Πολιτική και θρησκείες

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 32

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.

ΖΟΡΜΠΑΣ
(ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ

ΒΕ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π Α Π Α ΖΗ ΣΗ
Α Θ Η Ν Α 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις (Κων. Ζορμπάς).................... 9

I
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πέτρος Βασιλειάδης, Όρθόδοξος Χριστιανισμός


καί Π ολιτική.................................................................. 25
Βασιλική Γεωργιάδου, Θρησκείες και
Πολιτική στήν Νεωτερικότητα......................................52
Πολύκαρπος Καραμούζης, Άπό τό Όμολογιακό
στο ούδετερόθρησκο Κράτος........................... 71

II
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΑΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Βασίλειος Καλλιακμάνης,
Εκκλησία-Κ ράτος-Κ οινωνία........................................85
Αντώνιος Παπαρίζος, Θρησκεία καί
Π ολιτική-Εκκλησία καί Κράτος
στήν σύγχρονη πραγματικότητα................................101
Θεώνη Σταθοπούλου, Θρησκευτικότητα καί
Εμπιστοσύνη στούς θεσμούς. Διαφαινόμενες
τάσεις στήν Ελλάδα καί τήν Εύρώπη...................... 161
8
Κώστας Ζορμπάς, Ό ψ εις των σχέσεων Κράτους
και Εκκλησίας στην Ε λ λ ά δ α .................................... 187

III
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Γρηγόριος Λαρεντζάκης, Θρησκεία


καί Πολιτική στη νέα Ε υρώ πη..................................241
Αλέξανδρος Καριώτογλου, Ίσλάμ καί Ισ λ α μ ισ μ ο ί.. 262
Έφη Φωκά, Θρησκεία και Πολιτική:
Εξετάζοντας τήν περίπτωση τής Ελλάδας
διαμέσου τοϋ ευρωπαϊκού πρίσματος........................271
Σιδέρης Παχνουδάκης, Οί άντιλήψεις γιά τό
Κράτος στο Λούθηρο, τόν Καλβίνο
καί τις προτεσταντικές σέκτες....................................308
Βιογραφικά των συγγραφέω ν..........................................342
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πέτρος Βασιλειάδης,
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
Εισαγωγή
Ό Μαχ §ί3θ1<1ιοα«ο στην εισαγωγή του στο άρθρο «Πολι­
τική και Θρησκεία» (Ροΐϊίϊοβ άώΔ Κείίμίοη) στή γνωστή
Εγκυκλοπαίδεια τής Θρησκείας (ΕηογαΙοραεάία ο/ΚβΗξίοη),
γράφει ότι: «ή εξουσία σέ όλους τους πολιτισμούς είναι
ακατανόητη χωρίς τήν άπαιτούμενη προσοχή στή
θρησκεία»1. Πολιτική είναι ή θεωρία μίας έν κινήσει
πορείας άσκησης εξουσίας καί πίεσης πού περιλαμβάνει
τή νομιμοποιημένη βία. Ή πολιτική επίσης άντιμετωπίζει
θρησκευτικά ζητήματα καί προβαίνει σέ δηλώσεις θρη­
σκευτικού χαρακτήρα. Άπό τήν άλλη πλευρά, οί θρησκείες
πολύ συχνά λαμβάνουν πολιτική θέση καί συμμετέχουν
στήν πολιτική δράση. Οί άνθρωποι άναμένουν άπό τίς
θρησκείες -καί ιδιαίτερα άπό τό Χριστιανισμό- όχι μόνο
προσωπικές θεωρήσεις, άλλά καί τελικές λύσεις σέ κοινά
προβλήματα. Αύτή ή προσδοκία σημαίνει ότι άναμένουν
άπό τήν Εκκλησία δυναμικές ενέργειες καί όχι μόνο

1. Μαχ Ε. 8ΐαο1ί1ιου8ε, “Ροΐΐΐίϋδ ζηά Κείΐ^ΐοη”, στό Μ. Εΐΐαάε, (εκδ.), ΤΗβ


ΕηογοΙορβάία ο/Κβ1ί§ίοη, Νβχν ΥοιΕ: ΜαοΜϋϊαη, 1987, 408-423, σ. 409.
26

συνειδησιακές θεωρήσεις. Πάνω απ’ δλα, ό Χ ριστια­


νισμός καί ιδιαίτερα ή Όρθοδοξία δε διαφοροποιεί την
ιδιωτική από τή δημόσια σφαίρα.2
Άπό κοινωνιολογική σκοπιά ή Εκκλησία δημιουργεί
πολιτικές συνέπειες, διαμορφώνοντας συμπεριφορές καί
άντιλήψεις πού οπωσδήποτε έχουν άντίκτυπο σέ ζητήμα­
τα δημόσιας πολιτικής. Προφανώς, αυτό συμβαίνει, επει­
δή ή Εκκλησία περιλαμβάνει αυτά πού οί άνθρωποι
πράττουν άπό κοινού, καί όχι μόνο αύτά πού πιστεύουν
στο βάθος τής καρδιάς τους. Μέ άλλα λόγια, ή Εκκλησία,
όπως σχεδόν όλες οί θρησκείες, λειτουργεί κοινωνικά.3

Οί κ λ α σ ικ ές πηγές γ ιά την περί π ολίτικ ης


δ ιδ α σ κ α λ ία του Ό ρθόδοξου Χ ρ ιστια νισ μ ού.

Στον Όρθόδοξο Χριστιανισμό τό θέμα των πηγών είναι


πολύ δύσκολο. Αντίθετα μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, πού
βασίζονται σέ συγκεκριμένες άποφάσεις άπό τή σχετικά
πρόσφατη Σύνοδό τους (1962-1965), γνωστή ώς Β' Βατικανή,
οί Όρθόδοξοι δέν έχουν κάτι άνάλογο. Αναφορικά μέ τήν
πολιτική, καί γενικότερα τήν κοινωνική ζωή, ή καθολική
παράδοση έχει ορισμένες έγκυκλίους καί δηλώσεις, όπως
τό Κοπιπι Νον&ηιπι (1891), ή τό Οαιιάίιιτη βί Ξρβχ (1965), καί

2. Γ ΝβυδπβΓ, “Κ,εΙτοδρεούνε οη Κε1ί§ίοη αηά Ροΐίΐίοδ,” στό Γ Νειίδηετ (έκδ.), Οοά’ζ


ΚιιΙε: ΤΗε ΡοΙίιίεχ ο / ΨοΗά ΚεΙί£ίοη$, λνΒδΙώΐΒίοη ΌΟ 2003, σ. 257-260. Ό σ υ λ ­
λογικός αυτός Τόμος άρχισε νά ετοιμάζεται άμέσως μετά άπό τήν 111
Σεπτεμβρίου 2001 καί τελικά έκδόθηκε τό 2003 μέ επιμέλεια τοϋ ΐ3εοδ
Νευδπει· άπό τίς εκδόσεις Οεοτ§εΙοινηυηίνεΓδίίγΡτεδδ. Ή δομή όλων των μ ελε­
τών ήταν ενιαία, καί κάθε συγγραφέας οφείλε νά άπαντήσει σέ συγκεκρι­
μένα ερωτήματα, πού άποτελοϋν καί τά κεφάλαια τής παρούσας μελέτης.
Ή συμβολή μου σέ αυτόν τόν συλλογικό Τόμο τιτλοφορείται «Όρθόδοξος
Χριστιανισμός», σ. 85-105 καί είναι φυσικό οί βιβλιογραφικές αναφορές νά
περιορίζονται στις "Ορθόδοξες μελέτες πού είναι γραμμένες στά αγγλικά.
3. Αύτό τό άρθρο, άφιερώθηκε μέ ευγνωμοσύνη στον Καθηγητή Γεώργιο
Μαντζαρίδη έπί τή εύκαιρία της συνταξιοδότησής του καί άποτελεϊ συν-
τομευμένη έκδοση τοϋ παραπάνω (Υποσημείωση 2).
27
πιό πρόσφατα τό Μαύίία ιη ηιιιηάο (1971). Κάτι παρόμοιο δέ
συμβαίνει μέ τούς Όρθοδόξους. Αντίθετα, οί μόνες αυθεν­
τικές πηγές που κατέχει ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός είναι
στην πραγματικότητα κοινές μέ όλους τους άλλους
Χριστιανούς: ή Γραφή καί ή Παράδοση, παρά τό γεγονός
ότι καί αύτές δέν έχουν θεωρηθεί ποτέ στον Όρθόδοξο
Χριστιανισμό ώς «πηγές» μέ την κυριολεκτική σημασία
τοϋ όρου, τουλάχιστον μέ τον τρόπο πού θεωρούνται στή
Δύση. Πώς μπορεί κάποιος νά καθιερώσει μία άποκλει-
στικά Όρθόδοξη άποψη σέ μία βάση πού είναι στήν πραγ­
ματικότητα κοινή καί γιά τούς μή Όρθοδόξους;
Μερικοί Όρθόδοξοι, έπιμένουν ότι τό νά ορίσεις τον
Όρθόδοξο Χριστιανισμό δέ σχετίζεται μέ ιδιαίτερες πηγές,
άλλά μέ τήν έρμηνεία τών πηγών πού οί Όρθόδοξοι έχουν
άπό κοινού μέ τον ύπόλοιπο Χριστιανισμό καί εν μέρει μέ
τον Ιουδαϊσμό. Μέ άλλα λόγια είναι θέμα θεολογικών
προϋποθέσεων, οί όποιες συνεπάγονται μία συγκεκριμένη
προβληματική καί μεθοδολογία, όχι πάντα οικεία στούς μή
Όρθοδόξους. Επομένως, όπως είναι φυσικό, όλες οί κ ο ι­
νωνικές, ήθικές καί θεολογικές άπόψεις, καί είδικότερα
έκεϊνες γιά τήν πολιτική, έρχονται μόνο ώς λογική σ υν­
έπεια αύτών τών προϋποθέσεων. Θά μπορούσε άκόμη νά
ισχυριστεί κανείς πώς ή πεμπτουσία τού Όρθόδοξου
Χριστιανισμού, έναντι του Δυτικού Χριστιανισμού στο
σύνολό του, Ρωμαιοκαθολικού καί Προτεσταντικοΰ, βρί­
σκεται πέραν άκόμη καί άπό τέτοιες θεολογικές προϋποθέ­
σεις. Στο κάτω-κάτω, ή βασική θεολογική διαφορά, πού
οδήγησε στήν άναπόφευκτη διάσπαση μεταξύ Ανατολικού
καί Δυτικού Χριστιανισμού ήταν μία διαφορετική
άντίληψη περί άληθείας. Ό Χριστιανισμός τής Ανατολής
ειδικά στή μεταγενέστερη βυζαντινή έκδοχή τοϋ προϋπο­
θέτει μία έννοια περί άποκαλύψεως έντελώς διαφορετική
άπό αύτήν πού διαμορφώθηκε στή Δύση, κυρίως κάτω άπό
τήν έπιρροή τοϋ Αριστοτέλη. Είδικότερα, στήν Εκκλησία
κάθε Χριστιανός, καί οί άγιοι είδικότερα, ύπό τήν καθο­
δήγηση τού 'Αγίου Πνεύματος, έχουν τή δυνατότητα καί τό
προνόμιο νά θεωροϋν άπευθείας τό Θεό (θεοπτία) καί νά
28
βιώνουν την αλήθεια. Επειδή ή έννοια της θεολογίας στή
σκέψη των Καππαδοκίαν καί Ά ντιοχειανών θεολόγων
είναι αδιάσπαστη από τή θεωρία, ή θεολογία δεν ορίζεται
όπως τουλάχιστον στον ύστερο δυτικό σχολαστικισμό ως
ένα κλειστό λογικό σύστημα προερχόμενο καί βασιζόμενο
σε «άποκεκαλυμμένες» οντότητες, (Γραφή, Παράδοση, εκ ­
κλησιαστική αυθεντία, Γη&ιμΛοπιιηι κλπ.), άλλά ταυτίζεται
μέ τήν «πνευματική» έμπειρία τού κάθε πιστού, τού όποιου
ή αυθεντικότητα φυσικά ελέγχεται μέ βάση τή μαρτυρία
τής Γραφής καί τής Παράδοσης. Αληθινός θεολόγος, σύμ­
φωνα μέ τή μεταγενέστερη Βυζαντινή σκέψη, ήταν ώς επί
τό πλεϊστον αύτός πού θεωρεί καί βιώνει τό περιεχόμενο
τής θεολογίας. Ό θεολογικός στοχασμός καί ή θεολογική
άναζήτηση θεωρείτο ότι δεν είναι άποτέλεσμα μόνο νοη-
σιαρχικής διαδικασίας, αν καί ή αυστηρά λογική διαδι­
κασία δέν άποκλείεται, άλλά καί πνευματικής (καρπός
τού "Αγίου Πνεύματος), άφοϋ τοποθετεί τό σύνολο των
άνθρωπίνων δυνατοτήτων λογικό, συναίσθημα άκόμη καί
τις αισθήσεις σέ άμεση σχέση μέ τή θεϊκή ύπαρξη. Στον
Όρθόδοξο, λοιπόν, Χριστιανισμό ή «άλήθεια» είναι άδιά-
σπαστη άπό τή «κοινωνία».
Επομένως, θά ήταν άκριβέστερο νά ορίσουμε τον
Όρθόδοξο Χριστιανισμό ώς τρόπο ζωής, έξοϋ καί ή ιδ ια ί­
τερη σημασία πού άποδίδεται στή λειτουργική του παρά­
δοση. Γι’ αυτόν άκριβώς τό λόγο ή Λειτουργία διαδραμα­
τίζει ένα τέτοιο προεξέχοντα ρόλο στή θεολογία σχεδόν
όλων των Όρθόδοξων Χριστιανών στή νεώτερη έποχή.
Είναι δε εύρέως άποδεκτό άπό τούς Όρθοδόξους ότι ή
λειτουργική διάσταση είναι ίσως τό μόνο άσφαλές κρι­
τήριο προσδιορισμού τής ιδιαιτερότητας τής Όρθόδοξης
θεολογίας. Μέ δεδομένη, λοιπόν, τήν κεντρική θέση της
Λειτουργίας, θά μπορούσε κανείς νά υποστηρίξει ότι ή
Όρθόδοξη Εκκλησία είναι κατεξοχήν μιά λατρευτική
κοινότητα. Προηγείται ή λατρεία, καί άκολουθεί ή δο­
γματική διδασκαλία καί ή εκκλησιαστική τάξη. "Οπως
άναφέρει -ένα παλαιό- Λατινικό ρητό, Ιβχοταηάί Ιβχετβάβη-
άί, «ό κανόνας τής προσευχής υπαγορεύει τον κανόνα τής
29
πίστης», ή «όπως προσευχόμαστε, έτσι πιστεύουμε». Τό Ιβχ
οταηάί (ό νόμος ή ό κανόνας της προσευχής) έχει μία προ -
νομιακή προτεραιότητα στη ζωή τής Χριστιανικής
Εκκλησίας. Τό Ιβχ βτβάβηάί (ό νόμος ή ό κανόνας τής π ί­
στης) έξαρτάται από τήν ευλαβική έμπειρία καί τό όραμα
τής Εκκλησίας, ή ακριβέστερα τήν αυθεντική (δηλ. λ ει­
τουργική) ταυτότητα τής Εκκλησίας. Τό ζήτημα, έπομένως,
των βασικών πηγών για νά περιγράψει κανείς τήν περί
πολιτικής θεωρία αυτού τού θρησκευτικού συστήματος,
είναι πολύ πιο σύνθετο απ' ό,τι στον υπόλοιπο
Χριστιανισμό.

