Professional Documents
Culture Documents
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει. Luis Sepúlveda. Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει. Luis Sepúlveda. Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει. Luis Sepúlveda. Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει
Luis Sepúlveda
1
Τίτλος πρωτοτύπου:
Historia de una gaviota y del gato que le enseñó a volar
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ενα γλάρο να πετάει
Εξώφυλλο-Εικονογράφηση: Claudia Biclinsky Εκτύπωση: Πάνος
Γκόνης Βιβλιοδεσία: Θ. Ηλιόπουλος - Π. Ροδόπουλος
Εκδόσεις opera
ISBN: 960-7073-36-3
Luis Sepulveda
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακιδης
Εξώφυλλο - Εικονογράφηση Claudia Bielinsky
Τέταρτη έκδοση
Εκδόσεις opera Α8ήνα 2001
Στονς γιους μου, Σεμπαστιάν, Μαξ και Λεόν, το καλύτερο τσούρμο
των ονείρων μου.
Στο Αμβούργο, γιατί εκεί μπάρκαραν.
Και, φυσικά, στο γάτο Ζορμπά.
Πρώτο Μέρος
1. Βόρεια Θάλασσα
Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, λιαζόταν στο
μπαλκόνι, ρονρονίζοντας, και σκεφτόταν τι ωραία που την
περνούσε εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω
στην κοιλιά, τα τέσσερα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη.
Τη στιγμή ακριβώς που έστριβε τεμπέλικα το κορμί για να λιάσει
και τη ράχη του, άκουσε το βόμβο κάποιου πετούμενου που δεν
μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, και που ζύγωνε με μεγάλη
ταχύτητα. Τινάχτηκε πάνω, στήθηκε γερά στα τέσσερα ποδάρια
του, κι ίσα που πρόλαβε να χωθεί σε μια γωνιά, αποφεύγοντας το
γλάρο που έπεσε στο μπαλκόνι του.
Πιο βρόμικο πουλί δεν είχε ξαναδεί! Όλο του το κορμί ήταν
ποτισμένο με μια μαύρη ουσία που έζεχνε.
Ο Ζορμπάς ξεπέρασε το πρώτο σοκ, κι ο γλάρος έκανε μια
προσπάθεια ν' ανασηκωθεί, μαζεύοντας τις φτερούγες.
«Έχω δει και κομψότερες προσγειώσεις» νιαούρισε ο γάτος.
«Το ξέρω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα» έκρωξε η Κενγκά.
«Ρε συ, τα χάλια σου έχεις!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Και τι είν' αυτό
που 'χεις πάνω σου; Σκυλοβρωμάει!»
«Με βρήκε το μαύρο κύμα. Η μαύρη μάστιγα. Η κατάρα των
θαλασσών. Θα πεθάνω» έκρωξε παραπονιάρικα η Κενγκά.
«Θα πεθάνεις; Μην το λες αυτό» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είσαι
βρόμικη και κουρασμένη — αυτό είν' όλο. Γιατί δεν πετάγεσαι ως
τον Ζωολογικό Κήπο; Δεν είναι μακριά από δω, κι έχει εκεί
κτηνίατρους που μπορούν να σε βοηθήσουν.»
«Δεν μπορώ. Αυτό ήταν το τελευταίο μου πέταγμα» έκρωξε η
Κενγκά με φωνή ξεψυχισμένη κι έκλεισε τα μάτια.
«Μην πεθάνεις! Ξεκουράσου λιγουλάκι και θα δεις πως θα
συνέλθεις. Πεινάς; Να σου δώσω λίγο απ' το φαΐ μου, αλλά, σε
παρακαλώ, μην πεθάνεις!» νιαούρισε ο Ζορμπάς, πλησιάζοντας την
εξουθενωμένη Κενγκά.
Κατανικώντας την αποστροφή του, ο γάτος τής έγλειψε το κεφάλι.
Εκείνη η ουσία που την είχε ποτίσει, είχε κι απαίσια γεύση.
Περνώντας με τη γλώσσα του από το λαιμό, πρόσεξε πως η
αναπνοή του πτηνού γινόταν όλο και πιο αδύναμη.
«Άκου να σου πω, φιλενάδα: θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν ξέρω
πώς. Κοίτα εσύ να ξεκουραστείς, κι εγώ θα πεταχτώ να ρωτήσω τι
κάνει κανείς μ' έναν άρρωστο γλάρο» νιαούρισε ο Ζορμπάς και
πήδηξε στη στέγη.
Είχε ήδη κινήσει για την καστανιά, όταν άκουσε το γλάρο να τον
φωνάζει. «Θες να σου αφήσω λίγο φαΐ;» νιαούρισε λίγο
ανακουφισμένος.
«Πρόκειται να κάνω ένα αβγό. Θα μαζέψω τις τελευταίες μου
δυνάμεις και θα το κάνω. Φίλε μου, γάτε, έχω καταλάβει πως είσαι
ένα ζώο καλό και πονόψυχο. Γι αυτό, θέλω να σου ζητήσω τρεις
χάρες. Θα μου τις κάνεις;» έκρωξε η Κενγκά, κάνοντας μια βαριά κι
απεγνωσμένη προσπάθεια να σηκωθεί όρθια.
Ο Ζορμπάς σκέφτηκε πως ο φουκαράς ο γλάρος παραληρούσε
και πως, μπροστά σ' ένα πουλί σ' αυτά τα χάλια, δεν μπορείς
παρά να δειχτείς γενναιόψυχος.
«Σου υπόσχομαι ό,τι θέλεις. Τώρα, όμως, ξεκουράσου»
νιαούρισε με κατανόηση.
«Δεν έχω χρόνο να ξεκουραστώ. Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε
θα φας τ' αβγό» έκρωξε η Κενγκά, ανοίγοντας τα μάτια. «Σου
υπόσχομαι να μη φάω τ' αβγό» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το φροντίζεις ώσπου να γεννηθεί
το γλαρόνι» έκρωξε η Κενγκά, τεντώνοντας το λαιμό.
«Σου υπόσχομαι να το φροντίζω ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι»
νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το μάθεις να πετάει» έκρωξε
η Κενγκά, κοιτάζοντας το γάτο κατάματα.
Τότε ο Ζορμπάς υπέθεσε πως αυτός ο φουκαράς ο γλάρος όχι μόνο
παραληρούσε, αλλά κι είχε τρελαθεί τελείως.
