Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 5

ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν προσγειωθήκαμε στις παρυφές του δάσους του βασιλιά των

ξωτικών. ξεπεζέψαμε με ανακούφιση απ’ τις φολιδωτές ράχες των φλογερών μας δράκων
και τους αφήσαμε να ξαποστάσουν σ’ ένα λουλουδιασμένο λειβάδι που απλωνόταν
τυλιγμένο με το μεθυστικό άρωμα του χαμομηλιού και του μελισσόχορτου. οι δράκοι
ξάπλωσαν καταγής και μάζεψαν τα δερμάτινα φτερά τους, η καυτή τους ανάσα καψάλισε
τις κατακόκκινες παπαρούνες και τις άσπρες μαργαρίτες που γέμιζαν το λειβάδι ενώ ο
αέρας τρεμούλιασε πυρακτωμένος γύρω απ’ τα κεράτινα ρουθούνια τους που σφύριζαν
σαν τεράστια φυσερά.

είμασταν τρία αδέλφια, οι ξακουστοί σε όλους δρακοκαβαλάρηδες. τα ονόματά μας ήταν


αετομάτης, ταχύβολος και ανεμοκύρης. είχαμε έρθει μέχρι εκεί για να μάθουμε τι είχε
συμβεί στον γοργοπόδη, τον τέταρτο αδελφό μας που είχε εξαφανιστεί πριν από ένα χρόνο
ακριβώς.

λίγο πιο πέρα, εκεί όπου τελείωνε το λειβάδι, ξεκινούσε το παράξενο δάσος του βασιλιά
των ξωτικών. έμοιαζε μ’ένα αδιαπέραστο φράγμα από κάθετους κορμούς και πυκνές
φυλλωσιές που μπλέκονταν μεταξύ τους σαν το υφάδι κάποιας τεράστιας αράχνης.

εκείνη τη στιγμή ο ήλιος βυθίστηκε πίσω απ’ τα αγέρωχα βουνά της δύσης και οι κορφές
των θεόρατων δέντρων του δάσους βάφτηκαν κατακόκκινες. ο γαλάζιος ουρανός
παραδόθηκε στις φλόγες μιας ουράνιας πυρκαγιάς και οι μέλισσες που γέμιζαν τον
χρυσαφένιο αέρα με το βουητό των διάφανων φτερών τους, έπαψαν να πετούν. τα τριζόνια
σταμάτησαν να τραγουδούν, τα πουλιά του δάσους σιώπησαν και μια παράξενη σιγή
απλώθηκε πάνω απ’ το λειβάδι. οι σκιές του δειλινού μάκρυναν ενώ ένα αργοκίνητο σμάρι
από μπαμπακένια σύννεφα που στροβιλίζονταν πάνω απ’ τα μακρινά βουνά, έλαμψαν
ρόδινα, παγιδεύοντας το τελευταίο φως της ημέρας στις αέρινες τουλίπες τους.

και τότε εμφανίστηκαν, δειλά-δειλά στην αρχή, τα πρώτα αστέρια, όμοια με μικρά
διαμαντάκια που σπινθηροβολούσαν ζωηρά, βυθισμένα στον σκουρογάλανο ωκεανό της
νύχτας που πλησίαζε.

-«καλύτερα να προχωρήσουμε,» μας παρότρυνε ο ταχύβολος. η φωνή του που ακούστηκε


κοφτή και αποφασιστική, ράγισε τη σιωπή και ξεθώριασε τη μαγεία του καλοκαιριάτικου
σούρουπου που προσπαθούσε να μας ξελογιάσει.

σκύψαμε τα κεφάλια μας ντροπιασμένοι. κάθε στιγμή που περνούσε ήταν πολύτιμη και
εμείς καθόμασταν και θαυμάζαμε την ομορφιά του δειλινού!

πλησιάσαμε το πράσινο τείχος των δέντρων και των φυλλωσιών του δάσους και ύστερα
από λίγο ψάξιμο ανακαλύψαμε ένα χορταριασμένο μονοπάτι που εισχωρούσε στο
εσωτερικό του και κατέληγε, κατά πάσα πιθανότητα, μπροστά στις πύλες του παλατιού του
βασιλιά.

μου φάνηκε πως οι κορφές των δέντρων έγειραν από πάνω μας και άρχισαν να μας
παρατηρούν με καχυποψία καθώς βυθιζόμασταν στο μισοσκόταδο που κρυβόταν κάτω απ’
τις φυλλωσιές και τα κλαδιά τους. η σιωπή που λίμναζε γύρω μας βαθιά και αδιατάραχτη,
αινιγματική και γεμάτη με αρχαία μυστικά, μου έφερε στο νου το ακίνητο νερό κάποιου
ξεχασμένου πηγαδιού. το φως της μέρας που έφευγε, μεταμορφώθηκε σ’ ένα μπερδεμένο
μωσαικό από τεθλασμένες γραμμές και αιχμηρές γωνίες. λαμπύρισε φευγαλέα ανάμεσα
από οριζόντια κλαδιά και κάθετους κορμούς και στη συνέχεια εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά.