Ή περί πολίτικ ης δ ιδ α σ κ α λ ία του


’Ορθόδοξου Χ ρ ισ τια νισ μ ο ύ

Άπό τα πρώτα κιόλας χρόνια, ή κατανόηση της πολι­


τικής καί ή κοινωνική ευθύνη τής Εκκλησίας γενικότε­
ρα ήταν συνδεδεμένη με τήν έσχατολογική κατανόηση
τής Εκκλησίας. Ή Εκκλησία, ώς έσχατολογική, δυναμι­
κή, ριζοσπαστική, καί κοινωνική πραγματικότητα ανέκα­
θεν αγωνιζόταν νά μαρτυρήσει με αυθεντικό τρόπο τή
Βασιλεία τού Θεού «ώς έν ονρανω και έπι γης» (Ματθ.
6:10). Οί Απόστολοι, δηλαδή οί μαθητές τού Ιστορικού
Ιησού, δέν είχαν ώς στόχο νά κηρύξουν ούτε μία συγκε­
κριμένη πολιτική θεωρία, ούτε ένα σύνολο συγκεκριμέ­
νων θρησκευτικών πεποιθήσεων, δογμάτων, ή ήθικών έπι-
ταγών. Αντίθετα, ήταν έπιφορτισμένοι με τήν εξαγγελία
τής ερχόμενης Βασιλείας τού Θεού, τού εϋ-άγγελίου, δηλ.
τού χαρμόσυνου μηνύματος μίας νέας έσχατολογικής
πραγματικότητας, πού είχε ώς κέντρο τον έσταυρωμένο
καί άναστημένο Χριστό. Ό Χριστός ήταν ό σαρκωθείς
Λόγος τού Θεού, ό όποιος παρόλα αύτά μέσφ τής παρου­
σίας τού 'Αγίου Πνεύματος συνεχίζει νά ένοικε! μεταξύ
τών άνθρώπων οδηγώντας τους στή μεταμόρφωση τής
παρούσας «πεπτωκυΐας» καί άδικης παγκόσμιας τάξης
30

πραγμάτων, προετοιμάζοντας τό έδαφος γιά μία Ιδανική


και υπερκόσμια Βασιλεία τοϋ Θεοϋ.
Επομένως, με βάση αυτή τήν πραγματικότητα τής
Βασιλείας, όλοι οί πιστοί κλήθηκαν όχι τόσο ώς μεμονω­
μένα άτομα, άλλα καί συλλογική εκκλησιαστική οντό­
τητα νά συμπερκρέρνονται σε αυτόν τον κόσμο «πολι­
τικά».4 Πιστεύοντας ότι συνεχίζουν τήν παράδοση τοϋ
Ισραήλ, οί πρώτοι Χριστιανοί άνέλαβαν καί πολιτικές
δραστηριότητες τοϋ έκλεκτοϋ λαοϋ τοϋ Θεοϋ. Θεώρησαν
τήν κοινότητά τους ώς τό «βασίλειον ίεράτευμα» καθότι
όλοι τους, χωρίς εξαίρεση, είχαν τήν ιερατική καί πνευ­
ματική εξουσία νά άσκήσουν στή διασπορά τό έργο της
ιερατικής τάξης. Τό γεγονός ότι όλοι τους, καί όχι μόνο
κάποια ειδική ομάδα, όπως οί Ιερείς ή οί λεβίτες, δηλαδή
άνθρωποι μέ συγκεκριμένη πολιτική καί θρησκευτική
εξουσία, ήταν ύπεύθυνοι γιά αύτό τό «έσχατολογικό άγιο
έθνος», τούς υπενθύμισε νά είναι άντάξιοι τής έκλογης
τους μέσφ τής ύποδειγματικής ζωής καί των έργων τους.
Γι’ αύτό θεώρησαν επιτακτικό νά επιδιώκουν τήν ενότη­
τα («ΐνα ώσιν τετελειωμένοι εις έν», Ίω. 17:23), νά έγκα-
ταλείψουν όλα τά έργα τοϋ σκότους καί νά ένεργοϋν μέ
δικαιοσύνη στήν εύρύτερη κοινωνία.
'Άς σημειωθεί ότι ή Εκκλησία κατάφερε μέσα σε λίγα
χρόνια, βασισμένη κατά ένα μεγάλο μέρος στή σημαντι­
κή συμβολή των Ελλήνων Πατέρων τής χρυσής έποχής
τοϋ Χριστιανισμού, νά διατυπώσει γιά τή θεότητα τό π ε­
ρίφημο τριαδικό δόγμα, καί πολύ άργότερα νά αναπτύξει
περαιτέρω τή σημαντική διάκριση μεταξύ ουσίας καί
ενεργειών των τριών προσώπων τής Α γία ς Τριάδας. Σύμ­
φωνα μέ μερικούς Ιστορικούς, αύτό κατέστη δυνατό λόγφ