«Σου υπόσχομαι να το μάθω να πετάει. Και τώρα ξεκουράσου
— πάω να φέρω βοήθεια» νιαούρισε ο Ζορμπάς και, μ' ένα
σάλτο, ξαναβρέθηκε στη στέγη..
Η Κενγκά κοίταξε τον ουρανό, ευχαρίστησε όλους τους καλούς
ανέμους που την είχαν συντροφέψει, κι ακριβώς τη στιγμή
που ξεψυχούσε, ένα άσπρο αβγουλάκι με γαλάζια στίγματα
κύλησε δίπλα στο κορμί της, το ποτισμένο με πετρέλαιο.
5. Αναζητώντας συμβουλές
Ο Ξερόλας ζούσε σ' ένα μέρος που δεν είναι και πολύ εύκολο να το
περιγράψει κανείς, γιατί, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να
εκληφθεί ως ένα συνονθύλευμα παράξενων αντικειμένων, ένα
μουσείο εξωφρενικοτήτων, ένα νεκροταφείο παρωχημένων
μηχανών, η πιο χαοτική βιβλιοθήκη του κόσμου ή το εργαστήρι
κάποιου σοφού επινοητή απροσδιόριστων ευρεσιτεχνιών. Όμως,
δεν ήταν τίποτα απ' όλα αυτά, ή μάλλον, ήταν κάτι πολύ
περισσότερο απ' όλα αυτά.
To μέρος λεγόταν «To Παζάρι του Λιμανιού», κι ο ιδιοκτήτης του, ο
Χάρι, ήταν ένας γερο-θαλασσόλυκος που, ταξιδεύοντας πενήντα
χρόνια στις επτά θάλασσες, αφοσιώθηκε στη συλλογή κάθε είδους
αντικειμένων απ' τα εκατοντάδες λιμάνια που επισκεπτόταν.
Όταν γέρασε, ο Χάρι αποφάσισε ν' αλλάξει τη ζωή του θαλασσινού
με αυτήν του ναυτικού της στεριάς, κι άνοιξε ένα μαγαζί με όλα τα
αντικείμενα που είχε συλλέξει. Νοίκιασε ένα τριώροφο στο δρόμο
του λιμανιού, κι επειδή ο χώρος δεν του έφτανε για να στεγάσει την
παράξενη συλλογή του, νοίκιασε και το διπλανό κτίριο, ένα
διώροφο, αλλά και πάλι είχε πρόβλημα. Τελικά, αφού νοίκιασε κι
ένα τρίτο κτίριο, κατέληξε ότι είχε πια τον αναγκαίο χώρο για να
διατάξει τα συλλεκτικά του αντικείμενα — βέβαια, σύμφωνα με την
εντελώς ιδιότυπη αίσθηση του περί τάξεως.
Στα τρία σπίτια που συνδέονταν με διαδρόμους και στενές
σκάλες, θα πρέπει να υπήρχαν γύρω στο ένα εκατομμύριο
αντικείμενα, απ' τα οποία αξίζει να ξεχωρίσουμε!
Επτά χιλιάδες διακόσια καπέλα με ελαστικά γείσα, για να μην τα
παίρνει ο αέρας.
Εκατόν εξήντα τιμόνια από καράβια που, απ' το να γυρίζουν όλον
τον κόσμο, μπέρδεψαν την πλώρη με την πρύμη τους.
Διακόσια σαράντα πέντε καραβοφάναρα από πλεούμενα που
αψήφησαν τις πιο πυκνές ομίχλες.
Δώδεκα πομπούς ασυρμάτου, στραπατσαρισμένους απ' τα χέρια
εξοργισμένων καπετάνιων.
Διακόσιες πενήντα έξι πυξίδες που δεν έχασαν ποτέ τον μπούσουλα.
Έξι ξύλινους ελέφαντες σε φυσικό μέγεθος.
Δύο στρουθοκαμήλους, βαλσαμωμένες την ώρα που αγναντεύουν
την έρημο.
Μία βαλσαμωμένη πολική αρκούδα, που είχε στην κοιλιά της το —
επίσης βαλσαμωμένο — δεξί χέρι ενός Νορβηγού εξερευνητή.
Επτακόσιους ανεμιστήρες που τα πτερύγια τους δημιουργούσαν τις
δροσερές αύρες των δειλινών στους τροπικούς.
Χίλιες διακόσιες αιώρες από γιούτα, η καθεμιά εφοδιασμένη μ' ένα
πιστοποιητικό που εγγυόταν τα καλύτερα όνειρα.
Χίλιες τριακόσιες μαριονέτες της Σουμάτρας που είχαν ερμηνεύσει
αποκλειστικά ιστορίες αγάπης.
Εκατόν είκοσι τρεις προβολείς διαφανειών, καθένας με το
«καρουσέλ» του, που έδειχναν τοπία στα οποία μπορεί ο καθένας
να ζήσει ευτυχισμένος για πάντα.
Πενήντα τέσσερις χιλιάδες μυθιστορήματα σε σαράντα επτά
γλώσσες.
Δύο αντίγραφα του Πύργου του Άιφελ — το πρώτο, φτιαγμένο
με μισό εκατομμύριο βελόνες ραψίματος" το δεύτερο, με
τριακόσιες χιλιάδες οδοντογλυφίδες.
Τρία κανόνια εγγλέζικων πειρατικών.
Δεκαεπτά άγκυρες που βρέθηκαν στο βυθό της Βόρειας
Θάλασσας. Δύο χιλιάδες πίνακες με ηλιοβασιλέματα.
Δεκαεπτά γραφομηχανές, που κάποτε ανήκαν σε σπουδαίους
συγγραφείς.
Εκατόν είκοσι οκτώ φανελένιες σκελέες, για άντρες ύψους πάνω
από δυο μέτρα.
Επτά φράκα για νάνους.
Πεντακόσιες πίπες από αφρό της θάλασσας.
Έναν αστρολάβο, προσηλωμένο επίμονα στο Σταυρό του Νότου.
Επτά γιγαντιαία κοχύλια που, όταν τα 'βαζες στ' αφτί σου, άκουγες
αχούς από μυθικά ναυάγια.
Δώδεκα χιλιόμετρα κόκκινο μετάξι.
Δύο μπουκαπόρτες υποβρυχίων.
Και πολλά άλλα, που θα μας έπαιρνε πολύ να τα απαριθμήσουμε.