και τότε σταθήκαμε ακίνητοι, και οι τρεις. τα χέρια μας σφίχτηκαν σε γροθιές καθώς ένας
παράξενος εκείνη τη στιγμή ο ήλιος βυθίστηκε πίσω απ’ τα αγέρωχα βουνά της δύσης και οι
κορφές των θεόρατων δέντρων του δάσους βάφτηκαν κατακόκκινες. ο γαλάζιος ουρανός
παραδόθηκε στις φλόγες μιας ουράνιας πυρκαγιάς και οι μέλισσες που γέμιζαν τον
χρυσαφένιο αέρα με το βουητό των διάφανων φτερών τους, έπαψαν να πετούν. τα τριζόνια
σταμάτησαν να τραγουδούν, τα πουλιά του δάσους σιώπησαν και μια παράξενη σιγή
απλώθηκε πάνω απ’ το λειβάδι. οι σκιές του δειλινού μάκρυναν ενώ ένα αργοκίνητο σμάρι
από μπαμπακένια σύννεφα που στροβιλίζονταν πάνω απ’ τα μακρινά βουνά, έλαμψαν
ρόδινα, παγιδεύοντας το τελευταίο φως της ημέρας στις αέρινες τουλίπες τους.

και τότε εμφανίστηκαν, δειλά-δειλά στην αρχή, τα πρώτα αστέρια, όμοια με μικρά
διαμαντάκια που σπινθηροβολούσαν ζωηρά, βυθισμένα στον σκουρογάλανο ωκεανό της
νύχτας που πλησίαζε.

-«καλύτερα να προχωρήσουμε,» μας παρότρυνε ο ταχύβολος. η φωνή του που ακούστηκε


κοφτή και αποφασιστική, ράγισε τη σιωπή και ξεθώριασε τη μαγεία του καλοκαιριάτικου
σούρουπου που προσπαθούσε να μας ξελογιάσει.

σκύψαμε τα κεφάλια μας ντροπιασμένοι. κάθε στιγμή που περνούσε ήταν πολύτιμη και
εμείς καθόμασταν και θαυμάζαμε την ομορφιά του δειλινού!

πλησιάσαμε το πράσινο τείχος των δέντρων και των φυλλωσιών του δάσους και ύστερα
από λίγο ψάξιμο ανακαλύψαμε ένα χορταριασμένο μονοπάτι που εισχωρούσε στο
εσωτερικό του και κατέληγε, κατά πάσα πιθανότητα, μπροστά στις πύλες του παλατιού του
βασιλιά.

μου φάνηκε πως οι κορφές των δέντρων έγειραν από πάνω μας και άρχισαν να μας
παρατηρούν με καχυποψία καθώς βυθιζόμασταν στο μισοσκόταδο που κρυβόταν κάτω απ’
τις φυλλωσιές και τα κλαδιά τους. η σιωπή που λίμναζε γύρω μας βαθιά και αδιατάραχτη,
αινιγματική και γεμάτη με αρχαία μυστικά, μου έφερε στο νου το ακίνητο νερό κάποιου
ξεχασμένου πηγαδιού. το φως της μέρας που έφευγε, μεταμορφώθηκε σ’ ένα μπερδεμένο
μωσαικό από τεθλασμένες γραμμές και αιχμηρές γωνίες. λαμπύρισε φευγαλέα ανάμεσα
από οριζόντια κλαδιά και κάθετους κορμούς και στη συνέχεια εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά.

και τότε σταθήκαμε ακίνητοι, και οι τρεις. τα χέρια μας σφίχτηκαν σε γροθιές καθώς ένας
παράξενος ήχος θρυμμάτισε ξαφνικά την αλλόκοτη σιγή που μας τύλιγε σαν σάβανο.

ήταν ένα γοργό φτερούγισμα, κάτι σαν το βουητό που κάνουν τα φτερά ενός πελώριου
εντόμου. ένιωσα την καρδιά μου να γοργοχτυπάει και τις τρίχες στο σβέρκο και στα χέρια
μου να σηκώνονται όρθιες, η μια μετά την άλλη. κάτι συνέβαινε. κάτι πλησίαζε προς το
μέρος μας.

