Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 80

ΣΤΑΘΗ

ΚΟΜΝΗΝΟΥ

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ
[απόσπασμα
μελέτης]
Η μια …μονοτονύα, βεβαύωσ
φαινομενολογύα των ςκληρϐτητα, ξηρϐτητα,
Σϐπων που ορύζουν ςτεγνϐτητα, ηςυχύα κατεξοχόν,
αυτϐ το δύπολο κϊτι τϋλοσ απαραμϑθητο και
ερόμου-κόςμου, αρκεύ, κϊπωσ απαρϊκλητο. (Οι ϐροι
θεωρώ, ώςτε να αυτού, βϋβαια, ουδϐλωσ
προςφϋρει και τουσ διατυπώνονται
βαςικοϑσ ϊξονεσ που απολυτοποιημϋνα.) …Λακωνικϊ
πϊνω τουσ θα δομηθεύ θα λϋγαμε πωσ ο τρϐποσ τόσ
μια απϐπειρα ερόμου εύναι ΔΨΡΙΚΟ΢. ΢ε
θεολογύασ τού ψϊλλειν. αντύθεςη με τον τρϐπο τόσ
Η ϋρημοσ, αςφαλώσ, πϐλεωσ που εύναι ΙΨΝΙΚΟ΢. Ασ
παρουςιϊζει μια ποϑμε, ουςιωδώσ. Αμφϐτερα.
μονοτροπύα, ύςωσ και ΢ΣΑΘΗ΢ ΚΟΜΝΗΝΟ΢

μια …μονοτονύα,
Η
θεολογύα τησ μουςικόσ ϋκφραςησ
΢οφϐ εύναι να ςϋβεται κανεύσ τα πλαύςια των
παραδϐςεων, το χώρο τουσ. Να μιλϊ με τισ
δομϋσ τουσ. Να διαλϋγεται με τα ςυςτατικϊ τουσ
ςτοιχεύα, με τα θεμϋλιϊ τουσ. Όχι να ερμηνεϑει με βϊςη τα
λογόσ εξωγενό (αν υπϊρχουν οντολογικώσ τϋτοια…)
ςτοιχεύα, που τυχαύνει να αρϋςκεται ς’ αυτϊ ό να τα
υποςτηρύζει. ΢εβϐμενοσ κανεύσ τουσ κανόνεσ των
αθλημϊτων μπορεύ να ομιλεύ για τα αθλόματα. Υυςικϊ, η
ελευθεριϐτητα των μύξεων δεν απαγορεϑεται και ενδϋχεται
κϊποτε να αποβό γϐνιμη. Όταν ϐμωσ επιχειρεύσ να
θεμελιώςεισ λϐγο από κϊτι και για κϊτι, ϐταν δηλαδό
εκκινεύσ από και καταλόγεισ ςτουσ ϐρουσ των χώρων, τϐτε οι
ϐποιεσ μύξεισ εύναι κατϊ βϊςη δρϐμοσ ολιςθηρϐσ και 2
παραμορφωτικϐσ. ΢αφώσ, λοιπϐν, ϐταν ομιλοϑμε περύ
εκκληςιαςτικοϑ μϋλουσ οφεύλουμε να εκκινοϑμε απϐ την
κρηπύδωςό του : απϐ Ευαγγελύου ϊρχεςθε !
Όπωσ προαναφϋραμε, η Εκκληςύα, δυςτυχώσ, δεν
φρϐντιςε να προςφϋρει μια θεολογύα τοϑ γεγονϐτοσ εκεύνου
που αποκαλοϑμε εκκληςιαςτικϐ μϋλοσ κι αυτϐ εύναι
λυπηρϐ. Παρϊλληλα, εύναι και επικύνδυνο, καθϐτι με την
παρϊλειψη αυτό δεν φρϐντιςε να καθορύςει κϊποια ϐρια
εμπειρύασ και να ερμηνεϑςει θεολογικϊ τα μελικώσ
πραττϐμενα. ΢υνϋπεια αυτοϑ του κενοϑ εύναι η υφϋρπουςα ό
ανοιχτϊ εκφραςμϋνη θολοϑρα περύ τα πρϊγματα που
αφοροϑν ςτο εκκληςιαςτικϐ μϋλοσ και η πληθώρα
ετερϐκλητων μεν ϋωλων δε απϐψεων, θεωριών και θεϊςεων,
που ουςιαςτικϊ ςυςκοτύζουν αξεδιϊλυτα το τοπύο. Και
φυςικϊ αυτϐ εύναι το λιγϐτερο. Εκεύνο που πονϊ εύναι το
γεγονϐσ πωσ με την αςϑγγνωςτη αυτό παρϊλειψη αφόνονται
μεγϊλα περιθώρια αλλοιώςεωσ τοϑ όθουσ, τησ εμπειρύασ,
τοϑ ύδιου τοϑ γεγονϐτοσ τόσ Εκκληςύασ. Αφόνεται
ελεϑθεροσ ο δρϐμοσ για την παραμϐρφωςη,
πλαςτογρϊφηςη και νϐθευςό του. Για την υπαγωγό του ςε
πλαύςια ηθικοπλαςτικϊ, τα οπούα διαπλϊθουν ευςεβιςτικϊ
ηθικϋσ ςυμπεριφορϋσ και τϋρπουν, κατϊ ϋναν προτεςταντικϐ
εν πολλούσ τρϐπο, το «θρηςκευτικϐν αύςθημα», ερχϐμενα ςε
ςαφό αντύθεςη προσ την ευαγγελικό οδϐ μεταμορφώςεωσ
και οικειώςεωσ τοϑ Ακτύςτου. Σελικϊ, δεν οντολογεύται η
εκκληςιαςτικό μελικό πρακτικό. Δυςτυχώσ, δεν υπϊρχει
καμύα αναφορϊ ςε κϊποιο ευαγγελικϐ γεγονϐσ που η
Εκκληςύα να φρϐντιςε να το ςυςχετύςει με τη μελουργύα και
να θεολογόςει, μ’ αυτϐν τον τρϐπο, ςυγκεκριμϋνεσ μελικϋσ
πρακτικϋσ και ςυνόθειεσ. Κανεύσ, πιςτεϑω, δεν εύναι ςε θϋςη
3
να δώςει μια κϊπωσ τεκμηριωμϋνη και θεμελιωμϋνη
θεολογικό απϊντηςη αν ερωτηθεύ ϐχι γιατύ προτιμϊ το ϋνα ό
το ϊλλο εύδοσ/ϑφοσ ψαλμώδηςησ, αλλϊ ποιϐσ μπορεύ να
εύναι ο ευαγγελικϐσ ςυςχετιςμϐσ με το εύδοσ που
εκπροςωπεύ και υποςτηρύζει. Ακϐμη χειρϐτερα, αν κληθεύ να
απαντόςει για τη θεολογικό/ευαγγελικό κρηπύδωςη δϑο
ετερϐκλητων, ύςωσ, ό και αλληλοςυγκρουϐμενων τρϐπων
ψαλμώδηςησ ό και τόσ δυνατϐτητασ μύξεώσ τουσ και
μετοχόσ τοϑ ενϐσ ςτο ϊλλο.
Υυςικϊ, υπϊρχουν κϊποιεσ κανονικϋσ διατϊξεισ περύ
τοϑ ψϊλλειν και τοϑ τρόπου του -ουςιαςτικϊ ανενεργϋσ ςτην
πρϊξη και καταργημϋνεσ -, οι οπούεσ ϐμωσ ϐχι μϐνο δεν
προςφϋρουν κϊποια θεολϐγηςη, αλλϊ εύναι και οχληρϊ
γενικϐλογεσ και αςαφεύσ. Μπορεύ κανεύσ να ςυμβουλευθεύ
το Πηδϊλιον1 (βλ. ςελ. 788, για μια γενικό παραπομπό) και
να δει (βλ. ςελ. 285-287) ϐ,τι αφορϊ ςτο θϋμα μασ και ϐ,τι
ϋκρινε η Εκκληςύα να πει γι αυτϐ. Ο κανών ΟΕ΄τόσ ϋκτησ
Οικουμενικόσ ΢υνϐδου προτρϋπει «τουσ επύ τω ψϊλλειν εν
ταισ Εκκληςύαισ παραγινομϋνουσ μότε βοαύσ ατϊκτοισ
κεχρόςθαι, και την φϑςιν προσ κραυγόν εκβιϊζεςθαι, μότε τι
επιλϋγειν των μη εκκληςύα αρμοδύων τε και οικεύων΄ αλλϊ
μετϊ προςοχόσ και κατανϑξεωσ τασ τοιαϑτασ ψαλμωδύασ
προςϊγειν των τω κρυπτών εφϐρω Θεώ.»2. Οι ςυντϊκτεσ
τοϑ Πηδαλύου παρϋχουν μια ερμηνεύα ςτον ςχετικϐ κανϐνα :
« Η εν ταισ εκκληςύαισ γινομϋνη ψαλμωδύα, παρακϊλεςύσ
εςτύ προσ τον Θεϐν… Όποιοσ δε παρακαλεύ και δϋεται,
πρϋπει να ϋχη όθοσ ταπεινϐν και κατανενυγμϋνον΄ το δε να
κραυγϊζη τινϊσ, δηλού όθοσ θραςϑ και ανευλαβϋσ. …οι
ψϊλλοντεσ εισ τα εκκληςύασ να μη βιϊζουν την φϑςιν των
4
εισ το να φωνϊζουν δυνατϊ, αλλϊ μότε ϊλλο τι να λϋγουν
ανϊρμοςτον εισ την Εκκληςύαν.»3. ΢τη φυςικό κι αυθϐρμητη
ερώτηςη τι εύναι ανϊρμοςτο, οι ςυντϊκτεσ, επιςτρατεϑοντασ
και τον Ζωναρϊ, αποφαύνονται ϐτι ανϊρμοςτα «εύναι τα
γυναικοπρεπό μϋλη, και τα μινυρύςματα, (ταυτϐν ειπεύν τα
πολλϊ τερερύςματα, και η υπερβολικό των μελωδιών
ποικιλύα, η οπούα κλύνει εισ πορνικϊ ϊςματα).»4 !!! Σϋλοσ,

1
Βλ. Πηδϊλιον, υπϐ Αγαπύου μοναχοϑ και Νικοδόμου μοναχοϑ, εκδ. Αςτόρ,
1982. Επύςησ, βλ. Παντελεόμονοσ Καρανικϐλα, Κλεισ των ιερών κανϐνων τησ
ανατολικόσ ορθοδϐξου Εκκληςύασ, ςελ.480-481, εκδ. Αςτόρ 1970, ϐπου
λημματογραφικϊ μπορεύ να ενημερωθεύ ο ενδιαφερϐμενοσ.
2
Αυτϐθι, ςελ 286.
3
Αυτϐθι.
4
Αυτϐθι. Βλ. και ςημ. 1 ϐπου ςτοιχειοθετεύται επικριτικϐσ λϐγοσ για τα
«τερερύςματα και νενανύςματα και τα ϊλλα ϊςημα λϐγια» ϐπου αυτϊ, ϐπωσ
θεωροϑν οι ςυντϊκτεσ ςυνηγοροϑντεσ ςτισ χρυςοςτομικϋσ απϐψεισ, εύναι
ανακατώματα απϐ «τα εξωτερικϊ των θεϊτρων ςχόματα, και θϋςεισ, και
αςόμουσ φωνϊσ…ταϑτα εύναι ύδια, ϐχι των δοξολογοϑντων τον Θεϐν, αλλϊ των
για να ςτηριχθεύ η επιχειρηματολογύα των ςυντακτών
προςφϋρεται, ορθώσ επιςτημονικϊ κατϊ την κρύςη μου, μια
ςυμφωνύα με τισ υφιςτϊμενεσ εκκληςιαςτικϋσ πηγϋσ, και
ϋτςι γύνονται αναφορϋσ ςτον Αγ. Ιω. Φρυςϐςτομο, Μϋγ.
Βαςύλειο, και ςτο Μελϋτιο Πηγϊ. Αποκαθαύρεται απϐ τα
«νενανύςματα» (!), τα οπούα δεν «όναι παλαιϊ, αλλϊ
νεωτερικϊ», ο Αγ. Ιω. Δαμαςκηνϐσ και ο χρονολογικϐσ τουσ
εντοπιςμϐσ εμπλϋκει, ωσ υπαύτιο ϊραγε ; , τον Αγ. Ιωαν. τον
Κουκουζϋλη… Και κατακλεύεται ο λϐγοσ με την αντύφαςη ϐτι
απϐ τη μια «δεν ευρύςκονται τοισ παλαιούσ τοιαϑτα ϊςημα
λϐγια και κρατόματα»5, απϐ την ϊλλη ϐτι εύναι μεν (τα
παιζϐντων και ανακατονϐντων τα των δαιμϐνων παύγνια με την αγγελικόν
δοξολογύαν.».
5
Πραγματικϊ αναρωτιϋμαι πωσ θα χαρακτόριζαν οι ςχολιαςτϋσ των κανϐνων
και ςυντϊκτεσ τοϑ Πηδαλύου το κρϊτημα, ςε Ϋχο Πλ. του Α,΄τοϑ Μαώςτοροσ
Ιωϊννου τοϑ Κουκουζϋλη (το λεγϐμενον …«αηδονϊτον» ςτουσ ψαλτικοϑσ 5
κϑκλουσ) και βϊςει τύνοσ επιχειρόματοσ θα το εξοβϋλιζαν απϐ την ευχαριςτιακό
λατρευτικό ςϑναξη. Πρϐκειται περύ ενϐσ μαθόματοσ διϊρκειασ περύπου μιςόσ
ώρασ κι ευτυχώσ ο αναγνώςτησ μπορεύ να ςχηματύςει γνώμη ακοϑγοντϊσ το
εξαιρετικϊ εκτελεςμϋνο απϐ τον χορϊρχη Λυκ. Αγγελϐπουλο, ο οπούοσ το
παρουςύαςε με την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΤΖΑΝΣΙΝΗ ΦΟΡΨΔΙΑ ςτην αύθουςα τοϑ
φιλολογικοϑ ςυλλϐγου «Παρναςςϐσ», ςτισ 12-12-2011 : http://youtu.be/O-
_XjnF09TI (προςπελϊςτηκε 1-2-2015). Ακριβώσ με τον ύδιο τρϐπο και
αντιςτικτικϊ θα αναρωτιϐμουν για τη θϋςη τοϑ εξαιρετικοϑ μαθόματοσ των
αργών ςε Ϋχο πλ. Δ΄Ανοιξανταρύων τοϑ ύδιου ςυνθϋτη, Ιωϊννου του
Κουκουζϋλη, ςτη ςυνεύδηςη των εν λϐγω ςυντακτών. ΢το μϊθημα
περιλαμβϊνεται ςϑντομοσ νενανιςμϐσ, για τον οπούο εύναι δϑςκολο να
αποφανθεύ κανεύσ αν εμπύπτει ςτισ περικοπϋσ που διατυπώνει και επιθυμεύ να
επιβϊλλει το Πηδϊλιο ό ϐχι. Οπωςδόποτε, ϐμωσ, ο νενανιςμϐσ αυτϐσ βρύςκεται
ςτον αντύποδα, απϐ ϊποψη εκτϊςεωσ χρϐνου, τοϑ παραπϊνω κρατόματοσ που
αναφϋραμε. Σο μϊθημα, δυςτυχώσ, κατϊ τη γνωςτό και απαρϊδεκτη ςυνόθεια
που επικρατεύ ςτην αςτικοποιημϋνη λατρεύα και ψαλμώδηςη δεν εκτελεύται ςτισ
ενορύεσ και φυςικϊ δεν εύναι το μϐνο, καθώσ το ενοριακϐ/αςτικϐ ρεπερτϐριο
μοιϊζει νεκρϐ και απολιθωμϋνο χρϐνια τώρα κι αυτϐ ςυνιςτϊ ϋνδειξη κι απϐδειξη
θανϊτου... Τπϊρχει, ωςτϐςο, ςτο «μενοϑ», ςτο ρεπερτϐριο, των μοναςτηριακών
ναών, ϐπου μϊλιςτα η εκτϋλεςό του προβϊλλεται με υπερηφϊνεια απϐ τουσ
μοναςτικοϑσ κϑκλουσ, κατ’ αντύθεςη ωσ φαύνεται προσ τισ υποδεύξεισ τοϑ
εκτενό αυτών…) «αηδό τη αληθεύα και οχληρϊ» και τελικϊ
παρακαλοϑνται οι εκτελεςτϋσ τουσ (!) «να τα ψϊλλουν
ςϑντομα» για να εύναι «νοςτιμώτερα». ΢ε μιαν,
ομολογουμϋνωσ, αξιοπερύεργη και νϐςτιμη κυβύςτηςη η
«κατ’ οικονομύα» αυτό, ωσ εικϊζω δϑςθυμη πιθανϐτατα,
παραχώρηςη ϋχει εκκληςιαςτικϐ λϐγο υπϊρξεωσ ! Ποιϐν ;
Ιδοϑ : «τα ϊςημα τερερύςματα»6 γύνονται δεκτϊ ςτην

Πηδαλύου. Εύναι τϐςη η επιρροό τοϑ ςυγκεκριμϋνου μαθόματοσ, μολαταϑτα,


ώςτε τα γνωςτϊ ςϑντομα Ανοιξαντϊρια τοϑ Υωκαϋωσ, που ενύοτε ϋωσ ςυχνϊ
ϊδονται και ςε αςτικϊ περιβϊλλοντα (ϐχι χωρύσ το μϐχθο τόσ επικρϊτηςόσ τουσ
ςτουσ χώρουσ αυτοϑσ, κυρύωσ κατϊ τισ τελευταύεσ 3 δεκαετύεσ περύπου), θεωρώ
πωσ αποτελοϑν εϑςτοχη και καλλιτεχνικϐτατη μεν πιςτϐτατη και αντιγραφικό
δε μύμηςη τοϑ παλαιοϑ αυτοϑ μαθόματοσ, που ϋςτω κι ϋτςι εξακολουθοϑςε και
εξακολουθεύ να υφϋρπει ςτισ λατρευτικϋσ ςυνϊξεισ, εύτε αυτϋσ ςυντϊςςονται με
τα τοϑ Πηδαλύου εύτε ϐχι. Ο αναγνώςτησ μπορεύ να λϊβει ιδϋα τοϑ μαθόματοσ
ακοϑγοντϊσ το απϐ τον εξαύρετο Ιωϊννη Φαςανύδη, τον οπούο θεωρώ ωσ το κατ’
εξοχόν δεύγμα εξαγωγήσ τού αγιορειτικού ύφουσ ςε κοςμικϊ περιβϊλλοντα 6
και για τον οπούο θα κϊνουμε λϐγο, αςφαλώσ, παρακϊτω :
http://youtu.be/7EJF7SLn3ac (προςπελϊςτηκε 1-2-2015) (Μϋλη αρχαύα, με
ςυντμόςεισ Φουρμουζύου Φαρτοφϑλακοσ).
6
Προςωπικϊ μου όταν πϊντοτε αδιανϐητο να φανταςτώ οτιδόποτε ϊλλο
ΜΕΛΙΚΑ κατϊ τη ςτιγμό τόσ Μεταλόψεωσ ό τησ εκςτατικόσ χαρϊσ, η οπούα
εκφραζϐταν δια τόσ ψαλμώδηςησ των «ϊςημων» κρατημϊτων, που βύωνε
αςματικϊ το ευχαριςτιακϐ ΢ώμα εντϐσ τόσ λατρεύασ. Σα αργϊ κοινωνικϊ και τα
λογόσ κρατόματα (ακϐμη και εντϐσ των κοινωνικών, ϐπωσ πλειςτϊκισ εύθιςται
ςτη δια τοϑ μϋλουσ λατρεύα) εύναι το μϐνο μουςικϐ ϐχημα που διαθϋτουμε, ώςτε
να μιλόςουμε μια ΓΛΨ΢΢Α κατανοητό μεν, εκτϐσ των γραμματικών ό
ςυντακτικών πλαιςύων δε τόσ τρϋχουςασ γλώςςασ, προκειμϋνου να δηλώςουμε
μιαν εμπειρύα που υπερβαύνει αυτό τοϑτη τη Γλώςςα και ταυτϐχρονα να εύμαςτε
και πλόρεισ, εκφραςτικϊ, και κοινωνοϑντεσ με αμεςϐτητα μεταξϑ μασ και με τον
εν ημύν Φριςτϐ. Η Γλώςςα των κρατημϊτων ό των αργών κοινωνικών, ϐπου
ουςιαςτικϊ χϊνεται το ΡΗΜΑ, η λϋξισ, και τα κϊθε εύδουσ νοόματα αφόνονται
πύςω, εύναι μια γλώςςα ερωτικό. Εύναι μια γλώςςα ϊκρασ επικοινωνιακόσ
ςιωπόσ και γνϐφου, μια γλώςςα υπερβατικό, μια γλώςςα από εδώ τοϑ
μϋλλοντοσ αιώνοσ ύςωσ, ωςτϐςο ολϐτελα απτό, ψηλαφητό και κοινωνόςιμη.
Εύναι εξϐχωσ ενδεικτικϊ ϐςα λϋει με ϋντονο τϐνο ο Διδϊςκαλοσ ΢. Καρϊσ ςτο
«Ιωϊννησ Μαώςτωρ ο Κουκουζϋλησ και η εποχό του», ςελ. 14, Αθόναι 1992.
΢τοχεϑοντασ, θεωρώ, ςε ϋνα υπαρξιακϐ «ςιγηςϊτω», ϐπου ϊλλο δεν ςημαύνει
Εκκληςύα ό μϊλλον ανεκτϊ «ύνα δια τησ ηδονόσ (!!!) των
ϋλκωςι τον απλοϑν λαϐν.»7. Όπωσ και να το δει κανεύσ, με
ϐςη ςυγκατϊβαςη και πνεϑμα υικόσ υπακοόσ ό κενωτικόσ

απϐ μια διϊθεςη, μια ροπό ΢ΦΕ΢ΕΨ΢ με τον Νυμφύο υπϋρ νουν εν τω νού, απϐ
την κατϊπαυςη των νοημϊτων προσ χϊρη των οφθαλμών και τόσ αφόσ ό τόσ γεύςησ,
των αιςθόςεων, ϐπου ΕΚΕΙ μεταφϋρεται ο οντολογικϐσ πυρόνασ τόσ μετοχόσ μασ
ςτο Εύναι, ο Καρϊσ, μεταξϑ ϊλλων, ςημειώνει : «Αϑτη ότο η πρϊξισ και η τϊξισ
τόσ Εκκληςύασ μασ η παλαιϊ΄τα δε ςημερινϊ κηρϑγματα και αυτοςχϋδιοι
εκλογαύ ψαλμών, αντύ «κοινωνικών», εύναι καμώματα αμαθείασ αθηναώκϊ΄τα
οπούα ομοϑ με τασ ωδειακάσ ξηροφωνίασ, τεύνουν …να καταςτοϑν ϋθοσ
πανελλόνιον. Μϐνον απαλό, αργό και με ολιγϐλογον κεύμενον τοϑ «κοινωνικοϑ»,
μελωδύα που δεν δύδει χώραν εισ διαλογιςμοϑσ κατϊ την ώραν τόσ μεταλόψεωσ,
αυτϐ θα εύπη το «ςιγηςϊτω» (η παχυγραφύεσ δικϋσ μου), αφοϑ, ςε τελικό
ανϊλυςη, κϊποιοσ δεν θϋλει να …ςκεφτεύ τον ϋρωτα και να τον εξορθολογύςει
(!!!) ϋχοντασ τον μπροσ του, αλλϊ μοναχϊ να τον ΠΡΑΞΕΙ. Ψςτϐςο, υπϊρχει μια
πολϑ αρχαιϐτερη και απρϐςμενη μαρτυρύα, η οπούα ςυνηγορεύ μ’ αυτϋσ τισ
αντιλόψεισ και μοιϊζει να κουνϊ επιτιμητικϊ το δϊχτυλο ςτουσ ςχολιαςτϋσ τοϑ
Πηδαλύου, οι οπούοι φαύνεται να επιμϋνουν υπϐρρητα ςε μιαν 7
ορθολογιςτικό/λογικοκρατικό εκδοχό τόσ (λατρειακόσ ό ϊλλησ…) Γλώςςασ και
κατ’ επϋκταςη και ςυνακϐλουθα τοϑ ύδιου τοϑ κοινωνεύν. Προϋρχεται απϐ τον
ιερϐ Αυγουςτύνο (!), ο οπούοσ με απαρϊμιλλη αιςθαντικϐτητα ςημειώνει : “Qui
iubilat, non verba dicit, sed sonus quidam est laetitiae sine verbis: vox est enim
animi diffusi laetitia, quantum potest, exprimentis affectum, non sensum
comprehendentis. Gaudens homo in exsultatione sua, ex verbis quibusdam quae
non possunt dici et intellegi, erumpit in vocem quamdam exsultationis sine
verbis; ita ut appareat eum ipsa voce gaudere quidem, sed quasi repletum nimio
gaudio, non posse verbis explicare quod gaudet” (ϐλεσ οι πλαγιογραφόςεισ των
καύριων και εκπληκτικών επιςημϊνςεων τοϑ Αυγουςτύνου, δικϋσ μου), βλ. Enarr.
in Ps. xcix, 4 P.L. 37, c. 1272. Μεταφρϊζω : «Όταν κϊποιοσ αγαλλιϊ δεν εκφϋρει
ρόματα, αλλϊ μϊλλον ϋνασ όχοσ ηδονόσ δύχωσ ρόματα ςυνιςτϊ την ϋκφραςη :
διϐτι η φωνό εύναι η ηδονό και αγαλλύαςη τόσ ψυχόσ που διαχϋεται ϋξω,
καταδηλώνοντασ, ϐςο εύναι δυνατϐν, το αύςθημα τόσ εμπειρύασ πϋρα απϐ την
κατανϐηςη νοημϊτων. Ο χαύρων ϊνθρωποσ μϋςα ςτην ϋκςταςό του, ϋπειτα απϐ
κϊποια ρόματα τα οπούα δεν δϑνανται να λεχθοϑν και να καταςτοϑν κατανοητϊ,
ξεςπϊ εκφραςτικϊ ςε εκςτατικοϑσ όχουσ δύχωσ ρόμα΄ ϋτςι ώςτε να γύνει φανερϐ
ϐτι ϐντωσ αγαλλιϊ μϋςω τόσ ύδιασ του τόσ φωνόσ, που ωςτϐςο πεπληςμϋνοσ με
τϐςο εκςτατικό χαρϊ δεν δϑναται να εκφρϊςει με ρόματα αυτϐ για το οπούο
χαύρεται».
7
Αυτϐθι. ςημ. 1
εκκληςιαςτικόσ πύςτεωσ εύναι αδϑνατον να μη μονολογόςει :
ιδοϑ αληθινϐσ κυκεών ! Μια τουλϊχιςτον οχληρό ςϑγχυςη.
Μια δυςφορύα εγκλωβιςτικό.

Οι αναφορϋσ των Ιω. Φρυςοςτϐμου και Μεγ. Βαςιλεύου


ςτο θϋμα δεν ξεφεϑγουν, για ακϐμη μια φορϊ δυςτυχώσ, απϐ
τη γενικολογύα και την αςϊφεια, την ενοχλητικό κϊποτε
θολοϑρα, η οπούα επικρατεύ τϐςο ςτα παραπϊνω κεύμενα
τόσ πενθϋκτησ ΢υνϐδου και του Αγ. Νικοδόμου, ϐςο και ς’
εκεύνα νεωτϋρων ςυγγραφϋων που όδη παραθϋςαμε, π.χ.
των Αλυγιζϊκη, Μαυρϐπουλου, και πολλών πολλών ϊλλων.
Αυτϐ δεν μπορεύ παρϊ να ςυνηγορεύ ςτην αντύληψη ϐτι η
Εκκληςύα δεν εύχε ποτϋ τη διϊθεςη να αρθρώςει μια
θεολογύα τού μϋλουσ. Αρκϋςτηκε, δυςτυχϋςτατα και
αντιδεοντολογικϊ, ςε μια χρηςτικό αντιμετώπιςη τοϑ
μεταγωγικοϑ αυτοϑ οχόματοσ προςοικεύωςησ τόσ
οντολογύασ τοϑ Ευαγγελύου, προσ ξερό και απλό «ηδονό (!!!)
τοϑ απλοϑ (!!! ;;;) λαοϑ» και πιθανώσ πιο ευχϊριςτη (!)
διεκπεραύωςη τοϑ χρϐνου λατρεύασ και των «μηνυμϊτων»
τοϑ Ευαγγελύου, ωσ υποθϋτω. Αλόθεια, πώσ θεολογεύται εδώ
η αναφορϊ ςτην ηδονό ; Πώσ μπορεύ να γύνει ανεκτό η
μεγαλοπρεπόσ αυτό κυβύςτηςη ; Πώσ μπορεύ κανεύσ να βρει
ςτϋρεο ϋδαφοσ μϋςα απϐ αυτϐ το δϊςοσ γενικολογύασ και
αςϊφειασ ; Πώσ ερμηνεϑεται και τι ςημαύνει ο ϐροσ «απλϐσ
λαϐσ» ; Πϐςη απαξύωςη για τον εγγενό, -ωσ φαύνεται να
εικϊζει ο ςυντϊκτησ αυτοϑ τοϑ κειμϋνου-, ψυχιςμϐ τοϑ λαοϑ
υποδηλώνει η φρϊςη αυτό ; Πϐςη χειραγώγηςη,
πατερναλιςμϐ και εμπορικϐ ανταλλακτικϐ (!) πνεϑμα
διαφημιςτικόσ φανταςμαγορύασ και αςτραφτεροϑ
περιτυλύγματοσ υπεμφαύνει αυτϐ το μουςικϐ αγκύςτρι προσ
9
ϊγραν (!) τοϑ …βαςιλεύου ιερατεύματοσ των πιςτών και
παραμονό τουσ ςτο χώρο μιασ… παρατϊξεωσ, που
αγϊλλεται ςτη θϋα πιςτών και εϑκολα χειραγωγόςιμων
οπαδών ; Σο αναπϊντητο ςτα ερωτόματα αυτϊ πιθανϐν και
να δικαιολογεύ την κακοδαιμονύα περύ το ψϊλλειν, το όθοσ
ψαλμώδηςησ, την ανυπαρξύα θεολϐγηςόσ του και αςφαλώσ
την διαβρωτικό αταξύα περύ αυτϊ, η οπούα ϋχει επικρατόςει
και εγκαταςταθεύ, τουλϊχιςτον απϐ τη βαυαροκρατύα, ςτουσ
κϐλπουσ τόσ ελλαδικόσ Εκκληςύασ.
Πλην των αςαφειών περύ «θυμελικών αςμϊτων» και
«ορχόςεων (!) των χειρονομούντων»8, ό των «ατϊκτων
φωνών και βοών», για τα οπούα ποτϋ δεν θα μϊθουμε το
περιεχϐμενο των ϐρων τουσ και τι εννοοϑςαν οι ςυντϊκτεσ
αυτών των χαρακτηριςμών, οφεύλουμε να ςυμπληρώςουμε,

