Professional Documents
Culture Documents
αυλαια
αυλαια
Agatha Christie
CURTAIN
(Poirot’w Last Casel)
Ποιος αλήθεια δεν ένοιωσε κάποτε έναν ξαφνικό πόνο, μια έντονη
οδύνη, ξαναζώντας μια παλιά εμπειρία ή νοιώθοντας ένα παλιό,
γνώριμο, συναίσθημα;
Το έχω ξανακάνει αυτό...»
Γιατί τα λόγια αυτά μάς συγκινούν πάντα τόσο βαθιά ;
Αυτό το ερώτημα έκανα στον εαυτό μου, καθισμένοι, (μπροστά στο
παράθυρο του τραίνου και παρακολουθώντας το όμορφο τοπίο του
Έσσεξ έξω απ’ το παράθυρο.
Πριν πόσο καιρό ξαναείχα κάνει αυτό το ταξίδι;
Τότε είχα νοιώσει (πολύ γελοίο, μα την πίστη μου) πως το καλύτε-
ρο μέρος απ’ τη ζωή μου, είχε κιόλας περάσει. Πληγωμένος στον πό-
λεμο - με ένα τραύμα που θα το έσερνα όλα τα κατοπινά μου χρόνια -
θα ξαναζούσα αδιάκοπα μέσα σε κείνη τη φριχτή σύρραξη. Ένας
σφοδρός πόλεμος είχε σαρώσει τον πρώτο, το ίδιο σφοδρός μα πε-
ρισσότερο ανελέητος.
Στα 1916 ο νεαρός Άρθουρ Χάστιγκς πίστευε πως ήταν κιόλας γε-
ρασμένος. Πόσο λίγο είχα συνειδητοποιήσει πως για μένα η ζωή άρ-
χιζε μόλις τότε;
Ταξίδευα, αν και δεν το ήξερα, για να συναντήσω τον άνθρωπο που
η επιρροή του επάνω μου θα έδινε σχήμα στη ζωή μου.
Στην πραγματικότητα, πήγαινα να μείνω με τον παλιό μου φίλο,
τον Τζων Κάβεντις, που η μητέρα του, πρόσφατα ξαναπαντρεμένη,
είχε ένα εξοχικό σπίτι που το έλεγαν «Στάυλς». Το μόνο που είχα
σκεφθεί ήταν πως επρόκειτο για μια ευχάριστη ανανέωση παλιών
γνωριμιών, χωρίς να προβλέπω πως σε λίγο θα βυθιζόμουν μέσα σ'
όλες τις σκοτεινές πτυχές ενός μυστηριώδους φόνου.
Στο «Στάυλς» είχα συναντήσει ξανά αυτόν τον παράξενο μικρόσω-
μο ανθρωπάκο, τον Ηρακλή Πουαρό, που είχα συναντήσει για πρώτη
φορά στο Βέλγιο.
Πόσο καλά θυμόμουν την κατάπληξή μου όταν είχα δει την μορφή
που κούτσαινε με το μεγάλο μουστάκι ν' ανεβαίνει το δρόμο του χω-
ρίου.
Ο Ηρακλής Πουαρό! Από κείνες τις μέρες είχε γίνει ο πιο αγαπητός
μου φίλος, η επιρροή του είχε διαμορφώσει τη ζωή μου. Μαζί του,
στην καταδίωξη ενός άλλου δολοφόνου, είχα συναντήσει την γυναί-
κα μου, την πιστότερη και γλυκύτερη σύντροφο που θα μπορούσε να
βρει ένας άνδρας.
Αλλοίμονο! Τώρα κείτεται στο έδαφος της Αργεντινής, έχοντας πε-
θάνει όπως το ήθελε - χωρίς μακροχρόνιους πόνους ή την αδυναμία
της γεροντικής ηλικίας.
Είχε αφήσει, ωστόσο, πίσω της έναν πολύ μοναχικό και δυστυχι-
σμένο άνδρα.
A! Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω - να ξαναζήσω τη ζωή απ’ την αρ-
χή. Αν μπορούσε αυτή η μέρα να ‘ναι εκείνη η μέρα στα 1916, όταν
είχα ταξιδεύει για πρώτη φορά στο «Στάυλς»... Τι αλλαγές είχαν γίνει
από τότε! Τι κενά ανάμεσα στα γνωστά πρόσωπα! Το ίδιο το
«Στάυλς» είχε πουληθεί απ’ τους Καβέντις. Ο Τζων Κάβεντις είχε πε-
θάνει, αν κι η γυναίκα του η Μαίρη (εκείνη η γοητευτική αινιγματική
γυναίκα) ζούσε ακόμα στο Ντέβονσαϊρ. Ο Λώρενς ζούσε με τη γυναί-
κα και τα παιδιά του στη Νότιο Αφρική. Αλλαγές - αλλαγές παντού.
Αλλά το παράξενο ήταν πως ένα πράγμα είχε μείνει το ίδιο. Πήγαι-
να στο «Στάυλς» για να συναντήσω τον Ηρακλή Πουαρό.
Πόση έκπληξη ένοιωσα παίρνοντας το γράμμα του με την επικε-
φαλίδα «Στάυλς Κώρτ, Στάυλς, Έσσεξ».
Δεν είχα δει τον παλιό μου φίλο σχεδόν ένα χρόνο. Την τελευταία
φορά που τον είχα δει είχα νοιώσει κλονισμό και θλίψη. Ήταν πολύ
γέρος τώρα και σχεδόν παράλυτος απ’ την αρθρίτιδα. Είχε πάει στην
Αίγυπτο με την ελπίδα να βελτιώσει την υγεία του, αλλά όπως μου
έλεγε στο γράμμα του είχε γυρίσει μάλλον χειρότερα παρά καλύτερα.
Πάντως, έγραφε χαρούμενα... ”
«Και δεν απορείς, φίλε μου, βλέποντας την διεύθυνση απ’ την ό-
ποια γράφω; Δεν σου ξαναφέρνει παλιές αναμνήσεις; Ναι, βρίσκομαι
εδώ, στο «Στάυλς». Φαντάσου, τώρα είναι ξενώνας. Το διευθύνει έ-
νας απ’ τους τόσο βρετανούς γέρους συνταγματάρχες σας —πολύ
παλαιάς σχολής και σικ. Φυσικά, η γυναίκα του το κάνει ν’ αποδίδει.
Είναι καλή διευθύντρια αλλά η γλώσσα της στάζει ξύδι κι ο δύστυχος
Συνταγματάρχης υποφέρει πολύ γι’ αυτό.. Αν ήμουν στη θέση του θα
την σκότωνα με τσεκούρι!
Είδα τη διαφήμιση τους στην εφημερίδα και με κυρίευσε η επιθυ-
μία να ξαναπάω στο μέρος που ήταν το πρώτο μου σπίτι σ’ αυτή τη
χώρα. Στην ηλικία μου χαίρεται κανείς να ξαναζεί το παρελθόν.
Λοιπόν, φαντάσου, βρίσκω εδώ έναν κύριο, έναν «βαρονέτο που
είναι φίλος του εργοδότη της κόρης σου. (Δεν σου φαίνεται πως αυ-
τή η φράση ακούγεται λίγο σαν γαλλική άσκηση;)
Συλλαμβάνω αμέσως ένα σχέδιο, θέλει να πείσει τους Φράνκλιν να
‘ρθούν εδώ για το καλοκαίρι. Εγώ με τη σειρά μου θα πείσω εσένα
και έτσι θα ‘μαστε εδώ όλοι μαζί, οικογενειακώς. Θα ‘ναι πολύ ευχά-
ριστο. Γι’ αυτό, αγαπητέ μου Χάστιγκς, βιάσου, φθάσε όσο πιο γρή-
γορα μπορείς. Παρήγγειλα ένα δωμάτιο για σένα (όπως καταλαβαί-
νεις, το παλιό αγαπημένο «Στάυλς» έχει εκσυγχρονισθεί) και συζήτη-
σα την τιμή με την Κυρία Συνταγματάρχου Λούτρελ ώσπου έκλεισα
συμφωνία σε πολύ καλή τιμή.
Οι Φράνκλιν κι η γοητευτική σου Τζούντιθ βρίσκονται εδώ μερικές
μέρες. Όλα είναι κανονισμένα, γι’ αυτό μην δημιουργήσεις ιστορίες.
Θα σε δω σύντομα
Πάντα δικός σου, Ηρακλής Πουαρό.»
Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό απ’ την κατα-
στροφή που προκαλεί ο χρόνος.
Ο καημένος ο φίλος μου! Τον έχω περιγράφει πολλές φορές. Τώρα
πρέπει να σας πω τη διαφορά που παρουσίαζε. Παράλυτος απ’ τα
αρθριτικά, τριγύριζε πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες. Το κάποτε παχύ
σώμα του είχε μπάσει. Ήταν τώρα ένας κοντός κι αδύνατος άνδρας.
Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο. Η αλήθεια είναι πως το μουστάκι
και τα μαλλιά του ήταν ακόμα κατάμαυρα αλλά ειλικρινά, αν και δεν
θα πλήγωνα ούτε για όλο τον κόσμο τα αισθήματα του λέγοντας του
το, ήταν λάθος. Έρχεται μία στιγμή που η βαφή των μαλλιών είναι
οδυνηρά φανερή. Υπήρχε μια εποχή που είχα νοιώσει έκπληξή μα-
θαίνοντας πως η μαυρίλα των μαλλιών του Πουαρό προερχόταν από
ένα κομψότατο μπουκαλάκι. Αλλά τώρα η θεατρικότητα της ήταν φα-
νερή και δημιουργούσε την εντύπωση πως φορούσε περούκα κι είχε
βάψει το πάνω χείλι του, εκείνο το περίφημο μουστάκι, για να δια-
σκεδάσει τα παιδιά!
Μόνο τα μάτια του ήταν τα ίδια όπως πάντα, πονηρά και λαμπερά
και τώρα —ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία— γεμάτα συγκίνηση.
— Α, φίλε μου Χάστιγκς, φίλε μου Χάστιγκς...
Έσκυψα το κεφάλι μου και με αγκάλιασε θερμά όπως το συνήθιζε.
— Φίλε μου Χάστιγκς!
Έσκυψε πίσω εξετάζοντας με με το κεφάλι του, όπως συνήθιζε, ε-
λαφρά γερμένο απ’ τη μια μεριά.
— Ναι, ακριβώς ο ίδιος —η ίσια ράχη, οι πλατιοί ώμοι, το γκρίζο
των μαλλιών - πολύ ντιστεγκέ. Ξέρεις, φίλε μου, διατηρείσαι ακόμα
πολύ καλά. ΟΙ γυναίκες εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για σένα; Ε;
— Αλήθεια, Πουαρό, διαμαρτυρήθηκα. Πρέπει να...
— Μα σε βεβαιώνω, φίλε μου, είναι μια δοκιμασία, η μοναδική δο-
κιμασία. Όταν οι πολύ νέες κοπέλες έρχονται και σου μιλάνε ευγενι-
κά, πάρα πολύ ευγενικά, να ξέρεις, είναι το τέλος! «Ο καημένος ο γέ-
ρος», λένε, «πρέπει να ‘μαστε καλές μαζί του. Πρέπει να ‘ναι φρικτό
να είσαι έτσι». Αλλά εσύ, Χάστιγκς, είσαι ακόμα νέος. Για σένα υπάρ-
χουν ακόμα πιθανότητες. Σωστά, στρίψε το μουστάκι σου, καμπού-
ριασε τους ώμους σου — έτσι το βλέπω— γιατί αλλιώς δεν θα ‘δει-
χνες τόση αυτοπεποίθηση.
Ξέσπασα σε γέλια.
— Πραγματικά είσαι άνω ποταμών, Πουαρό. Και σύ πως είσαι;
— Εγώ, είπε ο Πουαρό με μια γκριμάτσα. Είμαι ένα ναυάγιο. Ένα
ερείπιο. Δεν μπορώ να περπατήσω. Είμαι παράλυτος και παραμορ-
φωμένος. Ευτυχώς, μπορώ να τρώω ακόμη μόνος μου, άλλα, κατά τα
άλλα, πρέπει να με φροντίζουν σα μωρό. Με βάζουν στο κρεββάτι,
με πλένουν και με ντύνουν. Τέλος πάντων, αυτό δεν είναι διασκεδα-
στικό. Ευτυχώς, αν και το εξωτερικό φθείρεται ο πυρήνας είναι ακό-
μα γερός.
— Ναι, πραγματικά. Έχεις την καλύτερη καρδιά σ’ όλο τον κόσμο.
— Καρδιά; Ίσως. Δεν αναφερόμουν στην καρδιά. Λέγοντας ο πυρή-
νας, αγαπητέ μου, εννοούσα τον εγκέφαλο. Το μυαλό μου λειτουργεί
ακόμα θαυμάσια.
