Professional Documents
Culture Documents
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΡΟΜΑΝΙ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΡΟΜΑΝΙ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΑΛΕΞΙΟΥ
ΛΕΞΙΚΟ
ΤΗΣ ΡΟΜΑΝΙ
ΓΛΩΣΣΑΣ
(ΕΛΛΗΝΟΡΟΜΑΝΟ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στο λεξικό αυτό έχουν συγκεντρωθεί περίπου 12.000 λέξεις της ελληνικής,
οι οποίες µεταφράζονται στη Ροµανί γλώσσα. Η διάλεκτος που καταγράφεται
εδώ είναι αυτή που µιλιέται από τους Ροµά που ζουν στην Κοµοτηνή και
ειδικότερα στο συνοικισµό τέρµα οδού Αδριανουπόλεως. Οι περισσότεροι από
τους κατοίκους του συνοικισµού αυτού ανήκουν στην οµάδα των Ποριζαρτζία
(= Κοσκινάδες ) και οι υπόλοιποι στην οµάδα των Καλπαζάϊα. Οι πρόγονοι
των Ποριζαρτζία ήταν ντόπιοι, ενώ των Καλπαζάϊα ήταν πρόσφυγες από την
Κωνσταντινούπολη που ήρθαν το 1922 µε την ανταλλαγή των πληθυσµών και
έµειναν στο συνοικισµό όλοι µαζί µέχρι το έτος 1955 περίπου. Μετά άρχισαν
να φεύγουν λίγοι λίγοι για διάφορους λόγους σε άλλους οικισµούς της Θράκης
και της Μακεδονίας, όπου υπήρχαν Καλπαζάια. Τώρα στο συνοικισµό
κατοικούν µόνο δέκα οικογένειες Καλπαζάια σε σύνολο των 300 οικογενειών
του συνοικισµού. Απ’ ότι γνωρίζω Καλπαζάια υπάρχουν στον Άρατο Ροδόπης,
στο Χειµώνιο Έβρου, στο Εύλαλο και Κιµµέρια Ξάνθης, στη ∆ράµα, στο
∆ενδροπόταµο Θεσ/νίκης κ.α.
Από τους γονείς µου ο πατέρας µου ανήκει στην οµάδα των Κοσκινάδων
και η µητέρα µου στην οµάδα των Καλπαζάια. Η γλώσσα κάθε µιας οµάδας,
αποτελούσε ιδιαίτερη διάλεκτο, αλλά µε µερικές διαφορές, όπως : α) στο α΄
ενικό πρόσωπο του Αορίστου της Οριστικής των ρηµάτων, πχ. κερντόµ =
έκανα (Κοσκινάδες) – κερντέµ (Καλπαζάια), λιόµ = πήρα (Κοσκινάδες)- λιέµ
(Καλπαζάια). Γι’ αυτό και στο λεξικό στις φράσεις που περιέχουν το α΄
πρόσωπο του Αορίστου χρησιµοποιώ άλλοτε την κατάληξη –οµ, άλλοτε την
κατάληξη –εµ. β) στο α΄ πρόσωπο του ρήµατος είµαι : σοµ (Κοσκινάδες) –
σεµ (Καλπαζάια).
Επίσης υπάρχουν και κάποιες άλλες φθογγολογικές διαφορές στο θέµα
µερικών λέξεων, πχ. πασστιάβ (Κοσκινάδες) – πασσλιάβ (Καλπαζάια). Οι
διάλεκτοι αυτές σε άλλους τόπους και χώρες εξακολουθούν να διακρίνονται
µεταξύ τους , όταν οι οµάδες των Ροµά ζουν χωριστά. Όπου όµως ζουν µαζί οι
διάλεκτοι αυτές τείνουν να ενοποιηθούν.
2
ζυµωθεί µε την τσιγγάνικη πολιτιστική κληρονοµιά τότε και µόνο τότε µπορεί
να καταγράψει σωστά τη Ροµανί γλώσσα. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο
γλωσσολόγος Ευάγγελος Μαρσέλος, ο οποίος είχε αφιερώσει και είχε
αναλώσει τη ζωή του στην έρευνα της τσιγγάνικης γλώσσας. Από 19 ετών µε
σκοπό να εκµάθει όλες τις τσιγγάνικες διαλέκτους, έζησε κοντά στους
τσιγγάνους επί πολλά έτη, συναναστράφηκε µαζί τους, τους αγάπησε και τον
αγάπησαν εγκάρδια. Όταν τον πρωτάκουσα να µιλά ροµανές, σχηµάτισα την
εντύπωση ότι είναι Τσιγγάνος. Χειριζόταν τη γλώσσα άψογα σ’ όλη την
έκτασή της. Με τους γλωσσικούς νεολογισµούς έχει εµπλουτίσει και
εκσυγχρονίσει την Ροµανί γλώσσα. ∆ε θα λησµονήσω ποτέ την καλή διάθεση
που είχε στη συνεργασία που είχαµε και τη συµβουλευτική του βοήθεια στα
θέµατα της γλώσσας και λεξικογραφίας.
Από την άλλη πλευρά, η τσιγγάνικη καταγωγή από µόνη της δεν φτάνει για
να καταγράψει κανείς τη Ροµανί γλώσσα. Για να µην ντρέπεται ένας Ροµ για
τη γλώσσα που µιλάει, για να µην τη θεωρεί µιας « δεύτερης κατηγορίας »
γλώσσα, πρέπει να αναρωτηθεί για την ταυτότητα και την ιστορία του, πρέπει
να ξανασκεφτεί τον εαυτό του και την πορεία του µέσα από τη γλώσσα. Πρέπει
ακόµα να σκεφτεί την οµάδα του και τη γλώσσα του στη σχέση της µε τις
άλλες οµάδες και γλώσσες.
Για την καταγραφή της Ροµανί χρειάζονται λοιπόν Τσιγγάνοι που έχουν
πετύχει ένα βαθµό ένταξης στην ελληνική κοινωνία, ταυτόχρονα όµως να ζουν
τσιγγάνικα. Τις λέξεις µπορεί να τις βρει και να τις καταγράψει ο καθένας.
Όµως η γραµµατική είναι µέσα στη γλώσσα και δεν βγαίνει από τυπικούς
κανόνες, αλλά από έναν ορισµένο τρόπο να σκέφτεσαι τον εαυτό σου και τον
κόσµο. Με αυτές τις σκέψεις προσπάθησα να καταγράψω τη Ροµανί γλώσσα.
Πρώτα προσπάθησα να αντιστοιχίσω τις τσιγγάνικες λέξεις που ήξερα και
χρησιµοποιούσα στην καθηµερινή µου ζωή µε τις λέξεις της ελληνικής
γλώσσας. Έπειτα άρχισα να καταγράφω λέξεις που σιγά-σιγά χάνονταν από
τους ηλικιωµένους Ροµά. Άρχισα ακόµα να καταγράφω λέξεις από άλλες
περιοχές της Θράκης, έξω από τα στενά όρια της γειτονιάς όπου ζω.
5
µας, και να µεταβάλουµε σε θετική την εικόνα τους που υπάρχει στα µάτια και
στο µυαλό των µη Τσιγγάνων. Για να γίνει αυτό πρέπει ν’ ακολουθήσουµε το
µονόδροµο: Σχολείο – µόρφωση – διαβίου µόρφωση.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
1. Στη Ροµανί υπάρχουν δύο γένη: αρσενικό και θηλυκό, π.χ. ο κχερ
(αρσενικό γένος ), η µπουκί (θηλυκό γένος). Εκτός από το άρθρο της
ονοµαστικής του ενικού αρσενικών (ο) και θηλυκών (η), το άρθρο των
λοιπών πτώσεων ενικού και όλων του πληθυντικού είναι το ε. Εάν σε ένα
λήµµα αντιστοιχούν περισσότερα ουσιαστικά της Ροµανί του ίδιου γένους,
σηµειώνεται το άρθρο στο τελευταίο ουσιαστικό.
2. Στο θηλυκό γένος των επιθέτων και µετοχών σηµειώνεται µόνο η κατάληξή
τους µετά το αρσενικό γένος π.χ. επίθ. παρνό,-ί (= άσπρος,-η), µτχ.
τσαλαντό,-ί (= χτυπηµένος,-η).
3. Στα συµπλέγµατα συµφώνων, πφ, τφ, κχ, τχ, και τσχ τα σύµφωνα φ,χ
προφέρονται ως µισά σύµφωνα, δηλαδή, ελαφρά ως εκπνοή. Πχ. Πφενάβ =
λέω, τφουτ = γιαούρτι, κχερ = σπίτι, τχαν = τόπος, θέση, χώρος, µέρος,
οικόπεδο, περιοχή, τσχουρί = µαχαίρι.
4. Τα σύµφωνα όταν είναι σε παρένθεση προφέρονται κανονικά. Πχ.
ντα(ν)νταλάβ = δαγκώνω, α(µ)µπρόλ = αχλάδι.
5. Οι ελληνικές λέξεις µε αστερίσκο (*) είναι λέξεις αδόκιµες και
χρησιµοποιήθηκαν για να ερµηνεύσουν ακριβέστερα τη ροµανί λέξη (πχ.
κλαψιαροπρόσωπος = ροη(ν)ντέ-µόσκο).
6. Όταν το σ και το ζ είναι παχιά, έχουν σηµειωθεί δύο σ και ζ (πχ. σσουντρό
= κρύος, κόζζα = φλούδα).
7. Σε µερικά ρηµατικά ουσιαστικά µε κατάληξη –ιπέ και σε διάφορες άλλες
λέξεις αντί του γιώτα (ι) χρησιµοποιήθηκε το ήτα (η), για να αποφευχθούν
τα διαλυτικά ( ¨ ).
8. Όπου µετά τη ροµανί λέξη ανοίγεται παρένθεση και ακολουθεί το σύµβολο
= (ίσον), πρόκειται για κυριολεκτική σηµασία, παρόλο που δε σηµειώνεται
η βραχυγραφία κυριολ. = κυριολεκτικά. (πχ. στο λήµµα υποφέρω : σΰρνταβ
(= τραβώ).
11
Βραχυγραφίες
ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΏΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α
α (στερητικό): µπι αβάσταχτος (α) (επίθ.):
π.χ. µπιπεκό = άψητος, µπικιραντό µπισϋρντι(ν)ντό,-ί (κυριολ.
= άβραστος, µπιχαλαντό = άπλυτος, ατράβηχτος)
µπιλονγκλό = ανάλατος. π.χ. µπισϋρντι(ν)ντί σι καγιά ντουκ
(βλ. και χωρίς). = αβάσταχτος είναι αυτός ο πόνος
α (α) (επιφών.): άλε (οµόηχο άλε = Αντίθ. σϋρντι(ν)ντό (µτφ.) =
έλα, πάρε) υποφερτός.
π.χ. άλε! κάνα αβιλό καβά; = α! αβάσταχτος (β) (επίθ.):
πότε ήρθε αυτός;, άλε! γκαντάλ νάι; µπισϋρντιµάσκο,-ι και (άκλ. επίθ.)
= α! έτσι δεν είναι; µπισϋρντιµέ (µπισϋρντιµέ κυριολ.
α (β) (επιφών.): α ατράβηχτος, σ.α. αζύγιστος,
π.χ. α τε κεράβ καϊά µπουκί, α τε ανυπόφορος).
κεράβ κοϊά µπουκί, νασστί γκελόµ (µπισϋρντιµάσκο σ.α. ανυπόφορος,
= α να κάνω αυτή τη δουλειά, α να αφόρητος).
κάνω εκείνη τη δουλειά, δεν π.χ. µπισϋρντιµάσκο σι καβά
µπόρεσα να πάω. τατιπέ = ανυπόφορη είναι αυτή η
άβαθος (άκλ. επίθ.): µπιντερίνι ζέστη.
Αντίθ. ντερίνι = βαθύς. Αντίθ. σϋρντιµάσκο = υποφερτός,
άβαλτος: (βλ. ατοποθέτητος). σϋρντιµέ = τραβηγµένος, υποφερτός,
αβανιά: (βλ. διαβολή). ζυγισµένος.
αβάντα: αβά(ν)τα, η αβάσταχτος (γ) (επίθ.):
π.χ. αβά(ν)τα αβιλέ µανγκέ καλά µπιασταρντό, -ί (κυριολ.
παρέ = αβάντα (χωρίς να κοπιάσω) ακράτητος, άπιαστος, ασύλληπτος,
µου ήρθαν αυτά τα λεφτά, αβά(ν)τα ανέγγιχτος, ως ουσ. µπιασταρντί, η
(χωρίς λεφτά) θέλεις να τρως, = άπιαστη, αδιακόρευτη, η)
καθόλου δε θέλεις να πληρώνεις. Αντίθ. ασταρντό = βασταγµένος,
(αβά(ν)τατζίο, ο = τζαµπατζής, π.χ. κρατηµένος, πιασµένος,
αβά(ν)τατζίο σι ο πφιρνορό! = συλληµµένος, αγγιγµένος, ως ουσ.
τζαµπατζής είναι ο πονηρούλης!, ασταρντί, η = πιασµένη, η
αβά(ν)τατζίκα και αβά(ν)τατζΰκα, η ξεπαρθενεµένη, η.
= τζαµπατζού, αβά(ν)τατζουλούκο, άβαφος (επίθ.): µπιµακχλό,-ί
ο = η ιδιότητα του τζαµπατζή, της π.χ. µπιµακχλό σι ο κχερ = άβαφο
αβάντας). είναι το σπίτι, µπιµακχλί αβιλί κάι
αβάρετος: (βλ. εργατικός, µπιάβ = άβαφη ήρθε στο γάµο.
αχτύπητος). Συνών. µπιρενκλιό =
άβαρος (επίθ.): µπιπφαρό, -ί αχρωµάτιστος, µπιµποϊαµούσσι =
Συνών. λοκό = ελαφρύς αµπογιάτιστος.
Αντίθ. πφαρό = βαρύς, αργός, Αντίθ. µακχλό = βαµµένος,
βραδυκίνητος. µποϊαµούσσι = µπογιατισµένος.
αβασάνιστος (επίθ.): µπιτσεκιάκο, αβάφτιστος (επίθ.): µπιµπολντό,-ί
-ι (σ.α. αταλαιπώρητος). π.χ. ο χουρντό σι ντουέ
µπροσσένγκο ντα ταά µπιµπολντό
18
π.χ. τσουτσό σι ο κχερ = άδειο π.χ. ιτσ πφαλιπέ νάι α(ν)ντέ λεσκό
είναι το σπίτι, (αλληγ.) τσουτσέ γκι· κερέλ πες σαρ γιαµπαντζίο =
βαστένσα σαρ τε τζαβ κάι λεσκό καθόλου αδελφοσύνη δεν έχει στην
µπιάβ; = µε άδεια χέρια πώς να πάω ψυχή του· κάνει σαν ξένος.
στο γάµο του; (αλληγ.) τσουτσό σι αδελφούλης: πφαλορό, ο
λεσκό σσορό = άδειο είναι το π.χ. µο πφαλορό µπαριλό = ο
κεφάλι του (δηλ. δεν έχει µυαλό). αδελφούλης µου µεγάλωσε.
Αντίθ. πφερντό = γεµάτος, πλήρης. αδελφούλα (η): πφενορί, η
άδειος (β) (άκλ. επίθ.): µπόσσι π.χ. µι πφενορί πασστόλ = η
π.χ. µπόσσι σι η κουτία = άδειο αδελφούλα µου κοιµάται.
είναι το κουτί. αδέλφωµα: πφαλαριπέ, ο.
αδειούλα: αντιίσα και αδιίσα, η αδελφωµένος (µτχ.): πφαλαρντό,-ί.
π.χ. µι αντιίσα χασαρντόµ = την αδελφώνοµαι (αµετβ. ρ.): πφαλ-
αδειούλα µου έχασα. κερντιάβ (= αδελφός γίνοµαι).
αδειούτσικος (επίθ.): τσουτσορό,-ί αδελφώνω (µετβ. ρ.): πφαλαράβ.
Αντίθ. πφερντορό = γεµατούτσικος. άδεντρος (επίθ.):
αδέκαρος: (βλ. άφραγκος). µπικοπατσένγκο,-ι και
αδελφικός (επίθ.): πφαλικανό,-ί µπικαβακένγκο,-ι.
π.χ. σίαµεν πφαλικανό αµαλιπέ = αδέξιος: (βλ. ατζαµής).
έχουµε αδελφική φιλία. αδέξιος: (βλ. αφηρηµένος).
αδελφοκτονία: πφαλένγκο- αδεξιότητα: (βλ. ατζαµοσύνη).
µουνταριπέ, ο (= αδελφών αδεξιότητα: (βλ. αφηρηµάδα).
σκότωµα). αδερφή: (βλ. αδελφή).
αδελφοµεράδι: (βλ. αδερφικός: (βλ. αδελφικός).
αδερφοµοιράδι). αδερφοµοιράδι: πφαλένγκο-µιράζι,
αδελφοπαίδι: πφαλέσκο-χουρντό, ο (= αδερφών µοιράδι).
ο (= αδελφού παιδί). αδερφοµοίρι: (βλ. αδερφοµοιράδι)
αδελφός: πφαλ, ο αδερφός: (βλ. αδελφός).
π.χ. αβιλό µο πφαλ = ήρθε ο αδερφοσκοτωµός: πφαλένγκο-
αδελφός µου, (στίχοι από ποίηµα Γ. µουνταριπέ, ο.
Αλεξίου «ε τσιρικλά» (= τα αδερφοσύνη: (βλ. αδελφοσύνη).
πουλιά)) κάι αµαρό Ντελ, εµπούκα αδερφούλα: (βλ. αδελφούλα).
αµέ(ν)ντα τε ντικχέλ ντα σα αµαρέ αδερφούλης: (βλ. αδελφούλης).
πφαλέν κάι γεκ τχαν τε κίντελ = αδέρφωµα: (βλ. αδέλφωµα).
πού είναι ο δικός µας ο Θεός, λίγο αδερφωµένος: (βλ. αδελφωµένος).
και µας να µας κοιτάξει κι όλα τα αδερφώνω: (βλ. αδελφώνω).
αδέλφια µας σε ένα µέρος να τα αδέσµευτος: (βλ. ελεύθερος).
µάσει. άδετος (επίθ.): µπιπφα(ν)ντό,-ί (=
αδελφή (η): πφεν, η άκλειστος)
π.χ. κάι γκελί κι πφεν; = πού πήγε Αντίθ. πφα(ν)ντό = δεµένος,
η αδελφή σου; κλειστός, φυλακισµένος, κλεισµένος.
αδελφοποιηµένος: (βλ. άδηλος (α) (επίθ.):
αδελφωµένος). µπισικαντι(ν)ντό, -ί (= αφανέρωτος)
αδελφοποίηση: (βλ. αδέλφωµα). Συνών. γκαραντι(ν)ντό = κρυφός.
αδελφοποιώ: (βλ. αδελφώνω).
αδελφοσύνη: πφαλιπέ, ο
32
Β
βαδίζω (αµετβ. ρ.): πφιράβ (= βαθαίνω (µετβ. ρ.): ντερίνι-κεράβ
αµετβ. περπατώ). (= βαθύ κάνω).
βάδισµα: πφιριπέ, ο (= βαθαίνω (αµετβ. ρ.): ντερίνι-
περπάτηµα). κερντιάβ (= βαθύς γίνοµαι).
βάζο: βάζο, ο βαθιά (επίρρ.): ντερίνι
π.χ. κον πφαγκλά ο βάζο; = ποιος (σ.α. βαθύς, βλ. και βαθύς).
έσπασε το βάζο; π.χ. νά τζα µπουτ ντερίνι α(ν)ντό
βάζοµαι (αµετβ. ρ.): τχάµαν παί, κα τασός = µη πηγαίνεις πολύ
π.χ. νι λατζάς κάι τχόστουτ εκχέ βαθιά µες στο νερό, θα πνιγείς.
σικνέ χουρντέσα; = δεν ντρέπεσαι βαθµός: βαθµόζι, βατµόζι και
που βάζεσαι (τα βάζεις) µε ένα βαθµός, ο
µικρό παιδί; (κατάρα) τε τχόλπες βάθος: ντερι(ν)νίκο, ο
τούσα ο Ντελ, κάι τχόστουτ µάνσα π.χ. καζόµ µέτρορα σι ο
= να βαλθεί µε σένα ο Θεός, που ντερι(ν)νίκο; = πόσα µέτρα είναι το
βάζεσαι (τα βάζεις) µε µένα. βάθος;
(βλ. οµόηχο τχάµαν = πλένοµαι). βαθύς (άκλ. επιθ.): ντερίνι
βάζω (α) (µετβ. ρ.): τχαβ π.χ. ντερίνι ντενίζι = βαθιά
π.χ. κάι τχοντάν µε µενία; = πού θάλασσα, (µτφ.) ντερίνι σι καλά
έβαλες τα παπούτσια µου; κον πφερασά, νασστί ακχιαρές λεν =
τχοντά τουτ τε κερές καβά σσέι; = βαθιά είναι αυτά τα λόγια, δεν
ποιος σε έβαλε να κάνεις αυτό το µπορείς να τα καταλάβεις.
πράγµα; τχο µανγκέ τε χαβ = βάλε βαθύτητα: (βλ. βάθος).
µου να φάω. βαλβίδα: βαλβίντα και βαλβίδα, η
(βλ. και τοποθετώ). π.χ. ντενκλεµέκο µανγκέν ε
(βλ. οµόηχο τχαβ = κλωστή, τοµαφιλέσκε βαλβίντε = ρύθµιση
πλένω). θέλουν του αυτοκινήτου οι
Αντίθ. ικαλάβ = βγάζω. βαλβίδες.
βάζω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): βαλές: βαλέ, ο
τχονταράβ και (επιτατ.ενερ.διαµ.ρ.) Συνών. φά(ν)τι = φάντης.
τχοντανταράβ (= βάζω να βάλει- βαλίτσα: βαλίτσα η
ουν, κάνω να βάλει-ουν, σ.α. π.χ. πουτάρ η βαλίτσα = άνοιξε την
εγκαθιστώ, παραγγέλλω) βαλίτσα.
π.χ. κα τχονταράβ λεστέ ε κασστά βαλµένος (α) (µτχ.): τχοντό,-ί
αν ντάµο = θα τον βάλω να βάλει (βλ.οµόηχο τχοντό = πλυµένος).
τα ξύλα στην αποθήκη, Αντίθ. µπιτχοντό = άβαλτος
τχονταρντόµ τεήπι α(ν)ντό τοµαφίλι (οµόηχο µπιτχοντό = άπλυτος).
= εγκατέστησα µαγνητόφωνο στο βαλµένος (β) (µτχ.): τχονταρντό, -ί
αυτοκίνητο, σο µανγκές τε (από το ρ. τχονταράβ βλ. βάζω (β),
τχονταράβ τουκέ τε χας; = τι θέλεις τχονταρντό σ.α. εγκατεστηµένος).
να σου παραγγείλω να φας; τζαβ βάλσιµο (α): τχοντιπέ και τχοηπέ, ο
κάι ντοκτόρι τε τχονταράβ µανγκέ (βλ. οµόηχο τχοηπέ = πλύσιµο)
γκαλµπενέσκο νταν = πάω στον (βλ. και τοποθέτηση).
γιατρό να βάλω χρυσό δόντι. Αντίθ. ικαλιπέ = βγάλσιµο.
101
βυζαρού: µπαρέ-τσουτσένγκι, η
(κατά λέξη: µεγαλοβυζού)
π.χ. µπαρέ-τσουτσένγκι τσχορί =
βυζαρού κοπέλα.
βυζί: τσουτσί, η
π.χ. µπαριλέ κε τσουτσά =
µεγάλωσαν τα βυζιά σου.
βυζούνι: (βλ. σπυρί).
βυσσινιά: φισσνιλίν, η.
βύσσινο: φίσσνα, η.
βώλος: τοπάτσι, ο.
(υποκ.): τοπατσίσι, ο.
114
Γ
γαβγίζω: (βλ. ηχώ αµετβ.). γαλάζιος (άκλ. επίθ.): µαβί
γάζα (α): γάζα, η π.χ. µαβί γιακχά = γαλάζια µάτια.
γάζα (β): γκάζα, η και κοτόρ, ο γαλακτόπιτα: σουτέσκι-
(κοτόρ κυριολ. ύφασµα, πανί) πλιτσί(ν)τα, η.
π.χ. λιόµ γκάζα τε πφά(ν)νταβ µο γλακτώδης (επίθ.): σουτέσκο, -ι
βας = πήρα γάζα να δέσω το χέρι και συτέσκο, -ι.
µου. γαλανοµάτης (επίθ.): µαβί-
γάζωµα: (βλ. ράψιµο). γιακχένγκο,-ι.
γαζώνω: (βλ. ράβω). γαλανός: (βλ. γαλάζιος).
γάιδαρος: χορ, ο γαλατάκι: σουτίσι, ο.
π.χ.µπαρό, τφουλό χορ σαν του, ιν γαλατάς: σου(τ)τσίο, ο
λατζάς κάι τχόστουτ εκχέ σικνέ π.χ. ιν νακχλό αβγκιέ ο σου(τ)τσίο
χουρντέσα; = µεγάλο, χοντρό = δεν πέρασε σήµερα ο γαλατάς.
γαϊδούρι είσαι εσύ, δεν ντρέπεσαι γαλατού: σου(τ)τσίκα, η.
που τα βάζεις µε ένα µικρό παιδί;, Γαλλία: Φράνσα, η.
παΐ νταβ ε χορέ = νερό δίνω τον γαλλικός (επίθ.): φρανσένγκο,-ι
γάιδαρο. και φρανσάκο,-ι.
γαϊδουράκι: χορορό, ο Γάλλος: Φράνσι, ο.
γαϊδουράκι (νεογέννητο): Γαλλίδα: Φράνσκα, η.
κουντούκο, ο. γαλλόφιλος (επίθ.): αµάλ-
(υποκ.) κουντουκίσι, ο φρανσένγκο,-ι (= φίλος γάλλων).
γαϊδουρινός: (βλ. γαϊδουρίσιος). γαλλοπούλα: µισίρκα, η
γαϊδουρίσιος (επίθ.): χορανό,-ι π.χ. µισιρκάκε αρνέ = αβγά
π.χ. σαρ χορανό σι λεσκό σσορό = γαλοπούλας.
σαν γαϊδουρίσιο είναι το κεφάλι γαµηµένος (µτχ.): µπουλιντι(ν)ντό,
του. -ί.
γαϊδουριά: χοριπέ, ο γαµήσι: µπουλιντιπέ, ο.
π.χ. τε λατζάς µο, χοριπέ σας καβά γαµιέµαι (αµετβ. ρ.):
κάι κερντάν = να ντρέπεσαι ρε, µπουλένταµαν και
γαϊδουριά ήταν αυτό που έκανες. µπουλέντι(ν)ντιάβ.
Συνών. µπαλιτσχιπέ = γουρουνιά. γαµιόλα (µτχ. ως ουσ.):
γαϊδουρόδερµα: χορέσκι-µορκχί, µπουλιντι(ν)ντί, η (σ.α. γαµηµένη).
η. γαµιόλης (µτχ. ως ουσ.):
γαϊδουροκέφαλος (επίθ.): χορανέ- µπουλιντι(ν)ντό, ο (σ.α. γαµηµένος,
σσερέσκο, -ι. πούστης).