8
Αυτϐθι, ςημ. 1
ωσ μια γενικό ϋκθεςη των θεμϊτων που απαρτύζουν το
πρϐβλημα τοϑ ψϊλλειν, τη ςαφϋςτατη απαγϐρευςη τόσ
΢υνϐδου τόσ Λαοδικεύασ προσ τουσ πρακτικούσ λεγομϋνουσ
ψϊλτεσ. Η ΢ϑνοδοσ επιτϊςςει μετ’ εμφϊςεωσ ϐπωσ «μϐνοισ
τοισ κανονικούσ ψϊλταισ και απϐ διφθϋρασ επιτρϋπεται το
ψϊλλειν εν τη Εκκληςύα, ουχύ δε ετϋροισ.»9. Μια τϋτοια
οπτικό τοϑ θϋματοσ τοϑ ψϊλλειν ϋρχεται, με μια πρώτη
ματιϊ, ςε ευθεύα αντύθεςη με την αγιορειτικό, και ϐχι μϐνον
αςφαλώσ…, πρακτικό που εξϋθεςε παραπϊνω ο πατόρ
Ιϊκωβοσ ο Πρωτοψϊλτησ των Καρεών (βλ. αν. ςημ. 57).
Πρακτικό που, ϐπωσ όδη τονύςαμε, εκτϐσ τόσ
εκκληςιοκεντρικϐτητϊσ τησ αποτελεύ ϋναν απϐ τουσ
πιθανοϑσ «εξωγενεύσ» ϊξονεσ τοϑ αγιορειτικοϑ ϑφουσ και
τησ οντολογύασ που αυτϐ το ϑφοσ οικειώνει. ΢την πιθανό,
αςτόρικτη απϐ τα πρϊγματα, αντύθεςη ϐτι δεν γύνεται λϐγοσ
10
περύ μοναςτηριακών καθολικών και πιθανόσ εξαύρεςησ των
μοναςτικών κοινοτότων απ’ αυτό την υποχρϋωςη, θα
απαντοϑςαμε πωσ ακριβώσ η γενικϐτητα τοϑ κανϐνα και ϐτι
δεν κϊνει λϐγο για ιδιαύτερεσ περιπτώςεισ, μια και δεν
υφύςτανται ...ιδιαύτερεσ εκκληςύεσ, αποδεικνϑει την
καθολικό τησ ιςχϑ. Οϑτε πϊλι διαφαύνεται και ο ελϊχιςτοσ
υπαινιγμϐσ ό δύνεται και η παραμικρό αύςθηςη ϐτι
υποδηλώνεται, εν τινύ τρϐπω, ϋνα εύδοσ εξαύρεςησ απ’ αυτϐ
το καθόκον.
Εν πϊςη περιπτώςει, και ο πλϋον καλοπροαύρετοσ που
θα επιθυμοϑςε να βρει ϋνα μύτο τόσ Αριϊδνησ μϋςα ς’ αυτϐν
9
Βλ. Πηδϊλιον, Κανών ΙΕ΄ τησ εν Λαοδικεύα τοπικόσ ΢υνϐδου. Η ερμηνεύα τοϑ
κανϐνα απϐ τουσ ςυντϊκτεσ τοϑ Πηδαλύου θϋλει, ςελ. 426, «μϐνο οι ψϊλται οι
κανονικού», που μϊλιςτα εύναι και «χειροτονημϋνοι», να «αναβαύνουςιν επ’
ϊμβωνοσ και ψϊλλουςι με ψαλτικϊσ μεμβραύνασ ό και χαρτύνασ», διϐτι ςτην
αντύθετη περύπτωςη «αταξύα ακολουθεύ και χαςμωδύα εϊν ψϊλλη ϐποιοσ τϑχει
αμαθόσ.». Επύςησ, βλ. Παντελεόμονοσ Καρανικϐλα, ςελ. 481.
τον λαβϑρινθο θα αναφωνοϑςε αγχωμϋνοσ : «Σρικυμύα εν
κρανύω εισ τα περύ το ψϊλλειν !». Ασ δοϑμε αν υπϊρχει
δυνατϐτητα να αποςαφηνιςτοϑν κϊποια πρϊγματα. Κατ’
αρχϊσ, το περιεχϐμενο των ϐρων που οικοδομοϑν αυτϋσ τισ
ςυνοδικϋσ προτϊςεισ μϊσ εύναι ολϐτελα αδιαλεϑκαντο. Σύ
ςημαύνουν ςε τελευταύα ανϊλυςη ο «βιαςμϐσ τόσ φωνόσ», η
«κραυγό» που «εκβιϊζεται», η «ϊτακτη βοό», η
«παρακϊλεςισ», το «ταπεινϐ και κατανενυγμϋνο όθοσ», τα
«οικεύα και αρμϐδια ςτην εκκληςύα» ϊςματα/μϋλη, η
«κατϊνυξη» ςτον τρϐπο εκφορϊσ τοϑ μϋλουσ, τα
«γυναικοπρεπό μϋλη και μινυρύςματα», η των «μελωδιών
ποικιλύα» που εύναι «υπερβολικό» και καταλόγει ςε
«πορνικϐ ϊςμα», η «δυνατό» εκφορϊ των μελών, η
«ςϑντομη» και γι αυτϐ «νοςτιμώτερη» ψαλμώδηςη των
κρατημϊτων, και προπαντϐσ οι πρακτικού και οι «απϐ
11
διφθϋρασ» ψϊλλοντεσ που «χορευτικϊ χειρονομοϑν» ;
Επιχειρώντασ, εντελώσ απτϊ και ρεαλιςτικϊ, ωσ προτϊςςει
πϊντα νομύζω το εκκληςιαςτικϐ φρϐνημα, να κατανοόςουμε
αυτό την ορολογικό ομοβροντύα θα λϋγαμε πωσ το
εξαιρετικϊ κακϐγουςτο και ανυπϐφορο κιτσ τόσ τερϊςτιασ
ϋνταςησ των μεγαφώνων ςτουσ ναοϑσ, που η χρόςη τουσ
ϋχει οριςτικϊ παγιωθεύ ςτην ενοριακό πρακτικό, εντϊςςεται
ςε ϐ,τι εννοεύται με τον ϐρο «δυνατϊ» ; Σο ύδιο και το
μικρϐφωνο εντϐσ τοϑ ναοϑ ; Σο ύδιο, φυςικϊ, και η ϋνταςη
τόσ φωνόσ τοϑ πρωτοψϊλτη και τόσ χορωδύασ του ό, για να
μιλόςουμε και πϊλι μουςικολογικϐτερα, η πλόρησ εκτϋλεςη
(αδιαφϐρωσ τόσ ποιότητασ τού τρόπου τόσ εκφορϊσ τουσ
εννοώ) των χειρονομικών ενεργειών και ϊλλων ςυςτατικών
τοϑ μϋλουσ, τα οπούα «απλώνουν» τη φωνό και την
«ανούγουν» με αποτϋλεςμα να εκδιπλώνεται πιο διευρυμϋνα
και με «ϋνταςη/δϑναμη» ; Κι ϐλα αυτϊ αντιςτρατεϑονται
εκεύνο που υποδηλώνουν οι ϐροι «ταπεινϐ, κατανενυγμϋνο,
και παρακλητικϐ/προςευχητικϐ» τρόπο ψαλμώδηςησ τοϑ
μϋλουσ ; Σα «γυναικοπρεπό μϋλη» μόπωσ δεν εύναι ϊλλο
απϐ τη μαλακό χρϐα των μελών ό όχων ϐπωσ ο πλϊγιοσ τοϑ
δευτϋρου και οι ςυχνϐτατεσ μετατροπύεσ διατονικών
διαςτημϊτων (και όχων) ςε χρωματικϊ διαςτόματα (και
όχουσ) εντϐσ ενϐσ και τοϑ αυτοϑ μαθόματοσ/μϋλουσ, για την
πρϐκληςη, ϐπωσ όδη αναφϋραμε αλλοϑ, λογόσ
«ιμπρεςςιονιςτικών» εντυπώςεων χρόςιμων και προσ τη
ςυγκύνηςη/κατϊνυξη που αναφϋρει ο Μαυρϐπουλοσ
(«αναδεικνϑει μεν τα αιςθόματα των πιςτών, ενώ
παρϊλληλα προφυλϊςςει απϐ την αιχμαλωςύα ςε
ςυναιςθόματα.»)10 και κυρύωσ προσ την οντολογικό δεξύωςη

10
΢το μεςτϐ για τη νεοελληνικό αυτογνωςύα, και ϐχι μϐνον, βιβλύο τοϑ Δημ.
Μαυρϐπουλου (Βλ. Δημ. Μαυρϐπουλοσ, Διερχϐμενοι δια τοϑ ναοϑ, εκδ. 12
ΔΟΜΟ΢, 12009. ) υπϊρχουν οι οφειλϐμενεσ αναφορϋσ ςτο εκκληςιαςτικϐ μϋλοσ,
ςτην καθ’ ημϊσ μουςικό ακριβϋςτερα. Δυςτυχώσ, για ακϐμη μια φορϊ, εύναι
ελλιπϋςτατεσ τϐςο που ςχεδϐν να μοιϊζουν ανϑπαρκτεσ. Και ουςιαςτικϊ μϋνει
αθεολϐγητη/αφιλοςϐφητη η ελληνικό μουςικό. Μϊλιςτα, εδώ το επύθετο
ελληνικό ϋχει και ςπουδαιϐτατη θεολογικό βαρϑτητα, θεολογικό ιδιαιτερϐτητα,
αν κανεύσ απλϊ αναλογιςτεύ ϐτι ο χώροσ τόσ καθ’ ημϊσ Ανατολόσ
διαφοροποιεύται μουςικϊ απϐ το αντύςτοιχα ορθϐδοξο ρωςικϐ μουςικϐ
υπϐδειγμα, αλλϊ και βεβαύωσ απϐ τισ πιο ςημιτικϋσ εκδοχϋσ τοϑ «βυζαντινοϑ»
μϋλουσ που αναπτϑχθηκαν ςε ορθϐδοξα αραβικϊ περιβϊλλοντα ό ακϐμη
περιςςϐτερο, μεταγενϋςτερα, ςτην αντύπερα ϐχθη τοϑ Ατλαντικοϑ. Αθεολϐγητη,
λοιπϐν, η καθ’ ημϊσ μουςικό. Κι αυτϐ αδικεύ και το βιβλύο και το ςυγγραφϋα του.
Ψςτϐςο, αυτϐ το βλϋπω πια ςαν μια κοινό κατϊρα, μια επώδυνα κοινό ϋλλειψη.
Εύναι φυςικϐ απϐ ϋναν θεολϐγο, ϐπωσ ο Μαυρϐπουλοσ, και ϐχι μουςικϐ, ϐπωσ οι
προαναφερθϋντεσ, να περιμϋνει κανεύσ την επανϊληψη τοϑ αφιλοςϐφητου τόσ
καθ’ ημϊσ μουςικόσ. Ψςτϐςο, οι ελϊχιςτεσ παρατηρόςεισ του θα μασ
χρηςιμεϑςουν εδώ και θα προςπαθόςουμε να τισ εκμεταλλευτοϑμε. Αρχικϊ μια
εκτϐσ μουςικοϑ πλαιςύου παρατόρηςό του, η οπούα κρύνω γϐνιμα
εκμεταλλεϑεται μουςικϊ. Γρϊφει : «…ςτην Εκκληςύα μασ υπϊρχει μύα ϊλλη
παρϊμετροσ. Επιτρϋψετε μου να νομύζω ϐτι μϐνο ςτην ορθϐδοξη παρϊδοςη
υπϊρχει αυτό η παρϊμετροσ. …Εύναι η παρϊμετροσ τόσ εικονολογικόσ
αντιλόψεωσ τοϑ κϐςμου. Η ορθϐδοξη παρϊδοςη αντιλαμβϊνεται τον κϐςμο
εικονολογικϊ.»(ενθ. αν. ςελ. 190). Θα το τεντώςω περιςςϐτερο εγώ και θα πω
ϐτι αυτϐ εύναι ύδιον τόσ ελληνικόσ πνευματικόσ παρϊδοςησ απϐ την εποχό τοϑ
Ομόρου. Ασ εύναι. Δεν επεκτεύνομαι. Η τοποθϋτηςη αυτό τοϑ ςυγγραφϋα ϋρχεται
αρωγϐσ και κατϊ ϋνα τρϐπο επικυρώνει τη θϋςη μου ςτο κεύμενο αυτϐ πωσ η
ελληνικό μουςικό, η καθ’ ημϊσ μουςικό, και η ελληνικό μελωδύα ό κϊθε ϊλλο
γνώριςμα τόσ μουςικόσ μασ, αποτυπώνει και απεικονύζει απϐ τη μια τη λεγομϋνη
ελληνικϐτητα, τον ελληνικϐ ψυχιςμϐ, την ελληνικό πνευματικό ταυτϐτητα και
απϐ την ϊλλη προτεύνει αυτό την ταυτϐτητα ωσ πρόταςη οικουμενικού
βεληνεκούσ ςτον υπϐλοιπο κϐςμο, θεωρώντασ ϐτι μϋςα τησ, μϋςα ς’ αυτό την
εντοπιϐτητα, ςτην ιθαγϋνεια, ϋχει περικλειςτεύ μια θϋαςη τοϑ ςϑμπαντοσ
Κϐςμου. Με τα ϐπλα τοϑ επιμϋρουσ, τησ ιθαγϋνειασ, ϋχει ςαρκωθεύ μια ειδικό
αντύληψη τοϑ Καθϐλου, τησ Κοςμικόσ Πραγματικϐτητασ. Η (ελληνικό)
εντοπιϐτητα φιλοδϐξηςε να ςαρκώςει, ϊςχετα πϐςο επιτυχώσ ό ανεπιτυχώσ, την
Παντοπύα, το Εύναι. ΢την περύπτωςη, μϊλιςτα, τόσ Μουςικόσ, που θα
χαρακτόριζα και την πλϋον εϑκολη και θετικιςτικό για ταυτοτικοϑσ
προςδιοριςμοϑσ, αυτϐ γύνεται με ολϐτελα χειροπιαςτοϑσ, ψηλαφητοϑσ,
ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΟΤ΢ ϐρουσ, που θα τουσ ζόλευε και ο πλϋον φανατικϐσ
τεχνοκρϊτησ. Δια του οχόματοσ τόσ μουςικόσ μπορεύ με αςφϊλεια να ςυςταθεύ
θετικϐσ, αποδεικτικϐσ, λϐγοσ περύ ελληνικϐτητασ. ΢υνεπώσ, εξειδικεϑοντασ, αν 13
αυτϊ που περιγρϊψαμε ωσ γνωρύςματα τόσ ελληνικόσ μελωδύασ εύναι ϐντωσ ϋτςι,
τϐτε, δια των εικονολογικών μασ εθιςμών, προκϑπτει πωσ εξεικονύζουν το
ελληνικϐ πνευματικϐ γονιδύωμα, την ελληνικό θϋαςη τοϑ κϐςμου. ΢την
προκειμϋνη περύπτωςη, παραδεύγματοσ χϊριν, το
(μουςικό/φθογγικό/παραςημαντικό) ςυνεύναι (των φθϐγγων ςτη μουςικό μασ
γραφό), το γνωςτϐ χαώντεγκεριανϐ mit-sein, ωσ ϊξονα ςύςταςησ τοϑ
(φθογγικοϑ/μουςικοϑ) προςώπου μασ και οϑτω καθεξόσ. Και φυςικϊ, ϐπωσ
ξαναεύπαμε και τονύςαμε, ϐ,τι ςτη μουςικό ϋτςι και ςτουσ θεςμοϑσ, την
κοινωνικό και οικονομικό ζωό, τον πολιτιςμϐ εν γϋνει. Οι επϐμενεσ
παρατηρόςεισ του βρύςκονται και κινοϑνται αμιγώσ μϋςα ςτα πλαύςια τόσ
μελϋτησ μασ και ενιςχϑουν ϐςα διατυπώςαμε ςτισ ςελύδεσ τησ. Γρϊφει ςτο
κεφϊλαιο «Σα αναλϐγια, ο δρϐμοσ τόσ πούηςησ και του μϋλουσ» :
«Ο…δογματικϐσ χαρακτόρασ αυτόσ τόσ πούηςησ διαςώζει και υπομνηματύζει
ςυνεχώσ το περιεχϐμενο τόσ οδοϑ τόσ ςωτηρύασ. Δεν λειτουργεύ δηλαδό ωσ
τϋχνη αυτϐνομα, αλλϊ υπηρετεύ τα ουςιώδη τόσ ζωόσ.» (ενθ. αν. ςελ. 299 κ.ε.).
Για να παραθϋςει ςτη ςυνϋχεια το εξόσ καύριο απϐ τον Μεγ. Βαςύλειο : «Σο εκ
τησ μελωδύασ τερπϐν τοισ δϐγμαςι εγκατϋμειξεν.» (Βλ. PG 29, 212B.). Προσ το
παρϐν δεν θα εμπλακώ ςτο ςχολιαςμϐ τοϑ αυτϐνομου ό μη τόσ μουςικόσ τϋχνησ
ό τόσ δυνατϐτητϊσ τησ να αυτονομηθεύ και να λειτουργόςει αφ εαυτοϑ απϐ την
ύδια τη φϑςη τόσ Σϋχνησ εν γϋνει. Αυτϐ που ενιςχϑει εδώ τισ απϐψεισ μασ εύναι
ϐτι η μουςικό αυτό, η μουςικό μασ, ϐπωσ και κϊθε μουςικό κϊθε ϊλλου λαοϑ,
μιλϊ και εικονύζει μιαν ειδικόν οντολογύα – εδώ την ελληνικό –, και ϐτι εύναι
αυτονϐητο πωσ αν διαςτραφεύ και παραχαραχθεύ η μουςικό αυτό, διαςτρϋφεται,
εν τω ϊμα, και παραχαρϊςςεται και η οντολογύα που αυτό εκφρϊζει, με ςαφεύσ
ςυνέπειεσ για τουσ ακροατϋσ και τον τρόπο τοϑ βύου τουσ, μια που αυτονοότωσ
ςτο παραπϊνω χωρύο τοϑ Μεγ. Βαςιλεύου γύνεται λϐγοσ περύ «ακοόσ» που
υποδϋχεται (οντολογικό) διδαςκαλύα. Ωλλωςτε, εύναι γνωςτϐ νομύζω πωσ το
δϐγμα ό η οντολογύα, η φιλοςοφύα, ϋχει τη δυνατϐτητα να μπαύνει απϐ τ’ αυτιϊ ό
τα ρουθοϑνια ό τισ ϊκρεσ των δακτϑλων και ϐχι αποκλειςτικϊ απϐ τισ πϑλεσ τοϑ
βαςιλεύου τοϑ εγκεφϊλου, ιδωμϋνου μϊλιςτα παρα-ποιητικϊ ωσ αφαιρετικοϑ
νοηςιαρχικοϑ εργαλεύου. Ακριβώσ ϐπωσ γύνεται να ξϋρει, να γνωρίζει κϊποιοσ αν
ϋνα φαγητϐ εύναι καλϐ, εϑγεςτο, επιτυχημϋνο, απϐ την …αφό ό την ϐςφρηςη
μϐνον, πριν περϊςει ςτο χώρο τησ γεϑςησ, κι αυτϐ που λϋω το αντιλαμβϊνονται
ϊριςτα οι ποιητϋσ, οι μϊγειρεσ και οι εςτιαζϐμενοι. ΢υνϋπειεσ, λοιπϐν, για τον
τρϐπο τοϑ βύου. Γι αυτϐ ϊλλωςτε κϊναμε λϐγο για ϑφοσ, όθοσ, και
πλαςτογραφικό ανοηςύα εκτϋλεςησ τοϑ μϋλουσ. Εύναι ενδεικτικϐ ϐτι απϐ ϋναν
τϐμο 356 χονδρικϊ ςελύδων, που φιλοδοξεύ κατόχηςη ενηλύκων μϊλιςτα και που
ανούγεται κατϊ κϐρον και διαφωτιςτικϊ ςε οντολογικϋσ και ϊλλεσ θεϊςεισ
παρουςιϊζοντασ γλαφυρϊ και με δημιουργικϐ πνεϑμα τα εκκληςιαςτικϊ
πρϊγματα, ο πϊντοτε προςφιλόσ ςυγγραφϋασ αφιϋρωςε μϐνο 7 ςελύδεσ ςτο 14
μϋλοσ (!), περιοριζϐμενοσ-κλεινϐμενοσ κυρύωσ ςτην απλό, ςυμβατικό και κατϊ
ϋνα τρϐπο ουδϋτερη ϋκθεςη-παρουςύαςη ϐρων και πραγμϊτων και ιςτορικόσ
εξϋλιξησ τόσ εν γϋνει εκκληςιαςτικόσ μελικόσ πρακτικόσ. Ουςιαςτικϊ, ϐμωσ,
μϐνο δϑο μικρϋσ παρϊγραφοι μϋςα ς’ αυτϋσ τισ 7 ςελύδεσ αφοροϑν με τρϐπο
ζωτικϐτερο ςτο θϋμα μασ : το μέλοσ. Εύναι πρϊγμα ϊξιον απορύασ και ςυνϊμα
αρκετϊ ενοχλητικό, παραλλόλωσ δε καύρια ενδεικτικό, αυτό η δυςτοκύα-
δυςπραγύα εισ τα περύ την καθ’ ημϊσ μουςικό, τη ςτιγμό μϊλιςτα που ϋνα ϊλλο
ςκϋλοσ τόσ (εκκληςιαςτικόσ) Σϋχνησ, η εικονογραφύα, θεολογεύται και
ςχολιϊζεται ςτο βιβλύο επαρκώσ και οπωςδόποτε αςυγκρύτωσ εκτενϋςτερα. Η
δεϑτερη, που αμϋςωσ παραθϋτουμε, καταλαμβϊνει την τελευταύα παρϊγραφο (!)
τόσ 7ησ και τελευταύασ ςελύδασ τοϑ κεφαλαύου (ενθ. αν. ςελ. 306). Και εύναι η πιο
γϐνιμη. Και μϊλιςτα η αρωγό που μϊσ προςφϋρει ςε ϐ,τι παραπϊνω γρϊψαμε
περύ ςυναιςθηματιςμοϑ, ψυχολογιςμοϑ κλπ, εύναι εξϐχωσ ςημαντικό. Για ακϐμη
μια φορϊ, ϋχουμε την επιμαρτϑρηςη πωσ τα αδϐμενα δεν ςτοχεϑουν
ςυναιςθηματικϊ και ψυχολογικϊ, αλλϊ προφυλϊςςουν απϐ ςυναιςθηματικϋσ
«αιχμαλωςύεσ». Μεταξϑ ϊλλων, κατατοπιςτικών για τουσ κατηχουμϋνουσ
πραγμϊτων, και θϋτοντασ ειςαγωγικϊ πϊντα ςτο ϐρο «βυζαντινό» μουςικό…,
γρϊφει : «Ο μονοφωνικϐσ αυτϐσ χαρακτόρασ παρόγαγε και διατηρεύ ϋνα ϑφοσ
που αναδεικνϑει μεν τα αιςθόματα των πιςτών, ενώ παρϊλληλα προφυλϊςςει
απϐ την αιχμαλωςύα ςε ςυναιςθόματα.». Διαφωνώ κϊθετα με τη θϋςη ϐτι
αποκλειςτικϊ ςτο μονοφωνικϐ χαρακτόρα οφεύλεται η αποφυγό ςτο
τοϑ Ακτύςτου ; Η «υπερβολικό ποικιλύα» μόπωσ εύναι ο
πακτωλϐσ, κυριολεκτικϊ, των ςημαδιών που «ςτόνουν» τη
μουςικό ϋκφραςη των δογμϊτων, τοϑ ποιητικοϑ λϐγου και
τόσ γλώςςασ, των χειρονομιών δηλονϐτι, που πλην των
ημετϋρων θεωρητικών, ςτουσ οπούουσ μπορεύ να καταφϑγει
εϑκολα ο αναγνώςτησ, φτϊνει ο δυτικϐσ ερευνητόσ11 να τα
αριθμεύ κατϊ δεκϊδεσ, μϋχρι να υπολογύζονται χονδρικώσ ςε

ςυναιςθηματικϐ, νηπιώδη κϊποτε, εγκλειςμϐ. Όχι. Εύναι ο ΣΡΟΠΟ΢ τόσ


μονοφωνύασ και τησ εκφορϊσ τοϑ μϋλουσ που το επιτυγχϊνει αυτϐ, ϐχι αυτό
καθαυτό η μονοφωνύα, που ϊλλωςτε την ϋχουμε κυριολεκτικϊ «λουςτεύ»
πολυτρϐπωσ ςτουσ ναοϑσ…, ϐπου κϊποτε φτϊνουν να …τετραφωνοϑν
αςυςτϐλωσ, δηλώνοντασ ςιωπηρϊ και με την ανοχό των πϊντων ϐτι
…«διατηροϑν» το εκκληςιαςτικϐ όθοσ ! Επιπλϋον, απορώ με το εξαιρετικϊ
βαρυςόμαντο ρόμα «διατηρεύ» που χρηςιμοποιεύ, μια και το
εκκληςιαςτικϐ/ενοριακϐ αςτικογενϋσ κιτσ κϊθε ϊλλο παρϊ «διατηρεύ» το ϑφοσ
εκεύνο που ιςοκρατοϑςε και υποδόλωνε οντολογύα, που ςτϐχευε ςτην οικεύωςη
τοϑ Εύναι και ϐχι ςτο διαλϊλημα μιασ χριςτιανικόσ τώρα ηθικολογύασ μϋςα ςε 15
τϐςεσ ϊλλεσ. Σουναντύον, εύναι κοινϐσ τϐποσ η ϋκπτωςη τοϑ όθουσ τοϑ μϋλουσ
ςε ηθικολογύα, ιδεολογύα, αυθεντύα κι ατομοκρατικό ανοηςύα/αυθαιρεςύα απϐ
τοϑ ψαλτικοϑ ϊμβωνοσ. Ψςτϐςο, αυτϐ που ενδιαφϋρει εδώ τη μελϋτη μασ εύναι η
τοποθϋτηςη ϐτι το ϑφοσ τόσ καθ’ ημϊσ μουςικόσ δεν μπορεύ να εγκλωβιςτεύ
μϋχρι αςφυξύασ ςτο χώρο των ςυναιςθημϊτων, αλλϊ υποδηλώνει υπαρξιακϋσ,
οντολογικϋσ εμβιώςεισ και θεϊςεισ. Αυτϐ, κρύνω, και μϐνο εύναι το ςτοιχεύο που
θα μποροϑςε να ενδιαφϋρει τουσ ςϑγχρονουσ ανθρώπουσ. Αλλιώσ, υπϊρχουν
πολϑ καλϑτερα εξιταριςτικϊ εκκληςιαςτικϊ τραγουδϊκια, που εκτοξεϑουν ςτο
ζενύθ το ςυναύςθημα και τη ψυχολογικό εμπλοκό, ςτουσ λογόσ προτεςταντικοϑσ
χώρουσ τόσ Αμερικόσ κυρύωσ. Προςοχό ! Δεν υποτιμώ τύποτε. Δεν υποβιβϊζω το
παραμικρϐ. Δεν απαξιώνω τύποτε και καμύα πρακτικό. Μιλώ απλϊ για την
ελληνικό ιδιοςυςταςύα και τα γνωρύςματϊ τησ. Κι αν ϋτςι, τϐτε οφεύλω να
αναφϋρομαι και ςτισ αλλοιώςεισ ό ςτισ εκπτώςεισ τησ. Και με αυτϊ τα αναγκαύα
εφϐδια που παρϋχουν τα παραπϊνω λεγϐμενα περνοϑμε επιςόμωσ ςτο
αγιορειτικϐ ϑφοσ, μια που ϋχουμε πια τισ μαρτυρύεσ εκεύνεσ που δεύχνουν να
οριοθετοϑν το χώρο μεταξϑ εκκληςιαςτικοϑ (ελληνικοϑ μουςικοϑ τρϐπου εν
γϋνει, θα ϋλεγα) ϑφουσ-όθουσ-τρϐπου και τησ παραφθορϊσ του.
11
Βλ.Εgon Wellesz “A history of byzantine Music and Hymnography”, ςελ. 261-
310 και ειδικϐτερα ςελ. 294-300, Oxford Clarendon Press, 1998, ϐπου εκτϐσ τόσ
καταμϋτρηςησ των «μεγϊλων υποςτϊςεων» αφόνονται εκτόσ καταρύθμηςησ
πλόθοσ ακϐμη ςημαδοφώνων με χειρονομικό λειτουργύα.
καμιϊ… πενηνταριϊ (!) και βϊλε… ; Η «ςϑντομη και
νοςτιμώτερη» ψαλμώδηςη των μελών (ςτο ςυνοδικϐ
υπομνηματιςμϐ που επιχειρεύ το Πηδϊλιο ο λϐγοσ, ϐπωσ
εύδαμε, γύνεται περύ κρατημϊτων, ωςτϐςο γιατύ να μην
υποθϋςει κανεύσ μια γενικϐτερη, λανθϊνουςα ςτη
διατϑπωςη, θεώρηςη των μαθημϊτων/μελών ;…)
παραπϋμπει ςε μονοπωλιακϐ ςχεδϐν ρϐλο τοϑ ειρμολογικοϑ
ό ϋςτω ςϑντομου ςτιχηραρικοϑ μϋλουσ ; Σα «οικεύα και
αρμϐδια» μϋλη, εκκληςιαςτικώσ, εύναι εκεύνα που
ςτεροϑνται μελιςμών, χρόςεωσ χρωματικών διαςτημϊτων,
ϋκφραςησ τόσ ενϋργειασ των χειρονομιών ό ακϐμη ευνοοϑν
την ανυπαρξύα των τελευταύων ; Ο «βιαςμϐσ τόσ φωνόσ, η
κραυγό και οι χειρονομικϊ χορεϑοντεσ» εύναι μόπωσ η
πλόρησ και αναπεπταμϋνη εκφορϊ μιασ παρακλητικόσ,
λϐγου χϊρη, μιασ οξειβϊρειασ, μιασ πεταςτόσ, ενϐσ
16
«γυναικοπρεποϑσ» (!...) λυγύςματοσ ό ϊλλων παρϐμοιων
ςτοιχεύων τόσ μουςικόσ ϋκφραςησ, που ϐπωσ και παραπϊνω
εύδαμε12 ςτηλιτεϑονται ακϐμη και ςόμερα («το λεγϐμενο
Αγιορεύτικον εύναι χορευτικό», και γι αυτϐ απϊδει τοϑ γνηςύου
(;) εκκληςιαςτικοϑ ϑφουσ !…) ; Η θεατρικϐτητα και
θυμελικϐτητα δεν εύναι ϊλλη απϐ εκεύνη που οικοδομοϑν
αυτϊ τα ςτοιχεύα ϋκφραςησ ; Ο «ταπεινϐσ και
κατανενυγμϋνοσ/παρακλητικϐσ» τρϐποσ ψαλμώδηςησ, το
προςευχητικώσ ψϊλλειν, απαιτεύ ψαλτικϋσ φωνϋσ που
αποδύδουν ςτο μιςϐ τόσ ιςχϑοσ τουσ, γενικϊ ςϑντομεσ
χρονικϋσ αγωγϋσ, ϋντονη ροπό ςτη μη ποικιλματικϐτητα,
διατονικϐ γϋνοσ, γραμμικϐτητα, κατϊ ϋνα τρϐπο, τόσ
μελωδύασ και αποφυγό των ςυςτροφών, κυματιςμών και

12
Βλ. Γ. ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑ΢, Η ψαλτικό τϋχνη ςτη διϊρκεια του 20ου αιώνα,
http://www.ekklisiastikos.gr/2013/07/20.html (προςπελϊςτηκε 21-1-2015).
ελικοειδοϑσ πορεύασ τησ που ςχολιϊςαμε παραπϊνω ; Η
«κατϊνυξη» πϊλι μόπωσ απαιτεύ ϑφοσ δϋουσ ανϊμεικτου με
θρόνο και αν εύναι ϋτςι πώσ δομοϑνται αυτϊ μουςικώσ ; Αν

17

προςπαθόςει να βρει κανεύσ κϊποια τεχνικϊ/μουςικϊ


διατυπωμϋνη ϊποψη τόσ Εκκληςύασ ς’ αυτϊ θα
απογοητευθεύ ςφϐδρα. Ακϐμη περιςςϐτερο, φυςικϊ, αν
επιζητόςει, ωσ «ϋλαφοσ διψώςα», να βρει και το αμυδρϐν
απόχημα ϋςτω μιασ θεολϐγηςόσ τουσ. Κι αφοϑ δεν
προςφϋρονται ϐλα αυτϊ εύναι λογικϐ, και ύςωσ επωφελϋσ, να
ειςερχϐμαςτε ςε δεϑτερεσ ςκϋψεισ. Ποιεσ ; Να μύα : μόπωσ η
επιμελώσ ςτενογραφικό μασ μουςικό γραφό ϋχει την
καταγωγικό αιτύα τησ ςτισ παραπϊνω ςυνοδικϋσ αςϊφειεσ
και αοριςτολογύεσ ; Μόπωσ η παραςημαντικό μασ γραφό
«ςτόθηκε» κατ’ εικϐνα και ομούωςη των προαναφερθϋντων
κανϐνων ; Και, εν τϋλει, μόπωσ εύναι καλϐ που ςτόθηκε ϋτςι
αυτό η γραφό και μόπωσ ϐλεσ αυτϋσ οι δϑςχρηςτεσ
αςϊφειεσ, με μια πρώτη ϋςτω ματιϊ, εύναι και ςκϐπιμεσ και
καλϋσ και υπϐρρητα απελευθερωτικϋσ (υπερφυώσ) ; Διϐτι,
ϐπωσ και να το κϊνουμε, η ςτενογραφικό γραφό των μελών
ευνοεύ, ϋωσ ϋνα βαθμϐ, την «αςϊφεια» εκφορϊσ τουσ κι
αυτϐσ, ϊλλωςτε, εύναι και ο λϐγοσ των μουςικών
μεταρρυθμύςεων ςτη γραφό ύςαμε την εποχό των τριών
18
διδαςκϊλων. Να και μύα ϊλλη : η ύδια η ςυνόθεια και η
πρακτικό τόσ Εκκληςύασ παρουςιϊζει μια, κατϊ τη γνώμη
μου πϊντα, έξοχη αςυμφωνία με τον ύδιο τον εαυτϐ τησ,
ϐπωσ αυτϐσ εκφρϊζεται ςτουσ κανϐνεσ των ΢υνϐδων που
αναφϋραμε, αφοϑ και οι πρακτικού ψϊλτεσ (το μονοπωλιακϐ
ςχεδϐν πολύτευμα που επικρατεύ ενοριακϊ…), οι μη «απϐ
διφθϋρασ» ψϊλλοντεσ, βρύςκονται επύ το ϋργον και οι
ειδόμονεσ ό μη τόσ καθ’ ημϊσ μουςικόσ χειρονομοϑν
«χορευτικϊ», ϋςτω κι αν εκφρϊζεται αντύθεςη ςτουσ
χορευτικοϑσ» τρϐπουσ εκφορϊσ τοϑ μϋλουσ, και
ποικιλματικϐτητα/μελιςματικϐτητα υπϊρχει ςτα μϋλη και
ανούκειεσ, δυςτυχώσ, πρακτικϋσ εφαρμϐζονται
δυναςτευτικϊ, ϐπωσ εκεύνεσ των κραυγών, φωνών, και
μεγαφωνικών, «δυνατών», ψαλμωδόςεων. Αν, κατϊ ϋθοσ,
ϋςπευδε κϊποιοσ να μιλόςει για εκκληςιαςτικό «οικονομύα»,
ϋνα ϋμπλαςτρο που τύθεται ςυνόθωσ και γρόγορα ςε λογόσ
αταξύεσ, θα θεωροϑςα ϐχι μϐνο αςτόρικτη την ϊποψη αλλϊ
και καταγϋλαςτη, μια που οι πρακτικϋσ αυτϋσ αντιβαύνουν,
δύχωσ περιςτροφϋσ, ςε ςαφώσ εκφραςμϋνουσ κανϐνεσ και
ςυνοδικϋσ «ντιρεκτύβεσ», που ςτο κϊτω-κϊτω ό γύνονται
ςεβαςτϋσ και ακολουθοϑνται διϐτι οριοθετοϑν την εμπειρύα
του ΢ώματοσ, ό εγκαταλεύπονται και αφόνουν απϐ τη μια
περιθώρια εγκαθύδρυςησ αλλοιώςεων και παραμϐρφωςόσ
του και απϐ την ϊλλη περιθώρια αναςτοχαςμοϑ τόσ
ςυντονιςμϋνησ αλόθειασ τουσ με την ύδια τη φϑςη των
πραμϊτων. Δεν υφύςταται, λοιπϐν, «οικονομύα», αλλϊ
ςαφόσ υπϐρρητη αντύπραξη που υπακοϑει ςτισ ύδιεσ τισ
προςκλόςεισ τοϑ ζην. Κι αυτϐ εύναι κακϐ ό ολύςθημα ; Κϊτι
επιβλαβϋσ μόπωσ ; Σουναντύον. Ϊςτω και μϋςα ςτο φϑρδην-
μύγδην τοϑ τρϐπου του εύναι κϊτι γϐνιμο και δημιουργικϐ,
διϐτι ςτην αντύθετη περύπτωςη θα δηλωνϐταν πωσ ο
19
ϊνθρωποσ πλϊςτηκε για το ΢ϊββατο και ϐχι το ΢ϊββατο για
τον ϊνθρωπο13. Μα μόπωσ, τελικϊ, υφύςταται μια ςιωπηρό
θεολογύα τοϑ μϋλουσ απϐ την Εκκληςύα, ϋςτω και ϋωσ ϋνα
βαθμϐ, που καλεύται κανεύσ να την αντικρύςει και
αντιληφθεύ ς’ αυτϋσ καθαυτϋσ τισ αθεολϐγητεσ πρακτικϋσ
τησ ; Πϊντωσ ακϐμη κι ϋτςι, μοιϊζουν να εύναι πολλϊ εκεύνα
που ϋχουν μεύνει αδιαλϐγητα. Ποια ϐμωσ θα μποροϑςε να
εύναι η θεολογύα τόσ μουςικόσ ϋκφραςησ και πωσ η ςϑςταςη
τοϑ μϋλουσ θα μποροϑςε να εδραιωθεύ ςτην ευαγγελικό
αποκϊλυψη, - πρϊγμα που αποτελεύ και το θϋμα τοϑ
παρϐντοσ κεφαλαύου ;

