Professional Documents
Culture Documents
H Kοινωνικο-οικονομική κατάσταση της Αιτωλοακαρνανίας στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821 - Δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής
H Kοινωνικο-οικονομική κατάσταση της Αιτωλοακαρνανίας στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821 - Δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής
Εξαρχής του Αγώνος του 1821, σχετικά με τη διοικητική διαίρεση της
επαναστατημένης Ελλαδικής χώρας, επιβάλλεται και επικρατεί πλέον ο όρος «επαρχία»,
[1] ενώ συγχρόνως διαλύονται τα «αρματολίκια» και τα «καπιτανάτα», με Προκήρυξη της
προσωρινής "Διοικήσεως Δυτικής Χέρσου Ελλάδος",[2] «εκ του δημοσίου Παλατίου κατά
την 22 του Φεβρουαρίου 1822 εν Βραχωρίω». Αντιγράφω την Προκήρυξη αυτή εκ του
Αρχείου τού ρουμελιώτη καπετάνο του 1821 Ανδρίτσου Σαφάκα, δημοσιευμένο από τον
Δημ. Λουκόπουλο[3] το 1931:
Προκήρυξις
Η εν Βραχωρίω συγκροτηθείσα Συνέλευσις πάντων των αρχηγών των αρμάτων και
των προυχόντων της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος διά μέσου των ενυπογράφων και
ενσφραγίστων πρακτικών αυτής εδιώρησεν περί του στρατιωτικού διατάγματος την
διάλυσιν των αρματωλικίων και καπετανάτων και έκαμεν εκλογήν αξιωμάτων εις τα
ακόλουθα υποκείμενα.
Ως αρχηγούς λοιπόν των τοιούτων εντίμων αξιωμάτων πρέπει να τους εγνωρίση καθένας
και οι στρατευμένοι χρεωστούν να προσφέρωσι την προσήκουσαν υποταγήν.
Ο Αρχιγραμματεύς
Στη βάση αυτή, η «Δυτική χέρσος Ελλάς», (με κύριο γεωγραφικό κορμό τον σημερινό νομό
Αιτωλίας & Ακαρνανίας και έδρα το Βραχώρι [Αγρίνιο] μέχρι το κάψιμό του, ή τέλος
Οκτωβρίου ή αρχές Νοεμβρίου του 1822, διαχωρίστηκε σε δώδεκα επαρχίες που
διοικούνταν από «Διευθυντές».[6] Μία από αυτές ήταν και η «Επαρχία Αιτωλίας»: Ετσι
ακριβώς αναφέρεται σε αίτηση των Διευθυντών της Επαρχίας Αιτωλίας προς το Υπουργείο
των Εσωτερικών για αποστολή στρατιωτικής και άλλης βοήθειας στη Δυτική Στερεά Ελλάδα:
Δερβέναγας στο Απόκουρο «Επαρχίας Αιτωλίας», διορισμένος από τον Αλήπασα των
Ιωαννίνων, ήταν το 1821 ο αρβανίτης Ταχήρ Παπούλιας που γυρίζοντας στα χωριά στα
τελευταία του χρόνια μας άφηκε το όνομά του γραμμένο σε μια βρύση της Ζελίστας.
[8] ΄Αμα κατάλαβε τα επαναστατικά προεόρτια ο ντερβέναγας Ταχήρ Παπούλιας, τράβηξε
για το Βραχώρι (/Αγρίνιο) γυρεύοντας προστασία στον στρατιωτικό διοικητή του
Βραχωριού Τουρκαλβανό Νούρκα Σέρβανη και στον πολιτικό διοικητή Αλάμπεη (Αλή-
Μπέη).[9]
Εις τα Πρακτικά του Βουλευτικού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, εις την
Συνέλευσιν της 2 Ιουνίου 1823, «έτι εγένετο λόγος περί επαρχίας και επάρχου Αποκόρου,
και ομοφώνως ενεκρίθη ο κ. Γ.[εωργάκης] Κώνστα Βελής, εφ’ ω και εγένετο προβούλευμα
υπ’ αρ. 87 υπό την υπογραφήν του β’ Γραμματέως»[12]. Συνακόλουθα, εις την Συνέλευσιν
του Βουλευτικού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, της 6 Ιουνίου 1823,
αποφασίζεται και διορίζεται «έπαρχος Μεσολογγίου, Αιτωλίας και Ακαρνανίας» ο
Κωνσταντίνος Μεταξάς.[13] Μάλιστα, «εν τηι συνελεύσει του Βουλευτικού, τηι 3
Οκτωβρίου [1823], ανεγνώσθη γράμμα του κ. Μεταξά, επάρχου Αιτωλίας, από 21
Σεπτεμβρίου [1823], εν ώι αναφέρει την αθλίαν κατάστασιν του Μεσολογγίου και τον
αποκλεισμόν αυτού διά θαλάσσης από 12 πλοία εχθρικά και διά ξηράς από είκοσι περίπου
χιλιάδας εχθρών, και ζητεί επιμόνως να φθάσωσι πλοία Ελληνικά, ότι άλλως άφευκτος ο
όλεθρος του Μεσολογγίου». (ό.π., σ. 169). Εις την αυτήν συνέλευσιν της 6 Ιουνίου 1823,
«ανεγνώσθη είτα γράμμα του Αναγνώστου Ζορογιαννοπούλου, τηι 27 Μαΐου σημειωμένον,
γνωστοποιούντος τον όλεθρον των Αγράφων και τον μέγα κίνδυνον εις τον οποίον
ευρίσκεται η Στερεά Ελλάς, και την ανάγκην στρατευμάτων και τροφών οπύ έχουσι εκείνα
τα μέρη· μετά την ανάγνωσιν εστάλη εις το Εκτελεστικόν. Έτι ανεγνώσθησαν γράμματα του
στρατηγού Μάρκου Μπότζαρη από κθ΄ Μαΐου προς την Διοίκησιν, προς τον Κολοκοτρώνην,
προς τον Ζαΐμην, προς τον Μαυροκορδάτον, εις τα οποία φανερώνει τον επαπειλούμενον
μέγα κίνδυνον εις την Δυτικήν Ελλάδα διά της ξηράς και θαλάσσης, την έλλειψιν τροφών
και πολεμοφοδίων, και επικαλείται βοήθειαν των πελοποννησιακών στρατευμάτων,
τροφών και πολεμοφοδίων. μετά την ανάγνωσιν εστάλησαν άπαντα προς το Εκτελεστικόν».
(ό.π., σ. 62).
Για τους επαναστατημένους «ατάκτους» από μερών Αιτωλίας και Ακαρνανίας που
εξεστράτευσαν το 1822 στο Πέτα κάνει μνεία ο φιλέλληνας Πρώσσος υπολοχαγός, Adolf
von Lubtow[14] που σκοτώθηκε στην ‘‘΄Εξοδο του Μεσολογγίου’’: Στο χρονικό του, που
κυκλοφόρησε το 1823 για τα γεγονότα του 1822, ειδικά για τη νικηφόρα μάχη των Ελλήνων
στο Κομπότι στις 22 Ιουνίου 1822, γράφει για τους Αιτωλούς και Ακαρνάνες: «Ακόμα και τα
σκοτωμένα άλογα των Τούρκων αξιοποιήθηκαν. Τα έγδαραν οι ΄Ελληνες κι’ έφτιαξαν
τσαρούχια με την τριχωτή όψη προς τα έξω»[15].
Τούτο όμως δεν ισχύει για όλους τους επαναστατημένους Αιτωλούς και Ακαρνάνες. Σε
«προβούλευμα του Βουλευτικού Σώματος της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, υπ’
αρ. 490, τηι 22 Νοεμβρίου 1823, εν Άργει»[16], διαβάζουμε:
«Αριθ. 490.
Το Βουλευτικόν Σώμα
Προς τον Έπαρχον Ακαρνανίας και Αιτωλίας και προς τους επιστάτας και δημογέροντας της
επαρχίας Βάλτου χαίρειν.
Επειδή και ο σταλείς παραστάτης της επαρχίας σας Βάλτου κύριος Πάνος Ράγκος ήδη από
τας αρχάς Αυγούστου απεμακρύνθη του Βουλευτικού Σώματος, μη θελήσας να
συνακολουθήση μήτε εις Σαλαμίνα, όπου ενεκρίθη και μετέβη το Βουλευτικόν, ούτε εδώ εις
Άργος, ένθα ενδημεί κατά το παρόν, καίτοι πολλάκις προσκληθείς, αλλ’ ευχαριστείτο
απανταχού άλλοθεν να διατρίβη πλήν του τόπου όπου το Βουλευτικόν, και τέως προ τινων
ημερών κινήσας εκ Ναυπλίου, όπου παρεπιδημούσεν ιδιωτεύων, άνευ της αδείας του
Βουλευτικού, ανεχώρησε και έρχεται, ως λέγουσι, αυτόσε, λιποτακτήσας, ούτως ειπείν, του
οποίου εδιωρίσθη παρά της πατρίδος του βουλευτικού χώρου. το Βουλευτικόν βιαζόμενον,
εδιώρισε, κατά τον οργανικόν Νόμον μας, εννεαμελή επιτροπήν, ίνα κρίνη το έγκλημά του.