γαϊδουρότριχα: χορέσκο-µπαλ, ο γάµος: µπιάβ και αµπάβ, ο
(= γαϊδάρου τρίχα, µπαλ = τρίχα, π.χ. κάι κα κερντόλ τουµαρό
µαλλί). µπιάβ; = πού θα γίνει ο γάµος σας;
γάλα: σύτυ (το υ προφ. όπως το µπουτ σσουκάρ κερντιλό τουµαρό
γαλλικό u) και σούτι, ο αµπάβ! = πολύ ωραίος έγινε ο
π.χ. ταταράβ ε χουρντέσκο σούτι = γάµος σας! µόσκε-τσχιµπάκε, τζα
ζεσταίνω του µωρού το γάλα, πιλάν τούντα κάι αµπάβ = για στόµα-για
κο σύτυ; = ήπιες το γάλα σου;
115
σκοτωνόµαστε µες στα χωράφια για π.χ. καλά µπουκιά νι κερντόν τακ-
ένα κοµµάτι ψωµί (βλ. και τακ = αυτές οι δουλειές δεν
γραµµατισµένος). γίνονται γρήγορα, τε ιρισάος τάκα-
γραφικός (επίθ.): γιαζµακέσκο, -ι τάκα = να γυρίσεις γρήγορα.
(γενική πτώση του ενικού της λέξης γρηγοράδα: σσεβικλίκο, ο
γιαζµάκο = γράψιµο). (βλ. και σβελτάδα).
γράφοµαι (αµετβ. ρ.): γιαζϋλίαβ γρήγορος (άκλ.επιθ.): σσεβίκι
και γραπσάβαβ. π.χ. νταά σσεβίκι σι τούταρ = είναι
γραφτό: γιαζία, η πιο γρήγορος από σένα.
π.χ. σο ντα τε κερέλ ο µανούςς, (βλ. και σβέλτος).
κατάρ πι γιαζία νασστί νασσέλ = ότι Αντίθ. πφαρό (µτφ.) = βαρύς, (µτφ.
και να κάνει ο άνθρωπος, από το αργός).
γραφτό του δεν µπορεί να ξεφύγει, γριά: πφουρί, η
καγιά σας λεσκί γιαζία, σό τε π.χ. σο κερές πφουρίε, σαρ σαν; =
κεράς! = αυτό ήταν το γραφτό του, τι κάνεις γριά, πως είσαι;
τι να κάνουµε! Αντίθ. τερνί = νέα.
(γιαζία κυριολ. γράµµα, βλ. και γριούλα: πφουρορί, η
γράµµα). Αντίθ. τερνορί = νεαρούλα.
γράφω (αµετβ.και µετβ.ρ.): γρίπη: γρίπι και γκρίπι, η
γιαζίαβ και γραπσαράβ. π.χ. ασταρντά µαν γρίπι = µ' έπιασε
π.χ. σο γιαζίορ κατέ; = τι γράφει γρίπη.
εδώ; τζανές τε γραπσαρές; = ξέρεις γριπωµένος (µτχ.): γριπλίο, -ίκα
να γράφεις; α(ν)τάβ ο καλέµο, τε π.χ. γριπλίο σοµ = γριπωµένος
γιαζίαβ λεσκό αλάβ = φέρε το είµαι.
στυλό, να γράψω το όνοµά του. Συνών. νασφαλό = άρρωστος,
γράψιµο (α): γιαζµάκο, ο. ασθενής.
γράψιµο (β): γραπσαριπέ, ο. γριπώνοµαι (αµετβ. ρ.):
γρήγορα (α) (επίρρ.): σίγο και γριποσάβαβ και γκριπλενίαβ
σούγο π.χ. γριποσάιλοµ, ο(ν)ντάν χασάβ =
π.χ. κερ σίγο, τε µπιτιρίας = κάνε γριπώθηκα, γι’ αυτό βήχω,
γρήγορα, να τελειώσουµε, τζα γκριπλε(ν)ντί λεσκί ροµνί =
σούγο κχερέ, βασικαρέλ τουκέ κι γριπώθηκε η γυναίκα του.
ντέι = πήγαινε γρήγορα σπίτι, σε γροθιά: ντουµούκ, η
φωνάζει η µάνα σου. π.χ. α(ν)ντέ γεκ ντουµούκ περαντά
Αντίθ. πολοκό = σιγά, σιγανά. λε τελέ = µε µια γροθιά τον έριξε
(βλ. και επειγόντως). κάτω.
γρήγορα (β) (επίρρ.): τσαµπούκι (υποκ.) ντουµουκχορί, η.
και σσεβίκι γρονθοκόπηµα: ντουµουκχένσα-
π.χ. τσαµπούκι αβιλό = γρήγορα τσαλαηπέ, ο (= µε γροθιές
ήρθε, κερ σσεβίκι = κάνε γρήγορα. χτύπηµα).
(σσεβίκι σ.α. σβέλτα, σβέλτος, γρονθοκοπηµένος (µτχ.):
γρήγορος). ντουµουκχένσα-τσαλαντό,-ί (= µε
Αντίθ. γιαβάσσι = σιγά, ήσυχος. γροθιές χτυπηµένος).
γρήγορα (γ) (επίρρ.): τακ-τακ και γρονθοκοπούµαι (αµετβ. ρ.):
τάκα-τάκα ντουµουκχένσα-τσαλάντιαβ (= µε
γροθιές χτυπιέµαι).
131
∆
δάγκωµα: νταν(ν)ταλιπέ, ο. δαιµονισµένος (µτχ.):
δαγκωµατιά: (βλ. δάγκωµα). µπενγκιαρντό,-ί και µπενγκαρντό,-ί.
δαγκωµένος (µτχ.): νταν- δάκρυ: ασφίν, η
(ν)ταλντό. π.χ. πφερντιλέ λεσκέ γιακχά ασφά
δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): νταν- = γέµισαν τα µάτια του δάκρυα.
(ν)ταλάµαν και νταν(ν)τάλντιαβ. (υποκ.) ασφινορί, η.
δαγκώνω (µετβ. ρ.): νταν(ν)τα- δακρύζω (αµετβ. ρ.): ασφά-τσχαβ
λάβ (δάκρυα ρίχνω) και ασφά-τσχοράβ
π.χ. νταν(ν)ταλντά λε ο τζουκέλ = (δάκρυα χύνω).
τον δάγκωσε ο σκύλος. δακρυσµένος (µτχ.): ασφιναλό,-ί
δαγκωτός: (βλ. δαγκωµένος). και ασφαη(ν)ντό, -ί
δαίµονας: µπενγκ, ο (= ο διάβολος) π.χ. γκελόταρ ασφιναλέ γιακχένσα
π.χ. τε ασταρένα µαν µε µπενγκά, = έφυγε µε δακρυσµένα µάτια.
τζανές σο κα κεράβ τουτ; = αν µε Αντίθ. µπιασφένγκο = αδάκρυτος.
πιάσουν οι δαίµονές (διάβολοι) δακτυλοδεικτούµενος (επίθ.):
µου, ξέρεις τι θα σε κάνω;, µπενγκά βαστέσα-σικαντό, -ι (κυριολ. µε το
σι α(ν)ντέ λέστε, ο(ν)ντάν κερέλ χέρι δειγµένος).
αγκαντάλ = διαβόλους έχει µέσα δαµασκηνιά: πουρνιλίν, η
του γι’ αυτό κάνει έτσι (µπενγκ, η = (σ.α. κοροµηλιά).
λόξα). δαµάσκηνο: πούρνα, η
Συνών. σσεητάνο = σατανάς (σ.α. κορόµηλο).
δαιµονίζοµαι (αµετβ. ρ.): δάνειο: δάνιο και ντάνιο, ο
µπενγκιάβ και µπενγκιάβαβ. π.χ. κα λαβ κχερέσκο δάνιο κατάρ
π.χ. σο ασσου(ν)τόµ καλά µπάνκα = θα πάρω στεγαστικό
πφερασά, µπενγκιάιλοµ = µόλις δάνειο από την τράπεζα.
άκουσα αυτά τα λόγια δαντέλα: τα(ν)τέλα, η
δαιµονίστηκα. π.χ. τα(ν)τέλα ατσχιλόµ = δαντέλα
δαιµονίζω (µετβ. ρ.): µπενγκιαράβ, έµεινα (δηλ. έµεινα άφραγκος).
µπενγκαράβ και µπενγκιανταράβ. δαπάνες: (βλ. έξοδα).
π.χ. τε ντάβα τουτ έκτανάβα, κα δαπανώ: (βλ. ξοδεύω).
µπενγκιανταράβ τουτ = άµα σου δαρµένος (µτχ.): µαρντό,-ί (σ.α.
δώσω µία (σφαλιάρα, γροθιά) θα σε ξυλοκοπηµένος)
δαιµονίσω (τρελάνω). Συνών. ροβλιαρντό = ραβδισµένος
δαιµονικός: (βλ. διαβολεµένος). Αντίθ. µπιµαρντό = άδαρτος,
δαιµόνιο: τζίνι, ο αξυλοκόπητος.
π.χ. καβά ντιλάιλο, τζινόρα σι δάρσιµο: (βλ. ξύλο (µτφ.)).
α(ν)ντέ λέστε = αυτός τρελάθηκε, δασκάλεµα: γκογκιαριπέ, ο
δαιµόνια υπάρχουν µέσα του. (σ.α. νουθεσία, συµβουλή).
Συνών. σσεητάνο = σατανάς, µετφ. δασκαλεµένος (µτχ.):
διαβολάκος για προσ. γκογκιαρντό,-ί. (σ.α. νουθετηµένος,
δαιµόνισµα: µπενγκιαριπέ και συµβουλευµένος).
µπενγκαριπέ, ο. Αντίθ. µπιγκογκιαρντό =
αδασκάλευτος, ασυµβούλευτος.
135
π.χ. λιά νάµο κατάρ καβά σσέι κάι δουλεύω (α) (αµετβ. ρ.): µπουκί-
κερντά = πήρε δόξα από αυτό το κεράβ (= δουλειά κάνω)
πράγµα που έκανε (βλ. και φήµη π.χ. κάι κερές-µπουκί; = πού
(Β)). δουλεύεις;
δόξα (γ) (επίρρ.): σσύκυρ (τα υ (βλ. και εργάζοµαι).
προφ. όπως το γαλλικό u) δουλεύω (β): (βλ. κατεργάζοµαι,
π.χ. σσύκυρ ε Ντεβλέσκε, λατσχό επεξεργάζοµαι, κοροϊδεύω).
σοµ ακανά = δόξα τω Θεώ, καλά δουλίτσα: µπουκιορί, η
είµαι τώρα. π.χ. σα γκασαβέ µπουκιορένσα
δοξάζω (µετβ. ρ.): µπερεκέτ-κεράβ ντικχές τε ικαλές λα = όλο µε
(= δόξα κάνω) τέτοιες δουλίτσες κοιτάζεις να τη
π.χ. µπερεκέτ τε κερές ε βγάλεις, σίµαν εµπούκα µπουκιορί
Ντεβλέσκε, κάι κουρτουλντούν = νταά = έχω λίγη δουλίτσα ακόµη.
να δοξάζεις το Θεό, που γλύτωσες. δραγουµάνος: ντραγκουµάνο, ο
δορά: µορκχί, η (= δέρµα, πετσί, ∆ράµα: Ντράµα, η.
τοµάρι) δράµι: ντρέµο και ντρέµι, ο
π.χ. ε µπακρέσκι µορκχί = του π.χ. νά βαζντε µι χολί, κα νταβ
προβάτου η δορά. τουτ ε ντρεµέσα α(ν)ντό κο σσορό
δόσιµο: ντιιπέ, ο = µη µου σηκώνεις το θυµό, θα σε
Αντίθ. λιιπέ = πάρσιµο, λήψη, δώσω (χτυπήσω) µε το δράµι στο
παραλαβή. κεφάλι.
(σ.α. µπάσιµο, είσοδος). ∆ραµινός: Ντράµαλίο, ο.
(νταβ = δίνω, µπαίνω). ∆ραµινιά: Ντράµαλΰκα, η.
δοσµένος (µτχ.): ντι(ν)ντό,-ι δραπετεύω (αµετβ. ρ.): νασσάβ (=
π.χ. ντι(ν)ντό σι ο κχερ = δοσµένο φεύγω, τρέχω αµετβ. διαφεύγω,
είναι το σπίτι. ξεφεύγω)
Αντίθ. λι(ν)ντό = παρµένος, π.χ. νασσλό α(ν)ντάρ πφα(ν)ντιπέ
αφηρηµένος. = δραπέτευσε από τη φυλακή.
δοσοληψία: (βλ. αλισβερίσι). δραπέτης: κατσάκο, ο (σ.α.
δοτικός (επίθ.): ντιιµάσκο, -ι. λαθροµετανάστης, λιποτάκτης)
δοτός (µτχ.): ντι(ν)ντό, -ί (= (κατσάκο κυριολ. φυγάς).
δοσµένος). δράστης: (βλ. κακοποιός).
δουλειά: µπουκί, η δραχµή: ντραµία, η
π.χ. τζαβ κάι µπουκί = πηγαίνω στη π.χ. ντραµία νι ατσχιλί λε κατάρ
δουλειά, ρακχαντόµ µπουκί = κολά παρέ κάι λιά = δραχµή δεν του
βρήκα δουλειά, σαρ τζαλ κι µπουκί; έµεινε από εκείνα τα λεφτά που
= πώς πάει η δουλειά σου; πήρε, ούτε πι ντραµία νι µανγκέλ τε
δούλεµα: (βλ. κατεργασία, χασαρέλ = ούτε τη δραχµή του δε
επεξεργασία, κοροϊδία). θέλει να χάσει.
δουλεµένος: (βλ. κατεργασµένος, δραχµούλα: ντραµιίσα, η
επεξεργασµένος). π.χ. πι ντραµιίσα νι χα(ν)νταρέλ =
δουλευτάρης (επίθ.): µπουκιαρνό,- τη δραχµούλα του δεν ταΐζει (δηλ.
ί. είναι πολύ τσιγκούνης).
π.χ. µπουκιαρνό σι λεσκό τσχαβό = δρεπάνι: κόσσα, η.
δουλευτάρης είναι ο γιος του. δριµύς (επίθ.): ζουραλό,-ί (=
δυνατός)
149
Ε
ε (επιφ.): α π.χ. αβιλί µι τορλούκα = ήρθε η
π.χ. ασσου(ν)ντόµ κάι κα τζάσταρ εγγονή µου.
α; = άκουσα πως θα φύγεις, έ;, ε εγγραφή: γιαζϋλµάκο, ο
βα, γκαντάλ σι = ε, ναι, έτσι είναι. Συνών. γιαζµάκο = γράψιµο.
εάν: (βλ. αν) έγγραφο: λιλ, ο (κυριολ. χαρτί).
εβδοµάδα: κουρκό, ο και αφτάβα, εγγράφοµαι (αµετβ. ρ.): γιαζϋλίαβ
η (κυριολ. γράφοµαι).
π.χ. κ’ αβέλ κοβά κουρκό = θα εγγράφω (µετβ. ρ.): γιαζίαβ
έρθει την άλλη εβδοµάδα, γεκ (κυριολ. γράφω).
αφτάβα κα ατσχάβ κοτέ = µια εγγύηση: εγκίισι και ενγκίισι, η
βδοµάδα θα µείνω εκεί. π.χ. εκ µπροςς εγκίισι ντιά µαν ε
(υποκ.) κουρκορό, ο και αφταβίσα, τιλεορασάκε = ένα χρόνο εγγύηση
η. µου ‘δωσε για την τηλεόραση.
εβδοµαδιαίος (επίθ.): κουρκόσκο,- εγγυητής: ενγκιιτίς, ο
ι και αφταβάκο,-ι. π.χ. κα ατσχές µανγκέ ενγκιιτίς, τε
π.χ. αφταβάκο ποκινιπέ = κινάβ καγιά τιλεόρασι; = θα µου
εβδοµαδιαία πληρωµή. µείνεις (γίνεις) εγγυητής, να
εβδοµηκοστός (τακτ.αριθ.επιθ.): αγοράσω αυτήν τη τηλεόραση;
εφταντεσσουτνό,-ί. έγερµα: (βλ. έγερση).
εβδοµήντα (αριθµητ.): εφτάντεςς. έγερση: βαζντιπέ (= σήκωµα) και
Εβραία (α) : Τζουτνί, η. ουσστιπέ, ο (= σηκωµός).
Εβραία (β): ιζντραήλκα, η (κυριολ. εγείροµαι (αµετβ. ρ.): ουσστάβ (=
Ισραηλίτισσα). σηκώνοµαι).
εβραϊκός (α) (επίθ.): τζουτανό,-ί εγείρω (µετβ. ρ.): βάζνταβ (=
π.χ. τζουτανί τσχιπ = εβραϊκή σηκώνω).
γλώσσα. εγερµένος (µτχ. ως επίθ.):
εβραϊκός (β) (επίθ.): βαζντι(ν)ντό, -ί (= σηκωµένος,
ιζντραηλένγκο, -ι (κυριολ. σηκωτός) και (µτχ.) ουσστι(ν)ντό, -ί
ισραηλίτικος). (= σηκωµένος).
Εβραίος (α): Τζουτ, ο. εγκαθίσταµαι: (βλ. µένω, διαµένω,
Εβραίος (β): Ιζντραήλι, ο (κυριολ. τοποθετούµαι).
Ισραηλίτης). εγκαθιστώ: (βλ. βάζω (β)).
έγγαµος (άκλ. επίθ): ζζενιµέ εγκάρδια (επίρρ.): γκέσταρ
π.χ. ζζενιµέ σι λεσκό τσχαβό = π.χ. γκέσταρ ορµπισαράβ τούκε =
έγγαµος είναι ο γιος του. εγκάρδια σου µιλώ.
Αντίθ. µπιζζενιµέ = άγαµος. (βλ. και εγκάρδιος).
εγγεγραµµένος: βλ. γραµµένος (β) εγκάρδιος (άκλ.επίθ.): γκέσταρ (=
εγγλέζικος: (βλ. αγγλικός). από ψυχή)
Εγγλέζος: (βλ. Άγγλος). π.χ. σαµούς γκέσταρ αµαλά =
εγγονός: τορλούκο και τορνούκο, ο είµαστε εγκάρδιοι φίλοι.
π.χ. καβά σι µο τορλούκο = αυτός εγκαρδιώνοµαι: (βλ.
είναι ο εγγονός µου. εµψυχώνοµαι).
εγγονή: τορλούκα και τορνούκα, η εγκαρδιώνω: (βλ. εµψυχώνω).
153
εµφανής (επίθ.): σικαντό,-ί (βλ. και π.χ. σάντε έκτανάβα µαρνό ατσχιλό
ορατός, φανερός, δειγµένος) = µόνο ένα ψωµί έµεινε.
Αντίθ. µπισικαντό = αφανής. έναστρος (επίθ.): τσεριναλό, -ί
εµφανίζοµαι (αµετβ. ρ.): (σ.α. αστερωτός)
σικάντιαβ (= φαίνοµαι, σ.α. Αντίθ. µπιτσερινένγκο = άναστρος.
αποδεικνύοµαι) έναυση : πφαµπαριπέ, ο (= άναµµα,
π.χ. νι σικάντιλο νταά = δεν κάψιµο).
εµφανίστηκε ακόµα. (βλ. και (σ.α. καύσωνας).
φαίνοµαι, αποδεικνύοµαι) ενδέκατος (τακτ. αριθµ. επιθ.):
Αντίθ. χασάρντιαβ = χάνοµαι, ντεσσουγεκουτνό,-ί.
εξαφανίζοµαι, χασάαβ = ενδιάµεσος (επίθ.):
εξαφανίζοµαι, χάνοµαι. µασσκαρουτνό,-ί (βλ. και µεσαίος).
εµφανίζω (µετβ. ρ.): σικαβάβ (βλ. ενδιαφέροµαι (αµετβ. ρ.):
και δείχνω) (σ.α. υποδεικνύω). πφαµπιάβ (κυριολ. αµετβ. ανάβω,
εµφάνιση: σικαηπέ, ο (βλ. και αµετβ. καίω, καίγοµαι)
δείξιµο) (σ.α. υπόδειξη). π.χ. τε πφαµπός κε µπουκιάκε,
εµφανίσιµος (επίθ.): σσουκαρορό,- κοτάρ χας µαρνό = να ενδιαφέρεσαι
ί (κυριολ. οµορφούλης, για τη δουλειά σου, από ‘κει τρως
οµορφούτσικος) ψωµί.
Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα. ενδιαφέρον: πφαµπιπέ, ο (σ.α.
έµψυχος (επίθ.): τζου(ν)ντό,-ί (= θέρµη, ζέση, άναµµα, λάµψη)
ζωντανός). π.χ. πφενέσας κάι πφαµπός µανγκέ.
εµψυχώνοµαι (αµετβ. ρ.): γκι-λαβ γκαντικίν σας κο πφαµπιπέ; =
(= ψυχή παίρνω) έλεγες πως ενδιαφέρεσαι για µένα.
π.χ. λιά-γκι αγκαντάλ κάι τόσο ήταν το ενδιαφέρον σου;
κονουσστούµ λεσκέ = εµψυχώθηκε ένδυµα: πατό, ο (= ρούχο).
έτσι που του µίλησα. ενδυµασία: βουραηπέ, ο (=
εµψυχώνω (µετβ. ρ.): γκι-νταβ ( = ντύσιµο).
ψυχή δίνω, ως αµετβ. σηµαίνει: ενδυναµωµένος: (βλ.
ξεψυχώ αµετβ.) δυναµωµένος).
π.χ. κα µουκέλας πι µπουκί, άµα ιν ενδυναµώνω (µετβ. ρ.):
ντέλας λε γκι λεσκό πφαλ = θα ζουρανταράβ (= δυναµώνω µετβ.)
άφηνε τη δουλειά του, αν δεν τον ενδυνάµωση: ζουρανταριπέ, ο (=
εµψύχωνε ο αδερφός του. (βλ. και δυνάµωµα).
ξεψυχώ). ενενηκοστός (τακτ.αριθµ.επιθ.):
εµψύχωση: γκι-ντιιπέ, ο (= ψυχή ενιαντεσσουτνό,-ί.
δόσιµο, σ.α. ξεψύχισµα). ενενήντα (αριθµ.): ενιάντεςς.
εµώ: (βλ. ξερνώ). ένεση: σουβ, η (= βελόνα)
ενάµισης, µιάµιση, ενάµισι: γε- π.χ. ο ντοκτόρι κερντά λεσκέ σουβ
κοπάςς και εκοπάςς. = ο γιατρός του έκανε ένεση.
έναρξη: (βλ. αρχίνισµα). ενέχυρο: εµανέτι, ο
ένας, µία, ένα (α): γεκ και εκ π.χ. µε µουκλόµ λε τουκέ εµανέτι,
π.χ. γεκ µρουςς = ένας άνδρας, γεκ του σόσκε τε ντες λε αβερέ
τζουβλί = µία γυναίκα. βαστέ(ν)ντε; = εγώ σου το άφησα
ένας, µία, ένα (β) (επιτακτικό): ενέχυρο, εσύ γιατί να το δώσεις σε
έκτανάβα και έκτανέ άλλα χέρια; (βλ. και αµανάτι)
162
π.χ. ζάτεν παρέ νάι µαν = εξάλλου (βλ. τσχοράβ στα λήµµατα χύνω
λεφτά δεν έχω (βλ. και άλλωστε, και µετβ.ρηµάζω).
ήδη). εξαπατηµένος (µτχ.):
εξαµηνιαίος (επίθ.): χοχανταρντό,-ί
σσοβετσχονένγκο,-ι (βλ. και ξεγελασµένος).
π.χ. κερντάµ σσοβετσχονένγκο εξαπάτηση: χοχανταριπέ, ο
κο(ν)τράτο = κάναµε εξαµηνιαίο (βλ. και πλάνεµα, ξεγέλασµα).
συµβόλαιο. εξαπατώ (µετβ. ρ.): χοχανταράβ
εξαντληµένος (µτχ.): τσχι(ν)ντό,-ί (βλ. και ξεγελώ, πλανεύω)
(= κοµµένος, κουρασµένος) και εξ αποστάσεως (επίρρ.): ντουράλ
τσχορντό,-ί (=χυµένος, (= από µακριά, µακρόθεν)
ρηµαγµένος). Αντίθ. πασσάλ, πασσαλντάν,
εξάντληση: τσχι(ν)νταριπέ και πασσερντάν = από κοντά.
τσχορντιπέ, ο (τσχι(ν)νταριπέ σ.α. εξάτµιση: µπορία, η
κόψιµο, κούρασµα, καταπόνηση). π.χ. σόσκε µπασσέλ αγκαντάλ ε
(βλ. τσχορντιπέ στα λήµµατα τοµαφιλέσκι µπορία; = γιατί ηχεί
ρήµαγµα, χύσιµο). έτσι του αυτοκινήτου η εξάτµιση;
εξαντλούµαι (αµετβ. ρ.): (µπορία σ.α. µπουρί, βλ. και
τσχι(ν)νταράµαν και τσχορντιάβ µπουρί).
π.χ. τσχορντιλέ µε τσανγκά κατάρ εξαφανίζοµαι (αµετβ. ρ.): χασάαβ
ο πφιριπέ = εξαντλήθηκαν τα πόδια (σ.α. χάνοµαι)
µου από το περπάτηµα, τσχορντιλέ π.χ. κάι χασάιλαν καλά γκιβεσά; =
µε κουϊά κατάρ η τσαπάβα = πού εξαφανίστηκες αυτές τις µέρες;
εξαντλήθηκαν τα χέρια µου από το Συνών. χασάρντιαβ = χάνοµαι,
τσάπισµα, µουλόµ, τσχονρντιλόµ εξαφανίζοµαι.
αβγκιέ κάι µπουκί = πέθανα Αντίθ. σικάντιαβ = φαίνοµαι,
(ψόφησα), εξαντλήθηκα σήµερα εµφανίζοµαι, αποδεικνύοµαι,
στη δουλειά, ζάλακ σι καλά παρέ παρουσιάζοµαι, ρακχάντιαβ =
κάι ντελ τουτ. τζάµπα εντοπίζοµαι, βρίσκοµαι.
τσχι(ν)νταρέστουτ σαστό γκιβέ εξαφανίζω (α) (µετβ. ρ.):
α(ν)ντό κχαµ = λίγα είναι αυτά τα χασαρνταράβ (σ.α. αφανίζω,
λεφτά που σου δίνει. άδικα εξοντώνω) (= κάνω να χαθεί-ούν)
εξαντλείσαι όλη την ηµέρα µες π.χ. (απειλή) κα χασαρνταράβ τουτ
στον ήλιο. α(ν)ντάρ ντουνιάβα = θα σε
(τσχι(ν)νταράµαν = κουράζω τον εξαφανίσω από τον κόσµο
εαυτό µου). Αντίθ. σικανταράβ = φανερώνω,
(βλ. τσχορντιάβ στα λήµµατα αναδεικνύω, προβάλλω.
χύνοµαι και αµετβ. ρηµάζω). εξαφανίζω (β) (µετβ. ρ.):
εξαντλώ (µετβ. ρ.): τσχι(ν)νταράβ νασσαλάβ (σ.α. φυγαδεύω, απάγω,
και τσχοράβ φευγατίζω)
π.χ. τσχορντά λε καβά νασφαλιπέ = π.χ. νασσάλ η πούσσκα κατάρ, ε
τον εξάντλησε αυτή η αρρώστια, σσεραλέ αβέν = εξαφάνισε το όπλο
τσχι(ν)νταρντά µαν καγιά µπουκί = από ‘δω, οι αστυνοµικοί έρχονται
µε εξάντλησε αυτή η δουλειά (νασσάβ = φεύγω, τρέχω αµετβ.