Για να επισκεφθεί κανείς το μαγαζί του Χάρι, έπρεπε να πληρώσει
είσοδο, κι όταν έμπαινε, έπρεπε να διαθέτει ισχυρή αίσθηση
προσανατολισμού για να μη χαθεί στο λαβύρινθο από σκαλιά,
τυφλά δωμάτια και στενά περάσματα που ένωνε τα τρία κτίρια.
Ο Χάρι είχε δύο μασκότ: ένα χιμπαντζή, ονόματι Ματίας, που
ασκούσε χρέη ταμία και υπευθύνου ασφαλείας, έπαιζε ντάμα με τον
Χάpι (άθλια, ασφαλώς), έπινε μπίρα και προσπαθούσε πάντα να
κλέψει στα ρέστα' η άλλη μασκότ ήταν ο Ξερόλας, ένας γάτος
γκρίζος, μικροκαμωμένος και ξερακιανός, που αφιέρωνε το
μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο να διαβάζει τα χιλιάδες
βιβλία που υπήρχαν εκεί μέσα.
Ο Κολονέλο, ο Γραμματικός κι ο Ζορμπάς μπήκαν στο μαγαζί με τις
ουρές κατακόρυφες. Λυπήθηκαν που δε βρήκαν τον Χάρι μέσα στο
μαγαζί, γιατί ο παλιός θαλασσινός είχε πάντα γΐ' αυτούς μια καλή
κουβέντα και κάποιο λουκάνικο.
«Για μια στιγμή, ψυλλοσακούλες!» στρίγκλισε ο Ματίας. «Ξεχάσατε
να βγάλετε εισιτήρια.»
«Από πότε πληρώνουν κι οι γάτοι;» νιαούρισε ο Γραμματικός.
«Η πινακίδα στην πόρτα γράφει: "Είσοδος δύο μάρκα". Πουθενά δε
γράφει ότι οι γάτοι μπαίνουν τζάμπα. Οκτώ μάρκα, ή δρόμο»
στρίγκλισε νευρικά ο χιμπαντζής.
«Κύριε πίθηκε» νιαούρισε ο Γραμματικός, «φοβάμαι πως δεν είστε
και πολύ καλός στα μαθηματικά.»
«Αυτό ακριβώς θα νιαούριζα κι εγώ» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Γι'
άλλη μια φορά μού πήρες το νιαούρισμα απ' το στόμα.»
«Μπλα-μπλα-μπλα!» στρίγκλισε ο Ματίας. «Ή πληρώνετε, ή
δρόμο!»
Ο Ζορμπάς έδωσε ένα σάλτο και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια
του χιμπαντζή. Δεν το πήρε από κει, παρά μόνον όταν ο Ματίας
άρχισε να τρεμοπαίζει τα δικά του και να μυξοκλαίει.
«Εντάξει: επτά μάρκα» στρίγκλισε ντροπιασμένος. «Όλοι κάνουν
λάθη.»
Ο Ζορμπάς, χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάζει κατάματα, έβγαλε
ένα νύχι απ' το δεξί μπροστινό του ποδάρι.
«Σ' αρέσει, Ματίας; Κι έχω άλλα εννιά, ίδια. Τα φαντάζεσαι
να μπήγονται και τα δέκα σ' αυτόν τον κόκκινο κώλο που μας
τον μοστράρεις συνέχεια;» νιαούρισε ήσυχα.
«Αυτή τη φορά, θα κάνω τα στραβά μάτια» στρίγκλισε ο
χιμπαντζής, προσπαθώντας να δείξει ψύχραιμος.
«Περάστε.»
Οι τρεις γάτοι, με τις ουρές τους όρθιες και καμαρωτές,
χάθηκαν στο λαβύρινθο των διαδρόμων.
7. Ένας γάτος που τα ξέρει όλα
Πέρασε πολλές μέρες καθισμένος δίπλα στ' αβγό ο γάτος που ήταν
μαύρος και πελώριος και χοντρός, προστατεύοντας το, τυλίγοντας
το με όλη την απαλότητα των βελουδένιων του ποδιών, κάθε φορά
που, με μιαν αθέλητη κίνηση του σώματος, το πήγαινε πιο πέρα
έναν-δυο πόντους. Ήταν μέρες ατελείωτες και άχαρες, που μερικές
φορές του φαίνονταν εντελώς άχρηστες, αφού συλλάμβανε τον
εαυτό του να φροντίζει ένα άψυχο αντικείμενο, κάτι σαν εύθραυστη
πέτρα, κάτασπρη, με γαλάζια στίγματα.
Μια φορά, πιασμένος απ' την ακινησία (αν και, υπακούοντας στις
διαταγές του Κολονέλο, δεν το κουνούσε ρούπι απ' τ' αβγό, παρά
μόνο για να πάει να φάει και να κάνει την ανάγκη του), ένιωσε τον
πειρασμό να εξακριβώσει αν μες σ' αυτόν το θόλο από ασβέστιο
μεγάλωνε πράγματι ένα γλαρόνι. Πλησίασε το ένα αφτί στ' αβγό, κι
ύστερα το άλλο, αλλά δεν κατάφερε ν' ακούσει τίποτα. Εξίσου
άτυχος ήταν κι όταν προσπάθησε να δει στο εσωτερικό του αβγού,
κοιτάζοντας το κόντρα στο φως. Το άσπρο κέλυφος με τα γαλάζια
στίγματα ήταν σκληρό και δεν άφηνε να διαφανεί απολύτως τίποτα.
Κάθε νύχτα τον επισκέπτονταν ο Κολονέλο, ο Γραμματικός κι ο
Ξερόλας, που εξέταζαν τ' αβγό για να διαπιστώσουν αν συνέβαινε
καμία απ' αυτές που ο Κολονέλο είχε αποκαλέσει «αναμενόμενες
εξελίξεις», μόλις όμως έβλεπαν ότι τ' αβγό εξακολουθούσε να είναι
όπως ακριβώς και την πρώτη μέρα, άλλαζαν αμέσως θέμα.
Ο Ξερόλας δε σταματούσε να εκφράζει τη λύπη του που η
εγκυκλοπαίδεια του δεν ανέφερε πουθενά την ακριβή διάρκεια της
επώασης, και το πιο ακριβές στοιχείο που μπόρεσε να βρει στα
χοντρά του βιβλία, έλεγε πως η επώαση μπορούσε να διαρκέσει
από δεκαεπτά ώς τριάντα μέρες, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά
τού είδους της γλαρομάνας.