Μπορούσα τουλάχιστον να δω καθαρά πως δεν είχε γίνει καμμιά
ζημιά στον εγκέφαλο προς την κατεύθυνση της μετριοφροσύνης.
— Και σ’ αρέσει εδώ; ρώτησα.
Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους.
— Μου φθάνει. Καταλαβαίνεις, δεν είναι το «Ρίτς». Πραγματικά ό-
χι. Το δωμάτιο όπου έμενα όταν πρωτοήρθα εδώ ήταν μικρό και ά-
σχημα επιπλωμένο. Μετακόμισα σ’ αυτό εδώ χωρίς αύξηση τιμής.
Ύστερα το μαγείρεμα είναι εγγλέζικο στη χειρότερη μορφή του. Αυτά
τα πελώρια και σκληρά χόρτα των Βρυξελλών που αρέσουν τόσο πο-
λύ στους Άγγλους. Οι πατάτες βρασμένες και σκληρές ή θρύψαλα. Τα
χορταρικά έχουν τη γεύση νερού, νερού και πάλι νερού. Πλήρης α-
πουσία αλατιού και πιπεριού σ’ οποιοδήποτε φαγητό.
Έκανε μια εκφραστική παύση.
— Ακούγεται φρικτά, παρατήρησα.
— Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Πουαρό κι εξακολούθησε τα παράπο-
να. Κι ακόμα υπάρχει ο δήθεν εκσυγχρονισμός. Τα μπάνια, οι βρύσες
παντού και τι βγαίνει απ’ αυτές; Χλιαρό νερό, φίλε μου, τις περισσό-
τερες ώρες της μέρας. Κι oi πετσέτες, τόσο λεπτές, τόσο ψιλές.
— Οι παλιές μέρες είχαν και μερικά καλά, είπα σκεφτικά.
Θυμήθηκα τα σύννεφα του ατμού που έβγαιναν απ’ τη βρύση του
ζεστού νερού του μοναδικού μπάνιου που είχε αρχικά το «Στάυλς»,
ένα από κείνα τα μπάνια όπου μια πελώρια μπανιέρα με πλευρές
από μαόνι αναπαυόταν περήφανα στη μέση του πατώματος του
μπάνιου. Θυμήθηκα ακόμα τις τεράστιες πετσέτες του μπάνιου και
τα συχνά αστραφτερά δοχεία με το καυτό νερό που στέκονταν στην
παλιού τύπου λεκάνη.
— Μα δεν πρέπει κανείς να παραπονιέται, ξανάπε ο Πουαρό. Μ’
αρέσει να υποφέρω για μια καλή αιτία.
Μου ήρθε μια ξαφνική σκέψη.
— Πουαρό, μήπως τα φέρνεις δύσκολα βόλτα; Ξέρω πως ο πόλε-
μος χτύπησε πολύ άσχημα τις επενδύσεις...
Ο Πουαρό βιάσθηκε να με καθησυχάσει.
— Όχι, όχι φίλε μου. Έχω μεγάλη άνεση. Στην πραγματικότητα εί-
μαι πλούσιος. Δεν έχω έρθει εδώ για οικονομία.
— Εντάξει τότε, είπα. Νομίζω πως μπορώ να καταλάβω τα αισθή-
ματα σου, συνέχισα. Καθώς προχωρεί κανείς, τείνει όλο και περισσό-
τερο να ξαναγυρίζει στις παλιές μέρες. Προσπαθεί να ξανασυλλάβει
τα παλιά συναισθήματα. Το βρίσκω οδυνηρό να ‘μαι εδώ, κι όμως
μου ξαναφέρνει ένα σωρό παλιές σκέψεις και συναισθήματα που εί-
χα ξεράσει πως τάχα νοιώσει ποτέ. Τολμώ να πω πως κι εσύ νοιώθεις
το ίδιο.
— Καθόλου. Δεν νοιώθω καθόλου έτσι.
— Ήταν καλές μέρες, είπα θλιμμένα.
— Μπορεί να μιλάς για τον εαυτό σου, Χάστιγκς. Για μένα, η άφι-
ξη μου στο «Στάυλς» Σαίντ Μαίρη ήταν θλιβερή κι οδυνηρή. Ήμουν
πρόσφυγας, πληγωμένος, εξόριστος απ’ το σπίτι μου και την πατρίδα
μου, ζώντας από φιλανθρωπία σε μια ξένη χωρά. Όχι, δεν ήταν χα-
ρούμενο. Δεν ήξερα τότε πως η Αγγλία θα γινόταν το σπίτι μου και
θα ‘βρισκα εδώ την ευτυχία.
— Το είχα ξεχάσει, παραδέχτηκα.
— Ακριβώς. Πάντα αποδίδεις στους άλλους τα συναισθήματα που
νιώθεις εσύ ο ίδιος. Ο Χάστιγκς ήταν ευτυχισμένος - όλοι ήταν ευ-
τυχισμένοι!
— Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκα γελώντας.
— Και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αλήθεια, συνέχισε ο Πουαρό.
Λεν πως κοιτάζεις πίσω και σου ‘ρχονται δάκρυα στα μάτια. «Ω, οι
ευτυχισμένες μέρες. Ήμουν νέος τότε!» Αλλά πραγματικά, φίλε μου,
δεν ήσουν τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζεις. Είχες πρόσφατα πληγω-
θεί βαριά, στενοχωριόσουν που δεν ήσουν πια κατάλληλος για ενερ-
γό υπηρεσία, μόλις είχες απογοητευθεί απερίγραπτα απ’ την παρα-
μονή σου σ’ ένα φριχτό αναρρωτήριο και, απ’ ό,τι θυμάμαι, περιέ-
πλεξες τα πράγματα με το να ερωτευθείς ταυτόχρονα δυο γυναίκες.
Γέλασα και κοκκίνισα.
— Τι δυνατή μνήμη που έχεις, Πουαρό.
— Τς - τς - τς, τώρα θυμάμαι τους μελαγχολικούς σου αναστεναγ-
μούς καθώς μουρμούριζες ανοησίες για δυο όμορφες γυναίκες.
— Θυμάσαι τι μου είπες; Είπες: «Και καμιά απ’ αυτές δεν είναι για
σένα! Αλλά θάρρος, φίλε μου. Μπορεί να ξανακυνηγήσουμε μαζί, και
τότε ίσως...»
Σταμάτησα. Γιατί ο Πουαρό κι εγώ είχαμε πάει ξανά για κυνήγι στη
Γαλλία κι εκεί είχα συναντήσει τη μοναδική γυναίκα...
— Ξέρω, Χάστιγκς, ξέρω. Η πληγή είναι ακόμα φρέσκια. Αλλά μην
επιμένεις σ’ αυτήν, μην κοιτάζεις πίσω. Κοίταξε καλύτερα μπροστά.
Έκανα μια χειρονομία αηδίας.
— Να κοιτάξω μπροστά; Μα τι υπάρχει για να δω μπροστά μου;
— Ε, λοιπόν, φίλε μου, έχουμε δουλειά.
— Δουλειά; Που;
— Εδώ.
Τον κοίταξα καλά καλά.
—Με ρώτησες τώρα μόλις γιατί ήρθα εδώ, είπε ο Πουαρό. Ίσως να
μην παρατήρησες πως δεν σου απάντησα. Θα σου δώσω την απά-
ντηση τώρα. Βρίσκομαι εδώ για να κυνηγήσω ένα δολοφόνο.
Τον κοίταξα με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη. Για μια στιγμή σκέφ-
θηκα πως παραμιλούσε.
— Το εννοείς πραγματικά; τραύλισα ολότελα χαμένος.
—Ασφαλώς και το εννοώ. Για ποιόν άλλο λόγο σε παρότρυνα να με
συναντήσεις; Τα μέλη μου δεν είναι πια δραστήρια αλλά, όπως σου
είπα, ο εγκέφαλος μου δεν έχει πειραχτεί. Θυμήσου πως ο κανόνας
μου ήταν πάντα ο ίδιος - κάθισε και σκέψου. Αυτό μπορώ να το κάνω
ακόμα - στην πραγματικότητα είναι το μόνο πράγμα που είναι δυνα-
τόν για μένα. Για την πιο δραστήρια πλευρά της εκστρατείας, θα ‘χω
μαζί μου τον ανεκτίμητο Χάστιγκς μου.
— Το εννοείς πραγματικά; ρώτησα με κομμένη την ανάσα για δεύ-
τερη φορά.
— Φυσικά το εννοώ. Εσύ κι εγώ, Χάστιγκς, ξαναπάμε άλλη μια φο-
ρά για κυνήγι.
Χρειάσθηκα μερικά λεπτά για να καταλάβω πως ο Πουαρό μιλούσε
πραγματικά σοβαρά.
Όσο φανταστική κι αν φαινόταν η δήλωση του, δεν είχα λόγους ν’
αμφιβάλλω για την κρίση του.
Μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο είπε:
— Πείσθηκες επιτέλους. Στην αρχή φαντάστηκες πως είχα πάθει
μαλάκυνση εγκεφάλου, δεν είν’ έτσι;
— Όχι, όχι, είπα βιαστικά. Μόνο που αυτό το μέρος φαίνεται πολύ
απίθανο.
— Α, νομίζεις;
— Φυσικά δεν είδα ακόμα όλους τους ανθρώπους...
— Ποιους είδες;
— Μόνο τους Λούτρελ κι έναν άνδρα που τον λένε Νόρτον και
φαίνεται άκακος άνθρωπος και τον Μπόυντ Κάριγκτον - πρέπει να
πω πως με γοήτευσε πάρα πολύ.
Ο Πουαρό κατένευσε:
— Λοιπόν, Χάστιγκς, θα σου πω κάτι. Όταν δεις και τα υπόλοιπα
πρόσωπα του σπιτιού, η δήλωσή μου θα σου φαίνεται το ίδιο απί-
θανη όσο τώρα.
— Ποιος άλλος υπάρχει;
— Ο δόκτωρ και η κυρία Φράνκλιν, η νοσοκόμος που φροντίζει
την Κυρία Φράνκλιν, η κόρη σου Τζούντιθ. Ύστερα υπάρχει ένας άν-
δρας που τον λένε Άλλερτον, ένα είδος γόη, και μια Μις Κόουλ, μια
γυναίκα γύρω στα τριάντα. Επίτρεψε μου να σου πω πως όλοι είναι
πολύ καλοί άνθρωποι.
— Κι ένας απ’ αυτούς είναι δολοφόνος;
— Κι ένας απ’ αυτούς είναι δολοφόνος.
— Μα γιατί... πως... γιατί νομίζεις;...
Δυσκολεύτηκα να δώσω σχήμα στις ερωτήσεις μου, που έπεφταν η
μια πάνω στην άλλη.
— Ηρέμησε, Χάστιγκς. Ας αρχίσουμε απ’ την αρχή. Σε παρακαλώ,
φέρε μου το μικρό κουτί απ’ το γραφείο. Ωραία. Και τώρα το κλειδί -
έτσι...
Ξεκλειδώνοντας το κουτί, έβγαλε έναν όγκο από δακτυλογραφημέ-
να χαρτιά και αποκόμματα εφημερίδων.
— Μπορείς να τα μελετήσεις με την ησυχία σου, Χάστιγκς. Για την
ώρα δεν θα ασχολούμουν με τα αποκόμματα των εφημερίδων. Είναι
απλώς οι περιγραφές του τύπου για διάφορες τραγωδίες, κάπου -
κάπου ανακριβής, μερικές φορές, κατατοπιστικές. Για να πάρεις μια
ιδέα για τις υποθέσεις, προτείνω να διαβάσεις την περίληψη που
έχω κάνει.
Άρχισα να διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α’ ΕΘΕΡΙΓΚΤΟΝ
Λέοναρντ Έθεριγκτον. Άσχημες συνήθειες - έπαιρνε ναρκωτικά κι
έπινε. Παράξενος και σαδιστικός χαρακτήρας. Σύζυγος νέα και γοη-
τευτική. Απελπιστικά δυστυχισμένη μαζί του. Ο Λ. Έθεριγκτον πέθα-
νε, φαινομενικά από τροφική δηλητηρίαση. Ο γιατρός δεν έμεινε ι-
κανοποιημένος. Μετά την αυτοψία, ανακαλυφθεί ότι ο θάνατος ο-
φειλόταν σε δηλητηρίαση από αρσενικό. Υπήρχε ζιζανιοκτόνο στο
σπίτι, αλλά είχε παραγγελθεί πριν από πολύ καιρό. Η κυρία Έθερι-
γκτον συνελήφθη και κατηγορηθεί για φόνο. Είχε πιάσει τελευταία
φιλίες μ’ έναν δημόσιο υπάλληλο που γύριζε στην Ινδία. Καμιά έν-
δειξη πραγματικής απιστίας, αλλά δείγματα βαθιάς συμπάθειας ανά-
μεσα τους. Ο νέος είχε αρραβωνιασθεί στη συνέχεια μια κοπέλα που
συνάντησε στο ταξίδι του προς το εξωτερικό. Υπάρχουν αμφιβολίες
αν το γράμμα που το ανήγγελλε στην Έθεριγκτον έφθασε στα χέρια
της πριν η μετά το θάνατο του συζύγου της. Εκείνη λέει πριν. Οι εν-
δείξεις εναντίον της είναι κυρίως συμπτωματικές, η απουσία άλλου
πιθανού υπόπτου και το γεγονός ότι το δυστύχημα είναι μάλλον α-
πίθανο. Εκδηλώθηκε μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτήν στη δίκη εξ αιτίας
του χαρακτήρα του συζύγου της και της κακομεταχείρισης που είχε
υποστεί απ’ αυτόν. Η ανακεφαλαίωση του δικαστού ήταν υπέρ αυ-
τής, τονίζοντας πως η απόφαση δεν πρέπει να επιτρέπει καμιά λογι-
κή αμφιβολία.
