ο αµπάρι: α(µ)µπάρι, ο (πληθ.


µπιλεζίκο = από αµιγή χρυσό είναι α(µ)µπάρα, ε)
το βραχιόλι. π.χ. ε βαπορέσκο αµπάρι = το
αµίλητος (επίθ.): µπιορµπάκο,-ι. αµπάρι του πλοίου.
άµµος: κισσάι, η, κούµο και κούµι, αµπελάκι: ρεζορί, η.
ο αµπέλι: ρεζ, η
π.χ. ουτσχα(ν)ντό σι ο κούµι; = π.χ. τζαβ κάι ρεζά τε κίνταβ
κοσκινισµένη είναι η άµµος; ντρακχά = πάω στα αµπέλια να
α(ν)τάβ µανγκέ εµπούκα κισσάι = µαζέψω σταφύλια.
φέρε µου λίγη άµµο. αµπελόφυλλο: ρεζάκι-πατρίν, η.
αµµουδιά: (βλ. ακροθαλασσιά). αµπογιάτιστος (άκλ. επίθ.):
αµοιβή: (βλ. πληρωµή). µπιµποϊαµούσσι
αµοίραστος (επίθ.): µπιουλαντό, -ί Συνών. µπιµακχλό = άβαφος,
Αντίθ. ουλαντό = µοιρασµένος. απασάλειφτος.
άµοιρος: (βλ. κακοµοίρης, άτυχος) Αντίθ. µποϊαµούσσι =
αµολάω (µετβ. ρ.): µουκάβ (= µπογιατισµένος.
αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω, άµυαλος (επίθ.): µπιγκογκιάκο,-ι
επιτρέπω). π.χ. µπιγκογκιάκο σαν, ιν ακχιαρές
π.χ. κον µουκλά καγιά κχάι; = = άµυαλος είσαι, δεν
ποιος αµόλυσε αυτή τη πορδή; καταλαβαίνεις.
αµόληµα: µουκιπέ, ο (σ.α. Συνών. χαουµέ = ανόητος, βλάκας.
παράτηµα, εγκατάλειψη). Αντίθ. γκογκιαλό = µυαλωµένος,
αµοληµένος (µτχ.): µουκλό,-ί (= γκογκιαβέρ = λογικός.
αφηµένος, παρατηµένος, αµυαλιά: µπιγκογκιπέ, ο.
εγκαταλεληµµένος). αµυαλοσύνη: µπιγκογκιαηπέ, ο.
αµορτισέρ: αµο(ν)ντεσέρι, ο αµυγδαλάκι: παντεµίσι, ο.
π.χ. κα τχαβ νεβέ αµο(ν)ντεσέρα αµυγδαλάς: παντεµτζίο, ο (θηλ.
κάι τοµαφίλι = θα βάλω καινούρια παντεµτζίκα, η)
αµορτισέρ στο αυτοκίνητο. π.χ. ε παντέµορα κάι κιντόµ κα
αµόρφωτος (επίθ.): µπικινάβ λεν κάι παντεµτζίο = τ’
µπιοκουµούσσι (κυριολ. αµύγδαλα που µάζεψα θα τα
αδιάβαστος, ασπούδαχτος) πουλήσω στον αµυγδαλά.
Αντίθ. οκουµούσσι = διαβασµένος, αµυγδαλές (οι) (α): κουρλέ, ε
σπουδαγµένος, µορφωµένος. π.χ. σσουβλιλέ λεσκέ κουρλέ
αµούσκευτος (επίθ.): κατάρ σσουντρέ παϊά = πρήστηκαν
µπικινγκαρντό,-ί (άβρεχτος) οι αµυγδαλές του από τα κρύα νερά.
Αντίθ. κινγκαρντό, κινγκό = (κουρλό = λαρύγγι).
µουσκεµένος, βρεγµένος. αµυγδαλές (οι) (β): µποάζορα, ε
αµούστακος (επίθ.): π.χ. µε µποάζορα ντουκχάν = οι
µπιµουστακέσκο, -ι. αµυγδαλές µου πονάνε.
αµπάλωτος (επίθ.): αµυγδαλεώνας: παντεµιλινένγκο-
µπιµπαλοσαρντό,-ί και µπιµπαλοµέ τχαν, ο.
(άκλ. επίθ.) αµυγδαλιά: παντεµιλίν, η
Αντίθ. µπαλοσαρντό και µπαλοµέ = π.χ. χοχάντιλι καγιά παντεµιλίν =
µπαλωµένος. ξεγελάστηκε αυτή η αµυγδαλιά.
(δηλ. άνθισε νωρίς).
62

αµύγδαλο: παντέµο, ο ανάβαση (β): πινιπέ, ο (σ.α.


π.χ. πφαγκάβ παντέµορα = σπάζω ανέβασµα, άνοδος).
αµύγδαλα. αναβολή: αναβολί, η
(υποκ.): παντεµίσι, ο. π.χ. νι κερντά πο ασκερλίκο·
αµυγδαλοειδής (επίθ.): αναβολί λιά = δεν έκανε το στρατό
παντεµέσκο, -ι του (δεν υππηρέτησε τη
π.χ. παντεµέσκο µπιτσίµι = στρατιωτική του θητεία)· αναβολή
αµυγδαλοειδές σχήµα. πήρε.
αµυγδαλόφλουδα: παντεµέσκι- αναβοσβήνει (αµετβ.απρόσ.ρ.):
κόζζα, η. πφαµπόλ-µερέλ (= ανάβει σβήνει)
αµυγδαλωτός (επίθ.): π.χ. πφαµπόν-µερέν ε φόσορα =
παντεµέσκο,-ι αναβοσβήνουν τα φώτα.
π.χ. παντεµέσκε γιακχά σίλε = αναβρυτήριο: (βλ. σιντριβάνι).
αµυγδαλωτά µάτια έχει. ανάβω (αµετβ. ρ.): πφαµπιάβ
αµυλάλευρο: (βλ. νισεστές). π.χ. γιαλέ σι ε κασστά ντα νι
άµυνα: άµινα, η πφαµπόν = υγρά είναι τα ξύλα και
π.χ. αστάρ άµινα = κράτα άµυνα. δεν ανάβουν, σόσκε νι πφαµπόν ε
αν (σύνδ.): τε φόσορα; = γιατί δεν ανάβουν τα
π.χ. τε κερντόλα καγιά µπουκί, κα φώτα;
ποκί(ν)ντος = αν γίνει αυτή η (βλ. και καίγοµαι).
δουειά, θα πληρωθείς, τε µανγκέσα, Αντίθ. µεράβ = σβήνω (αµετβ.),
να αβ = αν θέλεις, µην έρχεσαι, τε πεθαίνω, νεκρώνω (αµετβ.).
τζάσα τούντα, κ’ αβάβ µε ντα = αν ανάβω (µετβ. ρ.): πφαµπαράβ
πας κι εσύ, θα `ρθω κι εγώ, (βλ. και π.χ. πφαµπάρ ο φόσι = άναψε το
να). φως, κον πφαµπαρντά καγιά γιακ; =
Συνών. άµα = άµα. ποιος άναψε αυτή τη φωτιά;
αναβάλλοµαι (αµετβ. ρ.): πάπαλε- (βλ. και καίω µετβ.).
τσχουτιάβ και παπαλέ-τσχουτιάβ (= Αντίθ. µουνταράβ = σβήνω (µετβ.),
πίσω ρίχνοµαι). σκοτώνω, νεκρώνω (µετβ.).
π.χ. πάπαλε-τσχουτιλί η µακεµάβα αναγκάζω: (βλ. δηµιουργώ (β)).
= αναβλήθηκε η δίκη. αναγκασµένος (άκλ. επίθ.):
αναβάλλω (µετβ. ρ.): πάπαλε- µετζµπούρι
τσχουταράβ και παπαλέ- π.χ. µετζµπούρι σαν τε ποκινές λε
τσχουταράβ (= πίσω βάζω να = είσαι αναγκασµένος να το
ριχτεί-ούν, πίσω κάνω να ριχτεί- πληρώσεις.
ούν). αναγκαστικά (επίρρ.): µετζµπούρ
π.χ. κα τσχουταρέλ-πάπαλε η π.χ. µετζµπούρ κ’αβές τούντα =
µακεµάβα ο αφκάτι = θα αναβάλει αναγκαστικά θα ‘ρθεις κι εσύ.
τη δίκη ο δικηγόρος (δηλ. θα βρει ανάγκη (α): ανάγκι, ο
τρόπο να αναβάλει τη δίκη). π.χ. κάνα σίτουτ ανάγκι, οζοµάν
ανάβαση (α): ικλιπέ, ο (= αβές τε ντικχές µαν = όταν έχεις
ανέβασµα, έξοδος, σκαρφάλωµα, ανάγκη, τότε έρχεσαι να µε δεις,
καβάληµα). σας ανάγκι τε αβές τούντα; = ήταν
Αντίθ. φουλιπέ = κατάβαση, ανάγκη να έρθεις κι εσύ;
κάθοδος. ανάγκη (β): ζόρι, ο (σ.α. πρόβληµα,
δύσκολος).
63

αναγνωρίζοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. ρόντελ πι µπαχ = αναζητά την


πιντζάρντιαβ τύχη του, γκελό κάι Ατίνα τε
π.χ. ο τσορ πιντζάρντιλο κατάρ πε ρόντελ µπουκί = πήγε στην Αθήνα
βαστένγκε ίζορα = ο κλέφτης να αναζητήσει δουλειά.
αναγνωρίστηκε από τα δαχτυλικά αναζωογόνηση: τζου(ν)νταριπέ, ο
του αποτυπώµατα.. (κυριολ. ζωντάνεµα).
(βλ. και γνωρίζοµαι). αναζωογονούµαι (αµετβ. ρ.):
αναγνωρίζω (µετβ. ρ.): πιντζαράβ τζου(ν)ντιάβ (κυριολ. ζωντανεύω
π.χ. πιντζαρντόµ λε κατάρ λεσκί (αµετβ.)).
λαλί = τον αναγνώρισα από τη αναζωογονώ (µετβ. ρ.):
φωνή του. τζου(ν)νταράβ (κυριολ.ζωντανεύω
(βλ. και γνωρίζω). (µετβ.)).
αναγνώριση: πιντζαριπέ, ο αναίδεια: (βλ. αδιαντροπιά).
(βλ. και γνωριµία). αναιδής: (βλ. αδιάντροπος).
αναγουλιάζω (αµετβ. ρ.): αναισχυντία: (βλ. αδιαντροπιά).
αναγούλα - σίµαν (= αναγούλα έχω) αναίσχυντος: (βλ. αδιάντροπος).
και αναγούλα - ασταρντάµαν (= ανακαινίζω (µετβ. ρ.): νεβανταράβ
αναγούλα µε έπιασε). (παράγεται από το νεβό =
αναδεδειγµένος (µτχ.): καινούριος), (κυριολ. καινουργώ).
σικανταρντό, -ί π.χ. νεβανταρντάς πο πουρανό
(σ.α. προβεβληµένος, κχερ = ανακαίνισε το παλιό του
φανερωµένος, παρουσιασµένος, σπίτι.
επιδειγµένος, αποκαλυµµένος). Αντίθ. πουραράβ = παλιώνω
αναδεικνύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): (µετβ.).
σικαντινάβαβ και σικανταράµαν ανακαίνιση: νεβανταριπέ, ο
(σ.α. προβάλλοµαι, επιδεικνύοµαι, (κυριολ. καινούργηµα)
παρουσιάζοµαι, φανερώνοµαι). Αντίθ. πουραριπέ = πάλιωµα.
αναδεικνύοµαι (β): σικαντισάαβ ανακαινισµένος (µτχ.):
(σ.α. προβάλλοµαι, επιδεικνύοµαι, νεβανταρντό,-ί (κυριολ.
παρουσιάζοµαι, φανερώνοµαι). καινουργηµένος)
αναδεικνύω (µετβ. ρ.): σικανταράβ Αντίθ. πουραρντό = παλιωµένος.
(σ.α. προβάλλω, επιδεικνύω, ανακαλύπτω (µετβ. ρ.): ρακχαβάβ
αποκαλύπτω, φανερώνω, (κυριολ. βρίσκω), και αρακχάβ
παρουσιάζω) (κυριολ. βρίσκω).
(σικανταράβ κυριολ. σηµαίνει: π.χ. κον ρακχαντά η Αµερική; =
κάνω να φανεί). ποιος ανακάλυψε την Αµερική;
ανάδειξη: σικανταριπέ, ο ανακάλυψη: ρακχαηπέ, ο (κυριολ.
(σ.α. προβολή, φανέρωµα, εύρεση), και αρακχιπέ, ο (κυριολ.
επίδειξη, παρουσίαση, αποκάλυψη). εύρεση).
ανάδελφος (επίθ.): µπιπφαλένγκο,- ανακάτεµα: καρϋσστϋρµάκο, ο
ι (= χωρίς αδέλφια). π.χ. η ζουµί µανγκέλ
αναζήτηση: ροντιπέ, ο (κυριολ. καρϋσστϋρµάκο = το φαγητό θέλει
ψάξιµο). ανακάτεµα.
αναζητώ (µετβ. ρ.): ρόνταβ ανακάτεµα (µτφ.):
(κυριολ. ψάχνω). καρϋσσµαλούκο, ο
64

π.χ. πφεν κε πφαλέσκε τε µπεσσέλ γεκ τσχον; = µ’ αυτά τα λεφτά


σσουκάρ, σόσκε µπαρό αναλαµβάνεις να µου κάνεις το
καρισσµαλούκο κα α(ν)ταβέλ σπίτι σε ένα µήνα;
αµένγκε = πες στον αδελφό σου να ανάλατος (επίθ.): µπιλονγκλό,-ί
κάτσει καλά, γιατί µεγάλο και µπιλο(ν)ντό,-ί
ανακάτεµα (µπελά) θα µας φέρει. π.χ. µπιλο(ν)ντί σι η ζουµί =
ανακατεµένος (άκλ. επίθ.): ανάλατο είναι το φαγητό.
καρϋσσΰκι (σ.α. ανάµεικτος). Αντίθ. λονγκλό και λο(ν)ντό =
ανακατεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): αλµυρός.
καρϋσσίαβ αναλγησία: (βλ. απονιά).
π.χ. καρΰσσµα του, µούκλεν τε ανάλγητος: (βλ. άπονος,
κερέν σο µανγκένα = µην χοντρόπετσος).
ανακατεύεσαι εσύ, ασ’ τους να αναληθής (επίθ.):
κάνουν ό,τι θέλουν. µπιτσατσουκανό,-ί
ανακατεύοµαι (β): (βλ. ρίχνοµαι). Συνών. χοχαµντό = ψεύτικος,
ανακατεύω (µετβ. ρ.): ψεύτης.
καρϋσστϋρίαβ Αντίθ. τσατσουκανό = αληθινός.
π.χ. σο καρϋσστϋρίος κοτέ ανάληψη: λιιπέ, ο (= λήψη,
α(ν)ντρέ; πάρσιµο).
= τι ανακατεύεις εκεί µέσα; αναλώνω (µετβ. ρ.): αρτζέαβ (=
ανακοινωµένος: (βλ. διαδεδοµέ- ξοδεύω)
νος). π.χ. αρτζεντίµ µπιτίν µο αγιάτο, για
ανακοινώνω: (βλ. πληροφορώ, τε µπαραράβ τουτ = ανάλωσα όλη
διαδίδω). τη ζωή µου, για να σε µεγαλώσω.
ανακοίνωση: (βλ. πληροφόρηση, (βλ. και ξοδεύω).
διάδοση). αναµάρτητος (επίθ.):
ανακοπή: ατσχιπέ, ο µπιµπεζαχαλό,-ί
(σ.α. στάση, παύση, σταµατηµός, π.χ. µπιµπεζαχαλό κχόνικ νάι =
διάλειµµα). αναµάρτητος κανείς δεν είναι.
Συνών. ατσχανταριπέ = σταµάτηµα. Αντίθ. µπεζαχαλό = αµαρτωλός.
ανακόπτοµαι (αµετβ. ρ.): ανάµεικτος (άκλ. επίθ.):
ατσχαντάρντιαβ. καρϋσσΰκι.
ανακόπτω (µετβ. ρ.): ατσχανταράβ αναµενόµενος (α) (επίθ.):
(κυριολ. = σταµατώ (µετβ.)). ασσουγκιαρντό,-ί (σ.α.
Συνών. τσχιναβάβ = διακόπτω, προσδοκώµενος).
ξεκόβω. Αντίθ. µπιασσουγκιαρντό =
ανακρίνοµαι (αµετβ. ρ.): ξαφνικός, απροσδόκητος,
πουτσλιάβ και πουσσλιάβ (κυριολ. απρόσµενος.
ρωτιέµαι ). αναµενόµενος (β) (µτχ.):
ανακρίνω (µετβ. ρ.): πουτσάβ και βαρντισαρντό, -ί (σ.α.
πουσσάβ (κυριολ. ρωτώ). φρουρηµένος).
ανάκριση: ανάκρισι, ο. αναµένω (α) (µετβ. ρ.):
αναλαµβάνω (µετβ. ρ.): οπρα- ασσουγκιαράβ και µπεκλέαβ
µά(ν)ντε-λαβ (= πάνω µου παίρνω). π.χ. κας µπεκλέος κατέ; = ποιον
π.χ. καλέ παρένσα λες-οπρά-τούτε αναµένεις εδώ;
ο κχερ τε κερές λε µανγκέ α(ν)ντέ (βλ. και περιµένω, προσδοκώ).
65

αναµένω (β) (µετβ. ρ.): ανανεώνω (µετβ. ρ.): νεβαράβ


βαρντισαράβ (σ.α. φρουρώ, (από το νεβό = καινούριος)
περιµένω, προσµένω, προσδοκώ, π.χ. κα νεβαράς ο κο(ν)τράτο ντα
καρτερώ) εκχέ µπροσσέσκε = θα
π.χ. µε τζαβ κοτέ, τε βαρντισαράβ ανανεώσουµε το συµβόλαιο για
τουτ = εγώ πάω εκεί, να σε ακόµα ένα χρόνο, (νεβαράβ κυριολ.
περιµένω, βαρντισαρέν λεσκό κχερ = καινουργώ).
ε σσεραλέ = φρουρούν το σπίτι του Αντίθ. πουραράβ = παλιώνω
οι αστυνοµικοί. (µετβ.).
αναµέτρηση: (βλ. αγώνας (β)). αναξιοπιστία: µπιπακιαντιπέ, ο.
αναµετριέµαι: (βλ. αγώνας (β)). αναξιόπιστος (επίθ.):
άναµµα: πφαµπαριπέ, ο (= κάψιµο, µπιπακιαηµάσκο,-ι
καύσωνας) π.χ. µπιπακιαηµάσκο µανούςς σαν
π.χ. ε κασστένγκο πφαµπαριπέ = το = αναξιόπιστος άνθρωπος είσαι.
άναµµα των ξύλων. Αντίθ. πακιαηµάσκο = αξιόπιστος.
Αντίθ. µουνταριπέ = σβήσιµο, αναξιόχρεος: (βλ. µπαταξής).
σκότωµα, νέκρωµα. αναπαύοµαι: (βλ. ξεκουράζοµαι).
αναµµένος (µτχ.): πφαµπαρντό,-ί ανάπαυση: (βλ. ξεκούραση).
π.χ. πφαµπαρντέ σι κε κχερέσκε αναπαυτικά: (βλ. ξεκουραστικά).
φόσορα = αναµµένα είναι τα φώτα αναπαυτικός: (βλ. ξεκουραστικός).
του σπιτιού σου. αναπαύω: (βλ. ξεκουράζω).
(βλ. και καµένος, καυτερός, αναπήδηµα: χουτιπέ, ο.
καυτός). αναπηδώ (α) (αµετβ. ρ.): χούταβ.
Αντίθ. µουνταρντό = σβησµένος, αναπηδώ (β) (αµετβ. ρ.): οπρέ-
σκοτωµένος. τσχάµαν = επάνω ρίχνω τον εαυτό
αναµονή (α): ασσουγκιαριπέ, ο και µου
µπεκλεµέκο, ο π.χ. οπρέ-τσχόλασπες η τόπα =
(βλ. και προσδοκία). αναπηδούσε η µπάλα.
αναµονή (β): βαρντισαριπέ, ο (σ.α. αναπηρία: σακατλούκο, ο (σ.α.
φρούρηση, προσµονή, προσδοκία, παλαβοµάρα).
καρτερία). αναπηρικός (επίθ.): σακατένγκο, -ι
άνανδρα (επίρρ.): µπιµρουσσιµάσα (= ανάπηρων, παλαβών)
ανανδρία: µπιµρουσσιπέ, ο π.χ. σακατένγκι αραµπάβα =
π.χ. µπιµρουσσιπέ σας καβά κάι αναπηρικό καρότσι.
κερντάν· τε λατζάς = ανανδρία ήταν ανάπηρος (άκλ. επίθ.): σακάτι
αυτό που έκανες· να ντρέπεσαι. π.χ. ατσχιλό σακάτι κατάρ
Αντίθ. µρουσσιπέ = ανδρεία, µαρεµπάβα = έµεινε ανάπηρος από
ανδρισµός. τον πόλεµο, σακάτι σαν ντα νασστί
άνανδρος (επίθ.): κερές-µπουκί; = ανάπηρος είσαι και
µπιµρουσσιµάσκο,-ι. δεν µπορείς να δουλέψεις; (σακάτι
ανανεωµένος (µτχ.): νεβαρντό,-ί σ.α. παλαβός π.χ. σακάτι σι, νι
(κυριολ. καινουργηµένος) τζανέλ σο πφενέλ = παλαβός είναι,
Αντίθ. πουραρντό = παλιωµένος. δεν ξέρει τι λέει).
ανανέωση: νεβαριπέ, ο (κυριολ. Συνών. µπανγκό = παράλυτος,
καινούργηµα) κουτσός, στραβός, σκυφτός.
Αντίθ. πουραριπέ = πάλιωµα.
66

αναπνευστικός (επίθ.): π.χ. κάι-µι-γκογκί-αταβάβ µε


σολουφέσκο, -ι (= αναπνοής). σικνιµάσκε µπροσσά = αναπολώ τα
αναπνέω (αµετβ. και µετβ. ρ.): παιδικά µου χρόνια.
σολούφο-λαβ (= αναπνοή παίρνω). αναπτήρας: τσακµάκο, ο
π.χ. κατάρ ε µπουτ τζιγκάρε µο π.χ. χασαρντόµ µο τσακµάκο =
σολούφο νασστί λαβ σαµπάλαην = έχασα τον αναπτήρα µου, (µτφ.)
απ’ τα πολλά τσιγάρα δεν µπορώ να τσακµάκο σι καβά χουρντό =
αναπνεύσω το πρωί. αναπτήρας (σπίρτο) είναι αυτό το
αναπνοή: σολούφο, ο παιδί (δηλ. είναι έξυπνο).
π.χ. κχά(ν)ντελ κο σολούφο = (υποκ.): τσακµακίσι, ο.
µυρίζει η αναπνοή σου. ανάριος: (βλ. αραιός).
(βλ. και ανάσα). αναρωτιέµαι (αµετβ. ρ.):
αναπνοούλα: (βλ. ανασούλα). πουσσάµαν και πουτσάµαν
ανάποδα (επίρρ.): τερσινέ (κυριολ.= ρωτώ τον εαυτό µου).
π.χ. τερσινέ βουραντάν κε π.χ. πουτσάµαν σο κερντόµ λεσκέ
τσοράπορα = ανάποδα φόρεσες τις ντα σι µάνσα χολιναλό =
κάλτσες σου, τερσινέ ασταρές λε = αναρωτιέµαι τι του έκανα και είναι
ανάποδα το κρατάς. µαζί µου θυµωµένος.
αναπόδεικτος (επίθ.): ανάσα: σολούφο, ο
µπισικανταρντό, -ι (σ.α. π.χ. άτσι τε λαβ µο σολούφο,
αφανέρωτος, αδιαφήµιστος) τσχι(ν)ντιλόµ = κάτσε να πάρω την
Αντίθ. σικανταρντό = ανάσα µου, κουράστηκα.
αποδεδειγµένος, αναδεδειγµένος, (µτφ.) κατάρ η µπουτ µπουκί,
αποκαλυµµένος, φανερωµένος, σολούφο νασστί λαβ = από την
προβεβληµένος, επιδειγµένος). πολλή δουλειά, ανάσα δεν µπορώ
αναποδιά: τερσλίκο, ο να πάρω.
π.χ. σαό τερσλίκο σι καβά κάι λιά (βλ. και αναπνοή).
αµέν! = τι αναποδιά είναι αυτή που ανασαίνω: (βλ. αναπνέω).
µας πήρε (βρήκε)! ανασήκωµα: (βλ. σήκωµα).
αναποδιάρης: τέρσι-µανούςς, ο ανασηκωµένος: (βλ. σηκωµένος).
(κυριολ. ανάποδος άνθρωπος). ανασηκώνοµαι: (βλ. σηκώνοµαι).
αναποδογυρίζω (µετβ. ρ.): ανασκάβω: (βλ. σκάβω).
τερσινέ-ιρισαράβ. ανασκαφή: (βλ. σκάψιµο).
αναποδογυρίζω (αµετβ. ρ.): ανάσκελα (επίρρ.): οπρέµοσα
τερσινέ-ιρισάαβ. π.χ. οπρέµοσα πελό = ανάσκελα
ανάποδος (άκλ. επίθ.): τέρσι έπεσε (οπρέ = επάνω, µόσα = µε
π.χ. εµπουκάκε χολάολ· µπουτ πρόσωπο ή µε στόµα, µούι =
τέρσι µανούςς σι = µε το παραµικρό πρόσωπο, στόµα).
θυµώνει· πολύ ανάποδος άνθρωπος Αντίθ. τελέµοσα = µπρούµυτα.
είναι. ανασκελώνοµαι (αµετβ. ρ.):
αναπολώ (αµετβ. ρ.): κάι-µι- οπρέµοσα-περάβ (κυριολ.
γκογκί-αταβάβ και κάι-µι-γκογκί- ανάσκελα πέφτω).
α(ν)ταβάβ (κυριολ. στο µυαλό µου ανασκελώνω (µετβ. ρ.):
φέρνω) οπρέµοσα-περαβάβ (οπρέµοσα =
ανάσκελα, περαβάβ = γκρεµίζω,
κατεδαφίζω)
67

π.χ. α(ν)ντέ εκ ντουµούκ αναχαιτίζοµαι (αµετβ. ρ.):


περαντάλε-οπρέµοσα = µε µια ατσχαντάρντιαβ (σ.α.
γροθιά τον ανασκέλωσε. ανακόπτοµαι).
ανασούλα: σολουφίσι,ο αναχαιτίζω (µετβ. ρ.):
π.χ. ε χουρντέσκο σολουφίσι = του ατσχανταράβ (κυριολ. σταµατώ
µωρού η ανασούλα. µετβ., σ.α. ανακόπτω).
αναστατώνω: (βλ. ξεσηκώνω). ανάχωµα: ανάχοµα, η
άναστρος (επίθ.): µπιτσερινένγκο, π.χ. πασσά ανάχοµα σι αµαρί
-ι µαλάβα = κοντά στο ανάχωµα είναι
Αντίθ. τσεριναλό = έναστρος, η γειτονιά µας.
αστερωτός. αναχώρηση: σϋρντιπέ, ο (κυριολ.
αναστεναγµός: (βλ. στεναγµός). τράβηγµα)
αναστενάζω: (βλ. στενάζω). Αντίθ. αβιπέ = ερχοµός, άφιξη.
ανάστηµα: µπόι, ο αναχωρώ: σΰρνταβ (κυριολ.
π.χ. γκάντικιν σι κο µπόι; = πόσο τραβώ).
είναι το ανάστηµά σου;, χαρνό σι π.χ. νταά νι σϋρντά ο τιρένο; =
λεσκό µπόι = κοντό είναι το ακόµα δεν αναχώρησε το τρένο;
αναστηµά του. Αντίθ. ιρισάαβ = επιστρέφω
Συνών. ουτσιπέ = ύψος. (αµετβ.), γυρίζω (αµετβ.).
ανατέλλω: (βλ. βγαίνω). αναψυκτικό: αναπσικτικό, ο.
ανατολή: ανατολί, η ανδράδελφος: (βλ. κουνιάδος).
π.χ. ο κχαµ ικλέλ κατάρ ανατολί = άνδρας: µρουςς (= το αρσενικό) και
ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή. ροµ, ο (= Τσιγγάνος, σύζυγος, ο)
ανατρέπω: (βλ. αναποδογυρίζω). π.χ. µρουςς σι ο τζουκέλ = άνδρας
ανατριχιάζω (αµετβ. ρ.): µπαλο- (αρσενικό) είναι το σκυλί, καγιά
σάαβ και ζαροσάαβ µπουκί σι ε µρουσσένγκε = αυτή η
π.χ. µπαλοσάαβ σάντε κάι δουλειά είναι για τους άνδρες, πε
ασσουνάβ κανταλά όρµπες = ροµέσα αβιλί = µε τον άνδρα της
ανατριχιάζω µόνο που ακούω αυτά ήρθε, νταά νι αβιλό κο ροµ κατάρ
τα λόγια, ζαροσάιλοµ κατάρ ο σσιλ µπουκί; = ακόµη δεν ήρθε ο άνδρας
= ανατρίχιασα από το κρύο. σου από τη δουλειά;
(ζαροσάαβ κυριολ. = ζαρώνω (υποκ.): µρουσσορό και ροµορό, ο
(αµετβ.)). Αντίθ. τζουβλί = θηλυκό (το),
ανατριχίλα: µπαλοβιπέ και γυναίκα, ροµνί = Τσιγγάνα, σύζυγος,
ζαροσαριπέ, ο η, γυναίκα.
(ζαροσαριπέ κυριολ. = ζάρωµα). ανδρεία: µρουσσιπέ, ο
άναυδος (επίρρ.): πουταρντέ-µόσα (βλ. και ανδρισµός).
(= µε ανοιχτό το στόµα) Αντίθ. µπιµρουσσιπέ = ανανδρία.
π.χ. πουταρντέ-µόσα ατσχιλόµ = ανδρικός (επίθ.): µρουσσικανό,-ί
άναυδος έµεινα. π.χ. µρουσσικανέ µενία = ανδρικά
αναφαίρετος (επίθ.): παπούτσια.
µπιικαλιµάσκο, -ι. (βλ. και αρσενικός).
αναφέρω: (βλ. λέω). Αντίθ. τζουβλικανό = γυναικείος,
αναχαίτηση: ατσχανταριπέ, ο θηλυκός.
(κυριολ. σταµάτηµα). ανδρισµός: µρουσσιπέ, ο
68

π.χ. σικάβ µανγκέ κατέ κο ανεβρίσκω: (βλ. βρίσκω,


µρουσσιπέ = δείξε µου εδώ τον εντοπίζω).
ανδρισµό σου. ανέγγιχτος (επίθ.): µπιασταρντό,-ί
ανδροπρέπεια: µρουσσικανιπέ, ο (κυριολ. άπιαστος).
Αντίθ. τζουβλιαριπέ = θηλυπρέπεια. ανέγερση: βαζντιπέ, ο (κυριολ.
ανεβάζω (α) (µετβ. ρ.): ικλαράβ σήκωµα).
π.χ. ικλάρ λε οπρέ = ανέβασέ τον ανεγείρω (µετβ. ρ.): βάζνταβ
επάνω. (κυριολ. σηκώνω).
Αντίθ. φουλαράβ = κατεβάζω. ανεγκέφαλος (επίθ.):
ανεβάζω (β) (µετβ. ρ.): µπιγκογκιάκο, -ι (= άµυαλος)
πι(ν)ντιρίαβ Αντίθ. γκογκιαλό = µυαλωµένος,
π.χ. κα πι(ν)ντιρίαβ ε φιάτορα = θα γκογκιαβέρ = λογικός, φρόνιµος.
ανεβάσω τις τιµές. ανέγνωρος (επίθ.): µπιπιντζαρντό,-
ανεβαίνω (αµετβ. και µετβ. ρ.): ί (σ.α. άγνωστος)
ικλάβ και πινάβ Συνών. γιαµπαντζίο = ξένος.
π.χ. ικλάβ οπρά κοπάτσι = Αντίθ. πιντζαρντό = γνώριµος,
ανεβαίνω πάνω στο δέντρο, πι(ν)ντί γνωστός.
ο φιάτο ε γκαζέσκο = ανέβηκε η ανεκπαίδευτος: (βλ. αδίδακτος).
τιµή του πετρελαίου, πινάβ οπρά ανέλπιδος (επίθ.): µπιοµουτέσκο,-ι
µοτόρι = ανεβαίνω πάνω στο (= χωρίς ελπίδα).
µηχανάκι. ανεµιστήρας: περµανάβα και
(βλ. ικλάβ στα λήµµατα φούρντουνουσσκα, η (περµανάβα
σκαρφαλώνω, βγαίνω, καβαλώ). σ.α. έλικας).
Αντίθ. φουλάβ = κατεβαίνω. ανεµοβλογιά: τσχελ, η
ανέβασµα: ικλιπέ και πινιπέ, ο π.χ. τσχελ σι καλά λολιµάτα κάι
(βλ. ικλιπέ στα λήµµατα έξοδος, ικαλντά ο χουρντό = ανεµοβλογιά
σκαρφάλωµα, καβάληµα). είναι αυτά τα κοκκινάδια που
Συνών. ικλιστιπέ = άνοδος. έβγαλε το παιδί.
Αντίθ. φουλαριπέ = κατέβασµα. άνεµος: (βλ. αέρας).
ανεβασµένος (µτχ.): ικλαρντό,-ί ανεµοστρόβιλος: µπενγκιαλί-
(βλ. και σκαρφαλωµένος). µπαλβάλ (= διαβολεµένος αέρας)
Αντίθ. φουλαρντό = κατεβασµένος. και τζουνγκαλί-µπαλβάλ, η (=
ανεβοκατεβάζω (αµετβ. ρ.): ύπουλος αέρας)
ικλαράβ-φουλαράβ (= ανεβάζω π.χ. σίγο α(ν)ντό κχερ τε ντεν,
κατεβάζω). µπενγκιαλί-µπαλβάλ αβέλ =
ανεβοκατεβαίνω (αµετβ. ρ.): γρήγορα στο σπίτι να µπείτε,
ικλάβ-φουλάβ (= ανεβαίνω, διαβολεµένος αέρας
κατεβαίνω) (ανεµοστρόβιλος) έρχεται.
π.χ. ικλάβ-φουλάβ ε µερντεφέα = ανενηµέρωτος (επίθ.):
ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες. µπιτζανγκλαρντό,-ί
ανεβοκατέβασµα: ικλαριπέ- Αντίθ. τζανγκλαρντό =
φουλαριπέ, ο (= ανέβασµα ενηµερωµένος, πληροφορηµένος.
κατέβασµα). ανέντιµος: (βλ. αδιάντροπος).
ανέβρετος: (βλ. άβρετος). ανεντροπιά: (βλ. αδιαντροπιά).
ανεβρίσκοµαι: (βλ. βρίσκοµαι, ανεντρόπιαστος (επίθ.):
εντοπίζοµαι). µπιλατζανταρντό, -ι
69

Αντίθ. λατζανταρντό = τακτοποιηµένος, γιατρεµένος,


ντροπιασµένος. βελτιωµένος, διορθωµένος,
ανεξαρτησία: (βλ. ελευθερία). περιποιηµένος.
ανεξάρτητος: (βλ. ελεύθερος). ανέτοιµος (β) (άκλ. επίθ.):
ανεπιβεβαίωτος: (βλ. µπιαζούρο
απιστοποίητος). Αντίθ. αζούρο = έτοιµος, έτοιµα.
ανεπισκεύαστος (επίθ.): άνετος: (βλ. άνεση).
µπικερνταρντό, -ι (σ.α. άνευ: (βλ. χωρίς).
αδηµιούργητος, άχτιστος, ανέυρεση: αρακχαηπέ, ρακχαηπέ
άφτιαχτος) και ακχαηπέ, ο (σ.α. εύρεση,
Αντίθ. κερνταρντό = εντοπισµός).
επισκευασµένος, φτιαγµένος, ανεύρετος: άβρετος.
χτισµένος, δηµιουργηµένος. ανευρίαστος (επίθ.): µπιχολιναλό,
ανεπρόκοπος: (βλ. ρέµπελος). -ι
ανεργία: µπιµπουκιπέ, ο. Αντίθ. χολιναλό = νευριασµένος,
άνεργος (επίθ.): µπιµπουκιάκο,-ι θυµωµένος, εκνευρισµένος,
π.χ. γεκ µπροςς µπιµπουκιάκο τσατισµένος.
ατσχιλόµ = ένα χρόνο άνεργος ανέφελος (επίθ.):
έµεινα. µπιµπουλουτένγκο,-ι
ανερεύνητος (επίθ.): µπιροντό, -ι π.χ. µπιµπουλουτένγκι αβάβα =
(σ.α. άψαχτος, αγύρευτος) ανέφελος καιρός.
Αντίθ. ροντό = ερευνηµένος, Αντίθ. µπουλουτλού = νεφελώδης,
ψαγµένος. συννεφώδης, συννεφιασµένος.
ανερευνώ: (βλ. ερευνώ). ανέχοµαι: (βλ. αντέχω, υποφέρω).
άνεση (α) (άκλ. επίθ., επίρρ. και ανήκουστος (επίθ.):
ουσ.): ραάτι, ο (σ.α. άνετος, άνετα) µπιασσου(ν)ντό, -ί (σ.α. άσηµος)
π.χ. ρακχαντάν κο ραάτι κατέ = ανηξερία: µπιτζανγκλιπέ, ο (=
βρήκες την άνεσή σου εδώ, σόσκε αγνωσία)
νάι σαν ραάτι πασσά µά(ν)ντε; = (τζανγκλιπέ = γνώση, τζανάβ =
γιατί δεν είσαι (νιώθεις) άνετος ξέρω) και µπιτζανιπέ,ο (τζανιπέ =
κοντά µου; νακχαβές ραάτι καλέ γνώση).
παρένσα κάι λες; = περνάς άνετα µ’ Συνών. µπισικλιπέ = αµάθεια.
αυτά τα λεφτά που παίρνεις; ανήξερος (επίθ.): µπιτζανγκλό,-ί
άνεση (β): ραατλούκο, ο π.χ. καβά τζανέλ σο κερντιλό, αµά
π.χ. µο ραατλούκο αρακχαντόµ κερέλπες αµένγκε µπιτζανγκλό =
κατέ! = την άνεση µου βρήκα εδώ! αυτός ξέρει τι έγινε, αλλά µας
Αντίθ. ραα(τ)σϋζλΰκο = αβολεψιά, παριστάνει τον ανήξερο. (σ.α.
ανησυχία. άγνωστος).
άνετα: (βλ. άνεση). ανησυχία: ραα(τ)σϋζλΰκο, ο (σ.α.
ανέτοιµος (α) (επίθ.): αβολεψιά)
µπιλατσχαρντό,-ί (κυριολ. π.χ. ασταρντά µαν ραα(τ)σϋζλΰκο
ακαλυτέρευτος, σ.α. ατακτοποίητος, = µ’ έπιασε ανησυχία.
αγιάτρευτος, αβελτίωτος, ανήσυχα: (βλ. ανήσυχος).
αδιόρθωτος, απεριποίητος). ανήσυχος (άκλ. επίθ. και επίρρ.):
Αντίθ. λατσχαρντό = ραα(τ)σΰζι (σ.α. ανήσυχα)
καλυτερευµένος, έτοιµος,
70

π.χ. σόσκε σαν ραα(τ)σΰζι; = γιατί ανθίζω (α) (αµετβ. ρ.):


είσαι ανήσυχος(-η); λουλουγκιάβαβ (= λουλουδίζω)
Αντίθ. ραάτι = ήσυχος, άνετος, π.χ. λουλουγκιάιλε ε κοπάτσα =
άνετα, άνεση. άνθισαν τα δέντρα.
ανησυχώ (α) (αµετβ. ρ.): ανισιχία - ανθίζω (β) (αµετβ. ρ.): µπαχάρα-
ασταρντάµαν (= ανησυχία µ' ικαλάβ (= άνθη βγάζω)
έπιασε) και ανισιχία - σίµαν (= έχω π.χ. µπαχάρα-ικαλντά η παντεµιλίν
ανησυχία) = άνθισε η αµυγδαλιά.
π.χ. ανισιχία - ασταρντάµαν, σόσκε ανθοπωλείο: λουλουγκένγκο-
ιν αβιλό νταά; = ανησύχησα, γιατί ντικιάνο και λουλουγκένγκο-
δεν ήρθε ακόµη; ντουκιάνο, ο (κυριολ. λουλουδιών
ανησυχώ (β) (αµετβ. ρ.): µαγαζί).
ραα(τ)σΰζι-σοµ (= ανήσυχος είµαι) ανθοπώλης: λουλουγκιατζίο και
π.χ. ραα(τ)σΰζι-σοµ κάι νι αβιλό λουλουγκατζίο (κυριολ.
νταά µο τσχαβό = ανησυχώ που δεν λουλουδάς).
ήρθε ακόµα ο γιος µου. ανθοπώλισσα: λουλουγκιατζίκα
ανηφόρα (α): τεπάβα, η και λουλουγκατζίκα, η (κυριολ.
π.χ. κάι καβά ντροµ σι µπουτ λουλουδού).
τεπάβε = σ’ αυτό το δρόµο άνθος (α): λουλουγκί, η.
υπάρχουν πολλές ανηφόρες. άνθος (β): µπαχάρι, ο
ανηφόρα (β): ανιφόρα, η π.χ. ε παντεµιλινάκε µπαχάρα = τα
π.χ. µπαρί ανιφόρα σι ανγκλά άνθη της αµυγδαλιάς.
αµέ(ν)ντε = µεγάλη ανηφόρα ανθρωπάκι: µανουσσορό, ο.
υπάρχει µπροστά µας. ανθρωπιά: µανουσσιπέ, ο
Αντίθ. κατιφόρα = κατηφόρα. π.χ. εµπούκα µανουσσιπέ τε
ανηφορίτσα: τεπαβίσα, η. αβέλας τουτ νά κα κερέσας καβά =
ανηψιά (α): ονούκα, η. λίγη ανθρωπιά αν είχες, δε θα το
ανηψιά (β): πφαλέσκι-τσχέι,η (= έκανες αυτό, (µανουσσιπέ
αδελφού κόρη), πφάκι-τσχέι, η (= σ.α.συγγένεια, φιλανθρωπία).
αδελφής κόρη) και πφεάκι-τσχέι, η Αντίθ. µπιµανουσσιπέ =
(= αδελφής κόρη). απανθρωπιά.
ανηψιός (α): ονούκο, ο. ανθρώπινος (επίθ.):
ανηψιός (β): πφαλέσκο-τσχαβό, ο µανουσσικανό,-ί, µανουσσανό,-ί
(= αδελφού γιος), πφάκο-τσχαβό, ο και µανουσσέσκο,-ι
(= αδελφής γιος) και πφεάκο- π.χ. µανουσσέσκι ντουκ =
τσχαβό, ο (= αδελφής γιος) ανθρώπινος πόνος (µανουσσικανό
π.χ. µε πφαλέσκο-τσχαβό σι καβά σ.α. ανθρωπιστικός).
= ο ανηψιός µου είναι αυτός. (κατά ανθρωπιστικός (επίθ.):
λέξη: του αδελφού µου ο γιος είναι µανουσσιµάσκο,-ι και
αυτός), µε πφάκο-τσχαβό αβιλό = ο µανουσσικανό,-ί (µανουσσικανό
ανηψιός µου ήρθε (κατά λέξη: της σ.α. ανθρώπινος).
αδελφής µου ο γιος ήρθε). ανθρωποειδής (επίθ.):
άνθηση: λουλουγκένγκο- µανουσσέσκο, -ι (σ.α. ανθρώπινος,
πουταριπέ, ο (= λουλουδιών µανουσσέσκο, -ι είναι η γενική
άνοιγµα). πτώση του ενικού της λέξης
µανούςς, ο = άνθρωπος).
71

άνθρωπος: µανούςς, ο άνοιγµα (β): πουταρνταριπέ, ο (από


π.χ. ο µανούςς ε µανουσσέσταρ το ρ. πουταρνταράβ, βλ. ανοίγω (γ))
τρασσάλ ντα λατζάλ = ο άνθρωπος π.χ. πουταρνταριπέ µανγκέλ ε
από τον άνθρωπο φοβάται και µοτορέσκι µάκινα = άνοιγµα θέλει
ντρέπεται, σαό µανούςς σαν του; ο κινητήρας της µοτοσυκλέτας.
νασστί ακχιαράβ τουτ = τι ανοιγµένος (α): (βλ. ανοιχτός).
άνθρωπος είσαι εσύ; δεν µπορώ να ανοιγµένος (β) (µτχ.):
σε καταλάβω (µανούςς σ.α. πουταρνταρντό, -ί (από το ρ.
συγγενής, βλ. και συγγενής). πουταρνταράβ, βλ. ανοίγω (γ)).
Συνών. τζονό και τζενό = άτοµο. ανοιγοκλείνω (µετβ. ρ.):
ανθρωπότητα: µανουσσικανιπέ, ο πουταράβ-πφά(ν)νταβ (= ανοίγω
ανθώ: (βλ. ανθίζω). κλείνω).
ανίσχυρος (επίθ.): µπιζουραλό, -ί ανοίγοµαι: (βλ. ξανοίγοµαι, ανοίγω
και µπικουβετέσκο, -ι (σ.α. (αµετβ.)).
αδύναµος) ανοίγω (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. ο ζουραλό οπρά ε πουτάρντιαβ
µπιζουραλέσκο ντουµό µαρνό χαλ π.χ. πουτάρντολ µο γκι, κάνα
= ο ισχυρός πάνω στου ανίσχυρου ντικχάβ τουτ = ανοίγει η ψυχή µου,
την πλάτη ψωµί τρώει (τον όταν σε βλέπω, πουτάρντιλι λεσκί
εκµεταλλεύεται). µπαχ = άνοιξε η τύχη του.
Αντίθ. ζουραλό και κουβετλίο = Αντίθ. πφα(ν)ντιάβ = κλείνω
δυνατός, ισχυρός. (αµετβ.), φυλακίζοµαι, δένοµαι.
ανοδικός (επίθ.): ικλικανό,-ί και ανοίγω (β) (µετβ. ρ.): πουταράβ
ικλιστικανό,-ί και πουτράβ
Αντίθ. φουλικανό, φουλιστικανό = π.χ. πουτάρ η πέντζεραβα τε λας
καθοδικός. εµπούκα µπαλβάλ = άνοιξε το
άνοδος (α): ικλιπέ, ο (σ.α. παράθυρο να πάρουµε λίγο αέρα,
ανέβασµα, σκαρφάλωµα, ανάβαση, πουτάρεν µανγκέ ντροµ τε νακχάβ
καβάληµα). = ανοίξτε µου δρόµο να περάσω,
Αντίθ. φουλιπέ και φουλιστιπέ = λατσχό κάι πουταρντόµ κε γιακχά
κάθοδος, κατάβαση. ντα ικαλές γεκ παρτσάβα µαρνό =
άνοδος (β): ικλιστιπέ, ο καλά που σου άνοιξα τα µάτια και
Αντίθ. φουλιπέ = κάθοδος, βγάζεις ένα κοµµάτι ψωµί.
κατάβαση. Αντίθ. πφά(ν)νταβ = κλείνω (µετβ.),
άνοδος (γ): πινιπέ, ο (σ.α. δένω, φυλακίζω.
ανέβασµα, ανάβαση). ανοίγω (γ) (ενεργ. διαµ. ρ.):
ανόητος: (βλ. βλάκας). πουταρνταράβ (= βάζω να ανοίξει-
ανόθευτος (α) (άκλ. επίθ.): τεµίζι ουν, βάζω να λύσει-ουν, κάνω να
(κυριολ. καθαρός). ανοίξει-ουν, κάνω να ανοιχτεί-ούν)
Συνών. άσι και χάσι = γνήσιος, π.χ. κα πουταρνταράβ λεστέ ε
αυθεντικός. τοµαφιλέσκι µάκινα = θα τον βάλω
ανόθευτος (β): (βλ. γνήσιος). να ανοίξει τον κινητήρα του
άνοιγµα (α): πουταριπέ, ο (σ.α. αυτοκινήτου, κα πουταρνταράβ
λύσιµο). λεσκέ γιακχά, κα πφιρνανταράβ λε
Αντίθ. πφα(ν)ντιπέ = κλείσιµο, = θα τον κάνω να ανοίξει τα µάτια
δεσιµο, φυλακή. του, θα τον πονηρέψω.
72

Αντίθ. πφα(ν)νταράβ = βάζω να που άκουσα αυτά τα λόγια


κλείσει-ουν, κάνω να κλείσει-ουν, µ’ανοιχτό το στόµα έµεινα.
κάνω να κλειστεί-ούν, φυλακίζω, Αντίθ. πφα(ν)ντό = κλειστός,
βάζω να δέσει-ουν, κάνω να δέσει- δεµένος, φυλακισµένος.
ουν, κάνω να δεθεί-ούν, βάζω να ανοιχτόστοµος (επίθ.): πουταρντέ-
βουλώσει-ουν, κάνω να βουλωθεί- µόσκο,-ι (σ.α. ακριτόµυθος)
ούν π.χ. µπουτ πουταρντέ-µόσκο σαν·
ανοίκιαστος (επίθ.): µπικιραβάκο,- γκαραντι(ν)ντί όρµπα νασστί
ι ασταρές α(ν)ντό κο γκι = πολύ
π.χ. µπικιραβάκο σι καβά κχερ = ανοιχτόστοµος είσαι· κρυφή
ανοίκιαστο είναι αυτό το σπίτι. κουβέντα δεν
Αντίθ. κιραλαµούσσι = µπορείς να κρατήσεις στην ψυχή
νοικιασµένος. σου.
ανοικοκύρευτος (επίθ.): Αντίθ. πφα(ν)ντέ-µόσκο =
µπινικοκιρλίο, -ίκα κλειστόστοµος, εχέµυθος.
Αντίθ. νικοκιρλίο = ανοιχτοσύνη: πουταρντιπέ και
νοικοκυρεµένος, νοικοκυρίστικος, ατσικλούκο, ο (σ.α. απλωσιά,
νικοκίρι = νοικοκύρης. εξοχή, ύπαιθρος).
ανοικοκυρεψιά: µπινικοκιρλίκο, ο ανοιχτοχέρης (επίθ.): πουταρντέ-
Αντίθ. νικοκιρλίκο = βαστέσκο,-ι
νοικοκυροσύνη, νοικοκυριό. π.χ. πουταρντέ-βαστέσκο σαν,
άνοιξη: άνιξι, η ο(ν)ντάν νάι τουτ παρέ =
π.χ. αβιλί η άνιξι = ήρθε η άνοιξη. ανοιχτοχέρης είσαι, γι’ αυτό δεν
ανοιχτήρι: ανατάρι και νατάρι, ο έχεις λεφτά.
π.χ. ντε µα(ν)ντέ ο νατάρι, τε Αντίθ. µπιζζάι, τσινγκούνι =
πουταράβ ο γκαζόζι = δώσε µου το τσιγκούνης, φιλάργυρος.
ανοιχτήρι, να ανοίξω την γκαζόζα Συνών. χουβαρντάβα =
(βλ. και κλειδί). χουβαρντάς.
ανοιχτόκαρδος (επίθ.): πουταρντέ- ανοιχτόχρωµος (επίθ.): πουταρντέ-
γκέσκο,-ι (κυριολ. = ανοιχτόψυχος). ρενκέσκο, -ι
ανοιχτοµάτης (επίθ.): πουταρντέ- ανοιχτωσιά: (βλ. ανοιχτοσύνη).
γιακχάκο,-ι ανόµοιος: (βλ. αλλιώτικος,
π.χ. πουταρντέ-γιακχάκο τε διαφορετικός).
κερντός, τε να χοχάντος = ανονείρευτος (επίθ.):
ανοιχτοµάτης να γίνεις, να µην µπισουνένγκο, -ι.
ξεγελιέσαι. άνοστος: (βλ. άγευστος).
Συνών. µπουτζανγκλό = πολύξερος, ανούσιος (επίθ.): µπινταντιάκο,-ι
έξυπνος. (σ.α. άγευστος, άνοστος, νταντία
ανοιχτός (µτχ. ως επίθ.): και ντάντι = γεύση, νοστιµιά,
πουταρντό,-ί (σ.α. ανοιγµένος) ουσία)
π.χ. πουταρντό µουκλάς ε π.χ. µπινταντιάκε πφερασά =
κχερέσκο ουντάρ = ανοιχτή άφησε ανούσια λόγια.
την πόρτα του σπιτιού, σο (βλ. και άγευστος).
ασσου(ν)ντόµ καλά πφερασά ανταγωνίζοµαι: (βλ. αγώνας (β)).
πουταρντέ µόσα ατσχιλόµ = µε το ανταγωνισµός: (βλ. αγώνας (β)).
73

ανταγωνιστικός: (βλ. αντέχω (αµετβ. και µετβ. ρ.):


αγωνιστικός). νταϊανίαβ (προφ. µε συνίζηση ια)
ανταλλαγή: τράνπα, η (= (σ.α. στηρίζοµαι).
ανταλλαγή ειδών). π.χ. τσχι(ν)ντιλόµ, νασστί
ανταλλάσσω (µετβ. ρ.): τράνπα- νταϊανίαβ αβέρ = κουράστηκα, δεν
κεράβ (= ανταλλαγή κάνω) µπορώ να αντέξω άλλο, νασστί
π.χ. µανγκές τε κεράς-τράνπα νταϊανίαβ τουτ, µπουτ µορµισαρές
αµαρέ σαάτορα; = θέλεις να = δεν µπορώ να σ’ αντέξω , πολύ
ανταλλάξουµε τα ρολόγια µας; γκρινιάζεις.
ανταλλακτικό: παρτσάβα, η αντζούγια: λονγκλό-µατσχό και
(κυριολ. = κοµµάτι) λο(ν)ντό-µατσχό, ο (λονγκλό και
π.χ. γκελό κάι Σελανίκο τε κινέλ ε λο(ν)ντό = παστός, αλµυρός,
µακινάκε παρτσάβε = πήγε στη µατσχό = ψάρι)
Θεσσαλονίκη να αγοράσει τα π.χ. λιόµ µανγκέ λονγκλέ-µατσχέ,
ανταλλακτικά της µηχανής τε παβ καϊέκ ρακία = πήρε για µένα
(κινητήρα). αντζούγιες, να πιω κανένα ούζο.
ανταµώνοµαι: (βλ. συναντιέµαι). αντί (πρόθ.): α(ν)ντί
ανταµώνω: (βλ. συναντώ). π.χ. α(ν)ντί τε αβέλ βο, του αβιλάν;
αντάρτης: α(ν)ντάρτι, ο = αντί να έρθει αυτός, εσύ ήρθες;
π.χ. ρά(ν)ντε τουτ µο, σαρ αντικρύζω (επίρρ.): µαµουϊάλ-
α(ν)ντάρτι κερντιλάν = ξυρίσου ρε, ντικχάβ (προφ. µε συνίζηση ια) και
σαν αντάρτης έγινες. µαµουγιάλ-ντικχάβ (κυριολ.
αντάρτικο (το): α(ν)νταρτλούκο, ο αντίκρυ βλέπω).
π.χ. ατσχιλό µπανγκό κάι αντιληπτός (γίνοµαι) (αµετβ. ρ.):
α(ν)νταρτλούκο = έµεινε παράλυτος ακχιάρντιαβ
στο αντάρτικο, (σ.α. η περίοδος του π.χ. ποτσοράλ τζα, τε να
ανταρτοπολέµου, π.χ. µπουτ ακχιάρντος = από κρυφά πάνε, να
σϋρντάµ κάι α(ν)νταρτλούκο = µη γίνεις αντιληπτός (βλ. και
πολλά τραβήξαµε στην περίοδο του κατανοούµαι).
ανταρτοπολέµου). αντίγραφο: κόπια, η.
αντάρτικος (επίθ.): αντιεµετικός (επίθ.):
α(ν)νταρτένγκο, -ι τσχαντιµάσκο,-ι και
π.χ. α(ν)νταρτένγκε πούσσκε = τσχαγκιµάσκο,-ι
αντάρτικα όπλα. π.χ. ο ντοκτόρι, ντιά λε
αντάρτισσα: α(ν)ντάρτκα, η τσχαντιµάσκε άπορα για τε να
ανταρτοπόλεµος (α): τσχάντελ = ο γιατρός, του έδωσε
α(ν)νταρτένγκι-τσινγκάρ, η. αντιεµετικά χάπια για να µη
ανταρτοπόλεµος (β): ξερνάει.
α(ν)νταρτένγκι-µαρεµπάβα, η. αντίθετα: (βλ. ανάποδα).
ανταύγεια: (βλ. φως (β)). αντίθετος: (βλ. ανάποδος).
άντε (επιφών.): άντε αντίκα: α(ν)τίκα, η
π.χ. άντε τζάβταρ = άντε φεύγω, π.χ. α(ν)τίκα σι καβά τοφαφίλι =
άντε, σο κερές νταά; = άντε, τι αντίκα είναι αυτό το αυτοκίνητο,
κάνεις ακόµα; (µτφ.) τζανές σο α(ν)τίκα σι καβά;
µπικνέλ τουτ ντα κινέλ τουτ =
ξέρεις τι αντίκα (πολύπειρος,
74

πονηρός) είναι αυτός; σε πουλάει αντρισµός:(βλ. ανδρισµός).


και σ' αγοράζει. αντρόπιαστος (επίθ.):
αντικαθιστώ: (βλ. αλλάζω (µετβ.)). µπιλατζανταρντό,-ί
αντικρινός (επίθ.): µαµουγιαλτνό,- Αντίθ. λατζανταρντό =
ί και µαµουϊτνό,-ί ντροπιασµένος, προσβεβληµένος,
π.χ. ο µαµουγιαλτνό κχερ σι µε εξευτελισµένος.
πφαλέσκο = το αντικρινό σπίτι είναι άντυτος (επίθ.): µπιβουραντό,-ί
του αδερφού µου. π.χ. µπιβουραντό σι ο χουρντό =
αντίκρυ: (βλ. απέναντι). άντυτο είναι το µωρό.
αντιλαµβάνοµαι: (βλ. κατανοώ, (βλ. και αφόρετος), (σ.α.
καταλαβαίνω). κακοντυµένος).
αντιληπτός: (βλ. κατανοητός). Αντίθ. βουραντό = ντυµένος,
αντίληψη: (βλ. κατανόηση). φορεµένος.
αντίξοος: (βλ. δύσκολος). Συνών. νανγκό = γυµνός.
αντιξοότητα: (βλ. δυσκολία). ανύπαντρος: (βλ. άγαµος).
αντίσκηνο (α) : σάρα, η ανύπαρκτος (επίθ.): µπισιντό, -ί
π.χ. κον µπεσσέλ α(ν)ντέ καγιά Αντίθ. σιντό = υπαρκτός.
σάρα; = ποιος κάθεται (κατοικεί) σ’ ανυπεράσπιστος (επίθ.):
αυτό το αντίσκηνο; µπιαρκαβάκο,-ι
(βλ. οµόηχο σάρα = υστερία). Συνών. µπιγιαρντουµέσκο =
αντίσκηνο (β): τσαντΰρι, ο αβοήθητος.
π.χ. α(ν)ντό τσαντΰρι γκαραντά η ανυπόφορος: (βλ. ατράβηχτος,
πούσσκα = µες στο αντίσκηνο αβάσταχτος).
έκρυψε το όπλο. ανυποψίαστα (επίρρ.):
(υποκ.) τσαντϋρίσι, ο. µπιεσσκιλέσα (= χωρίς υποψία).
αντοχή (α): τακάτι, ο ανυποψίαστος (επίθ.):
π.χ. τσχι(ν)ντιλόµ, νάι µαν αβέρ µπιεσσκιλέσκο, -ι.
τακάτι = κουράστηκα, δεν έχω άλλη ανύστακτος (επίθ.):
αντοχή. µπιλι(ν)ντραλό,-ί
(τακάτι σ.α. σωµατική δύναµη, π.χ. Συνών. µπιλι(ν)ντράκο =
νάι µαν τακάτι τε ουσστάβ οπρέ = ξάγρυπνος.
δεν έχω δύναµη να σηκωθώ Αντίθ. λι(ν)ντραλό = νυσταγµένος.
επάνω). ανυψώνοµαι: (βλ. υψώνοµαι).
αντοχή (β): α(ν)ντοχί, η ανυψώνω: (βλ. υψώνω).
π.χ. σίµαν µπουτ α(ν)τοχί κάι ανυψωµένος: (βλ. υψωµένος).
νασσιπέ = έχω πολλή αντοχή στο ανύψωση: (βλ. ύψωση).
τρέξιµο. άνω: (βλ. επάνω).
αντράκλας: ζουραλό-µπρουςς, ο ανώδυνα (επίρρ.): µπιντουκχάσα
(κυριολ. δυνατός άντρας). (κυριολ. = χωρίς πόνο)
άντρας: (βλ. άνδρας). π.χ. µπιντουκχάσα µπια(ν)ντάς =
αντράκι: µρουσσορό, ο ανώδυνα γέννησε.
(υποκ. της λέξης µρουςς = άνδρας, ανώδυνος (α) (επίθ.):
αρσενικό,το). µπιντουκχάκο,-ι
αντριεύω (αµετβ. ρ.): µρουςς - Αντίθ. ντουκχανταριµάσκο =
κερντιάβ (= άνδρας γίνοµαι). επώδυνος, οδυνηρός.
αντρίκειος: (βλ. ανδρικός).
75

ανώδυνος (β) (επίθ.): ανώφελα (επίρρ.): φαϊντασΰζι (σ.α.


µπιντουκχάκο, -ι. ανώφελος).
άνωθεν (επίρρ.): οπράλ ανώφελος (άκλ. επίθ.): φαϊντασΰζι
Αντίθ. τελάλ και ταλάλ = κάτωθεν. και (επιθ.) µπιφαϊνταβάκο,-ι
άνω-κάτω (επίρρ.): ντάρµα- π.χ. σο ντα τε κερές ακανά,
ντουµάν και νταρ-ντουµάν φαϊντασΰζι σι = ό,τι και να κάνεις
π.χ. κερντιλόµ ντάρµα-ντουµάν = τώρα, ανώφελο είναι.
έγινα άνω-κάτω, κερντόµ λε Αντιθ. φαϊνταλίο = ωφέλιµος.
ντάρµα-ντουµάν = τον έκανα άνω- αξεπέραστος: µπινακχαντό,-ί
κάτω, κερντέ ο κχερ ντάρµα- (κυριολ. = απέραστος)
ντουµάν κε χουρντέ = έκαναν το Αντίθ. νακχαντό = περασµένος,
σπίτι άνω-κάτω τα παιδιά σου. ξεπερασµένος.
ανωµαλία (σεξουαλική): αξεπλήρωτος: (βλ. απλήρωτος).
ανοµαλία, η. αξεπούλητος: (βλ. απούλητος).
ανώνυµος (επίθ.): µπιαλαβέσκο,-ι αξεσήκωτος (επίθ.):
(κυριολ. χωρίς όνοµα). µπιβαζντι(ν)νταρντό, -ι (σ.α.
ανώριµος (επίθ.): µπικερντό,-ί ασήκωτος)
(κυριολ. αγίνωτος) και τζαήλι,-κα Αντίθ. βαζντι(ν)νταρντό =
(χρησιµοποιείται µόνο για ξεσηκωµένος, σηκωµένος.
πρόσωπα) αξεσκέπαστος: (βλ. ξεσκέπαστος,
π.χ. µπικερντέ τσιρισσά = ανώριµα ασκέπαστος)
κεράσια, µπαρό µρουςς κερντιλό, αξεσκόνιστος (επίθ.): µπικοσλό, -ί
νταά τζαήλι σι = µεγάλος άνδρας (σ.α. ασκούπιστος, ακαθάριστος,
έγινε, ακόµα ανώριµος είναι. ασφουγγάριστος)
Αντίθ. κερντό = γινωµένος, Αντίθ. κοσλό = ξεσκονισµένος,
φτιαγµένος, ώριµος. σκουπισµένος, καθαρισµένος,
ανωριµότητα: τζαη(λ)λίκο, ο σφουγγαρισµένος.
π.χ. σα καλέν κερέλ λεν κατάρ ο αξεσουάρ: ακσεσουάρ, ο
τζαη(λ)λίκο = όλα αυτά τα κάνει π.χ. τοµαφιλένγκε ακσεσουάρ =
από ανωριµότητα. αξεσουάρ αυτοκινήτων.
ανώτατος: (βλ. ύψιστος). αξεφλούδιστος (επίθ.):
ανώτερος (α) (επίθ.): οπρικνό,-ί µπιουζζαρντό, -ί (σ.α. άγδαρτος)
(κυριολ. ο από πάνω). π.χ. µπιουζζαρντό αρνό =
π.χ. ρόντε κάι οπρικνό ράφο = αξεφλούδιστο αβγό
ψάξε στο από πάνω ράφι. Αντίθ. ουζζαρντό =
Αντίθ. τελουτνό = κατώτερος. ξεφλουδισµένος, γδαρµένος,
ανώτερος (β) (άκλ. επίθ.): υστύνυ, αποφλοιωµένος.
(τα υ προφ. όπως το γαλλικό u) αξεφόρτωτος (α) (επίθ.):
π.χ. του υστύνυ σαν λέσταρ ντα µπιφουλαρντό, -ί (κυριολ.
πρασάς λε; = εσύ ανώτερος είσαι ακατέβατος)
απ’ αυτόν και τον κοροϊδεύεις; Αντίθ. φουλαρντό = κατεβασµένος,
ανωτερότητα (α): οπριπέ, ο ξεφορτωµένος, ξεφουσκωµένος.
Αντίθ. τελουτνιπέ = κατωτερότητα. αξεφόρτωτος (β) (επίθ.):
ανωτερότητα (β): υστυνλύκο, ο µπιτσουτσαρντό, -ί (κυριολ. µη
(τα υ προφ. όπως το γαλλικό u). αδειασµένος)
76

Αντίθ. τσουτσαρντό = αδειασµένος, π.χ. ασκεριαβάκο ζαµπίτι µανγκέλ


εκκενωµένος. τε κερντόλ, κάνα κα µπαρόλ =
αξέχαστος: (βλ. αλησµόνητος). αξιωµατικός στρατού θέλει να γίνει,
αξηµέρωτος (επίθ.): όταν µεγαλώσει.
µπιγκιβεσαρντό, -ί αξυλοκόπητος (επίθ.): µπιµαρντό,-
Αντίθ. γκιβεσαρντό = ξηµερωµένος ι (= άδαρτος)
αξία (α): ακσία, η Αντίθ. µαρντό = δαρµένος,
π.χ. µι ακσία νι τζανγκλάν = την ξυλοκοπηµένος.
αξία µου δεν ήξερες. αξύριστος (επίθ.): µπιρα(ν)ντό,-ί
αξία (β): κϋιµέτι, ο Αντίθ. ρα(ν)ντό = ξυρισµένος.
π.χ. σο ντα τε κερές ακανά, κϋιµέτι αξύπνητος (επίθ.):
νάι, πφαγκλάν µο γκι = ό,τι και να µπιτζουνγκαντό, -ί
κάνεις τώρα, αξία δεν έχει, µού Συνών. πασστι(ν)ντό = κοιµισµένος.
‘σπασες (ράγισες) την ψυχή. Αντίθ. τζουνγκαντό = ξυνπητός,
αξιέπαινος (επίθ.): ασσαριµάσκο, - ξύπνιος, αφυπνισµένος.
ι (σ.α. επαινετικός) άοπλος (επίθ.): µπιπουσσκάκο,-ι.
π.χ. ασσαριµάσκο σαν, µπράβο αόρατος (επίθ.): µπισικαντό,-ί
τούκε! = αξιέπαινος είσαι, µπράβο (κυριολ. = αφανής)
σου! Αντίθ. σικαντό = φανερός, ορατός.
αξίνα: (βλ. κασµάς). απαγορεύοµαι (αµετβ. ρ.):
αξίνιστος (α) (επίθ.): γιασάκο-κερντιάβ (=
µπισσουκλαρντό, -ί απαγορευµένος γίνοµαι,
Αντίθ. σσουκλαρντό = ξινισµένος. απαγόρευση γίνοµαι)
αξίνιστος (β) (επίθ.): µπισσουκλό, π.χ. γιασάκο-κερντιλέ καλά
-ί ιλάτσορα = απαγορεύτηκαν αυτά τα
Αντίθ. σσουκλό = ξινός. φάρµακα.
αξιόπιστος (επίθ.): πακιαηµάσκο,-ι απαγόρευση: γιασάκο και
π.χ. νάι πακιαηµάσκε λεσκέ ατσχανταριπέ,ο (ατσχανταριπέ
πφερασά = δεν είναι αξιόπιστα τα κυριολ. σταµάτηµα).
λόγια του. απαγορεύω (µετβ. ρ.): γιασάκο -
Αντίθ. µπιπακιαηµάσκο = κεράβ (= απαγόρευση κάνω) και
αναξιόπστος. ατσχανταράβ (= µετβ. ρ. σταµατώ).
αξιοπρέπεια: ναµούζι, ο (= π.χ. ο ντοκτόρι, ατσχανταρντά
τιµιότητα) µά(ν)ντε η τζιγκάρα = ο γιατρός,
π.χ. πελό τελέ µο ναµούζι κατάρ µου απαγόρευσε το τσιγάρο.
καβά σσέι κάι κερντά µι τσχέι = απάγω: (βλ. φυγαδεύω).
έπεσε κάτω η αξιοπρέπειά µου από απαγωγή: (βλ. φυγάδευση).
αυτό το πράγµα που έκανε η κόρη απαίτηση: µανγκιπέ, ο
µου. (= θέληση, θέληµα, αγάπη,
αξιοπρεπής (επίθ.): ναµουζλίο,- επιθυµία, ζήτηση, σ.α. ζητιανιά).
ούκα (= τίµιος, σεµνός) απαιτώ (µετβ. ρ.): µανγκάβ
π.χ. γεκ ναµουζλίο µανούςς καλέ νι (= θέλω, ζητώ, επιθυµώ, αγαπώ,
κερέλ = ένας αξιοπρεπής άνθρωπος σ.α. ζητιανεύω).
αυτό δεν το κάνει. π.χ. µανγκάβ τε αβέλ κατέ ακανά =
αξιωµατικός: ζαµπίτι απαιτώ να έρθει εδώ τώρα.
απαλός: (βλ. µαλακός).
77

απαλοσύνη: (βλ. µαλακότητα). (κατά λέξη: ξεγελαστικός, σ.α.


απαλότητα: (βλ. µαλακότητα). παραπλανητικός).
απαλούτσικος: (βλ. απατώ (µετβ. ρ.): χοχαβάβ (=
µαλακούτσικος). ξεγελώ, ψεύδοµαι, σ.α. πλανεύω)
απαλύνω (αµετβ. ρ.): (βλ. και χοχανταράβ (= ξεγελώ, σ.α.
µαλακώνω (αµετβ.)). πλανεύω)
απαλύνω (µετβ. ρ.): (βλ. π.χ. χοχαβέλ ε ντουνιαβά καβά
µαλακώνω (µετβ.)). ντολα(ν)τϋρτζίο = απατάει τον
απανθρωπιά: µπιµανουσσιπέ, ο κόσµο αυτός ο απατεώνας.
Αντίθ. µανουσσιπέ = ανθρωπιά. απατώµαι (αµετβ. ρ.): χοχάντιαβ
απάντηση: τζεβάπο, ο και (= ξεγελιέµαι, γελιέµαι)
απάντισι, η π.χ. χοχάντος άµα πακιάς κάι
π.χ. ντέµαν τζεβάπο, σόσκε κ’αβέλ = απατάσαι αν πιστεύεις ότι
κερντάν καλέ; = δώσε µου θα ’ρθεί.
απάντηση, γιατί το έκανες αυτό;, νι άπαχος (επίθ.): µπικχοϊαλό,-ί
λιόµ νταά απάντισι = δεν πήρα (προφ. µε συνίζηση ια)
ακόµη απάντηση. Αντίθ. κχοϊαλό = λιπαρός, λιγδερός.
Αντίθ. πουτσιπέ = ερώτηση, απειλή: (βλ. φοβέρισµα).
ρώτηµα, και πουσσιπέ = ερώτηση, απειλητικός (επίθ.):
ρώτηµα. νταρανταριµάσκο, -ι και
απαντώ (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): τρασσανταριµάσκο, -ι (κυριολ.
ανγκλάλ-νταβ (= από µπροστά εκφοβιστικός)
δίνω) απειλώ: (βλ. φοβερίζω).
π.χ. γκαντιµπόρ σαάτο µούιτχαβ απέναντι: µαµουγιάλ και µαµούι
τούκε, σόσκε νι ντες ανγκλάλ; π.χ. µαµουγιάλ µιρνό σι λεσκό
κασσουκό κερέστουτ; = τόση ώρα κχερ = απέναντι από το δικό µου
σου φωνάζω, γιατί δεν απαντάς; τον είναι το σπίτι του, µαµούι τούτε σι,
κουφό παριστάνεις; ιν ντικχές λε; = απέναντί σου είναι,
(βλ. και προκαταβάλλω). δεν το βλέπεις;
Αντίθ. πουτσάβ = ρωτώ, και απένταρος: (βλ. άφραγκος).
πουσσάβ = ρωτώ. απέξω (επίρρ.): αβράλ
απαντώ (β) (αµετβ.και µετβ.ρ.): π.χ. σο αταντάν αµένγκε αβράλ; =
τζεβάπο-νταβ (= απάντηση δίνω) τι µας έφερες απέξω; (φράση)
και απάντισι-νταβ (= απάντηση αβράλ κολάη σικάντολ = απέξω
δίνω). εύκολα φαίνεται.
απασχολούµαι: βλ. καταγίνοµαι. απέραντος (επίθ.): µπιριγκάγκο, -ι
απατεώνας: ντολα(ν)τϋρτζίο, ο (κυριολ. χωρίς µεριά, χωρίς
π.χ. νά πακιά λε· τζανές σο πλευρά), µπιµπιτιµάσκο, -ι (κυριολ.
ντολα(ν)τϋρτζίο σι καβά; = µη τον ατελείωτος) και γκαέτ–µπουτ-
πιστεύεις· ξέρεις τι απατεώνας είναι µπαρό, -ί (κυριολ. υπερβολικά πολύ
αυτός; µεγάλος).
Συνών. χοχαµντό, χοχαµτζίο = απέραστος: (βλ. αξεπέραστος).
ψεύτης. απεργώ: απεργία - κεράβ (= απερ-
απατεωνιά: χοχανταριπέ, ο γία κάνω)
(κυριολ. ξεγέλασµα). π.χ. απεργία - κερέν ε τάξιτζια =
απατηλός: χοχανταριµάσκο,-ι απεργούν ο ταξιτζήδες.
78

απεριποίητος: (βλ. αγιάτρευτος). απλυσία και απλυσιά: µπιχαλαηπέ


απερίσκεπτος: βλ. ασυλλόγιστος και µπιτχοηπέ, ο (σ.α. αλουσιά)
απερπάτητος (επίθ.): Συνών. µελαλιπέ = βροµιά.
µπιπφιραντό,-ί και µπιπφιρντό,-ί. άπλυτος (επίθ.): µπιχαλαντό,-ί και
(σ.α. ακυκλοφόρητος) µπιτχοντό,-ί
Αντίθ. πφιραντό = περπατηµένος, π.χ. µπιχαλαντέ βαστένσα νά χα
κυκλοφορηµένος, και πφιρντό = µαρνό = µ’ άπλυτα χέρια µην τρως
περπατηµένος, κυκλοφορηµένος. ψωµί. (βλ. οµόηχο µπιτχοντό =
απετάλωτος (επίθ.): µπιναλαρντό, ατοποθέτητος), µπιτχοντέ σι ε πατέ
-ί = άπλυτα είναι τα ρούχα.
Αντίθ. ναλαρντό = πεταλωµένος. Αντίθ. χαλαντό, τχοντό = πλυµένος
άπεφτος (επίθ.): µπιπεραντό,-ί (οµόηχο τχοντό = βαλµένος,
(σ.α. αγκρέµιστος, ακατεδάφιστος) τοποθετηµένος).
Αντίθ. περαντό = πεσµένος, άπλωµα: µπουλιαριπέ, ο
γκρεµισµένος, κατεδαφισµένος. (βλ. και στρώσιµο).
άπιαστος (επίθ.): µπιασταρντό,-ί απλωµένος (µτχ.): µπουλιαρντό,-ί
(σ.α. ασύλληπτος) π.χ. µπουλιαρντέ σι ε πατέ =
Αντίθ. ασταρντό = πιασµένος, απλωµένα είναι τα ρούχα.
κρατηµένος. (βλ. και στρωµένος).
απίδι: (βλ. αχλάδι). απλώνοµαι (αµετβ. ρ.):
απιδιά: (βλ. αχλαδιά). µπουλιάρντιαβ
απίστευτος (επίθ.): π.χ. καςς κερντιλέ ε πατέ κατάρ ο
µπιπακιαη(ν)ντό,-ί σσίλ, ιν µπουλιάρντον = ξύλο
Αντίθ. πακιαη(ν)ντό = πιστευτός. έγιναν τα ρούχα από το κρύο, δεν
απιστία: µπιπακιαηπέ, ο απλώνονται.
Αντίθ. πακιαηπέ = πίστη. (βλ. και στρώνοµαι).
απιστοποίητος (επίθ.): απλωσιά: ατσικλούκο, ο (κυριολ. =
µπιπακιανταρντό,-ί ανοιχτοσύνη)
Αντίθ. πακιανταρντό = π.χ. σαό σσουκάρ ατσικλούκο σι
πιστοποιηµένος. κατέ! = τι ωραία απλωσιά υπάρχει
άπιστος (επίθ.): µπιπακιαντό,-ί εδώ!
Αντίθ. πακιαντό = πιστός. (σ.α. ύπαιθρος).
άπιωτος (επίθ.): µπιπι(ν)ντό,-ί από (α) (προθ.): κατάρ (σ.α. από
Συνών. µπιµατό = αµέθυστος. εδώ)
Αντίθ. πι(ν)ντό = πιωµένος. π.χ. αβιλό κατάρ µπουκί λακό ροµ
άπλεχτος (επίθ.): µπικουβντό,-ί = ήρθε απ’ τη δουλειά ο άνδρας
Αντίθ. κουβντό = πλεχτός. της, φούλι σίγο κατάρ ο κοπάτσι =
απληροφόρητος: (βλ. ανενηµέρω- κατέβα γρήγορα από το δέντρο,
τος) κατάρ σαβό ντροµ κα τζαβ; = από
απλήρωτος (επίθ.): µπιποκι(ν)ντό,- ποιο δρόµο θα πάω; κατάρ καβά
ί ντροµ κα τζας = απ’ αυτό το δρόµο
π.χ. µπιποκι(ν)ντέ σι ε µανγκινά = θα πας, κατάρ αβ = από εδώ έλα,
απλήρωτα είναι τα εµπορεύµατα. κατάρ σοµ = από εδώ είµαι, κάταρ
Αντίθ. ποκι(ν)ντό = πληρωµένος. αβές; = από πού έρχεσαι; πουσσλόµ
άπληστος: (βλ. αχόρταγος). λε κάταρ αβιλό = τον ρώτησα από
πού ήρθε, πφε(ν)ντά µανγκέ κάταρ
79

κι(ν)ντά λε = µου είπε από πού το απόγευµα (το) (επίρρ.):


αγόρασε. ακσσάµυστυ (τα υ προφ. όπως το
(στις φράσεις που περιέχουν την γαλλικό u).
έννοια «από πού» ο τόνος της λέξης π.χ. ακσσάµυστυ κα ιρισάαβ = το
κατάρ ανεβαίνει από τη λήγουσα απόγευµα θα γυρίσω.
στην παραλήγουσα, δηλαδή η λέξη απογίνοµαι (αµετβ. ρ.): κερντιάβ
γίνεται κάταρ). π.χ. µιρνό µο άλι, σο κα κερντόλ; =
από (β) (πρόθ.): ταρ το δικό µου το χάλι, τι θ’ απογίνει;
π.χ. ταρ ο κχερ αβιλόµ = από το (βλ. και γίνοµαι, φτιάχνοµαι)
σπίτι ήρθα, τού-ταρ σο λιά; = από απογυµνωµένος: (βλ. γυµνωµένος).
σένα τι πήρε; απογυµνώνω (µετβ. ρ.): (βλ.
από (γ) (πρόθ. για επιµερισµό): πο γυµνώνω).
και από απογύµνωση: (βλ. γύµνωµα).
π.χ. πο εκ χουρµπουζό λιαµούς = αποδεικνύοµαι (αµετβ. ρ.):
από ένα καρπούζι πήραµε, από σικάντιαβ (κυριολ. φαίνοµαι)
καζόµ παρέ ντιά τουµέν; = από π.χ. σικάντιλο ο τσατσιπέ =
πόσα λεφτά σας έδωσε; (οι λέξεις αποδείχτηκε η αλήθεια.
πο και από χρησιµοποιούντια ως α αποδεκτός: (βλ. δεκτός).
συνθετικό στο ροµανό (τσιγγάνικο) αποδέχοµαι: (βλ. δέχοµαι).
επίρρηµα αποτσοράλ και ποτσοράλ αποδίδω (α) (µετβ. ρ.): νταβ (=
= από κρυφά, π.χ. αποτσοράλ δίνω).
γκελόταρ = από κρυφά έφυγε, αποδίδω (β) : (βλ. δίνω (β)).
πατσοράλ αβιλόµ = από κρυφά απόδοση (α): ντιιπέ, ο (= δόσιµο).
ήρθα, οµόηχο πο = πιο, π.χ. πο απόδοση (β): (βλ. δίνω (β)).
µπουτ = πιο πολύ). αποδοχή: (βλ. δέξιµο).
αποβάλλω (µετβ. ρ.): αβρί-τσχαβ αποδρώ: (βλ. δραπετεύω).
(κυριολ. έξω ρίχνω) αποδώ (επίρρ.): κατάρ
π.χ. τσχουτέ λε αβρί κατάρ ο π.χ. τζάταρ κατάρ = φύγε αποδώ,
σχολίο = τον απέβαλαν από το κατάρ τζα = αποδώ πήγαινε
σχολείο. Αντίθ. κοτάρ = αποκεί
αποβάλλω (για γυναίκα): περαβάβ αποθεωµένος: (βλ. θεοποιηµένος).
(κυριολ. γκρεµίζω, κατεδαφίζω) αποθεώνω: (βλ. θεοποιώ).
π.χ. σα πφαριπέ βάζντελας, αποθέωση: (βλ. θεοποίηση)
ο(ν)ντάν περαντά ε χουρντέ = όλο αποθηκάριος: ντέποτζίο, ο (σ.α.
βάρος σήκωνε, γι’ αυτό απέβαλε το ιδιοκτήτης αποθήκης).
παιδί (έµβρυο). αποθηκεύοµαι (αµετβ. ρ.):
αποβολή: αβρί-τσχουηπέ, ο α(ν)ντό-ντέπο-τχοντιάβ και α(ν)ντί-
(κυριολ. έξω ρίξιµο). αποντίκι-τχοντιάβ (α(ν)ντό-ντέπο =
αποβολή (για γυναίκα): περαηπέ, ο µες στην αποθήκη, α(ν)ντί –
(κυριολ. γκρέµισµα, κατεδάφιση). αποντίκι = µες στην αποθήκη,
απόγευµα: ακσσάµο, ο τχοντιάβ = τοποθετούµαι παθητική
π.χ. ακσσάµο κερντιλό, νταά τε διάθεση)
αβέλ = απόγευµα έγινε, ακόµα να π.χ. τε τχοντόν ε µανγκινά α(ν)ντί
έρθει. αποντίκι = να αποθηκευτούν τα
εµπορεύµατα.
80

αποθηκεύω (µετβ. ρ.): α(ν)ντό- π.χ. πφε(ν)ντά µανγκέ οροσπούκα


ντέπο-τχαβ και α(ν)ντί-αποντίκι- = µε αποκάλεσε πόρνη.
τχαβ (κυριολ. µες στην αποθήκη αποκάτω (επίρρ.): ταλάλ και τελάλ
βάζω) π.χ. ταλάλ αστάρ = αποκάτω
π.χ. α(ν)ντί-αποντίκι-τχαβ ε κράτα, λια τουτ ταλάλ πέστε κι
µανγκινά = αποθηκεύω τα ροµνί = σε πήρε από κάτω της η
εµπορεύµατα γυναίκα σου (δηλ. σε κάνει ό,τι
αποθήκη: ντάµο και ντέπο, ο και θέλει)
αποντίκι, η Αντίθ. οπράλ = αποπάνω.
π.χ. πφερντό κασστά σι ο ντάµο = αποκόβω (ενεργ.διαµ.ρ.):
γεµάτη ξύλα είναι η αποθήκη, τσχι(ν)νταράβ (= κάνω να κόψει-
κατάρ λενγκό ντέπο τε κινέσα καλά ουν, βάζω να κόψει-ουν, κάνω να
µανγκινά, νταά µπουτ κιάρι κα αβέλ κοπεί-ούν, σ.α. κουράζω)
τουτ = από το ντεπό τους, αν τα π.χ. νά τσχι(ν)ντάρ ε χουρντέ
αγοράσεις αυτά τα εµπορεύµατα, κατάρ κι τσουτσί, ε ντάκο σούτι σι
πιο πολύ κέρδος θα έχεις, α(ν)ντό εν λατσχό = µην αποκόβεις το µωρό
ντέπο σι ε µανγκινά = µες στην από το βυζί σου (από το θηλασµό),
αποθήκη είναι τα εµπορεύµατα. της µάνας το γάλα είναι πιο καλό
(ντεπό = ποσότητα προϊόντος ή (βλ. και κόβω (β)).
εµπορεύµατος που δε διοχετεύεται αποκόπτω: (βλ. αποκόβω).
στην αγορά αλλά αποθηκεύεται ως απόκρουση (α): ατσχανταριπέ, ο
περίσσιο), (ντάµο σ.α. στάβλος), (κυριολ. σταµάτηµα).
(ντέπο = αποθήκη που περιέχει απόκρουση (β): απόκρουσι, η
µόνο εµπόρευµα). π.χ. σαί απόκρουσι κερντά ο
αποκαΐδι: πφαµπαρντό-καςς, ο καλετζίο! = τι απόκρουση έκανε ο
(κυριολ. καµµένο ξύλο) τερµατοφύλακας!
π.χ. κατάρ καλά πφαµπαρντέ- αποκρούω (α) (µετβ. ρ.):
κασστά κα κεράβ ανγκαρά = απ’ ατσχανταράβ (κυριολ. σταµατώ
αυτά τα αποκαΐδια θα κάνω µετβ.)
κάρβουνα. π.χ. ατσχανταρντά η τόπα ο
αποκαλυµµένος (µτχ.): καλετζίο = απέκρουσε τη µπάλα ο
σικανταρντό,-ί (= φανερωµένος, τερµατοφύλακας.
επιδειγµένος, προβεβληµένος). αποκρούω (β) (µετβ. ρ.):
αποκαλύπτοµαι: (βλ. απόκρουσι-κεράβ (κυριολ.
φανερώνοµαι). απόκρουση κάνω).
αποκαλύπτω (µετβ. ρ.): απολαβή: φαϊντάβα, η (κυριολ.
σικανταράβ (= επιδεικνύω, ωφέλεια, όφελος)
προβάλλω, φανερώνω) Συνών. κιάρι = κέρδος.
π.χ. κα σικανταράβ τουµαρό απολυµένος (µτχ.): µουκλαρντό,-ί
ρεζι(λ)λίκο = θα αποκαλύψω το (από το µουκλαράβ = απολύω) και
ρεζιλίκι σας. µουκλι(ν)ντό,-ί (από το µουκλιάβ =
αποκάλυψη: σικανταριπέ, ο απολύοµαι, παραιτούµαι)
(= επίδειξη, προβολή, φανέρωµα). (βλ. µουκλι(ν)ντό στο λήµµα
αποκαλώ (αµετβ.και µετβ.ρ.): παραιτηµένος).
πφενάβ και µοτχάβ (κυριολ. λέω) απολύοµαι (αµετβ. ρ.): µουκλιάβ
(βλ. και παραιτούµαι, αφήνοµαι).
81

π.χ. νταά νι µουκλιλό κο ροµ κατάρ π.χ. ατσχιλόµ κόρκορι = απόµεινα


ασκερλίκο; = ακόµη δεν απολύθηκε µόνος, ατσχιλό τσορό = απόµεινε
ο άνδρας σου από το στρατό; ορφανός.
απόλυση: µουκλαριπέ, ο Αντίθ. αβράλ = από έξω, έξωθεν.
απόλυτα: (βλ. σίγουρος). απόµερο µέρος: γκαραντι(ν)ντό-
απόλυτος: (βλ. σίγουρος). τχαν, ο (κυριολ. κρυφό µέρος)
απολυτότητα: (βλ. σιγουριά). π.χ. ινγκαρντέ λε κάι εκ
απολύτως: (βλ. εντελώς). γκαραντι(ν)ντό-τχαν ντα µαρντέ λε
απολύω (µετβ. ρ.): µουκλαράβ (= = τον πήγαν σε ένα απόµερο µέρος
κάνω να αφήσει-ουν). και τον έδειραν.
π.χ. µουκλαρντέ λε κατάρ µπουκί = αποµίµηση: µπενζεµάβα, η.
τον απέλυσαν από τη δουλειά. απονέµω (µετβ. ρ.): ντάβ (= δίνω,
αποµακρύνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): προσφέρω, παρέχω, µπαίνω ).
ντουράβαβ απόνερα (της µπουγάδας):
π.χ. ντουράο λέσταρ = τσαµασσιρέσκε-παϊά και
αποµακρύνσου απ’ αυτόν, νά τσαµασσϋρέσκε-παϊά (κυριολ.
ντουράο κατάρ = µην µπουγάδας νερά)
αποµακρύνεσαι από εδώ. π.χ. νά τσχου ε τσαµασσιρέσκε-
Συνών. τζάβταρ = φεύγω. παϊά οπρά ντροµ = µη ρίχνεις τα
Αντίθ. πασσάβαβ = πλησιάζω. απόνερα της µπουγάδας πάνω στο
αποµακρύνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): δρόµο.
ντουρανταράµαν. απονήρευτα (επίρρ.):
αποµάκρυνση (α): ντουραριπέ, ο µπιπφιρνιµάσα
Αντίθ. πασσαβιπέ = πλησίασµα. π.χ. µπιπφιρνιµάσα πφε(ν)ντάς
αποµάκρυνση (β): ντουρανταριπέ, καγιά όρµπα = απονήρευτα είπε
ο. αυτή τη κουβέντα.
αποµακρύνω (α) (µετβ. ρ.): Αντίθ. πφιρνιµάσα = πονηρά.
ντουραράβ απονήρευτος (επίθ.): µπιπφιρνό,-ί
π.χ. ντουράρ κε τσχαβέ κατάρ π.χ. µπιπφιρνό κχόνικ νάι =
καγιά λουµπνί = αποµάκρυνε τον απονήρευτος κανείς δεν είναι.
γιο σου απ’ αυτή την πόρνη. Συνών. αβανάκι = αγαθός,
Αντίθ. πασσαράβ = πλησιάζω µετβ.. αγαθιάρης.
αποµακρύνω (β) (µετβ. ρ.): Αντίθ. πφιρνό = πονηρός.
ντουρανταράβ. απονηρεψιά: µπιπφιρνιπέ, ο
αποµακρυσµένος (α) (µτχ.): Αντίθ. πφιρνιπέ = πονηριά,
ντουραρντό,-ί εξυπνάδα.
Συνών. ντουριτνό = µακρινός. απονιά: µπιντουκχαηπέ και
Αντίθ. πασσουτνό = κοντινός. µπιντουκχιπέ, ο
αποµακρυσµένος (β) (µτχ.): Αντίθ. ντουκχαηπέ και ντουκχιπέ =
ντουρανταρντό,-ί. πόνεση, λύπηση, οίκτος, συµπόνια.
αποµέσα (επίρρ.): α(ν)ντράλ (= απονοµή: ντιιπέ, ο (= δόσιµο).
έσωθεν). άπονος (α) (επιθ): µπιντουκχανό,-ί
αποµένω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ (= και µπιντουκχαντό,-ί
µένω, στέκοµαι, παύω αµετβ, Αντίθ. ντουκχανό και ντουκχαντό =
σταµατώ αµετβ.). πονεµένος.
82

άπονος (β) (επίθ.): µπιντουκχανέ- αποστολή: (βλ. στάλσιµο).


γκέσκο,-ι (κυριολ. = απονόψυχος) αποσύρω (µετβ. ρ.): πάπαλε-λάβ
Αντίθ. ντουκχανέ-γκέσκο = και παλπαλέ-λαβ (κυριολ. πίσω
πονόψυχος. παίρνω)
αποξηραίνω (µετβ. ρ.): π.χ. λιόµ-πάπαλε η µακεµάβα =
σσουκιανταράβ (= ξεραίνω, απέσυρα τη µήνυση.
στεγνώνω). αποτελείωµα: µπιτιρµέκο, ο
αποξηραµένος (µτχ.): (κυριολ. τελείωµα)
σσουκιανταρντό,-ί. αποτελειώνω (µετβ. ρ.): µπιτιρίαβ
αποξήρανση: σσουκιανταριπέ, ο. (κυριολ. τελειώνω µετβ.)
αποπάνω (επίρρ.): οπράλ π.χ. νασστί µπιτιρντίµ µι µπουκί =
π.χ. οπράλ αστάρ = αποπάνω δεν µπόρεσα ν’ αποτελειώσω τη
κράτα δουλειά µου.
Αντίθ. ταλάλ και τελάλ = αποκάτω. απότιστος (επίθ.): µπιποτισαρντό,
αποπέφτω (αµετβ. ρ.): περάβ (= -ί
πέφτω, σ.α. ξεπέφτω). π.χ. µπιποτισαρντέ λουλουγκιά =
απόρριµµα: (βλ. σκουπίδι). απότιστα λουλούδια.
απορριµµατοφόρο: Αντίθ. ποτισαρντό = ποτισµένος.
γκυρµπαβένγκο-τοµαφίλι (το υ απότοµα (α) (επίρρ.): απότοµα
προφ. όπως το γαλλικό u), και π.χ. άµα νι τσχινάβας απότοµα ο
γκιουρµπαβένγκο-τοµαφίλι, ο. ντιµένο κα περάσας α(ν)ντί ντεράβα
απορροφώ (µετβ. ρ.): σΰρνταβ = άµα δεν έκοβα (έστριβα) απότοµα
(κυριολ. τραβώ) το τιµόνι, θα πέφταµε στη χαράδρα.
π.χ. ο σουµκέρι σΰρντελ ο παΐ = το Συνών. σσεβίκι = γρήγορα,
σφουγγάρι απορροφάει το νερό. γρήγορος, σβέλτα, σβέλτος.
απορρυπαίνω: (βλ. καθαρίζω). απότοµα (β) (επίρρ.): α(ν)ντέ-εκ-
απορρύπανση: (βλ. καθάρισµα). φαρέ και α(ν)ντέ-εκ-ντροµ (κυριολ.
απορρυπαντικό: ιλάτσι, ο (κυριολ. µέσα σε µια φορά, µεµιάς) (οµόηχο
φάρµακο) ντροµ = δρόµος)
π.χ. τσαρένγκο ιλάτσι = π.χ. σο ασσου(ν)ντόµ λεσκί λαλί,
απορρυπαντικό πιάτων. αβιλόµ α(ν)ντέ-εκ-φαρέ = µόλις
απορώ: (βλ. σαστίζω). άκουσα τη φωνή του, ήρθα
αποσκευές: (βλ. µπαγκάζια). απότοµα (βλ. και µεµιάς).
απόσπασµα: παρτσάβα, η (κυριολ. Αντίθ. γκέτσι = αργά.
κοµµάτι). αποτραβηγµένος: (βλ.
αποσπώ (την προσοχή) (µετβ. ρ.): τραβηγµένος).
γιακχά-λαβ (= µάτια παίρνω) αποτραβιέµαι: (βλ. τραβιέµαι)
π.χ. του λε λεσκέ γιακχά, µε γκενέ αποτυγχάνω (αµετβ. ρ.): αβρί-
µα τσοράβ = εσύ απόσπασε την περάβ (κυριολ. έξω πέφτω)
προσοχή του, εγώ πάλι π.χ. αβρί-πελόµ, σο τε κεράβ! =
(ταυτόχρονα) θα κλέψω. απέτυχα, τι να κάνω!
(γιακχά-λάβ ως αµετβ. σηµαίνει: Αντίθ. µπετζερίαβ = καταφέρνω,
µατιάζοµαι). κατορθώνω, επιτυγχάνω.
απόσταση: ντουριπέ, ο (από το αποτυπώµατα: ίζορα, ε
ντουρ = µακριά). π.χ. ε σσεραλέ ρακχαντέ λε κατάρ
αποστέλλω: (βλ. στέλνω). λεσκέ βαστένγκε ίζορα = οι
83

αστυνοµικοί τον βρήκαν απ’ τα αποφυλακίζω (µετβ. ρ.): α(ν)ντάρ-


αποτυπώµατα των χεριών του. πφα(ν)ντιπέ-ικαλάβ (κυριολ. µέσα
(βλ. και ίχνη). από τη φυλακή βγάζω)
απούλητος (επίθ.): µπιµπικι(ν)ντό- π.χ. ιρακί ικαλντέ λε α(ν)ντάρ
ί πφα(ν)ντιπέ = χθες τον
π.χ. ντιά-µπρουσσούµ ντα ατσχιλέ αποφυλάκισαν.
ε µανγκινά µπιµπικι(ν)ντέ = έβρεξε αποφυλάκιση: α(ν)ντάρ-
κι έµειναν τα εµπορεύµατα πφα(ν)ντιπέ-ικλιπέ, ο (κυριολ. µέσα
απούλητα. από τη φυλακή έξοδος).
Αντίθ. µπικι(ν)ντό = πουληµένος αποχωρητήριο: µεσσενάβα, η και
απόφαση (α): καράρι, ο κενέφο, ο
π.χ. νασστί ικαλάβ καράρι κατάρ π.χ. τζαβ κάι µεσσενάβα = πάω στο
καϊά µεσελάβα = δεν µπορώ να αποχωρητήριο, κάι σι ο κενέφο; =
βγάλω απόφαση απ’ αυτή την πού είναι το αποχωρητήριο;
υπόθεση (σ.α. συµπέρασµα, αποχωρίζω: (βλ. ξεχωρίζω).
υπολογισµός). αποχωρώ: (βλ. φεύγω)
απόφαση (β): απόφασι, η απόψε (επίρρ.): αϊράτ
π.χ. λιόµ απόφασι, τε τζάβταρ = π.χ. αϊράτ κ’ αβές κάι µπιάβ; =
πήρα απόφαση, να φύγω. απόψε θα ’ρθεις στο γάµο; αϊράτ κα
αποφασίζω (µετβ. ρ.): απόφασι- τζάσταρ = απόψε θα φύγουµε.
λαβ (= απόφαση παίρνω) αποψινός (επίθ.): αϊρατνό,-ί.
π.χ. νταά νι λιάν-απόφασι; = ακόµα απραγία: (βλ. απραξία).
δεν αποφάσισες; απραγµατοποίητος (επίθ.):
αποφεύγω: (βλ. αποµακρύνοµαι). µπιτσατσαρντό,-ί
αποφλοιωµένος (µτχ.): ουζζαρντό, Αντίθ. τσατσαρντό =
-ί (σ.α. ξεφλουδισµένος, γδαρµένος) πραγµατοποιηµένος.
π.χ. ουζζαρντέ φουστούκορα = άπραγος (επίθ.): µπικεραµνό,-ί και
αποφλοιωµένα φυστίκια. µπικεριµάσκο,-ι
Αντίθ. µπιουζζαρντό = π.χ. νά άτσι µπικεραµνό = µη
αξεφλούδιστος, άγδαρτος. µένεις άπραγος.
αποφλοιώνοµαι (αµετβ. ρ.): απραγώ: (βλ. αδρανώ).
ουζζάρντιαβ (σ.α. ξεφλουδίζοµαι, απραξία: µπικεριπέ, ο
γδέρνοµαι). Αντιθ. κεριπέ = φτιάξιµο, πράξη,
αποφλοιώνω (µετβ. ρ.): ουζζαράβ δηµιουργία.
(σ.α. ξεφλουδίζω, γδέρνω). Απρίλιος: Απρίλι και Απρίλιο, ο.
αποφλοίωση: ουζζαριπέ, ο (σ.α. απροειδοποίητα (άκλ. επίθ. και
ξεφλούδισµα, γδάρσιµο). επίρρ.): αµπερσίζι
αποφυλακίζοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. αβιλό αµπερσίζι = ήρθε
α(ν)ντάρ-πφα(ν)ντιπέ-ικλάβ απροειδοποίητα.
(κυριολ. µέσα από τη φυλακή απροειδοποίητος (άκλ. επίθ. και
βγαίνω) επίρρ.): αµπερσίζι
π.χ. αβγκιέ κα ικλέλ λακό ροµ π.χ. αµπερσίζι αβιπέ =
α(ν)ντάρ πφα(ν)ντιπέ = σήµερα θα απροειδοποίητη άφιξη.
αποφυλακιστεί ο άντρας της. (ως ουσ. αµπερσίζι, ο, αµπερσίσκα,
η).
84

απρόκοπος (επίθ.): αραπίνα: αραπίνκα, η.


µπιπροκοπιάκο, -ι άραφτος (επίθ.): µπισουβντό,-ί και
π.χ. µπιπροκοπιάκο µανούςς σαν = µπισιβντό,-ί.
απρόκοπος άνθρωπος είσαι. π.χ. µπισουβντό σι ο κοτόρ =
απροσδόκητος (επίθ.): άραφτο είναι το ύφασµα.
µπιασσουγκιαρντό, -ί Αντίθ. σουβντό και σιβντό =
(σ.α. απρόσµενος, ξαφνικός) ραµµένος.
Αντίθ. ασσουγκιαρντό = αράπικος (επίθ.): αραπένγκο,-ι
προσδοκώµενος, αναµενόµενος. π.χ. αραπένγκο µούι σίλε =
απροσεξία: µπιντικχιπέ, ο (σ.α. αράπικο πρόσωπο έχει.
αβλεψία, αφροντισιά) αράχνη: αράχνι, η
Αντίθ. ντικχιπέ = προσοχή, π.χ. πφερντιλό ο κχερ αράχνε =
κοίταγµα, βλέµµα, φροντίδα, γέµισε το σπίτι αράχνες.
εξέταση, παρατήρηση, αρβύλες (οι): άρβιλε,ε
παρακολούθηση. π.χ. µακχάβ µε άρβιλε = βάφω τις
απρόσµενος: (βλ. απροσδόκητος). αρβύλες µου.
απρόσωπος (επίθ.): µπιµουέσκο,-ί. αργά (επίρρ.): γκέτσι (επιρρ.
απώλεια: χασαριπέ, ο (κυριολ. χρονικό) και πολοκό (κυριολ. σιγά).
χάσιµο, σ.α. εξαφάνιση) π.χ. γκέτσι αβιλό ιρακί κατάρ
Αντίθ. ρακχαηπέ, ακχαηπέ, µπουκί = αργά ήρθε χθες από τη
αρακχιπέ, αρακχαηπέ = εύρεση, δουλειά, µπουτ πολοκό πφιρές, κερ
ανακάλυψη, εντοπισµός, εύρηµα, σίγο = πολύ αργά (σιγά) περπατάς,
βρέσιµο, βρεσίδι. κάνε γρήγορα.
Άραβας: Αραµπιστάνο, ο. Αντιθ. ερκέν = νωρίς, σίγο =
Αράβισσα: Αραµπιστάνκα, η. γρήγορα.
Αραβία: Αραµπιστανλούκο, ο. αργοκίνητος: (βλ. βραδύς)
άραγε (µορ.): άτζαµπα αργοπεθαίνω (αµετβ. ρ.): πολοκό-
π.χ. άτζαµπα κ’ αβέλ αβγκιέ; = πολοκό-µεράβ (κυριολ. αργά-αργά
άραγε θα ’ρθει σήµερα; πεθαίνω, αργά-αργά σβήνω, σ.α.
αραιά: (βλ. αραιός). αργοσβήνω).
αραιός (ακλ.επιθ.): σιρέκι (σ.α. αργός: (βλ. βαρύς).
αραιά, σπάνια). αργοσβήνω: (βλ. αργοπεθαίνω).
π.χ. σιρέκι σι λέσκε µπαλά = αραιά αργότερα (επίρρ.): νταάγκετσι (=
είναι τα µαλλιά του, σιρέκι αβέλ βο πιο αργά)
κατέ = αραιά έρχεται αυτός εδώ. π.χ. νταάγκετσι αβ, µπέκιµ αβέλ =
αραιότητα: σιρεκλίκο, ο (σ.α. αργότερα έλα, ίσως έρθει.
σπανιότητα). Αντίθ. νταάερκεν = νωρίτερα.
αραίωµα: σιρεκλεµέκο, ο. άργυρος: (βλ. ασήµι).
αραιωµένος (ακλ.επιθ.): αργώ (αµετβ. ρ.): γκέτσι - ατσχάβ
σιρεκλενµίσσι. (= αργά µένω), (σ.α. καθυστερώ
αραιώνω (αµετβ. ρ.): σιρεκλενίαβ αµετβ.)
π.χ. σιρεκλε(ν)ντιλέρ κε µπαλά, π.χ. σόσταρ ατσχιλάν γκαντικίν
χαλό κα ατσχός = αραίωσαν τα µπουτ γκέτσι; = γιατί άργησες τόσο
µαλλιά σου, φαλακρός θα µείνεις. πολύ;, γκέτσι - ατσχιλό αβγκιέ κάι
αραιώνω (µετβ. ρ.): σιρεκλέαβ. πι µπουκί = άργησε σήµερα στη
αράπης: αράπο, ο. δουλειά του.
85

αργώ (µετβ. ρ.): γκέτσι- Αντίθ. τσατσέ-βαστέσκο =


ατσχανταράβ (γκέτσι = αργά, δεξιόχειρας.
ατσχανταράβ = σταµατώ µετβ.) αριστοκράτης: (βλ. κιµπάρης).
π.χ. νά ατσχαντάρ-γκέτσι η µπουκί αρκετά (επίρρ.): µπάια (προφ. µε
= µην αργείς τη δουλειά. συνίζηση ια)
(σ.α. καθυστερώ µετβ.) π.χ. µπάια µπαρό σι µά(ν)νταρ =
αρέσκεια: µπεενµέκο και µπεενιπέ, αρκετά µεγάλος είναι από µένα.
ο (σ.α. αρκετός, κάµποσο, κάµποσος)
π.χ. έρκεσσέσκο µπεενιπέ νάι εκ = (βλ. και αρκετός, κάµποσο,
του καθενός η αρέσκεια δεν είναι κάµποσος).
µία (ίδια). Αντίθ. ζάλακ = λίγο, λίγος και
αρέσω (µετβ. ρ.): µπεενίαβ (σ.α. εµπούκα = λίγο, λίγος.
διαλέγω) αρκετός (άκλ. επίθ.): µπάια (προφ.
π.χ. νι µπεενίαβ καγιά ζουµί = δεν µε συνίζηση ια )
αρέσω αυτό το φαγητό, µπεε(ν)ντίν π.χ. λιόµ µπάια κασστά = πήρα
καλέ τσχορά, ντικχάβ = άρεσες αρκετά ξύλα, λιά µπαρέµ µπάια
αυτή την κοπέλα, βλέπω. χαπέ πέσα; = πήρε τουλάχιστον
αρέσω (αµετβ. ρ.): µπεενιλίαβ αρκετό φαγητό µαζί του; (βλ. και
π.χ. νι µπεενιλίον καλά γκιλά· αρκετά, κάµποσο, κάµποσος).
µπουτ πουρανέ σι = δεν αρέσουν Αντίθ. ζάλακ = λίγος, λίγο, και
αυτά τα τραγούδια· είναι πολύ εµπούκα = λίγος, λίγο.
παλιά. αρκούδα (α): µέτσκα, η
άρθροισµα: κιντιπέ, ο (κυριολ. π.χ. (µτφ.) µπαρί µέτσκα σαν του,
συγκέντρωση, µάζεµα, συγύρισµα). νι λατζάς κάι τχόστουτ εκχέ σικνέ
αρθροισµένος (µτχ.): κιντό, -ί, τσχαβρέσα; = µεγάλη αρκούδα
κιντι(ν)ντό, -ί και (άκλ.επίθ.) είσαι εσύ, δεν ντρέπεσαι που τα
κιντιµέ (κυριολ. µαζεµένος, βάζεις µε ένα µικρό αγόρι;
συγκεντωµένος, συγυρισµένος). αρκούδα (β): αήα, η
αρθρυµµάτιστος: (βλ. π.χ. νά χα µπουτ, σαρ αήα
ακοµµάτιαστος). κερντιλάν = µην τρως πολύ, σαν
αριθµός: αριτµό, αριτµόζι και αρκούδα έγινες.
αριθµόζι, ο αρκουδίζω (µετβ. ρ.): εµεκλέαβ
π.χ. σαέ αριτµόζορα πελέ κάι π.χ. εµεκλέορ ο χουρντό =
τζόκερ; = ποιοι αριθµοί πέσανε στο αρκουδίζει το µωρό.
τζόκερ; αρκούδισµα: εµεκλεµέκο, ο.
αριστερά (επίρρ.): σολάκι (σ.α. αρκουδίστικος (α) (επίθ.):
αριστερός) µετσκάκο,-ι
π.χ. σολάκι τσχιν ο ντιµένο = π.χ. µετσκάκε µπαλά =
αριστερά κόψε (στρίψε) το τιµόνι. αρκουδίστικα µαλλιά.
Αντίθ. τσατσέ = δεξιά, δεξιός. αρκουδίστικος (β) (επίθ.): αηάκο,-
αριστερός (άκλ. επιθ.): σολάκι ι
π.χ. ντουκχάλ λεσκί σολάκι τσανκ π.χ. αηάκι µορκχί = αρκουδίστικο
= πονάει το αριστερό του πόδι. δέρµα, αηάκε βούνγκε =
Αντίθ. τσατσέ = δεξιός, δεξιά. αρκουδίστικα νύχια.
αριστερόχειρας (επίθ.): σολάκι- αρκώ (αµετβ. ρ.): ρεσάβ (κυριολ.
βαστέσκο,-ι φτάνω)
86

π.χ. ρεσέλ µανγκέ σαντέ κάι π.χ. κουζουέσκο µας = αρνίσιο


ντικχάβ λα = µου αρκεί µόνο που τη κρέας.
βλέπω. (βλ. και φτάνω). αρνόµαλλο: µπακρέσκο-µπαλ, ο
άρµεγµα: ντοσσιπέ, ο (σ.α. προβατόµαλλο, µπακρέσκο, -ι
αρµεγµένος (µτχ.): ντοσσλό,-ί = προβάτου, προβατίσιος, αρνιού,
π.χ. ντοσσλέ σι ε µπακρέ = αρνίσιος, µπαλ, ο = µαλλί, τρίχα).
αρµεγµένα είναι τα πρόβατα. αρνούµαι (µετβ. ρ.): ινκιάρι-κεράβ
αρµέγω (µετβ. ρ.): ντοσσάβ (= άρνηση κάνω, αρνούµαι κάτι
π.χ. ντοσσλάν ε γκουρουβνά; = που έχω κάνει, που έχω πει ή
άρµεξες την αγελάδα; αρνούµαι κάτι που δεν έκανα και µε
αρµονία: µουτλουλούκο, ο κατηγορεί-ούν ή αρνούµαι κάτι που
π.χ. (φράση) κάνα σι δεν είπα και λέει-νε ότι είπα, σ.α.
µουτλουλούκο, ερ σσέι κερντόλ = διαµαρτύροµαι)
όταν υπάρχει αρµονία, κάθε πράγµα π.χ. µε γιακχένσα ντικχλόµ τουτ
γίνεται (δηλ. όλα πετυχαίνονται). κάι τσαλαντάν νε, σόσκε κερές-
αρµονικά (επίρρ.): µουτλού (σ.α. ινκιάρι; = µε τα µάτια µου σε είδα
αρµονικός) που τον χτύπησες, γιατί το
π.χ. µουτλού τε αβέν, τε νά αρνείσαι;, ινκιάρι-κερέλ κάι νι
χά(ν)τουµεν = αρµονικά να είστε πφε(ν)ντά καλά πφερασά βο =
(να ζείτε), να µη µαλώνετε. αρνείται ότι είπε αυτά τα λόγια
αρµονικός (επίθ.): µουτλού (σ.α. αυτός.
αρµονικά) αρπαγή: (βλ. φυγάδευση,
π.χ. νάι αµέν µουτλού γιασσαµάκο γράπωµα).
= δεν έχουµε αρµονική ζωή αρπάζω: (βλ. φυγαδεύω,
(συµβίωση). γραπώνω).
αρνάκι (µτφ.): µελέκο, ο (κυριολ. αρραβώνας: νισσάνο, ο (κυριολ.
άκακος, πράος, ήσυχος) σηµάδι)
π.χ. τε χάσα εκ σσουκάρ µαριπέ, π.χ. (παροιµία) ο νισσάνο τχοντόλ
µελέκο κα κερντός = άµα φας ένα ε χουρµπουζέσε, άηρ ε τσχάκε = ο
ωραίο ξύλο, αρνάκι θα γίνεις, αρραβώνας βάζεται για το
µελέκο σι κο τσχαβό, µπουτ καρπούζι, όχι για την κοπέλα. (δηλ.
γκογκιαβέρ! = πράος, ήσυχος είναι πιο εύκολα χαλάει ο αρραβώνας
ο γιος σου, πολύ λογικός! (σηµάδι), παρά το σηµάδι που
άρνηση: ινκιάρι, ο (σ.α. χαράχτηκε πάνω στο καρπούζι. Για
διαµαρτυρία, βλ. αρνούµαι) την απόδειξη της κυριότητας των
αρνί (α): µπακρό, ο καρπουζιών τα σηµάδευαν µε
π.χ. κάι κα πεκάς ο µπακρό; = πού ελαφρό ξύσιµο της φλούδας).
θα ψήσουµε το αρνί; αρραβωνιάζοµαι (αµετβ. ρ.):
(βλ. και πρόβατο). νισσα(ν)νανίαβ
αρνί (β): κουζούιο, ο (προφ. µε π.χ. ασσου(ν)ντόµ κάι
συνίζηση ιο) νισσα(ν)νανίος, έµντα σι; = άκουσα
π.χ. (µτφ.) κάνα χας ο µαριπέ, πως αρραβωνιάζεσαι, αλήθεια
κουζούιο κερντός = όταν τρως το είναι;
ξύλο, αρνάκι γίνεσαι. αρραβωνιάζω (µετβ. ρ.): νισσάνο-
αρνίσιος (επίθ.): κουζουέσκο,-ι τχαβ (= σηµάδι βάζω)
87

π.χ. νισσάνο-τχαβ µε τσχάκε = αρρωστούλης (επίθ.):


αρραβωνιάζω την κόρη µου. νασφαλορό,-ί
αρρωσταίνω (αµετβ. ρ.): π.χ. καβά σι ο νασφαλορό; = αυτός
νασφάβαβ είναι ο αρρωστούλης;
π.χ. νασφάιλο ο χουρντό, τε αρσενικό: (βλ. άνδρας).
ινγκαρές λε κάι ντοκτόρι = αρσενικός (επίθ.): µρουσσικανό,-ί
αρρώστησε το µωρό, να το πας στο (βλ. και ανδρικός).
γιατρό. Αντιθ. τζουβλικανό = θηλυκός,
Αντίθ. ζουράβαβ = δυναµώνω γυναικείος
αµετβ., σαστιάβ = υγιαίνω. άρση: βαζντιπέ, ο (κυριολ.
αρρωσταίνω (µετβ. ρ.): σήκωµα, βάζνταβ = σηκώνω)
νασφανταράβ. αρωγή: (βλ. βοήθεια).
π.χ. νασφανταρντάν ε χουρντέ αρτοποιός: µαρνοτζίο, ο (κυριολ.
έπντα αβρί ικαλές λε = το ψωµάς)
αρρώστησες το µωρό συνέχεια έξω Συνών. φουρουντζίο = φουρνιάρης.
το βγάζεις, νασφανταρντά µαν καϊά άρτος: (βλ. ψωµί).
µπουκί = µ’ αρρώστησε αυτή η αρυτίδωτος (άκλ. επίθ.):
δουλειά. µπιγκϋρτσιµέ.
Αντίθ. ζουρανταράβ = δυναµώνω Αντιθ. γκϋρτσιµέ = ρυτιδωµένος.
µετβ.,ισχυροποιώ και ζουραράβ = αρχαίος (επίθ.): πουρανό,-ί
δυναµώνω µετβ., ισχυροποιώ. (κυριολ. παλιός).
αρρωστηµένος (α) (µτχ): αρχαιότητα: πουρανιπέ, ο (κυριολ.
νασφανταρντό,-ί παλαιότητα).
Αντίθ. ζουρανταρντό = αρχή: µπάσσι, ο
δυναµωµένος, ισχυροποιηµένος και π.χ. µπασστάν αβέρ πφενέσας =
ζουραρντό = δυναµωµένος, από την αρχή άλλα έλεγες.
ισχυροποιηµένος. αρχηγός: µπασσκάνι και µπαρό, ο
αρρωστηµένος (β) (επίθ.): (µπαρό κυριολ. µεγάλος)
νασφαλικανό,-ί π.χ. καβά σι λενγκό µπαρό, καβά
π.χ. νασφαλικανί γκογκί σίτουτ = κερέλ λενγκέ κουµά(ν)ντα = αυτός
αρρωστηµένο µυαλό έχεις. είναι ο αρχηγός τους, αυτός τους
αρρώστια: νασφαλιπέ, ο κάνει κουµάντο, βο σι λενγκό
π.χ. νασστί ρακχαντόµ καλέ µπασκάνι· τε χάλα βο µαριπέ,
νασφαλιµάσκο ντερµάνο = δεν οζοµάν κολένγκε κανά κα περέν =
µπόρεσα να βρω τη γιατρειά αυτής αυτός είναι ο αρχηγός τους· αν φάει
της αρρώστιας. αυτός ξύλο, τότε των άλλων τα
Αντίθ. σαστιπέ = υγεία. αυτιά θα πέσουν (δηλ. οι άλλοι θα
άρρωστος (επίθ.): νασφαλό,-ί φοβηθούν).
π.χ. νασφαλό σοµ, νασστί κα τζαβ αρχηγίνα: µπασσκάνκα και µπαρί,
τχάρα κάι µπουκί = άρρωστος η (µπαρί κυριολ. µεγάλη).
είµαι, δεν θα µπορέσω να πάω αρχίζω (αµετβ.και µετβ.ρ.):
αύριο στη δουλειά, σο τε κερές ε µπασσλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια)
παρέ, κάνα σαν νασφαλό = τι να τα π.χ. κάνα κα µπασσλάιος τε κερές
κάνεις τα λέφτά, όταν είσαι µπουκί; = πότε θ’ αρχίσεις να
άρρωστος. δουλεύεις; α(ν)ντέ οπάςς σαάτο ο
Αντίθ. σαστό = υγιής, ολόκληρος.
88

φίλιµι µπασσλάιορ = σε µισή ώρα η π.χ. κοκία-τσχαβ α(ν)ντό κχερ =


ταινία (κινηµατογραφική) αρχίζει. αρωµατίζω το σπίτι. ( κατά λέξη:
Αντίθ. µπιτιρίαβ = τελειώνω µετβ. άρωµα ρίχνω µες στο σπίτι).
αρχικά (επίρρ.): µπασστάν αρωµατίζω (β) (µετβ. ρ.):
π.χ. µπασστάν νι πφε(ν)ντάν κχα(ν)νταράβ και κχανγκλαράβ (=
µανγκέ καλέν = αρχικά δε µου τα κάνω να µυρίσει-ουν, κάνω να
είπες αυτά. βρωµίσει-ουν, σ.α.βρωµώ µετβ.,
Συνών. πεσσίµ και πεσσί(ν)τ κχά(ν)νταβ = µυρίζω, βροµώ
=πρώτα αµετβ.), (βλ. και βρωµώ µετβ.).
Αντίθ. σονου(ν)ντά = τελευταία. αρωµατίζω (γ) (µετβ. ρ.):
αρχικός (άκλ. επίθ.): µπασστακΰ αροµατισαράβ.
αρχινίζω: (βλ. αρχίζω). αρωµατικός (επίθ.):
αρχίνισµα: µπασσλαµάκο, ο (σ.α. κχα(ν)νταριµάσκο,-ι
έναρξη) (κχα(ν)νταριµάσκο, ο = µυρωδικό,
Αντίθ. µπιτιρµέκο = τελείωµα. το)
αρχινισµένος (άκλ. επίθ.): π.χ. ντέµαν κχα(ν)νταριµάσκε, τε
µπασσλαµούσσι. τσχαβ α(ν)ντό κεκ = δωσ’ µου
Αντίθ. µπιτίκι = τελειωµένος, αρωµατικά να ρίξω µες στο κέικ.
ληγµένος και µπιτιρµίσσι = ας (µορ.): µε και µεκ
τελειωµένος. π.χ. µεκ αβέλ βο ντα = ας έρθει κι
άρχοντας: πατρόνι, ο (= πάτρωνας, αυτός, µε κερντόλ καβά κάι
αφεντικό, πάµπλουτος, µανγκές = ας γίνει αυτό που θέλεις.
ζάµπλουτος), θηλ. πατρόνκα, η (βλ. οµόηχο µε = εγώ).
π.χ. πατρόνι κερντιλό κατάρ καγιά Συνών. τε = να, αν.
µπουκί = άρχοντας έγινε απ’αυτή ασαµάρωτος (επίθ.):
τη δουλειά, πατρόνκα κερντιλί κι µπισαµαρέσκο, -ι.
τσχέι πασσά µά(ν)ντε = αρχόντισσα ασανσέρ: ασανσέρι, ο
έγινε η κόρη σου κοντά µου, ε π.χ. νταράλ τε ικλέλ οπρά
γκαβέσκο πατρόνι σι καβά = ο ασανσέρι = φοβάται να ανεβεί
άρχοντας του χωριού είναι αυτός. πάνω στο ασανσέρ.
αρχοντιά (α): πατρο(ν)νούκο, ο (= ασαπούνιστος (επίθ.):
πατρωνία, αφεντιά). µπισαπουνισαρντό, -ί
αρχοντιά (β): κιµπαρλούκο, ο (= Αντίθ. σαπουνισαρντό =
κιµπαρλίκι) σαπουνισµένος.
π.χ. ο τεµιζλίκο σι κιµπαρλούκο = ασάφεια: µπιακχιαρντιπέ, ο (σ.α.
η καθαριότητα είναι κιµπαρλίκι ακαταληψία)
(αρχοντιά). Αντίθ. ακχιαρντιπέ = σαφήνεια.
αρχοντιλίκι: (βλ. αρχοντιά). ασαφής: (βλ. ακαταλαβίστικος).
άρωµα: κοκία , η και άροµα, ο ασβεστάς: κιρε(τσ)τσίο, ο θηλ.
π.χ. µπουτ σσουκάρ κχά(ν)ντελ κιρε(τσ)τσίκα, η
καγια κοκία = πολύ ωραία µυρίζει π.χ. τζαβ κάι κιρε(τσ)τσίο τε κινάβ
αυτό το άρωµα. κιρέτσι = πηγαίνω στον ασβεστά να
(βλ. και µυρωδιά). αγοράσω ασβέστη.
αρωµατίζω (α) (µετβ. ρ.): κοκία- ασβέστης: κιρέτσι, ο
τσχαβ (= άρωµα ρίχνω) π.χ. µπιλαβάβ ο κιρέτσι = λειώνω
τον ασβέστη.
89

ασβεστίλα: κιρετσέσκι-κοκία, η. π.χ. ρουπουνέ τσεά = ασηµένια


ασβεστόπετρα: κιρετσέσκο-µπαρ, σκουλαρίκια, ρουπέσκο νταν =
ο. ασηµένιο δόντι.
ασβέστωµα: κιρετσέσα-µακχιπέ, ο ασήµι: ρουπ, ο.
(κιρετσέσα = µε ασβέστη, µακχιπέ (υποκ.): ρουπορό, ο.
= βάψιµο, άλειµµα). άσηµος (επίθ.): µπιασσου(ν)ντό,-ί
ασβεστωµένος (µτχ.): κιρετσέσα- (σ.α. ανήκουστος)
µακχλό, -ί (κιρετσέσα = µε Αντίθ. ασσου(ν)ντό = ακουστός,
ασβέστη, µακχλό = βαµµένος, διάσηµος, ξακουστός.
αλειµµένος). ασήµωµα: ρουπαριπέ, ο.
ασβεστώνω (µετβ. ρ.): κιρετσέσα- ασηµωµένος (µτχ.): ρουπαρντό,-ί.
µακχάβ (κιρετσέσα = µε ασβέστη, ασηµώνω (µετβ. ρ.): ρουπαράβ.
µακχάβ = βάφω, αλείφω) ασθένεια: (βλ. αρρώστια).
π.χ. κα µακχάβ-κιρετσέσα ε ασθενής: (βλ. άρρωστος).
ντουβάρα = θα ασβεστώσω τους ασθενικός (επίθ.): νασφαλικανό,-ί
τοίχους. (= αρρωστηµένος), (βλ. και
άσβηστος (επίθ.): µπιµουνταρντό, - αρρωστηµένος επιθ.).
ί (σ.α. µη σκοτωµένος-η) Αντίθ. σασταρικανό =
π.χ. µπιµουνταρντί γιακ = άσβηστη θεραπευτικός, ολοκληρωτικός,
φωτιά. σαστό = υγιής, ολόκληρος.
Αντίθ. µουνταρντό = σβησµένος, ασθενοφόρο: αστεναβάκο-
σκοτωµένος, νεκρωµένος. τοµαφίλι, ο (κυριολ. νοσοκοµείου
ασεβής (ο): τερµπιεσίζι αυτοκίνητο)
(θηλ.τερµπιεσίσκα) π.χ. αβιλό ε αστεναβάκο-τοµαφίλι
π.χ. τερµπιεσίζορα σι κε χουρντέ = = ήρθε το ασθενοφόρο.
ασεβή είναι τα παιδιά σου. ασθενώ: (βλ. αµετβ. αρρωσταίνω).
ασέλγεια: λουµπνιπέ, ο (= άσθµα: άζµα και νεφέζι, ο
προστυχιά, πορνεία). π.χ. κατάρ ο άζµα µο σολούφο
ασελγής (επίθ.): λουµπνό, -ί (= νασστί λαβ σαµπάλαην = από το
πρόστυχος). άσθµα την αναπνοή µου δεν µπορώ
ασελγώ (αµετβ. ρ.): λουµπνιπέ - να πάρω το πρωί, νεφέζι σι µε ντά·
κεράβ (= προστυχιά κάνω, πορνεία εµπούκα άµα πφιρέλ, πφουκιόλ =
κάνω). άσθµα έχει η µάνα µου· λίγο άµα
άσεµνος (επίθ.): µπιναµουζέσκο,-ι περπατήσει, φουσκώνει
π.χ. µπιναµουζέσκο µανούςς = (λαχανιάζει).
άσεµνος άνθρωπος. ασθµατική: άζµαλΰκα, η.
Συνών. λουµπνό = πρόστυχος. ασθµατικός: άζµαλίο, ο
Αντίθ. ναµουζλίο = σεµνός. π.χ. άζµαλίο σι µο ντατ =
ασήκωτος (επίθ.): ασθµατικός είναι ο πατέρας µου.
µπιβαζντιµάσκο,-ι ασιτία: µποκ, η (= πείνα)
π.χ. µπιβαζντιµάσκο σι καβά π.χ. µουλό κατάρ η µποκ = πέθανε
πφαριπέ = ασήκωτο είναι αυτό το από την ασιτία (πείνα).
βάρος. άσκαφτος (επίθ.): µπιαναντό,-ί
Συνών. πφαρό = βαρύς, αργός. Αντίθ. αναντό = σκαµµένος.
ασηµένιος (επίθ.): ρουπουνό, -ί και ασκέπαστος (επίθ.):
ρουπέσκο, -ι. µπιουτσχαρντό,-ί.
90

Συνων. πουτσαρντό = ξεσκέπαστος. π.χ. παρναρντά ε µπαλκάια ο γιβ =


Αντίθ. ουτσχαρντό = σκεπασµένος. άσπρισε τα βουνά το χιόνι,
ασκί: (βλ. τουλούµι). Εντερλέζι αβέλ· κιν κιρέτσι, τε
ασκούπιστος: (βλ. στα λήµµατα παρναράβ ε ντουβάρα = Εντερλέζι
σκουπισµένος τα αντίθετα). (Αϊ-Γιώργης) έρχεται· αγόρασε
ασουβάντιστος (επίθ.): ασβέστη να ασπρίσω τους τοίχους.
µπισουβαβάκο, -ι Αντίθ. καλαράβ = µαυρίζω µετβ.
π.χ. µπισουβαβάκε ατσχιλέ ε ασπρίζω (β) (µετβ. ρ.):
ντουβάρα = ασουβάντιστοι έµειναν παρνανταράβ.
οι τοίχοι. ασπρίλα: παρνιπέ, ο
Αντίθ. σουβαλαµούσσι = Αντίθ. καλιπέ = µαυρίλα.
σουβαντισµένος. άσπρισµα (α): παρναριπέ, ο
ασουλούπωτος (επίθ.): Αντιθ. καλαριπέ = µαύρισµα.
µπισουλουπέσκο, -ι. άσπρισµα (β): παρνανταριπέ, ο.
ασπαργάνωτος (επίθ.): ασπρισµένος (α) (µτχ.):
µπικουρπαρντό,-ί. παρναρντό,-ί
Συνών. µπιπακιαρντό = Αντιθ. καλαρντό = µαυρισµένος.
αφάσκιωτος. ασπρισµένος (β) (µτχ.):
Αντίθ. κουρπαρντό = παρνανταρντό,-ί
σπαργανωµένος, πακιαρντό = ασπροµάλλης (επίθ.): παρνέ-
φασκιωµένος. παλένγκο,-ί.
άσπαστος (επίθ.): µπιπφαγκό, -ι π.χ. (ευχή) παρνέ-µπαλένγκο τε
Αντίθ. πφαγκό = σπασµένος. κερντός = ασπροµάλλης να γίνεις.
ασπιρίνη: ασπιρίνι, η Αντίθ. καλέ-µπαλένγκο =
π.χ. ντε µαν εκ ασπιρίνι, µο σσορό µαυροµάλλης.
ντουκχάλ = δώσ’ µου µια ασπιρίνη, ασπροµάνικος (επίθ.): παρνέ -
το κεφάλι µου πονάει. µπαϊένγκο,-ι (προφ. µε συνίζηση ιέ)
ασπλαχνία: (βλ. απονιά). π.χ. παρνέ - µπαϊένγκι α(ν)τεράβα
άσπλαχνος: (βλ. άπονος). = ασπροµάνικο πουκάµισο.
ασπούδαστος: (βλ. ασπούδαχτος). Αντίθ. καλέ - µπαϊένγκο =
ασπούδαχτος (άκλ. επίθ.): µαυροµάνικος.
µπιοκουµούσσι (κυριολ. ασπροπρόσωπος (επίθ.): παρνέ -
αδιάβαστος, σ.α. αµόρφωτος) µόσκο,-ι και παρνέ - µουέσκο,-ι
Αντίθ. οκουµούσσι = διαβασµένος, Αντίθ. καλέ - µόσκο και καλέ -
σπουδαγµένος, µορφωµένος. µουέσκο = µαυροπρόσωπος.
ασπράδι: παρνιπέ, ο (κυριολ. = άσπρος (επίθ.): παρνό,-ί
ασπρίλα) π.χ. παρνέ πατέ βουραντάν ε
π.χ. ε γιακχάκο παρνιπέ = το χουρντές; ακανά κα µελαρέλ λεν =
ασπράδι του µατιού, ε αρνέσκο άσπρα ρούχα φόρεσες το παιδί;
παρνιπέ = το ασπράδι του αβγού. τώρα θα τα λερώσει, (µτφ) σαρ λιόµ
ασπρίζω (αµετβ. ρ.): παρνιάβ τουτ, παρνό γκιβέ ιν ντικχλόµ =
π.χ. ε λατσχιµάσταρ παρνιλέ µε καθώς σε πήρα, άσπρη µέρα δεν
µπαλά; = από το καλό άσπρισαν τα είδα.
µαλλιά µου; Αντίθ. καλό = µαύρος.
Αντιθ. καλιάβ = µαυρίζω αµετβ. ασπρούτσικος (επίθ.): παρνορό,-ί
ασπρίζω (α) (µετβ. ρ.): παρναράβ Αντίθ. καλορό = µαυρούτσικος.
91

άσταλτος (επίθ.): µπιµπιτσχαλντό,- θυµώνεις, νι βάζντελ σσαγκάβε


ί καβά = δεν σηκώνει αστεία αυτός.
Αντίθ. µπιτσχαλντό = σταλµένος. αστείος ( µόνο για πρόσωπα )
ασταµάτητα (επίρρ.): (επίθ.): σσαγκατζίο, -ίκα
µπιατσχαηµάσα π.χ. µπουτ σσαγκατζίο µανούςς! τε
π.χ. µπιατσχαηµάσα µπουκί κερέλ µπεσσέσα πασσά λέστε, κερέλ τουτ
για τε παρβαρέλ πε αναβά = τε ασάς κε γκέσα = πολύ αστείος
ασταµάτητα δουλεύει, για να ταΐσει άνθρωπος! αν καθίσεις κοντά του,
την οικογένειά του. σε κάνει να γελάς µε την ψυχή σου,
ασταµάτητος (α) (επίθ.): (σσαγκατζίο σ.α. κωµικός, βλ. και
µπιατσχαη(ν)ντό,-ί. κωµικός).
π.χ. σο µπιατσχαη(ν)ντό αστείος (επίθ.): σσαγκαβάκο, -ι
µπρουσσούµ σι καβά! = τι π.χ. σσαγκαβάκε πφερασά = αστεία
ασταµάτητη βροχή είναι αυτή! λόγια.
Αντίθ. ατσχαη(ν)ντό = αστεράκι: τσερινορί, η
σταµατηµένος, ατσχανταρντό = αστέρι: τσερίν, η
σταµατηµένος. π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
ασταµάτητος (β) (επίθ.): «πάλε ρακιόλ» = πάλι νυχτώνει)
µπιατσχανταρντό,-ί πάλε αϊράτ νασστί κα πασστιάβ, ε
Αντίθ. ατσχανταρντό = τσερινά κα γκινάβ = πάλι απόψε δε
σταµατηµένος. θα µπορέσω να κοιµηθώ, τ’ αστέρια
αστάρι: αστάρι, ο θα µετράω.
π.χ. πεσσίµ κα µακχές λε ασταρέσα αστερωτός (επίθ.): τσεριναλό,-ί
ντα σορά µποϊαβάσα = πρώτα θα το π.χ. τσεριναλό κοτόρ = αστερωτό
βάψεις µε αστάρι και µετά µε ύφασµα.
µπογιά. αστράγαλος: αστράκο, ο.
αστέγνωτος (επίθ.): αστραπή: (βλ. κεραυνός).
µπισσουκιαρντό,-ί αστραφτερός: (βλ. γυαλιστερός).
Αντίθ. σσουκιαρντό = στεγνωµένος, αστράφτω (αµετβ. ρ.): (βλ.
ξεραµένος. γυαλίζω αµετβ.).
άστεγος (επίθ.): µπικχερέσκο,-ι. άστρωτος (επίθ.):
αστεία (επίρρ.): σσαγκάβα µπιµπουλιαρντό,-ί
π.χ. σσαγκάβα πφε(ν)ντόµ νε Αντίθ. µπουλιαρντό = στρωµένος,
τούκε, νά χολάο = αστεία στο είπα, απλωµένος.
µη θυµώνεις. αστυνόµευση: σσεραλιπέ, ο.
(βλ. και αστείο). αστυνοµεύω: σσεραλιπέ-κεράβ (=
αστειεύοµαι (αµετβ. ρ.): αστυνόµευση κάνω).
σσαγκάβα-κεράβ (= αστείο κάνω) αστυνοµία (α): σσεραλέ, ε (κυριολ.
π.χ. νι κεράβ-σσαγκάβα, έµντα αστυνοµικοί).
πφενάβ τουκέ = δεν αστειεύοµαι, π.χ. λε τιλέφονο ε σσεραλένγκε =
αλήθεια σου λέω. πάρε τηλέφωνο την αστυνοµία
αστείο: σσαγκάβα, η (τους αστυνοµικούς).
π.χ. σσαγκάβα σας καβά κάι αστυνοµία (β): καρακόλι, ο
πφε(ν)ντόµ τουκέ· νά χολάο = π.χ. τσχορντιλό σα ο καρακόλι
αστείο ήταν αυτό που σου είπα· µη κατέ = ξεχύθηκε όλη η αστυνοµία
εδώ.
92

αστυνοµικό (τµήµα): καρακόλι, ο π.χ. τχο ασφάλια κάι τοµαφίλι,


π.χ. τζαβ κάι καρακόλι = πάω στο σίµαν α(ν)ντρέ µανγκινά = βάλε
αστυνοµικό τµήµα. ασφάλεια στο αυτοκίνητο, έχω
αστυνοµικός: σσεραλό και µέσα εµπορεύµατα, λιά λε α(ν)ντρέ
τσχουραλό, ο η ασφάλια για τε πουσσέν λε = τον
π.χ. σσεραλό µανγκέλ τε κερντόλ, πήρε µέσα η ασφάλεια για να τον
κάνα κα µπαρόλ = αστυνοµικός ρωτήσουν (ανακρίνουν).
θέλει να γίνει όταν µεγαλώσει, άσφαλτος: σσόσσα, η
αβιλέ ε τσχουραλέ ντα ροντέ ο κχερ π.χ. κάνα κερντιλό καβά ντροµ
= ήρθαν οι αστυνοµικοί και έψαξαν σσόσσα; = πότε έγινε αυτός ο
το σπίτι. δρόµος άσφαλτος;
αστυνοµικίνα: σσεραλίνκα, η. ασφουγγάριστος: (βλ.
ασυγκίνητος (επίθ.): ακαθάριστος).
µπιµιλοσαρντό, -ί άσχηµα (α) (επίρρ.): µπέτι
Αντίθ. µιλοσαρντό = συγκινηµένος. π.χ. µπέτι κερντάν γκαντάλ κάι
ασυγύριστος: (βλ. αµάζευτος). ορµπισαρντάν λεσκέ = άσχηµα
ασυγχώρητος (επίθ.): έκανες έτσι που του µίλησες. (βλ.
µπιπροστισαρντό,-ί. και άσχηµος).
Αντίθ. προστισαρντό = Αντιθ. σσουκάρ = όµορφα, ωραία,
συγχωρεµένος. όµορφος, ωραίος.
ασύλληπτος: (βλ. άπιαστος). άσχηµα (β) (για δυσάρεστα
ασυλλόγιστος (επίθ.): πράγµατα ή καταστάσεις) (επίρρ.
µπιγκου(ν)ντισαρντό, -ι και και άκλ. επίθ.): φενά (σ.α. κακός,
µπιγκου(ν)ντισαριµάσκο, -ι. επικίνδυνα)
Συνών. µπιγκογκιάκο = άµυαλος, π.χ. µπουτ φενά τσαλάντιλο = πολύ
ανεγκέφαλος άσχηµα χτυπήθηκε.
ασυµβούλευτος: (βλ. ασχηµάδα: µπετλίκο, ο
αδασκάλευτος). Συνών. µπετιπέ = ασχήµια
ασυµµάζευτος: (βλ. αµάζευτος). Αντίθ. σσουκ = οµορφιά,
ασυµπάθητος (άκλ. επίθ.): τόρι σσουκαριπέ = οµορφιά, ωραιότητα.
π.χ. τόρι µανούςς σι, νι σεβιλίορ = ασχηµαίνω (α) (αµετβ. ρ.):
ασυµπάθητος άνθρωπος είναι, δεν µπετλεσσίαβ.
αγαπιέται. π.χ. µπετλεσστί ακανά κάι µπαριλό
Συνών. σσουντρό = κρύος, ψυχρός. = ασχήµυνε τώρα που µεγάλωσε.
ασυνέφιαστος: (βλ. ανέφελος). Αντίθ. σουκάβαβ = οµορφαίνω
ασυνεχής (µτχ.): ατσχαη(ν)ντό,-ί αµετβ.
(= σταµατηµένος). ασχηµαίνω (β) (αµετβ. ρ.): µπέτι-
Αντίθ. µπιατσχαη(ν)ντό = κερντιάβ (= άσχηµος γίνοµαι)
ασταµάτητος, αδιάκοπος, συνεχής. π.χ. µπουτ µπέτι κερντιλί κι τσχέι =
ασυντρόφευτος (επίθ.): πολύ ασχήµυνε η κόρη σου.
µπιντοστέσκο,-ι. Αντίθ. σσουκ-λαβ (= οµορφιά
άσφαιρος (επίθ.): παίρνω) αµετβ. οµορφαίνω.
µπιφιτσενκένγκο,-ι (= χωρίς ασχηµαίνω (α) (µετβ. ρ.):
σφαίρες). µπετλεσστιρίαβ.
ασφάλεια: ασφάλια, η
93

π.χ. καβά φουλαηπέ χτύπησες, φενά τσαλαηπέ = άσχηµο


µπετλεσστιρίολ τουτ = αυτό το (επικίνδυνο) χτύπηµα.
χτένισµα σε ασχηµαίνει. ασχηµοσύνη: (βλ. ασχηµάδα,
Αντίθ. σσουκαράβ = οµορφαίνω ασχήµια).
µετβ. (οµόηχο σσουκαράβ = αταξία (για πρόσωπο): ναλετλίκο,
στεγνώνω µετβ., ξεραίνω). ο
ασχηµαίνω (β) (µετβ. ρ.): µπέτι- π.χ. νι κα κερές ναλετλίκο,
κεράβ (= άσχηµο κάνω) σσουκάρ κα µπεσσές = δεν θα
π.χ. µπέτι κερέλ τουτ καβά κάνεις αταξία, ωραία (φρόνηµα) θα
βουραηπέ = σε ασχηµαίνει αυτό το καθήσεις.
ντύσιµο. ατάιστος (επίθ.): µπιπαρβαρντό,-ί
Αντίθ. σσουκ-νταβ (= οµορφιά και µπιπαρµπαρντό,-ί.
δίνω) µετβ. οµορφαίνω. Συνών. µποκχαλό = πεινασµένος,
ασχήµια: µπετιπέ, ο νηστικός.
π.χ. σο σι καβά µπετιπέ κάι σι καλέ Αντίθ. παρβαρντό = ταϊσµένος.
µανουσσέ! = τι είναι αυτή η ατακτοποίητος: µπιλατσχαρντό,-ί
ασχήµια που έχει αυτός ο (κυριολ. ακαλυτέρευτος, σ.α.
άνθρωπος! αγιάτρευτος, αβελτίωτος,
Συνών. µπετλίκο = ασχηµάδα, αδιόρθωτος, απεριποίητος,
ασχηµοσύνη. ανέτοιµος)
Αντίθ. σσουκ, σσουκαριπέ = Αντίθ. λατσχαρντό =
οµορφιά,ωραιότητα. καλυτερευµένος, τακτοποιηµένος,
ασχηµίζω: (βλ. ασχηµαίνω µετβ.) γιατρεµένος, βελτιωµένος,
ασχηµοπρόσωπος (επίθ.): µπέτι - διορθωµένος, έτοιµος,
µόσκο, -ι και µπέτι - µουέσκο, -ι περιποιηµένος.
π.χ. µπέτι-µόσκι τσχορί = άτακτος (άκλ. επίθ.): ζινάβα
ασχηµοπρόσωπη κοπέλα. (βλ. και ζωηρός).
Συνών. γιαµπανάβα - µόσκο και άταφος: (βλ. άθαφτος).
γιαµπανάβα - µουέσκο = άτεκνος (επίθ.): µπιχουρντένγκο,-ι.
αγριοπρόσωπος. ατεµάχιστος: (βλ. ακοµµάτιαστος).
άσχηµος (α) (ακλ.επιθ.): µπέτι ατζαµής (επίθ.): ατζαµίο,-ούκα
π.χ. η σσουκάρ πφαµπάι ο µπέτι π.χ. ατζαµίο σι, νι τζανέλ τε
µανούςς χαλ λα = το όµορφο µήλο τράντελ σσουκάρ = ατζαµής είναι,
ο άσχηµος άνθρωπος το τρώει. δεν ξέρει να οδηγήσει ωραία
(δηλ. πολλές φορές οι άσχηµοι (-ες) (καλά), ατζαµούκα σι η µπορί, σικνί
παντρεύονται τις (τους) όµορφες - σι νταά = ατζαµίδισσα είναι η νύφη
ους). (δεν ξέρει καλό νοικοκυριό), µικρή
Αντίθ. σσουκάρ = όµορφος, είναι ακόµη. (σ.α. αδέξιος).
ωραίος, όµορφα, ωραία. ατζαµίδικος (επίθ.): ατζαµιένγκο, -
άσχηµος (β) (για δυσάρεστα ι
πράγµατα ή καταστάσεις): φενά π.χ. ατζαµιένγκι µπουκί σι καϊά κάι
(σ.α. επικίνδυνος, κακός) κερντέ τούκε = ατζαµίδικη δουλειά
π.χ. φενά νασφαλιπέ σι καβά = είναι αυτή που σου έκαναν.
άσχηµη αρρώστια είναι αυτή, φενά ατζαµοσύνη: ατζαµουλούκο, ο
τχανέστε τσαλαντάν νε = σε
άσχηµο µέρος (σηµείο) τον
94

π.χ. σο σι καβά ατζαµουλούκο κάι π.χ. καζόµ τζενέ κ’ αβέν; = πόσα


σίτουτ! = τι ατζαµοσύνη είναι αυτή άτοµα θα ’ρθείτε; γεκ τζονό σο τε
που έχεις! (σ.α. αδεξιότητα). κερέλ τουκέ; = ένα άτοµο τι να σου
ατζέντα: ατζέ(ν)τα, η κάνει;
π.χ. χασαρντόµ µι ατζέ(ν)τα = Συνών. µανούςς = άνθρωπος.
έχασα την ατζέντα µου. (υποκ.): τζονορό, ο και τζενορό, ο.
ατζέντης: ατζέ(ν)τατζίο, ο (θηλ. ατοποθέτητος (επίθ.): µπιτχοντό,-ί
ατζέ(ν)τατζίκα, η). και µπιτχοντι(ν)ντό,-ί
ατηγάνιστος: (βλ. άψητος) (βλ. οµόηχο µπιτχοντό = άπλυτος )
ατίθασος (για προσ.) (άκλ. επίθ.): Αντίθ. τχοντό = τοποθετηµένος
ναλέτι (οµόηχο τχοντό = πλυµένος).
π.χ. ναλέτι χουρντό = ατίθασο ατόφιος (επίθ.): σαστό,-ί (=
παιδί (ως ουσ. ναλέτι, ο , ναλέτκα, ολόκληρος, υγιής).
η) Αντίθ. οπάςς = µισός, εσίκι =
ατιµάζω (µετβ. ρ.): λατζανταράβ λειψός.
(= ντροπιάζω, προσβάλλω, ατράβηχτος (επίθ.):
εξευτελίζω, ταπεινώνω) µπισϋρντι(ν)ντό,-ί και
(λατζ = ντροπή). µπισϋρνταρντό,-ί και (άκλ.επιθ.)
ατίµασµα: λατζανταριπέ, ο (= µπισϋρντιµέ.
ντρόπιασµα, προσβολή, (µπισϋρντι(ν)ντό µτφ. =
εξευτελισµός, ταπείνωση). αβάσταχτος, ανυπόφορος),
ατιµασµένος (µτχ): λατζανταρντό,- (µπισϋρντιµέ µτφ. = ανυπόφορος,
ί (= ντροπιασµένος, αβάσταχτος, αζύγιστος).
προσβεβληµένος, εξευτελισµένος, (µπισϋρνταρντό µτφ. = αζύγιστος).
ταπεινωµένος). Αντίθ. σϋρντι(ν)ντό και σϋρνταρντό
ατίναχτος (επίθ.): µπικινισαρντό, -ί = τραβηγµένος και σϋρντιµέ =
π.χ. µπικινισαρντό κιλίµο = τραβηγµένος.
ατίναχτο χαλί. άτριφτος (επίθ.): µπιµορντό,-ί
Αντίθ. κινισαρντό = τιναγµένος, Αντίθ. µορντό = τριµµένος,
ξετιναγµένος. ακονισµένος.
ατµός: ντουµάνο, ο (βλ. και άτριχος (επίθ.): µπιµπαλαλό,-ί και
καπνός) µπιµπαλένγκο,-ι
π.χ. ντουµάνο ικλέλ κατάρ Αντίθ. µπαλαλό = τριχωτός,
τσίντζιρα = ατµός βγαίνει από την µαλλιαρός.
κατσαρόλα. άτροµος (επίθ.): µπινταρανό,-ί
άτολµος (επίθ.): µπιτζεσαρετέσκο,- (σ.α. άφοβος)
ι (= χωρίς θάρρος) Συνών. µπιτρασσανό και
Συνών. τρασσανό, νταρανό = µπιτρασσάκο = άφοβος.
φοβιτσιάρης ατρύπητος (επίθ.): µπιχϋβαρντό,-ί
Αντίθ. τζεσαρετλίο = τολµηρός, Αντίθ. χϋβαρντό = τρυπηµένος.
θαρραλέος. ατσαλάκωτος (άκλ. επίθ.):
ατοµικός (επίθ.): τζενικανό,-ί µπιµπουρτσιµέ.
(τζονό ή τζενό = άτοµο). Αντίθ. µπουρτσιµέ =
ατοµικότητα: τζενιπέ, ο. τσαλακωµένος.
άτοµο: τζονό και τζενό, ο ατσαλένιος (α) (επίθ.): απτσιναλό,-
ί και απσιναλό,-ί.
95

ατσαλένιος (β) (επίθ.): π.χ. σο µπιµπαχταλό µανούςς! = τι


τσελικέσκο,-ι και τσελικόσκο,-ι άτυχος άνθρωπος!
π.χ. τσελικέσκι σσάικα = Αντίθ. µπαχταλό = τυχερός,
ατσαλένιο καρφί. ευτυχισµένος.
ατσάλι (α): απτσίν και απσίν, αυγό: (βλ. αβγό).
ατσάλι (β): τσελίκο, ο Αύγουστος: Αβουστόζι
π.χ. τσελίκο σι η σσάικα = ατσάλι π.χ. Αβουστόζι αβιλό, τζάλταρ ο
είναι το καρφί, ζουραλό σας λεσκό µιλάι = Αύγουστος ήρθε, φεύγει το
ντατ, σαρ τσελίκο σας ο µανούςς! = καλοκαίρι.
δυνατός ήταν ο πατέρας του, σαν αυθαίρετος (επίθ.): αφθέρετο,-ι
ατσάλι ήταν ο άνθρωπος! π.χ. κατέ οπρέ σα ε κχερά
(τσέλικο = ξυλίκι είδος παιδικού αφθέρετα σι = εδώ πάνω όλα τα
παιχνιδιού). σπίτια αυθαίρετα είναι.
ατσάλινος: (βλ. ατσαλένιος). αυθεντικός: (βλ. γνήσιος).
ατσάλωµα: απτσιναριπέ και αυθεντικότητα: (βλ. γνησιότητα).
απσιναριπέ, ο. αυθηµερόν (επίρρ.): εκχέ-
ατσαλωµένος (µτχ.): γκιβεσέστε
απτσιναρντό,-ί και απσιναρντό,-ί. π.χ. ιρισάιλο εκχέ-γκιβεσέστε =
ατσαλώνω (µετβ. ρ.): απτσιναράβ γύρισε αυθηµερόν.
και απσιναράβ. αυλή: αβλία, η και αβλίν, η και
ατσίγαρος (επίθ.): µπιτζιγκαράκο, αρέµι, ο
-ι π.χ. πφερντί λουλουγκιά σι λακί
π.χ. µπιντραµιάκο, µπιτζιγκαράκο, αβλία = γεµάτη λουλούδια είναι η
ατσχιλό οπρά ντοµά = άφραγκος, αυλή της, σσουλαβάβ ο αρέµι =
ατσίγαρος, έµεινε πάνω στους σκουπίζω την αυλή, µπούσσουκαρ
δρόµους. σι κι αβλίν! = υπέροχη είναι η αυλή
ατύχηµα (α): καζάβα, η και σου!
ατίχιµα, ο (υποκ.): αβλιίσα, η και αρεµίσι, ο.
π.χ. κάι καβά ντροµ, µπουτ καζάβε αυλόπορτα: αβλιάκο-ουντάρ, ο και
κερντιλέ = σ' αυτόν το δρόµο, αβλιάκι-καπούια, η (προφ. µε
πολλά ατυχήµατα έγιναν. συνίζηση ια)
ατύχηµα (β): ατάβα, η π.χ. νά µουκ πουταρντό ε αβλιάκο-
π.χ. (κατάρα) ατάβα τε αρακχαβέλ ουντάρ = µην αφήνεις ανοιχτή την
τουτ = ατύχηµα να σε βρει, αυλόπορτα, πουτάρ ε αβλιάκι-
(αταή(ν)ναν = κατά λάθος, π.χ. καπούια = άνοιξε την αυλόπορτα.
αταή(ν)ναν τσαλαντά τουτ = κατά αυριανός (επίθ.): τχαρικνό,-ί και
λάθος σε χτύπησε). τχαϊαρικνό,-ί (προφ. µε συνίζηση
ατυχής: (βλ. άτυχος). ια) και τχεϊαρικνό,-ί (προφ. µε
ατυχία: µπιµπαχταλιπέ και συνίζηση ια )
µπιµπαχτιπέ, ο (µπιµπαχταλιπέ σ.α. π.χ. ο τχαρικνό γκιβέ = η αυριανή
δυστυχία) µέρα.
Αντίθ. µπαχ = τύχη. Αντίθ. ιρακιτνό = χθεσινός και
άτυχος (επίθ.): µπιµπαχταλό,-ί και αρακιτνό = χθεσινός.
µπιµπαχτακό,-ί, (σ.α. αύριο (επίρρ.): τχάρα, τχαϊάρα
δυστυχισµένος, βλ. και (προφ. µε συνίζηση ια) και τχεϊάρα
δυστυχισµένος) (προφ. µε συνίζηση ια)
96

π.χ. η τιλεόραση πφε(ν)ντά τχάρα π.χ. κον σι καβά; = ποιος είναι


κάι κα ντελ-µπρουουµ = η αυτός; αβέρ πφενές µανγκέ του,
τηλεόραση είπε ότι αύριο θα αβέρ πφενέλ µανγκέ βο = άλλα µου
βρέξει, τχαϊάρα κα τζάβταρ = αύριο λες εσύ, άλλα µου λέει αυτός.
θα φύγω, τχάρα κ'αβέλ = αύριο θα αυτός (β) (δεικτ. αντων.): ακαβά
'ρθει. και (προς. ως οριστική αντων.) βοβ
Αντιθ. ιρακί = χθες και αρακί = και βο (σ.α. ο ίδιος)
χθες. π.χ. ακαβά τσαλαντά µαν = αυτός
αυτάκι: (βλ. αφτάκι). µε χτύπησε, κ’ αβέλας βοβ ντα, αµά
αυτή: βόι και καγιά και καϊά νι αβιλό = θα ‘ρχόταν κι αυτός,
π.χ. καγιά σι κι ροµνί; = αυτή είναι αλλά δεν ήρθε, τε αβέλ βο τε λελ πε
η γυναίκα σου;, µπουτ τζανέλ καϊά παρέ, µε τούτε νι νταβ λεν = να
= πολλά ξέρει αυτή. έρθεις αυτός (ο ίδιος) να πάρει τα
αυτί: (βλ. αφτί). λεφτά του, εγώ σε σένα δεν τα δίνω
αυτοκινητάκι: τοµαφιλίσι και (η λέξη ακαβά είναι σύνθετη, από
τροµοφιλίσι, ο. ακ = να µορ., ιδού και καβά =
αυτοκίνητο: τοµαφίλι και αυτός, µε αποβολή του κ από το
τροµοφίλι, ο πρώτο συνθετικό, γιατί το δεύτερο
π.χ. κάσκο σι καβά τοµαφίλι; = αρχίζει από κ, ακαβά κατά λέξη:
ποιανού είναι αυτό το αυτοκίνητο; ετούτος, ακαϊά και ακαγιά =
φουλάρ ε µανγκινά κατάρ ο ετούτη).
τροµοφίλι = κατέβασε τα αυχένας : (βλ. σβέρκος).
εµπορεύµατα από το αυτοκίνητο. αφάγωτος (επίθ.): µπιχα(ν)ντό,-ί
αυτοκινητόδροµος: τοµαφιλένγκο- π.χ. µπιχα(ν)ντέ ατσχιλέ ε χαµάτα
ντροµ, ο. = αφάγωτα έµειναν τα φαγητά.
αυτοκτονώ (αµετβ. ρ.): Αντίθ. χα(ν)ντό = φαγωµένος,
µουνταράµαν, (µουνταράβ = µαλωµένος.
σκοτώνω, µαν = εµένα) αφαιρεµένος (επίθ.): ικαλντό,-ί
π.χ. µουνταρντάπες ε λατζάταρ = (κυριολ.= βγαλµένος).
αυτοκτόνησε από ντροπή. (βλ. και π.χ. καλά παρέ κάι νταβ τουτ σι
σκοτώνοµαι). αµαρό κιάρι· ικαλντέ σι α(ν)ντράλ ε
αυτόµατος (επίθ.): αφτόµατο,-ι µαστράφορα = αυτά τα χρήµατα
π.χ. καλέ τοµαφιλέσκε τακίτε που σου δίνω είναι το κέρδος µας·
αφτόµατε σι = αυτού του αφαιρεµένα είναι από µέσα τα
αυτοκινήτου οι ταχύτητες έξοδα.
αυτόµατες είναι. Συνών. λι(ν)ντό = παρµένος,
αυτοπυρπολούµαι (αµετβ. ρ.): αφηρηµένος, αδέξιος.
πφαµπαράµαν (πφαµπαράβ = καίω αφαίρεση: ικαλιπέ, ο (κυριολ.
µετβ., ανάβω µετβ., µαν = εµένα, βγάλσιµο).
τον εαυτό µου) Συνών. λιιπέ = πάρσιµο, λήψη.
π.χ. πφαµπαρντάπες γκαζέσα, κάι αφαιρέσιµος (επίθ.): ικαλιµάσκο, -
κϋσκανίορας πε ροµέ = ι
αυτοπυρπολήθηκε µε πετρέλαιο, αφαιρούµαι (α): (βλ. ξεχνιέµαι).
που ζήλευε τον σύζυγό της. αφαιρούµαι (β) (αµετβ. ρ.):
αυτός (α): βο και καβά ικάλντιαβ
97

π.χ. ικάλντιλε παρέ κατάρ π.χ. ο τσορµπατζίο αβέλ = το


α(ν)ντράλ = αφαιρέθηκαν χρήµατα αφεντικό έρχεται, τσορµπατζίο
αποδώ µέσα. κερντιλό = αφεντικό έγινε.
αφαιρώ (µετβ. ρ.): ικαλάβ (κυριολ. αφηγούµαι: (βλ. διηγούµαι).
βγάζω) άφηµα: µουκιπέ, ο (σ.α. παράτηµα,
π.χ. τε ικαλέσα α(ν)ντράλ ε εγκατάλειψη).
ντροµέσκε µαστράφορα, ζάλακ αφηµένος (µτχ.): µουκλό,-ί.
κιάρι ατσχέλ αµένγκε = εάν αφήνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
αφαιρέσεις από µέσα τα έξοδα του µουκάµαν
δρόµου (διαδροµής),λίγο κέρδος π.χ. νά µούκτουτ, κα περές = µην
µας µένει. αφήνεσαι, θα πέσεις, µουκλάπες η
Συνών. λαβ = παίρνω, λαµβάνω. ντο(ν)ντουρµάβα = αφέθηκε
αφαλός: µπουρούκο, ο (έλιωσε) το παγωτό, νά µούκτουτ
(υποκ.): µπουρουκίσι, ο. αγκαντάλ, βουράβτουτ,
αφανέρωτος (επίθ.): ρά(ν)ντετουτ = µην αφήνεσαι (µην
µπισικαντι(ν)ντό,-ί και παραµελείς τον εαυτό σου) έτσι,
µπισικανταρντό,-ί. ντύσου, ξυρίσου, νά µούκτουτ, κερ
Αντίθ. σικανταρντό και σσεβίκι, τε µπιτιρίας = µην
σικαντι(ν)ντό = φανερωµένος. αφήνεσαι (µη χαλαρώνεις), κάνε
αφανής (επίθ.): µπισικαντό,-ί γρήγορα, να τελειώσουµε.
Αντίθ. σικαντό = φανερός. (µουκάµαν κυριολ. αφήνω τον
αφανίζω: (βλ. εξαφανίζω, εαυτό µου).
εξοντώνω). αφήνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
αφάνιση: χασαρνταριπέ, ο (σ.α. µουκλιάβ (σ.α. εγκαταλείποµαι,
εξόντωση). παραιτούµαι, απολύοµαι)
αφανισµένος: (βλ. εξοντωµένος). π.χ. µουκλιλό σερµπέζι = αφέθηκε
αφανισµός: (βλ. αφάνιση). ελεύθερος. (βλ. και παραιτούµαι,
αφάσκιωτος (επίθ.): απολύοµαι).
µπιπακιαρντό,-ί. αφήνω (α) (µετβ. ρ.): µουκάβ
Συνών. µπικουρπαρντό = π.χ. κα µουκάβ καϊά µπουκί = θα
ασπαργάνωτος. την αφήσω αυτή την δουλειά,
Αντίθ. πακιαρντό = φασκιωµένος, µουκλά πε ροµέ = τον άφησε τον
κουρπαρντό = σπαργανωµένος. άνδρα της. (σ.α. παρατώ,
αφεντιά: αφε(ν)ντιλίκο, ο. εγκαταλείπω, επιτρέπω).
αφεντικίνα (α): αφε(ν)ντικόσκα, η. αφήνω (β) (επιτατ. ενεργ. διαµ.
αφεντικίνα (β): τσορµπατζΰκα, η. ρ.): µουκλανταράβ και (ενεργ.
αφεντικό (α): αφε(ν)ντικόζι και διαµ.ρ.) µουκλαράβ (= κάνω να
αφε(ν)ντικό, ο αφήσει-ουν, βάζω να αφήσει-ουν,
π.χ. µε αφε(ν)ντικόζι οπρά µο κάνω να αφεθεί-ούν, αναγκάζω να
σσορό νι µανγκάβ, κάνα κεράβ αφήσει-ουν)
µπουκί = εγώ αφεντικό πάνω στο π.χ. κα µουκλανταράβ λεστέ καϊά
κεφάλι µου, δεν θέλω όταν µπουκί = θα τον κάνω να αφήσει
δουλεύω, νταά ιν ποκι(ν)ντάς τουτ αυτή τη δουλειά (µουκλανταρντό, -ί
κο αφε(ν)ντικό; = ακόµα δεν σε και µουκλαρντό, -ί µτχ = αφηµένος,
πλήρωσε το αφεντικό σου; απολυµένος, µουκλανταριπέ και
αφεντικό (β): τσορµπατζίο, ο
98

µουκλαριπέ, ο ρηµατ. ουσ. = άφηµα, αφίλητος (α) (επίθ.):


απόλυση, αναγκαστικό άφηµα). µπιτσουµιντι(ν)ντό, -ί
αφηρηµάδα (α): λι(ν)ντιπέ, ο π.χ. µπιτσουµιντι(ν)ντέ ουσστά =
π.χ. σο σι καβά λι(ν)ντιπέ κάι αφίλητα χείλη.
σίτουτ; = τι αφηρηµάδα είναι αυτή Αντίθ. τσουµιντι(ν)ντό = φιληµένος.
που έχεις; αφίλητος (β) (επίθ.):
αφηρηµάδα (β): µπισταριπέ, ο µπιτσουµουντι(ν)ντό, -ί
(κυριολ. ξεχασιά) Αντίθ. τσουµουντι(ν)ντό =
π.χ. καβά µπισταριπέ κάι σίτουτ, φιληµένος.
ούτε εκχέ µπουκιάτε νι κα ασταρέν αφιλοπονία: (βλ. τεµπελιά).
τουτ = αυτήν την αφηρηµάδα που αφιλόπονος: (βλ. τεµπέλης).
έχεις ούτε σε µια δουλειά δεν θα σε άφιλος: µπιαµαλέσκο,-ι.
κρατήσουν. άφιξη: αβιπέ, ο
αφηρηµένος (α) (µτχ.): λι(ν)ντό,-ί (κυριολ. ερχοµός, αβάβ = έρχοµαι).
π.χ. κάι πφιρέλ κι γκογκί, µο Αντίθ. τζιιπέ = πηγαιµός.
λι(ν)ντέα; = πού περπατάει το άφοβα: µπιτρασσάσα και
µυαλό σου, ρε αφηρηµένε; µπουτ µπινταράσα (σ.α. άτροµα)
λι(ν)ντό σαν· ούτε γεκ λατσχί π.χ. πάσστο µπινταράσα =
µπουκί νασστί κερές = πολύ κοιµήσου άφοβα.
αφηρηµένος είσαι· ούτε µια δουλειά αφοβία: µπιτρασσαηπέ, ο και
καλή δεν µπορείς να κάνεις. µπινταραηπέ, ο
(λι(ν)ντό κυριολ. = παρµένος), (βλ. Αντίθ. τραςς = φόβος, τρόµος και
και παρµένος). νταρ = φόβος, τρόµος.
αφηρηµένος (β) (µτχ.ως επιθ.): άφοβος (επίθ.): µπιτρασσανό,-ί και
µπισταρντό,-ί (κυριολ. = µπιτρασσάκο,-ι
ξεχασιάρης, ξεχασµένος) Συνών. µπινταρανό = άτροµος,
π.χ. µπισταρντέα, σα κε νατάρε άφοβος.
µπιστρές = αφηρηµένε, όλο τα Αντίθ. τρασσανό = φοβιτσιάρης.
κλειδιά σου ξεχνάς. αφοδεύω: (βλ. χέζω).
άφθαρτος (επίθ.): µπιαραντό,ί αφόδευση: (βλ. χέσιµο).
(σ.α. αχάλαστος) αφοδευτήριο: (βλ. αποχωρητήριο).
Συνών. µπιµουσαρντό = αχάλαστος. αφόρετος (επίθ.): µπιβουραντό,-ί
Αντίθ. αραντό = φθαρµένος, π.χ. µπιβουραντέ σι ε µενία =
χαλασµένος και µουσαρντό = αφόρετα είναι τα παπούτσια. (βλ.
χαλασµένος. και άντυτος), (σ.α. κακοντυµένος).
αφθονία (α): µπερεκέτι, ο Αντίθ. βουραντό = φορεµένος,
π.χ. γκελό κοβά µπερεκέτι κάι ντυµένος.
τζανέσας = πάει εκείνη η αφθονία αφόρητος: (βλ. αβάσταχτος).
που ήξερες. αφορµή: µανάβα, η
αφθονία (β): µπο(λ)λούκο, ο π.χ. µανάβα ρόντελας, τε τζάλταρ =
π.χ. κα ρόντες καβά µπο(λ)λούκο = αφορµή έψαχνε, να φύγει.
θα ψάχνεις αυτήν την αφθονία! (σ.α. φταίξιµο π.χ. κάνα κα
Αντίθ. εσικλίκο = έλλειψη. τσαλαβάβ λε, µάνγκε µανάβα τε να
άφθονος: (βλ. πολύς, µπόλικος). ρακχαβές = όταν θα τον χτυπήσω,
αφιερώνοµαι: (βλ. αφοσιώνοµαι). για µένα φταίξιµο να µη βρεις (δηλ.
να µη µου ζητήσεις το λόγο).
99

(οµόηχο µανάβα = αίνιγµα). αφρός: κυπυρύκο, ο (τα υ προφ.


αφοσιώνοµαι (αµετβ. ρ.): ντάµαν όπως το γαλλικό u) και αφρό, ο.
(= δίνω τον εαυτό µου, δίνοµαι, αφτάκι: κανορό, ο
νταβ = δίνω, µαν = εµένα) π.χ. καβά κάι κερντάν τε να
π.χ. ντιόµαν τουκέ σα µε γκέσα = µπιστρές λε· τε τχος λε τσεν κάι κο
σου αφοσιώθηκα µ 'όλη την ψυχή κανορό = αυτό που έκανες να µην
µου. το ξεχάσεις· να το βάλεις
αφού (σύνδ.): αφού σκουλαρίκι στο αφτάκι σου.
π.χ. αφού ντιάν ακανά α(ν)ντό άφταστος (επίθ.): µπιρεσαντό,-ί
κχελιπέ, κα κχελές = αφού µπήκες Αντίθ. ρεσαντό = φτασµένος.
τώρα στο χορό, θα χορέψεις. άφτερος (επίθ.): µπιπφακένγκο, -ι
αφουρτούνιαστος (επίθ.): Αντίθ. πφακιαλό = φτερωτός.
µπιφουρτουνάκο, -ι. αφτί: καν, ο
αφούσκωτος (επίθ.): π.χ. ε χουρντέσκε κανά ντουκχάν,
µπιπφουκιαρντό,-ί ο(ν)ντάν ροβέλ = του µωρού τα
Αντίθ. πφουκιαρντό = αφτιά πονούν, γι’ αυτό κλαίει, ούτε
φουσκωµένος, λαχανιασµένος. λεσκό καν ιν τερλενίορ! = ούτε το
άφραγκος (επίθ.): µπιντραµιάκο,-ι αφτί του δεν ιδρώνει! καν τχολ για
π.χ. µπιντραµιάκο ατσχιλόµ = τε ασσουνέλ αµέν σο πφενάς = αφτί
άφραγκος έµεινα. βάζει για να µας ακούσει τι λέµε.
αφράτος (επίθ.): πφουκλό, -ί άφτιαχτος (επίθ.): µπικερντό,-ί
(κυριολ. φουσκωτός) (σ.α. αγίνωτος, άγουρος, ανώριµος,
π.χ. πφουκλό µαρνό = αφράτο αδηµιούργητος, ακάµωτος).
ψωµί. Αντίθ. κερντό = γινωµένος,
αφρίζω (α) (αµετβ. ρ.): (µόνο για φτιαγµένος, δηµιουργηµένος,
πρόσωπο): τσχουνγκαρά-κεράβ (= καµωµένος, ώριµος.
σάλια κάνω) άφυλλος (επίθ.): µπιπατρένγκο,-ι.
π.χ. τσχουνγκαρά κερντάς λεσκό αφυπνίζοµαι: (βλ. αµετβ. ξυπνώ).
µούι κατάρ ο νασουλιπέ = άφρισε αφυπνίζω: (βλ. µετβ. ξυπνώ).
το στόµα του από την κακία. αφύπνιση: (βλ. ξύπνηµα).
αφρίζω (β) (αµετβ. ρ.): αφυπνισµένος: (βλ. ξύπνιος).
κυπυρύκορα-κεράβ και κυπυρύτσα- άφωνος (επίθ.): µπιλαλάκο,-ι και
κεράβ µπισεζάκο,-ι.
(κυριολ. αφρούς κάνω). αχ (επιφών.): αχ
Αφρικανός: Αφρικάνο, ο. π.χ. αχ, σο τε κεράβ τουκέ! = αχ, τι
Αφρικάνα: Αφρικάνκα, η. να σου κάνω!, αχ, τσαλαντόµ µο
αφρικάνικος (επίθ.): βας = αχ, χτύπησα το χέρι µου.
αφρικανένγκο, -ι. αχαΐρευτος: (βλ. ρέµπελος).
Αφρική: Αφρικί, η. αχάλαστος (επίθ.): µπιµουσαρντό,-
αφροντισιά: (βλ. απροσεξία). ί
αφρόντιστος (επίθ.): µπιντικχλό,-ί Συνών. µπιαραντό = άφθαρτος,
και µπιντικλι(ν)ντό,-ί (κυριολ. αχάλαστος.
ακοίταχτος). Αντίθ. µουσαρντό = χαλασµένος,
Αντίθ. ντικχλό και ντικχλι(ν)ντό = µποζούκι = χαλασµένος, αραντό =
κοιταγµένος. φθαρµένος, χαλασµένος.
(οµόηχο ντικχλό = µαντίλα).
100

αχαµήλωτος (επίθ.): Αντίθ. ρενκλίο = χρωµατιστός,


µπιχαρναρντό, -ί έγχρωµος.
Αντίθ. χαρναρντό = χαµηλωµένος. άχρωµος (επίθ.): µπιρενκέσκο,-ι
αχαµνά (επίθ.): πελέ, ε (πληθ. της π.χ. µπιρενκέσκο σι ο παΐ =
λέξης πελό, ο = όρχις, οµόηχο πελέ άχρωµο είναι το νερό.
= έπεσαν , πέσανε, οµόηχο πελό = αχτένιστος (επίθ.): µπιφουλαντό,-ί
έπεσε) π.χ. σόσκε µουκές κε σσουκάρ
π.χ. χαλά εκ τεκµάβα κάι πε πελέ = µπαλορά µπιφουλαντέ; = γιατί
έφαγε µια κλοτσιά στα αχαµνά του. αφήνεις τα ωραία σου µαλλάκια
αχαριστία: ναµκχερλίκο, ο και αχτένιστα;
ναµκχιορλούκο, ο Αντίθ. φουλαντό = χτενισµένος.
π.χ. (κατάρα) τε κοραρέλ τουτ άχτι: άχτι, ο
καβά ναµκχερλίκο κάι κερές = να π.χ. µπαρό άχτι σίµαν λέσκε =
σε τυφλώσει αυτή η αχαριστία που µεγάλο άχτι του έχω, κα ικαλάβ µο
κάνεις. άχτι λέσταρ = θα βγάλω το άχτι µου
αχάριστος (επίθ.): ναµκχέρι,-κα από ‘κείνον.
και ναµκχιόρι -κα Συνών. χολί = θυµός.
π.χ. γκαντικίν λατσχιπέ κερντόµ αχτίνα: (βλ. ακτίνα)
τουκέ, µο ναµκχέρι! = τόση άχτιστος (επίθ.): µπικερνταρντό, -ι
καλοσύνη σου ’κανα, ρε αχάριστε! (σ.α. ακατασκεύαστος,
αχθοφόρος: χαµαλτζίο, ο αδηµιούργητος, άφτιαχτος, βλ. και
π.χ. τε να τζάσα κάι σχολίο, του ακατασκεύαστος)
ντα χαµαλτζίο κα κερντός, κάνα κα Αντίθ. κερνταρντό =
µπαρός = αν δεν πας στο σχολείο, δηµιουργηµένος, χτισµένος,
κι εσύ αχθοφόρος θα γίνεις, όταν κατασκευασµένος, φτιαγµένος.
µεγαλώσεις. αχτύπητος (επίθ.): µπιτσαλαντό,-ί
αχιόνιστος (επίθ.): µπιγιβαλό,-ί Αντίθ. τσαλαντό = χτυπηµένος.
Αντίθ. γιβαλό = χιονισµένος. αχυρένιος (επίθ.): πουσάκο,-ι
αχλαδάκι: α(µ)µπρολορί, η. π.χ. πουσάκο µι(ν)ντέρι = αχυρένιο
αχλάδι: α(µ)µπρόλ, η στρώµα.
π.χ. λιόµ τουκέ α(µ)µπλολά τε χας άχυρο (α): πους, η.
= σου πήρα αχλάδια να φας. άχυρο (β): σάλµα, η
αχλαδιά: α(µ)µπρολίν, η. π.χ. λιόµ σάλµα ε µα(ν)νταβένγκε
αχόρταγος (επίθ.): µπιτσαϊλό,-ί = πήρα άχυρο για τις αγελάδες.
π.χ. µπιτσαϊλί σι κι γιακ· σο ντικχές (σάλµα ως επιρρ. = ανεξέλεγκτα
µανγκές = αχόρταγο είναι το µάτι π.χ. βόι πασστόλ, πε χουρντέν παλέ
σου· ό,τι βλέπεις ζητάς. µουκέλ λεν τε πφιρέν σάλµα οπρά
αχορτασιά: µπιτσαϊλιπέ, ο. ντροµά = αυτή κοιµάται, τα παιδιά
αχόρταστος (επίθ.): της πάλι τα αφήνει να περπατούν
µπιτσαϊλαρντό,-ί. ανεξέλεγκτα πάνω στους δρόµους).
Αντίθ. τσαϊλαρντό = χορτασµένος, αχυρόδεµα: µπά(λ)λα (µπάλα από
τσαϊλό = χορτάτος. άχυρο)
άχρεος (επίθ.): µπιµπορτζέσκο,-ί (= π.χ. εκ µπά(λ)λα νασστί βάζντες;
χωρίς χρέος). ένα αχυρόδεµα δεν µπορείς να
αχρωµάτιστος (επίθ.): σηκώσεις;
µπιρενκλίο,-ίκα
101

άψαχτος (επίθ.): µπιροντό,-ί και


µπιροντι(ν)ντό-ί
Αντίθ. ροντό = ψαγµένος.
αψεγάδιαστος (επίθ.):
µπικουσουρέσκο,-ι (=
ακουσούρευτος)
π.χ. µπικουσουρέσκο µανούςς αν
ντουνιάβα νάι = αψεγάδιαστος
άνθρωπος στον κόσµο δεν υπάρχει.
αψευδής (επίθ.): µπιχοχαµντό,-ί
Συνών. τσατσουκανό = αληθινός,
πραγµατικός
Αντίθ. χοχαµντό = ψευδής,
ψεύτικος, ψεύτης.
άψητος (επίθ.): µπιπεκό,-ί
π.χ. µπιπεκό σι ο µας = άψητο είναι
το κρέας.
Αντίθ. πεκό = ψηµένος, τηγανητός.
άψυχα (επίρρ.): µπιγκέσα και
µπιγκιόσα.
άψυχος (επίθ.): µπιγκέσκο,-ι (=
χωρίς ψυχή) και µπιγκιέσκο,-ι (=
χωρίς ψυχή), και µπιγκιόσκο,-ι (=
χωρίς ψυχή).
100

Β
βαδίζω (αµετβ. ρ.): πφιράβ (= βαθαίνω (µετβ. ρ.): ντερίνι-κεράβ
αµετβ. περπατώ). (= βαθύ κάνω).
βάδισµα: πφιριπέ, ο (= βαθαίνω (αµετβ. ρ.): ντερίνι-
περπάτηµα). κερντιάβ (= βαθύς γίνοµαι).
βάζο: βάζο, ο βαθιά (επίρρ.): ντερίνι
π.χ. κον πφαγκλά ο βάζο; = ποιος (σ.α. βαθύς, βλ. και βαθύς).
έσπασε το βάζο; π.χ. νά τζα µπουτ ντερίνι α(ν)ντό
βάζοµαι (αµετβ. ρ.): τχάµαν παί, κα τασός = µη πηγαίνεις πολύ
π.χ. νι λατζάς κάι τχόστουτ εκχέ βαθιά µες στο νερό, θα πνιγείς.
σικνέ χουρντέσα; = δεν ντρέπεσαι βαθµός: βαθµόζι, βατµόζι και
που βάζεσαι (τα βάζεις) µε ένα βαθµός, ο
µικρό παιδί; (κατάρα) τε τχόλπες βάθος: ντερι(ν)νίκο, ο
τούσα ο Ντελ, κάι τχόστουτ µάνσα π.χ. καζόµ µέτρορα σι ο
= να βαλθεί µε σένα ο Θεός, που ντερι(ν)νίκο; = πόσα µέτρα είναι το
βάζεσαι (τα βάζεις) µε µένα. βάθος;
(βλ. οµόηχο τχάµαν = πλένοµαι). βαθύς (άκλ. επιθ.): ντερίνι
βάζω (α) (µετβ. ρ.): τχαβ π.χ. ντερίνι ντενίζι = βαθιά
π.χ. κάι τχοντάν µε µενία; = πού θάλασσα, (µτφ.) ντερίνι σι καλά
έβαλες τα παπούτσια µου; κον πφερασά, νασστί ακχιαρές λεν =
τχοντά τουτ τε κερές καβά σσέι; = βαθιά είναι αυτά τα λόγια, δεν
ποιος σε έβαλε να κάνεις αυτό το µπορείς να τα καταλάβεις.
πράγµα; τχο µανγκέ τε χαβ = βάλε βαθύτητα: (βλ. βάθος).
µου να φάω. βαλβίδα: βαλβίντα και βαλβίδα, η
(βλ. και τοποθετώ). π.χ. ντενκλεµέκο µανγκέν ε
(βλ. οµόηχο τχαβ = κλωστή, τοµαφιλέσκε βαλβίντε = ρύθµιση
πλένω). θέλουν του αυτοκινήτου οι
Αντίθ. ικαλάβ = βγάζω. βαλβίδες.
βάζω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): βαλές: βαλέ, ο
τχονταράβ και (επιτατ.ενερ.διαµ.ρ.) Συνών. φά(ν)τι = φάντης.
τχοντανταράβ (= βάζω να βάλει- βαλίτσα: βαλίτσα η
ουν, κάνω να βάλει-ουν, σ.α. π.χ. πουτάρ η βαλίτσα = άνοιξε την
εγκαθιστώ, παραγγέλλω) βαλίτσα.
π.χ. κα τχονταράβ λεστέ ε κασστά βαλµένος (α) (µτχ.): τχοντό,-ί
αν ντάµο = θα τον βάλω να βάλει (βλ.οµόηχο τχοντό = πλυµένος).
τα ξύλα στην αποθήκη, Αντίθ. µπιτχοντό = άβαλτος
τχονταρντόµ τεήπι α(ν)ντό τοµαφίλι (οµόηχο µπιτχοντό = άπλυτος).
= εγκατέστησα µαγνητόφωνο στο βαλµένος (β) (µτχ.): τχονταρντό, -ί
αυτοκίνητο, σο µανγκές τε (από το ρ. τχονταράβ βλ. βάζω (β),
τχονταράβ τουκέ τε χας; = τι θέλεις τχονταρντό σ.α. εγκατεστηµένος).
να σου παραγγείλω να φας; τζαβ βάλσιµο (α): τχοντιπέ και τχοηπέ, ο
κάι ντοκτόρι τε τχονταράβ µανγκέ (βλ. οµόηχο τχοηπέ = πλύσιµο)
γκαλµπενέσκο νταν = πάω στον (βλ. και τοποθέτηση).
γιατρό να βάλω χρυσό δόντι. Αντίθ. ικαλιπέ = βγάλσιµο.
101

βάλσιµο (β): τχονταριπέ, ο (ρηµ. (διπρόσωπε)! άλλα λες µπροστά


ουσ. από το ρ. τχονταράβ βλ. βάζω µου κι άλλα από πίσω µου. (Η µτφ.
(β), τχονταριπέ σ.α. εγκατάσταση). έννοια της τελευταίας φράσης
βάλτος: µπατάκο, ο (σ.α. βούρκος). προήλθε από το γεγονός ότι το
βαµβακάκι: παµουκίσι, ο. βάψιµο γίνεται οριζόντια και
βαµβακέλαιο: παµουκέσκο-κχιλ, ο. κάθετα).
βαµβακερός (επίθ.): (βλ. και αλειµµένος).
παµουκλούιο,-ούκα (προφ. µε Συνών. µποϊαµούσσι =
συνίζηση ιο) µπογιατισµένος.
π.χ. παµουκλούιο µπουφάνο = Αντίθ. µπιµακχλό = άβαφος.
βαµβακερό µπουφάν. βαµµένος (β) (µτχ.):
βαµβάκι: παµούκο, ο. µακχλανταρντό, -ί (από το ρ.
π.χ. κα τζας κάι γκαβ τε κίντας µακχλανταράβ, βλ. βάφω (β).
παµούκο = θα πάµε στο χωριό να βαµµένος (γ) (µτχ.): µακχλαρντό, -
µαζέψουµε βαµβάκι, σαρ παµούκο ί (από το ρ. µακχλαράβ, βλ. βάφω
σι λακέ βαστά = σαν βαµβάκι είναι (β)).
τα χέρια της (δηλ. µαλακά). βανίλια: βανίλια, η
βαµβακοµαζευτής (ο εργάτης που π.χ. ντε µαν ζάλακ βανίλια, τε
µαζεύει βαµβάκι): παµουκτσίο, ο τσχαβ α(ν)ντό κεκ = δώσε µου λίγη
θηλ. παµουκτσούκα, η. βανίλια, να βάλω µες στο κέικ.
βαµβακοπαραγωγός: παµουκτσίο, βαραίνω (αµετβ. ρ.): πφαριάβ
ο θηλ. παµουκτσούκα, η (σ.α. π.χ. πφαριλό ο χουρντό, τφουλιλό!
βαµβακοµαζευτής). = βάρυνε το παιδί, χόντρυνε!
βαµβακοσυλλεκτική-µηχανή: (πφαριάβ µτφ. = αµετβ. σκάζω,
παµουκένγκι-κο(µ)µπίνα, η πφαρό = βαρύς).
π.χ. σαρ ικλιλί ε παµουκένγκι- Αντίθ. λοκιάβ = αµετβ. ελαφρώνω.
κο(µ)µπίνα, τσχι(ν)ντιλί αµαρί βαραίνω (µετβ. ρ.): πφαραράβ
µπουκί = καθώς βγήκε η (πφραράβ µτφ. = σκάζω µετβ.).
βαµβακοσυλλεκτική µηχανή Αντίθ. λοκιαράβ = µετβ. ελαφρώνω.
κόπηκε (µειώθηκε) η δουλειά µας βαράω (µετβ. ρ.): τσαλαβάβ (=
(φράση των εργατών που µαζεύουν χτυπώ)
βαµβάκι). π.χ. τσαλαβάβ η καρφίν ε
βαµµένος (α) (µτχ.): µακχλό,-ί τσοκανέσα = βαράω το καρφί µε το
(σ.α. αλειµµένος) σφυρί.
π.χ. µακχλέ σι λακέ µπαλά = βαρελάκι: φουτσιίσα, η.
βαµµένα είναι τα µαλλιά της, βαρελάς: φουτσουτζούιο, ο (προφ.
µακχλό σι ο κχέρ = βαµµένο είναι µε συνίζηση ιο) και φουτσουτζίο, ο
το σπίτι, (µτφ.) τζανές σο µακχλό σι (θηλ. φουτσουτζούκα, η ).
καβά, τζαλ τουσά σσουκάρ τζι τε βαρέλι: φουτσία, η
κερέλ πι µπουκί = ξέρεις τι π.χ. πφεράβ η φουτσία παί =
βαµµένος (συµφεροντολόγος) είναι γεµίζω το βαρέλι νερό.
αυτός, πάει καλά µαζί σου µέχρι να βαρελιάζω (µετβ. ρ.): α(ν)ντί-
κάνει τη δουλειά του, (µτφ.) τζάταρ φουτσία-πφεράβ (= µες στο βαρέλι
κατάρ µο µακχλέα! αβέρ πφενές γεµίζω).
ανγκλά µά(ν)ντε ντα αβέρ παλάλ βάρεµα: τσαλαηπέ, ο (= χτύπηµα).
µά(ν)ντε = φύγε από δω ρε βαµµένε βαρεµάρα: (βλ. βαριεστηµάρα).
102

βαρεµένος (µτχ.): τσαλαντό,-ί (= π.χ. κον λιά ο σικνό-τοκµάκο; =


χτυπηµένος). ποιός πήρε τη βαριοπούλα;
π.χ. (µτφ.) τσαλαντό σι α(ν)ντό βαριούτσικος (επίθ.): πφαρορό,-ί
σορό = βαρεµένος είναι στο κεφάλι Αντίθ. λοκορό = ελαφρούτσικος.
(δηλ. είναι βλάκας). βάρκα: καήκο, ο
βαριά: τοκµάκο, ο (σ.α. πλοίο, καράβι, καΐκι).
π.χ. περαβάβ ο ντουβάρι ε βάρος: πφαριπέ, ο
τοκµακέσα = γκρεµίζω τον τοίχο µε π.χ. νά βάζντε µπουτ πφαριπέ, κα
τη βαριά (τοκµάκο µτφ. = αστάρντολ κο ντουµό = µη
παχουλός, χοντρός π.χ. τοκµάκο σηκώνεις πολύ βάρος, θα πιαστεί η
κερντιλό ο χουρντό κατάρ καλά µέση σου, σίµαν εκ πφαριπέ οπρά
χαµάτα = παχουλό έγινε το µωρό µο γκί = έχω ένα βάρος
από αυτές τις τροφές). (στενοχώρια) πάνω στην ψυχή µου,
βαριά (α) (επίρρ.): πφαρέστε µπιτίν ο πφαριπέ οπρά µά(ν)ντε
π.χ. πφαρέστε τζαλ καβά τοµαφίλι ατσχιλό = όλο το βάρος (η ενοχή)
= βαριά πηγαίνει αυτό το πάνω µου έµεινε.
αυτοκίνητο. (ντουµό κυριολ. = πλάτη).
Αντίθ. λοκέστε = ελαφρά. Αντίθ. λοκιπέ = ελαφρότητα.
βαριά (β) (επίρρ.): αβούρι (σ.α. βάρος (για άθληση): βαριόζι, ο
βαρύς, αργός, βραδυκίνητος). π.χ. νταλί κα βάζντες καβά βαριόζι;
π.χ. µπουτ αβούρι πασστός = πολύ = θα µπορέσεις να σηκώσεις αυτό
βαριά κοιµάσαι. το βάρος;
Αντίθ. αφίφι = ελαφρά, ελαφρός. βαρύκωλος (ο): πφαρέ- µπουλάκο,
βαριακούω (αµετβ. ρ.): πφαρέστε- ο
ασσουνάβ. π.χ. µπουτ πφαρέ - µπουλάκο σαν,
βαριέµαι: υσσενίαβ (το υ προφ. κερ σσεβίκι = πολύ βαρύκωλος
όπως το γαλλικό u) είσαι, κάνε γρήγορα, θηλ.
π.χ. υσσενίορ τε τζαλ αβγκιέ κάι βαρύκωλη = πφαρέ- µπουλάκι, η.
µπουκί = βαριέται να πάει σήµερα βαρύς (α) (επίθ.): πφαρό,-ί (σ.α.
στη δουλειά, υσσενίορ κατάρ πο αργός)
τχαν τε ουσστέλ ο κχα(ν)ντινό = π.χ. πφαρό γκονό = βαρύ σακί,
βαριέται από τη θέση του να (µτφ.) πφαρό σι οπρά µπουκί =
σηκωθεί ο τεµπέλης. βαρύς (αργός) είναι πάνω στη
βαριεστηµάρα: υσσενµέκο, ο δουλειά, (µτφ.) πφαρί σι λεσκί
π.χ. υσσενµέκο ασταρντά µαν = ροµνί = βαριά (έγκυα) είναι η
βαριεστηµάρα µ’ έπιασε. γυναίκα του.
Συνών. κχα(ν)ντινιπέ = τεµπελιά, Αντίθ. λοκό = ελαφρός, σσεβίκι =
βροµιά, οκνηρία, τε(µ)µπε(λ)λίκο = σβέλτος, σβέλτα, γρήγορος, γρήγορα.
τεµπελιά, οκνηρία. βαρύς (β) (άκλ.επιθ.): αβούρι (σ.α.
βαριοκοιµάµαι (αµετβ. ρ.): βαριά, αργός, βραδυκίνητος).
πφαρέστε-πασστιάβ και πφαρέστε- π.χ. αβούρι σι ο ντεµίρι, νασστί κα
πασσλιάβ. βάζντες λε = βαρύ είναι το σίδερο,
βαριοπούλα (α): τοκµακίσι, ο (µτφ. δε θα µπορέσεις να το σηκώσεις,
παχουλούτσικος). καλέ µπουκιάκε του νι κερές,
βαριοπούλα (β): σικνό-τοκµάκο, ο αβούρι σαν = γι' αυτή τη δουλειά
(= µικρή βαριά) εσύ δεν κάνεις, βαρύς (αργός) είσαι,
103

µιρνέ πφερασά αβούρι αβέν τουκέ π.χ. µπούσσουρ κχά(ν)ντελ ο


= τα δικά µου λόγια βαριά σου πεσλάνο = υπέροχα µυρίζει ο
έρχονται (σε πειράζουν). βασιλικός.
Αντίθ. αφίφι = ελαφρός, ελαφρά, (υποκ.): πεσλανίσι, ο.
σσεβίκι = σβέλτος, γρήγορος, βασιλικός (β) (φυτό): µπισιλέκο, ο.
ευκίνητος, σβέλτα, γρήγορα. βασιλικός (επίθ.): τχαγκαρένγκο,-ι
βαρύτητα: πφαριπέ, ο (κυριολ. και πατισσαϊένγκο,-ι (προφ. µε
βάρος). συνίζηση ιε)
βαρυφαίνεται (αµετβ. ρ.): πφαρό- π.χ. σαρ τχαγκαρένγκο κχέρ σίτουτ
σικάντολ. = σαν βασιλικό σπίτι έχεις.
βασανίζοµαι (αµετβ. ρ.): τσεκία- βασίλισσα: τχαγκαρνί, η και
σΰρνταβ (= βάσανο τραβώ) πατισσάικα, η.
π.χ. τζάµπα τσεκία-σΰρντες πασσά βασιλόπιτα: πλιτσί(ν)τα,
λεστέ = άδικα βασανίζεσαι κοντά πλετσί(ν)τα και πετσί(ν)τα, η (=
του. πίτα, µπουγάτσα).
βασανίζω (µετβ. ρ.): τσεκία- βαστώ (αµετβ.και µετβ.ρ.):
σϋρνταράβ (= βάσανο κάνω να ασταράβ (= πιάνω, κρατώ)
τραβήξει-ουν). π.χ. αστάρεν λε, σόσκε κα
π.χ. σόσκε σϋρνταρές µαν τσεκία; µουνταρέλ λε = βαστάτε τον, γιατί
= γιατί µε βασανίζεις; θα τον σκοτώσει, αστάρ
(βλ. και τυραννώ). ζουραλέστε = βάστα γερά.
βασάνισµα: τσεκία-σϋρνταριπέ, η (βλ. και πιάνω, κρατώ).
βασανισµένος: (βλ. βατοµουριά: καλιντζιλίν, η.
τυραννισµένος). βατόµουρο: κάλιντζα, η.
βάσανο (α): τσεκία, η βατραχάκι: ζζανµπορί και
π.χ. νι σϋρντί(ν)ντον καλά τσεκίε = ζανµπίσα, η
δεν τραβιούνται αυτά τα βάσανα. (βλ. και χελωνάκι).
(βλ. και τυραννία). βατραχοειδής (επίθ.): ζζανµπάκο,-
βάσανο (β): ντέρτι, ο ι (σ.α. χελωνοειδής, ζζανµπα =
π.χ. µουκ µαν κάι µε ντέρτορα = βάτραχος, χελώνα).
άσε µε στα βάσανά µου, µε κάσκε βατραχοπόδαρο: ζζανµπάκι-τσανκ,
τε πφενάβ µο ντέρτι; = εγώ σε ποιον η (σ.α. χελώνας πόδι, ζζάνµπα =
να πω το βάσανό µου; βάτραχος, χελώνα).
βάση: βάσι, η βάτραχος: ζζάνµπα, η
βασίζοµαι: βλ. εµπιστεύοµαι, (βλ. και χελώνα).
στηρίζοµαι βαφέας: µποϊατζίο, ο (προφ. µε
βασιλεία: τχαγκαριπέ, ο συνίζηση ια)
βασιλιάς: τχαγκάρ, ο και πατισσάι, π.χ. µποϊατζίο τοµαφιλένγκο =
ο βαφέας αυτοκινήτων.
π.χ. ντικχλά εµπούκα παρέ κάι πε βαφή: µποϊάβα, η (= µπογιά)
βαστά ντα κερέλπες τχαγκάρ = είδε (προφ. µε συνίζηση ια, βλ. και
λίγα λεφτά στα χέρια του και µπογιά)
παριστάνει το βασιλιά. π.χ. µπαλένγκι µποϊάβα = βαφή
βασιλεύω (αµετβ. ρ.): τχαγκαράβ. µαλλιών.
βασιλικός (α) (φυτό): πεσλάνο, ο βάφοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µακχάµαν
(µέση διάθεση)
104

π.χ. κάι κα τζας ντα µακχλάν-τουτ π.χ. κα µακχλανταράβ λατέ ο κχερ


αγκαντάλ; = πού θα πας και = θα την βάλω να βάψει το σπίτι,
βάφτηκες έτσι; (µακχάµαν σ.α. κα µακχλαράβ λατέ µε µενία = θα
αλείφοµαι). τη βάλω να βάψει τα παπούτσια
βάφοµαι (β) (αµετβ. ρ.): µακχλιάβ µου.
(παθητική διάθεση) (σ.α. βάψιµο (α): µακχιπέ, ο
αλείφοµαι) π.χ. ο κχέρ µανγκέλ µακχιπέ = το
π.χ. κάνα κα µακχλόλ καβά κχερ; = σπίτι θέλει βάψιµο.
πότε θα βαφτεί αυτό το σπίτι; Συνών. µποϊαµάκο = µπογιάτισµα.
βάφοµαι (γ) (επιτατ.µες.διαµ.ρ.): βάψιµο (β): µακχλανταριπέ, ο
µακχλανταράµαν και (µεσ.διαµ.ρ.) (ρηµατ. ουσ. από το ρ.
µακχλαράµαν (= βάζω να µε βάψει- µακχλανταράβ, βλ. βάφω (β))
ουν, βάζω να µε αλείψει-ουν, π.χ. µακχλανταριπέ µανγκέλ ο
αφήνω να µε βάψει-ουν, κάνω να τοµαφίλι = βάψιµο θέλει το
βαφτώ) αυτοκίνητο.
π.χ. γκελί κάι κοµότρια τε βάψιµο (γ): µακχλαριπέ, ο (ρηµατ.
µακχλανταρέλπες = πήγε στην ουσ. από το ρ. µακχλαράβ, βλ.
κοµµώτρια να βαφτεί βάφω (β)).
(µακιγιαριστεί). βγάζω (α) (µετβ. ρ.): ικαλάβ
βαφτίζοµαι (αµετβ. ρ.): µπολντιάβ π.χ. ικαλάβ ο σαάτο κατάρ µο βας
π.χ. ιρακί µπολντιλό λέσκο = βγάζω το ρολόι από το χέρι µου,
χουρντό = χθες βαφτίστηκε το παιδί ικάλ ε γκιουρµπάβε κάι ο ντροµ =
του. βγάλε τα σκουπίδια στο δρόµο,
βαφτίζω (αµετβ. ρ.): µπολάβ (φράση) ικαλντάς µαν αβρί κατάρ
π.χ. κάι σαβί κχανγκιρί κα µπολές µε πατέ = µ’ έβγαλε έξω από τα
κε χουρντές; = σε ποια εκκλησία θα ρούχα µου, καζόµ παρέ ικαλντάν
βαφτίσεις το παιδί σου; αβγκιέ; = πόσα λεφτά έβγαλες
(βλ. και βουτώ). σήµερα;
βάφτιση: µπολιπέ, ο βγάζω (β) (ενεργ. διάµ. ρ.):
(βλ. και βούτηγµα). ικαλνταράβ και (επιτατ. ενεργ.
βαφτισµένος (µτχ.): µπολντό,-ί διαµ. ρ.) ικαλντανταράβ (βάζω να
π.χ. µπολντό σι λεσκό χουρντό = βγάλει-ουν, κάνω να βγάλει-ουν,
βαφτισµένο είναι το παιδί του. κάνω να βγει-ουν)
Αντίθ. µπιµπολντό = αβάφτιστος. π.χ. νά ικαλντάρ µα(ν)ντέ µε µενία
βάφω (α) (µετβ. ρ.): µακχάβ = µη µε βάζεις να βγάλω τα
π.χ. παρνιλέ λακέ µπαλά ντα παπούτσια µου, τζαβ κάι ντοκτόρι,
µακχλά λεν = άσπρισαν τα µαλλιά τε ικαλνταράβ µο νταν = πάω στον
της και τα έβαψε, κάνα µακχλάν κο γιατρό, να βγάλω το δόντι µου,
κχέρ; = πότε έβαψες το σπίτι σου; ικαλνταρντάν µαν αβρί κατάρ µε
(βλ. και αλείφω). σσέα = µ’ έκανες να βγω έξω από
βάφω (β) (επιτατ. ενεργ. διαµ. ρ.): τα ρούχα µου.
µακχλανταράβ και (ενεργ. διαµ.ρ.) βγαίνω (αµετβ. ρ.): ικλάβ
µακχλαράβ (= βάζω να βάψει-ουν, π.χ. ικλάβ αβρίκ, τε λαβ εµπούκα
βάζω να αλείψει-ουν, κάνω να µπαλβάλ = βγαίνω έξω, να πάρω
βάψει-ουν, κάνω να βαφτεί-ούν) λίγο αέρα, ιρακί ικλιλό κατάρ
πφα(ν)ντιπέ = χθες βγήκε από τη
105

φυλακή, ο κχαµ ικλιλό· νταά βελτιώνοµαι (αµετβ. ρ.):


πασστός; = ο ήλιος βγήκε· ακόµα λατσχάρντιαβ ( = καλυτερεύω
κοιµάσαι; αµετβ.).
(βλ. και ανεβαίνω, καβαλάω, π.χ. λατσχάρντιλι η αβάβα =
σκαρφαλώνω). βελτιώθηκε ο καιρός.
Αντίθ. νταβ = µπαίνω, δίνω. βελτιώνω (µετβ. ρ.): λατσχαράβ (=
βγαλµένος (α) (µτχ.): ικαλντό,-ί καλυτερεύω µετβ.).
π.χ. ο ντοκτορί πφε(ν)ντά κάι σι π.χ. µανγκάβ τε λατσχαράβ µι
λεσκί κούι ικαλντί = ο γιατρός είπε µπουκί = θέλω να βελτιώσω τη
ότι το χέρι του είναι βγαλµένο δουλειά µου.
(εξαρθρωµένο). βελτίωση: λατσχαριπέ, ο (= καλυ-
Αντίθ. τχοντό = βαλµένος, τέρευση).
µπιικαλντό = άβγαλτος, (οµόηχο βελτιώσιµος (επίθ.):
τχοντό = πλυµένος). λατσχαρντιµάσκο,-ι.
βγαλµένος (β) (µτχ.): βελτιωτικός (επίθ.):
ικαλνταρντό,-ί (από το ρ. λατσχαρνταριµάσκο,-ι.
ικαλνταράβ βλ. βγάζω (β)) βενζινάς: µπενζιντζίο, ο
π.χ. ικαλνταρντό σι µο νταν = θηλ. µπενζιντζίκα, η.
βγαλµένο είναι το δόντι µου. βενζίνη: µπενζίνι, ο
Αντίθ. µπιικαλνταρντό = άβγαλτος. π.χ. ατσχιλό ο τοµαφίλι µπι
βγάλσιµο (α): ικαλιπέ, ο µπενζινέσκο = έµεινε το αυτοκίνητο
Αντίθ. τχοηπέ και τχοντιπέ = χωρίς βενζίνη.
βάλσιµο, τοποθέτηση (οµόηχο βέρα: ανγκρουσνί, η (= δαχτυλίδι).
τχοηπέ = πλύσιµο). βεράντα: βερά(ν)ντα, η
βγάλσιµο (β): ικαλνταριπέ, ο (από π.χ. µπουτ σικνί κερντάν ε
το ρ. ικαλνταράβ, βλ. βγάζω (β)) κχερέσκι βερά(ν)ντα = πολύ µικρή
π.χ. ικαλνταριπέ µανγκέλ κο νταν = έκανες την βεράντα του σπιτιού.
βγάλσιµο θέλει το δόντι σου. βέργα: ροβλί και ροβλίκ, η
βδοµάδα: (βλ. εβδοµάδα). π.χ. τε λάβα τουκέ η ροβλί, τζανές
βεβαιωµένος: (βλ. σο κα κεράβ τούτ; = άµα σου πάρω
πιστοποιηµένος). τη βέργα, ξέρεις τι θα σε κάνω;
βεβαιώνοµαι: (βλ. πιστοποιούµαι). βεργίζω: (βλ. ραβδίζω).
βεβαιώνω: (βλ. πιστοποιώ). βεργούλα: ροβλιορί, η.
βεβαίωση: (βλ. πιστοποίηση). βερεσέ (επίρρ.): βερεσιέ
βελόνα: σουβ, η π.χ. βερεσιέ κχάνικάσκε νι νταβ,
π.χ. ούτε πι σουβ ιν µανγκέλ τε χα κας σι παρέ κα λελ = βερεσέ σε
σαρέλ καβά = ούτε τη βελόνα του κανέναν δεν δίνω, όποιος έχει
δε θέλει να χάσει αυτός (δηλ. είναι λεφτά θα πάρει.
τσιγγούνης). βερεσές (ο): βερεσιτζιλίκο, ο.
(σ.α.ένεση, βλ. και ένεση). βερικοκιά: ζερνταλίν, η.
βελονάκι: σουβορί και σουιορί, η βερίκοκο: ζερνταλία, η.
(προφ. µε συνίζηση ιο). βερνίκι: τζιλάβα, η
βελτιωµένος (µτχ.): λατσχαρντό,-ί π.χ. µακχάβ ε κασστά τζιλαβάσα =
(κυριολ. καλυτερευµένος, από το αλείφω τα ξύλα µε βερνίκι.
ρήµα λατσχαράβ = καλυτερεύω βερνίκωµα: τζιλαβάσα-µακχιπέ, ο
µετβ. λατσχό = καλός).
106

(τζιλαβάσα = µε βερνίκι, µακχιπέ = τούτε κχόνικ ντα σιγκιαρές


βάψιµο, άλειµµα). γκαντικίν µπουτ; = σε κυνηγάει
βερνικωµένος (µτχ.): τζιλαβάσα- κανείς και βιάζεσαι τόσο πολύ; νά
µακχλό,-ί κερ-ατζελάβα = µη βιάζεσαι.
(τζιλαβάσα = µε βερνίκι, µακχλό = βιαστικά (επίρρ.): σιγκιαριµάσα
βαµµένος, αλειµµένος). και ατζελαβάσα (= µε βιασύνη).
βερνικώνω (µετβ. ρ.): τζιλαβάσα- π.χ. ατζελαβάσα κχάντσικ νι
µακχάβ. κερντόλ ντένκι = βιαστικά τίποτα
(τζιλαβάσα = µε βερνίκι, µακχάβ = δεν γίνεται σωστό.
βάφω, αλείφω). βιαστικός (επίθ.): σιγκιαρντό,-ί και
βήµα: αντούµο, ο και αντΰµο, ο ατζελετζίο,-ίκα
π.χ. κατάρ τζι κοτέ σι παντσ π.χ. σόσκε σαν γκαντικίν
αντούµορα = από δω µέχρι εκεί σιγκιαρντό; = γιατί είσαι τόσο
είναι πέντε βήµατα, µπουτ πφαρέ σι βιαστικός;
κε αντούµορα, πφιρ σίγο = πολύ βιαστικώς: (βλ. βιαστικά).
βαριά είναι τα βήµατά σου, βιασύνη: σιγκιαριπέ, ο και
περπάτα γρήγορα. ατζελάβα, η
βηµατίζω (αµετβ. ρ.): αντούµορα- π.χ. κατάρ πο σιγκιαριπέ
τσχαβ (= βήµατα ρίχνω) µπισταρντάς τε λελ πε παρές = από
π.χ. ο χουρντό αντούµορα-τσχολ! = τη βιασύνη του ξέχασε να πάρει τα
το µωρό βηµατίζει! λεφτά του, κατάρ ατζελάβα µο
βήξιµο: χασαηπέ, ο πάλτο µπισταρντόµ τε λαβ = από τη
π.χ. σαβό χασαηπέ σι καβά κάι βιασύνη ξέχασα να πάρω το παλτό
κερές! τζα κάι ντοκτόρι = τι βήξιµο µου.
είναι αυτό που κάνεις! πήγαινε στο βιβλιάριο: ντεφτέρι, ο (σ.α.
γιατρό. τετράδιο, σηµειωµατάριο, βιβλίο)
βήχας: χας, ο π.χ. ρεένγκο ντεφτέρι = εκλογικό
π.χ. σσιλάιλοµ ντα ασταρντά µαν βιβλιάριο.
χας = κρύωσα και µ’ έπιασε βήχας, βιβλίο: κετάπο και βιβλίο, ο
ε παρέ ντα ο χας νι γκαράντον = τα π.χ. κάταρ λιάν καβά κετάπο; =
λεφτά και ο βήχας δεν κρύβονται, από πού πήρες αυτό το βιβλίο;
(µτφ.) κα τσχινάβ κο χας = θα σου βίδα: βίντα και βίδα, η
κόψω τον βήχα. π.χ. γεκ βίδα νασστί πουταρές; =
βήχω (α) (αµετβ. ρ.): χασάβ µια βίδα δεν µπορείς ν’ ανοίξεις;
π.χ. χασάλ ο χουρντό = βήχει το κιούφι ασταρντά η βίντα, ο(ν)ντάν
µωρό. νι πουτάρντολ = σκουριά έπιασε η
βήχω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): βίδα, γι’ αυτό δεν ανοίγει.
χασανταράβ (= κάνω να βήχει-ουν) βίδωµα: βιδοσαριπέ, ο.
π.χ. η τζιγκάρα χασανταρέλ µαν = βιδωµένος (µτχ.): βιδοσαρντό,-ί.
το τσιγάρο µε κάνει να βήχω. βιδώνω (µετβ. ρ.): βιδοσαράβ.
βία: (βλ. ζόρι (µε το)). βίλα: βίλα, η
βιάζοµαι (αµετβ. ρ.): σιγκιαράβ π.χ. σαρ βίλα κερντιλό ο κχερ =
και ατζελάβα-κεράβ (= βιασύνη σαν βίλα έγινε το σπίτι.
κάνω) βιολί: κεµανάβα, η
π.χ. κερ σίγο, σιγκιαράβ = κάνε π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου
γρήγορα, βιάζοµαι, περέλ-παλάλ «η κεµανάβα ε Ροµέσκι» = το βιολί
107

του Τσιγγάνου), πουταρέλ κο γκι βλακεία (β): χαουµιπέ, ο


ντα ροβνταρέλ λε η κεµανάβα κάι Αντίθ. µπουτζανγκλιπέ = εξυπνάδα.
µπασσαλέλ ο Ροµ! = σ’ ανοίγει την βλακεία (γ): σερσεµλίκο, ο.
ψυχή και την κάνει να κλαίει το βλάπτω (µετβ. ρ.): ζαράρι-κεράβ
βιολί που παίζει ο Τσιγγάνος! (= ζηµιά κάνω ).
βιολιστής: κεµανατζίο, ο. π.χ. ο µπουτ χαπέ ζαράρι-κερέλ =
βιτρίνα: βιτρίνα, η. το πολύ φαΐ βλάπτει.
π.χ. κος σσουκάρ ε πσιγιόσκι Αντίθ. φαϊντάβα-κεράβ = ωφελώ,
βιτρίνα = σκούπισε ωραία (καλά) γιαρντούµο-κεράβ = βοηθώ.
τη βιτρίνα του ψυγείου. βλέµµα: ντικχιπέ, ο (= κοίταγµα)
(υποκ.) βιτρινίσα, η και γιακ, η (= µάτι), (ντικχιπέ σ.α.
βιτριόλι: κεζάπο, ο εξέταση, φροντίδα, προσοχή
π.χ. κα κοραράβ τουτ κεζαπέσα = παρατήρηση).
θα σε τυφλώσω µε βιτριόλι. π.χ. ντικχλά µαν πφιρνέ γιακχάσα
βιώνω: (βλ. ζω). = µε είδε µε πονηρό βλέµµα.
βιώσιµος: (βλ. ζωτικός). (οµόηχο γιακ = φωτιά).
βλάβη: ζαράρι, ο (κυριολ. ζηµιά) βλέπω (αµετβ.και µετβ.ρ.):
π.χ. µπουτ µπαρό ζαράρι κερντιλό ντικχάβ
κάι τοµαφιλέσκι µάκινα = πολύ π.χ. ντικχλάν σο κερντιλό; = είδες
µεγάλη βλάβη έγινε στου τι έγινε; ντικχάβ τιλεόραση =
αυτοκινήτου τον κινητήρα. βλέπω τηλεόραση, σο ντικχλά µαν,
βλάκας (ο) (α): σσαπσσάλι, ο γκελόταρ = µόλις µε είδε, έφυγε, νι
π.χ. νι ακχιαρέλ ο σσαπσσάλι = δεν µανγκάβ τε ντικχάβ λε ανγκλά µε
καταλαβαίνει ο βλάκας (σ.α. γιακχά = δεν θέλω να τον δω
κουτός, χαζοχαρούµενος). µπροστά στα µάτια µου, (όρκος
Αντίθ. πφιρνό = πονηρός, έξυπνος, νεονύµφων) χουρντέσκι γιακ τε να
µπουτζανγκλό = πολύξερος, ντικχάβ = µωρού µάτι να µην δω.
έξυπνος. (βλ. και κοιτάζω), (ντικχάβ σ.α.
βλάκας (η): σσαπσσάλκα, η φροντίζω, προσέχω, εξετάζω,
(σ.α. κουτή, χαζοχαρούµενη). παρατηρώ).
Αντίθ. πφιρνί = πονηρή, έξυπνη, βλεφαρίδα: (βλ. µατόκλαδο).
µπουτζανγκλί = πολύξερη, έξυπνη. βλέφαρο: γιακχάκο-καπάκο, ο (=
βλάκας (β) (άκλ.επιθ.): χαουµέ µατιού καπάκι).
(βλ. και κουτός). βλέψεις: ντικχιµάτα, ε (πληθ. της
Συνών. παλοκάν = παλαβός, ντιλό = λέξης ντικχιπέ, ο = κοίταγµα,
τρελός. βλέµµα, όραση, σ.α. εξέταση,
Αντίθ. µπουτζανγκλό = έξυπνος, προσοχή, φροντίδα, µελέτη,
πολύξερος, πφιρνό = πονηρός, παρατήρηση, παρακολούθηση,
έξυπνος. επίβλεψη).
βλάκας (ο) (γ): σερσέµι, ο βογκητό: µουϊτχιπέ, βασικαριπέ,
π.χ. καλέ σερσεµέ αρακχντάν τε βακισαριπέ και µπαρµάκο, ο
λες; = αυτόν τον βλάκα βρήκες να (κυριολ. φώναγµα).
πάρεις (να παντρευτείς); βογκίζω: (βλ. βογκώ).
θηλ. σερσέµκα, η. βογκώ (αµετβ. ρ.): µούιτχαβ,
βλακεία (α): σσαπσσαλούκο, ο βασικαράβ, βακισαράβ και µπαρίαβ
(σ.α. κουταµάρα, χαζοµάρα). (κυριολ. φωνάζω).
108

π.χ. µούιτχολας κατάρ η ντουκ = βολή: τσχουηπέ και τσχουντιπέ, ο


βογκούσε από τον πόνο. (κυριολ. ρίξιµο, τσχαβ = ρίχνω).
βοδάµαξα: γκουρουβένγκο- βόλι: κρουσσούµο, ο (σ.α.
ουρντόν, ο. µεταλλική µπίλια)
βόδι: γκουρούβ, ο π.χ. (κατάρα) µπαρέ
(γκουρουβνί = αγελάδα). κρουσσούµορα τε τσαλαβέν τουτ
π.χ. σαρ γκουρούβ κερντιλό κατάρ ντα τε µερές = µεγάλα βόλια να σε
ο µπουτ χαπέ = σαν βόδι έγινε από χτυπήσουν και να πεθάνεις.
το πολύ φαΐ. βόλτα: πφιριπέ, ο (= περπάτηµα)
βοδινός (επίθ.): γκουρουβανό,-ί π.χ. κ’ αβές πφιριµάσκε; = θα
και γκουρουβέσκο,-ι. ’ρθεις για βόλτα;
π.χ. γκουρουβέσκο µας = βοδινό βολτάρισµα: πφιραηπέ, ο (σ.α.
κρέας, γκουρουβανέ σσινγκά = κυκλοφορία).
βοδινά κέρατα. βολτάρω (αµετβ. ρ.): πφιραβάµαν
βοήθεια: γιαρντούµο, ο και π.χ. σαστό γκιέ πφιραβέστουτ·
γιαρντΰµο, ο κάνα κα κερές µπουκί; = όλη την
π.χ. µπουτ µπουκί σίµαν, µανγκάβ ηµέρα βολτάρεις· πότε θα
κο γιαρντούµο = πολλή δουλειά δουλέψεις;
έχω, θέλω τη βοήθειά σου, σαβό (πφιραβάµαν κυριολ. περπατώ τον
γιαρντούµο σίµαν τούταρ; = ποια εαυτό µου).
βοήθεια έχω από σένα; βόµβα: µπού(µ)µπα, η.
βοηθός (ο): γιαρντουµτζίο, ο και βοµβαρδίζω (µετβ. ρ.):
γιαρντϋµτζίο, ο µπού(µ)µπε-τσχαβ (= βόµβες ρί-
π.χ. (ευχή) ο Ντελ γιαρντουµτζίο τε χνω).
αβέλ τουκέ = ο Θεός βοηθός σου να βόσκηµα: τσαραριπέ και τσαρα-
είναι. βιπέ, ο.
βοηθός (η): γιαρντϋµτζΰκα και π.χ. τσαραριπέ µανγκέν ε µπακρέ =
γιαρντουµτζίκα, η βόσκηµα θέλουν τα πρόβατα.
π.χ. καγιά σι µι γιαρντϋµτζΰκα = βοσκός: τσοµπάνο, ο
αυτή είναι η βοηθός µου. (θηλ. τσοµπάνκα, η).
βοηθώ (µετβ. ρ.): γιαρντούµο- βόσκω: (µετβ. ρ.): τσαραράβ και
κεράβ ( = βοήθεια κάνω) τσαραβάβ
π.χ. κόρκορι κερντά πο κχερ· νι π.χ. ο τσοµπάνο τσαραρέλ ε
κερντά λεσκέ γιαρντούµο κχόνικ = µπακρέν κάι τσαήρι = ο βοσκός
µόνος του έκανε (έχτισε) το σπίτι βόσκει τα πρόβατα στο λιβάδι.
του· δεν τον βοήθησε κανείς, κερ (τσαρ = χόρτο).
-γιαρντούµο κε νταντέσκε = βόηθα βόσκω (αµετβ. ρ.): τσαράβ
τον πατέρα σου. π.χ. ο γκρας τσαρόλ = το άλογο
Συνών. φαϊντάβα-κεράβ = ωφελώ. βόσκει.
Αντίθ. ζαράρι-κεράβ = ζηµιώνω, (βλ. οµόηχο τσαράβ = γλείφω).
βλάπτω. βότανο: ντραπ, ο (σ.α. φάρµακο).
βόθρος: βόθρο, ο βότκα: βότκα, η
π.χ. πφερντιλό ο βόθρο = γέµισε ο π.χ. τσαλαντάµαν η βότκα α(ν)ντό
βόθρος. µο σσορό = µε χτύπησε η βότκα
βοϊδοκεφαλή: γκουρουβανό-σσορό στο κεφάλι.
και γκουρουβέσκο-σσορό, ο.
109

βότσαλο: ντενιζέσκο-µπαρορό, ο (= βουλώνω (µετβ. ρ.): πφά(ν)νταβ


θαλασσινό-πετραδάκι). (κυριολ. κλείνω µετβ. σ.α.
βουβός: (βλ. µουγγός ). φυλακίζω, δένω, κουµπώνω)
βουή: σσολ, ο π.χ. πφα(ν)ντόµ η χϋβ γιπσόσα =
(βλ. και σφύριγµα). βούλωσα την τρύπα µε γύψο, (µτφ.)
βουητό: (βλ. βούϊσµα). πφα(ν)ντά λεσκό µούι ζάλακ
βουΐζω (αµετβ. ρ.): σσόλ-νταβ (= παρένσα = του βούλωσε το στόµα
βουή δίνω) µε λίγα λεφτά.
π.χ. σσόλ-ντεν µε κανά = βουΐζουν βουνάκι: (βλ. βουναλάκι).
τα αυτιά µου. βουναλάκι: βοσσορό και
(βλ. και σφυρίζω). µπαλκανίσι, ο.
βούϊσµα: σσολντιπέ, ο. βουνίσιος (επίθ.): βοσσέσκο,-ι και
βούκινο (µτφ.): ντα(ν)ντανάβα, η µπαλκανέσκο,-ι
π.χ. κα κεράβ τουτ ντα(ν)ντανάβα π.χ. µπαλκανέσκι µπαλβάλ =
κάι σαν τσορνό = θα σε κάνω βουνίσιος αέρας.
βούκινο που είσαι κλεφταράς βουνό: βοςς και µπαλκάνο, ο
Συνών. ασσου(ν)νταριπέ = π.χ. γιβαλέ σι ε µπαλκάια =
διάδοση, διαλάληµα, χιονισµένα είναι τα βουνά.
ασσου(ν)νταράβ = διαδίδω, βουνοπλαγιά: βοσσέσκι-ρικ και
διαλαλώ. µπαλκανέσκι-ρικ, η.
βούλα (στρογγυλόσχηµη κηλίδα): βούρκος: µπατάκο, ο
νταµγκάβα, η π.χ. πελό α(ν)ντό µπατάκο = έπεσε
π.χ. παρνό κοτόρ καλέ µες στον βούρκο. (σ.α. βάλτος).
νταµγκαβένσα = άσπρο ύφασµα µε βούρτσα: φουρτσάβα, η
µαύρες βούλες (βλ. και πιτσιλάδα). π.χ. µανγκάβ η φουρτσάβα τε
Βουλγαρία: Μπουλγκαρία, η µακχάβ ο κχερ = θέλω τη βούρτσα
π.χ. κάι Μπουλγκαρία ντα σι µπουτ να βάψω το σπίτι.
ροµά = και στη Βουλγαρία βουρτσάκι: φουρτσαβίσα, η.
υπάρχουν πολλοί Τσιγγάνοι. βουρτσίζω (µετβ. ρ.):
Βούλγαρος: Μπουλγκάρι, ο. φουρτσαβάσα-µοράβ (= µε
Βουλγάρα: Μπουλγκάρκα, η. βούρτσα τρίβω) και φουρτσαλάιαβ
βούλιαγµα: µπατµάκο, ο (σ.α. (προφ. µε συνίζηση ια)
λέρωµα). π.χ. φουρτσαβάσα-µοράβ µε
βουλιάζω (αµετβ. ρ.): µπατίαβ ντα(ν)ντά = βουρτσίζω τα δόντια
(σ.α. λερώνοµαι). µου.
π.χ. νά τζα κατάρ καβά ντροµ, κα βούρτσισµα: φουρτσαβάσα-µοριπέ
µπατίορ ο τοµαφίλι = µην πηγαίνεις (= µε βούρτσα τρίψιµο) και
απ' αυτόν το δρόµο, θα βουλιάξει το φουρτσαλαµάκο, ο.
αυτοκίνητο. βουρτσισµένος (µτχ.):
βούλωµα: πφα(ν)ντιπέ, ο (κυριολ. φουρτσαβάσα-µορντό,-ί (= µε
κλείσιµο, σ.α. φυλακή, δέσιµο, βούρτσα τριµµένος) και (άκλ.επιθ.)
κούµπωµα). φουρτσαλαµούσσι.
βουλωµένος (µτχ.): πφα(ν)ντό,-ί βούτηγµα: µπολιπέ, ο
(κυριολ. κλειστός, κλεισµένος, σ.α. (αντικειµένου ή ανθρώπου σε υγρό)
φυλακισµένος, δεµένος, (βλ. και βάφτιση) και τσχουηπέ, ο
κουµπωµένος). (κολυµβητή στη θάλασσα κ.α.).
110

(τσχουηπέ κυριολ.= ρίξιµο). (βλ. και νύχτα).


βουτηγµένος (µτχ.): µπολντό,-ί (υποκ.): ρακιορί, η και ρατορί, η
(βλ. και βαφτισµένος). Αντίθ. γκιβέ = µέρα, γκιέ = µέρα.
βουτιά: τσχουηπέ, ο (= ρίξιµο). βραδύγλωσσος (επίθ.): πφαρέ-
βούτυρο: κχιλ, ο (= λάδι). τσχιµπάκο, ι.
βουτώ (αµετβ. ρ.): τσχάµαν (= βραδυκίνητος: (βλ. βραδύς).
ρίχνοµαι, ρίχνω τον εαυτό µου) βραδύς (επίθ.): πφαρό,-ί (κυριολ.
π.χ. τσχάµαν α(ν)ντό ντενίζι = βαρύς, σ.α. αργός, βραδυκίνητος,
βουτώ στη θάλασσα. αργοκίνητος, δυσκίνητος).
βουτώ (µετβ. ρ.): µπολάβ Αντίθ. σσεβίκι = σβέλτος, γρήγορος,
π.χ. µπολάβ ο µαρνό α(ν)ντί ζουµί ευκίνητος, ταχύς, γρήγορα, σβέλτα,
= βουτώ το ψωµί στο φαγητό. ταχέως.
(βλ. και βαφτίζω). βραδύτητα: γιαβασσλούκο, ο (σ.α.
βραδάκι: ρακιορί και ρατορί, η. πραότητα, ηπιότητα. γιαβάσσι =
βραδιάζει: (βλ. νυχτώνει). αργά, ήσυχα, ήσυχος, ήπιος,
βραδιάζοµαι: (βλ. βραδιάζω σιγανός)
αµετβ.). βράζω (αµετβ. ρ.): κιριάβ
βραδιάζω (µετβ. ρ.): ρακιαράβ π.χ. κιρόλ ο παί οπρά σόµπα =
π.χ. ντα κάνα ρακιαρντάς ο Ντελ ο βράζει το νερό πάνω στη σόµπα,
γκιβέ, ιρισάιλαµ κάι αµαρέ κχερά = τζανές σαρ σοµ ακανά; κιριάβ
και όταν βράδιασε ο Θεός τη µέρα, κατάρ µι χολί = ξέρεις πώς είµαι
γυρίσαµε στα σπίτια µας. τώρα; βράζω απ’ τον θυµό µου,
βραδιάζω (αµετβ. ρ.): ρακιβάβ και νταά νι κιριλό ο µας; = ακόµα δεν
ρακιάβαβ έβρασε το κρέας;, (µτφ.) τερνό σι·
π.χ. ρακιλάµ τζι τε αρακχάς λεσκό κιρόλ λεσκό ρατ = νέος είναι·
κχερ = βραδιάσαµε µέχρι να βράζει το αίµα του.
βρούµε το σπίτι του. βράζω (µετβ. ρ.): κιραβάβ και
βράδιασµα: (βλ. νύχτωµα). ταβάβ
βραδιάτικα (επίρρ.): ρακιάσα π.χ. κιραβάβ ο µας = βράζω το
π.χ. κάι τζας ρακιάσα; = πού πας κρέας, ταβντέµ τουκέ ντούι αρνέ =
βραδιάτικα; (σ.α. το βράδυ π.χ. σου έβρασα δύο αυγά.
ρακιάσα κα ιρισάαβ = το βράδυ θα βράζω (ενεργ. διαµ. ρ.):
γυρίσω). κιρανταράβ (= βάζω να βράσει-ουν,
βραδινός: (βλ. νυχτερινός). κάνω να βράσει-ουν)
βράδυ: ρατ και ρακί, η π.χ. κα κιρανταράβ µανγκέ κάι µι
π.χ. (στίχοι από το ποίηµα ροµνί τριν αρνέ = θα βάλω τη
Γ.Αλεξίου «η σεβντάβα» (= ο γυναίκα µου να µου βράσει τρία
έρωτας): σάντε µε γιακχά τε αβγά (µτχ. κιρανταρντό, -ι =
πφά(ν)νταβα ντα τε µεράβ ντα πάλε βρασµένος, -η, ρηµατ. ουσ.
α(ν)ντέ κε σουνέ ερ η ρατ κα αβάβ κιρανταριπέ, ο = βράσιµο).
= … µόνο τα µάτια µου αν κλείσω βράκα: σοστέν, η
και πεθάνω και πάλι στα όνειρά σου π.χ. κα σουβές µε τσχάκε σοστέν; =
θα έρχοµαι κάθε βράδυ, εκ ρατ κα θα ράψεις για την κόρη µου βράκα;
πασστιάβ κοτέ = ένα βράδυ θα (χαρνί-σοστέν = κιλότα, σώβρακο.
κοιµηθώ εκεί. Χαρνί = κοντή, χαµηλή).
(βλ. οµόηχο ρατ = αίµα). (υποκ.): σοστεορί, η.
111

βράκα (για) (επίρρ.): σοστεάκε βρεσίδι: (βλ. εύρηµα).