(βλ. τσχι(ν)νταράβ στα λήµµατα ξεφεύγω, διαφεύγω).
κουράζω, καταπονώ, κόβω (β)).
165
Ζ
ζαβάδα: (βλ. λόξα). π.χ. (φράση) ασταρντά µαν ζάρι =
ζαβολιά: αραµτζουλούκο, ο µ’ έπιασε τύχη στα χαρτιά.
π.χ. νά κερ αραµτζουλούκο ζάρωµα: ζαροσαριπέ, ο
πφιρνορέα = µην κάνεις ζαβολιά (βλ. και ανατριχίλα).
πονηρούλη. Συνών. µπουρτσιπέ = τσαλάκωµα,
ζαβολιάρης (επίθ.): αραµτζίο,-ίκα γκιρτσιπέ = ρυτίδωµα.
π.χ. νι κχελάβ τούσα, αραµτζίο σαν ζαρωµένος (µτχ.): ζαροσαρντό,-ί,
= δεν παίζω µε σένα, ζαβολιάρης ζαρουσαρντό,-ί.
είσαι. ζαρωµένος (άκλ. επίθ.): ζαροµέ,
ζακέτα: ζακέτα, η ζαρουµέ
π.χ. βουράβ κι ζακέτα, αγιάζι π.χ. ζαροµέ µούι = ζαρωµένο
ικλιλό = φόρα τη ζακέτα σου, πρόσωπο.
αγιάζι βγήκε. Συνών. µπουρτσιµέ =
ζαλάδα: ζαλιπέ, ο τσαλακωµένος, γκιρτσιµέ =
π.χ. ασταρντάς µαν ζαλιπέ = µ’ ρυτιδιασµένος.
έπιασε ζαλάδα. Αντίθ. µπιζαροµέ = αζάρωτος
ζάλη: ζαλιπέ, ο. ζαρώνω (αµετβ. ρ.): ζαροσάαβ και
ζαλίζοµαι (αµετβ. ρ.): ζαλισάαβ ζαρουσάαβ (σ.α. ανατριχιάζω).
π.χ. ζαλισάαβ, νάι σοµ λατσχό = π.χ. ζαροσάιλο ε τρασσάταρ =
ζαλίζοµαι, δεν είµαι καλά. ζάρωσε απ’ το φόβο.
ζαλίζω (µετβ. ρ.): ζαλισαράβ (βλ. και ανατριχιάζω).
π.χ. ζαλισαρντάς µαν η µολ = µε Συνών. µπουρτσισάαβ =
ζάλισε το κρασί, εκχόλ ζαλισαρντάν τσαλακώνω (αµετβ.), γκιρτσισάαβ =
µο σσορό = φτάνει, µου ζάλισες το ρυτιδιάζω.
κεφάλι. ζαρώνω (µετβ. ρ.): ζαροσαράβ και
ζάλισµα: ζαλισαριπέ, ο ζαρουσαράβ
ζαλισµένος (µτχ.): ζαλισαρντό, -ί Συνών. µπουρτσισαράβ =
π.χ. ζαλισαρντό σι µο σσορό κατάρ τσαλακώνω (µετβ.), γκιρτσισαράβ =
κι µούρµα = ζαλισµένο είναι το ρυτιδώνω.
κεφάλι µου από τη µουρµούρα ζάχαρη: σσεκέρι, ο
(γκρίνια) σου. π.χ. νά τσχου µπουτ σσεκέρι
ζαλισµένος (άκλ. επίθ.): ζαλιµέ α(ν)ντί καϊάβα = µη ρίχνεις πολλή
π.χ. ιν µανγκάβ τε ορµπισαράβ ζάχαρη στον καφέ.
ακανά, µο σσορό ζαλιµέ σι = δεν (βλ. και γλυφιτζούρι).
θέλω να µιλήσω τώρα, το κεφάλι ζαχαροπλαστείο: τατλϋτζιέσκο-
µου είναι ζαλισµένο. ντικιάνο, ο (= το µαγαζί του
ζάντα: ζά(ν)τα, η ζαχαροπλάστη)
π.χ. κα νακχαβάβ µε ντα γκασαβέ ζαχαροπλάστης: τατλϋτζίο, ο
ζά(ν)τε κάι µο τοµαφίλι = θα (σ.α. αυτός που τρώει πολλά
περάσω κι εγώ τέτοιες ζάντες στο γλυκά).
αυτοκίνητό µου. π.χ. ο τατλϋτζίο α(ν)ταντά ε τατλίε
ζάπλουτος: (βλ. πάµπλουτος). = ο ζαχαροπλάστης έφερε τα γλυκά.
ζάρι: ζάρι, ο (σ.α. τύχη στα χαρτιά) θηλ. τατλϋτζΰκα, η.
177
H
η (άρθρο θηλ.): η ηθοποιός (η) : αρτίσκα, η.
π.χ. η πισίκα = η γάτα. ήκιστα (επίρρ.): µπουτ-ζάλακ και
ή (συνδ.): ή και για (προφ. µε µπουτ-εµπούκα (= πολύ λίγα,
συνίζηση ια) ελάχιστα, πολύ λίγος, ελάχιστος).
π.χ. ή κάι καβενάβα κα ρακχαβές ηλεκτρολόγος (α): ιλεκτρολόγο, ο
µαν ή κχερέ = ή στο καφενείο θα µε π.χ. νταά νι αβιλό ο ιλεκτρολόγο; =
βρεις ή στο σπίτι, για µε κα τζαβ ακόµα δεν ήρθε ο ηλεκτρολόγος;
για του = ή εγώ θα πάω ή εσύ, για ηλεκτρολόγος (β): αλικτιρικτσίο, ο
µε κα τζάβταρ κατάρ ο κχερ για (αλιτιρίκο, ο = φως (το φωτιστικό
του! = ή εγώ θα φύγω από το σπίτι µέσο)
ή εσύ! π.χ. µουλέ ε αλιτιρίκορα =
ηγεµόνας : µπασσκάνι, ο (= έσβησαν τα φώτα).
αρχηγός). ηλεκτρόφωνο (το τζουκ µποξ):
ηγεσία : µπασσκα(ν)νούκο, ο (= λικτρόφονο και λιτρόφονο, ο
αρχηγία). π.χ. νι µπασσέλ ο λικτρόφονο = δεν
ηγέτης : µπασσκάνι, ο (= αρχηγός). ηχεί (παίζει) το τζουκ µποξ.
ηγέτιδα : µπασσκάνκα, η = ηλιακός (επίθ.): κχαµέσκο,-ι.
αρχηγίνα. ηλιέλαιο : τσεκερνταβένγκο-κχιλ, ο
ηγετικός (επίθ.): (= σποριών λάδι, τσεκερντάβα =
µπασσκα(ν)νουκέσκο,-ι (= σπόρι).
αρχηγικός). ηλικία (α): τραηµάσκε-µπροσσά,ε
ήδη (α) (επίρρ.): ζατέν και ζάτεν (= ζωής χρόνια).
(σ.α. άλλωστε) ηλικία (β): µπροσσά (= χρόνια) και
π.χ. µε πφε(ν)ντόµας λέσκε ζατέν = µπρεσσά, ε (= χρόνια)
εγώ του είχα πει ήδη. π.χ. καζόµ σι κε µπροσσά; = τι
Συνών. µπιλέµ = κιόλας ηλικία έχεις; (κυριολ. πόσα είναι τα
ήδη (β) (επίρρ.): ζατΰν (σ.α. χρόνια σου;)
άλλωστε) ηλικιωµένος (επίθ.): µπαρέ-
π.χ. ζατΰν µε νι µανγκάβας λα = µπροσσένγκο,-ι
ήδη εγώ δεν την ήθελα (αγαπούσα). π.χ. µπαρέ-µπροσσένγκο σι λακό
ηδύγλωσσος (επίθ.): γκουγκλέ- πφαλ. = ηλικιωµένος είναι ο
τσχιµπάκο,-ι (= γλυκόγλωσσος). αδερφός της.
ηδύλογος (επίθ.): γκουγκλέ- (µπαρέ-µπροσσένγκο κυριολ. =
πφερασένγκο, -ι και γκουγκλέ- µεγαλόχρονος*).
ορµπένγκο,-ι (= γλυκόλογος). Αντίθ. τερνό = νέος
ηδύς (επίθ.): γκουγκλό, -ί (= ηλικιώνοµαι (αµετβ. ρ.): µπαρέ-
γλυκός). µπροσσένγκο(-ι)-κερντιάβ (=
ηδύτητα : γκουγκλιπέ, ο (= γλύκα, µεγάλων χρόνων γίνοµαι).
γλυκάδα, γλυκύτητα). ηλιόλουστος (επίθ.): κχαµαλό,-ί
ηθοποιία : αρτιζλίκο, ο. π.χ. κχαµαλό γκιβέ = ηλιόλουστη
ηθοποιός (ο) : αρτίζι, ο µέρα.
π.χ. σσαγκατζίο αρτίζί = κωµικός ήλιος : κχαµ, ο
ηθοποιός.
183
Θ
θα (µορ.): κα π.χ. τονούκι σικάντολ = θαµπά
π.χ. κα αβάβ µε ντα = θα έρθω κι φαίνεται.
εγώ, κα τζάβταρ = θα φύγω, ιν κα (βλ. και θαµπός).
κερντόλ = δεν θα γίνει. θαµπάδα: τονουκλούκο, ο.
θάβοµαι (αµετβ. ρ.): πραχοσάαβ θαµπερός: (βλ. θαµπός).
και πραχοσάβαβ. θαµπός (άκλ. επίθ.): τονούκι
θάβω (µετβ. ρ.): πραχοσαράβ π.χ. τονούκι σι ε τζάµορα, κόσλεν
π.χ. (µτφ.) πραχοσαρντέ η = θαµπά είναι τα τζάµια, σκούπισέ
µεσελάβα = θάψανε την υπόθεση, τα.
κάνα κα πραχοσαρέν ε µουλέ; = θαµπότητα: (βλ. θαµπάδα).
πότε θα θάψετε τον νεκρό; θαµπώνω (µετβ. ρ.): τονούκι-
θάλαµος: οντάια, η (προφ. µε κεράβ (= θαµπό κάνω).
συνίζηση ια), (οντάια κυριολ. = Αντίθ. σσϋρλάκι-κεράβ = γυαλίζω
δωµάτιο). µετβ.
θάλασσα: ντενίζι, ο θαµπώνω (αµετβ. ρ.): τονούκι-
π.χ. τζαβ κάι ντενίζι = πάω στη κερντιάβ (= θαµπός γίνοµαι).
θαλασσα. Αντίθ. σσϋρλάκι-κερντιάβ =
Αντίθ. πφου = γη, ξηρά, στεριά. γυαλίζω
θαλασσί (το): ντενιζέσκο-ρένκι, ο αµετβ.
(= θαλασσινό χρώµα) θανατικός: (βλ. θανατηφόρος)
Συνών. µαβί = γαλάζιος, µπλε. θανάσιµος: (βλ. θανατηφόρος)
θαλασσινός (επίθ.): ντενιζέσκο-ι θανατηφόρος (επίθ.): µεριµάσκο, -
π.χ. ντενιζέσκο παΐ = θαλασσινό ι
νερό, ντενιζέσκο µατσχό = π.χ. µεριµάσκο τσαλαηπέ σας καβά
θαλασσινό ψάρι. = θανατηφόρο χτύπηµα ήταν αυτό.
θαλάσσιος (επίθ.): ντενιζέσκο, -ι Συνών. µουνταριµάσκο (= για
(βλ. και θαλασσινός) σκότωµα), δολοφονικός, φονικός.
Αντίθ. πφουϊάκο = στεριανός, θάνατος: µεριπέ, ο
χερσαίος, γήινος. π.χ. σικνό µπαρό ιν ντικχέλ ο
θαλασσόνερο: ντενιζέσκο-παΐ και µεριπέ = µικρό µεγάλο δεν βλέπει ο
ντενιζέσκο-παΐ, ο (προφ. µε θανατος, κατάρ ο µεριπέ ουσστιλό·
συνίζηση αι). ε ντοκτόρα πφενένας κάι κα µερέλ
θαµµένος (µτχ.): πραχοσαρντό-ί = από τον θάνατο σηκώθηκε· οι
π.χ. πραχοσαρντό γκάλµπενο = γιατροί έλεγαν πως θα πεθάνει, ο
θαµµένο χρυσάφι, πραχοσαρντό σι µεριπέ παλά αµαρέ ντουµέ τασσίας
ο µουλό = θαµµένος είναι ο νεκρός. λε = το θάνατο πίσω από τις πλάτες
Αντίθ. µπιπραχοσαρντό = άθαφτος. µας τον κουβαλάµε.
θάµνος: τσαλία, η Αντίθ. τραηπέ = ζωή.
π.χ. γκαράντιλο παλά τσαλίε = θανάτωµα: µουνταριπέ, ο (=
κρύφτηκε πίσω από τους θάµνους. σκότωµα, νέκρωµα, σβήσιµο).
θαµνοειδής: (βλ. θαµνώδης). θανατωµένος (µτχ.): µουνταρντό,-ί
θαµνώδης (επίθ.): τσαλιάκο,-ι. (= σκοτωµένος, σβησµένος,
θαµπά (επίρρ.): τονούκι νεκρωµένος).
187
Ι
Ιάπωνας: (βλ. Γιαπωνέζος) π.χ. εν µπουτ τούτε σι η ντοςς =
Ιαπωνία: Τζαπονία, η. ιδίως σε σένα είναι το φταίξιµο.
ιατρική: ντοκτορλούκο, ο. ιδού (δεικτ. µόρ.): ακ
ιατρικός (επίθ.): ντοκτορένγκο, -ι π.χ. ακ, καβά σι = ιδού, αυτός
ιατρός: (βλ. γιατρός). είναι.(βλ. και µορ. να).
ιδέα: φικίρι, ο (βλ. επινόηση). ιδρύοµαι (αµετβ. ρ.): κερντιάβ
ιδιοκτήτης: σαϊµπισίο, ο (κυριολ. γίνοµαι, φτιάχνοµαι,
π.χ. κον σι καλέ κχερέσκο δηµιουργούµαι, ωριµάζω αµετβ.)
σαϊµπισίο; = ποιος είναι αυτού του π.χ. κάνα κερντιλό καβά σχολίο
σπιτιού ο ιδιοκτήτης; κατέ; = πότε ιδρύθηκε αυτό το
ιδιοκτήτρια: σαϊµπισίκα, η σχολείο εδώ;
ίδιος (α): εκ (κυριολ. ένας, µία) ίδρυση: κεριπέ, ο (κυριολ.
π.χ. καλέν ε ντουέν εκ γκογκί σίλεν φτιάξιµο, δηµιουργία, πράξη).
= αυτοί οι δύο ίδιο (ένα) µυαλό ιδρύω (µετβ. ρ.): κεράβ (κυριολ.
έχουν. κάνω, φτιάχνω µετβ., δηµιουργώ,
Αντίθ. αβέρ = άλλος, άλλο, πράττω, διαπράττω)
αβέρτουρλι = αλλιώτικος, π.χ. κα κερέν αµένγκε σχολίο κάι
διαφορετικός, αλλιώτικα, αλλιώς, αµαρί µαλάβα = θα ιδρύσουν για
διαφορετικά µας σχολείο στη γειτονιά µας.
ίδιος (β) (άκλ. επίθ.): αηνΰ ίδρωµα (α): τερλενµέκο, ο.
π.χ. αηνΰ σαρ κο ντατ σαν = ίδιος ίδρωµα (β): α(ν)ντέ-παϊά-κερντιπέ
σαν τον πατέρα σου είσαι. (= µες στα νερά γίνωµα), α(ν)ντό-
Αντίθ. αβέρτουρλι = αλλιώτικος, παΐ-κερντιπέ, ο (= µες στο νερό
διαφορετικός, αλλιώτικα, αλλιώς γίνωµα).
(βλ. και όµοιος). ιδρωµένος (άκλ. επίθ.): τερλί
ίδιος (ο), ίδια (η) (άκλ. οριστ. π.χ. τερλί σι ο χουρντό = ιδρωµένο
αντων.): κε(ν)ντί είναι το µωρό.
π.χ. µε νι πφε(ν)ντόµ λεσκέ τε ιδρώνω (α) (αµετβ. ρ.): τερλενίαβ
αβέλ, βο κε(ν)ντί αβιλό = εγώ δεν π.χ. µπουτ τατιπέ σι κατέ α(ν)ντρέ,
του είπα να έρθει, αυτός ο ίδιος τερλε(ν)ντίµ = πολλή ζέστη έχει
ήρθε, βόι κε(ν)ντί αβιλί κάι µε εδώ µέσα, ίδρωσα.
τσανγκά = αυτή η ίδια ήρθε στα ιδρώνω (β): α(ν)ντέ-παϊά-κερντιάβ
πόδια µου (η λέξη κε(ν)ντί (= µες στα νερά γίνοµαι), α(ν)ντό-
ισοδυναµεί και µε την οριστ. παΐ-κερντιάβ (= µες στο νερό
αντων. µόνος µου-σου-του, µόνοι γίνοµαι), α(ν)ντέ-παϊά-ατσχάβ (=
µας-σας-τους). µες στα νερά µένω (γίνοµαι)),
ιδιοφυής (επίθ.): µπουτζανγκλό,-ί α(ν)ντό-παΐ-ατσχάβ (= µες στο νερό
(κυριολ. πολύξερος, σ.α. έξυπνος, µένω (γίνοµαι))
πονηρός) π.χ. α(ν)ντέ-παϊά-κερντιλάν,
π.χ. µπουτζανγκλό µανούςς = κόστουτ = ίδρωσες, σκουπίσου.
ιδιοφυής άνθρωπος. α(ν)ντέ-παϊά-ατσχιλόµ κατάρ ο
ιδίως (επίρρ.): εν-µπουτ (κυριολ. τατιπέ = ίδρωσα από τη ζέστη.
πιο πολύ, περισσότερο) ιδρώτας: τέρι, ο
194
Κ
καβαλάω (µετβ. ρ.): ικλάβ καβουρντιστός: (βλ.
π.χ. ικλάβ ε γκραστέ = καβαλάω το καβουρντισµένος).
άλογο. κάγκελο: κάνγκελο, ο
(βλ. και βγαίνω, ανεβαίνω, π.χ. µακχάβ ε κάνγκελα = βάφω τα
σκαρφαλώνω). κάγκελα.
καβάληµα: ικλιπέ, ο καδένα (λαιµού): κοράκο-σιντζίρι,
(βλ. και έξοδος, ανέβασµα, ο (= λαιµού αλυσίδα).
σκαρφάλωµα). καδένα (χεριού): βαστέσκο-
καβγαδίζω (αµετβ. ρ.): τσινγκάρ- σιντζίρι, ο (= χεριού αλυσίδα).
κεράβ και τσινγκάρ-χάµαν κάδος: γκυρµπαβένγκι-τενεκιάβα
π.χ. τσινγκάρ-κερντόµ λέσα αβγκιέ (το υ προφέρεται όπως το γαλλικό
κάι καβενάβα = καβγάδισα µαζί u) και γκιουρµπαβένγκι-τενεκιάβα,
του σήµερα στο καφενείο η (= σκουπιδιών τενεκές).
(βλ. και τσινγκάρ-κεράβ στο λήµµα κάδρο: κάντρο, ο (σ.α.
πολεµώ). φωτογραφία).
καβγάς: τσινγάρ, η καδρόνι: καντρόνι, ο
(βλ. και µάλωµα, φασαρία, π.χ. καζόµ καντρόια λιάν; = πόσα
πόλεµος). καδρόνια πήρες;
καβγατζής: τσινγκαραλό, ο καζάνι: καζάνα, η
π.χ. µπουτ τσινγκαραλό µανούςς σι π.χ. πφεράβ η καζάνα παί =
καβά, πφερντιλί µι γιακ λέσταρ = γεµίζω το καζάνι νερό, ε ντούι ντα
πολύ καβγατζής άνθρωπος είναι α(ν)ντέ γεκ καζάνα κιρόν = και οι
αυτός, γέµισε το µάτι µου από δύο τους σε ένα καζάνι βράζουν
αυτόν. (δηλ. είναι όµοιοι), µο σσορό
(βλ. και µαλωµένος). καζάνα κερντιλό κατάρ κε
καβγατζού: τσινγκαραλί, η (σ.α. χουρντένγκε σέζορα = το κεφάλι
µαλωµένη). µου καζάνι έγινε απ’ των παιδιών
καβουρµάς: καβουρµάβα, η σου τις φωνές.
π.χ. λιόµ τουµένγκε ντούι κίλορα καζίκι: καζούκο, ο
καβουρµάβα = σας πήρα δύο κιλά π.χ. (φράση) τσχουτά µανγκέ
καβουρµά . καζούκο = µου ‘ριξε καζίκι (µου
(υποκ.) καβουρµαβίσα, η. άφησε χρέος).
καβουρντίζω (µετβ. ρ.): καζίνο: γκαζίνο, ο.
καβουρούιαβ (προφ. µε συνίζηση καηµένος (επίθ.): ζαβα(λ)λίο,-ούκα
ια) και καβουρντισαράβ π.χ. σο τε κερέλ ο ζαβα(λ)λίο! = τι
π.χ. καβουρούιαβ ε πουρουµά = να κάνει ο καηµένος! (βλ. και
καβουρντίζω τα κρεµµύδια. κακοµοίρης, ταλαίπωρος,
καβούρντισµα: καβουρµάκο και δυστυχής)
καβουρντισαριπέ, ο. καηµός: (βλ. µαράζι).
καβουρντισµένος (άκλ.επίθ.): καθαρά (επίρρ.): τεµίζι (σ.α.
καβουρµούσσι και µτχ. καθαρός)
καβουρντισαρντό,-ί. π.χ. κονούςς µανγκέ τεµίζι, άηρ
ταλά κι τσχιπ = µίλα µου καθαρά,
197
καλαµπόκι: µισίρι και µπόµπο, ο πέσανε πάνω στο φαγητό από την
π.χ. µισίρι κα χάς; = καλαµπόκι θα πείνα, σαρ καλί γκάργκα κερντιλί =
φας; κιραβάβ ε µισίρα = βράζω τα σαν µαύρη καλιακούδα έγινε. (δηλ.
καλαµπόκια (µπόµπο σ.α. κόκκος, µαύρισε πολύ).
κουκί). καλλιτέχνης: αρτίζι, ο, θηλ.
καλαµποκίσιος (α) (επίθ.): αρτίσκα, η
µισιρέσκο,-ι π.χ. ε αρτίζορα νακχαβέν σσουκάρ
π.χ. µισιρέσκο µαρνό = = οι καλλιτέχνες περνάνε (ζούνε)
καλαµποκίσιο ψωµί. ωραία (βλ. και ηθοποιός).
καλαµποκίσιος (β): µισιρανό,-ί και καλλίφωνος (επίθ.): λατσχέ-
µποµπόσκο, -ι. σεζάκο, -ι και σσουκάρ-σεζάκο, -ι.
καλαµπούρι: (βλ. αστείο). καλντερίµι: µπαράλο-ντροµ, ο
καλαµπουρίζω: (βλ. αστειεύοµαι). (κυριολ. πετρόδροµος).
κάλαντα (τα): κάλαντα, ε καλό (το) (α): (βλ. καλοσύνη).
π.χ. µανγκές τε πφενάς τουκέ ε καλό (το) (β): λατσχιπέ, ο (σ.α.
κάλαντα; = θέλεις να σου πούµε τα ευεργεσία, φιλανθρωπία)
κάλαντα; π.χ. κε λατσχιµάσκε µαράµαν = για
καλέ (επιφών.): τσχε το καλό σου αγωνίζοµαι (βλ. και
π.χ. αβ κατέ τσχε = έλα εδώ καλέ, καλοσύνη).
κάι γκελί κι πφεν τσχε; = πού πήγε Αντίθ. νασουλιπέ = κακό, κακία,
η αδελφή σου καλέ; κακοσύνη, φεναλούκο = κακό,
(χρησιµοποιείται µόνο για κακία, κακοσύνη.
γυναίκες). καλοκαιράκι: µιλαϊορό, ο.
Αντίθ. µο (µόνο για άνδρες) = ρε. καλοκαίρι (α): µιλάι, ο
κάλεσµα (α): τσινγκαρντιπέ, ο. π.χ. (στίχοι από το ποιήµα του Γ.
κάλεσµα (β): νταβετλεµέκο, ο Αλεξίου «Ο µιλάι») Ω! Ροµάλεν, σο
(νταβέτι = δεξίωση). σσουκάρ κα αβέλας σα ο µπροςς τε
καλεσµένος (α) (µτχ.): αβέλας µιλάι = Ω! Τσιγγάνοι, τι
τσινγκαρντό,-ι ωραία θα ήτανε όλος ο χρόνος να
π.χ. σαν τσινγκαρντό κάι µο µπιάβ, ήταν καλοκαίρι.
= είσαι καλεσµένος στο γάµο µου. Αντίθ. γιβέ(ν)ντ = χειµώνας.
Αντίθ. µπιτσινγκαρντό = ακάλεστος καλοκαίρι (β): γιάζι, ο
καλεσµένος (β) (µτχ. ως επίθ.): π.χ. αβιλό ο γιάζι = ήρθε το
νταβετλίο, -ίκα καλοκαίρι
π.χ. νταβετλίο σοµ κάι λεσκό καλοκαιρία: λατσχί-αβάβα, η (=
µπιάβ = καλεσµένος είµαι στο γάµο καλός καιρός)
του. Αντίθ. φενά-αβάβα και νασούλ-
καληµέρα (επιφ.): λατσχό-γκιές αβάβα = κακοκαιρία.
και λατσχό-γκιβέ. καλοκαιριάζει (αµετβ. απρόσ. ρ.):
καληνύχτα (επιφ.): λατσχί-ρατ µιλάι-αβέλ και γιάζι-αβέλ (=
π.χ. λατσχί κι ρατ = καλή σου καλοκαίρι έρχεται)
νύχτα, λατσχί τουµαρί ρατ = καλή Αντίθ. γιβέ(ν)τ-αβέλ και ιβέ(ν)τ-
σας νύχτα. αβέλ (= χειµώνας έρχεται),
καλιακούδα: γκάργκα, η χειµωνιάζει.
π.χ. σαρ γκάργκε πελέ οπρά ζουµί καλοκαιρινός (α) (επίθ.):
κατάρ η µποκ = σαν καλιακούδες µιλαέσκο,-ι
203
π.χ. µπουτ σσουκλέ σι καλά πούρνε µου είδα κοντά σου (δηλ. κατάλαβα
= πολύ ξινά είναι αυτά τα το νόηµα της ζωής).