Νομύζω πωσ ϊλλοσ δρϐμοσ, - αφοϑ Αυτϐσ «η οδϐσ, η


θϑρα»14 και προπαντϐσ ο Λϐγοσ15 τόσ ύδιασ τόσ ςυςτϊςεωσ
13
Βλ. Μαρκ. 2,27
14
Βλ. Ιω. 14,6 10,9 αντιςτούχωσ
τησ (εκκληςιαςτικόσ) μελουργύασ, απϐ τη
Χριςτοκεντρικότητα αυτόσ τόσ κρηπύδωςησ τοϑ μϋλουσ δεν
υπϊρχει και δεν νοεύται να υπϊρχει. Σο (εκκληςιαςτικϐ)
μϋλοσ εδρϊζεται ςτο Φριςτϐ. Κι αν ϋτςι, τϐτε ςυνεπαγωγικϊ
η Φριςτοκεντρικϐτητα αυτό υποδηλώνει αυτομϊτωσ
εκκληςιοκεντρικϐτητα, αφοϑ, για να παραφρϊςω το γνωςτϐ
Solus christianus nullus christianus, τϐτε ο Φριςτϐσ θα
αυτοακυρωνϐταν καθώσ Solus Christus sive corpus ejus
nullus Christus. Σο θεμελιώδεσ υπόδειγμα εύναι εκεύνο που
δύνουν αποκλειςτικϊ οι ευαγγελικϋσ περιγραφϋσ ςχετικϊ με
την πολιτεύα τού Χριςτού. Μολαταϑτα, το φλϋγον θϋμα ςτην
παροϑςα πραγμϊτευςη τοϑ τρόπου τού ψϊλλειν εύναι ποιϐ θα
μποροϑςε να εύναι αυτϐ το υπϐδειγμα και πώσ αυτϐ αφορϊ
ς’ αυτϐν καθαυτϐν τον τρϐπο τοϑ ψϊλλειν ; Νομύζω πωσ
εύναι προφανϋςτατη η φαινομενολογύα που δομοϑν τα
20
Ευαγγϋλια. Ο Φριςτϐσ παρουςιϊζεται να κινεύται μεταξϑ
ΔΤΟ πϐλων. Απϐ τη μια εύναι η ϋρημοσ16. Απϐ την ϊλλη ο
«κϐςμοσ», η κοινωνύα17. Και παρϊλληλα, κι αυτϐ οφεύλω να
το τονύςω ϐλωσ ιδιαιτϋρωσ καθώσ αποτελεύ, ϐπωσ θα φανεύ
παρακϊτω, ςπονδυλικό ςτόλη τόσ θεολογύασ τού ψϊλλειν
κατϊ τη γνώμη μου, εύναι ςαφϋσ πωσ διακρύνεται και η
μεςότησ, η ςύμμιξισ, η αλληλοπεριχώρηςη, ο Διϊλογοσ αυτών
των πϐλων εν Χριςτώ. Ο Φριςτϐσ πολιτεϑεται εν κϐςμω ωσ
«μη ων εκ τοϑ κϐςμου τοϑτου»18 και αποφαύνεται προσ τουσ
μαθητϋσ ϐτι κι εκεύνοι δεν εύναι «εκ του κϐςμου»19,

15
Βλ. Ιω. 1,14
16
Βλ. ενδεικτικϊ Μαρκ. 1,35 1,45 6,32 Λουκ. 4,42 Ματθ. 4,1
17
Βλ. ενδεικτικϊ Ματθ. 2,22 4,12 26,32 Μαρκ. 1,39 7,31 9,30 Λουκ. 4,31 4,44
Ιω. 2,1 4,47 4,54 7,1
18
Βλ. Ιω. 8,23
19
Βλ. Ιω. 15,19
προτρϋποντϊσ τουσ ςτη διατόρηςη ενϐσ τϋτοιου
φρονόματοσ. Πϊλι, ευριςκϐμενοσ ςτην ϋρημο πολιτεϑεται
κοινωνιοκεντρικϊ και ομιλητικϊ προσ τον ύδιο τον «κϐςμο»,
προσ αυτόν καθαυτόν το χώρο φανϋρωςησ/εκδόλωςησ τοϑ
κϐςμου, προσ την ύδια την κοςμικό τϑρβη20, ϊλλοτε
ςπεϑδοντασ να αγνοόςει τα λϐγια τοϑ Πϋτρου «καλϐν εςτύν
ημϊσ ώδε είναι»21 (η παχυγραφύα δικό μου αςφαλώσ) και να
κατεβεύ22 απϐ το Όροσ (Θαβώρ ;),ϐπου ήταν «κατ’ ιδύαν»23,
και να οδεϑςει προσ τουσ ϐχλουσ24, οι οπούοι αναζητώντασ
Σον εύχαν ςυγκεντρωθεύ για να Σον ακοϑςουν κι ϊλλοτε
ειςερχϐμενοσ ςε γϊμουσ, ούκουσ τελωνών, φαριςαύων,
ςυναντώντασ πϐρνεσ, κραυγϊζοντασ25 κηρυγματικϊ εν μϋςη
οδώ, ςτισ πλατεύεσ και τισ ρϑμεσ τόσ πϐλεωσ26, ϐπου και
…καθηκϐντωσ πϋμπει τουσ μαθητϋσ ϐχι μϐνον ωσ προσ ϋναν
ακϐμη τϐπο (παροδικόσ) κοινωνύασ, αλλϊ ωσ τον κατεξοχόν
21
χώρο δρϊςησ τουσ27: «απϋςτειλεν αυτοϑσ...εισ πϊςαν πϐλιν
και τϐπον…εισ ην δ’ αν οικύαν ειςϋρχηςθε…και εισ ην αν
πϐλιν ειςϋρχηςθε… εξελθϐντεσ εισ τασ πλατεύασ αυτόσ
εύπατε…».
Εύναι προφανϋσ πωσ οι Φώροι/Σϐποι αυτού αποτελοϑν
ενιαύο χώρο φανϋρωςησ τοϑ Προςώπου τοϑ Φριςτοϑ. Και
φυςικϊ, οι χώροι αυτού ϋχουν παρϊλληλα και τα ιδιαύτερα
χαρακτηριςτικϊ τουσ γνωρύςματα. Ακολοϑθωσ, και ο
20
Βλ. Λουκ. 10,38-42, ϐπου η τϑρβη τόσ Μϊρθασ δεν ϋπεται πωσ περιοριζϐταν ωσ
ενϋργεια τόσ Μϊρθασ μϐνο ς’ αυτόν, αλλϊ διαχεϐταν ςτουσ γϑρω τησ, αςχϋτωσ
αν τουσ ενοχλοϑςε ό επιδροϑςε πϊνω τουσ ό ϐχι…
21
Βλ. Ματθ. 17,4
22
Βλ. Ματθ. 17,9
23
Βλ. Ματθ. 17, 1
24
Βλ. Ματθ. 17,14
25
Βλ. Ιω. 7,28 7,37 12,44
26
Βλ. Λουκ. 10,10 (ϐπου πϋμπει τουσ μαθητϋσ ςτην κοινωνύα), 13,26 14,21
27
Βλ. Λουκ. 10,1 κ.ε.
Φριςτϐσ, πολιτευϐμενοσ ςτουσ τϐπουσ αυτοϑσ, διαφοροποιεύ
την εξωτερικό του ςυμπεριφορϊ. ΢την μεν ϋρημο
εκδηλώνεται ηςυχαςτικϊ, προςευχϐμενοσ και νηςτεϑων,
ςτον δε κϐςμο τρώει, πύνει και πιθανϐτατα ακοϑει κοςμικϊ
ϊςματα ςτουσ γϊμουσ28 ό ςτισ οικύεσ των τελωνών, μϋχρι
τοϑ ςημεύου να χαρακτηρύζεται «ϊνθρωποσ φϊγοσ και
οινοπϐτησ»29. Όχι αςφαλώσ πωσ εύναι ϊλλοσ ο ενιαύοσ
Φριςτϐσ ςτην ϋρημο και ϊλλοσ ςτην πϐλη, ώςτε να
υποδηλώνεται διϊςπαςη τοϑ Προςώπου Σου. Ωπαγε.
Ψςτϐςο, με ϐ,τι προςφϋρουν τα Ευαγγϋλια ωσ υπογραμμόν
Χριςτού, ϐπωσ πιςτεϑω, δια τόσ πολιτεύασ Σου, ολϐτελα
ςωτηριωδώσ και οικονομικϊ παρϋχεται ϋνα υπόδειγμα
Διακρίςεωσ, ώςτε να εκδηλωθοϑν οι ποικύλεσ ενϋργειεσ τοϑ
προςώπου μασ (και ςτη ςυγκεκριμϋνη περύπτωςη οι
τροπικότητεσ περύ το ψϊλλειν), οι οπούεσ ςε καμύα περύπτωςη
22
δεν μποροϑν να χαρακτηριςθοϑν ενικϋσ, μονοςόμαντεσ ό
μονολιθικϋσ, αν και τισ διϋπει θεολογικϊ, αςφαλώσ, το ϋνα
(εκκληςιαςτικϐ) Πνεϑμα ό η καθ’ ϋκαςτον νοοτροπύα και
ιδεολογύα, αν θελόςουμε να φϑγουμε απϐ το θεολογικϐ
χώρο και να αναφερθοϑμε ςτισ «θϑραθεν» καταςτϊςεισ. Σο
ενιαύο τοϑ προςώπου τοϑ Φριςτοϑ ςε κϊθε φανϋρωςό του
προσ τον κϐςμο, ςε κϊθε ςυμπεριφορικό Σου πλαιςύωςη
απϐ τα Ευαγγϋλια, καθώσ και η μεςότησ τού Πνεύματόσ Του,
η οπούα μαρτυρεύ πωσ πρϊττει τα τοϑ κϐςμου
ουρανοφρόνωσ, ουρανοτρόπωσ και… επουρανύωσ (ό
ηςυχαςτικώσ, αν θελόςουμε να χρηςιμοποιόςουμε μια
28
Βλ. Ιω. 2,1 κ.ε.
29
Βλ. Ματθ. 11,19 Λουκ.7,34 αλλϊ και να προβϊλλεται ϋνα χαρακτηριςτικϐ εύδοσ
«ιερϐςυλησ» βρώςησ Λουκ. 6,4 και Ματθ. 12,4. Φαρακτηριςτικό επύςησ και η
«ανηθικϐτησ» κϊποιων γευμϊτων, ϐπωσ ςτο Λουκ. 19,5 ό η διαλλακτικό και
ϊκρωσ ςυγκαταβατικό, δεδομϋνησ τόσ ςυγκρουςιακόσ κϊποτε αντύθεςησ προσ
τισ φαριςαώκϋσ νοοτροπύεσ και πρακτικϋσ, ςτο Λουκ. 7,36.
νηπτικό ορολογύα που ςτη ςυνϋχεια θα την ςυνδϋςουμε με
το ύδιο το ψϊλλειν…) και τα εν ουρανώ ςαρκοφορών και
κενούμενοσ, ωσ «τϋλειοσ ϊνθρωποσ και τϋλειοσ Θεϐσ»30 κατϊ
την ϋξοχη θεολογύα τόσ Φαλκηδϐνασ, μϋςα απϐ μιαν
αςϑλληπτη Ελευθερία απϐ προκαθοριςμοϑσ,
αναγκαιϐτητεσ και φυςικοϑσ περιοριςμοϑσ, δύνει τη
δυνατϐτητα να υπϊρξει μια θεολογύα τόσ ανακρϊςεωσ ςτον
τρϐπο ψαλμώδηςησ, ϐπου θα διαλϋγονται και θα
ςυνομιλοϑν (ειδικϊ το δεϑτερο ρόμα προςφϋρεται απϐ την
πατερικό γραμματεύα ωσ υποδόλωςη ςυνουςιακόσ μύξεωσ…),
εν Φριςτώ, ο «κϐςμοσ» και η «ϋρημοσ». Ωλλωςτε, δεν εύναι
κϊτι καινοφανϋσ ό ϊγνωςτο ςτην πατερικό γραμματεύα αυτό
η ηςυχαςτικό, αν θϋλετε, μύξη των δϑο πραγματικοτότων, το
ςυναμφϐτερο τοϑ χριςτιανικοϑ φρονόματοσ και βιωτόσ, τοϑ
διπϐλου ϋρημοσ-κϐςμοσ, αφοϑ, κατϊ τον ψευδο-Ιουςτύνο31
23
τον Μϊρτυρα, ςτην προσ Διϐγνητον επιςτολό διαβϊζουμε
ϐτι οι «Χριςτιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεςι διακεκριμϋνοι τῶν
λοιπῶν εἰςιν ἀνθρώπων. οὔτε γϊρ που πόλεισ ἰδύασ κατοικοῦςι οὔτε διαλϋκτῳ
τινὶ παρηλλαγμϋνῃ χρῶνται οὔτε βύον παρϊςημον ἀκοῦςιν. οὐ μὴν ἐπινούᾳ τινὶ
καὶ φροντύδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μϊθημα τοῦτ’ αυτοῖσ ἐςτιν εὑρημϋνον,
οὐδὲ δόματοσ ἀνθρωπύνου προεςτᾶςιν, ὥςπερ ἔνιοι. κατοικοῦντεσ δὲ πόλεισ
ἑλληνύδασ τε καὶ βαρβϊρουσ, ὡσ ἕκαςτοσ ἐκληρώθη, καὶ τοῖσ ἐγχωρύοισ ἔθεςιν
ἀκολουθοῦντεσ ἔν τε ἐςθῆτι καὶ διαύτῃ καὶ τῷ λοιπῳ βύῳ θαυμαςτὴν καὶ
ὁμολογουμϋνωσ παρϊδοξον ἐνδεύκνυνται τὴν κατϊςταςιν τῆσ ἑαυτῶν πολιτεύασ.
πατρύδασ οἰκοῦςιν ἰδύασ, ἀλλ’ ὡσ οἰκοῦςιν ἰδύασ, ἀλλ’ ὡσ πϊροικοι· μετϋχουςι
πϊντων ὡσ πολῖται, καὶ πϊνθ’ ὑπομϋνουςιν ὡσ ξϋνοι· πᾶςα ξϋνη πατρύσ ἐςτιν
αυτῶν, καὶ πᾶςα πατρὶσ ξϋνη. …ἐν ςαρκὶ τυγχϊνουςιν, ἀλλ’ οὐ κατὰ ςϊρκα ζῶςιν.
ἐπὶ γῆσ διατρύβουςιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. πεύθονται τοῖσ ὡριςμϋνοισ
νόμοισ, καὶ τοῖσ ἰδύοισ βύοισ νικῶςι τοὺσ νόμουσ. ἀγαπῶςι πϊντασ, καὶ ὑπὸ
πϊντων διώκονται. ἀγνοοῦνται, καὶ κατακρύνονται· θανατοῦνται, καὶ
ζωοποιοῦνται. πτωχεύουςι, καὶ πλουτύζουςι πολλούσ· πϊντων ὑςτεροῦνται, καὶ
ἐν πᾶςι περιςςεύουςιν. ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖσ ἀτιμύαισ δοξϊζονται.
30
Βλ. Mansi VII και Γ. Μαρτζϋλου, Γϋνεςη και πηγϋσ τοϑ ϐρου τόσ Φαλκηδϐνασ,
ςελ. 125-127, εκδ. Πουρναρϊ 1986.
31
Αμφιςβητεύται η πατρϐτησ τόσ επιςτολόσ.
βλαςφημοῦνται, καὶ δικαιοῦνται. λοιδοροῦνται, καὶ εὐλογοῦςιν· ὑβρύζονται, καὶ
τιμῶςιν. ἀγαθοποιοῦντεσ ὡσ κακοὶ κολϊζονται· κολαζόμενοι χαύρουςιν ὡσ
ζωοποιούμενοι... οἰκεῖ μὲν ἐν τῷ ἐν τῷ ςώματι ψυχό, οὐκ ἔςτι δὲ ἐκ τοῦ
32
ςώματοσ· καὶ Χριςτιανοὶ ἐν κόςμῳ οἰκοῦςιν, οὐκ εἰςὶ δὲ ἐκ τοῦ κόςμου.» .

24

Νομύζω ϐτι εύναι κϊτι παραπϊνω κι απϐ προφανόσ αυτό η


φιλοςοφύα ανακρϊςεωσ, η οπούα δεν βλϋπω τον λϐγο γιατύ να
μη μπορεύ να βρει ϊριςτη εφαρμογό και ςτα περύ το ψϊλλειν
(και ϐχι μϐνον…) αφορώντα. Επιπλϋον, δεν νομύζω πωσ η
διατυποϑμενη εδώ ςχοινοβαςύα ό το μεταιχμιακώσ
πολιτεύεςθαι που παρουςιϊζει και ειςηγεύται το κεύμενο,
πϊντοτε αςφαλώσ εν Χριςτώ ςτην προκειμϋνη περύπτωςη,
διαφϋρει ςτα ΥΤ΢ΙΚΑ χαρακτηριςτικϊ του ό ςτουσ ϊξονεσ
που το αρμϐζουν απϐ οιανδόποτε ϊλλη παρϐμοια ιδεολογύα

32
ό νοοτροπύα των ανθρώπων. Και ομιλώ καθαρϊ
κοινωνιολογικϊ ςτο ςημεύο αυτϐ. Διϐτι, εκ φύςεωσ, το
ακολουθεύν τι ςημαύνει αποχό από τινοσ και ταυτϐχρονα
μετοχό εισ τι, δίχωσ μολαταϑτα κοςμικϋσ ςτεγανοποιόςεισ
και αποκλειςμοϑσ, αν θελόςει κανεύσ να αντιληφθεύ το Εύναι
ωσ ουςιωδώσ «καλϐν» και μϊλιςτα «καλϐν λύαν»33. Ψσ εκ
τοϑτου δε εφεκτικό, ουςιωδώσ επαναλαμβϊνω, διακριτικών
(=ςχοινοβατικών)… αμικτομύξεων και ςυμμικτοαμύκτων
εμβιώςεων, για να μιλόςω μια γλώςςα αποφατικϐτερη, που
φαύνεται να την υποςτηρύζει το ζην και η τεθλαςμϋνη
ςχοινοβαςύα του, ϐμωσ την αρνεύται η λογικοκρατύα και το
«πολϑ ανθρώπινο» των ταξινομόςεων και βιώςεων που
προκρύνουν ςυνόθωσ οι ανθρώπινεσ κοινωνύεσ. Αν, ωςτϐςο,
αυτό τη μεταιχμιακό πολιτεύα θελόςει κανεύσ να τη φορτύςει
μανιχαώςτικϊ, αυτϐ αςφαλώσ εύναι ϊλλο θϋμα και …ϊλλο
25
πρϐβλημα. Εγώ ομιλώ κοινωνιολογικϊ παραπϋμποντασ
πϊντα ςε μιαν οντολογικό θϋαςη των πραγμϊτων. Και κατϊ
τοϑτη, δεν υφύςταται η οντολογικό αποκοπό των ϐντων και
το αναντύδοτον ό αμϋθεκτο και καθαρολογικϐ των
ενεργειών τουσ, του… τρϐπου τουσ.

Η φαινομενολογύα των Σϐπων που ορύζουν αυτϐ το


δύπολο ερόμου-κϐςμου, αρκεύ, θεωρώ, ώςτε να προςφϋρει
και τουσ βαςικοϑσ ϊξονεσ που πϊνω τουσ θα δομηθεύ μια
απϐπειρα θεολογύασ τοϑ ψϊλλειν. Η ϋρημοσ, αςφαλώσ,
παρουςιϊζει μια μονοτροπύα, ύςωσ και μια …μονοτονύα,
βεβαύωσ ςκληρϐτητα, ξηρϐτητα, ςτεγνϐτητα, ηςυχύα
κατεξοχόν, κϊτι, τϋλοσ, απαραμϑθητο και κϊπωσ
απαρϊκλητο. (Οι ϐροι αυτού, βϋβαια, ουδϐλωσ

33
Βλ. Γεν. 1,31
διατυπώνονται απολυτοποιημϋνα.) Επιπλϋον, δεν εύναι ο
χώροσ ϐπου κατεξοχόν εδρεϑει το πλεονϊζον, το
ποικιλματικϐ, το ξϐμπλι, το ςτϐλιςμα, η ϊνεςη, η ευχϋρεια
κομψών ό «γεμϊτων», πεπληςμϋνων κατϊ ϋνα τρϐπο,
κινόςεων. Η μικρό ό η μεγϊλη ϋλλειψη την ορύζει, θα
λϋγαμε. Ϊνα εύδοσ αποξϋνωςησ, μια ξενιτεύα κατϊ το
θεολογικϐτερο, απϐ τον κοςμικϐ (παντοειδό) ςϊλαγο τη
χαρακτηρύζει. Αποξϋνωςη που θϋτει, υπϐρρητα πϊντα, το
αύτημα μιασ ϐποιασ υπερβατικϐτητασ. Δεν εύναι τυχαύο πωσ
αποτελεύ πϊντοτε το ϊριςτο ςημεύο για να αντικρύςει
κϊποιοσ τον ουρανϐ. Απϐ την ϊλλη, η ϋρημοσ, ωσ επύ το
πλεύςτον ομογενϋσ ό ομογενοποιημϋνο αναπεπταμϋνο πεδύο,
παρουςιϊζει μιαν ομοιογϋνεια και ςυνοχό, μιαν ομοτροπύα
και ομογραφύα, κϊτι αρϊγιςτα εν πολλούσ ενιαύο, που η
πολυδιϊςπαςη και το δαιδαλώδεσ μιασ πϐλησ δεν διαθϋτει
26
αφ εαυτοϑ. Λακωνικϊ θα λϋγαμε πωσ ο τρόποσ τόσ ερόμου
εύναι ΔΨΡΙΚΟ΢. ΢ε αντύθεςη με τον τρόπο τόσ πόλεωσ που
εύναι ΙΨΝΙΚΟ΢. Ασ ποϑμε, ουςιωδώσ. Αμφϐτερα.
Η πϐλη, αντιθϋτωσ, παρουςιϊζει εν πολλούσ τα
αντύθετα απϐ την ϋρημο γνωρύςματα. Ϊχει ποικιλύα,
ανομοιογϋνεια, ϊνεςη, ρευςτϐτητα, ευρυχωρύα
«πεπληςμϋνων» κινόςεων, πλεοναςτικϐτητα, ςτολιςμϐ,
επιμελό κομψϐτητα και «καλλιϋπεια», αιςθητικό τρυφό που
υφύςταται και φυςικϊ αλλϊ και τεχνητϊ, βοό, κραυγό,
πολυεύδεια, πολυτροπύα, ανηςυχύα, πολυτονύα, κυριϐτατα
φιλοξενεύ ϋνα ϊνοιγμα εκφρϊςεων και ςυμπεριφορών που
δεν χαρακτηρύζεται απϐ την κανονιςτικϐτητα, ύςωσ, και τη
ςτενϐτητα τρϐπων που εύναι ςϑμφυτεσ με το χώρο τόσ
ερόμου. Θϋλω να πω ϐτι αν βαδύςεισ ςτην ϋρημο οφεύλεισ να
ϋχεισ μαζύ ςου τα απαραύτητα για την επιβύωςό ςου, ϐχι
ϐμωσ εκλεκτϊ, πολυπούκιλα και εξεζητημϋνα ύςωσ
εδϋςματα. Αυτϊ ανόκουν ςτο πλαύςιο τόσ πϐλησ. Η φϑςισ
τόσ ερόμου εύναι η δωρικϐτητα και η γϑμνια. Δηλαδό, το
«μόνοσ μόνω»-προσ τι, δύχωσ κοινωνικϋσ ςυμβϊςεισ και
καθωςπρεπιςμοϑσ, μ’ ϋνα ξεγϑμνωμα αμεςϐτητοσ ςχϋςησ
και κοινωνύασ δύχωσ προκαλϑμματα και εϑκολεσ καταφυγϋσ.
Οι ςτοιχειακϋσ μορφϋσ ζωόσ και ϋκφραςησ εύναι, ασ ποϑμε,
το δεδομϋνο τόσ ερόμου. Εκεύ, η κοινωνύα με τα ϐντα και το
Θεϐ μπορεύ να επιτευχθεύ δια τόσ ευθεύασ. Κι αυτϐ ςυνιςτϊ
μοναχϊ ϋναν τρόπο, ϐχι μια υπαρκτικό ό δογματικό
προςκϐλληςη γενικευτικοϑ χαρακτόρα. Απϐ την ϊλλη
μεριϊ, το ιωνύζειν, που φυςικϊ ο χώροσ τόσ πϐλησ αναδϑει,
δομεύ και παρουςιϊζει ϋναν ϊλλον τρϐπο κοινωνύασ με τα
ϐντα και το Θεϐ, που ςυμβατικϊ και δύχωσ απολυτοποιόςεισ
θα λϋγαμε ϐτι επιτυγχϊνεται δια τόσ τεθλαςμϋνησ. Σο
ςυςτέλλεςθαι, ασ ποϑμε, ϐντασ και πϊλι ολϐτελα
27
δϑςπιςτοι ςτουσ αντιληπτικοϑσ περιοριςμοϑσ που
επιβϊλλουν οι ϐροι…, εύναι η τροπικότητα τόσ ερόμου. Σο
εκλύεςθαι εκεύνη των πϐλεων. Ο Φριςτϐσ μπορούςε να
πϋςει χαμαύ34 και να προςευχηθεύ επύ εδϊφουσ ςτον Πατϋρα,
ϐντασ μϐνοσ35 και ενώπιοσ ενωπύω. Μποροϑςε να νηςτεϑςει
και να διψϊςει. Να διϊγει εν ηςυχύα και απομονώςει. Να
μακρυνθεύ τοϑ κϐςμου και μϋςα ςτη γϑμνια τόσ ερόμου και
μακριϊ απϐ κϊθε κοινωνικό ςϑμβαςη να προβϊλλει δύχωσ
καταςτολό το Πρϐςωπϐ Σου (παρϊδειγμα το Θαβώρ, ϐπου
μετϊ τη νεφϋλη υπϊρχει μόνοσ εν τη δϐξη Αυτοϑ…). Ψςτϐςο,
η κοινωνύα, φυςικϊ, των Σριαδικών Προςώπων δεν
ςταμϊτηςε με την εμφϊνιςη τοϑ Φριςτοϑ ςτισ πϐλεισ και τα
χωριϊ. Όμωσ, εκεύ δεν μποροϑςε το Πρϐςωπϐ Σου να
ενεργηθεύ με τον τρόπο τόσ ερόμου. Δεν νόςτευε. Δεν
34
Βλ. Μαρκ. 14,35
35
Βλ. Ματθ. 14,23 Μαρκ. 6,47 9,2 Λουκ. 9,36 Ιω. 6,15
μποροϑςε να ϋχει απομϐνωςη. Δεν εύχε ηςυχύα. Δεν
μποροϑςε ενώπιον ϐλων να πϋςει χαμαύ, ό ϐπωσ αλλιώσ
όθελε, και να προςευχηθεύ ςτον Πατϋρα και πολλϊ ϊλλα.
Ψςτϐςο, πϊντοτε το Πρϐςωπο τοϑ Φριςτοϑ όταν ενιαίο και
το αυτό36. Η προς-ευχητικό ςυςτολό τοϑ Φριςτοϑ μϋχρι
ϋςχατησ δύψασ και πεύνασ37 ςτο περιβϊλλον τόσ ερόμου
ϋδινε, εναλλϊξ38, τη θϋςη τησ ςτο κραςύ, το καλϐ φαγητϐ και
την κοινωνύα μετϊ των ανθρώπων και δη μετϊ «πορνών και
τελωνών», δύχωσ να χϊνεται το παραμικρϐ απϐ την προς-
ευχητικό αναφορϊ. Η αναφορϊ αυτό εκφϋρεται πολλαπλώσ
και πολυτρϐπωσ, ϐμωσ, ςτο περιβϊλλον των πϐλεων. Με
αγαλλύαςη, δοξολογύα, ρητό ϋκφραςη και ανεπτυγμϋνη
φραςτικότητα, ϐρθια ςτϊςη τοϑ ςώματοσ39 κλπ.
Σο ςημαντικϐ ερώτημα που γεννϊται, ακολοϑθωσ, εύναι
το κατϊ πϐςον οι τροπικϐτητεσ αυτϋσ είναι ϊμικτεσ και
28
ακοινώνητεσ ; …Χριςτολογικϊ δεν προκϑπτει κϊτι τϋτοιο.
Όχι. Ο υπογραμμόσ Χριςτού δεν αφόνει περιθώρια για
ςτεγανοποιόςεισ χώρων/υπαρκτικών καταςτϊςεων ό για
την αποςυναγώγηςη τροπικοτότων. Και αν η Εκκληςύα εύναι
Εκκληςύα εν Φριςτώ Ιηςοϑ τϐτε εύναι αδιανϐητη η διϊςπαςό
τησ ςτουσ χώρουσ που ορύζουν οι καταςτϊςεισ τόσ
δωρικϐτητοσ τόσ ερόμου και τόσ ιωνικϐτητοσ τόσ πϐλεωσ,
ακριβώσ ϐπωσ και το Πρϐςωπο τοϑ Φριςτοϑ εύναι ενιαύο και
αδιϊςπαςτο ςτουσ χώρουσ αυτοϑσ. Ωλλωςτε, ςτα Ευαγγϋλια
εύναι εξϐχωσ υποδειγματικό, παραδειγματικό, η εικϐνα
αλληλοπεριχώρηςησ των καταςτϊςεων τισ οπούεσ ςυνόθωσ

36
Βλ. Εβρ. 13,8
37
Βλ. Ματθ. 4,2
38
Βλ. ενδεικτικϊ Ματθ. 12,3 21,18 25,35 Μαρκ. 2,25 11,12
39
Βλ. αντιςτούχωσ Λουκ. 10,21 Λουκ. 22,17-19 Ιω, 17,1-26 ό Ματθ. 6,9 και τϋλοσ
Ιω. 11,41
ορύζουν οι τϐποι αυτού. Η πεύνα διειςδϑει ςτο αςτικϐ
περιβϊλλον και η πληςμονό ςτο περιβϊλλον τόσ ερόμου40 !