4. Στήν κλασική ελληνική φιλοσοφία καί γλώσσα (που ήταν ή γενική


γλώσσα πού υιοθετήθηκε από τό Χριστιανισμό γιά νά διαμορφώσει τή
διδασκαλία του) ή «πολιτική» συμπεριφορά, δηλ. ή φροντίδα γιά τήν πόλιν
(ή πόλη, ή κοινωνία) άντιπαραβλήθηκε σέ έναν εγωιστικό, εγωκεντρικό
τρόπο ζωής, δηλ. τή συμπεριφορά τοϋ «Ιδιώτη», ένας όρος πού απόκτησε
παγκοσμίως άρνητική έννοια. Βλ. Α ’ Κορ. 14:24, όπου 6 όρος Ιδιώτης
εξισώνεται μέ αύτόν του απίστου.
31
κυρίως τής έσχατολογικής ευχαριστιακής έμπειρίας της
κοινωνίας (τόσο καθέτως με τήν κεφαλή της τό Χριστό,
όσο καί όριζοντίως μέ τα άλλα μέλη τοϋ λαοΰ τοϋ Θεοϋ,
καί κατ' έπέκταση μέ όλη τήν ανθρωπότητα μέσω τής
αποστολής τής Εκκλησίας), μίας έμπειρίας πού συνεχίζει
μέχρι σήμερα να αποτελεί τή μόνη έκφραση τής αύτο-
συνειδησίας τής Εκκλησίας, τό κατ’ εξοχήν μυστήριο τής
ταυτότητάς της.
Συνοψίζοντας, θά μπορούσε κανείς νά Ισχυριστεί, ότι,
ή καλύτερη οδός για νά προσεγγίσει καί νά έκφράσει
κανείς μιά άποψη για όποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα,
όπως π.χ. ή πολιτική, από μία κατεξοχήν ορθόδοξη προ­
οπτική, είναι η ευχαριστιακή θεολογία υπό τήν εύρεία
της έννοια. Βεβαίως, θά περίμενε κανείς ό Όρθόδοξος
Χριστιανισμός, όπως καί όλα τα άλλα θρησκευτικά σ υ ­
στήματα, νά προσφέρει τελικές λύσεις στά κοινά προβλή­
ματα, καί αναπόφευκτα νά ασκήσει κάποιου είδους νόμι -
μης εξουσίας, καί όχι μόνο νά διατυπώνει θεωρητικές
απόψεις. Ά λλα γιά τήν Όρθοδοξία τό γενικότερο πρό­
βλημα τής ηθικής, δηλαδή τό πρόβλημα τής υπέρβασης
τού κακού στον κόσμο, δέν είναι θέμα ηθικό, ούτε δογμα­
τικό· είναι πρωταρχικά (γιά ορισμένους μάλιστα απο­
κλειστικά) έκκλησιολογικό. Ή ήθική καί κοινωνική εύ-
θύνη τής Εκκλησίας (τόσο ώς οργανισμού, όσο καί των
μεμονωμένων μελών της), ώς ή πρωταρχική ιεραποστολι­
κή της μαρτυρία, είναι ή λογική συνέπεια τής εκκλησια­
στικής της αύτοσυνειδησίας.
Μέ δεδομένη, μάλιστα, τή διαφορετική θεώρηση τής
σχέσεως μεταξύ θρησκείας καί ηθικής στήν Όρθόδοξη
παράδοση, επιβάλλεται προκαταρτικά νά τεθούν μερικά
βασικά ερωτήματα. Καταρχήν, «έχει ό Όρθόδοξος Χριστια­
νισμός μία συγκεκριμένη θεωρία γιά τήν πολιτική καί
τήν κοινωνική τάξη πραγμάτων;» Κατά δεύτερο λόγο,
«είναι η πολιτική ένα περιθωριακό καί άσήμαντο ζήτημα
γιά τήν Όρθόδοξη Εκκλησία;» Αύτά, όμως, τά ερωτήματα
δέν μπορούν νά άπαντηθοϋν άπλά μέ ένα «ναί» η ένα
«όχι». Άλλωστε, ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός σέ ό,τι άφο-
32
ρά τό πρόβλημα της πολίτικης είχε στο παρελθόν κατα-
λήξει σε μία λύση, σύμφωνα μέ την όποια θρησκεία καί
πολιτική ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένες χωρίς ποτέ να
διαχωρίζονται ή μια άπό την άλλη. Κι αυτό, παρά την
απουσία όποιασδήποτε ορατής θεαματικής νίκης της Ε κ ­
κλησίας έναντι της αύτοκρατορίας, καί παρά τίς κ ατα­
στρεπτικές παρεμβάσεις των αύτοκρατορικών δυνάμεων
στίς εκκλησιαστικές ύποθέσεις (έκθρονίσεις καί έξορι-
σμοί έπισκόπων καί Πατριάρχων κλπ.).5
Γ ι’ αύτό καί οί περισσότερες Όρθόδοξες Εκκλησίες
έχουν σήμερα αύτό τό πρότυπό της «εντός καί εκτός της
πολιτικής» συμπεριφοράς, τό πρότυπο δηλαδή της «συμ­
φωνίας» ή «συναλληλίας», τό όποιο όμως άναπτύχθηκε
καί διαμορφώθηκε κατά τήν πρό-νεωτερικότητα. Παρόλα
αύτά, παραμένει ακόμα τό ιδανικό σύστημά τους, προσ­
παθώντας μάλιστα να τό επιβάλουν όσο μπορούν στα
σύγχρονα συντάγματα τών νεωτερικών πλέον σήμερα
δημοκρατικών (;) κρατών τους.6 Μόνο στήν Όρθόδοξη δια-
σπορά έχουν σημειωθεί σοβαρές προσπάθειες να προσα­
ρμοστεί ή Όρθόδοξη έκκλησιολογία στά σύγχρονα νεω-
τερικά δεδομένα.7

5. Ο Γ. Φλωρόφσκυ είχε δίκιο δταν έλεγε δτι «τό Βυζάντιο κατέρρευσε ώς


Χριστιανικό Βασίλειο, ύπό τό βάρος (αύτής) της τεράστιας αξίωσης», (3.
Ρίοτονδίςγ, “ΑπΙίηοπιίεδ οί ΟΕπδίίεη Ηίδίοτγ: Ειηρίτε εηό ΟβδετΙ,” στό Οιηιΐϊαηϊΐγ αηά
ϋιιΐίιιτβ. Τόμ. II τοϋ ΤΙιε Οοΐΐεείεά ΨοιΊίε οί Οεοχ·§εχ ΕΙοχ-ονεΙψ, Ν οπΠβπιΙ ΡιιΗίδ1ιίη§
ΟοιηρεηΥ, Βείιηοηί 1974, 67-100, σ. 83.
6. Ή πλειονότητα τών Όρθόδοξων θέσεων αναφορικά μέ τό σύστημα των
σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, θεωρούν αύτό τό βυζαντινό μοντέλο ώς τό
μόνο άποδεκτό στόν Όρθόδοξο κόσμο, παρά τίς πιό πάνω (ύπ. 5) παρατηρή­
σεις τού Φλωρόφσκυ. Πρβλ. καί τό έργο μου Μετανεωτερικότητα καί
Εκκλησία. Ή πρόκληση της Όρθοδοξίας, εκδόσεις Ακρίτας, Α θήνα 2002.
7. Βλ. 31 ΗίΜλβδ, “ΟΙιιιγοΙι μη! 8ίε1ε ίπ Οτίΐιοάοχ Τΐιοιίβΐιΐ,” Οτεείί ΟπΙχοάοχ
Τ/χεοίο§χεαΙ Κε\πειν 27 (1982), σ. 5-21, Ε. ΟΙαρδίδ, ΟχΊΐχοάοχγ ίη Οοηνεηαίίοχχ
Οηίχοάοχ Εειιχχχειχχεαϊ Εη§α§εηχεηίί, \ν(30 ΡυΜίεεΙίοηδ/ΗοΙγ Οτοδδ Οτ&οιίοχ Ρτεδδ,
Οεηενε/ΒΐΌοΜίηε 2000, Τΐι. Ηορίτο, «Οτί1ιοι1οχγ ίη Ροδί-Μοάετη Ρΐιιηΐίδΐίο 8οείεΙίεδ»,
ΤΙχεΕειιχχχεχχχεαΙΚενχβ\ν 51 (1999), σ. 364-371.
33
Για νά εξηγήσει κανείς αυτή τή στενή σχέση μεταξύ
θρησκείας καί πολίτικης στον Όρθόδοξο Χριστιανισμό θά
πρέπει νά ανατρέξει πίσω στήν αρχαία Ελλάδα, όπου ή
θρησκεία ήταν κατανοητή ώς ή λατρευτική ζωή τής
πόλεως, ποτέ έξω από αυτήν. "Οντας ιδεολογικά διαμορ­
φωμένη ή Όρθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία (περισσότε­
ρο από όποιαδήποτε άλλη Χριστιανική παράδοση) στή
μήτρα τού έλληνικοΰ πολιτισμού, δχι μόνο δανείστηκε
από τήν έλληνική πολιτική ζωή τόν όρο έκκλησία, τή
σύναξη δηλαδή πολιτών, προκειμένου νά προσδιορίσει
τήν κοινωνική της συσσωμάτωση, άλλά επίσης άνέπτυξε
τήν ταυτότητά του σε μεγάλο βαθμό σε συνάρτηση μέ τό
σύνολο της τοπικής κοινωνίας στήν όποια ζοϋσε. Ή
θρησκεία ώς ξεχωριστή σφαίρα κοινωνικής ζωής ποτέ δέν
βρήκε ανταπόκριση στή θεολογική σκέψη τής Όρθόδοξης
Εκκλησίας. Θά ήταν, ώς έκ τούτου, άδύνατο νά ύποβι-
βασθεί ή Έκκλησία, ολιστική στή σύλληψή της, καί σχε-
σιακή, παρά ομολογιακή στο χαρακτήρα της, στήν ίδιωτι -
κή σφαίρα τής κοινωνίας των πολιτών. Αύτή ή ιδέα τής
«ιδιωτικοποίησης» τής Εκκλησίας, μαζί μέ τήν έννοια τής
«άτομνκόττιτας»πού για ..ίστορικους λόγους υιοθετήθηκε
άπό τίςΆ,στορικές Προτεσταντικες Εκκλησίες άναπτύ-
χθηκέ κατα κύριο λόγο κατά τή νεωτερική έποχή. Έ κεΐ
βασική θέση, πού διαμορφώνει μέχρι καί σήμερα τό σ ύ γ­
χρονο δυτικό πολιτισμό μας, είναι ότι ή θρησκεία πρέπει
νά είναι πλήρως διαχωρισμένη^ άπό τό κράτος, και νά
παραμένει θέμα ατομικής συνείδησης, προκειμένου νά
επιτευχθεί κοινωνική γαλήνη καί σταθερότητα. Δέν θά
πρέπει νά λησμονούμε, ότι ή θέση αύτή δημιόυργήθηκε
ώς αντίδραση στούς θρησκευτικούς πολέμους τής Εύρώ-
πης μεταξύ Προτεσταντών καί Καθολικών στις άρχές τού
17ϋυ αιώνα. Άπό τήν άλλη πλευρά, έντούτοις, ή έσχα-
τολογική αύτοσυνειδησία τής Όρθοδοξίας θά μπορούσε
νά οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ή πολιτική γιά τόν
Όρθόδοξο Χριστιανισμό είναι όντως περιθωριακό καί
άσήμαντο ζήτημα!
34
Τά τελευταία χρόνια, παρά τό γεγονός ότι έχει γίνει
σχεδόν καθολικά άποδεκτή ή εύχαριστιακή προσέγγιση
όλων των πτυχών της Όρθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής,
οί Όρθόδοξοι έχουν προσυπογράψει έναν άριθμό επισή­
μων κειμένων, ποΰ πρόκειται νά παρουσιασθοΰν γιά τελι­
κή έγκριση στή μέλλουσα νά συνέλθει Α γία καί Μεγάλη
Σύνοδο της Όρθόδοξης Εκκλησίας. Έ να άπό αυτά τά κ εί­
μενα/άποφάσεις, με τίτλο «Ή Συμβολή της Όρθόδοξης
Εκκλησίας στήν καθιέρωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης,
της ελευθερίας, της άδελφοσύνης καί της άγάπης μεταξύ
των λαών, καί στήν άρση των φυλετικών καί λοιπών δ ια ­
κρίσεων», άσχολεΐται μέ τά κοινωνικά καί έμμεσα με
πολιτικά ζητήματα. Επίσημα έγκεκριμένο άπό τήν Τρίτη
Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη όλων των Αύτοκε-
φάλων Όρθοδόξων Εκκλησιών89, τό κείμενο αύτό είναι
8. Τά τελικά κείμενα δημοσιεύθηκαν αρχικά στό περιοδικό Έπίσκεψις
(15.12.1986), καί έχουν κυκλοφορήσει άπό τότε ευρέως, άφού μεταφράστη­
καν σέ πολλές γλώσσες. Σύμφωνα μέ άπόφαση της Προσυνοδικής
Διάσκεψης, όλα έχουν κανονική Ισχύ δεσμευτική γιά τούς Όρθοδόξους,
άκόμη καί πριν άπό τήν τελική συνοδική (οικουμενική;) τους έγκριση
(αυτόθι, σ. 9, υποσημείωση).
9. "Ενα ακόμα πιό πρόσφατο έγγραφο πού σχετίζεται άκριβέστερα μέ τό θέμα
μας, έξέδωσε ή Ρωσική Όρθόδοξη Εκκλησία, μέ τίτλο: «ΤΗβ ΒαΦ ο/ιίιε ΒοεΐαΙ
Οοηεερί ο/ΐΙιε Κιΐ3$ίαη Οιίΐιοάοχ ΟιιανΗ» (διαθέσιμο στό διαδίκτυο άνάμεσα στά
άλλα καί στή δικτυακή πύλη δίφ://ννννν.ίηοοιηιιιαηίοη.οΓ§/ιιιί8θ). Αύτό εξετάζει
«εκείνες τίς πτυχές τής ζωής τού Κράτους καί τής κοινωνίας, οί όποιες ήταν
καί είναι εξίσου σχετικές γιά ολόκληρη τήν Εκκλησία στό τέλος τού 20οϋ
αιώνα καί στό εγγύς μέλλον.» Είναι, βέβαια, ένα κείμενο μιας τοπικής
Αυτοκέφαλης Όρθόδοξης Εκκλησίας, πού στοχεύει πρώτιστα νά παράσχει
στά μέλη της «τίς βασικές διατάξεις τής διδασκαλίας της στις σχέσεις
Εκκλησίας- Κράτους καί σέ έναν άριθμό διάφορων προβλημάτων κοινωνικά
σημαντικών σήμερα» (πρόλογος). Τό κείμενο, φυσικά, αύτό δέν μπορεί νά έχει
πανορθόδοξη κανονική Ισχύ, πιθανώς έπειδή μερικές άπό τίς θέσεις πού
υποστηρίζει άντικατοπτρίζουν μάλλον συντηρητικές άπόψεις, πού δέν ύπο-
στηρίζονται άπό όλες τίς Όρθόδοξες Εκκλησίες. Επιπλέον, τό εύρύ φάσμα
θεμάτων πού αντιμετωπίζει (άνθρωπολογικά, οικολογικά, βίο-ήθικά,
εκπαιδευτικά) ίσως νά χρειάζονται περαιτέρω θεολογική άνάλυση. Κυρίως
λόγω τών άρχών πού διατυπώσαμε παραπάνω στήν πρώτη παράγραφο.
Τελικά, τό συγκεκριμένο ρωσικό κείμενο δέν έκφράζει τίποτα περισσότερο
άπό αύτό πού τό ίδιο τό κείμενο εκφράζει, δηλαδή «τήν επίσημη θέση τοϋ
35
μία πρώτη προσπάθεια θεολογικής απάντησης της νεώτε-
ρης Όρθοδοξίας στα κοινωνικά ζητήματα, τά όποια σ χετί­
ζονται μέ τις σύγχρονες νεωτερικές προκλήσεις.9
Είναι σημαντικό σε αυτό τό σημείο νά υπογραμμί­
σουμε ότι μερικές άπό τις θεολογικές διαφορές μεταξύ
της Όρθόδοξης Ανατολής καί τής Χριστιανικής Δύσεως,
πού σέ μερικές περιπτώσεις ισχύουν άκόμη καί σήμερα,
σχετίζονται μέ τον τρόπο πού ή Εκκλησία ώς εικόνα τής
προσδοκώμενης Βασιλείας εμπλέκεται σέ ζητήματα τού
κόσμου τούτου, όπως π.χ. μέ τήν πολιτική. Έ χε ι επανει­
λημμένα υποστηριχτεί, ότι προς τό τέλος τής πρώτης χ ιλ ιε ­
τίας ή Εκκλησία στη Δύση υιοθέτησε, ή άναγκάστηκε νά
άποδεχτεΐ, ένα είδος σχέσεως Εκκλησίας-Κράτους πάνω
σέ νομική βάση, ώς σχέση δηλαδή δύο ξεχωριστών θε­
σμών, δύο ξεχωριστών καί άνεξάρτητων «κοσμικών»
έξουσιών. Κατά συνέπεια, απομακρύνθηκε άπό τό μοντέ­
λο τής συμφωνίας, ή συναλληλίας, καί υιοθέτησε τή θεω­
ρία τών «δυο ξιφών». Σέ συγκεκριμένες μάλιστα κρίσιμες
στιγμές ύποστήριξε, ότι ή Ιερατική έξουσία προέρχεται
άμεσα άπό τό Θεό, ένώ ή κοσμική μπορεί νά προσλαμβά­
νεται μόνο μέσφ τής ιερατικής.
Ακόμα κι άν τέτοιες πολιτικές απόψεις δέν υποστη­
ρίζονται πλέον έπίσημα στον Ρωμαιοκαθολικό Χ ριστια­
νισμό, μπορεί άνετα κανείς νά ύποστηρίξει ότι κατά τή
διάρκεια τής δεύτερης χιλιετίας, τής χιλιετίας δηλαδή τού
τραγικού για τήν Εκκλησία Σχίσματος μεταξύ τού Δυτι­
κού καί Ανατολικού Χριστιανισμού, ή δυτική θεολογία
έδινε περισσότερη έμφαση στήν ιστορική διάσταση τής
Χριστιανικής έκκλησιαστικης ταυτότητας, καί γιά τό λό ­
γο αύτό ήταν πιο εύαίσθητη σέ ήθικά ζητήματα, ύπενθυ-