(χρησιµοποιείται µτφ. ως απάντηση βρέσιµο: αρακχαηπέ, αρακχιπέ,
στη λέξη σόσκε ή σόσταρ; = γιατί; ρακχαηπέ και ακχαηπέ, ο (σ.α.
για να δηλώσει υπεκφυγή, να δείξει ανακάλυψη, εντοπισµός).
ότι υπάρχει λόγος) βρεφικός (επίθ.): χουρντικανό,-ί
π.χ. -σόσκε νι αβές του ντα; - π.χ. χουρντικανέ πατέ = βρεφικά
σοστεάκε = -γιατί δεν έρχεσαι κι ρούχα, χουρντικανέ τσοράπορα =
εσύ; -για βράκα (υπάρχει λόγος) βρεφικές κάλτσες.
(όπως λέµε -γιατί; -για της γάτας το (βλ. και παιδικός).
αυτί, -ξέρω -ξεράδια κλπ. βρέφος: χουρντό, ο
βράση: (βλ. βράσιµο). (βλ. και µωρό, παιδί).
βράσιµο: κιραηπέ και ταβιπέ, ο. βρέχει (απροσ. ρ.): µπρουσσούµ-
π.χ. µανγκέλ νταά κιραηπέ ο µας = ντελ (= βροχή δίνει).
θέλει ακόµα βράσιµο το κρέας. π.χ. η τιλεόρασι πφε(ν)ντά κάι κα
βρασµένος (µτχ.): κιραντό,-ί και ντελ-µπρουσσούµ = η τηλεόραση
ταβντό-ί είπε ότι θα βρέξει, (αληγ.) καβά
π.χ. ε αρνέ σαρ µανγκές λεν, µανγκέλ σάντε κάι λέσκι ταρλάβα
κιραντέ ή πεκέ; = τα αυγά πώς τα µπρουσσούµ τε ντελ! = αυτός θέλει
θέλεις, βρασµένα ή τηγανητά; µόνο στο δικό του χωράφι να
κιραντό σι ο µας = βρασµένο είναι βρέχει! (δηλ. είναι
το κρέας. συµφεροντολόγος), κα ντελ-
Αντίθ. µπικιραντό = άβραστος. µπρουσσούµ, τζα κίντε ε σσέα
βραστός:(βλ. βρασµένος). αβράλ = θα βρέξει, πήγαινε να
βραχιολάκι: µπιλεζικίσι, ο µαζέψεις τα ρούχα από έξω.
βραχιόλι: µπιλεζίκο και κορό, ο. βρέχοµαι (αµετβ. ρ.): κινγκαράµαν
(βλ. οµόηχο κορό = τυφλός). και κινγκιάβ
βραχνιάζει (η φωνή µου): µι-λαλί- π.χ. ε χουρντέ κινγκαρένπες κάι
ατσχέλ και µι-σέζι-ατσχέλ (κατά τσεσσµάβα = τα παιδιά βρέχονται
λέξη: η φωνή µου σταµατάει) στη βρύση, κινγκιλόµ κατάρ ο
π.χ. µι λαλί ατσχιλί κάι µπρουσσούµ = βράχηκα από τη
µούιτχαντοµ µπουτ = βράχνιασε η βροχή.
φωνή µου που φώναξα πολύ. Αντίθ. σσουκιάβ = αµετβ.
βράχος: κράµινα, η στεγνώνω, ξεραίνοµαι.
(σ.α. κοτρώνα). βρέχω (µετβ. ρ.): κινγκαράβ και
βρε: (βλ. ρε). κινγκιαράβ
βρεγµένος (µτχ.): κινγκό,-ί π.χ. κινγκιαράβ µε µπαλά = βρέχω
π.χ. κινγκέ πατέ = βρεγµένα ρούχα, τα µαλλιά µου.
(φράση) ο κινγκό ε Αντίθ. σσουκιαράβ = µετβ.
µπρουσσουµέσταρ νι τρασσάλ = ο στεγνώνω, ξεραίνω.
βρεγµένος από τη βροχή δεν βρίζοµαι (αµετβ. ρ.): κουσσάµαν
φοβάται. και ακουσσάµαν
Αντίθ. σσουκό = στεγνός, ξερός, π.χ. σόσκε κουσσένπες καλά ε
µπικινγκό = άβρεχτος, αµούσκευτος. ντούι; = γιατί βρίζονται αυτοί οι
βρέξιµο: κινγκιπέ, ο και δύο;
κινγκαριπέ, ο βρίζω (α) (αµετβ.και µετβ.ρ.):
Αντίθ. σσουκιαριπέ = στέγνωµα. κουσσάβ
112

π.χ. σα κουσσέλ, κάνα χολάολ = βρίσκω (β) (µετβ. ρ.): αρακχαβάβ


όλο βρίζει, όταν θυµώνει, σόσταρ και ακχαβάβ
κουσσές µαν; = γιατί µε βρίζεις; π.χ. αρακχαντόµ µι µπεϊλάβα
(βλ. οµόηχο κουσσάβ = ξεριζώνω). τούσα = βρήκα τον µπελά µου µε
βρίζω (β) (αµετβ.και µετβ.ρ.): σένα, κάι κα ακχαβάβ τουτ αϊράτ; =
ακουσσάβ πού θα σε βρω απόψε; κάι
π.χ. νά κα ακουσσές = δε θα αρακχαντάν καλέ τζουκελέ; = πού
βρίζεις. βρήκες αυτό το σκυλί; (σ.α.
βρίζω (γ) (ενεργ. διαµ.ρ.): ανακαλύπτω, εντοπίζω).
κουσσλανταράβ (= βάζω να βρίσει- βρίσκω (γ) (ενεργ. διαµ.ρ.):
ουν) αρακχανταράβ, ρακχανταράβ και
π.χ. κα κουσσλανταράβ τουτ κάι µι ακχανταράβ (= βάζω να βρει-ουν,
ντέι = θα βάλω τη µάνα µου να σε κάνω να βρει-ουν, κάνω να βρεθεί-
βρίσει. ουν)
βρισιά (α): κουσσιπέ, ο. π.χ. κάι ντα τε τζας, κα
βρισιά (β): ακουσσιπέ, ο. αρακχανταράβ τουτ λέστε = όπου
βρίσιµο: (βλ. βρισιά). και να πας, θα τον βάλω να σε βρει
βρίσκοµαι (α) (αµετβ. ρ.): (αρακχανταρντό, -ί, ρακχανταρντό,
ρακχάντιαβ και αρακχί(ν)ντιαβ -ί, ακχανταρντό, -ι µτχ. =
π.χ. κάι ρακχάντος ακανά; = πού εντοπισµένος, αρακχανταριπέ,
βρίσκεσαι τώρα; (σ.α. συναντιέµαι, ρακχανταριπέ, ακχανταριπέ, ο =
εντοπίζοµαι). εντοπισµός, εύρεση).
Αντίθ. χασάρντιαβ = χάνοµαι, βροµιά (α): κχα(ν)ντινιπέ, ο (σ.α.
εξαφανίζοµαι. τεµπελιά)
βρίσκοµαι (β) (αµετβ. ρ.): π.χ. µπουτ κχα(ν)ντιπέ σι α(ν)ντέ
αρακχάντιαβ και ακχάντιαβ λακό κχερ = πολλή βροµιά έχει µες
π.χ. ακχάντιλε ε παρέ = βρέθηκαν στο σπίτι της.
τα λεφτά, κάι αρακχάντος ντα Αντίθ. τεµιζλίκο = καθαριότητα.
µούιτχος αγκαντάλ; = πού βροµιά (β): µελαλιπέ και
βρίσκεσαι και φωνάζεις έτσι; κάι κα µισκι(ν)νίκο, ο.
ακχάντιας; = πού θα βρεθούµε; βροµιά (γ): πισλίκο, ο (σ.α.
(σ.α. εντοπίζοµαι, συναντιέµαι). ακαθαρσία, πισλίκορα ή πισλίτσα, ε
βρίσκω (α) (µετβ. ρ.): ρακχαβάβ = ακαθαρσίες (οι)).
και αρακχάβ βροµιάρης (επίθ.): κχα(ν)ντινό,-ί
π.χ. ρακχαντόµ µε νατάρα = βρήκα (σ.α. τεµπέλης)
τα κλειδιά µου, ρακχαντόµ µπουκί π.χ. µπουτ κχα(ν)ντινί σι λεσκί
= βρήκα δουλειά, ροντέµ λες, αµά ροµνί = πολύ βροµιάρα είναι η
νασστί αρακχλέµ λες κχάτινέ(ν)ντε γυναίκα του.
= τον έψαξα, αλλά δεν µπόρεσα να (βλ. και βρόµικος, τεµπέλης).
τον βρω πουθενά, κάταρ ρακχαντάν Αντίθ. τεµίζι = καθαρός.
καλέ ροµνά; χαλά τουτ = από πού βρόµικος (α) (επίθ.): µελαλό, -ί
τη βρήκες αυτή τη γυναίκα; σ’ (σ.α. λερωµένος) και κχα(ν)ντινό, -ί
έφαγε, (σ.α. συναντώ, εντοπίζω, (σ.α. τεµπέλης)
ανακαλύπτω). π.χ. µελαλέ σι κε τσανγκά· τζα
Αντίθ. χασαράβ = χάνω. χαλάβ λεν = βρόµικα είναι τα πόδια
113

σου· πήγαινε να τα πλύνεις, π.χ. κχα(ν)νταρντάν ο κχερ καλέ


κχα(ν)ντινό κχερ = βρόµικο σπίτι. πουρουµένσα = βρόµησες το σπίτι
Αντίθ. τεµίζι = καθαρός. µ’ αυτά τα κρεµµύδια. (σ.α.
βρόµικος (β) (επίθ.): πίσι,-κα, αρωµατίζω).
µισκίνι,-κα και (άκλ.επιθ.) πίσι, βροντόφωνος (επίθ.): ζουραλέ-
µισκίνι σεζέσκο,-ι (= δυνατόφωνος) και
π.χ. πίσι σι ο παΐ = βρόµικο είναι ζουραλέ-λαλάκο,-ι (=
το νερό, πίσι βαστένσα νά χα µαρνό δυνατόφωνος), (ζουραλό = δυνατός,
= µε βρόµικα χέρια µη τρως ψωµί, σέζι ή λαλί = φωνή) και ζουραλέ-
πίσι πφερασά νί κα πφενές = σεζάκο,-ι (= δυνατόφωνος).
βρόµικα λόγια δε θα λες. βροχερός (επίθ.):
(σ.α. βροµιάρης-α π.χ. µισκίνκα σι µπρουσσουµαλό,-ι και
λεσκί ροµνί, λακό κχερ κχά(ν)ντελ µπρουσσουµνταλό,-ί
= βροµιάρα είναι η γυναίκα του, το π.χ. µπουσσουµνταλί σικάντολ η
σπίτι της βροµάει). αβάβα = βροχερός φαίνεται ο
βρόµισµα: κχα(ν)νταριπέ, ο (σ.α. καιρός.
αρωµάτισµα). βρόχινος (επίθ.):
βροµισµένος (µτχ.): µπρουσσουµέσκο,-ι και
κχα(ν)νταρντό,-ί (σ.α. µπρουσσου(ν)ντέσκο,-ι
αρωµατισµένος). π.χ. µπρουσσουµέσκο παΐ =
βροµοδουλειά: κχα(ν)ντινί-µπουκί, βρόχινο νερό.
η βροχή: µπρουσσούµ και
π.χ. σαβέ κχα(ν)ντινέ-µπουκιά σι µπρουσσού(ν)ντ, ο
καλά κάι κερές; = τι βροµοδουλειές π.χ. κατάρ ο µπρουσσούµ νασστί
είναι αυτές που κάνεις; γκελόµ κάι µι µπουκί = από τη
βροµοκουβέντα: κχα(ν)ντινί- βροχή δεν µπόρεσα να πάω στη
όρµπα, η δουλειά µου, κάι τζας α(ν)ντό
π.χ. αβέρ ντροµ τε να ασσουνάβ µπρουσσούµ; = πού πας µες στη
κατάρ κο µούι γκασαβέ βροχή; ατσχιλό ο µπρουσσούµ =
κχα(ν)ντινέ-όρµπε = άλλη φορά να σταµάτησε η βροχή.
µην ακούσω από το στόµα σου βροχούλα: µπρουσσουµορό και
τέτοιες βροµοκουβέντες. µπρουσου(ν)ντορό, ο.
βροµόπαιδο: κχα(ν)ντινό-χουρντό, βρύση: τσεσσµάβα, η
ο. π.χ. πφά(ν)ντε η τσεσσµάβα =
βροµόστοµος (επίθ.): κχα(ν)ντινέ- κλείσε τη βρύση, (φράση) γκελό
µόσκο,-ι. κάι τσεσσµάβα, αµά παΐ νασστί
π.χ. µπουτ κχα(ν)ντινέ-µόσκο σι, πιλά = πήγε στη βρύση, αλλά νερό
σα λουµπνέ όρµπε πφενέλ = πολύ δεν µπόρεσε να πιεί (δηλ. έφτασε
βροµόστοµος είναι, όλο πρόστυχα κοντά στην επιθυµία του, αλλά δεν
λόγια λέει. µπόρεσε να την ολοκληρώσει).
βροµώ (αµετβ. ρ.): κχά(ν)νταβ βρυσούλα: τσεσσµαβίσα, η.
π.χ. κχά(ν)ντελ κο µούι = βροµάει βύζαγµα: (βλ. θήλασµα).
το στόµα σου. βυζαίνω (αµετβ. ρ.): (βλ. θηλάζω).
(βλ. και µυρίζω). βυζαίνω (µετβ. ρ.): (βλ. θηλάζω).
βροµώ (µετβ. ρ.): κχα(ν)νταράβ βυζάκι: τσουτσορί, η.
114

βυζαρού: µπαρέ-τσουτσένγκι, η
(κατά λέξη: µεγαλοβυζού)
π.χ. µπαρέ-τσουτσένγκι τσχορί =
βυζαρού κοπέλα.
βυζί: τσουτσί, η
π.χ. µπαριλέ κε τσουτσά =
µεγάλωσαν τα βυζιά σου.
βυζούνι: (βλ. σπυρί).
βυσσινιά: φισσνιλίν, η.
βύσσινο: φίσσνα, η.
βώλος: τοπάτσι, ο.
(υποκ.): τοπατσίσι, ο.
114

Γ
γαβγίζω: (βλ. ηχώ αµετβ.). γαλάζιος (άκλ. επίθ.): µαβί
γάζα (α): γάζα, η π.χ. µαβί γιακχά = γαλάζια µάτια.
γάζα (β): γκάζα, η και κοτόρ, ο γαλακτόπιτα: σουτέσκι-
(κοτόρ κυριολ. ύφασµα, πανί) πλιτσί(ν)τα, η.
π.χ. λιόµ γκάζα τε πφά(ν)νταβ µο γλακτώδης (επίθ.): σουτέσκο, -ι
βας = πήρα γάζα να δέσω το χέρι και συτέσκο, -ι.
µου. γαλανοµάτης (επίθ.): µαβί-
γάζωµα: (βλ. ράψιµο). γιακχένγκο,-ι.
γαζώνω: (βλ. ράβω). γαλανός: (βλ. γαλάζιος).
γάιδαρος: χορ, ο γαλατάκι: σουτίσι, ο.
π.χ.µπαρό, τφουλό χορ σαν του, ιν γαλατάς: σου(τ)τσίο, ο
λατζάς κάι τχόστουτ εκχέ σικνέ π.χ. ιν νακχλό αβγκιέ ο σου(τ)τσίο
χουρντέσα; = µεγάλο, χοντρό = δεν πέρασε σήµερα ο γαλατάς.
γαϊδούρι είσαι εσύ, δεν ντρέπεσαι γαλατού: σου(τ)τσίκα, η.
που τα βάζεις µε ένα µικρό παιδί;, Γαλλία: Φράνσα, η.
παΐ νταβ ε χορέ = νερό δίνω τον γαλλικός (επίθ.): φρανσένγκο,-ι
γάιδαρο. και φρανσάκο,-ι.
γαϊδουράκι: χορορό, ο Γάλλος: Φράνσι, ο.
γαϊδουράκι (νεογέννητο): Γαλλίδα: Φράνσκα, η.
κουντούκο, ο. γαλλόφιλος (επίθ.): αµάλ-
(υποκ.) κουντουκίσι, ο φρανσένγκο,-ι (= φίλος γάλλων).
γαϊδουρινός: (βλ. γαϊδουρίσιος). γαλλοπούλα: µισίρκα, η
γαϊδουρίσιος (επίθ.): χορανό,-ι π.χ. µισιρκάκε αρνέ = αβγά
π.χ. σαρ χορανό σι λεσκό σσορό = γαλοπούλας.
σαν γαϊδουρίσιο είναι το κεφάλι γαµηµένος (µτχ.): µπουλιντι(ν)ντό,
του. -ί.
γαϊδουριά: χοριπέ, ο γαµήσι: µπουλιντιπέ, ο.
π.χ. τε λατζάς µο, χοριπέ σας καβά γαµιέµαι (αµετβ. ρ.):
κάι κερντάν = να ντρέπεσαι ρε, µπουλένταµαν και
γαϊδουριά ήταν αυτό που έκανες. µπουλέντι(ν)ντιάβ.
Συνών. µπαλιτσχιπέ = γουρουνιά. γαµιόλα (µτχ. ως ουσ.):
γαϊδουρόδερµα: χορέσκι-µορκχί, µπουλιντι(ν)ντί, η (σ.α. γαµηµένη).
η. γαµιόλης (µτχ. ως ουσ.):
γαϊδουροκέφαλος (επίθ.): χορανέ- µπουλιντι(ν)ντό, ο (σ.α. γαµηµένος,
σσερέσκο, -ι. πούστης).
γαϊδουρότριχα: χορέσκο-µπαλ, ο γάµος: µπιάβ και αµπάβ, ο
(= γαϊδάρου τρίχα, µπαλ = τρίχα, π.χ. κάι κα κερντόλ τουµαρό
µαλλί). µπιάβ; = πού θα γίνει ο γάµος σας;
γάλα: σύτυ (το υ προφ. όπως το µπουτ σσουκάρ κερντιλό τουµαρό
γαλλικό u) και σούτι, ο αµπάβ! = πολύ ωραίος έγινε ο
π.χ. ταταράβ ε χουρντέσκο σούτι = γάµος σας! µόσκε-τσχιµπάκε, τζα
ζεσταίνω του µωρού το γάλα, πιλάν τούντα κάι αµπάβ = για στόµα-για
κο σύτυ; = ήπιες το γάλα σου;
115

γλώσσα (για µαύρα µάτια), πήγαινε π.χ. τχαϊάρα κα ανουσαράβ µε


κι εσύ στο γάµο. σίνιε = αύριο θα γανώσω τα ταψιά
γάµπα: γά(µ)µπα, η µου.
π.χ. τφουλέ γά(µ)µπε σίτουτ = γανωτής: ανουσαρτσίο, ο
χοντρές γάµπες έχεις. θηλ. ανουσαρτσίκα,η
γαµπριά*: τζαµουτριπέ, ο Συνών. καλαητζίο = καλαϊτζής.
π.χ. (όρκος) µε τσχαβέσκο γαργαλιέµαι (αµετβ. ρ.):
τζαµουτριπέ τε να ντικχάβ! = του γαργαλισάαβ.
γιου µου τη γαµπριά να µη δω! γαργαλώ (µετβ. ρ.):
(δηλ. να µη δω γαµπρό το γιο µου) γαργαλισαράβ.
(βλ. και νυφιά). γαργάρα: γκαργκαράβα, η
Αντίθ. µποριπέ = νυφιά*. π.χ. ο ντοκτόρι ντιά λε ιλάτσι τε
γαµπριάτικος (επίθ.): κερέλ γκαργκαράβα = ο γιατρός του
τζαµουτρικανό-ί. έδωσε φάρµακο να κάνει γαργάρα,
π.χ. βουραντάς πε τζαµουτρικανέ κερ γκαργκαράβα λο(ν)ντέ-παέσα,
πατέ = φόρεσε τα γαµπριάτικα τε ατσχόλ κε ντα(ν)ντέσκι ντουκ =
ρούχα του. κάνε γαργάρα µε αλατόνερο να
Αντίθ. µπορικανό = το νυφικό, σταµατήσει ο πόνος του δοντιού
νυφικός. σου.
γαµπρός: τζαµουτρό, ο γαργαρίζω (αµετβ. ρ.):
π.χ. ο τζαµουτρό ε σασουϊάσα γκαργκαράβα-κεράβ (= γαργάρα
κερέλ, η µπορί ε σασουϊάσα νασστί κάνω).
κερέλ = ο γαµπρός µε τη πεθερά γαριδάκι: γαριδάκι, ο και
κάνει, η νύφη µε τη πεθερά δεν γκαριντάκι, ο
µπορεί να κάνει. π.χ. ντικ, ο πάπου γαριδάκια λιάς
Αντίθ. µπορί = νύφη. τούκε = κοίτα, ο παππούς γαριδάκια
γαµπρούλης (επίθ.): τζαµουτρορό, σου πήρε.
ο. γάτα: πισίκα, η
Αντίθ. µπορορί = νυφούλα. π.χ. η πισίκα ασταρντά γεκ µπαρό
γαµώ (µετβ. ρ.): µπουλένταβ µισσκόι = η γάτα έπιασε ένα
γάντζος: γάντζα, η και κάντζα, η µεγάλο ποντίκι.
γάντι: ελντιβάνο, ο γατάκι: (βλ. γατούλα).
π.χ. βουράβ κε ελντιβάια, αβρί γατίσιος (επίθ.): πισικάκο,-ι και
κερέλ µπουτ σσιλ = φόρα τα γάντια πισικανό,-ί
σου, έξω κάνει πολύ κρύο. π.χ. πισικάκε γιακχά σίλε = γατίσια
γάνωµα: ανουσαριπέ, ο. µάτια έχει.
γανωµατάς: (βλ. γανωτής). γατότριχα: πισικάκο-µπαλ, ο.
γανωµένος (µτχ.): ανουσαρντό,-ί γατούλα: πισικίσα και πισικορί, η
π.χ. ανουσαρντέ σι ε τσίντζιρε = π.χ. κάσκι σι καγιά πισικίσα; =
γανωµένες είναι οι κατσαρόλες. πιανού είναι αυτή η γατούλα;
Αντίθ. µπιανουσαρντό = αγάνωτος. γδαρµένος (µτχ.): ουζζαρντό,-ί
γανώνοµαι (αµετβ. ρ.): (σ.α. ξεφλουδισµένος, ξεπουπου-
ανουσάρντιαβ λιασµένος).
π.χ. ανουσάρντιλε ε τσίντζιρε = γδάρσιµο: ουζζαριπέ, ο
γανώθηκαν οι κατσαρόλες. (βλ. και ξεφλούδισµα,
γανώνω (µετβ. ρ.): ανουσαράβ ξεπουπούλιασµα).
116

γδέρνοµαι (αµετβ. ρ.): γειτονιά: µαλάβα, η


ουζζάρντιαβ π.χ. αβγκιέ κάι µαλάβα κερντόλ
π.χ. πελό κατάρ µοτόρι ντα µπιάβ = σήµερα στη γειτονιά
ουζζάρντιλι λεσκί κοτσ = έπεσε από γίνεται γάµος.
το µηχανάκι και γδάρθηκε το γείτονας (α): κοµσσούιο, ο (προφ.
γόνατό του. µε συνίζηση ιο)
(βλ. και ξεφλουδίζοµαι). π.χ. (αλληγ.) κάνα τζας τε κινές
γδέρνω (µετβ. ρ.): ουζζαράβ κχερ, ε κοµσσουέ κα κινές νάα ο
π.χ. ουζζαράβ ο µπακρό = γδέρνω κχερ = όταν πας να αγοράσεις σπίτι,
το πρόβατο. το γείτονα θα αγοράσεις όχι το
(βλ. και ξεφλουδίζω, σπίτι. (δηλ. µεγάλη σηµασία έχει
ξεπουπουλιάζω). ποιος θα είναι ο γείτονας).
γδυµένος (µτχ.): νανγκιαρντό,-ί (= γείτονας (β): κοµσσίο, ο
γυµνωµένος). π.χ. κοµσσία σαµούς, αµαρέ κχερά
Αντίθ. βουραντό = ντυµένος, σι πάςς-πασσέ = γείτονες είµαστε,
φορεµένος. τα σπίτια µας είναι κοντά-κοντά
γδύνοµαι (αµετβ. ρ.): (δίπλα-δίπλα).
νανγκιαράµαν. γειτόνισσα: κοµσσούκα, η.
π.χ. νά ντε α(ν)ντρέ, νανγκιαράµαν γελασµένος (µτχ.): χοχαντό,-ί (σ.α.
= µην µπαίνεις µέσα, γδύνοµαι. ξεγελασµένος)
(νανγκό = γυµνός, νανγκιαράµαν π.χ. χοχαντό σαν, άµα πακιάς καβά
κυριολ. = γυµνώνοµαι). σσέι κάι κα κερντόλ = γελασµένος
Αντίθ. βουραβάµαν = ντύνοµαι είσαι, αν πιστεύεις αυτό το πράγµα
γδύνω (µετβ. ρ.): νανγκιαράβ ότι θα γίνει.
π.χ. νανγκιαράβ ε χουρντέ = γδύνω γελαστικός (επίθ.): ασαηκα(ν)ντό,-
το µωρό. ί.
Αντίθ. βουραβάβ = ντύνω, φορώ Συνών. ασαη(ν)ντό = γελαστός,
µετβ.. σσαγκατζίο = αστείος, κωµικός.
(νανγκιαράβ κυριολ. = γυµνώνω). γελαστός (επίθ.): ασαη(ν)ντό,-ί
γδύσιµο: νανγκιαριπέ, ο (= π.χ. µπουτ ασαη(ν)ντό τσχαβό σι!
γύµνωµα). = είναι πολύ γελαστό αγόρι! σίλε
Αντίθ. βουραηπέ = ντύσιµο. ασαη(ν)ντό µούι = έχει γελαστό
γδυτός: (βλ. γδυµένος). πρόσωπο.
γειτόνεµα: κοµσσουλούκο, ο (σ.α. Αντίθ. ροη(ν)ντό = κλαµένος,
η συναναστροφή των γειτόνων) µπιασαη(ν)ντό = αγέλαστος.
π.χ. κο κοµσσουλούκο τούκε τε (ασαη(ν)ντό σ.α. = χαµογελαστός).
ατσχέλ, µπιλατζανέα! µε τσχάκε γελέκο: ελέκο και ιλέκο, ο και
γιακ τχοντάν = το γειτόνεµα σου γιλέκο, ο
γεια σένα να µείνει, αδιάντροπε! για π.χ. κάταρ λιάν καβά σσουκάρ
την κόρη µου µάτι έβαλες, ελέκο; = από πού το πήρες αυτό το
κοµσσούια σαµούς, αµά ωραίο γελέκο;
κοµσσουλούκο νάι αµεν = γείτονες γελιέµαι (αµετβ. ρ.): χοχάντιαβ
είµαστε, αλλά γειτόνεµα π.χ. νι χοχάντολ, πφιρνό σι = δεν
(συναναστροφή) δεν έχουµε. γελιέται, πονηρός είναι.(σ.α.
γειτονία: κοµσσουλούκο, ο ξεγελιέµαι).
(βλ. και γειτόνεµα). γέλιο: ασαηπέ, ο
117

π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου Αντίθ. τσουτσιάβ = αδειάζω


«ο ασαηπέ» = το γέλιο) τζου(ν)ντό αµετβ., τσουτσάρντιαβ = αδειάζω
µουλό σι ο µανούςς κάι χασαρντά αµετβ.
πε γκέσκο ασαηπέ = ζωντανός γεµίζω (β) (µετβ. ρ.): πφεράβ
νεκρός είναι ο άνθρωπος που έχει π.χ. πφεράβ η φουτσία παί =
χάσει το γέλιο της ψυχής του. γεµίζω το βαρέλι νερό. (σ.α.
(ασαηπέ σ.α. χαµόγελο). συµπληρώνω).
γελοίος (επίθ.): ασαηµάσκο,-ι (= Αντίθ. τσουτσαράβ = αδειάζω µετβ.
για γέλιο και πρασαηµάσκο,-ι (= γεµίζω (γ) (ενεργ. διαµ.ρ.):
για κορόϊδεµα, για εµπαιγµό, για πφερνταράβ και (επιτατ.ενεργ.
περιγέλασµα, για περιφρόνηση) διαµ.ρ.) πφερντανταράβ (= βάζω να
π.χ. ασαηµάσκο σσέι σι καβά = γεµίσει-ουν, κάνω να γεµίσει-ουν,
γελοίο πράγµα είναι αυτό, σ.α. φορτίζω, σφραγίζω δόντι)
πρασαηµάσκο κερντιλάν = γελοίος π.χ. κα τζαβ κάι ντοκτόρι, τε
έγινες. πφερνταράβ µο νταν = θα πάω στον
γελώ (α) (αµετβ. ρ.): ασάβ γιατρό να σφραγίσω το δόντι µου,
π.χ. κερντά µαν τε ασάβ µε γκέσα τζαβ κάι γκατζό, τε πφερνταράβ η
αϊράτ = µ’ έκανε να γελάσω µε την µπαταρία = πάω στον αλλόφυλο να
ψυχή µου απόψε, σόσκε ασάς; γεµίσω την µπαταρία, κα
νταλγκάβα-κχελές µάνσα; = γιατί πφερνταράβ λεστέ η φουτσία παΐ =
γελάς; µε κοροϊδεύεις; θα τον βάλω να γεµίσει το βαρέλι
(ασάβ σ.α. χαµογελώ). νερό.
γελώ (β) (ενεργ. διαµ.ρ.): Αντίθ. τσουτσαρνταράβ = βάζω να
ασανταράβ (κάνω να γελάσει-ουν) αδειάσει-ουν, κάνω να αδειάσει-ουν.
π.χ. ασανταρντάν αµέν µπουτ αϊράτ γέµιση: (βλ. γέµισµα).
= µας έκανες να γελάσουµε πολύ γέµισµα (α): πφεριπέ, ο (σ.α.
απόψε, ασανταρντά µαν κο τσχαβό, συµπλήρωµα).
µπουτ τζανέλ = µ’ έκανε να γελάσω π.χ. ε πιπέρα µανγκέν πφεριπέ = οι
ο γιος σου, πολλά ξέρει. πιπεριές θέλουν γέµισµα.
Αντίθ. ροβνταράβ = κάνω να Αντίθ. τσουτσαριπέ = άδειασµα.
κλάψει-ουν, βάζω να κλάψει-ουν. γέµισµα (β): πφερνταριπέ, ο (ρηµ.
γεµάτος (µτχ.ως επιθ.): πφερντό,-ί ουσ. από το ρ. πφερνταράβ βλ.
π.χ. πφερντό σι ο τοµαφίλι, νι λελ γεµίζω (γ)), πφερνταριπέ σ.α.
αβέρ τζενέν = γεµάτο είναι το φόρτιση, σφράγισµα δοντιού)
αυτοκίνητο, δεν παίρνει άλλα π.χ. πφερνταριπέ µανγκέλ η
άτοµα. µπαταρία = φόρτιση θέλει η
(σ.α. πλήρης, συµπληρωµένος, µπαταρία, πφερνταριπέ µανγκέλ κο
πυκνός). νταν = σφράγισµα θέλει το δόντι
Αντίθ. τσουτσό = άδειος, µπόσσι = σου.
άδειος. γεµισµένος (α) (µτχ. ως επιθ.):
γεµατούτσικος (επίθ.): πφερντό,-ί (= γεµάτος, πλήρης).
πφερντορό,-ί. Αντίθ. τσουτσαρντό = αδειασµένος.
Αντίθ. τσουτσορό = αδειούτσικος. γεµισµένος (β) (µτχ.):
γεµίζω (α) (αµετβ. ρ.): πφερντιάβ πφερνταρντό, -ί (από το ρ.
π.χ. πφερντιλί η κόφα = γέµισε ο πφερνταράβ βλ. γεµίζω (γ)),
κουβάς.(σ.α. συµπληρώνοµαι).
118

πφερνταρντό σ.α. φορτισµένος, µανγκέ, νι νταράβ τούταρ = αν


σφραγισµένος (για δόντι)) θέλεις όλο σου το γένος φέρε µου,
π.χ. πφερνταρντό σι µο νταν = δε φοβάµαι από σένα, (φράση) εκχέ
σφραγισµένο είναι το δόντι µου. µανουσσέσκο τζίνσι πουσσέν =
γεµιστήρα: γεµιστίρα, η ενός ανθρώπου το γένος ρωτάνε
π.χ. ε ταπαντζάκι γεµιστίρα = η (δηλ. από τη φήµη του γένους
γεµιστήρα του πιστολιού. επηρεάζεται το κύρος του
γεµιστός (επίθ.): πφερντό,-ί (= απογόνου).
γεµάτος). Συνών. σόι = σόι
π.χ. πφερντέ πιπέρα κα κεράβ γερά (επίρρ.): ζουραλέστε (σ.α.
αβγκιέ = γεµιστές πιπεριές θα κάνω δυνατά)
σήµερα. π.χ. αστάρντο ζουραλέστε τε να
γενέθλια (α): µπια(ν)ντιµάσκο- περές = κρατήσου γερά να µην
γκιές, µπια(ν)ντιµάσκο-γκιβέ και πέσεις, αστάρ ζουραλέστε ο σιτζίµ
µπια(ν)ντιµάσκο-γκιέ,ο (= γέννησης = κράτα γερά το σχοινί.
µέρα). γεράµατα: πφουριπέ, ο
γενέθλια (β): γενέθλια, ε π.χ. κίντελ παρέ πε πφουριµάσκε =
π.χ. λεσκέ γενέθλια σι αβγιέ = τα µαζεύει χρήµατα για τα γεράµατά
γενέθλιά του είναι σήµερα. του, κα ντικχές µαν α(ν)ντό µο
γένια: τσχορά και σακάλα, ε πφουριπέ; = θα µε κοιτάξεις στα
π.χ. ρά(ν)ντε κε σακάλα = ξύρισε γεράµατα; (πφουριπέ κυριολ. =
τα γένια σου. γήρας).
(οµόηχο τσχορά = κοπέλες). γέρασµα: πφουραριπέ, ο
γέννα: µπιανιπέ, ο. Αντίθ. τερναριπέ = ξανάνιωµα.
γενναίος: µρουςς, ο (= άνδρας, γερασµένος (µτχ.): πφουραρντό,-ί
αρσενικό, παλικάρι). Αντίθ. µπιπφουραρντό = αγέραστος,
γενναιότητα: µρουσσιπέ, ο (= τερναρντό = ξανανιωµένος.
ανδρεία, παλικαριά). Γερµανία: Αλαµάνια, η
γεννηµένος: µπια(ν)ντό,-ί π.χ. κάι Αλαµάνια σι λεσκό πφάλ =
Αντίθ. µπιµπια(ν)ντό = αγέννητος. στη Γερµανία είναι ο αδερφός του.
γεννιέµαι (αµετβ. ρ.): µπιά(ν)ντιαβ γερµανικός (επίθ.): αλαµανένγκο,-ι
π.χ. κατάρ κι ντέι τα εκ φαρέ τε και αλαµανιάκο,-ι.
µπιά(ν)ντος, για τε κερές µανγκέ π.χ. αλαµανένγκε µανγκινά =
του καλέ = από τη µάνα σου ακόµα γερµανικά προϊόντα.
µια φορά να γεννηθείς, για να µου Γερµανός: Αλαµάνο, ο.
το κάνεις εσύ αυτό. Γερµανίδα: Αλαµάνκα, η.
γεννώ (µετβ. ρ.): µπιανάβ γέρνω (αµετβ. ρ.): (βλ. λυγίζω
π.χ. τσχαβό µπια(ν)ντά λεσκί ροµνί αµετβ.).
= αγόρι γέννησε η γυναίκα του, γέρνω (µετβ. ρ.): µπανγκιαράβ και
νταά ιν µπια(ν)ντά κι ροµνί; = µπανγκαράβ
ακόµα δεν γέννησε η γυναίκα σου; π.χ. µπανγκάρ η φουτσία. = γείρε
γένος: τζίνσι, ο το βαρέλι.
π.χ. νάι λατσχέ τζινσέσταρ σι καλά (βλ. και λυγίζω µετβ.).
µανουσσά = δεν είναι από καλό γερνώ (αµετβ. ρ.): πφουριάβ
γένος αυτοί οι άνθρωποι, τε π.χ. λιέ µαν ε µπροσά, πφουριλόµ =
µανγκέσα µπιτίν κε τζινσέ α(ν)τά µε πήραν τα χρόνια, γέρασα,
119

πφουριλάν, ιν τζανές σο πφενές = γεύµα: (βλ. φαγητό).


γέρασες, δεν ξέρεις τι λες, (γνωµικό γεύοµαι: βλ. µοιράζω (β)
Γ.Αλεξίου) πφουρόλ σάντε ο γεύση: νταντία, η και ντάντι, ο
µανούςς κάι ιν κερέλ σουνέ = γερνά (σ.α. γευστικότητα, νοστιµιά,
µόνο ο άνθρωπος που δεν κάνει ουσία)
όνειρα. π.χ. νάι ντάντι α(ν)ντί ζουµί = δεν
Αντίθ. τερνιάβ =αµετβ. ξανανιώνω. έχει γεύση το φαγητό, λιά ε
γερνώ (µετβ. ρ.): πφουραράβ παρένγκι νταντία = πήρε τη γεύση
π.χ. πφουραρντέ µαν ε τσεκίε = µε των χρηµάτων (δηλ. γλυκάθηκε από
γέρασαν τα βάσανα, (ευχή σε τα χρήµατα).
νεόνυµφους) ο Ντελ τε πφουραρέλ (βλ. και νοστιµιά, ουσία).
τουµέν εκχέ σσαρα(ν)ντέστε = ο γευστικός (επίθ.): νταντιάκο, -ι.
Θεός να σας γεράσει σε ένα γευστικότητα: (βλ. γεύση).
µαξιλάρι. γέφυρα: πφουρτ, η και πόντο, ο
Αντίθ. τερναράβ = µετβ.ξανανιώνω. π.χ. νεβί σι καγιά πφουρτ =
γεροδεµένος (α) (επίθ.): καινούργια είναι αυτή η γέφυρα,
µπαµπάτσι-κα κασστουνό σι ο πόντο = ξύλινη
π.χ. µπαµπάτσι µανούςς = είναι η γέφυρα.
γεροδεµένος άνθρωπος (η φράση γεφυρούλα: πφουρτορί, η και
σ.α. ισχυρός οικονοµικά ποντορό, ο.
άνθρωπος). γεφύρωµα: πφουρταριπέ, ο.
γεροδεµένος (β) (επίθ.): ζουραλό, - γεφυρωµένος (µτχ.):
ί και κουβετλίο, -ίκα (κυριολ. πφουρταρντό,-ί
δυνατός, ισχυρός, γερός) π.χ. πφουρταρντί λεν =
π.χ. ζουραλό τσχαβρό = γεφυρωµένο ποτάµι.
γεροδεµένο παιδί. Αντίθ. µπιπφουρτάκο =
Αντίθ. µπιζουραλό και αγεφύρωτος.
µπικουβετέσκο = αδύναµος, γεφυρώνω (µετβ. ρ.): πφουρταράβ.
ανίσχυρος. γεωργία: λετζµπερλίκο, ο (σ.α.
γεροντάκι: πφουρορό, ο αγροτιά).
π.χ. σο τε κερέλ ο πφουρορό! = τι γεωργός: λετζµπέρι, ο (σ.α.
να κάνει το γεροντάκι! αγρότης), θηλ. λετζµπέρκα, η (σ.α.
Αντίθ. τερνορό = νεαρούλης. αγρότισσα).
γερόντισσα: πφουρορί, η γη: πφου, η
Αντίθ. τερνορί = νεαρούλα. π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου
γεροντίστικος (επίθ.): «η σεβντάβα» = ο έρωτας), η πφου
πφουρικανό,-ί ντουέ(ν)ντε τε πουτάρντολ, ε
π.χ. πφουρικανέ µενία λιάν µάνγκε; τσερινα τελέ τε περέν, µά(ν)νταρ
= γεροντίστικα παπούτσια µου αβέρ τουτ κχόνικ νασστί κα λελ! =
πήρες; η γη στα δυο κι αν χωριστεί, τα
Αντίθ. τερνικανό = νεανικός. άστρα κάτω κι αν πέσουν, από µένα
γέρος: πφουρό, ο άλλος
π.χ. πφουρό σι, ιν ντικχέλ σσουκάρ κανείς δε θα µπορέσει να σε πάρει!,
= γέρος είναι, δεν βλέπει καλά. µπεςς σσουκάρ, α(ν)ντί πφου κα
Αντίθ. τερνό = νέος. νταβ τουτ = κάτσε ωραία (καλά),
γερός: (βλ. δυνατός).
120

µες στη γη θα σε δώσω (στη γη θα έγινε το κακό), γιουούρτο κα χας; =


σε χτυπήσω). γιαούρτι θα φας;
(υποκ.) πφουϊορί, η γιαπωνέζικος (επίθ.):
(βλ. οµόηχο πφουϊορί = φρυδάκι). τζαπονένγκο,-ι και τζαπονιάκο,-ι
γήινος (επίθ.): πφουϊάκο,-ι. π.χ. τζαπονένγκε γιακχά σίλε =
γήπεδο: γίπεδο, ο γιαπωνέζικα µάτια έχει.
π.χ. κάι σαβό γίπεδο κα κχελάς Γιαπωνέζος: Τζαπόνι, ο.
τόπα; = σε ποιο γήπεδο θα παίξουµε Γιαπωνέζα: Τζαπόνκα, η.
µπάλα; γιαρµάς: γιαρµάβα, η
γήρανση: (βλ. γέρασµα). π.χ. κι(ν)ντάν γιαρµάβα ε
γήρας: (βλ. γεράµατα). κχαϊνένγκε; = αγόρασες γιαρµά για
γι' αυτό (επίρρ.): ο(ν)ντάν τις κότες;
π.χ. νασφάιλοµ, ο(ν)ντάν νι γκελόµ γιασµάκι: γιασσµάκο, ο
κάι µπουκί = αρρώστησα, γι' αυτό γιατί (ερωτηµ. µορ. ή συνδ.):
δεν πήγα στη δουλειά. σόσκε και σόσταρ
γιαβρί: γιαβρούιο (προφ. µε π.χ. σόσκε ιν αβιλάν; = γιατί δεν
συνίζηση ιο) και γιαβρίο, ο θηλ. ήρθες; σόσταρ νι λιάν τούκε ντα; =
γιαβρούκα, η γιατί δεν πήρες και για σένα; ιν
π.χ. µο σικνό γιαβρίο σι καβά = το γκελόµ κάι µπουκί, σόσκε σόµας
µικρό γιαβρί µου είναι αυτό (ο νασφαλό = δεν πήγα στη δουλειά,
µικρότερος γιος µου είναι αυτός), ε γιατί ήµουν άρρωστος.
τσιρικλάκι γιαβρούκα = του γιατρειά: ντερµάνο και
πουλιού το γιαβρί (νεογνό). λατσχαριπέ, ο
γιαγιά (α): µάµι, η π.χ. νασστί ρακχαντόµ ο ντερµάνο
π.χ. νταά µπουτ µανγκέλ πε µαµιά καλέ νασφαλιµάσκο = δεν µπόρεσα
κατάρ πι ντέι = πιο πολύ αγαπάει τη να βρω τη γιατρειά αυτής της
γιαγιά του από τη µάνα του. αρρώστιας. (λατσχαριπέ κυριολ. =
γιαγιά (β) (που έχει δισέγγονο-α): κα-
µπαρί-µάµι, η (κυριολ. µεγάλη λυτέρευση).
γιαγιά). Συνών. σασταριπέ = θεραπεία,
γιαγιάκα: µαµορί, η. ολοκλήρωση.
γιακαδάκι: γιακαβίσα, η. γιάτρεµα: (βλ. γιατρειά).
γιακάς: γιακάβα, η γιατρεµένος (επίθ.): λατσχαρντό,-ί
π.χ. µελαλί σι ε α(ν)τεραβάκι (= βελτιωµένος, διορθωµένος,
γιακάβα = λερωµένος είναι ο γιακάς έτοιµος, περιποιηµένος)
του πουκαµίσου. (λατσχαρντό κυριολ.
γιαουρτάκι: τφουντορό, ο καλυτερευµένος).
π.χ. χα κο τφουντορό = φάε το Συνών. σασταρντό = θεραπευµένος,
γιαουρτάκι σου. ολοκληρωµένος.
γιαουρτάς: γιουρτσούιο, ο (προφ. Αντίθ. µπιλατσχαρντό =
µε συνίζηση ιο). αγιάτρευτος, αβελτίωτος,
γιαούρτι: τφουτ και γιουούρτο, ο αδιόρθωτος, ακαλυτέρευτος.
π.χ. τσχορντιλέ ακανά ε τφουντά· γιατρεύοµαι (αµετβ. ρ.):
σο τε κεράς; = χύθηκαν τώρα τα λατσχάρντιαβ (= αµετβ.
γιαούρτια· τι να κάνουµε; (δηλ. καλυτερεύω)
121

π.χ. λατσχάρντιλοµ κατάρ καλά γίνωµα: κερντιπέ, ο.


ιλάτσορα = γιατρεύτηκα απ’ αυτά γινωµένος (µτχ.): κερντό,-ί (σ.α.
τα φάρµακα. φτιαγµένος)
Συνών. σαστάρντιαβ = π.χ. κερντό σι ο χουρµπουζό =
θεραπεύοµαι, ολοκληρώνοµαι. γινωµένο είναι το καρπούζι.
γιατρεύω (µετβ. ρ.): λατσχαράβ (= Αντίθ. µπικερντό = αγίνωτος,
µετβ. καλυτερεύω) άγουρος, µποζούκι, µουσαρντό =
π.χ. κα λατσχαρέν τουτ καλά χαλασµένος.
ιλάτσορα = θα σε γιατρέψουν αυτά (βλ. και φτιαγµένος).
τα φάρµακα. γιόκας: τσχαβορό, ο
γιατρός: ντοκτόρι, ο π.χ. αβιλό µο τσχαβορό κατάρ ο
π.χ. ντικχλά τουτ ο ντοκτόρι; = σε σχολίο = ήρθε ο γιόκας µου από το
είδε (εξέτασε) ο γιατρός; µπουτ σχολείο.
λατσχό σι καβά ντοκτόρι = πολύ (βλ. και αγοράκι).
καλός είναι αυτός ο γιατρός. γιορτάζω (αµετβ. και µετβ.ρ.):
γιατρίνα: ντοκτόρκα και γιορτισαράβ.
ντοκτορίνκα, η. π.χ. αβγκιέ γιορτισαρέλ µο πφαλ =
π.χ. αβιλί η ντοκτόρκα; = ήρθε η σήµερα γιορτάζει ο αδερφός µου,
γιατρίνα; ιρακί γιορτισαρντέµ µε αλαβέσκι
γίγαντας: ντέβι, ο (χρησιµοποιείται γιορτία = χθες γιόρτασα την
µτφ. για να δηλώσει πολύ ψηλό και ονοµαστική µου γιορτή.
εύσωµο άνδρα ή έφηβο) γιορτή: γιορτία, η και µπαρό-γκιβέ,
π.χ. ντέβι κερντιλό κο τσχαβό! ο
νασστί πιντζαρντόµ νε = γίγαντας π.χ. µε τσχαβέσκο µπαρό-γκιβέ κε-
(πολύ ψηλός και εύσωµος) έγινε ο ράβ αβγκιέ = του γιου µου τη
γιος σου! δεν µπρόρεσα να τον µεγάλη µέρα (γιορτή) κάνω
γνωρίσω. σήµερα. (µπαρό-γκιβέ κυριολ. =
Θηλ. ντέβκα, η. µεγάλη µερα).
γίδα: (βλ. κατσίκα). γιορτινός (επίθ.): γιορτάκο,-ι
γιδάρης: (βλ. γιδοβοσκός). π.χ. βουραντάς πε γιορτιάκε πατέ =
γιδοβοσκός: κετσικένγκο- φόρεσε τα γιορτινά του ρούχα.
τσοµπάνο, ο. γιος: τσχαβό και τσχαό, ο
γίνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): κερντιάβ π.χ. σόσκε χάστουτ κε τσχαβέσα; =
π.χ. ιν κερντιλέ νταά ε ντρακχά = γιατί µαλώνεις µε το γιο σου;
δεν έγιναν ακόµη τα σταφύλια, κάι (βλ. και αγόρι).
κερντιλό τουµαρό µπιάβ; = πού γιουβαρλάκια: γιουβαρλάκορα και
έγινε ο γάµος σας; σο κερντιλό, γιουβαρλάτσα,ε
σόσταρ χολάιλαν; = τι έγινε, γιατί π.χ. γιουβαρλάκορα κα κεράβ
θύµωσες; αβγκιέ = γιουβαρλάκια θα φτιάξω
Αντίθ. µουσάρντιαβ = αµετβ. χαλώ. σήµερα.
(βλ. και φτιάχνοµαι). Γιουγκοσλαβία: Γιουγκοζλαβία, η
γίνοµαι (β) (επιτατ.αµετβ.ρ.): π.χ. κάι Γιουγκοσλαβία ντα σι
κερτί(ν)ντιαβ µπουτ Ροµά = και στη
π.χ. κερντί(ν)ντιλι η ζουµί = έγινε Γιουγκοσλαβία υπάρχουν πολλοί
το φαγητό (σ.α. φτιάχνοµαι, Τσιγγάνοι.
δηµιουργούµαι).
122

γιουγκοσλάβικος (επίθ.): γκαράζ (συνεργείο αυτοκινήτων):


γιουγκοζλαβένγκο, -ι (= γκαράζι, ο
Γιουγκοσκλάβων) και π.χ. µουκλόµ ο τοµαφίλι κάι
γιουγκοζλαβιάκο, -ι (= γκαράζι, για τε κερέν λε = άφησα το
Γιουγκοσλαβίας). αυτοκίνητο στο γκαράζ, για να το
Γιουγκοσλάβος: Γιουγκοζλάβο, ο φτιάξουν.
Γιουγκοσλάβα: Γιουγκοζλάβκα, η γκαραζιέρης (µηχανικός
γιουρούσι: γιουρούσσι, ο αυτοκινήτου): γκαραζτσίο, ο
γκαβός: (βλ. αλλήθωρος, τυφλός). π.χ. κάι γκαραζτσίο σι ο τοµαφίλι =
γκαβωµάρα: (βλ. τύφλα). στον γκαραζιέρη είναι το
γκαβώνοµαι: (βλ. τυφλόνοµαι). αυτοκίνητο.
γκαβώνω: (βλ. τυφλώνω). γκαρσόν: γκαρσόνι, ο
γκαζάκι: σικνί-µποτίλα, η (κυριολ. π.χ. µούιτχο ε γκαρσονέσκε, τε
µικρή µποτίλια) ντας παρανγκελία = φώναξε το
π.χ. τζα κιν εκ σικνί-µποτίλα, τε γκαρσόν, να δώσουµε παραγγελία.
κεράβ καϊάβα ε µανουσσένγκε = γκαρσόνα: γκαρσόνκα, η.
πάνε αγόρασε ένα γκαζάκι, να γκάστρωµα: κχαµναριπέ, ο.
φτιάξω καφέ στους ανθρώπους. γκαστρωµένη: (βλ. έγκυος).
γκάζι: γκάζι, ο γκαστρώνοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. µπάσµα µπουτ ο γκάζι = µη κχαµνιάβ και κχαµναράµαν.
πατάς πολύ το γκάζι. γκαστρώνω (µετβ. ρ.): κχαµναράβ
(γκάζι σ.α. = πετρέλαιο). και κχαµνανταράβ.
γκαζιέρα: γκαζγκέρα, η π.χ. νταά νι εβλε(ν)ντί λάσα,
π.χ. η ζουµί κιρόλ οπρά γκαζγκέρα κχαµναρντά λα = ακόµη δεν την
= το φαγητό βράζει πάνω στη παντρεύτηκε, τη γκάστρωσε.
γκαζιέρα. γκέµι: γκέµο και γκέµι, ο
γκαζόζα: γκαζόζι, ο και γκαζόζα, η π.χ. σΰρντε εµπούκα λεσκέ
π.χ. πουτάρ µανγκέ γεκ σσουντρό γκέµορα, µπουτ µπαλβάλ ντιάν λε =
γκαζόζι τε παβ = άνοιξέ µου µια τράβα λίγο τα γκέµια του, πολύ
κρύα γκαζόζα να πιω. αέρα του ’δωσες.
γκάζωµα: γκαζλαµάκο, ο. γκίνια: (βλ. γρουσουζιά).
γκαζωµενος (άκλ. επίθ.): γκιουβέτσι: γκυβέτσι (προφ. το υ
γκαζλαµούσσι όπως το γαλλικό u) και γκιουβέτσι,
π.χ. γκελόταρ γκαζλαµούσσι = ο
έφυγε γκαζωµένος. π.χ. κα κεράβ γκιουβέτσι αβγκιέ =
γκαζώνω (αµετβ. και µετβ. ρ.): θα φτιάξω γκιουβέτσι σήµερα.
γκαζλάιαβ γκιούµι: γκύµο, ο (προφ. το υ όπως
π.χ. τε γκαζλάιβα ο µοτόρι, τζανές το γαλλικό u)
κάι κα µουκάβ λε! = άµα γκαζώσω π.χ. µιρνό σι καβά γκύµο = δικό
το µηχανάκι, ξέρεις πού θα τον µου είναι αυτό το γκιούµι.
αφήσω! γκολ: γκόλι και γκολ, ο
γκάιντα: γκάιντα, η π.χ. κον τσχουτά ο γκόλι; = ποιος
π.χ. µο πάπο τζανέλας τε έριξε το γκολ;
µπασσαλέλ γκάιντα = ο παππούς γκολτζής: γκλολτζίο, ο.
µου ήξερε να παίζει γκάιντα. γκόµενα: γκόµενα και γκόµινα, η
123

π.χ. γκόµενα ρόντελ πέσκε = Αντίθ. µπιπεραντό = αγκρέµιστος,


γκόµενα ψάχνει για τον εαυτό του. άπεφτος, ακατεδάφιστος.
Συνών. γιαβουκλούκα = ερωµένη, γκρεµός: ουτσουρούµο, ο
αγαπητικιά. π.χ. ο τοµαφίλι πελό κάι
γκοµενιάρης: γκοµενιάρι, ο ουτσουρούµο = το αυτοκίνητο
π.χ. γκοµενιάρι σι κο τσχαβό = έπεσε στο γκρεµό.
γκοµενιάρης είναι ο γιος σου. γκρίνια: µορµισαριπέ, ο και
γκοµενιλίκι: γκοµενιλίκο, ο µούρµα, η
π.χ. χαλέ λε ε γκοµενιλίκορα = τον π.χ. ιτσ νι ατσχέλ κι µούρµα =
έφαγαν τα γκοµενιλίκια. καθόλου δε σταµατάει η γκρίνια
γκόµενος: γκόµενο και γκόµινο, ο σου, χαλά µαν κο µορµισαριπέ =
π.χ. λακό γκόµενο σι καβά = ο µ’ έφαγε η γκρίνια σου.
γκόµενός της είναι αυτός. (µορµισαριπέ κυριολ.
Συνών. γιαβουκλίο = ερωµένος, µουρµούρισµα).
αγαπητικός, ντόστι = εραστής, (µούρµα κυριολ. µουρµούρα, βλ.
σύντροφος. και µουρµούρα).
γκοφρέτα: κοφρέτα και γκοφρέτα, γκρινιάζω (α) (αµετβ. ρ.):
η µορµισαράβ
π.χ. λε τουκέ εκ κοφρέτα τε χας = π.χ. σαστό γκιβέ µορµισαρέλ = όλη
πάρε για σένα µια γκοφρέτα να φας. την ηµέρα γκρινιάζει.
γκρεµίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): περάβ (µορµισαράβ κυριολ.
(= πέφτω). µουρµουρίζω).
γκρεµίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): γκρινιάζω (β) (αµετβ. ρ.): µούρµα-
περάντιαβ (σ.α. καταρρίπτοµαι) κεράβ (= µουρµούρα κάνω).
π.χ. τε περάντολ καβά ντουβάρι = π.χ. νι κα κερές-µούρµα = δε θα
να γκρεµιστεί αυτός ο τοίχος. γκρινιάζεις.
γκρεµίζω (α) (µετβ. ρ.): περαβάβ γκρινιάρης (επίθ.): µορµισαρντό,-ί
π.χ. κα περαβέν λεσκό κχερ = θα π.χ. χαλάν µαν, µορµισαρντέα, κε
γκρεµίσουν το σπίτι του. µουρµάσα = µ’ έφαγες, γκρινιάρη,
(βλ. και κατεδαφίζω). µε τη µουρµούρα σου.
γκρεµίζω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): γκρουπ: (βλ. οµάδα).
περανταράβ (= βάζω να γκρεµίσει- γλάρος: µατσχάρκα, η (από τη λέξη
ουν, βάζω να κατεδαφίσει-ουν, µατσχό = ψάρι).
κάνω να πέσει-ουν) γλαροφωλιά: µατσχαρκάκι-
π.χ. κα περανταράβ λεστέ καβά ουβάβα, η.
ντουβάρι = θα τον βάλω να γλείφτης: γιαλαµατζίο, ο (θηλ.
γκρεµίσει αυτόν τον τοίχο, γιαλαµατζίκα και γιαλαµατζΰκα, η).
περανταρντάν µαν τελέ = µ’ έκανες γλείφω (µετβ. ρ.): τσαράβ και
να πέσω κάτω (περανταρντό, -ί µτχ. γιαλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια)
= γκρεµισµένος, κατεδαφισµένος, (βλ. οµόηχο τσαράβ = αµετβ.
περανταριπέ, ο ρηµατ. ουσ. = βόσκω).
γκρέµισµα, κατεδάφιση). γλείψιµο: τσαριπέ και γιαλαµάκο,
γκρέµισµα: περαηπέ, ο. ο.
γκρεµισµένος: περαντό,-ί γλέντι (α): εηλεντζάβα, η
(βλ. και πεσµένος). π.χ. αϊράτ σίαµεν εηλεντζάβα =
απόψε έχουµε γλέντι.
124

γλέντι (β) (προσφορά µετά από π.χ. σι κάι κχάντσικ τε


τάµα): ανταλέτι, ο γκουγκλαράβ µο µούι; = υπάρχει
π.χ. ανταλέτι σίµαν, µπακρό κα τίποτε να γλυκάνω το στόµα µου;
τσχινάβ = γλέντι έχω, αρνί θα Αντίθ. κερκαράβ = πικραίνω.
σφάξω (αντάκο = τάµα). γλυκαίνω (β) (αµετβ. ρ.):
γλεντώ (αµετβ.καιµετβ.ρ.): γκουγκλιάβ
γλε(ν)ντισαράβ π.χ. γκουγκλιλέ ε πορτοκάλα =
π.χ. τζας τε γλε(ν)ντισαράς = πάµε γλύκαναν τα πορτοκάλια.
να γλεντήσουµε. γλυκαίνω (γ) (επιτατ. µεταβ. ρ.):
γλιστρώ (αµετβ. ρ.): καήαβ και γκουγκλανταράβ
γλιστρισάαβ. π.χ. γκουγκλανταρντέ λε ε παρέ =
γλίτσα: γλίτσα, η τον γλύκαναν τα λεφτά.
π.χ. γλίτσα σι οπρά ντροµά, γλυκαµένος (µτχ.): γκουγκλαρντό,
πολοκό τε τζας ε τοµαφιλέσα = -ί
γλίτσα υπάρχει πάνω στους Αντίθ. κερκαρντό = πικραµένος.
δρόµους, σιγά να πας µε το γλύκανση: γκουγκλαριπέ, ο.
αυτοκίνητο. γλυκατζής: τατλϋτζίο, ο (σ.α.
γλιτώνω: (βλ. γλυτώνω). ζαχαροπλάστης).
γλουτός: µπουλάκι-τσχαµ, η γλυκατζού: τατλϋτζΰκα, η (σ.α.
(κυριολ. ποπού µάγουλο, ζαχαροπλάστρια).
µπουλάκε-τσχαµά, ε = ποπού, γλυκερός: (βλ. γλυκός).
µάγουλα, γλουτοί). γλυκίζω: (βλ. γλυκαίνω αµετβ.).
γλύκα: γκουγκλιπέ, ο (σ.α. γλυκό) γλυκό: γκουγκλιπέ, ο και τατλία, η
π.χ. ιν µανγκάβ τούταρ κχάντσικ, π.χ. µπουτ γκουγκλιµάτα χας,
εµπούκα γκουγκλιπέ σάντε κατάρ ο(ν)ντάν ντουκχάν τουτ κε
κο µούι = δε θέλω, από σένα τίποτε, ντα(ν)ντά = πολλά γλυκά τρως, γι’
λίγη γλύκα µόνο από το στόµα σου. αυτό σε πονούν τα δόντια, κα κεράβ
(δηλ. να µου γλυκοµιλάς). τατλία = θα φτιάξω γλυκό.
Αντίθ. κερκιπέ = πίκρα. γλυκοαίµατος (επίθ.): γκουγκλέ-
γλυκά (επίρρ.): γκουγκλέστε ρατέσκο,-ι
π.χ. ο εσνάφο µανούςς Αντίθ. κερκέ-ρατέσκο =
γκουγκλέστε κονουσσίορ πε πικροαίµατος.
µυστυρυένγκε = ο επαγγελµατίας γλυκόγλωσσος (επίθ.): γκουγκλέ-
άνθρωπος γλυκά µιλάει στους τσχιµπάκο,-ι.
πελάτες του. π.χ. γκουγκλέ-τσχιµπάκο τε αβές =
Αντίθ. κερκέστε = πικρά. γλυκόγλωσσος να είσαι.
γλυκάδα: (βλ. γλύκα). Συνών. γκουγκλέ-πφερασένγκο και
γλυκαίνοµαι (αµετβ. ρ.): γκουγκλέ-ορµπένγκο = γλυκόλογος.
γκουγκλιάβ Αντίθ. κερκέ-τσχιµπάκο =
π.χ. γκουγκλιλό κατάρ ε παρέ = πικρόγλωσσος.
γλυκάθηκε από τα λεφτά. γλυκοκοιτάζω (αµετβ. και µετβ.
Αντίθ. κερκιάβ = πικράινοµαι. ρ.): γκουγκλέστε-ντικχάβ (= γλυκά
γλυκαίνω (α) (µετβ. ρ.): κοιτάζω).
γκουγκλαράβ γλυκόλαλος (επίθ.): γκουγκλέ-
λαλάκο, -ι και γκουγκλέ-σεζάκο,-ι.
125

γλυκόλογος (επίθ.): γκουγκλέ- γλυκόφωνος (επίθ.): γκουγκλέ-


πφερασένγκο,-ι και γκουγκλέ- σεζάκο,-ι και γκουγκλέ-λαλάκο,-ι
ορµπένγκο,-ι. γλυκύτητα: (βλ. γλύκα).
Συνών. γκουγκλέ-τσχιµπάκο = γλυτωµός: κουρταριπέ, ο και
γλυκόγλωσσος. κουρταρµάκο, ο (σ.α. λυτρωµός,
γλυκόµηλο: γκουγκλί-πφαµπάι, η. σώσιµο).
γλυκοµίλητος (α): (βλ. γλυτώνω (α) (αµετβ. ρ.):
γλυκόγλωσσος). κουρτουλούιαβ (προφ. µε συνίζηση
γλυκοµίλητος (β): γκουγκλέ- ια). (= λυτρώνοµαι, σώζοµαι)
µόσκο, -ι (κυριολ. γκλυκόστοµος, π.χ. τε κουρτουλούιαβα τούταρ,
σ.α. γλυκοπρόσωπος, µούι = στόµα, µπαρί-µεµελί κα πφαµπαράβ = αν
πρόσωπο, γκουγκλέ-µόσκο σ.α. γλυτώσω από σένα, λαµπάδα θ’
ευγενικός) ανάψω.
π.χ. µπουτ γκουγκλέ-µόσκι σι κι γλυτώνω (β) (αµετβ. ρ.):
µπορί = πολύ γλυκοµίλητη είναι η κουρταρίαµαν (= γλυτώνω τον
νύφη σου. εαυτό µου).
Συνών. γκουγκλέ-τσχιµπάκο = π.χ. για τε κουρταρίαµαν,
γλυκόγλωσσος τσχουτόµαν κατάρ ντουβάρι = για
γλυκοµιλώ (αµετβ. ρ.): να γλυτώσω, πήδηξα από τον τοίχο.
γκουγκλέστε-ορµπισαράβ και γλυτώνω (µετβ. ρ.): κουρταρίαβ
γκουγκλέστε-κονουσσίαβ π.χ. κουρτάρ µαν, Ντέβλαµ, κατάρ
π.χ. γκουγκλέστε-κονούςς µανγκέ καλά τσεκίε = γλύτωσε µε, Θεέ
ντα λε µο γκι = να µου γλυκοµιλάς µου, από αυτά τα βάσανα, τε
και πάρε την ψυχή µου. ασταράβα τουτ α(ν)ντέ µε βαστά,
γλυκός (επίθ.): γκουγκλό,-ί νασστί κα κουρταρίορ τουτ κχόνικ
π.χ.κερ µανγκέ γεκ γκουγκλί = άµα σε πιάσω στα χέρια µου, δε
καϊάβα = φτιάξε µου ένα γλυκό θα µπορέσει να σε γλυτώσει
καφέ, µπουτ γκουγκλό σι καβά κανείς.
χουρντό = πολύ γλυκό είναι αυτό το (σ.α. λυτρώνω, σώζω),
µωρό, (φράση) εκ γκουγκλί τσχιπ (κουρταρίορ = γλυτώνει, σ.α.
ατσχέλ αν καγιά ντουνιάβα, αβέρ συµφαίρει π.χ. σο κουρταρίορ
κχάντσικ = µια γλυκιά γλώσσα µάνγκε, λε κα κινάβ = ό, τι µου
µένει σ' αυτό τον κόσµο, άλλο συµφέρει , αυτό θα αγοράσω).
τίποτε. γλυφιτζούρι: σσεκέρι, ο (κυριολ.
Αντίθ. κερκό = πικρός. ζάχαρη)
γλυκόστοµος (επίθ.): γκουγκλέ- π.χ. λιόµ ε χουρντέσκε εκ σσεκέρι
µόσκο, -ι. = πήρα για το παιδί ένα
γλυκούλης (επίθ.): γκουγκλορό,-ί γλυφιτζούρι.
(σ.α. γλυκούτσικος). (υποκ.) σσεκερίσι, ο
γλυκούτσικος (επίθ.): (βλ. και ζάχαρη).
γκουγκλορό,-ί (σ.α. γλυκούλης). γλώσσα: τσχιπ, η
Αντίθ. κερκορό = πικρούτσικος. π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου
γλυκοφίληµα: γκουγκλό- «αµαρί τσχιπ» = η γλώσσα µας) γεκ
τσουµιντιπέ και γκουγκλό- τσχιπ, πφαλά, ασταρέλ, αµέν, γεκ
τσουµουντιπέ, ο. τσχιπ, πφαλά, σικαβέλ αµέν, οπρά
πφου, η ροµανί, η µπουτ
126

γκιλαµπα(ν)ντί = µια γλώσσα, π.χ. η ανγκρουσνί σι κατάρ χάσι


αδέρφια, µας κρατάει, µια γλώσσα, γκάλµπενο = το δαχτυλίδι είναι από
αδέρφια, µας δείχνει πάνω στη γη, η γνήσιο χρυσό.
τσιγγάνικη, η πολύ τραγουδιστή, γνήσιος (β) (άκλ. επίθ.): άσι
σσουβλιλί µι τσχιπ = πρήστηκε η π.χ. άσι γκάλµπενο σι = γνήσιο
γλώσσα µου. χρυσό είναι (σ.α. αυθεντικός,
γλωσσάς: τσχιµπαλό, ο αµιγής).
π.χ. τσχιµπαλέα, σαί ροµνί κα λελ Συνών. τεµίζι = καθαρός, αµιγής.
τουτ, κα µουκέλ τουτ = γλωσσά Αντίθ. χοχαµντό = ψεύτικος, ψεύτης.
(γκρινιάρη) όποια γυναίκα σε πάρει γνήσιος (γ) (άκλ. επίθ.): ασΰ
(σε παντρευτεί) θα σε αφήσει. π.χ. ασΰ ροµ νάι σαν του, κο ντατ
γλωσσικός (επίθ.): τσχιµπάκο, -ι σι γκατζό = γνήσιος (καθαρόαιµος)
(= γλώσσας, γενική πτώση του Τσιγγάνος δεν είσαι εσύ, ο πατέρας
ενικού της λέξης τσχιπ = γλώσσα). σου είναι µη Τσιγγάνος.
γλωσσίτσα: τσχιπορί, η Συνών. έµντα = αληθινός, αλήθεια
π.χ. ε χουρντέσκι τσχιπορί επίρρ., τσατσουκανό = αληθινός,
ντουκχάλ = του µωρού η πραγµατικός.
γλωσσίτσα πονάει. γνησιότητα: ασλούκο, ο.
γλωσσοκοπάνα: (βλ. γλωσσού). γνώµη (α) (αλλάζω) (αµετβ. ρ.):
γλωσσοµάθεια: τσχιµπάκο- ιρισαράµαν (κυριολ.γυρίζω τον
σικλιπέ,ο (= µάθηση γλώσσας). εαυτό µου)
γλωσσοπλάστης: πφερασαλό, ο π.χ. ιρακί πφε(ν)ντάν µανγκέ βα·
(σ.α. φλύαρος) αβγκιέ σόσκε ιρισαρέστουτ; = χθες
π.χ. µπουτ πφερασαλό σι λεσκό µου είπες ναι· σήµερα γιατί
σικνό τσχαβό = πολύ αλλάζεις γνώµη;
γλωσσοπλάστης είναι ο µικρός του Συνών. τσχάµαν (= ρίχνω τον εαυτό
γιος. µου), ρίχνοµαι, αλλάζω γνώµη,
γλωσσού: τσχιµπαλί, η µοιάζω σε χαρακτήρα, µοιάζω σε
π.χ. µπουτ τσχιµπαλί σι λεσκί συνήθεια, πετάγοµαι, βουτώ αµετβ.
ροµνί = πολύ γλωσσού είναι η ορµώ, ανακατεύοµαι (εµπλέκοµαι).
γυναίκα του. γνώµη (β): φικίρι, ο (βλ. επινόηση).
γνέθοµαι (αµετβ. ρ.): µπριβντιάβ γνωρίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
(παθητική διάθεση). πιντζάρντιαβ
γνέθω: (βλ. µαδώ). π.χ. σαρ πιντζάρντιλαν λέσα; = πώς
γνεµένος: (βλ. µαδηµένος). γνωρίστηκες µαζί του;
γνέσιµο: (βλ. µάδηµα). (βλ. και αναγνωρίζοµαι).
γνέφω (µετβ. ρ.): ισσαρέτι-κεράβ γνωρίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
π.χ. κερντά µανγκέ ισσαρέτι τε πριντζά(ν)ντιαβ.
τζάβταρ = µου έγνεψε να φύγω γνωρίζω (α) (µετβ. ρ.): πιντζαράβ
(ισσαρέτι = σινιάλο, νόηµα, κεράβ π.χ. πιντζαρντόµ λε κάι µε
= κάνω). πφαλέσκο µπιάβ = τον γνώρισα
γνέψιµο: ισσαρέτι-κεριπέ, ο στου αδερφού µου το γάµο, µπουτ
(ισσαρέτι = σινιάλο, νόηµα, κεριπέ τφουλιλό καβά, νασστί
= πράξη, φτιάξιµο). πι(ν)τζαρντόµ λε = πολύ πάχυνε
γνήσιος (α) (άκλ. επίθ.): χάσι (σ.α. αυτός, δεν µπόρεσα να τον
αυθεντικός, αµιγής). γνωρίσω.
127

(βλ. και αναγνωρίζω). π.χ. πι(ν)τζαρντό σικάντολ µανγκέ


γνωρίζω (β) (µετβ. ρ.): πριντζανάβ καβά = γνωστός µου φαίνεται
π.χ. πριντζανάβ λες µε = τον αυτός.
γνωρίζω εγώ. Αντίθ. µπιπιντζαρντό = άγνωστος.
γνωρίζω (γ) (µετβ. ρ.): τζανάβ (= γνωστός (β) (επίθ.):
ξέρω) πριντζα(ν)ντό,-ί.
π.χ. τζανές ακανά σο κερντάν; = γόβα: κού(ν)ντρα, η (πληθ.
γνωρίζεις τώρα τι έκαµες; κού(ν)ντρε, ε)
γνωριµία (α): πιντζαριπέ, ο π.χ. βουράβ κε κού(ν)ντρε = φόρα
π.χ. σίτουτ πιντζαριπέ καλέ τις γόβες σου.
µανουσσέσα; = έχεις γνωριµία µ’ γόµα: γκόµα, η
αυτον τον άνθρωπο; π.χ. λιάν γκόµα; = πήρες γόµα;
(βλ. και αναγνώριση). γονατάκι: κοτσορί, η
γνωριµία (β): πριντζανιπέ, ο. π.χ. κάι τσαλαντάν κι κοτσορί; =
γνώριµος (επίθ.): πιντζαρντό,-ί πού χτύπησες το γονατάκι σου;
(σ.α. γνωστός) γονατίζω (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. πιντζαρντί σι λεσκί σέζι, αµά οπρακοτσά-ατσχάβ (= πάνω στα
νασστί ακχιαράβ κον σι = γνώριµη γόνατα µένω).
είναι η φωνή του, αλλά δεν µπορώ γονατίζω (β) (αµετβ. ρ.):
να καταλάβω ποιος είναι. οπρακοτσά-µπεσσάβ (= πάνω στα
(βλ. και γνωστός). γόνατα κάθοµαι)
Αντίθ. µπιπιντζαρντό = ανέγνωρος, γονάτισµα (α): οπρακοτσά-
άγνωστος, γιαµπαντζίο = ξένος. ατσχιπέ, ο
γνώση: τζανγκλιπέ, ο και τζανιπέ, ο (οπρακοτσά = πάνω στα γόνατα,
π.χ. ο τζανγκλιπέ σι ζουραλιπέ = η ατσχιπέ = στάση, παύση)
γνώση είναι δύναµη. (προέρχεται γονάτισµα (β): οπρακοτσά-
από τη σύνθετη λέξη µπεσσιπέ, ο (= πάνω στα γόνατα
µπουτζανγκλιπέ = πολυγνωσία, κάθισµα).
µπουτ = πολύ και τζανγκλιπέ = γονατισµένος: (βλ. γονατιστός).
γνώση. Η λέξη µπουτζανγκλιπέ γονατιστός (α) (άκλ. επίθ.):
χρησιµοποιείται µε την έννοια της οπρακοτσά (= πάνω στα γόνατα).
λέξης εξυπνάδα), (τζανιπέ από τη π.χ. οπρακοτσά µολισαρέλας ε
λέξη τζανάβ = ξέρω). Ντεβλέ = γονατιστός παρακαλούσε
Αντίθ. µπισικλιπέ = αµάθεια. το Θεό.
γνώστης: τζανγκλό, ο (σ.α. γονατιστός (β) (µτχ. ως επίθ.):
αναγνωρισµένος) οπρακοτσά-ατσχι(ν)ντό, -ί (= πάνω
(µπουτζανγκλό = πολύξερος, στα γόνατα στεκάµενος).
µπουτ = πολύ και τζανγκλό [από το γονατιστός (γ) (µτχ. ως επίθ.):
ρήµα τζανάβ = ξέρω] = γνώστης). οπρακοτσά-µπεσσι(ν)ντό, -ί (=
γνωστικός: (βλ. συνετός, λογικός). πάνω στα γόνατα καθισµένος).
γνωστοποίηση: (βλ. πληροφόρηση, γόνατο: κοτσ, η
διάδοση). π.χ. τσαλαντά-πες κάι πι κοτσ =
γνωστοποιώ: (βλ. πληροφορώ, χτύπησε στο γόνατό του, οπρα-κότσ
διαδίδω). χας ο µαρνό, ανγκλά µά(ν)ντε σαν
γνωστός (α) (επίθ.): πι(ν)τζαρντό,-ί λατσχό, παλά µά(ν)ντε γκένε µο
πφουκαηπέ κερές = πάνω στο
128

γόνατο τρως το ψωµί, µπροστά µου π.χ. κάνα χολάολ, πε γιακχά


είσαι καλός, από πίσω µου πάλι την ποραβέλ = όταν θυµώνει,
προδοσία µου κάνεις. γουρλώνει τα µάτια του.
γόπα (αποτσίγαρο): πουλίνκα, η γουρλώνω (µετβ. ρ.): ποραβάβ
και γόπα, η. π.χ. σόσκε ποραβές κε γιακχά; =
γοργόνα: γοργόνα, η. γιατί γουρλώνεις τα µάτια σου;
γορίλας: γκορίλα, ο γουρούνα: µπαλί, η
π.χ. νά χα µπουτ, σαρ γκορίλα π.χ. σαρ µπαλί κερντιλί κατάρ ο
κερντιλάν = µην τρως πολύ, σαν µπουτ χαπέ = σαν γουρούνα έγινε
γορίλας έγινες. από το πολύ φαΐ.
Θηλ. γκορίλα, η. γουρουνάκι: µπαλιτσχορό, ο.
γουλιά: ουντούµο και γιουντούµο, γουρούνι: µπαλιτσχό και µπαλό, ο
ο π.χ. σαρ µπαλό κερντιλάν! νά χα
π.χ. πι εκ ουντούµο = πιες µια µπουτ = σαν γουρούνι έγινες! µην
γουλιά (σ.α. µπουκιά, βλ. και τρως πολύ, παρµπαράβ ε
µπουκιά). µπαλιτσχέν = ταΐζω τα γουρούνια.
γουλίτσα: ουντουµίσι και γουρουνιά: µπαλιτσχιπέ, ο
γιουντουµίσι, ο (σ.α. µπουκίτσα). π.χ. κάι τζας κο µπαλιτσχιπέ
γούνα: γούνα, η σικαβές = όπου πας τη γουρουνιά
π.χ. µπούσσουκαρ σι κι γούνα = σου δείχνεις.
υπέροχη είναι η γούνα σου. Συνών. χοριπέ = γαϊδουριά.
γουνότριχα: γουνάκο-µπαλ, ο (= γουρουνίσιος (α) (επίθ.):
γούνας τρίχα, µπαλ = τρίχα, µαλλί). µπαλιτσχικανό,-ί
γουργουρίζω (αµετβ. ρ.): µπασσάβ π.χ. νι χαλ µπαλιτσχικανό µας =
(= ηχώ αµετβ.) δεν τρώει γουρουνίσιο κρέας.
π.χ. µε πορά µπασσέν κατάρ η γουρουνίσιος (β) (επίθ.):
µποκ = τα έντερά µου µπαλιτσχέσκο, µπαλόσκο,-ι.
γουργουρίζουν (ηχούν) από την γουρουνοπέτσι: µπαλιτσχικανί-
πείνα. µορκχί, η
(βλ. και αµετβ. ηχώ). γοφός: καπούλι, ο.
γούρι: µπαχ, η (κυριολ. τύχη). γραβάτα: γκραβάτα και γραβάτα, η
π.χ. µπαχ α(ν)ταβέλ µανγκέ καβά = π.χ. τζανές τε πφά(ν)ντες
γούρι (τύχη) µου φέρνει αυτός. γκραβάτα; = ξέρεις να δένεις
Αντίθ. ουρσουζλούκο = γρουσουζιά. γραβάτα;
γουρλής (επίθ.): µπαχταλό,-ί γράµµα: γιαζία, η και γράµα, ο
(κυριολ. τυχερός) π.χ. σο κερέλ, κερέλ η γιαζία = ό,τι
π.χ. µπαχταλό σαν του µάνγκε = κάνει, κάνει το γράµµα (δηλ. η
γουρλής (τυχερός) είσαι εσύ για µόρφωση), µεκτούπο, ο (=
µένα. επιστολή), (γιαζία σ.α. γραφτό, βλ.
Αντίθ. ουρσούζι = γρουσούζης. και γραφτό).
γούρλωµα: ποραηπέ, ο. γραµµατιζούµενος: (βλ.
γουρλοµάτης (επίθ.): ποραντέ- γραµµατισµένος).
γιακχένγκο,-ι. γραµµάτιο: γραµάτιο, ο
γουρλωµένος (µτχ.): ποραντό,-ί π.χ. τζαβ, τε ποκινάβ ε
τοµαφιλέσκο γραµάτιο = πάω, να
πληρώσω του
129

αυτοκινήτου το γραµµάτιο. γραπώνοµαι (αµετβ. ρ.):


γραµµατισµένος (επίθ. ως ουσ.): αστάρντιαβ (= πιάνοµαι, κρατιέµαι,
γιαζϋτζίο, -ίκα συλλαµβάνοµαι).
π.χ. γιαζϋτζίο σι, τζανέλ τε γιαζίορ γραπώνω (µετβ. ρ.): ασταράβ (=
= γραµµατισµένος είναι, ξέρει να πιάνω, κρατώ, συλλαµβάνω)
γράφει (βλ. και γραφιάς). π.χ. ασταρντέ λε σαρ µπικνέλ
Συνών. οκουµούσσι = διαβασµένος, τσορντικανέ µανγκινά = τον
σπουδαγµένος, µορφωµένος. γράπωσαν καθώς πουλούσε
Αντίθ. µπιγιαζιάκο = αγράµµατος, κλεµµένα εµπορεύµατα.
γιαζϋσΰζι = αγράµµατος, άγραφος. γρασίδι: τσαρ, η (κυριολ. χόρτο)
γραµµατόσηµο: πούλο, ο (σ.α. π.χ. νά µπας οπρά τσαρ = µη πατάς
χαρτόσηµο) πάνω στο γρασίδι.
(οµόηχο πούλο = χρυσόσκονη γράσο: γκράσο και γράσο, ο
καλλυντικό). π.χ. µακ ζάλακ γκράσο οπρά
Πληθ. πούλορα, ε. ρολιµάνο = άλειψε λίγο γράσο
γραµµένος (α) (ουσ.): γιαζϋλίο, ο, πάνω στο ρουλεµάν.
θηλ. γιαζϋλΰκα, η. γρατσουνίζω (µετβ. ρ.):
γραµµένος (β) (άκλ. επίθ.): παραλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια )
γιαζϋλΰ (σ.α. εγγεγραµµένος, και ουζζαράβ (ουζζαράβ κυριολ.
γραπτός, δηλωµένος στα µητρώα γδέρνω, ξεφλουδίζω)
του δήµου) π.χ. κον ουζζαρντά κο µούι; =
π.χ. γιαζϋλΰ λιλ = γραµµένο χαρτί, ποιος γρατσούνισε το πρόσωπό
νάι γιαζϋλΰ ο χουρντό νταά κάι σου;
µπελεντία = δεν είναι γραµµένο γρατσούνισµα (α): παραλαµάκο, ο.
(δηλωµένο) το παιδί ακόµα στη γρατσούνισµα (β): ουζζαριπέ, ο
δηµαρχεία. (κυριολ. γδάρσιµο, ξεφλούδισµα).
Αντίθ. µπιγιαζϋλΰ = άγραφος, γρατσουνισµένος (άκλ. επίθ.):
αδήλωτος στα µητρώα του δήµου. παραλαµούσσι και (µτχ.):
γραµµή: τσιζγκία, η και τσϋζγκία, ουζζαρντό,-ί. (ουζζαρντό κυριολ.
η γδαρµένος, ξεφλουδισµένος).
π.χ. σΰρντε τσιζγκία κατέ = τράβα γραφείο: γραφίο, ο
γραµµή εδώ. π.χ. λεσκί ντέι κοσέλ ε γραφιένγκε
γραµµούλα: τσιζγκιίσα, η. µερντεφέα = η µάνα του σκουπίζει
γραµµωτός: (βλ. ριγωτός). τα σκαλοπάτια των γραφείων
γρανάζι: γκρανάζι, ο (εργάζεται ως καθαρίστρια).
π.χ. ε µακινάκε γκρανάζορα = τα γραφιάς (επίθ. ως ουσ.): γιαζϋτζίο,
γρανάζια της µηχανής (κινητήρα), ο (κυριολ. γραµµατιζούµενος,
πφαγκιλό ο γκρανάζι = έσπασε το γραµµατισµένος, εγγράµατος, σ.α.
γρανάζι. συγγραφέας), θηλ. γιαζϋτζίκα, η
γραπτός: (βλ. γραµµένος (β)). π.χ. γιαζϋτζίο σι λακό ντατ,
γράπωµα: ασταριπέ, ο (= πιάσιµο, γιαζµακέσα ικαλέλ ε παρέ, νάι σαρ
κράτηµα, σύλληψη). αµέ(ν)ντε, κάι µουνταρά-σαµέν
γραπωµένος (µτχ.): ασταρντό,-ί (= α(ν)ντέ ταρλάβε εκχέ παρτσάβα
πιασµένος, κρατηµένος, µαρνέσκε = γραφιάς είναι ο
συλληµµένος). πατέρας της, µε το γράψιµο βγάζει
τα λεφτά, δεν είναι σαν εµάς, που
130

σκοτωνόµαστε µες στα χωράφια για π.χ. καλά µπουκιά νι κερντόν τακ-
ένα κοµµάτι ψωµί (βλ. και τακ = αυτές οι δουλειές δεν
γραµµατισµένος). γίνονται γρήγορα, τε ιρισάος τάκα-
γραφικός (επίθ.): γιαζµακέσκο, -ι τάκα = να γυρίσεις γρήγορα.
(γενική πτώση του ενικού της λέξης γρηγοράδα: σσεβικλίκο, ο
γιαζµάκο = γράψιµο). (βλ. και σβελτάδα).
γράφοµαι (αµετβ. ρ.): γιαζϋλίαβ γρήγορος (άκλ.επιθ.): σσεβίκι
και γραπσάβαβ. π.χ. νταά σσεβίκι σι τούταρ = είναι
γραφτό: γιαζία, η πιο γρήγορος από σένα.
π.χ. σο ντα τε κερέλ ο µανούςς, (βλ. και σβέλτος).
κατάρ πι γιαζία νασστί νασσέλ = ότι Αντίθ. πφαρό (µτφ.) = βαρύς, (µτφ.
και να κάνει ο άνθρωπος, από το αργός).
γραφτό του δεν µπορεί να ξεφύγει, γριά: πφουρί, η
καγιά σας λεσκί γιαζία, σό τε π.χ. σο κερές πφουρίε, σαρ σαν; =
κεράς! = αυτό ήταν το γραφτό του, τι κάνεις γριά, πως είσαι;
τι να κάνουµε! Αντίθ. τερνί = νέα.
(γιαζία κυριολ. γράµµα, βλ. και γριούλα: πφουρορί, η
γράµµα). Αντίθ. τερνορί = νεαρούλα.
γράφω (αµετβ.και µετβ.ρ.): γρίπη: γρίπι και γκρίπι, η
γιαζίαβ και γραπσαράβ. π.χ. ασταρντά µαν γρίπι = µ' έπιασε
π.χ. σο γιαζίορ κατέ; = τι γράφει γρίπη.
εδώ; τζανές τε γραπσαρές; = ξέρεις γριπωµένος (µτχ.): γριπλίο, -ίκα
να γράφεις; α(ν)τάβ ο καλέµο, τε π.χ. γριπλίο σοµ = γριπωµένος
γιαζίαβ λεσκό αλάβ = φέρε το είµαι.
στυλό, να γράψω το όνοµά του. Συνών. νασφαλό = άρρωστος,
γράψιµο (α): γιαζµάκο, ο. ασθενής.
γράψιµο (β): γραπσαριπέ, ο. γριπώνοµαι (αµετβ. ρ.):
γρήγορα (α) (επίρρ.): σίγο και γριποσάβαβ και γκριπλενίαβ
σούγο π.χ. γριποσάιλοµ, ο(ν)ντάν χασάβ =
π.χ. κερ σίγο, τε µπιτιρίας = κάνε γριπώθηκα, γι’ αυτό βήχω,
γρήγορα, να τελειώσουµε, τζα γκριπλε(ν)ντί λεσκί ροµνί =
σούγο κχερέ, βασικαρέλ τουκέ κι γριπώθηκε η γυναίκα του.
ντέι = πήγαινε γρήγορα σπίτι, σε γροθιά: ντουµούκ, η
φωνάζει η µάνα σου. π.χ. α(ν)ντέ γεκ ντουµούκ περαντά
Αντίθ. πολοκό = σιγά, σιγανά. λε τελέ = µε µια γροθιά τον έριξε
(βλ. και επειγόντως). κάτω.
γρήγορα (β) (επίρρ.): τσαµπούκι (υποκ.) ντουµουκχορί, η.
και σσεβίκι γρονθοκόπηµα: ντουµουκχένσα-
π.χ. τσαµπούκι αβιλό = γρήγορα τσαλαηπέ, ο (= µε γροθιές
ήρθε, κερ σσεβίκι = κάνε γρήγορα. χτύπηµα).
(σσεβίκι σ.α. σβέλτα, σβέλτος, γρονθοκοπηµένος (µτχ.):
γρήγορος). ντουµουκχένσα-τσαλαντό,-ί (= µε
Αντίθ. γιαβάσσι = σιγά, ήσυχος. γροθιές χτυπηµένος).
γρήγορα (γ) (επίρρ.): τακ-τακ και γρονθοκοπούµαι (αµετβ. ρ.):
τάκα-τάκα ντουµουκχένσα-τσαλάντιαβ (= µε
γροθιές χτυπιέµαι).
131

γρονθοκοπώ (µετβ. ρ.): γυαλιστερός (άκλ.επιθ.): σσϋρλάκι


ντουµουκχένσα-τσαλαβάβ (= µε π.χ. βουραβέλ σσϋρλάκι µενία =
γροθιές χτυπώ) φοράει γυαλιστερά παπούτσια.
π.χ. τσαλαντά λε ντουµουκχένσα γυαλόχαρτο: ζανπαράβα, η
ντα γκελόταρ = το γρονθοκόπησε κι π.χ. µοράβ η σα(µ)µπρέλα ε
έφυγε. ζανπαραβάσα = τρίβω τη σαµπρέλα
γρουσούζης (επίθ.): ουρσούζι,-σκα µε το γυαλόχαρτο.
π.χ. µπουτ ουρσούζι σαν, αβέρ (υποκ.) ζανπαραβίσα, η.
ντροµ µάνσα ιν κ’ αβές = πολύ γυµνάζοµαι (αµετβ. ρ.):
γρουσούζης είσαι, άλλη φορά µαζί γιµναστικί-κεράβ (= γυµναστική
δε θα ’ρθεις. κάνω)
Αντίθ. µπαχταλό = τυχερός. π.χ. ο ντοκτόρι πφε(ν)ντά λεσκέ τε
γρουσουζιά: ουρσουζλούκο, ο κερέλ-γιµναστικί = ο γιατρός του
π.χ. σαβό ουρσουζλούκο σι καβά είπε (συνέστησε) να γυµνάζεται.
κάι λιά αµέν! = τι γρουσουζιά είναι γυµναστήριο: γιµναστίριο, ο
αυτή που µας πήρε (βρήκε)! π.χ. τζαβ κάι γιµναστίριο = πάω
Αντίθ. µπαχ = τύχη. στο γυµναστήριο.
γρύλος: γκρίλο, ο γυµναστική: γιµναστικί, η.
π.χ. ε τοµαφιλέσκο γκρίλο = ο γύµνια: (βλ. γυµνότητα).
γρύλος του αυτοκινήτου. γυµνός (επίθ.): νανγκό,-ί
γυαλί: τζάµο και τζάµι, ο (= τζάµι) π.χ. ο νανγκό ντικχλά εµπούκα
π.χ. νά πφιρ πουρνανγκό, πφαγκέ παρέ µπαριπέ ντα µπικνέλ αµένγκε
τζάµορα σι τελέ = µη περπατάς ακανά = ο γυµνός είδε λίγα λεφτά
ξυπόλυτος, σπασµένα γυαλιά και µεγαλοσύνη µας πουλάει τώρα.
υπάρχουν κάτω. (υποκ.) νανγκορό,-ί.
γυαλίζω (αµετβ. ρ.): σσϋρλάιαβ Αντίθ. βουραντό = ντυµένος,
προφ. µε συνίζηση ια ) φορεµένος.
π.χ. (µτφ.)σσϋρλάιορ λεσκό µούι γυµνότητα: νανκιπέ, ο.
κατάρ ο σεβινµέκο = γυαλίζει το γύµνωµα: νανγκιαριπέ, ο (σ.α.
πρόσωπό του απ’ τη χαρά. γδύσιµο).
γυαλίζω (αµετβ. ρ.): σσϋρλάκι- γυµνωµένος (µτχ.): νανγκιαρντό,-ί
κερντιάβ (= γυαλιστερός γίνοµαι) (σ.α. γδυµένος).
π.χ. εκ κοσιπέ, τε κερέσα ε µενία, γυµνώνοµαι (αµετβ. ρ.): νανγκιάβ
κα κερντόν-σσϋρλάκι = ένα και νανγκιαράµαν (σ.α. γδύνοµαι,
σκούπισµα, αν κάνεις τα βλ. και γδύνοµαι).
παπούτσια, θα γυαλίσουν. γυµνώνω (α) (µετβ. ρ.):
Αντίθ. τονούκι-κερντιάβ = νανγκιαράβ (σ.α. γδύνω).
θαµπώνω αµετβ. γυµνώνω (β) (µετβ. ρ.):
γυαλίζω (µετβ. ρ.): σσϋρλατϋρίαβ νανγκιανταράβ (σ.α. γδύνω).
π.χ. σσϋρλατϋρίαβ µε µενία = γυναίκα: τζουβλί (= το θηλυκό) και
γυαλίζω τα παπούτσια µου. ροµνί, η (= η τσιγγάνα, η σύζυγος).
γυαλίζω (µετβ. ρ.): σσϋρλάκι- π.χ. τζουβλί σι ο τζουκέλ = γυναίκα
κεράβ (= γυαλιστερό κάνω) (θηλυκό) είναι το σκυλί, η τζουβλί
Αντίθ. τονούκι-κεράβ = θαµπώνω σι νταά πφιρνί κατάρ ο µρουςς = η
µετβ. γυναίκα είναι πιο πονηρή από τον
γυάλισµα: σσϋρλαµάκο, ο άνδρα, σα ε τζουβλά κιντέπες κάι
132

µο κχερ αϊράτ = όλες οι γυναίκες π.χ. σο ρόντες κάι αµαρί µαλάβα;


µαζεύτηκαν στο σπίτι µου απόψε, τι γυρεύεις στη γειτονιά µας;
κχερέ σι κι ροµνί; = στο σπίτι είναι γυρίζω (αµετβ. ρ.): ιρισάαβ
η γυναίκα σου; µπαρί ροµνί π.χ. κα ιρισάαβ πάπαλε = θα
κερντιλί κι τσχέι, νασστί γυρίσω πίσω.
πιντζαρντόµ λα = µεγάλη γυναίκα Αντίθ. τζαβ = πηγαίνω.
έγινε η κόρη σου, δεν µπόρεσα να (βλ. και αµετβ. επιστρέφω).
τη γνωρίσω. γυρίζω (αµετβ. ρ.): πφιράβ (=
(υποκ.) τζουβλορί και ροµνορί, η αµετβ.περπατώ, σ.α.κυκλοφορώ
(τζουβλί λέµε και τη µη Τσιγγάνα αµετβ. γυρολογώ)
µεσήλικη και άνω). π.χ. κάι πφιρές ρακιάσα α(ν)ντέ
Αντίθ. µρουςς = αρσενικό, άνδρας, ντροµά; = πού γυρίζεις βραδιάτικα
ροµ = Τσιγγάνος, σύζυγος, άνδρας. µες στους δρόµους;
γυναικάς: τζουλιάρι και γυρίζω (µετβ. ρ.): ιρισαράβ
τζουβλιάρι, ο. (σ.α. θηλυπρεπής π.χ. σο ντικχλάς µαν, ιρισαρντάς
άνδρας). πο σσορό· ιν µανγκέλας τε
γυναικείος (επίθ.): τζουβλικανό,-ί ορµπισαρέλ µάνσα = µόλις µε είδε,
π.χ. τζουβλικανέ πατέ = γυναικεία γύρισε το κεφάλι του· δεν ήθελε να
ρούχα, τζουβλικανέ µενία = µου µιλήσει, ιρισάρ ο τοµαφίλι =
γυναικεία παπούτσια. γύρνα το αυτοκίνητο.
(βλ. και θηλυκός). (βλ. και µετβ. επιστρέφω).
Αντίθ. µρουσσικανό = ανδρικός, γυρίζω (µετβ. ρ.): πφιραβάβ (=
αρσενικός. µετβ.περπατώ, σ.α. κυκλοφορώ
γυναικοδουλειά: τζουβλικανί- µετβ.)
µπουκί, η π.χ. κάι ένι λατσχέ ντοκτόρα
π.χ. µε κάι τζουβλικανέ-µπουκιά, νι πφιραντέ λε = στους πιο καλούς
τσχάµαν = εγώ στις γιατρούς τον γύρισαν.
γυναικοδουλειές, δεν ρίχνοµαι γυρίζω (ενεργ.διαµ.ρ.):
(ανακατεύοµαι). ιρισαρνταράβ (= κάνω να γυρίσει-
γυναικοκαβγάς: τζουβλικανί- ουν, βάζω να γυρίσει-ουν, κάνω να
τσινγκάρ, η. επιστρέψει-ουν, βάζω να
γυναικόψυχος: τζουβλικανέ- επιστρέψει-ουν)
γκέσκο και τζουβλικανέ-γκιόσκο, ο. π.χ. κα ιρισαρνταράβ λεστέ ο
γυναικίσιος: (βλ. γυναικείος). µοτόρι, κα λι(ν)νταράβ λέστε αβέρ
γυναικωτός: (βλ. θηλυπρεπής). = θα τον κάνω να γυρίσει το
γύρα: πφιριπέ, ο (κυριολ. µηχανάκι, θα τον βάλω να πάρει
περπάτηµα σ.α. περίπατος, βόλτα, άλλο, κα ιρισαρνταράβ λεστέ ε
γυρολόγηµα). µανγκινά = θα τον βάλω να
π.χ. τζαβ α(ν)ντό γκαβ πφιριµάσκε επιστρέψει τα εµπορεύµατα
= πάω µες στο χωριό για γύρα (να (ιρισαρνταρντό, -ι µτχ. =
πουλήσω την πραµάτεια µου, πάω γυρισµένος, επεστραµµένος,
για ζητιανιά). ιρισαρνταριπέ, ο = γύρισµα,
γύρεµα: ροντιπέ, ο (= ψάξιµο, επιστροφή)
έρευνα). γύρισµα: ιρισαριπέ, ο.
γυρεύω (µετβ. ρ.): ρόνταβ (= γυρισµένος (µτχ.): ιρισαρντό,-ί.
ψάχνω, ερευνώ) γυρισµός: ιρισαηπέ, ο
133

π.χ. κάι ιρισαηπέ τε νακχές κατάρ


ντα = στο γυρισµό να περάσεις κι
από ’δω.
Αντίθ. τζιιπέ = πηγαιµός.
(βλ. και επιστροφή).
γυριστός: (βλ. γυρισµένος).
γυρολόγηµα: (βλ. γύρα).
γυρολογώ (αµετβ. ρ.): πφιράβ
(κυριολ. περπατώ αµετβ. σ.α.
κυκλοφορώ αµετβ.)
π.χ. πφιρντόµ-πφορντόµ, κχάντσικ
νι µπικι(ν)ντόµ = γυρολόγησα-
γυρολόγησα, τίποτε δεν πούλησα.
γύρος (το κρέας): γίρο, ο
π.χ. λιόµ τουκέ γίρο τε χας = σου
πήρα γύρο να φας.
γύψινος (επίθ.): γιπσέσκο, -ι.
γύψος: γίπσο, ο
π.χ. πφαγκιλί λεσκί κούι ντα
νακχαντέλα α(ν)ντό γίπσο = έσπασε
(σπάστηκε) το χέρι του και το
πέρασαν µες στο γύψο.
γύρω (επίρρ.): τρούγιαλ
(βλ. και τριγύρω).
γωνία: κεσσάβα, η
π.χ. τχο ο σα(ν)ντούκο κάι
κεσσάβα = βάλε το σεντούκι στη
γωνία.
γωνίτσα: κεσσαβίσα, η.
134


δάγκωµα: νταν(ν)ταλιπέ, ο. δαιµονισµένος (µτχ.):
δαγκωµατιά: (βλ. δάγκωµα). µπενγκιαρντό,-ί και µπενγκαρντό,-ί.
δαγκωµένος (µτχ.): νταν- δάκρυ: ασφίν, η
(ν)ταλντό. π.χ. πφερντιλέ λεσκέ γιακχά ασφά
δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): νταν- = γέµισαν τα µάτια του δάκρυα.
(ν)ταλάµαν και νταν(ν)τάλντιαβ. (υποκ.) ασφινορί, η.
δαγκώνω (µετβ. ρ.): νταν(ν)τα- δακρύζω (αµετβ. ρ.): ασφά-τσχαβ
λάβ (δάκρυα ρίχνω) και ασφά-τσχοράβ
π.χ. νταν(ν)ταλντά λε ο τζουκέλ = (δάκρυα χύνω).
τον δάγκωσε ο σκύλος. δακρυσµένος (µτχ.): ασφιναλό,-ί
δαγκωτός: (βλ. δαγκωµένος). και ασφαη(ν)ντό, -ί
δαίµονας: µπενγκ, ο (= ο διάβολος) π.χ. γκελόταρ ασφιναλέ γιακχένσα
π.χ. τε ασταρένα µαν µε µπενγκά, = έφυγε µε δακρυσµένα µάτια.
τζανές σο κα κεράβ τουτ; = αν µε Αντίθ. µπιασφένγκο = αδάκρυτος.
πιάσουν οι δαίµονές (διάβολοι) δακτυλοδεικτούµενος (επίθ.):
µου, ξέρεις τι θα σε κάνω;, µπενγκά βαστέσα-σικαντό, -ι (κυριολ. µε το
σι α(ν)ντέ λέστε, ο(ν)ντάν κερέλ χέρι δειγµένος).
αγκαντάλ = διαβόλους έχει µέσα δαµασκηνιά: πουρνιλίν, η
του γι’ αυτό κάνει έτσι (µπενγκ, η = (σ.α. κοροµηλιά).
λόξα). δαµάσκηνο: πούρνα, η
Συνών. σσεητάνο = σατανάς (σ.α. κορόµηλο).
δαιµονίζοµαι (αµετβ. ρ.): δάνειο: δάνιο και ντάνιο, ο
µπενγκιάβ και µπενγκιάβαβ. π.χ. κα λαβ κχερέσκο δάνιο κατάρ
π.χ. σο ασσου(ν)τόµ καλά µπάνκα = θα πάρω στεγαστικό
πφερασά, µπενγκιάιλοµ = µόλις δάνειο από την τράπεζα.
άκουσα αυτά τα λόγια δαντέλα: τα(ν)τέλα, η
δαιµονίστηκα. π.χ. τα(ν)τέλα ατσχιλόµ = δαντέλα
δαιµονίζω (µετβ. ρ.): µπενγκιαράβ, έµεινα (δηλ. έµεινα άφραγκος).
µπενγκαράβ και µπενγκιανταράβ. δαπάνες: (βλ. έξοδα).
π.χ. τε ντάβα τουτ έκτανάβα, κα δαπανώ: (βλ. ξοδεύω).
µπενγκιανταράβ τουτ = άµα σου δαρµένος (µτχ.): µαρντό,-ί (σ.α.
δώσω µία (σφαλιάρα, γροθιά) θα σε ξυλοκοπηµένος)
δαιµονίσω (τρελάνω). Συνών. ροβλιαρντό = ραβδισµένος
δαιµονικός: (βλ. διαβολεµένος). Αντίθ. µπιµαρντό = άδαρτος,
δαιµόνιο: τζίνι, ο αξυλοκόπητος.
π.χ. καβά ντιλάιλο, τζινόρα σι δάρσιµο: (βλ. ξύλο (µτφ.)).
α(ν)ντέ λέστε = αυτός τρελάθηκε, δασκάλεµα: γκογκιαριπέ, ο
δαιµόνια υπάρχουν µέσα του. (σ.α. νουθεσία, συµβουλή).
Συνών. σσεητάνο = σατανάς, µετφ. δασκαλεµένος (µτχ.):
διαβολάκος για προσ. γκογκιαρντό,-ί. (σ.α. νουθετηµένος,
δαιµόνισµα: µπενγκιαριπέ και συµβουλευµένος).
µπενγκαριπέ, ο. Αντίθ. µπιγκογκιαρντό =
αδασκάλευτος, ασυµβούλευτος.
135

δασκαλεύω (µετβ. ρ.): γκογκιαράβ π.χ. σο κερέλ, κερέλ για τε


π.χ. σσουκάρ γκογκιαρντάν λε σικαβέλπες = ότι κάνει κάνει για να
ντικχάβ = ωραία (καλά) τον δείχνεται (= επιδεικνύεται).
δασκάλεψες βλέπω. δείχνω (µετβ. ρ.): σικαβάβ
(γκογκί = µυαλό, γκογκιαράβ σ.α. π.χ. σικάβ µανγκέ λεσκό κχερ =
νουθετώ, συµβουλεύω). δείξε µου το σπίτι του, τε σικαβάβ
(βλ. και συµβουλεύω). τουκέ σαρ κερντόλ; = να σου δείξω
δάσκαλος: δάσκαλο, ο. πώς γίνεται;
π.χ. καβά σι αµαρό δάσκαλο = (σ.α. εµφανίζω, υποδεικνύω).
αυτός είναι ο δάσκαλός µας. δέκα (αριθµητ.): ντεςς
δάσος: δάσος, ο π.χ. ντεςς τζενέ = δέκα άτοµα.
π.χ. γιακ λιά ο δάσος = φωτιά πήρε δεκαετής (επίθ.):
το δάσος. ντεσσεµπροσσένγκο,-ι και
δαχτυλάκι: ναϊορί, η και ναϊορό, ο ντεσσεµπρεσσένγκο,-ι.
π.χ. ούτε κάι λεσκί σικνί ναϊορί δεκαοχτούρα: γκούγκουτζούκο, ο.
νασστί αβές = ούτε στο µικρό του (υποκ.): γκουγκουτζουκίσι, ο.
το δαχτυλάκι δεν µπορείς να δεκάρα: ντικάρα και ντεκάρα, η
φτάσεις. π.χ. ντικάρα νι ατσχιλί µαν =
δαχτυλιδάκι: ανγκρουσνορί, η. δεκάρα δεν µου απόµεινε.
δαχτυλιδένιος (επίθ.): (υποκ). ντικαρίσα και ντεκαρίσα, η.
ανγκρουσναλό,-ί. δεκάρικο: ντεσσένγκο, ο και
δαχτυλίδι: ανγκρουσνί, η ντεσσένγκι, η.
π.χ. κιν(ν)τά πε ροµνάκε δέκατος (τακτ. αριθ.):
γκαλµπενέσκι ανγκρουσνί = ντεσσουτνό,-ί.
αγόρασε για τη γυναίκα του χρυσό δεκαχίλιαρο: ντεσσοµιλάνγκο,-ι
δαχτυλίδι. και ντεσσεµιλάνγκο,-ι.
δαχτυλιδόπετρα: ανγκρουσνάκο- ∆εκέµβριος: ∆εκέµβριο και
µπαρ, ο. ∆εκέµβριος, ο.
δάχτυλο: νάι, η και νάι, ο δεκτός (άκλ. επίθ.): καµπούλι (σ.α.
π.χ. τσχιν(ν)τά πε ναϊά κάι αποδεκτός, παραδεκτός)
κορντέλα = έκοψε τα δάχτυλά του π.χ. καµπούλι σαν, νακ = δεκτός
στην κορδέλα (πριονιού) (οµόηχο είσαι, πέρνα.
νάι = δεν είναι, δεν υπάρχει -ουν). δελεάζω: (βλ. ξεγελώ).
δειγµένος (µτχ.): σικαντό,-ί δελτίο: δελτίο και ντελτίο, ο
(βλ. και φανερός, ορατός, π.χ. λιόµ δελτία τε κχελάβ προπό =
εµφανής). πήρα δελτία να παίξω προπό.
δεικτικός (επίθ.): σικαηµάσκο, -ι δελφίνι: δελφίνι και ντελφίνι, ο.
δειλία: (βλ. φόβος). δεµατάς: ντεµε(τ)τσίο, ο.
δειλιάζω: (βλ. φοβάµαι). δεµάτι: ντεµέτο, ο.
δειλός (επίθ.): (βλ. φοβιτσιάρης). (υποκ.): ντεµετίσι, ο.
δείξιµο: σικαηπέ, ο δεµένος (µτχ.): πφα(ν)ντό,-ί (=
(σ.α. εµφάνιση, υπόδειξη). κλειστός, κλεισµένος)
δείχνοµαι (αµετβ. ρ.): σικαβάµαν π.χ. νά τρασσά, ο τζουκέλ
(= δείχνω τον εαυτό µου) πφα(ν)ντό σι = µη φοβάσαι, το
σκυλί είναι δεµένο.
(βλ. φυλακισµένος και κλειστός)
136

Αντίθ. µπιπφα(ν)ντό = άδετος, π.χ. πφάν(ν)ταβ µε κορντόια =


άκλειστος. δένω τα κορδόνια µου, τζανές τε
δεµατιάζω (µετβ. ρ.): ντεµέτορα- πφάν(ν)τες γραβάτα; = ξέρεις να
κεράβ (= δεµάτια κάνω). δένεις γραβάτα; (σ.α. φυλακίζω).
δεν (αρνητ. µορ.): ιν και νι (βλ. και φυλακίζω, κλείνω µετβ.).
π.χ. ιν κα τζαβ = δεν θα πάω, νι δένω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
χαλόµ κχάντσικ = δεν έφαγα πφα(ν)νταράβ και (επιτατ. ενεργ.
τίποτα. διαµ. ρ.) πφα(ν)ντανταράβ (= βάζω
δεν (είναι) (αρνητ. µορ.): νάι να δέσει-ουν, κάνω να δέσει-ουν,
π.χ. νάι κχερέ λακό ροµ = δεν είναι κάνω να δεθεί-ούν, βάζω να
στο σπίτι ο άνδρας της, νάι κλείσει-ουν, κάνω να κλείσει-ουν,
ανγκαντάλ σαρ πφενές = δεν είναι κάνω να κλειστεί-ούν βάζω να
έτσι όπως λες, νάι µο αµάλ καβά = βουλώσει-ουν, κάνω να φυλακιστεί-
δεν είναι ο φίλος µου αυτός. ούν)
νάι σ.α. δεν υπάρχει -ουν π.χ. κα πφα(ν)νταράβ λεστέ ε
π.χ. νάι κχαντσικ τε χαβ; = δεν τσουβάλα = θα τον βάλω να δέσει
υπάρχει τίποτε να φάω;, νάι α(ν)ντό τα σακιά, πφα(ν)νταρντάν µαν
κχερ µανουσσά = δεν υπάρχουν α(ν)ντό πφα(ν)ντιπέ, οροσπούκονε!
άνθρωποι µες στο σπίτι. µ’ έκανες να κλειστώ στη φυλακή,
(βλ. οµόηχο νάι = δάχτυλο). πόρνη! κα πφα(ν)νταράβ λεστέ
δενδράκι: κοπατσίσι, καβακίσι καλά χϋβά ε τσιµε(ν)τόσα = θα τον
π.χ. νά τσχιν ο κοπατσίσι = µην βάλω να βουλώσει αυτές τις τρύπες
κόβεις το δενδράκι. µε τσιµέντο (µτχ. πφα(ν)νταρντό, -ί
δένδρο: κοπάτσι, κάβακο, ο = δεµένος, κλεισµένος,
π.χ. φούλι κατάρ κοπάτσι = κατέβα βουλωµένος, φυλακισµένος, ρηµατ.
από το δέντρο, κα τσχινάβ καβά ουσ. πφα(ν)νταριπέ, ο = δέσιµο,
κάβακο = θα το κόψω αυτό το κλείσιµο, βούλωµα, φυλάκιση)
δέντρο. Αντίθ. πουταρνταράβ = βάζω να
δενδροειδής (επίθ.): κοπατσέσκο,-ι ανοίξει-ουν, κάνω να ανοίξει-ουν,
και καβακέσκο,-ι. κάνω να ανοιχτεί-ούν, βάζω να
δενδρύλιο: σικνό-κοπάτσι και λύσει-ουν, κάνω να λυθεί-ούν
σικνό-κάβακο, ο (κυριολ. µικρό δεξιά (επίρρ): τσατσέ (σ.α. δεξιός)
δέντρο). π.χ. τσχιν ο ντιµένο τσατσέ = κόψε
δένοµαι (αµετβ. ρ.): πφάν(ν)ταµαν (στρίψε) το τιµόνι δεξιά. (Βλ. και
και πφαν(ν)τιάβ δεξιός).
π.χ. (µτφ.) πφαν(ν)τιλέ µε βαστά Αντίθ. σολάκι = αριστερά,
καλέ χουρντέσα, νασστί κεράβ ούτε αριστερός.
εκ µπουκί αν(ν)τό κχερ = δέθηκαν δέξιµο (α): καµπούλι – κεριπέ, ο
τα χέρια µου µε αυτό το µωρό, δεν (σ.α. αποδοχή, παραδοχή,
µπορώ να κάνω ούτε µία δουλειά καταδεκτικότητα, καµπούλι =
µέσα στο σπίτι. δεκτός, παραδεκτός, αποδεκτός,
(βλ. πφάν(ν)ταµαν = κλείνοµαι). κεριπέ = πράξη, φτιάξιµο,
(βλ. πφαν(ν)τιάβ = κλείνω δηµιουργία, κάµωµα).
(αµετβ.ρ.), φυλακίζοµαι). δέξιµο (β): καµπου(λ)λούκο, ο
δένω (α) (µετβ. ρ.): πφά(ν)νταβ (= (σ.α. αποδοχή, παραδοχή,
κλείνω µετβ. ρ.) καταδεκτικότητα).
137

δεξιός (ακλ.επίθ.): τσατσέ (σ.α. (µτφ.) η κοµ(µ)πίνα µαρέλ ε γκιβά


δεξιά) = η κοµπίνα δέρνει (θερίζει) τα
π.χ. ντουκχάλ µαν µι τσατσέ τσανκ σιτάρια.
= µε πονάει το δεξί µου πόδι, δέρνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
τσαλαντόµαν κάι µο τσατσέ βας = µαρνταράβ και
χτύπησα στο δεξί µου χέρι. (επιτατ.ενεργ.διαµ.ρ.)
Αντίθ. σολάκι = αριστερός, µαρντανταράβ (= βάζω να δείρει-
αριστερά. ουν)
δεξιόχειρας (επίθ.): τσατσέ- π.χ. κα µαρνταράβ τουτ κάι µο
βαστέσκο, -ι τσχαβό = θα βάλω τον γιο µου να
Αντίθ. σολάκι-βαστέσκο = σε δείρει (µτχ. µαρνταρντό, -ί =
αριστερόχειρας. δαρµένος-η, ρηµατ. ουσ.
δεξιώνοµαι (µετβ. ρ.): νταβέτι – µαρνταριπέ, ο = δάρσιµο).
κεράβ (= δεξίωση κάνω). δέσιµο: πφαν(ν)τιπέ, ο (= κλείσιµο)
δεξίωση: νταβέτι, ο (νταβετλεµέκο (σ.α. φυλακή, βλ. και φυλακή,
= κάλεσµα, προσκάλεσµα). κλείσιµο).
δέρµα: µορκχί και µοκχρί, η δέσµη: ντεστάβα, η
π.χ. καλιλί λεσκί µορκχί κατάρ ο π.χ. εκ ντεστάβα παρέ = µια δέσµη
κχαµ = µαύρισε το δέρµα του από λεφτά (χαρτονοµίσµατα), εκ
τον ήλιο. ντεστάβα παρέ σικαντά µάνγκε =
(βλ. και πετσί). µια δέσµη λεφτά µου έδειξε.
δερµατεµπόριο: µορκχένγκο- Συνών. µάτσο και µάτσα = µάτσο.
τουτζαρλούκο, ο (= δερµάτων δεσµίδα: ντεσταβίσα, η
εµπόριο). (υποκ. της λέξης ντεστάβα =
δερµατέµπορος: µορκχένγκο – δέσµη).
τουτζάρι, ο (= δερµάτων έµπορος), δεσµοφύλακας: γκαρντιάνο και
θηλ. µορκχένγκι – τουτζάρκα, η. γκαρντιαντζίο, ο.
δερµάτινος (επίθ.): µορκχιάκο,-ι δεσπότης: δεσπότι και ντεσπότι, ο.
(βλ. και πέτσινος). δεύτερος (τακτ.αριθµ.): ντουϊτνό,-
δέρνοµαι (αµετβ. ρ.): µαράµαν και ί.
µαρντιάβ δεχτός: (βλ. δεκτός).
π.χ. ακανά µαρέστουτ αν κο σσορό, δέχοµαι (µετβ. ρ.): καµπούλι –
κάνα πφενάβας τουκέ µε, νι κεράβ (=δεκτό κάνω, σ.α.
ασσουνέσας µαν = τώρα δέρνεσαι αποδέχοµαι, καταδέχοµαι,
στο κεφάλι σου, όταν σου έλεγα παραδέχοµαι, συµφωνώ)
εγώ, δεν µε άκουγες, µε κολάκ νι π.χ. καµπούλι – κεράβ καλέν κάι
µαρντιάβ = εγώ εύκολα δεν πφενέν, αµά ασσούνεν µά(ν)ντα, σο
δέρνοµαι. κα πφενάβ = δέχοµαι αυτά που
(βλ. και παιδεύοµαι). λέτε, αλλά ακούστε κι εµένα τι θα
δέρνω (α) (µετβ. ρ.): µαράβ πω.
π.χ. τε τσαλαβέσα λε ντα –εκ– (βλ. και παραδέχοµαι,
φαρέ, κα µαράβ τουτ = αν τον καταδέχοµαι).
ξαναχτυπήσεις θα σε δείρω, αβέρ δήθεν (επίρρ.): χάι
ντρόµ τε να κερές καβά σόσκε κα π.χ. κερντά-πες χάι νασφαλό =
µαράβ τουτ = άλλη φορά να µη το έκανε δήθεν τον άρρωστο.
κάνεις αυτό γιατί θα σε δείρω, (βλ. και τάχα).
138

Αντίθ. έµντα, τσατσές = όντως, π.χ. ο Ντελ κερντά ε µανουσσέ = ο


πράγµατι, αλήθεια επίρρ. Θεός δηµιούργησε τον άνθρωπο.
δηλαδή (συνδ.): ντεµέκ και (βλ. και πράττω, κάνω, φτιάχνω
µερκιλίµ µετβ.).
π.χ. αβέρ πφενές ντα αβέρ κερές δηµιουργώ (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
µερκιλίµ νταλγκάβα-κχελές µάνσα κερνταράβ και (επιτατ. ενεργ.
= άλλα λες και άλλα κάνεις δηλαδή διαµ.ρ.) κερντανταράβ (= βάζω να
µε κοροϊδεύεις, ντεµέκ σο µανγκές κάνει –ουν, βάζω να φτιάξει-ουν,
τε πφενές; = δηλαδή τι θες να πεις; κάνω να γίνει-ουν, κάνω να
δηλητηριάζοµαι (αµετβ. ρ.): φτιαχτεί-ουν, σ.α. επισκευάζω,
ζεηρλενίαβ χτίζω, κατασκευάζω, προκαλώ,
π.χ. νά χα κιραλέσα µατσχό κα αναγκάζω)
ζεηρλενίος = µην τρως τυρί µε ψάρι π.χ. του κερνταρντάν καλά
θα δηλητηριαστείς. τσινγκαρά = εσύ δηµιούργησες
δηλητηριάζω (µετβ. ρ.): ζεηρλέαβ. αυτούς τους καβγάδες, κερνταρντάν
δηλητηρίαση: ζεηρλενµέκο, ο. µα(ν)ντέ καϊάβα, αµά νι πιλάν να =
δηλητηριασµένος (ακλ.επίθ.): µ’ έβαλες να κάνω καφέ, αλλά δεν
ζεηρλενµίσσι. τον ήπιες, κα κερντανταράβ λεστέ
δηλητήριο: ζεήρι, ο. µο τοµαφίλι = θα τον βάλω να
δηλητηριώδης (επίθ.): ζεηρλίο,- φτιάξει το αυτοκίνητό µου, τε να
ίκα κερνταρέσα ε ταβάνορα, οπρά,
π.χ. ζεηρλίο σαπ = δηλητηριώδες τουµαρέ σσερέ κα περέν = αν δεν
φίδι. επισκευάσεις τα ταβάνια, πάνω στα
δηµαρχείο: µπελεντία και κεφάλια σας θα πέσουν, ντιόµ εκ
διµαρχία, η σουρία παρέ κάι ουστάβε, για τε
π.χ. τζαβ κάι µπελεντία = πάω στο κερνταράβ µάνγκε κχερ = έδωσα
δηµαρχείο. ένα σωρό λεφτά στους µαστόρους,
δήµαρχος: δίµαρχο, ο για να χτίσω για µένα σπίτι, µε κα
π.χ. αµαρό δίµαρχο σι µπουτ κερνταράβ λε τε αβέλ κάι µε
λατσχό µανούςς = ο δήµαρχός µας τσανγκά βο = εγώ θα τον αναγκάσω
είναι πολύ καλός άνθρωπος. να έρθει στα πόδια µου αυτός (ο
δηµιουργηµένος (µτχ.): κερντό, -ί ίδιος) (µτχ. κερνταρντό, -ί =
(=φτιαγµένος, γινωµένος, φτιαγµένος, δηµιουργηµένος,
καµωµένος, ώριµος) επισκευασµένος, χτισµένος,
Αντίθ. µπικερντό = άφτιαχτος, κατασκευασµένος, ρηµατ. ουσ.
αδηµιούργητος, αγίνωτος, άγουρος, κερνταριπέ, ο = φτιάξιµο,
ανώριµος, ακάµωτος. δηµιουργία, επισκευή, χτίσιµο,
δηµιουργία: κεριπέ, ο. κατασκευή).
(βλ. και πράξη, φτιάξιµο). Αντίθ. µουσαρνταράβ = βάζω να
δηµιουργούµαι (αµετβ. ρ.): χαλάσει-ουν, κάνω να χαλάσει-ουν.
κερντιάβ (κυριολ. γίνοµαι, αµετβ. δήµος: µπελεντία, η
ωριµάζω, σ.α. ιδρύοµαι) δηµοσιογράφος: γκαζάντατζίο, ο
π.χ. σαρ κερντιλί καϊά τσινγκάρ; = (γκαζάτα = εφηµερίδα).
πώς δηµιουργήθηκε αυτός ο διαβάζω (α) µετβ. και αµετβ. ρ.):
καβγάς; διαβασαράβ
δηµιουργώ (α) (µετβ. ρ.): κεράβ π.χ. τζανές τε διαβασαρές; = ξέρεις
139

να διαβάζεις; π.χ. ιφτιραβάκε πφερασά =


διαβάζω (β) (µετβ. και αµετβ. ρ.): διαβλητικά λόγια.
οκούιαβ (προφ. µε συνίζηση ια) Αντίθ. ασσαρικανό = επαινετικός,
π.χ. οκούιαβ γκαζάτα = διαβάζω εγκωµιαστικός.
εφηµερίδα. διαβολάκι: σσεητάνο, ο
διαβάζω (γ) (µετβ. ρ.): π.χ. σσεητάνο σι κο τσχαβό. µπουτ
οκουτουρίαβ τζανέλ = διαβολάκι είναι ο γιος σου.
π.χ. οκουτουρίαβ µε τσχαβέ = πολλά ξέρει (σσεητάνο, ο κυριολ.
διαβάζω το γιο µου (δηλ. τον διάβολος, σατανάς, σσεητάνο µτφ.
βοηθάω στα µαθήµατα του = τσακάλι µτφ. σπίρτο µτφ.,
σχολείου), οκουτουρίαβ µε τσχαβέ ευφύης, παµπόνηρος, κακός,
κάι Αλαµάνια = διαβάζω πανέξυπνος, κακεντρεχής,
(σπουδάζω) το παιδί µου στη µοχθηρός), θηλ. σσεητάνκα, η.
Γερµανία. διαβολέας: ιφτιρατζίο, ο θηλ.
διαβαίνω: νακχάβ (= αµετβ. ιφτιρατζΰκα, η.
περνώ) διαβολεµένος (επίθ.): µπενγκαλό,-
π.χ. ε µπροσσά νακχέν τσαµπούκι ί και µπενγκιαλό,-ί (σ.α. λοξός –η
= τα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. µτφ.)
διαβάλλω (µετβ. ρ.): ιφτιράβα – π.χ. µπουτ µπενγκαλό σι καβά
τσχαβ (= διαβολή ρίχνω) χουρντό = πολύ διαβολεµένο είναι
π.χ. ιφτιράβα – τσχουτέ λεσκέ, αυτό το παιδί.
τζάµπα πφα(ν)ντιπέ ικαλντά = τον Συνών. νασούλ και φενά = κακός.
διέβαλαν, άδικα φυλακή έβγαλε. Αντίθ. λατσχό = καλός, καλά,
Αντίθ. ασσαράβ = επαινώ, παινεύω. γιαβάσσι = ήσυχος, σιγανός, σιγά.
διάβαση: νακχιπέ, ο = (πέρασµα). διαβολή: ιφτιράβα, η.
διάβασµα (α): διαβασαριπέ, ο. διαβολιά: µπενγκιπέ, ο.
διάβασµα (β): οκουµάκο, ο διαβολικός: (βλ. διαβολεµένος).
π.χ. πο σσορό νι βάζντελ κατάρ διαβολικότητα: µπενγκαλιπέ και
οκουµάκο = το κεφάλι του δε µπενγκιαλιπέ, ο (σ.α. λόξα)
σηκώνει από το διάβασµα. Συνών. σσεητανλούκο =
διαβασµένος (µτχ.): διαβασαρντό,- σατανικότητα.
ί. διαβόλισσα: σσεητάνκα, η
διαβασµένος (άκλ. επίθ.): (σσεητάνο = σατανάς) και
οκουµούσσι µπενγκαλί, η (= διαβολική, σ.α.
π.χ. οκουµούσσι σι λεσκό τσχαβό, λοξή µτφ.)
µπουτ τζανέλ = διαβασµένος π.χ. τζανάβ σο µπενγκαλί σι κι
(µορφωµένος) είναι ο γιος του, ροµνί = ξέρω τι διαβόλισσα είναι η
πολλά ξέρει. γυναίκα σου.
διαβατήριο: πασσαπόρτι, ο διαβολογυναίκα: σσεητάνκα-
π.χ. χασαρντόµ µο πασσαπόρτι = ροµνί, η (= διαβόλισσα γυναίκα)
έχασα το διαβατήριό µου. και µπενγκαλί-ροµνί, η (=
διαβάτης (επίθ. ως ουσ.): διαβολική γυναίκα).
νακχουτνό, ο (σ.α. περαστικός), διαβολοκόριτσο: µπενγκαλί–
θηλ. νακχουτνί, η (σ.α. περαστική). τσχορί και µπενγκιαλί-τσχέι
διαβλητικός (επίθ.): ιφτιραβάκο, -ι (κυριολ. διαβολεµένο κορίτσι)
140

Αντίθ. λατσχί τσχορί = καλό (σ.α. ξεκοµµένος)


κορίτσι. διακινώ (µετβ. ρ.): ινγκαράβ και
διαβολόπαιδο (για αγόρι): ινγκιαράβ (κυριολ. πηγαίνω µετβ.,
µπενγκαλό-τσχαβρό και σ.α. µεταφέρω, οδηγώ, καθοδηγώ)
µπενγκιαλό-τσχαβρό, ο (κυριολ. π.χ. ο βαπόρι ινγκαρέλας ασσίσσι =
διαβολεµένο αγόρι). το πλοίο διακινούσε χασίς.
Αντίθ. λατσχό τσχαβρό = καλό διακοπή: τσχιναηπέ, ο
αγόρι. Συνών. ατσχιπέ = παύση, στάση,
διάβολος: (βλ. δάιµονας). διάλειµµα, σταµατηµός, ανακοπή,
διαβρέχοµαι: (βλ. βρέχοµαι). ατσχανταριπέ = σταµάτηµα.
διαβρέχω: (βλ. βρέχω). διακόπτω (µετβ. ρ.): τσχιναβάβ
διαγωνίζοµαι: (βλ. αγώνας (β)). (σ.α. ξεκόβω µετβ.) (βλ. και
διαγωνισµός: γιαρϋσσµάβα, η ξεκόβω).
π.χ. σσουκαριµάσκι γιαρϋσσµάβα Συνών. ατσχανταράβ = σταµατώ
= διαγωνισµός οµορφιάς. µετβ., ανακόπτω.
διαδεδοµένος (µτχ.): ασσου(ν)- διακόπτοµαι (αµετβ. ρ.):
νταρντό, -ί (σ.α. διαλαληµένος, τσχινάντιαβ (σ.α. ξεκόβω αµετβ.,
ξακουσµένος). βλ. και ξεκόβω αµετβ.)
(βλ. και ξακουσµένος). π.χ. τσχινάντιλο µο αϊλούκο =
διαδίδοµαι (αµετβ. ρ.): διακόπηκε το επίδοµά µου.
ασσου(ν)ντινάβαβ και διακορευµένη (η) (α): ασταρντί, η
ασσου(ν)ντισάαβ (σ.α. (= ξεπαρθενεµένη, πιασµένη)
διαλαλούµαι). Αντίθ. µπιασταρντί = αδιακόρευτη,
διαδίδω (µετβ. ρ.): άπιαστη, ανέγγιχτη.
ασσουν(ν)ταράβ διακορευµένη (η) (β): πφιβλί, η
π.χ. ασσου(ν)νταρντά κάι κα τζαλ (σ.α. χήρα)
κάι Αλαµάνια = διέδωσε ότι θα πάει Αντίθ. τσχέι = παρθένα, κορίτσι.
στην Γερµανία. διακόσια (αριθµ.): ντούισσελ.
διάδοση: ασσου(ν)νταριπέ, ο. (σ.α. διακόσµηση: (βλ. στόλισµα (γ)).
διαλάληµα). διακοσµητικός (επίθ.):
διαδοτικός (επίθ.): συσλυκέσκο, -ι (τα υ προφέρονται
ασσου(ν)νταριµάσκο, -ι. όπως το γαλλικό u).
διαδροµή: τζιιπέ, ο (= πηγαιµός). διακοσµώ: (βλ. στολίζω (γ)).
διαίρεση: διέρεσι, η. διαλάληµα: (βλ. διάδοση).
δίαιτα: δίετα, η. διαλαληµένος: (βλ. διαδεδοµένος).
π.χ. κερ εµπούκα δίετα, µπουτ διαλαλούµαι (αµετβ. ρ.):
τφουλιλάν = κάνε λίγη δίαιτα, πολύ ασσου(ν)νταράµαν και
πάχυνες. ασσου(ν)ντισάαβ.
διαιτητής: διετιτίζι και ντιετιτίζι, ο διαλαλώ (µετβ. ρ.):
π.χ. παρέ χαλά ο διετιτίζι = λεφτά ασσου(ν)νταράβ
έφαγε (δωροδοκήθηκε) ο διαιτητής π.χ. µε πφε(ν)ντόµ τουκέ τε να
διαιτητικός (επίθ.): δίετάκο, -ι πφενές κχάνικάσκε του αµά
π.χ. δίετάκε χαµάτα = διαιτιτικά ασσου(ν)νταρντάν σα ε
φαγητά ντουνιαβάτε = εγώ σου είπα να µην
διακεκοµµένος (µτχ.): τσχιναντό, το πεις σε κανέναν εσύ όµως το
-ί διαλάλησες σε όλον τον κόσµο.
141

διάλεγµα: αητλαµάκο, ο. διαµένω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ (σ.α.


διαλεγµένος (άκλ. επίθ.): µένω, παραµένω, στέκοµαι, παύω
αητλαµούσσι αµετβ., σταµατώ αµετβ.)
π.χ. αητλαµούσσι σι ε ντοµάτε = π.χ. εκ µπροςς ατσχιλό α(ν)ντί
διαλεγµένες είναι οι ντοµάτες. Αλαµάνια = ένα χρόνο διέµεινε στη
διαλέγοµαι (αµετβ. ρ.): αητλανίαβ Γερµανία.
(σ.α. επιλέγοµαι). διαµονή: ατσχιπέ, ο (σ.α. παύση,
διαλέγω (µετβ. ρ.): αητλάιαβ στάση, παραµονή, σταµατηµός,
π.χ. αητλά σαβό µανγκέσα = διάλειµµα).
διάλεξε όποιο θέλεις. (σ.α. διανοιγµένος (µτχ. ως επίθ.):
επιλέγω). πουταρντό, -ί (κυριολ. ανοιγµένος,
διάλειµµα: ατσχιπέ, ο (= παύση, ανοιχτός, σ.α. λυµένος)
στάση, σταµατηµός) Αντίθ. πφα(ν)ντό = κλειστός,
π.χ. κερ εκ ατσχιπέ, τε ντι(ν)νενίος κλεισµένος, δεµένος, φυλακισµένος,
ζάλακ = κάνε ένα διάλειµµα, να βουλωµένος, κουµπωµένος.
ξεκουραστείς λίγο. διανοίγοµαι (αµετβ. ρ.):
διάλεκτος (α): τχανέσκι – τσχιπ, η πουτάρντιαβ (παθητική διάθεση,
(= τόπου γλώσσα) κυριολ. ανοίγοµαι, ανοίγω αµετβ.,
διάλεκτος (β): τσχιπ, η (κυριολ. λύνοµαι)
γλώσσα) π.χ. πουτάρντιλο ντροµ κατάρ =
π.χ. ε ροµανέ τσχιµπά, σι µπουτ = διανοίχτηκε δρόµος αποδώ.
οι τσιγγάνικες διάλεκτοι είναι Αντίθ. πφα(ν)ντιάβ = κλείνω
πολλές. αµετβ., δένοµαι, φυλακίζοµαι,
διαλεχτός: (βλ. διαλεγµένος). βουλώνοµαι.
διαλογή: (βλ. διάλεγµα). διανοίγω (µετβ. ρ.): πουταράβ
διάλογος (α): ορµπισαριπέ, ο (= (κυριολ. ανοίγω µετβ., σ.α. λύνω)
µίληµα, συζήτηση) π.χ. πουταρντέ ντροµ α(ν)ντάρ
π.χ. νάι ορµπισαριπέ καβά κάι καβά µπαλκάνο = διάνοιξαν δρόµο
κερές = δεν είναι διάλογος αυτός (σήραγγα) µέσα απ’ αυτό το βουνό.
που κάνεις. (βλ. και συζήτηση, Αντίθ. πφά(ν)νταβ = κλείνω µετβ.,
µίληµα). δένω, φυλακίζω, βουλώνω,
διάλογος (β): κονουσσµάβα, η, κουµπώνω.
κονουσσµάκο, ο, κονουσσιπέ, ο και διάνοιξη: πουταριπέ, ο (κυριολ.
πφεράς – κεριπέ, ο (= µίληµα, άνοιγµα, σ.α. λύσιµο)
οµιλία, συζήτηση, συνοµιλία). Αντίθ. πφα(ν)ντιπέ = κλείσιµο,
διαλυµένος: (βλ. ρηµαγµένος). δέσιµο, φυλακή, φυλάκιση,
διαλύοµαι: (βλ. αµετβ. ρηµάζω). βούλωµα, κούµπωµα.
διάλυση: (βλ. ρήµαγµα). διανοµή: ουλαηπέ, ο (= µοίρασµα).
διαλύω:(βλ. µετβ. ρηµάζω). διαπαιδαγώγηση: (βλ. αγωγή).
διαµαρτυρία: (βλ. άρνηση). διαπερασµένος (µτχ.): νακχαντό, -ί
διαµαρτύροµαι: (βλ. αρνούµαι). (= περασµένος, σ.α. ξεπερασµένος,
διαµάχη: τσινγκάρ, η (= καβγάς, µεταβιβασµένος).
φιλονικία, µάχη, µάλωµα, πόλεµος). διαπερνώ (µετβ. ρ.): νακχαβάβ (=
διαµάχοµαι: (βλ. µαλώνω, µετβ. περνώ, σ.α. ξεπερνώ,
καβγαδίζω). προσπερνώ, µεταβιβάζω).
142

διαπραγµατεύοµαι (µετβ. ρ.): (βλ. και καταστρέφοµαι).


α(ν)νασσµαλούκο - κεράβ (= διασκορπίζω (µετβ. ρ.):
διαπραγµάτευση κάνω) ρεσπισαράβ (σ.α. καταστρέφω)
Συνών. α(ν)νασσίαβ = π.χ. ρεσπισαρντάς σα πε παρές
συνεννοούµαι. καντέ ντα κοτέ = διασκόρπισε όλα
διαπραγµάτευση: τα χρήµατά του εδώ κι εκεί.
α(ν)νασσµαλούκο, ο (βλ. και καταστρέφω).
(α(ν)νασσµάβα = συνεννόηση, διασκόρπιση: ρεσπισαριπέ, η (σ.α.
συµφωνία, α(ν)νασσίαβ = καταστροφή)
συνεννοούµαι). (βλ. και καταστροφή).
διαπραγµατευτικός (επίθ.): διασκορπισµένος (µτχ.):
α(ν)νασσµαλουκέσκο, -ι. ρεσπισαρντό,-ί και (άκλ.επίθ.)
διαπράττω (µετβ. ρ.): κεράβ ρεσπιµέ (σ.α. καταστραµµένος).
(=κάνω, φτιάχνω (µετβ.), (βλ. και καταστραµµένος).
δηµιουργώ, πράττω, τελώ) διασκορπισµός: ρεσπιπέ, ο (σ.α.
π.χ. κερντά µουνταριπέ, ο(ν)ντάν καταστρεπτικότητα)
σι α(ν)ντό πφα(ν)ντιπέ = διέπραξε (βλ. και καταστρεπτικότητα).
φόνο, γι’ αυτό είναι µες στη διασώζω (µετβ. ρ.): κουρταρίαβ
φυλακή. (βλ. και σώζω, γλυτώνω µετβ.).
διαρκής: (βλ. ακατάπαυστος, διαταγή (α): κουµά(ν)ντα, η
ασταµάτητος) π.χ. κον ντιά τουτ καϊά
διαρκώ (αµετβ. και µετβτ. ρ.): κουµά(ν)ντα; = ποιος σου έδωσε
ασταράβ (= κρατώ, πιάνω, αυτή τη διαταγή;
συλλαµβάνω, σ.α. ξεπαρθενεύω) διαταγή (β) (ανωτέρου): έµιρι, ο
π.χ. ντούι σαάτορα ασταρέλ καβά π.χ. αβιλό έµιρι οπράλ = ήρθε
φίλιµι = δύο ώρες κρατάει (διαρκεί) διαταγή από πάνω.
αυτή η ταινία (κινηµατογραφική, διατάζω (µετβ. ρ.): κουµά(ν)ντα-
τηλεοπτική). νταβ (= διαταγή δίνω).
διαρκώς: (βλ. όλο, συνέχεια). διατηρώ (µετβ. ρ.): ασταράβ
διαρρήκτης: τσορ, ο (= κλέφτης). (κυριολ. κρατώ, πιάνω, σ.α.
διάρρηξη: τσορντιπέ, ο (= κλοπή). συλλαµβάνω, διαρκώ,
διάρροια: τσΰρλα, η. ξεπαρθενεύω)
π.χ. ασταρντά µαν τσΰρλα = µε π.χ. γκαντικίν µπροσσένγκο
έπιασε διάρροια. τοµαφίλι, σαρ νεβό ασταρέλ λε! =
διάσηµος (επίθ.): ασσουν(ν)το,-ί τόσων ετών αυτοκίνητο, σαν
π.χ. κερντιλό ασσουν(ν)το κατάρ καινούριο το διατηρεί!
πε γκιλά = έγινε διάσηµος από τα διάτρηση: χϋβαριπέ, ο (κυριολ.
τραγούδια του. (ασσου(ν)ντό τρύπηµα).
κυριολ. = ακουστός). διάτρητος (µτχ. ως επίθ.):
διασηµότητα: ασσου(ν)ντιπέ, ο χϋβαρντό, -ί (βλ. και τρύπιος,
(σ.α. άκουσµα, φήµη). τρυπηµένος).
διασκορπίζοµαι (αµετβ. ρ.): διατρυπώ (µετβ. ρ.): χϋβαράβ
ρεσπισάαβ (σ.α. καταστρέφοµαι) (κυριολ. τρυπώ µετβ.)
π.χ. σο σικάντιλο ο ρουβ ε µπακρέ π.χ. χϋβαράβ ο ντουβάρι =
ρεσπισάιλε = µόλις φάνηκε ο λύκος διατρυπώ τον τοίχο (βλ. και τρυπώ
τα πρόβατα διασκορπίστηκαν. µετβ.).
143

διατυµπανίζω (µετβ. ρ.): διαφοροποιώ (µετβ. ρ.):


ασσου(ν)νταράβ (= διαδίδω, αβέρτουρλι-κεράβ (= διαφορετικά
διαλαλώ). κάνω).
διατυµπάνιση: ασσου(ν)νταριπέ, ο Συνών. ντισστιρίαβ = αλλάζω µετβ.
(= διάδοση, διαλάληµα). διαχωρίζω: (βλ. ξεχωρίζω).
διατυµπανισµένος (µτχ.): διαψεύδοµαι (αµετβ. ρ.):
ασσου(ν)νταρντό,-ί (= χοχαηµάστε-ικλάβ και χοχαηµάστε-
διαδεδοµένος, διαλαληµένος, ικάλντιαβ (κυριολ. σε ψέµα βγαίνω)
ξακουσµένος). π.χ. νι µανγκάβ τε ικλάβ-
διαφαίνοµαι: (βλ. φαίνοµαι). χοχαηµάστε µαµουϊαλ λέστε = δε
διαφεύγω: (βλ. ξεφεύγω). θέλω να διαψευσθώ απέναντί του,
διαφηµίζοµαι (αµετβ. ρ.): χοχαηµάστε-ικλιλέ κε πφερασά =
ασσου(ν)νταράµαν και διαψεύσθηκαν τα λόγια σου.
σικανταράµαν. διαψεύδω (µετβ. ρ.): χοχαηµάστε-
(ασσου(ν)νταράµαν κυριολ. ικαλάβ (= σε ψέµα βγάζω) και
διαλαλούµαι, διαδίδοµαι και χοχαηµάστε-ικαλνταράβ (= σε
σικανταράµαν = αναδεικνύοµαι, ψέµα κάνω να βγει-ουν)
προβάλλοµαι). π.χ. αβέρ πφε(ν)ντόµ λεσκέ µε,
διαφηµίζω (µετβ. ρ.): αβέρ πφε(ν)ντάν λεσκέ του,
ασσου(ν)νταράβ και σικανταράβ. ικαλντάν µαν χοχαηµάσε = άλλα
π.χ. σικανταρέλ πε µανγκινά = του είπα εγώ, άλλα του είπες εσύ,
διαφηµίζει τα προϊόντα του. µε διέψευσες, κα ικαλνταράβ τουτ
(ασσου(ν)νταράβ κυριολ. διαδίδω, χοχαηµάστε = θα σε διαψεύσω.
διαλαλώ και σικανταράβ κυριολ. = διάψευση: χοχαηµάστε-ικαλιπέ και
αναδεικνύω, προβάλλω, φανερώνω, χοχαηµάστε-ικαλνταριπέ, ο
αποκαλύπτω). (κυριολ. σε ψέµα βγάλσιµο).
διαφήµιση: ασσου(ν)νταριπέ, ο διαψευσµένος (µτχ.): χοχαηµάστε-
και σικανταριπέ, ο. ικαλντό,-ί και χοχαηµάστε-
(ασσου(ν)νταριπέ κυριολ. διάδοση, ικαλνταρντό,-ί (κυριολ. σε ψέµα
διαλάληµα) και (σικανταριπέ βγαλµένος)
κυριολ. ανάδειξη, προβολή, Αντίθ. χοχαηµάστε-µπιικαλντό (=
φανέρωµα, αποκάλυψη). σε ψέµα άβγαλτος) αδιάψευστος,
διαφορά: φάρκι και αβεριπέ, ο. χοχαηµάστε-µπιικαλνταρντό (= σε
π.χ. σίλε φάρκι κολέσα = έχει ψέµα άβγαλτος) αδιάψευστος.
διαφορά µ’ εκείνο. δίγαµος (επίθ.): ντουεµπιαβένγκο,-
διαφορετικός (επίθ.): (άκλ.) ι (= δύο γάµων) και
αβέρτουρλι ντουεαµπαβένγκο,-ι (= δύο γάµων).
π.χ. αβέρτουρλι σι καβά = δίγλωσσος (επίθ.): ντουε-
διαφορετικό είναι αυτό. τσχιµπένγκο,-ι.
(βλ. και αλλιώτικος, αλλιώς) διδαγµένος (µτχ.): σικλιαρντό,-ί
Αντίθ. αηνΰ = ίδιος, όµοιος. Αντίθ. µπισικλιαρντό = αδίδαχτος.
διαφορετικότητα: φαρκλούκο, ο. (βλ. και εκπαιδευµένος).
διαφοροποίηση: αβέρτουρλι- διδασκαλία: σικλιαριπέ, ο
κεριπέ, ο (κεριπέ = φτιάξιµο, (βλ. και εκπαίδευση).
πράξη), (αβέρτουρλι = διδάσκοµαι (αµετβ. ρ.):
διαφορετικός, διαφορετικά). σικλιάρντιαβ.
144

(βλ. και εκπαιδεύοµαι). δίθυρος (επίθ.):


διδάσκω (µετβ. ρ.): σικλιαράβ ντουέουνταρένγκο,-ι και
(βλ. και εκπαιδεύω, µαθαίνω, ντουέκαπουένγκο, -ι.
µετβ.). π.χ. ντουέκαπουένγκο τοµαφίλι =
δίδραχµο: ντουένγκι, η και δίθυρο αυτοκίνητο.
ντουένγκο, ο. δίκαιος (άκλ. επίθ.): ακλΰ
δίδυµος (επίθ.): εκίζι, -ίσκα π.χ. µε πφερασά ακλΰ ικλιλέ = τα
π.χ. µπια(ν)ντά εκίζορα = γέννησε λόγια µου δίκαια βγήκαν.
δίδυµα. Αντίθ. ακσΰζι = άδικος,
διεγείρω (µετβ. ρ.): αδικαιολόγητος.
βαζντι(ν)νταράβ (= ξεσηκώνω). δικαιοσύνη: ακλΰκο, ο
διερευνώ: (βλ. ερευνώ). Συνών. ντοβρουλούκο = ευθύτητα,
διερµηνέας: τερτζιµάνο, ο και θηλ. ντοµπροσύνη, δικαιοσύνη, αλήθεια.
τερτζιµάνκα, η. δικαιούµαι (αµετβ. ρ.): άκο-σίµαν
διερµήνευση: τερτζιµα(ν)νούκο, ο (= δίκιο, δικαίωµα έχω)
π.χ. τσινγκαρντέ µαν κάι π.χ. σι-µά(ν)ντα-άκο τε λαβ µιράζι
µακεµάβα, τε κεράβ = δικαιούµαι κι εγώ να πάρω
τερτζιµα(ν)νούκο = µε κάλεσαν στο κληρονοµιά. (κατά λέξη: έχω κι εγώ
δικαστήριο, να κάνω διερµήνευση. δίκιο, δικαίωµα να πάρω
διερµηνεύω (µετβ. ρ.): κληρονοµιά).
τερτζιµα(ν)νούκο-κεράβ (κυριολ. δικαίωµα (α): άκο, ο (κυριολ.
διερµήνευση κάνω). δίκιο)
διερωτώµαι: (βλ. αναρωτιέµαι). π.χ. νάι τουτ άκο τε τσαλαβές µε
διετής (επίθ.): ντουεµπροσσένγκο,- τσχαβέ = δεν έχεις το δικαίωµα να
ι και ντουεµπρεσσένγκο,-ι. χτυπήσεις το γιο µου.
διεύθυνση (κατοικίας): αντρέζι, ο δικαίωµα (β): δικέοµα, ο
π.χ. κα ντες µαν κο αντρέζι; = θα π.χ. κον ντιάς τουτ καβά δικέοµα,
µου δώσεις την διεύθυνσή σου; αγκαντάλ τε ορµπισαρές µάνγκε; =
διευκόλυνση: (βλ. ευκολία). ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωµα,
διευκολύνω (µετβ. ρ.): έτσι να µου µιλάς;
κολαηλούκο-κεράβ (= διευκόλυνση δικαιώνοµαι (αµετβ. ρ.): µο-άκο-
κάνω). αρακχαβάβ, µο-άκο-αρακχάβ, µο-
διήγηση: (βλ. λέγειν). άκο-ρακχαβάβ και µο-άκο-ακχαβάβ
διηγούµαι (µετβ. ρ.): πφενάβ και (= το δίκιο µου βρίσκω)
µοτχάβ (κυριολ. λέω) π.χ. ρακχαντόµ-µο-άκο κάι
π.χ. µο παπό πφεν(ν)τά µανγκέ µακεµάβα = δικαιώθηκα στο
καγιά ιστορία = ο ππαππούς µου δικαστήριο.
µου διηγήθηκε αυτήν την ιστορία. (κατά λέξη: βρήκα το δίκιο µου στο
διήµερος (επίθ.): δικαστήριο).
ντουεγκιβεσένγκο, -ι και ντουέ- δικαιώνω (µετβ. ρ.): άκο-νταβ (=
γκιβεσένγκο, -ι. δίκιο δίνω)
διθέσιος (επίθ.): ντουέ-τζενένγκο-ι π.χ. νι µανγκέν τε ντεν τουτ άκο =
(κυριολ. δύο ατόµων) δεν θέλουν να σε δικαιώσουν ( κατά
π.χ. ντουέ-τζενένγκο τοµαφίλι = λέξη: δεν θέλουν να σου δώσουν
διθέσιο αυτοκίνητο. δίκιο).
145

δικαίωση: άκο-ντιιπέ, ο (= δίκιο µαν(ν)τάρ καλά σσέα ιν ντιν(ν)τόν


δόσιµο). αβερέ βαστέν(ν)τε = µη µου ζητάς
δίκαννο (α): ντουέµονγκι-πούσσκα, αυτά τα πράγµατα δε δίνονται σε
η (= δίστοµο όπλο). άλλα χέρια, γκαντικίν παρέ
δίκαννο (β): τσιφτάβα, η ντι(ν)ντιλέ καλέ µανγκινένγκε =
(τσίφτι = διπλός, ζευγάρι). τόσα λεφτά δόθηκαν γι’ αυτά τα
δικαστήριο: µακεµάβα, η (σ.α. εµπορεύµατα.
µήνυση, δίκη). δίνω (α) (µετβ. ρ.): νταβ (σ.α.
δίκη: µακεµάβα, η (κυριολ. µπαίνω)
δικαστήριο) π.χ. καζόµ παρέ ντία τουτ; = πόσα
π.χ. πάπαλε-τσχουτιλί η µακεµάβα χρήµατα σου έδωσε; ντικ ακανά
= αναβλήθηκε η δίκη. ντίας λα µανγκέ αν µο σσορό καλέ
δικηγορία: αφκατλούκο, ο. ορµπένσα κάι πφεν(ν)τάς = κοίτα
δικηγορικός (επίθ.): αφκατένγκο, τώρα µου την έδωσε στο κεφάλι µε
-ι. αυτά τα λόγια πού είπε, ντε
δικηγόρος: αφκάτι, ο µά(ν)ντε ε νατάρα = δώσε σε µένα
π.χ. ασταρντόµ αφκάτι καλέ τα κλειδιά.
µεσελαβάκε = έπιασα δικηγόρο για Αντίθ. λαβ = παίρνω, λαµβάνω.
αυτή την υπόθεση. (βλ. µπαίνω).
δικηγορίνα: αφκάτκα και δίνω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.):
αφκατίνκα, η ντι(ν)νταράβ και (επιτατ. ενεργ.
π.χ. λατσχί αφκάτκα σι καγιά = διαµ.ρ.) ντι(ν)ντανταράβ (= βάζω
καλή δικηγορίνα είναι αυτή. να δώσει-ουν, κάνω να δώσει-ουν,
δικηγορώ (µετβρ.ρ.): αφκατλούκο- κάνω να δοθεί-ούν, σ.α. αποδίδω,
κεράβ (= δικηγορία κάνω). µεταδίδω)
δίκιο: άκο, ο (σ.α. δικαίωµα) π.χ. ντι(ν)νταρντάν µα(ν)ντέ
π.χ. ρόντελ πο άκο = ψάχνει το γκαντικίν παρέ καλέ πουρανέ
δίκιο του, σίλε άκο κάι µούιτχολ = τοµαφιλέσκε = µ’ έβαλες να δώσω
έχει δίκιο που φωνάζει. τόσα λεφτά γι’ αυτό το παλιό
δικός (αντων.): µιρνό,-ί (δικός, -ή αυτοκίνητο, κα ντι(ν)νταράβ λεστέ
µου), κιρνό,-ί (δικός, -ή σου) ο κχερ = θα τον κάνω να δώσει το
π.χ. µιρνό σι ο τζουκέλ = δικός µου σπίτι (δηλ. θα τον πείσω να το
είναι ο σκύλος, µιρνί σι η πισίκα = πουλήσει), µε ντι(ν)νταρντόµ ο
δική µου είναι η γάτα. αµπέρι νταά ανγκλέ = εγώ
δικρανάκι: ντιρενίσι, ο. µετέδωσα την είδηση πιο µπροστά
δικράνι: ντιρένο, ο. (ντι(ν)νταρντό, -ί µτχ. δοσµένος,
διµηνιαίος (επίθ.): σ.α. µεταδοµένος, αποδοσµένος,
ντουέτσχονένγκο,-ι. ντι(ν)νταριπέ, ο = δόσιµο, σ.α.
δίµηνος: βλ. διµηνιαίος. µετάδοση, απόδοση).
δίνοµαι (αµετβ. ρ.): ντιν(ν)τιάβ και Αντίθ. λι(ν)νταράβ = βάζω να
ντάµαν (σ.α. παραδίδοµαι, πάρει-ουν, κάνω να πάρει-ουν,
αφοσιώνοµαι, αφιερώνοµαι) κάνω να παρθεί, σ.α. έκτρωση
π.χ. ντιόµαν λακέ σα µε γκέσα βόι κάνω, καταδίδω)
αµά ιν ακχιαρντάς µαν = της διοικητής: ντικιτίζι και δικιτίζι, ο
δόθηκα µε όλη την ψυχή µου αυτη
όµως δεν µε κατάλαβε, νά µανγκ
146

π.χ. ο ντικιτίζι ντιά µαν τριν γκιβέ διπλωµένος (µτχ.): διπλοσαρντό,-ί


άντια = ο διοικητής µου ‘δωσε τρεις και (άκλ. επίθ.) κατλαµούσσι
µέρες άδεια. π.χ. κατλαµούσσι σι ο τσαρσσάφι =
διορθωµένος: (βλ. βελτιωµένος). διπλωµένο είναι το σεντόνι.
διορθώνοµαι (αµετβ. ρ.): διπλώνοµαι (αµετβ. ρ.):
λατσχάρντιαβ (= αµετβ. διπλοσάαβ και κατλανίαβ
καλυτερεύω). π.χ. διπλοσάιλεµ κατάρ η ντουκ =
διορθώνω (µετβ. ρ.): λατσχαράβ διπλώθηκα από τον πόνο.
(= καλυτερεύω, µετβ.). διπλώνω (µετβ. ρ.): διπλοσαράβ
διόρθωση: λατσχαριπέ, ο (= και κατλάιαβ (προφ. µε συνίζηση
καλυτέρευση). ια)
διορθωτικός: (βλ. βελτιωτικός). π.χ. διπλοσαράβ ε πατέ = διπλώνω
δίπλα (επίρρ.): πασσέ (= κοντά) τα ρούχα, κατλάιαβ ο τσαρσσάφι =
π.χ. πασσά µάν(ν)τε µπεσσέλ = διπλώνω το σεντόνι.
δίπλα µου κάθεται. διπροσωπία: ντοµοηπέ και
(βλ. και κοντά) ντουιµουηπέ, ο
δίπλα: κάτι, ο π.χ. ντοµοηπέ κερές νάι λατσχό
π.χ. ντούι κάτορα κερντιλόµ κατάρ µανούςς σαν = διπροσωπία κάνεις
η ντουκ = δύο δίπλες έγινα από τον δεν είσαι καλός άνθρωπος.
πόνο. διπρόσωπος (επίθ.): ντόµονγκο,-ι
(σ.α. όροφος, συνολάκι (ρούχων)) και ντουέµονγκο,-ι
π.χ. κάι µπιριντζί κάτι ε µπιναβάκο π.χ. ντουέµονγκο σι νά πακιά λε =
σι ε ντοκτορέσκο κχερ = στον διπρόσωπος είναι µην τον
πρώτο όροφο της πολυκατοικίας πιστεύεις.
είναι του γιατρού το σπίτι, Συνών. πφιρνό = πονηρός, έξυπνος.
κι(ν)ντόµ µε τσχαβέσκε εκ κάτι δισεκατοµµύριο: µιλιάρι, ο.
σσέα = αγόρασα για το γιο µου ένα δισεκατοµµυριούχος (επίθ.):
συνολάκι ρούχα. µιλιαρλίο,-λούκα.
διπλανός: (βλ. κοντινός). δίσκος: (βλ. ταψί).
δίπλευρος (επίθ.): δίστοµος (επίθ.): ντουέµονγκο,-ι
ντουέριγκένγκο,-ι. (σ.α. διπρόσωπος)
διπλοπρόσωπος: (βλ. διπρόσωπος). π.χ. ντουέµονγκι τσχουρί =
διπλός (άκλ. επίθ.): τσίφτι δίστοµο µαχαίρι.
π.χ. τσίφτι σι ε καπουιάκο τζάµι = δίχρονος: (βλ. διετής).
διπλό είναι το τζάµι της πόρτας. δίχρωµος (επίθ.):
Αντίθ. τέκι = µονός. ντουέρενκένγκο,-ι.
(κυριολ. ζευγάρι, βλ. και ζευγάρι) δίχτυ: δίχτι, ο
δίπλωµα: διπλοσαριπέ και π.χ. σαρ µατσχό α(ν)ντό δίχτι
κατλαµάκο, ο αστάρντιλαν = σαν ψάρι στο δίχτυ
π.χ. κατλαµάκο µανγκέν ε σσέα = πιάστηκες (δηλ. την πάτησες).
δίπλωµα θέλουν τα ρούχα. δίχως: µπι και σαρνί (σαρνί = δίχως
δίπλωµα: δίπλοµα, ο να)
π.χ. σίτουτ δίπλοµα, κάι τράντες ο π.χ. γκελόταρ σαρνί πφενέλ
τοµαφίλι; = έχεις δίπλωµα, που αµένγκε κχάντσικ = έφυγε δίχως να
οδηγείς το αυτοκίνητο; µας πει τίποτα, τσαλαντά λε σαρνί
µανγκέλ = τον χτύπησε δίχως να
147

θέλει, µπι κιρνό νασστί κερέλ = π.χ. κερντάν δοκιµί η λά(µ)µπα


δίχως εσένα δεν µπορεί να κάνει. άµα πφαµπόλ; = έκανες δοκιµή την
(βλ. µπι στα λήµµατα χωρίς, α λάµπα, άµα ανάβει;
στερητικό). δολιεύοµαι (µετβ. ρ.):
δίψα: τρουσσαηπέ, ο. τζουνγκαλαράµαν
διψασµένος (µτχ.): τρουσσαλό,-ί. Συνών. µπουτζανγκλαράµαν =
π.χ. κάι πφιρές µποκχαλό, µηχανεύοµαι.
τρουσσαλό α(ν)ντέ ντροµά; = πού δόλιος: (βλ. ύπουλος, καηµένος,
περπατάς νηστικός, διψασµένος µες κακοµοίρης).
στους δρόµους; δολιότητα: (βλ. υπουλότητα).
διψώ (αµετβ. ρ.): τρουσσάβαβ δολοφονηµένος (µτχ.) :
π.χ. λονγκλέ µατσχέ χαλάν ντα µουνταρντό, -ί (= σκοτωµένος,
τρουσσάιλαν γκαντιµπόρ µπουτ; = νεκρωµένος, σβησµένος).
αλµυρά ψάρια έφαγες και δίψασες δολοφονία: (βλ. φόνος).
τόσο πολύ; δολοφονικός (επίθ.):
διωγµός: (βλ. διώξιµο). µουνταριµάσκο, -ι. (κυριολ. για
διώξιµο (α):παλάλ-λιιπέ, ο (= από σκότωµα, σ.α. φονικός)
πίσω πάρσιµο). Συνών. µεριµάσκο = θανατηφόρος,
διώξιµο (β): κοαλαµάκο, ο. θανάσιµος, θανατικός.
δίωρος (επίθ.): ντουέ-σαατένγκο, -ι δολοφόνος: (βλ. κακοποιός,
π.χ. ντουέ-σαατένγκο ορµπισαριπέ φονιάς).
= δίωρη συζήτηση. δολοφονούµαι (αµετβ. ρ.):
διώροφος (επίθ.): ντουέ-κατένγκο, µουντάρντιαβ (βλ. και
-ι σκοτώνοµαι).
π.χ. ντουέ-κατένγκο κχερ κα δολοφονώ: (βλ. φονεύω).
κερνταράβ = διώροφο σπίτι θα δόλος: (βλ. πανουργία).
χτίσω, ντουέ-κατένγκι τούρτα = δοντάκι: νταν(ν)τορό, ο
διώροφη τούρτα. π.χ. ο χουρντό ικαλντά νταν(ν)τορά
διώχνω (α) (µετβ. ρ.): παλάλ-λαβ = το µωρό έβγαλε δοντάκια.
(= από πίσω παίρνω) δοντάς: µπαρέ-ντα(ν)ντένγκο, ο,
π.χ. λε λες παλάλ ακανά κατάρ = θηλ. µπαρέ-ντα(ν)ντένγκι, η.
διώξ’ τον τώρα από ‘δω. δόντι: νταν και ντα(ν)τ, ο
διώχνω (β) (µετβ. ρ.): κοαλάιαβ π.χ. ντουκχάλ µο νταν = πονάει το
π.χ. σόσταρ κοαλάιος λε κατάρ κο δόντι µου.
κχερ; = γιατί τον διώχνεις από το δοντόπονος: (βλ. πονόδοντος).
σπίτι σου; δόξα (α) (επίρρ.): µπερεκέτ και
δοκάρι: µπερά(ν)ντ, ο. (ουσ.) ασσαρντιπέ, ο
δοκιµάζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): π.χ. µπερεκέτ ε Ντεβλέσκε = δόξα
δοκιµασαράβ και δοκιµί-κεράβ (= τω θεώ, γκάντικιν λατσχιπέ ντα τε
δοκιµή κάνω) κέρες λεσκέ µπερεκέτ νι κα
π.χ. κερντόµ-δοκιµί η α(ν)τεράβα, ασσουνές κατάρ λεσκό µούι = όση
αβέλ µανγκέ = δοκίµασα το καλοσύνη και να του κάνεις δόξα
πουκάµισο, µου έρχεται. δε θα ακούσεις από το στόµα του.
δοκιµή: δοκιµί, η (ασσαρντιπέ κυριολ. έπαινος,
παίνεµα).
δόξα (β): νάµο, ο (σ.α. φήµη)
148

π.χ. λιά νάµο κατάρ καβά σσέι κάι δουλεύω (α) (αµετβ. ρ.): µπουκί-
κερντά = πήρε δόξα από αυτό το κεράβ (= δουλειά κάνω)
πράγµα που έκανε (βλ. και φήµη π.χ. κάι κερές-µπουκί; = πού
(Β)). δουλεύεις;
δόξα (γ) (επίρρ.): σσύκυρ (τα υ (βλ. και εργάζοµαι).
προφ. όπως το γαλλικό u) δουλεύω (β): (βλ. κατεργάζοµαι,
π.χ. σσύκυρ ε Ντεβλέσκε, λατσχό επεξεργάζοµαι, κοροϊδεύω).
σοµ ακανά = δόξα τω Θεώ, καλά δουλίτσα: µπουκιορί, η
είµαι τώρα. π.χ. σα γκασαβέ µπουκιορένσα
δοξάζω (µετβ. ρ.): µπερεκέτ-κεράβ ντικχές τε ικαλές λα = όλο µε
(= δόξα κάνω) τέτοιες δουλίτσες κοιτάζεις να τη
π.χ. µπερεκέτ τε κερές ε βγάλεις, σίµαν εµπούκα µπουκιορί
Ντεβλέσκε, κάι κουρτουλντούν = νταά = έχω λίγη δουλίτσα ακόµη.
να δοξάζεις το Θεό, που γλύτωσες. δραγουµάνος: ντραγκουµάνο, ο
δορά: µορκχί, η (= δέρµα, πετσί, ∆ράµα: Ντράµα, η.
τοµάρι) δράµι: ντρέµο και ντρέµι, ο
π.χ. ε µπακρέσκι µορκχί = του π.χ. νά βαζντε µι χολί, κα νταβ
προβάτου η δορά. τουτ ε ντρεµέσα α(ν)ντό κο σσορό
δόσιµο: ντιιπέ, ο = µη µου σηκώνεις το θυµό, θα σε
Αντίθ. λιιπέ = πάρσιµο, λήψη, δώσω (χτυπήσω) µε το δράµι στο
παραλαβή. κεφάλι.
(σ.α. µπάσιµο, είσοδος). ∆ραµινός: Ντράµαλίο, ο.
(νταβ = δίνω, µπαίνω). ∆ραµινιά: Ντράµαλΰκα, η.
δοσµένος (µτχ.): ντι(ν)ντό,-ι δραπετεύω (αµετβ. ρ.): νασσάβ (=
π.χ. ντι(ν)ντό σι ο κχερ = δοσµένο φεύγω, τρέχω αµετβ. διαφεύγω,
είναι το σπίτι. ξεφεύγω)
Αντίθ. λι(ν)ντό = παρµένος, π.χ. νασσλό α(ν)ντάρ πφα(ν)ντιπέ
αφηρηµένος. = δραπέτευσε από τη φυλακή.
δοσοληψία: (βλ. αλισβερίσι). δραπέτης: κατσάκο, ο (σ.α.
δοτικός (επίθ.): ντιιµάσκο, -ι. λαθροµετανάστης, λιποτάκτης)
δοτός (µτχ.): ντι(ν)ντό, -ί (= (κατσάκο κυριολ. φυγάς).
δοσµένος). δράστης: (βλ. κακοποιός).
δουλειά: µπουκί, η δραχµή: ντραµία, η
π.χ. τζαβ κάι µπουκί = πηγαίνω στη π.χ. ντραµία νι ατσχιλί λε κατάρ
δουλειά, ρακχαντόµ µπουκί = κολά παρέ κάι λιά = δραχµή δεν του
βρήκα δουλειά, σαρ τζαλ κι µπουκί; έµεινε από εκείνα τα λεφτά που
= πώς πάει η δουλειά σου; πήρε, ούτε πι ντραµία νι µανγκέλ τε
δούλεµα: (βλ. κατεργασία, χασαρέλ = ούτε τη δραχµή του δε
επεξεργασία, κοροϊδία). θέλει να χάσει.
δουλεµένος: (βλ. κατεργασµένος, δραχµούλα: ντραµιίσα, η
επεξεργασµένος). π.χ. πι ντραµιίσα νι χα(ν)νταρέλ =
δουλευτάρης (επίθ.): µπουκιαρνό,- τη δραχµούλα του δεν ταΐζει (δηλ.
ί. είναι πολύ τσιγκούνης).
π.χ. µπουκιαρνό σι λεσκό τσχαβό = δρεπάνι: κόσσα, η.
δουλευτάρης είναι ο γιος του. δριµύς (επίθ.): ζουραλό,-ί (=
δυνατός)
149

π.χ. ζουραλί ντουκ = δριµύς πόνος. δύναµη αυτό το βάρος για να


δροµάκι: ντροµορό, ο. σηκωθεί, νάι µαν κουβέτι. σο σα τε
π.χ. (ευχή σε ταξιδιώτη) πουταρντό κεράβ ο µπιάβ; = δεν έχω δύναµη
τε αβέλ κο ντοµορό = ανοιχτό να (οικονοµική) . µε τι να κάνω το
είναι το δροµάκι σου. γάµο;
δροµάκος: (βλ. δροµάκι). δυναµίτης: ντιναµίτι, ο.
δρόµος: ντροµ, ο δυνάµωµα: ζουρανταριπέ και
π.χ. κατάρ σαβό ντροµ κα τζαβ; = ζουραριπέ, ο.
από ποιο δρόµο θα πάω; (στίχοι από δυναµωµένος (µτχ.):
ποιήµα του Γ.Αλεξίου «Ιν ζουρανταρντό,-ί και ζουραρντό,-ί.
µπισταρντάµ (= δεν ξεχάσαµε)» δυναµώνοµαι (αµετβ. ρ.):
µπουτ ντροµά πφιρντάµ αµαρί ζουρανταράµαν και ζουραράµαν.
ροµάνι τσχιπ ιν µπισταρντάµ = δυναµώνω (αµετβ. ρ.): ζουράβαβ
πολλούς δρόµους περπατήσαµε την π.χ. σο µπαρόλ ζουράολ = όσο
τσιγγάνική µας γλώσσα δεν τη µεγαλώνει δυναµώνει, ζουράιλο ο
ξεχάσαµε σσιλ = δυνάµωσε το κρύο.
(βλ. οµόηχο ντροµ = φορά). δυναµώνω (µετβ. ρ.):
δροµικός (επίθ.): ντροµέσκο,-ι. ζουρανταράβ και ζουραράβ
δροσάτος: (βλ. δροσερός). π.χ. ζουρανταρντά µε βαστά καϊά
δροσερά (επίρρ. και άκλ. επίθ.): µπουκί = µου δυνάµωσε τα χέρια
σερίνι (βλ. και δροσερός) αυτή η δουλειά.
π.χ. σερίνι σι κατέ α(ν)ντρέ = δυνατά: (βλ. γερά).
δροσερά είναι εδώ µέσα. δυνατός (επίθ.): ζουραλό, -ί και
δροσερός (άκλ. επίθ.): σερίνι (σ.α. κουβετλίο, -ίκα
δροσερά) π.χ. σι ζουραλό σαρ ασλάνο = είναι
π.χ. πφούρντελ σερίνι µπαλβάλ = δυνατός σαν λιοντάρι, ζουραλό σι
φυσάει δροσερός αέρας. βο, βάζντελ καβά πφαριπέ =
δροσιά: σερι(ν)νίκο, ο δυνατός είναι αυτός, σηκώνει αυτό
π.χ. σσουκάρ σερι(ν)νίκο σι ταλάλ το βάρος, του νταά κουβετλίο σαν
τσινάρι = ωραία δροσιά έχει κάτω λέσταρ; = εσύ πιο δυνατός είσαι απ’
από τον πλάτανο. αυτόν;
δροσίζοµαι (αµετβ. ρ.): (ζουραλό σ.α. σκληρός).
σερι(ν)νενίαβ. π.χ. ζουραλό σι ο µας νασστί τσάν-
δροσίζω (µετβ. ρ.): µπαβ λε = σκληρό είναι το κρέας
σερι(ν)νετιρίαβ. δεν µπορώ να το µασήσω)
δροσιστικός (επίθ.): Αντίθ. µπιζουραλό = αδύναµος.
σερι(ν)νικέσκο, -ι δύο (αριθµ.): ντούι
δύναµη: ζουραλιπέ, κουβέτι και π.χ. ντούι χουρµπουζέ ταλά εκ
κοβέτι, ο κχακ νι αστάρντον = δύο καρπούζια
π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ κάτω από µία µασχάλη δεν
ζουραλιπέ τε ντελ και χουρντέν = ο κρατιούνται.
Θεός υγεία δύναµη να δώσει τα δυσαρέστηση: γκι-πφαγκιπέ, ο
παιδιά σου, τερνό σι σίλε ζουραλιπέ (κυριολ. ψυχή σπάσιµο)
= νέος είναι έχει δύναµη, µανγκέλ Αντίθ. γκι-κεριπέ (= ψυχή φτιάξιµο)
κουβέτι καβά πφαριπέ για τε ευχαρίστηση.
βαζντί(ν)ντολ = θέλει (χρειάζεται)
150

δυσαρεστούµαι (αµετβ. ρ.): µο- δυσκολεύω (β) (µετβ. ρ.):


γκι-πφαγκιόλ και µο-γκι- ζορισαράβ (κυριολ. ζορίζω)
πφαγκί(ν)ντολ (κυριολ. η ψυχή µου π.χ. νά ζορισάρ µαν = µη µε
σπάζεται, σ.α. κακοκαρδίζοµαι) δυσκολεύεις.
π.χ. πφαγκιλό λεσκό γκι κάι νι δυσκολία: ζορλούκο, ο
γκελόµ κάι λεσκό µπιάβ = π.χ. σάντε κάνα σίτουτ ζορλούκο
δυσαρεστήθηκε που δεν πήγα στο αβές τε ντικχές µαν = µόνο όταν
γάµο του (κατά λέξη: έσπασε η έχεις δυσκολία έρχεσαι να µε δεις.
ψυχή του που δεν πήγα στο γάµο Αντίθ. κολαϊλούκο = ευκολία,
του). διευκόλυνση.
δυσαρεστώ (µετβ. ρ.): γκι- δύσκολος (άκλ. επίθ.): ζόρι (σ.α.
πφαγκάβ (κυριολ. ψυχή σπάζω, σ.α. δύσκολα)
κακοκαρδίζω) π.χ. ζόρι σι καγιά µπουκί νασστί κα
π.χ. πφε(ν)ντάν µανγκέ εκ πφεράς κερές λα = δύσκολη είναι αυτή η
ντα µο γκι-πφαγκλάν = µου είπες δουλειά δε θα µπορέσεις να την
µια κουβέντα και µε δυσαρέστησες κάνεις, κχάντσικ νάι ζόρι, άµα
(κατά λέξη µου είπες µια κουβέντα µανγκέλα ο µανούςς = τίποτα δεν
και την ψυχή µου έσπασες). είναι δύσκολο, αν θέλει ο
Αντίθ. γκι-κεράβ (= ψυχή κάνω) άνθρωπος.
ευχαριστώ µετβ., ικανοποιώ Αντίθ. κολάη = εύκολος, εύκολα
δυσκίνητος: (βλ. βραδύς). (βλ. και δύσκολα).
δυόσµος: νανάβα, η. δυσνόητος (επίθ.): ζόρι-
δύσκολα (επίρρ.): ζόρι (σ.α. ακχιαριµάσκο,-ι (= δύσκολος για
δύσκολος) κατανόηση)
π.χ. ζόρι κα ρακχαβές µπουκί = Συνών. µπιακχιαρντό =
δύσκολα θα βρεις δουλειά. ακατανόητος, µπιακχιαρντι(ν)ντό =
Αντίθ. κολάη = εύκολα, εύκολος ακαταλαβίστικος, µπιακχιαρντικανό
(βλ. και δύσκολος). = ακατάληπτος.
δυσκολεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): δυσοσµία: µπέτι-κοκία, η (=
ζορλανίαβ και ζορλάιαµαν άσχηµη µυρωδιά).
π.χ. κχα(ν)ντινό σι νι µανγκέλ τε π.χ. σο σι καγιά µπέτι-κοκία κατέ
ζορλάιορπες = τεµπέλης είναι δεν α(ν)ντρέ! = τι δυσοσµία είναι αυτή
θέλει να δυσκολευτεί, λιέ τουτ ε εδώ µέσα!
µπροσσά ντικχάβ ζορλανίος τε δυστυχής (επίθ.): ζαβα(λ)λίο,
πφιρές = σε πήραν τα χρόνια βλέπω -ούκα
δυσκολεύεσαι να περπατήσεις, άµα π.χ. σο σΰρντελ ο ζαβα(λ)λίο εκ
ιν ζορλανίος ιν κερντόλ κχάντσικ = Ντελ τζανέλ = τι τραβάει ο
άµα δε δυσκολευτείς δε γίνεται δυστυχής ένας Θεός το ξέρει. (βλ.
τίποτα. και καηµένος, κακοµοίρης,
δυσκολεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): ταλαίπωρος)
ζορισάαβ και ζορισάβαβ Συνών. µπιµπαχταλό = άτυχος
π.χ. σόσκε, ζορισάος; = γιατί Αντίθ. µπαχταλό = τυχερός
δυσκολεύεσαι; (κυριολ. ζορίζοµαι). δυστυχία: µπιµπαχταλιπέ, ο (=
δυσκολεύω (α) (µετβ. ρ.): ατυχία)
ζορλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια). Αντίθ. µπαχταλιπέ = ευτυχία.
151

δυστυχισµένος (επίθ.): π.χ. σαβό δόρο µανγκές τε λαβ


µπιµπαχταλό,-ί (= άτυχος) (βλ. και τουκέ; = τι δώρο θέλεις να σου
άτυχος). πάρω;
π.χ. µπιµπαχταλό σι ο κορό δώρο (β): µπασσίσσι, ο
µανούςς = δυστυχισµένος είναι ο π.χ. ινγκαράβ λεσκέ µπασσίσσι κάι
τυφλός άνθρωπος. λεσκό µπιάβ = του πηγαίνω δώρο
Αντίθ. µπαχταλό = ευτυχισµένος, στο γάµο του.
τυχερός. δωροδοκία (µε χρήµατα): παρέ-
δύστυχος: (βλ. δυστυχής). χα(ν)νταριπέ, παρές-χα(ν)νταριπέ
δυσωδία: (βλ. δυσοσµία). και λοβέ-χα(ν)νταριπέ, ο (κυριολ.
δώδεκα (αριθµ.): ντεσσεντούι και χρήµατα τάισµα)
ντεσσοντούι. δωροδοκούµαι (µε χρήµατα)
δωδεκαετής: (βλ. δωδεκάχρονος). (αµετβ. ρ.): παρέ-χαβ, παρές-χαβ
δωδεκάµηνος (επίθ.): και λοβέ-χαβ (κυριολ. χρήµατα
ντεσσεντουέ-τσχονένγκο,-ι. τρώω) (σ.α. χρηµατίζοµαι)
δωδεκάχρονος (επίθ.): π.χ. χαλά-παρέ, ο(ν)ντάν κερντά
ντεσσεντουέ-µπροσσένγκο,-ι και καλέ = δωροδοκήθηκε, γι’ αυτό το
ντεσεντουέ-µπρεσσένγκο,-ι. έκανε αυτό.
δωµατιάκι: ονταήσα και δωροδοκώ (µε χρήµατα) (µετβ.
ονταηνορί, η ρ.): παρέ-χα(ν)νταράβ, παρές-
π.χ. λατσχί σι τούκε κι ονταήσα = χα(ν)νταράβ και λοβέ-χα(ν)νταράβ
καλό είναι για σένα το δωµατιάκι (κυριολ. χρήµατα ταΐζω)
σου. π.χ. τε χα(ν)νταρέσα λε παρέ, κα
δωµάτιο: οντάια, η (προφ. µε κερέλ κι µπουκί = αν τον
συνίζηση ια) και ονταήν, η δωροδοκήσεις, θα σου κάνει τη
π.χ. καζόµ οντάιε σι κάι τουµαρό δουλειά.
κχερ; = πόσα δωµάτια έχει το σπίτι
σας;, τζα κάι κι ονταήν τε πασστός
= πήγαινε στο δωµάτιό σου να
κοιµηθείς.
δωρεάν (επίρρ.): τζάµπα
π.χ. τζάµπα ντιά λε µάνγκε =
δωρεάν µου το έδωσε.
(τζάµπα σ.α. άδικα, ανώφελα, π.χ.
τζάµπα γκελόµ, κχάντσικ νι
κερντιλό = άδικα πήγα, τίποτα δεν
έγινε).
δωρίζω (µετβ. ρ.): δόρο-κεράβ (=
δώρο κάνω).
π.χ. σο λιόµ τουκέ τζι ακανά, νι
µανγκάβ λεν πάπαλε, κεράβ λεν
τουκέ δόρο σα = ό,τι σου πήρα
µέχρι τώρα δεν τα θέλω πίσω, σου
τα δωρίζω όλα.
δώρο (α): δόρο, ο
152
152

Ε
ε (επιφ.): α π.χ. αβιλί µι τορλούκα = ήρθε η
π.χ. ασσου(ν)ντόµ κάι κα τζάσταρ εγγονή µου.
α; = άκουσα πως θα φύγεις, έ;, ε εγγραφή: γιαζϋλµάκο, ο
βα, γκαντάλ σι = ε, ναι, έτσι είναι. Συνών. γιαζµάκο = γράψιµο.
εάν: (βλ. αν) έγγραφο: λιλ, ο (κυριολ. χαρτί).
εβδοµάδα: κουρκό, ο και αφτάβα, εγγράφοµαι (αµετβ. ρ.): γιαζϋλίαβ
η (κυριολ. γράφοµαι).
π.χ. κ’ αβέλ κοβά κουρκό = θα εγγράφω (µετβ. ρ.): γιαζίαβ
έρθει την άλλη εβδοµάδα, γεκ (κυριολ. γράφω).
αφτάβα κα ατσχάβ κοτέ = µια εγγύηση: εγκίισι και ενγκίισι, η
βδοµάδα θα µείνω εκεί. π.χ. εκ µπροςς εγκίισι ντιά µαν ε
(υποκ.) κουρκορό, ο και αφταβίσα, τιλεορασάκε = ένα χρόνο εγγύηση
η. µου ‘δωσε για την τηλεόραση.
εβδοµαδιαίος (επίθ.): κουρκόσκο,- εγγυητής: ενγκιιτίς, ο
ι και αφταβάκο,-ι. π.χ. κα ατσχές µανγκέ ενγκιιτίς, τε
π.χ. αφταβάκο ποκινιπέ = κινάβ καγιά τιλεόρασι; = θα µου
εβδοµαδιαία πληρωµή. µείνεις (γίνεις) εγγυητής, να
εβδοµηκοστός (τακτ.αριθ.επιθ.): αγοράσω αυτήν τη τηλεόραση;
εφταντεσσουτνό,-ί. έγερµα: (βλ. έγερση).
εβδοµήντα (αριθµητ.): εφτάντεςς. έγερση: βαζντιπέ (= σήκωµα) και
Εβραία (α) : Τζουτνί, η. ουσστιπέ, ο (= σηκωµός).
Εβραία (β): ιζντραήλκα, η (κυριολ. εγείροµαι (αµετβ. ρ.): ουσστάβ (=
Ισραηλίτισσα). σηκώνοµαι).
εβραϊκός (α) (επίθ.): τζουτανό,-ί εγείρω (µετβ. ρ.): βάζνταβ (=
π.χ. τζουτανί τσχιπ = εβραϊκή σηκώνω).
γλώσσα. εγερµένος (µτχ. ως επίθ.):
εβραϊκός (β) (επίθ.): βαζντι(ν)ντό, -ί (= σηκωµένος,
ιζντραηλένγκο, -ι (κυριολ. σηκωτός) και (µτχ.) ουσστι(ν)ντό, -ί
ισραηλίτικος). (= σηκωµένος).
Εβραίος (α): Τζουτ, ο. εγκαθίσταµαι: (βλ. µένω, διαµένω,
Εβραίος (β): Ιζντραήλι, ο (κυριολ. τοποθετούµαι).
Ισραηλίτης). εγκαθιστώ: (βλ. βάζω (β)).
έγγαµος (άκλ. επίθ): ζζενιµέ εγκάρδια (επίρρ.): γκέσταρ
π.χ. ζζενιµέ σι λεσκό τσχαβό = π.χ. γκέσταρ ορµπισαράβ τούκε =
έγγαµος είναι ο γιος του. εγκάρδια σου µιλώ.
Αντίθ. µπιζζενιµέ = άγαµος. (βλ. και εγκάρδιος).
εγγεγραµµένος: βλ. γραµµένος (β) εγκάρδιος (άκλ.επίθ.): γκέσταρ (=
εγγλέζικος: (βλ. αγγλικός). από ψυχή)
Εγγλέζος: (βλ. Άγγλος). π.χ. σαµούς γκέσταρ αµαλά =
εγγονός: τορλούκο και τορνούκο, ο είµαστε εγκάρδιοι φίλοι.
π.χ. καβά σι µο τορλούκο = αυτός εγκαρδιώνοµαι: (βλ.
είναι ο εγγονός µου. εµψυχώνοµαι).
εγγονή: τορλούκα και τορνούκα, η εγκαρδιώνω: (βλ. εµψυχώνω).
153

εγκαρδίως: (βλ. εγκάρδια). π.χ. µπουτ εγοήζι σι, άµα πφενέλ


εγκαρδίωση: (βλ. εµψύχωση). εκ σσέι κα κεράβ λέ, κερέλ λε =
εγκαταλειµµένος (µτχ.): µουκλό,-ί πολύ εγωιστής είναι, άµα πει ένα
(= αφηµένος), (σ.α. παρατηµένος). πράγµα θα το κάνω, το κάνει.
εγκαταλείποµαι (αµετβ. ρ.): εγωίστρια: εγοήσκα, η.
µουκλιάβ (σ.α. αφήνοµαι, έδαφος: πφου, η (κυριολ. γη)
παραιτούµαι, απολύοµαι). π.χ. περαντά µαν κάι πφου = µε
εγκαταλείπω (µετβ. ρ.): µουκάβ (= γκρέµισε (έριξε) στο έδαφος.
αφήνω), (σ.α. παρατώ) εδώ (επίρρ.): κατέ
π.χ. µουκλά λε οπρά ντροµ ντα π.χ. αβ κατέ = έλα εδώ, κατέ σι =
γκελόταρ = τον εγκατέλειψε στο εδώ είναι, (από εδώ = κατάρ, άβ
δρόµο κι έφυγε. κατάρ = έλα από εδώ), (από πού; =
εγκατάλειψη: µουκιπέ, ο (= κάταρ; ανεβαίνει ο τονος στην
άφηµα) παραλήγουσα, όταν ρωτάµε, κάταρ
(βλ. και παράτηµα). αβιλάν; = από πού ήρθες;).
εγκατάσταση: βλ. βάλσιµο (β), Αντίθ. κοτέ = εκεί.
τοποθέτηση, διαµονή. εθιµικός (επίθ.): αντετέσκο,-ι.
έγκαυµα: πφαµπαρντιπέ, ο. έθιµο: αντέτι, ο
εγκέφαλος: γκογκί, η (= µυαλό). π.χ. ροµανό αντέτι = τσιγγάνικο
έγκληµα: (βλ. κακουργία, φόνος). έθιµο, λενγκό αντέτι σι καβά = το
εγκληµατίας: (βλ. κακοποιός, έθιµό τους είναι αυτό.
φονιάς). (υποκ.) αντετίσι, ο.
εγκυµονούσα: (βλ. έγκυος). είδηση: αµπέρι, ο (σ.α. µήνυµα, βλ.
εγκυµοσύνη: κχαµνιπέ, ο. και µήνυµα)
έγκυος: κχαµνί και πφαρί, η π.χ. λιόµ αµπέρι κατάρ µο τσχαβό
π.χ. κχαµνί σι λεσκί ροµνί = έγκυα = πήρα είδηση από τον γιο µου.
είναι η γυναίκα του, πφαρί σι λεσκί (υποκ.): αµπερίσι, ο.
τσχέι = έγκυα είναι η κόρη του. ειδοποιούµαι (αµετβ. ρ.): αµπέρι-
(πφαρί = βαριά). λαβ (= είδηση παίρνω).
εγκωµιάζω: (βλ. επαινώ). ειδοποιώ (µετβ. ρ.): αµπέρι-νταβ
εγκωµιασµός: (βλ. έπαινος). (= είδηση δίνω)
εγκωµιαστικός: (βλ. επαινετικός). π.χ. ντε-αµπέρι ε σσεραλένγκε =
εγρήγορος: (βλ. ξάγρυπνος). ειδοποιήσε την αστυνοµία (τους
εγρήγορση: (βλ. ξαγρύπνηµα). αστυνοµικούς).
εγρηγορώ: (βλ. ξαγρυπνώ). (βλ. και προειδοποιώ).
εγχείρηση: αµελέτι, ο είδος: τουρλάβα και τυρλάβα, η
έγχρωµος (επίθ.): ρενκλίο,-ίκα (σ.α. λογής)
(βλ. και χρωµατιστός). π.χ. καζόµ τουρλάβε µανγκινά
Αντίθ. µπιρενκέσκο = άχρωµος. σίτουτ α(ν)ντό κο ντικιάνο; = πόσα
εγώ (προσ. αντων.): µε είδη εµπορευµάτων έχεις µες στο
π.χ. µε πφε(ν)ντόµ λέσκε = εγώ του µαγαζί σου; (τυρλύ-τυρλύ = ειδών-
είπα, µε κα τζαβ = εγώ θα πάω, µε ειδών, λογιών-λογιών, π.χ. τυρλύ-
ντιόµ λε παρέ = εγώ του έδωσα τυρλύ µανουσσά σι α(ν)ντί
λεφτά. ντουνιάβα = λογιών-λογιών
εγωιστής: εγοήζι, ο άνθρωποι (χαρακτήρες) υπάρχουν
µες στον κόσµο, τυρλύ-τυρλύ
154

ζουµά κερέλ αµένγκε τε χας = εισιτήριο (α): ισιτίριο, ο


λογιών-λογιών φαγητά µας κάνει να π.χ. οπρά λεοφορίο κα τσχινάβ
φάµε). ισιτίριο = πάνω στο λεωφορείο θα
εικόνα: ικόνα, η κόψω εισιτήριο.
π.χ. ε τιλεορασάκι ικόνα νί σικαβέλ εισιτήριο (β): µπιλέτο, ο
σσουκάρ = της τηλεόρασης η π.χ. ικαλνταρντόµ µπιλέτορα, κα
εικόνα δεν δείχνει ωραία, χαλά τζάσταρ = έβγαλα εισιτήρια, θα
σοβέλ κάι Παναγιάκι ικόνα = φύγουµε.
ορκίστηκε στην εικόνα της είσοδος: ντιιπέ, ο (βλ. και εισβολή,
Παναγίας. δόσιµο, µπάσιµο).
εικονολήπτης: κάµερατζίο, ο. Αντίθ. ικλιπέ = έξοδος, ανέβασµα,
εικοσάρικο: µπισσένγκο, ο και ανάβαση, σκαρφάλωµα, καβάληµα.
µπισσένγκι, η. εισπράκτορας (εισιτηρίων):
εικοσάχρονος (επίθ.): µπιλεκτσίο, ο
µπισσεµπροσσένγκο,-ι και π.χ. ο µπιλεκτσίο τσχινέλ
µπισσεµπρεσσένγκο,-ι. µπιλέτορα = ο εισπράκτορας κόβει
είµαι (αµετβ. ρ.): σοµ και σεµ εισιτήρια, θηλ. µπιλεκτσίκα, η.
π.χ. σοµ κατάρ ∆ράµα = είµαι από εισπράττω (µετβ. ρ.): λαβ (κυριολ.
τη ∆ράµα, µε σεµ· πουτάρ ο ουντάρ παίρνω, λαµβάνω).
= εγώ είµαι· άνοιξε την πόρτα, εκατονταετία: (βλ. αιωνιότητα).
αγκαντάλ σι = έτσι είναι, βο σας = εκατό (αριθµητ.): σσελ.
αυτός ήταν, κον σι; = ποιος είναι; εκατοµµύριο: µιλιόνο, ο
ειπωµένος (α) (µτχ.): πφε(ν)ντό,-ί π.χ. εκ µιλιόνο λια µά(ν)νταρ = ένα
(πφενάβ = λέω). εκατοµµύριο πήρε από εµένα.
ειπωµένος (β) (µτχ.): µοτχαντό, -ί εκατοµµυριοστός (επίθ.):
(µοτχάβ = λέω). µιλιονουτνό,-ί.
ειρωνεύοµαι (µετβ. ρ.): εκατοµµυριούχος (επίθ.):
νταλγκάβα-κχελάβ (κυριολ. µιλιο(ν)νούιο,-ούκα (προφ. µε
κοροϊδεύω, εµπαίζω, νταλγκάβα = συνίζηση ιο)
κοροϊδία, κχελάβ = παίζω, οµόηχο π.χ. µιλιο(ν)νούιο κερντιλό κατάρ
νταλγκάβα = κύµα) καγιά µπουκί = εκατοµµυριούχος
π.χ. έµντα πφενές µάνγκε ή έγινε απ’ αυτή τη δουλειά.
νταλγκάβα-κχελές µάνσα; = εκατοντάφυλλος (επίθ.): σσελ-
αλήθεια µου λες ή µε ειρωνεύεσαι; πατρένγκο, -ι και σσελέ-
εισακούοµαι (αµετβ. ρ.): πατρένγκο,-ι
ασσού(ν)ντιαβ (κυριολ. ακούγοµαι, π.χ. σσελέ –πατρένγκο ντεφτέρι =
βλ. ακούγοµαι). εκατοντάφυλλο τετράδιο.
εισακούω (µετβ. ρ.): ασσουνάβ εκατοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.):
(κυριολ. ακούω, βλ. ακούω). σσελουτνό,-ί.
εισβάλλω (µτβ.ρ.): α(ν)ντρέ-νταβ εκατόχρονος (επίθ.): σσελέ-
(= µέσα µπαίνω). µπροσσένγκο,-ι και
εισβολή: ντιιπέ, ο σσελεµπρεσσένγκο,-ι.
(βλ. και δόσιµο, µπάσιµο, είσοδος) έκδηλος (επίθ.): σικαντό, -ί (σ.α.
(νταβ = µπαίνω, δίνω). φανερός, ορατός, δειγµένος,
εισέρχοµαι (αµετβ. ρ.): α(ν)ντρέ- υποδειγµένος)
αβάβ (= µέσα έρχοµαι).
155

Αντίθ. µπισικαντό = άδηλος, λέσταρ; = τόσα χρόνια πέρασαν,


αφανής, γκαραντό = κρυµµένος. ακόµα θέλεις να τον εκδικηθείς;
εκδηλωµένος (µτχ.): σικαντι(ν)ντό, εκδιωγµένος (µτχ.):
-ί (σ.α. φανερωµένος, δειγµένος, νασσανταρντό, -ί (σ.α.
υποδειγµένος) κατατρεγµένος, καταδιωγµένος,
Αντίθ. µπισικαντι(ν)ντό = κυνηγηµένος).
αφανέρωτος, γκαραντι(ν)ντό = εκδιώκω (ενεργ. διαµ. ρ.):
κρυφός, µυστικός, κρυφτό-παιχνίδι. νασσανταράβ (= κάνω να φύγει-
εκδηλώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): ουν, αναγκάζω να φύγει-ουν, κάνω
σικαβάµαν (µέση διάθεση, κυριολ. να τρέξει-ουν, αναγκάζω να τρέξει-
δείχνω τον εαυτό µου, δείχνοµαι) ουν, νασσάβ = φεύγω, τρέχω
π.χ. χολάιλο, αµά νι µανγκλά τε αµετβ., νασσανταράβ σ.α. κυνηγώ,
σικαβέλπες = θύµωσε, αλλά δεν κατατρέχω, καταδιώκω, τρέχω
ήθελε να εκδηλωθεί. µτβ.)
Αντίθ. γκαραβάµαν (= κρύβω τον π.χ. (φράση) κα νασσανταράς
εαυτό µου, κρύβοµαι) τουµέν κατάρ µαλάβα = θα σας
εκδηλώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): κάνουµε – αναγκάσουµε να φύγετε
σικάντιαβ (κυριολ. φαίνοµαι, (θα σας εκδιώξουµε) από τον
εµφανίζοµαι) οικισµό. (Η φράση αυτή λεγόταν
π.χ. σικάντιλο τουµαρό συχνά στις περιόδους των
ντουσσµα(ν)νούκο = εκδηλώθηκε η βεντετών, οι οποίες υπήρξαν από το
έχθρα σας. 1970 έως το 1990 στον οικισµό
εκδηλώνω (µετβ. ρ.): σικαβάβ αυτό –τέρµα οδού Αδριανουπόλεως
(κυριολ. δείχνω, σ.α. υποδεικνύω) Κοµοτηνής- από οµάδες συγγενών.
π.χ. χολάιλοµ, αµά νι µανγκλόµ τε Πολλοί από τις βεντέτες αυτές
σικαβάβ µι χολί = θύµωσα, αλλά δε έχουν φύγει καταναγκαστικά από
θέλησα να εκδηλώσω το θυµό µου. τον οικισµό αυτό, οι ηττηµένοι, οι
εκδήλωση: σικαηπέ, ο (κυριολ. κυνηγηµένοι, και εγκαταστάθηκαν
δείξιµο, σ.α. υπόδειξη). σε κοντινές περιοχές του οικισµού,
εκδίκηση: ι(ν)τικάµο, ο. όπου µία περιοχή απ’ αυτές σήµερα
εκδικητικός (ο): ι(ν)τικαµτζίο, ο, έχει γίνει νεόκτιστος τσιγγάνικος
θηλ. ι(ν)τικαµτζΰκα, η οικισµός).
π.χ. τζανές σο ι(ν)τικαµτζίο σοµ εκδίωξη: νασσανταριπέ, ο (σ.α.
µε; = ξέρεις τι εκδικητικός είµαι κυνήγηµα, κατατρεγµός,
εγώ; καταδίωξη).
εκδικητικός (επίθ.): ι(ν)τικαµέσκο, εκδορά: (βλ. γδάρσιµο).
-ι (γενική πτώση ενικού της λέξης εκεί (επίρρ.): κοτέ
ι(ν)τικάµο = εκδίκηση). π.χ. κοτέ γκελό = εκεί πήγε,
εκδικητικότητα: ι(ν)τικαµλούκο, καρίνγκ ή καρινγκά = κατά δω,
ο. καρινγκά αβ = κατά δω έλα,
εκδικούµαι (αµετβ. και µετβ. ρ.): κορίνγκ ή κορινγκά = κατά κει,
ι(ν)τικάµο-λαβ (= εκδίκηση κορινγκά γκελό = κατά κει πήγε,
παίρνω) κοτάρ = από κει, κοτάρ τζα = από
π.χ. γκαντικίν µπροσσά νακχλέ, κει πήγαινε.
νταά ι(ν)τικάµο µανγκές τε λες Αντίθ. κατέ = εδώ.
156

εκείνος (α) (δεικτ.αντων.): κοβά, εκλέγοµαι: (βλ. επιλέγοµαι).


εκείνη = κογιά εκλέγω: (βλ. επιλέγω).
π.χ. κοβά κχερ = εκείνο το σπίτι, εκλείπω (αµετβ. ρ.): χασάρντιαβ
(στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου (κυριολ. χάνοµαι).
«κολά µπροσσά» = εκείνα τα έκλειψη: χασαρντιπέ, ο.
χρόνια, κάι γκελέ κολά µπροσσά, εκλογή: (βλ. επιλογή).
βας βαστέσταρ κάι πφιράσας! = πού εκλογές (οι): ρέορα, ε (κυριολ.
πήγαν εκείνα τα χρόνια, χέρι µε ψήφοι, ρέι, ο = ψήφος)
χέρι που περπατούσαµε! εκµάθηση: (βλ. µάθηση).
εκείνος (β) (δεικτ. αντων.): κοά, εκµανθάνω: (βλ. µαθαίνω).
εκείνη = κοϊά (προφ. µε συνίζηση εκνευρίζοµαι (αµετβ. ρ.): χολάαβ
ια) και χολί-σΰρνταβ, (χολί-σΰρνταβ =
π.χ. κοά τσαλαντά µαν = εκείνος µε θυµό τραβώ)
χτύπησε, κοϊά σι µι ροµνί = εκείνη π.χ. σόσκε χολάιλαν; = γιατί
είναι η σύζυγός µου. εκνευρίστηκες;
εκθειάζοµαι: (βλ. παινεύοµαι). Συνών. χολί-πφερντιάβ και χολί-
εκθειάζω (µετβ. ρ.): ασσαράβ (= πφεράµαν = οργίζοµαι, εξοργίζοµαι
παινεύω, επαινώ) χολί-ντι(ν)ντιάβ και χολί-ντάµαν =
π.χ. ασσαρέλ πε ροµνάκι µπουκί = συγχύζοµαι
εκθειάζει τη δουλειά της συζύγου εκνευρίζω (µετβ. ρ.): χολιναράβ
του. και χολανταράβ.
εκθειασµένος (µτχ. ως επίθ.): π.χ. χολανταρές µαν κάνα κερές
ασσαρντό, -ί (= παινεµένος). γκαντάλ = µ’ εκνευρίζεις όταν
εκθειασµός: ασσαριπέ, ο (= κάνεις έτσι.
παίνεµα, έπαινος). Συνών. χολί-πφεράβ = οργίζω,
έκθεση: έκθεσι, η εξοργίζω και χολί-νταβ = συγχύζω.
π.χ. τοµαφιλένγκι έκθεσι = έκθεση εκνευρισµένος (µτχ.): χολιναλό,-ί
αυτοκινήτων. π.χ. ντικλόµ νε µπουτ χολιναλό =
εκκενωµένος: (βλ. αδειασµένος). τον είδα πολύ εκνευρισµένο.
εκκενώνοµαι: (βλ. αδειάζω Συνών. χολί-πφερντό = οργισµένος,
αµετβ.). εξοργισµένος και χολί-ντι(ν)ντό =
εκκενώνω: (βλ. αδειάζω µετβ.). συγχυσµένος.
εκκένωση: (βλ. άδειασµα). εκνευρισµός: χολιναριπέ, ο.
εκκλησία: κχανγκιρί, η εκπαιδευµένος (µτχ.): σικλιαρντό,
π.χ. τζαβ κάι κχανγκιρί = πηγαίνω -ί (σ.α. διδαγµένος).
στην εκκλησία, (όρκος) τε τσχινέλ εκπαιδεύοµαι (αµετβ. ρ.):
µαν η κχανγκιρί = να µε κόψει η σικλιάρντιαβ (σ.α. διδάσκοµαι).
εκκλησία. εκπαίδευση: σικλιαριπέ, ο (σ.α.
εκκλησιαστικός (επίθ.): διδασκαλία).
κχανγκιράκο,-ι. εκπαιδευτικός (επίθ.):
εκκλησούλα: κχανγκιρορί, η σικλιαριµάσκο, -ι (σ.α. διδαχτικός).
π.χ. άτσι κάι καγιά κχανγκιρορί τε εκπαιδεύω (µετβ. ρ.): σικλιαράβ
πφαµπαράβ εκ µεµελί = σταµάτα σ’ (βλ. και διδάσκω, µετβ. µαθαίνω).
αυτή την εκκλησούλα ν’ ανάψω ένα εκπαρθενεύω: (βλ. ξεπαρθενεύω).
κερί. εκπλήσσοµαι: (βλ. σαστίζω).
εκλεγµένος: (βλ. επιλεγµένος). εκπόρνευση: λουµπναριπέ, ο.
157

εκπορνεύω (µετβ. ρ.): έκτρωση: λι(ν)νταριπέ, ο


λουµπναράβ. (από το ρήµα λι(ν)νταράβ, βλ. και
εκριζώνω: (βλ. ξεριζώνω). έκτρωση (κάνω)).
εκσκαπτικός: (βλ. σκαφτικός). έκτρωση (κάνω) (µετβ. ρ.):
εκσκάπτω: (βλ. σκάβω). λι(ν)νταράβ (= κάνω να παρθεί,
εκσπερµατίζω: (βλ. κάνω να πάρει-ουν, βάζω να πάρει-
εκσπερµατώνω). ουν)
εκσπερµάτιση: (βλ. π.χ. καζόµ χουρντέ λι(ν)νταρντάν
εκσπερµάτωση). τζι ακανά; = πόσα παιδιά έκανες
εκσπερµάτωµα: τσχορνταριπέ, ο. έκτρωση µέχρι τώρα; (λι(ν)νταράβ
εκσπερµατώνω (α) (αµετβ. ρ.): σ.α. καταδίδω, ξεµυαλίζω, π.χ.
τσχοραβάβ. λι(ν)νταρντά λε α(ν)ντρέ καβά
εκσπερµατώνω (β) (αµετβ. ρ.): αφιάβα = τον κατέδωσε µέσα (στην
τσχορνταράβ (τσχορνταράβ ως αστυνοµία) αυτός ο ρουφιάνος,
ενεργ. διαµ. ρ. σηµαίνει: κάνω να λι(ν)νταρντά λεσκί γκογκί καγιά
χύσει-ουν κάτι π.χ. µε γιακχά λιάν οροσπούκα = του ξεµυάλισε το
µο, τσχορνταρντάν µα(ν)ντέ ο παΐ = µυαλό αυτή η πόρνη, κα
τα µάτια µου πήρες (µου απέσπασες λι(ν)νταράβ µανγκέ τοµαφίλι κάι µο
την προσοχή) ρε, (µ’ έκανες να σαστρό = θα βάλω τον πεθερό µου
χύσω το νερό). να µου πάρει αυτοκίνητο.
εκσπερµάτωση: τσχοραηπέ, ο. εκφοβητικός (επίθ.):
εκτέλεση (α): κεριπέ, ο (= πράξη, τρασσανταριµάσκο, -ι και
φτιάξιµο, δηµιουργία). νταρανταριµάσκο, -ι.
εκτέλεση (β): µουνταριπέ, ο (= εκφοβίζω (µετβ. ρ.):
σκότωµα, νεκρωµα, θανάτωση, τρασσανταράβ.
σβήσιµο). εκφοβισµένος (µτχ.):
εκτελούµαι (αµετβ. ρ.): τρασσανταρντό,-ί.
µουντάρντιαβ (= σκοτώνοµαι, εκφοβισµός: τρασσανταριπέ, ο.
δολοφονούµαι). εκχωρώ (µετβ. ρ.): νταβ (κυριολ.
εκτελώ (α) (µετβ. ρ.): κεράβ (= δίνω, σ.α. παρέχω).
κάνω, πράττω, φτιάχνω µετβ., έλα: αβ και άλε
διαπράττω, τελώ) π.χ. αβ κατέ = έλα εδώ, άλε κάι µο
π.χ. σο πφενέλ µανγκέ µο κχερ = έλα στο σπίτι µου.
τσορµπατζίο, λε κεράβ = ό,τι µου ελαιόδεντρο: µασλιλίν και ζετιλίν,
λέει το αφεντικό µου, εκείνο κάνω. η.
εκτελώ (β) (µετβ. ρ.): µουνταράβ ελαιόλαδο: µασλινκάκο-κχιλ και
(= σκοτώνω, νεκρώνω µετβ., ζετινέσκο-κχιλ, ο.
θανατώνω, σβήνω µετβ.). ελαιοχρωµατιστής: µποϊατζίο, ο
εκτοξεύω (µετβ. ρ.): τσχαβ (σ.α. βαφέας, µπογιατζής).
(κυριολ. ρίχνω). ελατήριο: (βλ. σούστα).
εκτός (επίρρ.): αβράλ (= από έξω, ελάττωµα: κουσούρι, ο (σ.α.
έξωθεν). ψεγάδι).
εκτρέφω (µετβ. ρ.): παρβαράβ και π.χ. του έπσενγκε κουσούρα
παρµπαράβ (κυριολ. ταΐζω). αρακχαβές = εσύ για όλους
εκτροφή: παρβαριπέ και ελαττώµατα βρίσκεις.
παρµπαριπέ, ο (κυριολ. τάισµα).
158

ελαττωµατικός (επίθ.): Αντίθ. πφαραράβ = βαραίνω


κουσουρλούιο,-ούκα (προφ. µε (µετβ.).
συνίζηση ιο). ελαφρώνω (αµετβ. ρ.): λοκιάβ και
ελαφάκι: γκεηκίσι, ο. λοκιβάβ
ελάφι: γκεήκο, ο. π.χ. λοκιλί λεσκί ροµνί = ελάφρυνε
ελαφίσιος (επίθ.): γκεηκέσκο,-ι (γέννησε) η γυναίκα του.
π.χ. γκεηκέσκε σσινγκά = ελαφίσια Αντίθ. πφαριάβ = βαραίνω
κέρατα. (αµετβ.), σκάζω (αµετβ.)
ελαφρά (α) (επίρρ.): λοκέστε ελάχιστος (άκλ.επιθ.): µπουτ-
Αντίθ. πφαρέστε = βαριά. εµπούκα (= πολύ λίγο) και µπουτ-
ελαφρά (β) (επίρρ.): αφίφι (σ.α. ζάλακ (= πολύ λίγο). (σ.α.
ελαφρός) ελάχιστα)
π.χ. αφίφι τσαλάντιλο = ελαφρά π.χ. µπουτ –ζάλακ κιάρι ατσχέλ
χτυπήθηκε κατάρ καγιά µπουκί = ελάχιστο
Αντίθ. αβούρι = βαριά, βαρύς, κέρδος µένει απ’ αυτή τη δουλειά,
βραδυκίνητος µπουτ-ζάλακ παρέ λαβ = ελάχιστα
ελαφροκέφαλος (επίθ.): λοκέ- χρήµατα παίρνω.
σσερέσκο,-ι. ελέγχοµαι (αµετβ. ρ.):
ελαφροκόκαλος (επίθ.): λοκέ- κο(ν)ντρόλι-κερντιάβ (κο(ν)ντρόλι,
κοκαλέσκο,-ι. ο = έλεγχος, κερντιάβ = γίνοµαι)
ελαφροµυαλιά: λοκί-γκογκί, η π.χ. κερντιλέ-κο(ν)τρόλι ε
(κυριολ. ελαφρύ µυαλό) µανγκινά; = ελέγθηκαν τα
π.χ. λοκί-γκογκί σίτουτ, ντιλορέα! εµπορεύµατα;
= ελαφροµυαλιά έχεις, έλεγχος: κο(ν)τρόλι, ο
τρελούτσικε! π.χ. κερ κο(ν)τρόλι ε µανγκινά =
ελαφρόµυαλος (επίθ.): λοκέ- κάνε έλεγχο τα εµπορεύµατα.
γκογκιάκο,-ι. ελέγχω (α) (µετβ. ρ.): κο(ν)τρόλι-
ελαφρότητα: λοκιπέ, ο κεράβ (= έλεγχο κάνω).
Αντίθ. πφαριπέ = βάρος. ελέγχω (β): κο(ν)τρόλι-κερνταράβ
ελαφρούτσικος (επίθ.): λοκορό,-ί (κο(ν)τρόλι = έλεγχος, κερνταράβ
Αντίθ. πφαρορό = βαριούτσικος. ενεργ. διαµ. ρ. = βάζω να κάνει-
ελάφρυνση: λοκιαριπέ, ο. ουν)
ελαφρύς (α) (επίθ.): λοκό,-ί π.χ. κα κερνταράβ λεστέ
π.χ. λοκό σι ο γκονό = ελαφρύ κο(ν)τρόλι ε µανγκινά = θα τον
είναι το σακί, λοκό σι, βάζνταβ λε = βάλω να ελέγξει τα εµπορεύµατα.
ελαφρύ είναι, το σηκώνω. ελενίτ: ελενίτι, ο
Αντίθ. πφαρό = βαρύς, αργός, π.χ. καζόµ ελενίτορα κι(ν)ντάν; =
βραδυκίνητος. πόσα ελενίτ αγόρασες;
ελαφρύς (β) (άκλ. επίθ.): αφίφι έλεος: µίλα, η
π.χ. αφίφι σι ο καςς = ελαφρύ είναι π.χ. (φράση) κα κεράβ λε τε ροβέν
το ξύλο, αφίφι σι καγιά τζιγκάρα = κατάρ λεσκέ µίλε ε µανουσσά = θα
ελαφρύ είναι αυτό το τσιγάρο. τον κάνω να κλάψουν από τα ελέη
Αντίθ. αβούρι = βαρύς, αργός, (από την οικτρή κατάστασή) του οι
βραδυκίνητος. άνθρωποι.
ελάφρωµα: (βλ. ελάφρυνση). ελεύθερα (επίρρ.): σερµπέζι
ελαφρώνω (µετβ. ρ.): λοκιαράβ (σ.α. ελεύθερος).
159

π.χ. µουκ ε χουρντέ σερµπέζι, τε Ελλάδα: Γιουνανιστάνο και


κχελέλ = άσε το παιδί ελεύθερα, να Γιουνάνο, ο
παίξει. Ελλαδίτης: Γιουνανλίο, ο
(βλ. και ελεύθερος). Ελλαδίτισσα: Γιουνανλούκα, η
ελευθερία: σερµπεζλίκο, ο έλλειψη: εσικλίκο, ο (εσίκι άκλ.
π.χ. µο σερµπεζλίκο µανγκάβ, επίθ. και επίρρ. = λειψός, ελλιπής,
κχάντσικ αβέρ = την ελευθερία µου λειψά, ελλιπώς)
θέλω, τίποτε άλλο. Αντίθ. µπο(λ)λούκο = αφθονία.
ελεύθερος (άκλ.επιθ.): σερµπέζι Έλληνας: Ντας και Μπαλαµό, ο
π.χ. µανγκάβ τε αβάβ σερµπέζι = (υποκ.) Ντασορό, ο.
θέλω να είµαι ελεύθερος. Ελληνίδα: Ντασνί και Μπαλαµνί, η
ελευθερώνω (µετβ. ρ.): µουκάβ (= (υποκ.) Ντασνορί, η.
αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω), ελληνικός (επίθ.): ντασικανό,-ί και
πουταράβ (= ανοίγω µετβ., λύνω) µπαλαµανό,-ί.
και κουρταρίαβ (= γλυτώνω µετβ., π.χ. µπαλαµανί τσχιπ = ελληνική
λυτρώνω, σώζω) γλώσσα, ντασικανέ µανγκινά =
Αντίθ. πφά(ν)νταβ = κλείνω µετβ., ελληνικά προϊόντα.
φυλακίζω, δένω, βουλώνω, ελληνισµός: ντασικανιπέ και
κουµπώνω. µπαλαµανιπέ, ο.
έλευση: αβιπέ, ο (= ερχοµός, αβάβ ελληνόγλωσσος (επίθ.):
= έρχοµαι). ντασικανέ-τσχιµπάκο,-ι και
Αντίθ. τζιιπέ = πηγαιµός. µπαλαµανέ-τσχιµπάκο,-ι.
ελέφαντας (α): ελέφα(ν)ντα, ο. Ελληνόπουλο: Ντασικανό-
ελάφαντας (β): φίλι, ο χουρντό, ο και Μπαλαµανό-
π.χ. σας φίλορα ντα κάι τσίρκο = χουρντό (κυριολ. ελληνικό παιδί).
υπήρχαν και ελέφαντες στο τσίρκο. ελλιπής: (βλ. λειψός).
ελεφαντοειδές: ελέφα(ν)ντέσκο, -ι έλξη: σϋρντιπέ, ο.
ελιά (καρπός): ζετία και µάσλινκα, ελπίδα: οµούτι, ο.
η. (ελιές (οι) = ζετίε και ζετί(ν)τανε, π.χ. σίµαν οµούτι κάι κα αβέλ =
ε) έχω ελπίδα πως θα ’ρθει.
π.χ. ε ζετίε σι µπουτ κερκέ = οι ελπιδοφόρος (επίθ.): οµουτέσκο,-ι
ελιές είναι πολύ πικρές. π.χ. οµουτέσκο αµπέρι λιόµ =
ελιά (κηλίδα δέρµατος): µπένι, ο ελπιδοφόρα είδηση πήρα.
π.χ. λεσκό ντουµό σι πφερντέ ελπίζω (αµετβ. ρ.): οµούτι-κεράβ
µπένορα = η πλάτη του είναι (= ελπίδα κάνω)
γεµάτη ελιές. (βλ. και σηµάδι). π.χ. τζάµπα οµούτι-κερές, χοχαβέλ
έλικας: περµανάβα, η τουτ = άδικα ελπίζεις, σε ξεγελάει.
(σ.α. ανεµιστήρας). εµβόλιο: σουβ, η (κυριολ. βελόνα,
ελίτσα: ζετιίσα, η σ.α. ένεση)
ελκυστικός: (βλ. τραβηχτικός). π.χ. µο τσχαβό κερντά έπσι πε
ελκύω (µετβ. ρ.): σΰρνταβ (= σουβά = ο γιος µου έκαµε όλα του
τραβώ) τα εµβόλια.
π.χ. ο σσουκαριπέ σΰρντελ ε εµείς (πληθ.εγώ): αµέν
µανουσσέ = η οµορφιά ελκύει τον π.χ. αµέν κα τζας = εµείς θα πάµε.
άννθρωπο. έµεση: (βλ. εµετός).
160

εµετικός (επίθ.): εµπιστοσύνη (α): γκυβενµέκο, ο


τσχαγκλανταριµάσκο,-ι (σ.α. (το υ προφ. όπως το γαλλικό u)
αηδιαστικός, σιχαµερός). π.χ. (φράση) αβγκιέ γκυβενµέκο νι
εµετός: τσχαγκιπέ και τσχαντιπέ, ο ατσχιλό κχάνικαστε = (φράση)
π.χ. αβέλ µανγκέ τσχαγκιπέ = µου σήµερα εµπιστοσύνη δεν έµεινε σε
’ρχεται εµετός. κανέναν.
έµµηνα (τα): πόγκι, η (κυριολ. εµπιστοσύνη (β): ιµνεέτι, ο
εµµηνόρρυση). π.χ. ιµνεέτι νάι µαν λάκε =
εµµηνόπαυση: πογκιάκο-ατσχιπέ, εµπιστοσύνη δεν έχω γι’ αυτήν.
ο. έµπλαστρο: έµπλαστρο, ο και
εµµηνόρρυση: (βλ. έµµηνα). γιακία, η
εµπαιγµός: πρασαηπέ, ο (= π.χ. αστάρντιλι µι κορ, τε λες
κοροϊδία, περιγέλασµα). µανγκέ έµπλαστρο = πιάστηκε ο
εµπαίζω (µετβ. ρ.): πρασάβ (= σβέρκος µου, να µου πάρεις
κοροϊδεύω, περιγελώ). έµπλαστρο.
εµπαιχτικός (α) (επίθ.): εµπλέκοµαι: (βλ. ανακατεύοµαι).
πρασαη(ν)ντό,-ί (= κοροϊδευτικός, εµπόδιο (α): ενγκέλι, ο
περιγελαστικός). π.χ. καβά χουρντό κ’ αβέλ τουκέ
εµπαιχτικός (β) (επίθ.): ενγκέλι τχάρα οβέρ κάι κα µανγκές
πρασαηκανό, -ί (= κοροϊδευτικός, τε εβλενίος πάλε = αυτό το παιδί θα
περιγελαστικός). σου είναι εµπόδιο αύριο µεθαύριο
π.χ. πρασαηκανέ πφερασά που θα θελήσεις να παντρευτείς
πφενέλας λέσκε = εµπαιχτικά λόγια πάλι.
του ‘λεγε. εµπόδιο (β): ζορλούκο, ο (κυριολ.
έµπειρος (επίθ.): πφιρντό,-ί (= δυσκολία).
περπατηµένος) και πφιραντό,-ι (= εµπόρευµα: µανγκίν, ο
περπατηµένος) π.χ. γκελό, τε κινέλ µανγκινά =
π.χ. πφιραντό σι, τζανέλ σο κερέλ πήγε, να αγοράσει εµπορεύµατα.
= έµπειρος είναι, ξέρει τι κάνει. (βλ. και προϊόν, περιουσία).
(βλ. και λήµµα περπατηµένος). εµπορευµατάκι: µανγκινορό, ο
εµπιστεύοµαι (µετβ. ρ.): π.χ. λιόµ µανγκέ, εµπούκα
γκυβενίαβ (το υ προφ. όπως το µανγκινορά τε µπικνάβ = πήρα για
γαλλικό u) µένα, λίγα εµπορευµατάκια να
π.χ. γκυβενίαβ λέσκε· σαµούςς πουλήσω.
µπουτ µπροσσά αµαλά = τον εµπόριο: τουτζαρλούκο, ο
εµπιστεύοµαι· είµαστε πολλά π.χ. κα µουκάβ ο τουτζαρλούκο, κα
χρόνια φίλοι. κεράβ αβέρ µπουκί = θα παρατήσω
έµπιστος (επίθ.): το εµπόριο, θα κάνω άλλη δουλειά.
γκιουβενµεκέσκο, -ι και έµπορος: τουτζάρι, ο και θηλ.
γκυβενµεκέσκο, -ι τουτζάρκα, η
π.χ. νάι µαν γκιουβενµεκέσκο π.χ. κατάρ σαβό τουτζάρι κι(ν)ντάν
µανούςς, κάστε τε µουκάβ ο καλά µανγκινά; = από ποιον έµπορο
ντικιάνο; = δεν έχω έµπιστο αγόρασες αυτά τα εµπορεύµατα;
άνθρωπο, σε ποιον ν’ αφήσω το εµπρός: (βλ. µπροστά).
µαγαζί; έµπροσθεν (επίρρ.): ανγκλάλ
Αντίθ. παλάλ = όπισθεν.
161

εµφανής (επίθ.): σικαντό,-ί (βλ. και π.χ. σάντε έκτανάβα µαρνό ατσχιλό
ορατός, φανερός, δειγµένος) = µόνο ένα ψωµί έµεινε.
Αντίθ. µπισικαντό = αφανής. έναστρος (επίθ.): τσεριναλό, -ί
εµφανίζοµαι (αµετβ. ρ.): (σ.α. αστερωτός)
σικάντιαβ (= φαίνοµαι, σ.α. Αντίθ. µπιτσερινένγκο = άναστρος.
αποδεικνύοµαι) έναυση : πφαµπαριπέ, ο (= άναµµα,
π.χ. νι σικάντιλο νταά = δεν κάψιµο).
εµφανίστηκε ακόµα. (βλ. και (σ.α. καύσωνας).
φαίνοµαι, αποδεικνύοµαι) ενδέκατος (τακτ. αριθµ. επιθ.):
Αντίθ. χασάρντιαβ = χάνοµαι, ντεσσουγεκουτνό,-ί.
εξαφανίζοµαι, χασάαβ = ενδιάµεσος (επίθ.):
εξαφανίζοµαι, χάνοµαι. µασσκαρουτνό,-ί (βλ. και µεσαίος).
εµφανίζω (µετβ. ρ.): σικαβάβ (βλ. ενδιαφέροµαι (αµετβ. ρ.):
και δείχνω) (σ.α. υποδεικνύω). πφαµπιάβ (κυριολ. αµετβ. ανάβω,
εµφάνιση: σικαηπέ, ο (βλ. και αµετβ. καίω, καίγοµαι)
δείξιµο) (σ.α. υπόδειξη). π.χ. τε πφαµπός κε µπουκιάκε,
εµφανίσιµος (επίθ.): σσουκαρορό,- κοτάρ χας µαρνό = να ενδιαφέρεσαι
ί (κυριολ. οµορφούλης, για τη δουλειά σου, από ‘κει τρως
οµορφούτσικος) ψωµί.
Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα. ενδιαφέρον: πφαµπιπέ, ο (σ.α.
έµψυχος (επίθ.): τζου(ν)ντό,-ί (= θέρµη, ζέση, άναµµα, λάµψη)
ζωντανός). π.χ. πφενέσας κάι πφαµπός µανγκέ.
εµψυχώνοµαι (αµετβ. ρ.): γκι-λαβ γκαντικίν σας κο πφαµπιπέ; =
(= ψυχή παίρνω) έλεγες πως ενδιαφέρεσαι για µένα.
π.χ. λιά-γκι αγκαντάλ κάι τόσο ήταν το ενδιαφέρον σου;
κονουσστούµ λεσκέ = εµψυχώθηκε ένδυµα: πατό, ο (= ρούχο).
έτσι που του µίλησα. ενδυµασία: βουραηπέ, ο (=
εµψυχώνω (µετβ. ρ.): γκι-νταβ ( = ντύσιµο).
ψυχή δίνω, ως αµετβ. σηµαίνει: ενδυναµωµένος: (βλ.
ξεψυχώ αµετβ.) δυναµωµένος).
π.χ. κα µουκέλας πι µπουκί, άµα ιν ενδυναµώνω (µετβ. ρ.):
ντέλας λε γκι λεσκό πφαλ = θα ζουρανταράβ (= δυναµώνω µετβ.)
άφηνε τη δουλειά του, αν δεν τον ενδυνάµωση: ζουρανταριπέ, ο (=
εµψύχωνε ο αδερφός του. (βλ. και δυνάµωµα).
ξεψυχώ). ενενηκοστός (τακτ.αριθµ.επιθ.):
εµψύχωση: γκι-ντιιπέ, ο (= ψυχή ενιαντεσσουτνό,-ί.
δόσιµο, σ.α. ξεψύχισµα). ενενήντα (αριθµ.): ενιάντεςς.
εµώ: (βλ. ξερνώ). ένεση: σουβ, η (= βελόνα)
ενάµισης, µιάµιση, ενάµισι: γε- π.χ. ο ντοκτόρι κερντά λεσκέ σουβ
κοπάςς και εκοπάςς. = ο γιατρός του έκανε ένεση.
έναρξη: (βλ. αρχίνισµα). ενέχυρο: εµανέτι, ο
ένας, µία, ένα (α): γεκ και εκ π.χ. µε µουκλόµ λε τουκέ εµανέτι,
π.χ. γεκ µρουςς = ένας άνδρας, γεκ του σόσκε τε ντες λε αβερέ
τζουβλί = µία γυναίκα. βαστέ(ν)ντε; = εγώ σου το άφησα
ένας, µία, ένα (β) (επιτακτικό): ενέχυρο, εσύ γιατί να το δώσεις σε
έκτανάβα και έκτανέ άλλα χέρια; (βλ. και αµανάτι)
162

ενήµερος: (βλ.ενηµερωµένος). ενοχλώ (α) (µετβ. ρ.): λεκελίκο-


ενηµερωµένος (µτχ.): κεράβ (κυριολ. ενόχληση κάνω, βλ.
τζανγκλαρντό,-ί ενόχληση (α)).
Αντίθ. µπιτζανγκλαρντό = ενοχλώ (β) (µετβ. ρ.):
ανενηµέρωτος (βλ. και ενγκε(λ)λίκο-κεράβ (κυριολ.
πληροφορηµένος). ενόχληση κάνω)
ενηµερώνω: (βλ. πληροφορώ). π.χ. νι κα κερές ενγκε(λ)λίκο ε
ενηµέρωση: τζανγκλαριπέ, ο µανουσσέσκε = δε θα ενοχλήσεις
(βλ. και πληροφόρηση). τον άνθρωπο (ενγκέλι, ο = εµπόδιο,
ενθέτω: (βλ. τοποθετώ). βλ. και εµπόδιο (α)).
ενθυµίζω (µετβ. ρ.): σεραράβ. ενοχοποιηµένος (µτχ.):
ενθύµηση: σεραριπέ, ο. ντοσσαρντό,-ί.
ενθυµούµαι: (βλ. θυµάµαι). ενοχοποίηση: ντοσσαριπέ, ο.
ενισχυτής: ενισχιτί και ενισκιτί, ο ενοχοποιητικός (επίθ.):
π.χ. ενισχιτί µανγκέλ η τιλεόρασι, ντοσσαριµάσκο, -ι.
για τε σικαβέλ τεµίζι = ενισχυτή ενοχοποιούµαι (αµετβ. ρ.):
θέλει η τηλεόραση, για να δείξει ντοσσάρντιαβ.
καθαρά. ενοχοποιώ (µετβ. ρ.): ντοσσαράβ.
εννέα και εννιά (αριθµητ.): ενιά. ένοχος (επίθ.): ντοσσαλό,-ί ( =
εννιακόσια (αριθµ.): ενιάσσελ. φταίχτης).
ενοικιάζω: (βλ. νοικιάζω). ένσηµο: πούλο, ο (σ.α.
ενοικιασµένος: (βλ. νοικιασµένος). γραµµατόσηµο, χαρτόσηµο), πληθ.
ενοικίαση: (βλ. νοίκιασµα). πούλορα, ε
ενοίκιασµα: (βλ. νοίκιασµα). π.χ. καζόµ πούλορα σίτουτ κατάρ
ενοίκιο: (βλ. νοίκι). καϊά µπουκί; = πόσα ένσηµα έχεις
ενοικιαστής: (βλ. νοικάρης). απ’ αυτή τη δουλειά; (οµόηχο
ενότητα: εκιπέ, ο (σ.α. ένωση, βλ. πούλο = χρυσόσκονη
και ένωση). (καλλυντικό)).
ενοχή: ντοσσαλιπέ, ο και ντοςς, η έναρξη: (βλ. αρχίνισµα).
(ντοςς κυριολ. = φταίξιµο). ενταγµένος: (βλ. τοποθετηµένος).
ενόχληση (α): λεκελίκο, ο (κυριολ. ένταλµα: έ(ν)νταλµα, ο
λέκιασµα) π.χ. ικαλντέ τουκέ έ(ν)νταλµα,
π.χ. νι µανγκάβ τε κερές µανγκέ ρόντεν τουτ ε σσεραλέ = σου
λεκελίκο, κάνα κα µατός = δε θέλω έβγαλαν ένταλµα, σε ψάχνουν οι
να µου κάνεις ενόχληση, όταν θα αστυνοµικοί.
µεθάς. εντάξει (α) (επίρρ.): ταµάµι και
ενόχληση (β): ενγκε(λ)λίκο, ο (βλ. ταµάµ (ταµάµι σ.α. ακριβώς)
ενοχλώ (β)). π.χ. ταµάµι σι ακανά; = εντάξει
ενοχλητικός (µτχ. ως επίθ.): είναι τώρα;, ταµάµ πφε(ν)ντόµ
λεκελίο, -ίκα (κυριολ. λεκιασµένος- τουκέ = εντάξει σου είπα.
η) εντάξει (β) (επίρρ.): λατσχό (σ.α.
π.χ. µπουτ λεκελίο κερντός, κάνα καλά)
µατός = πολύ ενοχλητικός γίνεσαι, π.χ. λατσχό, κ’ αβάβ µε ντα
όταν µεθάς. τουµένσα = εντάξει, θα ‘ρθω κι εγώ
µ’ εσάς (ως επίθ. λατσχό, -ί =
καλός-ή).
163

ένταξη: (βλ. τοποθέτηση). εντρίβω (µετβ. ρ.): µοράβ


εντάσσοµαι: (βλ. τοποθετούµαι). (κυριολ.= τρίβω)
εντάσσω: (βλ. τοποθετώ). π.χ. τε µοράβ τουτ; = να σε τρίψω;
ενταφίαση: (βλ. θάψιµο). έντροµος (µτχ.): νταραρντό,-ί (=
ενταφιασµός: (βλ. θάψιµο). τροµαγµένος)
ενταφιάζοµαι: (βλ. θάβοµαι). π.χ. νταραρντό σικάντολας =
ενταφιάζω: (βλ. θάβω). έντροµος φαινόταν.
ενταφιασµένος: (βλ. θαµµένος) ένωµα: εκ-κεριπέ, ο (εκ = ένας,
έντεκα (αριθµ.): ντεσσουέκ και µία, κεριπέ = φτιάξιµο, δηµιουργία,
ντεσσουγέκ. πράξη).
εντελώς (επίρρ.): επτέν (σ.α. ενώνοµαι (αµετβ. ρ.): εκ –
τελείως) κερντιάβ (= ένα γίνοµαι) (σ.α.
π.χ. επτέν ντιλό σαν = εντελώς µονιάζω αµετβ., συµφιλιώνοµαι)
τρελός είσαι. π.χ. σα αµέν ε ροµά, τε κερντιάσα-
εντερικός (επίθ.): πορένγκο, -ι. εκ, οζοµάν κα κερντιάς ζουραλέ =
έντερο: πορ, η όλοι εµείς οι Τσιγγάνοι, αν
π.χ. κατάρ η µποκ µε πορά ενωθούµε, τότε θα γίνουµε δυνατοί.
µπασσέν = από την πείνα τα έντερά ενώνω (µετβ. ρ.): εκ-κεράβ (= ένα
µου γουργουρίζουν (βλ. πορ, ο = κάνω) (σ.α. µονιάζω µετβ.,
κοιλιά). συµφιλιώνω).
εντοµοκτόνο: µακχένγκο-ιλάτσι, ο ένωση: εκιπέ, ο
(= µυγών φάρµακο). π.χ. Ροµανό Εκιπέ = Τσιγγάνικη
εντοπίζοµαι (αµετβ. ρ.): Ένωση, είναι η ονοµασία της
αρακχάντιαβ, ρακχάντιαβ, διεθνής οµοσπονδίας όλων των
αρακχί(ν)ντιαβ και ακχάντιαβ τσιγγάνικων σωµατείων, η οποία
(κυριολ. βρίσκοµαι σ.α. είναι γνωστή και µε τις εξής
συναντιέµαι). ονοµασίες : Ροµανό Κογκρέσο και
εντοπίζω (α) (µετβ. ρ.): ρακχαβάβ Ροµανί Γιούνιον.
και αρακχάβ (βλ. και βρίσκω, εξαγορά: κινιπέ, ο (κυριολ.
συναντώ). αγόρασµα).
εντοπίζω (β) (µετβ. ρ.): εξαγοράζοµαι (αµετβ. ρ.):
αρακχαβάβ και ακχαβάβ (κυριολ. κι(ν)ντιάβ (κυριολ. αγοράζοµαι).
βρίσκω σ.α. συναντώ). εξαγοράζω (µετβ. ρ.): κινάβ
εντοπισµένος (α) (µτχ.): (κυριολ. αγοράζω).
ρακχαντό,-ί (βλ. και ευρηµένος). εξαγορασµένος (µτχ.): κι(ν)ντό, -ί,
εντοπισµένος (β) (µτχ.): (κυριολ. αγορασµένος).
αρακχαντό,-ι και ακχαντό,-ι (σ.α. εξαδάκτυλος (επίθ.): σσοβέ-
ευρηµένος). ναένγκο, -ι και σσοβ-ναένγκο,-ι.
εντοπισµός (α): ρακχαηπέ και εξαετής (επίθ.):
αρακχιπέ, ο (βλ. και εύρεση). σσοβεµπροσσένγκο,-ι και
εντοπισµός (β): αρακχαηπέ και σσοβεµπρεσσένγκο,-ι.
ακχαηπέ, ο (σ.α. εύρεση). εξακόσια (αριθµ.): σσόβσσελ.
εντριβή: µοριπέ, ο (= τρίψιµο) εξακοσιοστός (τακτ.αριθµ.επιθ.):
π.χ. αστάρντιλό µο ντουµό ντα σσοβσσελουτνό,-ί.
µανγκάβ µοριπέ = πιάστηκε η εξάλλου (επίρρ.): ζατέν και ζατΰν
πλάτη µου και θέλω εντριβή. και ζάτεν
164

π.χ. ζάτεν παρέ νάι µαν = εξάλλου (βλ. τσχοράβ στα λήµµατα χύνω
λεφτά δεν έχω (βλ. και άλλωστε, και µετβ.ρηµάζω).
ήδη). εξαπατηµένος (µτχ.):
εξαµηνιαίος (επίθ.): χοχανταρντό,-ί
σσοβετσχονένγκο,-ι (βλ. και ξεγελασµένος).
π.χ. κερντάµ σσοβετσχονένγκο εξαπάτηση: χοχανταριπέ, ο
κο(ν)τράτο = κάναµε εξαµηνιαίο (βλ. και πλάνεµα, ξεγέλασµα).
συµβόλαιο. εξαπατώ (µετβ. ρ.): χοχανταράβ
εξαντληµένος (µτχ.): τσχι(ν)ντό,-ί (βλ. και ξεγελώ, πλανεύω)
(= κοµµένος, κουρασµένος) και εξ αποστάσεως (επίρρ.): ντουράλ
τσχορντό,-ί (=χυµένος, (= από µακριά, µακρόθεν)
ρηµαγµένος). Αντίθ. πασσάλ, πασσαλντάν,
εξάντληση: τσχι(ν)νταριπέ και πασσερντάν = από κοντά.
τσχορντιπέ, ο (τσχι(ν)νταριπέ σ.α. εξάτµιση: µπορία, η
κόψιµο, κούρασµα, καταπόνηση). π.χ. σόσκε µπασσέλ αγκαντάλ ε
(βλ. τσχορντιπέ στα λήµµατα τοµαφιλέσκι µπορία; = γιατί ηχεί
ρήµαγµα, χύσιµο). έτσι του αυτοκινήτου η εξάτµιση;
εξαντλούµαι (αµετβ. ρ.): (µπορία σ.α. µπουρί, βλ. και
τσχι(ν)νταράµαν και τσχορντιάβ µπουρί).
π.χ. τσχορντιλέ µε τσανγκά κατάρ εξαφανίζοµαι (αµετβ. ρ.): χασάαβ
ο πφιριπέ = εξαντλήθηκαν τα πόδια (σ.α. χάνοµαι)
µου από το περπάτηµα, τσχορντιλέ π.χ. κάι χασάιλαν καλά γκιβεσά; =
µε κουϊά κατάρ η τσαπάβα = πού εξαφανίστηκες αυτές τις µέρες;
εξαντλήθηκαν τα χέρια µου από το Συνών. χασάρντιαβ = χάνοµαι,
τσάπισµα, µουλόµ, τσχονρντιλόµ εξαφανίζοµαι.
αβγκιέ κάι µπουκί = πέθανα Αντίθ. σικάντιαβ = φαίνοµαι,
(ψόφησα), εξαντλήθηκα σήµερα εµφανίζοµαι, αποδεικνύοµαι,
στη δουλειά, ζάλακ σι καλά παρέ παρουσιάζοµαι, ρακχάντιαβ =
κάι ντελ τουτ. τζάµπα εντοπίζοµαι, βρίσκοµαι.
τσχι(ν)νταρέστουτ σαστό γκιβέ εξαφανίζω (α) (µετβ. ρ.):
α(ν)ντό κχαµ = λίγα είναι αυτά τα χασαρνταράβ (σ.α. αφανίζω,
λεφτά που σου δίνει. άδικα εξοντώνω) (= κάνω να χαθεί-ούν)
εξαντλείσαι όλη την ηµέρα µες π.χ. (απειλή) κα χασαρνταράβ τουτ
στον ήλιο. α(ν)ντάρ ντουνιάβα = θα σε
(τσχι(ν)νταράµαν = κουράζω τον εξαφανίσω από τον κόσµο
εαυτό µου). Αντίθ. σικανταράβ = φανερώνω,
(βλ. τσχορντιάβ στα λήµµατα αναδεικνύω, προβάλλω.
χύνοµαι και αµετβ. ρηµάζω). εξαφανίζω (β) (µετβ. ρ.):
εξαντλώ (µετβ. ρ.): τσχι(ν)νταράβ νασσαλάβ (σ.α. φυγαδεύω, απάγω,
και τσχοράβ φευγατίζω)
π.χ. τσχορντά λε καβά νασφαλιπέ = π.χ. νασσάλ η πούσσκα κατάρ, ε
τον εξάντλησε αυτή η αρρώστια, σσεραλέ αβέν = εξαφάνισε το όπλο
τσχι(ν)νταρντά µαν καγιά µπουκί = από ‘δω, οι αστυνοµικοί έρχονται
µε εξάντλησε αυτή η δουλειά (νασσάβ = φεύγω, τρέχω αµετβ.
(βλ. τσχι(ν)νταράβ στα λήµµατα ξεφεύγω, διαφεύγω).
κουράζω, καταπονώ, κόβω (β)).
165

εξαφανίζω (γ) (µετβ. ρ.): χασαράβ εξετασµένος: (βλ. κοιταγµένος).