Όθεν η επαρχία Βάλτου αντ’ εκείνου, μη θελήσαντος μηδέ συνιέντος, ας πέμψη άλλον
παραστάτην, εκλελεγμένον κατά τον περί εκλογής νόμον υπ’ αρ. 17. Έρρωσθε
Ο Επιτροπικώς
[Αριθμ.] ΛΕ΄ [των Πρακτικών της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως του Άστρους]
Παρρησιάζομεν εις την σεβαστήν Εθνικήν Συνέλευσιν τον παρ’ ημών ζητηθέντα
υποθετικόν λογαριασμόν των εσόδων και εξόδων του παρόντος έτους [1823], κατά το
ψήφισμα του αριθμού ΙS΄ εις τας δ΄ του Απριλίου.
Διά μεν τα έξοδα, στοχαζόμεθα, ότι πλησιάζομεν εις την αλήθειαν. διά δε τα έσοδα,
επειδή καμμίαν πληροφορίαν περί των εθνικών κτημάτων και περί των ιδιοκτησιών δεν
έχομεν, δεν εδυνήθημεν να κάμωμεν σκέψιν καμμίαν, αλλ’ υπεχρεώθημεν να λάβωμεν
γνώσεις παρά των προυχόντων παραστατών και πληρεξουσίων της εκάστης των επαρχιών
της επικρατείας και ν’ απεράσωμεν τόσα, όσα αυτοί επρόβαλαν.
Η σεβαστή Εθνική Συνέλευσις θέλει παρατηρήσει με λύπην της και θαυμασμόν της, ότι τα
έσοδα, ως προς τα έξοδα, δεν είναι το ουδέν.
Σημείωσις των στρατευμάτων, αναγκαίων διά τας πολιορκίας των φρουρίων, διά
το εσωτερικόν εις όλην την επικράτειαν της Ελλάδος, διά τε την διαφύλαξιν των φρουρίων
και διά την κατά των εχθρών εκστρατείαν
---------------
18.300
Δ ι ά τ ο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό ν
Εις όλας τας νήσους του Αιγαίου πελάγους ………. » 1.000
------------
6.050
------------
26.500
30.000, προς γρόσια 10 το βατζέλι ………………... γρόσια 300.000
τού καθενός την ημέραν, εις ένα μήνα οκάδες 765.000,
Διά 60 καράβια, προς 13.000 γρόσια το καθένα τον μήνα,
------------------------------
Διά 40.000 στρατιιωτών εφόδια πολεμικά της ξηράς,
Έξοδα όλων των υπουργών της Ελλάδος, τον μήνα … » 500.000
-----------------------------
------------------------------
-----------------------------------
… … …
………
-----------------------------
………
…………
Κάρελι
-------------------------------
Ζυγός και Βλοχός
-------------------------------
Απόκορον
-----------------------------------
Κράβαρι
-----------------------------------
Βενέτικον
--------------------------------------
Καρπενήσι
--------------------------------------
Άγραφα
------------------------------------
------------------------------------------
------------------------------------------
Το 1824, η «Επανάσταση» παραπαίει μέσα στο γενικό ξεχαρβάλωμα που έφεραν οι
διχόνοιες σε Μοριά και Ρούμελη. Ειδικά στην Αιτωλία αφορμή της σύγχυσης και της
ταραχής έδωκε το «φιλονικούμενον» καπετανλίκι του Αποκούρου. Έτσι ακριβώς, με τη λέξη
«φιλονικούμενον» αναφέρει ο Ν. Κασομούλης[18] το αρματολίκι/ καπετανάτο Αποκούρου,
μεταξύ του αρματολού καπετάνου επαρχίας Ζυγού Χριστάκη Μακράκου και του αρματολού
καπετάνου επαρχίας Αποκούρου Κ. Σιαδήμα, όταν καταγράφει κατάλογο με τα ονόματα
οπλαρχηγών που έλαβαν μέρος στη σύσκεψη του Μεσολογγίου, με τη συμμετοχή και του
Γεωργίου Καραϊσκάκη:
«Έως 15 Δεκεμβρίου 1823 είχαν φθάσει και οι περιμενόμενοι. Ιδού οποίοι ήσαν όλοι,
αρχίζοντας κατ’ επαρχίαν.
Ρ ο υ μ ε λ ι ώ τ α ι
Αλεξάκης Βλαχόπουλος
Χρ. Στάϊκος
Κ. Σιαδήμας
Χρίστος Μακράκος
Σ’ αυτή την εξαθλίωση που επεκράτησε,[22] βρέθηκαν στη δίνη της ειδικά οι κάτοικοι του
Αποκούρου, κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Την περιγράφουν οι
ίδιοι με μία αναφορά[23] τους, που στάλθηκε στις 22-1-1826 προς την Τριμελή Διοικούσα
Επιτροπή, που διωρίστηκε από την Κυβέρνηση, να συντονίσει τις ενέργειες που
απαιτούνταν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Τούρκοι που για δεύτερη φορά
πολιορκούσαν το Μεσολόγγι:
«Προς την Εξοχωτάτην Επιτροπήν. Με μεγάλη μας απορία και λύπην ερχόμαστε να
ειδοποιήσωμεν την εξοχότητά σας τον μέγαν αφανισμόν όπου εγένετο εις την
δυστυχισμένην επαρχίαν μας. Τις προάλλες εστείλλαμεν και άλλην μας αναφοράν οπού σας
έστειλεν και ο εξοχότατος έπαρχός μας κύρ Σωτήριος και δεν ηδυνήθη ο πεζός να έλθηι.
Πόθεν να αρχίσωμεν δεν ηξέρομεν. Ερχόμενος ο κύρ Γεωργάκης Καναβός, ευθύς επήγαμεν
τού είπαμεν την δυστυχίαν και φωτιάν οπού μάς έκαμαν οι εχθροί το καλοκαίρι, τα είδεν
και οφθαλμοφανός, μας είπεν λόγους παρηγορητικούς, έπειτα μας είπεν ότι εδώ εις την
Επαρχίαν μας έχουν να συναχθούν τα στρατεύματα και πάμε κατά πάνω τού εχθρού και
επειδή ψωμί δεν έχετε να φέρετε τριακόσια σφαχτά το ανάλογόν σας. Εμείς οι δυστυχείς
ευθύς τα εδώσαμεν. Συνάπτονται οι στρατηγοί άρχισαν και έκαμαν ρεμούλια. Πάλιν
επήγαμεν και τους παρακαλέσαμεν και τους είπαμεν να τους δώσωμεν χίλια σφαχτά, δεν
τα ηθέλησαν αλλά άρχισαν και όποιος να πάρη τα περισσότερα γιδοπρόβατα. Δεν
άφησανούτε ένα βόδι και γελάδι, ομοίως έγδησαν όλον τον κόσμον, ούτε υποκάμισο, ούτε
καπότα, ούτε από ένα χάλκομα, άφησαν να βράζη μια φτωχή ένα λάχανο. Δεν εστάθη
τρόπος να μαλακωθή η ψυχή τους να αφήσουν ούτε μια τρίχα και χώρια την αρπαγήν, αλλά
και εσκότωσαν και τρεις Αποκουρίτες, χωρίς να τους πταίουν τίποτας. Τώρα αν απόμεινε
στον πάτο κανένα άλογον, τώρα άπλωσαν και τα επήραν. Παρακαλούμεν εξοχοτάτη
επιτροπή, τώρα έχουν δύο μήνας, οπού ήλθον τα στρατεύματα, πόσα έφαγαν τέσσαρες
χιλιάδες στρατεύματα και έχουν και δεκαπέντε χιλιάδες γιδοπρόβατα γαλάρια όπου
αρμαίουν και πήζουν τρία και (δυσανάγνωστη μια λέξη) ίσως και έμεινε κανένας Χριστιανός
να τον γδύσουν. Ετούτο το μέγαν κακόν οπού έγινεν εις ετούτην την δύστυχην επαρχίαν
Αποκούρου δεν έγινεν απ’αιώνος όχι στο Απόκουρος αλλά σε κανένα μέρος της γης δεν
έγινεν. Τί μέγα κακόν εκάμαμεν εμείς οι δυστυχείς Αποκουρίτες; Δεν εστάθημεν εμείς τώρα
και πέντε χρόνια και εθρέψαμεν όλο τα στρατεύματα όπου δεν έλειψεν το ορδί από το
Απόκουρον; Δεν είναι την σήμερον στο Μεσολόγγι οι περισσότεροι Αποκουρίτες; Δεν είναι
ο στρατηγός Σαδήμας; Δεν είναι οι Βουτυρέχοι, οι Ντελιγιανταίοι; Δεν εσκοτώθησαν αυτού
οι καλύτεροι και αδιάκοπα πολεμούν και σκοτώνονται και αυτοί και άλλοι όσοι έμειναν
δεν είναι ομού με τον στρατηγόν Καραϊσκάκη; Και πότε έλλειψαν οι Αποκουρίτες από τους
πολέμους και δεν ηγωνίσθημεν και εμείς περισσότερον από άλλους; Τί είναιι τούτο το
μεγάλο κακό οπού ήλθεν εις εμάς εφέτος; Μήν είμαστε ημείς άλλης θρησκείας και τότες
πάλιν είναι φιλανθρωπία. Εμάς πλέον άλλος τρόπος δεν μας έμεινεν παρά να πηδήσωμεν
εις το ποτάμι. Με τί να παρηγορηθώμεν; Ψωμί δεν είδαμεν τώρα άλλους έξη μήνας, άλλοι
περισσότερον, από ζωντανά δεν άφησαν, χάλκομα ολότελα να βράζωμεν χόρτα. Τί
παρηγορίαν να κάμωμεν; Και σάς ορκίζομεν εις τον εν Τριάδι Θεόν ημών να βεβαιώσηται
την μεγάλην μας δυστυχίαν εις την υπερτάτην Διοίκησιν και τον θάνατόν μας οπού από την
πείναν και από το γδήσιμον οπού έκαμαν του κόσμου, αποθαίνουν καθημερινώς από 50
και από 100. Ετούτα τρέχουν εδώ εις την δυστυχισμένην επαρχίαν και από Θεού μάρτυρα
και αγγέλων και ανθρώπων, δεν εβεβαιώθηκε και η εξοχότης σας από πολλά μέρη αλλά
γίνεται αδιάφορο μεγάλον κακόν είναι εξοχώτατοι η αδιαφορία και εις τον όρκον οπού σας
ορκίζομεν να είσται αν δεν την βάλλεται εις δρόμον. Και με το βαθύτατον σέβας μένομεν.