Πατριαρχείου της Μόσχας στίς σχέσεις μέ τό κράτος καί τήν κοσμική


κοινωνία» (αύτόθι). Παρόλες αύτές τις επιφυλάξεις, τό κείμενο αποτελεί μία
πρώτη θαρραλέα προσπάθεια μιας επίσημης Όρθόδοξης Εκκλησίας νά
αντιμετωπίσει τά κοινωνικά προβλήματα, μέ τόν τρόπο που ό Δυτικός
Χριστιανισμός αντιμετωπίζει τίς σύγχρονες καθημερινές προκλήσεις τούς
τελευταίους αιώνες, καί ώς τέτοιο πρέπει νά αξιολογηθεί.
36
μίζοντας συνεχώς την ευθύνη της Εκκλησίας για τον
κόσμο. Άπό την άλλη πλευρά τού πολιτικού φάσματος, ή
Όρθόδοξη Εκκλησία ανέπτυξε μία σαφή συνείδηση της
έσχατολογικης διάστασης τού Χριστιανισμού, άφοΰ είναι
στην πραγματικότητα ό μόνος εκκλησιαστικός θεσμός πού
ύπογραμμίζει πάντοτε τήν έσχατολογική ταυτότητα της
Εκκλησίας, πού σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αποστα­
σιοποιείται καί άπό τήν ένανθρωπησιακή ιστορική της
διάσταση.
Γι’ αύτόν άκριβώς τό λόγο πολλοί άπό μάς10 επιζητούν
μία σύνθεση μεταξύ άνατολικής καί δυτικής πνευματικό­
τητας, πιστεύοντας ότι μία τέτοια δυναμική συνάντηση θά
εμπλουτίσει καί τίς δύο παραδόσεις. Στο κάτω-κάτω, ή
αύθεντική καθολικότητα της Εκκλησίας (όχι τόσο με όρους
έκκλησιολογικούς, όσο με όρους πνευματικότητας, ήθικής,
καί ειδικότερα πολιτικούς) πρέπει νά περιλάβει καί τήν
Ανατολή καί τή Δύση. Μόνο μέσω μίας τέτοιας σύνθεσης
τό αιώνιο πρόβλημα της έντασης μεταξύ Ιστορίας -έσχάτων
στο Χριστιανισμό καί κατ’ έπέκταση τό πρόβλημα τής πολι­
τικής μπορεί νά βρει τήν κατάλληλη καί μόνιμη λύση του.
Μέ πολύ άπλά, λοιπόν, λόγια, αύτό είναι τό μήνυμα
περί πολιτικής τού Όρθόδοξου Χριστιανισμού, άνεξάρτητα
άπό τό αν κάτι τέτοιο άκούγεται παράξενο ή άσαφές!

Τό μέσο έκφρασης π ολίτικ η ς στον


Ό ρθόδοξο Χ ρ ισ τια νισ μ ό

Περνώντας τώρα στο ερώτημα «μέ ποιό μέσο εκφράζει ό


Όρθόδοξος Χριστιανισμός τίς πολιτικές του θέσεις;», ή
άπάντηση είναι αύτονόητη: μέσω τής εύχαριστιακής του
λειτουργίας, θεωρούμενης ώς άναλαμπής καί πρόγευσής
τής έσχατολόγικής Βασιλείας τού Θεού. Στή λειτουργία

10. Ρ. ναδδίΐώάίδ, “ΟΛοίΙοχγ 2ηά Εεωηεηίδΐη”, ΕιιεΗαπεΙ αηά Ψίίηεχχ. ΟιΊΐιοάοχ


ΡεκρεεΙίνεχ οη ΐΗε υηίί)’ αηά Μίδδίοη ο / ΐΗε ΟηνεΗ, ΐνΟΟ ΡιΛ1ίθ3ΐίοηδ/Ηο1γ Ογοββ
ΟΛοάοχ Ρΐ'βδδ, Οεηβνί/ΒΓΟοΙΗηε 1998, 7-27, σ. 15.
37
της, όμως, ή Όρθόδοξη Εκκλησία ξεκάθαρα καί μέ έναν
πολύ σύγχρονο καί περίτεχνο τρόπο άναπαριστά μία
Ιστορία: την ιστορία της δημιουργίας τού Θεού, τού ανθρώ­
πινου πεπρωμένου καί της ανθρώπινης κατάστασης, της
άπειρης αγάπης τού Θεού για τα δημιουργήματά του (καί
έπομένως, την επέμβασή του στην Ιστορία), τη συνεχή
φροντίδα του γιά τό λαό του, δίνοντάς του τό Νόμο καί συν­
άπτοντας μαζί του Διαθήκη, καί τέλος άποστέλλοντας τό
μονογενή του Υίό, ό όποιος έγκαινίασε τή Βασιλεία του
πάνω στή γη, ή όποια στο διάβα τής Ιστορίας βιώθηκε μεν
από πλήθος 'Αγίων της Εκκλησίας, στήν πλήρη της, όμως,
έκφραση άναμένεται νά ολοκληρωθεί στα έσχατα. Στον
Όρθόδοξο Χριστιανισμό αύτή ή Ιστορία δεν έξαγγέλλεται
ώς ένα γεγονός τού παρελθόντος, άλλα ώς παρούσα πραγ­
ματικότητα, ώς προσωπική ιστορία μέ σοβαρές κοινωνικές
καί πολιτικές επιπτώσεις γιά κάθε συγκροτημένη κ ο ι­
νωνία. Γι’ αυτό_τό λόγο ή) πολίτικος ρόλος^των μελών της
αρχίζει άμέσως μετά τή ΛΛ^ουργμΰς κατά~την μετίϊ-λει-
τουργία, τήν Λειτόϋργία δηλαδή μετά τήν λειτουργία, κοίτα
τήν- όπσίόΓΟΤ "ΟρθδδοξόΓδπδσΐέλλονται «ένΈρξνψ> προ -
κειμένου νά δώσουν μαρτυρία γιά αύτά τα ιδανικά τους
μέ όποιαδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένης καί τής πολι­
τικής. Τά μέσα, βέβαια, αυτά ποτέ δεν έχουν σαφώς καθο­
ριστεί (εκτός από έναν πολύ γενικό ορισμό, ότι δηλαδή δέν
πρέπει νά παρεκκλίνουν από τό εύαγγέλιο, όπως αύτό κη­
ρύχτηκε από τον Ναζωραίο, από τούς μαθητές καί αποστό­
λους του, καί στή συνέχεια από πλήθος Αγίων), Αύτό συμ­
βαίνει έν μέρει, έπειδή σχεδόν όλες οί γεωγραφικές πε­
ριοχές, στίς όποιες έχει άκμάσει Ιστορικά ή Όρθοδοξία,
δέν έχουν περάσει άκόμη άπό τή διαδικασία της νεωτερι-
κότητας. Όπως θά δούμε παρακάτω, ή σχέση μεταξύ θρη­
σκείας καί πολιτικής άπετέλεσε αμφιλεγόμενο ζήτημα μό­
νο μετά τό Διαφωτισμό.