Η Κυρία Έθεριγκτον αθωώθηκε. Αλλά η γενική «γνώμη ήταν πως
ήταν ένοχη. Η κατοπινή της ζωή ήταν πολύ δύσκολη, γιατί oι φίλοι
της, κ.λπ. της φέρονταν πολύ ψυχρά. Πέθανε δυο χρόνια μετά τη δί-
κη παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών. Η ανάκριση έβγαλε το
συμπέρασμα πως επρόκειτο για τυχαίο θάνατο.
Είχα συναντήσει την κ. Φράνκλιν μόνο μια φορά. Ήταν μια γυναίκα
γύρω στα τριάντα σε τύπο Μαντόνας. Μεγάλα καστανά μάτια, μαλλιά
χωρισμένα στη μέση και ένα μακρύ ευγενικό πρόσωπο. Ήταν πολύ
αδύνατη και το δέρμα της ήταν διαφανές κι εύθραυστο.
Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεββάτι, ακουμπισμένη σε μαξιλάρια και
φορώντας ένα πολύ λεπτό νυχτικό από άσπρο και γαλάζιο ύφασμα.
Ο Φράνκλιν κι ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν εκεί κι έπιναν καφέ. Η κ.
Φράνκλιν με καλωσόρισε με απλωμένο χέρι κι ένα χαμόγελο.
— Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, Ταγματάρχα. Θα ‘ναι τόσο καλό για
την Τζούντιθ. Το παιδί δουλεύει πραγματικά πολύ σκληρά.
— Φαίνεται πολύ καλά, είπα καθώς πήρα το εύθραυστο χεράκι στο
δικό μου.
Η Μπάρμπαρα Φράνκλιν αναστέναξε.
— Ναι, είναι τυχερή. Πόσο την ζηλεύω. Δεν πιστεύω να ξέρει
πραγματικά τι είναι αρρώστια. Τι νομίζετε, αδελφή; Ω! Να σας συ-
στήσω. Η αδελφή Κράβεν μου έχει φερθεί φοβερά καλά. Δεν ξέρω τι
θα ‘κανα χωρίς αυτήν. Με μεταχειρίζεται σαν μωρό.
Η αδελφή Κράβεν ήταν μια ψηλή, όμορφη νέα γυναίκα με ωραίο
χρώμα κι όμορφο κεφάλι με καστανό κόκκινα μαλλιά. Πρόσεξα τα
χέρια της που ήταν μακριά κι άσπρα —πολύ διαφορετικά απ’ τα χέ-
ρια πολλών νοσοκόμων νοσοκομείου. Ήταν από μερικές απόψεις
σιωπηλή κοπέλα, και μερικές φορές δεν απαντούσε. Δεν απάντησε
τώρα, απλώς κούνησε το κεφάλι της.
— Μα πραγματικά, συνέχισε η κ. Φράνκλιν, ο Τζων βάζει το δύστυ-
χο κορίτσι σας να δουλεύει πολύ σκληρά. Είναι σαν οδηγός σκλά-
βων. Δεν είσαι οδηγός σκλάβων, Τζων;
Ο άνδρας της στεκόταν και κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο. Σφύριζε
και κουδούνιζε κάτι ψιλά στην τσέπη του. Αναπήδησε ελαφρά στην
ερώτηση της γυναίκας του.
— Τι είναι, Μπάρμπαρα;
— Έλεγα πως κουράζεις πάρα πολύ την καημένη την μις Τζούντιθ.
Τώρα ο Ταγματάρχης Χάστιγκς βρίσκεται εδώ και θα ενώσουμε τις
δυνάμεις μας και δεν θα το επιτρέψουμε.
Τα πειράγματα δεν ήταν το φόρτε του Δρ. Φράνκλιν. Φάνηκε αόρι-
στα στενοχωρημένος και στράφηκε ερωτηματικά στην Τζούντιθ.
— Πρέπει να μου το λες όταν το παρακάνω, μουρμούρισε.
— Απλώς προσπαθούν ν’ αστειευθούν, είπε η Τζούντιθ. Μια και
μιλάμε για δουλειά, ήθελα να σας ρωτήσω για κείνη την κηλίδα, για
το δεύτερο σλάιτς —ξέρετε εκείνο που...
Στράφηκε πρόθυμα προς το μέρος της και την διέκοψε.
— Ναι, ναι. Αν δεν σε πειράζει, θα ‘λεγα να κατέβουμε στο εργα-
στήριο. θα ‘θελα να βεβαιωθώ...
Μιλώντας ακόμα βγήκαν μαζί έξω απ’ το δωμάτιο.
Η Μπάρμπαρα Φράνκλιν ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια της. Ανα-
στέναξε. Η αδελφή Κράβεν είπε ξαφνικά και μάλλον δυσάρεστα:
— Νομίζω πως η μις Χάστιγκς είναι ο οδηγός των... σκλάβων!
Η κ. Φράνκλιν αναστέναξε ξανά.
— Αισθάνομαι τόσο ανεπαρκής, είπε. Ξέρω πως θα ‘πρεπε να εν-
διαφέρομαι περισσότερο για τη δουλειά του Τζων, αλλά δεν μπορώ
να το κάνω. Θα ‘λεγα πως φταίει κάτι στο χαρακτήρα μου, αλλά...
Την διέκοψε ένας καγχασμός του Μπόυντ Κάριγκτον που καθόταν
κοντά στο τζάκι.
— Ανοησίες, Μπάμπς, είπε. Είσαι μια χαρά. Μην ανησυχείς.
— Ω, μα, αγαπητέ μου Μπιλ, ανησυχώ. Αποθαρρύνομαι πολύ με
τον εαυτό μου. Είναι όλα τόσο απαίσια, δεν μπορώ να μην το αισθά-
νομαι. Τα ινδικά χοιρίδια κι οι αρουραίοι κι όλα αυτά. Ου!... (Ανατρί-
χιασε.) Ξέρω πως είναι ανόητο, αλλά είμαι τρελή. Με κάνει ν’ αρρω-
σταίνω. Θέλω να σκεφθώ τα όμορφα ευτυχισμένα πράγματα... τα
πουλιά και τα λουλούδια και τα παιδιά που παίζουν. Ξέρεις, Μπιλ.
Πλησίασε και πήρε το χέρι που του άπλωνε τόσο ικετευτικά. Το
πρόσωπό του είχε αλλάξει καθώς την κοίταζε, κι ήταν ευγενικό σαν
πρόσωπο γυναίκας. Κατά κάποιον τρόπο ήταν εντυπωσιακό γιατί ο
Μπόυντ Κάριγκτον ήταν βασικά αρρενωπός άνδρας.
— Δεν άλλαξες πολύ από τότε που ήσουν δεκαεφτά χρονών,
Μπάμπς, είπε. Θυμάσαι το σπιτάκι σου στον κήπο και το μπάνιο για
τα πουλιά και τις καρύδες;
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου.
— Η Μπάρμπαρα κι εγώ είμαστε παλιοί σύντροφοι στα παιχνίδια!
— Παλιοί σύντροφοι στα παιχνίδια! διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
— Ω, δεν αρνούμαι πως είσαι πάνω από δεκαπέντε χρόνια μικρό-
τερη μου. Αλλά έπαιζα μαζί σου όταν ήσουν παιδάκι κι εγώ νέος. Σ’
έπαιρνα στα χέρια μου, αγαπητή μου. Κι υστέρα, αργότερα, γύρισα
στο σπίτι και σε βρήκα μια νεαρή κυρία, έτοιμη να κάνεις το ντε-
μπούτο σου στον κόσμο, κι έκανα ό,τι μπορούσα πηγαίνοντάς σε στο
γήπεδο του γκολφ και μαθαίνοντας σε να παίζεις γκολφ. Το θυμάσαι;
— Ω, Μπιλ, νομίζεις πως θα το ξεχνούσα;
— ΟΙ δικοί μου ζούσαν σ' αυτά τα μέρη, μου εξήγησε εκείνη. Κι ο
Μπιλ ερχόταν κι έμενε με τον γέρο θείο μου, τον Σερ Έβεραρντ, στον
Κνάττον.
— Και τι μαυσωλείο ήταν... και είναι, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον.
Καμμιά φορά πιστεύω πως δεν θα μπορέσω να το κάνω κατοικήσιμο.
— Ω, Μπιλ, θα μπορούσε να γίνει θαυμάσιο... Αρκετά θαυμάσιο!
— Ναι, Μπάμπς, Αλλά το κακό είναι πως δεν έχω ιδέες. Το μόνο
που μπορώ να σκεφθώ είναι μπάνια και μερικές πραγματικά ανα-
παυτικές καρέκλες. Χρειάζεται μια γυναίκα.
— Σου είπα πως θα ‘ρθω να σε βοηθήσω. Το εννοώ. Πραγματικά.
Ο Σερ Ουίλιαμ κοίταξε μ’ αμφιβολία την αδελφή Κράβεν.
— Αν είσαι αρκετά δυνατή, θα μπορούσα να σε πάω με το αυτοκί-
νητο. Τί λέτε, Αδελφή;
—Ω, ναι, σερ Ουίλιαμ. Νομίζω πως θα ‘κανε καλό στην κ. Φράνκλιν
αν, φυσικά, πρόσεχε να μην παρακουρασθεί.
— Σύμφωνοι, λοιπόν, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Και τώρα, κοιμή-
σου καλά. Να ‘σαι σε φόρμα για αύριο.
Ευχηθήκαμε κι οι δυο καληνύχτα στην κ. Φράνκλιν και βγήκαμε
μαζί. Καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα, ο Μπόυντ Κάριγκτον είπε κα-
τσούφικα:
— Δεν έχετε ιδέα τι αξιαγάπητο πλάσμα ήταν στα δεκαεφτά της
χρόνια. Είχε γυρίσει στην πατρίδα απ’ τη Βιρμανία —ξέρετε, η γυναί-
κα μου πέθανε εκεί. Δεν με πειράζει να σας πω πως της έδωσα ολό-
κληρη την καρδιά μου. Παντρεύτηκε τον Φράνκλιν μετά από τρία η
τέσσερα χρόνια. Νομίζετε πως ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος; Φα-
ντάζομαι πως αυτό συμβαίνει εξ αιτίας της κακής υγείας της. Ο άν-
θρωπος αυτός δεν την καταλαβαίνει και δεν την εκτιμά. Κι εκείνη εί-
ναι ευαίσθητη. Νομίζω πως η ευαισθησία της είναι εν μέρει νευρική.
Βγάλ’ την έξω απ’ τον εαυτό της, διασκέδασε την, και φαίνεται δια-
φορετικός άνθρωπος. Αλλά αυτός ο καταραμένος κοκκαλοπριονι-
στής ενδιαφέρεται μόνο για τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τους
ιθαγενείς και τους πολιτισμούς της Δυτικής Αφρικής.
Ρουθούνισε θυμωμένα.
Νόμισα πως ίσως υπήρχε κάτι σ’ αυτά που έλεγε. Κι όμως απόρησα
που ο Μπόυντ Κάριγκτον είχε γοητευθεί απ’ την κ. Φράνκλιν που, σε
τελευταία ανάλυση, ήταν ένα αρρωστιάρικο πλάσμα, αν κι ήταν ό-
μορφη μ' έναν εύθραυστο, γλυκό τρόπο. Αλλά ο ίδιος ο Μπόυντ Κά-
ριγκτον ήταν τόσο γεμάτος ζωτικότητα και ζωή που θα πίστευα πως
απλώς θα ‘δειχνε ανυπομονησία μ’ έναν νευρωτικό ανάπηρο. Πά-
ντως, η Μπάρμπαρα Φράνκλιν πρέπει να ταν πολύ άμορφη σαν κο-
πέλα και σε πολλούς άνδρες, ιδιαίτερα στους ιδεαλιστές, όπως θεω-
ρούσα τον Μπόυντ Κάριγκτον, οι πρώτες εντυπώσεις αργούν να πε-
ράσουν.