Φύλλον 1826 Ιανουαρίου 22 Απόκουρον. [Υπογραφόμενοι]: Παπανδρέας από
Χρυσοβίτσα. Κωσταντής Καραγιάννης. Κωσταντής Νικολόπουλος. Σταρωβαζούρας από
Κοσίνα και λοιποί Αποκουρίτες. Παπαθανάσης. Νάσος Πλακωτής. Παγκράτιος από
Μυρτώνα. Κωνσταντής Βασιλόπουλος».
Τα γραφόμενα αυτά των Αποκουρητών, για την εξαθλίωσή τους, έρχεται να συμπληρώσει
ο άγγλος εθελοντής Julius Millingen[24], γιατρός στις τελευταίες στιγμές του λόρδου
Βύρωνος (Byron) στο Μεσολόγγι, το 1824. Αυτός ο άγγλος γιατρός, Ιούλιος Μιλλιγκένης,
όπως ελληνικοποιήθηκε το όνομά του, έγραψε ένα από τα σημαντικότερα χρονικά του
‘‘Εικοσιένα’’.[25] Ο Julius Millingen έμεινε στη δυτική Στερεά έως το τέλος του 1824: αρχικά
στο Μεσολόγγι ως γιατρός της ταξιαρχίας του Byron και ύστερα ως αρχίατρος του
κεντρικού ελληνικού στρατοπέδου που συγκροτήθηκε στο χωριό Λιγοβίτσι (Ξηρομέρου
Ακαρνανίας) για την αντιμετώπιση της νέας τουρκικής εισβολής –τέλη Ιουλίου 1824- υπό
τον Ομέρ Βρυώνη. Ο Julius Millingen[26], λοιπόν, σε ένα σχόλιο του σχετικό με αυτή την
εισβολή του Ομέρ Βρυώνη στη Δυτική Ελλάδα διά μέσου των στενών του Μακρυνόρους,
[27] ένεκα της οποίας αναγκάσθηκε ο Μαυροκορδάτος, με διαταγή του στις 4 Αυγούστου
1824, να κηρύξει επιστράτευση, γράφει χαρακτηριστικά στα Ενθυμήματά του από την
Ελλάδα: «Μάταιη [η επιστράτευση]. Τα εννέα δέκατα, προτιμώντας τήν προσωπική τους
ασφάλεια κατέφευγαν, άλλοι στο Ανατολικό [Αιτωλικό], στο Μεσολόγγι και στα άφθονα
νησιά της λίμνης του Λεσινιού [Ακαρνανίας] και τεμπέλιαζαν στα καφενεία, άλλοι στον
κάμπο του Βραχωριού [Αγρινίου] κι’ άλλοι στα Επτάνησα. Οι φτωχότερες τάξεις
μετακινιόνταν ομαδικά, με τα νοικοκυριά και τα ζώα τους στα βουνά των Κραβάρων, του
Λιδωρικιού και του Απόκουρου[28]». Για να συμπληρώσει ο Κυριάκος Σιμόπουλος[29]: «Τα
χωριά της Ρούμελης από Βάλτο μέχρι Βοιωτία είχαν ερημωθεί. Οι κάτοικοι από τα πρώτα
χρόνια του ξεσηκωμού αναζήτησαν και οργάνωσαν καταφύγια για την προστασία των
γυναικόπαιδων και της κινητής περιουσίας τους. ΄Ηταν οι περίφημες ‘‘αποκλείστρες’’
απόκρημνα «κάρκανα», φυσικά οχυρωμένες τοποθεσίες, απροσπέλαστες από τον εχθρό
και απόρθητες, όπου μπορούσαν να εγκατασταθούν χιλιάδες ψυχές.
Ο Ανδρέας Ίσκος προσπάθησε κάτι να κάμει και τους χτύπησε στον Βάλτο (ΒΑ. τμήμα της
Ακαρνανίας) μα χωρίς αποτέλεσμα. Οι άντρες του τότε έτρεξαν ν’ ασφαλίσουν τις
οικογένειές τους στις ‘‘αποκλείστρες’’ (θέσεις εκ φύσεως οχυρωμένες και άπαρτες) ή στα
νησάκια κι έτσι η δύναμί του ήταν μικρή και αδύναμη να αντισταθεί σε τέτοιο λεφούσι. Ο
Τσόγκας παράτησε το Ξηρόμερο που είχε αναλάβει να φυλάξει, και βρέθηκε στη Γουριά,
θέση που κράταγε ο Δημ. Μακρής. Αποφάσισαν τότε, τις πρώτες μέρες του Απριλίου, οι
δύο καπεταναίοι να πιάσουν το Μοναστήρι του Λιγοβιτσίου (στην περιοχή ‘‘Ξηρόμερο’’ ΝΔ.
Ακαρνανίας) κι εκεί να κοντράρουν τις δυνάμεις του Κιουταχή που κατέβαιναν. ΄Όπως δεν
ήταν πληροφορημένοι ούτε για τη δύναμη του εχθρού, ούτε για τον τόπο που βρίσκονταν,
σαν πέρασαν το ποτάμι και έφτασαν στην Μποδολοβίτσα έπεσαν πάνω σε ισχυρή Τούρκικη
προφυλακή. ΄Επιασαν τον πόλεμο και σιγά-σιγά τραβήχτηκαν πίσω και πέρασαν στο νησάκι
του Λεσινίου.[32] «Εν τοσούτω εις το Μεσολόγγιον δεν ήτον απροπαρασκεύαστοι οι
ημέτεροι, μάλιστα είχον δυναμωθή και από την επικουρίαν των στρατηγών Γ. Τζιόγκα και
Δημ. Μακρή, οίτινες διά θαλάσσης από το Λεσίνι επήγον εις Μεσολόγγιον μ’ όλα τα
σώματά των, συμποσούμενα έως επτακοσίων ανθρώπων σχεδόν, και φθάσαντες εκεί
εδιωρίσθη αντί του έως τότε αρχηγού φρουράς Κ. Νικολάου Στουρνάρη ο στρατηγός
Τζιόγκας, διότι είχεν περισσοτέραν επιρροήν και εχαίρετο παρά πάντων καλλιτέραν
υπόληψιν ως προς την ανδρείαν». Αυτά συμπληρώνει ο Σπυρομίλιος[33]. Αλλά ο Ν.
Κασομούλης, (Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-
1833), γράφει ότι αρχηγός Φρουράς στο Μεσολόγγι ορίστηκε ο Δημ. Μακρής. Σε κάθε
περίπτωση, πάντως, ο Μακρής ή αν θέλετε ο Τσόγκας, παρεχώρησαν την αρχηγία της
Φρουράς στον Νότη Μπότσαρη.[34]
Πενήντα χιλιάδες Τούρκοι βρίσκονταν τον Απρίλιο του 1825 στη Δυτική Ρούμελη. Από
αυτούς οι αρματωμένοι πέρναγαν τις 35.000. Οι υπόλοιποι ήταν βοηθητικοί: σκαφτιάδες,
χτίστες, μάγειροι κ.λ. Από τους αρματωμένους Τούρκους, 2.000 έμειναν στο Μακρυνόρος,
3.000 στη Λάσπη, Μαχαλά – Κραβασαρά, 4.000 έξω από το Αιτωλικό, 2.5000 μοιράστηκαν
στα Σάλωνα και το Πετροχώρι [περιοχής Αποκούρου Αιτωλίας] και οι υπόλοιποι 20.000, στις
13 Απριλίου 1825, έπιασαν τον κάμπο του Μεσολογγίου.