Το κλώσημα δεν ήταν εύκολο για το γάτο που ήταν μαύρος και
πελώριος και χοντρός. Του ήταν αδύνατον να ξεχάσει το πρωί που
ο οικογενειακός φίλος, ο επιφορτισμένος με το να τον προσέχει,
βρήκε ότι στο διαμέρισμα είχε μαζευτεί πολλή σκόνη, κι αποφάσισε
να βάλει την ηλεκτρική σκούπα.
Κάθε πρωί, όποτε ερχόταν ο φίλος, ο Ζορμπάς έκρυβε τ' αβγό
ανάμεσα στις γλάστρες του μπαλκονιού, για να μπορέσει ν'
αφιερώσει μερικά λεπτά στον καλό τυπάκο που του άλλαζε την
άμμο και του άνοιγε τα τενεκεδάκια με το φαγητό του. Του
νιαούριζε ευχαριστημένος, τριβόταν στα πόδια του, κι ο άνθρωπος
έφευγε λέγοντας του πόσο συμπαθητικός γατούλης ήταν. Εκείνο το
πρωί, όμως, μετά που τον είδε να περνάει με την ηλεκτρική σκούπα
το σαλόνι και τις κρεβατοκάμαρες, τον άκουσε να λέει:
«Και τώρα, το μπαλκόνι. Η πιο πολλή βρομιά μαζεύεται ανάμεσα
στις γλάστρες».
Ακούγοντας τον πάταγο μιας φρουτιέρας που έγινε θρύψαλα, ο
φίλος έτρεξε στην κουζίνα και φώναξε απ' την πόρτα:
«Ζορμπά, τρελάθηκες; Κοίτα τι έκανες! Βγες από κει τώρα, ηλίθιε
γάτε. Ώρα είναι να σου μπει κάνα γυαλί στα πόδια».
Πόσο άδικο βρισίδι... Ο Ζορμπάς βγήκε απ' την κουζίνα κάνοντας
τάχα πως ντρεπόταν πολύ, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, κι
έτρεξε στο μπαλκόνι.
Δεν του ήταν εύκολο να κυλίσει τ' αβγό ώς κάτω απ' το κρεβάτι" τα
κατάφερε, όμως, κι έμεινε εκεί, περιμένοντας τον άνθρωπο να
τελειώσει με την καθαριότητα και να σηκωθεί να φύγει.
Το σούρουπο της εικοστής μέρας, ο Ζορμπάς κοιμόταν, και γι'
αυτό δεν πήρε είδηση πως τ' αβγό σάλευε — αργά, αλλά σάλευε,
σαν να 'θελε ν' αρχίσει να τσουλάει στο διαμέρισμα.
Τον ξύπνησε ένα γαργαλητό στην κοιλιά. Άνοιξε τα μάτια και
τινάχτηκε πάνω όταν είδε πως, από μια ρωγμή του αβγού,
εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν μια κίτρινη κουκίδα.
Ο Ζορμπάς έπιασε τ' αβγό με τα μπροστινά του ποδάρια κι είδε το
γλαρόνι να ραμφίζει το κέλυφος, ν' ανοίγει μια τρύπα και να βγάζει
έξω ένα άσπρο και υγρό κεφαλάκι.
«Μαμά!» έκρωξε το γλαρόνι.
Ο Ζορμπάς δεν ήξερε τι να πει. Ήξερε πως το τρίχωμα του ήταν
μαύρο, εκείνην όμως τη στιγμή φαντάστηκε πως η συγκίνηση και η
ταραχή τον είχαν μεταμορφώσει σ' ένα γάτο βιολετή.
2. Δεν είν' εύκολο να 'σαι μαμά
«Μαμά! Μαμά!» έκρωζε και ξανάκρωζε το γλαρόνι που 'χε βγει πια
απ' τ' αβγό. Ήταν άσπρο σαν το γάλα, και το σώμα του ήταν
μισοκαλυμμένο με κάτι αραιά, κοντά και τρυφερά πούπουλα.
Προσπάθησε να κάνει
ένα-δυο βήματα, αλλά σωριάστηκε κοντά στην κοιλιά του Ζορμπά.
«Μαμά, πεινάω!» έκρωξε, ραμφίζοντας τον. Και τι να του 'δινε να
φάει; Ο Ξερόλας δεν του 'χε πει τίποτα σχετικό. Ήξερε πως οι
γλάροι έτρωγαν ψάρια, μα τώρα πού να το ' βρίσκε το ψάρι; Ο
Ζορμπάς έτρεξε ώς την κουζίνα και γύρισε, τσουλώντας μια
μελιτζάνα.
Το γλαρόνι σηκώθηκε στα τρεμάμενα πόδια του και χίμηξε στο
ζαρζαβατικό. Το κίτρινο ραμφάκι έπεσε πάνω στη φλούδα και
λύγισε σαν να 'ταν από λάστιχο* με τη δεύτερη προσπάθεια,
το γλαρόνι έπεσε προς τα πίσω.
«Πεινάω! Μαμά, πεινάω σου λέω!» έκρωξε θυμωμένο.
Ο Ζορμπάς το 'βαλε να τσιμπολογήσει μια πατάτα και κάτι κροκέτες
του που 'χαν ξεμείνει (με την οικογένεια σε διακοπές δεν υπήρχε
και μεγάλο περιθώριο επιλογής), μετανιώνοντας που 'χε αδειάσει
το πιατάκι του πριν να γεννηθεί το γλαρόνι. Τίποτα. Το ράμφος
ήταν πολύ μαλακό και υποχωρούσε μόλις ερχόταν σ' επαφή με την
πατάτα. Τότε, μέσα στην απελπισία του, θυμήθηκε πως το γλαρόνι
ήταν πουλί και πως τα πουλιά τρώνε έντομα.
Βγήκε στο μπαλκόνι και περίμενε να εμφανιστεί καμιά μύγα και να
πέσει στο βεληνεκές του. Δεν άργησε να πιάσει μία και να την
πάει στο πεινασμένο.
Το γλαρόνι έπιασε τη μύγα με το ράμφος, τη ζούληξε και,
κλείνοντας τα μάτια, την κατάπιε.
«Τι υπέροχος μεζές!» έκρωξε το γλαρόνι, ενθουσιασμένο. «Θέλω κι
άλλο, μαμά! Θέλω κι άλλο!»