Σο ύδιο και η κραυγό41, η ηςυχαςτικό διϊθεςη, και πολλϊ-


πολλϊ ϊλλα, μα προπαντϐσ και πϊνω απ’ ϐλα η ΦΑΡΑ42. Σο
μεύζον ευαγγελικϐ μόνυμα, υπολαμβϊνω, εύναι εκεύνο τόσ
κοινωνίασ πάντων, ϐπου ο Φριςτϐσ εν τϋλει είναι τα 29
«πϊντα και εν πϊςι»43, ϐπου κϊθε μανιχαώςτικό,
ιεροκρατικό, κληρικαλιςτικό, μοναςτικολϊγνα,
ςεχταριςτικό, φαςιςτοειδόσ, βιολογικό, φυλετικό ό
πνευματικό διαφοροπούηςη απ’ αυτϐ μοιϊζει ϐχι μϐνο να
παθαύνει αφλογιςτύα, αλλϊ μϋςα ςε μιαν οντολογικό μϋθη
ανακρϊςεωσ των πϊντων εν Φριςτώ να αποβαύνει ϋςχατη α-
νοηςύα. Περαιτϋρω, δύχωσ τον παραμικρϐ διςταγμϐ θα
μποροϑςε αυτομϊτωσ κανεύσ να ιςχυριθεύ, φιλοςοφικϐτερα,
ϐτι το ευαγγελικϐ μόνυμα μοιϊζει ςαφώσ να δηλώνει πωσ το
Εύναι τοϑ ϐντοσ εύναι η Κοινωνύα. Πωσ το Εύναι τού όντοσ

40
Βλ. αν. και ςημ. 97 κι επύςησ 14,15-21 Μαρκ. 6,38 κ.ε
41
Βλ. Ιω. 7,37 12,44
42
Βλ. Ματθ. 2,10 Λουκ. 2,10 και υπϐ μύαν ϋννοια Λουκ. 10,17 24,52 και Μαρκ.
5,42, αλλϊ και το Μαρκ. 16,8 που θα πρϋπει να ιδωθεύ ςυνδυαζϐμενο με την
παραληρηματικό χαρϊ που υποδηλώνει το Λουκ. 24,11
43
Βλ. Κολ. 3,11
εύναι εκκληςιαςτικό, εκκληςιϊζοντασ το ςϑνολο τοϑ
υπαρκτοϑ και εκκληςιαζϐμενο τοισ πϊςι, δύχωσ την
παραμικρό αποςκορϊκιςη, καθϐτι το ΟΛΟΝ είναι αγαθϐ
«λύαν»44. Πωσ ο τρόποσ τοϑ ϐντοσ είναι το
εκκληςιαςτικώσ/ςυναγωγικώσ υπϊρχειν και ςυνεπώσ η
αποςυναγώγηςη τροπικοτότων, τουλϊχιςτον εντϐσ τοϑ ενϐσ
και αυτοϑ ΢ώματοσ, εύναι ϋκπτωςη απϐ τον ευαγγελικϐ
τρόπο υπϊρξεωσ.
Η ύδια η πραγματικϐτητα και το γεγονϐσ τόσ
Ενςαρκώςεωσ μοιϊζει να καταφϊςκει ρητώσ ςτην
εκδόλωςη και ϑπαρξη τροπικοτότων. Γι αυτϐ και εύναι
επιθυμητό, αλλϊ και αυτονϐητη ευαγγελικϊ κατϊ το
υπϐδειγμα/θεολογύα τόσ Ενςαρκώςεωσ, η ϑπαρξη
(πολιτιςμικοϑ) χρώματοσ ςτισ κατϊ τϐπουσ εκκληςύεσ. Γι
αυτϐ και δεν υπϊρχει κϊποια «ιερό» δόθεν γλώςςα
30
ανϊγνωςησ τοϑ Ευαγγελύου. Ο Φριςτϐσ προςλαμβϊνει την
τοπικϐτητα/τροπικϐτητα ωσ ο «Αυτϐσ εισ τουσ αιώνασ»45
και «τα πϊντα εν πϊςι» καθιςτώντασ την «κοινωνϐ θεύασ
φϑςεωσ»46 και ϐχι η τοπικϐτητα/τροπικϐτητα τον Φριςτϐ,
με την ϋννοια ϐτι αυτό τον παραποιεύ ςε εθνικϐ
(εθνικιςτικϐ…) Φριςτϐ που υποτϊςςεται ςτα πειςματωδώσ
απρϐςληπτα απϐ τον ύδιον εθνικϊ χαρακτηριςτικϊ, ωσ ϋνα
ακϐμη επιπλϋον μεταξϑ αυτών, ώςτε να «εθνικοποιεύται» ο
Φριςτϐσ και ϐχι να χριςτοποιεύται το ϋθνοσ. Αναφορικϊ
τώρα με το θϋμα μασ, ο Φριςτϐσ εύναι εκεύνοσ που
προςλαμβϊνει, ενςαρκοϑμενοσ, την ϋρημο μεταβϊλλοντϊσ
την ςε κοινωνϐ Φριςτοϑ, ϐςο και την πϐλη μεταβϊλλοντϊσ
την εξύςου ςε κοινωνϐ Σου.
44
Μοιϊζουν εκκληςιαςτικϊ ευςτοχϐτατοι οι ϐροι αυτού.
45
Βλ. Εβρ. 13,8
46
Βλ. Β΄Πετρ. 1,4
Σολμώ να πω – και λϋω τολμώ διϐτι δεν θϋλω να
υπονοηθεύ πωσ απολυτοποιώ, προτεςταντικϊ, τη Γραφό… –
ϐτι ςτα Ευαγγϋλια παρϋχεται η Εικών τού Όλου Χριςτού. Ο
Φριςτϐσ τόσ ευαγγελικόσ εικϐνασ εύναι ο Όλοσ Φριςτϐσ. Και
θϋλω να υπενθυμύςω πωσ αυτϐσ ο Όλοσ Φριςτϐσ εύναι που
καθολικεύει την τοπικότητα, την ενορύα, η οπούα ακριβώσ
μετϋχοντασ ς’ Αυτϐν, δια τησ Ευχαριςτύασ, βιώνει το
οικουμενικϐ, το καθολικϐ. Η τοπικό εκκληςύα εύναι
καθολικό, ό οικουμενικό κατϊ μύα ϊλλη ορολογύα, διϐτι εκεύ
λαμβϊνει χώρα ευχαριςτιακϊ η μετοχό τοϑ Όλου Φριςτοϑ.
Σο θϋμα τόσ καθολικϐτητοσ δεν εύναι θϋμα γεωγραφικϐ ό
επεκτατικϐ. Θϋμα πλϊτουσ, εϑρουσ, βϊθουσ και ευκλεύδειων
διαςτϊςεων. Ανιχνεϑςεωσ τόσ εκκληςιαςτικόσ παρουςύασ ςε
κϊθε γεωγραφικϐ μόκοσ και πλϊτοσ τόσ γησ, ώςτε δι αυτοϑ
του γεγονϐτοσ να δηλωθεύ… καθολικϐτητα και
31
οικουμενικϐτητα. Δεν εύναι θϋμα εδαφικόσ ομοιογϋνειασ και
ποςοτικοϑ πλατυςμοϑ. Δεν εύναι θϋμα γεωμετρύασ. Εύναι
θϋμα τροπικϐ. Μετοχόσ ςε ςυγκεκριμϋνο τρόπο υπϊρξεωσ
που καθολικεϑει το γεγονϐσ τόσ (επιτϐπιασ, επιμϋρουσ)
ζωόσ. Σησ ζωόσ η οπούα ςυγκεφαλαιώνεται και
καθολικεϑεται ςτην εκαςτϐτητα, το επιμϋρουσ, το εντϐπιο.
Κι οφεύλω να τονύςω ςθεναρϊ ϐτι αυτϐ δϑναται να ςυμβαύνει
πϊντα και με οτιδόποτε. Δεν εύναι προνϐμιο τόσ χριςτιανικόσ
διδαςκαλύασ αποκλειςτικϊ και τοϑ χριςτιανικοϑ
υποδεύγματοσ. Εύναι η ΥΤ΢ΙΚΗ τϊξη τόσ κοςμικόσ
πραγματικϐτητασ. Η Πούηςη, ϊλλωςτε, δια τοϑ ιεροϑ
ςτϐματοσ τοϑ W. Blake το εξϋφραςε ϊριςτα, διατηρώντασ
και τονύζοντασ την απανταχοϑ ΥΤ΢ΙΚΟΣΗΣΑ αυτόσ τόσ
πραγματικϐτητασ: “To see a world in a grain of sand/…and
Eternity in an hour”47. Δεν ςημεύωςε πωσ αυτϐ ςυμβαύνει
μόνον εντϐσ των χριςτιανικών πλαιςύων. Η φυςικϐτητα τόσ
καθολύκευςησ τοϑ επιμϋρουσ ςυμβαύνει εν γϋνει ςτη ζωό και
ςυμβαύνει, φυςικώ τω τρϐπω ϐπωσ υποδεικνϑει το
παραπϊνω ποιητικϐ απϐςπαςμα, και ςτην περύπτωςη τοϑ
Φριςτοϑ, ο οπούοσ δεν «ξεφεϑγει», ςαρκούμενοσ, απϐ το
νϐμο48 που θϋτει αυτό η κοςμικό ςυνθόκη. ΢χετικϊ μ’ αυτό
τη φυςικότητα καθολύκευςησ, η Εκκληςύα δεν θα μποροϑςε
να κομπϊςει πωσ παρουςιϊζει κϊτι καινόν ςτον κϐςμο. Σο
καινόν Ευαγγϋλιο τησ, ςχετικϊ μ’ αυτϐ, εύναι ϊλλο: δεν μϊσ
ενδιαφϋρει πρωτύςτωσ ο νϐμοσ ϐτι η καθολικϐτητα γίγνεται
ςτο τοπικϐ και επιμϋρουσ. Μϊσ ενδιαφϋρει ϐμωσ πϊντοτε
και φλογερϊ η τροπικότητα αυτόσ τόσ καθολικϐτητασ. Ο
ςυγκεκριμϋνοσ, δηλαδό, ΣΡΟΠΟ΢ με τον οπούο ςυν-τελεύται,
γύγνεται. Και ςτην περύπτωςό μασ, ο ςυγκεκριμένοσ τρϐποσ
32
τοϑ Φριςτοϑ. Αυτϐ εύναι το καινϐν ευαγγελικϐ μόνυμα : ο
τρόποσ τοϑ Φριςτοϑ. Όχι κϊποιο πανανθρώπινο δόθεν
μόνυμα με γενικό αξύα, αλλϊ ο ΣΡΟΠΟ΢ αυτοϑ τοϑ
μηνϑματοσ. Δεν γύνεται κανεύσ χριςτιανϐσ διϐτι
ενςτερνύζεται ϋνα αξιακϐ ςϑςτημα, αλλϊ γιατύ επιθυμεύ να
βιώςει με ςυγκεκριμϋνο49 τρόπο αυτϐ το αξιακϐ ςϑςτημα.
Νομύζω πωσ κϊθε ϊλλη θϋαςη που θα ιεραρχοϑςε ςτην
πρώτη θϋςη ϐχι τον τρϐπο αλλϊ κϊποια ιδϋα ό διδαςκαλύα
που εμπεριϋχεται ςτα Ευαγγϋλια θα αντύβαινε ανοιχτϊ ςτο
ευαγγελικϐ μόνυμα.

47
Βλ. W. Blake «Auguries of Innocence», ςελ. 431 Complete Writings, ed. by
Geoffrey Keynes, Oxford Univ. Press. 1972.
48
Ο Φριςτϐσ, ςαρκοϑμενοσ, «ςυςτϋλλεται» και τελεύ υπϐ νϐμον, βλ. π.χ. Γαλ. 4,4
ςεβϐμενοσ απολϑτωσ ϐςα διϋπουν την εγκϐςμια ςυνθόκη.
49
Βλ. ΢τϊθη Κομνηνοϑ, Τριάσ Εξαπατήςεων, Μϋροσ Α΄, Κενόν ιμϊτιον, ςελ. 15
εκδ. ΔΟΜΟ΢, 2009
΢αφϋσ νομύζω εύναι ϐτι το καθϐλου προηγεύται τοϑ
επιμϋρουσ50. Όμωσ, το επιμϋρουσ δϑναται να το δεξιωθεύ
καθολικεϑοντασ ϋτςι, τροπικϊ, τον εαυτϐ του.
Εκκληςιαςτικϊ, ο ϊτμητοσ και ϋνασ Φριςτϐσ ενεργεύ, δια τόσ
ευχαριςτιακόσ μετοχόσ ς’ Αυτόν, ολικώσ ςτο επιμϋρουσ. Η
τοπικϐτητα/εντοπιϐτητα δϑναται να γύνει καθολικό, διϐτι
εκεύ, ςτα πλαύςιϊ τησ, ςτα ϐριϊ τησ, φανερώνεται το ΟΛΟΝ
50
Βλ. Αριςτοτϋλουσ Πολιτικϊ Α΄, 1253a: «το γαρ όλον πρϐτερον αναγκαύον είναι
τοϑ μϋρουσ» (η πλαγιογρϊφηςη και παχυγραφύα δικό μου), και με μια γλώςςα
ϊπεφθα ςωματικό, που αργϐτερα χρηςιμοπούηςε κατεξοχόν ςτη διαχρονύα τησ η
Εκκληςύα για την αυτοπεριγραφό και αυτοπροςδιοριςμϐ τησ : «αναιρουμϋνου
γαρ τοϑ ϐλου ουκ ϋςται πουσ ουδϋ χειρ…», ed. W.D. Ross, Oxford 1986. Βλ. και
την ϋξοχα ςωματικό γλώςςα ΢υμεών Νϋου Θεολϐγου, Ύμνοσ 15, 141-177 κ.ε, εκδ.
Ορθϐδοξοσ Κυψϋλη, 1990, που, υπερακοντύζοντασ την αριςτοτελικό διαπύςτωςη,
φτϊνει ςε μια ςωματικό ανϊκραςη με το Εύναι (!), ϐπου, κατϊ τρϐπο μανικϊ
ερωτικϐ, κϊθε επιμϋρουσ αποκτϊ καθολικϐτητα και κϊθε καθολικϐτητα
επιμερύζεται εν ολοκληρύα :
« Μϋλη Φριςτοῦ γινϐμεθα, μϋλη Φριςτὸσ ἡμῶν δϋ,
καὶ χεὶρ Φριςτὸσ καὶ ποῦσ Φριςτὸσ ἐμοῦ τοῦ παναθλύου,
33
καὶ χεὶρ Φριςτοῦ καὶ ποῦσ Φριςτοῦ ὁ ἄθλιοσ ἐγὼ δϋ.
Κινῶ τὴν χεῖρα, καὶ Φριςτὸσ ἡ χεὶρ μου ἔςτιν.
Ἀμϋριςτον γὰρ νϐει μοι θεϐτητα τὴν θεύαν!
Κινῶ τὸν πϐδα καύ, ἰδοϑ, ἀςτρϊπτει ὡσ ἐκεῖνοσ˙
μό εἴπῃσ, ὅτι βλαςφημῶ, ἀλλ᾿ ἀπϐδεξαι ταῦτα
καὶ τῷ Φριςτῷ προςκϑνηςον τοιοῦτϐν ςε ποιοῦντι!
Εἰ γϊρ καὶ ςὺ θελόςειασ, μϋλοσ αὐτοῦ γενόςῃ,
καὶ οὕτω μϋλη ἅπαντα ἑνὸσ ἡμῶν ἑκϊςτου
μϋλη Φριςτοῦ γενόςονται, καὶ Φριςτὸσ ἡμῶν μϋλη,
καὶ πϊντα τὰ ἀςχόμονα εὐςχόμονα ποιόςει
κϊλλει θεϐτητοσ αὐτὰ κατακοςμῶν καὶ δϐξῃ,
καὶ γενηςϐμεθα ὁμοῦ θεοὶ Θεῷ ςυνϐντεσ,
ἀςχημοςϑνην ςώματοσ ὅλωσ μὴ καθορῶντεσ,
ἀλλ᾿ ὅλοι ὅλῳ ςώματι Φριςτῷ ὁμοιωθϋντεσ,
καὶ μϋλοσ ἕκαςτον ἡμῶν ὅλοσ Φριςτὸσ ὑπϊρξει.
Εἰσ γϊρ πολλὰ γινϐμενοσ εἷσ ἀμϋριςτοσ μϋνει,
μερὶσ ἑκϊςτῃ δϋ αὐτϐσ ὅλοσ Φριςτϐσ ὑπϊρχει˙
πϊντωσ οὖν οὕτωσ ἔγνωκασ Φριςτὸν καὶ δϊκτυλϐν μου
καὶ βϊλανον – οὐκ ἔφριξασ, ἤ ςὺ καὶ ἐπῃςχϑνθησ; ». Η κυριολεκτικό
τολμηρϐτητα τησ εκφραςτικόσ τοϑ ΢υμεώνοσ εύναι τϋτοια που δεν διςτϊζει να
αναγνωρύςει και να δει τον ΟΛΟΝ Φριςτϐ τϐςο ςτο δϊκτυλϐ του ϐςο και ςτο
πϋοσ του. Κι αυτϐ ϐχι μϐνο ςημαύνει πολλϊ, αλλϊ και ανοίγει (και μελικώσ…)
πολλϊ.
τόσ Ζωόσ. Αυτϐ γίγνεται κατεξοχόν και κυριαρχικϊ, ωσ
γνωςτϐν, ςτην κορυφαύα και ιδρυτικό φανϋρωςη τόσ
Εκκληςύασ (εν Αγύω Πνεϑματι) : την Ευχαριςτύα. Όπου,
μϊλιςτα, εντϐσ τοϑ γεγονότοσ τόσ Ευχαριςτύασ
ςυγκεφαλαιοϑται και ςϑνολη η θεολογύα τόσ Εκκληςύασ και
των Οικουμενικών τησ ΢υνϐδων, μια που αυτϋσ προόλθαν
απϐ την ευχαριςτιακό εν Φριςτώ ςϑναξη και ϐχι η
ευχαριςτιακό ςϑναξη απϐ αυτϋσ. Σο γεγονόσ τόσ
Ευχαριςτύασ, δηλαδό με ϊλλα λϐγια το γεγονϐσ τόσ ύδιασ τόσ
Εκκληςύασ και τοϑ ευχαριςτιακοϑ αυτοπροςδιοριςμοϑ τησ,
δηλονϐτι τόσ αυτοςυνειδηςύασ τησ, κατατεύνει ςε ϋνα και
μοναδικϐ πρϊγμα : ςτο να γύνουμε κοινωνού θεύασ φϑςεωσ51,
κατϊ το πϋτρειο λϐγιο, να φανερωθεύ γιγνόμενοσ ο Φριςτϐσ
ωσ «τα πϊντα εν πϊςι», ωσ ο Εμμανουόλ52 (=ιμϊνου ελ,
), δηλαδό ωσ ο μεθ’ ημών (Θεϐσ), να ςυν-τελεςθεύ (ο
34
ϐροσ που χρηςιμοποιώ δεν εύναι τυχαύοσ. Τποδηλώνει τη
ςϑναξη, την ευχαριςτιακό κοινϐτητα, ςτην (τελεολογικό)
εςχατολογικό τησ προοπτικό) η ανϊκραςισ κτιςτοϑ και
ακτύςτου. Αςφαλώσ, η μετοχό τοϑ Εμμανουόλ απϐ το κατϊ
τϐπουσ ευχαριςτιακϐ εκκληςιαςτικϐ ΢ώμα εύναι τελεύα και
εκεύνη ακριβώσ που το καθολικεύει, δηλαδό το ςώζει, το
αρτιώνει, το πληρώνει, το καθιςτϊ πλόρεσ και μηδϋν
ελλύπον, τουτϋςτιν καθολικϐν, δια τησ μετεχομϋνησ ζωόσ τού
Εμμανουόλ βεβαύωσ. Ψςτϐςο, παϑει, αυτοματικϊ θα ϋλεγε

51
Βλ. αν. ςημ. 105
52
Βλ. Ματθ. 1,23 και ϐ,τι υποδηλώνεται με ρεαλιςτικό, οντολογικό θα ϋλεγα
προοπτικό π.χ. ςτο Ιης. 7,12 ωσ «εύναι μεθ’ υμών», (η πλαγιογρϊφηςη δικό μου)
ό πϊλι ςτο παςύγνωςτο χωρύο τοϑ Ης. 7,14 (
), ϐπου και βαςύζεται το ευαγγελικϐ λϐγιο τοϑ Ματθαύου. Βλ. ςχετικϊ την
(ελληνικό) μετϊφραςη των Ο΄ (τοϑ εβραώκοϑ πρωτοτϑπου), Επιςτημ. Επιμϋλεια
Prof. D.Dr. Alfred Rahlfs, Εκδ. Αποςτολικόσ Διακονύασ, 1981.
κανεύσ, η τοπικϐτητα, η εντοπιϐτητα τόσ κατϊ τϐπουσ
Εκκληςύασ ; Δεν αποτελεύ ϋνα απαρϊβατο και αςϑμφυρτο
ςυνεχέσ για την Εκκληςύα η διϊκριςη των δϑο φϑςεων ςτην
υποςτατικό τουσ ϋνωςη εν Φριςτώ ; Η αντύδοςη, πϊλι,
ΟΛΨΝ των ιδιωμϊτων εκϊςτησ φϑςεωσ δεν εύναι ςυνεχόσ ;

35

Δεν ενεργεύ εκϊςτη φϑςη τα ιδιώματϊ τησ ΢ΤΝΕΦΨ΢, δύχωσ


την αντιμαξύμεια απορρϐφηςη τόσ μιασ απϐ την ϊλλη, ϐπωσ
ουςιαςτικϊ πρϋςβευαν οι μονοφυςύτεσ, για την αποφυγό τόσ
οπούασ τϐςο αγωνύςτηκε ο Ομολογητόσ ; Αμφϐτερεσ οι
φϑςεισ παϑουν να εκδηλώνουν ενεργητικϊ και εισ το διηνεκϋσ
τα εαυτών ανήκοντα εξαιτύασ δόθεν τόσ
αλληλοπεριχώρηςησ τουσ και τόσ (μονοκρατορικόσ)
επικρϊτηςησ τόσ θεύασ, η οπούα ςϑρει ςτο βυθϐ τησ την
ανθρώπινη και την εξαφανύζει ουςιωδώσ, θϋςη που θα
αποτελοϑςε οπωςδόποτε ριζικό διαφοροπούηςη απϐ τη
θεολογύα τοϑ Μαξύμου και τόσ 6ησ Οικουμενικόσ ; Δεν
εξακολουθοϑν να «μεταδύδονται» οι ανθρώπινεσ ενϋργειεσ
(τα ιδιώματα τόσ μιϊσ φϑςεωσ) ςτο θεύο Λϐγο και
τανϊπαλιν; Πϊλι, δύχωσ να υφύςταται οιαδόποτε εναντύωςη
θελημϊτων και των αντύςτοιχων ενεργειών τουσ («ουχ
υπεναντύα»), η βουλϐμενη και ενεργοϑμενη θεύα φϑςισ δεν
εύναι εκεύνη που «υποτϊςςει» (θα ϋλεγα προςφυϋςτερα
ϋλκει ερωτικώσ και «παραςϑρει» ςωτηριωδώσ και
ακεραιωτικώσ…) το ανθρώπινο θϋλημα και τη ςυνακϐλουθη
ανθρώπινη ενϋργεια «τω θεύω» αυτόσ «και πανςθενεύ
θελόματι»53 ; Και τοιουτοτρϐπωσ, μετϋχοντεσ ΠΛΗΡΨ΢ μεν
τοϑ ΢ώματοσ και Αύματοσ τοϑ Φριςτοϑ, τοϑ Ούνου και τοϑ
Ωρτου τόσ Ευχαριςτύασ, τα οπούα μεταβαλλόμενα ΔΕΝ
36
…μετουςιώνονται (!) (κατϊ τη μονοφυςιτικό εν πολλούσ
εκδοχό τουσ, ωσ κρύνω, ςϑμφωνα με την περύφημη
transsubstantiatio, η οπούα ςυνιςτϊ και (εξωφρενικό)
ορολογικό ςυγχυτικό ϋκφραςη τόσ τετϊρτησ ςυνϐδου τοϑ
Λατερανοϑ [1215]) αλλϊ παραμϋνουν ΑΡΣΟ΢ και ΟΙΝΟ΢,
δεν ομολογοϑμε ϐτι ανακρώμεθα μετϊ Φριςτοϑ τοϑ Θεοϑ
παραμϋνοντεσ, ωςτϐςο, εντϐσ των ορύων τόσ ανθρώπινησ
φϑςησ μασ, η οπούα επιζητεύ να οδεϑει, να μετϋχει, να
θεοϑται διαρκώσ, ςυνερχομϋνη μετϊ τόσ θεύασ φϑςεωσ τοϑ
Λϐγου ; Και αν μετϋχουμε, δια τησ Ευχαριςτύασ, ςτο θεωμϋνο
πρϐςλημμα, ςτην ανθρώπινη φϑςη τοϑ Φριςτοϑ δηλονϐτι,
δεν ϋπεται ϐτι μετϋχουμε και ςτα ιδιώματα αυτόσ τόσ φύςησ
εν Χριςτώ Ιηςού (= δηλαδό αδιαβλότωσ, και γι αυτϐ
παχυγραφώ τισ λϋξεισ αυτϋσ), που ναι μεν ανακρϊται μετϊ

53
Βλ. εν γϋνει τον Όρο τόσ 6ησ Οικουμενικόσ ΢υνϐδου, Mansi 11.
τόσ θεύασ ϐμωσ δεν ςυμφϑρεται οϑτε ςυγχϋεται μ’ αυτόν ;
Με ϊλλα λϐγια, δηλαδό, ομολογοϑμε, μετϋχοντεσ ςτον
ευχαριςτιακϐ ΑΡΣΟ και ΟΙΝΟ, ϐτι δεν εξαερώνεται η
τοπικϐτητα, εντοπιϐτητα, το περιγραπτϐν54, και ϊλλα
γνωρύςματα/ιδιώματα τόσ ανθρωπύνησ φϑςεωσ τοϑ Φριςτοϑ,
τα οπούα ελκυϐμενα55 («υποταςςϐμενα») πϊντα απϐ τη θεύα
Σου φϑςη τεύνουν προσ την καθολικϐτητα και την αρτύωςη
ακραιφνώσ και απολϑτωσ ςυν-ομιλητικϊ, ςχεςιακϊ,
ςυνουςιαςτικϊ ; Και η φϑςη αυτό δεν εύναι κϊτι ϋλαςςον
ενώπιον τόσ θεύασ Σου φϑςεωσ ; Και κατϊ τοϑτο, η
ΟΜΗΛΙΣΙΚΗ κλόςη56 που απευθϑνεται για τη ςυναγωγό
των ΠΑΝΣΨΝ εισ ΕΝ, εν τω Προςώπω τοϑ Φριςτοϑ,
υποςτατικώσ, ωσ προσ την υπϋρβαςη τόσ τοπικϐτητασ και
την γιγνϐμενη κατϐρθωςη τοϑ παϑλειου «πϊντα εν πϊςι»,
δεν μϊσ προ-τρϋπει (ό μεταβϊλλει. Τρεπόμαςτε εισ την
37
καλλιϋλαιον57 τοϑ ςώου, τοϑ ακεραιωμϋνου…, ϐντασ
ευλογημϋνα τρεπτού εκ φϑςεωσ.) να ΟΜΙΛΗ΢ΟΤΜΕ
εκςτατικϊ με ϐ,τι ςυνιςτϊ το «έξω» απϐ τη δικό μασ
κατϊςταςη τοπικϐτητασ ; Να αναχθοϑμε, δηλαδό,
εκκληςιοκεντρικϊ, ςυναγωγικϊ, προσ το ϋτερον ; Κι αν ϋτςι,
τϐτε με ποιον υπογραμμϐ ϊλλον απϐ εκεύνον που παρϋχεται
ςτα ύδια τα Ευαγγϋλια ; Με τι ϊλλο εκτϐσ απϐ την Εικόνα τού
Όλου Χριςτού, που όδη προαναφϋραμε58. Όντασ τοπικού,

54
Ολϐκληρη η θεολογύα των εικϐνων, υπενθυμύζω, βαςύςτηκε ςε τϋτοιου εύδουσ
ιδιώματα τόσ ανθρωπύνησ φϑςεωσ τοϑ Φριςτοϑ.
55
Βλ. ΔΙΔΑΦΗ, ΙΦ 4 ΒΕΠΕ΢ 2. : « Ώςπερ ην τοϑτο το κλϊςμα διεςκορπιςμϋνον
επϊνω των ορϋων και ςυναχθϋν εγϋνετο εν, οϑτω ςυναχθότω ςου η Εκκληςύα
απϐ των περϊτων τησ γησ εισ την ςην βαςιλεύαν».
56
Όπωσ αυτό δηλώνεται και φανεροϑται υπερφυώσ και εςχατολογικϊ ς’
ολϐκληρο το 17ο κεφϊλαιο τοϑ κατϊ Ιωϊννη Ευαγγελύου.
57
Βλ. Ρωμ. 11,24
58
Βλ. αν. ςελ. 31
δηλαδό, αναζητοϑμε τον ΣΤΠΟΝ εκεύνο που θα μϊσ
καθολικεϑςει, ςυνομιλητικϊ πϊντα, το ζην. Με ϊλλα λϐγια,
επιχειροϑμε να ελκϑςουμε την ανθρώπινη φϑςη
(=τοπικϐτητα) προσ την κοινωνύα μετϊ τόσ θεύασ
(=πληρωματικϐτητα, καθολικϐτητα ζωόσ). Εννοώ πωσ δεν
καταργεύ ο Φριςτϐσ, μετεχϐμενοσ απϐ την ΣΟΠΙΚΗ
ευχαριςτιακό κοινϐτητα, την εντοπιϐτητϊ τησ και τα τοπικϊ
τησ γνωρύςματα, καθϐτι πϊντοτε ςαρκοϑμενοσ και
ςυςςωματοϑμενοσ περιγρϊφεται ανθρωπύνωσ, ϐπωσ ακριβώσ
κατϊ τισ ημϋρεσ καύςαροσ Αυγοϑςτου59. Μετεχϐμενοσ απϐ
το ευχαριςτιακϐ ΢ώμα, απϐ την ευχαριςτιακό κοινϐτητα, ο
Φριςτϐσ δεν γύνεται να μην βιωθεί ωσ τοπικότητα, χωρύσ να
παϑει να ΕΙΝΑΙ καθολικϐσ και αςφαλώσ να την
καθολικεϑει. Ωλλωςτε, μετϋχουμε τοϑ θεωμϋνου μεν πϊντα
δε περιγραπτοϑ ΢ώματϐσ Σου και τοϑ ΢ΤΝΟΛΟΤ των
38
φυςικών ς’ αυτϐ ιδιωμϊτων. Όμωσ, ςϑμφωνα με την
αρχιερατικό Σου προςευχό60 και πρωτύςτωσ με αυτό τοϑτη
την επύ γησ πολιτεύα Σου, τη φαινομενολογύα των γεγονϐτων
τόσ δρϊςησ Σου, η τοπικϐτητα οφεύλει, αυτοπραγματούμενη
ουςιαςτικϊ, να εύναι ομιλητικό προσ (κϊθε) ϊλλη
τοπικϐτητα, ώςτε να εκπληρώςει την ευαγγελικό ΟΛΙΚΗ
εικϐνα τοϑ ΟΛΟΤ Φριςτοϑ, για την οπούα κϊναμε λϐγο
ανωτϋρω. Και οφεύλεται ςυν-ομιλύα και διϊ-λογοσ, διϐτι η
βϊςη ϐλων αυτών των «τοπικοτότων», ευαγγελικϊ, εύναι
Φριςτοκεντρικό και ςυνεπώσ αυτονόητα Εκκληςιολογικό,
αφοϑ η Εκκληςιολογύα πηγϊζει πϊντοτε απϐ τη
Φριςτολογύα. Όπωσ όδη εύπαμε, ϋχουμε ευαγγελικϊ ενώπιϐν
μασ τον Φριςτϐ τόσ Κανϊ, των τελωνών, των πορνών και
των ςοκακιών των πϐλεων και τον Φριςτϐ τόσ ερόμου, των
59
Βλ. Λουκ. 2,1
60
Βλ. αν. ςημ. 54
ορϋων και τοϑ «κατϊ μϐνασ»61. Σον Φριςτϐ τόσ χαρϊσ και
αγαλλιϊςεωσ και τον Φριςτϐ των δακρϑων και των θρϐμβων
αύματοσ. Σον Φριςτϐ τόσ βρώςεωσ και πϐςεωσ, τον «φϊγο
και οινοπϐτη» και τον νηςτεϑοντα ςτην ϋρημο Φριςτϐ επύ 40
ημϋρεσ. Σον ΕΝΑ πϊντα Φριςτϐ. Σον Φριςτϐ ςτον οπούον
μετϋχουμε κατϊ το ευχαριςτιακϐ δεύπνο. Διϐτι Αυτϐν, τον
ΟΛΙΚΟ Φριςτϐ, μετϋχουμε ςτην ευχαριςτιακό τρϊπεζα,
τϐςο κατϊ τα θεωμϋνα ιδιώματα τόσ (αδιϊβλητησ)
ανθρωπύνησ Σου φϑςεωσ, ϐςο και μυςτηριακώσ κατϊ τη
θεύα Σου φϑςη (ςϑμφωνα πϊντα με το πϋτρειο λϐγιο).

