Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 1

άποτε, στα μέρη της Θήβας ζούσε ένα παλικάρι.

Ήταν πραματευτής και με το άλογο


και το ντουφέκι του γυρνούσε όλα τα χωριά χωρίς να φοβάται τίποτα και κανέναν.

Ένα μεσημέρι καθώς περνούσε από ένα μέρος που είχε χίλιες βρύσες, Βρυσάκια το
λέγανε, άκουσε γέλια και τραγούδια. Πάει κοντά και τι να δει; Νεράιδες που χόρευαν
και τραγουδούσαν. Αμέσως μόλις τον κατάλαβαν πήγαν κοντά του κι όταν είδαν
άντρα κι όμορφο αποφάσισαν να τον τυραννήσουν λιγάκι.

Βάστα το καπίστρι…

…του είπε η μία

Κράτα το άλογο!

…του παρήγγειλε η άλλη

Κατέβα να χορέψουμε!

…του είπε εκείνη που ήταν πιο κοντά του. Εκείνος καθώς ήταν άφοβος, κατέβηκε
μεμιάς από το άλογό του, χωρίς όμως ποτέ να αφήνει το ντουφέκι απ’ το πλευρό του.
Κι έτσι τον έβαλαν μπροστά οι νεράιδες κι άρχισαν το χορό. Εκείνος καθώς χόρευε
παρατηρούσε μία – μία όλες τις κοπέλες. Έψαχνε να βρει την πιο όμορφη απ’ όλες
και σαν την βρήκε και την ξεχώρισε από τις υπόλοιπες, πήρε το μαντήλι της και το
έχωσε όλο μες την κάννη του όπλου του. Σαν τελείωσε κάποτε ο χορός όλες οι
νεράιδες έφυγαν. Όλες εκτός από την πιο όμορφη, που δεν μπορούσε να φύγει μιας
και δεν είχε το μαντήλι της. Έτσι, τι να έκανε; Ακολούθησε τον πραματευτή και
πήγανε μαζί μέχρι τα Πολιτικά, το χωριό δηλαδή που βρισκόταν το σπίτι του.

Η γιαγιά του πραματευτή σαν γνώρισε την κοπέλα που επρόκειτο να παντρευτεί ο
εγγονός της απόρησε με την τόση ομορφιά της. Την λυπήθηκε όμως έτσι ολομόναχη
που ήταν. Γι’ αυτό τη μέρα του γάμου τους, έβγαλε ένα σπασμένο κέρατο μέσα από
το μπαούλο, που ήταν γεμάτο λίρες.

You might also like