είχα κάθε λόγο να νιώθω ανασφαλής. βρισκόμασταν μέσα στο μυστηριώδες και παράξενο
δάσος του βασιλιά των ξωτικών όπου μπορούσαν να μπουν μόνο όσοι απολάμβαναν την
εύνοιά του. μας είχε καλέσει ο ίδιος βέβαια, αλλά αυτό ήταν ένα γεγονός που ελάχιστα με
καθησύχαζε. στο κάτω-κάτω ο γοργοπόδης, ο τέταρτος αδελφός μας, το ίδιο δεν είχε κάνει;
πριν από ένα χρόνο ακριβώς, μια νύχτα σαν κι αυτή, είχε ανταποκριθεί στο κάλεσμα του
ξωτικοβασιλιά, είχε μπει στο δάσος και από τότε τα ίχνη του είχαν χαθεί οριστικά. όλες οι
προσπάθειες μας να τον εντοπίσουμε είχαν καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία. μάταια
πετούσαμε μέρες και νύχτες, καβάλα στους ακούραστους δράκους μας, μάταια φωνάζαμε
τ’ όνομά του πάνω από σκοτεινά φαράγγια, δασωμένα διάσελα και εύφορες κοιλάδες,
μάταια ψάχναμε τις έρημες ακτές και τις ασημένιες λίμνες που καθρέφτιζαν τα πρόσωπα
των απότομων γκρεμών και των στρογγυλεμένων λόφων της μαγικής πατρίδας μας!

ο γοργοπόδης είχε γίνει άφαντος.

ένα βράδυ όμως που έβρεχε δαιμονισμένα και ο άνεμος σφύριζε γύρω απ’ τις επάλξεις και
τους πύργους του πατρογονικού μας κάστρου, δεχτήκαμε μιαν αναπάντεχη επίσκεψη.
καταμεσής της κεντρικής σάλας του, εκεί όπου είχαμε μαζευτεί με τα παιδιά και τις
γυναίκες μας και κοιτούσαμε μελαγχολικοί τις φλόγες που καταβρόχθιζαν τα κούτσουρα
στο τζάκι, ύστερα από μια ακόμα άκαρπη ημέρα εξερεύνησης κατά τη διάρκεια της οποίας
είχαμε βραχνιάσει καλώντας τον γοργοπόδη, εμφανίστηκε ένα λαμπερό ξωτικό. ήταν ένα
πλάσμα με φωτεινό πρόσωπο, μακρυά μαλλιά στο χρώμα του σταριού και αυτιά που ήταν
λεπτά και μακρόστενα σαν τα φύλλα μιας νεαρής λεύκας.

ο απρόσκλητος επισκέπτης μας πληροφόρησε ότι ο κύριός του, ο άρχοντας του δάσους,
επιθυμούσε να μας υποδεχτεί στο παλάτι του κατά τη διάρκεια της ιερής νύχτας του
μεσοκαλόκαιρου, με σκοπό να μας αποκαλύψει την αλήθεια πίσω απ’ την εξαφάνιση του
γοργοπόδη.

αρχικά κοιτάξαμε το ξωτικό κατάπληκτοι και σιωπηλοί, καθώς μας ήταν αδύνατον να
καταλάβουμε πως είχε καταφέρει να μπει στη σάλα απαρατήρητο, τη στιγμή που ο αέρας
λυσσομανούσε έξω απ’ τα σφραγισμένα παράθυρα και τις πόρτες του κάστρου και οι
φλόγες των πυρσών που κρέμονταν απ’ τους πετρόχτιστους τοίχους του φώτιζαν την κάθε
του γωνιά και κόγχη.

ύστερα, όταν καταφέραμε να ξεπεράσουμε το αρχικό μας δέος, του ζητήσαμε να πει στον
βασιλιά του ότι θ’ ανταποκρινόμασταν θετικά στο κάλεσμά του. ο αγγελιοφόρος
εξαφανίστηκε και μας άφησε μόνους μέσα στην τεράστια σάλα ν’ αλληλοκοιταζόμαστε
αποσβολωμένοι.
δεν υπήρχε περίπτωση ν’ απαντήσουμε αρνητικά στην πρόσκληση του ξωτικοβασιλιά. όσο
παράξενοι και μυστηριώδεις κι αν ήταν οι τρόπο του, με τον γοργοπόδη μας ένωναν ιεροί
δεσμοί και ακατάλυτοι όρκοι αδελφικής αλληλεγγύης.

τώρα όμως, καθώς η νύχτα κάλυπτε το δάσος με τον εβένινο μανδύα της και η στενή
λουρίδα τ’ ουρανού που απλωνόταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας κατακλυζόταν απ’ τη
σπινθηροβόλα αστερόσκονη του γαλαξία, εμείς στεκόμασταν ακίνητοι σαν αγάλματα, με τα
νεύρα μας τεντωμένα, έτοιμοι να δεχτούμε κάποια σφοδρή επίθεση.