39

Μετέχοντεσ…
Αν, φυςικϊ, δεχτοϑμε τη μαξύμεια θεολογύα που εύναι
και θεολογύα τόσ 6ησ Οικουμενικόσ ςτο ϐτι εκϊςτη φύςισ
ενεργεύται, τϐτε ενδιαφερϐμαςτε ζωτικϊ για τισ (θεωμϋνεσ
ςτη ςυνϊφειϊ τουσ με το Λϐγο) ενϋργειεσ τόσ ανθρωπύνησ
φύςεωσ τού Χριςτού, τόσ ςυνενωμϋνησ πϊντα βεβαύωσ με τη
θεύα φϑςη και επομϋνησ («ουχύ υπεναντύασ»),

61
Βλ. π.χ. Λουκ. 9,36 Ιω. 6,15
υποταςςομϋνησ, ςτο «πανςθενεύ» θϋλημα αυτόσ. Με την
ϊρνηςό μασ να δεχτοϑμε μια μη ενεργοϑμενη φϑςη, ϐπωσ
μονοφυςιτικϊ θα πρϐτεινε κϊποιοσ, προκϑπτει με
αμεςϐτητα και αβύαςτα, θεωρώ, το ερώτημα περύ τοϑ
τρόπου των ενεργειών. Σύθεται το θϋμα τόσ τροπικότητασ των
φύςεων. Περύ τησ θεύασ, ο τρϐποσ αυτϐσ καλϑπτεται απϐ
παντελό αγνωςύα. Εμπύπτει ςτο χώρο τοϑ γνϐφου. Περύ τησ
ανθρωπύνησ ϋχουμε το ευαγγελικό υπόδειγμα, την Εικϐνα τοϑ
Όλου Φριςτοϑ. Σο γνωςτϐν τοϑ Θεοϑ (καταφατικό
θεολογύα) «παρϋχεται» δια των ενεργειών τόσ ανθρωπύνησ
φϑςεωσ τοϑ Φριςτοϑ, που αςφαλώσ ωσ αεύ ενωμϋνησ με τη
θεύα ϋχει την πλήρη αντύδοςη των ιδιωμϊτων εκϊςτησ.
Μετϋχοντεσ τοϑ ευχαριςτιακοϑ ϊρτου και ούνου, των
«μεταβαλλομϋνων» και ϐχι «μετουςιωμϋνων»62 ςε ΢ώμα και
62
Ο λατινικϐσ ϐροσ transsubstantiatio που όδη αναφϋραμε (βλ. αν. ςελ. 31) 40
ειςόλθε ςτην ορθϐδοξη δογματικό ϋκφραςη απϐ την εποχό τοϑ Μιχαόλ Η΄
Παλαιολϐγου για να κολακευθεύ, ϐπωσ πιςτεϑω, ο Πϊπασ και να επιτευχθεύ η
πολυπϐθητη βοόθεια των δυτικών, την οπούα εκλιπαροϑςε, ωσ επύ το πλεύςτον
χαμερπώσ και δουλικϐτατα, ολϐκληρη η παλαιολϐγεια δυναςτεύα, μϋχρι και τον
τελευταύο «βυζαντινϐ» αυτοκρϊτορα. Ο ϐροσ αυτϐσ ϋφταςε μϋχρι τισ μϋρεσ μασ
με τισ δογματικϋσ των Ανδροϑτςου και Σρεμπϋλα. Φαρακτηριςτικϐ εύναι ϐτι ςτη
μϊχη των ϐρων αυτών δεν ϋλειψαν ενταςςϐμενα και φιλοςοφικϊ ονϐματα ϐπωσ
των Εγϋλου και Καρτϋςιου. Αυτϐ δεύχνει αςφαλώσ κϊτι. Η κϊθε ϊλλο παρϊ
«φανατιςμϋνη» ό θρηςκειοκεντρικό επιμονό μου εδώ ςτο ϐρο μεταβολό δεν ϋχει
ϊλλο νϐημα απϐ το να διαςφαλιςθεύ, ορολογικϊ κϊπωσ, το οντολογικϐ γεγονϐσ
τόσ Ενςαρκώςεωσ, που ςυντελεύται ΦΨΡΙ΢ να παραβιϊζεται η ανθρώπινη φϑςη.
Δεν ϋχω να αντιπροτεύνω κϊποιον ϊλλον ϐρο, καθώσ καλϑπτομαι πλόρωσ απϐ
την ευχαριςτιακό ευχό τησ επύκληςησ ποϑ αναφϋρει «...μεταβαλών τω Πνεϑματι
΢ου τω Αγύω». Με ενδιαφϋρει, και θϋλω ιδιαύτερα να το τονύςω αυτϐ, η αποφυγό
οιαςδόποτε «φακύρικησ», κατϊ τον εϑςτοχο ϐρο τοϑ Φρ. Γιανναρϊ, εκδοχόσ τόσ
Ευχαριςτύασ. Επιθυμώ να διαςφαλύςω πωσ αυτϐ που ςυντελεύται ευχαριςτιακϊ
εύναι ϋνασ τρόποσ υπϊρξεωσ και ϐχι μια αντικειμενική μεταφυςικό
ατομοκρατικό κατοχϑρωςη. Εύναι εξϐχωσ καύρια τα ϐςα λϋει ο Φρ. Γιανναρϊσ
περύ αυτοϑ ςτο «Ενϊντια ςτη θρηςκεύα», ςελ.128-129, αλλϊ και γενικϊ ςτο κεφ. 4
ςελ. 119-137, εκδ. Ικαροσ 22007. Παρϐλο που θεωρώ ϋωσ ϋνα βαθμϐ
τηλεγραφικό την πραγμϊτευςη τοϑ θϋματοσ απϐ τον ύδιο ςυγγραφϋα ςτο βιβλύο
Αύμα Φριςτοϑ, μετϋχουμε, τρώμε, τον Φριςτϐ, ο οπούοσ δεν
ενοικεύ απλώσ και μϐνο μϋςα μασ (αν μπορεύ ποτϋ να ϋχουν
κϊποιο νϐημα αυτϊ τα επιεικώσ ϊκομψα επιρρόματα…, μια
που αυτϐ καθαυτϐ το γεγονϐσ τόσ ενούκηςησ τοϑ Φριςτοϑ
ςτον πιςτϐ ςυνιςτϊ αυτοδύκαια «τϋλοσ», «μη περαιτϋρω»,
τελεολογύα/εςχατολογύα, και ϐχι ϋνα γεγονϐσ μαζύ ό δύπλα
ςε ϊλλα, ϋνα κατηγϐρημα ασ ποϑμε ό απλϊ μια κατϊςταςη
μϋςα ςε ϊλλεσ), αλλϊ φανερώνει τη ζωό Σου εν ημύν.
Εςθύουμε Φριςτϐ «ύνα και η ζωό τοϑ Ιηςοϑ φανερωθή εν τη
θνητό ςαρκί ημών» ό «εν τω ςώματι ημών φανερωθό»63,
κατϊ το παϑλειο λϐγιο. Να φανερωθοϑν, δηλονϐτι, και οι
ενϋργειεσ των φϑςεων ςτην υποςτατικό τουσ ϋνωςη ςτο
θεανδρικϐ πρϐςωπο τοϑ Φριςτοϑ. Να φανερωθεύ η βοϑληςη
Αυτοϑ που ενεργεύτο. Η διττό Σου βοϑληςη. Εςθύουμε,
ςυνεπώσ, Φριςτϐ ώςτε να ενεργηθεύ εν ημύν η τροπικότητα
41
τόσ ζωόσ τού Χριςτοϑ και ςτην «κοςμικό» τησ διϊςταςη. Και
φυςικϊ δεν εςθύουμε ανενϋργητο ΢ώμα. Γινόμαςτε ςϑςςωμοι
και ϐμαιμοι Αυτοϑ εν τη ζωό τοϑ ΢ώματοσ Αυτοϑ. Και
αποκτοϑμε «νου Φριςτοϑ»64. Που ςημαύνει, μεταξϑ πλεύςτων
ουςιωδών ϊλλων, και πολιτεύςθαι ωσ ο ΟΛΟ΢ ευαγγελικϐσ
Φριςτϐσ. Δηλαδό και πεπλατυςμϋνωσ τροπικά ϐπωσ

του «αλφαβητϊρι τόσ πύςτησ», ςελ. 193-198, εκδ. Δϐμοσ 61988, η θϋςη του περύ
ανϊγκησ «προςδιοριςμοϑ «αντικειμενικών πραγματικοτότων» και
προςκϐλληςησ ςτην «αντικειμενικϐτητα» των εννοιών-ουςιών» (βλ. ςελ. 196) εκ
μϋρουσ των δυτικών με καλϑπτει πλόρωσ και βρύςκεται, θεωρώ, ςτην καρδιϊ του
προβλόματοσ. Ό,τι επιζητώ να αποφϑγω, κϊνοντασ χρόςη τοϑ (ευχαριςτιακοϑ)
ϐρου μεταβολό, εύναι ακριβώσ αυτϐ και επιπλϋον κϊθε (προτεςταντικών
αποκλύςεων) ύχνοσ δϐκηςησ, εκπνευμϊτωςησ, τυπολογύασ, ςυμβολοπούηςησ και
εν τϋλει αντιχαλκηδϐνειασ και αντιρεαλιςτικόσ προςϋγγιςησ τοϑ Μυςτηρύου.
63
Βλ. Β΄Κορ. 4,11 και 4,10 αντιςτούχωσ.
64
Βλ. Α΄Κορ. 2,16 αλλϊ και οπωςδόποτε το Λουκ. 24,45, ϐπου εκεύνο το
«ςυνιεύναι» ϋχει ςπουδαύα ςημαςύα ςτην απϐπειρϊ μασ να θεολογόςουμε το
μϋλοσ.
υπεμφαύνεται απϐ το «εν ταισ κώμαισ και χώραισ»
ευαγγελικϐ υπϐδειγμα (βλ. ενδεικτικϊ Ματθ. 9,35 21,2
Μαρκ. 6,6 Λουκ. 8,1 9,6 13,22). Σουτϋςτιν, γιγνϐμαςτε και
«φϊγοι και οινοπϐτεσ», ςυγχρωτιζϐμαςτε «μετϊ πορνών και
τελωνών», μεταβαύνουμε ςτη ΦΑΡΑ των γϊμων εν Κανϊ και
μετϋχουμε ςτη ζωό τόσ Πϐλησ. Εύναι προφανϋσ : Η ενϐτητα
τόσ Εκκληςύασ εύναι μύα : η ενϐτητα εν τη Ευχαριςτύα. Η
μετοχό ςτον τρϐπο ζωόσ τοϑ Ενϐσ. Ο οπούοσ παραμϋνοντασ
ο Αυτϐσ65 και Ϊνασ εκδηλώθηκε πολυτρόπωσ, κατϊ την
ευαγγελικό Σου εικϐνα. ΢υνεπώσ, η μετοχό, η βρώςη, τοϑ
΢ώματοσ και Αύματοσ Σου οφεύλει να εύναι μια μετοχό που
επιζητεύ τη φανϋρωςη των πληθυντικών ενεργημϊτων Σου. Η
αγγαλύαςισ, που όδη αναφϋραμε (βλ. αν. ςημ. 38), η τϋρψισ,
η ηδϑτητα, η ΦΑΡΑ εύναι ενϋργειεσ τόσ ανθρωπύνησ φϑςεωσ
τοϑ Φριςτοϑ. Ενϋργειεσ που μετϋχοντεσ ς’ αυτϋσ δυνϊμεθα
42
να οδηγηθοϑμε ςτη μετοχό τόσ θεύασ φϑςεωσ, κατϊ την
πϋτρειο ορολογύα. Ο Παϑλοσ όταν ςαφόσ : ϋκανε λϐγο για
φανϋρωςη «τόσ ζωόσ τοϑ Ιηςοϑ» (τησ ανθρώπινησ δηλονϐτι
φϑςεωσ τοϑ Φριςτοϑ), ϐπωσ εξεικονύζεται ςτην Ολικό
Εικόνα Σου που προςφϋρουν τα Ευαγγϋλια. Δεν μύληςε για
πνεϑμα, οϑτε για ψυχό ό ϊλλο τι «πνευματικϐ». Μύληςε για
τη ςϊρκα και το ςώμα ημών, «ςτόνοντασ» τη θεολογύα του
πϊνω ςτουσ «εξωτερικούσ» αυτοϑσ αιςθητηριακοϑσ ϐρουσ.
Επιμϋνω ςθεναρϐτατα πϊνω ς’ αυτοϑσ τουσ ΤΛΙΚΟΤ΢, αν
θϋλετε, ϐρουσ «ςϊρκα, ςώμα» που χρηςιμοποιεύ ο Παϑλοσ.
Κι επιμϋνω ςτην «εξωτερικϐτητα» των ϐρων, χωρύσ φυςικϊ
να φρϊζω επ’ ουδενύ το δρϐμο ςτην υπερβατικό
εκςτατικϐτητα, ασ μου επιτραπεύ αυτϐσ ο ςτριφνϐσ
νεολογιςμϐσ, που ευαγγελύζονται. Η ζωό τοϑ Ιηςοϑ, τϊ

65
Βλ. Εβρ. 13,8 και αν. ςημ. 35.
Παϑλο, εύναι η ζωό που μϊσ προςφϋρουν τα Ευαγγϋλια, η
Εικών του ΌΛΟΤ Φριςτοϑ. Που «κεύται» προσ μϋθεξη.
Υυςικϊ, και το «απϐθετον» μϋροσ αυτόσ, που υπϊρχει μϋςα
απϐ τισ γραμμϋσ των ευαγγελικών
κειμϋνων. Ο ϐροσ Ιηςοϑσ ςτη
θεολογύα χρηςιμοποιεύται
παραδοςιακϊ ώςτε να δηλωθεύ η
τελεύα ανθρώπινη φϑςη τοϑ Φριςτοϑ.
Εύναι ο ανθρωπολογικϐσ, ασ ποϑμε,
ϐροσ που χρηςιμοποιεύ η θεολογύα
για τον προςδιοριςμϐ μιασ απϐ τισ
δϑο φϑςεισ τοϑ Φριςτοϑ. Ο Παϑλοσ
επιζητεύ να φανερωθεύ ςτη ςϊρκα
μασ, ςτο ςώμα μασ, η ζωό και τοϑ
ανθρώπου Ιηςού. ΢ε ποια ςϊρκα,
43
ποιο ςώμα ; Αναφορικϊ με το θϋμα τόσ πραγματεύασ μασ να
φανερωθεύ και ςτο ΜΕΛΟ΢. Αυτϐ εύναι ςτην προκειμϋνη
περύπτωςη η ςϊρκα και το ςώμα μασ. Να φανερωθεύ η ζωό
τοϑ Ιηςοϑ ςτην εκκληςιαςτικό αοιδό, μελώδηςη,
ψαλμώδηςη, μελουργύα, ςτον «εξωτερικόν» αυτϐ τϑπο τόσ
λατρεύασ τόσ ευχαριςτιακόσ ςϑναξησ. Αναφερϐμαςτε,
λατρειακϊ, ςτον ΟΛΟΝ Φριςτϐ. ΢υνεπώσ και ςτη ζωό τόσ
ςαρκϐσ66 Αυτοϑ. Και επιδιώκουμε κϊθε φανϋρωςη τοϑ ϐλου
Φριςτοϑ εν τη ςαρκύ ημών, δηλαδό ςε κϊθε φαινϐμενο
γεγονϐσ και πτυχό τόσ δικόσ μασ ζωόσ. Επιθυμοϑμε να
γεμύςει το εκϊςτοτε απϐ το ολικό. Και ο ΟΛΟ΢ Φριςτϐσ, η
Εικών του Όλου Φριςτοϑ που διαθϋτουμε δεν εύναι ϊλλη απϐ
την ευαγγελικό. Και εκεύ ο Όλοσ Φριςτϐσ παρουςιϊζεται
πολυτρϐπωσ. Δηλαδό, ϐπωσ ξαναεύπαμε, ωσ φϊγοσ και

66
Βλ. Υιλ.2,7 Α΄Σιμ. 3,16 Εβρ. 2,14 και κυρύωσ 5,7
οινοπϐτησ αλλϊ και ωσ νηςτευτόσ, ωσ ϊνθρωποσ των
πϐλεων και των κωμών, αλλϊ και ερημύτησ ό κατϊ μϐνασ
διαβιών, ωσ προςευχϐμενοσ κατ’ ιδύαν ό κρϊζων εν μϋςη
οδώ. Αυτϐ οφεύλει, ευαγγελικϊ, να είναι και το Μϋλοσ. Μια
μύμηςη τόσ Εικόνοσ τοϑ Όλου Φριςτοϑ. Όχι αιρετικό
(=επιλεκτικό) εκλογό κϊποιων πτυχών αυτόσ τόσ ζωόσ,
αλλϊ ϐλη η ευαγγελικϊ παρουςιαζϐμενη ζωό Σου. Και η
ςυνολικό αυτό Εικών τοϑ Φριςτοϑ μετϋχεται αγιοπνευματικϊ.
Γι αυτϐ, ϊλλωςτε, τονύςαμε παραπϊνω πωσ η «ιδρυτικό
φανϋρωςη τόσ Εκκληςύασ», η Ευχαριςτύα, ςυντελεύται «εν
Αγύω Πνεϑματι» (βλ. αν. ςελ. 27-28). Ο παιδαγωγϐσ εισ
Φριςτϐν εύναι το Ωγιο Πνεϑμα. Δι Αυτοϑ, δια τοϑ
Παρακλότου, γύνεται κατορθωτό η μετοχό ςτη ζωό τόσ
«ςαρκϐσ τοϑ Φριςτοϑ», ϐςο και ςτη κοινωνύα τόσ θεύασ Σου
φϑςεωσ, κατϊ Πϋτρο. Σο Εύναι τόσ Εκκληςύασ είναι η
44
Ευχαριςτύα67. Κι αυτϐ εύναι ϋνασ τρόποσ ύπαρξησ. Ψςτϐςο, η
ςύςταςη τόσ Εκκληςύασ είναι η Πεντηκοςτό68. Κι αυτϐ
ςημαύνει, ϐπωσ ςυνολικϊ οι ύδιεσ οι Πρϊξεισ των Αποςτϐλων
καταδεικνϑουν (αφοϑ θα μποροϑςαν επιγραμματικϊ να
ςυνοψιςτοϑν ςτην αγιογραφικϊ αλλϊ και υπαρκτικό
διαςϊφηςη τοϑ εν τοισ ευαγγελύοισ Τπϊρχοντοσ), ϐτι η ζωό

67
Βλ. Φρ. Γιανναρϊ «αλφαβητϊρι τόσ πύςτησ», ςελ. 188, εκδ. Δϐμοσ 61988 : «Η
Εκκληςύα είναι ϋνα Δεύπνο» (η παχυγραφύα δικό μου) και (αυτ. ςελ. 184)
«Εκκληςύα είναι η ςϑναξη ςτο δεύπνο τόσ Ευχαριςτύασ».
68
Βλ. ενθ. αν. ςελ. 189 ϐπου «…το Πνεϑμα το Ωγιο τοϑ Θεοϑ΄αυτϐ χορηγεύ την
ϑπαρξη…οικοδομώντασ τον «καινϐν ϊνθρωπον» «εν τη ςαρκύ» τοϑ Φριςτοϑ».
Και ακολοϑθωσ «Η ανακαύνιςη τόσ ζωόσ τοϑ κτιςτοϑ με την παρϋμβαςη τοϑ
Παρακλότου Πνεϑματοσ, εύναι προϒπϐθεςη για τη ςύςταςη τόσ Εκκληςύασ και
τη μετοχό μασ ςτην Εκκληςύα», αφοϑ ολϐτελα καύρια επιςημαύνεται ϐτι «Για να
ςυςταθεύ η «καινό κτύςη» τόσ Εκκληςύασ δεν αρκοϑςε η διδαχό τοϑ Φριςτοϑ
ςτουσ μαθητϋσ του ό η επανϊληψη και μύμηςη τοϑ μυςτικοϑ Δεύπνου. Ϊπρεπε να
ςυμβεύ η ζωοποιϐσ «επϋλευςη» τοϑ Πνεϑματοσ τοϑ Θεοϑ ςτην ανθρώπινη
ςϊρκα.»
τόσ ςαρκϐσ Αυτοϑ ερμηνεύεται και προςφϋρεται προσ
μϋθεξη. Η ςυνολικό Εικών τού Όλου Χριςτού, που
προςφϋρουν τα Ευαγγϋλια, μετϋχεται μϐνον ευχαριςτιακϊ εν
Αγύω Πνεύματι. Αυτϐ εύναι που «ανούγει», «πλατϑνει», την
ευαγγελικό Εικϐνα Σου ςτο νου μασ και μϊσ ϊγει ςτο να
γύνουμε κοινωνού Σου. Όμωσ, κοινωνού ςτον Όλον Χριςτό. Κι
αυτϐ ακριβώσ επιβεβαιώνουν τα Κυριακϊ λϐγια ϐτι «εκεύνοσ
διδϊξει υμϊσ πϊντα»(Ιωαν. 14,26), «αυτϐσ μαρτυρόςει περύ
εμοϑ» (Ιωαν. 15,26), «ου λαλόςει αφ’ εαυτοϑ» αλλϊ «εκ του
εμοϑ λόψεται και αναγγελεύ υμύν» (Ιωαν. 16,13-14
αντιςτούχωσ) και αςφαλώσ Εκεύνοσ, ο Φριςτϐσ, θα εύναι που
θα πϋμψει το Πνεϑμα «υμύν παρϊ τοϑ πατρϐσ» (Ιωαν. 15,26),
αφοϑ «παρϊ τοϑ Πατρϐσ εκπορεϑεται» (Ιωαν. 15,26), ϐντασ
το «Πνεϑμα τόσ αληθεύασ» (Ιωαν. 14,16-17). Ναι, μεν το
ϊκρων ϊωτον τόσ μετοχόσ μασ εν Αυτώ εύναι η Ευχαριςτύα,
45
ϐμωσ ο πλατυςμϐσ69 και το άνοιγμα «εν τω νού ημών»70 τόσ
Ευχαριςτύασ, τοϑ Δεύπνου τόσ Βαςιλεύασ, γύνεται εν Αγύω
Πνεϑματι, το Οπούο μϊσ παρϋχει τον ΌΛΟΝ Φριςτϐ, ώςτε
να καταςτοϑμε ςώοι, ολϐκληροι, πλόρεισ ψυχοςωματικϊ,
υπαρκτικϊ. Και ο Όλοσ Φριςτϐσ εύναι ο ευαγγελικόσ Χριςτόσ
ςε κϊθε ϋκφανςη τοϑ βύου Σου. Ο ςαρκωθεύσ Θεϐσ και
πολιτευθεύσ εν ημϋραισ Ηρώδου71. Ο ϋνασ και ςυγκεκριμϋνοσ
Φριςτϐσ. Και κατϊ τοϑτο, εύναι ο Φριςτϐσ των δϑο τελεύων
φϑςεων τόσ Φαλκηδϐνασ, ϐπου εκϊςτη φϑςη βοϑλεται και
ενεργεύται, κατϊ τον ϐρο τόσ εν Σροϑλλω ςυνϐδου, και η
Εικών και το Απαϑγαςμα (βλ. Β΄Κορ. 4,4 και Εβρ. 1,3
αντύςτοιχα) τοϑ Πατρϐσ, ϐπου εμεύσ καθιςτϊμεθα εν Αγύω

69
Βλ. Β΄Κορ.6,11-13 αλλϊ και Χαλμ. 119,32
70
Βλ. Μαρκ. 13,14 Ιω. 12,40 Ρωμ. 1,20 Β΄Κορ. 10,5 Β΄Σιμ. 2,7 Εβρ. 11,3 αλλϊ και εν
ςχϋςει προσ τη μελϋτη μασ τα Α΄Κορ. 14,15 και Εφες. 5,19
71
Βλ. Ματθ. 2,1 Λουκ. 1,5 3,1
Πνεύματι, ςυμφώνωσ προσ τη 2α Οικουμενικό ΢ϑνοδο,
«ςϑμμορφοι τόσ εικόνοσ72 τοϑ υιοϑ αυτοϑ (βλ. Ρωμ. 8,29-
30), μετϋχοντεσ ςτον Όλο Φριςτϐ και δια τόσ θϑρασ73
Αυτοϑ, τοϑ ευαγγελικοϑ εικονολογικοϑ Σου υποδεύγματοσ
δηλαδό («υπϐδειγμα γαρ δϋδωκα υμύν, ύνα καθώσ εγώ
επούηςα υμύν, και υμεύσ ποιότε» Ιωανν. 13,15),
απολαμβϊνουμε την υιοθεςύα74 παρϊ τοϑ Πατρϐσ. Με το δια
αυτϐ να παραπϋμπει, ανθρωπολογικϊ και καλλιτεχνικϊ,
κατευθεύαν ςτισ αναγωγϋσ που ϐριςε η εβδϐμη Οικουμενικό
για το ζότημα των εικϐνων και ςυνεπώσ για το ύδιο το μέλοσ
ςτην Εκκληςύα, τουλϊχιςτον για ϐςουσ μποροϑν να
αντιληφθοϑν τισ διαςυνδϋςεισ αυτϋσ.
Μα ϐλα αυτϊ, ϐςα δηλαδό ςχεδϐν τηλεγραφικϊ
διατυπώςαμε παραπϊνω, τι ςχϋςη μπορεύ να ϋχουν με το
(εκκληςιαςτικϐ) μϋλοσ ; Πϐςο το αφοροϑν ; Αν δεν εύναι
46
όδη προφανϋσ και δεν το υποψιϊζεται κανεύσ αυτομϊτωσ,
τϐτε μπορώ να αναφωνόςω : Ψ, εύμαςτε εθιςμϋνοι ςτισ
ευκαιριακϋσ ειδωλολατρεύεσ των ουςιωδώσ
αντιπραγματικών (αντι)επιςτημονικών/λογικοκρατικών
αποςυναγωγόςεων75 των χώρων/καταςτϊςεων και γι αυτϐ

72
Βλ. Φαρακτηριςτικϐ, ςτη παροϑςα ςυνϋφεια, το χωρύο Β΄Κορ. 3,17-18. Επύςησ
περύ τόσ εικόνοσ τού Χριςτού δεσ Κολ. 1,15, αλλϊ και το Γεν. 1,26 ϐπου ο
ϊνθρωποσ, ωσ γνωςτϐν, πλϊθεται κατ’ εικϐνα, ςυνιςτώντασ ϋτςι ϊμεςα μιαν
ανθρωπολογύα που εδρϊζεται πληρωματικϊ δια τόσ Ενςαρκώςεωσ ςτη
Φριςτολογύα.
73
Βλ. Ιω. 10,7-9
74
Βλ. Γαλ. 4,5
75
Θα ςυνιςτοϑςε λανθαςμϋνη αντύληψη να θεωρηθεύ πωσ ο ϐροσ αυτϐσ
(ςυναγωγό) αφορϊ ςτην εβραώκό ςυναγωγό ό παραπϋμπει ςε αγιογραφικϊ
χωρύα, ςτα οπούα ϐντωσ αυτϐσ ανιχνεϑεται, που ϋχουν να κϊνουν με την εκδύωξη
των αποςτϐλων ό και τοϑ Φριςτοϑ απϐ το Ναϐ ό τισ τοπικϋσ ιουδαώκϋσ
ςυναγωγϋσ (Βλ. π.χ. Ιω. 9,22 12,42 16,2). Εύναι ϋνασ ϐροσ με πλοϑςιο νοηματικϐ
φορτύο και μπορεύ κανεύσ να τον ςυναντόςει ϊνετα ςτην αρχαιοελληνικό
πιθανώσ αναρωτιϐμαςτε. Ψςτϐςο, για να εξειδικεϑςω το εκ
των πραγμϊτων αφορϐν το ΟΛΟΝ θϋμα, εύναι προφανϋσ ϐχι
μϐνο απϐ την πρακτικό αλλϊ και απϐ την ύδια την

47

χρηςιμοποιοϑμενη (νηπτικό/ηςυχαςτικό) ορολογύα ϐτι το


κραςύ τόσ Κανϊ εύναι εκεύνο που προξενεύ τη νηφϊλια
μοναςτικό μϋθη. Η κατ’ ούκον76 εκκληςύα ςτο αςτικϐ
περιβϊλλον μεταμορφώνεται ςε μοναςτικό καλϑβη και ςε
ςκότη, δηλαδό να μην εκκοςμικεϑεται. Σο γεγονόσ τόσ

γραμματεύα. Δεσ π.χ. Αριςτοτϋλουσ Πολιτικϊ Ζ΄, 1317a ed. W.D.Ross, Oxford
1986.
76
Βλ. Πραξ. 2,46 7,10 10,2 και κυρύωσ Ρωμ. 16,5 Α΄Κορ. 1,16 16,19 Υιλ. 2
δημιουργύασ ςτην Σϋχνη εκδιπλώνεται μϋςα ςε κατϊςταςη
μοναξιϊσ και ηςυχαςμοϑ. Η πϐλισ, ενδεχομενικϊ, μπορεύ να
μεταβληθεύ ςε ϋρημο. Η ϋρημοσ, εκπτωτικϊ, ςε πϐλη ό να
πολύζεται απϐ ςμόνη ανθρώπων εν ηςυχαςμώ
κοινωνοϑντων. Σο μϋλοσ, κοντολογύσ, οφεύλει να
χριςτοποιηθεύ. Δηλαδό να μιμηθεύ την εικόνα τοϑ
ευαγγελικοϑ υποδεύγματοσ τοϑ Όλου Φριςτοϑ, ϋτςι ώςτε να
οδηγόςει διακονικϊ ςτη μετοχό τοϑ Όλου Φριςτοϑ, με ϊλλα
λϐγια ςτην ύδια τη θϋωςη. Αςφαλώσ, η Κανϊ, η Πϐλισ, η
Ρϑμη, ο Ούνοσ, η Βρώςη, η ςυνϊφεια μετϊ Σελωνών και
Πορνών, η εν των κϐςμω διατριβό και ςυνϊφεια μποροϑν να
πραγματοποιηθοϑν (εν πνεϑματι ;) ςτην ϋρημο και υπϐ τουσ
ϐρουσ τόσ ερόμου και ςτα πλαύςια τόσ λεγομϋνησ
πνευματικϐτητασ. Μπορεύ κανεύσ να γευθεύ το κραςύ τόσ
νόψεωσ, να εύναι «τοισ πϊςι ςυνηρμοςμϋνοσ»77 ϐντασ εν
48
ερόμω, να αγωνιϊ και να ςυμπϊςχει προςευχητικϊ με τουσ
εν τω κϐςμω, ϐμωσ αυτϐ δεν ςημαύνει πωσ «τμόματα» τοϑ
Όλου Φριςτοϑ οφεύλουν να μεύνουν εκτόσ ςτη λατρεύα και δη
ςτο μϋλοσ. Ϋ το μϋλοσ μετϋχει κι αυτϐ τοϑ ιδύου
εκκληςιαςτικοϑ γεγονϐτοσ ό ϐχι. Κι αν ναι, τϐτε εύναι
πρϐδηλο πωσ πρϋπει και δι αυτού να φανερώνεται η
«κοςμικό» βιοτό τοϑ «εισ τα ύδια ελθϐντοσ»78, ϋτςι ώςτε
εμεύσ αλλϊ και το μϋλοσ να μη αποδειχθεύ πωσ δεν
«ελϊβομεν Αυτϐν»79. Η δογματικό θεμελύωςη αυτόσ τόσ
θϋςησ μοιϊζει απλό : Ενςϊρκωςη=Επιφϊνεια=Ευαγγελικό
Εικών τοϑ Όλου Φριςτοϑ=Μυςτικϐσ Δεύπνοσ και ύδρυςη τόσ
ευχαςριςτιακόσ μετοχόσ εν Αυτώ=Πεντηκοςτό και εν Αγύω