Στο κάτω πάτωμα, η κ. Λούτρελ έπεσε πάνω μας και πρότεινε να
παίξουμε μπριτζ. Δικαιολογήθηκα πως ήθελα να δω τον Πουαρό.
Βρήκα τον φίλο μου στο κρεβάτι. Ο Κέρτις τριγύριζε συγυρίζοντας
το δωμάτιο αλλά σε λίγο βγήκε έξω, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
— Πανάθεμα σε, Πουαρό, είπα, κι εσένα και την κολασμένη σου
συνήθεια να κρατάς χαρτιά κρυμμένα στο μανίκι σου. Πέρασα όλο το
βράδυ προσπαθώντας να εντοπίσω τον X.
— Αυτό πρέπει να σ’ έκανε κάπως αφηρημένο, παρατήρησε ο φί-
λος μου. Μήπως παρατήρησε κανείς την αφηρημάδα σου και σε ρώ-
τησε τι συμβαίνει;
Κοκκίνισα ελαφρά, καθώς θυμήθηκα τις ερωτήσεις της Τζούντιθ.
Νομίζω πως ο Πουαρό παρατήρησε την αμηχανία μου. Πρόσεξα ένα
μικρό κακό χαμόγελο στα χείλη του. Πάντως το μόνο που είπε ήταν:
— Και σε ποιο συμπέρασμα έφθασες σχετικά;
— Θα μου πεις αν είχα δίκιο;
— Ασφαλώς όχι.
Κοίταξα προσεκτικά το πρόσωπό του.
— Σκέφθηκα τον Νόρτον.
Το πρόσωπο του Πουαρό δεν άλλαξε.
— Όχι πως έχω καμμιά βάση, είπα. Απλώς τον θεώρησα λιγότερο
απίθανο απ’ οποιονδήποτε άλλο. Κι ύστερα είναι... να... ασήμαντος.
Φαντάζομαι πως ο τύποι του δολοφόνου που κυνηγάμε πρέπει να
περνάει απαρατήρητος.
— Είναι αλήθεια. Αλλά υπάρχουν περισσότεροι τρόποι απ’ όσο νο-
μίζεις για να περνάει κανείς απαρατήρητος.
— Τι εννοείς;
— Ας υποθέσουμε, για να πάρουμε μια υποθετική περίπτωση, πως
αν ένας παράξενος ξένος φθάσει εκεί μερικές βδομάδες πριν απ’ το
έγκλημα, χωρίς κανένα φανερό λόγο θα τον προσέξουν. Δεν θα ‘ταν
καλύτερο αν ο ξένος ήταν μια ασήμαντη προσωπικότητα που ασχο-
λείται μ’ ένα άκακο σπορ όπως το ψάρεμα;
— Ή το κοίταγμα των πουλιών, συμφώνησα. Ναι, αλλά αυτό ακρι-
βώς έλεγα.
— Απ’ την άλλη πλευρά, είπε ο Πουαρό, ίσως να ‘ταν ακόμα καλύ-
τερο αν ο δολοφόνος ήταν κιόλας γνωστό πρόσωπο —ας πούμε, θα
μπορούσε να είναι ο χασάπης. Αυτό θα είχε το πρόσθετο πλεονέκτη-
μα ότι κανένας δεν προσέχει λεκέδες από αίμα σ’ ένα χασάπη!
— Γίνεσαι γελοίος. Όλοι θα ‘ξεραν αν ο χασάπης είχε τσακωθεί με
τον φούρναρη.
— Όχι αν ο χασάπης είχε γίνει χασάπης απλώς και μόνο για να
βρει την ευκαιρία να δολοφονήσει τον φούρναρη. Πρέπει κανείς να
κοιτάζει πάντα ένα βήμα πίσω, φίλε μου.
Τον κοίταξα προσεκτικά, προσπαθώντας να δω αν τα λόγια του έ-
κρυβαν έναν υπαινιγμό. Αν εννοούσαν κάτι συγκεκριμένο, θα μπο-
ρούσε να πει κανείς πως υποδείκνυαν τον Συνταγματάρχη Λούτρελ.
Μήπως είχε ανοίξει σκόπιμα έναν ξενώνα για να έχει την ευκαιρία να
δολοφονήσει έναν απ’ τους πελάτες;
Ο Πουαρό κούνησε πολύ ελαφρά το κεφάλι του.
— Δεν θα πάρεις την απάντηση απ’ το πρόσωπο μου, είπε.
— Είσαι πραγματικά εξοργιστικός, Πουαρό, είπα μ’ έναν αναστε-
ναγμό. Πάντως, ο Νόρτον δεν είναι ο μοναδικός μου ύποπτος. Τι λες
γι’ αυτόν τον Άλλερτον;
Ο Πουαρό με το πρόσωπό του το ίδιο απαθές ρώτησε:
— Δεν τον συμπαθείς;
— Όχι.
— Α. Είναι ο τύπος που χαρακτηρίζεις απαίσιο, δεν ειν’ έτσι;
— Ασφαλώς. Δεν συμφωνείς;
— Βεβαίως. Είναι πολύ ελκυστικός για τις γυναίκες είπε αργά ο
Πουαρό.
Έβγαλα ένα περιφρονητικό επιφώνημα:
— Πως μπορούν να είναι τόσο ανόητες οι γυναίκες! Τι βρίσκουν σ’
έναν τέτοιο άνθρωπο;
— Ποιος ξέρει; Αλλά έτσι είναι πάντα. Οι κακοί γοητεύουν πάντα
τις γυναίκες.
— Μα γιατί;
Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους του.
— Ίσως βλέπουν κάτι που δεν το βλέπουμε εμείς οι άλλοι.
— Μα τι;
— Πιθανόν τον κίνδυνο... Φίλε μου, όλοι ζητάνε μια γεύση κινδύ-
νου στη ζωή τους. Μερικοί την παίρνουν προσωπικά —όπως στις
ταυρομαχίες. Άλλοι διαβάζουν βιβλία που τους προκαλούν αυτό το
συναίσθημα. Μερικοί το βρίσκουν στο σινεμά. Αλλά είμαι σίγουρος
για δυο πράγμα —η υπερβολική ασφάλεια είναι αντιπαθής στην φύ-
ση ενός ανθρώπινου πλάσματος. Οι άνδρες βρίσκουν τον κίνδυνο με
πολλούς τρόπους, οι γυναίκες περιορίζονται στο να βρίσκουν τους
κινδύνους τους κυρίως σε θέματα σεξ. Ίσως γι’ αυτό καλωσορίζουν
το σημάδι της τίγρης —τα σκεπασμένα νύχια, το απατηλό πήδημα.
Αγνοούν τον εξαιρετικό άνθρωπο που θα γίνει καλός κι ευγενικός
σύζυγος.
Το σκέφτηκα σοβαρός και σιωπηλός για λίγα λεπτά. Ύστερα ξανα-
γύρισα στο προηγούμενο θέμα.
— Ξέρεις Πουαρό, είπα, θα ‘ναι πραγματικά αρκετά εύκολο να βρω
ποιος είναι αυτός ο X. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ψάξω να βρω
ποιος γνώριζε όλους τους ανθρώπους. Εννοώ τους ανθρώπους των
πέντε υποθέσεων σου.
Το είπα θριαμβευτικά άλλα ο Πουαρό μου ‘ριξε μια περιφρονητική
ματιά.
Δεν σου ζήτησα να ‘ρθεις εδώ, Χάστιγκς, για να σε δω να ακολου-
θείς αδέξια και με κόπο το δρόμο που έκανα ήδη. Και θα σου πω πως
δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζεις. Τέσσερις απ’ τις υποθέσεις έγιναν
σ' αυτή τη χώρα. Οι άνθρωποι που είναι μαζεμένοι κάτω απ’ αυτή τη
στέγη δεν είναι άγνωστοι που ήρθαν εδώ χωριστά. Αυτό δεν είναι
συνηθισμένο ξενοδοχείο. Οι Λούτρελ κατάγονται απ’ αυτά τα μέρη.
Τα έβγαζαν άσχημα πέρα κι αγόρασαν αυτό το μέρος κι άρχισαν μια
επιχείρηση. Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ είναι φίλοι τους, ή φίλοι
που τους συνιστούν οι φίλοι τους. Ο Σερ Ουίλιαμ έπεισε τους Φράν-
κλιν να ‘ρθουν. Εκείνοι με τη σειρά τους το πρότειναν στον Νόρτον
και, κατά τη γνώμη μου, και στην Μις Κόουλ και ούτω καθεξής.
Πράγμα που σημαίνει πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ένας άνθρω-
πος που είναι γνωστός σ’ έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους να είναι
γνωστός σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους. Επίσης ο X μπορεί να έ-
δρασε εκεί όπου τα γεγονότα είναι περισσότερο γνωστά. Πάρε την
υπόθεση του εργάτη Ρίγκς. Το χωριό όπου έγινε η τραγωδία δεν εί-
ναι μακριά απ’ το σπίτι του θείου του Μπόυντ Κάριγκτον. Κι οι συγ-
γενείς της κ. Φράνκλιν ζούσαν εκεί κοντά. Το πανδοχείο του χωρίου
έχει πολλούς τουρίστες. Μερικοί απ’ τους οικογενειακούς φίλους της
κ. Φράνκλιν συνήθιζαν να μένουν εκεί. Ο Φράνκλιν έχει μείνει εκεί.
Ίσως κι ο Νόρτον κι η Μις Κόουλ έχουν μείνει εκεί, κι είναι πολύ πι-
θανόν.. .
Αναστέναξε.
— Όχι, όχι φίλε μου. Σέ παρακαλώ να μην κάνεις αυτές τις αδέξιες
προσπάθειες να αποκαλύψεις ένα μυστικό που αρνούμαι να σου α-
ποκαλύψω.
— Είναι πολύ ανόητο. Σαν να επρόκειτο να το προδώσω. Στο λέω,
Πουαρό, βαρέθηκα τ’ αστείο για το εκφραστικό μου πρόσωπο. Δεν
είναι αστείο.
— Είσαι τόσο σίγουρος πως είναι ο μοναδικός λόγος; είπε ήρεμα ο
φίλος μου. Δεν καταλαβαίνεις, καλέ μου, πως μια τέτοια γνώση μπο-
ρεί να είναι επικίνδυνη; Δεν καταλαβαίνεις πως ενδιαφέρομαι και για
την ασφάλεια σου;
Τον κοίταξα μ’ ανοιχτό το στόμα. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα ε-
κτιμήσει αυτή την πλευρά του θέματος. Αλλά φυσικά ήταν μάλλον
αληθινή. Αν ένας έξυπνος κι εφευρετικός δολοφόνος που έχει γλυ-
τώσει κιόλας την τιμωρία για πέντε εγκλήματα —χωρίς να τον υπο-
ψιάζεται καθείς, όπως πίστευε— καταλάβαινε, ξαφνικά, πως κάποιος
βρισκόταν στα ίχνη του, τότε αυτό ήταν πραγματικά επικίνδυνο για
κείνους που βρίσκονταν στα ίχνη του.
— Μα τότε κι εσύ... κινδυνεύεις, Πουαρό, είπα ζωηρά.
Ο Πουαρό έκανε μια χειρονομία υπέρτατης περιφρόνησης, όσο
του το επέτρεπε η αναπηρία του.
— Εγώ έχω συνηθίσει. Μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου. Κι
ύστερα, δεν έχω τον πιστό μου σκύλο, τον εξαιρετικό και πιστό μου
Χάστιγκς για να με προστατεύσει ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η αφήγηση μου για τις μέρες που πέρασα στο «Στάυλς» πρέπει να
είναι αναγκαστικά κάπως ασυνεχής. Όταν τις θυμάμαι, μου παρου-
σιάζονται σαν μια σειρά από συζητήσεις, από λόγια και φράσεις που
χαράχθηκαν στη συνείδησή μου.
Πρώτα απ’ όλα, και πολύ νωρίς, ήρθε η συνειδητοποίηση της ανα-
πηρίας και της απελπιστικής κατάστασης του Ηρακλή Πουαρό. Πί-
στευα, όπως είχε πει, πως ο εγκέφαλος του λειτουργούσε ακόμα ·μ’
όλη του την παλιά οξύτητα, άλλα το σωματικό περίβλημα ήταν τόσο
λεπτό που κατάλαβα αμέσως πως ο ρόλος μου θα ‘ταν πολύ πιο ε-
νεργητικός απ’ το συνηθισμένο. Θα ‘μουν, ας πούμε, τα μάτια και τ’
αυτιά του Πουαρό.