είδα ένα αμυδρό φωτάκι να πετάει ανάμεσα απ’ τους κορμούς των δέντρων. έσυρα το
σπαθί μου απ΄το θηκάρι του, το ίδιο και τ’ αδέλφια μου, και πήρα θέση μάχης. οι λεπίδες
των σπαθιών και οι πανοπλίες μας από πυρίμαχες δρακοφολίδες γυάλισαν αχνά στο
σκοτάδι.

το παράξενο βουητό ακούστηκε όλο και πιο δυνατό, όλο και πιο ευδιάκριτο, μέχρι τη
στιγμή που το μικρό φως μεταμορφώθηκε σ’ ένα λαμπερό σύννεφο, σε μια χρυσωπή άλω
που περιέβαλλε τη φτερωτή σιλουέτα ενός μικρόσωμου αερικού.

το παράξενο εκείνο πλάσμα προσγειώθηκε μπροστά μας και μας κοίταξε μ’ ένα ζευγάρι
κατάμαυρων ματιών που ήταν στρογγυλά και αστραφτερά σαν γυαλισμένα βότσαλα. τα
εντομοειδή φτερά του με τα ιριδίζοντα σχέδια έπαψαν να πάλλονται και τότε κατάλαβα για
πρώτη φορά τι ήταν αυτό που μ’ έκανε τόσο νευρικό και τεντωμένο απ’ τη στιγμή που
είχαμε πρωτοπατήσει το πόδι μας στο δάσος:

ήταν η απόλυτη σιωπή. κανονικά, ο νυχτερινός αέρας θα έπρεπε να πάλλεται απ’ τα


τρεχαλητά μικρών ζώων που κυνηγούσαν την τροφή τους, απ’ το θρόισμα των φυλλωσιών
που κρεμόταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, απ’ το μονότονο τραγούδι των γρύλων και το
θλιβερό σκούξιμο που έκαναν τα νυχτοπούλια καθώς καλούσαν το ταίρι τους. εδώ όμως
δεν ακουγόταν το παραμικρό. θα’λεγε κανείς πως το δάσος παρακολουθούσε την κάθε μας
κίνηση με κομμένη την ανάσα.

το αερικό έσιαξε τα ρούχα του, έβηξε διακριτικά, πήρε μια επίσημη πόζα και μας είπε τα
εξής:

-«αξιότιμοι καλεσμένοι, ο βασιλιάς μου σας ευχαριστεί που αποφασίσατε να τον τιμήσετε
με την παρουσία σας την ιερή ετούτη νύχτα. σας καλοσωρίζει στο βασίλειό του και
εγγυάται την ασφάλειά σας. σας παρακαλεί επίσης να μου επιτρέψετε να σας οδηγήσω στο
υπέρλαμπρο παλάτι του όπου σας περιμένει με ανυπομονησία!»

η φωνή του ακούστηκε λεπτή και καθάρια μέσα στη νύχτα σαν το κουδούνισμα μιας
αρμαθιάς από ασημένιες καμπανούλες που χορεύουν με τον άνεμο.

εμείς βάλαμε απρόθυμα τα σπαθιά μας πίσω στα θηκάρια τους και υποκλιθήκαμε αμίλητοι
στο αερικό. εκείνο ξαναχτύπησε τα φτερά του και αιωρήθηκε δυο σπιθαμές πάνω απ’ το
χορταριασμένο μονοπάτι. στη συνέχεια άρχισε να πετάει μπροστά μας σαν τεράστια
νυχτοπεταλούδα, τυλιγμένο στη χρυσαφένια άλω που είχε προηγηθεί της εμφάνισής του.

εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το φεγγάρι. αναδύθηκε αθόρυβο και πελώριο πάνω απ’ τις
κορφές των δέντρων και έλαμψε ολοστρόγγυλο, όμοιο με χάλκινο ταψί, κίτρινο και
φωτεινό, στο χρώμα του μελιού. το φως του έπεσε πάνω στο δάσος σαν μια βροχή από
υγρό κεχριμπάρι ενώ οι ακτίνες του ύφαναν διάφανες κουρτίνες από ασημένιες κλωστές
που κρεμάστηκαν γύρω μας σαν φωτεινά παραπετάσματα.

τα δέντρα θρόισαν όλα μαζί, σαν να έπαιρναν μια βαθιά ανάσα. μυριάδες νυχτολούλουδα
γέμισαν τη νύχτα με το λεπτό τους άρωμα. αμέσως μετά, μεγάλες κουκουβάγιες που είχαν
φτέρωμα στιλπνό και απαλό σαν καλογυαλισμένο αλάβαστρο, άνοιξαν τα λαμπερά τους
μάτια και άρχισαν να πετούν γύρω μας, σαν αθόρυβα φαντάσματα.

You might also like