(= χάνω, βλ. και χάνω) εξευτελίζοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. χασάρ η πούσσκα κατάρ, ε λατζανταράµαν (βλ. και
σσεραλέ αβέν = εξαφάνισε το όπλο ντροπιάζοµαι).
από ‘δω, οι αστυνοµικοί έρχονται. εξευτελίζω (µετβ. ρ.):
εξαφάνιση (α) : χασαριπέ, ο λατζανταράβ
(βλ. και απώλεια, χάσιµο) (βλ. και προσβάλλω, ταπεινώνω).
Αντίθ. ρακχαηπέ = εύρεση, Συνών. ρεζίλι-κεράβ = ρεζιλεύω.
εντοπισµός. εξευτελισµένος (µτχ.):
εξαφάνιση (β): νασσαλιπέ, ο (σ.α. λατζανταρντό,-ί
φυγάδευση, απαγωγή, φευγάτισµα). (βλ. και ταπεινωµένος,
εξαφανισµένος (α) (µτχ.): προσβεβληµένος).
χασαρντό,-ί (βλ. και χαµένος). εξευτελισµός: λατζανταριπέ, ο
Αντίθ. ρακχαντό = ευρηµένος, (βλ. και προσβολή, ταπείνωση).
εντοπισµένος. εξήγηση: ακχιαρνταριπέ, ο.
εξαφανισµένος (β) (µτχ.): εξηγώ (µετβ. ρ.): ακχιαρνταράβ
νασσαλντό,-ί (σ.α. φυγαδευµένος, π.χ. κα ακχιαρνταράβ τουκέ σο
φευγάτος, φευγατισµένος). κερντιλό = θα σου εξηγήσω τι
εξελίσσοµαι (αµετβ. ρ.): ντιισσίαβ έγινε.
(κυριολ. αλλάζω αµετβ.) (βλ. λήµµα επεξηγώ).
π.χ. σαρ γκελό κάι Αλαµάνια, εξηκοστός (τακτ.αριθµ.επιθ.):
ντιισστί = καθώς πήγε στη σσοβντεσσουτνό,-ί.
Γερµανία, εξελίχθηκε. εξήντα (αριθµ.): σσόβντες
εξερεύνηση: ροντιπέ, ο (= ψάξιµο, π.χ. λεσκό πάπο σι σσόβντες
έρευνα). µπροσένγκο = ο παππούς του είναι
εξερευνώ (µετβ. ρ.): ρόνταβ (= εξήντα χρονών.
ψάχνω, ερευνώ, γυρεύω). έξι (αριθµ.): σσοβ
εξετάζω (α) (µετβ. ρ.): ντικχάβ (= π.χ. σσοβ τζενέ = έξι άτοµα.
κοιτάζω, βλέπω) εξιστορώ: (βλ. διηγούµαι).
π.χ. τζα κάι ντοκτόρι τε ντικχέλ εξόγκωµα: σσουβλιπέ, ο (=
τουτ = πήγαινε στον γιατρό να σε πρήξιµο).
εξετάσει (ντικχάβ σ.α. φροντίζω, έξοδα: µαστράφορα, ε
προσέχω, παρατηρώ). π.χ. νά κερ µπουτ µαστράφορα =
εξετάζω (β) (µετβ. ρ.): µαϊανάβα- µην κάνεις πολλά έξοδα.
κεράβ (= εξέταση κάνω) έξοδος: ικλιπέ, ο (= ανέβασµα,
π.χ. κερντά τουτ µαϊανάβα ο σκαρφάλωµα, καβάληµα, ανάβαση,
ντοκτόρι; = σε εξέτασε ο γιατρός; άνοδος)
εξέταση (α): ντικχιπέ, ο (= Αντίθ. ντιιπέ = είσοδος, δόσιµο,
κοίταγµα, βλέµµα, όραση, µπάσιµο, εισβολή.
φροντίδα, προσοχή, παρατήρηση) εξοντωµένος (µτχ.):
π.χ. σαό ντικχιπέ σας καβά κάι χασαρνταρντό,-ί (σ.α.
κερντά ε χουρντέ ο ντοκτόρι; = τι αφανισµένος).
εξέταση ήταν αυτή που έκανε ο εξοντώνω (µετβ. ρ.): χασαρνταράβ
γιατρός στο παιδί; (σ.α. εξαφανίζω, αφανίζω).
εξέταση (β) (ιατρική): µαϊανάβα, η εξόντωση: χασαρνταριπέ, ο (σ.α.
(προφ. µε συνίζηση ια) αφάνιση, αφανισµός).
166

εξοργίζοµαι: (βλ. οργίζοµαι). εξώγαµος (επίθ.): µπιµπιαβέσκο,-ι


εξοργίζω: (βλ. οργίζω). (= χωρίς γάµο).
εξυπηρέτηση: λατσχιπέ, ο (κυριολ. έξωθεν (επίρρ.): αβράλ
καλοσύνη, καλό, το) Αντίθ. α(ν)ντράλ = έσωθεν.
π.χ. κερ εκ λατσχιπέ, τζα λε µε εξώπορτα: αβρουτνό-ουντάρ και
ιλάτσορα κχεράλ = κάνε µια αβρικνό-ουντάρ, ο και αβρικνί-
καλοσύνη (εξυπηρέτηση), πήγαινε καπούια, η (προφ. µε συνίζηση ια).
πάρε τα φάρµακά µου από το σπίτι. εξωτερική – εµφάνιση: σουλούπο,
εξυπνάδα: µπουτζανγκλιπέ, ο (= ο (βλ. και σουλούπι).
πολυγνωσία) (µπουτ = πολύ, εξωτερικό (το): αβρουτνιπέ και
τζανγκλιπέ = γνώση, βλ. και γνώση) αβρικανιπέ, ο
π.χ. µπουτζανγκλιπέ µπικνές Αντίθ. α(ν)ντριπέ = εσωτερικό (το),
µάνγκε; = εξυπνάδα µου πουλάς; περιεχόµενο, α(ν)ντρουτνιπέ,
εξυπνάκιας: µπουτζανγκλορό, ο α(ν)ντρικανιπέ = εσωτερικό, το.
(θηλ. µπουτζανγκλορί, η) εξωτερικός (επίθ.): αβρουτνό,-ί
π.χ. τζανάβ τουτ σο και αβρικνό,-ί
µπουτζανγκλορό σαν = σε ξέρω τι π.χ. µακχλόµ ε αβρουτνέ ντουβάρα
εξυπνάκιας είσαι. µε κχερέσκε = έβαψα τους
έξυπνος (επίθ.): µπουτζανγκλό,-ί εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού
π.χ. µπουτζανγκλό σι λεσκό µου, πουτάρ η αβρικνί καπούια =
τσχαβό = έξυπνος είναι ο γιος του, άνοιξε την εξωτερική πόρτα.
µπουτζανγκλό σι, τζανέλ τε κερέλ Αντίθ. α(ν)ντρουτνό και α(ν)ντρικνό
πι µπουκί = έξυπνος είναι, ξέρει να = εσωτερικός.
κάνει τη δουλειά του εξωφρενικός (επίθ.): ντιλικανό, -ί
(µπουτζανγκλό κυριολ. = (κατά λέξη: τρελοειδής*, σ.α.
πολύξερος). παράλογος, ντιλό, -ί = τρελός, -ή)
Αντίθ. χαουµέ = κουτός, βλάκας, π.χ. ντιλικανό φουλαηπέ =
σσαπσσάλι = βλάκας, εξωφρενικό χτένισµα, ντιλικανέ
χαζοχαρούµενος. πφερασά = εξωφρενικά λόγια.
έξω (α) (επίρρ.): αβρί και αβρίκ εξώφυλλο: αβρουτνί-πατρίν και
π.χ. ίκλι αβρίκ = βγες έξω, (φράση) αβρικνί-πατρίν, η.
ικαλντά µαν αβρί κατάρ µε σσέα = εορταστικός: (βλ. γιορτινός).
µ’ έβγαλε έξω από τα ρούχα µου. επάγγελµα (α): µπουκί, η (=
(αβράλ = από έξω). δουλειά)
Αντίθ. α(ν)ντρέ = µέσα. π.χ. σαβί µπουκί κερές; = τι
έξω (β) (επίρρ.): αβριγκά επάγγελµα κάνεις;
π.χ. κα ικαλάβ αβριγκά καλέ (βλ. και δουλειά, εργασία).
τσχορά αϊράτ = θα βγάλω έξω επάγγελµα (β): ζαναάτι, ο (σ.α.
αυτήν την κοπέλα απόψε (δηλ. θα τέχνη)
ερωτοτροπήσω µαζί της). π.χ. αµαρό ζαναάτι σι καβά, κατάρ
έξω (το): αβριπέ, ο ικαλάς αµαρό µαρνό = το
π.χ. σα αβρί ικλές α(ν)ντό σσιλ· επάγγελµά µας είναι αυτό, από ‘δω
χαλάς τουτ καβά αβριπέ = όλο έξω βγάζουµε το ψωµί µας, κε
βγαίνεις µες στο κρύο· σ’ έφαγε νταντέσκο ζαναάτι λιάν ντικχάβ =
αυτό το έξω (δηλ. σ’ αρρώστησε). το επάγγελµα του πατέρα σου
πήρες (ακολούθησες) βλέπω, ο
167

ντιλεντζιλίκο σι λακό ζαναάτι = η σου δουλειά. από το επάγγελµα του


επαιτεία είναι το επάγγελµά της εργάτη κανείς δεν πήγε µπροστά
(βλ. και τέχνη (α)). (οικονοµικά).
επάγγελµα (του µικροπωλητή στα επάγγελµα (του βοσκού):
παζάρια): παζαρτζουλούκο και τσοµπα(ν)νούκο, ο.
παζαρτζϋλΰκο, ο επαγγελµατίας: εσνάφο, ο (θηλ.
π.χ. –σαβί µπουκί κερές του; - εσνάφκα, η)
παζαρτζουλούκο κεράβ = -ποια π.χ. εσνάφο κερντιλάν ντικχάβ! =
δουλειά κάνεις εσύ; -το επάγγελµα επαγγελµατίας έγινες βλέπω!
του µικροπωλητή κάνω (ασκώ). επαινετικός (επίθ.):
(Οι 90% από τους κατοίκους του ασσαριµάσκο,-ι και ασσαρικανό,-ί
οικισµού της οδού τέρµα π.χ. ασσαριµάσκε όρµπε =
Αδριανουπόλεως Κοµοτηνής επαινετικά λόγια.
ασχολούνται σήµερα µ’ αυτό το έπαινος: ασσαριπέ και ασσαρντιπέ,
επάγγελµα, του µικροπωλητή στα ο.
παζάρια της Θράκης ως πωλητές επαινούµαι: (βλ. πανεύοµαι).
ενδυµάτων, οπωρολαχανικών, επαινώ (µετβ. ρ.): ασσαράβ (βλ.
υποδηµάτων, χαρτικών, γυαλικών. παινεύω).
Παζαρτζίο, ο = ο µικροπωλητής επαιτεία: ντιλεντζιλίκο, ο
των παζαριών, σ.α. παζαρευτής, π.χ. καγιά πφουρί τραησαρέλ
θηλ. παζαρτζΰκα και παζαρτζίκα, κατάρ ντιλεντζιλίκο = αυτή η γριά
η). ζει από την επαιτεία, κατάρ ο
επάγγελµα (του καφετζή): ντιλεντζιλίκο κιντά καλά παρέ =
καβετζιλίκο, ο. από την επαιτεία µάζεψε αυτά τα
επάγγελµα (του χρήµατα.
καταστηµατάρχη): επαιτώ (αµετβ.και µετβ.ρ.):
ντουκιαντζϋλΰκο, ο. ντιλενίαβ (βλ. και ζητιανεύω).
επάγγελµα (του λούστρου, του επάλειµµα: (βλ. επάλειψη).
βαφέα, του ελαιοχρωµατιστή): επαλειµµένος (µτχ.): µακχλό-ί (=
µποϊατζϋλΰκο, ο. αλειµµένος, βαµµένος,
επάγγελµα (του ρακοσυλλέκτη, επιχρισµένος).
του οδοκαθαριστή): επαλείφω (µετβ. ρ.): µακχάβ (=
γκυρµπετζιλίκο και αλείφω, βάφω, επιχρίω).
γκιουρµπετζιλίκο, ο. επάλειψη: µακχιπέ, ο (= άλειµµα,
επάγγελµα (του εργάτη που βάψιµο, επίχρισµα).
µαζεύει βαµβάκι): επαληθευµένος (µτχ.):
παµουκτσουλούκο, ο. τσατσουκαναρντό,-ί.
επάγγελµα (του εργάτη που επαληθεύοµαι (µετβ. ρ.):
µαζεύει ντοµάτες): τσατσουκανισάαβ
ντοµάτατζϋλΰκο, ο. π.χ. τσατσουκανισάιλε µε όρµπε
επάγγελµα (του ανειδίκευτου κάι πφενάβας τούκε =
εργάτη): εργατλούκο και επαληθεύτηκαν τα λόγια µου που
εργκατλούκο, ο σου έλεγα.
π.χ. (θυµοσοφία) τε κερές κιρνί Συνών. τσατσάβαβ = αληθεύω.
µπουκί. κατάρ εργατλούκο, κχόνικ επαλήθευση: τσατσουκαναριπέ, ο.
νι γκελό ανγκλέ = να κάνεις δική
168

επαληθεύω (µετβ. ρ.): επείγει (τρίτο προσ. ρ.):


τσατσουκαναράβ σιγκιάρντολ
π.χ. κα τσατσουκαναράβ καλέν κάι π.χ. σιγκιάρντολ καγιά µπουκί,
πφε(ν)ντιλέ = θα επαληθεύσω αυτά πρέπι τε κερντόλ = επείγει αυτή η
που ειπώθηκαν. δουλειά, πρέπει να γίνει.
επαναφέρω (µετβ. ρ.): πάλε- επείγοµαι (αµετβ. ρ.): σιγκιαράβ
α(ν)ταβάβ, πάλε-αταβάβ, γκένε- (βλ. και βιάζοµαι).
α(ν)ταβάβ, και γκένε – αταβάβ (= επειγόντως (επίρρ.): σίγο και
πάλι, ξανά φέρνω). σούγο
επανέρχοµαι (αµετβ. ρ.): πάλε- π.χ. πφεν λεσκέ τε αβέλ σίγο = πες
αβάβ (= πάλι, ξανά, έρχοµαι) και του να ’ρθει επειγόντως. (βλ. και
γκένε-αβάβ (= πάλι, ξανά έρχοµαι) γρήγορα).
π.χ. ντικχές; πάλε κάι µε πφερασά επειδή (συνδ.): σόσκε και σόσταρ
αβές = βλέπεις; επανέρχεσαι στα π.χ. νι γκελόµ, σόσκε σόµας
λόγια µου. νασφαλό = δεν πήγα, επειδή ήµουν
Συνών. ιρισάβαβ και ιρισάαβ = άρρωστος.
αµετβ. γυρίζω, αµετβ. επιστρέφω. (σόσκε και σόσταρ κυριολ. γιατί).
επάνω (επίρρ.): οπρέ επειδή (συνδ.): κάι (σ.α. που, πού,
π.χ. ικλιλό οπρά κοπάτσι = σε)
ανέβηκε επάνω στο δέντρο, η ζουµί π.χ. κάι σι µπαρέ µε µπαλά ζόρι
σι οπρά τραπέζι = το φαγητό είναι φουλάντον = επειδή είναι µεγάλα
πάνω στο τραπέζι, οπράλ = από τα µαλλιά µου δύσκολα
πάνω, ούτε οπρά µά(ν)ντέ νι χτενίζονται.
µανγκέλ τε ντικχέλ = ούτε επάνω έπειτα: (βλ. ύστερα).
µου δε θέλει να κοιτάξει. επεκτείνω (µετβ. ρ.):
Αντίθ. τελέ = κάτω. µπαρανταράβ (= µεγαλώνω µετβ.)
επαργυρωµένος: (βλ. π.χ. κα µπαρανταράβ ο ντουκιάνο
ασηµωµένος). = θα επεκτείνω το µαγαζί.
επαργυρώνω: (βλ. ασηµώνω). (βλ. και µεγαλοποιώ).
επαργύρωση: (βλ. ασήµωµα). επέκταση: µπαρανταριπέ, ο (=
έπαρση (α): βαζντιπέ, ο (κυριολ. µεγάλωµα)
σήκωµα) (βλ. και µεγαλοποίηση).
π.χ. ε µπαϊρακέσκο βαζντιπέ = η επεξεργάζοµαι (µετβ. ρ.):
έπαρση της σηµαίας. µπουκιαράβ
Αντίθ. φουλαριπέ = κατέβασµα, (σ.α. κατεργάζοµαι, µπουκί =
ξεφόρτωµα δουλειά).
έπαρση (β): µπουτ-µπαρικανιπέ, ο (βλ. και κατεργάζοµαι).
(κυριολ. πολλή υπερηφάνεια, σ.α. επεξεργασία: µπουκιαριπέ, ο
υπεροψία) (σ.α. κατεργασία).
π.χ. κατάρ ο µπουτ-µπαρικανιπέ επεξεργασµένος (µτχ.):
κάι σι καλέ, οπρά αµέ(ν)ντε νι µπουκιαρντό,-ί.
ντικχέλ = από την πολλή (σ.α. κατεργασµένος).
υπερηφάνεια (έπαρση) που έχει επεξηγηµατικός: (βλ.
αυτός, πάνω µας δεν βλέπει. επεξηγητικός).
επαφή: πασσιπέ, ο (πασσέ = κοντά) επεξηγητικός (επίθ.):
Αντίθ. ντουριπέ = απόσταση. ακχιαρνταριµάσκο, -ι.
169

επεξήγηση: ακχιαρνταριπέ, ο. π.χ. λελ αϊλούκο πε σικνέ


επεξηγώ (µετβ. ρ.): ακχιαρνταράβ χουρντένγκε = παίρνει επίδοµα για
(ακχιαράβ = καταλαβαίνω, τα µικρά παιδιά της (του) (σ.α.
ακχιαρνταράβ = κάνω να σύνταξη, µισθός, βλ. και µισθός,
καταλάβει-ουν). σύνταξη, µηνιάτικο).
(βλ. και εξηγώ). επίθεση: βλ. γιουρούσι
επιβεβαιωµένος: (βλ. επίθετο: σοέσκο-αλάβ, ο (= σογιού
πιστοποιηµένος). όνοµα)
επιβεβαιώνοµαι:(βλ. π.χ. σαρ σι κε σοέσκο αλάβ; = πώς
πιστοποιούµαι). είναι το επίθετό σου;
επιβεβαιώνω: (βλ. πιστοποιώ). επιθυµία: µανγκιπέ και µανγκλιπέ,
επιβεβαίωση: (βλ. πιστοποίηση). ο.
επιβεβαιωτικός: (βλ. π.χ. λεσκό µανγκιπέ σας τε
πιστοποιητικός). κερντόλ ντοκτόρι = η επιθυµία του
επιβλέπω (µετβ. ρ.):ντικχάβ (= ήταν να γίνει γιατρός.
κοιτάζω, βλέπω, σ.α. παρατηρώ, (βλ. και θέληση, ζήτηση, αγάπη).
εξετάζω, φροντίζω, προσέχω, επιθυµώ (µετβ. ρ.): µανγκάβ
παρακολουθώ). π.χ. µανγκέλ τε ντικχέλ πε πφαλέ =
επιδειγµένος: (βλ. επιθυµεί να δει τον αδερφό του.
αποκαλυµµένος). (βλ. και αγαπώ, θέλω, ζητώ).
επιδεικνύοµαι (αµετβ. ρ.): επικερδής: (βλ. κερδοφόρος).
σικανταράµαν και σικαβάµαν επικεφαλής: (βλ. αρχηγός).
π.χ. µανγκέλ τε σικανταρέλπες = επιλεγµένος (άκλ. επίθ.):
θέλει να επιδεικνύεται. αητλαµούσσι (κυριολ.
(βλ. σικαβάµαν στο λήµµα διαλεγµένος).
δείχνοµαι). επιλέγοµαι (αµετβ. ρ.): αητλανίαβ
(βλ. σικανταράµαν στα λήµµατα (κυριολ. διαλέγοµαι).
φανερώνοµαι, προβάλλοµαι). επιλέγω (µετβ. ρ.): αητλάιαβ
επιδεικνύω (µετβ. ρ.): σικανταράβ (κυριολ. διαλέγω, βλ. και διαλέγω).
(κυριολ. αναδεικνύω) επιλογή: αητλαµάκο, ο (κυριολ.
π.χ. σικανταρέλ πε σσέα = διάλεγµα).
επιδεικνύει τα ρούχα του. επινόηµα: (βλ. επινόηση).
(βλ. και προβάλλω, φανερώνω) επινόηση: φικίρι, ο (σ.α. γνώµη,
επιδεικτικός (επίθ.): σικαντικανό,- ιδεά, εφεύρεση, τέχνασµα)
ί. π.χ. χοχαηµάτα σι καλέν κάι
Συνών. φιγούρατζιο = φιγουρατζής. πφενές, φικίρα ικαλές α(ν)τάρ κι
επίδειξη: σικανταριπέ, ο (κυριολ. γκογκί = ψέµατα είναι αυτά που
ανάδειξη) λες, επινοήσεις βγάζεις από το
(βλ. και προβολή, φανέρωµα). µυαλό σου (δηλ. πλάθεις πράγµατα
επιδιορθώνω (µετβ. ρ.): µε τη φαντασία σου), σαρνί
λατσχαράβ (= µετβ.καλυτερεύω). κερντόλ κχάντσικ νταά, του φικίρι
επιδιόρθωση: λατσχαριπέ, ο (= ικαλές = χωρίς να γίνει τίποτα
καλυτέρευση) ακόµα εσύ γνώµη βγάζεις
επίδοµα: αϊλούκο, ο (κυριολ. (σχηµατίζεις), νά ντισστίρ φικίρι τζι
µηνιάτικο) τχάρα = µην αλλάζεις γνώµη µέχρι
αύριο, κον τχοντά καλά φικίρα
170

α(ν)ντί κι γκογκί; = ποιος έβαλε επιστρέφω (αµετβ. ρ.): ιρισάαβ


αυτές τις ιδέες στο µυαλό σου; π.χ. κα ιρισάολ α(ν)ντέ ντούι
τυρλύ-τυρλύ φικίρα ικαλέλ για τε γκιβεσά = θα επιστρέψει σε δυο
να κερντόλ καϊά µπουκί = λογιών- µέρες.
λογιών τεχνάσµατα βγάζει (βλ. και αµετβ. γυρίζω).
(µηχανεύεται) για να µην γίνει αυτή επιστροφή: ιρισαηπέ, ο (βλ. και
η δουλειά. γυρισµός)
επινοητικός (επίθ.): φικιρλίο, -ίκα Αντίθ. τζιιπέ = πηγαιµός.
π.χ. πφιρνό σαν, φικιρλίονα! = επιταγή (τραπεζική): επιταγί, η
πονηρός είσαι, επινοητικέ! (σ.α. π.χ. τσχι(ν)ντόµ λεσκέ επιταγί =
εφευρετικός, πολυµήχανος, του έκοψα επιταγή.
ευρηµατικός) επίτευγµα: µπετζερµέκο, ο (σ.α.
επινοητικότητα: φικιρλίκο, ο κατόρθωµα).
επινοώ (µετβ. ρ.): φικίρι-ικαλάβ επιτίθεµαι (αµετβ. ρ.):
(σ.α. εφευρίσκω, µηχανεύοµαι, γιουρούσσι-κεράβ (= γιουρούσι,
σκαρφίζοµαι, σοφίζοµαι, σκαρώνω επίθεση κάνω).
µτφ. ικαλάβ = βγάζω), βλ. φικίρι επιτρέπω (µετβ. ρ.): µουκάβ (=
στο λήµµα επινόηση. αφήνω)
επίορκος (επίθ.): µπανγκέ- π.χ. µουκάβ λε τε νακχέλ = τον
σοβελένγκο,-ι. επιτρέπω να περάσει.
π.χ. µε ασταράβ µι σοβέλ, νάι σοµ επιτυγχάνω (µετβ. ρ.): µπετζερίαβ
µπανγκέ-σοβελένγκο = εγώ κρατώ (κυριολ. καταφέρνω, σ.α.
τον όρκο µου, δεν είµαι επίορκος. κατορθώνω, βλ. και καταφέρνω).
επισκευάζω (α): λατσχαράβ (= επιφαίνοµαι (αµετβ. ρ.): σικάντιαβ
µετβ. καλυτερεύω, σ.α. βελτιώνω, (= φαίνοµαι, εµφανίζοµαι).
γιατρεύω, επιδιορθώνω, τακτοποιώ, επιφάνεια: αβραλιπέ, ο (σ.α.
ετοιµάζω, περιποιούµαι). εξωτερικότητα).
επισκευάζω (β): (βλ. δηµιουργώ επιφανειακά (επίρρ.): αβράλ (=
(β)). από έξω, έξωθεν)
επισκευή: (βλ. δηµιουργώ (β)). Αντίθ. α(ν)ντράλ = εσωτερικά, απο
επισκευασµένος: (βλ. δηµιουργώ µέσα, έσωθεν, ντερίνι = βαθιά,
(β)). βαθύς.
επιστάτης: ντραγκουµάνο, ο. επιφανειακός (επίρρ.):
επιστολή: µεκτούπο, ο. αβραλουτνό,-ί (σ.α. εξωτερικός).
π.χ. µπιτσχαλντόµ λεσκέ µεκτούπο επιφέρω (µετβ. ρ.): α(ν)ταβάβ και
= του έστειλα επιστολή. αταβάβ (κυριολ. φέρνω)
επιστρέφοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. µπουτ κιάρι α(ν)ταβέλ καγιά
ιρισάρντιαβ µπουκί = πολύ κέρδος επιφέρει
π.χ. τε ιρισάρντον καλά µανγκινά, αυτή η δουλειά.
τε λι(ν)ντόν ε παρέ = να επιχειρηµατικότητα: εσναφλούκο,
επιστραφούν αυτά τα εµπορεύµατα, ο
να παρθούν τα λεφτά. π.χ. ο τζα(µ)µπαζλούκο µανγκέλ
επιστρέφω (µετβ. ρ.): ιρισαράβ εσναφλούκο = η ζωεµπορία θέλει
π.χ. κα ιρισαράβ ε µανγκινά = θα επιχειρηµατικότητα (δηλ.
επιστρέψω τα εµπορεύµατα. επιχειρηµατικό πνεύµα).
(βλ. και µετβ. γυρίζω). επίχριση: (βλ. επίχρισµα).
171

επίχρισµα: µακχιπέ, ο (= άλειµµα, (βλ. και επάγγελµα, δουλειά).


βάψιµο, επάλειψη). εργασία (β): τσαλϋσσµάκο, ο (σ.α.
επιχρισµένος (µτχ.): µακχλό,-ί (= λειτουργία).
αλειµµένος, βαµµένος, εργάτης: εργάτι και εργκάτι, ο
επαλειµµένος). π.χ. ο γκατζό εργάτορα µανγκέλ
επιχρίω (µετβ. ρ.): µακχάβ (= παµουκέσκε = ο µη Τσιγγάνος
αλείφω, βάφω, επαλείφω). εργάτες θέλει για βαµβάκι (για το
επόµενος (επίθ.): παλικνό,-ί (= µάζεµα βαµβακιού).
πισινός) εργατικιά (η): τσαλϋσσκάνκα, η
π.χ. τε νακχέλ ο παλικνό = να π.χ. τσαλϋσσκάνκα µπορί λιάν
περάσει ο επόµενος. τούκε = εργατικιά νύφη πήρες για
εποχή: ζαµάνο, ο (= χρόνος, σένα.
καιρός) Αντίθ. τε(µ)µπέλκα = τεµπέλα,
π.χ. γκελέ κολά ζαµάνορα κάι οκνηρή.
τζανέσας, η ντουνιάβα ντιισστί = εργατικός (α) (επίθ.):
πάνε εκείνες οι εποχές που ήξερες, µπουκιαρνό,-ί
ο κόσµος άλλαξε. π.χ. µπουκιαρνό σι, ιν τρασσάλ ε
επταετής (επίθ.): εφταµπροσσέν- µπουκιάταρ = εργατικός είναι, δεν
γκο,-ι και εφταµπρεσσένγκο,-ι. φοβάται τη δουλειά, γκαντικίν
επτάπλευρος (επίθ.): εφτά- µπουκιαρνό κάι σαν, τε ντικχάς σαή
ριγκένγκο, -ι. ροµνί κα περέλ τουκέ = τόσο
επώδυνος: (βλ. οδυνηρός). εργατικός που είσαι, να δούµε ποια
επώνυµο: (βλ. επίθετο). γυναίκα θα σου πέσει. (δηλ. ποια θα
επωφελής: (βλ. ωφέλιµος). παντρευτείς).
εραστής: ντόστι, ο (σ.α. Αντίθ. κχα(ν)ντινό = τεµπέλης,
σύντροφος) βροµιάρης, βρόµικος.
π.χ. καβά σι λακό ντόστι = αυτός εργατικός (β): τσαλϋσσκάνι, ο
είναι ο εραστής της. π.χ. τσαλϋσσκάνι σι µο τσχαβό =
(θηλ. ντοστίνκα, η, σ.α. εργατικός είναι ο γιος µου.
συντρόφισσα) Αντίθ. τε(µ)µπέλι = τεµπέλης,
εργάζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µπουκί- οκνηρός.
κεράβ (= δουλειά κάνω) εργατικότητα (α): µπουκιαρνιπέ, ο
π.χ. µπουκί-κεράβ κάι φάφρικα = Αντίθ. κχα(ν)ντινιπέ = τεµπελιά,
εργάζοµαι στο εργοστάσιο. βροµιά.
εργάζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): εργατικότητα (β):
τσαλϋσσίαβ τσαλϋσσκα(ν)νούκο, ο (σ.α.
π.χ. τσαλϋσσίορ µο τσχαβό αβγκιέ λειτουργικότητα)
= εργάζεται ο γιος µου σήµερα. Αντίθ. τε(µ)µπελίκο = τεµπελιά,
(σ.α. λειτουργώ π.χ. νι τσαλϋσσίορ οκνηρία.
ο µοτόρι, µποζούκι σι = δε εργάτρια: εργάτκα και εργκάτκα, η
λειτουργεί το µηχανάκι, χαλασµένο εργένης (α): µπιροµνάκο, ο (=
είναι). χωρίς γυναίκα) και εργένισσα, η =
εργαλείο: αλαϊάτι, ο (προφ. µε µπιροµέσκι, η (= χωρίς άνδρα).
συνίζηση ια) (σ.α. όργανο, π.χ. µπιροµέσκι ατσχιλί τζι τε
ανταλλακτικό), πληθ. αλαϊάτορα, ε. µερέλ = εργένισσα έµεινε µέχρι να
εργασία (α): µπουκί, η (= δουλειά) πεθάνει.
172

Συνών. µπιζζενιµέ = άγαµος, θα ’ρθω κι εγώ µαζί σας, αβάβ τε


µπεκιάρι = άγαµος, εργένης λαβ τουτ = έρχοµαι να σε πάρω.
εργένης (β): µπεκιάρι, ο (σ.α. Συνών. πασσάβαβ = πλησιάζω
ανύπαντρος, άγαµος). αµετβ.
εργένισσα (β): µπεκιάρκα, η (σ.α. Αντίθ. τζάβταρ = φεύγω.
ανύπαντρη, άγαµη). έρχοµαι (β) (επιτατ.αµετβ.ρ.):
εργενιλίκι: µπεκιαρλούκο, ο (σ.α. αβάβταρ
αγαµία, η κατάσταση του άγαµου). π.χ. άτσι ζάλακ, αβάβταρ = στάσου
π.χ. µπουκτού κατάρ ο λίγο, έρχοµαι, αβιλόταρ µο ντατ =
µπεκιαρλούκο µανγκέλ τε εβλενίορ ήρθε ο πατέρας µου, αβιλίταρ µι
= αγανάκτησε από το εργενιλίκι, ντέι = ήρθε η µητέρα µου.
θέλει να παντρευτεί. ερχόµενος (µτχ.): αβουτνό, -ί.
έργο: µπουκί, η (= δουλειά, ερχοµός: αβιπέ, ο
εργασία, επάγγελµα) και φίλιµι, ο (βλ. και άφιξη)
(= κινηµατογραφική ή τηλεοπτική π.χ. µπεκλέαβ κο αβιπέ = περιµένω
ταινία). τον ερχοµό σου.
εργοστασιάρχης: φάφρικατζίο, ο. Αντίθ. τζιιπέ = πηγαιµός.
εργοστάσιο: φάφρικα, η και ερωµένος: (βλ. αγαπητικός).
εργοστάσιο, ο ερωµένη: (βλ. αγαπητικιά).
π.χ. µπουκί-κερέλ κάι φάφρικα = έρωτας (α): σεβντάβα, η
δουλεύει στο εργοστάσιο, σο π.χ. η σεβντάβα κολάη ιν νακχέλ =
ικαλέλ καγιά φάφρικα; = τι βγάζει ο έρωτας εύκολα δεν περνάει,
(παράγει) αυτό το εργοστάσιο; ντιλαρντά λα η σεβντάβα = την
έρευνα: ροντιπέ, ο τρέλανε ο έρωτας.
(βλ. και ψάξιµο). έρωτας (β) (σεξουαλική πράξη):
ερευνητικός (επίθ.): ροντιµάσκο, -ι πασστιπέ, ο (κυριολ. κοίµηση, σ.α.
ερευνώ (µετβ. ρ.): ρόνταβ ύπνος, πασστιάβ = κοιµάµαι)
π.χ. ρόνταβ τε ακχαβάβ κάστε σι η π.χ. κερντόµ λάσα πασστιπέ =
ντοςς = ερευνώ να βρω ποιος έχει έκανα µαζί της έρωτα.
το φταίξιµο. ερωτηµατικός (επίθ.):
(βλ. και ψάχνω). πουτσιµάσκο, -ι και πουσσιµάσκο, -
έρηµος (η): πουστία, η. ι.
έρηµος (ο): πούστο, ο (θηλ. ερωτευµένος (επίθ.): σεβνταλίο,-
πούστο, η, έχει πάντα αρνητι- ούκα
κή σηµασία). π.χ. σεβνταλίο σαν ντα επ
π.χ. (ως κατάρα) πούστο τε ατσχέλ µπιστρέστουτ; = ερωτευµένος είσαι
τούταρ κο κχερ! = έρηµο να µείνει κι όλο ξεχνιέσαι;
από σένα το σπίτι σου! ερωτεύοµαι (αµετβ.καιµετβ.ρ.):
ερηµώνω (αµετβ. ρ.): πούστο- σεβνταλανίαβ
ατσχάβ (έρηµος-η µένω) π.χ. κας ντικχέλ καβά,
ερπετά (τα): σσαπουρκανέ, ε σεβνταλανίορ λακέ = όποια βλέπει
(από σσαπούρκα = σαύρα). αυτός, την ερωτεύεται.
έρχοµαι (α) (αµετβ. ρ.): αβάβ ερωτηµατολόγιο: πουτσιµατένγκο-
π.χ. ιν αβιλό αβγκιέ = δεν ήρθε λιλ και πουσσιµατένγκο-λιλ, ο.
σήµερα, κα ’βάβ µε ντα τουµένσα = ερώτηση: πουτσιπέ και πουσσιπέ,
ο
173

π.χ. σαβό πουτσιπέ σας καβά κάι ρική πόρτα.


κερντάν; = τι ερώτηση ήταν αυτή Αντίθ. αβρουτνό = εξωτερικός και
που έκανες; αβρικνό = εξωτερικός.
Αντίθ. απάντισι και τζεβάπο = εταιρεία: ετερία, η.
απάντηση. ετήσιος (α) (επίθ.): µπροσσουτνό,-
(σ.α. ρώτηµα). ί.
εσκεµµένα (επίρρ.): µανγκιµάσα ετήσιος (β) (επίθ.): µπροσσέσκο, -
π.χ. µανγκιµάσα κερντά καβά σσέι και µπρεσσέσκο, -ι.
= εσκεµµένα το έκανε αυτό το έτοιµα (επίρρ.): αζούρο (σ.α.
πράγµα. έτοιµος)
(βλ. και θεληµατικά). π.χ. αζούρο αρακχαβέλ λεν =
Αντίθ. µπιµανγκιµάσα = άθελα. έτοιµα τα βρίσκει (βλ. και έτοιµος
εσκεµµένος (επίθ.): (α)).
µανγκλι(ν)ντό,-ί και µανγκι(ν)ντό,- ετοιµάζοµαι (αµετβ. ρ.):
ί. λατσχαράµαν (κυριολ. καλυτερεύω
Αντίθ. µπιµανγκλι(ν)ντό = αθέλητος. τον εαυτό µου)
εστία (του τερµατοφύλακα): π.χ. λατσχαρέλπες, τε τζαλ κάι
καλάβα και κα(λ)λάβα, η µπιάβ = ετοιµάζεται, να πάει στο
π.χ. πουταρντί µουκλά η καλάβα γάµο.
ο καλετζίο, ο(ν)ντάν χαλά ο γκόλι = ετοιµάζω (µετβ. ρ.): λατσχαράβ
ανοιχτή άφησε την εστία ο (κυριολ. µετβ. καλυτερεύω)
τερµατοφύλακας, γι’ αυτό έφαγε το π.χ. λατσχαράβ µε πατέ, για τε
γκολ (καλετζίο, ο = τζάβταρ = ετοιµάζω τα ρούχα µου,
τερµατοφύλακας) για να φύγω.
εστιατόριο: ατσίνισα, η (βλ. µετβ. καλυτερεύω).
π.χ. τζαβ κάι ατσίνισα τε χαβ ετοιµασία (α): λατσχαριπέ, ο
µαρνό = πάω στο εστιατόριο να (κυριολ. καλυτέρευση)
φάω ψωµί. (βλ. καλυτέρευση).
εσύ (αντων.): του ετοιµασία (β): αζϋρλΰκο, ο (σ.α.
π.χ. του σο πφενές; = εσύ τι λες; ετοιµότητα).
εσένα = τουτ, τουτ µανγκέλ = εσένα ετοιµασία (γ): αζουρλούκο, ο.
θέλει, τούκε ορµπισαράβ = σε σένα ετοίµασµα: (βλ. ετοιµασία).
µιλάω, εσείς = τουµέν, τουµέν σο ετοιµασµένος: (βλ. έτοιµος).
µανγκέν; = εσείς τι θέλετε; έτοιµος (α) (άκλ. επίθ.): αζούρο
έσωθεν (επίρρ.): α(ν)ντράλ (σ.α. έτοιµα)
Αντίθ. αβράλ = έξωθεν. π.χ. αζούρο σαν; = έτοιµος είσαι;,
εσώρουχο: ντικόλτα, η (= το αζούρο σι η ζουµί = έτοιµο είναι το
φανελάκι). φαγητό (βλ. και έτοιµα).
εσωτερικό (το): α(ν)ντρουτνιπέ, έτοιµος (β) (επίθ.): λατσχαρντό,-ί
α(ν)ντρικανιπέ και α(ν)ντριπέ, ο (κυριολ. καλυτερεµένος*)
(α(ν)ντριπέ σ.α. περιεχόµενο) (βλ. και βελτιωµένος,
Αντίθ. αβρουτνιπέ, αβρικανιπέ = περιποιηµένος, διορθωµένος).
εξωτερικό (το). έτοιµος (γ) (άκλ. επίθ. και επίρρ.):
εσωτερικός (επίθ.): α(ν)ντρουτνό,- αζΰρι (σ.α. έτοιµα)
ί και α(ν)ντρικνό,-ί π.χ. µε αζΰρι σοµ, του σο κερές
π.χ. α(ν)ντρουτνό ουντάρ = εσωτε- νταά; = εγώ έτοιµος (-η) είµαι, εσύ
174

τι κάνεις ακόµα; (αζϋρτζίο, ο = ευθυτενής (α) (άκλ. επίθ.): ντίκι


χαραµοφάης). (σ.α. όρθιος, στητός)
ετοίµως: (βλ. έτοιµα). (βλ. και όρθιος (β), στητός).
έτος: µπροςς και µπρεςς, ο ευθυτενής (β) (επίθ.): οπρι(ν)ντό, -
π.χ. σαβό µπροςς ζζενισάιλαν; = ί (σ.α. όρθιος, στητός).
ποιο έτος παντρεύτηκες; ευθυτενώς (επίρρ.): ντικινέ (σ.α.
(υποκ.): µπροσσορό και όρθια, στητά).
µπρεσσορό, ο. ευθύτητα: ντοβρουλούκο, ο (σ.α.
έτσι (επίρρ.): γκαντάλ, αγκαντάλ αλήθεια, η, το σωστό).
και αγκαντιάλ. ευκαιρία: εφκερία, η
π.χ. γκαντάλ σι σαρ πφενές = έτσι π.χ. εφκερία σι καλά µανγκινά, λε
είναι όπως λες, αγκαντάλ κερντιλό; λεν = ευκαιρία είναι αυτά τα
= έτσι έγινε; εµπορεύµατα, πάρτα, (δηλ.
Αντίθ. αβέρτουρλι = αλλιώς, πωλούνται σε πολύ χαµηλή τιµή),
αλλιώτικος, διαφορετικός. µε ντιλό σοµ, τε χασαράβ καγιά
ευγενικός: (βλ. γλυκοµίλητος). εφκερία; = εγώ τρελός είµαι, να
ευδιάκριτος: (βλ. φανερός (β)). χάσω αυτή την ευκαιρία;
ευδοκίµηση: (βλ. χαΐρι). ευκίνητος (άκλ. επίθ.): σσεβίκι (=
ευδόκιµος: (βλ. χαϊρλίδικος). σβέλτος, γρήγορος, ταχύς, σβέλτα,
ευδοκιµώ (αµετβ. ρ.): αήρι- γρήγορα, ταχέως)
ντικχάβ (= χαΐρι βλέπω). π.χ. µπουτ τφουλό σαν, ο(ν)ντάν
ευεργεσία: λατσχιπέ, ο (κυριολ. νάι σαν σσεβίκι = πολύ παχύς είσαι,
καλοσύνη, καλό, το) γι’ αυτό δεν είσαι ευκίνητος.
π.χ. καβά ζενγκίνι γκατζό, µπουτ Αντίθ. παφρό = βαρύς, αργός,
λατσχιµάτα κερέλ = αυτός ο βραδύς, δυσκίνητος, βραδυκίνητος
πλούσιος µη-Τσιγγάνος, πολλές εύκολα (επίρρ.): κολάη
καλοσύνες (ευεργεσίες) κάνει. π.χ. κολάη νι λι(ν)ντόλ αβγκιέ εκ
ευθέως (επίρρ.): ντοβρού και κχερ = εύκολα δεν παίρνεται
ντοβρούς (αγοράζεται) σήµερα ένα σπίτι.
π.χ. κα πφενάβ λεσκέ ντοβρού σο (βλ. και εύκολος).
κερντιλό = θα του πω ευθέως τι Αντίθ. ζόρι = δύσκολα, δύσκολος.
έγινε. (βλ. και ευθύς, κατευθείαν) ευκολία: κολαηλούκο, ο
(ντοβρούς και ντοβρού σ.α. π.χ. ρακχαντά ε µπουκιάκο
ντόµπρος). κολαηλούκο = βρήκε της δουλειάς
ευθύς (άκλ. επίθ.): ντοβρούς και την ευκολία, νταλί κα κερές µανγκέ
ντοβρού κα-
π.χ. τζα ντοβρούς = πήγαινε βά κολαηλούκο; = θα µπορέσεις να
ευθεία, ντοβρού µανούςς = ευθύς µου κάνεις αυτή την ευκολία
άνθρωπος. (σ.α. ντόµπρος, (διευκόλυνση);
κατευθείαν) Αντίθ. ζορλούκο = δυσκολία.
ευθύς (ο): ντοβρουτζίο, ο (σ.α. ευκολονόητος: (βλ. καταληπτός).
φιλαλήθης). εύκολος (άκλ. επίθ.): κολάη
π.χ. νάι σαν ντοβρουτζίο, χοχαηπέ π.χ. κολάη σι καγιά µπουκί =
πφενές = δεν είσαι ευθύς, ψέµα λες εύκολη είναι αυτή η δουλειά,
(θηλ. ντοβρουτζούκα, η). (στίχος από τσιγγάνικο τραγούδι)
Ροµ νάι κολάη του τε αβές = Ροµ
175

δεν είναι εύκολο εσύ να είσαι, ευτύχηµα: µπαχτιπέ, ο.


κχάντσικ νάι κολάη = τίποτα δεν ευτυχία: µπαχταλιπέ, ο.
είναι εύκολο. π.χ. (ευχή) µπαχταλιπέ τε ντικχέν
(βλ. και εύκολα). και χουρντέ! = ευτυχία να δουν τα
Αντίθ. ζόρι = δύσκολος, δύσκολα παιδιά σου!
ευοσµία: (βλ. µυρωδιά Αντίθ. µπιµπαχταλιπέ = δυστυχία,
(ευχάριστη)). ατυχία.
εύρεση (α): ρακχαηπέ και ευτυχισµένος (επίθ.): µπαχταλό-ί
αρακχιπέ, ο (βλ. και εντοπισµός) (κυριολ. τυχερός)
Αντίθ. χασαριπέ = χάσιµο. π.χ. µπαχταλό τε αβέλ ο νεβό
εύρεση (β): αρακχαηπέ και µπροςς! = ευτυχισµένο να είναι το
ακχαηπέ, ο (σ.α. εντοπισµός, καινούριο έτος!
ανακάλυψη). (βλ. και τυχερός).
εύρηµα: αρακχαηπέ, αρακχιπέ, Αντίθ. µπιµπαχταλό = άτυχος,
ρακχαηπέ και ακχαηπέ, ο (= δυστυχισµένος.
εύρεση, εντοπισµός, ανακάλυψη, ευχαριστηµένος (επίθ.): µεϊµούνι,
βρέσιµο, βρεσίδι). -κα (σ.α. ικανοποιηµένος)
ευρηµένος (α) (µτχ.): ρακχαντό,-ί π.χ. µπουτ µεϊµούνι σοµ κατάρ κι
(βλ. και εντοπισµένος). µπουκί = πολύ ευχαριστηµένος
Αντίθ. χασαρντό = χαµένος. είµαι από τη δουλειά σου,
ευρηµένος (β) (µτχ.): αρακχαντό, -ί µεϊµούνκα σαν κατάρ κι µπορί; =
και ακχαντό, -ί (σ.α. εντοπισµένος). ευχαριστηµένη είσαι από τη νύφη
εύρυνση: µπαραριπέ (= µεγάλωµα) σου;
και µπαρανταριπέ, ο (= µεγάλωµα). ευχαρίστηση: µεϊµου(ν)νούκο, ο
ευρύνω (µετβ. ρ.): µπαραράβ (= (σ.α. ικανοποίηση).
µετβ. µεγαλώνω) και µπαρανταράβ ευχαριστιέµαι (α) (αµετβ. ρ.): µο-
(= µεγαλώνω, µετβ.). γκι-κερντόλ (= η ψυχή µου γίνεται)
π.χ. ασσου(ν)ντόµ κάι κα π.χ. ακανά κάι µαρντόµ λε,
µπαρανταρές ο ντικιάνο = άκουσα κερντιλό-κο-γκί; = τώρα που τον
ότι θα ευρύνεις το µαγαζί. έδειρα, ευχαριστήθηκες;, λεσκό-
Ευρωπαίος: Εβρόπαλιο, ο. γκι-κερντόλ, κάνα ντικχέλ µαν τε
Ευρωπαία: Εβρόπαλϋκα, η. ροβάβ = ευχαριστιέται, όταν µε
Ευρώπη : Εβρόπα και Εβρόπι, η βλέπει να κλαίω. (σ.α.
π.χ. σα η Εβρόπι πφιρντάς = όλη ικανοποιούµαι).
την Ευρώπη περπάτησε. ευχαριστιέµαι (β) (αµεβτ.ρ.):
εύσωµος (επίθ.): πφερντό,-ί (= µεϊµούνι-κερντιάβ (=
γεµάτος) ευχαριστηµένος, ικανοποιηµένος,
(σ.α. πλήρης). γίνοµαι, σ.α. ικανοποιούµαι)
Αντίθ. κισσλό, ζαήφι = αδύνατος. π.χ. σο ντα τε κεράβ τουκέ,
ευτραφής (µτχ. ως επίθ.): µεϊµούνι νι κερντός = ό,τι και να
τφουλαρντό, -ί (κυριολ. παχυµένος, σου κάνω, δεν ευχαριστιέσαι.
τφουλαράβ = µετβ. παχαίνω, µετβ. ευχαριστώ (α): µπαχτάο (= ευτύχα)
χοντραίνω) (τφουλαρντό σ.α. π.χ. τε µπαχτάος ο λατσχιπέ κάι
παχουλός) κερντάν µανγκέ = σ’ ευχαριστώ (να
Συνών. τφουλορό = χοντρούλης, ευτυχείς) για την καλοσύνη που
χοντρούτσικος µου έκανες.
176

ευχαριστώ (β) (µετβ. ρ.): γκι- εφιάλτης: τρασσανό-σουνό, ο (=


κεράβ (= ψυχή κάνω) και µεϊµούνι- φοβερό όνειρο) και νταρανό-σουνό,
κεράβ (= ευχαριστηµένο, ο (= τροµακτικό όνειρο)
ικανοποιηµένο κάνω, σ.α. π.χ. σαό τρασσανό-σουνό σας καβά
ικανοποιώ) κάι ντικχλόµ ιρακί η ρατ! = τι
π.χ. κερντάν αµαρέ εφιάλτης ήταν αυτός που είχα δει
ντουσσµανένγκο γκι = χθες το βράδυ!
ευχαρίστησες τους εχθρούς µας εφορία: εφορία, η
(κατά λέξη : έκανες των εχθρών µας π.χ. µπουτ παρέ ποκι(ν)ντόµ καβά
την ψυχή), σαρ τε κεράβ µε ακανά µπροςς κάι εφορία = πολλά λεφτά
καλέ τσχαβρέ µεϊµούνι κάι πλήρωσα φέτος στην εφορία.
πφαγκλόµ λεσκό γκι; = πώς να εφτά (αριθµ.): εφτά
ευχαριστήσω εγώ τώρα αυτό το π.χ. εφτά µπροςς πφα(ν)ντιπέ
παιδί (το αγόρι) που του έσπασα ικαλντάς = εφτά χρόνια φυλακή
την ψυχή; έβγαλε.
ευτυχώ (αµετβ. ρ.): µπαχτάβαβ. εφτακόσια (αριθµ.): εφτάσσελ
ευχάριστα: (βλ. ωραία). εφτάψυχος (επίθ.): εφταγκιένγκο,-ι
ευχαρίστηση: γκι-κεριπέ, ο π.χ. ιν µερέλ κολάη καβά,
(κυριολ. ψυχή φτιάξιµο) εφταγκιένγκο σι = δεν πεθαίνει
Αντίθ. γκι-πφαγκιπέ (= ψυχή εύκολα αυτός, εφτάψυχος είναι.
σπάσιµο) δυσαρέστηση. εχεµύθεια (α): γκαραηπέ, ο (=
ευχή: ντοβάβα, η κρύψιµο)
π.χ. µι ντοβάβα νταβ τουτ! = την π.χ. ίτσ γκαραηπέ νάι τουτ α(ν)ντό
ευχή µου σου δίνω! κο γκι = καθόλου εχεµύθεια
εύχοµαι (µετβ. ρ.): ντοβάβα-νταβ (κρύψιµο) δεν έχεις στην ψυχή σου.
(= ευχή δίνω) εχεµύθεια (β): πφα(ν)ντό-µούι, ο
π.χ. ντοβάβα-νταβ τουτ ο Ντελ τε (κυριολ. κλειστό στόµα, µούι =
ντελ τουτ, σο µανγκέσα = σου στόµα, πρόσωπο)
εύχοµαι ο Θεός να σου δώσει, ό,τι π.χ. νάι τουτ πφα(ν)ντό-µούι,
επιθυµείς. ο(ν)ντάν νι πφουκαβάβ τούκε = δεν
Αντίθ. αρµάια-νταβ = καταριέµαι. έχεις εχεµύθεια, γι’ αυτό δεν σου
ευωδιά: (βλ. µυρωδιά (ευχάριστη)). µαρτυράω.
εφετείο: εφετίο, ο Αντίθ. πουταρντό-µούι = (ανοιχτό
π.χ. νά νταρά, κάι εφετίο µπεράτ στόµα) ακριτοµυθία.
κα περές = µη φοβάσαι, στο εφετείο εχέµυθος (α) (επίθ.):
αθώος θα πέσεις (θα αθωωθείς). γκαραντι(ν)ντό,-ί (= κρυφός,
εφεύρεση: (βλ. επινόηση). µυστικός).
εφευρετικός: (βλ. επινοητικός). π.χ. νά τρασσά, γκαραντι(ν)ντό σι,
εφευρίσκω: (βλ. επινοώ). νι πφουκαβέλ = µη φοβάσαι,
εφηµερίδα: γκαζάτα, η εχέµυθος είναι, δεν προδίδει.
π.χ. τζα κιν µανγκέ εκ γκαζάτα = εχέµυθος (β) (επίθ.): πφα(ν)ντέ-
πήγαινε να µου αγοράσεις µια µόσκο, -ι (= κλειστόστοµος)
εφηµερίδα. Αντίθ. πουταρντέ-µόσκο =
εφηµεριδούλα: γκαζατίσα, η. ανοιχτόστοµος, ακριτόµυθος.
εχθές: (βλ. χθες).
177

έχθρα: ντουσσµανλούκο και


ντουσσµα(ν)νούκο, ο
π.χ. νταά ντουσσµα(ν)νούκο
ασταρές, α(ν)ντό κο γκι; = ακόµα
έχθρα κρατάς µες στην ψυχή σου;
Αντίθ. αµαλιπέ = φιλία, σεβγκία =
αγάπη.
εχθρεύοµαι (µετβ. ρ.):
ντουσσµα(ν)νούκο-ασταράβ
(=έχθρα κρατώ)
π.χ. σόσκε ασταρές µανγκέ νταά
ντουσσµα(ν)νούκο;
= γιατί µε εχθρεύεσαι ακόµα;
εχθρικός (επίθ.): ντουσσµανέσκο, -
ι
Αντίθ. αµαλικανό = φιλικός.
εχθρός: ντουσσµάνο, ο
π.χ. ούτε µε ντουσσµανέσκε τε να
σικαβέλ ο Ντελ γκασαβό σσέι =
ούτε στον εθρό µου να µη δείξει ο
Θεός τέτοιο πράγµα.
θηλ. ντουσσµάνκα, η.
Αντίθ. αµάλ = φίλος.
εχθρότητα: ντουσσµανλούκο, ο.
έχω (µετβ. ρ.): σίµαν
π.χ. σίτουτ παρέ; = έχεις λεφτά;,
καζόµ χουρντέ σίτουτ; = πόσα
παιδιά έχεις;, σίµαν µπουτ µπουκί
αβγκιέ = έχω πολλή δουλειά
σήµερα.
176

Ζ
ζαβάδα: (βλ. λόξα). π.χ. (φράση) ασταρντά µαν ζάρι =
ζαβολιά: αραµτζουλούκο, ο µ’ έπιασε τύχη στα χαρτιά.
π.χ. νά κερ αραµτζουλούκο ζάρωµα: ζαροσαριπέ, ο
πφιρνορέα = µην κάνεις ζαβολιά (βλ. και ανατριχίλα).
πονηρούλη. Συνών. µπουρτσιπέ = τσαλάκωµα,
ζαβολιάρης (επίθ.): αραµτζίο,-ίκα γκιρτσιπέ = ρυτίδωµα.
π.χ. νι κχελάβ τούσα, αραµτζίο σαν ζαρωµένος (µτχ.): ζαροσαρντό,-ί,
= δεν παίζω µε σένα, ζαβολιάρης ζαρουσαρντό,-ί.
είσαι. ζαρωµένος (άκλ. επίθ.): ζαροµέ,
ζακέτα: ζακέτα, η ζαρουµέ
π.χ. βουράβ κι ζακέτα, αγιάζι π.χ. ζαροµέ µούι = ζαρωµένο
ικλιλό = φόρα τη ζακέτα σου, πρόσωπο.
αγιάζι βγήκε. Συνών. µπουρτσιµέ =
ζαλάδα: ζαλιπέ, ο τσαλακωµένος, γκιρτσιµέ =
π.χ. ασταρντάς µαν ζαλιπέ = µ’ ρυτιδιασµένος.
έπιασε ζαλάδα. Αντίθ. µπιζαροµέ = αζάρωτος
ζάλη: ζαλιπέ, ο. ζαρώνω (αµετβ. ρ.): ζαροσάαβ και
ζαλίζοµαι (αµετβ. ρ.): ζαλισάαβ ζαρουσάαβ (σ.α. ανατριχιάζω).
π.χ. ζαλισάαβ, νάι σοµ λατσχό = π.χ. ζαροσάιλο ε τρασσάταρ =
ζαλίζοµαι, δεν είµαι καλά. ζάρωσε απ’ το φόβο.
ζαλίζω (µετβ. ρ.): ζαλισαράβ (βλ. και ανατριχιάζω).
π.χ. ζαλισαρντάς µαν η µολ = µε Συνών. µπουρτσισάαβ =
ζάλισε το κρασί, εκχόλ ζαλισαρντάν τσαλακώνω (αµετβ.), γκιρτσισάαβ =
µο σσορό = φτάνει, µου ζάλισες το ρυτιδιάζω.
κεφάλι. ζαρώνω (µετβ. ρ.): ζαροσαράβ και
ζάλισµα: ζαλισαριπέ, ο ζαρουσαράβ
ζαλισµένος (µτχ.): ζαλισαρντό, -ί Συνών. µπουρτσισαράβ =
π.χ. ζαλισαρντό σι µο σσορό κατάρ τσαλακώνω (µετβ.), γκιρτσισαράβ =
κι µούρµα = ζαλισµένο είναι το ρυτιδώνω.
κεφάλι µου από τη µουρµούρα ζάχαρη: σσεκέρι, ο
(γκρίνια) σου. π.χ. νά τσχου µπουτ σσεκέρι
ζαλισµένος (άκλ. επίθ.): ζαλιµέ α(ν)ντί καϊάβα = µη ρίχνεις πολλή
π.χ. ιν µανγκάβ τε ορµπισαράβ ζάχαρη στον καφέ.
ακανά, µο σσορό ζαλιµέ σι = δεν (βλ. και γλυφιτζούρι).
θέλω να µιλήσω τώρα, το κεφάλι ζαχαροπλαστείο: τατλϋτζιέσκο-
µου είναι ζαλισµένο. ντικιάνο, ο (= το µαγαζί του
ζάντα: ζά(ν)τα, η ζαχαροπλάστη)
π.χ. κα νακχαβάβ µε ντα γκασαβέ ζαχαροπλάστης: τατλϋτζίο, ο
ζά(ν)τε κάι µο τοµαφίλι = θα (σ.α. αυτός που τρώει πολλά
περάσω κι εγώ τέτοιες ζάντες στο γλυκά).
αυτοκίνητό µου. π.χ. ο τατλϋτζίο α(ν)ταντά ε τατλίε
ζάπλουτος: (βλ. πάµπλουτος). = ο ζαχαροπλάστης έφερε τα γλυκά.
ζάρι: ζάρι, ο (σ.α. τύχη στα χαρτιά) θηλ. τατλϋτζΰκα, η.
177

ζαχαρώδης (επίθ.): σσεκερέσκο,-ι ζεσταίνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):


ζελέ: ζελέ, ο και ζελέ η ταταρνταράβ (= βάζω να ζεστάνει-
π.χ. χαλόµ εκ ζελέ = έφαγα ένα ουν, κάνω να ζεστάνει-ουν, κάνω
ζελέ, µακχλόµ κάι µε µπαλά ζελέ = να ζεσταθεί-ούν)
άλειψα στα µαλλιά µου ζελέ. π.χ. κα ταταρνταράβ η ζουµί κάι µι
ζεµατίζω (µετβ. ρ.): ζεµατισαράβ. ντέι = θα βάλω τη µάνα µου να
ζεµάτισµα: ζεµατισαριπέ, ο. ζεστάνει το φαγητό. (µτχ.
ζεµατισµένος (α) (άκλ. επίθ.): ταταρνταρντό, -ί = ζεσταµένος –η,
ζεµατιµέ και µτχ. πφαµπαρντό,-ί (= ταταρνταριπέ, ο = ζέσταµα).
καµένος, καυτός, αναµµένος). Αντίθ. σσουντρανταράβ = βάζω να
π.χ. πφαµπαρντό κχιλ τσχουτά κρυώσει-ουν, κάνω να κρυώσει-ουν,
οπρά λέστε κατάρ ο κϋσκανµάκο = κάνω να ψυχρανθεί-ούν.
ζεµατισµένο λάδι έριξε πάνω του ζέσταµα: ταταριπέ, ο
από τη ζήλια. Αντίθ. σσουντραριπέ = κρύωµα,
Συνών. τατό = ζεστός. ψύχρανση.
Αντίθ. σσουντρό = κρύος, ψυχρός. ζεσταµένος (µτχ.): ταταρντό,-ί
ζεµατισµένος (β) (άκλ. επίθ.): π.χ. ταταρντί σι η ζουµί =
ασσλάκι (σ.α. καυτός). ζεσταµένο είναι το φαγητό.
π.χ. ασσλάκι παϊ = ζεµατισµένο Αντίθ. σσιλαλό (µόνο για πρόσωπο)
νερό, ασσλάκι σι ο σούτι = = κρυωµένος, σσουντραρντό =
ζεµατισµένο είναι το γάλα. κρυωµένος, ψυχραµένος.
Αντίθ. µπουζλού = κρύος, ζεστασιά: τατιπέ, ο (= ζέστη).
παγωµένος. ζέστη (α): τατιπέ, ο
ζεµατιστός: (βλ. ζεµατισµένος). π.χ. µπουτ τατιπέ σι α(ν)ντό κχερ.
ζεµατώ (αµετβ. ρ.): ζεµατισάαβ πουτάρ εµπούκα ο ουντάρ = πολλή
και ζεµατισάβαβ. ζέστη έχει µες στο σπίτι. άνοιξε
ζεµατώ (µετβ. ρ.): (βλ. ζεµατίζω). λίγο την πόρτα, σό σι καβά τατιπέ
ζέση: (βλ. ενδιαφέρον). αβγκιέ! κα µεράς = τι ζέστη είναι
ζεστά (επίρρ.): τατέστε αυτή σήµερα! θα πεθάνουµε.
Αντίθ. σσουντρέστε = κρύα, ψυχρά. Αντίθ. σσιλ = κρύο.
ζεσταίνοµαι (αµετβ. ρ.): τατιάβ ζέστη (β): πφαµπαριπέ, ο (σ.α.
και ταταράµαν καύσωνας)
π.χ. τατιλί η ζουµί = ζεστάθηκε το π.χ. µπουτ πφαµπαριπέ κερέλ
φαγητό, ταταράµαν πασσά σόµπα = αβγκιέ = πολλή ζέστη κάνει
ζεσταίνοµαι κοντά στη σόµπα. σήµερα. (πφαµπαριπέ κυριολ. =
Αντίθ. σσιλάβαβ (µόνο για κάψιµο, άναµµα, πφαµπαράβ =
πρόσωπο) = κρυώνω (αµετβ.), καίω µετβ., ανάβω µετβ.).
σσουντριάβ = κρυώνω (αµετβ.), ζεστόαιµος (επίθ.): τατέ-ρατέσκο,-
ψυχραίνοµαι. ι
ζεσταίνω (α) (µετβ. ρ.): ταταράβ Αντίθ. σσουντρέ-ρατέσκο =
π.χ. ταταράβ η ζουµί = ζεσταίνω το ψυχρόαιµος.
φαγητό. ζεστός (επίθ.): τατό,-ί
Αντίθ. σσουντραράβ = κρυώνω π.χ. τατό παΐ = ζεστό νερό, τατί
(µετβ.), ψυχραίνω. ζουµί = ζεστό φαγητό, τατό σι ο
κχερ = ζεστό είναι το σπίτι.
Αντίθ. σσουντρό = κρύος.
178

ζεστούτσικος (επίθ.): τατορό,-ί ζηµιώνοµαι (αµετβ. ρ.): ζαράρι-


π.χ. χαλόµ ζάλακ τατορί ζουµορί = κερντόλ-µάνγκε (= ζηµιά γίνεται
έφαγα λίγο ζεστούτσικο φαγάκι. για µένα) και ζαράρι-αβέλ-µάνγκε
Αντίθ. σσουντρορό = κρυούτσικος. (= ζηµιά έρχεται για µένα)
ζευγάρι: τσίφτι, ο (σ.α. διπλός). Αντίθ. καζανίαβ = κερδίζω,
(βλ. και διπλός). φαϊντάβα-κερντόλ-µάνγκε και
π.χ. γεκ τσίφτι µενία = ένα ζευγάρι φαϊντάβα-αβέλ-µάνγκε =
παπούτσια. ωφελούµαι.
ζευγάρωµα: τσιφλεµέκο, ο. ζηµιώνω (µετβ. ρ.): ζαράρι-κεράβ
ζευγαρώνω (α) (µετβ. ρ.): (= ζηµιά κάνω, σ.α. βλάπτω).
τσιφλέαβ. Αντίθ. φαϊντάβα-κεράβ = ωφελώ,
ζευγαρώνω (β) (µετβ. ρ.): τσίφτι- γιαρντούµο-κεράβ = βοηθώ.
κεράβ (= ζευγάρι κάνω). ζητηµένος (επίθ.): µανγκλι(ν)ντό,-ί
ζεύξη: (βλ. ζέψιµο). και µανγκλό,-ί (µανγκλι(ν)ντό σ.α.
ζεύω (µετβ. ρ.): κοσσίαβ (σ.α. θεληµατικός).
τρέχω). Αντίθ. µπιµανγκλό = αζήτητος,
π.χ. κοσσίαβ ε γκραστέ = ζεύω το µπιµανγκλι(ν)ντό = αζήτητος,
άλογο. αθέλητος.
ζέψιµο: κοσσµάκο, ο (σ.α. ζήτηση: µανγκλιπέ και µανγκιπέ, o
τρέξιµο). (βλ. και αγάπη, θέληση, επιθυµία).
ζηλεύω (αµετβ. και µετβ. ρ.): ζητιάνα (η): ντιλεντζίκα, η.
κϋσκανίαβ ζητιανεύω (αµετβ. και µετβ.ρ.):
π.χ. µπουτ κϋσκανίορ πε ροµνά = ντιλενίαβ
πολύ ζηλεύει τη γυναίκα του. π.χ. ντιλενίορ κατάρ ο τσοριπέ =
ζήλια: κϋσκανµάκο, ο ζητιανεύει από τη φτώχεια.
π.χ. κα πφαρόλ κατάρ πο ζητιανιά (α): ντιλενµέκο, ο.
κϋσκανµάκο = θα σκάσει από τη ζητιανιά (β): ντιλεντζιλίκο, ο.
ζήλια του, χαλά λα ο κϋσκανµάκο = ζητιάνος: ντιλεντζίο, ο
την έφαγε η ζήλια. π.χ. σαρ ντιλεντζίο αβέλας ντα
ζηλιάρης (επίθ.): κϋσκαντζίο,-ίκα µολισαρέλας µαν = σαν ζητιάνος
ζηµιά: ζαράρι, ο (σ.α. βλάβη) ερχόταν και µε παρακαλούσε.
π.χ. σίµαν ζαράρι κατάρ καλά ζητιέµαι (α) (αµετβ.ρ): µανγκλιάβ.
µανγκινά = έχω ζηµιά απ’ αυτά τα ζητιέµαι (β) (αµετβ. ρ.):
εµπορεύµατα, καβά ζαράρι κον κα µανγκλί(ν)ντιαβ και µανγκί(ν)ντιαβ
ποκινέλ λε; = αυτή τη ζηµιά, ποιος π.χ. νι µανγκλί(ν)ντον καλά
θα τη πληρώσει; µανγκινά κατάρ µανουσσά = δεν
Αντίθ. κιάρι = κέρδος, φαϊντάβα = ζητούνται αυτά τα εµπορεύµατα
όφελος, ωφέλεια. από τους ανθρώπους
ζηµιάρης (επίθ.): ζαραρτζίο,-ίκα (µανγκλί(ν)ντολ-ον και
π.χ. ζαραρτζίο χουρντό = µανγκί(ν)ντολ-ον τριτοπροσ. ρ. =
ζηµιάρικο παιδί. ζητείται –ούνται, χρειάζεται-ονται
ζηµιογόνος (επίθ.): ζαραρλίο,- π.χ. καζόµ παρέ µανγκί(ν)ντον
ούκα (σ.α. ζηµιωµένος). νταά; = πόσα λεφτά χρειάζονται
Αντίθ. κιαρλίο = κερδοφόρος, ακόµα;)
κερδισµένος.
179

ζητώ (αµετβ. και µετβ. ρ.): ζυγαριά: τερεζία, η και κα(ν)τάρι, ο


µανγκάβ (σ.α. αγαπώ, θέλω, π.χ. τχο ε πουρουµά οπρά τερεζία =
επιθυµώ, χρειάζοµαι). βάλε τα κρεµµύδια πάνω στη
π.χ. µανγκλά λεστάρ παρέ ντα νι ζυγαριά (κα(ν)τάρι σ.α. πλάστιγγα),
ντιά λε = του ζήτησε χρήµατα και καβά κα(ν)τάρι χαλ = αυτή η
δεν του έδωσε. ζυγαριά τρώει (δηλ. δεν ζυγίζει
ζόρι: ζόρι, ο σωστά).
π.χ. σό ζόρι σίτουτ πάλε ντα (υποκ.) τερεζιίσα, η.
αβιλάν κατέ = τι ζόρι έχεις πάλι και ζυγίζοµαι (αµετβ. ρ.): σΰρνταµαν
ήρθες εδώ; (= τραβιέµαι).
ζόρι (µε το) (επιρρ.): ζόρλαν (βλ. λήµµα τραβιέµαι).
π.χ. νι αβέλας, ζόρλαν α(ν)ταντάµ ζυγίζω (µετβ. ρ.): σΰρνταβ (=
λε τζι κατέ = δεν ερχόταν, µε το τραβώ)
ζόρι τον φέραµε µέχρι εδώ, (φράση) π.χ. σΰρνταβ ε χουρµπουζέ =
ζόρλαν κχάντσικ νι κερντόλ = µε το ζυγίζω τα καρπούζια.
ζόρι τίποτα δε γίνεται. (βλ. λήµµα τραβώ).
Συνών. πρόβλιµα = πρόβληµα. ζύγιση: (βλ. ζύγισµα).
ζορίζοµαι: (βλ. δυσκολεύοµαι). ζύγισµα: σϋρντιπέ, ο (= τράβηγµα)
ζορίζω: (βλ. δυσκολεύω). (βλ. λήµµα τράβηγµα).
ζόρισµα: ζορλαµάκο και ζυγισµένος (α) (µτχ.):
ζορλανµάκο, ο σϋρνταρντό,-ί (= τραβηγµένος) και
π.χ. νεβό σι ο τοµαφίλι, νι µανγκέλ άκλ. επίθ. σϋρντιµέ (=
ζορλαµάκο = καινούργιο είναι το τραβηγµένος).
αυτοκίνητο, δε θέλει ζόρισµα. (βλ. λήµµα τραβηγµένος).
ζούγκλα: ζούνγκλα, η Αντίθ. µπισϋρνταρντό (µτφ.) =
π.χ. σόσι καγιά ζούνγκλα κατέ αζύγιστος και µπισϋρντιµέ (µτφ.) =
α(ν)ντρέ; κέρεν ισιχία = τι είναι αζύγιστος, ανυπόφορος,
αυτή η ζούγκλα εδώ µέσα; κάντε αβάσταχτος.
ησυχία. ζυγισµένος (β) (επίθ.): σϋρντό, -ί
ζουµερός (επίθ.): ζουµαλό,-ί (= τραβηγµένος).
π.χ. ζουµαλό πορτοκάλι = ζουµερό ζυγός (άκλ. επίθ.): τσίφτι (κυριολ.
πορτοκάλι. ζευγάρι, σ.α. διπλός).
Αντίθ. µπιζουµαλό = άζουµος. Αντίθ. τέκι = µονός.
ζουπώ (µετβ. ρ.): σουκούνταβ (= ζυγώνω: (βλ. πλησιάζω).
σφίγγω) και µπασίαβ (= πατώ) ζυµάρι: χουµέρ, ο
π.χ. σουκούνταβ ο πορτοκάλι = π.χ. σσουκλιλό ο χουµέρ = ξύνισε
ζουπώ το πορτοκάλι. το ζυµάρι, πφουκιλό ο χουµέρ =
ζουρλαίνω (µετβ. ρ.): ντιλαράβ (= φούσκωσε το ζυµάρι, µανγκέλ νταά
τρελαίνω) εµπούκα ντοσπισαριπέ ο χουµέρ =
π.χ. κα ντιλαρέν µαν καλά χουρντέ θέλει ακόµα λίγο ζύµωµα το
πε σεζένσα = θα µε ζουρλάνουν ζυµάρι.
αυτά τα παιδιά µε τις φωνές τους. (σ.α. µαγιά).
ζουρνάς: ζουρνάβα, η. ζύµη: (βλ. ζυµάρι).
ζουρνατζής: ζουρνατζίο, ο. ζύµωµα: ντοσπισαριπέ, ο.
ζοφερός: (βλ. σκοτεινός).
180

ζυµωµένος (α) (µτχ.): ζωγραφισµένος (µτχ.):


ντοσπισαρντό,-ί (σ.α. ζυµωτός). ζογραφισαρντό,-ί.
Αντίθ. µπιντοσπισαρντό = ζωεµπορία: τζα(µ)µπαζλούκο, ο
αζύµωτος. π.χ. ο τζα(µ)µπαζλούκο µανγκέλ
ζυµωµένος (β) (άκλ. επίθ.): πφιρνιπέ = η ζωεµπορία θέλει
ντοσπιµέ π.χ. (µτφ.) ντοσπιµέ πονηριά.
µπορί λιάς = ζυµωµένη νύφη πήρε ζωέµπορος: τζα(µ)µπάζι, ο (θηλ.
(δηλ. που ξέρει καλά το τζα(µ)µπάσκα, η)
νοικοκυριό). π.χ. τζα(µ)µπάζι σας λεσκό ντατ =
Αντίθ. µπιντοσπιµέ = αζύµωτος. ζωέµπορος ήταν ο πατέρας του.
ζυµώνοµαι (αµετβ. ρ.): ζωή (α): τραηπέ και τραησαριπέ, ο
ντοσπισάαβ π.χ. ο τραησαριπέ σι σσουκάρ = η
π.χ. σσουκάρ ντοσπισάιλο ο ζωή είναι ωραία, [στίχοι από ποίη-
χουµέρ = ωραία (καλά) ζηµώθηκε µα Γ. Αλεξίου «ο τραηπέ» (= η
το ζυµάρι. ζωή)] τε τζας-ανγλέ πφενέλ τούκε ο
ζυµώνω (µετβ. ρ.): ντοσπισαράβ τραηπέ τε αβές ντα µπι
π.χ. ντοσπισαράβ ο αρό = ζυµώνω τσανγκένγκο» = (απόδοση στίχων)
το αλεύρι, (παροιµία) κον ιν να προχωράς σου λέει η ζωή και ας
µανγκέλ τε ντοσπισαρέλ ντεςς γκιές είσαι χωρίς πόδια.
ουτσχανέλ = όποιος δε θέλει να Αντίθ. µεριπέ = θάνατος.
ζυµώσει δέκα µέρες κοσκινίζει. ζωή (β): γιασσαµάκο και αγιάτο, ο
ζύµωση: (βλ. ζύµωµα). π.χ. γιασσαµάκο σι καβά κάι
ζυµωτός: (βλ. ζυµωµένος (α)). κεράβ! = ζωή είναι αυτή που κάνω!
ζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ): χαλόµ µπιτίν µο αγιάτο τούσα =
τραησαράβ έφαγα όλη τη ζωή µου µε σένα,
π.χ. τραησαράβ µπουτ σσουκάρ = αγιάτο νακχαβέλ κι τσχέι πασσά
ζω πολύ ωραία, τε τραήν τουµένγκε µά(ν)ντε = ζωή περνάει η κόρη σου
τουµαρέ χουρντέ = να σας ζήσουν κοντά µου, νασστί ασαϊόµ ιτσ
τα παιδιά σας. α(ν)ντό µο αγιάτο = δεν µπόρεσα
Αντίθ. µεράβ = πεθαίνω αµετβ., να γελάσω καθόλου µες στη ζωή
ψοφώ αµετβ., σβήνω αµετβ. µου (δηλ. να χαρώ κάτι).
ζω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.): ζωηρός (επίθ.): ναλέτι,-κα
γιασσάιαβ π.χ. µπουτ ναλέτι σι καβά χουρντό,
π.χ. γιασσάιορ ή µουλό; = ζει ή έπντα ζαράρα κερέλ = πολύ ζωηρό
πέθανε; είναι αυτό το παιδί, συνέχεια ζηµιές
Αντίθ. µεράβ = αµετβ. πεθαίνω, κάνει.
αµετβ. σβήνω, αµετβ. νεκρώνω, ζωηρός (άκλ. επίθ.): ζινάβα
αµετβ. ψοφώ. (κυριολ. άτακτος)
ζωγραφιά: ζογραφιά, η π.χ. µπουτ ζινάβα σι κο τσχαβό =
π.χ. κον κερντά καγιά σσουκάρ πολύ άτακτο είναι το παιδί σου.
ζογραφιά; = ποιος έκανε αυτή την ζωµός: ζουµό, ο
ωραία ζωγραφιά; π.χ. τσχου µανγκέ εµπούκα κατάρ
ζωγραφίζω (µετβ. ρ.): µασέσκο ζουµό = ρίξε µου λίγο απ’
ζογραφισαράβ το ζωµό του κρέατος.
π.χ. τζανές τε ζογραφισαρές; = ζωνάρι: κουσστίκ, η
ξέρεις να ζωγραφίζεις;
181

π.χ. πφά(ν)νταβ µι κουσστίκ = π.χ. τρουσσάιλο ο αϊβανάτο =


δένω το ζωνάρι µου. δίψασε το ζώο.
(υποκ.) κουσστικορί, η. ζωοκλέφτης: αϊβανατένγκο-τσορ,
ζώνη: καήσσι, ο ο.
π.χ. πφά(ν)νταβ µο καήσσι = δένω ζωοκλοπή: αϊβανατένγκο-τσοριπέ,
τη ζώνη µου. ο (αϊβανατένγκο = ζώων, τσοριπέ =
ζωντανά (επίρρ.): τζου(ν)ντέστε. κλεψιά, κλοπή, κλέψιµο, οµόηχο
ζωντάνεµα: τζου(ν)νταριπέ, ο τσοριπέ = φτώχια).
(βλ. και τόνωση, αναζωογόνηση). ζωοπάζαρο: αϊβανατένγκο-παζάρι,
ζωντανεύω (αµετβ. ρ.): τζου(ν)ντι- ο.
άβ ζωστήρας: (βλ. ζώνη, ζωνάρι).
π.χ. τζου(ν)ντιλό ο νασφαλό = ζωτικός (επίθ.): τραηµάσκο, -ι,
ζωντάνεψε ο άρρωστος. τραησαριµάσκο, -ι και
(βλ και τονώνοµαι). γιασσαµακέσκο,-ι (σ.α. βιώσιµος).
ζωντανεύω (µετβ. ρ.): τζου(ν)ντα- ζωώδης (επίθ.): αϊβανατένγκο, -ι
ράβ (= ζώων).
π.χ. τζου(ν)νταρντέ λε καλά
ιλάτσορα = τον ζωντάνεψαν αυτά
τα φάρµακα.
(βλ και τονώνω, αναζωογονώ).
ζωντάνια: τζου(ν)ντιπέ, ο
Αντίθ. µουλιπέ = νέκρα.
ζωντανός (επίθ.): τζου(ν)ντό,-ί
π.χ. γκάντικιν σοµ τζου(ν)ντό τε να
τρασσάς = όσο είµαι ζωντανός να
µη φοβάσαι, (φράση) ε τζου(ν)ντέ ε
τζου(ν)ντένσα ντα ε µουλέ ε
µουλένσα = οι ζωντανοί µε τους
ζωντανούς και οι πεθαµένοι µε τους
πεθαµένους, τζου(ν)ντό σι νταά ο
µατσχό = ζωντανό είναι ακόµα το
ψάρι.
Αντίθ. µουλό = νεκρός.
ζώο (α): αϊβάνο και νταβάρι, ο
(η λέξη νταβάρι χρησιµοποιείται
µόνο για τα ζώα που ζεύονται και
σύρουν κάρο π.χ. άλογο, µουλάρι,
βόδι, αγελάδα, γαϊδούρι, βουβάλι).
π.χ. νά αστάρντο ε αϊβανένσα =
µην πειράζεις τα ζώα, (µτφ.) αϊβάνο
σαν ντα νι ακχιαρές; = ζώο είσαι
και δεν καταλαβαίνεις;, ντιάν παί ε
νταβαρέν; = έδωσες νερό στα ζώα;
(βλ. νταβάρι στο λήµµα υποζύγιο).
ζώο (β): αϊβανάτο και αϊβανάτι, ο
182

H
η (άρθρο θηλ.): η ηθοποιός (η) : αρτίσκα, η.
π.χ. η πισίκα = η γάτα. ήκιστα (επίρρ.): µπουτ-ζάλακ και
ή (συνδ.): ή και για (προφ. µε µπουτ-εµπούκα (= πολύ λίγα,
συνίζηση ια) ελάχιστα, πολύ λίγος, ελάχιστος).
π.χ. ή κάι καβενάβα κα ρακχαβές ηλεκτρολόγος (α): ιλεκτρολόγο, ο
µαν ή κχερέ = ή στο καφενείο θα µε π.χ. νταά νι αβιλό ο ιλεκτρολόγο; =
βρεις ή στο σπίτι, για µε κα τζαβ ακόµα δεν ήρθε ο ηλεκτρολόγος;
για του = ή εγώ θα πάω ή εσύ, για ηλεκτρολόγος (β): αλικτιρικτσίο, ο
µε κα τζάβταρ κατάρ ο κχερ για (αλιτιρίκο, ο = φως (το φωτιστικό
του! = ή εγώ θα φύγω από το σπίτι µέσο)
ή εσύ! π.χ. µουλέ ε αλιτιρίκορα =
ηγεµόνας : µπασσκάνι, ο (= έσβησαν τα φώτα).
αρχηγός). ηλεκτρόφωνο (το τζουκ µποξ):
ηγεσία : µπασσκα(ν)νούκο, ο (= λικτρόφονο και λιτρόφονο, ο
αρχηγία). π.χ. νι µπασσέλ ο λικτρόφονο = δεν
ηγέτης : µπασσκάνι, ο (= αρχηγός). ηχεί (παίζει) το τζουκ µποξ.
ηγέτιδα : µπασσκάνκα, η = ηλιακός (επίθ.): κχαµέσκο,-ι.
αρχηγίνα. ηλιέλαιο : τσεκερνταβένγκο-κχιλ, ο
ηγετικός (επίθ.): (= σποριών λάδι, τσεκερντάβα =
µπασσκα(ν)νουκέσκο,-ι (= σπόρι).
αρχηγικός). ηλικία (α): τραηµάσκε-µπροσσά,ε
ήδη (α) (επίρρ.): ζατέν και ζάτεν (= ζωής χρόνια).
(σ.α. άλλωστε) ηλικία (β): µπροσσά (= χρόνια) και
π.χ. µε πφε(ν)ντόµας λέσκε ζατέν = µπρεσσά, ε (= χρόνια)
εγώ του είχα πει ήδη. π.χ. καζόµ σι κε µπροσσά; = τι
Συνών. µπιλέµ = κιόλας ηλικία έχεις; (κυριολ. πόσα είναι τα
ήδη (β) (επίρρ.): ζατΰν (σ.α. χρόνια σου;)
άλλωστε) ηλικιωµένος (επίθ.): µπαρέ-
π.χ. ζατΰν µε νι µανγκάβας λα = µπροσσένγκο,-ι
ήδη εγώ δεν την ήθελα (αγαπούσα). π.χ. µπαρέ-µπροσσένγκο σι λακό
ηδύγλωσσος (επίθ.): γκουγκλέ- πφαλ. = ηλικιωµένος είναι ο
τσχιµπάκο,-ι (= γλυκόγλωσσος). αδερφός της.
ηδύλογος (επίθ.): γκουγκλέ- (µπαρέ-µπροσσένγκο κυριολ. =
πφερασένγκο, -ι και γκουγκλέ- µεγαλόχρονος*).
ορµπένγκο,-ι (= γλυκόλογος). Αντίθ. τερνό = νέος
ηδύς (επίθ.): γκουγκλό, -ί (= ηλικιώνοµαι (αµετβ. ρ.): µπαρέ-
γλυκός). µπροσσένγκο(-ι)-κερντιάβ (=
ηδύτητα : γκουγκλιπέ, ο (= γλύκα, µεγάλων χρόνων γίνοµαι).
γλυκάδα, γλυκύτητα). ηλιόλουστος (επίθ.): κχαµαλό,-ί
ηθοποιία : αρτιζλίκο, ο. π.χ. κχαµαλό γκιβέ = ηλιόλουστη
ηθοποιός (ο) : αρτίζι, ο µέρα.
π.χ. σσαγκατζίο αρτίζί = κωµικός ήλιος : κχαµ, ο
ηθοποιός.
183

π.χ. (φράση) ο κχαµ ικλέλ π.χ. µπουτ γιαµάνι σι λακό ροµ =


σάορενγκε = ο ήλιος βγαίνει για πολύ ήπιος είναι ο άνδρας της.
όλους, (όρκος) τε πφαµπαρέλ µαν ο Συνών. γιαβάσσι = ήσυχος,
κχαµ, τε πφενάβα χοχαηπέ = να µε σιγανός, σιγά, λατσχέ-γκέσκο και
κάψει ο ήλιος, αν λέω ψέµα, λατσχέ-γκιόσκο = καλόψυχος.
τσαλαντά µαν ο κχαµ α(ν)ντό µο Αντίθ. νασούλ, φενά = κακός,
σσορό = µε βάρεσε ο ήλιος µες στο µπενγκαλό, µπενγκιαλό =
κεφάλι µου, ο κχαµ ικλιλό, νταά διαβολεµένος, διαβολικός.
πασστός; = ο ήλιος βγήκε, ακόµη ηπιότητα (προσώπου):
κοιµάσαι; γιαµα(ν)νούκο, ο.
(υποκ.) κχαµορό, ο. ηρεµία : ιρεµία, η
ηµέρα : γκιβέ, γκιέ και γκιές, ο π.χ. µι ιρεµία µανγκάβ τε αρακχάβ
π.χ. [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου = την ηρεµία µου θέλω να βρω.
«ο µιλάι» (= το καλοκαίρι)] ο γκιές ηρεµώ (αµετβ. ρ.): ιρεµισάαβ
κα ρόντεν πο µαρνό κοτέ κάι π.χ. ροβντάς, ροβντάς, ιρεµισάιλο
αρακχέν λες ε τσιρικλά, η ρατ νά κα = έκλαψε, έκλαψε, ηρέµησε, σαρ τε
πασσλόν, κα κχελέν, κα γκιλάµπεν, ιρεµισάαβ, κάνα ασσουνάβ
πι χολί ε γιβε(ν)ντέσταρ κα ικαλέν γκαντισαβέ όρµπες; = πώς να
= την ηµέρα θα ψάχνουν το ψωµί ηρεµήσω, όταν ακούω τέτοια λόγια;
τους εκεί που το βρίσκουν τα ηρεµώ (µετβ. ρ.): ιρεµισαράβ
πουλιά, τη νύχτα δε θα κοιµούνται, π.χ. ιρεµισάρ λες, τε να κερέλ κάι
θα χορεύουν, θα τραγουδούν, το εκ ζαράρι = ηρέµησέ τον, να µην
θυµό τους απ’ το χειµώνα θα κάνει καµιά ζηµιά.
βγάλουν, κάι σάνας γκαντιµπόρ ηρωίνη : ιροήνι και παρνί, η (παρνί
γκιβεσά; = πού ήσουν τόσες κυριολ. άσπρη)
ηµέρες; π.χ. χαλά λε η παρνί = τον έφαγε η
Αντίθ. ρατ και ρακί = νύχτα άσπρη (ηρωίνη).
(οµόηχο ρατ = αίµα). ήσυχα : (βλ. φρόνιµα).
ηµερήσιος (επίθ.): γκιβεσέσκο,-ι ησυχάζω (αµετβ. ρ.): ισιχασάαβ
π.χ. γκιβεσέσκι µπουκί = ηµερήσια π.χ. πάλε ροβέλ καβά χουρντό;
δουλειά. νταά ιν ισιχασάιλο; = πάλι κλαίει
Αντίθ. ρακιάκο = νυχτερινός. αυτό το παιδί; ακόµα δεν ησύχασε;
ηµεροµηνία : γκιβέ, γκιέ, γκιές και ησυχάζω (α) (µετβ. ρ.):
γκες, ο (κυριολ. µέρα) ισιχασαράβ
π.χ. σαό γκιβέ µπιά(ν)ντιλάν; = π.χ. τζα ισιχασάρ κε τσχαές, πε
ποια µέρα (ηµεροµηνία) ντεάκε ροβέλ = πήγαινε να
γεννήθηκες; ησυχάσεις τον γιο σου, για τη µάνα
ηµίωρος (επίθ.): οπασσέ- του κλαίει.
σαατέσκο,-ι (= µισής ώρας). ησυχάζω (β) (αµετβ. ρ.): ραάτι-
ηπατίτιδα (α): ιπατίτιδα και ατσχάβ (= ήσυχος, -η µένω)
ιπατίτιντα, η. π.χ. σαρ τε ατσχάβ-ραάτι κατάρ κε
ηπατίτιδα (β): σαρϋλΰκο, ο χουρντένγκε σέζορα; = πώς να
(κυριολ. κιτρινάδα). ησυχάσω από των παιδιών σου τις
ήπιος (για πρόσωπο) (επίθ.): φωνές;
γιαµάνι, -κα ησυχία : ισιχία, η
184

π.χ. κέρεν ισιχία, ο χουρντό ηφαίστειο (α): πάρα, η.


πασστόλ = κάντε ησυχία, το παιδί ηφαίστειο (β): γιαγκαλό-µπαλκάνο
κοιµάται, χασαρντόµ µι ισιχία, σαρ και γιαγκαλό-βοςς, ο (κυριολ.
αβιλόµ κατέ = έχασα την ησυχία φλογερό βουνό).
µου, καθώς ήρθα εδώ. ηχείο : ιχίο, ο
Αντίθ. γκυρι(ν)τία και γκυρι(ν)τάβα π.χ. µποζούκι σι ε ιχία, ο(ν)ντάν νι
= θόρυβος. µπασσέν σσουκάρ = χαλασµένα
ήσυχος (α) (άνθρωπος, ζώο) είναι τα ηχεία, γι’ αυτό δεν ηχούν
(επίθ.): γιαβάσσι-κα και (άκλ. ωραία (καλά).
επίθ.) γιαβάσσι ηχηρότητα : µπασσι(ν)ντιπέ, ο.
π.χ. γιαβάσσι σι λακό ροµ, νάι ηχητικά (επίρρ.): µπασσιµάσα (=
φενά = ήσυχος είναι ο άνδρας της, µε ήχο).
δεν είναι κακός, γιαβάσσκα σι ηχητικός (επίθ.): µπασσιµάσκο, -ι
λεσκί ροµνί, νάι τσινγκαραλί = ήχηση : (βλ. ήχος).
ήσυχη είναι η γυναίκα του, δεν ήχος (α): µπασσιπέ, ο
είναι καυγατζού, γιαβάσσι σι καγιά (βλ. και αµετβ. ηχώ).
τσχορί = ήσυχη είναι αυτή η ήχος (β): σέζι, η, σέζι, ο και λαλί,
κοπέλα, γιαβάσσι σι ο τζουκέλ, νι η (κυριολ. φωνή)
ντα(ν)νταλέλ = ήσυχος είναι ο π.χ. σσουκάρ σέζι ικαλέλ καβά
σκύλος, δεν δαγκώνει. (γιαβάσσι τεήπι κάι λιόµ = ωραίο ήχο βγάζει
σ.α. σιγανός, σιγανά, σιγά π.χ. αυτό το µαγνητόφωνο που πήρα.
γιαβάσσι τζα οπρά ντροµ = σιγά ηχώ (αµετβ. ρ.): µπασσάβ
πήγαινε πάνω στο δρόµο. Αντίθ. (το αµετβ. ρήµα µπασσάβ
τσαµπούκι = γρήγορα, σσεβίκι = παρουσιάζει ευρεία χρήση.
γρήγορα, σβέλτα, γρήγορος, σβέλτος. Χρησιµοποιείται για να δηλώσει
Συνών. πολοκό, ουσούλ = σιγά) ήχους που παράγουν ορισµένα ζώα
Αντίθ. φενά και νασούλ = κακός και πράγµατα)
(βλ. και σιγά (Γ), σιγανός). π.χ. µπασσέν ε καµπάνε = ηχούν οι
ήσυχος (β) (άκλ. επίθ., επίρρ. και καµπάνες, µπασσέλ ο τεήπι = ηχεί
ουσ.): ραάτι (σ.α. άνετα, άνετος, (παίζει) το µαγνητόφωνο, µπασσέλ
άνεση) ο ράντιο = ηχεί (παίζει) το
π.χ. ραάτι σοµ ακανά κάι ραδιόφωνο, ιν µπασσέλ σουκάρ ο
εβλε(ν)ντί µο τσχαβό = ήσυχος µπουζούκι = δεν ηχεί (παίζει) καλά
είµαι τώρα που παντρεύτηκε ο γιος το µπουζούκι, µπασσέλ ο ουντάρ =
µου. ηχεί (τρίζει) η πόρτα, µε πορά
Αντίθ. ραα(τ)σΰζι = ανήσυχος, µπασσέν κατάρ η µποκ = τα έντερά
ανήσυχα, άβολος, άβολα. µου ηχούν (γουργουρίζουν) από την
ήττα : ενιλµέκο, ο πείνα, µπασσέν ε τσουκελά = ηχούν
Αντίθ. ενµέκο = νίκη. (γαυγίζουν) τα σκυλιά, µπασσέν ε
ηττηµένος (άκλ. επίθ.): ενιλµίσσι τσιρικλά = ηχούν (κελαηδούν) τα
και ενίκι πουλιά, µε κανά µπασσέν = τα
ηττώµαι (αµετβ. ρ.): ενιλίαβ (= αφτιά µου ηχούν (βουΐζουν), νι
νικιέµαι) µπασσέλ η κόρνα = δεν ηχεί η
π.χ. νασστί ενιλίορ = δεν µπορεί να κόρνα, γκιβεσάιλο, ε µπασσνέ
ηττηθεί. µπασσέν =ξηµέρωσε, οι κόκορες
Αντίθ. ενίαβ = νικώ. ηχούν (λαλούν).
185

[Από το ρήµα αυτό παράγονται τα


ουσιαστικά µπασσνό, ο (=
κόκορας), µπασσνορό, ο (=
κοκοράκι) και µπασσιπέ, ο (= ήχος,
ήχηση)].
ηχώ (µετβ. ρ.): µπασσαλάβ (=
κάνω κάτι να ηχεί, να παράγει ήχο).
π.χ. τζανές τε µπασσαλές αρµόνιο;
ξέρεις να παίζεις αρµόνιο; σόσκε
µπασσαλές ο τεήπι; ε χουρντέ
πασστόν = γιατί παίζεις το
µαγνητόφωνο; τα παιδιά
κοιµούνται.
[Το ρήµα αυτό µε το πέρασµα του
χρόνου έχει πάρει και την έννοια
οργανοπαικτώ* (= παίζω µουσικό
όργανο). Από το εν λόγω ρήµα
παράγεται το ουσιαστικό
µπασσαλιπέ (= οργανοπαιξία,
παίξιµο µουσικού οργάνου)].
186

Θ
θα (µορ.): κα π.χ. τονούκι σικάντολ = θαµπά
π.χ. κα αβάβ µε ντα = θα έρθω κι φαίνεται.
εγώ, κα τζάβταρ = θα φύγω, ιν κα (βλ. και θαµπός).
κερντόλ = δεν θα γίνει. θαµπάδα: τονουκλούκο, ο.
θάβοµαι (αµετβ. ρ.): πραχοσάαβ θαµπερός: (βλ. θαµπός).
και πραχοσάβαβ. θαµπός (άκλ. επίθ.): τονούκι
θάβω (µετβ. ρ.): πραχοσαράβ π.χ. τονούκι σι ε τζάµορα, κόσλεν
π.χ. (µτφ.) πραχοσαρντέ η = θαµπά είναι τα τζάµια, σκούπισέ
µεσελάβα = θάψανε την υπόθεση, τα.
κάνα κα πραχοσαρέν ε µουλέ; = θαµπότητα: (βλ. θαµπάδα).
πότε θα θάψετε τον νεκρό; θαµπώνω (µετβ. ρ.): τονούκι-
θάλαµος: οντάια, η (προφ. µε κεράβ (= θαµπό κάνω).
συνίζηση ια), (οντάια κυριολ. = Αντίθ. σσϋρλάκι-κεράβ = γυαλίζω
δωµάτιο). µετβ.
θάλασσα: ντενίζι, ο θαµπώνω (αµετβ. ρ.): τονούκι-
π.χ. τζαβ κάι ντενίζι = πάω στη κερντιάβ (= θαµπός γίνοµαι).
θαλασσα. Αντίθ. σσϋρλάκι-κερντιάβ =
Αντίθ. πφου = γη, ξηρά, στεριά. γυαλίζω
θαλασσί (το): ντενιζέσκο-ρένκι, ο αµετβ.
(= θαλασσινό χρώµα) θανατικός: (βλ. θανατηφόρος)
Συνών. µαβί = γαλάζιος, µπλε. θανάσιµος: (βλ. θανατηφόρος)
θαλασσινός (επίθ.): ντενιζέσκο-ι θανατηφόρος (επίθ.): µεριµάσκο, -
π.χ. ντενιζέσκο παΐ = θαλασσινό ι
νερό, ντενιζέσκο µατσχό = π.χ. µεριµάσκο τσαλαηπέ σας καβά
θαλασσινό ψάρι. = θανατηφόρο χτύπηµα ήταν αυτό.
θαλάσσιος (επίθ.): ντενιζέσκο, -ι Συνών. µουνταριµάσκο (= για
(βλ. και θαλασσινός) σκότωµα), δολοφονικός, φονικός.
Αντίθ. πφουϊάκο = στεριανός, θάνατος: µεριπέ, ο
χερσαίος, γήινος. π.χ. σικνό µπαρό ιν ντικχέλ ο
θαλασσόνερο: ντενιζέσκο-παΐ και µεριπέ = µικρό µεγάλο δεν βλέπει ο
ντενιζέσκο-παΐ, ο (προφ. µε θανατος, κατάρ ο µεριπέ ουσστιλό·
συνίζηση αι). ε ντοκτόρα πφενένας κάι κα µερέλ
θαµµένος (µτχ.): πραχοσαρντό-ί = από τον θάνατο σηκώθηκε· οι
π.χ. πραχοσαρντό γκάλµπενο = γιατροί έλεγαν πως θα πεθάνει, ο
θαµµένο χρυσάφι, πραχοσαρντό σι µεριπέ παλά αµαρέ ντουµέ τασσίας
ο µουλό = θαµµένος είναι ο νεκρός. λε = το θάνατο πίσω από τις πλάτες
Αντίθ. µπιπραχοσαρντό = άθαφτος. µας τον κουβαλάµε.
θάµνος: τσαλία, η Αντίθ. τραηπέ = ζωή.
π.χ. γκαράντιλο παλά τσαλίε = θανάτωµα: µουνταριπέ, ο (=
κρύφτηκε πίσω από τους θάµνους. σκότωµα, νέκρωµα, σβήσιµο).
θαµνοειδής: (βλ. θαµνώδης). θανατωµένος (µτχ.): µουνταρντό,-ί
θαµνώδης (επίθ.): τσαλιάκο,-ι. (= σκοτωµένος, σβησµένος,
θαµπά (επίρρ.): τονούκι νεκρωµένος).
187

θανατώνοµαι (αµετβ. ρ.): θεία: µπιµπί, η


µουντάρντιαβ (= σκοτώνοµαι, π.χ. αβιλί µι µπιµπί = ήρθε η θεία
δολοφονούµαι). µου, µπουτ σεβίαβ µε µπιµπά =
θανατώνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ πολύ αγαπώ τη θεία µου.
(= σκοτώνω, σβήνω µετβ., νεκρώνω θεϊκός (επίθ.): Ντεβλικανό,-ί και
µετβ.). Ντεβλέσκο,-ι
θανάτωση: (βλ. θανάτωµα). π.χ. Ντεβλικανό ζουραλιπέ = θεϊκή
θαρραλέος (επίθ.): τζεσαρετλίο,- δύναµη.
ίκα. θείος: κάκο, ο
π.χ. τζεσαρετλίο σι ιν τρασσάλ = π.χ. τζαβ κάι µο κάκο = πάω στον
θαρραλέος είναι δεν φοβάται θείο µου.
Συνών. µπιτρασσανό = άφοβος. θειούλης: κακορό, ο.
Αντίθ. τρασσανό = φοβητσιάρης. θείτσα: µπιµπορί, η.
θαρρεύω (αµετβ. ρ.): τζεσαρέτι- θέληµα: µανγκιπέ, ο (= θέληση,
λαβ (= θάρρος παίρνω). αγάπη, ζήτηση, επιθυµία, σ.α.
θαρρεύω (µετβ. ρ.): τζεσαρέτι- ζητιανιά)
νταβ (= θάρρος δίνω). π.χ. µε κερντόλ ε Ντεβλέσκο
θάρρος: τζεσαρέτι, ο µανγκιπέ = ας γίνει το θέληµα του
π.χ. νά χασάρ κο τζεσαρέτι = µην Θεού.
χάνεις το θάρρος σου. θεληµατικά (επίρρ.): µανγκιµάσα
Αντίθ. τραςς = φόβος, τρόµος. (βλ. και εσκεµµένα).
θαρρώ: (βλ. νοµίζω). Αντίθ. µπιµανγκιµάσα = άθελα.
θαύµα: Ντεβλέσκι-µπουκί, η (= θεληµατικός (επίθ.):
έργο Θεού). (µπουκί = δουλειά, µανγκι(ν)ντό,-ί και µανγκλι(ν)ντό,-
επάγγελµα, εργασία). ί.
θαυµάσια: (βλ. υπέροχα) Αντίθ. µπιµανγκι(ν)ντό = αθέλητος.
θαυµάσιος: (βλ. υπέροχος) θεληµατικώς: (βλ. θεληµατικά).
θαφτός: (βλ. θαµµένος). θέληση: µανγκιπέ και µανγκλιπέ, ο
θάψιµο: πραχοσαριπέ, ο. π.χ. κάνα σι µανγκιπέ, σάορε
θέα: σεηρλίκο, ο. κερντόν = όταν υπάρχει θέληση,
π.χ. σσουκάρ σεηρλίκο σι καλέ όλα
κχερέ = ωραία θέα έχει αυτό το σπί- γίνονται. (βλ. και αγάπη, ζήτηση,
τι. επιθυµία).
θέαµα: σεήρι, ο θέλω (µετβ. ρ.): µανγκάβ
π.χ. βον χάνασπες, καβά παλέ π.χ. σο µανγκές µά(ν)νταρ; = τι
σεήρι ντικχέλας πέσκε = αυτοί θέλεις από µένα; µανγκάβ τε
µάλωναν, αυτός πάλι θέαµα έβλεπε. τζάβταρ = θέλω να φύγω, µανγκέλ
θεαµατικός (επίθ.): σεηρέσκο,-ι. τε ορµπισαρέλ τούσα = θέλει να
θεαµατικότητα: σεηρτζιλίκο, ο. σου µιλήσει, σο µανγκές τε λαβ
θεατής: σεηρτζίο, ο (θηλ. τουκέ; = τι θέλεις να σου πάρω;
σεηρτζίκα, η). (σ.α. ζητιανεύω, χρειάζοµαι).
θέατρο: θέατρο, ο (βλ. και αγαπώ, ζητώ, επιθυµώ).
π.χ. γκελόµ κάι θέατρο ιρακί = θεµέλιο: τεµέλι, ο
πήγα στο θέατρο εχθές, θέατρο π.χ. ε κχερέσκε τεµέλα σι ζουραλέ
κχελέλ αµένσα = θέατρο παίζει µε = του σπιτιού τα θεµέλια είναι γερά.
µας, (δηλ. µας κοροϊδεύει).
188

θεµελιώνω (µετβ. ρ.): τεµέλα- εγώ τη θεότητά µου ήξερα (του


τσχαβ (θεµέλια ρίχνω). έκαµνα παρέα µε ειλικρίνεια),
θεολογώ (αµετβ. ρ.): Ντεβλέσκι- αυτός πάλι ήθελε να µε ξεγελάσει,
όρµπα-κεράβ ( = Θεού λόγο κάνω). µε µε Ντεβλιµάσα ορµπισαράβ
θεοπάλαβος (άκλ. επίθ.): µπουτ- λεσκέ, βο παλέ παλάλ µά(ν)ντε µο
παλοκάν (= πολύ παλαβός). λιµόρι αναβέλ = εγώ µε τη θεότητά
θεοποιηµένος (µτχ.): Ντεβλαρντό, µου (µε την αγνή µου την ψυχή,
-ί. απονήρευτα) του µιλάω, αυτός πάλι
θεοποίηση: Ντεβλαριπέ, ο. από πίσω µου το µνήµα µου σκάβει
θεοποιώ (µετβ. ρ.): Ντεβλαράβ. (επιδιώκει να µου κάνει κακό).
Θεός: Ντελ, ο (Στις φράσεις: µε µο Ντεβλιπέ
π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ ντα τζανάβας = εγώ την θεότητά µου
ζουραλιπέ τε ντελ τουτ = ο Θεός ήξερα, µε µε Ντεβλιµάσα = εγώ µε
υγεία και δύναµη να σου δώσει, τη θεότητά µου, η λέξη Ντεβλιπέ
(ευχή) ο Ντελ τε πφουραρέλ τουµέν χρησιµοποιείται µτφ. για να
εκχέ σσαρα(ν)ντέστε = (ευχή σε δηλώσει ειλικρίνεια, αγνότητα,
νεόνυµφους) ο Θεός να σας γεράσει απονηρεψιά, καλοπροαίρετη
σε ένα µαξιλάρι, (ευχή) ο Ντελ διάθεση)
µπαχ τε ντελ τουτ = ο Θεός τύχη να θεοτικός (επίθ.): Ντεβλιµάσκο, -ι.
σου δώσει, (ευχή) τζα Ντεβλέσα = θεότρελος (επίθ.): µπουτ-ντιλό,-ί
(ευχή γι’ αυτόν που φεύγει) πήγαινε (= πολύ τρελός).
µε τον Θεό, (ευχή) άτσεν Ντεβλέσα Θεούλης: Ντεβλορό και Ντελορό,
= (ευχή γι’ αυτούς που µένουν) ο
µείνετε µε τον Θεό, (ευχή) χαν π.χ. (κατάρα) ε Ντελορέσταρ τε
Ντεβλέσα = (ευχή απ’ αυτόν που αρακχές λα = απ’ το Θεούλη να τη
καλείται να φάει και ευγενικά δε βρεις.
συµµετέχει) φάτε µε το Θεό, θεοφοβία: Ντεβλέσκι-τραςς, η.
(φράση) ο Ντελ µπαρό σι, νά θεραπεία: σασταριπέ, ο (βλ. και
τρασσά = ο Θεός µεγάλος είναι, µη ολοκλήρωση).
φοβάσαι, (φράση) ο Ντελ γκογκί τε Συνών. λατσχαριπέ = γιατρειά,
ντελ λε = ο Θεός µυαλό να του καλυτέρευση.
δώσει. θεραπευµένος (µτχ.): σασταρντό,-ί
(στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου) (βλ. και ολοκληρωµένος).
«σεράς ε Ντεβλέ σάντε κάνα θεραπεύοµαι (αµετβ. ρ.):
ντουκχάς» (= θυµόµαστε το Θεό σαστάρντιαβ
µόνο όταν πονάµε), τσορέ- π.χ. ζόρι σαστάρντολ καβά
γκογκιένγκε µανουσσά τε τζανάσας νασφαλιπέ = δύσκολα θεραπεύεται
σο ασσουγκιαρέλ αµέν, κάνα κα αυτή η αρρώστια.
ροβέλ ο Ντελ κατάρ πι χολί = (βλ. και ολοκληρώνοµαι).
φτωχό- Συνών. λατσχάρντιαβ =
µυαλοι άνθρωποι να ξέραµε τι µας καλυτερεύω αµετβ., γιατρεύοµαι.
περιµένει, όταν θα κλάψει ο Θεός θεραπευτικός (επίθ.):
από το θυµό του. σασταριµάσκο,-ι και σασταρικανό,
θεότητα: Ντεβλιπέ, ο -ί
π.χ. µε µο Ντεβλιπέ τζανάβας, βο π.χ. σασταριµάσκε ντραπά =
παλέ µανγκέλας τε χοχαβέλ µαν = θεραπευτικά φάρµακα.
189

θεραπεύω (µετβ. ρ.): σασταράβ θερµοκήπιο: µπατσάβα, η (κυριολ.


(βλ. και ολοκληρώνω). περιβόλι) και θερµοκίπιο, ο
Συνών. λατσχαράβ = γιατρεύω, π.χ. µπουκί-κεράβ και µπατσάβε =
καλυτερεύω µετβ. δουλεύω στα θερµοκήπια.
θεριζοαλωνιστική µηχανή: θερµόµετρο: θερµόµετρο, ο
κο(µ)µπίνα, η π.χ. ντε ο θερµόµετρο, ε χουρντέ
π.χ. η κο(µ)µπίνα µαρέλ ο γκιβ = η πιρετό σι = δώσε το θερµόµετρο, το
θεριζοαλωνιστική µηχανή δέρνει παιδί πυρετό έχει.
(θερίζει) το σιτάρι. θερµός (επίθ.): τατό,-ί
θερίζω (α) (µε δρεπάνι) (µετβ. ρ.): π.χ. τατί µπαλβάλ = θερµός αέρας.
οράκο-τσχινάβ. (βλ και ζεστός).
θερίζω (β) (µε θεριστική µηχανή) Αντίθ. σουντρό = κρύος, ψυχρός.
(µετβ. ρ.): µαράβ (= δέρνω, βλ. και θερµότητα: τατιπέ,ο (= ζέστη).
φράση στο λήµµα θέση: τχαν, ο
θεριζοαλωνιστική µηχανή). π.χ. (φράση) κχελάβ τουτ κατάρ κο
θερινός (επίθ.): µιλαέσκο,-ι τχαν = κουνήσου από τη θέση σου,
π.χ. µιλαέσκε πατέ = θερινά ρούχα κα τζαβ µε κάι κο τχαν = θα πάω
(βλ. και καλοκαιρινός). εγώ στη θέση σου, ιν ρακχαντόµ
Αντίθ. γιβε(ν)ντέσκο = χειµερινός. τχαν κάι λεοφορίο, νασστί κα τζαβ
θέρισµα: οράκο, ο. = δεν βρήκα θέση στο λεωφορείο,
θεριστής: ορακτσίο, ο και θηλ. δεν θα µπορέσω να πάω.
ορακτσίκα, η. (βλ. και µέρος, τόπος, περιοχή,
θερµαίνοµαι (αµετβ. ρ.): τατιάβ οικόπεδο).
(παθητική διάθεση, κυριολ. θεσούλα: τχανορό, ο.
ζεσταίνοµαι) (βλ. και οικοπεδάκι).
π.χ. µπουτ τατιλί ε τοµαφιλέσκι π.χ. µπεςς κάι κο τχανορό = κάτσε
µάκινα = πολύ θερµάνθηκε του στην θεσούλα σου.
αυτοκινήτου η µηχανή (ταταράµαν Θεσσαλονίκη: Σελανίκο, ο
µέση διάθεση ή αυτοπαθής διάθεση π.χ. τζαβ κάι Σελανίκο = πάω στην
= ζεσταίνω τον εαυτό µου, Θεσσαλονίκη, κατάρ Σελανίκο σεµ
ζεσταίνοµαι π.χ. τζα, τατάρτουτ = από την Θεσσαλονίκη είµαι.
πασσά σόµπα = πάνε, ζεστάσου Θεσσαλονικιός: Σελανικλίο, ο.
κοντά στη θερµάστρα). Θεσσαλονικιά: Σελανικλίκα, η.
Αντίθ. σσουντριάβ = κρυώνω θέτοµαι (αµετβ. ρ.): τχάµαν και
αµετβ., ψυχραίνοµαι, σσιλάβαβ και τχοντιάβ (= τοποθετούµαι, βάζοµαι)
σσΰλάβαβ = κρυώνω αµετβ. µόνο (οµόηχο = πλένοµαι, λούζοµαι)
για προσ. θέτω (µετβ. ρ.): τχαβ (= τοποθετώ,
θερµαίνω (µετβ. ρ.): ταταράβ βάζω ) (οµόηχο = πλένω, λούζω,
(βλ. και ζεσταίνω µετβ.). κλωστή)
Αντίθ. σουντραράβ = ψυχραίνω, π.χ. µιρνό ντέρτι κάι κενάρι τχος λε
κρυώνω µετβ. = το δικό µου βάσανο στην άκρη το
θέρµανση: (βλ. ζέσταµα). θέτεις (δηλ. δεν ενδιαφέρεσαι).
θερµαντικός (επίθ.): θεωρώ (µετβ. ρ.): τζανάβ (σ.α.
ταταριµάσκο,-ι. ξέρω, γνωρίζω, νοµίζω)
θερµάστρα: (βλ. σόµπα).
190

π.χ. τζανάβας λε µο αµάλ αµά θησαύρισµα: (βλ. πλουτισµός).


χοχαντά µαν = τον θεωρούσα φίλο θησαυρισµένος: (βλ.
µου αλλά µε ξεγέλασε. πλουτισµένος).
θηλάζω (αµετβ. ρ.): τσουτσί-παβ θησαυρισµός: (βλ. πλουτισµός).
(= βυζί πίνω) θησαυρός: (βλ. χρυσό, πλούτος).
π.χ. νταά κο χουρντό τσουτσί-πελ; θητεία (στρατιωτική): ασκερλίκο,
= ακόµη το µωρό σου θηλάζει; ο (κυριολ. στρατός)
θηλάζω (µετβ. ρ.): τσουτσί-νταβ (= π.χ. κα κεράβ µο ασκερλίκο = θα
βυζί δίνω) κάνω (υπηρετήσω) την στρατιωτική
π.χ. τσουτσί-ντελ πε χουρντέ = µου θητεία
θηλάζει το µωρό της. θλίβοµαι: (βλ. στεναχωριέµαι).
θήλασµα: τσουτσίντιιπέ, ο (= θλίβω: (βλ. στεναχωρώ).
δόσιµο βυζιού, προκειµένου για τη θλιµµένος: (βλ. στεναχωρηµένος).
µητέρα) και τσουτσίπιιπέ, ο (= θλίψη: (βλ. στεναχώρια, σπασµένη
πόση βυζιού, προκειµένου για το ψυχή).
βρέφος). θολά (επίρρ.): µπουλανΰκι (σ.α.
θηλή: (βλ. ρώγα). θολός, βλ. και θολός)
θηλιά: κό(µ)µπο, ο (κυριολ. π.χ. µπουλανΰκι ντικχάβ κατάρ µι
κόµπος) τσατσέ γιακ = θολά βλέπω από το
π.χ. κεράβ κό(µ)µπο κάι µε δεξί µου µάτι.
κορντόια για τε πφά(ν)νταβ λεν = θολός (άκλ. επίθ.): µπουλανΰκι
κάνω θηλιά στα κορδόνια µου για π.χ. µπουλανΰκι παΐ = θολό νερό.
να τα δέσω. θολότητα: µπουλανϋκλΰκο, ο.
θηλυκό (το): (βλ. γυναίκα). θόλωµα: µπουλανµάκο, ο.
θηλυκός (επίθ.): τζουβλικανό,-ί θολώνω (αµετβ. ρ.): µπουλανίαβ
π.χ. τζουβλικανό αλάβ = θηλυκό π.χ. µπουλα(ν)ντΰ λεσκί γκογκί, ιν
όνοµα. τζανέλ σο κερέλ = θόλωσε το
(βλ. και γυναικείος). µυαλό του, δεν ξέρει τι κάνει.
Αντίθ. µρουσσικανό = αρσενικός, θολώνω (µετβ. ρ.): µπουλανΰκι-
ανδρικός. κεράβ (= θολό κάνω).
θηλυκότητα: τζουβλιπέ, ο. θόρυβος (α): γκυρι(ν)τία, η (το υ
θηλυπρέπεια: τζουβλιαριπέ, ο προφ. όπως το γαλλικό u) και
Αντίθ. µρουσσικανιπέ = γκυρι(ν)τάβα, η
ανδροπρέπεια. π.χ. νά κέρεν γκυρι(ν)τία, ε
θηλυπρεπής: τζουβλιάρι, ο (σ.α. χουρντέ πασστόν = µην κάνετε
γυναικάς). θόρυβο τα παιδιά κοιµούνται,
θηρίο: µαλικάτι, ο. ζαλισάιλο µο σσορό κατάρ η
θηριώδης (επίθ.): µαλικατέσκο, -ι. γκυρι(ν)τία = ζαλίστηκε το κεφάλι
θηριωδία: µαλικατλούκο, ο (σ.α. µου απ’ τον θόρυβο.
κτηνωδία) Αντίθ. ισιχία = ησυχία.
π.χ. σικαντάν κο µαλικατλούκο, θόρυβος (β): λαλί, η, σέζι, η και
µπιλατζανέα! = έδειξες την σέζι, ο (κυριολ. φωνή, σ.α. ήχος)
θηριωδία σου, αδιάντροπε! π.χ. κάταρ αβέλ καβά σέζι; = από
θησαυρίζοµαι: (βλ. πλουτίζω πού έρχεται αυτός ο θόρυβος;
αµετβ.).
θησαυρίζω: (βλ. πλουτίζω µετβ.).
191

θορυβώ (α) (µετβ. ρ.): γκυρι(ν)τία- π.χ. παρµπαρντό µπακρό σι καβά =


κεράβ (= το υ προφ. όπως το θρεµµένο πρόβατο είναι αυτό.
γαλλικό u), (θόρυβο κάνω). (βλ. και ταϊσµένος).
θορυβώ (β) (µετβ. ρ.): Αντίθ. µπιπαρµπαρντό = άθρεφτος,
γκυρι(ν)τάβα-κεράβ (το υ προφ. ατάιστος.
όπως το γαλλικό u) (= θόρυβο θρέφοµαι: (βλ. τρέφοµαι).
κάνω). θρέφω (µετβ. ρ.): παρβαράβ και
θορυβώ (γ) (µετβ. ρ.): λαλί-κεράβ παρµπαράβ.
και σέζι-κεράβ (κυριολ. φωνή (βλ. και ταΐζω).
κάνω) θρέψη: (βλ. θρέψιµο).
π.χ. νά κερ σέζι, τε ασσουνάβ σο θρέψιµο: παρβαριπέ και
πφενέλ = µη θορυβείς, ν’ ακούσω τι παρµπαριπέ, ο
λέει. (βλ. και τάισµα).
θορυβώδης (επίθ.): γκυρι(ν)τιάκο, θρησκεία: ντίνι, ο
-ι και γκυρι(ν)ταβάκο,-ι (το υ προφ. π.χ. πακιάβ κάι µο ντίνι = πιστεύω
όπως το γαλλικό u). στη θρησκεία µου.
θορυβωδώς (επίρρ.): θρήσκευµα: (βλ. θρησκεία).
γκυρι(ν)τιάσα και γκυρι(ν)ταβάσα θρησκευτικός (επίθ.): ντινέσκο, -ι
(το υ προφ. όπως το γαλλικό u). θρήσκος (επίθ.): ντι(ν)νίο,-ίκα
θρανίο: τραπέζι, ο Αντίθ. µπιντινέσκο = άθρησκος,
π.χ. κον λιά µο καλέµο κατάρ µο ντινσίζι = άθρησκος, µπιντεβλέσκο
τραπέζι; = ποιος πήρε το µολύβι = άθεος.
µου από το θρανίο µου; θρύµµα (β): παρτσαβίσα, η (=
θράσος: ύζι, ο (το υ προφ. όπως το κοµµατάκι).
γαλλικό u) θρυµµατίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. σορά κατάρ καλά κάι κερντάν παρτσάβε-κερντιάβ (= κοµµάτια
µανγκέ, σίτουτ ο ύζυ τε αβές κάι µο γίνοµαι)
κχερ ντα; = µετά απ‘ αυτά που µου π.χ. ε τοµαφιλέσκο µπαµπρίζι
έκαµες, έχεις το θράσος να έρχεσαι κερντιλό-παρτσάβε = του
και στο σπίτι µου; αυτοκινήτου το µπαµπρίζ
θραύοµαι (αµετβ. ρ.): πφαγκιάβ θρυµµατίστηκε.
και πφαγκί(ν)ντιαβ (βλ. και αµετβ. θρυµµατίζοµαι (β) (αµετβ.ρ):
σπάζω, πφαγκό,-ί µτχ.= σπασµένος- εκιάβαβ
η, σ.α. διαλυµένος, (φράση) π.χ. εκιάβολ κολάη καβά κιράλ =
πφαγκό-τσχορντό = σπασµένος – θρυµµατίζεται εύκολα αυτό το τυρί.
διαλυµένος, π.χ. πφαγκό-τσχορντό θρυµµατίζω (µετβ. ρ.): παρτσάβε-
τοµαφίλι = σπασµένο – ρηµαγµένο κεράβ (= κοµµάτια κάνω).
αυτοκίνητο, πφαγκό-τσχορντό κχερ θυγατέρα: τσχέι, η
= σπασµένο – διαλυµένο (ερείπιο) π.χ. καγιά σι λεσκί µπαρί τσχέι =
σπίτι) αυτή είναι η µεγάλη του θυγατέρα.
θραύση: πφαγκιπέ, ο (βλ. και κορίτσι).
(βλ. και σπάσιµο). θύελλα: τουφάνο, ο.
θραύω (µετβ. ρ.): πφαγκάβ θυµάµαι (αµετβ. και µετβ. ρ.):
(βλ. και µετβ. σπάζω). σεράβ
θρεµµένος (µτχ.): παρβαρντό,-ί και π.χ. σεράβ τουτ κάι σάνας σικνό =
παρµπαρντό,-ί. σε θυµάµαι που ήσουν µικρός, ιν
192

σερέλ κχάντσικ = δεν θυµάται θύµωσες µ’ αυτά τα λόγια που του


τίποτα, σερές σο πφενέσας µάνγκε; είπες.
= θυµάσαι τι µου έλεγες; θυσία: κουρµπάνο, ο
Αντίθ. µπισταράβ = ξεχνώ. π.χ. πφε(ν)ντάς κάι τζι τε κερντόλ
θύµηση: σεριπέ, ο. λεσκό χουρντό ντεσσεντούι
θυµίαµα: χουνγκ, η. µπροσσένγκο κα κερέλ λεσκέ
θυµιατίζω (µετβ. ρ.): χουνγκαράβ κουρµπάνο ερ Εντερλέζι γεκ
π.χ. χουνγκαράβ ο κχερ = µπακρό = είπε ότι µέχρι να γίνει το
θυµιατίζω το σπίτι. παιδί του δώδεκα χρονών θα του
θυµιάτισµα: χουνγκαριπέ, ο. κάνει θυσία κάθε Εντερλέζι ένα
θυµιατισµένος (µτχ.): πρόβατο. (Εντερλέζι = γιορτή Άι –
χουνγκαρντό,-ί. Γιώργη).
θυµίζω (µετβ. ρ.): σεραράβ (βλ. και Άι – Γιώργης).
π.χ. καγιά γκιλί σεραρντάς µαν µο θυσιάζοµαι (αµετβ. ρ.):
τερνιπέ = αυτό το τραγούδι µου κουρµπάνο-κερντιάβ (= θυσία
θύµισε τα νιάτα µου. γίνοµαι).
θυµός: χολί, η π.χ. κουρµπάνο-κερντιλόµ τουκέ·
π.χ. οπρά πι χολί νι τζανέλας σο σο µανγκές αβέρ τε κεράβ; =
πφενέλας = πάνω στο θυµό του δεν θυσιάστηκα για σένα· τι άλλο
ήξερε τι έλεγε, νταά χολί ασταρές θέλεις να κάνω;
µάνγκε; = ακόµα θυµό µου κρατάς; θυσιάζω (µετβ. ρ.): κουρµπάνο-
(πληθ. χολινά και χολά, ε) κεράβ (= θυσία κάνω).
π.χ. νά βάζντε µε χολινά. τζανές σο θώρακας (α): κολίν, ο
κα κεράβ τουτ; = µη σηκώνεις τους (βλ. και στήθος).
θυµούς (τα νεύρα) µου. ξέρεις τι θα θώρακας (β): γκυύσυ, ο (το υ
σε κάνω; πφαγκλά µε χολινά καβά προφ. όπως το γαλλικό u)
χουρντό = έσπασε τους θυµούς (τα (βλ. και στήθος (β)).
νεύρα) µου αυτό το παιδί). θώρακας (γ): µπροκ, ο (σ.α.
θύµωµα: χολαηπέ, ο κόρφος, βλ. και κόρφος).
θυµωµένος (µτχ.): χολιναλό,-ί, και
χολιαλό,-ί και (άκλ.επιθ.) χολαµέ,
χολιαµέ και χολιαρντό, -ί (µτχ.)
π.χ. χολιναλό σοµ λέσα = είµαι
θυµωµένος µαζί του.
θυµώνω (αµετβ. ρ.): χολάβαβ και
χολάαβ.
π.χ. σόσκε χολάιλαν; = γιατί
θύµωσες; ιτσ να χολάο, τούτε σι η
ντοςς = µη θυµώνεις καθόλου, εσύ
φταις, εµπουκάκε χολάολ = µε το
παραµικρό θυµώνει.
θυµώνω (µετβ. ρ.): χολιναράβ,
χολαράβ και χολιαράβ.
π.χ. χολαρντάν λες καλέ ορµπένσα
κάι πφε(ν)ντάν λεσκέ = τον
193

Ι
Ιάπωνας: (βλ. Γιαπωνέζος) π.χ. εν µπουτ τούτε σι η ντοςς =
Ιαπωνία: Τζαπονία, η. ιδίως σε σένα είναι το φταίξιµο.
ιατρική: ντοκτορλούκο, ο. ιδού (δεικτ. µόρ.): ακ
ιατρικός (επίθ.): ντοκτορένγκο, -ι π.χ. ακ, καβά σι = ιδού, αυτός
ιατρός: (βλ. γιατρός). είναι.(βλ. και µορ. να).
ιδέα: φικίρι, ο (βλ. επινόηση). ιδρύοµαι (αµετβ. ρ.): κερντιάβ
ιδιοκτήτης: σαϊµπισίο, ο (κυριολ. γίνοµαι, φτιάχνοµαι,
π.χ. κον σι καλέ κχερέσκο δηµιουργούµαι, ωριµάζω αµετβ.)
σαϊµπισίο; = ποιος είναι αυτού του π.χ. κάνα κερντιλό καβά σχολίο
σπιτιού ο ιδιοκτήτης; κατέ; = πότε ιδρύθηκε αυτό το
ιδιοκτήτρια: σαϊµπισίκα, η σχολείο εδώ;
ίδιος (α): εκ (κυριολ. ένας, µία) ίδρυση: κεριπέ, ο (κυριολ.
π.χ. καλέν ε ντουέν εκ γκογκί σίλεν φτιάξιµο, δηµιουργία, πράξη).
= αυτοί οι δύο ίδιο (ένα) µυαλό ιδρύω (µετβ. ρ.): κεράβ (κυριολ.
έχουν. κάνω, φτιάχνω µετβ., δηµιουργώ,
Αντίθ. αβέρ = άλλος, άλλο, πράττω, διαπράττω)
αβέρτουρλι = αλλιώτικος, π.χ. κα κερέν αµένγκε σχολίο κάι
διαφορετικός, αλλιώτικα, αλλιώς, αµαρί µαλάβα = θα ιδρύσουν για
διαφορετικά µας σχολείο στη γειτονιά µας.
ίδιος (β) (άκλ. επίθ.): αηνΰ ίδρωµα (α): τερλενµέκο, ο.
π.χ. αηνΰ σαρ κο ντατ σαν = ίδιος ίδρωµα (β): α(ν)ντέ-παϊά-κερντιπέ
σαν τον πατέρα σου είσαι. (= µες στα νερά γίνωµα), α(ν)ντό-
Αντίθ. αβέρτουρλι = αλλιώτικος, παΐ-κερντιπέ, ο (= µες στο νερό
διαφορετικός, αλλιώτικα, αλλιώς γίνωµα).
(βλ. και όµοιος). ιδρωµένος (άκλ. επίθ.): τερλί
ίδιος (ο), ίδια (η) (άκλ. οριστ. π.χ. τερλί σι ο χουρντό = ιδρωµένο
αντων.): κε(ν)ντί είναι το µωρό.
π.χ. µε νι πφε(ν)ντόµ λεσκέ τε ιδρώνω (α) (αµετβ. ρ.): τερλενίαβ
αβέλ, βο κε(ν)ντί αβιλό = εγώ δεν π.χ. µπουτ τατιπέ σι κατέ α(ν)ντρέ,
του είπα να έρθει, αυτός ο ίδιος τερλε(ν)ντίµ = πολλή ζέστη έχει
ήρθε, βόι κε(ν)ντί αβιλί κάι µε εδώ µέσα, ίδρωσα.
τσανγκά = αυτή η ίδια ήρθε στα ιδρώνω (β): α(ν)ντέ-παϊά-κερντιάβ
πόδια µου (η λέξη κε(ν)ντί (= µες στα νερά γίνοµαι), α(ν)ντό-
ισοδυναµεί και µε την οριστ. παΐ-κερντιάβ (= µες στο νερό
αντων. µόνος µου-σου-του, µόνοι γίνοµαι), α(ν)ντέ-παϊά-ατσχάβ (=
µας-σας-τους). µες στα νερά µένω (γίνοµαι)),
ιδιοφυής (επίθ.): µπουτζανγκλό,-ί α(ν)ντό-παΐ-ατσχάβ (= µες στο νερό
(κυριολ. πολύξερος, σ.α. έξυπνος, µένω (γίνοµαι))
πονηρός) π.χ. α(ν)ντέ-παϊά-κερντιλάν,
π.χ. µπουτζανγκλό µανούςς = κόστουτ = ίδρωσες, σκουπίσου.
ιδιοφυής άνθρωπος. α(ν)ντέ-παϊά-ατσχιλόµ κατάρ ο
ιδίως (επίρρ.): εν-µπουτ (κυριολ. τατιπέ = ίδρωσα από τη ζέστη.
πιο πολύ, περισσότερο) ιδρώτας: τέρι, ο
194

π.χ. (φράση) πε τερέσα ικαλέλ πο ίππος: (βλ. άλογο).


µαρνό = µε τον ιδρώτα του βγάζει ίσια (α) (επίρρ.): ντούζι
το ψωµί του, α(ν)ντό τέρι κερντιλόµ π.χ. τζα ντούζι = πήγαινε ίσια.
= µες στον ιδρώτα έγινα. Αντίθ. µπανγκέστε = στραβά επίρρ.
ιεράρχηση: σϋραβάτε-τχοντιπέ, ο (βλ. και ίσιος).
(κυριολ. στη σειρά τοποθέτηση). ίσια (β) (επίρρ.): ντύζυ (τα υ προφ.
ιεραρχώ (µετβ. ρ.): σϋραβάτε-τχαβ όπως το γαλλικό u) (σ.α. ίσιος).
(κυριολ. στη σειρά βάζω). ίσιος (α) (άκλ. επίθ.): ντούζι
ιερέας: παπάζι και παπάζο, ο. π.χ. ντούζι ντρόµ = ίσιος δρόµος.
ιερόδουλος: κερανετζίκα, η Συνών. ντοβρού και ντοβρούς =
(κερανάβα, η = µπουρδέλο, ευθεία, κατευθείαν, ευθύς, ντόµπρος
πορνείο) Αντίθ. µπανγκό = στραβός,
Συνών. λουµπνί και λουµνί = κουτσός, παράλυτος.
πόρνη, πουτάνα, πρόστυχη, ίσιος (β) (άκλ. επίθ.): ντύζυ (τα υ
οροσπούκα = πόρνη, πουτάνα. προφ. όπως το γαλλικό u) (σ.α.
ικανοποιηµένος: (βλ. ίσια).
ευχαριστηµένος). ισιώνω (α) (µετβ. ρ.): ντούζι-
ικανοποίηση: (βλ. ευχαρίστηση). κεράβ (= ίσιο κάνω)
ικανοποιούµαι: (βλ. Αντίθ. µπανγκαράβ και
ευχαριστιέµαι). µπανγκιαράβ = στραβώνω µετβ,
ικανοποιώ: (βλ. ευχαριστώ (β)). λυγίζω µετβ, παραλύω µετβ,
ικεσία: µολισαριπέ, ο. κουτσαίνω µετβ, γέρνω µετβ.
ικετεύω (µετβ. ρ.): µολισαράβ ισιώνω (β) (µετβ. ρ.): ντύζυ-κεράβ
π.χ. µολισαράβ τουτ, νά κερ καλέ = (τα υ προφ. όπως το γαλλικό u) (=
σε ικετεύω, µη το κάνεις αυτό. ίσιο κάνω).
ιλαρά: λουλουγκί, η ισιώνω (α) (αµετβ. ρ.): ντούζι-
π.χ. ο χουρντό ικαλντά λουλουγκί κερντιάβ (= ίσιος γίνοµαι)
= το µωρό έβγαλε ιλαρά. π.χ. σαρ κερντιλό-ντούζι καβά
ίλιγγος: ζαλιπέ, ο (κυριολ. ζάλη) ντροµ; = πώς ίσιωσε αυτός ο
π.χ. ασταρντά µαν εκ ζαλιπέ, τελέ δρόµος;
κα περάβας = µ’ έπιασε ένας Αντίθ. µπανγκιάβ = στραβώνω
ίλιγγος, κάτω θα έπεφτα. αµετβ, λυγίζω αµετβ, παραλύω
ιµάµης: ιµάµο, ο. αµετβ, κουτσαίνω αµετβ, γέρνω
ίνα: (βλ. κλωστή). αµετβ
Ινδία: Ι(ν)ντία, η. ισιώνω (β) (αµετβ. ρ.): ντύζυ-
Ινδιάνα: ι(ν)ντιάνκα, η. κερντιάβ (τα υ προφ. όπως το
ινδιάνικος (επίθ.): ι(ν)ντιανένγκο,- γαλλικό u) (= ίσιος γίνοµαι)
ι ίσκιος: ουτσχαλίν, γκιολγκαλίν και
Ινδιάνος: Ι(ν)ντιάνο, ο. γκολγκαλίν, η.
ινδικός (επίθ.): ι(ν)ντοζένγκο,-ι. ίσκιωµα: ουτσχαλιπέ, ο.
Ινδός: Ι(ν)ντόζι, ο. ισκιώνω (µετβ. ρ.): ουτσχαλίν-
Ινδή: Ι(ν)ντόσκα, η. κεράβ (= ίσκιο κάνω) και
ινώδης (επίθ.): τχαβαλό, -ί γκολγκαλίν-κεράβ (= ίσκιο κάνω).
ιππάριο: (βλ. αλογάκι) ισόβια (τα): ισόβια, ε
ιπποειδής: (βλ. αλογίσιος).
195

π.χ. χαλά ισόβια, κάι µουνταρντά Ισραηλίτισσα: Ιζντραήλκα, η (σ.α.


πε ροµνά = έφαγε ισόβια, που Εβραία).
σκότωσε τη γυναίκα του. ιστορία: ιστορία, η
ισοπεδωµένος (µτχ.): τελέ- π.χ. κάσταρ ασσου(ν)ντάν καγιά
περαντό, -ί (τελέ = κάτω, περαντό = ιστορία; = από ποιον άκουσες
πεσµένος, γκρεµισµένος, αυτήν την ιστορία;
κατεδαφισµένος) (σ.α. ιστορικός (επίθ.): ιστοριάκο, -ι.
υποτιµηµένος, µειωµένος, ισχνός (επίθ.): σσουκό, -ί (σ.α.
συντριµµένος). ξερός, στεγνός, λιγνός, ξερακιανός)
ισοπεδώνοµαι (αµετβ. ρ.): τελέ- π.χ. σσουκό µούι = ισχνό πρόσωπο,
περάβ (= κάτω πέφτω) (σ.α. σσουκό µπακρό = ισχνό πρόβατο.
υποτιµούµαι, µειώνοµαι, ισχνότητα: σσουκιπέ, ο (σ.α.
συντρίβοµαι) ξηρασία).
π.χ. πελέ-τελέ ε κχερά κατάρ η ισχυροποιηµένος (µτχ.):
ζενζελάβα = ισοπεδώθηκαν τα ζουραρντό, -ί (= δυναµωµένος)
σπίτια από το σεισµό. ισχυροποίηση: ζουραριπέ, ο
(βλ. και υποτιµούµαι). (κυριολ. δυνάµωµα).
ισοπεδώνω (µετβ. ρ.): τελέ- ισχυροποιώ (µετβ. ρ.): ζουραράβ
περαβάβ (τελέ = κάτω, περαβάβ = (κυριολ µετβ. δυναµώνω).
γκρεµίζω, κατεδαφίζω) ισχυρός (επίθ.): ζουραλό,-ί
π.χ. περαντά λε τελέ καβά π.χ. ζουραλί µπαλβάλ = ισχυρός
νασφαλιπέ = τον ισοπέδωσε αυτή η άνεµος.
αρρώστια. (σ.α. υποτιµώ, µειώνω, (κυριολ. δυνατός).
συντρίβω). Αντίθ. µπιζουραλό = αδύναµος.
(βλ. και υποτιµώ). ίσως (επίρρ.): µπέκιµ και µπέλκιµ
ισοπέδωση: τελέ-περιπέ, ο (= κάτω π.χ. µπέκιµ νάι αγκαντάλ = ίσως να
πέσιµο) (σ.α. υποτίµηση, µείωση, µην είναι έτσι, µπέλκιµ αβάβ, ιν
συντριβή). τζανάβ = ίσως να έρθω, δεν ξέρω.
Ισπανία: Ισπανία, η. Συνών. γκάλιµπα και κάλιµπα =
ισπανικός (επίθ.): ισπανοζένγκο,-ι, πιθανόν, µάλλον, µπορί = µπορεί
και ισπανιάκο,-ι Ιταλία: Ιταλία, η
π.χ. ισπανοζένγκι τσχιπ = ισπανική ιταλικός (επίθ.): ιταλιανένγκο,-ι
γλώσσα. και ιταλιάκο,-ι
Ισπανός: Ισπανόζι, ο. π.χ. ιταλιανένγκι τσχιπ = ιταλική
Ισπανίδα (η): Ισπανόσκα, η. γλώσσα.
Ισραήλ: Ιζντραη(λ)λίκο, ο (σ.α. Ιταλός: Ιταλιάνο και Ιταλόζι, ο
Ισραηλισµός). Ιταλίδα: Ιταλιάνκα, η
Ισραηλινός: (βλ. Ισραηλίτης). ιχθυοειδής (επίθ.): µατσχαλό,-ί
Ισραηλίτης: Ιζντραήλι, ο (σ.α. ιχθυοπολείο: µατσχένγκο-ντικιάνο,
Εβραίος). µατσχένγκο-ντικάνο και
ισραηλίτικος (επίθ.): µατσχένγκο-ντουκιάνο, ο (=
ιζντραηλένγκο, -ι (σ.α. εβραϊκός) ψαριών µαγαζί)
π.χ. ιζντραηλένγκο αντέτι = ίχνη: ίζορα, ε
ισραηλίτικο έθιµο, ιζντραηλένγκι π.χ. χασαρντόµ λεσκέ ίζορα, ιν
τσχιπ = ισραηλίτικη γλώσσα. ρακχαβάβ λε κχατέ(ν)ντε = έχασα
196

τα ίχνη του, δεν τον βρίσκω


πουθενά.
(βλ. και αποτυπώµατα).
196

Κ
καβαλάω (µετβ. ρ.): ικλάβ καβουρντιστός: (βλ.
π.χ. ικλάβ ε γκραστέ = καβαλάω το καβουρντισµένος).
άλογο. κάγκελο: κάνγκελο, ο
(βλ. και βγαίνω, ανεβαίνω, π.χ. µακχάβ ε κάνγκελα = βάφω τα
σκαρφαλώνω). κάγκελα.
καβάληµα: ικλιπέ, ο καδένα (λαιµού): κοράκο-σιντζίρι,
(βλ. και έξοδος, ανέβασµα, ο (= λαιµού αλυσίδα).
σκαρφάλωµα). καδένα (χεριού): βαστέσκο-
καβγαδίζω (αµετβ. ρ.): τσινγκάρ- σιντζίρι, ο (= χεριού αλυσίδα).
κεράβ και τσινγκάρ-χάµαν κάδος: γκυρµπαβένγκι-τενεκιάβα
π.χ. τσινγκάρ-κερντόµ λέσα αβγκιέ (το υ προφέρεται όπως το γαλλικό
κάι καβενάβα = καβγάδισα µαζί u) και γκιουρµπαβένγκι-τενεκιάβα,
του σήµερα στο καφενείο η (= σκουπιδιών τενεκές).
(βλ. και τσινγκάρ-κεράβ στο λήµµα κάδρο: κάντρο, ο (σ.α.
πολεµώ). φωτογραφία).
καβγάς: τσινγάρ, η καδρόνι: καντρόνι, ο
(βλ. και µάλωµα, φασαρία, π.χ. καζόµ καντρόια λιάν; = πόσα
πόλεµος). καδρόνια πήρες;
καβγατζής: τσινγκαραλό, ο καζάνι: καζάνα, η
π.χ. µπουτ τσινγκαραλό µανούςς σι π.χ. πφεράβ η καζάνα παί =
καβά, πφερντιλί µι γιακ λέσταρ = γεµίζω το καζάνι νερό, ε ντούι ντα
πολύ καβγατζής άνθρωπος είναι α(ν)ντέ γεκ καζάνα κιρόν = και οι
αυτός, γέµισε το µάτι µου από δύο τους σε ένα καζάνι βράζουν
αυτόν. (δηλ. είναι όµοιοι), µο σσορό
(βλ. και µαλωµένος). καζάνα κερντιλό κατάρ κε
καβγατζού: τσινγκαραλί, η (σ.α. χουρντένγκε σέζορα = το κεφάλι
µαλωµένη). µου καζάνι έγινε απ’ των παιδιών
καβουρµάς: καβουρµάβα, η σου τις φωνές.
π.χ. λιόµ τουµένγκε ντούι κίλορα καζίκι: καζούκο, ο
καβουρµάβα = σας πήρα δύο κιλά π.χ. (φράση) τσχουτά µανγκέ
καβουρµά . καζούκο = µου ‘ριξε καζίκι (µου
(υποκ.) καβουρµαβίσα, η. άφησε χρέος).
καβουρντίζω (µετβ. ρ.): καζίνο: γκαζίνο, ο.
καβουρούιαβ (προφ. µε συνίζηση καηµένος (επίθ.): ζαβα(λ)λίο,-ούκα
ια) και καβουρντισαράβ π.χ. σο τε κερέλ ο ζαβα(λ)λίο! = τι
π.χ. καβουρούιαβ ε πουρουµά = να κάνει ο καηµένος! (βλ. και
καβουρντίζω τα κρεµµύδια. κακοµοίρης, ταλαίπωρος,
καβούρντισµα: καβουρµάκο και δυστυχής)
καβουρντισαριπέ, ο. καηµός: (βλ. µαράζι).
καβουρντισµένος (άκλ.επίθ.): καθαρά (επίρρ.): τεµίζι (σ.α.
καβουρµούσσι και µτχ. καθαρός)
καβουρντισαρντό,-ί. π.χ. κονούςς µανγκέ τεµίζι, άηρ
ταλά κι τσχιπ = µίλα µου καθαρά,
197

όχι κάτω από τη γλώσσα σου (δηλ. καθαρούτσικος (άκλ. επίθ.):


χωρίς υπεκφυγές). τεµιζίσι.
καθαρίζω (αµετβ. ρ.): τεµιζλενίαβ κάθε (άκλ. αόρ. αντων.): έρ
καθαρίζω (µετβ. ρ.): τεµιζλέαβ και π.χ. έρ µπροςς αβέλ κάι πο γκαβ =
πακλάιαβ κάθε χρόνο έρχεται στο χωριό του.
π.χ. τεµιζλέαβ ο κχερ = καθαρίζω καθένας (α) (ακλ. αόρ. αντων.):
το σπίτι, πακλάιαβ ε µατσχέ = έρκεςς
καθαρίζω τα ψάρια, (µτφ) κα π.χ. έρκεςς σο µανγκέλα τε κερέλ =
τεµιζλέαβ τουτ = θα σε καθαρίσω ο καθένας ό,τι θέλει να κάνει,
(σκοτώσω). έρκεςς σο µανγκέλα πφενέλ = ο
Αντίθ. µελαβάρ = λερώνω. καθένας ό,τι θέλει λέει.
καθαριότητα: τεµιζλίκο, ο καθένας (β) (άκλ. αόρ. αντων.):
π.χ. ο τεµιζλίκο σι σσουκάρ σσέι = έρκιςς
η καθαριότητα είναι ωραίο πράγµα. π.χ. έρκιςς νασστί κερέλ καγιά
Αντίθ. κχα(ν)ντινιπέ = βροµιά, µπουκί = ο καθένας δεν µπορεί να
τεµπελιά, µελαλιπέ = βροµιά. κάνει αυτή τη δουλειά.
καθάρισµα: τεµιζλεµέκο και καθήκον: βαζιφάβα, η (σ.α.
πακλαµάκο, ο υποχρέωση)
π.χ. τεµιζλεµέκο µανγκέλ ο κχερ = π.χ. µε κερντόµ µι βαζιφάβα = εγώ
καθάρισµα θέλει το σπίτι, έκανα το καθήκον µου.
πακλαµάκο µανγκέν ε µατσχέ = καθηµερινός (επίθ.):
καθάρισµα θέλουν τα ψάρια. εργκιβεσέσκο,-ι
Αντίθ. µελαριπέ = λέρωµα. π.χ. εργκιβεσέσκι µπουκί =
καθαριστικός (επίθ.): καθηµερινή δουλειά.
τεµιζλεµεκέσκο, -ι και καθησυχάζω (µετβ. ρ.):
πακλαµακέσκο, -ι. ατσχανταράβ (κυριολ. µετβ.
καθαρόαιµος: (βλ. γνήσιος (γ)). σταµατώ)
καθαρός (α) (άκλ. επίθ.): τεµίζι π.χ. ατσχαντάρ ε χουρντέ, τε να
και πάκι ροβέλ = καθησύχασε το παιδί, να
π.χ. τεµίζι σι ε πατέ = καθαρά είναι µην κλαίει.
τα ρούχα. λακό µούι σι µπούτ πάκι καθίζηση: (βλ. κάθισµα (α))
= το πρόσωπό της είναι πολύ καθίζω (µετβ. ρ.): µπεσσανταράβ
καθαρό, τζας αβρίκ τε λας ζάλακ π.χ. µπεσσανταρντά ε χουρντέ κάι
τεµίζι µπαλβάλ = πάµε έξω να τραπεζάκι τε παρµπαρέλ λε =
πάρουµε λίγο καθαρό αέρα. κάθισε το παιδί στο τραπεζάκι να το
Αντίθ. κχα(ν)ντινό = βρόµικος, ταΐσει.
βροµιάρης, τεµπέλης, µελαλό = καθίζω (αµετβ. ρ.): µπεσσάβ (=
λερωµένος. κάθοµαι)
καθαρός (β) (επίθ.): τεµίζι-ίσκα π.χ. ο τοµαφίλι µπεσσλό κατάρ ο
π.χ. τεµίζι σι ο κχερ = καθαρό είναι µπουτ πφαριπέ = το αυτοκίνητο έχει
το σπίτι, µπουτ τεµίσκα σι λεσκί καθίσει από το πολύ βάρος.
ροµνί = πολλή καθαρή είναι η καθισιά: µπεσσιπέ, ο
γυναίκα του. π.χ. α(ν)ντέ γεκ µπεσσιπέ, ντούι
Αντίθ. πίσι = βρόµικος, βροµιάρης, τσαρέ ζουµί χαλ = σε µια καθισιά,
µισκίνι = βρόµικος, βροµιάρης. δυο πιάτα φαΐ τρώει.
(βλ. και καθισιό).
198

καθισιό: µπεσσιπέ, ο καθυστερώ (α) (µετβ. ρ.):


π.χ. ε µπεσσιµάσα κχάντσικ ιν ασσουγκιαρνταράβ
κερντόλ = µε το καθισιό τίποτα δεν π.χ. νά ασσουγκιαρντάρ µαν, σίµαν
γίνεται. µπουκί = µη µε καθυστερείς, έχω
κάθισµα (α) (ρηµ. ουσ.): µπεσσιπέ, δουλειά
ο (σ.α. καθίζηση, καθισιό, καθισιά). (ασσουγκιαρνταράβ κυριολ. κάνω
κάθισµα (β): καρέκλα, η να περιµένει, -ουν, ασσουγκιαράβ =
(βλ. και καρέκλα). περιµένω, αναµένω, προσδοκώ)
καθισµένος: (βλ. καθιστός). καθυστερώ (β): (βλ. αργώ µετβ.).
καθιστός (επίθ.): µπεσσι(ν)ντό,-ί καθυστερώ (γ): (βλ. αργώ αµετβ.).
Αντίθ. οπρι(ν)ντό = όρθιος, ντίκι = καθώς (επίρρ.): σαρ
όρθιος. π.χ. σαρ αβάβας ανγκλά µά(ν)ντε
καθοδήγηµα: (βλ. οδήγηση (β)). ικλιλό = καθώς ερχόµουν, µπροστά
καθοδηγηµένος: (βλ. οδηγηµένος). µου βγήκε.
καθοδήγηση: (βλ. οδήγηση (β)). (βλ. όπως, πως, σαν).
καθοδηγούµαι: (βλ. οδηγούµαι). και (εµφ.): εµ
καθοδηγώ: (βλ. οδηγώ). π.χ. εµ λακέ ροµέ λια εµ κουσσέλ
καθοδικός (επίθ.): φουλικανό,-ί λα οπράλ = και τον άνδρα της πήρε
Αντίθ. ικλικανό και ικλιστικανό = και τη βρίζει από πάνω.
ανοδικός. και (συνδ.): ντα
κάθοδος (α): φουλιπέ, ο (σ.α. π.χ. κ’ αβέλ βο ντα = θα ‘ρθει και
κατάβαση) αυτός. µε ντα του = εγώ και εσύ, βο
Αντίθ. ικλιστιπέ = άνοδος. ορµπισαρέλας αµέ(ν)ντα
κάθοδος (β): φουλιστιπέ, ο (σ.α. ασσουνάσας = αυτός µιλούσε και
κατάβαση) εµείς ακούγαµε, Ο Ντελ σαστιπέ
Αντίθ. ικλιπέ = άνοδος, ανάβαση, ντα ζουραλιπέ τε ντελ τουτ = ο
ανέβασµα, καβάληµα, σκαρφάλωµα. Θεός υγεία και δύναµη να σου
καθόλου (επίρρ.): ιτσ δώσει.
π.χ. ιτσ νι µανγκέλ λε = καθόλου καίγοµαι (αµετβ. ρ.): πφαµπιάβ
δεν τον θέλει. π.χ. αµέν κατέ πφαµπιάς του παλέ
(βλ. επίρρ. ποτέ). ασάς = εµείς εδώ καιγόµαστε εσύ
κάθοµαι (αµετβ. ρ.): µπεσσάβ πάλι γελάς, πφαµπόλ µο γκι λέσκε
π.χ. λε γεκ καρέκλα ντα µπεςς = = καίγεται η ψυχή µου γι’ αυτόν.
πάρε µια καρέκλα και κάτσε. µπεςς (βλ. και αµετβ. ανάβω).
οπρά κε αρνέ = κάτσε στα αυγά σου καΐκι: καήκο, ο (σ.α. καράβι,
(σ.α. κατοικώ). πλοίο, βάρκα).
καθρεφτάκι: γκλενταλορό, ο και καϊµάκι: καϊµάκο, ο (προφ. µε
αϊναβίσα, η. συνίζηση αι)
καθρέφτης: γκλένταλο, ο και π.χ. τσχορντιλό ε καϊβάκο καϊµάκο
αϊνάβα, η = χύθηκε το καϊµάκι του καφέ.
π.χ. κοσάβ ο γκλένταλο = καϊµακλής: καϊµακλίο, ο (προφ. µε
σκουπίζω τον καθρέφτη, ντικχάµαν συνίζηση αι) (βλ. και
α(ν)ντί αϊνάβα = κοιτάζοµαι στον καϊµακλίδικος).
καθρέφτη. καϊµακλίδικος (επίθ.): καϊµακλίο,
καθυστέρηση: ασσουγκιαρνταριπέ, -ίκα (προφ. µε συνίζηση αι)
ο.
199

π.χ. καϊµακλίο τφουτ = λατσχό ιν κερντόλ = ο κακός καιρός


καϊµακλίδικο γιαούρτι. καλός γίνεται, ο κακός άνθρωπος
καινούργηµα: νεβαριπέ (σ.α. καλός δεν γίνεται.
ανανέωση) και νεβανταριπέ, ο (σ.α. (υποκ.) αβαβίσα, η
ανακαίνιση). καιρός (β): βακΰτι, ο και ζαµάνο, ο
καινουργηµένος (µτχ.): νεβαρντό, π.χ. ερ σσέι κάι πο βακΰτι = κάθε
-ί (σ.α. ανανεωµένος) και πράγµα στον καιρό του, µπουτ
νεβανταρντό,-ί (σ.α. ζαµάνο σας τε ντικχάβ τουτ = πολύ
ανακαινισµένος) καιρό είχα να σε δω.
καινούργιος (επίθ.): νεβό,-ί καίω (µετβ. ρ.): πφαµπαράβ
π.χ. νεβέ µενία = καινούργια π.χ. καβά γιβέ(ν)ντ µπουτ κασστά
παπούτσια, νεβό κχερ = καινούργιο πφαµπαρντάµ = αυτόν τον χειµώνα
σπίτι, σαρ νεβό σι ο τοµαφίλι = σαν κάψαµε πολλά ξύλα, πφαµπαρντόµ
καινούργιο είναι το αυτοκίνητο. η ζουµί = έκαψα το φαγητό, (µτφ.)
(υποκ.) νεβορό,-ί. πφαµπαρντά µο γκι καγιά τσχορί =
Αντίθ. πουρανό = παλιός. µου έκαψε την ψυχή αυτή η κοπέλα
καινουργώ (µετβ. ρ.): νεβαράβ (βλ. µετβ.ρ. ανάβω).
(σ.α. ανανεώνω) και νεβανταράβ καίω (α) (αµετ.ρ.): πφαµπιάβ
(σ.α. ανακαινίζω). π.χ. ο χουρντό πφαµπόλ κατάρ ο
καινούριωµα: νεβανταριπέ και πιρετό = το παιδί καίει από τον
νεβαριπέ, ο (νεβιπέ, ο = η ιδιότητα πυρετό, πφαµπιλέ ε κασστά =
του καινούριου, σ.α. νεωτερισµός, κάηκαν τα ξύλα.
εξέλιξη, αντίθ. πουρανιπέ, ο = (βλ. και καίγοµαι, αµετβ. ανάβω).
παλαιότητα, αρχαιότητα) καίω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
Αντίθ. πουραριπέ και πουρανταριπέ πφαµπαρνταράβ (= βάζω να κάψει-
= πάλιωµα. ουν, βάζω να ανάψει-ουν, κάνω να
καινουριωµένος (µτχ.): καεί-ούν, κάνω να ανάψει-ουν)
νεβανταρντό, -ί και νεβαρντό, -ί π.χ. κα πφαµπαρνταράβ λεσκό
Αντίθ. πουραρντό και πουρανταρντό κχερ = θα βάλω να κάψουν το σπίτι
= παλιωµένος. του, κα πφαµπαρνταράβ λεστέ ε
καινουριώνω (επιτατ. µετβ. ρ.): φόσορα = θα τον βάλω ν’ ανάψει τα
νεβανταράβ και (µετβ.ρ.) νεβαράβ φώτα.
π.χ. α(ν)ντέ εκ µακχιπέ Αντίθ. µουνταρνταράβ = βάζω να
νεβανταρντόµ ε µενία = σ’ ένα σβήσει-ουν, βάζω να σκοτώσει-ουν,
βάψιµο καινούριωσα τα παπούτσια. κάνω να σβήσει-ουν, κάνω να
Αντίθ. πουρανταράβ και πουραράβ πεθάνει-ουν.
= παλιώνω µετβ., πουράβαβ = κακάο: κακάο, ο
παλιώνω αµετβ. π.χ. λιόµ τουκέ κακάο τε πες = σου
καιρικός (επίθ.): αβαβάκο,-ι πήρα κακάο να πιεις.
π.χ. αβαβάκο ντιισσµέκο = καιρική κακάσχηµος (άκλ. επίθ.): µπουτ-
µεταβολή. µπέτι (= πολύ άσχηµος)
καιρός (α): αβαβά, η π.χ. µπουτ-µπέτι µανούςς =
π.χ. λατσχί σι η αβάβα αβγκιέ = κακάσχηµος άνθρωπος.
καλός είναι ο καιρός σήµερα, Συνών. µπέτι-µόσκο =
(τσιγγάνικο γνωµικό) η φενά αβάβα ασχηµοπρόσωπος.
λατσχί κερντόλ, ο φενά µανούςς
200

κακεντρέχεια: νασουλιπέ, κακοκεφαλιά: τφουλό-σσορό, ο


φεναλούκο και κετυλύκο, ο (κυριολ. χοντρό κεφάλι,
(κυριολ. κακό, το, κακία, χοντροκεφαλιά)
κακοσύνη, κακότητα). π.χ. κατάρ κο τφουλό-σσορό
κακεντρεχής (άκλ. επίθ.): νασούλ, σΰρντες καλέν, κάι νι ασσουνές
φενά και κετύ (κυριολ. κακός). κχάνικας = από τη χοντροκεφαλιά
κακία (α): νασουλιπέ και σου τα τραβάς αυτά, που δεν ακούς
φεναλούκο, ο κανένα.
π.χ. φεναλούκο σι α(ν)ντέ λέστε = κακοµοίρης (επίθ.): ζαβα(λ)λίο, -
κακία έχει µέσα του, να αστάρ ούκα
µανγκέ νασουλιπέ = µη µου κρατάς π.χ. ροβέλας ο ζαβα(λ)λίο =
κακία, (φράση) ο νασουλιπέ έκλαιγε ο κακοµοίρης (βλ. και
νασουλιπέ α(ν)ταβέλ = η κακία καηµένος, ταλαίπωρος, δυστυχής).
κακία φέρνει. κακοµοιριά: (βλ. αθλιότητα).
Αντίθ. λαχτσιπέ = καλοσύνη, καλό, κακόµοιρος: (βλ. κακοµοίρης).
το. κακοντυµένος (επίθ.):
κακία (β): κετυλύκο και µπιβουραντό, -ί (κυριολ. αφόρετος,
µπιλατσχιπέ, ο (σ.α. κακό, το, άντυτος)
κακότητα, κακοσύνη) π.χ. µπιβουραντό σοµ, κάι τε τζαβ
π.χ. µε κετυλύκο νι κερντόµ καλέ σσεένσα; = κακοντυµένος
κχάνικάσκε = εγώ κακό δεν έκανα είµαι, που να πάω µ’ αυτά τα
σε κανένα. ρούχα;
κακό (το): (βλ.κακία). κακόπαιδο: ναλέτι-χουρντό, ο
κακοαναθρεµµένος: (βλ. (κατά λέξη: άτακτο παιδί).
ανάγωγος). κακός (α) (άκλ. επίθ.): νασούλ και
κακόγλωσσος (επίθ.): νασούλ- φενά
τσχιµπάκο,-ι και φενά-τσχιµπάκο, - π.χ. νασούλ µανούςς σι = είναι
ι. κακός άνθρωπος, µπουτ φενά σι κο
κακοδιαθεσία: (βλ. σπασµένη τσχαβό = πολύ κακός είναι ο γιος
ψυχή). σου.
κακοδιάθετος: (βλ. σπασµένη Αντίθ. λατσχό = καλός, γιαβάσι =
ψυχή, άκεφος). ήσυχος, σιγά.
κακοκαιρία: φενά-αβάβα (= κακός κακός (β) (επίθ.): µπιλατσχό, -ί
καιρός) και νασούλ-αβάβα, η (= π.χ. µε σοµ λατσχί, αµά σοµ
κακός καιρός) µπιλατσχί ντα = εγώ είµαι καλή,
π.χ. σό σι καγιά φενά-αβάβα αλλά είµαι και κακιά.
αβγκιέ! = τι κακοκαιρία είναι αυτή κακός (γ) (άκλ. επίθ. και επίρρ.):
σήµερα! κετύ (σ.α. κακώς).
Αντίθ. λατσχί-αβάβα = καλοκαιρία. κακοσµία: (βλ. δυσοσµία).
κακοκαρδίζοµαι: (βλ. κακοσύνη: (βλ. κακία).
δυσαρεστούµαι). κακότητα: νασουλιπέ και
κακοκαρδίζω: (βλ. δυσαρεστώ). φεναλούκο, ο (βλ. και κακία).
κακοκάρδισµα: (βλ. Αντίθ. λατσχιπέ = καλοσύνη, καλό,
δυσαρέστηση). το.
κακόκαρδος: (βλ. κακόψυχος). κακοτυχία: νασούλ-µπαχτιπέ, ο
Συνών. µπιµπαχτιπέ = ατυχία
201

Αντίθ. λατσχό-µπαχτιπέ = λατσχί σι κι ντέι; = καλά είναι η


καλοτυχία. µάνα σου;
κακότυχος (επίθ.): νασούλ- καλάθα: µπαρό-σεπέτο, ο (κατά
µπαχτάκο,-ι λέξη: µεγάλο καλάθι).
Συνών. µπιµπαχτάκο = άτυχος καλαθάκι: σεπετίσι, ο και
Αντίθ. λατσχέ-µπαχτακό = κοσσνικίσα, η.
καλότυχος καλαθάς: σεπε(τ)τσίο, ο
κακούργηµα: βλ. κακουργία π.χ. σεπε(τ)τσίο σας λεσκό πάπου
κακουργία: κατι(λ)λίκο, ο. = καλαθάς ήταν ο παππούς του,
κακούργος: (βλ. κακοποιός). θηλ. σεπε(τ)τσίκα, η.
κακοποιός (ο): κατίλι, ο (σ.α. καλάθι: σεπέτο, ο και κόσσνικα, η
εγκληµατίας, δράστης, δολοφόνος, π.χ. σο σι α(ν)ντό σεπέτο; = τι έχει
κακούργος, φονιάς), θηλ. κατίλκα, µέσα το καλάθι;, σικνό σι καβά
η. σεπέτο = µικρό είναι αυτό το
κακοφαίνεται (µου) (αµετβ. ρ.): καλάθι.
µπετιµέ-αβέλ-µάνγκε κάι µπετιµέ- καλαθοπλεκτική: σεπετλίκο, ο.
αβέλπες-µάνγκε (κυριολ. άσχηµα καλαθοποιία: (βλ. καλθοπλεκτική).
έρχεται για µένα) καλάι: (βλ. κασσίτερος).
π.χ. µπετιµέ-αβιλόπες-µάνγκε κάι καλαΐζω: (βλ. γανώνω).
γκελόταρ = µου κακοφάνηκε που καλάισµα: (βλ. γάνωµα).
έφυγε. καλαϊσµένος: γανωµένος.
κακόψυχος (α) (επίθ.): νασούλ- καλαϊτζής: καλαητζίο, ο, θηλ.
γκέσκο,-ι και φενά-γκέσκο, -ι καλαητζίκα, η
π.χ. φενά-γκέσκο σαν, νάι σαν π.χ. καλαητζίο σι λεσκό πάπου =
λατσχό µανούςς = κακόψυχος είσαι, καλαϊτζής είναι ο παππούς του.
δεν είσαι καλός άνθρωπος. Συνών. ανουσαρτσίο = γανωτής.
Αντίθ. λατσχέ-γκέσκο = καλόψυχος. καλαµάκι: καλαµάκι, ο
κακόψυχος (β) (επίθ.): µπιλατσχέ- π.χ. καλαµακέσα πελ η
γκέσκο,-ι και κετύ-γκέσκο,-ι. πορτοκαλάντα = µε καλαµάκι πίνει
καλά (α) (επίρρ.): λατσχές και την πορτοκαλάδα.
σσουκάρ καλάµι: γκαργκία, η
π.χ. λατσχές κερντάν κάι ιν γκελάν π.χ. κιντά γκαργκίε ντα κερντά
= καλά έκανες που δεν πήγες, ιν πεσκέ τσάρντακο ανγκλά πο κχερ =
ασσουνάβ σσουκάρ = δεν ακούω µάζεψε καλάµια και έφτιαξε για τον
καλά (σσουκάρ κυριολ. = όµορφα, εαυτό του τσαρδάκι µπροστά στο
ωραία, όµορφος, ωραίος). σπίτι του.
καλά (β) (επίρρ.): λατσχό (υποκ.) γκαργκιίσα, η.
π.χ. λατσχό πφε(ν)ντά τουκέ = καλαµιά: γκαργκιλίν, η.
καλά σου είπε, λατσχό κερντά κάι καλαµοειδής (επίθ.): γκαργκιάκο, -
µαρντά τουτ = καλά έκανε που σε ι.
έδειρε. καλαµποκάκι: µισιρίσι, ο
καλά (γ) (επίθ.): λατσχό, -ί (= καλαµποκάλευρο: µισιρέσκο-αρό,
καλός, -ή) ο
π.χ. λατσχό σι ακανά µο ντατ = π.χ. µισιρέσκο-αρό σι καβά =
καλά είναι τώρα ο πατέρας µου, καλαµποκάλευρο είναι αυτό.
καλαµποκέλαιο: µισιρέσκο-κχιλ, ο
202

καλαµπόκι: µισίρι και µπόµπο, ο πέσανε πάνω στο φαγητό από την
π.χ. µισίρι κα χάς; = καλαµπόκι θα πείνα, σαρ καλί γκάργκα κερντιλί =
φας; κιραβάβ ε µισίρα = βράζω τα σαν µαύρη καλιακούδα έγινε. (δηλ.
καλαµπόκια (µπόµπο σ.α. κόκκος, µαύρισε πολύ).
κουκί). καλλιτέχνης: αρτίζι, ο, θηλ.
καλαµποκίσιος (α) (επίθ.): αρτίσκα, η
µισιρέσκο,-ι π.χ. ε αρτίζορα νακχαβέν σσουκάρ
π.χ. µισιρέσκο µαρνό = = οι καλλιτέχνες περνάνε (ζούνε)
καλαµποκίσιο ψωµί. ωραία (βλ. και ηθοποιός).
καλαµποκίσιος (β): µισιρανό,-ί και καλλίφωνος (επίθ.): λατσχέ-
µποµπόσκο, -ι. σεζάκο, -ι και σσουκάρ-σεζάκο, -ι.
καλαµπούρι: (βλ. αστείο). καλντερίµι: µπαράλο-ντροµ, ο
καλαµπουρίζω: (βλ. αστειεύοµαι). (κυριολ. πετρόδροµος).
κάλαντα (τα): κάλαντα, ε καλό (το) (α): (βλ. καλοσύνη).
π.χ. µανγκές τε πφενάς τουκέ ε καλό (το) (β): λατσχιπέ, ο (σ.α.
κάλαντα; = θέλεις να σου πούµε τα ευεργεσία, φιλανθρωπία)
κάλαντα; π.χ. κε λατσχιµάσκε µαράµαν = για
καλέ (επιφών.): τσχε το καλό σου αγωνίζοµαι (βλ. και
π.χ. αβ κατέ τσχε = έλα εδώ καλέ, καλοσύνη).
κάι γκελί κι πφεν τσχε; = πού πήγε Αντίθ. νασουλιπέ = κακό, κακία,
η αδελφή σου καλέ; κακοσύνη, φεναλούκο = κακό,
(χρησιµοποιείται µόνο για κακία, κακοσύνη.
γυναίκες). καλοκαιράκι: µιλαϊορό, ο.
Αντίθ. µο (µόνο για άνδρες) = ρε. καλοκαίρι (α): µιλάι, ο
κάλεσµα (α): τσινγκαρντιπέ, ο. π.χ. (στίχοι από το ποιήµα του Γ.
κάλεσµα (β): νταβετλεµέκο, ο Αλεξίου «Ο µιλάι») Ω! Ροµάλεν, σο
(νταβέτι = δεξίωση). σσουκάρ κα αβέλας σα ο µπροςς τε
καλεσµένος (α) (µτχ.): αβέλας µιλάι = Ω! Τσιγγάνοι, τι
τσινγκαρντό,-ι ωραία θα ήτανε όλος ο χρόνος να
π.χ. σαν τσινγκαρντό κάι µο µπιάβ, ήταν καλοκαίρι.
= είσαι καλεσµένος στο γάµο µου. Αντίθ. γιβέ(ν)ντ = χειµώνας.
Αντίθ. µπιτσινγκαρντό = ακάλεστος καλοκαίρι (β): γιάζι, ο
καλεσµένος (β) (µτχ. ως επίθ.): π.χ. αβιλό ο γιάζι = ήρθε το
νταβετλίο, -ίκα καλοκαίρι
π.χ. νταβετλίο σοµ κάι λεσκό καλοκαιρία: λατσχί-αβάβα, η (=
µπιάβ = καλεσµένος είµαι στο γάµο καλός καιρός)
του. Αντίθ. φενά-αβάβα και νασούλ-
καληµέρα (επιφ.): λατσχό-γκιές αβάβα = κακοκαιρία.
και λατσχό-γκιβέ. καλοκαιριάζει (αµετβ. απρόσ. ρ.):
καληνύχτα (επιφ.): λατσχί-ρατ µιλάι-αβέλ και γιάζι-αβέλ (=
π.χ. λατσχί κι ρατ = καλή σου καλοκαίρι έρχεται)
νύχτα, λατσχί τουµαρί ρατ = καλή Αντίθ. γιβέ(ν)τ-αβέλ και ιβέ(ν)τ-
σας νύχτα. αβέλ (= χειµώνας έρχεται),
καλιακούδα: γκάργκα, η χειµωνιάζει.
π.χ. σαρ γκάργκε πελέ οπρά ζουµί καλοκαιρινός (α) (επίθ.):
κατάρ η µποκ = σαν καλιακούδες µιλαέσκο,-ι
203

π.χ. µιλαέσκε γκιβεσά = Αντίθ. νασούλ και φενά = κακός.


καλοκαιρινές µέρες. καλοσύνη: λατσχιπέ, ο (σ.α. καλό,
Αντίθ. γιβε(ν)ντέσκο = χειµερινός. το)
καλοκαιρινός (β) (επίθ.): π.χ. ο λατσχιπέ κάι κερντά µανγκέ
γιαζέσκο, -ι νι µπιστράβ λε = την καλοσύνη που
π.χ. γιαζέσκε µενία = καλοκαιρινά µου έκανε δεν την ξεχνάω, λε λε
παπούτσια λατσχιµάσα = πάρτον µε το καλό,
καλόκαρδος: (βλ. καλόψυχος). λατσχιµάσα τε τζαζ = µε το καλό να
καλοντυµένος (επίθ.): λατσχό- πας, λατσχιπέ σι καβά κάι κερντάν
βουραντό,-ι και σσουκάρ- ακανά; = καλό είναι αυτό που
βουραντό,-ι. έκανες τώρα;
καλοπερνώ (α) (αµετβ. ρ.): Αντίθ. νασουλιπέ = κακία,
λατσχό-νακχαβάβ κακοσύνη.
π.χ. λατσχό-νακχαβές ντικχάβ = καλοτυχία: λατσχό-µπαχτιπέ, ο
καλοπερνάς βλέπω. Αντίθ. νασούλ-µπαχτιπέ =
καλοπερνώ (β) (αµετβ. ρ.): κακοτυχία.
σσουκάρ-νακχαβάβ (= ωραία καλότυχος (επίθ.): λατσχέ-
παιρνώ). µπαχτάκο,-ι.
καλοπιάνω (α) (µετβ. ρ.): λατσχό- Αντίθ. νασούλ-µπαχτάκο =
ασταράβ. κακότυχος
καλοπιάνω (β) (µετβ. ρ.): καλούλης (επίθ.): λατσχορό, -ι.
λατσχιµάσα – ασταράβ (= µε το καλούπι: καλούπο, ο
καλό πιάνω) π.χ. τχοντέ ε καλούπορα ε
π.χ. λατσχιµάσα – αστάρ λε, τε να τεµελένγκε; = βάλανε τα καλούπια
τζάλταρ, κα ατσχέλ αµαρί µπουκί για τα θεµέλια;
οπάςς = καλόπιασέ τον, να µη καλούπωµα: καλούπο-κεριπέ, ο (=
φύγει, θα µείνει η δουλειά µας µισή. καλούπι φτιάξιµο).
καλοπιάνω (γ) (µετβ. ρ.): γκι- καλουπώνω (µετβ. ρ.): καλούπο-
κεράβ (= ψυχή κάνω, σ.α. κεράβ (= καλούπι κάνω)
ευχαριστώ µετβ.) π.χ. καλούπο-κεράβ ο τσιµέ(ν)το =
π.χ. τζα κερ λεσκό γκι ακανά, καλουπώνω το τσιµέντο.
χολάιλο τούκε = πάνε να του κάνεις καλούτσικος (επίθ.): λατσχορό,-ί.
την ψυχή (να τον καλοπιάσεις) καλούµαι (αµετβ. ρ.):
τώρα, θύµωσε για σένα (βλ. και τσινγκάρντιαβ.
ευχαριστώ (β)). καλοχτενισµένος (επίθ.):
Αντίθ. γκι-πφαγκάβ (= ψυχή σσουκάρ-φουλαντό,-ί (= ωραία
σπάζω) δυσαρεστώ. χτενισµένος).
καλοπόδαρος (επίθ.): λατσχέ- καλόψυχος (επίθ.): λατσχέ-
τσανγκάκο,-ι. γκέσκο,-ι και λατσχέ-γκιόσκο, -ί
καλοριφέρ: καλοριφέρι, ο π.χ. ιν ασταρέλ α(ν)ντέ πέστε
καλός (επίθ.): λατσχό,-ί νασουλιπέ, λατσχέ-γκέσκο σι = δεν
π.χ. σίλε λατσχό γκι = έχει καλή κρατάει µέσα του κακία,
ψυχή, ιν λιά µαν λατσέ γιακχάσα = καλόψυχος είναι.
δεν µε πήρε µε καλό µάτι, µπουτ Αντίθ. νασούλ-γκέσκο =
λατσχό µανούςς σι = είναι πολύ κακόψυχος.
καλός άνθρωπος.
204

καµπούρης (επίθ.): κα(µ)µπούρι, - καλυτερεύω (µετβ. ρ.): λατσχαράβ


κα π.χ. λατσχαρντόµ µι µπουκί =
π.χ. κα(µ)µπούρι σαν ντα πφιρές καλυτέρεψα την δουλειά µου.
αγκαντάλ; = καµπούρης είσαι και (σ.α. γιατρεύω, περιποιούµαι,
περπατάς έτσι; βελτιώνω, διορθώνω, ετοιµάζω).
καλπάκι: καλπάκο, ο. καλύτερος (επίθ.): νταάλατσχο,-ι
(υποκ.) καλπακίσι, ο. π.χ. νταάλατσχο σι κολέσταρ =
Συνών. καπέλα = καπέλο. καλύτερος είναι από τον άλλο. (Βλ.
κάλπη: κουτία, η (κυριολ. κουτί). και καλύτερα).
κάλτσα: τσοράπο, ο κάλυψη: ουτσχαριπέ, ο (=
π.χ. ικαλάβ µε τσοράπορα = βγάζω σκέπασµα).
τις κάλτσες µου. καλώ (α) (µετβ. ρ.): τσινγκάρνταβ
καλτσόν: καλτσόν, ο π.χ. τσινγκαρντέ αµέν κάι πο µπιάβ
π.χ. καλό καλτσόν = µαύρο = µας κάλεσαν στον γάµο τους,
καλτσόν. τσινγκάρνταβ τουτ αϊράτ κάι µο
καλύβα: κόλιµπα και κότορα, η κχερ = σε καλώ απόψε στο σπίτι
π.χ. µπεσσέλ α(ν)ντέ εκ κότορα = µου.
κάθεται σε µια καλύβα. καλώ (β) (µετβ. ρ.): νταβετλέαβ
καλυµµένος (µτχ.): ουτσχαρντό, -ί (βλ. και προσκαλώ (β)).
(= σκεπασµένος). καλώδιο: καλόδιο, ο
καλύπτοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. σΰρντε ο καλόδιο καρίκ τούτε
ουτσχάρντιαβ και ουτσχαράµαν (= = τράβα το καλώδιο προς εσένα.
σκεπάζοµαι). καλωπίζοµαι (αµετβ. ρ.):
καλύπτω (µετβ. ρ.): ουτσχαράβ (= λατσχαράµαν (βλ. και
σκεπάζω) ετοιµάζοµαι).
π.χ. νι ουτσχαρέλ κε τσανγκά καλωπίζω (µετβ. ρ.): λατσχαράβ
καβά φουστάνο = δεν καλύπτει τα (= καλυτερεύω µετβ.).
πόδια σου αυτό το φουστάνι. κάµα (το): (βλ. ζέστη (β)).
καλύτερα (επίρρ.): νταάλατσχο καµάκι (το φλερτ): καµάκι, ο
(σ.α. καλύτερος, βλ. και καλύτερος) π.χ. γεκ σαάτο καµάκι κερέλας λα
π.χ. νταάλατσχο κερντάν κάι νι = µια ώρα καµάκι της έκανε.
αβιλάν = καλύτερα έκανες που δεν καµακώνω (µτφ. ερωτοτροπώ):
ήρθες. καµάκι-κεράβ (= καµάκι κάνω).
(νταάλατσχο κυριολ. = πιο καλός, καµάρα: καµάρα και κάµαρα, η
πιο καλά). καµατερός: (βλ. εργατικός).
καλυτέρευση: λατσχαριπέ, ο (σ.α. κάµατος: τσχι(ν)ντιπέ, ο (=
γιατρειά, διόρθωση, ετοιµασία, κούραση).
βελτίωση, περιποίηση). καµένος (µτχ. ως επιθ.):
καλυτερεύω (αµετβ. ρ.): πφαµπαρντό,-ί
λατσχάρντιαβ (σ.α. αµετβ. φτιάχνω, π.χ. πφαµπαρντό κχερ = καµένο
διορθώνοµαι, βελτιώνοµαι, σπίτι, πφαµπαρντί σι η ζουµί =
γιατρεύοµαι) καµένο είναι το φαγητό, νασστί
π.χ. λατσχάρντιλεµ κατάρ καλά κερντόµ καλέ κάι µανγκάβας,
ντραπά = καλυτέρεψα από αυτά τα πφαµπαρντό ατσχιλό µο γκι = δεν
φάρµακα, λατσχάρντολ η αβάβα = µπόρεσα να κάνω αυτό που ήθελα,
καλυτερεύει ο καιρός. καµένη έµεινε η ψυχή µου,
205

πφαµπαρντό σι µο γκι , ο(ν)ντάν π.χ. σίλε µπάια παρέ = έχει


ροβάβ = καµένη είναι η ψυχή µου, κάµποσα λεφτά (βλ. και κάµποσο,
γι’ αυτό κλαίω. αρκετά, αρκετός)
(βλ. και αναµµένος, καυτερός, Συνών. µπουτ = πολύ, πολύς.
καυτός) Αντίθ. ζάλακ = λίγο, λίγος, εµπούκα
Αντίθ. µπιπφαµπαρντό = άκαυτος. = λίγο, λίγος.
κάµερα: κάµερα, η καµπούρα: κα(µ)µπούρα, η
κάµεραµαν: βλ. εικονολήπτης π.χ. κάνα κα ικλέλ µι κα(µ)µπούρα
καµήλα: ντεβάβα, η οζοµάν κα πφενάβ τουµένγκε
π.χ. (φράση) η ντεβάβα ντα σι καζόµ παρέ σίµαν = όταν θα βγει η
ουτσί αµά ο χορ σΰρντελ λα = και η καµπούρα µου (γεράσω) τότε θα
καµήλα είναι ψηλή αλλά την σας πω πόσα λεφτά έχω.
τραβάει ο γάιδαρος. καµπούρης (επίθ.): κα(µ)µπούρι, -
(υποκ.) ντεβαβίσα, η. κα
καµηλίσιος (επίθ.): ντεβαβάκο,-ι π.χ. κα(µ)µπούρι σαν ντα πφιρές
π.χ. ντεβαβάκο µας = καµηλίσιο αγκαντάλ; = καµπούρης είσαι και
κρέας. περπατάς έτσι;
καµηλόδερµα: ντεβαβάκι-µορκχί, καµπουριάζω (αµετβ. ρ.) (για
η. άνδρα): κα(µ)µπού.
καµινάδα: (βλ. καπνοδόχος). καµπουριάζω (αµετβ. ρ.) (για
καµπάνα: κα(µ)µπάνα, η άνδρα): κα(µ)µπούρι-κερντιάβ (=
π.χ. µπασσέν ε κχανγκιράκε καµπούρης γίνοµαι).
κα(µ)µπάνε = ηχούν οι καµπάνες καµπουριάζω (αµετβ. ρ.) (για
της εκκλησίας. γυναίκα): κα(µ)µπούρκα-κερντιάβ
καµπαρέ: καµπαρέ, ο (= καµπούρα γίνοµαι).
π.χ. κα τζαβ κάι καµπαρέ αϊράτ = καµπούρικος: (βλ. καµπουρωτός)
θα πάω στο καµπαρέ απόψε. καµπουρωτός (επίθ.):
καµπαρντίνα (α): καµπαρντίνα, η κα(µ)µπουρλίο, -ούκα.
π.χ. βουράβ κι καµπαρντίνα = καµπριολέ: πουταρντό-τοµαφίλι
φόρα την καµπαρντίνα σου. (=ανοιχτό αυτοκίνητο) και
καµπαρντίνα (β): παρτουσάβα, η καµπριολέ, ο.
π.χ. µελαλί σι κι παρτουσάβα = κάµπτω (µετβ. ρ.): µπανγκαράβ
λερωµένη είναι η καµπαρντίνα σου. και µπανγκιαράβ (σ.α. λυγίζω
καµπινές: (βλ. αποχωρητήριο). µετβ., γέρνω µετβ., σκύβω µετβ.,
κάµπος: µαλ, η παραλύω, στραβώνω µετβ.,
(υποκ.) µαλορί, η κουτσαίνω µετβ., κυρτώνω µετβ.,
κάµποσο (επίρρ.): µπάια (προφ. µε καµπυλώνω µετβ.)
συνίζηση ια) π.χ. µπανγκαράβ ο ντεµίρι =
π.χ. χαλά µπάια ο χουρντό = έφαγε κάµπτω το σίδερο.
κάµποσο το παιδί. (Βλ. και καµπύλη: (βλ. κάµψη).
κάµποσος, αρκετά, αρκετός) καµπυλότητα: (βλ. κάµψη).
Συνών. µπουτ = πολύ, πολύς. καµπύλωµα: (βλ. κύρτωµα).
Αντίθ. ζάλακ = λίγο, λίγος, καµπυλωµένος: κυρτωµένος.
εµπούκα = λίγο, λίγος. καµπυλώνω: (βλ. κυρτώνω).
κάµποσος (άκλ. επίθ.): µπάια κάµψη: µπανγκιπέ (σ.α. παράλυση,
(προφ. µε συνίζηση ια) καµπυλότητα, σκύψιµο, λοξότητα,
206

κούτσαµα, καµπύλη, στράβωµα, κανάτα: κανάτα, η


κύρτωµα) και µπανγκαριπέ, ο (σ.α. π.χ. πφερ η κανάτα παΐ = γέµισε
λύγισµα, στράβωµα). την κανάτα νερό, εκ κανάτα παΐ =
κάµωµα: κεριπέ, ο (= φτιάξιµο, µια κανάτα νερό.
πράξη, δηµιουργία) πληθ. κεριµάτα, κανείς: (βλ. κανένας).
ε. κανέλα: κανέλα, η
καµώµατα: µπιλγκίε, ε π.χ. σίτουτ εµπούκα κανέλα, τε
π.χ. λεσκί γκογκί λιάς καγιά πε ντες µαν; = έχεις λίγη κανέλα, να
µπιλκιένσα = τον ξεµυάλισε αυτή µου δώσεις;
µε τα καµώµατά της. κανελί (το): κανελάκο-ρένκι, ο (=
καµωµατού: µπιλγκιτζίκα, η κανέλας χρώµα).
π.χ. µπιλγκιτζίκα σι, ο(ν)ντάν χαλά κανένας (α) (άκλ. αόρ. αντων.):
λεσκί γκογκί = καµωµατού είναι, κχόνικ
γι’ αυτό του έφαγε (ξεµυάλισε) το (στίχοι από τσιγγάνικο τραγούδι).
µυαλό. π.χ. τζάσταρ αµένγκε ντουρ κχόνικ
καµωµένος (µτχ.): κερντό, -ί (= τε να τζανέλ = πάµε να φύγουµε
γινωµένος, φτιαγµένος, ώριµος, µακριά κανείς να µην το ξέρει,
δηµιουργηµένος) κχόνικ ιν αβιλό τε ντικχέλ µαν =
Αντίθ. µπικερντό = αγίνωτος, κανείς δεν ήρθε να µε δει, κχόνικ νι
άφτιαχτος, αδηµιούργητος, πιντζαρέλ µαν κατέ = κανένας δεν
ανώριµος, άγουρος. µε γνωρίζει εδώ, νι ντικχλόµ
καµώνοµαι (µετβ. ρ.): κεράµαν κχάνικας = δεν είδα κανέναν.
π.χ. κερντάπες νασφαλό για τε να Αντίθ. σάορε και σα = όλοι.
τζαλ κάι µπουκί = καµώθηκε τον κανένας (β): (άκλ. αόρ. αντών.):
άρρωστο για να µην πάει στη καϊέκ (σ.α. κάποιος)
δουλειά (κεράβ = κάνω, µαν = π.χ. τε κεράς καϊέκ µπουκί ντα =
εµένα). να κάνουµε και καµιά δουλειά,
(βλ. και παριστάνω). σίτουτ καϊέκ µεζαβίσα τε πας
καµωτός: (βλ. καµωµένος). ρακία; = έχεις κανένα µεζεδάκι να
κανακάρης: κϋιµατλίο, ο πιούµε ούζο; κα ρακχάντολ καϊέκ
π.χ. µο κϋιµατλίο τσχαβό σι καβά µανούςς τε κινέλ κο τοµαφίλι = θα
= ο κανακάρης µου γιος είναι βρεθεί κανένας άνθρωπος να
αυτός. αγοράσει το αυτοκίνητό σου.
κανακάρισσα: κϋιµατλΰκα, η. κάννη: πουσσκάκο-µούι, ο (=
κανάλι: κανάλι, ο όπλου στόµα).
π.χ. µπαρό κανάλι κερντέ κάι κογιά κανόνας (εθίµου, θρησκείας,
λεν = µεγάλο κανάλι φτιάξανε σε παράδοσης): νιζάµο, ο (σ.α.
κείνο το ποτάµι, κάι σαβό κανάλι νόµος).
κχελέλ καβά φίλιµι κάι πφενές; = κάνουλα: τσεσσµάβα, η (κυριολ.
σε ποιο κανάλι παίζει αυτό το έργο βρύση)
που λες; π.χ. ε φουτσιάκι τσεσσµάβα = η
καναπεδάκι: κανεπαβίσα, η. κάνουλα του βαρελιού.
καναπές: κανεπάβα, η κανταΐφι: κανταήφι, ο
π.χ. κάνα κι(ν)ντάν καγιά π.χ. κανταήφι κερντόµ, κα χας; =
κανεπάβα; = πότε αγόρασες αυτόν κανταΐφι έφτιαξα, θα φας;
τον καναπέ; καντήλα: κα(ν)ντίλα, η
207

π.χ. πφαµπαράβ µι κα(ν)ντίλα = καπέλο: καπέλα, η


ανάβω την καντήλα µου, (όρκος) π.χ. α(ν)τάβ µι καπέλα = φέρε το
καγιά κα(ν)ντίλα τε πφαµπόλ οπρά καπέλο µου.
µο σσορό = αυτή η καντήλα ν’ καπετάνιος: καπετάνο, ο, θηλ.
ανάψει πάνω στο κεφάλι µου. καπετάνκα, η
(υποκ.) κα(ν)ντιλίσα, η. π.χ. καπετάνκα σαν του ντα κα
καντήλι: κα(ν)ντίλι, ο κερές αµένγκε κουµά(ν)ντα; =
π.χ. (φράση) του κα(ν)ντίλι καπετάνισσα είσαι εσύ και θα µας
ασταρέσας; = εσύ καντήλι κάνεις κουµάντο;
κρατούσες; (δηλ. ήσουν εκεί την καπετανλίκι: καπετανλούκο, ο.
ώρα του περιστατικού;). καπίστρι: σσουβάρ, ο.
κάνω (α) (µετβ. ρ.): κεράβ καπλαµάς: καπλαµάβα, η.
π.χ. σο κερές; = τι κάνεις; πι καπναποθήκη: τουτουνένγκο-
µπουκί κερέλ = τη δουλειά του ντέπο, ο.
κάνει, τε ντικχέσα σάο κχερ καπνάς : (βλ. καπνοπαραγωγός,
κερντάς κα ντιλάος = αν δεις τι καπνεργάτης).
σπίτι έκανε θα τρελαθείς, σο καπνεµπόριο: τουτουνένγκο-
πφενέσα µανγκέ λε κα κεράβ = ό,τι τουτζαρλούκο, ο.
µου πεις αυτό θα κάνω. καπνέµπορος: τουτουνένγκο-
(βλ. και φτιάχνω, δηµιουργώ, τουτζάρι, ο, θηλ. τουτουνένγκι-
πράττω). τουτζάρκα, η.
κάνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ): καπνεργάτης: τουτουντζίο, ο (σ.α.
κερνταράβ και κερντανταράβ (βλ. καπνοπαραγωγός), θηλ.
δηµιουργώ (β)). τουτουντζούκα, η.
καουµπόης: κα(µ)µπόι, ο (προφ. µε καπνίζει (απρόσ. ρ.): τυτύορ
συνίζηση οι), θηλ. κα(µ)µπόικα, η π.χ. τυτύορ η σόµπα, πφερντιλό ο
(προφ. µε συνίζηση οι). κχερ ντουµάνο = καπνίζει η
καουµπόικος (επίθ.): θερµάστρα, γέµισε το σπίτι καπνός.
κα(µ)µποένγκο,-ι καπνίζω (α) (αµετβ.καιµετβ.ρ):
π.χ. κα(µ)µποένγκο φίλιµι ντικχάβ τφουβάβ
= καουµπόικη ταινία βλέπω. π.χ. ε κασστά σι κινγκέ ντα
καπάκι: καπάκο, ο τφουβέν = τα ξύλα είναι βρεγµένα
π.χ. πφά(ν)ντε ε τσιντζιράκο και καπνίζουν.
καπάκο = κλείστε της κατσαρόλας καπνίζω (β) (τσιγάρο) (αµετβ. και
το καπάκι. µετβ. ρ): τζιγκάρα-παβ (= τσιγάρο
καπάκωµα: καπακλαµάκο, ο. πίνω)
καπακώνω (µετβ. ρ.): καπακλάιαβ π.χ. νά πι-τζιγκάρα κατέ α(ν)ντρέ =
(προφέρεται µε συνίζηση ια) µη καπνίζεις τσιγάρο εδώ µέσα.
π.χ. καπακλάιαβ η τσιντζίρα = κάπνισµα: τφουβαλιπέ, ο.
καπακώνω την κατσαρόλα. καπνιστής: τζιγκάρατζίο, ο (σ.α.
καπάρο: κάπορο, ο και κάπαρα, η πωλητής τσιγάρων), θηλ.
π.χ. καζόµ παρέ ντιάν κάπαρο; = τζιγκάρατζίκα, η.
πόσα λεφτά έδωσες καπάρο; καπνιστό σαλάµι: σσουκό-σαλάµο,
καπαρώνω (µετβ. ρ.): κάπαρο- ο (= ξερό, στεγνό σαλάµι)
νταβ (= καπάρο δίνω). π.χ. τσχιν µανγκέ σσουκό-σαλάµο
καπελάκι: καπελίσα, η. = κόψε µου καπνιστό σαλάµι.
208

καπνοδόχος: µπατζάβα, η. καραβάνα: καραβάνα, η


(υποκ.) µπατζαβίσα, η. π.χ. εβελντέν κάι ασκερλίκο α(ν)ντί
καπνοπαραγωγή: καραβάνα ντένας αµέν χαπέ =
τουτουντζουλούκο, ο (σ.α. το παλιά στο στρατό µες στην
επάγγελµα του καπνεργάτη). καραβάνα µας δίνανε φαγητό.
καπνοπαραγωγός: τουτουντζίο, ο καραβάνι: καραβάνι, ο.
(σ.α. καπνεργάτης), θηλ. καράβι: βαπόρι και καήκο, ο
τουτουντζούκα, η. π.χ. κάι καήκορα σι λακό ροµ =
καπνός: ντουµάνο, ο και τφουβ, η στα καράβια είναι ο άντρας της,
π.χ. πφερντιλό ο κχερ ντουµάνο = ικαλντόµ φιλάδιο, κα τζαβ κάι
γέµισε το σπίτι καπνός. βαπόρα = έβγαλα φυλλάδιο, θα πάω
καπνός (φυτό): τουτούνο, ο. στα καράβια (καήκο σ.α. βάρκα).
καπνόφυλλο: τουτουνέσκι-πατρίν, καραγκιόζης: καραγκιόζι, ο
η. π.χ. τζάταρ κατάρ µο
καπνοχώραφο: τουτουνένγκι- καραγκιόζινα! = φύγε από ‘δω ρε
ταρλάβα, η. καραγκιόζη! (περιφρονητική
κάποιος (άκλ. αόρ. αντων.): καϊέκ φράση).
π.χ. τε ντικχάβα τουτ καϊέκ τχαν, καραγκιοζιλίκι: καραγκιοζλίκο,
κο µούι κα πφαγκάβ = αν σε δω σε καραγκιοζιλίκο, καραγκεζλίκο και
κάποιο µέρος, το πρόσωπο (τα καραγκεζιλίκο, ο
µούτρα) σου θα σπάσω, καϊέκ π.χ. καραγκεζιλίκο σι καβά κάι
κορό-µπανγκό κ’ αρακχαβάβ καρέν = καραγκιοζιλίκι είναι αυτό
µανγκέ µε ντα τε λαβ = κάποιον που κάνετε.
τυφλό-κουτσό θα βρω κι εγώ για καρακάξα: κακαράτσκα, η.
µένα να πάρω (παντρευτώ). καραµπόλα: καρα(µ)µπόλα, η.
(βλ. και κανένας (β)). καραντίνα (µτφ.): καρα(ν)τίνα, η
κάποτε (επίρρ.): εκ-ζαµάνο (= π.χ. σόσι καγιά καρα(ν)τίνα κατέ
έναν καιρό) α(ν)ντρέ; πφαµπάρεν ε φόσορα = τι
π.χ. εκ-ζαµάνο αβέλας κατέ, ακανά καραντίνα είναι αυτή (τι σκοτάδι
νι αβέλ = κάποτε ερχόταν εδώ, είναι αυτό) εδώ µέσα; ανάψτε τα
τώρα δεν έρχεται. φώτα, καρα(ν)τίνα ατσχιλέ λενγκέ
κάπου (επίρρ.): εκχέ-τχανέστε (= κχερά = καραντίνα (ακατοίκητα)
σε κάποιο µέρος) έµειναν τα σπίτια τους.
π.χ. µε νι κα ρακχαβάβ τουτ εκχέ- καράτε: καράτε, ο
τχανέστε; κα ντικχές σο κα κεράβ π.χ. νά αστάρντο λέσα, τζανέλ
τουτ = εγώ δε θα σε βρω κάπου; θα καράτε, κα µαρέλ τουτ = µη τον
δεις τι θα σε κάνω. πειράζεις, ξέρει καράτε, θα σε
Συνών. κχατέ(ν)ντε = πουθενά. δείρει.
κάπου-κάπου (επίρρ.): µπάζι- καράτι: καράτι, ο
µπάζι π.χ. καζόµ καράτορα σι καβά
π.χ. µπάζι-µπάζι αβέλ κατέ = σιντζίρι = πόσα καράτια είναι αυτή
κάπου-κάπου έρχεται εδώ. η αλυσίδα;
καπουτσίνο: καπουτσίνο, ο καρατίστας: καρα(τ)τσίο, ο.
π.χ. κερ µανγκέ εκ καπουτσίνο, τε καράφλα: (βλ. φαλάκρα).
παβ = φτιάξε µου έναν καπουτσίνο, καράφλας: χαλέ-σσερέσκο, ο, θηλ.
να πιω. χαλέ-σσερέσκι, η
209

π.χ. µο, κον σι καβά χαλέ- καρναβάλι: καρναβάλι, ο (πληθ.


σσερέσκο; = ρε, ποιος είναι αυτός ο καρναβάλα, ε)
καράφλας; π.χ. κ’ αβές κάι καρναβάλι; = θα
καρβέλι: τοπαρλάκι-µαρνό, ο (= ‘ρθεις στο καρναβάλι;
στρογγυλό ψωµί). καρναβαλίστικος (επίθ.):
καρβουνάδικο: ανγκαρένγκο- καρναβαλένγκο, -ι.
ντικιάνο και ανγκαρένγκο- π.χ. καρναβαλένγκε σσέα =
ντουκιάνο, ο (= κάρβουνων µαγαζί) καρναβαλίστικα ρούχα.
καρβουνέµπορος: ανγκαρένγκο- κάρο (α): ουρντόν, ο
τουτζάρι, ο, θηλ. ανγκαρένγκι- π.χ. (στίχοι από το ποίηµα του Γ.
τουτζάρκα, η. Αλεξίου «Ε γκραστά», (=Τα άλογα)
καρβουνιάζω (αµετβ. ρ.): ανγκάρ- κάι αµαρέ ζουραλέ γκραστά! κάι
κερντιάβ (= κάρβουνο γίνοµαι) αµαρέ ζουραλέ ουρντονά! = πού
π.χ. ανγκάρ-κερντιλό ο µας = το είναι τα γερά µας άλογα! πού είναι
κρέας έχει καρβουνιάσει. τα γερά µας κάρα!
κάρβουνο: ανγκάρ, ο κάρο (β): αραµπάβα, η (σ.α. αµάξι,
π.χ. (φράση) οπρά ανγκαρά καρότσι)
µπεσσάβ = πάνω στα κάρβουνα π.χ. ο χορ σΰρντελ η αραµπάβα = ο
κάθοµαι, (κατάρα) ανγκάρ τε γάιδαρος τραβάει το κάρο (βλ. και
κερντός σα κε αναβάσα = κάρβουνο αµάξι, καρότσι).
να γίνεις µε όλη την οικογένειά καροποιός: (βλ. αµαξοποιός).
σου. καρότο: καρότα, η
(υποκ.) ανγκαρορό, ο. π.χ. ο ντοκτόρι πφε(ν)ντά λεσκέ τε
καρβουνόσκονη: ανγκαρένγκο- χαλ µπουτ καρότε = ο γιατρός του
τόζι, ο. είπε να τρώει πολλά καρότα.
καρδιά: κάλµπι και σαάτο, ο καρότσα: καρότσα, η
π.χ. µο σαάτο ντουκχάλ = η καρδιά π.χ. ίκλι οπρά τοµαφιλέσκι
µου πονάει (σαάτο σ.α. ρολόι, καρότσα ντα φουλάρ ε µανγκινά =
ώρα). ανέβα πάνω στην καρότσα του
καρδάµωµα: (βλ. δυνάµωµα). αυτοκινήτου και κατέβασε τα
καρδαµώνω: (βλ. δυναµώνω). εµπορεύµατα.
καρέκλα: καρέκλα, η καροτσάκι: (βλ. καρότσι).
π.χ. λε γεκ καρέκλα ντα µπεςς = καρότσι: αραµπάβα, η (σ.α. αµάξι,
πάρε µια καρέκλα και κάτσε. κάρο)
(υποκ.) καρεκλίσα, η. π.χ. κάι σι ε χουρντέσκι αραµπάβα;
καρεκλάς: καρέκλατζίο, ο. = πού είναι το καρότσι του µωρού;,
καρεκλιά: καρέκλα, η (= καρέκλα) τασσίαβ κασστά ε αραµπαβάσα =
π.χ. χαλόµ εκ καρέκλα α(ν)ντό µο κουβαλάω ξύλα µε το καρότσι (βλ.
σσορό = έφαγα µια καρεκλιά στο και αµάξι, κάρο (β)).
κεφάλι µου. καροτσιέρης: (βλ. αµαξάς).
καρκίνος: καρκίνο, ο καρούµπαλο: γκΰλκα, η
π.χ. (κατάρα) καρκίνο τε ασταρέλ π.χ. τσαλαντάς πες κάι πο σσορό
τουτ ντα τε µερές = καρκίνος να σε ντα ικλιλί λεσκέ γκΰλκα = χτύπησε
πιάσει και να πεθάνεις. στο κεφάλι του και του βγήκε
καρκινώδης (επίθ.): καρκινέσκο, -ι καρούµπαλο.
καρµπυρατέρ: καλµπιλατέρι, ο.
210

καρπαζιά: πάλµα, η (σ.α. παλάµη, π.χ. µπαριλί η ακχοριλίν =


σφαλιάρα, χαστούκι) µεγάλωσε η καρυδιά.
π.χ. ντιά µαν εκ πάλµα κάι µο καρυδόξυλο: ακχορινάκο-καςς, ο.
σσορό = µ’ έδωσε µια καρπαζιά στο καρυδόπιτα: ακχορένγκι-
κεφάλι µου. πλιτσί(ν)τα, η.
καρπάζωµα: (βλ. ράπισµα). καρυδόφλουδα: ακχορένγκι-κόζζα,
καρπαζώνω (µετβ. ρ.): πάλµα- η.
νταβ (= καρπαζιά δίνω, σ.α. καρυδόφυλλο: ακχορινάκι-πατρίν,
χαστουκίζω, ραπίζω, µπατσίζω, η.
σφαλιαρίζω, βλ. και ραπίζω). καρυόφυλλο: καρανφίλι, ο
καρπουζάκι: χουρµπουζορό, ο. π.χ. καρανφίλι τχουτόµ α(ν)ντό
καρπούζι: χουρµπουζό, ο τσάι, ο(ν)ντάν κχά(ν)ντελ σσουκάρ
π.χ. µπικερντό σι ο χουρµπουζό = = καρυόφυλλο έριξα µες στο τσάι,
άγουρο είναι το καρπούζι, σαρ γι’ αυτό µυρίζει ωραία.
χουρµπουζό σι λεσκό σσορό = σαν καρφάκι: καρφινορί και σσαϊκίσα,
καρπούζι είναι το κεφάλι του. η.
καρπουζόφλουδα: χουρµπουζέσκι- καρφί: καρφίν και σσάικα, η
κόζζα, η (= καρπουζιού φλούδα) π.χ. µπανγκιλί η σσάικα =
καρσιλαµάς: καρσσιλαµάβα, η στράβωσε το καρφί, τσαλαβάβ η
π.χ. ε ντούι ντα καρσσιλαµάβα καρφίν = χτυπώ το καρφί, µιρνέ
κχελένας = και οι δύο τους πφερασά σσάικε αβέν λέσκε = τα
καρσιλαµά χορεύανε. δικά µου λόγια καρφιά του
κάρτα: κάρτα, η έρχονται.
π.χ. λιάν η κάρτα κάι µπιτσχαλντόµ καρφίτσα: καρφίτσα, η
τούκε; = έλαβες την κάρτα που σου π.χ. ούτε πι καρφίτσα ιν µανγκέλ τε
έστειλα; χασαρέλ = ούτε την καρφίτσα του
καρτέλα: καρτέλα, η δεν θέλει να χάσει (δηλ. είναι πολύ
π.χ. εκ καρτέλα άπορα πιλά για τε τσιγγούνης).
µουνταρέλπες = µια καρτέλα χάπια κάρφωµα (α): καρφισαριπέ και
ήπιε για να αυτοκτονήσει. σαϊκαλαµάκο, ο.
καρτερία: (βλ. προσδοκία, κάρφωµα (β): καρφοσαριπέ, ο.
αναµονή). καρφωµένος (α) (µτχ.):
καρτερώ: (βλ. προσδοκώ, καρφισαρντό,-ι και (ακλ.επιθ.)
αναµένω). σσαϊκαλαµούσσι.
κάρτικος (άκλ. επίθ.): κάρτι καρφωµένος (β) (µτχ.):
π.χ. κάρτι σι ο µας, ο(ν)ντάν νι καρφοσαρντό, -ί
κιρόλ = κάρτικο είναι το κρέας, γι’ Αντίθ. µπικαρφοσαρντό =
αυτό δε βράζει. ακάρφωτος
καρυδάκι: ακχορορό, ο (οµόηχο καρφώνοµαι (αµετβ. ρ.):
ακχορορό = σταµνίτσα). καρφοσάβαβ και καρφοσάαβ.
καρυδένιος (επίθ.): ακχοριναλό,-ι καρφώνω (α) (µετβ. ρ.):
και ακχορινάκο,-ι. καρφισαράβ και σσαϊκαλάιαβ
καρύδι: ακχόρ, ο π.χ. καρφισαράβ ο καςς =
π.χ. πφαγκάβ ε ακχορά = σπάω τα καρφώνω το ξύλο.
καρύδια. καρφώνω (β): (µετβ.ρ.):
καρυδιά: ακχοριλίν και ακχορίν, η καρφοσαράβ
211

π.χ. καρφοσαράβ η κορνίζα κάι καταγράφω: (βλ. γράφω).


ντουβάρι = καρφώνω την κορνίζα καταδεκτικότητα: (βλ. δέξιµο).
στον τοίχο. καταδέχοµαι (µετβ. ρ.): καµπούλι-
καρφωτός: (βλ. καρφωµένος). κεράβ (= δεκτό κάνω, δέχοµαι, σ.α.
καρχαρίας: καρχαρία, ο. αποδέχοµαι, συµφωνώ,
κάσα: κάσα, η παραδέχοµαι)
π.χ. εκ κάσα ντοµάτε λιά = µία κά- π.χ. νι κερντά καµπούλι ε παρέ κάι
σα ντοµάτες πήρε, πφαγκλά ε κάσε, ντιόµ λε = δεν καταδέχτηκε τα
για τε τχολ γιακ = έσπασε τις κάσες, λεφτά που του έδωσα.
για να βάλει φωτιά. (βλ. και δέχοµαι, παραδέχοµαι).
κασετόφωνο: τεήπι, ο καταδίδω (µετβ. ρ.): λι(ν)νταράβ
(υποκ.) τεηπίσι, ο. (= κάνω να παρθεί, -ούν, κάνω να
κασκόλ: κασσκόλι, ο πάρει, -ουν, βάζω να πάρει, -ουν)
π.χ. βουράβ κο κασσκόλι = φόρα π.χ. λι(ν)νταρντά λε α(ν)ντρέ καβά
το κασκόλ σου. αφιάβα = το κατέδωσε µέσα (στην
κασµάς: καζµάβα, η αστυνοµία) αυτός ο ρουφιάνος.
π.χ. τζα τσαλάβ καζµάβα, τε (λι(ν)νταράβ σ.α. κάνω έκτρωση,
ακχιαρές σαρ ικλέν ε παρέ = ξεµυαλίζω, βλ. και έκτρωση
πήγαινε να χτυπήσεις κασµά (να (κάνω)).
δουλέψεις εργάτης), να καταλάβεις Συνών. τσχουταράβ (= βάζω να
πώς βγαίνουν τα λεφτά. ρίξει-ουν, κάνω να ριχτεί-ούν),
κασσίτερος: καλάι και αρτσίτσι, ο καταδίδω, αποβάλλω, κάνω
π.χ. µπιλαβάβ ο καλάι = λιώνω τον έκτρωση
κασσίτερο. καταδιωγµένος: (βλ.
κασσιτέρωµα: (βλ. γάνωµα). κατατρεγµένος).
κασσιτερωµένος: (βλ. γανωµένος). καταδιωγµός: (βλ. εκδίωξη,
κασσιτερώνω: (βλ. γανώνω). κατατρεγµός).
κασσιτερωτής: (βλ. γανωτής). καταδικάζω (µετβ. ρ.):
κασόνι: (βλ. κάσα). ντοσσαλό(-ί)-περαβάβ (= ένοχο, -η
καστανιά: κεστανιλίν, η. κάνω να πέσει, ντοσσαλό = ένοχος,
κάστανο: κεστανάβα, η. φταίχτης, περαβάβ = γκρεµίζω,
κατάβαση: (βλ. κάθοδος). κατεδαφίζω, καταρρίπτω)
κατάβρεγµα: κινγκαριπέ και Αντίθ. µπεράτ-περαβάβ = αθωώνω.
κινγκιαριπέ, ο. καταδιώκω: (βλ. κατατρέχω).
καταβρεγµένος (µτχ.): καταδίωξη: (βλ. κατατρεγµός).
κινγκαρντό,-ί και κινγκιαρντό,-ί. καταδότης: αφιάβα, ο (κυριολ.
καταβρέχω (µετβ. ρ.): κινγκαράβ ρουφιάνος), θηλ. αφιάβκα, η
(βλ. βρέχω). Συνών. πφουκαµντό και
καταβροχθίζω: (βλ. καταπίνω). πφουκαµτζίο = προδότης,
καταγίνοµαι (αµετβ. ρ.): µαράµαν µαρτυριάρης
(βλ. και παιδεύοµαι) καταδροµέας: λοκατζίο, ο
π.χ. σαστό γκιβέ µαρέλας-πες πε π.χ. λοκατζίο σι µο τσχαβό κάι
µπατσαβάσα = όλη την ηµέρα ασκερλίκο = καταδροµέας είναι ο
καταγινόταν µε το περιβόλι του, γιος µου στο στρατό.
σόσα µαρέλπες καβά; = µε τι
καταγίνεται αυτός;
212

καταδύοµαι (µετβ. ρ.): α(ν)ντό-παΐ ακχιαρντάν σο κερντιλό; = τώρα


τσχάµαν (= µες στο νερό ρίχνω τον κατάλαβες τι έγινε;
εαυτό µου). (βλ. και κατανοώ).
καταζήτηση: ροντιπέ, ο (= ψάξιµο, κατάλευκος (επίθ.): µπουτ-παρνό,
έρευνα). -ί (= πολύ άσπρος)
καταζητούµαι (αµετβ. ρ.): Αντίθ. µπουτ-καλό (= πολύ µαύρος)
ροντισάαβ (= ψάχνοµαι), ροντιάβ κατάµαυρος.
(= ψάχνοµαι) και ροντί(ν)ντιαβ (= κατάληξη: σόνι, ο (κυριολ. τέλος)
ψάχνοµαι) π.χ. ο σόνι σας τε χασαρέλ πι
π.χ. ροντισάολ κατάρ ε σσεραλέ = µπουκί = η κατάληξη ήταν να χάσει
καταζητείται από τους τη δουλειά του
αστυνοµικούς. καταληπτός (επίθ.):
καταζητώ (µετβ. ρ.): ρόνταβ (= ακχιαρντικανό,-ί.
ψάχνω, ερευνώ) π.χ. ακχιαρντικανέ όρµπε = κατά-
π.χ. ρόντεν λε ε σσεραλέ = τον ληπτά λόγια.
καταζητούν οι αστυνοµικοί Συνών. ακχιαρντό = κατανοητός,
(αστυνοµία). αντιληπτός.
κατάθεση: τχοντιπέ, ο (κυριολ. Αντίθ. µπιακχιαρντικανό =
βάλσιµο, τοποθέτηση). ακατάληπτος, µπιακχιαρντό =
καταθέτω (µετβ. ρ.): τχαβ (κυριολ. ακατανόητος, ακαταλαβίστικος.
βάζω, τοποθετώ, οµόηχο τχαβ = καταληστεύω (µετβ. ρ.): τσοράβ
πλένω, λούζω, κλωστή) (= κλέβω, ληστεύω).
π.χ. τχοντόµ παρέ κάι µπάνκα = κατάλογος: κατάλογο, ο
κατέθεσα χρήµατα στην τράπεζα. π.χ. ρόντε κάι κατάλογο τε αρακχές
κατακαίω (µετβ. ρ.): πφαµπαράβ λεσκό τιλέφονο = ψάξε στον
(= καίω µετβ, ανάβω µετβ.) κατάλογο να βρεις το τηλέφωνό
π.χ. η γιακ πφαµπαρντάς ε κοπάτσα του.
= η φωτιά κατέκαψε τα δέντρα. κατάµατα (επίρρ.): α(ν)ντέ-γιακχά
κατάκαρδα (επίρρ.): α(ν)ντό-γκι (= µες στα µάτια)
(= µες στη ψυχή) π.χ. ντικ µαν α(ν)ντέ µε γιακχά ντα
π.χ. α(ν)ντό κο γκι, νά κα λες πφεν µανγκέ σο τζανές = κοίταξε µε
κχάντσικ = κατάκαρδα δεν θα κατάµατα και πες µου τι ξέρεις.
πάρεις τίποτα. κατάµαυρος (επίθ.): µπουτ-καλό,-ί
κατακέφαλα (επίρρ.): οπρασσορό (= πολύ µαύρος)
(= πάνω στο κεφάλι) Συνών. καλαρντό = µαυρισµένος.
π.χ. η τόπα αβιλί λεσκέ οπρά κατάµεστος (α) (επίθ.): επτέν-
σσορό = η µπάλα του ήρθε πφερντό, -ι (= εντελώς γεµάτος)
κατακέφαλα. κατάµεστος (β) (επίθ.): µπουτ-
κατακόκκινος (επίθ.): µπουτ- πφερντό, -ί (= πολύ γεµάτος).
λολό,-ί (= πολύ κόκκινος). κατάµουτρα (επίρρ.): ανγκλαµούι
Συνών. λολαρντό = κοκκινισµένος. (= µπροστά στο πρόσωπο), (προφ.
καταλαβαίνω (µετβ. ρ.): ακχιαράβ µε συνίζηση ούι)
π.χ. ιν ακχιαρντέµ σο πφε(ν)ντάς π.χ. ανγκλαµούι τε πφενές µανγκέ
µάνγκε = δεν κατάλαβα τι µου είπε, καλέν, άηρ παλαντουµέ =
ακχιαρντόµ σο µανγκές τε κερές = κατάµουτρα να µου τα πεις αυτά,
κατάλαβα τι θες να κάνεις, ακανά όχι πισώπλατα, πφα(ν)ντάς ο
213

ουντάρ ανγκλαµούι λέσκο = του δουλειά, προκοπή είδε. (σ.α.