Η άλλη όψη της Επανάστασης, λοιπόν, έχει να κάνει όχι μόνο με τη φθίνουσα πορεία του
Αγώνα των Ελλήνων μετά το 1824, αλλά και με τον «εσωτερικόν αγώνα», με τη φαγωμάρα,
δηλαδή, και με την άγρια εκμετάλλευση του λαού από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς
ηγήτορες σε Ρούμελη και Μοριά, καθώς και από τα στρατιωτικά σώματα της ξεσπιτωμένης
λιαπουριάς, των ξένων ατάκτων, [δηλ. έλληνες στρατιώτες ξενοτοπίτες και όχι ντόπιοι], που
αλώνιζαν την πεδιάδα του Βραχωριού.[40]
Αυτή την κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Δυτική Στερεά ύστερα από την εισβολή του
Ομέρ Βρυώνη στην Αιτωλία & Ακαρνανία, το 1824, την εξεικονίζει ανάγλυφα και
μια ‘‘αναφορά’’ προς το Εκτελεστικόν από το Μεσολόγγι (5 Αυγούστου 1824): «΄Ολη η
Δυτική Ελλάς ευρίσκεται ήδη εις κίνησιν, επειδή τα τμήματα του Καρπενησίου και των
Κραβάρων και Αποκούρου έχουν επάνω των το βάρος του σώματος του Δερβίς πασά και
κρατούν τα ανατολικοβόρεια σύνορα, η δε Ακαρνανία όλη είναι προσηλωμένη εναντίον του
Ομέρ πασά του οποίου το στρατόπεδον ευρίσκεται μέσον εις αυτήν … ΄Ολη η κατά μήκος
εκτεινομένη πεδιάς από Κραβασαράν έως εις Δογρί, εις Απόκουρον ερημούται εξ ανάγκης
και από τους κατοίκους και από ζώα και από παν τρόφιμον είδος, διότι είναι εις την
διάθεσιν του ιππικού του εχθρού …» (Ιστορικόν Αρχείον Αλέξ. Μαυροκορδάτου, τεύχος 4ο,
σ. 727)[42].
Στα 1825, λοιπόν, ήταν πολύ κρίσιμη η κατάσταση στην Αιτωλία & Ακαρνανία, που την
κατέκλυζαν τα στρατεύματα των πασάδων Ταηραμπάζ, Πλιάσα, Σούλτσε Κόρτσα και
Μπανούση Σέρβανη, μιας και από τις 14, 15 Απριλίου 1825 άρχισε ουσιαστικά η δεύτερη
πολιορκία του Μεσολογγίου.
Αυτός ο άμεσος κίνδυνος που επαπειλούσε βέβαια και ολόκληρη τη Στερεά, αλλά και η
διαφωνία με την πολιτική που ασκούσαν ο ραδιούργος Ι. Κωλέττης, ο άλλος ραδιούργος
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι άλλοι κυβερνώντες τον επαναστατημένο τόπο, ήταν τα
αίτια που οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο και
αναχώρησαν για τη Στερεά το Μάιο του 1825. «Σε βεβαιώνω Κασομούλη –λέγει ο
Καραϊσκάκης– έκλαψεν ο Πρόεδρος [Κουντουριώτης] διά τον αποχωρισμόν μας, πλην
επειδή είχεν εκείνον τον διάβολο[43] κοντά, του είπα . δεν κάθομαι και έφυγα. …Εβγαίνω
διά την πατρίδα μας τη Ρούμελην, και πάλιν φαίνεται ποίος θα δουλεύση»[44].
Αυτό μας το βεβαιώνουν πιο ξεκάθαρα οι ίδιοι οι κάτοικοι του Αποκούρου στην από 20
Νοεμβρίου του 1825 αναφορά[46] τους προς τη Διοίκηση της Ελλάδος, στο Ναύπλιο:
Μετά την ταπεινή μας αναφοράν, ειδοποιούμεν . σας είναι γνωστόν, τον απερασμένον
Απρίλιον εις τας 15 επροχώρεσεν ο εχθρός εις την επαρχίαν μας και κατά κράτος μας
αφάνησεν όλην την επαρχίαν . χωρία, μοναστήρια, εκκλησίας, σπέρματά μας, ζώα μας, και
πολλούς εσκλάβωσαν και άλλους έσφαξαν. Τέλος πάντων, εμείς οι σωθέντες εκλείσθημεν
εις το φρούριον Αποκλείστρας και εζήσαμεν έως τώρα με χόρτα και πλέον ζωή σετ’ εμάς
δεν είναι, αν δεν προφθάση τό έλεος από τή σεβασμιότητά σας. Ότι μεγάλως λυπούμεθα,
ότι σε όλας τάς επαρχίας τάς εφοδιάσατε με στάρια και τζεπχανέδες [=πολεμοφόδεια], ειδέ
στήν δυστυχισμένην επαρχίαν μας Απόκορον ούτε μίαν λίτραν. … Ξαναπαρακαλούμεν και
ικετεύομεν να μας προφθάση η Σεβαστή Διοίκησίς μας με ψωμί, να οικονομηθούμεν, ότι
πλέον ζωή εισέτ’ εμάς δεν υπάρχει. Ότι όλες οι άλλες επαρχίες, άλλες πολύ – άλλες ολίγον,
κάτι απόλαψαν·. ειδέ τό Απόκορον, τό εθέρισαν οι εχθροί τό κάτω μέρος όλον, τό απάνω
μέρος τό έφαγαν τά γιδόπρατα τών επαρχιών οπού ήλθον μέσα, και αν μάς αφήσετε χωρίς
ψωμί,ας όψεσθε. Καί μέ όλον τό σέβας μένομεν.
1825 Νοεμβρίου 20
Οι κάτοικοι Αποκούρου»
Από Μυρτιάν
Αλλά και από Σάλωνα, απ’ όπου υπολογιζόταν πως θα έρχονταν τρόφιμα στο στρατόπεδο
της Δερβέκιστας, για διαφόρους κι απαράδεκτους λόγους, που εκτίθενται σε σχετική
αναφορά του αρχηγού του στρατοπέδου των Σαλώνων Γ. Δράκου[48], ποτέ δεν έφθασαν
στη Δερβέκιστα, αφού διάφοροι οπλαρχηγοί των Σαλώνων (Δυοβουνιώτης, Νάκος,
Τριαντάφυλλος, κ.ά.) δε φτάνει που δεν πήγαν μαζί με τα άλλα στρατεύματα στη
Δερβέκιστα, σύμφωνα με τη Διαταγή της Διοικήσεως, επιπλέον κατακρατούσαν και τις
λιγοστές τροφές που στέλνονταν από τη Διοίκηση του Ναυπλίου για τους άνδρες του
στρατοπέδου της Δερβέκιστας.[49]
Και το αποτέλεσμα, κατά τον Φίνλεϋ[50], ήταν, ότι ‘‘οι ασυμφιλίωτες ζηλοφθονίες των
Ελλήνων καπεταναίων (της Δερβέκιστας), έσωσαν τον Κιουταχή από την
καταστροφή’’.»[51]. Μάταια, λοιπόν, οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι περίμεναν βοήθεια
από το στρατόπεδο της Δερβέκιστας. Το τραγικότερο είναι ότι, ο Κώστας Μπότσαρης και το
ελληνικό στράτευμα στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας αδράνησε εντελώς και ουδεμία
βοήθεια πρόσφερε στους πολιορκημένους ακόμα και το φθινόπωρο του 1825, που τα
γιουρούσια των πολιορκημένων, αλλά και οι βροχές, ανάγκασαν τον Κιουταχή να
αποτραβηχτεί από τα χαρακώματα, και να δώσει διαταγή στα στρατεύματά του ν’
αποσυρθούν στους πρόποδες του Ζυγού/Αρακύνθου. Αμέσως οχύρωσε τη θέση που είχε
διαλέξει για να στρατοπεδεύσει και στις 17 Οκτωβρίου απέσυρε τα λείψανα τού στρατού
του στο νέο στρατόπεδο. Εκεί αδρανούσε περιμένοντας τον Ιμπραΐμ, με το στόλο να τον
εφοδιάσουν και να τον ενισχύσουν.[52] Συνάμα, το ιππικό του Κιουταχή, του επέτρεψε να
κρατήσει ανοικτή την επικοινωνία του με το Κρυονέρι, όπου ξεφορτωνόταν συνήθως ο
ανεφοδιασμός του σε τρόφιμα. Περίμενε τώρα ανυπόμονα την επιστροφή του καπουδάν
πασά και τις ενισχύσεις που επρόκειτο να του φέρει ο Ιμπραήμ πασάς. Αλλά παρόλο το
σθένος και την ικανότητά του, αν οι ΄Ελληνες χρησιμοποιούσαν την υπεροχή που είχανε
αποκτήσει εκείνη την εποχή με επιδεξιότητα, θάρρος και ομοθυμία, θα του ήταν αδύνατο
να κρατήσει τη θέση του, πολύ πριν φθάσει βοήθεια. Δεν είχε περισσότερους από τρεις
χιλιάδες πεζούς και εξακοσίους ιππείς ικανούς για υπηρεσία. Η Φρουρά του Μεσολογγίου
ήτανε πολυαριθμότερη και σημαντικές Ελληνικές δυνάμεις υπό τον Καραϊσκάκη, και άλλους
καπετάνιους (στο Στρατόπεδο της Δερβέκιστας) είχανε καταλάβει ισχυρές θέσεις στα νώτα
του. Μόνον οι ασυμφιλίωτες ζηλοφθονίες των Ελλήνων καπετάνιων και η στρατιωτική τους
άγνοια, που τους εμπόδιζε να εκτελέσουν οποιαδήποτε συνδυασμένη επιχείρηση έσωσε το