κορόµηλα. κόσµος: ντουνιάβα, η
κοροµηλιά: πουρνιλίν, η π.χ. σα η ντουνιάβα ασσου(ν)ντά
(σ.α. δαµασκηνιά). καβά σσέι = όλος ο κόσµος άκουσε
κορυφή: ντινγκίλι, ο αυτό το πράγµα, (φράση) χαλόµ ε
π.χ. ε κοπατσέσκο ντινγκίλι = η ντουνιαβά τζι τε ρακχαβάβ τουτ =
κορυφή του δέντρου. έφαγα τον κόσµο µέχρι να σε βρώ,
κόρφος: µπροκ, ο βαζντι(ν)νταρντά σα ε ντουνιαβά πε
π.χ. γκαραντά ε παρέ α(ν)ντό πο σεζάσα = ξεσήκωσε όλον τον
µπροκ = έκρυψε τα λεφτά στον κόσµο µε την φωνή του, (στίχοι από
κόρφο του. το ποιήµα του Γ. Αλεξίου «ε
κοσκινάκι: ποριζορί, η και τσιρικλά = τα πουλιά» κον σαµ
ποριζενορί, η. αµέν; ντα κάταρ αβιλάµ; ντα σα ε
κοσκινάς: ποριζαρτσίο και ντουνιαβά Ροµά πφερνταµούς, κάι
ποριζαρτζίο, ο. αµαρό Ντελ; εµπούκα αµέ(ν)ντα τε
κοσκινού: ποριζαρτσίκα και ντικχέλ ντα σα αµαρέ πφαλέν κάι
ποριζαρτζίκα, η. γεκ τχαν τε κίντελ = ποιοι είµαστε;
κοσκινίζω (µετβ. ρ.): ουτσχανάβ και από πού ήρθαµε; κι όλον τον
π.χ. ουτσχανάβ ο αρό = κοσκινίζω κόσµο Ροµά γεµίσαµε, πού είναι ο
το αλεύρι. δικός µας ο Θεός; λίγο και µας να
κοσκίνισµα: ουτσχανιπέ, ο µας κοιτάξει και όλα τα αδέλφια
π.χ. ουτσχανιπέ µανγκέλ ο αρό = µας σε ένα µέρος να τα µάσει.
κοσκίνισµα θέλει το αλεύρι. κοσµώ: (βλ. στολίζω (γ)).
κοσκινισµένος (µτχ.): ου- κοστίζω (µετβ. ρ.): κεράβ (= κάνω,
τσχα(ν)ντό,-ί µετβ. φτιάχνω, πράττω, δηµιουργώ)
π.χ. ουτσχα(ν)ντό σι ο αρό = π.χ. καζόµ παρέ κερντέ καλά
κοσκινισµένο είναι το αλεύρι. µανγκινά; = πόσα λεφτά κόστισαν
Αντίθ. µπιουτσχα(ν)ντό = αυτά τα εµπορεύµατα;
ακοσκίνιστος. κοστούµι: κουστούµο, ο
κοσκινιστικός (επίθ.): π.χ. τζαλ τουκέ καβά κουστούµο =
ουτσχανιµάσκο, -ι σου πάει αυτό το κοστούµι.
π.χ. ουτσχανιµάσκι µάκινα = κότα: κχαϊνί, η
κοσκινιστική µηχανή. π.χ. παρµπαράβ ε κχαϊνέν = ταϊζω
κόσκινο: ποριζέν, η τις κότες, η κχαϊνί µπια(ν)ντά αρνέ
π.χ. (µτφ.) κερντά λε ποριζέν = τον = η κότα γέννησε αυγά, κιραβάβ η
έκανε κόσκινο. κχαϊνί = βράζω την κότα, (αλληγ.) ε
κοσµάκης: ντουνιαβίσα, η κχαϊνένσα πασστόλ καβά = µε τις
π.χ. σο τε κερέλ η ντουνιαβίσα! = κότες κοιµάται αυτός.
τι κάνει ο κοσµάκης! κοτέτσι: κεµέσι, ο
Συνών. µι(λ)λετίσι = λαουτζίκος. π.χ. σίλε κεµέσι α(ν)ντέ λεσκί
κόσµηµα: (βλ. στολίδι). αβλία = έχει κοτέτσι στην αυλή του.
κοσµικότητα: ντουνιαλούκο, ο κοτίσιος (επίθ.): κχαϊνάκο,-ι
π.χ. µο ντουνιακούκο ντικχλόµ π.χ. κχαϊνάκο αρνό = κοτίσιο αυγό.
πασσά τούτε = την κοσµικότητά κοτλέ: κοτλέ, ο
232
Λ
λάβα: ζΰλτι, ο π.χ. κχιλαράβ ο ουντάρ, τε να
λαβίδα: κλιάστο, ο µπασσέλ = λαδώνω την πόρτα, για
(βλ. και τσιµπίδα). να µην τρίζει, κχιλαράβ ε πατρά, τε
λαβωµένος: (βλ. τραυµατισµένος). κεράβ πλιτσί(ν)τα = λαδώνω τα
λαβώνω: (βλ. τραυµατίζω). φύλλα, για να φτιάξω πίτα.
λαγάνα: πάζλαµαβα, η. (βλ. και λιπαίνω).
λαγίσιος (επίθ.): σσοσσοϊανό, -ί λαθεµένος: (βλ. λανθασµένος).
π.χ. λεσκέ ντα(ν)ντά σι σαρ λάθος (α): λάθος, ο
σσοσσοϊανέ = τα δόντια του είναι π.χ. λάθος κερντάν κατέ. = λάθος
σαν λαγίσια. έκανες εδώ.
λαγός: σσοσσόι, ο. λάθος (β): γιανγκλουσσλούκο, ο
π.χ. σαρ σσοσσόι νασσλό ε π.χ. κερντιλό ακανά γεκ
τρασσάταρ = σαν λαγός έφυγε απ’ γιανγκλουσσλούκο, σο τε κεράς; =
τον φόβο. έγινε τώρα ένα λάθος, τι να
λαγοτόµαρο: σσοσσοϊέσκι-µορκχί, κάνουµε;
η. λάθος (γ): γιανγκλϋσσλΰκο, ο.
λαγουδάκι: σσοσσοϊορό, ο. λάθος (δ): ντοςς, η (κυριολ.
λαδάκι: κχιλορό, ο. φταίξιµο)
λαδερός (επίθ.): κχιλαλό, -ί. π.χ. µιρνί σι η ντοςς = δικό µου
π.χ. κχιλαλί ζουµί = λαδερό είναι το λάθος.
φαγητό. λαθραία (επίρρ.): τσοράλ (=
λαδερότητα*: κχιλαλιπέ, ο. κρυφά)
λάδι: κχιλ, ο π.χ. τσοράλ α(ν)ταβέλ καλά
π.χ. µπουτ κχιλ τσχουτάν α(ν)ντί µανγκινά = λαθραία φέρνει αυτά τα
ζουµί = πολύ λάδι έριξες στο εµπορεύµατα. (βλ. και κρυφά).
φαγητό, µπισταρντόµ τε κινάβ κχιλ Συνών. γκαραντι(ν)ντό = κρυφός.
= ξέχασα να αγοράσω λάδι, ε Αντίθ. σικαντό = φανερός.
τοµαφιλέσκι µακίνα χασαρέλ κχιλά λαθροµετανάστης: κατσάκο, ο και
= η µηχανή του αυτοκινήτου χάνει θηλ. κατσάκο, η.
λάδια. π.χ. πφερντιλό κατσάκορα ο
λάδωµα: κχιλαριπέ, ο Γιουνανιστάνο = γέµισε
π.χ. κχιλαριπέ µανγκέλ ο ουντάρ, λαθροµετανάστες η Ελλάδα.
για τε να µπασσέλ. = λάδωµα θέλει (κατσάκο κυριολ. φυγάς).
η πόρτα, για να µην ηχεί (τρίζει). λαϊκός (α) (επίθ.): περικανό,-ί.
λαδωµένος (µτχ.): κχιλαρντό, -ί. λαϊκός (β) (επίθ.): µι(λ)λετέσκο,-ι.
Αντίθ. µπικχιλαρντό = αλάδωτος. λαίµαργος (επίθ.): µπιτσαϊλό,-ί (=
λαδώνοµαι (αµετβ. ρ.): αχόρταγος).
κχιλαράµαν (µέση διάθεση). λαιµός: κορ, η
λαδώνω (αµετβ. ρ.): κχιλάβαβ π.χ. (φράση) µπεζαχά οπρά µι κορ,
π.χ. λεσκέ µπαλά κχιλάον κολάη = νασστί λαβ = αµαρτίες πάνω στο
τα µαλλιά του λαδώνουν εύκολα. λαιµό µου, δεν µπορώ να πάρω.
λαδώνω (µετβ. ρ.):κχιλαράβ (κορ σ.α. σβέρκος).
245
λέγειν: πφενιπέ και µοτχιπέ, ο (σ.α. π.χ. πφεράβ ο λιάνο παΐ, για τε
διήγηση, αφήγηση). χαλαβάβ ε πατέ = γεµίζω την
λέγοµαι (αµετβ. ρ.): λεκάνη νερό, για να πλύνω τα
πφε(ν)ντί(ν)ντιαβ, πφε(ν)ντιάβ, ρούχα, ντοσπισαράβ ο χουµέρ
πφενί(ν)ντιαβ, πφε(ν)ντινάαβ, α(ν)ντό λενγκέρι = ζυµώνω το
πφε(ν)ντισάαβ και µοτχί(ν)ντιαβ. ζυµάρι µες στη λεκάνη.
π.χ. γκαντισαέ όρµπε ιν λεκάνη (βρύσης) αβρούζι, ο (σ.α.
πφε(ν)ντί(ν)ντον = τέτοια λόγια δεν παχνί)
λέγονται, σαρ πφε(ν)ντί(ν)ντος; = π.χ. ε τσεσσµαβάκο αβρούζι
πώς λέγεσαι; µπισταρντόµ σαρ πφερντιλό παΐ = της βρύσης η
µοτχί(ν)ντολ = ξέχασα πως λέγεται. λεκάνη γέµισε νερό.
λέιζερ: λέηζερ, ο λεκές: λεκιάβα, η
λείος (άκλ. επίθ.): ντούζι (κυριολ. π.χ. ιν ικλέλ καγιά λεκιάβα = δεν
ίσιος, ίσια) και ντύζυ (τα υ προφ. βγαίνει αυτός ο λεκές, (µτφ.) κάνα
όπως το γαλλικό u). µατόλ καβά, µπουτ λεκιάβα
λειτουργία: τσαλϋσσµάκο, ο (σ.α. κερντόλ = όταν µεθάει αυτός, πολύ
εργασία). λεκές γίνεται.
λειτουργικότητα: λεκιάζω (αµετβ. ρ.): λεκελενίαβ.
τσαλϋσσκα(ν)νούκο, ο (σ.α. λεκιάζω (µετβ. ρ.): λεκελετιρίαβ.
εργατικότητα). λέκιασµα: λεκελενµέκο, ο.
λειτουργώ (αµετβ. ρ.): λεκιασµένος (άκλ.επιθ.):
τσαλϋσσίαβ (σ.α. δουλεύω αµετβ., λεκελενµίσσι.
εργάζοµαι) λεµονάδα: λιµονάδα και
π.χ. νι τσαλϋσσίορ ο τιλέφονο = δε λεµονάντα, η
λειτουργεί το τηλέφωνο. π.χ. ντε µαν γεκ σσουντρί
λειψός (άκλ.επιθ.): εσίκι λιµονάντα, τε παβ = δώσε µου µια
π.χ. εσίκι σι ε παρέ κάι ντιά τουτ = κρύα λεµονάδα, να πιω.
λειψά είναι τα λεφτά που σου λεµονάκι: λιµονίσι, ο.
έδωσε. λεµονής (επίθ.): λιµο(ν)νίο, -ούκα.
λειωµένος (µτχ.): µπιλαντό,-ί, λεµόνι: λιµόνο, ο.
µπιλαρντό, -ί και µπιλαβντό, -ί π.χ. τσχινάβ ο λιµόνο = κόβω το
Αντίθ. µπιµπιλαβντό = άλειωτος. λεµόνι.
λειώνω (αµετβ. ρ.): µπιλάβαβ και λεµονί (το): λιµονέσκο-ρένκι, ο
µπιλάαβ. (κατά λέξη: λεµονιού χρώµα).
π.χ. µπιλάιλο ο γιβ = έλειωσε το λεµονιά: λιµολίν, η.
χιόνι. λεµονόφλουδα: λιµονέσκι-κόζζα,
λειώνω (µετβ. ρ.): µπιλιαράβ, µπι- η.
λαράβ, µπιλαβάβ και µπιλανταράβ. λέξη: πφεράς, ο και όρµπα, η
π.χ. µπιλαβάβ η ασπιρίνι α(ν)ντό π.χ. νασστί λες όρµπα κατάρ λεσκό
παΐ = λειώνω την ασπιρίνη µες στο µούι, µπουτ γκαραντι(ν)ντό σι = δεν
νερό, µπιλαντά λε καβά νασφαλιπέ µπορείς να πάρεις λέξη από το
= τον έλειωσε αυτή η αρρώστια. στοµα του, είναι πολύ κρυφός.
λειώσιµο: µπιλαηπέ, ο (βλ. και λόγος, κουβέντα).
λεκάνη: λιάνο, λεάνο και λενγκέρι, λεξικό: λεκσικό, ο
ο π.χ. µαρέλπες ε ροµανέ τσχιµπάσα,
ροµανό λεκσικό µανγκέλ τε κερέλ =
248
M
µα (σύνδ.): αµά (σ.α. αλλά, όµως) π.χ. λε κο µαγιό, τε τζας κάι ντενίζι
π.χ. αµά µε νι πφε(ν)ντόµ λεσκέ = πάρε το µαγιό σου, να πάµε στη
κχάντσικ = µα εγώ δεν του είπα θάλασσα.
τίποτα. µάγισσα: µπυυτζίκα, η (τα υ προφ.
µαγαζάκι: ντουκιανίσι, ο. όπως το γαλλικό u).
µαγαζάτορας: ντουκιαντζίο, ο. µαγκάλι: µανγκάλι, ο
µαγαζατόρισσα: ντουκιαντζίκα, η. π.χ. πεκ ε µατσχέ οπρά µανγκάλι =
µαγαζί (α): ντουκιάνο, ο ψήσε τα ψάρια πάνω στο µαγκάλι.
π.χ. αβγκιέ ε ντουκέα σι πφα(ν)ντέ µάγκας: µάγκα, ο
= σήµερα τα µαγαζιά είναι κλειστά. π.χ. λατσχό κερντέ λε κάι µαρντέ
µαγαζί (β): ντικιάνο και ντικάνο, ο λε, µπουτ µάγκα κερέλας πες =
π.χ. κάσκο σι καβά ντικιάνο; = καλά κάνανε που τον έδειραν, πολύ
ποιανού είναι αυτό το µαγαζί; κάι τον µάγκα έκαµνε.
πουταρντάν ντικάνο; = πού άνοιξες Συνών. καµπάνταη = νταής,
µαγαζί; µάγκας.
µαγεία: µαγία και µπυύα, η (τα υ µαγκεύω (αµετβ. ρ.): µάγκα-
προφ. όπως το γαλλικό u). κερντιάβ (= µάγκας γίνοµαι)
µαγείρεµα: χαµάσκο-κεριπέ, ο (= π.χ. τε πέλα ντούι µπίρε, µάγκα-
φτιάξιµο φαγητού). κερντόλ = αν πιει δυο µπύρες,
µαγειρεύω (µετβ. ρ.): ζουµί-κεράβ µαγκεύει.
(= φαγητό φτιάχνω) και χαπέ-κεράβ Συνών. τσαµπουκαλούκο-κεράβ =
(= φαγητό φτιάχνω). τσαµπουκαλεύοµαι.
µάγεµα: (βλ. µαγεία). µαγκιά: µάνγκαλουκο, ο και
µαγεύω (µετβ. ρ.): µαγία-κεράβ (= µαγκιά, η
µαγεία κάνω) και µπυύα-κεράβ (= π.χ. µάνγκαλουκο µπικνές µανγκέ
µαγεία κάνω). ακανά; = µαγκιά µου πουλάς τώρα;
µάγια: µαγίε και µπυύε, ε (τα υ κι µαγκιά µάνγκε ιν νακχέλ = η
προφ. όπως το γαλλικό u) µαγκιά σου σε µένα δεν περνάει.
π.χ. πφα(ν)ντά λε πασσά πέστε ε Συνών. τσαµπουκαλούκο =
µαγιένσα = τον έδεσε κοντά της µε τσαµπουκαλίκι.
τα µάγια, ντιλαρντά λε ε µπυυένσα µαγνήτης: µαγνίτι, ο.
= τον έχει τρελάνει µε τα µάγια. µαγνητόφωνο: τεήπι, ο
µαγιά: µαϊάβα, η (προφ. µε π.χ. σσουκάρ µπασσέλ καβά τεήπι
συνίζηση ια) και χουµέρ, ο = ωραία παίζει (ηχεί) αυτό το
π.χ. σας µποζούκι η µαϊάβα ντα ιν µαγνητόφωνο.
πφουκιλό ο µαρνό = ήταν (υποκ.) τεηπίσι, ο.
χαλασµένη η µαγιά και δεν µαγουλάκι: τσχαµορί, η.
φούσκωσε το ψωµί. µαγουλάς: τσχαµαλό, ο.
(βλ. χουµέρ στο λήµµα ζυµάρι). µαγουλού (η): τσχαµαλί, η.
(υποκ.) µαϊαβίσα, η (προφ. µε µάγουλο: τσχαµ, η
συνίζηση ια). π.χ. λολιλέ λεσκέ τσχαµά =
µαγιό: µαγιό, ο κοκκίνισαν τα µάγουλά του,
258
µιλώ (γ) (αµετβ. ρ.): πφεράς-κεράβ π.χ. οπάςς µαρνό = µισό ψωµί, η
(πφεράς = λέξη, λόγος, κουβέντα, µπουκί ατσχιλί οπάςς = η δουλειά
κεράβ = κάνω, πράττω, δηµιουργώ) έµεινε µισή, α(ν)ντέ οπάςς σαάτο
π.χ. σόσκε νι κερές-πφεράς; = γιατί κα ιρισάολ = σε µισή ώρα θα
δε µιλάς; (σ.α. κουβεντιάζω, οµιλώ, γυρίσει, (µτφ.) οπάςς γκέσα κα τζαβ
συζητώ, συνοµιλώ). = µε µισή ψυχή θα πάω.
µιναρές: µιναράβα, η. Αντίθ. σαστό = ολόκληρος, υγιής
µίνι: µίνι, ο µισούτσικος (επίθ.): οπασσορό, -ί
π.χ. λακό ροµ νι µουκέλ λα τε Αντίθ. σαστορό =
βουραβέλ µίνι = ο άνδρας της δεν ολοκληρούτσικος*, υγιούτσικος*
την αφήνει να φορέσει µίνι. (οµόηχο οπασσορό = πάνω στο
Αντίθ. µάκσι = µάξι. κεφάλι).
µισά (επίρρ.): οπάςς µισοψηµένος (επίθ.): οπάςς-πεκό, -
π.χ. οπάςς παρέ ακανά κα νταβ ί.
τουτ ντα οπάςς κάνα κα µπιτιρίος η µνήµα: λιµόρι, ο (πληθ. λιµόρα, ε).
µπουκί = µισά λεφτά τώρα θα σου µνήµη: γκογκί, η (κυριολ. µυαλό)
δώσω και µισά όταν τελειώσεις τη π.χ. νι αβέλ κάι µι γκογκί λεσκό
δουλειά. αλάβ = δεν έρχεται στη µνήµη µου
µισάνοιχτος (επίθ.): οπάςς- το όνοµά του.
πουταρντό,-ί µνηµόσυνο: µεβλίτι, ο
Αντίθ. οπάςς-πφα(ν)ντό = π.χ. πε ντάκο µεβλίτι κερέλ = της
µισόκλειστος. µάνας του το µνηµόσυνο κάνει.
µισθός: αϊλούκο, ο (κυριολ. µόδα: µόδα και µόντα, η
µηνιάτικο) π.χ. νεβί σι καγιά µόντα =
π.χ. κάνα κα λες κο αϊλούκο; = καινούρια είναι αυτή η µόδα.
πότε θα πάρεις το µισθό σου; (βλ. µοιάζω (αµετβ. ρ.): µεησαράβ και
και επίδοµα, µηνιάτικο, σύνταξη). µπε(ν)ζέαβ
µισογεµάτος (επίθ.): οπάςς- π.χ. µεησαρέλ κάι πο ντατ =
πφερντό,-ί. µοιάζει στον πατέρα του, ο χουρντό
µισόγυµνος (επίθ.): οπάςς-νανγκό,- µπενζέορ κάι πι ντέι = το µωρό
ί. µοιάζει στη µάνα του.
µισοκαµένος (επίθ.): οπάςς- µοιάσιµο: µεησαριπέ και
πφαµπαρντό, -ί. µπενζεµέκο, ο
µισόκλειστος (επίθ.): οπάςς- µοίρα: βλ. γραφτό
πφα(ν)ντό, -ί. µοιράδι: βλ. κληρονοµιά
Αντίθ. οπάςς-πουταρντό = µοιράζοµαι (αµετβ. ρ.): ουλάντιαβ
µισάνοιχτος. µοιράζω (α) (µετβ. ρ.): ουλαβάβ
µισόλογα: οπάςς-όρµπε και οπάςς- π.χ. ουλαβάβ ο χαπέ = µοιράζω το
πφερασά, ε φαγητό.
π.χ. οπάςς-όρµπε πφενέλας µάνγκε µοιράζω (β) (µετβ. ρ.): ντατίαβ
= µισόλογα µου έλεγε. π.χ. ντατίαβ ο µας κάι µανουσσά =
µισοπεθαµένος (επίθ.): οπάςς- µοιράζω το κρέας στους ανθρώπους
µουλό,-ί. (συνηθίζεται στις περιπτώσεις
µισός (άκλ. επίθ.): οπάςς τάµατος)
277
µπορώ (δεν) (άκλ.): νασστί και άνθρωπος είδες τι έκανε;, λιά λεσκί
νασστίκ µπούκα κατάρ λεσκό µούι = του
π.χ. νασστί κερές κχάντσικ = δεν πήρε τη µπουκιά από το στόµα (από
µπορείς να κάνεις τίποτε, νασστί κα την εν λόγω λέξη έχει την
αβάβ = δεν θα µπορέσω να έρθω, προέλευσή της η λέξη εµπούκα =
νασστίκ γκελόµ = δεν µπόρεσα να λίγο, µε πρόθηµα τη λέξη εκ = ένα
πάω. και µε την αποβολή του κ).
µπότα: µπότα, η µπουκιά (β): ουντούµο και
π.χ. κατάρ σαβό ντικιάνο κι(ν)ντάν γιουντούµο, ο
καλά µπότε; = από ποιο µαγαζί π.χ. ούτε εκ ουντούµο µαρνό νι
αγόρασες αυτές τις µπότες; χαλόµ σαµπαχτάν = ούτε µια
µπότα (πλαστική): τσίζµα, η µπουκιά ψωµί δεν έφαγα απ’ το
π.χ. τσικάιλε µε τσίζµε = πρωί, χα εκ γιουντούµο = φάε µια
λασπώθηκαν οι µπότες µου. µπουκιά (σ.α. γουλιά, βλ. και
µποτίλια: µποτίλα, η. γουλιά).
µπουγάδα (α): πατένγκο-χαλαηπέ, µπουκίτσα (α): µπουκορί, η
ο (= ρούχων πλύσιµο). π.χ. ιν χαλάν κι µπουκορί = δεν
µπουγάδα (β): σσεένγκο-χαλαηπέ, έφαγες την µπουκίτσα σου.
ο (= ρούχων πλύσιµο). µπουκίτσα (β): ουντουµίσι και
µπουγάδα (γ): τσαµασσΰρι, ο γιουντουµίσι, ο (σ.α. γουλίτσα).
π.χ. σίµαν τσαµασσΰρι αβγκιέ = µπουκώνοµαι (α) (αµεβτ.ρ.):
έχω µπουγάδα σήµερα. µπουκοσάαβ
µπουγαδιάζω (α) (µετβ. ρ.): πατέ- π.χ. µπουκοσάιλο ο χουρντό, νά
χαλαβάβ (= ρούχα πλένω). παρβάρ λες αβέρ = µπουκώθηκε το
µπουγαδιάζω (β) (µετβ. ρ.): σσέα- παιδί, µη το ταΐζεις άλλο.
χαλαβάβ (= ρούχα πλένω). µπουκώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
µπουγάδιασµα: (βλ. µπουγάδα). τϋκανίαβ
µπουγάτσα: πλιτσί(ν)τα, π.χ. τϋκανίαβ κατάρ ε
πλετσί(ν)τα και πετσί(ν)τα, η τζιγκαρένγκο ντουµάνο =
π.χ. µανγκές τε χας πλετσί(ν)τα; = µπουκώνοµαι από τον καπνό των
θέλεις να φας µπουγάτσα; τσιγάρων.
µπουζούκι: τσαλγκία, η και µπούκωµα (α): µπουκοσαριπέ, ο.
µπουζούκι, ο µπούκωµα (β): τϋκανµάκο, ο.
π.χ. µπούσσουκαρ τσαλγκία τζανέλ µπουκωµένος (α) (µτχ.):
τε µπασσαλέλ = πολύ ωραία µπουκοσαρντό, -ί.
µπουζούκι ξέρει να παίζει, κάσκο σι µπουκωµένος (β) (άκλ. επίθ.):
καβά µπουζούκι; = ποιανού είναι τϋκανµούσσι.
αυτό το µπουζούκι; µπουκώνω (µετβ.ρ):
µπουκαλάκι: σσισσαβίσα, η. µπουκοσαράβ.
µπουκάλι: σσισσάβα, η µπουλντόζα: µπολντόζα, η (µτφ.
π.χ. κον πφαγκλά η σσισσάβα; = χοντρέλα).
ποιος έσπασε το µπουκάλι; µπουνιά: ντουµούκ, η
µπουκιά (α): µπούκα, η π.χ. χαλά γεκ ντουµούκ κάι πι γιακ
π.χ. γεκ µπούκα µανούς ντικχλάν = έφαγε µια µπουνιά στο µάτι του.
σο κερντά; = µια µπουκιά
285
µύτη µου την έβγαλε, µπεςς π.χ. σαέ πφερασά σι καλά κάι
σσουκάρ πφενάβ τουκέ, ντικ, µο πφενές; χουρντό-κερέστουτ; = τι
νακ χάλµαν = κάτσε καλά σου λέω, λόγια είναι αυτά που λες;
κοίτα, η µύτη µου µε τρώει, µωρουδίζεις;
ρατβάιλο µο νακ = µάτωσε η µύτη µωρουδίστικος (επίθ.):
µου. χουρντικανό,-ί
µυτίτσα: (βλ. µυτούλα). π.χ. χουρντικανέ τσοράπορα =
µυτούλα: νακχορό, ο µωρουδίστικες κάλτσες.
π.χ. ε χουρντέσκο νακχορό = η (βλ. και παιδικός).
µυτούλα του µωρού.
Μωάµεθ: Μουαµέτ και Μοάµετ, ο.
µωραίνω (αµετβ. ρ.): χουρντιάβ
και χουρντισάαβ
π.χ. σο νακχέν ε µπροσσά κι µάµι
χουρντόλ, ιν τζανέλ σο πφενέλ =
όσο περνούν τα χρόνια η γιαγιά σου
µωραίνει, δεν ξέρει τι λέει.
µωράκι: χουρντορό, ο
π.χ. κάσκο σι καβά χουρντορό; =
ποιανού είναι αυτό το µωράκι;
(βλ. και παιδάκι).
µωρέ (επιφών.): µορά
π.χ. σο µανγκές µορά; = τι θες
µωρέ;
Συνών. µο = ρε, βρε.