Τό μ ή νυμ α της πολιτικ ής του


Ό ρθόδοξου Χ ρ ισ τια νισ μ ού
38

Υποστηρίξαμε προηγουμένως, ότι παρόλο πού οί κύρι­


ες πηγές τού Όρθόδοξου Χριστιανισμού είναι οί ίδιες με
τον ύπόλοιπο Χριστιανισμό ('Αγία Γραφή καί Παράδοση)
ή ειδοποιός διαφορά της Όρθοδοξίας είναι ή λειτουργική
της διάσταση (δηλ. ή εύχαριστιακή). Γιά νά τό θέσουμε
κάπως διαφορετικά: συγκριτικά με τή Δύση ή Όρθόδοξη
παράδοση ύπογραμμίζει πιο έντονα τήν έσχατολογική δ ιά ­
σταση τής Χριστιανικής πίστεως. Άπό αύτή τήν άποψη ό
Όρθόδοξος Χριστιανισμός ύποστηρίζει ότι έχει άκολου-
θήσει πιστότερα τήν άρχέγονη Εκκλησία, ή οποία έκανε
τήν έμφάνισή της στήν ιστορική πραγματικότητα όχι τό­
σο μέ συγκεκριμένη «δογματική» ή «ήθική» διδασκαλία,
όσο ώς μιά νέα μή-εγκόσμια «κοινωνική τάξη», μιά νέα
«κοινότητα». Επανειλημμένος οί πρώτοι Χριστιανοί έπέ-
μειναν ότι τό άληθινό τους πολίτευμα δεν ήταν έκ τού
κόσμου τούτου:
«ημών γάρ τδ πολίτευμα έν ούρανοϊς υπάρχει, έ'ξ ού και
σωτήρα άπεκδεχόμεθα κύριον Ίησοϋν Χριστόν» (Φιλιπ.
3:20).
«ού γάρ εχομε ώδε μενουσαν πόλιν, άλλα την μέλλουσαν έπιζη-
τοϋμεν» (Έβρ. 13:14).
Καί όχι μόνο αύτό· τά μέλη τής άρχέγονης Εκκλησίας
σχεδόν πάντα άντιμετωπίζονταν ως «πάρυικυι» καί «πα-
ρεπίδημυι», (Α' Πετρ. 2:11) σ’ αύτόν τον κόσμοΓίΊαρόλο πού
τό σημαντικότερο ζήτημα στήν πολιτική είναι τό «ποιος»
κάνει «τί» σέ «ποιόν», τά καθήκοντα αύτά συνειδητά, καί
σε ορισμένες περιπτώσεις διστακτικά, μεταβιβάστηκαν
στά λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, καί σέ ορισμένες περι­
πτώσεις στις κοσμικές αρχές. Αύτή ή μετάθεση πολιτικής
(. εύθύνης προκύπτει άπό τήν αδυναμία χρήσης (έστω καί
\1 νόμιμης) βίας άπό τήν Εκκλησία, καί κυρίως επειδή αύτή
\1 (καί ειδικότερα ή ίερωσύνη) άποτελεΐ κατ’ ούσίαν άνα-
\| λαμπή καί άπεικόνιση ένός ένδοξου καί ιδανικού τρόπου
διακυβέρνησης (Βασιλείας), γιά τήν πραγμάτωση τής
οποίας ούσιαστικά οφείλει νά άγωνίζεται. Μόνο σέ ειδι-
39
κές περιπτώσεις, δπως π.χ. όταν ό λαός μίας οργανωμένης
εθνότητας αναθέτει στον έπικεφαλης της τοπικής Όρθό-
δοξης Εκκλησίας την ευθύνη να πάρει αποφάσεις καί νά
ήγηθεϊ σε κοσμικά θέματα, μόνον τότε βρίσκει κανείς
Όρθόδοξη εκκλησιαστική προσωπικότητα νά συμμετέχει
ενεργά στην πολιτική. Κατευθυντήρια γραμμή γιά τήν
άσκηση τέτοιων καθηκόντων, τόσο των λαϊκών (πού ας
σημειωθεί κατά τήν Όρθόδοξη θεολογία θεωρούνται καί
αύτοί Ιερατική τάξη, χωρίς τήν όποια καμία λειτουργική
πράξη δέν είναι δυνατή), όσο καί εκείνων πού άνήκουν
στή χειροτονημένη ίερωσύνη, άποτελεί ή προειδοποίηση
τού Ιησού Χριστού στούς μαθητές του:

«Οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών και οί έξουσιά-


ζοντες αυτών εύεργέται καλούνται, υμείς δε οϋχ ούτως, άλλ’ό
μείζων εν ϋμ'ιν γινέσθω ώς ό νεώτερος, κα'ι ό ηγούμενος ώς ό
διακονών» (Λουκ. 22:25-26).

Όφείλουμε νά ύπογραμμίσουμε στο σημείο αύτό, ότι


ή Όρθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ώς κύριο έργο της τήν
προληπτική φανέρωση αύτης ακριβώς τής ιδανικής κ α ­
τάστασης (ή ύπεσχημένης μελλοντικής πραγματικότη­
τας) κατά τήν εύχαριστιακή της σύναξη, ή οποία άπει-
κονίζει τή νέα, ιδανική τάξη τής ερχόμενης Βασιλείας.
Γιά αύτόν άκριβώς τό σκοπό οί πιστοί κυριολεκτικά
άποστέλλονται κατά τό τέλος τής Λειτουργίας νά πορευ-
θούν ειρηνικά «εν ειρήνη προέλθωμεν» προκειμένου νά
μεταβιβάσουν τήν εμπειρία πού βίωσαν κατά τή Λειτου­
ργία ώς άναλαμπή βέβαια καί πρόγευση τής ένδοξης
«παρουσίας» τού Χριστού. Άπό αύτή τήν άποψη ή Όρθό­
δοξη πίστη άγκαλιάζει στήν πραγματικότητα όλες τις
πτυχές τής άνθρώπινης ζωής. Κύρια βάση γιά ένα τέτοιο
ενδιαφέρον γιά τή ζωή καί γιά όλα όσα έχουν δήμιου-
ργηθεΐ σε αύτόν τον κόσμο άποτελεί τό θεμελιώδες Χ ρι­
στιανικό δόγμα της δημιουργίας, σύμφωνα μέ τό όποιο ό
Θεός δημιούργησε τά πάντα έκ τού μηδενός (εχ ηίΗίΙο)
«καλά λίαν» (Γέν. 1:4,10,13,18). Παρόλα, όμως, αύτά, έπειδή
40
ή δημιουργία του Θεού αλλοιώθηκε από την αμαρτία, ήταν
απαραίτητο όλη ή δημιουργία νά μεταμορφωθεί, («δη και
αυτή ή κτίσις έλευθερωθήσεται άπδ τής δουλείας τής φθοράς εις
τήν ελευθερίαν τής δόξης των τέκνων τοϋ θεόν» Ρωμ. 8:21), να
ανανεωθεί, νά γίνει μία «καινή κτίση» (Β’ Κορ. 5:17, Γαλ.
6:15). Καί αυτή ή διαδικασία άρχισε με τήν «ένανθρώπη-
ση» ένΧριστφ Ίησοΰ του ίδιου του Θεοΰ. Γι’ αυτό καί ή
Βασιλεία του Θεοΰ πού αυτός κήρυξε δέν είχε μόνον
έσχατολογικό χαρακτήρα, άλλά απαιτεί καί τήν γήινη
εδώ καί τώρα πραγμάτωσή της. Γ ι’ αυτό καί 6 λαός του,
ή Εκκλησία, ό «αληθινός» Ισραήλ (Γαλ. 6:16) ήταν στήν
πραγματικότητα μία «πόλις», έξέφραζε μία νέα καί ιδ ια ί­
τερη «πολιτική», ήταν δηλαδή κάτι περισσότερο άπό μία
«εκκλησία» με τή συμβατική έννοια, όπως ακριβώς ό άρ-
χαίος Ισραήλ ήταν ταυτόχρονα καί «έκκλησία» καί
«έθνος».
Γι’ αυτό τό λόγο στά αρχικά στάδια Ιστορίας τους, οί
Χριστιανοί γινόταν συχνά αντικείμενο υποψίας γιά τήν
πολιτική τους αδιαφορία, άποκαλοΰμενοι ακόμη καί
«μισάνθρωποι» (οάίιιπι §βηβή3 Ηιαηαηί, προφανώς σέ α ν τι­
παραβολή πρός τήν υποτιθέμενη «φιλανθρωπία τής ρω­
μαϊκής αυτοκρατορίας»!). Ό Ωριγένης, πού αναλαμβάνει
νά απαντήσει σέ μία παρόμοια κατηγορία του Κέλσου,
έπέμεινε ότι οί Χριστιανοί «έχουν ένα άλλο πολιτικό σύ­
στημα (άλλο σύστημα πατρίδος).11 Ό Τερτυλλιανός μάλιστα
έφτασε μέχρι τό σημείο νά υποστηρίζει ότι οί Χριστιανοί
«πρός τίποτα δέν είναι πιο ξένο άπό ό,τι πρός τις δημόσιες
υποθέσεις» (ηβα ιιΙΙα ιηαρίχ νβ$ αΐίβηα ηιιαηι ριιύίίαα).12 Μιά
περισσότερο ισορροπημένη θέση, παρόλα αυτά, βρίσκουμε
σέ μία ανώνυμη επιστολή τών αρχών τοϋ β' μ.Χ. αιώνα.
Στήν περίφημη Πρός Διόγνητον Επιστολή οί Χριστιανοί
παρουσιάζονται νά ζοϋν στον κόσμο, άλλά νά μήν είναι
μέρος του κόσμου:

11. Οπ§εη, Οοηίτα Οεμιιιη VIII 75.


12. Τετίιιΐΐίβη, ΑροΙο§είίειιιη 38.3. Πρβλ. επίσης τή φράση του στό άεΡαΙΙίο: «6χω
άποσυρθεΐ άπό τήν κοινωνία» {ςεεε^ί άε ροριιΐο)» (5).
41
«Κατοικοϋντες δέ πόλεις Έλληνίδας τε κα'ι βαρβάρους ώς
έκαστος έκληρώση, <καί> τοίς έγχωρίοις έ'θεσιν άκο-
λουθοϋντες εν τε έσθήτι κα'ι διαίτη κα'ι τφ λοιπω βίφ
θαυμαστήν κα'ι όμολογουμένως παράδοξον ένδείκνυνται την
κατάστασιν τής έαυτών πολιτείας..... πάσα ξένη πατρ'ις έστιν
αύτων, κα'ι πάσα πατρ'ις ξένη... κα'ι Χριστιανοί έν κόσμω
οίκοϋσιν, οϋκ είσ'ι δέ έκ τοϋ κόσμου».13