Ο Ζορμπάς ξαναβγήκε στο μπαλκόνι κι έπιασε να χοροπηδάει απ' τη
μιαν άκρη του ώς την άλλη. Είχε μαζέψει πέντε μύγες και μιαν
αράχνη, όταν, απ' τη στέγη του απέναντι σπιτιού, ακούστηκαν οι
γνωστές φωνές των δυο ρεμπελόγα-των που 'χε πέσει πάνω τους
πριν κάτι μέρες.
«Κοίτα, κουμπάρε! Ο χοντρούλης κάνει ρυθμική γυμναστική»
νιαούρισε ο ένας. «Άμα έχεις τέτοιο σώμα, είσαι γεννημένος
μπαλαρίνος!»
«Εγώ νομίζω πως κάνει αερόμπικ» νιαούρισε ο άλλος. «Αχ, τι
τροφαντός χοντρούλης! Όλο χάρη! Αμ το στιλ; Έι, κατραμόφουσκα!
Θα πάρεις μέρος σε τίποτα καλλιστεία;»
Οι δυο ρεμπεσκέδες έβαλαν τα γέλια, με τη σιγουριά πως
βρίσκονταν στην άλλη μεριά της αυλής.
Ο Ζορμπάς θα τους έβαζε ευχαρίστως να αισθανθούν την κόψη των
νυχιών του, αλλά ήσαν μακριά του. Γύρισε, λοιπόν, στο
πεινασμένο με τα έντομα του.
Το γλαρόνι έκανε μια χαψιά τις πέντε μύγες, αλλά αρνήθηκε να
δοκιμάσει την αράχνη. Χορτασμένο, ρεύτηκε και κουλουριάστηκε
στην κοιλιά του Ζορμπά.
«Νυστάζω, μαμά» έκρωξε.
«Εντάξει» νιαούρισε ο Ζορμπάς, «αλλά δεν είμαι η μαμά σου.»
«Φυσικά κι είσαι η μαμά μου. Είσαι η καλή μου η μαμά» έκρωξε το
γλαρόνι, κλείνοντας τα μάτια.
Όταν έφτασαν ο Κολονέλο, ο Γραμματικός κι ο Ξερόλας, βρήκαν το
γλαρόνι να κοιμάται δίπλα στον Ζορμπά.
«Να σου ζήσει! Τι όμορφο γλαρόπουλο!» νιαούρισε ο Ξερόλας.
«Πόσα γραμμάρια γεννήθηκε;»
«Τι σόι ερώτηση είναι πάλι αυτή;» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Μητέρα
του είμαι;»
«Είναι η ερώτηση που κάνουν πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις»
νιαούρισε ο Κολονέλο. «Μην το παίρνεις στραβά. Κι εδώ που τα
λέμε, είναι στ' αλήθεια όμορφο το γλαρόνι σου.»
«Μα είναι τρομερό! Τρομερό!» έκρωξε ο Ξερόλας, φέρνοντας τα
μπροστινά ποδάρια του στο στόμα.
«Μπορείς να μας πεις κι εμάς τι είναι τόσο "τρομερό";» νιαούρισε ο
Κολονέλο.
«Το γλαρόπουλο δεν έχει τίποτα να φάει» εξήγησε ο Ξερόλας.
«Είναι τρομερό! Τρομερό!»
«Έχεις δίκιο» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Του 'δωσα κάτι μύγες, αλλά
όπου να 'ναι θα ξυπνήσει και θα θέλει πάλι να φάει.»
«Γραμματικέ! Τι περιμένεις;» νιαούρισε ο Κολονέλο.
«Να με συμπαθά ο κύριος μου, αλλά δεν καταλαβαίνω»
απολογήθηκε ο Γραμματικός.
«Τρέχα στο εστιατόριο και φέρε μια σαρδέλα» διέταξε ο Κολονέλο.
«Και γιατί εγώ; Ε; Γιατί πρέπει να 'μαι πάντα εγώ για τα θελήματα;
Ε; "Βρέξε την ουρά σου με βενζίνη!" "Φέρε μια σαρδέλα!" Γιατί
πάντα εγώ;» νιαούρισε τις διαμαρτυρίες του ο Γραμματικός.
«Γιατί απόψε, αγαπητέ μου, θα 'χουμε καλαμάρια αλά ρομάνα.
Θέλεις κι άλλη εξήγηση;» νιαούρισε ο Κολονέλο.
«Κι η ουρά μου ακόμα μυρίζει βενζ... Τι είπατε; Καλαμάρια αλά
ρομάνα;» νιαούρισε ο Γραμματικός πριν σαλτάρει στη στέγη.
«Μαμά, ποιοι είν αυτοί;» έκρωξε το γλαρόνι, δείχνοντας τους
γάτους.
«Μαμά! Σε είπε μαμά! Μα αυτό είναι τρομερά τρυφερό!» άρχισε να
νιαουρίζει ο Ξερόλας, όταν η ματιά του Ζορμπά τον έκανε να το
βουλώσει.
«Λοιπόν, caro amico» νιαούρισε ο Κολονέλο, «εκπλήρωσες την
πρώτη υπόσχεση, τώρα εκπληρώνεις τη δεύτερη — μία μόνο σου
μένει.»
«Η πιο εύκολη» νιαούρισε ειρωνικά ο Ζορμπάς. «Να του μάθω να
πετάει.»
«Θα τα καταφέρουμε» νιαούρισε ο Ξερόλας. «Έχω ήδη αρχίσει να
διαβάζω την εγκυκλοπαίδεια, αλλά η γνώση παίρνει χρόνο.»
«Μαμά! Πεινάω!» τους διέκοψε το γλαρόνι.
3. Ο κίνδυνος παραμονεύει
Η Καλότυχη μεγάλωσε γρήγορα και μες στα χάδια των γάτων. Ένα
μήνα μετά από τότε που την πήγαν στο μαγαζί του Χάρι, ήταν μια
νεαρή και σβέλτη γλαροπούλα, με ασημιά φτερά και μεταξένια.
Όταν έρχονταν τουρίστες στο μαγαζί, η Καλότυχη, ακολουθώντας
τις οδηγίες του Κολονέλο, καθόταν ήσυχη ανάμεσα στ' άλλα
πουλιά, κάνοντας πως ήταν κι αυτή βαλσαμωμένη. Τ' απογεύματα,
όμως, όταν το μαγαζί έκλεινε, κι ο γερο-θαλασσόλυκος πήγαινε να
πλαγιάσει, τότε η γλαροπούλα σεργιάνιζε με το ξεγοφιαστό
περπάτημα των υδρόβιων πτηνών σ' όλα τα δωμάτια, θαυμάζοντας
τα χιλιάδες παράξενα αντικείμενα, ενόσω ο Ξερόλας διάβαζε του
κόσμου τα βιβλία, ψάχνοντας τη μέθοδο με την οποία ο Ζορμπάς θα
της μάθαινε να πετάει.