77
Βλ. Αγ. Νεύλου Αςκητοϑ (και Ευαγρ. Ποντικοϑ), Λϐγοσ περύ προςευχόσ.
Υιλοκαλύα.
78
Βλ. Ιω. 1,11
79
Βλ. Ιω. 1,11 και 4,44, καθώσ και Λουκ. 4,24
Πνεϑματι αποκϊλυψη/διεϑρυνςη, ςτη ςυνεύδηςη τόσ
Εκκληςύασ, τοϑ Όλου Τπϊρχοντοσ ςτα Ευαγγϋλια Φριςτοϑ.
Κι αυτϐ, φυςικϊ, αφορϊ, και ςτισ
λειτουργικϋσ/εκκληςιαςτικϋσ τϋχνεσ. Και ςυνεπώσ και ςτο
μϋλοσ. Ο Φριςτϐσ ανακρϊται. Οφεύλει να ανακραθό και το
μϋλοσ. Ο Φριςτϐσ πολιτεϑεται διττώσ. Σο ύδιο εναπϐκειται
και ςτο μϋλοσ. Τπϊρχει αντύδοςισ ιδιωμϊτων εν Φριςτώ. Σο
ύδιο θα πρϋπει να γύνεται και ςτο μϋλοσ. Όπωσ δεν αλλϊζει ο
λειτουργικϐσ τϑποσ τόσ Θεύασ Λειτουργύασ ςτον κϐςμο και
ςτη μονό, ϋτςι ακριβώσ δεν γύνεται να υπϊρχει εντελώσ
διαφοροποιημϋνοσ τϑποσ μελουργύασ και ψαλμώδηςησ
μεταξϑ ερόμου και κϐςμου. Μϋςα ςτο πλαύςιο τόσ ϊςκηςησ
οφεύλεται να βιωθεύ και η «κοςμικό» διϊςταςη τόσ
πολιτεύασ τοϑ Φριςτοϑ. Σο ϊνοιγμα, ϐπωσ προεύπαμε, των
τρόπων εν κϐςμω, ο πλατυςμόσ, η χαρϊ κλπ, οφεύλουν να
49
εκφραςθοϑν δια τοϑ μϋλουσ, ϐχι για λϐγουσ αιςθητικοϑσ ό
καθαρϊ και τυφλϊ μιμητικοϑσ, αλλϊ διϐτι μϊσ
αποκαλϑπτουν, εν Αγύω Πνεϑματι, τον Όλο Φριςτϐ. Σο
εκκληςιαςτικϐ μϋλοσ διαρθρώνεται εκφραςτικϊ δια των
χειρονομικών ςημαδιών και εν γϋνει δια τόσ «βυζαντινόσ»
παραςημαντικόσ. Οι ενϋργειεσ των χειρονομιών εύναι εκεύνεσ
που ανϊλογα με την εκτελεςτικό ρϑθμιςό τουσ απϐ τουσ
ψαλμωδοϑσ, αποκαλϑπτουν και ζωγραφύζουν τα ευαγγελικϊ
γεγονϐτα, ζωγραφύζοντασ την ϐςο το δυνατϐν πληρϋςτερη
Εικϐνα τοϑ Φριςτοϑ, η οπούα και πρϐκειται, και δια τοϑ
μϋλουσ, ακριβώσ ϐπωσ και δια των εικϐνων, προσ μετοχό. Η
τροπικϐτητα τόσ πολιτεύασ τοϑ Φριςτοϑ, που όδη
ςχολιϊςαμε (βλ. ςημ. 33 κ.ε.), θα πρϋπει να αντιςτοιχεύ και
ςτη χειρονομική ποικιλύα και τροπικϐτητα τοϑ μϋλουσ. Σο
μϋλοσ δεν μπορεύ να αποτελϋςει ϋναν αποςχιςμϋνο και
ςτεγανοποιημϋνο χώρο μονολιθικόσ ερμηνεύασ (=βύωςησ)
τοϑ Ευαγγελύου. Σο «ϊνοιγμα» και η εκτϋλεςη των
χειρονομικών κυρύωσ ςημαδύων, ωσ των κατεξοχόν αγωγών
ϋκφραςησ, δεν εύναι κϊτι που μπορεύ να παραθεωρηθεύ και
να ενταχθεύ ςτην περιοχό των κατϊ τϐπουσ επιλογών.
΢υνιςτϊ, μετριοπαθώσ φυςικϊ, ϋνα Δϋον. Οι (μελικϋσ)
τοπικϐτητεσ/εντοπιϐτητεσ οφεύλουν, ακολουθώντασ το
ευαγγελικϐ παρϊδειγμα, τον υπογραμμϐν τοϑ Φριςτοϑ, να
διαλϋγονται και να ςυν-ομιλοϑν. Η αντύδοςό τουσ οφεύλει να
εύναι ςυνεχόσ. Και ο διϊλογοσ, ϐπωσ και ςτην υποςτατικό
ϋνωςη των δϑο εν Φριςτώ φϑςεων, δεν ςημαύνει ςϑμφυρςισ,
ςϑγχυςη ό κατϊποςη και εξαφϊνιςη τοϑ ενϐσ ςτοιχεύου απϐ
το ϊλλο. Εκαςταχοϑ ςτο διϊλογο αυτϐ προτϊςςεται και
υπϊρχει, οφεύλει να υπϊρχει ωσ ϋκφραςη τοπικϐτητασ και
ςυγκεκριμϋνησ ΢ϊρκασ, ϋνα μεύζον και πρωτεϑον ςτοιχεύο,
που διαλϋγεται γϐνιμα με το εκϊςτοτε και εκαςταχοϑ
50
(μελικϐ) πρϐςλημμα. ΢την προκειμϋνη αγιορειτικό μασ
περύπτωςη, το (εκϊςτοτε…) Όροσ παραμϋνει ςταθερϐ (ωσ,
λϐγου χϊρη, η υπϋρτερη και μεύζων φϑςη τόσ υποςταςτικόσ
ϋνωςησ…, ϐπωσ ϊλλωςτε το ύδιο θα περύμενε κανεύσ να εύναι
με τη ςειρϊ τησ η «κοςμικό» ψαλμώδηςη ςε «κοςμικϊ»
περιβϊλλοντα, την οπούα όδη χαρακτηρύςαμε ωσ
αυτοκρατορικό…), ωσ ο μεύζων παρϊγοντασ ςτη ςχϋςη με το
«ϋξωθεν» («κοςμικϐ») μϋλοσ, υφολογικϊ (χειρονομικϊ
κυρύωσ) ςτουσ ϊξονεσ που ορύζουν την ιδιοςυςταςύα και
ταυτϐτητϊ του και ταυτϐχρονα, μιμητικϊ τοϑ ευαγγελικοϑ
Προτϑπου, διαλϋγεται πολυτρϐπωσ με τον κϐςμο (γύνεται,
λελογιςμϋνα, μελικϊ «κϐςμοσ» = Ρϑμη, Πϐλη, Κανϊ,
Φαρϊ/Αγαλλύαςη, Κραυγό κλπ), προςλαμβϊνοντασ εκεύνα
τα ςτοιχεύα που θεωρεύ, κατϊ καιρούσ πϊντα, αρμονικϊ και
προωθητικϊ με τη φϑςη τόσ πολιτεύασ του, εν ϐψει πϊντοτε
τόσ μεθϋξεωσ ςτην ολικό ευαγγελικό Εικϐνα τοϑ Όλου
Φριςτοϑ. Η μελικό και χειρονομικό ςυμπεριφορϊ τοϑ Όρουσ
οφεύλει να μϊσ πεύςει ϐτι τα (χειρονομικϊ αυςτηρϊ και
περιοριςτικϊ) ΢ϊββατα, δηλαδό η κανονιςτικό και νομικό
(μελικό/χειρονομικό τυπολατρεύα, νομικιςμϐσ
[=ςκληρυμϋνη παραδοςιοκρατύα] και μη εκςτατικϐτητα)
ακινηςύα, ςπϊνε «δια τον ϊνθρωπον»80 και τα πρϊγματα
κινοϑνται αλληλοπεριχωρητικϊ, δηλαδό «κοςμικϐ»
(πατριαρχιακϐ και
ϊλλο…) ϑφοσ ≤ ≥
αγιορεύτικο ϑφοσ. Ότι ο
Φριςτϐσ ειςϋρχεται,
μελικϊ και χειρονομικϊ,
ςτην οικύα πλατυςμοϑ
και ϊνεςησ τοϑ
αρχιςυναγώγου81, ό των
51
Υαριςαύων ό των
τελωνών και πορνών
και γύνεται (χειρονομικϊ
και μελικϊ) τα πϊντα
«ύνα τουσ πϊντασ
κερδύςη»82, παρϋχοντασ
μελικό και χειρονομικό
υπϐδειγμα ςε μασ, εισ
μύμηςη τού Ευαγγελύου,
«ύνα ςυγκοινωνού Αυτοϑ γενώμεθα». Εκτϐσ τοϑ ϐτι θα όταν
αδιανϐητο να πολιτεϑεται ςτα περιβϊλλοντα αυτϊ ο Φριςτϐσ
με τουσ όρουσ τόσ κατϊ μϐνασ πολιτεύασ Σου, αυτϐ που
ενδιαφϋρει εδώ εύναι ϐτι ϋχουμε ανϊγκη μετοχόσ ςτον Όλο
80
Βλ. Μαρκ. 2,27
81
Βλ. Μαρκ. 5,22-38 και Λουκ. 8,41
82
Βλ. Α΄Κορ. 9, 19-23
Φριςτϐ, ςυνεπώσ και ςτισ θεανδρικϋσ Σου ενϋργειεσ, που
ενεργοϑνται και ςτο «κοςμικϐ» περιβϊλλον και εκφϋρονται,
αδιαβλότωσ, με τουσ ϐρουσ τόσ «κοςμικόσ» ατμόςφαιρασ,
αφοϑ εύναι αυτονϐητο πωσ η μοναχικό πολιτεύα δεν μετϋχει
ςε κϊποιον ϊλλο Φριςτϐ απ’ αυτϐν που μετϋχει το υπϐλοιπο
εκκληςιαςτικϐ ΢ώμα. Οϑτε, φυςικϊ, και μπορεύ να επιλϋγει
κϊποια τμόματα Φριςτοϑ αποκλεύοντασ κϊποια ϊλλα ό
ακϐμη απαρνοϑμενη τη μετοχό ςτην ΟΛΙΚΗ ευαγγελικό
Σου ΕΙΚΟΝΑ. Και ςυνεπώσ η χρόςη ανεπτυγμϋνων μορφών
ενϋργειασ των χειρονομικών ςημαδιών, κυρύωσ, αλλϊ και
μελικών ό τροπικών ςχημϊτων, εύναι αυτϐδηλα αυτονϐητη
εν Φριςτώ. Θεωρώ, μϊλιςτα, ολϐτελα ενδεικτικό τη μουςικό
ορολογύα, που ςημειωτϋον δεύχνει να ακολουθεύ πιςτϊ τουσ
δογματικοϑσ ϐρουσ και την ευαγγελικό Εικϐνα τοϑ Όλου
Φριςτοϑ, ϐταν η τελευταύα ομιλεύ περύ ενεργειών (ουδϋποτε
52
μονοενεργητικϊ !...) των χειρονομικών ςημαδιών, τα οπούα
εύναι εκεύνα που, κατϊ την ευςτοχϐτατη ϋκφραςη τοϑ
δαςκϊλου μου Γ. Ρεμοϑνδου, «προςδύδουν ποιϐτητα ςτο
μϋλοσ»83, δηλαδό ΕΚΥΡΑ΢ΣΙΚΗ ποιϐτητα, η οπούα δεν εύναι
μουςικϊ ό ϊλλωσ πωσ αυτονομημϋνη και αυθαύρετη, αλλϊ
κινεύται εκφραςτικϊ εν Χριςτώ. Δηλαδό κατϊ το υπϐδειγμα
τοϑ Ευαγγελύου. Μϊλιςτα, ϋχω να παρατηρόςω πωσ τα

83
Βλ. Γ. Ρεμοϑνδοσ, Οξεύα, Βαρεύα, Πεταςτό… Μουςικού χαρακτόρεσ που
προςδύδουν ποιϐτητα ςτο μϋλοσ (χειρονομύεσ), εκδ. Παρουςύα 1997, και αγγλ.
μετϊφραςη ΢τϊθησ Κομνηνϐσ. ΢το ειςαγωγικϐ ςημεύωμα (βλ. ςελ. 11 κ.ε.),
ολϐτελα εϑςτοχα, ο ςυγγραφϋασ προτϊςςοντασ τα εύδη των χειρονομικών
ςημαδιών (ϐςα ςώζονται…), επιςημαύνει ϐτι «εύναι …ςημεύα ποιϐτητασ ό
ϋκφραςησ τοϑ μουςικοϑ μασ ςυςτόματοσ που ονομϊζονται Φειρονομύεσ΄
χρηςιμοποιούνται ςτην πρϊξη τόσ ψαλμωδύασ, και προςδύδουν ποιότητα ςτο μϋλοσ»
(η πλαγιογρϊφηςη δικό μου), δηλαδό το αρμολογοϑν ΤΥΟΛΟΓΙΚΑ. Σου
ςμιλεϑουν, με ϊλλα λϐγια, ϐ,τι αποκαλοϑμε ϑφοσ, το οπούο ςυςτόνει (μουςικϐ
και ϐχι μϐνον) όθοσ, δηλαδό τροπικϐτητα μετοχόσ ςτο εκκληςιαςτικϐ γεγονϐσ.
χειρονομικϊ αυτϊ ςημϊδια (τα λεγϐμενα «γυρύςματα» ό
κατϊ το ρεμπετικϐτερον «τζαρκϊντζεσ»), που θεμελιώνουν
υφολογικϊ το μϋλοσ, εύναι ϐχι μϐνο περιγραπτϊ με ϊκρα
λεπτομϋρεια, αλλϊ και αφοροϑν ςτο ΢ΤΝΟΛΟ τησ
ελληνικόσ μουςικόσ, εκκληςιαςτικόσ και δημώδουσ, και
κατ’ επϋκταςη κϊθε ςϑγχρονησ ελληνικόσ μουςικόσ
ϋκφραςησ, η οπούα επιθυμεύ να διατηρόςει ϐχι μϐνο την
παρϊδοςη αλλϊ και διακριτϊ ςτοιχεύα ταυτϐτητασ. Σα
«γυρύςματα» αυτϊ ϋχουν γενικό ιςχϑ ςτην ελληνικό μουςικό
και οριοθετοϑν, θεωρώ, την εκφραςτικό οιουδήποτε
μελικοϑ ελληνικοϑ εύδουσ, που καλϐ θα όταν ϐχι μϐνο να
γνωρύζει απϐ ποϑ προϋρχεται και πώσ ϋχει ςτηθεύ
επιςτημονικϊ (με εξαιρετικό λεπτομϋρεια και
περιγραφικϐτητα, τϋτοια που θα ωχριοϑςε μπροςτϊ τησ και
το πλϋον λογικοκρατικϐ ό τεχνοκρατικϐ «δυτικϐ» πνεϑμα) η
53
ελληνικό μουςικό εκφραςτικό ό ποιεσ οι προϒποθϋςεισ τησ,
αλλϊ και να τη θυμϊται και να αναλογύζεται τα βϊθη84 τησ.

Μα επιτϋλουσ, θα μποροϑςε να αντιτεύνει κϊποιοσ, ποϑ


εντοπύζεται, ποϑ υπϊρχει η αγιογραφικό, η καινοδιαθηκικό,
θεμελύωςη εν Φριςτώ ϐλων αυτών των (εναπομεινϊντων…)
χειρονομικών ςημαδιών, τα οπούα αρμολογοϑν τη μουςικό
ϋκφραςη τόσ λατρευτικόσ ευχαριςτιακόσ ςυνϊξεωσ; Θεωρώ
προφανϋσ ϐτι ϐχι μϐνο η λειτουργία (=ενϋργειϊ) τουσ, αλλϊ
και αυτό τοϑτη η ορολογύα τουσ βαςύζεται ςτην ευαγγελικό
περιγραφό. Αρκεύ να ϋχεισ κανεύσ ελϊχιςτη προςοχό και
«νουν Φριςτοϑ»85 ςτα πϊντα. Η ευαγγελικό Εικών τοϑ Όλου
Φριςτοϑ παρϋχει ϐχι μϐνο τουσ ϐρουσ που δανεύζονται αυτϊ
τα ςημϊδια μουςικόσ ϋκφραςησ, αλλϊ και τα πλαύςια εντϐσ
84
Βλ. Ρωμ. 11,33 Α΄ Κορ. 2,10 Εφ. 3,18
85
Βλ. Α΄ Κορ. 2,16
των οπούων φανερώνονται 86αυτού οι ϐροι. Και ςημειώνω,
με ϐςο το δυνατϐν μεγαλϑτερη ϋμφαςη, πωσ και τα δϑο μϊσ

ενδιαφϋρουν και αφορούν ςτο μϋλοσ εξύςου. Ο Ρεμοϑνδοσ,


ςτο προαναφερθϋν ειςαγωγικϐ του ςημεύωμα, ενδεικτικϊ
απαριθμεύ 14 χειρονομικϊ ςημϊδια. Δεν αναφϋρομαι, προσ
το παρϐν, ςτην τρϋχουςα χρόςη ό αχρηςύα τουσ. Σονύζω,
ϐμωσ, ϐτι αλλοϑ αναφϋραμε την ϑπαρξη πολλών δεκϊδων87.
54
Οι ονομαςύεσ ; Παύρνω, πρϐχειρα, την αρμαθιϊ που
προςφϋρει ο χορϊρχησ Γ. Ρεμοϑνδοσ88 : ιςϊκι, οξεύα,
πεταςτό, τζϊκιςμα, ψηφιςτόν, βαρεύα, διπλό βαρεύα ό πύεςμα,
ομαλόν, λύγιςμα, αντικϋνωμα, ϋτερον ό παρακϊλεςμα,
τρομικόν, ςτρεπτόν, παρακλητικό. Επινϐημα ; Αποκλειςτικϊ
τυχαύεσ μουςικϋσ ορολογύεσ που εύναι αθεμελύωτεσ
αγιογραφικϊ ; Αςχϋτιςτα πρϊγματα με την ευαγγελικό
Εικϐνα ; Ιδοϑ ϋνασ αγιογραφικϐσ πύνακασ θεμελύωςόσ τουσ
ςτην «Εικϐνα» τόσ θεανδρικόσ υποςτϊςεωσ τοϑ Φριςτοϑ,
χωρύσ να παραθϋτω εξαντλητικϊ κϊθε αγιογραφικό πηγό
ϐπου απαντώνται και παρϊλληλα να τουσ προςφϋρω

86
Βλ. αν. και ςημ. 62
87
Βλ. αν. και ςημ. 11
88
Βλ. ενθ. αν. ςελ. 11
ςυγκεκριμϋνο νοηματιςμϐ με τισ αγιογραφικϋσ μου επιλογϋσ
ςυγκεκριμϋνων παραθεμϊτων :
Στρεπτόν : Ματθ. 5,39 16,23 18,3 Λουκ. 7,9 7,44 9,55 10,22
22,61 Ιω. 1,38
Ιςάκι (ύςον) : Ματθ. 20,12 Ιω. 5,18 Υιλ. 2,6 Αποκ. 21,16
Τρομικόν : Μαρκ. 16,8 Υιλ. 2,12
Παρακλητική : Λουκ. 2,25 Πρ. 4,36 9,31 13,15 15,31 Ρωμ.15,
4-5 Α΄Κορ. 1,3-6 Υιλ.2,1 Εβρ. 6,18 13,22
Βαρεία : Ματθ. 23,4 23,23 Α΄Ιωαν. 5,3
Πίεςμα : Λουκ. 6,38
Έτερον : Ματθ. 8,21 16,12 Λουκ. 3,18 10,1 20,11
Οξεία : Αποκ. 1,16 2,12 19,15
Πεταςτή : Αποκ. 4,7 8,13 14,6 και κυρύωσ, εκκληςιολογικϊ,
το 12,14. Επύςησ, ςχετικϊ με τη ςυνϋχεια Παλαιϊσ και Καινόσ
Διαθόκησ και απολϑτωσ ενδεικτικϊ, τα Εξ. 19,4 Ιωβ 37,3
55
Χαλμ. 90,4-5 16,8 17,10 35,7 54,6 56,1 60,4 62,7 (ϐπου
ςυνυπϊρχει και η αγαλλύαςισ που όδη αναφϋραμε…) και
πϊνω απ’ ϐλα το 103,3 τοϑ καθημϋραν αναγινωςκϐμενου
προοιμιακοϑ.
Ψηφιςτόν (πεποιημϋνον ονοματικϊ, ϐχι ϐμωσ αθεμελύωτο):
Αποκ. 2,17
Αντικένωμα (εξύςου) : Υιλ. 2,7
Ψςτϐςο, τα λύγιςμα, ομαλόν, τ(ζ)ϊκιςμα (προφϋρεται
και με ςύγμα), τα οπούα εύναι και τα λιγότερα «αθεμελύωτα»
ςημειωτϋον, ποϑ πόγαν ; Όςα δεν βρύςκονται ςε
αγιογραφικϋσ μαρτυρύεσ εύναι αποτϋλεςμα τόσ Παρϊδοςησ
τόσ Εκκληςύασ, ϐπωσ ακριβώσ ςυμβαύνει με το ύδιο το
Δϐγμα και τουσ ϐρουσ του, οι οπούοι δεν απαντώνται ϐλοι
ςτα αγιογραφικϊ κεύμενα. Η Παρϊδοςη τησ Εκκληςύασ, η
οπούα ςυγκροτεύται με την Πεντηκοςτό, διδϊςκει ημύν περύ
Αυτοϑ, υπομιμνόςκει89 δε και αναπτϑςςει, αγιοπνευματικϊ,
την όδη υπϊρχουςα εν Φριςτώ αλόθεια, ϐπωσ ιδρυτικϊ
καθιερώνεται και παρϋχεται ωσ υπϐδειγμα απϐ τισ ύδιεσ τισ
Πρϊξεισ των Αποςτϐλων, αλλϊ και τουσ ϐρουσ που
χρηςιμοποιεύ τϐςο η αποςτολικό κοινϐτητα ϐςο και η
πρώτη, τουλϊχιςτον, χριςτιανικό κοινϐτησ. Αυτϐσ, ϊλλωςτε,
εύναι ο τρόποσ που η Εκκληςύα βιώνει και μετϋχει ςτο
γεγονϐσ τόσ εν Φριςτώ Αποκϊλυψησ. Αναφορικϊ τώρα με τα
«αςτόρικτα», ονοματολογικϊ, χειρονομικϊ ςημϊδια,
οφεύλουμε να ποϑμε πωσ η Εκκληςύα δεν αντιμετώπιςε ποτϋ
το Ευαγγϋλιο με τρϐπο απολυτοποιημϋνο ϐπωσ ϋγινε ςε
λουθηρανικϊ περιβϊλλοντα ό ϐπωσ αντιλαμβϊνεται το
Ιςλϊμ το Κορϊν. Κι εδώ εδρϊζεται το νϐημα τόσ
Παραδϐςεωσ. Και η Παρϊδοςη αυτό δεν διςτϊζει διϐλου να
εκφρϊςει την εν Φριςτώ εμπειρύα τησ χρηςιμοποιώντασ ϐχι
56
μϐνο ΜΗ αγιογραφικοϑσ ϐρουσ, αλλϊ ϐρουσ που αντλεύ απϐ
«ειδωλολατρικϊ» και «ϋξωθεν» περιβϊλλοντα, ϐπωσ η
ελληνικό φιλοςοφύα, η οπούα παρϋχει και τον ορολογικϐ
οπλιςμϐ για τη δϐμηςη τοϑ δϐγματοσ, δηλαδό για τον
ςχηματιςμϐ των πλαιςύων ϋκφραςησ τόσ Εκκληςύασ απϐ την
εν Φριςτώ εμπειρύα τησ. Αν κανεύσ ξενιζϐταν απϐ το
«αυθαύρετο», αγιογραφικϊ, ϐρων ϐπωσ εκεύνοι των ανωτϋρω
(αλλϊ και ϊλλων πολλών) χειρονομικών ςημαδιών, τϐτε θα
ϐφειλε με ςυνϋπεια να εξεγεύρεται εναντύον αςτόρικτων,
αγιογραφικϊ, ϐρων τοϑ δϐγματοσ, ϐπωσ ουςύα, ενϋργεια,
υπϐςταςη, αγεννηςύα, ομοοϑςιοσ, φϑςη και οϑτω καθεξόσ.
Αν δεχτοϑμε πωσ οι ϐροι αυτού εκφρϊζουν και ορθοτομοϑν
τον καινϐ τρόπο υπάρξεωσ που ευαγγελύζεται η Εκκληςύα,

89
Βλ. Α΄ Ιω. 2,27 αλλϊ και Ιω. 14,26 και επύςησ αν. ςημ.
μολονϐτι μη ερειδόμενοι αγιογραφικϊ, τϐτε οφεύλουμε να
δεχτοϑμε ϐτι παρομούωσ ϋχει δυνατϐτητα να ςτόςει και η
μουςικό, το μϋλοσ, η ένηχη
έκφραςη τού Ευαγγελίου, τουσ
δικοϑσ τησ (μελικοϑσ) ϐρουσ, που δεν
ερεύδονται επύςησ αγιογραφικϊ, ώςτε
να δομόςει, δια τού μϋλουσ, την εν
Φριςτώ εμπειρύα τησ. ΢υνεπώσ
(χειρονομικού και ϐχι μϐνον) ϐροι
ϐπωσ απόδερμα, πελαςτόν, κούφιςμα,
απόςτροφοσ, [α]υπορροό, ςεύςμα,
εκςτρεπτόν, επϋγερμα, ςύναγμα, και
πολλού ϊλλοι, αποτελοϑν και
ςυνιςτοϑν το ΜΕΛΙΚΟ αντύςτοιχο
των μη αγιογραφικών ΔΟΓΜΑΣΙΚΨΝ ϐρων, που αμφϐτεροι
57
ωςτϐςο εκφρϊζουν με πληρϐτητα, μϋςα ςτα κυματιςτϊ
πϊντα πλαύςια τόσ ΓΛΨ΢΢Α΢, την εμπειρύα τόσ Εκκληςύασ.
Κϊνοντασ δε ϋνα ακϐμη βόμα παραπϋρα, ώςτε να
αποδεύξουμε πωσ ϐχι μϐνο ϋχει βϊςη η υπϐθεςη πωσ η
ονοματολογύα των χειρονομικών και ϊλλων μουςικών
ςημαδιών δεν εύναι καθϐλου αποτϋλεςμα τυχαιϐτητασ ό
αυθαρεςύασ, αλλϊ εκφρϊζει μελικά εν Αγύω Πνεϑματι την εν
Φριςτώ εμπειρύα τόσ Εκκληςύασ, με ϋφεςη ςτη μετοχό τόσ
ευαγγελικόσ Εικϐνασ τοϑ Όλου Φριςτοϑ, οφεύλουμε να
παρατηρόςουμε πωσ η Εκκληςύα ςιωπηρϊ ϋχει ϐχι μϐνο
αποδεχθεύ και καταφϊςκει ςε μιαν τϋτοια ανάπτυξη τόσ εν
Φριςτώ αλόθειασ, τόσ ρητόσ ό ϊρρητησ Εικϐνασ Σου που
παρϋχεται δια των Ευαγγελύων, αλλϊ τη θεωρεύ και ϊκρωσ
αναγκαύα λατρειακϊ τϐςο προσ οικοδομό των πιςτών ϐςο
και προσ την πολϑτροπη φανϋρωςη τόσ ολικόσ Εικϐνασ των
Ευαγγελύων. Και δεν εύναι καθϐλου τυχαύο πωσ αυτϐ
ςυντελϋςθηκε με ϐχημα, για μια ακϐμη φορϊ, την Σϋχνη και
ςυγκεκριμϋνα την Πούηςη και τη Ζωγραφικό. Η τροπική
αυτό φανϋρωςη τοϑ Φριςτοϑ οϑτε μικρϐτερη εύναι οϑτε
υποδεϋςτερη, οϑτε γύνεται …ανεκτό «κατ’ οικονομύα», αλλϊ
ωσ Παρϊδοςη τόσ φωτιζϐμενησ αγιοπνευματικϊ Εκκληςύασ
εισ την φανϋρωςη εν ημύν τοϑ Τιοϑ, ώςτε να αχθοϑμε ςτην
«ϊβυςςο τοϑ Πατρϐσ», εύναι ςυνϐμιλοσ και ςυν-ϋταιροσ,
ιςοςτϊςια, τόσ ρητόσ αποκαλυπτικόσ εκφρϊςεωσ των
Ευαγγελύων. ΢υνεπώσ, ϋςτω κι αν δεν γρϊφεται ό
περιγρϊφεται (ρητώσ) ευαγγελικϊ πωσ ο Φριςτϐσ ϊνοιξε τισ
παλϊμεσ Σου κατϊ τη ςταϑρωςη ό πωσ… ό πωσ…, η
Εκκληςύα ϐχι μϐνο θεωρεύ ϐτι οφεύλει να μϊσ «ανούξει»,
ΠΟΙΗΣΙΚΑ, αυτό την ενυπϊρχουςα (μη ρητώσ) Εικϐνα των
Ευαγγελύων και να μϊσ οδηγόςει δι αυτόσ εισ μετοχόν Σου,
αλλϊ τη θεωρεύ, μϋςω τόσ αποδοχόσ τόσ ΠΟΙΗΣΙΚΗ΢
58
αυτόσ ϋκφραςησ ςτην ύδια τη λατρεύα τησ, ακραιφνώσ
ΑΛΗΘΙΝΗ και ςϑςτοιχη με την Πραγματικϐτητα τόσ ζωόσ
τοϑ Κυρύου «εν ταισ ημϋραισ τόσ ςαρκϐσ Αυτοϑ»90. Ακριβώσ,
ϐπωσ πρϊττει κι ο ύδιοσ ο Παϑλοσ, ο οπούοσ ςυμπληρώνει
εικονολογικϊ και εν Αγύω Πνεϑματι πϊντοτε, δηλαδό κατϊ
τουσ όρουσ τόσ Πεντηκοςτόσ, την εικϐνα των Ευαγγελύων, αν
και πουθενϊ ς’ αυτϊ δεν δύνεται μια περιγραφό τοϑ τρόπου
τόσ κατϊ μϐνασ προςευχόσ τοϑ Κυρύου που να ςυμφωνεύ με
τουσ παϑλειουσ ϐρουσ τόσ «ιςχυρϊσ κραυγόσ», των
«δακρϑων», των «ικεςιών»91 κλπ.
΢υνεπώσ, η μελικό ανϊπτυξη και διεϑρυνςη τόσ
εναποκεύμενησ ςτα Ευαγγϋλια Εικϐνασ τοϑ Όλου Φριςτοϑ
ϐχι μϐνο ςυνϊδει με ϊλλουσ τρόπουσ ανάπτυξησ τόσ εν
90
Βλ. Εβρ. 5,7
91
Βλ. ενθ. αν. Εβρ.
Φριςτώ Αποκϊλυψησ (Πούηςη, Ζωγραφικό, Δϐγμα, Λατρεύα
κλπ), αλλϊ και αποτελεύ ϐρο, εκ των ων ουκ ϊνευ, ςϑςταςησ
τησ λατρειακόσ μασ μετοχόσ ς’ Αυτϐν. Όχημα
αποκαλϑψεωσ. Αγωγϐ εκφαντορύασ. Κρηπύδα ςχϋςεωσ.
Γλώςςα ςυν-ομιλύασ. Σρϐπο οικεύωςησ. Δομικϐ υλικϐ
μορφώςεωσ εν ημύν τόσ Εικϐνοσ Σου. Κοντολογύσ,
ςυνουςιακϐ εργαλεύο. Όχημα που ϐχι μϐνο αναπτϑςςει, με
τον τρϐπο του και ιμπρεςιονιςτικϊ, θα ϋλεγα, την υπϊρχουςα
ευαγγελικό Εικϐνα, αλλϊ «ιδύω δικαιώματι» τη διευρϑνει με
βϊςη αυτό τοϑτη την εμπειρύα τόσ εν Φριςτώ ζωόσ. Ϊτςι, ο
μελικόσ τρόποσ εξεικονιςμοϑ και μϋθεξησ τόσ εν Φριςτώ
Αποκϊλυψησ ϋχει κϊθε «δικαύωμα» να υποθϋςει ωσ αληθϋσ
δεδομϋνο, αληθό πραγματικϐτητα (ςυνεπεύα τόσ
Ενςαρκώςεωσ και τόσ ομοιϐτητοσ με μασ κατϊ πϊντα, πλην
αμαρτύασ), αγιοπνευματικϐ «υπομνηματιςμϐ», με
59
εκφαντορικϋσ διαςτϊςεισ και προοπτικϋσ μϊλιςτα, και
γνόςιο εξεικονιςμϐ τόσ ζωόσ Σου «εν ταισ ημϋραισ τόσ
ςαρκϐσ» Σου, κϊθε «επϋκταςη» τόσ ευαγγελικόσ Εικϐνασ,
ςτα πλαύςια πϊντοτε τόσ εν Φριςτώ εμπειρύασ τόσ
Εκκληςύασ και επύ τη βϊςει των ευαγγελικών δεδομϋνων, και
να επιχειρόςει, δια τοϑ μϋλουσ, να την προβϊλλει ςτο
ευχαριςτιακϐ ΢ώμα. Επ’ αυτόσ τησ κρηπύδασ, τα
χειρονομικϊ ςημϊδια, αυτό καθαυτό η μουςικό ϋκφραςη,
αποκτοϑν λϐγο υπϊρξεωσ. Η παρακλητικό ( ) μπορεύ
ευλϐγωσ πια να εκτελεύται, καθώσ δύναται να ςτηρύζεται
ςτισ «κραυγϋσ και ικετηρύασ» που αναφϋρει ο Παϑλοσ. Σο
μϋλοσ ϋχει κϊθε ελευθερύα να υποθϋςει πωσ ϐχι μϐνο οι
καλοφωνύεσ και τα κρατόματα, τα αργϊ μαθόματα και οι
καλλωπιςμού, αλλϊ και όλα τα χειρονομικά ςτολίδια
ερεύδονται ςτο γεγονϐσ τόσ Ενςϊρκωςησ και αποκτοϑν απ’
αυτϐ τον λϐγο υπϊρξεώσ τουσ. Ϊτςι, το μϋλοσ υποθϋτει και
χειρονομικά (μαζύ με πολλϊ ϊλλα) εκφρϊζει την πεπούθηςη
τοϑ ευχαριςτιακοϑ ΢ώματοσ ϐτι ςτην οικύα τοϑ τελώνου ό

