Professional Documents
Culture Documents
Πολιτική και θρησκείες
Πολιτική και θρησκείες
Πολιτική και θρησκείες
ΖΟΡΜΠΑΣ
(ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ)
ΒΕ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π Α Π Α ΖΗ ΣΗ
Α Θ Η Ν Α 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
I
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
II
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΑΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Βασίλειος Καλλιακμάνης,
Εκκλησία-Κ ράτος-Κ οινωνία........................................85
Αντώνιος Παπαρίζος, Θρησκεία καί
Π ολιτική-Εκκλησία καί Κράτος
στήν σύγχρονη πραγματικότητα................................101
Θεώνη Σταθοπούλου, Θρησκευτικότητα καί
Εμπιστοσύνη στούς θεσμούς. Διαφαινόμενες
τάσεις στήν Ελλάδα καί τήν Εύρώπη...................... 161
8
Κώστας Ζορμπάς, Ό ψ εις των σχέσεων Κράτους
και Εκκλησίας στην Ε λ λ ά δ α .................................... 187
III
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Πέτρος Βασιλειάδης,
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
Εισαγωγή
Ό Μαχ §ί3θ1<1ιοα«ο στην εισαγωγή του στο άρθρο «Πολι
τική και Θρησκεία» (Ροΐϊίϊοβ άώΔ Κείίμίοη) στή γνωστή
Εγκυκλοπαίδεια τής Θρησκείας (ΕηογαΙοραεάία ο/ΚβΗξίοη),
γράφει ότι: «ή εξουσία σέ όλους τους πολιτισμούς είναι
ακατανόητη χωρίς τήν άπαιτούμενη προσοχή στή
θρησκεία»1. Πολιτική είναι ή θεωρία μίας έν κινήσει
πορείας άσκησης εξουσίας καί πίεσης πού περιλαμβάνει
τή νομιμοποιημένη βία. Ή πολιτική επίσης άντιμετωπίζει
θρησκευτικά ζητήματα καί προβαίνει σέ δηλώσεις θρη
σκευτικού χαρακτήρα. Άπό τήν άλλη πλευρά, οί θρησκείες
πολύ συχνά λαμβάνουν πολιτική θέση καί συμμετέχουν
στήν πολιτική δράση. Οί άνθρωποι άναμένουν άπό τίς
θρησκείες -καί ιδιαίτερα άπό τό Χριστιανισμό- όχι μόνο
προσωπικές θεωρήσεις, άλλά καί τελικές λύσεις σέ κοινά
προβλήματα. Αύτή ή προσδοκία σημαίνει ότι άναμένουν
άπό τήν Εκκλησία δυναμικές ενέργειες καί όχι μόνο
13. Αά Βίο£ηβΙιιιη 5, 6.
14. Ο. ΡΙοΓονβΙίΥ, «Απίίηοιηίεδ», σ. 77.
42
κ αι σέ θρησκευτικά ζητήματα, άλλα ποτέ κυβερνήτες
της Εκκλησίας καί πάνω από την Εκκλησία.15 Στήν πραγ
ματικότητα, αυτή ή λύση στο πολυσυζητημένο ζήτημα των
σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, πού άρχισε νά εφαρμόζεται
μέ τήν γενικότερη πολιτική τού Μεγάλου Κωνσταντίνου,16
έχει τις άπαρχές του στήν παύλεια θεολογία, καί συγκε
κριμένα στήν αντίληψη τού άποστόλου Παύλου γιά τό
ρόλο των κοσμικών άρχόντων. Έκεΐ όντως οί κοσμικές
άρχές θεωρούνται ώς καθιερωμένες από τό Θεό, ότι δηλαδή
έχουν θεϊκή προέλευση:
15. Αυτόθι. Ο ΡΓϋνοπιίΙί είχε βεβαίως δίκιο όταν ύποστηρίζει δτι «τίς περισ
σότερες φορές οί Βυζαντινοί αύτοκράτορες στήν οργάνωση τής θρησκευ
τικής ζωής άκολούθησαν τό παράδειγμα των προκατόχων τους, τοϋ Δαβίδ
καί τοϋ Σολομώντα» (“ΕωΊγ Οιη$(ίαη αηά Βγζαηϋηε ΡοίίΙίεαΙ ΡΙιίΙοζορΗγ. Οήψηχ
αηάΒαοΙζξΓοηηά”, Τόμ. I , \να8ΐπη§Ιοη 1966, σ. 301.