έκλεισε την πόρτα κατάµουτρα, πειράζω).
τσχουνγκαρντά λε ανγκλαµούι = κατάπικρος (επίθ.): µπουτ-κερκό,-
τον έφτυσε κατάµουτρα. ί (= πολύ πικρός)
Αντίθ. παλαντουµέ = πισώπλατα π.χ. µπουτ-κερκί σι η καϊάβα =
κατανοηµένος (µτχ. ως επίθ.): κατάπικρος είναι ο καφές.
ακχιαρντό, -ί (σ.α. κατανοητός). καταπίνω (µετβ. ρ.): νακχαβάβ (=
κατανόηση: ακχιαριπέ, ο µετβ. περνώ)
π.χ. σικάβ ζάλακ ακχιαριπέ, νά κερ π.χ. ντουκχάλ µο κουρλό ντα
αγκαντάλ = δείξε λίγη κατανόηση, νασστί νακχαβάβ = πονάει το
µην κάνεις έτσι (ακχιαριπέ σ.α. λαρύγγι µου και δεν µπορώ να
αντίληψη) καταπιώ.
Συνών. γκου(ν)ντιπέ = νόηση (βλ. και µετβ. περνώ).
κατανοητός (επίθ.): ακχιαρντό,-ι καταπληκτικά: (βλ. υπέροχα).
π.χ. ακχιαρντί όρµπα νασστί καταπληκτικός: (βλ. υπέροχος).
ασσουνές κατάρ λεσκό µούι = καταπνίγω (µετβ. ρ.): τασαβάβ (=
κατανοητή κουβέντα δεν µπορείς πνίγω).
να ακούσεις από το στόµα του. καταπόνηση: τσχι(ν)νταριπέ, ο
Αντίθ. µπιακχιαρντό = (βλ. εξάντληση).
ακατανόητος. καταπονούµαι (αµετβ. ρ.): τσχι(ν)-
κατανοούµαι (αµετβ. ρ.): νταράµαν (= κουράζω τον εαυτό
ακχιάρντιαβ (βλ. και αντιληπτός µου)
(γίνοµαι)) (βλ. εξαντλούµαι).
π.χ. ιν ακχιάρντον κε όρµπε = δεν καταπονώ (µετβ. ρ.):
κατανοούνται τα λόγια σου. τσχι(ν)νταράβ
κατανοώ (µτβ.ρ.): ακχιαράβ π.χ. τσχι(ν)νταρντά µαν µπουτ
π.χ. νασστί ακχιαρές µο πρόβλιµα καγιά µπουκί = µε καταπόνησε
= δεν µπορείς να κατανοήσεις το πολύ αυτή η δουλειά. (βλ. κόβω
πρόβληµά µου (β)).
(βλ. και καταλαβαίνω). κατάποση: νακχαηπέ, ο (=
κατάξερος (επίθ.): µπουτ-σσουκό,- πέρασµα)
ί (= πολύ ξερός, σ.α. πολύ στεγνός, (βλ. και πέρασµα).
σσουκό = ξερός, στεγνός) καταπρόσωπα: (βλ. κατάµουτρα).
π.χ. µπουτ-σσουκέ πατρά = κατάπτωση (σωµατική
κατάξερα φύλλα, µπουτ σσουκέ σι ε εξασθένιση, αδυναµία):
κασστά = κατάξερα είναι τα ξύλα. τακα(τ)σϋζλΰκο, ο
κατάπαυση: ατσχανταριπέ, ο (= π.χ. ασταρντά λε τακα(τ)σϋζλΰκο
σταµάτηµα). κάι νι χαλ = τον έπιασε κατάπτωση
καταπαύω (µετβ. ρ.): ατσχανταράβ που δεν τρώει.
(= µετβ. σταµατώ, σ.α. ανακόπτω, (τακάτι, ο = σωµατική δύναµη,
παύω µετβ.). αντοχή, π.χ. νάι µαν τακάτι τε
καταπιάνοµαι (αµετβ. ρ.): ουστάβ οπρέ = δεν έχω δύναµη να
αστάρντιαβ (= πιάνοµαι, κρατιέµαι) σηκωθώ επάνω, νάι µαν αβέρ
π.χ. σαρ αστάρντιλο καλέ τακάτι, τσχι(ν)ντιλόµ = δεν έχω
µπουκιάσα προκοπία ντικχλάς = άλλη αντοχή, κουράστηκα)
καθώς καταπιάστηκε µ’ αυτή τη
214

καταραµένος (µτχ.): αρµαϊ(ν)ντό,-ί π.χ. καγιά χλορίνι κερέλ ε σσέα


και αρµαντι(ν)ντό,-ί µπουτ παρνέ = αυτή η χλωρίνη
π.χ. αρµαϊ(ν)ντό ε Ντεβλέσταρ σι κάνει τα ρούχα κάτασπρα.
τε να ντικχέλ παρνό γκιβέ = Συνών. παρναρντό = ασπρισµένος.
καταραµένος από το Θεό είναι να κατάστηθα (α) (επίρρ.):
µη δει άσπρη µέρα. οπρακολίν (= πάνω στο στήθος).
κατάργηση: (βλ. απαγόρευση). κατάστηθα (β) (επίρρ.):
καταργούµαι: (βλ. απαγορεύοµαι). οπραγκυύσι (τα υ προφέρονται
καταργώ: (βλ. απαγορεύω). όπως το γαλλικό u).
κατάρες (οι): αρµάια, ε (προφ. µε κατάστηµα: (βλ. µαγαζί).
συνίζηση ια) καταστηµατάρχης: βλ.
π.χ. κατάρ πι χολί αρµάια ντιά λε = µαγαζάτορας.
από το θυµό του κατάρες του κατασκευάζω: (βλ. προκαλώ).
έδωσε. καταστραµµένος (µτχ.):
Αντίθ. ντοβάβα = ευχή. ρεσπισαρντό,-ί και (άκλ. επίθ.)
καταριέµαι (αµετβ. ρ.): αρµάια- ρεσπιµέ (σ.α. διασκορπισµένος).
νταβ (προφ. µε συνίζηση αι) (= καταστρεπτικότητα: ρεσπιπέ, ο
κατάρες δίνω) (σ.α. διασκορπισµός)
π.χ. σόσκε ντες λε αρµάια; = γιατί καταστρέφοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
τον καταριέσαι; ρεσπισάαβ (σ.α.διασκορπίζοµαι)
Αντίθ. ντοβάβα-νταβ = εύχοµαι π.χ. ρεσπισάιλι λεσκί ανάβα =
κατάρρευση: περιπέ, ο (κυριολ. καταστράφηκε η οικογένειά του.
πέσιµο). (βλ. και διασκορπίζοµαι).
καταρρέω (αµετβ. ρ.): περάβ καταστρέφοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
(κυριολ. πέφτω) µάφι-κερντιάβ (= καταστροφή
π.χ. πελέ ε κχερά κατάρ η γίνοµαι)
ζενζελάβα = κατέρρευσαν τα σπίτια π.χ. µάφι-κερντιλό ο τοµαφίλι =
από το σεισµό (σ.α. γκρεµίζοµαι, καταστράφηκε το αυτοκίνητο.
κατεδαφίζοµαι). καταστρέφω (α) (µετβ. ρ.):
καταρρίπτοµαι (αµετβ. ρ.): ρεσπισαράβ (σ.α. διασκορπίζω)
περάντιαβ (σ.α. γκρεµίζοµαι, καταστρέφω (β) (µετβ. ρ.): µάφι-
κατεδαφίζοµαι). κεράβ (=καταστροφή κάνω)
καταρρίπτω (µετβ. ρ.): περαβάβ π.χ. µάφι-κερντά µαν καγιά
(σ.α. γκρεµίζω, κατεδαφίζω) οροσπούκα = µε κατέστρεψε αυτή η
π.χ. ο ντουσσµάνο περαντά η πόρνη.
τιαράβα = ο εχθρός κατέρριψε το καταστροφή: ρεσπισαριπέ, ο
αεροπλάνο. (βλ. διασκόρπιση).
κατάρριψη: (βλ.γκρέµισµα). κατατόπια (τα): τχανά, ε (πληθ.
κατασβήνω: (βλ. σβήνω). του τχαν = τόπος, µέρος, θέση,
κατασκευάζω: (βλ. δηµιουργώ οικόπεδο, περιοχή, χώρος)
(β)). π.χ. µε τζανάβ σσουκάρ καλά
κατασκευασµένος: (βλ. δηµιουργώ τχανά = εγώ ξέρω ωραία (καλά)
(β)). αυτά τα κατατόπια.
κατασκευή: (βλ. δηµιουργώ (β)). κατατρεγµένος (µτχ.):
κάτασπρος (επίθ.): µπουτ-παρνό,-ί νασσανταρντό,-ί και
(= πολύ άσπρος) πραστανταρντό,-ί.
215

κατατρεγµός: νασσανταριπέ, ο και από το αυτοκίνητο, του ζόρλαν τελέ


πραστανταριπέ, ο. κα φουλαρνταρές µαν; = εσύ µε το
κατατρέχω (µετβ. ρ.): ζόρι θα µε κάνεις να κατέβω κάτω;
νασσανταράβ και πραστανταράβ. κατεβαίνω (αµετβ. και µετβ.ρ.):
καταφέρνω (µετβ. ρ.): µπετζερίαβ φουλάβ
π.χ. νταλί κα µπετζερίος καγιά π.χ. φούλι τελέ = κατέβα κάτω,
µπουκί; = θα µπορέσεις να φουλιλό ο πιρετό κατάρ ο χουρντό
καταφέρεις αυτή τη δουλειά; (σ.α. = κατέβηκε ο πυρετός από το µωρό.
επιτυγχάνω, κατορθώνω). (βλ. αµετβ. ξεφουσκώνω).
καταφερτζής: µπετζερετζίο, ο (σ.α. Αντίθ. ικλάβ = ανεβαίνω, βγαίνω,
πολυµήχανος), θηλ. µπετζερετζίκα, σκαρφαλώνω, καβαλάω.
η κατέβασµα: φουλαριπέ, ο
Συνών. πφιρνό = πονηρός, έξυπνος, (βλ. και ξεφόρτωµα, ξεφούσκωµα).
µπουτζανγκλό = πολύξερος, Συνών. φουλιπέ = κάθοδος.
έξυπνος. Αντίθ. ικλιπέ = ανέβασµα, έξοδος,
Αντίθ. ατζαµίο = ατζαµής, αδέξιος. καβάληµα, σκαρφάλωµα, άνοδος.
καταχαίροµαι (αµεβτ.ρ.): µπουτ- κατεβασµένος (µτχ.): φουλαρντό,-ί
σεβινίαβ (= πολύ χαίροµαι). (βλ. και ξεφορτωµένος,
κατάχαµα (επίρρ.): οπραπφού (= ξεφουσκωµένος).
πάνω στη γη, πάνω στο δάπεδο, Αντίθ. ικλαρντό = ανεβασµένος.
σ.α. υπέργεια) κατεδαφίζω (µετβ. ρ.): περαβάβ
π.χ. πασστιλό οπραπφού = π.χ. περαντέ λενγκέ κχερά =
κοιµήθηκε κατάχαµα. κατεδάφισαν τα σπίτια τους. (βλ.
καταχαρούµενος (άκλ. επίθ.): και γκρεµίζω).
µπουτ-σσένι (= πολύ χαρούµενος, - κατεδάφιση: περαηπέ, ο (βλ. και
η). γκρέµισµα).
κατάψυξη: κατάπσικσι, η κατεδαφισµένος (µτχ.): περαντό,-ί
π.χ. α(ν)ντί κατάπσικσι σι ο µας = (βλ. και πεσµένος, γκρεµισµένος).
µες στην κατάψυξη είναι το κρέας. κατεδαφιστέος (επίθ.):
κατεβάζω (α) (µετβ. ρ.): φουλαράβ περαηµάσκο,-ι (= για κατεδάφιση).
π.χ. φουλάρ εµπούκα ο φιάτο κατεξοχήν: (βλ. ιδίως).
µπουτ παρέ µανγκές = κατέβασε κατεπείγων (α) (επίθ.): µπουτ-
λίγο την τιµή πολλά λεφτά ζητάς, ατζελαβάκο, -ι (= πολλής
φουλαράβ ε µανγκινά κατάρ ο βιασύνης).
τοµαφίλι = κατεβάζω τα κατεπείγων (β) (επίθ.): µπουτ-
εµπορεύµατα από το αυτοκίνητο. σιγκιαριµάσκο, -ι (= πολλής
(βλ. και ξεφορτώνω, ξεφουσκώνω βιασύνης).
µετβ.). κατεργάζοµαι (µετβ. ρ.):
Αντίθ. ικλαράβ = ανεβάζω. µπουκιαράβ (σ.α. επεξεργάζοµαι)
κατεβάζω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): π.χ. µπουκιαράβ ο σάστρι =
φουλαρνταράβ (= βάζω να κατεργάζοµαι το σίδερο (κυριολ.
κατεβάσει, -ουν, κάνω να κατεβεί, - δουλεύω µετβ.)
ούν, αναγκάζω να κατεβεί, -ούν) κατεργασία: µπουκιαριπέ, ο (σ.α.
π.χ. κα φουλαρνταράβ λεστέ ε επεξεργασία)
µανγκινά κατάρ τοµαφίλι = θα τον (µπουκί = δουλειά).
βάλω να κατεβάσει τα εµπορεύµατα
216

κατεργασµένος (µτχ.): κατορθωτός (επίθ.):


µπουκιαρντό,-ί (σ.α. µπετζερµεκέσκο, -ι.
επεξεργασµένος) κατοστάρικο: σσελένγκο, ο και
π.χ. µπουκιαρντό µπαρ = σσελένγκι, η.
κατεργασµένη πέτρα. κατούρηµα: µουταριπέ, ο.
Αντίθ. µπιµπουκιαρντό = κατουρηµένος (µτχ.): µουταρντό,-ί
ακατέργαστος. π.χ. µουταρντό σι ο χουρντό =
κατευθείαν (επίρρ.): ντοβρού κατουρηµένο είναι το µωρό.
π.χ. κα τζας ντοβρού κχερέ = θα κατουριέµαι (αµετβ. ρ.):
πας κατευθείαν σπίτι, ντοβρού κατέ µουταράµαν και µουτράµαν
αβιλό = κατευθείαν εδώ ήρθε. π.χ. µουταρντάπες ε τρασσάταρ =
(βλ. και ευθύς, ευθέως). κατουρήθηκε απ’ τον φόβο.
(ντοβρού σ.α. ντόµπρος). κάτουρο: µουτέρ, ο
κατευθύνω (µετβ. ρ.): ινγκαράβ κατουρώ (αµετβ.και µετβ. ρ.):
και ινγκιαράβ (κυριολ. πηγαίνω µουταράβ και µουτράβ.
µετβ., µεταφέρω, σ.α. καθοδηγώ, κατσαβίδι: κατσαβίντα, η και
οδηγώ). κατσαβίδι, ο
κατηφής: (βλ. σκυθρωπός). π.χ. τούτε σι η κατσαβίντα; = σε
κατηφόρα: κατιφόρα, η σένα είναι το κατσαβίδι; εκ
π.χ. πολοκό τζα, κατιφόρα σι κατέ κατσαβίδι ιν αρακχι(ν)ντισάολ
= σιγά πήγαινε, κατηφόρα έχει εδώ. α(ν)ντό κχερ! = ένα κατσαβίδι δεν
Αντίθ. τεπάβα, ανιφόρα = ανηφόρα. βρίσκεται µες στο σπίτι!
κάτι (α) (αόρ. αντων. άκλ.): κατσαµάκι: κατσαµάκο, ο
κχάντσικ (= τίποτα). π.χ. σαρ κατσαµάκο κερντιλί η
π.χ. λε τουκέ κχάντσικ, τε χας = ζουµί = σαν κατσαµάκι έγινε το
πάρε για σένα κάτι, να φας. φαγητό.
κάτι (β) (αόρ. αντων. άκλ.): καϊέκ- κατσαρίδα: µπετζέκο, ο.
σσέι (= κανένα, κάποιο, πράγµα) κατσαριδοκτόνο: µπετζεκένγκο-
π.χ. λε µάνγκε ντα καϊέκ-σσέι, τε ιλάτσι, ο (= κατσαρίδων φάρµακο).
χαβ = πάρε και για µένα κάτι, να κατσαρόλα: τσίντζιρα, η
φάω. π.χ. χαλαβάβ η τσίντζιρα = πλένω
κατοικία: κχερέσκο-τχαν, ο (= την κατσαρόλα.
σπιτιού θέση) κατσαρολίτσα: τσιντζιρίσα, η
κατοικώ (αµετβ. ρ.): µπεσσάβ (= π.χ. µι τσιντζιρίσα χασάρντιλι, τε
κάθοµαι) χασαρέλ λεν ο Ντελ = η
π.χ. µπεσσάβ κάι Σελανίκο = κατσαρολίτσα µου χάθηκε, να τους
κατοικώ στην Θεσσαλονίκη. χάσει ο Θεός.
κατονοµάζω (µετβ. ρ.): αλάβ-νταβ κατσαροµάλλης (επίθ.): πουρλιµέ-
(= όνοµα δίνω, σ.α. ονοµατίζω) µπαλένγκο,-ι.
π.χ. νι µανγκέλ τε ντελ πε κατσαρός (άκλ. επίθ.): πουρλιµέ
αµαλένγκε αλαβά = δε θέλει να π.χ. πουρλιµέ σι λεσκέ µπαλά =
κατονοµάσει τους φίλους του. κατσαρά είναι τα µαλλιά του.
κατόπιν: (βλ. πίσω, µετά). κατσίκα: µπουζνί και κετσίκα, η.
κατόρθωµα: (βλ. επίτευγµα). κατσικάκι: µπουζνορί και
κατορθώνω: (βλ. επιτυγχάνω, κετσικίσα, η.
καταφέρνω).
217

κατσικίσιος (επίθ.): µπουζνάκο,-ι (βλ. και καµένος, καυτός,


και κετσικάκο,-ι αναµµένος).
π.χ. κετσικάκο µας = κατσικίσιο καυτός (α) (µτχ. ως επιθ.):
κρέας. πφαµπαρντό,-ί
κατσικόδροµος: µπουζνένγκο- π.χ. πφαµπαρντό παΐ = καυτό νερό
ντροµ και κετσικένγκο-ντροµ, ο. (βλ. και καµένος, καυτερός,
κατσικοκλέφτης: κετσικένγκο- αναµµένος, ζεµατισµένος (α)).
τσορ, ο. Αντίθ. σσουντρό = κρύος, ψυχρός.
κάτω (επίρρ.): τελέ καυτός (β) (άκλ. επίθ.): ασσλάκι
π.χ. τε τρασσάς κολέσταρ κάι π.χ. ασσλάκι κχιλ = καυτό λάδι.
ντικλέχ τελέ = να φοβάσαι από Συνών. τατό = ζεστός.
αυτόν που βλέπει κάτω, α(ν)ντέ γεκ Αντίθ. µπουζλού = κρύος,
ντουµούκ τσχουτά λε τελέ = µε µια παγωµένος .
γροθιά τον έριξε κάτω. (βλ. και ζεµατισµένος (β)).
(από κάτω = ταλάλ και τελάλ, π.χ. καύχηση: µπαρικανιπέ, ο
αστάρ ταλάλ = κράτα από κάτω). (βλ. και υπερηφάνεια,
Αντίθ. οπρέ = επάνω. µεγαλοµανία).
κάτωθεν: τελάλ και ταλάλ καυχησιάρης (επίθ.): µπαρικανό,-ί
Αντίθ. οπράλ = άνωθεν. (βλ. και υπερήφανος,
κατώτερος (επίθ.): τελουντό,-ί και µεγαλοµανής).
τελικνό,-ί καυχιέµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. ο τελικνό ράφο = το από κάτω µπαρικανισάαβ
ράφι. (βλ. και υπερηφανεύοµαι)
Αντίθ. οπρικνό, υστύνυ = ανώτερος Συνών. ασσαράµαν = παινεύοµαι.
κατωτερότητα: τελουτνιπέ, ο καφέ (το χρώµα) (άκλ.επίθ.): καφέ
Αντίθ. οπριπέ, υστυνλύκο = π.χ. σίτουτ καφέ µποϊάβα τε
ανωτερότητα. µακχάβ µε µενία; = έχεις καφέ
καυλώνω (για άνδρα) (αµετβ. ρ.): µπογιά να βάψω τα παπούτσια µου;
µο-καρ-ουσστέλ (= το πέος µου καφεδάκι: καϊαβίσα, η.
σηκώνεται). καφενεδάκι: καβεναβίσα, η.
καυλώνω (για γυναίκα) (αµετβ. καφενείο: καβενάβα, η
ρ.): µι-µιντσ-ουσστέλ (= το αιδοίο π.χ. τζαβ κάι καβενάβα τε κχελάβ
µου σηκώνεται). λιλά = πάω στο καφενείο να παίξω
καυσαέριο: ντουµάνο, ο (κυριολ. χαρτιά.
καπνός, σ.α. ατµός). καφετέρια: καφετέρια, η
καυσόξυλο: πφαµπαριµάσκο-κάςς, π.χ. τζαβ κάι καφετέρια, τε παβ
ο. καϊάβα = πάω στην καφετέρια, να
καύσωνας: πφαµπαριπέ, ο πιω καφέ.
π.χ. σαβό πφαµπαριπέ σι καβά καφές: καϊάβα, καφάβα, η και
αβγκιέ! = τι καύσωνας είναι αυτός καφέα, η
σήµερα! π.χ. σόσκι καϊάβα πες; = τι καφέ
(βλ. και κάψιµο, άναµµα). πίνεις; κερ µανγκέ γεκ γκουγκλί
καυτερός (επίθ.): πφαµπαρντό,-ί καφάβα = φτιάξε µου έναν γλυκό
π.χ. πφαµπαρντί τσχούσκα = καφέ, κερκί σι η καφέα = πικρός
καυτερή πιπεριά. είναι ο καφές.
καφετζής: καβετζίο, ο.
218

καφετζού: καβετζίκα, η. κέ(ν)ντρο = θα σας πάω απόψε στο


καχύποπτη (η): εσσκιλτζίκα, η κέντρο (διασκέδασης)
π.χ. µπουτ εσσκιλτζίκα σι κι ροµνί κενωµένος: (βλ. αδειασµένος).
= πολύ καχύποπτη είναι η γυναίκα κενώνω: (βλ. µετβ.ρ. αδειάζω).
σου. κένωση: (βλ. άδειασµα).
καχύποπτος (ο): εσσκιλτζίο, ο κεραία (α): κερέα, η
π.χ. νά αβ γκαντικίν εσσκιλτζίο = π.χ. κι(ν)ντάν κερέα ε τιλεορασάκε;
µην είσαι τόσο καχύποπτος. = αγόρασες κεραία για την
καψαλίζω (µετβ. ρ.): πουρλισαράβ τηλεόραση;
π.χ. πουρλισαράβ η κχαϊνί = κεραία (β) (δορυφορική): τσαρό, ο
καψαλίζω την κότα. (= πιάτο)
καψάλισµα: πουρλισαριπέ, ο. π.χ. νάι τουτ τσαρό, ο(ν)ντάν νι
καψαλισµένος (µτχ.): ασταρές σσουκάρ ε µερκέζορα =
πουρλισαρντό,ί. δεν έχεις δορυφορική κεραία, γι’
κάψιµο: πφαµπαριπέ, ο αυτό δεν πιάνεις ωραία (καλά) τους
(βλ. και άναµµα, καύσωνας). σταθµούς.
κέικ: κεκ, ο κεράκι: µεµελορί, η.
π.χ. κα κερές αµένγκε αϊράτ κεκ; = κεραµιδένιος: (βλ. κεραµωτός).
θα µας φτιάξεις απόψε κέικ; κεραµίδι: κιραµίτι, ο και κιραµίτα,
κεκεδίζω (αµετβ. ρ.): κεκελενίαβ. η
κεκέδισµα: κεκελενµέκο, ο. π.χ. γκαντικίν µπροσσά µπουκί
κεκές: κεκεµένι, ο κερντόµ, εκ κιραµίτι οπρά µο
θηλ. κεκεµένκα, η. σσορό νασστί τχοντόµ = τόσα
κελάηδηµα: µπασσιπέ, ο χρόνια δούλεψα, ένα κεραµίδι πάνω
(βλ. ηχώ). στο κεφάλι µου δεν µπόρεσα να
κελαηδώ (αµετβ. ρ.): µπασσάβ βάλω, (δηλ. να αποκτήσω ένα
π.χ. µπασσέν ε τσιρικλά = σπίτι).
κελαηδούν τα πουλιά. (υποκ.) κιραµιτίσα, η.
(βλ. αµετβ.ηχώ). κεραµωτός (επίθ.): κιραµιτλίο,-
κελεµπία: κελεµπία, η. τλίκα.
κελεπούρι: κελεπούρι, ο κερασάκι: τσιρισσορί, η.
π.χ. κελεπούρι ακχαντά λε = κερασένιος (επίθ.): τσιρισσιναλό,-ί
κελεπούρι το βρήκε (δηλ. σε τιµή π.χ. τσιρισσιναλέ ουσστά =
ευκαιρίας). κερασένια χείλη.
κελί: πφα(ν)ντιπέσκι-οντάια, η (= κεράσι: τσιρίςς, η
φυλακής δωµάτιο). π.χ. κι(ν)ντόµ τουκέ τσιρισσά =
κελύφι: κϋλΰφο, ο (σ.α. σου αγόρασα κεράσια.
µαξιλαροθήκη) κερασί (το): τσιρισσάκο –ρένκι, ο
κενό (α): τσουτσιπέ, ο. (κυριολ. κερασιού χρώµα).
κενό (β): µποσσλούκο, ο. κέρασµα (α): κερασαριπέ, ο.
κενός: (βλ. άδειος). κέρασµα (β): ισµαρλαµάκο, ο (σ.α.
κενότητα: (βλ. κενό). παραγγελία).
κέντρο: κέ(ν)ντρο, ο κερασµένος (µτχ.): κερασαρντό, -ί.
π.χ. κάι κέ(ν)ντρο κχελέλ τόπα = κερασφόρος (επίθ.): σσινγκαλό, -ί
στο κέντρο παίζει µπάλα, κα (σ.α. κερατάς)
ινγκαράβ τουµέν αϊράτ κάι
219

π.χ. σσινγκαλό µπακρό = π.χ. σο µανγκές τε ισµαρλάιαβ


κερασφόρο πρόβατο. τουκέ; = τι θέλεις να σε κεράσω;
κερατάκι: σσινγκορί, η. άντε, ντατ κερντιλάν, ιν κα
κερατάς: σσινγκαλό, ο. κερασαρές αµένγκε κχάντσικ; =
κερατού: σσινγκαλί, η. άντε, πατέρας έγινες, δε θα µας
κέρατο: σσινγκ, η. κεράσεις τίποτα; (ισµαρλάιαβ σ.α.
κεράτωµα: σσινγκαλιπέ, ο. παραγγέλνω).
κερατώνω (µετβ. ρ.): σσινγκά- κέρωµα: µεµελί-µακχιπέ, ο (µεµελί
τχαβ = κερί, µακχιπέ = άλειµµα,
π.χ. λεσκί ροµνί σσινγκά-τχοντάς βάψιµο).
λεσκέ = η γυναίκα του τον κερώνω (α) (µετβ. ρ.): µεµελί-
κεράτωσε. (σσινγκά-τχαβ = κέρατα µακχάβ (µεµελί = κερί, µακχάβ =
βάζω). αλείφω, βάφω).
κεραυνός: σσιµσέκο, ο κερώνω (β): µεµελί-µακχλανταράβ
π.χ. (κατάρα) σσιµσέκο τε (µεµελί = κερί, µακχλανταράβ
πφαµπαρέλ τουτ = κεραυνός να σε επιτατ. ενεργ. διαµ.ρ. = βάζω να
κάψει. αλείψει –ουν, βάζω να βάψει-ουν).
κερδίζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): κετσές: κετσάβα και πούσλα, η
καζανίαβ π.χ. κετσάβα ασταρντέ κε µπαλά,
π.χ. καζανίαβ µο µαρνό = κερδίζω κάι νι φουλαβές λεν = κετσέ
το ψωµί µου, σο κα καζανίος τε να πιάσανε τα µαλλιά σου, που δεν τα
αβέσα; = τι θα κερδίσεις άµα δεν χτενίζεις.
έρθεις; κεφαλάκι: σσορορό, ο.
Αντίθ. χασαράβ = χάνω. κεφάλας: µπαρέ-σσερέσκο,-ι (=
κερδισµένος (µτχ. ως επίθ.): µεγαλοκέφαλος), θηλ. µπαρέ-
κιαρλίο, -ούκα (σ.α. κερδοφόρος) σσερέσκι, ι
π.χ. σαντέ του ικλιλάν κιαρλίο Αντίθ. σικνέ-σσερέσκο =
κατάρ καγιά µπουκί = µόνο εσύ µικροκέφαλος.
βγήκες κερδισµένος από αυτή τη κεφάλι: σσορό, ο
δουλειά π.χ. ντουκχάλ µο σσορό = πονάει
κέρδος: κιάρι, ο το κεφάλι µου, κατάρ πο σσορό
π.χ. σι µπουτ κιάρι κάι καγιά σΰρντελ ακανά = απ’ το κεφάλι του
µπουκί = έχει πολύ κέρδος αυτή η υποφέρει τώρα, µπαρί µπεϊλάβα
δουλειά αβιλί οπρά µο σσορό = µεγάλος
Αντίθ. ζαράρι = ζηµιά. µπελάς ήρθε πάνω στο κεφάλι µου.
κερδοφόρος (επίθ.): κιαρλίο,-ούκα κεφαλιά: σσορό, ο (κυριολ.
(σ.α. κερδισµένος). κεφάλι)
κερένιος (επίθ.): µεµελάκο, -ι. π.χ. τε σΰρνταβα τούκε εκ σσορό,
κερί: µεµελί, η κε ντα(ν)ντά κα λαβ κατάρ κο µούι
π.χ. πφαµπαράβ η µεµελί = ανάβω = αν σου τραβήξω µια κεφαλιά, τα
το κερί. δόντια σου θα πάρω από το στόµα
κέρινος (επίθ.): µεµελάκο, -ι σου.
π.χ. µεµελάκο ρένκι = κέρινο κεφαλόπονος: σσερέσκι-ντουκ, η.
χρώµα. κεφάτος (επίθ.): κεφλίο,-ίκα
κερνώ (µετβ. ρ.): κερασαράβ και
ισµαρλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια).
220

π.χ. µπουτ κεφλίο ντικχάβ τουτ π.χ. κιµπάρι σι βο, νι βουραβέλ


αβγκιέ = πολύ κεφάτο σε βλέπω καγιά α(ν)τεράβα = κιµπάρης είναι
σήµερα. αυτός, δεν φοράει αυτό το
Αντίθ. µπικεφέσκο = άκεφος. πουκάµισο, κιµπάρι µανούς =
κέφι: κέφι, ο κιµπάρης άνθρωπος (δηλ.
π.χ. νάι µαν κέφι, ιν κα τζαβ = δεν άνθρωπος µε αρχοντιά, σ.α.
έχω κέφι, δεν θα πάω. αριστοκράτης).
κεφτές: κεφτάβα, η κιµπάρικος (επίθ.): κιµπάρι-κα
π.χ. πεκάβ ε κεφτάβε = τηγανίζω (σ.α. κιµπάρης, βλ. και κιµπάρης)
τους κεφτέδες. π.χ. κιµπάρι βουραηπέ σι καβά =
κηδεία: τζενεζάβα, η κιµπάρικο ντύσιµο είναι αυτό.
π.χ. νασστί γκελό κάι πε νταντέσκι Συνών. µπαρικανό = υπερήφανος,
τζενεζάβα = δεν µπόρεσε να πάει µεγαλοµανής, καυχησιάρης.
στην κηδεία του πατέρα του. κιµπάρισσα: κιµπάρκα, η
κηδεύω (µετβ. ρ.): πραχοσαράβ (= π.χ. µπουτ κιµπάρκα σι λεσκί ροµνί
θάβω). = πολύ κιµπάρισσα είναι η γυναίκα
κηλίδα (στρογγυλόσχηµη): του (σ.α. αριστοκράτισσα).
νταµγκάβα, η (βλ. και βούλα). κιµπαρλίκι: κιµπαρλούκο, ο.
κήπος: (βλ. περιβόλι). κινηµατογράφος: (βλ. σινεµά).
κιάλι: µπιλµπίλι, ο (πληθ. = κινητήρας: µάκινα και µακίνα, η
µπιλµπίλα, ε) π.χ. ε τοµαφιλέσκι µακίνα χασαρέλ
(βλ. και τηλεσκόπιο). κχιλά = ο κινητήρας του
(οµόηχο µπιλµπίλι = αηδόνι). αυτοκινήτου χάνει λάδια.
κίβδηλος: (βλ. πλαστός). (βλ. και µηχανή).
κιβώτιο: σα(ν)ντούκο, ο κινητό (τηλέφωνο): κινιτό, ο
(βλ. και µπαούλο). π.χ. µο κινιτό τσορντέ κατάρ
κιθάρα: κιθάρα και κιτάρα, η τραπέζι = το κινητό µου
κιλίµι: κιλίµο, ο (σ.α. χαλί) (τηλέφωνο) κλέψανε από το
π.χ. χαλαβάβ ε κιλίµορα = πλένω τραπέζι.
τα κιλίµια. κινούµαι (αµετβ. ρ.): πφιράβ
Συνών. αλία = χαλί. (κυριολ. αµετβ. περπατώ, αµετβ.
κιλό: κίλο, ο κυκλοφορώ)
π.χ. καζόµ κίλορα σαν; = πόσα κινούµενα σχέδια: σσεητάια, ε
κιλά είσαι; κατάρ πο φεναλούκο, (προφ. µε συνίζηση ια) (κυριολ.
ούτε εκ κίλο οπρά πέστε νασστί διαβόλια, σατανάδες)
τχολ = από την κακοσύνη του, ούτε π.χ. σσεητάια κχελέν κάι τιλεόρασι
ένα κιλό πάνω του δεν µπορεί να = κινούµενα σχέδια παίζουν στην
βάλει, καζόµ κίλορα ικλιλέ ε τηλεόραση.
πουρουµά; = πόσα κιλά βγήκαν τα κινώ (αµετβ. ρ.): πφιραβάβ και
κρεµµύδια; πφιρανταράβ (κυριολ. µετβ.
κιλότα: χαρνί-σοστέν, η περπατώ, µετβ. κυκλοφορώ).
κιµαδόπιτα: κϋιµαλΰ-µπερέκο, ο κιόλας (επίρρ.): µπιλέµ
κιµάς: κϋιµάβα, η π.χ. αβιλάν µπιλέµ; = ήρθες
π.χ. κι(ν)ντόµ γεκ κίλο κϋιµάβα = κιόλας;
αγόρασα ένα κιλό κιµά. Αντίθ. ζατέν και ζάτεν = ήδη,
κιµπάρης: κιµπάρι, ο άλλωστε.
221

κιόσκι: κιόσσκι, ο βάζω να κλάψει-ουν) και


π.χ. κερ τουκέ εκ κιόσσκι κατέ ροη(ν)νταράβ
ανγκλάλ = κάνε για σένα ένα κιόσκι π.χ. ροβνταρντά µαν καϊά γκιλί =
εδώ µπροστά. µ’ έκανε να κλάψω αυτό το
κιτρινάδα: σαρϋλΰκο, ο (σ.α. τραγούδι, σόσκε ροβνταρές ε
ηπατίτιδα, σαρΰ = κίτρινος, -η). χουρντέ; = γιατί βάζεις το παιδί να
κιτρινίζω (αµετβ. ρ.): σαρΰ- κλαίει;, σαρ ροβνταρντάν µαν του,
κερντιάβ (= κίτρινος-η γίνοµαι) αγκαντάλ κα ροβνταράβ τουτ µε
π.χ. σαρΰ-κερντιλό λεσκό µούι ντα ακανά = όπως µ’ έκανες να
κατάρ η νταρ = κιτρίνισε το κλάψω, έτσι θα σε κάνω να κλάψεις
πρόσωπό του από το φόβο. κι εσύ τώρα. (ροβνταρντό, -ί, (µτχ.)
κιτρινίλα: (βλ. κιτρινάδα). = κλαµµένος, ροβνταριπέ, ο (ρηµ.
κίτρινος (άκλ. επίθ.): σαρΰ ουσ.) = προκλητικό κλάψιµο)
π.χ. κερντιλό σαρ σαρΰ λιµόνο ε Αντίθ. ασανταράβ = κάνω να
τρασσάταρ = έγινε σαν κίτρινο γελάσει, -ουν.
λεµόνι από τον φόβο. κλάµα: ροηπέ, ο
κιχ (άκλ.): κϋχ π.χ. λολιλέ λεσκέ γιακχά κατάρ ο
π.χ. ούτε κϋχ νι κερντά ε νταράταρ ροηπέ = κοκκίνησαν τα µάτια του
= ούτε κιχ δεν έκανε από το φόβο. από το κλάµα
κλαδάκι: νταλορό και νταλίσι, ο Αντίθ. ασαηπέ = γέλιο.
κλαδί: ντάλι και ντάλο, ο κλαµένος (µτχ.): ροη(ν)ντό,-ί
π.χ. σσουκέ ντάλορα = ξερά π.χ. ροη(ν)ντέ γιακχά = κλαµένα
κλαδιά. µάτια
κλαδωτός (επίθ.): ντα(λ)λίο,-ούκα Αντίθ. µπιροη(ν)ντό = άκλαυτος,
π.χ. ντα(λ)λίο κοτόρ = κλαδωτό ασαη(ν)ντό = γελαστός.
ύφασµα. κλανιά: κχάι, η.
κλαίγοµαι (αµετβ. ρ.): ροβάµαν (υποκ.) κχαϊορί, η (προφ. µε
π.χ. γκαντιµπόρ παρέ σίλε ντα πάλε συνίζηση ιο).
ροβέλπες = τόσα λεφτά έχει και κλανιάρης (επίθ.): κχαϊαρντό,-ί.
πάλι κλαίγεται. κλάνω (αµετβ. ρ.): κχαϊαράβ
κλαίω (αµετβ .και µετβ. ρ.): (προφ. µε συνίζηση ια)
ροβάβ π.χ. κον κχαϊαρντά; = ποιος
π.χ. ροβέλ ο χουρντό = κλαίει το έκλασε;
µωρό, σόσκε ροβές; = γιατί κλαίς;, κλαρίνο: γκαρνάτα, η
ροβέλ κατάρ πι χολί = κλαίει από το π.χ. τζανές τε µπασσαλές
θυµό του, σα ροβέλ κο µούι ιτσ νι γκαρνάτα; = ξέρεις να παίζεις
ασάλ = όλο κλαίει το πρόσωπό σου κλαρίνο;
καθόλου δεν γελάει κλαριντζής: γκαρνάτατζίο, ο.
Αντίθ. ασάβ = γελώ κλάσιµο: κχαϊαριπέ, ο.
κλαίω (µε λυγµούς) (αµετβ. ρ.): κλαψιάρης (επίθ.): ροη(ν)-
γκέσα-ροβάβ (= µε ψυχή κλαίω) νταρντό,-ί
π.χ. γκέσα-ροβέλας ο χουρντό πε π.χ. εµπουκάκε ροβέλ καβά
ντάκε = έκλαιγε µε λυγµούς το χουρντό. σαβό ροη(ν)νταρντό σι! =
παιδί για τη µάνα του. µε το παραµικρό κλαίει αυτό το
κλαίω (ενεργ. διαµ. ρ.): παιδί. τι κλαψιάρικο είναι!
ροβνταράβ (= κάνω να κλάψει-ουν,
222

ροη(ν)νταρντί γκιλί = κλαψιάρικο κλείνοµαι (αµετβ. ρ.): πφά-


τραγούδι. (ν)νταµαν (µέση διάθεση)
κλαψιαροπρόσωπος (επίθ.): ρο- π.χ. πφα(ν)ντάπες α(ν)ντό κχερ ντα
η(ν)ντέ-µόσκο,-ι νι µανγκέλ τε ντικχέλ κχάνικας =
Αντίθ. ασαη(ν)ντέ-µόσκο = έχει κλειστεί στο σπίτι και δεν θέλει
γελαστοπρόσωπος. να δει κανέναν
κλέβοµαι (αµετβ. ρ.): τσορντιάβ (βλ. και δένοµαι)
π.χ. τσορντιλέ µε γκάλµπεα κατάρ Αντίθ. πουταράµαν = ανοίγοµαι,
ο κχερ = κλάπηκαν τα χρυσά µου ξανοίγοµαι, λύνοµαι
από το σπίτι. κλείνω (α) (αµετβ. ρ.):
κλέβω (µετβ. ρ.): τσοράβ πφα(ν)ντιάβ (παθητική διάθεση)
π.χ. τσορντέ λεσκέ παρέ = κλέψανε π.χ. µε γιακχά πφα(ν)ντόν κατάρ η
τα λεφτά του, του νι λατζάς κάι λί(ν)ντρα = τα µάτια µου κλείνουν
τσορές; = εσύ δεν ντρέπεσαι που από τη νύστα.
κλέβεις; (βλ. και φυλακίζοµαι)
κλειδί: νατάρι και κιλίτο, ο Αντίθ. πουτάρντιαβ = ανοίγω
π.χ. ρόνταβ µε νατάρα = ψάχνω τα (αµετβ), λύνοµαι.
κλειδιά µου. κλείνω (β) (ενεργ.διαµ.ρ.):
κλείδωµα (α): κιλιτλεµέκο, ο. πφα(ν)νταράβ
κλείδωµα (β): κλιδοσαριπέ, ο. (βλ. δένω (β))
κλειδωµένος (α) (άκλ. επίθ.): κλείνω (µετβ. ρ.): πφά(ν)νταβ
κιλιτλεµίσσι και κιλιτλί π.χ. πφά(ν)ντε ο ουντάρ = κλείσε
π.χ. κιλιτλεµίσσι σι η καπούια = την πόρτα, πφά(ν)νταβ η
κλειδωµένη είναι η πόρτα. πέντζεραβα = κλείνω το παράθυρο,
κλειδωµένος (β) (µτχ.): (στίχοι από ποιήµα του Γ.Αλεξίου
κλιδοσαρντό, -ί. «η σεβντάβα(= ο έρωτας)»)σάντε
κλειδώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µε γιακχά τε πφά(ν)νταβα ντα τε
κιλιτλέαµαν (µέση διάθεση). µεράβ ντα πάλε α(ν)ντέ κε σουνέ ερ
κλειδώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): η ρατ κα αβάβ = µόνο τα µάτια µου
κλιδοσαράµαν (µέση διάθεση). αν κλείσω και πεθάνω και πάλι στα
κλειδώνω (α) (αµετβ. ρ.): όνειρά σου θα έρχοµαι κάθε βράδυ.
κιλιτλενίαβ (βλ. και φυλακίζω, δένω).
π.χ. νι κιλιτλενίορ η καπούια = δεν Αντίθ. πουταράβ = ανοίγω (µετβ.),
κλειδώνει η πόρτα. λύνω.
κλειδώνω (β) (αµετβ. ρ.): κλείσιµο: πφα(ν)ντιπέ και
κλιδοσάαβ και κλιδοσάβαβ. πφανγκλιπέ, ο (σ.α. φυλακή,
κλειδώνω (α) (µετβ. ρ.): κιλιτλέαβ δέσιµο)
π.χ. κιλιτλέαβ η καπούια = (βλ. και φυλακή, δέσιµο).
κλειδώνω την πόρτα. Αντίθ. πουταριπέ = άνοιγµα,
κλειδώνω (β) (µετβ. ρ.): λύσιµο.
κλιδοσαράβ κλεισµένος (µτχ.): πφα(ν)ντό,-ί και
π.χ. τε κλιδοσαρές ο ουντάρ = να πφανγκλό,-ί (σ.α. φυλακισµένος,
κλειδώσεις την πόρτα. δεµένος)
κλειδώνω (γ) (µετβ. ρ.): π.χ. πφα(ν)ντί σι η καπούια =
πφά(ν)νταβ (=κλείνω µετβ., δένω, κλεισµένη είναι η πόρτα.
φυλακίζω)
223

κλειστός (επίθ.): πφα(ν)ντό,-ί και (βλ. οµόηχο τσοριπέ = φτώχια,


πφανγκλό,-ί (σ.α. φυλακισµένος, ορφάνια), (φράση) ο τσορνιπέ σι
δεµένος) νάι λατσχό σσέι = η κλεψιά δεν
π.χ. πφα(ν)ντό σι ο ντουκιάνο = είναι καλό πράγµα (καλή πράξη).
κλειστό είναι το µαγαζί κλέψιµο: (βλ. κλεψιά).
(βλ. και φυλακισµένος, δεµένος). κληµαταριά: ασµαλίν και
Αντίθ. πουταρντό = ανοιχτός, ντρακχαλίν, η
λυµένος. π.χ. σίλε ασµαλίν ανγκλάλ λεσκό
κλειτορίδα: κουκούλι, ο. κχερ = έχει κληµαταριά µπροστά
κλεµµένος (α) (µτχ.): τσορντό,-ί στο σπίτι του.
π.χ. νά κιν ο σιντζίρι, τσορντό σι = κληρονοµιά: µιράζι, ο (κυριολ.
µην αγοράζεις την αλυσίδα, µερίδιο κληρονοµιάς)
κλεµµένη είναι. π.χ. (φράση) µάνγκε µο ντατ νι
κλεµµένος (β) (επίθ.): µουκλά µιράζι. µε τουµένγκε σόσκε
τσορντικανό, -ί τε µουκάβ; = για µένα ο πατέρας
π.χ. τσορντικανό σι ο τεήπι, µου δεν άφησε κληρονοµιά. εγώ για
ο(ν)ντάν µπικνέλ λε ουτζούζι = σας γιατί ν’ αφήσω;, του λιάν κο
κλεµµένο είναι το µαγνητόφωνο, γι’ µιράζι. σόσκε µούϊτχος ακανά; =
αυτό το πουλάει φτηνά. (βλ. και εσύ πήρες την κληρονοµιά σου.
κλοπιµαίος) γιατί φωνάζεις τώρα;
κλεπτοµανία: τσορνιµάσκο- κλήση (σε δικαστήριο): ζαράβα, η
νασφαλιπέ,ο (= κλεψιάς αρρώστια) π.χ. αβιλί µανγκέ ζαράβα τε τζαβ
π.χ. τσορνιµάσκο-νασφαλιπέ σσαήτι κάι µακεµάβα = µου ήρθε
σίτουτ, τε να ιν τσορέσα, ραάτι νι κλήση να πάω µάρτυρας στο
ατσχές = κλεπτοµανία έχεις, άµα δικαστήριο.
δεν κλέβεις, δεν ησυχάζεις. κλοπή: τσορντιπέ, ο
κλεφταράκος: τσορνορό, ο, θηλ. π.χ. κερντιλό τσορντιπέ κάι λεσκό
τσορνορί, η. κχερ = έγινε κλοπή στο σπίτι του.
κλεφταράς: τσορνό, ο Συνών. τσορνιπέ = κλεψιά,
π.χ. τζανές σο τσορνό σι καβά; = κλέψιµο.
ξέρεις τι κλεφταράς είναι αυτός; κλοπιµαίος (επίθ.): τσορντικανό,-ί
κλεφταρού: τσορνί, η. π.χ. µπικινέλας τσορντικανέ
κλέφτης: τσορ, ο µανγκινά = πουλούσε κλοπιµαία
π.χ. αστάρντιλο ο τσορ = πιάστηκε εµπορεύµατα.
ο κλέφτης. κλοτσιά: τεκµάβα, η
(βλ. και ληστής). π.χ. τσαλαντά λε τεκµαβάσα = τον
κλεφτοκοτάς: κχαϊνένγκο-τσορ (= χτύπησε µε κλοτσιά.
κοτόπουλων κλέφτης) και κλοτσώ (α) (µετβ. ρ.): τεκµάβα-
κχαϊνένγκο-τσορνό, ο (= τσχαβ (= κλοτσιά ρίχνω).
κοτόπουλων κλεφταράς). κλοτσώ (β) (µετβ. ρ.): τεκµελέαβ.
κλέφτρα: τσορνί, η κλουβί: τσιρικλένγκο-κεµέσι, ο
(βλ. και κλεφταρού). (κυριολ. σηµαίνει πουλιών κοτέτσι)
κλεφτρόνι: (βλ. κλέφτης). π.χ. κι(ν)ντόµ τσιρικλένγκο-κεµέσι
κλεψιά: τσοριπέ και τσορνιπέ, ο = αγόρασα κλουβί (για τα πουλιά).
π.χ. νι λατζάς κάι κερές τσοριπέ; = κλούβιος (άκλ. επίθ.): µποζούκι
δεν ντρέπεσαι που κάνεις κλεψιά; (κυριολ. χαλασµένος)
224

π.χ. µποζούκι αρνό = κλούβιο τζενέ, τε τσχινέλ λεν = κόψιµο


αβγό. θέλουν τα ξύλα, να πληρώσεις ένα
κλωνάρι: σικνό-ντάλι και σικνό- άτοµο, να τα κόψει, τζα κάι
ντάλο, ο (κατά λέξη: µικρό κλαδί). µπελµπέρι, τσχι(ν)νταριπέ µανγκέν
κλώσσα: κλότσκα, η. κε µπαλά = πάνε στον κουρέα,
κλωσσώ (αµετβ. ρ.): οπρά-µε- κόψιµο (κούρεµα) θέλουν τα
αρνέ-µπεσσάβ (= πάνω στα αβγά µαλλιά σου.)
µου κάθοµαι) κοιλαράς (επίθ. ως ουσ.): µπαρέ-
π.χ η κχαϊνί µπεσσέλ-οπρά-πε-αρνέ πορέσκο, -ι.
= η κότα κλωσσάει. κοιλιά: ρούνζα, η και πορ και γκι, ο
κλωστή: τχαβ, ο π.χ. τσαϊλαρντόµ µο πορ =
π.χ. παρνό τχαβ = άσπρη κλωστή. χόρτασα την κοιλιά µου, µο γκι
(βλ. οµόηχο τχαβ = βάζω, πλένω). ντουκχάλ = η κοιλιά µου πονάει,
κλωστίτσα: τχαβορό, ο κατάρ ο µπουτ χαπέ πφουκιλί µι
π.χ. τσχιν µανγκέ ζάλακ τχαβορό = ρούνζα = απ’ το πολύ φαί
κόψε µου λίγη κλωστίτσα. φούσκωσε η κοιλιά µου.
κόβοµαι (αµετβ. ρ.): τσχι(ν)ντιάβ (βλ. πορ, η = έντερο και γκι =
και τσχινάµαν (τσχι(ν)ντιάβ σ.α. ψυχή).
κουράζοµαι) κοιλόπονος : γκέσκι-ντουκ και
π.χ. τσχι(ν)ντόµαν κάι µο βας = πορέσκι-ντουκ, η (γκέσκι-ντουκ
κόπηκα στο χέρι µου, νι τσχι(ν)ντόν σ.α. πονοψυχιά, γκι = ψυχή, κοιλιά,
καλά κασστά τοβερέσα = δεν γκέσκι = ψυχής, κοιλιάς, ντουκ =
κόβονται αυτά τα ξύλα µε τσεκούρι. πόνος)
(βλ. και κουράζοµαι). π.χ. ασταρντά µαν γκέσκι-ντουκ =
κόβω (α) (µετβ. ρ.): τσχινάβ µ’ έπιασε κοιλόπονος.
π.χ. τσχινάβ ε τσαρά = κόβω τα κοιµάµαι (αµετβ. ρ.): πασστιάβ
χόρτα, τσχινάβ µε βούνγκε = κόβω και πασσλιάβ
τα νύχια µου, τσχινέλ λεσκί γκογκί π.χ. λι(ν)ντράϊλοµ µανγκάβ τε
µπουτζανγκλό σι = κόβει το µυαλό πασστιάβ = νύσταξα θέλω να
του είναι έξυπνος, τσχινάβ ο µας = κοιµηθώ, κάι κα πασσλόν τουµέν
κόβω το κρέας. (σ.α. σφάζω) αϊράτ; = πού θα κοιµηθείτε εσείς
κόβω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.): απόψε; τζαβ τε πασστιάβ = πάω να
τσχι(ν)νταράβ (= βάζω να κόψει, κοιµηθώ, (µτφ.) του πασστός νταά,
-ουν, κάνω να κοπεί, -ούν, σ.α. κχάντσικ νι τζανές = εσύ κοιµάσαι
κουράζω) ακόµα, τίποτα δεν ξέρεις.
π.χ. κα τσχι(ν)νταράβ λεστέ ε Αντίθ. τζουνγκάντιαβ = ξυπνώ
κασστά = θα τον βάλω να κόψει τα (αµετβ.ρ.), ουστάβ = σηκώνοµαι.
ξύλα, κα τσχι(ν)νταράβ λάτε µε κοίµηση: πασστιπέ και πασσλιπέ, ο
µπαλά = θα την βάλω να κόψει (σ.α. ύπνος, έρωτας (σεξουαλική
(κουρέψει) τα µαλλιά µου, πράξη)).
τσχι(ν)νταρντάν µαν κε µπουκένσα κοιµίζω (α) (µετβ. ρ.): πασσταράβ
= µε κούρασες µε τις δουλειές σου και πασσλαράβ και
(τσχι(ν)νταρντό, -ί (µτχ.) = πασστι(ν)νταράβ
κοµµένος, τσχι(ν)νταριπέ, ο (ρηµ. π.χ. πασσταράβ ε χουρντέ =
ουσ.) = κόψιµο, τσχι(ν)νταριπέ κοιµίζω το µωρό.
µανγκέν ε κασστά, τε ποκινές εκχέ
225

Αντίθ. τζουνγκαβάβ = ξυπνώ = τα παιδιά η µάνα µου τα κοιτάζει,


(µετβ.), αφυπνίζω. ντικ κι µπουκί του = κοίτα τη
κοιµίζω (β) (επιτατ. µετβ. ρ.): δουλειά σου εσύ, ντικλάς τουτ ο
πασστανταράβ ντοκτόρι; = σε κοίταξε ο γιατρός;
π.χ. πασστανταρντάν ε χουρντέ; = (βλ. και φροντίζω, εξετάζω,
κοίµισες το παιδί; προσέχω, βλέπω).
κοίµισµα: πασσταριπέ και κοκαΐνη: κοκαήνι, η
πασσλαριπέ, ο π.χ. κοκαήνι σΰρντελ καβά,
Αντίθ. τζουνγκαηπέ = ξύπνηµα, µπετέρι σι = κοκαΐνη τραβάει
αφύπνιση. αυτός, αλήτης, ανεπρόκοπος είναι.
κοιµισµένος (µτχ.): πασσταρντό,-ί κοκάλα: µπαρό-κόκαλο, ο (=
και πασσλαρντό,-ί και µεγάλο κόκαλο).
πασστι(ν)ντό, -ί κοκαλιάζω (αµετβ. ρ.): κόκαλο-
Αντίθ. µπιπασσταρντό και κερντιάβ (= κόκαλο γίνοµαι)
µπιπασσλαρντό = ακοίµητος, π.χ. κερντιλόµ-κόκαλο κατάρ ο
τζουνγκαντό = ξύπνιος, σσιλ = κοκάλιασα από το κρύο.
αφυπνισµένος. κοκάλινος (επίθ.): κοκαλέσκο,-ι
κοιµιστικός (επίθ.): π.χ. κοκαλέσκι κανγκλί = κοκάλινη
πασσταριµάσκο, -ι (σ.α. χτένα.
υπνωτικός). κόκαλο: κόκαλο, ο
κοινό (το): µι(λ)λέτι, ο (= λαός). π.χ. σο ασσου(ν)ντέµ καλά όρµπε
κοινοτάρχης: µουτάρι και κόκαλο ατσχιλέµ = µόλις άκουσα
µουχτάρι, ο (σ.α. συνοικιακός αυτά τα λόγια κόκαλο έµεινα,
πρόεδρος), θηλ. µουτάρκα και κερντιλόµ κόκαλο ε σσιλέσταρ =
µουχτάρκα, η. έγινα κόκαλο από το κρύο.
κοινωνία: (βλ. λαός). κοκάλωµα: κόκαλο-ατσχιπέ, ο (=
κοίταγµα: ντικχιπέ, ο (σ.α. κόκαλο στάση).
εξέταση, φροντίδα, προσοχή, κοκαλώνω (αµετβ. ρ.): κόκαλο-
παρατήρηση). ατσχάβ (= κόκαλο µένω)
κοιταγµένος (µτχ.): ντικχλό, -ί και π.χ σο ασσου(ν)ντόµ καλά
ντικχλι(ν)ντό, -ί (σ.α. φροντισµένος, πφερασά, κόκαλο-ατσχιλόµ = µόλις
εξετασµένος) (οµόηχο ντικχλό = άκουσα αυτά τα λόγια, κοκάλωσα.
µαντίλα). κοκκινάδα: λολιπέ, ο.
Αντίθ. µπιντικχλό και κοκκινάδι: λολιπέ, ο (σ.α. κραγιόν)
µπιντικχλι(ν)ντό = ακοίταχτος, π.χ. τσχουµιντά λε κάι η τσχαµ ντα
αφρόντιστος. πφερντά λε λολιµάτα = τον φίλησε
κοιτάζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): στο µάγουλο και τον γέµισε
ντικχάµαν κοκκινάδια.
π.χ. ντικχέλπες α(ν)ντί αϊνάβα = (βλ. και κραγιόν).
κοιτάζεται στον καθρέφτη. κοκκινίζω (αµετβ. ρ.): λολιάβ
κοιτάζοµαι (β): (βλ. φροντίζοµαι). π.χ. λολιλό ε λατζάταρ = κοκκίνισε
κοιτάζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): από ντροπή, λολιπέ ε ντοµάτε =
ντικχάβ (σ.α. βλέπω, φτοντίζω, κοκκίνησαν οι ντοµάτες.
εξετάζω, προσέχω, παρατηρώ) κοκκινίζω (µετβ. ρ.): λολαράβ και
π.χ. ντικ κον αβέλ! = κοίταξε ποιος λολιαράβ.
έρχεται, ε χουρντέν µι ντέι ντικχέλ
226

π.χ. λολαρντά λεσκί τσχαµ α(ν)ντέ π.χ. µπουτ σσουκάρ σι κο


εκ πάλµα = του κοκκίνησε το γκερντάνο = πολύ όµορφο είναι το
µάγουλο µε µια σφαλιάρα. κολιέ σου.
κοκκινίλα: λολιπέ, ο. (βλ. και περιδέραιο).
κοκκίνισµα: λολαριπέ, ο. κόλληµα: γιαπουσσµάκο, ο.
κοκκινισµένος (µτχ.): λολαρντό,-ί κολληµένος (µτχ.): κολισαρντό,-ί
και λολιαρντό,-ί. και (ακλ.επιθ.)γιαπουσστουρµούσσι
κοκκινογένης: λολέ-σακαλένγκο, και γιαπουσσούκι.
ο. κόλληση: κολισαριπέ και
κοκκινοµάλλης (επίθ.): λολέ- γιαπουσστουρµάκο, ο.
µπαλένγκο,-ι. κολλητήρι (του γανωτή):
κόκκινος (επίθ.): λολό,-ί σϋρντιµάρι, ο.
π.χ. λολί ρόκλια = κόκκινο φόρεµα, κολλητός (µτφ.): αρτλίκο, ο
λολό κοτόρ = κόκκινο ύφασµα. π.χ. κε αρτλικέσκι γιακ ατσχιλί κε
κοκκινούλης (επίθ.): λολορό, -ί ροµνάκε, του παλέ πασστός = του
π.χ. λολορό κερντιλό ε λατζάταρ = κολλητού σου το µάτι έµεινε για τη
κοκκινούλης έγινε από ντροπή. γυναίκα σου, εσύ πάλι κοιµάσαι, µο
κοκκινούτσικος (επίθ.): λολορό, -ί αρτλίκο αβιλό = ο κολλητός µου
κόκκος: µπόµπο, ο ήρθε.
(σ.α. κουκί, καλαµπόκι). Συνών. αµάλ = φίλος.
κοκοράκι: µπασσνορό, ο. Αντίθ. ντουσσµάνο = εχθρός.
κόκορας: µπασσνό, ο κολλώ (αµετβ. ρ.): κολισάαβ
π.χ. ντούι µπασσνέ σίλε α(ν)ντέ π.χ. κολισάον µε κχαγκά κατάρ ο
λεσκό κεµέσι = δύο κόκορες έχει τέρι = κολλάνε οι µασχάλες µου
στο κοτέτσι του. από τον ιδρώτα, (µτφ.) σα κολισάαβ
κοκορεύοµαι: βλ. παινεύοµαι, καλέ τσχεάκε αµά βόι ιν περέλ =
υπερηφανεύοµαι. συνέχεια την κολλάω αυτή την
κοκοροµαχία: µπασσνένγκι- κοπέλα όµως αυτή δεν πέφτει.
τσινγκάρ, η. κολλώ (αµετβ. ρ.): γιαπουσσίαβ
κολακεύω (µετβ. ρ.): ασσαράβ π.χ. (φράση) σαρ σι τατό ο σάστρι
(κυριολ. παινεύω, σ.α. εγκωµιάζω, γιαπουσσίορ = όπως είναι ζεστό το
δοξάζω) σίδερο κολλάει.
π.χ. ασσαρέλ λε, για τε κερέλ πι κολλώ (µετβ. ρ.): γιαπουσστουρίαβ
µπουκί = τον κολακεύει, για να π.χ. γιαπουστουρίαβ ο µενίο =
κάνει τη δουλειά του. κολλάω το παπούτσι.
κολάν: κολάν, ο κολλώ (µετβ. ρ.): κολισαράβ
π.χ. βουραντόµ µο κολάν = φόρεσα π.χ. κολισαράβ ο σάστρι = κολλάω
το κολάν µου. το σίδερο.
κόλαση: τζε(ν)ντέµο, ο κολοκύθα: µπαρό-ντουντούµ, ο
π.χ. καβά νασούλ κάνα κα µερέλ (κατά λέξη: µεγάλο κολοκύθι).
κάι τζε(ν)ντέµο κα τζαλ = αυτός ο κολοκυθάκι: ντουντουµορό, ο.
κακός όταν πεθάνει στην κόλαση κολοκυθένιος (επίθ.):
θα πάει. ντουντουµέσκο, -ι.
Αντίθ. τζε(ν)νετλίκο = παράδεισος. κολοκύθι: ντουντούµ, ο
κολιέ: γκερντάνο, ο
227

π.χ. σαρ ντουντούµ σι λεσκό σσορό κοµµατιάζοµαι (β) (αµετβ. ρ.):


= σαν κολοκύθι είναι το κεφάλι παρτσάβε-κερντιάβ (= κοµµάτια
του. γίνοµαι, σ.α. θρυµµατίζοµαι).
κολοκυθιά: ντουντουµουλίν, η. κοµµατιάζω (α) (µετβ. ρ.):
κολόνα (από ξύλο): ντιρέκο, ο. τσχινγκιαράβ
κολόνα (από κάθε υλικό): κολόνα, π.χ. τσχινγκιαράβ ο µας =
η κοµµατιάζω το κρέας.
π.χ. ε κχερέσκι κολόνα σι ο µρουςς (βλ. και τεµαχίζω).
= του σπιτιού η κολόνα είναι ο κοµµατιάζω (β) (µετβ. ρ.):
άνδρας, τσαλαντάπες πε παρτσάβε-κεράβ (= κοµµάτια
τοµαφιλέσα οπρά κολόνα = κάνω) (σ.α. θρυµµατίζω)
χτύπησε µε το αυτοκίνητό του πάνω π.χ. τε κερές-παρτσάβε ο µας = να
στην κολόνα. κοµµατιάσεις το κρέας.
κολόνια: κολόνια, η κοµµάτιασµα (α): τσχινγκιαριπέ, ο
π.χ. κάταρ κι(ν)ντάν καγιά (βλ. και τεµάχισµα).
κολόνια; = από πού αγόρασες κοµµάτιασµα (β): παρτσαλαµάκο.
αυτήν τη κολόνια; κοµµατιασµένος (α) (µτχ.):
κολπατζής (α): κόλπατζίο, ο τσχινγκιαρντό,-ί
π.χ. µπουτ κόλπατζίο σι = πολύ π.χ. τσχι(ν)γκιαρντό σι ο µας =
κολπατζής είναι. κοµµατιασµένο είναι το κρέας.
κολπατζής (β): τσαλουµτζίο, ο. Αντίθ. µπιτσχινγκιαρντό =
κολπατζού (α): κόλπατζίκα, η. ακοµµάτιαστος.
κολπατζού (β): τσαλουµτζίκα, η. (βλ. και τεµαχισµένος).
κόλπο: τσαλούµο, ο και κόλπα, η κοµµατιασµένος (β) (άκλ. επίθ.):
π.χ. καλά τσαλούµορα κάι τζανές παρτσαλαµούσσι.
µάνγκε ιν νακχέν = αυτά τα κόλπα κοµµένος (µτχ.): τσχι(ν)ντό,-ί (σ.α.
που ξέρεις σε µένα δεν περνάνε, κουρασµένος, βλ. και
σαβέ κόλπε σι καλά κάι κερές; = τι κουρασµένος)
κόλπα είναι αυτά που κάνεις; π.χ. τσχι(ν)ντέ σι ε κασστά =
κολύµπι: ναϊπέ, ο κοµµένα είναι τα ξύλα.
π.χ. τζανέλ λατσχό ναϊπέ = ξέρει Αντίθ. µπιτσχι(ν)ντό = άκοφτος.
καλό κολύµπι. κοµµουνισµός: κουµουνιζλίκο, ο.
(βλ. και µπάνιο). κοµµουνιστής: κουµουνίζι, ο.
κολυµπώ (αµετβ. ρ.): ναϊάβ κοµµουνίστρια: κουµουνίσκα, η.
π.χ. τζανέλ τε ναϊόλ σικνιµάσταρ = κοµµωτήριο: κοµοτίριο, ο
ξέρει να κολυµπάει από µικρός. π.χ. γκελί κάι κοµοτίριο τε
(βλ. και µπανιαρίζοµαι). κερνταρέλ πε µπαλά = πήγε στο
κοµµάτι: παρτσάβα, η κοµµωτήριο να φτιάξει τα µαλλιά
π.χ. τσχιν µανγκέ γεκ παρτσάβα της.
κιράλ = κόψε µου ένα κοµµάτι τυρί. κοµοδίνο: κοµοντίνο, ο
(βλ. και τεµάχιο). π.χ. οπρά κοµοντίνο σι µε νατάρα
κοµµατάκι: παρτσαβίσα, η. = πάνω στο κοµοδίνο είναι τα
κοµµατιάζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): κλειδιά µου.
τσχι(ν)γκιάρντιαβ. κοµπανία: κο(µ)πάνια, η (σ.α.
οµάδα, συνάφι, συντεχνία).
228

κοµπολογάκι: κλεορά, ε (κυριολ. π.χ. τζα, κιν µανγκέ εκ κονσέρβα,


χαντρίτσες). τε χαβ = πήγαινε, να µου αγοράσεις
κοµπολόι: κλέα, ε (κυριολ. µια κονσέρβα, να φάω.
χάντρες) κονσερβοκούτι: κονσερβάκι-
π.χ. χασαρντόµ µε κλεά = έχασα το κουτία, η.
κοµπολόι µου. κοντά (επίρρ.): πασσέ (σ.α. δίπλα)
κόµπος: κό(µ)µπο και µπουτζόκ, ο π.χ. πασσέ σι λεσκό κχερ = κοντά
π.χ. τσχαβ κό(µ)µπό = ρίχνω είναι το σπίτι του, αβ µπεςς πασσά
(δένω) κόµπο. µά(ν)ντε = έλα κάτσε κοντά µου.
κοµπόστα: κο(µ)µπόστα, η (πληθ. (από κοντά = πασσάλ, πασσερντάν,
κο(µ)µπόστε, ε) πασσαλντάν και πασσελντάν, π.χ.
π.χ. κο(µ)µπόστε µπικινάβ κάι κα ορµπισαράς πασσαλντάν = θα
γκαβά µε τοµαφιλέσα = κοµπόστες µιλήσουµε από κοντά, παςς-πασσέ
πουλάω στα χωριά µε το = κοντά-κοντά, παςς-πασσέ σι
αυτοκίνητό µου. λενγκέ κχερά = κοντά-κοντά είναι
κοµπρεσέρ: κο(µ)µπρεσέρι, ο. τα σπίτια τους.)
κοµψά (επίρρ.): ναρίνι (σ.α. Αντίθ. ντουρ = µακριά.
κοµψός) κονταίνω (αµετβ. ρ.): χαρνίαβ
π.χ. ναρίνι πφιρέλ = κοµψά π.χ. α(ν)ντέ γεκ χαλαηπέ η
περπατάει, ναρίνι χαλ = κοµψά µπλούζα χαρνιλί = µε ένα πλύσιµο
τρώει. η µπλούζα κόντυνε.
κοµψός (άκλ. επίθ.): ναρίνι (σ.α. (βλ. και αµετβ. χαµηλώνω).
κοµψά) Αντίθ. λουνγκιβάβ =
π.χ. ναρίνι βουραηπέ = κοµψό µακραίνω(αµετβ.).
ντύσιµο. κονταίνω (µετβ. ρ.): χαρναράβ
Συνών. σσουκάρ = όµορφος, π.χ. κα χαρναράβ ζαλάκ ο
ωραίος, όµορφα, ωραία. φουστάνο = θα κοντύνω λίγο το
κοµψότητα: ναρι(ν)νίκο, ο φουστάνι.
Συνών. σσουκαριπέ = οµορφιά, (βλ. και χαµηλώνω µετβ.).
ωραιότητα, σσουκ = οµορφιά. Αντίθ. λουνγκιαράβ = µακραίνω
κονιάκ: κονιάκο, ο (µετβ.).
π.χ. πί εµπούκα κονιάκο τε τατός = κόντεµα: χαρναριπέ, ο
πιες λίγο κονιάκ να ζεσταθείς. (βλ. και χαµήλωµα).
κόνιδα: λικ, η Αντίθ. λουνγκιαριπέ = µάκρεµα.
π.χ. πφερντό λικχά σι λεσκό σσορό κοντέρ: κο(ν)τέρι, ο
= γεµάτο κόνιδες είναι το κεφάλι π.χ. ε τοµαφιλέσκο κο(ν)τέρι = το
του. κοντέρ του αυτοκινήτου
(υποκ.) λικχορί, η. κοντεύω (αµετβ. ρ.): πασσάβαβ
κονιδιάζω (αµετβ. ρ.): λικχά- (βλ. και πλησιάζω αµετβ.)
πφερντιάβ (= κόνιδες γεµίζω Αντίθ. ντουράβαβ =
αµετβ.) και λικχάβαβ αποµακρύνοµαι
π.χ. πφερντιλό-λικχά λεσκό σσορό κοντινός (επίθ.): πασσουτνό, -ί
= κονίδιασε το κεφάλι του. Αντίθ. ντουριτνό = µακρινός.
κονιδιάρης (επίθ.): λικχαλό,-ί. κοντινότερος (επίθ.): νταά-
κονσέρβα: κονσέρβα, η πασσουτνό,-ί (= πιο κοντινός).
229

π.χ. νταά-πασσουτνό σι καβά γκαβ π.χ. µπουτ κόντρα τζας µάνσα


= κοντινότερο είναι αυτό το χωριό. καλά γκιβεσά ντικχάβ = πολύ
Συνών. εν-πασσουτνό = κόντρα πας µε µένα αυτές τις µέρες
πλησιέστερος. βλέπω.
Αντίθ. νταά-ντουριτνό = κόντρα (β): ζΰτι, ο
µακρινότερος. π.χ. σόσκε τζας ζΰτι κε µποράσα; =
κοντό - ανάστηµα: χαρνιπέ, ο. γιατί πας κόντρα µε τη νύφη σου;
κοντολαίµης: χαρνέ-κοράκο, ο µπουτ ζΰτι τζαν καλά ε ντούι =
(σ.α. κοντόσβερκος*, κορ = λαιµός, πολύ κόντρα πηγαίνουν αυτοί οι
σβέρκος), θηλ. χαρνέ –κοράκι, η. δύο.
κοντοµάνικος (επίθ.): χαρνέ- κοντράρω (µετβ. ρ.): κό(ν)ντρα-
µπαϊένγκο,-ι τζαβ (= κόντρα πηγαίνω)
π.χ. χαρνέ-µπαϊένγκο γκατ = π.χ. σα κό(ν)ντρα-τζαλ µάνσα, σό
κοντοµάνικο πουκάµισο. ντα τε πφενάβ λέσκε = όλο µε
Αντίθ. µπαρέ-µπαϊένγκο = κοντράρει, σ’ ό,τι και να του πω.
µακρυµάνικος. κοπάδι: τσέτα, η
κοντοπίθαρος: (βλ. κοντοστούπης). π.χ. σίλε γεκ τσέτα µπακρέ = έχει
κοντός (επίθ.): χαρνό,-ί (σ.α. ένα κοπάδι πρόβατα.
χαµηλός, βλ. και χαµηλός) (σ.α. γκρουπ, οµάδα, αγέλη).
π.χ. χαρνό σαν νασστί ρεσές τζι κοπέλα: τσχορί, η
κοτέ = κοντός είσαι δεν µπορείς να π.χ. σαβί σσουκάρ τσχορί σι καγιά!
φτάσεις µέχρι εκεί, (φράση) ε χαρνέ = τι όµορφη κοπέλα είναι αυτή!
µανουσσά µπούτ πφιρνέ σι = οι κοπελίτσα: τσχορορί, η.
κοντοί άνθρωποι είναι πολύ κοπή: (βλ. κόψιµο).
πονηροί. κόπος (α): ζαµέτι, ο
Αντίθ. ουτσό = ψηλός. π.χ. τε να κερέλα τουκέ ζαµέτι,
κοντοστούπης (επίθ.): χαρνέ- τσχου µανγκέ ζάλακ παΐ τε παβ =
µποέσκο, ι αν δε σου κάνει κόπο, ρίξε µου λίγο
π.χ. µπουτ πφιρνό σι καβά χαρνέ- νερό να πιω, κα ποκινάβ κο ζαµέτι,
µποέσκο = πολύ πονηρός είναι κερ µανγκέ καβά λατσχιπέ = θα
αυτός ο κοντοστούπης. πληρώσω τον κόπο σου, κάνε µου
κοντούλης (επίθ.): χαρνορό,-ί. αυτό το καλό.
(βλ. και χαµηλούτσικος). κόπος (β): τσχι(ν)ντιπέ, ο (=
Αντίθ. ουτσορό = ψηλούτσικος. κούραση)
κοντούτσικος (επίθ.): χαρνορό,-ί π.χ. σα µο τσχι(ν)ντιπέ γκαντικίν
(σ.α. χαµηλούτσικος, κοντούλης). µπροσά καβά κχερ σι = όλος ο
π.χ. χαρνορό µανούςς = κόπος µου τόσα χρόνια αυτό το
κοντούτσικος άνθρωπος. σπίτι είναι.
Αντίθ. ουτσορό = ψηλούτσικος. κόπος (δουλειάς ενός χρονικού
κοντόχοντρος (επίθ.): χαρνό- διαστήµατος): τσαλϋσσµάβα, η
τφουλό,-ί. π.χ. γκαντικίν µπροσσά µιρνί
κόντρα (επίρρ.): κό(ν)ντρα τσαλϋσσµάβα, µιρνέ παρέ, κάι
π.χ. ρά(ν)νταµαν κό(ν)ντρα = γκελέ; = τόσα χρόνια ο δικός µου
ξυρίζοµαι κόντρα. κόπος, τα δικά µου λεφτά, πού
κόντρα (η): κό(ν)ντρα, η πήγανε;
κοπριά (α): γκιουρµπάβα, η
230

π.χ. λιάν γκιουρµπάβα ε π.χ. ντε µαν εκ κορνέ τατλία τε χαβ


λουλουγκένγκε; = πήρες κορπιά για = δώσ’ µου ένα κορνέ γλυκό να
τα λουλούδια; φάω.
(βλ. και σκουπίδι). κορνίζα: κορνίζα, η
κοπριά (β): γκυρµπάβα, η (το υ π.χ. σαβί σσουκάρ κορνίζα! = τι
προφέρεται όπως το γαλλικό u) ωραία κορνίζα!
(βλ. και σκουπίδι). κορνιζούλα: κορνιζίσα, η
κόπωση: (βλ. κούραση) κορόιδεµα: νταλγκάβα-κχελιπέ, ο
κόρα: κόζζα, η (= κοροϊδία παίξιµο)
π.χ. ε µαρνέσκι κόζζα = του κοροϊδευτικός (επίθ.):
ψωµιού η κόρα, η γιαράβα πρασαη(ν)ντό,-ί και πρασαηκανό, -ι
ασταρντά κόζζα = η πληγή έπιασε π.χ. πρασαη(ν)ντό ασαηπέ κερντά
κόρα = κοροϊδευτικό γέλιο έκανε
(βλ. και φλούδα). (βλ. και περιγελαστικός,
κοράνι: κοράνο και κουράνο, ο. εµπαιχτικός).
κορδέλα: ντορί, η. κοροϊδεύω (µετβ. ρ.): (α) πρασάβ
κορδελίτσα: ντορορί, η. π.χ. πρασάλ τουτ σα η ντουνιάβα
κορδόνι: κορντόνι, ο καλένσα κάι κερές = σε κοροϊδεύει
π.χ. πφά(ν)νταβ µε κορντόϊα = όλος ο κόσµος µε αυτά που κάνεις,
δένω τα κορδόνια µου. νά πρασά αβερέν σόσκε κάι κιρνό
κορεσµένος: (βλ. χορτάτος). σσορό ντα γεκ γκιβέ µπέκιµ αβέλ =
κορεσµός: (βλ. χόρταση). µην κοροϊδεύεις άλλους γιατι µια
κόρη (µατιού): γιακχένγκο- µέρα και στο δικό σου κεφάλι ίσως
µπεµπέκο, ο. έρθει (πρασάβ σ.α. περιγελώ,
κοριτσάκι: τσχεϊορί, η εµπαίζω).
π.χ. κάσκι σι καγιά σσουκάρ τσχεϊ- (β) (µετβ.ρ.) νταλγκάβα-κχελάβ (=
ορί; = ποιανού είναι αυτό το όµορ- κοροϊδία παίζω)
φο κοριτσάκι; π.χ. νταλγκάβα-κχελέλ λέσα νι
Αντίθ. τσχαβορό = αγοράκι. µανγκέλ λε = τον κοροϊδεύει, δεν
κορίτσι: τσχέι, η τον αγαπάει.
π.χ. σίλε ντούι τσχαβέ γεκ ντα Συνών. χοχαβάβ = ξεγελώ,
τσχέι = έχει δύο αγόρια και ένα ψεύδοµαι.
κορίτσι. κοροϊδία: πρασαηπέ, ο και
Συνών. τσχορί = κοπέλα. νταλγκάβα, η
Αντίθ. τσχαβό = αγόρι. π.χ. ο πρασαηπέ νάι λατσχιπέ = η
κοριτσίστικος (επίθ.): τσεϊκανό,-ί κοροϊδία δεν είναι καλοσύνη (καλή
π.χ. τσχεϊκανέ µενία = πράξη), νταλγκαβάκο µανούςς σοµ
κοριτσίστικα παπούτσια, τσχεϊκανό µε; = για κοροϊδία άνθρωπος είµαι
φουλαηπέ = κοριτσίστικο χτένισµα. εγώ;
κορµί: τένι, ο (βλ. πρασαηπέ στα περιγέλασµα,
(βλ. και σώµα). εµπαιγµός).
κόρνα: κόρνα, η (βλ. οµόηχο νταλγκάβα = κύµα).
π.χ. νι µπασσέλ ε τοµαφιλέσκι κορόµηλο: πούρνα, η (σ.α.
κόρνα = δεν ηχεί του αυτοκινήτου η δαµάσκηνο)
κόρνα.
κορνέ: κορνέ, η
231

π.χ. µπουτ σσουκλέ σι καλά πούρνε µου είδα κοντά σου (δηλ. κατάλαβα
= πολύ ξινά είναι αυτά τα το νόηµα της ζωής).
κορόµηλα. κόσµος: ντουνιάβα, η
κοροµηλιά: πουρνιλίν, η π.χ. σα η ντουνιάβα ασσου(ν)ντά
(σ.α. δαµασκηνιά). καβά σσέι = όλος ο κόσµος άκουσε
κορυφή: ντινγκίλι, ο αυτό το πράγµα, (φράση) χαλόµ ε
π.χ. ε κοπατσέσκο ντινγκίλι = η ντουνιαβά τζι τε ρακχαβάβ τουτ =
κορυφή του δέντρου. έφαγα τον κόσµο µέχρι να σε βρώ,
κόρφος: µπροκ, ο βαζντι(ν)νταρντά σα ε ντουνιαβά πε
π.χ. γκαραντά ε παρέ α(ν)ντό πο σεζάσα = ξεσήκωσε όλον τον
µπροκ = έκρυψε τα λεφτά στον κόσµο µε την φωνή του, (στίχοι από
κόρφο του. το ποιήµα του Γ. Αλεξίου «ε
κοσκινάκι: ποριζορί, η και τσιρικλά = τα πουλιά» κον σαµ
ποριζενορί, η. αµέν; ντα κάταρ αβιλάµ; ντα σα ε
κοσκινάς: ποριζαρτσίο και ντουνιαβά Ροµά πφερνταµούς, κάι
ποριζαρτζίο, ο. αµαρό Ντελ; εµπούκα αµέ(ν)ντα τε
κοσκινού: ποριζαρτσίκα και ντικχέλ ντα σα αµαρέ πφαλέν κάι
ποριζαρτζίκα, η. γεκ τχαν τε κίντελ = ποιοι είµαστε;
κοσκινίζω (µετβ. ρ.): ουτσχανάβ και από πού ήρθαµε; κι όλον τον
π.χ. ουτσχανάβ ο αρό = κοσκινίζω κόσµο Ροµά γεµίσαµε, πού είναι ο
το αλεύρι. δικός µας ο Θεός; λίγο και µας να
κοσκίνισµα: ουτσχανιπέ, ο µας κοιτάξει και όλα τα αδέλφια
π.χ. ουτσχανιπέ µανγκέλ ο αρό = µας σε ένα µέρος να τα µάσει.
κοσκίνισµα θέλει το αλεύρι. κοσµώ: (βλ. στολίζω (γ)).
κοσκινισµένος (µτχ.): ου- κοστίζω (µετβ. ρ.): κεράβ (= κάνω,
τσχα(ν)ντό,-ί µετβ. φτιάχνω, πράττω, δηµιουργώ)
π.χ. ουτσχα(ν)ντό σι ο αρό = π.χ. καζόµ παρέ κερντέ καλά
κοσκινισµένο είναι το αλεύρι. µανγκινά; = πόσα λεφτά κόστισαν
Αντίθ. µπιουτσχα(ν)ντό = αυτά τα εµπορεύµατα;
ακοσκίνιστος. κοστούµι: κουστούµο, ο
κοσκινιστικός (επίθ.): π.χ. τζαλ τουκέ καβά κουστούµο =
ουτσχανιµάσκο, -ι σου πάει αυτό το κοστούµι.
π.χ. ουτσχανιµάσκι µάκινα = κότα: κχαϊνί, η
κοσκινιστική µηχανή. π.χ. παρµπαράβ ε κχαϊνέν = ταϊζω
κόσκινο: ποριζέν, η τις κότες, η κχαϊνί µπια(ν)ντά αρνέ
π.χ. (µτφ.) κερντά λε ποριζέν = τον = η κότα γέννησε αυγά, κιραβάβ η
έκανε κόσκινο. κχαϊνί = βράζω την κότα, (αλληγ.) ε
κοσµάκης: ντουνιαβίσα, η κχαϊνένσα πασστόλ καβά = µε τις
π.χ. σο τε κερέλ η ντουνιαβίσα! = κότες κοιµάται αυτός.
τι κάνει ο κοσµάκης! κοτέτσι: κεµέσι, ο
Συνών. µι(λ)λετίσι = λαουτζίκος. π.χ. σίλε κεµέσι α(ν)ντέ λεσκί
κόσµηµα: (βλ. στολίδι). αβλία = έχει κοτέτσι στην αυλή του.
κοσµικότητα: ντουνιαλούκο, ο κοτίσιος (επίθ.): κχαϊνάκο,-ι
π.χ. µο ντουνιακούκο ντικχλόµ π.χ. κχαϊνάκο αρνό = κοτίσιο αυγό.
πασσά τούτε = την κοσµικότητά κοτλέ: κοτλέ, ο
232

π.χ. κοτλέ πα(ν)τόλι = κοτλέ κουβάρι: κουβάρι, ο


παντελόνι. π.χ. (µτφ.) κουβάρι κερντιλόµ
κοτόπουλο: κχαϊνί, η (= κότα) κατάρ η ντουκ = κουβάρι έγινα από
π.χ. τζα κιν αµένγκε εκ πεκί κχαϊνί τον πόνο.
τε χας = πήγαινε να µας αγοράσεις κουβάς: (α) (από κάθε υλικό) κόφα,
ένα ψητό κοτόπουλο να φάµε. η
κοτόπιτα: κχαϊνάκι-πλιτσί(ν)τα, π.χ. πφεράβ η κόφα παΐ = γεµίζω
και κχαϊνάκι-πετσί(ν)τα, η. τον κουβά νερό.
κοτούλα: κχαϊνορί, η. (β) (από µέταλλο) κικιάι, η.
κοτόψειρα: κχαϊνένγκι-τζουβ, η. (υποκ): κικιαίσα, η.
κοτρόνα (α): µπαρό-µπαρ, ο κουβέντα: όρµπα, η και πφεράς, ο
(κυριολ. µεγάλη πέτρα) π.χ. κον πφε(ν)ντάς τουκέ καγιά
Αντίθ. µπαρορό = πετραδάκι όρµπα; = ποιος σου είπε αυτήν την
(οµόηχο µπαρορό = µεγαλούτσικος). κουβέντα; µα ιρισάρ η όρµπα = µην
κοτρόνα (β): κράµινα, η γυρνάς την κουβέντα, γεκ πφεράς
(σ.α. βράχος). πφε(ν)ντόµ λεσκέ ντα βο χολάιλο =
κοτσάνι: κοτσάνο, ο µια κουβέντα του είπα και αυτός
π.χ. ε παντσαρέσκο κοτσάνο = του θύµωσε, µπαρέ πφερασά να πφεν =
παντζαριού το κοτσάνι. µεγάλες κουβέντες µη λες.
κοτσίδα: τσούρνα, η (βλ. και (βλ. και λέξη, λόγος).
πλεξούδα). κουβεντιάζοµαι (αµετβ. ρ.):
κοτσιδούλα (α): τσουρνορί, η. ορµπισάαβ
κοτσιδούλα (β): τσουρνίσα, η. π.χ. ιν ορµπισάολ καβά µανούςς =
κότσος: κότσο, ο δεν κουβεντιάζεται αυτός ο
π.χ. κερντά πε µπαλά κότσο = έκ νε άνθρωπος.
τα µαλλιά της κότσο (κότσο σ.α. (βλ. και µιλιέµαι).
κερασφόρο πρόβατο). κουβεντιάζω (αµετβ. και µετβ.
κουβάληµα: καρουσαριπέ και ρ.): ορµπισαράβ, όρµπα-κεράβ(=
τασσιµάκο, ο κουβέντα κάνω) και πφεράς-κεράβ
π.χ. τασσιµάκο µανγκέν ε κασστά (=κουβέντα κάνω)
= κουβάληµα θέλουν τα ξύλα, π.χ. µπεςς τε κεράς-όρµπα = κάτσε
καζόµ παρέ ντιά τουτ ε να κουβεντιάσουµε, νασστί κεράβ
τασσιµακέσκε; = πόσα λεφτά σου τούσα πφεράς = δεν µπορώ να
έδωσε για το κουβάληµα; κουβεντιάσω µαζί σου.
κουβαληµένος (µτχ.): (βλ. ορµπισαράβ στα λήµµατα
καρουσαρντό,-ί. µιλώ, συζητώ).
κουβαλητής: ανετζίο, ο (κυριολ. κουβεντολόι: µαµπέτι, ο
οικογενειάρχης, ανάβα, η = π.χ. τε ουσστάβ τε τζάβταρ, κιρνό
οικογένεια). µαµπέτι νι µπιτίορ = να σηκωθώ να
κουβαλώ (µετβ. ρ.): (α) φύγω, το δικό σου το κουβεντολόι
καρουσαράβ δεν τελειώνει.
π.χ. καρουσαράβ ε µανγκινά = (υποκ.) µαµπετίσι, ο.
κουβαλάω τα εµπορεύµατα κουβέρτα: κουβέρτα, η
(β) τασσίαβ π.χ. χαλαβάβ η κουβέρτα = πλένω
π.χ. τασίαβ ε κασστά = κουβαλάω την κουβέρτα.
τα ξύλα. κουβερτούλα: κουβερτίσα, η
233

π.χ. ε χουρντέσκι κουβερτίσα σι κουλουράς: αλκατζίο, ο


καϊά = του µωρού η κουβερτούλα π.χ. ο αλκατζίο µπικινέλ αλκάβε =
είναι αυτή. ο κουλουράς πουλάει κουλούρια.
κουδουνάκι: τσανίσι, ο. κουλούρι: αλκάβα, η (κυριολ.
κουδούνι: (α) τσάνι, ο και χαλκάς)
κουδούνι, ο π.χ. µπικνέλ αλκάβε = πουλάει
π.χ. τσαλάβ ο τσανί = χτύπα το κουλούρια.
κουδούνι. κουλοχέρης (α) (επίθ.): τσχι(ν)ντέ
(β) (κουδούνι στο λαιµό των -βαστέσκο, -ι
προβάτων) κλόποτο, ο. κουλοχέρης (β) (επίθ.): (µτφ.)
κουδουνίζω (αµετβ. ρ.): µπασσάβ λι(ν)ντέ-βαστένγκο,-ι (κυριολ.
(= ηχώ αµετβ.). παρµενοχέρης)
(βλ. και αµετβ. ηχώ). π.χ. ούτε γεκ λατσχί µπουκί νασστί
π.χ. κε νατάρα µπασσέν αγκαντάλ; κερές λι(ν)ντέ-βαστενγκερέανα! =
= τα κλειδιά σου κουδουνίζουν ούτε µια καλή δουλειά δεν µπορείς
έτσι; να κάνεις κουλοχέρη!
κουζίνα: κουζίνα, η κουµαντάρω (µετβ. ρ.):
π.χ. χαλαβέλ ε τσαρέ α(ν)ντί κουµά(ν)ντα-κεράβ (= κουµάντο
κουζίνα = πλένει τα πιάτα στην κάνω).
κουζίνα. κουµάντο: κουµά(ν)ντα, η
κουκί: µπόµπο, ο π.χ. µε νασστί κεράβ τουκέ
(βλ. και κόκκος, καλαµπόκι). κουµά(ν)ντα σο µανγκέσα κερ =
κούκλα: κούκλα, η εγώ δεν µπορώ να σου κάνω
π.χ. σαί σσουκάρ σι! σαρ κούκλα! κουµάντο
= τι όµορφη είναι! σαν κούκλα! ό,τι θέλεις κάνε, κον κερέλ
νταά κουκλένσα κχελές; = ακόµα κουµά(ν)ντα κατέ α(ν)ντρέ; = ποιος
µε κούκλες παίζεις; κάνει κουµάντο εδώ µέσα; ιν
κουκουβαγάκι: κούκουµακίσι, ο. µανγκέλ κουµά(ν)ντα κχάνικασταρ
κουκουβάγια: κούκουµάκο, ο = δεν θέλει κουµάντο από κανέναν.
π.χ. µπουτ µπαρέ σι λεσκέ γιακχά! κουµάσι: κουµάσσι, ο
σαρ ε κούκουµακέσκε = πολύ π.χ. τζανάβ τουτ σο κουµάσσι σαν
µεγάλα είναι τα µάτια του! σαν της = σε ξέρω τι κουµάσι είσαι.
κουκουβάγιας. κουµπάρα (α): κιβρί, η
κουκούλα: κουκούλα, η (σ.α. νονά).
π.χ. νακχάβ η κουκούλα α(ν)ντό κο κουµπάρα (β): κου(µ)µπάρκα, η (=
σσορό, τε να σσιλάος = πέρνα την η µεσολαβήτρια για τη δηµιουργία
κουκούλα στο κεφάλι σου, να µην ερωτικής σχέσης)
κρυώσεις. π.χ. κα χας µαριπέ ακανά, του
κουκούτσι: σού(µ)µπουρκα, η και σάνας λενγκί κου(µ)µπάρκα = θα
κουκούτσι, ο φας ξύλο τώρα, εσύ ήσουν η
π.χ. ε ντρακχένγκε κουκούτσορα = κουµπάρα τους (η µεσολαβήτρια
τα κουκούτσια των σταφυλιών, ε της ερωτικής τους σχέσης).
µασλινκάκι σού(µ)µπουρκα = το κουµπαράκος: κιβρορό, ο.
κουκούτσι της ελιάς. κουµπαριά (α): κιβριπέ, ο.
κουλουράκι: αλκαβίσα, η (κυριολ. κουµπαριά (β):
χαλκαδάκι) κου(µ)µπάραλούκο, ο (= η
234

µεταφορά λόγων από τρίτο κουνέλα: ταβουσσάνκα, η.


πρόσωπο, για να δηµιουργηθεί κουνελάκι: ταβουσσανίσι, ο.
ερωτική σχέση) κουνέλι: ταβουσσάνο, ο.
π.χ. κου(µ)µπάραλούκο κερέλ κουνελίσιος (επίθ.):
µανγκέ µο αµάλ = κουµπαριά κάνει ταβουσσανέσκο,-ι
για µένα ο φίλος µου (δηλ. µε π.χ. ταβουσσανέσκο µας =
βοηθάει να πλησιάσω την κοππέλα κουνελίσιο κρέας.
που θέλω). κούνηµα: κχελαηπέ, κουνισαριπέ
κουµπαράς: κου(µ)µπάρα, η και σα(λ)λαµάκο, ο
π.χ. κίντελ παρέ α(ν)ντί (βλ. κχελαηπέ στα λήµµατα
κου(µ)µπάρα = µαζεύει χρήµατα ψυχαγωγία, λίκνισµα).
στον κουµπαρά, κου(µ)µπάρα σι κουνηµένος (µτχ.): κχελαντό,-ί,
καβά ντικιάνο = κουµπαράς είναι κουνισαρντό,-ί και (άκλ. επίθ.)
αυτό το µαγαζί. σα(λ)λαµούσσι.
κουµπαρούλα: κιβρορί, η. κούνια (α): κούνα, η
κουµπάρος: κιβρό, ο π.χ. ο χουρντό πασστόλ α(ν)ντί πι
π.χ. καβά σι µο κιβρό = αυτός είναι κούνα = το µωρό κοιµάται στην
ο κουµπάρος µου. κούνια του.
(σ.α. νονός). κούνια (β): κούνια, η
κουµπί: κόπτσα, η π.χ. πελό κατάρ η κούνια τελέ =
π.χ. σουβάβ η κόπτσα = ράβω το έπεσε από την κούνια κάτω.
κουµπί, µπας η κόπτσα ε κουνιάδα: κουµνάτα, η
τιλεορασάκι = πάτα το κουµπί της π.χ. γκελό κάι πι κουµνάτα = πήγε
τηλεόρασης. στην κουνιάδα του.
κουµπότρυπα: κοπτσάκι-χϋβ, η. κουνιάδος: κουµνάτο, ο
κούµπωµα (α): πφα(ν)ντιπέ, ο π.χ. αβιλό µο κουµνάτο πε
(κυριολ. κλείσιµο, σ.α. δέσιµο, ροµνάσα = ήρθε ο κουνιάδος µου
φυλακή, βούλωµα). µαζί µε τη γυναίκα του.
κούµπωµα (β): κου(µ)µποσαριπέ, ο κουνιέµαι (αµετβ. ρ.):
κουµπωµένος (µτχ.): κχελαβάµαν, κουνισαράµαν και
κου(µ)µποσαρντό,-ί. σα(λ)λάιαµαν
κουµπώνοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. ούστι κχελάβτουτ κατάρ κο
πφά(ν)νταµαν (κυριολ. κλείνοµαι, τχαν σίαµεν µπουκί = σήκω
σ.α. δένοµαι) κουνήσου από τη θέση σου έχουµε
π.χ. βουραντάπες, πφα(ν)ντάπες, δουλειά.
γκελόταρ = ντύθηκε, κουµπώθηκε, (βλ.και λικνίζοµαι).
έφυγε. κουνιστή (η): κχελαµντί, η
κουµπώνω (α) (µετβ. ρ.): π.χ. κχελαµντί σι καγιά, νάι λατσχί
πφά(ν)νταβ (κυριολ. κλείνω µετβ., γιακ σίλα = κουνιστή είναι αυτή,
σ.α. δένω, φυλακίζω, βουλώνω) δεν έχει καλό µάτι.
π.χ. πφά(ν)ντε κι α(ν)τεράβα = Συνών. λουµπνί = πόρνη, πρόστυχη,
κούµπωσε το πουκάµισό σου. χαντζαντί = χαµούρα.
κουµπώνω (β) (µετβ. ρ.): κουνιστός (ο): κχελαµντό, ο
κου(µ)µποσαράβ π.χ. κχελαµντό σι λακό ντατ =
π.χ. κου(µ)µποσάρ κο πάλτο = κουνιστός είναι ο πατέρας της.
κούµπωσε το παλτό σου.
235

Συνών. µπουλιάκο, µπουλιντι(ν)ντό π.χ. µπουτ γκουγκλί κερντιλί η


= πούστης, τζουβλιάρι = κοραµπία = πολύ γλυκός έγινε ο
θηλυπρεπής. κουραµπιές.
κουνκάν: κονκάν και κουνκάν, ο κούραση: τσχι(ν)ντιπέ, ο
π.χ. κχελέλ κονκάν κάι καβενάβα = π.χ. µουκ µαν κάι µο τσχι(ν)ντιπέ
παίζει κουνκάν στο καφενείο. νά ζαλισάρ µαν = άσε µε στην
κουνουπάκι: σουνσαρορί και κούρασή µου µη µε ζαλίζεις, κατάρ
σινσαρορί, η και σινσαρίσα, η. ο τσχι(ν)ντιπέ νασστί βάζνταβ µε
κουνουπέλαιο: σινσαρένγκο- τσανγκά = από την κούραση δεν
ιλάτσι, ο (= κουνουπιών φάρµακο) µπορώ να σηκώσω τα πόδια µου.
π.χ. µάκτουτ σινσαρένγκο-ιλάτσι, Αντίθ. ντι(ν)νενµέκο = ξεκούραση.
τε να χαν τουτ ε σινσάρα = κουρασµένος (µτχ.): τσχι(ν)ντό,-ί
αλείψου κουνουπέλαιο να µη σε (κυριολ. κοµµένος)
φάνε τα κουνούπια. π.χ. τσχι(ν)ντό σοµ ιν τζαβ
κουνούπι: σουνσάρκα και κχατέ(ν)ντε = κουρασµένος είµαι
σινσάρκα, η και σϋνσάρκα, η δεν πάω πουθενά.
π.χ. χαλέµαν ε σινσάρα = µε κουραστικός (επίθ.):
φάγανε τα κουνούπια. τσχι(ν)ντικανό,-ί.
κουνώ (µετβ. ρ.): κχελαβάβ, π.χ. µπουτ τσχι(ν)ντικανί µπουκί σι
κουνισαράβ και σα(λ)λάιαβ καγιά = πολύ κουραστική δουλειά
π.χ. σα(λ)λάιαβ ε χουρντέ α(ν)ντί είναι αυτή.
µι ανγκάλι, για τε πασστόλ = κουρδίζω (µετβ. ρ.): κουρδισαράβ
κουνάω το µωρό στην αγκαλιά µου, π.χ. κουρδισαράβ ο σαάτο =
για να κοιµηθεί, νά κχελάβ κο βας = κουρδίζω το ρολόι.
µην κουνάς το χέρι σου. κούρδος: κύρτι, ο (προφ. το υ όπως
(βλ. κχελαβάβ στο λήµµα λικνίζω). το γαλλικό u).
κούπα: κούπα, η. κούρδισσα: κύρτκα, η (προφ. το υ
κουπάκι: κουπάκι, ο όπως το γαλλικό u).
π.χ. ντε µαν εκ κουπάκι τφουτ = κουρέας: µπελµπέρι και µπερµπέρι,
δώσ’ µου ένα κουπάκι γιαούρτι. ο.
κουράζοµαι (αµετβ. ρ.): τσχι- κουρείο: µπελµπερέσκο-ντικιάνο,
(ν)ντιάβ ο (= κουρέα µαγαζί).
π.χ. τσχι(ν)ντιλόµ µπουτ αβγκιέ κάι κουρέλι: πουρανό-κοτόρ, ο
µπουκί = κουράστηκα πολύ σήµερα (κυριολ. παλιό ύφασµα).
στη δουλειά. κούρεµα: µπαλένγκο-τσχινιπέ, ο (=
(βλ. και κόβοµαι). µαλλιών κόψιµο).
Αντίθ. ντι(ν)νενίαβ = κουρεµένος (µτχ.): τσχι(ν)ντέ-
ξεκουράζοµαι. µπαλένγκο,-ι (κυριολ. =
κουράζω (µετβ. ρ.): τσχι(ν)νταράβ κοµµενοµάλλης).
π.χ. µπουτ τσχι(ν)νταρντάν µαν = κουρεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µε-
πολύ µε κούρασες, τσχι(ν)νταρντά µπαλά-τσχινάβ (= τα µαλλιά µου
µαν καβά ντρόµ = µε κούρασε κόβω).
αυτός ο δρόµος. κουρεύοµαι (β) (αµεβτ. ρ.): µε-
(βλ. και εξαντλώ, καταπονώ). µπαλά-τσχι(ν)νταράβ (= τα µαλλιά
Αντίθ. ντι(ν)νετιρίαβ = ξεκουράζω. µου βάζω να κόψει-ουν)
κουραµπιές : κοραµπία, η
236

π.χ. τζαβ κάι µπελµπέρι, τε γίνει αυτή η δουλειά µε χρυσά


τσχι(ν)νταράβ-µε-µπαλά = πάω κουτάλια θα φάµε.
στον κουρέα να κουρευτώ. κουταλιά: ρόι, η (προφ. µε
κουρεύω (µετβ. ρ.): µπαλά- συνίζηση οι) (κυριολ. κουτάλι)
τσχινάβ (= µαλλιά κόβω) π.χ. καζόµ ροϊά σσεκέρι τε τσχάβ;
π.χ. κον τσχι(ν)ντά αγκαντάλ κε = πόσες κουταλιές ζάχαρη να ρίξω;
µπαλά; = ποιος σε κούρεψε έτσι; κούτελο : τσικάτ, ο (= µέτωπο)
κούρσα (το αυτοκίνητο): κούρσα, π.χ. (µτφ.) µο τσικάτ µανγκάβ τε
η αβέλ τεµίζι = το κούτελό µου θέλω
π.χ. κάσκι σι καγιά κούρσα; = να είναι καθαρό.
ποιανού είναι αυτή η κούρσα; κουτί: κουτία, η
κουρτίνα: περντάβα, η π.χ. σόσι α(ν)ντί κουτία; = τι έχει
π.χ. σϋρνταβ η περντάβα = τραβάω µέσα το κουτί;
την κουρτίνα. κουτός (α) (επίθ.): σσαπσσάλι, -κα
κουρτινόξυλο: περνταβάκο-καςς, (σ.α. χαζοχαρούµενος)
ο. π.χ. νι ακχιαρέλ ο σσαπσσάλι =
κουρτινούλα: περνταβίσα, η. δεν καταλαβαίνει ο κουτός. (βλ.
κουσκούσι: κουσκούζι και και χαζοχαρούµενος).
κουσκούζο, ο Αντίθ. πφιρνό = πονηρός, έξυπνος,
π.χ. κιριλέ ε κουσκούζορα; = µπουτζανγκλό = πολύξερος,
έβρασαν τα κουσκούσια; έξυπνος.
κουταβάκι (α): κοποϊορό, ο (προφ. κουτός (β) (άκλ.επίθ.): χαουµέ
µε συνίζηση οι) (βλ. και βλάκας).
π.χ. σαρ κοποϊορό σα παλά πι ντέι Αντίθ. µπουτζανγκλό = έξυπνος,
πφιρέλ! = σαν κουταβάκι όλο πίσω πολύξερος.
από τη µάνα του περπατάει! κουτσά (επίρρ.): µπανγκέστε (σ.α.
κουταβάκι (β): σικνό-τζουκελορό, στραβά, λοξά)
ο (= µικρό σκυλάκι). π.χ. µπανγκέστε πφιρέλ = κουτσά
κουτάβι (α): κοπόι, ο (προφ. µε περπατάει.
συνίζηση οι) κούτσαµα: µπανγκιπέ, ο
π.χ. καζόµ κοποϊά µπια(ν)ντά η (βλ. και παράλυση, σκύψιµο,
τζουκλί; = πόσα κουτάβια γέννησε στράβωµα).
η σκύλα; κουτσαίνω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ
κουτάβι (β): σικνό-τζουκέλ, ο (= π.χ. µπανγκόλ κατάρ σι τσατσέ
µικρός σκύλος). τσανκ = κουτσαίνει από το δεξί του
κουτάκι: κουτιίσα, η. πόδι.
κουτάλα: µπαρί-ρόι, η (= µεγάλο (βλ. και σκύβω, (αµετβ.)παραλύω,
κουτάλι) και µάιαρο, ο (προφ. µε λυγίζω αµετβ.).
συνίζηση ια). κουτσαίνω (µετβ. ρ.): µπανγκαράβ
κουταλάκι: ροϊορί, η (προφ. µε και µπανγκιαράβ
συνίζηση οι). (βλ. και στραβώνω, (µετβ.)
κουτάλι: ρόι, η (προφ. µε παραλύω, λυγίζω µετβ.).
συνίζηση οι) κουτσοµπολεύω (µετβ. ρ.):
π.χ. τε κερντόλα καγιά µπουκί µυζυβερλίκο-κεράβ (τα υ προφ.
γκαλµπενέσκε ροένσα κα χας = αν όπως το γαλλικό u), (=
κουτσοµπολιό κάνω)
237

π.χ. ασσου(ν)ντόµ µο µυζυβερλίκο βακισάρ κασσουκό νάι σεµ! = µην


κάι κερές· έµντα σι; = άκουσα ότι φωνάζεις δεν είµαι κουφός!
µε κουτσοµπολεύεις· αλήθεια είναι; κοφινάς: (βλ. καλαθάς).
σαστό γκιβέ ε µανουσσένγκο κοφίνι: µπαρό-σεπέτο, ο (κυριολ.
µυζυβερλίκο-κερέλ = όλη την µεγάλο καλάθι).
ηµέρα κουτσοµπολεύει τους κοφτερός (άκλ. επίθ.): κεσκίνι
ανθρώπους. π.χ. κεσκίνι τσχουρί = κοφτερό
κουτσοµπόλης: µυζυβερτζίο, ο και µαχαίρι.
θηλ. µυζυβερτζίκα, η (τα υ προφ. κοφτός (µτχ.): τσχι(ν)ντό,-ί (=
όπως το γαλλικό u) κοµµένος)
π.χ. µπουτ µυζυβερτζίκα σι λεσκί π.χ. τσχι(ν)ντέ µακαρίνε = κοφτά
ροµνί = πολύ κουτσοµπόλα είναι η µακαρόνια.
γυναίκα του. κόψη: τσχινιπέ, ο (κυριολ. κόψιµο).
κουτσοµπολιό: µυζυβερλίκο, ο (τα κόψιµο: τσχινιπέ, ο
υ προφ. όπως το γαλλικό u). π.χ. µπαρό σι ο κοτόρ µανγκέλ
κουτσός (επίθ.): µπανγκό,-ί τσχινιπέ = µεγάλο είναι το ύφασµα
π.χ. µπανγκό σι νασστί πφιρέλ = θέλει κόψιµο.
κουτσός είναι δεν µπορεί να κραγιόν: λολιπέ, ο (= κοκκινάδι).
περπατήσει. κράµπα: κρά(µ)µπα, η
Συνών. σακάτι = ανάπηρος, π.χ. ασταρντά µαν κρά(µ)µπα κάι
παλαβός. µι τσάνκ = µ’ έπιασε κράµπα στο
(βλ. και στραβός, παράλυτος, πόδι µου.
σκυφτός). κρανιά: κρανίν, η.
κουτσοχέρης (επίθ.): µπανγκέ- κρανίο (η επάνω όψη του
βαστέσκο,-ι. κρανίου): τάσο, ο (σ.α. βαθύ
κουφαίνοµαι (αµετβ. ρ.): πιατάκι).
κουσσουκισάαβ κρασί: µολ, η
π.χ. σο νακχέν ε µπροσσά π.χ. κα πιές εµπούκα µολ; = θα
κασσουκισάαβ = όσο περνούν τα πιείς λίγο κρασί;
χρόνια κουφαίνοµαι. κρασοβάρελο: µολάκι-φουτσία, η.
κουφαίνω (µετβ. ρ.): κράτηµα: ασταριπέ, ο
κασσουκισαράβ π.χ. ζουραλό ασταριπέ µανγκέλ
π.χ. νά µούιτχο κασσουκισαρντάν κατέ = γερό κράτηµα θέλει
µαν = µην φωνάζεις µε κούφανες. (χρειάζεαι) εδώ.
κούφιος (α) (άκλ. επίθ.): τσυρύκυ (βλ. και πιάσιµο).
(προφ. το υ όπως το γαλλικό u) κρατηµένος (µτχ.): ασταρντό,-ί
(κυριολ. σάπιος) (βλ. και πιασµένος).
π.χ. τσυρύκυ σι ε ακχορά = κούφια κράτηση: ασταριπέ, ο (σ.α.
είναι τα καρύδια. κράτηµα, πιάσιµο, ξεπαρθένεµα,
κούφιος (β) (άκλ. επίθ.): κουφουµέ σύλληψη, ασταράβ = πιάνω, κρατώ,
π.χ. κουφουµέ κοπάτσι = κούφιο ξεπαρθενεύω, συλλαµβάνω,
δένδρο. διαρκώ, διατηρώ, συγκρατώ,
κουφός (επίθ.): κασσουκό,-ί αγγίζω).
π.χ. κασσουκό σι νι ασσουνέλ = κρατιέµαι (αµετβ. ρ.): αστάρντιαβ
κουφός είναι δεν ακούει, νά και ασταράµαν
238

π.χ. αστάρντο τε να περές = π.χ. ουσστάβ κατάρ καϊρόλα =


κρατήσου να µην πέσεις, πφουριλό σηκώνοµαι από το κρεβάτι.
αµά ασταρέλπες νταά = γέρασε κρεβατοκάµαρα: κρεβατοκάµαρα,
αλλά κρατιέται ακόµα. η
(βλ. ασταράµαν στο λήµµα π.χ. κι(ν)ντά λακέ λακί µάµι
συγκρατούµαι, βλ. αστάρντιαβ στα κρεβατοκάµαρα = της αγόρασε η
λήµµατα πιάνοµαι και πειράζω). γιαγιά της κρεβατοκάµαρα, καγιά
κρατικός (επίθ.): τχεµουτνό,-ί και οντάια κα κεράβ λα
εκυµατέσκο,-ι (το υ προφ. όπως το κρεβατοκάµαρα = αυτό το δωµάτιο
γαλλικό u). θα το κάνω κρεβατοκάµαρα.
κράτος (α): τχεµ, ο και εκυµάτι, ο κρέµα (προσώπου): κρέµι, ο.
(προφ. το υ όπως το γαλλικό u) κρέµα (κουσταρ πάουντερ):
π.χ. κάι σαό τχεµ ντα τε τζας, ροµά αραρόπι, ο (αρό = αλεύρι).
κα αρακχές = σ’ όποιο κράτος και κρέµα: κρέµα, η
να πας τσιγγάνους θα βρεις. π.χ. κερ ε χουρντένγκε κρέµα, τε
(βλ. και χώρα). χαν = φτιάξε για τα παιδιά κρέµα,
κράτος (β): ντεβλέτι, ο. να φάνε.
κρατούµενος: (βλ. φυλακισµένος). κρέµασµα (α): ου(µ)µπλαηπέ, ο.
κρατώ (µετβ. ρ.): ασταράβ κρέµασµα (β): ασµάκο, ο.
π.χ. (φράση) αστάρ κο µούι κρεµασµένος (µτχ.):
πφα(ν)ντό = κράτα το στόµα σου ου(µ)µπλαντό,-ί.
κλειστό, µε ασταράβ µι σοβέλ = κρεµασµένος (άκλ. επίθ.): ασϋλΰ
εγώ κρατάω τον όρκο µου, αστάρ ε π.χ. ασϋλΰ σι κο πάλτο =
χουρντέ κατάρ ο βας = κράτα το κρεµασµένο είναι το παλτό σου.
παιδί από το χέρι, νταά χολί κρεµάστρα: κρεµάστρα, η.
ασταρές µάνγκε; = ακόµα θυµό µου κρεµιέµαι (α) (αµετβ. ρ.): ου(µ) -
κρατάς; µπλάντιαβ και ου(µ)µπλαβάµαν.
(βλ. και πιάνω, συγκρατώ, κρεµιέµαι (β) (αµετβ. ρ.): ασίαµαν
συλλαµβάνω). (= κρεµώ τον εαυτό µου)
κραυγάζω: (βλ. φωνάζω). π.χ. σο τε κεράβ; τε ασίαµαν; = τι
κρέας: µας, ο να κάνω; να κρεµαστώ;
π.χ. µπαλιτσχικανό µας = χοιρινό κρεµµυδάκι: πουρουµόρι, η.
κρέας, κι(ν)ντόµ µας = αγόρασα κρεµµύδι: πουρούµ, η
κρέας, µπακρανό µας = προβατίσιο π.χ. (φράση) πουρουµάσα µαρνό τε
κρέας. χαβ ντα σαστό ζουραλό τε αβάβ =
κρεατάκι: µασορό, ο. κρεµµύδι µε ψωµί να φάω και υγιής
κρεατερός (επίθ.): µασαλό, -ί δυνατός να είµαι.
π.χ. µασαλό µπακρό = κρεατερό κρεµµυδίλα: πουρουµένγκι-κοκία,
πρόβατο. η (= κρεµµυδιών µυρωδιά)
Συνών. πφερντό = γεµάτος, τφουλό π.χ. πουρουµένγκι-κοκία κχα(ν)ντά
= χοντρός, παχύς. ο κχερ = κρεµµυδίλα µύρισε το
κρεατίλα: µασέσκι-κοκία, η (= σπίτι.
κρέατος µυρωδιά). κρεµµυδόσουπα: πουρουµένγκι-
κρεατωµένος (µτχ.): µασαλό,-ί.. σούπα, η.
κρεβατάκι: καϊρολίσα, η. κρεµµυδότσουφλο: βλ.
κρεβάτι: καϊρόλα, η κρεµµυδόφλουδα.
239

κρεµµυδόφλουδα: πουρουµάκι- κρόσσι: πυσκύλυ, ο (προφ. το υ


κόζζα, η. όπως το γαλλικό u) (πληθ. κρόσσια
κρεµώ (α) (µετβ. ρ.): = πυσκύλορα και πυσκύλα, ε).
ου(µ)µπλαβάβ κρότος: σέζι, η (κυριολ. φωνή)
π.χ. ου(µ)µπλαβάβ η κορνίζα κάι π.χ. µπουτ σέζι ικαλέλ η ταπάντζα
ντουβάρι = κρεµώ την κορνίζα στον = πολύ κρότο βγάζει το πιστόλι.
τοίχο. κρουασάν: κρουασάν, κορασάν και
κρεµώ (β) (µετβ. ρ.): ασίαβ κοραζάν, ο.
π.χ. ασίαβ µο πάλτο κάι κρεµάστρα κρύα (επίρρ.): σσουντρέστε
= κρεµώ το παλτό µου στην (βλ. και ψυχρά)
κρεµάστρα. Αντίθ. τατέστε = ζεστά.
κρεοπωλείο: κασάπο, ο κρυάδα: σσουντριπέ, ο
π.χ. τζαβ κάι κασάπο, τε κινάβ µας π.χ. σαρ ασσου(ν)ντέµ κανταλά
= πάω στο κρεοπωλείο, να όρµπες πελό α(ν)ντό µο γκι
αγοράσω κρέας. σσουντριπέ = καθώς άκουσα αυτά
(κασάπο σ.α. κρεοπώλης). τα λόγια έπεσε στην ψυχή µου
κρεοπώλης: κασαπτσίο, ο. κρυάδα.
κριάρι: σσινγκαλό-µπακρό, ο (βλ. και ψυχρότητα).
(κυριολ. κερασφόρο πρόβατο). κρύβοµαι (αµετβ. ρ.): γκαράντιαβ
κριθαράκι (ζυµαρικό): και γκαραβάµαν
άρπατζούκο και κριθαράκι, ο π.χ. (φράση) ε παρέ ντα ο χας ιν
π.χ. µασέσα άρπατζούκο κερντόµ = γκαράντον = τα λεφτά και ο βήχας
κρέας µε κριθαράκι έκαµα. δεν κρύβονται, ίκλι αβρίκ σόσταρ
κριθάρι: τζοβ, η. γκαράντος; = βγες έξω γιατί
κριθαρίσιος (επίθ.): τζοβάκο,-ι κρύβεσαι; ιν πφενέλ αµέ(ν)γκε ο
π.χ. τζοβάκο µαρνό = κριθαρίσιο τσατσιπέ γκαραβέλπες αµέ(ν)νταρ
ψωµί. = δεν µας λέει την αλήθεια
κρίµα (α): µπεζάχ, η κρύβεται από µας, τζα γκαράντο, ε
π.χ. µπεζάχ σι να αστάρντο λέσα = σσεραλέ αβέν = πήγαινε να
κρίµα είναι µην τον πειράζεις, κρυφτείς, οι αστυνοµικοί έρχονται.
µπεζάχ ε παρένγκε κάι ντιάν = κρύβω (µετβ. ρ.): γκαραβάβ
κρίµα για τα λεφτά που έδωσες. π.χ. γκαράβ λε τε να ρακχαβέλ λε =
(βλ. και αµαρτία). κρύψτο να µην το βρει, γκαραβέλ
κρίµα (β) (επίρρ.): γιαζΰκ και λε α(ν)ντό πο κχερ = τον κρύβει
γιαζΰκι µέσα στο σπίτι του, τούταρ νι
π.χ. γιαζΰκ τούκε, κάι νασστί γκαραβάβ κχάντσικ = από σένα δεν
µαρντάν νε = κρίµα σου, που δεν κρύβω τίποτα, γκαράβ κε παρέ =
µπόρεσες να τον δείρεις. κρύψε τα λεφτά σου, γκαραβάβ
κροκάδι: αρνέσκο-λολιπέ, ο ζάλακ παρέ µε πφουριµάσκε =
(κυριολ. = αυγού κοκκινάδι). κρύβω λίγα λεφτά για τα γερατειά
κροκοδείλιος (επίθ.): µου.
κορκό(ν)ντιλέσκο, -ι κρυµµένος (µτχ): γκαραντό,-ί
π.χ. κορκό(ν)ντιλέσκε ντα(ν)ντά = π.χ. γκαραντέ γκάλµπεα =
κροκοδείλια δόντια. κρυµµένα χρυσά.
κροκόδειλος: κορκό(ν)ντιλο, ο. Αντίθ. µπιγκαραντό = άκρυφτος.
κρόκος (αβγού): (βλ. κροκάδι). κρύο (α): σσιλ, ο
240

π.χ. βουράβ τουτ σσουκάρ αβγκιέ π.χ. εµπούκα σσουντρορό σι ο παΐ


κερέλ µπούτ σσιλ = ντύσου καλά = λίγο κρυούτσικο είναι το νερό.
σήµερα κάνει πολύ κρύο, Αντίθ. τατορό = ζεστούτσικος.
παουσάιλε µε βαστά κατάρ ο σσιλ = κρυφά (επίρρ.): τσοράλ
πάγωσαν τα χέρια µου από το κρύο π.χ. τσοράλ κερέλ πι µπουκί =
(σ.α. κρύωµα). κρυφά κάνει την δουλειά του.
Αντίθ. τατιπέ = ζέστη. (βλ. και λαθραία).
κρύο (β): σσϋλ, ο (σ.α. κρύωµα, κρυφά (από) (επίρρ.): αποτσοράλ
κρυολόγηµα) και ποτσοράλ
π.χ. ο σσϋλ α(ν)ντό µο γκι ντιά = π.χ. αποτσοράλ τε τζάσταρ = από
το κρύο µες στην ψυχή µου µπήκε κρυφά να φύγεις.
(δηλ. κρύωσα υπερβολικά), σσουκό κρυφακούω (αµετβ. ρ.): τσοράλ-
σσϋλ κερέλ αβγκιέ = ξερό κρύο ασσουνάβ.
κάνει σήµερα. κρυφογελώ (αµετβ. ρ.): τσοράλ-
(υποκ.) σσϋλορό, ο. ασάβ.
κρυολόγηµα: (βλ. κρύωµα). κρυφοκοιτάζω (αµετβ. και µετβ.
κρυολογηµένος: (βλ. κρυωµένος ρ.): τσοράλ-ντικχάβ.
(για πρόσωπο)). π.χ. ορµπισαρέλας µάνσα, αµά
κρυολογώ (α) (αµετβ. ρ.): σσιλ- τσοράλ-ντικχέλας τουτ = µιλούσε
λαβ (= κρύο, κρύωµα παίρνω) µε µένα, αλλά κρυφοκοιτούσε
π.χ. σσιλ-λιόµ, ο(ν)ντάν χασάβ = εσένα.
κρυολόγησα, γι’ αυτό βήχω. κρυφοµιλώ (αµετβ. ρ.): τσοράλ-
κρυολογώ (β) (αµετβ. ρ.): σσϋλ- ορµπισαράβ και τσοράλ-
λαβ (= κρύο, κρύωµα παίρνω) κονουσσίαβ.
π.χ. σσϋλ-λιόµ, νασφάιλοµ = κρυφός (επίθ.): γκαραντι(ν)ντό,-ί
κρυολόγησα, αρρώστησα. π.χ. γκαραντι(ν)ντό σι νι
κρύος (α) (επίθ.): σσουντρό,-ί πουταρέλπες = κρυφός είναι δεν
π.χ. σσουντρί µπαλβάλ = κρύος ξανοίγεται.
αέρας, σσουντρό παΐ = κρύο νερό, (σ.α. µυστικός, εχέµυθος, κρυφτό
(µτφ.) αβιλό αµά σσουντρέ γκέσα = (παιχνίδι)).
ήρθε αλλά µε κρύα ψυχή. Αντίθ. σικαντό = φανερός,
Συνών. παουσαρντό = παγωµένος. δειγµένος, εµφανής.
Αντίθ. τατό = ζεστός. κρυφτό (α) (παιχνίδι): ντίλεσκο, ο
κρύος (β) (άκλ. επίθ.): µπουζλού κ’ αβές τε κχελάς ντίλεσκο; = θα
(σ.α. παγωµένος, µπούζο = πάγος) ’ρθεις να παίξουµε κρυφτό;
π.χ. πουτάρ µανγκέ εκ µπουζλού (ντιλό = τρελός, ντιλέσκο =
γκαζόζι = άνοιξέ µου µια κρύα τρελού).
γκαζόζα. κρυφτό (β) (παιχνίδι):
Αντίθ. τατό = ζεστός, πφαµπαρντό γκαραντι(ν)ντό, ο
= καυτός, ζεµατιστός, ζεµατισµένος, π.χ. ε χουρντέ κχελέν
καµένος, αναµµένος, καυτερός, γκαραντι(ν)ντό = τα παιδιά παίζουν
ασσλάκι = καυτός, ζεµατιστός, κρυφτό (σ.α. κρυφός, βλ. και
ζεµατισµένος. κρυφός).
κρυούτσικος (επίθ.): σσουντρορό,- κρυφτούλι: (βλ. κρυφτό).
ί. κρύψιµο: γκαραηπέ, ο
241

Αντίθ. σικανταριπέ = φανέρωµα, Συνών. παουσάαβ = (αµετβ.)


ανάδειξη, αποκάλυψη, επίδειξη, παγώνω.
σικαηπέ = δείξιµο. κρυώνω (γ) (αµετβ.ρ. µόνο για
κρυψώνας: γκαραηµάσκο-τχαν, ο. πρόσ.): σσϋλάβαβ και σσϋλάαβ
κρύωµα (ανθρώπου) (α): σσιλ, ο π.χ. σσϋλάιλοµ, τζαβ τε βουραβάβ
(κυριολ. κρύο, το) µο πάλτο = κρύωσα, πάω να
π.χ. σσιλ λια ο χουρντό = κρύωµα φορέσω το παλτό µου.
πήρε (άρπαξε) το µωρό, ο ντοκτόρι κρυώνω (α) (µετβ. ρ.):
αρακχαντά λεστέ σσιλ = ο γιατρός σσουντραράβ
του βρήκε κρύωµα. π.χ. πφά(ν)ντε ο ουντάρ
κρύωµα (ανθρώπου) (β): σσϋλ, ο σσουντραρντάν αµέν = κλείσε την
(κυριολ. κρύο, το) πόρτα µας κρύωσες, (µτφ) κερντέ
π.χ. σσϋλ λιάν, τε τζας κάι λεσκέ µάγια για τε σσουντραρέν λε
ντοκτόρι = κρύωµα πήρες κατάρ λεσκί ροµνί = του έκαναν
(άρπαξες), να πας στο γιατρό. µάγια για να τον κρυώσουν από την
κρύωµα (αντικειµένου): γυναίκα του.
σσουντραριπέ, ο (βλ. και ψυχραίνω).
π.χ. η ζουµί µανγκέλ σσουντραριπέ Συνών. παουσαράβ = (µετβ.)
= το φαγητό θέλει κρύωµα. παγώνω.
(βλ. και ψύχρανση). Αντίθ. ταταράβ = ζεσταίνω.
κρυωµένος (α) (µτχ.): σσιλαλό,-ί κρυώνω (β) (µετβ.ρ. µόνο για
(χρησιµοποιείται µόνο για προσ.): σσϋλαράβ
πρόσωπα) π.χ. σσϋλαρντάν ε χουρντέ, µπορίε,
π.χ. σσιλαλό σι ο χουρντό = νασφανταρντάν νε = το κρύωσες το
κρυωµένο είναι το µωρό. παιδί, νύφη, το αρρώστησες.
κρυωµένος (β) (µτχ. ως επίθ. µόνο κτήµα: ταρλάβα, η (κυριολ.
για πρόσ.): σσϋλαλό, -ί χωράφι, αγρός).
π.χ. σσϋλαλό σοµ, πιρετό σίµαν = κτηµατίας: ταρλατζίο, ο (= ο
κρυωµένος είµαι, πυρετό έχω. ιδιοκτήτης χωραφιού-ιών), θηλ.
κρυώνω (α) (αµετβ. ρ.): σσιλάβαβ ταρλατζΰκα, η.
(χρησιµοποιείται µόνο για κτηµατικός (επίθ.): ταρλαβένγκο,
πρόσωπα) -ι (= χωραφιών, κτηµάτων).
π.χ. ουτσχάρτουτ σσουκάρ τε να κτηνίατρος (ο): αϊβανατένγκο-
σσιλάος = σκεπάσου καλά να µην ντοκτόρι, ο (= ζώων γιατρός).
κρυώσεις, πφαµπάρ η σόµπα κτηνίατρος (η): αϊβανατένγκι-
σσιλάιλοµ = άναψε την σόµπα ντοκτόρκα, η (= ζώων γιατρίνα).
κρύωσα. κτίζω (α) (µετβ. ρ.): βάζνταβ (=
Αντίθ. τατιάβ = ζεσταίνοµαι. σηκώνω)
κρυώνω (β) (αµετβ. ρ.): π.χ. κα βάζνταβ ντουβάρι κατέ
σσουντριάβ ανγκλάλ = θα κτίσω τοίχο εδώ
π.χ. σσουντριλί η ζουµί = κρύωσε µπροστά.
το φαγητό, (µτφ.) καλέν κάι κερντά κτίζω (β) (µετβ. ρ.): κεράβ (=
µανγκέ σσουντριλόµ λέσταρ = αυτά κάνω, φτιάχνω, δηµιουργώ,
που µου έκανε κρύωσα από αυτόν. πράττω, τελώ, διαπράττω)
(βλ. και ψυχραίνοµαι).
242

π.χ. σαβό ουστάβα κερντά κο κυνήγηµα: νασσανταριπέ και


ντικιάνο; = ποιος µάστορας έχτισε πραστανταριπέ, ο (σ.α. εκδίωξη,
το µαγαζί σου; κατατρεγµός, καταδιωγµός,
κτίζω (γ) (ενεργ. διαµ.ρ.): καταδίωξη).
κερνταράβ (βλ. δηµιουργώ (β)). κυνηγηµένος (µτχ.):
κτίριο: µπινάβα, η (σ.α. πραστανταρντό,-ί και
πολυκατοικία). νασσανταρντό,-ί.
κτίσιµο (α): βαζντιπέ, ο (= κυνηγητό: (βλ. κυνήγηµα).
σήκωµα). κυνήγι (α): αβτζουλούκο, ο.
κτίσιµο (β): κεριπέ, ο (= φτιάξιµο, κυνήγι (β): αβτζϋλΰκο και
πράξη, δηµιουργία). αβτζιλούκο, ο.
κτίστης: ουστάβα, ο (= µάστορας). κυνηγός: αβτζίο, ο.
κυδωνάκι: αϊβαβίσα, η. κυνηγόσκυλο: αβτζιένγκο-τζουκέλ,
κυδώνι: αϊβάβα, η ο (= κυνηγών σκύλος).
π.χ. ντε µά(ν)ντα εκ αϊβάβα = δώσ’ κηνηγότοπος: αβτζουλαµακέσκο-
µου κι εµένα ένα κυδώνι. τχαν, αβτζιλαµακέσκο-τχαν και
κυδωνιά: αϊβαλίν, η. αβτζϋλαµακέσκο-τχαν, ο.
κυκλοφορηµένος: (βλ. κυνηγώ (µετβ. ρ.) (θήραµα):
περπατηµένος). αβτζουλούκο-κεράβ (= κυνήγι
κυκλοφορία (α): πφιραηπέ, ο (σ.α. κάνω).
βολτάρισµα). κυνηγώ (α) (µετβ. ρ.):
κυκλοφορία (β): πφιραβιπέ, ο. πραστανταράβ
κυκλοφορία (γ): πφιριπέ, ο (= π.χ. πραστανταρέλ τουτ κχόνικ ντα
περπάτηµα). σιγκιαρές αγκαντάλ; = σε κυνηγάει
κυκλοφορώ (αµετβ. ρ.): πφιράβ (= κανείς και βιάζεσαι έτσι;
περπατώ αµετβ.) (βλ. και τρέχω µετβ., κατατρέχω).
π.χ. σα ροβέλπες, αµά κυνηγώ (β): νασσανταράβ.
µερσεντεζάσα πφιρέλ = όλο π.χ. νασσανταρένας λε ε σσεραλέ =
κλαίγεται, αλλά µε µερσεντές τον κυνηγούσαν οι αστυνοµικοί.
κυκλοφορεί, νασφαλιπέ πφιρέλ = (βλ. τρέχω µετβ., κατατρέχω).
αρρώστια (ίωση) κυκλοφορεί. κυνηγώ (γ) (µετβ. ρ.): παλάλ-
κυκλοφορώ (µετβ. ρ.): πφιραβάβ περάβ (= από πίσω πέφτω)
(= περπατώ µετβ.) π.χ. πελέ-παλάλ µά(ν)ντε ε
π.χ. κάνα κα αβές τε πφιραβάβ τζουκελά = µε κυνήγησαν τα
τουτ κάι αµαρέ τχανά; = πότε θα σκυλιά, τε περές-παλάλ κι µπουκί =
έρθεις να σε κυκλοφορήσω στα να κυνηγάς τη δουλειά σου.
δικά µας τα µέρη; κύπελλο: κίπελο, ο
κυκλώνω (µετβ. ρ.): σαρίαβ (= π.χ. κίπελο ντο(ν)ντουρµάβα
τυλίγω). µανγκάβ = κύπελλο παγωτό θέλω.
κύλινδρος: κίλι(ν)ντρο, ο. κυριλέ (άκλ. επίθ.): κιριλέ
κύµα: νταλγκάβα, η π.χ. βουραβέλπες κιριλέ = ντύνεται
π.χ. ε ντενιζέσκι νταλγκάβα = το κυριλέ.
κύµα της θάλασσας κυρίως: (βλ. ιδίως).
(βλ. οµόηχο νταλγκάβα = κυρτά (επίρρ.): µπανγκέστε (σ.α.
κοροϊδία). στραβά, λοξά)
243

Αντίθ. ντούζι και ντύζυ = ίσια, π.χ. κα τζαβ αϊράτ α(ν)ντό


ίσιος. Ιστανµπόλι, τε κινάβ µανγκινά = θά
κυρτός: µπανγκό, -ί (σ.α. πάω απόψε στην
καµπύλος, λοξός, παράλυτος, Κωνσταντινούπολη, ν’ αγοράσω
στραβός, κουτσός, σκυφτός) εµπορεύµατα. (Φράση των
π.χ. µπανγκί τσιζγκία = κυρτή µικροπωλητών του οικισµού
γραµµή. «Αλάν-Κουγιού» Κοµοτηνής, οι
Αντίθ. ντούζι και ντύζυ = ίσιος, οποίοι πηγαίνουν πολύ συχνά στην
ίσια. Τουρκία και εισάγουν
κύρτωµα: µπανγκιπέ (σ.α. εµπορεύµατα, κυρίως ενδύµατα, τα
λοξότητα, παράλυση, σκύψιµο, οποία πουλάνε στα παζάρια και στα
καµπύλη, κάµψη, κούτσαµα, χωριά της Θράκης µαζί µε τα
στράβωµα), µπανγκαριπέ και ελληνικά ενδύµατα).
µπανγκιαριπέ, ο (σ.α. καµπύλωµα, Κωνσταντινουπολίτης:
λύγισµα, στράβωµα). Ιστανµπο(λ)λίο και Στανµπο(λ)λίο,
κυρτωµένος (µτχ.): µπανγκαρντό, - ο.
ί και µπανγκιαρντό, -ι (σ.α. Κωνσταντινουπολίτισσα:
λυγισµένος, στραβωµένος, Ιστανµπο(λ)λούκα και
καµπυλωµένος, σκυµµένος). Στανµπο(λ)λούκα, η.
κυρτώνω (αµεβτ. ρ.): µπανγκιάβ κωφότητα: κασσουκιπέ, ο.
(σ.α. σκύβω αµετβ, λυγίζω αµετβ., κώλος: µπουλ, η
παραλύω αµετβ., στραβώνω αµετβ., (υποκ.) µπουλορί, η.
καµπυλώνω αµετβ., κουτσαίνω
αµετβ., λοξεύω αµετβ.)
π.χ. µπανγκιλέ λεσκέ πφικέ,
πφουριλό = κύρτωσαν οι ώµοι του,
γέρασε.
κυρτώνω (µετβ. ρ.): µπνγκαράβ
και µπανγκιαράβ (σ.α. σκύβω µετβ.,
γέρνω µετβ., λυγίζω µετβ.,
παραλύω µετβ., στραβώνω µετβ.,
καµπυλώνω µετβ., λοξεύω µετβ.,
κουτσαίνω µετβ., κάµπτω)
π.χ. µπανγκαράβ ο ντάλι =
κυρτώνω το κλαδί.
κωλόπαιδο: (βλ. µπινές).
κωλόχαρτο (χαρτί υγείας):
µπουλάκο-λιλ, ο.
κωµικός (επίθ.): σσαγκατζίο-τζίκα
(= αστείος, σσαγκάβα = αστείο).
π.χ. σσαγκατζίο αρτίζι = κωµικός
ηθοποιός.
(βλ. και αστείος).
Κωνσταντινούπολη: Ιστανµπόλι
και Στανµπόλι, ο
244

Λ
λάβα: ζΰλτι, ο π.χ. κχιλαράβ ο ουντάρ, τε να
λαβίδα: κλιάστο, ο µπασσέλ = λαδώνω την πόρτα, για
(βλ. και τσιµπίδα). να µην τρίζει, κχιλαράβ ε πατρά, τε
λαβωµένος: (βλ. τραυµατισµένος). κεράβ πλιτσί(ν)τα = λαδώνω τα
λαβώνω: (βλ. τραυµατίζω). φύλλα, για να φτιάξω πίτα.
λαγάνα: πάζλαµαβα, η. (βλ. και λιπαίνω).
λαγίσιος (επίθ.): σσοσσοϊανό, -ί λαθεµένος: (βλ. λανθασµένος).
π.χ. λεσκέ ντα(ν)ντά σι σαρ λάθος (α): λάθος, ο
σσοσσοϊανέ = τα δόντια του είναι π.χ. λάθος κερντάν κατέ. = λάθος
σαν λαγίσια. έκανες εδώ.
λαγός: σσοσσόι, ο. λάθος (β): γιανγκλουσσλούκο, ο
π.χ. σαρ σσοσσόι νασσλό ε π.χ. κερντιλό ακανά γεκ
τρασσάταρ = σαν λαγός έφυγε απ’ γιανγκλουσσλούκο, σο τε κεράς; =
τον φόβο. έγινε τώρα ένα λάθος, τι να
λαγοτόµαρο: σσοσσοϊέσκι-µορκχί, κάνουµε;
η. λάθος (γ): γιανγκλϋσσλΰκο, ο.
λαγουδάκι: σσοσσοϊορό, ο. λάθος (δ): ντοςς, η (κυριολ.
λαδάκι: κχιλορό, ο. φταίξιµο)
λαδερός (επίθ.): κχιλαλό, -ί. π.χ. µιρνί σι η ντοςς = δικό µου
π.χ. κχιλαλί ζουµί = λαδερό είναι το λάθος.
φαγητό. λαθραία (επίρρ.): τσοράλ (=
λαδερότητα*: κχιλαλιπέ, ο. κρυφά)
λάδι: κχιλ, ο π.χ. τσοράλ α(ν)ταβέλ καλά
π.χ. µπουτ κχιλ τσχουτάν α(ν)ντί µανγκινά = λαθραία φέρνει αυτά τα
ζουµί = πολύ λάδι έριξες στο εµπορεύµατα. (βλ. και κρυφά).
φαγητό, µπισταρντόµ τε κινάβ κχιλ Συνών. γκαραντι(ν)ντό = κρυφός.
= ξέχασα να αγοράσω λάδι, ε Αντίθ. σικαντό = φανερός.
τοµαφιλέσκι µακίνα χασαρέλ κχιλά λαθροµετανάστης: κατσάκο, ο και
= η µηχανή του αυτοκινήτου χάνει θηλ. κατσάκο, η.
λάδια. π.χ. πφερντιλό κατσάκορα ο
λάδωµα: κχιλαριπέ, ο Γιουνανιστάνο = γέµισε
π.χ. κχιλαριπέ µανγκέλ ο ουντάρ, λαθροµετανάστες η Ελλάδα.
για τε να µπασσέλ. = λάδωµα θέλει (κατσάκο κυριολ. φυγάς).
η πόρτα, για να µην ηχεί (τρίζει). λαϊκός (α) (επίθ.): περικανό,-ί.
λαδωµένος (µτχ.): κχιλαρντό, -ί. λαϊκός (β) (επίθ.): µι(λ)λετέσκο,-ι.
Αντίθ. µπικχιλαρντό = αλάδωτος. λαίµαργος (επίθ.): µπιτσαϊλό,-ί (=
λαδώνοµαι (αµετβ. ρ.): αχόρταγος).
κχιλαράµαν (µέση διάθεση). λαιµός: κορ, η
λαδώνω (αµετβ. ρ.): κχιλάβαβ π.χ. (φράση) µπεζαχά οπρά µι κορ,
π.χ. λεσκέ µπαλά κχιλάον κολάη = νασστί λαβ = αµαρτίες πάνω στο
τα µαλλιά του λαδώνουν εύκολα. λαιµό µου, δεν µπορώ να πάρω.
λαδώνω (µετβ. ρ.):κχιλαράβ (κορ σ.α. σβέρκος).
245

λάκκος (α): χαρ, η, ε(ν)ντέκο, ο και µπουκί = λαµπάδα θα ανάψω στην


φε(ν)ντέκο, ο εκκλησία, αν γίνει η δουλειά µου.
π.χ. πουταράβ ε(ν)ντέκο = ανοίγω λάµπω (αµετβ. ρ.): παρλάιαβ
λάκκο. (προφ. µε συνίζηση ια).
(βλ. και λακκούβα). π.χ. παρλάιορ ο κχερ κατάρ ο
λάκκος (β): τσουκούρι, ο τεµιζλίκο = λάµπει το σπίτι από την
π.χ. ντικ τε να περές α(ν)ντό καθαριότητα.
τσουκούρι. = κοίτα (πρόσεχε) να λάµψη (α): σσαφκλούκο, ο
µην πέσεις µες στο λάκκο. (σσάφκι = φέγγος, φως).
(σ.α. σκέλος, π.χ. µε τσουκούρα = λάµψη (β): σσαφλούκο, ο.
τα σκέλια µου). λανθασµένος (άκλ. επίθ.):
λακκούβα: χαρ, η, ε(ν)ντέκο, ο και γιανγκλΰσσι.
φε(ν)ντέκο, ο π.χ. γιανγκλΰσσι σι καλά κάι
π.χ. ο ντροµ σι πφερντό ε(ν)ντέτσα πφενές = λανθασµένα είναι αυτά
= ο δρόµος είναι γεµάτος που λες.
λακκούβες. Αντίθ. ντένκι = σωστός, σωστά.
λακκουβίτσα: χαρορί, η, λαογραφία: αντετένγκο-ροντιπέ, ο
ε(ν)ντεκίσι, ο και φε(ν)ντεκίσι, ο. (κυριολ. εθίµων ψάξιµο).
λάληµα: λαλιπέ, ο. λαός (α): περό, ο
λαλιά: λαλί, η π.χ. µπαλαµανό περό = ελληνικός
π.χ. τσχι(ν)ντιλί µι λαλί ε λαός.
τρασσάταρ = µου κόπηκε η λαλιά (σ.α. κοινωνία).
από τον φόβο. λαός (β): µι(λ)λέτι, ο
(βλ. και φωνή). π.χ. ε τσορέ µι(λ)λετέσκε ικαλέν
λαλίτσα: λαλορί, η καλά µανγκινά. = για τον φτωχό
(βλ. και φωνούλα). λαό βγάζουν αυτά τα προϊόντα., σο
λαλώ (αµετβ. ρ.): λαλί-νταβ (= σι καβά µι(λ)λέτι κάι κιντισάιλο
λαλιά δίνω). κοτέ, τε ντικχές! = τι είναι αυτός ο
λαµαρίνα: λαµαρίνα, η λαός που µαζεύτηκε εκεί, να δεις!,
π.χ. µπουτ σανί σι η λαµαρίνα. = ροµανό µι(λ)λέτι = τσιγγάνικος
πολύ ψιλή είναι η λαµαρίνα. λαός.
λαµβάνω (µετβ. ρ.): λαβ Συνών. ντουνιάβα = κόσµος
π.χ. λιόµ ε µανγκινά κάι λάου λάου (επίρρ.): πολοκό-
µπιτσχαλντάν µανγκέ = έλαβα τα πολοκό (κατά λέξη: σιγά-σιγά)
εµπορεύ- π.χ. πολοκό-πολοκό κερ κι µπουκί
µατα που µου έστειλες. = λάου λάου κάνε τη δουλειά σου.
(βλ. και παίρνω). λαουτζίκος: µι(λ)λετίσι, ο
Αντίθ. νταβ = δίνω, µπαίνω. π.χ. σο τε κερέλ τουκέ ο
λάµπα: λά(µ)µπα, η και λάνµπα, η µι(λ)λετίσι! = τι να σου κάνει ο
π.χ. πφαµπιλί καγιά λά(µ)µπα, λε λαουτζίκος!
αβέρ = κάηκε αυτή η λάµπα, πάρε Συνών. ντουνιαβίσα = κοσµάκης.
άλλη. λαπάς: λαπάβα, η
λαµπάδα: µπαρί-µεµελί, η (= π.χ. κερντιλί η ζουµί σαρ λαπάβα =
µεγάλο κερί). έγινε το φαγητό σαν λαπάς.
π.χ. µπαρί-µεµελί κα πφαµπαράβ λάρυγγας (α): κουρλό, ο
κάι κχανγκιρί, τε κερντόλα µι
246

π.χ. ντουκχάλ µο κουρλό = πονάει π.χ. λαστικένγκε µενία =


ο λάρυγγάς µου. λαστιχένια παπούτσια.
(υποκ.) κουρλορό, ο λαστιχάκι: λαστικίσα, η.
λάρυγγας (β): γκουρτάνο, ο λάστιχο: λαστίκα, η
π.χ. σσουκιλό µο γκουρτάνο, π.χ. σοστεάκι λαστίκα = λάστιχο
α(ν)ντάβ µανγκέ ζάλακ παΐ τε παβ = βράκας.
στέγνωσε ο λάρυγγάς µου, φέρε λάστιχο (παιδικό παιχνίδι):
µου λίγο νερό να πιω. λάστικο, ο
λαρύγγι: (βλ. λάρυγγας). π.χ. τζας τε κχελάς λάστικο = πάµε
λαρρυγγόπονος: κουρλέσκι-ντούκ, να παίξουµε λάστιχο.
η. λαχανιάζω (αµετβ. ρ.): πφουκιβάβ
λάσκα (επίρρ.): λάσκα και πφουκιάβ.
λασπερός (µτχ.ως επίθ.): τσικαλό,- π.χ. πφουκιλόµ κατάρ ο νασσιπέ =
ί. λαχάνιασα από το τρέξιµο.
π.χ. νά τζα κατάρ καβά τσικαλό (κυριολ. φουσκώνω αµετβ.).
ντροµ = µη πηγαίνεις απ’ αυτόν τον λαχάνιασµα: πφουκιπέ, ο
λασπερό δρόµο. π.χ. ασταρντά µαν γεκ πφουκιπέ,
(βλ. και λασπωµένος). µο σολούφο νασστί λάβας. = µ’
λάσπη: τσικ, η (σ.α. πηλός) έπιασε ένα λαχάνιασµα, την
π.χ. πφερντιλό ο ντροµ τσικά αναπνοή µου δεν µπορούσα να
κατάρ ο µπρουσσούµ = γέµισε ο πάρω.
δρόµος λάσπες από τη βροχή. (κυριολ. φούσκωµα).
(υποκ.) τσικορί, η. λαχανιασµένος (µτχ.):
λασπόνερο: τσικαλό-παΐ, ο (= πφουκιαρντό,-ί.
λασπωµένο νερό). (κυριολ. φουσκωµένος).
λασπότοπος: τσικαλό-τχαν, ο (= λάχανο: σσαχ, ο
λασπωµένος τόπος). π.χ. τσχινάβ ο σσαχ = κόβω το
λασπουριά: τσικαλιπέ, ο. λάχανο, κι(ν)ντόµ σσαχ = αγόρασα
λασπώδης: (βλ. λασπερός). λάχανο.
λάσπωµα: τσικαριπέ, ο. (υποκ.) σσαχορό, ο.
λασπωµένος (µτχ. ως επίθ.): λαχανόρυζο: σσαχέσα-ρέζο, ο (=
τσικαλό,-ί. λάχανο µε ρύζι).
π.χ. τσικαλέ σι µε µενία = λαχανόφυλλο: σσαχέσκι-πατρίν, η
λασπωµένα είναι τα παπούτσια µου. λαχείο: λαχίο, ο και λαχία, η
λασπώνοµαι: (βλ. αµετβ. π.χ. λαχίο πελό τούκε ντα κερές
λασπώνω). αγκαντάλ; = λαχείο σου έπεσε και
λασπώνω (αµετβ. ρ.): τσικάβαβ κάνεις έτσι;
π.χ. τσικάιλε ε µακαρίνε = λαχταρώ: (βλ. επιθυµώ).
λάσπωσαν τα µακαρόνια., τσικάιλε λεβέντης: ντερβίσι, ο (σ.α.
µε µενία = λάσπωσαν τα παπούτσια ντόµπρος, µπεσαλής, µεγαλόψυχος,
µου. κοσµογυρισµένος).
λασπώνω (µετβ. ρ.): τσικαράβ π.χ. µο ντερβίσι τσχαό σι καβά! = ο
π.χ. τσικαρντάν κε πατέ = λεβέντης γιος µου είναι αυτός!
λάσπωσες τα ρούχα σου. λεβεντιά: ντερβισλίκο, ο (σ.α.
λαστιχένιος (επίθ.): λαστικάκο,-ι µπέσα, µεγαλοψυχία, ντοµπροσύνη)
247

λέγειν: πφενιπέ και µοτχιπέ, ο (σ.α. π.χ. πφεράβ ο λιάνο παΐ, για τε
διήγηση, αφήγηση). χαλαβάβ ε πατέ = γεµίζω την
λέγοµαι (αµετβ. ρ.): λεκάνη νερό, για να πλύνω τα
πφε(ν)ντί(ν)ντιαβ, πφε(ν)ντιάβ, ρούχα, ντοσπισαράβ ο χουµέρ
πφενί(ν)ντιαβ, πφε(ν)ντινάαβ, α(ν)ντό λενγκέρι = ζυµώνω το
πφε(ν)ντισάαβ και µοτχί(ν)ντιαβ. ζυµάρι µες στη λεκάνη.
π.χ. γκαντισαέ όρµπε ιν λεκάνη (βρύσης) αβρούζι, ο (σ.α.
πφε(ν)ντί(ν)ντον = τέτοια λόγια δεν παχνί)
λέγονται, σαρ πφε(ν)ντί(ν)ντος; = π.χ. ε τσεσσµαβάκο αβρούζι
πώς λέγεσαι; µπισταρντόµ σαρ πφερντιλό παΐ = της βρύσης η
µοτχί(ν)ντολ = ξέχασα πως λέγεται. λεκάνη γέµισε νερό.
λέιζερ: λέηζερ, ο λεκές: λεκιάβα, η
λείος (άκλ. επίθ.): ντούζι (κυριολ. π.χ. ιν ικλέλ καγιά λεκιάβα = δεν
ίσιος, ίσια) και ντύζυ (τα υ προφ. βγαίνει αυτός ο λεκές, (µτφ.) κάνα
όπως το γαλλικό u). µατόλ καβά, µπουτ λεκιάβα
λειτουργία: τσαλϋσσµάκο, ο (σ.α. κερντόλ = όταν µεθάει αυτός, πολύ
εργασία). λεκές γίνεται.
λειτουργικότητα: λεκιάζω (αµετβ. ρ.): λεκελενίαβ.
τσαλϋσσκα(ν)νούκο, ο (σ.α. λεκιάζω (µετβ. ρ.): λεκελετιρίαβ.
εργατικότητα). λέκιασµα: λεκελενµέκο, ο.
λειτουργώ (αµετβ. ρ.): λεκιασµένος (άκλ.επιθ.):
τσαλϋσσίαβ (σ.α. δουλεύω αµετβ., λεκελενµίσσι.
εργάζοµαι) λεµονάδα: λιµονάδα και
π.χ. νι τσαλϋσσίορ ο τιλέφονο = δε λεµονάντα, η
λειτουργεί το τηλέφωνο. π.χ. ντε µαν γεκ σσουντρί
λειψός (άκλ.επιθ.): εσίκι λιµονάντα, τε παβ = δώσε µου µια
π.χ. εσίκι σι ε παρέ κάι ντιά τουτ = κρύα λεµονάδα, να πιω.
λειψά είναι τα λεφτά που σου λεµονάκι: λιµονίσι, ο.
έδωσε. λεµονής (επίθ.): λιµο(ν)νίο, -ούκα.
λειωµένος (µτχ.): µπιλαντό,-ί, λεµόνι: λιµόνο, ο.
µπιλαρντό, -ί και µπιλαβντό, -ί π.χ. τσχινάβ ο λιµόνο = κόβω το
Αντίθ. µπιµπιλαβντό = άλειωτος. λεµόνι.
λειώνω (αµετβ. ρ.): µπιλάβαβ και λεµονί (το): λιµονέσκο-ρένκι, ο
µπιλάαβ. (κατά λέξη: λεµονιού χρώµα).
π.χ. µπιλάιλο ο γιβ = έλειωσε το λεµονιά: λιµολίν, η.
χιόνι. λεµονόφλουδα: λιµονέσκι-κόζζα,
λειώνω (µετβ. ρ.): µπιλιαράβ, µπι- η.
λαράβ, µπιλαβάβ και µπιλανταράβ. λέξη: πφεράς, ο και όρµπα, η
π.χ. µπιλαβάβ η ασπιρίνι α(ν)ντό π.χ. νασστί λες όρµπα κατάρ λεσκό
παΐ = λειώνω την ασπιρίνη µες στο µούι, µπουτ γκαραντι(ν)ντό σι = δεν
νερό, µπιλαντά λε καβά νασφαλιπέ µπορείς να πάρεις λέξη από το
= τον έλειωσε αυτή η αρρώστια. στοµα του, είναι πολύ κρυφός.
λειώσιµο: µπιλαηπέ, ο (βλ. και λόγος, κουβέντα).
λεκάνη: λιάνο, λεάνο και λενγκέρι, λεξικό: λεκσικό, ο
ο π.χ. µαρέλπες ε ροµανέ τσχιµπάσα,
ροµανό λεκσικό µανγκέλ τε κερέλ =
248

παιδεύεται µε την τσιγγάνικη = ούτε τοσοδούλα λερίτσα δε θα


γλώσσα, τσιγγάνικο λεξικό θέλει να βρεις πάνω στο πουκάµισό του.
κάνει. λέρωµα: µελαριπέ, ο
λεπτά (επίρρ.): σανέστε (βλ. και Αντίθ. τεµιζλεµέκο = καθάρισµα.
ψιλά). λερωµένος (µτχ.): µελαλό,-ί (σ.α.
Αντίθ. τφουλέστε = χοντρά. βρόµικος)
λεπταίνω (αµετβ. ρ.): σανίαβ π.χ. µελαλέ σι κε βαστά· τζα,
π.χ. κατάρ ο µπουτ χαλαηπέ σανιλό χαλάβ λεν = λερωµένα είναι τα
ο κοτόρ = απ’ το πολύ πλύσιµο έχει χέρια σου· πήγαινε, να τα πλύνεις,
λεπτύνει το ύφασµα. µελαλέ σι ε πατέ = λερωµένα είναι
Αντίθ. τφουλιάβ = παχαίνω αµετβ. τα ρούχα.
λεπταίνω (µετβ. ρ.): σαναράβ Αντίθ. τεµίζι = καθαρός, µπιµελαλό
π.χ. τφουλέ σι ε πατρά ε = αλέρωτος.
πλετσι(ν)τάκε, σανάρ λεν εµπούκα λερώνοµαι (αµετβ. ρ.): µελαράµαν
= χοντρά είναι τα φύλλα της πίτας, και µελάαβ.
λέπτυνέ τα λίγο. π.χ. ε παρνέ πατέ µελάον κολάη =
Αντίθ. τφουλαράβ = παχαίνω µετβ. τα άσπρα ρούχα λερώνονται εύκο-
λεπτάκι: ντακαβίσα, η (σ.α. λα, καβά χουρντό σα µελαρέλπες =
στιγµούλα). αυτό το παιδί συνέχεια λερώνεται.
λεπτό: ντακάβα, η (σ.α. στιγµή) λερώνω (µετβ. ρ.): µελαράβ
π.χ. α(ν)ντέ παντσ ντακάβε κα π.χ. µελαρντάς πε πατέ = λέρωσε
ιρισάαβ = σε πέντε λεπτά θα τα ρούχα του, µελαρντόµ µε βαστά
γυρίσω. = λέρωσα τα χέρια µου.
λεπτοπόδαρος (επίθ.): σανέ- Αντίθ. τεµιζλέαβ = καθαρίζω µετβ.
τσανγκένγκο, -ι λέσι: λέσσι, ο
Αντίθ. τφουλέ-τσανγκένγκο = π.χ. (κατάρα) τε µερές ντα τε
χοντροπόδαρος. α(ν)ταβέν κο λέσσι κοτάρ = να
λεπτός (επίθ.): σανό,-ί πεθάνεις και να φέρουν το λέσι
π.χ. σανό κοτόρ = λεπτό ύφασµα, (πτώµα) σου από ‘κει, λέσσι
σανό λιλ = λεπτό χαρτί. κχά(ν)ντελ ο κχερ = λέσι (αφόρητη
Αντίθ. τφουλό = παχύς, χοντρός. οσµή) µυρίζει το σπίτι, σο σι καβά
λεπτότητα: σανιπέ, ο. λέσσι οπρά τούτε! νά χα µπουτ = τι
λεπτούτσικος (επίθ.): σανορό,-ί είναι αυτό το λέσι (υπερβολικό
Αντίθ. τφουλορό = χοντρούτσικος. πάχος) πάνω σου! µην τρως πολύ,
λέπτυνση: σαναριπέ, ο. λέσσι κερντέ µο κχερ κε χουρντέ =
λέρα: µελ, η (σ.α. βροµιά) λέσι έκαναν (βρόµισαν, λέρωσαν)
π.χ. α(ν)ντί µελ σι κο πα(ν)τόλι· το σπίτι µου τα παιδιά σου.
ικάλ λε τε χαλάντολ = µες στη λέρα λευκαίνω (µετβ. ρ.): (βλ. ασπρίζω
είναι το παντελόνι σου· βγάλτο να µετβ.).
πλυθεί. λευκαίνω (αµετβ. ρ.): (βλ.
Συνών. κχα(ν)ντινιπέ = βροµιά, ασπρίζω αµετβ.).
τεµπελιά. λεύκασµα: (βλ. άσπρισµα).
λερίτσα*: µελορί, η λευκασµένος: (βλ. ασπρισµένος).
π.χ. ούτε γκαντικινορί µελορί νι κα λευκός (επίθ.): παρνό,-ί
αρακχαβές οπρά λεσκί α(ν)τεράβα
249

π.χ. παρνό γκατ = λευκό π.χ. κα πφε(ν)νταρέσας µαν ακανά


πουκάµισο, παρνό κοτόρ = λευκό εκ πφεράς, αµά λατζάβ κατάρ
ύφασµα. µανουσσά = θα µ’ έκανες τώρα να
Αντίθ. καλό = µαύρος. πω µια κουβέντα, αλλά ντρέποµαι
λευκότητα: παρνιπέ, ο από τους ανθρώπους, ε µαριµάσα
Αντίθ. καλιπέ = µαυρίλα. κα πφε(ν)νταράβ λέστε = µε το
λεφτά: παρέ, παρές, λοβέ, σαϊά, ε ξύλο θα τον αναγκάσω να
(προφ. µε συνίζηση ια) οµολογήσει.
π.χ. σας λε µπουτ παρέ = είχε (πφε(ν)νταρντό, -ί (µτχ.) =
πολλά λεφτά, (φράση) ε παρέ ειπωµένος, οµολογηµένος,
νασστί κινέν η σεβντάβα = τα πφε(ν)νταριπέ, ο (ρηµ. ουσ.) =
λεφτά δεν µπορούν να αγοράσουν οµολογία, οµολογία µε
(εξαγοράσουν) τον έρωτα, καζόµ καταναγκασµό).
σαϊά ατσχιλέ τουτ; = πόσα λεφτά λεωφορείο: λεοφορίο, ο και
σου έµειναν;, ε παρέ κολάη νι ικλέν λεοφορία, η
= τα λεφτά εύκολα δεν βγαίνουν. π.χ. νασστί ετισστιρντίµ ο
λεφτάς: παραλίο, ο, θηλ. λεοφορίο, χασαρντόµ λε = δεν
παραλούκα, η µπόρεσα να προλάβω το
π.χ. παραλίο σι λεσκό ντατ = λεωφορείο, το έχασα.
λεφτάς είναι ο πατέρας του. ληγµένος (α) (άκλ.επίθ.): µπιτίκι
Συνών. µπαρβαλό = πλούσιος. (κυριολ. τελειωµένος)
λεφτουδάκια: παρορέ και παρορές, ληγµένος (β) (µτχ.): νκχαντό, -ι
ε. (κυριολ. περασµένος -η)
π.χ. σας µαν εµπούκα παρορέ κάι π.χ. νακχαντό σι ο σούτι = ληγµένο
κενάρι λεν ντα ντιόµ λεν = είχα είναι το γάλα.
λίγα λεφτουδάκια στην άκρη και λήγω (α) (αµετβ. ρ.): µπιτίαβ
’κείνα τα έδωσα. (κυριολ. αµετβ. τελειώνω).
λεχώνα: λοούσα, η π.χ. η βαντάβα µπιτίορ α(ν)ντέ
π.χ. λοούσα σι λεσκί ροµνί = πάντσ γκιβεσά = η προθεσµία λήγει
λεχώνα είναι η γυναίκα του. σε πέντε µέρες.
λέω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): λήγω (β) (αµετβ. ρ.): νακχάβ
πφενάβ και µοτχάβ (κυριολ. αµετβ. περνώ)
π.χ. σο πφε(ν)ντά τουκέ; = τι σου π.χ. νακχλί η µουσαντάβα = έληξε
είπε; πφε(ν)ντόµ λεσκέ τε να αβέλ = η προθεσµία.
του είπα να µην έρθει, νι τζανέλ σο λήξη (α): µπιτµέκο, ο (κυριολ.
µοτχόλ = δεν ξέρει τι λέει, ιν τελειωµός).
πφε(ν)ντάς µανγκέ κχάντσικ = δεν λήξη (β): νακχιπέ, ο (κυριολ.
µου είπε τίποτα, ασσουνές σο πέρασµα).
πφενάβ τούκε; = ακούς τι σου λέω; λησµονηµένος (µτχ. ως επίθ.):
(σ.α. διηγούµαι, βλ. και διηγούµαι) µπισταρντό,-ί. (σ.α. αφηρηµένος)
λέω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): (βλ. και λησµονιάρης).
πφε(ν)νταράβ και (επιτατ. ενεργ. Αντίθ. µπιµπισταρντό =
διαµ. ρ.) πφε(ν)ντανταράβ (= κάνω αλησµόνητος.
να πει-ουν, βάζω να πει-ουν, λησµονιά: µπισταριπέ, ο (σ.α.
αναγκάζω να πει-ουν, αναγκάζω να αφηρηµάδα).
οµολογήσει-ουν) (βλ. και ξεχασιά).
250

λησµονιάρης (µτχ.ως επιθ.): λιάσιµο: κχαµαριπέ, ο.


µπισταρντό,-ί. (σ.α. αφηρηµένος, λιασµένος: (βλ. λιαστός).
βλ. και ξεχασµένος, λιαστός (µτχ.ως επιθ.):
λησµονηµένος). κχαµαρντό,-ί.
λησµονιέµαι (αµετβ. ρ.): λιβαδάκι: τσαηρίσι, ο.
µπιστάρντιαβ (βλ. και ξεχνιέµαι λιβάδι: τσαήρι, ο (τσαρ = χόρτο).
(Β)). π.χ. ε µπακρέ τσαρόν κάι τσαήρι =
λησµονώ (µετβ. ρ.): µπισταράβ και τα πρόβατα βόσκουν στο λιβάδι.
µπιστράβ. λιβαδίσιος (επίθ.): τσαηρέσκο,-ι.
(βλ. και ξεχνώ). λιβαδότοπος: τσάηρλικο, ο.
Αντίθ. σεράβ = θυµάµαι. λιβανίζω (µετβ. ρ.): λιβανισαράβ.
ληστεία: τσορντιπέ και τσορνιπέ, ο λιγάκι (επίρρ.): εµπουκίσα και
(βλ. και κλεψιά, κλοπή). ζαλακίσα.
ληστεύω (µετβ. ρ.): τσοράβ. π.χ. ντε µά(ν)ντα εµπουκίσα =
(βλ. και κλέβω). δώσε µου και µένα λιγάκι,
ληστής: τσορ, ο σικάντολας ζαλακίσα τσχι(ν)ντό =
(βλ. και κλέφτης). φαινόταν λιγάκι κουρασµένος.
λήψη: λιιπέ, ο λίγδα: κχόι, η (προφ. µε συνίζηση
π.χ. ρατέσκο λιιπέ = λήψη αίµατος. όι). (κυριολ. ξίγκι)
(βλ. και πάρσιµο). π.χ. κχόι ασταρντέ ε τσαρέ κάι νι
Αντίθ. ντιιπέ = δόσιµο, µπάσιµο, χαλαβές λεν = λίγδα πιάσανε τα
εισβολή, είσοδος. πιάτα που δεν τα πλένεις.
λιάζοµαι (αµετβ. ρ.): κχαµ-λαβ (= (βλ. και λίπος).
ήλιο παίρνω) και κχαµ-κίνταβ (= λιγδερός (επίθ.): κχοϊαλό,-ί (προφ.
ήλιο µαζεύω). µε συνίζηση ια)
λιάζω (µετβ. ρ.): κχαµαράβ. π.χ. κχοϊαλί ζουµί = λιγδερό
λιακάδα (α): κχαµαλιπέ, ο φαγητό.
π.χ. σσουκάρ κχαµαλιπέ σι αβγκιέ (βλ. και λιπαρός).
= ωραία λιακάδα έχει σήµερα. λιγδιά: κχοϊπέ, ο.
λιακάδα (β): κχαµ, ο (κυριολ. λιγδιάζω (αµετβ. ρ.): κχοϊάβαβ
ήλιος) (προφ. µε συνίζηση ια).
π.χ. α(ν)ντέ κχαµάτα νι χαλαντά, λιγδιάζω (µετβ. ρ.): κχοϊαράβ
ακανά χαλαβέλ κάι σι η αβάβα (προφ. µε συνίζηση ια).
µπρουσσουµνταλί = στις λιακάδες λίγδιασµα: κχοϊαριπέ, ο (προφ. µε
δεν έπλυνε, τώρα πλένει που είναι συνίζηση ια).
ο καιρός βροχερός. λιγνάδα: κισσλιπέ, ο.
λιανίζω (µετβ. ρ.): σανέστε- λίγνεµα: κισσλαριπέ, ο.
τσχινάβ λιγνεύω (αµετβ. ρ.): κισσλιάβ
(= ψιλά κόβω, ψιλοκόβω). Αντίθ. τφουλιάβ = χοντραίνω
π.χ. σανέστε-τσχινάβ ο µας = αµετβ. (βλ. και αδυνατίζω αµετβ.)
λιανίζω το κρέας. λιγνεύω (µετβ. ρ.): κισσλαράβ
λιάνισµα: σανέστε-τσχινιπέ, ο (= Αντίθ. τφουλαράβ = χοντραίνω.
ψιλά κόψιµο). µετβ. (βλ. και αδυνατίζω µετβ.).
λιανισµένος (µτχ.): σανέστε- λιγνός (α) (επίθ.): κισσλό,-ί
τσχι(ν)ντό,-ί (= ψιλά κοµµένος, (βλ. και αδύνατος)
ψιλοκοµµένος). Αντίθ. τφουλό = χοντρός, παχύς.
251

λιγνός (β) (άκλ. επίθ.): ζαήφι λικνίζω (µετβ. ρ.): κχελαβάβ


Αντίθ. τφουλό = χοντρός, παχύς. π.χ. κχελαβέλας ε χουρντέ κάι
λίγο (επίρρ.): εµπούκα και ζάλακ κούνα = λίκνιζε το µωρό στην
π.χ. τσχιν µανγκέ εµπούκα µαρνό = κούνια.
κόψε µου λίγο ψωµί, κι(ν)ντόµ (βλ. και κουνώ).
ζάλακ µας = αγόρασα λίγο κρέας, λίκνισµα: κχελαηπέ, ο
εµπούκα µανγκέλας τε περέλ = λίγο (βλ. και κούνηµα, ψυχαγωγία).
ήθελε να πέσει, ντες µαν εµπούκα λίµα: ριν και πιλάβα, η
κοτάρ ο λον; = µου δίνεις λίγο από π.χ. α(ν)τάβ η ριν, τε µοράβ η
’κει το αλάτι; τσχουρί = φέρε τη λίµα, να ακονίσω
Αντίθ. µπουτ = πολύ, πολύς. το µαχαίρι.
λίγος (άκλ.επιθ.): εµπούκα και λιµός: µποκχαλιπέ, ο
ζάλακ (µποκ = πείνα).
π.χ. ντε µαν ζάλακ σσεκέρι = δώσ’ λιµπίζοµαι (µετβ. ρ.): µο-γκι-τζαλ
µου λίγη ζάχαρη, εµπούκα σι ε παρέ (= η ψυχή µου πηγαίνει)
κάι ντελ τουτ = λίγα είναι τα π.χ. µο-γκι-τζαλ κάι ντικχάβ η
χρήµατα που σου δίνει, σίµαν ζουµί = λιµπίζοµαι που βλέπω το
ζάλακ µπουκί νταά = έχω λίγη φαγητό.
δουλειά ακόµη. λιονταράκι: ασλανίσι, ο.
(βλ. και λίγο). λιοντάρι: ασλάνο, ο
λιγόστεµα: εµπουκιπέ, ο. π.χ. σαρ ασλάνο σι· ιν τρασσάλ
λιγοστεύω (α) (αµετβ. ρ.): κχάνικασταρ = σαν λιοντάρι είναι·
εµπουκισάαβ. δεν φοβάται από κανέναν.
λιγοστεύω (α) (µετβ. ρ.): λιονταρίνα: ασλάνκα, η.
εµπουκισαράβ λιονταρίσιος (επίθ.): ασλανέσκο,-ι
π.χ. µπουτ τφουλιλάν, εµπουκισάρ π.χ. ασλανέσκο ζουραλιπέ =
εµπούκα ο χαπέ = πολύ πάχυνες, λιονταρίσια δύναµη.
λιγόστεψε λίγο το φαγητό. λιπαίνω (µετβ. ρ.): κχιλαράβ (=
λιγοστεύω (β) (αµετβ. ρ.): ζάλακ- λαδώνω µετβ.).
κερντιάβ και εµπούκα-κερντιάβ (= λίπανση (µηχαν.): κχιλαριπέ, ο (=
λίγος γίνοµαι). λάδωµα).
λιγοστεύω (β) (µετβ. ρ.): ζάλακ- λιπαρός (επίθ.): κχοϊαλό,-ί (προφ.
κεράβ και εµπούκα-κεράβ (= λίγο µε συνίζηση ια)
κάνω). π.χ. κχοϊαλό µας = λιπαρό κρέας.
λιγοστός: (βλ. λίγος). (βλ. και λιγδερός).
λιγότερος (άκλ.επιθ.): Αντίθ. µπικχοϊαλό = άπαχος.
νταάεµπουκα και νταάζαλακ λιπαρότητα: κχοϊαλιπέ, ο (προφ.
π.χ. καβά σι νταάεµπουκα µε συνίζηση ια).
κολέσταρ = αυτό είναι λιγότερο από λιποθυµία: µπαηλµάκο, ο.
το άλλο. λιποθυµισµένος: (βλ. λιπόθυµος).
Αντίθ. νταάµπουτ = περισσότερος. λιπόθυµος (άκλ. επίθ.):
λιγούτσικος (άκλ. επίθ.): µπαηλµούσσι.
εµπουκίσα και ζαλακίσα. λιποθυµώ (αµετβ. ρ.): µπαηλίαβ
λικνίζοµαι (αµετβ. ρ.): και περάβ
κχελαβάµαν
(βλ. και κουνιέµαι).
252

π.χ. κα µπαηλίαβ κατάρ ο τατιπέ = έβαλε σε λόγια και µάλωσε µε τον


θα λιποθυµίσω από τη ζέστη (περάβ αδερφό του.
κυριολ. πέφτω). λογικά (επίρρ.): γκογιαβέρ
λίπος: κχόι, η (= ξίγκι) π.χ. ορµπισαρέλ γκογκιαβέρ καβά
π.χ. µπουτ κχόι σι κάι καβά µας = τσχαβό = µιλάει λογικά αυτό το
πολύ λίπος έχει αυτό το κρέας. αγόρι.
(σ.α. λίγδα). (βλ. και λογικός).
λιποτάκτης: κατσάκο, ο (κυριολ. λογικεύοµαι (αµετβ. ρ.):
φυγάς, σ.α. λαθροµετανάστης, γκογκιάρντιαβ.
δραπέτης). π.χ. γκογκιάρντο· σαβέ όρµπε σι
λιπώδης (επίθ.): κχοϊκανό,-ί καλά κάι πφενές; = λογικέψου· τι
Συνών. κχοϊαλό = λιπαρός, λόγια είναι αυτά που λες;
λιγδερός. Αντίθ. ντιλάβαβ και ντιλάαβ =
λογαριάζω (α) (µετβ. ρ.): εσάπο- τρελαίνοµαι.
κεράβ (= λογαριασµό κάνω). λογικεύω (µετβ. ρ.): γκογκιαράβ
λογαριάζω (β) (µετβ. ρ.): γκινάβ (σ.α. συµβουλεύω, νουθετώ,
και σαήαβ (κυριολ. µετρώ) δασκαλεύω).
π.χ. του µαν ιτσ νι σαήος; = εσύ λογική: γκογκιαβεριπέ, ο
εµένα καθόλου δε µε λογαριάζεις; Αντίθ. ντιλιπέ = τρέλα.
(σ.α. υπολογίζω). λογικός (άκλ.επιθ.): γκογκιαβέρ
λογαριασµός: εσάπο, ο π.χ. σι γκογκιαβέρ µανούςς = είναι
π.χ. νι τζανές τε κερές εσάπο = δεν λογικός άνθρωπος, νάι γκογκιαβέρ
ξέρεις να κάνεις λογαριασµό, σο καλά σσέα κάι κερντόν = δεν είναι
µανγκάβα κα κεράβ, εσάπο κα νταβ λογικά αυτά τα πράγµατα που
τουτ; = ό,τι θέλω θα κάνω, γίνονται.
λογαριασµό θα σου δώσω; Συνών. γκογκιαλό = µυαλωµένος.
λογάς: πφερασαλό, ο (πφεράς, ο = Αντίθ. ντιλό = τρελός, παλοκάν =
λόγος, κουβέντα, λέξη) παλαβός.
π.χ. µπουτ πφερασαλί σι κι ροµνί, λογικότητα: γκογκιαβερικανιπέ, ο
µπουτ τσχιµπαλί = πολύ λογού είναι Αντίθ. παλοκανιπέ = παλαβοµάρα.
η γυναίκα σου, πολύ γλωσσού. λογιστής: λογιστί, ο
Συνών. τσχιµπαλί = γλωσσού π.χ. ινγκαρντάν ε τοµολόγια κάι
λογής: (βλ. είδος). λογιστί; = πήγες τα τιµολόγια στο
λόγια: πφερασά και όρµπε, ε λογιστή;
π.χ. πφερασένσα κχάντσικ νι λογοδοσµένος (επίθ.):
κερντόλ = µε τα λόγια τίποτε δε ορµπαντι(ν)ντό,-ί, σεζλίο,-ίκα και
γίνεται, ασσούν µε όρµπε· ιν κα άκλ.επιθ. λογοντιµέ
χασαρές = άκου τα λόγια µου· δεν π.χ. λογοντιµέ σι λακί τσχέι =
θα χάσεις, σαέ πφερασά σι καλά κάι λογοδοσµένη είναι η κόρη της.
πφενές; ιν λατζάς εµπούκα; = τι λογοδοσία: ορµπαντιιπέ, ο.
λόγια είναι αυτά που λες; δεν λογοδοτώ (αµετβ. ρ.): όρµπα-νταβ
ντρέπεσαι λίγο; νι λελ (= λόγο δίνω)
πφερασέ(ν)νταρ καβά µανούςς = π.χ. κα ντες-όρµπα κανταλένγκε
δεν παίρνει από λόγια αυτός ο κάι κερντάν = θα λογοδοτήσεις γι’
άνθρωπος, τχοντάς λες ορµπέ(ν)ντε αυτά που έκανες.
ντα χαλάσπες πε πφαλέσα = τον
253

λογοµαχώ (αµετβ. ρ.): (βλ. και στραβός, κουτσός,


πφερασένσα-χάµαν και ορµπένσα- παράλυτος).
χάµαν (κυριολ. µε λόγια µαλώνω) Αντίθ. ντούζι = ίσιος, ίσια.
π.χ. πεσσίµ χαλέπες-πφερασένσα, λοξός (β) (µτφ.) (επίθ.):
σορά αστάρντιλε κάι βαστά = µπενγκαλό, -ί και µπενγκιαλό,-ι
πρώτα λογοµαχήσανε, ύστερα (σ.α. διαβολεµένος)
πιαστήκανε στα χέρια. π.χ. παλοκάν σαν, µπενγκαλέα! =
λόγος: πφεράς, ο και όρµπα, η. παλαβός είσαι, λοξέ! µπενγκαλί
π.χ. (φράση) µπαρί παρτσάβα ροµνί! ναστί κερές λάσα πφεράς =
µαρνό χα, µπαρί όρµπα νά πφεν = λοξή γυναίκα! δεν µπορείς να
µεγάλο κοµµάτι ψωµί φάε, µεγάλο κάνεις µαζί της κουβέντα.
λόγο µην πεις, νακχέλ µο πφεράς Συνών. παλοκάν και παλακάν =
λέστε = περνάει ο λόγος µου σ’ παλαβός, ντιλό = τρελός
αυτον, µάνγκε πφεράς νι περέλ, σο λοξότητα: (βλ. κάµψη).
µανγκένα κέρεν = εµένα λόγος δεν λόξυγκας: γκΰτσκα, η
µου πέφτει, ό,τι θέλετε κάντε, κάνα π.χ. ασταρντά µαν γκΰτσκα = µ’
ντες κο πφεράς, πάπαλε νί κα λες λε έπιασε λόξυγκας.
= όταν δίνεις το λόγο σου πίσω δε λούζοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
θα τον παίρνεις. χαλαβάµαν
(βλ. και λέξη, κουβέντα) (βλ. και πλένοµαι).
λογοφέρνω: (βλ. λογοµαχώ). λούζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): τχάµαν
λοξά: (βλ. στραβά) (οµόηχο τχάµαν = βάζοµαι) (βλ. και
λόξα: µπενγκ, η (µπενγκ, ο = πλένοµαι)
διάβολος) π.χ. τζα τχότουτ, τατιλό ο παΐ =
π.χ. τε ασταρέλα µαν µι µπενγκ, πήγαινε να λουστείς, ζεστάθηκε το
τζανές σο κα κεράβ τουτ; = άµα µε νερό.
πιάσει η λόξα µου, ξέρεις τι θα σε λούζω (α) (µετβ. ρ.): χαλαβάβ
κάνω;, ντιά λε η µπενγκ α(ν)ντό π.χ. χαλαβέλ πε τσχεά = λούζει την
σσορό, ο(ν)ντάν µούιτχολ = τον κόρη της.
έδωσε (βάρεσε) η λόξα στο κεφάλι, (βλ. και πλένω).
γι’ αυτό φωνάζει. λούζω (β) (µετβ. ρ.): τχαβ (οµόηχο
λοξεύω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ (= τχαβ = κλωστή, βάζω, τοποθετώ)
στραβώνω αµετβ., παραλύω αµετβ., π.χ. κινγκέ σι µε µπαλά, µο σσορό
κουτσαίνω αµετβ., γέρνω αµετβ., τχοντόµ = βρεγµένα είναι τα µαλλιά
λυγίζω αµετβ.). µου, το κεφάλι µου έλουσα. (βλ. και
λοξεύω (µετβ. ρ.): µπανγκαράβ (= πλένω).
στραβώνω µετβ., παραλύω µετβ., λουκάνικο: σουτζούκο, ο
κουτσαίνω µετβ., γέρνω µετβ., π.χ. κατάρ σαβό κασάπο κι(ν)ντάν
λυγίζω µετβ.). καλά σουτζούκορα; = από ποιο
λοξοκοιτάζω (µετβ. ρ.): κρεοπωλείο αγόρασες αυτά τα
µπανγκέστε-ντικχάβ. λουκάνικα;
(βλ. και στραβοκοιτάζω). (υποκ.) σουτζουκίσι, ο.
λοξός (α) (επίθ.): µπανγκό,-ί λουκέτο: νατάρι και ανατάρι, ο
π.χ. µπανγκί σι η τσιζγκία = λοξή (κυριολ. κλειδί, σ.α. ανοιχτήρι)
είναι η γραµµή
254

π.χ. τε κινές ε νταµόσκε εκ νατάρι π.χ. σαατέσκο καήσσι = λουρί


= ν’ αγοράσεις για την αποθήκη ένα ρολογιού.
λουκέτο. (βλ. και ζώνη).
λουκουµάς: λοκµάβα, η λούσιµο (α): χαλαηπέ, ο
π.χ. κα κερές αµένγκε λοκµάβε; = (βλ. και πλύσιµο).
θα µας φτιάξεις λουκουµάδες; λούσιµο (β): τχοηπέ, ο (βλ. και
(υποκ.) λοκµαβίσα, η. πλύσιµο)
λουκουµατζής: λουκουµατζίο, θηλ. π.χ. τχοηπέ µανγκέλ κο σσορό =
λουκουµατζίκα, η. λούσιµο θέλει το κεφάλι σου.
λουκούµι: λουκούµο, ο (οµόηχο τχοηπέ = τοποθέτηση,
π.χ. λουκούµο κερντιλί η ζουµί = βάλσιµο).
λουκούµι έγινε το φαγητό. λουσµένος (α) (µτχ.): χαλαντό,-ί
λουλάς: λουλάβα, η (βλ. και πλυµένος)
π.χ. πφεράβ τουτούνο η λουλάβα = π.χ. χαλαντό σι µο σσορό =
γεµίζω καπνό το λουλά. λουσµένο είναι το κεφάλι µου.
λουλουδάκι: λουλουγκιορί, η Αντίθ. µπιχαλαντό = άλουστος,
λουλουδάς: λουλουγκατζίο και άπλυτος.
λουλουγκιατζίο, ο. λουσµένος (β): τχοντό, -ί (βλ. και
λουλουδάτος (επίθ.): πλυµένος) (οµόηχο τχοντό =
λουλουγκιαλό,-ί. βαλµένος, τοποθετηµένος)
π.χ. λουλουγκιαλό κοτόρ = Αντίθ. µπιτχοντό = άλουστος,
λουλουδάτο ύφασµα. άπλυτος (οµόηχο µπιτχοντό =
λουλουδένιος (επίθ.): ατοποθέτητος).
λουλουγκιαλό, -ί. λούστρο: (βλ. βερνίκι).
λουλούδι: λουλουγκί, η (σ.α. λούστρος: µενιένγκο-µποϊατζίο, ο
άνθος) (προφ. µε συνίζηση ια).
(στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου λουτροπετσέτα: ναηµάσκο-
«σαρ λουλουγκί µπαρανταρντέµ µπεσσκίρι, ο και ναηµάσκι-πετσέτα,
λες» = σαν λουλούδι τον η.
µεγάλωσα). λούφα: λούφα, η
π.χ. µι σσουκάρ σικνί λουλουγκί π.χ. σα λούφα ντικχές τε κερές,
τρασσάβας τε να µορσισάολ = το πφιρνορέα! = όλο λούφα κοιτάς να
όµορφο µικρό µου λουλούδι κάνεις, πονηρέ!
φοβόµουνα να µη µου µαραθεί, λουφάρω (αµετβ. ρ.): λούφα-
αταντά µανγκέ λουλουγκιά = µου κεράβ (= λούφα κάνω).
έφερε λουλούδια, σίµαν µπουτ λοχαγός: λοχαγόζι και λοχαγκόζι,
λουλουγκιά α(ν)ντί µι αβλία = έχω ο.
πολλά λουλούδια στην αυλή µου. λοχεία: λοουσιπέ, ο.
λουλουδίζω (αµετβ. ρ.): λυγίζω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ.
λουλουγκιάβαβ (σ.α. αµετβ. παραλύω, αµετβ.
π.χ. λουλουγκιάιλο σα ο τχαν = στραβώνω, αµετβ. σκύβω, αµετβ.
λουλούδισε όλος ο τόπος. γέρνω).
λουλουδού: λουλουγκατζΰκα και π.χ. µπανγκιλόµ κατάρ η ντουκ =
λουλουγκιατζίκα, η. λύγισα από τον πόνο.
λουρί: καήσσι, ο λυγίζω (µετβ. ρ.): µπανγκαράβ και
µπανγκιαράβ.
255

π.χ. νά µπανγκάρ κε τσανγκά = µη λυπάµαι (α) (αµετβ.και µετβ.ρ.):


λυγίζεις τα πόδια σου. ντουκχάβ
(σ.α. µετβ. παραλύω, µετβ. π.χ. ντουκχαϊάς λεσκέ ο Ντελ = τον
στραβώνω, µετβ. γέρνω, µετβ. λυπήθηκε ο Θεός.
σκύβω). (βλ. και αµετβ. πονώ).
λύγισµα: µπανγκαριπέ και Αντίθ. σεβινίαβ = χαίροµαι.
µπανγκιαριπέ, ο (σ.α. στράβωµα) λυπάµαι (β) (αµετβ. και µεταβ.
λυγισµένος (µτχ.): µπανγκαρντό,-ί ρ.): ατζιάβ
και µπανγκιαρντό,-ί. π.χ. ατζίαβ λέσκε, ο(ν)ντάν κεράβ
(σ.α. στραβωµένος, σκυµµένος). λεσκέ γιαρντούµο = τον λυπάµαι,
λυγµός: ροηπέ-γκέσα, ο (= κλάµα γι’ αυτό τον βοηθώ, µάνγκε κον
µε ψυχή και γκέσα-ροηπέ, ο = (µε ατζίορ ντα τε ατζίαβ λεσκέ µε ντα;
ψυχή κλάµα). = εµένα ποιος µε λυπάται και να
π.χ. ροβέλας γκέσα = έκλαιγε µε τον λυπηθώ κι εγώ;
λυγµούς. λύπη: ντουκχιπέ, ο = (πόνεση,
λυκόπουλο: ρουβορό, ο. ντουκ = πόνος).
λύκος: ρουβ, ο Αντίθ. σεβινµέκο = χαρά.
π.χ. να ντικ λε αγκαντάλ τελέ κάι λύπηση (α): ντουκχαηπέ, ο (=
ντικχέλ· τζανές σο πφιρνό ρουβ σι; πόνεση).
= µη τον βλέπεις έτσι κάτω που π.χ. ντουκχαηµάσκε σι καβά
κοιτάζει· ξέρεις τι πονηρός λύκος µανούςς = για λύπηση είναι αυτός ο
είναι; άνθρωπος.
λυκοφωλιά: ρουβέσκι – ουβάβα, η. λύπηση (β): ατζιµάκο, ο
λυµένος (επίθ.): πουταρντό (= π.χ. νάι ατζιµακέσκε καβά πφουρό.
ανοιχτός) α(ν)ντό πο τερνιπέ τζανές σο
π.χ. πουταρντό σι ο σιτζίµι = κερντά; = δεν είναι για λύπηση
λυµένο είναι το σχοινί. αυτός ο γέρος. µες στη νιότη του
Αντίθ. πφα(ν)ντό = δεµένος, ξέρεις τι έκανε;
κλειστός, φυλακισµένος. λύσσα: κουντουζλούκο, ο
λύνοµαι (αµετβ. ρ.): πουταράµαν π.χ. (µτφ) κουντουζλούκο
(= ανοίγω (λύνω) τον εαυτό µου, ασταρντά τουτ ντα κερές αγκαντάλ;
ανοίγοµαι, ξανοίγοµαι) και = λύσσα σ’ έπιασε και κάνεις έτσι;
πουτάρντιαβ (= ανοίγω αµετβ., λυσσάζω (α) (αµετβ. ρ.):
ανοίγοµαι) κουντούζι-κερντιάβ (=
π.χ. πουτάρντιλο ο σιτζίµι ντα λυσσασµένος γίνοµαι)
νασσλό ο γκρας = λύθηκε το σχοινί π.χ. (µτφ.) κουντούζι κερντιλό
και έφυγε το άλογο. κατάρ πι χολί = λύσσαξε από το
λύνω (µετβ. ρ.): πουταράβ (= θυµό του.
ανοίγω µετβ.). λυσσάζω (β) (αµετβ. ρ.):
π.χ. πουτάρ ο σιτζίµι = λύσε το κουντουζλανίαβ.
σχοινί, πουταράβ ο κόµπο = λύνω λυσσαλέος: (βλ. λυσσασµένος).
τον κόµπο, πουταράβ µε κορντόϊα = λυσσασµένος (επίθ.): κουντούζι, -
λύνω τα κορδόνια µου. σκα
Αντίθ. πφά(ν)νταβ = δένω, κλείνω π.χ. µπουτ φενά σαν, κουντούζι
µετβ., φυλακίζω. τζουκέλ τε ντα(ν)νταλέλ τουτ. =
256

πολύ κακός είσαι, λυσσασµένο


σκυλί να σε δαγκώσει.
λύση: τσαράβα, η
π.χ. σαβί τσαράβα τε ρακχαβάβ, τε
ατσχέλ καϊά τσινγκάρ! = ποια λύση
να βρω, να σταµατήσει αυτή η
διαµάχη! (τσαράβα σ.α. γιατρειά
π.χ. κάι ένι λατσχέ ντοκτόρα
ινγκαρντόµ νε, αµά λεσκί τσαράβα
νασστί ρακχαντόµ = στους πιο
καλούς γιατρούς τον πήγα, όµως τη
γιατρειά του δεν µπόρεσα να βρω).
λύσιµο: πουταριπέ, ο (= άνοιγµα).
Αντίθ. πφα(ν)ντιπέ = δέσιµο,
κλείσιµο, φυλακή.
λυτρωµένος (άκλ. επίθ.):
κουρταρµούσσι (σ.α. σωσµένος)
λυτρωµός: κουρταριπέ, ο και
κουρταρµάκο, ο
(βλ. και σώσιµο, γλυτωµός).
λυτρώνοµαι: (βλ. αµετβ.
γλυτώνω).
λυτρώνω (µετβ. ρ.): κουρταρίαβ.
(βλ. και σώζω, µετβ. γλιτώνω).
λωλάδα: λαλαρντιπέ, ο
λωλαίνω (µετβ. ρ.): λαλαράβ
π.χ. λαλαρντάς τουτ η σεβντάβα =
σε λώλανε ο έρωτας.
Συνών. ντιλαράβ = τρελαίνω.
λωλός (επίθ.): λαλαρντό,-ί
Συνών. ντιλό = τρελός, παλοκάν =
παλαβός.
257

M
µα (σύνδ.): αµά (σ.α. αλλά, όµως) π.χ. λε κο µαγιό, τε τζας κάι ντενίζι
π.χ. αµά µε νι πφε(ν)ντόµ λεσκέ = πάρε το µαγιό σου, να πάµε στη
κχάντσικ = µα εγώ δεν του είπα θάλασσα.
τίποτα. µάγισσα: µπυυτζίκα, η (τα υ προφ.
µαγαζάκι: ντουκιανίσι, ο. όπως το γαλλικό u).
µαγαζάτορας: ντουκιαντζίο, ο. µαγκάλι: µανγκάλι, ο
µαγαζατόρισσα: ντουκιαντζίκα, η. π.χ. πεκ ε µατσχέ οπρά µανγκάλι =
µαγαζί (α): ντουκιάνο, ο ψήσε τα ψάρια πάνω στο µαγκάλι.
π.χ. αβγκιέ ε ντουκέα σι πφα(ν)ντέ µάγκας: µάγκα, ο
= σήµερα τα µαγαζιά είναι κλειστά. π.χ. λατσχό κερντέ λε κάι µαρντέ
µαγαζί (β): ντικιάνο και ντικάνο, ο λε, µπουτ µάγκα κερέλας πες =
π.χ. κάσκο σι καβά ντικιάνο; = καλά κάνανε που τον έδειραν, πολύ
ποιανού είναι αυτό το µαγαζί; κάι τον µάγκα έκαµνε.
πουταρντάν ντικάνο; = πού άνοιξες Συνών. καµπάνταη = νταής,
µαγαζί; µάγκας.
µαγεία: µαγία και µπυύα, η (τα υ µαγκεύω (αµετβ. ρ.): µάγκα-
προφ. όπως το γαλλικό u). κερντιάβ (= µάγκας γίνοµαι)
µαγείρεµα: χαµάσκο-κεριπέ, ο (= π.χ. τε πέλα ντούι µπίρε, µάγκα-
φτιάξιµο φαγητού). κερντόλ = αν πιει δυο µπύρες,
µαγειρεύω (µετβ. ρ.): ζουµί-κεράβ µαγκεύει.
(= φαγητό φτιάχνω) και χαπέ-κεράβ Συνών. τσαµπουκαλούκο-κεράβ =
(= φαγητό φτιάχνω). τσαµπουκαλεύοµαι.
µάγεµα: (βλ. µαγεία). µαγκιά: µάνγκαλουκο, ο και
µαγεύω (µετβ. ρ.): µαγία-κεράβ (= µαγκιά, η
µαγεία κάνω) και µπυύα-κεράβ (= π.χ. µάνγκαλουκο µπικνές µανγκέ
µαγεία κάνω). ακανά; = µαγκιά µου πουλάς τώρα;
µάγια: µαγίε και µπυύε, ε (τα υ κι µαγκιά µάνγκε ιν νακχέλ = η
προφ. όπως το γαλλικό u) µαγκιά σου σε µένα δεν περνάει.
π.χ. πφα(ν)ντά λε πασσά πέστε ε Συνών. τσαµπουκαλούκο =
µαγιένσα = τον έδεσε κοντά της µε τσαµπουκαλίκι.
τα µάγια, ντιλαρντά λε ε µπυυένσα µαγνήτης: µαγνίτι, ο.
= τον έχει τρελάνει µε τα µάγια. µαγνητόφωνο: τεήπι, ο
µαγιά: µαϊάβα, η (προφ. µε π.χ. σσουκάρ µπασσέλ καβά τεήπι
συνίζηση ια) και χουµέρ, ο = ωραία παίζει (ηχεί) αυτό το
π.χ. σας µποζούκι η µαϊάβα ντα ιν µαγνητόφωνο.
πφουκιλό ο µαρνό = ήταν (υποκ.) τεηπίσι, ο.
χαλασµένη η µαγιά και δεν µαγουλάκι: τσχαµορί, η.
φούσκωσε το ψωµί. µαγουλάς: τσχαµαλό, ο.
(βλ. χουµέρ στο λήµµα ζυµάρι). µαγουλού (η): τσχαµαλί, η.
(υποκ.) µαϊαβίσα, η (προφ. µε µάγουλο: τσχαµ, η
συνίζηση ια). π.χ. λολιλέ λεσκέ τσχαµά =
µαγιό: µαγιό, ο κοκκίνισαν τα µάγουλά του,
258

τσουµιντά λε κάι η τσχαµ = τον διαµ.ρ.) κιντανταράβ (= βάζω να


φίλησε στο µάγουλο. µαζέψει-ουν, βάζω να συγυρίσει-
µάδηµα: µπριβιπέ, ο ουν, βάζω να συγκεντρώσει-ουν,
(σ.α. γνέσιµο, ξεµάλλιασµα). βάζω να συλλέξει-ουν)
µαδηµένος (µτχ.): µπριβντό-ί π.χ. κα κινταράβ λεστέ ντοµάτε =
(σ.α. γνεµένος, ξεµαλλιασµένος). θα τον βάλω να µαζέψει ντοµάτες,
µαδώ (µετβ. ρ.): µπριβάβ κα κινταράβ λατέ ο κχερ = θα την
π.χ. µπριβντάς λακέ µπαλά = της βάλω να συγυρίσει το σπίτι.
µάδησε τα µαλλιά. (κινταρντό, -ί (µτχ.) = µαζεµένος,
(σ.α. γνέθω, ξεµαλλιάζω). κινταριπέ, ο (ρηµ. ουσ.) = µάζεµα).
µάζεµα: κιντιπέ, ο (σ.α. συγύρισµα, µαζί (α) (επίρρ.): µπαραµπέρι
συγκέντρωση, συλλογή) π.χ. γκελάµταρ µπαραµπέρι, αµά
π.χ. κιντιπέ µανγκέν ε πατέ = ιρισάιλοµ κόρκορι = φύγαµε µαζί,
µάζεµα θέλουν τα ρούχα. αλλά γύρισα µόνος µου.
Αντίθ. µπουλιαριπέ = άπλωµα. µαζί (β) (επίρρ.): µπεραµπέρι
µαζεµένος (µτχ.): κιντό,-ί. π.χ. µπεραµπέρι αβιλάµ = µαζί
µαζεµένος (άκλ. επίθ.): κιντιµέ ήρθαµε
π.χ. κιντιµέ σι ο κχερ = µαζεµένο Αντίθ. αηρΰκι και χόρια = χώρια.
(συγυρισµένο) είναι το σπίτι. µαθαίνω (α) (αµετβ. ρ.): σικλιάβ
µαζεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): π.χ. γκάντικιν µπαρόλ, σικλιόλ =
κίνταµαν όσο µεγαλώνει, µαθαίνει.
π.χ. κιντάπες ε τρασσάταρ = µαθαίνω (α) (µετβ. ρ.): σικλιαράβ
µαζεύτηκε από το φόβο, η µπλούζα π.χ. κα σικλιαράβ τουκέ σαρ
κιντάπες κατάρ ο χαλαηπέ = η κερντόλ καγιά µπουκί = θα σου
µπλούζα µαζεύτηκε από το µάθω πώς γίνεται αυτή η δουλειά.
πλύσιµο, κιντάπες εµπούκα ο (βλ. και διδάσκω, εκπαιδεύω).
χουρντό = µαζεύτηκε λίγο το µωρό µαθαίνω (α) (αµετβ. και µετβ.ρ.):
(δηλ. πάχυνε). υρενίαβ (το υ προφ. όπως το
µαζεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): γαλλικό u)
κιντινισάαβ, κιντισάαβ και π.χ. µανγκάβ τε υρενίαβ γιαζίε =
κιντί(ν)ντιαβ θέλω να µάθω γράµµατα. (σ.α.
π.χ. σόσταρ κιντινισάιλε κατέ καλά σιχαίνοµαι, διδάσκοµαι,
µανουσσά; = γιατί µαζεύτηκαν εδώ εκπαιδεύοµαι, π.χ. µπουτ πίσσι σι
αυτοί οι άνθρωποι; λεσκί ροµνί υρενίαβ λάταρ = πολύ
µαζεύω (α) (µετβ. ρ.): κίνταβ (σ.α. βροµιάρα είναι η γυναίκα του,
συγυρίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω) σιχαίνοµαι απ’ αυτήν).
π.χ. κίνταβ ο κχερ = µαζεύω το µαθαίνω (β) (µετβ. ρ.):
σπίτι, κίνταβ ε πατέ = µαζεύω τα υρε(ν)τιρίαβ (το υ προφ. όπως το
ρούχα, (µτφ.) κίντε κι γκογκί, σο γαλλικό u)
τζας τε κερές; = µάζεψε το µυαλό π.χ. υρε(ν)τιρίαβ µε τσχαβέ γιαζίε
σου, τι πας να κάνεις;, κίντελ παρέ, = µαθαίνω το παιδί µου γράµµατα
για τε κινέλ µοτόρι = µαζεύει λεφτά (σ.α. διδάσκω, εκπαιδεύω)
για να αγοράσει µηχανάκι. µαθαίνω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
µαζεύω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): αλϋσσίαβ (σ.α. συνηθίζω αµετβ.)
κινταράβ και (επιτατ. ενεργ.
259

π.χ. αλϋσστΰν τού ντα τζιγκάρα τε µακάρι (µορ.): µακάρι


πες α; = έµαθες κι εσύ τσιγάρο να π.χ. µακάρι τε κερντόλ κι µπουκί!
πίνεις, ε;, σαρ τε αλϋσσίαβ καϊά = µακάρι να γίνει η δουλειά σου!
µπουκί! = πώς να µάθω αυτή τη µακαρίτης: (βλ. συγχωρεµένος
δουλειά! (ο)).
µαθαίνω (γ) (µετβ. ρ.): µακαρονάδα: µακαρινένγκι-ζουµί,
αλϋσστϋρίαβ (σ.α. συνηθίζω µετβ, η (= µακαρονιών φαγητό).
διδάσκω, εκπαιδεύω) µακαρόνι: µακαρίνα, η και
π.χ. του αλϋσστϋρντΰν νε, τε πελ µακαρόνι, ο.
τζιγκάρα = εσύ τον έµαθες να πίνει µακέτα: µακέτα, η.
τσιγάρο. µακιγιάροµαι (αµετβ. ρ.):
µάθηµα: ντέρσι, ο µακχάµαν (= βάφοµαι) (βλ. και
π.χ. τε να ιν ντέσα κάι κο τσχαβό βάφοµαι).
ντέρσι του, κα νταβ λε µε = αν δεν µακραίνω (αµετβ. ρ.): ουζούνι-
δώσεις µάθηµα στο παιδί σου εσύ, κερντιάβ (= µακρύς γίνοµαι).
θα του δώσω εγώ (δηλ. αν δεν το µακραίνω (µετβ. ρ.): λουνγκιαράβ
συµµορφώσεις εσύ, θα το Αντίθ. χαρναράβ = κονταίνω
συµµορφώσω εγώ µε ξύλο), (µετβ.), χαµηλώνω (µετβ.),
κερντιλό µανγκέ ντέρσι = µου έγινε πασσαράβ = πλησιάζω (µετβ.).
µάθηµα (δηλ. αυτό που έπαθα). µακραίνω (µετβ. ρ.): ουζούνι-
µαθηµένος (άκλ. επίθ.): αλϋσσΰκι κεράβ (= µακρύ κάνω).
και αλυσσίκι (σ.α. συνηθισµένος) µακραίνω (αµετβ. ρ.): λουνγκιβάβ
π.χ. αλϋσσΰκι σαν του τε τσορές = και λουνγκιάβ
µαθηµένος είσαι εσύ να κλέβεις. Αντίθ. πασσάβαβ = πλησιάζω
µάθηση (α): σικλιπέ, ο. (αµετβ.), χαρνιάβ = κονταίνω
µάθηση (β): υρενµέκο, ο (το υ (αµετβ.), χαµηλώνω (αµετβ.).
προφ. όπως το γαλλικό u) (σ.α. µάκρεµα: λουνγκιαριπέ, ο
σιχαµάρα). Αντίθ. πασσαβιπέ = πλησίασµα,
µαία: µαµί, η. χαρναριπέ = κόντεµα, χαµήλωµα.
µαϊµού: µαϊµούνα, η µακρεµένος (µτχ.): λουνγκιαρντό,
π.χ. τζανάβ τουτ σο µαϊµούνα σαν -ί.
= σε ξέρω τι µαϊµού είσαι. µακριά (επίρρ.): ντουρ
(υποκ.) µαϊµουνίσα, η π.χ. ντουρ σι κατάρ λεσκό κχερ =
µαϊµουδίστικος (επίθ.): µακριά είναι το σπίτι του από δω.
µαϊµουνάκο,-ι (ντουράλ = από µακριά, π.χ.
π.χ. µαϊµουνάκο µούι σίλε = ντουράλ αβιλό = από µακριά ήρθε).
µαϊµουδίστικο πρόσωπο έχει (δηλ. Αντίθ. πασσέ = κοντά.
είναι πολύ άσχηµος). µακρινότερος (α) (επίθ.): νταά-
µαϊντανός: µαϊντανόζι, ο ντουριτνό,-ί (= πιο µακρινός).
π.χ. σίτουτ εµπούκα µαϊντανόζι, τε Αντίθ. νταά-πασσουτνό =
ντες µαν; = έχεις λίγο µαϊντανό, να κοντινότερος.
µου δώσεις; κάι αβέλα µαϊντανόζι µακρινότερος (β) (επίθ.): εν-
κερντός = παντού µαϊντανός ντουριτνό, -ί και ένι-ντουριτνό, ί
γίνεσαι (δηλ. παντού Αντίθ. εν-πασσουτνό και ένι-
ανακατεύεσαι). πασσουτνό, -ί = πλησιέστερος.
260

µακρινός (επίθ.): ντουριτνό,-ί π.χ. µπουτ ουζούνι σι καβά καςς =


Αντίθ. πασσουτνό = κοντινός. πολύ µακρύ είναι αυτό το ξύλο.
µακρόβιος (επίθ.): βεστό,-ί µακρυχέρης (επίθ.): ουζούνι-
π.χ. (ευχή) σαστό, βεστό τε αβές = βαστένγκο,-ι.
υγιής, µακρόβιος να είσαι. µαλακός (επίθ.): κοβλό,-ί και
µακροβιότητα (α): βεστιπέ, ο πακό,-ί
π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ ντα π.χ. κοβλό µαρνό = µαλακό ψωµί,
βεστιπέ τε ντελ τουτ = ο Θεός υγεία πακό κιράλ = µαλακό τυρί.
και µακροβιότητα να σου δώσει. Αντίθ. σέρτι = σκληρός, σκληρά.
µακροβιότητα (β): εµύρυ, ο (το υ µαλακοσύνη: (βλ. µαλακότητα).
προφ. όπως το γαλλικό u) µαλακότητα: κοβλιπέ και πακιπέ, ο
π.χ. (ευχή) ο Ντελ εµύρυ τε ντελ κε Αντίθ. σερτλίκο = σκληρότητα.
χουρντέν = ο Θεός µακροβιότητα µαλακούτσικος (επίθ.): κοβλορό,-ί
να δώσει τα παιδιά σου. και πακορό,-ί.
µακρόθεν (επίρρ.): ντουράλ µαλάκωµα: κοβλιαριπέ και
µακροµύτης : µπαρέ-νακχέσκο, ο πακαριπέ, ο.
(κυριολ. µεγαλοµύτης). µαλακωµένος (µτχ.): κοβλιαρντό,-ί
µακροµύτα: µπαρέ-νακχέσκι, η και πακαρντό,-ί.
(κυριολ. µεγαλοµύτα). µαλακώνω (αµετβ. ρ.): κοβλιάβ
µάκρος (α): λουνγκιπέ, ο. και πακιβάβ
µάκρος (β): ουζου(ν)νούκο, ο π.χ. κοβλιλί η αβάβα = µαλάκωσε ο
π.χ. καζόµ µέτρορα σι ο καιρός.
ουζου(ν)νούκο; = πόσα µέτρα είναι Αντίθ. σερτλενίαβ = σκληραίνω
το µάκρος; (αµετβ.).
Αντίθ. γκενισσλίκο = φάρδος, µαλακώνω (µετβ. ρ.): κοβλιαράβ
πλάτος. και πακαράβ
µακρυµάλλης (επίθ.): µπαρέ- π.χ. καλά καραµέλε κοβλιαρέν ο
µπαλένγκο,-ι κουρλό = αυτές οι καραµέλες
(κυριολ. µεγαλοµάλλης). µαλακώνουν το λαιµό.
µακρυµάνικος (επίθ.): µπαρέ- Αντίθ. σερτλετιρίαβ = σκληραίνω
µπαϊένγκο,-ι (προφ. µε συνίζηση ιε) (µετβ.)
π.χ. µπαρέ-µπαϊένγκι α(ν)τεράβα = µαλεµπί: µαλεµπία, η
µακρυµάνικο πουκάµισο. π.χ. µαλεµπία κεράβ = µαλεµπί
(κυριολ. µεγαλοµάνικος). φτιάχνω.
Αντίθ. χαρνέ-µπαϊένγκο = µαλλάκι: µπαλορό, ο (σ.α.
κοντοµάνικος. τριχούλα).
µακρυµούρης: (βλ. µαλλάκια: µπαλορά, ε
µακρυπρόσωπος). π.χ. σαέ σσουκάρ σι κε µπαλορά! =
µακρυπρόσωπος (επίθ.): ουζούνι- τι ωραία είναι τα µαλλάκια σου!
µόσκο,-ι και ουζούνι-µουέσκο,-ι. µαλλί: µπαλ, ο
µακρύς (α) (επίθ.): λούνγκο,-ι π.χ. φουλαβάβ µε µπαλά = χτενίζω
π.χ. λούνγκο ντροµ = µακρύς τα µαλλιά µου, σίτουτ σσουκάρ
δρόµος. µπαλά = έχεις ωραία µαλλιά,
µακρύς (β) (άκλ. επίθ.): ουζούνι τσχινιπέ µανγκέν κε µπαλά =
261

κόψιµο θέλουν τα µαλλιά σου. (σ.α. µαλώνει µε το γιο του, χαλόµαν


τρίχα). καλέσα αβγκιέ = µάλωσα µ’ αυτόν
(βλ. και τρίχα). σήµερα (οµόηχο χάµαν = φάε µε).
µαλλί (προβάτου για γνέσιµο): (βλ. και τρώγοµαι).
ποσσόµ, η. µάνα: ντέι, η
µαλλιαρός (επίθ.): µπαλαλό,-ι π.χ. κάι γκελί κι ντέι; = πού πήγε η
π.χ. µπαλαλέ τσανγκά = µαλλιαρά µάνα σου;, ντάλε, σαβί ζουµί
πόδια. κερντάν; = µάνα, τι φαγητό έκανες;,
(βλ. και τριχωτός). νασφάιλι µι ντέι = αρρώστησε η
µαλλιάς: µπαρέ-µπαλένγκο,ο (κατά µάνα µου, η ντέι σι έκτανε = η µάνα
λέξη: µεγαλοµάλλης*) είναι µία.
µάλλιασε (η γλώσσα µου): µπαλ- µανάβης: µπατσετζίο, ο.
µπαριλό-α(ν)ντί-µι-τσχιπ (= µαλλί µαναβική: µπατσετζιλίκο, ο
(ή τρίχα) µεγάλωσε µες στη π.χ. µπατσετζιλίκο κερέλ λεσκό
γλώσσα µου) ντατ = µαναβική κάνει ο πατέρας
π.χ. µο νι ασσουνές; µπαλ µπαριλό του
α(ν)ντί µι τσχιπ, κάι µούιτχαβ = ρε (µπατσάβα, η = περιβόλι).
δεν ακούς; µάλλιασε η γλώσσα µου, µανία: µανία, η
που φωνάζω, πφενί-πφενί, µπαλ π.χ. σίλε µπουτ µανία ε
µπαριλό α(ν)ντί µι τσχιπ = λέγε- τοµαφιλένσα = έχει πολλή µανία µε
λέγε, µάλλιασε η γλώσσα µου. τα αυτοκίνητα.
µάλλον (επίρρ.): γκάλιµπα και µανιβέλα: µαναβέλα, η
κάλιµπα π.χ. ιρισάρ η µαναβέλα = γύρνα τη
π.χ. γκάλιµπα κα τζάλταρ αβγκιέ = µανιβέλα
µάλλον θα φύγει σήµερα, κάλιµπα µανικάκι: µπαϊορί, η (προφ. µε
αγκαντάλ σι = µάλλον έτσι είναι συνίζηση ιο)
(σ.α. πιθανόν, βλ. και πιθανόν) π.χ. βάζντε κε µπαϊορά = σήκωσε
Συνών. µπέκιµ και µπέλκιµ = ίσως. τα µανικάκια σου.
µάλωµα: τσινγκάρ, η µανίκι: µπάι, η (προφ. µε συνίζηση
(σ.α. καυγάς, πόλεµος, φασαρία). άι)
µαλωµένος (α) (µτχ.): π.χ. βαζντά πε µπαϊά, για τε
τσινγκαραλό,-ί χαλαβέλ ε τσαρέ = σήκωσε τα
π.χ. τσινγκαραλό σοµ λέσα, νι µανίκια της, για να πλύνει τα πιάτα.
κονουσσίας = µαλωµένος είµαι µαζί µανιτάρι: τσουπέρκα, η.
του, δεν µιλάµε. (υποκ.) τσουπερκίσα, η.
(βλ. και καυγατζής). µανίτσα: (βλ. µανουλίτσα).
µαλωµένος (β) (µτχ.): χα(ν)ντό,-ί µανούλα: ντεϊορί, η (προφ. µε
(κυριολ. φαγωµένος, χαβ = τρώω) συνίζηση ιο)
π.χ. χα(ν)ντό σεµ λένσα = π.χ. (στίχος από τσιγγάνικο
µαλωµένος είµαι µαζί τους. τραγούδι) κάι µε χουρντένγκι
(βλ. και φαγωµένος). λατσχί ντεϊορί! = πού είναι των
µαλώνω (αµετβ. ρ.): χάµαν παιδιών µου η καλή µανούλα!
(κυριολ. τρώγοµαι µτφ.). µανουλίτσα: ντεορί και ντεϊορί, η
π.χ. σόσκε χά(ν)τουµεν; = γιατί π.χ. σο τε κερέλ µι ντεορί! = τι να
µαλώνετε;, χάλπες πε τσχαβέσα = κάνει η µανουλίτσα µου!, αβιλίταρ
262

µι ντεϊορί! = ήρθε η µανουλίτσα ντικχλό = κοιταγµένος), πφά(ν)νταβ


µου!, αχ! µι λατσχί ντεορί µουλί = η µοµία κάι µο σσορό = δένω τη
άχ! η καλή µου, η µανουλίτσα µαντίλα στο κεφάλι µου.
πέθανε. (υποκ.) ντικχλορό, ο, µοµιίσα, η,
µανταλάκι: κΰστϋρµάκο, ο σσαρπίσα, η .
(βλ. και πιαστράκι). µαντίλι: γιαλούκο, ο
µανταρίνι: µα(ν)νταλίνα, η π.χ. λε ο γιαλούκο ντα κόστουτ =
π.χ. µα(ν)νταλίνε χαβ, αµά πάρε το µαντίλι και σκουπίσου.
πορτοκάλα νασστίκ = µανταρίνια µάντισσα (της µοίρας): φαλτζΰκα
τρώω, αλλά πορτοκάλια δεν µπορώ. και φαλτζίκα, η
µανταρινιά: µα(ν)νταλίν, η. π.χ. µι µάµι σι φαλτζΰκα = η γιαγιά
µαντάτο: (βλ. είδηση). µου είναι µάντισσα της µοίρας.
µαντατοφόρος: αµπερτζίο, ο (σ.α. µάντρα: µά(ν)ντρα, η.
πληροφοριοδότης), θηλ. µάξι: µάκσι, ο
αµπερτζίκα, η π.χ. ε µακσέσκι µόντα νακχλί = η
π.χ. λενγκό αµπερτζίο σι καβά, µόδα του µάξι πέρασε.
αµπέρα, ινγκαρέλ λένγκε = ο µαξιλαράκι (α): σσαρα(ν)ντορό, ο.
µαντατοφόρος τους είναι αυτός, µαξιλαράκι (β): γιαστουκίσι, ο.
ειδήσεις µεταφέρει γι’ αυτούς. µαξιλάρι (α): σσαρά(ν)ντ και
µαντεία (του χεριού): βλ. σσερά(ν)ντ, ο
χειροµαντεία. π.χ. [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
µάντεµα: φάλο, ο (= µάντεµα της «ε µπαρέ σουνέ» (= τα µεγάλα
µοίρας, του πεπρωµένου στα όνειρα)] εκχέ σσαρα(ν)ντέστε
χαρτιά, στην παλάµη, στο φλιτζάνι πφενέλας κα πφουριβάς, κεράβας
ή µε σφαίρα ειδική για µάντεµα). λάσα µπαρέ σουνέ, τζι κάι
π.χ. λιλά τσχαβ τε ντικχάβ κο φάλο χασάρντιλοµ κάι ντροµένγκε σουνέ
= χαρτιά ρίχνω να δω τη µοίρα σου, ντα ατσχιλόµ κόρκορι = σε ένα
πουτάρ κο βας τε ντικχάβ κο φάλο µαξιλάρι µου ‘λεγε θα γεράσουµε,
= άνοιξε το χέρι σου να δω τη έκαµνα µαζί της όνειρα µεγάλα,
µοίρα σου, ντε µα(ν)ντέ κο µέχρι που χάθηκα στους δρόµους
φιλτζάνο τε ντικχάβ κο φάλο = των ονείρων κι έµεινα µόνος.
δώσ’ µου το φλιτζάνι σου να δω τη µαξιλάρι (β): γιαστούκο, ο
µοίρα σου. π.χ. νασστί πασστιάβ καλέ
µαντεύω (τη µοίρα) (µετβ. ρ.): γιαστουκέσα = δεν µπορώ να
φάλο-ντικχάβ (ντικχάβ = βλέπω, κοιµηθώ µ’ αυτό το µαξιλάρι.
κοιτάζω, βλ. φάλο στο λήµµα µαξιλαροθήκη: κϋλΰφο, ο (κυριολ.
µάντεµα). κελύφι).
µάντης (της µοίρας): φαλτζίο, ο µαόνι: µαούνο, ο
(από την λέξη φάλο, ο, βλ. π.χ. µαουνέσταρ σι καβά καςς =
µάντεµα) από µαόνι είναι αυτό το ξύλο.
µαντίλα: ντικχλό, ο, µοµία, η και µαραγκός: µαρανγκόζι, ο
σσάρπα, η και γκρέπο, ο π.χ. ο µαρανγκόζι κερέλ ο ντολάπο
π.χ. τε κινές µάνγκε ντα γκασαβό = ο µαραγκός φτιάχνει την
ντικχλό = να µου αγοράσεις και ντουλάπα (ντολάπο, ο = ντουλάπα,
µένα τέτοια µαντίλα (οµόηχο ντουλάπι).
263

µαραγκοσύνη: µαρανγκοζλούκο. π.χ. ε κχερέσκι µαρκίζα = του


µαράζι: µαράζι, ο σπιτιού η µαρκίζα.
π.χ. χαλά λα ο µαράζι, σαρ (υποκ.) µαρκιζίσα, η
γκελόταρ λακό τσχαό = την έφαγε µαρµαράς: µαρµαρτζίο, ο.
το µαράζι, καθώς έφυγε ο γιος της. µαρµαρένιος (επίθ.):
µαραίνοµαι (αµετβ. ρ.): µαρµαρένγκο,-ι
µορσισάβαβ και µορσισάαβ π.χ. µαρµαρένγκε µερντεφέα =
π.χ. µορσισάιλι η λουλουγκί = µαρµάρινες σκάλες.
µαράθηκε το λουλούδι. µάρµαρο: µάρµαρο, ο
[µορσισάαβ (µτφ.) = (αµετβ.) µου- π.χ. κα νακχαβάβ µε ντα κάι µο
διάζω]. κχερ γκασαβέ µάρµαρα = θα
µαραίνω (µετβ. ρ.): µορσισαράβ περάσω κι εγώ στο σπίτι µου τέτοια
π.χ. (µτφ.) καβά νασφαλιπέ µάρµαρα.
µορσισαρντάς λακό τερνιπέ = αυτή µάρτυρας: σσαήτι, ο.
η αρρώστια µάρανε τα νιάτα της. µάρτυρας (η): σσαήτι, η
[µορσισαράβ (µτφ.) = µουδιάζω π.χ. κα τχαβ τουτ σσαήτι κάι
(µετβ.)]. µακεµάβα = θα σε βάλω µάρτυρα
µαραµένος (µτχ.): µορσισαρντό,-ί στο δικαστήριο.
[µορσισαρντό (µτφ.) = µάρτυρας του Ιεχωβά: Γιαχοβάβα,
µουδιασµένος]. ο, θηλ. Γιαχοβάβκα, η.
µαραµένος (άκλ. επίθ.): µορσιµέ µαρτυρία: (βλ. προδοσία).
π.χ. πφουριλάν, σαρ µορσιµέ µαρτυριάρης: (βλ. προδότης).
λουλουγκί κερντιλάν = γέρασες, µαρτυρώ: (βλ. προδίδω).
σαν µαραµένο λουλούδι έχεις γίνει. µασέλα: µασέλα, η
Αντίθ. µπιµορσιµέ = αµάραντος. π.χ. νάι λέσκε ε ντα(ν)ντά, µασέλα
µάρανση: µορσισαριπέ και βουραβέλ = δεν είναι δικά του τα
µορσιπέ, ο δόντια, µασέλα φοράει.
[µορσισαριπέ (µτφ.) = µούδιασµα]. µάσηµα: τσα(µ)µπιπέ και
µαραφέτι: µαραφέτι, ο τσανµπιπέ, ο.
π.χ. καλέ µαραφετένσα µπουκί νι µασηµένος (µτχ): τσα(µ)µπλό,-ί
κερντόλ = µ’ αυτά τα µαραφέτια και τσανµπλό,-ί.
(εργαλεία) δουλειά δε γίνεται, µάσηση: (βλ. µάσηµα).
(φράση) κάι χαρνέ µανουσσά σι ο µασιά: µασσάβα, η
µαραφέτι = στους κοντους π.χ. τε λάβα τούκε η µασσάβα,
ανθρώπους υπάρχει το µαραφέτι τζανές σο κα κεράβ τουτ; = αν σου
(δηλ. η πονηριά, η εξυπνάδα, η πάρω τη µασιά, ξέρεις τι θα σε
εφευρετικότητα). κάνω;
µάρκα: µάρκα, η µάσκα: µάσκα, η
π.χ. σαβί µάρκα σι κο τοµαφίλι; = π.χ. κάταρ λιάν καγιά µάσκα; =
τι µάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; από πού πήρες αυτή τη µάσκα;
τζανάβ σο µάρκα σαν του = ξέρω τι µασκαραλίκι: µασκαραλούκο, ο
µάρκα είσαι εσύ (δηλ. πόσο π.χ. σόσι καβά µασκαραλούκο
πονηρός). κατέ α(ν)ντρέ, η ντουνιάβα κα
µαρκίζα: µαρκίζα, η πρασάλ τουµέν = τι µασκαραλίκι
264

είναι αυτό εδώ µέσα, ο κόσµος θα ερωτικής σχέσης, η κατάσταση του


σας κοροϊδεύει. κερατά)
Συνών. ρεζι(λ)λίκο = ρεζιλίκι. π.χ. ο πεζεβενκλίκο σι λεσκί
µασκαράς: µασκαράβα, η µπουκί, τζουβλέν µπικινέλ ντα χαλ
π.χ. µασκαράβε κερντιλάµ α(ν)ντί = η µαστροπεία είναι η δουλειά του,
ντουνιάβα, σάορε πρασάν αµέν = γυναίκες πουλάει και τρώει, µο
µασκαράδες γίναµε µες στον αµάλ κερέλ µανγκέ πεζεβενκλίκο =
κόσµο, όλοι µας περιγελούν, τζανές ο φίλος µου κάνει για µένα
σο µασκαράβα σι βο! = ξέρεις τι µεταφορά λόγων (δηλ. µε βοηθάει
µασκαράς είναι αυτός! (δηλ. τι να πλησιάσω την κοπέλα που
απατεώνας). θέλω).
µασούρι: τόπο, ο µαστροπός (α): (βλ. προαγωγός).
π.χ. εκ τόπο τχαβ = ένα µασούρι µαστροπός (β): πεζεβένκο, ο (σ.α.
κλωστή (σ.α. µάτσο π.χ. εκ τόπο µεσολαβητής για τη δηµιουργία
παρέ = ένα µάτσο λεφτά) ερωτικής σχέσης, κερατάς)
µαστίγιο: καµτσίκα, η. π.χ. πεζεβένκο σι καβά. τζουβλέν
µαστίγωµα: καµτσικάσα- µπικινέλ = µαστροπός είναι αυτός.
τσαλαηπέ, ο (= µε µαστίγιο γυναίκες πουλάει, του σάνας
χτύπηµα). λενγκί πεζεβέβνκα, µαριπέ κα χας
µαστιγώνω (µετβ. ρ.): καµτσικάσα ακανά = εσύ ήσουν η µεσολαβήτρια
- τσαλαβάβ (= µε µαστίγιο χτυπώ). της ερωτικής τους σχέσης, ξύλο θα
µαστίχα: τσαµτσίκ, µαστίκα και φας τώρα, πεζεβένκο σαν, κι ροµνί
µαστίκ, η οπρά τούτε κερέλ = κερατάς είσαι,
π.χ. ντε µά(ν)ντα εκ µαστίκα = η γυναίκα σου πάνω σου κάνει
δώσ’ µου κι εµένα µια µαστίχα. (µοιχεύει), θηλ. πεζεβένκα, η.
Συνών. τσίκλα = τσίχλα. µασχάλη: κχάκ και κχαγκ, η
µάστορας: ουστάβα, ο π.χ. κχά(ν)ντεν κε κχαγκά =
π.χ. καγιά µπουκί µανγκέλ µυρίζουν οι µασχάλες σου.
ουστάβα = αυτή η δουλειά θέλει (υποκ.) κχαγκορί, η.
µάστορα. µασώ (µετβ. ρ.): τσά(µ)µπαβ και
µαστόρεµα: (βλ. µαστοριά). τσάνµπαβ
µαστορεύω (αµετβ. και µετβ. ρ.): π.χ. τε τσά(µ)µπες σσουκάρ κο
ουσταλούκο-κεράβ (= µαστοριά χαπέ = να µασάς καλά την τροφή
κάνω) σου, τσάνµπελας πε όρµπε , ιν
µαστοριά: ουσταλούκο, ο µανγκέλας τε πφενέλ ο τσατσιπέ =
π.χ. ο ουσταλούκο, νάι κολάη σσέι µασούσε τα λόγια του, δεν ήθελε να
= η µαστοριά, δεν είναι εύκολο πει την αλήθεια, τσά(µ)µπαβ
πράγµα. µαστίκα = µασώ µαστίχα.
µαστός: τσουτσί, η µατάκι (α): γιακχορί, η
(βλ. και βυζί). π.χ. σαβέ σσουκάρ γιακχορά σι
µαστροπεία (α): νταβατζουλούκο, καλέ χουρντέ! = τι ωραία µατάκια
ο. έχει αυτό το µωρό!
µαστροπεία (β): πεζεβενκλίκο, ο µατάκι (β): γιακχαλί, η
(σ.α. η µεταφορά λόγων από τρίτο π.χ. τσχουτά λεσκέ γιακχαλί = του
πρόσωπο για τη δηµιουργία έριξε (έκανε) µατάκι.
265

µατάκι (γ) (κατά του µατιάζω (µετβ. ρ.): γιακχά-νταβ (=


µατιάγµατος): µποντζούκο και µάτια δίνω)
κλέι, ο (κλέι κυριολ. χάντρα) π.χ. γιακχά-ντιέ ε χουρντέ ντα
π.χ. µπούσσουκαρ σι κι τσχέι, τχο νασστί πασστόλ = το µάτιαξαν το
λακέ εκ µποντζούκο οπρά λάτε, τε µωρό και δεν µπορεί να κοιµηθεί.
να λελ-γιακχά = πανέµορφη είναι η µάτιασµα: γιακχά-ντιιπέ, ο (=
κόρη σου, βάλε της ένα µατάκι µάτια δόσιµο).
πάνω της, να µη µατιάζεται, καζόµ µατόκλαδο: σαµσάλι και κιρπίκο, ο
φαρέ πφε(ν)ντόµ τουκέ τε τχος εκ µατόκλαδα (τα): σαµσάλα και
κλέι οπρά χουρντό, νι τχοντάν = κιρπίτσα, ε.
πόσες φορές σου είπα να βάλεις ένα µατόπονος: γιακχένγκι-ντουκ, η
µατάκι πάνω στο παιδί, δεν έβαλες. (= µατιών πόνος).
µατζούνι: µατζούνο, ο. µάτσο: µάτσα, η και µάτσο, ο
µάτι: γιακ, η π.χ. γεκ µάτσα παρέ σικαντά
π.χ. καλέ γιακχά = µαύρα µάτια, µάνγκε = ένα µάτσο λεφτά µου
(φράση) ιν πφερέλ µι γιακ = δε µου έδειξε.
γεµίζει το µάτι, (φράση) ντικ µαν µάτωµα: ρατβαλιπέ, ο.
εκχέ γιακχάσα, τε ντικχάβ τουτ µατωµένος (µτχ.): ρατβαλό,-ί και
ντουέ γιακχένσα = κοίταξέ µε µε ραταλό,-ί.
ένα µάτι, για να σε κοιτάξω µε δύο µατώνοµαι (αµετβ. ρ.):
(δηλ. φέρσου µου µια φορά καλά, ρατβάρντιαβ.
για να σου φερθώ δύο), σίτουτ µατώνω (αµετβ. ρ.): ρατβάβαβ
σσουκάρ γιακχά = έχεις ωραία π.χ. ρατβάιλο λεσκό νακ = µάτωσε
µάτια, [στίχοι από τσιγγάνικο η µύτη του.
τραγούδι «τζάσταρ αµένγκε ντουρ» µατώνω (µετβ. ρ.): ρατβαράβ και
(= πάµε να φύγουµε µακριά)] ραταράβ
χαλέµαν κε σσουκάρ γιακχά, γιακ π.χ. α(ν)ντέ εκ ντουµούκ
µπουτ µπαρί ντιέµαν, ιν τζανάβ σο ρατβαρντά λεσκό νακ = µε µια
τε κεράβ = (απόδοση στίχων) µε γροθιά του µάτωσε τη µύτη.
έφαγαν τα ωραία σου µάτια, φωτιά µαυρίζω (αµετβ. ρ.): καλιάβ
πολύ µεγάλη µου δώσανε, δεν ξέρω π.χ. (φράση) καλιλό µο γκι τούταρ
τι να κάνω. = µαύρισε η ψυχή µου από σένα.
(βλ. οµόηχο γιακ = φωτιά). Αντίθ. παρνιάβ = ασπρίζω (αµετβ.).
µατιαγµένος (µτχ.): γιακχαλό,-ί µαυρίζω (α) (µετβ. ρ.): καλαράβ
Αντίθ. µπαησαρντό = και καλιαράβ
ξεµατιαγµένος. π.χ. α(ν)ντέ γεκ ντουµούκ
µατιάζοµαι (αµετβ. ρ.): γιακχά- καλαρντά λεσκί γιακ = µε µια
λαβ (= µάτια παίρνω) γροθιά του µαύρισε το µάτι.
π.χ. γιακχά-λιάν, ο(ν)ντάν Αντίθ. παρναράβ = ασπρίζω
ντουκχάλ κο σσορό = µατιάχτηκες, (µετβ.).
γι’ αυτό πονάει το κεφάλι σου µαυρίζω (β) (επιτατ. µετβ.ρ.):
(γιακχά-λαβ ως µετβ. σηµαίνει: καλανταράβ
αποσπώ την προσοχή, βλ. και π.χ. καλανταρντά µαν ο κχαµ = µε
αποσπώ (την προσοχή)). µαύρισε ο ήλιος.
266

Αντίθ. παρνανταράβ = ασπρίζω πατέ = µαύρα ρούχα (καλό σ.α.


µετβ. χασίς)
µαυρίλα: καλιπέ, ο (σ.α. µελανιά) Αντίθ. παρνό = άσπρος.
π.χ. κερντιλό α(ν)ντέ καλιµάτα ο µαυρούτσικος (επίθ.): καλορό,-ί
πα(ν)τόλι = έγινε µες στις µαυρίλες Αντίθ. παρνορό = ασπρούτσικος.
το παντελόνι. µάχαιρα: µπαρί-τσχουρί, η (=
Αντίθ. παρνιπέ = ασπρίλα. µεγάλο µαχαίρι).
µαύρισµα (α): καλαριπέ και µαχαιράκι: τσχουρορί, η.
καλιαριπέ, ο µαχαίρι: τσχουρί, η
π.χ. καλαριπέ µανγκέν κε γιακχά, π.χ. ντέµαν η τσχουρί, τε τσχινάβ ο
για τε τχος γκογκί = µαύρισµα µας = δώσε µου το µαχαίρι, να
θέλουν τα µάτια σου, για να βάλεις κόψω το κρέας.
µυαλό. µαχαιριά: τσχουρί, η (κυριολ.
Αντίθ. παρναριπέ = άσπρισµα. µαχαίρι)
µαύρισµα (β): καλανταριπέ, ο π.χ. χαλά ντούι τσχουρά, αµά νι
Αντίθ. παρνανταριπέ = άσπρισµα. µουλό = έφαγε δύο µαχαιριές, αλλά
µαυρισµένος (α) (µτχ.): δεν πέθανε.
καλαρντό,-ί και καλιαρντό,-ί (σ.α. µαχαίρωµα: τσχουράσα-χϋβαριπέ,
χασίς) ο (= µαχαιροτρύπηµα*).
Αντίθ. παρναρντό = ασπρισµένος. µαχαιρωµένος (µτχ.): τσχουράσα-
µαυρισµένος (β) (µτχ.): χϋβαρντό,-ί (= µαχαιροτρυπηµέ-
καλανταρντό, -ί νος*).
Αντίθ. παρνανταρντό = µαχαιρώνοµαι (αµετβ. ρ.):
ασπρισµένος. τσχουράσα-χϋβαράµαν (=
µαυροµάλλης (επίθ.): καλέ- µαχαιροτρυ-
µπαλένγκο,-ι πιέµαι*).
Αντίθ. παρνέ-µπαλένγκο = µαχαιρώνω (µετβ. ρ.): τσχουράσα-
ασπροµάλλης. χϋβαράβ (= µαχαιροτρυπώ*).
µαυροµάνικος (επίθ.): καλέ- µάχη: τσινγκάρ, η
µπαϊένγκο,-ι (προφ. µε συνίζηση (σ.α. καυγάς, πόλεµος, φασαρία,
ιέ) µάλωµα).
π.χ. κάταρ λιάν καγιά καλέ- µαχητής: µαρεµπετζίο, ο (=
µπαϊένγκι α(ν)τεράβα; = από πού πολεµιστής, µαρεµπάβα, η =
πήρες αυτό το µαυροµάνικο πόλεµος), θηλ. µαρεµπετζίκα, η
πουκάµισο; π.χ. µαρεµπετζίο σι ο Ντας =
Αντίθ. παρνέ-µπαϊένγκο = πολεµιστής είναι ο Έλληνας.
ασπροµάνικος. µάχοµαι (α) (αµετβ. ρ.): τσινγκάρ-
µαυροµάτης (επίθ.): καλέ- κεράβ (= µάχη, πόλεµο, καβγά,
γιακχένγκο,-ι. κάνω)
µαυροπρόσωπος (επίθ.): καλέ- (σ.α. καυγαδίζω, πολεµώ).
µόσκο,-ι µάχοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
Αντίθ. παρνέ-µόσκο = µαρεµπάβα-κεράβ (= πόλεµο
ασπροπρόσωπος. κάνω, πολεµώ).
µαύρος (επίθ.): καλό,-ι µάχοµαι (γ) (αµετβ. ρ.): µαράµαν
π.χ. καλό κοτορ = µαύρο ύφασµα, (κυριολ. δέρνοµαι µέση διάθεση,
καλέ µπαλά = µαύρα µαλλιά, καλέ
267

µαράµαν µτφ. = παιδεύοµαι, π.χ. µπαριπέ µπικινέλ αµένγκε =


αγωνίζοµαι, προσπαθώ, µοχθώ, µεγαλοσύνη µας πουλάει.
καταγίνοµαι, µάχοµαι) Αντίθ. σικνιπέ = µικρότητα,
π.χ. κε λατσχιµάσκε µαράµαν, αµά µικράτα (τα).
νι ακχιαρές = για το καλό σου µεγαλόσωµος: (βλ. γίγαντας).
µάχοµαι, αλλά δεν καταλαβαίνεις. µεγαλούτσικος (επίθ.): µπαρορό,-ί
µεγαλοδείχνω (αµετβ. ρ.): µπαρό- (οµόηχο µπαρορό = πετραδάκι)
σικαβάβ Αντίθ. σικνορό = µικρούτσικος,
π.χ. ε σακάλα µπαρό-σικαβέν τουτ, µικρούλης.
ρά(ν)ντετουτ = τα γένια σε µεγαλόψυχος (επίθ.): µπαρέ-
µεγαλοδείχνουν, ξυρίσου. γκέσκο,-ι
Αντίθ. σικνό-σικαβάβ = Αντίθ. σικνέ-γκέσκο = µικρόψυχος.
µικροδείχνω. µεγαλύτερος (α) (επίθ.):
µεγαλόκαρδος: (βλ. µεγαλόψυχος). νταάµπαρο,-ι (= πιο µεγάλος)
µεγαλοµανής (επίθ.): µπαρικανό,-ί π.χ. σι νταάµπαρο µά(ν)νταρ ντούι
(βλ. και υπερήφανος). µπροςς = είναι µεγαλύτερος από
µεγαλοµανία: µπαρικανιπέ, ο µένα δύο χρόνια.
(βλ. και υπερηφάνεια). Αντίθ. νταάσικνο = µικρότερος.
µεγαλοµάτης (επίθ.): µπαρέ- µεγαλύτερος (β) (άκλ. επίθ.):
γιακχένγκο,-ι. µπαριντέρ και µπαρεντέρ
µεγαλοπιάνοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. µο µπαριντέρ τσχαό σι καβά =
µπαρό-ασταράµαν. ο µεγαλύτερος γιος µου είναι αυτός.
µεγαλοποιηµένος (µτχ.): Αντίθ. σικνιντέρ και σικνεντέρ =
µπαρανταρντό,-ί (= µεγαλωµένος). µικρότερος.
µεγαλοποίηση: µπαρανταριπέ, ο (= µεγάλωµα: µπαραριπέ, ο και
µεγάλωµα) µπαρανταριπέ, ο
(σ.α. µεγέθυνση, επέκταση). Αντίθ. σικναριπέ = µίκρεµα,
µεγαλοποιώ (µετβ. ρ.): σµίκρυνση.
µπαρανταράβ (= µεγαλώνω µετβ.) µεγαλωµένος (α) (µτχ):
π.χ. νάι αγκαντάλ ε σσέα σαρ µπαραρντό,-ί.
πφενές. νά µπαραντάρ λεν = δεν µεγαλωµένος (β) (µτχ.):
είναι έτσι τα πράγµατα, όπως τα µπαρανταρντό, -ί.
λες. µην τα µεγαλοποιείς. µεγαλώνω (αµετβ. ρ.): µπαριάβ
(σ.α. µεγεθύνω, επεκτείνω). π.χ. µπαριλό κο τσχαβό =
µεγάλος (επίθ.): µπαρό,-ί (σ.α. µεγάλωσε ο γιος σου, κάνα κα
αρχηγός, ηγέτης) µπαρός, σο µανγκές τε κερντός; =
π.χ. καβά σι µο µπαρό πφαλ = όταν θα µεγαλώσεις, τι θέλεις να
αυτός είναι ο µεγάλος µου αδερφός, γίνεις;, µπαριλέ κε µπαλά =
µπαρό κχερ = µεγάλο σπίτι, µεγάλωσαν τα µαλλιά σου.
(φράση) ο Ντελ µπαρό σι = ο Θεός Αντίθ. σικνιάβ = µικραίνω (αµετβ.).
µεγάλος είναι. µεγαλώνω (α) (µετβ. ρ.):
Αντίθ. σικνό = µικρός. µπαραράβ
µεγαλοσύνη: µπαριπέ, ο (σ.α. π.χ. µπαραράβ µε χουρντέν =
µεγαλείο, µέγεθος, µεγαλότητα) µεγαλώνω τα παιδιά µου.
Αντίθ. σικναράβ = µικραίνω
(µετβ.), σµικρύνω.
268

µεγαλώνω (β) (µετβ. ρ.): σο κερέλ = µέθυσε, δεν ξέρει τι


µπαρανταράβ κάνει, κάνα µατός µπουτ λεκιάβα
Αντίθ. σικναράβ = µικραίνω µετβ., κερντός = όταν µεθάς πολύ λεκές
σµικρύνω. γίνεσαι, µατιλόµ, τζαβ τε πασστιάβ
µεγέθυνση: (βλ. µεγαλοποίηση). = µέθυσα, πάω να κοιµηθώ.
µεγεθύνω (µετβ. ρ.): µπαρανταράβ µεθώ (µετβ. ρ.): µαταράβ
(= µεγαλώνω µετβ.). π.χ. [στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου
π.χ. κα µπαρανταράβ ο ρέσµι = θα «ο κορκοριπέ» (= η µοναξιά)]
µεγεθύνω τη φωτογραφία. µαταρντάς µαν πε γκουγκλέ
(βλ. και µεγαλοποιώ). ορµπένσα ντα πακιαϊέµ λα = µε
µέγιστος (επίθ.): γκαέτ-µπαρό,-ί (= µέθυσε µε τα γλυκόλογά της και
υπερ µεγάλος). την πίστεψα, κα µαταράβ τουτ
µεζεδάκι: µεζαβίσα, η. αϊράτ = θα σε µεθύσω απόψε.
µεζές: µεζάβα, η µεικτός: (βλ. ανάµεικτος).
π.χ. σίµαν λατσχί µεζάβα ρακιάκε µεϊντάνι: µεϊντάνο και
= έχω καλό µεζέ για ούζο. µέϊντα(ν)νουκο, ο (σ.α. αλάνα)
µεζούρα: µεζούρα, η. π.χ. µπαρό µέϊντα(ν)νουκο σίλε
µεθαύριο (επίρρ.): οβεράκι και ανγκλά ο κχερ λέσκο = µεγάλο
οβέρτχαρα µεϊντάνι έχει µπροστά στο σπίτι
π.χ. οβεράκι τζάβταρ = µεθαύριο του, (φράση) κάνα τζάλταρ η
φεύγω, οβέρτχαρα κ’ αβέλ = πισίκα, ε µισσκοένγκε µεϊντάνο
µεθαύριο θα’ ρθει . πουτάρντολ = όταν φεύγει η γάτα,
Αντίθ. ποέρακι = προχθές. για τα ποντίκια µεϊντάνι ανοίγει.
µέθη: (βλ. µεθύσι). µειωµένος: (βλ. υποτιµηµένος).
µεθύσι: µατιπέ, ο µειώνοµαι: (βλ. υποτιµούµαι).
π.χ. νασστί βάζντελας πο σσορό µειώνω (α): (βλ. υποτιµώ).
κατάρ ο µατιπέ = δεν µπορούσε να µειώνω (β): (βλ. λιγοστεύω µετβ.).
σηκώσει το κεφάλι του από το µείωση: (βλ. υποτίµηση).
µεθύσι. µελαγχολία: µελανχολία, η
µεθυσµένος (µτχ. ως επίθ.): µατό,- π.χ. µελανχολία ασταρντά λε =
ί µελαγχολία τον έπιασε.
π.χ. µατό σι, ιν τζανέλ σο πφενέλ = µελανάδα: βουνοτιπέ, ο.
µεθυσµένος είναι, δεν ξέρει τι λέει. Συνών. καλιπέ = µαυρίλα.
Συνών. πι(ν)ντό = πιωµένος. µελανής (άκλ. επίθ.): βούνοτο.
µέθυσος (µτχ. ως επίθ.): µατό, ο µελανιάζω (αµετβ. ρ.):
(σ.α. µεθυσµένος, βλ. και βουνοτοσάαβ
µεθυσµένος) και θηλ. µατί, η (σ.α. π.χ. βουνοτοσάιλε λεσκέ τσχαµά
µεθυσµένη) κατάρ ο σσιλ = µελάνιασαν τα
π.χ. εκχέ µατέστε πελί λεσκί τσχέι µάγουλά του από το κρύο.
= σ’ έναν µέθυσο έπεσε Συνών. καλιάβ = µαυρίζω (αµετβ.).
(παντρεύτηκε) η κόρη του. µελανιάζω (µετβ. ρ.):
µεθύστακας: (βλ. µέθυσος). βουνοτοσαράβ
µεθώ (αµετβ. ρ.): µατιάβ π.χ. βουνοτοσαρντάς λες α(ν)ντό
π.χ. πιλά µπουτ ντα µατιλό = ήπιε µαριπέ = τον µελάνιασε στο ξύλο.
πολύ και µέθυσε, µατιλό, νι τζανέλ Συνών. καλαράβ = µαυρίζω (µετβ.).
269

µελάνιασµα: βουνοτοσαριπέ, ο. π.χ. ανγκλέντοβρου µε ντα κα


µελανιασµένος (µτχ.): κινάβ εκ τοµαφίλι = µελλοντικά κι
βουνοτοσαρντό,-ί. εγώ θ’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο,
µελανιασµένος (άκλ. επίθ.): βου- ανγκλέντοβρου, τε µπαρόλα µι
νοτιµέ. µπουκί, κα µπαρανταράβ ο ντικιάνο
µελαχρινάδα: εσµερλίκο, ο. = µελλοντικά, αν µεγαλώσει η
µελαχρινός (επίθ.): εσµέρι,-κα δουλειά µου, θα επεκτείνω το
π.χ. εσµέρι τσχαβό = µελαχρινό µαγαζί, ανγκλέντοβρου κερ ντα εκ
αγόρι, εσµέρκα τσχέι = µελαχρινό χουρντό = µελλοντικά κάνε ακόµα
κορίτσι. ένα παιδί (η λέξη ανγκλέντοβρου
µελετώ (αµετβ. και µετβ. ρ.): είναι σύνθετη από το επίρρ. ανγκλέ
ντικχάβ (= κοιτάζω, βλέπω, σ.α. = µπροστά και το άκλ. επίθ. και
προσέχω, εξετάζω, παρατηρώ, επίρρ. ντοβρού = ευθεία επίρρ.,
επιβλέπω, παρακολουθώ, φροντίζω) κατευθείαν, ευθύς, ντόµπρος).
π.χ. σο ντικχές τε κερές; = τι µελλοντικός (επίθ.):
µελετάς να κάνεις; ανγκλέντοβρούσκο, -ι.
µέλι: αβγκίν, ο µεµιάς (επίρρ.): α(ν)ντέ-εκ-φαρέ
π.χ. αβγκίν τχάβντελ κατάρ λεσκό (= µες σε µία φορά) και εκχάσα (=
µούι, κάνα ορµπισαρέλ = µέλι µε µια)
στάζει απ’ το στόµα του, όταν π.χ. α(ν)ντέ-εκ-φαρέ νταλί βάζντες
µιλάει, χα αβγκίν τε ζουράος = φάε ο τσουβάλι; = µεµιάς µπορείς να
µέλι να δυναµώσεις. σηκώσεις το σακί;, σο
(υποκ.) αβγκινορό, ο. τσινγκαρντόµ λε, α(ν)ντέ-εκ-φαρέ
µέλισσα: µπού(µ)µπαλο, ο και αβιλό = µόλις τον κάλεσα, µεµιάς
µπιροβλί, η ήρθε.
π.χ. τσαλαντά µαν µπού(µ)µπαλο µεντεσεδάκι: µε(ν)ντεσσαβίσα, η.
κάι µο βας = µε χτύπησε (τσίµπησε) µεντεσές: µε(ν)ντεσσάβα,η
µέλισσα στο χέρι. π.χ. τε κινές ντούι µε(ν)ντεσσάβε ε
µελισσούλα: µπου(µ)µπαλίσι, ο και καπουϊάκε = ν’ αγοράσεις δύο
µπιροβλορί, η. µεντεσέδες για την πόρτα.
µελιτζάνα: πατλιτζάνο, ο µένω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ
π.χ. πεκάβ ε πατλιτζάια = ψήνω τις π.χ. νι τζαβ κχατέ(ν)ντε, κατέ κα
µελιτζάνες. ατσχάβ = δεν πάω πουθενά, εδώ θα
µελιτζανάκι: πατλιτζανίσι, ο. µείνω, καζόµ παρέ ατσχιλέ τουτ; =
µελιτζανής (επίθ.): πατλιτζανέσκο, πόσα λεφτά σου έµειναν;
-ι. (βλ. και αµετβ. σταµατώ, στέκοµαι,
µελιτζανί (το): πατλιτζανέσκο- παύω αµετβ.)
ρένκι, (κυριολ. µελιτζάνας χρώµα). µέρα: γκιβέ, γκιέ και γκιές, ο
µελιτζανοσαλάτα: εζµάβα, η π.χ. [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
π.χ. λιόµ πατλιτζάια, τε κεράβ «ο κχαµ» (= ο ήλιος)] κάνα κα αβέλ
εζµάβα = πήρα µελιτζάνες, να κάνω κοβά γκιβέ, ο κχαµ ε Ροµένγκε κάι
µελιτζανοσαλάτα. ιν κα γκαράντολ! = (απόδοση
(υποκ.) εζµαβίσα, η. στίχων) πότε θα έρθει αυτή η µέρα,
µελλοντικά (επίρρ.): που ο ήλιος θα πάψει να κρύβεται
ανγκλέντοβρου για τους Τσιγγάνους!, σαβό γκιές
270

κα ιρισάος; = ποια µέρα θα µεροκάµατο (α): γκυ(ν)ντελίκο (το


γυρίσεις;, εκχόλ ακανά, ρακιλό. υ προφ. όπως το γαλλικό u) και
τχάρα ντα γκιέ σι = φτάνει τώρα, γκιου(ν)ντελίκο, ο
νύχτωσε. κι αύριο µέρα είναι. π.χ. ικαλντόµ µο γκιου(ν)ντελίκο
Αντίθ. ρατ και ρακί = νύχτα. αβγκιέ = έβγαλα το µεροκάµατό
µεράκι: µεράκο, ο µου σήµερα.
π.χ. σίµαν µπουτ µεράκο, εκχέ µεροκάµατο (β): µεροκάµατο, ο
σπορ τοµαφιλέσκε = έχω πολύ π.χ. µπερεκέτ ε Ντεβλέσκε τε
µεράκι, για ένα σπορ αυτοκίνητο. κερές, κάι ικαλές εκ µεροκάµατο =
µερακλής: µερακλίο, ο. να δοξάζεις το Θεό που βγάζεις ένα
µερακλίδισσα: (βλ. µερακλού). µεροκάµατο.
µερακλού: µερακλΰκα, η. µέρος: τχαν, ο
µερεµέτι: µερεµέτι, ο π.χ. κατάρ σαβό τχαν σαν; = από
π.χ. µαράµαν καλέ µερεµετένσα = ποιο µέρος είσαι;, [στίχοι από
παιδεύοµαι µ’ αυτά τα µερεµέτια. ποίηµα Γ. Αλεξίου «κολά
µεριά (α): ρικ , ρινγκ, και ριγκ, η µπροσσά» (= εκείνα τα χρόνια)] κάι
π.χ. αβ κατάρ καγιά ρικ = έλα απ’ γκελέ κολά µπροσσά βας
αυτή τη µεριά. βαστέσταρ κάι πφιράσας, κάι γκελέ
(υποκ.) ριγκορί, η. κολά σσουκάρ τχανά, ε
(βλ. και πλευρά). λουλουγκιαλέ, κάι ντικχάσας, αβιλέ
µεριά (β): ταράφι, ο (σ.α. πλευρά) ντα γκελέταρ µπι τε πουτσέν
π.χ. τζα κατάρ κοβά ταράφι = αµέ(ν)νταρ = (απόδοση στίχων) πού
πήγαινε από την άλλη µεριά. πήγαν εκείνα τα χρόνια χέρι µε χέρι
(υποκ.) ταραφίσι, ο. που περπατούσαµε, πού πήγαν
µερίδα: µόλα και µερίδα, η εκείνα τα ωραία µέρη, τα
π.χ. χαλάς ντούι µόλε πατάτε = λουλουδάτα, που κοιτούσαµε,
έφαγε δυο µερίδες πατάτες, καζόµ ήρθαν και φύγανε χωρίς να µας
µερίδε χαλάν; = πόσες µερίδες ρωτήσουν.
έφαγες; (υποκ.) τχανορό, ο.
µερίδιο (α): µερίδιο, ο (βλ. και τόπος, θέση, οικόπεδο,
π.χ. σα ε πφαλά λιέ πο µερίδιο = περιοχή).
όλα τα αδέρφια πήραν το µερίδιό µερούλα: γκιβορό, και γκιβεσορό,
τους. ο
µερίδιο (β): (βλ. κληρονοµιά). π.χ. γεκ γκιβορό ατσχιλό νταά,
µεροκαµατιάρης: τχάρα κα αβέλταρ = µια µερούλα
γκιου(ν)ντελικτσίο και έµεινε ακόµη, αύριο θα έρθει.
γκυ(ν)ντελικτσίο, ο (το υ προφ. (βλ. οµόηχο γκιβορό = σιταράκι).
όπως το γαλλικό u) µερτικό: (βλ. κληρονοµιά).
π.χ. γκιου(ν)ντελικτσίο σι λακό µες (επίρρ.): α(ν)ντό [= µες στο(ν)]
ροµ = µεροκαµατιάρης είναι ο και α(ν)ντί [= µες στη(ν)] και
άντρας της. (θηλ. α(ν)ντέ (= µες στους, µες στις)
γκιου(ν)ντελικτσίκα και π.χ. ρόντε α(ν)ντό κχερ = ψάξε µες
γκυ(ν)ντελικτσίκα, η). στο σπίτι, α(ν)ντί αβλία σι = µες
στην αυλή είναι, σα α(ν)ντέ ντροµά
πφιρές = όλο µες στους δρόµους
271

περπατάς, τε να ναϊός α(ν)ντέ λεά = π.χ. υβλενέσκο χαπέ =


να µην κολυµπάς µες στα ποτάµια. µεσηµεριανό φαγητό.
[έχει και την έννοια του ελληνικού µέσον: µέσον, ο
σε: π.χ. α(ν)ντέ ντούι γκιέ κα π.χ. νάι µαν µέσον, σο σα τε αβάβ;
ιρισάαβ = σε δυο µέρες θα γυρίσω]. = δεν έχω µέσον, µε τι να ’ρθω;
µέσα (επίρρ.): α(ν)ντρέ (µτφ.) τχοντά µέσον, για τε κερέλ
π.χ. α(ν)ντρέ σι, τιλεόραση ντικχέλ λεσκί µπουκί = έβαλε µέσον, για να
= µέσα είναι, τηλεόραση βλέπει, του κάνει τη δουλειά.
(µτφ.) ντιόµ α(ν)ντρέ κατάρ καλά µεσούλα: µασσκαρορό, ο.
µανγκινά = µπήκα µέσα απ’ αυτά µετά: (βλ. ύστερα).
τα εµπορεύµατα. µεταβάλλοµαι (αµετβ. ρ.):
[από µέσα = α(ν)ντράλ και ντιισσίαβ (κυριολ. αµετβ. αλλάζω)
α(ν)ντάρ π.χ. ντιισστί η αβάβα =
π.χ. ροβέλας α(ν)ντάρ πο γκι = µεταβλήθηκε ο καιρός.
έκλαιγε µέσα από την ψυχή του]. µεταβάλλω (µετβ. ρ.): ντισστιρίαβ
Αντίθ. αβρί και αβρίκ = έξω. και ντιισστιρίαβ (κυριολ. µετβ.
µεσαίος (επίθ.): µασσκαρουτνό,-ί. αλλάζω)
µεσάνυχτα (επίρρ.): µασσκαριράτ π.χ. ντισστιρίαβ µε µπαλένγκο
(= µέση της νύχτας). ρένκι = µεταβάλλω το χρώµα των
µέση (α): µασσκάρ και ντουµό, ο µαλλιών µου (σ.α. αντικαθιστώ).
(ντουµό κυριολ. πλάτη) µεταβιβάζοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. ντουκχάλ µο µασσκάρ = νακχάντιαβ (κυριολ. περνιέµαι, σ.α.
πονάει η µέση µου, µασσκαρέστε ξεπερνιέµαι)
ατσχιλί η µπουκί = στη µέση έµεινε π.χ. κα ντες έπσι ε παρέ ντα σορά
η δουλειά, νά βάζντε µπουτ κα νακχάντολ ο τοµαφίλι οπρά
πφαριπέ, κα αστάρντολ κο ντουµό τούτε = θα δώσεις όλα τα λεφτά και
= µη σηκώνεις πολύ βάρος, θα µετά θα µεταβιβαστεί το
πιαστεί η µέση σου. αυτοκίνητο πάνω σου.
µέση (στη) (β) (επίρρ.): ορταντά µεταβιβάζω (µετβ. ρ.): νακχαβάβ
π.χ. νά µουκ ορταντά η µπουκί, (κυριολ. µετβ. περνώ, σ.α. ξεπερνώ,
µπιτίρ λα = µην αφήνεις στη µέση προσπερνώ, διαπερνώ, συνοδεύω)
τη δουλειά, τελείωσέ την. π.χ. κα νακχαβάβ ο κχερ οπρά
µεσηµέρι (α): υβλένο και υλένο, ο τούτε = θα µεταβιβάσω το σπίτι
(τα u προφ. όπως το γαλλικό u) πάνω σου.
π.χ. υβλένο κερντιλό, νταά ιν µεταβίβαση: νακχαηπέ, ο (=
κερντιλί η ζουµί; = µεσηµέρι έγινε, πέρασµα, σ.α. ξεπέρασµα,
ακόµα δεν έγινε το φαγητό; προσπέρασµα).
µεσηµέρι (β): υλένι και υβλένι (τα µεταβιβασµένος (µτχ.): νακχαντό,
υ προφ. όπως το γαλλικό u) -ί (= περασµένος, σ.α.
π.χ. υλένι σι ακανά, τζα πάσστο = ξεπερασµένος, διαπερασµένος).
µεσηµέρι είναι τώρα, πήγαινε να µεταβολή: ντιισσµέκο, ο (από το
κοιµηθείς. ντιισσίαβ = αµετβ. αλλάζω, σ.α.
µεσηµεριανός (επίθ.): υβλενέσκο.- µεταβάλλοµαι)
ι και υλενέσκο,-ι (τα u προφ. όπως π.χ. ε αβαβάκο ντιισσµέκο = του
το γαλλικό u) καιρού η µεταβολή.
272

Συνών. ντισστιρµέκο = αλλαγή. µετανοώ: (βλ. µετανιώνω).