Ό λ α αυτά, βέβαια, αποτελούν κοινή κληρονομιά τόσο


τοϋ Ανατολικού, όσο καί τοϋ Δυτικοϋ Χριστιανισμού.
Έ κεΐ πού ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός φαίνεται νά δ ια ­
φοροποιείται από την Καθολική καί τήν Προτεσταντική
θεώρηση όσον αφορά τήν πολιτική, είναι ή περίφημη «β υ ­
ζαντινή σύνθεσψ , ένα μοναδικό πείραμα για τα π ο λ ι­
τικά ζητήματα, τό όποιο όπως προαναφέραμε οί περισ­
σότερες Όρθόδοξες Εκκλησίες καί Όρθόδοξες κοινωνίες
(μερικοί βέβαια χρησιμοποιούν ακόμη τόν αδόκιμο όρο
«Ορθόδοξα έθνη») δυστυχώς ονειρεύονται νά αναβιώ ­
σουν, ακόμη καί κατά τήν εποχή τής νεωτερικότητας καί
μετανεωτερικότητας.
Αύτό τό πείραμα ήταν ή πρώτη Όρθόδοξη Χ ριστια­
νική περιπέτεια στο χώρο τής πολιτικής. Σύμφωνα με
τόν διάσημο Όρθόδοξο ιστορικό καί θεολόγο, τόν π.
Γεώργιο Φλωρόφσκυ, «ήταν ένα ανεπιτυχές καί πιθανώς
ατυχές πείραμα. Πρέπει, παρόλα αύτά, νά κριθεϊ στις
πραγματικές του διαστάσεις».14 Χαρακτηρίστηκε λ ανθα­
σμένα ώς «καισαροπαπισμός» (με προφανή τήν αναφορά
στο συνδυασμό των δύο ρόλων, τοϋ αύτοκράτορα καί
τού Πάπα), με βάση τήν υπόθεση ότι ή Ε κκλησία στό
Βυζάντιο έπαψε νά ύφίσταται ώς ανεξάρτητος «πολιτι­
κός» θεσμός, αφού ό αύτοκράτορας με τή συναίνεση μ ά ­
λιστα καί τής Εκκλησίας έγινε ό πραγματικός κυβερ­
νήτης της. Οί αύτοκράτορες ήταν πράγματι κυβερνήτες
μία ς Χριστιανικής κοινωνίας, παρεμβαίνοντας ακόμα

13. Αά Βίο£ηβΙιιιη 5, 6.
14. Ο. ΡΙοΓονβΙίΥ, «Απίίηοιηίεδ», σ. 77.
42
κ αι σέ θρησκευτικά ζητήματα, άλλα ποτέ κυβερνήτες
της Εκκλησίας καί πάνω από την Εκκλησία.15 Στήν πραγ­
ματικότητα, αυτή ή λύση στο πολυσυζητημένο ζήτημα των
σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, πού άρχισε νά εφαρμόζεται
μέ τήν γενικότερη πολιτική τού Μεγάλου Κωνσταντίνου,16
έχει τις άπαρχές του στήν παύλεια θεολογία, καί συγκε­
κριμένα στήν αντίληψη τού άποστόλου Παύλου γιά τό
ρόλο των κοσμικών άρχόντων. Έκεΐ όντως οί κοσμικές
άρχές θεωρούνται ώς καθιερωμένες από τό Θεό, ότι δηλαδή
έχουν θεϊκή προέλευση:

«Πάσα ψυχή έξουσίαις ύπερεχούσαις ύποτασσέσθω, ού


γάρ έστιν έξουσία εί μη υπό θεόν, αί δε οΰσαι υπό θεοϋ
τεταγμέναι εισίν» (Ρωμ.13:1εξ).

Γι’ αύτόν άκριβώς τον λόγο στίς άποκαλούμενες


Ποιμαντικές Επιστολές ό πιστός καλείται νά προσεύχε­
ται ακόμη καί γιά τίς κοσμικές άρχές:

«Παρακαλώ οϋν πρώτον πάντων ποιεϊσθαι δεήσεις, προ-


σευχάς, έντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων,

15. Αυτόθι. Ο ΡΓϋνοπιίΙί είχε βεβαίως δίκιο όταν ύποστηρίζει δτι «τίς περισ­
σότερες φορές οί Βυζαντινοί αύτοκράτορες στήν οργάνωση τής θρησκευ­
τικής ζωής άκολούθησαν τό παράδειγμα των προκατόχων τους, τοϋ Δαβίδ
καί τοϋ Σολομώντα» (“ΕωΊγ Οιη$(ίαη αηά Βγζαηϋηε ΡοίίΙίεαΙ ΡΙιίΙοζορΗγ. Οήψηχ
αηάΒαοΙζξΓοηηά”, Τόμ. I , \να8ΐπη§Ιοη 1966, σ. 301.
16. Ή σημασία γιά τό Χριστιανισμό τής θρησκευτικής πολιτικής τοϋ
Κωνσταντίνου έγκειται όχι τόσο στήν εφαρμογή τής θρησκευτικής ελευ ­
θερίας των θεμάτων του, οΰτε τόσο στή μεταστροφή του στό Χριστιανισμό.
Έ γκειται, κυρίως, στό γεγονός ότι είσήγαγε μία σημαντική μετατόπιση
στήν πολιτική, αντικαθιστώντας τήν κόσμο-κεντρική θεώρηση τής
Έλληνο-Ρωμαϊκής αρχαιότητας μέ τήν θεοκεντρική κοσμοθεωρία τοϋ Χρι-
στιανισμοϋ, μιά διαδικασία πού ούσιαστικά τελείωσε εντυπωσιακά κατά
τή νεωτερικότητα, τής εποχή δηλαδή τοϋ Διαφωτισμού. Στό πρόσωπο τοϋ
Κωνσταντίνου, ή Εκκλησία αναγνώρισε τόν άνδρα πού τά παρέσχε τή
δυνατότητα νά έκφράσει τήν καθολικότητά της, αλλά καί τόν Ιδρυτή τής
ορατής οίκουμενικότητάς της, καί γι’ αύτόν κυρίως τόν λόγο τόν άγιοποί-
ησε, δίδοντάς του μάλιστα τόν υψηλό τίτλο Ισαπόστολος.
43
ύπέρ βασιλέων και πάντων των έν υπέροχη όντων, ϊνα
ήρεμων καί ήσύχιον βίον διάγωμεν έν πάση εύσεβεία
καί σεμνότητι.» (Α' Τιμ. 2:1-2).

Αυτή ή συμβιβαστική λύση για όλα τα προβλήματα


πού έχουν να κάνουν μέ τή πολιτική ισχύ καί τις αρχές
καί έξουσίες τού κόσμου τούτου, βρίσκεται ούσιαστικά
σέ συμφωνία μέ τήν έξυπνη απάντηση τού Ιστορικού
Ιησού στίς θρησκευτικές άρχές τής εποχής του: «άπό-
δοτε τα Καίσαρος Καίσαρι καί τα τοϋ θεοϋ τφ θεω» (Μάρκ.
12:17).17
Οί άπαντήσεις των πρώτων Χριστιανών σέ τέτοια δ ι­
λήμματα, τής ταυτόχρονης δηλαδή μετοχής τους στον κόσ­
μο τής Ιστορίας καί στον κόσμο των εσχάτων, δέν ήταν
πάντοτε ή ίδια. Οί _συμβιβαστικές και ρεαλιστικές άπό-
ψεις του άπυστόλου Παύλου όσον άφορά στίς κοσμικές
άβχές βρίσκονται προφανώς σέ οξεία άντίθεση μέ τις ρ ι­
ζοσπαστικότερες άπόψεις πού έκφράζει ό συγγραφέας τοϋ
βιβλίου τής Αποκάλυψης (κεφ. 13). Έ κεϊ οί κοσμικές
Ρωμαϊκές άρχές συγκρίνονται μέ τό θηρίο, πού πολεμάει
τήν έσχατολογική κοινότητα τής Εκκλησίας, τήν «Νέα
Ιερουσαλήμ», κάνοντας έτσι άδύνατη όποιαδήποτε σ υν­
αλλαγή καί διασύνδεση τοϋ λαοϋ τοϋ Θεοϋ μέ τις
εχθρικές κοσμικές άρχές.18 Έ χω ύποστηρίξει σέ άλλες
σχετικές μελέτες μου, ότι ή λύση πού δόθηκε άπό τόν
Ιίαΰλό στο πρόβλημά μας καί στήν πραγματικότητα σέ
όλα τά άλλα κοινωνικά ζητήματα ίσως νά μήν ήταν τόσο
ίδεαλιστική ή ριζοσπαστική, όπως στά υπόλοιπα βιβλία
τής Καινής Διαθήκης. ΤΗταν, όμως, μιά ρεαλιστική λύση

17. Ή άλλη βιβλική αναφορά, ή όποια εΐσάγεται συνήθως πρός συζήτηση,


δηλαδή ή δήλωση τοϋ Πέτρου καί των ύπολοίπων αποστόλων: «πειθαρχεΐν
δει Θεω μάλλον ή άνθρώποις » (Πράξεις 5:29), έχει γενικότερη έννοια.
18. Ά ν έρμηνεύσουμε θεολογικά τό βιβλίο τής Αποκάλυψης, έκεϊ εκφρά­
ζεται ή νίκη των καταπιεσμένων άπό τά άπρόσωπα καί καταπιεστικά κο­
σμικά συστήματα, ή νίκη τής «πολιτικής τής θεολογίας» έπί τής «(ψευδό)-
θεολογία τής πολιτικής».
44
κοινωνικής ένσωμάτωσης τοϋ χαρισματικού (και έσχα-
τολογικοΰ) λαοΰ τοϋ Θεοϋ στην ευρύτερη κοινωνία της
εποχής του.19
Αυτή ή λύση έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Στ' μ.Χ.
αιώνα. Διατυπώθηκε με σαφή καί λεπτομερή τρόπο στήν
εισαγωγή τής διάσημης "Εκτης Νεαράς τοϋ Ίουστινιανοϋ,
ή οποία άποτελεϊ μία περίληψη τών βασικών άρχών τοϋ
βυζαντινοϋ πολιτικοϋ συστήματος, τό όποιο έχει σέ πολύ
μεγάλο βαθμό επηρεάσει τίς πολιτικές άπόψεις τοϋ
μεταγενέστερου Όρθόδοξου Χριστιανικού κόσμου, άκόμη
καί ώς τίς μέρες μας:

«Μέγιστα έν άνθρώποις εσ ύ δώρα θεοϋ παρά τής άνωθεν


δεδομένα φιλανθρωπίας ίερωσύνη τε κα'ι βασιλεία, ή μέν
το'ις θείοις ύπτιρετουμέντι, ή δέ τών ανθρωπίνων έξάρ-
χονσα τε καϊ έπιλομέντι, και εκ μιας τε καϊ τής αυτής αρχής
έκατέρα προϊοϋσα κα'ι τον άνθρώπινον κατακοσμοϋσα
βίον ώστε ούδέν ούτως αν εΐη περισπούδαστον βασιλεϋσιν
ώς ή τών ιερέων σεμνό της, είγε κα'ι υπέρ αυτών εκείνων άεϊ
τον θεόν ίκετεύουσιν. Ει γάρ ή μέν άμεμπτος εΐη
πανταχόθεν καϊ τής προς θεόν μετέχοι παρρησίας, ή δέ όρ-
θώς τε και προσηκόντως κατακοσμοίη την παραδοθεϊσαν
αυτή πολιτείαν, έσται συμφωνία τις άγαθή, παν ε ΐ τι
χρηστόν τφ άνθρωπίνω χαριζομένη γένει. Ήμεϊς τοίνυν
μεγίστην έχομεν φροντίδα περ'ι τε τά άληθή τοϋ θεοϋ
δόγματα περϊ τε την τών ιερέων σεμνότητα, ής έκείνων
όντεχομένων πεπιστεύκαμεν, ώς δι’ αυτής μεγάλα ήμΐν
αγαθά δοθήσεται παρά θεοϋ, καϊ τά τε όντα βεβαίως έξο-
μεν τά τε οϋπω καϊ νϋν άφιγμένα προσκτησόμεθα. Καλώς δέ
αν άπαντα πράττοιτο κα'ι προσηκόντως, εϊπερ ή τοϋ πράγμα­
τος αρχή γένοιτο πρέπουσα κα'ι φίλη θεφ. τοϋτο δέ έσεσθαι