16. Ή σημασία γιά τό Χριστιανισμό τής θρησκευτικής πολιτικής τοϋ
Κωνσταντίνου έγκειται όχι τόσο στήν εφαρμογή τής θρησκευτικής ελευ
θερίας των θεμάτων του, οΰτε τόσο στή μεταστροφή του στό Χριστιανισμό.
Έ γκειται, κυρίως, στό γεγονός ότι είσήγαγε μία σημαντική μετατόπιση
στήν πολιτική, αντικαθιστώντας τήν κόσμο-κεντρική θεώρηση τής
Έλληνο-Ρωμαϊκής αρχαιότητας μέ τήν θεοκεντρική κοσμοθεωρία τοϋ Χρι-
στιανισμοϋ, μιά διαδικασία πού ούσιαστικά τελείωσε εντυπωσιακά κατά
τή νεωτερικότητα, τής εποχή δηλαδή τοϋ Διαφωτισμού. Στό πρόσωπο τοϋ
Κωνσταντίνου, ή Εκκλησία αναγνώρισε τόν άνδρα πού τά παρέσχε τή
δυνατότητα νά έκφράσει τήν καθολικότητά της, αλλά καί τόν Ιδρυτή τής
ορατής οίκουμενικότητάς της, καί γι’ αύτόν κυρίως τόν λόγο τόν άγιοποί-
ησε, δίδοντάς του μάλιστα τόν υψηλό τίτλο Ισαπόστολος.
43
ύπέρ βασιλέων και πάντων των έν υπέροχη όντων, ϊνα
ήρεμων καί ήσύχιον βίον διάγωμεν έν πάση εύσεβεία
καί σεμνότητι.» (Α' Τιμ. 2:1-2).
19. Βλ. τή μελέτη μου, «Οί Σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας στήν Κ.Δ. (Μέ
Ιδιαίτερη αναφορά στήν παύλεια θεολογία)», Β ιβλικές Ερμηνευτικές
Μελέτες, ΒίΜίοΐΙιεείΐ Β Μ ω 6, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 20004, σ.
435-444 , έπίσης τό άρθρο μου “Υοιιτ \νί11 Ββ ϋοηβ. Κείΐεείίοηδ ίτοιη 5ί. Ραιιΐ,”
ΕιιεΗαΗδΙ αηά Ψίίηειι, σ. 77-84.
45
πιστεύομεν, εΐπερ ή των ιερών κανόνων παρατήρησις
φυλάττοιτο, ήν οι τέ δικαίως υμνούμενοι κα'ι προσκυνητοϊ
καϊ αύτόπται κα'ι ύπηρέται τοϋ θεού λόγου παραδεδώ-
κασιν άπόστολοι κα'ι οι άγιοι πατέρες έφύλαξαν τε κα'ι
ύφηγήσαντο».20
20. Κ. 8ε1ιοε1-\¥ Κ γο ΙΙ, Οονριιι Λ ιπ5 ανίΐίς, Τόμ. 3, Βερολίνο 1928, σ. 35 έξ.
21. Ή Ε παναγωγή ήταν στήν πραγματικότητα ένα προσχέδιο πού ποτέ δέν
δημοσιεύτηκε έπίσημα. Εντούτοις, οί βασικές της θέσεις ενσωματώθηκαν
στήν μεταγενέστερη νομοθεσία, κυρίως όμως έλαβε εύρεία κυκλοφορία καί
απέκτησε μεγάλη έκτίμηση σέ όλο τόν Όρθόδοξο κόσμο.
22. 1. Ζεροδ 3ΐκ1 Ρ. Ζεροδ (έκδ.), Λι$ Οταεεονοιηαηιιιη, Τόμ. II, Α θήνα 1931, σ. 240
έξ.