µεταδίδοµαι (αµετβ. ρ.): µεταξένιος:(βλ. µεταξωτός).
ντι(ν)ντάρντιαβ µετάξι: κεζ, ο.
π.χ. ντι(ν)ντάρντολ καβά µεταξωτός (επίθ.): κεζαλουνό,-ί
νασφαλιπέ = µεταδίδεται αυτή η π.χ. κεζαλουνό κοτόρ = µεταξωτό
αρρώστια, ε τοπάκο κχελιπέ κα ύφασµα.
ντι(ν)ντάρντολ κατάρ τιλεόρασι = ο µεταφερµένος (µτχ.): ινγκαρντό, -ί
ποδοσφαιρικός αγώνας θα και ινγκιαρντό,-ί (σ.α. πηγεµένος,
µεταδοθεί από την τηλεόραση. οδηγηµένος)
µεταδίδω (µετβ. ρ.): ντι(ν)νταράβ Συνών. τζι(ν)ντό = πηγεµένος.
(= κάνω να δοθεί-ούν, βάζω να µεταφέροµαι (αµετβ. ρ.):
δώσει-ουν, νταβ = δίνω) ινγκάρντιαβ
π.χ. του ντι(ν)νταρντάν ο αµπέρι = π.χ. τε ινγκάρντον καλά κασστά
εσύ µετέδωσες την είδηση. κάι ντάµο = να µεταφερθούν αυτά
µεταδοµένος (µτχ.): ντι(ν)νταρντό, τα ξύλα στην αποθήκη.
-ί µεταφέρω (µετβ. ρ.): ινγκαράβ και
µετάδοση: ντι(ν)νταριπέ, ο. ινγκιαράβ
µεταδοτικός (επίθ.): ντι(ν)νταρντι- π.χ. κον κα ινγκαρέλ ε κασστά
κανό,-ί. κχερέ; = ποιος θα µεταφέρει τα
µεταδοτικότητα: ντι(ν)νταρντιπέ, ξύλα στο σπίτι;, κα ινγκαρές µαν
ο. κάι ντουκιάνο; = θα µε µεταφέρεις
µετακοµίζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): στο µαγαζί; (κυριολ. πηγαίνω
λανταβάβ µετβ.).
(σ.α. φορτώνω, ταξιδεύω). µεταφορά: ινγκαριπέ, ο και
µετακόµιση: λανταηπέ, ο (σ.α. ινγκιαριπέ, ο.
φόρτωµα, ταξίδι). µεταφορικός (επίθ.): ινγκαριµά-
µεταλλικός (επίθ.): µαντεµέσκο, -ι σκο,-ι και ινγκιαριµάσκο,-ι
µέταλλο: µαντέµο, ο και µαντέµι, π.χ. ε ινγκαριµάσκε µαστράφορα
ο. κον κα ποκινέλ λεν; = τα
µεταµελλούµαι: (βλ. µετανιώνω). µεταφορικά έξοδα ποιος θα τα
µετάνιωµα: πισσµανλούκο, ο και πληρώσει;
πισσµα(ν)νούκο, ο. µετέπειτα (επιρρ.): σοναντάν
µετανιωµένος (άκλ. επίθ.): π.χ. σοναντάν αβιλό καβά =
πισσµανλαµούσσι και µετέπειτα ήρθε αυτός.
πισσµα(ν)ναµούσσι. µετερίζι: µετερίζι, ο.
µετανιώνω (αµετβ. ρ.): πισσµάνο- µέτρηµα (α): γκινιπέ, ο.
κερντιάβ µέτρηµα (β): σαηµάκο, ο
π.χ. πισσµάνο-κερντιλόµ, κάι νι π.χ. σαηµάκο µανγκέν ε µανγκινά
γκελόµ µε ντα λένσα = µετάνιωσα = µέτρηµα θέλουν τα εµπορεύµατα.
που δεν πήγα και εγώ µαζί τους, κα µετρηµένος (µτχ.): γκι(ν)ντό,-ί
κερντός-πισσµάνο γεκ γκιβέ καλέ π.χ. γκι(ν)ντέ σι ε παρές =
µπαρέ πφερασένγκε κάι πφενές µετρηµένα είναι τα λεφτά.
ακανά = θα µετανιώσεις µια µέρα Αντίθ. µπιγκι(ν)ντό = αµέτρητος.
γι’ αυτά τα µεγάλα λόγια που λες µέτρηση: (βλ. µέτρηµα).
τώρα.
273

µετριέµαι (αµετβ. ρ.): γκι(ν)ντιάβ π.χ. τζι τε αβές του, µε κα τζάβταρ


και γκι(ν)ντιβάβ. = µέχρι να έρθεις εσύ, εγώ θα φύγω,
µέτριος (άκλ. επίθ.): ορτά και τζι κοτέ = µέχρι εκεί.
ορτάς Συνών. πόσστα = ωσότου.
π.χ. κερ µανγκέ γεκ ορτά καϊάβα = µηδέν (το): µιδέν, ο.
φτιάξε µου έναν µέτριο καφέ. µηδενίζω (µετβ. ρ.): µιδενισαράβ
Αντίθ. γκαετουνό και γκαεκουτνό = µήκος: (βλ. µάκρος).
υπερβολικός. µηλαράκι: πφαµπαϊορί, η (προφ.µε
µετριοφροσύνη: µπιµπαρικανιπέ, ο συνίζηση ιο).
(= µη υπερηφάνεια) µηλιά: πφαµπαλίν, η.
Αντίθ. µπαρικανιπέ = υπερηφάνεια, µήλο: πφαµπάι, η
αλαζονεία, µεγαλοµανία. π.χ. (φράση) η σσουκάρ πφαµπάι ο
µετριόφρονας (επίθ.): µπιµπαρικα- µπέτι µανούςς χαλ λα = (φράση) το
νό,-ί (=µη υπερήφανος) όµορφο το µήλο ο άσχηµος
Αντίθ. µπαρικανό = υπερήφανος, άνθρωπος το τρώει (δηλ. πολλές
αλαζόνας, µεγαλοµανής, καυχησιά- φορές οι άσχηµοι (-ες)
ρης. παντρεύονται τις (τους) όµορφες (-
µέτρο: µέτρο, ο ους).
π.χ. κάι τχοντάν ο µέτρο; = πού µηλόπιτα: πφαµπαϊάκι-πλετσί(ν)τα,
έβαλες το µέτρο; καζόµ µέτρα σι η (προφ. µε συνίζηση ια).
κατάρ τζι κοτέ; = πόσα µέτρα είναι µην και µη (µόρ.): να και µα
από δω µέχρι εκεί; π.χ. να τζάταρ = µη φεύγεις, µά λε
µετρώ (α) (µετβ. ρ.): γκινάβ λες τούσα = µη τον παίρνεις µαζί
π.χ. γκι(ν)ντάν ε παρές; = µέτρησες σου, µπουτ νά ρόντε = πολλά µην
τα λεφτά;, [στίχοι από ποίηµα Γ. ψάχνεις, να αβ τχάρα = µην έρχεσαι
Αλεξίου «πάλε ρακιόλ» (= πάλι αύριο.
νυχτώνει)] πάλε αϊράτ νασστί κα µήνας: τσχον, ο
πασσλιάβ, ε τσερινά κα γκινάβ = π.χ. α(ν)ντέ τριν γκιβέ ικλέλ καβά
(απόδοση στίχων) πάλι απόψε δε θα τσχον = σε τρεις µέρες βγαίνει
µπορέσω να κοιµηθώ, τα αστέρια αυτός ο µήνας, ντούι τσχον µπουκί-
θα µετράω. (σ.α. λογαριάζω, κερντόµ κοτέ = δυο µήνες δούλεψα
υπολογίζω). εκεί.
µετρώ (β) (µετβ. ρ.): σαήαβ (σ.α. (υποκ.) τσχονορό, ο (τσχον σ.α.
λογαριάζω, υπολογίζω) φεγγάρι).
π.χ. νι τζανέλ τε σαήορ = δεν ξέρει µηνιαίος (επίθ.): τσχονέσκο,-ι.
να µετράει, σαήαβ ε παρέ = µετράω µηνιάτικο: αϊλούκο, ο
τα λεφτά. π.χ. λιόµ µο αϊλούκο αβγκιέ = πήρα
µέτωπο: τσικάτ, ο το µηνιάτικό µου σήµερα (βλ. και
π.χ. λεσκό τσικάτ πφαµπόλ κατάρ επίδοµα, µισθός, σύνταξη).
ο πιρετό = το µέτωπό του καίει από µήνυµα: αµπέρι, ο (= είδηση).
τον πυρετό. π.χ. αβιλό αµένγκε αµπέρι τε
(υποκ.) τσικατορό, ο. ιρισάβας πάπαλε = µας ήρθε
µέχρι (πρόθ.): τζι µήνυµα να γυρίσουµε πίσω.
µήνυση: µακεµάβα, η (=
δικαστήριο)
274

π.χ. κα κεράβ τουτ µακεµάβα, κάι µηχανακιών, µοτόρι, ο = µηχανάκι,


νι ντες µε παρέ = θα σου κάνω µοτοσυκλέτα).
µήνυση, που δεν δίνεις τα λεφτά µηχανικός (η): µιχανικόσκα, η.
µου. µίζα: µίζα, η
µηνυτής: µακεµετζίο, ο. π.χ. ε τοµαφιλέσκι µίζα = η µίζα
µηνύτρια : µακεµετζίκα, η. του αυτοκινήτου.
µηνύω (α) (µετβ. ρ.): µακεµάβα - µιζέρια: µιζέρια, η
κεράβ (= δικαστήριο κάνω) π.χ. µπουτ µιζέρια σϋρντεν λεσκέ
π.χ. κα κεράβ τουτ µακεµάβα κάι χουρντέ = πολλή µιζέρια τραβάνε
µαρντάν µε τσχαβέ = θα σε µηνύσω τα παιδιά του.
που έδειρες το γιο µου. Συνών. τσοριπέ = φτώχεια (οµόηχο
µηνύω (β) (µετβ. ρ.): α(ν)ντρέ- τσοριπέ = κλεψιά).
νταβ (α(ν)ντρέ = µέσα, νταβ = δίνω, µικραιµένος* (µτχ.): σικναρντό, -ί
µπαίνω) και σικνανταρντό, -ί
π.χ. κα νταβ τουτ α(ν)ντρέ κάι Αντίθ. µπαραρντό και
κουσσλάν µαν = θα σε µηνήσω που µπαρανταρντό = µεγαλωµένος,
µε έβρισες. µεγεθυµένος, µεγαλοποιηµένος,
µήπως (σύνδ.): µίπος επεκτεταµένος.
π.χ. µίπος ντικχλάν µε νταντέ; = µικραίνω (αµετβ. ρ.): σικνιάβ
µήπως είδες τον πατέρα µου;, µίπος π.χ. σικνιλέ ε γκιβεσά = µίκρυναν
νάι αγκαντάλ σαρ πφενές; = µήπως οι µέρες, µπαριλό ο χουρντό ντα
δεν είναι έτσι όπως το λες; σικνιλέ λεσκέ ε πατέ = µεγάλωσε το
µηρός: (βλ. µπούτι). παιδί και του µίκρυναν τα ρούχα,
µητέρα: (βλ. µάνα). σικνιλέ λεσκέ γιακχά κατάρ η
µήτρα: µίτρα, η. λί(ν)ντρα = µίκρυναν τα µάτια του
µητρικός (α) (επίθ.): ντεάκο,-ι από τη νύστα.
π.χ. ντεάκο σούτι = µητρικό γάλα. Αντίθ. µπαριάβ = µεγαλώνω
µητρικός (β) (επίθ.): ντεηκανό, -ί. (αµετβ.)
µητρότητα: ντεηπέ, ο. µικραίνω (επιτατ. µετβ. ρ.):
µηχανάκι: (βλ. µοτοσυκλέτα). σικνανταράβ
µηχανεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): π.χ. κα σικνανταράβ ζάλακ ο κοτόρ
µπουτζανγκλαράµαν = θα µικρύνω λίγο το ύφασµα.
Συνών. πφιρνιάβ και πφιρναράµαν Αντίθ. µπαρανταράβ = µεγαλώνω
= πονηρεύοµαι. µετβ., µεγεθύνω, µεγαλοποιώ,
µηχανεύοµαι (β): (βλ. επινοώ). επεκτείνω
µηχανή: µάκινα και µακίνα, η µικραίνω (µετβ. ρ.): σικναράβ
(βλ. και κινητήρας). π.χ. πε µπροσσά σικναρέλ καγιά =
µηχανικός (ο πολιτικός): µιχανικό- µικραίνει τα χρόνια της αυτή.
ζι, ο Αντίθ. µπαραράβ = µεγαλώνω
π.χ. αβιλό ο µιχανικόζι ντα λιά ε (µετβ.).
τχανέσκε µέτρα = ήρθε ο µηχανικός µικράτα (τα): σικνιπέ, ο
και πήρε τα µέτρα του οικοπέδου. π.χ. κο σικνιπέ σεράβ = τα µικράτα
µηχανικός (µοτοσυκλετών, σου θυµάµαι (δηλ. θυµάµαι την
µηχανακιών): µοτορτζίο, ο (σ.α. νηπιακή και παιδική σου ηλικία).
πωλητής µοτοσυκλετών, (βλ. και µικρότητα).
µίκρεµα (α): σικναριπέ, ο
275

Αντίθ. µπαραριπέ = µεγάλωµα. π.χ. κάι γκελό ο σικνορό; = πού


µίκρεµα (β): σικνανταριπέ, ο πήγε ο µικρούλης;
Αντίθ. µπαρανταριπέ = µεγάλωµα, (σ.α. µικρούτσικος).
µεγέθυνση, µεγαλοποίηση, µικρούτσικος (επίθ.): σικνορό,-ί
επέκταση. Αντίθ. µπαρορό = µεγαλούτσικος.
µικρόβιο: µικρόβιο, ο µικρόψυχος (επίθ.): σικνέ-
π.χ. ο ντοκτόρι ρακχαντά κάι γκέσκο,-ι
λεσκό µουτέρ µικρόβια = ο γιατρός Αντίθ. µπαρέ-γκέσκο =
βρήκε στα ούρα του µικρόβια. µεγαλόψυχος.
µικροδείχνω (αµετβ. ρ.): σικνό- µιλάκια: µιλάκιο, ο
σικαβάβ π.χ. ε χουρντέ κχελέν µιλάκιο = τα
Αντίθ. µπαρό-σικαβάβ = παιδιά παίζουν µιλάκια.
µεγαλοδείχνω. µίληµα (α): ορµπισαριπέ, ο
µικροκέφαλος (επίθ.): σικνέ- (βλ. και συζήτηση).
σσερέσκο,-ι µίληµα (β): κονουσσιπέ,
Αντίθ. µπαρέ-σσερέσκο = κονουσσµάκο, ο και κονουσσµάβα,
µεγαλοκέφαλος. η (σ.α. οµιλία, συζήτηση,
µικρόµυαλος (επίθ.): σικνέ- κουβέντιασµα).
γκογκιάκο,-ι µίληµα (γ): πφεράς – κεριπέ, ο
π.χ. σικνέ γκογκιάκο σι, νι τσχινέλ (πφεράς = λέξη, λόγος, κουβέντα,
λεσκί γκογκί = µικρόµυαλος είναι, κεριπέ = φτιάξιµο, πράξη,
δεν κόβει το µυαλό του. δηµιουργία) (σ.α. κουβέντιασµα,
Αντίθ. γκογκιαλό = µυαλωµένος. συζήτηση, συνοµιλία).
µικροπωλητής (παζαριών): µιληµένος (µτχ. ως επίθ.):
παζαρτζίο, ο (σ.α. παζαρευτής). ορµπισαρντό,-ί.
µικρός (επίθ.): σικνό, -ί µιλιά (α): λαλί, η (= φωνή)
π.χ. σικνό κχερ = µικρό σπίτι, π.χ. (φράση) µούι σίλε ντα λαλί νάι
σικνό σαν νταά = µικρός είσαι λε = στόµα έχει και µιλιά δεν έχει.
ακόµα. µιλιά (β): σέζι, η (= φωνή)
Αντίθ. µπαρό = µεγάλος. π.χ. τσχι(ν)ντιλί µι σέζι ε
µικρότερος (α) (επίθ.): νταάσικνο, τρασσάταρ = µου κόπηκε η µιλιά
-ι (= πιο µικρός) από τον φόβο.
π.χ. νταάσικνο σι µά(ν)νταρ = µιλιέµαι (αµετβ. ρ.): ορµπισάαβ
µικρότερος είναι από µένα. και ορµπισάβαβ (βλ. και
Αντίθ. νταάµπαρο = µεγαλύτερος. κουβεντιάζοµαι).
µικρότερος (β) (άκλ. επίθ.): µιλώ (α) (αµετβ. ρ.): ορµπισαράβ
σικνιντέρ και σικνεντέρ π.χ. ιν ορµπισαράβ λέσα = δεν
π.χ. µο σικνιντέρ τσχαό σι καβά = µιλάω µαζί του, ορµπισαρντέµ
ο µικρότερος γιος µου είναι αυτός. λεσκέ µε = του µίλησα εγώ.
Αντίθ. µπαριντέρ και µπαρεντέρ = (βλ. και συζητώ).
µεγαλύτερος. µιλώ (β) (αµεβτ. ρ.): κονουσσίαβ
µικρότητα: σικνιπέ, ο π.χ. κονουσσίαβ τούκε, νι
[βλ. και µικράτα (τα)]. ασσουνές µαν; σου µιλάω, δεν µ’
Αντίθ. µπαριπέ = µεγαλοσύνη. ακούς; (σ.α. οµιλώ, συζητώ,
µικρούλης (επίθ.): σικνορό,-ί κουβεντιάζω).
276

µιλώ (γ) (αµετβ. ρ.): πφεράς-κεράβ π.χ. οπάςς µαρνό = µισό ψωµί, η
(πφεράς = λέξη, λόγος, κουβέντα, µπουκί ατσχιλί οπάςς = η δουλειά
κεράβ = κάνω, πράττω, δηµιουργώ) έµεινε µισή, α(ν)ντέ οπάςς σαάτο
π.χ. σόσκε νι κερές-πφεράς; = γιατί κα ιρισάολ = σε µισή ώρα θα
δε µιλάς; (σ.α. κουβεντιάζω, οµιλώ, γυρίσει, (µτφ.) οπάςς γκέσα κα τζαβ
συζητώ, συνοµιλώ). = µε µισή ψυχή θα πάω.
µιναρές: µιναράβα, η. Αντίθ. σαστό = ολόκληρος, υγιής
µίνι: µίνι, ο µισούτσικος (επίθ.): οπασσορό, -ί
π.χ. λακό ροµ νι µουκέλ λα τε Αντίθ. σαστορό =
βουραβέλ µίνι = ο άνδρας της δεν ολοκληρούτσικος*, υγιούτσικος*
την αφήνει να φορέσει µίνι. (οµόηχο οπασσορό = πάνω στο
Αντίθ. µάκσι = µάξι. κεφάλι).
µισά (επίρρ.): οπάςς µισοψηµένος (επίθ.): οπάςς-πεκό, -
π.χ. οπάςς παρέ ακανά κα νταβ ί.
τουτ ντα οπάςς κάνα κα µπιτιρίος η µνήµα: λιµόρι, ο (πληθ. λιµόρα, ε).
µπουκί = µισά λεφτά τώρα θα σου µνήµη: γκογκί, η (κυριολ. µυαλό)
δώσω και µισά όταν τελειώσεις τη π.χ. νι αβέλ κάι µι γκογκί λεσκό
δουλειά. αλάβ = δεν έρχεται στη µνήµη µου
µισάνοιχτος (επίθ.): οπάςς- το όνοµά του.
πουταρντό,-ί µνηµόσυνο: µεβλίτι, ο
Αντίθ. οπάςς-πφα(ν)ντό = π.χ. πε ντάκο µεβλίτι κερέλ = της
µισόκλειστος. µάνας του το µνηµόσυνο κάνει.
µισθός: αϊλούκο, ο (κυριολ. µόδα: µόδα και µόντα, η
µηνιάτικο) π.χ. νεβί σι καγιά µόντα =
π.χ. κάνα κα λες κο αϊλούκο; = καινούρια είναι αυτή η µόδα.
πότε θα πάρεις το µισθό σου; (βλ. µοιάζω (αµετβ. ρ.): µεησαράβ και
και επίδοµα, µηνιάτικο, σύνταξη). µπε(ν)ζέαβ
µισογεµάτος (επίθ.): οπάςς- π.χ. µεησαρέλ κάι πο ντατ =
πφερντό,-ί. µοιάζει στον πατέρα του, ο χουρντό
µισόγυµνος (επίθ.): οπάςς-νανγκό,- µπενζέορ κάι πι ντέι = το µωρό
ί. µοιάζει στη µάνα του.
µισοκαµένος (επίθ.): οπάςς- µοιάσιµο: µεησαριπέ και
πφαµπαρντό, -ί. µπενζεµέκο, ο
µισόκλειστος (επίθ.): οπάςς- µοίρα: βλ. γραφτό
πφα(ν)ντό, -ί. µοιράδι: βλ. κληρονοµιά
Αντίθ. οπάςς-πουταρντό = µοιράζοµαι (αµετβ. ρ.): ουλάντιαβ
µισάνοιχτος. µοιράζω (α) (µετβ. ρ.): ουλαβάβ
µισόλογα: οπάςς-όρµπε και οπάςς- π.χ. ουλαβάβ ο χαπέ = µοιράζω το
πφερασά, ε φαγητό.
π.χ. οπάςς-όρµπε πφενέλας µάνγκε µοιράζω (β) (µετβ. ρ.): ντατίαβ
= µισόλογα µου έλεγε. π.χ. ντατίαβ ο µας κάι µανουσσά =
µισοπεθαµένος (επίθ.): οπάςς- µοιράζω το κρέας στους ανθρώπους
µουλό,-ί. (συνηθίζεται στις περιπτώσεις
µισός (άκλ. επίθ.): οπάςς τάµατος)
277

(σ.α. σκορπίζω, δοκιµάζω γεύση, π.χ. κερντιλί µόλινσι η γιαράβα =


γεύοµαι, π.χ. σόσκε ντατίος µε λιλά έγινε (έπαθε) µόλυνση η πληγή.
= γιατί σκορπάς τα χαρτιά µου;, ντε µολύνω (µετβ. ρ.): µολινσαράβ
ε χουρντέ ντα ζάλακ π.χ. µολινσαρντάν η γιαράβα κε
ντο(ν)ντουρµάβα, τε ντατίορ = µελαλέ βαστένσα = µόλυνες την
δώσε και στο παιδί λίγο παγωτό, να πληγή µε τα λερωµένα σου χέρια.
δοκιµάσει). µοναδικός (α) (επίθ.): γεκτουνό,-ί
µοιραίο (το): ετζέλι, ο π.χ. γεκτουνό σι κάι καγιά µπουκί
π.χ. (κατάρα) κο ετζέλι τε αβέλ = µοναδικός είναι σ’ αυτή τη δου-
κοτάρ = το µοιραίο σου να έρθει λειά.
από ‘κει. µοναδικός (β): εκ (= ένας, µία, σ.α.
Συνών. µεριπέ = θάνατος. ίδιος)
µοίρασµα (α): ουλαηπέ, ο. π.χ. ε µαλαβάκο εκ ντικιάνο σι
µοίρασµα (β): ντατµάκο, ο (σ.α. καβά = το µοναδικό µαγαζί της
σκόρπισµα, δοκιµή γεύσης). γειτονιάς είναι αυτό.
µοιρασµένος (µτχ.): ουλαντό,-ί µοναδικότητα: γεκτουνιπέ, ο.
Αντίθ. µπιουλαντό = αµοίραστος. µοναξιά: κορκοριπέ, ο
µοιχεύω (για άντρα) (µετβ. ρ.): π.χ. [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
οπρά-µι-ροµνί-κεράβ (= πάνω στη «ακανά κάι τζάσταρ» (=τώρα που
γυναίκα µου κάνω) και οπρά-µι- φεύγεις)] σαρ τζάλταρ µουκλά
ροµνί-τζαβ (= πάνω στη γυναίκα µανγκέ ντούι ασφά κάι µε γιακχά,
µου πηγαίνω). τε κερέν µανγκέ αµαλιπέ κάι ο
µοιχεύω (για γυναίκα) (µετβ. ρ.): κορκοριπέ κάι κα α(ν)ταβέλ µανγκέ
οπρά-µο-ροµ-κεράβ (= πάνω στον = φεύγοντας µ’ άφησε δύο δάκρυα
άντρα µου κάνω) και οπρά-µο-ροµ- στα µάτια µου, για να µου κάνουνε
τζαβ (= πάνω στον άντρα µου παρέα στη µοναξιά που θα µου
πηγαίνω). φέρει.
µόλις (α) (επίρρ. και σύνδ.): σο µονάχα: (βλ. µόνο).
π.χ. σο κ’ αβέλ, κα πφενάβ λεσκέ µονιάζω (αµετβ. ρ.): εκ-κερντιάβ
µε = µόλις θα έρθει, θα του πω εγώ. (= ένα γίνοµαι, σ.α. συµφιλιώνοµαι,
(βλ. και τι). ενώνοµαι)
µόλις (β) (επίρρ. και σύνδ.): όνους π.χ. κοτάρ χάνπες, κοτάρ εκ-
και όνος κερντόν = από τη µια µαλώνουν κι
π.χ. όνους ακανά αβιλό = µόλις από την άλλη µονιάζουν.
τώρα ήρθε. µονιάζω (µετβ. ρ.): εκ-κεράβ (=
µολύβι: καλέµο, ο ένα κάνω, σ.α. συµφιλιώνω,
(σ.α. στυλό, πένα). ενώνω).
π.χ. γιαζ ε καλεµέσα = γράψε µε το µόνιασµα: εκ-κεριπέ, ο (σ.α.
µολύβι. συµφιλίωση, ένωµα) (εκ = ένας,
(υποκ.) καλεµίσι, ο. µία, κεριπέ = φτιάξιµο, πράξη,
µολύνοµαι (αµετβ. ρ.): µολισάαβ δηµιουργία).
και µολινσάαβ µόνιµος (επίθ.): ατσχαντι(ν)ντό,-ί
π.χ. µολισάιλο λεσκό ρατ = (βλ. και σταθερός).
µολύνθηκε το αίµα του. µονιµότητα: ατσχαντι(ν)ντιπέ, ο
µόλυνση: µόλινσι, η (βλ. και σταθερότητα).
278

µόνο (επίρρ.): σάντε και σαντέ µορφή (α): µούι, ο (προφ. µε


π.χ. σάντε καβά αβιλό τε ντικχέλ συνίζηση ούι) (κυριολ. πρόσωπο,
µαν = µόνο αυτός ήρθε να µε δει, στόµα).
σάντε γεκ γκιβέ κα ατσχός; = µόνο µορφή (β): σουλούπο, ο (βλ. και
µια µέρα θα µείνεις; σουλούπι).
µονοετής (επίθ.): εκχέ - µορφωµένος: (βλ. διαβασµένος).
µπροσσέσκο,-ι και εκχέ - µοσχαράκι: µπουζακορό, ο.
µπρεσσέσκο,-ι (= ενός έτους) µοσχάρι: µπουζάκο, ο
Αντίθ. µπουτέ – µπροσσένγκο και π.χ. κα τσχινάβ µπουζάκο κάι µε
µπουτέ – µπρεσσένγκο (= πολλών τσχαβέσκο µπιάβ = θα σφάξω
ετών), πολυετής, πολύχρονος. µοσχάρι στου γιου µου το γάµο.
µονόκαννο: εκχέµοσκι-πούσσκα, η µοσχαρίσιος (επίθ.):
(= µονόστοµο όπλο) µπουζακόσκο,-ι και µπουζακέσκο,
µονόλεπτος (επίθ.): εκχέ- -ι
ντακαβάκο, -ι π.χ. µπουζακόσκο µας =
π.χ. εκχέ-ντακαβάκο ατσχιπέ = µοσχαρίσιο κρέας.
µονόλεπτη παύση. µοσχίδα: µπουζάβα, η.
µονοµαχία (επίρρ.): τεκετέκ µοσχοβολώ (αµετβ. και µετβ. ρ.):
π.χ. άµα σαν καµπάνταη, αβ τε κχά(ν)νταβ (= µυρίζω)
ικλάς τεκετέκ ντουµουκχά = άµα π.χ. µπουτ σσουκάρ κχά(ν)ντεν
είσαι µάγκας, έλα να βγούµε καλά λουλουγκιά = πολύ ωραία
µονοµαχία (µε) γροθιές. µοσχοβολούν αυτά τα λουλούδια.
µονοµιάς: (βλ. µεµιάς). µοσχοµυρίζω: (βλ. µοσχοβολώ).
µονόπλευρος (επίθ.): εκχέ- µόσχος: (βλ. µοσχάρι).
ριγκάκο,-ι. µοτοσυκλέτα: µοτόρι, ο
µόνος (άκλ. επίθ.): κόρκορι π.χ. κίντελ παρέ, για τε κινέλ πεσκέ
π.χ. κα τζαβ κόρκορι = θα πάω µοτόρι = µαζεύει λεφτά, για να
µόνος µου, ατσχιλόµ κόρκορι = αγοράσει µοτοσυκλέτα.
έµεινα µόνος µου, κόρκορι αβιλάν; (σ.α. µηχανάκι).
= µόνος σου ήρθες; µουγγός (α) (επίθ.): λαλορό,-ί και
Αντίθ. µπαραµπέρι και µπεραµπέρι τσχι(ν)ντέ-τσχιµπάκο,-ι
= µαζί. (τσχι(ν)ντέ-τσχιµπάκο κυριολ.
µονός (άκλ. επίθ.): τέκι κοµµενόγλωσσας*).
Αντίθ. τσίφτι = ζευγάρι, ζυγός. µουγγός (β) (επίθ.): ντιλσίζι-ίσκα
µοντέλο: µοντέλο, ο και (άκλ. επίθ.) ντιλσίζι
π.χ. σαβό µοντέλο σι ο τοµαφίλι; = π.χ. ντιλσίζι σαν ντα νι κερές-
τι µοντέλο είναι το αυτοκίνητο; πφεράς; = µουγγός είσαι και δεν
µοντέρνος (επίθ. ως ουσ.): µιλάς;, ντιλσίσκα σι λακί τσχέι =
µόνταλίο, -ΰκα µουγγή είναι η κόρη της.
π.χ. µπουτ µόνταλίο κερντιλάν µουδιάζω (α) (αµετβ. ρ.):
ντικχάβ! = πολύ µοντέρνος έγινες µορσισάβαβ και µορσισάαβ
βλέπω!, µόνταλΰκα τσχέι σίτουτ = π.χ. µορσισάιλε µε βαστά κατάρ ο
µοντέρνα κόρη έχεις (ως ουσ. σσιλ = µούδιασαν τα χέρια µου από
µόνταλίο, ο, µόνταλΰκα, η). το κρύο, µορσισάιλι µι τσανκ =
µούδιασε το πόδι µου.
279

(βλ. λήµµα µαραίνοµαι). (υποκ.) ντουντορό, ο.


µουδιάζω (β) (αµετβ. ρ.): µουσαµαδένιος (επίθ.):
µουδιασάαβ µουσσανµπαβάκο, -ι.
π.χ. µουδιασάιλε µε ναϊά = µουσαµάς: µουσσανµπάβα, η
µούδιασαν τα δάχτυλά µου. π.χ. πουράιλι η µουσσανµπάβα =
µουδιάζω (α) (µετβ. ρ.): πάλιωσε ο µουσαµάς.
µορσισαράβ (υποκ.) µουσσανµπαβίσα, η.
(βλ. λήµµα µαραίνω). µουσείο: µουσίο, ο.
µουδιάζω (β) (µετβ. ρ.): µούσι: σακάλα, ε (= γένια) και
µουδιασαράβ. µούσι, ο
µούδιασµα (α): µορσισαριπέ, ο π.χ. κα µουκάβ σακάλα = θ’
(βλ. λήµµα µάρανση). αφήσω µούσι, τζαλ τουκέ ο µούσι =
µούδιασµα (β): µουδιασαριπέ και σου πάει το µούσι.
µούδιασµα, ο. µουσική: µουσικί, η
µουδιασµένος (α) (µτχ.): µορσι- π.χ. σσουκάρ µουσικί σι καλέ
σαρντό,-ι γκιλά = ωραία µουσική έχει αυτό το
(βλ. λήµµα µαραµένος). τραγούδι.
µουδιασµένος (β) (µτχ.): µούσκεµα: (βλ. βρέξιµο).
µουδιασαρντό,-ί. µουσκεµένος: (βλ. βρεγµένος).
µουλαράκι: τζορορό, ο. µουσκεύω (αµετβ. ρ.): (βλ.
µουλάρι: τζορό, ο. βρέχοµαι).
µουλαρίσιος (επίθ.): τζορόσκο,-ι. µουσκεύω (µετβ. ρ.): (βλ. βρέχω)
µούρη: µούι, ο (προφ. µε συνίζηση µουσµουλιά: µουσσµουλίν, η.
ούι) (= πρόσωπο, στόµα) µούσµουλο: µούσσµουλα, η και
π.χ. κας ουσστές τε πρασάς; µούσσµουλο, ο
ντικλάν κο µούι α(ν)ντί αϊνάβα σαρ π.χ. κι(ν)ντόµ τουκέ µούσσµουλα =
σι; = ποιον σηκώνεσαι να σου αγόρασα µούσµουλα.
κοροϊδέψεις; είδες την µούρη σου µουστάκι: µουστάκι, µουστάκο και
στον καθρέφτη πώς είναι; µπουγιούκο, ο
µουριά: ντουνταλίν και ντουντίν, η. π.χ. κα µουκάβ µουστάκι = θα
µουρµούρα: µούρµα, η αφήσω µουστάκι.
π.χ. τσχιν καγιά µούρµα, µουστακλής: µουστακλίο, ο.
ντιλαρντάν µαν = κόψε αυτή τη µουστάρδα: µουστάρδα και
µουρµούρα(γκρίνια), µε τρέλανες. µουστάρντα, η
µουρµουρίζω (αµετβ. ρ.): µορµι- π.χ. ντε µαν η µουστάρδα κοτάρ =
σαράβ δώσ’ µου τη µουστάρδα από ‘κει.
π.χ. µορµισαρντάς εµπούκα ντα µουσουλµάνος: µυσλυµάνο, ο, θηλ.
γκελόταρ = µουρµούρισε λίγο και µυσλυµάνκα, η (το υ προφ. όπως το
έφυγε. γαλλικό u).
(βλ. και γκρινιάζω). µουτζούρα: µουντζούρα, η
µουρµούρισµα: µορµισαριπέ, ο π.χ. κερντιλόµ α(ν)ντέ µουντζούρε
(βλ. και γκρίνια). = έγινα µες στις µουτζούρες.
µούρο: ντούντο, ο µούτρο: µούι, ο (= πρόσωπο,
π.χ. τζας τε κίντας ντούντορα = στόµα) (προφ. µε συνίζηση ούι)
πάµε να µαζέψουµε µούρα.
280

π.χ. κα πφαγκάβ κο µούι = θα σου π.χ. µπαϊάτι σι ο µαρνό =


σπάσω το µούτρο (τα µούτρα). µπαγιάτικο είναι το ψωµί.
µουτρώνοµαι: (βλ. µουτρώνω). Αντίθ. ταζές και ταζέ = φρέσκος.
µουτρώνω (αµετβ. ρ.): µο-µούι- µπαγκάζια (τα): µπαγάτσορα, ε
µουκάβ (= το πρόσωπο µου αφήνω) π.χ. κίντε κε µπαγάτσορα ντα
π.χ. σόσταρ µουκλάν-κο-µούι; = τζάταρ = µάζεψε τα µπαγκάζια σου
γιατί µούτρωσες;, µουκλά πο µούι και φύγε.
κάι πφε(ν)ντόµ λεσκέ κάι νι κ’ αβέλ µπαζούκας: µπαζούκα, η.
αµένσα = µούτρωσε που του είπα µπαϊλντίζω (αµετβ. ρ.):
πως δε θα ‘ρθει µε µας. µπαηλντισάβαβ και µπαηλντισάαβ
Συνών. χολάβαβ και χολάαβ = π.χ. µπαηλντισάιλε µε πορά ε
αµετβ. θυµώνω. µποκχάταρ = µπαΐλντισαν τα
µούχλα: µούχλα, η έντερά µου από την πείνα.
π.χ. ο κχερ ασταρντά µούχλα µπαΐλντισµα: µπαηλντισαηπέ, ο.
κατάρ ιγρασία = το σπίτι έπιασε µπαϊλντισµένος (µτχ.):
µούχλα από την υγρασία. µπαηλντισαρντό, -ί.
µουχλιάζω (αµετβ. ρ.): µούχλα- µπαινοβγαίνω (αµετβ. ρ.): νταβ-
ασταράβ (= µούχλα-πιάνω) ικλάβ.
π.χ. µούχλα-ασταρντά ο µαρνό = µπαίνω (αµετβ. ρ.): νταβ
µούχλιασε το ψωµί. π.χ. νταβ α(ν)ντό κχερ = µπαίνω
µοχθηρός: (βλ. κακός). στο σπίτι, (µτφ.) ντιόµ α(ν)ντρέ
µόχθος (α): τσχι(ν)ντιπέ, ο (= κατάρ καλά µανγκινά = µπήκα
κούραση). µέσα απ’ αυτά τα εµπορεύµατα.
µόχθος (β): µαρντιπέ, ο (βλ. και δίνω).
(=παίδεµα). Αντίθ. ικλάβ = βγαίνω, ανεβαίνω,
µοχθώ (α) (αµετβ. ρ.): τσχι(ν)ντιάβ καβαλάω, σκαρφαλώνω.
(= κουράζοµαι, κόβοµαι) µπαϊράµι: µπαϊράµο, ο.
π.χ. τσχι(ν)ντιλόµ µπουτ τζι τε µπακλαβαδάκι: µπακλαφαβίσα, η.
κεράβ καβά κχερ = µόχθησα πολύ µπακλαβάς: µπακλαφάβα, η
µέχρι να κάνω αυτό το σπίτι. π.χ. κερντόµ εκ τεψία µπακλαφάβα
µοχθώ (β) (αµετβ. ρ.): µαράµαν = έφτιαξα ένα ταψί µπακλαβά.
π.χ. µαρντόµαν σα ο µιλάι α(ν)ντέ µπάλα: τόπα, η
ταρλάβε, για τε ικαλάβ καλά παρέ = π.χ. κχελάβ τόπα = παίζω µπάλα.
µόχθησα όλο το καλοκαίρι µες στα (βλ. και τόπι, ποδόσφαιρο).
χωράφια, για να βγάλω αυτά τα µπαλαντέζα: µπαλα(ν)ντέζα, η
λεφτά. π.χ. κάστε ντιάν η µπαλα(ν)ντέζα;
(βλ. λήµµα παιδεύοµαι). = σε ποιον έδωσες την µπαλαντέζα;
µπαγιατεύω (αµετβ. ρ.): µπαϊάτι- µπαλαντέρ: µπαλα(ν)ντέρι, ο.
κερντιάβ (προφ. µε συνίζηση ια) (= µπαλίτσα: τοπίσα, η.
µπαγιάτικος γίνοµαι) µπαλκόνι: µπαλκόνι,ο
π.χ. µπαϊάτι κερντιλό ο µαρνό, νι π.χ. ίκλι κάι µπαλκόνι, τε λες
χα(ν)ντόλ = µπαγιάτεψε το ψωµί, ζάλακ τεµίζι µπαλβάλ = βγες στο
δεν τρώγεται. µπαλκόνι, να πάρεις λίγο καθαρό
µπαγιάτικος (άκλ. επίθ.): µπαϊάτι αέρα.
(προφ. µε συνίζηση ια)
281

µπαλκονόπορτα: µπαλκονέσκο- π.χ. λιάν µανγκέ µπανάνε; = µου


ουντάρ, ο. πήρες µπανάνες;
µπαλονάκι: µπουσσουκίσα, η µπανανόφλουδα: µπανανάκι-
(βλ. και φουσκίτσα). κόζζα, η.
µπαλόνι: µπουσσούκα, η µπανιαρίζοµαι (αµετβ. ρ.): ναϊάβ
π.χ. πφουκιαράβ η µπουσσούκα = π.χ. τζαβ τε ναϊάβ = πάω να
φουσκώνω το µπαλόνι. µπανιαριστώ.
(βλ. και φούσκα). (βλ. και κολυµπώ).
µπαλτάς: µπαλτάβα, η µπανιαρίζω (µετβ. ρ.): ναϊαράβ
Συνών. τοβέρ = πελέκι, τσεκούρι. π.χ. ναϊαράβ ε χουρντέ =
(υποκ.) µπαλταβίσα, η. µπανιαρίζω το µωρό.
µπάλωµα (α): µπαλοσαριπέ, ο. µπανιάρισµα: ναϊαριπέ, ο.
µπάλωµα (β): κοτόρ, ο (= ύφασµα, µπανιαρισµένος (µτχ.): ναϊαρντό, -
κοµµάτι). ί.
µπαλωµένος (µτχ.): µπαλοσαρντό,- µπανιέρα: µπανιέρα, η
ί και άκλ. επιθ. µπαλοµέ. π.χ. χαλαβάβ η µπανιέρα = πλένω
Αντίθ. µπιµπαλοµέ = αµπάλωτος. την µπανιέρα.
µπαλώνω (µετβ. ρ.): µπαλοσαράβ µπανίζω (µετβ. ρ.): τσοράλ-
π.χ. µπαλοσαράβ ε µπουκιάκο ντικχάβ (= κρυφοκοιτάζω)
πα(ν)τούλι = µπαλώνω της δουλειάς π.χ. η τσχορί νανγκιαρέλας πες ντα
το παντελόνι. καβά ντικχελάς λα τσοράλ κατάρ
µπαµ (άκλ.): µπαµ πέντζεραβα = η κοπέλα γδυνόταν
π.χ. µπαµ κερντά η µπουσσούκα = και αυτός την µπάνιζε από το
µπαµ έκανε το µπαλόνι, (φράση) παράθυρο.
ντουραλντάν µπαµ κερέλ = από µπάνιο: ναϊπέ, ο
µακριά µπαµ κάνει (δηλ. από π.χ. ναϊµάσκο σουµκέρι =
µακριά φαίνεται, από µακριά σφουγγάρι για µπάνιο.
προκαλεί εντύπωση). (βλ. και κολύµπι).
µπάµια: µπάµια, η µπάνιο (το λουτρό): µπάνιο, ο
π.χ. κα κεράβ µπάµιε αβγκιέ, τε χας π.χ. κοσάβ ο µπάνιο =
= θα φτιάξω µπάµιες σήµερα, να σφουγγαρίζω το µπάνιο.
φάµε. µπαούλο: σα(ν)ντούκο, ο
µπαµπάς (είδος γλυκού): (βλ. και κιβώτιο).
µπαµπάβα, η µπαρούτι: µπαρούτο, ο
µπαµπάς: µπάµπα, ο π.χ. κερντιλό µπαρούτο ο
π.χ. κο µπάµπα αβιλό = ο µπαµπάς τσιµέ(ν)το = έγινε µπαρούτι το
σου ήρθε, µπάµπα, τε αβάβ µε ντα τσιµέντο (δηλ. στέγνωσε πολύ),
τούσα; = µπαµπά, να ‘ρθω κι εγώ κερντιλό µπαρούτο κατάρ πι χολί =
µαζί σου; έγινε µπαρούτι από το θυµό του.
µπαµπρίζ: µπαµπρίζι, ο µπάσιµο: ντιιπέ, ο
π.χ. σαρ πφαγκιλό ε τοµαφιλέσκο (βλ. και δόσιµο, είσοδος, εισβολή).
µπαµπρίζι; = πώς έσπασε του Αντίθ. ικαλιπέ = βγάλσιµο,
αυτοκινήτου το µπαµπρίζ; αφαίρεση.
µπανάνα: µπανάνα, η µπάσκετ: µπάσκετ, ο
282

π.χ. µπάσκετ κχελάβ, µε αµαλένσα είναι η γυναίκα του, όλο φασαρίες


= µπάσκετ παίζω, µε τους φίλους κάνει.
µου. µπελάς: µπεϊλάβα, η και µπελάβα,
µπάσταρδος (α): τσοροµπίκα, ο, η
θηλ. τσοροµπίκα, η π.χ. ρακχαντόµ µι µπεϊλάβα καλέ
π.χ. κα κεράβ τουτ µε, µο µπουκιάσα = βρήκα τον µπελά µου
τσοροµπίκα = θα σε κάνω εγώ, ρε µ’ αυτή τη δουλειά, σα ε µπελάβε
µπάσταρδε. µάνγκε αβέν = όλο οι µπελάδες σ’
µπάσταρδος (β): πίτσι, ο εµένα έρχονται, (φράση ως κατάρα)
π.χ. πίτσι σι καβά χουρντό = τε ντελ τουτ µπεϊλάβα α(ν)ντό κο
µπάσταρδο είναι αυτό το παιδί. σσορό = να σε δώσει (βρει) µπελάς
(µπάσταρδη (η) = πίτσκα, η). στο κεφάλι σου.
µπαστούνι (α): ανγκλούτσα, η και µπέµπα: µπεµπέκα, η.
µπαστούνο, ο. µπεµπεκίζω: (βλ. µωρουδίζω).
µπαστούνι (β): µπαστόνι, ο µπέµπης: µπεµπέκο, ο
π.χ. µπαστονέσα πφιρέλ = µε π.χ. µπουτ ροβέλ τουµαρό
µπαστούνι περπατάει. µπεµπέκο = πολύ κλαίει ο µπέµπης
µπαταξής: µπατακτσίο, ο σας (γιακχάκο-µπεµπέκο, ο = κόρη
π.χ. µπατακτσίο σι, ντραµία νασστί µατιού).
ασταρέλ α(ν)ντί πι πόσκι = (υποκ.) µπεµπεκίσι, ο.
µπαταξής είναι, δραχµή δεν µπορεί µπέρδεµα : σσασσϋρµάκο, ο.
να κρατήσει στην τσέπη του. µπερδεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
µπαταρία: µπαταρία, η σσασσϋρίαβ
π.χ. κι(ν)ντάν µπαταρίε ε τεηπέσκε; π.χ. σόσκε σσασσϋρίος; ο εσάπο σι
= αγόρασες µπαταρίες για το τεµίζι = γιατί µπερδεύεσαι; ο
µαγνητόφωνο; λογαριασµός είναι καθαρός.
µπατζάκι: µπατζάκο, ο µπερδεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
π.χ. µελαλέ σι ε πα(ν)τολέσκε µπερδεπσάαβ
µπατζάτσα = λερωµένα είναι τα π.χ. νά µπερδεπσάο του, µεκ λεν τε
µπατζάκια του παντελονιού. κερέν σο µανγκένα = µη
µπατζανάκι: µπατζανάκο, ο µπερδεύεσαι εσύ, ασ’ τους να
π.χ. καβά σι κο µπατζανάκο; = κάνουν ό,τι θέλουν.
αυτός είναι το µπατζανάκι σου; µπερδεύω (α) (µετβ. ρ.):
µπελαλής: µπεϊλατζίο, ο (προφ. µε µπερδεπσαράβ
συνίζηση ει) π.χ. κον µπερδεπσαρντάς αγκαντάλ
π.χ. µπουτ µπεϊλατζίο µανούςς σι µε πατέ; = ποιος µπέρδεψε έτσι τα
καβά = πολύ µπελαλής άνθρωπος ρούχα µου;
είναι αυτός. µπερδεύω (β) (µετβ. ρ.):
µπελαλίδικος: (βλ. µπελαλής). σσασσϋτϋρίαβ
µπελαλού: (βλ. µπελαλίδισσα). π.χ. σσασσϋτϋρντΰν µαν µο! = µε
µπελαλίδισσα: µπεϊλατζίκα, η µπέρδεψες, ρε!
(προφ. µε συνίζηση ει) µπερεκετλίδικος (επίθ.):
π.χ. µπεϊλατζίκα σι λεσκί ροµνί, σα µπερεκετλίο, -ίκα.
τσινγκαρά κερέλ = µπελαλίδισσα µπέσα: µπέσα, η
283

π.χ. του νά ασσούν λεσκέ όρµπε, έκαναν (έστησαν) µπλόκο οι


µπέσα νάι καλές = εσύ µην ακούς αστυνοµικοί µπροστά στο δρόµο,
τα λόγια του, µπέσα δεν έχει αυτός. γύρνα πίσω.
µπετονιά: µπισσίµι, ο και µπλούζα: µπλούζα και µπουλούζα,
µπρισσίµι, ο. η
µπιέλα: µπιέλα, η π.χ. κάσκι σι καγιά µπλούζα; =
π.χ. τσαλαντά µπιέλα ο τοµαφίλι = ποιανού είναι αυτή η µπλούζα;,
χτύπησε µπιέλα το αυτοκίνητο. κι(ν)ντόµ τουκέ ντούι µπουλούζε =
µπιζέλι: µπιζέλι και µπεζέλι, ο σου αγόρασα δύο µπλούζες.
π.χ. κα κεράβ µασέσα µπιζέλια (υποκ.) µπλουζίσα και
αβγκιέ = θα φτάξω κρέας µε µπουλουζίσα, η.
µπιζέλια σήµερα. µπογιά: µποϊάβα, η (προφ. µε
µπίλια: µπίλα, η συνίζηση ια)
π.χ. σερές, κάνα σάµας σικνέ, κάι π.χ. (µτφ.) νακχέλ νταά µι µποϊάβα
κχελάσας µπίλε κάι καβά τχαν; = = περνάει ακόµη η µπογιά µου,
θυµάσαι, όταν ήµασταν µικροί, που µενιένγκι µποϊάβα = µπογιά για τα
πάιζαµε µπίλιες σ’ αυτό το µέρος; παπούτσια.
µπιλιάρδο: µπιλάρντο, ο Συνών. ρένκι = χρώµα.
π.χ. τζας τε κχελάς µπιλάρντο κάι µπογιατζής: (βλ. βαφέας).
καβενάβα = πάµε να παίξουµε µπογιάτισµα: µποϊαµάκο, ο (προφ.
µπιλιάρδο στο καφενείο. µε συνίζηση ια)
µπιµπερό (α): χουρντέσκι- Συνών. µακχιπέ = βάψιµο, άλειµµα.
σσισσάβα, η (= παιδιού µπουκάλι). µπόλικος (άκλ. επίθ.): µπόλι
µπιµπερό (β): σουτέσκι-σσισάβα π.χ. χαν, κερντόµ µπόλι χαπέ =
(= για γάλα µπουκάλι) και συτέσκι- φάτε, έφτιαξα µπόλικο φαγητό,
σσισσάβα, η (= για γάλα µπουκάλι). µπόλι αβέλ µανγκέ καβά πα(ν)τόλι
µπιµπίκι: πφουκνορί, η = µπόλικο µου έρχεται αυτό το
π.χ. σίλε πφουκνορά κάι λεσκό παντελόνι.
µούι = έχει µπιµπίκια στο πρόσωπό µπορεί (απρόσ.ρ.): µπορί
του. π.χ. µπορί τε αβέλ τχάρα = µπορεί
µπινές (υβριστικά): ιµπνάβα, ο να έρθει αύριο (οµόηχο µπορί =
(σ.α.κωλόπαιδο) νύφη).
π.χ. α µο ιµπνάβανα, χοχαντάν µα! Συνών. γκάλιµπα και κάλιµπα =
= α ρε µπινέ, µε ξεγέλασες! µάλλον, πιθανόν, µπέκιµ = ίσως.
µπισκότο: πισκότο, ο µπόρεση: νταλιπέ, ο (σ.α.
π.χ. λιόµ τουκέ πισκότορα = σου δυνατότητα).
πήρα µπισκότα. µπορντό: µπορντό, ο
(υποκ.) πισκοτίσι, ο. π.χ. µπορντό σι ε µπουλουζάκο
µπιφτέκι: µπιφτέκι και µπιφτέκο,ο ρένκι = µπορντό είναι το χρώµα της
π.χ. λιόµ τουκέ µπιφτέκορα, τε χας µπλούζας.
= σου πήρα µπιφτέκια, να φας. µπορώ (άκλ.): νταλί
µπλε: (βλ. γαλάζιος). π.χ. νταλί κα αβές τούντα; = θα
µπλόκο: µπλόκο, ο µπορέσεις να έρθεις κι εσύ;, νταλί
π.χ. κερντέ µπλόκο ε σσεραλέ κεράβ µε καγιά µπουκί = µπορώ να
ανγκλά ντροµ, ιρισάο πάπαλε = κάνω εγώ αυτή τη δουλειά.
284

µπορώ (δεν) (άκλ.): νασστί και άνθρωπος είδες τι έκανε;, λιά λεσκί
νασστίκ µπούκα κατάρ λεσκό µούι = του
π.χ. νασστί κερές κχάντσικ = δεν πήρε τη µπουκιά από το στόµα (από
µπορείς να κάνεις τίποτε, νασστί κα την εν λόγω λέξη έχει την
αβάβ = δεν θα µπορέσω να έρθω, προέλευσή της η λέξη εµπούκα =
νασστίκ γκελόµ = δεν µπόρεσα να λίγο, µε πρόθηµα τη λέξη εκ = ένα
πάω. και µε την αποβολή του κ).
µπότα: µπότα, η µπουκιά (β): ουντούµο και
π.χ. κατάρ σαβό ντικιάνο κι(ν)ντάν γιουντούµο, ο
καλά µπότε; = από ποιο µαγαζί π.χ. ούτε εκ ουντούµο µαρνό νι
αγόρασες αυτές τις µπότες; χαλόµ σαµπαχτάν = ούτε µια
µπότα (πλαστική): τσίζµα, η µπουκιά ψωµί δεν έφαγα απ’ το
π.χ. τσικάιλε µε τσίζµε = πρωί, χα εκ γιουντούµο = φάε µια
λασπώθηκαν οι µπότες µου. µπουκιά (σ.α. γουλιά, βλ. και
µποτίλια: µποτίλα, η. γουλιά).
µπουγάδα (α): πατένγκο-χαλαηπέ, µπουκίτσα (α): µπουκορί, η
ο (= ρούχων πλύσιµο). π.χ. ιν χαλάν κι µπουκορί = δεν
µπουγάδα (β): σσεένγκο-χαλαηπέ, έφαγες την µπουκίτσα σου.
ο (= ρούχων πλύσιµο). µπουκίτσα (β): ουντουµίσι και
µπουγάδα (γ): τσαµασσΰρι, ο γιουντουµίσι, ο (σ.α. γουλίτσα).
π.χ. σίµαν τσαµασσΰρι αβγκιέ = µπουκώνοµαι (α) (αµεβτ.ρ.):
έχω µπουγάδα σήµερα. µπουκοσάαβ
µπουγαδιάζω (α) (µετβ. ρ.): πατέ- π.χ. µπουκοσάιλο ο χουρντό, νά
χαλαβάβ (= ρούχα πλένω). παρβάρ λες αβέρ = µπουκώθηκε το
µπουγαδιάζω (β) (µετβ. ρ.): σσέα- παιδί, µη το ταΐζεις άλλο.
χαλαβάβ (= ρούχα πλένω). µπουκώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
µπουγάδιασµα: (βλ. µπουγάδα). τϋκανίαβ
µπουγάτσα: πλιτσί(ν)τα, π.χ. τϋκανίαβ κατάρ ε
πλετσί(ν)τα και πετσί(ν)τα, η τζιγκαρένγκο ντουµάνο =
π.χ. µανγκές τε χας πλετσί(ν)τα; = µπουκώνοµαι από τον καπνό των
θέλεις να φας µπουγάτσα; τσιγάρων.
µπουζούκι: τσαλγκία, η και µπούκωµα (α): µπουκοσαριπέ, ο.
µπουζούκι, ο µπούκωµα (β): τϋκανµάκο, ο.
π.χ. µπούσσουκαρ τσαλγκία τζανέλ µπουκωµένος (α) (µτχ.):
τε µπασσαλέλ = πολύ ωραία µπουκοσαρντό, -ί.
µπουζούκι ξέρει να παίζει, κάσκο σι µπουκωµένος (β) (άκλ. επίθ.):
καβά µπουζούκι; = ποιανού είναι τϋκανµούσσι.
αυτό το µπουζούκι; µπουκώνω (µετβ.ρ):
µπουκαλάκι: σσισσαβίσα, η. µπουκοσαράβ.
µπουκάλι: σσισσάβα, η µπουλντόζα: µπολντόζα, η (µτφ.
π.χ. κον πφαγκλά η σσισσάβα; = χοντρέλα).
ποιος έσπασε το µπουκάλι; µπουνιά: ντουµούκ, η
µπουκιά (α): µπούκα, η π.χ. χαλά γεκ ντουµούκ κάι πι γιακ
π.χ. γεκ µπούκα µανούς ντικχλάν = έφαγε µια µπουνιά στο µάτι του.
σο κερντά; = µια µπουκιά
285

µπουνταλάς: µπουνταλάβα, ο, µπουφετζής: µπουφετζίο, ο, θηλ.


θηλ. µπουνταλάβα, η µπουφετζίκα, η.
π.χ. µπουνταλάβα σαν ντα νι µπουχτίζω (αµετβ. ρ.): γκακ-
ακχιαρές; = µπουνταλάς είσαι και κεράβ (κυριολ. αγανακτώ αµετβ., η
δεν καταλαβαίνεις; λέξη γκακ είναι επιφ. που δηλώνει
Συνών. σερσέµι = βλάκας, αγανάκτηση, κεράβ = κάνω)
χαζοχαρούµενος. π.χ. γκακ-κερντόµ κατάρ κε
Αντίθ. µπουτζανγκλό = πολύξερος, χοχαηµάτα = µπούχτισα από τα
έξυπνος, πφιρνό = πονηρός, ψέµατά σου.
έξυπνος. Συνών. µο-γκι-καλόλ (= η ψυχή µου
µπουντρούµι: µπουντουρούµο, ο µαυρίζει), αγανακτώ αµετβ.
π.χ. πφα(ν)ντέ λε α(ν)ντό µπουχτίζω (µετβ. ρ.): γκακ-
µπουντουρούµο = τον έκλεισαν στο κερνταράβ (κυριολ. αγανακτώ
µπουντρούµι. µετβ., η λέξη γκακ είναι επιφ. που
µπουρί: µπορία, η δηλώνει αγανάκτηση, κερνταράβ
π.χ. πφερντιλέ ε σοµπάκε µπορίε, ενεργ. διαµ. ρ = κάνω να κάνει-ουν,
κινισαριπέ µανγκέν = γέµισαν της βάζω να κάνει-ουν)
σόµπας τα µπουριά, τίναγµα π.χ. γκακ-κερνταρντάν µαν, καλιλό
θέλουν. µο γκι τούταρ = µε µπούχτισες,
(µπορία σ.α. εξάτµιση, βλ. και µαύρισε η ψυχή µου από σένα.
εξάτµιση). µπράβο: µπράβο
µπουρλότο: µπουρλότο, ο π.χ. µπράβο τούκε, κερντάν η
π.χ. (µτφ.) κερντιλό µπουρλότο µπουκί = µπράβο σου, έκανες τη
κατάρ πι χολί = έγινε µπουρλότο δουλειά.
από το θυµό του, (µτφ.) κερντιλό µπράβος: µπράβο, ο
ιρακί µο σσορό µπουρλότο κατάρ π.χ. κο µπράβο σι καβά; = ο
ουίσκι = έγινε χθες το κεφάλι µου µπράβος σου είναι αυτός;
µπουρλότο από το ουίσκι. (πληθ. µπράβορα, ε).
µπουρνούζι: µπουρνούζο και µπράτσο: µπράτσα, η
µπουρνούζι π.χ. βάζντε λε ντα του, τε ντικχάς,
π.χ. λιόµ τουκέ µπουρνούζι = σου κάι σίτουτ µπράτσε = σήκωσέ το
πήρα µπουρνούζι. εσύ, να δούµε, που έχεις µπράτσα.
µπουσουλάω: (βλ. αρκουδίζω). µπρατσωµένος (επίθ.):
µπουσούλισµα: (βλ. αρκούδισµα). µπρατσαλίο,-ούκα.
µπούτι: µπούτο, ο µπρελόκ: µπρελόκ, ο
π.χ. ουτσχάρτουτ, κε µπούτορα π.χ. κα ντες µανγκέ καβά µπρελόκ,
σικάντον = σκεπάσου, τα µπούτια τε νακχαβάβ α(ν)ντρέ µε νατάρα; =
σου φαίνονται, ε κχαϊνάκο µπούτο θα µου το δώσεις αυτό το µπρελόκ,
= το µπούτι της κότας. να περάσω µέσα τα κλειδιά µου;
µπουφάν: µπουφάνο, ο µπριζόλα: πριζόλα, η
π.χ. βουράβ κο µπουφάνο = φόρα π.χ. κα πεκάβ οπρά ανγκαρά ε
το µπουφάν σου. πριζόλε = θα ψήσω πάνω στα
(υποκ.) µπουφανίσι, ο κάρβουνα τις µπριζόλες.
µπουφές: µπουφέ, ο. µπρίκι: τζεζµπάβα, η
286

π.χ. χαλαβάβ η τζεζµπάβα = πλένω τε µπεσσέλ σσουκάρ = δώσε στο


το µπρίκι. γιο σου µυαλό, να κάτσει καλά,
(υποκ.) τζεζµπαβίσα, η. (φράση) κι γκογκί κάι πφιρέλ; = το
µπρος: µπρόσι, ο µυαλό σου πού περπατάει;, τουτ
π.χ. νι λελ µπρόσι ο τοµαφίλι = δεν ντα γκογκί τε αβέλας, µανούςς κα
παίρνει µπρος το αυτοκίνητο. κερντόσας = κι εσύ µυαλό αν είχες,
(χρησιµοποιείται µόνο για τον άνθρωπος θα γινόσουν.
κινητήρα αυτοκινήτου και µυαλουδάκι: γκογκιορί, η
δικύκλου). π.χ. σο τε πφενάβ; µι γκογκιορί
µπροστά (επίρρ.): ανγκλέ ατσχιλί! = τι να πω; το µυαλουδάκι
π.χ. ανγκλά πο ντατ, νι πελ µου σταµάτησε!
τζιγκάρα = µπροστά στον πατέρα µυαλωµένος (επίθ.): γκογκιαλό,-ί
του, δεν καπνίζει, τζα ανγκλέ = π.χ. ε γκογκιαλέ µανουσσά
πήγαινε µπροστά, ανγκλά τούτε σι, γκαντάλ νι κερέν = οι µυαλωµένοι
νι ντικχές λε; = µπροστά σου είναι, άνθρωποι έτσι δεν κάνουν.
δεν το βλέπεις; Συνών. γκογκιαβέρ = λογικός.
(από µπροστά = ανγκλάλ, π.χ. αβ Αντίθ. µπιγκογκιάκο = άµυαλος.
ανγκλάλ = έλα από µπροστά). µύγα: µακ, η
Αντίθ. πάπαλε = πίσω. π.χ. πφά(ν)ντε η πέντζεραβα
µπροστινός (επίθ.): ανγκλικνό,-ί πφερντιλό ο κχερ µακχιά = κλείσε
και ανγκλουτνό,-ί το παράθυρο, γέµισε το σπίτι µύγες,
π.χ. η ανγκλικνί λαστίκα ε (αλληγ.) σαστό γκιβέ µακχιά
µοτορέσκι φουλιλί = το µπροστινό µουνταρέλ κάι πο ντουκιάνο = όλη
λάστιχο της µοτοσυκλέτας την ηµέρα µύγες σκοτώνει στο
ξεφούσκωσε. µαγαζί του (δηλ. δεν έχει πελατεία).
Αντίθ. παλικνό και παλουτνό = µυγάρα: µπαρί-µακ, η (= µεγάλη
πισινός. µύγα).
µπρούµυτα (επίρρ.): τελέµοσα µυγαράκι: κορί-µακ, η (= τυφλή
π.χ. πελό τελέµοσα = έπεσε µύγα).
µπρούµυτα. (τελέ = κάτω, µόσα = µυγιάζοµαι (αµετβ. ρ.):
µε πρόσωπο ή µε στόµα, µούι = µακχιάβαβ.
πρόσωπο, στόµα) µυγούλα: µακχιορί, η.
Αντίθ. οπρέµοσα = ανάσκελα. µυδραλιοβόλο: µεντράλιο, ο.
µπρούντζος: µπρούντζο, ο µύλος: ντιρµένο, ο
µπύρα: µπίρα, η π.χ. ο ντιρµένο πισσέλ ο γκιβ = ο
π.χ. πφουκιαρντά µαν η µπίρα = µε µύλος αλέθει το σιτάρι.
φούσκωσε η µπύρα, σι σσουντρέ µυλωνάς: ντιρµεντζίο, ο.
µπίρε α(ν)ντό πσιγίο; = έχει κρύες µυλωνού: ντιρµεντζίκα, η.
µπύρες στο ψυγείο; µύξα: λιµ, η
µυαλό: γκογκί, η π.χ. κος κε λιµά = σκούπισε τις
π.χ. (φράση) σο κερέλ, κερέλ η µύξες σου.
γκογκί = ό,τι κάνει, κάνει το µυξιάρης (επίθ.): λιµαλό,-ί
µυαλό, µπουτζανγκλό σι, τσχινέλ π.χ. ο λιµαλό ντικχλά εµπούκα
λεσκί γκογκί = έξυπνος είναι, κόβει παρέ, µπαρικανό κερέλπες ακανά =
το µυαλό του, ντε κε τσχαβέ γκογκί,
287

ο µυξιάρης είδε λίγα λεφτά, µυρωδιά του βρίσκει τον


παριστάνει τον υπερήφανο τώρα. σκαντζόχοιρο.
µυρίζοµαι (αµετβ. ρ.): κχά(ν)ντα- (βλ. κοκία στα λήµµατα άρωµα,
µαν. οσµή).
µυρίζω (αµετβ. και µετβ. ρ.) µυρωδιά (β) (ευχάριστη): µίσκι, ο
(α):κχά(ν)νταβ π.χ. µίσκι κχά(ν)ντελ λακό κχερ
π.χ. µπουτ σσουκάρ κχά(ν)ντεν κατάρ ο τεµιζλίκο = ευχάριστη
καλά λουλουγκιά = πολύ ωραία µυρωδιά µυρίζει το σπίτι της από
µυρίζουν αυτά τα λουλούδια, την καθαριότητα, µίσκι κχα(ν)ντά η
κχά(ν)ντεν κε τσανγκά = µυρίζουν ζουµί = ευχάριστη µυρωδιά µύρισε
τα πόδια σου, (φράση) νι το φαΐ.
κχα(ν)ντόµ µε ναϊά, για τε τζανάβ! µυρωδικό: κχα(ν)νταριµάσκο, ο.
= δεν µύρισα τα δάχτυλά µου, για µύρωµα: µιροσαριπέ, ο.
να ξέρω! µυρωµένος (µτχ.): µιροσαρντό, -ί.
(βλ. και αµετβ. βροµώ). µυρώνω (µετβ. ρ.): µιροσαράβ.
µυρίζω (αµετβ. και µετβ.ρ.) (β): µυστήριος: (βλ. ακατάληπτος (β)).
σσουνγκάβ η λουλουγκί = µυρίζω µυστηριώδης: (βλ. ακατάληπτος
το λουλούδι. (β)).
µυρίζει (απρόσ.) (α): κχά(ν)ντελ µυστικός (επίθ.): γκαραντι(ν)ντό,-ί
π.χ. σο κχά(ν)ντελ κατέ α(ν)ντρέ; = (= κρυφός)
τι µυρίζει εδώ µέσα; π.χ. γκαραντι(ν)ντί α(ν)νασσµάβα
µυρίζει (απρόσ.) (β): σσουνγκέλ. = µυστική συµφωνία.
µύρισµα: κχανγκλιπέ και Αντίθ. σικαντό = φανερός.
σσουνγκιπέ, ο και κχα(ν)ντιπέ, ο µυστικότητα: γκαραντι(ν)ντιπέ, ο.
(σ.α. όσφρηση). µυστρί: µάλα, η
µυριστικός (επίθ.): σσουνγκαλό,-ί. π.χ. κεράβ-σουβάβα ο ντουβάρι ε
µυρµηγκάκι: κιρορί, η. µαλάσα = σουβαντίζω τον τοίχο µε
µυρµήγκι: κιρ, η το µυστρί.
π.χ. νά χολάρµαν µπουτ, σόσκε µυτάρα: µπαρό-νακ, ο (= µεγάλη
σαρ κιρ ντικχάβ τουτ = µη µε µύτη).
εκνευρίζεις πολύ, γιατί σαν µυταράς: µπαρέ-νακχέσκο, ο (=
µυρµήγκι σε βλέπω. µεγαλοµυτάς).
µυρµηγκότρυπα: κιρένγκι-χϋβ, η. µυταρού: µπαρέ-νακχέσκι, η (=
µυρµηγκοφωλιά: κιρένγκι-ουβάβα, µεγαλοµυτού).
η. µυτερός (α) (επίθ.): νακχαλό,-ί
µυρωδιά (α): κοκία και σσουνγκ, η π.χ. νακχαλί τσχουρί = µυτερό
π.χ. σσουκάρ κοκία σι καλέ µαχαίρι.
λουλουγκιά = ωραία µυρωδιά έχει µυτερός (β) (άκλ. επίθ.): σιβρί και
αυτό το λουλούδι, σο µπέτι κοκία σι σιβρίς
α(ν)ντό κχερ! = τι άσχηµη µυρωδιά π.χ. σιβρί καςς = µυτερό ξύλο.
έχει µες στο σπίτι!, η κοκία, τζι κάι (βλ. και αιχµηρός).
µο νάκ αβιλί = η µυρωδιά, µέχρι τη µύτη: νακ, ο
µύτη µου ήρθε (έφτασε), ο τζουκέλ π.χ. ο λατσχιπέ κάι κερντά µανγκέ
πε σσουνγκάσα αρακχέλ ε κατάρ µο νακ ικαλντά λε = την
κανζαβουρές = ο σκύλος µε την καλοσύνη που µού ‘κανε από την
288

µύτη µου την έβγαλε, µπεςς π.χ. σαέ πφερασά σι καλά κάι
σσουκάρ πφενάβ τουκέ, ντικ, µο πφενές; χουρντό-κερέστουτ; = τι
νακ χάλµαν = κάτσε καλά σου λέω, λόγια είναι αυτά που λες;
κοίτα, η µύτη µου µε τρώει, µωρουδίζεις;
ρατβάιλο µο νακ = µάτωσε η µύτη µωρουδίστικος (επίθ.):
µου. χουρντικανό,-ί
µυτίτσα: (βλ. µυτούλα). π.χ. χουρντικανέ τσοράπορα =
µυτούλα: νακχορό, ο µωρουδίστικες κάλτσες.
π.χ. ε χουρντέσκο νακχορό = η (βλ. και παιδικός).
µυτούλα του µωρού.
Μωάµεθ: Μουαµέτ και Μοάµετ, ο.
µωραίνω (αµετβ. ρ.): χουρντιάβ
και χουρντισάαβ
π.χ. σο νακχέν ε µπροσσά κι µάµι
χουρντόλ, ιν τζανέλ σο πφενέλ =
όσο περνούν τα χρόνια η γιαγιά σου
µωραίνει, δεν ξέρει τι λέει.
µωράκι: χουρντορό, ο
π.χ. κάσκο σι καβά χουρντορό; =
ποιανού είναι αυτό το µωράκι;
(βλ. και παιδάκι).
µωρέ (επιφών.): µορά
π.χ. σο µανγκές µορά; = τι θες
µωρέ;
Συνών. µο = ρε, βρε.
µωρό (α): χουρντό, ο
π.χ. ροβέλ ο χουρντό = κλαίει το
µωρό, (όρκος νεόνυµφων)
χουρντέσκι γιακ τε να ντικχάβ =
µωρού µάτι να µη δω.
(βλ. και παιδί).
µωρό (β) (χαϊδευτικά): µακσούµο,
ο
π.χ. πασστόλ µο µακσούµο =
κοιµάται το µωρό µου.
(υποκ.) µακσουµίσι, ο.
µωρόµυαλος (επίθ.): χουρντικανέ-
γκογκιάκο, -ι.
µωρουδίζω (αµετβ. ρ.): χουρντό-
κεράµαν (χουρντό = µωρό, παιδί,
κεράβ = κάνω, µαν = εµένα,
κεράµαν = παριστάνω, καµώνοµαι,
προσποιούµαι, υποδύοµαι,
υποκρίνοµαι)
289

Ν
να (µορ.): ακ π.χ. ναρκοσαρντέ λες ε ντοκτόρα =
π.χ. ακ καβά σι = να, αυτός είναι, τον νάρκωσαν οι γιατροί.
ακ, ο κχερ κάι πφενάβας τούκε = νάρκωση: ναρκοσαριπέ, ο.
να, το σπίτι που σου έλεγα. ναυτικός (ο): βαπορτζίο, ο
να (σύνδ.): τε π.χ. κάι βοπόρα κερέλ-µπουκί
π.χ. µανγκάβ τε τζάβταρ = θέλω να λακό ροµ, βαπορτζίο σι = στα
φύγω, τε τζας τούντα = να πας κι καράβια δουλεύει ο άνδρας της,
εσύ, ασσουγκιαράβ τουτ τε αβές = ναυτικός είναι.
σε περιµένω να έρθεις. (βλ. και αν). νεανικός (επίθ.): τερνικανό,-ί
νάζι: νάζι, ο (πληθ. νάζορα, ε) π.χ. τερνικανό βουραηπέ = νεανικό
π.χ. νάζορα κερέλ τουκέ = νάζια ντύσιµο, τερνικανέ µπροσσά =
σου κάνει. νεανικά χρόνια.
ναζιάρης (επίθ.): ναζλίο, -ούκα Αντίθ. πφουρικανό = γεροντίστικος.
π.χ. µπουτ ναζλίο σι κο τσχαβό, νεανίσκος: τερνορό, ο.
εµπουκάκε ροβέλ = πολύ ναζιάρης νεαρός (επίθ.): τερνό, -ί.
είναι ο γιος σου, µε το παραµικρό π.χ. τερνό τσχαβό = νεαρό αγόρι,
κλαίει. τερνί τσχορί = νεαρή κοπέλα.
ναι (µορ.): βα Αντίθ. πφουρό = γέρος.
π.χ. -κα αβές τούντα αµένσα; -βα, νεαρούλης (επίθ.): τερνορό,-ί
κα αβάβ = -θα ’ρθεις κι εσύ µαζί νέκρα: µουλιπέ, ο
µας; -ναι, θα ’ρθω, βα αγκαντάλ σι Αντίθ. τζου(ν)ντιπέ = ζωντάνια.
= ναι, έτσι είναι. νεκρικός (επίθ.): µουλικανό,-ί
Αντίθ. νάα, άηρ, άερ = όχι. π.χ. µουλικανέ µενία = νεκρικά
νάνι (επίρρ.): νάνι παπούτσια.
π.χ. τζα κερ νάνι = πάνε να κάνεις νεκροειδής: (βλ. νεκρικός).
νάνι (να κοιµηθείς), (νανούρισµα) νεκροθάφτης: µεζαρτζίο, ο
νάνι µε χουρντέσκε νάνι = νάνι για νεκροκεφαλή: µουλικανό-σσορό,
το παιδί µου νάνι. ο.
νανούρισµα: (βλ. νάνι). νεκρός (επίθ.): µουλό,-ί
ναός: (βλ. εκκλησία). π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
ναργιλές: ναργκιλάβα και «ο ασαηπέ» = το γέλιο), τζου(ν)ντό
ναργκουλάβα, η. µουλό σι ο µανούςς κάι χασαρντάς
νάρκη (πολεµική συσκευή): πε γκέσκο ασαηπέ = ζωντανός
νάρκα, η νεκρός είναι ο άνθρωπος που έχει
π.χ. (κατάρα) νάρκα τε ντελ τουτ χάσει το γέλιο της ψυχής του.
α(ν)ντό κο σσορό = νάρκη να σε Αντίθ. τζου(ν)ντό = ζωντανός.
χτυπήσει στο κεφάλι. νεκροσέντονο: µουλικανό-
ναρκωµένος (µτχ.): ναρκοσαρντό,- τσαρσσάφι, ο και µουλικανό-
ί. τσαρσσάφο, ο.
ναρκώνοµαι (αµετβ. ρ.): νεκροταφείο: λιµόρα, ε (=
ναρκοσάαβ. µνήµατα, λιµόρι = µνήµα).
ναρκώνω (µετβ. ρ.): ναρκοσαράβ νεκρότητα: (βλ. νέκρα).
νέκρωµα: µουνταριπέ, ο
290

(σ.α. σκότωµα, σβήσιµο) σι λουλουγκί κάι σίγο µορσισάολ =


Αντίθ. τζου(ν)νταριπέ = ζωντάνεµα. τα νιάτα είναι λουλούδι που
νεκρωµένος (µτχ.): µουνταρντό,-ί γρήγορα µαραίνεται.
(σ.α. σβησµένος, σκοτωµένος). Αντίθ. πφουριπέ = γήρας.
νεκρώνω (αµετβ. ρ.): µεράβ νεοφερµένος (επίθ.):
(σ.α. αµετβ. πεθαίνω, αµετβ. νεβοα(ν)ταντό, -ί και νεβοαταντό, -
σβήνω ι.
π.χ. µουλί η γιακ = έσβησε η νεράκι: παϊορό, ο (προφ. µε
φωτιά, µεράβ κατάρ η ντουκ = συνίζηση ιο )
πεθαίνω από τον πόνο). π.χ. ε Ντεβλέσκο παϊορό = το
Αντίθ. τζου(ν)ντιάβ = ζωντανεύω νεράκι του Θεού.
αµετβ. νερό: πάι (προφ. µε συνίζηση άι)
νεκρώνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ και παΐ, ο
(σ.α. σκοτώνω, µετβ. σβήνω, µετβ. π.χ. τσχου µανγκέ εµπούκα παΐ τε
πεθαίνω) παβ = ρίξε µου λίγο νερό να πιω,
π.χ. µουντάρ η τιλεόρασι = σβήσε µπι παϊέσκο, κχάντσικ ιν κερντόλ =
την τηλεόραση, µουνταρντέ λες χωρίς νερό τίποτε δεν γίνεται.
τσχουράσα = τον σκότωσαν µε νεροβάρελο: παέσκι-φουτσία, η.
µαχαίρι). νεροβράζω (µετβ. ρ.): παέσα-
Αντίθ. τζου(ν)νταράβ = ζωντανεύω κιραβάβ (= µε νερό βράζω).
µετβ. νερόβρασµα: παέσα-κιραηπέ (= µε
νεολαία: τερνιµάτα, ε. νερό βράσιµο).
νέο (το): αµπέρι, ο (= είδηση) νεροβρασµένος (µτχ.): παέσα-
π.χ. α(ν)ταντόµ τουκέ αµπέρα = κιραντό,-ί. (= µε νερό βρασµένος).
σου έφερα νέα. νερόβραστος: (βλ.
(βλ. και είδηση, µήνυµα). νεροβρασµένος).
νεογνό: (βλ. νεοσσός). νεροκανάτα: παέσκι-κανάτα, η.
νεολαιίστικος (επίθ.): νερόµυλος: παέσκο-ντιρµένο (=
τερνιµατένγκο, -ι. νερού µύλος).
νέος (επίθ. για προσ.): τερνό,-ί νεροπίστολο: παέσκι-πούσσκα, η
π.χ. (φράση) τε κερές-µπουκί (= νερού όπλο).
ακανά κάι σαν τερνό, ε µπροσσά νεροπότηρο: παέσκο-ποτίρι, ο.
νακχέν σίγο = να δουλέψεις τώρα νερουλιάζω (µετβ. ρ.): παϊαράβ
που είσαι νέος, τα χρόνια περνάνε (προφ. µε συνίζηση ια).
γρήγορα. π.χ. παϊαρντάν η ζουµί = το
(βλ. και νεαρός). νερούλιασες το φαγητό.
Αντίθ. πφουρό = γέρος. νερούλιασµα: παϊαριπέ, ο (προφ.
νέος (επίθ.): νεβό,-ί (= καινούριος) µε συνίζηση ια).
π.χ. νεβί µόδα = νέα µόδα. νερουλός (επίθ.): παϊαλό-ί (προφ.
Αντίθ. πουρανό = παλιός. µε συνίζηση ια).
νεοσσός (α): πούγιο, ο και πούϊκα, π.χ. µπουτ παϊαλί κερντιλί η ζουµί
η. = πολύ νερουλό έγινε το φαγητό.
νεοσσός (β): (βλ. γιαβρί). νερόφιδο: παϊέσκο-σαπ, ο (προφ.
νεότητα: τερνιπέ, ο µε συνίζηση ιε).
π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου νεύρα (τα): σινίρα, σϋνΰρα και
«ο τερνιπέ» = τα νιάτα), ο τερνιπέ νέβρα, ε
291

π.χ. πφαγκιλέ µε σινίρα = έσπασαν Αντίθ. µπιµπουλουτένγκο =


τα νεύρα µου, νά κερ νέβρα = µην ασυννέφιαστος, ανέφελος.
κάνεις νεύρα. νέφτι: νέφτι , ο
(βλ. οµόηχο σινίρα = σύνορα). π.χ. µπισταρντόµ τε κινάβ νέφτι =
νευρασθένεια: σινίρι, ο (κυριολ. ξέχασα να αγοράσω νέφτι.
νεύρο, οµόηχο σινίρι = σύνορο) νεφώδης: (βλ. νεφελώδης).
π.χ. σινίρι σι λεσκέ ροµνά = νηπιαγωγείο: νιπιαγογίο, ο
νευρασθένεια έχει η γυναίκα του. π.χ. κοβά µπροςς κα µπιτσχαλάβ µε
νευριάζω (µετβ. ρ.): χολιναράβ και τσχαβέ κάι νιπιαγογίο = του χρόνου
χολαράβ θα στείλω τον γιο µου στο
π.χ. εκχόλ, να χολάρµαν αβέρ = νηπιαγωγείο.
φτάνει, µη µε νευριάζεις κι άλλο. νησάκι: ανταβίσα, η.
(βλ. και µετβ. θυµώνω). νησί: αντάβα, η και νισί, ο
νευριάζω (αµετβ. ρ.): χολάβαβ π.χ. η Ρόδο σι µπουτ σσουκάρ
π.χ. χολάβαβ, κάνα ασσουνάβ αντάβα = η Ρόδος είναι πολύ
γκασαβέ όρµπε = νευριάζω, όταν όµορφο νησί, κάι σαό νισί γκελάν;
ακούω τέτοια λόγια. = σε ποιο νησί πήγες;
(βλ. και αµετβ. θυµώνω). νηστεία: νιστία, η
νευρίασµα: χολιναριπέ και π.χ. γεκ τσχον νιστία κερντάς = ένα
χολαηπέ, ο. µήνα νηστεία έκανε.
νευριασµένος (µτχ.): χολιναλό,-ί νηστεύω (αµετβ. ρ.): νιστία-
π.χ. αβιλό χολιναλό κατάρ µπουκί ασταράβ (= νηστεία πιάνω)
= ήρθε νευριασµένος από τη π.χ. νιστία-ασταρέλ, ο(ν)ντάν νι
δουλειά. χαλ µας = νηστεύει γι’ αυτό δεν
(βλ. και εκνευρισµένος). τρώει κρέας.
νευρικός (επίθ.): σινιρλίο, -ίκα, νηστικοµάτης*: µποκχαλέ-
σϋνϋρλίο, -ΰκα και νεβρικός, -ί γιακχάκο, ο
π.χ. µπουτ νεβρικός σι λακό τσχαό π.χ. µποκχαλέ-γιακχάκο σαν, νι
= πολύ νευρικός είναι ο γιος της, τσαϊλός = νηστικοµάτης είσαι, δε
τζανές σο σινιρλίο σι καβά; = χορταίνεις (θηλ. µποκχαλέ-
ξέρεις τι νευρικός είναι αυτός;, γιακχάκι, η)
µπουτ σινιρλίο σαν, εµπουκάκε Αντίθ. τσαϊλέ-γιακχάκο =
χολάος = πολύ νευρικός είσαι, µε το χορτατοµάτης*
παραµικρό θυµώνεις. νηστικός: (βλ. πεινασµένος).
νεύρο: σινίρι, ο (οµόηχο σινίρι = νηστίσιµος (επίθ.): νιστιάκο, -ι
σύνορο) και σϋνΰρι, ο π.χ. νιστιάκε χαµάτα = νηστίσιµα
π.χ. νά βάζντε µε σινίρα. τζανές σο φαγητά.
κα κεράβ τουτ; = µη σηκώνεις τα νηφάλιος (άκλ. επίθ.): αήκι
νεύρα µου. ξέρεις τι θα σε κάνω; π.χ. κάνα κ’ αβές αήκι οζοµάν τε
(σ.α. νευρασθένεια). πφενές µανγκέ καλέν, άηρ ακανά
νεφελοειδής: (βλ. νεφελώδης). κάι σαν µατό = όταν θα είσαι
νεφελώδης (άκλ. επίθ.): νηφάλιος να µου τα πεις αυτά, όχι
µπουλουτλού τώρα που είσαι µεθυσµένος.
π.χ. µπουλουτλού αβάβα = Συνών. µπιµατό = αµέθυστος,
νεφελώδης καιρός µπιπι(ν)ντό = άπιωτος.
292

Αντίθ. µατό = µεθυσµένος, µέθυσος, π.χ. νάι ακχιαριπέ κάι κε πφερασά


πι(ν)ντό = πιωµένος. = δεν έχουν νόηµα τα λόγια σου.
νιάτα: τερνιπέ, ο (= νεότητα) νόηµα (β): ισσαρέτι, ο (κυριολ.
π.χ. κάι πο τερνιπέ σας µπουτ σινιάλο, σηµάδι)
σσουκάρ καγιά = στα νιάτα της π.χ. κερντά µανγκέ ισσαρέτι πε
ήταν πολύ όµορφη αυτή. βαστέσα για τε τζάβταρ = µου
νίκη: ενµέκο, ο ‘κανε νόηµα µε το χέρι του για να
Αντίθ. ενιλµέκο = ήττα. φύγω.
νικηµένος (άκλ. επίθ.): ενίκι και νοηµοσύνη: γκογκιπέ, ο (γκογκί =
ενιλµίσσι µυαλό).
π.χ. ενίκι σαν, σο ντα τε κερές = νόηση: γκου(ν)ντιπέ, ο (γκού(ν)ντο
νικηµένος είσαι, ό,τι και να κάνεις. = νους).
νικιέµαι (αµετβ. ρ.): ενιλίαβ νοητός (επίθ.): γκου(ν)ντικανό,-ί
π.χ. νι ενιλίορ κχάντσικέσα = δεν Συνών. ακχιαρντό = κατανοητός.
νικιέται µε τίποτα. Αντίθ. µπιακχιαρντό =
Αντίθ. ενίαβ = νικώ. ακατανόητος.
νικώ (α) (µετβ. ρ.): ενίαβ και νοιάζει (δε µε): µάνγκε-σο-σι (=
νικισαράβ για µένα τι είναι).
π.χ. σο τε κχελάβ τούσα, έπντα π.χ. µάνγκε-σο-σι, σο µανγκέσα
ενίαβ τουτ = τι να παίξω µαζί σου, κερ = δεν µε νοιάζει, ότι θέλεις
συνέχεια σε νικάω. κάνε.
Αντίθ. ενιλίαβ = νικιέµαι. νοιάζοµαι: (βλ. ενδιαφέροµαι).
νικώ (β) (µετβ. ρ.): τσχοράβ (σ.α. νοιάσιµο: (βλ. ενδιαφέρον).
χύνω, διαλύω, ρηµάζω µετβ.) νοικάρης: κιρατζίο, ο.
π.χ. κχελ σσουκάρ, τε τσχορές λε = νοικάρισσα: κιρατζίκα, η.
παίξε ωραία (καλά), να τον νοίκι: κιράβα, η
νικήσεις, κον τσχορντά κάι τόπα; = π.χ. ποκινάβ κιράβα = πληρώνω
ποιος νίκησε στην µπάλα; νοίκι.
νιόγαµπρος: νεβό-τζαµουτρό, ο (= νοικιάζω (µετβ. ρ.): κιραλάιαβ
καινούριος γαµπρός) (προφ. µε συνίζηση ια)
π.χ. νεβό-τζαµουτρό σι νταά, π.χ. κα κιραλάιαβ κχερ, κα τζάβταρ
ο(ν)ντάν λεσκί σασούι ασταρέλ λε κατάρ = θα νοικιάσω σπίτι, θα
σσουκάρ = νιόγαµπρος είναι ακόµα, φύγω από ’δω.
γι’ αυτό η πεθερά τον πιάνει (του νοίκιασµα: κιραλαµάκο, ο .
φέρεται) καλά. νοικιασµένος (άκλ.επίθ.):
νιόνυµφη: νεβί-µπορί, η (= κιραλαµούσσι
καινούρια νύφη). π.χ. κιραλαµούσσι σι καβά κχερ =
νιότη: (βλ. νεότητα, νιάτα). νοικιασµένο είναι αυτό το σπίτι.
νισαντίρι (του γανωτή): Αντίθ. µπικιραβάκο = ανοίκιαστος
σαπαρίκος, ο. νοικοκυρά: νικοκίρκα, η
νισεστές: νεσσεστάβα, η. π.χ. µπουτ νικοκίρκα σι λεσκί
νόηµα (α): ακχιαριπέ, ο (κυριολ. ροµνί = πολλή νοικοκυρά είναι η
κατανόηση, αντίληψη, από το ρ. γυναίκα του.
ακχιαράβ = καταλαβαίνω, κατανοώ, νοικοκύρεµα: (βλ. νοικοκυριό).
αντιλαµβάνοµαι)
293

νοικοκυρεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): π.χ. ο νόµο τζανές σο πφενέλ; = ο


νικοκίρι-κερντιάβ (= νοικοκύρης νόµος ξέρεις τι λέει;
γίνοµαι). νόµος (β): νιζάµο, ο.
νοικοκυρεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): νοσοκοµείο: αστενάβα, η και
νικοκίρκα-κερντιάβ (= νοικοκυρά νοσοκοµίο, ο.
γίνοµαι). π.χ. ινγκάρ λε κάι αστενάβα =
νοικοκύρης: νοικοκίρι, ο πήγαινέ τον στο νοσοκοµείο, νταά
π.χ. κον σι καλέ κχερέσκο α(ν)ντό νοσοκοµίο σι κα ντατ; =
νικοκίρι; = ποιος είναι αυτού του ακόµα µες στο νοσοκοµείο είναι ο
σπιτιού ο νοικοκύρης;, κερντιλό πατέρας σου;
νικοκίρι κο τσχαβό = έγινε νοστιµάδα: (βλ. νοστιµιά).
νοικοκύρης ο γιος σου, ο νικοκίρι νοστιµιά (α): νταντία, η και ντάντι,
µανούςς αγκαντάλ ιν κερέλ = ο ο (σ.α. γεύση, γευστικότητα, ουσία)
νοικοκύρης άνθρωπος έτσι δεν π.χ. µπούσσουκαρ κερντιλί η
πράττει. ζουµί, µπουτ νταντία σίλα =
νοικοκυριό: νικοκιρλίκο, ο υπέροχο έγινε το φαγητό, πολλή
π.χ. γκαντικίν µπροσσά ζζενιµέ νοστιµιά έχει (βλ. και γεύση,
σαν, κάι σι κο νικοκιρλίκο; = τόσα ουσία).
χρόνια παντρεµένη είσαι, πού είναι νοστιµιά (β): γκουγκλιπέ, ο
το νοικοκυριό σου;, ιτσ νικοκιρλίκο (κυριολ. γλύκα, γλυκύτητα).
ιν τζανέλ κι τσχέι = καθόλου νόστιµος (επίθ.): γκουγκλό, -ί
νοικοκυριό δεν ξέρει η κόρη σου (κυριολ. γλυκός).
(σ.α. νοικοκυροσύνη). νοστιµούλης (επίθ.): γκουγκλορό,
νοικοκυροσύνη: (βλ. νοικοκυριό). -ί (κυριολ. γλυκούλης,
νοµάρχης: νοµάρχι, ο. γλυκούτσικος).
νοµαρχία: νοµαρχία, η. νουθεσία: γκογκιαριπέ, ο (σ.α.
νοµίζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): συµβουλή, δασκάλεµα).
σανε(ν)τιρίαβ νουθετηµένος (µτχ.):
π.χ. σανε(ν)τιρίαβας κάι κα γκογκιαρντό,-ί (σ.α. δασκαλεµένος,
τζάσταρ = νόµιζα ότι θα φύγεις, συµβουλευµένος).
αγκαντάλ σανε(ν)τιρίαβ = έτσι νουθετώ (µετβ. ρ.): γκογκιαράβ
νοµίζω, σανε(ν)τιρίαβ κάι πφενέλ (βλ. και συµβουλεύω).
χοχαηπέ = νοµίζω ότι λέει ψέµα νούµερο: νούµερα, η και νούµερο,
(ψέµατα). ο
νοµίζω (β) (µετβ. ρ.): τζανάβ π.χ. σαβί νούµερα µενία βουραβές;
(κυριολ. ξέρω) και ακχιαράβ = τι νούµερο παπούτσια φοράς;
(κυριολ. καταλαβαίνω, µάνγκε νι νακχέν καλά νούµερε κάι
αντιλαµβάνοµαι, κατανοώ) κερές = σε µένα δεν περνάνε αυτά
π.χ. µε τζανάβας κάι σι κχερέ τα νούµερα (αυτές οι εξυπνάδες)
µαρνό, ο(ν)ντάν νι λιόµ = εγώ που κάνεις.
νόµιζα ότι έχει στο σπίτι ψωµί, γι’ νουνός: (βλ. κουµπάρος).
αυτό δεν πήρα, βόι ακχιαρντά κάι νους: γκού(ν)ντο, ο
κα τζάσταρ του, ο(ν)ντάν νι αβιλί = π.χ. (φράση που λένε συνήθως οι
αυτή νόµισε ότι θα φύγεις εσύ, γι’ γονείς στα παιδιά τους) κάι κο
αυτό δεν ήρθε. γκού(ν)ντο τε µαρντόλ η µπουκί =
νόµος (α): νόµο και νόµος, ο στο νου σου να παιδεύεται η
294

δουλειά, (δηλ. να ’χεις το νου σου ντέφι: νταϊαράβα, η (προφ. µε


πρώτα στη δουλειά και µετά σε συνίζηση ια).
άλλα πράγµατα). ντιβάνι : ντιβάνο, ο.
(υποκ.) γκου(ν)ντορό, ο. ντολµαδάκι: ντολµαβίσα, η.
Συνών. γκογκί = µυαλό. ντολµάς: ντολµάβα, η
νταηλίκι: νταηλίκο, ο π.χ. κερ αµένγκε ντολµάβε αβγκιέ,
π.χ. κο νταηλίκο σικαβές µάνγκε; = τε χας = φτάξε µας ντολµάδες
το νταηλίκι σου µου δείχνεις; σήµερα, να φάµε.
Συνών. τσαµπουκαλούκο = ντοµάτα: ντοµάτα, η
τσαµπουκαλίκι, µάνγκαλουκο = π.χ. τε κινές ντοµάτε = να
µαγκιά. αγοράσεις ντοµάτες.
νταής: (βλ. µάγκας, τσαµπουκάς). ντοµατόζουµο: ντοµατάκο-παΐ, ο
νταλίκα: ταλίγκα και νταλίγκα, η (= ντοµάτας νερό).
π.χ. (κατάρα) ταλίγκα τε τσαλαβέλ ντοµατοµαζευτής*: ντοµάτατζίο, ο
τουτ = νταλίγκα να σε χτυπήσει. (σ.α. ντοµατοπαραγωγός), θηλ.
νταλικιέρης: ταλίγκατζίο, ο. ντοµάτατζίκα, η.
ντάµα (των τραπουλόχαρτων): ντοµατοπαραγωγός: (βλ
ρακλί, η (κυριολ. νεαρή µη ντοµατοµαζευτής*).
Τσιγγάνα) ντοµατοσαλάτα: σάλαταλούκο, ο
π.χ. τσχου µανγκέ η ρακλί = ρίξε π.χ. νι µανγκάβ ρακιάσα τε χαβ
µου την ντάµα. πφαρό χαπέ , κερ µανγκέ εκ
(υποκ.) ρακλορί, η (βλ. σάλαταλούκο = δε θέλω βραδιάτικα
αλλόφυλος). να φάω βαρύ φαγητό, φτιάξε µου
νταµιτζάνα: ντραµιτζάνα, η µια ντοµατοσαλάτα.
π.χ. εκ ντραµιτζάνα ρακία = µία ντόµπρος: (βλ. ευθύς).
νταµιτζάνα ούζο. ντοµπροσύνη: (βλ. ευθύτητα).
ντάνα: ντάνα, η ντόπιος (επίθ.): γερλίο-ίκα και
π.χ. κεράβ ντάνα ε µπά(λ)λε = γερλίς (άκλ.επιθ.)
κάνω ντάνα τα αχυροδέµατα. π.χ. γερλία σι καλά, κατέ
νταούλι: νταβούλι, ο µπιά(ν)ντιλε = ντόπιοι είναι αυτοί,
π.χ. ε πουρανέ µπροσσέ(ν)ντε εδώ γεννήθηκαν, γερλία χουρµουζέ
νταβουλένσα ντα ζουρναβένσα = ντόπια καρπούζια.
κεράσας αµαρέ µπιαβά = τα παλιά ντουζ: ντουζ, ο
χρόνια µε νταούλια και ζουρνάδες π.χ. τζαβ τε κεράβ εκ ντουζ = πάω
κάναµε (τελούσαµε) τους γάµους να κάνω ένα ντουζ.
µας. ντουζιέρα: ντουζιέρα, η.
ντε (µορ.): ντε ντουζίνα: ντιζία, η
π.χ. µπεςς τελέ ντε = κάτσε κάτω π.χ. κι(ν)ντά εκ ντιζία τσαρέ =
ντε (οµόηχο ντε = δώσε). αγόρασε µια ντουζίνα πιάτα.
ντεπόζιτο: ντεπόζιτο, ο ντούκου (επίρρ.): ντούκου
π.χ. ε τοµαφιλέσκο ντεπόζιτο = το π.χ. ντούκου µανγκάβ ε παρέ =
ντεπόζιτο του αυτοκινήτου, σίτουτ ντούκου θέλω τα λεφτά (δηλ. όχι
κάι εκ ντεπόζιτο τε ντες µαν; = µε δόσεις).
έχεις κανένα ντεπόζιτο να µου ντουλάπα: ντολάπο, ο και
δώσεις; ντουλάπα, η
295

π.χ. α(ν)ντό ντολάπο σι κο αυτά που κάναµε, µε νι µανγκάβ τε


πα(ν)τόλι = µες στην ντουλάπα λατζανταράµαν α(ν)ντέ µανουσσά
είναι το παντελόνι σου, σαΐ = εγώ δεν θέλω να ντροπιαστώ µες
σσουκάρ σι κι ντουλάπα! = τι στους ανθρώπους.
ωραία είναι η ντουλάπα σου! Συνών. ρεζίλι-κερντιάβ =
(βλ. και ντουλάπι). ρεζιλεύοµαι
ντουλάπι: ντολάπο, ο ντροπιάζω (µετβ. ρ.): λατζανταράβ
π.χ. α(ν)ντό ντολάπο σι ο σσεκέρι π.χ. λατζανταρντά λε ανγκλά λεσκέ
= µες στο ντουλάπι είναι η ζάχαρη. αµαλά = τον ντρόπιασε µπροστά
ντρέποµαι (αµετβ. ρ.): λατζάβ στους φίλους του, ντικ τε να
π.χ. λατζάλ τε ορµπισαρέλ λεσκέ = λατζανταρές αµέν = κοίτα
ντρέπεται να του µιλήσει, σαβέ (πρόσεχε) να µη µας ντροπιάσεις.
όρµπε σι καλά κάι πφενές; ιν Συνών. ρεζίλι-κεράβ = ρεζιλεύω
λατζάς εµπούκα; = τι λόγια είναι (βλ. και προσβάλλω, εξευτελίζω,
αυτά που λες; δεν ντρέπεσαι λίγο;, ταπεινώνω).
λατζάβ τε ικλάβ ανγκλά λεσκό µούι ντροπιάρης: (βλ. ντροπαλός).
= ντρέποµαι να βγω µπροστά στο ντρόπιασµα: λατζανταριπέ, ο.
πρόσωπό του. ντροπιασµένος (µτχ.):
ντροπαλός (επίθ.): λατζανό,-ί λατζανταρντό,-ί
π.χ. µπουτ λατζανό σι = είναι πολύ π.χ. λατζανταρντέ µόσα σαρ τε
ντροπαλός. ικλάβ ανγκλά ντουνιάβα; = µε
Αντίθ. µπιλατζανό = αδιάντροπος. ντροπιασµένο πρόσωπο πώς να βγω
ντροπαλοσύνη: λατζαηπέ, ο µπροστά στον κόσµο;
(βλ. και ντροπή). Αντίθ. µπιλατζανταρντό =
Αντίθ. µπιλατζαηπέ = αδιαντροπιά. αντρόπιαστος.
ντροπαλότητα: (βλ. ντυµένος (µτχ.): βουραντό,-ί
ντροπαλοσύνη). π.χ. βουραντό σι ο χουρντό =
ντροπαλούλης (επίθ.): λατζανορό, ντυµένο είναι το παιδί.
-ί (βλ. και φορεµένος).
π.χ. σι εµπούκα λατζανορό = είναι Αντίθ. µπιβουραντό = άντυτος.
λίγο ντροπαλούλης. ντύνοµαι (αµετβ. ρ.): βουραβάµαν
ντροπή: λατζ, η και λατζαηπέ, ο π.χ. βουραβάµαν, τε τζαβ κάι µπιάβ
π.χ. (φράση) η µπουκί νάι = ντύνοµαι, να πάω στο γάµο, νταά
λατζαηπέ = η δουλειά δεν είναι ιν βουραντάν-τουτ; = ακόµα δεν
ντροπή, λολιλό λεσκό µούι ε ντύθηκες; ιν τζανές τε βουραβές
λατζάταρ = κοκκίνισε το πρόσωπό τουτ = δεν ξέρεις να ντύνεσαι.
του από τη ντροπή, µπαρί λάτζ = Αντίθ. νανγκιαράµαν = γδύνοµαι.
µεγάλη ντροπή. ντύνω (µετβ. ρ.): βουραβάβ και
Συνών. ρεζι(λ)λίκο = ρεζιλίκι. (επιτατ. µετβ. ρ.) βουρανταράβ
(βλ. λατζαηπέ στο λήµµα π.χ. βουραβάβ ε χουρντέ = ντύνω
ντροπαλοσύνη). το µωρό, ιν µπεσσέλ καβά χουρντό,
ντροπιάζοµαι (αµετβ. ρ.): για τε βουρανταράβ λε = δεν
λατζανταράµαν κάθεται αυτό το παιδί, για να το
π.χ. λατζανταρντάµ αµέν κάι ντύσω.
ντουνιάβα καλένσα κάι κερντάµ = (βλ. βουραβάβ στο λήµµα φορώ).
ντροπιαστήκαµε στον κόσµο µ’
296

Αντίθ. νανγκιαράβ = γδύνω, π.χ. (όρκος) µε τσχάκο µποριπέ τε


γυµνώνω. να ντικχάβ! = της κόρης µου τη
ντύσιµο: βουραηπέ, ο νυφιά να µη δω! (δηλ. να µη δω την
π.χ. τζαλ τουκέ καβά βουραηπέ = κόρη µου νύφη).
σου πάει αυτό το ντύσιµο. (βλ. και γαµπριά).
Αντίθ. νανγκιαριπέ = γδύσιµο, Αντίθ. τζαµουτριπέ = γαµπριά*.
γύµνωµα. νυφικό (το): µπορικανό, ο
νυµφεύοµαι: (βλ. παντρεύοµαι). π.χ. γκελό λακέ µπουτ ο µπορικανό
νυµφεύω: (βλ. παντρεύω). = της πήγε πολύ το νυφικό.
νύστα: λί(ν)ντρα, η νυφικός (επίθ.): µπορικανό,-ί.
π.χ. πφα(ν)ντόν µε γιακχά κατάρ η νυφούλα: µπορορί, η
λί(ν)ντρα = κλείνουν τα µάτια µου π.χ. αβιλί µι µπορορί = ήρθε η
από τη νύστα. (σ.α. ύπνος). νυφούλα µου.
(υποκ.) λι(ν)ντρίσα, η. Αντίθ. τζαµουτρορό = γαµπρούλης.
Συνών. λι(ν)ντραηπέ = νύσταγµα. νυχάκι: βουνγκορί και βουνγκίσα,
νύσταγµα: λι(ν)ντραηπέ, ο. η
νυσταγµένος (µτχ.): λι(ν)ντραλό,-ί π.χ. (φράση) νασστί ρεσές λε ούτε
π.χ. λι(ν)ντραλό σι ο χουρντό = κάι λεσκί βουνγκίσα = δεν µπορείς
νυσταγµένο είναι το µωρό. να τον φτάσεις ούτε στο νυχάκι του.
Αντίθ. µπιλι(ν)ντραλό = νύχι: βούνγκα και βίνγκα, η
ανύστακτος. π.χ. τσχινάβ µε βούνγκε = κόβω τα
νυστάζω (αµετβ. ρ.): λι(ν)ντράβαβ νύχια µου.
π.χ. λι(ν)ντράιλοµ, µανγκάβ τε νύχτα: ρατ και ρακί, η
πασστιάβ = νύσταξα, θέλω να π.χ. σαστί ρακί νασστί πασσλιλέµ
κοιµηθώ. κατάρ ντα(ν)ντέσκι ντουκ = όλη τη
νυστάζω (α) (µετβ. ρ.): νύχτα δεν µπόρεσα να κοιµηθώ απ’
λι(ν)ντραράβ τον πονόδοντο, η ρατ γκελάµταρ =
π.χ. λι(ν)ντραρντά µαν καγιά νύχτα φύγαµε, κάι σάνας σα η ρατ;
µουσική! = αυτή η µουσική µε = πού ήσουν όλη τη νύχτα;, σαρ κα
νύσταξε! νακχέλ καϊά ρατ! = πώς θα περάσει
νυστάζω (β) (επιτατ. µετβ. ρ.): αυτή η νύχτα!
λι(ν)ντρανταράβ (βλ. οµόηχο ρατ = αίµα).
π.χ. λι(ν)ντρανταρντέ µαν καλά (υποκ.) ρακιορί, η και ρατορί, η
γκιλά κάι τχοντάν = µε νύσταξαν Αντίθ. γκιές και γκιβέ = µέρα.
αυτά τα τραγούδια που έβαλες. νυχτερίδα: ρακιάκι-τσιρικλί, η (=
νυστέρι: τσχουρί, η (κυριολ. νύχτας πουλί).
µαχαίρι). νυχτερινός (επίθ.): ρακιάκο,-ι και
νύφη: µπορί, η ρατάκο,-ι
π.χ. αβιλί η µπορί ε τζαµουτρέσα = π.χ. ρακιάκι µπουκί = νυχτερινή
ήρθε η νύφη µε τον γαµπρό, κάνα δουλειά.
κα µπαρός, τε ντικχάβ τουτ µπορί! Αντίθ. γκιβεσέσκο = ηµερήσιος.
= πότε θα µεγαλώσεις, να σε δω νυχτιάτικα (επίρρ.): α(ν)ντιράτ
νύφη! π.χ. κάι πφιρές α(ν)ντιράτ κάι
Αντίθ. τζαµουτρό = γαµπρός. ντροµά; = πού περπατάς νυχτιάτικα
νυφιά*: µποριπέ, ο στους δρόµους;
νύχτωµα: ρακιπέ, ο
297

Αντίθ. γκιβεσαριπέ = ξηµέρωµα.


νυχτώνοµαι (αµετβ. ρ.): ρακιάβαβ
π.χ. ρακιάιλαµ οπρά ντροµά =
νυχτωθήκαµε στους δρόµους.
Αντίθ. γκιβεσάαβ = ξηµερώνοµαι.
νυχτώνω (αµετβ. ρ.): ρακιβάβ
π.χ. ρακιλάµ τζι τε αβάς κχερέ =
νυχτώσαµε µέχρι να έρθουµε σπίτι.
Αντίθ. γκιβεσαράβ = ξηµερώνω.
νυχτώνει (απροσ.): ρακιόλ
π.χ. ρακιλό ντα ταά τε αβέλ =
νύχτωσε κι ακόµα να έρθει.
Αντίθ. γκιβεσάολ = ξηµερώνει.
νωπός (άκλ. επίθ.): ταζέ (=
φρέσκος) και (επίθ.) γιαλό, -ί (=
υγρός).
νωρίς (επίρρ.): ερκέν
π.χ. τζαλ ερκέν κάι πι µπουκί =
πάει νωρίς στη δουλειά του,
πάσστο, τχάρα κα ουσστές ερκέν =
κοιµήσου, αύριο θα σηκωθείς
νωρίς.
Αντίθ. γκέτσι = αργά.
νωρίτερα (επίρρ.): νταάερκεν (=
πιο νωρίς)
π.χ. νταάερκεν, τε αβέσας, κατέ κα
ρακχαβέσας λε = νωρίτερα, αν
ερχόσουν, εδώ θα τον έβρισκες.
Αντίθ. νταάγκετσι = αργότερα.
298

Ξ
ξαγρύπνηµα: µπιπασσλιπέ και Συνών. ναµλίο = ονοµαστός,
µπιπασστιπέ, ο (κυριολ. ασσαρντό = παινεµένος.
ακοιµησιά). ξακουστός (επίθ.): ασσου(ν)ντό,-ί.
ξάγρυπνος (επίθ.): π.χ. σι ασσου(ν)ντό κατάρ πι
µπιπασσλιµάσκο,-ι, σσουκάρ λαλί = είναι ξακουστός
µπιπασστιµάσκο,-ι και απ’ την καλή φωνή του (κυριολ.
µπιλι(ν)ντράκο,-ι. ακουστός).
π.χ. ατσχιλό µπιλι(ν)ντράκο σα η ξαµολάω: (βλ. αµολάω).
ρατ = έµεινε ξάγρυπνος όλη τη ξανά (α) (επίρρ.): πάλε (= πάλι)
νύχτα. π.χ. τε νά ορµπισαρές µανσά πάλε
ξαγρυπνώ (αµετβ. ρ.): = να µη µου µιλήσεις ξανά.
µπιπασσλιµάσκο-ατσχάβ και ξανά (β) (επίρρ.): ντα-εκ-φαρέ και
µπιλι(ν)ντράκο-ατσχάβ (= ντα-εκ-ντροµ (ντα = και, εκ = ένας,
ξάγρυπνος µένω). µία, φαρέ = φορά).
ξαδέρφια (τα): πφαλένγκε- π.χ.. ντα-εκ-φαρέ κα κερές; = ξανά
χουρντέ, ε (= αδελφών παιδιά) θα κάνεις; (ντροµ = φορά, οµόηχο
π.χ. πφαλένγκε-χουρντέ σαµούς = ντροµ = δρόµος) ντα-εκ-ντροµ κα
ξαδέρφια είµαστε (κυριολ. αδελφών τζαλ = ξανά θα πάει.
παιδιά είµαστε). ξανά (γ) (επίρρ.): γκένε
ξάδερφος: κακέσκο-τσαβό, ο (= π.χ. αβιλό γκένε = ήρθε ξανά.
θείου γιος) και µπιµπάκο-τσχαβό, ο ξαναβάφω (µετβ. ρ.): πάλε-
(= θείας γιος) µακχάβ.
π.χ. µε κακέσκο-τσχαβό σι καβά = ξαναβγάζω (µετβ. ρ.): πάλε-
ο ξάδερφός µου είναι αυτός ικαλάβ.
(κυριολ. του θείου µου ο γιος είναι ξαναβρίσκω (µετβ. ρ.): πάλε-
αυτός), αβιλό µε µπιµπάκο-τσχαβό αρακχάβ και πάλε-ρακχαβάβ.
= ήρθε ο ξάδερφός µου (κυριολ. ξαναβλέπω (µετβ. ρ.): πάλε-
ήρθε της θείας µου ο γιος). ντικχάβ.
ξαδέρφη: κακέσκι-τσχέι, η (= θείου ξαναγεννώ (αµετβ. ρ.): πάλε-
κόρη) και µπιµπάκι-τσχέι,η (= θείας µπιανάβ.
κόρη). ξαναγίνοµαι (αµετβ. ρ.): πάλε-
π.χ. καγιά σι κε κακέσκι-τσχέι; = κερντιάβ.
αυτή είναι η ξαδέρφη σου; (κυριολ. ξαναγυρίζω (αµετβ. ρ.): πάλε-
αυτή είναι του θείου σου η κόρη;), ιρισάαβ.
κα τζαβ κάι µε µπιµπάκι-τσχέι = θα ξαναγυρίζω (µετβ. ρ.): πάλε-
πάω στην ξαδέρφη µου (κυριολ. θα ιρισαράβ.
πάω στης θείας µου την κόρη). ξαναδείχνω (µετβ. ρ.): πάλε-
ξακουσµένος (µτχ. ως επίθ.): σικαβάβ.
ασσου(ν)νταρντό,-ί (= ξαναεπιστρέφω (µετβ. ρ.): (βλ.
διαδεδοµένος, διαλαληµένος) ξαναγυρίζω µετβ.).
π.χ. ντικ ο ασσου(ν)νταρντό σο ξαναεπιστρέφω (αµετβ. ρ.): (βλ.
κερντάς! = κοίτα ο ξακουσµένος τι ξαναγυρίζω αµετβ.).
έκανε!
299

ξαναζεσταίνω (µετβ. ρ.): πάλε- ξανατρέχω (αµετβ. ρ.): πάλε-


ταταράβ. πράσταβ και πάλε-νασσάβ (νασσάβ
ξαναζωντανεύω (µετβ. ρ.): πάλε- = τρέχω, ξεφεύγω, διαφεύγω).
τζου(ν)νταράβ. ξανατρώω (αµετβ. ρ.): πάλε-χαβ.
ξαναθυµίζω (µετβ. ρ.): πάλε- ξαναϋπενθυµίζω (µετβ. ρ.): πάλε-
σεραράβ. σερανταράβ.
ξανακάνω (µετβ. ρ.): πάλε-κεράβ. ξαναφαίνοµαι (αµετβ. ρ.): πάλε-
ξανακούω (αµετβ. και µετβ.ρ.): σικάντιαβ.
πά-λε-ασσουνάβ. ξαναφέρνω (µετβ. ρ.): πάλε-
ξαναµιλώ (αµετβ. και µετβ.ρ.): α(ν)ταβάβ, πάλε-αταβάβ, γκένε-
πάλε-ορµπισαράβ. α(ν)ταβάβ και γκένε-αταβάβ
ξανάνιωµα: τερναριπέ, ο π.χ. κα α(ν)ταβάβ-γκένε γκασαβέ
Αντίθ. πφουραριπέ = γέρασµα. µανγκινά = θα ξαναφέρω τέτοια
ξανανιωµένος (µτχ.): τερναρντό, -ί εµπορεύµατα.
Αντίθ. πφουραρντό = γερασµένος. ξαναφεύγω (αµετβ. ρ.): πάλε-
ξανανιώνω (αµετβ. ρ.): τερνιάβ τζάβταρ
π.χ. του α(ν)ντί τε πφουρός, Αντίθ. πάλε-αβάβ = ξανάρχοµαι.
τερνιλάν ντικχάβ = εσύ αντί να ξαναφιλώ (µετβ. ρ.): πάλε-
γεράσεις, ξανάνιωσες βλέπω (τερνό τσουµίνταβ και πάλε-τσουµούνταβ.
= νέος). ξαφνικά (επίρρ.):
Αντίθ. πφουριάβ = γερνώ αµετβ. µπιασσουγκιαριµάσα (= χωρίς
ξανανοίγω (µετβ. ρ.): πάλε- αναµονή).
πουταράβ. ξαναφτιάχνω (µετβ. ρ.): πάλε-
ξαναπαίρνω (µετβ. ρ.): πάλε-λαβ. κεράβ (σ.α. ξανακάνω, κεράβ =
ξαναπαντρεµένος (επίθ.): πάλε- κάνω, φτιάχνω, δηµιουργώ,
ζζενισαρντό,-ί και πάλε-ζζενιµέ πράττω).
(άκλ.επιθ.). ξαναχτυπώ (µετβ. ρ.): πάλε-
ξαναπαντρεύοµαι (αµετβ. ρ.): τσαλαβάβ.
πάλε-ζζενισάαβ. ξαναχτυπώ (αµετβ. ρ.): πάλε-
ξαναπερνώ (αµετβ. ρ.): πάλε- τσαλάντιαβ.
νακχάβ. ξανθός (επίθ.): ξανθός,-ιά
ξαναπέφτω (αµετβ. ρ.): πάλε- π.χ. ξανθά σι λακέ µπαλά = ξανθά
περάβ είναι τα µαλλιά της.
ξαναπιάνω (µετβ. ρ.): πάλε- ξανοίγοµαι (αµετβ. ρ.):
ασταράβ. πουταράµαν και πουτράµαν
ξαναπουλώ (µετβ. ρ.): πάλε- π.χ. νά πουτάρτουτ κάσκε αβέλα,
µπικινάβ. αστάρ κο µούι εµπούκα πφα(ν)ντό
ξαναρίχνω (µετβ. ρ.): πάλε-τσχαβ. = µην ξανοίγεσαι σ’ όποιον να ναι,
ξαναρχίζω (αµετβ. και µετβ.ρ.): κράτα το στόµα σου λίγο κλειστό.
πάλε-µπασσλάιαβ (προφ. µε (κυριολ. ανοίγοµαι).
συνίζηση ια). ξάπλωµα (α): λουντζιπέ και
ξανάρχοµαι (αµετβ. ρ.): πάλε- λουντζαηπέ, ο.
αβάβ ξάπλωµα (β): ουζανµάκο, ο.
Αντίθ. πάλε-τζάβταρ = ξαναφεύγω. ξαπλωµένος (α) (µτχ.):
ξαναρωτώ (µετβ. ρ.): πάλε- λουντζαντό,-ί.
πουτσάβ και πάλε-πουσσάβ.
300

ξαπλωµένος (β) (άκλ. επίθ.): ξεγελώ (µετβ. ρ.): χοχανταράβ και


ουζανµούσσι χοχαβάβ
π.χ. ουζανµούσσι σι οπρά π.χ. χοχαντέ λε ντα λιέ, σα λεσκέ
κανεπάβα = ξαπλωµένος είναι πάνω παρέ = τον ξεγέλασαν και του
στον καναπέ. πήραν, όλα τα χρήµατα, νασστί
ξαπλώνω (αµετβ. ρ.): λουντζιάβ χοχανταρές µαν = δεν µπορείς να µε
και ουζανίαβ. ξεγελάσεις, κα χοχαβέλ τουτ,
π.χ. τσχι(ν)ντό σοµ, µανγκάβ τε πφιρνό σι = θα σε ξεγελάσει,
ουζανίαβ εµπούκα = κουρασµένος πονηρός είναι, εκχέ σικνέ χουρντέ
είµαι, θέλω να ξαπλώσω λίγο. νασστί χοχανταρές; = ένα µικρό
ξαπλώνω (µετβ. ρ.): λουντζαβάβ παιδάκι δεν µπορείς να ξεγελάσεις;
π.χ. τσχουτάς λεσκέ γεκ ντουµούκ (βλ. χοχαβάβ στο λήµµα ψεύδοµαι
ντα λουντζαντάς λες τελέ = του και χοχανταράβ στο λήµµα
’ριξε µια γροθιά και τον ξάπλωσε πλανεύω).
κάτω. ξεγέννηµα: µπια(ν)νταριπέ, ο.
ξαποστέλνω (µετβ. ρ.): ξεγεννώ (µετβ. ρ.): µπια(ν)νταράβ
µπιτσχαλάβ (= στέλνω) π.χ. µπια(ν)νταρντάς λα η µαµί ε
π.χ. µπεςς σσουκάρ, τε να µπιτσχα- γκαβέσκι = την ξεγέννησε η µαµµή
λάβ τουτ κοτάρ κάι αβιλάν = κάτσε του χωριού.
καλά, µη σε ξαποστείλω από ’κει ξεγύµνωµα: νανγκιαριπέ, ο
που ήρθες. (βλ. και γδύσιµο).
ξασπρίζω (µετβ. ρ.): παρναράβ (= ξεγυµνωµένος (µτχ.):
ασπρίζω µετβ.). νανγκιαρντό,-ί.
ξαφνικός (επίθ.): (βλ. και γδυµένος)
µπιασσουγκιαρντό,-ι. (= ξεγυµνώνοµαι: (βλ. γδύνοµαι).
απρόσµενος, απροσδόκητος) ξεγυµνώνω (µετβ. ρ.): νανγκιαράβ
π.χ. µπιασσουγκιαρντό µεριπέ = (βλ. και γδύνω).
ξαφνικός θάνατος. ξεδιαντροπιά: (βλ. αδιαντροπιά).
Αντίθ. ασσουγκιαρντό = ξεδιάντροπος: (βλ. αδιάντροπος).
αναµενόµενος. ξεδιψώ (µετβ. ρ.): µο-τρουσσαηπέ-
ξεβράκωτος (επίθ.): µπισοστεάκο,- ατσχανταράβ (= τη δίψα µου
ι και µπισοστεγιαλό,-ί σταµατώ).
π.χ. (µτφ.) νάι λε τε χαλ ο ξεδοντιάρης (επίθ.):
µπισοστεάκο, µπαρικανό ντα µπιντα(ν)ντένγκο,-ι.
κερέλπες = δεν έχει να φάει ο ξεκαθαρίζω (µετβ. ρ.): τεµιζλέαβ
ξεβράκωτος, παριστάνει και τον (κυριολ. καθαρίζω µετβ.)
υπερήφανο. π.χ. αβ κατέ, τε τεµιζλέας αµαρό
Αντίθ. σοστεγιαλό = βρακωµένος. µπόρτζι = έλα εδώ, να
ξεγέλασµα: χοχανταριπέ, ο. ξεκαθαρίσουµε το χρέος µας.
ξεγελασµένος (µτχ.): ξεκάλτσωτος (επίθ.):
χοχανταρντό,-ί και χοχαντό,-ί. µπιτσοραπένγκο, -ι
ξεγελιέµαι (αµετβ. ρ.): χοχάντιαβ Συνών. πουρνανγκό = ξυπόλυτος.
π.χ. σαρ χοχάντιλαν αγκαντάλ; = ξεκαρδίζοµαι (στα γέλια) (αµετβ.
πώς ξεγελάστηκες έτσι; ρ.): µεράβ-ασαηµάσταρ (κυριολ.
(βλ. και γελιέµαι). πεθαίνω από γέλιο)
301

π.χ. µουλάµ-ασαηµάσταρ κατάρ ξεκούραση: ντι(ν)νενµέκο, ο


καβά φίλιµι = ξεκαρδιστήκαµε στα π.χ. νάι µαν ντι(ν)νενµέκο κατάρ
γέλια απ’ αυτή την ταινία. καγιά µπουκί = δεν έχω ξεκούραση
ξεκίνηµα: σϋρντιπέ, ο (= τράβηγ- από αυτή τη δουλειά.
µα) Αντίθ. τσχι(ν)ντιπέ = κούραση.
(σ.α. ζύγισµα, αναχώρηση). ξεκουρασµένος: (βλ.
ξεκινώ (αµετβ.και µετβ.ρ.): ξεκούραστος).
σΰρνταβ (= τραβώ) ξεκουραστικά (επίρρ.):
π.χ. σϋρντά ε τοµαφιλέσα βο = ντι(ν)νετιρµεκέσα.
ξεκίνησε µε το αυτοκίνητο αυτός ξεκούραστος (άκλ. επίθ.):
(σ.α. υποφέρω, αναχωρώ). ντι(ν)νενµίσσι
ξεκόβω (αµετβ. ρ.): τσχινάντιαβ π.χ. ντι(ν)νενµίσσι σοµ ακανά =
(σ.α. διακόπτοµαι) ξεκούραστος είµαι τώρα.
π.χ. τσχινάντο καλέσταρ, σόσκε κα ξεκρέµαστος (επίθ.):
τχολ τουτ µπαρέ µπεϊλαβέ(ν)ντε = µπιου(µ)µπλαντό,-ί.
ξέκοψε απ’ αυτόν, γιατί θα σε βάλει ξελάφρωµα: αφιφλενµέκο, ο (σ.α.
σε µεγάλους µπελάδες, τσχινάντιλε ελάφρωµα).
ε µυσστυρύα κατάρ ντικιάνο = ξελαφρωµένος (άκλ. επίθ.):
ξέκοψαν οι πελάτες από το µαγαζί αφιφλενµίσσι (σ.α. ελαφρωµένος).
Συνών. ατσχάβ = αµετβ. σταµατώ, ξελαφρώνω (αµετβ. ρ.):
αµετβ. παύω, στέκοµαι, µένω. αφιφλενίαβ
ξεκόβω (µετβ. ρ.): τσχιναβάβ (σ.α. π.χ. αφιφλε(ν)ντί µο γκι ακανά κάι
διακόπτω) αβιλό = ξελάφρωσε η ψυχή µου
π.χ. σο ντα τε κερές, νασστί τώρα που ήρθε (σ.α. ελαφρώνω
τσχιναβές λε κατάρ ρακία = ό,τι και αµετβ.).
να κάνεις δεν µπορείς να τον ξελαφρώνω (µετβ. ρ.):
ξεκόψεις από το ούζο (από τα αφιφλετιρίαβ
οινοπνευµατώδη ποτά). π.χ. αφιφλετιρντί µο γκι καβά
Συνών. ατσχανταράβ = µετβ. αµπέρι = ξελάφρωσε την ψυχή µου
σταµατώ, µετβ. παύω, ανακόπτω. αυτή η είδηση (σ.α. ελαφρώνω
ξεκοµµένος (µτχ.): τσχιναντό, -ί. µετβ.).
ξεκουµπώνω: πουταράβ (κυριολ. ξελιγώνοµαι: (βλ. µπαϊλντίζω).
ανοίγω µετβ., σ.α. λύνω) ξεµαλλιάζω (µετβ. ρ.): µπριβάβ
π.χ. πουταράβ µι α(ν)τεράβα = π.χ. µπριβντάς λα ανγκλά λακέ
ξεκουµπώνω το πουκάµισό µου. αµαλινά = την ξεµάλλιασε µπροστά
ξεκουράζοµαι (αµετβ. ρ.): στις φιλενάδες της.
ντι(ν)νενίαβ. (βλ. και γνέθω, µαδώ).
π.χ. µπεςς εµπούκα, τε ντι(ν)νενίος ξεµάλλιασµα: µπριβιπέ, ο
= κάτσε λίγο, να ξεκουραστείς. (βλ. και γνέσιµο, µάδηµα).
Αντίθ. τσχι(ν)ντιάβ = κουράζοµαι, ξεµαλλιασµένος (µτχ.): µπριβντό,-ί
κόβοµαι (βλ. και γνεµένος, µαδηµένος).
ξεκουράζω (µετβ. ρ.): ξεµανίκωτος (επίθ.):
ντι(ν)νετιρίαβ µπιµπαϊένγκο,-ι (προφ. µε συνίζηση
π.χ. ντι(ν)νετιρίαβ µε τσανγκά = ιε).
ξεκουράζω τα πόδια µου. ξεµατιάζω (µετβ. ρ.): µπαησαράβ
Αντίθ. τσχι(ν)νταράβ = κουράζω.
302

π.χ. µι µάµι τζανέλ τε µπαησαρέλ = π.χ. κάι σαβό οτέλι κα ατσχός; = σε


η γιαγιά µου ξέρει να ξεµατιάζει, ποιο ξενοδοχείο θα µείνεις;
µπαησαράβ ε χουρντέ = ξεµατιάζω ξενοδόχος: οτελτζίο, ο, θηλ.
το µωρό. οτελτζίκα, η.
Αντίθ. γιακχά-νταβ = µατιάζω. ξένοιαστος (άκλ. επίθ. και επίρρ.
ξεµάτιασµα: µπαησαριπέ, ο. και ουσ.): ραάτι (κυριολ. άνετος,
ξεµατιασµένος (µτχ.): ήσυχος, σ.α. άνετα, άνεση,
µπαησαρντό,-ί. ξένοιαστα)
Αντίθ. γιακχαλό = µατιασµένος. π.χ. ραάτι σι µο σσορό κατέ, νι
ξεµέθυστος: (βλ. νηφάλιος). µανγκάβ τε τζάβταρ = ξένοιαστο
ξεµένω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ (σ.α. είναι το κεφάλι µου εδώ, δεν θέλω
µένω, διαµένω, παραµένω, να φύγω.
στέκοµαι, σταµατώ αµετβ., παύω ξένος (επίθ.): γιαµπαντζίο,-ίκα
αµετβ.) π.χ. αβέρ ντροµ ανγκλά
π.χ. ατσχιλόµ παρέ(ν)νταρ = γιαµπαντζία µανουσσά τε νά
ξέµεινα από λεφτά. ορµπισαρές µανγκέ αγκαντάλ =
ξεµυαλίζω (α) (µετβ. ρ.): ντιλαράβ άλλη φορά µπροστά σε ξένους
(= τρελαίνω) ανθρώπους να µη µου µιλήσεις
π.χ. ντιλαρντά λε, λιά λεσκί γκογκί έτσι, γιαµπαντζιέ κχερέστε ιν λελ
= τον ξεµυάλισε (τρέλανε), του µαν λί(ν)ντρα = σε ξένο σπίτι δεν
πήρε το µυαλό. µε παίρνει ύπνος.
ξεµυαλίζω (β) (µετβ. ρ.): Συνών. γκατζό = αλλόφυλος.
λι(ν)νταράβ (= κάνω να πάρει, -ουν, ξεντύνοµαι (αµετβ. ρ.):
βάζω να πάρει-ουν, σ.α. έκτρωση νανγκιαράµαν. (βλ. και γδύνοµαι).
κάνω, καταδίδω) Αντίθ. βουραβάµαν = ντύνοµαι.
π.χ. λι(ν)νταρντά λεσκί γκογκί ξεντύνω (µετβ. ρ.): νανγκιαράβ
καγιά οροσπούκα = του ξεµυάλισε (βλ. και γδύνω)
το µυαλό αυτή η πόρνη. Αντίθ. βουρανταράβ = ντύνω.
(βλ. και έκτρωση (κάνω)) ξεπαρθενεµένη: ασταρντί, η (=
ξεµυάλισµα: (βλ. ξετρέλαµα). πιασµένη)
ξεµυαλισµένος (µτχ.): π.χ. ασταρντί σι κι τσχέι. νι
λι(ν)νταρντέ-γκογκιάκο,-ι. µανγκάβ λα µε τσχαβέσκε =
ξενέρωτος: (βλ. νηφάλιος). ξεπαρθενεµένη είναι η κόρη σου.
ξενικός (επίθ.): γκατζικανό,-ί δεν τη θέλω για το γιο µου.
π.χ. γκατζικανό τερτίπο = ξενικός (σ.α. διακορευµένη).
τρόπος (γκατζικανό κυριολ. µη Συνών. πφιβλί = ξεπαρθενεµένη,
τσιγγάνικος, γκατζό = αλλόφυλος), χήρα, διακορευµένη.
(βλ. και αλλόφυλος). Αντίθ. τσχέι = κορίτσι, παρθένα,
Αντίθ. ροµανό = τσιγγάνικος. µπιασταρντί = άπιαστη, ανέγγιχτη,
ξενισµός: γκατζικανιπέ, ο. αδιακόρευτη.
ξενιτιά: κουρµπετλίκο, ο. ξεπαρθενεύω (µετβ. ρ.): ασταράβ
ξενόγλωσσος (επίθ.): γιαµπαντζιέ- (= πιάνω, κρατώ)
τσχιµπάκο, -ι (= ξένης γλώσσας) π.χ. ακανά κάι ασταρντάν λα κα
και αβερέ-τσχιµπάκο, -ι (= άλλης λές λα, για τε να κερντόν µπαρέ
γλώσσας). τσιν-γκαρά = τώρα που την
ξενοδοχείο: οτέλι, ο ξεπαρθένεψες θα την πάρεις
303

(παντρευτείς), για να µη γίνουν (βλ. ουζζαράβ στα λήµµατα,


µεγάλες φασαρίες. γδέρνω, γρατσουνώ, ξεφλουδίζω).
ξεπέρασµα: νακχαηπέ, ο (= Συνών. µπριβάβ = µαδώ.
πέρασµα) (σ.α. προσπέραση, ξεπουπούλιασµα: ουζζαριπέ, ο
µεταβίβαση). (βλ. ουζζαριπέ στα λήµµατα,
ξεπερασµένος (α) (µτχ.): ξεφλούδισµα, γδάρσιµο).
νακχαντό,-ί (= περασµένος) (σ.α. Συνών. µπριβιπέ = µάδηµα.
διαπερασµένος, µεταβιβασµένος) ξεπουπουλιασµένος (µτχ.):
Αντίθ. µπινακχαντό = αξεπέραστος ουζζαρντό, -ί
απέραστος. π.χ. ουζζαρντί σι η κχαϊνί =
ξεπερασµένος (β) (µτχ. ως επίθ.): ξεπουπουλιασµένη είναι η κότα.
νακχαντι(ν)ντό, -ί (σ.α. (σ.α. ξεφλουδισµένος, γδαρµένος).
περασµένος). ξεραΐλα: σσουκιπέ, ο (σ.α.
ξεπερνιέµαι (αµετβ. ρ.): στεγνότητα, ξηρασία).
νακχάντιαβ (= περνιέµαι, σ.α. ξεραίνοµαι (αµετβ. ρ.): σσουκιάβ
µεταβιβάζοµαι) π.χ. σσουκιλό µο κουρλό κατάρ ο
π.χ. κολάη νι νακχάντολ καβά τρουσσαηπέ = ξεράθηκε το λαρύγγι
νασφαλιπέ = εύκολα δεν µου από τη δίψα, σσουκιλέ ε
ξεπερνιέται αυτή η αρρώστια. λουλουγκιά = ξεράθηκαν τα
ξεπερνώ (µετβ. ρ.): νακχαβάβ (= λουλούδια.
µετβ. περνώ) (σσουκιάβ µτφ. = αδυνατίζω
π.χ. νακχαντάς σάορεν = τους αµετβ. π.χ. µπουτ σσουκιλάν =
ξεπέρασε όλους. πολύ αδυνάτισες).
(σ.α. συνοδεύω, προσπερνώ, (βλ. και αµετβ. στεγνώνω).
διαπερνώ, µεταβιβάζω). Αντίθ. γιαλιάβ = υγραίνω αµετβ.
ξεπέφτω (αµετβ. ρ.): περάβ (= ξεραίνω (µετβ. ρ.): σσουκιαράβ
πέφτω) π.χ. ο κχαµ σσουκιαρέλ η ποςς = ο
π.χ. γκαντικίν µπουτ πελόµ κατάρ ήλιος ξεραίνει το χώµα.
και γιακχά; = τόσο πολύ ξέπεσα (σσουκιαράβ µτφ. = αδυνατίζω
από τα µάτια σου; µετβ. π.χ. σσουκιαρντάς τουτ καγιά
ξεπλένω (µετβ. ρ.): παέσταρ- µπουκί = σε αδυνάτισε αυτή η
ικαλάβ (= από το νερό βγάζω) δουλειά).
π.χ. παέσταρ-ικαλάβ ε τσαρέ = (βλ. και στεγνώνω µετβ.).
ξεπλένω τα πιάτα, παέσταρ-ικαλάβ Αντίθ. γιαλαράβ = υγραίνω µετβ.
ε πατέ = ξεπλένω τα ρούχα. ξερακιανός (επίθ.): σσουκό-ί (=
ξέπλυµα: παέσταρ-ικαλιπέ, ο (= ξερός, στεγνός)
από το νερό βγάλσιµο). π.χ. ντικ κο σσουκό µούι α(ν)ντί
ξεπλυµένος (µτχ.): παέσταρ- αϊνάβα ντα σορά πρασά = κοίτα το
ικαλντό,-ί (= από το νερό ξερακιανό πρόσωπό σου στον
βγαλµένος). καθρέφτη και µετά κορόϊδευε.
ξεπουλώ (µετβ. ρ.): µπικινάβ και Συνών. κισσλό, ζαήφι = αδύνατος.
µπικνάβ (κυριολ. πουλώ). ξεραµένος (µτχ.): σσουκιαρντό,-ί
ξεπουπουλιάζω (µετβ. ρ.): (βλ. και στεγνωµένος).
ουζζαράβ ξέρασµα: (βλ. εµετός).
π.χ. ουζζαράβ η κχαϊνί = ξερασµένος (µτχ.): τσχαγκλό, -ί.
ξεπουπουλιάζω την κότα.
304

ξερή (χαρτοπαίγνιο): πάστρα και π.χ. σσουκέ πατρά = ξερά φύλλα,


ξερί, η σσουκέ τσαρά = ξερά χόρτα,
π.χ. µανγκές τε κχελάς πάστρα; = (φράση) σσουκό µαρνό τε χαβ ντα
θέλεις να παίξουµε ξερή; σαστο, ζουραλό τε αβάβ = ξερό
ξερίζωµα: κουσσαηπέ, ο. ψωµί να φάω και υγιής, δυνατός να
ξεριζωµένος (µτχ.): κουσσλό,-ί. είµαι.
ξεριζώνω (α) (µετβ. ρ.): κουσσάβ (σσουκό µτφ. = αδύνατος π.χ.
π.χ. κουσσάβ ε τσαρά = ξεριζώνω σσουκό µπακρό = αδύνατο
τα χόρτα. πρόβατο) (βλ. και στεγνός).
(βλ. οµόηχο κουσσάβ = βρίζω). Αντίθ. γιαλό = υγρός, κινγκό =
ξεριζώνω (β) (µετβ. ρ.): ικαλάβ βρεγµένος.
(κυριολ. βγάζω) ξερότοπος: σσουκό-τχαν, ο.
π.χ. κον ικαλντά η λουλουγκί ξερούτσικος (επίθ.): σσουκορό, -ί
κατάρ; = ποιος ξερίζωσε το (µτφ. αδυνατούλης).
λουλούδι από ‘δω; (σ.α. αφαιρώ, ξεροφαγία: σσουκό-χαπέ, ο (=
παράγω). ξερή τροφή)
(βλ. και αφαιρώ, παράγω). π.χ. κερ αµένγκε ζουµί αβγκιέ, σα
ξερνώ (α) (αµετβ.και µετβ.ρ.): σσουκό-χαπέ κα χας; = φτιάξε για
τσχαγκάβ µας φαγητό σήµερα, όλο ξεροφαγία
π.χ. τσχαγκλάς σα ο χαπέ = ξέρασε θα τρώµε;
όλο το φαγητό. ξερόχορτο: σσουκί-τσαρ, η.
(τσχαγκιπέ, ο = εµετός). ξεροψηµένος (επίθ.): µπουτ-πεκό,-
ξερνώ (β): τσχάνταβ, τσχαγκάµαν ί (= πολύ ψηµένος)
και τσχάνταµαν π.χ. µπουτ-πεκό µανγκέλ τε αβέλ ο
π.χ. αβέλπες µανγκέ τε τσχάνταβ = µαρνό = ξεροψηµένο θέλει να είναι
µου ‘ρχεται να ξεράσω. το ψωµί.
ξερόβηχας: σσουκό-χας, ο ξερόψωµο: σσουκό-µαρνό, ο
π.χ. ασταρέλ µαν σσουκό-χας = µε π.χ. νταά νι κερντιλί η ζουµί; ε
πιάνει ξερόβηχας. χουρντέ σσουκό-µαρνό χαν =
ξεροβήχω (αµετβ. ρ.): σσουκέστε- ακόµα δεν έγινε το φαγητό; τα
χασάβ. παιδιά ξερόψωµο τρώνε.
ξεροκέφαλος (επίθ.): σσουκέ- ξέρω (µετβ. ρ.): τζανάβ
σσερέσκο,-ι π.χ. ιν τζανάβ κάι γκελό = δεν ξέρω
π.χ. σσουκέ-σσερέσκο σι, ιν λελ που πήγε, ιν τζανές κχάντσικ = δεν
ορµπέ(ν)νταρ = ξεροκέφαλος είναι, ξέρεις τίποτα, τζανάβ σο κερντιλό =
δεν παίρνει από λόγια. ξέρω τι έγινε, (φράση) καλά κάι
Συνών. τφουλέ-σσερέσκο = χοντρο- τζανές µάνγκε νι νακχέν = αυτά που
κέφαλος. ξέρεις σε µένα δεν περνάνε, ιν
ξερόκλαδο: σσουκό-ντάλο και τζανάβ σο τε κεράβ = δεν ξέρω τι
σσουκό-ντάλι,ο. να κάνω (βλ. και γνωρίζω (γ)).
ξεροπήγαδο: σσουκό-γκεράνο, ο ξεσήκωµα: βαζντι(ν)νταριπέ και
και σσουκί-χαήν, η. ουσστι(ν)νταριπέ, ο.
ξεροπόταµος: σσουκί-λεν, η. ξεσηκωµένος (µτχ.):
ξερός (επίθ.): σσουκό,-ί (σ.α. βαζντι(ν)νταρντό-ί και
στεγνός) ουσστι(ν)νταρντό,-ί.
ξεσηκωµός: (βλ. έγερση).
305

ξεσηκώνοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. (µτφ.) πφαραβέλπες α(ν)ντί


ουσστάβ (= σηκώνοµαι) µπουκί = ξεσκίζεται στη δουλειά.
π.χ. ουσστιλό σα ο µι(λ)λέτι = (κυριολ. σκίζοµαι).
ξεσηκώθηκε όλος ο λαός. ξεσκίζω (µετβ. ρ.): πφαραβάβ
ξεσηκώνω (α) (µετβ. ρ.): π.χ. (µτφ.) λεσκό ροηπέ πφαραντά
βαζντι(ν)νταράβ µο γκι = το κλάµα του µου ξέσκισε
π.χ. βαζντι(ν)νταρντάν µπαρί την ψυχή (καρδιά) (κυριολ. σκίζω
τσινγκάρ = ξεσήκωσες µεγάλη µετβ.).
φασαρία. ξέσκισµα: πφαραηπέ, ο (κυριολ.
ξεσηκώνω (β) (µετβ. ρ.): σκίσιµο).
ουσστι(ν)νταράβ ξεσκισµένος (µτχ.): πφαραντό,-ί
π.χ. ουσστι(ν)νταρντά µπιτίν ε π.χ. πφαραντό πατό = ξεσκισµένο
ντουνιαβά πε σεζάσα = ξεσήκωσε ρούχο (κυριολ. σκισµένος).
όλο τον κόσµο µε τη φωνή του. ξεσκονίζω (µετβ. ρ.): κοσάβ
ξεσκεπάζοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. κοσάβ ε ράφορα = ξεσκονίζω
πουτσαράµαν και πουτσάρντιαβ τα ράφια, κοσάβ ο ντολάπο =
π.χ. ντικ ε χουρντέ, τε να ξεσκονίζω τη ντουλάπα.
πουτσαρέλ πες = κοίτα το µωρό, να (βλ. και σκουπίζω, σφουγγαρίζω).
µην ξεσκεπαστεί, µπουτ Συνών. τεµιζλέαβ = καθαρίζω µετβ.
πουτσαρέστουτ α(ν)ντί κι λί(ν)ντρα ξεσκόνισµα: κοσιπέ, ο
= πολύ ξεσκεπάζεσαι στον ύπνο (βλ. και σκούπισµα,
σου. σφουγγάρισµα).
Αντίθ. ουτσχαράµαν = σκεπάζοµαι. Συνών. τεµιζλεµέκο = καθάρισµα.
ξεσκεπάζω (µετβ. ρ.): πουτσαράβ ξεσκονισµένος (µτχ.): κοσλό,-ί
π.χ. νά πουτσάρ µαν = µη µε (βλ. και σκουπισµένος,
ξεσκεπάζεις σφουγγαρισµένος).
Αντίθ. ουτσχαράβ = σκεπάζω, Συνών. τεµίζι = καθαρός.
καλύπτω. ξεσκονόπανο: κοσιµάσκο-κοτόρ, ο
ξεσκέπασµα: πουτσαριπέ, ο (βλ. και σφουγγαρόπανο).
Αντίθ. ουτσχαριπέ = σκέπασµα, ξεσπώ (αµετβ. ρ.): πφαγκάµαν
κάλυψη. π.χ. νά χολάρµαν τούντα, σόσκε κα
ξεσκεπασµένος: (βλ. πφαγκάµαν οπρά τούτε = µη µε
ξεσκέπαστος). εκνευρίζεις κι εσύ, γιατί θα
ξεσκέπαστος (µτχ. ως επίθ.): ξεσπάσω επάνω σου.
πουτσαρντό,-ί (πφαγκάβ = σπάζω µετβ. µαν =
π.χ. πουτσαρντό σι ο χουρντό, τζα εµένα, πφάκτουτ κατάρ = σπάσου
ουτσχάρ λε = ξεσκέπαστο είναι το από ‘δω (δηλ. φύγε από ‘δω)
µωρό, πήγαινε να το σκεπάσεις. (κυριολ. σπάζοµαι).
Συνών. µπιουτσχαρντό = ξεστοµίζω (µετβ. ρ.): α(ν)ντάρ-µο-
ασκέπαστος. µούι-ικαλάβ (= µέσα από το στόµα
Αντίθ. ουτσχαρντό = σκεπασµένος, µου βγάζω)
καλυµµένος. π.χ. νι λατζάς κάι ικαλές γκασαβέ
ξέσκεπος: (βλ. ξεσκέπαστος). πφερασά α(ν)ντάρ κο µούι; = δεν
ξεσκίζοµαι (αµετβ. ρ.): ντρέπεσαι που ξεστοµίζεις τέτοια
πφαραβάµαν λόγια;
ξετίναγµα: κινισαριπέ, ο
306

π.χ. κινισαριπέ µανγκέν ε κιλίµορα ξεφλουδίσει-ουν, βάζω να γδάρει-


= ξετίναγµα θέλουν τα χαλιά. ουν)
ξετιναγµένος (µτχ.): κινισαρντό,-ί. π.χ. κα ουζζαρνταράβ λατέ ε αρνέ
ξετινάζω (µετβ. ρ.): κινισαράβ = θα τη βάλω να ξεφλουδίσει τα
π.χ. κινισαράβ ε κουβέρτε = αβγά, κα ουζζαρνταράβ λεστέ ο
ξετινάζω τις κουβέρτες. µπακρό = θα τον βάλω να γδάρει το
ξετρελαίνοµαι (αµετβ. ρ.): πρόβατο.
ντιλάβαβ (= τρελαίνοµαι) ξεφλούδισµα: ουζζαριπέ, ο
π.χ. ντιλάιλο κατάρ λακό (βλ. και γδάρσιµο).
σσουκαριπέ = έχει ξετρελαθεί από ξεφλουδισµένος (µτχ.):
την οµορφιά της. ουζζαρντό,-ί.
ξετρελαίνω (µετβ. ρ.): ντιλαράβ (= π.χ. ουζζαρντό σι ο αρνό =
τρελαίνω). ξεφλουδισµένο είναι το αυγό.
π.χ. ντιλαρντά λε λακί σσουκ = τον (βλ. και γδαρµένος).
ξετρέλανε η οµορφιά της. ξεφόρτωµα: φουλαριπέ, ο
ξετρέλαµα: ντιλαριπέ, ο (= (κυριολ. κατέβασµα)
τρέλαµα) (σ.α.ξεµυάλισµα). π.χ. φουλαριπέ µανγκέν ε µανγκινά
ξετρελαµένος (µτχ.): ντιλαρντό,-ί = ξεφόρτωµα θέλουν τα
(= τρελαµένος) εµπορεύµατα.
π.χ. ντιλαρντό σι τούσα = (βλ. και κατέβασµα, ξεφούσκωµα).
ξετρελαµένος είναι µε σένα. Αντίθ. λανταηπέ = φόρτωµα,
ξετσιπωσιά: (βλ. αδιαντροπιά). µετακόµιση, ταξίδι, υκλετιρµέκο =
ξετσίπωτος: (βλ. αδιάντροπος). φόρτωµα.
ξεφεύγω (αµετβ. ρ.): νασσάβ ξεφορτωµένος (µτχ.): φουλαρντό,-
π.χ. νασσλό ο τσορ κατάρ ε ί.
σσεραλένγκε βαστά = ξέφυγε ο (κυριολ. κατεβασµένος).
κλέφτης από τα χέρια των (βλ. και κατεβασµένος,
αστυνοµικών, ντικ τε να νασσέλ ξεφουσκωµένος).
κατάρ κο µούι κχάντσικ = κοίτα Αντίθ. λανταντό = φορτωµένος,
(πρόσεχε) µη σου ξεφύγει από το υκλετιρµίσσι = φορτωµένος.
στόµα τίποτα. ξεφορτώνω (µετβ. ρ.): φουλαράβ
(βλ. και φεύγω, τρέχω αµετβ.). (κυριολ. κατεβάζω)
ξεφλουδίζοµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. φουλαράβ ε µανγκινά κατάρ
ουζζάρντιαβ τοµαφίλι = ξεφορτώνω τα
π.χ. ουζζάρντιλι λεσκί µορκχί εµπορεύµατα από το αυτοκίνητο.
κατάρ ο κχαµ = ξεφλουδίστηκε το (βλ. και κατεβάζω, ξεφουσκώνω
δέρµα του από τον ήλιο. µετβ.).
(βλ. και γδέρνοµαι). Αντίθ. λανταβάβ = φορτώνω,
ξεφλουδίζω (α) (µετβ. ρ.): µετακοµίζω, ταξιδεύω, υκλετιρίαβ =
ουζζαράβ φορτώνω.
π.χ. ουζζαράβ ε αρνέ = ξεφλουδίζω ξεφούσκωµα: φουλαριπέ, ο
τα αυγά, ουζζαράβ ο πορτοκάλι = (βλ. και ξεφόρτωµα, κατέβασµα)
ξεφλουδίζω το πορτοκάλι. Αντίθ. πφουκιαριπέ = φούσκωµα.
(βλ. και γδέρνω, γρατσουνώ). ξεφουσκωµένος (µτχ.):
ξεφλουδίζω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): φουλαρντό,-ί.
ουζζαρνταράβ (= βάζω να
307

π.χ. φουλαρντί λαστίκα = µπιστρέστουτ καλά γκιβεσά·


ξεφουσκωµένο λάστιχο. σεβνταλίο σαν; = πολύ ξεχνιέσαι
(βλ. και ξεφορτωµένος, αυτές τις µέρες· ερωτευµένος είσαι;
κατεβασµένος). ξεχνιέµαι (β) (αµετβ. ρ.):
Αντίθ. πφουκιαρντό = µπιστάρντιαβ
φουσκωµένος. π.χ. (φράση) σο νακχέλ,
ξεφουσκώνω (µετβ. ρ.): φουλαράβ µπιστάρντολ = ό,τι περνάει,
(= κατεβάζω) ξεχνιέται, τε τζάσταρ κατάρ τζι
(βλ. και ξεφορτώνω, κατεβάζω). ποσστά µπιστάρντολ καγιά
π.χ. κον φουλαρντά η λαστίκα; = τσινγκάρ = να φύγεις από ‘δω
ποιος ξεφούσκωσε το λάστιχο; µέχρις ότου ξεχαστεί αυτή η
Αντίθ. πφουκιαράβ = φουσκώνω φασαρία.
µετβ. ξεχνώ (α) (αµετβ.και µετβ.ρ.):
ξεφουσκώνω (αµετβ. ρ.): φουλάβ µπισταράβ και µπιστράβ
(κυριολ. κατεβαίνω). π.χ. µπισταρντάν σο πφε(ν)ντάν
π.χ. ε τοµαφιλέσκι λαστίκα φουλιλί µανγκέ; = ξέχασες τι µου είπες;
= το λάστιχο του αυτοκινήτου µπισταρντέµ λεσκό αλάβ = ξέχασα
ξεφούσκωσε. το όνοµά του, µπισταρντόµ ε
(βλ. και κατεβαίνω). νατάρα = ξέχασα τα κλειδιά.
Αντίθ. πφουκιάβ = φουσκώνω Αντίθ. σεράβ = θυµάµαι
αµετβ., λαχανιάζω. ξεχνώ (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
ξέφραγος (µτχ. ως επίθ.): µπισταρνταράβ και µπιστανταράβ
πουταρντό, -ί (κυριολ. ανοιχτός, (= κάνω να ξεχάσει-ουν, κάνω να
ανοιγµένος) ξεχαστεί, -ούν)
π.χ. πουταρντί ρεζ = ξέφραγο π.χ. µπισταρνταρντάν µαν µο, κε
αµπέλι. πφερασένσα! µπισταρντόµ σο κα
ξεχασιά: µπισταριπέ, ο (σ.α. κινάβας = µ’ έκανες να ξεχάσω ρε,
αφηρηµάδα). µε τα λόγια σου! ξέχασα τι θα
ξεχασιάρης: (βλ. ξεχασµένος). αγόραζα.
ξεχασµένος (µτχ. ως επίθ.): ξεχύνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
µπισταρντό,-ί (σ.α. αφηρηµένος) τσχορντιάβ (σ.α. ρηµάζω αµετβ.,
π.χ. µπισταρντό σι κατάρ πε εξαντλούµαι, χύνοµαι)
µανουσσά = είναι ξεχασµένος από π.χ. σο σι καβά καλαµπαλούκο κάι
τους συγγενείς του, (φράση) µπουτ τσχορντιλό οπρά ντροµά! = τι
µπισταρντό σαν· σο χας µπιστρές = πλήθος είναι αυτό που ξεχύθηκε
είσαι πολύ ξεχασιάρης· ό,τι τρως, πάνω στους δρόµους!
ξεχνάς. (δηλ. ξεχνάς πολύ εύκολα). (βλ. και χύνοµαι, αµετβ. ρηµάζω,
Αντίθ. µπιµπισταρντό = αξέχαστος. εξαντλούµαι).
ξεχειµωνιάζω (αµετβ. ρ.): ξεχύνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
βενκιαράβ. τσχοράµαν (= χύνω εµένα)
ξεχειµώνιασµα: βενκιαριπέ, ο. π.χ. τσχορντάπες α(ν)ντέ παρέ
ξεχνιέµαι (α) (αµετβ. ρ.): κατάρ καγιά µπουκί = ξεχύθηκε µες
µπισταράµαν και µπιστράµαν. στα λεφτά από αυτή τη δουλειά
π.χ. νά µπιστάρτουτ, ασσούν καλέν (δηλ. απόκτησε πολλά λεφτά).
κάι πφενάβ τουκέ = µην ξεχνιέσαι, ξεχωρίζω (µετβ. ρ.): αηρίαβ
άκου αυτά που σου λέω, µπουτ
308

π.χ. αηρίαβ ε χουρντέσκε σσέα = π.χ. (φράση) τε χολάιλο, σσουτ µε


ξεχωρίζω τα ρούχα του µωρού. πελ = αν θύµωσε, ξίδι ας πιει.
(βλ. και µετβ. χωρίζω). (υποκ.) σουτορό, ο.
ξεχώρισµα: αηρµάκο, ο ξιδιάζω (µετβ. ρ.): σσουτλαράβ.
(βλ. και χώρισµα). ξίδιασµα: σσουτλαριπέ, ο.
ξεψειρίζω (µετβ. ρ.): τζουβά- ξινίζω (αµετβ. ρ.): σσουκλιάβ
µουνταράβ (= ψείρες-σκοτώνω). π.χ. σσουκλιλί η ζουµί = ξίνισε το
ξεψύχισµα: γκι-ντιιπέ, ο (= ψυχή φαγητό.
δόσιµο, σ.α. εµψύχωση). ξινίζω (µετβ. ρ.): σσουκλαράβ.
ξεψυχώ (αµετβ. ρ.): γκι-νταβ (= ξινίλα: σσουκλιπέ, ο.
ψυχή δίνω) ξίνισµα: σσουκλαριπέ, ο.
π.χ. ντιά πο γκι α(ν)ντέ λεσκί ξινισµένος (µτχ.): σσουκλαρντό,-ί.
ανγκάλι = ξεψύχησε στην αγκαλιά ξινόγαλο: σσίρκα, η, αϊράνο και
του (ως µετβ. σηµαίνει εµψυχώνω) τφουτ, ο (τφουτ κυριολ. γιαούρτι)
(βλ. και εµψυχώνω). και σσΰρκα, η
ξηλώνω (µετβ. ρ.): ικαλάβ (κυριολ. π.χ. σσουντρί πι(ν)ντόλ η σσίρκα =
βγάζω, αφαιρώ, σ.α. παράγω) κρύο πίνεται το ξινόγαλο.
π.χ. τε κερέσα ντα-εκ-φαρέ καλέ, ξινόγλυκος (επίθ.): σσουκλό (-ί)-
κε κανά κα ικαλάβ = αν το γκουγκλό, -ί.
ξανακάνεις αυτό, τα αυτιά σου θα ξινόµηλο: σσουκλί-πφαµπάι, η.
ξηλώσω. ξινός (επίθ.): σσουκλό,-ί
ξηµέρωµα: γκιβεσαριπέ, ο π.χ. σσουκλέ ντρακχά = ξινά
Αντίθ. ρακιπέ = βράδιασµα. σταφύλια.
ξηµερώνοµαι: (βλ. ξηµερώνω Αντίθ. γκουγκλό = γλυκός.
αµετβ.). ξινούτσικος (επίθ.): σσουκλορό,-ί
ξηµερώνει (απροσ. ρ.): γκιβεσάολ Αντίθ. γκουγκλορό = γλυκούτσικος.
Αντίθ. ρακιόλ = βραδιάζει. ξιφοµαχία: κϋλΰτσι, ο (κυριολ.
ξηµερώνω (αµετβ. ρ.): γκιβεσάαβ ξίφος, σπαθί)
π.χ. γκιβεσάιλο ντα ταά τε αβελ = π.χ. ε χουρντέ κχελέν κϋλΰτσι ε
ξηµέρωσε κι ακόµα να έρθει. ροβλικένσα = τα παιδιά παίζουν
Αντίθ. ρακιάβαβ = αµετβ. ξιφοµαχία µε τις βέργες.
βραδιάζω. ξιφοµάχος: κϋλϋ(τσ)τσίο, ο (σ.α.
ξηµερώνω (µετβ. ρ.): γκιβεσαράβ κατασκευαστής ξιφών).
π.χ. κχόνικ ιν τζανέλ σο κα ξίφος (α): κχαµάβα, η
γκιβεσαρέλ αµένγκε τχαϊάρα ο (βλ. και σπαθί).
Ντελ = κανείς δεν ξέρει τι θα µας ξίφος (β): κϋλΰτσι, ο
ξηµερώσει αύριο ο Θεός. π.χ. ικλιλόµ ρέσµι ε κϋλϋτσέσα =
ξηρά: πφου, η (κυριολ. γη) βγήκα φωτογραφία µε το ξίφος.
Αντίθ. ντενίζι = θάλασσα. ξόδεµα: αρτζεµέκο, ο
ξηρασία: σσουκιπέ, ο π.χ. ε παρέ ζόρι ικλέν, αµά ο
(βλ. και στεγνότητα). αρτζεµέκο σι κολάη = τα λεφτά
ξίγκι: κχόι, η (βλ. και λίπος). δύσκολα βγαίνουν, αλλά το ξόδεµα
ξιδάτος (επίθ.): σσουταλό, -ί είναι εύκολο.
π.χ. σσουταλέ ζετίε = ξιδάτες ελιές. ξοδεύοµαι (αµετβ. ρ.): αρτζέαµαν
ξίδι: σσουτ, ο π.χ. νά αρτζέτουτ γκαντικίν µπουτ,
παρέ νι κα ατσχέν τουτ = µην
309

ξοδεύεσαι τόσο πολύ, λεφτά δεν θα ξυλοκόπηµα: (βλ. ξύλο µτφ.).


σου µείνουν. ξυλοκοπηµένος: (βλ. δαρµένος).
ξοδεύω (µετβ. ρ.): αρτζέαβ ξυλοκοπώ: (βλ. δέρνω).
π.χ. αρτζεντί εκ σουρία παρέ = ξυλόσοµπα: κασστένγκι-σόµπα, η.
ξόδεψε ένα σωρό λεφτά. ξυλουργική: µαρανγκοζλούκο, ο.
ξοπίσω (επίρρ.): παλάλ (= από ξυλουργός: µαρανγκόζι, ο (βλ. και
πίσω) µαραγκός).
π.χ. η εκ µπεϊλάβα παλάλ κογιά ξυλώδης (επίθ.): κασστέσκο, -ι
αβέλ αµένγκε = ο ένας µπελάς (σ.α. ξύλινος).
ξοπίσω από τον άλλον µας έρχεται. ξυµένος (µτχ.): χαρι(ν)ντό,-ί.
ξυλιάζω (αµετβ. ρ.): καςς-κερντιάβ ξύνοµαι (αµετβ. ρ.): χαρί(ν)νταµαν
(= ξύλο γίνοµαι) και χαρνούνταµαν
π.χ. καςς-κερντιλέ µε βαστά κατάρ π.χ. χαρί(ν)ντελπες κατάρ η µελ =
ο σσιλ = ξύλιασαν τα χέρια µου από ξύνεται από τη λέρα.
το κρύο. ξύνω (µετβ. ρ.): χαρί(ν)νταβ και
ξυλίζω: (βλ. δέρνω). χαρνούνταβ
ξυλίκι: τσέλικο, ο π.χ. (φράση) κατάρ η µπουτ µπουκί
π.χ. ε χουρντέ κχελέν α(ν)ντί αβλία µο σσορό νασστί χαρί(ν)νταβ = απ’
τσέλικο = τα παιδιά παίζουν µες την πολλή δουλειά το κεφάλι µου
στην αυλή ξυλίκι (τσελίκο = δεν µπορώ να ξύσω.
ατσάλι). ξύπνηµα: τζουνγκαηπέ και
ξύλινος (επίθ.): κασστουνό,-ί και ουσστιπέ, ο (ουσστιπέ κυριολ.
κασστέσκο,-ι. σηκωµός, ουσστάβ = σηκώνοµαι),
π.χ. κασστουνό ουντάρ = ξύλινη (τζουνγκαηπέ = αφύπνιση).
πόρτα. ξυπνηµένος: (βλ. ξύπνιος).
ξύλο: καςς, ο ξυπνητήρι: σαάτο, ο (κυριολ.
π.χ. τσχινάβ ε κασστά = κόβω τα ρολόι, ώρα)
ξύλα, (µτφ.) κερντιλέ µε βαστά π.χ. άµα νι τσαλαβέλας ο σαάτο,
καςς, κατάρ ο σσιλ = τα χέρια µου νταά κα πασστιάβας = αν δεν
έχουν γίνει ξύλο από το κρύο, χτυπούσε το ξυπνητήρι, ακόµα θα
(φράση) πασσά σσουκό καςς ο κοιµόµουν.
γιαλό ντα πφαµπόλ = κοντά στο ξύπνιος (επίθ.): τζουνγκαντό,-ί
ξερό ξύλο και το χλωρό καίγεται π.χ. τζουνγκαντό σι, ιν πασσλόλ =
(υποκ.) κοστορό, ο. ξύπνιος είναι, δεν κοιµάται,
ξύλο (α) (µτφ.): µαριπέ, ο (= τζουνγκαντό χουρντό σι = είναι
δάρσιµο) ξύπνιο παιδί.
π.χ. µπες σσουκάρ, σόσκε κα χας Αντίθ. πασσλαρντό = κοιµισµένος,
µαριπέ = κάτσε καλά, γιατί θα φας πασσταρντό και πασστι(ν)ντό =
ξύλο. κοιµισµένος.
ξύλο (β) (µτφ.): πάτα, η (είναι ξύπνιος (µτχ.): ουσστι(ν)ντό,-ί (=
ηχοµιµητική λέξη που δηλώνει το σηκωµένος).
δάρσιµο) ξυπνώ (αµετβ. ρ.): τζουνγκάντιαβ
π.χ. τε χάσα εκ πάτα, κα τχος και ουσστάβ (τζουνγκάντιαβ =
γκογκί = άµα φας ένα ξύλο, θα αφυπνίζοµαι), (ουσστάβ κυριολ.
βάλεις µυαλό. σηκώνοµαι)
ξυλοειδής: (βλ. ξύλινος).
310

π.χ. νταά ιν ουσστιλό κο ροµ; = π.χ. ρά(ν)ντετουτ, αγκαντάλ κ’


ακόµη δεν ξύπνησε ο άνδρας σου; αβές κάι µπιάβ; = ξυρίσου, έτσι θα
(αληγ.) τζουνγκάιλι η µουλί τζουβ = ’ρθεις στο γάµο;
ξύπνησε η ψόφια ψείρα (δηλ. ξυρίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): τράσσι-
ξύπνησε ο κοιµισµένος). κεράµαν (= ξύρισµα κάνω στον
Αντίθ. πασστιάβ και πασσλιάβ = εαυτό µου)
κοιµάµαι. π.χ. τσχι(ν)ντόµαν σαρ κεράµαν-
ξυπνώ (µετβ. ρ.): τζουνγκαβάβ και τράσσι = κόπηκα καθώς
βάζνταβ (τζουνγκαβάβ = ξυριζόµουν.
αφυπνίζω), (βάζνταβ κυριολ. ξυρίζω (α) (µετβ. ρ.): ρά(ν)νταβ
σηκώνω). π.χ. κα ρά(ν)νταβ µο µουστάκι =
π.χ. τζουνγκάβ λες, µπουτ θα ξυρίσω το µουστάκι µου.
πασσλιλό = ξύπνα τον, πολύ ξυρίζω (β) (µετβ. ρ.): τράσσι-
κοιµήθηκε, βάζντε λε, τε τζαλ κάι κεράβ (= ξύρισµα κάνω).
µπουκί = ξύπνα τον, να πάει στη π.χ. τράσσι-κεράβ µε σακάλα =
δουλειά, (µτφ.) µε τζουνγκαντέµ ξυρίζω τα γένια µου.
λες ντα ικαλέλ ακανά γεκ παρτσάβα ξύρισµα (α): ρα(ν)ντιπέ, ο
µαρνό = εγώ τον ξύπνησα και π.χ. (φράση) ε τζουβλά σσουκαρέλ
βγάζει τώρα ένα κοµµάτι ψωµί. ο µακχιπέ ντα ε µρουσσέ ο
Αντίθ. πασσταράβ και πασλαράβ = ρα(ν)ντιπέ = (φράση) τη γυναίκα
κοιµίζω. την οµορφαίνει το βάψιµο και τον
ξυπολυσιά: πουρνανγκιπέ, ο. άντρα το ξύρισµα.
ξυπόλυτος (επίθ.): πουρνανγκό,-ί ξύρισµα (β): τράσσι, ο
(πουρνό = το τµήµα του ποδιού κά- π.χ. τράσσι µανγκές = ξύρισµα
τω απ’ τον αστράγαλο, νανγκό = θέλεις (χρειάζεσαι).
γυµνός) ξυρισµένος (µτχ.): ρα(ν)ντό,-ί
π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου Αντίθ. µπιρα(ν)ντό = αξύριστος.
«ο ντεσσεντούι µπροσσένγκο» = ο ξυριστικά (τα): τρασσέσκε-
δωδεκάχρονος) πφιρέλας ντουζέα, ε (τρασσέσκε = για
πουρνανγκό α(ν)ντό σσιλ α(ν)ντό ξύρισµα, ντουζέα, ε = σύνεργα)
µπρουσσούµ, ο ντεσσεντούι π.χ. κάι τχοντάν µε τρασσέσκε-
µπροσσένγκο τσχαβό = περπατούσε ντουζέα; = πού έβαλες τα ξυριστικά
ξυπόλυτο στο κρύο, στη βροχή, το µου; (καϊαβάκε-ντουζέα, ε = τα
δωδεκάχρονο αγόρι. σύνεργα για το φτιάξιµο του
(υποκ.) πουρνανγκορό,-ί. ελληνικού καφέ, π.χ. ατάβ ε
ξυραφάκι: ουστραβίσα, η. καϊαβάκε-ντουζέα τε κεράβ καϊάβα
ξυράφι: ουστράβα, η. ε µανουσσένγκε = φέρε τα σύνεργα
ξυραφίζω (µετβ. ρ.): ουστραβάσα- του καφέ να φτιάξω καφέ για τους
τσχινάβ (= µε ξυράφι κόβω) ανθρώπους, χουρντέσκε-ντουζέα, ε
π.χ. τσχι(ν)ντά λεσκό µούι = παιδιού (παιδικά) παιχνίδια, π.χ. ο
ουστραβάσα για τε λελ ι(ν)τικάµο = χουρντό κχελέλ πε ντουζεένσα = το
του ξυράφισε το πρόσωπο για να παιδί παίζει µε τα παιχνίδια του,
πάρει εκδίκηση. ντουζέα, ε = παιχνίδια, σύνεργα
ξυρίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): ξυρίσµατος, σύνεργα του ελληνικού
ρά(ν)νταµαν καφέ (µπρίκι, φλιτζάνι, ζάχαρη,
καφές, γκαζάκι κτλ.)
311

ξυριστικός (α) (επίθ.):


ρα(ν)ντιµάσκο, -ι
π.χ. ρα(ν)ντιµάσκι µάκινα =
ξυριστική µηχανή.
ξυριστικός (β) (επίθ.): τρασσέσκο,

π.χ. κι(ν)ντόµ µανγκέ τρασσέσκι
µάκινα = αγόρασα για µένα
ξυριστική µηχανή.
ξύσιµο: χαρι(ν)ντιπέ, ο.
311

O
ο (άρθ. αρσεν.): ο παρίστανες έτσι δεν είναι; πώς
π.χ. ο τζουκέλ = ο σκύλος. έδωσες τον εαυτό σου (χτύπησες)
ογδοηκοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.): πάνω στον τοίχο; (η λέξη βάρεµα ή
οχτοντεσσουτνό,-ί. βάρεµ είναι βεβαιωτικό
ογδόντα (άκλ. απόλ. αριθµ.): ερωτηµατικό επιφώνηµα που
οχτόντεςς. αντιστοιχεί στην ερωτηµατική
όγδοος (τακτ. αριθµ. επίθ.): φράση: έτσι δεν είναι; π.χ. του
οχτουτνό,-ί. πφιρνό κερέσας-τουτ βάρεµα; σάρ
όγκος (α): πφουκιπέ, ο (= χοχάντιλαν; = εσύ τον έξυπνο
φούσκωµα, από το αµετβ. πφουκιάβ παρίστανες έτσι δεν είναι; πώς
= αµετβ. φουσκώνω). ξεγελάστηκες; πφιρνό = έξυπνος,
όγκος (β): τφουλιπέ, ο (κυριολ. πονηρός)
χόντρος, πάχος) οδηγούµαι (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. µπουτ µπαρό σι καλέ ινγκάρντιαβ και ινγκιάρντιαβ (σ.α.
ταταβάκο τφουλιπέ = πολύ µεγάλο µεταφέροµαι, καθοδηγούµαι)
είναι το χόντρος (ο όγκος) αυτού π.χ. ο τσορ ινγκάρντιλο κάι
του σανιδιού. πφα(ν)ντιπέ = ο κλέφτης οδηγήθηκε
οδήγηµα: (βλ. οδήγηση). στη φυλακή.
οδηγηµένος (α) (µτχ.): ινγκαρντό, - οδηγούµαι (β) (αµετβ. ρ.):
ί και ινγκιαρντό, -ί (σ.α. τραντιάβ (σ.α. καθοδηγούµαι).
µεταφερµένος, πηγεµένος, οδηγώ (α) (µετβ. ρ.): τράνταβ
καθοδηγηµένος). π.χ. κον τράντελας ο τοµαφίλι; =
οδηγηµένος (β): τραντό, -ί (σ.α. ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο;
καθοδηγηµένος) οδηγώ (β) (µετβ. ρ.): ινγκαράβ και
π.χ. τραντό τοµαφίλι = οδηγµένο ινγκιαράβ (κυριολ. πηγαίνω µετβ.,
(µεταχειρισµένο) αυτοκίνητο. σ.α. µεταφέρω, καθοδηγώ)
οδήγηση (α): τραντιπέ, ο π.χ. κάι µανγκάβα ινγκαράβ λε =
π.χ. σαό τραντιπέ σι καβά κάι όπου θέλω τον οδηγώ, του ινγκαρές
κερές; ατζαµίο σαν; = τι οδήγηση ο πφεράς τσινγκαράκε, αµά µε νι
είναι αυτή που κάνεις; ατζαµής µανγκάβ τε χάµαν τούσα = εσύ
είσαι;, σαό τραντιπέ σας καβά κάι οδηγείς την κουβέντα σε καβγά,
κερντάν; τρασσάιλοµ! = τι οδήγηση αλλά εγώ δεν θέλω να µαλώσω µε
ήταν αυτή που έκανες; φοβήθηκα! σένα.
οδήγηση (β): ινγκαριπέ και οδοκαθαριστής: (βλ.
ινγκιαριπέ, ο (σ.α. µεταφορά, σκουπιδιάρης).
καθοδήγηση). οδοντίατρος (ο): ντα(ν)ντένγκο-
οδηγός (αυτοκινήτου, δικύκλου): ντοκτόρι, ο
οντιγόζι, οντιγκόζι και οδιγόζι, ο π.χ. τζα κάι ντα(ν)ντένγκο-
(θηλ. οντιγόσκα, οντιγκόσκα και ντοκτόρι = πήγαινε στον
οδιγόσκα, η) οδοντίατρο.
π.χ. του οντιγκόζι κερέσας-τουτ οδοντίατρος (η): ντα(ν)ντένγκι-
βάρεµα; σάρ ντιάν τουτ οπρά ντοκτόρκα, η.
ντουβάρι; = εσύ τον οδηγό
312

οδοντικός (επίθ.): ντα(ν)ντένγκο, -ι π.χ. αµαρέ αναβάκο ντοκτόρι σι


(είναι η γενική πτώση του καβά = ο οικογενειακός µας γιατρός
πληθυντικού της λέξης νταν, ο = είναι αυτός.
δόντι). οικογενειάρχης: ανετζίο, ο, θηλ.
οδοντόβουρτσα: ντα(ν)ντέγκι- ανετζίκα, η
φουρτσάβα, η π.χ. λατσχό ανετζίο σι λεσκό
π.χ. λε ε ντα(ν)ντένγκι-φουρτσάβα τσχαβό = καλός οικογενειάρχης
ντα χαλάβ κε ντα(ν)ντά = πάρε την είναι ο γιος του.
οδοντόβουρτσα και πλύνε τα δόντια οικονοµία: ικονοµία, η
σου. π.χ. κερ εµπούκα ικονοµία, κατέ
οδοντογλυφίδα: ντα(ν)ντένγκο- κοτέ νά τσχου παρέ = κάνε λίγη
καςς, ο (κυριολ. δοντιών ξύλο). οικονοµία, εδώ κι εκεί µη ρίχνεις
οδοντόκρεµα: ντα(ν)ντένγκο- λεφτά.
ιλάτσι, ο (= δοντιών φάρµακο). Αντίθ. ζια(ν)νούκο = σπατάλη.
οδοντόπονος: ντα(ν)ντέσκι-ντούκ, οικοπεδάκι: τχανορό, ο
η (βλ. και θεσούλα).
π.χ. ασταρντά µαν ντα(ν)ντέσκι- οικόπεδο: τχαν, ο
ντουκ = µ’ έπιασε οδοντόπονος. π.χ. κι(ν)ντόµ τχαν = αγόρασα
οδοντωτός (επίθ.): ντα(ν)ντένγκο,- οικόπεδο
ι (= δοντιών). (βλ. και θέση, µέρος, τόπος,
οδός: οδός, η περιοχή).
π.χ. κάι σαβί οδό σι τουµαρό κχερ; οίκτος: ντουκχιπέ, ο (= πόνεση)
= σε ποια οδό είναι το σπίτι σας; π.χ. νάι τουτ ιτσ ντουκχιπέ α(ν)ντό
οδύνη: ντουκ, η (= πόνος). κο γκί = δεν έχεις οίκτο καθόλου
οδυνηρός (επίθ.): στην ψυχή σου.
ντουκχανταριµάσκο,-ι Συνών. µίλα = έλεος.
Αντίθ. µπιντουκχάκο = ανώδυνος (βλ. και πόνεση, συµπόνοια).
όζα: όζα, η οινόπνευµα: σπίρτο και ινόπνεβµα,
π.χ. λολί όζα = κόκκινη όζα. ο
οικιακός (επίθ.): κχερέσκο, -ι π.χ. µορντόµ λε σπιρτόσα = τον
(είναι η γενική πτώση του ενικού έτριψα µε οινόπνευµα.
της λέξης κχερ, ο = σπίτι, κχερέσκο οκά: οκάβα, η (πληθ. οκάβε, ε).
= σπιτικός, σπιτίσιος, κχερέσκο οκνηρία (α): κχα(ν)ντινιπέ, ο (σ.α.
µαρνό = σπιτικό ψωµί) βροµιά, βλ. και βροµιά, τεµπελιά)
π.χ. κχερέσκε µπουκιά = οικιακές Αντίθ. µπουκιαρνιπέ =
εργασίες. εργατικότητα, φιλοπονία, φιλεργία.
οικογένεια: ανάβα και φαµίλια, η οκνηρία (β): τε(µ)µπε(λ)λίκο, ο
π.χ. ζζενισάο τε κερές φαµίλια = π.χ. ασταρντά µαν τε(µ)µπε(λ)λίκο
παντρέψου να κάνεις οικογένεια, = µ’ έπιασε οκνηρία.
αβιλό πε αναβάσα = ήρθε µε την Αντίθ. τσαλϋσσκα(ν)νούκο =
οικογένειά του, λατσχέ αναβάταρ σι εργατικότητα, λειτουργικότητα.
= είναι από καλή οικογένεια. οκνηρός (α) (επίθ.): κχα(ν)ντινό, -ί
οικογενειακός (επίθ.): αναβάκο,-ι (σ.α. βρόµικος, βροµιάρης, βλ. και
και φαµιλιάκο,-ι βρόµικος, βροµιάρης, τεµπέλης)
313

Αντίθ. µπουκιαρνό = εργατικός, Συνών. µπουτ-παρνό = κάτασπρος.


δουλευτάρης, δουλευταράς, ολόασπρος (β) (επίθ.): επτέν-
φιλόπονος, φίλεργος παρνό, -ί (κυριολ. εντελώς άσπρος,
οκνηρός (β): τε(µ)µπέλι, ο, θηλ. εντελώς λευκός, σ.α. κάτασπρος,
τε(µ)µπέλκα, η κατάλευκος).
π.χ. τε(µ)µπέλκα ροµνί σίτουτ = Αντίθ. επτέν-καλό = ολόµαυρος,
οκνηρή σύζυγο έχεις. κατάµαυρος.
Αντίθ. τσαλϋσσκάνι = εργατικός, ολόγυµνος (επίθ.): επτέν-νανγκό, -ί
δουλευταράς, τσαλϋσσκάνκα = (κυριολ. εντελώς γυµνός, τελείως
εργατική, δουλευτάρα, δουλευταρού. γυµνός).
οκταετής (επίθ.): οχτό- ολόγυρα (επίρρ.): τρούγιαλ-
µπροσσένγκο,-ι και οχτό- τρούγιαλ (κυριολ. γύρω γύρω)
µπρεσσένγκο, -ι. ολόιδιος: (βλ. ίδιος).
οκτακόσια (άκλ. απόλ. αριθµητ.): ολοκάθαρος(άκλ. επίθ.): µπουτ-
οχτόσσελ. τεµίζι (= πολύ καθαρός)
οκτακοσιοστός (τακτ. αριθµητ. ε- π.χ. µπουτ-τεµίζι πατέ =
πίθ.): οχτοσσελουτνό,-ί. ολοκάθαρα ρούχα.
οκτάχρονος: (βλ. οκταετής). ολοκαίνουριος (α) (επίθ.): µπουτ-
οκτώ (άκλ. απόλ. αριθµητ.): οχτό νεβό,-ί (= πολύ καινούριος)
π.χ. οχτό τζενέ αβιλέ = οκτώ άτοµα π.χ. µπουτ-νεβό σι ο τοµαφίλι =
ήρθαν. ολοκαίνουριο είναι το αυτοκίνητο.
ολιγοήµερος (επίθ.): ζάλακ- ολοκαίνουριος (β): επτέν-νεβό, -ί
γκιβεσένγκο,-ι (= λίγων ηµερών) (κυριολ. εντελώς καινούριος).
Αντίθ. µπουτέ-γκιβεσένγκο = ολοκαίνουριος (γ) (επίθ.): νεπ-
πολυήµερος (= πολλών ηµερών). νεβό, -ί
ολιγόωρος (επίθ.): ζάλακ- π.χ. νεπ-νεβό σι ο κχερ =
σαατένγκο, -ι (= λίγων ωρών) ολοκαίνουριο είναι το σπίτι.
Αντίθ. µπουτέ-σαατένγκο (= Αντίθ. µπουτ-πουρανό = πολύ
πολλών ωρών), πολύωρος. παλιός, παµπάλαιος, πανάρχαιος.
ολικός (επίθ.): σαορικανό, -ι και ολόκληρος (επίθ.): σαστό,-ί
σαβορικανό, -ι (σ.α. π.χ. σαστό µαρνό = ολόκληρο
ολοκληρωτικός). ψωµί.
όλο (α) (επίρρ.): σα (βλ. και υγιής).
π.χ. σα µορµισαρέλ = όλο Αντίθ. οπάςς = µισός.
γρινιάζει, σα κατέ αβέλ = όλο εδώ ολοκληρωµένος (µτχ.):
έρχεται. σασταρντό,-ί
(βλ. και όλος). (βλ. και θεραπευµένος).
όλο (β) (επίρρ.): έπντα και επ ολοκληρώνοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. έπντα µούιτχολ = όλο φωνάζει, σαστάρντιαβ
έπντα παρέ µανγκέλ = όλο λεφτά (βλ. και θεραπεύοµαι).
ζητάει, επ ροβέλ καβά χουρντό = ολοκληρώνω (µετβ. ρ.): σασταράβ
όλο κλαίει αυτό το παιδί. (βλ. και θεραπεύω).
oλόασπρος (α) (επίθ): πάσπαρνο,-ι ολοκλήρωση: σασταριπέ, ο
π.χ. πάσπαρνι ρόκλια = ολόασπρο (βλ. και θεραπεία).
φόρεµα.
314

ολοκληρωτικός (α) (επίθ.): ολόστεγνος (επίθ.): µπουτ-


σασταρικανό,-ί σσουκό,-ί (= πολύ στεγνός)
(σ.α. θεραπευτικός, σαστό = (σ.α. πολύ ξερός, σσουκό =
ολόκληρος, υγιής). στεγνός, ξερός).
ολοκληρωτικός (β) (επίθ.): ολοστρόγγυλος (άκλ. επίθ.):
σαορικανό, -ί. µπουτ-τόπαρλακι (= πολύ
ολοκόκκινος (επίθ.): µπουτ-λολό,-ί στρογγυλός)
(= πολύ κόκκινος). π.χ. µπουτ-τόπαρλακι σι λακό µούι
ολόλευκος: (βλ. ολόασπρος). = ολοστρόγγυλο είναι το πρόσωπό
ολόµαυρος (α) (επίθ.): µπουτ- της.
καλό,-ί (= πολύ-µαύρος) ολότητα: σαοριπέ και σαβοριπέ, ο.
Αντίθ. µπουτ-παρνό = ολόασπρος, ολοφάνερος (επίθ.): επτέν-σικαντό,
κάτασπρος. -ί (κυριολ. εντελώς φανερός).
ολόµαυρος (β) (επίθ.): επτέν-καλό, ολόφρεσκος (άκλ. επίθ.): µπουτ-
-ί (κυριολ. εντελώς µαύρος, σ.α. ταζέ (= πολύ φρέσκος) και µπουτ-
κατάµαυρος) ταζές (= πολύ φρέσκος)
Αντίθ. επτέν-παρνό = ολόασπρος, π.χ. µπουτ-ταζέ σι ε µατσχέ =
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος. ολόφρεσκα είναι τα ψάρια.
ολόµαυρος (γ) (επίθ.): καπ-καλό, -ί Αντίθ. µπαϊάτι = µπαγιάτικος.
Αντίθ. πας-παρνό = κάτασπρος, ολωσδιόλου (επίρρ.): επτέν (=
κατάλευκος, ολόλευκος, ολόασπρος. εντελώς, τελείως, απολύτως)
ολοµόναχος (άκλ. επίθ.): επτέν- π.χ. επτέν ντιλό σι καβά µανούςς! =
κόρκορι (κυριολ. εντελώς µόνος) ολωσδιόλου τρελός είναι αυτός ο
π.χ. ατσχιλόµ επτέν-κόρκορι ακανά άνθρωπος!
κάι µουλί µι ροµνί = έµεινα οµάδα (α): τσέτα, η
ολοµόναχος τώρα που πέθανε η (βλ. και γκρουπ, κοπάδι).
γυναίκα µου. οµάδα (β): οµάντα και οµάδα, η
ολονύχτιος (επίθ.): σαστέ- π.χ. -του σαΐ οµάντα σαν; -µε σοµ
ρακιάκο,-ι και σαστέ-ρατάκο, -ι Ολιµπιακός = -εσύ τι οµάδα είσαι;
(κυριολ. ολόκληρης νύχτας). -εγώ είµαι Ολυµπιακός.
όλος (α) (άκλ. επίθ.): σα και σάορε οµαλός (άκλ. επίθ.): ντούζι (=
π.χ. σα η ντοςς τούτε σι = όλο το ίσιος, ίσια)
φταίξιµο είναι σε σένα, π.χ. ντούζι σι ο ντροµ, νάι λε
µπικί(ν)ντιλε σάορε ε µανγκινά = ε(ν)ντέτσα = οµαλός είναι ο
πουλήθηκαν όλα τα εµπορεύµατα. δρόµος, δεν έχει λακούβες.
Αντίθ. οπάςς = µισός. οµιλία (α): ορµπισαριπέ, ο
(βλ. σα στο επίρρ. όλο). (βλ. και µίληµα).
όλος (β) (άκλ. επίθ.): έπσι και οµιλία (β): κονουσσµάβα, η (σ.α.
µπιτίν µίληµα, συζήτηση, κουβέντιασµα)
π.χ. µπιτίν η ντουνιάβα π.χ. κάι κα κερντόλ η
ασσου(ν)ντά τουµαρό ρεζι(λ)λίκο = κονουσσµάβα; = πού θα γίνει η
όλος ο κόσµος άκουσε το ρεζιλίκι οµιλία;
σας, τε χας έπσι η ζουµί = να φας οµιλώ: (βλ. µιλώ).
όλο το φαγητό. οµίχλη: οµίχλι, η
315

π.χ. οµίχλι ικλιλί, νασστί ντικχάβ π.χ. σο µπαρός, σσουκάβος = όσο


σσουκάρ = οµίχλη βγήκε, δεν µεγαλώνεις, οµορφαίνεις,
µπορώ να δω ωραία (καλά). σσουκάιλο καβά = οµόρφυνε αυτός.
όµοιος (α): εκ (κυριολ. ένας, µία) Αντίθ. µπετλεσσίαβ = ασχηµαίνω
π.χ. εκ νάι καλά ε ντούι = όµοια αµετβ.
δεν είναι αυτά τα δύο. οµορφαίνω (β) (αµετβ. ρ.): σσουκ-
Αντίθ. αβέρ = άλλος, άλλο, λαβ (= οµορφιά παίρνω)
αβέρτουρλι = αλλιώτικος, π.χ. µπουτ σσουκ-λιάν ντικχάβ! =
διαφορετικός, αλλιώτικα, αλλιώς, πολύ οµόρφυνες βλέπω!
διαφορετικά. Αντίθ. µπέτι-κερντιάβ (άσχηµος
όµοιος (β) (άκλ. επίθ.): αηνΰ γίνοµαι) = αµετβ. ασχηµαίνω
π.χ. αηνΰ σι ε κοτορά = όµοια είναι οµορφάντρας: σσουκάρ-µρουςς, ο.
τα υφάσµατα. οµορφιά: σσουκ, η και
οµοιότητα: µπενζεµέκο, ο (κυριολ. σσουκαριπέ, ο
µοιάσιµο). π.χ. σο ντικχλά λα ντιλάιλο κατάρ
οµολογία: πφε(ν)ντιπέ, ο. λακό σσουκαριπέ = µόλις την είδε
οµολογώ (αµετβ. και µετβ.ρ.): τρελάθηκε από την οµορφιά της,
πφενάµαν (κυριολ. λέω τον εαυτό [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου «ο
µου) κορκοριπέ» (= η µοναξιά)]
π.χ. πφε(ν)ντάπες κάι σι λέστε η χοχαντάµαν λακί σσουκ, µαταρντάς
ντοςς = οµολόγησε ότι σ’ αυτόν µαν πε γκουγκλέ-ορµπένσα ντα
είναι το φταίξιµο. πακιαϊέµ λα = (απόδοση στίχων) µε
όµορφα (επίρρ.): σσουκάρ πλάνεψε η οµορφιά της, µε µέθυσε
π.χ. νακχαντόµ µπουτ σσουκάρ = µε τα γλυκόλογά της και την
πέρασα πολύ όµορφα. πίστεψα.
(βλ. και όµορφος, ωραία, ωραίος). (βλ. σσουκαριπέ στο λήµµα
Αντίθ. µπέτι = άσχηµα, άσχηµος. ωραιότητα).
οµορφαίνω (α) (µετβ. ρ.): Αντίθ. µπετιπέ = ασχήµια.
σσουκαράβ οµορφοκόριτσο: σσουκάρ – τσχορί
π.χ. τζαλ τουκέ καγιά ρόκλια, και σσουκάρ-τσχέι, η.
σσουκαρέλ τουτ = σου πάει αυτό το οµορφονιός: σσουκαρνό, ο.
φόρεµα, σε οµορφαίνει. οµορφονιά: σσουκαρνί, η.
[βλ. οµόηχο σσουκαράβ = οµορφόπαιδο: σσουκάρ-τσχαβρό,
στεγνώνω (µετβ.ρ.)]. σσουκάρ-τσχαβό και σσουκάρ-
Αντίθ. µπετλεσστιρίαβ = ασχηµαίνω τσχαό, ο
µετβ. όµορφος (άκλ. επίθ.): σσουκάρ
οµορφαίνω (β) (µετβ. ρ.): σσουκ- π.χ. σσουκάρ σαν, αµά γκογκί νάι
νταβ (= οµορφιά δίνω) τουτ = όµορφος (-η) είσαι, αλλά
π.χ. καλά λουλουγκιά σσουκ-ντεν µυαλό δεν έχεις, σίτουτ σσουκάρ
κάι ο κχερ = αυτά τα λουλούδια γιακχά = έχεις όµορφα µάτια.
οµορφαίνουν το σπίτι. (βλ. και ωραίος, ωραία).
Αντίθ. µπέτι-κεράβ (άσχηµο κάνω) Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα.
= µετβ. ασχηµαίνω οµορφότατος (περιφρ. άκλ. επίθ.
οµορφαίνω (α) (αµετβ. ρ.): και επίρρ. υπερθ. βαθµού): µπουτ-
σσουκάβαβ σσουκάρ (µπουτ = πολύ, πολύς,
316

σσουκάρ = όµορφος, ωραίος, π.χ. λε η σσιµσσιάβα τε να κινγκός


όµορφα, ωραία) (από τις δύο λέξεις = πάρε την οµπρέλα να µη βραχείς,
αυτές δηµιουργήθηκε το σύνθετο λιάν η οµπρέλα; = πήρες την
άκλ. επίθ. και επίρρ. µπούσσουκαρ οµπρέλα;
µε αποβολή του τ από το πρώτο οµπρελίτσα: σσιµσσιαβίσα, η.
συνθετικό για να προφερθούν όµως (σύνδ.): αµά
ευκολότερα τα δύο συνθετικά µαζί, π.χ. ασσουγκιαρντέµ τουτ, αµά ιν
µπούσσουκαρ = πανέµορφος–η, αβιλάν = σε περίµενα, όµως δεν
πανέµορφα, υπέροχος–η, υπέροχα, ήρθες, βα, αµά νι αβιλάν τε ντικχές
θαυµάσιος-α, θαυµάσια π.χ. µαν = ναι, όµως δεν ήρθες να µε
µπούσσουκαρ σι κο τσχαβό = δεις.
πανέµορφος είναι ο γιος σου, (βλ. και αλλά).
µπούσσουκαρ σι κι τσχέι = ονειρεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
πανέµορφη είναι η κόρη σου, σουνό-ντικχάβ (= όνειρο βλέπω)
µπούσσουκαρ κερντιλί η ζουµί = π.χ. α(ν)ντό µο σουνό ντικχλόµ
υπέροχο έγινε το φαγητό, τουτ ιρακί η ρατ = µες στο όνειρο
µπούσσουκαρ σι καβά κιράλ = µου σε είδα (ονειρεύτηκα) χθες το
θαυµάσιο είναι αυτό το τυρί, βράδυ, (µτφ.) σαέ πφερεσά σι καλά
µπούσσουκαρ νακχανταµούς ιρακί κάι πφενές; σουνό-ντικχές; = τι
κάι µπιάβ = υπέροχα περάσαµε χθες λόγια είναι αυτά που λες; όνειρο
στο γάµο). βλέπεις (ονειρεύεσαι);
οµορφότερος (περιφρ. άκλ. επίθ. ονειρεύοµαι (β) (µετβ. ρ.):
και επίρρ. συγκρ. βαθµού): νταά- α(ν)ντό-µο-σουνό-ντικχάβ (= µες
σσουκάρ, ταά–σουκάρ και πο- στο όνειρό µου βλέπω) και αν-µο-
σσουκάρ (νταά και ταά = πιο, σουνό-ντικχάβ (= στο όνειρό µου
ακόµα, πο = πιο, σσουκάρ = βλέπω)
όµορφος, ωραίος, όµορφα, ωραία) π.χ. α(ν)ντό-µο-σουνό-ντικχλόµ µε
π.χ. µιρνό τσχαβό σι νταά- νταντέ = ονειρεύτηκα τον πατέρα
σσουκάρ, κατάρ κιρνό = ο δικός µου (κατά λέξη: µες στο όνειρό µου
µου ο γιος είναι πιο όµορφος είδα τον πατέρα µου).
(οµορφότερος) από το δικό σου, ονειρικός (επίθ.): σουνέσκο, -ι.
µιρνί τσχέι σι νταά-σσουκάρ κατάρ όνειρο: σουνό, ο
κιρνί = η δική µου η κόρη είναι πιο π.χ. [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
όµορφη (οµορφότερη) από τη δική «ε πφουκαντέ σουνέ» (= τα
σου, αµέν νταά-σσουκάρ προδωµένα όνειρα)] πφουκαντέ µαν
νακχανταµούς ιρακί κάι µπιάβ = ε σουνέ κάι κεράβας σικνιµάσταρ =
εµείς πιο όµορφα (οµορφότερα) µε πρόδωσαν τα όνειρα που έκανα
περάσαµε χθες στο γάµο. µικρός.
οµορφούλης (επίθ.): σσουκαρορό, (υποκ.) σουνορό, ο.
-ί (σ.α. οµορφούτσικος, ονειροπόληση: σουνένγκο-κεριπέ,
εµφανίσηµος). ο (= ονείρων φτιάξιµο).
οµορφούτσικος (επίθ.): ονειροπολώ (αµετβ. ρ.): σουνέ-
σσουκαρορό,-ί. κεράβ (= όνειρα κάνω).
οµπρέλα: σσιµσσιάβα και οµπρέλα, ονειρώδης: (βλ. ονειρικός).
η όνοµα: αλάβ, ο
317

π.χ. σαρ σι κο αλάβ; = πώς είναι το π.χ. όπα, αβιλίταρ βόι ντα! = όπα,
όνοµά σου;, µπισταρντόµ λεσκό ήρθε κι αυτή! βο όπα-όπα ασταρέλ
αλάβ = ξέχασα το όνοµά του, σαβό πε ροµνά, νάι σαρ τούτε κάι µαρές
αλάβ κα ντεν ε χουρντέσκε; = τι µαν εµπουκάκε = αυτός όπα-όπα
όνοµα θα δώσετε στο παιδί; πιάνει (στα όπα-όπα έχει) τη
ονοµάζω (µετβ. ρ.): αλάβ-τχαβ γυναίκα του, δεν είναι σαν εσένα
π.χ. πε χουρντέσκο αλάβ-τχοντέ που µε δέρνεις µε το παραµικρό.
Μανόλη = το µωρό τους το οπαδός: τζονό, ο (κυριολ. άτοµο,
ονόµασαν Μανόλη. άνθρωπος)
(αλάβ-τχαβ κυριολ. όνοµα βάζω). π.χ. ε ολινµπιακοζέσκε τζενέ σι
Συνών. αλάβ-νταβ = ονοµατίζω. καλά = οι οπαδοί του Ολυµπιακού
ονοµασία: αλαβιπέ, ο. είναι αυτοί.
ονοµασµένος (µτχ.): αλαβντό,-ί οπισθοδρόµηση: παπαλέ-τζιιπέ, ο
Αντίθ. µπιαλαβέσκο = ανώνυµος. (= πίσω πηγαιµός)
ονοµαστικός (επίθ.): αλαβέσκο,-ι Αντίθ. ανγκλέ-τζιιπέ, ο =
π.χ. αβγκιέ σι µε αλαβέσκι γιορτία προχώρηµα.
= σήµερα είναι η ονοµαστική µου οπισθοδροµικός (µτχ.): παπαλέ-
γιορτή. τζι(ν)ντό, -ί (= πίσω πηγεµένος)
ονοµαστός (επίθ.): ναµλίο,-ούκα Αντίθ. ανγκλέ-τζι(ν)ντό =
π.χ ναµλίο ντοκτόρι = ονοµαστός προχωρηµένος, προοδευµένος.
γιατρός. οπισθοδροµώ (αµετβ. ρ.): παπαλέ-
(βλ. και τρανός). τζαβ (= πίσω πηγαίνω)
Συνών. ασσου(ν)νταρντό = Αντίθ. ανγκλέ-τζαβ = προχωρώ.
ξακουσµένος, διαλαληµένος, οπισθοχωρώ: (βλ. οπισθοδροµώ).
διαδεδοµένος και ασσου(ν)ντό = όπλο: πούσσκα και τσχουνταλί, η
ακουστός, ασσαρντό = παινεµένος. π.χ. σι οπρά λέστε πούσσκα = έχει
ονοµατάκι: αλαβορό, ο. επάνω του όπλο, γκαράβ η
ονοµατίζω (µετβ. ρ.): αλάβ-νταβ τσχουνταλί = κρύψε το όπλο.
(= όνοµα δίνω). (τσχουνταλί κατά λέξη σηµαίνει
ονοµατισµένος: αλαβντι(ν)ντό, -ί. ριχτήρας, προήλθε από το ρήµα
ονοµατοδοσία: αλαβντιιπέ, ο. τσχαβ = ρίχνω, τσχουηπέ = ρίξιµο).
όντως (επίρρ.): έµντα και τσατσές οπλοποιός: πούσσκατζίο, ο (σ.α.
π.χ. έµντα, αγκαντάλ σι = όντως, οπλοπώλης).
έτσι είναι. οπλοπωλείο: πουσσκένγκο-
(βλ. και επίρρ. αλήθεια, πράγµατι). ντικιάνο (= όπλων µαγαζί) και
οξυγόνο: οκσιγόνο, ο πουσσκένγκο-ντουκιάνο, ο (=
π.χ. ο ντοκτόρι τχοντά λεσκέ όπλων µαγαζί).
οκσιγόνο = ο γιατρός του έβαλε οπλοπώλης: πούσσκατζίο, ο (σ.α.
οξυγόνο. οπλοποιός).
οξυζενέ: οκσιζενέ, ο. οπλουργός: (βλ. οπλοποιός).
οπ (επιφ.): οπ οπλοφορώ (αµετβ. ρ.):
π.χ. οπ, ασταρντόµ τουτ = οπ, σ’ πουσσκάσα-πφιράβ και
έπιασα. τσχουνταλάσα-πφιράβ (οι λέξεις
όπα (επίρρ.): όπα κυριολ. σηµαίνουν: µε όπλο
περπατώ).
318

π.χ. πουσσκάσα-πφιρέλ καβά = πάρεις, έγινε τώρα αυτό, σαρ σοµ


οπλοφορεί αυτός, κον σι αγκαντάλ, νασστί κα τζαβ κάι
τσατσουκανό µρουςς ιν πφιρέλ µπουκί = όπως είµαι έτσι, δεν θα
πουσσκάσα = όποιος είναι αληθινός µπορέσω να πάω στη δουλειά.
άνδρας δεν οπλοφορεί. (βλ. και σαν, καθώς).
όποιος (άκλ. αντων.): κον όραση (α): ντικχιπέ, ο (= κοίταγµα,
π.χ. κον ακχιαρντά, ακχιαρντά = βλέµµα, σ.α. φροντίδα, εξέταση,
όποιος κατάλαβε, κατάλαβε, κον ιν προσοχή, παρατήρηση,
τζανέλ τε να ορµπισαρέλ = όποιος παρακολούθηση).
δεν ξέρει να µη µιλάει. όραση (β): γιακχένγκο-σσάφκι, ο
(βλ. και ποιος). (γιακχένγκο = µατιών, σσάφκι =
όποιος (αντων.): σαό, -ί και σαβό, φέγγος, φως)
-ί (βλ. και ποιος, τι (ως π.χ. χασαρντά πε γιακχένγκο-
θαυµαστικό)) σσάφκι = έχασε την όρασή του.
π.χ. λε σαό µανγκέσα = πάρε όποιο ορατός (επίθ.): σικαντό-ί
θέλεις. (κυριολ. φανερός).
οποιοσδήποτε (άκλ. αντων.): κον- Αντίθ. µπισικαντό = αόρατος,
αβέλα και (αντων.) σαό(-ί)-αβέλα αφανής.
π.χ. κον-αβέλα ντα τε αβέλας κάι όργανο (µουσικό): τσαλγκία, η
µο τχαν, καλέ κα κερέλας = (σ.α. µπουζούκι).
οποιοσδήποτε κι αν ήταν στην θέση όργανο: αλαϊάτι, ο (προφ. µε
µου, αυτό θα έκανε. συνίζηση ια) (σ.α. εργαλείο,
όποτε (επίρρ.): κάνα ανταλλακτικό, πληθ. αλαϊάτορα, ε).
π.χ. κάνα µανγκέσα, αβ = όποτε οργανοπαίκτης: τσαλγκϋτζίο, ο
θες, έλα. π.χ. αβιλέ ε τσαλγκϋτζία ε
(βλ. και πότε, όταν). µπιαβέσκε = ήρθαν οι
οποτεδήποτε (επίρρ.): κάνα-αβέλα οργανοπαίκτες για το γάµο.
π.χ. -κάνα µανγκές τε ποκινάβ οργή: χολί, η (σ.α. θυµός)
τουτ; -κάνα-αβέλα = -πότε θέλεις π.χ. µι χολί λέσκε µπουτ µπαρί σι =
να σε πληρώσω; - οποτεδήποτε. η οργή µου για κείνον είναι πολύ
όπου (επίρρ.): κάι µεγάλη.
π.χ. κάι µανγκέσα, τζα = όπου (βλ. και θυµός).
θέλεις, πάνε. οργίζοµαι (αµετβ. ρ.): χολί-
(βλ. και που, πού, σε). πφερντιάβ (= οργή γεµίζω αµετβ.)
οπουδήποτε (επίρρ.): κάι-αβέλα π.χ. πφερντιλόµ-χολί κατάρ καλά
π.χ. κάι-αβέλα ντα τε τζας, κα κάι ασσου(ν)ντόµ = οργίστηκα απ’
ρακχαβάβ τουτ = οπουδήποτε και αυτά που άκουσα.
να πας, θα σε βρω. Συνών. χολάβαβ = θυµώνω αµετβ.
οπτικά (επίρρ.): ντικχιµάσα (= µε οργίζω (µετβ. ρ.): χολί-πφεράβ (=
κοίταγµα). οργή-γεµίζω µετβ.)
οπτικός (επίθ.): ντικχιµάσκο, -ι. π.χ. πφερντάν λε χολί, καλέ
οπωροπώλης: (βλ. µανάβης). πφερασένσα κάι πφε(ν)ντάν λέσκε
όπως (σύνδ. και επίρρ.): σαρ = τον όργισες µ’ αυτά τα λόγια που
π.χ. σαρ ντα τε λέσλε, κερντιλό του είπες.
ακανά καβά = όπως και να το
319

Συνών. χολαράβ, χολιναράβ = π.χ. σοβέλ-χαβ οπρα µε χουρντέ,


θυµώνω µετβ., εκνευρίζω. σόσκε νι πακιάς µαν; = ορκίζοµαι
οργισµένος (µτχ.): χολί-πφερντό,-ί στα παιδιά µου, γιατί δε µε
(= θυµό γεµάτος) πιστεύεις;, µπανγκέστε νά χα-
π.χ. πφερντό-χολί σι κο ντατ τούσα σοβέλ, κα ασταρέλ τουτ = στραβά
= οργισµένος είναι ο πατέρας σου (ψεύτικα) µην ορκίζεσαι, θα σε
µαζί σου. πιάσει.
Συνών. χολιναλό, χολιαλό, ορκίζω (µετβ. ρ.): σοβέλ-
χολαρντό = εκνευρισµένος, χα(ν)νταράβ (= όρκο ταΐζω)
θυµωµένος. π.χ. χα(ν)νταρντόµ λε σοβέλ, τε να
ορεινός: (βλ. βουνίσιος). πφουκαλέλ = τον όρκισα, να µη
ορεκτικός (επίθ.): ισστακέσκο, -ι µαρτυρήσει.
π.χ. ο ντοκτόρι ντιά λε ισστακέσκο όρκιση: σοβέλ-χα(ν)νταριπέ, ο (=
σσουρούπο = ο γιατρός του έδωσε όρκο τάισµα).
ορεκτικό σιρόπι. ορκισµένος (επίθ.): σοβελαλό,-ί
όρεξη: όρεκσι, η και ισστάκο, ο π.χ. σοβελαλό σι τε να ορµπισαρέλ
π.χ. τσχι(ν)ντιλό µο ισστάκο = µου λέσα = ορκισµένος είναι να µην του
κόπηκε η όρεξη, νάι µαν όρεκσι = µιλήσει, σοβαλαλό σι, τε να πελ εκ
δεν έχω όρεξη. µπροςς ιτσκία = ορκισµένος είναι,
ορθά: (βλ. σωστά). να µην πιει ένα χρόνο ποτό
ορθάνοιχτος (επίθ.): επτέν- (οινοπνευµατώδες).
πουταρντό, -ί (κυριολ. εντελώς όρκος: σοβέλ, η
ανοιχτός). π.χ. µε ασταράβ µι σοβέλ = εγώ
όρθια (επίρρ.): ντικινέ κρατώ τον όρκο µου.
π.χ. ντικινέ τχο ο καςς = όρθια (υποκ.) σοβελορί, η.
βάλε το ξύλο. ορµώ (αµετβ. ρ.): τσχάµαν (=
όρθιος (α) (επίθ.): οπρι(ν)ντό,-ί ρίχνοµαι)
π.χ. νά άτσι οπρι(ν)ντό, λε εκ π.χ. τσχουτάπες οπρά λέστε, τε
καρέκλα ντα µπεςς = µη στέκεσαι τσαλαβέλ λε = όρµησε πάνω του,
όρθιος, πάρε µια καρέκλα και να τον χτυπήσει.
κάτσε. ορνιθοκλέφτης: (βλ. κλεφτοκοτάς).
Αντίθ. µπεσσι(ν)ντό = καθισµένος, ορόσηµο: νισσάνο, ο (κυριολ.
καθιστός σηµάδι, σ.α. αρραβώνας)
όρθιος (β) (άκλ. επίθ.): ντίκι π.χ. καβά µπαρ σι ο νισσάνο κάι
π.χ. αστάρ ντίκι ο καντρόνι = τχονταµούσας, τζι κατέ σι κο τχαν
κράτα όρθιο το καδρόνι (σ.α. = αυτή η πέτρα είναι το ορόσηµο
όρθια). που είχαµε βάλει, µέχρι εδώ είναι
ορθός: (βλ. σωστός). το µέρος (οικόπεδό) σου.
οριστικά (επίρρ.): έπτενιµάσκε οροφή: ταβάνο, ο
π.χ. κα τζάβταρ έπτενιµάσκε = θα π.χ. κα περέν ε κχερέσκε ταβάνορα.
φύγω οριστικά. κερντάρ λεν = θα πέσουν οι οροφές
οριστικός (επίθ.): έπτενιµάσκο, -ι του σπιτιού. επισκεύασέ τες. (βλ.
οριστικώς: (βλ. οριστικά). και ταβάνι)
ορκίζοµαι (αµετβ. ρ.): σοβέλ-χαβ όροφος: (βλ. δίπλα).
(= όρκο τρώω)
320

ορφανεύω (αµετβ. ρ.): τσορό- π.χ. πφε(ν)ντά µανγκέ κάι νι κα


ατσχάβ (=ορφανός µένω) τζάλταρ = µου είπε ότι δεν θα
π.χ. τσορό-ατσχιλό σικνιµάσταρ = φύγει.
ορφάνεψε από µικρός. (βλ. και όπου, που και πού).
ορφάνια: τσοριπέ, ο ό,τι (αναφ.αντων.): σο
(βλ. και φτώχια) (οµόηχο τσοριπέ π.χ. σο κερντιλό, κερντιλό = ό,τι
= κλεψιά). έγινε, έγινε, νασστί κερές σο
ορφανός (επίθ.): τσορό,-ί µανγκέσα κατέ α(ν)ντρέ = δεν
π.χ. τσορό µπαριλό = ορφανός µπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις εδώ
µεγάλωσε. µέσα, κα λαβ τουκέ σο µανγκέσα =
(βλ. και φτωχός). θα σου πάρω ό,τι θες.
(υποκ.) τσορορό, ο (σ.α. (βλ. και τι).
φτωχούλης) οτιδήποτε (αντων.): σαό(-ί)-αβέλα
όρχις: πελό, ο (πληθ. πελέ, ε) (σ.α. οποιοσδήποτε)
(υποκ.) πελορό, ο. π.χ. σαί-αβέλα µπουκί ντα τε ντες
οσµή: κοκία, η (= άρωµα, µυρωδιά) λε, κα κερέλ λα = οτιδήποτε
π.χ. κάταρ αβέλ καγιά µπέτι κοκία; δουλειά και να του δώσεις, θα την
= από πού έρχεται αυτή η άσχηµη κάνει.
οσµή; οτοστόπ: οτοστόπ, ο
(υποκ.) κοκιίσα, η. π.χ. κερντάµ οτοστόπ ντα αβιλάµ
όσο (α) (επίρρ.): γκάντιµπορ και τζι κατέ = κάναµε οτοστόπ και
γκάντικιν ήρθαµε µέχρι εδώ.
π.χ. λε, γκάντιµπορ µανγκέσα = ότου (σύνδ.): πόσστα
πάρε, όσο θες, πι, γκάντικιν π.χ. τζι ποσστά αβέλ βο, κα ρακιόλ
µανγκέσα = πιες, όσο θέλεις (σ.α. = µέχρις ότου έρθει αυτός, θα
πόσο) βραδιάσει. (βλ. και ωσότου).
(βλ. και τόσος). ουζάκι: ρακιίσα, η.
όσο (β) (επίρρ.): σο ούζο: ρακία, η
π.χ. σο ντα τε µαρέστουτ, κχάντσικ π.χ. µανγκές τε πες εµπούκα ρακία;
νι κα κερντόλ = όσο και να = θέλεις να πιεις λίγο ούζο;,κα τζαβ
προσπαθήσεις, τίποτα δεν θα γίνει, τε παβ ρακία ε χαναµικέσα = θα
σο πφουρός, χασαρέστουτ. νι τζάνες πάω να πιω ούζο µε το συµπέθερο.
σο πφενές = όσο γερνάς, τα χάνεις. ουζοµεζές: ρακιάκι-µεζάβα, η
δεν ξέρεις τι λες. (πληθ. ρακιάκε-µεζάβε, ε).
(βλ. και τι, ό,τι). ουίσκι: ουίσκι, ο
οστό: (βλ. κόκαλο). π.χ. κα πες ουίσκι; = θα πιεις
όσφρηση: (βλ. µύρισµα). ουίσκι;
όταν (σύνδ.): κάνα ουλή: µπένι, ο
π.χ. κάνα πφενάβας λεσκέ µε, ιν (βλ. και σηµάδι).
πακιάλας µαν = όταν του έλεγα ούλο: τζίντζια, η
εγώ, δεν µε πίστευε. π.χ. ντουκχάν µε τζίντζιε = πονάνε
(βλ. και όποτε, πότε). τα ούλα µου.
ότι (σύνδ.): κάι (υποκ.) τζιντζιίσα, η.
ούρα: µουτερά, ε
321

π.χ. ο ντοκτόρι κερντά µαϊανάβα οφθαλµίατρος (ο): γιακχένγκο-


λεσκέ µουτερά = ο γιατρός τού ντοκτόρι, ο (= µατιών γιατρός).
εξέτασε τα ούρα. οφθαλµίατρος (η): γιακχένγκι-
ουρά: πορίκ και πορί, η ντοκτόρκα, η (= µατιών γιατρέσα)
π.χ. ε γκραστέσκι πορίκ = η ουρά οφθαλµός: (βλ. µάτι).
του αλόγου, ε πισικάκι πορί = η οφιοειδής (επίθ.): σαπέσκο, -ι
ουρά της γάτας, (φράση) η τζουβλί (είναι η γενική πτώση του ενικού
τε να κχελαβέλα πι πορίκ, ο µρουςς της λέξης σαπ, ο = φίδι, όφις)
νασστί τσχόλπες λάκε = η γυναίκα (βλ. και φιδίσιος (β)).
αν δεν κουνήσει την ουρά της, ο όφις: (βλ. φίδι).
άνδρας δεν µπορεί να της ριχτεί. οχ (επιφ.): οχ
ουρανός: ντελ, ο (κυριολ.Θεός) π.χ. οχ, Ντέβλαµ! = οχ, Θεέ µου!,
(ντελ στον αόριστο = δίνει, νταβ = οχ, ντουκχαντάν µαν! = οχ, µε
δίνω). πόνεσες!
ούρηµα: µουτέρ, ο οχ (επιφ. που δηλώνει
(υποκ. ) µουτερορό, ο. ικανοποίηση): οχ
ουρίτσα: πορορί και πορικορί, η. π.χ. οχ, µο γκι κερντιλό κάι χαλάν
ουρώ (αµετβ. και µετβ.ρ.): µαριπέ = οχ, η ψυχή µου έγινε
µουταράβ. (ευχαριστήθηκα) που έφαγες ξύλο.
ουσία: νταντία, η και ντάντι, ο (σ.α. όχθη (ποταµού): λεάκι-ρικ (=
γεύση, γευστικότητα, νοστιµιά) ποταµού µεριά) και λενάκι-ρικ, η (=
π.χ. γκελαµούς κάι µπιάβ, αµά ποταµού µεριά).
ντάντι νάι σας = πήγαµε στο γάµο, όχι (επιτατ. αρνητ. µόρ.): άηρα
αλλά ουσία δεν είχε, νάι νταντία π.χ. άηρα, νι κα χαβ = όχι, δε θα
καλέ µπουκιά = δεν έχει ουσία αυτή φάω.
η δουλειά (δηλ. δεν αποδίδει) όχι (αρνητ.µορ.): νάα, άηρ και άερ
(βλ. και γεύση, νοστιµιά). π.χ. κ’ αβές τούντα; νάα νι κ’ αβάβ
ούτε (α) (σύνδ.): ούτε = θα έρθεις κι εσύ; όχι δεν θα έρθω,
π.χ. ούτε κάι µο µεριπέ νι µανγκάβ άηρ, νάι αγκαντάλ σαρ πφενές =
τε αβέλ = ούτε στο θάνατό µου δεν όχι, δεν είναι έτσι όπως λες, άερ, ιν
θέλω να έρθει. κα τζας, πφενάβ τουκέ = όχι, δε θα
ούτε (σύνδ.): νε πας, σου λέω.
π.χ. νε τουτ µανγκάβ, νε ντα κε Αντίθ. βα = ναι.
ροµνά κάι µο κχερ = ούτε εσένα οχλαγωγία: καλαµπαλούκο, ο (σ.α.
θέλω, ούτε και τη γυναίκα σου στο πλήθος, όχλος)
σπίτι µου. π.χ. νασστί ασσουνάβας λε α(ν)ντό
ουφ και οφ (επιφ.): οφ καλαµπαλούκο = δεν µπορούσα να
π.χ. οφ, καλιλό µο γκι = ουφ, τον ακούσω µέσα στην οχλαγωγία.
µαύρισε η ψυχή µου. (βλ. και πλήθος).
όφελος: φαϊντάβα, η όχλος: καλαµπαλούκο, ο (σ.α.
π.χ. νάι µαν φαϊντάβα τούταρ = δεν πλήθος, οχλαγωγία).
έχω όφελος από σένα. (βλ. και όψη (α): σουλούπο, ο (βλ. και
ωφέλεια). σουλούπι).
Συνών. κιάρι = κέρδος. όψη (β): ντικχιπέ, ο (κυριολ.
Αντίθ. ζαράρι = ζηµιά. κοίταγµα, βλέµµα).
322

όψη (γ): µούι, ο (προφ. µε


συνίζηση ουι) (κυριολ. πρόσωπο,
στόµα)
π.χ. ρατ νι ατσχιλό λε κάι λεσκό
µούι, µουλικανό µούι λια, κα µερέλ
= αίµα δεν του έµεινα στο
πρόσωπο, νεκρική όψη πήρε, θα
πεθάνει.
322

Π
παγάκι (α): µπούζο, ο (κυριολ. π.χ. παουµέ σι ο παΐ = παγωµένο
πάγος) είναι το νερό.
π.χ. νά χα µπούζορα, κε κουρλέ κα Συνών. σσουντρό = κρύος.
ντουκχάν = µην τρως παγάκια, τα Αντίθ. ταταρντό = ζεσταµένος.
λαιµά σου θα πονέσουν. παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.):
παγάκι (β): παγάκι, ο µπουζλού (σ.α. κρύος)
π.χ. τσχου µανγκέ παγάκια α(ν)ντί π.χ. πουτάρ µανγκέ εκ µπουζλού
καϊάβα = ρίξε µου παγάκια µες µπίρα τε παβ = άνοιξε µου µία
στον καφέ. παγωµένη µπύρα να πιω.
παγερός (α) (επίθ.): µπουτ- Αντίθ. τατό = ζεστός, πφαµπαρντό
σσουντρό-ί (κυριολ. πολύ κρύος) = καυτός, καυτερός, καµένος,
π.χ. µπουτ-σσουντρί µπαλµπάλ = αναµµένος, ζεµατιστός,
παγερός άνεµος. ζεµατισµένος, ασσλάκι = καυτός,
Αντίθ. τατό = ζεστός, θερµός. ζεµατισµένος, ζεµατιστός.
παγερός (β) (άκλ. επίθ.): µπουτ- παγωνιά: σσουκό-σσιλ και
µπουζλού (κυριολ. πολύ κρύος). σσουκό-σσϋλ, ο (κυριολ. ξερό
παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια): κρύο)
φάκο, ο π.χ. σσουκό-σσιλ κερέλ αβρί =
π.χ. µο φάκο ασταρντά τσιρικλί = η παγωνιά κάνει έξω.
παγίδα µου έπιασε πουλί, ο µισσκόι παγωνιέρα (α): µπουζγκέρα, η
αστάρντιλο κάι φάκο = το ποντίκι (από τη λέξη µπούζο, ο = πάγος,
πιάστηκε στην παγίδα. µπουζγκέρα σ.α. ψυγείο, π.χ.
παγιδεύω (µετβ. ρ.): ασταρνταράβ α(ν)ντί µπουζγκέρα σι ο παΐ = µες
(= κάνω να πιαστεί, ασταράβ = στο ψυγείο είναι το νερό).
πιάνω, κρατώ) (βλ. πιάνω (β)). παγωνιέρα (β): µπουζανάβα, η
παγκάκι: παγκάκι, ο (από τη λέξη µπούζο, ο = πάγος,
π.χ. µπεσσένας κάι παγκάκια = µπουζανάβα σ.α. ψυγείο,
καθόντουσαν στα παγκάκια. µπουζανάβα µτφ. = παγωνιά).
πάγκος: πάγκο, ο παγώνω (α) (µετβ. ρ.): παουσαράβ
π.χ. τχο ε µανγκινά οπρά πάγκο = π.χ. παουσαράβ ε µπίρε α(ν)ντό
βάλε τα εµπορεύµατα πάνω στον ψιγίο = παγώνω τις µπύρες στο
πάγκο. ψυγείο, πφά(ν)ντε ο ουντάρ,
πάγος: µπούζο, ο. παουσαρντάν αµέν = κλείσε την
παγούρι: παγούρι, ο πόρτα, µας πάγωσες.
π.χ. σι παΐ α(ν)ντό παγούρι; = έχει Συνών. σσουντραράβ = ψυχραίνω,
νερό µες στο παγούρι; κρυώνω (µετβ.).
παγούρι: µπαρντάκο, ο. Αντίθ. ταταράβ = ζεσταίνω.
πάγωµα: παουσαριπέ, ο παγώνω (β) (µετβ. ρ.):
Αντίθ. ταταριπέ = ζέσταµα. µπουζλανταράβ.
παγωµένος (α) (µτχ.): παγώνω (αµετβ. ρ.): παουσάαβ
παουσαρντό,-ί και παουµέ (άκλ. π.χ. παουσάιλε µε βαστά κατάρ ο
επίθ.). σσιλ = πάγωσαν τα χέρια µου από
το κρύο.
323

Συνών. σσουντριάβ = ψυχραίνοµαι. (µαρντιπέ σ.α. αγώνας).


Αντίθ. τατιάβ = ζεσταίνοµαι. παιδεµός: µαρντιπέ, ο.
παγωτατζής: ντο(ν)ντουρµατζίο, ο παιδεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. νακχλό ο ντο(ν)ντουρµατζίο; = µαράµαν
πέρασε ο παγωτατζής; π.χ. µαρέλπες πε νασφαλιµάσα =
παγωτό: παγοτό, ο και παιδεύεται µε την αρρώστια του.
ντο(ν)ντουρµάβα, η (το ρήµα µαράµαν κυριολ.
π.χ. τε κινές µανγκέ παγοτό = να σηµαίνει: δέρνοµαι (µέση διάθεση).
µου αγοράσεις παγωτό, κάταρ λιάν Μτφ. µαράµαν λέµε για τα ρήµατα:
καγιά ντο(ν)ντουρµάβα; = από πού πασχίζω, µοχθώ, προσπαθώ,
πήρες αυτό το παγωτό; παιδεύοµαι, αγωνίζοµαι και
παζάρεµα: παζαρλούκο, ο (σ.α. καταγίνοµαι).
συµφωνία) π.χ. µαράµαν τε ικαλάβ µο µαρνό =
π.χ. καλέ σσεέσκε ντα παζαρλούκο αγωνίζοµαι να βγάλω το ψωµί µου.
κα κεράς; = και γι’ αυτό το πράγµα παιδεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
παζάρεµα θα κάνουµε; µαρντιάβ (κυριολ. δέρνοµαι παθητ.
παζαρευτής: παζαρτζίο, ο διάθεση)
(σ.α. πωλητής στο παζάρι), θηλ. π.χ. κάι κο γκού(ν)ντο τε µαρντόλ
παζαρτζίκα, η. η µπουκί. = στο νου σου να
παζαρεύω (αµτβ. και µτβ. ρ.): παιδεύεται η δουλειά. (δηλ. να ‘χεις
παζαρλούκο-κεράβ (= παζάρεµα το νου σου πρώτα στη δουλειά και
κάνω, συµφωνία κάνω). µετά σε άλλα πράγµατα).
παζάρι: παζάρι, ο παιδί (α): χουρντό, ο
π.χ. τζαβ κάι παζάρι = πάω στο π.χ. καζόµ χουρντέ σίτουτ; = πόσα
παζάρι, ικάλ ε µανγκινά κάι παζάρι, παιδιά έχεις;
κα µπικί(ν)ντον = βγάλε τα (βλ. και µωρό).
εµπορεύµατα στο παζάρι, θα παιδί (β): τσχαβρό (= αγόρι),
πουληθούν. τσχαβό και τσχαό, ο (= αγόρι, γιος)
παζαρίσιος (επίθ.): παζαρέσκο, -ι π.χ. κάι γκελό ο τσχαβρό; = πού
Συνών. παναηρέσκο = πήγε το παιδί (το αγόρι);
πανηγυριώτικος. (υποκ.) τσχαβρορό, τσχαβορό και
παθαίνω (αµετβ. ρ.): πατισάαβ τσχαορό, ο.
π.χ. ντικχλάν σο πατισάιλεµ αγκιές; παιδιάστικος: (βλ. παιδικός).
= είδες τι έπαθα σήµερα; παιδίατρος (ο): χουρντένγκο-
παιγµένος (µτχ.): κχελντό, -ί. ντοκτόρι, ο (= χουρντένγκο =
παιγµένος (µουσικό όργανο, µωρών, παιδιών, ντοκτόρι =
τραγούδι, µουσική) (µτχ.): γιατρός).
µπασσαλντό, -ί. παιδίατρος (η): χουρντένγκι-
παιδάκι: χουρντορό, ο ντοκτόρκα, η.
π.χ. σαό σσουκάρ χουρντορό! = τι παιδικός (α) (επίθ.): χουρντικανό,-
όµορφο παιδάκι! ί
(βλ. και µωράκι). π.χ. χουρντικανέ πατέ = παιδικά
παίδεµα: µαρντιπέ, ο ρούχα, χουρντικανέ µενία = παιδικά
π.χ. µπουτ µαρντιπέ σι κάι καγιά παπούτσια.
µπουκί = πολύ παίδεµα έχει αυτή η (βλ. και µωρουδίστικος).
δουλειά.
324

παιδικός (β) (επίθ.): χουρντένγκο, κχελέλ λιλά κάι καβενάβα = ο


-ι (= παιδιών, µωρών, σ.α. αδερφός µου παίζει χαρτιά στο
µωρουδίστικος, είναι η γενική καφενείο.
πτώση του πληθυντικού της λέξης (βλ. και χορεύω, ψυχαγωγούµαι).
χουρντό, ο = παιδί, µωρό. Η λέξη παίζω (παιχνίδι) (µετβ. ρ.):
χουρντό σε άλλη τσιγγάνικη κχελανταράβ (= κάνω κάποιον να
διάλεκτο χρησιµοποιείται και ως παίξει, τον διασκεδάζω) (σ.α.
επίθετο, χουρντό, -ί = µικρός, -ή κουνώ)
επίσης και χούρντο, -ι = µικρός, -ή) π.χ. κχελανταράβ µε χουρντέν =
π.χ. χουρντένγκο κχελιπέ = παιδικό παίζω τα παιδιά µου.
παιχνίδι, ε χουρντένγκε σσέα σι (βλ. και ψυχαγωγώ).
νταά πααλΰ κατάρ ε µπαρένγκε = παίζω (µουσικό όργανο) (µετβ.
τα παιδικά ρούχα είναι πιο ακριβά ρ.): µπασσαλάβ
από των µεγάλων. π.χ. ο Νίκο τζανέλ τε µπασσαλέλ
παιδικότητα: χουρντιπέ, ο. µπουζούκι = ο Νίκος ξέρει να
παιδοκτόνος: χουρντένγκο-κατίλι, παίζει µπουζούκι.
ο (χουρντένγκο = παιδιών, µωρών, (βλ. και ηχώ (µετβ.)).
κατίλι, ο = φονιάς, εγκληµατίας, παίνεµα: ασσαριπέ και ασσαρντιπέ,
κακοποιός, κακούργος). ο
παίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): (ασσαρντιπέ σ.α. δόξα).
κχελί(ν)ντιαβ παινεµένος (επίθ.): ασσαρντό,-ί
π.χ. κάι σαβό κανάλι κα π.χ. ασσαρντό σι λεσκό αλάβ =
κχελί(ν)ντολ καβά φίλιµι; = σε ποιο παινεµένο είναι το όνοµά του,
κανάλι θα παιχτεί αυτή η ταινία; ασσαρντέ αναβάταρ σι = από
παίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): κχελντιάβ παινεµένη οικογένεια είναι,
π.χ. γκαντάλ νι κχελντόλ καβά ασσαρντό σι λεσκό ντατ =
κχελιπέ = έτσι δεν παίζεται αυτό το παινεµένος είναι ο πατέρας του.
παιχνίδι (κχελντιάβ και Συνών. ασσου(ν)νταρντό =
κχελί(ν)ντιαβ σ.α. χορεύοµαι, ξακουσµένος, διαλαληµένος,
κχελανταράβ (ενεργ. διαµ. ρ.) = διαδεδοµένος, ασσου(ν)ντό =
παίζω κάποιον-οια, κουνώ, κάνω να ξακουστός, ακουστός.
παίξει-ουν, βάζω να χορέψει-ουν, παινεσιά: (βλ. παίνεµα).
κάνω να χορέψει-ουν, π.χ. παινεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
κχελαντάρ ε χουρντέ τζι τε κεράβ η ασσαράµαν
ζουµί = παίξε το παιδί µέχρι να π.χ. ιν µανγκάβ τε ασσαράµαν,
κάνω το φαγητό, νά κχελαντάρ κο πούτσεν µαν αβρετχάρ = δεν θέλω
βας = µην κουνάς το χέρι σου, του να παινευτώ, ρωτήστε για µένα από
ζόρλαν µανγκές τε κχελανταρές αλλού, σα µανγκέλ τε ασσαρέλπες
µαν; = εσύ µε το ζόρι θέλεις να µε = όλο θέλει να παινεύεται.
κάνεις να χορέψω;) παινεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
παίζω (παιχνίδι) (αµετβ. και µετβ. ασσάρντιαβ
ρ.): κχελάβ (σ.α. χορεύω) π.χ. ασσάρντολ λεσκό αλάβ σα ε
π.χ. ε χουρντέ κχελέν ντουνιαβάταρ = παινεύεται το
γκαραντι(ν)ντό = τα παιδιά παίζουν όνοµά του απ’ όλον τον κόσµο.
κρυφτό, τζας τε κχελάς τόπα = πάµε παινεύω (µετβ. ρ.): ασσαράβ
να παίξουµε ποδόσφαιρο, µο πφαλ
325

π.χ. ασσαρέλ πε πφαλέ = παινεύει παρθεί-ούν, κάνω έκτρωση, σ.α.


τον αδερφό του. ξεµυαλίζω, καταδίδω)
παίξιµο (παιχνιδιού): κχελιπέ, ο π.χ. τζάµπα λι(ν)νταρντάν µα(ν)ντέ
(βλ. και παιχνίδι, χορός). καλά χαµάτα. κχόνικ νι χαλά λεν =
παίξιµο (µουσικού οργάνου): άδικα µ’ έβαλες να πάρω αυτά τα
µπασσαλιπέ, ο φαγητά. κανείς δεν τα έφαγε, κα
(βλ. και ηχώ (µετβ.)). λι(ν)νταράβ λεστέ καβά κχερ = θα
παίρνοµαι (αµετβ. ρ.): λι(ν)ντιάβ τον κάνω να πάρει αυτό το σπίτι,
π.χ. κολάη νι λι(ν)ντόλ αβγκιέ εκ καζόµ χουρντέ λι(ν)νταρντάν τζι
κχερ = εύκολα δεν παίρνεται ακανά; = πόσα παιδιά έκανες
σήµερα ένα σπίτι. (λι(ν)ντιάβ µτφ. έκτρωση µέχρι τώρα;, λι(ν)νταρντά
= γίνοµαι αφηρηµένος, αφαιρούµαι, λεσκί γκογκί καϊά οροσπούκα = του
αδρανώ, γίνοµαι αµήχανος). ξεµυάλισε το µυαλό αυτή η πόρνη,
παίρνω (µετβ. ρ.): λαβ λι(ν)νταρντά λε α(ν)ντρέ καβά
π.χ. σο µανγκέσα κα λαβ τουκέ = πφουκαµτζίο = τον κατέδωσε µέσα
ό,τι θέλεις θα σου πάρω, κ’ αβάβ τε (στην αστυνοµία) αυτός ο προδότης
λαβ τουτ µε ε τοµαφιλέσα = θα (λι(ν)νταρντό, -ί (µτχ.) = παρµένος,
`ρθω να σε πάρω εγώ µε το λι(ν)νταριπέ, ο = το πάρσιµο µέσο
αυτοκίνητο, λαβ ε χουρντέ α(ν)ντί άλλου, σ.α. έκτρωση, άµβλωση)
µι ανγκάλι = παίρνω το µωρό στην Αντίθ. ντι(ν)νταράβ = βάζω να
αγκαλιά µου, κα λαβ µε πατέ ντα κα δώσει-ουν, κάνω να δώσει-ουν,
τζάβταρ = θα πάρω τα ρούχα µου κάνω να δοθεί-ούν, σ.α. µεταδίδω,
και θα φύγω. (βλ. και λαµβάνω, αποδίδω.
παραλαµβάνω) παϊτόνι: παϊτόνι και παϊτόνο, ο
Αντίθ. νταβ = δίνω, µπαίνω. π.χ. παϊτονέσα α(ν)ταντέ ε µπορά =
παίρνω (τον εαυτό µου) (µέσο ή µε άµαξα φέρανε τη νύφη.
αυτοπαθές ρ.): λάµαν παιχνίδι: κχελιπέ, ο
π.χ. λέτουτ ντα τζάταρ κατάρ = π.χ. σαό κχελιπέ µανγκές τε
πάρε τον εαυτό σου και φύγε αποδώ κχελάς; = τι παιχνίδι θέλεις να
(λάµαν σ.α. καταπιάνοµαι π.χ. παίξουµε;
λιόµαν ε µπουκένσα, ο(ν)ντάν (βλ. και χορός).
νασστί γκελόµ = πήρα τον εαυτό παιχνίδια: ντουζέα, ε
µου (καταπιάστηκα) µε τις π.χ. λε κε ντουζέα ντα κχελ τουκέ
δουλειές, γι’ αυτό δεν µπόρεσα να = πάρε τα παιχνίδια σου και παίξε
πάω, πάλε λιάν-τουτ καλέ για σένα.
λεκσικόσα; = πάλι πήρες τον εαυτό (βλ. ξυριστικά).
σου (καταπιάστηκες) µ’ αυτό το πακετάκι: πακετίσι, ο
λεξικό;, γκαντικίν µπουτ κάι π.χ. ούτε εκ πακετίσι τζιγκάρε νι
µανγκένασπες, σόσκε νι λιέπες; = λιάν µανγκέ τζι ακανά = ούτε ένα
τόσο πολύ που αγαπιόντουσαν, πακετάκι τσιγάρα δεν µου πήρες
γιατί δεν παρθήκανε µέχρι τώρα.
(παντρευτήκανε); πακετάρω (µετβ. ρ.): πακέτο-
παίρνω (ενεργ. διαµ. ρ.): κεράβ (κυριολ. πακέτο κάνω)
λι(ν)νταράβ (= βάζω να πάρει-ουν, π.χ. κερ-πακέτο καλά λιλά ντα
κάνω να πάρει-ουν, κάνω να µπιτσχάλ λεν = πακετάρισε αυτά τα
χαρτιά και στείλ’ τα.
326

πακέτο: πακέτο, ο παλαβώνω (αµετβ. ρ.):


π.χ. τζα κιν µανγκέ εκ πακέτο παλοκανισάαβ
τζιγκάρε = πήγαινε να µου π.χ. παλοκανισάιλο, ιν τζανέλ σο
αγοράσεις ένα πακέτο τσιγάρα, κερέλ = παλάβωσε, δεν ξέρει τι
πουτάρ ο πακέτο, τε ντικχάς σο σι κάνει.
α(ν)ντρέ = άνοιξε το πακέτο να Συνών. ντιλάαβ = τρελαίνοµαι.
δούµε τι έχει µέσα, σόσι α(ν)ντέ παλαβώνω (µετβ. ρ.):
καβά πακέτο; = τι έχει µέσα αυτό το παλοκανισαράβ
πακέτο; Συνών. ντιλαράβ = τρελαίνω.
πάκο: πάκο, ο (πληθ. πάκορα, ε) παλαιοπώλης: (βλ. παλιατζής).
π.χ. κι(ν)ντά έκ πάκο τζιγκάρε = παλαιός: (βλ. παλιός).
αγόρασε ένα πάκο τσιγάρα. παλαιότητα: πουρανιπέ, ο
παλαβιάρης (άκλ. επίθ. ως ουσ.): (σ.α. αρχαιότητα).
παλακάν και παλοκάν παλαιστής: πελιβάνο και
π.χ. παλακάν σαν, ντιλορέα! = πελιβαντζίο, ο
παλαβιάρης είσαι, τρελούτσικε! π.χ. µπουτ ζουραλό πελιβάνο σας
παλαβοµάρα: παλοκανιπέ, ο κάι πο τερνιπέ = πολύ γερός
Συνών. ντιλιπέ = τρέλα. παλαιστής ήταν στα νιάτα του.
Αντίθ. γκογκιαβεριπέ = λογική. παλάµη: πάλµα, η
παλαβός (α) (άκλ. επίθ.): παλοκάν π.χ. (φράση) µι πάλµα χατζόλµαν,
π.χ. µουκ λε, παλοκάν σι = άστον, παρέ κα λαβ = µε φαγουρίζει η
παλαβός είναι. παλάµη µου, λεφτά θα πάρω.
(η λέξη είναι σύνθετη και σηµαίνει (βλ. και σφαλιάρα).
κατά λέξη: πίσω από το αυτί. παλάτι: σαράι, ο (προφ. µε
Προήλθε από τη λέξη παλάλ = από συνίζηση άι)
πίσω (µε αποβολή του αλ της π.χ. κερντά εκ κχέρ σαρ σαράι =
λήγουσας), το άρθρο ο και τη λέξη έφτιαξε ένα σπίτι σαν παλάτι.
καν = αυτί). πάλεµα: (βλ. πάλη).
Συνών. ντιλό = τρελός. παλεύω (α) (µετβ. ρ.):
Αντίθ. γκογκιαβέρ = λογικός πελιβα(ν)νούκο-κεράβ (= πάλη
παλαβός (β) (άκλ. επίθ. ως ουσ.): κάνω).
παλακάν πάλη: πελιβα(ν)νούκο, ο
π.χ. παλακάν σι λεσκί ροµνί = παλεύω (β) (µτφ.): (βλ.
παλαβή είναι η γυναίκα του. αγωνίζοµαι, παιδεύοµαι).
παλαβούτσικος (α) (επίθ.): πάλι (α) (επίρρ.): πάλε
παλοκανορό,-ί π.χ. κα αβάβ πάλε τχάρα = θα έρθω
π.χ. σι εµπούκα παλοκανορό = πάλι αύριο, σο κερντιλό πάλε; = τι
είναι λίγο παλαβούτσικος. έγινε πάλι; (στίχοι από ποίηµα Γ.
Συνών. ντιλορό = τρελούτσικος Αλεξίου «πάλε ρακιόλ» (= πάλι
παλαβούτσικος (β) (επίθ.): νυχτώνει)) πάλε αϊράτ νασστί κα
παλακανορό, -ι. πασσλιάβ, ε τσερινά κα γκινάβ =
παλάβωµα: παλοκανισαριπέ, ο πάλι απόψε δε θα µπορέσω να
Συνών. ντιλαριπέ = τρέλαµα. κοιµηθώ, τα αστέρια θα µετράω.
παλαβωµένος (µτχ.): (βλ. και ξανά (επίρρ.)).
παλοκανισαρντό, -ί Συνών. ντα-εκ-φαρέ, ντα-εκ-ντροµ
Συνών. ντιλαρντό = τρελαµένος. και γκένε = ξανά.
327

πάλι (β) (επίρρ.): γκένε του. (δηλ. ασκεί το επάγγελµα του


π.χ. γκένε χας; = πάλι τρως; (σ.α. ρακοσυλλέκτη για να επιβιώσει).
ξανά). πάλιωµα (α): πουραριπέ, ο
παλιά (α) (επίρρ.): πουρανέστε Αντίθ. νεβανταριπέ = ανακαίνιση.
π.χ. πουρανέστε σα ε µανουσσά πάλιωµα (β): πουραηπέ, ο (από το
πφιρένας γκραστένσα ντα χορένσα αµετβ.ρ. πουράβαβ = παλιώνω
= παλιά όλοι οι άνθρωποι αµετβ.).
γυρνούσαν µε άλογα και γαϊδούρια. πάλιωµα (γ): πουρανταριπέ, ο (από
παλιά (β) (επίρρ.): εβελντέν (σ.α. το επιτατ. µετβ.ρ. πουρανταράβ =
αλλοτινά) παλιώνω µετβ.).
π.χ. εβελντέν νι κερντόνας καλά Αντίθ. νεβαριπέ και νεβανταριπέ =
κάι κερντόν ακανά = παλιά δεν καινούριωµα, ανακαίνιση,
γινόντουσαν αυτά που γίνονται ανανέωση.
τώρα. παλιωµένος (µτχ.): πουραρντό,-ί
Αντίθ. ακανά = τώρα. Αντίθ. νεβανταρντό =
παλιατζής: παλιατζίο, ο (θηλ. ανακαινισµένος.
παλιατζΰκα, η). παλιώνω (α) (µετβ. ρ.): πουραράβ
παλικάρι: µρουςς, ο π.χ. σα καλά µενία βουραβές,
π.χ. κάι πι όρµπα σι µρουςς = στο πουραρντάν λεν = συνέχεια αυτά τα
λόγο του είναι παλικάρι. παπούτσια φοράς, τα πάλιωσες.
(βλ. και άνδρας, αρσενικό (το)). Αντίθ. νεβανταράβ = ανακαινίζω.
(υποκ.) µρουσσορό, ο. παλιώνω (β) (επιτατ. µετβ. ρ.):
παλικαριά: µρουσσιπέ, ο πουρανταράβ
π.χ. καβά σας κο µρουσσιπέ; σάντε π.χ. α(ν)ντέ τριν µπροςς
µπαρέ όρµπε τζανές τε πφενές = πουρανταρντάν ο τοµαφίλι = σε
αυτή ήταν η παλικαριά σου; µόνο τρία χρόνια πάλιωσες το
µεγάλα λόγια ξέρεις να λες. αυτοκίνητο.
(βλ. και ανδρεία, ανδρισµός). Αντίθ. νεβαράβ και νεβανταράβ =
Αντίθ. µπιµρουσσιπέ = ανανδρία. καινουριώνω, ανακαινίζω,
παλιός (επίθ.): πουρανό,-ί ανανεώνω.
π.χ. πουρανό κχερ = παλιό σπίτι, παλιώνω (αµετβ. ρ.): πουράβαβ
πουρανό τοµαφίλι = παλιό π.χ. πουράιλε ε µενία = πάλιωσαν
αυτοκίνητο, πουρανέ πατέ = παλιά τα παπούτσια., πουράιλο ο τοµαφίλι
ρούχα, (φράση) σο ρόντες ακανά; ε = πάλιωσε το αυτοκίνητο.
πουρανέ κόκαλα µανγκές τε ικαλές; παλούκι: (βλ. πάσσαλος, καζίκι).
= τι ψάχνεις τώρα; τα παλιά κόκαλα παλτό: πάλτο, ο
θέλεις να βγάλεις; (Γιατί θυµίζεις π.χ. βουράβ κο πάλτο, κα σσιλάβος
παλιά, δυσάρεστα περιστατικά; για = φόρα το παλτό σου, θα κρυώσεις.
να ξαναµαλώσουµε;) παµπάλαιος (επίθ.): µπουτ-
Συνών. αραντό = φθαρµένος, πουρανό (= πολύ παλιός, σ.α.
χαλασµένος. πανάρχαιος)
Αντίθ. νεβό = καινούριος. π.χ. µπουτ-πουρανό σι καβά
παλιοσίδερο: πουρανό-σάστρι, ο τοµαφίλι = παµπάλαιο είναι αυτό το
π.χ. κίντελ πουρανέ-σάστρα για τε αυτοκίνητο.
ικαλέλ πο µαρνό = µαζεύει Αντίθ. νεβό = καινούριος, µπουτ-
παλιοσίδερα για να βγάλει το ψωµί νεβό = κατακαίνουριος.
328

πάµπλουτος (επίθ.): µπουτ- Αντίθ. µπουτ-µπέτι = πανάσχηµος.