19. Βλ. τή μελέτη μου, «Οί Σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας στήν Κ.Δ. (Μέ
Ιδιαίτερη αναφορά στήν παύλεια θεολογία)», Β ιβλικές Ερμηνευτικές
Μελέτες, ΒίΜίοΐΙιεείΐ Β Μ ω 6, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 20004, σ.
435-444 , έπίσης τό άρθρο μου “Υοιιτ \νί11 Ββ ϋοηβ. Κείΐεείίοηδ ίτοιη 5ί. Ραιιΐ,”
ΕιιεΗαΗδΙ αηά Ψίίηειι, σ. 77-84.
45
πιστεύομεν, εΐπερ ή των ιερών κανόνων παρατήρησις
φυλάττοιτο, ήν οι τέ δικαίως υμνούμενοι κα'ι προσκυνητοϊ
καϊ αύτόπται κα'ι ύπηρέται τοϋ θεού λόγου παραδεδώ-
κασιν άπόστολοι κα'ι οι άγιοι πατέρες έφύλαξαν τε κα'ι
ύφηγήσαντο».20

Ή ”Έκτη Νεαρά τοϋ Ιουστινιανού, φυσικά, δεν μιλά


για την Εκκλησία καί τό Κράτος, άλλα γιά δύο δ ια ­
κονίες-λειτουργήματα. Επιπλέον αποτελεί ένα κοσμικό
(νομικό), καί όχι ένα θρησκευτικό (θεολογικό) κείμενο.
Έ κεΐ τό ίτηρβήιαη άποτελεϊ ταυτόχρονα μιά εξουσία καί
μία διακονία. Αυτό τό μοντέλο, πού συχνά άποκαλείται
«συμφωνία», ή συναλληλία, άναπτύχθηκε περαιτέρω στή
γνωστή Επαναγωγή, ένα συνταγματικό κείμενο τοϋ θ'
μ.Χ. αιώνα, πού συντάχθηκε πιθανότατα άπό τόν Μέγα
Φώτιο, τόν γνωστό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.21

«Τής πολιτείας έκ μερών καί μορίων άναλόγως των


ανθρώπων συνισταμένης, τά μ έγισ τα καί Α ναγκαιότα­
τα μέρη βασιλεύς έστι καί πατριάρχης. Διό καί ή κατά
ψυχήν καί σώμα τών υπηκόων ειρήνη καί ευδαιμονία
βασιλείας έστί καί άρχιερωσύνης εν πάση ομοφρο­
σύνη καί συμφωνία».22

Στήν Επαναγωγή, εντούτοις, παρατηρούμε ένα μικρό


συγκεντρωτισμό εξουσίας. Στή θέση τοϋ ίτηρβήιιηι καί του
ςαοβτάοΐίηηι της Στ' Νεαράς, έδώ έχουμε Αύτοκράτορα καί
Πατριάρχη,23 όχι ώς άνταγωνιστές, άλλα ώς συμμάχους,

20. Κ. 8ε1ιοε1-\¥ Κ γο ΙΙ, Οονριιι Λ ιπ5 ανίΐίς, Τόμ. 3, Βερολίνο 1928, σ. 35 έξ.
21. Ή Ε παναγωγή ήταν στήν πραγματικότητα ένα προσχέδιο πού ποτέ δέν
δημοσιεύτηκε έπίσημα. Εντούτοις, οί βασικές της θέσεις ενσωματώθηκαν
στήν μεταγενέστερη νομοθεσία, κυρίως όμως έλαβε εύρεία κυκλοφορία καί
απέκτησε μεγάλη έκτίμηση σέ όλο τόν Όρθόδοξο κόσμο.
22. 1. Ζεροδ 3ΐκ1 Ρ. Ζεροδ (έκδ.), Λι$ Οταεεονοιηαηιιιη, Τόμ. II, Α θήνα 1931, σ. 240
έξ.
23. «Ό Πατριάρχης είναι μία ζώσα καί ζωηρή εικόνα τού Χριστού, πού
εκφράζει τήν άλήθεια μέ έργα καί λόγια». Ό ρόλος τοϋ Πατριάρχη (ίερα-
46
και οί δυο ώς μέλη ένός ενιαίου οργανισμού, καί οί δύο
απαραίτητοι για την ευημερία τοϋ λαοϋ. Αυτό τό μοντέλο,
θά πρέπει να ομολογήσουμε, βοήθησε τήν Εκκλησία στήν
Ανατολή νά άποφύγει τον πειρασμό να αποκτήσει κοσ­
μική εξουσία, καί έτσι νά εξελιχθεί σε «κληρικαλιστική».
Επιπλέον, ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός δεν αισθάνθηκε
τήν ανάγκη νά άναπτύξει τή θεωρία των «δύο ξιφών», πού
τόσο γοήτευε τή Δύση. Αύτό, βέβαια, μπορεί νά οφείλεται
στο κλασικό έλληνικό φιλοσοφικό ύπόβαθρο καί στήν
όντολογική σκέψη του, έναντι τοϋ περισσότερο δικανικής
Ρωμαϊκής παράδοσης, πού άποτελεΐ κληρονομιά τοϋ Δυ­
τικού Χριστιανισμού. Α ξίζει στο σημείο αύτό νά προστε­
θεί ότι τό γνωστό προγραμματικό μοντέλο καί όραμα της
πολιτικής θεωρίας Όβ άνίΐαίβ Οβί τοϋ ιερού Αύγουστίνου
(πέθανε τό 430 μ.Χ.), πού τόσο έπέδρασε στο Δυτικό
Χριστιανισμό, δεν διαδραμάτισε άποφασιστικό ρόλο στήν
άνάπτυξη της πολιτικής θεωρίας τού Όρθόδοξου Χρι­
στιανισμού.
Άπό τήν άλλη, όμως, πλευρά αυτός ό συγχρωτισμός
Εκκλησίας καί Κράτους, πού ήταν πράγματι ένας δεσμός
πολύ στενός, καί ώς εκ τούτου έχει προκαλέσει τόσες
πολλές εντάσεις καί άντιθέσεις (π.χ. στήν περίπτωση της
εικονοκλαστικής διαμάχης καί άργότερα στήν περίπτωση
της αύτοκρατορικής ένωτικής πολιτικής), δέν επικράτησε
χωρίς άντιδράσεις. Ή ύπαρξη γιά παράδειγμα τοϋ μοναχι -
σμοϋ βοήθησε τον Όρθόδοξο Ανατολικό Χριστιανισμό
όχι φυσικά χωρίς προβλήματα νά διατηρήσει κάποια ισορ­
ροπία μεταξύ τού έσχατολογικοΰ δράματος καί της Ιστο­
ρικής Ιεραποστολικής ευθύνης τής Εκκλησίας. Αύτό ισ ­
χύει ιδιαίτερα στήν πιό πρόσφατη εξέλιξη τοϋ μονα χι­
σμού, όχι τόσο ώς βραχίονα της θεσμικής εκκλησίας (βλ.
ρχικά μετά από τόν αύτοκράτορα) ήταν τριπλός: (α) «νά διατηρεί τήν πίστη
των Όρθόδοξων πιστών, (β) νά καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οί
αιρετικοί νά επιστρέφουν στήν Εκκλησία, καί (γ) νά συμπεριφέρεται μέ
τέτοιο έξυπνο, λαμπρό, καί άξιοθαύμαστο τρόπο, ώστε έκεϊνοι πού
βρίσκονται εκτός τής πίστεως νά προσελκύονται καί νά μιμούνται τήν
πίστη» (Επαναγω γή στό Λι$ Οναεΰοτοηιαηιιιη, σ. 242).
47
ορισμένα μεσαιωνικά μοναστικά τάγματα τοϋ Ρωμαιο­
καθολικισμού), άλλά μάλλον ώς ισχυρή άντίδραση προς
αυτήν, ώς ή συνεχής υπόμνηση του έσχατολογικοϋ χαρα­
κτήρα τής Εκκλησίας, καί τής έσχατολογικής διάστασης
τής Χριστιανικής πίστεως γενικότερα.24

Ό ρθόδοξος Χ ρ ισ τια νισ μ ός κ α ί έτερόδοξοι:


Π ολιτική κ α ι οί έκτος των ορίω ν της Ό ρθοδοξίας

Ή Ιστορία έχει δείξει ότι οί Όρθόδοξες Εκκλησίες


έχουν σέ γενικές γραμμές παραδοσιακά έπιδείξει περισ­
σότερο ανεκτική στάση άπέναντι στους ετεροδόξους,
ιδιαίτερα τους πιστούς άλλων θρησκειών. Είναι πολύ
χαρακτηριστική ή περίπτωση των σταυροφόρων, οί όποιοι
έβρισκαν τούς Όρθοδόξους της Κωνσταντινουπόλεως
απροσδόκητα καί άπαράδεκτα άνεκτικούς προς τούς
Μουσουλμάνους! Κατά παρόμοιο τρόπο, περισσότερη
ανεκτικότητα καί φιλοξενία έπιδείχτηκε από τούς
Όρθόδοξους λαούς καί προς τούς μή-Χ ριστιανούς
«θρησκευτικά συγγενείς τους» (π.χ. στήν περίπτωση των
έξόριστων Εβραίων άπό τήν Ίβηρική χερσόνησο τον ιστ'
μ.Χ. αιώνα). Αύτά δεν ήταν τυχαία περιστατικά, άλλά
άποτέλεσμα της τριαδολογικής κατανόησης τής.Ιεραποσ­
τολής, ή όποια βρίσκεται πέρα άπό μία «Χριστοκεντρική
Χριστιανική παγκοσμιότητα» πού είχε κατά τό παρελθόν
άναπτυχθεΐ στον Δυτικό Χριστιανισμό. Ή θεολογική
τεκμηρίωση τής συμπεριφοράς των Όρθοδόξων πρός τούς
πιστούς άλλων θρησκειών, πηγάζει άπό τήν διπλή θεμε­
λιώδη Ιεραποστολική θεώρηση τοϋ Όρθόδοξου Χ ριστια­
νισμού γιά τή θεότητα: (α) αύτή καθαυτή ή ύπόσταση τής
θεότητας είναι ζωή κοινωνίας καί (β) ή έπέμβαση τού
Θεού στήν ιστορία στοχεύει στο νά οδηγήσει τήν
άνθρωπότητα, άλλά καί ολόκληρη τή δημιουργία, σ’ αύτή

24. Περισσότερα στό Ο. ΡΙοΓονδ]^, “ΑηΙίηοπιίβδ οί ΟΗπδΙίαη ΗίβΙοΓγ: ΕηιρίΓε βικ!