«Η πτήση συντελείται με την απώθηση αέρα προς τα πίσω και προς
τα κάτω» νιαούριζε, με τη μύτη κολλημένη στα βιβλία του. «Αχά!
Αυτό είναι σημαντικό!»
«Και γιατί δηλαδή πρέπει να πετάξω;» έκρωζε η Καλότυχη, με τις
φτερούγες κολλημένες στο σώμα.
«Γιατί είσαι γλάρος — κι οι γλάροι πετάνε» νιαούριζε ο Ξερόλας.
«Μου φαίνεται τρομερό να μην το ξέρεις! Τρομερό!»
«Εγώ, όμως, δε θέλω να πετάξω» έκρωζε η Καλότυχη. «Κι ούτε
θέλω να 'μαι γλάρος. Θέλω να 'μαι γάτος — κι οι γάτοι δεν πετάνε.»
Ένα βράδυ, πήγε στο καμαράκι της εισόδου κι είχε μια δυσάρεστη
στιχομυθία με το χιμπαντζή.
«Άκου να σου πω, πουλί» στρίγκλισε ο Ματίας μόλις την είδε,
«αλλού τα κακά σου!»
«Γιατί μου το λέτε αυτό, κύριε πίθηκε;» έκρωξε αυτή ντροπαλά.
«Γιατί τα πουλιά, μόνο αυτό κάνουν: κακά. Κι εσύ είσαι πουλί»
στρίγκλισε, απολύτως βέβαιος γι αυτά που έλεγε.
«Κάνεις λάθος. Είμαι γάτος — και πολύ καθαρός, μάλιστα.
Χρησιμοποιώ την ίδια άμμο με τον Ξερόλα» έκρωξε η Καλότυχη,
ελπίζοντας να κερδίσει τη συμπάθεια του χιμπαντζή.
«Ja, Ja! Κοίτα τι πάθαμε! Αυτή η συμμορία, οι ψυλλοσακούλες, σ'
έπεισαν ότι είσαι μια από δαύτους. Μα, κοίτα το σώμα σου: εσύ
έχεις δυο ποδάρια, κι οι γάτοι έχουν τέσσερα. Εσύ έχεις φτερά, κι
οι γάτοι έχουν τρίχωμα. Και την ουρά; Ε; Πού τη βάζεις την ουρά;
Είσαι θεόμουρλη, σαν αυτόν το γάτο που περνάει τη ζωή του
διαβάζοντας και νιαουρίζοντας: "Τρομερό! Τρομερό!" Κουτορνίθι!
Θέλεις λοιπόν να μάθεις γιατί σε κανακεύουν οι φίλοι σου; Γιατί
περιμένουν να παχύνεις για να σε φάνε! Δε θ' αφήσουν τίποτα —
ούτε φτερό ούτε κόκαλο!» στρίγκλισε ο χιμπαντζής.
Εκείνο το βράδυ, οι γάτοι παραξενεύτηκαν που η γλαροπούλα δε
ζύγωνε το αγαπημένο της φαΐ: τα καλαμάρια που της έφερνε ο
Γραμματικός από το εστιατόριο.
«Δεν πεινάς, Καλότυχη; Έχει καλαμάρια» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
Η γλαροπούλα δεν έλεγε ν' ανοίξει το ράμφος της.
«Μήπως δεν είσαι καλά; Είσαι άρρωστη;» νιαούρισε ανήσυχος ο
Ζορμπάς.
«Θέλεις να φάω για να παχύνω;» έκρωξε εκείνη χωρίς να τον
κοιτάζει.
«Για ν' αποκτήσεις δύναμη και υγεία» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Κι όταν παχύνω, θα καλέσεις και τα ποντίκια για να με φάτε όλοι
μαζί;» έκρωξε η Καλότυχη με δακρυσμένα μάτια.
«Μα πού σου κατέβηκαν αυτές οι χαζομάρες;» νιαούρισε νευρικά ο
Ζορμπάς.
Μορφάζοντας, η Καλότυχη του έκρωξε όλα όσα της είχε στριγκλίσει
ο Ματίας. Ο Ζορμπάς της έγλειψε τα δάκρυα, κι αμέσως νιαούρισε
όπως κανείς άλλος δεν είχε νιαουρίσει μέχρι τότε:
«Είσαι γλάρος. Σ' αυτό, ο χιμπαντζής έχει δίκιο — αλλά μόνο σ'
αυτό. Όλοι σ' αγαπάμε, Καλότυχη. Και σ' αγαπάμε, γιατί είσαι μια
γλαροπούλα — μια όμορφη γλαροπούλα. Δεν σου αντιλέγουμε όταν
σ' ακούμε να κρώζεις ότι είσαι γάτος, γιατί μας κολακεύει που
θέλεις να 'σαι σαν κι εμάς' όμως, είσαι διαφορετική από μας — και
μας αρέσει που είσαι διαφορετική. Τη μάνα σου δεν μπορέσαμε να
τη βοηθήσουμε — εσένα, όμως, ναι. Σε προστατέψαμε ώσπου να
βγεις απ' τ' αβγό. Σου χαρίσαμε όλη μας τη στοργή, χωρίς να
θέλουμε ποτέ να σε κάνουμε γάτο. Σε θέλουμε γλάρο, κι έτσι σ'
αγαπάμε.
Νιώθουμε πως κι εσύ μας αγαπάς, πως είμαστε οι φίλοι σου, η
οικογένεια σου, κι είναι καλό να ξέρεις πως μαζί σου μάθαμε κάτι
για το οποίο καμαρώνουμε: μάθαμε να εκτιμούμε, να σεβόμαστε
και ν' αγαπάμε ένα διαφορετικό πλάσμα. Είναι πολύ εύκολο ν'
αποδέχεσαι και ν' αγαπάς αυτούς που είναι σαν κι εσένα, αλλά
πολύ δύσκολο κάποιον που είναι διαφορετικός — κι εσύ, μας
βοήθησες να το κατορθώσουμε. Είσαι γλάρος, και πρέπει ν'
ακολουθήσεις τον προορισμό των γλάρων. Πρέπει να πετάξεις.