ζενγκίνι-κα και µπουτ-µπαρβαλό, -ί πανέξυπνος (α) (επίθ.): γκαέτ-
(= πολύ πλούσιος). µπουτζανγκλό,-ί
π.χ. µπουτ-ζενγκίνι σι λεσκό ντατ = π.χ. γκαέτ-µπουτζανγκλό σι,
πάµπλουτος είναι ο πατέρας του. αγκαντάλ κάι ντικχές λε =
Αντίθ. µπουτ-τσορό = πάφτωχος. πανέξυπνος είναι, έτσι που τον
παµπόνηρος (επίθ.): µπουτ-πφιρνό, βλέπεις (δηλ. µην τον αψηφείς)
-ί (κυριολ. πολύ πονηρός, σ.α. πολύ (γκαέτ = υπέρ, µπουτζανγκλό =
έξυπνος). πολύξερος, έξυπνος).
πάµφτηνα: (βλ. πάµφτηνος). πανέξυπνος (β): µπουτ-
πάµφτηνος (άκλ. επίθ. και µπουτζανγκλό, -ί (κυριολ. πολύ
επίρρ.): µπουτ-ουτζούζι (κυριολ. πολύξερος, σ.α. πολύ έξυπνος)
πολύ φτηντός, πολύ φτηνά, σ.α. π.χ. µπουτ-µπουτζανγκλό σι, λεσκί
πάµφτηνα). γκογκί σι νταάµπαρι κατάρ λεσκέ
πάµφτωχος (επίθ.): µπουτ-τσορό,-ί µπροσσά = πανέξυπνος είναι, το
(= πολύ φτωχός). µυαλό του είναι µεγαλύτερο από τα
Συνών. φουκαράβα = φουκαράς. χρόνια του (δηλ. είναι σε γνώσεις
π.χ. µπουτ-τσορό σι ο ζαβα(λ)λίο = µπροστά από την ηλικία του).
πάµφτωχος είναι ο κακοµοίρης. πανεράς: σεπε(τ)τσίο, ο (κυριολ.
πανάκριβα: (βλ. πανάκριβος). καλαθάς), θηλ. σεπε(τ)τσίκα, η.
πανάκριβος (άκλ. επίθ. και πανέρι (α): κόσσο, ο.
επίρρ.): µπουτ-πααλΰ (κυριολ. πανέρι (β): σεπέτο, ο (κυριολ.
πολύ ακριβός, πολύ ακριβά, σ.α. καλάθι).
πανάκριβα). πανέτοιµα: (βλ. πανέτοιµος).
πανάρχαιος (α) (επίθ.): γκαέτ- πανέτοιµος (άκλ. επίθ. και
πουρανό,-ί (= υπέρ παλιός). επίρρ.): µπουτ-αζούρο και µπουτ-
πανάρχαιος (β) (επίθ.): µπουτ- αζΰρι (κυριολ. πολύ έτοιµος, πολύ
πουρανό, -ί (= πολύ παλιός, σ.α. έτοιµα, σ.α. πανέτοιµα).
παµπάλαιος) πανεύκολος (άκλ. επίθ.): µπουτ-
Αντίθ. νεβό = καινούργιος. κολάη (= πολύ εύκολος, πολύ
πανάσχηµος (άκλ. επίθ. και εύκολα)
επίρρ.): µπουτ-µπέτι (= πολύ π.χ.µπουτ-κολάη σι καγιά µπουκί =
άσχηµος, πολύ άσχηµα) πανεύκολη είναι αυτή η δουλειά.
π.χ. µπουτ-µπέτι µανούςς = Αντίθ. ζόρι = δύσκολος, δύσκολα
πανάσχηµος άνθρωπος (σ.α. πανήγυρη: παναήρι, ο.
πανάσχηµα). πανηγύρι: παναήρι και πανιίρι, ο
Αντίθ. µπούσσουκαρ = πανέµορφος, π.χ. κα αβές αβγκιέ κάι παναήρι; =
υπέροχος, υπέροχα. θα έρθεις σήµερα στο πανηγύρι;
πανέµορφος (άκλ. επίθ. και πανηγυριώτικος (επίθ.):
επίρρ.): µπούσσουκαρ (σ.α. παναηρέσκο-ι
πανέµορφα) Συνών. παζαρέσκο = παζαρίσιος.
π.χ. µπούσσουκαρ σι λεσκί τσχέι = πανηγυρτζής: παναηρτζίο, ο (θηλ.
πανέµορφη είναι η κόρη του. παναηρτζίκα, η).
(βλ. και υπέροχος, υπέροχα). πανί: κοτόρ, ο
(µπουτ = πολύ, πολύς σσουκάρ = π.χ. λε ο κοτόρ ντα κος = πάρε το
όµορφος, ωραίος, όµορφα, ωραία). πανί και σκούπισε.
329

(βλ. και ύφασµα). την ντροπή, κιραβάβ ε παντσάρα =


(υποκ.) κοτορορό, ο βράζω τα παντζάρια.
πανικοβάλλοµαι: (βλ. (υποκ.) πα(ν)τσαρίσι, ο.
τροµοκρατούµαι). παντζούρι: παντσούρι, ο
πανικοβάλλω: (βλ. τροµοκρατώ). π.χ. πφά(ν)ντε ε παντσούρα =
πανικοβληµµένος: (βλ. κλείσε τα παντζούρια.
τροµαγµένος). παντοδυναµία (του Θεού):
πανικόβλητος: (βλ. τροµαγµένος). ουσουµναλιπέ, ο.
πανικός: (βλ. φόβος). παντοδύναµος (ο) (µόνο για το
πανουργία: σαπαλιπέ, ο (παράγεται Θεό): ουσουµνάλ, ο
από τη λέξη σαπ = φίδι) (σ.α. π.χ. (φράση) ο ουσουµνάλ Ντελ
κακότητα) τζανέλ σο κερέλ = ο παντοδύναµος
Συνών. τζουνγκαλιπέ = δολιότητα, Θεός ξέρει τι κάνει.
υπουλότητα, µπενγκαλιπέ = παντοπωλείο: ντικιάνο, ντικάνο
διαβολικότητα. και ντουκιάνο, ο (κυριολ. µαγαζί)
πανούργος (επίθ.): σαπαλό,-ί π.χ. τζα κιν µανγκέ κατάρ ντικιάνο
(κυριολ. φιδίσιος) (σ.α. κακός) εκ µαρνό = πήγαινε να µου
π.χ. (φράση) τζανές σο σαπαλό, σο αγοράσεις από το παντοπωλείο ένα
πφιρνό σι καβά; λεσκί γκογκί κάι ψωµί.
αβέλα ρεσέλ, σα ο νασουλιπέ παντού (επίρρ.): κάι-αβέλα
α(ν)ντέ λέστε σι = ξέρεις τι (κυριολ. οπουδήποτε)
πανούργος, τι πονηρός είναι αυτός; π.χ. νά τσχούτουτ κάι-αβέλα = µη
το µυαλό του παντού φτάνει, όλη η ρίχνεσαι (ανακατεύεσαι) παντού.
κακοσύνη µέσα του είναι. παντόφλα: πα(ν)ντόφλα, η
(βλ. λήµµα φιδίσιος). π.χ. κον λιά µε πα(ν)ντόφλε; =
Συνών.τζουνγκαλό = δόλιος, ποιος πήρε τις παντόφλες µου;
µπενγκαλό = διαβολεµένος, πφιρνό παντοφλάς: πα(ν)ντόφλατζίο, ο
= πονηρός, νασούλ, φενά = κακός. παντρειά (α): ζζενιπέ και
Αντίθ. µπιπφιρνό = απονήρευτος. ζζενισαριπέ, ο
πάντα (επίρρ.): σα π.χ. σικνιντέρα ζζενιπέ µανγκέλ =
π.χ. σα λατσχό τζάλας µάνσα = από µικρός παντρειά θέλει.
πάντα καλά πήγαινε µαζί µου. παντρειά (β): εβλενµέκο, ο
(βλ. και συνέχεια, όλος, όλο). π.χ. εβλενµέκο µανγκές; =
Αντίθ. ιτσ = ποτέ, καθόλου. παντρειά θέλεις;
πάντα (για) (επίρρ.): έπτενιµάσκε παντρειά (γ): εβλιλίκο, ο
(σ.α. οριστικά) (η ζωή του (της) παντρεµένου (-ης),
π.χ. αβιλόµταρ έπτενιµάσκε = ήρθα η κατάσταση του γάµου)
για πάντα. π.χ. σαρ σι ο εβλιλίκο, αµάλα; =
παντελόνι: πα(ν)τόλι και πώς είναι η παντρειά, φίλε;
πα(ν)τούλι, ο Αντίθ. µπεκιαρλούκο = αγαµία (η
π.χ. µελάιλο κο πα(ν)τόλι = κατάσταση του άγαµου), εργενιλίκι.
λερώθηκε το παντελόνι σου. πάντρεµα (α): εβλετιρµέκο, ο.
παντζάρι: πα(ν)τσάρι, ο πάντρεµα (β): ζζενισαριπέ, ο (σ.α.
π.χ. (φράση) κερντιλό λεσκό µούι παντρειά).
σαρ πα(ν)τσάρι ε λατζάταρ = έγινε
το πρόσωπό του σαν παντζάρι από
330

παντρεµένος (α) (επίθ.): π.χ. τσουµιντόµ ε παπαζέσκο βας =


ζζενισαρντό,-ί και ζζενιµέ (άκλ. φίλησα το χέρι του παπά, ρά(ν)ντε
επίθ.) καλά σακάλα, σαρ παπάζι
π.χ. ζζενιµέ σι λεσκό τσχαβό = κερντιλάν = ξύρισε αυτά τα γένια,
παντρεµένος είναι ο γιός του. σαν παπάς έχεις γίνει.
Συνών. βεντσιµέ = στεφανωµένος. παπάς (β): παπάζο, ο.
Αντίθ. µπιζζενιµέ = ανύπαντρος. παπατζής: παπατζίο, ο
παντρεµένος (β) (επίθ.): εβλίο, - π.χ. τζανές σο παπατζίο σι καβά! =
ίκα ξέρεις τι παπατζής είναι αυτός!
π.χ. εβλίο σαν του; = παντρεµένος Συνών. χοχαµντό = ψεύτης,
είσαι εσύ; ψεύτικος, χοχαµτζίο = ψεύτης.
Αντίθ. µπεκιάρι = άγαµος, παπατζίδικος (επίθ.):
ανύπαντρος, εργένης. παπατζιένγκο, -ι.
παντρεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): παπατζού: παπατζΰκα, η
ζζενισάαβ Συνών. χοχαµντί = ψεύτρα,
π.χ. καβά κουρκό ζζενισάαβ = αυτή ψεύτικη, χοχαµτζίκα = ψεύτρα.
την εβδοµάδα παντρεύοµαι. παπί: (βλ. πάπια).
Συνών. βεντσισάαβ = πάπια: παπίν, η
στεφανώνοµαι. π.χ. η παπίν µπια(ν)ντά αρνέ = η
Αντίθ. χορισάαβ = χωρίζω (αµετβ.). πάπια γέννησε αυγά, (µτφ.)
παντρεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): κερντιλόµ παπίν κατάρ ο
εβλενίαβ µπρουσσούµ = έγινα πάπια από τη
π.χ. κάνα κα εβλενίος του; = πότε βροχή (δηλ. έγινα µούσκεµα).
θα παντρευτείς εσύ; παπιόν: παπιόνι και παπιόν, ο.
παντρεύω (α) (µετβ. ρ.): παπίσιος (επίθ.): παπινάκο,-ι
ζζενισαράβ π.χ. παπινάκε αρνέ = παπίσια αυγά.
π.χ. ζζενισαρέλ πε τσχεά = πάπλωµα: γιοργκάνο, ο
παντρεύει την κόρη της. π.χ. ουτσχάρτουτ ε γιοργκανέσα =
Συνών. βεντσισαράβ = στεφανώνω. σκεπάσου µε το πάπλωµα.
παντρεύω (β) (µετβ.ρ): παπλωµατάκι: γιοργκανίσι, ο.
εβλε(ν)τιρίαβ και εβλετιρίαβ παπλωµατάς: γιοργκαντζίο, ο.
π.χ. εβλε(ν)τιρίορ πε τσχαβέ = παπουτσάκι: µενιίσι, ο
παντρεύει τον γιο του. π.χ. κι(ν)ντόµ λεσκέ µενιίσα = του
πάνω: (βλ. επάνω). αγόρασα παπουτσάκια.
παξιµαδάκι: πισεµετίσι, ο. παπούτσι: µενίο, µινίο και ποστάλι,
παξιµάδι: πισεµέτο, ο ο
π.χ. λε µανγκέ πισεµέτορα, τε χαβ π.χ. τζουβλικανέ µενία = γυναικεία
τφουντέσα = πάρε µου παξιµάδια, παπούτσια, µρουσσικανέ ποστάλια
να φάω µε γιαούρτι. = ανδρικά παπούτσια, χουρντικανέ
παπαγάλος: παπαγκάλο και µινία = παιδικά παπούτσια.
παπαγάλο, ο. πάππος: πάπο, ο (πληθ. πάπορα, ε).
παπαδιά: παπαζέσκι-ροµνί, η. παππούλης: παπορό, ο
παπαδίστικος (επίθ.): παπαζένγκο, π.χ. µουλό µο παπορό = πέθανε ο
-ι. παππούλης µου.
παπάκι: παπινορί, η. παππούς: πάπο και πάπου, ο
παπάς (α): παπάζι, ο
331

π.χ. ντικ ο πάπο σο λιά τούκε = γκαβ µπουτ σσουκάρ ζετίε ικαλέλ =
κοίτα ο παππούς τι σου πήρε. αυτό το χωριό πολύ ωραίες ελιές
παππούς (που έχει δισέγγονο-α): παράγει.
µπαρό-πάπο και µπαρό-πάπου, ο παραδεγµένος (µτχ.): καµπούλι-
(κυριολ. µεγάλος παππούς). κερντό, -ί (καµπούλι = δεκτός,
παρά (συνδ.): παρά αποδεκτός, παραδεκτός, κερντό =
(χρησιµοποιείται µόνο ως γινωµένος, φτιαγµένος).
συγκριτικό για να δείξει αντίθεση) παράδειγµα: παράδιγµα, ο
π.χ. νταά-λατσχό τε µεράβ παρά τε π.χ. λε παράδιγµα κατάρ κο πφαλ·
ντικχέν µε γιακχά γκασαβό σσέι = κατάρ καγιά µπουκί γκελό ανγκλέ
καλύτερα να πεθάνω παρά να δουν βο = πάρε παράδειγµα από τον
τα µάτια µου τέτοιο πράγµα. αδερφό σου· απ' αυτήν τη δουλειά
παραγγελία: παρανγκελία, η πήγε µπροστά αυτός.
π.χ. α(ν)ταντάν µι παρανγκελία; = παραδειγµατίζω (µετβ. ρ.):
έφερες την παραγγελία µου; παράδιγµα-νταβ (= παράδειγµα
παραγγέλνω (µετβ. ρ.): δίνω).
παρανγκελία-νταβ (= παραγγελία παραδεισένιος (επίθ.): τζε(ν)νετλι-
δίνω) και παρανγκελία-κεράβ (= κέσκο,-ι
παραγγελία κάνω) π.χ. τζε(ν)νετλικέσκο τχαν =
π.χ. σο ντιάν-παρανγκελία τε παραδεισένιο µέρος.
α(ν)ταβέλ τουκέ; = τι παρήγγειλες παράδεισος: τζε(ν)νετλίκο, ο
να σου φέρει; π.χ. σαό σσουκάρ τχαν σι καβά,
παραγίνοµαι (αµετβ. ρ.): γκαέτ- σαρ τζε(ν)νετλίκο = τι ωραίο µέρος
κερντιάβ (= υπέρ γίνοµαι) και είναι αυτό, σαν παράδεισος.
γκαέτ-φαζλά-κερντιάβ (= υπέρ Αντίθ. τζεε(ν)ντέµο = κόλαση και
παραπάνω γίνοµαι) τζε(ν)ντέµο = κόλαση.
π.χ. γκαέτ-φαζλά-κερντιλί σσουκάρ παραδεκτός: (βλ. δεκτός).
η ζουµί = παραέγινε ωραία παραδέχοµαι (µετβ. ρ.): καµπούλι-
(νόστιµο) το φαγητό. κεράβ (σ.α. καταδέχοµαι, δέχοµαι,
παραγίνωµα: γκαέτ-κερντιπέ, ο (= συµφωνώ)
υπέρ γίνωµα). π.χ. νι κερέλ καµπούλι πι ντοςς =
παραγινωµένος (µτχ.): γκαέτ- δεν παραδέχεται το φταίξιµό του.
κερντό, -ί (= υπέρ γινωµένος). (βλ. και δέχοµαι).
παράγκα: µπαράνκα, η (σ.α. παραδίδοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
περίπτερο). ντάµαν (= δίνοµαι, νταβ = δίνω,
παραγκούλα: µπαρανκίσα, η. µαν = εµένα) (σ.α. αφοσιώνοµαι,
παράγοµαι (αµετβ. ρ.): ικλάβ αφιερώνοµαι).
(κυριολ. βγαίνω, ανεβαίνω, σ.α. παραδίδοµαι (β): ντι(ν)ντιάβ (=
σκαρφαλώνω, καβαλάω, φυτρώνω) δίνοµαι).
π.χ. κάι Ατίνα ικλέν καλά µανγκινά παραδίδω (µετβ. ρ.): νταβ (= δίνω)
= στην Αθήνα παράγονται αυτά τα π.χ. ρακχαντά παρέ κάι ο ντροµ ντα
προϊόντα. γκελό ντα ντιά λεν κάι σσεραλέ =
παράγω (µετβ. ρ.): ικαλάβ (= βρήκε λεφτά στο δρόµο και πήγε
βγάζω). και τα παρέδωσε στους
π.χ. σο ικαλέλ καγιά φάφρικα; = τι αστυνοµικούς (στην αστυνοµία).
παράγει αυτό το εργοστάσιο;, καβά παραδίνοµαι: (βλ. παραδίδοµαι).
332

παραδίνω: (βλ. παραδίδω). παρακαλώ (µετβ. ρ.): µολισαράβ


παραδοπιστία: (βλ. φιλοχρηµατία). π.χ. µολισαράβ τουτ, άλε τούντα
παραδόπιστος: (βλ. φιλοχρήµατος, αµένσα = σε παρακαλώ, έλα κι εσύ
φιλάργυρος, τσιγγούνης). µαζί µας.
παράδοση: ντιιπέ, ο (κυριολ. (βλ. και προσεύχοµαι).
δόσιµο), αντέτι, ο (κυριολ. έθιµο) παρακάνω (µετβ. ρ.): γκαέτ-κεράβ
και πουρανιπέ, ο (κυριολ. (= υπέρ κάνω) και γκαέτ-φαζλά-
παλαιότητα) κεράβ (= υπέρ παραπάνω κάνω)
Αντίθ. λιιπέ = πάρσιµο, λήψη, π.χ. γκαέτ-κερντάν, χαλάν µο γκι!
παραλαβή = το παράκανες, µου έφαγες την
παραδόσιµος (επίθ.): ψυχή!, γκαέτ-φαζλά-κερντάν,
ντι(ν)ντιµάσκο,-ι ο(ν)ντάν µαρντέ τουτ = το
παραδοχή: (βλ. δέξιµο). παράκανες, γι’ αυτό σε έδειραν.
παραείµαι (συνδετ.ρ.): γκαέτ-σοµ, παρακάτω (επίρρ.): νταάτελε (=
γκαέτ-σεµ (= υπέρ είµαι) και γκαέτ- πιο κάτω)
φαζλά-σεµ, γκαέτ-φαζλά-σοµ (= π.χ. νταάτελε νι κερντόλ τε µουκές
υπέρ παραπάνω είµαι) λε µάνγκε; = παρακάτω δε γίνεται
π.χ. γκαέτ-φαζλά λατσχό, νι κ’ να µου το αφήσεις; (δηλ. σε
αβές αν καγιά ντουνιάβα = δε θα χαµηλότερη τιµή).
παραείσαι καλός, σ’ αυτόν τον Αντίθ. νταάοπρε = παραπάνω.
κόσµο, γκαέτ τφουλό σαν, νά χα παρακολούθηση: ντικχιπέ, ο
µπουτ = παραείσαι παχύς, µην τρως (κυριολ. κοίταγµα, βλέµµα, όραση,
πολύ. σ.α. φροντίδα, εξέταση, προσοχή,
παραθυράκι: πεντζεραβίσα και παρατήρηση)
πεντζορκίσα, η παρακολουθώ (αµετβ.ρ. και
π.χ. πφά(ν)ντε η πεντζεραβίσα = µετβ.ρ.): ντικχάβ (κυριολ. κοιτάζω,
κλείσε το παραθυράκι. βλέπω, σ.α. φροντίζω, προσέχω,
παράθυρο: πέντζεραβα και εξετάζω, παρατηρώ)
πέντζορκα, η π.χ. ντικχάβ τόπα = παρακολουθώ
π.χ. πουτάρ η πέντζεραβα τε λας ποδόσφαιρο
µπαλβάλ = άνοιξε το παράθυρο να παραλαβή: λιιπέ, ο
πάρουµε αέρα. π.χ. ο λιιπέ ε µανγκινένγκο = η
παραιτηµένος (µτχ.): παραλαβή των εµπορευµάτων.
µουκλι(ν)ντό, -ί (σ.α. πάρσιµο, λήψη).
(βλ. και απολυµένος). Αντίθ. ντιιπέ = δόσιµο, µπάσιµο,
παραίτηση: µουκλιπέ, ο. εισβολή, είσοδος.
παραιτούµαι (αµετβ. ρ.): µουκλιάβ παραλαµβάνω (µετβ. ρ.): λαβ (=
π.χ. µε µουκλιάβ κατάρ καγιά παίρνω, λαµβάνω)
µπουκί = εγώ παραιτούµαι απ’ αυτή π.χ. λιόµ κο µεκτούπο = παρέλαβα
τη δουλειά. το γράµµα (την επιστολή) σου.
(βλ. και απολύοµαι, αφήνοµαι). Αντίθ. µπιτσχαλάβ = στέλνω,
παρακάλεσµα: µολισαριπέ, ο αποστέλλω.
(βλ. και προσευχή). παραλείπω (ακούσια) (µετβ.ρ):
παρακαλεσµένος (µτχ.): µπισταράβ (κυριολ. ξεχνώ)
µολισαρντό,-ί
παρακαλετό: (βλ. παρακάλεσµα).
333

π.χ. µπισταρντόµ τε µπιτσχαλάβ ο π.χ. κα ατσχάβ ντα τριν γκιβέ κατέ


µεκτούπο = παρέλειψα να στείλω ντα σορά κα τζάβταρ = θα
το γράµµα. παραµείνω ακόµα τρεις µέρες εδώ
παραλία: παραλία, η και µετά θα φύγω.
π.χ. πφιράβ κάι παραλία = περπατώ παραµικρό (µε το) (επίρρ.):
στην παραλία. εµπουκάκε
Συνών. ντενιζέσκο-κενάρι π.χ. εµπουκάκε χολάολ = µε το
(θάλασσας άκρη), ακροθαλασσιά. παραµικρό θυµώνει, εµπουκάκε
παράλογα: (βλ. αλογίκευτα). ροβέλ = µε το παραµικρό κλαίει.
παράλογος: (βλ. αλογίκευτος). παραµιλητό: µορµισαριπέ, ο
παράλυση: µπανγκιπέ, ο (σ.α. γκρίνια, µουρµούρισµα).
(σ.α. στράβωµα, σκύψιµο). παραµιλώ (αµετβ. ρ.): µορµισαράβ
παράλυτος (επίθ.): µπανγκό,-ί π.χ. µορµισαρέλας κατάρ πι χολί =
π.χ. µπανγκί σι λεσκί τσανκ = παραµιλούσε απ’ το θυµό του.
παράλυτο είναι το πόδι του. (βλ. και µουρµουρίζω, γκρινιάζω).
(σ.α. στραβός, κουτσός, σκυφτός) παραµονή: ατσχιπέ, ο (σ.α.
παραλύω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ διαµονή, στάση, σταµατηµός,
(σ.α. γέρνω (αµετβ.), σκύβω παύση, διάλειµµα).
αµετβ., λυγίζω αµετβ.). παραµυθάκι: µασαλίσι, ο.
παραλύω (µετβ. ρ.): µπανγκιαράβ παραµυθάς: µασαλτζίο, ο
και µπανγκαράβ π.χ. µασαλτζίο σι, νά πακιά λε =
π.χ. ο νασφαλιπέ µπανγκιαρντά παραµυθάς είναι, µην τον πιστεύεις.
λεσκέ τσανγκά = η αρρώστια του παραµυθού: µασαλτζίκα, η.
παρέλυσε τα πόδια (σ.α. στραβώνω παραµυθένιος (επίθ.):
(µετβ.), λυγίζω (µετβ.), γέρνω µασαλέσκο,-ι.
(µετβ.), σκύβω (µετβ.)). παραµύθι: µασάλι, ο
παραµάσχαλα (επίρρ.): ταλάλ- π.χ. µι µάµι ερ ράτ πφενέλ µανγκέ
κχακ (ταλάλ = από κάτω, κχακ = µασάλα = η γιαγιά µου κάθε βράδυ
µασχάλη). µου λέει παραµύθια.
παραµελώ (τον εαυτό µου) παραπάνω (επίρρ.): νταάοπρε (=
(αµετβ. ρ.): µουκάµαν (= αφήνω πιο πάνω), νταάµπουτ (= πιο πολύ)
τον εαυτό µου, αφήνοµαι) και φαζλά
π.χ. σόσταρ µουκέστουτ αγκαντάλ; π.χ. φαζλά σι κατάρ εκ κίλο =
βουράβτουτ, ρά(ν)ντετουτ = γιατί παραπάνω είναι από ένα κιλό
παραµελείς τον εαυτό σου έτσι; (νταάµπουτ σ.α. περισσότερος, βλ.
ντύσου, ξυρίσου. και περισσότερος) (φαζλά σ.α.
παραµελώ (µετβ. ρ.): µουκάβ (= περισσότερος, παραπανίσιος, βλ.
αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω, σ.α. και παραπανίσιος, περισσότερος).
επιτρέπω, αµολάω) παραπανίσιος (άκλ. επίθ.): φαζλά
π.χ. κιρνί µπουκί µουκές ντα κερές π.χ. (φράση) φαζλά µαρνό γιακ νι
αβερένγκι µπουκί = τη δική σου ικαλέλ = παραπανίσιο ψωµί µάτι δε
δουλειά παραµελείς και κάνεις βγάζει (σ.α. περισσότερος,
αλλωνών δουλειά. παραπάνω)
παραµένω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ Αντίθ. εσίκι = λειψός, λειψά.
(σ.α. µένω, διαµένω, στέκοµαι, παραπέµπω: (βλ. στέλνω).
σταµατώ αµετβ., παύω αµετβ.)
334

παραπλάνηση: χοχανταριπέ, ο π.χ. κερ µανγκέ αµαλιπέ = κάνε


(κυριολ. ξεγέλασµα). µου παρέα.
παραπλανώ (µετβ.): χοχανταράβ παρέα (β): παρέα, η
(κυριολ. ξεγελώ). π.χ. νι κα κερές παρέα καλέ
παραπονιέµαι (αµετβ. ρ.): αλίτιζέσα = δεν θα κάνεις παρέα µ'
παράπονο-κεράβ (= παράπονο αυτόν τον αλήτη.
κάνω) παρέλαση: παρέλασι, η
π.χ. παράπονο-κερέλ πε π.χ. τζαβ τε ντικχάβ η παρέλασι =
τσοριµάσταρ = παραπονιέται για τη πάω να δω την παρέλαση.
φτώχια του. παρελαύνω (αµετβ. ρ.): παρέλασι-
παράπονο: παράπονο, ο κεράβ (κυριολ. παρέλαση κάνω).
π.χ. σο µανγκέσα λαβ τούκε· παρεξηγιέµαι: (βλ. θυµώνω
σίτουτ οπράλ ντα παράπονο; = ό,τι αµετβ.).
θέλεις σου παίρνω· έχεις από πάνω παρευρίσκοµαι (αµετβ. ρ.):
και παράπονο; αρακχάντιαβ, αρακχί(ν)ντιαβ,
παράτηµα: µουκιπέ, ο (σ.α. ρακχάντιαβ και ακχάντιαβ (κυριολ.
αµόληµα, άφηµα, εγκατάλειψη). βρίσκοµαι, σ.α. εντοπίζοµαι).
παρατηµένος (µτχ.): µουκλό,-ί (= παρέχω (µετβ. ρ.): νταβ (= δίνω).
αφηµένος) (σ.α. αµοληµένος, παρθένα: τσχέι, η (= κορίτσι).
εγκαταλειµµένος). π.χ. νι ικλιλί τσχέι = δεν βγήκε
παρατήρηση: (βλ. παρθένα.
παρακολούθηση). Συνών. µπιασταρντί = άπιαστη,
παρατηρητικός (επίθ.): ανέγγιχτη.
ντικχαηµάσκο, -ι. Αντίθ. ασταρντί = ξεπαρθενεµένη,
παρατηρώ (αµετβ. και µετβ. ρ): πιασµένη, πφιβλί = ξεπαρθενεµένη,
ντικχάβ (κυριολ. κοιτάζω, βλέπω, χήρα.
σ.α. φροντίζω, εξετάζω, παρθενιά: τσχεηπέ, ο
παρακολουθώ, προσέχω) (σ.α. εφηβική ηλικία κοριτσιού).
π.χ. ντικχλάν σαρ βαζντά πι τσάνκ; παρηγοριά: παριγοριά, η
= παρατήρησες πώς σήκωσε το πόδι π.χ. ντε λε εµπούκα παριγοριά =
του; δώσε του λίγη παρηγοριά.
παρατσούκλι: χοχαµντό-αλάβ, ο παρηγοριέµαι (αµετβ. ρ.):
(κυριολ. ψεύτικο όνοµα) παριγοριά-ντάµαν (= παρηγοριά
π.χ. λεσκό χοχαµντό-αλάβ σι καβά δίνω στον εαυτό µου).
= το παρατσούκλι του είναι αυτό. παρηγορώ (µετβ. ρ.): παριγοριά-
παρατώ (µετβ. ρ.): µουκάβ (σ.α. νταβ (= παρηγοριά δίνω).
εγκαταλείπω, αµολάω) παριστάνω (µετβ. ρ.): κεράµαν
π.χ. µουκλά πε ροµνά, πε χουρντέν (κεράµαν κυριολ. κάνω τον εαυτό
ντα γκελόταρ = παράτησε τη µου, κεράβ = κάνω, µαν = εµένα)
γυναίκα του, τα παιδιά του κι π.χ. κερέλπες µπουτζανγκλό =
έφυγε. (βλ. και αφήνω, παριστάνει τον πολύξερο.
εγκαταλείπω) (βλ. και καµώνοµαι).
(µουκάβ κυριολ. αφήνω). πάρκο: πάρκο, ο
παρέα (α): αµαλιπέ, ο (κυριολ. π.χ. ινγκαράβ ε χουρντέν κάι πάρκο
φιλία, αµάλ = φίλος) = πάω τα παιδιά στο πάρκο.
παρµένος (µτχ.): λι(ν)ντό,-ί
335

π.χ. λι(ν)ντέ σι ε µανγκινά = πάσα: πάσα, η


παρµένα είναι τα εµπορεύµατα. π.χ. πουτάρ πάσα τε τσχαβ γκόλι =
(λι(ν)ντό (µτφ.) = αφηρηµένος, άνοιξε πάσα να ρίξω γκολ.
αδέξιος). πασαλείβω: (βλ. πασαλείφω).
Αντίθ. ντι(ν)ντό = δοσµένος. πασάλειµµα: µακχιπέ, ο (=
παροιµία: παριµία, η άλειµµα, βάψιµο, επίχρισµα,
π.χ. κάταρ ασσου(ν)ντάν καγιά επάλειψη).
παριµία; = από πού την άκουσες πασαλειµµένος (επίθ.): µακχλό, -ί
αυτή την παροιµία; (= αλειµµένος, βαµµένος,
παροµοιάζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): επιχρισµένος, επαλειµµένος).
µπενζετιρίαβ και µεησανταράβ πασαλείφοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. µπενζετιρντίµ τουτ κάι µο ντατ µακχάµαν (= αλείφοµαι, βάφοµαι).
= σε παροµοίασα µε τον πατέρα πασαλείφω (µετβ. ρ.): µακχάβ (=
µου. αλείφω, βάφω, επιχρίω, επαλείφω).
παροµοίωση: µπενζετιρµέκο, ο. πασαλίκι: πασσαλούκο, ο
παροντικός (επίθ.): ακανουτνό, -ί π.χ. πασσαλούκο σι κατέ! =
(κυριολ. τωρινός). πασαλίκι (υπέροχα) είναι εδώ!
παρουσιάζοµαι (αµετβ. ρ.): πασάς: πασσά, ο
σικάντιαβ (= φαίνοµαι, π.χ. πασσά σοµ ακανά = πασάς
εµφανίζοµαι). (µια χαρά) είµαι τώρα.
παρουσιάζω (µετβ. ρ.): πασίγνωστος (επίθ.): µπουτ-
σικανταράβ (σ.α. επιδεικνύω, πιντζαρντό, -ί (κυριολ. πολύ
φανερώνω, προβάλλω, γνωστός, πολύ γνώριµος).
αποκαλύπτω, διαφηµίζω, πασίδηλος: (βλ. ολοφάνερος).
αναδεικνύω). πάσσαλος: κιλό, ο
(σικανταράβ κυριολ. σηµαίνει: π.χ. τσαλάβ ο κιλό = χτύπα τον
κάνω να φανεί-ούν). πάσσαλο.
παρουσίαση: σικανταριπέ, ο (υποκ.) κιλορό, ο.
(σ.α. επίδειξη, φανέρωµα, πάσο, ο: πάσο, ο (πληθ. πάσορα, ε)
προβολή, αποκάλυψη, διαφήµιση, π.χ. µε κεράβ πάσο = εγώ κάνω
ανάδειξη). πάσο (σταµατώ), χα(ν)ντιλέ ε
παρουσιαστικό: σουλούπο, ο (βλ. βιντάκε πάσορα = φαγώθηκαν της
και σουλούπι). βίδας τα πάσα.
παροχή: ντιιπέ, ο (= δόσιµο). πάστα (είδος γλυκού): πάστα, η
πάρσιµο: λιιπέ, ο π.χ. χαλόµ εκ πάστα = έφαγα µια
π.χ. ε παρένγκο λιιπέ λατσχό σι, πάστα, λε µανγκέ εκ πάστα τε χαβ =
αµά ο ντιιπέ ντα λατσχό τε αβέλ = πάρε µου µια πάστα να φάω, (µτφ.)
των χρηµάτων το πάρσιµο καλό εκ πάστα σανΰς τουµέν, α(ν)ντέ εκ
είναι, αλλά και το δόσιµο καλό να καζάνα κιρόν = µια πάστα είστε
είναι (λέγεται για εκείνους που εσείς, σ’ ένα καζάνι βράζετε (δηλ.
δανείζοναι χρήµατα). είστε όµοιοι στον χαρακτήρα).
Αντίθ. ντιιπέ = δόσιµο. παστέλι: σουσάµο, ο (κυριολ.
πάρτι: πάρτι, ο σουσάµι)
π.χ. µο αµάλ κα κερέλ αϊράτ πάρτι (υποκ.) σουσαµίσι, ο.
κάι πο κχερ = ο φίλος µου θα κάνει παστίτσιο: παστίτσιο, ο
πάρτι απόψε στο σπίτι του.
336

π.χ. µπουτ χαβ ο παστίτσιο = πολύ π.χ. κινισαράβ ε τοµαφιλέσκε


τρώω το παστίτσιο. πατάκια = ξετινάζω του
παστός (επίθ.): λονγκλό,-ί, αυτοκινήτου τα πατάκια.
λο(ν)ντό,-ί πατάτα (α): πατάτα, η
π.χ. λονγκλέ µατσχέ = παστά π.χ. ουζζαράβ ε πατάτε =
ψάρια. ξεφλουδίζω τις πατάτες.
(κυριολ. αλµυρός, λον = αλάτι). πατάτα (β): κο(µ)πίλι, ο
παστουρµάς: παστουρµάβα, η. π.χ. πεκ αµένγκε κο(µ)πίλα =
πάστρα: (βλ. καθαριότητα). τηγάνισε για µας πατάτες.
πάστρεµα: (βλ. καθάρισµα). πατατάλευρο (α): πατατένγκο-αρό,
παστρέυω: (βλ. καθαρίζω). ο.
παστρικός: (βλ. καθαρός). πατατάλευρο (β): κο(µ)πιλένγκο-
πάστωµα: λονγκλαριπέ, ο (κυριολ. αρό, ο.
αλάτισµα). πατατούλα: κο(µ)πιλίσι, ο και
παστωµένος: (βλ. αλατισµένος). πατατίσα, η.
παστώνω (µετβ. ρ.): λονγκλαράβ πατατόφλουδα: κο(µ)πιλέσκι-
και λο(ν)νταράβ κόζζα, η (= πατάτας φλούδα) και
π.χ. λονγκλαράβ ο µας = παστώνω πατατάκι-κόζζα, η (= πατάτας
το κρέας. φλούδα).
(κυριολ. αλατίζω). πατέντα: πατέ(ν)ντα, η.
Πάσχα (α): Πατραγκί, η πατέρας: ντατ, ο
π.χ. Πατραγκί αβέλ, τε µακχές ο π.χ. κάι κο ντατ; = πού είναι ο
κχερ = Πάσχα έρχεται, να βάψεις το πατέρας σου;, κερντιλόµ ντατ =
σπίτι. έγινα πατέρας, τε ασσουνές κε
(υποκ.) Πατραγκιορί, η. νταντέ = να ακούς τον πατέρα σου.
Πάσχα (β): Πασκελάβα, η και πατερίτσα: πατιρίγκα, η (πληθ.
Πάσχα, ο πατιρίγκε, ε)
π.χ. Πασκελάβα αβέλ = Πάσχα π.χ. (απειλή) πατιριγκένσα κα
έρχεται. πφιρανταράβ τουτ = µε πατερίτσες
πασχαλινός (α) (επίθ.): θα σε περπατήσω (θα σε κάνω να
πατραγκιάκο,-ι περπατήσεις).
π.χ. πατραγκιάκε αρνέ = πασχαλινά πατερούλης: νταντορό, ο
αυγά. π.χ. µο νταντορό αβιλό = ο
πασχαλινός (β) (επίθ.): πατερούλης µου ήρθε.
πασκελαβάκο, -ι. πάτηµα (α): µπασµάκο, ο.
πασχαλίτσα: µάµι, η (κυριολ. πάτηµα (β): πατισαριπέ, ο.
γιαγιά) πατηµένος (άκλ. επίθ.): µπασϋλΰκι
π.χ. (τραγούδι παιδιών, όταν (σ.α. πατητός).
παίζουν µε τις πασχαλίτσες) ουτσ πατητός: (βλ. πατηµένος).
µανγκέ µάµι, κα λαβ τουκέ σσεκέρι, πατούσα: πατούµ, η.
κα λαβ τουκέ καϊάβα = πέτα για πατρίδα: βατάνο, ο
µένα πασχαλίτσα, θα σου πάρω π.χ. σαβό σι κο βατάνο; = ποια
ζάχαρη, θα σου πάρω καφέ. είναι η πατρίδα σου;
πασχίζω (µετβ. ρ.): µαράµαν πατρικός (α) (επίθ.): νταντέσκο,-ι
(βλ. λήµµα παιδεύοµαι). π.χ. νταντέσκο κχέρ = πατρικό
πατάκι: πατάκι, ο σπίτι.
337

πατρικός (β): νταντικανό, -ί. παύω (µετβ. ρ.): ατσχανταράβ (=


πατρότητα: νταντιπέ, ο. σταµατώ (µετβ.)).
πάτρωνας: (βλ. άρχοντας). π.χ. στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
πατρωνία: (βλ. αρχοντιά (α)). «ο ντερίνι µανγκιπέ» (= η βαθιά
πατσάς: πατσάβα, η αγάπη) νά άτσι τε µανγκές, κάνα
π.χ. µι ντέι κερντά πατσάβα = η ατσχόν τε µανγκέν τουτ = µη
µητέρα µου έφτιαξε πατσά. σταµατάς ν’ αγαπάς, όταν πάψουν
πατσατζής: πατσατζίο, ο (θηλ. να σ’ αγαπούν.
πατσατζΰκα, η). Συνών. τσχιναβάβ = διακόπτω,
πάτσι (επίρρ.): πάτσι ξεκόβω.
π.χ. πάτσι σαµούς ακανά = πάτσι παύω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ (=
είµαστε τώρα. σταµατώ (αµετβ.), στέκοµαι, µένω).
πατσίζω (αµετβ. ρ.): πάτσι- παχαίνω (αµετβ. ρ.): βλ.
κερντιάβ (= πάτσι γίνοµαι) χοντραίνω (αµετβ.).
π.χ. ακανά πάτσι-κερντιλάµ = τώρα παχαίνω (µετβ. ρ.): βλ. χοντραίνω
πατσίσαµε. (µετβ.).
πατώ (α) (µετβ. και αµετβ. ρ.): πάχος (α): τφουλιπέ, ο
µπασίαβ (σ.α. χόντρεµα, χόντρος).
π.χ. αβέρ φαρέ τε να µπασίος κι πάχος (β): κχόι, η (= ξίγκι, βλ. και
τσανκ κατέ = άλλη φορά να µην λίπος) (σ.α. λίγδα).
πατήσεις το πόδι σου εδώ (δηλ. να παχουλός (µτχ. ως επίθ.):
µην ξανάρθεις). τφουλαρντό, -ί (κυριολ. παχυµένος,
πατώ (β) (µετβ. και αµετβ. ρ.): σ.α. ευτραφής, τφουλαράβ = µετβ.
πατισαράβ. παχαίνω, µετβ. χοντραίνω)
πάτωµα (α): πφου, η (κυριολ. γη) Συνών. τφουλορό = χοντρούλης,
π.χ. νά πάσστο οπρά πφου, κα χοντρούτσικος.
σσιλάος = µην κοιµάσαι πάνω στο παχουλούτσικος: (βλ. χοντρούλης).
πάτωµα, θα κρυώσεις. παχυδερµία (µτφ.): τφουλό-γκι, ο
πάτωµα (β): πάτοµα, ο (= χοντρή ψυχή, τφουλέ-γκέσκο =
π.χ. κοσάβ ο πάτοµα = χοντρόψυχος, παχύδερµος (µτφ.),
σφουγγαρίζω το πάτωµα. χοντρόπετσος (µτφ.))
παύση: ατσχιπέ, ο π.χ. τφουλό-γκι σίτουτ, νι ακχιαρές
π.χ. (φράση) ή µεριπέ ή ατσχιπέ = κολέσκι ντουκ = παχυδερµία έχεις,
ή θάνατος ή παύση (δηλ. ή θάνατος δεν καταλαβαίνεις του αλλουνού
ή παύση της απειλητικής τον πόνο.
κατάστασης) (σ.α. στάση, παχύδερµος: (βλ. χοντρόπετσος.).
διάλειµµα, σταµατηµός). πάχυνση: τφουλαριπέ, ο.
Συνών. τσχιναηπέ = διακοπή. παχύς: (βλ. χοντρός).
παυσίπονο χάπι (για τον παχυσαρκία: τφουλιπέ, ο (=
πονοκέφαλο): σσερέσκο-άπο, ο χόντρος, πάχος, χόντρεµα).
(κυριολ. κεφαλιού χάπι) παχύσαρκος (επίθ.): τφουλό, -ί (=
π.χ. ντε µαν εκ σσερέσκο άπο, µο χοντρός, παχύς)
σσορό ντουκχάλ = δώσ’ µου ένα Αντίθ. ζαήφι = αδύνατος, λιγνός,
παυσίπονο (χάπι), το κεφάλι µου κισσλό = αδύνατος, λιγνός, σσουκό
πονάει. = αδύνατος, λιγνός, στεγνός, ξερός.
πέδιλο (α): πέδιλο, ο και πέδιλα, η
338

π.χ. λεσκί µάµι κι(ν)ντά λεσκέ π.χ. σαβί σασούι σι λατσχί; = ποια
πέδιλα = η γιαγιά του του αγόρασε πεθερά είναι καλή;
πέδιλα. πεθερός: σαστρό, ο
πέδιλο (β):πένταλο, ο π.χ. σαρ αµαλά σαµούς µε
π.χ. βουράβ κε πένταλα = φόρα τα σαστρέσα = σαν φίλοι είµαστε µε
πέδιλά σου. τον πεθερό µου.
πεζοπορία: πφιρι(ν)ντό-τζιιπέ, ο πεθερούλα: σασουϊορί, η (προφ. µε
(πφιρι(ν)ντό = πεζός, τζιιπέ = συνίζηση ιο).
πηγαιµός). πεθερούλης: σαστρορό, ο
πεζοπορώ (αµετβ. ρ.): πφιρι(ν)ντό- π.χ. µο σαστρορό αβιλό = ο
τζαβ (= πεζός πηγαίνω). πεθερούλης µου ήρθε.
πεζός (επίθ.): πφιρι(ν)ντό,-ί πείθω (µετβ. ρ.): κα(ν)ντϋρίαβ
π.χ. πφιρι(ν)ντό αβιλόµ = πεζός π.χ. κα κα(ν)ντϋρίαβ λε τε αβέλ =
ήρθα. θα τον πείσω να έρθει.
πεθαίνω (αµετβ. ρ.): µεράβ (σ.α. πειθώ: κα(ν)ντϋρµάκο, ο
ψοφώ αµετβ.) π.χ. (φράση) ο κα(ν)ντϋρµάκο
π.χ. καβά λατσχιπέ κάι κερντάν σσορό χαλ = η πειθώ κεφάλι τρώει
µανγκέ νι κα µπιστράβ λε τζι τε (δηλ. έχει µεγάλη δύναµη στο να
µεράβ = αυτή την καλοσύνη που µεταβάλει την απόφαση, τη γνώµη
µου `κανες, δεν θα την ξεχάσω κάποιου-ας), (φράση) ο
µέχρι να πεθάνω, µεράβ κατάρ η κα(ν)ντϋρµάκο τζανές σο κερέλ ε
ντουκ = πεθαίνω απ’ τον πόνο, σα ε µανουσσέ! = η πειθώ ξέρεις τι κάνει
λατσχέ µανουσσά µερέν = όλο οι τον άνθρωπο! (δηλ. µπορεί να κάνει
καλοί άνθρωποι πεθαίνουν (δηλαδή πράγµατα που δεν ήθελε πριν, όταν
πεθαίνουν νέοι) (µεράβ σ.α. σβήνω βρίσκεται υπό την επιρροή της
(αµετβ.), νεκρώνω (αµετβ.)) πειθώς).
Αντίθ. τραησαράβ = ζω. πείνα: µποκ, η
πεθαίνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ (= π.χ. κάνα ντελ λε η µποκ α(ν)ντέ
σκοτώνω, νεκρώνω µετβ., σβήνω λεσκό σσορό, σα αγκαντάλ κερέλ =
µετβ., δολοφονώ, φονεύω, όταν του δίνει η πείνα στο κεφάλι,
εξοντώνω, θανατώνω, ψοφώ µετβ.) όλο έτσι κάνει (δηλαδή φέρεται
π.χ. µουνταρέλ µαν καγιά ντουκ = παράλογα), µουλόµ ε µποκχάταρ =
µε πεθαίνει αυτός ο πόνος, πέθανα (ψόφησα) από την πείνα.
µουνταρντάν αµέν ε µποκχάταρ (υποκ.) µποκχορί, η.
αβγκιέ = µας πέθανες από την πείνα πειναλέος (επίθ.): µποκχαλό, -ι (=
σήµερα. νηστικός, πεινασµένος)
πεθαµένος (επίθ.): µουλό,-ί (σ.α. π.χ. ζάλακ παρέ ντικχλά ο
νεκρός, ψόφιος) µποκχαλό, µπαριπέ µπικινέλ = λίγα
π.χ. (φράση) ε µουλέ ε µουλένσα λεφτά είδα ο πειναλέος,
ντα ε τζου(ν)ντέ ε τζου(ν)ντένσα = µεγαλοσύνη πουλάει. (βλ. και
οι πεθαµένοι µε τους πεθαµένους πεινασµένος).
και οι ζωντανοί µε τους ζωντανούς. πεινασµένος (επίθ.): µποκχαλό,-ί
Αντίθ. τζου(ν)ντό = ζωντανός. π.χ. µποκχαλό σι ο χουρντό,
πεθαµός: (βλ. θάνατος). ο(ν)ντάν ροβέλ = πεινασµένο είναι
πεθερά: σασούι, η το µωρό, γι’ αυτό κλαίει, (µτφ.)
339

µποκχαλό παρένγκε σαν = π.χ. χα εµπούκα, κι κορ σαρ


πεινασµένος για λεφτά είσαι. λελεσέσκι κερντιλί = φάε λίγο, ο
Αντίθ. τσαϊλό = χορτάτος. λαιµός σου σαν του πελαργού έγινε.
πεινώ (αµετβ. ρ.): µποκχάβαβ και (υποκ.) λελεκίσι, ο.
µποκχάαβ πελαργοφωλιά (α): λελεκέσκι-
π.χ. ντέµινγκ χαλάν, πάλε ουβάβα, η (= πελαργού φωλιά).
µποκχάιλαν; = πριν από λίγο πελαργοφωλιά (β): λελεκένγκι-
έφαγες, πάλι πείνασες;, ουβάβα, η (= πελαργών φωλιά).
µποκχάιλοµ, τχο µανγκέ τε χαβ = πελάτης (α): µυσστυρύο, (τα υ
πείνασα, βάλε µου να φάω. προφ. όπως το γαλλικό u, σ.α.
Αντίθ. τσαϊλιάβ = χορταίνω θαµώνας)
(αµετβ.). π.χ. σίλε µπουτ µυσστυρύα = έχει
πείραγµα (α): ασταρντιπέ, ο. πολλούς πελάτες (πελάτισσα =
πείραγµα (β): ντοκουνµάκο, ο. µυσστυρύκα, η).
πειράζει (απρόσ.ρ.): ντοκουνίορ πελάτης (β): πελάτι και πελάτις, ο
π.χ. ντοκουνίορ λέσκε καγιά ζουµί π.χ. νά κα χάστουτ ε πελατένσα =
= τον πειράζει αυτό το φαγητό. δεν θα µαλώνεις µε τους πελάτες.
πειράζω (α) (αµετβ. ρ.): πελέκηµα: τοβερέσα-τσχινιπέ, ο (=
αστάρντιαβ (κυριολ. πιάνοµαι). µε πελέκι κόψιµο).
π.χ. σόσκε αστάρντος λέσα; = γιατί πελέκι: (βλ. τσεκούρι.).
τον πειράζεις; (κατά λέξη: γιατί πελεκώ (µετβ. ρ.): τοβερέσα-
πιάνεσαι µ’αυτόν;) τσχινάβ (= µε πελέκι κόβω).
(βλ. και πιάνοµαι, κρατιέµαι). πελελάδα: (βλ. παλαβωµάρα).
πειράζω (β) (µετβ. ρ.): ντοκουνίαβ πελελός: (βλ. παλαβός).
π.χ. µε νι ντοκουνίαβ λέσκε = εγώ πέλµα: ταµπάνο, ο
δεν τον πειράζω. Συνών. πατούµ = πατούσα.
πείσµα: ινάτο, ο πελώριος (α) (επίθ.): γκαέτ-
π.χ. χαλά λα λακό ινάτο = την µπαρό,-ί (= υπέρ µεγάλος).
έφαγε το πείσµα της, ο µπουτ ινάτο (βλ. και τεράστιος).
σσορό χαλ = το πολύ πείσµα κεφάλι πελώριος (β) (επίθ.): µπουτ-
τρώει (κάνει ζηµιά, καταστρέφει). µπαρό,-ί (= πολύ µεγάλος).
πεισµατάρης (επίθ.): ινα(τ)τσίο,- πέµπτος (τακτ. αριθµ. επίθ.):
ίκα πα(ν)τσουτνό,-ί και πα(ν)τζουτνό,-ί.
π.χ. µπουτ ινα(τ)τσίο σαν = πολύ πένα (έγχορδου µουσικού
πεισµατάρης είσαι. οργάνου): πένα, η
πεισµατικός: (βλ. πεισµατώδης). π.χ. χασαρντόµ ε τσαλγκιάκι πένα
πεισµατώδης (επίθ.): ινατέσκο, -ι. = έχασα την πένα του µπουζουκιού.
πεισµώνω (α) (αµετβ. ρ.): ινάτο- πέναλτι: µπέναλτι, ο
κεράβ (= πείσµα κάνω). π.χ. µπέναλτι σας καβά = πέναλτι
πεισµώνω (β) (αµετβ. ρ.): ινάτο- ήταν αυτό.
τζαβ (= πείσµα πάω) πενήντα (άκλ. απόλ. αριθµητ.):
π.χ. σόσκε τζας µάνσα ινάτο; = πί(ν)ντα.
γιατί πεισµώνεις µαζί µου; (κατά πενηνταράκι: πι(ν)ντάνγκι, η
λέξη γιατί πας µε µένα πείσµα;) π.χ. τζαβ τε παβ εκ πι(ν)ντάνγκι
πελαργός: λέλεκο, ο ρακία = πάω να πιω ένα
πενηνταράκι ούζο.
340

(βλ. και πενηντάρικο). πεντοχίλιαρο: παντζοµιλάνγκο και


πενηντάρικο: πι(ν)ντάνγκο, ο και παντζεµιλάνγκο, ο.
πι(ν)ντάνγκι, η. πέος: καρ, ο
πένθος: γιάσι, ο (υποκ.) καρορό, ο.
Αντίθ. σεβινµέκο = χαρά, πέπλο: ντοβάκο και µπούλο, ο.
σσε(ν)νίκο = χαρά. πεπονάκι: καβουνίσι και χϋτσϋρίσι,
πενθώ (µετβ. και αµετβ. ρ.): γιάσι- ο.
ασταράβ (= πένθος κρατώ). πεπόνι: καβούνο και χϋτσΰρι, ο
π.χ. γιάσι-ασταρέλ πε ροµέσκε = π.χ. µπουτ γκουγκλό σι ο καβούνο
πενθεί τον άνδρα της. = πολύ γλυκό είναι το πεπόνι.
Συνών. ροβάβ = κλαίω. πεπονίσιος (επίθ.): καβουνέσκο, -ι.
Αντίθ. σεβινίαβ = χαίροµαι. πεπονόφλουδα: καβουνέσκι-
πένσα (α): κερπεντένο, ο κόζζα, η.
π.χ. κάι ο κερπεντένο; = πού είναι πεπρωµένο (α): κϋσµέτι, ο (κυριολ.
η πένσα; τύχη)
(υποκ.) κερπεντενίσι, ο. π.χ. καβά σας λεσκό κϋσµέτι =
πένσα (β): πένσα, η αυτό ήταν το πεπρωµένο του.
π.χ. του λιάν η πένσα; = εσύ πήρες (κϋσµέτι σ.α. τυχερό παιχνίδι).
την πένσα; πεπρωµένο (β): γιαζία, η (σ.α.
πεντακάθαρος (άκλ. επίθ.): µπουτ- γραφτό)
τεµίζι (= πολύ καθαρός) και (άκλ. π.χ. µι γιαζία σας τε σΰρνταβ! = το
επίθ.) επτέν-τεµίζι (= εντελώς πεπρωµένο µου ήταν να τραβήξω
καθαρός) (σ.α. ολοκάθαρος) (υποφέρω)!, σο ντα τε κερέλ ο
πεντακοσάρικο: πάνσσελένγκο, ο µανούςς κατάρ πι γιαζία νασστί
και πάνσσελένγκι, η νασσέλ = ό,τι και να κάνει ο
π.χ. ντε µαν εκ πάνσσελένγκο = άνθρωπος από το πεπρωµένο του
δώσ’ µου ένα πεντακοσάρικο. δεν µπορεί να ξεφύγει
πεντακόσια (αριθµητ.): πάνσσελ. (γιαζία, η κυριολ. γράµµα (πληθ.
πεντακοσιοστός (τακτ. αριθµ. γιαζίε, ε) π.χ. σο κερέλ, κερέλ η
επίθ.): παντζεσσελουτνό,-ί γιαζία = ό,τι κάνει, κάνει το γράµµα
πεντάλ: πεντάλι, ο (η µόρφωση), ζάλακ νταά σικνέ κερ
π.χ. ικλιλό ε βελεπσικάκο πεντάλι κε γιαζίε = λίγο πιο µικρά κάνε τα
= βγήκε του ποδηλάτου το πεντάλ. γράµµατά σου, (φράση µαθητών
πεντάλεπτος (επίθ.): παντσ- δηµοτικού) τζαβ κχερέ τε κεράβ µε
ντακαβένγκο, -ι και παντζέ- γιαζίε = πάω στο σπίτι να κάνω τα
ντακαβένγκο, -ι. γράµµατά µου (τα µαθήµατά µου).
πεντάχρονος (επίθ.): πέρα (τοπ. επίρρ.): κορίκ,
παντζέµπροσσένγκο,-ι και κορινγκά, κορίνγκ και κορίνγκα
παντζέµπρεσσένγκο,-ι. (κυριολ. κατά ‘κει)
πέντε (άκλ. απόλ. αριθµητ.): π.χ. κερ κορίνγκα κι τζιγκάρα =
παντσ κάνε πέρα το τσιγάρο σου.
π.χ. παντσ τζενέ = πέντε άτοµα. Αντίθ. καρίκ, καρίνγκα, καρινγκά =
πεντηκοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.): κατά ‘δω.
παντζεντεσσουτνό,-ί και πέρα (επίρρ.): µπασσά
πι(ν)ντουτνό,-ί. π.χ. σαρ ικλές µπασσά καλέ
παρένσα; = πώς βγαίνεις πέρα µ’
341

αυτά τα λεφτά;, εκ Ντελ τζανέλ σαρ (βλ. και κοροϊδευτικός,


ικλάβ τούσα µπασσά! = ένας Θεός εµπαιχτικός).
ξέρει πώς βγαίνω µε σένα πέρα! περίγελος: ρεζίλι, ο (κυριολ.
(δηλ. πώς σε ανέχοµαι). ρεζίλης, ρεζίλι, το), θηλ. ρεζίλκα, η
πέραση: νακχιπέ, ο (= πέρασµα) (κυριολ. ρεζίλισσα)
π.χ. καλέ µανγκινέν νάι λεν π.χ. ε ντουνιαβάκε ρεζίλα
νακχιπέ κάι καλά µαλάβε = αυτά τα κερντιλαµούς = του κόσµου οι
εµπορεύµατα δεν έχουν πέραση σ’ περίγελοι γίναµε (βλ. και ρεζίλης,
αυτές τις γειτονιές. ρεζίλι, το).
πέρασµα: νακχαηπέ και νακχιπέ, ο περιγελώ (µετβ. ρ.): πρασάβ
(νακχιπέ σ.α. διάβαση). π.χ. σα η ντουνιάβα πρασάλ τουτ =
(νακχαηπέ σ.α. κατάποση, όλος ο κόσµος σε περιγελά.
προσπέραση, ξεπέρασµα). (βλ. και κοροϊδεύω, εµπαίζω).
περασµένος (α) (µτχ.): νακχαντό,-ί περιγράφω (προφορικά): (βλ.
π.χ. ο νακχαντό κουρκό = η λέω).
περασµένη εβδοµάδα, νακχαντό σι περίγυρος: τρουγιαλιπέ, ο
ο τχαβ α(ν)ντί σουβ = περασµένη περιδέραιο: γκερντάνο, ο
είναι η κλωστή µες στη βελόνα, ε π.χ. σσουκάρ σι κο γκερντάνο =
νακχαντέ µπροσσά = τα περασµένα ωραίο είναι το περιδέραιό σου.
χρόνια (σ.α. ξεπερασµένος). (βλ. και κολιέ).
περασµένος (β) (µτχ.): περιεχόµενο: α(ν)ντριπέ, ο (=
νακχαντι(ν)ντό, -ί (σ.α. εσωτερικό, το) (από το α(ν)ντρέ =
ξεπερασµένος). µέσα).
περαστικός (επίθ. και ουσ.): περιµένω (α) (αµετβ. και µετβ.ρ.):
νακχουτνό, -ί (σ.α. διαβάτης). ασιγκιαράβ και ασσουγκιαράβ
περβάζι: περβάζι, ο. π.χ. κα ασιγκιαράβ τουτ = θα σε
περιβάλλον: (βλ. περίγυρος.). περιµένω, κας ασιγκιαρές; = ποιον
περιβόητος: (βλ. παινεµένος, περιµένεις;, ασσουγκιαράβ ο τιρένο
ακουστός). = περιµένω το τρένο, ασιγκιαρντέµ
περιβολάρης: µπατσετζίο, ο (σ.α. τουτ, σόσκε ιν αβιλάν; = σε
µανάβης, πλανόδιος µανάβης), θηλ. περίµενα, γιατί δεν ήρθες;, ο
µπατσετζίκα, η. µανγκιπέ αβέλ, κάνα ιν ασιγκιαρές
περιβολίσιος (επίθ.): λες = η αγάπη έρχεται, όταν δεν την
µπατσαβάκο,-ι. περιµένεις.
περιβόλι: µπατσάβα, η (βλ. και αναµένω, προσδοκώ).
π.χ. κατάρ µι µπατσάβα σι καλά περιµένω (β) (αµετβ. και µετβ.ρ.):
ντοµάτε = από το περιβόλι µου µπεκλέαβ
είναι αυτές οι ντοµάτες. π.χ. κα µπεκλέαβ τουτ τε αβές = θα
(υποκ.) µπατσαβίσα, η. σε περιµένω να έρθεις.
περιγέλασµα: πρασαηπέ, ο περιµένω (γ) (αµετβ. και µετβ.ρ.):
(βλ. και κοροϊδία, εµπαιγµός). βαρντισαράβ (σ.α. αναµένω,
περιγελαστικός (επίθ.): προσδοκώ, καρτερώ, προσµένω,
πρασαη(ν)ντό,-ί και πρασαηκανό, -ί φρουρώ)
π.χ. πρασαη(ν)ντέ όρµπε = π.χ. µε τζαβ κοτέ τε βαρντισαράβ
περιγελαστικά λόγια. τουτ = εγώ πάω εκεί να σε
περιµένω, βαρντισαρέν λεσκό κχερ
342

ε σσεραλέ = φρουρούν το σπίτι του πφιριµάσκε = πηγαίνω τα παιδιά


οι αστυνοµικοί. περίπατο.
περίοδος: ζαµάνο, ο (κυριολ. (βλ. και περπάτηµα, γύρα, βόλτα).
χρόνος, καιρός, εποχή) περιποίηση (α): λατσχαριπέ, ο
π.χ. καβά ζαµάνο νάι αµέν µπουτ π.χ. ο λατσχαριπέ ε µπαλένγκο = η
µπουκί = αυτήν την περίοδο δεν περιποίηση των µαλλιών.
έχουµε πολλή δουλειά. (βλ. και καλυτέρευση, βελτίωση,
περίοδος (τα έµµηνα): πόγκι, η διόρθωση, ετοιµασία, γιατρειά).
π.χ. αβιλί λακί πόγκι, νάι κχαµνί = (λατσχαριπέ κυριολ. καλυτέρευση).
ήρθε η περίοδος της, δεν είναι περιποίηση (β): ιχτιµπάρι, ο
έγκυος. π.χ. ιχτιµπάρι µανγκέν ε
περιουσία: µανγκίν, ο (= λουλουγκιά = περιποίηση θέλουν τα
εµπόρευµα, προϊόν) λουλούδια, ιχτιµπάρι µανγκέλ ο
π.χ. κιρνό µανγκίν σι ντα κερές κχερ = περιποίηση θέλει το σπίτι.
κουµά(ν)ντα; = δικιά σου περιουσία περιποιούµαι (α) (µετβ. ρ.):
είναι και κάνεις κουµάντο; λατσχαράβ
περιοχή: τχαν, ο π.χ. λατσχαράβ µο µούι =
π.χ. µπουτ σαπά σι κάι καβά τχαν = περιποιούµαι το πρόσωπό µου.
πολλά φίδια έχει αυτή η περιοχή. (βλ. και καλυτερεύω (µετβ.),
(βλ. και τόπος, µέρος, οικόπεδο, βελτιώνω, διορθώνω, ετοιµάζω,
θέση). γιατρεύω).
περίπαιγµα: µαϊτάπο και µαϊτάπι, ο (λατσχαράβ κυριολ. καλυτερεύω
(σ.α. χλευασµός) (µετβ.)).
π.χ. µαϊταπέσκο µανούςς σοµ µε; = περιποιούµαι (β) (µετβ. ρ.):
για περίπαιγµα άνθρωπος είµαι εγώ; ιχτιµπάρι-κεράβ (= περιποίηση
Συνών. πρασαηπέ = κοροϊδία, κάνω)
εµπαιγµός, περιγέλασµα, νταλγκάβα π.χ. ιχτιµπάρι-κεράβ µε
= κοροϊδία (οµόηχο νταλγκάβα = µισαφιρένγκε = περιποιούµαι τους
κύµα). φιλοξενούµενούς µου.
περιπαίζω (µετβ. ρ.): µαϊτάπο- περιποιηµένος (µτχ.):
κχελάβ και µαϊτάπι-κχελάβ (= λατσχαρντό,-ί
περίπαιγµα παίζω) π.χ. σας βουραντό ντα λατσχαρντό
π.χ. σόσταρ κχελές-µαϊτάπο ε = ήταν ντυµένος και περιποιηµένος.
πφουρέ ροµέσα; = γιατί περιπαίζεις (βλ. και βελτιωµένος,
το γέρο άνθρωπο; (σ.α. χλευάζω) διορθωµένος, έτοιµος).
Συνών. πρασάβ = κοροϊδεύω, (λατσχαρντό κυριολ
περιγελώ, εµπαίζω, νταλγκάβα- καλυτερευµένος*).
κχελάβ = κοροϊδεύω. περιπτεράς: µπαράνκατζίο, ο και
περιπαικτικός (επίθ.): µαϊταπέσκο, θηλ. µπαράνκατζίκα, η.
-ι περίπτερο: µπαράνκα, η (σ.α.
π.χ. µαϊταπέσκε πφερασά = παράγκα)
περιπαικτικά λόγια. π.χ. τζαβ κάι µπαράνκα, τε κινάβ
περίπατος: πφιριπέ, ο τζιγκάρε = πάω στο περίπτερο, να
π.χ. τζαβ πφιριµάσκε = πάω για αγοράσω τσιγάρα.
περίπατο, ινγκαράβ ε χουρντέν περίσσευµα: αρτµάκο, ο.
περισσεύω (α) (αµετβ. ρ.): αρτίαβ
343

π.χ. αρτίορ εµπούκα ζουµί; = περιστροφή: ιρισαηπέ, ο (σ.α.


περισσεύει λίγο φαγητό; γυρισµός, επιστροφή)
περισσεύω (β) (αµετβ. ρ.): ατσχάβ π.χ. ε πφουϊάκο ιρισαηπε = της γης
(κυριολ. µένω, στέκοµαι, σταµατώ η περιστροφή.
αµετβ., παύω αµετβ., διαµένω, περίστροφο: ταπάντζα, η.
παραµένω) περιτοµή: συνέτι, ο (το υ προφ.
π.χ. τε ατσχιλί ζάλακ ζουµί, όπως το γαλλικό u) και σουνέτι, ο.
τσχούλα ε τζουκελέσκε τε χαλ = αν περιττός (άκλ. επίθ.): φαζλά (βλ.
περίσσεψε λίγο φαγητό, ρίξτο στο και παραπάνω, παραπανίσιος)
σκυλί να φάει. π.χ. φαζλά πφερασά νι κα πφενές =
περισσότερος (α) (άκλ. επίθ.): περιττά λόγια δε θα λες.
νταάµπουτ (= πιο πολύ, πιο πολύς, περίφηµα: (βλ. υπέροχα).
πιο πολλά, πιο πολλοί, πιο πολλές) περίφηµος (επίθ.): ασσαρντό,-ί (=
π.χ. νταάµπουτ καλέσταρ νασστί παινεµένος)
κερντόλας = περισσότερο απ’ αυτό Συνών. ασσου(ν)ντό = ξακουστός,
δεν µπορούσε να γίνει. ακουστός.
Αντίθ. νταάεµπουκα = λιγότερος. περιφράζω (α) (µετβ. ρ.): σαρίαβ
περισσότερος (β) (άκλ. επίθ. και (= τυλίγω).
επίρρ.): φαζλά π.χ. σαρίαβ µι αβλία = περιφράζω
π.χ. φαζλά σι α(ν)ντρέ = την αυλή µου.
περισσότερο έχει µέσα. περιφράζω (β) (µετβ. ρ.):
(βλ. και παραπάνω, παραπανίσιος). πφά(ν)νταβ (κυριολ. κλείνω, δένω,
περιστέρα (α): γκιουβερτζίνκα, η. φυλακίζω, σ.α. κουµπώνω,
περιστέρα (β): γκυβερτζίνκα, η (το βουλώνω, τυλίγω)
υ προφ. όπως το γαλλικό u). π.χ. κα πφά(ν)νταβ η αβλία τελέσα
περιστεράκι (α): γκιουβερτζινίσι = θα περιφράξω την αυλή µε σύρµα
και πουρου(µ)µπορό, ο. (συρµατόπλεγµα)
περιστεράκι (β): γκυβερτζινίσι, ο περίφραξη (α): σαρµάκο, ο (=
(το υ προφ. όπως το γαλλικό u). τύλιγµα)
περιστέρι (α): γκιουβερτζίνο και περίφραξη (β): πφα(ν)ντιπέ, ο
πουρού(µ)µπο, ο. (κυριολ. κλείσιµο, δέσιµο, φυλακή,
περιστέρι (β): γκυβερτζίνο, ο (το υ φυλάκιση, σ.α. κούµπωµα,
προφ. όπως το γαλλικό u). βούλωµα)
περιστερίσιος (α) (επίθ.): περνιέµαι (αµετβ. ρ.): νακχάντιαβ
γκιουβερτζινέσκο,-ι (σ.α. ξεπερνιέµαι, µεταβιβάζοµαι)
π.χ. γκιουβερτζινένγκε αρνέ = π.χ. σαρ κα νακχάντολ κοτέ
περιστερίσια αβγά. α(ν)ντρέ; = πώς θα περαστεί εκεί
περιστερίσιος (β) (επίθ.): µέσα; (δηλ. µε ποιον τρόπο)
γκυβερτζινέσκο, -ι (το υ προφ. (βλ. και ξεπερνιέµαι,
όπως το γαλλικό u) µεταβιβάζοµαι)
π.χ. γκυβερτζινένγκε πφακιά = περνώ (αµετβ. ρ.): νακχάβ
περιστερίσια φτερά. π.χ. κα νακχάβ κοτάρ αβγκιέ = θα
περιστρέφοµαι (αµετβ. ρ.): περάσω σήµερα από ‘κει, νι νακχλό
ιρισάαβ (κυριολ. αµετβ. γυρίζω). ο πόστατζίο = δεν πέρασε ο
περιστρέφω (µετβ. ρ.): ιρισαράβ ταχυδρόµος, σο νακχέλ κατάρ µο
(κυριολ. µετβ. γυρίζω). βας κα κεράβ = ό,τι περνάει από το
344

χέρι µου θα κάνω, σο νακχέλ λε τε πφιράβ = δείξε µου τον δρόµο


µπιστάρντολ = ό,τι περνάει της αγάπης, µέχρι να πεθάνω αυτόν
ξεχνιέται, κα νακχέλ η ντουκ, νά να περπατώ.
τρασσά = θα περάσει ο πόνος, µη (βλ. και αµετβ. κυκλοφορώ,
φοβάσαι. γυρολογώ).
(νακχάβ σ.α. διαβαίνω). περπατώ (µετβ. ρ.): (βλ.
περνώ (µετβ. ρ.): νακχαβάβ κυκλοφορώ (µετβ.)).
π.χ. νακχαβάβ ο τχαβ α(ν)ντί σουβ πέρσι (επίρρ.): πέρσι
= περνάω την κλωστή µες στη π.χ. πέρσι αβιλόσας, νι τζανάβ άµα
βελόνα, νακχαβάβ η ανγκρουσνί κ’ αβέλ καβά µπροςς = πέρσι είχε
α(ν)ντί µι νάι = περνάω το έρθει, δεν ξέρω αν θα ‘ρθει φέτος,
δαχτυλίδι στο δάχτυλό µου, πέρσι νταά µπουτ µπουκί σας αµέν
νακχαβάβ τουτ κάι νασσιπέ = σε = πέρσι πιο πολλή δουλειά είχαµε.
περνάω στο τρέξιµο. Αντίθ. καβά-µπροςς = φέτος.
(νακχαβάβ σ.α. ξεπερνώ, περσινός (επίθ.): περσουτνό, -ί και
προσπερνώ, καταπίνω). περσιτνό, -ί
περούκα: περούκα, η π.χ. ο περσουτνό µιλάι = το
π.χ. περούκα βουραβέλ = περούκα περσινό καλοκαίρι.
φοράει. πέσιµο: περιπέ, ο (σ.α. πτώση)
περπάτηµα: πφιριπέ, ο π.χ. τε ντικχέσας σαό περιπέ
π.χ. κατάρ ο µπουτ πφιριπέ µε κερντά! = να έβλεπες τι πέσιµο
τσανγκά ντουκχαέ = απ’ το πολύ έκανε!
περπάτηµα πόνεσαν τα πόδια µου, Αντίθ. βαζντιπέ = σήκωµα.
(µτφ.) κο σσορό κα χαλ καβά πεσµένος (µτχ.): περαντό,-ί
πφιριπέ = το κεφάλι σου θα φάει (σ.α. γκρεµισµένος,
αυτό το περπάτηµα (δηλ. οι πολλές κατεδαφισµένος)
βόλτες, τα ξενύχτια) (σ.α. π.χ. ρακχαντόµ λε περαντό τελέ =
περίπατος, βόλτα, γύρα). τον βρήκα πεσµένο κάτω.
περπατηµένος (µτχ. ως επίθ.): πέταγµα: ουτσµάκο, ο
πφιραντό,-ί και πφιρντό, -ί (σ.α. π.χ. ο ουτσµάκο ε τσιρικλένγκο =
κυκλοφορηµένος) το πέταγµα των πουλιών.
π.χ. πφιρντό σι, µπουτ τζανέλ = (ουτσµάκο σ.α. πτήση).
περπατηµένος είναι, πολλά ξέρει. πετάγοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
(πφιρντό (µτφ.) = έµπειρος και τσχάµαν (= ρίχνω τον εαυτό µου,
πφιραντό µτφ. = έµπειρος). ρίχνοµαι) (σ.α. πηδώ)
περπατιέµαι (αµετβ. ρ.): π.χ. κα τσχάµαν τζι κχερέ ντα κα
πφιράντιαβ και πφιρντιάβ ιρισάαβ = θα πεταχτώ µέχρι το
π.χ. ιν πφιράντολ καβά ντροµ, σπίτι και θα γυρίσω.
πφερντό µπαρά σι = δεν πετάγοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
περπατιέται αυτός ο δρόµος, τσχουτιάβ, τσχουτισάαβ και
γεµάτος πέτρες είναι. τσχουτί(ν)ντιαβ
περπατώ (αµετβ. ρ.): πφιράβ π.χ. χαν σα η ζουµί τε να
π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου τσχουτί(ν)ντολ τζάµπα = φάτε όλο
«σικλιάρ µαν τε µανγκάβ» (= µάθε το φαγητό να µην πεταχτεί άδικα, νι
µε ν’ αγαπώ)) σικάβ µανγκέ ο χαλά κχόνικ, τσχουτιλέ ε χαµάτα =
ντροµ ε µανγκιµάσκο, τζι τε µεράβ
345

δεν έφαγε κανείς, πετάχτηκαν τα πέτρινος (επίθ.): µπαραλό,-ί.


φαγητά (κυριολ. ρίχνοµαι). πετροβόληµα (α): µπαρά-
πεταλάς: πεταλτζίο, ο. τσχουηπέ, ο (= πέτρες ρίξιµο).
πέταλο (α): νάλι, ο. πετροβόληµα (β): µπαρένγκο-
πέταλο (β): πέταλο, ο τσχουηπέ, ο (= ρίξιµο πετρών).
π.χ. ε γκραστέσκο πέταλο = το πετροβολώ (µετβ. ρ.): µπαρά-
πέταλο του αλόγου. τσχαβ (= πέτρες ρίχνω).
πεταλούδα: παπουρούγκα, η πετρογκάζ: πετρογκάζι και
π.χ. ε χουρντέ κχελέν ε πετρογκάζ, ο
παπουρουγκένσα = τα παιδιά πετρόδροµος: µπαραλό-ντροµ, ο
παίζουν µε τις πεταλούδες. Αντίθ. ποσσαλό-ντροµ =
πεταλουδίτσα: παπουρουγκίσα, η. χωµατόδροµος
πεταλουργός: (βλ. πεταλάς). πετροπόλεµος: µπαρένσα-
πετάλωµα: ναλαριπέ, ο. τσινγκάρ, η (µπαρένσα = µε πέτρες,
πεταλωµένος (µτχ.): ναλαρντό, -ί τσινγκάρ, η = καβγάς, πόλεµος,
Αντίθ. µπιναλαρντό = απετάλωτος. διαµάχη, φασαρία, φιλονικία)
πεταλώνω (µετβ. ρ.): ναλαράβ. πετρότοπος: µπαραλό-τχαν, ο
πέταµα: τσχουηπέ, ο (= ρίξιµο) πετρώδης: (βλ. πέτρινος)
π.χ. καγιά λαστίκα τσχουηµάσκε σι πετρώνω (αµετβ. ρ.): µπαρ-
= αυτό το λάστιχο είναι για πέταµα, κερντιάβ (= πέτρα γίνοµαι)
(φράση) (µτφ.) νάι µαν π.χ. µπαρ-κερντιλό ο τσιµέ(ν)το =
τσχουηµάσκε παρέ = δεν έχω για πέτρωσε το τσιµέντο
πέταµα λεφτά. πετρώνω (µετβ. ρ.): µπαρ-κεράβ
πεταµένος (µτχ.): τσχουντό,-ί (= (= πέτρα κάνω)
ριγµένος). π.χ. µο γκι µπαρ-κεράβ ντα νι
πετεινάρι: µπασσνορό, ο. ροβάβ ανγκλά χουρντέ = πετρώνω
πετεινός: µπασσνό, ο την ψυχή µου και δεν κλαίω
π.χ. ο µπασσνό ικλιλό οπρά κχαϊνί µπροστά στα παιδιά, (κατάρα) µπαρ
= ο πετεινός ανέβηκε πάνω στην τε κερέλ τουτ ο Ντελ κάι χας
κότα. µπανγκέστε σοβέλ = να σε
πετιέµαι: (βλ. πετάγοµαι). πετρώσει ο Θεός, που ορκίζεσαι
πετιµέζι: πετµέζι, ο στραβά (ψεύτικα).
π.χ. πετµέζι κερντάν η καϊάβα = πετρωτός: (βλ. πέτρινος).
πετιµέζι έκανες τον καφέ (δηλ. πέτσα: προύζζα, η
πολύ γλυκό). π.χ. µπεενίορ τε χαλ ε κχαϊνάκι
πέτρα: µπαρ, ο προύζζα = του αρέσει να τρώει την
π.χ. (φράση) τε τζάβαταρ κατάρ, πέτσα απ’ το κοτόπουλο.
µπαρό µπαρ κα τσχαβ παλά (υποκ.) προυζζορί και προυζζίσα,
µά(ν)ντε = αν φύγω από δω, µεγάλη η.
πέτρα θα ρίξω πίσω µου. πετσέτα: µπεσσκίρι, ο και πετσέτα,
πετραδάκι: µπαρορό, ο (οµόηχο η
µπαρορό = µεγαλούτσικος) π.χ. λε η πετσέτα ντα κόστουτ =
Αντίθ. µπαρό-µπαρ = κοτρόνα. πάρε την πετσέτα και σκουπίσου.
πετρέλαιο: γκάζι, ο πετσετούλα: µπεσσκιρίσι, ο και
π.χ. πι(ν)ντί ε γκαζέσκο φιάτο = πετσετίσα, η.
ανέβηκε η τιµή του πετρελαίου. πετσί: µορκχί και µοκχρί, η
346

(βλ. και δέρµα). π.χ. τζαβ κάι µπουκί = πηγαίνω στη


(υποκ.) µορκχιορί, η. δουλειά, τζαβ κχερέ = πάω σπίτι,
πέτσινος (επίθ.): µορκχιάκο,-ι κάι τζας; = πού πας; τζαβ κάι σχο-
(βλ. και δερµάτινος). λίο = πηγαίνω στο σχολείο, κα τζαβ
πετώ (αµετβ. ρ.) (για πουλιά, ντροµ αγκιές, νά µορµισάρ = θα
αεροπλάνα, κ.τ.λ.): ουτσούιαβ πάω δρόµο σήµερα, µη γκρινιάζεις.
(προφ. µε συνίζηση ια) πηγαίνω (µετβ. ρ.): ινγκαράβ και
π.χ. (µτφ.) µπουτ ουτσούιος ινγκιαράβ (= πηγαίνω κάτι,
ντικχάβ, αµά σαρ τσιρικλί κα περές κάποιον, κάποια)
= πολύ πετάς βλέπω, αλλά σαν π.χ. ινγκαρντέ λε κάι ντοκτόρι =
πουλί θα πέσεις. τον πήγαν στο γιατρό, τε ινγκαράβ
πετώ (µετβ. ρ.) (για αντικείµενα): τουτ κχερέ; = να σε πάω στο σπίτι;,
τσχαβ (= ρίχνω) κάι ινγκαρές καλά µανγκινά; = πού
π.χ. τσχαβ ε γκιουρµπάβε = πετώ πηγαίνεις αυτά τα εµπορεύµατα;
τα σκουπίδια. (σ.α. οδηγώ (κάποιον, κάτι),
πεύκο: πέφκο, ο (πληθ. πέφκε, ε) µεταφέρω).
π.χ. τζας κάι πέφκε = πάµε στα πάει (απρόσ. ρ.): τζαλ
πεύκα. π.χ. τζαλ τούκε καγιά α(ν)τεράβα =
πέφτω (αµετβ. ρ.): περάβ σου πάει αυτό το πουκάµισο.
π.χ. κα περάβ τελέ κατάρ ο πηγεµένος (α) (µτχ.): τζι(ν)ντό,-ί
τσχι(ν)ντιπέ = θα πέσω κάτω από Αντίθ. α(ν)ταντό = φερµένος.
την κούραση, πελί µπουτ η µπουκί πηγεµένος (β) (µτχ.): ινγκαρντό, -ί
κάι ντουκιάνο = έπεσε πολύ η και ινγκιαρντό, -ί (σ.α.
δουλειά στο µαγαζί (δηλ. µεταφερµένος, οδηγήµενος)
ελαττώθηκε), πελό κατάρ µοτόρι Αντίθ. α(ν)ταντό και αταντό =
ντα πφαγκιλί λεσκί τσανκ = έπεσε φερµένος.
από το µηχανάκι και έσπασε το πηγή: σσούντρα, η
πόδι του. (από το σσουντρό = κρύος).
Αντίθ. ουσστάβ = σηκώνοµαι. πήδηµα: χουτιπέ και τσχουηπέ, ο
πηγαδάκι: χαηνορί, η και (τσχουηπέ κυριολ. ρίξιµο).
γκερανίσι, ο. (βλ. χουτιπέ στο λήµµα
πηγάδι: χαήν, η και γκεράνο, ο αναπήδηµα).
π.χ. σσουκιλό ο γκεράνο = πηδώ (αµετβ. ρ.): χούταβ και
ξεράθηκε το πηγάδι. τσχάµαν
πηγαδίσιος (επίθ.): χαηνάκο,-ι και π.χ. χούτελας κατάρ πο σεβινµέκο
γκερανέσκο,-ι = πηδούσε από τη χαρά του, νταλί
π.χ. γκερανέσκο παΐ = πηγαδίσιο τσχόστουτ κατάρ; = µπορείς να
νερό. πηδήξεις από ‘δω;
πηγαιµός: τζιιπέ, ο (τσχάµαν κυριολ. ρίχνοµαι).
Αντίθ. αβιπέ = ερχοµός. (βλ. χούταβ στο λήµµα αναπηδώ).
πηγαινοέρχοµαι (αµετβ. ρ.): τζάβ- πηλός: τσικ, η (= λάσπη).
αβάβ (υποκ.) τσικορί, η.
π.χ. λεσκί γκογκί τζαλ-αβέλ = το πια (α) (επίρρ.): γκαηρΰκ
µυαλό του πηγαινοέρχεται (αλλάζει π.χ. νι µανγκάβ τούταρ κχάντσικ
συνέχεια αποφάσεις). γκαηρΰκ = δεν θέλω τίποτα από
πηγαίνω (αµετβ. ρ.): τζαβ σένα πια.
347

πια (β) (επίρρ.): αρτΰκ (σ.α. πλέον) π.χ. χαλαβάβ ε τσαρέ = πλένω τα
π.χ. νάι σαν σικνό αρτΰκ, µπαριλάν πιάτα.
= δεν είσαι µικρός πια, µεγάλωσες, πίεση (αίµατος): ρατ, ο (κυριολ.
νι αβέλ βο κατέ αρτΰκ = δεν έρχεται αίµα, οµόηχο ρατ = νύχτα)
αυτός εδώ πια. π.χ. πάλε ουσστιλό µο ρατ = πάλι
πιάνοµαι (αµετβ. ρ.): αστάρντιαβ σηκώθηκε το αίµα (η πίεση του
και ασταράµαν αίµατός) µου.
π.χ. αστάρντιλο ο τσορ = πιάστηκε πιθαµή: καρΰσσι, ο
ο κλέφτης, (µτφ.) ασταρντάπες π.χ. εκ καρΰσσι µπόι σίλε, µπουτ
κατάρ καγιά µπουκί = πιάστηκε απ’ τζανέλ = µια πιθαµή µπόι έχει,
αυτή τη δουλειά (δηλ. τα πολλά ξέρει.
οικονόµησε). πιθανόν (επίρρ.): γκάλιµπα και
(αστάρντιαβ (µτφ.) = πειράζω). κάλιµπα
(αστάρντιαβ σ.α. κρατιέµαι). π.χ. γκάλιµπα βο τε σι = πιθανόν
(ασταράµαν σ.α. συγκρατούµαι, αυτός να είναι (σ.α. µάλλον, βλ. και
κρατιέµαι). µάλλον)
πιάνω (α) (µετβ. ρ.): ασταράβ Συνών. µπέκιµ και µπέλκι = ίσως,
π.χ. αστάρ ε χουρντέ κατάρ ο βας = µπορί = µπορεί (οµόηχο µπορί =
πιάσε το παιδί από το χέρι, καζόµ νύφη).
παρέ ασταρές α(ν)ντό γκιβέ κατάρ πιθαράκι: πιρορί, η.
καγιά µπουκί; = πόσα λεφτά πιάνεις πιθάρι: πιρί, η.
την ηµέρα απ’ αυτή τη δουλειά;, πιθηκάνθρωπος: µαϊµουνάκο-
ασταρντέλα ε ντουκχά, κα µπιανέλ µανούςς, ο.
= την έπιασαν οι πόνοι, θα πιθηκοειδής: (βλ. µαϊµουδίστικος).
γεννήσει. πίθηκοµούρης (επίθ.): µαϊµουνάκο
(ασταράβ σ.α. κρατώ, αγγίζω, συ- (-ι)-µόσκο, -ι.
γκρατώ, συλλαµβάνω). πίθηκος: (βλ. µαϊµού).
πιάνω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.): πικάπ: πικάπο, ο
ασταρνταράβ (= βάζω να πιάσει- πίκρα: κερκιπέ, ο
ουν, κάνω να πιαστεί-ούν) (σ.α. π.χ. (µτφ.) ντιάς µαν κερκιπέ,
παγιδεύω) πφαµπαρντάς µο γκί = µου `δωσε
π.χ. κάι ντα τε τζας, κα πίκρα, έκαψε την ψυχή µου.
ασταρνταράβ τουτ = όπου και να Αντίθ. γκουγκλιπέ = γλύκα.
πας, θα βάλω να σε πιάσουν. πικρά (επίρρ.): κερκέστε
πιάσιµο: ασταριπέ, ο Αντίθ. γκουγκλέστε = γλυκά.
(σ.α. κράτηµα, σύλληψη). πικράδα: (βλ. πίκρα).
πιασµένος (µτχ.): ασταρντό,-ί (σ.α. πικραίνοµαι (αµετβ. ρ.): κερκιάβ
κρατηµένος, συλληµένος) και κερκιβάβ
(βλ. και κρατηµένος). π.χ. κερκιλό µο µούι κατάρ ε
Αντίθ. µπιασταρντό = άπιαστος. τζιγκάρε = πικράθηκε το στόµα µου
πιαστράκι: κΰστϋρµακο, ο (σ.α. από τα τσιγάρα.
µανταλάκι) Αντίθ. γκουγκλιάβ = γλυκαίνοµαι.
π.χ. µπαλένγκο κΰστϋρµακο = πικραίνω (α) (µετβ. ρ.): κερκαράβ
πιαστράκι µαλλιών. Αντίθ. γκουγκλαράβ = γλυκαίνω.
πιατάκι: τσαρορό, ο. πικραίνω (β) (επιτατ. µετβ.ρ.):
πιάτο: τσαρό, ο κερκανταράβ
348

Αντίθ. γκουγκλανταράβ = γλυκαίνω. ζόρι θέλεις να µε βάλεις να πιω


πικραµένος (µτχ.): κερκαρντό,-ί ούζο; (οµόηχο πι(ν)νταράβ µετβ.ρ.
Αντίθ. γκουγκλαρντό = γλυκαµένος. = ανεβάζω π.χ. πι(ν)ντάρ λε ντα
πικρίλα: (βλ. πίκρα). οπρά τοµαφίλι = ανέβασε κι αυτόν
πικροαίµατος: κερκέ-ρατέσκο,-ι πάνω στο αυτοκίνητο, πάβ και πιάβ
Αντίθ. γκουγκλέ-ρατέσκο = = πίνω, πινάβ = ανεβαίνω)
γλυκοαίµατος. πιο (επίρρ.): νταά, ταά και πο
πικρόλογα: κερκέ-όρµπε, ε και π.χ. νταά σσουκάρ σι καγιά = πιο
κερκέ-πφερασά, ε όµορφη είναι αυτή , ταά λατσχό σι
Αντίθ. γκουγκλέ-όρµπε = γλυκόλογα λεσκό πφαλ = πιο καλός είναι ο
και γκουγκλέ-πφερασά = γλυκόλογα. αδερφός του, πο µπουτ = πιο πολύ.
πικρός (επίθ.): κερκό,-ί (βλ. νταά και ταά στο λήµµα
π.χ. κερκί σι η καϊάβα = πικρός ακόµη).
είναι ο καφές, κερκέ ζετίε = πικρές (βλ. πο στο λήµµα πριν).
ελιές. πιο (επίρρ.): ένι και ένε
Αντίθ. γκουγκλό = γλυκός. π.χ. ο ένι µπαρό σι καβά = ο πιο
πικρότητα: (βλ. πίκρα). µεγάλος είναι αυτός, ε ένε λατσχέ
πικρούτσικος (επίθ.): κερκορό,-ί µπορά οπρά γιακ τε τχος λα = την
π.χ. ζάλακ κερκορί κερντιλί η πιο καλή νύφη πάνω στη φωτιά να
καϊάβα = λίγο πικρούτσικος έγινε ο τη βάλεις.
καφές πιο (επίρρ.): εν
Αντίθ. γκουγκλορό = γλυκούτσικος, π.χ. εν µπουτ κον χαλά; = πιο πολύ
γλυκούλης. ποιος έφαγε;
πιλαφάκι: πιλαφίσι, ο. πιόσιµο: πιιπέ, ο.
πιλάφι: πιλάφο, ο πιπεράτος (επίθ.): πιπερλίο,-ίκα.
π.χ. κερντόµ πιλάφο = έφτιαξα πιπέρι: πιπέρι, ο
πιλάφι. π.χ. λολό πιπέρι = κόκκινο πιπέρι,
πιλότος: τιαραβένγκο-οντιγκόζι και καλό πιπέρι = µαύρο πιπέρι, πιπέρι
τιαραβένγκο-οντιγόζι, ο (κυριολ. κα τσχαβ οπρά κι τσχιπ, άµα
αεροπλάνων οδηγός). κουσσές µαν ντα-εκ-φαρέ = πιπέρι
πινέζα: πενέζα, πένεζα και πινέζα, θα βάλω πάνω στη γλώσσα σου, αν
η (πληθ. πενέζε, πένεζε και πινέζε, µε ξαναβρίσεις.
ε). πιπεριά (η µακρουλή): τσούσσκα,
πίνοµαι (αµετβ. ρ.): πι(ν)ντιάβ η
π.χ. νι πι(ν)ντόλ καβά παΐ = δεν π.χ. πφαµπαρντί τσούσσκα =
πίνεται αυτό το νερό. καυτερή πιπεριά.
πίνω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): παβ πιπερίτσα (η µακρουλή):
και πιάβ τσουσσκίσα και τσουσσκορί, η.
π.χ. σο κα πες; = τι θα πιεις;, κα πιπίλα (α): τσουτσί, η
πιές εµπούκα µολ; = θα πιεις λίγο π.χ. µπαρό τσχαό κερντιλάν, ικάλ η
κρασί;, πιλαµούς πάι = ήπιαµε νερό. τσουτσί α(ν)ντάρ κο µούι = µεγάλο
πίνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): αγόρι έγινες, βγάλε την πιπίλα από
πι(ν)νταράβ (= βάζω να πιει-ουν, το στόµα σου (βλ. και βυζί).
κάνω να πιει-ουν) πιπίλα (β): πιπίλα, η και εµζίκο, ο
π.χ. του ζόρλαν µανγκές τε π.χ. κάι ε χουρντέσκι πιπίλα; = πού
πι(ν)νταρές µαν ρακία; = εσύ µε το είναι του µωρού η πιπίλα;
349

πιρούνα: µπαρό-τσατάλι και πιστεύω (α) (µετβ. και αµετβ. ρ.):


µπαρό-πιρούνο, ο (κ.λ. µεγάλο πακιάβ
πιρούνι). π.χ. σόσκε νι πακιάς µαν; = γιατί
πιρουνάκι: τσαταλίσι και δεν µε πιστεύεις;, πακιάβ ε
πιρουνίσι, ο. Ντεβλέστε = πιστεύω στο Θεό, νά
πιρούνι: τσατάλι και πιρούνο, ο πακιά λε, χοχαηπέ πφενέλ = µην
π.χ. τε χαλαβές σσουκάρ ε τσατάλα τον πιστεύεις, ψέµα λέει. (πακιάβ
= να πλύνεις ωραία (καλά) τα σ.α. υπακούω)
πιρούνια. (βλ. και υπακούω).
πισίνα (α): µπισίνα, η πιστεύω (β) (αµετβ. και µετβ.ρ.):
π.χ. τζας κάι µπισίνα τε ναϊάς; = πακάβ
πάµε στην πισίνα να π.χ. έµντα πφενάβ τουκέ, πακά
κολυµπήσουµε; µαν! = αλήθεια σου λέω, πίστεψέ
πισίνα (β): µπισσίνα, η µε! (σ.α. υπακούω π.χ. πακάλ µαν
πισινός (επίθ.): παλικνό,-ί και µο τζουκέλ = µε υπακούει ο σκύλος
παλουτνό,-ί µου).
π.χ. ο παλουτνό ουντάρ = η πισινή πίστη (α): πακιαηπέ, ο
πόρτα, πουτάρ η παλικνί π.χ. τε αβέλ τουτ πακιαηπέ κάι ο
πέντζεράβα ντα τε λελ µπαλβάλ ο Ντελ = να έχεις πίστη στο Θεό.
κχερ = άνοιξε και το πισινό (σ.α. υπακοή).
παράθυρο να πάρει αέρα (να Αντίθ. µπιπακιαηπέ = απιστία,
αεριστεί) το σπίτι. ανυπακοή.
Αντίθ. ανγκλουτνό και ανγκλικνό = πίστη (β): πακαηπέ, ο (σ.α.
µπροστινός. υπακοή)
πίσσα: κατράνο, ο Αντίθ. µπιπακαηπέ = απιστία,
π.χ. ζεήρι, κατράνο ικαλάβ, κάνα ανυπακοή.
χασάβ κατάρ τζιγκάρα = δηλητήριο, πιστολάς: ταπαντζίο, ο.
πίσσα βγάζω, όταν βήχω από το πιστόλι: ταπάντζα, η
τσιγάρο, καλό κατράνο κερντιλό π.χ. ταπαντζάσα µουνταρντά λε =
λεσκό µούι κατάρ ο κχαµ = µαύρη µε το πιστόλι τον σκότωσε.
πίσσα έγινε το πρόσωπό του από (βλ. και περίστροφο).
τον ήλιο. πιστοποιηµένος (µτχ.):
πίστα: πίστα, η πακιανταρντό,-ί
π.χ. κχελέλ κάι πίστα κι ροµνί = π.χ. πακιανταρντέ σι καλά κάι
χορεύει στην πίστα η γυναίκα σου. ασσου(ν)ντόµ = πιστοποιηµένα
πιστευτός (επίθ.): πακιαη(ν)ντό,-ί είναι αυτά που άκουσα.
π.χ. σο ντα τε κερές, νασστί Αντίθ. µπιπακιανταρντό =
κερντός πακιαη(ν)ντό = ό,τι και να απιστοποίητος.
κάνεις, δεν µπορείς να γίνεις πιστοποίηση: πακιανταριπέ, ο
πιστευτός, νασστί κερντόν π.χ. πακιανταριπέ µανγκέν καλά
πακιαη(ν)ντέ καλά όρµπε κάι κάι πφε(ν)ντιλέ = πιστοποίηση
πφενέλ = δεν µπορούν να γίνουν θέλουν αυτά που ειπώθηκαν.
πιστευτά αυτά τα λόγια που λέει. πιστοποιητικός (επίθ.):
Αντίθ. µπιπακιαη(ν)ντό = πακιανταριµάσκο, -ι.
απίστευτος.
350

πιστοποιούµαι (αµετβ. ρ.): πιτούλα (α): πλιτσι(ν)τίσα,


πακιανταράµαν, πακιάντιαβ και πλετσι(ν)τίσα και µποκολόρι, η.
πακιαντινάβαβ. πιτούλα (β): µπερεκίσι, ο
πιστοποιώ (µετβ. ρ.): πακιανταράβ π.χ. χα κο µπερεκίσι = φάε την
π.χ. κα πακιανταρές καλέ κάι πιτούλα σου.
πφενές; = θα πιστοποιήσεις αυτό πίτουρα: σσελεά, ε.
που λες; πίτσα: πίτσα, η
πιστός (α) (επίθ.): πακιαντό,-ί π.χ. τζας τε χας πίτσα; = πάµε να
π.χ. ο τζουκέλ σι πακιαντό αµάλ ε φάµε πίτσα;
µανουσσέσκο = το σκυλί είναι πιτσιλάδα: νταµγκάβα, η (σ.α.
πιστός φίλος του ανθρώπου. στίγµα)
Αντίθ. µπιπακιαντό = άπιστος. π.χ. πφερντό νταµγκάβε σι λεσκό
πιστός (β) (επίθ.): πακαντό, -ί µούι = γεµάτο πιτσιλάδες είναι το
Αντίθ. µπιπακαντό = άπιστος. πρόσωπό του (βλ. και βούλα)
πιστότητα: πακιαντιπέ, ο. Συνών. τσίλορα = φακίδες.
πίσω (επίρρ.): πάπαλε και πάλπαλε πιτσιρίκος: πιτσιρίκο, ο (θηλ.
π.χ. µπεςς ανγκλέ του, µε κα πιτσιρίκα, η)
µπεσσάβ πάπαλε = κάτσε µπροστά π.χ. πιτσιρίκο σαν νταά του =
εσύ, εγώ θα κάτσω πίσω, καλέ πιτσιρίκος είσαι ακόµα εσύ.
γκογκιάσα κάι τζας, µπουτ πάπαλε Συνών. σικνό = µικρός.
νταά κα ατσχός = µ’ αυτό το µυαλό πιτυρίδα: γίρι, η
που πας, πολύ πίσω ακόµη θα π.χ. πφερντό γίρι σι κο σσορό =
µείνεις. γεµάτο πιτυρίδα είναι το κεφάλι
(από πίσω: παλάλ, π.χ. µελάιλο σου.
παλάλ κο πα(ν)τόλι = λερώθηκε πιωµένος (µτχ. ως επίθ.):
από πίσω το παντελόνι σου.). πι(ν)ντό,-ί
πισωδροµώ: (βλ. οπισθοδροµώ). π.χ. πι(ν)ντό σι, νι τζανέλ σο
πισώπλατα (επίρρ.): παλαντουµέ πφενέλ = πιωµένος είναι, δεν ξέρει
π.χ. τε ορµπισαρές ανγκλά τι λέει.
µά(ν)ντε νάα, παλαντουµέ = να Συνών. µατό = µεθυσµένος.
µιλάς µπροστά µου, όχι πισώπλατα Αντίθ. µπιπι(ν)ντό = άπιωτος.
(δηλ. µη µε κουτσοµπολεύεις). πλάι: ριγκ και ρικ, η
Αντίθ. ανγκλαµούι = κατάµουτρα. π.χ. ε κχερέσκι ριγκ = το πλάι του
πίτα (α): πλιτσί(ν)τα, πλετσί(ν)τα σπιτιού.
και µποκολί, η (βλ. και πλευρά, µεριά).
π.χ. πουταράβ πατρά για τε κεράβ πλαϊνός (επίθ.): ριγκουτνό,-ί
πλιτσί(ν)τα = ανοίγω φύλλα για να π.χ. ο ριγκουτνό κχερ = το πλαϊνό
κάνω πίτα. σπίτι.
(βλ. και βασιλόπιτα, µπουγάτσα). πλάκα: πλάκα, η.
πίτα (β): µπερέκο, ο πλακάκι: πλακάκι, ο
π.χ. κα χας µπερέκο; = θα φας πίτα; π.χ. λεσκό πφαλ τζανέλ τε
πιτζάµα: µπιτζάµα, η νακχαβέλ πλακάκια = ο αδερφός
π.χ. βουράβ κι µπιτζάµα ντα του ξέρει να περνάει πλακάκια.
πάσστο = φόρα την πιτζάµα σου και πλάκωµα: πλακοσαριπέ, ο.
κοιµήσου. πλακώνοµαι (αµετβ.ρ):
πλακοσάαβ
351

π.χ. πλακοσάιλο α(ν)ντό χαπέ = Αντίθ. ουζου(ν)νούκο = µάκρος,


πλακώθηκε στο φαγητό. µήκος.
πλακώνω (µετβ.ρ): πλακοσαράβ πλατούλα: ντουµορό, ο
π.χ. πλακοσαρντάς µαν µπαρό π.χ. ε χουρντέσκο ντουµορό = η
άγχος = µε πλάκωσε µεγάλο άγχος. πλατούλα του µωρού.
πλάνεµα: χοχανταριπέ, ο πλατύς (άκλ. επίθ.): γκενίσσι
(βλ. και ξεγέλασµα). π.χ. γκενίσσι σι ο ντροµ, νακχέλ ο
πλανεύω (µετβ. ρ.): χοχανταράβ τοµαφίλι = πλατύς είναι ο δρόµος,
π.χ. χοχανταρντά σα ε ντουνιαβά περνάει το αυτοκίνητο.
ντα κερντά καλά παρέ = πλάνεψε Αντίθ. τανγκ και ντάρι = στενός,
όλο τον κόσµο και έκανε αυτά τα στενά.
χρήµατα (δηλ. την περιουσία.) πλεγµένος: (βλ. πλεκτός).
(βλ. και ξεγελώ). πλεκτός (µτχ. ως επίθ.): κουβντό,-ί
πλάστιγγα: κα(ν)τάρι, ο (= π.χ. κουβντό κοτόρ = πλεκτό
ζυγαριά). ύφασµα, κουβντί ζακέτα = πλεκτή
πλαστός (επίθ.): χοχαµντό,-ί (= ζακέτα.
ψεύτικος, ψεύτης) Αντίθ. µπικουβντό = άπλεχτος.
π.χ. χοχαµντέ παρέ = πλαστά πλέκω (µετβ. ρ.): κουβάβ
χρήµατα. π.χ. κουβάβ µε µπαλά τσούρνε =
πλατανάκι: τσιναρίσι, ο. πλέκω τα µαλλιά µου κοτσίδες.
πλάτανος: τσινάρι, ο πλένοµαι (αµετβ. ρ.): χαλαβάµαν
π.χ. τζας τε µπεσσάς αµένγκε και τχάµαν
ταλάλ τσινάρι = πάµε να κάτσουµε π.χ. τζα τχότουτ κάι τσεσσµάβα =
κάτω από τον πλάτανο. πήγαινε να πλυθείς στη βρύση,
πλατανότοπος: τσιναρένγκο-τχάν, χαλάβ-τουτ σίγο ντα τε τζάσταρ =
ο. πλύσου γρήγορα και να φύγουµε.
πλατανόφυλλο: τσιναρέσκι-πατρίν, (βλ. οµόηχο τχάµαν = βάζοµαι).
η. πλένοµαι (αµετβ. ρ.): χαλάντιαβ
πλάτεµα: γκενισσλεµέκο, ο (παθητική διάθεση)
Αντίθ. τανγκιαριπέ = στένεµα. π.χ. κατάρ µιρνέ βαστά χαλάντιλε
πλάτη: ντουµό, ο καλά τσαρέ = από τα δικά µου
π.χ. ιρισαρντά πο ντουµό ντα χέρια πλύθηκαν αυτά τα πιάτα.
πασστιλό = γύρισε την πλάτη του πλένω (µετβ. και αµετβ. ρ.):
και κοιµήθηκε, µε κχάνικάσκο χαλαβάβ, τχαβ και τχοβάβ
ντουµό νι τσαλαβάβ = εγώ κανενός π.χ. χαλαβάβ ο τοµαφίλι = πλένω
πλάτη δε χτυπώ (δηλ. δεν το αυτοκίνητο, χαλαβάβ µο µούι =
παρακαλώ, δεν καλοπιάνω). πλένω το πρόσωπό µου, τχοντέµ κε
πλατίνα (του κινητήρα): πλατίνα, πατέ = έπλυνα τα ρούχα σου.
η (πληθ. πλατίνε, ε) (βλ. οµόηχο τχαβ = κλωστή, βάζω)
π.χ. ε τοµαφιλέσκε πλατίνε = οι (βλ. χαλαβάβ στο λήµµα λούζω).
πλατίνες του αυτοκινήτου. πλέξιµο: κουβιπέ, ο.
πλάτος: γκενισσλίκο, ο πλεξούδα: τσούρνα, η.
π.χ. γκάντικιν σι ε κχερέσκο πλεξουδίτσα: τσουρνορί, η.
γκενισσλίκο; = πόσο είναι το πλέον: (βλ. πια).
πλάτος του σπιτιού; πλευρά (α): ρικ, η
352

π.χ. πφιρ κατάρ η τσατσέ ρικ ε π.χ. κον αταβέλ τουκέ καλά
ντροµέσκι = περπάτα από τη δεξιά αµπέρα; = ποιος σου φέρνει αυτές
πλευρά του δρόµου. τις πληροφορίες;
(βλ. και µεριά). πληροφοριοδότης: αµπερτζίο, ο
πλευρά (β): ταράφι, ο (σ.α. µεριά) (σ.α. αγγελιοφόρος,
π.χ. ιρισάρ λε κατάρ κοβά ταράφι = µαντατοφόρος), θηλ. αµπερτζίκα, η.
γύρνα το από την άλλη πλευρά. πληροφορούµαι (α) (αµετβ. ρ.):
πλευράκι: πασσαβρορό, ο. τζανγκλάρντιαβ (σ.α.
πλευρό: πασσαβρό, ο. γνωστοποιούµαι).
π.χ. τσαλάντιλο κάι πο πασσαβρό = πληροφορούµαι (β) (αµετβ. ρ.):
χτύπησε στο πλευρό του, (φράση) αµπέρι-λαβ (= πληροφορία παίρνω,
οπρά καβά πασσαβρό τε πασστός = είδηση παίρνω, σ.α. ειδοποιούµαι)
πάνω σ’ αυτό το πλευρό να π.χ. κάσταρ λιάν αµπέρι του; = από
κοιµάσαι. ποιον πληροφορήθηκες εσύ;
πλευρούλα: ριγκορί, η. πληροφορώ (α) (µετβ. ρ.):
πληγή: γιαράβα, η τζανγκλαράβ (= κάνω να ξέρει-ουν,
π.χ. σίµαν γιαράβα κάι µι κοτσ = τζανάβ = ξέρω).
έχω πληγή στο γόνατό µου. πληροφορώ (β) (µετβ. ρ.): αµπέρι-
(βλ. και τραύµα). νταβ (= πληροφορία δίνω, είδηση
(υποκ.) γιαραβίσα, η. δίνω, σ.α. ειδοποιώ, προειδοποιώ)
πληγώνω (µετβ. ρ.): γιαραλάϊαβ π.χ. νι ντιά µαν αµπέρι κχόνικ =
(προφ. µε συνίζηση ια). δεν µε πληροφόρησε κανείς.
(βλ. και τραυµατίζω). πληρωµένος (µτχ.): ποκι(ν)ντό,-ί
πληθαίνω (αµετβ. ρ.): π.χ. ποκι(ν)ντέ σι ε µανγκινά =
καλαµπαλούκο-κερντιάβ (= πλήθος πληρωµένα είναι τα εµπορεύµατα.
γίνοµαι). Αντίθ. µπιποκι(ν)ντό = απλήρωτος.
πληθαίνω (µετβ. ρ.): πληρωµή: ποκινιπέ, ο (σ.α.
καλαµπαλούκο-κερνταράβ (= αµοιβή)
πλήθος κάνω να γίνει). π.χ. ποκινιπέ µανγκέν ε µανγκινά =
πλήθος: καλαµπαλούκο, ο πληρωµή θέλουν τα εµπορεύµατα.
π.χ. κάι µπιάβ σας µπουτ πληρώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
καλαµπαλούκο = στο γάµο είχε ποκί(ν)ντιαβ (σ.α. αµείβοµαι)
πολύ πλήθος. (σ.α. όχλος, π.χ. κάνα κα ποκί(ν)ντος κατάρ κι
οχλαγωγία). µπουκί; = πότε θα πληρωθείς από
πλήρης: (βλ. γεµάτος). τη δουλειά σου;, ο λατσχιπέ κάι
πληρότητα: πφερντιπέ, ο. κερντάν µανγκέ νι ποκί(ν)ντολ
πληροφορηµένος (µτχ.): κχάντσικέσα = το καλό που µου
τζανγκλαρντό,-ί ‘κανες δεν πληρώνεται µε τίποτα.
(σ.α. ενηµερωµένος). πληρώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
Αντίθ. µπιτζανγκλαρντό = ποκι(ν)ντισάαβ
απληροφόρητος. π.χ. νταά νι ποκι(ν)ντισάιλαν; =
πληροφόρηση: τζανγκλαριπέ, ο ακόµα δεν πληρώθηκες; (σ.α.
(σ.α. ενηµέρωση, γνωστοποίηση). αµείβοµαι)
πληροφορία: αµπέρι, ο (βλ. και πληρώνω (µετβ. ρ.): ποκινάβ (σ.α.
είδηση, µήνυµα) αµείβω)
353

π.χ. τε ποκινές κο µπόρτζι = να π.χ. µπουτ µπαρβαλό σι, ιν τζανέλ


πληρώσεις το χρέος σου, κα ποκινές σο σίλες = είναι πολύ πλούσιος, δεν
λε καβά κάι κερντάν µανγκέ = θα ξέρει τι έχει, µπαρµπαλί σι λεσκί
το πληρώσεις αυτό που µου έκανες ντέι = πλούσια είναι η µάνα του.
(δηλ. θα σε εκδικηθώ), πε µπεζαχά Αντίθ. τσορό = φτωχός, ορφανός.
ποκινέλ = τις αµαρτίες του πλούσιος (β) (άκλ. επίθ.): ζενγκίνι
πληρώνει, κάνα κα ποκινές µαν; = και (επίθ.) ζενγκίνι-κα
πότε θα µε πληρώσεις; π.χ. ζενγκίνι σι λεσκό ντατ =
πλησιάζω (α) (µετβ. ρ.): πασσαράβ πλούσιος είναι ο πατέρας του.
Αντίθ. ντουραράβ = αποµακρύνω. πλουταίνω (αµετβ.ρ): (βλ.
πλησιάζω (β) (µετβ. ρ.): πασσέ- πλουτίζω αµετβ.).
α(ν)ταβάβ (= κοντά φέρνω) και πλουταίνω (µετβ. ρ.): (βλ.
πασσανταράβ (σ.α. προσεγγίζω). πλουτίζω µετβ.).
πλησιάζω (α) (αµετβ. ρ.): πλουτίζω (µετβ. ρ.):
πασσάβαβ µπαρβαλισαράβ.
π.χ. άλε, πασσάο, τε ντικχάβ τουτ! πλουτίζω (µετβ. ρ.): µπαρβαράβ
= έλα, πλησίασε, να σε δω! και µπαρµπαράβ
(βλ. και κοντεύω) π.χ. µπαρβαρντέµ καλέ µποκχαλές
Αντίθ. ντουράβαβ = = πλούτισα αυτόν τον νηστικό.
αποµακρύνοµαι. πλουτίζω (αµετβ. ρ.):
πλησιάζω (β) (αµετβ. ρ.): πασσέ- µπαρβαλισάαβ
αβάβ (= κοντά έρχοµαι) (σ.α. Αντίθ. τσοριάβ = φτωχαίνω
προσεγγίζοµαι). (αµετβ.).
πλησίασµα (α): πασσαβιπέ, ο πλουτίζω (µετβ. ρ.): ζενγκίνι-
Αντίθ. ντουραριπέ = αποµάκρυνση. κεράβ (= πλούσιο, -α κάνω)
πλησίασµα (β): πασσαριπέ και π.χ. κερντά λε ζενγκίνι λεσκί ροµνί
πασσανταριπέ, ο (σ.α. προσέγγιση). = τον πλούτισε η γυναίκα του.
πλησιέστερος (επίθ.): έν- πλουτίζω (αµετβ. ρ.): µπαρβάβαβ
πασσουτνό, -ί και ένι-πασσουτνό, -ί και µπαρµπάβαβ
π.χ. σαό σι ο ένι-πασσουτνό γκαβ π.χ. µπαρβάιλο ο τζουβαλό =
κατάρ; = ποιο είναι το πλησιέστερο πλούτισε ο ψειριάρης.
χωριό από δω; πλουτίζω (αµετβ. ρ.): ζενγκίνι-
Αντίθ. εν-ντουριτνό = κερντιάβ (= πλούσιος, -α γίνοµαι)
µακρινότερος. π.χ. κερντιλό-ζενγκίνι κατάρ καϊά
πλοίο: βαπόρι, ο µπουκί µο ντατ = πλούτισε από
π.χ. ικλιλάν ιτσ οπρά βαπόρι; = αυτή τη δουλειά ο πατέρας µου.
ανέβηκες ποτέ πάνω σε πλοίο; πλούτισµα: µπαρβαλιπέ, ο (σ.α.
πλουσιοκόριτσο: µπαρβαλί-τσχέι, πλούτος).
η. πλουτισµένος (µτχ.):
πλουσιόπαιδο: µπαρβαλό-τσχαβό µπαρβαλισαρντό, -ί.
(= πλούσιο αγόρι) και µπαρβαλό- πλουτισµός: µπαρβαλισαριπέ, ο
τσχαό (= πλούσιο αγόρι) και Αντίθ. τσοραριπέ = φτώχεµα.
ζενγκίνι-τσχαβό, ο (= πλούσιο πλούτος: µπαρβαλιπέ, ο
αγόρι). π.χ. (φράση) µπαρβαλό γκι ανέλ
πλούσιος (α) (επίθ.): µπαρβαλό, -ί τσοριπέ, τσορό γκι ανέλ
και µπαρµπαλό, -ί µπαρβαλιπέ = πλούσια ψυχή φέρνει
354

φτώχια, φτωχιά ψυχή φέρνει π.χ. πολοκό χα, κα τασός! = σιγά


πλούτο. τρώγε, θα πνιγείς!, τασιλό α(ν)ντί
Αντίθ. τσοριπέ = φτώχια, ορφάνια λεν = πνίγηκε µες στο ποτάµι,
(οµόηχο τσοριπέ = κλεψιά). τασιλόµ κατάρ ο ντουµάνο =
πλούτος: ζενγκί(ν)νίκο και πνίγηκα από τον καπνό.
ζενγκινίκο, ο πνίγω (µετβ. ρ.): τασαβάβ
π.χ. σο τε κεράβ ο ζενγκι(ν)νίκο, π.χ. ασταρντά λε κατάρ λεσκί κορ,
άµα νάι µαν σαστιπέ! = τι να κάνω κα τασαβέλας λε = τον έπιασε από
τον πλούτο, άµα δεν έχω υγεία! το λαιµό του, θα τον έπνιγε (σ.α.
Αντίθ. τσοριπέ = φτώχια, ορφάνια, στραγγαλίζω).
(οµόηχο τσοριπέ = κλεψιά). πνίξιµο: τασαηπέ, ο (σ.α.
πλυµένος (µτχ.): χαλαντό,-ί και στραγγάλισµα).
τχοντό,-ί ποδαράκι: τσανγκορί, η
π.χ. χαλαντέ σι ε πατέ = πλυµένα π.χ. ε χουρντέσκε τσανγκορά = τα
είναι τα ρούχα, χαλαντό σι κο ποδαράκια του µωρού.
πα(ν)τόλι = πλυµένο είναι το ποδαρίλα: τσανγκένγκι-κοκία, η (=
παντελόνι σου. ποδιών µυρωδιά)
(βλ. οµόηχο τχοντό = π.χ. τσανγκένγκι-κοκία κχά(ν)ντελ
τοποθετηµένος, βαλµένος). α(ν)ντό κχερ = ποδαρίλα µυρίζει
Αντίθ. µπιχαλαντό = άπλυτος. µες στο σπίτι.
πλυντήριο: πλι(ν)ντίριο, ο ποδηλατάκι: βελεπσικίσα, η.
π.χ. κι(ν)ντόµ µε ροµνάκε ποδηλατάς: βελεσπι(τ)τσίο, ο
πλι(ν)ντίριο = αγόρασα για την π.χ. ινγκάρ η βελεπσίκα κάι
γυναίκα µου πλυντήριο. βελεσπι(τ)τσίο τε κερέλ λα =
πλύση: (βλ. πλύσιµο). πήγαινε το ποδήλατο στον
πλύσιµο: χαλαηπέ και τχοηπέ, ο ποδηλατά να το φτιάξει.
π.χ. ο τοµαφίλι µανγκέλ χαλαηπέ = ποδήλατο: βελεπσίκα, ελεπσίκα,
το αυτοκίνητο θέλει πλύσιµο, βελεσπίκα και βελεσπίτκα, η
τχοηπέ µανγκέν κε πατέ =πλύσιµο π.χ. µο ντατ κι(ν)ντά µανγκέ
θέλουν τα ρούχα σου. βελεπσίκα = ο πατέρας µου µου
(βλ. οµόηχο τχοηπέ = τοποθέτηση). αγόρασε ποδήλατο.
πνευµόνι: πνεβµόνι, ο πόδι: τσανκ και τσανγκ, η
π.χ. σσιλ λιέ λεσκέ πνεβµόνορα = π.χ. πελό κατάρ κοπάτσι ντα
κρύο πήραν (κρυολόγησαν) τα πφαγκιλί λεσκί τσανκ = έπεσε από
πνευµόνια του. το δέντρο κι έσπασε το πόδι του, σο
πνευστό (µουσικό όργανο): µανγκές; τε περάβ κάι κε τσανγκά
ντιντίκο, ο (χρησιµοποιείται για όλα ντα τε µολισαράβ τουτ; = τι θέλεις;
τα πνευστά µουσικά όργανα, για να πέσω στα πόδια σου και να σε
την κόρνα και τη σφυρίχτρα). παρακαλέσω;, ντουκχάν µαν µε
πνιγµένος (µτχ.): τασαντό,-ί τσανγκά = µου πονούν τα πόδια.
π.χ. (µτφ.) τασαντό σοµ ε (Το τµήµα κάτω από τον
µπουκέ(ν)νταρ = είµαι πνιγµένος αστράγαλο λέγεται πουρνό, ο).
από τις δουλειές. ποδιά: φούτα, η
πνίγοµαι (αµετβ. ρ.): τασιάβ και π.χ. βουραντάς πι φούτα για τε
τασιβάβ χαλαβέλ ε τσαρέ = φόρεσε την
ποδιά της για να πλύνει τα πιάτα.
355

ποδοσφαιρικός (επίθ.): τοπάκο, -ι πολεµώ (αµετβ. ρ.): µαρεµπάβα-


(είναι η γενική πτώση της λέξης κεράβ (= πόλεµο κάνω) και
τόπα, η = µπάλα, ποδόσφαιρο) τσινγκάρ-κεράβ
π.χ. τοπάκε µενία = ποδοσφαιρικά π.χ. µο πάπο κερντάσας-
παπούτσια. µαρεµπάβα ε Ιταλιανένσα = ο
ποδοσφαιριστής: τοπτσίο, ο. παππούς µου είχε πολεµήσει µε
ποδόσφαιρο: τόπα, η τους Ιταλούς.
π.χ. κχελάβ τόπα = παίζω (βλ. τσινγκάρ-κεράβ στο λήµµα
ποδόσφαιρο, ντικχάβ τόπα κάι καβγαδίζω).
τιλεόρασι = βλέπω ποδόσφαιρο πολεµώ (µτφ.): (βλ. παιδεύοµαι
στην τηλεόραση. (α)), µάχοµαι (γ)).
(βλ. και τόπι, µπάλα). πόλη: κασαµπάβα, η
ποίηµα: πίιµα, ο π.χ. ικλιλάµ αβρί κατάρ
π.χ. ροµανό πίιµα = τσιγγάνικο κασαµπάβα = βγήκαµε έξω από την
ποίηµα. πόλη (βλ. και πρωτεύουσα).
ποιµένας: (βλ. βοσκός). πολιτεία: (βλ. κράτος).
ποινή: τζεζάβα, η πολιτικάντης: πολιτίκατζίο, ο (θηλ.
π.χ. µπαρί τζεζάβα τσχουτέ λέσκε πολιτίκατζίκα, η)
= µεγάλη ποινή του ρίξανε. π.χ. σα πι µπουκί ντικχέλ τε κερέλ.
ποινικός (επίθ.): τζεζαβάκο,-ι τζανές σο πολιτίκατζίο σι; = όλο τη
π.χ. τζεζαβάκο νιζάµο = ποινικός δουλειά του κοιτάζει να κάνει.
νόµος. ξέρεις τι πολιτικάντης είναι;, µε νάι
ποιος (ερωτηµ. αντων.): κον και σοµ πολιτίκατζίο, γκέσταρ
σαβό,-ί κονουσσίαβ τούκε = εγώ δεν είµαι
π.χ. κον αβιλό; = ποιος ήρθε; κον πολιτικάντης, εγκάρδια σου µιλώ.
σι καβά; = ποιος είναι αυτός; κον πολλαπλασιάζοµαι (αµετβ. ρ.):
πφε(ν)ντάς τούκε; = ποιος σου το µπουτιάβ και µπουτάβαβ.
είπε; κάσκο σι καβά; = ποιανού πολλαπλασιάζω (µετβ. ρ.):
είναι αυτό; σαβό σι λεσκό κχερ; = µπουταράβ (κυριολ. κάνω να γίνει
ποιο είναι το σπίτι του; = κάσα πολύ, µπουτ = πολύ, πολύς).
σάνας; = µε ποιον ήσουν; πολλαπλασιασµένος (µτχ.):
πολεµικός (επίθ.): µαρεµπαβάκο,-ι µπουταρντό,-ί.
και τσινγκαράκο,-ι πολλαπλασιασµός: µπουταριπέ, ο.
π.χ. µαρεµπαβάκε πούσσκε = πολύ (επίρρ.): µπουτ
πολεµικά όπλα. π.χ. µπουτ µανγκάβ τουτ = πολύ σε
πολεµιστής: µαρεµπετζίο, ο αγαπώ, µπουτ πασστός = πολύ
π.χ. µαρεµπετζίο σας λέσκο πάπου κοιµάσαι, χαλόµ µπουτ ντα
= πολεµιστής ήταν ο παππούς του. πφουκιλόµ = έφαγα πολύ και
πόλεµος: µαρεµπάβα και τσινγκάρ, φούσκωσα, µπουτ λον τσχουτάν
η α(ν)ντί ζουµί = πολύ αλάτι έριξες
π.χ. ο Ντελ τε νά σικαβέλ τε στο φαγητό.
κερντόλ µαρεµπάβα = ο Θεός να µη Αντίθ. εµπούκα = λίγο, λίγος.
δείξει να γίνει πόλεµος. πολυαγαπώ (µετβ. ρ.): µπουτ-
(βλ. τσινγκάρ στα λήµµατα καβγάς, µανγκάβ
φασαρία, µάλωµα). (µανγκάβ = αγαπώ, θέλω, ζητώ,
επιθυµώ).
356

πολύγλωσσος (επίθ.): µπουτέ- πολύξερος (επίθ.): µπουτζανγκλό,-ί


τσχιµπένγκο,-ι. π.χ. κερέλπες αµένγκε
πολύγνωρος: (βλ. πολύξερος). µπουτζανγκλό = µας παριστάνει τον
πολυγνωσία: µπουτζανγκλιπέ, ο πολύξερο.
(σ.α. πονηριά) (βλ. και γνώση). (βλ. και έξυπνος).
πολυετής (επίθ.): µπουτέ- πολυπαινεµένος (επίθ.): µπουτ-
µπροσσένγκο,-ι και µπουτέ- ασσαρντό, -ί.
µπρεσσένγκο, -ι (= πολλών ετών) πολυπαινεύω (µετβ. ρ.): µπουτ-
(βλ. και πολύχρονος). ασσαράβ.
Αντίθ. εκχέ-µπροσσέσκο και εκχέ- πολύς (άκλ. επίθ.): µπουτ (σ.α.
µπρεσσέσκο= (ενός έτους), άφθονος)
µονοετής. π.χ. ικαλέλ µπουτ παρέ κατάρ
πολυήµερος (επίθ.): µπουτέ- καγιά µπουκί = βγάζει πολλά λεφτά
γκιβεσένγκο,-ι (= πολλών ηµερών) απ’ αυτή τη δουλειά, σι µπουτ χαπέ
Αντίθ. ζάλακ-γκιβεσένγκο = (λίγων = έχει άφθονο φαγητό.
ηµερών), ολιγοήµερος. (βλ. και πολύ).
πολυκατοικία: (βλ. κτίριο). Αντίθ. εµπούκα, ζάλακ = λίγο,
πολυκέφαλος (επίθ.): µπουτέ- λίγος.
σσερένγκο, -ι. πολυσκέφτοµαι (αµετβ. και
πολυκοιµάµαι (αµετβ. ρ.): µπουτ- µετβ.ρ.): µπουτ-γκου(ν)ντισαράβ
πασστιάβ και µπουτ-πασσλιάβ. και µπουτ-ντυσυνίαβ (τα υ προφ.
πολυκοιτάζω (αµετβ. και µετβ.ρ.): όπως το γαλλικό u).
µπουτ-ντικχάβ. πολύτεκνος (επίθ.): µπουτέ-
πολυλογάς: πφερασαλό, ο (σ.α. χουρντένγκο, -ι..
γλωσσοπλάστης) πολυτρώω (αµετβ. και µετβ.ρ.):
Συνών. τσχιµπαλό = γλωσσάς. µπουτ-χαβ.
πολυλογία: πφερασαλιπέ, ο πολύχρονος (επίθ.): µπουτέ-
(πφερασαλό, ο = λογάς, πολυλογάς, µπροσσένγκο, -ι και µπουτέ-
πφερασαλί, η = λογού, πολυλογού). µπρεσσένγκο, -ι
πολυλογού: πφερασαλί, η. π.χ. (ευχή) µπουτέ-µπροσσένγκο τε
πολύµηνος (επίθ.): µπουτέ- κερντός = πολύχρονος να γίνεις.
τσχονένγκο, -ι (= πολλών µηνών). Συνών. βεστό = µακρόβιος.
πολυµήχανος: (βλ. καταφερτζής πολύωρος (επίθ.): µπουτέ-
και επινοητικός). σαατένγκο, -ι (= πολλών ωρών)
πολυµιλώ (α) (αµετβ. ρ.): µπουτ- π.χ. µπουτέ-σαατένγκι
ορµπισαράβ κονουσσµάβα = πολύωρη οµιλία.
π.χ. νά ορµπισάρ-µπουτ, σόσκε κα Αντίθ. ζάλακ-σαατένγκο = (λίγων
ρακχαβές κι µπεϊλάβα = µην ωρών), ολιγόωρος.
πολυµιλάς, γιατί θα βρεις τον µπελά Ποµάκα: Ποµακίνκα, η (πληθ.
σου. Ποµακίνκε, ε)
πολυµιλώ (β) (αµετβ. ρ.): µπουτ- π.χ. καϊά Ποµακίνκα σουβέλ
κονουσσίαβ. σοστεά = αυτή η Ποµάκα ράβει
πολυξάκουστος (επίθ.): µπουτ- βράκες (είναι ράφτρα).
ασσου(ν)ντό, -ί ποµάκικος και ποµακινός (επίθ.):
Συνών. ασσαρντό = παινεµένος, ποµακένγκο, -ι
ναµλίο = ονοµαστός.
357

π.χ. ποµακένγκε γκαβά = ποµακικά πονήρεµα: πφιρναριπέ, ο.


χωριά. πονηρεύοµαι (αµετβ. ρ.): πφιρνιάβ
Ποµάκος: Ποµάκο, ο (πληθ. και πφιρναράµαν
Ποµάκορα, ε). π.χ. πφιρνιλό αγκαντάλ κάι
ποµπή γάµου: αλάι, ο (έθιµο κατά ορµπισαρντάν λεσκέ =
τη δεύτερη µέρα του γάµου που πονηρεύτηκε έτσι που του µίλησες,
πηγαίνουν περπατώντας και πφιρνάο, πουτάρ κε γιακχά! =
χορεύοντας οι συγγενείς και φίλοι πονηρέψου, άνοιξε τα µάτια σου!,
του γαµπρού (χωρίς το γαµπρό) πφιρνιλό ο αβανάκι = πονηρεύτηκε
µαζί µε τους οργανοπαίχτες, για να ο αγαθός.
πάρουν τη νύφη από το πατρικό της Συνών. µπουτζανγλαράµαν =
σπίτι και να τη φέρουν στο σπίτι µηχανεύοµαι.
του γαµπρού) πονηρεύω (α) (µετβ. ρ.):
π.χ. αβγκιέ κα κερντόλ ο αλάι = πφιρναράβ
σήµερα θα γίνει η ποµπή του π.χ. πφιρναρντά λε λεσκί ροµνί =
γάµου. τον πονήρεψε η γυναίκα του.
πονάκι: ντουκχορί, η πονηρεύω (β) (επιτατ. µετβ.ρ.):
π.χ. σίµαν εµπούκα ντουκχορί νταά πφιρνανταράβ
= έχω λίγο πονάκι ακόµα. π.χ. µε πφιρνανταρντόµ κε τσχαβέ
πόνεµα: ντουκχανταριπέ, ο (= = εγώ πονήρεψα το γιο σου.
πρόκληση πόνου, από το επιτατ. πονηριά: πφιρνιπέ, ο (σ.α.
µετβ.ρ. ντουκχανταράβ = πονώ εξυπνάδα)
µετβ.). π.χ. χοχαντά λε πε πφιρνιµάσα =
πονεµένος (µτχ. ως επίθ.): τον ξεγέλασε µε την πονηριά του,
ντουκχανό,-ί και ντουκχαντό,-ί κο πφιρνιπέ µανγκέ νι νακχέλ = η
π.χ. µορέλ λεσκί ντουκχαντί τσανκ πονηριά σου σε µένα δεν περνάει.
= του τρίβει το πονεµένο του πόδι, Συνών. τζουνγκαλιπέ = δολιότητα,
µπουτ ντουκχαντό σι, νακχαντάς υπουλότητα, υπουλία, µπενγκαλιπέ =
µπουτ τσεκίε = είναι πολύ διαβολικότητα, σαπαλιπέ =
πονεµένος, πέρασε πολλά βάσανα. πανουργία.
πόνεση: ντουκχιπέ και ντουκχαηπέ, Αντίθ. αβανακλούκο = αγαθοσύνη,
ο (σ.α. λύπηση, οίκτος, συµπόνοια). αγαθότητα.
πονεσιάρης: (βλ. πονετικός). πονηρός (επίθ.): πφιρνό,-ί (σ.α.
πονετικός (επίθ.): ντουκχανό,-ί έξυπνος)
π.χ. ντουκχανό σι, κα ντουκχάλ π.χ. πφιρνό σι σαρ τιλκία = είναι
τούκε = πονετικός είναι, θα σε πονηρός σαν αλεπού, ο πφιρνό
λυπηθεί. µανούςς ντουέ τσανγκένσα περέλ =
Αντίθ. µπιντουκχανό = άπονος. ο πονηρός άνθρωπος µε τα δυό του
πονηρά (επίρρ.):πφιρνιµάσα πόδια πέφτει (δηλ. καµιά φορά ο
π.χ. σα πφιρνιµάσα κερές κι µπουκί πονηρός από την πολλή πονηριά
= όλο πονηρά κάνεις τη δουλειά του ξεγελιέται).
σου. Συνών. τζουνγκαλό = δόλιος,
Αντίθ. µπιπφιρνιµάσα = σαπαλό = πανούργος, µπενγκαλό =
απονήρευτα. διαβολεµένος, διαβολικός.
πονηράδα: πφιρνιπέ, ο (βλ. Αντίθ. µπιπφιρνό = απονήρευτος,
πονηριά). αβανάκι = αγαθός, αγαθιάρης.
358

πονηρούλης (επίθ.): πφιρνορό,-ί π.χ. τρασσάιλο κατάρ µισσκόι =


π.χ. ακχιαρντόµ σο µανγκές τε φοβήθηκε από το ποντίκι, σαρ
κερές, πφιρνορέα! = κατάλαβα τι µισσκόι αστάρντιλαν = σαν ποντίκι
θέλεις να κάνεις, πονηρούλη! πιάστηκες, µισσκοϊά σι α(ν)ντό
Αντίθ. αβανακίσι = αγαθούλης. κχερ = ποντίκια έχει µες στο σπίτι.
πονηρούτσικος (επίθ.): πφιρνορό, ποντικοκούραδο: µισσκοέσκο-
-ι (σ.α. εξυπνάκιας, βλ. κφουλ, ο (πληθ. µισσκοένγκε-
πονηρούλης). κφουλά, ε).
πονόδοντος: ντα(ν)ντέσκι-ντούκ, η ποντικοπαγίδα: (βλ. παγίδα).
π.χ. νασστί πασστιλόµ κατάρ ποντικότρυπα: µισσκοέσκι-χΰβ, η.
ντα(ν)ντέσκι-ντουκ = δεν µπόρεσα ποντικοφάρµακο: µισσκοένγκο-
να κοιµηθώ από τον πονόδοντο. ιλάτσι, ο
πονοκεφαλιάζω (αµετβ. ρ.): µο- π.χ. κι(ν)ντάν µισσκοένγκο-ιλάτσι;
σσορό-ντουκχανταράβ (= το κεφάλι = αγόρασες ποντικοφάρµακο;
µου πονώ) ποντικοφωλιά: µισσκοένγκι-
π.χ. τζάµπα κο-σσορό- ουβάβα, η (= ποντικιών φωλιά).
ντουκχανταρές, αφού ο µανούςς νι πονώ (αµετβ. ρ.): ντουκχάβ
ακχιαρέλ τουτ = άδικα π.χ ντουκχάλ µο βας = πονάει το
σπαζοκεφαλιάζεις, αφού ο χέρι µου, ντουκχάλ µο ντουµό =
άνθρωπος δε σε καταλαβαίνει. πονάει η µέση µου, κάι ντουκχάς; =
Συνών. µο-σσορό-πφαγκάβ = πού πονάς;
σπαζοκεφαλιάζω. (σ.α. συµπονώ, λυπάµαι) (βλ. και
πονοκέφαλος: σσερέσκι-ντούκ, η λυπάµαι).
π.χ. σίµαν σσερέσκι-ντούκ = έχω πονώ (α) (µετβ. ρ.): ντουκχαβάβ
πονοκέφαλο. π.χ. αγκαντάλ κάι µορές µαν
πονόλαιµος: κοράκι-ντούκ, η. ντουκχαβές µαν, πολοκό µόρµαν =
πόνος: ντουκ, η έτσι όπως µε τρίβεις µε πονάς, πιο
π.χ. µεράβ κατάρ η ντουκ = ελαφρά τρίψε µε, ντουκχαντάν λες
πεθαίνω από τον πόνο. κανταλέ ορµπένσα = τον πόνεσες µ’
πονοψυχιά: γκέσκι-ντουκ, η (= αυτά τα λόγια.
ψυχής πόνος) (σ.α. κοιλόπονος, γκι πονώ (β) (µετβ. ρ.):
= ψυχή, κοιλιά). ντουκχανταράβ
πονόψυχος (επίθ.): ντουκχανέ- π.χ. σαρ ντουκχανταρντάν µαν του,
γκέσκο,-ι αγκαντάλ κα ντουκχανταράβ τουτ
π.χ. ντουκχανέ-γκέσκο σι καβά µε ντα = όπως µε πόνεσες εσύ, έτσι
ντοκτόρι = πονόψυχος είναι αυτός ο θα σε πονέσω κι εγώ.
γιατρός. πόπο!και ποπό! (επιφ.): άλε-άλε
Αντίθ. ζουραλέ-γκέσκο = (οµόηχο άλε άλε = έλα έλα, πάρε
σκληρόψυχος. πάρε)
ποντικάκι: µισσκοϊορό, ο (προφ. π.χ. άλε-άλε! σο κερντά ο ντιλό! =
µε συνίζηση ιο). πόπο! τι έκανε ο τρελός (βλ. άλε
ποντικάς: µπαρό-µισσκόι, ο (προφ. στο επιφ. α).
µε συνίζηση οι). πορδή: κχάϊ, η
ποντίκι: µισσκόι, ο (προφ. µε (υποκ.) κχαϊορί, η (προφ. µε
συνίζηση οι) συνίζηση ιο).
359

πορνεία: λουµπνιπέ, ο (βλ. και πορτοφόλι (α): τζουλτάµο, ο


προστυχιά). π.χ. χασαρντόµ µο τζουλτάµο =
πορνείο: κερανάβα, η έχασα το πορτοφόλι µου.
π.χ. (κατάρα) κάι κερανάβα τε πορτοφόλι (β): πορτοφόλι, ο
περέλ κι τσχέι ντα τε σίρντες κε π.χ. λε κο πορτοφόλι = πάρε το
µπαλά = σε πορνείο να πέσει η πορτοφόλι σου.
κόρη σου και να τραβάς τα µαλλιά πορτοφόλι (γ): τσά(ν)τα, η (βλ. και
σου. τσάντα)
πορνεύω (αµετβ. ρ.): π.χ. πφερντί παρέ σι κε ντάκι
λουµπνισαράβ. τσά(ν)τα = γεµάτο λεφτά είναι της
πόρνη (α) : λουµπνί, η µάνας σου το πορτοφόλι.
π.χ. νά κα πφιρές καλέ λουµπνάσα πορτοφόλι (δ): κισί, η
= δεν θα περπατάς µ’ αυτή την π.χ. κε µαµιάκι κισί σι πφερντί = το
πόρνη, ντιλαρντάς τουτ η λουµπνί = πορτοφόλι της γιαγιάς σου είναι
σε τρέλανε η πόρνη (λουµπνί σ.α. γεµάτο.
πρόστυχη, λουµπνό = πρόστυχος). (είδος γυναικείου πορτοφολιού που
Συνών. χαντζαντί = χαµούρα. δένεται µε υφασµάτινη ζώνη στη
(υπόκ.) λουµπνορί, η. µέση. Το πορτοφόλι αυτό σήµερα
πόρνη (β): οροσπούκα, η το φορούν µόνο οι ηλικιωµένες
π.χ. χαλά µαν καγιά οροσπούκα = (άνω των 50 ετών)).
µ’ έφαγε αυτή η πόρνη. (υποκ.) κισορί, η.
Αντίθ. ναµουζλούκα = σεµνή, τίµια. πόση: πιιπέ, ο
πόρτα (α): ουντάρ, ο π.χ. νάι πιιµάσκε καβά παΐ = δεν
π.χ. πουτάρ ο ουντάρ = άνοιξε την είναι για πόση αυτό το νερό.
πόρτα, τσαλαβάβ ο ουντάρ = χτυπώ πόσιµος (επίθ.): πιιµάσκο,-ι και
την πόρτα, κασστουνό ουντάρ = πιµάσκο,-ι
ξύλινη πόρτα. π.χ. πιιµάσκο παΐ = πόσιµο νερό.
πόρτα (β): καπούια (προφ. µε πόσο (α) (επίρρ. και άκλ. αντων.):
συνίζηση ια) και καπία, η καζόµ, κάντιµπορ, σαµπόρ,
π.χ. νασστί πουταράβ η καπούια = γκάντιµπορ και κάντικιν και
δεν µπορώ να ανοίξω την πόρτα. καµπόρ (σ.α. πόσος)
πορτοκαλάδα: πορτοκαλάδα και π.χ. καζόµ παρέ µανγκές; = πόσα
πορτοκαλάντα, η λεφτά θέλεις;, κάντικιν
π.χ. πουτάρ µανγκέ γεκ µπροσσένγκο σαν; = πόσο χρονών
πορτοκαλάδα τε παβ = άνοιξέ µου είσαι;, γκάντιµπορ γκιβέ κα ατσχός
µια πορτοκαλάδα να πιω. κατέ; = πόσες µέρες θα µείνεις
πορτοκάλι: πορτοκάλι, ο εδώ;, καµπόρ µανγκές; = πόσο
π.χ. σσουκλό πορτοκάλι = ξινό θέλεις;
πορτοκάλι (πληθ. πορτοκάλα, ε). (βλ. και τόσο)
πορτοκαλί: πορτοκαλέσκο-ρένκι, ο πόσο (β) (επίρρ. και άκλ. αντων.):
(= πορτοκαλιού χρώµα). γκάντικιν και σοµπόρ (σ.α. πόσος)
πορτοκαλιά: πορτοκαλίν, η. π.χ. γκάντικιν τζενέ αβιλέ; = πόσα
πορτούλα (α): ουνταρορό, ο. άτοµα ήρθαν;, τζανές γκάντικιν
πορτούλα (β): καπουΐσα και µπουτ µανγκάβ τουτ! = ξέρεις πόσο
καπιίσα, η. πολύ σε αγαπώ!
πορτοφολάς: (βλ. τσαντάκιας). πόσος: (βλ. και πόσο).
360

ποσότητα: µπουτιπέ, ο (από τη π.χ. κάσκι σι καγιά ναστράπα; =


λέξη µπουτ = πολύ, πολύς) (σ.α. ποιανού είναι αυτό το ποτήρι;
αφθονία). ποτίζω (α) (µετβ. ρ.): ποτισαράβ
ποσότητα: καµποριπέ, γκαντικινιπέ π.χ. ποτισαράβ ε λουλουγκιά =
και καντικινιπέ, ο. ποτίζω τα λουλούδια.
πόστα (η): πόστα (= οµάδα ποτίζω (β) (µετβ. ρ.): παΐ-τσχάβ
εργατών) (= νερό ρίχνω) και πάι-τσχαβ (=
π.χ. µπαριλί αµαρί πόστα, αβιλέ νερό ρίχνω)
αβέρ τζενέ ντα = µεγάλωσε η πόστα π.χ. σσουκιλό ο κοπάτσι, τσχου
(οµάδα) µας, ήρθαν κι άλλα άτοµα. λεσκέ εµπούκα παΐ = ξεράθηκε το
πόστο (το): πόστα, η (= θέση δέντρο, πότισέ το λίγο.
εργασίας). πότισµα: ποτισαριπέ, ο
π.χ. άτσι κάι κι πόστα του = µείνε π.χ. ποτισαριπέ µανγκέν ε κοπάτσα
στο πόστο σου εσύ. = πότισµα θέλουν τα δέντρα.
ποταµάκι: λενορί και λεορί, η. ποτισµένος (µτχ.): ποτισαρντό,-ί
ποτάµι: λεν, η π.χ. ποτισαρντέ σι ε λουλουγκιά =
π.χ. κ’ αβές κάι λεν τε ναϊάς; = θα ποτισµένα είναι τα λουλούδια.
‘ρθεις στο ποτάµι να ποτό: ιτσκία, η
κολυµπήσουµε;, κα τζας κάι λεν τε π.χ. σόσκι ιτσία µανγκές τε πες; =
ασταράς-µατσχέ = θα πάµε στο τι ποτό θέλεις να πιεις;
ποτάµι να ψαρέψουµε. πού (ερωτηµ. επίρρ.): κάι
ποταµίσιος (επίθ.): λενάκο,-ι και π.χ. κάι σάνας; = πού ήσουν; κάταρ
λεάκο,-ι αβές; = από πού έρχεσαι; κάι γκελό;
π.χ. λεάκο πάι = ποταµίσιο νερό. = πού πήγε; κάι ντικχλάν λε; = πού
ποταµόψαρο: λενάκο-µατσχό και τον είδες;
λεάκο-µατσχό, ο (από πού; = κάταρ, π.χ. κάταρ
πότε (επίρρ.): κάνα γκελό; = από πού πήγε;)
π.χ. κάνα κα τζάσταρ; = πότε θα (βλ. και σε).
φύγεις;, νι τζανάβ κάνα κα ιρισάολ που (αντων. άκλ.): κάι
= δεν ξέρω πότε θα γυρίσει, κάνα π.χ. κοτέ κάι πφε(ν)ντόµ τουκέ =
αβιλάν; = πότε ήρθες; εκεί που σου είπα, (φράση) κα
(βλ. και όποτε, όταν). µπιτσχαλάβ τουτ κοτάρ κάι αβιλάν
ποτέ (επίρρ.): ιτσ (κυριολ. = θα σε στείλω από ‘κει που ήρθες,
καθόλου) τούσαν ο σεµπέτι κάι σίρνταβ
π.χ. ιτσ νασστί κα κερντόλ καβά ακανά = εσύ είσαι η αιτία που
κάι πφενές = ποτέ δεν θα γίνει αυτό τραβάω (υποφέρω) τώρα.
που λες, ιτσ ιν αβιλό τε ντικχέλ µαν (βλ. και σε).
= ποτέ δεν ήρθε να µε δει. πουθενά (επίρρ.): κχατέ(ν)ντε και
(βλ. και καθόλου). κχάτινέ(ν)ντε
ποτηράκι: ποτιρίσι, ο. π.χ. νι κα τζας κχατέ(ν)ντε, κατέ κα
ποτήρι: ποτίρι, ο ατσχός = δεν θα πας πουθενά, εδώ
π.χ. χαλαβάβ ε ποτίρα = πλένω τα θα µείνεις, ροντόµ λε κάι-αβέλα,
ποτήρια. νασστί ρακχαντόµ λε κχατέ(ν)ντε =
ποτήρι (µε χερούλι από πλαστικό τον έψαξα παντού, δεν τον βρήκα
ή µέταλο): ναστράπα, η πουθενά.
361

πουκαµισάκι: α(ν)τεραβίσα, η και Αντίθ. κι(ν)ντιάβ = αγοράζοµαι.


γκατορό, ο πουλιέµαι (β) (αµετβ. ρ.):
π.χ. σσουκάρ σι κο γκατορό = µπικι(ν)ντισάαβ
ωραίο είναι το πουκαµισάκι σου. π.χ. µπικι(ν)ντισάιλε ε µανγκινά =
πουκάµισο: α(ν)τεράβα, η και πουλήθηκαν τα εµπορεύµατα.
γκατ, ο πούλµαν: πούλµαν, η και πούλµαν,
π.χ. χαρνέ-µπαϊένγκο γκατ = ο
κοντοµάνικο πουκάµισο, µπαρέ- π.χ. γκελόταρ πούλµανάσα = έφυγε
µπαϊένγκο γκατ = µακρυµάνικο µε πούλµαν.
πουκάµισο, κι(ν)ντόµ τουκέ πουλµαντζής: πούλµαντζίο, ο.
α(ν)τεράβα = σου αγόρασα πουλώ (µετβ. ρ.): µπικινάβ και
πουκάµισο (γκατ σ.α. ρούχο). µπικνάβ
πουλάδα: πιλίτσκα, η (βλ. π.χ. µπικινέλ πατέ κάι παζάρι =
κοτοπουλάκι). πουλάει ρούχα στο παζάρι,
πουλαδίτσα: πιλιτσκίσα, η. µπικινάβ µο τοµαφίλι = πουλάω το
πουλάκι: τσιρικλορί, η. αυτοκίνητό µου, µπικνέλ πο κχέρ =
πουλαράκι: κχουρορό, ο. πουλάει το σπίτι του, καβά µπικνέλ
πουλάρι: κχουρό, ο. τουτ ντα κινέλ τουτ = αυτός σε
πουλερικό: κχαϊνικανό, ο. πουλάει και σ’ αγοράζει.
πουλερικά (τα): κχαϊνικανέ, ε Αντίθ. κινάβ = αγοράζω.
(προήλθε από τη λέξη κχαϊνί = πούντα: πού(ν)τα, η
κότα). π.χ. πού(ν)τα λιά ο χουρντό =
πούληµα: µπικινιπέ, ο πούντα πήρε (άρπαξε) το παιδί.
π.χ. νάι µπικινιµάσκε καλά = δεν πούπουλα (τα): µπαλά, ε (κυριολ.
είναι για πούληµα αυτά. µαλλιά, τρίχες)
Αντίθ. κινιπέ = αγόρασµα. π.χ. ε κχαϊνάκε µπαλά = της κότας
πουληµένος (µτχ.): µπικι(ν)ντό,-ί τα πούπουλα.
π.χ. µπικι(ν)ντό σι ο κχερ = πούστης: µπουλιάκο και
πουληµένο είναι το σπίτι. µπουλιντι(ν)ντό, ο.
Αντίθ. µπιµπικι(ν)ντό = απούλητος πουστιά: πουσσλούκο, ο
πούληση: µπικινιπέ, ο π.χ. σόσκε κερντάν µανγκέ καβά
Αντίθ. κινιπέ = αγόρασµα. πουσσλούκο; = γιατί µου έκανες
πουλί: τσιρικλί, η αυτή την πουστιά;
π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου πουτάνα: λουµπνί (σ.α. πρόστυχη)
«Ε τσιρικλά» (= Τα πουλιά) σαρ και οροσπούκα, η
τσιρικλά σι ε Ροµά, σα ε π.χ. τζανές σο λουµπνί σι καγιά! =
ντουνιαβάτε σίλεν πφαλά = σαν τα ξέρεις τι πουτάνα είναι αυτή!,
πουλιά είναι οι Τσιγγάνοι, σ’ όλο µποζντού λεσκί ανάβα καγιά
τον κόσµο έχουν αδέρφια. οροσπούκα = του χάλασε την
πουλιέµαι (α) (αµετβ. ρ.): οικογένεια αυτή η πουτάνα.
µπικί(ν)ντιαβ (υποκ.) λουµπνορί, η.
π.χ. (φράση) µε νι µπικί(ν)ντιαβ πουτανιά: λουµπνιπέ, λουµνιπέ
παρένγκε = εγώ δεν πουλιέµαι για (σ.α. προστυχιά, πορνεία) και
χρήµατα, νι µπικί(ν)ντιλε ε οροσπουλούκο, ο
µανγκινά = δεν πουλήθηκαν τα Αντίθ. ναµουζλούκο = σεµνότητα,
εµπορεύµατα. τιµιότητα.
362

πουτανιάρης (ο): λουµπνό, λουµνό π.χ. καλαρντάς µο γκι,


και οροσπουτζίο, ο τσατσουκανέστε = µου µαύρισε την
π.χ. τζανάβ σο οροσπουτζίο σαν! = ψυχή, πραγµατικά (βλ. και
ξέρω τι πουτανιάρης είσαι! (λουµνό αληθινά).
και λουµπνό σ.α. πρόστυχος). πραγµατικός (επίθ.):
Αντίθ. ναµουζλίο = σεµνός, τίµιος. τσατσουκανό,-ί
πουτανίστικος (επίθ.): π.χ. καγιά σι η τσατσουκανί
λουµπνικανό, -ί, λουµνικανό, -ί και ιστορία = αυτή είναι η πραγµατική
οροσπουκένγκο, -ι ιστορία.
π.χ. λουµπνικανό µακχιπέ κερντάς (βλ. και αληθινός).
= πουτανίστικο βάψιµο (µακιγιάζ) Συνών. χάσι = γνήσιος.
έκανε, οροσπουκένγκο βουραηπέ σι Αντίθ. χοχαµντό = ψεύτικος,
καβά = πουτανίστικο ντύσιµο είναι ψεύτης.
αυτό (λουµπνικανό σ.α. πρόστυχος, πραγµατικότητα: τσατσουκανιπέ,
π.χ. λουµπνικανέ όρµπε = πρόστυχα ο
λόγια). π.χ. πφενέν µπουτ, αµά κχόνικ ιν
πράγµα (α): σσέι, ο σικλιλό σο κερντιλό κάι
π.χ νασστί ακχιαράβ σαρ κερντιλό τσατσουκανιπέ! = λένε πολλά, αλλά
καβά σσέι = δεν µπορώ να κανείς δεν έµαθε τι έγινε στην
καταλάβω πώς έγινε αυτό το πραγµατικότητα!
πράγµα, σαβέ σσέα σι καλά κάι πραγµατοποιηµένος (µτχ.):
κερές; ιν λατζάς; = τι πράγµατα τσατσαρντό,-ί
είναι αυτά που κάνεις; δεν Αντίθ. µπιτσατσαρντό =
ντρέπεσαι;, κίντε κε σσέα ντα απραγµατοποίητος.
τζάταρ = µάζεψε τα πράγµατά σου πραγµατοποίηση: τσατσαριπέ, ο.
και φύγε, καλέ σσεέσκε γκαντιµπόρ πραγµατοποιώ (µετβ. ρ.):
παρέ ντιάν; = γι’ αυτό το πράγµα τσατσαράβ
τόσα λεφτά έδωσες; π.χ. ζόρι τσατσάρντον καλά σουνέ
πράγµα (β) (άψυχο χειροπιαστό): κάι κερές = δύσκολα
µανγκίν, ο (βλ. και προϊόν, πραγµατοποιούνται αυτά τα όνειρα
εµπόρευµα, περιουσία, αγαθό (κάθε που κάνεις.
αντικείµενο)) πρακτικά (επίρρ.): κεριµάσα (= µε
π.χ. µιρνέ µανγκινέσκε, πράξη, µε φτιάξιµο).
κουµά(ν)ντα, νι κα κερές = για το πρακτικός (επίθ.): κεριµάσκο, -ι.
δικό µου το πράγµα, κουµάντο, δε πραµάτεια: µανγκίν, ο (=
θα κάνεις. εµπόρευµα, προϊόν, περιουσία)
πράγµατα (τα): σσέα, ε π.χ. µπικι(ν)ντάν σα κο µανγκίν; =
(βλ. οµόηχο σσέα = ρούχα). πούλησες όλη την πραµάτεια σου;
πράγµατι (επίρρ.): έµντα και (βλ. και εµπόρευµα, προϊόν,
τσατσές περιουσία).
π.χ. σι έµντα γκαντιµπόρ λατσχό, πράξη: κεριπέ, ο
σαρ πφενέν; = είναι πράγµατι τόσο π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
καλός, όσο λένε; «Ε κεριµάτα» (= Οι πράξεις)
(βλ. και επίρρ. αλήθεια, όντως). σικλάο ε µανουσσέν κατάρ λενγκέ
πραγµατικά (επίρρ.): κεριµάτα, νάα κατάρ λενγκέ όρµπε·
τσατσουκανέστε κα χοχάντος = µάθε τους
363

ανθρώπους από τις πράξεις τους, πρέπει (απρόσ.ρ.): λαζΰµ και πρέπι
όχι από τα λόγια τους· θα π.χ. λαζΰµ τε αβές τούντα = πρέπει
γελαστείς. να ‘ρθεις κι εσύ, έπρεπε τε τζάλας
(βλ. και δηµιουργία, φτιάξιµο). βόντα = έπρεπε να πήγαινε κι
Αντίθ. µπικεριπέ = απραξία, αυτός.
αδράνεια. πρέσα: πρένσα, η.
πράος: (βλ. ήπιος) πρεσαδόρος: πρένσατζίο, ο (σ.α.
πραότητα: (βλ. ηπιότητα, ιδιοκτήτης πρέσας).
βραδύτητα). πρέφα: πρέφα, η
πρασινάδα: γεσσι(λ)λίκο, ο π.χ. λιά τουτ πρέφα = σε πήρε
π.χ. σσουκάρ γεσσι(λ)λίκο σι κατέ πρέφα (δηλ. σε αντιλήφθηκε).
= ωραία πρασινάδα έχει εδώ. πρήζοµαι (αµετβ. ρ.): σσουβλιάβ
(σ.α. χλόη). π.χ. σσουβλιλί λεσκί τσχαµ =
πρασινίζω (α) (αµετβ. ρ.): πρήστηκε το µάγουλό του.
γεσσι(λ)λενίαβ πρήζω (µετβ. ρ.): σσουβλιαράβ
π.χ. γεσσι(λ)λε(ν)ντί σα ο τχαν = π.χ. ε σινσάρα σσουβλιαρντέ λεσκό
πρασίνισε όλος ο τόπος. µούι = τα κουνούπια του έπρηξαν
πρασινίζω (β) (αµετβ. ρ.): γεσσίλι- το πρόσωπο.
κερντιάβ (= πράσινος-γίνοµαι). πρήξιµο (α): σσουβλιπέ, ο (σ.α.
πρασινίζω (α) (µετβ. ρ.): εξόγκωµα).
γεσσι(λ)λετιρίαβ. πρήξιµο (β): σσουβλιαριπέ, ο
πρασινίζω (β) (µετβ. ρ.): γεσσίλι- π.χ. σσουβλιαριπέ µανγκέν λεσκέ
κεράβ (= πράσινο κάνω). γιακχά, για τε τχολ γκογκί =
πράσινος (άκλ. επίθ.): γεσσίλι πρήξιµο θέλουν τα µάτια του, για
π.χ. γεσσίλι πφαµπάϊ = πράσινο να βάλει µυαλό.
µήλο. πρηνηδόν: (βλ. µπρούµητα).
πράσο: πράσα, η και πράζο, ο πρησµένος (α) (µτχ.): σσουβλό,-ί
π.χ. τσχινάβ η πράσα = κόβω το π.χ. σσουβλό σι λεσκό βας =
πράσο. πρησµένο είναι το χέρι του.
πρασόπιτα: πρασάκι-πλετσί(ν)τα, η πρησµένος (β) (µτχ.):
και πρασάκι-πετσί(ν)τα, η σσουβλιαρντό, -ί
π.χ. κα χας πρασάκι-πετσί(ν)τα; = π.χ. σσουβλιαρντέ σι λεσκέ γιακχά
θα φας πρασόπιτα; = πρησµένα είναι τα µάτια του.
πρασόρυζο: πρασάσα-ρέζο, ο (= µε πρίζα: µπρίζα, η
πράσο ρύζι) π.χ. κινγκέ βαστένσα νά αστάρ η
π.χ. πρασάσα-ρέζο κερντόµ = µπρίζα = µε βρεγµένα χέρια µην
πρασόρυζο έφτιαξα. πιάνεις τη πρίζα.
πρασόφυλλο: πρασάκι-πατρίν, η. πριζόλα: (βλ. µπριζόλα).
πράττω (αµετβ. και µετβ.ρ.): πριν από λίγο (επίρρ.): ντέµινγκ
κεράβ π.χ. ντέµινγκ γκελόταρ = πριν από
π.χ. λατσχό κερντάν = καλώς λίγο έφυγε, ντέµινγκ χαλόµ, νι
έπραξες, ο νικοκίρι µανούςς µανγκάβ = πριν από λίγο έφαγα, δε
αγκαντάλ νι κερέλ = ο νοικοκύρης θέλω.
άνθρωπος έτσι δεν πράττει. πριν (α) (επίρρ. και σύνδ.): πο
(βλ. και κάνω, δηµιουργώ, φτιάχνω
µετβ.)
364

π.χ. µανγκάβ τε ορµπισαράβ επιδεικνύοµαι, φανερώνοµαι,


τουσά, πο τε τζάσταρ = θέλω να αναδεικνύοµαι).
σου µιλήσω, πριν να φύγεις. προβάλλω (µετβ. ρ.): σικανταράβ
(βλ. και επίρρ. πιο). π.χ. σικανταρέλ πε µανγκινά =
πριν (β) (επίρρ. και σύνδ.): πριν προβάλλει τα προϊόντα του.
π.χ. πριν τε αβέλ βο, τζα του = πριν (βλ. και επιδεικνύω, αναδεικνύω).
να έρθει αυτός, πήγαινε εσύ. προβατάκι: µπακρορό, ο.
Συνών. σαρνί = προτού, δίχως. προβατίλα: µπακρένγκι-κοκία, η (=
Αντίθ. σονά και σορά = µετά, προβάτων µυρωδιά).
ύστερα, έπειτα. προβατίσιος (επίθ.): µπακρανό,-ί
πριονάκι: µπουτσκιίσα, η. π.χ. µπακρανό µας = προβατίσιο
πριόνι: µπουτσκία, η κρέας.
π.χ. νι τσχινέλ καγιά µπουτσκία = προβατίνα: µπακρί, η.
δεν κόβει αυτό το πριόνι. πρόβατο: µπακρό και µπρακό, ο
πριονίζω (µετβ. ρ.): µπουτσκιάσα- π.χ. καζόµ µπακρέ σίτουτ; = πόσα
τσχινάβ (= µε πριόνι κόβω). πρόβατα έχεις; (σ.α. αρνί).
π.χ. µπουτσκιάσα-τσχινάβ ο προβεβληµένος: (βλ.
κοπάτσι = πριονίζω το δέντρο. αποκαλυµµένος).
πριόνισµα: µπουτσκιάσα-τσχινιπέ, πρόβειος (επίθ.): µπακρέσκο,-ι
ο (= µε πριόνι κόψιµο). π.χ. µπακρέσκο σούτι = πρόβειο
πριονισµένος (µτχ.): µπουτσκιάσα- γάλα, µπακρέσκο τφουτ = πρόβειο
τσχι(ν)ντό,-ί (= µε πριόνι γιαούρτι.
κοµµένος). προβιά: µπακρέσκι-µορκχί, η (=
προαγωγός: νταβατζίο, ο. προβάτου δέρµα).
προαίσθηµα: µάλιµι, ο πρόβληµα: πρόβλιµα, ο
π.χ. κερντιλό µανγκέ µάλιµι κάι κα π.χ. σαβό πρόβλιµα σίτουτ; πφεν
κερντόλας καβά σσέι = µου έγινε µανγκέ = τι πρόβληµα έχεις; πες
προαίσθηµα ότι θα γινόταν αυτό το µου.
πράγµα. Συνών. ζορλούκο = δυσκολία.
προάλλες (επίρρ.): κολγκιασά προβολή: σικανταριπέ, ο
π.χ. ντικχλέµ λες κολγκιασά = τον π.χ. σικανταριπέ µανγκέν ε
είδα τις προάλλες. µανγκινά = προβολή θέλουν
προαύλιο: ανγκλικνί-αβλία (= (χρειάζονται) τα προϊόντα.
µπροστινή αυλή) και αβλία, η (= (βλ. και επίδειξη, ανάδειξη).
αυλή) πρόγραµµα: πρόγραµα και
π.χ. ε µεκτεπέσκι αβλία = το πρόγκραµα, η.
προαύλιο του σχολείου. πρόδηλος: (βλ. φανερός (β)).
προβάλλοµαι (α) (αµετβ. ρ.): προδίδοµαι (αµετβ.ρ):
σικανταράµαν πφουκάντιαβ
(βλ. και επιδεικνύοµαι, π.χ. πφουκάντιλο κατάρ πι ροµνί =
αναδεικνύοµαι). προδόθηκε από τη γυναίκα του.
προβάλλοµαι (β) (αµετβ. ρ.): προδίδω (µετβ. ρ.): πφουκαβάβ
σικαντινάβαβ και σικαντισάαβ π.χ. σόσκε πφουκαντάν µαν; =
π.χ. σικαντισάιλι µι µπουκί = γιατί µε πρόδωσες;, κα πφουκαβάβ
προβλήθηκε η δουλειά µου (σ.α. τουτ κάι σσεραλέ = θα σε προδώσω
στους αστυνοµικούς.
365

προδίδω (ή µαρτυρώ τον εαυτό π.χ. κεράβ τσεήζι µε τσχάκε =


µου): πφουκαβάµαν (µέσο ή φτιάχνω προίκα για την κόρη µου.
αυτοπαθές ρ.) (υποκ.) τσεηζίσι, ο.
π.χ. ιτσ γκογκί νάι τουτ. κόρκορι προϊόν: µανγκίν, ο
πφουκαβέστουτ = καθόλου µυαλό π.χ. ντασικανέ µανγκινά =
δεν έχεις. µόνος σου προδίδεις τον ελληνικά προϊόντα, λατσχό µανγκίν
εαυτό σου. σι καβά = καλό προϊόν είναι αυτό.
προδοµένος (µτχ.): πφουκαντό,-ί (βλ. και εµπόρευµα, περιουσία).
π.χ. (τίτλος ποίηµατος Γ. Αλεξίου) πρόκα: (βλ. καρφί).
«ε πφουκαντέ σουνέ» = «τα προκαλώ (µετβ. ρ.): κερνταράβ (=
προδοµένα όνειρα». κάνω να γίνει-ουν, κάνω να
προδοσία: πφουκαηπέ, ο φτιαχτεί-ουν, κάνω να κάνει-ουν,
π.χ. ο πφουκαηπέ σι νάι λατσχό βάζω να φτιάξει-ουν, βάζω να
σσέι = η προδοσία δεν είναι καλό κάνει-ουν, σ.α. κατασκευάζω)
πράγµα (καλή πράξη). π.χ. κερνταράβ τσινγκάρ =
προδότης (α): πφουκαµντό, ο. προκαλώ καβγά, κα κερνταράβ µο
προδότης (β): πφουκαµτζίο, ο τοµαφίλι = θα βάλω να φτιάξουν το
π.χ. µπουτ πφουκαµτζίο σαν = αυτοκίνητό µου, κα κερνταράβ κχερ
πολύ προδότης είσαι. = θα χτίσω (θα βάλω να χτίσουν)
Συνών. αφιάβα = ρουφιάνος. σπίτι, κα κερνταράβ τουτ κάι κο
προδότρια (α): πφουκαµντί, η. ντατ = θα βάλω τον πατέρα σου να
προδότρια (β): πφουκαµτζίκα, η σε κάνει (δείρει).
Συνών. αφιάβκα = ρουφιάνα. προκαταβάλλω (µετβ. ρ.):
πρόδωµα: (βλ. προδοσία). ανγκλάλ-νταβ (= από µπροστά
προεδρίνα: πρόιντορόσκα, η και δίνω).
προϊντορίνκα, η. π.χ. καζόµ παρέ ντιάν ανγκλάλ για
πρόεδρος: πρόιντορόζι και τε λες ο τοµαφίλι; = πόσα χρήµατα
πρόιντορο, ο. προκατέβαλες για να πάρεις το
προειδοποιώ (µετβ. ρ.): αµπέρι- αυτοκίνητο;
νταβ (= είδηση δίνω) (σ.α. (βλ. και απαντώ).
ειδοποιώ, ενηµερώνω) προκόβω (αµετβ. ρ.): προκοπία-
π.χ. αµπέρι-νταβ τουτ, αβέρ φαρέ ντικχάβ (= προκοπή βλέπω).
τε να κερές καβά, σόσκε κα π.χ. γκελό α(ν)ντί Αλαµάνια ντα
χάσαµεν = σε προειδοποιώ, άλλη προκοπία-ντικχλάς = πήγε στη
φορά να µην το κάνεις αυτό, γιατί Γερµανία και πρόκοψε.
θα µαλώσουµε. Συνών. ανγκλέ-τζαβ = προχωρώ
(βλ. και ειδοποιώ). αµετβ., προοδεύω.
προθεσµία (α): βαντάβα, η προκοπή: προκοπία, η
π.χ. ντιάς µαν ντούι γκιβέ βαντάβα π.χ. γκαντικίν µπροσσά µπουκί-
= µου έδωσε δυο µέρες προθεσµία. κερές, κάι κι προκοπία; = τόσα
προθεσµία (β): µουσαντάβα, η χρόνια δουλεύεις, πού είναι η
π.χ. εκ αφτάβα µουσαντάβα νταβ προκοπή σου;
τουτ = µια βδοµάδα προθεσµία σου προλαβαίνω (α) (αµετβ. και
δίνω. µετβ.ρ.): ρεσαβάβ και ετισστιρίαβ
προίκα: τσεήζι, ο π.χ. κα ετισστιρίολ τε αβέλ; = θα
προλάβει να έρθει;
366

προλαβαίνω (β) (αµετβ. και π.χ. πόπερσουτνο γιβέ(ν)τ = ο


µετβ.ρ.): ρεσάβ προπέρσινος χειµώνας.
π.χ. κα τζάλταρ ο τιρένο, ναςς τε προσβάλλω (µετβ. ρ.):
ρεσές λε = θα φύγει το τρένο, τρέχα λατζανταράβ (κατά λέξη
να το προλάβεις. ντροπιάζω)
(ρεσάβ κυριολ. φτάνω). π.χ. λατζανταρντάν λες κανταλέ
πρόµαχος: (βλ. σωµατοφύλακας). ορµπένσα κάι πφε(ν)ντάν λεσκέ =
προξενείο: κόνσολοζλούκο, ο. τον πρόσβαλες µ’ αυτά τα λόγια
προξενεµένη: µανγκλανταρντί, η που του είπες, ακανά κερντιλό κο
π.χ. µανγκλανταρντί σι καϊά γκι κάι λατζανταρντάν λε; = τώρα
τσχορί. νά αστάρντο λάσα = έγινε η ψυχή σου που τον
προξενεµένη είναι αυτή η κοπέλα. πρόσβαλες;
µην την πειράζεις. (βλ. και ντροπιάζω, ταπεινώνω,
προξενεύω (µετβ. ρ.): εξευτελίζω).
µανγκλανταράβ Συνών. ρεζίλι-κεράβ = ρεζιλεύω.
π.χ. καλέ τσχορά κα προσβεβληµένος (µτχ.):
µανγκλανταρέν µανγκέ αϊράτ = λατζανταρντό,-ί
αυτή την κοπέλα θα µου π.χ. λατζανταρντέ µόσα, σαρ τε
προξενέψουν απόψε. ικλάβ ανγκλά ντουνιάβα; = µε
προξενήτρα: (βλ. κουµπάρα (β)). προσβεβληµένο πρόσωπο, πώς να
προξενιά: (βλ. προξενιό). βγω µπροστά στον κόσµο;
προξενιό: µανγκλανταριπέ, ο (βλ. και ντροπιασµένος,
π.χ. µανγκλανταριµάσα εβλε(ν)ντί ταπεινωµένος, εξευτελισµένος).
= µε προξενιό παντρεύτηκε. προσβλητικός (επίθ.):
πρόξενος: κόνσολόζι, ο λατζανταριµάσκο, -ι
π.χ. ε Ιταλιανένγκο κόνσολόζι σι π.χ. λατζανταριµάσκε πφερασά =
καβά = των Ιταλών ο πρόξενος προσβλητικά λόγια.
είναι αυτός. προσβολή: λατζανταριπέ, ο
προοδευµένος: (βλ. (βλ. και ντρόπιασµα, ταπείνωση,
προχωρηµένος). εξευτελισµός).
προοδεύω (αµετβ. ρ.): ανγκλέ- προσδένοµαι (αµετβ. ρ.):
τζαβ (= µπροστά πηγαίνω, βλ. και πφά(ν)νταµαν (κυριολ. κλείνω
προχωρώ αµετβ.) εµένα, κλείνοµαι, σ.α. δένοµαι,
π.χ. κάνα ασσουνάβ κάι τζας- κουµπώνοµαι).
ανγκλέ, µο γκι πουτάρντολ = όταν προσδένω (µετβ. ρ.): πφά(ν)νταβ
ακούω που προοδεύεις, η ψυχή µου (κυριολ. κλείνω µετβ., σ.α. δένω,
ανοίγει. βουλώνω).
Συνών. προκοπία-νικχάβ = προσδοκία (α): ασσουγκιαριπέ και
προκόβω. ασιγκιαριπέ, ο
πρόοδος: (βλ. προχώρηµα). (βλ. και αναµονή).
πρόπερσι (επίρρ.): πόπερσι προσδοκία (β): µπεκλεµέκο, ο (=
π.χ. πόπερσι γκελόµας κοτέ = αναµονή, προσµονή, σ.α.
πρόπερσι είχα πάει εκεί. καρτερία).
προπέρσινος (επίθ.): πόπερσουτνο, προσδοκώ (α) (µετβ. ρ.):
-ι και πόπερσιτνο, -ι ασσουγκιαράβ και ασιγκιαράβ
(βλ. και περιµένω, αναµένω).
367

προσδοκώ (β) (µετβ. ρ.): µπεκλέαβ προσκάλεσµα (β): νταβετλεµέκο,


(= περιµένω, αναµένω, προσµένω, ο.
σ.α. καρτερώ) προσκαλεσµένος (α) (µτχ.):
π.χ. σο µπεκλέος αβέρ τε κεράβ τσινγκαρντό,-ί
τούκε; = τι προσδοκάς άλλο να (βλ. και καλεσµένος).
κάνω για σένα; Αντίθ. µπιτσινγκαρντό =
προσδοκώµενος: (βλ. απροσκάλεστος, ακάλεστος.
αναµενόµενος). προσκαλεσµένος (β) (µτχ. ως
προσεγγίζοµαι: (βλ. αµετβ. επίθ.): νταβετλίο, -ίκα (σ.α.
πλησιάζω). καλεσµένος)
προσεγγίζω: (βλ. µετβ. πλησιάζω). π.χ. νταβετλίο σοµ κάι λεσκό µπιάβ
προσέγγιση: (βλ. πλησίασµα). = προσκαλεσµένος είµαι στο γάµο
προσέρχοµαι (αµετβ. ρ.): αβάβ (= του.
έρχοµαι) προσκαλώ (α) (µετβ. ρ.):
π.χ. αβάβ κάι µακεµάβα = τσινγκάρνταβ
προσέρχοµαι στο δικαστήριο. (βλ. και καλώ).
προσευχή: µολισαριπέ, ο προσκαλώ (β) (µετβ. ρ.):
(βλ. και παρακάλεσµα). νταβετλέαβ
προσεύχοµαι (αµετβ. και µετβ.ρ.): π.χ. νταβετλέαβ τουτ κάι µο µπιάβ
µολισαράβ = σε προσκαλώ στο γάµο µου
(βλ. και παρακαλώ). (νταβέτι = δεξίωση).
προσέχω (α) (αµετβ. και µετβ.ρ.): πρόσκληση: (βλ. προσκάλεσµα).
κο(λ)λάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια). προσµένω (µετβ. ρ.): ασιγκιαράβ
π.χ. τε κο(λ)λάιος ε χουρντέν = να και ασσουγκιαράβ
προσέχεις τα παιδιά, κο(λ)λά τουτ π.χ. ασσουγκιαράβ λεσκό αβιπέ =
οπρά ντροµ = πρόσεχε πάνω στο προσµένω τον ερχοµό του.
δρόµο. (σ.α. αναµένω, περιµένω,
προσέχω (β) (αµετβ. και µετβ.ρ.): προσδοκώ).
ντικχάβ (κυριολ. κοιτάζω, βλέπω) προσµονή: ασιγκιαριπέ και
(σ.α. φροντίζω, εξετάζω, παρατηρώ, ασσουγκιαριπέ, ο
παρακολουθώ) (σ.α. αναµονή, προσδοκία).
π.χ. ντικ τε να χοχαβέλ τουτ = προσοχή (α): κο(λ)λαµάκο, ο
πρόσεχε να µη σε ξεγελάσει. π.χ. καλά µπουκιά µανγκέν
πρόσθεση: πρόσθεσι, η κο(λ)λαµάκο = αυτές οι δουλειές
π.χ. τζανές τε κερές πρόσθεσι; = θέλουν προσοχή.
ξέρεις να κάνεις πρόσθεση; προσοχή (β): ντικχιπέ, ο (κυριολ.
προσθέτω (µετβ. ρ.): προσθεσαράβ κοίταγµα, βλέµµα) (σ.α. φροντίδα,
Συνών. τχαβ = βάζω, τοποθετώ, εξέταση, παρατήρηση,
προσθέτω (οµόηχο τχαβ = κλωστή, παρακολούθηση)
πλένω). Αντίθ. µπιντικχιπέ = απροσεξία,
Αντίθ. ικαλάβ = βγάζω, αφαιρώ, αβλεψία.
παράγω. πρόσοψη: ανγκλιπέ, ο (ανγκλέ =
πρόσθιος: (βλ. µπροστινός). µπροστά)
προσκάλεσµα (α): τσινγκαρντιπέ, ο Συνών. µούι = πρόσωπο, στόµα,
(βλ. και κάλεσµα). φάτσα.
368

προσόψι: µόσκι-πετσέτα, η π.χ. µουκ καγιά-λουµπνικανί


(κυριολ. προσώπου πετσέτα) µπουκί = παράτα αυτή την
προσπάθεια: ζαµέτι, ο (κυριολ. προστυχοδουλειά.
κόπος) Συνών. κχα(ν)ντινί-µπουκί =
π.χ. κερ εκ ζαµέτι = κάνε µια βρωµοδουλειά.
προσπάθεια. προστυχόλογα (τα) (α): λουµπνέ-
προσπαθώ (αµετβ. ρ.): µαράµαν όρµπε, ε.
π.χ. κε λατσχιµάσκε µαράµαν = για προστυχόλογα (τα) (β):
το καλό σου προσπαθώ. λουµπνικανέ-όρµπε, ε και
(βλ. και λήµµα παιδεύοµαι). λουµνικανέ-όρµπε, ε.
προσπέραση: (βλ. προσπέρασµα). π.χ. νά κα πφενές λουµνικανέ-όρµπε
προσπέρασµα: νακχαηπέ (= = δεν θα λες προστυχόλογα.
πέρασµα) Συνών. κχα(ν)ντινέ-όρµπε =
π.χ. τε ντικχέσας σαό νακχαηπέ βρωµόλογα.
κερντά αµέν ε τοµαφιλέσα, κα προστυχόλογα (τα) (γ): εντεπσίζι-
ντιλάοσας! = αν έβλεπες τι πφερασά, ε.
προσπέρασµα µας έκανε µε το πρόστυχος (α) (επίθ.): λουµπνό,-ί
αυτοκίνητο, θα τρελαινόσουν! και λουµνό, -ί
προσπερνώ (µετβ. ρ.): νακχαβάβ π.χ. µπουτ λουµπνό σαν = πολύ
(= περνώ (µετβ.)) πρόστυχος είσαι (λουµπνό και
π.χ. καλέ τοµαφιλέσα κάι κι(ν)ντόµ λουµνό σ.α. πουτανιάρης, λουµπνί
ακανά, νασστί νακχαβές µαν = µ’ και λουµνί σ.α. πουτάνα, πόρνη).
αυτό το αυτοκίνητο που αγόρασα Συνών. χαντζαντό = χαµούρης.
τώρα, δεν µπορείς να µε πρόστυχος (β) (επίθ.): εντεπσίζι-
προσπεράσεις. ίσκα
προσποιούµαι (µετβ. ρ.): κεράµαν π.χ. νάι σαν λατσχό µανούςς,
(= κάνω τον εαυτό µου, κεράβ = εντεπσίζι σαν = δεν είσαι καλός
κάνω, µαν = εµένα, σ.α. άνθρωπος, πρόστυχος είσαι.
καµώνοµαι, παριστάνω, Αντίθ. ναµουζλίο = σεµνός, τίµιος
υποκρίνοµαι, υποδύοµαι) προσφέροµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. κερέλπες ντιλό = προσποιείται ντι(ν)ντιάβ και ντάµαν (κυριολ.
τον τρελό. δίνοµαι σ.α. αφιερώνοµαι,
προστάτης: (βλ. σωµατοφύλακας). αφοσιώνοµαι).
πρόστιµο: πρόστιµο, ο προσφέρω (µετβ. ρ.): νταβ (=
π.χ. ο τροχονόµο τσχι(ν)ντά µανγκέ δίνω)
πρόστιµο = ο τροχονόµος µου π.χ. σο ντιάν µαν τζι ακανά; = τι
έκοψε πρόστιµο. µου πρόσφερες µέχρι τώρα;
προστυχιά (α): λουµπνιπέ, ο και προσφορά: ντιιπέ, ο (= δόσιµο).
λουµνιπέ, ο (σ.α. πουτανιά, προσωπάκι: µουϊορό, ο (προφ. µε
πορνεία) συνίζηση ιο)
(βλ. και πορνεία). π.χ. σαό σσουκάρ µουϊορό σι ε
προστυχιά (β): εντεπσιζλίκο, ο χουρντέ! = τι όµορφο προσωπάκι
Αντίθ. ναµουζλούκο = σεµνότητα, έχει το µωρό!
τιµιότητα. (βλ. και στοµατάκι).
προστυχοδουλειά: λουµπνικανί- πρόσωπο: µούι, ο (προφ. µε
µπουκί, η σινίζηση ούι)
369

π.χ. χαλαβάβ µο µούι = πλένω το προχθεσινός (επίθ.): ποέρακιτνο, -


πρόσωπό µου, κος κο µούι = ι.
σκούπισε το πρόσωπό σου, νάι µαν προχώρηµα: αγνκλέ-τζιιπέ, ο (=
µούι τε ικλάβ ανγκλά λέστε = δεν µπροστά πηγεµός)
έχω πρόσωπο να βγω µπροστά του. Αντίθ. παπαλέ-τζιιπέ =
(βλ. και στόµα) οπισθοδρόµηση, οπισθοχώρηση.
προτιµώ (µετβ. ρ.): µανγκάβ (= προχωρηµένος (µτχ.): ανγκλέ-
θέλω, αγαπώ, ζητώ, επιθυµώ, τζι(ν)ντό,-ί (= µπροστά πηγαιµένος)
απαιτώ, χρειάζοµαι) Αντίθ. παπαλέ-τζι(ν)ντό =
π.χ. σαρ µανγκές η καϊάβα; γκουγλί οπισθοδροµικός, οπισθοχωρηµένος.
ή κερκί; = πώς προτιµάς τον καφέ; προχωρώ (αµετβ. ρ.): ανγκλέ-τζαβ
γλυκό ή πικρό; (= µπροστά πηγαίνω)
προτού (σύνδ.): σαρνί π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
π.χ. σαρνί αβές του νταά, µε «Ο τραηπέ» (= Η ζωή) τε τζας-
πφε(ν)ντόµας λέσκε = προτού ανγκλέ πφενέλ τουκέ ο τραηπέ τε
έρθεις εσύ ακόµα, εγώ του είχα πει. αβές ντα µπι τσανγκένγκο = να
(βλ. και δίχως, χωρίς να). προχωράς σου λέει η ζωή κι ας
προφανής: (βλ. φανερός (β)). είσαι χωρίς πόδια. (βλ. και
πρόφαση: (βλ. αφορµή). προοδεύω)
προφέρω (µετβ.ρ): πφενάβ Συνών. παπαλέ-τζαβ =
(κυριολ. λέω, σ.α. διηγούµαι, οπισθοχωρώ, οπισθοχωρώ.
αποκαλώ). προχωρώ (µετβ. ρ.): ανγκλέ-
προφήτης: πεηγκανµπέρι, ο. ινγκαράβ (ανγκλέ = µπροστά,
προφορικά (επίρρ.): µόσα (= µε ινγκαράβ = πηγαίνω µετβ.) (σ.α.
στόµα) προωθώ).
π.χ. µόσα κερνταµούς προωθηµένος (µτχ.): αγνκλέ-
α(ν)νασσµάβα = προφορικά ινγκαρντό, -ί
κάναµε συµφωνία. Συνών. ανγκλέ-τζι(ν)ντό =
προφορικός (επίθ.): µόσκο, -ι (= προχωρηµένος.
στόµατος). προώθηση: ανγκλέ-ινγκαριπέ, ο.
προφταίνω (α) (αµετβ. και προωθώ (µετβ. ρ.): ανγκλέ-
µετβ.ρ.): ρεσαβάβ (σ.α. ινγκαράβ ( ανγκλέ = µπροστά,
προλαβαίνω) (ρεσάβ = φτάνω). ινγκαράβ = πηγαίνω µετβ.) (σ.α.
προφταίνω (β) (αµετβ. και µετβ. προχωρώ).
µετβ.ρ.): ετισστιρίαβ πρώην (επίρρ.): ίλκι
π.χ. γκαντικίν µαστράφορα κάι τε π.χ. καβά σι λακό ίλκι ροµ = αυτός
ετισστιρίαβ τε ποκινάβ λεν; = τόσα είναι ο πρώην άντρας της, ίλκι µε
έξοδα πού να προφτάσω να τα αβιλόµ = πρώτα εγώ ήρθα.
πληρώσω; (σ.α. πρώτα).
(σ.α. προλαβαίνω). πρωθυπουργός (η):
προφυλακτικό: καπότα, η. προθιπουργόσκα, η
προχθές (επίρρ.): ποέρακι πρωθυπουργός (ο): προθιπουργόζι,
π.χ. ποέρακι αβιλόµ = προχθές ο.
ήρθα, ποέρακι γκελόταρ = προχθές πρωί: σαµπά
έφυγε. π.χ. τζαβ τε πασστιάβ, σαµπάλαην
κα ουσστάβ ερκέν = πάω να
370

κοιµηθώ, το πρωί θα σηκωθώ πρώτος (τακτ. αριθµητ. επίθ.):


νωρίς, σαµπαχτάν νι χαλόµ γεκουτνό,-ί.
κχάντσικ, µποκχάϊλοµ = από το πρωτοχρονιά: νεβό-µπροςς (= νέο
πρωί δεν έφαγα τίποτα, πείνασα. έτος) και νεβό-µπρεςς, ο (= νέο
((α) σαµπάλαην = το πρωί έτος).
π.χ. άβ σαµπάλαην = έλα το πρωί π.χ. πφαγκέ γκέσα κα κεράβ ο
(β) σαµπαχτάν = από το πρωί νεβό-µπροςς = µε σπασµένη ψυχή
π.χ. σαµπαχτάν τζι η ρατ = από το θα
πρωί έως το βράδυ κάνω την πρωτοχρονιά.
(γ) σαµπά-σαµπά = πρωί-πρωί πρωτύτερα (επίρρ.): ντέµινγκ
π.χ. σαµπά-σαµπά αβιλό = πρωί- π.χ. ντέµινγκ αβέρ πφενέσας =
πρωί ήρθε.). πρωτύτερα άλλα έλεγες.
πρωινός (επίθ.): σαµπαουτνό,-ί και πρωτύτερος (επίθ.): ντεµινκνό,-ί
σαµπαλινάκο,-ι πτήση: ουτσµάκο, ο (= πέταγµα)
π.χ. σαµπαουτνί µπουκί = πρωινή π.χ. ε τιαραβάκο ουτσµάκο = η
δουλειά, σαµπαλινάκι καϊάβα νταά πτήση αεροπλάνου.
νι πιλόµ = πρωινό καφέ ακόµη δεν πτώµα: (βλ. λέσι).
ήπια. πτώση: περιπέ, ο (= πέσιµο)
Αντίθ. ρακιάκο και ρατάκο = Αντίθ. ουσστιπέ = σηκωµός, έγερση.
βραδινός, νυχτερινός. πυκνά: (βλ. πυκνός).
πρώτα (επίρρ.): πεσσίµ και πυκνός (α) (µτχ. ως επίθ.):
πεσσί(ν)τ πφερντό, -ί (= γεµάτος, πλήρης,
π.χ. πεσσίµ µε αβιλόµ ντα σορά γεµισµένος, συµπληρωµένος)
καβά = πρώτα εγώ ήρθα και ύστερα π.χ. µπουτ πφερντέ σι λεσκέ µπαλά
αυτός, πεσσίµ τε ντικχάς αµαρέ = πολύ γεµάτα (πυκνά) είναι τα
µπουκιά = πρώτα να κοιτάξουµε τις µαλλιά του.
δουλειές µας, πεσσίµ νι κερντόνας πυκνός (β) (άκλ. επίθ. και επίρρ.):
καλά = πρώτα δεν γινόντουσαν σΰκι (σ.α. πυκνά, συχνά, συχνός)
αυτά. π.χ. µπουτ σΰκι σας µε µπαλά,
Συνών. µπασστάν = αρχικά. κάνα σόµας τερνό = πολύ πυκνά
Αντίθ. σορά και σονά = ύστερα, ήταν τα µαλλιά µου, όταν ήµουν
µετά, έπειτα. νέος, κατάρ ο µπουτ σΰκι χαλαηπέ
πρωταπριλιά: χοχαηµάσκο-γκιβέ, κε µπαλά σανιλέ = από το πολύ
ο (κατά λέξη για ψέµα µέρα). πυκνό (συχνό) λούσιµο τα µαλλιά
πρωτεύουσα: εν-µπαρί-κασαµπάβα σου λέπτυναν, σΰκι-σΰκι, νι κα τζας
και ένι-µπαρί-κασαµπάβα, η (= η κάι λεσκό κχερ = πυκνά-πυκνά
πιο µεγάλη πόλη) (συχνά-συχνά), δε θα πας στο σπίτι
π.χ. ε Γιουνανιστανέσκι εν-µπαρί- του.
κασαµπάβα σι η Ατίνα = της πύον: πφουµπ και πφουµ(π), η
Ελλάδας η πρωτεύουσα είναι η π.χ. η γιαράβα κιντάς πφουµπ = η
Αθήνα. πληγή µάζεψε πύον.
πρωτευουσιάνος (επίθ.): πύραυλος: πίραβλο, ο
κασαµπαλίο, -ούκα (σ.α. κάτοικος π.χ. ντε µαν εκ πίραβλο
πόλης). ντο(ν)ντουρµάβα = δώσ’ µου ένα
πρωτιά: γεκουτνιπέ, ο. πύραυλο παγωτό.
πρωτοµαγιά: γεκ-µάηζι, ο. πυρίτιδα: (βλ. µπαρούτι).
371

πυρετός (α): πιρετό, ο


π.χ. ασταρντά µαν πιρετό = µ’
έπιασε πυρετός, φουλιλό ο πιρετό;
= κατέβηκε ο πυρετός;
πυρετός (β): γιακ, η (κυριολ.
φωτιά, οµόηχο γιακ = µάτι)
π.χ. γιακ πφαµπόλ ο χουρντό =
φωτιά καίει (πυρετό έχει) το παιδί.
πυρετός (γ): γκιανγκϋ(ν)νΰκο, ο.
πυρκαγιά: µπαρί-γιακ, η (= µεγάλη
φωτιά).
πυρόλιθος: τσακµακέσκο-µπαρ, ο
(κυριολ. τσακµακόπετρα).
πυροσβέστης: γιανγκϋντζίο, ο
π.χ. αβιλέ ε γιανγκϋντζία ντα
µουνταρντέ η γιακ = ήρθαν οι
πυροσβέστες και έσβησαν τη
φωτιά.
πυροστιά: πυρυστύα, η (τα υ προφ.
όπως το γαλλικό u)
π.χ. α(ν)ντά η πυρυστύα = φέρε την
πυροστιά.
πώληση: (βλ. πούληµα).
πωλούµαι: (βλ. πουλιέµαι).
πωλώ: (βλ. πουλώ).
πως (σύνδ.): κάι
π.χ. πφε(ν)ντά κάι νι κα τζαλ = είπε
πως δεν θα πάει.
(βλ. και σε, όπου, που, πού, ότι).
πώς (επίρρ. ερωτηµ.): σαρ
π.χ. σαρ πφενέν τούκε; = πώς σε
λένε;, σαρ πιντζάρντιλαν καλέσα; =
πώς γνωρίστηκες µ’ αυτόν;, σαρ σι
κο ντατ; = πώς είναι ο πατέρας
σου;, σαρ αβιλάν; = πώς ήρθες;,
σαρ τε κερντόλ; = πώς να γίνει;,
σερές σαρ σας καβά κάι πο τερνιπέ;
= θυµάσαι πώς ήταν αυτός στα
νιάτα του;
(βλ. και σαν (µόρ.)).
371

Ρ
ραβανί και ρεβανί: ρεβανί, η π.χ. πουταράβ ο ράντιο = ανοίγω
π.χ. χαλόµ εκ ρεβανί = έφαγα ένα το ραδιόφωνο, νά πφά(ν)ντε ο
ραβανί. ράντιο, µανγκάβ τε ασσουνάβ ε
ραβδάκι: ροβλιορί, η. αµπέρα = µην κλείνεις το
ραβδί: ροβλί και ροβλίκ, η. ραδιόφωνο, θέλω να ακούσω τις
ραβδίζω (µετβ. ρ.): ροβλιαράβ ειδήσεις.
π.χ. µπεςς σσουκάρ, σόσκε κα ράθυµος: (βλ. βαρύκωλος*,
ροβλιαράβ τουτ = κάτσε καλά, γιατί τεµπέλης).
θα σε ραβδίσω (αυτήν τη φράση ρακοσυλλέκτης: γκιουρµπετζίο και
την λένε συνήθως οι µεγάλοι στα γκυρµπετζίο, ο (κυριολ.
άτακτα παιδιά). σκουπηδιάρης, οδοκαθαριστής)
ράβδισµα: ροβλιαριπέ, ο. π.χ. γκιουρµπετζίο σι λεσκό ντατ,
ραβδισµένος (µτχ.): ροβλιαρντό,-ί κίντελ µανγκινά α(ν)ντάρ
(αυτός που έφαγε ξύλο). γκιουρµπάβε ντα µπικινέλ λεν =
Συνών. µαρντό = δαρµένος. ρακοσυλλέκτης είναι ο πατέρας
ράβοµαι (α) (αµετβ. ρ.): σουβάµαν του, µαζεύει πράγµατα από τα
και σιβάµαν (κυριολ. ράβω τον σκουπίδια και τα πουλάει,
εαυτό µου) (µέση διάθεση). γκιουρµπετζίο σι λεσκό τσχαβό, κάι
ράβοµαι (β) (αµετβ. ρ.): σουβντιάβ µπελεντία κερέλ µπουκί =
και σιβντιάβ (παθητική διάθεση) οδοκαθαριστής είναι ο γιος του, στο
π.χ. βαστέσα νι σουβντόλ καβά δήµο δουλεύει, σόσκε νι νακχλέ
κοτόρ, µανγκέλ σουηµάσκι-µάκινα αβγκιέ ε γκιουρµπετζία; = γιατί δεν
= µε το χέρι δεν ράβεται αυτό το πέρασαν σήµερα οι
ύφασµα, θέλει ραπτοµηχανή. σκουπιδιάρηδες; (θηλ.
ράβω (µετβ. ρ.): σουβάβ και σιβάβ γκιουρµπετζίκα, η).
π.χ. σιβάβ ο γκατ = ράβω το Ραµαζάνι: Ραµαζάνο, ο.
πουκάµισο, σουβντάν µε ράµµα: τχαβ, ο (= κλωστή)
τσοράπορα; = έραψες τις κάλτσες π.χ. πφαραντάς πο βας ντα κερντέ
µου; λεσκέ τριν τχαβά = έσκισε το χέρι
(σουβ = βελόνα). του και του έκαναν τρία ράµµατα.
ραγίζω (αµετβ. ρ.): τσατλάιαβ (βλ. οµόηχο τχαβ = βάζω, πλένω).
(προφ. µε συνίζηση ια). ραµµένος (µτχ.): σουβντό, -ί και
ραγίζω (µετβ. ρ.): τσατλάκι-κεράβ σιβντό,-ί
(= ραγισµένο κάνω). π.χ. σουβντέ σι κε τσοράπορα =
ράγισµα: τσατλαµάκο, ο. ραµµένες είναι οι κάλτσες σου.
ραγισµένος (άκλ. επίθ.): τσατλάκι ράµφος: τσιρικλένγκο-νάκ, ο (=
π.χ. τσατλάκι σι ο ποτίρι = πουλιών µύτη).
ραγισµένο είναι το ποτήρι. ραντεβού: ρα(ν)ντεβού, ο
ραδίκι: ραντίκα, η π.χ. σίµαν ρα(ν)ντεβού αβγκιέ ε
π.χ. κα τζας τε κίντας ραντίκε = θα ντοκτορέσα = έχω ραντεβού
πάµε να µαζέψουµε ραδίκια. σήµερα µε τον γιατρό.
ραδιόφωνο: ράντιο, ο ράντζο: ντιβάνο, ο
372

π.χ. οπρά ντιβάνο κα πασστιάβ = π.χ. ο σουηπέ ε κοπτσάκο = το


πάνω στο ράντζο θα κοιµηθώ. ράψιµο του κουµπιού, σιβιπέ
(υποκ.) ντιβανίσι, ο. µανγκέλ ο κοτόρ = ράψιµο θέλει το
ραπανάκι: τρουπορό, ο. ύφασµα, µπουτ τσχι(ν)ντιλό λεσκό
ραπίζω (α) (µετβ. ρ.): πάλµα- βας, σουηπέ µανγκέλ = πολύ
τσχαβ (= σφαλιάρα ρίχνω). κόπηκε το χέρι του, ράψιµο θέλει.
ραπίζω (β) (µετβ. ρ.): πάλµα-νταβ ρε (α) (επιφ.): µο (χρησιµοποιείται
(= σφαλιάρα δίνω). µόνο για άνδρες)
ράπισµα (α): παλµάσα-τσαλαηπέ, ο π.χ. αβ κατέ µο = έλα δω ρε,
(= µε σφαλιάρα χτύπηµα). τζάταρ κατάρ µο = φύγε από δω ρε,
ράπισµα (β): πάλµα-ντιιπέ, ο (= σο πφενές µο αµάλα; = τι λες ρε
σφαλιάρα δόσιµο). φίλε;, κάι τζας µο; = πού πας ρε;
ραπτικός (επίθ.): σουηµάσκο, -ι (= Αντίθ τσχε (µόνο για γυναίκες) =
για ράψιµο) καλέ.
π.χ. σουηµάσκι µάκινα = ραπτική ρε (β) (επιφ.): µπα
µηχανή. (χρησιµοποιείται µόνο για άνδρες)
ραπτοµηχανή: σουηµάσκι-µάκινα, π.χ. σο µανγκές µπα; = τι θέλεις ρε;
η ρε (γ) (επιφ.): αµπά
π.χ. κι(ν)ντά λακέ λακό ροµ (χρησιµοποιείται µόνο για άνδρες)
σουηµάσκι-µάκινα = της αγόρασε ο π.χ. αµπά κάκο; τε αβάβ µε ντα; =
σύζυγός της ραπτοµηχανή. ρε θείε; να ‘ρθω κι εγώ;
ράσα (α): παπαζένγκε-σσέα, ε ρεβιθάκι: νοφουτίσι, ο (σ.α.
(κυριολ. παπάδων ρούχα). στραγαλάκι).
ράσα (β): παπαζένγκε-πατέ, ε ρεβίθι: νοφούτο, ο (σ.α. στραγάλι)
(κυριολ. παπάδων ρούχα). π.χ. νι κιρόν καλά νοφούτορα = δεν
ράτσα: ράτσα, η βράζουν αυτά τα ρεβίθια
π.χ. σαβί ράτσα σι καβά τζουκέλ; = (βλ. και στραγάλι).
τι ράτσα είναι αυτό το σκυλί; ρέγγα:ρένγκα, η
Συνών. τζίνσι = γένος. π.χ. φουσουέσκε ζουµάσα τζαλ η
ραφάκι: ραφίσι, ο ρένγκα = µε φασολάδα πάει η
π.χ. κερ τουκέ εκ σικνό ραφίσι ρέγκα, η ρένγκα τζαλ ρακιάσα = η
κατέ = κάνε για σένα ένα µικρό ρέγγα πηγαίνει µε ούζο.
ραφάκι εδώ. ρεζέρβα: ρεζέρβα, η.
ραφή: (βλ. ράψιµο). ρεζιλεύοµαι (αµετβ. ρ.): ρεζίλι-
ράφι: ράφο και ράφι, ο κερντιάβ (= ρεζίλι γίνοµαι)
π.χ. κος ε ράφορα = σκούπισε τα π.χ. κερντιλάµ-ρεζίλι α(ν)ντί
ράφια, τχο ε µανγκινά οπρά ράφο = ντουνιάβα = ρεζιλευτήκαµε µες
βάλε τα εµπορεύµατα πάνω στο στον κόσµο.
ράφι, (φράση) κάι ράφι κα ατσχές = Συνών. λατζανταράµαν =
στο ράφι θα µείνεις. ντροπιάζοµαι.
ραψιµατάκι: σουηπορό, ο ρεζιλεύω (µετβ. ρ.): ρεζίλι-κεράβ
π.χ. ιν πφαράντιλο µπουτ, γεκ (= ρεζίλι κάνω)
σουηπορό µανγκέλ = δεν σκίστηκε π.χ. κερντά µαν ρεζίλι ανγκλά µε
πολύ, ένα ραψιµατάκι θέλει. αµαλά = µε ρεζίλεψε µπροστά
ράψιµο: σουηπέ και σιβιπέ, ο στους φίλους µου.
373

Συνών. λατζανταράβ = ντροπιάζω, π.χ. εκχέ µπετερέ λιά λεσκί τσχέι =


προσβάλλω, εξευτελίζω, ταπεινώνω. έναν ρέµπελο πήρε (παντρεύτηκε) η
ρεζίλης: ρεζίλι, ο και θηλ. κόρη του, θηλ. µπετέρκα, η.
ρεζίλισσα, η = ρεζίλκα, η ρέντα: ζάρι, ο
π.χ. µπουτ ρεζίλι µανούςς σαν, ιτσ π.χ. νάι µαν ζάρι αϊράτ, ούτε εκ λιλ
λατζαηµάσκο µούι νάι τουτ = πολύ νι αβέλ µάνγκε = δεν έχω ρέντα
ρεζίλης άνθρωπος είσαι, καθόλου απόψε, ούτε ένα χαρτί δεν µου
ντροπής πρόσωπο δεν έχεις. ‘ρχεται.
ρεζίλι (το): ρεζίλι, ο ρεπάνι: τρούπο, ο.
π.χ. κερντιλάµ ρεζίλι α(ν)ντί ρέστα (α): πάπαλε-παρέ, πάπαλε-
ντουνιάβα = γίναµε ρεζίλι µες στον παρές και πάπαλε-λοβέ, ε (πάπαλε
κόσµο. = πίσω, παρέ, παρές και λοβέ =
ρεζιλίκι: ρεζι(λ)λίκο, ο λεφτά, χρήµατα)
π.χ. σόσι καβά ρεζι(λ)λίκο κατέ π.χ. πάπαλε-παρέ νι ντιά τουτ; =
α(ν)ντρέ; = τι ρεζιλίκι είναι αυτό ρέστα δε σου έδωσε;
εδώ µέσα; ρέστα (β): ρέστα, ε
Συνών. λατζ = ντροπή, λατζαηπέ = π.χ. µπισταρντάς τε λελ πε ρέστα =
ντροπή, ντροπαλοσύνη. ξέχασε να πάρει τα ρέστα του.
ρεµάλι: µπετέρι, ο ρετσέλι: ρετσέλι, ο
π.χ. εκ µπετέρι σι λακό ντατ = ένα π.χ. µε πφε(ν)ντόµ τουκέ τε κερές η
ρεµάλι είναι ο πατέρας της (βλ. και καϊάβα γκουγκλί, άηρ ρετσέλι! =
ρέµπελος). εγώ σου είπα να φτιάξεις τον καφέ
ρεµπελεύω (αµετβ. ρ.): γλυκό, όχι ρετσέλι!
µπετερλίκο-κεράβ (σ.α. αλητεύω, ρετσίνα: ρετσίνα, η
βλ. µπετερλίκο στο λήµµα π.χ. πουτάρ µανγκέ εκ ρετσίνα τε
ρεµπελιό, κεράβ = κάνω) παβ = άνοιξέ µου µια ρετσίνα να
π.χ. µπετερλίκο-κερέλ α(ν)ντί πιω.
Ατίνα = ρεµπελεύει στην Αθήνα. ρεύµα: ρέγκµα, η και ρέβµα, ο
ρεµπελιάζω: (βλ. ρεµπελεύω). π.χ. σόσκε νι πφαµπόν ε φόσορα; =
ρεµπελιό: µπετερλίκο, ο (= η ζωή γιατί δεν ανάβουν τα φώτα;,
του ανεπρόκοπου, του ρεµαλιού, τσχι(ν)ντιλί η ρέγκµα = κόπηκε το
του αλήτη, σ.α. αλητεία, αθλιότητα) ρεύµα, πφά(ν)ντε η πέντζορκα,
π.χ. ιτσ µπουκί νι µανγκέλ τε κερέλ ρέβµα κερέλ = κλείσε το παράθυρο,
ο κχα(ν)ντινό. ντε λε σαντέ ρεύµα κάνει.
µπετερλίκο τε κερέλ = καθόλου ρεύοµαι (αµετβ. ρ.): γκϋκ-κεράβ
δουλειά δε θέλει να κάνει ο και γκρϋκ-κεράβ (γκρϋκ ή γκϋκ =
τεµπέλης. δώσ’ του µόνο ρεµπελιό ηχοµιµητική λέξη που δηλώνει τον
να κάνει, νι κα κερές µπετερλίκο. ήχο του ρεψίµατος, κεράβ = κάνω)
νικοκίρι κα κερντός = δε θα κάνεις π.χ. ο χουρντό κερντά-γκϋκ κάι
αλητεία. νοικοκύρης θα γίνεις, πιλά πο σούτι; = το παιδί ρεύτηκε
α(ν)ντό µπετερλίκο µπεσσάς = µες που ήπιε το γάλα του;
στην αθλιότητα καθόµαστε (ζούµε). ρέω: (βλ. τρέχω (για υγρό)).
ρέµπελος: µπετέρι, ο (= ρήγας (στα τραπουλόχαρτα):
ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεµάλι, παπάζι, ο (κυριολ. παπάς).
αλήτης)
374

ρήµαγµα: τσχορντιπέ, ο (σ.α. (τα υ προφ. όπως το γαλλικό u).


διάλυση, εξάντληση) π.χ. α(ν)ντί ζουµί σι µπουτ
(βλ. και εξάντληση). µυρυντύα = το φαγητό έχει πολλή
ρηµαγµένος (επίθ.): τσχορντό, ί ρίγανη.
π.χ. καβά τσχορντό τοµαφίλι ριγµένος (µτχ.): τσχουντό,-ί
µανγκές τε κινές; = αυτό το (σ.α. πεταµένος).
ρηµαγµένο αυτοκίνητο θέλεις να ρίγος: ιζντραηπέ, ο
αγοράσεις; (σ.α. χυµένος, π.χ. ασταρντά µαν ιζντραηπέ = µ’
εξαντληµένος, διαλυµένος) έπιασε ρίγος.
(βλ. και χυµένος, εξαντληµένος). (βλ. και τρεµούλα).
Συνών. ρεσπισαρντό = ριγώ (αµετβ. ρ.): ιζντράβ (=
καταστραµµένος, αραντό = τρέµω)
φθαρµένος, χαλασµένος, πφαγκό = π.χ. ο χουρντό ιζντράλας κατάρ ο
σπασµένος. πιρετό = το παιδί ριγούσε από τον
ρηµάζοµαι: (βλ.ρηµάζω αµετβ.) πυρετό.
ρηµάζω (αµετβ. ρ.): τσχορντιάβ (βλ. και τρέµω).
(σ.α. διαλύοµαι, χύνοµαι, ριγώνω (µετβ. ρ.): τσιζγκία-
εξαντλούµαι) σίρνταβ (= γραµµή τραβώ).
(βλ. και χύνοµαι, εξαντλούµαι). ριγωτός (επίθ.): τσιζγκιλίο,-ίκα (=
π.χ. τσχορντιλό ο τοµαφίλι κατάρ γραµµωτός)
καβά ντροµ = ρήµαξε το ρίζα: ρίζα, η
αυτοκίνητο απ’ αυτό το δρόµο. π.χ. η ρίζα ε κοπατσέσκι = η ρίζα
Συνών. ρεσπισάαβ = του δέντρου, η ρίζα ε ντα(ν)ντέσκι
καταστρέφοµαι, διασκορπίζοµαι, = η ρίζα του δοντιού,ε
αράντιαβ = φθείροµαι, χαλώ αµετβ. λουλουγκένγκε ρίζε = των
ρηµάζω (µετβ. ρ.): τσχοράβ (σ.α. λουλουδιών οι ρίζες.
διαλύω, χύνω, εξαντλώ) ριζικό: (βλ. πεπρωµένο).
π.χ. τσχορντά λε α(ν)ντό µαριπέ = ριζοκορµός*: κυτύκο, ο (τα υ
τον έχει ρηµάξει στο ξύλο. προφ. όπως το γαλλικό u)
(βλ. και χύνω, εξαντλώ). π.χ. κυτύκο σι ο καςς, ζόρι κα
Συνών. ρεσπισαράβ = καταστρέφω, πφαράντολ = ριζοκορµός είναι το
διασκορπίζω, αραβάβ = φθείρω, ξύλο, δύσκολα θα σκιστεί.
χαλώ µετβ. ρίνη: (βλ. λίµα).
ρηχός (επίθ.): χαρνό,-ί (= κοντός, ριξιά: (βλ. ρίξιµο).
χαµηλός) ρίξιµο: τσχουηπέ και τσχουντιπέ, ο
π.χ. χαρνέ παϊά = ρηχά νερά, τζι π.χ. ο τσχουηπέ ε µπαρέσκο = το
κατέ χαρνό σι ο παΐ, νά τζα νταά ρίξιµο της πέτρας.
α(ν)ντρέ. ντερίνι σι = µέχρι εδώ (σ.α. βολή, βουτιά, ρίψη, πέταµα).
ρηχό είναι το νερό, µην πας πιο ρίχνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): τσχάµαν
µέσα. βαθύ είναι. (µέση διάθεση)
(βλ. και χαµηλός, κοντός). π.χ. του κάι-αβέλα τσχόστουτ =
Αντίθ. ντερίνι = βαθύς, βαθιά. εσύ παντού ρίχνεσαι
ρίγα: τσιζγκία, η (= γραµµή) (ανακατεύεσαι), τσχουτάπες η
π.χ. λολέ τσιζγκίε σι ε α(ν)τεραβά αβάβα, µπρουσσούµ κα ντελ =
= κόκκινες ρίγες έχει το πουκάµισο. ρίχτηκε (άλλαξε) ο καιρός, θα
ρίγανη: µυρυντύα, η
375

βρέξει, ιρακί πφε(ν)ντά µανγκέ κάι π.χ. τεκερλέκο σι καγιά ντουνιάβα,


κα µπικινέλ ο τοµαφίλι, αβγκιέ κ’ αβέλ κιρνί σιράβα ντα = ρόδα
παλέ τσχουτάπες, πφε(ν)ντά µανγκέ είναι αυτός ο κόσµος, θα ‘ρθει και η
νι µπικινάβ λε = χθες µου είπε ότι δική σου σειρά.
θα πουλήσει το αυτοκίνητο, σήµερα ρόδα (β): τεκερλάβα και
πάλι ρίχτηκε (άλλαξε γνώµη), µου τέκερλάβα, η.
είπε δεν το πουλάω, οπρά κι ντέι ροδακινιά: σσεφταλίν, η.
τσχουτά(ν)τουτ, µπουτ τρουσσία ροδάκινο: σσεφταλία, η
χας = πάνω στη µάνα σου ρίχτηκες π.χ. κα χας σσεφταλία; = θα φας
(έµοιασες), πολύ τουρσί τρως, οπρά ροδάκινο;
πο ντατ τσχουτάπες, τφουλέ-γκέσκο ροδέλα: ρο(ν)ντέλα, η
σι = πάνω στον πατέρα του ρίχτηκε π.χ. τε να τχόσα η ρο(ν)ντέλα, νι κα
(έµοιασε), χοντρόψυχος ασταρέλ σσουκάρ η βίντα = αν δεν
(παχύδερµος, σκληρόκαρδος) είναι, βάλεις τη ροδέλα, δε θα πιάσει
σαρ πισίκα τσχουτάπες οπρά λέστε, ωραία (καλά) η βίδα.
για τε τσαλαβέλ λε = σαν γάτα ροδί (το χρώµα): ναρέσκο-ρένκι, ο
ρίχτηκε (όρµησε) πάνω του, για να (= ροδιού χρώµα).
τον χτυπήσει, τσχουτάπες µο γκι, ε ρόδι: νάρι, ο
νταράταρ = ρίχτηκε (πετάχτηκε) η π.χ. ντε µά(ν)ντα εκ νάρι = δώσ’
ψυχή µου από το φόβο, τσχάµαν µου κι εµένα ένα ρόδι.
α(ν)ντό ντενίζι = ρίχνοµαι (βουτώ) ροδιά: ναριλίν, η.
στη θάλασσα) (τσχάµαν κυριολ. ρόδινος (επίθ.): ναρέσκο,-ι.
ρίχνω τον εαυτό µου) . ροδίτσα (α): τεκερλεκίσι, ο.
(βλ. και βουτώ αµετβ., ορµώ, ροδίτσα (β): τεκερλαβίσα, η.
πετάγοµαι (Α)). ροδόδεντρο: (βλ. ροδιά).
ρίχνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): ροδοειδής: (βλ. ρόδινος).
τσχουτιάβ, τσχουντιάβ, ροδοµάγουλος (επίθ.): λολέ-
τσχουτισάαβ και τσχουτί(ν)ντιαβ τσχαµένγκο,-ι (κυριολ.
(παθητική διάθεση) κοκκινοµάγουλος*).
π.χ. γκαντιµπόρ παρέ τσχουτόν ροζ (άκλ. επίθ.): ροζ
καλέ σσεέσκε; = τόσα λεφτά π.χ. ροζ α(ν)τεράβα = ροζ
ρίχνονται γι’ αυτό το πράγµα; (σ.α. πουκάµισο.
πετάγοµαι). ρολό: κεπέ(ν)το, ο (πληθ.
ρίχνω (µετβ. ρ.): τσχαβ κεπέ(ν)τορα, ε)
π.χ. τσχουτά λε τελέ = τον έριξε π.χ. φουλαράβ ε ντουκιανέσκε
κάτω, µποζούκι σι η πούσσκα, νι κεπέ(ν)τορα = κατεβάζω τα ρολά
τσχολ φιτσέντσα = χαλασµένο είναι του µαγαζιού (η λέξη έχει µόνο τη
το όπλο, δε ρίχνει σφαίρες, (φράση) σηµασία του ρολού που αναφέρεται
τσχαβ µαριπέ = ρίχνω ξύλο (δηλ. στη φράση).
δέρνω), τσχουτάς λα, πε γκουγκλέ- ρολογάκι: σαατίσι, ο
ορµπένσα = την έριξε µε τα (σ.α. ωρίτσα).
γλυκόλογά του (για ερωτοτροπίες). ρολογάς: (βλ. ωρολογάς).
ρίψη: (βλ. ρίξιµο). ρολόι: σαάτο, ο
ρόδα (α): τεκερλέκο, ο π.χ.κι(ν)ντόµ τουκέ σαάτο = σου
αγόρασα ρολόι, γκαλµπενέσκο
376

σαάτο=χρυσό ρολόι, κο σαάτο τζαλ µε πατέ; = πού έβαλες τα ρούχα


ανγκλέ = το ρολόι σου πηγαίνει µου;
µπροστά, κχερέσκο σαάτο = ρολόι ρούχα (β): σσέα, ε
του σπιτιού (δηλ. επιτραπέζιο ή του π.χ. βουραβάβ µε σσέα = φοράω τα
τοίχου). ρούχα µου, τζουβλικανέ σσέα =
(σαάτο σ.α. ώρα). γυναικεία ρούχα, µρουσσικανέ
ρόµπα: µπιλιρίνα, η και ρόµπα, η. σσέα = ανδρικά ρούχα.
ροµπότ: ροµπότ, ο (βλ. οµόηχο σσέα = πράγµατα).
π.χ. ροµπότ σοµ µε ντα νι κα ρούχα (γ): γκαντά, ε (σ.α.
µπισταράβ κχάντσικ; = ροµπότ πουκάµισα)
είµαι εγώ και δεν θα ξεχάσω π.χ. χαλαβάβ γκαντά = πλένω
τίποτα;, κερντιλάν λεσκό ροµπότ, ρούχα (οµόηχο γκαντά = έτσι).
σο µανγκέλα κερέλ τουτ = έγινες το ρουχαλάκι: πατορό, ο.
ροµπότ του, ό,τι θέλει σε κάνει. ρούχο (α): πατό, ο.
ρόπαλο: ροβλί, η (σ.α. ραβδί, ρούχο (β): γκατ, ο (σ.α.
βέργα). πουκάµισο).
ρουθούνι: ρουθούνι, ο. ροχάλα: µπαλγκούµο, ο (κυριολ.
ρουθουνίζω (αµετβ. ρ.): φλέµα).
χουρλισαράβ (= ροχαλίζω) ροχαλητό: χουρλισαριπέ, ο
π.χ. χουρλισαρέλ ο χουρντό, (σ.α. ρουθούνισµα).
σσιλάιλο = ρουθουνίζει το µωρό, ροχαλίζω (αµετβ. ρ.):
κρύωσε. χουρλισαράβ
ρουθούνισµα: (βλ. ροχαλητό). π.χ. νασστί πασστιάβ καλέσα,
ρουλεµάν: ρολιµάνο, ο. µπουτ χουρλισαρέλ = δεν µπορώ να
ρουσφέτι: ρουσφέτι, ο. κοιµηθώ µ’ αυτόν, πολύ ροχαλίζει.
ρούφηγµα: σϋρντιπέ, ο (κυριολ. (χουρλισαράβ σ.α. ρουθουνίζω).
τράβηγµα). ρυζάκι (α): ρεζορό, ο.
ρουφιάνος (α): αφιάβα, ο και θηλ. ρυζάκι (β): πιριντσίσι, ο.
ρουφιάνα, η = αφιάβκα, η ρύζι (α): ρέζο
π.χ. τζανές σο αφιάβα σι καβά! = π.χ. κιραβάβ ο ρέζο = βράζω το
ξέρεις τι ρουφιάνος είναι αυτός! ρύζι.
Συνών. πφουκαµντό, και ρύζι (β): πιρίντσι, ο
πφουκαµτζίο = προδότης, π.χ. ντούι κίλορα πιρίντσι µανγκάβ
µαρτυριάρης. = δυο κιλά ρύζι θέλω.
ρουφιάνος (β): (βλ. µαστροπός ρυζόγαλο: ρεζόγκαλο, ο
(β)). ρυθµίζω (µετβ. ρ.): ντενκλέαβ
ρουφώ (µετβ. ρ.): σΰρνταβ π.χ. ντενκλέαβ ο σαάτο = ρυθµίζω
π.χ. σΰρνταβ ο χιµό ε καλαµακέσα το ρολόι (σ.α. τακτοποιώ π.χ.
= ρουφώ το χυµό µε το καλαµάκι. ντενκλέαβ ε µανγκινά = τακτοποιώ
(σΰρνταβ κυριολ. τραβώ). τα εµπορεύµατα).
ρούχα (α): πατέ, ε ρύθµιση: ντενκλεµέκο, ο
π.χ. κίνταβ µε πατέ = µαζεύω τα π.χ. ντενκλεµέκο µανγκέλ ο σαάτο
ρούχα µου, µπουκιάκε πατέ = = ρύθµιση θέλει το ρολόι (σ.α.
ρούχα της δουλειάς, χαλαβάβ ε τακτοποίηση π.χ. ντενκλεµέκο
πατέ = πλένω τα ρούχα, κάι τχοντάν µανγκέν καλά µανγκινά =
377

τακτοποίηση θέλουν αυτά τα Συνών. ζαροσάαβ = ζαρώνω


εµπορεύµατα). αµετβ., ανατριχιάζω.
ρυθµισµένος (άκλ. επίθ.): ρυτίδωµα: γκϋρτσιπέ, ο.
ντενκλεµίσσι ρυτιδωµένος (µτχ.):
π.χ. ντενκλεµίσσι σι ο σαάτο = γκϋρτσισαρντό, -ί.
ρυθµισµένο είναι το ρολόι (σ.α. ρυτιδωµένος (άκλ. επίθ.):
τακτοποιηµένος π.χ. ντενκλεµίσσι γκϋρτσιµέ
σι ε µανγκινά = τακτοποιηµένα Συνών. ζαροµέ = ζαρωµένος.
είναι τα εµπορεύµατα). Αντίθ. µπιγκϋρτσιµέ = αρυτίδωτος.
ρυπαίνοµαι (αµετβ. ρ.): µελάβαβ ρυτιδώνω (µετβ. ρ.): γκιρτσισαράβ
(= λερώνοµαι). Συνών. ζαροσαράβ = ζαρώνω µετβ.
ρυπαίνω (µετβ. ρ.): µελαράβ (= ρώγα (βυζιού): τσουτσάκο-νακ, (=
λερώνω, βροµίζω) βυζιού µύτη).
π.χ. του µελαρές ο κχερ, µε παλέ Ρωσίδα: Ρούσκα, η.
κοσάβ = εσύ ρυπαίνεις το σπίτι, εγώ Ρώσος: Ρούσι, ο.
πάλι σκουπίζω. Ρωσία: Ρουσία, η.
Αντίθ. κοσάβ = σκουπίζω, ρώσικος (επίθ.): ρουσένγκο,-ι
σφουγγαρίζω, ξεσκονίζω, τεµιζλέαβ π.χ. ρουσένγκε µανγκινά = ρωσικά
= καθαρίζω µετβ. προϊόντα.
ρύπανση: µελαριπέ, ο (= λέρωµα, ρώτηµα: πουτσιπέ και πουσσιπέ, ο
βρόµισµα) π.χ. µανγκέλ πουσσιπέ ντα καβά
Αντίθ. κοσιπέ = σκούπισµα, σσέι; = θέλει και ρώτηµα αυτό το
σφουγγάρισµα, ξεσκόνισµα, πράγµα;
τεµιζλεµέκο = καθάρισµα. (βλ. και ερώτηση).
ρυπαρός (επίθ.): µελαλό, -ί (= ρωτιέµαι (αµετβ. ρ.): πουτσλιάβ
λερωµένος, βρόµικος) και πουσσλιάβ
Συνών. πίσι = βρόµικος, π.χ. πουσσλιλάν κχάνικάσταρ; =
ακάθαρτος. ρωτήθηκες από κανέναν;
Αντίθ. τεµίζι = καθαρός, καθαρά. ρωτώ (α) (µετβ. ρ.): πουτσάβ
ρυπαρότητα: µελαλιπέ, ο (σ.α. π.χ. πουτσ καλές, τζανέλ = ρώτα
βροµιά) αυτόν, ξέρει, µπουτ πουτσές, εκχόλ
Αντίθ. τεµιζλίκο = καθαριότητα. = πολύ ρωτάς, φτάνει.
ρύπος: µέλ, η (= λέρα, βροµιά), ρωτώ (β) (µετβ. ρ.): πουσσάβ
πισλίκο, ο (= ακαθαρσία, βροµιά) π.χ. πουσσάβ τουτ, κάι σάνας; = σε
και λεκιάβα, η (= λεκές, µτφ. ρωτάω, πού ήσουν;, τε πουσσές,
ενοχλητικός,-ή). κάνα νι τζανές = να ρωτάς, όταν δεν
ρυτίδα: γκΰρτσα και ζάρα, η ξέρεις.
π.χ. πφουριλάν, πφερντιλό κο µούι Αντίθ. ανγκλάλ-νταβ = απαντώ,
ζάρε = γέρασες, γέµισε το πρόσωπο προκαταβάλλω, τζεβάπο-νταβ =
σου ρυτίδες. απαντώ και απάντισι-νταβ =
ρυτιδιάζω (αµετβ. ρ.): απαντώ.
γκϋρτσισάαβ
π.χ. γκϋρτσισάιλο κο µούι ντα ταά
γκογκί ιν τχοντάν = ρυτίδιασε το
πρόσωπό σου και ακόµα µυαλό δεν
έβαλες.
378

Σ
σάβανο: µουλικανό-τσαρσσάφι, ο σακί είναι (δηλ. είναι πολύ
(κυριολ. νεκρικό σεντόνι). δουλεµένος µε τον κόσµο).
σαγιονάρα: πα(ν)ντόφλα, η (πληθ. σακί (µεγάλο) (β): αράρι, ο
πα(ν)ντόφλε, ε). π.χ. εκ αράρι παµούκο κινταµούς =
σαγονάκι: τσεναβίσα, η. ένα σακί βαµβάκι µαζέψαµε.
σαγόνι: τσενάβα, η σακί (γ): τσουβάλι, ο
π.χ. ντουκχάλ µι τσενάβα = πονάει π.χ. βάζντε ο τσουβάλι = σήκωσε
το σαγόνι µου. το σακί.
σαζάνι: σαζάνο, ο σακιάζω (α) (µετβ. ρ.): α(ν)ντό-
π.χ. κάταρ λιάν καβά σαζάνο; = γκονό-πφεράβ (= µες στο σακί
από πού πήρες αυτό το σαζάνι; γεµίζω).
σάζι: σάζι, ο σακιάζω (β) (µετβ. ρ.): α(ν)ντό-
π.χ. τζανές τε µπασσαλές σάζι; = τσουβάλι-πφεράβ (= µες στο σακί
ξέρεις να παίζεις σάζι; γεµίζω)
σαΐνι (µτφ.): σσαήνι, ο π.χ. α(ν)ντό-τσουβάλι-πφεράβ ο
π.χ. σσαήνι σι ο τσχαβρό, νι ρέζο = σακιάζω το ρύζι.
αστάρντολ! = σαΐνι είναι το παιδί, σάκιασµα (α): α(ν)ντό-γκονό-
δεν πιάνεται! πφεριπέ, ο (= µες στο σακί
Συνών. τσακάλι µτφ. = τσακάλι γέµισµα).
µτφ., τσακµάκο µτφ. = σπίρτο µτφ. σάκιασµα (β): α(ν)ντό-τσουβάλι-
σακάκι: σακάκι, ο πφεριπέ, ο (= µες στο σακί
π.χ. βουράβ κο σακάκι = φόρα το γέµισµα).
σακάκι σου. σακούλα: σακούλα, η
σακάτης: σακάτι, ο (σ.α. παλαβός) π.χ. τχο ο µαρνό α(ν)ντί σακούλα =
π.χ. σακάτι ατσχιλό κατάρ βάλε το ψωµί µες στη σακούλα.
µαρεµπάβα = σακάτης έµεινε από σαλαµάκι: σαλαµίσι, ο
τον πόλεµο, σακάτι σαν, ντιλάιλαν! π.χ. τσχιν µανγκέ εµπούκα
= παλαβός είσαι, τρελάθηκες! σαλαµίσι = κόψε µου λίγο
Συνών. µπανγκό = ανάπηρος, σαλαµάκι.
κουτσός, παράλυτος, στραβός, σαλάµι: σαλάµο και σαλάµι, ο
λοξός, σκυφτός, ντιλό = τρελός, π.χ. τε κινάβ τουκέ σαλάµο, κα
παλοκάν και παλακάν = παλαβός. χάς; = να σου αγοράσω σαλάµι, θα
σακατιλίκι: σακατλούκο, ο (σ.α. φας;
παλαβοµάρα). σαλαµούρα: σαλαµούρα, η
σακάτισσα: σακάτκα, η (σ.α. π.χ. κερντάν η ζουµί σαρ
παλαβή). σαλαµούρα = έκανες το φαγητό σαν
σακί (α): γκονό, ο σαλαµούρα (δηλ. πολύ αλµυρό).
π.χ. πφεράβ ο γκονό γκιβ = γεµίζω σαλβάρι: σσαλβάρι, ο
το σακί σιτάρι, κι(ν)ντάς γεκ γκονό π.χ. κάταρ λιάν καβά σσαλβάρι; =
ρέζο = αγόρασε ένα σακί ρύζι, να από πού πήρες αυτό το σαλβάρι;
ντικ λες αγκαντάλ, πφαραντό γκονό σαλέπι: σαλέπι, ο
σι = µη τον βλέπεις έτσι, σκισµένο π.χ. πι εµπούκα τατό σαλέπι = πιες
λίγο ζεστό σαλέπι.
379

σάλι: σσάλι, ο κάνει τα µαλλιά µου αυτό το


π.χ. µπουτ σσουκάρ σι κο σσάλι = σαµπουάν.
πολύ ωραίο είναι το σάλι σου. σαµπρέλα: σα(µ)µπρέλα, η
σαλιάρης (επίθ.): τσχουνγκαραλό,- π.χ. πφουκιαράβ η σα(µ)µπρέλα =
ί. φουσκώνω τη σαµπρέλα.
σαλιγκαράκι: τσερνισορί, η. σαν (µορ.): σαρ
σαλιγκάρι: τσέρνισα, η. π.χ. σαρ κιρνό τοµαφίλι = σαν το
σάλιο: τσχουνγκάρ, ο δικό σου αυτοκίνητο, σαρ καβά σι
π.χ. σσουκιλό µο τσχουνγκάρ = σαν αυτό είναι, πφιρνό σι σαρ
κατάρ ο τρουσσαηπέ = ξεράθηκε το τιλκία = είναι πονηρός σαν αλεπού,
σάλιο µου από τη δίψα. σαρ καλέστε νασστί κερντός = σαν
σαλιώνω (µετβ. ρ.): τσχουνγκάρ- αυτόν δεν µπορείς να γίνεις, σαρ µο
τχαβ (=σάλιο βάζω) πφαλ ασταράβ λε = σαν τον αδερφό
π.χ. τσχουνγκάρ-τχαβ κάι µου τον πιάνω (δηλ. τον θεωρώ).
γραµατόσιµο = σαλιώνω το (βλ. και πώς, όπως, καθώς).
γραµµατόσηµο (τσχουνγκάρνταβ = σανίδα: τατάβα, η.
φτύνω). σανιδάκι: ταταβίσα, η
σαλονάκι: σαλονίσι, ο. π.χ. εκ ταταβίσα κα τχος κατέ =
σαλόνι: σαλόνι, ο ένα σανιδάκι θα βάλεις εδώ.
π.χ. άβ τε µπεσσάς κάι σαλόνι = σανιδένιος (επίθ.): ταταβένγκο,-ι.
έλα να καθίσουµε στο σαλόνι. σανίδι: τατάβα, η
σάλτσα: σάλτσα, η π.χ. µπανγκιλέ ε τατάβε =
π.χ. τε να µπιστρές τε κινές σάλτσα στράβωσαν τα σανίδια.
= να µην ξεχάσεις να αγοράσεις σαπίζω (α) (αµετβ. ρ.): κερνιάβ
σάλτσα (πληθ. σάλτσε, ε). π.χ. κερνιλέ ε πφαµπαϊά = σάπισαν
σάµαλι: σσάµαλι, η τα µήλα.
π.χ. σσάµαλι λιόµ τουκέ τε χας = σαπίζω (β) (µετβ. ρ.): τσυρύκυ-
σάµαλι σου πήρα να φας. κερντιάβ (τα υ προφ. όπως το
σαµαράκι (α): παλα(ν)ντορό, ο. γαλλικό u) (= σάπιος γίνοµαι)
σαµαράκι (β): σαµαρίσι, ο. π.χ. τσυρύκι-κερντιλέ ε
σαµαράς: σαµαρτζίο, ο. α(µ)µπρολά = σάπισαν τα αχλάδια.
σαµάρι (α): παλά(ν)ντ, ο. σαπίζω (α) (µετβ. ρ.): κερναράβ
σαµάρι (β): σαµάρι, ο (πληθ. π.χ. η ιγρασία κερναρντάς ε
σαµάρα, ε) κασστά = η υγρασία σάπισε τα
π.χ. τχο ο σαµάρι οπρά γκρας = ξύλα, κερναρντάς λες α(ν)ντό
βάλε το σαµάρι πάνω στο άλογο. µαριπέ = τον σάπισε στο ξύλο.
σαµατατζής: σαµατατζίο, ο. σαπίζω (β) (µετβ. ρ.): τσυρύκυ-
σαµατατζού: σαµατατζΰκα, η. κεράβ (= σάπιο κάνω).
σαµπάνια: σσανπάνια, η σαπίλα (α): κερνιπέ, ο (σ.α.
π.χ. πουτάρ αµένγκε εκ σσανπάνια σάπισµα).
τε πας = άνοιξέ µας µια σαµπάνια σαπίλα (β): τσυρυκλύκο, ο (τα υ
να πιούµε. προφ. όπως το γαλλικό u) (σ.α.
σαµπουάν: σαµπουάν, ο σάπισµα)
π.χ. µπουτ πακέ κερέλ µε µπαλά π.χ. µπουτ τσυρυκλύκο σι κάι
καβά σαµπουάν = πολύ µαλακά λαµαρίνα = πολλή σαπίλα έχει η
λαµαρίνα.
380

σάπιος (α) (επίθ.): κερνό,-ί Συνών. τσχορντό = ρηµαγµένος,


π.χ. κερνί σι η α(µ)µπρόλ = σάπιο χυµένος, εξαντληµένος, διαλυµένος.
είναι το αχλάδι. σαράκι: (βλ. σκουλήκι).
σάπιος (β) (άκλ. επίθ.): τσυρύκι σαράντα (άκλ. απόλ. αριθµητ.):
(τα υ προφ. όπως το γαλλικό u) ισστάρντες και σαρά(ν)ντα.
π.χ. τσυρύκι σι ο καςς = σάπιο σάρκα: µας, ο (= κρέας)
είναι το ξύλο, τσυρύκυ σι κο νταν = π.χ. (κατάρα) κε µασά τε
σάπιο είναι το δόντι σου (σ.α. τσχορντόν οπρά ντοµά = οι σάρκες
κούφιος) σου να χυθούν πάνω στους
σάπισµα: (βλ. σαπίλα). δρόµους.
σαπισµένος: (βλ. σάπιος). σαρκώδη χείλη: µπαρέ-ουσστά, ε
σαπούνι (α): σαπούι, ο (κυριολ. µεγάλα χείλη).
π.χ. κάι τχοντάν ο σαπούι; = πού σαρµάς: σαρµάβα, η (πληθ.
έβαλες το σαπούνι; σαρµάβε, ε).
σαπούνι (β): σαπούνο, ο σασµάν: σαζµάνο, ο
π.χ. χαλάβ κε κεβάστα σαπουνέσα π.χ. κα τχαβ αβέρ σαζµάνο κάι
= πλύνε τα χέρια σου µε σαπούνι. τοµαφίλι = θα βάλω άλλο σασµάν
σαπουνίζοµαι (αµετβ. ρ.): στο αυτοκίνητο.
σαπουνισαράµαν και σαπουνισάαβ σαστίζω (αµετβ. ρ.): σσασσίαβ
Συνών. χαλαβάµαν = πλένοµαι, π.χ. µε σσασσίαβ! σαρ κερντιλό
τχάµαν = πλένοµαι. καβά σσέι; = εγώ σαστίζω! πώς
σαπουνίζω (α) (µετβ. ρ.): έγινε αυτό το πράγµα;
σαπουνισαράβ σαστιµάρα: σσασσµάκο, ο.
π.χ. σαπουνισάρ κε βαστά = σάστισµα: σσασσµάκο, ο
σαπούνισε τα χέρια σου. π.χ. (φράση) σσασσµακέσκι µπουκί
σαπουνίζω (β) (µετβ. ρ.): σι καγιά! = για σάστισµα δουλειά
σαπουνλάιαβ (προφορά µε είναι αυτή! (δηλ. γεγονός που σε
συνίζηση ια) κάνει να απορείς).
π.χ. σαπουνλάιαβ µε βαστά = σατανάς: σσεητάνο, ο
σαπουνίζω τα χέρια µου. π.χ. πφιρνό σσεητάνο σι καβά =
σαπουνίσµα: σαπουνισαριπέ, ο. πονηρός σατανάς είναι αυτός, ο
σαπουνισµένος (µτχ.): σσεητάνο σι α(ν)ντέ λέστε = ο
σαπουνισαρντό, -ί σατανάς είναι µέσα του.
π.χ. σαπουνισαρντέ σι µε βαστά = Συνών. µπενγκ = διάβολος,
σαπουνισµένα είναι τα χέρια µου. δαίµονας, λόξα.
σαραβαλιάζοµαι (αµετβ. ρ.): σατανικός (α) (επίθ.):
σαράβαλο-κερντιάβ (= σαράβαλο σσεητανλίο,-ούκα
γίνοµαι) Συνών. µπενγκαλό και µπενγκιαλό
π.χ. σαράβαλο-κερντιλό κο = διαβολικός, δαιµονικός,
τοµαφίλι = σαραβαλιάστηκε το διαβολεµένος, λοξός µτφ.
αυτοκίνητό σου. Αντίθ. µελεκιαβάκο = αγγελικός.
σαράβαλο: σαράβαλο, ο σατανικός (β) (επίθ.):
π.χ. σαράβαλο σι καβά τοµαφίλι = σσεητα(ν)νίο, -ΰκα.
σαράβαλο είναι αυτό το σατανικός (γ) (επίθ.):
αυτοκίνητο. σσεητανέσκο, -ι.
381

π.χ. σσεητανέσκε τσαλούµορα = Αντίθ. πολοκό = σιγά, σιγανά,


σατανικά κόλπα. γιαβάσσι = σιγά, σιγανά, ήσυχος.
σατανικότητα (α): σσεητανλούκο, σβελτάδα: σσεβικλίκο, ο
ο π.χ. κάι σσεβικλίκο, νασστί ρεσές
Συνών. µπενγκαλιπέ και µαν = στη σβελτάδα, δεν µπορείς
µπενγκιαλιπέ = διαβολικότητα. να µε φτάσεις.
σατανικότητα (β): (βλ. και γρηγοράδα).
σσεητα(ν)νούκο, ο. σβέλτος (άκλ.επίθ.): σσεβίκι
σατανισµός: σσεητα(ν)τζϋλΰκο και π.χ. σσεβίκι σι οπρά πι µπουκί =
σσεητα(ν)τζουλούκο, ο. σβέλτος είναι πάνω στη δουλειά
σατανιστής: σσεηταντζίο, ο. του, κον σι νταά σσεβίκι βο κα
σατανίστρια: σσεηταντζΰκα, η. µαρέλ = όποιος είναι πιο σβέλτος
σαύρα: σσαπούρκα και αυτός θα δείρει.
γκουστέρκα, η (βλ. και γρήγορος).
π.χ. τρασσάιλοµ κατάρ σσαπούρκα Αντίθ. πφαρό = βαρύς, αργός.
= φοβήθηκα από τη σαύρα. σβέρκος: κορ και µε(ν)ντ, η
(υποκ.) σσαπουρκίσα και π.χ. αστάρντιλι µι µε(ν)ντ =
γκουστερκίσα, η. πιάστηκε ο σβέρκος µου, ντουκχάλ
σαυροειδής (επίθ.): µι κορ = πονάει ο σβέρκος µου.
σσαπουρκανό,-ί και (κορ σ.α. λαιµός) (βλ. και λαιµός).
γκουστερκανό,-ί. σβήνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ
σαφήνεια: ακχιαρντιπέ, ο π.χ. µουντάρ ο φόσι = σβήσε το
π.χ. ορµπισαρέλας ακχιαρντιµάσα φως, µουντάρ η τζιγκάρα = σβήσε
= µιλούσε µε σαφήνεια, νάι το τσιγάρο, µουνταράβ η γιακ =
ακχιαρντιπέ κάι κε πφερασά = δεν σβήνω τη φωτιά.
υπάρχει σαφήνεια στα λόγια σου. (βλ. και σκοτώνω, νεκρώνω
σαφής (επίθ.): ακχιαρντι(ν)ντό,-ί (µετβ.), ψοφώ (µετβ.)).
π.χ. σας ακχιαρντι(ν)ντό κάι πε Αντίθ. πφαµπαράβ = ανάβω (µετβ.),
όρµπε = ήταν σαφής στα λόγια του. καίω (µετβ.).
Αντίθ. µπιακχιαρντι(ν)ντό = σβήνω (διαγράφω) (β) (µετβ. ρ.):
ασαφής, µπιακχιαρντό = σιλίαβ και σβισαράβ
ακατανόητος. π.χ. σιλίαβ ε γιαζίε = σβήνω τα
σαχλός (επίθ.): πασσαλό,-ί γράµµατα, σιλ µο µπόρτζι.
π.χ. τζάταρ κατάρ µο πασσαλέα, ιν ποκι(ν)ντόµ νε = σβήσε το χρέος
τζανές σο πφενές = φύγε από δω ρε µου. το πλήρωσα.
σαχλέ, δεν ξέρεις τι λες. σβήνω (αµετβ. ρ.): µεράβ
Συνών. χαουµέ = ανόητος, βλάκας, π.χ. µουλί η γιακ = έσβησε η
κουτός, σσαπσσάλι = βλάκας, φωτιά.
κουτός, χαζοχαρούµενος. (βλ. και πεθαίνω, νεκρώνω
σβέλτα (επίρρ.): σσεβίκι (αµετβ.), ψοφώ (αµετβ.)).
π.χ. κερ σσεβίκι τε τζάσταρ = κάνε σβήσιµο: µουνταριπέ, ο
σβέλτα να φύγουµε. π.χ. παέσα µανγκέλ µουνταριπέ η
(βλ. και σβέλτος). γιακ = µε νερό θέλει σβήσιµο η
Συνών. σίγο και σούγο = γρήγορα, φωτιά.
τσαµπούκι = γρήγορα. (βλ. και σκότωµα, νέκρωµα).
382

Αντίθ. πφαµπαριπέ = άναµµα, σέλα (δικύκλου): καλτάκο, ο


κάψιµο, καύσωνας, ζέστη. π.χ. ε βελεπσικάκο καλτάκο = του
σβησµένος (µτχ.): µουνταρντό,-ί ποδηλάτου η σέλα.
π.χ. µουνταρντέ σι ε κχερέσκε (υποκ.) καλτακίσι, ο.
φόσορα = σβησµένα είναι τα φώτα σελίδα: σελίδα, η
του σπιτιού. π.χ. ιρισάρ η σελίδα = γύρνα τη
(βλ. και σκοτωµένος, νεκρωµένος). σελίδα.
Αντίθ. πφαµπαρντό = αναµµένος, σέλινο: σέλινο, ο
καµένος, καυτός, καυτερός. π.χ. τσχουτόµ σέλινο α(ν)ντί ζουµί
σβηστός: (βλ. σβησµένος). = έριξα σέλινο µες στο φαγητό, ντε
σβολάκι: τοπατσίσι, ο. µαν ζάλακ σέλινο, τε τσχαβ α(ν)ντί
σβόλος: τοπάτσι, ο. ζουµί = δώσ’ µου λίγο σέλινο να
σγουραίνω (µετβ. ρ.): κϋβϋρτζΰκι- ρίξω µες στο φαγητό.
κεράβ (= σγουρό κάνω). σεµνός (επίθ.): ναµουζλίο,-ούκα
π.χ. κϋβϋρτζΰκι-κεράβ µε µπαλά = π.χ. ναµουζλούκα σι καγιά τσχορί
σγουραίνω τα µαλλιά µου. = σεµνή είναι αυτή η κοπέλα.
σγουροµάλλης (επίθ.): (βλ. και τίµιος).
κϋβϋρτζΰκι-µπαλένγκο,-ι Συνών. λατζανό = νροπαλός.
π.χ. κάι πο τερνιπέ σας Αντίθ. µπιναµουζέσκο = άσεµνος,
κϋβϋρτζΰκι-µπαλένγκο = στα νιάτα µπιλατζανό = αδιάντροπος.
του ήταν σγουροµάλλης. σεµνότητα: ναµουζλούκο, ο
σγουρός (άκλ. επίθ.): κϋβϋρτζΰκι π.χ. ιτσ ναµουζλούκο νάι οπρά
π.χ. κϋβϋρτζΰκι σι λακέ µπαλά = τούτε = καθόλου σεµνότητα δεν
σγουρά είναι τα µαλλιά της. υπάρχει επάνω σου.
σγουρώνω (αµετβ. ρ.): Αντίθ. εντεπσιζλίκο = προστυχιά,
κϋβϋρτζΰκι-κερντιάβ (= σγουρός λουµπνιπέ και λουµνιπέ =
γίνοµαι) προστυχιά, πορνεία (ναµούζι =
π.χ. σαρ κερντιλέ κϋβϋρτζΰκι και τιµιότητα).
µπαλά; = πώς σγούρωσαν τα σεντονάκι: τσαρσσαφίσι, ο.
µαλλιά σου; σεντόνι: τσαρσσάφι και
σε (πρόθ.): αν και κάι τσαρσσάφο, ο
π.χ. αν παζάρι ντικχλόµ νε = στο π.χ. παρνό τσαρσσάφι = άσπρο
παζάρι τον είδα, τζαβ κάι µι µπουκί σεντόνι, ουτσχάρτουτ ε
= πάω στη δουλειά µου, γκελό κάι τσαρσσαφέσα = σκεπάσου µε το
Σελανίκο = πήγε στη Θεσσαλονίκη. σεντόνι.
(κάι σ.α. πού και που). σεντονιάζω (µετβ. ρ.):
σειρά: σιράβα, η και σϋράβα, η τσαρσσαφλάιαβ (προφ. µε συνίζηση
π.χ. νάκχεν σιραβάσα = περάστε µε ια)
τη σειρά, κ’ αβέλ κιρνί σϋράβα ντα π.χ. τσαρσσαφλάιαβ ο γιοργκάνο =
= θα ’ρθεί και η δική σου σειρά. σεντονιάζω το πάπλωµα.
(υποκ.) σιραβίσα, η. σεντόνιασµα: τσαρσσαφλαµάκο, ο
σεισµικός (επίθ.): ζενζελαβάκο,-ι. π.χ. τσαρσσαφλαµάκο µανγκέλ ο
σεισµός: ζενζελάβα, η γιοργκάνο = σεντόνιασµα θέλει το
π.χ. η ζενζελάβα ιζντρανταρντάς ε πάπλωµα.
κχερά = ο σεισµός τράνταξε τα σεξ: (βλ. έρωτας (σεξουαλική
σπίτια. πράξη)).
383

σερβιέτα: πογκιάκο-λιλ, ο (= υπέροχη µπάλα παίζει, κι(ν)ντόµ


έµµηνων χαρτί) (σερβιέτες (οι) = τουκέ εκ τακΰµο σσέα = σου
πογκιάκε-λιλά, ε). αγόρασα ένα συνολάκι ρούχα).
σερβίρω (µετβ. ρ.): α(ν)ταβάβ και σεφτές: σεφτάβα, η
αταβάβ (κυριολ. φέρνω) π.χ. σαµπαχτάν σεφτάβα νι
π.χ. µπέσσεν κάι τραπέζι τε αταβάβ κερντόµ κάι ντικιάνο = από το πρωί
τουµένγκε = καθίστε στο τραπέζι να σεφτέ δεν έκανα στο µαγαζί.
σας σερβίρω. (σεφτάβα σ.α. για πρώτη φορά, π.χ.
σερµαγιά: σερµαϊάβα, η (προφ. µε σεφτάβα αβιλό κατέ = για πρώτη
συνίζηση ια) φορά ήρθε εδώ, σεφτάβα κερντιλό
π.χ. χαλάς ε ντουκιανέσκι καβά σσέι κάι αµαρί µαλάβα = για
σερµαϊάβα ντα, κχάντσικ ιν πρώτη φορά έγινε αυτό το πράγµα
µουκλάς = έφαγε και τη σερµαγιά στη γειτονιά µας).
του µαγαζιού, δεν άφησε τίποτα. σήκωµα (α): βαζντιπέ, ο
σερµένος (µτχ.): τιρισαρντό, -ί. π.χ. καβά τραπέζι µανγκέλ
σερµπέτι: σσερµπέτο, ο βαζντιπέ κατάρ = αυτό το τραπέζι
π.χ. σσερµπέτο κερντιλί η καϊάβα = θέλει σήκωµα από δω.
σερµπέτι έγινε ο καφές (δηλ. έγινε Αντίθ. περιπέ = πέσιµο, πτώση.
πολύ γλυκός). σήκωµα (β): φαζντιπέ, ο.
σέρνοµαι (αµετβ. ρ.): τιρισάαβ. σηκωµένος (α) (µτχ.): βαζντό,-ί,
σέρνω (α) (µετβ. ρ.): τιρισαράβ. βαζντι(ν)ντό,-ί και ουσστι(ν)ντό,-ί
π.χ. ε γκουρουβά τιρισαρένας ε π.χ. ουσστι(ν)ντό σόµας µε, κάνα
ουρντονά = τα βόδια έσερναν τις αβιλάνας του = σηκωµένος ήµουν
άµαξες. εγώ, όταν είχες έρθει εσύ.
σέρνω (β) (µετβ. ρ.):σίρνταβ (= Συνών. τζουνγκαντό = ξύπνιος,
τραβώ) και σΰρνταβ (= τραβώ). ντίκι = όρθιος, όρθια, στητός,
Σερραία: Σέρεζλίκα, η. ευθητενής.
Σερραίος: Σέρεζλίο, ο. Αντίθ. περαντό = πεσµένος,
Σέρρες: Σέρεζι, ο γκρεµισµένος, κατεδαφισµένος.
π.χ. κατάρ Σέρεζι σι καβά ροµ = σηκωµένος (β) (µτχ. ως επίθ.):
από τις Σέρρες είναι αυτός ο φαζντι(ν)ντό, -ί (σ.α. σηκωτός) και
Τσιγγάνος. (µτχ.) φαζντό, -ί.
σέρτικος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): σηκωµός: ουσστιπέ, ο (σ.α.
σέρτι (σ.α. σκληρός, σκληρά) έγερση).
π.χ. σέρτι σι καϊά τζιγκάρα = σηκώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
σέρτικο είναι αυτό το τσιγάρο (βλ. ουσστάβ
και σκληρός). π.χ. ούσστι οπρέ = σήκω επάνω, νι
σετ (σύνολο οµοειδών ουσστιλό, νταά πασστόλ = δεν
πραγµάτων): τακΰµο, ο σηκώθηκε, ακόµα κοιµάται, ούσστι
π.χ. εκ τακΰµο τσίντζιρε = ένα σετ τε χας µαρνό = σήκω να φας ψωµί.
κατσαρόλες, εκ τακΰµο φιλτζέα = Αντίθ. περάβ = πέφτω.
ένα σετ φλιτζάνια (τακΰµο σ.α. σηκώνοµαι (β) (αµεβτ. ρ.):
οµάδα, ποδοσφαιρική οµάδα, βαζντιάβ και βαζντί(ν)ντιαβ
συνολάκι (ρούχων), π.χ. αµαρό π.χ. νασστί βαζντί(ν)ντολ καβά
τακΰµο µπούσσουκαρ τόπα κχελέλ πφαριπέ εκχέ τζενέσα = δεν µπορεί
= η δική µας ποδοσφαιρική οµάδα
384

να σηκωθεί αυτό το βάρος µε ένα σηµαία: σιµέα, η και µπαϊράκο, ο


άτοµο (σ.α. ανυψώνοµαι). π.χ. βάζνταβ-οπρέ η σιµέα =
σηκώνω (α) (µετβ. ρ.): βάζνταβ υψώνω τη σηµαία.
π.χ. νά βάζντε µπουτ πφαριπέ, κα σηµασία: σιµασία, η
αστάρντολ κο ντουµό = µη π.χ. ντε σιµασία κάι µε όρµπε,
σηκώνεις πολύ βάρος, θα πιαστεί η ασσούν σο πφενάβ τούκε = δώσε
µέση σου, βάζνταβ µε µπαϊά = σηµασία στα λόγια µου, άκου τι
σηκώνω τα µανίκια µου, νά βάζντε σου λέω, νά ντε λε σιµασία, µουκ
κι λαλί = µη σηκώνεις τη φωνή λε κοτέ τε µορµισαρέλ = µην του
σου. δίνεις σηµασία, άσ’ τον εκεί να
σηκώνω (β) (µετβ. ρ.): φάζνταβ γκρινιάζει.
π.χ. τελέ πελό ο χουρντό, φάζντε λε σηµείο: τχαν, ο (κυριολ. µέρος, βλ.
= κάτω έπεσε το παιδί, σήκωσέ το, και µέρος)
φάζντε λε, µπουτ πασστιλό = π.χ. φενά τχανέστε τσαλάντιλο =
σήκωσέ τον, πολύ κοιµήθηκε. σε άσχηµο σηµείο χτύπησε.
Αντίθ. περαβάβ = γκρεµίζω, σήµερα (επίρρ.): αγκιές, αβγκιέ,
κατεδαφίζω, καταρρίπτω. αβγκιβέ και αγκές
σηκώνω (γ) (ενεργ. διαµ.ρ.): π.χ. µπουτ µπουκί σίµαν αβγκιέ =
βαζνταράβ και φαζνταράβ (= βάζω έχω πολλή δουλειά σήµερα, αβγκιέ
να σηκώσει-ουν, σ.α. ξεσηκώνω) κα αβέλ = σήµερα θα έρθει, αβγκιβέ
π.χ. κα βαζνταράβ λεστέ ε σι ∆ευτέρα = σήµερα είναι
τσουβάλα = θα τον βάλω να ∆ευτέρα, αγκιές κα τζάβταρ =
σηκώσει τα σακιά, βαζνταρντάν σήµερα θα φύγω, αγκές αβιλέµ =
µπιτίν ε ντουνιάβα κε σεζάσα = σήµερα ήρθα.
ξεσήκωσες όλο τον κόσµο µε τη σηµερινός (επίθ.): αβγκιτνό,-ί
φωνή σου (βαζνταρντό, -ί µτχ. = π.χ. ε αρνέ σι αβγκιτνέ = τα αυγά
σηκωµένος, βαζνταριπέ, ο, ρηµατ. είναι σηµερινά, αβγκιτνό σι ο
ουσ. = σήκωµα). µαρνό = σηµερινό είναι το ψωµί.
σηκωτός (µτχ. ως επίθ.): Αντίθ. ιρακιτνό = χθεσινός,
βαζντι(ν)ντό, -ί (σ.α. σηκωµένος) τχαρικνό = αυριανός.
π.χ. τε να τζάσα, βαζντι(ν)ντό κα σήραγγα: µάρα, η
ινγκαρέν τουτ = αν δε πας, σηκωτό π.χ. α(ν)ντάρ µάρα κα νακχέλ
θα σε πάνε. ακανά ο τιρένο, νά τρασσάν = µέσα
σήµα: (βλ. σινιάλο). από τη σήραγγα θα περάσει τώρα
σηµαδεύω (µετβ. ρ.): νισσάνο- το τρένο, µη φοβηθείτε .
τχαβ (= σηµάδι βάζω, αρραβώνα (σ.α. σπηλιά, βλ. και σπηλιά).
βάζω, αρραβωνιάζω). σήτα: σίτα, η
σηµάδι: ισσαρέτι, µπένι και π.χ. τχο σίτα κάι πέντζεράβα τε να
νισσάνο, ο ντεν α(ν)ντρέ ε µακχιά = βάλε σήτα
π.χ. η γιαράβα µουκλά λεσκέ µπένι στο παράθυρο να µην µπαίνουν
= το τραύµα του άφησε σηµάδι. µέσα οι µύγες.
(βλ. ισσαρέτι στο λήµµα σινιάλο). σιγά (α) (επίρρ.): πολοκό
(βλ. µπένι στο λήµµα ελιά (κηλίδα π.χ. ορµπισάρ πολοκό, ο χουρντό
δέρµατος)). πασσλόλ = µίλα σιγά, το παιδί
(βλ. νισσάνο στο λήµµα κοιµάται, πολοκό τράντε, ο ντροµ
αρραβώνας).
385

σι νάι λατσχό = σιγά οδήγα, ο π.χ. σαν γκάρα(ν)τι κάι κ’ αβές; =


δρόµος δεν είναι καλός. είσαι σίγουρος ότι θα ‘ρθεις;,
Αντίθ. σίγο και σούγο = γρήγορα, γκάρα(ν)τι αγκαντάλ σι = σίγουρα
ζουραλέστε = δυνατά, γερά. έτσι είναι.
σιγά (β) (επίρρ.): γιαβάςς και σιδεράκι(α): σαστρίσι, ο.
ουσούλ σιδεράκι (β): ντεµιρίσι, ο.
π.χ. γιαβάςς τε να περές = σιγά να σιδεράς (α): σαστρατζίο, ο.
µην πέσεις, ουσούλ-ουσούλ τε τζας σιδεράς (β): ντεµιρτζίο, ο.
οπρά ντροµ = σιγά-σιγά να σιδερένιος (α) (επίθ.): σαστρανό,-ί
πηγαίνεις πάνω στον δρόµο. και σαστρέσκο,-ι
σιγά (γ) (επίρρ.): γιαβάσσι π.χ. σαστρανό ουντάρ = σιδερένια
π.χ. γιαβάσσι τζα, νά ναςς = σιγά πόρτα (οµόηχο σαστρέσκο, -ι =
πήγαινε, µην τρέχεις (γιαβάσσι σ.α. πεθερού).
σιγανός, ήσυχος, -η (άνθρωπος, σιδερένιος (β) (επίθ.): ντεµιρέσκο,
ζώο) π.χ. µπουτ γιαβάσσι σι καβά -ι και ντεµιρλίο, -ίκα.
µανούςς = πολύ ήσυχος είναι αυτός σίδερο (α): σάστρι, ο
ο άνθρωπος, γιαβάσσι σι νί χάλπες π.χ. σαρ σάστρι σι καβά µανούςς =
κχάνικασα = ήσυχος είναι, δεν σαν σίδερο είναι αυτός ο άνθρωπος,
µαλώνει µε κανέναν, γιαβάσσι σι ο σάστρι, κάνα σι τατό,
λεσκί ροµνί = ήσυχη είναι η γιαπουσσίορ = το σίδερο, όταν είναι
γυναίκα του, γιαβάσσι σι ο τζουκέλ, ζεστό, κολλάει.
νι ντα(ν)νταλέλ = ήσυχος είναι ο σίδερο (β): ντεµίρι, ο
σκύλος, δεν δαγκώνει. π.χ. τσαλαντάλε ε ντεµιρέσα = τον
Αντίθ. φενά και νασούλ = κακός). χτύπησε µε το σίδερο, σιβρί σι ο
σιγανά: (βλ. σιγά). ντεµίρι = αιχµηρό είναι το σίδερο.
σιγανός (επίθ.): γιαβάσσι, -κα και σίδερο (η συσκευή σιδερώµατος):
(άκλ. επίθ.) γιαβάσσι υτύα, η (τα υ προφ. όπως το
π.χ. (φράση) κατάρ γιαβάσσι γαλλικό u) και σίδερο, ο.
µανούςς τε τρασσάς = από τον σιδερολοστός: σάστρι και ντεµίρι,
σιγανό άνθρωπο να φοβάσαι (βλ. ο (κυριολ. σίδερο).
και σιγά (γ)). σιδερόπορτα: σαστρανό-ουντάρ, ο
σιγανούτσικα (επίρρ.): πολοκορό και ντεµιρλί-καπούια, η.
σιγοβράζω (αµετβ. ρ.): πολοκό- σιδερωµένος (α) (άκλ. επίθ.):
κιριάβ και (µετβ. ρ.) πολοκό- υτυλεµίσσι (τα υ προφ. όπως το
κιραβάβ γαλλικό u)
π.χ. ο µας πολοκό-κιρόλ = το κρέας π.χ. υτυλεµίσσι σι κο πα(ν)τόλι =
σιγοβράζει. σιδερωµένο είναι το πουκάµισό
σιγοκλαίω (αµετβ. ρ.): πολοκό- σου.
ροβάβ. σιδερωµένος (β) (µτχ.):
σίγουρα: (βλ. σίγουρος). σιδεροσαρντό, -ί.
σιγουριά: γκαρα(ν)τιλίκο, ο (σ.α. σιδερώνω (α) (µετβ. ρ.): υτύα-
απολυτότητα). κεράβ (τα υ προφ. όπως το γαλλικό
σίγουρος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): u) (= σίδερο κάνω)
γκάρα(ν)τι και γκαρα(ν)τί (σ.α. π.χ. υτύα-κεράβ κι α(ν)τεράβα =
σίγουρα, απόλυτα, απόλυτος) σιδερώνω το πουκάµισό σου.
386

σιδερώνω (β) (µετβ. ρ.): σιταρίσιος: (βλ. σιταρένιος).