Η αλήθεια είναι πως κάθε όμορφη μέρα ο Κέρτις έπαιρνε τον κύριο
του και τον κουβαλούσε προσεκτικά κάτω, εκεί όπου είχε κατεβάσει
πρώτα την καρέκλα του που τον περίμενε. Ύστερα, τσούλαγε τον
Πουαρό έξω στον κήπο και διάλεγε ένα σημείο που δεν είχε ρεύματα.
Άλλες μέρες, όταν ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος, τον κουβαλούσε
στο σαλόνι.
Όπου κι αν ήταν σίγουρο πως κάποιος θα ‘ρχόταν να καθίσει και
να μιλήσει μαζί του, αλλά δεν ήταν το ίδιο σαν να ‘χε ο Πουαρό την
δυνατότητα να διαλέγει τον σύντροφό του στο τετ ά τετ μόνος του.
Δεν μπορούσε πιά να ξεχωρίζει αυτόν με τον όποιο ήθελε να μιλήσει.
Την ήμερα μετά την άφιξή μου, ο Φράνκλιν με πήρε σ’ ένα παλιό
στούντιο στον κήπο που είχε μετατροπή «εκ των ενόντων» σε επι-
στημονικό εργαστήριο.
Πρέπει να ξεκαθαρίσω αμέσως πως εγώ δεν έχω επιστημονικό
μυαλό. Στην περιγραφή μου για τη δουλειά του Δρ. Φράνκλιν ίσως
χρησιμοποιήσω λανθασμένους όρους και προκαλέσω την περιφρό-
νηση εκείνων που έχουν γερές γνώσεις πάνω στο θέμα.
Απ’ ό,τι μπορούσα να καταλάβω εγώ, ένας απλός αδαής, ο Φράν-
κλιν πειραματιζόταν με διάφορα αλκαλοειδή που προέρχονταν απ’
το φασόλι κάλαμπαρ, το δηλητηριώδες φυσόστιγμα. Κατάλαβα πε-
ρισσότερα από μια συζήτηση που έγινε μια μέρα ανάμεσα στον
Φράνκλιν και τον Πουαρό. Η Τζούντιθ, που προσπάθησε να με δια-
φωτίσει, ήταν, όπως είναι συνήθως οι σοβαροί νέοι, σχεδόν απίθανα
τεχνική. Αναφέρθηκε σαν γνώστης στην αλκαλοειδή φυσοστιγμίνη,
εσερίνη, φυσοβεΐνη και γενεσερίνη κι υστέρα προχώρησε σε μια ου-
σία με τελείως απίθανο όνομα, προστιγμίνη η διμεθυλκαρβονικός
έστηρ του 3 ύδραξυφαινύλ τριμεθύλλαμμονιου κλπ. κλπ. και πολλά
άλλα που φαινόταν πως ήταν το ίδιο πράγμα άλλα έφθανες σ’ αυτό
από άλλο δρόμο. Όλα αυτά ήταν διπλά κινέζικα για μένα και προκά-
λεσα την περιφρόνηση της Τζούντιθ ρωτώντας τι καλό μπορούσαν
να κάνουν όλα αυτά στην ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει ερώτηση που
να ενοχλεί περισσότερο τον πραγματικό επιστήμονα. Η Τζούντιθ
μου ‘ριξε αμέσως μια περιφρονητική ματιά κι άρχισε μια άλλη πο-
λύωρη και σοφή εξήγηση. Το συμπέρασμα, απ’ ότι κατάλαβα, ήταν
πως ορισμένες σκοτεινές φυλές της Δυτικής Αφρικής έδειχναν μεγά-
λη ανοσία σε μια εξίσου σκοτεινή, αν και θανατηφόρα ασθένεια που,
απ’ ό,τι θυμάμαι λεγόταν Τζορντανίτις — γιατί την είχε αρχικά εντο-
πίσει ένας ενθουσιώδης Δρ. Τζόρνταν. Ήταν μια εξαιρετικά σπάνια
τροπική ασθένεια που σε μια δυο περιπτώσεις είχε προσβάλλει λευ-
κούς, με μοιραία αποτελέσματα.
Ριψοκινδύνευσα να φουντώσω το θυμό της Τζούντιθ με την παρα-
τήρηση πως θα ‘ταν λογικότερο να βρουν ένα φάρμακο που θα νι-
κούσε τις παρενέργειες της ιλαράς!
Με οίκτο και περιφρόνηση η Τζούντιθ μου εξήγησε ότι ο μόνος
σκοπός που άξιζε να επιτευχθεί ήταν η διεύρυνση της ανθρώπινης
γνώσης κι όχι η ωφέλεια της ανθρώπινης φυλής.
Κοίταξα μερικά σλάιτς στο μικροσκόπιο, μελέτησα μερικές φωτο-
γραφίες ιθαγενών της Δυτικής Αφρικής (πραγματικά πολύ διασκεδα-
στικές!) είδα έναν αρουραίο σ’ ένα κλουβί και ξαναβγήκα τρέχοντας
στον καθαρό αέρα.
Όπως είπα, το μοναδικό ενδιαφέρον που μπορούσα να νοιώσω,
ξύπνησε από τη συζήτηση του Φράνκλιν με τον Πουαρό.
— Ξέρεις, Πουαρό, είπε ο Δρ. Φράνκλιν, αυτό το πράγμα ανήκει
περισσότερο στον τομέα σου παρά στο δικό μου. Είναι το φυτό της
καταδίκης που υποτίθεται πως αποδεικνύει την αθωότητα ή την έ-
νοχή. Αυτές οι φυλές της Δυτικής Αφρικής το πιστεύουν βαθιά —ή
τουλάχιστον το πίστευαν γιατί σήμερα έχουν εξευγενισθεί. Το μασά-
νε σοβαρά με την πεποίθηση πως θα τους σκοτώσει αν είναι ένοχοι
και δεν θα τους βλάψει αν είναι αθώοι.
— Κι έτσι, αλίμονο, πεθαίνουν.
— Όχι, δεν πεθαίνουν όλοι. Αυτό είχε αγνοηθεί ως τώρα. Υπάρ-
χουν πολλά πίσω απ’ αυτή την υπόθεση —φαντάζομαι πως πρόκει-
ται για γιατροσόφια μάγων. Υπάρχουν δυο διαφορετικά είδη αυτού
του φασολιού, μόνο που μοιάζουν τόσο πολύ ώστε δύσκολα μπορείς
να εντοπίσεις τη διαφορά. Αλλά υπάρχει διαφορά. Περιέχουν και οι
δύο φυσοστιγμίνη και γενεσερίνη και όλα τα άλλα αλλά στο δεύτερο
είδος μπορείς ν’ απομονώσεις, ή τουλάχιστον νομίζω πως μπορώ,
εγώ, άλλο ένα αλκαλοειδές και η ενέργεια αυτού του αλκαλοειδούς
εξουδετερώνει την ενέργεια των άλλων. Επί πλέον, το δεύτερο είδος
τρώγεται συνήθως από ένα είδος εσωτερικού δακτυλίου σε μια μυ-
στική τελετή κι οι άνθρωποι που το τρώνε δεν παθαίνουν ποτέ Τζορ-
ντανίτιδα. Η τρίτη ουσία έχει μια αξιοσημείωτη επίδραση στο μυϊκό
σύστημα, χωρίς καταστροφικές επενέργειες. Είναι φοβερά ενδιαφέ-
ρον. Δυστυχώς το καθαρό αλκαλοειδές είναι πολύ ασταθές. Ωστόσο,
φθάνω σε αποτελέσματα. Άλλα αυτό που χρειάζεται είναι πολύ πε-
ρισσότερη έρευνα εκεί έξω, επί τόπου. Είναι δουλειά που πρέπει να
γίνει! Ναι, μα την κόλαση είναι... θα πούλαγα και την ψυχή μου
στον... (σταμάτησε απότομα. Το χαμόγελό του ξαναγύρισε.)Με συγ-
χωρείτε που παρασύρθηκα. Αυτά τα πράγματα μου ανάβουν τα αί-
ματα!
—Όπως λέτε, είπε ήρεμα ο Πουαρό, ασφαλώς το επάγγελμα μου θα
γινόταν πολύ ευκολότερο αν μπορούσα να δοκιμάσω τόσο εύκολα
την ένοχή και την αθωότητα. Αχ, αν υπήρχε μια ουσία που να μπο-
ρούσε να κάνει αυτό που αποδίδουν στο φασόλι καλαμπαρ!
— Μα τα βάσανά σας δεν θα τελείωναν εκεί, είπε ο Φράνκλιν. Στο
κάτω κάτω, τι είναι η ένοχή ή η Αθωότητα;
— Θα ‘λεγα πως δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, παρατήρησα.
Στράφηκε προς το μέρος μου:
— Τι είναι κακό; Τι είναι καλό; Οι ιδέες σχετικά μ’ αυτά ποικίλλουν
από αιώνα σε αιώνα. Αυτό που θα δοκιμάζατε θα μπορούσε να είναι
ένα αίσθημα ένοχης ή ένα αίσθημα αθωότητος. Στην πραγματικότη-
τα, δεν θα ‘χε καμμιά απολύτως αξία σαν δοκιμασία.
— Δεν καταλαβαίνω πως το συμπεραίνετε.
— Καλέ μου άνθρωπε, ας υποθέσουμε πως ένας άνθρωπος νομίζει
πως έχει το θείο δικαίωμα να σκοτώσει έναν δικτάτορα ή έναν τοκο-
γλύφο ‘η ένα μαστροπό ή όποιον ξυπνάει τον ηθικό του θυμό. Κάνει
αυτό που εσείς θεωρείτε μια πράξη ένοχης αλλά εκείνος τη θεωρεί α-
θώα πράξη. Τι μπορεί να κάνει αυτό το κακόμοιρο το φυτό της κατα-
δίκης σ’ αυτή την περίπτωση;
— Ασφαλώς, είπα, πάντα ο φόνος πρέπει να συνοδεύεται από μια
αίσθηση ένοχης!
— Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα ‘θελα να σκοτώσω, είπε χα-
ρούμενα ο Δρ. Φράνκλιν. Μη νομίζετε πως ύστερα η συνείδησή μου
θα με κρατούσε ξύπνιο τη νύχτα. Ξέρετε, έχω τη γνώμη πως τα ογδό-
ντα τοις εκατό του ανθρώπινου γένους πρέπει να εξοντωθούν. Θα τα
πηγαίναμε πολύ καλύτερα χωρίς αυτούς.
Σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας χαρούμενα.
Τον κοίταξα με αμφιβολία. Ένα ελαφρό γέλιο του Πουαρό με συ-
νέφερε.
— Φίλε μου, φαίνεσαι σαν να είδες φιδοφωλιά. Ας ελπίζουμε πως
ο φίλος μας ο γιατρός δεν θα εφαρμόσει αυτά που κηρύσσει.
—Α, έκανα. Αλλά τι γίνεσαι αν το κάνει;
II
Μετά από μερικούς δισταγμούς αποφάσισα πως έπρεπε να προει-
δοποιήσω την Τζούντιθ σχετικά με τον Άλλερτον. Ένοιωθα πως έ-
πρεπε να μάθω ποιες ήταν οι αντιδράσεις της. Ήξερα πως ήταν λογι-
κή κοπέλα και μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό της και δεν πίστευα
πως θα ξεγελιόταν πραγματικά απ’ τη φτηνή γοητεία ενός άνδρα σαν
τον Άλλερτον. Υποθέτω πως στην πραγματικότητα την ψάρεψα σχε-
τικά μ’ αυτό το θέμα γιατί ήθελα να βεβαιωθώ σχετικά μ' αυτό το ση-
μείο.
Δυστυχώς, δεν πήρα αυτό που ήθελα... Πρέπει να πω πως ήμουν
απογοητευτικά αδέξιος. Δεν υπάρχει τίποτα που να εξοργίζει τους
νέους περισσότερο απ’ τις συμβουλές των μεγαλύτερων τους. Προ-
σπάθησα να κάνω τα λόγια μου ανέμελα και ήρεμα. Υποθέτω πως
απέτυχα. Η Τζούντιθ πήρε φωτιά αμέσως.
— Τι είναι αυτά; είπε. Μια προειδοποίηση γονέως για τον μεγάλο
κακό λύκο;
— Όχι, όχι, Τζούντιθ. Φυσικά όχι.
— Υποθέτω πως δεν συμπαθείς τον Ταγματάρχη Άλλερτον.
— Ειλικρινά, όχι. Για να πούμε την αλήθεια, νομίζω πως ούτε κι
εσύ τον συμπαθείς.
— Γιατί όχι;
— Ε, χμ, δεν είναι ο τύπος σου, ψέματα;
— Τι θεωρείς πως είναι ο τύπος μου, πατέρα;
Η Τζούντιθ με καταλαβαίνει πάντα. Τα πήγα μάλλον άσχημα. Στά-
θηκε και με κοίταζε με το στόμα της να γέρνει προς τα πάνω σ’ ένα
ελαφρά περιφρονητικό χαμόγελο.