µωρό (α): χουρντό, ο
π.χ. ροβέλ ο χουρντό = κλαίει το
µωρό, (όρκος νεόνυµφων)
χουρντέσκι γιακ τε να ντικχάβ =
µωρού µάτι να µη δω.
(βλ. και παιδί).
µωρό (β) (χαϊδευτικά): µακσούµο,
ο
π.χ. πασστόλ µο µακσούµο =
κοιµάται το µωρό µου.
(υποκ.) µακσουµίσι, ο.
µωρόµυαλος (επίθ.): χουρντικανέ-
γκογκιάκο, -ι.
µωρουδίζω (αµετβ. ρ.): χουρντό-
κεράµαν (χουρντό = µωρό, παιδί,
κεράβ = κάνω, µαν = εµένα,
κεράµαν = παριστάνω, καµώνοµαι,
προσποιούµαι, υποδύοµαι,
υποκρίνοµαι)
289
Ν
να (µορ.): ακ π.χ. ναρκοσαρντέ λες ε ντοκτόρα =
π.χ. ακ καβά σι = να, αυτός είναι, τον νάρκωσαν οι γιατροί.
ακ, ο κχερ κάι πφενάβας τούκε = νάρκωση: ναρκοσαριπέ, ο.
να, το σπίτι που σου έλεγα. ναυτικός (ο): βαπορτζίο, ο
να (σύνδ.): τε π.χ. κάι βοπόρα κερέλ-µπουκί
π.χ. µανγκάβ τε τζάβταρ = θέλω να λακό ροµ, βαπορτζίο σι = στα
φύγω, τε τζας τούντα = να πας κι καράβια δουλεύει ο άνδρας της,
εσύ, ασσουγκιαράβ τουτ τε αβές = ναυτικός είναι.
σε περιµένω να έρθεις. (βλ. και αν). νεανικός (επίθ.): τερνικανό,-ί
νάζι: νάζι, ο (πληθ. νάζορα, ε) π.χ. τερνικανό βουραηπέ = νεανικό
π.χ. νάζορα κερέλ τουκέ = νάζια ντύσιµο, τερνικανέ µπροσσά =
σου κάνει. νεανικά χρόνια.
ναζιάρης (επίθ.): ναζλίο, -ούκα Αντίθ. πφουρικανό = γεροντίστικος.
π.χ. µπουτ ναζλίο σι κο τσχαβό, νεανίσκος: τερνορό, ο.
εµπουκάκε ροβέλ = πολύ ναζιάρης νεαρός (επίθ.): τερνό, -ί.
είναι ο γιος σου, µε το παραµικρό π.χ. τερνό τσχαβό = νεαρό αγόρι,
κλαίει. τερνί τσχορί = νεαρή κοπέλα.
ναι (µορ.): βα Αντίθ. πφουρό = γέρος.
π.χ. -κα αβές τούντα αµένσα; -βα, νεαρούλης (επίθ.): τερνορό,-ί
κα αβάβ = -θα ’ρθεις κι εσύ µαζί νέκρα: µουλιπέ, ο
µας; -ναι, θα ’ρθω, βα αγκαντάλ σι Αντίθ. τζου(ν)ντιπέ = ζωντάνια.
= ναι, έτσι είναι. νεκρικός (επίθ.): µουλικανό,-ί
Αντίθ. νάα, άηρ, άερ = όχι. π.χ. µουλικανέ µενία = νεκρικά
νάνι (επίρρ.): νάνι παπούτσια.
π.χ. τζα κερ νάνι = πάνε να κάνεις νεκροειδής: (βλ. νεκρικός).
νάνι (να κοιµηθείς), (νανούρισµα) νεκροθάφτης: µεζαρτζίο, ο
νάνι µε χουρντέσκε νάνι = νάνι για νεκροκεφαλή: µουλικανό-σσορό,
το παιδί µου νάνι. ο.
νανούρισµα: (βλ. νάνι). νεκρός (επίθ.): µουλό,-ί
ναός: (βλ. εκκλησία). π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου
ναργιλές: ναργκιλάβα και «ο ασαηπέ» = το γέλιο), τζου(ν)ντό
ναργκουλάβα, η. µουλό σι ο µανούςς κάι χασαρντάς
νάρκη (πολεµική συσκευή): πε γκέσκο ασαηπέ = ζωντανός
νάρκα, η νεκρός είναι ο άνθρωπος που έχει
π.χ. (κατάρα) νάρκα τε ντελ τουτ χάσει το γέλιο της ψυχής του.
α(ν)ντό κο σσορό = νάρκη να σε Αντίθ. τζου(ν)ντό = ζωντανός.
χτυπήσει στο κεφάλι. νεκροσέντονο: µουλικανό-
ναρκωµένος (µτχ.): ναρκοσαρντό,- τσαρσσάφι, ο και µουλικανό-
ί. τσαρσσάφο, ο.
ναρκώνοµαι (αµετβ. ρ.): νεκροταφείο: λιµόρα, ε (=
ναρκοσάαβ. µνήµατα, λιµόρι = µνήµα).
ναρκώνω (µετβ. ρ.): ναρκοσαράβ νεκρότητα: (βλ. νέκρα).
νέκρωµα: µουνταριπέ, ο
290
Ξ
ξαγρύπνηµα: µπιπασσλιπέ και Συνών. ναµλίο = ονοµαστός,
µπιπασστιπέ, ο (κυριολ. ασσαρντό = παινεµένος.
ακοιµησιά). ξακουστός (επίθ.): ασσου(ν)ντό,-ί.
ξάγρυπνος (επίθ.): π.χ. σι ασσου(ν)ντό κατάρ πι
µπιπασσλιµάσκο,-ι, σσουκάρ λαλί = είναι ξακουστός
µπιπασστιµάσκο,-ι και απ’ την καλή φωνή του (κυριολ.
µπιλι(ν)ντράκο,-ι. ακουστός).
π.χ. ατσχιλό µπιλι(ν)ντράκο σα η ξαµολάω: (βλ. αµολάω).
ρατ = έµεινε ξάγρυπνος όλη τη ξανά (α) (επίρρ.): πάλε (= πάλι)
νύχτα. π.χ. τε νά ορµπισαρές µανσά πάλε
ξαγρυπνώ (αµετβ. ρ.): = να µη µου µιλήσεις ξανά.
µπιπασσλιµάσκο-ατσχάβ και ξανά (β) (επίρρ.): ντα-εκ-φαρέ και
µπιλι(ν)ντράκο-ατσχάβ (= ντα-εκ-ντροµ (ντα = και, εκ = ένας,
ξάγρυπνος µένω). µία, φαρέ = φορά).
ξαδέρφια (τα): πφαλένγκε- π.χ.. ντα-εκ-φαρέ κα κερές; = ξανά
χουρντέ, ε (= αδελφών παιδιά) θα κάνεις; (ντροµ = φορά, οµόηχο
π.χ. πφαλένγκε-χουρντέ σαµούς = ντροµ = δρόµος) ντα-εκ-ντροµ κα
ξαδέρφια είµαστε (κυριολ. αδελφών τζαλ = ξανά θα πάει.
παιδιά είµαστε). ξανά (γ) (επίρρ.): γκένε
ξάδερφος: κακέσκο-τσαβό, ο (= π.χ. αβιλό γκένε = ήρθε ξανά.
θείου γιος) και µπιµπάκο-τσχαβό, ο ξαναβάφω (µετβ. ρ.): πάλε-
(= θείας γιος) µακχάβ.
π.χ. µε κακέσκο-τσχαβό σι καβά = ξαναβγάζω (µετβ. ρ.): πάλε-
ο ξάδερφός µου είναι αυτός ικαλάβ.
(κυριολ. του θείου µου ο γιος είναι ξαναβρίσκω (µετβ. ρ.): πάλε-
αυτός), αβιλό µε µπιµπάκο-τσχαβό αρακχάβ και πάλε-ρακχαβάβ.
= ήρθε ο ξάδερφός µου (κυριολ. ξαναβλέπω (µετβ. ρ.): πάλε-
ήρθε της θείας µου ο γιος). ντικχάβ.
ξαδέρφη: κακέσκι-τσχέι, η (= θείου ξαναγεννώ (αµετβ. ρ.): πάλε-
κόρη) και µπιµπάκι-τσχέι,η (= θείας µπιανάβ.
κόρη). ξαναγίνοµαι (αµετβ. ρ.): πάλε-
π.χ. καγιά σι κε κακέσκι-τσχέι; = κερντιάβ.
αυτή είναι η ξαδέρφη σου; (κυριολ. ξαναγυρίζω (αµετβ. ρ.): πάλε-
αυτή είναι του θείου σου η κόρη;), ιρισάαβ.
κα τζαβ κάι µε µπιµπάκι-τσχέι = θα ξαναγυρίζω (µετβ. ρ.): πάλε-
πάω στην ξαδέρφη µου (κυριολ. θα ιρισαράβ.
πάω στης θείας µου την κόρη). ξαναδείχνω (µετβ. ρ.): πάλε-
ξακουσµένος (µτχ. ως επίθ.): σικαβάβ.
ασσου(ν)νταρντό,-ί (= ξαναεπιστρέφω (µετβ. ρ.): (βλ.
διαδεδοµένος, διαλαληµένος) ξαναγυρίζω µετβ.).
π.χ. ντικ ο ασσου(ν)νταρντό σο ξαναεπιστρέφω (αµετβ. ρ.): (βλ.
κερντάς! = κοίτα ο ξακουσµένος τι ξαναγυρίζω αµετβ.).
έκανε!
299
O
ο (άρθ. αρσεν.): ο παρίστανες έτσι δεν είναι; πώς
π.χ. ο τζουκέλ = ο σκύλος. έδωσες τον εαυτό σου (χτύπησες)
ογδοηκοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.): πάνω στον τοίχο; (η λέξη βάρεµα ή
οχτοντεσσουτνό,-ί. βάρεµ είναι βεβαιωτικό
ογδόντα (άκλ. απόλ. αριθµ.): ερωτηµατικό επιφώνηµα που
οχτόντεςς. αντιστοιχεί στην ερωτηµατική
όγδοος (τακτ. αριθµ. επίθ.): φράση: έτσι δεν είναι; π.χ. του
οχτουτνό,-ί. πφιρνό κερέσας-τουτ βάρεµα; σάρ
όγκος (α): πφουκιπέ, ο (= χοχάντιλαν; = εσύ τον έξυπνο
φούσκωµα, από το αµετβ. πφουκιάβ παρίστανες έτσι δεν είναι; πώς
= αµετβ. φουσκώνω). ξεγελάστηκες; πφιρνό = έξυπνος,
όγκος (β): τφουλιπέ, ο (κυριολ. πονηρός)
χόντρος, πάχος) οδηγούµαι (α) (αµετβ. ρ.):
π.χ. µπουτ µπαρό σι καλέ ινγκάρντιαβ και ινγκιάρντιαβ (σ.α.
ταταβάκο τφουλιπέ = πολύ µεγάλο µεταφέροµαι, καθοδηγούµαι)
είναι το χόντρος (ο όγκος) αυτού π.χ. ο τσορ ινγκάρντιλο κάι
του σανιδιού. πφα(ν)ντιπέ = ο κλέφτης οδηγήθηκε
οδήγηµα: (βλ. οδήγηση). στη φυλακή.
οδηγηµένος (α) (µτχ.): ινγκαρντό, - οδηγούµαι (β) (αµετβ. ρ.):
ί και ινγκιαρντό, -ί (σ.α. τραντιάβ (σ.α. καθοδηγούµαι).
µεταφερµένος, πηγεµένος, οδηγώ (α) (µετβ. ρ.): τράνταβ
καθοδηγηµένος). π.χ. κον τράντελας ο τοµαφίλι; =
οδηγηµένος (β): τραντό, -ί (σ.α. ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο;
καθοδηγηµένος) οδηγώ (β) (µετβ. ρ.): ινγκαράβ και
π.χ. τραντό τοµαφίλι = οδηγµένο ινγκιαράβ (κυριολ. πηγαίνω µετβ.,
(µεταχειρισµένο) αυτοκίνητο. σ.α. µεταφέρω, καθοδηγώ)
οδήγηση (α): τραντιπέ, ο π.χ. κάι µανγκάβα ινγκαράβ λε =
π.χ. σαό τραντιπέ σι καβά κάι όπου θέλω τον οδηγώ, του ινγκαρές
κερές; ατζαµίο σαν; = τι οδήγηση ο πφεράς τσινγκαράκε, αµά µε νι
είναι αυτή που κάνεις; ατζαµής µανγκάβ τε χάµαν τούσα = εσύ
είσαι;, σαό τραντιπέ σας καβά κάι οδηγείς την κουβέντα σε καβγά,
κερντάν; τρασσάιλοµ! = τι οδήγηση αλλά εγώ δεν θέλω να µαλώσω µε
ήταν αυτή που έκανες; φοβήθηκα! σένα.
οδήγηση (β): ινγκαριπέ και οδοκαθαριστής: (βλ.
ινγκιαριπέ, ο (σ.α. µεταφορά, σκουπιδιάρης).
καθοδήγηση). οδοντίατρος (ο): ντα(ν)ντένγκο-
οδηγός (αυτοκινήτου, δικύκλου): ντοκτόρι, ο
οντιγόζι, οντιγκόζι και οδιγόζι, ο π.χ. τζα κάι ντα(ν)ντένγκο-
(θηλ. οντιγόσκα, οντιγκόσκα και ντοκτόρι = πήγαινε στον
οδιγόσκα, η) οδοντίατρο.
π.χ. του οντιγκόζι κερέσας-τουτ οδοντίατρος (η): ντα(ν)ντένγκι-
βάρεµα; σάρ ντιάν τουτ οπρά ντοκτόρκα, η.
ντουβάρι; = εσύ τον οδηγό
312
π.χ. σαρ σι κο αλάβ; = πώς είναι το π.χ. όπα, αβιλίταρ βόι ντα! = όπα,
όνοµά σου;, µπισταρντόµ λεσκό ήρθε κι αυτή! βο όπα-όπα ασταρέλ
αλάβ = ξέχασα το όνοµά του, σαβό πε ροµνά, νάι σαρ τούτε κάι µαρές
αλάβ κα ντεν ε χουρντέσκε; = τι µαν εµπουκάκε = αυτός όπα-όπα
όνοµα θα δώσετε στο παιδί; πιάνει (στα όπα-όπα έχει) τη
ονοµάζω (µετβ. ρ.): αλάβ-τχαβ γυναίκα του, δεν είναι σαν εσένα
π.χ. πε χουρντέσκο αλάβ-τχοντέ που µε δέρνεις µε το παραµικρό.
Μανόλη = το µωρό τους το οπαδός: τζονό, ο (κυριολ. άτοµο,
ονόµασαν Μανόλη. άνθρωπος)
(αλάβ-τχαβ κυριολ. όνοµα βάζω). π.χ. ε ολινµπιακοζέσκε τζενέ σι
Συνών. αλάβ-νταβ = ονοµατίζω. καλά = οι οπαδοί του Ολυµπιακού
ονοµασία: αλαβιπέ, ο. είναι αυτοί.
ονοµασµένος (µτχ.): αλαβντό,-ί οπισθοδρόµηση: παπαλέ-τζιιπέ, ο
Αντίθ. µπιαλαβέσκο = ανώνυµος. (= πίσω πηγαιµός)
ονοµαστικός (επίθ.): αλαβέσκο,-ι Αντίθ. ανγκλέ-τζιιπέ, ο =
π.χ. αβγκιέ σι µε αλαβέσκι γιορτία προχώρηµα.
= σήµερα είναι η ονοµαστική µου οπισθοδροµικός (µτχ.): παπαλέ-
γιορτή. τζι(ν)ντό, -ί (= πίσω πηγεµένος)
ονοµαστός (επίθ.): ναµλίο,-ούκα Αντίθ. ανγκλέ-τζι(ν)ντό =
π.χ ναµλίο ντοκτόρι = ονοµαστός προχωρηµένος, προοδευµένος.
γιατρός. οπισθοδροµώ (αµετβ. ρ.): παπαλέ-
(βλ. και τρανός). τζαβ (= πίσω πηγαίνω)
Συνών. ασσου(ν)νταρντό = Αντίθ. ανγκλέ-τζαβ = προχωρώ.
ξακουσµένος, διαλαληµένος, οπισθοχωρώ: (βλ. οπισθοδροµώ).
διαδεδοµένος και ασσου(ν)ντό = όπλο: πούσσκα και τσχουνταλί, η
ακουστός, ασσαρντό = παινεµένος. π.χ. σι οπρά λέστε πούσσκα = έχει
ονοµατάκι: αλαβορό, ο. επάνω του όπλο, γκαράβ η
ονοµατίζω (µετβ. ρ.): αλάβ-νταβ τσχουνταλί = κρύψε το όπλο.
(= όνοµα δίνω). (τσχουνταλί κατά λέξη σηµαίνει
ονοµατισµένος: αλαβντι(ν)ντό, -ί. ριχτήρας, προήλθε από το ρήµα
ονοµατοδοσία: αλαβντιιπέ, ο. τσχαβ = ρίχνω, τσχουηπέ = ρίξιµο).
όντως (επίρρ.): έµντα και τσατσές οπλοποιός: πούσσκατζίο, ο (σ.α.
π.χ. έµντα, αγκαντάλ σι = όντως, οπλοπώλης).
έτσι είναι. οπλοπωλείο: πουσσκένγκο-
(βλ. και επίρρ. αλήθεια, πράγµατι). ντικιάνο (= όπλων µαγαζί) και
οξυγόνο: οκσιγόνο, ο πουσσκένγκο-ντουκιάνο, ο (=
π.χ. ο ντοκτόρι τχοντά λεσκέ όπλων µαγαζί).
οκσιγόνο = ο γιατρός του έβαλε οπλοπώλης: πούσσκατζίο, ο (σ.α.
οξυγόνο. οπλοποιός).
οξυζενέ: οκσιζενέ, ο. οπλουργός: (βλ. οπλοποιός).
οπ (επιφ.): οπ οπλοφορώ (αµετβ. ρ.):
π.χ. οπ, ασταρντόµ τουτ = οπ, σ’ πουσσκάσα-πφιράβ και
έπιασα. τσχουνταλάσα-πφιράβ (οι λέξεις
όπα (επίρρ.): όπα κυριολ. σηµαίνουν: µε όπλο
περπατώ).
318
Π
παγάκι (α): µπούζο, ο (κυριολ. π.χ. παουµέ σι ο παΐ = παγωµένο
πάγος) είναι το νερό.
π.χ. νά χα µπούζορα, κε κουρλέ κα Συνών. σσουντρό = κρύος.
ντουκχάν = µην τρως παγάκια, τα Αντίθ. ταταρντό = ζεσταµένος.
λαιµά σου θα πονέσουν. παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.):
παγάκι (β): παγάκι, ο µπουζλού (σ.α. κρύος)
π.χ. τσχου µανγκέ παγάκια α(ν)ντί π.χ. πουτάρ µανγκέ εκ µπουζλού
καϊάβα = ρίξε µου παγάκια µες µπίρα τε παβ = άνοιξε µου µία
στον καφέ. παγωµένη µπύρα να πιω.
παγερός (α) (επίθ.): µπουτ- Αντίθ. τατό = ζεστός, πφαµπαρντό
σσουντρό-ί (κυριολ. πολύ κρύος) = καυτός, καυτερός, καµένος,
π.χ. µπουτ-σσουντρί µπαλµπάλ = αναµµένος, ζεµατιστός,
παγερός άνεµος. ζεµατισµένος, ασσλάκι = καυτός,
Αντίθ. τατό = ζεστός, θερµός. ζεµατισµένος, ζεµατιστός.
παγερός (β) (άκλ. επίθ.): µπουτ- παγωνιά: σσουκό-σσιλ και
µπουζλού (κυριολ. πολύ κρύος). σσουκό-σσϋλ, ο (κυριολ. ξερό
παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια): κρύο)
φάκο, ο π.χ. σσουκό-σσιλ κερέλ αβρί =
π.χ. µο φάκο ασταρντά τσιρικλί = η παγωνιά κάνει έξω.
παγίδα µου έπιασε πουλί, ο µισσκόι παγωνιέρα (α): µπουζγκέρα, η
αστάρντιλο κάι φάκο = το ποντίκι (από τη λέξη µπούζο, ο = πάγος,
πιάστηκε στην παγίδα. µπουζγκέρα σ.α. ψυγείο, π.χ.
παγιδεύω (µετβ. ρ.): ασταρνταράβ α(ν)ντί µπουζγκέρα σι ο παΐ = µες
(= κάνω να πιαστεί, ασταράβ = στο ψυγείο είναι το νερό).
πιάνω, κρατώ) (βλ. πιάνω (β)). παγωνιέρα (β): µπουζανάβα, η
παγκάκι: παγκάκι, ο (από τη λέξη µπούζο, ο = πάγος,
π.χ. µπεσσένας κάι παγκάκια = µπουζανάβα σ.α. ψυγείο,
καθόντουσαν στα παγκάκια. µπουζανάβα µτφ. = παγωνιά).
πάγκος: πάγκο, ο παγώνω (α) (µετβ. ρ.): παουσαράβ
π.χ. τχο ε µανγκινά οπρά πάγκο = π.χ. παουσαράβ ε µπίρε α(ν)ντό
βάλε τα εµπορεύµατα πάνω στον ψιγίο = παγώνω τις µπύρες στο
πάγκο. ψυγείο, πφά(ν)ντε ο ουντάρ,
πάγος: µπούζο, ο. παουσαρντάν αµέν = κλείσε την
παγούρι: παγούρι, ο πόρτα, µας πάγωσες.
π.χ. σι παΐ α(ν)ντό παγούρι; = έχει Συνών. σσουντραράβ = ψυχραίνω,
νερό µες στο παγούρι; κρυώνω (µετβ.).
παγούρι: µπαρντάκο, ο. Αντίθ. ταταράβ = ζεσταίνω.
πάγωµα: παουσαριπέ, ο παγώνω (β) (µετβ. ρ.):
Αντίθ. ταταριπέ = ζέσταµα. µπουζλανταράβ.
παγωµένος (α) (µτχ.): παγώνω (αµετβ. ρ.): παουσάαβ
παουσαρντό,-ί και παουµέ (άκλ. π.χ. παουσάιλε µε βαστά κατάρ ο
επίθ.). σσιλ = πάγωσαν τα χέρια µου από
το κρύο.
323
π.χ. ντικ ο πάπο σο λιά τούκε = γκαβ µπουτ σσουκάρ ζετίε ικαλέλ =
κοίτα ο παππούς τι σου πήρε. αυτό το χωριό πολύ ωραίες ελιές
παππούς (που έχει δισέγγονο-α): παράγει.
µπαρό-πάπο και µπαρό-πάπου, ο παραδεγµένος (µτχ.): καµπούλι-
(κυριολ. µεγάλος παππούς). κερντό, -ί (καµπούλι = δεκτός,
παρά (συνδ.): παρά αποδεκτός, παραδεκτός, κερντό =
(χρησιµοποιείται µόνο ως γινωµένος, φτιαγµένος).
συγκριτικό για να δείξει αντίθεση) παράδειγµα: παράδιγµα, ο
π.χ. νταά-λατσχό τε µεράβ παρά τε π.χ. λε παράδιγµα κατάρ κο πφαλ·
ντικχέν µε γιακχά γκασαβό σσέι = κατάρ καγιά µπουκί γκελό ανγκλέ
καλύτερα να πεθάνω παρά να δουν βο = πάρε παράδειγµα από τον
τα µάτια µου τέτοιο πράγµα. αδερφό σου· απ' αυτήν τη δουλειά
παραγγελία: παρανγκελία, η πήγε µπροστά αυτός.
π.χ. α(ν)ταντάν µι παρανγκελία; = παραδειγµατίζω (µετβ. ρ.):
έφερες την παραγγελία µου; παράδιγµα-νταβ (= παράδειγµα
παραγγέλνω (µετβ. ρ.): δίνω).
παρανγκελία-νταβ (= παραγγελία παραδεισένιος (επίθ.): τζε(ν)νετλι-
δίνω) και παρανγκελία-κεράβ (= κέσκο,-ι
παραγγελία κάνω) π.χ. τζε(ν)νετλικέσκο τχαν =
π.χ. σο ντιάν-παρανγκελία τε παραδεισένιο µέρος.
α(ν)ταβέλ τουκέ; = τι παρήγγειλες παράδεισος: τζε(ν)νετλίκο, ο
να σου φέρει; π.χ. σαό σσουκάρ τχαν σι καβά,
παραγίνοµαι (αµετβ. ρ.): γκαέτ- σαρ τζε(ν)νετλίκο = τι ωραίο µέρος
κερντιάβ (= υπέρ γίνοµαι) και είναι αυτό, σαν παράδεισος.
γκαέτ-φαζλά-κερντιάβ (= υπέρ Αντίθ. τζεε(ν)ντέµο = κόλαση και
παραπάνω γίνοµαι) τζε(ν)ντέµο = κόλαση.
π.χ. γκαέτ-φαζλά-κερντιλί σσουκάρ παραδεκτός: (βλ. δεκτός).
η ζουµί = παραέγινε ωραία παραδέχοµαι (µετβ. ρ.): καµπούλι-
(νόστιµο) το φαγητό. κεράβ (σ.α. καταδέχοµαι, δέχοµαι,
παραγίνωµα: γκαέτ-κερντιπέ, ο (= συµφωνώ)
υπέρ γίνωµα). π.χ. νι κερέλ καµπούλι πι ντοςς =
παραγινωµένος (µτχ.): γκαέτ- δεν παραδέχεται το φταίξιµό του.
κερντό, -ί (= υπέρ γινωµένος). (βλ. και δέχοµαι).
παράγκα: µπαράνκα, η (σ.α. παραδίδοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
περίπτερο). ντάµαν (= δίνοµαι, νταβ = δίνω,
παραγκούλα: µπαρανκίσα, η. µαν = εµένα) (σ.α. αφοσιώνοµαι,
παράγοµαι (αµετβ. ρ.): ικλάβ αφιερώνοµαι).
(κυριολ. βγαίνω, ανεβαίνω, σ.α. παραδίδοµαι (β): ντι(ν)ντιάβ (=
σκαρφαλώνω, καβαλάω, φυτρώνω) δίνοµαι).
π.χ. κάι Ατίνα ικλέν καλά µανγκινά παραδίδω (µετβ. ρ.): νταβ (= δίνω)
= στην Αθήνα παράγονται αυτά τα π.χ. ρακχαντά παρέ κάι ο ντροµ ντα
προϊόντα. γκελό ντα ντιά λεν κάι σσεραλέ =
παράγω (µετβ. ρ.): ικαλάβ (= βρήκε λεφτά στο δρόµο και πήγε
βγάζω). και τα παρέδωσε στους
π.χ. σο ικαλέλ καγιά φάφρικα; = τι αστυνοµικούς (στην αστυνοµία).
παράγει αυτό το εργοστάσιο;, καβά παραδίνοµαι: (βλ. παραδίδοµαι).
332
π.χ. λεσκί µάµι κι(ν)ντά λεσκέ π.χ. σαβί σασούι σι λατσχί; = ποια
πέδιλα = η γιαγιά του του αγόρασε πεθερά είναι καλή;
πέδιλα. πεθερός: σαστρό, ο
πέδιλο (β):πένταλο, ο π.χ. σαρ αµαλά σαµούς µε
π.χ. βουράβ κε πένταλα = φόρα τα σαστρέσα = σαν φίλοι είµαστε µε
πέδιλά σου. τον πεθερό µου.