στρατό του Ρεσίτ από την καταστροφή. Ο πασάς έμεινε ένα μήνα σ’ αυτή την επικίνδυνη
κατάσταση, εκτεθειμένος οποιαδήποτε στιγμή στην επίθεση ενός υπερτέρου εχθρού, αλλά
αποφασισμένος να εμμείνει στην επιχείρησή του - να καταλάβει το Μεσολόγγι ή να χαθεί
μπροστά στα τείχη του.[53] Αυτή ακριβώς την έκτακτη και εξαιρετική ευκαιρία, με την
αδυναμία και αδράνεια του Κιουταχή, θέλησαν να επωφεληθούν οι αρχηγοί της Φρουράς
Μεσολογγίου. Κι αποφάσισαν να συνεννοηθούν με τά ελληνικά στρατεύματα, που
αδρανούσαν στη Δερβέκιστα και «δεν επεχειρίζοντο τίποτες, ένεκα της υπαρχούσης
διαιρέσεως»[54]. ΄Όμως τελικά δεν έγινε τίποτε. ΄Όπως σημειώνει ο Σπυρομίλιος: «μία
τοιαύτη δύναμις (του Κώστα Μπότσαρη), αν εκινείτο με σύμπνοιαν, δεν επιδέχεται
αμφιβολίαν ότι εκατόρθωνε να διακόψη τον δρόμον των θροφών του Ρεσίτ Μεχμέτ πασά,
και με τούτο να υποχρεωθή να αποσυρθή. Την αλήθειαν ταύτην -συνεχίζει ο Σπυρομίλιος-
επαναλαμβάνω, την έβλεπον όλοι , πλην δεν παραιτούσαν τινές τα συμφέροντά τους τα’
ατομικά διά την σωτηρίαν της Πατρίδος . και εκ του ετέρου και η Διοίκησις δεν εκινείτο με
σύμπνοιαν» [55]. Εξόν από τη Φρουρά, και η «Διοικούσα Επιτροπή» Μεσολογγίου
‘‘απέκαμε’’ να γράφει ‘‘αλλεπαλλήλως’’, στην Κυβέρνηση και στη Δερβέκιστα, ότι ‘‘αυτή
ήταν η αρμοδία περίστασις να εξολοθρεύσωμεν τον εχθρόν και να σωθεί η Πατρίς και διά
τούτο δεν έπρεπε να αμελήσωμεν’’. ΄Ηταν ανάγκη λοιπόν, ν’ αφήσουν κατά μέρος, κάθε
ατομικόν ‘‘συμφέρον ή φιλοτιμίαν και με σύμπνοιαν να κινηθούν’’, αλλά οι απαντήσεις
τους ήσαν πάντοτε ‘‘αναβλητικαί’’. Και πέρασε όλος ο Νοέμβριος και ‘‘τίποτις δεν
επεχειρίσθη, ούτε από την Διοίκησιν, αλλά ούτε από τους της Δερβέκιστας’’[56], όπου ήταν
συναγμένοι «πέντε χιλιάδες Έλληνες»[57]. Αυτά, τα επιβεβαιώνει και ο Κασομούλης[58]:
«Εις τα χαμένα και εγράψαμεν (στη Διοίκηση) και ενθαρρύναμεν κι’ επαρακινούσαμεν (στη
Δερβέκιστα)». Και προφορικά βέβαια, οι αποσταλμένοι της Φρουράς, εξήγησαν στους
οπλαρχηγούς της Δερβέκιστας το σχέδιό τους (για την κοινή επίθεση κι’ εξόντωση του
Κιουταχή) και το χαρακτήριζαν ‘‘το πλεόν αρμόζον εις την περίστασιν’’. Κι’ αυτό θα ήταν
εύκολο να κατορθωθεί ‘‘αν υπήρχε υπακοή και σύμπνοια . αλλά ταύτα (γράφει ο
Σπυρομίλιος[59]), έλειπον, ώστε οι αξιωματικοί μας επέστρεψαν άπρακτοι φορτωμένοι
παρατηρήσεις, κάμποσα: «αν όμως, να ίδωμεν κτλ.». Τόσον μας είχαν τυφλώσει τα πάθη,
ώστε και τας πλέον φανεράς αληθείας δεν εδυνάμεθα να διακρίνωμεν».[60] Συγκεκριμένα,
οι καπεταναίοι της Φρουράς Μεσολογγίου σκέφτηκαν να κάμουν παραστάσεις «διά ζώσης»
στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας μήπως και κάτι καταφέρουν. Έκαμαν μια επιτροπή με
κεφαλή τον Δημ. Μακρή και μέλη τον Χρήστο Φωτομάρα και Κ. Βέρη. Τους ανέθεσαν να
πάνε στη Δερβέκιστα με διπλό σκοπό. Πρώτα, με την επιρροή που είχαν ο Μακρής και ο
Βέρης στους Ρουμελιώτες και ο Φωτομάρας στους Σουλιώτες, να προσπαθήσουν να
συμφιλιώσουν το χωρισμένο στρατόπεδο της Δερβέκιστας, (που χωρισμένοι μάχονταν μόνο
με λόγια, ποιός θα είναι ο αρχηγός τους: ο Κώστας Μπότσαρης ή ο Καραϊσκάκης;). Αν το
πετύχουν να τους προτείνουν να κινηθούν για το Μεσολόγγι. Είχαν έτοιμο και το σχέδιο: να
κοπούν στα δύο, το ένα τμήμα να πιάσει τη Βαράσοβα κι’ από κεί να προσέχει μήπως φανεί
ο Ιμπραήμ και τα’ άλλο να σταθεί στις πλάτες του Κιουταχή, στο Παλιόκαστρο της Κυρα-
Ρήνης, πάνω στον Ζυγό/Αράκυνθο, μεταξύ Μεσολογγίου και Αιτωλικού. Αποφασίστηκε η
επιτροπή να πάρει συνοδεία άλλους έξι άντρες και να βγεί από το νησάκι του Ντολμά και τη
Φοινικιά. «Είχαμε εμπιστοσύνη –γράφει ο Ν. Κασομούλης- πως όλα θα πήγαιναν καλά, αν
και θα περπατούσαν νύχτα με σκοτάδι, γιατί στηριζόμασταν στο εξαίρετο μάτι του Δημ.
Μακρή, που ήξερε όλα τα μονοπάτια του Ζυγού». Και πράγματι ολονυχτίς ο Μακρής –53
χρονών- μπαρουτοκαπνισμένος από τα μικρά του χρόνια, διάβηκε με τους άλλους οκτώ,
δίπλα από τους Τούρκους και ανεβαίνοντας τον Ζυγό, το πρωί ξημέρωσαν στη Δερβέκιστα.
Άγνωστο παραμένει τι είπαν οι καπεταναίοι της Δερβέκιστας στον Μακρή, στον Βέρη και
στον Φωτομάρα. Μα από το αποτέλεσμα, φαίνεται καθαρά πως η διχόνοια που τρύπωσε
ανάμεσά τους δεν τους άφησε να νοιώσουν το μεγάλο προσκλητήριο των πολιορκημένων.
Από τους πέντε χιλιάδεςπου ήταν εκεί μόνον, κατ’ άλλους 300, κατ’ άλλους 600 δέχτηκαν
και μαζί με την επιτροπή μπήκαν στο Μεσολόγγι.[61]
Κατέφθασε και ο Ιμπραήμ και χρησιμοποίησε όλο το Δεκέμβριο, (του 1825), για να
συγκροτήσει αποθήκες στο Κρυονέρι και για να μεταφέρει πυρομαχικά στο στρατόπεδό του
μπροστά στο Μεσολόγγι.[62]
Η συνέχεια είναι γνωστή: Ηρωική «έξοδος» Μεσολογγιτών και καταφυγή τους στο
στρατόπεδο της Δερβέκιστας, όπως γράφει ο Νικόλαος Δ. Μακρής (1827-1897), Ιστορία του
Μεσολογγίου, ([χειρόγραφον που απόκειται στο Τμήμα Χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης
υπ’ αριθ. 2902): «Τέλος οι εναπομείναντες προυχώρησαν και δια του Κουτσοχωρίου, της
Μεγάλης Ρίζας και της Δεσποίνας έφθασαν την 12ην Απριλίου εις Δερβέκισταν, όπου
εξηκολούθησαν να καταφθάνωσι τα περισωθέντα λείψανα της φρουράς και των
γυναικοπαίδων. …Εσώθησαν δε και έφθασαν εις Δερβέκισταν οι στρατηγοί Νότης
Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας, Μήτσος Κοντογιάννης, Δημήτριος Μακρής[63], Γεώργιος
Βαλτινός, Χρίστος Φωτομάρας, Γεώργιος Κίτσος, Γεώργιος Τζαβέλας, Διαμάντης Ζέρβας,
Χριστόδουλος Χανττζηπέτρος και περί τους 1.300 εκ της φρουράς και των γυναικοπαίδων .
οι άλλοι οίτινες ανήρχοντο εις εννέα περίπου χιλιάδας, κατά την ομολογίαν των
επιζησάντων, εφονεύθησαν, ηχμαλωτίσθησαν ή ανετινάχθησαν εις τον αέρα, εμβαλόντες
μόνοι των το πύρ εις τας πυριταδαποθήκας. Εφονεύθησαν δε οι στρατηγοί Νικόλαος
Στουρνάρας, Αθαν. Ραζηκότσικας, Κώστας Σαδήμας, Κώστας Μοσχοβίτης εξάδελφος του
στρατηγού ΄Ισκου και οδηγών τον στρατόν αυτού, απουσιάζοντος με αποστολήν εις
Ναύπλιον, ο γενικός φροντιστής Γιαννάκης Δροσίνης, ο πρόεδρος της προσωρινής
Διοικητικής Επιτροπής Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, οι πρόκριτοι Μεσολογγίου
Αναστάσιος Παλαμάς, Πέτρος Γουλιμής, Γεώργιος Φαράντος, Κωνσταντίνος Τρικούπης,
Κων. Καρπούνας, ο εκδότης των ‘‘Ελληνικών Χρονικών’’ Μάγερ, ο μηχανικός Κοκκίνης , οι
Γερμανοί Στήσημπεργκ, Ρέζερ Κλήμτ, Σώφιν, Δήμερ, Λίτσοβ, ο Βαρών Ριδεζέλ, Δεληνές και ο
Γεόνερος»[64].