— Φυσικά, εσύ δεν τον συμπαθείς, είπε. Εγώ τον συμπαθώ. Νομίζω
πως είναι πολύ διασκεδαστικός.
— Ω, διασκεδαστικός... μπορεί.
Προσπάθησα να το ξεπεράσω.
— Είναι πολύ γοητευτικός, είπε σκόπιμα η Τζούντιθ. Οποιαδήποτε
γυναίκα θα ‘χε αυτή τη γνώμη. Φυσικά οι άνδρες δεν θα το καταλά-
βαιναν.
— Ασφαλώς όχι, είπα και συνέχισα, μάλλον αδέξια. Ήσουν μαζί
του έξω αργά τη νύχτα τις προάλλες...
Δεν μ’ άφησε να τελειώσω. Η θύελλα ξέσπασε.
— Πραγματικά, πατέρα, φέρεσαι σαν... μωρός. Δεν καταλαβαίνεις
πως μπορώ να φροντίζω τις υποθέσεις μου στην ηλικία μου; Δεν έ-
χεις κανένα δικαίωμα να ελέγχεις τι κάνω ή ποιόν διαλέγω για φίλο.
Αυτό που είναι εξοργιστικό στους γονείς είναι η παράλογη ανάμιξη
τους στις ζωές των παιδιών τους. Σ’ αγαπώ πολύ αλλά είμαι ενήλικη
κι η ζωή μου μου ανήκει. Μην αρχίζεις να γίνεσαι σαν τον κ. Μπάρ-
ρετ.
Πληγώθηκα πολύ απ’ αυτή την υπερβολικά αγενή παρατήρηση και
δεν μπόρεσα ν’ απαντήσω. Η Τζούντιθ έφυγε.
Έμεινα με το απελπισμένο συναίσθημα πως είχα κάνει περισσότε-
ρο κακό παρά καλό.
Στεκόμουν χαμένος στις σκέψεις μου όταν με ξύπνησε η φωνή της
νοσοκόμου της κ. Φράνκλιν, που αναφώνησε δυνατά:
— Δίνω μια δεκάρα για να μάθω τις σκέψεις σας, Ταγματάρχα.
Στράφηκα χαρούμενος και καλωσόρισα τη διακοπή.
Η αδελφή Κράβεν ήταν πραγματικά πολύ όμορφη νέα γυναίκα. ί-
σως οι τρόποι της ήταν λίγο απότομοι, αλλά ήταν ευχάριστη κι έξυ-
πνη.
Μόλις είχε βάλει την ασθενή της σ’ ένα ηλιόλουστο σημείο κοντά
στο αυτοσχέδιο εργαστήριο.
— Ενδιαφέρεται η κ. Φράνκλιν για τη δουλειά του συζύγου της;
ρώτησα.
Η αδελφή Κράβεν σήκωσε περιφρονητικά το κεφάλι της.
— Ω, είναι πολύ τεχνική γι’ αυτήν. Ξέρετε, ταγματάρχα, δεν είναι
καθόλου έξυπνη γυναίκα.
— Όχι, νομίζω πως έχετε δίκιο.
— Φυσικά, η δουλειά του Δρα Φράνκλιν μπορεί να εκτιμηθεί από
κάποιον που ξέρει κάτι για την ιατρική. Είναι πραγματικά πολύ έξυ-
πνος άνθρωπος, ξέρετε. Λαμπρός. Τον καημένο, τον λυπάμαι πολύ.
— Τον λυπάστε;
— Ναι. Έχω δει πολύ συχνά την περίπτωσή του. Παντρεύτηκε λά-
θος τύπο γυναίκας.
— Νομίζετε πως δεν είναι ο κατάλληλος τύπος γι’ αυτόν;
— Εσείς δηλαδή δεν συμφωνείτε; Δεν έχουν τίποτα κοινό.
— Φαίνεται να την αγαπάει πολύ, είπα. Φροντίζει πολύ να εκπλη-
ρώνει τις επιθυμίες της και λοιπά.
Η αδελφή Κράβεν γέλασε μάλλον δυσάρεστα.
— Το φ ρ ο ν τ ί ζ ε ι !
— Νομίζετε πως εκμεταλλεύεται την... κακή της υγεία; ρώτησα με
αμφιβολία.
Η αδελφή Κράβεν γέλασε.
— Δεν χρειάζεται μαθήματα για να πετυχαίνει το δικό της. Ό,τι κι
αν θέλει η εξοχότης της γίνεται. Μερικές γυναίκες είναι έτσι έξυπνες
σαν ένα βαρέλι μαϊμούδες. Αν κανένας τους πάει κόντρα ξαπλώνουν
πίσω, κλείνουν τα μάτια τους και φαίνονται άρρωστοι και παθητικοί,
ή αλλιώς παθαίνουν νευρική κρίση αλλά η κ. Φράνκλιν είναι παθητι-
κός τύπος. Δεν κοιμάται όλη νύχτα κι είναι κατάχλομη κι εξαντλημέ-
νη το πρωί.
Μα δεν είναι πραγματική ανάπηρη; ρώτησα κάπως απορημένος.
Η αδελφή Κράβεν μου έριξε μια παράξενη ματιά. Είπε ξερά:
— Ω, φυσικά!.
Ύστερα άλλαξε απότομα θέμα.
Με ρώτησε αν ήταν αλήθεια πως είχα ξαναέρθει στο «Στάυλς» πριν
από πολύ καιρό, στον πρώτο πόλεμο.
— Ναι, είναι αλήθεια.
Χαμήλωσε τη φωνή της
— Δεν έγινε τότε ένας φόνος εδώ; Έτσι μου είπε μια απ’ τις καμα-
ριέρες. Ήταν μία γριά κυρία;
— Ναι.
Ανατρίχιασε ελαφρά.
— Αυτό το εξηγεί κάπως, δεν είν’ έτσι; είπε.
— Τι εξηγεί;
Μου έριξε μια γρήγορη λοξή ματιά.
— Την... την ατμόσφαιρα αυτού του μέρους. Δεν την νοιώθετε;
Εγώ την νοιώθω. Κάτι δεν πάει καλά, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να
πω.
Έμεινα για μια στιγμή σιωπηλός, συλλογισμένος. Ήταν αλήθεια
αυτό που είχε πει; Μήπως το γεγονός πως ο βίαιος θάνατος εκ προ-
μελέτης —που έχει συμβεί σ’ ένα σημείο— αφήνει την εντύπωση του
σ’ αυτό το μέρος τόσο έντονα, ώστε να γίνεται αντιληπτή μετά από
χρόνια; Οι ψυχολόγοι επέμεναν πάνω σ' αυτό. Μήπως το «Στάυλς»
είχε ακόμα τα ίχνη του επεισοδίου που είχε συμβεί πριν τόσο καιρό;
Εδώ, μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, σ’ αυτούς τους κήπους, οι σκέψεις
του φόνου είχαν μείνει κι είχαν δυναμώσει κι είχαν τελικά καρποφο-
ρήσει στην τελική πράξη. Μήπως είχαν μολύνει τον αέρα;
Η αδελφή Κράβεν διέκοψε τις σκέψεις μου.
— Ήμουν σ’ ένα σπίτι όπου είχε γίνει κάποτε φόνος, είπε. Δεν το
ξέχασα ποτέ. Κανείς δεν το ξεχνάει. Ήταν ένας απ’ τους ασθενείς
μου. Χρειάσθηκε να καταθέσω και τα λοιπά. Ένοιωσα μάλλον παρά-
ξενα. Είναι απαίσια εμπειρία για μία κοπέλα.
— Πρέπει να είναι. Το ξέρω...
Σταμάτησα καθώς ο Μπόυντ Κάριγκτον έστριψε τη γωνία του σπι-
τιού.
Όπως πάντα, η μεγαλόσωμη, χαρούμενη προσωπικότητά του φαι-
νόταν ν’ απομακρύνει τις σκιές και τους άπιαστους φόβους. Ήταν
τόσο μεγάλος, τόσο υγιής, τόσο υπαίθριος —μια απ’ αυτές τις αξια-
γάπητες, δυνατές προσωπικότητες που ακτινοβολούν κέφι και λογι-
κή.
— Καλημέρα, Χάστιγκς, καλημέρα αδελφή. Που είναι η κ. Φράνκλιν.
— Καλημέρα, Σερ Ουίλιαμ. Η κ. Φράνκλιν βρίσκεται στο βάθος του
κήπου κάτω απ’ το φοινικόδεντρο, κοντά στο εργαστήριο.
— Κι υποθέτω πως ο Φράνκλιν βρίσκεται μέσα στο εργαστήριο.
— Ναι, Σερ Ουίλιαμ, με την μις Χάστιγκς.
— Καημένο κορίτσι. Φαντάσου να ‘ναι κλεισμένη μέσα ένα τέτοιο
πρωινό και ν’ ασχολείται με βρωμιές, θα ‘πρεπε να διαμαρτυρηθείτε,
Χάστιγκς.
— Ω, η μις Χάστιγκς είναι μάλλον ευτυχισμένη, είπε γρήγορα η α-
δελφή Κράβεν. Ξέρετε, της αρέσει κι είμαι σίγουρη πως ο γιατρός δεν
θα μπορούσε να κάνει χωρίς εκείνην.
— Το καημένο, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Αν είχα γραμματέα μια
άμορφη κοπέλα σαν την Τζούντιθ σας, θα κοίταζα εκείνην αντί για τα
ινδικά χοιρίδια.
Ήταν το είδος του αστείου που απεχθανόταν ιδιαίτερα η Τζούντιθ,
αλλά έκανε αρκετά καλή εντύπωση στην αδελφή Κράβεν που γέλασε
πολύ.
—Ω, Σερ Ουίλιαμ, αναφώνησε. Δεν πρέπει να λέτε τέτοια πράγμα-
τα. Είμαι σίγουρη πως όλοι ξέρουμε πως θα σας άρεσε αυτό. Αλλά ο
καημένος ο Δρ. Φράνκλιν είναι τόσο σοβαρός, αφοσιωμένος στη
δουλειά του.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον είπε χαρούμενα:
—Λοιπόν, η γυναίκα του φαίνεται να ‘χει πάρει θέση σε σημείο
όπου να μπορεί να επιβλέπει τον άνδρα της. Πιστεύω πως ζηλεύει.
— Ξέρετε πάρα πολλά, Σερ Ουίλιαμ!
Η αδελφή Κράβεν φαινόταν ενθουσιασμένη μ’ αυτή τη φλυαρία.
Είπε απρόθυμα:
— Υποθέτω πως πρέπει να πάω να φτιάξω το γάλα της κ. Φράν-
κλιν.
Απομακρύνθηκε αργά κι ο Μπόυντ Κάριγκτον έμεινε να την κοιτά-
ζει.
— Όμορφη κοπέλα, παρατήρησε. Όμορφα μαλλιά και δόντια. Ω-
ραίο δείγμα θηλυκότητας. Πρέπει να ‘ναι πληκτικό να φροντίζει πά-
ντα γι’ άρρωστους. Μια τέτοια κοπέλα αξίζει καλύτερη τύχη.
— Μα φαντάζομαι πως θα παντρευτεί κάποια μέρα, είπα.
— Το πιστεύω.
Αναστέναξε, και σκέφθηκα; πως σκεφτόταν την πεθαμένη του γυ-
ναίκα. Ύστερα είπε:
— Θέλετε να ‘ρθετε μαζί μου στο Κνάττον και να δείτε το μέρος;
— Μάλλον θα μου άρεσε, θα δω πρώτα αν χρειάζεται τίποτα ο
Πουαρό.
Βρήκα τον Πουαρό να κάθεται κουκουλωμένος στη βεράντα. Με
παρότρυνε να πάω.
— Μα πήγαινε, Χάστιγκς, πήγαινε. Πιστεύω πως είναι πολύ άμορ-
φο σπίτι. Ασφαλώς πρέπει να το δεις.
— Θα ‘θελα να το δω. Αλλά δεν ήθελα να σε εγκαταλείψω.
— Καλέ μου φίλε! Όχι, όχι, πήγαινε με τον Σερ Ουίλιαμ. Δεν είναι
γοητευτικός άνθρωπος;
— Πρώτης τάξεως, είπα με ενθουσιασμό.
— Α, ναι, συμφώνησε χαμογελώντας. Πίστευα πως είναι ο τύπος
σου.
III
Απόλαυσα φοβερά την εκστρατεία μου.