60

τοϑ Υαριςαύου ΢ύμωνα, ςτη ςυνϊντηςη με την πϐρνη, ςτουσ


δημϐςιουσ χώρουσ, ςτην ανϊκλιςη μετϊ των δώδεκα ό ςτα
πεδινϊ τοπύα ϐπου ϋλαβε χώρα ο Κυριακϐσ λϐγοσ, ςτο
ψϊρεμα, ςτισ βϊρκεσ, ςτην Σιβεριϊδα ό ςτη Γεννηςαρϋτ,
ςτην οικύα τόσ πεθερϊσ ΢ύμωνοσ, ςτη Κυριακό γραφό επύ
τοϑ χώματοσ, ςτη βρώςη και πϐςη τοϑ ούνου απϐ τον Κϑριο
και ςε πϊμπολλεσ περιπτώςεισ, η υποςτατικϊ ενωμϋνη με τη
θεύα φϑςη ανθρώπινη φϑςη τοϑ Κυρύου ενεργόθηκε
«ανοιχτϊ», με πληρότητα, με ϋκταςη, δύχωσ ςυςτολό, ϐπωσ
θα εϑχονταν κϊποιοι πουριτανού τοϑ μϋλουσ…, με τρϐπο, ωσ
ςυμβεβηκόσ ςυμβαύνει ϊλλωςτε ςε κϊθε εκδόλωςη τόσ
ανθρώπινη φϑςησ μασ, κυματοειδό, πλαςτικό, ευρύ,
ακατηγϐρητα και ϊμεμπτα κοςμικό. Ωλλωςτε, πώσ αλλιώσ
θα μποροϑςε α φανταςτεύ μελικά (και ϐχι μϐνον) κανεύσ την
εκδόλωςη τόσ ενϋργειασ τόσ ανθρώπινησ φϑςεωσ τοϑ
Κυρύου κατϊ την εκδύωξη των εμπϐρων τοϑ ναοϑ ; Πώσ
γύνεται να φανταςτεύ, καθώσ δεν ϋχουμε ευαγγελικό
λεπτομερό περιγραφό…, την ανατροπό και…καταςτροφό
(!!!) των εμπορικών τραπεζιών92 απϐ τον Κϑριο και την
παρακώλυςη εκ μϋρουσ να διενεργηθοϑν αγοραπωληςύεσ ;
Μόπωσ με λιτϋσ, ειρηνικϋσ, γαλόνιεσ, κομψεπύκομψεσ,
αςκητικϋσ… χειρονομύεσ ;… Και ςυνεπώσ, με τη νϐμιμη αυτό
και ρεαλιςτικό (μελικό) φανταςύα γύνεται προςληπτό και
μετεχϐμενη η ευαγγελικό Εικών τοϑ Όλου Φριςτοϑ, η οπούα
61
ΔΕΝ αποςυναγωγεύ κανϋνα ςτοιχεύο τησ κοςμικόσ μασ
ςυνθόκησ, αλλϊ το καθαγιϊζει και αποκαλϑπτει τον
υπερβατικϐ λϐγο που το ςυνϋχει. Σην εντϐσ των πραγμϊτων
και των γεγονϐτων τουσ Εςχατολογύα. Σον δρϐμο και τον
τϐπο τόσ Βαςιλεύασ. Κι αν ϋτςι, τϐτε καταπύπτει ϐχι μϐνο
κϊθε ϋνςταςη για το «χορευτικϐ»93 και «κοςμικϐ» ό τισ
«ϋξωθεν» επιδρϊςεισ ςτο αγιορειτικϐ ϑφοσ, αλλϊ
αναφαύνεται η πολυπϐθητη ανϊκραςισ πϊντων,
διατηρουμϋνων επύςησ εντϐσ τόσ ανϊκραςησ και των
ταυτοτικών τουσ γνωριςμϊτων. Εκτϐσ φυςικϊ κι αν θϋλουμε
να ςμιλϋψουμε, κατϊ τα γοϑςτα και τα μϋτρα μασ, την
Κυριακό Εικϐνα και να επιλϋξουμε, να προτιμόςουμε
δηλαδό μιαν χ αύρεςη ωσ ςτϊςη ςχϋςεωσ με το ευαγγελικϐ
υπϐδειγμα, αποκϐπτοντασ τμόματα τόσ ευαγγελικόσ Ολικόσ
92
Βλ. Ματθ. 21, 12 Μαρκ. 11,15
93
Βλ. αν. ςημ. 12
Εικϐνασ και απολυτοποιώντασ κατ’ εκλογόν ϊλλα. Τπϐ τον
ορύζοντα, ϐμωσ, τόσ προκεύμενησ ευαγγελικϊ ανακρϊςεωσ
των πϊντων, η ϊμεμπτοσ τραχϑτητα και βύα τοϑ Κυρύου
ςτουσ «κολλυβιςτϊσ»94, η κατϊ μϐνασ βιωτό Σου ςτην
ϋρημο, η εν δακρϑοισ προςευχό Σου κλπ, οφεύλουν να
γύνουν κατανοητϊ και μεθεκτϊ ΜΕΛΙΚΑ μϋςα ςε αςτικϊ και
κοςμικϊ περιβϊλλοντα και να επιζητηθεύ η (πϊντα
αναγωγικό) μελικό τουσ βύωςη. Ωρα να ςυν-τελεςθεύ, να
μιχθεύ, το αςκητικϐ, «τραχϑ», «λιτϐ», «ξηρϐ», «ανδροπρεπϋσ
και γενναιϐφρον», «ακαλλώπιςτο», «λιπϐςαρκο»,
οπωςδόποτε «μη ψυχολογικϐ και ςυναιςθηματικϐ»,
«οντολογικϐ», ασ ποϑμε, φοβοϑμενοι πϊντα την ακαμψύα
και τη ςτενϐτητα αυτών των ϐρων, ΤΥΟ΢ (=όθοσ) τόσ
αγιορειτικόσ ψαλμώδηςησ με το υφιςτϊμενο ψαλτικϐ
βύωμα, με τη μελικό και ψαλμωδικό τροπικότητα εντόσ τού
62
ενοριακού ναού. Πϊλι, να επιζητηθεύ απϐ αςκητικϊ
περιβϊλλοντα και εν προκειμϋνω απϐ το αγιορειτικϐ
περιβϊλλον, η ανϊκραςύσ τοϑ αγιορειτικού μελικού
τρόπου με (τα κατϊ φϑςη πϊντα αδιϊβλητα και «καλϊ
λύαν») τον «καλλωπιςμϐ», την «ηδϑτητα», τον «κυματιςμϐ»,
τη «χορευτικϐτητα», «την αιςθητικό ηδονό», τη (μελικό)
πλαςτικϐτητα, την εκλεπτυςμϋνη εκφραςτικϐτητα και
προπαντϐσ το τροπικό ϊνοιγμα, που εκπορεϑεται απϐ τη
θεανδρικό ενϋργεια τοϑ Φριςτοϑ, κατϊ το πρϐτυπο πϊντα
τόσ ευαγγελικόσ Εικόνασ τοϑ Όλου Φριςτοϑ, δηλαδό και τοϑ
Φριςτοϑ των ανακλύςεων, γϊμων, ποτών, φαγητών,
αγαλλιϊςεων, ευχαριςτόςεων, επαφών μετϊ πορνών και
τελωνών κλπ, με το μελικϐ εκεύνο εύδοσ, τον ςυγκεκριμϋνο
και παραδοςιακό τρϐπο ψαλμώδηςησ που ςε προηγοϑμενο

94
Βλ. ενθ. αν. Ματθ. και Μαρκ.
κεφϊλαιο χαρακτηρύςαμε ωσ αυτοκρατορικϐ95. Και ςτη
ςυνϊντηςη αυτό, ςαφώσ πια ϋχουν λϐγο υπϊρξεωσ, προσ
μϋθεξη τοϑ Όλου Φριςτοϑ, όλα τα χειρονομικϊ ςημϊδια
μουςικόσ ϋκφραςησ : οι (ακϐμη και τρύφωνεσ) κυματοειδεύσ
πτόςεισ τόσ πεταςτόσ, οι φωνητικού/φθογγικού κυματιςμού
των ςτρεπτών και τρομικών, τα λελογιςμϋνα φθογγικϊ
ϊλματα των ψηφιςτών, οι ςτρογγυλϊδεσ των
95
Η Κων/πολη προϒπϊρχει αςφαλώσ τοϑ μοναςτικοϑ Ωθωνα. Και η Κων/πολη
δεν εύναι μια τυχαύα πϐλισ. Εύναι η Πϐλη. Η Πϐλη μιασ υπεριχιλιετοϑσ
αυτοκρατορύασ. Η Πϐλη με τισ εκπληκτικϋσ μουςικϋσ τησ ςχολϋσ, που
ςυνεχύζουν και μετεξελύςςουν την αρχαιοελληνικό μουςικό παρϊδοςη. Ψςτϐςο,
μια αυτοκρατορύα πϊντοτε προβϊλλεται με αύγλη, κϑροσ, μεγαλοπρϋπεια. Που,
αςφαλώσ, δεν απαγορεϑεται να εκφϋρονται, να «ςτόνονται», αυτϊ τα τρύα με
απαρϊμιλλη καλαιςθηςύα και αιςθητικό. Και τϋτοια όταν η μουςικό που ϐφειλε
να προβϊλλει και να διαφημύζει η Πϐλη μιασ αυτοκρατορύασ, η πρωτεϑουςϊ τησ,
το ΚΕΝΣΡΟ τησ, απ’ ϐπου εκπορευϐταν η επύςημη ιδεολογύα και διαμϐρφωνε
αιςθητικϋσ και ςυνειδόςεισ. Και εύναι λογικϐ αυτό τη μουςικό να ψαλμωδοϑςαν 63
ςτην Αγ. ΢οφύα και ςτισ πϊμπολλεσ εκκληςιϋσ και μοναςτόρια τόσ Πϐλησ. Κι
ϋτςι, εύναι λογικϊ ςυνεπϋσ αυτό ακριβώσ η μουςικό να ςμύλεψε αργϐτερα τα
μοναςτικϊ περιβϊλλοντα, ϐπωσ το Αγ. Όροσ, και να βρϋθηκε ςε ςυνεχό και
ανοικτϐ διϊλογο μαζύ τουσ. Αυτόν την προ ιδρϑςεωσ τόσ μοναχικόσ αγιορεύτικησ
πολιτεύασ μουςικό εννοώ ϐταν κϊνω λϐγο για «αυτοκρατορικϐ» ϑφοσ. Για ϑφοσ
που φιλοδοξοϑςε να ςτόςει μιαν οικουμενικό μουςικό πρϐταςη. Ύφοσ που
αρθρώθηκε και πϊλι ςτισ μϋρεσ με πρωτουργϐ τον ΢ύμωνα Καρϊ και ϐλουσ τουσ
επιγϐνουσ του, αδιαφϐρωσ επιμϋρουσ ςχολών και παρεκκλύςεων, οι οπούεσ,
ϊλλωςτε, εύναι βϋβαιο πωσ θα υπόρχαν και την εποχό εκεύνη που το ϑφοσ αυτϐ
αποκρυςταλλωνϐταν ςτο περιβϊλλον τόσ Πϐλησ, καθώσ δεν βλϋπω το λϐγο
γιατύ θα πρϋπει κανεύσ να αντιληφθεύ το πολύτικο αυτϐ ϑφοσ ωσ κϊτι
μονοδιϊςτατο, μονϐπλευρο και μονολιθικϐ. Ωλλωςτε, δεν θα όταν λογικϐ να
υποθϋςει ϊλλα κανεύσ, καθώσ οϑτε κϊτι διϊφορο μαρτυρεύ η ζώςα εμπειρύα για
το εκτϐπιςμα των μητροπολιτικών κϋντρων, οϑτε κϊτι ϊλλο μαρτυρεύ η
παγκϐςμια πολιτικό και πολιτιςμικό ιςτορύα. Κατϊ το αρχαιοελληνικϐ
υπϐδειγμα τόσ Αθόνασ ωσ παιδευτηρύου (με την αύγλη τησ αθηναώκόσ ηγεμονύασ
που εύχε πια αποκτηθεύ…) ϐλησ τησ Ελλϊδασ, πρϊττει κατϊ μύμηςιν και η Πϐλη,
που φιλοδοξεύ να εύναι το παιδευτόριο τόσ αιςθητικόσ ςϑνολησ τόσ
αυτοκρατορύασ.
αντικενωμϊτων, η εκζότηςη και αλτικϐτητα τόσ
οξειβϊρειασ, ϐλα τα καρυκεϑματα των υφεςοδιϋςεων (και
των πλϋον ελαχύςτων και ανεπαιςθότων), κϊθε ιδιϐτυπη ό
μη μουςικό «θϋςη» - υπογραμμύζω για μια ακϐμη φορϊ :

πϊντα εντϐσ των πλαιςύων τόσ εν Φριςτώ εμπειρύασ τόσ


Εκκληςύασ, αλλϊ και τησ πρϐςληψησ εκ μϋρουσ τησ τόσ 64
(εκαςταχοϑ και εκϊςτησ, τοπικόσ) ςϊρκασ τοϑ κϐςμου –,
κϊθε λογόσ χρωματιςμού (ςκληρού και μαλακού) και
μετατροπύεσ των όχων και πολλϊ-πολλϊ ϊλλα ακϐμη. Απϐ
το ευαγγελικϐ ςϑμπαν δεν λεύπει ουςιωδώσ τύποτε. Σο
Πνεϑμα «εξ Αυτοϑ λόψεται και αναγγελεύ ημύν».
Παρομούωσ, δεν θα πρϋπει να λεύπει και τύποτα απϐ το
ςϑμπαν τόσ μελικόσ εξεικόνιςόσ του και δια τόσ τοϑ μϋλουσ
αναγωγόσ προσ αυτϐ. Όλοσ ο κόςμοσ τόσ ευαγγελικόσ
εικϐνασ τοϑ Όλου Φριςτοϑ εύναι παρών. Και ο κϐςμοσ
εκεύνοσ που δεν εκφρϊςτηκε ρητώσ ςτα Ευαγγϋλια. Όλα
εκεύνα τα πϊμπολλα και αχώρητα ςτον κϐςμο που εύπε και
ΕΠΡΑΞΕ ο Ιηςοϑσ96. Παρών, λοιπϐν, εν προκειμϋνω και δια

96
Βλ. Ιω. 21,25 : «ϋςτι δε και ϊλλα πολλϊ ϐςα επούηςεν ο Ιηςοϑσ, ϊτινα εϊν
γρϊφηται καθ’ ϋν, ουδϋ αυτϐν ούμαι τον κϐςμον χωρόςαι τα γραφϐμενα βιβλύα.»
τοϑ μϋλουσ. Μεθεκτικϊ. Αλληλοπεριχωρητικϊ.
΢υνομιλητικϊ. ΢υνουςιαςτικϊ. Η μελικό Πϐλη ςυνομιλεύ με
την μελικό Ϊρημο. Η μελικό Ϊρημοσ ςυνουςιϊζεται με τη
μελικό Πϐλη. Η Πεντηκοςτό οδηγεύ, μελικώσ, ςτη
φανϋρωςη τοϑ Τιοϑ και Εκεύνοσ οδηγεύ, κατϊ τον ύδιο τρόπο,
ςτη μϋθεξη τόσ «αβϑςςου τοϑ Πατρϐσ» απϐ το ευχαριςτιακϐ
΢ώμα. Σα οχόματα για τον ςυντελεςμϐ των ανακρϊςεων δεν
εύναι ϊπειρα. Οϑτε και εύναι λογικϐ οι καταςτϊςεισ τόσ
εντοπιϐτητασ, τησ τοπικϐτητασ, τόσ επιλογόσ βύου
(μοναχιςμϐσ, ξενιτεύα, εν κϐςμω αναςτροφό, παρθενύα,
γϊμοσ, κλπ) να αυτονομοϑνται και να καθύςτανται
αγεφϑρωτεσ. Οϑτε πϊλι να μετακινοϑνται προσ μια
αφομοιωτικό, ιςοπεδωτικό, χοϊνη. Σα οχόματα
ανακρϊςεων εύναι οι γϋφυρεσ ϐπου οι
εντοπιϐτητεσ/τοπικϐτητεσ ςυνομιλοϑν και επιτελοϑν την
65
αντύδοςη των ιδιωμϊτων τουσ. Εδώ των μελικών. Και τα
οχόματα αυτϊ κατϊ κϑριο λϐγο εύναι τα οχόματα τόσ Σϋχνησ
: μουςικόσ, ζωγραφικόσ, γλυπτικόσ, κεντητικόσ, κλπ. Κι
ϋνασ τρόποσ να καταςτεύ, εγκοςμύωσ και αναγωγικϊ…,
ωςτϐςο υπϐ οντολογικϋσ προδιαγραφϋσ και ϐχι απλϊ
διακοςμητικϊ, ο Φριςτϐσ «τα πϊντα εν πϊςι» εύναι και ο
τρόποσ που αυτϊ τα οχόματα προςφϋρουν. Ώςτε να
αναδυθεύ εν Αγύω Πνεϑματι η Εικών τοϑ Όλου Φριςτοϑ και
να προςφερθεύ προσ μϋθεξη τοισ πϊςι.
Οι συμ-ομιλίες τωμ μουσικώμ τόπωμ

Η
ϋννοια τόσ κλύμακασ που ςτηρύζεται επύ
κϊποιου ςημεύου και καταλόγει, ςυν-
ομιλητικϊ, ςε ϋνα ϊλλο, εύναι μια ϋννοια που
διαπερνϊ ςϑνολη την ορθϐδοξη θεολογύα και παρϊδοςη.
Υυςικϊ, δεν αποτελεύ αποκλειςτικϐ τησ προνϐμιο. Ϋδη η
εικϐνα τόσ κλύμακασ αναφαύνεται θεμελιώδησ ςτην εβραώκό
παρϊδοςη97, απϐ το βιβλύο τόσ Γενϋςεωσ ακϐμη. Μια
ςυναφόσ, πϊλι, ϋννοια που διατρϋχει κϊθετα και οριζϐντια
την ορθϐδοξη θεολογύα εύναι η, δια τόσ υμνογραφύασ κυρύωσ
εκφραςμϋνη, ϋννοια τοϑ διαβιβαςμού98, τόσ μεταβϊςεωσ.
Υυςικϊ, οϑτε αυτό η ϋννοια αποτελεύ εφεϑρεςη τόσ
ορθϐδοξησ θεολογύασ. Μϊλιςτα, θα ϋλεγα, εύναι ό ιδρυτικό
και ςυςτατικό ϋννοια ταυτϐτητασ των Εβραύων, που δια τοϑ 66
Αβραϊμ (=αυτοϑ που διαβαύνει, περνά απϋναντι, διϋρχεται,
ϐπωσ θϋλει το εβραώκϐ «απαρϋμφατο» (= πϋραςε
(απϋναντι), διϋβη, διόλθε,) απϐ ϐπου προϋρχεται το ϐνομα
τοϑ γενϊρχη και πατριϊρχη των Εβραύων, αλλϊ και τοϑ ύδιου
τοϑ εβραώκοϑ λαοϑ, που αυτοδηλώνεται ϋτςι ωσ λαϐσ
κινόςεωσ...) αυτοπροςδιορύζεται εθνικϊ και θεολογικϊ99 ο
εβραώκϐσ λαϐσ. Η ςημαςύα, θεωρώ, που εύχαν πριν την
Ενςϊρκωςη αυτϋσ οι ϋννοιεσ ςυνιςτοϑςε, υπϐ μύα ϋννοια,
ϋνα εύδοσ ανϋλιξησ που επϋμενε να αφόνει πύςω τησ τα
ςτϊδια που εύχαν προηγηθεύ και να οδεϑει μϐνο
97
Βλ. Γεν. 28,12
98
Βλ. ενδεικτικϊ την παςύγνωςτη Α΄Ψδό τοϑ Αναςτϊςιμου κανϐνα τόσ εορτόσ
τοϑ Πϊςχα (όχοσ α΄ειρμϐσ) : «Αναςτϊςεωσ ημϋρα λαμπρυνθώμεν Λαού, Πϊςχα
Κυρύου, Πϊςχα, εκ γϊρ θανϊτου πρϐσ ζωόν, καύ εκ γόσ πρϐσ ουρανϐν, Φριςτϐσ ο
Θεϐσ, ημϊσ διεβίβαςεν, επινύκιον ϊδοντασ.» (η παχυγραφύα δικό μου).
99
Βλ. ενδεικτικϊ τα Γεν. 31,21 32,10 32,22 Αρ. 33,8 Δευτ. 4,26 9,1 12,10 Ιης. 1,11
κλπ.
επεκτεινϐμενη ϋμπροςθεν. Ο εβραώκϐσ λαϐσ εξϋρχεται απϐ
τη γη τόσ Αιγϑπτου και διαβαύνει οριςτικϊ και αμετϊκλητα
την Ερυθρϊ, ϐπωσ κι ο Αβραϊμ εγκαταλεύπει τη Φαρϊν και
διαβαύνει προσ τη γη που θα τοϑ υποδειχθεύ. Οι μεταβϊςεισ,
δηλαδό, εύναι υπϐ μύα οπτικό, μη ομιλητικϋσ με τα
ςημεύα/τοπύα/αναβαθμοϑσ/πεδύα που προηγόθηκαν ώςτε
αυτϋσ να ςυντελεςθοϑν. Ϊχω τη γνώμη πωσ το ςκηνικϐ αυτϐ
αλλϊζει ϊρδην ςτην Εικϐνα που μασ προτεύνουν τα
Ευαγγϋλια. Εκεύ τα πϊντα εύναι ςυν-ομιλητικϊ,
αλληλοπεριχωροϑμενα, ακριβώσ λόγω τόσ Ενςαρκώςεωσ,
διαλογικϊ και με αδιϊλλειπτη κοινωνύα. Ϊχει, κατϊ ϋνα
τρϐπο, την αύςθηςη κανεύσ ϐτι προτεύνεται ευαγγελικϊ ϋνασ
κϐςμοσ…κβαντικϐσ, ασ ποϑμε, ϐπου τα πϊντα γύνονται τα
πϊντα και βρύςκονται παντοϑ. Σα πϊνω ςυνομιλοϑν με τα
κϊτω100. Η κλύμακα δεν παϑει να προτύθεται προσ αϋναη
67
ανεβοκατϊβαςη101. Οι λογόσ γϋφυρεσ102 ςυνιςτοϑν ϋνα αεί
100
Βλ. χαρακτηριςτικϊ : Ευχό καθαγιαςμοϑ των υδϊτων. ΢ωφρονύου
Πατριϊρχου Ιεροςολϑμων. «΢όμερον γαρ ο τησ Εορτόσ ημύν επϋςτη καιρϐσ, και
χορϐσ αγύων εκκληςιϊζει ημύν, και Aγγελοι μετά ανθρώπων ςυνεορτάζουςι.»
«΢όμερον τα άνω τοισ κάτω ςυνεορτϊζει, και τα κάτω τοισ άνω ςυνομιλεί.»
(οι πλαγιογραφόςεισ και παχυγραφύεσ δικϋσ μου).
101
Βλ. Λουκ. 2,13-15. Επύςησ Σῌ ΚΘ' ΣΟΤ ΜΗΝΟ΢ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΤ, Εισ τον
ϐρθρο, μετὰ τὴν β' ΢τιχολογία, το Κάθιςμα (Σὴν ΢οφίαν καὶ Λόγον) : «Οὐρανὸσ
μοι ἐφάνησ ςήμερον γῆ· ἐπὶ ςοὶ γὰρ γεννᾶται ὁ Ποιητήσ, καὶ φάτνη
ἀνακλίνεται, ἐν Βηθλεὲμ τῆσ Ἰουδαίασ· ςὺν Ἀγγέλοισ ὑμνοῦςι, καὶ Ποιμένεσ
ἀπαύςτωσ· ἖ν ὑψίςτοισ δόξα, εἰρήνη τῷ Κόςμῳ τε· εἶδον γὰρ ἀςτέρα,
ὁδοιποροῦντα οἱ Μάγοι, ὀξέωσ τε προέτρεχον, τοῦ προςάξαι τὰ δῶρα αὐτῶν,
χρυςὸν ςμύρναν καὶ λίβανον, ὡσ πάντων ὑπάρχοντι Θεῷ, καὶ Βαςιλεῖ αἰωνίῳ,
καὶ Κτίςτῃ τοῦ παντόσ, ἐν ςπηλαίῳ δι' οἶκτον, ἐπιφανέντι βροτοῖσ.» (οι
πλαγιογραφόςεισ και παχυγραφύεσ δικϋσ μου).
102
Βλ. Ακϊθιςτοσ Ύμνοσ (Α΄΢τϊςισ) : «Φαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧσ κατέβη ὁ
Θεόσ· χαῖρε, γέφυρα μετάγουςα τοὺσ ἐκ γῆσ πρὸσ οὐρανόν» και (Β΄΢τϊςισ) :
«Φαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια ςυναγάλλεται τῇ γῆ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια ςυγχορεύει
οὐρανοῖσ» (οι πλαγιογραφόςεισ δικϋσ μου). Επύςησ, ενθ. αν : «Πᾶςα φύςισ
Ἀγγέλων κατεπλάγη τὸ μέγα τῆσ ςῆσ ἐνανθρωπήςεωσ ἔργον· τὸν ἀπρόςιτον γὰρ
αντιδϐςεωσ και κοινωνύασ τϐπων/φϑςεων/καταςτϊςεων/
πϐθων/εκςτϊςεων103. Τπϊρχει μια πλοκό ϐλων με ϐλα. Ϊνα
ςυν-ομιλητικϐ, ςυνουςιαςτικϐ, αλληλοπεριχωρεύςθαι, ϐπου
η ϋκπληξη ΢χϋςεωσ των πϊντων με ϐλα καραδοκεύ και ςτο
τελευταύο μικροςωματύδιο τοϑ ςϑμπαντοσ. Κϊλλιςτα, θα
μποροϑςε κϊποιοσ να κϊνει λϐγο για ϋνα εναρμϐνιο και
απροςδιϐριςτο φϑρδην-μύγδην, ϐπου προϒπϐθεςη
οικειώςεώσ του και μετοχόσ ςτον τρϐπο υπϊρξεωσ που
διανούγει απαιτεύ αριςτεύα ςχοινοβαςύασ και
ριψοκινδϑνευςησ. Μϊλιςτα, η αντύδοςη και η
αλληλοπεριχώρηςη που ειςηγεύται το ευαγγελικϐ μόνυμα
ὡσ Θεόν, ἐθεώρει πᾶςι προςιτὸν ἄνθρωπον· ἡμῖν μὲν ςυνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ
παρὰ πάντων οὕτωσ· Ἀλληλούώα.»
103
Βλ. χαρακτηριςτικϊ το «Ο Λϐγοσ ςαρξ εγϋνετο και εςκόνωςεν εν ημύν» (Ιω
1,14). Επύςησ το αθαναςιανϐ εμβληματικϐ θεολογικϐ χωρύο περύ τόσ
Ενςαρκώςεωσ «Αὐτὸσ γὰρ ἐνηνθρώπηςε, ἵνα ἡμεῖσ θεοποιηθῶμεν», Λϐγοσ περύ 68
τησ ενανθρωπόςεωσ του Λϐγου, και τησ δια ςώματοσ προσ ημϊσ επιφανεύασ
αυτού P.G 25,96 , ϐπου εγκαθιδρϑεται αενϊωσ το ςχόμα ↑ ↓. Εξϐχωσ
χαρακτηριςτικϐ και το τροπϊριο τοϑ Όρθρου των Φριςτουγϋννων : «Ὁ
ἀχώρητοσ παντύ, πῶσ ἐχωρόθη ἐν γαςτρὶ; ὁ ἐν κόλποισ τοῦ Πατρόσ, πῶσ ἐν
ἀγκϊλαισ τῆσ Μητρϐσ; πϊντωσ ὡσ οἶδεν ὡσ ἠθϋληςε καὶ ὡσ ηὐδϐκηςεν…», ϐπωσ
επύςησ και το εξϐχωσ αντιπιετιςτικϐ και αντιπουριτανικϐ τοϑ Φρυςοςτϐμου, το
οπούο ςυςτόνει μιαν ανυπϋρβλητη αντιςεχταριςτικό οντολογύα, την οπούα
φυςικϊ δεν γύνεται εδώ, οϑτε και υπϊρχει λϐγοσ, να αναπτϑξουμε : «἖γὼ πατόρ,
ἐγὼ ἀδελφϐσ, ἐγὼ Νυμφύοσ, ἐγὼ οἰκύα, ἐγὼ τροφεϑσ, ἐγὼ ἱμϊτιον, ἐγὼ ῥύζα, ἐγὼ
θεμϋλιοσ. Πᾶν ὅπερ ἂν θϋλῃσ ἐγώ. Μηδενὸσ ἐν χρεύᾳ καταςτῇσ. ἖γὼ δουλεϑςω.
Ἦλθον γὰρ διακονῆςαι, οὐ διακονηθῆναι. ἖γὼ καὶ φύλοσ καὶ ξϋνοσ καὶ κεφαλὴ
καὶ ἀδελφὸσ καὶ μότηρ. Πϊντα ἐγώ· μϐνον οἰκεύωσ ἔχε πρὸσ ἐμϋ. ἖γὼ πϋνησ διὰ
ςϋ, καὶ ἀλότησ διὰ ςϋ, ἐπὶ τοῦ ΢ταυροῦ διὰ ςϋ, ἐπὶ τϊφου διὰ ςϋ, ἄνω ὑπὲρ ςοῦ
ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ ςοῦ πρεςβευτὴσ παραγϋγονα παρὰ τοῦ
Πατρϐσ. Πϊντα μοι ςὺ καὶ ἀδελφὸσ καὶ ςυγκληρονϐμοσ καὶ φύλοσ καὶ μϋλοσ. Σύ
πλϋον θϋλεισ; τύ τϐν φιλοῦντα ἀποςτρϋφῃ; τύ τῷ κϐςμῳ κϊμνεισ; τύ εἰσ πύθον
ἀντλεῖσ τετρημϋνον; Σοῦτο γϊρ ἐςτιν εἰσ τὸν παρϐντα βύον πονεῖςθαι. Σύ εἰσ πῦρ
ξαύνεισ; τύ τῷ ἀϋρι πυκτεϑεισ ; » (η παχυγραφύα δικό μου), βλ. PG 58, 739
αποκτϊ ϐχι μϐνο εκρηκτικϋσ διαςτϊςεισ, αλλϊ και φτϊνει
μϋχρι τα ϋςχατα, ϐπου κι εκεύ ακϐμη το πόγαινε-ϋλα πϊνω ς’
αυτό την κλύμακα αντιδϐςεωσ δεν ϋχει τελειωμϐ. Εννοώ ϐτι
ϐχι μϐνο το «ημϋτερον φϑραμα» εγκαθύςταται, δια τησ
Αναλόψεωσ, «εν τοισ κϐλποισ τοϑ Πατρϐσ» αλλϊ ςτα
ϋςχατα, εν πλόρη δϐξη, κατϋρχεται και πϊλι με τη δεϑτερη
επιφϊνεια τοϑ Φριςτοϑ. Οι ςυν-ομιλητικϋσ, ςυν-ουςιαςτικϋσ

69
γϋφυρεσ ςυνιςτοϑν, ωσ φαύνεται, αξονικϐ μόνυμα τοϑ
Ευαγγελύου. Αφοϑ με τη θεανδρικό υπϐςταςη τοϑ Φριςτοϑ,
ϐπωσ ςχολιϊςαμε και παραπϊνω, αυτϐ που καύρια
ενδιαφϋρει την Εκκληςύα και την πατερικό γραμματεύα ςτο
ςϑνολϐ τησ εύναι η αντύδοςισ των ιδιωμϊτων. Η αντύδοςη
εύναι Εικών τού Χριςτού. Δεν εύναι κϊτι που εναπϐκειται
ςτη διακριτικό μασ ευχϋρεια να μιμηθοϑμε ό ϐχι. Αν ζεισ εν
Φριςτώ τϐτε ζεισ ωσ αντύδοςη, ωσ ςυν-ομιλύα, ωσ ΢χϋςη.
΢υνεπώσ και κϊθε ςυν-ομιλητικό μελική ςτϊςη λαμβϊνει το
νϐημϊ τησ εξ αυτοϑ ακριβώσ τοϑ γεγονϐτοσ. Και ςυνεπώσ
χριςτοκεντρικϊ ενεργοϑμε και χριςτολογικϊ κατανοοϑμε
την οφειλϐμενη και δϋουςα μελικό αντύδοςη Όρουσ-Κϐςμου.
Αν η Εκκληςύα εύναι ΢ώμα Φριςτοϑ τοϑ κενώςαντοσ Εαυτϐν,
τϐτε εύναι πϊντα και Εκκληςύα κενώςεωσ. Κενώςεωσ απϐ τη
μερικό πϊντα ατομικϐτητα/εντοπιϐτητα προσ μετοχό τοϑ
καθολικοϑ προςώπου τοϑ Φριςτοϑ, προσ ςυν-ομιλύα μετϊ
τοϑ πληρώματοσ τόσ (εκϊςτησ τοπικόσ) Εκκληςύασ, προσ
πλόρωςη τόσ καθϐλου Εικϐνασ των Ευαγγελύων. Αν η
Εκκληςύα εύναι μη ςτατικϊ αλλϊ ενεργητικϊ και εν γύγνεςθαι
Αποςτολικό, τϐτε αυτϐ ςημαύνει πωσ εύναι μια Εκκληςύα
εξερχόμενη. Μια Εκκληςύα που «εξϋρχεται» ςτον κόςμο. Που
πορεϑεται «μαθητεϑςαι»104 τα ϋθνη, αλλϊ που δανεύζεται
ταυτϐχρονα τη γλώςςα105 τουσ, το ςώμα τουσ και τα
χρώματα τόσ εντοπιϐτητϊσ τουσ, τα οπούα προςλαμβϊνει
και εκκεντρύζει λυτρωτικϊ, ςωςτικϊ, ςτο ΢ώμα τησ. Σο
Όροσ, μϊλιςτα, διαθϋτει εμβληματικϐ παρϊδειγμα αυτόσ τόσ
εξϐδου και τόσ ςυν-ομιλύασ μετϊ τοϑ κϐςμου, ϋςτω κι αν
αυτό η αντύδοςη και ςυνομιλύα δεν εύναι μελικό αφενϐσ και
παρουςιϊζεται απελπιςτικϊ ετεροβαρόσ αφετϋρου : Κοςμϊσ
ο Αιτωλϐσ. Κατϊ τη γνώμη μου, ϐ,τι πρϊττει ο Κοςμϊσ ο
Αιτωλϐσ κατϊ την ϋξοδϐ του απϐ Όρουσ, οφεύλει να πρϊττει
70
μελικϊ (ςε προγραμματικό βϊςη) το Όροσ. Ψσ διακονύα. Και
αμεςϐτητα κοινωνύασ μετϊ πϊντων των αδελφών. Εύναι
εξϐχωσ χαρακτηριςτικϐ αυτϐ που αναφϋρει ο Π. Ευδοκύμωφ
: «Ο απϐςτολοσ εύναι απϐ τη φϑςη του πορευόμενοσ,
«εξϋρχεται» ςτον κϐςμο»106. Ο ύδιοσ δε ςυγγραφϋασ δεν
παραλεύπει, λύγο παρακϊτω, να επιςημϊνει ϐτι «την
ορθϐδοξη θεώρηςη κατευθϑνει η κατηγορύα τόσ ομοιώςεωσ
και τόσ μεθϋξεωσ. Με αφετηρύα τησ την ουρϊνια εικϐνα
[εννοεύ την τριαδικό εικϐνα], οικοδομεύ πϊνω ςτο δϐγμα ϐχι
μϐνον την εκκληςιολογύα, αλλϊ και την ηθικό και ϐλη την
κοινωνικό φιλοςοφύα ωσ απϐλυτα ςυγκεκριμϋνεσ
εφαρμογϋσ των δογματικών αληθειών ςτην κοινωνικό

104
Βλ. Ματθ. 28,19 Πραξ. 14,21
105
Βλ. Πραξ. 2,4 2,11 19,6 αλλϊ ενδεικτικϊ και Α΄Κορ. 12,10-30
106
Βλ. Π. Ευδοκύμωφ, Ορθοδοξύα, ςελ.179, μετ. Αγ. Μουρτζϐπουλοσ, εκδ.
Ρηγϐπουλοσ 1972
ζωό»107, και οφεύλω να εφιςτόςω την προςοχό τοϑ
αναγνώςτη ϐχι μϐνο ςτη λϋξη «εφορμογϋσ» αλλϊ και ςτη
λϋξη «ςυγκεκριμϋνεσ». Αυτό ακριβώσ η μϋθεξη και ομούωςη
με την ευαγγελικό εικϐνα, ϐπωσ όδη προεύπαμε, εύναι ϐ,τι
νοηματοδοτεύ τη μελική αντύδοςη των ιδιωμϊτων τησ
(μουςικόσ μασ) Παρϊδοςησ.