πεζοπορία: πφιρι(ν)ντό-τζιιπέ, ο πεθερούλα: σασουϊορί, η (προφ. µε
(πφιρι(ν)ντό = πεζός, τζιιπέ = συνίζηση ιο).
πηγαιµός). πεθερούλης: σαστρορό, ο
πεζοπορώ (αµετβ. ρ.): πφιρι(ν)ντό- π.χ. µο σαστρορό αβιλό = ο
τζαβ (= πεζός πηγαίνω). πεθερούλης µου ήρθε.
πεζός (επίθ.): πφιρι(ν)ντό,-ί πείθω (µετβ. ρ.): κα(ν)ντϋρίαβ
π.χ. πφιρι(ν)ντό αβιλόµ = πεζός π.χ. κα κα(ν)ντϋρίαβ λε τε αβέλ =
ήρθα. θα τον πείσω να έρθει.
πεθαίνω (αµετβ. ρ.): µεράβ (σ.α. πειθώ: κα(ν)ντϋρµάκο, ο
ψοφώ αµετβ.) π.χ. (φράση) ο κα(ν)ντϋρµάκο
π.χ. καβά λατσχιπέ κάι κερντάν σσορό χαλ = η πειθώ κεφάλι τρώει
µανγκέ νι κα µπιστράβ λε τζι τε (δηλ. έχει µεγάλη δύναµη στο να
µεράβ = αυτή την καλοσύνη που µεταβάλει την απόφαση, τη γνώµη
µου `κανες, δεν θα την ξεχάσω κάποιου-ας), (φράση) ο
µέχρι να πεθάνω, µεράβ κατάρ η κα(ν)ντϋρµάκο τζανές σο κερέλ ε
ντουκ = πεθαίνω απ’ τον πόνο, σα ε µανουσσέ! = η πειθώ ξέρεις τι κάνει
λατσχέ µανουσσά µερέν = όλο οι τον άνθρωπο! (δηλ. µπορεί να κάνει
καλοί άνθρωποι πεθαίνουν (δηλαδή πράγµατα που δεν ήθελε πριν, όταν
πεθαίνουν νέοι) (µεράβ σ.α. σβήνω βρίσκεται υπό την επιρροή της
(αµετβ.), νεκρώνω (αµετβ.)) πειθώς).
Αντίθ. τραησαράβ = ζω. πείνα: µποκ, η
πεθαίνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ (= π.χ. κάνα ντελ λε η µποκ α(ν)ντέ
σκοτώνω, νεκρώνω µετβ., σβήνω λεσκό σσορό, σα αγκαντάλ κερέλ =
µετβ., δολοφονώ, φονεύω, όταν του δίνει η πείνα στο κεφάλι,
εξοντώνω, θανατώνω, ψοφώ µετβ.) όλο έτσι κάνει (δηλαδή φέρεται
π.χ. µουνταρέλ µαν καγιά ντουκ = παράλογα), µουλόµ ε µποκχάταρ =
µε πεθαίνει αυτός ο πόνος, πέθανα (ψόφησα) από την πείνα.
µουνταρντάν αµέν ε µποκχάταρ (υποκ.) µποκχορί, η.
αβγκιέ = µας πέθανες από την πείνα πειναλέος (επίθ.): µποκχαλό, -ι (=
σήµερα. νηστικός, πεινασµένος)
πεθαµένος (επίθ.): µουλό,-ί (σ.α. π.χ. ζάλακ παρέ ντικχλά ο
νεκρός, ψόφιος) µποκχαλό, µπαριπέ µπικινέλ = λίγα
π.χ. (φράση) ε µουλέ ε µουλένσα λεφτά είδα ο πειναλέος,
ντα ε τζου(ν)ντέ ε τζου(ν)ντένσα = µεγαλοσύνη πουλάει. (βλ. και
οι πεθαµένοι µε τους πεθαµένους πεινασµένος).
και οι ζωντανοί µε τους ζωντανούς. πεινασµένος (επίθ.): µποκχαλό,-ί
Αντίθ. τζου(ν)ντό = ζωντανός. π.χ. µποκχαλό σι ο χουρντό,
πεθαµός: (βλ. θάνατος). ο(ν)ντάν ροβέλ = πεινασµένο είναι
πεθερά: σασούι, η το µωρό, γι’ αυτό κλαίει, (µτφ.)
339
πια (β) (επίρρ.): αρτΰκ (σ.α. πλέον) π.χ. χαλαβάβ ε τσαρέ = πλένω τα
π.χ. νάι σαν σικνό αρτΰκ, µπαριλάν πιάτα.
= δεν είσαι µικρός πια, µεγάλωσες, πίεση (αίµατος): ρατ, ο (κυριολ.
νι αβέλ βο κατέ αρτΰκ = δεν έρχεται αίµα, οµόηχο ρατ = νύχτα)
αυτός εδώ πια. π.χ. πάλε ουσστιλό µο ρατ = πάλι
πιάνοµαι (αµετβ. ρ.): αστάρντιαβ σηκώθηκε το αίµα (η πίεση του
και ασταράµαν αίµατός) µου.
π.χ. αστάρντιλο ο τσορ = πιάστηκε πιθαµή: καρΰσσι, ο
ο κλέφτης, (µτφ.) ασταρντάπες π.χ. εκ καρΰσσι µπόι σίλε, µπουτ
κατάρ καγιά µπουκί = πιάστηκε απ’ τζανέλ = µια πιθαµή µπόι έχει,
αυτή τη δουλειά (δηλ. τα πολλά ξέρει.
οικονόµησε). πιθανόν (επίρρ.): γκάλιµπα και
(αστάρντιαβ (µτφ.) = πειράζω). κάλιµπα
(αστάρντιαβ σ.α. κρατιέµαι). π.χ. γκάλιµπα βο τε σι = πιθανόν
(ασταράµαν σ.α. συγκρατούµαι, αυτός να είναι (σ.α. µάλλον, βλ. και
κρατιέµαι). µάλλον)
πιάνω (α) (µετβ. ρ.): ασταράβ Συνών. µπέκιµ και µπέλκι = ίσως,
π.χ. αστάρ ε χουρντέ κατάρ ο βας = µπορί = µπορεί (οµόηχο µπορί =
πιάσε το παιδί από το χέρι, καζόµ νύφη).
παρέ ασταρές α(ν)ντό γκιβέ κατάρ πιθαράκι: πιρορί, η.
καγιά µπουκί; = πόσα λεφτά πιάνεις πιθάρι: πιρί, η.
την ηµέρα απ’ αυτή τη δουλειά;, πιθηκάνθρωπος: µαϊµουνάκο-
ασταρντέλα ε ντουκχά, κα µπιανέλ µανούςς, ο.
= την έπιασαν οι πόνοι, θα πιθηκοειδής: (βλ. µαϊµουδίστικος).
γεννήσει. πίθηκοµούρης (επίθ.): µαϊµουνάκο
(ασταράβ σ.α. κρατώ, αγγίζω, συ- (-ι)-µόσκο, -ι.
γκρατώ, συλλαµβάνω). πίθηκος: (βλ. µαϊµού).
πιάνω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.): πικάπ: πικάπο, ο
ασταρνταράβ (= βάζω να πιάσει- πίκρα: κερκιπέ, ο
ουν, κάνω να πιαστεί-ούν) (σ.α. π.χ. (µτφ.) ντιάς µαν κερκιπέ,
παγιδεύω) πφαµπαρντάς µο γκί = µου `δωσε
π.χ. κάι ντα τε τζας, κα πίκρα, έκαψε την ψυχή µου.
ασταρνταράβ τουτ = όπου και να Αντίθ. γκουγκλιπέ = γλύκα.
πας, θα βάλω να σε πιάσουν. πικρά (επίρρ.): κερκέστε
πιάσιµο: ασταριπέ, ο Αντίθ. γκουγκλέστε = γλυκά.
(σ.α. κράτηµα, σύλληψη). πικράδα: (βλ. πίκρα).
πιασµένος (µτχ.): ασταρντό,-ί (σ.α. πικραίνοµαι (αµετβ. ρ.): κερκιάβ
κρατηµένος, συλληµένος) και κερκιβάβ
(βλ. και κρατηµένος). π.χ. κερκιλό µο µούι κατάρ ε
Αντίθ. µπιασταρντό = άπιαστος. τζιγκάρε = πικράθηκε το στόµα µου
πιαστράκι: κΰστϋρµακο, ο (σ.α. από τα τσιγάρα.
µανταλάκι) Αντίθ. γκουγκλιάβ = γλυκαίνοµαι.
π.χ. µπαλένγκο κΰστϋρµακο = πικραίνω (α) (µετβ. ρ.): κερκαράβ
πιαστράκι µαλλιών. Αντίθ. γκουγκλαράβ = γλυκαίνω.
πιατάκι: τσαρορό, ο. πικραίνω (β) (επιτατ. µετβ.ρ.):
πιάτο: τσαρό, ο κερκανταράβ
348
π.χ. πφιρ κατάρ η τσατσέ ρικ ε π.χ. κον αταβέλ τουκέ καλά
ντροµέσκι = περπάτα από τη δεξιά αµπέρα; = ποιος σου φέρνει αυτές
πλευρά του δρόµου. τις πληροφορίες;
(βλ. και µεριά). πληροφοριοδότης: αµπερτζίο, ο
πλευρά (β): ταράφι, ο (σ.α. µεριά) (σ.α. αγγελιοφόρος,
π.χ. ιρισάρ λε κατάρ κοβά ταράφι = µαντατοφόρος), θηλ. αµπερτζίκα, η.
γύρνα το από την άλλη πλευρά. πληροφορούµαι (α) (αµετβ. ρ.):
πλευράκι: πασσαβρορό, ο. τζανγκλάρντιαβ (σ.α.
πλευρό: πασσαβρό, ο. γνωστοποιούµαι).
π.χ. τσαλάντιλο κάι πο πασσαβρό = πληροφορούµαι (β) (αµετβ. ρ.):
χτύπησε στο πλευρό του, (φράση) αµπέρι-λαβ (= πληροφορία παίρνω,
οπρά καβά πασσαβρό τε πασστός = είδηση παίρνω, σ.α. ειδοποιούµαι)
πάνω σ’ αυτό το πλευρό να π.χ. κάσταρ λιάν αµπέρι του; = από
κοιµάσαι. ποιον πληροφορήθηκες εσύ;
πλευρούλα: ριγκορί, η. πληροφορώ (α) (µετβ. ρ.):
πληγή: γιαράβα, η τζανγκλαράβ (= κάνω να ξέρει-ουν,
π.χ. σίµαν γιαράβα κάι µι κοτσ = τζανάβ = ξέρω).
έχω πληγή στο γόνατό µου. πληροφορώ (β) (µετβ. ρ.): αµπέρι-
(βλ. και τραύµα). νταβ (= πληροφορία δίνω, είδηση
(υποκ.) γιαραβίσα, η. δίνω, σ.α. ειδοποιώ, προειδοποιώ)
πληγώνω (µετβ. ρ.): γιαραλάϊαβ π.χ. νι ντιά µαν αµπέρι κχόνικ =
(προφ. µε συνίζηση ια). δεν µε πληροφόρησε κανείς.
(βλ. και τραυµατίζω). πληρωµένος (µτχ.): ποκι(ν)ντό,-ί
πληθαίνω (αµετβ. ρ.): π.χ. ποκι(ν)ντέ σι ε µανγκινά =
καλαµπαλούκο-κερντιάβ (= πλήθος πληρωµένα είναι τα εµπορεύµατα.
γίνοµαι). Αντίθ. µπιποκι(ν)ντό = απλήρωτος.
πληθαίνω (µετβ. ρ.): πληρωµή: ποκινιπέ, ο (σ.α.
καλαµπαλούκο-κερνταράβ (= αµοιβή)
πλήθος κάνω να γίνει). π.χ. ποκινιπέ µανγκέν ε µανγκινά =
πλήθος: καλαµπαλούκο, ο πληρωµή θέλουν τα εµπορεύµατα.
π.χ. κάι µπιάβ σας µπουτ πληρώνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
καλαµπαλούκο = στο γάµο είχε ποκί(ν)ντιαβ (σ.α. αµείβοµαι)
πολύ πλήθος. (σ.α. όχλος, π.χ. κάνα κα ποκί(ν)ντος κατάρ κι
οχλαγωγία). µπουκί; = πότε θα πληρωθείς από
πλήρης: (βλ. γεµάτος). τη δουλειά σου;, ο λατσχιπέ κάι
πληρότητα: πφερντιπέ, ο. κερντάν µανγκέ νι ποκί(ν)ντολ
πληροφορηµένος (µτχ.): κχάντσικέσα = το καλό που µου
τζανγκλαρντό,-ί ‘κανες δεν πληρώνεται µε τίποτα.
(σ.α. ενηµερωµένος). πληρώνοµαι (β) (αµετβ. ρ.):
Αντίθ. µπιτζανγκλαρντό = ποκι(ν)ντισάαβ
απληροφόρητος. π.χ. νταά νι ποκι(ν)ντισάιλαν; =
πληροφόρηση: τζανγκλαριπέ, ο ακόµα δεν πληρώθηκες; (σ.α.
(σ.α. ενηµέρωση, γνωστοποίηση). αµείβοµαι)
πληροφορία: αµπέρι, ο (βλ. και πληρώνω (µετβ. ρ.): ποκινάβ (σ.α.
είδηση, µήνυµα) αµείβω)
353
ανθρώπους από τις πράξεις τους, πρέπει (απρόσ.ρ.): λαζΰµ και πρέπι
όχι από τα λόγια τους· θα π.χ. λαζΰµ τε αβές τούντα = πρέπει
γελαστείς. να ‘ρθεις κι εσύ, έπρεπε τε τζάλας
(βλ. και δηµιουργία, φτιάξιµο). βόντα = έπρεπε να πήγαινε κι
Αντίθ. µπικεριπέ = απραξία, αυτός.
αδράνεια. πρέσα: πρένσα, η.
πράος: (βλ. ήπιος) πρεσαδόρος: πρένσατζίο, ο (σ.α.
πραότητα: (βλ. ηπιότητα, ιδιοκτήτης πρέσας).
βραδύτητα). πρέφα: πρέφα, η
πρασινάδα: γεσσι(λ)λίκο, ο π.χ. λιά τουτ πρέφα = σε πήρε
π.χ. σσουκάρ γεσσι(λ)λίκο σι κατέ πρέφα (δηλ. σε αντιλήφθηκε).
= ωραία πρασινάδα έχει εδώ. πρήζοµαι (αµετβ. ρ.): σσουβλιάβ
(σ.α. χλόη). π.χ. σσουβλιλί λεσκί τσχαµ =
πρασινίζω (α) (αµετβ. ρ.): πρήστηκε το µάγουλό του.
γεσσι(λ)λενίαβ πρήζω (µετβ. ρ.): σσουβλιαράβ
π.χ. γεσσι(λ)λε(ν)ντί σα ο τχαν = π.χ. ε σινσάρα σσουβλιαρντέ λεσκό
πρασίνισε όλος ο τόπος. µούι = τα κουνούπια του έπρηξαν
πρασινίζω (β) (αµετβ. ρ.): γεσσίλι- το πρόσωπο.
κερντιάβ (= πράσινος-γίνοµαι). πρήξιµο (α): σσουβλιπέ, ο (σ.α.
πρασινίζω (α) (µετβ. ρ.): εξόγκωµα).
γεσσι(λ)λετιρίαβ. πρήξιµο (β): σσουβλιαριπέ, ο
πρασινίζω (β) (µετβ. ρ.): γεσσίλι- π.χ. σσουβλιαριπέ µανγκέν λεσκέ
κεράβ (= πράσινο κάνω). γιακχά, για τε τχολ γκογκί =
πράσινος (άκλ. επίθ.): γεσσίλι πρήξιµο θέλουν τα µάτια του, για
π.χ. γεσσίλι πφαµπάϊ = πράσινο να βάλει µυαλό.
µήλο. πρηνηδόν: (βλ. µπρούµητα).
πράσο: πράσα, η και πράζο, ο πρησµένος (α) (µτχ.): σσουβλό,-ί
π.χ. τσχινάβ η πράσα = κόβω το π.χ. σσουβλό σι λεσκό βας =
πράσο. πρησµένο είναι το χέρι του.
πρασόπιτα: πρασάκι-πλετσί(ν)τα, η πρησµένος (β) (µτχ.):
και πρασάκι-πετσί(ν)τα, η σσουβλιαρντό, -ί
π.χ. κα χας πρασάκι-πετσί(ν)τα; = π.χ. σσουβλιαρντέ σι λεσκέ γιακχά
θα φας πρασόπιτα; = πρησµένα είναι τα µάτια του.
πρασόρυζο: πρασάσα-ρέζο, ο (= µε πρίζα: µπρίζα, η
πράσο ρύζι) π.χ. κινγκέ βαστένσα νά αστάρ η
π.χ. πρασάσα-ρέζο κερντόµ = µπρίζα = µε βρεγµένα χέρια µην
πρασόρυζο έφτιαξα. πιάνεις τη πρίζα.
πρασόφυλλο: πρασάκι-πατρίν, η. πριζόλα: (βλ. µπριζόλα).
πράττω (αµετβ. και µετβ.ρ.): πριν από λίγο (επίρρ.): ντέµινγκ
κεράβ π.χ. ντέµινγκ γκελόταρ = πριν από
π.χ. λατσχό κερντάν = καλώς λίγο έφυγε, ντέµινγκ χαλόµ, νι
έπραξες, ο νικοκίρι µανούςς µανγκάβ = πριν από λίγο έφαγα, δε
αγκαντάλ νι κερέλ = ο νοικοκύρης θέλω.
άνθρωπος έτσι δεν πράττει. πριν (α) (επίρρ. και σύνδ.): πο
(βλ. και κάνω, δηµιουργώ, φτιάχνω
µετβ.)
364
Ρ
ραβανί και ρεβανί: ρεβανί, η π.χ. πουταράβ ο ράντιο = ανοίγω
π.χ. χαλόµ εκ ρεβανί = έφαγα ένα το ραδιόφωνο, νά πφά(ν)ντε ο
ραβανί. ράντιο, µανγκάβ τε ασσουνάβ ε
ραβδάκι: ροβλιορί, η. αµπέρα = µην κλείνεις το
ραβδί: ροβλί και ροβλίκ, η. ραδιόφωνο, θέλω να ακούσω τις
ραβδίζω (µετβ. ρ.): ροβλιαράβ ειδήσεις.
π.χ. µπεςς σσουκάρ, σόσκε κα ράθυµος: (βλ. βαρύκωλος*,
ροβλιαράβ τουτ = κάτσε καλά, γιατί τεµπέλης).
θα σε ραβδίσω (αυτήν τη φράση ρακοσυλλέκτης: γκιουρµπετζίο και
την λένε συνήθως οι µεγάλοι στα γκυρµπετζίο, ο (κυριολ.
άτακτα παιδιά). σκουπηδιάρης, οδοκαθαριστής)
ράβδισµα: ροβλιαριπέ, ο. π.χ. γκιουρµπετζίο σι λεσκό ντατ,
ραβδισµένος (µτχ.): ροβλιαρντό,-ί κίντελ µανγκινά α(ν)ντάρ
(αυτός που έφαγε ξύλο). γκιουρµπάβε ντα µπικινέλ λεν =
Συνών. µαρντό = δαρµένος. ρακοσυλλέκτης είναι ο πατέρας
ράβοµαι (α) (αµετβ. ρ.): σουβάµαν του, µαζεύει πράγµατα από τα
και σιβάµαν (κυριολ. ράβω τον σκουπίδια και τα πουλάει,
εαυτό µου) (µέση διάθεση). γκιουρµπετζίο σι λεσκό τσχαβό, κάι
ράβοµαι (β) (αµετβ. ρ.): σουβντιάβ µπελεντία κερέλ µπουκί =
και σιβντιάβ (παθητική διάθεση) οδοκαθαριστής είναι ο γιος του, στο
π.χ. βαστέσα νι σουβντόλ καβά δήµο δουλεύει, σόσκε νι νακχλέ
κοτόρ, µανγκέλ σουηµάσκι-µάκινα αβγκιέ ε γκιουρµπετζία; = γιατί δεν
= µε το χέρι δεν ράβεται αυτό το πέρασαν σήµερα οι
ύφασµα, θέλει ραπτοµηχανή. σκουπιδιάρηδες; (θηλ.
ράβω (µετβ. ρ.): σουβάβ και σιβάβ γκιουρµπετζίκα, η).
π.χ. σιβάβ ο γκατ = ράβω το Ραµαζάνι: Ραµαζάνο, ο.
πουκάµισο, σουβντάν µε ράµµα: τχαβ, ο (= κλωστή)
τσοράπορα; = έραψες τις κάλτσες π.χ. πφαραντάς πο βας ντα κερντέ
µου; λεσκέ τριν τχαβά = έσκισε το χέρι
(σουβ = βελόνα). του και του έκαναν τρία ράµµατα.
ραγίζω (αµετβ. ρ.): τσατλάιαβ (βλ. οµόηχο τχαβ = βάζω, πλένω).
(προφ. µε συνίζηση ια). ραµµένος (µτχ.): σουβντό, -ί και
ραγίζω (µετβ. ρ.): τσατλάκι-κεράβ σιβντό,-ί
(= ραγισµένο κάνω). π.χ. σουβντέ σι κε τσοράπορα =
ράγισµα: τσατλαµάκο, ο. ραµµένες είναι οι κάλτσες σου.
ραγισµένος (άκλ. επίθ.): τσατλάκι ράµφος: τσιρικλένγκο-νάκ, ο (=
π.χ. τσατλάκι σι ο ποτίρι = πουλιών µύτη).
ραγισµένο είναι το ποτήρι. ραντεβού: ρα(ν)ντεβού, ο
ραδίκι: ραντίκα, η π.χ. σίµαν ρα(ν)ντεβού αβγκιέ ε
π.χ. κα τζας τε κίντας ραντίκε = θα ντοκτορέσα = έχω ραντεβού
πάµε να µαζέψουµε ραδίκια. σήµερα µε τον γιατρό.
ραδιόφωνο: ράντιο, ο ράντζο: ντιβάνο, ο
372
Σ
σάβανο: µουλικανό-τσαρσσάφι, ο σακί είναι (δηλ. είναι πολύ
(κυριολ. νεκρικό σεντόνι). δουλεµένος µε τον κόσµο).
σαγιονάρα: πα(ν)ντόφλα, η (πληθ. σακί (µεγάλο) (β): αράρι, ο
πα(ν)ντόφλε, ε). π.χ. εκ αράρι παµούκο κινταµούς =
σαγονάκι: τσεναβίσα, η. ένα σακί βαµβάκι µαζέψαµε.
σαγόνι: τσενάβα, η σακί (γ): τσουβάλι, ο
π.χ. ντουκχάλ µι τσενάβα = πονάει π.χ. βάζντε ο τσουβάλι = σήκωσε
το σαγόνι µου. το σακί.
σαζάνι: σαζάνο, ο σακιάζω (α) (µετβ. ρ.): α(ν)ντό-
π.χ. κάταρ λιάν καβά σαζάνο; = γκονό-πφεράβ (= µες στο σακί
από πού πήρες αυτό το σαζάνι; γεµίζω).
σάζι: σάζι, ο σακιάζω (β) (µετβ. ρ.): α(ν)ντό-
π.χ. τζανές τε µπασσαλές σάζι; = τσουβάλι-πφεράβ (= µες στο σακί
ξέρεις να παίζεις σάζι; γεµίζω)
σαΐνι (µτφ.): σσαήνι, ο π.χ. α(ν)ντό-τσουβάλι-πφεράβ ο
π.χ. σσαήνι σι ο τσχαβρό, νι ρέζο = σακιάζω το ρύζι.
αστάρντολ! = σαΐνι είναι το παιδί, σάκιασµα (α): α(ν)ντό-γκονό-
δεν πιάνεται! πφεριπέ, ο (= µες στο σακί
Συνών. τσακάλι µτφ. = τσακάλι γέµισµα).
µτφ., τσακµάκο µτφ. = σπίρτο µτφ. σάκιασµα (β): α(ν)ντό-τσουβάλι-
σακάκι: σακάκι, ο πφεριπέ, ο (= µες στο σακί
π.χ. βουράβ κο σακάκι = φόρα το γέµισµα).
σακάκι σου. σακούλα: σακούλα, η
σακάτης: σακάτι, ο (σ.α. παλαβός) π.χ. τχο ο µαρνό α(ν)ντί σακούλα =
π.χ. σακάτι ατσχιλό κατάρ βάλε το ψωµί µες στη σακούλα.
µαρεµπάβα = σακάτης έµεινε από σαλαµάκι: σαλαµίσι, ο
τον πόλεµο, σακάτι σαν, ντιλάιλαν! π.χ. τσχιν µανγκέ εµπούκα
= παλαβός είσαι, τρελάθηκες! σαλαµίσι = κόψε µου λίγο
Συνών. µπανγκό = ανάπηρος, σαλαµάκι.
κουτσός, παράλυτος, στραβός, σαλάµι: σαλάµο και σαλάµι, ο
λοξός, σκυφτός, ντιλό = τρελός, π.χ. τε κινάβ τουκέ σαλάµο, κα
παλοκάν και παλακάν = παλαβός. χάς; = να σου αγοράσω σαλάµι, θα
σακατιλίκι: σακατλούκο, ο (σ.α. φας;
παλαβοµάρα). σαλαµούρα: σαλαµούρα, η
σακάτισσα: σακάτκα, η (σ.α. π.χ. κερντάν η ζουµί σαρ
παλαβή). σαλαµούρα = έκανες το φαγητό σαν
σακί (α): γκονό, ο σαλαµούρα (δηλ. πολύ αλµυρό).
π.χ. πφεράβ ο γκονό γκιβ = γεµίζω σαλβάρι: σσαλβάρι, ο
το σακί σιτάρι, κι(ν)ντάς γεκ γκονό π.χ. κάταρ λιάν καβά σσαλβάρι; =
ρέζο = αγόρασε ένα σακί ρύζι, να από πού πήρες αυτό το σαλβάρι;
ντικ λες αγκαντάλ, πφαραντό γκονό σαλέπι: σαλέπι, ο
σι = µη τον βλέπεις έτσι, σκισµένο π.χ. πι εµπούκα τατό σαλέπι = πιες
λίγο ζεστό σαλέπι.
379
π.χ. κατάρ καβά σοκάκο τζα = απ’ µπουτ σούζε ε µοτορέσα, σόσκε κα
αυτό το σοκάκι πήγαινε. χας κο σσορό = µην κάνεις πολλές
σοκολάτα: τσουκουλάτα και σούζες µε το µηχανάκι, γιατί θα φας
σοκολάτα, η το κεφάλι σου.
π.χ. νά χα µπουτ τσουκουλάτε, κε σουλούπι: σουλούπο, ο
ντα(ν)ντά κα ντουκχάν = µην τρως π.χ. νάι λε σσουκάρ σουλούπο =
πολλές σοκολάτες, τα δόντια σου δεν έχει ωραίο σουλούπι.
θα πονέσουν. σούπα: σούπα, η
σοκολατίτσα: τσουκουλατίσα, η. π.χ. κα κεράβ τουκέ εµπούκα τατί
σόµπα: σόµπα, η σούπα τε χας = θα σου φτιάξω λίγη
π.χ. πφαµπάρ η σόµπα = άναψε τη ζεστή σούπα να φας.