Όχι μόνο ο καιρός ήταν όμορφος —μια πραγματικά θαυμάσια κα-
λοκαιρινή μέρα— αλλά και η συντροφιά έ κείνου του ανθρώπου ή-
ταν μοναδική.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον είχε εκείνο τον προσωπικό μαγνητισμό,
εκείνη τη μεγάλη πείρα της ζωής και το λούστρο του κοσμοπολίτη
που τον έκοβαν εξαιρετικό στη συντροφιά. Μου διηγήθηκε ιστορίες
για τις μέρες της διακυβέρνησής του στις Ινδίες, μερικές παράξενες
λεπτομέρειες για τους θρύλους των φυλών της Ανατολικής Αφρικής
κι ήταν τόσο ενδιαφέρων ώστε ξέχασα τον εαυτό μου και τις έννοιες
μου για την Τζούντιθ και την βαθιά ανησυχία που μου είχαν δώσει
οι αποκαλύψεις του Πουαρό.
Μου άρεσε ακόμα κι ο τρόπος που ο Μπόυντ Κάριγκτον μιλούσε
για το φίλο μου. Έτρεφε βαθύ σεβασμό για κείνον —και για το έργο
του και για τον χαρακτήρα του. Αν και η σημερινή κατάσταση της υ-
γείας του ήταν θλιβερή, ο Μπόυντ Κάριγκτον δεν είπε εύκολα λόγια
οίκτου. Φαινόταν να πιστεύει πως μια ζωή που είχε περάσει σαν τη
ζωή του Πουαρό, είχε μέσα της μια πλούσια ανταμοιβή και πως ο
φίλος μου θα ‘βρισκε ικανοποίηση και αυτοσεβασμό στις αναμνήσεις
του.
— Επί πλέον, είπε, θα στοιχημάτιζα πως το μυαλό του είναι τόσο
οξύ όσο ποτέ.
— Είναι, πραγματικά είναι, συμφώνησα πρόθυμα.
— Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος απ’ το να πιστεύει κανείς πως
επειδή τα πόδια ενός ανθρώπου είναι δεμένα επηρεάζεται το μυαλό
του. Κάθε άλλο. Η ηλικία επηρεάζει την πνευματική εργασία πολύ λι-
γότερο απ’ ό,τι θα πιστεύατε. Μα το Θεό, δεν θα τολμούσα να δια-
πράξω έγκλημα κάτω απ’ τη μύτη του Ηρακλή Πουαρό —ακόμα και
τώρα.
— Θα σας έπιανε αν το κάνατε, είπα χαμογελώντας.
— Δεν αμφιβάλλω. Όχι πως θα τα κατάφερνα και πολύ καλά να κά-
νω φόνο, πρόσθεσε θλιμμένα. Ξέρετε δεν μπορώ να κάνω σχέδια. Εί-
μαι πολύ ανυπόμονος. Αν έκανα φόνο, θα τον έκανα κάτω απ’ την
παρόρμηση της στιγμής.
— Ίσως αυτό το έγκλημα να ‘ταν δυσκολότερο να εντοπισθεί.
— Δεν νομίζω. Ίσως θα ‘φηνα πίσω μου ίχνη προς όλες τις κατευ-
θύνσεις. Λοιπόν, είναι ευτύχημα που δεν έχω εγκληματικό μυαλό. Το
μόνο είδος ανθρώπου που θα μπορούσα να φαντασθώ τον εαυτό
μου να σκοτώνει, είναι ένας εκβιαστής. Είναι φοβερό πράγμα. Πάντα
πίστευα πως ένας εκβιαστής πρέπει να σκοτώνεται. Τι λέτε κι εσείς;
Ομολόγησα πως συμμεριζόμουν κάπως την άποψή του.
Ύστερα περάσαμε σε μια εξέταση της εργασίας που γινόταν στο
σπίτι, καθώς ένας νεαρός αρχιτέκτονας προχώρησε να μας συναντή-
σει.
Το Κνάττον ήταν βασικά της εποχής των Τυδώρ και μια πτέρυγα
είχε προστεθεί εκ των ύστερων. Δεν είχε εκμοντερνιστεί ή μεταβλη-
θεί έκτος από την εγκατάσταση δύο πρωτόγονων μπάνιων στις αρχές
της δεκαετίας του 1940.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον εξήγησε πως ο θείος του ήταν λίγο πολύ ε-
ρημίτης, αντιπαθούσε τους ανθρώπους και ζούσε σε μια γωνιά του
μεγάλου σπιτιού. Είχε ανεχθεί τον Μπόυντ Κάριγκτον και τον αδελ-
φό του, που περνούσαν τις διακοπές τους εκεί όταν ήταν μαθητές
πριν ο Σερ Έβεραρντ γίνει τόσο μονόχνοτος όσο αργότερα.
Ο γέρος δεν είχε παντρευθεί ποτέ κι είχε ξοδέψει μόνο το ένα δέ-
κατο από το μεγάλο του εισόδημα έτσι ακόμα και μετά την πληρωμή
των φόρων κληρονομιάς ο σημερινός βαρονέτος είχε βρεθεί πολύ
πλούσιος.
— Αλλά και πολύ μόνος, είπε αναστενάζοντας.
Έμεινα σιωπηλός. Η συμπάθειά μου ήταν πολύ έντονη για να εκ-
φρασθεί με λόγια. Γιατί κι εγώ ήμουν μόνος. Από τότε που είχε πε-
θάνει η Σταχτοπούτα, ένοιωθα πως ήμουν μισός άνθρωπος.
Σέ λίγο, κάπως διατακτικά, εξέφρασα λίγα απ’ αυτά που ένοιωθα.
—Α, ναι, Χάστιγκς, αλλά έχεις κάτι, που δεν είχα ποτέ.
Σταμάτησε για ένα λεπτά κι ύστερα —μάλλον απότομα— μου πε-
ριέγραψε σε γενικές γραμμές την τραγωδία του.
Μίλησε για την όμορφη νέα γυναίκα, ένα αξιαγάπητο πλάσμα γε-
μάτο γοητεία και προτερήματα άλλα με βαριά κληρονομιά. Σχεδόν
όλη η οικογένειά της είχε πεθάνει απ’ το ποτό κι εκείνη έπεσε θύμα
της ίδιας κατάρας. Μόλις ένα χρόνο μετά το γάμο τους είχε υποκύ-
ψει κι είχε πεθάνει με το θάνατο ενός διψομανούς. Δεν την κατηγο-
ρούσε. Καταλάβαινε πως η κληρονομικότητα ήταν πολύ δυνατή για
τις δυνάμεις της.
Μετά το θάνατό της είχε αποφασίσει να ζήσει μοναχική ζωή.
Θλιμμένος από την εμπειρία του, είχε αποφασίσει να μην ξαναπα-
ντρευτεί.
— Νοιώθει κανείς μεγαλύτερη ασφάλεια μόνος, είπε απλά.
— Ναι, μπορώ να καταλάβω τα αισθήματα σας... στην αρχή του-
λάχιστον.
— Όλη η υπόθεση ήταν μια φοβερή τραγωδία. Με άφησε πρόωρα
γερασμένο και πικραμένο. (Σταμάτησε.) Είναι αλήθεια... ένοιωσα κά-
ποτε πολύ μεγάλο πειρασμό. Αλλά ήταν τόσο νέα... δεν ένοιωθα πως
θα ‘ταν δίκαιο να την δέσω μ’ έναν απογοητευμένο άνδρα. Ήμουν
πολύ μεγάλος για κείνην... ήταν ένα παιδί... τόσο όμορφη... τόσο τέ-
λεια ανέγγιχτη.
Σταμάτησε, κουνώντας το κεφάλι του.
— Δεν έπρεπε να το κρίνει εκείνη αυτό; ρώτησα δειλά.
— Δεν ξέρω, Χάστιγκς. Νόμιζα πως όχι. Εκείνη έδειχνε πως της ά-
ρεσα. Αλλά πάλι, όπως είπα, ήταν πάρα πολύ νέα. Πάντα θα την θυ-
μάμαι όπως την είδα την τελευταία μέρα εκείνης της άδειας. Με το
κεφάλι της λίγο προς τη μια πλευρά... μ’ εκείνο το ελαφρά συγχυσμέ-
νο βλέμμα... το χεράκι της...
Σταμάτησε. Τα λόγια του σχημάτιζαν μια εικόνα που μου φαινόταν
αόριστα γνωστή, αν και δεν μπορούσα να σκεφθώ το γιατί.
Η φωνή του Μπόυντ Κάριγκτον, ξαφνικά τραχιά, διέκοψε τις σκέ-
ψεις μου.
—Ήμουν ανόητος, είπε. Όποιος άνδρας αφήνει να του ξεφεύγει
μια ευκαιρία είναι ανόητος. Πάντως, βρίσκομαι εδώ μ’ ένα μεγάλο
σπίτι που είναι πάρα πολύ μεγάλο για μένα και χωρίς μια γοητευτική
παρουσία στην άλλη πλευρά του τραπέζιου μου.
Για μένα υπήρχε μια γοητεία στον παλιάς μόδας τρόπο της έκφρα-
σης του. Σχημάτιζε μια εικόνα γοητείας και άνεσης του παλιού και-
ρού.
— Που είναι τώρα η κυρία; ρώτησα.
— Ω, είναι παντρεμένη, είπε και σταμάτησε απότομα. Το γεγονός
είναι, Χάστιγκς, πως τώρα είμαι προορισμένος για ζωή γεροντοπαλ-
λήκαρου. Έχω τον τρόπο μου. Έλα να δεις τους κήπους μου. Είναι
πολύ παραμελημένοι, αλλά είναι όμορφοι με τον τρόπο τους.
Κάναμε τον γύρο της ιδιοκτησίας του και εντυπωσιάστηκα πολύ με
όλα όσα είδα. Το Κνάττον ήταν αναμφισβήτητα πολύ όμορφο μέρος
και δεν απορούσα που ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν περήφανος γι’ αυ-
τό. Ήξερε καλά τη γειτονιά και τους περισσότερους ανθρώπους έχει
γύρω, αν και φυσικά είχαν έρθει και καινούργιοι απ’ την εποχή του.
Είχε γνωρίσει τον Συνταγματάρχη Λούτρελ τον παλιό καιρό και ε-
ξέφρασε την σοβαρή ελπίδα πως η επιχείρηση «Στάυλς» θα απέδιδε.
— Ξέρεις, ο καημένος ο γέρο Τόμπυ Λούτρελ δυσκολεύεται πολύ,
είπε. Καλός άνθρωπος. Και καλός στρατιώτης, περίφημος δε σκοπευ-
τής. Πήγα μαζί του κάποτε για σαφάρι στην Αφρική. Α, εκείνες ήταν
όμορφες μέρες! Ήταν φυσικά παντρεμένος τότε, άλλα δόξα το Θεό, η
γυναίκα του δεν ήρθε μαζί μας. Ήταν όμορφο θηλυκό αλλά πάντα λί-
γο σαν Ταρτάρος. Παράξενο πόσα ανέχεται κανείς από μία γυναίκα.
Ο γέρο Τόμπυ Λούτρελ που έκανε τους υφισταμένους του να τρέ-
μουν μέσα στα παπούτσια τους —τόσο αυστηρός ήταν! Και νατος
τώρα, μαζεμένος και τρομαγμένος σα μύδι. Δεν υπάρχει αμφιβολία
πως η γλώσσα αυτής της γυναίκας είναι φαρμακερή. Κι όμως έχει
μυαλό στο κεφάλι της. Αν κανείς μπορεί να κάνει αυτό το μέρος ν’
αποδώσει, αυτή είναι η μοναδική. Ο Λούτρελ δεν είχε ποτέ το κα-
τάλληλο μυαλό για επιχειρήσεις αλλά η κ. Τόμπυ θα μπορούσε να
γδάρει και την γιαγιά της ακόμη.
— Είναι τόσο αηδιαστική μ’ όλα αυτά, παραπονέθηκα.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον φάνηκε να διασκεδάζει.
— Το ξέρω. Σκέτη γλύκα. Αλλά παίξατε μπριτζ μαζί τους;
Απάντησα με νόημα πως είχα παίξει.
— Γενικά αποφεύγω τις γυναίκες που παίζουν μπριτζ, είπε ο
Μπόυντ Κάριγκτον. Κι αν ακολουθήσετε τη συμβουλή μου, θα κάνε-
τε το ίδιο κι εσείς.
Του είπα πόσο δυσάρεστα είχαμε νοιώσει ο Νόρτον κι εγώ το πρώ-
το βράδυ της άφιξής μου.
— Ακριβώς. Δεν ξέρει κανείς που να κοιτάξει! Καλός άνθρωπος ο
Νόρτον, πρόσθεσε. Αλλά πολύ ήσυχος. Κοιτάζει πάντα τα πούλια και
τα παρόμοια. Μου είπε πως δεν θέλει να τα σκοτώνει. Παράξενο! Δεν
έχει το ένστικτο του κυνηγού. Του είπα πως έχανε πολλά. Δεν μπορώ
να καταλάβω τι ευχαρίστηση μπορείς να νοιώσεις περιδιαβάζοντας
στα δάση και κοιτάζοντας τα πουλιά με τα κιάλια!