Εξειδικεϑοντασ, ωσ ευαγγελικώσ οφεύλουμε πϊντα, το


θϋμα λοιπϐν, εντοπύζω ςε δϑο ςυγχρϐνουσ μασ
πρωτοψϊλτεσ και χορϊρχεσ τη διαφϑλαξη τόσ
χριςτοκεντρικόσ αυτόσ εικϐνασ τόσ (μελικόσ) αντιδϐςεωσ.
Και η διαφϑλαξη αυτό γύνεται απϐ την πλευρϊ τουσ με
ςυνϋπεια, εφαρμοςμϋνα, προγραμματικϊ, ςυνειδητϊ και
καλλιεργητικϊ. Εύναι αυτού κατεξοχόν ϐπου αροτριοϑν τη
ςυν-ομιλύα των δϑο μουςικών τϐπων : Όρουσ-Κϐςμου. Και
71
εύναι αυτού, που κινοϑμενοι απολϑτωσ παραδοςιακϊ επιμϋνω
να τονύζω, ςυνεχύζουν μιαν υπαρκτό παρϊδοςη που πολλού
αρϋςκονται να ληςμονοϑν ό να παραποιοϑν : την παρϊδοςη
αντιδϐςεωσ που εκφρϊζουν (μελικϊ και ιςτορικϊ) οι
Κουκουζϋλησ, Πϋτροσ λαμπαδϊριοσ κ.α. Οι δϑο αυτού
ςϑγχρονού μασ μουςικού εύναι ο Κώςτασ Αγγελίδησ κι ο
Ιωάννησ Χαςανίδησ. Ο πρώτοσ πιο «τεκμηριωμϋνα»,
«επιςτημονικϊ», «προγραμματικϊ» και «τεχνοκρατικϊ» κι ο
δεϑτεροσ πιο «αυθϐρμητα», «απρογραμμϊτιςτα» και
«αςυντϐνιςτα». Ο πρώτοσ λειτουργεύ ωσ ειςαγωγεϑσ-
εξαγωγεϑσ των μουςικών αυτών τϐπων. Ο δεϑτεροσ
κυριαρχικϊ και μονοτροπικϊ (να εκληφθεύ δύχωσ την
ελϊχιςτη μομφό ο ϐροσ. Σουναντύον, τονύζω ϐτι τον
διατυπώνω με ολϐτελα ποιητικϐ νϐημα και προοπτικό και

107
Βλ. ενθ.αν. ςελ. 48-49
υποκλινϐμενοσ ςτο φορϋα του.) ωσ εξαγωγεύσ τού
αγιορειτικού τρόπου ψαλμώδηςησ ςτον κόςμο. Όμωσ, ασ
πϊρουμε τα πρϊγματα απϐ την αρχό, ώςτε να
κατανοόςουμε επαρκϋςτερα τη ςημαςύα αυτών των
προςπαθειών και να αντιληφθοϑμε τα θεμϋλια πϊνω ςτα
οπούα κινοϑνται, αφοϑ μϐνο μ’ αυτϐν τον τρϐπο μπορεύ να
διατυπωθεύ ρεαλιςτικϐσ λϐγοσ που να αφορϊ ϊμεςα ςτο
μϋλλον (των μελικών τρϐπων και υφών) και ςτην παγύωςη
τϋτοιων (μελικών) ςυμπεριφορών.
Η φυςικό ςχϋςη μελικόσ αντιδόςεωσ μεταξϑ Όρουσ και
«Κϐςμου», και ακριβϋςτερα Όρουσ και Πατριαρχεύου, ϐπωσ
ςχηματικϊ ασ ποϑμε τη ςυναντοϑμε καθϐλον τον 18ο, 19ο και
ςτισ αρχϋσ τοϑ 20ου αιώνα (με κϑριο εκπρϐςωπο τον
Υιλανθύδη) ςυνιςτϊ, θεωρώ, ακϐμη τον (μακρινϐ;) απϐηχο
των παραδοςιακών μασ αυτών εθιςμών κατϊ τη δεκαετύα
72
τοϑ 1930 και εξόσ, ϋωσ και τα τϋλη τόσ δεκαετύασ τοϑ 1980 ό
τισ αρχϋσ τόσ δεκαετύασ του 1990, ϐπου και αναβιώνει
δημιουργικϊ και καλλιεργεύται με ευςυνειδηςύα απϐ την
ιεροψαλτικό γενιϊ τοϑ ’80108. Ουςιαςτικϊ, δηλαδό, η ςχϋςη
ϋχει διακοπεύ και παραφθαρεύ. Όπωσ ακριβώσ με τον ύδιο
τρϐπο νοθεϑθηκε για κϊποιο διϊςτημα και η αγιορειτικό
εικονογραφύα και αποδϋχθηκε το ναζαρηνϐ εικονογραφικϐ
τϑπο, κατακλϑζοντασ, γενικϐτερα, με το εικονογραφικϐ

108
Βλ. Διαδικτυακό Σηλεϐραςη τησ Πειραώκόσ Εκκληςύασ, Δευτϋρα 13 ΜαϏου
2013, ϐπου φιλοξενόθηκε ο Φορϊρχησ τόσ χορωδύασ Σρϐποσ, κ. Κωνςταντύνοσ
Αγγελύδησ, δϊςκαλοσ τόσ ψαλτικόσ τϋχνησ και πρωτοψϊλτησ.
http://youtu.be/IxDjnF2ieuA [προςπελϊςτηκε 19-2-2015]. Ο Αγγελύδησ ϋρχεται
ςτην Αθόνα το 1983, ϐπου κϊποια ςτιγμό ειςϋρχεται ςε μια πρϐβα τόσ Ελληνικόσ
Βυζαντινόσ Φορωδύασ τοϑ Λυκ. Αγγελϐπουλου και πϊςχει «πολιτιςμικϐ ςοκ» ςε
ςχϋςη με τη γνώςη που εύχε αποκτόςει απϐ το «ϋνα θεωρητικϐ που
κυκλοφοροϑςε ς’ ϐλη την Ελλϊδα τϐτε» και μονοπωλοϑςε το ϊπαν τόσ γνώςησ
τόσ ελληνικόσ μελουργύασ…
αυτϐ «πρϐτυπο» κϊθε γωνιϊ τόσ χώρασ. Αυτϐ εύχε να κϊνει,
προφανϋςτατα, με τον προελαϑνοντα εκδυτικιςμϐ (και
μουςικϊ…) τοϑ ελλαδικοϑ κρϊτουσ, ο οπούοσ εύχε
προγραμματικϊ και καλλιεργημϋνα αρχύςει με τη

73

βαυαροκρατύα κϊποιεσ δεκαετύεσ ενωρύτερα και που ϐςο


προχωροϑςε τϐςο ευθϋωσ ανϊλογα αδυνατοϑςαν και οι
παραδοςιακϋσ (μελικϋσ) αντιςτϊςεισ αυτοςυνειδηςύασ τοϑ
ϋθνουσ. Ο αςτικοποιημϋνοσ και βαςιςμϋνοσ ςτο πιϊνο (!!!)
και ςτα δυτικϊ διαςτόματα (ξηροφωνικϐσ) τρϐποσ
ψαλμώδηςησ που κυριαρχοϑςε ςτην ελλαδικό επικρϊτεια,
ϐπου αςταμϊτητα η ελλαδικό Εκκληςύα κϐμπαζε ςτεντϐρεια
πωσ όταν ο θεματοφϑλακασ των (μελικών) παραδϐςεων
(!!!), εύχε κϐψει κϊθε γϋφυρα επικοινωνύασ τϐςο με το
αγιορειτικϐ ϑφοσ ψαλμώδηςησ - αν δεν εύχε, μϊλιςτα,
ςυμβϊλλει, ϋωσ ϋνα βαθμϐ, ςτην ϐποια αλλούωςό του -, ϐςο
και με το αυτοκρατορικϐ, ϐπωσ το ονομϊςαμε αλλοϑ, ϑφοσ
τόσ Πϐλησ, το οπούο ο Μαώςτωρ και διδϊςκαλοσ ΢. Καρϊσ
θα αναγεννοϑςε απϐ τισ ςτϊχτεσ του μετϊ το πρώτο τϋταρτο
τοϑ 20ου αιώνα. Αντιπρϐςωπού τοϑ ξηροφωνικοϑ αυτοϑ
τρϐπου -πϊμπολλοι. Υυςικϊ, το Όροσ αντιςτεκϐταν και
αντιςτεκϐταν ςθεναρϊ. Κυρύωσ ςτο Πρωτϊτο και με φορεύσ
τοϑ ϑφουσ του ϐπωσ ο διακο-Διονϑςιοσ Υιρφιρόσ και οι
(ψαλτικϋσ) κοινϐτητεσ των Δανηιλαύων και Θωμϊδων.
Μολαταϑτα, ςε διαρκώσ ςπαςμωδικό και ανερμϊτιςτη
αναζότηςη ταυτϐτητασ, περιφρϐνηςη αξϐνων τόσ
ιδιοςυςταςύασ του και κεχηνϐτα πιθηκϐφρονα θαυμαςμϐ για
τη δυτικό μουςικό παρϊδοςη, το ϋθνοσ, μϋςα ςε μιςϐ, πϊνω-
κϊτω, αιώνα εύχε βαλθεύ να εξοβελύςει απϐ το ΢ώμα του
καθετύ που το διαφοροποιοϑςε μελικϊ απϐ το
παγκοςμιοποιημϋνο, ςιγϊ-ςιγϊ, δυτικϐ μουςικϐ μοντϋλο.
Δεν εύναι μϐνο οι ποικύλεσ τετραφωνύεσ (εντϐσ τοϑ ναοϑ και
74
διαρκοϑςησ τόσ λατρευτικόσ ςϑναξησ…), οι (κατϊ διφωνύα-
τριφωνύα ςυςτηματικϊ) μελωδύεσ ΢ακελλαρύδη που
αφϊνηςαν, μονοκρατορικϊ, ρεπερτϐρια μελικών ςυνθϋςεων
ιλιγγιώδουσ καλλιτεχνικόσ ωραιϐτητασ, τα (απαγορευμϋνα
ςυνοδικϊ και κανονικϊ !!!) αρμϐνια και λύγο αργϐτερα τα
μαγνητϐφωνα που ϋψαλλαν εντϐσ τόσ ςυνϊξεωσ (!) ϐταν δεν
υπόρχε ψυχό πϊνω ςτα αναλϐγια των χορών (!), αλλϊ εύναι
η a priori επύθεςη, κυριολεκτικϊ μελικόσ γενοκτονύασ, ςε
κϊθε ςτοιχεύο που ςυνιςτοϑςε τη μουςικό μασ ιδιοςυςταςύα.
Μικροδιαςτόματα, τρϐποι/δρϐμοι, ρυθμού, χειρονομικϊ
ςημϊδια, κρατόματα, ποικιλύα μαθημϊτων και πλοϑτοσ
ρεπερτορύου –ϐλα βαφτύζονται (…τοϑρκικοσ) «αμανϋσ» (!)
ςτην κοινωνικό μασ ςυνεύδηςη και καταδικϊζονται ςτην
αιώνια πυρϊ. Και εύναι φυςικϐ επϐμενο, ϐταν αυτϊ ϐλα
καταδικϊζονται ςε εκτϋλεςη να εκτελεύται ταυτϐχρονα και
το ΗΘΟ΢-ϑφοσ που κομύζουν, και ςυνακϐλουθα η μελικό
οντολογύα τοϑ ελληνικού τρόπου μασ.
Η Σολύκα109, ανϑποπτη ωσ φαύνεται για τη ριζικό
παραπούηςη και παραφθορϊ τόσ μελικόσ μασ παρϊδοςησ
(!!!), αναφϋρει με ειλικρύνεια που προκαλεύ αμηχανύα τα
ακϐλουθα, πιςτοποιώντασ με τον τρϐπο αυτϐ τισ παραπϊνω
παρατηρόςεισ μασ, τϐςο για την εξϊρθρωςη, το διαμελιςμϐ
και την προτεςταντικό υπεραπλοϑςτευςη τοϑ μϋλουσ (η
οπούα ακολουθόθηκε πιςτϊ ςτισ ϋντυπεσ εκδϐςεισ τοϑ
«βυζαντινοϑ» μϋλουσ επύ δεκαετύεσ…) ϐςο και για τη ςτϊςη
τόσ …«επύςημησ» Εκκληςύασ ς’ αυτϐ το γεγονϐσ :
«Μεταρρυθμιςτόσ (!) [ϋτςι χαρακτηρύζει η Σολύκα τον
Ιωϊννη ΢ακελλαρύδη και ϐχι ολετόρα τόσ μελικόσ μασ
παρϊδοςησ…]110 τόσ εκκληςιαςτικόσ μουςικόσ…απϐ τισ
μεγαλϑτερεσ φυςιογνωμύεσ …τοϑ αιώνα μασ…ςυνδϋθηκε με
75
τον Επύςκοπο Ζακϑνθου111… και ϊρχιςε την απλοποίηςη τήσ
βυζαντινήσ μουςικήσ (!!!). Σο νϋο ςϑςτημα που ειςόγαγε
δεν επιδοκιμϊςτηκε αρχικά απϐ την Εκκληςύα… Ψςτϐςο, το
ϋργο του -δεκτό με ευμένεια από το ευρύ κοινό-
υποςτηρύχθηκε απϐ το Πανεπιςτήμιο Αθηνών και απϐ τουσ

109
Βλ. Ο. Σολύκα, Επύτομο εγκυκλοπαιδικϐ λεξικϐ τόσ βυζαντινόσ μουςικόσ, ςελ.
316-317, Ευρωπαώκϐ κϋντρο τϋχνησ, 11993.
110
Πρϋπει να επιςημϊνουμε, παρϊλληλα, πωσ χρειϊςτηκε να κινητοποιηθεύ ο
Κων. Χϊχοσ προσ αντύκρουςη των απαρϊδεκτων καινοτομιών, μϊλλον
αλλοτριώςεων καλϑτερα, τοϑ «βυζαντινοϑ» μϋλουσ που ειςόγαγε ο
΢ακελλαρύδησ.
111
΢το λόμμα γύνεται λϐγοσ, επύςησ, για τη ςχϋςη τοϑ ΢ακελλαρύδη με τον
Αρχιεπύςκοπο Αθηνών Φρυςϐςτομο (Παπαδϐπουλο). Κι αυτϐ, κρύνω, εύναι
αρκοϑντωσ ενδεικτικϐ, δεδομϋνησ και τόσ ιεροψαλτικόσ θϋςεωσ και διακονύασ
τοϑ ΢ακελλαρύδη ςτην Αγύα Ειρόνη Αθηνών, -ναοϑ κομβικοϑ για τα ιεροψαλτικϊ
πρϊγματα τησ χώρασ θα ϋλεγα, απ’ ϐπου αργϐτερα θα ξεπηδόςει, μϋςω τοϑ
μαθητό τοϑ ΢. Καρϊ, Λυκ. Αγγελϐπουλου, η επϊνοδοσ ςτη γνόςια μελικό μασ
παρϊδοςη, την οπούα ςυνεχύζει ο Κων. Αγγελύδησ ωσ μαθητόσ τοϑ τελευταύου.
… μαθητϋσ του ςτη Ριζάρειο, ςτο Αρςάκειο…και ςτο
Εθνικό Ωδείο Αθηνών, ϐπου διετϋλεςε για χρϐνια
καθηγητόσ. …οι μαθητϋσ του ςόμερα ςυνεχίζουν να
εκτελοϑν, ςε πολλούσ ναούσ τήσ χώρασ μασ, το ςϑςτημα112
΢ακελλαρύδη και να το διαδύδουν.» (οι πλαγιογραφόςεισ και
παχυγραφύεσ δικϋσ μου).
Εξϐχωσ χαρακτηριςτικό και η ακϐλουθη τοποθϋτηςη,
που φανερώνει ϋκτυπα το πνεύμα μιασ ολόκληρησ εποχόσ, η
οπούα πια ελπύζω, ϐςον αφορϊ τουλϊχιςτον ςτο
εκκληςιαςτικϐ ςκϋλοσ τησ, χϊρη ςτισ ενϋργειεσ επιγόνων
μουςικών τού Σ. Καρϊ αφενϐσ και τοϑ διακο-Διονϑςιου
Υιρφιρό αφετϋρου, ϐπωσ οι Αγγελύδησ και Φαςανύδησ,
πϋραςε ανεπιςτρεπτύ. Γρϊφοντασ … «μουςικολογικϊ» (!!!) ο
Φρ. Φαιρϐπουλοσ αναφϋρει: «…το ελληνικϐν Βυζϊντιον,
ποιϐσ μϊσ υποχρεώνει ϊραγε να το αγκαλιϊςουμε, ϐπωσ το
76
αγκαλιϊζουμε ; …Ειδικϊ το Βυζϊντιον, εποχό ςκοτεινό –εύναι
ο ελληνικϐσ μεςαύων- πλημμυρύζει απϐ δολοπλοκύεσ,
δολοφονύεσ, ςκληρϐτητεσ, αγριϐτητεσ, μύςη… Μϋςα απϐ την
ςκοτεινό αυτό ελληνικό εποχό… αναπηδϊ η βυζαντινό
μουςικό. Η μουςικό, δηλαδό, η οπούα εκατάφερε να
επενδύςει με ςχολαςτικότητα και μονοτονία τα
αριςτουργόματα τόσ θρηςκευτικόσ ποιόςεωσ των…πατϋρων
τόσ Εκκληςύασ. Εύναι καιρϐσ πια να τολμόςουμε να ποϑμε
ϐτι η βυζαντινή μουςική είναι εντελώσ πτωχή επένδυςη
τόσ μεγϊλησ, τόσ τερϊςτιασ, τόσ αςυλλόπτου Ιδέασ που
εξεπόδηςε ςπύθα απϐ τη Βηθλεϋμ… Σο τροπϊριο τόσ
Καςςιανόσ… παραφθεύρεται και πλαςτογραφεύται ϋτςι ϐπωσ
ϋχει μελοποιηθεύ (!!!). Ενώ αν εύχε μελοποιηθεί με
112
Φαρακτηριςτικό ϋνδειξη/απϐδειξη αλλούωςησ τοϑ μϋλουσ εύναι και η
τϊςη/ευκολύα μεταγραφόσ των «ςυνθϋςεων» ΢ακελλαρύδη ςτη δυτικό μουςικό
ςημειογραφύα.
τετραφωνύα γυναικών… θα όταν μια γλυκυτϊτη ςϑνθεςισ…
Σι εκπροςωπεύ πιο ϊξια την ιδέα τοϑ Φριςτιανιςμοϑ, ϋνα
εξοργιςτικϊ μακρϐςυρτο τροπϊριο απϐ αυτϊ που ακοϑμε ό
«Σα Πϊθη» τοϑ Μπαχ ; Οι μεγϊλοι [δυτικού] μουςικού …εύναι
απεύρωσ πιο μεγαλϐπνοοι απϐ τουσ ανώνυμουσ καλϐγερουσ
τοϑ Βυζαντύου που εγελοιογράφηςαν μονότονα τα
αριςτουργόματα τόσ χριςτιανικόσ ποιόςεωσ…»113 (οι
πλαγιογραφόςεισ και παχυγραφύεσ δικϋσ μου). Η αντύληψη
τοϑ Ευαγγελύου ωσ ιδϋασ (!), η …«μελοπούηςη» (ςϊματισ και
η τετραφωνύα ϊλλαξε (!) την
τροπικϐτητα/ρυθμοποιύα/διαςτόματα ό ϊλλα ΔΟΜΙΚΑ
ςτοιχεύα τοϑ «βυζαντινοϑ» μϋλουσ) που θϊλπει τρυφερϊ και
ρϋπει ςτο ςυναιςθηματιςμϐ/ψυχολογιςμϐ μϋςω τησ
γυναικεύασ ψαλμώδηςησ και τα ϊλλα εξωμουςικολογικϊ
φαιδρϊ ςκιαγραφοϑν επαρκώσ, νομύζω, ςϑνολο το πνεϑμα
77
τόσ εποχόσ. Και ευτυχώσ, θα πρϐςθετα, που η ζωό επιμϋνει
ςθεναρϊ να αντιπαρϋρχεται ΢ΤΝΟΛΙΚΑ τουσ
διανοουμϋνουσ και ςτοχαςτϋσ τησ. Εύναι κϊτι που μοϑ
προξενεύ ϊγρια χαρϊ πϊντοτε.
Μϋςα ς’ αυτϐ το ζοφώδεσ, επαρχιωτικόσ νοοτροπύασ,
μειονεκτικϐ και γεμϊτο ϊγνοια κλύμα, αναγεννϊ
κυριολεκτικϊ εκ βϊθρων τη μουςικό μασ παρϊδοςη ο
διδϊςκαλοσ ΢ύμων Καρϊσ. Όχι μϐνο αντιμετωπύζονται με
επιςτημοςϑνη και τεκμηρύωςη ϐλα τα προαναφερθϋντα
μελικϊ ανοςιουργόματα, αλλϊ μπορώ μετϊ λϐγου γνώςεωσ
να πω ϐτι το μϋλοσ ξαναβρόκε, θεωρητικϊ και πρακτικϊ, το
κομμϋνο νόμα ςϑνολησ τόσ παρϊδοςόσ του μϋχρι και την
απώτατη αρχαιοελληνικό του καταβολό. Υυςικϊ, τα περύ
113
Βλ. τισ τρεισ επιςτολϋσ τοϑ Φρ.Κ. Φαιρϐπουλου ςτα φϑλλα τόσ
«Απογευματινόσ», τόσ 19ησ-20ησ -21ησ Ιουλύου 1961 και επύςησ ςτο Μύκη
Θεοδωρϊκη, Για την ελληνικό μουςικό, ςελ.247-251, εκδ. Καςτανιώτη 1986.
τοϑ αςυλλόπτου μεγϋθουσ τόσ ςυμβολόσ τοϑ ΢. Καρϊ δεν
αφοροϑν ςτο παρών κεφϊλαιο. Αυτϐ που ϊμεςα το αφορϊ
εύναι η μεταλαμπϊδευςη τόσ κληρονομιϊσ του απϐ τουσ

78

επιγϐνουσ και μαθητϋσ του. Ο Λυκ. Αγγελϐπουλοσ όταν ο


επιφανϋςτεροσ μαθητόσ του, ο οπούοσ προχώρηςε ςτην
εμπϋδωςη τοϑ «τρόπου Καρά»114 ςε ϐςο το δυνατϐν
ευρϑτερα περιβϊλλοντα, τϐςο εντϐσ ϐςο και εκτϐσ τόσ
χώρασ115. Ψςτϐςο, δεν όταν αυτϐσ που θα λϋγαμε ϐτι
καλλιϋργηςε ςυςτηματικϊ και με πρϐγραμμα τισ γϋφυρεσ
και τισ αντιδϐςεισ με την αγιορειτικό παρϊδοςη
ψαλμώδηςησ. Αυτϐσ που το ϋπραξε και εξακολουθεύ να το

114
Ο ϐροσ εύναι αςφαλώσ καταχρηςτικϐσ και ςε καμύα περύπτωςη δεν θα τον
αποδεχϐταν ο Μαύςτωρ ΢. Καρϊσ. Αυτϐ που εννοώ δεν εύναι ϊλλο απϐ τον ύδιο
τον τρόπο τήσ ελληνικήσ μουςικήσ ςτη διαχρονία τησ. Αυτϐσ, ϊλλωςτε, εύναι
και ο μϋγασ ϊθλοσ τοϑ ΢. Καρϊ : η επανεϑρευςη, μϋςα ςτο αυχμώδεσ μελικϐ
περιβϊλλον που ςκιαγραφόςαμε, αυτοϑ τοϑ τρϐπου και η επιςτημονικό του
θεμελύωςη.
115
Φαρακτηριςτικϊ τα ϐςα αναφϋρει ςε ςυνϋντευξό του ςτο περιοδικϐ
Πεμπτουςύα ο Κ. Αγγελύδησ (βλ. http://bit.ly/1bYxlUI ) [προςπελϊςτηκε 19-2-
2015] :
Π Πϐςο εϑκολο εύναι να διευθϑνεισ ϋναν βυζαντινϐ χορϐ; ϋχει ςχϋςη με τη

79
διεϑθυνςη που βλϋπουμε ςτισ ευρωπαώκϋσ ορχόςτρεσ και χορωδύεσ ;
Κ.Α.: ΢τη ςυγκεκριμϋνη ερώτηςη μπορώ να αναφϋρω ϋνα ϐνομα, Λυκοϑργοσ
Αγγελϐπουλοσ. Εύναι γνωςτϐ -όχι μόνο ςτον Ελλαδικό χώρο και όχι μόνο ςτουσ
αςχολουμϋνουσ με τη βυζαντινό μουςικό- ϐτι προώθηςε τη διεϑθυνςη βυζαντινών
χορών ςε ϑψιςτο βαθμϐ. Πολλού διηϑθυναν ό διευθϑνουν εκκληςιαςτικϋσ
χορωδύεσ η ςυνολικό παρουςύα του Λυκοϑργου Αγγελϐπουλου ϐμωσ ϐπωσ αυτό
ϋχει καταγραφεύ με την Ελληνικό Βυζαντινό Φορωδύα ςε χιλιϊδεσ ςυναυλύεσ,
ακολουθύεσ ϋχει δώςει καρποϑσ ςτην ϋκφραςη, τη ςαφόνεια, των μουςικών
γραμμών, τον τονιςμϐ των θϋςεων, με την ταυτϐχρονη εννοιολογικό παρουςύαςη
του ποιητικοϑ κειμϋνου, τισ εναλλαγϋσ των όχων με μια μοναδικό περιγραφικό
κύνηςη των χεριών και των δακτϑλων που μασ οδηγοϑν ςτουσ χειρονϐμουσ των
βυζαντινών χρϐνων. Γελ κπνξεί λα ιεζκνλήζεη θαλείο ηελ αίζζεζε ηεο ξπζκηθήο
αγσγήο ησλ κειώλ ζηε δηεύζπλζε ηνπ πνπ πεξλά σο αίζζεζε όρη κόλν ζηνπο
ρνξσδνύο αιιά θαη ζην αθξναηήξην, απαύγαζκα ηεο εκπεηξίαο ηνπ από επξσπατθέο
ρνξσδίεο, ηεο επηθνηλσλίαο θαη ζπλεξγαζίαο ηνπ κε ζπλζέηεο Έιιελεο θαη μέλνπο. Η
απνδνρή ηεο πξόηππεο ρνξαξρίαο ηνπ δελ νκνινγείηαη κόλν από κνπζηθνιόγνπο
Αλαηνιήο θαη Γύζεο, Πξσηνςάιηεο Χνξάξρεο αιιά θαη από όινπο όζνη σο αθξναηέο
γεύζεθαλ ην ηειηθό κνπζηθό απνηέιεζκα, ηελ νκνηνγέλεηα ηνπ ρνξνύ (ηεο Δ.Β.Χ),
απνηύπσζε ηεο αξκνληθήο ζύδεπμεο δηδαζθαιίαο-δηεύζπλζεο ρνξνύ. Δίλαη επθαηξία
εδώ λα επηζπλάςνπκε ηηο επραξηζηίεο καο ζηνλ Λπθνύξγν Αγγειόπνπιν γηα ηε
ζηάζε ηνπ ρνξνύ ζην ςαιηήξη, αιιά θαη ζηνπο ζπλαπιηαθνύο ρώξνπο κε ηνλ ρνξάξρε
ζηε κέζε ηνπ ρνξνύ θαη όρη απέλαληί ηνπ, κε ξάζα όρη κε θνπζηνύκηα, θαη ηελ είζνδν
ηνπ ρνξνύ ςάιινληαο κηα επηβιεηηθή θίλεζε κε ξίδεο ζην αξραίν ειιεληθό καο
ζέαηξν, ηνλ ρσξηζκό ζε εκηρόξηα όπνπ ππήξρε ε αλάγθε ηεο αληηθσληθήο
ςαικσδίαο, όπσο νη ζηηρνινγίεο, ηα ηππηθά, νη εθινγέο. Τνλ ζεβαζκό ηειηθά ζε όηη
αληηπξνζσπεύεη, εθπξνζσπεί θαη ε ππνδνρή θαη απνδνρή είλαη κλεκεηώδεο, ηζηνξηθή
πξαγκαηηθόηεηα νδνδείθηεο γηα ηνπο λενηέξνπο.»
πρϊττει εύναι ο μαθητόσ του, και ςυνεπώσ εγγϐνι τοϑ ΢.
Καρϊ, Κων. Αγγελύδησ. Και εύναι εξϐχωσ ενδεικτικό τοϑ
κλύματοσ τόσ εποχόσ, των καθιερωμϋνων και παραδεκτών
μελικών τρϐπων που μνημονεϑςαμε και τόσ ϋγκοπησ
προςπϊθειασ που χρειαζϐταν ώςτε να ανακαλϑψει κϊποιοσ
τη γνόςια μελικό μασ παρϊδοςη, η εξομολϐγηςη Αγγελύδη
περύ «πολιτιςμικοϑ ςοκ»116, ϐταν αγαθό τϑχη ϋτυχε να
ςυναντόςει τη χορωδύα Αγγελϐπουλου, η οπούα φυςικϊ
«ϋπραττε» μελικϊ ΢ύμωνα Καρϊ. Σο ύδιο, επύςησ, και η
ςυνϋχιςη τοϑ αγώνα μϋχρι και ςόμερα ακϐμη (2014 !!!)
ενϊντια τϐςο ςτην καταςυκοφϊντηςη τοϑ Μαώςτοροσ ΢.
Καρϊ, ϐςο και ςτην αδαημοςϑνη και επιμονό των οπαδών
μιασ ξηροφωνικόσ απϐ τη μια και αλλοτριωμϋνησ μελικόσ
«παρϊδοςησ» απϐ την ϊλλη. (ςυνεχίζεται )
© ΢ΣΑΘΗ΢ ΚΟΜΝΗΝΟ΢ 80

116
Βλ. «Πρόςωπα και Παράδοςη» ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ 07.12.2012
http://youtu.be/bHM_o17_7sc [προςπελϊςτηκε 19-2-2015]. Φαρακτηριςτικό
η δόλωςό του ϐτι εύχε προκαταβολικϊ «αρνητικό γνώμη» (!) για την παρϊδοςη
Αγγελϐπουλου, ϐτι «ϋπαθε εμπλοκό» ϐταν αντύκριςε τον τρϐπο που κϐμιζε ο
Αγγελϐπουλοσ, μιασ και θεωροϑςε πωσ «όξερε βυζαντινό μουςικό», ϐτι «εδώ
κϊτι ϊλλο γύνεται», και ϐτι «ϋφαγε πακϋτο αγνωςύασ» εμβαπτιζϐμενοσ ςτον
τρόπο (΢ύμωνοσ Καρϊ) που αντιπροςώπευε η αγγελοποϑλεια πρακτικό.
Ενδεικτικϐ, παρϊλληλα, το γεγονϐσ ϐτι απϐ τη ςτιγμό αυτό ο Αγγελύδησ
κινητοποιεύται και δραςτηριοποιεύται ερευνητικϊ, αυξϊνοντασ ςε γνώςη και
αυτογνωςύα. Εξύςου ςημαντικϐτατη, επύςησ, η δόλωςό του ϐτι κατϋφευγε
ςτοχευμϋνα ςτουσ δϑο πϐλουσ τόσ μελικόσ μασ παρϊδοςησ : Όροσ και Πϐλη,
καθώσ και η ςυνεχόσ παρϐτρυνςη Αγγελϐπουλου προσ το μαθητό του Αγγελύδη
να «κυνηγϊ το Όροσ», ϐπου για τον Αγγελύδη το Όροσ «εύναι μια μεγϊλη
μαθητεύα». Θεωρώ πωσ ϐλη αυτό η ϋξοχα και αγιοπνευματικϊ θρυμματιςμϋνη
αυτοπεπούθηςό του για τη (ςχολαςτικοϑ και θετικιςτικοϑ χαρακτόρα) «γνώςη»
τόσ μελουργύασ μασ, πόγαζε απϐ τα ποικιλοειδώσ απλουςτευτικϊ, ϐπωσ εύδαμε
παραπϊνω (βλ. αν.ςημ. 168), ψαλτικϊ θϋςμια που εύχαν επικρατόςει ςτον
ελλαδικϐ χώρο για δεκαετύεσ και τρϐπον τινϊ παραχϊραζαν τη μελουργικό μασ
παρϊδοςη.

You might also like