Όταν θα τα καταφέρεις, Καλότυχη, σε βεβαιώνω πως θα 'σαι
ευτυχισμένη, και τότε, τα αισθήματα σου για μας, και τα δικά μας
για σένα, θα 'ναι πιο έντονα και πιο όμορφα, γιατί θα 'ναι μια
αγάπη ανάμεσα σε εντελώς διαφορετικά πλάσματα».
«Ναι... αλλά φοβάμαι να πετάξω» έκρωξε η Καλότυχη και
μαζεύτηκε.
«Όταν θα γίνει αυτό, θα 'μαι μαζί σου. Το υποσχέθηκα στη μητέρα
σου» νιαούρισε ο Ζορμπάς και της έγλειψε το κεφάλι.
Η γλαροπούλα κι ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και
χοντρός, έπιασαν να βαδίζουν. Εκείνος έγλειφε τρυφερά το κεφάλι
της' εκείνη τον είχε αγκαλιάσει με μιαν από τις απλωμένες της
φτερούγες.
7. Μαθαίνοντας να πετάει
Ο Ζορμπάς πήρε το δρόμο μέσα από τις στέγες, ώσπου έφτασε στο
μπαλκόνι του ανθρώπου που είχε επιλεγεί. Βλέποντας την
Μπουμπουλίνα ξαπλωμένη ανάμεσα στις γλάστρες, αναστέναξε πριν
νιαουρίσει.
«Μπουμπουλίνα, μην ταράζεσαι. Είμαι πάνω στη στέγη.»
«Τι θέλεις; Ποιος είσαι;» νιαούρισε η γάτα και σηκώθηκε.
«Μη φεύγεις, σε παρακαλώ. Με λένε Ζορμπά, και μένω εδώ κοντά.
Είναι ανάγκη να με βοηθήσεις. Μπορώ να κατέβω στο μπαλκόνι;»
νιαούρισε ο Ζορμπάς ντροπαλά.
Η γάτα τού έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. Ο Ζορμπάς πήδηξε στο
μπαλκόνι και κάθισε στα πισινά του πόδια. Η Μπουμπουλίνα
πλησίασε για να τον μυρίσει.
«Μυρίζεις βιβλία, μούχλα, παλιό ύφασμα, πουλί, σκόνη, αλλά το
τρίχωμα σου είναι καθαρό» νιαούρισε η γάτα.
«Είναι οι μυρωδιές του μαγαζιού του Χάρι. Μην παραξενευτείς αν
σου μυρίσω και χιμπαντζή» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
Μια απαλή μουσική έφτανε ώς το μπαλκόνι.
«Τι ωραία μουσική!» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Βιβάλντι. Οι τέσσερις εποχές. Τι θέλεις από μένα;» νιαούρισε η
Μπουμπουλίνα.
«Να μ' αφήσεις να περάσω, και να με πας στον άνθρωπο σου»
νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Αδύνατον» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα. «Τώρα εργάζεται, και
κανένας —ούτε κι εγώ ακόμα— δεν μπορεί να τον διακόψει.»
«Σε παρακαλώ. Είναι κάτι πολύ επείγον. Σ' το ζητάω εξ ονόματος
όλων των γάτων του λιμανιού» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Τι τον θέλεις;» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα.
«Πρέπει να του νιαουρίσω κάτι» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
«Αυτό είναι ταμπού! Φεύγα από δω!» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα κι
έβγαλε τα νύχια της.
«Όχι. Κι αφού δε θέλεις να με πας σ' αυτόν, ας έρθει αυτός εδώ. Σ'
αρέσει η ροκ, γατούλα;» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
Μέσα στο διαμέρισμα, ο άνθρωπος πληκτρολογούσε στη
γραφομηχανή του. Ένιωθε ευτυχισμένος, γιατί τελείωνε ένα
ποίημα, κι οι στίχοι τού έβγαιναν με εκπληκτική ευκολία. Εκείνη τη
στιγμή, ακούστηκαν απ' το μπαλκόνι τα νιαουρίσματα ενός γάτου
που δεν ήταν η Μπουμπουλίνα του. Ήταν κάτι ακανόνιστα
νιαουρίσματα, που υποτίθεται ότι κρατούσαν ένα ρυθμό. Ο
ποιητής, ενοχλημένος, αλλά κι απορημένος, βγήκε στο μπαλκόνι,
και χρειάστηκε να τρίψει τα μάτια του για να πιστέψει αυτό που
έβλεπε.
Στο μπαλκόνι, η Μπουμπουλίνα έφραζε τ' αφτιά της με τα
μπροστινά της ποδάρια, ενώ, μπροστά της, ένας γάτος που ήταν
μαύρος και πελώριος και χοντρός, ξαπλωμένος πλαγιαστά,
κρατούσε με το ένα μπροστινό ποδάρι την ουρά του, σαν να 'ταν
μουσικό όργανο, κι ανεβοκατέβαζε το άλλο του ποδάρι, σαν να
'ταν η χορδή του οργάνου, ενώ έβγαζε απ' το στόμα του
εκνευριστικά νιαουρίσματα.
Μόλις συνήλθε από την έκπληξη, ο ποιητής δεν μπόρεσε να μην
ξεκαρδιστεί, κι όταν διπλώθηκε, κρατώντας την κοιλιά του από τα
γέλια, ο Ζορμπάς εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για να τρυπώσει στο
διαμέρισμα.
Όταν ο άνθρωπος, πάντα γελώντας, επέστρεψε στο γραφείο του,
είδε τον γάτο που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, να
κάθεται σε μια πολυθρόνα.
«Ωραίο ρεσιτάλ, μα την αλήθεια!» είπε ο άνθρωπος. »Είσαι ένας
πολύ πρωτότυπος μνηστήρας, αλλά φοβάμαι πως της
Μπουμπουλίνας δεν της αρέσει η μουσική σου. Ωραίο ρεσιτάλ!»
«Το ξέρω πως τραγουδάω απαίσια» νιαούρισε ο Ζορμπάς στη
γλώσσα των ανθρώπων. «Κανείς δεν είναι τέλειος.»
Ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα, έδωσε μια γροθιά στο κεφάλι του κι
έπεσε με την πλάτη πάνω σ' έναν τοίχο.