Πόσο λίγο καταλαβαίναμε τότε πως το χόμπι του Νόρτον μπορεί
να ‘παιζε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Νομίζω πως το άλλο πρωί, πριν απ’ το φαγητό, έγινε μια συζήτηση
που με ανησύχησε αόριστα.
Είμαστε τέσσερις — η Τζούντιθ, εγώ, ο Μπόυντ Κάριγκτον κι ο
Νόρτον.
Δεν είμαι σίγουρος πως ακριβώς άρχισε το θέμα, άλλα μιλούσαμε
για την ευθανασία —τα υπερ και τα κατά της.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον, όπως ήταν φυσικό, μιλούσε περισσότερο
απ’ όλους, ο Νόρτον έλεγε κάπου κόπου μια δυο λέξεις κι η Τζούντιθ
καθόταν σιωπηλή άλλα γεμάτη προσοχή.
Εγώ είχα ομολογήσει, πως αν και επιφανειακά φαινόταν πως υ-
πήρχε κάθε λόγος για να υποστηρίξει κανείς αυτή τη μέθοδο, στην
πραγματικότητα ένοιωθα μια συναισθηματική αποστροφή γι’ αυτή.
Εξ άλλου, είπα, νόμιζα πως έβαζε μεγάλη δύναμη στα χέρια των συγ-
γενών.
Ο Νόρτον συμφώνησε μαζί μου. Πρόσθεσε πως πίστευε ότι έπρεπε
να γίνεται μόνο με την επιθυμία και την συγκατάθεση του ίδιου του
ασθενούς, όταν ήταν βέβαιος ο θάνατος μετά από ένα παρατεταμένο
μαρτύριο.
— Α, μα αυτό είναι το περίεργο, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Θέλει
ποτέ ο ενδιαφερόμενος να γλυτώσει απ’ τη δυστυχία του, όπως λέμε;
Ύστερα μας είπε μια ιστορία που τόνισε πως ήταν αυθεντική, για
έναν άνθρωπο που πονούσε φοβερά από καρκίνο που δεν επιδεχό-
ταν εγχείρηση. Είχε παρακαλέσει τον γιατρό που τον φρόντιζε να
του δώσει κάτι που θα ‘βαζε ένα τέλος σ’ όλα αυτά. Ο γιατρός είχε
απαντήσει: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, γέρο μου». Αργότερα,
φεύγοντας, είχε βάλει κοντά στον ασθενή μερικά χάπια μορφίνης,
λέγοντας του προσεχτικά πόσα μπορούσε να πάρει ακίνδυνα και
ποια δόση θα ‘ταν επικίνδυνη. Αν και τ’ άφησε στη διάθεση του ασθε-
νούς και μπορούσε εύκολα να πάρει μια μοιραία ποσότητα, δεν το
‘κανε.
— Αποδεικνύοντας έτσι, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον, πως, παρά τα
λόγια του, αυτός ο άνθρωπος προτιμούσε τον πόνο του από μια
γρήγορη κι ευσπλαχνική απαλλαγή…
Τότε μίλησε για πρώτη φορά η Τζούντιθ, δυνατά κι απότομα.
— Φυσικά, είπε. Δεν θα ‘πρεπε να τον αφήσουν ν’ αποφασίσει μό-
νος του.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον την ρώτησε τι εννοούσε.
— Εννοώ, πως όποιος είναι αδύνατος, πονεμένος κι άρρωστος,
δεν έχει τη δύναμη να πάρει μια απόφαση, δεν μπορεί. Πρέπει να το
χάνει κάποιος άλλος για λογαριασμό του. Είναι καθήκον κάποιου
που τον αγαπάει να πάρει την απόφαση.
— Καθήκον; ρώτησα μ’ αμφιβολία.
Η Τζούντιθ στράφηκε προς το μέρος μου:
— Ναι, καθήκον. Κάποιος που το μυαλό του είναι καθαρό και θα
αναλάβει την ευθύνη.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον κούνησε το κεφάλι του:
—Και θα καταλήξει στη φυλακή με την κατηγορία του φόνου;
— Όχι αναγκαστικά. Πάντως, αν αγαπάς κάποιον, θα διακινδύνευ-
ες.
— Μα, άκου, Τζούντιθ, είπε ο Νόρτον, αυτό που προτείνεις είναι
φοβερή ευθύνη.
— Δεν νομίζω. Οι άνθρωποι φοβούνται υπερβολικά την ευθύνη.
Αναλαμβάνουν την ευθύνη για ένα σκύλο — γιατί όχι και για έναν
άνθρωπο;
— Να, είναι κάπως διαφορετικό, δεν ειν’ έτσι;
— Ναι, είναι πιο σημαντικό, είπε η Τζούντιθ.
— Μου κόβετε την ανάσα, είπε ο Νόρτον.
— Ώστε σεις θα το διακινδυνεύατε; ρώτησε με περιέργεια ο
Μπόυντ Κάριγκτον.
— Νομίζω. Δεν φοβάμαι τους κινδύνους.
Ο Μπόυντ Κάριγκτον κούνησε το κεφάλι του.
— Δεν φθάνει αυτό, ξέρετε. Δεν μπορούν οι άνθρωποι εδώ, εκεί
και παντού να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, ν’ αποφασίζουν για
θέματα ζωής και θανάτου.
— Πραγματικά, είπε ο Νόρτον. Ξέρετε, Μπόυντ Κάριγκτον, οι πε-
ρισσότεροι άνθρωποι δεν θα ‘χαν το θάρρος ν’ αναλάβουν την
ευθύνη.
Χαμογέλασε αχνά καθώς κοίταζε την Τζούντιθ.
— Δεν πιστεύω πως θα το είχατε, αν φθάνατε σ’ αυτό το σημείο,
πρόσθεσε.
— Δεν μπορεί φυσικά να ‘ναι κανείς σίγουρος, είπε συγκροτημένα
η Τζούντιθ. Νομίζω πως ναι.
— Όχι, έκτος αν είχατε ν’ ακονίσετε το δικό σας τσεκούρι, είπε ο
Νόρτον μ’ ένα ελαφρό κλείσιμο του ματιού.
Η Τζούντιθ κοκκίνισε πολύ κι είπε έντονα:
— Αυτό δείχνει απλώς πως δεν καταλαβαίνετε καθόλου. Αν είχα
ένα... προσωπικό κίνητρο, θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε. Δεν κα-
ταλαβαίνετε; είπε απευθυνόμενη σ’ όλους μας. Πρέπει να είναι εντε-
λώς απρόσωπο. Θα μπορούσες ν’ αναλάβεις την ευθύνη του... του
τερματισμού μιας ζωής αν ήσουν ολότελα σίγουρος για τα κίνητρά
σου. Πρέπει να μην είναι καθόλου εγωιστικά.
— Πάντως, είπε ο Νόρτον, εσείς δεν θα το κάνατε.
— Θα το ‘κανα, επέμεινε η Τζούντιθ. Κατ’ αρχήν δεν θεωρώ τη ζωή
τόσο ιερή όσο όλοι εσείς. Οι αταίριαστες ζωές, οι άχρηστες ζωές
πρέπει να φύγουν απ’ τη μέση. Υπάρχει τόσο μπέρδεμα. Μόνο οι άν-
θρωποι που μπορούν να κάνουν μια αξιοπρεπή προσφορά στην κοι-
νότητα πρέπει ν’ αφήνονται να ζήσουν. Oι άλλοι πρέπει ν’ απομα-
κρύνονται ανώδυνα.
Ξαφνικά στράφηκε στον Μπόυντ Κάριγκτον.
— Συμφωνείτε μαζί μου, δεν ειν’ έτσι;
— Βασικά ναι, είπε αργά αυτός. Μόνο οι άξιοι πρέπει να επιζούν.
— Δεν θα παίρνατε το νόμο στα χέρια σας αν ήταν απαραίτητο ;
— Ίσως, είπε αργά ο Μπόυντ Κάριγκτον. Δεν ξέρω...
— Πολλοί άνθρωποι θα συμφωνούσαν μαζί σας στη θεωρία, είπε
ήρεμα ο Νόρτον. Στην πράξη είναι διαφορετικά.
— Αυτό δεν είναι λογικό.
— Φυσικά δεν είναι, είπε Ανυπόμονα ο Νόρτον. Στην πραγματικό-
τητα είναι θέμα θάρρους. Απλώς δεν έχει κανείς τα κότσια, για να
εκφρασθούμε χυδαία.
Η Τζούντιθ έμεινε σιωπηλή. Ο Νόρτον συνέχισε.
— Ειλικρινά, ξέρετε, Τζούντιθ, είσαστε κι εσείς το ίδιο. Δεν θα ‘χατε
το θάρρος, όταν ερχόταν η ώρα.
— Δεν νομίζετε;
— Είμαι σίγουρος.
— Νομίζω πως κάνετε λάθος, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Νομίζω
πως η Τζούντιθ έχει μεγάλο θάρρος. Ευτυχώς το πρόβλημα δεν πα-
ρουσιάζεται συχνά.
Το γκονγκ αντήχησε απ’ το σπίτι.
Η Τζούντιθ σηκώθηκε.
— Ξέρετε, είπε πολύ καθαρά στον Νόρτον, κάνετε λάθος. Έχω πε-
ρισσότερο... περισσότερα κότσια απ’ όσο νομίζετε.
Πήγε βιαστικά προς το σπίτι. Ο Μπόυντ Κάριγκτον την ακολούθη-
σε λέγοντας:
— Ε, Τζούντιθ, περίμενε με.
Ακολούθησα, νοιώθοντας μάλλον απελπισμένος για κάποιο λόγο.
Ο Νόρτον, που πάντα διαισθανόταν τη διάθεση του άλλου, προσπά-
θησε να με παρηγορήσει.
Ξέρετε, δεν το λέει στα σοβαρά, είπε. Είναι το είδος της μισοσχη-
ματισμένης ιδέας που έχει κανείς όταν είναι νέος, Αλλά ευτυχώς δεν
την εφαρμόζει. Μένει απλώς... κουβέντα.
Νομίζω πως η Τζούντιθ τον άκουσε, γιατί έριξε μια οργισμένη μα-
τιά πάνω απ’ τον ώμο της.
Ο Νόρτον χαμήλωσε τη φωνή του.
— Οι θεωρίες δεν χρειάζεται να μας στενοχωρούν, είπε. Αλλά κοι-
τάξτε, Χάστιγκς...
— Ναι;
Ο Νόρτον φάνηκε μάλλον αμήχανος.
— Δεν θέλω να σας ερεθίσω, είπε, αλλά τι ξέρετε για τον Άλλερτον;
— Για τον Άλλερτον;
— Ναι, λυπάμαι αν χώνω τη μύτη μου στις υποθέσεις σας, άλλα
ειλικρινά αν ήμουν στη θέση σας, δε θα ‘φηνα την κόρη μου να τον
βλέπει πολύ. Είναι... να η φήμη του δεν είναι πολύ καλή.
— Βλέπω μόνος μου τι είδους κάθαρμα είναι, είπα πικρά. Αλλά δεν
είναι τόσο εύκολο στις μέρες μας.
— Ω, το ξέρω. Τα κορίτσια φροντίζουν τον εαυτό τους, όπως λέει η
παροιμία. Οι περισσότερες μπορούν πραγματικά. Άλλα —να— ο Άλ-
λερτον έχει μια μάλλον ιδιαίτερη μέθοδο σ’ αυτό το θέμα. (Δίστασε κι
υστέρα είπε:) Κοιτάξτε, νομίζω πως πρέπει να σας το πω. Μην το
διαδώσετε, φυσικά, μα συμβαίνει να ξέρω κάτι αρκετά κακό γι’ αυ-
τόν.
Μου το είπε —και μπόρεσα αργότερα να εξακριβώσω την κάθε λε-
πτομέρεια. Ήταν μια απαίσια ιστορία. Η ιστορία μιας κοπέλας, σί-
γουρης για τον εαυτό της, μοντέρνας, ανεξάρτητης. Ο Άλλερτον είχε
βάλει όλη του την τεχνική σ’ εφαρμογή μαζί της. Αργότερα είχε εμ-
φανισθεί η άλλη πλευρά της ιστορίας —και η υπόθεση τελείωσε με
μια απελπισμένη κοπέλα που αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση βε-
ρονάλ.
Και το φρικτό ήταν πως το κορίτσι ήταν σχεδόν ο ίδιος τύπος με
την Τζούντιθ —ο ανεξάρτητος, διανοούμενος τύπος. Το είδος της
κοπέλας που όταν δίνει την καρδιά της το κάνει με μια απελπισία και
με μια εγκατάλειψη που δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει ο ανόητος, ε-
πιπόλαιος τύπος.
Πήγα για φαγητό μ’ ένα φρικτό προαίσθημα...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