[65]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1]
Δημακόπουλος Γ. Δ., Η Διοικητική Ορργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν 1821-1827, (Αθήναι
1966), σ. 50-52. –Κωνσταντίνης Μ. Κ., Το Ταχυδρομείον κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν 1821-
1827, (έκδοση: Ελληνικά Ταχυδρομεία: εκδίδεται επί τηι 150ετηρίδι από της κηρύξεως του αγώνος, Αθήναι
1971), σ. 9: «Την 7 ην Ιουνίου 1821 φθάνει εις την ΄Υδραν ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του
αδελφού του, Αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας (Γενικού Επιτρόπου της Αρχής) Αλεξάνδρου Υψηλάντου. Μετ’
ολίγας ημέρας διαπεραιούται εις την Πελοπόννησον και υποβάλλει εις τους προκρίτους αυτής σχέδιον, το
οποίον ουδέποτε ετέθη εις εφαρμογήν, διά την σύστασιν ‘‘εφορειών εις εκάστην από τας εικοσιτέσσαρας
επαρχίας’’.».
[2]
ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 4 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ 1821-
1832: ΑΙ ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ : Δ΄ ΕΝ ΑΡΓΕΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ,, έκδοσις
Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1973, σ. 239 : «Εις την αυτήν σχεδόν εποχήν συνήλθον εις
Μεσολόγγιον οι απεσταλμένοι των Αγράφων, Μαλακασίου, Ασπροποτάμου, Σουλίου, Άρτας, Βάλτου, Βόνιτζας,
Ξηρομέρου, Βλοχού, Ζυγού, Μεσολογγίου, Ανατολικού, Βενέτικου, Κραβάρων, Αποκούρου και Καρπενησίου,
εσύστησαν εννεαμελή Γερουσίαν, δια να κυβερνήση το μέρος της Ρούμελης το λεγόμενον Δυτική Ελλάς, και
έκλεξαν συγχρόνως πληρεξουσίους του μέρους τούτου διά την [Α΄] Εθνικήν Συνέλευσιν». Τα αυτά
επαναλαμβάνονται και στη σ. 291 : «Εις την αυτήν σχεδόν εποχήν, συνεκροτήθη Τρίτη συνέλευσις εις
Μεσολόγγιον διά των απεσταλμένων του Μαλακασίου, του Ασπροποτάμου, των Αγράφων, του Σουλίου, της
Άρτας, του Βάλτου, της Βόνιτζας, του Ξηρομέρου, του Βλοχού, του Ζυγού, του Μεσολογγίου, του Ανατολικού,
Βενέτικου, Κραβάρων, Αποκούρου και Καρπενησίου. Η συνέλευσις αύτη εσύστησε μίαν τρίτην Γερουσίαν
εννεαμελή και ενήργησεν, ωσαύτως, την εκλογήν αντιπροσώπων του μέρους τούτου της Χέρσου Ελλάδος διά
του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», σειρά ‘‘Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη’’, αρ. 11,
Ξηρομέρου Βάρνακα.
[5]
Γιώτης αδερφός του Βαρνακιώτη Νικολού.
[6]
Λουκάτος Σπύρος, «Η κατάσταση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος μετά την απελευθέρωσή της, 1829-1831:
Συνάντησης Προυσού, Προυσός Ευρυτανίας, 26-28 Ιουνίου 1981, (οργάνωση, [εκδ.], «Εταιρεία
Επανάσταση του 1821», στην Επετηρίδα Εταιρείας Ευρυτάνων Επιστημόνων, τόμος πρώτος, 1990/91, (σσ.
313-360), σ. 318. Ας σημειωθεί έδώ ότι, εις τα «Πρακτικά της Γ΄ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως,
συγκροτηθείσης εν Επιδαύρωι (το δεύτερον), κατά τον μήνα Απρίλιον .ΑΩΚS΄», εις την Α΄ Συνεδρίασιν, στις
6 Απριλίου 1826, ανεγνώσθη «αναφορά της επί των εγγράφων πληρεξουσιότητος επιτροπής, διά της οποίας
αναφέρει … προσέτι, ότι το Βενέτικον και Απόκορον θέλουσι να διαιρεθώσιν εις δύο χωριστάς επαρχίας και να
στείλωσι κάθε μια τους πληρεξουσίους της. γνωμοδοτεί δε η επιτροπή, ενωμέναι αι δύο, να στείλωσιν ανά
ένα πληρεξούσιον η κάθε μια. Αι μεν παρατηρήσεις της επιτροπής έγιναν δεκταί, η δε υπόθεσις του Αποκόρου
και Βενέτικου έμεινεν εις σκέψιν». (δες: ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 3 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ
ΕΠΙΔΑΥΡΩι, Β΄ ΕΝ ΑΣΡΕΙ, Γ΄ ΕΝ ΕΠΙΔΑΥΡΩι, ΕΝ ΕΡΜΙΟΝΗι, ΚΑΙ ΤΡΟΙΖΗΝΙ ΚΑΤ’ ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΝ,,
έκδοσις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1971, σ. 151. Δες σχετ. και στις σ. 157, 212-213,
272).
[8]
Δες: -Λουκόπουλος Δημ., Ο ρουμελιώτης καπετάνος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το Αρχείο
του, (έκδοση του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», στη σειρά ‘‘Ιστορική και Λαογραφική
Βιβλιοθήκη’’, αρ. 11, 1931), σ. 15. -Μαρίνος Κ., ό.π., σ. 46, 111.
[9]
–Νεραντζής Ιωάν., “Το ΄΄σαντζάκιον του Κάρλελι΄΄ στην περίοδο της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα”, ΤΑ
Παπαρούνης, Το 21 στη Δ. Ρούμελη και ο Δημήτρης Μακρής, (1971), σ. 18: «Στο Απόκουρο –τη σημερινή
ορεινή Τριχωνίδα- δρούσε ο Κώστας Σαδήμας, κουνιάδος των Γιολντασαίων, μ’ ένα έξοχο σώμα και με
διαλεχτούς μπουλουξήδες σαν το Βασίλη Διαλέτη, το Νάσο Σαδήμα κ.ά.». -Δες και: Πολίτης Θεόδ., Η συμβολή
της ΑτωλοΑκαρνανίας στην επανάσταση του 1821,(έκδοσις Νομαρχίας Αιτωλίας & Ακαρνανίας, 1974),
σποράδην.
[12]
ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 2 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ : Β΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1823 – 1824:
επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1972, σ. 56. Δες στο ίδιο και σ. 463-464:
«Προβούλευμα της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, αριθμ. 87, εν Τρπολιτσά 2-6-1823».
[13]
ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 2 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ : Β΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1823 – 1824:
επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1972, σ. 62. Σημειωτέον ότι, στο υπ’ αρ.
79 / 1-6-1823 προβούλευμα της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος «εν τηι συνελεύσει του Βουλευτικού,
εγένετο λόγος και σκέψις περί επάρχου Μεσολογγίου, και παντός Καρελίου, και προβληθείς ο κύριος
Κωνσταντίνος Μεταξάς ως άξιος και ικανός εις εκείνο το μέρος …». (δες στο ίδιο, σ. 460-461).
[14]
Adolf von Lubtow, Der Hellenen Freiheitskampf im Jahre 1822. Aus dem Tagebuch des Herrn A. v. L.
Kampfgenossen des Generals Grafen von Normann; bearbeiter von Ludwig von Bolmann, Bern 1823.
[15]
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το ως άνω χρονικό του Adolf von Lubtow είναι αντλημένο από τον
Κυριάκο Σιμόπουλο, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τόμος 2ος, (γ΄ έκδ. 1997), σ. 221. Δες και
Ανδρέας Καλαντζάκος, Η Ρούμελη το 1821: Περιηγητές, Εθελοντές, Αρχαιοκάπηλοι, [2001], σ. 18. Ο Ανδρ.
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ : Β΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1823 – 1824:
επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1972, σ. 646-647.
[17]
ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 2 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ : Β΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1823 – 1824:
επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1972, σσ. 113-127.
[18]
Κασομούλης Ν., Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων1821-1833, (εκδ. «Κοσμαδάκη»), τ.
Α΄, σ. 355-356.