«Ηρέμησε» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Δε λέω... είναι ασυνήθιστο. Δεν
υπάρχει όμως λόγος να συγχύζεσαι.»
«Μι... μι... μιλάς» είπε ο άνθρωπος.
«Κι εσύ μιλάς, αλλά εγώ δεν κάνω έτσι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Σε
παρακαλώ, ηρέμησε.»
«Ένας γά... γά... γάτος που μι... μιλάει» είπε ο άνθρωπος και
σωριάστηκε στον καναπέ.
«Δε μιλάω» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Νιαουρίζω, αλλά στη γλώσσα
σου. Ξέρω να νιαουρίζω σε πολλές γλώσσες.»
Ο άνθρωπος έφερε τα χέρια στο κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια
του, λέγοντας και ξαναλέγοντας: «Είναι η κούραση... η κούραση...
αυτά παθαίνω όταν δουλεύω τόσο πολύ». Όταν όμως έβγαλε τα
χέρια από τα μάτια, ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και
χοντρός, εξακολουθούσε να 'ναι καθισμένος στην πολυθρόνα.
«Έχω παραισθήσεις. Είσαι μια παραίσθηση, ε; Δεν είσαι
παραίσθηση;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Όχι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είμαι ένας γάτος που πραγματικά
νιαουρίζει μαζί σου. Ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, όλοι εμείς, οι
γάτοι του λιμανιού, εσένα επιλέξαμε για να σου εμπιστευτούμε ένα
μεγάλο πρόβλημα και για να μας βοηθήσεις. Δεν είσαι τρελός! είμαι
αληθινός.»
«Κι είπες πως νιαουρίζεις σε πολλές γλώσσες...;» είπε ο άνθρωπος.
«Ναι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. »Θες να με δοκιμάσεις;»
«Βuοη giorno» είπε ο άνθρωπος.
«Είναι αργά» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πιο πολύ ταιριάζει το buona
sera.»
»Καλημέρα»* επέμεινε ο άνθρωπος.
«Καλησπέρα»* νιαούρισε ο Ζορμπάς. »Δε σου 'πα πριν πως είναι
αργά;»
»Ντομπερντάν!» κραύγασε ο άπιστος άνθρωπος.
«Ντομπρεούτρα» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Τώρα με πιστεύεις;»
»Ναι» απάντησε ο άνθρωπος. «Κι αν όλα αυτά είναι ένα όνειρο, τι
σημασία έχει; Μ' αρέσει, και θέλω ν' ακούσω κι άλλο.»
»Αφού είναι έτσι» νιαούρισε ο Ζορμπάς, »μπορώ να μπω στο θέμα;»
Ο άνθρωπος έγνεψε καταφατικά, κι ύστερα τον παρακάλεσε να
σεβαστεί το τυπικό των ανθρώπινων συζητήσεων. Του σέρβιρε ένα
πιατάκι με γάλα, κι εκείνος κάθισε στον καναπέ, κρατώντας ένα
ποτήρι κονιάκ.
«Νιαούρισε, γάτε» είπε ο άνθρωπος, κι ο Ζορμπάς του
διηγήθηκε την ιστορία της γλαρομά-νας, του αβγού, της
Καλότυχης και των άκαρπων προσπαθειών των γάτων να τη
μάθουν να πετάει.
«Μπορείς να μας βοηθήσεις;» νιαούρισε ο Ζορμπάς όταν
τέλειωσε την εξιστόρηση.
«Νομίζω πως ναι. Κι απόψε κιόλας» είπε ο άνθρωπος.
«Απόψε;!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είσαι σίγουρος;»
«Κοίτα έξω απ' το παράθυρο, γάτε, κοίταξε τον ουρανό. Πες μου
τι βλέπεις;» είπε ο άνθρωπος.
«Σύννεφα» νιαούρισε ο Ζορμπάς. »Μαύρα σύννεφα. Όπου να
'ναι, θα βρέξει.»
«Ε, γι' αυτό λοιπόν!» είπε ο άνθρωπος.
«Δε σε καταλαβαίνω καθόλου» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
Τότε, ο άνθρωπος πήγε ώς το γραφείο του, έβγαλε ένα βιβλίο
και το ξεφύλλισε.
«Άκου, γάτε. Θα σου διαβάσω κάτι, γραμμένο από έναν ποιητή
που τον λένε Μπερνάρδο Ατσάγα — μερικούς στίχους από ένα
ποίημα με τίτλο: "Οι γλάροι":
"Μα η μικρούλα του η καρδιά
—καρδιά ακροβάτη — τίποτα δε λαχταρούσε πιο πολύ
απ' αυτό το τρελό βρόχο που σχεδόν πάντα φέρνει αέρα που
σχεδόν πάντα φέρνει ήλιο"».
«Κατάλαβα. Ήμουν σίγουρος πως εσύ θα μας βοηθούσες» νιαούρισε
ο Ζορμπάς και πήδηξε απ' την πολυθρόνα.
Συμφώνησαν να βρεθούν τα μεσάνυχτα, μπροστά στην πόρτα
του μαγαζιού του Χάρι, κι ο γάτος που ήταν μαύρος και
πελώριος και χοντρός, έτρεξε να ενημερώσει τους συντρόφους
του.
11. Το πέταγμα
Πρώτο Μέρος
1. Βόρεια Θάλασσα................
2. Ένας γάτος που ήταν μαύρος
και πελώριος και χοντρός........
3. Αμβούργο εν όψει...............
4. Το τέλος μιας πτήσης...........
5. Αναζητώντας συμβουλές.........
6. Ένα περίεργο μέρος.............
7. Ένας γάτος που τα ξέρει όλα.....
8. Ο Ζορμπάς αρχίζει να εκπληρώνει τα υπεσχημένα.................
9. Μια θλιβερή νύχτα..............
Δεύτερο Μέρος
1. Ένας γάτος που κλωσάει........
2. Δεν είν' εύκολο να 'σαι μαμά..........
3. Ο κίνδυνος παραμονεύει...............
4. Ο κίνδυνος δε λέει να περάσει..........
5. Θηλυκό ή αρσενικό...................
6. Η Καλότυχη, πραγματικά καλότυχη ..
7. Μαθαίνοντας να πετάει..............
8. Οι γάτοι αποφασίζουν να
καταρρίψουν ένα
ταμπού.........................
9. Η εκλογή του ανθρώπου.............
10. Ένας γάτος, μια γάτα κι
ένας
ποιητής...........................
11. Το πέταγμα........................