σιδεροσαράβ σιταροειδής: (βλ. σιταρένιος).
π.χ. ατάβ κο γκατ µά(ν)ντε τε σιτεµπορία: γκιβένγκο-
σιδεροσαράβ λες = φέρε το τουτζαρλούκο, ο (= σιταριών
πουκάµισό σου σε µένα να το εµπόριο).
σιδερώσω. σιτέµπορος: γκιβένγκο-τουτζάρι, ο
σιδηρόδροµος (α): τιρενένγκο- (= σιταριών έµπορος), θηλ.
ντροµ, ο (= τρένων δρόµος). γκιβένγκι-τουτζάρκα, η.
σιδηρόδροµος (β): σαστρανό- σιτίζοµαι (αµετβ. ρ.): χαπέ-λαβ (=
ντροµ, ο. τροφή παίρνω)
σιδηροπρίονο: τεστεράβα, η (σ.α. Συνών. παρβάρντιαβ και
πριόνι). παρµπάρντιαβ = ταΐζοµαι, τρέφοµαι,
σιµιγδαλένιος (επίθ.): ιλµικέσκο,-ι θρέφοµαι.
και σιµιγδαλέσκο,-ι. σιτίζω (µετβ. ρ.): χαπέ-νταβ
σιµιγδάλι: σιµιγδάλι και ιλµίκο, ο (=τροφή δίνω)
π.χ. λε ιλµίκο τε κεράβ αλβάβα = Συνών. παρβαράβ και παρµπαράβ
πάρε σιµιγδάλι να κάνω χαλβά. = ταΐζω, τρέφω, θρέφω.
σίµωµα: (βλ. πλησίασµα). σίτιση: χαπέ-ντιιπέ, ο (= τροφή
σιµώνω: (βλ. πλησιάζω). δόσιµο)
σινεµά (το): σινάµα, η Συνών. παρβαριπέ και µπαρµπαριπέ
π.χ. κ’ αβές αϊράτ κάι σινάµα; = τάισµα, θρέψιµο, θρέψη.
σσουκάρ φίλιµι κχελέλ = θα `ρθείς σιχαίνοµαι (µετβ. ρ.): τισινίαβ
απόψε στο σινεµά; ωραίο έργο π.χ. τισινίαβ κατάρ καγιά ζουµί =
παίζει. το σιχαίνοµαι αυτό το φαγητό,
σινιάλο: ισσαρέτι, ο τισινίαβ λέσταρ, νι µανγκάβ τε
π.χ. κερντά µανγκέ ισσαρέτι πε ντικχάβ λε ανγκλά µε γιακχά = τον
βαστέσα για τε τζάβταρ = µου σιχαίνοµαι, δε θέλω να τον δω
έκανε σινιάλο µε το χέρι του για να µπροστά στα µάτια µου.
φύγω. σιχαµάρα: τισινµέκο, ο
(βλ. και σηµάδι). π.χ. καγιά ζουµί α(ν)ταβέλ µανγκέ
σιντριβάνι: σσιντριβάνο, ο τισινµέκο = αυτό το φαγητό µου
π.χ. σίλε σσιντριβάνο α(ν)ντέ λεσκί φέρνει σιχαµάρα.
αβλία = έχει σιντριβάνι µες στην σκάβοµαι (αµετβ. ρ.): ανάντιαβ
αυλή του. π.χ. ανάντιλο ο ντροµ = σκάφτηκε
σιρόπι: σσουρούπο, ο ο δρόµος.
π.χ. ο ντοκτόρι ντιά ε χουρντέ σκάβω (α) (µετβ. ρ.): αναβάβ
σσουρούπο = ο γιατρός έδωσε στο π.χ. αναβέσας ντα τσχι(ν)ντιλάν
µωρό σιρόπι. γκαντικίν µπουτ; = έσκαβες και
σιτάλευρο: γκιβέσκο-αρό, ο. κουράστηκες τόσο πολύ;, κάνα κα
σιταράκι: γκιβορό, ο. αναβέν ε τεµέλα; = πότε θα
σιταρένιος (επίθ.): γκιβέσκο,-ι. σκάψετε τα θεµέλια;
σιτάρι: γκιβ, ο (αναβάβ σ.α. σκαλίζω).
π.χ. ο ντιρµένο πισσέλ ο γκιβ = ο σκάβω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
µύλος αλέθει το σιτάρι, εκ τσουβάλι ανανταράβ (= βάζω να σκάψει-ουν)
γκιβ κι(ν)ντόµ ε κχαϊνένγκε = ένα π.χ. κα ανανταράβ λεστέ ε τεµέλα
σακί σιτάρι αγόρασα για τις κότες. = θα τον βάλω να σκάψει τα
387

θεµέλια (ανανταρντό, -ί µτχ. = σκαµµένος (µτχ.): αναντό,-ί (σ.α.


σκαµµένος, ανανταριπέ, ο ρηµατ. σκαλισµένος)
ουσ. = σκάψιµο). π.χ. αναντό σι ο ντροµ, νασστί
σκάγι: φιτσένκο, ο νακχέλ ο τοµαφίλι = σκαµµένος
(βλ. και σφαίρα). είναι ο δρόµος, δεν µπορεί να
σκάζω (µετβ. ρ.): πατλατϋρίαβ και περάσει το αυτοκίνητο.
πφαραράβ Αντίθ. µπιαναντό = άσκαφτος.
π.χ. πατλατϋρίαβ η µπουσσούκα = σκαµνάκι: σκεµνίσα, η.
σκάζω το µπαλόνι, νά πφαράρ µαν σκαµνί: σκέµνα, η
τούντα, νά ντε µαν χολί = µη µε π.χ. µπεςς οπρά σκέµνα = κάτσε
σκας κι εσύ, µη µε συγχύζεις πάνω στο σκαµνί.
(πφαραράβ κυριολ. βαραίνω σκαµπίλι: πάλµα, η
(µετβ.), πφαρό = βαρύς). π.χ. τε ντάβα τουτ γεκ πάλµα, κα
(βλ. και βαραίνω (µετβ.)). ντικχές του = άµα σου δώσω ένα
σκάζω (αµετβ. ρ.): πατλάιαβ σκαµπίλι, θα δεις εσύ.
(προφ. µε συνίζηση ια) και πφαριάβ (βλ. και παλάµη).
π.χ. κα πφαρόλ κατάρ πι χολί = θα σκαµπιλίζω (µετβ. ρ.): πάλµα-νταβ
σκάσει απ’ το θυµό του, κα (= σκαµπίλι δίνω) και πάλµα-τσχαβ
πατλάιαβ κατάρ ο τατιπέ = θα (= σκαµπίλι ρίχνω).
σκάσω από τη ζέστη. σκαµπίλισµα: (βλ. ράπισµα).
(πφαριάβ κυριολ. βαραίνω σκαντζόχοιράκι: κανζαβουρίσι, ο
(αµετβ.), πφαρό = βαρύς). και κιρπιίσα, η.
(βλ. και βαραίνω (αµετβ.)). σκαντζόχοιρος (α): κανζαβούρι και
σκάλα: µερντεφένο, ο χαντζαβούρι, ο
π.χ. πελό κατάρ µερντεφένο ντα π.χ. ο τζουκέλ πε σσουνγκάσα
πφαράντιλο λεσκό σσορό = έπεσε αρακχέλ ε κανζαβουρές = ο σκύλος
από τη σκάλα και σκίστηκε το µε τη µυρωδιά (όσφρηση) του
κεφάλι του, κασστουνό µερντεφένο βρίσκει τον σκαντζόχοιρο.
= ξύλινη σκάλα, µερντεφένο σι σκαντζόχοιρος (β): κιρπία, η
καγιά ντουνιάβα, ο εκ φουλέλ, ο εκ π.χ. κιρπιάκο µας, χας του; = κρέας
ικλέλ = σκάλα είναι αυτός ο σκαντζόχοιρου, τρως εσύ;
κόσµος, ο ένας κατεβαίνει, ο ένας σκαπάνη: (βλ. κασµάς).
(άλλος) ανεβαίνει. σκαπτικός: (βλ. σκαφτικός).
σκαλίζω (µετβ. ρ.): αναβάβ σκαρί: ολούσσι, ο
(κυριολ. σκάβω) π.χ. γκάντικιν ντα τε χαβ, νι
π.χ. αναβάβ η µπατσάβα = σκαλίζω τφουλιάβ. µο ολούσσι σι αγκαντάλ
το περιβόλι. = όσο και να φάω, δεν παχαίνω. το
(βλ. και σκάβω). σκαρί µου είναι έτσι.
σκάλισµα: (βλ. σκάψιµο). σκαρφάλωµα: ικλιπέ, ο (=
σκαλισµένος: (βλ. σκαµµένος). ανέβασµα, έξοδος, ανάβαση,
σκαλίτσα: µερντεφενίσι, ο. καβάληµα).
σκαλοπάτι: µερντεφένο, ο σκαρφαλωµένος (µτχ.): ικλαρντό,-
π.χ. κοσάβ ε µερντεφέα = ί (= ανεβασµένος).
σφουγγαρίζω τα σκαλοπάτια. σκαρφαλώνω (µετβ. ρ.): ικλάβ (=
(βλ. και σκάλα). βγαίνω, ανεβαίνω, καβαλάω)
388

π.χ. σαρ πισίκα ικλιλό οπρά (σ.α. σκάλισµα).


κοπάτσι = σαν γάτος σκαρφάλωσε σκελετός: σκελετό, ο
πάνω στο δέντρο. π.χ. ε βελεπσικάκο σκελετό = του
σκαρφίζοµαι: (βλ. επινοώ). ποδηλάτου ο σκελετός.
σκασίλα: πατλαµάκο, ο (κυριολ. σκέλος (α): αρ, η
σκάσιµο) (σκέλια (τα) = αρά, ε).
π.χ. ασταρντά µαν πατλαµάκο σκέλος (β): κασούκο, ο (σκέλια
κατέ! = µ’ έπιασε σκασίλα εδώ! (τα) = κασούκορα, ε)
σκάσιµο: πατλαµάκο, ο π.χ. µε κασούκορα ντουκχάν = τα
π.χ. σαό πατλαµάκο κερντά ε σκέλια µου πονάνε.
τοµαφιλέσκι λαστίκα! = τι σκάσιµο σκεπάζοµαι (αµετβ. ρ.):
έκανε του αυτοκινήτου το λάστιχο! ουτσχαράµαν και ουτσχάρντιαβ
σκασµένος (άκλ. επίθ.): πατλάκι π.χ. ουτσχάρτουτ, κε τσανγκά
π.χ. πατλάκι µπουσσούκα = σικάντον = σκεπάσου, τα πόδια σου
σκασµένο µπαλόνι, πατλάκι σι ε φαίνονται, τε ουτσχάρντολ ο
βελεπσικάκι λαστίκα = σκασµένο ε(ν)ντέκο = να σκεπαστεί ο λάκκος.
είναι του ποδηλάτου το λάστιχο. (σ.α. καλύπτοµαι).
σκατίλα: κφουλένγκι-κοκία, η (= Αντίθ. πουτσαράµαν =
σκατών µυρωδιά). ξεσκεπάζοµαι.
σκατό: κφουλ, ο σκεπάζω (µετβ. ρ.): ουτσχαράβ
π.χ. κφουλά κχά(ν)ντεν κατέ (σ.α. καλύπτω)
α(ν)ντρέ = σκατά µυρίζουν εδώ π.χ. ουτσχάρ ε χουρντέ = σκέπασε
µέσα. το µωρό, (µτφ.) ουτσχαρντέ η
(υποκ.) κφουλορό, ο. µεσελάβα = σκεπάσανε την
σκάτωµα: κφουλαριπέ, ο. υπόθεση.
σκατωµένος (µτχ.): κφουλαλό,-ί Αντίθ. πουτσαράβ = ξεσκεπάζω.
π.χ. κφουλαλό σι ο χουρντό = σκεπαράκι: (βλ. σκεπαράκι).
σκατωµένο είναι το µωρό. σκεπάρι: (βλ. σκεπάρνι).
σκατώνοµαι (αµετβ. ρ.): σκεπαρνάκι (α): τεσλορί, η.
κφουλάβαβ. σκεπαρνάκι (β): κεσερίσι, ο.
σκατώνω (µετβ. ρ.): κφουλαράβ σκεπάρνι (α): τέσλα, η
π.χ. κφουλαρντάν η µπουκί = π.χ. αγκιές κι(ν)ντέµ καγιά τέσλα =
σκάτωσες τη δουλειά (δηλ. τα σήµερα το αγόρασα αυτό το
έκανες θάλασσα). σκεπάρνι.
σκάφη: µπάλαη και µπάλια, η σκεπάρνι (β): κεσέρι, ο
π.χ. χαλαβάβ πατέ α(ν)ντί µπάλαη π.χ. τσαλαβάβ ε κεσερέσα η
= πλένω ρούχα στη σκάφη, πφεράβ σσάικα = χτυπάω µε το σκεπάρνι το
παΐ η µπάλια = γεµίζω νερό την καρφί.
σκάφη. σκέπασµα: ουτσχαριπέ, ο (σ.α.
(υποκ.) µπαλαήσα και µπαλιίσα, η. κάλυψη)
σκαφτικός (επίθ.): αναηµάσκο,-ι Αντίθ. πουτσαριπέ = ξεσκέπασµα.
π.χ. αναηµάσκι µάκινα = σκαφτική σκεπασµένος (µτχ.): ουτσχαρντό,-ί
µηχανή. (σ.α. καλυµµένος)
σκάψιµο: αναηπέ, ο π.χ. ουτσχαρντό σι ο χουρντό =
π.χ. µανγκέλ ντερίνι αναηπέ κατέ = σκεπασµένο είναι το µωρό.
θέλει βαθύ σκάψιµο εδώ.
389

Αντίθ. πουτσαρντό = ξεσκέπαστος, π.χ. χα ζάλακ µαρνό. χαλά τουτ


µπιουτσχαρντό = ασκέπαστος. καβά ντυσσυνµέκο = φάε λίγο
σκεπή: σκεπί, η ψωµί. σ’ έφαγε αυτή η σκέψη.
π.χ. κόν ικλιλό οπρά κχερέσκι σκηνίτης: τσαντϋρτζίο, ο
σκεπί ντα πφαγκιλέ ε ελενίτορα; = (τσαντΰρι, ο = αντίσκηνο).
ποιος ανέβηκε πάνω στη σκεπή του σκηνίτισσα: τσαντϋρτζΰκα, η.
σπιτιού και έσπασαν τα ελενίτ; σκιά: γκολγκαλίν, γκιολγκαλίν,
σκέτος (επίθ.): σκέτο,-ι γκιολγκάβα και ουτσχαλίν, η
π.χ. σκέτο µακαρόνια χαλάς = π.χ. µπεςς ταλάλ γκολγκαλίν τε
σκέτα µακαρόνια έφαγε. ντι(ν)νενίος = κάτσε κάτω από τη
σκεφτικός (α) (επίθ.): σκιά να ξεκουραστείς, (µτφ.)
γκου(ν)ντισαρντό,-ί κερντιλό λεσκί γκιολγκάβα· κάι
π.χ. µπουτ γκου(ν)ντισαρντό τζαλ παλά λέστε αβέλ = έγινε η
ντικχάβ τουτ· σο σίτουτ; = πολύ σκιά του· όπου πηγαίνει από πίσω
σκεφτικό σε βλέπω· τι έχεις; του έρχεται.
(σ.α. συλλογισµένος). (υποκ.) γκολγκαλινορί,
σκεφτικός (β) (άκλ. επίθ.): γκιολγκαλινορί, ουτσχαλινορί και
ντυσσυντζελί (τα υ προφ. όπως το γκιολγκαβίσα, η.
γαλλικό u) σκίζοµαι (αµετβ. ρ.): πφαραβάµαν
π.χ. ντυσσυντζελί σικάντολ = π.χ. (µτφ.) πφαραβέλπες πε
σκεφτικός (-ή) φαίνεται. χουρντένγκε = σκίζεται για τα
σκέφτοµαι (α) (αµετβ. και µετβ. παιδιά του.
ρ.): γκου(ν)ντισαράβ (γκού(ν)ντο = σκίζω (αµετβ. ρ.): πφαράντιαβ
νους) π.χ. καβά κοτόρ σι µπουτ σανό ντα
π.χ. γκου(ν)ντισαράβ σο τε κεράβ πφαράντολ κολάη = αυτό το
= σκέφτοµαι τι να κάνω. ύφασµα είναι πολύ λεπτό και
(σ.α. συλλογίζοµαι). σκίζεται εύκολα.
σκέφτοµαι (β) (αµετβ. και µετβ. σκίζω (µετβ. ρ.): πφαραβάβ
ρ.): ντυσσυνίαβ (τα υ προφ. όπως π.χ. κον πφαραντά καλά λιλά; =
το γαλλικό u) ποιος έσκισε αυτά τα χαρτιά;,
π.χ. ντυσσυνίαβ σο κα κερντόλ µο πφαραβάβ κασστά ε τοβερέσα =
άλι = σκέφτοµαι τι θα γίνει το χάλι σκίζω ξύλα µε το τσεκούρι.
µου. σκιρτώ (αµετβ. ρ.): τσχάµαν (=
σκέφτοµαι (γ) (αµετβ. και ρίχνοµαι)
µετβ.ρ): γκογκί-ντάµαν (κυριολ. π.χ. σο ντικλόµ λα τσχουτάπες µο
µυαλό δίνω στον εαυτό µου) γκι = µόλις την είδα σκίρτησε η
π.χ. ντέτουτ ζάλακ γκογκί ντα σορά ψυχή (καρδιά) µου.
κερ-πφεράς = σκέψου λίγο και µετά σκίσιµο: πφαραηπέ, ο
µίλα. π.χ. πφαραηπέ µανγκέν ε κασστά =
σκέψη (α): γκου(ν)ντισαριπέ, ο σκίσιµο θέλουν τα ξύλα (σ.α.
(σ.α. συλλογισµός). σκισµή).
σκέψη (β): ντυσσυνµέκο, ο και σκισµένος (µτχ.): πφαραντό,-ί
ντυσσυνµάβα, η (τα υ προφ. όπως π.χ. πφαραντό γκατ = σκισµένο
το γαλλικό u) πουκάµισο, πφαραντό σι παλάλ ο
πα(ν)τόλι = σκισµένο είναι από
390

πίσω το παντελόνι, πφαραντέ σι ε ορµπισαρντάς µανγκέ σέρτι = µου


κασστά = σκισµένα είναι τα ξύλα. µίλησε σκληρά.
Αντίθ. µπιπφαραντό = άσκιστος. Αντίθ. κοβλό και πακό = µαλακός.
σκισµή: πφαραηπέ, ο (= σκίσιµο). σκληρός (β) (επίθ.): ζουραλό, -ί
σκλάβα (η): έσιρι, η. (κυριολ. δυνατός, γερός)
σκλαβιά: έσιρλικο, ο (σ.α. π.χ. µπουτ ζουραλό σι ο µας,
αιχµαλωσία, σκλάβωµα). νασστίκ τσά(µ)µπαβ λε = πολύ
σκλάβος: έσιρι, ο (σ.α. σκληρό είναι το κρέας, δεν µπορώ
αιχµάλωτος) να το µασήσω.
π.χ. νάι σοµ µε κο έσιρι, για τε σκληρός (γ) (µτφ.): τσετίνι, ο
κερές µαν σο µανγκέσα = δεν είµαι (αυτός που είναι αδύνατος και
εγώ ο σκλάβος σου, για να µε γερός, αυτός που αντέχει στις
κάνεις ό,τι θέλεις. βαριές δουλειές), θηλ. τσετίνκα, η
(βλ. και αιχµάλωτος). π.χ. τσετίνι σι βο. κερέλ καλέ
σκλάβωµα: έσιρλικο, ο µπουκιάκε = σκληρός είναι αυτός.
(βλ. και αιχµαλωσία). κάνει γι’ αυτή τη δουλειά.
σκλαβώνω (µετβ. ρ.): έσιρι- σκληρότητα: (βλ. σκληράδα).
ασταράβ (= σκλάβο κρατώ) σκληρόψυχος (επίθ.): σέρτι-
(βλ. και αιχµαλωτίζω). γκέσκο,-ι και ζουραλέ-γκέσκο,-ι
σκληράδα: σερτλίκο, ο (ζουραλέ-γκέσκο (κυριολ.
Αντίθ. κοβλιπέ και πακιπέ = δυνατόψυχος)
µαλακότητα. π.χ. κολάη νι ροβέλ βο, ζουραλέ-
σκληραίνω (α) (µετβ. ρ.): γκέσκο σι = εύκολα δεν κλαίει
σερτλετιρίαβ αυτός, σκληρόψυχος είναι.
Αντίθ. κοβλιαράβ και πακαράβ = Συνών. τφουλέ-γκέσκο =
µαλακώνω (µετβ.). χοντρόψυχος, χοντρόπετσος (µτφ.),
σκληραίνω (β) (µετβ. ρ.): σέρτι- παχύδερµος (µτφ.), σκληρόκαρδος.
κεράβ (= σκληρό κάνω) Αντίθ. ντουκχανέ-γκέσκο =
π.χ. καβά σαµπουάν κερέλ µε πονόψυχος.
µπαλά σέρτι = αυτό το σαµπουάν σκόνη: τόζι, ο
σκληραίνει τα µαλλιά µου. π.χ. κερντά αµέν ο τοµαφίλι
σκληραίνω (α) (αµετβ. ρ.): α(ν)ντό τόζι = µας έκανε το
σερτλενίαβ αυτοκίνητο µες στη σκόνη, ο καλό
Αντίθ. πακιβάβ και κοβλιάβ = κοτόρ βάζντελ τόζι = το µαύρο
µαλακώνω (αµετβ.). ύφασµα σηκώνει σκόνη, (µτφ.)
σκληραίνω (β) (αµετβ. ρ.): σέρτι- κερντά λε τόζι = τον έκανε σκόνη.
κερντιάβ (= σκληρός γίνοµαι) σκονίζοµαι (αµετβ. ρ.): α(ν)ντό-
π.χ. κερντιλέ µε µπαλά σέρτι κατάρ τόζι-κερντιάβ (= µες στη σκόνη
καβά σαµπουάν = σκλήρυναν τα γίνοµαι) και α(ν)ντό-τόζι-πφερντιάβ
µαλλιά µου από αυτό το σαµπουάν. (= µες στη σκόνη γεµίζω αµετβ.).
σκληρόκαρδος: (βλ. σκονίζω (µετβ. ρ.): α(ν)ντό-τόζι-
σκληρόψυχος). κεράβ (= µες στη σκόνη κάνω) και
σκληρός (α) (άκλ. επίθ. και α(ν)ντό-τόζι-πφεράβ (= µες στη
επίρρ.): σέρτι (σ.α. σκληρά) σκόνη γεµίζω µετβ.).
π.χ. σέρτι µας = σκληρό κρέας, σκοπός (α): σκοπόζι, ο (=
σέρτι βαστά = σκληρά χέρια, φρουρός), θηλ. σκοπόσκα, η
391

π.χ. σκοπόζι ατσχέλ ανγκλά ο κχερ Αντίθ. κιντό = µαζεµένος.


= σκοπός στέκεται µπροστά στο σκοτάδι: καρανούκο, ο
σπίτι. π.χ. κάι τζας α(ν)ντό καρανούκο; =
σκοπός (β): νεέτι, ο πού πας µες στο σκοτάδι;,
π.χ. νάι µαν νεέτι τε τζάβταρ = δεν καρανούκο σι α(ν)ντό κχερ,
έχω σκοπό να φύγω. πφαµπάρεν ο φόσι = σκοτάδι έχει
σκορδάτος (επίθ.): σιραλό,-ί µες στο σπίτι, ανάψτε το φως.
π.χ. σιραλό σαλάµο = σκορδάτο Αντίθ. φόσι = φως, σσάφκι = φως,
σαλάµι. λάµψη, φέγγος, ανταύγεια.
σκόρδο: σιρ, η σκοτεινάδα: καρανουκλούκο, ο.
π.χ. (φράση) ουσστιλί η σιρ τε σκοτεινιάζει (απρόσ. ρ.):
πρασάλ ε πουρουµά = σηκώθηκε το καρανούκο-περέλ (= σκοτάδι
σκόρδο να κοροϊδέψει το κρεµµύδι πέφτει)
(δηλ. η έννοια της φράσης είναι π.χ. καρανούκο-περέλ, τζα κίντε
όπως λέµε: είπε ο γάιδαρος τον αβράλ ε σσέα = σκοτεινιάζει,
πετεινό κεφάλα.), (φράση) η σιρ ιτσ πήγαινε να µαζέψεις από έξω τα
πρασάλ ε πουρουµά; = το σκόρδο ρούχα.
καθόλου περιγελά το κρεµµύδι; σκοτεινιάζω (µετβ. ρ.):
(δηλ. ποτέ δεν τολµά να καρανούκο-περαβάβ (= σκοτάδι
περιγελάσει κάποιος αυτόν που κάνω να πέσει, καρανούκο =
είναι όµοιός του στον χαρακτήρα, σκοτάδι, περαβάβ = γκρεµίζω,
στις πράξεις, στις συνήθειες), νά χα κατεδαφίζω)
ρακιάσα σιρ, κα κχά(ν)ντελ κο µούι π.χ. καγιά περντάβα περαβέλ
= µην τρως βραδιάτικα σκόρδο, θα καρανούκο α(ν)ντό κχερ = αυτή η
µυρίζει το στόµα σου. κουρτίνα σκοτεινιάζει το σπίτι.
(υποκ.) σιρορί, η. σκοτεινός (επίθ.): καρανουκλούιο,-
σκορπίζω (α) (µετβ. ρ.): ουλαβάβ ούκα (προφ. µε συνίζηση ιο)
π.χ. η µπαλβάλ ουλαντάς µε λιλά = Αντίθ. σσαφκλούιο και σσαφκλίο =
ο αέρας σκόρπισε τα χαρτιά µου, φωτεινός, φεγγερός.
ουλαβέλας πε παρές κατέ ντα κοτέ, σκότος: (βλ. σκοτάδι).
ο(ν)ντάν ατσχιλό ακανά σκότωµα: µουνταριπέ, ο
µπιντραµιάκο = σκορπούσε τα π.χ. (φράση) µουνταριµάσκε σι
λεφτά του εδώ κι εκεί, γι’ αυτό καβά χουρντό = για σκότωµα είναι
έµεινε τώρα άφραγκος. αυτό το παιδί.
(βλ. και µοιράζω). (βλ. και σβήσιµο, νέκρωµα).
σκορπίζω (β) (αµετβ. ρ.): σκοτωµένος (µτχ.): µουνταρντό,-ί
ουλάντιαβ (βλ. και σβησµένος, νεκρωµένος).
(βλ. και µοιράζοµαι). σκοτώνοµαι (αµετβ. ρ.):
σκορπίζω (γ): (βλ. µοιράζω (β)). µουνταράµαν και µουντάρντιαβ
σκόρπισµα (α): ουλαηπέ, ο π.χ. (µτφ.) µουνταρέλπες α(ν)ντί
(βλ. και µοίρασµα (α)). µπουκί = σκοτώνεται στη δουλειά,
σκόρπισµα (β): (βλ. µοίρασµα (β)). λεσκό πάπο µουντάρντιλο κάι
σκορπισµένος (µτχ.): ουλαντό,-ί µαρεµπάβα = ο παππούς του
(βλ. και µοιρασµένος) σκοτώθηκε στον πόλεµο.
Συνών. ρεσπισαρντό = (µουντάρντιαβ σ.α. δολοφονούµαι,
διασκορπισµένος, καταστραµµένος. µουνταράµαν σ.α. αυτοκτονώ).
392

σκοτώνω (α) (µετβ. ρ.): σκουπιδάκι (β): γκυρµπαβίσα, η


µουνταράβ (το υ προφ. όπως το γαλλικό u)
π.χ. µουνταρντά λε πουσσκάσα = π.χ. κίντε ε γκυρµπαβίσε = µάζεψε
τον σκότωσε µε όπλο. τα σκουπιδάκια.
(βλ. και σβήνω (µετβ.), νεκρώνω σκουπιδιάρης (α): γκιουρµπετζίο,
(µετβ.)). ο
σκοτώνω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.): π.χ. νι νακχλέ αβγκιέ ε
µουνταρνταράβ (= βάζω να γκιουρµπετζία = δεν πέρασαν
σκοτώσει-ουν, βάζω να σβήσει- σήµερα οι σκουπιδιάρηδες.
ουν) σκουπιδιάρης (β): γκυρµπετζίο, ο.
π.χ. κα µουνταρνταράβ τουτ λέστε σκουπιδιάρα (α): γκιουρµπετζίκα,
= θα τον βάλω να σε σκοτώσει, κα η.
µουνταρνταράβ λεστέ η γιακ = θα σκουπιδιάρα (β): γκυρµπετζίκα, η
τον βάλω να σβήσει τη φωτιά. (το υ προφ. όπως το γαλλικό u).
σκουλαρικάκι: τσενορί, η. σκουπίδι (α): γκιουρµπάβα, η (σ.α.
σκουλαρίκι: τσεν, η κοπριά)
π.χ. γκαλµπενέσκε τσεά = χρυσά π.χ. νά κερ γκιουρµπάβε = µην
σκουλαρίκια, καβά κάι κερντάν τε κάνεις σκουπίδια, τσχαβ ε
να µπιστρές λε, τε τχόσλε κάι κο γκιουρµπάβε = πετάω τα σκουπίδια.
καν τσεν = αυτό που έκανες να µην (βλ. και κοπριά).
το ξεχάσεις, να το βάλεις στο αυτί σκουπίδι (β): γκυρµπάβα, η (το υ
σου σκουλαρίκι. προφ. όπως το γαλλικό u)
σκουληκάκι: κερµορό, ο. π.χ. κίντε ε γκυρµπάβε = µάζεψε τα
σκουλήκι: κερµό, ο σκουπίδια.
π.χ. κερµέ σι α(ν)ντέ τούτε ντα ιν (βλ. και κοπριά).
µπεσσές σσουκάρ; = σκουλήκια σκουπίζοµαι (αµετβ. ρ.): κοσάµαν
έχεις µέσα σου και δεν κάθεσαι π.χ. κόστουτ· σίτουτ σάλτσε κάι κο
καλά; (δηλ. δεν κάθεσαι φρόνιµα). µούι = σκουπίσου· έχεις σάλτσες
σκουληκιάζω (αµετβ. ρ.): στο στόµα (κοσάµαν = σκουπίζω
κερµάβαβ τον εαυτό µου).
π.χ. κερµάιλο ο µας = σκουλήκιασε σκουπίζω (µόνο µε σκούπα) (µετβ.
το κρέας. ρ.): σσουλαβάβ
σκουλήκιασµα: κερµαλιπέ, ο. π.χ. σσουλαβάβ ε σσουκέ πατρά
σκουληκιασµένος (µτχ. ως επίθ.): κατάρ ο ντροµ = σκουπίζω τα ξερά
κερµαλό,-ί φύλλα από το δρόµο.
π.χ. κερµαλέ τσιρισσά = σκουπίζω (χωρίς σκούπα) (µετβ.
σκουληκιασµένα κεράσια. ρ.): κοσάβ
σκούντηµα: (βλ. σπρώξιµο). π.χ. κοσάβ µο µούι = σκουπίζω το
σκουντώ: (βλ. σπρώχνω). πρόσωπό µου, κοσάβ µε µενία =
σκούπα: σσουλάβκα και σκουπίζω τα παπούτσια µου, κοσάβ
σουπιργκιάβα, η η αϊνάβα = σκουπίζω τον καθρέφτη,
π.χ. κάι τχοντάν η σουπιργκιάβα; = κος κο µούι = σκούπισε το
πού έβαλες τη σκούπα;, ντέµαν η πρόσωπό σου, κοσάβ µε ασφά =
σσουλάβκα = δώσ’ µου τη σκούπα. σκουπίζω τα δάκρυά µου.
(υποκ.) σουπιργκιαβίσα, η. (βλ. και ξεσκονίζω, σφουγγαρίζω).
σκουπιδάκι (α): γκιουρµπαβίσα, η
393

σκουπίζω (ενεργ. διαµ. ρ.): σµένος).


σσουλανταράβ (= βάζω να Αντίθ. µπικοσλό = ασκούπιστος.
σκουπίσει-ουν (µε σκούπα) σκουπόξυλο: σσουλαβκάκο-καςς
π.χ. κα σσουλανταράβ λατέ ο και σουπιργκιαβάκο-καςς, ο
ντροµ = θα την βάλω να σκουπίσει σκουριά: κύφι, ο (το υ προφ. όπως
το δρόµο. το γαλλικό u)
σκουπίζω (ενεργ. διαµ. ρ.): π.χ. µπουτ κύφι σι κάι καβά
κοσλαράβ και τοµαφίλι, νά κιν λε = πολλή
(επιτατ.ενεργ.διαµ.ρ.) κοσλανταράβ σκουριά έχει αυτό το αυτοκίνητο,
(= βάζω να σκουπίσει-ουν (χωρίς µην το αγοράζεις.
σκούπα), βάζω να σφουγγαρίσει- σκουριάζω (αµετβ. ρ.): κυφλενίαβ
ουν, βάζω να ξεσκονίσει-ουν) (το υ προφ. όπως το γαλλικό u)
π.χ. κα κοσλανταράβ λατέ µε µενία π.χ. ο σάστρι κυφλενίορ κολάη =
= θα την βάλω να σκουπίσει τα το σίδερο σκουριάζει εύκολα.
παπούτσια µου, κα κοσλανταράβ σκουριάζω (µετβ. ρ.): κυφλετιρίαβ
λατέ ο ντολάπο = θα την βάλω να (το υ προφ. όπως το γαλλικό u).
ξεσκονίσει την ντουλάπα, κα σκούριασµα: κυφλίκο, ο (το υ
κοσλαράβ λατέ ε µερντεφέα = θα προφ. όπως το γαλλικό u).
την βάλω να σφουγγαρίσει τα σκουριασµένος (µτχ.): κυφλίο,-ίκα
σκαλοπάτια. (το υ προφ. όπως το γαλλικό u)
σκούπισµα (µόνο µε σκούπα): π.χ. κυφλίο σι ο σάστρι =
σσουλαηπέ, ο σκουριασµένο είναι το σίδερο.
π.χ. σαό σσουλαηπέ σι καβά κάι σκούφος: καλπάκο, ο (κυριολ.
κερντάν, ε κιλίµορα πφερντέ καλπάκι)
προυσσουκά σι = τι σκούπισµα π.χ. βουράβ κο καλπάκο, τε να
είναι αυτό που έκανες, τα χαλιά σσιλάος = φόρα το σκούφο σου, να
γεµάτα ψίχουλα είναι. µην κρυώσεις.
σκούπισµα (χωρίς σκούπα): σκύβω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ
κοσιπέ, ο π.χ. µπάνγκο τελέ = σκύψε κάτω.
π.χ. η αϊνάβα µανγκέλ κοσιπέ = ο (βλ. και λυγίζω (αµετβ.), γέρνω
καθρέφτης θέλει σκούπισµα, καλέ (αµετβ.), παραλύω (αµετβ.),
κοτορέσα κοσιπέ ιν κερντόλ = µ’ κουτσαίνω (αµετβ.)).
αυτό το πανί σκούπισµα δε γίνεται. σκύβω (µετβ. ρ.): µπανγκαράβ
(βλ. και ξεσκόνισµα, π.χ. µπανγκάρ κο σσορό = σκύψε το
σφουγγάρισµα). κεφάλι σου.
σκουπισµένος (µόνο µε σκούπα) (σ.α. στραβώνω (µετβ.), λυγίζω
(µτχ.): σσουλαντό,-ί (µετβ.), γέρνω (µετβ.)).
π.χ. σσουλαντό σι ο ντροµ = σκυθρωπός (επίθ.):
σκουπισµένος είναι ο δρόµος. µπιασαη(ν)ντό,-ί (κυριολ.
Αντίθ. µπισσουλαντό = αγέλαστος)
ασκούπιστος. π.χ. µπιασαη(ν)ντό µούι =
σκουπισµένος (χωρίς σκούπα) σκυθρωπό πρόσωπο.
(µτχ.): κοσλό,-ί Αντίθ. ασαη(ν)ντό = γελαστός.
π.χ. κοσλί σι η αϊνάβα = σκύλα: τζουκλί, η
σκουπισµένος είναι ο καθρέφτης. π.χ. καζόµ κοποϊά µπια(ν)ντά η
(σ.α. σφουγγαρισµένος, ξεσκονι- τζουκλί; = πόσα κουτάβια γέννησε
394

η σκύλα;, τζανές σο τζουκλί σι π.χ. γκελόταρ µπανγκαρντέ


καγιά! = ξέρεις τι σκύλα είναι αυτή! σσερέσα = έφυγε µε σκυµµένο το
(δηλ. πόσο κακιά ή χοντρόπετση κεφάλι.
είναι). (βλ. και λυγισµένος,
σκυλάκι: τζουκελορό, ο στραβωµένος).
π.χ. κάσκο σι καβά σσουκάρ σκυφτός (επίθ.): µπανγκό,-ί
τζουκελορό; = ποιανού είναι αυτό (βλ. και στραβός, παράλυτος,
το όµορφο σκυλάκι; κουτσός).
σκυλιάζω (µετβ. ρ.): τζουκλαράβ. σκύψιµο: µπανγκιπέ, ο
σκυλιάζω (αµετβ. ρ.): τζουκλιάβ (βλ. και παράλυση, στράβωµα,
π.χ. τζουκλιλό κατάρ πο νασουλιπέ κούτσαµα).
= σκύλιασε από το κακό του. σµίκρυνση: σικναριπέ, ο (κυριολ.
σκύλιασµα: τζουκλιπέ, ο. µίκρεµα)
σκυλίσιος (α) (επίθ.): τζουκλανό,-ί Αντίθ. µπαραριπέ και µπαρανταριπέ
π.χ. τζουκλανί µορκχί = σκυλίσιο = µεγάλωµα, µεγαλοποίηση,
δέρµα, νάι σαν λατσχό µανούςς, επέκταση, µεγέθυνση.
τζουκλανό γκι σίτουτ = δεν είσαι σµίγω (αµετβ. ρ.): κίνταµαν (=
καλός άνθρωπος, σκυλίσια ψυχή µαζεύοµαι, κίνταβ = µαζεύω, µαν =
έχεις. εµένα)
σκυλίσιος (β) (επίθ.): π.χ. κιντάπες πάλε πε ροµέσα =
τζουκελέσκο, -ι. έσµιξε πάλι µε τον άνδρα της.
σκυλίτσα: τζουκλορί, η σµικρύνω (µετβ. ρ.): σικναράβ
π.χ. σσουκάρ σι η τζουκλορί = (κυριολ. µικραίνω µετβ.)
όµορφη είναι η σκυλίτσα. Αντίθ. µπαραράβ και µπαρανταράβ
σκυλόδοντο: τζουκλανό-νταν, ο. = µετβ. µεγαλώνω, µεγαλοποιώ,
σκυλοµούρης (επίθ.): τζουκλανέ- επεκτείνω, µεγεθύνω.
µόσκο,-ι. σοβαρά: (βλ. αλήθεια επίρρ.,
σκύλος: τζουκέλ, ο πράγµατι, όντως).
π.χ. σαρ τζουκέλ µπουκί-κερέλ = σοβαρός (επίθ.): σοβαρός,-ί
σαν σκυλί δουλεύει, ο τζουκέλ κάι π.χ. κέρ τουτ σοβαρό, νά ασά =
µούιτχολ νι ντα(ν)νταλέλ = ο κάνε τον σοβαρό, µη γελάς.
σκύλος που γαβγίζει δε δαγκώνει. σοβάς: (βλ. σουβάς).
σκυλόψυχος (επίθ.): τζουκλανέ- σοβατζής: σουβατζίο, ο.
γκέσκο,-ι σόδα: σόντα και σόδα, η
π.χ. µπουτ τζουκλανέ-γκέσκο σαν! π.χ. ζουµάκι σόντα = φαγητού
= πολύ σκυλόψυχος είσαι! σόδα, χαλόµ µπουτ, ντε µαν εκ
Συνών. νασούλ-γκέσκο και φενά- σόντα τε παβ = έφαγα πολύ, δώσ’
γκέσκο = κακόψυχος, τφουλέ- µου µια σόδα να πιω.
γκέσκο = χοντρόψυχος, σόι: σόι, ο
χοντρόπετσος. π.χ. α(ν)ταντάς σα πε σοέ κατέ =
Αντίθ. λατσχέ-γκέσκο = καλόψυχος, έφερε όλο του το σόι εδώ, µε νι
καλόκαρδος, ντουκχανέ-γκέσκο = τρασσάβ κατάρ κο σόι = εγώ δεν
πονόψυχος. φοβάµαι από το σόι σου.
σκυµµένος (µτχ.): µπανγκαρντό,-ί Συνών. τζίνσι = γένος.
και µπανγκιαρντό,-ί σοκάκι: σοκάκο, ο
395

π.χ. κατάρ καβά σοκάκο τζα = απ’ µπουτ σούζε ε µοτορέσα, σόσκε κα
αυτό το σοκάκι πήγαινε. χας κο σσορό = µην κάνεις πολλές
σοκολάτα: τσουκουλάτα και σούζες µε το µηχανάκι, γιατί θα φας
σοκολάτα, η το κεφάλι σου.
π.χ. νά χα µπουτ τσουκουλάτε, κε σουλούπι: σουλούπο, ο
ντα(ν)ντά κα ντουκχάν = µην τρως π.χ. νάι λε σσουκάρ σουλούπο =
πολλές σοκολάτες, τα δόντια σου δεν έχει ωραίο σουλούπι.
θα πονέσουν. σούπα: σούπα, η
σοκολατίτσα: τσουκουλατίσα, η. π.χ. κα κεράβ τουκέ εµπούκα τατί
σόµπα: σόµπα, η σούπα τε χας = θα σου φτιάξω λίγη
π.χ. πφαµπάρ η σόµπα = άναψε τη ζεστή σούπα να φας.
σόµπα. σουρωτήρη: σύζυτζυκο, ο (τα υ
σοµπούλα: σοµπίσα, η. προφ. όπως το γαλλικό u).
σορτσάκι: σολτσάκι, ο (πληθ. σουσαµάκι: σουσαµίσι, ο.
σολτσάκορα, ε). σουσαµένιος (επίθ.): σουσαµέσκο,-
σουβαντίζω (µετβ. ρ.): σουβάβα- ι
κεράβ (=σουβά κάνω) (βλ. και σουσαµωτός).
π.χ. σουβάβα-κεράβ ο ντουβάρι = σουσάµι: σουσάµο, ο
σουβαντίζω τον τοίχο. σουσαµόλαδο: σουσαµέσκο-κχιλ, ο
σουβαντισµένος (άκλ. επίθ.): σουσαµωτός (επίθ.): σουσαµλίο,-
σουβαλαµούσσι ίκα
π.χ. σουβαλαµούσσι σι ε ντουβάρα π.χ. σουσαµλίο µαρνό =
= σουβαντισµένοι είναι οι τοίχοι. σουσαµωτό ψωµί.
Αντίθ. µπισουβαβάκο = (βλ. και σουσαµένιος).
ασουβάντιστος. σούστα: σούστα, η
σουβάς: σουβάβα, η π.χ. πφαγκιλέ ε καϊρολάκε σούστε
π.χ. τζανές τε κερές σουβάβα; = = έσπασαν του κρεβατιού οι
ξέρεις να κάνεις σουβά; σούστες, σαρ σούστα τσχουτάπες
σούβλα: σούβλα, η οπρέ = σαν σούστα πετάχτηκε
π.χ. κα κεράς ο µπακρό σούβλα = πάνω.
θα κάνουµε το αρνί σούβλα. (σ.α. ελατήριο).
σουβλάκι: σουβλάκι, ο σουτιέν: σουτιένι και σουτιένο, ο
π.χ. κα λαβ τουµένγκε σουβλάκορα π.χ. σαβό νούµερο σουτιένι
τε χαν = θα σας πάρω σουβλάκια να βουραβές; = τι νούµερο σουτιέν
φάτε. φοράς;
σουβλερός (άκλ. επίθ.): σιβρί (= σουφρώνω (µετβ. ρ.): κίνταβ
αιχµηρός, µυτερός) (κυριολ. µαζεύω)
π.χ. σιβρί νακ = σουβλερή µύτη. π.χ. χολάιλο νι ντικχές λε! πε
σουβλίζω (αµετβ. και µετβ.ρ.): πφουϊά κιντά = θύµωσε δεν τον
σούβλα-κεράβ (= σούβλα κάνω) και βλέπεις! τα φρύδια του σούφρωσε.
σουβλισαράβ. σοφέρ: σσοφέρι, ο.
σουγιάς: σικνί-τσχουρί, η (=µικρό σοφία: γκογκιαβεριπέ και
µαχαίρι). τζανγκλικανιπέ, ο
σούζα: σούζα, η (γκογκιαβεριπέ σ.α. λογική).
π.χ. βαζντά ο µοτόρι σούζα = (τζανγκλικανιπέ από τη λέξη
σήκωσε το µηχανάκι σούζα, νά κερ τζανγκλιπέ = γνώση).
396

σοφίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µαγκιά µη µου κάνεις, θα σου


γκογκιαράµαν (γκογκί = µυαλό) σπάσω το πρόσωπο (τα µούτρα).
Συνών. µπουτζανγκλαράµαν = σπάθα: µπαρό-κϋλΰτσι, ο (κυριολ.
µηχανεύοµαι. µεγάλο σπαθί).
σοφίζοµαι (β): (βλ. επινοώ). σπαθάκι (α): κχαµαβίσα, η.
σοφός (επίθ.): τζανγκλικανό,-ί και σπαθάκι (β): κϋλΰτσίσι, ο.
γκογκιαλό,-ί σπαθί (α): κχαµάβα, η
(τζανγκλικανό από τη λέξη (βλ. και ξίφος).
τζανγκλό = γνώστης), (γκογκιαλό σπαθί (β): κϋλΰτσι, ο
κυριολ. µυαλωµένος, γκογκί = π.χ. α(ν)τίκα σι καβά κϋλΰτσι =
µυαλό). αντίκα είναι αυτό το σπαθί.
σπαζοκεφαλιά: σσορό-πφαγκιπέ, ο (βλ. και ξιφοµαχία).
(κυριολ. κεφάλι σπάσιµο) σπαθοειδής (επίθ.): κϋλϋτσέσκο, -
π.χ. σσορό-πφαγκιπέ µανγκέλ καϊά ι.
µπουκί, µπουτ ζόρι σι = σπανάκι: σπανάκο και σπανάκι, ο
σπαζοκεφαλιά θέλει αυτή η π.χ. κιραβάβ ο σπανάκο = βράζω το
δουλειά, πολύ δύσκολη είναι. σπανάκι.
σπαζοκεφαλιάζω (αµετβ. ρ.): µο- σπανακόπιτα: σπανακέσκι-
σσορό-πφαγκάβ (= το κεφάλι µου πλιτσί(ν)τα, η.
σπάζω) σπάνια (επίρρ. και άκλ. επίθ.):
π.χ. νασστί πφαγκάβ-µο-σσορό σιρέκι (= αραιά, αραιός)
τούσα, ιν ακχιαρές µαν = δεν π.χ. σιρέκι αβέλ βο κατέ = σπάνια
µπορώ να σπαζοκεφαλιάζω µε έρχεται αυτός εδώ.
σένα, δεν µε καταλαβαίνεις, τζάµπα Αντίθ. έπντα, επ, βίρα = όλο,
κο-σσορό-πφαγκές = άδικα συνέχεια.
σπαζοκεφαλιάζεις. σπανός (α) (επίθ.): µπιτσχοραλό,-ί.
σπάζω (α) (αµετβ. ρ.): σπανός (β) (επίθ.):
πφαγκί(ν)ντιαβ και πφαγκιάβ µπισακαλένγκο, -ι (= χωρίς γένια).
π.χ. ο ποτίρι πελό ντα πφαγκιλό = σπαράγγι: σπαράνγκι, ο
το ποτήρι έπεσε κι έσπασε, (µτφ.) π.χ. κιραβάβ ε σπαράνγκια =
πφαγκιλέ µε σινίρα, νασστί βράζω τα σπαράγγια.
νταϊανίαβ αβέρ = έσπασαν τα νεύρα σπάργανο: κούρπα, η και πέλινα, η.
µου, δεν αντέχω άλλο, σαρ σπάργανα (τα): κούρπε, ε και
πφαγκί(ν)ντιλο ο τζάµι; = πώς πέλινε, ε.
έσπασε το τζάµι; σπαργάνωµα: κουρπαριπέ, ο
σπάζω (µετβ. ρ.): πφαγκάβ Συνών. πακιαριπέ = φάσκιωµα.
π.χ. πφαγκάβ ε ακχορά = σπάζω τα σπαργανωµένος (µτχ.):
καρύδια, κον πφαγκλάς ο τζάµο ε κουρπαρντό,-ί
ουνταρέσκο; = ποιος έσπασε το Συνών. πακιαρντό = φασκιωµένος.
τζάµι της πόρτας;, (µτφ.) πφαγκλάς Αντίθ. µπικουρπαρντό =
µο γκι καλέ ορµπένσα κάι ασπαργάνωτος.
πφε(ν)ντάς µανγκέ = µου έσπασε σπαργανώνω (µετβ. ρ.):
την ψυχή µ’ αυτά τα λόγια που µου κουρπαράβ
είπε, µάνγκε µάνγκαλούκο νά κερ, π.χ. κουρπαράβ ε χουρντές =
κα πφαγκάβ κο µούι = εµένα σπαργανώνω το µωρό.
Συνών. πακιαράβ = φασκιώνω.
397

σπαρίλα: (βλ. τεµπελιά). σπατάλη (β): ζια(ν)νούκο, ο (σ.α.


σπαρίλας: (βλ. τεµπέλης). ζηµιά)
σπάσιµο: πφαγκιπέ, ο π.χ. µπουτ ζια(ν)νούκο κερές =
π.χ. κο σσορό µανγκέλ πφαγκιπέ, πολλή σπατάλη κάνεις.
για τε τχος γκογκί = το κεφάλι σου σπάταλος (α) (επίθ.): ζιαντζίο,-ίκα
θέλει σπάσιµο, για να βάλεις µυαλό. (σ.α. ζηµιάρης)
σπασµένη ψυχή: πφαγκό-γκι, ο π.χ. ζιαντζίο σι, νασστί ασταρέλ
(δηλώνει κακό προαίσθηµα, κακή παρέ = σπάταλος είναι, δεν µπορεί
προδιάθεση, απότοµη να κρατήσει λεφτά.
κακοδιαθεσία, κακοκεφιά) σπάταλος (β): (βλ. µπαταξής).
π.χ.πφαγκό-γκι ασταρντά µαν, τε σπαταλώ (µετβ. ρ.): ζιάνι-κεράβ
να κερντιλό µο χουρντό κχάντσικ π.χ. νά κερ ζιάνι κε παρέ κατέ ντα
κχερέ; = σπασµένη ψυχή (κακό κοτέ = µη σπαταλάς τα λεφτά σου
προαίσθηµα) µ’ έπιασε, να µην εδώ κι εκεί. (ζιάνι, ο = ζηµιά,
έγινε (έπαθε) το παιδί µου τίποτα σπατάλη, καταστροφή, κεράβ =
στο σπίτι;, πφαγκό-γκι λιά µαν, νι κάνω, ζιάνι-κεράβ σ.α.
κα τζαβ ντροµ αβγκιέ = σπασµένη καταστρέφω, βλάπτω).
ψυχή µε πήρε (έχω κακή Αντίθ. τσινγκούναλούκο-κεράβ =
προδιάθεση), δε θα πάω δρόµο (δεν τσιγκουνεύοµαι.
θα ταξιδέψω) σήµερα, πφαγκό-γκι σπέρµα: τοούµο, ο
σίµαν, νάι µαν κέφι = κακοκεφιά (βλ. και σπόρος).
έχω, δεν έχω κέφι, πφαγκό-γκι σπέρνω (µετβ. ρ.): τοούµο-τσχαβ
ασταρντά µαν, λατσχιµάσκε τε αβέλ (= σπόρο ρίχνω).
= σπασµένη ψυχή µ’ έπιασε σπήλαιο: (βλ. σπηλιά).
(άλλαξε η διάθεσή µου ξαφνικά, σπηλαιώδης (επίθ.): µαράκο, -ί.
απότοµη κακοδιαθεσία µ’ έπιασε) σπηλιά: µάρα, η
για καλό να είναι, (πφαγκέ-γκέσα π.χ. α(ν)ντί µάρα µπιά(ν)ντιλο ο
επίρρ. = µε σπασµένη ψυχή, µε Χριστόζι = µέσα στη σπηλιά
κακό προαίσθηµα, µε κακή γεννήθηκε ο Χριστός (σ.α.
προδιάθεση, µε κακοδιαθεσία, µε σήραγγα, βλ. και σήραγγα).
κακοκεφιά, χωρίς χαρά, π.χ. σπίθα: γιακ, η (= φωτιά)
πφαγκέ-γκέσα κα κεράβ ο νεβό π.χ. ο µπαρ γιακ ικαλντά = η πέτρα
µπροςς = µε σπασµένη ψυχή θα σπίθα έβγαλε.
κάνω το καινούριο έτος, πφαγκέ- (βλ. οµόηχο γιακ = µάτι).
γκέσκο-ι επίθ. = αυτός, -ή που έχει σπινθήρας: (βλ. σπίθα).
σπασµένη (ραγισµένη ψυχή). σπίνος: σικνί-τσιρικλί, η (=µικρό
σπασµένος (µτχ.): πφαγκό,-ί πουλί).
π.χ. (µτφ.) πφαγκέ γκέσα κα τζαβ = σπίρτο: κιρµπίτο, ο
µε σπασµένη ψυχή θα πάω, πφαγκό π.χ. κάι τχοντάν ε κιρµπίτορα; =
σι ο τζάµο = σπασµένο είναι το πού έβαλες τα σπίρτα;
τζάµι, πφαγκί σι η καπούια = σπίρτα (τα): κιρµπίτορα, ε
σπασµένη είναι η πόρτα. π.χ. λε ε κιρµπίτορα κατάρ
Συνών. τσχορντό = ρηµαγµένος, χουρντέσκε βαστά = πάρε τα
διαλυµένος, εξαντληµένος, χυµένος. σπίρτα από του παιδιού τα χέρια.
σπατάλη (α): ζιανλούκο, ο. σπιρτοκούτι: κιρµπιτένγκι-κουτία,
η.
398

σπιρτόξυλο: κιρµπιτέσκο-καςς, ο. π.χ. σπορ τοµαφίλι µανγκέλ = σπορ


σπιτάκι: κχερορό, ο αυτοκίνητο θέλει.
π.χ. τζαβ κάι µο κχερορό = πάω σποράκι: τσεκερνταβίσα, η.
στο σπιτάκι µου. σποράς*: τσεκερντεκτσίο, ο (= ο
σπίτι: κχερ, ο παρασκευαστής σποριών, ο
π.χ. µακχάβ ο κχερ = βάφω το πωλητής σποριών, αυτός που τρώει
σπίτι, πουταράβ κχερ = ανοίγω πολλά σπόρια), θηλ.
σπίτι (δηλ. κάνω οικογένεια), τσεκερντεκτσίκα, η.
(φράση γυναικών) ε κχερέσκε σπόρι: τσεκερντάβα, η
µπουκιά νι µπιτίον = οι δουλειές π.χ. λε µάνγκε ντα τσεκερντάβε =
του σπιτιού δεν τελειώνουν, λατσχέ πάρε και για µένα σπόρια. (οµόηχο
κχερέσταρ σι τσεκερντάβα = ακρίδα).
καγιά τσχορί = από καλό σπίτι είναι σπόρος: τοούµο, ο
αυτή η κοπέλα (δηλ. από καλή π.χ. γκιβέσκο τοούµο = σπόρος
οικογένεια), κχερ νάι λε οπρά σιταριού.
λεσκό σσορό, τοµαφίλι κι(ν)ντά = (βλ. και σπέρµα).
σπίτι δεν έχει πάνω στο κεφάλι του, σπουδαγµένος: (βλ. διαβασµένος).
αυτοκίνητο αγόρασε. σπουδάζω: (βλ. διαβάζω).
σπιτικός (επίθ.): κχερέσκο,-ι σπρωγµένος (µτχ.): µπουτισαρντό,
π.χ. κχερέσκο µαρνό = σπιτικό -ί.
ψωµί, κχερέσκο χαπέ = σπιτικό σπρώξιµο: κακµάκο και σπιλντιπέ,
φαγητό. ο
σπιτίσιος: (βλ. σπιτικός.). π.χ. κακµάκο µανγκέλ ο τοµαφίλι =
σπιτώνω (µετβ. ρ.): κχερ-νταβ (= σπρώξιµο θέλει το αυτοκίνητο.
σπίτι δίνω). σπρώχνω (α) (µετβ. ρ.): κακίαβ
σπλάχνα: γιλέ, ε και σπίλνταβ
π.χ. πφαµπόν µε γιλέ κάι ντικχάβ π.χ. άβεν τε κακίας ο τοµαφίλι, νι
λες τε σίρντελ = καίγονται τα λελ µπρόσι = ελάτε να σπρώξουµε
σπλάχνα µου που τον βλέπω να το αυτοκίνητο, δεν παίρνει µπρος,
τραβάει (υποφέρει), χαλάν µε γιλέ! νά σπίλντε µαν = µη µε σπρώχνεις.
σο µανγκές αβέρ τε νταβ τουτ; = σπρώχνω (β) (µετβ. ρ.):
µου έφαγες τα σπλάχνα! τι άλλο µπουτισαράβ
θέλεις να σου δώσω; π.χ. κι τσχέι µπουτισαρντάς µε
(σ.α. σωθικά). τσχαβέ οπρά γιακ = η κόρη σου
σπλαχνίζοµαι: (βλ. συγκινούµαι). έσπρωξε τον γιο µου πάνω στη
σπλαχνικός (µτφ.): (βλ. φωτιά.
συγκινητικός). σπυράκι: πφουκνορί, η.
σπλάχνο: γιλό, ο (σ.α. στοµάχι). σπυρί (α): πφουκνί, η
σπόνδυλος: ντουµέσκο-κόκαλο, ο π.χ. πφερντιλό κο µούι πφουκνά =
(= πλάτης κόκαλο). γέµισε το πρόσωπό σου σπυριά.
σπόντα (υπαινικτική κουβέντα): σπυρί (β): σίβριτζίκο, ο
ατµάβα, η (πληθ. ατµάβε, ε) π.χ. πφερντιλό µο µούι
π.χ. του κάσκε τσχος καλέν σίβριτζίκορα = γέµισε το πρόσωπό
ατµάβε; = εσύ για ποιον ρίχνεις µου σπυριά.
αυτές τις σπόντες; (υποκ.) σίβριτζικίσι, ο.
σπορ: σπορ
399

σπυριάζω (α) (αµετβ. ρ.): θα µε πας µέχρι το σιδηροδροµικό


πφουκνά-πφερντιάβ (= σπυριά σταθµό;
γεµίζω) και πφουκνισάαβ. στάλα: (βλ. σταγόνα).
σπυριάζω (β) (αµετβ. ρ.): στάλαγµα: τχαβνταριπέ, ο.
σίβριτζίκορα-πφεντιάβ (= σπυριά σταλαγµένος (µτχ.): τχαβνταρντό,
γεµίζω). -ί.
σπυριάρης (επίθ.): πφουκναλό,-ί σταλάζω (µετβ. ρ.): τχαβνταράβ
σπυριαροπρόσωπος* (επίθ.): π.χ. τχαβντάρ ζάλακ ιλάτσι α(ν)ντό
πφουκναλέ-µόσκο, -ι. παΐ = στάλαξε λίγο φάρµακο στο
σπύριασµα: πφουκναλιπέ, ο. νερό.
στάβλος (α): ντάµο, ο (σ.α. σταλίτσα: (βλ. σταγονούλα).
αποθήκη, βλ. και αποθήκη) σταλµένος (µτχ.): µπιτσχαλντό,-ί
π.χ. καζόµ µα(ν)ντάβε σι α(ν)ντό π.χ. µπιτσχαλντέ σι ε µανγκινά =
ντάµο; = πόσες αγελάδες είναι µες σταλµένα είναι τα εµπορεύµατα.
στον στάβλο; Αντίθ. µπιµπιτσχαλντό = άσταλτος.
(υποκ.) νταµίσι, ο. στάλσιµο: µπιτσχαλιπέ, ο
στάβλος (β): αχούρι, ο π.χ. µπιτσχαλιπέ µανγκέν ε
π.χ. αχούρι κερντάν ο κχερ = µανγκινά = στάλσιµο θέλουν τα
στάβλο έκανες το σπίτι (δηλ. το εµπορεύµατα.
βρόµισες). σταµάτηµα: ατσχανταριπέ, ο
σταγόνα: νταµνάβα, η Συνών. ατσχιπέ = παύση, στάση,
π.χ. παϊέσκι νταµνάβα = σταγόνα σταµατηµός, διάλειµµα, ανακοπή,
νερού, µπρουσσουµέσκι νταµνάβα τσχιναηπέ = διακοπή.
= σταγόνα της βροχής, ούτε σταµατηµένος (α) (µτχ.):
νταµνάβα νι ατσχιλί = ούτε ατσχανταρντό,-ί
σταγόνα δεν έµεινε. π.χ. ατσχανταρντό σας ο τοµαφίλι
σταγονούλα: νταµναβίσα, η = σταµατηµένο ήταν το αυτοκίνητο.
στάζω (µετβ. ρ.): (βλ. σταλάζω). Αντίθ. µπιατσχανταρντό =
στάζω (αµετβ. ρ.): τχάβνταβ ασταµάτητος.
π.χ. τχάβντελ ο ταβάνο ε σταµατηµένος (β) (µτχ.):
µπρουσσουµέσταρ = στάζει το ατσχαη(ν)ντό, -ί
ταβάνι από τη βροχή. Αντίθ. µπιατσχαη(ν)ντό =
(σ.α. ρέω, τρέχω (για υγρό)). ασταµάτητος, συνεχής,
(βλ. και τρέχω για τρέχω). ακατάπαυστος, αδιάκοπος,
σταθερός (επίθ.): ατσχαντι(ν)ντό,-ί αδιάλειπτος.
π.χ. ατσχαντι(ν)ντί ντουκ = σταµατηµός: ατσχιπέ, ο (σ.α.
σταθερός πόνος. παύση, στάση, διάλειµµα, ανακοπή)
(βλ. και µόνιµος). π.χ. ατσχιπέ νάι κάι καβά
σταθερότητα: ατσχαντι(ν)ντιπέ, ο µπρουσσούµ = σταµατηµό δεν έχει
(βλ. και µονιµότητα). αυτή η βροχή, κε µουρµά ατσχιπέ
σταθµός: µερκέζι, ο νάι = η γκρίνια σου σταµατηµό δεν
π.χ. κάι σαβό µερκέζι κα κχελέλ έχει.
αϊράτ ο φίλιµι; = σε ποιο σταθµό θα σταµατώ (µετβ. ρ.): ατσχανταράβ
παίξει απόψε η ταινία;, κα ινγκαρές και ατσχι(ν)νταράβ
µαν τζι κάι τιρενένγκο µερκέζι; = π.χ. ατσχανταρντάς µαν κάι ο
400

ντροµ τε ορµπισαρέλ µανγκέ = µε (υποκ.) µοσκινίσα, η.


σταµάτησε στο δρόµο να µου σταφιδόψωµο: µοσκινένγκο-
µιλήσει, ατσχανταρντέ µαν κατάρ µαρνό, ο (= σταφίδων ψωµί).
µπουκί = µε σταµάτησαν από τη σταφυλάκι: ντρακχορί, η.
δουλειά, ατσχαντάρ λε, τε νά τζαλ = σταφύλι: ντρακ, η
σταµάτησέ τον, να µην πάει. π.χ. καλέ ντρακχά = µαύρα
σταµατώ (αµετβ. ρ.): ατσχάβ σταφύλια, σσουκλέ σι καλά
π.χ. µε ατσχάβ, τσχι(ν)ντιλόµ = ντρακχά = ξινά είναι αυτά τα
εγώ σταµατάω, κουράστηκα, σταφύλια.
ατσχιλό ο µπρουσσούµ = στάχτη: πράχο, ο
σταµάτησε η βροχή, ατσχιλό ο π.χ. ικαλάβ ο πράχο α(ν)ντάρ
σαάτο = σταµάτησε το ρολόι. σόµπα = βγάζω τη στάχτη από τη
(βλ. και παύω (αµετβ.), στέκοµαι, σόµπα, (κατάρα) πράχο τε κερντός
µένω). κε αναβάσα = στάχτη να γίνεις µε
στάµνα: ακχορό, ο την οικογένειά σου.
π.χ. πφαγκιλό ο ακχορό = έσπασε η σταχτής (επίθ.): πραχόσκο,-ι και
στάµνα. πραχέσκο, -ι.
σταµνίτσα: ακχορορό, ο σταχτοδοχείο: πραχένγκο-
(βλ. οµόηχο ακχορορό = ταµπάκο, ο.
καρυδάκι). στεγαστικός (επίθ.): κχερέσκο, -ι
στάξιµο: τχαβντιπέ, ο. (= σπιτιού, σπιτικός, σπιτίσιος,
στάση: ατσχιπέ, ο οικιακός)
π.χ. κερ εκ ατσχιπέ κατέ, τε π.χ. κα λαβ κχερέσκο δάνιο = θα
φουλάς, τε πας παΐ = κάνε µία πάρω στεγαστικό δάνειο (βλ.
στάση εδώ, να κατεβούµε, να οικιακός).
πιούµε νερό. στεγνός (επίθ.): σσουκό,-ί (σ.α.
(σ.α. παύση, διάλειµµα, ξερός, βλ. και ξερός, λιγνός, ισχνός)
σταµατηµός). π.χ. σσουκέ σι ε πατέ = στεγνά
στάσιµος (επίθ.): ατσχαντό,-ί. είναι τα ρούχα, σσουκέ κασστά =
στασιµότητα: ατσχαντιπέ, ο. στεγνά ξύλα.
σταυρός (α): τρουσσούλ, ο Αντίθ. γιαλό = υγρός, κινγκό =
π.χ. κεράβ µο τρουσσούλ = κάνω βρεγµένος.
το σταυρό µου. στεγνότητα: σσουκιπέ, ο
σταυρός (β): σταβρόζι, ο (σ.α. ξηρασία, ισχνότητα)
π.χ. βουράβ κο σταβρόζι = φόρα το Αντίθ. γιαλιπέ = υγρότητα.
σταυρό σου. στέγνωµα: σσουκιαριπέ, ο
σταυρουδάκι: τρουσσουλορό, ο. π.χ. σσουκιαριπέ µανγκέν µε
σταύρωµα: (βλ. σταύρωση). µπαλά = στέγνωµα θέλουν τα
σταυρωµένος (επίθ.): µαλλιά µου.
τρουσσουλαρντό,-ί. Αντίθ. κινγκιπέ = βρέξιµο,
σταυρώνω (µετβ. ρ.): κινγκιαριπέ και κινγκαριπέ =
τρουσσουλαράβ. βρέξιµο, κατάβρεγµα.
σταύρωση: τρουσσουλαριπέ, ο. στεγνωµένος (µτχ.): σσουκιαρντό,-
σταφίδα: µόσκινα, η ί (σ.α. ξεραµένος)
π.χ. κα χας µόσκινε; = θα φας Αντίθ. κινγκό = βρεγµένος,
σταφίδες; κινγκιαρντό και κινγκαρντό =
401

βρεγµένος, καταβρεγµένος, στέλνοµαι (αµετβ. ρ.):


µπισσουκιαρντό = αστέγνωτος. µπιτσχάλντιαβ
στεγνώνω (µετβ. ρ.): σσουκιαράβ π.χ. τε µπιτσχάλντον ε µανγκινά
και σσουκαράβ (σ.α. ξεραίνω, βλ. πάπαλε = να σταλούν τα
και ξεραίνω) εµπορεύµατα πίσω.
π.χ. σσουκιαράβ µε µπαλά = στέλνω (µετβ. ρ.): µπιτσχαλάβ
στεγνώνω τα µαλλιά µου, π.χ. µπιτσχαλντόµ λεσκέ παρέ =
σσουκιαράβ ε πατέ = στεγνώνω τα του έστειλα χρήµατα, µπιτσχαλάβ
ρούχα. µεκτούπο = στέλνω γράµµα,
(βλ. οµόηχο σσουκαράβ = µπιτσχαλντά τουκέ σελάµορα = σου
οµορφαίνω (µετβ.)). έστειλε χαιρετίσµατα.
Αντίθ. γιαλαράβ = υγραίνω µετβ., Αντίθ. λαβ = παίρνω, λαµβάνω,
κινγκαράβ = µουσκεύω µετβ., παραλαµβάνω.
βρέχω. στεναγµός: οφλαµάκο, ο.
στεγνώνω (αµετβ. ρ.): σσουκιάβ στενάζω (αµετβ. ρ.): οφλάιαβ
π.χ. σσουκιλό ο µπεσσκίρι = (προφ. µε συνίζηση ια)
στέγνωσε η πετσέτα, σσουκιλέ µε π.χ. σο οφλάϊος πάλε; σο κερντιλό;
ουσστά κατάρ ο τρουσσαηπέ = = τι στενάζεις πάλι; τι έγινε;
στέγνωσαν τα χείλη µου από τη στενάχωρα: (βλ. στενάχωρος).
δίψα, σσουκιλέ µε µπαλά = στεναχωρηµένος (µτχ.): καϋρλίο,-
στέγνωσαν τα µαλλιά µου ΰκα
(σσουκιάβ σ.α. ξεραίνοµαι, π.χ. καϋρλίο σι µο αµάλ =
αδυνατίζω αµετβ.) στεναχωρηµένος είναι ο φίλος µου.
Αντίθ. κινγκιάβ = βρέχοµαι, Αντίθ. σσε(ν)νίο = χαρούµενος.
µουσκεύω αµετβ., γιαλιάβ = στεναχώρια: καΰρι, ο
υγραίνω αµετβ. π.χ. κα νασφάβολ κατάρ πο καΰρι
στείρος (επίθ.): κϋσΰρι, -κα = θ’ αρρωστήσει από τη
π.χ. κϋσΰρκα σι καγιά, ιν κερέλ στεναχώρια του
χουρντέ = στείρα είναι αυτή δεν Συνών. ντουκχαηπέ = λύπηση,
κάνει παιδιά. πόνεση.
στειρότητα: κϋσϋρλΰκο, ο. Αντίθ. σεβινµέκο = χαρά
στέκα: στέκα, η (µτφ. λιγνός, -ή) στεναχωριέµαι (αµετβ. ρ.): καΰρι-
π.χ. ε µπιλαρντόσκι στέκα = η ντάµαν (= στεναχώρια δίνω στον
στέκα του µπιλιάρδου, (µτφ.) στέκα εαυτό µου) και καΰρι-κεράβ (=
κερντιλάν, κάι νι χας = στέκα στεναχώρια κάνω)
(λιγνός, -ή) έγινες, που δεν τρως. π.χ. νά ντέτουτ-καΰρι, κα νακχέλ =
στεκάµενος (µτχ. ως επίθ.): µη στεναχωριέσαι, θα περάσει,
ατσχι(ν)ντό, -ί (σ.α. σταµατηµένος). σόσκε ντέστουτ-καΰρι; = γιατί
στέκοµαι (αµετβ. ρ.): ατσχάβ στεναχωριέσαι;, νι κερντιλό
π.χ. νά άτσι ανγκλά µά(ν)ντε = µη κχάντσικ, τζάµπα καΰρι-κερές = δεν
στέκεσαι µπροστά µου, άτσι έγινε τίποτα, άδικα στεναχωριέσαι.
εµπούκα, τε ντικχάς σο κα κερντόλ Συνών. χολί-ντάµαν = συγχύζοµαι.
= στάσου λίγο, να δούµε τι θα γίνει. Αντίθ. σεβινίαβ = χαίροµαι.
(βλ. και σταµατώ (αµετβ.), µένω, στενάχωρος (άκλ. επίθ. και
παύω (αµετβ.)). επίρρ): σϋκϋ(ν)τϋλΰ (σ.α.
στέκω: (βλ. στέκοµαι). στενάχωρα, αγχώδης)
402

π.χ. σϋκϋ(ν)τϋλΰ σι η αβάβα αβγκιέ π.χ. ντάρι σι καλά µενία, νι κερέν


= στενάχωρος είναι ο καιρός µανγκέ = στενά είναι αυτά τα
σήµερα. παπούτσια, δε µου κάνουν, τανγκ
στεναχωρώ (µετβ. ρ.): καΰρι-νταβ ρόκλια = στενό φόρεµα, τανγκ
(= στεναχώρια δίνω) ντροµ = στενός δρόµος, τανγκ γκατ
π.χ. νι µανγκάβ τε ντάβ τουτ καΰρι = στενό πουκάµισο.
= δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, Αντίθ. γκενίσσι = φαρδύς, πλατύς.
σόσκε ντέσµαν-καΰρι; = γιατί µε στενοσόκακο: ντάρι-σοκάκο, ο.
στεναχωρείς; στενότητα (α): τανγκιπέ, ο.
Συνών. χολί-νταβ = συγχύζω. στενότητα (β): νταρλούκο, ο
στένεµα (α): τανγκιαριπέ, ο π.χ. σο σι καβά νταρλούκο κατέ
π.χ. ο γκατ σι µπουτ µπόλι, α(ν)ντρέ! µανούςς νασστί νακχέλ =
µανγκέλ τανγκιαριπέ = το τι στενότητα είναι αυτή εδώ µέσα!
πουκάµισο είναι πολύ φαρδύ, θέλει άνθρωπος δεν µπορεί να περάσει.
στένεµα. Αντίθ. γκενισσλίκο = φάρδος,
Αντίθ. γκενισσλεµέκο = φάρδεµα. πλάτος.
στένεµα (β): νταρλαµάκο, ο στενόψυχος (επίθ.): ντάρι-γκέσκο,
Αντίθ. γκενισσλεµέκο = φάρδεµα. -ι και τανγκέ-γκέσκο, -ι
στενεµένος (α) (µτχ.): π.χ. ντάρι-γκέσκο σαν του, καλέ
τανγκιαρντό, -ί. µπουκιάκε νι κερές = στενόψυχος
στενεµένος (β) (άκλ. επίθ.): είσαι εσύ, γι’ αυτή τη δουλειά δεν
νταρλαµούσσι κάνεις.
π.χ. νταρλαµούσσι σι ο φουστάνο = Αντίθ. γκενίσσι-γκέσκο =
στενεµένο είναι το φουστάνι. φαρδόψυχος.
στενεύω (α) (µετβ. ρ.): τανγκιαράβ στένωση: (βλ. στενότητα).
Αντίθ. γκενισσλετιρίαβ = φαρδαίνω στενωσιά: (βλ. στενότητα).
(µετβ.). στεριά: πφου, η (κυριολ. γη)
στενεύω (β) (µετβ. ρ.): ντάρι- Αντίθ. ντενίζι = θάλασσα.
κεράβ (= στενό κάνω) στεριανός (επίθ.): πφουϊάκο, -ι
π.χ. µπουτ ντάρι-κερντάν ο (προφ. µε συνίζηση ια) (σ.α. γήινος)
φουστάνο = πολύ το στένεψες το Αντίθ. ντενιζέσκο = θαλασσινός,
φουστάνι. θαλάσσιος.
Αντίθ. γκενίσσι-κεράβ = φαρδαίνω στεφάνι: βεντσ, ο.
µετβ. στεφάνωµα: βεντσισαριπέ, ο.
στενεύω (α) (αµετβ. ρ.): τανγκιάβ στεφανωµένος (επίθ.):
π.χ. ο ντροµ νταά τελέ τανγκιόλ = βεντσισαρντό,-ί και βεντσιµέ (άκλ.
ο δρόµος στενεύει πιο κάτω. επίθ.)
Αντίθ. γκενισσλενίαβ = φαρδαίνω Συνών. ζζενισαρντό = παντρεµένος.
(αµετβ.). στεφανώνοµαι (αµετβ. ρ.):
στενεύω (β) (αµετβ. ρ.): ντάρι- βεντσισάαβ
κερντιάβ (= στενός γίνοµαι) π.χ. κάι σαβί κχανγκιρί κα
Αντίθ. γκενίσσι-κερντιάβ = βεντσισάον; = σε ποια εκκλησία θα
φαρδαίνω αµετβ. στεφανωθείτε;
στενόκαρδος: (βλ. στενόψυχος). Συνών. ζζενισάαβ = παντρεύοµαι.
στενός (άκλ. επίθ.): τανγκ και στεφανώνω (µετβ. ρ.):
ντάρι βεντσισαράβ
403

π.χ. κον κα βεντσισαρέλ τουµέν; = στητός (β) (επίθ.): οπρι(ν)ντό, -ί


ποιος θα σας στεφανώσει; (σ.α. όρθιος, ευθυτενής).
Συνών. ζζενισαράβ = παντρεύω. στιβαρός (επίθ.): ζουραλό,-ί (=
στήθος (α): κολίν, ο (σ.α. δυνατός)
θώρακας). π.χ. ζουραλέ βαστά = στιβαρά
στήθος (β): γκυύσι, ο (τα υ προφ. χέρια.
όπως το γαλλικό u) (σ.α. θώρακας) Αντίθ. µπιζουραλό = αδύναµος.
π.χ. ντουκχάλ µο γκυύσυ = πονάει στιβαρότητα: ζουραλιπέ, ο (=
το στήθος µου. δύναµη).
στήθος (γ): µπροκ, ο στίγµα: (βλ. πιτσιλάδα, βούλα,
π.χ. τσαλαντά λε ντουµουκχάσα κηλίδα).
κάι λεσκό µπροκ = τον χτύπησε µε στιγµή: ντακάβα, η (κυριολ. λεπτό)
γροθιά στο στήθος του (βλ. και π.χ. καγιά ντακάβα νι τζανάβ σο τε
κόρφος). κεράβ = αυτή τη στιγµή δεν ξέρω τι
(υποκ.) µπροκορό, ο. να κάνω.
στηµένος (µτχ.): ινζαρντό,-ί στιγµιαίος (επίθ.): ντακαβάκο, -ι
π.χ. ινζαρντί σι η σάρα = στηµένο (είναι η γενική πτώση της λέξης
είναι το αντίσκηνο. ντακάβα, η = λεπτό, στιγµή).
(βλ. και τεντωµένος). στιγµούλα: ντακαβίσα, η (κυριολ.
στήνοµαι (αµετβ. ρ.): ινζαράµαν λεπτάκι)
(βλ. και τεντώνοµαι). π.χ. µπεκλέ εκ ντακαβίσα =
στήνω (µετβ. ρ.): ινζαράβ περίµενε µια στιγµούλα.
π.χ. ινζαράβ η σάρα = στήνω το στοίβα: γιουβούνο, ο
αντίσκηνο. π.χ. εκ γιουβούνο τσαρέ χαλαντόµ
(βλ. και τεντώνω). = µια στοίβα πιάτα έπλυνα.
στήριγµα: νταγιάκο, ο στοιβάδα: (βλ. στοίβα).
π.χ. (µτφ.) σίλε νταγιάκο, ο(ν)ντάν στοιβάζω (µετβ. ρ.): γιουβούνο-
κερέλ καλέν = έχει στήριγµα, γι’ κεράβ (= στοίβα κάνω)
αυτό τα κάνει αυτά. π.χ. κον κερντά αγκαντάλ
στηρίζοµαι (αµετβ. ρ.): νταϊανίαβ γιουβούνο ε σσέα; = ποιος στοίβαξε
(προφ. µε συνίζηση ια) έτσι τα ρούχα;
π.χ. νταϊάν οπρά µά(ν)ντε = στοίβασµα: γιουβούνο-κεριπέ, ο (=
στηρίξου επάνω µου (σ.α. αντέχω, στοίβα φτιάξιµο).
βλ. και αντέχω). στοιχειό: σαήπι, ο (πληθ. σαήπορα,
στηρίζω (µετβ. ρ.): νταγιατϋρίαβ ε)
π.χ. νταγιατϋρίαβ ο µερντεφένο κάι π.χ. σαήπορα ικλέν αν καβά κχερ =
ντουβάρι = στηρίζω τη σκάλα στον στοιχειά βγαίνουν µέσα σ’ αυτό το
τοίχο. σπίτι.
στήσιµο: ινζαριπέ, ο Συνών. τζοχανό = φάντασµα.
(βλ. και τέντωµα). στοιχειωµένος (για φαντάσµατα)
στητά (επίρρ.): ντικινέ (σ.α. όρθια, (επίθ.): σαηπλίο,-ίκα
ευθυτενώς). π.χ. σαηπλίο κχερ = στοιχειωµένο
στητός (α) (άκλ. επίθ.): ντίκι (σ.α. σπίτι.
όρθιος, ευθυτενής) στοιχειώνω (για φαντάσµατα)
π.χ. πφιρέλ ντίκι = περπατάει (αµετβ. ρ.): σαηπλενίαβ
στητός.
404

π.χ. καβά κχερ σαηπλε(ν)ντί = γαλλικό u) (βλ. σύσυ στο λήµµα


αυτό το σπίτι έχει στοιχειώσει. στόλιδι και συσλύκο στο λήµµα
στοίχηµα: µπάσι, ο στόλισµα (γ)), (νταβ = δίνω)
π.χ. τχος µπάσι; = βάζεις π.χ. καγιά κορνίζα ντελ-σύσυ κάι
στοίχηµα;, τχαβ µπάσι σο µανγκέσα ντουβάρι = αυτή η κορνίζα στολίζει
= βάζω στοίχηµα ό,τι θέλεις. (διακοσµεί) τον τοίχο (σύσυ-νταβ
στοιχηµατίζω (µετβ. ρ.): µπάσι- και συσλύκο-νταβ σ.α. διακοσµώ).
τχαβ (= στοίχηµα βάζω). στόλισµα (α): στολισαριπέ, ο.
στολίδι: σύσυ, ο (τα υ προφ. όπως στόλισµα (β): ντιζµέκο και
το γαλλικό u) ντυζµέκο, ο (το υ προφ. όπως το
π.χ. σσουκάρ σι καλά σύσορα = γαλλικό u) (σ.α. στρώσιµο,
ωραία είναι αυτά τα στολίδια (σύσυ στοίβαγµα)
σ.α. κόσµηµα, τα όµορφα π.χ. ε µποράκο ντυζµέκο = το
χαρακτηριστικά του προσώπου, η στόλισµα της νύφης.
οµορφιά ενός πράγµατος π.χ. παρνί στόλισµα (γ): συσλύκο, ο (σ.α.
σι λακί τσχέι, αµά νάι λα σύσυ = διακόσµηση) (βλ. και στολίδι)
άσπρη είναι η κόρη της, αλλά δεν π.χ. νεβό σι ο κχερ, συσλύκο
έχει όµορφα χαρακτηριστικά (δηλ. µανγκέλ = καινούριο είναι το σπίτι,
δεν είναι όµορφη), µπαρό σι ο κχερ, στόλισµα (διακόσµηση) θέλει.
αµά νάι λε σύσυ = µεγάλο είναι το στολισµένος (α) (µτχ.):
σπίτι, αλλά δεν έχει οµορφιά) στολισαρντό,-ί.
(συσλύκο, ο = στόλισµα, στολισµένος (β) (άκλ. επίθ.):
διακόσµηση). ντιζιλµίσσι και ντυζυλµύσσι (σ.α.
στολίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): στρωµένος, στοιβαγµένος)
στολισαράµαν π.χ. ντυζυλµύσσι σι η µπορί =
π.χ. στολισαρέλπες για τε τζαλ κάι στολισµένη είναι η νύφη.
αµπάβ = στολίζεται για να πάει στο στόµα: µούι, ο (προφ. µε συνίζηση
γάµο. ούι)
στολίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): π.χ. ιν λες όρµπα κατάρ λεσκό µούι
ντιζίαµαν και ντυζύαµαν (τα υ = δεν παίρνεις κουβέντα από το
προφ. όπως το γαλλικό u) στόµα του, κχά(ν)ντελ κο µούι =
π.χ. εκ σαάτο ντιζίορπες κάι αϊνάβα βροµάει το στόµα σου.
= µια ώρα στολίζεται στον (βλ. και πρόσωπο).
καθρέφτη (σ.α. στρώνωµαι). στοµατάκι: µουϊορό, ο (προφ. µε
στολίζω (α) (µετβ. ρ.): στολισαράβ συνίζηση ιο)
π.χ. στολισαράβ ο κχερ = στολίζω π.χ. πουτάρ εµπούκα κο µουϊορό =
το σπίτι, στολισαρέν ε µπορά = άνοιξε λίγο το στοµατάκι σου.
στολίζουν τη νύφη. (βλ. και προσωπάκι).
στολίζω (β) (µετβ. ρ.): ντιζίαβ και στοµαχάκι (α): γιλορό, ο.
ντυζύαβ (τα υ προφ. όπως το στοµαχάκι (β): µινταβίσα, η
γαλλικό u) π.χ. ε χουρντέσκι µινταβίσα = το
π.χ. ντιζίαβ µι οντάϊα = στολίζω το στοµαχάκι του µωρού.
δωµάτιό µου (σ.α. στρώνω, στοµάχι (α): γιλό, ο
στοιβάζω). π.χ. ντουκχάλ µο γιλό = πονάει το
στολίζω (γ): σύσυ-νταβ και στοµάχι µου.
συσλύκο-νταβ (τα υ προφ. όπως το (βλ. και σπλάχνο).
405

στοµάχι (β): µιντάβα, η π.χ. µπανγκαρντό σι ο νατάρι =


π.χ. ασταρντά µαν µι µιντάβα = µ’ στραβωµένο είναι το κλειδί.
έπιασε το στοµάχι µου. (σ.α. λυγισµένος, σκυµµένος).
στοµαχικός (επίθ.): µινταβάκο, -ι στραβώνω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ
π.χ. µινταβάκι ντουκ = στοµαχικός π.χ. ε τατάβε ε κάϊρολάκε
πόνος. µπανγκιλέ κατάρ ιγρασία = τα
στοµαχόπονος (α): γιλέσκι-ντουκ, σανίδια του κρεβατιού έχουν
η. στραβώσει από την υγρασία.
στοµαχόπονος (β): µινταβάκι- (σ.α. παραλύω (αµετβ.), γέρνω
ντουκ, η. (αµετβ.), σκύβω (αµετβ.), λυγίζω
στόµιο: µούι, ο (προφ. µε συνίζηση (αµετβ.)).
ούι) (κυριολ. στόµα, πρόσωπο) Αντίθ. ντούζι-κερντιάβ = αµετβ.
π.χ. ε σσισσαβάκο µούι = του ισιώνω.
µπουκαλιού το στόµιο. στραβώνω (µετβ. ρ.): µπανγκαράβ
στόχος: στόχο, ο και µπανγκιαράβ
π.χ. νά ντε στόχο σο κα κερές = µη π.χ. µπανγκιαρντάν ο νατάρι =
δίνεις στόχο για ό,τι θα κάνεις. στράβωσες το κλειδί.
στραβά (επίρρ.): µπανγκέστε (σ.α. παραλύω (µετβ.), γέρνω
π.χ. σόσκε ντικχές µαν (µετβ.), λυγίζω (µετβ.)).
µπανγκέστε; = γιατί µε βλέπεις Αντίθ. ντούζι-κεράβ = µετβ.
στραβά; ισιώνω.
Αντίθ. ντούζι = ίσια, ίσιος. στραγαλάκι: νοφουτίσι, ο (βλ. και
στραβισµός:γιακχένγκο-µπανγκιπέ, ρεβιθάκι).
ο (= µατιών στράβωµα). στραγάλι: νοφούτο, ο
στραβοκοιτάζω (µετβ. ρ.): π.χ. µανγκές νοφούτορα; = θέλεις
µπανγκέστε-ντικχάβ. στραγάλια; (βλ. και ρεβίθι).
στραβοπόδαρος (επίθ.): µπανγκέ- στραγγαλίζω: (βλ. πνίγω).
τσανγκένγκο, -ι. στραγγάλισµα: (βλ. πνίξιµο).
στραβοπόδης: (βλ. στραγγίζω (µετβ. ρ.): κικίνταβ
στραβοπόδαρος). π.χ. κικίνταβ ε πατέ = στραγγίζω τα
στραβός (επίθ.): µπανγκό,-ί ρούχα.
π.χ. µπανγκό καςς = στραβό ξύλο, (σ.α. στύβω, σφίγγω).
µπανγκό ντουβάρι = στραβός στραγγιστήρι: (βλ. σουρωτήρι).
τοίχος. στραµπούλιγµα:µπερτλενµέκο, ο.
(σ.α. παράλυτος, κουτσός, στραµπουλιγµένος (άκλ. επίθ.):
σκυφτός). µπερτλέκι
Αντίθ. ντούζι = ίσιος, ίσια. π.χ. µπερτλέκι σι λεσκό βας =
στράβωµα (α): µπανγκιπέ, ο στραµπουλισµένο είναι το χέρι του.
(σ.α. παράλυση, σκύψιµο, στραµπουλίζοµαι (αµετβ. ρ.):
κούτσαµα, καµπύλη). µπερτλενίαβ
στράβωµα (β): µπανγκαριπέ και π.χ. µπερτλε(ν)ντί µο βας =
µπανγκιαριπέ, ο (σ.α. λύγισµα) στραµπουλίστηκε το χέρι µου.
π.χ. µπανγκαριπέ µανγκέλ ο σάστρι στραµπουλίζω (µετβ. ρ.):
= στράβωµα θέλει το σίδηρο. µπερτλετιρίαβ
στραβωµένος (µτχ.): π.χ. µπερτλετιρντίµ µι τσανκ =
µπανγκιαρντό,-ί και µπανγκαρντό,-ί στραµπούλισα το πόδι µου.
406

στρατηγία: ζαµπιτλίκο, ο. στρογγυλοπρόσωπος (επίθ.):


στρατηγός: µπαρό-ζαµπίτι, ο τοπαρλάκι-µόσκο,-ι και τοπαρλάκι-
(κυριολ. µεγάλος αξιωµατικός). µουέσκο,-ι.
στρατιωτάκι: ασκερίσι, ο. στρογγυλός (άκλ. επίθ.):
στρατιώτης: ασκέρι, ο τοπαρλάκι
π.χ. αβιλό µανγκέ ο λιλ για τε τζαβ π.χ. τοπαρλάκι µαρνό = στρογγυλό
ασκέρι = µου ήρθε το χαρτί για να ψωµί, τοπαρλάκι σι ο τραπέζι =
πάω στρατιώτης. στρογγυλό είναι το τραπέζι.
στρατιωτίνα: ασκέρκα, η. στροφή: στροφί, η
στρατιωτικός (επίθ.): ασκερέσκο,- π.χ. κάι καγιά στροφί µπουτ
ι καζάβε κερντιλέ = σ’ αυτή τη
π.χ. ασκερένγκε µενία = στροφή πολλά ατυχήµατα έγιναν,
στρατιωτικά παπούτσια. στροφί σι ανγκλά αµέ(ν)ντε,
στρατονόµος: σατζίο, ο. πολοκό τζα = στροφή έχουµε
στρατόπεδο: ασκεριάβα, η µπροστά µας, σιγά πήγαινε.
π.χ. τχάρα κα νταβ α(ν)ντί στρώµα: µι(ν)ντέρι, ο
ασκεριάβα = αύριο θα µπω µες στο π.χ. κοβλό µι(ν)ντέρι = µαλακό
στρατόπεδο, µε ντα κάι καγιά στρώµα.
ασκεριάβα κερντόµ ασκερλίκο = κι στρώµα: ντεσσέκο, ο
εγώ σ’ αυτό το στρατόπεδο έκανα π.χ. κι(ν)ντόµ ντεσσέκο = αγόρασα
στρατό (υπηρέτησα). στρώµα.
στρατός: ασκερλίκο, ο στρωµένος (α) (µτχ.):
π.χ. νταά ιν µουκλιλό κο ροµ κατάρ µπουλιαρντό,-ί
ασκερλίκο; = ακόµη δεν απολύθηκε π.χ. µπουλιαρντό σι ο κιλίµο =
ο άνδρας σου από το στρατό; στρωµένο είναι το χαλί.
στρεβλός: (βλ. στραβός). (βλ. και απλωµένος).
στρέµµα: ντελίµο και ντυλύµο, ο Αντίθ. µπιµπουλιαρντό = άστρωτος.
(τα υ προφ. όπως το γαλλικό u) στρωµένος (β) (άκλ. επίθ.):
π.χ. καζόµ ντελίµορα σι η ντιζιλµίσσι (σ.α. στολισµένος,
ταρλάβα; = πόσα στρέµµατα είναι στοιβαγµένος)
το χωράφι; π.χ. ντιζιλµίσσι σι ε µανγκινά =
στρέφοµαι (αµετβ. ρ.): στρωµένα είναι τα εµπορεύµατα.
µπόλνταµαν. στρώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
στρίβω (α) (µετβ. ρ.): µπόλνταβ µπουλιάρντιαβ
και (αµετβ. ρ.) µπόλνταµαν (βλ. και απλώνοµαι).
π.χ. νά µπόλντε κατάρ, τζα ντούζι στρώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
= µη στρίβεις από δω, πήγαινε ντιζίαµαν (σ.α. στολίζοµαι).
ευθεία, σο ντικχλάς µαν, µπολντάς στρώνω (α) (µετβ. ρ.): µπουλιαράβ
πες! = µόλις µε είδε, έστριψε!, π.χ. µπουλιαράβ ε κιλίµορα =
µπόλντε κατάρ σίγο = στρίψε στρώνω τα χαλιά, µπουλιαράβ η
γρήγορα από δω. µεσάλι για τε χας = στρώνω το
στρίβω (β) (µετβ. ρ.): τσιχνάβ (= τραπεζοµάντιλο για να φάµε.
κόβω) (βλ. και απλώνω).
π.χ. τσχιν ο ντιµένο = στρίψε το στρώνω (β) (µετβ. ρ.): ντιζίαβ
τιµόνι. (σ.α. στολίζω, στοιβάζω)
στρίψιµο: µπολντιπέ, ο.
407

π.χ. ντιζίαβ ε µανγκινά = στρώνω π.χ. ο χουρντό πφαµπιλό κατάρ ε


τα εµπορεύµατα. µουτερά = το µωρό συγκάηκε από
στρώσιµο (α): µπουλιαριπέ, ο τα ούρα.
(βλ. και άπλωµα) (πφαµπιάβ κυριολ. καίγοµαι).
στρώσιµο (β): ντιζµέκο, ο (σ.α. συγκαλύπτω (µετβ. ρ.): γκαραβάβ
στόλισµα, στοίβασµα) (κυριολ. κρύβω).
π.χ. ντιζµέκο µανγκέν ε µανγκινά = συγκαλώ (µετβ. ρ.): τσινγκάρνταβ
στρώσιµο θέλουν (χρειάζονται) τα (κυριολ. καλώ).
εµπορεύµατα. συγκεντρώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
στύβω (µετβ. ρ.): κικίνταβ κίνταµαν
π.χ. κικίνταβ ο πορτοκάλι = στύβω π.χ. κίντετουτ κάι κι µπουκί =
το πορτοκάλι. συγκεντρώσου στη δουλειά σου.
(βλ. και στραγγίζω, σφίγγω). (κίνταµαν κυριολ. µαζεύοµαι).
στυλός: (βλ. µολύβι). συγκεντρώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
στύλος: (βλ. κολόνα). κιντισάαβ, κιντινισάαβ και
στύψιµο: κικιντιπέ, ο κιντί(ν)ντιαβ
(σ.α. σφίξιµο). π.χ. σαρ κα κιντί(ν)ντον
συγγένεια (α): ουσουµλούκο, ο. γκαντιµπόρ µπουτ παρέ; = πώς θα
συγγένεια (β): µανουσσιπέ, ο (= συγκεντρωθούν τόσα πολλά
ανθρωπιά). χρήµατα;, σόσταρ κιντισάιλε κατέ
συγγενεύω (αµετβ. ρ.): ουσούµο- καλά µανουσσά αϊράτ; = γιατί
περάβ (= συγγενής πέφτω) και συγκεντρώθηκαν εδώ αυτοί οι
µανούςς-περάβ (= άνθρωπος άνθρωποι απόψε; (κυριολ.
πέφτω) µαζεύοµαι).
π.χ. του ιν τζανέσας αµέν ε ντούι συγκεντρώνω (µετβ. ρ.): κίνταβ
κάι περάς-ουσούµορα; = εσύ δεν π.χ. κίνταβ παρέ = συγκεντρώνω
ήξερες ότι εµείς οι δύο χρήµατα, κίνταβ εµζάβε =
συγγενεύουµε;, αµεν µανουσσά- συγκεντρώνω υπογραφές.
περάς κολένσα = εµείς (κίνταβ κυριολ. µαζεύω).
συγγενεύουµε µ’ εκείνους. συγκέντρωση (α): κιντιπέ, ο (=
συγγενής (επίθ.): ουσούµο,-κα και µάζεµα)
µανούςς, ο (= άνθρωπος) συγκέντρωση (β): µενγκλίσσι, ο
π.χ. γκελί κάι πε ουσούµορα = πήγε (βλ. και συµβούλιο).
στους συγγενείς της, αβγκιέ κα συγκινηµένος (µτχ.): µιλοσαρντό,-ί
αβέν αµαρέ µανουσσά = σήµερα θα Αντίθ. µπιµιλοσαρντό =
’ρθουν οι συγγενείς µας, κα κεράβ ασυγκίνητος.
τραπέζι µε µανουσσένγκε = θα συγκίνηση: µιλοσαριπέ, ο
κάνω τραπέζι για τους συγγενείς π.χ. πφερντιλέ λεσκέ γιακχά ασφά
µου. κατάρ µιλοσαριπέ = γέµισαν τα
συγγραφή: γιαζµάκο, ο (κυριολ. µάτια του δάκρυα από συγκίνηση.
γράψιµο). συγκινητικός (επίθ.):
συγγράφω (αµετβ. και µετβ.ρ.): µιλοσαριµάσκο, -ι (σ.α. σπλαχνικός
γιαζίαβ (κυριολ. γράφω). (µτφ.))
συγκαίοµαι (αµετβ. ρ.): πφαµπιάβ π.χ. µιλοσαριµάσκε όρµπε =
συγκινητικά λόγια.
συγκινούµαι (αµετβ. ρ.): µιλοσάαβ
408

π.χ. µιλοσάιλο µο γκι κατάρ λεσκό Συνών. χολί-πφερντιάβ =


ροηπέ = συγκινήθηκε η ψυχή µου οργίζοµαι, εξοργίζοµαι.
από το κλάµα του (µιλοσάαβ σ.α. συγχύζω (µετβ. ρ.): χολί-νταβ (=
σπλαχνίζοµαι). θυµό δίνω)
συγκινώ (µετβ. ρ.): µιλοσαράβ π.χ. ντιάς µαν χολί καλέ ορµπένσα
π.χ. µιλοσαρντάς µαν λεσκό ροηπέ κάι πφε(ν)ντάς µανγκέ = µε
= µε συγκίνησε το κλάµα του. σύγχυσε µ’ αυτά τα λόγια που µου
συγκρατούµαι (αµετβ. ρ.): είπε, σόσκε ντέσµαν-χολί; = γιατί
ασταράµαν µε συγχύζεις;
π.χ. ζόρλαν ασταρντόµαν κατάρ µι Συνών. χολί-πφεράβ = οργίζω,
χολί = µε το ζόρι συγκρατήθηκα εξοργίζω.
από το θυµό µου (ασταράµαν συγχυσµένος (α) (µετχ.): χολί-
κυριολ. κρατώ τον εαυτό µου). ντι(ν)ντό, -ί (= θυµό δοσµένος)
συγκρατώ (µετβ. ρ.): ασταράβ (= Συνών. χολί-πφερντό = οργισµένος,
πιάνω, κρατώ) εξοργισµένος
π.χ. αστάρ κε σϋνΰρα εµπούκα = συγχυσµένος (β) (µτχ.): χολιναλό,-
συγκράτησε τα νεύρα σου λίγο, ί
αστάρ κι χολί = συγκράτησε το π.χ. νά ορµπισάρ µανγκέ ακανά,
θυµό σου. χολιναλό σεµ = µη µου µιλάς τώρα,
συγκρούοµαι (αµετβ. ρ.): είµαι συγχυσµένος.
τσαλάντιαβ (= χτυπιέµαι) (βλ. και εκνευρισµένος).
π.χ. µούι-µουέσα τσαλάντιλε ε συγχωρεµένος (α): ραµετλίο, ο
τοµαφίλα = µούρη µε µούρη π.χ. µπουτ λατσχό µανούςς σας ο
συγκρούστηκαν τα αυτοκίνητα. ραµετλίο! = πολύ καλός άνθρωπος
σύγκρουση: τσαλαντιπέ, ο. ήταν ο συγχωρεµένος!, θηλ.
σύγκρυο: (βλ. τρεµούλα). ραµετλίκα, η.
συγνώµη(ν) και συγγνώµη συγχωρεµένος (β) (µτχ.):
(επίρρ.): τεπροστίν προστισαρντό,-ί
π.χ.τεπροστίν α(ν)γκλά τουµέ(ν)ντε Αντίθ. µπιπροστισαρντό =
κάι πφενάβ = συγνώµη µπροστά ασυγχώρητος.
σας που το λέω. συγχώρηση: προστισαριπέ, ο.
συγυρίζω: (βλ. µαζεύω, συγχωρώ (µετβ. ρ.): προστισαράβ
συµµαζεύω). π.χ. ο Ντελ τε προστισαρέλ λες = ο
συγύρισµα: (βλ. µάζεµα, Θεός να τον συγχωρέσει.
συµµάζεµα). συζήτηση (α): ορµπισαριπέ, ο
συγυρισµένος: (βλ. µαζεµένος, π.χ. καβά σσέι µανγκέλ
συµµαζεµένος.). ορµπισαριπέ = αυτό το πράγµα
συγχύζοµαι (αµετβ. ρ.): χολί- θέλει συζήτηση, ατσχανταράβ ο
ντάµαν (= θυµό δίνω στον εαυτό ορµπισαριπέ = σταµατώ τη
µου) συζήτηση.
π.χ. ο ντοκτόρι πφε(ν)ντά λεσκέ τε (βλ. και οµιλία, µίληµα,
νά ντέλπες-χολί = ο γιατρός του συνοµιλία).
είπε να µην συγχύζεται, νά ντέτουτ- συζήτηση (β): κονουσσµάβα, η και
χολί, ιν κερντιλό κχάντσικ = µη κονουσσµάκο, ο (σ.α. οµιλία,
συγχύζεσαι, δεν έγινε τίποτα. µίληµα, κουβέντιασµα)
409

π.χ. νάι κονουσσµάκο καβά κάι συκωτάκι: καλιντζορό, ο.


κερές = δεν είναι συζήτηση αυτή συκώτι: καλιντζό, ο
που κάνεις, ακχιαρντάν κχάντσικ π.χ. κχαϊνάκε καλιντζέ = κοτίσια
κατάρ καγιά κονουσσµάβα; = συκώτια, (µτφ.) χαλάν µε καλιντζέ,
κατάλαβες τίποτα από αυτήν τη σο µανγκές αβέρ τε νταβ τουτ! = µ’
συζήτηση; έφαγες τα συκώτια, τι θέλεις άλλο
συζητήσιµος (επίθ.): να σου δώσω!
ορµπισαριµάσκο, -ι συλλαµβάνοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. σι ορµπισαριµάσκο µανούςς = αστάρντιαβ (= πιάνοµαι, κρατιέµαι,
είναι συζητήσιµος άνθρωπος. πειράζω).
συζητώ (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): π.χ. αστάρντιλο ο τσορ =
ορµπισαράβ (σ.α. µιλώ) συνελήφθη ο κλέφτης.
π.χ. µανγκάβ τε ορµπισαράβ τούσα συλλαµβάνω (µετβ. ρ.): ασταράβ
= θέλω να συζητήσω µαζί σου, ιν (= πιάνω, κρατώ)
ορµπισαρέλ, σάντε τε βασικαρέλ π.χ. ασταρντέλε ε σσεραλέ = τον
τζανέλ = δε συζητά, µόνο να συνέλαβαν οι αστυνοµικοί.
φωνάζει ξέρει. συλλέγοµαι (αµετβ. ρ.): κιντισάαβ,
(βλ. και µιλώ). κιντινισάαβ και κιντί(ν)ντιαβ
συζητώ (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.): (κυριολ. µαζεύοµαι)
κονουσσίαβ (σ.α. µιλώ, οµιλώ) π.χ. καζόµ παρέ κιντισάιλε; = πόσα
π.χ. σόσταρ τε κονουσσίαβ τούσα, χρήµατα συλλέχτηκαν;
αφού νι µανγκές τε ακχιαρές µαν = συλλέγω (µετβ. ρ.): κίνταβ (=
γιατί να συζητήσω µε σένα, αφού µαζεύω)
δεν θέλεις να µε καταλάβεις. π.χ. κίντελ πουρανέ παρέ =
σύζυγος: ροµ, ο (= άνδρας, συλλέγει παλιά χρήµατα
Τσιγγάνος) (νοµίσµατα).
π.χ. νταά ιν αβιλό κο ροµ; = ακόµη συλληµµένος (µτχ.): ασταρντό, -ί
δεν ήρθε ο σύζυγός σου; (= πιασµένος, κρατηµένος)
σύζυγος (η): ροµνί, η (= γυναίκα, σύλληψη: ασταριπέ, ο (= πιάσιµο,
Τσιγγάνα) κράτηµα).
π.χ. κάι κερέλ-µπουκί κι ροµνί; = συλλογή: κιντιπέ, ο (= µάζεµα)
πού δουλεύει η σύζυγός σου; π.χ. νασστί νακχαβές µαν κάι
συκιά: ιντζιρκιλίν και τσαµικίν, η παµουκέσκο κιντιπέ = δεν µπορείς
π.χ. σίλε ντούι ιντζιρκιλινά α(ν)ντέ να µε περάσεις στη συλλογή
λεσκί αβλία = έχει δύο συκιές στην (µάζεµα) του βαµβακιού.
αυλή του. συλλογίζοµαι (µετβ. και αµετβ.
σύκο: ιντζίρκα και τσαµίκ, η ρ.): γκου(ν)ντισαράβ
π.χ. σσουκέ ιντζίρκε = ξερά σύκα, π.χ. γκου(ν)ντισαράβ ε σσουκάρ
µπικερντέ σι ε ιντζίρκε = άγουρα κολά µπροσσά = συλλογίζοµαι τα
είναι τα σύκα. ωραία εκείνα χρόνια, νά
συκοφάντης: (βλ. διαβολέας). γκου(ν)ντισάρ γκαντικίν µπουτ =
συκοφάντηση: (βλ. διαβολή). µη συλλογίζεσαι τόσο πολύ.
συκοφαντία: (βλ. διαβολή). (βλ. και σκέφτοµαι).
συκοφαντώ: (βλ. διαβάλλω). συλλογισµένος (µτχ.):
συκόφυλλο: ιντζιρκιλινάκι-πατρίν γκου(ν)ντισαρντό,-ί
και τσαµικινάκι-πατρίν, η. (βλ. και σκεφτικός).
410

συλλογισµός: γκου(ν)ντισαριπέ, ο συµµαζεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.):


(βλ. και σκέψη). κίνταµαν
συµβόλαιο: κο(ν)ντράτο, ο π.χ. (µτφ.) κίντε-τουτ ντα µπεςς
π.χ. κερντάµ κο(ν)ντράτο εκχέ γκογκιαβέρ = συµµαζέψου και
µπροσσέσκε = κάναµε συµβόλαιο κάτσε φρόνιµα, (µτφ.) κίντε-τουτ
για ένα χρόνο. εµπούκα, σόσκε µπουτ µπαλβάλ
συµβουλευµένος (µτχ.): λιάν ντικχάβ = συµµαζέψου λίγο,
γκογκιαρντό,-ί (σ.α. δασκαλεµένος, γιατί πολύ αέρα πήρες βλέπω.
νουθετηµένος) (κίνταµαν κυριολ. µαζεύοµαι).
Αντίθ. µπιγκογκιαρντό = συµµαζεύοµαι (β): (κιντισάαβ,
ασυµβούλευτος. κιντινισάαβ και κιντί(ν)ντιαβ
συµβουλεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): (κυριολ. µαζεύοµαι)
γκογκιαρνταράµαν. π.χ. τε κιντί(ν)ντολ ο κχερ, τζι τε
συµβουλεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): ιρισάαβ = να συµµαζευτεί
γκογκί-λαβ (= µυαλό παίρνω) (συγυριστεί) το σπίτι, µέχρι να
π.χ. γκογκί-λαβ κατάρ µο ντατ = επιστρέψω.
συµβουλεύοµαι από τον πατέρα συµµαζεύω (µετβ. ρ.): κίνταβ (=
µου (γκογκί-λαβ ως µετβ. σηµαίνει µαζεύω)
ξεµυαλίζω π.χ. µε τσχαβέσκι γκογκί π.χ. κίνταβ ο κχερ = συµµαζεύω το
λιά κι οροσπούκα τσχέι = σπίτι, κίνταβ ε σσέα α(ν)ντό
ξεµυάλισε τον γιο µου η κόρη σου η ντολάπο = συµµαζεύω τα ρούχα
πόρνη). στη ντουλάπα.
συµβουλεύω (α) (µετβ. ρ.): (βλ. και συγκεντρώνω, µαζεύω).
γκογκιαράβ συµµαχία: πάρτια, η
π.χ. κον γκογιαρντάς τουτ τε κερές π.χ. κόρκορι τε αβές µανγκέ, νάα
καλέ; = ποιος σε συµβούλεψε να το κε παρτιάσα = µόνος σου να µου
κάνεις αυτό; έρθεις, όχι µε τη συµµαχία σου.
(γκογκιαράβ σ.α. νουθετώ, συµµαχικότητα: πάρτιαλουκο, ο.
δασκαλεύω). συµµαχώ (αµετβ. ρ.): πάρτια-
συµβουλεύω (β) (µετβ. ρ.): γκογκί- κερντιάβ (= συµµαχία γίνοµαι).
νταβ (= µαυλό δίνω) συµµορφώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. γκογκί-νταβ λε, τε να χάλπες = γκογκί-τχαβ (= µυαλό βάζω)
τον συµβουλεύω, να µη µαλώσει. π.χ. άµα νι τχος-γκογκί, κα χας
συµβουλή: γκογκιαριπέ, ο µαριπέ = αν δε συµµορφωθείς, θα
(σ.α. δασκάλεµα, νουθεσία). φας ξύλο.
συµβούλιο: µενγκλίσσι, ο συµµορφώνοµαι (β): (βλ.
π.χ. αϊράτ τε αβέν σάορε, σίαµεν λογικεύοµαι).
µενγκλίσσι = απόψε να έρθετε όλοι, συµµορφώνω (µετβ.ρ): γκογκί-
έχουµε συµβούλιο. τχονταράβ (= µυαλό κάνω να
συµµάζεµα: κιντιπέ, ο βάλει-ουν)
π.χ. ο κιντιπέ ε κχερέσκο = το π.χ. ο πφα(ν)ντιπέ τχονταρντά
συµµάζεµα του σπιτιού. λεστέ γκογκί = η φυλακή τον
(κιντιπέ κυριολ. µάζεµα). συµµόρφωσε.
συµµαζεµένος (µτχ.): κιντό,-ί (= συµπεθέρα: χαναµίκ, η.
µαζεµένος) και κιντιµέ (άκλ. επίθ.)
(= µαζεµένος).
411

συµπεθεριάζω (αµετβ. ρ.): π.χ. εµπούκα ντουκχαηπέ νάι τουτ


χαναµίκ-κερντιάβ (= συµπέθερος ή α(ν)ντό κο γκι; = λίγη συµπόνια δεν
συµπεθέρα γίνοµαι) έχεις στην ψυχή σου;, σικαντάς
π.χ. χαναµικά κα κερντιάς αµέν = λεσκέ ντουκχιπέ = του έδειξε
θα συµπεθεριάσουµε εµείς. συµπόνια.
συµπεθερικός (επίθ.): (βλ. και λύπη, λύπηση, οίκτος,
χαναµικένγκο, -ι. πόνεση).
συµπεθεριό: χαναµικιπέ, ο. Αντίθ. µπιντουκχιπέ = απονιά,
συµπέθερος: χαναµίκ, ο µπιµανουσιπέ = απανθρωπιά.
π.χ. κα τζαβ τε παβ ρακία ε συµπονώ (µετβ. ρ.): ντουκχάβ
χαναµικέσα = θα πάω να πιω ούζο π.χ. ντουκχάβ λεσκέ, αµά ιν νακχέλ
µε το συµπέθερο. κχάντσικ κατάρ µο βας τε κεράβ =
συµπεριφέροµαι (αµετβ. ρ.): τον συµπονώ, αλλά δεν περνάει
νταβρανίαβ τίποτα από το χέρι µου να κάνω
π.χ. νι λατζάς κάι νταβρανίος (δηλ. για να βοηθήσω).
αγκαντάλ ε πφουρέ µανουσσέσκε; = (βλ. και πονώ (αµετβ.), λυπάµαι).
δεν ντρέπεσαι που συµπεριφέρεσαι συµφέρον (α): σιµφέρον, ο
έτσι στο γέρο τον άνθρωπο; π.χ. νάι µαν σιµφέρον τούταρ = δεν
συµπεριφορά: νταβρανµάκο, ο έχω συµφέρον από σένα, σίλε
π.χ. κο νταβρανµάκο νάι λατσχό = σιµφέρον τούταρ, ο(ν)ντάν
η συµπεριφορά σου δεν είναι καλή. κερντιλό τούσα αµάλ = έχει
συµπλήρωµα: πφεριπέ, ο (= συµφέρον από σένα, γι’ αυτό έγινε
γέµισµα). µαζί σου φίλος.
συµπληρωµένος (µτχ.): πφερντό, -ί Συνών. φαϊντάβα = ωφέλεια,
(= γεµάτος, γεµισµένος, πλήρης). όφελος.
συµπληρώνοµαι (αµετβ. ρ.): Αντίθ. ζαράρι = ζηµιά.
πφερντιάβ (= αµετβ. γεµίζω) συµφέρον (β): κιάρι, ο
π.χ. πφερντιλό ο τσχον, µανγκάβ τε π.χ. (φράση) σάορε πο κιάρι
ντες ε κιραβάκε παρέ = ντικχέν = όλοι το συµφέρον τους
συµπληρώθηκε ο µήνας, θέλω να κοιτάζουν.
δώσεις του ενοικίου τα λεφτά. (κιάρι κυριολ. κέρδος).
συµπληρώνω (µετβ. ρ.): πφεράβ συµφέρει (απρόσ. ρ.): κουρταρίορ
(= µετβ. γεµίζω) (κυριολ. γλυτώνει, σώζει, λυτρώνει)
π.χ. µο χουρντό αβγκιέ πφερντά πε π.χ. σο κουρταρίορ µάνγκε, λε κα
τριν µπροσσά = το παιδί µου κινάβ = ό,τι µου συµφέρει, αυτό θα
σήµερα συµπλήρωσε τα τρία του αγοράσω, κουρταρίορ τουκέ καβά
χρόνια. φιάτο; = σε συµφέρει αυτή η τιµή;
συµπλήρωση: (βλ. συµπλήρωµα). συµφιλιώνοµαι: (βλ. µονιάζω
συµπλοκή: τσινγκάρ, η (= καβγάς, αµετβ).
µάλωµα, πόλεµος) συµφιλιώνω: (βλ. µονιάζω µετβ).
π.χ. καζόµ τζενέ σας κάι τσινγκάρ, συµφιλίωση: (βλ. µόνιασµα).
κάι κερντιλί α(ν)ντί καβενάβα; = συµφωνία (α): α(ν)νασσµάβα, η
πόσα άτοµα ήταν στην συµπλοκή, (βλ. και συνεννόηση)
που έγινε στο µες στο καφενείο; π.χ. αµαρί α(ν)νασσµάβα νάι σας
συµπόνια: ντουκχιπέ και αγκαντάλ, σόσκε ακανά πφενές
ντουκχαηπέ, ο (= πόνεση)
412

µανγκέ αβέρ; = η συµφωνία µας δεν συνεννοήσιµος (επίθ.):


ήταν έτσι, γιατί µου λες τώρα άλλα; α(ν)νασσµαλίο, -ΰκα
συµφωνία (β): σιµφονία, η π.χ. α(ν)νασσµαλίο µανούςς =
π.χ. κερντάµ σιµφονία ε συνεννοήσιµος άνθρωπος.
ντουκιανέσκε = κάναµε συµφωνία συνεννοούµαι (αµετβ. ρ.):
για το µαγαζί. α(ν)νασσίαβ
συµφωνία (γ): παζαρλούκο, ο π.χ. νασστί α(ν)νασσίαβ λέσα,
(κατά λέξη παζάρεµα) αβέρ πφενάβ µε, αβέρ πφενέλ βο =
π.χ. κερνταµούς παζαρλούκο = δεν µπορώ να συνεννοηθώ µαζί
κάναµε συµφωνία. του, άλλα λέω εγώ, άλλα λέει
συµφωνώ: (βλ. δέχοµαι). εκείνος.
συναίνεση: καµπου(λ)λούκο, ο συνέρχοµαι (αµετβ. ρ.):
(κυριολ. δέξιµο, αποδοχή, κε(ν)ντιµέ-αβάβ
παραδοχή). π.χ. κε(ν)ντινέ αβ. σο τζας τε κερές;
συνάντηση: (βλ. ραντεβού.). = σύνελθε. τι πας να κάνεις;
συναντιέµαι(-ώµαι) (αµετβ. ρ.): σύνεση: γκογκιαλιπέ, ο
αρακχί(ν)ντιαβ και ρακχάντιαβ και Συνών. γκογκιαβεριπέ = λογική,
ακχάντιαβ (κυριολ. βρίσκοµαι) φρονιµάδα, σοφία.
π.χ. κάι κα ρακχάντιας; = πού θα Αντίθ. µπιγκογκιπέ = αµυαλιά.
συναντηθούµε;, αρακχί(ν)ντιλαµ συνεταιρίζοµαι (αµετβ. ρ.):
οπρά ντροµ = συναντηθήκαµε πάνω ορτάκο-κερντιάβ (= συνέταιρος
στο δρόµο, κα ακχάντιας κάι γίνοµαι).
καβενάβα = θα συναντηθούµε στο συνεταίρισσα: (βλ. συνέταιρος, η).
καφενείο (σ.α. εντοπίζοµαι) συνεταιρισµός: ορτακλούκο, ο.
συναντώ (µετβ. ρ.): αρακχάβ και συνέταιρος: ορτάκο, ο
ρακχαβάβ και ακχαβάβ (κυριολ. π.χ. λιά λε ορτάκο κάι µπουκί = τον
βρίσκω) πήρε συνέταιρο στη δουλειά.
π.χ. αρακχλέµ λες σαρ τζαβ κάι συνέταιρος, η: ορτακίνα και
µπουκί = τον συνάντησα καθώς ορτακίνκα, η (η γυναίκα που
πήγαινα στη δουλειά, σάντε ο Ντελ µοιράζεται ή που έχει µοιραστεί τον
τζανέλ σο κα ρακχαβάς ανγκλά άνδρα κάποιας άλλης).
αµέ(ν)ντε = µόνο ο Θεός ξέρει τι θα συνέταιρος, η: ορτάκα, η.
συναντήσουµε µπροστά µας (σ.α. συνετός (άκλ. επίθ.): γκογκιαβέρ
εντοπίζω, ανακαλύπτω) (βλ. και λογικός, φρόνιµος,
συνάφι: (βλ. κοµπανία). γνωστικός).
συνειδητοποιώ (µετβ. ρ.): π.χ. ο γκογκιαβέρ µανούςς καλέν ιν
ακχιαράβ (= καταλαβαίνω, κερέλ = ο συνετός άνθρωπος αυτά
κατανοώ). δεν τα κάνει.
π.χ. ακανά ακχιαρντά σο κερντά = Συνών. γκογκιαλό = µυαλωµένος.
τώρα συνειδητοποίησε τι έκανε. Αντίθ. µπιγκογκιαβέρ = ασύνετος,
συνεννόηση: α(ν)νασσµάβα, η µπιγκογκιάκο = ασύνετος, άµυαλος.
π.χ. µπι α(ν)νασσµαβάκο νασστί συνέχεια (α) (επίρρ.): σα και βίρα
κερντόλ καγιά µπουκί = χωρίς π.χ. βίρα πουτσέλ µαν = συνέχεια
συνεννόηση δεν µπορεί να γίνει µε ρωτάει, βίρα παρές µανγκέλ =
αυτή η δουλειά. συνέχεια λεφτά ζητάει, σα
(βλ. και συµφωνία). αστάρντολ λέσα = συνέχεια τον
413

πειράζει, σα βασικαρές = συνέχεια συνοδεύω (µετβ. ρ.): νακχαβάβ (=


φωνάζεις. µετβ. περνώ, σ.α. καταπίνω,
(βλ. σα στα λήµµατα όλο, όλος). ξεπερνώ, προσπερνώ)
Αντίθ. ιτσ = ποτέ, καθόλου. π.χ. νακχάβ λε τζι κάι ο ντροµ =
συνέχεια (β) (επίρρ.): έπντα και επ συνόδεψέ τον µέχρι το δρόµο.
π.χ. έπντα οπρά µά(ν)ντε τσχος η συνολάκι (ρούχων): (βλ. δίπλα).
ντοςς = συνέχεια επάνω µου ρίχνεις συνοµήλικος (άκλ. επίθ.): ακράνι
το φταίξιµο, επ κατέ αβέλ = π.χ. ακράνι σι βο µε τσχαβέσα =
συνέχεια εδώ έρχεται (βλ. και όλο συνοµήλικος είναι αυτός µε το γιο
(β)). µου (ως ουσ. ακράνι, ο, ακράνκα,
συνεχώς: (βλ. συνέχεια). η).
συννεφιά: µπουλουτλούκο, ο. συνοµιλία (α): ορµπισαριπέ, ο (σ.α.
συννεφιάζω (αµετβ. ρ.): µίληµα, συζήτηση).
µπουλούτορα-πφερντιάβ (= συνοµιλία (β): κονουσσµάβα, η και
σύννεφα γεµίζω αµετβ) κονουσσµάκο, ο (σ.α. µίληµα,
π.χ. πφερντιλί-µπουλούτορα η οµιλία, συζήτηση, διάλογος)
αβάβα, µπρουσσούµ κα ντελ = π.χ. γεκ σαάτο ασταρντά λενγκί
συννέφιασε ο καιρός, θα βρέξει κονουσσµάβα κάι τιλέφονο = µια
συννεφιασµένος: (βλ. νεφελώδης). ώρα κράτησε η συνοµιλία τους στο
σύννεφο: µπουλούτο, ο τηλέφωνο.
π.χ. καλέ µπουλούτορα = µαύρα συνοµιλώ: (βλ. συζητώ,
σύννεφα, πφερντιλί η αβάβα κουβεντιάζω).
µπουλούτορα, µπρουσσούµ κα ντελ σύνορα (α): σινίρα, ε και σϋνΰρα, ε
= γέµισε ο καιρός (ουρανός) (βλ. οµόηχο σινίρα = νεύρα (τα)).
σύννεφα, θα βρέξει. σύνορα (β): σίνορα, ε.
συννεφώδης: (βλ. νεφελώδης). σύνορο: σϋνΰρι και σινίρι, ο
συνεχής: (βλ. ασταµάτητος). (οµόηχο = νεύρο, νευρασθένεια).
συνήθεια: αλϋσσµάκο, ο (σ.α. συνταγή: ρετσέτα, η
µάθηση). π.χ. κάι η ρετσέτα κάι ντιά τουτ ο
συνηθίζω (α) (αµετβ. ρ.): ντοκτόρι; = πού είναι η συνταγή
αλϋσσίαβ (σ.α. µαθαίνω) που σου έδωσε ο γιατρός;
π.χ. τζι τε αλϋσσίαβ κατέ, µο γκι σύνταξη: αϊλούκο, ο (κυριολ.
κα ικλέλ = µέχρι να συνηθίσω εδώ, µηνιάτικο)
η ψυχή µου θα βγει. π.χ. νι λατζάς κάι χαλάν κε
συνηθίζω (β): (βλ. µαθαίνω). µαµιάκο αϊλούκο; = δεν ντρέπεσαι
συνηθισµένος (άκλ. επίθ.): που έφαγες της γιαγιάς σου τη
αλϋσσΰκι και αλϋσσίκι σύνταξη; (βλ. και επίδοµα, µισθός,
π.χ. αλϋσσΰκι σαν του τε χας µηνιάτικο).
µαριπέ = συνηθισµένος είσαι εσύ συντεχνία: (βλ. κοµπανία).
να τρως ξύλο. συντριβή: (βλ. ισοπέδωση).
(βλ. και µαθηµένος). συντρίβοµαι: (βλ. ισοπεδώνοµαι).
συννυφάδα (α): τΰρβα, η συντρίβω: (βλ. θρυµµατίζω,
π.χ. καγιά σι µι τΰρβα = αυτή είναι ισοπεδώνω).
η συννυφάδα µου. συντριµµένος: (βλ. ισοπεδωµένος).
συννυφάδα (β): ελτίκα, η. σύντριψη: (βλ. ισοπέδωση).
414

συντροφεύω (µετβ. ρ.): ντοστιπέ- συστήνοµαι (αµετβ. ρ.):


κεράβ (= συντροφιά κάνω) και πιντζανταράµαν
ντοστλούκο-κεράβ (= συντροφιά π.χ. τζαβ, τε πιντζανταράµαν λέστε
κάνω). = πάω, να του συστηθώ.
συντροφιά: ντοστιπέ και συστήνω (µετβ. ρ.): πιντζανταράβ
ντοστλούκο, ο (σ.α. π.χ. τε πιντζανταράβ τουκέ µε πφά
συντροφικότητα). = να σου συστήσω την αδερφή µου,
συντροφικότητα: (βλ. συντροφιά). άβ, τε πιντζανταράβ τουκέ µε
σύντροφος: ντόστι, ο (σ.α. νταντέ = έλα, να σου συστήσω τον
εραστής). πατέρα µου.
συντρόφισσα, η: ντοστίνκα, η (σ.α. συχνά: (βλ. πυκνός).
εράστρια, η). συχνός: (βλ. πυκνός).
σύρµα: τέλι, ο σφαγείο: σάλανα, η
π.χ. πφά(ν)νταβ τελέσα = δένω µε π.χ. κάι σάλανα κερέλ µπουκί µο
σύρµα, καρναλό τέλι = αγκαθωτό ντατ = στο σφαγείο δουλεύει ο
σύρµα, τσαρένγκο τέλι = πιάτων πατέρας µου.
σύρµα σφαγµένος (µτχ.): τσχι(ν)ντό,-ί (=
συρµατάκι: τελίσι, ο κοµµµένος, κουρασµένος).
π.χ. σανό τελίσι = ψιλό συρµατάκι. σφάζω (µετβ. ρ.): τσχινάβ (=
συρµατένιος (επίθ.): τελέσκο, -ι. κόβω)
συρµάτινος: (βλ. συρµατένιος). π.χ. τσχινάβ ο µπακρό = σφάζω το
συρµατόπλεγµα (αγκαθωτό): πρόβατο.
καρναλό-τέλι, ο (= αγκαθωτό σφαίρα: φιτσένκο, ο (σ.α. σκάγι)
σύρµα). Συνών. κρουσσούµο = βόλι,
π.χ. κα τχαβ καρναλό-τέλι για τε να µεταλλική µπίλια.
τσχόνπες κατάρ ντουβάρα = θα σφαλιάρα: (βλ. σκαµπίλι).
βάλω αγκαθωτό συρµατόπλεγµα σφάλµα (α): ντοςς, η (σ.α.
για να µην πηδάνε από τους φταίξιµο, ενοχή)
τοίχους. π.χ. µε τούτε νι ρακχαβάβ ντοςς =
συρταράκι: τσεκµετζαβίσα, η. εγώ σε σένα δεν βρίσκω σφάλµα.
συρτάρι: τσέκµετζαβα, η και σφάλµα (β): άλτι, ο
τσεκµετζάβα, η π.χ. µπαρό άλτι κερντάν! = µεγάλο
π.χ. α(ν)ντί τσέκµετζαβα σι ε παρέ σφάλµα έκανες!
= µες στο συρτάρι είναι τα λεφτά. Συνών. ντοςς = φταίξιµο, ενοχή.
σύρτης: φί(λ)λετζίκο, ο σφάξιµο: τσχινιπέ, ο (= κόψιµο).
π.χ. σΰρντε ο φί(λ)λετζίκο = τράβα σφεντόνα (από λάστιχο): λαστίκα,
το σύρτη. η
(υποκ.) φί(λ)λετζικίσι, ο. π.χ. τσχόλας µπαρά ε λαστικάσα =
συσκέψεις: γκόνγκορα, ε (σ.α. έριχνε πέτρες µε τη σφεντόνα.
κουτσοµπολιό). (βλ. και λάστιχο).
σύσταση (το να συστήσει κανείς σφήκα: µπού(µ)µπαλο, ο (κυριολ.
κάποιον): πιντζανταριπέ, ο µέλισσα)
Συνών. πιντζαριπέ = γνωριµία. (βλ. και µέλισσα).
συστηµένος (µτχ.): σφίγγοµαι (αµετβ. ρ.):
πιντζανταρντό,-ί. σϋκϋντισάααβ
415

π.χ. σϋκϋντισάιλο µο γκι ακατέ, σφουγγαράς (β): συµκερτζίο, ο (το


µανγκάβ τε τζάβταρ = σφίχτηκε η υ προφ. όπως το γαλλικό u) (θηλ.
ψυχή µου εδώ, θέλω να φύγω. συµκερτζίκα, η (το υ προφ. όπως το
σφίγγω (µετβ. ρ.): σϋκΰνταβ και γαλλικό u))
κικίνταβ σφουγγάρι (α): σουµκέρι, ο
π.χ. σϋκΰντε η τσεσσµάβα τε να π.χ. τσαρένγκο σουµκέρι =
τχάβντελ = σφίξε τη βρύση να µη σφουγγάρι για τα πιάτα.
στάζει, κικίντεν µαν µε νεβέ σφουγγάρι (β): συµκέρι, ο (το υ
ποστάλια = µε σφίγγουν τα προφ. όπως το γαλλικό u)
καινούρια µου παπούτσια, π.χ. κος λε ε συµκερέσα =
τφουλιλόµ ντα σϋκΰντελ µαν ο σκούπισέ το µε το σφουγγάρι.
πα(ν)τόλι = πάχυνα και µε σφίγγει σφουγγαρίζοµαι (αµετβ. ρ.):
το παντελόνι. κοσλιάβ και κοσλί(ν)ντιαβ (σ.α.
(βλ. κικίνταβ στα λήµµατα στύβω, ξεσκονίζοµαι)
στραγγίζω). π.χ. τε κοσλί(ν)ντον σσουκάρ ε
σφίγγω (αµετβ ρ.): (βλ. µερντεφέα = να σφουγγαριστούν
σφίγγοµαι). καλά τα σκαλοπάτια.
σφιγµένος (µτχ.): σϋκϋντι(ν)ντό,-ί, σφουγγαρίζω (µετβ. ρ.): κοσάβ
κικιντινό,-ί και (άκλ. επίθ.) π.χ. κοσάβ ο µπάνιο =
σουκουντιµέ και κικιντιµέ. σφουγγαρίζω το µπάνιο.
σφίξιµο (α): σϋκϋντιπέ και (βλ. και σκουπίζω, ξεσκονίζω).
κικιντιπέ, ο σφουγγάρισµα: κοσιπέ, ο
(κικιντιπέ σ.α. στύψιµο). (βλ. και σκούπισµα, ξεσκόνισµα).
σφίξιµο (β): σϋκµάκο, ο σφουγγαρισµένος (µτχ.): κοσλό,-ί
π.χ. σϋκµάκο µανγκέλ η βίντα = π.χ. κοσλό σι ο πάτοµα =
σφίξιµο θέλει η βίδα. σφουγγαρισµένο είναι το πάτωµα.
σφίξιµο (γ) (µτφ.): σϋκϋ(ν)τία, η (βλ. και σκουπισµένος,
(σ.α. άγχος) ξεσκονισµένος).
π.χ. ασταρντά µαν σϋκϋ(ν)τία = µ’ σφουγγαρόπανο: κοσιµάσκο-
έπιασε σφίξιµο. κοτόρ, ο
σφιχτά: (βλ. σφιχτός). π.χ. κάι τχοντάν ε κοσιµάσκο-
σφιχτός (άκλ. επίθ. και επίρρ.): κοτόρ; = πού έβαλες το
σϋκΰ (σ.α. σφιχτά, π.χ. αστάρ σϋκΰ σφουγγαρόπανο;
= κράτα σφιχτά, σϋκΰ µτφ. = σφραγίδα (α): µυύρι, ο (τα υ προφ.
τσιγκούνης-α, µπουτ σϋκΰ µανούςς όπως το γαλλικό u).
σαν = πολύ τσιγκούνης άνθρωπος σφραγίδα (β): σφραγίδα, η
είσαι). π.χ. σφραγίδα σι οπρά λίλ; =
σφοδρός (επίθ.): ζουραλό,-ί (= σφραγίδα έχει πάνω το χαρτί;
δυνατός) σφραγίζω (α) (µετβ. ρ.): µυυρλέαβ
π.χ. σαΐ ζουραλί µπαλβάλ σι καγιά! (τα υ προφ. όπως το γαλλικό u)
= τι σφοδρός άνεµος είναι αυτός! π.χ. µυυρλέαβ ο λιλ = σφραγίζω το
σφουγγαράκι (α): σουµκερίσι, ο χαρτί.
σφουγγαράκι (β): συµκερίσι, ο (το σφραγίζω (β) (µετβ. ρ.): σφραγίδα-
υ προφ. όπως το γαλλικό u) τσχαβ (= σφραγίδα ρίχνω) και
σφουγγαράς (α): σουµκερτζίο, ο µυύρι-τσχαβ (τα υ προφ. όπως το
(θηλ. σουµκερτζίκα, η) γαλλικό u) (= σφραγίδα ρίχνω).
416

σφραγίζω (γ) (µετβ. ρ.): σφυροκόπηµα: τσοκανέσα-


πφά(ν)νταβ (κυριολ. κλείνω µετβ., τσαλαηπέ (= µε σφυρί χτύπηµα) και
σ.α. δένω, φυλακίζω, βουλώνω, τσεκιτσέσα-τσαλαηπέ, ο (= µε
κουµπώνω). σφυρί χτύπηµα).
σφραγίζω (δ) (µετβ. ρ.): σφυροκοπηµένος (µτχ.):
πφερνταράβ (κυριολ. βάζω να τσοκανέσα-τσαλαντό,-ί (= µε σφυρί
γεµίσει-ουν, κάνω να γεµίσει-ουν) χτυπηµένος) και τσεκιτσέσα-
π.χ. τζαβ τε πφερνταράβ µο νταν = τσαλαντό,-ί (= µε σφυρί
πάω να σφραγίσω το δόντι µου χτυπηµένος).
(σ.α. φορτίζω). σφυροκοπώ (µετβ. ρ.): τσοκανέσα-
σφράγισµα (α): µυυρλεµέκο, ο (τα τσαλαβάβ (= µε σφυρί χτυπώ) και
υ προφ. όπως το γαλλικό u). τσεκιτσέσα-τσαλαβάβ (= µε σφυρί
σφράγισµα (β) (δοντιού): πφεριπέ, χτυπώ).
ο (κυριολ. γέµισµα) σχάρα: σκάρα, η
π.χ. πφεριπέ µανγκέλ κι τχαρ = π.χ. οπρά σκάρα κα πεκάβ ε
σφράγισµα θέλει ο τραπεζίτης σου. κεφτάβε = πάνω στη σχάρα θα
σφράγισµα (γ): πφα(ν)ντιπέ, ο ψήσω τους κεφτέδες, τχο ε
(κυριολ. κλείσιµο, σ.α. δέσιµο, µανγκινά οπρά τοµαφιλέσκι σκάρα
φυλακή, βούλωµα, κούµπωµα). = βάλε τα εµπορεύµατα πάνω στη
σφραγισµένος (άκλ. επίθ.): σχάρα του αυτοκινήτου.
µυυρλεµίσσι (τα υ προφ. όπως το σχέδιο (α): σκέδιο και σχέδιο, ο
γαλλικό u) π.χ. κα ικαλάβ τουκέ εκ σκέδιο ε
π.χ. µυυρλεµίσσι σι ο λιλ = κχερέσκε κάι κα µορές κε γιακχά =
σφραγισµένο είναι το χαρτί. θα σου βγάλω ένα σχέδιο για το
σφυράκι: τσοκανίσι, ο. σπίτι που θα τρίβεις τα µάτια σου.
σφυρί (α): τσοκάνο και τσεκίτσι, ο σχέδιο (β): µπιτσίµι, ο (σ.α. σχήµα)
π.χ. ντέµαν ο τσοκάνο = δώσε µου π.χ. ε κχερέσκο µπιτσίµι µπουτ
το σφυρί, τσαλάβ η σσάικα ε µπεε(ν)ντίµ = του σπιτιού το σχέδιο
τσεκιτσέσα = χτύπα το καρφί µε το πολύ άρεσα (βλ. και σχήµα).
σφυρί. σχέση: σχέσι, η
σφυρί (β) (ξύλινο του γανωτή): π.χ. νάι µαν σχέση καλέ
κοπάλ, ο. µανουσσέσα = δεν έχω σχέση µ’
σφύριγµα (α): σσολ, ο αυτόν τον άνθρωπο.
(βλ. και βουή). σχήµα (α):σουλούπο, ο (βλ. και
σφύριγµα (β): ιφλίκο, ο. σουλούπι).
σφυρίζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): σχήµα (β): µπιτσίµι, ο (σ.α. σχέδιο)
σσόλ-νταβ (=σφύριγµα δίνω) π.χ. κολέ τραπεζέσκο µπιτσίµι σας
π.χ. σσόλ-νταβ ε τζουκελέσκε = τοπαρλάκι = εκείνου του τραπεζιού
σφυρίζω στον σκύλο. το σχήµα ήταν στρογγυλό.
(βλ. και βουΐζω). σχιµάδα: (βλ. σκισµή).
σφυρίζω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.): σχισµατιά: (βλ. σκισµή).
ιφλίκο-νταβ (= σφύριγµα δίνω) σχισµή: (βλ. σκισµή).
π.χ. νά ντε-ιφλίκο = µη σφυρίζεις. σχοινάκι (α): σσολορό, ο.
σφυρίχτρα: ντιντίκο, ο (σ.α. κόρνα σχοινάκι (β): σιτζιµίσι, ο.
οχήµατος). σχοινένιος (α) (επίθ.): σσολόσκο,-ι
και σσολέσκο,-ι.
417

σχοινένιος (β) (επίθ.): σιτζιµέσκο, σωµατοφύλακας: γιαβέρι, ο (σ.α.


-ι. υπερασπιστής, υποστηρικτής,
σχοινί (α): σσολό, ο προστάτης, πρόµαχος, υπέρµαχος)
π.χ. σΰρνταβ ο σσολό = τραβάω το π.χ. καβά σι λεσκό γιαβέρι = αυτός
σχοινί, κίνταβ ο σσολό = µαζεύω το είναι ο σωµατοφύλακας του (θηλ.
σχοινί. γιαβέρκα, η).
σχοινί (β): σιτζίµι και σιτζίµο, ο σωµατώδης: (βλ. γίγαντας).
π.χ. µπουτ τφουλό σι καβά σιτζίµι σωρός: σουρία, η
= πολύ χοντρό είναι αυτό το σχοινί. π.χ. πφε(ν)ντά µανγκέ γεκ σουρία
σχολείο (α): σχολίο, ο χοχαηµάτα = µου είπε ένα σωρό
π.χ. τζαβ κάι σχολίο = πηγαίνω στο ψέµατα, εκ σουρία τσαρέ χαλαντόµ
σχολείο, τζαβ τε λαβ ε χουρντέν = ένα σωρό πιάτα έπλυνα.
κατάρ σχολίο = πάω να πάρω τα σώσιµο: κουρταριπέ, ο και
παιδιά από το σχολείο. κουρταρµάκο, ο
σχολείο (β): µεκτέπο, ο (βλ. και γλιτωµός, λυτρωµός).
π.χ. κάι καβά µεκτέπο τζαβ µε = σ’ σωσµένος (άκλ. επίθ.):
αυτό το σχολείο πηγαίνω εγώ. κουρταρµούσσι (σ.α. λυτρωµένος).
(υποκ) µεκτεπίσι, ο. σωστά (επίρρ.): ντένκι
σχολικός (α) (επίθ.): σχολιέσκο,-ι π.χ. µανγκάβ τε κερές ντένκι κι
π.χ. σχολιέσκι γιορτία = σχολική µπουκί = θέλω να κάνεις σωστά τη
εορτή. δουλειά σου, κο σαάτο νι τζαλ
σχολικός (β) (επίθ.): µεκτεπέσκο, - ντένκι = το ρολόι σου δεν πηγαίνει
ι σωστά.
π.χ. µεκτεπέσκι τσά(ν)τα = σχολική (βλ. και σωστός).
σάκα σωστός (άκλ. επίθ.): ντένκι
σώζοµαι: (βλ. γλιτώνω (αµετβ.). π.χ. εκ ντένκι όρµπα κατάρ κο µούι
σώζω (µετβ. ρ.): κουρταρίαβ ιν ικλέλ = µια σωστή κουβέντα από
π.χ. νασστί κουρταρίολ λε κχόνικ, το στόµα σου δεν βγαίνει, εκ ντένκι
ε ντοκτόρα πφε(ν)ντέ κάι κα µερέλ µπουκί νασστί κερές = µια σωστή
= δεν µπορεί να τον σώσει κανείς, δουλειά δεν µπορείς να κάνεις,
οι γιατροί είπαν πως θα πεθάνει. οπάςς µπουκιά νι κα κερές, ντένκι
(βλ. και γλιτώνω (µετβ.), µπουκί µανγκάβ = µισές δουλειές
λυτρώνω). δε θα κάνεις, σωστή δουλειά θέλω.
σωθικά: γιλέ, ε (βλ. και σπλάχνα). (βλ. και σωστά)
σωλήνας: σολίνα, η Αντίθ. γιανγκλΰσσι = λανθασµένος.
π.χ. χουβάρντιλι ε πλι(ν)ντιριόσκι σωτηρία: κουρτουλµάκο, ο.
σολίνα = τρύπησε του πλυντηρίου ο σώφρων (άκλ. επίθ. και επίρρ.):
σωλήνας. γκογκιαβέρ και γκογκιαέρ (σ.α.
σώµα (α): τένι, ο λογικός, λογικά)
π.χ. ε µανουσσέσκο τένι = το σώµα π.χ. εκ γκογκιαβέρ µανούςς, καλέ
του ανθρώπου. νι κερέλ = ένας σώφρων άνθρωπος,
σώµα (β): σόµα, ο και σόµα, η αυτό δεν το κάνει.
π.χ. σίτουτ σσουκάρ σόµα = έχεις Συνών. γκογκιαλό = µυαλωµένος.
ωραίο σώµα.
σωµατάκι: τενίσι, ο
418

Τ
ταβάνι: ταβάνο, ο Συνών. τσαϊλό = χορτάτος.
π.χ. µακχάβ ο ταβάνο = βάφω το Αντίθ. µπιπαρµπαρντό = ατάιστος.
ταβάνι, τχάβντελ ο ταβάνο ε τάκος: τάκο, ο
µπρουσσουµέσταρ = στάζει το π.χ. τχοντόµ ντούι τάκορα ταλάλ
ταβάνι από τη βροχή. τραπέζι, για τε να κχελέλ = έχω
(υποκ.) ταβανίσι, ο. βάλει δύο τάκους κάτω από το
ταγάρι: τράστα, η τραπέζι, για να µην κουνιέται.
π.χ. α(ν)ντί τράστα σι ο µαρνό = τακουνάκι: τακουνίσι, ο.
µες στο ταγάρι είναι το ψωµί. τακούνι: τακούνο, ο
(υποκ.) τραστίσα, η. π.χ. χαρνό τακούνο = χαµηλό
ταγκό: τανγκό, ο τακούνι, ουτσό τακούνο = ψηλό
π.χ. κχελέλ τανγκό πε ροµνάσα = τακούνι (πληθ. τακούνορα, ε).
χορεύει ταγκό µε τη γυναίκα του. τακτοποιηµένος (µτχ.):
ταΐζοµαι (αµετβ. ρ.): παρβάρντιαβ λατσχαρντό, -ί (κυριολ.
και παρµπάρντιαβ καλυτερευµένος*) (σ.α.
π.χ. κατάρ καβά ντικιάνο βελτιωµένος, διορθωµένος,
παρβάρντολ λενγκί ανάβα = απ’ γιατρεµένος, περιποιηµένος,
αυτό το µαγαζί ταΐζεται η επιδιορθωµένος, έτοιµος)
οικογένειά τους (βλ. και τρέφοµαι). Αντίθ. µπιλατσχαρντό =
ταΐζω (µετβ. ρ.): παρβαράβ, ακαλυτέρευτος, ατακτοποίητος,
παρµπαράβ και χα(ν)νταράβ αβελτίωτος, αδιόρθωτος,
(χα(ν)νταράβ σ.α. τροφοδοτώ) απεριποίητος, ανέτοιµος).
π.χ. χα(ν)νταράβ ε γκουρουβνέν = τακτοποίηση: λατσχαριπέ, ο (=
ταΐζω τις αγελάδες, παρβαράβ ε καλυτέρευση) (σ.α. βελτίωση,
χουρντέ = ταΐζω το µωρό, διόρθωση, γιατρειά, επιδιόρθωση,
παρµπαράβ µε τζουκελέ = ταΐζω περιποίηση, ετοιµασία)
τον σκύλο µου. π.χ. λατσχαριπέ µανγκέν ε
ταινία (κινηµατογραφική ή µανγκινά = τακτοποίηση θέλουν τα
τηλεοπτική): φίλιµι, ο εµπορεύµατα.
π.χ. κα(µ)µποένγκο φίλιµι = τακτοποιώ (µετβ. ρ.): λατσχαράβ
καουµπόικη ταινία (γουέστερν), (= καλυτερεύω µετβ.) (σ.α.
νταρανό φίλιµι = ταινία τρόµου. βελτιώνω, διορθώνω, γιατρεύω,
ταινιούλα (κινηµατογραφική ή περιποιούµαι, ετοιµάζω)
τηλεοπτική): φιλιµίσι, ο π.χ. λατσχαράβ ε λουλουγκιά =
τάισµα: παρβαριπέ, παρµπαριπέ τακτοποιώ τα λουλούδια,
και χα(ν)νταριπέ, ο λατσχαράβ ε µανγκινά = τακτοποιώ
(χα(ν)νταριπέ σ.α. τροφοδοσία) τα εµπορεύµατα, κα λατσχαράβ
π.χ. ε κχαϊνά µανγκέν χα(ν)νταριπέ τουτ µε = θα σε τακτοποιήσω
= οι κότες θέλουν τάισµα. (τιµωρήσω, δείρω) εγώ.
ταϊσµένος (µτχ.): παρµπαρντό,-ί, ταλαίπωρος (επίθ.): ζαβα(λ)λίο, -
χα(ν)νταρντό,-ί και παρβαρντό, -ί ούκα
π.χ. παρµπαρντό σι ο χουρντό = π.χ. νασστίκ ασαϊά ιτσ α(ν)ντό πο
ταϊσµένο είναι το µωρό. αγιάτο ο ζαβα(λ)λίο = δεν µπόρεσε
419

να γελάσει καθόλου µες στη ζωή ταξιδεύω (β) (αµετβ. και µετβ.
του ο ταλαίπωρος (δηλ. να χαρεί ρ.): λανταβάβ (σ.α. φορτώνω,
κάτι) (βλ. και καηµένος, µετακοµίζω)
κακοµοίρης, δυστυχής). π.χ. σόσα κα λανταβές; = µε τι θα
ταλέντο: ταλέ(ν)ντο, ο ταξιδέψεις;
π.χ. σίλε µπουτ ταλέ(ν)ντο κάι ταξίδι (α): ντροµ, ο (= δρόµος)
τόπα = έχει πολύ ταλέντο στην π.χ. (ευχή σε ταξιδιώτη) λατσχό
µπάλα. ντροµ τε αβέλ τουτ = καλό ταξίδι
τάλιρο: παντζένγκο, ο και να έχεις.
παντζένγκι, η. ταξίδι (β): λανταηπέ, ο (σ.α.
τάµα (α): τάµα, η φόρτωµα, µετακόµιση)
π.χ. κερντόµ τάµα µε χουρντέσκε π.χ. τζάβταρ λανταηµάσκε = φεύγω
κάνα κα λατσχάρντολ, τε τσχινάβ για ταξίδι.
ντούι µπακρέ = το ’χω κάνει τάµα ταξιτζής: τακσιτζίο, ο
για το παιδί µου, όταν καλυτερέψει, π.χ. λακό ροµ σι τακσιτζίο = ο
να σφάξω δύο πρόβατα. άντρας της είναι ταξιτζής.
τάµα (β): αντάκο, ο τάπα: τάπα, η (µτφ. κοντοστούπης,
π.χ. αντάκο σας λε, ο(ν)ντάν -α).
τσχι(ν)ντά ο µπακρό = το είχε τάµα, ταπεινωµένος (µτχ.):
γι’ αυτό έσφαξε το πρόβατο. λατζανταρντό,-ί (βλ. και
ταµείο: ταµίο, ο ντροπιασµένος).
π.χ. τζα κάι ταµίο, τε ποκινές = ταπεινώνω (µετβ. ρ.):
πήγαινε στο ταµείο, να πληρώσεις. λατζανταράβ (κυριολ. ντροπιάζω)
ταµπέλα: ταµπέλα, η π.χ. λατζανταρντάς µαν ανγκλά
π.χ. ιν ντικχές σο γιαζίορ η σάορε(ν)ντε α(ν)ντί καβενάβα = µε
ταµπέλα; = δεν βλέπεις τι γράφει η ταπείνωσε µπροστά σε όλους µες
ταµπέλα; στο καφενείο.
ταµπλάς: τάµπλα, η (βλ. και ντροπιάζω, προσβάλλω,
π.χ. µελαλί σι η τάµπλα = εξευτελίζω).
λερωµένος είναι ο ταµπλάς. ταπείνωση: λατζανταριπέ, ο
Συνών. σίνια και τεπσία = ταψί. (κυριολ. ντρόπιασµα)
ταµπλό: ταµπλό, ο (βλ. και προσβολή, εξευτελισµός).
π.χ. ε τοµαφιλέσκο ταµπλό κοσιπέ ταπετσαρία: ταπετσαρία, η
µανγκέλ = του αυτοκινήτου το π.χ. νακχανταρντόµ νεβί
ταµπλό σκούπισµα θέλει. ταπετσαρία κάι µο τοµαφίλι =
τανάλια:τανάλια και ντανάλια, η πέρασα καινούρια ταπετσαρία στο
π.χ. του λιάν η τανάλια; = εσύ αυτοκίνητό µου.
πήρες την τανάλια; ταραχή: ιζντραηπέ, ο
ταξί: τάκσι και τακσί, ο π.χ. ασταρντάς µαν ιζντραηπέ καλέ
π.χ. λιάν τιλέφονο τακσέσκε; = σσεέσα κάι ντικχλόµ = µε έπιασε
πήρες τηλέφωνο για ταξί; ταραχή µ’ αυτό το πράγµα που είδα.
ταξιδεύω (α) (αµετβ. ρ.): ντροµ- (βλ. και τρεµούλα, ρίγος).
τζαβ (= δρόµο πηγαίνω) ταραχοποιός: (βλ. σαµατατζής).
π.χ. κα τζαβ-ντροµ αβγκιέ = θα τατουάζ: τατουάζι και τατουάζ, ο.
ταξιδέψω σήµερα. ταυράκι: γκουρουβορό, ο.
ταυρίσιος (επίθ.): γκουρουβανό,-ί
420

π.χ. γκουρουβανέ σσινγκά = τέκνο: χουρντό, ο (= παιδί, µωρό)


ταυρίσια κέρατα. π.χ. καζόµ χουρντέ σίτουτ; = πόσα
(βλ. και βοδινός). τέκνα έχεις;
ταύρος: γκουρούβ, ο τελάρο: τελάρο, ο
π.χ. (φράση) τσχουτάς-πες οπρά π.χ. κι(ν)ντά ντούι τελάρε ντοµάτε
λέστε σαρ γκουρούβ = όρµησε = αγόρασε δύο τελάρα ντοµάτες.
πάνω του σαν ταύρος. τελείωµα (α): µπιτιρµέκο, ο
( βλ. και βόδι). Αντίθ. µπασσλαµάκο = αρχίνισµα,
ταυτότητα (αστυνοµική): έναρξη.
ταφτότιτα και ταφτότα, η τελείωµα (β): µπιτισαριπέ, ο.
π.χ. χασαρντόµ µι ταφτότα = έχασα τελειωµένος (α) (άκλ. επίθ.):
την ταυτότητά µου. µπιτίκι και µπιτιρµίσσι
ταφή: πραχοσαριπέ, ο π.χ. άµα νι ντικχάβ µπιτίκι µπουκί,
(βλ. και θάψιµο). νι ποκινάβ = αν δεν δω τελειωµένη
ταφικός (επίθ.): πραχοσαριµάσκο, δουλειά, δεν πληρώνω.
-ι (σ.α. ληγµένος).
π.χ. πραχοσαρισµάσκε αντέτορα = Αντίθ. µπασσλαµούσσι =
ταφικά έθιµα. αρχινισµένος.
τάφος: λιµόρι, ο τελειωµένος (β) (µτχ.):
(βλ. και µνήµα). µπιτισαρντό, -ί.
τάχα (επίρρ.): χάι τελειωµός (α): µπιτµέκο, ο
π.χ. χάι πφε(ν)ντά κάι κα αβέλ, αµά π.χ. µπιτµέκο νάι κάι καλά τσεκίε =
µε ιν πακιάβ λε = τάχα είπε ότι θα τελειωµό δεν έχουν αυτά τα
’ρθεί, αλλά εγώ δεν τον πιστεύω βάσανα.
(βλ. και δήθεν). (σ.α. λήξη)
ταχέως: (βλ. γρήγορα). τελειωµός (β): µπιτιπέ, ο.
ταχυδροµείο: ποστανάβα, η τελειώνω (α) (µετβ. ρ.): µπιτιρίαβ
π.χ. τζαβ κάι ποστανάβα = πάω στο π.χ. µπιτιρντίµ µι µπουκί =
ταχυδροµείο. τελείωσα τη δουλειά µου, τε
ταχυδροµικός (επίθ.): µπιτιρίαβα, κ’ αβάβ = αν τελειώσω,
ποσταναβάκο, -ι. θα έρθω.
ταχυδρόµος: πόστατζίο, ο Αντίθ. µπασσλάιαβ = αρχίζω.
π.χ. νι νακχλό καγιά αφτάβα ο τελειώνω (β) (µετβ. ρ.):
πόστατζίο = δεν πέρασε αυτή την µπιτισαράβ.
εβδοµάδα ο ταχυδρόµος. τελειώνω (α) (αµετβ. ρ.): µπιτίαβ
ταχύς: (βλ. σβέλτος, γρήγορος). π.χ. µπι(τ)τί η ζουµί = τελείωσε το
ταχύτητα (ο λεβιές): τακίτα, η φαγητό, µπι(τ)τιλέρ ε παρέ =
ταχύς: (βλ. σβέλτος, γρήγορος). τελειώσανε τα λεφτά.
ταψάκι: σινιίσα και τεπσιίσα, η. (σ.α. λήγω).
ταψί: σίνια και τεπσία, η τελειώνω (β) (αµετβ. ρ.):
π.χ. χαλαβάβ η σίνια = πλένω το µπιτισάαβ και µπιτισάβαβ.
ταψί, κιρνί σι καγιά τεπσία; = δικό τελείως: (βλ. εντελώς).
σου είναι αυτό το ταψί; τελειωτικός (επίθ.): µπιτιριµάσκο,
τεκές (µουσουλµανικό -ι.
µοναστήρι): τεκιάβα, η τελευταία (επίρρ.): σονου(ν)ντά
(υποκ.) τεκιαβίσα, η.
421

π.χ. σονου(ν)ντά του κα κερντός- (βλ. και κοµµατιάζω)


πισσµάνο = τελευταία εσύ θα τεµάχιο: παρτσάβα, η (= κοµµάτι)
µετανιώσεις, σονου(ν)ντά αβιλόµ π.χ. καζόµ παρτσάβε λιάν; = πόσα
µε = τελευταία ήρθα εγώ, τεµάχια πήρες;
σονου(ν)ντά κιαρλίο του του (βλ. και κοµµάτι).
ικλιλάν = τελευταία κερδισµένος (υποκ.) παρτσαβίσα, η.
εσύ βγήκες. τεµάχισµα: τσχινγκιαριπέ, ο
τελευταίος (α) (επίθ.): (βλ. και κοµµάτιασµα).
σονουντζίο,-ούκα τεµαχισµένος (µτχ.):
π.χ. αβγκιέ σι λεσκό σονουντζίο τσχινγκιαρντό,-ί
γκιβέ, τχάρα κα τζάλταρ = σήµερα (βλ. και κοµµατιασµένος).
είναι η τελευταία του µέρα, αύριο τέµενος: τεµενάβα, η.
θα φύγει. τεµπέλης (επίθ.): κχα(ν)ντινό,-ί
Αντίθ. γεκουτνό = πρώτος (σ.α. βροµιάρης)
τελευταίος (β) (επίθ.): εν- π.χ. τζα κερ µπουκί, µο
παλουτνό, -ί και εν-παλικνό, -ί (εν = κχα(ν)ντινέα, σαστό γκιέ να µπεςς
πιο, παλουτνό και παλικνό = κχερέ = πήγαινε να δουλέψεις, ρε
πισινός) τεµπέλη, όλη την ηµέρα µην
π.χ. ο εν-παλουτνό κχερ σι µε κάθεσαι σπίτι.
νταντέσκο = το τελευταίο σπίτι Αντίθ. µπουκιαρνό = εργατικός.
είναι του πατέρα µου. τεµπελιά: κχα(ν)ντινιπέ, ο
τέλος: σόνι, ο π.χ. (φράση µτφ.) κατάρ ο µπουτ
π.χ. νάι σας λατσχό ο σόνι ε κχα(ν)ντινιπέ νασστί βάζντελ πε
φίλιµέσκο, νι µπεε(ν)ντίµ λε = δεν τσανγκά = από την πολλή τεµπελιά
ήταν καλό το τέλος της ταινίας, δε δεν µπορεί να σηκώσει τα πόδια
µου άρεσε. του. (κχα(ν)ντινιπέ σ.α. βροµιά,
(σ.α. κατάληξη). κχά(ν)νταβ = βροµώ (αµετβ.),
τελώ (µετβ. ρ.): κεράβ (= κάνω, µυρίζω)
φτιάχνω µετβ., δηµιουργώ, Αντίθ. µπουκιαρνιπέ =
διαπράττω, πράττω) εργατικότητα.
π.χ. κάι κερντάν κε τσχαβέσκο τεµπελιάζω (αµετβ. ρ.):
µπιάβ; = πού τέλεσες το γάµο του κχα(ν)ντινιπέ-κεράβ (= τεµπελιά
γιου σου; κάνω)
τελωνειακός (επίθ.): π.χ. κερ εµπούκα µπουκί, να κερ-
γκυµυρικέσκο,-ι (τα υ προφέρονται κχα(ν)ντινιπέ = κάνε λίγη δουλειά,
όπως το γαλλικό u) µην τεµπελιάζεις.
π.χ. γκυµυρικέσκο κο(ν)τρόλι = τενεκές: τενεκιάβα, η
τελωνειακός έλεγχος. π.χ. κιραλέσκι τενεκιάβα = τενεκές
τελωνείο: γκυµυρίκο, ο (τα υ τυριού.
προφέρονται όπως το γαλλικό u). τέντα: τέ(ν)τα και τέ(ν)ντα, η
τελώνης: γκυµυρικτσίο, ο (τα υ π.χ. µπρουσσούµ κα ντελ, τε
προφέρονται όπως το γαλλικό u). ουτσχαρές ε µανγκινά ε τε(ν)τάσα =
τεµαχίζοµαι: (βλ. κοµµατιάζοµαι). θα βρέξει, να σκεπάσεις τα
τεµαχίζω (µετβ. ρ.): τσχινγκιαράβ εµπορεύµατα µε την τέντα.
π.χ. τσχινγκιαράβ ο µας = τεµαχίζω τέντωµα (α): ινζαριπέ, ο
το κρέας. (βλ. και στήσιµο).
422

τέντωµα (β): νταρτισαριπέ και τεσσαρακοστός (τακτικό


νταρτµάκο, ο. αριθµητ., επίθ.):
τεντωµένος (α) (µτχ.): ινζαρντό,-ί. ισσταρντεσσουτνό, -ί.
τεντωµένος (β) (µτχ.): τεταρτάκι: τσιρεκίσι, ο
νταρτισαρντό, -ί. π.χ. µπεκλέ ζάλακ, α(ν)ντέ γεκ
τεντώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): τσιρεκίσι κα ιρισάβαβ = περίµενε
ινζαράµαν (µέση διάθεση). λίγο, σε ένα τεταρτάκι θα γυρίσω.
τεντώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): τέταρτο: τσιρέκο, ο
νταρτισαράµαν και νταρτίαµαν π.χ. τσχιν µανγκέ γεκ τσιρέκο
(µέση διάθεση). κιράλ = κόψε µου ένα τέταρτο τυρί.
τεντώνω (α) (αµετβ. ρ.): τέταρτος (τακτ. αριθµητ., επίθ.):
ινζάρντιαβ (παθητική διάθεση). ισσταρουτνό,-ί.
τεντώνω (β) (αµετβ. ρ.): τέτοιος (αντων.): γκασαβό, -ί,
νταρτισάαβ (παθητική διάθεση). γκασαό, -ί, γκαντισαβό, -ί και
τεντώνω (α) (µετβ. ρ.): ινζαράβ γκαντισαό, -ί
π.χ. ινζαράβ ο σσολό = τεντώνω το π.χ. κι(ν)ντόµ µε ντα γκασαβί
σχοινί, ινζαράβ µε βαστά = α(ν)τεράβα = αγόρασα κι εγώ
τεντώνω τα χέρια µου. τέτοιο πουκάµισο, γκαντισαβέ
(βλ. και στήνω). όρµπε ιν πφενί(ν)ντον = τέτοια
τεντώνω (β) (µετβ. ρ.): λόγια δε λέγονται, γκασαό
νταρτισαράβ και νταρτίαβ πα(ν)τόλι σι µά(ν)ντα = τέτοιο
π.χ. νταρτίαβ η λαστίκα = τεντώνω παντελόνι έχω κι εγώ.
το λάστιχο. Συνών. αϊνί = όµοιος, ίδιος.
τεράστιος (επίθ.): γκαέτ-µπαρό,-ί Αντίθ. αβέρτουρλι = αλλιώτικος,
(= υπέρ µεγάλος) διαφορετικός.
π.χ. γκαέτ-µπαρό κχερ = τεράστιο τετράδιο: ντεφτέρι, ο (σ.α. βιβλίο).
σπίτι, γκαέτ-µπαρό κοπάτσι = τετρακόσια (άκλ. απόλ.
τεράστιο δέντρο. αριθµητ.): ισστάρσσελ.
τερλίκι: τέρλικο, ο τετράµηνος (επίθ.):
(πληθ. τερλίκορα και τέρλιτσα, ε) ισσταρετσχονένγκο,-ι.
π.χ. κι(ν)ντόµ µε ροµνάκε τέρλιτσα τετραπέρατος (επίθ.): γκαέτ-
= αγόρασα για τη γυναίκα µου µπουτζανγκλό,-ί
τερλίκια. π.χ. γκαέτ-µπουτζανγκλό σι λεσκό
τερµατοφύλακας: καλετζίο, ο τσχαβό = τετραπέρατος είναι ο γιος
τερτίπι: τερτίπο, ο και τερτίπι, ο του.
π.χ. σαβέ τερτίπορα σι καλά κάι (κυριολ. υπέρ πολύξερος).
κερές; = τι τερτίπια είναι αυτά που τετράπορτος (α) (επίθ.):
κάνεις;, εκχέ µπορά, άµα νάι λα ισσταρέουνταρένγκο,-ι
κχερέσκο τερτίπο, βόι µπορί νάι = π.χ. ισσταρέουνταρένγκο
µια νύφη, αν δεν έχει τερτίπι τροµοφίλι = τετράπορτο
σπιτιού (αν δεν ξέρει από αυτοκίνητο.
νοικοκυριό), αυτή νύφη δεν είναι. τετράπορτος (β) (επίθ.):
τέσσερα (άκλ. απόλ. αριθµητ.): ισσταρέκαπουένγκο, -ι.
ισστάρ τέχνασµα: (βλ. επινόηση).
π.χ. ισστάρ πφαµπαϊά = τέσσερα τέχνη (α): ζαναάτι, ο (σ.α.
µήλα. επάγγελµα)
423

π.χ. (φράση) σόσκο ζανάατι ντα τε τζερεµέδες (τις ζηµιές που κάνεις)
τζανέλ ο µανούςς, λατσχό σι = εγώ θα τους πληρώνω;
όποια λογής τέχνη και να ξέρει ο Συνών. τσχορντό = ρηµαγµένος,
άνθρωπος, καλή είναι (βλ. και διαλυµένος, χυµένος.
επάγγελµα (β)). τζερτζελές: τζερτζελάβα, η
τεχνίτης: (βλ. µάστορας). π.χ. νάι σανάς κατέ τε τνικχέσας
τεχνίτης (µαθητεύοµενος): σαί τζερτζελάβα σας αµέν ιρακί η
τσιράκο, ο (βλ. και τσιράκι). ρατ = δεν ήσουν εδώ να έβλεπες τι
τεχνίτης (τσεκουριών): τοβερτζίο, τζερτζελέ είχαµε χθες το βράδυ.
ο. τζογαδόρος: κουµαρτζίο, ο, θηλ.
τζάκι: οτζάκο, ο και τζάκι, ο κουµαρτζίκα, η.
π.χ. σίλε οτζάκο κάι λεσκό κχερ = τζόγος: κουµάρι, ο
έχει τζάκι στο σπίτι του. π.χ. χασαρντά σα πε παρέ κάι
τζαµάκι: τζαµίσι, ο. κουµάρι = έχασε όλα τα λεφτά του
τζαµαρία: τζαµαρία και στον τζόγο.
τζαµακαρία, η τζουρτζούνα: τζουρτζούνα, η
π.χ. ε χουρντέ πφαγκλέ η τζαµαρία π.χ. µπαρί τζουρτζούνα σι καλέστε
ε τοπάσα = τα παιδιά έσπασαν την = µεγάλη τζουρτζούνα (πλάκα)
τζαµαρία µε την µπάλα. υπάρχει σ’ αυτόν (έχει αυτός).
τζαµένιος (επίθ.): τζαµέσκο, -ι. τηγανάκι: ταβίσα, η.
τζάµι: τζάµο και τζάµι, ο τηγανητός (επίθ.): πεκό,-ί
π.χ. κον πφαγκλάς ο τζάµο ε π.χ. πεκέ πατάτε = τηγανητές
ουνταρέσκο; = ποιος έσπασε το πατάτες.
τζάµι της πόρτας;, κος ε τζάµορα = (βλ. και ψηµένος).
σκούπισε τα τζάµια. τηγάνι: τάβα, η
τζαµί: τζαµία, η. π.χ. χαλαβάβ η τάβα = πλένω το
τζαµπατζής: αβά(ν)τατζίο, ο τηγάνι.
π.χ. αβά(ν)τατζίο σι ο πφιρνορό! = τηγανίζω (α) (µετβ. ρ.): πεκάβ
τζαµπατζής είναι ο πονηρούλης! π.χ. πεκάβ ε αρνέ = τηγανίζω τα
τζαµπατζού: αβά(ν)τατζίκα και αβγά, πεκάβ ε µατσχέ = τηγανίζω
αβά(ν)τατζΰκα, η. τα ψάρια, πεκάβ πατάτε = τηγανίζω
τζαµωτός: (βλ. τζαµένιος). πατάτες.
τζατζίκι: τζατζίκι, ο (βλ. και ψήνω).
π.χ. λε µανγκέ ζάλακ τζατζίκι = τηγανίζω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.):
πάρε µου λίγο τζατζίκι. πεκλαράβ και (επιτατ.ενεργ.διαµ.ρ.)
τζερεµές: τζερεµάβα, η πεκλανταράβ (= βάζω να τηγανίσει-
π.χ. τζερεµάβα σαν, νασστί ουν, βάζω να ψήσει-ουν)
µπετζερίος κχάντσικ = τζερεµές π.χ. κα πεκλανταράβ µανγκέ κάι µι
(ανίκανος, άχρηστος) είσαι, δεν ροµνί ισστάρ αρνέ = θα βάλω τη
µπορείς να καταφέρεις τίποτα, κάι γυναίκά µου να µου τηγανίσει
ρακχαντάν καβά τζερεµάβα τέσσερα αβγά, κα πεκλαράβ λατέ ο
ροµαφίλι! = πού βρήκες αυτό το µας = θα τη βάλω να ψήσει το
τζερεµέ (διαλυµένο, παµπάλαιο) κρέας (πεκλαρντό, -ί µτχ. =
αυτοκίνητο! κιρνέ τζερεµάβε, µε κα τηγανισµένος, ψηµένος, πεκλαριπέ,
ποκινάβ λεν; = τους δικούς σου ο, ρηµατ. ουσ. = τηγάνισµα,
ψήσιµο).
424

τηγάνισµα: πεκιπέ, ο π.χ. ναµουζλίο µανούςς σι = είναι


(βλ. και ψήσιµο). τίµιος άνθρωπος.
τηγανισµένος: (βλ. τηγανητός). (βλ. και σεµνός)
τηγανιστός: (βλ. τηγανητός). τιµιότητα: (βλ. τιµή (για
τηλεόραση: τιλεόρασι, η πρόσωπο)).
π.χ. α(ν)ντό κχερ σι, τιλεόρασι τιµολόγιο: τιµολόγιο, ο
ντικχέλ = µες στο σπίτι είναι, π.χ. τσχι(ν)ντάς τουκέ τιµολόγιο ε
τηλεόραση βλέπει. µανγκινένγκε κάι λιάν; = σου έκοψε
τηλεσκόπιο: µπιλµπίλι, ο τιµολόγιο για τα εµπορεύµατα που
(βλ. και κιάλι). πήρες;
(βλ. οµόηχο µπιλµπίλι = αηδόνι). τιµόνι: ντιµένο και τιµόνι, ο
τηλέφωνο: τιλέφονο, ο π.χ. ασταράβ ο ντιµένο = κρατάω
π.χ. γιαζ λεσκό τιλέφονο = γράψε το τιµόνι, τσχιν ο ντιµένο τσατσέ =
το τηλέφωνό του, σίτουτ τιλέφονο κόψε (στρίψε) το τιµόνι δεξιά.
κάι κο κχερ; = έχεις τηλέφωνο στο τίναγµα: κινισαριπέ, ο
σπίτι σου; π.χ. πφερντιλέ ε σοµπάκε µπορίε,
τηλεφωνώ (αµετβ. και µετβ. ρ.): κινισαριπέ µανγκέν = γέµισαν τα
τιλέφονο-λαβ (= τηλέφωνο παίρνω) µπουριά της σόµπας, τίναγµα
π.χ. κα λαβ τουκέ τιλέφονο τχάρα θέλουν.
= θα σου τηλεφωνήσω αύριο. τιναγµένος (µτχ.): κινισαρντό,-ί
τι (άκλ. ερωτηµ. αντων.): σο π.χ. κινισαρντέ σι ε κουβέρτε =
π.χ. σο κερές; = τι κάνεις;, σο τιναγµένες είναι οι κουβέρτες.
µανγκές; = τι θέλεις;, σο κερντιλό; τινάζοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
= τι έγινε;, σο πφε(ν)ντάν; = τι κινισαράµαν.
είπες; τινάζοµαι (β): (βλ. αναπηδώ (β)).
(σο σ.α. µόλις, ό,τι). τινάζω (µετβ. ρ.): κινισαράβ
τι (ως θαυµαστικό): σαό,-ί και π.χ. κινισαράβ ε πατέ = τινάζω τα
σαβό,-ί ρούχα, κινισαράβ ε κιλίµορα =
π.χ. σαό µπαρό κχερ! = τι µεγάλο τινάζω τα χαλιά, κινισαράβ ε
σπίτι!, σαβί σσουκάρ τσχορί! = τι κουβέρτε = τινάζω τις κουβέρτες.
ωραία κοπέλα! τίποτα (άκλ. αόρ. αντων.):
(βλ. και ερωτηµ. αντων. ποιος). κχάντσικ (σ.α. κάτι, βλ. και κάτι)
τι (λογής, είδους): σόσκο,-ι π.χ. σι κχάντσικ τε χαβ; = έχει
π.χ. σόσκο κιράλ µανγκές; = τι τίποτα να φάω;, νι λιόµ λεσκέ
λογής τυρί θέλεις; κχάντσικ = δεν του πήρα τίποτα, νι
τιµή (για πρόσωπο): ναµούζι, ο κερντιλό κχάντσικ = δεν έγινε
π.χ. µε νι λατζανταράβ µο ναµούζι τίποτα, νασστί κερές κχάντσικ =
= εγώ δεν ντροπιάζω την τιµή µου. δεν µπορείς να κάνεις τίποτα,
τιµή (για πράγµατα): φιάτο, ο και µανγκές αβέρ κχάντσικ; = θέλεις
φιάτι, ο τίποτα άλλο;
π.χ. σαβό σι ο φιάτο καλέ τιποτένιος (επίθ.): κχαντσικανό,-ί
τοµαφιλέσκο; = τι τιµή έχει αυτό το π.χ. κχαντσικανό µανούςς =
αυτόκίνητο;, φουλάρ εµπούκα ο τιποτένιος άνθρωπος.
φιάτο = κατέβασε λίγο την τιµή. τοίχος: ντουβάρι, ο
τίµιος (επίθ.): ναµουζλίο,-ούκα π.χ. µακχάβ ε ντουβάρα = βάφω
τους τοίχους, τε να ασσουνέσα µαν
425

ακανά, κ’ αβέλ γεκ γκιβέ κάι κα τοποθετηµένος (επίθ.): τχοντό,-ί


τσαλαβές κο σσορό κάι ντουβάρι = (βλ. και βαλµένος) και
αν δε µ’ ακούσεις τώρα, θα ’ρθει τχοντι(ν)ντό, -ί
µια µέρα που θα χτυπάς το κεφάλι (βλ. οµόηχο τχοντό = πλυµένος).
σου στον τοίχο. Αντίθ. µπιτχοντό = ατοποθέτητος.
(υποκ.) ντουβαρίσι, ο. (οµόηχο µπιτχοντό = άπλυτος).
τοιχόχαρτο: ντουβαρένγκο-λιλ, ο τοποθέτηση: τχοηπέ και τχοντιπέ,
(= τοίχων χαρτί). ο
τοκίζοµαι (αµετβ. ρ.): τόκο-λαβ (= (βλ. οµόηχο τχοηπέ = πλύσιµο).
τόκο παίρνω) τοποθετούµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. µουκλά ε παρέ κάι µπάνκα, τε τχοντιάβ και τχοντί(ν)ντιαβ
λεν-τόκο = άφησε τα χρήµατα στην π.χ. σαρ κα τχοντόλ ο καςς κατέ; =
τράπεζα, να τοκίζονται. πώς θα τοποθετηθεί το ξύλο εδώ;,
τοκίζω (µετβ. ρ.): τόκο-τχαβ (= ζόρι κα τχοντί(ν)ντολ = δύσκολα θα
τόκο βάζω). τοποθετηθεί.
τόκος: τόκο, ο τοποθετώ (µετβ. ρ.): τχαβ
π.χ. τε ποκινέσα νταά ανγκλέ, κα π.χ. τχαβ ε µανγκινά οπρά ράφορα
φουλέλ ο τόκο = αν πληρώσεις πιο = τοποθετώ τα εµπορεύµατα πάνω
µπροστά, θα κατεβεί ο τόκος. στα ράφια.
τολµηρός: (βλ. θαρραλέος, (βλ. και βάζω).
άφοβος). (βλ. οµόηχο τχαβ = πλένω,
τοµάρι: µορκχί, η (= δέρµα, πετσί, κλωστή).
δορά) τόπος: τχαν, ο
π.χ. ε γκουρουβέσκι µορκχί σι π.χ. ντουρέ τχανέστε γκελό = σε
τφουλί = του βοδιού η δορά είναι µακρινό τόπο πήγε, (ποίηµα Γ.
χοντρή. Αλεξίου «ντα λατζάιλο ο Ροµ» (=
τονωµένος (µτχ.): τζου(ν)νταρντό,- και ντράπηκε ο Τσιγγάνος)) πιρό
ί (= ζωντανεµένος, τζου(ν)ντό = τχαν µανγκλέ τε κερέν, αµά κάι
ζωντανός) ντικχλέ λεν, ντροµ ντιέλεν, µπουτέ
Συνών. ζουραρντό και µπροσσέ(ν)ντε πφιρανταρντέλεν, πε
ζουρανταρντό = δυναµωµένος. βαστά πουταρντέ, ανγκάλι
τονώνοµαι (αµετβ. ρ.): µανγκένας, αµά κχάντσικ, κχόνικ,
τζου(ν)ντιάβ (= ζωντανεύω νταά ασσουγκιαρέν. Αρµαϊ(ν)ντέ ε
(αµετβ.)) Ντεβλέσταρ λενγκό αλάβ τχοντέ, τε
Συνών. ζουράβαβ = δυναµώνω πφενές, βον µανουσσά νάι σας, ντα
αµετβ. ακ, σαρ λατζάιλο ο Ροµ τε πφενέλ
τονώνω (µετβ. ρ.): τζου(ν)νταράβ βόντα κάι σι µανούςς! = δικό τους
(= ζωντανεύω (µετβ.)) τόπο θέλανε να φτιάξουνε
Συνών. ζουρανταράβ = δυναµώνω (χτίσουνε), µα όπου τους είδανε
µετβ. δρόµο τους δώσανε (διώξανε), σε
τόνωση: τζου(ν)νταριπέ, ο (= πολλά χρόνια (πολλούς αιώνες)
ζωντάνεµα) τους περπατήσανε (ανάγκασαν να
Συνών. ζουρανταριπέ = δυνάµωµα. περπατήσουνε), τα χέρια τους
τόξο: τόνκσο, ο ανοίξανε (απλώσανε), αγκαλιά
τόπι: τόπα, η ζητούσανε, µα τίποτε, κανείς,
(βλ. και µπάλα, ποδόσφαιρο) ακόµα περιµένουν. Καταραµένους
426

απ’ το Θεό τους ονοµάσανε, λες κι π.χ. τε τζάσας του µπάρεµ = να


αυτοί άνθρωποι δεν ήτανε πήγαινες εσύ τουλάχιστον, µπαρέµ
και να πώς ντράπηκε ο Γύφτος τε πφενέλας µάνγκε = τουλάχιστον
(Τσιγγάνος) να πει κι αυτός ότι να µου έλεγε.
είναι άνθρωπος! τουλούµι: τουλούµο, ο
(τχαν σ.α. µέρος, θέση, οικόπεδο, π.χ. (µτφ.) κερντέ λε τουλούµο
περιοχή, χώρος). α(ν)ντό µαριπέ = τον έκαναν
(υποκ.) τχανορό, ο. τουλούµι στο ξύλο (τουλούµο
τοσοδούλης (επίθ.): (µτφ.) = παχύσαρκος,
γκαντιµπορορό,-ί και χοντροπρόσωπος, θηλ. τουλούµκα,
γκαντικινορό,-ί η, π.χ. νά χα µπουτ, σαρ τουλούµο
π.χ. γεκ γκαντιµπορορό κερντιλό κο µούι = µην τρως πολύ,
τζουκελορό τρασσαντάς τουτ; = ένα σαν τουλούµι έγινε το πρόσωπό
τοσοδούλικο σκυλάκι σε φόβισε; σου).
τόσος (άκλ. δεικτ. αντων.): τουλούµπα (το γλυκό):
γκαντιµπόρ, καντιµπόρ γκαντικίν τουλού(µ)µπα, η
π.χ. γκαντικίν εκχόλ τούκε; = τόσο π.χ. µπουτ χαβ ε τουλού(µ)µπε =
σου φτάνει;, γκαντιµπόρ µπαρό σι; πολύ τρώω τις τουλούµπες.
= τόσο µεγάλο είναι;, γκαντικίν τουλούµπα (η αντλία):
τζανέλ, γκαντικίν πφενέλ = τόσα τουλού(µ)µπα, η
ξέρει, τόσα λέει. π.χ. κάι πουρανέ µπροσσά κατάρ
(όταν ανεβαίνει ο τόνος στην τουλού(µ)µπε λάσας παΐ. οζοµάν
προπαραλήγουσα οι λέξεις νάι σας τσεσσµάβε = τα παλιά
σηµαίνουν: όσος, πόσος, π.χ. χρόνια από τις τουλούµπες
γκάντιµπορ µανγκές; = πόσο παίρναµε νερό. τότε δεν υπήρχαν
θέλεις;, πι γκάντικιν µανγκέσα = βρύσες.
πιες όσο θες). τουλούµπατζης:
τότε (επίρρ.): οζοµάν τουλού(µ)µπατζίο, ο.
π.χ. τζι οζοµάν ιν τζανές σο τούµπα: τού(µ)µπα, η
κερντόλ = µέχρι τότε δεν ξέρεις τι π.χ. κάι τε περέλας µάνγκε ντα
γίνεται, σερές οζοµάν κάι πφενάβας γκασαβί µπαχ! τού(µ)µπε κα
τούκε; = θυµάσαι τότε που σου κεράβας = πού να µου έπεφτε κι
έλεγα; εµένα τέτοια τύχη! τούµπες θα
Αντίθ. ακανά = τώρα. έκαµνα.
τουαλέτα: (βλ. αποχωρητήριο). τουµπερλέκι: νταρµπούκα, η
τουαλέτα (γυναικείο φόρεµα): π.χ. τζανές τε τσαλαβές
τουαλέτα, η νταρµπούκα; = ξέρεις να χτυπάς
π.χ. σαΐ σσουκάρ τουαλέτα τουµπερλέκι;
κι(ν)ντάς λακέ λακό ροµ! = τι (νταρµπούκατζίο, ο = αυτός που
ωραία τουαλέτα της αγόρασε ο παίζει τουµπερλέκι, ο
άνδρας της! κατασκευαστής τουµπερλεκιών).
τούβλο: τούβλα, η (υποκ.) νταρµπουκίσα, η.
π.χ. καζόµ τούβλε τε κινάβ; = πόσα τουρισµός: τουριζλίκο, ο.
τούβλα να αγοράσω; τουρίστας: τουρίζι, ο
τουλάχιστον (επίρρ.): µπάρεµ και π.χ. τουρίζορα σι καλά = τουρίστες
µπαρέµ είναι αυτοί.
427

τουρίστρια: τουρίσκα, η. = τι τράβηγµα ήταν αυτό που


Τουρκία: Χοραχανιπέ, ο έκανες; Θα έσπαγε η πόρτα!
(σ.α. Τουρκισµός) (σιρντιπέ (µτφ.) = ζύγισµα,
π.χ. γκελό α(ν)ντό Χοραχανιπέ = αναχώρηση, ξεκίνηµα).
πήγε στην Τουρκία. τραβηγµένος (α) (µτχ.): σιρντό,-ί,
τουρκικός (επίθ.): χοραχανό,-ί σιρντι(ν)ντό,-ί και σϋρντό, -ί
π.χ. χοραχανέ µανγκινά = τουρκικά (σιρντι(ν)ντό (µτφ.) = υποφερτός)
προϊόντα. (σιρνταρντό (µτφ.) = ζυγισµένος)
Τουρκισµός: (βλ. Τουρκία). Αντίθ. µπισιρντό, µπισιρντι(ν)ντό =
Τούρκος: Χοραχάι, ο ατράβηχτος, (µτφ.) αβάσταχτος,
π.χ. εκ Χοραχάι ρόντελας τουτ = ανυπόφορος, αζύγιστος.
ένας Τούρκος σ’ έψαχνε. τραβηγµένος (β) (άκλ. επίθ.):
(υποκ.) Χοραχαϊορό, ο (προφ. µε σιρντιµέ (σιρντιµέ (µτφ.) =
συνίζηση ιο). υποφερτός, ζυγισµένος)
Τουρκάλα, η: Χοραχνί, η Αντίθ. µπισιρντιµέ = ατράβηχτος,
(υποκ.) Χοραχνορί, η. (µτφ.) αβάσταχτος, ανυπόφορος,
τουρσάς: τρουσσουτζίο, ο (αυτός αζύγιστος.
που φτιάχνει και πουλάει τουρσί, τραβηχτικός (επίθ.): σιρντικανό, -
αυτός που τρώει πολύ τουρσί), θηλ. ί.
τρουσσουτζούκα, η. τραβιέµαι (α) (αµετβ. ρ.):
τουρσί: τρουσσία, η σιρντί(ν)ντιαβ, σιρντισάαβ και
π.χ. µι µάµι µπουτ σσουκάρ σίρνταµαν
τρουσσία κερέλ = η γιαγιά µου (σίρνταµαν (µτφ.) = ζυγίζοµαι,
πολύ ωραίο τρουσί φτιάχνει, αποτραβιέµαι (σίρνταµαν κυριολ. =
ντιλάβαβ τρουσσιάκε = τρελαίνοµαι τραβώ τον εαυτό µου)
για τουρσί, φουσουέσκε ζουµάσα π.χ. σίρντετουτ λέσταρ· νάι λατσχό
µπούσσουκαρ τζαλ η τρουσσία = µε µανούςς σι = αποτραβήξου απ’
φασολάδα υπέροχα πηγαίνει το αυτόν· δεν είναι καλός άνθρωπος,
τουρσί, κι(ν)ντόµ σσαχά, ντοµάτε, νά πρασά µαν κάι σοµ τφουλό· του
τε κεράβ τρουσσία = αγόρασα σιρντά(ν)τουτ τε ντικχές καζόµ
λάχανα, ντοµάτες, να φτιάξω κίλορα σαν; = µη µε κοροϊδεύεις
τουρσί, (φράση) κερντιλόµ που είµαι χοντρός· εσύ ζυγίστηκες
τρουσσία = έγινα τουρσί (δηλ. να δεις πόσα κιλά είσαι;
εξαντλήθηκα από την κούραση). (σιρντί(ν)ντιαβ και σιρντισάαβ
τούρτα: τούρτα, η (πληθ. τούρτε, (µτφ.) = υποφέροµαι
ε). π.χ. νι σιρντί(ν)ντολ καγιά ντουκ =
τούτος (δεικτ. αντων.): ακαβά δεν υποφέρεται αυτός ο πόνος, ιν
π.χ. τζανές σο πφιρνό σι ακαβά! = σιρντισάολ λακό µορµισαριπέ = δεν
ξέρεις τι πονηρός είναι τούτος! υποφέρεται η γκρίνια της.).
τούτη: ακαγιά και ακαϊά. τραβιέµαι (β) (αµετβ. ρ.): σιρντιάβ
τουφέκι : τουφέκο, ο (σιρντιάβ (µτφ.) = υποφέροµαι).
Συνών. πούσσκα = όπλο. τραβώ (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
τράβηγµα: σιρντιπέ, ο και σίρνταβ και σΰρνταβ
σϋρντιπέ, ο π.χ. σίρνταβ ο τραπέζι πάπαλε =
π.χ. σαό σιρντιπέ σας καβά κάι τραβάω το τραπέζι πίσω, σίρντε κάι
κερντάν; κα πφαγκιόλας ο ουντάρ! κι µπουκί του = τράβα στη δουλειά
428

σου εσύ, σο σΰρντελ κο γκι; πφεν π.χ. ασσουνάβ γκιλά = ακούω


µανγκέ τε λαβ τουκέ; = τι τραβάει η τραγούδια, νεβέ σι καλά γκιλά =
ψυχή σου; πες µου να σου πάρω, καινούρια είναι αυτά τα τραγούδια,
κάνα πφενάβας λάκε µε, ιν ροµανέ γκιλά = τσιγγάνικα
πακιάλας µαν, ακανά πε µπαλά τραγούδια, καγιά γκιλί σεραρντάς
σίρντελ = όταν της έλεγα εγώ, δε µε µαν µο τερνιπέ = αυτό το τραγούδι
πίστευε, τώρα τραβάει τα µαλλιά µου θύµισε τα νιάτα µου, (στίχοι
της, σιρντάς µπουτ καγιά µεσελάβα από ποίηµα του Γ. Αλεξίου
= τράβηξε πολύ αυτή η υπόθεση, «σικλιάρ µαν τε µανγκάβ» (µάθε µε
σίρνταβ ο σσολό = τραβάω το να αγαπώ): σικλιάρ µαν τε
σχοινί, σίρντε τραησαράβ σαρ µανγκέσα του,
ντα ε χουρµπουζέ τε ντικχάς καζόµ κέρµαν τούκε, α(ν)ντάρ µο γκι,
κίλορα κα ικλέν = για τράβα γκιλά τε ικαλάβ τούντα τε
(ζύγισε) τα καρπούζια να δούµε γκιλάµπες λεν = µάθε µε να ζω
πόσα κιλά θα βγουν, νασστί όπως θες εσύ, κάνε µε για σένα,
σΰρνταβ κι µούρµα, καλαρντάν µο µέσα από την ψυχή µου, τραγούδια
γκι = δεν µπορώ να τραβήξω να σου βγάλω κι εσύ να τα
(υποφέρω) τη γκρίνια σου, µου τραγουδάς.
µαύρισες την ψυχή, νταά νι σιρντά τραγουδιέµαι (αµετβ. ρ.):
ο τιρένο; = ακόµα δεν τράβηξε γκιλαµπά(ν)ντιαβ.
(αναχώρησε) το τρένο; τραγούδισµα: γκιλαµπα(ν)ντιπέ, ο.
(σίρνταβ (µτφ.) = ζυγίζω, τραγουδιστός (µτχ.):
αναχωρώ, υποφέρω, ξεκινώ). γκιλαµπα(ν)ντό,-ί
τραβώ (β) (ενεργ.διαµ.ρ.): π.χ. γκιλαµπα(ν)ντό αβιλό κχερέ =
σϋρνταράβ και τραγουδιστός ήρθε σπίτι.
(επιτατ.ενεργ.διαµ.ρ.) τραγουδώ (αµετβ. και µετβ. ρ.):
σϋρντανταράβ (= βάζω να γκιλάµπαβ
τραβήξει-ουν, κάνω να τραβήξει- π.χ. γκιλάµπελ µπουτ σσουκάρ =
ουν, βάζω να ζυγίσει-ουν, κάνω να τραγουδάει πολύ ωραία, σαβί γκιλί
υποφέρει-ουν, τυραννώ) µανγκές τε γκιλάµπαβ τούκε; = ποιο
π.χ. κα σϋρνταράβ λεστέ ο τραπέζι τραγούδι θέλεις να σου
ζάλακ κορίνγκα = θα τον βάλω να τραγουδήσω;
τραβήξει το τραπέζι λίγο κατά ‘κει, τρακ: τρακ, ο
κα σϋρνταράβ λεστέ ε πουρουµά = π.χ. κάνα ντικχάβ λα, τρακ
θα τον βάλω να ζυγίσει τα ασταρέλ µαν = όταν τη βλέπω, τρακ
κρεµµύδια, µπουτ σϋρνταρντά µαν µε πιάνει.
καβά µανούςς! = πολύ µε τυράννισε τράκα: τράκα, η
αυτός ο άνθρωπος! (σϋρνταρντό, -ί π.χ. ιτσ τσιγκάρε οπρά πέστε νι
µτχ. = τραβηγµένος, ζυγισµένος, λελ, σα τράκα κερέλ = καθόλου
τυραννισµένος, σϋρνταριπέ, ο, τσιγάρα πάνω του δεν παίρνει, όλο
ρηµατ.ουσ. = τράβηγµα, ζύγισµα, τράκα κάνει.
τυράννισµα). τρακάρισµα (η σύγκρουση):
τραγουδάκι: γκιλορί, η τρακάρα, η.
π.χ. σαΐ σσουκάρ γκιλορί! = τι τρακάρω (αµετβ. ρ.): τρακάρα-
ωραίο τραγουδάκι! κεράβ (= τρακάρισµα κάνω)
τραγούδι: γκιλί, η
429

π.χ. (κατάρα) τρακάρα τε κερές κε τραπεζώνω (µετβ. ρ.): τραπέζι-


τοµαφιλέσα ντα τε µερές = να κεράβ (= τραπέζι κάνω).
τρακάρεις µε το αυτοκίνητο σου και τράπουλα: (βλ. τραπουλόχαρτα).
να πεθάνεις. τραπουλόχαρτα: σκα(µ)µπίλα, ε
τρακτέρ: τρακτέρι, τραχτέρι, π.χ. κάι τχοντάν ε σκα(µ)µπίλα; =
τακτέρι και ταχτέρι, ο πού έβαλες τα τραπουλόχαρτα;,
π.χ. ίκλι οπρά τρακτέρι = ανέβα νεβέ σι ε σκα(µ)µπίλα = καινούργια
πάνω στο τρακτέρ. είναι τα τραπουλόχαρτα.
τρανός (επίθ.): ναµλίο,-ούκα τραπουλόχαρτο: σκα(µ)µπίλι, ο.
π.χ. κερντιλό µπαρό ντα ναµλίο = τραυλός: (βλ. κεκές).
έγινε µεγάλος και τρανός. τραύµα: γιαράβα, η
Συνών. ασσου(ν)ντό = ακουστός, (βλ. και πληγή).
ξακουστός, ασσαρντό = παινεµένος. τραυµατίζοµαι (αµετβ. ρ.):
(βλ. και ονοµαστός). τσαλάντιαβ (κυριολ. χτυπιέµαι, σ.α.
τράνταγµα: ιζντρανταριπέ, ο. συγκρούοµαι)
τρανταγµένος (µτχ.): π.χ. τσαλάντιλο κάι πο σσορό =
ιζντρανταρντό, -ί. τραυµατίστηκε στο κεφάλι του.
τραντάζω (µετβ. ρ.): ιζντρανταράβ τραυµατίζω (α) (µετβ. ρ.):
(= κάνω να τρέµει-ουν) τσαλαβάβ (= χτυπώ, βαρώ)
π.χ. η ζενζελάβα ιζντρανταρντά ε π.χ. τσαλαντάλε τσχουράσα = τον
κχερά = ο σεισµός τράνταξε τα τραυµάτισε µε µαχαίρι.
σπίτια. τραυµατίζω (β) (µετβ. ρ.):
τράπεζα: µπάνκα, η γιαραλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια)
π.χ. τζαβ τε ικαλάβ παρέ κατάρ (βλ. και πληγώνω).
µπάνκα = πάω να βγάλω λεφτά από τραυµάτισµα: τσαλαηπέ, ο
την τράπεζα, µπάνκα σοµ ντα (κυριολ. χτύπηµα, σ.α. βάρεµα).
µανγκέν µα(ν)ντάρ βίρα παρέ; = τραυµατισµένος (α) (µτχ.):
τράπεζα είµαι και ζητάτε συνεχώς τσαλαντό, -ί (κυριολ. χτυπηµένος,
από µένα λεφτά; σ.α. βαρεµένος)
τραπεζάκι: τραπεζίσι, ο. π.χ. τσαλαντό σι κάι πι τσάνκ =
τραπέζι: τραπέζι, ο τραυµατισµένος είναι στο πόδι του.
π.χ. κασστουνό τραπέζι = ξύλινο τραυµατισµένος (β) (άκλ. επίθ.):
τραπέζι. (πληθ. τραπέζορα, ε). γιαραλαµούσσι
τραπεζικός (επίθ.): µπανκάκο, -ι π.χ. γιαραλαµούσσι σι λεσκί τσανκ
π.χ. µπανκάκο εσάπο = τραπεζικός = τραυµατισµένο είναι το πόδι του.
λογαριασµός. τραυµατισµός: γιαραλαµάκο, ο.
τραπεζίτης (δόντι): τχαρτ, η και τραχανάς: ταρανάβα και
τχαρ, η τραχανάβα, η
π.χ. ντουκχάλ µαν µι τχαρτ = π.χ. κερ αµένγκε ταρανάβα τε χας
πονάει ο τραπεζίτης µου. = φτιάξε µας τραχανά να φάµε.
τραπεζοµάντιλο: µεσάλι, η τρεις (άκλ. απόλ. αριθµ.): τριν
π.χ. µπουλιάρ η µεσάλι τε χας π.χ. τριν τζουβλά = τρεις γυναίκες
µαρνό = στρώσε το τραπεζοµάντιλο (βλ. και τρία).
να φάµε ψωµί. τρέλα: ντιλιπέ, ο (σ.α.
(µεσάλι σ.α. ποδιά) τρελοκοµείο)
430

π.χ. ντιλιπέ µπικινέλ = τρέλα τρελαµένος (β) (µτχ.):


πουλάει (δηλ. παριστάνει τον ντιλανταρντό, -ί.
τρελό), τε ασταρέλα µαν µο ντιλιπέ, τρελοκοµείο (α): ντιλιπέ, ο
τζανές σο κα κεράβ τουτ; = άµα µε (κυριολ. = τρέλα)
πιάσει η τρέλα µου, ξέρεις τι θα σε π.χ. α(ν)ντό ντιλιπέ σι λεσκί πφεν =
κάνω; µες στο τρελοκοµείο είναι η αδερφή
Αντίθ. γκογκιαβεριπέ = λογική, του.
φρονιµάδα, σοφία. τρελοκοµείο (β): τιµαρενάβα, η
τρελαίνοµαι (αµετβ. ρ.): ντιλάαβ π.χ. πφα(ν)ντέ λε α(ν)ντί
και ντιλάβαβ τιµαρενάβα = τον έκλεισαν µες στο
π.χ. ντιλάιλαν; σο τζας τε κερές; = τρελοκοµείο.
τρελάθηκες; τι πας να κάνεις;, σο τρελοκόριτσο: ντιλί-τσχορί και
ντικχλά λα, ντιλάιλο κατάρ λακό ντιλί-τσχέι, η.
σσουκαριπέ = µόλις την είδε, τρελόπαιδο: ντιλό-τσχαβρό, ντιλό-
τρελάθηκε από την οµορφιά της, τσχαβό και ντιλό-τσχαό, ο (κυριολ.
ντιλάβαβ καλέ ζουµάκε = τρελό αγόρι).
τρελαίνοµαι γι’ αυτό το φαγητό. τρελός (επίθ.): ντιλό, -ί
Συνών. χασαράµαν (= χάνω τον π.χ. σαέ όρµπε σι καλά κάι πφενές;
εαυτό µου), τα χάνω. ντιλό σαν ή ντιλό κερέστουτ; = τι
Αντίθ. γκογκιάρντιαβ = λόγια είναι αυτά που λες; τρελός
λογικεύοµαι. είσαι ή τον τρελό παριστάνεις;,
τρελαίνω (α) (µετβ. ρ.): ντιλαράβ ντιλό σι ο µανούςς, νι ακχιαρέλ =
π.χ. χαλά µαν κι µούρµα, τρελός είναι ο άνθρωπος, δεν
ντιλαρντάν µαν = µ’ έφαγε η καταλαβαίνει.
µουρµούρα (γκρίνια) σου, µε Συνών. παλοκάν = παλαβός.
τρέλανες, ντιλαρντάς λες πε Αντίθ. γκογκιαβέρ = λογικός,
µπιλγκιένσα = τον τρέλανε µε τα φρόνιµος.
καµώµατά της, κα ντιλαρέν µαν τρελούτσικος (επίθ.): ντιλορό,-ί
καλά χουρντέ = θα µε τρελάνουν π.χ. σι εµπούκα ντιλορό = είναι
αυτά τα παιδιά, τζας τε ντιλαρές λίγο τρελούτσικος.
µαν; = πας να µε τρελάνεις; Συνών. παλοκανορό =
τρελαίνω (β) (επιτατ. µετβ. ρ.): παλαβούτσικος.
ντιλανταράβ τρελόχαρτο (το): ντιλικανό-λιλ, ο
π.χ. µανγκές τε ντιλανταρές µαν; = π.χ. νι κερντά πο ασκερλίκο,
θέλεις να µε τρελάνεις; ντιλικανό-λιλ λιά = δεν υπηρέτησε
τρέλαµα: ντιλαριπέ, ο. τη στρατιωτική του θητεία,
τρελαµάρα: ντιλιπέ, ο (= τρέλα) τρελόχαρτο πήρε.
π.χ. ντιλιπέ τσαλαντά τουτ αν κο τρεµάµενος (µτχ.): ιζντραντό,-ί
σσορό ντα γκαντάλ κερές; = π.χ. ιζντραντέ βαστά = τρεµάµενα
τρελαµάρα σε χτύπησε στο κεφάλι χέρια.
και κάνεις έτσι; τρεµούλα: ιζντραηπέ, ο
Συνών. παλοκανιπέ = παλαβοµάρα. π.χ. ασταρντά λε ιζντραηπέ κατάρ
τρελαµένος (α) (µτχ.): ντιλαρντό,-ί η τραςς = τον έπιασε τρεµούλα απ’
Συνών. παλοκανισαρντό = το φόβο.
παλαβωµένος. (σ.α. ρίγος, ταραχή).
τρέµουλο: (βλ. τρεµούλα).
431

τρέµω (αµετβ. ρ.): ιζντράβ αυτοκίνητο, τσχι(ν)ντιλόµ κάι


π.χ. ιζντράν µε τσανγκά κατάρ ο νασσλόµ = κουράστηκα που
τσχι(ν)ντιπέ = τρέµουν τα πόδια έτρεξα.
µου από την κούραση, ιζντράλ (νασσάβ σ.α. φεύγω, ξεφεύγω,
κατάρ πο κακ = τρέµει από τον θείο διαφεύγω).
της (δηλ. τον φοβάται), ιζντράλ µο τρέχω (µετβ. ρ.): νασσανταράβ και
γκι ε τρασσάταρ = τρέµει η ψυχή πραστανταράβ
µου από το φόβο. π.χ. τσχι(ν)ντιλέµ µπουτ αγκιές κάι
τρένο: τιρένο, ο µπουκί, µο αφεντικό
π.χ. κα τζάβταρ τιρενέσα = θα πραστανταρέλας µαν εκ κατέ εκ
φύγω µε το τρένο. κοτέ = κουράστηκα πολύ σήµερα
(υποκ.) τιρενίσι,ο. στη δουλειά, το αφεντικό µου µε
τρέξιµο: νασσιπέ, ο και πρασταηπέ, έτρεχε µια εδώ µια εκεί, σας αµεν
ο γεκ λοχία κάι ασκερλίκο, κάι
π.χ. (µτφ.) σι µπουτ πρασταηπέ κάι νασσανταρέλας αµέν σαστό γκιέ =
καγιά µπουκί =έχει πολύ τρέξιµο είχαµε ένα λοχία στο στρατό, που
αυτή η δουλειά, νασστί νακχαβές µας έτρεχε όλη την ηµέρα.
µαν κάι νασσιπέ = δεν µπορείς να (πραστανταράβ και νασσανταράβ
µε περάσεις στο τρέξιµο. σ.α. κυνηγώ, καταδιώκω,
(νασσιπέ σ.α. φυγή). κατατρέχω) (πραστανταράβ κυριολ.
τρέφοµαι (αµετβ. ρ.): παρβάρντιαβ = κάνω να τρέξει-ουν, πράσσταβ =
και παρµπάρντιαβ τρέχω αµετβ., νασσανταράβ κυριολ.
π.χ. ο γκρας παρβάρντολ ε = κάνω να τρέξει-ουν και κάνω να
τσαράσα = το άλογο τρέφεται µε φύγει-ουν, νασσάβ = τρέχω αµετβ.,
χόρτο. φεύγω, ξεφεύγω, διαφεύγω).
τρέφω (µετβ. ρ.): χα(ν)νταράβ και τρέχω (για υγρό) (αµετβ. ρ.):
παρβαράβ τχάβνταβ
π.χ. νάι λε τε χα(ν)νταρέλ πε αναβά π.χ. τχάβντελ ρατ κατάρ µο νακ =
= δεν έχει να θρέψει την οικογένειά τρέχει αίµα από τη µύτη µου, νι
του. τχάβντελ η τσεσσµάβα = δεν τρέχει
(βλ. και ταΐζω). η βρύση.
τρεχάµατα: νασσιµάτα και (βλ. και στάζω (αµετβ.)).
πρασταηµάτα, ε τρία (άκλ. απόλ. αριθµητ.): τριν
π.χ. σίµαν πρασταηµάτα καβά π.χ. τριν α(µ)µπρολά = τρία
κουρκό = έχω τρεχάµατα αυτή την αχλάδια.
εβδοµάδα. (βλ. και τρεις).
τρεχάτος (επίθ.): νασσι(ν)ντό, -ί τριακόσια (άκλ. απόλ. αριθµητ.):
και πρασταη(ν)ντό, -ί τρίνσσελ και τρίσσελ.
π.χ. πρασταη(ν)ντό αβιλέµ = τριακοσιοστός (τακτ. αριθµ.
τρεχάτος ήρθα, γκελόταρ επίθ.): τρινσσελουτνό, -ί.
νασσι(ν)ντό = έφυγε τρεχάτος. τριακοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.):
τρέχω (αµετβ. ρ.): νασσάβ και τρι(ν)ντεσσουτνό, -ί.
πράσταβ τριάντα (άκλ. απόλ. αριθµ.):
π.χ. κάι πράστας αγκαντάλ;=πού τρί(ν)ντεςς και τρά(ν)ντα
τρέχεις έτσι;, µπουτ νασσέλ καβά τριαντάφυλλο: γκύλυ και γκύλι, ο
τοµαφίλι = πολύ τρέχει αυτό το (πληθ. γκύλορα, ε)
432

π.χ. µπούσσουκαρ κχά(ν)ντελ καβά τριγυρισµένος (µτχ.):


γκύλυ = υπέροχα µυρίζει αυτό το τρουγιαλισαρντό,-ί και τρουγιαλιµέ
τριαντάφυλλο. (άκλ. επίθ.).
τρίβοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µοράµαν τριγύρω (επίρρ.): τρούγιαλ
π.χ. ο χουρντό µορέλπες α(ν)ντέ πε π.χ. κατέ τρούγιαλ τε γκελό = εδώ
ντεάκι ανγκάλι = το µωρό τρίβεται τριγύρω θα πήγε.
στην αγκαλιά της µάνας του. (βλ. και γύρω).
τρίβοµαι (β) (αµετβ. ρ.): µορντιάβ τρίζω: (βλ. ηχώ (αµετβ.)).
π.χ. τε µορντόν σσουκάρ ε τριήµερος (επίθ.):
τσίντζιρε = να τριφτούν ωραία τρινεγκιεσένγκο, -ι.
(καλά) οι κατσαρόλες. τρικλοποδιά: τσερµάβα, η
τρίβω (α) (µετβ. ρ.): µοράβ (σ.α. π.χ. τχοντά λεσκέ τσερµάβα ντα
ακονίζω, εντρίβω, τροχίζω) περαντά λε τελέ = του έβαλε
π.χ. τε ντικχέσα σαό κχερ κερντά, τρικλοποδιά και τον έριξε κάτω.
κε γιακχά κα µορές = αν δεις τι τρίκυκλο: τρίκικλο, ο
σπίτι έκανε, τα µάτια σου θα π.χ. ινγκαρέλ ε ντουνιαβάκε
τρίβεις, µορ µε πφικέ = τρίψε µου µανγκινά ε τρίκικλοσα, για τε
τους ώµους, τε µορές σσουκάρ ε ικαλέλ πο µαρνό = µεταφέρει τα
τσίντζιρε = να τρίψεις καλά τις εµπορεύµατα του κόσµου µε το
κατσαρόλες. τρίκυκλο, για να βγάλει το ψωµί
τρίβω (β) (ενεργ.διαµ.ρ.): του (δηλ. ασκεί το επάγγελµα του
µορνταράβ και µορντανταράβ (= µεταφορέα µε το τρίκυκλο).
βάζω να τρίψει-ουν, βάζω να τρίλεπτος (επίθ.): τρινέ-
εντρίψει-ουν, βάζω να ακονίσει- ντακαβένγκο, -ι.
ουν, κάνω να τριφτεί-ούν, κάνω να τριµµένος (µτχ.): µορντό,-ί
ακονιστεί-ούν) (σ.α. ακονισµένος, τροχισµένος)
π.χ. κα µορνταράβ λατέ µε (µορντό (µτφ.) πρόστυχος,
τσανγκά = θα την βάλω να εντρίψει πονηρός)
τα πόδια µου, κα µορνταράβ λατέ ε Αντίθ. µπιµπορντό = άτριφτος.
τσίντζιρε τελέσα = θα την βάλω να τρίτος ( τακτ. αριθµ. επίθ.):
τρίψει τις κατσαρόλες µε σύρµα, κα τρινουτνό, -ί.
µορνταράβ λεστέ η τσχουρί = θα τριφύλλι: γιοντζάβα, η
τον βάλω να ακονίσει το µαχαίρι. π.χ. γιοντζάβα παρµπαράβ ε
(µορνταρντό,-ί µτχ. = τριµµένος, µπακρέν = τριφύλλι ταΐζω τα
ακονισµένος, µορνταριπέ, ο = πρόβατα.
τρίψιµο, ακόνισµα). (υποκ.) γιοντζαβίσα, η.
τριγυρίζω (αµετβ. ρ.): τρίχα (κεφαλιού): µπαλ, ο
τρουγιαλισάαβ π.χ. ρακχαντόµ µπαλ α(ν)ντί ζουµί
π.χ. κάι τρουγιαλισάος α(ν)ντέ = βρήκα τρίχα µες στο φαγητό.
ντροµά;= πού τριγυρίζεις µες στους (µπαλ σ.α. µαλλί).
δρόµους; τρίχα (γεννητικών οργάνων): ζαρ,
τριγυρίζω (µετβ. ρ.): η
τρουγιαλισαράβ. (υποκ.) ζαρορί, η.
τριγύρισµα: τρουγιαλισαριπέ, ο. τριχόπτωση: µπαλένγκο-περιπέ, ο
(= µαλλιών πέσιµο).
τριχωτός (α) (επίθ.): µπαλαλό,-ί
433

π.χ. µπαλαλέ τσανγκά = τριχωτά π.χ. νταρανό σουνό = τροµαχτικό


πόδια, µπαλαλό ντουµό = τριχωτή όνειρο.
πλάτη. (σ.α. φοβιτσιάρης).
(µπαλαλό σ.α. µαλλιαρός). τροµοκρατηµένος (µτχ.):
Αντίθ. µπιµπαλαλό = άτριχος. νταρανταρντό, -ί (= φοβισµένος,
τριχωτός (β) (επίθ.): ζαραλό, -ί τροµαγµένος) και τρασσανταρντό, -
(µόνο για το τριχωτό των ί (= φοβισµένος, τροµαγµένος)
γεννητικών οργάνων) π.χ. νταρανταρντό σικάντολας =
π.χ. ζαραλό σι λεσκό καρ, µπαριλό τροµοκρατηµένος φαινόταν.
λεσκό τσχαβό = τριχωτό είναι το τροµοκράτηση: νταρανταριπέ (=
πέος του, µεγάλωσε (έγινε έφηβος) φοβέρισµα, τρόµαγµα) και
ο γιος του. (Το επίθετο ζαραλό τρασσανταριπέ, ο (= φοβέρισµα,
παράγεται από το ρήµα ζαράβαβ = τρόµαγµα).
βγάζω τρίχες στα γεννητικά τροµοκρατούµαι (αµετβ. ρ.):
όργανα, π.χ. ζαράιλο λεσκό καρ = νταράβ (= φοβάµαι, τροµάζω
έβγαλε τρίχες στα γεννητικά του αµετβ.) και τρασσάβ (= φοβάµαι,
όργανα. Ζαραλιπέ, ο = τριχοφυΐα τροµάζω αµετβ.)
γεννητικών οργάνων). π.χ. τρασσάιλοµ, κάνα ντικχλόµ λε
τρίψιµο: µοριπέ, ο = τροµοκρατήθηκα, όταν τον είδα,
(σ.α. εντριβή, ακόνισµα, µε κολάη νι νταράβ = εγώ εύκολα
τρόχισµα). δεν τροµοκρατούµαι.
τρόµαγµα: νταρανταριπέ, ο (σ.α. τροµοκρατώ (µετβ. ρ.):
φοβέρισµα) νταρανταράβ (= φοβερίζω, τροµάζω
Συνών. τρασσανταριπέ = µετβ.) και τρασσανταράβ (=
φοβέρισµα, τρόµαγµα. φοβερίζω, τροµάζω µετβ.)
τροµαγµένος (µτχ.): π.χ. νταρανταρντέ ε µι(λ)λετέ =
νταρανταρντό,-ί και νταραρντό,-ί τροµοκράτησαν το λαό, πφενές
(νταρανταρντό σ.α. φοβισµένος, µανγκέ καλά πφερασά, για τε
νταραρντό σ.α. έντροµος). τρασσανταρές µαν; = µου λες αυτά
Συνών. τρασσανταρντό = τα λόγια, για να µε
φοβισµένος, τροµαγµένος. τροµοκρατήσεις;
τροµάζω (µετβ. ρ.): νταρανταράβ τρόµος: νταρ, η (σ.α. φόβος)
π.χ. νταρανταρντά µαν ο τζουκέλ = π.χ. ασταρντά µαν νταρ = µ’ έπιασε
µε τρόµαξε ο σκύλος. τρόµος.
(σ.α. φοβερίζω) Συνών. τραςς = φόβος, τρόµος.
Συνών. τρασσανταράβ = φοβερίζω, τρόµπα: τρόνπα, η
τροµάζω µετβ., τρασσαβάβ = π.χ.πφουκιαράβ ε βελεπσικάκι
φοβίζω. λαστίκα ε τρονπάσα = φουσκώνω
τροµάζω (αµετβ. ρ.): νταράβ του ποδηλάτου το λάστιχο µε την
π.χ. τρασσανέα, εµπουκάκε νταράς τρόµπα.
= φοβιτσιάρη, µε το παραµικρό τρόπος: τερτίπο, ο.
τροµάζεις. τροφή: χαπέ, ο
(σ.α. φοβάµαι) π.χ. καλά χαµάτα σι νάι λατσχέ =
Συνών. τρασσάβ = φοβάµαι, αυτές οι τροφές δεν είναι καλές
τροµάζω αµετβ. (υγιεινές) .
τροµαχτικός (επίθ.): νταρανό,-ί (σ.α. φαγητό) (βλ. και φαγητό).
434

τρόφιµο: (βλ. τροφή). τρύπιος (µτχ. ως επίθ.):


τροφοδοσία: χα(ν)νταριπέ, ο χουβαρντό, -ί και χϋβαρντό, -ί
(βλ. και τάισµα). π.χ. χουβαρντέ τσοράπορα ντιάν
τροφοδοτώ (µετβ. ρ.): µαν τε βουραβάβ; = τρύπιες
χα(ν)νταράβ κάλτσες µού ’δωσες να φορέσω;,
(βλ. και ταΐζω). χουβαρντί σι µι πόσκι = τρύπια
Συνών. χαπέ-νταβ = σιτίζω. είναι η τσέπη µου.
τροχαία: τροχέα, η τρυπούλα: χουβορί, η και χϋβορί, η
τροχίζω (µετβ. ρ.): µοράβ (=τρίβω, π.χ. α(ν)ντέ σαπέσκι χουβορί ντα τε
ακονίζω, εντρίβω) τζας, κα ρακχαβάβ τουτ = µες στου
π.χ. µοράβ η τσχουρί = τροχίζω το φιδιού την τρυπούλα και να πας, θα
µαχαίρι. σε βρω.
τρόχισµα: µοριπέ, ο (= τρίψιµο, τρυπώ (µετβ. ρ.): χουβαράβ και
ακόνισµα, εντριβή). χϋβαράβ
τροχισµένος (µτχ.): µορντό,-ί π.χ. χουβαρντά πε κανά, τε τχολ
(=τριµµένος, ακονισµένος). τσεά = τρύπησε τα αυτιά της να
τροχονόµος: τροχονόµο, ο. βάλει σκουλαρίκια, χουβαρντά
τρύπα: χουβ, η και χϋβ, η λεσκό σσορό ε µπαρέσα = του
π.χ. σίτουτ χουβ α(ν)ντό κο νταν = τρύπησε το κεφάλι µε την πέτρα,
έχεις τρύπα στο δόντι σου, ταλάλ ο χουβαρντόµ µι νάι ε σουβάσα =
µενίο σι χϋβ = κάτω από το τρύπησα το δάχτυλό µου µε τη
παπούτσι υπάρχει τρύπα (δηλ. είναι βελόνα.
τρύπιο), (µτφ.) εκχέ κχερέ σίλε τρυπώ (αµετβ. ρ.): χουβάρντιαβ
µπουτ χουβά = ένα σπίτι έχει π.χ. η ανγκλικνί λαστίκα ε
πολλές τρύπες. µοτορέσκι χουβάρντιλι ντα φουλιλί
τρυπάνι: τριπάνι, ο = το µπροστινό λάστιχο της
π.χ. πουταράβ χουβ ε τριπανέσα = µοτοσικλέτας τρύπησε και
ανοίγω τρύπα µε το τρυπάνι. ξεφούσκωσε.
τρύπηµα: χουβαριπέ, ο και τρώγοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
χϋβαριπέ, ο χα(ν)ντιάβ
π.χ. χουβαριπέ µανγκέλ ο ντουβάρι π.χ. νι χα(ν)ντόλ καγιά ζουµί = δεν
= τρύπηµα θέλει ο τοίχος. τρώγεται αυτό το φαγητό.
τρυπηµένος (µτχ. ως επίθ.): (βλ. και φαγώνοµαι).
χουβαρντό, -ί και χϋβαρντό, -ί τρώγοµαι (β) (αµετβ. ρ., µτφ.):
π.χ. χουβαρντό σι ο ντουβάρι = χάµαν
τρυπηµένος είναι ο τοίχος. π.χ. σόσκε χάστουτ κε νταντέσα;
Αντίθ. µπιχουβαρντό = ατρύπητος. = γιατί τρώγεσαι µε τον πατέρα
τρυπιέµαι (αµετβ. ρ.): χουβαράµαν σου;
και χϋβαράµαν (µέση διάθεση) (βλ. και µαλώνω).
π.χ. χουβαρντόµαν κάι µι νάι ε τρώγοµαι (γ) (επιτατ.αµετβ.ρ.):
σουβάσα = τρυπήθηκα στο δάχτυλό χα(ν)ντί(ν)ντιαβ
µου µε τη βελόνα. π.χ. µπουτ σσουκό σι ο µαρνό, νι
τρυπιέµαι (αµετβ. ρ.): χα(ν)ντί(ν)ντολ = πολύ ξερό είναι
χουβάρντιαβ και χϋβάρντιαβ το ψωµί, δεν τρώγεται.
(παθητική διάθεση) τρωγωπίνω (µετβ. ρ.): χαβ-παβ
435

π.χ. σαστό γκιβέ χάνας-πένας τσακώνοµαι: (βλ. γραπώνοµαι,


ταλάλ ασµαλίν = όλη την ηµέρα µαλώνω).
τρωγόπιναν κάτω απ’ την τσακώνω: (βλ. γραπώνω).
κληµαταριά. τσαλάκωµα: µπουρτσιπέ, ο
τρώει (ως απρόσ.): χάλµαν Συνών. ζαροσαριπέ = ζάρωµα,
π.χ. µο νακ χάλµαν, µπεςς σσουκάρ ανατριχίλα.
πφενάβ τουκέ = µε τρώει η µύτη τσαλακωµένος (µτχ.):
µου, κάτσε καλά σου λέω. µπουρτσισαρντό,-ί και µπουρτσιµέ
τρώω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): (άκλ. επίθ.)
χαβ π.χ. µπουρτσιµέ πατέ =
π.χ. αβγκιέ σαΐ ζουµί κα χας; = τσαλακωµένα ρούχα.
σήµερα τι φαγητό θα φάµε;, σαρ Συνών. ζαροµέ = ζαρωµένος.
µπαλό χαλ, ντούι τσαρέ χαπέ ιν Αντίθ. µπιµπουρτσιµέ =
εκχόν λεσκέ = σαν το γουρούνι ατσαλάκωτος.
τρώει, δύο πιάτα φαγητό δεν του τσαλακώνοµαι: (βλ. τσαλακώνω
φτάνουν, (µτφ.) µπεςς σσουκάρ, (αµετβ.)).
σόσκε κα χας µαριπέ = κάτσε καλά, τσαλακώνω (µετβ. ρ.):
γιατί θα φας ξύλο, (µτφ.) χαλά µαν µπουρτσισαράβ
κι µούρµα = µ’ έφαγε η µουρµούρα π.χ. κον µπουρτσισαρντάς µε πατέ;
σου. = ποιος τσαλάκωσε τα ρούχα µου;
τρώω (β) (ενεργ.διαµ.ρ.): Συνών. ζαροσαράβ = ζαρώνω
χα(ν)νταράβ (= κάνω να φάει-νε, (µετβ.).
ταΐζω, ξύνω κάτι, ώστε να µειωθεί ο τσαλακώνω (αµετβ. ρ.):
όγκος του) µπουρτσισάαβ
π.χ. του χα(ν)νταρντάν αµέν ο π.χ. µπουρτσισάολ κολάη καβά
γκόλι, νι τζανές τε κχελές τόπα = κοτόρ = τσαλακώνει εύκολα αυτό
εσύ µας έκανες να φάµε το γκολ, το ύφασµα.
δεν ξέρεις να παίζεις µπάλα, τσαµπουκαλεύοµαι (αµετβ. ρ.):
χα(ν)νταράβ ε χουρντέ ζουµί = τσαµπουκαλούκο-κεράβ (=
ταΐζω το παιδί φαγητό, νι ντελ ο τσαµπουκαλίκι κάνω)
καςς κατέ α(ν)ντρέ, χα(ν)ντάρ λε Συνών. µάγκα-κερντιάβ = µαγκεύω.
ζάλακ = δεν µπαίνει το ξύλο εδώ τσαµπουκαλίκι: τσαµπουκαλούκο,
µέσα, ξύστ’ το λίγο. ο
τσάι: τσάι, ο (πληθ. τσάιορα, ε) π.χ. κάσκε µπικνές καβά
π.χ. κα πες εµπούκα τατό τσάι; = τσαµπουκαλούκο; = σε ποιον
θα πιεις λίγο ζεστό τσάι; πουλάς αυτό το τσαµπουκαλίκι;
τσακάλι: τσακάλι, ο Συνών. µάνγκαλούκο = µαγκιά,
π.χ. (µτφ.) τσακάλι σι, νασστί νταηλίκο = νταηλίκι.
ασταρέλ λε κχόνικ = τσακάλι είναι, τσαµπουκάς: τσαµπουκάβα, ο
δεν µπορεί να τον πιάσει κανείς π.χ. νά κέρτουτ µάνγκε
(δηλ. είναι πολύ έξυπνος). τσαµπουκάβα, κα τσχοράβ τουτ
τσάκωµα: (βλ. γράπωµα, µάλωµα). α(ν)ντό µαριπέ = µη µου
τσακωµένος: (βλ. γραπωµένος, παριστάνεις εµένα τον τσαµπουκά,
µαλωµένος). θα σε ρηµάξω στο ξύλο.
τσακωµός: (βλ. µάλωµα). τσάντα: τσά(ν)τα, η (σ.α.
πορτοφόλι)
436

π.χ. λε κι τσά(ν)τα, τε να µπιστρές κεράς τσάρντακο ε µπιαβέσκε = θα


= πάρε την τσάντα σου, µη φτιάξουµε τσαρδάκι για το γάµο).
ξεχάσεις. τσατίζοµαι (αµετβ. ρ.): χολάβαβ
τσαντάκιας: τσα(ν)τένγκο-τσορ, ο και χολάαβ (= θυµώνω αµετβ.)
(σ.α. πορτοφολάς) π.χ. σόσκε χολάιλαν; = γιατί
Συνών. ζαροσάαβ = ζαρώνω τσατίστηκες;
(αµετβ.), ανατριχιάζω. Συνών. χολί-πφερντιάβ =
τσάπα: τσαπάβα, η οργίζοµαι, εξοργίζοµαι.
π.χ. κον λιά µι τσαπάβα; ιρακί τσατίζω (µετβ. ρ.): χολιαράβ και
κι(ν)ντόµ λα = ποιος πήρε την χολανταράβ (= θυµώνω µετβ.)
τσάπα µου; χθες την αγόρασα. π.χ. χολιαρντάς µαν, ο(ν)ντάν µε
(τσαπάβα σ.α. τσάπισµα, π.χ. ντα ορµπισαρντέµ λεσκέ αγκαντάλ
τχάρα κα τζας τσαπαβάκε = αύριο = µε τσάτισε, γι’ αυτό κι εγώ του
θα πάµε για τσάπισµα). µίλησα έτσι.
τσαπατσούλα: τσαπατσούλκα, η, τσατίλα: (βλ. θυµός).
π.χ. ιτσ νικοκίρκα νάι κι ροµνί, τσατισµένος (µτχ.): χολιαρντό,-ί (=
µπουτ τσαπατσούλκα σι = καθόλου θυµωµένος)
νοικοκυρά δεν είναι η γυναίκα σου, π.χ. χολιαρντό σι, να ορµπισάρ
πολύ τσαπατσούλα είναι. λεσκέ ακανά = τσατισµένος είναι,
τσαπατσούλης: τσαπατσούλι, ο µην του µιλάς τώρα.
π.χ. κίντε κε λιλά εκχέ τχανέστε, Συνών. χολί-πφερντό = οργισµένος,
τσαπατσούλινα = µάζεψε τα χαρτιά εξοργισµένος, χολιναλό =
σου σε ένα µέρος, τσαπατσούλη, εκνευρισµένος, θυµωµένος.
κατέ κοτέ τσχος κε σσέα, µπουτ τσεβρές: τσεβράβα, η (σ.α.
τσαπατσούλι σαν! = εδώ κι εκεί κέντηµα, µυξοµάντιλο).
πετάς τα ρούχα σου, πολύ τσεκούρι: τοβέρ, ο
τσαπατσούλης είσαι! π.χ. τσχινάβ κασστά ε τοβερέσα =
τσαπατσουλιά: κόβω ξύλα µε το τσεκούρι.
τσαπατσου(λ)λούκο, ο (υποκ.) τοβερορό, ο.
π.χ. νι µανγκάβ τσεµπέρι: τσε(µ)µπέρι και
τσαπατσου(λ)λούκο κατέ α(ν)ντρέ τσενµπέρι, ο
= δεν θέλω τσαπατσουλιά εδώ π.χ. λουλουγκιαλό τσε(µ)µπέρι =
µέσα. λουλουδάτο τσεµπέρι.
τσαπίζω (µετβ. ρ.): τσαπάβα- Συνών. ντικχλό, µοµία, σσάρπα,
κεράβ (=τσάπισµα κάνω) γκρέπο = µαντίλα.
π.χ. κάι σαβό γκαβ κερέν-τσαπάβα; τσέπη: πόσκι, η
= σε ποιο χωριό τσαπίζετε; π.χ. µιρνέ ποσκιάκε κερές-µπουκί
τσάπισµα: (βλ. τσάπα). ντα µανγκές µα(ν)ντάρ παρέ; = για
τσαρδάκι: τσάρντακο και τη δική µου τσέπη δουλεύεις και
τσαρντάκο, ο ζητάς από µένα λεφτά;, νάι µαν
π.χ. κερντόµ µανγκέ εκ τσάρντακο ντραµία α(ν)ντί µι πόσκι = δεν έχω
ανγκλά µο κχερ = έκαµα για µένα δραχµή στην τσέπη µου.
ένα τσαρδάκι µπροστά στο σπίτι τσεπούλα: ποσκιορί, ποσκορί και
µου (σ.α. το πρόχειρο στέγαστρο ποσκίσα, η.
που φτιάχνουν, για να τελέσουν τσέπωµα: ποσκιαριπέ, ο.
τους γάµους, τις γιορτές, π.χ. κα τσεπωµένος (µτχ.): ποσκιαρντό,-ί
437

π.χ. ποκί(ν)ντιλο αγκιές, τσιγγάνική µας γλώσσα δεν τη


ποσκιαρντό σι = πληρώθηκε ξεχάσαµε.
σήµερα, τσεπωµένος είναι. Αντίθ. γκατζικανό = ξενικός.
τσεπώνω (µετβ. ρ.): ποσκιαράβ Τσιγγανισµός *: Ροµανιπέ, ο
π.χ. άντε µπαχταλέα! πάλε Η λέξη Ροµανιπέ σηµαίνει: α)
ποσκιαρντάς τουτ κο κάκο = άντε τσιγγάνικη ύπαρξη, β) τσιγγάνικο
τυχερέ! πάλι σε τσέπωσε ο θείος σύνολο, γ) τσιγγάνικη κουλτούρα,
σου. δ) τσιγγάνικος πολιτισµός, ε)
τσιγαράκι: τφουβαλορί, τσιγγάνικη συµπεριφορά.
τφουβασλορί, τζιγκαρίσα και * Κατά λέξη Ροµανιπέ σηµαίνει
τσιγαρίσα, η. Τσιγγανισµός ή Τσιγγανιά.
τσιγαρίλα: τζιγκαρένγκι-κοκία, η Τσιγγάνος : Ροµ, ο
(= τσιγάρων µυρωδιά) π.χ. (στίχοι από ποίηµα του Γ.
π.χ. τζιγκαρένγκι-κοκία κχά(ν)ντελ Αλεξίου «ο Ροµ» (= ο Τσιγγάνος)):
κατέ α(ν)ντρέ = τσιγαρίλα µυρίζει σι µπαρικανιπέ ε Ροµέσκε, κάνα
εδώ µέσα. ασσουνέλ τε ασσαρέν ο Ροµανιπέ =
τσιγάρο: τφουβαλί, τφουβασλί, είναι υπερηφάνεια για τον
τζιγκάρα και τσιγάρα, η (τφουβ = Τσιγγάνο, όταν ακούει να
καπνός, βας = χέρι) παινεύουν την Τσιγγανιά (τη φυλή
π.χ. ούτε τσιγαρένγκε παρές ιν του).
ατσχιλέ λες = ούτε για τσιγάρα Αντίθ. γκατζό = αλλόφυλος.
λεφτά δεν του έµειναν, τσχιν καγιά τσιγκέλι: τσενγκέλι, ο
τζιγκάρα, χαλά τουτ = κόψε αυτό το π.χ. τσενγκελέσα ορµπισαρέλ καβά
τσιγάρο, σ’ έφαγε, τζα κιν µανγκέ = µε το τσιγκέλι µιλάει αυτός (δηλ.
τζιγκάρε = πήγαινε να µου είναι ολιγόλογος).
αγοράσεις τσιγάρα. τσιγκουνεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
τσιγγάνικα (επίρρ.): ροµανές και τσινγκούναλούκο-κεράβ (=
ροµανέ τσιγκουνιά κάνω)
π.χ. ροµανέ τζανές; = τσιγγάνικα Αντίθ. ζιάνι-κεράβ = σπαταλώ.
ξέρεις;, ακχιαρέλ ροµανές ο γκατζό, τσιγκουνεύοµαι (β) (µετβ. ρ.):
νά ορµπισάρ ανγκλά λέστε = µπιζζαησαράβ
καταλαβαίνει τσιγγάνικα ο π.χ. γκαντικίν παρές σίτουτ, σόσκε
αλλόφυλος, µη µιλάς µπροστά του µπιζζαησαρές; = τόσα λεφτά έχεις,
(γκατζό = αλλόφυλος, ο βλ. και γιατί τσιγγουνεύεσαι;
αλλόφυλος). τσιγκούνης (α) (επίθ.): τσινγκούνι-
τσιγγάνικος (επίθ.): ροµανό,-ί κα
π.χ. ροµανό µπιάβ = τσιγγάνικος π.χ. σαρ κερντιλάν γκαντικίν µπουτ
γάµος, ροµανέ γκιλά = τσιγγάνικα τσινγκούνι του; = πώς έγινες τόσο
τραγούδια, ροµανέ αντέτορα = πολύ τσιγκούνης εσύ;, µπουτ
τσιγγάνικα έθιµα, (στίχοι από τσινγκούνκα σι λεσκί ροµνί = πολύ
ποίηµα του Γ. Αλεξίου «ιν τσιγκούνα είναι η γυναίκα σου.
µπισταρντάµ» (= δεν ξεχάσαµε)): Αντίθ. χουβαρντάβα = χουβαρντάς.
µπουτ ντροµά πφιρντάµ, αµαρί τσιγκούνης (β) (άκλ. επίθ.):
ροµανί τσχιπ ιν µπισταρντάµ = µπιζζάι
πολλούς δρόµους περπατήσαµε, την π.χ. µπουτ µπιζζάι σαν = είσαι
πολύ τσιγκούνης.
438

Αντίθ. πουταρντέ-βαστέσκο = τσίµπλιασµα: πιχαλιπέ, ο.