σόµπα. σουρωτήρη: σύζυτζυκο, ο (τα υ
σοµπούλα: σοµπίσα, η. προφ. όπως το γαλλικό u).
σορτσάκι: σολτσάκι, ο (πληθ. σουσαµάκι: σουσαµίσι, ο.
σολτσάκορα, ε). σουσαµένιος (επίθ.): σουσαµέσκο,-
σουβαντίζω (µετβ. ρ.): σουβάβα- ι
κεράβ (=σουβά κάνω) (βλ. και σουσαµωτός).
π.χ. σουβάβα-κεράβ ο ντουβάρι = σουσάµι: σουσάµο, ο
σουβαντίζω τον τοίχο. σουσαµόλαδο: σουσαµέσκο-κχιλ, ο
σουβαντισµένος (άκλ. επίθ.): σουσαµωτός (επίθ.): σουσαµλίο,-
σουβαλαµούσσι ίκα
π.χ. σουβαλαµούσσι σι ε ντουβάρα π.χ. σουσαµλίο µαρνό =
= σουβαντισµένοι είναι οι τοίχοι. σουσαµωτό ψωµί.
Αντίθ. µπισουβαβάκο = (βλ. και σουσαµένιος).
ασουβάντιστος. σούστα: σούστα, η
σουβάς: σουβάβα, η π.χ. πφαγκιλέ ε καϊρολάκε σούστε
π.χ. τζανές τε κερές σουβάβα; = = έσπασαν του κρεβατιού οι
ξέρεις να κάνεις σουβά; σούστες, σαρ σούστα τσχουτάπες
σούβλα: σούβλα, η οπρέ = σαν σούστα πετάχτηκε
π.χ. κα κεράς ο µπακρό σούβλα = πάνω.
θα κάνουµε το αρνί σούβλα. (σ.α. ελατήριο).
σουβλάκι: σουβλάκι, ο σουτιέν: σουτιένι και σουτιένο, ο
π.χ. κα λαβ τουµένγκε σουβλάκορα π.χ. σαβό νούµερο σουτιένι
τε χαν = θα σας πάρω σουβλάκια να βουραβές; = τι νούµερο σουτιέν
φάτε. φοράς;
σουβλερός (άκλ. επίθ.): σιβρί (= σουφρώνω (µετβ. ρ.): κίνταβ
αιχµηρός, µυτερός) (κυριολ. µαζεύω)
π.χ. σιβρί νακ = σουβλερή µύτη. π.χ. χολάιλο νι ντικχές λε! πε
σουβλίζω (αµετβ. και µετβ.ρ.): πφουϊά κιντά = θύµωσε δεν τον
σούβλα-κεράβ (= σούβλα κάνω) και βλέπεις! τα φρύδια του σούφρωσε.
σουβλισαράβ. σοφέρ: σσοφέρι, ο.
σουγιάς: σικνί-τσχουρί, η (=µικρό σοφία: γκογκιαβεριπέ και
µαχαίρι). τζανγκλικανιπέ, ο
σούζα: σούζα, η (γκογκιαβεριπέ σ.α. λογική).
π.χ. βαζντά ο µοτόρι σούζα = (τζανγκλικανιπέ από τη λέξη
σήκωσε το µηχανάκι σούζα, νά κερ τζανγκλιπέ = γνώση).
396
Τ
ταβάνι: ταβάνο, ο Συνών. τσαϊλό = χορτάτος.
π.χ. µακχάβ ο ταβάνο = βάφω το Αντίθ. µπιπαρµπαρντό = ατάιστος.
ταβάνι, τχάβντελ ο ταβάνο ε τάκος: τάκο, ο
µπρουσσουµέσταρ = στάζει το π.χ. τχοντόµ ντούι τάκορα ταλάλ
ταβάνι από τη βροχή. τραπέζι, για τε να κχελέλ = έχω
(υποκ.) ταβανίσι, ο. βάλει δύο τάκους κάτω από το
ταγάρι: τράστα, η τραπέζι, για να µην κουνιέται.
π.χ. α(ν)ντί τράστα σι ο µαρνό = τακουνάκι: τακουνίσι, ο.
µες στο ταγάρι είναι το ψωµί. τακούνι: τακούνο, ο
(υποκ.) τραστίσα, η. π.χ. χαρνό τακούνο = χαµηλό
ταγκό: τανγκό, ο τακούνι, ουτσό τακούνο = ψηλό
π.χ. κχελέλ τανγκό πε ροµνάσα = τακούνι (πληθ. τακούνορα, ε).
χορεύει ταγκό µε τη γυναίκα του. τακτοποιηµένος (µτχ.):
ταΐζοµαι (αµετβ. ρ.): παρβάρντιαβ λατσχαρντό, -ί (κυριολ.
και παρµπάρντιαβ καλυτερευµένος*) (σ.α.
π.χ. κατάρ καβά ντικιάνο βελτιωµένος, διορθωµένος,
παρβάρντολ λενγκί ανάβα = απ’ γιατρεµένος, περιποιηµένος,
αυτό το µαγαζί ταΐζεται η επιδιορθωµένος, έτοιµος)
οικογένειά τους (βλ. και τρέφοµαι). Αντίθ. µπιλατσχαρντό =
ταΐζω (µετβ. ρ.): παρβαράβ, ακαλυτέρευτος, ατακτοποίητος,
παρµπαράβ και χα(ν)νταράβ αβελτίωτος, αδιόρθωτος,
(χα(ν)νταράβ σ.α. τροφοδοτώ) απεριποίητος, ανέτοιµος).
π.χ. χα(ν)νταράβ ε γκουρουβνέν = τακτοποίηση: λατσχαριπέ, ο (=
ταΐζω τις αγελάδες, παρβαράβ ε καλυτέρευση) (σ.α. βελτίωση,
χουρντέ = ταΐζω το µωρό, διόρθωση, γιατρειά, επιδιόρθωση,
παρµπαράβ µε τζουκελέ = ταΐζω περιποίηση, ετοιµασία)
τον σκύλο µου. π.χ. λατσχαριπέ µανγκέν ε
ταινία (κινηµατογραφική ή µανγκινά = τακτοποίηση θέλουν τα
τηλεοπτική): φίλιµι, ο εµπορεύµατα.
π.χ. κα(µ)µποένγκο φίλιµι = τακτοποιώ (µετβ. ρ.): λατσχαράβ
καουµπόικη ταινία (γουέστερν), (= καλυτερεύω µετβ.) (σ.α.
νταρανό φίλιµι = ταινία τρόµου. βελτιώνω, διορθώνω, γιατρεύω,
ταινιούλα (κινηµατογραφική ή περιποιούµαι, ετοιµάζω)
τηλεοπτική): φιλιµίσι, ο π.χ. λατσχαράβ ε λουλουγκιά =
τάισµα: παρβαριπέ, παρµπαριπέ τακτοποιώ τα λουλούδια,
και χα(ν)νταριπέ, ο λατσχαράβ ε µανγκινά = τακτοποιώ
(χα(ν)νταριπέ σ.α. τροφοδοσία) τα εµπορεύµατα, κα λατσχαράβ
π.χ. ε κχαϊνά µανγκέν χα(ν)νταριπέ τουτ µε = θα σε τακτοποιήσω
= οι κότες θέλουν τάισµα. (τιµωρήσω, δείρω) εγώ.
ταϊσµένος (µτχ.): παρµπαρντό,-ί, ταλαίπωρος (επίθ.): ζαβα(λ)λίο, -
χα(ν)νταρντό,-ί και παρβαρντό, -ί ούκα
π.χ. παρµπαρντό σι ο χουρντό = π.χ. νασστίκ ασαϊά ιτσ α(ν)ντό πο
ταϊσµένο είναι το µωρό. αγιάτο ο ζαβα(λ)λίο = δεν µπόρεσε
419
να γελάσει καθόλου µες στη ζωή ταξιδεύω (β) (αµετβ. και µετβ.
του ο ταλαίπωρος (δηλ. να χαρεί ρ.): λανταβάβ (σ.α. φορτώνω,
κάτι) (βλ. και καηµένος, µετακοµίζω)
κακοµοίρης, δυστυχής). π.χ. σόσα κα λανταβές; = µε τι θα
ταλέντο: ταλέ(ν)ντο, ο ταξιδέψεις;
π.χ. σίλε µπουτ ταλέ(ν)ντο κάι ταξίδι (α): ντροµ, ο (= δρόµος)
τόπα = έχει πολύ ταλέντο στην π.χ. (ευχή σε ταξιδιώτη) λατσχό
µπάλα. ντροµ τε αβέλ τουτ = καλό ταξίδι
τάλιρο: παντζένγκο, ο και να έχεις.
παντζένγκι, η. ταξίδι (β): λανταηπέ, ο (σ.α.
τάµα (α): τάµα, η φόρτωµα, µετακόµιση)
π.χ. κερντόµ τάµα µε χουρντέσκε π.χ. τζάβταρ λανταηµάσκε = φεύγω
κάνα κα λατσχάρντολ, τε τσχινάβ για ταξίδι.
ντούι µπακρέ = το ’χω κάνει τάµα ταξιτζής: τακσιτζίο, ο
για το παιδί µου, όταν καλυτερέψει, π.χ. λακό ροµ σι τακσιτζίο = ο
να σφάξω δύο πρόβατα. άντρας της είναι ταξιτζής.
τάµα (β): αντάκο, ο τάπα: τάπα, η (µτφ. κοντοστούπης,
π.χ. αντάκο σας λε, ο(ν)ντάν -α).
τσχι(ν)ντά ο µπακρό = το είχε τάµα, ταπεινωµένος (µτχ.):
γι’ αυτό έσφαξε το πρόβατο. λατζανταρντό,-ί (βλ. και
ταµείο: ταµίο, ο ντροπιασµένος).
π.χ. τζα κάι ταµίο, τε ποκινές = ταπεινώνω (µετβ. ρ.):
πήγαινε στο ταµείο, να πληρώσεις. λατζανταράβ (κυριολ. ντροπιάζω)
ταµπέλα: ταµπέλα, η π.χ. λατζανταρντάς µαν ανγκλά
π.χ. ιν ντικχές σο γιαζίορ η σάορε(ν)ντε α(ν)ντί καβενάβα = µε
ταµπέλα; = δεν βλέπεις τι γράφει η ταπείνωσε µπροστά σε όλους µες
ταµπέλα; στο καφενείο.
ταµπλάς: τάµπλα, η (βλ. και ντροπιάζω, προσβάλλω,
π.χ. µελαλί σι η τάµπλα = εξευτελίζω).
λερωµένος είναι ο ταµπλάς. ταπείνωση: λατζανταριπέ, ο
Συνών. σίνια και τεπσία = ταψί. (κυριολ. ντρόπιασµα)
ταµπλό: ταµπλό, ο (βλ. και προσβολή, εξευτελισµός).
π.χ. ε τοµαφιλέσκο ταµπλό κοσιπέ ταπετσαρία: ταπετσαρία, η
µανγκέλ = του αυτοκινήτου το π.χ. νακχανταρντόµ νεβί
ταµπλό σκούπισµα θέλει. ταπετσαρία κάι µο τοµαφίλι =
τανάλια:τανάλια και ντανάλια, η πέρασα καινούρια ταπετσαρία στο
π.χ. του λιάν η τανάλια; = εσύ αυτοκίνητό µου.
πήρες την τανάλια; ταραχή: ιζντραηπέ, ο
ταξί: τάκσι και τακσί, ο π.χ. ασταρντάς µαν ιζντραηπέ καλέ
π.χ. λιάν τιλέφονο τακσέσκε; = σσεέσα κάι ντικχλόµ = µε έπιασε
πήρες τηλέφωνο για ταξί; ταραχή µ’ αυτό το πράγµα που είδα.
ταξιδεύω (α) (αµετβ. ρ.): ντροµ- (βλ. και τρεµούλα, ρίγος).
τζαβ (= δρόµο πηγαίνω) ταραχοποιός: (βλ. σαµατατζής).
π.χ. κα τζαβ-ντροµ αβγκιέ = θα τατουάζ: τατουάζι και τατουάζ, ο.
ταξιδέψω σήµερα. ταυράκι: γκουρουβορό, ο.
ταυρίσιος (επίθ.): γκουρουβανό,-ί
420
π.χ. (φράση) σόσκο ζανάατι ντα τε τζερεµέδες (τις ζηµιές που κάνεις)
τζανέλ ο µανούςς, λατσχό σι = εγώ θα τους πληρώνω;
όποια λογής τέχνη και να ξέρει ο Συνών. τσχορντό = ρηµαγµένος,
άνθρωπος, καλή είναι (βλ. και διαλυµένος, χυµένος.
επάγγελµα (β)). τζερτζελές: τζερτζελάβα, η
τεχνίτης: (βλ. µάστορας). π.χ. νάι σανάς κατέ τε τνικχέσας
τεχνίτης (µαθητεύοµενος): σαί τζερτζελάβα σας αµέν ιρακί η
τσιράκο, ο (βλ. και τσιράκι). ρατ = δεν ήσουν εδώ να έβλεπες τι
τεχνίτης (τσεκουριών): τοβερτζίο, τζερτζελέ είχαµε χθες το βράδυ.
ο. τζογαδόρος: κουµαρτζίο, ο, θηλ.
τζάκι: οτζάκο, ο και τζάκι, ο κουµαρτζίκα, η.
π.χ. σίλε οτζάκο κάι λεσκό κχερ = τζόγος: κουµάρι, ο
έχει τζάκι στο σπίτι του. π.χ. χασαρντά σα πε παρέ κάι
τζαµάκι: τζαµίσι, ο. κουµάρι = έχασε όλα τα λεφτά του
τζαµαρία: τζαµαρία και στον τζόγο.
τζαµακαρία, η τζουρτζούνα: τζουρτζούνα, η
π.χ. ε χουρντέ πφαγκλέ η τζαµαρία π.χ. µπαρί τζουρτζούνα σι καλέστε
ε τοπάσα = τα παιδιά έσπασαν την = µεγάλη τζουρτζούνα (πλάκα)
τζαµαρία µε την µπάλα. υπάρχει σ’ αυτόν (έχει αυτός).
τζαµένιος (επίθ.): τζαµέσκο, -ι. τηγανάκι: ταβίσα, η.
τζάµι: τζάµο και τζάµι, ο τηγανητός (επίθ.): πεκό,-ί
π.χ. κον πφαγκλάς ο τζάµο ε π.χ. πεκέ πατάτε = τηγανητές
ουνταρέσκο; = ποιος έσπασε το πατάτες.
τζάµι της πόρτας;, κος ε τζάµορα = (βλ. και ψηµένος).
σκούπισε τα τζάµια. τηγάνι: τάβα, η
τζαµί: τζαµία, η. π.χ. χαλαβάβ η τάβα = πλένω το
τζαµπατζής: αβά(ν)τατζίο, ο τηγάνι.
π.χ. αβά(ν)τατζίο σι ο πφιρνορό! = τηγανίζω (α) (µετβ. ρ.): πεκάβ
τζαµπατζής είναι ο πονηρούλης! π.χ. πεκάβ ε αρνέ = τηγανίζω τα
τζαµπατζού: αβά(ν)τατζίκα και αβγά, πεκάβ ε µατσχέ = τηγανίζω
αβά(ν)τατζΰκα, η. τα ψάρια, πεκάβ πατάτε = τηγανίζω
τζαµωτός: (βλ. τζαµένιος). πατάτες.
τζατζίκι: τζατζίκι, ο (βλ. και ψήνω).
π.χ. λε µανγκέ ζάλακ τζατζίκι = τηγανίζω (β) (ενεργ. διαµ.ρ.):
πάρε µου λίγο τζατζίκι. πεκλαράβ και (επιτατ.ενεργ.διαµ.ρ.)
τζερεµές: τζερεµάβα, η πεκλανταράβ (= βάζω να τηγανίσει-
π.χ. τζερεµάβα σαν, νασστί ουν, βάζω να ψήσει-ουν)
µπετζερίος κχάντσικ = τζερεµές π.χ. κα πεκλανταράβ µανγκέ κάι µι
(ανίκανος, άχρηστος) είσαι, δεν ροµνί ισστάρ αρνέ = θα βάλω τη
µπορείς να καταφέρεις τίποτα, κάι γυναίκά µου να µου τηγανίσει
ρακχαντάν καβά τζερεµάβα τέσσερα αβγά, κα πεκλαράβ λατέ ο
ροµαφίλι! = πού βρήκες αυτό το µας = θα τη βάλω να ψήσει το
τζερεµέ (διαλυµένο, παµπάλαιο) κρέας (πεκλαρντό, -ί µτχ. =
αυτοκίνητο! κιρνέ τζερεµάβε, µε κα τηγανισµένος, ψηµένος, πεκλαριπέ,
ποκινάβ λεν; = τους δικούς σου ο, ρηµατ. ουσ. = τηγάνισµα,
ψήσιµο).
424
Υ
ύβρις: (βλ. βρισιά). π.χ. ιγρασία σι α(ν)ντό κχερ = το
υβριστικός (α) (επίθ.): σπίτι έχει υγρασία.
ακουσσιµάσκο,-ι υγρός (επίθ.): γιαλό,-ί
π.χ. ακουσσιµάσκε όρµπε = π.χ. γιαλέ σι ε κασστά, ο(ν)ντάν νι
υβριστικά λόγια. πφαµπόν = υγρά είναι τα ξύλα, γι’
υβριστικός (β) (επίθ.): αυτό δεν ανάβουν.
κουσσιµάσκο, -ι. Συνών. κινγκό = βρεγµένος.
υγεία: σαστιπέ, ο Αντίθ. σσουκό = στεγνός, ξερός.
π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ, υγρότητα: γιαλιπέ, ο
ζουραλιπέ τε ντελ τουτ = ο Θεός Αντίθ. σσουκιπέ = στεγνότητα,
υγεία, δύναµη να σου δώσει, ξηρασία.
σαστιπέ τε αβέλ ντα σάορε κερντόν υδραυλικός: τσεσσµετζίο, ο
= υγεία να υπάρχει κι όλα γίνονται, (τσεσσµάβα = βρύση)
ρακχαντόµ µο σαστιπέ, και π.χ. αβιλό ο τσεσσµετζίο; = ήρθε ο
τσχι(ν)ντόµ η τζιγκάρα = βρήκα την υδραυλικός;
υγεία µου, που ‘κοψα το τσιγάρο. ύπαιθρο: (βλ. απλωσιά,
υγιαίνω (αµετβ. ρ): σαστιάβ ανοιχτοσύνη).
Αντίθ. νασφάβαβ = (αµετβ.) υπακοή: ασσουνιπέ και πακιαηπέ,
αρρωσταίνω, ασθενώ. ο
υγιεινός (επίθ.): σαστικανό, -ι (ασσουνιπέ κυριολ. = ακοή).
π.χ. σαστικανέ χαµάτα σι καλά = (πακιαηπέ κυριολ. = πίστη).
υγιεινές τροφές είναι αυτές. υπακούω (αµετβ. και µετβ. ρ.):
υγιής (επίθ.): σαστό,-ί ασσουνάβ (= ακούω) και πακιάβ (=
π.χ. σαστό τε αβάβ ντα αβέρ πιστεύω)
κχάντσικ νι µανγκάβ = υγιής να π.χ. τε ασσουνές κε νταντέ = να
είµαι κι άλλο τίποτε δε θέλω. υπακούς τον πατέρα σου, ιτσ νι
(σαστό σ.α. ολόκληρος). πακιάλ µαν καβά χουρντό =
(βλ. και ολόκληρος). καθόλου δεν µε υπακούει αυτό το
Αντίθ. νασφαλό = άρρωστος. παιδί.
υγραίνω (αµετβ. ρ.): γιαλιάβ υπαρκτός (επίθ.): σιντό,-ί
π.χ. γιαλιλέ ε σσέα = ύγραναν τα Αντίθ. µπισιντό = ανύπαρκτος.
ρούχα. ύπαρξη: σιιπέ, ο
Συνών. κινγκιάβ = βρέχοµαι. π.χ. πακιάς νταά κάι ο σιιπέ ε
υγραίνω (µετβ. ρ.): γιαλαράβ τζοχανένγκο; = πιστεύεις ακόµα
π.χ. γιαλαράβ µε ουσστά = υγραίνω στην ύπαρξη των φαντασµάτων;
τα χείλη µου. υπάρχοντα: µανγκινά, ε
Συνών. κινγκαράβ = βρέχω, (µανγκίν, ο = εµπόρευµα,
µουσκεύω µετβ. περιουσία, προϊόν, πραµάτεια)
Αντίθ. σσουκιαράβ = στεγνώνω π.χ. καλά σι σα µε µανγκινά = αυτά
(µετβ.ρ.), ξεραίνω. είναι όλα τα υπάρχοντά µου.
ύγρανση: γιαλαριπέ, ο. υπάρχω: σοµ και σεµ
υγρασία: ιγρασία, η (βλ. και είµαι)
442
Φ
φαγάκι: ζουµορί, η (χα(ν)ντό µτφ. = µαλωµένος, βλ.
π.χ. χα κι ζουµορί µο τσχαβό = φάε και µαλωµένος).
το φαγάκι σου αγόρι µου. φαγώνοµαι (α): χα(ν)ντιάβ
φαγάνα: φαγκάνα, η π.χ. χα(ν)ντιλέ ταλάλ ε µενία =
π.χ. νά χα µπουτ, σαρ φαγκάνα φαγώθηκαν από κάτω τα
κερντιλάν = µην τρως πολύ, σαν παπούτσια, χα(ν)ντιλέ ε
φαγάνα έγινες. τοµαφιλέσκε λαστίκε = φαγώθηκαν
φαγητό (α): ζουµί, η και χαπέ, ο τα λάστιχα του αυτοκινήτου, (µτφ.)
(χαπέ σ.α. τροφή) χα(ν)ντόλ καβά ντοκτόρι =
π.χ. µπιλονγκλί σι η ζουµί = φαγώνεται (δωροδοκείται) αυτός ο
ανάλατο είναι το φαγητό, κχιλαλό γιατρός (χα(ν)ντιάβ σ.α. τρώγοµαι
χαπέ νασστί χαβ = λαδερό φαγητό (κυριολ.), π.χ. σσουκλιλί η ζουµί, νι
δεν µπορώ να φάω, σαή ζουµί τε χα(ν)ντόλ = ξίνισε το φαγητό, δεν
κεράβ αβγκιέ; = τι φαγητό να κάνω τρώγεται).
σήµερα; φαγώνοµαι (µτφ.) (β) (αµετβ. ρ.):
φαγητό (β): χαµπέ, ο χάµαν (βλ. και τρώγοµαι (µτφ.)
π.χ. κερντιλό ο χαµπέ; = έγινε το µαλώνω)
φαγητό; π.χ. νά χάτουτ κε ντάσα = µη
φαγούρα: χαντζ και χαντσ, η φαγώνεσαι µε τη µάνα σου, (ο
π.χ. ασταρντά µαν χαντσ κάι µο αόριστος χαλόµαν = φαγώθηκα
ντουµό = µ’ έπιασε φαγούρα στην (µτφ.), µάλωσα, σ.α. κάηκα (µτφ.),
πλάτη. την πάτησα, την έβαψα, χάθηκα,
φαγουρίζοµαι (αµετβ. ρ.): καταστράφηκα, π.χ. χαλόµαν
χάντζαβµαν και χάντζαµαν ακανά, σο κα κεράβ; = φαγώθηκα
π.χ. (φράση) µι πάλµα χαντζόλµαν, (κάηκα) τώρα, τι θα κάνω;
παρέ κα λαβ = η παλάµη µου χαλά(ν)τουτ, τε ασταρένα τουτ ε
φαγουρίζεται, λεφτά θα πάρω. σσεραλέ = φαγώθηκες (την
φαγουρίζω (µετβ. ρ.): χάντζαβ έβαψες), αν σε πιάσουν οι
π.χ. χαντζόλ τουτ κο ντουµό αστυνοµικοί).
µαριµάσκε; = σε φαγουρίζει η φαγώσιµος (επίθ.): χαµάσκο, -ι.
πλάτη σου για ξύλο; φαΐ: (βλ. φαγητό).
φαγούρισµα: χαντζαηπέ, ο. φαίνοµαι (α) (αµετβ. ρ.):
φάγωµα: χα(ν)ντιπέ, ο σικάντιαβ (σ.α. εµφανίζοµαι,
π.χ. ο χα(ν)ντιπέ ε µενιένγκο = το αποδεικνύοµαι)
φάγωµα των παπουτσιών. π.χ. νι σικάντολ κατάρ, ντουρ σι =
φαγωµένος (µτχ. ως επίθ.): δε φαίνεται από ’δώ, µακριά είναι,
χα(ν)ντό,-ί ουτσχάρ-τουτ, κε τσανγκά σικάντον
π.χ. χα(ν)ντό σοµ, νι µανγκάβ τε = σκεπάσου, τα πόδια σου
χαβ = φαγωµένος είµαι, δε θέλω να φαίνονται, λατσχό µανούςς
φάω, χα(ν)ντέ σι ε τοµαφιλέσκε σικάντολ = καλός άνθρωπος
λαστίκε = φαγωµένα είναι τα φαίνεται.
λάστιχα του αυτοκινήτου. Αντίθ. γκαράντιαβ = κρύβοµαι,
χασάρντιαβ = χάνοµαι,
448
ξε µου έναν καφέ, κον κερντά καγιά φτωχαίνω (β) (αµετβ. ρ.):
ζουµί; = ποιος έφτιαξε αυτό το τσοράβαβ και τσορό-κερντιάβ (=
φαγητό;, κα κερέν πόντο κάι καγιά φτωχός γίνοµαι)
λεν = θα φτιάξουν γέφυρα σ’ αυτό π.χ. µε τσοράιλεµ, βο
το ποτάµι. µπαρβαλισάιλο = εγώ φτώχυνα,
(βλ. και πράττω, δηµιουργώ, κάνω) αυτός πλούτισε.
Αντίθ. µουσαράβ = χαλώ (µετβ.) Αντίθ. ζενγκίνι-κερντιάβ =
φτιάχνω (β) (ενεργ. διαµ. ρ.): πλουτίζω αµετβ.
κερνταράβ (βλ. δηµιουργώ (β)). φτώχεµα: τσοραριπέ, ο
φτιαχτός (επίθ.): κερντικανό, -ί. Αντίθ. µπαρβαλισαριπέ =
φτυαράκι: λοπατίσα, η. πλουτισµός.
φτυάρι (α): λοπάτα, η φτώχια: τσοριπέ, ο
π.χ. κάι τχοντάν η λοπάτα; = πού π.χ. νι ντικχέλ πο τσοριπέ, µπαριπέ
έβαλες το φτυάρι; µπικινέλ = δε βλέπει τη φτώχια του,
φτυάρι (β): κιρέκο και κυρέκο, ο µεγαλοσύνη πουλάει (οµόηχο
(το υ προφ. όπως το γαλλικό u) τσοριπέ = κλεψιά)
π.χ. λε ο κιρέκο ντα κερ-µπουκί = (βλ. και ορφάνια).
πάρε το φτυάρι και δούλεψε. Αντίθ. µπαρβαλιπέ = πλούτος.
φτυαρίζω (µετβ. ρ.): λοπατισαράβ φτωχικός (επίθ.): τσορικανό,-ί
φτυάρισµα: λοπατισαριπέ, ο. π.χ. κερντά πεσκέ εκ τσορικανό
φτύνω (αµετβ. και µετβ. ρ.): κχερ, τε µπεσσέλ πε χουρντέ(ν)σα =
τσχουνγκάρνταβ και τσχουνγκαράβ έκανε για τον εαυτό του ένα
π.χ. (µτφ.) ρατ τσχουνγκαρντά, για φτωχικό σπίτι, να καθίσει µε τα
τε µπαραρέλ πε χουρντέν = αίµα παιδιά του.