[19]
Κασομούλης Ν., στο ίδιο. Το απόσπασμα το παραθέτει και ο Κων/νος Αντ. Παπαδόπουλος, «Οι Γιολδασαίοι
και οι σχέσεις τους με τον Καραϊσκάκη», στο Συνέδριον: Η Ευρυτανία κατά τους επαναστατικούς και
μετεπαναστατικούς χρόνους (170 χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη), οργανωμένο από το
Πάντειον Πανεπιστήμιον στην Αθήνα 16-18/9/1993, (επιμέλεια έκδοσης Κλεομ. Κουτσούκης & Αρώνη-Τσίχλη
Α., [1995]), (σ. 107-130), σ. 111-112. Από εδώ το αντλώ και εγώ. (Δες και: ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 2 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ : Β΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1823 – 1824: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ,
ΠΡΟΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ, εν Αθήναις, τύποις Διονυσίου Κορομηλά, 1862, επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της
Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1972, σ. 372: Συνέλευσις του Βουλευτικού, τηι 29 Ιουλίου 1824:
«… Επαρρησίασενη περί των παραστατικών επιτροπή τα όσα παραστατικά της Γ΄ περιόδου είχον παρρησιασθή
ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ : Γ΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1824-1826 :
ΠΡΟΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, (έκδοσις Βιβλιοθήκης
της Βουλής των Ελλήνων, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου,Αθήναι 1974, σ. 183, αύξον αριθμ. εγγράφου 531 :
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, το Βουλευτικόν Σώμα, Προς το Σεβαστόν Εκτελεστικόν : Ο κύριος
Ζαχαρίας Πλαντζή προβάλλεται προς το Σ.[εβαστό] τούτο Σώμα Έπαρχος Βλοχού και να εκπληροί και τα χρέη
του επάρχου εις την μικράν Επαρχίαν Αποκούρου. Ομοίως και ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης προβάλλεται
Έπαρχος των Κραββάρων και να εκπληροί και τα χρέη του Επάρχου εις το Βενέτικον. Και ζητείται και
συγκατάθεσις του Εκτελεστικού. Τηι 21 Μαρτίου 1825, εν Ναυπλίωι. Ο Πρόεδρος: Πανούτζος Νοταράς. Ο Β΄
Γραμματεύς».
[21]
Λουκόπουλος Δημ., Ο ρουμελιώτης καπετάνος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το Αρχείο του, (έκδοση
του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» ιδρυθείς τωι 1899 υπό Δ. Βικέλα, στη σειρά ‘‘Ιστορική και
Λαογραφική Βιβλιοθήκη’’, αρ. 11), σ. 21-22, 69-72, 74. Σημειωτείον εδώ ότι, ο Δημ. Λουκόπουλος αναφέρει
ακρίβεια και πείνα. Οι κρίσεις διατροφής στην ελληνική χερσόνησο (1650-1830): Προβλήματα προσέγγισης
και εμπειρικές ενδείξεις, (Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1993). –Δερτιλής Γ. Β., «Αφορία, ακρίβεια και πείνα:
βιβλιοκρισία αυτού του βιβλίου του Κ. Κωστή, …», ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τόμος 13ος, τχ. 24,25, Ιούν., Δεκ., 1996,
σσ. 308-312.
[23]
Η αναφορά είναι καταγραμμένη από τον Καραθανάση Γ. Π., «Κραυγές αγωνίας ‘‘Αποκουριτών’’»,
περιοδ. ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ 84 (1976), σ. 13. Η παραπομπή από τον Μαραγιάννη Κων., Το Απόκουρο, (1979), σ.
92-93, υποσημ. 1 στη σ. 93, όπου παραπέμπει στα Γ.Α.Κ., Αρχείο Βλαχογιάννη, Υπουργ. Πολέμου, φ. 34.
γιατρός. Συμπαραστάθηκε στον Byron τις τελευταίες του στιγμές στο Μεσολόγγι. Μόλις ετελείωσε τις σπουδές
του στο Εδιμβούργο το 1823 και πληροφορήθηκε ότι το «Φιλελληνικό Κομιτάτο» του Λονδίνου ζητούσε γιατρό
για την Ελλάδα, έθεσε υποψηφιότητα και με καλές συστάσεις προτιμήθηκε. Ευκαιρία για πρακτική άσκηση και
πλουτισμό. ΄Εφθασε στην Κεφαλονιά αρχές Νοεμβρίου 1823. Ο Byron του υποσχέθηκε να τον χρησιμοποιήσει
στο σώμα που θα στρατολογούσε στην Ελλάδα. Πήρε συστατικό γράμμα από τον Byron και διαπεραιώθηκε στο
Μεσολόγγι. Στη Δυτική Ρούμελη έμεινε μέχρι τέλους του 1824. ΄Υστερα από τον θάνατο του Byron ο Julius
Millingen κατέβηκε στον Μωριά. Τελικά όμως αυτομόλησε στους Τούρκους, αλλαξοπίστησε και έζησε 50
χρόνια στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέθανε το 1878. Το 1831 κυκλοφόρησαν στο Λονδίνο
τα Ενθυμήματά του από την Ελλάδα. (Τα στοιχεία αντλημένα από τον Ανδρέα Καλαντζάκο, Η Ρούμελη το
1821: Περιηγητές, Εθελοντές, Αρχαιοκάπηλοί, [2001], σ. 95. Ο Ανδρ. Καλαντζάκος αντλεί τα στοιχεία από το
βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τόμος 3ος, (γ΄ έκδ. 1997), σ. 385
υποσημ. 3).
[25]
Memoirs of the Affairs in Greece; containing an Account of the Military and Political Events, wich
occurrent in 1823 and Following Years. With Various Anecdotes relating to Lord Byron, and an Account of his
last Illness and Death. By Julius Millingen, Surgeon to the Byron’s Brigade at Mesolongi, and to the Greek
occurrent in 1823 and Following Years. With Various Anecdotes relating to Lord Byron, and an Account of his
last Illness and Death. By Julius Millingen, Surgeon to the Byron’s Brigade at Mesolongi, and to the Greek
Army in Western Greece, Peloponnesus etc., London 1831. Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το βιβλίο του
Julius Millingen είναι αντλημένο από τον Κυριάκο Σιμόπουλο, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τόμος
4ος, (1982), σ. 38, καθώς και υποσημ. 13 στην ίδια σελίδα. Δες και Ανδρέας Καλαντζάκος, Η Ρούμελη το
1821: Περιηγητές, Εθελοντές, Αρχαιοκάπηλοι, [2001], σ. 70-71. Ο Ανδρ. Καλαντζάκος το αντλεί από το
Θ. Μ., Η συμβολή της ΑιτωλοΑκαρνανίας στην Επανάσταση του 1821, (1974), σ. 149-156. -Κυριάκος
Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21, τόμος 4ος, (1982), σ. 33-52.
[28]
Του Απόκουρου υπαχθέντος στην επαρχία Τριχωνίας νομού Αιτωλίας & Ακαρνανίας. Συγκεκριμένα, τον
Μάρτιο του 1841, η «επαρχία Αγρινίου» μετονομάζεται σε «επαρχία Τριχωνίας», στην οποία υπάγονταν οι
38.
[30]
Σπυρομίλιου, Απομνημονεύματα της Β΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου, (στη σειρά ‘‘Απομνημονεύματα
Αγωνιστών του 21, τόμος 19ος, από τον Εκδοτικό Οίκο: Γ. Τσουκαλά και υιοί «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», με εισαγωγή
Γιάννη Βλαχογιάννη), Αθήναι, 1957, σ. 113. (Σημειωτέον εδώ ότι, στον ίδιο τόμο, 19, της σειράς αυτής , στις
σσ. 15-89, εμπεριέχεται και το χειρόγραφο του Νικολάου Δ. Μακρή, Ιστορία του Μεσολογγίου).
[31]
Σπυρομίλιου, Απομνημονεύματα της Β΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου, ό.π., σ. 113.
[32]
Σπυρομίλιου, Απομνημονεύματα της Β΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου, ό.π., σ. 113-114. Πρβλ.:
Παπαρούνης Π. Ν., Το 21 στη Δυτική Ρούμελη και ο Δημήτρης Μακρής, (1971), σ. 238-239.
[33]
Σπυρομίλιου, Απομνημονεύματα της Β΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου, ό.π., σ. 113.
[34]
Παπαρούνης Π. Ν., Το 21 στη Δυτική Ρούμελη και ο Δημήτρης Μακρής, (1971), σ. 243-245.