ϋεδεΓΐ,” σ. 83 έξ.
48

την κοινωνία μέ την ίδια την ύπαρξη τού Θεού. ’Ίσως γ ι’


αύτόν τό λόγο ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός δέν έχει
αναπτύξει ποτέ μια παγκόσμια Ιεραποστολή προσηλυτι­
σμόν. Χωρίς να μετατρέπεται ή Ιεραποστολή σέ
προαιρετική επιλογή καί χωρίς να παραβλέπεται τό χρέος
των πιστών να μεταστρέψει τον κόσμο στον Χριστό, οί
Όρθόδοξοι στρέφουν φυσιολογικά τις προσπάθειές τους
τή μετάδοση τής ζωής τής κοινωνίας πού ενυπάρχει στή
θεότητα, καί όχι στή μεταβίβαση διανοητικών αληθειών,
δογμάτων, ήθικών επιταγών καί κοινωνικών κανόνων.25
Έάν, λοιπόν, προεκτείνουμε λίγο περισσότερο αυτή
τήν κατανόηση τής Ιεραποστολής, θά μπορέσουμε ασφα­
λώς νά ύποστηρίξουμε ότι ό σκοπός τής Εκκλησίας στήν
παρούσα πεπτωκυϊα καί αμαρτωλή κατάσταση, μέ άλλα
λόγια ή πολιτική, δέν μπορεί νά εμπεριέχει τή χρήση
δύναμης, εξουσίας καί πολιτικού εξαναγκασμού, πού
αναπόφευκτα περιλαμβάνει καί τήν έννομη βία. Οί Όρ-
θόδοξοι, αντίθετα, οφείλουν μάλλον νά κατανοούν τήν
άποστολή τούς ως μαρτυρία - μέ τρόπο ανοχής, αγάπης
καί συμφιλίωσης - τής προληπτικής έμπειρίας τού τής
Βασιλείας τού Θεού, πού βιώνουν στήν ζωή κοινωνίας
τής λειτουργικής/εύχαριστιακής τους πράξης. Σύμφωνα
μέ τήν Όρθόδοξη θεολογία, ή άποστολή τής Εκκλησίας
δέν έστιάζεται στή μεταστροφή τών «άλλων» μέ τή δ ιά ­
δοση ως τά έσχατα τού κόσμου τού εύαγγελίου τής πλού­
σιας αγάπης τού Θεού (κάτι πού αναπόφευκτα οδηγεί σέ
«ομολογιακή καί θρησκευτική αποκλειστικότητα»), Ά π ο ­
στολή της είναι νά διακονεΐ αύτόν τον πολυπολιτισμικό
καί πλουραλιστικό κόσμο, ως ή μαρτυρία τής έσχατολο-
γικής (καί όχι βεβαίως τής θεσμικής) ταυτότητας τής
Εκκλησίας (κάτι πού μπορεί νά χαρακτηριστεί ως «έκ-
κλησιακή περιεκτικότητα»). Πρόκειται, λοιπόν, γιά μία
κατανόηση τής Ιεραποστολής, πού έχει άποτρέψει σέ γ ε­
νικές γραμμές τήν Όρθοδοξία άπό κάθε είδος έπιθετικού

25. Βλ. I. Βπβ - Π. Βασιλειάδη, Όρθόδοξη Χ ριστιανική μαρτυρία. Ε γχειρίδιο


Ιεραποστολικής, έκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1986, σ. 15.
49
προσηλυτισμοί». Γιά την Όρθόδοξη Εκκλησία, ό πραγμα­
τικός στόχος της Ιεραποστολής καί τοΰ ευαγγελισμού δέν
ήταν τόσο τό να φέρνει τα έθνη καί τους πιστούς των
άλλων θρησκειών στον δικό της θρησκευτικό «μικρόκο-
σμο» ό πραγματικός στόχος της ήταν πάντα «να αφήνει»·
τό Πνεύμα τού Θεού να χρησιμοποιεί τόσο τούς «Ιερα­
ποστόλους/ ευαγγελιστές», όσο καί τούς αποδέκτες της
Χριστιανικής μαρτυρίας, δηλαδή τούς «εύαγγελιζόμε -
νους», να έγκαταστήσει τη Βασιλεία τού Θεού. Σύμφωνα
με αύτήν τήν Όρθόδοξη Ιεραποστολική κατανόηση, τα
πάντα άνήκουν στο Θεό, καί στή Βασιλεία του μέ
άπλούστερα λόγια θά λέγαμε ότι όλα άνήκουν στή νέα
έσχατολογική πραγματικότητα, πού εγκαινιάζεται φ υ­
σικά στο μεσσιανικό έργο τοΰ Ιησού, άλλά άναμένεται
νά φθάσει στο τελικό της στάδιο κατά τό τέλος τής
Ιστορίας. Ή Εκκλησία στήν ιστορική εκδοχή της δέν
διαχειρίζεται όλη τήν πραγματικότητα, όπως πιστευόταν
γιά αιώνες στή Δύσηΐ άπλώς προετοιμάζει τό δρόμο γιά
εκείνη τήν πραγματικότητα, όντας στήν ουσία εικόνα της.

Σ υμπέρασμα

Τά τελευταία χρόνια, ώς άποτέλεσμα τής προβλημα­


τικής τής μετανεωτερικότητας καί τής άναβίωσης σε
παγκόσμιο έπίπεδο τής θρησκείας, ορισμένες Όρθόδοξες
κοινωνίες (τουλάχιστον εκείνες μέ ισχυρή θεσμική Ε κ ­
κλησία, όπως π.χ. ή ελληνική καί ή ρωσική) άρχίζουν νά
εμφανίζουν σημάδια προθυμίας νά έπιτρέψουν οί Ε κ ­
κλησίες τους στό δημόσιο βίο, έπηρεάζοντας (εκ νέου) τήν
πολιτική καί τά δημόσια πράγματα. Λύτη ή «άποιδιω τι­
κοποίηση» τής θρησκείας δίνει τήν εντύπωση, ότι τό ιδεώ ­
δες τής νεωτερικότητας νά επιβάλλει τό χωρισμό τής
Εκκλησίας άπό τό Κράτος (ή τή θρησκεία καί τήν κοινω­
νία), εξωθώντας τά πρώτα στήν ιδιωτική ή προσωπική
σφαίρα, καί διακηρύσσοντας τή δημόσια σφαίρα «κοσμι­
κή», μέ άλλα λόγια ελεύθερη άπό κάθε θρησκευτική έπιρ-
50
ροή, χάνει έδαφος.26 Αυτό, φυσικά, είναι παγκόσμιο φ α ι­
νόμενο, πού οφείλεται κυρίως στα ελλείμματα τής νεωτε-
ρικότητας. Τό σύγχρονο «κριτικό παράδειγμα» τής μετά
τον Διαφωτισμό εποχής, πού έχει άναμφισβήτητα οδηγή­
σει καί στή δημοκρατική πολιτική διαδικασία, έχει τόσο
πολύ έκλογικεύσει τό σύνολο των πραγμάτων, άπό τήν
κοινωνική καί δημόσια ζωή ώς στήν έπιστήμη, άπό τό
συναίσθημα ώς τή φαντασία, επιδιώκοντας νά ελέγξει
καί νά περιορίσει ύπέρ τό δέον κάθε τί μή-λογικό, τό
αισθητικό, μέχρι καί τό Ιερό. Στήν προσπάθεια άποκλει-
στικης εκλογίκευσης καί ίστορικοποίησης των πάντων, ή
νεωτερικότητα έχει μεταβάλει όχι μόνο αύτά πού γνωρί­
ζουμε καί τον τρόπο με τον όποιο τα γνωρίζουμε, άλλα
καί πώς κατανοούμε τον έαυτό μας μέσα στον γνωστό
μας κόσμο. Ώ ς εκ τούτου, παρατηρεϊται μία έντονη επ ι­
θυμία σε έναν ευρύτατο κύκλο διανοούμενων (πού δέν
περιορίζεται μόνον στούς επιστήμονες ή ακόμα καί στούς
θεολόγους) για τήν ολιστική προσέγγιση τών ζητημάτων,
γιά ζωή κοινωνίας, γ ι’ αύτό πού στα γερμανικά ονομά­
ζεται Οβιηβίη$οϊιαβ, ώς αντίδοτο στον κατακερμαχισμό
καί τή στειρότητα μιας ύπερβολικά τεχνοκρατικής
κοινωνίας, καί τελικά γιά τήν μετανεωτερικότητα.
Γιά νά είμαστε ειλικρινείς, ή θρησκεία είναι πολύ ση -
μαντική υπόθεση γιά τήν άνθρώπινη ύπαρξη γιά νά μπο­
ρεί κανείς νά τήν αποκλείσει άπό τήν πολιτική καί αύτό
άποτελεΐ αναμφισβήτητα καί άπειλή, καί έλπίδα. Μπορεί
νά άποβεΐ άπειλή εάν οί φονταμενταλιστές αποκτήσουν
ανεξέλεγκτη δύναμη, όπως στήν περίπτωση της 11^
Σεπτεμβρίου της πρώτης χρονιάς τής τρίτης χιλιετίας.
Παρ’ όλα αύτά άποτελεΐ καί έλπίδα, εάν ή θρησκεία
μπορέσει νά ασκήσει τίς τεράστιες δυνατότητες καί τή
δύναμή της νά επαναφέρει τίς ήθικές αξίες, καί εάν κ α ­
ταφέρει νά άναδημιουργήσει καί νά δημιουργήσει νέες

26. Περισσότερα γιά τό θέμα αύτό στό πρόσφατο βιβλίο μου,


Μετανεωτερικότητα καί Εκκλησία. Ή πρόκληση της Όρθοδοξίας, εκδ.
Ακρίτας, Α θήνα 2002.
51
εικόνες του για τό τί σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος
σε έναν δίκαιο, ειρηνικό καί βιώσιμο κόσμο. Σήμερα
αυτή ή τελευταία επιλογή έξετάζεται σοβαρά από Όρθο-
δόξους, έάν όχι γιά τίποτε άλλο, τουλάχιστον έπειδή οί
θεμελιώδεις έκκλησιολογικές αρχές τής Όρθοδοξίας ε ί­
ναι ασυμβίβαστες μέ τον «ατομικισμό», έναν από τούς
πυλώνες τής νεωτερικότητας. Υ πάρχει μεγάλη συζήτηση
γιά τό έάν καί κατά πόσο ή παλιά «βυζαντινή συμφωνία»
μπορεί καί πάλι νά άποτελέσει μοντέλο κάποιας Όρθό-
δοξης πολιτικής θεωρίας, αυτήν, όμως τή φορά όχι ώς συμ­
φωνία Εκκλησίας-Κράτους, αλλά ώς συμφωνία Ε κκλη­
σίας άμεσα μέ τούς πολίτες. Επιπλέον, όποιαδήποτε τέ­
τοια «συμφωνία» δέν θά μπορούσε νά εφαρμοστεί άνεξάρ-
τητα καί σέ άντίθεση μέ τον υπόλοιπο Χριστιανικό κό­
σμο, άλλά σέ συνεργασία μαζί του, ώς παράδειγμα μίας
«κοινής Χριστιανικής μαρτυρίας». Ακόμη καί οί πιστοί
των άλλων καθιερωμένων θρησκειών θά πρέπει νά θεω­
ρούνται ώς έταΐροι καί συνεργάτες σέ ορισμένα μείζονα
παγκόσμια πολιτικά προβλήματα, όπως άπέδειξε μία άπό
τίς πιο πρόσφατες πρωτοβουλίες τοϋ «ρήιηιιχ ίηίεν ρανε$»
Προκαθημένου τοϋ Όρθόδοξου Πατριαρχικού θρόνου τής
Κωνσταντινουπόλεως, άλλά καί άλλων Αυτοκέφαλων
Εκκλησιών. Στο μικρό παγκόσμιο χωριό στο όποιο ζοϋμε,
σ’ αύτό τό μυστήριο σόμπαν, οί αξίες τής Βασιλείας τοϋ
Θεοϋ είναι κοινές γιά όλους τους άνθρώπους καλής θέ­
λησης, θρησκευόμενους ή μή! Μόνο οί πονηροί άνθρωποι
θά μποροΰσαν νά άντιτεθοϋν στήν ύπεϋθυνη πολιτική
εμπλοκή των θρησκειών, υπό τον όρο φυσικά νά τηροϋν-
ται οί βασικοί δημοκρατικοί κανόνες.

You might also like