23. «Ό Πατριάρχης είναι μία ζώσα καί ζωηρή εικόνα τού Χριστού, πού
εκφράζει τήν άλήθεια μέ έργα καί λόγια». Ό ρόλος τοϋ Πατριάρχη (ίερα-
46
και οί δυο ώς μέλη ένός ενιαίου οργανισμού, καί οί δύο
απαραίτητοι για την ευημερία τοϋ λαοϋ. Αυτό τό μοντέλο,
θά πρέπει να ομολογήσουμε, βοήθησε τήν Εκκλησία στήν
Ανατολή νά άποφύγει τον πειρασμό να αποκτήσει κοσ
μική εξουσία, καί έτσι νά εξελιχθεί σε «κληρικαλιστική».
Επιπλέον, ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός δεν αισθάνθηκε
τήν ανάγκη νά άναπτύξει τή θεωρία των «δύο ξιφών», πού
τόσο γοήτευε τή Δύση. Αύτό, βέβαια, μπορεί νά οφείλεται
στο κλασικό έλληνικό φιλοσοφικό ύπόβαθρο καί στήν
όντολογική σκέψη του, έναντι τοϋ περισσότερο δικανικής
Ρωμαϊκής παράδοσης, πού άποτελεΐ κληρονομιά τοϋ Δυ
τικού Χριστιανισμού. Α ξίζει στο σημείο αύτό νά προστε
θεί ότι τό γνωστό προγραμματικό μοντέλο καί όραμα της
πολιτικής θεωρίας Όβ άνίΐαίβ Οβί τοϋ ιερού Αύγουστίνου
(πέθανε τό 430 μ.Χ.), πού τόσο έπέδρασε στο Δυτικό
Χριστιανισμό, δεν διαδραμάτισε άποφασιστικό ρόλο στήν
άνάπτυξη της πολιτικής θεωρίας τού Όρθόδοξου Χρι
στιανισμού.
Άπό τήν άλλη, όμως, πλευρά αυτός ό συγχρωτισμός
Εκκλησίας καί Κράτους, πού ήταν πράγματι ένας δεσμός
πολύ στενός, καί ώς εκ τούτου έχει προκαλέσει τόσες
πολλές εντάσεις καί άντιθέσεις (π.χ. στήν περίπτωση της
εικονοκλαστικής διαμάχης καί άργότερα στήν περίπτωση
της αύτοκρατορικής ένωτικής πολιτικής), δέν επικράτησε
χωρίς άντιδράσεις. Ή ύπαρξη γιά παράδειγμα τοϋ μοναχι -
σμοϋ βοήθησε τον Όρθόδοξο Ανατολικό Χριστιανισμό
όχι φυσικά χωρίς προβλήματα νά διατηρήσει κάποια ισορ
ροπία μεταξύ τού έσχατολογικοΰ δράματος καί της Ιστο
ρικής Ιεραποστολικής ευθύνης τής Εκκλησίας. Αύτό ισ
χύει ιδιαίτερα στήν πιό πρόσφατη εξέλιξη τοϋ μονα χι
σμού, όχι τόσο ώς βραχίονα της θεσμικής εκκλησίας (βλ.
ρχικά μετά από τόν αύτοκράτορα) ήταν τριπλός: (α) «νά διατηρεί τήν πίστη
των Όρθόδοξων πιστών, (β) νά καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οί
αιρετικοί νά επιστρέφουν στήν Εκκλησία, καί (γ) νά συμπεριφέρεται μέ
τέτοιο έξυπνο, λαμπρό, καί άξιοθαύμαστο τρόπο, ώστε έκεϊνοι πού
βρίσκονται εκτός τής πίστεως νά προσελκύονται καί νά μιμούνται τήν
πίστη» (Επαναγω γή στό Λι$ Οναεΰοτοηιαηιιιη, σ. 242).
47
ορισμένα μεσαιωνικά μοναστικά τάγματα τοϋ Ρωμαιο
καθολικισμού), άλλά μάλλον ώς ισχυρή άντίδραση προς
αυτήν, ώς ή συνεχής υπόμνηση του έσχατολογικοϋ χαρα
κτήρα τής Εκκλησίας, καί τής έσχατολογικής διάστασης
τής Χριστιανικής πίστεως γενικότερα.24
Σ υμπέρασμα