[35]
Δες τη μελέτη με τίτλο «Αποκλείστρα», στον Κ. Σ. Κώνστα, Άπαντα όσα βρέθηκαν, τόμος 10ος:
των Απάντων του Κ. Σ. Κώνστα υπό του Θ. Μ. Πολίτη, εκδ. ‘‘Διογένης’’, Αθήνα 1990), (σ. της μελέτης
«Αποκλείστρα» 146-154), σ. για την «Αποκλείστρα της Ευρυτανίας» 148-154. Δες και: -Βλαχογιάννης Ι.,
«Αποκλείστρες», εφημ. ΠΡΟΟΔΟΣ, Αθήναι, 18 και 22 Ιουνίου 1917 (το αυτό και εις εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΛΟΓΟΣ, Αθήναι 8 και 9 Απριλίου 1925). –Λουκόπουλος Δημ., Ο Ρουμελιώτης καπετάνος του 1821 Ανδρίτσος
Σαφάκας και το αρχείο του, (Αθήναι 1931), σ. 18, 19, 44, 59, 62. –Κώνστας Κ. Σ., «Η ‘‘Αποκλείστρα’’ του
Καρπενησιού, ένα σωτήριο σπήλαιο του Εικοσιένα», εφημ. Ο ΛΑΟΣ, Αγρίνιον, 30 Απριλίου, 7 και 14 Μαΐου
1961. –Βασιλείου Πάνος, «Πρός Προυσόν», στον Τουριστικό Οδηγό για την Ελλάδα, (Αθήναι 1962), τόμος Α΄,
σ. 116. –ΑιτωλοΑκαρνανική & Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Β΄, 1965, σ. 464-471, λήμμα Αποκλείστρα
[36]
ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, σειρά 6 : ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ
ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: Β΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΔ 1823-1824 : ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΩΝ ΠΡΟΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΩΝ ΕΚΔΟΘΕΝΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΥΣ 1
ΚΑΙ 2 ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΣΕΙΡΑΣ, (έκδοσις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1972, σ. 214 :
Αύξον αριθμ. Εγγράφου 1074 : «Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, το Βουλευτικόν Σώμα, Προς το Σεβαστόν
Εκτελεστικόν: Το Βουλευτικόν κατά χρέος του, φροντίζον διά την παιδείαν των νέων και όσα ενδέχεται
φωτισμόν του λαού και γνωρίζων έν[α] μέσον πρόχειρον εις τούτο, την ανάγνωσιν των εφημερίδων,
διετάξατο τα δύο εν Ελλάδι πιεστήρια, Ύδρας και Μεσολογγίου, να πέμπωσιν εις εκάστην επαρχίαν της Στερεάς
και των νήσων ανά έν[α] σώμα, και εις τα σχολεία ομοίως, σώματα όλα εκατόν. και διά την τιμήν τούτων
επροσδιώρισε τάλληρα ισπανικά <100>. … Τηι 25 Ιουλίου 1824, εν Ναυπλίωι. Ο Αντιπρόεδρος Βρεσθένης
του ’21, τόμος 3ος, (γ΄ έκδ., 1997), σσ. 16-17, υποσημ. 10 στη σ. 17. Ειδικά στις σ. 16-17 γράφει: «Ο
Edward Blaquiere, απόγονος μιας οικογένειας Ουγενότων μεταναστών που εγκαταστάθηκε στο Δουβλίνο, είχε
υπηρετήσει ως αξιωματικός στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό της Μεσογείου. Αργότερα, αφού ταξίδεψε πολύ ως
καπετάνιος εμπορικού καραβιού και ως επιχειρηματίας άρχισε να γράφει βιβλία πάνω σε διεθνή πολιτικά
προβλήματα της εποχής. ΄Ηταν ένας δραστήριος δημοσιολόγος και πολιτικοκοινωνικός προπαγανδιστής.
Αφοσιώνεται στο ελληνικό πρόβλημα με ενεργητικότητα και πάθος. Θα ταξιδέψει δύο φορές στην Ελλάδα, θα
πραγματοποιήσει πολλές περιοδείες στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία προπαγανδίζοντας με
ζήλο την ελληνική υπόθεση. Στα διαλείμματα αυτών των ταξιδιών πρόλαβε και έγραψε τρία βιβλία και δύο
φυλλάδια για την Ελληνική Επανάσταση»: α) Report on the Present State of the Greek Confederation and on
its claims to the support of the Cristian World. Read to the Greek Committee on Saturday September 13,
1823, London 1823. β) Narrative of a Second Visit to Greece, including Facts connected with the Last Days
of Lord Byron.Extracts from Correspondence, Official Documents etc., London 1825. γ) Τhe Greek
Revolution; Its Origins and Progress; Together with Some Remarks on the Religion, National Character, etc.
in Greece, London 1824. δ) Letters from Greece; with Remarks on the Treaty of Intervention, London
Αγώνας: Η ταξική πάλη πριν και κατά τη μεγάλη επανάσταση και η πρώτη πολιτειακή οργάνωση του
Ελληνικού έθνους, (τόμοι 4, εκδ. ‘‘Κάλβος’’, γ΄ έκδοση 1979): -τόμος 1ος, σ. 192 κ.εξ. Και -τόμος 2ος, σ.
250-263. Και -τόμος 3ος, σ. 126-154, & σ. 155-162: Η αδράνεια του στρατού της Δερβέκιστας, καθώς και σ.
2000), σ. 201.
[42]
Στον Κυριάκο Σιμόπουλο, ό.π., σ. 35 υποσημ. 5.
[43]
Εννοούσε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
[44]
Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τόμ. Β΄, (Αθήναι 1940), σ. 57. Πρβλ.: Ζούμπος Ιωάν., «Η
συμβολή των Γιολδασαίων στην Επανάσταση του 1821», στην Επετηρίδα Εταιρείας Ευρυτάνων
Πολιορκημένων”, (Απρίλης 1825 - Απρίλης 1826), (β΄ έκδοση, Πάτρα 2000), σ. 114-115. Ιστορικές πηγές
στις οποίες ο ίδιος παραπέμπει: -Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τόμος Β΄, σ. 106-107. –
ό.π., σ. 115-116, όπου καταγραμμένη αυτή η αναφορά, και από όπου την αντιγράφω και εγώ.
[48]
-Αλληλογραφία Φρουράς Μεσολογίου 1825-1826, (Αθήνα 1963), σ. 269. Πρβλ.: Καρακόϊδας Κώστ., ό.π.,
107-161. -Σταματόπουλος Τάκης, Ο Εσωτερικός Αγώνας: Η ταξική πάλη πριν και κατά τη μεγάλη επανάσταση
και η πρώτη πολιτειακή οργάνωση του Ελληνικού έθνους, (γ΄ έκδοση 1979), τόμος 3ος, σ. 155-162 την
ενότητα: Η αδράνεια του στρατού της Δερβέκιστας, καθώς και σ. 306-323 την ενότητα: Το στρατόπεδο της
Δερβέκιστας. Ο ίδιος παραπέμπει στα: -Αρχείον Στρατηγού Κ. Μπότσαρη (Δ. Οικονόμου), Αθήναι 1934, σ. 36,
182-186, 191, 213. Κασομούλης Ν., Στρατιωτικά ενθυμήματα, (τόμοι Α – Γ, έκδ. Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήναι
1939-42), τ. Β΄, σ. 149, 156, 169. –Φίνλεϋ Γεώργ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, (μετάφρ.
Αλέξανδρος Κοτζιάς, πρόλογος Γιάννη Κορδάτου, σχόλια Τάσου Βουρνά, μονότομη έκδοση, ‘‘΄Ατλας’’, 1954;),
176, 182-186. Πρβλ.: -Αρχείον Στρατηγού Κ. Μπότσαρη (Δ. Οικονόμου), Αθήναι 1934, σ. 36, 40-41, 52-82.
149, 156, 169. -Σταματόπουλος Τάκης, ό.π., τ. 3ος, σ. 159-160. –Φίνλεϋ Γεώργ., Ιστορία της Ελληνικής
Επαναστάσεως, (μετάφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, πρόλογος Γιάννη Κορδάτου, σχόλια Τάσου Βουρνά, μονότομη
-Σταματόπουλος Τάκης, ό.π., τ. 3ος, σ. 160, από όπου αντλώ τις αρχειακές πηγές.
[57]
Παπαρούνης Π. Ν., Το 21 στη Δυτική Ρούμελη και ο Δημήτρης Μακρής, (1971), σ. 287.
[58]
Κασομούλης Ν., Στρατιωτικά ενθυμήματα,ό.π., τόμος Β΄. σ. 149, 156. Πρβλ.: Σταματόπουλος Τάκης, ό.π.,
τόμος Β΄. σ. 149, 156. –Αρχείον Κ. Μπότσαρη, ό.π., σ. σ. 52-82. Πρβλ.: Σταματόπουλος Τάκης, ό.π., τ. 3ος,
Πρβλ.: -Αρχείον Στρατηγού Κ. Μπότσαρη (Δ. Οικονόμου), Αθήναι 1934, σ. 36, 40-41, 52-82. -Κασομούλης
Ν., Στρατιωτικά ενθυμήματα, (τόμοι Α – Γ, έκδ. Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήναι 1939-42), τ. Β΄, σ. 149, 156,
169. -Σταματόπουλος Τάκης, ό.π., τ. 3ος, σ. 159-160. –Φίνλεϋ Γεώργ., Ιστορία της Ελληνικής
Επαναστάσεως, (μετάφρ. Αλέξαν. Κοτζιάς, πρόλογος Γιάν. Κορδάτου, σχόλια Τ. Βουρνά, μονότομη έκδοση,
‘‘Ατλας’’, 1954;), σ. 338-352, ιδίως οι σσ. 339-342. -Παπαρούνης Π. Ν., Το 21 στη Δυτική Ρούμελη και ο
και ο Δημήτρης Μακρής, (1971). –Παπατρέχας Γεράς., Ιστορία του Αγρινίου και της γύρω περιοχής από την
αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, (1991). –Πολίτης Θ. Μ., Η συμβολή της ΑιτωλοΑκαρνανίας στην
Επανάσταση του 1821, (1974). -Μιτάκης Διονύς., Γιαννάκης Σουλτάνης και άλλοι Μοναστηριώτες
αγωνιστές, (1994). –Ευαγγελάτος Χρήστος (1897-1977), Ιστορία του Μεσολογγίου, (β΄ έκδοση από τις
Χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης υπ’ αριθ. 2902, συγκείμενον εκ φφ ηριθμημένων 112, διαστάσεων
310Χ205, ραφέν εν έτει 1908 υπό Νικολάου Δ. Μακρή υποστρατήγου]), (έκδοση με επιμέλεια Ε. Γ.
Πρωτοψάλτη, στη σειρά ‘‘Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, τόμος 19ος, από τον Εκδοτικό Οίκο: Γ.
Τσουκαλά και υιοί «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», Αθήναι, 1957), σ. 76-77. (Στον ίδιο τόμο, 19, της σειράς αυτής
εμπεριέχονται και του: Σπυρομίλιου, Απομνημονεύματα της Δευτέρας Πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-