έφτυσε, για να µεγαλώσει τα παιδιά φτωχογειτονιά: τσορικανί-µαλάβα,
του, νά τσχουνγκάρντε τελέ = µη η (= φτωχική γειτονιά)
φτύνεις κάτω. π.χ. κάι τσορικανέ-µαλάβε νακχέν
(τσχουνγκάρ = σάλιο). καλά µανγκινά = στις
φτυσιά: (βλ. φτύσιµο). φτωχογειτονιές περνούν αυτά τα
φτύσιµο: τσχουνγκαριπέ, ο. προϊόντα.
φτυσµένος (µτχ.): τσχουνγκαρντό,- φτωχόπαιδο: τσορό-τσχαβό, ο (=
ί και τσχουνγκιαρντό,-ί φτωχό αγόρι)
φτωχαίνω (αµετβ. ρ.): τσοριάβ Αντίθ. µπαρβαλό-τσχαβό =
Αντίθ. µπαρβαλισάαβ = πλουτίζω πλουσιόπαιδο.
(αµετβ.). φτωχός (επίθ.): τσορό,-ί
φτωχαδάκι: τσορορό, ο π.χ. τσορέ αναβάταρ σι = από
Συνών. φουκαραβίσα = φτωχή οικογένεια είναι, κάι σι
φουκαρατζίκος. τσορό, ο(ν)ντάν νι ντιά λεσκέ πε
φτωχαίνω (α) (µετβ. ρ.): τσοραράβ τσχα = επειδή είναι φτωχός, γι’
Αντίθ. µπαρβαλισαράβ = πλουτίζω αυτό δεν του έδωσε την κόρη του,
µετβ. κατάρ κι γκογκί ατσχιλάν τσορό =
φτωχαίνω (β) (µετβ. ρ.): τσορό- από το µυαλό σου έµεινες φτωχός.
κεράβ (= φτωχό κάνω) (τσορό σ.α. ορφανός)
π.χ. κι γκογκί κερντά τουτ τσορό = (βλ. και ορφανός).
το µυαλό σου σε φτώχυνε. Αντίθ. µπαρβαλό = πλούσιος.
φτωχούλης: τσορορό,-ί
462
π.χ. σάντε λεσκί λαλορί µανγκάβ τε φωτίζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
ασσουνάβ = µόνο τη φωνούλα του γιάκ-νταβ (= φωτιά δίνω) και φόσι-
θέλω ν’ ακούσω. νταβ (= φως δίνω)
φως (α): φόσι, ο π.χ. ιν ντελ µπουτ φόσι καγιά
π.χ. πφαµπάρ ε κχερέσκε φόσορα = λάνµπα = δε φωτίζει πολύ αυτή η
άναψε τα φώτα του σπιτιού, σόσταρ λάµπα.
µουλέ ε φόσορα; = γιατί έσβησαν φωτίζω (β) (αµετβ. και µετβ. ρ.):
τα φώτα; σσάφκι-νταβ (= φως δίνω)
φως (β): σσάφκι, ο (σ.α. φέγγος, π.χ. νι ντεν µπουτ σσάφκι κε
λάµψη, ανταύγεια) τοµαφιλέσκε φόσορα = δεν
π.χ. ε κχαµέσκο σσάφκι = το φως φωτίζουν πολύ τα φώτα του
του ήλιου, πουτάρ η περντάβα τε αυτοκινήτου σου.
ντελ α(ν)ντό κχερ σσάφκι = άνοιξε φωτίτσα: γιαγκορί, η
την κουρτίνα να µπει µες στο σπίτι π.χ. ντε µαν εµπούκα κι γιαγκορί τε
φως (η λέξη σσάφκι έχει µόνο την πφαµπαράβ µι τζιγκάρα = δώσε µου
έννοια της φωτεινής ακτινοβολίας λίγο τη φωτίτσα σου ν’ ανάψω το
και όχι του φωτιστικού µέσου) τσιγάρο µου.
Αντίθ. καρανούκο = σκοτάδι φωτογραφία (α): ρέσµι, ο
φωτάκι: φοσίσι, ο π.χ. σι µα(ν)ντέ λεσκό ρέσµι = έχω
φωτεινός (επίθ.): σσαφκλούιο, - τη φωτογραφία του.
ούκα (προφ. µε συνίζηση ιο) και φωτογραφία (β): φοτογραφία, η
σσαφκλίο, -ούκα. π.χ. χασάρντιλι η φοτογραφία =
Αντίθ. καρανουκλούιο = σκοτεινός. χάθηκε η φωτογραφία.
φωτιά: γιακ, η φωτογραφίζω (α) (µετβ. ρ.):
π.χ. µπεςς πασσά γιακ τε τατός = ρέσµι-ικαλάβ
κάτσε κοντά στη φωτιά να π.χ. µανγκές τε ικαλάβ τουτ ρέσµι;
ζεσταθείς, (µτφ.) µπαρί γιακ σίµαν = θέλεις να σε φωτογραφίσω;
οπρά µο σσορό = µεγάλη φωτιά έχω (ρέσµι-ικαλάβ κυριολ. φωτογραφία
πάνω στο κεφάλι µου, (στίχοι από βγάζω.)
τσιγγάνικο τραγούδι «τζάσταρ φωτογραφίζω (β) (µετβ. ρ.):
αµένγκε ντουρ» (= πάµε να φοτογραφία-ικαλάβ (= φωτογραφία
φύγουµε µακριά)): χαλέµαν κε βγάζω)
σσουκάρ γιακχά, γιακ µπουτ µπαρί π.χ. κα ικαλάβ τουµέν φοτογραφία
ντιέµαν, ιν τζανάβ σο τε κεράβ = µε = θα σας φωτογραφίσω.
έφαγαν τα ωραία σου µάτια, φωτιά φωτογράφος: ρέσµιτζιο, ο
πολύ µεγάλη µου δώσανε, δεν ξέρω π.χ. γκελόταρ ο ρέσµιζιο = έφυγε ο
τι να κάνω, (κατάρα) γιακ τε φωτογράφος.
πφαµπαρέλ τουτ κάταρ πφιρές =
φωτιά να σε κάψει από όπου
περπατάς.
(βλ. οµόηχο γιακ = µάτι. στον
πληθυντικό δεν είναι οµόηχα: µάτια
(τα) = γιακχά, ε, φωτιές (οι) =
γιαγκά, ε).
465
Χ
χαζοµάρα (α): πασσαλιπέ, ο χαΐρι: αήρι, ο
Συνών. παλοκανιπέ = παλαβοµάρα. π.χ. (κατάρα) αήρι, προκοπία τε νά
Αντίθ. µπουτζανγκλιπέ = εξυπνάδα. ντικχές ιτσ = χαΐρι, προκοπή να µη
χαζοµάρα (β): ντιλιπέ, ο (κυριολ. δεις καθόλου.
τρέλα) Συνών. προκοπία = προκοπή.
π.χ. τε κεράς ντιλιµάτα; = να χαϊρλίδικος (επίρρ.): αηρλίκο,
κάνουµε χαζοµάρες; (φράση που -ίκα.
λένε τα παιδιά παίζοντας). χαίροµαι (αµετβ. και µετβ. ρ.):
χαζός (επίθ.): πασσαλό,-ί σεβινίαβ
π.χ. πασσαλέα! νι τζανές σο ικλέλ π.χ. νά σεβίν γκαντικίν µπουτ· άτσι
α(ν)ντάρ κο µούι = χαζέ! δεν ξέρεις τε ντικχάς σο κα κερντόλ = µη
τι βγαίνει απ’ το στόµα σου (δηλ. τι χαίρεσαι τόσο πολύ· στάσου
λες). (περίµενε) να δούµε τι θα γίνει.
Συνών. παλοκάν = παλαβός, ντιλό Αντίθ. καΰρι-ντάµαν και καΰρι-
= τρελός. κεράβ = στεναχωριέµαι.
Αντίθ. µπουτζανγκλό = έξυπνος, χαίτη (αλόγου): γκρίβα, η.
πολύξερος. χαλάζι: τολία και κουκουντί, η
χαζοχαρούµενος (επίθ.): π.χ. (φράση) κατάρ ο µπρουσσούµ
σσαπσσάλι, -κα (σ.α. κουτός) κάι τολία γκελάµ = από τη βροχή
π.χ. σαντέ ασάλ ο σσαπσσάλι = στο χαλάζι πήγαµε (δηλ. απ’ το
µόνο γελάει ο χαζοχαρούµενος. κακό στο χειρότερο).
Συνών. λοκέ-γκογκιάκο = (υποκ.) τολιίσα, η.
ελαφρόµυαλος. χαλάλι (επίρρ.): ελάλι
Αντίθ. πφιρνό = πονηρός, έξυπνος, π.χ. ελάλι τε αβέλ ο λατσχιπέ κάι
µπουτζανγκλό = πολύξερος, κερντόµ λέσκε = χαλάλι να είναι το
έξυπνος. καλό που του έκανα, ελάλι ε παρέ
χαϊδεύω (µετβ. ρ.): σεβίαβ κάι λια. µι µπουκί κερντιλί = χαλάλι
(κυριολ. αγαπώ) τα λεφτά που πήρε. η δουλειά µου
π.χ. σεβντί πε ροµνάκε µπαλά ντα έγινε.
γκελόταρ = χάιδεψε τα µαλλιά της Αντίθ. αράµο = χαράµι.
γυναίκας του κι έφυγε. χαλαλίζω (µετβ. ρ.): ελάλι-κεράβ
χαιρετίζω (µετβ. ρ.): σελάµο-νταβ (= χαλάλι κάνω)
(= χαιρέτισµα δίνω) π.χ. ελάλι-κερντόµ λέσκε ε παρέ
π.χ. σο ντικχλά µαν, ντιά µαν κάι ντιόµας λε = του χαλάλισα τα
σελάµο = µόλις µε είδε, µε λεφτά που του είχα δώσει (δηλ. δε
χαιρέτισε. τα θέλω πίσω).
χαιρέτισµα: σελάµο, ο χάλασµα: µουσαριπέ και
π.χ. σίτουτ σελάµορα κατάρ κο µποζµάκο, ο
πφαλ ντα κατάρ κι µπιµπί = έχεις Συνών. αραντιπέ = φθορά,
χαιρετίσµατα από τον αδελφό σου χάλασµα.
και τη θεία σου, µπιτσχαλντέ Αντίθ. κεριπέ = φτιάξιµο, πράξη,
τουµένγκε σελάµορα = σας δηµιουργία.
έστειλαν χαιρετίσµατα.
466
Ψ
ψαγµένος (µτχ.): ροντό,-ί µέσα, (φράση) µε νάι σοµ σαρ
Αντίθ. µπιροντό = άψαχτος. τούτε πεκό µατσχό, σο πφενάβ
ψάθα: ασΰρι, ο κεράβ λε = εγώ δεν είµαι σαν εσένα
π.χ.οπρά ασΰρι πασστιάσας ψηµένο ψάρι, ό,τι λέω το κάνω,
εβελντέν = πάνω στη ψάθα πεκό µατσχό σι, αβέρ πφενέλ
κοιµόµασταν παλιά. µάνγκε, ντα αβέρ τούκε = ψηµένο
ψάθινος (επίθ.): ασΰρέσκο,-ι ψάρι είναι, άλλα λέει σε µένα κι
π.χ. ασϋρέσκι καρέκλα = ψάθινη άλλα σε σένα.
καρέκλα. (Ως ψηµένο ψάρι χαρακτηρίζεται ο
ψαλιδάκι: κατορί και µακαζίσα, η. άνθρωπος που δεν πραγµατοποιεί
ψαλίδι: κατ και µακάζι, η αυτό που λέει ή που είναι
π.χ. τούτε σι η κατ; = σε σένα είναι διπρόσωπος, αλλοπρόσαλλος,
το ψαλίδι;, τσχινάβ ο κοτόρ ε ευµετάβολος. Η µεταφορική φράση
µακαζάσα = κόβω το ύφασµα µε το πεκό µατσχό = ψηµένο ψάρι
ψαλίδι. προήλθε από το γεγονός ότι το ψάρι
ψαλιδίζω (µετβ. ρ.): καταράβ και ψήνεται και από τις δύο πλευρές
µακαζάσα-τσχινάβ (= µε ψαλίδι του).
κόβω) ψαρίλα: µατσχένγκι-κοκία, η (=
π.χ. µακαζάσα-τσχινάβ ο λιλ = ψαριών µυρωδιά).
ψαλιδίζω το χαρτί. ψαρίσιος (επίθ.): µατσχέσκο,-ι
ψαλίδισµα: µακαζάσα-τσχινιπέ, ο π.χ. µατσχέσκο κόκαλο = ψαρίσιο
(= µε ψαλίδι κόψιµο). κόκαλο.
ψαλιδισµένος (µτχ.): µακαζάσα- ψαρόνι: (βλ. µαυροπούλι).
τσχι(ν)ντό,-ί (= µε ψαλίδι ψαρόσουπα: µατσχένγκι-σούπα, η.
κοµµένος). ψαχνό (το): µπικοκαλέσκο-µας, ο
ψαλιδωτός (επίθ.): µακαζλίο, -ίκα. (= ακόκαλο κρέας).
ψάξιµο: ροντιπέ, ο ψάχνοµαι (αµετβ.ρ.): ρόνταµαν
(σ.α. έρευνα, αναζήτηση) και ροντιάβ
π.χ.καγιά µεσελάβα µανγκέλ π.χ. σο µανγκές ακανά; ρόντεστουτ
ροντιπέ = αυτή η υπόθεση θέλει τσινγκαράκε; = τι θέλεις τώρα;
ψάξιµο. ψάχνεσαι για φασαρία;
ψαράκι: µατσχορό, ο. ψάχνω (µετβ.ρ.): ρόνταβ (βλ. και
ψάρεµα: ασταριπέ–µατσχένγκο, ο ερευνώ, αναζητώ)
(= πιάσιµο ψαριών). π.χ. ρόνταβας τουτ κάι σάνας; = σ’
ψαρεύω (µετβ. ρ.): µατσχέ- έψαχνα πού ήσουν;, ρόντε κε
ασταράβ (= ψάρια πιάνω) πόσκορα = ψάξε τις τσέπες σου,
π.χ. κα τζας κάι λεν τε ασταράς– ρόνταβ µε νατάρα = ψάχνω τα
µατσχέ = θα πάµε στο ποτάµι να κλειδιά µου, κας ρόντες; = ποιον
ψαρέψουµε. ψάχνεις;
ψάρι: µατσχό, ο ψεγάδι: (βλ. ελάττωµα).
π.χ. κι(ν)ντόµ µατσχέ = αγόρασα ψείρα: τζουβ, η
ψάρια, µατσχέ κχά(ν)ντεν κατέ π.χ. τζανές σο σι καβά; µουλί
α(ν)ντρέ = ψάρια µυρίζουν εδώ τζουβ κερέλπες = ξέρεις τι είναι
480
Ω
ωάριο: αρνό, ο (κυριολ. αβγό) κάι γκελέ κολά µπροσσά βας-
π.χ. νι κερντιλέ νταά λακέ αρνέ, βαστέσταρ κάι πφιράσας, κάι γκελέ
ο(ν)ντάν νασστί ασταρέλ χουρντό = κολά σσουκάρ τχανά, ε
δεν ωρίµασαν ακόµη τα ωάριά της, λουλουγκιαλέ, κάι ντικχάσας, αβιλέ
γι’ αυτό δεν µπορεί να συλλάβει ντα γκελέταρ µπι τε πουτσέν
παιδί. αµέ(ν)νταρ = πού πήγαν εκείνα τα
ωδίνες : µπιανιµάσκε – ντουκχά, ε χρόνια χέρι µε χέρι που
ώθηση: (βλ. σπρώξιµο). περπατούσαµε, πού πήγαν εκείνα τα
ωθώ: (βλ. σπρώχνω). ωραία µέρη, τα λουλουδάτα, που
ωµοάρθρωση: πλέτσκα, η κοιτούσαµε, ήρθαν και φύγανε
ώµος: πφικό, ο χωρίς να µας ρωτήσουν.
π.χ. µορ µε πφικέ = τρίψε τους (βλ. και όµορφος, όµορφα, ωραία).
ώµους µου. Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα.
(υποκ.) πφικορό, ο. ωραιότητα: σσουκαριπέ, ο
ωµός (άκλ. επίθ.): ιβά(ν)ντ και Αντίθ. µπετιπέ = ασχήµια.
ιβά(ν)τ ωριµάζω (αµετβ. ρ.): κερντιάβ
π.χ. ιβά(ν)ντ σι ο µας = ωµό είναι π.χ. ε πφαµπαϊά ιν κερντιλέ νταά,
το κρέας. µπικερντέ σι = τα µήλα δεν
Αντίθ. πεκό = ψηµένος, τηγανητός. ωρίµασαν ακόµα, άγουρα είναι.
ωµότητα: ιβα(ν)ντιπέ, ο (βλ. και γίνοµαι, φτιάχνοµαι).
π.χ. ε µασέσκο ιβα(ν)ντιπέ = η ωρίµανση: κερντιπέ, ο (κυριολ.
ωµότητα του κρέατος. γίνωµα) (από το ρήµα κερντιάβ =
ώρα: σαάτο, ο (σ.α. ρολόι) γίνοµαι, φτιάχνοµαι, αµετβ.
π.χ. καζόµ σι ο σαάτο; = πόση είναι ωριµάζω).
η ώρα;, α(ν)ντέ οπάςς σαάτο κα ώριµος (επίθ.): κερντό,-ί
ιρισάαβ = σε µισή ώρα θα γυρίσω. (βλ. και γινωµένος, φτιαγµένος).
(βλ. και ρολόι). Αντίθ. µπικερντό = αγίνωτος,
ωραία (επίρρ.): σσουκάρ άγουρος.
π.χ. µπουτ σσουκάρ νακχαντόµ κάι ωρίτσα: σαατίσι, ο (σ.α. ρολογάκι)
µπιάβ = πολύ ωραία πέρασα στο π.χ. α(ν)ντέ γεκ σαατίσι κ’ αβέλ =
γάµο. σε µια ωρίτσα θα ‘ρθεί.
(βλ. και όµορφα, όµορφος, ωρολογάς: σαα(τ)τσίο, ο
ωραίος). π.χ. ινγκάρ ο σαάτο κάι σαα(τ)τσίο,
Αντίθ. µπέτι = άσχηµα, άσχηµος. τε κερέλ λε = πάνε το ρολόι στον
ωραίος (ακλ. επιθ.): σσουκάρ ωρολογά, να το φτιάξει.
π.χ. σσουκάρ κχελιπέ κερντιλό = ωσότου (σύνδ.): πόσστα
ωραίο παιχνίδι έγινε, σσουκάρ σι π.χ. πόσστα τε αβές του, µε κα
λεσκό κχερ = ωραίο είναι το σπίτι τζάβταρ = ωσότου να έρθεις εσύ,
του, µπουτ σσουκάρ σι κε γιακχά = εγώ θα φύγω.
πολύ ωραία είναι τα µάτια σου, Συνών. τζι = µέχρι.
(στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου ώσπου: (βλ. µέχρι).
«κολά µπροσσά» = «εκείνα τα ώστε (σύνδ.): ντεµέκ (κυριολ.
χρόνια») δηλαδή)
485
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στον πρόλογο ανέφερα ότι ένα σωστό λεξικό της Ροµανί γλώσσας δεν µπορεί
να γραφεί από µη Τσιγγάνο, όταν αυτός δεν µιλά πολύ καλά τη γλώσσα και
τον ισχυρισµό µου αυτόν τον στήριξα στο γεγονός ότι έχω επισηµάνει σωρεία
λαθών σε λεξικά που έχουν κυκλοφορήσει. Παραθέτω µερικά από αυτά –γιατί
σκοπός µου δεν είναι η καταγραφή των ερµηνευτικών και ετυµολογικών
λαθών-, για να επιστήσω την προσοχή των χρηστών των λεξικών αυτών που
έχουν κυκλοφορήσει, ιδίως τα τελευταία χρόνια.
1. αγορά = κινιπέ και όχι κι(ν)ντιπέ. (Πρόκειται για την αγορά µε την έννοια
του αγοράσµατος).
2. ακοίταχτος = µπιντικχλό και όχι νιντικλί(ν)ντιλο, το οποίο σηµαίνει «δεν
κοιτάχτηκε».
3. αλυσίδα = σιντζίρι και όχι κοράκο που σηµαίνει «λαιµού» (κορ = λαιµός).
4. βαριέµαι = υσσενίαβ και όχι πφαριάβ που σηµαίνει βαραίνω (αµετβ.) και
µτφ. σκάζω (αµετβ.), (πφαρό = βαρύς).
5. δάχτυλο (ποδιού) = νάι, που χρησιµοποιείται για όλα τα δάχτυλα, χεριών
και ποδιών, και όχι «πουρνό», που σηµαίνει το τµήµα του ποδιού κάτω από
τον αστράγαλο.
6. δουλεύω µετβ. = µπουκιαράβ (σ.α. επεξεργάζοµαι, κατεργάζοµαι) και όχι
µπουκί-κεράβ (= δουλειά κάνω) που είναι αµετάβατο.
7. εκνευρίζοµαι = χολί-σίρνταβ (= θυµό τραβώ). Πρόκειται για ετυµολογικό
λάθος. Το δεύτερο συνθετικό δεν προέρχεται από το ρήµα νταβ = δίνω.
8. ελληνόπουλο = ντασικανό-χουρντό (= ελληνικό παιδί) και όχι ντασικανορό,
που είναι υποκοριστικό του επιθέτου ντασικανό = ελληνικός. Ντασικανορό
κυριολεκτικά σηµαίνει ελληνούτσικος. Όµοια συµβαίνει σε πολλά επίθετα,
π.χ. νανγκό = γυµνός, νανγκορό = γυµνούτσικος, µπαρό = µεγάλος,
µπαρορό = µεγαλούτσικος.
9. εξαντληµένος = τσχορντό, που σηµαίνει ακόµη ρηµαγµένος, χυµένος,
διαλυµένος. Πρόκειται για ετυµολογικό λάθος. Η λέξη τσχορντό
προέρχεται από το ρήµα τσχοράβ = εξαντλώ, χύνω, ρηµάζω (µετβ.), διαλύω
και το οποίο δεν έχει καµία εννοιολογική σχέση µε το ρήµα κλέβω =
τσοράβ, που δεν προφέρεται µε παχύ τσ, όπως συµβαίνει µε το ρήµα
τσχοράβ.
10. εξαπατηµένος = χοχαντό ή χοχανταρντό, που σηµαίνουν ακόµη
γελασµένος,πλανεµένος, ξεγελασµένος, και όχι πρασα(ν)ντό που σηµαίνει
χλευασµένος.
11. ζάλη = ζαλιπέ και όχι ζαλισαριπέ, που σηµαίνει ζάλισµα.
12. θερµόµετρο = θερµόµετρο και όχι κχαγκάκι, που σηµαίνει «µασχάλης»
(κχακ = µασχάλη).
13. καπέλο = καπέλα και όχι σσερέσκι, που σηµαίνει κεφαλιού (σσορό =
κεφάλι), (σσερέσκι-ντουκ = κεφαλιού πόνος, κεφαλόπονος). Το γεγονός ότι
σσερέσκι δε σηµαίνει καπέλο, δε µπορεί να έχει ετυµολογική σχέση µε τη
λέξη σάρα = αντίσκηνο.
487
14. καταπίνω = νακχαβάβ που σηµαίνει κυριολεκτικά περνώ (µετβ.) και δεν
έχει καµία ετυµολογική σχέση µε τη λέξη «νακ» = µύτη. Το ότι τα πουλιά
καταπίνουν από τη µύτη δεν άγει στο συµπέρασµα ότι το ρήµα νακχαβάβ
προέρχεται από τη λέξη νακ = µύτη.
15. κόψιµο = τσχινιπέ από το ρήµα τσχινάβ = κόβω και όχι τσχι(ν)ντιπέ, που
σηµαίνει κούραση και που προέρχεται από τη λέξη τσχι(ν)ντιάβ = κόβοµαι,
κουράζοµαι.
16. κρεµιέµαι = ου(µ)µπλαβάµαν και όχι ουµπλαντόµαν, που σηµαίνει
κρεµάστηκα.
17. λιποθυµισµένος = µπαηλµούσσι και όχι πελό, που σηµαίνει έπεσε.
18. ξύπνιος = τζουνγκαντό και ουσστι(ν)ντό (ουσστι(ν)ντό κυριολεκτικά
σηµαίνει σηκωµένος, και όχι όρθιος, ουσστάβ = σηκώνοµαι). (όρθιος =
οπρι(ν)ντό ή ντίκι).
19. Στο λήµµα όπλο = τσχουνταλί δίνεται λανθασµένη ετυµολογία. Η λέξη δεν
προέρχεται από το ρήµα τσχινάβ = κόβω, αλλά από το ρήµα τσχαβ = ρίχνω.
Τσχουνταλί κατά λέξη σηµαίνει ριχτήρας. (τσχουηπέ ή τσχουντιπέ =
ρίξιµο).
20. Η λέξη παραλίγο ερµηνεύεται µε τη λέξη εµπουκίσα, µπουκίσα, που
σηµαίνει «λιγάκι». Είναι υποκοριστικό της λέξης εµπούκα = λίγο (για την
απόδοση της λέξης παραλίγο χρησιµοποιούνται κατάλληλες περιφράσεις).
21. πηγαίνω = τζαβ. Λανθασµένη είναι η ερµηνεία τζαλ. Η λέξη τζαλ, που
«απαντάται σε µερικά τσιγγάνικα τραγούδια», είναι το τρίτο πρόσωπο του
τζαβ. ∆εν είναι µετατροπή του β σε λ «για λόγους ευφωνίας».
22. ρολόι = σαάτο (σ.α. ώρα). Έτσι λέγεται το ρολόι στην οδό Αδριανουπόλεως
(οικισµός Τσιγγάνων) της Κοµοτηνής και όχι γιουναφκαλό.
23. σκουπίζοµαι = κοσάµαν και όχι σσουλαράµαν.
24. σκουπισµένος = σσουλαντό (µε σκούπα) και όχι σσουλαρντό.
25. στάζω (αµετβ.) = τχάβνταβ δε χρησιµοποιείται µόνο για νερό αλλά για κάθε
υγρό. Το ρήµα είναι µόνο αµετάβατο. Ως µεταβατικό στάζω (σταλάζω)
χρησιµοποιείται το ρήµα τχαβνταράβ.
26. σωστός = ντένκι (σ.α. σωστά) και όχι τσατσέ (ή τσατσές), που είναι
επίρρηµα και σηµαίνει αλήθεια, πράγµατι όντος, π.χ. εκ ντένκι µπουκί
νασστί κερές = µια σωστή δουλειά δεν µπορείς να κάνεις.
27. φερετζές = φερετζάβα και όχι καλαρντί, που σηµαίνει µαυρισµένη.
28. φτύσιµο = τσχουνγκαριπέ και όχι τσχουνγκάρ που σηµαίνει σάλιο,
τσχουνγκάρνταβ ή τσχουνγκαράβ = φτύνω, π.χ. σσουκιλό µο τσχουνγκάρ =
στέγνωσε το σάλιο µου.