ανοιχτοχέρης. τσιµπλιασµένος (µτχ. ως επίθ.):
τσιγκουνιά (α): τσινγκούναλούκο, πιχαλό, -ί
ο π.χ. πιχαλέ σι κε γιακχά =
π.χ. νά κερ γκαντικίν τσιµπλιασµένα είναι τα µάτια σου
τσινγκούναλούκο, κέρντο εµπούκα (σ.α. τσιµπλιάρης).
χουβαρντάβα = µην κάνεις τόση τσιµπούρι: κενάβα, η
τσιγκουνιά, γίνε λίγο χουβαρντάς. π.χ. ο τζουκέλ πφερντιλό κενάβε =
Αντίθ. χουβαρνταλούκο = ο σκύλος γέµισε τσιµπούρια, (µτφ.)
χουβαρνταλίκι. µπουτ κενάβα κερντός, κάνα µατός
τσιγκουνιά (β): µπιζζαηπέ, ο. = πολύ τσιµπούρι γίνεσαι, όταν
τσιµεντάρω (µετβ. ρ.): τσιµέ(ν)το- µεθάς.
τσχαβ (= τσιµέντο ρίχνω) (υποκ.) κεναβίσα, η.
π.χ. τσιµέ(ν)το-τσχαβ κάι αβλία = τσιµπώ (µετβ. ρ.): πουσαβάβ
τσιµεντάρω την αυλή. π.χ. πουσαβέλ µαν καγιά µπλούζα
τσιµέντο: τσιµέ(ν)ντο, ο = µε τσιµπάει αυτή η µπλούζα.
π.χ. τζι τχάρα κα σσουκιόλ ο τσίπουρο (το υπόλειµµα από το
τσιµέ(ν)ντο = µέχρι αύριο θα πάτηµα των σταφυλιών): τζίµπρα,
στεγνώσει το τσιµέντο, σο η
µανγκέλα τε κερέλ, τσιµέ(ν)το µε π.χ. (µτφ.) κα ικαλάβ κι τζίµπρα
κερντόλ = ό,τι θέλει να κάνει, α(ν)ντί µπουκί = θα σου βγάλω το
τσιµέντο ας γίνει. τσίπουρο (το λάδι) µες στη δουλειά,
τσίµπηµα: πουσαηπέ, ο. (µτφ.) νασσί, νασσί, ικλιλί µι
τσιµπηµένος (µτχ.): πουσαντό,-ί τζίµπρα = τρέχα, τρέχα, µου βγήκε
τσιµπίδα: κλιάστο, ο (η τσιµπίδα το τσίπουρο (η γλώσσα).
του γανωτή). τσιράκι: τσιράκο, ο (σ.α.
τσιµπιδάκι (για φρύδια): µαθητευόµενος τεχνίτης)
τζι(µ)µπίζι, ο π.χ. κο τσιράκο σοµ ντα κα
π.χ. ατάβ ο τζι(µ)µπίζι, τε ικαλάβ µπιτσχαλές µαν κάι µανγκέσα; = το
µε πφουϊά = φέρε το τσιµπιδάκι, να τσιράκι σου είµαι και θα µε
βγάλω τα φρύδια µου. στέλνεις όπου θες; (θηλ.
τσιµπιέµαι (αµετβ. ρ.): τσιρακίνκα, η)
πουσαβάµαν και πουσάντιαβ. τσίρκο: τσίρκο, ο (πληθ. τσίρκορα,
τσίµπλα: πιχ, η ε, (σ.α. λούνα-παρκ).
π.χ. σίτουτ πιχά κάι κε γιακχά = τσιφλικάς: τσιφλικτσίο, ο.
έχεις τσίµπλες στα µάτια σου. τσιφλίκι: τσιφλίκο, ο
(υποκ.) πιχορί, η. π.χ. κε νταντέσκο τσιφλίκο σι καβά
τσιµπλιάζω (αµετβ. ρ.): πιχάαβ ντα κερές κατέ α(ν)ντρέ
π.χ. πιχάιλε λεσκέ γιακχά = κουµά(ν)ντα; = του πατέρα σου το
τσίµπλιασαν τα µάτια του. τσιφλίκι είναι αυτό και κάνεις εδώ
τσιµπλιάρης (µτχ. ως επίθ.): µέσα κουµάντο;
πιχαλό, -ί τσιφτετέλι: τσιφτέτελι, ο
π.χ. τζα χαλάβ κο µούι, µο π.χ. τσιφτέτελι κχελέλ = τσιφτετέλι
πιχαλέα! = πήγαινε να πλύνεις το χορεύει, (φράση) εµ µε παρέ κα
πρόσωπό σου, ρε τσιµπλιάρη! (βλ. ντες εµ εκ ντα τσιφτέτελι κα κχελές
και τσιµπλιασµένος). οπράλ = και τα λεφτά µου θα
439

δώσεις και ένα τσιφτετέλι θα τυλίγοµαι (β) (αµετβ. ρ.):


χορέψεις από πάνω. τιλικσάαβ και τιλικσάβαβ
τσίχλα: τσίκλα, η (παθητική διάθεση).
π.χ. νά τσά(µ)µπε µπουτ τσίκλε, κε τυλίγω (α) (µετβ. ρ.): τιλικσαράβ
ντα(ν)ντά κα ντουκχάν = µη µασάς και σαρίαβ
πολλές τσίχλες, τα δόντια σου θα π.χ. τιλικσαράβ µε µπαλά = τυλίγω
πονέσουν. τα µαλλιά µου, σαρίαβ ο κιλίµο =
Συνών. µαστίκα, τσαµτσίκ = τυλίγω το χαλί.
µαστίχα. τυλίγω (β) (µετβ. ρ.): πφά(ν)νταβ
τσόκαρο: τάκινα, η (πληθ. τάκινε, (κυριολ. κλείνω, δένω, φυλακίζω
ε) σ.α. κουµπώνω, βουλώνω,
π.χ. κο τζουκέλ λιά µι τάκινα = ο περιφράζω)
σκύλος σου πήρε το τσόκαρό µου. π.χ. πφά(ν)ντε ο κιράλ α(ν)ντό λιλ
(υποκ.) τακινίσα, η. = τύλιξε το τυρί µες στο χαρτί.
τσολιάς: καρακατσάνο, ο (σ.α. τυράκι: κιραλορό, ο
βλάχος), θηλ. καρακατσάνκα, η π.χ. τζα λε αµένγκε εµπούκα
τσορβάς: τσορµπάβα,η κιραλορό = πήγαινε να µας πάρεις
π.χ. κερντόµ τουκέ τατί τσορµπάβα λίγο τυράκι.
τε χας = σου έφτιαξα ζεστό τσορβά τυραννία: τσεκία, η
να φας. (σ.α. βάσανο) (βλ. και βάσανο).
τσούζω (µετβ. ρ.): ουσισαράβ και τυραννιέµαι (αµετβ. ρ.): τσεκία-
πεκιαράβ σίρνταβ (= τυραννία τραβώ)
(η λέξη πεκιαράβ χρησιµοποιείται π.χ. τσεκία-σίρντας α(ν)ντέ ντροµά
µόνο για δερµατικό καυστικό = τυραννιόµαστε µες στους
τσούξιµο). δρόµους.
τσούζω (αµετβ. ρ.): ουσισάβαβ (σ.α. βασανίζοµαι).
π.χ. ουσίλ µαν µι νάι = τσούζει το τυραννισµένος (µτχ.): τσεκιλίο,-
δάχτυλό µου, ουσίν µε γιακχά ίκα
κατάρ ο ντουµάνο = τσούζουν τα π.χ. σο τε κερέλ ο τσορορό, µπουτ
µά- τσεκιλίο σι = τι να κάνει ο
τια µου από τον καπνό. φτωχούλης, είναι πολύ
τσουκνίδα: σίκνιντα, η. τυραννισµένος.
τσούξιµο: ουσιπέ, ο. (σ.α. βασανισµένος).
τσούρµο: τσούρµα, η Συνών. ζαβα(λ)λίο = καηµένος,
π.χ. σόσι καγιά τσούρµα κάι δύστυχος, κακοµοίρης, ταλαίπωρος,
κιντισάιλι κατέ; = τι τσούρµο είναι άθλιος.
αυτό που µαζεύτηκε εδώ; τυραννώ (µετβ. ρ.): τσεκία-
τσόφλι: κόζζα, η σιρνταράβ
(βλ. και φλούδα). π.χ. τσεκία-σιρνταρέλας πε ροµνά,
τύλιγµα: τιλικσαριπέ και σαρµάκο, ο(ν)ντάν µουκλά λε = την
ο (σαρµάκο σ.α. περίφραξη). τυραννούσε τη γυναίκα του, γι’
τυλιγµένος (µτχ.): τιλικσαρντό,-ί. αυτό τον παράτησε.
τυλίγοµαι (α) (αµετβ. ρ.): (σ.α. βασανίζω).
τιλικσαράµαν και σαρίαµαν (µέση τυρί: κιράλ, ο
διάθεση). π.χ. κοβλό κιράλ τε κινές = µαλακό
τυρί να αγοράσεις, νάι λατσχό καβά
440

κιράλ = δεν είναι καλό αυτό το π.χ. πουτάρντιλι λεσκί µπαχ =


τυρί. άνοιξε η τύχη του, (ευχή) µπαχ τε
τύφλα: κοριπέ, ο ντικχές κε χουρντένσα = τύχη να
π.χ. κοριπέ σίτουτ ντα νι ντικχές δεις µε τα παιδιά σου, ιτσ µπαχ νάι
ανγκλά τούτε; = τύφλα έχεις και δεν καλέ µανουσσέ = καθόλου τύχη δεν
βλέπεις µπροστά σου; έχει αυτός ο άνθρωπος.
τυφλαµάρα: (βλ. τύφλα). (υποκ.) µπαχτορί, η.
τυφλός (επίθ.): κορό,-ί Αντίθ. µπιµπαχταλιπέ και
π.χ. µπιµπαχταλό σι ο κορό µπιµπαχτιπέ = ατυχία.
µανούςς = άτυχος (δυστυχισµένος) τύχη (στα χαρτιά): ζάρι, ο
είναι ο τυφλός άνθρωπος, (όρκος) π.χ. ασταρντά µαν ζάρι αϊράτ, κα
κορό, µπανγκό τε κερέλ µαν ο Ντελ χαβ σα τουµαρέ παρέ = µ’ έπιασε
= τυφλό, στραβό να µε κάνει ο τύχη στα χαρτιά απόψε, θα φάω
Θεός. (κερδίσω) όλα τα λεφτά σας.
τυφλωµένος (µτχ.): κοραρντό,-ί (βλ. και ρέντα).
τυφλώνοµαι (αµετβ. ρ.): κοράβαβ τώρα (επίρρ.): ακανά
π.χ. (µτφ.) κοράιλο κατάρ η π.χ. ακανά σο κα κερές; = τώρα τι
σεβντάβα = τυφλώθηκε από τον θα κάνεις;, ακανά αβιλάν; = τώρα
έρωτα. ήρθες; σο κερντιλό, κερντιλό, ντεν
τυφλώνω (µετβ. ρ.): κοραράβ ακανά τουµαρέ βαστά = ό,τι έγινε,
π.χ. (µτφ.) κοραρντά λε λακό έγινε, δώστε τώρα τα χέρια σας,
σσουκαριπέ = τον τύφλωσε η τζάβταρ ακανά = φεύγω τώρα.
οµορφιά της, (κατάρα) τε κοραρέλ Αντίθ. οζοµάν = τότε, εβελντέν =
τουτ ο Ντελ κάι χας µπα(ν)γκέστε παλιά, αλλοτινά.
σοβέλ = να σε τυφλώσει ο Θεός που τωρινός (επίθ.): ακανουτνό,-ί
ορκίζεσαι στραβά (ψεύτικα). π.χ. ε ακανουτνέ µπροσσά = τα
τυχεράκιας: µπαχταλορό, ο (βλ. τωρινά χρόνια.
και τυχερούλης) Συνών. αβγκιτνό = σηµερινός.
(θηλ.) µπαχταλορί, η. Αντίθ. εβελκί = αλλοτινός, πουρανό
τυχερός (επίθ.): µπαχταλό,-ί = παλιός.
π.χ. µπαχταλί τε αβάβας µε ντα, κάι
µο πουρανό ροµ κ’ αβάβας ακανά =
τυχερή αν ήµουνα κι εγώ, στον
παλιό µου άντρα θα ήµουν τώρα,
πελάν οπρά κι µπαχ, µπαχταλέα! =
έπεσες πάνω στην τύχη σου,
τυχερέ!
Αντίθ. µπιµπαχταλό και
µπιµπαχτάκο = άτυχος, ουρσούζι =
γρουσούζης.
τυχερούλης (επίθ.): µπαχταλορό, -ί
(σ.α. τυχεράκιας)
π.χ. µπουτ µπαχταλορό σαν! =
πολύ τυχερούλης είσαι.
τύχη: µπαχ, η
441

Υ
ύβρις: (βλ. βρισιά). π.χ. ιγρασία σι α(ν)ντό κχερ = το
υβριστικός (α) (επίθ.): σπίτι έχει υγρασία.
ακουσσιµάσκο,-ι υγρός (επίθ.): γιαλό,-ί
π.χ. ακουσσιµάσκε όρµπε = π.χ. γιαλέ σι ε κασστά, ο(ν)ντάν νι
υβριστικά λόγια. πφαµπόν = υγρά είναι τα ξύλα, γι’
υβριστικός (β) (επίθ.): αυτό δεν ανάβουν.
κουσσιµάσκο, -ι. Συνών. κινγκό = βρεγµένος.
υγεία: σαστιπέ, ο Αντίθ. σσουκό = στεγνός, ξερός.
π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ, υγρότητα: γιαλιπέ, ο
ζουραλιπέ τε ντελ τουτ = ο Θεός Αντίθ. σσουκιπέ = στεγνότητα,
υγεία, δύναµη να σου δώσει, ξηρασία.
σαστιπέ τε αβέλ ντα σάορε κερντόν υδραυλικός: τσεσσµετζίο, ο
= υγεία να υπάρχει κι όλα γίνονται, (τσεσσµάβα = βρύση)
ρακχαντόµ µο σαστιπέ, και π.χ. αβιλό ο τσεσσµετζίο; = ήρθε ο
τσχι(ν)ντόµ η τζιγκάρα = βρήκα την υδραυλικός;
υγεία µου, που ‘κοψα το τσιγάρο. ύπαιθρο: (βλ. απλωσιά,
υγιαίνω (αµετβ. ρ): σαστιάβ ανοιχτοσύνη).
Αντίθ. νασφάβαβ = (αµετβ.) υπακοή: ασσουνιπέ και πακιαηπέ,
αρρωσταίνω, ασθενώ. ο
υγιεινός (επίθ.): σαστικανό, -ι (ασσουνιπέ κυριολ. = ακοή).
π.χ. σαστικανέ χαµάτα σι καλά = (πακιαηπέ κυριολ. = πίστη).
υγιεινές τροφές είναι αυτές. υπακούω (αµετβ. και µετβ. ρ.):
υγιής (επίθ.): σαστό,-ί ασσουνάβ (= ακούω) και πακιάβ (=
π.χ. σαστό τε αβάβ ντα αβέρ πιστεύω)
κχάντσικ νι µανγκάβ = υγιής να π.χ. τε ασσουνές κε νταντέ = να
είµαι κι άλλο τίποτε δε θέλω. υπακούς τον πατέρα σου, ιτσ νι
(σαστό σ.α. ολόκληρος). πακιάλ µαν καβά χουρντό =
(βλ. και ολόκληρος). καθόλου δεν µε υπακούει αυτό το
Αντίθ. νασφαλό = άρρωστος. παιδί.
υγραίνω (αµετβ. ρ.): γιαλιάβ υπαρκτός (επίθ.): σιντό,-ί
π.χ. γιαλιλέ ε σσέα = ύγραναν τα Αντίθ. µπισιντό = ανύπαρκτος.
ρούχα. ύπαρξη: σιιπέ, ο
Συνών. κινγκιάβ = βρέχοµαι. π.χ. πακιάς νταά κάι ο σιιπέ ε
υγραίνω (µετβ. ρ.): γιαλαράβ τζοχανένγκο; = πιστεύεις ακόµα
π.χ. γιαλαράβ µε ουσστά = υγραίνω στην ύπαρξη των φαντασµάτων;
τα χείλη µου. υπάρχοντα: µανγκινά, ε
Συνών. κινγκαράβ = βρέχω, (µανγκίν, ο = εµπόρευµα,
µουσκεύω µετβ. περιουσία, προϊόν, πραµάτεια)
Αντίθ. σσουκιαράβ = στεγνώνω π.χ. καλά σι σα µε µανγκινά = αυτά
(µετβ.ρ.), ξεραίνω. είναι όλα τα υπάρχοντά µου.
ύγρανση: γιαλαριπέ, ο. υπάρχω: σοµ και σεµ
υγρασία: ιγρασία, η (βλ. και είµαι)
442

π.χ. ντελ σι; = Θεός υπάρχει;, µπεςς σσουκάρ πφενάβ τουκέ =


[στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου «ο υπερβολικά έκανες (το παράκανες),
µπαχταλιπέ ε Ροµένγκο» (= η κάτσε ωραία (καλά) σου λέω.
ευτυχία των Τσιγγάνων)] η µουσικί, υπερβολικός (επίθ.): γκαεκουτνό,-ί
η γκιλί, ο κχελιπέ, σι α(ν)ντέ και γκαετουνό, -ί
Ροµένγκο ρατ = η µουσική, το π.χ. γκαεκουτνό σι ο φιάτο κάι
τραγούδι, ο χορός, υπάρχουν µέσα κερές µανγκέ = υπερβολική είναι η
στο αίµα (τα κύτταρα) των τιµή που µου κάνεις.
Τσιγγάνων. Αντίθ. ορτά και ορτάς = µέτριος.
υπενθυµίζω (µετβ. ρ.): υπέργεια (επίρρ.): οπραπφού (=
σερανταράβ πάνω από τη γη)
(σεράβ = θυµάµαι) Αντίθ. ταλαπφού = υπόγεια.
π.χ. σερανταρντόµ λεσκέ τε πελ πο υπεργεµάτος (επίθ.): γκαέτ-
ιλάτσι = του υπενθύµισα να πιει το πφερντό-ί.
φάρµακό του. υπερήφανα (επίρρ.):
Συνών. σεραράβ = θυµίζω. µπαρικανιµάσα.
υπενθύµιση: σερανταριπέ, ο. υπερηφάνεια: µπαρικανιπέ, ο
υπέρ (συνθετικό λέξεων): γκαέτ (σ.α. καύχηση, µεγαλοµανία,
π.χ. πφενέν λακέ τε µουκέλ πε αλαζονεία).
ροµέ, αµά βόι νι µουκέλ λε, γκαέτ- π.χ. εµπούκα παρέ ντικχλά,
µανγκέλ λε = της λένε να αφήσει µπαρικανιπέ µπικινέλ = λίγα λεφτά
τον άντρα της, αλλά αυτή δεν τον είδε, υπερηφάνεια πουλάει.
αφήνει, τον υπερ-αγαπά. Αντίθ. µπιµπαρικανιπέ =
υπερασπίζοµαι (µετβ. ρ.): αρκάβα- µετριοφροσύνη.
ικλάβ (= υπεράσπιση βγαίνω) υπερηφανεύοµαι (αµετβ. ρ.):
π.χ. σόσταρ ικλές λεσκέ αρκάβα; µπαρικανισάβαβ και
µπισταρντάν σο κερντά τουκέ; = µπαρικανισάαβ
γιατί τον υπερασπίζεσαι; ξέχασες τι π.χ. µπαρικανισάολ πε τσχεένγκε =
σου έκανε; υπερηφανεύεται για τις κόρες του.
υπεράσπιση: αρκάβα, η (σ.α καυχιέµαι).
π.χ. νάι µαν αρκάβα κχάνικάσταρ = Αντίθ. λατζάβ = ντρέποµαι.
δεν έχω υπεράσπιση από κανέναν. Συνών. ασσαράµαν = παινεύοµαι.
υπερβάλλω (αµετβ. και µετβ.ρ.): υπερήφανος (επίθ.): µπαρικανό, -ί
γκαετισαράβ (σ.α. καυχησιάρης, µεγαλοµανής,
π.χ. γκαετισαρές καλένσα κάι αλαζόνας).
πφενές = υπερβάλλεις µ’ αυτά που π.χ. νά κερ τουτ γκαντικίν µπουτ
λες. µπαρικανό, τε ντέλα τουτ ο Ντελ
υπερβολή: γκαετιπέ, ο. γεκ πάλµα, κα λελ λεν σα κατάρ κε
υπερβολικά (επίρρ.): γκαέτ-µπουτ βαστά = µην παριστάνεις τόσο
(= υπέρ πολύ) και γκαέτ-φαζλά (= πολύ τον υπερήφανο, αν σου δώσει
υπέρ παραπάνω) ο Θεός µια σφαλιάρα, θα τα πάρει
π.χ. γκαέτ-µπουτ σσουκάρ σι λεσκί όλα από τα χέρια σου (δηλ. ό,τι
τσχέι = υπερβολικά όµορφη είναι η έχεις και δεν έχεις), µπαρικανό
κόρη του, γκαέτ-φαζλά µπεε(ν)ντίµ κερέλπες, ιν ορµπισαρέλ αµένσα =
λεσκό κχερ = υπερβολικά άρεσα το παριστάνει τον υπερήφανο, δεν
σπίτι του, γκαέτ-φαζλά κερντάν, µιλάει µε µας.
443

Αντίθ. µπιµπαρικανό = Αντίθ. µπιµπαχταλό και


µετριόφρονας. µπιµπαχτάκο = άτυχος.
υπερκόπωση (α): γκαέτ- υπηρέτης: ιπιρέτι, ο και θηλ.
τσχι(ν)ντιπέ, ο (= υπερκούραση). ιπιρέτρια, η
υπερκόπωση (β): µπουτ- π.χ. σα µορµισαρές κατάρ κχερέ-
τσχι(ν)ντιπέ, ο (= πολλή κούραση) σκι µπουκί· νά χα µπουτ ντα λε
π.χ. νασφάιλο κατάρ ο µπουτ- τουκέ εκ ιπιρέτρια α(ν)ντό κχερ =
τσχι(ν)ντιπέ = αρρώστησε από την όλο γκρινιάζεις από του σπιτιού τη
υπερκόπωση. δουλειά· µην τρως πολύ και πάρε
υπέρµαχος: (βλ. σωµατοφύλακας). για σένα µια υπηρέτρια µες στο
υπερόπτης(α): γκαέτ-µπαρικανό, ο σπίτι.
(= υπέρ υπερήφανος). Συνών. τσιράκο = τσιράκι.
υπερόπτης (β): µπουτ-µπαρικανό, υπηρετώ (αµετβ.καιµετβ.ρ.):
ο (= πολύ υπερήφανος) ιπιρετισαράβ
Αντίθ. µπιµπαρικανό = π.χ. κάι ιπιρετισαρέλ κο τσχαβό; =
µετριόφρονας. πού υπηρετεί ο γιος σου
υπερόπτισσα (α): γκαέτ-µπαρικανί, (φαντάρος);
η (= υπέρ υπερήφανη). υπναράς: λι(ν)ντράκο, ο (σ.α.
υπερόπτισσα (β): µπουτ- υπνωτικός), θηλ. λι(ν)ντράκι, η
µπαρικανί, η (= πολύ υπερήφανη). π.χ. µπουτ λι(ν)ντράκο σαν = πολύ
υπέροχα (επίρρ.): µπούσσουκαρ υπναράς είσαι.
π.χ. µπούσσουκαρ νακχανταµούς = (βλ. και υπνωτικός).
υπέροχα περάσαµε. υπνοδωµάτιο: πασστιµάσκι-οντάια
(βλ. και υπέροχος). (προφ. µε συνίζηση ια),
Αντίθ. µπέτι = άσχηµα, άσχηµος. πασστιµάσκι-ονταήν και
υπέροχος (άκλ.επιθ.): πασσλιµάσκι-οντάια, η (προφ. µε
µπούσσουκαρ συνίζηση ια).
π.χ. σίλε µπούσσουκαρ σέζι = έχει ύπνος: λί(ν)ντρα, η (= νύστα),
υπέροχη φωνή. πασστιπέ, ο (= κοίµηση, πασστιάβ
(µπουτ = πολύ, πολύς, σσουκάρ = (= κοιµάµαι), πασσλιπέ, ο (=
ωραίος, ωραία, όµορφος, όµορφα). κοίµηση, πασσλιάβ = κοιµάµαι)
(βλ. και υπέροχα). π.χ. µουκ µαν τε τσαϊλιάβ µε
Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα. λι(ν)ντράκε = άσε µε να χορτάσω
υπεροψία (α): γκαέτ-µπαρικανιπέ, τον ύπνο µου, τζαβ πασστιµάσκε =
ο (= υπέρ υπερηφάνεια). πάω για ύπνο.
Αντίθ. µπιµπαρικανιπέ = (υποκ.) λι(ν)ντρίσα, η.
µετριοφροσύνη. υπνωτικός (επίθ.): λι(ν)ντράκο, -ι
υπεροψία (β): µπουτ-µπαρικανιπέ, και πασσταριµάσκο, -ι
ο (= πολλή υπερηφάνεια) π.χ. τε να λάβα µε λι(ν)ντράκε
π.χ. ο µπουτ-µπαρικανιπέ σι νάι άπορα, νασστί κα πασστιάβ = αν
λατσχό σσέι = η υπεροψία δεν είναι δεν πάρω τα υπνωτικά µου χάπια,
καλό πράγµα. δε θα µπορέσω να κοιµηθώ
Αντίθ. µπιµπαρικανιπέ = (λι(ν)ντράκο κυριολ. νύστας, σ.α.
µετριοφροσύνη. υπναράς, πασσταριµάσκο κυριολ.
υπερτυχερός (επίθ.): γκαέτ- κοιµιστικός).
µπαχταλό,-ί
444

υπόγεια (επίρρ.): ταλαπφού (= π.χ. σο ιπόλιπο ατσχιλό, τε


κάτω από τη γη) ποκινάβ; = τι υπόλοιπο έµεινε, να
Αντίθ. οπραπφού = υπέργεια. πληρώσω;
υπόγειο: ιπόγιο, ο υποµάλης: (βλ. παραµάσχαλα).
π.χ. σαό µπαρό ιπόγιο σίλε ταλάλ υποµονετικός (επίθ.): σάµπουρλίο,
λεσκό κχερ = τι µεγάλο υπόγειο -ούκα
έχει κάτω από το σπίτι του. π.χ. µπουτ σάµπουρλίο σι λεσκό
υπογραφή: εµζάβα, η ντατ = πολύ υποµονετικός είναι ο
π.χ. κα κίντας εµζάβε ντα κα πατέρας του.
τσχάστουτ κατάρ = θα µαζέψουµε υποµονή (α): ιποµονί, η
υπογραφές και θα σε ρίξουµε π.χ. κερ ιποµονί, κα νακχέλ = κάνε
(διώξουµε) από εδώ. υποµονή, θα περάσει, µπουτ
υπογράφω (µετβ. ρ.): εµζάβα- ιποµονι κεράβ τουκέ, µπεςς
τσχαβ (= υπογραφή ρίχνω) σσουκάρ
π.χ. ντε ο λιλ τε τσχαβ-εµζάβα = πφενάβ = πολύ υποµονή σου κάνω,
δώσε το χαρτί να υπογράψω. κάτσε καλά σου λέω, τζι κάνα κα
υποδεικνύω (µετβ. ρ.): σικαβάβ (= κεράβ ιποµονί; = µέχρι πότε θα
δείχνω) κάνω υποµονή;
π.χ. σικαντά µανγκέ σαρ τε κεράβ υποµονή (β): σάµπουρι, ο
λε = µου υπέδειξε πώς να το κάνω. π.χ. κερ εµπούκα σάµπουρι νταά =
Συνών. γκογκιαράβ = συµβουλεύω, κάνε λίγη υποµονή ακόµα.
δασκαλεύω, νουθετώ. υπόσταση: (βλ. ύπαρξη).
υπόδειξη: σικαηπέ, ο (= δείξιµο). υποστηρίζω (µετβ. ρ.): παλάλ-
υποδύοµαι (µετβ.ρ): κεράµαν (= τσαλαβάβ (= από πίσω χτυπώ)
κάνω τον εαυτό µου, κεράβ = κάνω, π.χ. έρκεςς παλάλ πο µανούςς
µαν = εµένα, παριστάνω, τσαλαβέλ = ο καθένας τον άνθρωπο
καµώνοµαι, υποκρίνοµαι, (συγγενή) του υποστηρίζει, πφεν
προσποιούµαι) µανγκέ, σαΐ σασούι σι καγιά κάι νι
π.χ. καβά τερνό αρτίζι κάι καβά τσαλαβέλ παλάλ πο τσχαβό; =
φίλιµι κερέλπες πφουρό = αυτός ο πέσµου, ποια πεθερά είναι αυτή που
νεαρός ηθοποιός σ’ αυτή την ταινία δεν υποστηρίζει τον γιο της;
υποδύεται το γέρο. υποστηρικτής: (βλ.
(βλ. και καµώνοµαι, παριστάνω, σωµατοφύλακας).
προσποιούµαι). υπόσχοµαι (µετβ. ρ.): µο-πφεράς-
υποζύγιο: νταβάρι, ο . νταβ και µι-όρµπα-νταβ (= το λόγο
υπόθεση: µεσελάβα, η µου δίνω)
π.χ. σο κερντιλό κολέ µεσελαβάσα; π.χ. µε κάνα νταβ µο πφεράς εκχέ
= τι έγινε µ’ εκείνη την υπόθεση; σσεέσκε, κεράβ λε = εγώ όταν
υποκρίνοµαι: (βλ. προσποιούµαι, υπόσχοµαι κάτι, το κάνω.
καµώνοµαι, παριστάνω). υποταγή: τελέ-ατσχιπέ, ο (τελέ =
υποκύπτω: (βλ. υποτάσσοµαι). κάτω, ατσχιπέ = παύση, στάση,
υπολογίζω: (βλ. λογαριάζω). σταµατηµός).
υπολογισµός: (βλ. µέτρηµα). υποτάσσοµαι (αµετβ. ρ.): τελέ-
υπόλοιπο: ιπόλιπο, ο ατσχάβ (= κάτω µένω)
π.χ. σο τε κεράβ, σίµαν ζόρι ντα
ατσχάβ λεσκέ τελέ = τι να κάνω,
445

έχω ανάγκη και υποτάσσοµαι σ’ φιάτο, κα κινάβ λε = αν µειώσεις


αυτόν, µπουτ τσχιπ νι κα ικαλές κε ακόµα λίγο την τιµή, θα το
ροµέσκε, του τζουβλί σαν, τελέ κα αγοράσω).
ατσχές λέσκε = πολλή γλώσσα δε (βλ. και ισοπεδώνω).
θα βγάζεις για τον άνδρα σου, εσύ υπουλία: (βλ. υπουλότητα).
είσαι γυναίκα, θα υποτάσσεσαι σ’ ύπουλος (επίθ.): τζουνγκαλό, -ί
αυτόν, τε πφενέλ ντα τούκε εκ (σ.α. δόλιος)
πφεράς φαζλά του νι κα χολάος, βο π.χ. τε τρασσάς καλέσταρ,
νταάµπαρο σι τούταρ, τελέ κα τζουνγκαλό σι = να φοβάσαι από
ατσχές λεσκέ = κι αν σου πει µια αυτόν, ύπουλος είναι.
κουβέντα παραπάνω εσύ δε θα Συνών. µπενγκαλό = διαβολεµένος,
θυµώσεις, αυτός είναι µεγαλύτερος πφιρνό = πονηρός.
από σένα, θα υποτάσσεσαι σ’ αυτόν υπουλότητα: τζουνγκαλιπέ, ο
(δηλ. θα τον σέβεσαι, θα (σ.α. δολιότητα)
υποχωρείς), (φράση) η λατσχί ροµνί Συνών. µπενγκαλιπέ =
τελέ-ατσχέλ πε ροµέσκε = η καλή διαβολικότητα.
γυναίκα υποτάσσεται στον άνδρα υπουργός (η): ιπουργόσκα, η.
της. υπουργός (ο): ιπουργόζι, ο.
υποτιµηµένος (µτχ.): τελέ- υποφέροµαι: (βλ. τραβιέµαι).
περαντό, -ί (τελέ = κάτω, περαντό = υποφερτός: (βλ. τραβηγµένος).
πεσµένος, γκρεµισµένος, υποφέρω (αµετβ. και µετβ.ρ.):
κατεδαφισµένος) (σ.α. σίρνταβ (= τραβώ)
ισοπεδωµένος, µειωµένος). π.χ. νασστί σίρνταβ κι µούρµα,
υποτίµηση: τελέ-περιπέ,ο (= κάτω χαλάν µαν = δεν µπορώ να
πέσιµο) (σ.α. ισοπέδωση, µείωση). υποφέρω την µουρµούρα (γκρίνια)
υποτιµούµαι (αµετβ. ρ.): τελέ- σου, µ’ έφαγες, κάνα πφενάβας
περάβ (= κάτω πέφτω) λέσκε µε νι ασσουνέλας µαν,
π.χ. τελέ-πελέ ε χοραχανέ παρέ = µούκλε ακανά κοτέ τε σίρντελ =
υποτιµήθηκαν τα τουρκικά χρήµατα όταν του έλεγα εγώ δεν µε άκουγε,
(νοµίσµατα), τελέ-πελό κο ναµούζι άστον τώρα εκεί να υποφέρει.
ντα αγκαντάλ κερές; = υποτιµήθηκε (βλ. και τραβώ).
η τιµιότητα σου και κάνεις έτσι; υποχρέωση: (βλ. καθήκον).
(σ.α. µειώνοµαι, ισοπεδώνοµαι, π.χ. υποχωρώ (αµετβ. ρ.): παπαλέ-τζαβ
τελέ-πελέ ε τοµαφιλένγκε φιάτορα (= πίσω πηγαίνω, οπισθοδροµώ,
= µειώθηκαν οι τιµές των οπισθοχωρώ) και τελέ-ατσχάβ (=
αυτοκινήτων). κάτω µένω, υποκύπτω,
(βλ. και ισοπεδώνοµαι). υποτάσσοµαι)
υποτιµώ (µετβ. ρ.): τελέ-περαβάβ (βλ. και υποτάσσοµαι).
(τελέ = κάτω, περαβάβ = γκρεµίζω, Αντίθ. ανγκλέ-τζαβ = προχωρώ
κατεδαφίζω) αµετβ., προοδεύω.
π.χ. κε µπορά τελέ-περαβές λα, κε υποψία: εσσκίλι, ο.
τσχαβέ παλέ ασσαρές = τη νύφη υποψιάζοµαι (µετβ. ρ.): εσσκίλι-
σου την υποτιµάς, τον γιο σου πάλι κεράβ (= υποψία κάνω)
τον παινεύεις (σ.α. µειώνω, π.χ. κερντέ λεστάρ εσσκίλι ε
ισοπεδώνω, συντρίβω, π.χ. τε σσεραλέ ντα λιέ λε α(ν)ντρέ = τον
περαβέσα-τελέ νταά εµπούκα ο
446

υποψιάστηκαν οι αστυνοµικοί και π.χ. σι εκ µπαρό ουτσιπέ ανγκλά


τον πήραν µέσα. λεσκό κχερ = υπάρχει ένα µεγάλο
ύστερα (επίρρ.): σονά, σορά και ύψωµα µπροστά στο σπίτι του.
σοβνά ύψωµα (α): (βλ. ύψος).
π.χ. σορά σο κερντιλό; = ύστερα τι ύψωµα (β): µπαήρι, ο (σ.α.
έγινε; ανηφόρα).
Αντίθ. πριν = πριν, ακανά = τώρα. υψωµένος (µτχ.): οπρέ-βαζντό, -ί
υστερία: σάρα, η και οπρέ-βαζντι(ν)ντό, -ί (σ.α.
π.χ. σάρα ασταρντά τουτ ντα ανυψωµένος).
µούιτχος αγκαντάλ; = υστερία σε υψώνοµαι (αµετβ.ρ): οπρέ-
έπιασε και φωνάζεις έτσι; βαζντιάβ (= επάνω σηκώνοµαι)
(βλ. οµόηχο σάρα = αντίσκηνο). π.χ. βαζντιλό-οπρέ λεσκό αλάβ
υστερικός (επίθ.): σάραλιο,-ουκα. κατάρ καγιά µπουκί κάι κερντά =
ύφασµα: κοτόρ, ο (σ.α. πανί) υψώθηκε το όνοµά του από αυτή τη
π.χ. κα κεράβ µανγκέ ρόκλια κατάρ δουλειά (από αυτό το έργο) που
καβά κοτόρ = θα φτιάξω για µένα έκαµε.
φόρεµα απ’ αυτό το ύφασµα, σαό υψώνω (µετβ. ρ.): οπρέ-βάζνταβ
σσουκάρ σι καβά λουλουγκιαλό (= επάνω σηκώνω) (σ.α. ανυψώνω)
κοτόρ! = τι όµορφο είναι αυτό το π.χ. βάζνταβ-οπρέ ο µπαϊράκο =
λουλουδάτο ύφασµα!, µπουτ σανό υψώνω την σηµαία.
σι ο κοτόρ = πολύ λεπτό είναι το Αντίθ. φουλαράβ = κατεβάζω,
ύφασµα (η λέξη κοτόρ αρχικά ξεφορτώνω, ξεφουσκώνω µετβ.
σήµαινε κοµµάτι π.χ. γεκ κοτόρ ύψωση: οπρέ-βαζντιπέ, ο (= επάνω
µαρνό = ένα κοµµάτι ψωµί) σήκωµα, σ.α. ανύψωση).
(υποκ.) κοτορορό, ο.
υφασµάτινος (επίθ.): κοτοραλό, -ί
π.χ. κοτοραλί ντορί = υφασµάτινη
λωρίδα.
υφασµατοπώλης: µπασµατζίο, ο
θηλ. µπασµατζΰκα, η (µπασµάβα, η
= ύφασµα).
ύψη (στα): ουτσιµάστε
π.χ. ουτσιµάστε ικλιλό = στα ύψη
ανέβηκε.
υψηλότητα: ουπρουνιπέ, ο.
Ύψιστος (επίθ.): ουπρουνό,-ί
π.χ. ο ουπρουνό Ντελ τζανέλ σο
κερέλ = ο Ύψιστος Θεός ξέρει τι
κάνει.
ύψος: ουτσιπέ, ο
π.χ. γκάντικιν σι ο ουτσιπέ ε
ταβανέσκο; = πόσο είναι το ύψος
του ταβανιού;
(ουτσιπέ σ.α. ύψωµα).
447

Φ
φαγάκι: ζουµορί, η (χα(ν)ντό µτφ. = µαλωµένος, βλ.
π.χ. χα κι ζουµορί µο τσχαβό = φάε και µαλωµένος).
το φαγάκι σου αγόρι µου. φαγώνοµαι (α): χα(ν)ντιάβ
φαγάνα: φαγκάνα, η π.χ. χα(ν)ντιλέ ταλάλ ε µενία =
π.χ. νά χα µπουτ, σαρ φαγκάνα φαγώθηκαν από κάτω τα
κερντιλάν = µην τρως πολύ, σαν παπούτσια, χα(ν)ντιλέ ε
φαγάνα έγινες. τοµαφιλέσκε λαστίκε = φαγώθηκαν
φαγητό (α): ζουµί, η και χαπέ, ο τα λάστιχα του αυτοκινήτου, (µτφ.)
(χαπέ σ.α. τροφή) χα(ν)ντόλ καβά ντοκτόρι =
π.χ. µπιλονγκλί σι η ζουµί = φαγώνεται (δωροδοκείται) αυτός ο
ανάλατο είναι το φαγητό, κχιλαλό γιατρός (χα(ν)ντιάβ σ.α. τρώγοµαι
χαπέ νασστί χαβ = λαδερό φαγητό (κυριολ.), π.χ. σσουκλιλί η ζουµί, νι
δεν µπορώ να φάω, σαή ζουµί τε χα(ν)ντόλ = ξίνισε το φαγητό, δεν
κεράβ αβγκιέ; = τι φαγητό να κάνω τρώγεται).
σήµερα; φαγώνοµαι (µτφ.) (β) (αµετβ. ρ.):
φαγητό (β): χαµπέ, ο χάµαν (βλ. και τρώγοµαι (µτφ.)
π.χ. κερντιλό ο χαµπέ; = έγινε το µαλώνω)
φαγητό; π.χ. νά χάτουτ κε ντάσα = µη
φαγούρα: χαντζ και χαντσ, η φαγώνεσαι µε τη µάνα σου, (ο
π.χ. ασταρντά µαν χαντσ κάι µο αόριστος χαλόµαν = φαγώθηκα
ντουµό = µ’ έπιασε φαγούρα στην (µτφ.), µάλωσα, σ.α. κάηκα (µτφ.),
πλάτη. την πάτησα, την έβαψα, χάθηκα,
φαγουρίζοµαι (αµετβ. ρ.): καταστράφηκα, π.χ. χαλόµαν
χάντζαβµαν και χάντζαµαν ακανά, σο κα κεράβ; = φαγώθηκα
π.χ. (φράση) µι πάλµα χαντζόλµαν, (κάηκα) τώρα, τι θα κάνω;
παρέ κα λαβ = η παλάµη µου χαλά(ν)τουτ, τε ασταρένα τουτ ε
φαγουρίζεται, λεφτά θα πάρω. σσεραλέ = φαγώθηκες (την
φαγουρίζω (µετβ. ρ.): χάντζαβ έβαψες), αν σε πιάσουν οι
π.χ. χαντζόλ τουτ κο ντουµό αστυνοµικοί).
µαριµάσκε; = σε φαγουρίζει η φαγώσιµος (επίθ.): χαµάσκο, -ι.
πλάτη σου για ξύλο; φαΐ: (βλ. φαγητό).
φαγούρισµα: χαντζαηπέ, ο. φαίνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
φάγωµα: χα(ν)ντιπέ, ο σικάντιαβ (σ.α. εµφανίζοµαι,
π.χ. ο χα(ν)ντιπέ ε µενιένγκο = το αποδεικνύοµαι)
φάγωµα των παπουτσιών. π.χ. νι σικάντολ κατάρ, ντουρ σι =
φαγωµένος (µτχ. ως επίθ.): δε φαίνεται από ’δώ, µακριά είναι,
χα(ν)ντό,-ί ουτσχάρ-τουτ, κε τσανγκά σικάντον
π.χ. χα(ν)ντό σοµ, νι µανγκάβ τε = σκεπάσου, τα πόδια σου
χαβ = φαγωµένος είµαι, δε θέλω να φαίνονται, λατσχό µανούςς
φάω, χα(ν)ντέ σι ε τοµαφιλέσκε σικάντολ = καλός άνθρωπος
λαστίκε = φαγωµένα είναι τα φαίνεται.
λάστιχα του αυτοκινήτου. Αντίθ. γκαράντιαβ = κρύβοµαι,
χασάρντιαβ = χάνοµαι,
448

εξαφανίζοµαι, χασάαβ = φαλακρώνω (µετβ. ρ.): χαλό (-ί)-


εξαφανίζοµαι, χάνοµαι. κεράβ (= φαλακρό(-ή) κάνω) και
φαίνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): µπε(λ)λί- χαλιαράβ
κεράβ (= φανερό κάνω) π.χ. η γιακ χαλιαρντάς ο µπαλκάνο
π.χ. µπε(λ)λί-κερέλ κάι πφενέλ = η φωτιά φαλάκρωσε το βουνό.
χοχαηπέ. λεσκό µούι λολιλό = φαλιµέντο: φελεµέ(ν)το, ο
φαίνεται που λέει ψέµα. το φαλιρίζω (αµετβ. ρ.): φελεµέ(ν)το-
πρόσωπό του κοκκίνησε. τσχαβ
φάκα: φάκα, η π.χ. α(ν)ντέ τριν τσχον φελεµέ(ν)το
π.χ. (µτφ.) κάι κα τζας; κα περές τσχουτά, πφα(ν)ντά ο ντικιάνο = σε
α(ν)ντί φάκα = πού θα πας; θα τρεις µήνες φαλίρισε, έκλεισε το
πέσεις στη φάκα (δηλ. θα σε µαγαζί. (φελεµέ(ν)το-τσχαβ
πιάσω). κυριολ.: φαλιµέντο ρίχνω)
φάκελος: φάκελο, ο Σύνων. τσοριάβ = φτωχαίνω αµετβ.
π.χ. µιρνό σι καβά φάκελο = δικός Αντίθ. µπαρβαλισάαβ και ζενγκίνι-
µου είναι αυτός ο φάκελος. κερντιάβ = πλουτίζω αµετβ.
φακή: λί(ν)τα, η φαλίρισµα: (βλ. φαλιµέντο).
π.χ. κιριλί η λί(ν)τα; = έβρασε η φάλτσο: φάλτσο, ο
φακή; π.χ. φάλτσο τσαλάβ η τόπα =
φακίδα: τσίλι, ο (πληθ. τσίλορα, ε) φάλτσο χτύπα την µπάλα.
π.χ. πφερντό τσίλορα σι λεσκό µούι φανέλα: φανέλα, η
= γεµάτο φακίδες είναι το πρόσωπό π.χ. σαβί σσουκάρ φανέλα
του. κι(ν)ντόµ τούκε! = τι ωραία φανέλα
φακιδιάρης (επίθ.): τσι(λ)λίο, -ίκα. σου αγόρασα!
φακός: φακό, ο φανερός (α) (επίθ.): σικαντό,-ί
π.χ. κάι τχοντάν ο φακό; = πού (σ.α. εµφανής, ορατός, δειγµένος)
έβαλες τον φακό; π.χ. σικαντό σι ο τσατσιπέ =
φαλακροκέφαλος* (επίθ.): χαλέ- φανερή είναι η αλήθεια.
σσερέσκο, -ι. Αντίθ. µπισικαντό = αφανής,
φαλακρός (επίθ.): χαλό, -ί γκαραντό = κρυµµένος, χασαρντό =
π.χ. µπουτ πελέ κε µπαλά, χαλό κα χαµένος, εξαφανισµένος.
ατσχές = πολύ έπεσαν τα µαλλιά φανερός (β) (άκλ. επίθ. και
σου, φαλακρός θα µείνεις. επίρρ.): µπε(λ)λί (σ.α. φανερά,
φαλακρούλης (επίθ.): χαλορό,-ί πρόδηλος, προδήλως, προφανής,
φαλάκρα: χαλιπέ, ο. ευδιάκριτος, εµφανής, εµφανώς,
φαλάκρωµα: (βλ. φαλάκρα). ορατός, ορατώς, έκδηλος)
φαλακρωµένος (µτχ.): χαλιαρντό-ί π.χ. καβά σσέι, µπε(λ)λί σας, κάι
Συνών. χαλό = φαλακρός. κα κερντόλ = αυτό το πράγµα,
φαλακρώνοµαι: (βλ. (αµετβ.) φανερό ήταν, ότι θα γίνει.
φαλακρώνω). Αντίθ. µπε(λ)λεσίζι = άδηλος,
φαλακρώνω (αµετβ. ρ.): χαλιάβ αδήλως.
(σ.α. φαλακρώνω σε κάθε τριχωτό φανέρωµα: σικανταριπέ, ο (κυριολ.
µέρος του σώµατος) ανάδειξη)
π.χ. χαλιλό κο σσορό = φαλάκρωσε (σ.α. αποκάλυψη, επίδειξη,
το κεφάλι σου. προβολή, παρουσίαση)
449

Αντίθ. γκαραηπέ = κρύψιµο, τίποτα, ό,τι κάνει, το κάνει η


χασαριπέ = χάσιµο, εξαφάνιση, φαντασία σου.
απώλεια. φάντασµα (α): τζοχανό, ο
φανερωµένος (µτχ.): σικανταρντό,- π.χ. εβελντέν σας τζοχανέ, ακανά
ί και σικαντι(ν)ντό, -ί (κυριολ. νάι = παλιά υπήρχαν φαντάσµατα,
αναδειγµένος) (σικανταρντό σ.α. τώρα δεν υπάρχουν, σαρ τζοχανό
αποκαλυµµένος, επιδειγµένος, κερντιλό καβά = σαν φάντασµα
προβεβληµένος, παρουσιασµένος). έγινε αυτός (δηλ. ασχήµυνε πολύ),
Αντίθ. γκαραντό = κρυµµένος, θηλ. τζοχανί, η (σ.α. στρίγκλα π.χ.
µπισικαντι(ν)ντό και µπισικανταρντό µπουτ τζοχανί ροµνί σι κι σασούι =
= αφανέρωτος. πολύ στρίγκλα γυναίκα είναι η
φανερώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): πεθερά σου).
σικανταράµαν και σικαντινάβαβ φάντασµα (β) (λέγεται ως φοβέρα
(κυριολ. αναδεικνύοµαι) (σ.α. για τα παιδιά): γκουγκού, ο
επιδεικνύοµαι, προβάλλοµαι, π.χ. τε να χάσα κι ζουµί, κα χαλ
παρουσιάζοµαι) τουτ ο γκουγκού = αν δε φας το
π.χ. σικαντινάιλο ο τσατσιπέ = φαγητό σου, θα σε φάει το
φανερώθηκε η αλήθεια, νι φάντασµα (όταν ο τόνος ανεβαίνει
σικαντάρεστουτ, πφιρνορέα, στην παραλήγουσα, τότε η λέξη
τσοράλ κερές κι µπουκί = δεν σηµαίνει πανάσχηµος-η, π.χ. τζάταρ
φανερώνεσαι, πονηρούλη, κρυφά κατάρ τσχε γκούγκου = φύγε από
κάνεις τη δουλειά σου. ‘δω πανάσχηµη).
Αντίθ. γκαράντιαβ και γκαραβάµαν φαντασµατάκι: τζοχανορό, ο.
= κρύβοµαι. φάντης: φά(ν)ντι, ο.
φανερώνοµαι (β): σικαντισάαβ φάρα: φάρα, η
(κυριολ. αναδεικνύοµαι) (σ.α. π.χ. κατάρ αµαρί φάρα σι καβά =
επιδεικνύοµαι, προβάλλοµαι, από τη δική µας φάρα είναι αυτός.
παρουσιάζοµαι). φαράσι: σικνό-κιρέκο, ο και σικνί-
φανερώνοµαι (γ) (αµετβ. ρ.): λοπάτα, η (κυριολ. µικρό φτυάρι)
σικάντιαβ (= φαίνοµαι, π.χ. καζόµ παρέ κερέλ ο σικνό-
εµφανίζοµαι, αποδεικνύοµαι). κιρέκο; = πόσα λεφτά κάνει το
φανερώνω (µετβ. ρ.): σικανταράβ φαράσι;
(σ.α. αποκαλύπτω, επιδεικνύω, Φαραώ: Φιραούνο, ο
παρουσιάζω, προβάλλω) (κυριολ. (σ.α. αρχαίος Αιγύπτιος).
αναδεικνύω) φαρδαίνω (α) (µετβ. ρ.):
π.χ. κα σικανταράβ τουµαρέ γκενισσλετιρίαβ
ρεζι(λ)λίκορα = θα φανερώσω τα π.χ. κα γκενισσλετιρίαβ ο φουστά-
ρεζιλίκια σας. νο = θα φαρδύνω το φουστάνι.
Αντίθ. γκαραβάβ = κρύβω, Αντίθ. τανγκιαράβ = στενεύω
χασαρνταράβ = εξαφανίζω, (µετβ.) και ντάρι-κεράβ = στενεύω
αφανίζω, εξοντώνω. (µετβ.)
φαντάρος: (βλ. στρατιώτης.). φαρδαίνω (β) (µετβ. ρ.): γκενίσσι-
φαντασία: φα(ν)ντασία, η κεράβ (= φαρδύ κάνω).
π.χ. νάι τουτ κχάντσικ, σο κερέλ, φαρδαίνω (α) (αµετβ. ρ.):
κερέλ λε κι φα(ν)ντασία = δεν έχεις γκενισσλενίαβ
450

π.χ. γκενισσλενίορ ο ντροµ νταά (ντραπ σ.α. βότανο).


τελέ = φαρδαίνει ο δρόµος πιο φαρµακοποιός: ερζανετζίο, ο (θηλ.
κάτω. ερζανετζίκα, η).
Αντίθ. τανγκιάβ = στενεύω (αµετβ.) φασαρία (α): τσινγκάρ, η
και ντάρι-κερντιάβ = στενεύω (σ.α. µάλωµα, πόλεµος, καβγάς)
(αµετβ.). π.χ. µπεςς σσουκάρ˙ ρόντεστουτ
φαρδαίνω (β) (αµετβ. ρ.): τσινγκαράκε; = κάτσε καλά˙
γκενίσσι-κερντιάβ (= φαρδύς ψάχνεσαι για φασαρία;
γίνοµαι) φασαρία (β): γκυρι(ν)τία,
Αντίθ. ντάρι-κερντιάβ = στενεύω γκυρι(ν)τάβα (τα υ προφ. όπως το
αµετβ. γαλλικό u), γκιουρι(ν)τία και
φάρδεµα: γκενισσλεµέκο, ο γκιουρι(ν)τάβα, η (κυριολ.
Αντίθ. τανγκιαριπέ = στένεµα, θόρυβος)
νταρλαµάκο = στένεµα. π.χ. νά κερέν γκιουρι(ν)τία, ο
φαρδόκαρδος: (βλ. φαρδόψυχος). χουρντό πασστόλ = µην κάνετε
φάρδος: γκενισσλίκο, ο φασαρία (θόρυβο), το παιδί
π.χ. καζόµ µέτρορα σι ο κοιµάται.
γκενισσλίκο; = πόσα µέτρα είναι το φασίνα: φασσίνα, η
φάρδος; π.χ. κεράβ φασσίνα ο κχερ = κάνω
Αντίθ. τανγκιπέ και νταρλούκο = φασίνα το σπίτι.
στενότητα. φάσκιωµα: πακιαριπέ, ο
φαρδόψυχος (επίθ.): γκενίσσι- Συνών. κουρπαριπέ = σπαργάνωµα.
γκέσκο, -ι φασκιωµένος (µτχ.): πακιαρντό,-ί
π.χ. καγιά µπουκί µανγκέλ Συνών. κουρπαρντό =
γκενίσσι-γκέσκο µανούςς = αυτή η σπαργανωµένος.
δουλειά θέλει φαρδόψυχο άνθρωπο. Αντίθ. µπιπακιαρντό = αφάσκιωτος.
Αντίθ. ντάρι-γκέσκο = στενόψυχος. φασκιώνω (µετβ. ρ.): πακιαράβ
φαρδύς (άκλ. επίθ.): γκενίσσι π.χ. πακιαράβ ε χουρντέ =
π.χ. µπουτ γκενίσσι σι καβά φασκιώνω το µωρό.
πα(ν)τόλι µάνγκε = πολύ φαρδύ (πακιαράβ σ.α. τυλίγω,
είναι αυτό το παντελόνι για µένα, συσκευάζω).
γκενίσσι σι ο ντροµ = φαρδύς είναι Συνών. κουρπαράβ = σπαργανώνω.
ο δρόµος. φασολάδα: φουσουέσκι-ζουµί, η (=
Αντίθ. τανγκ και ντάρι = στενός. φασολιού φαγητό)
φαρµακείο: φαρµακίο, ο και π.χ. φουσουέσκι-ζουµί κα κεράβ
ερζανάβα, η αβγκιέ = φασολάδα θα κάνω
π.χ. σαβό φαρµακίο σι αϊράτ σήµερα, χα τε ντικχές σαρ κερντιλί
πουταρντό; = ποιο φαρµακείο είναι ε φουσουέσκι-ζουµί, σο τε κερές ο
απόψε ανοιχτό;, κα τζας τζι κάι µας = φάε να δεις πώς έγινε η
ερζανάβα; = θα πας µέχρι το φασολάδα, τι να το κάνεις το κρέας.
φαρµακείο; φασολάκια (φρέσκα): ταζέ-
φάρµακο: ντραπ και ιλάτσι, ο φουσουϊά, ε (= φρέσκα φασόλια)
π.χ. κα λατσχαρέν τουτ καλά (προφ. µε συνίζηση ια).
ντραπά = θα σε καλυτερέψουν αυτά φασόλι: φουσούι, ο
τα φάρµακα, πιλάν κο ιλάτσι; = π.χ. οπάςς κίλο φουσούι λιόµ =
ήπιες το φάρµακό σου; µισό κιλό φασόλι (φασόλια) πήρα.
451

(υπόκ.): φουσουϊορό, ο (προφ. µε φέρνω (µετβ. ρ.): α(ν)ταβάβ και


συνίζηση ιο). αταβάβ
φάτνη: αβρούζι, ο (= παχνί) π.χ. σο µανγκές τε α(ν)ταβάβ
π.χ. τσχου τσαρ α(ν)ντό αβρούζι, τε τουκέ; = τι θέλεις να σου φέρω;,
χαν ε µπακρέ = ρίξε χόρτο µες στη νταά νι αταντά ε µανγκινά; = ακόµα
φάτνη, να φάνε τα πρόβατα (βλ. και δεν έφερε τα εµπορεύµατα;
λεκάνη (βρύση)). φέροµαι: (βλ. συµπεριφέροµαι).
φάτσα: φάτσα, η φέρσιµο:(βλ. συµπεριφορά).
π.χ. κι φάτσα νι ντικχές, µαν φέτα: φιλία, η
πρασάς = τη φάτσα σου δε βλέπεις, π.χ. τσχιν µανγκέ γεκ φιλία κιράλ =
εµένα κοροϊδεύεις. µποζντού ε κόψε µου µια φέτα τυρί, ντούι φιλίε
κχερέσκι φάτσα καβά ρένκι = µαρνό = δυο φέτες ψωµί.
χάλασε τη φάτσα του σπιτιού αυτό φετινός (επίθ.): καλέ-
το χρώµα. µπροσσέσκο,-ι (= αυτού του
Συνών. µούι = πρόσωπο, στόµα. χρόνου) και καλέ-µπρεσσέσκο,-ι (=
φαφούτης: µπιντα(ν)ντένγκο, ο. αυτού του χρόνου)
φαφούτα (η): µπιντα(ν)ντένγκι, η. π.χ. καλέ-µπροσσέσκι µόδα σι
φαφουτιάζω (αµετβ. ρ.): καγιά = φετινή µόδα είναι αυτή.
µπιντα(ν)ντένγκο-ατσχάβ (= χωρίς φέτος (επίρρ.): καβά-µπροςς (=
δόντια µένω). αυτόν το χρόνο) και καβά-µπρεςς
φεγγάρι: (βλ. µήνας). (= αυτόν το χρόνο)
φεγγερός: (βλ. φωτεινός). π.χ. καβά-µπροςς ιτσ γιβ νι
φέγγος: (βλ. φως (β)). ντικχλαµούς = φέτος καθόλου χιόνι
φέγγω: (βλ. φωτίζω (β)). δεν είδαµε.
φερετζές: φερετζάβα, η φετούλα: φιλιίσα, η
π.χ. βουραντά πι φερετζάβα η π.χ. χα κι φιλιίσα = φάε τη φετούλα
Χοραχνί = φόρεσε τον φερετζέ της σου.
η Τουρκάλα. φευγατίζω (µετβ. ρ.): νασσαλάβ
φέρετρο: ταµπούτο, ο (σ.α. απάγω, εξαφανίζω,
π.χ. (κατάρα) κο νταµπούτο τε φυγαδεύω).
α(ν)ταβέν σαρ αβές κοτάρ = το φευγάτισµα: νασσαλιπέ, ο (σ.α.
φέρετρό σου να φέρουν καθώς θα απαγωγή, εξαφάνιση, φυγάδευση).
’ρχεσαι από ’κει. φευγατισµένος (µτχ.): νασσαλντό,
φερµένος (µτχ.): α(ν)ταντό,-ί και -ί (σ.α. εξαφανισµένος, φευγάτος,
αταντό, -ι φυγαδευµένος).
Αντίθ. τζι(ν)ντό = πηγεµένος, φευγάτος (µτχ. ως επίθ.):
ινγκαρντό και ινγκιαρντό = νασσαλντό, -ί (σ.α. φυγαδευµένος,
πηγεµένος, µεταφερµένος, εξαφανισµένος).
οδηγηµένος. φευγιό: (βλ. φυγή).
φερµουάρ (α): φερµούαρι, ο φεύγω (αµετβ. ρ.): τζάβταρ και
π.χ. πφά(ν)ντε κο φερµουάρι = νασσάβ
κλείσε το φερµουάρ σου. π.χ. κα τζάβταρ αβγκιέ = θα φύγω
φερµουάρ (β): σιντζίρι, ο (κυριολ. σήµερα, ναςς ανγκλά µά(ν)νταρ =
αλυσίδα) φύγε από µπροστά µου.
π.χ. πουταρντό σι κο σιντζίρι = (βλ. νασσάβ στα λήµµατα τρέχω
ανοιχτό είναι το φερµουάρ σου. (αµετβ.), ξεφεύγω)
452

Αντίθ. αβάβ και αβάβταρ = π.χ. ε ουτζούζι µινία αράντον σίγο


έρχοµαι. = τα φτηνά παπούτσια φθείρονται
φήµη (α): ασσου(ν)ντιπέ, ο (= γρήγορα.
άκουσµα, ασσουνάβ = ακούω) Συνών. µουσάρντιαβ = χαλώ
π.χ. νά πακιά καλά όρµπε, σάντε (αµετβ.).
ασσου(ν)ντιµάτα σι = µην τα φθείρω (µετβ. ρ.): αραβάβ
πιστεύεις αυτά τα λόγια, είναι µόνο (σ.α. χαλώ(µετβ.))
φήµες. Συνών. µουσαράβ = χαλώ (µετβ.).
φήµη (β): νάµο, ο φθινόπωρο: φθινόπορο, ο
π.χ. µπαρό νάµο κερντιλό καβά π.χ. φθινόπορο σι, ο(ν)ντάν περέν ε
σσέι, σα η ντουνιάβα ασσου(ν)ντά κοπατσένγκε πατρά = φθινόπωρο
λε = µεγάλη φήµη έγινε αυτό το είναι, γι’ αυτό πέφτουν τα φύλλα
πράγµα, όλος ο κόσµος το άκουσε από τα δέντρα.
(σ.α. δόξα). φθίνω: (βλ. λιγοστεύω αµετβ.).
φηµίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): φθισικός: (βλ. φυµατικός).
ασσου(ν)ντινάβαβ φθορά: αραντιπέ, ο (σ.α. χάλασµα)
π.χ. ασσου(ν)ντινάολ πε λατσχέ φιγούρα (α): φιγούρα, η
µπουκιάκε κάι κερέλ = φηµίζεται π.χ. φιγούρα µπικινές µάνγκε; =
για την καλή δουλειά που κάνει. φιγούρα µου πουλάς;
(ασσου(ν)ντινάβαβ σ.α. διαδίδοµαι, Συνών. σικανταριπέ = επίδειξη,
διαλαλούµαι). προβολή, ανάδειξη, παρουσίαση.
φηµίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): φιγούρα (β): φιγούραλούκο, ο
ασσου(ν)ντισάβαβ και π.χ. πφουριλάν, νταά
ασσου(ν)ντισάαβ (σ.α. διαδίδοµαι, φιγούραλούκο µανγκές τε κερές; =
διαλαλούµαι) γέρασες, ακόµα φιγούρα θέλεις να
Συνών. ασσού(ν)ντιαβ = κάνεις;
ακούγοµαι, φηµολογούµαι. φιγουράρω (α) (αµετβ. ρ.):
φηµισµένος (µτχ. ως επίθ.): φιγούρα-κεράβ (= φιγούρα κάνω)
ασσου(ν)ντό,-ί (= ακουστός) π.χ. µπουτ φιγούρα-κερές ντικχάβ
π.χ. ασσου(ν)ντό ντοκτόρι σι καβά καλέ σσεένσα = πολύ φιγουράρεις
= φηµισµένος γιατρός είναι αυτός. βλέπω µ’ αυτά τα ρούχα.
Συνών. ασσαρντό = παινεµένος, Συνών. σικανταράµαν =
περίφηµος. επιδεικνύοµαι, προβάλλοµαι,
φηµολογία: (βλ. φήµη). αναδεικνύοµαι, παρουσιάζοµαι.
φηµολογούµαι (αµετβ.ρ.): φιγουράρω (β) (αµετβ. ρ.):
ασσού(ν)ντιαβ (= ακούγοµαι) φιγούραλούκο-κεράβ (= φιγούρα
π.χ. ασσού(ν)ντολ κάι κα κάνω).
πααλανίορ ο γκάζι = φηµολογείται φιγουρατζής: φιγούρατζιο, ο
ότι θα ακριβύνει το πετρέλαιο. (φιγουρατζού, η = φιγούρατζικα, η)
φθαρµένος (µτχ.): αραντό,-ί (σ.α. π.χ. σικνιντέρα σας φιγούρατζιο =
χαλασµένος) από µικρός ήταν φιγουρατζής.
Συνών. µουσαρντό = χαλασµένος. φιδάκι: σαπορό, ο.
φθείροµαι (αµετβ. ρ.): αράντιαβ φίδι: σαπ, ο
(σ.α. χαλώ (αµετβ.)) π.χ. (φράση) µε κα ικαλάβ ο σαπ
α(ν)ντάρ η χουβ; = εγώ θα βγάλω
το φίδι από την τρύπα; (µτφ.)
453

τζανές σο σαπ σι καβά; = ξέρεις τι π.χ. κα κερέλ πε παρές


φίδι είναι αυτός;, (κατάρα) σαπ τε σσαρα(ν)ντά καβά µπιζζάι = θα τα
ντα(ν)νταλέλ τουτ σαρ κα πφιρές = κάνει τα λεφτά του µαξιλάρια αυτός
φίδι να σε δαγκώσει καθώς θα ο φιλάργυρος.
περπατάς. (βλ. και τσιγκούνης).
φιδίσιος (α) (επίθ.): σαπαλό,-ί φιλενάδα: αµαλίν, η
π.χ. σαπαλί µορκχί = φιδίσιο π.χ. λατσχί αµαλίν τε αβέσας, νά
δέρµα, (µτφ.) µπουτ φενά σαν, κα τζάσας µε ροµέσα = καλή
σαπαλέα! = πολύ κακός είσαι, φιλενάδα αν ήσουν, δε θα πήγαινες
φιδίσιε! µε τον άντρα µου, τζαβ κάι µι
(σαπαλό µτφ. λέµε τον ύπουλο, αµαλίν = πάω στη φιλενάδα µου.
δόλιο, πανούργο και πολύ πονηρό φιλεναδίτσα: αµαλινορί, η.
άνθρωπο) (βλ. και πανούργος). φιλεργία: (βλ. εργατικότητα).
φιδίσιος (β) (επίθ.): σαπέσκο, -ι φίλεργος: (βλ. εργατικός).
π.χ. σαπέσκο ζεήρι = φιδίσιο φιληµένος (µτχ.):
δηλητήριο. τσουµουντι(ν)ντό, -ί και
φιδότρυπα: σαπέσκι-χουβ, η. τσουµιντι(ν)ντό, -ί
φιλαλήθεια: ντοβρουτζουλούκο, ο. Αντίθ. µπιτσουµουντι(ν)ντό και
φιλαλήθης: ντοβρουτζίο, ο (θηλ. µπιτσουµιντι(ν)ντό = αφίλητος.
ντοβρουτζούκα, η) (σ.α. ντόµπρος, φιλί: τσουµιντιπέ και
ευθύς). τσουµουντιπέ, ο
φιλανθρωπία (α): µανουσσιπέ, ο π.χ. ντιά λε γεκ τσουµιντιπέ κάι η
(= ανθρωπιά). τσχαµ = του ’δωσε ένα φιλί στο
φιλανθρωπία (β): λατσχιπέ, ο (= µάγουλο.
καλοσύνη, καλό, το σ.α. φιλία: αµαλιπέ, ο (σ.α. παρέα)
ευεργεσία). π.χ. (στίχος από ποίηµα Γ. Αλεξίου
φιλανθρωπικός (α) (επίθ.): «ο τσατσουκανό αµαλιπέ» (= η
µανουσσικανό,-ί (= ανθρώπινος) αληθινή φιλία)): ο τσατσουκανό
φιλανθρωπικός (β) (επίθ.): αµαλιπέ ιν πφουκαβέλ τουτ ιτσ = η
λατσχιµάσκο, -ι (= για καλοσύνη, αληθινή φιλία δεν σε προδίδει ποτέ.
για καλό) Αντίθ. ντουσσµα(ν)νούκο και
π.χ. λατσχιµάσκο γιαρντούµο = ντουσσµανλούκο = έχθρα,
φιλανθρωπική βοήθεια. εχθρότητα.
φιλαράκι: αµαλορό, ο φιλιέµαι (αµετβ. ρ.): τσουµίνταµαν
π.χ. αβιλό µο αµαλορό = ήρθε το και τσουµούνταµαν
φιλαράκι µου. π.χ. ντικχλόµ λεν τε
φιλαργυρία (α): τερέαλούκο, ο. τσουµίντε(ν)πες = τους είδα να
φιλαργυρία (β): (βλ. τσιγκουνιά). φιλιούνται.
φιλάργυρος (α) (επίθ.): φιλικός (επίθ.): αµαλικανό, -ί
τσινγκούνι-κα (= τσιγκούνης) και Αντίθ. ντουσσµανέσκο = εχθρικός.
(άκλ. επίθ.) τερέα φιλόζωος: αϊβανατένγκο-αµάλ, ο
π.χ. οπρά πι ντραµία ιζντράλ καβά (= ζώων φίλος).
τερέα = πάνω στη δραχµή του φιλονικία: (βλ. µάλωµα, καβγάς).
τρέµει αυτός ο φιλάργυρος. φιλονικώ: (βλ. µαλώνω,
φιλάργυρος (β) (άκλ. επίθ.): καβγαδίζω).
µπιζζάι φιλοξενία: µισαφιρλίκο, ο.
454

φιλοξενούµενος: µισαφίρι, ο έβαλε φιτιλιές η µάνα του, για να


π.χ. σίµαν µισαφίρα αϊράτ κάι µο µαλώσει µε την γυναίκα του. (βλ.
κχερ = έχω φιλοξενούµενους απόψε και φιτίλι).
στο σπίτι µου. (θηλ. µισαφίρκα, η). φιτιλιά (β): φίτι, ο
φιλοπονία: (βλ. εργατικότητα). π.χ. του τχος λεσκέ καλά φίτορα
φιλόπονος: (βλ. εργατικός). α(ν)ντέ λεσκί γκογκί = εσύ του
φίλος: αµάλ, ο βάζεις αυτές τις φιτιλιές στο µυαλό
π.χ. σικνιµάσταρ σαµούς αµαλά = του.
από µικροί είµαστε φίλοι, (φράση) φλαµούρι: φλαµούρι, ο και
σικάβ µανγκέ κε αµαλέ, τε πφενάβ αλαµούρι, ο
τουκέ κον σαν = δείξε µου το φίλο π.χ. κερ µανγκέ φλαµουρέσταρ
σου να σου πω ποιος είσαι. τσάι = φτιάξε µου από φλαµούρι
Αντίθ. ντουσσµάνο = εχθρός. ρόφηµα, µπούσσουκαρ κχά(ν)ντελ
φιλοχρηµατία: παρένγκο-ντιλιπέ ο αλαµούρι = υπέροχα µυρίζει το
και λοβένγκο-ντιλιπέ, ο (= φλαµούρι.
χρηµάτων τρέλα) φλαµουριά: φλαµουριλίν, η
Συνών. τερέαλούκο = φιλαργυρία, φλέβα: νταµάρι, ο
τσινγκούναλούκο = τσιγκουνιά. π.χ. τε ουσστέλα µο ντιλό νταµάρι,
φιλοχρήµατος (επίθ.): παρένγκο(- τζανές σο κα κεράβ τουτ; = αν
ι)-ντιλό, -ί και λοβένγκο(-ι)-ντιλό,-ί σηκωθεί η τρελή µου η φλέβα,
(= χρηµάτων τρελός) ξέρεις τι θα σε κάνω;
π.χ. µε νάι σοµ σαρ τούτε φλεβικός (επίθ.): νταµαρέσκο, -ι.
παρένγκο-ντιλό = εγώ δεν είµαι σαν φλεβίτσα: νταµαρίσι, ο.
εσένα φιλοχρήµατος. φλέγοµαι (αµετβ. ρ.): πφαµπιάβ
Συνών. τερέα = φιλάργυρος, (=καίγοµαι)
τσινγκούνι = τσιγκούνης. π.χ. ο χουρντό πφαµπόλας κατάρ ο
φιλώ (µετβ. ρ.): τσουµίνταβ και πιρετό = το µωρό φλεγόταν από τον
τσουµούνταβ πυρετό.
π.χ. τσουµιντά πε χουρντέν ντα φλέµα: µπαλγκούµο, ο
γκελόταρ = φίλησε τα παιδιά του κι π.χ. κατάρ τζιγκάρα ικαλές καλά
έφυγε. µπαλγκούµορα = από το τσιγάρο
φις: φίσσι, ο βγάζεις αυτά τα φλέµατα.
π.χ. ικάλ ο φίσσι α(ν)ντάρ η µπρίζα φλέµατα (α): µπαλγκούµορα, ε.
= βγάλε το φις από την πρίζα. φλέµατα (β): χασά, ε (πληθ. του
φιστικής (επίθ.): φουστουκέσκο, - χας = βήχας) (χασάβ = βήχω).
ι. φλιτζανάκι: φιλτζανίσι, ο.
φιστίκι: φουστούκο, ο φλιτζάνι: φιλτζάνο, ο
π.χ. φουστούκορα κα χας; = π.χ. κα ντικχές µο φιλτζάνο; = θα
φιστίκια θα φας; µου κοιτάξεις το φλιτζάνι;
φιστικιά: φουστουκλίν, η. φλόγα: φλόγα, η
φιτίλι: φιτίλι, ο π.χ. (κατάρα) φλόγα τε πφαµπαρέλ
π.χ. λανµπάκο φιτίλι = φιτίλι τουτ = φλόγα να σε κάψει.
λάµπας (πετρελαίου). φλοιός: (βλ. φλούδα).
φιτιλιά (α): φιτίλι, ο φλούδα: κόζζα, η (σ.α. κόρα,
π.χ. τχοντά λεσκέ φιτίλα λεσκί ντέι, φλοιός)
για τε χάλπες πε ροµνάσα = του
455

π.χ. νά τσχου τελέ ε κόζζε = µη φοβία: τραςς και νταρ, η (= φόβος,


ρίχνεις κάτω τις φλούδες, τρόµος).
α(µ)µπρολάκι κόζζα = φλούδα φοβίζω (µετβ. ρ.): τρασσαβάβ
αχλαδιού, πφαµπαϊάκι κόζζα = Συνών. νταρανταράβ = τροµάζω
φλούδα µήλου. (µετβ.), φοβερίζω.
(βλ. και κόρα). φοβισµένος (µτχ.): τρασσαντό,-ί
(υποκ.) κοζζίσα και κοζζορί, η. και τρασσανταρντό,-ί (σ.α.
φλουδερός (α) (επίθ.): κοζζαλό, -ί τροµαγµένος)
φλουδερός (β) (επίθ.): τφουλέ- Συνών. νταρανταρντό =
κοζζάκο,-ι (κυριολ. τροµαγµένος, φοβισµένος.
χοντρόφλουδος) φοβιτσιάρης (α) (επίθ.):
π.χ. τφουλέ-κοζζάκο πορτοκάλι = τρασσανό,-ί
φλουδερό πορτοκάλι. π.χ. τζάταρ κατάρ, µο τρασσανέα!
Αντίθ. σανέ-κοζζάκο = = φύγε από δω, ρε φοβιτσιάρη!
ψιλόφλουδος. (τρασσανό σ.α. φοβερός, π.χ.
φλυαρία: πφερασαλιπέ, ο. ντικχλόµ τρασσανό σουνό ιρακί η
φλύαρος (επίθ.): πφερασαλό,-ί ρατ = είδα φοβερό όνειρο χθες το
(σ.α. γλωσσοπλάστης). βράδυ)
φλυαρώ (αµετβ. ρ.): πφερασαράβ. Αντίθ. µπιτρασσανό και
φοβάµαι (αµετβ. ρ.): τρασσάβ µπιτρασσάκο = άφοβος.
(σ.α. τροµάζω αµετβ.) φοβιτσιάρης (β) (επίθ.): νταρανό, -
π.χ. νά τρασσά, νι κερντιλό ί
κχάντσικ = µη φοβάσαι, δεν έγινε π.χ. µπουτ νταρανό σαν! = πολύ
τίποτα, τρασσάβ τε να νασφάολ = φοβιτσιάρης είσαι! (νταρανό σ.α.
φοβάµαι να µην αρρωστήσει. τροµαχτικός, βλ. και τροµαχτικός)
Συνών. νταράβ = τροµάζω (αµετβ.), Αντίθ. µπινταρανό και µπινταράκο
φοβάµαι. = άφοβος, άτροµος.
φοβέρα: τρασσαηπέ, ο φόβος (α): τραςς, η (σ.α. τρόµος)
π.χ. τρασσαηπέ µανγκέλ, για τε π.χ. ντιά τραςς α(ν)ντέ λεσκό γκι =
ποκινέλ πο µπόρτζι = φοβέρα θέλει, µπήκε φόβος µες στη ψυχή του,
για να πληρώσει το χρέος του. ιζντράλας ε τρασσάταρ = έτρεµε
Συνών. τρασσανταριπέ = από τον φόβο.
φοβέρισµα, νταρανταριπέ = Συνών. νταρ = τρόµος, φόβος.
τρόµαγµα, φοβέρισµα. Αντίθ. µπιτρασσαηπέ = αφοβία.
φοβερίζω (µετβ. ρ.): φόβος (β): νταρ, η (σ.α. τρόµος)
τρασσανταράβ (σ.α. τροµάζω µετβ.) π.χ. νταρ ασταρντά µαν = φόβος µ’
π.χ. νι τρασσανταρέν µαν καλά κάι έπιασε (βλ. και τρόµος).
πφενές = δεν µε φοβερίζουν αυτά φονεύω (µετβ. ρ.): µουνταράβ (=
που λες. σκοτώνω, δολοφονώ, νεκρώνω
Συνών. τρασσαβάβ = φοβίζω, (µετβ.), σβήνω (µετβ.)).
νταρανταράβ = τροµάζω µετβ., φονιάς: κατίλι, ο (σ.α. δολοφόνος,
φοβερίζω. δράστης, κακοποιός, κακούργος,
φοβέρισµα: τρασσανταριπέ, ο (σ.α. εγκληµατίας)
τρόµαγµα) π.χ. µε κατίλι νασστί κερντιάβ, ο
Συνών. νταρανταριπέ = τρόµαγµα, µανούςς νάι τσιρικλί = εγώ φονιάς
φοβέρισµα.
456

δεν µπορώ να γίνω, ο άνθρωπος δεν π.χ. νι βουράντον καλά σσέα αν


είναι πουλί. Θηλ. κατίλκα, η. καβά τατιπέ = δε φοριούνται αυτά
φονικός (επίθ.): µουνταριµάσκο, -ι τα ρούχα σ’ αυτή τη ζέστη.
(κυριολ. για σκότωµα, σ.α. φόρος: φόρο, ο
δολοφονικός) π.χ. καζόµ παρέ ποκι(ν)ντάν φόρο
Συνών. µεριµάσκο = θανατηφόρος, καβά-µπροςς; = πόσα λεφτά
θανάσιµος, θανατικός. πλήρωσες φόρο φέτος;
φόνος: µουνταριπέ, ο (= σκότωµα, φορτηγατζής: φορτικοτσίο,
δολοφονία, σβήσιµο, νέκρωµα) φορτικοτζίο, φορτιγκοτζίο και
π.χ. κερντά µουνταριπέ, ο(ν)ντάν φορτιγκατζίο, ο.
ακχάντολ α(ν)ντό πφα(ν)ντιπέ = φορτηγό: φορτιγό και καµιόνι, ο
διέπραξε φόνο, γι’ αυτό βρίσκεται και φορτικό, ο
µες στη φυλακή. π.χ. (κατάρα) φορτιγό τε τσαλαβέλ
φόρα: φόρα, η τουτ ντα τε αβέλ κο αµπέρι =
π.χ. λε φόρα, για τε τσχόστουτ φορτηγό να σε χτυπήσει και να
κοτάρ = πάρε φόρα, για να ριχτείς έρθει η είδησή σου.
(πηδείξεις) από ‘κει, σο ντικχλά φορτίζοµαι (αµετβ.ρ.): πφερντιάβ
µαν, φόρα λιά = µόλις µε είδε, φόρα (= αµετβ. γεµίζω)
πήρε (δηλ. πήρε θάρρος). π.χ. νταά νι πφερντιλί η µπαταρία;
φορά (α) (επίρρ.): φαρέ και ντροµ = ακόµα δεν φορτίστηκε η
(βλ. οµόηχο ντροµ = δρόµος) µπαταρία;
π.χ. γεκ ντροµ αβιλό κατέ = µια φορτίζω (α) (µετβ. ρ.): πφεράβ (=
φορά ήρθε εδώ, καζόµ φαρέ κα γεµίζω)
πφενάβ τουκέ; νι ακχιαρές; = πόσες π.χ. τε πφερές η µπαταρία = να
φορές θα σου πω; δεν φορτίσεις την µπαταρία.
καταλαβαίνεις; φορτίζω (β) (µετβ. ρ.):
φορά (β) (επίρρ.): σεφέρι πφερνταράβ (κυριολ. βάζω να
π.χ. αβέρ σεφέρι κα πφενάβ τουκέ γεµίσει-ουν, κάνω να γεµίσει-ουν)
= άλλη φορά θα σου πω. π.χ. πφερνταρντάν η µπαταρία; =
φοράδα: γκρασνί, η (κυριολ. φόρτισες την µπαταρία; (βλ. και
αλόγα, η) (γκρας = άλογο) σφραγίζω (δόντι)).
(υποκ.): γκρασνορί, η. φόρτιση: πφεριπέ, ο
φόρεµα: ρόκλια και ρόκλα, η π.χ. ε τοµαφιλέσκι µπαταρία
π.χ. µπουτ σσουκάρ σι κι ρόκλια = µανγκέλ πφεριπέ = του αυτοκινήτου
πολύ ωραίο είναι το φόρεµά σου. η µπαταρία θέλει φόρτιση.
φορεµατάκι: ροκλιορί, η. φορτισµένος (µτχ.): πφερντό, -ί (=
φορεµένος (µτχ. ως επίθ.): γεµάτος, γεµισµένος, πλήρης).
βουραντό,-ί φόρτωµα (α): λανταηπέ, ο
π.χ. βουραντέ σι καλά µενία = (σ.α. ταξίδι, µετακόµιση)
φορεµένα είναι αυτά τα παπούτσια. Αντίθ. φουλαριπέ = ξεφόρτωµα,
(βλ. και ντυµένος) κατέβασµα, ξεφούσκωµα.
Αντίθ. µπιβουραντό = αφόρετος, φόρτωµα (β): υκλετιρµέκο, ο (το υ
άντυτος. προφ. όπως το γαλλικό u)
φοριέµαι (αµετβ. ρ.): βουράντιαβ π.χ. υκλετιρµέκο µανγκέν ε κασστά
= φόρτωµα θέλουν τα ξύλα.
φορτωµένος (α) (µτχ.): λανταντό,-ί
457

Αντίθ. φουλαρντό = ξεφορτωµένος, φούλ (άκλ. επίθ.): φουλ


κατεβασµένος, ξεφουσκωµένος. π.χ. ο τοµαφίλι σι φουλ, νι λελ
φορτωµένος (β) (άκλ. επίθ.): αβέρ τζενέ = το αυτοκίνητο είναι
υκλετιρµίσσι (το υ προφ. όπως το φουλ, δεν παίρνει άλλα άτοµα.
γαλλικό u). Συνών. πφερντό = γεµάτος, πλήρης.
φορτώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.): Αντίθ. τσουτσό, µπόσσι = άδειος,
λαντάβαβ.. κενός.
φορτώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.): φούλ (επίρρ.): φουλ
υκλενίαβ (το υ προφ. όπως το π.χ. φουλ µπουκί σι κατέ = φουλ
γαλλικό u). δουλειά έχει εδώ.
φορτώνω (α) (µετβ. ρ.): λανταβάβ Συνών. µπουτ = πολύ, πολύς.
π.χ. λαντάβεν ε µανγκινά οπρά Αντίθ. ιτσ = καθόλου, ποτέ.
τοµαφίλι ντα τε τζάσταρ = φουντούκι: φου(ν)ντούκο, ο.
φορτώστε τα εµπορεύµατα πάνω φουντουκιά: φου(ν)ντουκλίν, η.
στο αυτοκίνητο και να φύγουµε φούρναρης: φουρουντζίο, ο.
(λανταβάβ σ.α. ταξιδεύω, φουρνάρισσα: φουρουντζούκα, η.
µετακοµίζω) φουρνόξυλο: φουρουνέσκο-κάςς, ο.
(βλ. και ταξιδεύω). φούρνος: φουρούνο και µποβ, ο
Αντίθ. φουλαράβ = ξεφορτώνω, π.χ. αβγκιέ κα κεράβ κχαϊνί α(ν)ντό
κατεβάζω, ξεφουσκώνω (µετβ.). φουρούνο πατατένσα = σήµερα θα
φορτώνω (β) (µετβ. ρ.): κάνω κοτόπουλο στο φούρνο µε
υκλετιρίαβ (το υ προφ. όπως το πατάτες.
γαλλικό u) (µποβ = παλαιού τύπου φούρνος).
π.χ. υκλετιρίαβ ε κασστά = φουρτούνα: φουρτούνα, η
φορτώνω τα ξύλα. π.χ. σόσι καγιά φουρτούνα κάι
φορώ (µετβ. ρ.): βουραβάβ ικλιλί αβρίκ! = τι φουρτούνα είναι
π.χ. η καλί α(ν)τεράβα βουραντά αυτή που βγήκε έξω! (µτφ.) µπαρί
λα κο πφαλ = το µαύρο πουκάµισο φουρτούνα σίµαν κάι µο σσορό =
το φόρεσε ο αδερφός σου, µεγάλη φουρτούνα έχω στο κεφάλι
βουραβάβ µε µενία ντα τζάσταρ = µου.
φοράω τα παπούτσια µου και φούσκα: µπουσσούκα, η
φεύγουµε. (βλ. και µπαλόνι).
(βουραβάβ σ.α. ντύνω). φουσκίτσα: µπουσσουκίσα, η
(βλ. και ντύνω). (βλ. και µπαλονάκι).
φουκαράς: φουκαράβα, ο φούσκωµα: πφουκιπέ και
π.χ. µαρέλπες ο φουκαράβα σαστό πφουκιαριπέ, ο
γκιβέ α(ν)ντό κχαµ, για τε (πφουκιπέ από το πφουκιάβ
παρβαρέλ πε χουρντέν = αγωνίζεται (αµετβ. ρ.)= φουσκώνω αµετβ. και
ο φουκαράς όλη την ηµέρα µες πφουκιαριπέ από το πφουκιαράβ
στον ήλιο, για να ταΐσει τα παιδιά (µετβ. ρ.) = φουσκώνω µετβ.)
του. π.χ. ο πφουκιπέ ε χουµερέσκο = το
Συνών. τσορό = φτωχός, ορφανός. φούσκωµα του ζυµαριού, η λαστίκα
Αντίθ. µπαρβαλό, ζενγκίνι = µανγκέλ πφουκιαριπέ = το λάστιχο
πλούσιος. θέλει φούσκωµα.
φουκαρατζίκος: φουκαραβίσα, ο (πφουκιπέ (µτφ.) = λαχάνιασµα)
Συνών. τσορορό = φτωχαδάκι.
458

Αντίθ. φουλαριπέ = ξεφούσκωµα, φράντζα: φράντζα, η (πληθ.


κατέβασµα, ξεφόρτωµα. φράντζε, ε)
φουσκωµένος (µτχ.): πφουκό,-ί και π.χ. τσχιν εµπούκα λεσκί φράντζα,
πφουκιαρντό,-ί (σ.α. πρησµένος) ανγκλά λεσκέ γιακχά περέν ε µπαλά
(πφουκό από το φουσκώνω = κόψε λίγο την φράντζα του,
(αµετβ.) και πφουκιαρντό από το µπροστά στα µάτια του πέφτουν τα
φουσκώνω (µετβ.)) (πφουκιαρντό µαλλιά.
(µτφ.) = λαχανιασµένος) φράουλα: φράουλα, η
π.χ. πφουκιαρντί σι η λαστίκα = π.χ. κα χας φράουλα; = θα φας
φουσκωµένο είναι το λάστιχο, φράουλα; (πληθ. φράουλε, ε).
πφουκό σι µο σσορό = φουσκωµένο φραουλιά: φραουλίν, η.
(πρησµένο) είναι το κεφάλι µου. φραπές (καφές): φραπέ, ο και
Αντίθ. µπιπφουκιαρντό = φραπέ, η
αφούσκωτος. π.χ. κερ µανγκέ εκ γκουγκλό φραπέ
φουσκώνω (αµετβ. ρ.): πφουκιάβ = φτιάξε µου έναν γλυκό φραπέ.
(σ.α. πρήζοµαι) φρένο: φρένα, η και φρένο, ο
π.χ. χαλόµ µπουτ ντα πφουκιλόµ = π.χ. νι ασταρέν ε φρένε = δεν
έφαγα πολύ και φούσκωσα, πιάνουν τα φρένα.
πφουκιλό ο χουµέρ = φούσκωσε το φρεσκάδα: ταζεκλίκο, ο.
ζυµάρι. (πφουκιάβ (µτφ.) = φρέσκος (άκλ. επίθ.): ταζέ και
λαχανιάζω). ταζές
φουσκώνω (µετβ. ρ.): πφουκιαράβ π.χ. ταζέ σι ο µαρνό = φρέσκο είναι
(σ.α. πρήζω) το ψωµί, ταζές αρνέ = φρέσκα
π.χ. πφουκιαράβ η µπουσσούκα = αβγά.
φουσκώνω το µπαλόνι, πφουκιαράβ Αντίθ. µπαϊάτι = µπαγιάτικος.
ε τοµαφιλέσκι λαστίκα = φρόνιµα (α) (επίρρ.): γκογκιαβέρ
φουσκώνω το λάστιχο του π.χ. τε µπεσσέν γκογκιαβέρ = να
αυτοκινήτου, (µτφ.) πφουκιαρντά καθίσετε φρόνιµα.
λε λεσκί ντέι ντα χαλάπες πε (βλ. και φρόνιµος, λογικός).
ροµνάσα = τον φούσκωσε η µάνα φρόνιµα (β) (επίρρ.): ντυρύζυ (τα
του και µάλωσε µε τη γυναίκα του υ προφ. όπως το γαλλικό u)
(δηλ. τον έβαλε σε λόγια). π.χ. κε χουρντέ νι µπεσσέν
Αντίθ. φουλαράβ = ξεφουσκώνω ντυρύζυ, µο γκι καλαρντέ = τα
(µετβ.), κατεβάζω, ξεφορτώνω. παιδιά σου δεν κάθονται φρόνιµα,
φουσκωτός (επίθ.): πφουκλό, -ί την ψυχή µου µαύρισαν (ντυρύζυ
π.χ. σαό σσουκάρ σι καβά πφουκλό σ.α. σωστός, σωστά, π.χ. εκ
µαρνό = τι ωραίο είναι αυτό το ντυρύζυ µπουκί νασστί κερές = µια
φουσκωτό ψωµί, πφουκλό σωστή δουλειά δεν µπορείς να
σουµκέρι = φουσκωτό σφουγγάρι. κάνεις).
φούστα (µακριά): ετεκλίκο και φρόνιµα (γ) (επίρρ.): ντουρούζι
τεκλίκο, ο. π.χ. µπεςς ντουρούζι = κάτσε
φουστανάκι: φουστανίσι, ο. φρόνιµα.
φουστάνι: φουστάνο, ο φρονιµάδα: γκογκιαβεριπέ, ο
π.χ. τζαλ τουκέ καβά φουστάνο = (σ.α. λογική).
σου πάει αυτό το φουστάνι. φρονιµεύω (αµετβ. ρ.):
γκογκιαβέρ-κερντιάβ (φρόνιµος, -η
459

γίνοµαι) (γκογκιαβέρ = φρόνιµος, π.χ. τζα κιν µανγκέ πισεµέτορα =


λογικός, φρόνιµα, λογικά) πήγαινε να µου αγοράσεις
π.χ. κο ναλέτι τσχαό γκογκιαβέρ φρυγανιές.
κερντιλό ντικχάβ = ο άτακτος γιος (υποκ.) πισεµετίσι, ο.
σου φρονίµεψε βλέπω. φρυδάκι: πφουϊορί, η (προφ. µε
Συνών. γκογκιάρντιαβ = συνίζηση ιο).
λογικεύοµαι. φρυδάς: µπαρέ-πφουϊένγκο, ο
φρόνιµος (άκλ. επίθ.): γκογκιαβέρ (κυριολ. µεγαλοφρυδάς*).
π.χ. γκογκιαβέρ σι λεσκέ χουρντέ = φρυδού (η): µπαρέ-πφουϊένγκι, η
φρόνιµα είναι τα παιδιά του. (κυριολ. µεγαλοφρυδού*).
(βλ. και λογικός) φρύδι: πφούι, η
Αντίθ. µπιγκογκιάκο = άµυαλος. π.χ. σίτουτ σσουκάρ πφουϊά = έχεις
φροντίδα: ντικχιπέ, ο (= κοίταγµα) ωραία φρύδια.
π.χ. ε λουλουγκιά µανγκέν ντικχιπέ φταίξιµο (α): ντοςς, η
= τα λουλούδια θέλουν φροντίδα. π.χ. σα η ντοςς τούτε σι = όλο το
(σ.α. βλέµµα, όραση, προσοχή, φταίξιµο είναι σε σένα, νά τσχου η
εξέταση, παρατήρηση, ντοςς οπρά µά(ν)ντε = µη ρίχνεις το
παρακολούθηση). φταίξιµο πάνω µου.
φροντίζοµαι (αµετβ. ρ.): φταίξιµο (β): καµπαάτι, ο
ντικχάµαν, ντικχλιάβ και π.χ. νάι µά(ν)ντε ο καµπαάτι = δεν
ντικχλί(ν)ντιαβ (κυριολ. είναι σ’ εµένα το φταίξιµο.
κοιτάζοµαι) φταίχτης: ντοσσαλό, ο (σ.α.
π.χ. σαρ κα ντικχλί(ν)ντον κε ένοχος)
χουρντέ, άµα νάι λενγκί ντέι οπρά π.χ. τούσαν ο ντοσσαλό = εσύ
λενγκό σσορό; = πώς θα είσαι ο φταίχτης.
φροντίζονται τα παιδιά σου, αν δεν φταίχτρα: ντοσσαλί, η (σ.α. ένοχη)
είναι η µάνα τους πάνω στο κεφάλι φταίω (αµετβ. ρ.): µά(ν)ντε-σι-η-
τους;, νασφαλό σι ο πφουρό, νασστί ντοςς (κυριολ. σε µένα είναι το
ντικχέλπες κόρκορι = άρρωστος φταίξιµο)
είναι ο γέρος, δεν µπορεί να π.χ. τούτε-σι-η-ντοςς. σόσκε τε
φροντιστεί µόνος του (ντικχάµαν = τσαλαβές λε; = εσύ φταις. γιατί να
κοιτάζω τον εαυτό µου, κοιτάζοµαι, τον χτυπήσεις;
σ.α. έχω περίοδο (εµµηνορρυσία) φτάνω (αµετβ. και µετβ. ρ.):
π.χ. ντικχέλπες µι ροµνί = ρεσάβ
κοιτάζεται (έχει περίοδο) η γυναίκα π.χ. χαρνό σαν, νασστί ρεσές τζι
µου). κοτέ = κοντός είσαι, δεν µπορείς να
φροντίζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): φτάσεις µέχρι εκεί, κάνα κα ρεσάς
ντικχάβ (= κοιτάζω, βλέπω) κοτέ; = πότε θα φτάσουµε εκεί;, νι
π.χ. µι ντέι ντικχέλ µε χουρντέν = η ρεσλό νταά = δεν έφτασε ακόµα.
µάνα µου φροντίζει τα παιδιά µου. [φτάνει τριτοπρόσωπο ρήµα =
(σ.α. προσέχω, εξετάζω, εκχόλ, ρεσέλ και ετέρ, π.χ. εκχόλ
παρακολουθώ, παρατηρώ). τζι αγκιέ καβά µαρνό = φτάνει
φροντισµένος: (βλ. κοιταγµένος). µέχρι σήµερα αυτό το ψωµί, εκχόλ,
φρουρός: (βλ. σκοπός). ζαλισαρντάν µαν = φτάνει, µε
φρουρώ: (βλ. αναµένω (β)). ζάλισες, ετέρ τουκέ γκαντικίν; =
φρυγανιά: πισεµέτο, ο σου φτάνει τόσο;]
460

(ρεσάβ σ.α. προλαβαίνω). ουτζουζλανίον ε τοµαφίλα = η


φτάσιµο: ρεσιπέ, ο. τηλεόραση είπε ότι µετά το νέο έτος
φτασµένος (µτχ.): ρεσαντό,-ί θα φτηνύνουν τα αυτοκίνητα.
Αντίθ. µπιρεσαντό = άφταστος. Αντίθ. πααλανίαβ = ακριβαίνω
φτέρνα: τοπούκ, η και τοπούκο, ο (αµετβ.).
π.χ. τσαλαντόµαν κάι µο τοπούκο φτηναίνω (β) (αµετβ. ρ.):
= χτύπησα στη φτέρνα µου, µο ουτζούζι-κερντιάβ (= φτηνός
τοπούκο ντουκχάλ = η φτέρνα µου γίνοµαι)
πονάει. π.χ. σαρ κερντιλέ γκαντικίν µπουτ
(υποκ.) τοπουκορί, η. ουτζούζι ε ντοµάτε; = πώς
φτερό: πφακ, η φτήνυναν τόσο πολύ οι ντοµάτες;
π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου φτήνια: ουτζουζλούκο, ο
«ο µιλάι» (το καλοκαίρι)): Ο µιλάι π.χ. γκελό κοβά ουτζουζλούκο κάι
αβιλό, ε Ροµένγκε πφακιά τζανέσας = πάει εκείνη η φτήνια
πουτάρντιλε, ο κχαµ ικλιλό, κα που ήξερες.
πουταρέλ λενγκέ ε γιβε(ν)ντέσκε Αντίθ. πααλϋλΰκο = ακρίβεια.
πφα(ν)ντέ ντροµά… = Το φτηνός (άκλ. επίθ.): ουτζούζι (σ.α.
καλοκαίρι ήρθε, τα φτερά των φτηνά)
Τσιγγάνων άνοιξαν, ο ήλιος βγήκε, π.χ. αβγκιέ ουτζούζι, κχάντσικ νάι
θα τους ανοίξει τους = σήµερα φτηνό τίποτα δεν είναι.
χειµωνιάτικους κλειστούς Αντίθ. πααλΰ = ακριβός, ακριβά.
δρόµους… (βλ. και φτερούγα). φτιαγµένος (µτχ. ως επίθ.):
(υποκ.) πφακιορί, η. κερντό,-ί
φτερούγα: πφακ, η (βλ. και γινωµένος, ώριµος)
π.χ. ε τσιρικλάκε πφακιά = οι Αντίθ. µουσαρντό και µποζούκι =
φτερούγες του πουλιού (βλ. και χαλασµένος.
φτερό) φτιάξιµο: κεριπέ, ο
(υποκ.) πφακιορί, η. π.χ. κεριπέ µανγκέλ ο τοµαφίλι =
φτερωτός (επίθ.): πφακιαλό, -ί. φτιάξιµο θέλει το αυτοκίνητο.
φτηνά (επίρρ.): ουτζούζι (βλ. και πράξη, δηµιουργία)
π.χ. ουτζούζι κουρτουλντούν, Αντίθ. µουσαριπέ και µποζµάκο =
µπαχταλέα! = φτηνά τη γλίτωσες, χάλασµα.
τυχερέ! (βλ. και φτηνός) φτιάχνοµαι (αµετβ. ρ.): κερντιάβ
Αντίθ. πααλΰ = ακριβά, ακριβός. π.χ. α(ν)ντέ εκ ρετσίνα κερντιλάν
φτηναίνω (α) (µετβ. ρ.): ντικχάβ = µε µια ρετσίνα
ουτζουζλατϋρίαβ φτιάχτηκες βλέπω.
π.χ. ουτζουζλατϋρίαβ ε µανγκινά = (βλ. και γίνοµαι, ωριµάζω
φτηναίνω τα εµπορεύµατα. (αµετβ.)).
Αντίθ. πααλατϋρίαβ = ακριβαίνω φτιάχνω (αµετβ. ρ.): λατσχάρντιαβ
(µετβ.). (= καλυτερεύω (αµετβ.))
φτηναίνω (β) (µετβ. ρ.): ουτζούζι- π.χ. λατσχάρντιλι η αβάβα =
κεράβ (= φτηνό κάνω). έφτιαξε ο καιρός.
φτηναίνω (α) (αµετβ. ρ.): Αντίθ. µουσάρντιαβ = χαλώ
ουτζουζλανίαβ (αµετβ.).
π.χ. η τιλεόρασι πφε(ν)ντά, κατάρ φτιάχνω (µετβ. ρ.): κεράβ
νεβό µπροςς σορά, κάι κα π.χ. κερ µανγκέ γεκ καϊάβα = φτιά-
461

ξε µου έναν καφέ, κον κερντά καγιά φτωχαίνω (β) (αµετβ. ρ.):
ζουµί; = ποιος έφτιαξε αυτό το τσοράβαβ και τσορό-κερντιάβ (=
φαγητό;, κα κερέν πόντο κάι καγιά φτωχός γίνοµαι)
λεν = θα φτιάξουν γέφυρα σ’ αυτό π.χ. µε τσοράιλεµ, βο
το ποτάµι. µπαρβαλισάιλο = εγώ φτώχυνα,
(βλ. και πράττω, δηµιουργώ, κάνω) αυτός πλούτισε.
Αντίθ. µουσαράβ = χαλώ (µετβ.) Αντίθ. ζενγκίνι-κερντιάβ =
φτιάχνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): πλουτίζω αµετβ.
κερνταράβ (βλ. δηµιουργώ (β)). φτώχεµα: τσοραριπέ, ο
φτιαχτός (επίθ.): κερντικανό, -ί. Αντίθ. µπαρβαλισαριπέ =
φτυαράκι: λοπατίσα, η. πλουτισµός.
φτυάρι (α): λοπάτα, η φτώχια: τσοριπέ, ο
π.χ. κάι τχοντάν η λοπάτα; = πού π.χ. νι ντικχέλ πο τσοριπέ, µπαριπέ
έβαλες το φτυάρι; µπικινέλ = δε βλέπει τη φτώχια του,
φτυάρι (β): κιρέκο και κυρέκο, ο µεγαλοσύνη πουλάει (οµόηχο
(το υ προφ. όπως το γαλλικό u) τσοριπέ = κλεψιά)
π.χ. λε ο κιρέκο ντα κερ-µπουκί = (βλ. και ορφάνια).
πάρε το φτυάρι και δούλεψε. Αντίθ. µπαρβαλιπέ = πλούτος.
φτυαρίζω (µετβ. ρ.): λοπατισαράβ φτωχικός (επίθ.): τσορικανό,-ί
φτυάρισµα: λοπατισαριπέ, ο. π.χ. κερντά πεσκέ εκ τσορικανό
φτύνω (αµετβ. και µετβ. ρ.): κχερ, τε µπεσσέλ πε χουρντέ(ν)σα =
τσχουνγκάρνταβ και τσχουνγκαράβ έκανε για τον εαυτό του ένα
π.χ. (µτφ.) ρατ τσχουνγκαρντά, για φτωχικό σπίτι, να καθίσει µε τα
τε µπαραρέλ πε χουρντέν = αίµα παιδιά του.
έφτυσε, για να µεγαλώσει τα παιδιά φτωχογειτονιά: τσορικανί-µαλάβα,
του, νά τσχουνγκάρντε τελέ = µη η (= φτωχική γειτονιά)
φτύνεις κάτω. π.χ. κάι τσορικανέ-µαλάβε νακχέν
(τσχουνγκάρ = σάλιο). καλά µανγκινά = στις
φτυσιά: (βλ. φτύσιµο). φτωχογειτονιές περνούν αυτά τα
φτύσιµο: τσχουνγκαριπέ, ο. προϊόντα.
φτυσµένος (µτχ.): τσχουνγκαρντό,- φτωχόπαιδο: τσορό-τσχαβό, ο (=
ί και τσχουνγκιαρντό,-ί φτωχό αγόρι)
φτωχαίνω (αµετβ. ρ.): τσοριάβ Αντίθ. µπαρβαλό-τσχαβό =
Αντίθ. µπαρβαλισάαβ = πλουτίζω πλουσιόπαιδο.
(αµετβ.). φτωχός (επίθ.): τσορό,-ί
φτωχαδάκι: τσορορό, ο π.χ. τσορέ αναβάταρ σι = από
Συνών. φουκαραβίσα = φτωχή οικογένεια είναι, κάι σι
φουκαρατζίκος. τσορό, ο(ν)ντάν νι ντιά λεσκέ πε
φτωχαίνω (α) (µετβ. ρ.): τσοραράβ τσχα = επειδή είναι φτωχός, γι’
Αντίθ. µπαρβαλισαράβ = πλουτίζω αυτό δεν του έδωσε την κόρη του,
µετβ. κατάρ κι γκογκί ατσχιλάν τσορό =
φτωχαίνω (β) (µετβ. ρ.): τσορό- από το µυαλό σου έµεινες φτωχός.
κεράβ (= φτωχό κάνω) (τσορό σ.α. ορφανός)
π.χ. κι γκογκί κερντά τουτ τσορό = (βλ. και ορφανός).
το µυαλό σου σε φτώχυνε. Αντίθ. µπαρβαλό = πλούσιος.
φτωχούλης: τσορορό,-ί
462

π.χ. σο τε κερέλ ο τσορορό! = τι να φυλακισµένος (µτχ. ως επίθ.):


κάνει ο φτωχούλης! πφα(ν)ντό,-ί (= κλειστός,
φυγαδευµένος (µτχ. ως επίθ.): κλεισµένος) και πφανγκλό, -ί (=
νασσαλντό,-ί (σ.α. εξαφανισµένος, κλειστός, κλεισµένος)
φευγατισµένος) π.χ. πφα(ν)ντό σι λεσκό τσχαβό =
(βλ. και φευγάτος). φυλακισµένος είναι ο γιος του. (σ.α.
φυγάδευση: νασσαλιπέ, ο (σ.α. δεµένος).
εξαφάνιση, απαγωγή, φευγάτισµα). φύλαξη: κο(λ)λαµάκο, ο (κυριολ.
φυγαδεύω (µετβ. ρ.): νασσαλάβ προσοχή)
π.χ. τε να ντέσα µανγκέ κε τσχα, κα (βλ. και προσοχή).
νασσαλάβ λα = αν δε µου δώσεις φυλάω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
την κόρη σου, θα την φυγαδεύσω κο(λ)λάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια)
(κλέψω) (σ.α. εξαφανίζω, απάγω, (κυριολ. προσέχω)
φευγατίζω). π.χ. (ευχή) ο Ντελορό τε
φυγάς: κατσάκο, ο (σ.α. κο(λ)λάιορ τουτ = ο Θεούλης να σε
λαθροµετανάστης, δραπέτης, φυλάει.
λιποτάκτης, βλ. και (βλ. και προσέχω).
λαθροµετανάστης). φυλάω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
φυγή: νασσιπέ, ο (σ.α. τρέξιµο) ντικχάβ (κυριολ. κοιτάζω, βλέπω)
(βλ. και τρέξιµο). π.χ. τζα κερ κι µπουκί του, µε κα
φυλάγοµαι (αµετβ. ρ.): ντικχάβ ε χουρντέ = πήγαινε να
κο(λ)λάιαµαν (κυριολ. προσέχω τον κάνεις τη δουλειά σου εσύ, εγώ θα
εαυτό µου) (προφ. µε συνίζηση ια) φυλάξω το παιδί. (σ.α. φροντίζω,
π.χ. τε κο(λ)λάιος-τουτ, τε να προσέχω, εξετάζω).
νασφάος = να φυλάγεσαι, να µην φυλάω (γ) (µετβ. ρ.): γκαραβάβ
αρρωστήσεις. (κυριολ. κρύβω)
φυλακή: πφα(ν)ντιπέ, ο π.χ. γκαραντόµ εµπούκα παρέ κε
(=κλείσιµο) µπιαβέσκε = φύλαξα λίγα λεφτά για
π.χ. νταά ιν ικλιλό κο ροµ κατάρ ο τον γάµο σου.
πφα(ν)ντιπέ; = ακόµα δεν βγήκε ο φυλλαράκι: πατρινορί, η.
άντρας σου από τη φυλακή; φύλλο: πατρίν, η
(βλ. και κλείσιµο, δέσιµο) π.χ. κατάρ ο µπουτ τατιπέ ούτε ε
φυλακίζοµαι (αµετβ. ρ.): κοπατσένγκε πατρά νι κχελέν = από
πφα(ν)ντιάβ (= κλείνω (αµετβ.)) την πολλή ζέστη ούτε τα φύλλα των
π.χ. κάνα πφα(ν)ντιλό κο πφαλ; = δέντρων δεν κουνιούνται (δηλ. δε
πότε φυλακίστηκε ο αδερφός σου; φυσάει καθόλου), πουταράβ πατρά,
(βλ. και κλείνω (αµετβ.), δένοµαι). τε κεράβ πλιτσί(ν)τα = ανοίγω
φυλακίζω (µετβ. ρ.): πφά(ν)νταβ φύλλα, να φτιάξω πίτα.
(= κλείνω (µετβ.)) (σ.α. δένω). φυµατικός (επίθ.): βερεµνίο, -ίκα
φυλάκιση: πφα(ν)ντιπέ, ο π.χ. (µτφ.) βερεµνίο σαν ντα
(=κλείσιµο) και πφανγκλιπέ, ο (= νασστί βάζντες ο τσουβάλι; =
κλείσιµο) φυµατικός είσαι και δεν µπορείς να
π.χ. τσχουτέ λεσκέ ντούι µπροςς σηκώσεις το σακί; (χρησιµοποιείται
πφα(ν)ντιπέ = του ρίξανε δυο προσβλητικά).
χρόνια φυλάκιση (σ.α. δέσιµο). φυµατίωση (α): φρένκο, ο.
463

φυµατίωση (β): βέρεµο, βερέµο φώναγµα (α): µουϊτχιπέ και


και βέρεµι, ο βασικαριπέ, ο
π.χ. (κατάρα) βέρεµο τε ασταρέλ π.χ. αστάρντιλι µι σέζι κατάρ ο
τουτ = φυµατίωση να σε πιάσει. µουϊτχιπέ = πιάστηκε η φωνή µου
φύσηµα: πφουρντιπέ, ο. από το φώναγµα. (σ.α. βογκητό).
φυσητήρι (του γανωτή): πισσότ, η φώναγµα (β): βακισαριπέ και
φυσίγγιο: φιτσένκο, φισσένκο και µπαρµάκο, ο (σ.α. βογκητό).
φισσέκο, ο (σ.α. σκάγι, σφαίρα, βλ. φωνάζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
και σκάγι, σφαίρα). µούιτχαβ και βασικαράβ
φυσώ (αµετβ. και µετβ. ρ.): π.χ. νά µούιτχο, κασσουκό νάι σοµ
πφούρνταβ = µη φωνάζεις, κουφός δεν είµαι,
π.χ. τατί σι η ζουµί, πφουρντέ λα τε βασικάρ λεσκέ τε αβέλ = φώναξέ
σσουντρόλ = ζεστό είναι το φαγητό, του να έρθει, κάι µούιτχος
φύσα το να κρυώσει, πφούρντελ αγκαντάλ; ο χουρντό πασστόλ =
ζουραλί µπαλβάλ = φυσάει δυνατός πού φωνάζεις έτσι; το παιδί
αέρας, πφούρνταβ η γιακ = φυσάω κοιµάται, βασικαρέλ τουκέ κι ντέι =
τη φωτιά. (πφούρνταβ λα κυριολ. τη σε φωνάζει η µάνα σου (σ.α.
φυσώ, (µτφ.) την κοπανάω, το βογκώ)
σκάω, π.χ. σο λιά ε παρέ, πφουρντά (µούιτχαβ κυριολ. στόµα βάζω,
λα = µόλις πήρε τα λεφτά, τό µούι = στόµα, πρόσωπο και τχαβ =
‘σκασε, πφούρντε λα κατάρ, τε να βάζω).
χας µαριπέ = κοπάνισέ την από ‘δω, φωνάζω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
να µην φας ξύλο, σο ντικχλά ε βακισαράβ και µπαρίαβ
σσεραλέν, πφουρντά λα = µόλις π.χ. σόσκε βακισαρές; = γιατί
είδε τους αστυνοµικούς, την φωνάζεις;, µπαρίαβ τούκε, νι
κοπάνισε). ασσουνές µαν; = σου φωνάζω, δεν
φύτεµα (α): εκµέκο, ο. µ’ ακούς; (σ.α. βογκώ).
φύτεµα (β): φιτεπσαριπέ, ο. φωναχτά (επίρρ.): σεζάσα (= µε
φυτεύω (α) (µετβ. ρ.): εκίαβ φωνή)
π.χ. κα εκίαβ λουλουγκιά κατέ π.χ. ροβέλας σεζάσα = έκλαιγε
ανγκλάλ = θα φυτέψω λουλούδια φωναχτά.
εδώ µπροστά. φωναχτός (επίθ.): µουϊτχαντό,-ί
φυτεύω (β) (µετβ. ρ.): φιτεπσαράβ και βασικαρντό, -ί.
π.χ. µε φιτεπσαρντέµ καβά κοπάτσι φωνή: λαλί, η και σέζι, η
= εγώ φύτεψα αυτό το δέντρο. π.χ. σίλε σσουκάρ λαλί = έχει
φυτρώνω (αµετβ. ρ.): ικλάβ ωραία φωνή, νά βάζντε µανγκέ κι
(κυριολ. βγαίνω, ανεβαίνω, σ.α. λαλί, νασστί τρασσαβές µαν = µη
σκαρφαλώνω, καβαλάω, µου σηκώνεις τη φωνή σου, δεν
παράγοµαι) µπορείς να µε φοβίσεις,
π.χ. ούτε γιαµπανάβα-τσαρ νι ικλέλ πι(ν)τζαρντόµ λε κατάρ λεσκί σέζι
κάι καβά τχαν = ούτε αγριόχορτο δε = τον αναγνώρισα από τη φωνή
φυτρώνει σ’ αυτό το µέρος. του, ζαλισάιλο µο σσορό κατάρ κι
φωλιά: ουβάβα, η σέζι = ζαλίστηκε το κεφάλι µου από
π.χ. λελεκέσκι ουβάβα = φωλιά τη φωνή σου, αστάρντιλι µι σέζι =
πελαργού. πιάστηκε η φωνή µου.
φωλίτσα: ουβαβίσα, η. φωνούλα: λαλορί, η και σεζίσα, η
464

π.χ. σάντε λεσκί λαλορί µανγκάβ τε φωτίζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
ασσουνάβ = µόνο τη φωνούλα του γιάκ-νταβ (= φωτιά δίνω) και φόσι-
θέλω ν’ ακούσω. νταβ (= φως δίνω)
φως (α): φόσι, ο π.χ. ιν ντελ µπουτ φόσι καγιά
π.χ. πφαµπάρ ε κχερέσκε φόσορα = λάνµπα = δε φωτίζει πολύ αυτή η
άναψε τα φώτα του σπιτιού, σόσταρ λάµπα.
µουλέ ε φόσορα; = γιατί έσβησαν φωτίζω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
τα φώτα; σσάφκι-νταβ (= φως δίνω)
φως (β): σσάφκι, ο (σ.α. φέγγος, π.χ. νι ντεν µπουτ σσάφκι κε
λάµψη, ανταύγεια) τοµαφιλέσκε φόσορα = δεν
π.χ. ε κχαµέσκο σσάφκι = το φως φωτίζουν πολύ τα φώτα του
του ήλιου, πουτάρ η περντάβα τε αυτοκινήτου σου.
ντελ α(ν)ντό κχερ σσάφκι = άνοιξε φωτίτσα: γιαγκορί, η
την κουρτίνα να µπει µες στο σπίτι π.χ. ντε µαν εµπούκα κι γιαγκορί τε
φως (η λέξη σσάφκι έχει µόνο την πφαµπαράβ µι τζιγκάρα = δώσε µου
έννοια της φωτεινής ακτινοβολίας λίγο τη φωτίτσα σου ν’ ανάψω το
και όχι του φωτιστικού µέσου) τσιγάρο µου.
Αντίθ. καρανούκο = σκοτάδι φωτογραφία (α): ρέσµι, ο
φωτάκι: φοσίσι, ο π.χ. σι µα(ν)ντέ λεσκό ρέσµι = έχω
φωτεινός (επίθ.): σσαφκλούιο, - τη φωτογραφία του.
ούκα (προφ. µε συνίζηση ιο) και φωτογραφία (β): φοτογραφία, η
σσαφκλίο, -ούκα. π.χ. χασάρντιλι η φοτογραφία =
Αντίθ. καρανουκλούιο = σκοτεινός. χάθηκε η φωτογραφία.
φωτιά: γιακ, η φωτογραφίζω (α) (µετβ. ρ.):
π.χ. µπεςς πασσά γιακ τε τατός = ρέσµι-ικαλάβ
κάτσε κοντά στη φωτιά να π.χ. µανγκές τε ικαλάβ τουτ ρέσµι;
ζεσταθείς, (µτφ.) µπαρί γιακ σίµαν = θέλεις να σε φωτογραφίσω;
οπρά µο σσορό = µεγάλη φωτιά έχω (ρέσµι-ικαλάβ κυριολ. φωτογραφία
πάνω στο κεφάλι µου, (στίχοι από βγάζω.)
τσιγγάνικο τραγούδι «τζάσταρ φωτογραφίζω (β) (µετβ. ρ.):
αµένγκε ντουρ» (= πάµε να φοτογραφία-ικαλάβ (= φωτογραφία
φύγουµε µακριά)): χαλέµαν κε βγάζω)
σσουκάρ γιακχά, γιακ µπουτ µπαρί π.χ. κα ικαλάβ τουµέν φοτογραφία
ντιέµαν, ιν τζανάβ σο τε κεράβ = µε = θα σας φωτογραφίσω.
έφαγαν τα ωραία σου µάτια, φωτιά φωτογράφος: ρέσµιτζιο, ο
πολύ µεγάλη µου δώσανε, δεν ξέρω π.χ. γκελόταρ ο ρέσµιζιο = έφυγε ο
τι να κάνω, (κατάρα) γιακ τε φωτογράφος.
πφαµπαρέλ τουτ κάταρ πφιρές =
φωτιά να σε κάψει από όπου
περπατάς.
(βλ. οµόηχο γιακ = µάτι. στον
πληθυντικό δεν είναι οµόηχα: µάτια
(τα) = γιακχά, ε, φωτιές (οι) =
γιαγκά, ε).
465

Χ
χαζοµάρα (α): πασσαλιπέ, ο χαΐρι: αήρι, ο
Συνών. παλοκανιπέ = παλαβοµάρα. π.χ. (κατάρα) αήρι, προκοπία τε νά
Αντίθ. µπουτζανγκλιπέ = εξυπνάδα. ντικχές ιτσ = χαΐρι, προκοπή να µη
χαζοµάρα (β): ντιλιπέ, ο (κυριολ. δεις καθόλου.
τρέλα) Συνών. προκοπία = προκοπή.
π.χ. τε κεράς ντιλιµάτα; = να χαϊρλίδικος (επίρρ.): αηρλίκο,
κάνουµε χαζοµάρες; (φράση που -ίκα.
λένε τα παιδιά παίζοντας). χαίροµαι (αµετβ. και µετβ. ρ.):
χαζός (επίθ.): πασσαλό,-ί σεβινίαβ
π.χ. πασσαλέα! νι τζανές σο ικλέλ π.χ. νά σεβίν γκαντικίν µπουτ· άτσι
α(ν)ντάρ κο µούι = χαζέ! δεν ξέρεις τε ντικχάς σο κα κερντόλ = µη
τι βγαίνει απ’ το στόµα σου (δηλ. τι χαίρεσαι τόσο πολύ· στάσου
λες). (περίµενε) να δούµε τι θα γίνει.
Συνών. παλοκάν = παλαβός, ντιλό Αντίθ. καΰρι-ντάµαν και καΰρι-
= τρελός. κεράβ = στεναχωριέµαι.
Αντίθ. µπουτζανγκλό = έξυπνος, χαίτη (αλόγου): γκρίβα, η.
πολύξερος. χαλάζι: τολία και κουκουντί, η
χαζοχαρούµενος (επίθ.): π.χ. (φράση) κατάρ ο µπρουσσούµ
σσαπσσάλι, -κα (σ.α. κουτός) κάι τολία γκελάµ = από τη βροχή
π.χ. σαντέ ασάλ ο σσαπσσάλι = στο χαλάζι πήγαµε (δηλ. απ’ το
µόνο γελάει ο χαζοχαρούµενος. κακό στο χειρότερο).
Συνών. λοκέ-γκογκιάκο = (υποκ.) τολιίσα, η.
ελαφρόµυαλος. χαλάλι (επίρρ.): ελάλι
Αντίθ. πφιρνό = πονηρός, έξυπνος, π.χ. ελάλι τε αβέλ ο λατσχιπέ κάι
µπουτζανγκλό = πολύξερος, κερντόµ λέσκε = χαλάλι να είναι το
έξυπνος. καλό που του έκανα, ελάλι ε παρέ
χαϊδεύω (µετβ. ρ.): σεβίαβ κάι λια. µι µπουκί κερντιλί = χαλάλι
(κυριολ. αγαπώ) τα λεφτά που πήρε. η δουλειά µου
π.χ. σεβντί πε ροµνάκε µπαλά ντα έγινε.
γκελόταρ = χάιδεψε τα µαλλιά της Αντίθ. αράµο = χαράµι.
γυναίκας του κι έφυγε. χαλαλίζω (µετβ. ρ.): ελάλι-κεράβ
χαιρετίζω (µετβ. ρ.): σελάµο-νταβ (= χαλάλι κάνω)
(= χαιρέτισµα δίνω) π.χ. ελάλι-κερντόµ λέσκε ε παρέ
π.χ. σο ντικχλά µαν, ντιά µαν κάι ντιόµας λε = του χαλάλισα τα
σελάµο = µόλις µε είδε, µε λεφτά που του είχα δώσει (δηλ. δε
χαιρέτισε. τα θέλω πίσω).
χαιρέτισµα: σελάµο, ο χάλασµα: µουσαριπέ και
π.χ. σίτουτ σελάµορα κατάρ κο µποζµάκο, ο
πφαλ ντα κατάρ κι µπιµπί = έχεις Συνών. αραντιπέ = φθορά,
χαιρετίσµατα από τον αδελφό σου χάλασµα.
και τη θεία σου, µπιτσχαλντέ Αντίθ. κεριπέ = φτιάξιµο, πράξη,
τουµένγκε σελάµορα = σας δηµιουργία.
έστειλαν χαιρετίσµατα.
466

χαλασµένος (µτχ.): µουσαρντό,-ί χαλκός: χάρκουµα, η


και (άκλ. επίθ.) µποζούκι χαλώ (µετβ. ρ.): µουσαράβ και
π.χ. µουσαρντό σι ο χαπέ = µποζίαβ
χαλασµένο είναι το φαγητό, π.χ. µουσάρ µανγκέ ο µιλάνγκο
µποζούκι σι ο τοµαφίλι = κέρλε σσελένγκορα = χάλασέ µου
χαλασµένο είναι το αυτοκίνητο. το χιλιάρικο σε κατοστάρικα, του
Συνών. αραντό = φθαρµένος, γκελάν τε κερές λε, αµά νταά µπουτ
χαλασµένος. µποζντούν νε = εσύ πήγες να το
Αντίθ. κερντό = φτιαγµένος, φτιάξεις, αλλά πιο πολύ το χάλασες.
γινωµένος. Συνών. αραβάβ = φθείρω, χαλώ
χαλβαδοποιός: αλβατζίο, ο. µετβ.
χαλβάς: άβλαβα, η Αντίθ. κεράβ = φτιάχνω, κάνω,
π.χ. τε κινές µανγκέ αλβάβα = να πράττω, δηµιουργώ.
µου αγοράσεις χαλβά, (φράση) χαλώ (αµετβ. ρ.): µουσάρντιαβ
καγιά µπουκί αβέλ µανγκέ αλβάβα π.χ. ο χαπέ µουσάρντιλο = το
= αυτή η δουλειά µου έρχεται φαγητό χάλασε (δηλ. ξίνισε).
χαλβάς (δηλ. µου είναι πολύ εύκολη Συνών. αράντιαβ = φθείροµαι.
να την κάνω, δεν µε δυσκολεύει Αντίθ. κερντιάβ = γίνοµαι,
καθόλου). φτιάχνοµαι.
(υποκ.) αλβαβίσα, η. χαλώ (ενεργ. διαµ. ρ.):
χάλι: άλι, ο µουσαρνταράβ (= βάζω να χαλάσει-
π.χ. κο άλι νι ντικχές, µαν πρασάς ουν)
= το χάλι σου δεν βλέπεις, εµένα π.χ. κα µουσαρνταράβ λεστέ ο
κοροϊδεύεις, σο κα κερντόλ κο άλι; κεµέσι = θα τον βάλω να χαλάσει
= τι θα γίνει το χάλι σου; το κοτέτσι.
χαλί: αλία, η χαµάµι: αµάµο, ο
π.χ. κάταρ κι(ν)ντάν καγιά αλία; = π.χ. αµάµο κερντιλό ο κχερ κατάρ
από πού αγόρασες αυτό το χαλί; ο τατιπέ = χαµάµι έγινε το σπίτι από
Συνών. κιλίµι = κιλίµο, χαλί. τη ζέστη.
χάλια (επίρρ.): χάλια χαµένος (µτχ.): χασαρντό,-ί (σ.α.
π.χ. κερντιλόµ χάλια = έγινα χάλια. εξαφανισµένος)
χαλίκι: τσακΰλι, ο π.χ. κάι σάνας χασαρντό
π.χ. κάνα κα αταβές ο τσακΰλι; = γκαντιµπόρ γκιβέ; = πού ήσουν
πότε θα φέρεις το χαλίκι; χαµένος τόσες µέρες;, χασαρντό σι
χαλινάρι: αµούτο και χαµούτο, ο. καβά κατάρ πι γκογκί = χαµένος
χαλκαδάκι: αλκαβίσα, η (σ.α. είναι αυτός από το µυαλό του (δηλ.
κουλουράκι). είναι ελαφρόµυαλος)
χαλκάς: αλκάβα, η Αντίθ. ρακχαντό = ευρηµένος,
π.χ. βο τε κερέλα καλέ κάι εντοπισµένος.
πφε(ν)ντά τουκέ, µε α(ν)ντό µο νακ χαµηλά (επίρρ.): χαρνέστε
αλκάβα κα νακχαβάβ = αυτός άµα Αντίθ. ουτσέστε = ψηλά.
κάνει αυτό που σου είπε, εγώ στη χαµηλός (επίθ.): χαρνό,-ί
µύτη µου χαλκά θα περάσω (δηλ. π.χ. µπουτ χαρνό σι ο ταβάνο =
δεν πιστεύω να τηρήσει την πολύ χαµηλό είναι το ταβάνι.
υπόσχεση που σου έδωσε) (αλκάβα (βλ. και κοντός)
σ.α. κουλούρι, βλ. και κουλούρι). Αντίθ. ουτσό = ψηλός.
467

χαµηλούτσικος (επίθ.): χαρνορό,-ί Συνών. λουµπνί = πόρνη.


(βλ. και κοντούλης) χαµούρης: χαντζαντό, ο
Αντίθ. ουτσορό = ψηλούτσικος. Συνών. λουµπνό = πρόστυχος.
χαµήλωµα: χαρναριπέ, ο χάνοµαι (αµετβ. ρ.): χασάρντιαβ
(βλ. και κόντεµα) π.χ. ιν τζανές ε ντροµά, κα
Αντίθ. ουτσιπέ = ύψωµα, ύψος. χασάρντος = δεν ξέρεις τους
χαµηλώνω (µετβ. ρ.): χαρναράβ δρόµους, θα χαθείς, (στίχος από
(βλ. και κονταίνω (µετβ.)) ποίηµα του Γ. Αλεξίου «ε λατσχέ-
Συνών. φουλαράβ = κατεβάζω, γκένγκε (= οι καλόψυχοι):
ξεφορτώνω, ξεφουσκώνω (µετβ.). χασάρντον ε λατσχέ-γκένγκε µπι τε
Αντίθ. ουτσαράβ = ψηλώνω (µετβ.). ακχιαρέν = χάνονται οι καλόψυχοι
χαµηλώνω (αµετβ. ρ.): χαρνιάβ χωρίς να το καταλάβουν.
(βλ. και κονταίνω (αµετβ.)). Αντίθ. ρακχάντιαβ και
χαµηλώνω (επιτατ. µετβ. ρ. και αρακχί(ν)ντιαβ = βρίσκοµαι.
ενεργ. διαµ. ρ.): χαρνανταράβ χαντάκι: ε(ν)ντέκο, ο
π.χ. χαρνανταράβ ο πα(ν)τόλι = π.χ. πουταράβ ε(ν)ντέκο, για τε
χαµηλώνω το παντελόνι, κα νακχέλ ο παΐ = ανοίγω χαντάκι, για
χαρνανταράβ λατέ ο φουστάνο = θα να περάσει το νερό (ε(ν)ντέκο σ.α.
την βάλω να χαµηλώσει το λακκούβα).
φουστάνι. χάντρα: κλέι, ο
χαµηλώς: (βλ. χαµηλά). π.χ. τχο οπρά χουρντό εκ κλέι τε να
χαµογελαστός (επίθ.): ασαη(ν)ντό λελ-γιακχά = βάλε πάνω στο παιδί
(= γελαστός) µια χάντρα να µη µατιάζεται. (πληθ.
π.χ. ασαη(ν)ντό µούι = κλεά, ε = χάντρες, οι (σ.α.
χαµογελαστό πρόσωπο. κοµπολόι)).
(βλ. και γελαστός). χαντρίτσα: κλεϊορό, ο (προφ. µε
χαµόγελο: ασαηπέ, ο (= γέλιο). συνίζηση ιο).
χαµογελώ (αµετβ. και µετβ. ρ.): χάνω (αµετβ. και µετβ. ρ.):
ασάβ (= γελώ) χασαράβ
π.χ. ασαϊά µανγκέ ταλά ουσστά = π.χ. χασαρντόµ µε νατάρα = έχασα
µου χαµογέλασε κάτω από τα χείλη. τα κλειδιά µου, σο τζας τε κερές;
(βλ. και γελώ). χασαρντάν κι γκογκί; = τι πας να
χαµόδεντρο: χαρνό-κοπάτσι (= κάνεις; έχασες το µυαλό σου;, ε
χαµηλό δέντρο) και χαρνό-κάβακο, τοµαφιλέσκι µακίνα χασαρέλ κχιλά
ο (= χαµηλό δέντρο). = η µηχανή του αυτοκινήτου χάνει
χαµολούλουδο: χαρνί-λουλουγκί, η λάδια. (χασαράβ σ.α. εξαφανίζω,
(= χαµηλό λουλούδι). π.χ. χασάρ η πούσσκα κατάρ, ε
χαµοµηλιά: (βλ. χαµοµήλι). σσεραλέ αβέν = εξαφάνισε το όπλο
χαµοµήλι: χαµοµίλι, ο από ‘δω, οι αστυνοµικοί έρχονται).
π.χ. κερντόµ τουκέ χαµοµίλι τε πες Αντίθ. ρακχαβάβ και αρακχάβ =
= σου έφτιαξα χαµοµήλι να πιεις. βρίσκω, εντοπίζω.
χαµοµηλόλαδο: χαµοµιλέσκο–κχιλ, χάνω (τα) (αµετβ. ρ.): χασαράµαν
ο. (= χάνω τον εαυτό µου)
χαµούρα: χαντζαντί, η π.χ. τε µουκέλα τουτ κι ροµνί, κα
π.χ. τζανές σο χαντζαντί σι καγιά! χασαρέστουτ = αν σε παρατήσει η
= ξέρεις τι χαµούρα είναι αυτή! γυναίκα σου, θα τα χάσεις,
468

χασαρντάπες καβά, ντιλάιλο = τα π.χ. νι τζαλ τε κερέλ µπουκί ο


‘χασε αυτός τρελάθηκε, αζϋρτζίο = δεν πηγαίνει να
χασαρντά(ν)τουτ; σο τζας τε κερές; δουλέψει ο χαραµοφάης.
= τα ‘χασες; τι πας να κάνεις; Συνών. κχα(ν)ντινό = τεµπέλης,
Συνών. ντιλάαβ και ντιλάβαβ = βροµιάρης.
τρελαίνοµαι. χαραµοφάισσα: αζϋρτζΰκα, η
χάπι: άπο, ο Συνών. κχα(ν)ντινί = τεµπέλα,
π.χ. πιλάν κο άπο; = ήπιες το χάπι βροµιάρα.
σου;, µπισταρντόµ τε λαβ µε άπορα χάρη: (βλ. χατίρι).
= ξέχασα να πάρω τα χάπια µου. χαρίζω (µετβ. ρ.): χαρισαράβ και
χαρά (α): σεβινµέκο, ο (σ.α. χάρισι-κεράβ (κεράβ=κάνω)
χαρµοσύνη) π.χ. χαρισαρντάς λακέ γεκ
π.χ. ιν τζανάβ σο τε πφενάβ κατάρ γκαλµπενέσκι ανγκρουσνί = της
µο σεβινµέκο = δεν ξέρω τι να πω χάρισε ένα χρυσό δαχτυλίδι, ντα εκ
από τη χαρά µου. φαρέ τε κερέσα καλέ, ιν κα κεράβ
Αντίθ. καΰρι = στενοχώρια. λε τούκε χάρισι = αν το ξανακάνεις
χαρά (β): σσε(ν)νίκο, ο (σ.α. αυτό, δε θα σου το χαρίσω (δηλ. θα
γλέντι). σε δείρω, θα σε τιµωρήσω).
χαράδρα: ντεράβα, η χαριτωµένος (για πρόσωπο) (άκλ.
π.χ. µπαρί ντεράβα σι ανγκλά επίθ.): τοάπι
αµέ(ν)ντε = µεγάλη χαράδρα π.χ. µπουτ τοάπι σι ε χουρντέσκο
υπάρχει µπροστά µας. µουϊορό = πολύ χαριτωµένο είναι
χάραµα: γκιβεσαηπέ, ο. του µωρού το προσωπάκι.
χαράµι: αράµο, ο χαρµοσύνη: (βλ. χαρά (α)).
π.χ. αράµο τε αβέλ τουκέ ο χαρµόσυνος (επίθ.):
λατσχιπέ κάι κερντόµ τούκε = σεβι(ν)τιρµεκέσκο, -ι
χαράµι να σου έρθει το καλό που π.χ. σεβι(ν)τιρµεκέσκο αµπέρι =
σου έκανα. χαρµόσυνη είδηση.
Αντίθ. ελάλι = χαλάλι. χαροποίηση: σεβι(ν)τιρµέκο, ο.
χαραµίζοµαι (αµετβ. ρ.): χαροποιός: (βλ. χαρµόσυνος).
χαραµισάαβ χαροποιώ (µετβ. ρ.): σεβι(ν)τιρίαβ
π.χ. σο ατσχές κατέ ντα τζάµπα π.χ. σεβι(ν)τιρντί µαν καβά αµπέρι
χαραµισάος, άβ µάνσα τε ντικχές κάι λιόµ = µε χαροποίησε αυτή η
παρνό γκιέ = τι µένεις εδώ κι άδικα είδηση που πήρα, σεβι(ν)τιρντίν
χαραµίζεσαι, έλα µαζί µου να δεις αµαρέ ντουσσµανέν = χαροποίησες
άσπρη µέρα. τους εχθρούς µας, σεβι(ν)τιρντί
χαραµίζω (µετβ. ρ.): χαραµισαράβ µά(ν)ντα ο Ντελ = χαροποίησε κι
π.χ. χαραµισαρντέµ σα µο τερνιπέ εµένα ο Θεός.
πασσά καβά µατό ροµ = χαράµισα χαρούµενος (ακλ. επίθ.): σσένι
όλα τα νιάτα µου κοντά σ’ αυτόν π.χ. µπουτ σσένι ντικχάβ τουτ
τον µέθυσο άνδρα. αβγκιέ, σο κερντιλό; = πολύ
χαραµισµένος (µτχ.): χαρούµενο σε βλέπω σήµερα, τι
χαραµισαρντό, -ί. έγινε;
χαραµοφάης: αζϋρτζίο, ο Συνών. κεφλίο = κεφάτος.
Αντίθ. καϋρλίο = στενοχωρηµένος.
χαρταετός: λάιλαβα, η.
469

χαρτάκι: λιλορό, ο. χασµουρηµένος (µτχ.):


χάρτης: αρέτα, η και χάρτι, ο χασισαρντό, -ί.
π.χ. ντασικανί αρέτα = ελληνικός χασµουρητό: χασισαριπέ, ο.
χάρτης, εβροπάκι αρέτα = χασµουριέµαι (αµετβ. ρ.):
ευρωπαϊκός χάρτης. χασισαράβ
χαρτί: λιλ, ο π.χ. χασισαρέλ, λι(ν)ντράιλο =
π.χ. κον πφαραντά καβά λιλ; = χασµουριέται, νύσταξε, γιακχά-ντιέ
ποιος έσκισε αυτό το χαρτί;, τζας τε ε χουρντέ, σα χασισαρέλ = το
κχελάς λιλά κάι καβενάβα = πάµε µάτιασαν το µωρό, συνέχεια
να παίξουµε χαρτιά στο καφενείο, χασµουριέται.
αβιλό µανγκέ ο λιλ τε τζαβ ασκέρι χασούρα: (βλ. χάσιµο).
= µου ήρθε το χαρτί να πάω χαστούκι: πάλµα, η
στρατιώτης. π.χ. ούτε εκ πάλµα νι χαλά τζι
χάρτινος (επίθ.): λιλέσκο, -ι. ακανά κατάρ πο ντατ = ούτε ένα
χαρτοµάντιλο: χαρτοµά(ν)ντιλο, ο χαστούκι δεν έφαγε µέχρι τώρα από
π.χ. ντε µαν εκ χαρτοµά(ν)ντιλο, τε τον πατέρα του.
κοσάµαν = δώσ’ µου ένα (βλ. και σκαµπίλι, παλάµη).
χαρτοµάντιλο, να σκουπιστώ. χαστουκίζω: (βλ. σκαµπιλίζω).
χαρτονένιος (επίθ.): χαρτονέσκο, -ι χαστούκισµα: (βλ. ράπισµα).
π.χ. χαρντονέσκι κουτία = χατίρι: ατΰρι, ο
χαρτονένιο κουτί. π.χ. νι µανγκάβ τε πφαγκάβ κο
χαρτόνι: χαρτόνι, ο π.χ. νά τσχου ο ατΰρι = δεν θέλω να σπάσω
χαρτόνι, ντε λε µά(ν)ντε = µη το (χαλάσω) το χατίρι σου.
πετάς το χαρτόνι, δώστο σε µένα. χατιρικώς (επίρρ.): ατϋρέσκε (=
χαρτονοµίσµατα: λιλένγκε-παρέ, για χατίρι)
λιλένγκε-παρές και λιλένγκε-λοβέ, π.χ. ατϋρέσκε γκελόµ κάι λεσκό
ε (= χάρτινα χρήµατα). µπιάβ = χατιρικώς πήγα στο γάµο
χαρτοπαίγνιο: λιλένγκο-κχελιπέ, ο του.
(= χαρτοπαίξιµο*). χέζοµαι (αµετβ. ρ.): χϋνάµαν.
χαρτοπαίζω (αµετβ. ρ.): λιλά- χέζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): χϋνάβ.
κχελάβ χειλάκι: ουσστορό και βουσστορό,
π.χ. λιλά-κχελέλ κάι καβενάβα = ο
χαρτοπαίζει στο καφενείο. π.χ. ε χουρντέσκε ουσστορά = τα
χαρτόσηµο: (βλ. γραµµατόσηµο). χειλάκια του µωρού.
χασικλής: χασσικλίο, ο (χασικλού, χειλαράς: µπαρέ-ουσστένγκο, ο
η = χασσικλίκα, η). (κατά λέξη µεγαλοχειλάς*).
χάσιµο: χασαριπέ, ο χειλαρού: µπαρέ-ουσστένγκι, η
(σ.α. απώλεια, εξαφάνιση, χαµός, (κατά λέξη µεγαλοχειλού*).
χασούρα) χείλι: ουςς και βουςς, ο
Αντίθ. ρακχαηπέ και αρακχιπέ = π.χ. σίτουτ σσουκάρ ουσστά =
εύρεση. έχεις ωραία χείλη.
χασίς: χασίσι, ασσίσι, καλό και χειµερινός (επίθ.): γιβε(ν)ντέσκο,-ί
καλαρντό, ο (καλό κυριολ. µαύρος, π.χ. γιβε(ν)ντέσκε πατέ = χειµερινά
καλαρντό κυριολ. µαυρισµένος) ρούχα.
π.χ. καλαρντό µπικνέλ καβά = Αντίθ. µιλαέσκο = καλοκαιρινός.
χασίσι πουλάει αυτός.
470

χειµώνας: γιβέ(ν)ντ, γιβέ(ν)τ, π.χ. χιρότερα κερντιλό ακανά, ούτε


ιβέ(ν)ντ και ιβέ(ν)τ, ο πε τσανγκά νασστί βάζντελ =
π.χ. αβιλό ο γιβέ(ν)τ = ήρθε ο χειρότερα έγινε τώρα, ούτε τα πόδια
χειµώνας. του δεν µπορεί να σηκώσει.
Αντίθ. µιλάι = καλοκαίρι. Αντίθ. νταάλατσχο = καλύτερα,
χειµώνας: κΰσσι, ο καλύτερος.
Αντίθ. γιάζι = καλοκαίρι. χειρότερος (επίθ.): χιρότερος, -ι
χειµωνιάζει (αµετβ. απρόσ. ρ.): π.χ. χιρότερος τούσαρ σι καβά =
γιβε(ν)ντισάολ, ιβε(ν)ντισάολ και χειρότερος από σένα είναι αυτός.
γιβέ(ν)τ-αβέλ (= χειµώνας έρχεται). Αντίθ. νταάλατσχο = καλύτερος,
Αντίθ. µιλάι-αβέλ (= καλοκαίρι καλύτερα.
έρχεται), καλοκαιριάζει. χειροτερεύω (µετβ. ρ.): χιρότερα-
χειµώνιασµα: γιβε(ν)ντιπέ, ο. κεράβ (= χειρότερα κάνω)
χειµωνιάτικος: (βλ. χειµερινός). Αντίθ. λατσχαράβ = καλυτερεύω
χειραψία: βας-ντιιπέ, ο (= χέρι µετβ., βελτιώνω.
δόσιµο). χειροτερεύω (αµετβ. ρ.): χιρότερα-
χειριδοτός (άκλ. επίθ.): µπαϊένσα κερντιάβ (= χειρότερα γίνοµαι).
(= µε µανίκια) (προφ. µε συνίζηση Αντίθ. λατσχάρντιαβ = καλυτερεύω
ιε) αµετβ., βελτιώνοµαι.
π.χ. µπαϊένσα ρόκλια = χειριδωτό χειρόφρενο: χιρόφρενο, ο.
φόρεµα. π.χ. σϋρντάν ο χιρόφρενο; =
Αντίθ. µπιµπαϊένγκο = αµάνικος. τράβηξες το χειρόφρενο;
χειροκρότηµα: βαστένγκο- χελιδόνι: γκΰρλαντζϋκο, ο.
τσαλαηπέ, ο (= χεριών χτύπηµα) χελώνα: ζζάνµπα, η (σ.α.
χειροκροτώ (µετβ. ρ.): βαστά- βάτραχος).
τσαλαβάβ (= χέρια χτυπώ) χελωνάκι: ζζανµπορί, και
π.χ. σάορε πε βαστά –τσαλαντέ ζζανµπίσα, η (σ.α. βατραχάκι).
λέσκε = όλοι τον χειροκρότησαν. χελωνίσιος: (βλ. χελωνοειδής).
(βας: το τµήµα του χεριού από τον χελωνοειδής (επίθ.): ζζανµπάκο, -ι
καρπό ως τις άκρες των δαχτύλων, (σ.α. βατραχοειδής, ζζάνµπα =
βλ. και χέρι). χελώνα, βάτραχος).
χειροµαντία: ντορικεριπέ, ο. χελωνοκαύκαλο: ζζανµπάκο-
χειροµαντώ* (µετβ. ρ.): κόκαλο, ο (= χελώνας κόκαλο).
ντορικεράβ χένα: κϋνάβα, η
χειρονοµία: χιρονοµία, η π.χ. µακχλά πε µπαλά κϋνάβα =
π.χ. σσαγκάβα, σσαγκάβα, αµά έβαψε τα µαλλιά της χένα.
χιρονοµία οπρά µά(ν)ντε νι (υποκ.) κϋναβίσα, η.
µανγκάβ = αστεία, αστεία, αλλά χεράκι: βαστορό, ο
χειρονοµία πάνω µου δε θέλω, νι κα π.χ. τχο τούντα εκ βαστορό = βάλε
µπιστράβ καγιά χιρονοµία κάι κι εσύ ένα χεράκι (δηλ. βοήθα
κερντάν µάνγκε = δεν θα ξεχάσω λίγο).
αυτήν τη χειρονοµία (την καλή χέρι: βας, ο και κούι, η
πράξη) που µου έκανες. (βας: από τον καρπό ως τις άκρες
χειροπέδες (οι): µπιλεκτσία, ε και των δαχτύλων)
χιροπέδες, ε. (κούι: από τον ώµο ως τον καρπό)
χειρότερα (επίρρ.): χιρότερα
471

π.χ. σο κερντιλό, κερντιλό, ντεν χιλιάζω (µετβ. ρ.): µίλια-κεράβ (=


ακανά τουµαρέ βαστά = ό,τι έγινε, χίλια κάνω).
έγινε, δώστε τώρα τα χέρια σας, χιλιάζω (αµετβ. ρ.): µίλια-
χαλάβ κε βαστά ντα άβ τε χας = κερντιάβ (= χίλια γίνοµαι).
πλύνε τα χέρια σου κι έλα να φας, χιλιάρικο: µιλάνγκο και µιλιάνγκο,
ντουκχάλ µο βας = πονάει το χέρι ο
µου, πελό κατάρ µοτόρι ντα π.χ. ντιά µαν εκ µιλάνγκο = µου
πφαγκιλί λεσκί κούι = έπεσε από το ‘δωσε ένα χιλιάρικο.
µηχανάκι κι έσπασε το χέρι του. χιλιετής: (βλ. χιλιόχρονος).
χερούκλα: µπαρό-βας, ο και µπαρί- χιλιόµετρο: χιλιόµετρο, ο
κούι, η (= µεγάλο χέρι). π.χ. καζόµ χιλιόµετρα κερντάν τζι
χερσαίος (επίθ.): πφουϊάκο, -ι ακανά ε τοµαφιλέσα; = πόσα
(προφ. µε συνίζηση ια) (σ.α. γήινος) χιλιόµετρα έκανες µέχρι τώρα µε το
Αντίθ. ντενιζέσκο = θαλασσινός, αυτοκίνητο;
θαλάσσιος. χιλιόχρονος (επίθ.): µίλια-
χέσιµο: χϋνιπέ, ο. µπροσσένγκο, -ι
χεσµένος: (βλ. χέστης.). και µίλια-µπρεσσένγκο, -ι.
χέστης (µτχ. ως επίθ.): χϋ(ν)ντό,-ί χιονάκι: γιβορό, ο.
π.χ. µπουτ χϋ(ν)ντό σαν, χιονένιος (επίθ.): γιβέσκο,-ι.
τρασσανέα! = πολύ χέστης είσαι, χιόνι: γιβ, ο
φοβιτσιάρη! π.χ. καβά µπροςς νι ντικχλάµ γιβ =
(χϋ(ν)ντό σ.α. χεσµένος, π.χ. φέτος δεν είδαµε χιόνι.
χϋ(ν)ντό σι ο χουρντό = χεσµένο χιονίζει (αµετβ. απρόσ. ρ.): γιβ-
είναι το µωρό). ντελ (=χιόνι δίνει)
χήνα: παπίν, η (= πάπια). π.χ. γιβ-ντελ ντα βουραντάν
χηρεία: πφιβλιπέ, ο. γκαντικίν τφουλέ πατέ; = χιονίζει
χηρεύω (αµετβ. ρ.): πφιβλιάβ και φόρεσες τόσο χοντρά ρούχα;
π.χ. πφιβλιλί α(ν)ντό πο τερνιπέ = χιονισµένος (επίθ.): γιβαλό,-ί
χήρεψε στα νιάτα της. π.χ. γιβαλέ µπαλκάια = χιονισµένα
χήρος: πφιβλό, ο. βουνά.
χήρα: πφιβλί, η Αντίθ. µπιγιβαλό = αχιόνιστος.
(πφιβλί σ.α. ξεπαρθενιασµένη). χιονόνερο: γιβέσκο-παΐ και
χθες (επίρρ.): ιρακί και αρακί γιβέσκο-πάι, ο.
π.χ. ιρακί αβιλόµ = χθες ήρθα (από χιονοπόλεµος: γιβέσκι-τσινγκάρ, η
χθες = ιρακι(τ)τάν), ιρακι(τ)τάν σι π.χ. ε χουρντέ κχελέν γιβέσκι
κατέ = από χθες είναι εδώ. τσινγκάρ = τα παιδιά παίζουν
Αντίθ. αβγκιέ και αγκιές = σήµερα, χιονοπόλεµο.
τχάρα και τχεϊάρα = αύριο. χλευάζω: (βλ. περιπαίζω).
χθεσινός (επίθ.): ιρακιτνό,-ί και χλευασµός: (βλ. περίπαιγµα).
αρακιτνό,-ί χλιαρός (άκλ. επίθ.): λΰτζατζϋκι
π.χ. ιρακιτνό σι ο µαρνό = χθεσινό π.χ. λΰτζατζϋκι σι ο παΐ = χλιαρό
είναι το ψωµί. είναι το νερό.
Αντίθ. αβγκιτνό = σηµερινός, χλοερός (επίθ.): τσαραλό,-ί
τχαρικνό = αυριανός. π.χ. τσαραλό τχαν = χλοερός
χίλια (αριθµ.): µίλια. τόπος.
472

χλόη: γεσσι(λ)λίκο, ο (=πρασινά- χοντραίνω (µετβ. ρ.): τφουλαράβ


δα, γεσσίλι = πράσινος). π.χ. ε γκουγκλιµάτα τφουλαρέν =
χνούδι: σικνό-µπαλ, ο (= µικρό τα γλυκά χοντραίνουν.
µαλλί, µικρή τρίχα). Αντίθ. κισσλαράβ = αδυνατίζω
χνουδιάζω (αµετβ. ρ.): σικνέ- (µετβ.).
µπαλά-ικαλάβ (= µικρά µαλλιά, χοντρέλα: τφουλί-ροµνί και
µικρές τρίχες βγάζω) τφουλί-τζουβλί, η (τφουλί =
π.χ. ικλιλέ λεσκέ κάι λεσκέ τσχαµά χοντρή, ροµνί = Τσιγγάνα γυναίκα,
σικνέ µπαλά = χνούδιασαν τα σύζυγος, η, τζουβλί = γυναίκα,
µάγουλά του. θηλυκό, το, µη-Τσιγγάνα).
χοιρινός (επίθ.): µπαλιτσχικανό,-ί χόντρεµα: τφουλιπέ, ο (σ.α. πάχος,
π.χ. µπαλιτσχικανό µας = χοιρινό χόντρος)
κρέας. Αντίθ. κισσλιπέ = αδυνάτισµα.
χοίρος: µπαλιτσχό και µπαλό, ο χοντροκεφαλιά: τφουλό-σσορό, ο
(θηλ. µπαλί, η). (= χοντρό κεφάλι)
χολέρα: χολέρα, η π.χ. νά κερ τφουλό-σσορό. τζα
π.χ. σο σι καβά κχα(ν)ντινιπέ κατέ πφενάβ τούκε = µην κάνεις
α(ν)ντρέ; χολέρα κα ασταρέλ χοντροκεφαλιά. πήγαινε σου λέω.
τουµέν = τι βροµιά είναι αυτή εδώ χοντροκέφαλος (επίθ.): τφουλέ-
µέσα; χολέρα θα σας πιάσει. σσερέσκο,-ι
χολή: φέρα και χολί, η π.χ. τφουλέ-σσερέσκο σι, ιν
π.χ. πφαριλί µι φέρα, ε τρασσάταρ ασσουνέλ κχάνικας, σα πιρό
= έσκασε η χολή µου από τον φόβο, µανγκέλ τε κερέλ = χοντροκέφαλος
νταρανταρντάν µαν, τσχι(ν)ντάν µι είναι, δεν ακούει κανέναν, όλο το
χολί = µε κατατρόµαξες, µου δικό του θέλει να κάνει.
’κοψες τη χολή. Συνών. σσουκέ-σσερέσκο =
(βλ. χολί στο λήµµα θυµός). ξεροκέφαλος.
χολωµένος (µτχ.): χολιναλό,-ί χοντροκοµµένος (επίθ.):
(σ.α. εκνευρισµένος, θυµωµένος). τφουλέστε-τσχι(ν)ντό, -ί
χολώνοµαι (αµετβ. ρ.): χολάβαβ Αντιθ. σανέστε-τσχι(ν)ντό (= ψιλά
(σ.α. εκνευρίζοµαι, θυµώνω κοµµένος), ψιλοκοµµένος.
αµετβ.). χοντροκώλης: (βλ. χοντρόκωλος).
χολώνω (µετβ. ρ.): χολιναράβ, χοντρόκωλος (επίθ.): τφουλέ-
χολαράβ, χολιαράβ και χολανταράβ µπουλάκο, -ι.
(σ.α. εκνευρίζω, θυµώνω (µετβ.), χοντρολαίµης: τφουλέ-κοράκο, ο
τσατίζω). (σ.α. χοντρόσβερκος*, κορ =
χοντρά (επίρρ.): τφουλέστε λαιµός, σβέρκος), θηλ. τφουλέ-
π.χ. βουράβτουτ τφουλέστε, τε να κοράκι, η.
σσιλάβος = ντύσου χοντρά, να µη χοντροπάπουτσο: τφουλό-µενίο
κρυώσεις. και τφουλό-µινίο, ο.
χοντραίνω (αµετβ. ρ.): τφουλιάβ χοντρόπετσος (µτφ.): τφουλέ-
π.χ. ιν µανγκάβ τε τφουλιάβ αβέρ, γκέσκο,-ι (κυριολ. χοντρόψυχος,
αµά πάλε χαβ = δεν θέλω να σ.α. σκληρόκαρδος)
χοντρύνω κι άλλο, αλλά πάλι τρώω. π.χ. σο τφουλέ-γκέσκο µανούςς!
Αντίθ. κισσλιάβ = αδυνατίζω ανγκλά πέστε τε ντικχέλ µανουσσέ
(αµετβ.). τε µερέλ, νι κα βάζντελ λε = τι
473

χοντρόπετσος άνθρωπος! µπροστά χοροπηδώ (β) (αµετβ. ρ.): οπρέ-


του να δει άνθρωπο να πεθαίνει, δεν τσχάµαν (= επάνω ρίχνω τον εαυτό
θα τον σηκώσει, κολάη νι ροβέλ βο, µου) (βλ. και αναπηδώ (β))
τφουλέ-γκέσκο σι = εύκολα δεν π.χ. οπρέ-τσχόλασπες κατάρ πο
κλαίει αυτός, σκληρόκαρδος είναι. σεβινµέκο = χοροπηδούσε από τη
Συνών. σέρτι-γκέσκο = χαρά του.
σκληρόψυχος, σκληρόκαρδος, Συνών. τσχάµαν = ρίχνοµαι, πηδώ.
ζουραλέ-γκέσκο = δυνατόψυχος, χορός: κχελιπέ, ο
σκληρόψυχος, σκληρόκαρδος. π.χ. ντιλαρντάς σάορεν πε
χοντροπόδαρος (επίθ.): τφουλέ- κχελιµάσα = τους τρέλανε όλους µε
τσανγκένγκο, -ι. το χορό της.
Αντίθ. σανέ-τσανγκένγκο = (βλ. και παιχνίδι).
λεπτοπόδαρος. χορταίνω (αµετβ. ρ.): τσαϊλιάβ
χοντρός (επίθ.): τφουλό,-ί π.χ. τσαϊλιλόµ, νι µανγκάβ τε χαβ
π.χ. µπουτ τφουλό σαν, τσχιν αβέρ = χόρτασα, δεν θέλω να φάω
εµπούκα ο χαπέ = πολύ χοντρός άλλο, (µτφ.) τσαϊλιλόµ κατάρ κε
είσαι, κόψε λίγο το φαγητό, νά χοχαηµάτα = χόρτασα από τα
βουράβ τφουλέ σσέα, κα τερλενίος ψέµατά σου.
= µη φοράς χοντρά ρούχα, θα Αντίθ. µποκχάβαβ και µποκχάαβ =
ιδρώσεις, τφουλό λον = χοντρό πεινώ.
αλάτι. χορταίνω (µετβ. ρ.): τσαϊλαράβ
Αντίθ. κισσλό = αδύνατος. π.χ. τσαϊλαρντά πο πορ ντα
χόντρος (το): τφουλιπέ, ο (σ.α. γκελόταρ = χόρτασε την κοιλιά του
πάχος, χόντρεµα). κι έφυγε.
χοντρούλης (επίθ.): τφουλορό,-ί χορταράκι: τσαρορί, η.
π.χ. σαν ζάλακ τφουλορό = είσαι χορταρένιος (επίθ.): τσαράκο,-ι
λίγο χοντρούλης. χορταριάζω (αµετβ. ρ.): τσαράβαβ
Αντίθ. κισσλορό = αδυνατούλης. π.χ. τσαράιλο σα ο τχαν =
χοντρούτσικος (επίθ.): τφουλορό, - χορτάριασε όλος ο τόπος.
ί (σ.α. χοντρούλης) χορταριασµένος (µτχ.):
Αντίθ. σανορό= λεπτούτσικος, τσαραρντό, -ί.
ψιλούτσικος. χόρταση: τσαϊλιπέ, ο
χοντρόφλουδος: (βλ. φλουδερός.). Αντίθ. µποκ = πείνα.
χορευτικός (επίθ.): κχελιµάσκο, -ι χορτασµένος (µτχ.): τσαϊλαρντό,-ί
π.χ. κχελιµάσκι γκιλί = χορευτικό (από το µετβ. ρ. τσαϊλαράβ =
τραγούδι. χορταίνω µετβ.).
χορεύω (αµετβ. και µετβ. ρ.): χορτασµός: (βλ. χόρταση).
κχελάβ χορταστικός (επίθ.):
π.χ. αϊράτ κα κχελάς κάι µπιάβ = τσαϊλαριµάσκο, -ι.
απόψε θα χορέψουµε στο γάµο. χορτατοµάτης*: τσαϊλέ-γιακχάκο,
(βλ. και παίζω (παιχνίδι), -ι
ψυχαγωγούµαι) π.χ. τσαϊλέ-γιακχάκο σοµ µε, νάι
χοροπήδηµα: χουτιπέ, ο. σοµ σαρ τούτε µποκχαλό =
χοροπηδώ (α) (αµετβ. ρ.): χούταβ χορτατοµάτης είµαι εγώ, δεν είµαι
π.χ. χούτελας κατάρ πο σεβινµέκο σαν εσένα πεινασµένος (πειναλέος).
= χοροπηδούσε από τη χαρά του.
474

Αντίθ. µποκχαλέ-γιακχάκο = π.χ. κα τσχινές καλά υνέρα κάι


νηστικοµάτης*. τζανές = θα κόψεις αυτά τα
χορτάτος (επίθ.): τσαϊλό,-ί χουνέρια που ξέρεις.
π.χ. (φράση) ο τσαϊλό ε µποκχαλέ χουρµάς: χουρµάβα, η.
νι ακχιαρέλ = ο χορτάτος τον χούφτα: µπούρνικ, η
πεινασµένο δεν τον καταλαβαίνει, π.χ. µπουρνικχάσα αρτζέορ ε παρέ
τσαϊλό σοµ, νι µανγκάβ τε χαβ = = µε τη χούφτα ξοδεύει τα λεφτά,
χορτάτος είµαι, δεν θέλω να φάω. πουτάρ κι µπούρνικ = άνοιξε τη
Συνών. παρβαρντό, παρµπαρντό = χούφτα σου.
ταϊσµένος. (υποκ.) µπουρνικορί και
Αντίθ. µποκχαλό = πεινασµένος, µπουρνικίσα, η.
νηστικός. χούφτωµα: µπουρνισαριπέ, ο.
χόρτο: τσαρ, η χουφτώνω (µετβ. ρ.):
π.χ. τσχινάβ ε τσαρά = κόβω τα µπουρνισαράβ.
χόρτα, του σο σανε(ν)τιρίος; µε χρειάζοµαι (α) (µετβ. ρ.): µανγκάβ
τσαρ χαβ; = εσύ τι νοµίζεις; εγώ (= θέλω, ζητώ, αγαπώ, απαιτώ,
χόρτο τρώω; (δηλ. καταλαβαίνω τι επιθυµώ, σ.α. ζητιανεύω).
γίνεται). π.χ. ο τοµαφίλι µανγκέλ χαλαηπέ =
χότζας: ότζα, ο το αυτοκίνητο χρειάζεται πλύσιµο,
π.χ. γκελό ο ότζα κάι τζαµία = πήγε καγιά µπουκί µανγκέλ µπουτ παρέ
ο χότζας στο τζαµί. = αυτή η δουλειά χρειάζεται πολλά
χουβαρνταλίκι: χουβαρνταλούκο, λεφτά.
ο χρειάζοµαι (β) (µετβ. ρ.): λαζΰµι-
π.χ. κάνα ντικχές α(ν)ντί κι πόσκι σι-µανγκέ (= χρήσιµο είναι για
εµπούκα παρέ, χουβαρνταλούκο µένα)
κερές = όταν βλέπεις στην τσέπη π.χ. σο σι-τουκέ-λαζΰµι αβέρ; = τι
σου λίγα λεφτά, χουβαρνταλίκι χρειάζεσαι άλλο;
κάνεις. χρέος: µπόρτζι, ο
Αντίθ. τσινγκούναλούκο, µπιζζαηπέ π.χ. τε ποκινές κο µπόρτζι = να
= τσιγγουνιά, φιλαργυρία. πληρώσεις το χρέος σου.
χουβαρντάς: χουβαρντάβα, ο χρεώνοµαι (αµετβ. ρ.): µπόρτζι-
π.χ. µπουτ τσινγκούνι σαν, κέρντο τσχάµαν (= χρέος ρίχνοµαι)
εµπούκα χουβαρντάβα = πολύ π.χ. τζι κάι µι κορ µπόρτζι-
τσιγγούνης είσαι, γίνε λίγο τσχουτόµαν = µέχρι το λαιµό
χουβαρντάς, µπουτ χουβαρντάβα χρεώθηκα.
σαν ντικχάβ = πολύ χουβαρντάς χρήµατα: παρέ, παρές, λοβέ και
είσαι βλέπω. σαϊά, ε (προφ. µε συνίζηση ια)
Συνών. πουταρντέ-βαστέσκο = π.χ. µπι παρένγκο κχάντσικ νι
ανοιχτοχέρης. κερντόλ = χωρίς χρήµατα τίποτα δε
Αντίθ. τσινγκούνι, µπιζζάι = γίνεται.
τσιγγούνης, φιλάργυρος. χρηµατίζοµαι: (βλ.
χούι: ούι, ο δωροδοκούµαι).
π.χ. τσχιν καβά ούι = κόψε αυτό το χρηµατοδότηση (α): λοβεντιιπέ, ο
χούι. (= λοβέ = χρήµατα, ντιιπέ =
χουνέρι: υνέρι, ο (προφ. όπως το δόσιµο).
γαλλικό u)
475

χρηµατοδότηση (β): παρέ-ντιιπέ π.χ. γκαλµπενέσκε τσεά =


και παρές-ντιιπέ, ο (κυριολ. χρυσαφένια σκουλαρίκια,
χρήµατα δόσιµο). γκαλµπενέσκι ανγκρουσνί =
χρηµατοδοτώ (α) (µετβ. ρ.): λοβέ- χρυσαφένιο δαχτυλίδι. (βλ. και
νταβ (= χρήµατα δίνω). χρυσός).
χρηµατοδοτώ (β) (µετβ. ρ.): παρέ- χρυσάφι: γκάλµπενο, ο
νταβ και παρές-νταβ (κυριολ. π.χ. ρόντελ γκάλµπεα = ψάχνει
χρήµατα δίνω). χρυσάφια.
χρήσιµος (άκλ. επίθ.): λαζΰµι χρυσό (το): γκάλµπενο, ο
π.χ. σαν µανγκέ λαζΰµι = µου είσαι π.χ. (µτφ.) γκάλµπενο σι λεσκό
χρήσιµος, καβά κεσέρι σι λαζΰµι µε τσχαβό = χρυσό είναι το παιδί του.
µπουκιάκε = αυτό το σκεπάρνι είναι χρυσός (επίθ.): γκαλµπενέσκο,-ι
χρήσιµο για τη δουλειά µου. π.χ. τε κερντόλα καγιά µπουκί,
Συνών. φαϊνταλίο και φαϊνταβάκο γκαλµπενέσκε ροένσα κα χας = αν
= ωφέλιµος. γίνει αυτή η δουλειά, µε χρυσά
Χριστός: Χριστόζι και Χριστός, ο κουτάλια θα φάµε. (βλ. και
χρονιά: (βλ. χρόνος (έτος)). χρυσαφένιος).
χρόνιασµα: µπροσσαηπέ, ο. χρυσόσκονη (καλλυντικό): πούλο,
χρονίζω (αµετβ. ρ.): µπροσσάβαβ ο (οµόηχο πούλο = γραµµατόσηµο,
π.χ. µπροσσάιλο ο χουρντό = χαρτόσηµο) (θηλ. πούλορα, ε).
χρόνισε το µωρό. χρύσωµα: γκαλµπενισαριπέ, ο.
χρονολογία: µπροσσιπέ, ο. χρυσωµένος (µτχ.):
χρόνος (έτος): µπροςς και µπρεςς, ο γκαλµπενισαρντό, -ί.
π.χ. καζόµ µπροσσένγκο σαν; = χρυσώνοµαι (αµετβ. ρ.):
πόσο χρονών είσαι;, µπουτ γκαλµπενισάαβ και
µπροσσά σας τε ντικχάβ λε = πολλά γκαλµπενισάβαβ.
χρόνια είχα να τον δω, τε κερές- χρυσώνω (µετβ. ρ.):
µπουκί ακανά κάι σαν τερνό, νι κα γκαλµπενισαράβ
ακχιαρές ιτσ κάνα κα νακχέν ε π.χ. ε τζαµουτρέσκε µανουσσά
µπροσσά = να δουλέψεις τώρα που γκαλµπενισαρντέ ε µπορά = του
είσαι νέος, δεν θα καταλάβεις γαµπρού οι άνθρωποι (συγγενείς)
καθόλου πότε θα περάσουν τα χρύσωσαν τη νύφη.
χρόνια, (ευχή) λατσχό τουµαρό χρώµα: ρένκι, ο
µπροςς = καλή χρονιά σας. π.χ. σόσκο ρένκι κα µακχές κε
χρόνος: ζαµάνο και βακίτι, ο και µπαλά; = τι χρώµα θα βάψεις τα
βακΰτι, ο µαλλιά σου;
π.χ. κα σικαβέλ αµένγκε ο ζαµάνο Συνών. µποϊάβα = µπογιά.
= θα µας δείξει ο χρόνος, α(ν)ντέ χρωµατίζω (µετβ. ρ.): ρένκι-νταβ
γεκ γκιβέ νι κερντόν καλά µπουκιά, (= χρώµα δίνω).
µανγκέν βακίτι = σε µια µέρα δε χρωµατιστός (επίθ.): ρενκλίο,-ίκα
γίνονται αυτές οι δουλειές, θέλουν π.χ. ρενκλίο κοτόρ = χρωµατιστό
(χρειάζονται) χρόνο. (βλ. και ύφασµα (σ.α. έγχρωµος).
καιρός) (ζαµάνο σ.α. εποχή). Αντίθ. µπιρενκλίο = αχρωµάτιστος.
χρυσαφένιος (επίθ.): χρωστώ (αµετβ. και µετβ. ρ.):
γκαλµπενέσκο,-ι µπόρτζι-σίµαν (= χρέος έχω)
476

π.χ. σο µπόρτζι-σίµαν τούτε; = τι (δηλ. είναι βλάκας), τσαλαντό


σου χρωστάω; ασκέρι κερέλπες = τον χτυπηµένο
χτένα: κανγκλί, η στρατιώτη παριστάνει (δηλ.
π.χ. ντε µαν η κανγκλί τε προσποιείται)
φουλαβάµαν = δώσε µου τη χτένα Αντίθ. µπιτσαλαντό = αχτύπητος.
να χτενιστώ. χτυπητός (επίθ.): τσαλαντικανό, -ί.
χτενάκι: κανγκλορί, η χτυπιέµαι (αµετβ. ρ.): τσαλαβάµαν
χτενίζοµαι (αµετβ. ρ.): και τσαλάντιαβ
φουλαβάµαν π.χ. τσαλάντιλο κάι πι τσανκ =
π.χ. νταά φουλαβέλπες καβά κοτέ χτύπησε στο πόδι του, τσαλαντάπες
α(ν)ντρέ; = ακόµα χτενίζεται αυτός κάι πο σσορό = χτύπησε στο κεφάλι
εκεί µέσα; του (τσαλάντιαβ σ.α. συγκρούοµαι,
χτενίζοµαι (αµετβ. ρ.): φουλάντιαβ τραυµατίζοµαι).
(παθ. διάθεση) (βλ. και συγκρούοµαι).
π.χ. κάι σι µπαρέ µε µπαλά, ζόρι χτυπώ (µετβ. ρ.): τσαλαβάβ (σ.α.
φουλάντον = επειδή είναι µεγάλα βαράω, τραυµατίζω)
τα µαλλιά µου, δύσκολα π.χ. τσαλαβάβ ο ουντάρ = χτυπώ
χτενίζονται. την πόρτα, τσαλαντά λε κάι λεσκό
χτενίζω (µετβ. ρ.): φουλαβάβ µούι = τον χτύπησε στο πρόσωπο,
π.χ. φουλαβάβ µε χουρντέ = τε να ασσουνέσα µαν ακανά, γκιβέ
χτενίζω το παιδί µου. κα αβέλ κάι κα τσαλαβές κο σσορό
χτενίζω (ενεργ. διαµ. ρ.): κάι ντουβάρι = αν δε µ’ ακούσεις
φουλανταράβ (= βάζω να χτενίσει, τώρα, θα ‘ρθει µέρα που θα χτυπάς
-ουν) το κεφάλι σου στον τοίχο.
π.χ. κα φουλανταράβ λατέ µε χτυπώ (β) (ενεργ. διαµ. ρ.):
µπαλά = θα την βάλω να χτενίσει τα τσαλανταράβ (= βάζω να χτυπήσει,
µαλλιά µου (οµόηχο φουλανταράβ -ουν)
= κατεβάζω, βάζω να κατεβάσει, π.χ. κα τσαλανταράβ τουτ κάι µο
-ουν). ντατ = θα βάλω τον πατέρα µου να
χτένισµα: φουλαηπέ, ο σε χτυπήσει.
π.χ. σσουκάρ φουλαηπέ κερντάν = χυλοπίτα: γιουφκάβα και χιλόπιτα,
ωραίο χτένισµα έκανες. η
χτενισµένος (µτχ.): φουλαντό,-ί π.χ. νταά νι κιριλέ ε γιουφκάβε; =
π.χ. φουλαντέ σι µε µπαλά = ακόµα δεν έβρασαν οι χυλόπιτες;,
χτενισµένα είναι τα µαλλιά µας. κι(ν)ντέµ χυλόπιτε = αγόρασα
Αντίθ. µπιφουλαντό = αχτένιστος. χυλόπιτες.
χτύπηµα: τσαλαηπέ, ο χυµένος (επίθ.): τσχορντό,-ί
π.χ. µεριµάσκο τσαλαηπέ σας καβά (βλ. και ρηµαγµένος,
= θανατηφόρο χτύπηµα ήταν αυτό, εξαντληµένος).
ζουραλό τσαλαηπέ µανγκέλ κατέ = χυµός: παΐ, πάι (= νερό) και χιµό, ο
γερό χτύπηµα θέλει εδώ (τσαλαηπέ π.χ. πορτοκαλέσκο παΐ =
σ.α. βάρεµα, τραυµάτισµα). πορτοκαλιού νερό (χυµός),
χτυπηµένος (µτχ.): τσαλαντό, -ί λιµονέσκο παΐ = λεµονιού νερό
(σ.α. τραυµατισµένος) (χυµός), σόσκο χιµό σι καβά; = τι
π.χ. (µτφ.) τσαλαντό α(ν)ντί γκογκί λογής χυµός είναι αυτός;
σι = χτυπηµένος στο µυαλό είναι χύνοµαι (αµετβ. ρ.): τσχορντιάβ
477

(βλ. και ρηµάζω (αµετβ.)) χωράει (απρόσ. ρ.): λελ (κυριολ.


π.χ. τσχορντιλό ο σούτι = χύθηκε παίρνει)
το γάλα. π.χ. λελ αβέρ µανγκινά ο τοµαφίλι;
χύνω (µετβ. ρ.): τσχοράβ = παίρνει (χωράει) άλλα
π.χ. κον τσχορντά τελέ ο παΐ; = εµπορεύµατα το αυτοκίνητο;
ποιος έχυσε κάτω το νερό; χωραφάκι: ταρλαβίσα, η.
(βλ. και ρηµάζω (µετβ.), εξαντλώ). χωράφι: ταρλάβα, η
χύση: τσχοριπέ, ο π.χ. τσαπάβα-κεράβ η ταρλάβα =
π.χ. ε παέσκο τσχοριπέ = η χύση τσαπίζω το χωράφι.
του νερού. χώρια (α) (επίρρ.): αϊρΰκι και
χύσιµο: τσχοριπέ, ο (βλ. και χύση). χόρια
χώµα: ποςς, η π.χ. αϊρΰκι µπεσσάς = χώρια
π.χ. σσουκιλί η ποςς, κάι νι ντελ καθόµαστε, τσχου ε µελαλέ πατέ
µπρουσσούµ = ξεράθηκε το χώµα, χόρια κατάρ ε τεµίζα = ρίξε (βάλε)
που δεν βρέχει. τα λερωµένα ρούχα χώρια από τα
χωµατένιος (επίθ.): ποσσαλό,-ί καθαρά.
π.χ. ποσσαλό ντροµ= χωµατένιος Συνών. άιρε(τ)τεν = χωριστά.
δρόµος. Αντίθ. µπαραµπέρι και µπεραµπέρι
Αντίθ. µπαραλό = πέτρινος, = µαζί.
πετρωτός. χώρια (β): αηρΰ
χωµατίζω (µετβ. ρ.): ποσσαράβ π.χ. κα ικλάβ αηρΰ, νι µανγκάβ τε
π.χ. ποσσαράβ η χαρ = χωµατίζω µπεσσάβ πασσά µο ντατ = θα βγω
τον λάκκο. χώρια, δε θέλω να καθίσω κοντά
χωµατώδης: (βλ. χωµατένιος). στον πατέρα µου.
χωνεύω (αµετβ. και µετβ. ρ.): χωριάτης: γκαβουτνό, ο (σ.α.
χονεπσαράβ χωριάτικος)
π.χ. πφαρί σας η ζουµί ντα νασστί π.χ. λιέ αµέν παλάλ ε γκαβουτνέ =
χονεπσαράβ = βαρύ ήταν το φαγητό µας έδιωξαν οι χωριάτες.
και δεν µπορώ να χωνεψω, (µτφ.) χωριάτικος(α) (επίθ.): γκαβουτνό,-
σόσκε ιν χονεπσαρές µαν; σο ί
κερντέµ τούκε; = γιατί δεν µε π.χ. γκαβουτνό µαρνό = χωριάτικο
χωνεύεις; τι σου έκανα; ψωµί (σ.α. χωριάτης).
χωνί: χονία και χουνία, η χωριάτικος (β) (επίθ.): γκαβέσκο,
π.χ. σικνί σι καγιά χονία = µικρό -ι
είναι αυτό το χωνί. π.χ. γκαβέσκο κιράλ = χωριάτικο
(υποκ.) χονιίσα, η. τυρί.
χώνοµαι (αµετβ. ρ.): χοσάβαβ χωριάτισσα: γκαβουτνί, η.
π.χ. νά χοσάο κάι-αβέλα, τε να χωρίζω (αµετβ. ρ.): χορισάαβ και
αρακχές κι µπελάβα = µη χώνεσαι αηρϋλίαβ
παντού, να µη βρεις τον µπελά σου. π.χ. χορισάιλο κατάρ πι ροµνί =
χώνω (µετβ. ρ.): χοσαράβ και χώρισε από τη γυναίκα του.
τεπίαβ. χωρίζω (µετβ. ρ.): χορισαράβ και
χώρα (α): τχεµ και εκυµάτι, ο (το υ αηρίαβ
προφ. όπως το γαλλικό u) π.χ. χορισαράβ ε παρνέ κατάρ καλέ
(βλ. και κράτος). πατέ = χωρίζω τα άσπρα από τα
χώρα (β): µεµλεκέτι, ο. µαύρα ρούχα (για πλύσιµο), άµα νι
478

αηρίαβας λεν, κα µουνταρένασπες


= άµα δεν τους χώριζα, θα
σκοτώνονταν (αηρίαβ σ.α.
ξεχωρίζω).
χωριό: γκαβ, ο
π.χ. κατάρ σαό γκαβ σαν; = από
ποιο χωριό είσαι;
χωριουδάκι: γκαβορό, ο.
χωρίς (πρόθ.): µπι
π.χ. ατσχιλόµ µπι παρένγκο =
έµεινα χωρίς λεφτά, µπι κιρνό
νασστί κα κεράβας κχάντσικ =
χωρίς εσένα δε θα µπορούσα να
κάνω τίποτα.
(βλ. και α στερητικό).
χωρίς να: σαρνί
π.χ. τσαλαντά λε σαρνί µανγκέλ =
τον χτύπησε χωρίς να θέλει, σαρνί
πουσσές µαν, νι κα κερές κχάντσικ
= χωρίς να µε ρωτήσεις, δεν θα
κάνεις τίποτα.
χώρισµα (α): αηρµάκο, ο (σ.α.
ξεχώρισµα).
χώρισµα (β): χορισαριπέ, ο.
χωρισµένος (µτχ.): χορισαρντό, -ί.
χωρισµός: αϊρουλούκο, ο και
αηρϋλΰκο, ο (χρησιµοποιείται µόνο
για το χωρισµό συζύγων και τη
διακοπή ερωτικών σχέσεων).
χωριστά (επίρρ.): άιρε(τ)τεν
π.χ. άιρε(τ)τεν κα τχος λεν =
χωριστά θα τα βάλεις.
Συνών. αϊρΰκι και χόρια = χώρια.
Αντίθ. µπαραµπέρι και µπεραµπέρι
= µαζί.
χώρος: τχαν, ο (σ.α. µέρος, τόπος,
περιοχή, θέση, οικόπεδο)
π.χ. πουτάρεν τχαν, τε νακχάβ =
ανοίξτε χώρο να περάσω.
χωροφύλακας: (βλ. αστυνόµος).
χώσιµο: χοσαριπέ και τεπµέκο, ο.
479

Ψ
ψαγµένος (µτχ.): ροντό,-ί µέσα, (φράση) µε νάι σοµ σαρ
Αντίθ. µπιροντό = άψαχτος. τούτε πεκό µατσχό, σο πφενάβ
ψάθα: ασΰρι, ο κεράβ λε = εγώ δεν είµαι σαν εσένα
π.χ.οπρά ασΰρι πασστιάσας ψηµένο ψάρι, ό,τι λέω το κάνω,
εβελντέν = πάνω στη ψάθα πεκό µατσχό σι, αβέρ πφενέλ
κοιµόµασταν παλιά. µάνγκε, ντα αβέρ τούκε = ψηµένο
ψάθινος (επίθ.): ασΰρέσκο,-ι ψάρι είναι, άλλα λέει σε µένα κι
π.χ. ασϋρέσκι καρέκλα = ψάθινη άλλα σε σένα.
καρέκλα. (Ως ψηµένο ψάρι χαρακτηρίζεται ο
ψαλιδάκι: κατορί και µακαζίσα, η. άνθρωπος που δεν πραγµατοποιεί
ψαλίδι: κατ και µακάζι, η αυτό που λέει ή που είναι
π.χ. τούτε σι η κατ; = σε σένα είναι διπρόσωπος, αλλοπρόσαλλος,
το ψαλίδι;, τσχινάβ ο κοτόρ ε ευµετάβολος. Η µεταφορική φράση
µακαζάσα = κόβω το ύφασµα µε το πεκό µατσχό = ψηµένο ψάρι
ψαλίδι. προήλθε από το γεγονός ότι το ψάρι
ψαλιδίζω (µετβ. ρ.): καταράβ και ψήνεται και από τις δύο πλευρές
µακαζάσα-τσχινάβ (= µε ψαλίδι του).
κόβω) ψαρίλα: µατσχένγκι-κοκία, η (=
π.χ. µακαζάσα-τσχινάβ ο λιλ = ψαριών µυρωδιά).
ψαλιδίζω το χαρτί. ψαρίσιος (επίθ.): µατσχέσκο,-ι
ψαλίδισµα: µακαζάσα-τσχινιπέ, ο π.χ. µατσχέσκο κόκαλο = ψαρίσιο
(= µε ψαλίδι κόψιµο). κόκαλο.
ψαλιδισµένος (µτχ.): µακαζάσα- ψαρόνι: (βλ. µαυροπούλι).
τσχι(ν)ντό,-ί (= µε ψαλίδι ψαρόσουπα: µατσχένγκι-σούπα, η.
κοµµένος). ψαχνό (το): µπικοκαλέσκο-µας, ο
ψαλιδωτός (επίθ.): µακαζλίο, -ίκα. (= ακόκαλο κρέας).
ψάξιµο: ροντιπέ, ο ψάχνοµαι (αµετβ.ρ.): ρόνταµαν
(σ.α. έρευνα, αναζήτηση) και ροντιάβ
π.χ.καγιά µεσελάβα µανγκέλ π.χ. σο µανγκές ακανά; ρόντεστουτ
ροντιπέ = αυτή η υπόθεση θέλει τσινγκαράκε; = τι θέλεις τώρα;
ψάξιµο. ψάχνεσαι για φασαρία;
ψαράκι: µατσχορό, ο. ψάχνω (µετβ.ρ.): ρόνταβ (βλ. και
ψάρεµα: ασταριπέ–µατσχένγκο, ο ερευνώ, αναζητώ)
(= πιάσιµο ψαριών). π.χ. ρόνταβας τουτ κάι σάνας; = σ’
ψαρεύω (µετβ. ρ.): µατσχέ- έψαχνα πού ήσουν;, ρόντε κε
ασταράβ (= ψάρια πιάνω) πόσκορα = ψάξε τις τσέπες σου,
π.χ. κα τζας κάι λεν τε ασταράς– ρόνταβ µε νατάρα = ψάχνω τα
µατσχέ = θα πάµε στο ποτάµι να κλειδιά µου, κας ρόντες; = ποιον
ψαρέψουµε. ψάχνεις;
ψάρι: µατσχό, ο ψεγάδι: (βλ. ελάττωµα).
π.χ. κι(ν)ντόµ µατσχέ = αγόρασα ψείρα: τζουβ, η
ψάρια, µατσχέ κχά(ν)ντεν κατέ π.χ. τζανές σο σι καβά; µουλί
α(ν)ντρέ = ψάρια µυρίζουν εδώ τζουβ κερέλπες = ξέρεις τι είναι
480

αυτός; την ψόφια ψείρα παριστάνει, ψευδώνυµο: χοχαµντό-αλάβ (=


πφερντό τζουβά σι λεσκό σσορό = ψεύτικο όνοµα, σ.α. παρατσούκλι)
γεµάτο ψείρες είναι το κεφάλι του. ψευταράκος: χοχαµντορό, ο,
(υποκ.): τζουβορί, η. χοχαµντορί, η.
ψειριάζω (αµετβ.ρ.): τζουβά- ψεύτης (α): χοχαµντό, ο
πφερντιάβ (= ψείρες γεµίζω π.χ. χοχαµντό σαν, νι πακιάβ τουτ
αµετβ.). = ψεύτης είσαι, δεν σε πιστεύω.
ψειριάρης (επίθ.): τζουβαλό,-ί (σ.α. ψεύτικος).
π.χ. τζουβαλέα, µπισταρντάν κάι (βλ. και ψεύτικος).
χάνας τουτ ε τζουβά; = ψειριάρη, ψεύτης (β): χοχαµτζίο, ο
ξέχασες που σε τρώγανε οι ψείρες; π.χ. µπουτ χοχαµτζίο σαν! = πολύ
ψειρίζω (µετβ.ρ.): τζουβά-ρόνταβ ψεύτης είσαι!
(= ψείρες ψάχνω). ψευτοπαλικαριά: (βλ. νταηλίκι).
ψεκάζω (µετβ.ρ.): πσεκασαράβ ψεύτρα (α): χοχαµντί, η.
ψέµα: χοχαηπέ, ο ψεύτρα (β): χοχαµτζίκα, η
π.χ. νά πακιά λε, χοχαηπέ πφενέλ = π.χ. χοχαµτζίκα σι κι ροµνί =
µην τον πιστεύεις, ψέµα λέει, ψεύτρα είναι η γυναίκα σου.
πφερντά µαν γεκ σουρία χοχαηµάτα ψεύτικος (επίθ.): χοχαµντό,-ί
= µε γέµισε ένα σωρό ψέµατα, π.χ. χοχαµντό γκάλµπενο =
τσαϊλιλόµ κατάρ κε χοχαηµάτα = ψεύτικος χρυσός.
χόρτασα από τα ψέµατά σου. Αντίθ. τσατσουκανό = αληθινός,
Αντίθ. τσατσιπέ = αλήθεια, η. πραγµατικός.
(υποκ.) χοχαηπορό, ο. (βλ. και ψεύτης).
ψέµατα (επίρρ.): µάσους και ψηλά (επίρρ.): ουτσέστε
µάκσους π.χ. µπουτ ουτσέστε ικλιλό = πολύ
π.χ. µάκσους πφενέλ, νά τζα = ψηλά ανέβηκε.
ψέµατα λέει, µην πηγαίνεις, κερντά Αντίθ. χαρνέστε = χαµηλά.
πες νασφαλό µάσους για τε να τζαλ ψηλοµύτης (επίθ.):µπαρέ–
κάι µπουκί = έκανε τον άρρωστο νακχέσκο,-ι (κυριολ. µεγαλοµύτης)
στα ψέµατα για να µην πάει στη π.χ. µπαρέ-νακχέσκι σι καγιά, ιν
δουλειά. ορµπισαρέλ αµένσα = ψηλοµύτα
Αντίθ. έµντα, τσατσές = αλήθεια είναι αυτή, δεν µιλάει µ’ εµάς.
(επίρρ.), όντως, πράγµατι. Συνών. µπαρικανό = υπερήφανος,
ψες: (βλ. χθες). αλαζόνας, καυχησιάρης.
ψεσινός: (βλ. χθεσινός). ψηλός (επίθ.): ουτσό,-ί
ψευδής (επίθ.): χοχαµντό,-ί π.χ. ουτσό σαν, αµά γκογκί νάι
π.χ. χοχαµντό αµπέρι α(ν)ταντά τουτ = ψηλός είσαι, αλλά µυαλό δεν
τούκε = ψευδή είδηση σου έφερε. έχεις.
(σ.α. ψεύτικος, ψεύτης). Αντίθ. χαρνό = κοντός, χαµηλός.
Αντίθ. µπιχοχαµντό = αψευδής, ψηλούτσικος (επίθ.): ουτσορό,-ί
τσατσουκανό = αληθινός, Αντίθ. χαρνορό = κοντούτσικος,
πραγµατικός. χαµηλούτσικος.
ψεύδοµαι (αµετβ.ρ.): χοχαβάβ ψήλωµα: ουτσανταριπέ, ο
π.χ. σόσκε χοχαβές; = γιατί π.χ. ουτσανταριπέ µανγκέλ ο
ψεύδεσαι; (χοχαβάβ σ.α. ξεγελώ) ντουβάρι = ψήλωµα θέλει ο τοίχος.
(βλ. και ξεγελώ). ψηλώνω (αµετβ. ρ.): ουτσιάβ
481

π.χ. ουτσιλό κο τσχαβό = ψήλωσε ψιλοκόβω (µετβ. ρ.): σανέστε-


ο γιός σου. τσχινάβ (= ψιλά κόβω)
Αντίθ. χαρνιάβ = κονταίνω π.χ. σανέστε-τσχινάβ η πουρούµ =
(αµετβ.), χαµηλώνω (αµετβ.). ψιλοκόβω το κρεµµύδι.
ψηλώνω (µετβ. ρ.): ουτσανταράβ ψιλοκοµµένος (µτχ.): σανέστε-
π.χ. κα ουτσανταράβ νταά ο τσχι(ν)ντό,-ί (= ψιλά κοµµένος)
ντουβάρι = θα ψηλώσω κι άλλο τον Αντίθ. τφουλέστε – τσχι(ν)ντό =
τοίχο. χοντροκοµµένος.
Αντίθ. χαρναράβ = κονταίνω ψιλός (επίθ.): σανό,-ί (σ.α. λεπτός)
(µετβ.), χαµηλώνω (µετβ.). π.χ. µπούτ σανό σι ο κοτόρ = πολύ
ψηµένος (µτχ. ως επίθ.): πεκό,-ί ψιλό είναι το ύφασµα, σανό τχαβ =
(σ.α. τηγανητός) ψιλή κλωστή.
π.χ. πεκό µας = ψηµένο κρέας, Αντίθ. τφουλό = χοντρός, παχύς.
(µτφ.) πεκό σι κάι µπουκί = ψιλούτσικος (επίθ.): σανορό,-ί
ψηµένος είναι στη δουλειά. Αντίθ. τφουλορό = χοντρούτσικος.
Αντίθ. µπιµπεκό = άψητος. ψιλόφλουδος (επίθ.): σανέ-
ψήνοµαι (αµετβ. ρ.): πεκιάβ κοζζάκο,-ι
π.χ. σαστό µιλάι πεκιλόµ α(ν)ντέ Αντίθ. τφουλέ-κοζζάκο =
ταρλάβε για τε ικαλάβ καλά πάρε = χοντρόφλουδος.
όλο το καλοκαίρι ψήθηκα µες στα ψίχα: µέζο, ο
χωράφια για να βγάλω αυτά τα π.χ. ο χουρντό νι χαλ η κόζζα ε
χρήµατα, νταά νι πεκιλέ ε µατσχέ; = µαρνέσκι, σάντε ο µέζο µανγκέλ =
ακόµα δεν ψήθηκαν τα ψάρια; το παιδί δεν τρώει την κόρα του
ψήνω (α) (µετβ. ρ.): πεκάβ ψωµιού, µόνο την ψίχα θέλει.
(σ.α. τηγανίζω) (υποκ.) µεζορό, ο.
π.χ. µανγκές τε πεκάβ τουκέ ψιχαλίζει (απρόσ. ρ.):
εµπούκα µας; = θέλεις να σου τσιλεσστιρίορ
ψήσω λίγο κρέας; π.χ. τσιλεσστιρίορ, τζα κίντε ε
ψήνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): σσέα αβράλ = ψιχαλίζει, πήγαινε να
πεκλαράβ (βλ. τηγανίζω (β)). µαζέψεις τα ρούχα απ’ έξω.
ψήσιµο: πεκιπέ, ο (σ.α. τηγάνισµα). ψιχάλισµα: τσιλεσστιρµέκο, ο.
ψητός: (βλ. ψηµένος). ψίχουλο: προυσσούκ, η
ψηφίζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): ρέι- π.χ. νά κερ προυσσουκά τελέ,
τσχαβ = (ψήφο ρίχνω). ακανα σσουλαντόµ = µην κάνεις
ψήφος: ρέι, ο (πληθ. ρέιορα, ε σ.α. ψίχουλα κάτω, τώρα σκούπισα.
εκλογές). (υποκ.) προυσσουκορί, η
ψιλά (επίρρ.): σανέστε ψοφίµι: (βλ. λέσι).
π.χ. σανέστε τσχιν ο µας = ψιλά ψόφιος (επίθ.): µουλό,-ί (=
κόψε το κρέας, σανέστε τσχιν η πεθαµένος, νεκρός)
ντοµάτα = ψιλά κόψε την ντοµάτα. π.χ. µουλό σοµ κατάρ ο
Αντίθ. τφουλέστε = χοντρά. τσχι(ν)ντιπέ = ψόφιος είµαι από την
ψιλά (χρήµατα): οφακλούκο, ο και κούραση.
πσιλά, ε ψόφος: µεριπέ, ο (= θάνατος).
π.χ. νάι µαν οφακλούκο α(ν)ντί µι ψοφώ (αµετβ. ρ.): µεράβ (=
πόσκι = δεν έχω ψιλά στην τσέπη πεθαίνω, σβήνω αµετβ., νεκρώνω
µου. αµετβ.)
482

π.χ. (µτφ.) µουλάµ ε σσιλέσταρ = ψυχοπονιά: γκέσκι-ντουκ, η (=


ψοφήσαµε από το κρύο. ψυχής πόνος) (σ.α. κοιλόπονος, γκι
ψοφώ (µετβ. ρ.): µουνταράβ (= = ψυχή, κοιλιά, γκέσκι = ψυχής,
σκοτώνω, πεθαίνω µετβ., σβήνω κοιλιάς, ντουκ = πόνος).
µετβ., νεκρώνω µετβ., δολοφονώ, Αντίθ. µπιντουκχιπέ και
φονεύω, θανατώνω) µπιντουκχαηπέ = απονιά.
π.χ. µουνταρντάν αµέν ε ψυχοπονιάρης: (βλ. ψυχόπονος).
µποκχάταρ αβγκιέ = µας ψόφησες ψυχόπονος (επίθ.): ντουκχανέ-
από την πείνα σήµερα. γκέσκο,-ι (= πονόψυχος)
ψυγείο (α): πσιγίο, ο Αντίθ. µπιντουκχανό = άπονος και
π.χ. σόσι α(ν)ντό πσιγίο τε χαβ; = µπιντουκχανέ-γκέσκο =
τι έχει στο ψυγείο να φάω; απονόψυχος*, άπονος.
ψυγείο (β): µπουζγκέρα, η (σ.α. ψυχοπονώ (µετβ.ρ.): γκέσα-
παγωνιέρα) ντουκχάβ (= µε ψυχή πονώ).
ψυλλιάζοµαι: (βλ. υποψιάζοµαι). ψυχούλα: γκιορό, ο
ψύλλος: πισσόµ, η. π.χ. σο σίρντελ κο γκιορό; πφεν
ψύξη: πσίκσι, η µανγκέ τε λαβ τούκε = τι τραβάει η
π.χ. νι κερέλ σσουκάρ πσίκσι ο ψυχούλα σου; πες µου να σου
πσιγίο = δεν κάνει ωραία (καλή) πάρω, καλαρντάν µο γκιορό =
ψύξη το ψυγείο. µαύρισες την ψυχούλα µου.
ψυχαγωγία: κχελαηπέ, ο (σ.α. ψύχρα: (βλ. αγιάζι).
λίκνισµα, κούνηµα). ψυχρά (επίρρ.): σσουντρέστε
ψυχαγωγούµαι (αµετβ. ρ.): κχελάβ π.χ. ορµπισαρντάς µανγκέ
(σ.α. χορεύω, παίζω αµετβ.). σσουντρέστε = µου µίλησε ψυχρά.
ψυχαγωγώ (µετβ. ρ.): Αντίθ. τατέστε = ζεστά.
κχελανταράβ ψυχραίνοµαι (αµετβ. ρ.):
(βλ. και παίζω µετβ.). σσουντριάβ
ψυχή: γκι, ο π.χ. (µτφ.) σσουντριλό αµαρό
π.χ. σίλε λατσχό γκι = έχει καλή αµαλιπέ = ψυχράνθηκε η φιλία µας.
ψυχή, νάι τουτ γκι, τρασσάς = δεν (βλ. και κρυώνω αµετβ.).
έχεις ψυχή, φοβάσαι, καλιλό µο γκι Συνών. παουσάαβ = παγώνω
τούταρ = µαύρισε η ψυχή µου από (αµετβ.).
σένα, ασαϊόµ σα µε γκέσα αϊράτ = Αντίθ. τατιάβ = ζεσταίνοµαι.
γέλασα µε όλη µου την ψυχή ψυχραίνω (µετβ. ρ.): σσουντραράβ
απόψε, (µτφ.) πφαγκέ γκέσα κα π.χ. (µτφ.) σσουντραρντάς λες καλέ
τζαβ = µε σπασµένη ψυχή θα πάω, ορµπένσα κάι πφε(ν)ντάς λεσκέ =
πφαγκλάν µο γκι αγκαντάλ κάι τον ψύχρανε µ’ αυτά τα λόγια που
ορµπισαρντάν µανγκέ = µου του είπε.
‘σπασες (ράγισες) την ψυχή έτσι (βλ. και κρυώνω µετβ.)
που µου µίλησες. Συνών. παουσαράβ = παγώνω
(γκι σ.α. κοιλιά, π.χ. µο γκι µετβ.
ντουκχάλ = η κοιλιά µου πονάει). Αντίθ. ταταράβ = ζεσταίνω.
ψυχικός (επίθ.): γκέσκο,-ι ψυχραµένος (µτχ.):
π.χ. γκέσκι ντουκ = ψυχικός πόνος. σσουντραρντό,-ί
ψυχοπαίδι: εβλατλούκο και Αντίθ. ταταρντό = ζεσταµένος.
εβλιατλούκο, ο. ψύχρανση: σσουντραριπέ, ο
483

(βλ. και κρύωµα (πράγµατος)) ψώνισµα: (βλ. αγορά


Αντίθ. ταταριπέ = ζέσταµα. (εµπορεύµατος)).
ψυχρόαιµος (επίθ.): σσουντρέ- ψώρα: γκερ, η.
ρατέσκο,-ι ψωριάρης (επίθ.): γκεραλό, -ί.
Αντίθ. τατέ-ρατέσκο = ζεστόαιµος.
ψυχρός (επίθ.): σσουντρό,-ί
π.χ. σσουντρό µανούςς = ψυχρός
άνθρωπος.
(βλ. και κρύος).
Αντίθ. τατό = ζεστός.
ψυχρότητα: σσουντριπέ, ο
(βλ. και κρυάδα).
ψυχρούτσικος: (βλ. κρυούτσικος).
ψωλαράς: µπαρέ-καρέσκο, ο.
ψωµάδικο: µαρνένγκο-ντικιάνο (=
ψωµιών µαγαζί). και µαρνένγκο-
ντουκιάνο, ο (= ψωµιών µαγαζί).
ψωµάκι: µαρνορό, ο
π.χ. τσχιν µανγκέ εµπούκα
µαρνορό = κόψε µου λίγο ψωµάκι.
ψωµάς: µαρνοτζίο, ο
π.χ. νακχλό ο µαρνοτζίο κατάρ
ντικιάνο; = πέρασε ο ψωµάς από το
µαγαζί;
ψωµί: µαρνό, ο
π.χ. µαράµαν τε ικαλάβ µο µαρνό =
αγωνίζοµαι να βγάλω το ψωµί µου,
(φράση ως συµβουλή για ζευγάρια)
ε σσουκαριµάσα µαρνό νι χα(ν)ντόλ
= µε την οµορφιά ψωµί δεν
τρώγεται (δηλ. δε φτάνει µόνο η
οµορφιά για να ευτυχήσει ένα
ζευγάρι. Χρειάζεται να έχουν
προπάντων καλό χαρακτήρα).
ψωµιέρα: µαρνένγκο – ντολάπο, ο
(= ψωµιών ντουλάπι)
π.χ. α(ν)ντέ µαρνένγκο – ντολάπο
τχο ε µαρνέ = µες στην ψωµιέρα
βάλε τα ψωµιά.
ψωµοτύρι: µαρνέσα-κιράλ, ο (=
ψωµί µε τυρί)
π.χ. µαρνέσα-κιράλ χαλάµ ντα
νακχαντάµ ο γκιβέ = ψωµοτύρι
φάγαµε και περάσαµε την ηµέρα.
ψωνίζω: (βλ. αγοράζω).
484


ωάριο: αρνό, ο (κυριολ. αβγό) κάι γκελέ κολά µπροσσά βας-
π.χ. νι κερντιλέ νταά λακέ αρνέ, βαστέσταρ κάι πφιράσας, κάι γκελέ
ο(ν)ντάν νασστί ασταρέλ χουρντό = κολά σσουκάρ τχανά, ε
δεν ωρίµασαν ακόµη τα ωάριά της, λουλουγκιαλέ, κάι ντικχάσας, αβιλέ
γι’ αυτό δεν µπορεί να συλλάβει ντα γκελέταρ µπι τε πουτσέν
παιδί. αµέ(ν)νταρ = πού πήγαν εκείνα τα
ωδίνες : µπιανιµάσκε – ντουκχά, ε χρόνια χέρι µε χέρι που
ώθηση: (βλ. σπρώξιµο). περπατούσαµε, πού πήγαν εκείνα τα
ωθώ: (βλ. σπρώχνω). ωραία µέρη, τα λουλουδάτα, που
ωµοάρθρωση: πλέτσκα, η κοιτούσαµε, ήρθαν και φύγανε
ώµος: πφικό, ο χωρίς να µας ρωτήσουν.
π.χ. µορ µε πφικέ = τρίψε τους (βλ. και όµορφος, όµορφα, ωραία).
ώµους µου. Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα.
(υποκ.) πφικορό, ο. ωραιότητα: σσουκαριπέ, ο
ωµός (άκλ. επίθ.): ιβά(ν)ντ και Αντίθ. µπετιπέ = ασχήµια.
ιβά(ν)τ ωριµάζω (αµετβ. ρ.): κερντιάβ
π.χ. ιβά(ν)ντ σι ο µας = ωµό είναι π.χ. ε πφαµπαϊά ιν κερντιλέ νταά,
το κρέας. µπικερντέ σι = τα µήλα δεν
Αντίθ. πεκό = ψηµένος, τηγανητός. ωρίµασαν ακόµα, άγουρα είναι.
ωµότητα: ιβα(ν)ντιπέ, ο (βλ. και γίνοµαι, φτιάχνοµαι).
π.χ. ε µασέσκο ιβα(ν)ντιπέ = η ωρίµανση: κερντιπέ, ο (κυριολ.
ωµότητα του κρέατος. γίνωµα) (από το ρήµα κερντιάβ =
ώρα: σαάτο, ο (σ.α. ρολόι) γίνοµαι, φτιάχνοµαι, αµετβ.
π.χ. καζόµ σι ο σαάτο; = πόση είναι ωριµάζω).
η ώρα;, α(ν)ντέ οπάςς σαάτο κα ώριµος (επίθ.): κερντό,-ί
ιρισάαβ = σε µισή ώρα θα γυρίσω. (βλ. και γινωµένος, φτιαγµένος).
(βλ. και ρολόι). Αντίθ. µπικερντό = αγίνωτος,
ωραία (επίρρ.): σσουκάρ άγουρος.
π.χ. µπουτ σσουκάρ νακχαντόµ κάι ωρίτσα: σαατίσι, ο (σ.α. ρολογάκι)
µπιάβ = πολύ ωραία πέρασα στο π.χ. α(ν)ντέ γεκ σαατίσι κ’ αβέλ =
γάµο. σε µια ωρίτσα θα ‘ρθεί.
(βλ. και όµορφα, όµορφος, ωρολογάς: σαα(τ)τσίο, ο
ωραίος). π.χ. ινγκάρ ο σαάτο κάι σαα(τ)τσίο,
Αντίθ. µπέτι = άσχηµα, άσχηµος. τε κερέλ λε = πάνε το ρολόι στον
ωραίος (ακλ. επιθ.): σσουκάρ ωρολογά, να το φτιάξει.
π.χ. σσουκάρ κχελιπέ κερντιλό = ωσότου (σύνδ.): πόσστα
ωραίο παιχνίδι έγινε, σσουκάρ σι π.χ. πόσστα τε αβές του, µε κα
λεσκό κχερ = ωραίο είναι το σπίτι τζάβταρ = ωσότου να έρθεις εσύ,
του, µπουτ σσουκάρ σι κε γιακχά = εγώ θα φύγω.
πολύ ωραία είναι τα µάτια σου, Συνών. τζι = µέχρι.
(στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου ώσπου: (βλ. µέχρι).
«κολά µπροσσά» = «εκείνα τα ώστε (σύνδ.): ντεµέκ (κυριολ.
χρόνια») δηλαδή)
485

π.χ. ντεµέκ κ’ αβέλ βο ντά; = ώστε


θα ‘ρθει κι αυτός;
ωτακουστώ: (βλ. κρυφακούω).
ωφέλεια: φαϊντάβα, η
π.χ. σόσταρ τε τσχι(ν)ντιάβ
τζάµπα, άµα νάι µαν καϊέκ
φαϊντάβα; = γιατί να κουραστώ
άδικα, αν δεν έχω καµία ωφέλεια;
(βλ. και όφελος).
ωφέληµα: (βλ. ωφέλεια, όφελος).
ωφέλιµος (επίθ.): φαϊνταλίο, -ούκα
και φαϊνταβάκο,-ι
π.χ. φαϊνταλίο σσέι σι καβά =
ωφέλιµο πράγµα είναι αυτό.
Συνών. λαζΰµι = χρήσιµος.
Αντίθ. ζαραλίο = ζηµιογόνος,
ζηµιωµένος, φαϊντασίζι =
ανώφελος, ανώφελα.
ωφελιµότητα: φαϊνταλούκο, ο.
ωφελούµαι (αµετβ.ρ.): φαϊντάβα-
κερντόλ-µάνγκε (= ωφέλεια γίνεται
για µένα) και φαϊντάβα-αβέλ-
µάνγκε (= ωφέλεια έρχεται για
µένα)
π.χ. νι αβέλ µανγκέ φαϊντάβα
κχάνικάσταρ = δεν ωφελούµαι από
κανέναν.
Αντίθ. ζαράρι-κερντόλ-µάνγκε και
ζαράρ –αβέλ-µάνγκε = ζηµιώνοµαι.
ωφελώ (µετβ.ρ): φαϊντάβα-κεράβ
(= ωφέλεια κάνω)
π.χ. νι κερντέ µανγκέ φαϊντάβα
καλά ιλάτσορα = δεν µε ωφέλησαν
αυτά τα φάρµακα.
Συνών. γιαρντούµο-κεράβ =
βοηθώ.
Αντίθ. ζαράρι-κεράβ = ζηµιώνω,
βλάπτω.
ωώδης (επίθ.): αρνέσκο, -ι.
486

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στον πρόλογο ανέφερα ότι ένα σωστό λεξικό της Ροµανί γλώσσας δεν µπορεί
να γραφεί από µη Τσιγγάνο, όταν αυτός δεν µιλά πολύ καλά τη γλώσσα και
τον ισχυρισµό µου αυτόν τον στήριξα στο γεγονός ότι έχω επισηµάνει σωρεία
λαθών σε λεξικά που έχουν κυκλοφορήσει. Παραθέτω µερικά από αυτά –γιατί
σκοπός µου δεν είναι η καταγραφή των ερµηνευτικών και ετυµολογικών
λαθών-, για να επιστήσω την προσοχή των χρηστών των λεξικών αυτών που
έχουν κυκλοφορήσει, ιδίως τα τελευταία χρόνια.

1. αγορά = κινιπέ και όχι κι(ν)ντιπέ. (Πρόκειται για την αγορά µε την έννοια
του αγοράσµατος).
2. ακοίταχτος = µπιντικχλό και όχι νιντικλί(ν)ντιλο, το οποίο σηµαίνει «δεν
κοιτάχτηκε».
3. αλυσίδα = σιντζίρι και όχι κοράκο που σηµαίνει «λαιµού» (κορ = λαιµός).
4. βαριέµαι = υσσενίαβ και όχι πφαριάβ που σηµαίνει βαραίνω (αµετβ.) και
µτφ. σκάζω (αµετβ.), (πφαρό = βαρύς).
5. δάχτυλο (ποδιού) = νάι, που χρησιµοποιείται για όλα τα δάχτυλα, χεριών
και ποδιών, και όχι «πουρνό», που σηµαίνει το τµήµα του ποδιού κάτω από
τον αστράγαλο.
6. δουλεύω µετβ. = µπουκιαράβ (σ.α. επεξεργάζοµαι, κατεργάζοµαι) και όχι
µπουκί-κεράβ (= δουλειά κάνω) που είναι αµετάβατο.
7. εκνευρίζοµαι = χολί-σίρνταβ (= θυµό τραβώ). Πρόκειται για ετυµολογικό
λάθος. Το δεύτερο συνθετικό δεν προέρχεται από το ρήµα νταβ = δίνω.
8. ελληνόπουλο = ντασικανό-χουρντό (= ελληνικό παιδί) και όχι ντασικανορό,
που είναι υποκοριστικό του επιθέτου ντασικανό = ελληνικός. Ντασικανορό
κυριολεκτικά σηµαίνει ελληνούτσικος. Όµοια συµβαίνει σε πολλά επίθετα,
π.χ. νανγκό = γυµνός, νανγκορό = γυµνούτσικος, µπαρό = µεγάλος,
µπαρορό = µεγαλούτσικος.
9. εξαντληµένος = τσχορντό, που σηµαίνει ακόµη ρηµαγµένος, χυµένος,
διαλυµένος. Πρόκειται για ετυµολογικό λάθος. Η λέξη τσχορντό
προέρχεται από το ρήµα τσχοράβ = εξαντλώ, χύνω, ρηµάζω (µετβ.), διαλύω
και το οποίο δεν έχει καµία εννοιολογική σχέση µε το ρήµα κλέβω =
τσοράβ, που δεν προφέρεται µε παχύ τσ, όπως συµβαίνει µε το ρήµα
τσχοράβ.
10. εξαπατηµένος = χοχαντό ή χοχανταρντό, που σηµαίνουν ακόµη
γελασµένος,πλανεµένος, ξεγελασµένος, και όχι πρασα(ν)ντό που σηµαίνει
χλευασµένος.
11. ζάλη = ζαλιπέ και όχι ζαλισαριπέ, που σηµαίνει ζάλισµα.
12. θερµόµετρο = θερµόµετρο και όχι κχαγκάκι, που σηµαίνει «µασχάλης»
(κχακ = µασχάλη).
13. καπέλο = καπέλα και όχι σσερέσκι, που σηµαίνει κεφαλιού (σσορό =
κεφάλι), (σσερέσκι-ντουκ = κεφαλιού πόνος, κεφαλόπονος). Το γεγονός ότι
σσερέσκι δε σηµαίνει καπέλο, δε µπορεί να έχει ετυµολογική σχέση µε τη
λέξη σάρα = αντίσκηνο.
487

14. καταπίνω = νακχαβάβ που σηµαίνει κυριολεκτικά περνώ (µετβ.) και δεν
έχει καµία ετυµολογική σχέση µε τη λέξη «νακ» = µύτη. Το ότι τα πουλιά
καταπίνουν από τη µύτη δεν άγει στο συµπέρασµα ότι το ρήµα νακχαβάβ
προέρχεται από τη λέξη νακ = µύτη.
15. κόψιµο = τσχινιπέ από το ρήµα τσχινάβ = κόβω και όχι τσχι(ν)ντιπέ, που
σηµαίνει κούραση και που προέρχεται από τη λέξη τσχι(ν)ντιάβ = κόβοµαι,
κουράζοµαι.
16. κρεµιέµαι = ου(µ)µπλαβάµαν και όχι ουµπλαντόµαν, που σηµαίνει
κρεµάστηκα.
17. λιποθυµισµένος = µπαηλµούσσι και όχι πελό, που σηµαίνει έπεσε.
18. ξύπνιος = τζουνγκαντό και ουσστι(ν)ντό (ουσστι(ν)ντό κυριολεκτικά
σηµαίνει σηκωµένος, και όχι όρθιος, ουσστάβ = σηκώνοµαι). (όρθιος =
οπρι(ν)ντό ή ντίκι).
19. Στο λήµµα όπλο = τσχουνταλί δίνεται λανθασµένη ετυµολογία. Η λέξη δεν
προέρχεται από το ρήµα τσχινάβ = κόβω, αλλά από το ρήµα τσχαβ = ρίχνω.
Τσχουνταλί κατά λέξη σηµαίνει ριχτήρας. (τσχουηπέ ή τσχουντιπέ =
ρίξιµο).
20. Η λέξη παραλίγο ερµηνεύεται µε τη λέξη εµπουκίσα, µπουκίσα, που
σηµαίνει «λιγάκι». Είναι υποκοριστικό της λέξης εµπούκα = λίγο (για την
απόδοση της λέξης παραλίγο χρησιµοποιούνται κατάλληλες περιφράσεις).
21. πηγαίνω = τζαβ. Λανθασµένη είναι η ερµηνεία τζαλ. Η λέξη τζαλ, που
«απαντάται σε µερικά τσιγγάνικα τραγούδια», είναι το τρίτο πρόσωπο του
τζαβ. ∆εν είναι µετατροπή του β σε λ «για λόγους ευφωνίας».
22. ρολόι = σαάτο (σ.α. ώρα). Έτσι λέγεται το ρολόι στην οδό Αδριανουπόλεως
(οικισµός Τσιγγάνων) της Κοµοτηνής και όχι γιουναφκαλό.
23. σκουπίζοµαι = κοσάµαν και όχι σσουλαράµαν.
24. σκουπισµένος = σσουλαντό (µε σκούπα) και όχι σσουλαρντό.
25. στάζω (αµετβ.) = τχάβνταβ δε χρησιµοποιείται µόνο για νερό αλλά για κάθε
υγρό. Το ρήµα είναι µόνο αµετάβατο. Ως µεταβατικό στάζω (σταλάζω)
χρησιµοποιείται το ρήµα τχαβνταράβ.
26. σωστός = ντένκι (σ.α. σωστά) και όχι τσατσέ (ή τσατσές), που είναι
επίρρηµα και σηµαίνει αλήθεια, πράγµατι όντος, π.χ. εκ ντένκι µπουκί
νασστί κερές = µια σωστή δουλειά δεν µπορείς να κάνεις.
27. φερετζές = φερετζάβα και όχι καλαρντί, που σηµαίνει µαυρισµένη.
28. φτύσιµο = τσχουνγκαριπέ και όχι τσχουνγκάρ που σηµαίνει σάλιο,
τσχουνγκάρνταβ ή τσχουνγκαράβ = φτύνω, π.χ. σσουκιλό µο τσχουνγκάρ =
στέγνωσε το σάλιο µου.

You might also like